S S tt ee vv ee n n R Ru un n cc ii m m aa n n
Η Η Ά Ά λλ ω ωσ ση η Τ Τη η ςς Κ Κω ω νν σ σ ττ α α νν ττ ιι νν οο ύ ύπ π οο λλ η η ςς 1 14 45 53 3
Μ Μ εε ττ άά φ φ ρρ αα σσ η η –– Ε Επ π ιι µ µ έέ λλ εε ιι αα Ν Ν ίί κκ οο ςς Ν Ν ιι κκ οο λλ οο ύύ δδ η η ςς
ΤΤ ρρ ιι ττ η η εε κκ δδ οο σσ η η ΕΕΚΚ∆∆ΟΟΣΣΕΕΙΙΣΣ ΠΠΑΑΠΠΑΑ∆∆ΗΗΜ ΜΑΑ ΑΑΘΘΗΗΝΝΑΑ 22000055
Τίτλος πρωτοτύπου: The fall of Constantinople 1453 © Cambridge University Press, 1965 Αποκλειστικότητα για την Ελλάδα: ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ∆ΗΜΑ Πρώτη έκδοση 2002 ∆εύτερη έκδοση 2003
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Τον καιρό που οι ιστορικοί ήταν απλοί άνθρωποι η άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, πιστευόταν ότι σηµείωνε το τέλος του Μεσαίωνα. Σήµερα γνωρίζουµε πολύ καλά ότι το ρεύµα της ιστορίας κυλά ασταµάτητα και ότι δεν το διακόπτει ποτέ κανένα φράγµα. ∆εν υπάρχει κανένα σηµείο για το οποίο να µπορούµε να πούµε ότι ο µεσαιωνικός κόσµος µεταλλάχθηκε στο σύγχρονο. Στην Ιταλία και στο µεσογειακό κόσµο η κίνηση που αποκαλούµε Αναγέννηση βρισκόταν σε εξέλιξη πολύ πριν από το 1453. Στο βορρά οι µεσαιωνικές ιδέες επικρατούσαν πολύ µετά το 1453. Οι πρώτοι θαλασσοπόροι είχαν αρχίσει να εξερευνούν τους δρόµους του ωκεανού που επρόκειτο να αλλάξουν ολόκληρη την οικονοµία του κόσµου πριν από το 1453. Πέρασαν όµως αρκετές δεκαετίες µετά το 1453 προτού ανοίξουν αυτοί οι δρόµοι και πριν η επίδραση τους γίνει αισθητή στην Ευρώπη. Η παρακµή και η πτώση του Βυζαντίου και ο θρίαµβος των Οθωµανών Τούρκων άσκησαν την επίδραση τους σ' αυτές τις αλλαγές. Αλλά η επίδραση δεν οφειλόταν µόνο στα γεγονότα ενός έτους. Η βυζαντινή σοφία έπαιξε το ρόλο της στην Αναγέννηση, αλλά ήδη για περισσότερο από µισό αιώνα πριν από το 1453 οι Βυζαντινοί λόγιοι είχαν αφήσει τη φτώχεια και την αβεβαιότητα της πατρίδας τους αναζητώντας άνετες καθηγητικές έδρες στην Ιταλία και οι Έλληνες λόγιοι που τους ακολούθησαν µετά το 1453 ήλθαν ως επί το πλείστον όχι ως πρόσφυγες που ξέφευγαν από ένα νέο ζυγό των απίστων, αλλά ως σπουδαστές από νησιά στα οποία η Βενετία εξακολουθούσε να διατηρεί τον έλεγχο. Ήδη επί πολλά χρόνια η άνοδος της οθωµανικής δύναµης είχε προκαλέσει κάποια αµηχανία στις εµπορικές πόλεις της Ιταλίας, αλλά δεν κατέστρεψε το εµπόριό τους, εκτός από το βαθµό στον οποίο απέκλεισε τις διόδους προς τον Εύξεινο Πόντο. Η οθωµανική κατάκτηση της Αιγύπτου ήταν πιο καταστροφική για τη Βενετία από την οθωµανική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, και αν η Γένοβα δέχθηκε σοβαρό πλήγµα λόγω του ελέγχου των Στενών από το σουλτάνο, αυτό που προκάλεσε την πτώση της ήταν η επισφαλής θέση της στην Ιταλία παρά η απώλεια του εξωτερικού εµπορίου. Ακόµη και στο ευρύ πολιτικό πεδίο η άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν άλλαξε πολλά πράγµατα. Οι Τούρκοι είχαν ήδη φθάσει στις όχθες του ∆ούναβη και απειλούσαν την κεντρική Ευρώπη, και οποιοσδήποτε θα µπορούσε να διαπιστώσει ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν καταδικασµένη, ότι µια αυτοκρατορία που αποτελούνταν από κάτι ελάχιστα περισσότερο από µια πόλη που παράκµαζε δεν θα µπορούσε να αντισταθεί απέναντι σε µια αυτοκρατορία της οποίας η έκταση κάλυπτε το µεγαλύτερο µέρος της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, µια αυτοκρατορία µε ρωµαλέα διακυβέρνηση που διέθετε την καλύτερη στρατιωτική µηχανή της εποχής. Είναι αλήθεια ότι η χριστιανοσύνη κλονίστηκε βαθιά από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Μην κατέχοντας τη φρόνιµη αναδροµική γνώση µας οι ∆υτικές δυνάµεις απέτυχαν να διαγνώσουν πόσο αναπότρεπτη είχε καταστεί η τουρκική κατάκτηση. Παρά ταύτα η τραγωδία δεν άλλαξε κατά κανένα τρόπο την πολιτική τους, ή µάλλον την έλλειψη πολιτικής τους απέναντι στο Ανατολικό ζήτηµα. Μόνο η παποσύνη ταράχθηκε ειλικρινά και σχεδίασε ουσιαστικά αντίµετρα, αλλά και εκείνη επρόκειτο σύντοµα να αντιµετωπίσει πιο επείγοντα προβλήµατα πιο κοντά στην έδρα της. Πιθανόν λοιπόν να φαίνεται ότι η ιστορία του 1453 δύσκολα αξίζει ένα ακόµη βιβλίο. Στην
2
πραγµατικότητα όµως τα γεγονότα εκείνου του έτους είχαν ζωτική σηµασία για δύο λαούς. Στους Τούρκους η κατάκτηση της παλαιάς αυτοκρατορικής πόλης δεν προσέφερε µόνο µια νέα αυτοκρατορική πρωτεύουσα, αλλά και εξασφάλισε τη µονιµότητα της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας τους. Ενόσω η πόλη, που βρισκόταν στο κέντρο των κτήσεών τους, στο πέρασµα µεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης, δεν ήταν στα χέρια τους, δεν µπορούσαν να αισθάνονται ασφαλείς. ∆εν είχαν λόγους να φοβούνται µόνο τους Έλληνες. Αλλά µια µεγάλη ευρωπαϊκή συµµαχία που θα δρούσε από µια τέτοια βάση θα µπορούσε ακόµη να τους εκτοπίσει. Με την Κωνσταντινούπολη στα χέρια τους ήταν ασφαλείς. Σήµερα, µετά από όλες τις µεταστροφές της ιστορίας τους, οι Τούρκοι κρατούν ακόµη τη Θράκη, διατηρώντας ακόµη το προγεφύρωµα τους στην Ευρώπη. Για τους Έλληνες η πτώση της πόλης ήταν ακόµη πιο βαρυσήµαντη. Για εκείνους επρόκειτο πράγµατι για το οριστικό τέλος ενός κεφαλαίου. Ο θαυµαστός πολιτισµός του Βυζαντίου είχε ήδη παίξει το ρόλο του στον εκπολιτισµό του κόσµου και τώρα πέθαινε µαζί µε την ετοιµοθάνατη πόλη. ∆εν είχε όµως πεθάνει ακόµη. Ο συρρικνούµενος πληθυσµός της Κωνσταντινούπολης στις παραµονές της πτώσης της περιλάµβανε πολλά από τα διαπρεπέστερα πνεύµατα της εποχής, που ανήκαν σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν ανατραφεί µε µια ιδιαίτερα εκλεπτυσµένη παράδοση που εκτεινόταν προς τα πίσω µέχρι την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώµη. Ενόσω ένας αυτοκράτορας, εκπρόσωπος του Θεού, ζούσε στο Βόσπορο, κάθε Έλληνας, ακόµη και αν ήταν ήδη σκλαβωµένος, µπορούσε να αισθάνεται υπερηφάνεια γιατί ανήκε ακόµη στην πραγµατική και Ορθόδοξη χριστιανική κοινοπολιτεία. Ο αυτοκράτορας µπορεί να µην ήταν σε θέση να κάνει πολλά για να τον βοηθήσει επί της γης, αποτελούσε όµως ακόµη ένα σηµείο εστίασης και ένα σύµβολο της εξουσίας του Θεού. Με τον αυτοκράτορα να έχει πέσει µαζί µε την πεσµένη πόλη του, άρχισε η βασιλεία του Αντίχριστου, και η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από τη γη, για να επιβιώσει όσο καλύτερα µπορούσε. Το ότι ο Ελληνισµός δεν χάθηκε ολοσχερώς αποτελεί φόρο τιµής στην αστείρευτη ζωτικότητα και το θάρρος του ελληνικού πνεύµατος. Σ' αυτή την ιστορία ο ελληνικός λαός είναι ο τραγικός ήρωας. Προσπάθησα να την αφηγηθώ έχοντας αυτή τη διαπίστωση κατά νου. Την έχουν πει πολλές φορές στο παρελθόν. Συγκίνησε τον Γκίµπον (Γίββωνα) αρκετά αλλά όχι τόσο ώστε να τον κάνει να ξεχάσει την περιφρόνηση του για το Βυζάντιο. Για τελευταία φορά ειπώθηκε από τον σερ Έντουιν Πήαρς, σε ένα έργο που εκδόθηκε πριν από εξήντα χρόνια αλλά το οποίο αξίζει µε το παραπάνω να διαβάζεται ακόµη. Η περιγραφή του για τις πραγµατικές επιχειρήσεις της πολιορκίας, βασισµένη σε µια ολοκληρωµένη µελέτη των πηγών και σε µια άµεση προσωπική γνώση του χώρου, εξακολουθεί να είναι απόλυτα έγκυρη, αν και σε άλλα σηµεία η σύγχρονη έρευνα έχει καταστήσει το βιβλίο λίγο εκτός εποχής. Οφείλω πάρα πολλά στο έργο του, το οποίο παραµένει η καλύτερη έκθεση των γεγονότων του 1453 σε οποιαδήποτε γλώσσα. Μετά τη δηµοσίευση του πολλοί λόγιοι προσέθεσαν πολλά στοιχεία στις γνώσεις µας. Ειδικότερα το έτος 1953 δηµοσιεύθηκαν πολλά άρθρα και δοκίµια στην επέτειο των πεντακοσίων ετών. Εκτός όµως από το βιβλίο του Γουσταύου Σλουµπερζέ, που δηµοσιεύθηκε το 1914 και βασίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά σ' εκείνο του Πήαρς, δεν εµφανίστηκε καµία άλλη ολοκληρωµένη αφήγηση της πολιορκίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών σε οποιαδήποτε δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα*. 3
Σ' αυτή την απόπειρά µου να συµπληρώσω το κενό χρησιµοποίησα µε ευγνωµοσύνη τα έργα πολλών σύγχρονων λογίων, ζωντανών και νεκρών. Οι οφειλές µου θα αποκαλυφθούν στις σηµειώσεις µου. Μεταξύ των ζωντανών Ελλήνων λογίων θα ήθελα να µνηµονεύσω ειδικά τους καθηγητές Ζακυθηνό και Ζώρα. Προκειµένου για την οθωµανική ιστορία πρέπει όλοι να είµαστε υποχρεωµένοι στον καθηγητή Μπάµπινγκερ, παρόλο που το εξαιρετικό βιβλίο του για τον Πορθητή σουλτάνο µας στερεί τη βοήθεια των αναφορών στις πηγές του. Για την κατανόηση της πρώιµης τουρκικής ιστορίας είναι ανεκτίµητα τα βιβλία του καθηγητή Βίττεκ, και µεταξύ των νεώτερων Τούρκων λογίων πρέπει να γίνει αναφορά στον καθηγητή Ιναλτσίκ. Το σηµαντικό έργο του πατρός Γκιλ για τη Σύνοδο της Φλωρεντίας και τα επακόλουθά της µου φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιµο. Τις κύριες πηγές της ιστορίας τις εξετάζω σε ένα παράρτηµα. ∆εν ανευρίσκονται όλες τους εύκολα. Οι χριστιανικές πηγές συγκεντρώθηκαν από τον µακαρίτη καθηγητή Ντετιέ σε δύο τόµους, τον εικοστό πρώτο και τον εικοστό δεύτερο, µέρη πρώτο και δεύτερο, του έργου Monumenta Hungariae
Historica, περίπου πριν από ογδόντα χρόνια, παρόλο όµως που οι τόµοι τυπώθηκαν δεν δηµοσιεύθηκαν ποτέ, προφανώς λόγω των πολλών σφαλµάτων που περιείχαν. ∆εν είναι πολλές οι µουσουλµανικές πηγές στις οποίες υπάρχει εύκολη πρόσβαση, ειδικά για κάποιον που δεν είναι σε θέση να διαβάζει τους Οθωµανούς συγγραφείς παρά µόνο αργά και επίπονα. Ελπίζω ότι από αυτούς κατόρθωσα να αποσπάσω τα ουσιώδη. Αυτό το βιβλίο δεν θα είχε γραφτεί ποτέ χωρίς την ύπαρξη της βιβλιοθήκης του Λονδίνου, και θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωµοσύνη µου στο προσωπικό του αναγνωστηρίου του Βρετανικού µουσείου για την υποµονετική βοήθεια του. θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον κύριο Σ. Ι. Παπασταύρου για τη βοήθειά του στην επαλήθευση των δοκιµίων, όπως και τα µέλη και το προσωπικό του τυπογραφείου του πανεπιστηµίου του Cambridge για την αµέριστη ανεκτικότητα και την ευγένεια τους. ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ Λονδίνο 1964
4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η αυτοκρατορία που πεθαίνει Την ηµέρα των Χριστουγέννων του έτους 1400 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος ∆' παρέθεσε ένα συµπόσιο στο παλάτι του στο Έλταµ. Πρόθεση του δεν ήταν µόνο να εορτάσει την άγια εορτή. Ήθελε παράλληλα να τιµήσει ένα διακεκριµένο φιλοξενούµενο. Αυτός ήταν ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος, αυτοκράτορας των Ελλήνων, όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι ∆υτικοί, αν και µερικοί θυµούνταν ότι ήταν ο πραγµατικός αυτοκράτορας των Ρωµαίων. Ο Μανουήλ είχε ταξιδέψει µέσω Ιταλίας και είχε σταµατήσει στο Παρίσι, όπου ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Στ' είχε ανανεώσει τη διακόσµηση µιας πτέρυγας του Λούβρου για να τον εγκαταστήσει και όπου οι καθηγητές της Σορβόννης είχαν καταγοητευθεί µε τη γνωριµία ενός µονάρχη ο οποίος ήταν σε θέση να επιχειρηµατολογεί µ' αυτούς µε την ίδια ευρυµάθεια και λεπτολογία που διέθεταν οι ίδιοι. Στην Αγγλία εντυπωσιάστηκαν όλοι µε την αξιοπρέπεια της συµπεριφοράς του και µε τις άσπιλες λευκές ενδυµασίες που φορούσαν ο ίδιος και οι Αυλικοί του. Παρ' όλους όµως τους υψηλούς τίτλους του οι οικοδεσπότες του αισθάνονταν οίκτο γι' αυτόν, γιατί είχε έλθει σαν επαίτης, σε µιαν απελπισµένη αναζήτηση βοήθειας εναντίον των απίστων που περικύκλωναν την αυτοκρατορία του. Για το δικηγόρο Αδάµ της Ουσκ, που εργαζόταν στην Αυλή του βασιλιά Ερρίκου, ήταν τραγικό να τον βλέπει εκεί. «Συλλογίστηκα», έγραψε ο Αδάµ, «πόσο θλιβερό ήταν το ότι αυτός ο σπουδαίος Χριστιανός ηγεµόνας εξωθήθηκε από τους Σαρακηνούς να έλθει από τα πιο µακρινά µέρη της Ανατολής σ' αυτά τα πιο µακρινά νησιά της ∆ύσης αναζητώντας βοήθεια εναντίον τους... Θεέ µου», προσέθεσε, «τι κάνεις τώρα αρχαία δόξα της Ρώµης;»1 Πραγµατικά, η αρχαία Ρωµαϊκή αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί σε πολύ λίγο χώρο. Ο Μανουήλ ήταν ο νόµιµος διάδοχος του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου, αλλά είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που οι αυτοκράτορες που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να επιβάλλουν υποταγή στο ρωµαϊκό κόσµο. Για τη ∆ύση είχαν καταστεί απλά ηγεµόνες των Ελλήνων, ή του Βυζαντίου, ανάξιοι αντίπαλοι των αυτοκρατόρων που είχαν ξεπηδήσει στη ∆ύση. Μέχρι τον ενδέκατο αιώνα το Βυζάντιο ήταν µια µεγαλοπρεπής και κυρίαρχη δύναµη, ο υπερασπιστής της χριστιανοσύνης έναντι των επιθέσεων του Ισλάµ. Οι Βυζαντινοί είχαν κάνει το καθήκον τους µε σφρίγος και επιτυχία, µέχρις ότου στα µέσα του ενδέκατου αιώνα µια νέα µουσουλµανική πρόκληση είχε έλθει από την Ανατολή µε την εισβολή των Τούρκων, ενώ η ∆υτική Ευρώπη είχε αναπτυχθεί τόσο ώστε να επιχειρήσει η ίδια µια απρόκλητη επίθεση, στο πρόσωπο των Νορµανδών. Το Βυζάντιο µπλέχθηκε σε ένα διµέτωπο αγώνα σε µια στιγµή κατά την οποία περνούσε συνταγµατικές και δυναστικές δυσκολίες. Οι Νορµανδοί απωθήθηκαν, αν και µε την απώλεια της βυζαντινής Ιταλίας, αλλά οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν για πάντα στους Τούρκους τις χώρες που τους είχαν προµηθεύσει τους περισσότερους στρατιώτες και τα περισσότερα εφόδια, τα υψίπεδα της Ανατολίας. Από τότε και στο εξής η αυτοκρατορία παρέµεινε παγιδευµένη µεταξύ δύο πυρών, και αυτή η ενδιάµεση θέση περιπλέχθηκε από το κίνηµα που αποκαλούµε Σταυροφορίες. Ως Χριστιανοί οι Βυζαντινοί είχαν συµπάθεια για τους σταυροφόρους, αλλά η µακρά πολιτική τους εµπειρία τους είχε µάθει να δείχνουν κάποια ανοχή προς
5
τους απίστους και να αποδέχονται την ύπαρξή τους. Ο Ιερός πόλεµος, όπως τον διεξήγαγαν οι ∆υτικοί, τους φαινόταν επικίνδυνος και µη ρεαλιστικός. Ήλπιζαν πάντως ότι θα µπορούσαν να κερδίσουν κάποια οφέλη. Αλλά ένας άνθρωπος που βρίσκεται στη µέση µπορεί να αισθάνεται σίγουρος µόνο όταν είναι ισχυρός. Το Βυζάντιο συνέχισε να παίζει το ρόλο µιας µεγάλης δύναµης ενώ στην πραγµατικότητα η δύναµή του είχε ήδη υπονοµευθεί. Η απώλεια των χώρων στρατολόγησης στην Ανατολία σε µια περίοδο συνεχών εχθροπραξιών ανάγκασε τον αυτοκράτορα να εξαρτάται από ξένους συµµάχους και ξένους µισθοφόρους. Και οι δύο απαιτούσαν αµοιβές σε χρήµα και σε εµπορικές παραχωρήσεις. Αυτές οι απαιτήσεις εµφανίστηκαν σε µια στιγµή κατά την οποία η εσωτερική οικονοµία της αυτοκρατορίας αναστατώθηκε από την απώλεια των σιτοβολώνων της Ανατολίας. Σε όλη τη διάρκεια του δωδέκατου αιώνα η Κωνσταντινούπολη φαινόταν να είναι µια πόλη τόσο πλούσια και εξαίσια, η αυτοκρατορική Αυλή τόσο µεγαλοπρεπής και τα λιµάνια και οι αγορές τόσο γεµάτες µε εµπορεύµατα, ώστε οι ξένοι να αντιµετωπίζουν ακόµη τον αυτοκράτορα ως έναν ισχυρό δυνάστη. Αλλά οι Μουσουλµάνοι δεν του χρωστούσαν χάρη επειδή προσπαθούσε να αναχαιτίσει το ζήλο των σταυροφόρων, ενώ οι σταυροφόροι αισθάνονταν προσβεβληµένοι από τη χλιαρή στάση του έναντι του Ιερού τους πολέµου. Στο µεταξύ οι θρησκευτικές διαφορές µεταξύ της Ανατολικής και της ∆υτικής χριστιανοσύνης, που ήταν βαθιές από την αρχή και είχαν επιταθεί από την πολιτική κατά τη διάρκεια του ενδέκατου αιώνα, χειροτέρευαν σταθερά, µέχρις ότου πριν από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα οι Εκκλησίες της Ρώµης και της Κωνσταντινούπολης να τελούν αναντίρρητα σε σχίσµα. Η κρίση παρουσιάστηκε όταν ένας σταυροφορικός στρατός, παρασυρµένος από τη φιλοδοξία των ηγετών του, από τη ζηλόφθονη απληστία των Βενετών συµµάχων τους και από τη µνησικακία την οποία τώρα αισθανόταν κάθε ∆υτικός εναντίον της βυζαντινής Εκκλησίας, στράφηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, την κατέλαβε και τη λεηλάτησε, ιδρύοντας επάνω στα ερείπιά της µια Λατινική αυτοκρατορία. Αυτή η Τέταρτη Σταυροφορία του 1204 έθεσε τέλος στην παλιά Ανατολική Ρωµαϊκή αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Μετά από µισό αιώνα εξορίας στη Νίκαια, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, οι αυτοκρατορικές αρχές επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη και η Λατινική αυτοκρατορία κατέρρευσε. Μια νέα περίοδος µεγαλείου φαινόταν να πλησιάζει. Αλλά η αυτοκρατορία που ανασύστησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος δεν ήταν πια η κυρίαρχη δύναµη στη χριστιανική Ανατολή. ∆ιατηρούσε βέβαια κάτι από το παλαιό µυστικιστικό της κύρος, η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε να είναι η Νέα Ρώµη, η σεπτή ιστορική πρωτεύουσα της Ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Ο αυτοκράτορας εξακολουθούσε να είναι, τουλάχιστον στα µάτια των Ανατολικών, ο αυτοκράτορας της Ρώµης. Στην πραγµατικότητα όµως ήταν απλά ένας ηγεµόνας µεταξύ άλλων, ίσων ή και πιο ισχυρών. Υπήρχαν και άλλοι Έλληνες ηγεµόνες. Στην Ανατολή υπήρχε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η αυτοκρατορία των Μεγάλων Κοµνηνών, που είχε πλουτίσει από τα ορυχεία αργύρου και από το εµπόριο που διερχόταν από την προαιώνια διαδροµή µέσω της Ταµπρίζ και της Άπω Ασίας. Στην Ήπειρο υπήρχε το δεσποτάτο των ηγεµόνων του οίκου των Αγγέλων, κάποτε ανταγωνιστών των αυτοκρατόρων της Νικαίας στον αγώνα δρόµου για την ανακατάληψη της πρωτεύουσας, αλλά οι οποίοι πλέον επρόκειτο σύντοµα να ξεπέσουν σε θέση αδυναµίας. Στα Βαλκάνια υπήρχαν η Βουλγαρία και η Σερβία, η καθεµία 6
από τις οποίες επρόκειτο µε τη σειρά της να κυριαρχήσει στη χερσόνησο. Υπήρχαν φραγκικές ηγεµονίες και ιταλικές αποικίες σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Προκειµένου να διώξουν τους Βενετούς από την Κωνσταντινούπολη οι Βυζαντινοί είχαν προσκαλέσει τους Γενοβέζους, οι οποίοι έπρεπε να ανταµειφθούν. Και τώρα η γενοβέζικη αποικία στο Πέραν, ή στο Γαλατά, ακριβώς απέναντι από τον Κεράτιο κόλπο, είχε αποσπάσει το µεγαλύτερο µέρος του εµπορίου της πρωτεύουσας2. Υπήρχαν κίνδυνοι ολόγυρα. Στην Ιταλία υπήρχαν άρχοντες έτοιµοι να εκδικηθούν την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας. Οι Σλάβοι ηγεµόνες στα Βαλκάνια ποθούσαν τον αυτοκρατορικό τίτλο. Στην Ασία οι Τούρκοι είχαν µείνει για λίγο ήσυχοι, και µάλιστα χωρίς αυτή την περίοδο ηρεµίας το Βυζάντιο δύσκολα θα είχε επιβιώσει. Σύντοµα όµως επρόκειτο να αναβιώσουν υπό την ηγεσία µιας δυναστείας εξαιρετικών φυλάρχων, του Οσµάν και των Οθωµανών διαδόχων του. Η ανασυσταθείσα Βυζαντινή αυτοκρατορία, µε σύνθετες υποχρεώσεις στην Ευρώπη και µε µια µόνιµη απειλή από τη ∆ύση, χρειαζόταν περισσότερα χρήµατα και άνδρες απ' όσους διέθετε. Έκανε οικονοµίες στο ανατολικό σύνορο µέχρις ότου ήταν πολύ αργά και οι Οθωµανοί Τούρκοι διέσπασαν την άµυνα3. Επικράτησε απογοήτευση. Ο δέκατος τέταρτος αιώνας ήταν για το Βυζάντιο µια περίοδος πολιτικών καταστροφών. Για µερικές δεκαετίες φαινόταν πιθανό ότι το µεγάλο σερβικό βασίλειο θα απορροφούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Οι επαρχίες καταστράφηκαν από την εξέγερση ενός µισθοφορικού σώµατος, της Καταλανικής Εταιρείας. Υπήρξε και µια µακρά σειρά εµφυλίων πολέµων, που άρχισαν ως προσωπικές και δυναστικές διαµάχες στην Αυλή και εντάθηκαν όταν αναµίχθηκαν κοινωνικά και θρησκευτικά κινήµατα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος, που κυβέρνησε για πενήντα χρόνια, από το 1341 έως το 1391, εκθρονίστηκε τρεις φορές, µία από τον πεθερό του, µία από το γιο του και µία από τον εγγονό του, αν και τελικά πέθανε στο θρόνο4. Υπήρξαν και καταστρεπτικές εµφανίσεις της πανώλης. Ο Μαύρος Θάνατος, το 1347, κτύπησε στην κορύφωση του εµφυλίου πολέµου και εξόντωσε τουλάχιστον ένα τρίτο του πληθυσµού της αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι εκµεταλλεύθηκαν τα προβλήµατα του Βυζαντίου και των Βαλκανίων για να περάσουν στην Ευρώπη και να διεισδύσουν όλο και πιο βαθιά, µέχρις ότου στο τέλος του αιώνα οι στρατοί του σουλτάνου είχαν φθάσει στο ∆ούναβη και το Βυζάντιο ήταν εντελώς περικυκλωµένο από τις κτήσεις του. Ό,τι είχε αποµείνει από την αυτοκρατορία ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη και µερικές πόλεις που εκτείνονταν κατά µήκος της θρακικής ακτής της Προποντίδας και των παραλίων του Ευξείνου Πόντου προς βορρά, µέχρι τη Μεσηµβρία, η Θεσσαλονίκη και τα προάστιά της, µερικά µικρά νησιά, και η Πελοπόννησος, όπου οι δεσπότες του Μορέα, νεώτεροι γόνοι της αυτοκρατορικής οικογένειας, είχαν σηµειώσει µερικές µικρές επιτυχίες ανακτώντας εδάφη από τους Φράγκους. Στην Ελλάδα και στα ελληνικά νησιά επιβίωναν µε αγωνία µερικές λατινικές ηγεµονίες και αποικίες. Στην Αθήνα εξακολουθούσαν να κυβερνούν Φλωρεντινοί δούκες και στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου ηγεµόνες από τη Βερόνα. Αλλού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τα πάντα5. Από µια παραξενιά της ιστορίας αυτή η περίοδος πολιτικής παρακµής συνοδευόταν από µια πολιτιστική ζωή πιο ενθουσιώδη και πιο παραγωγική από κάθε άλλη φάση της βυζαντινής ιστορίας. Καλλιτεχνικά και πνευµατικά η περίοδος των Παλαιολόγων ήταν εξαιρετική. Τα ψηφιδωτά και οι νωπογραφίες
του
πρώιµου
δέκατου
τέταρτου
αιώνα
στην
εκκλησία
της
Χώρας
στην 7
Κωνσταντινούπολη επιδεικνύουν ένα σφρίγος, µια φρεσκάδα και µια οµορφιά που κάνουν τα ιταλικά έργα της ίδιας περιόδου να φαίνονται πρωτόγονα και χονδροειδή. Έργα παρόµοιας ποιότητας δηµιουργήθηκαν και σε άλλα σηµεία της πρωτεύουσας, όπως και στη Θεσσαλονίκη6. Αλλά η εκτέλεση καλλιτεχνηµάτων τέτοιας λαµπρότητας κόστιζε ακριβά. Τα χρήµατα άρχισαν να τελειώνουν. Το 1347 παρατηρήθηκε ότι τα κοσµήµατα στα διαδήµατα που χρησιµοποιήθηκαν για τη στέψη του Ιωάννη Στ' και της αυτοκράτειρας του ήταν στην πραγµατικότητα κατασκευασµένα από γυαλί7. Στο τέλος του αιώνα, µολονότι εξακολουθούσαν να παράγονται µικρότερα έργα τέχνης, καινούργιες εκκλησίες κτίζονταν µόνο στις επαρχίες, στο Μυστρά στην Πελοπόννησο ή στο Άγιον Όρος. Και αυτές διακοσµούνταν µε µέτρο. Ωστόσο η πνευµατική ζωή, που εξαρτιόταν λιγότερο από την οικονοµική υποστήριξη, εξακολουθούσε να επιβιώνει µε λαµπρότητα. Το Πανεπιστήµιο της Κωνσταντινούπολης είχε επανιδρυθεί στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα από ένα διαπρεπή υπουργό, το Θεόδωρο Μετοχίτη, έναν άνθρωπο µε εξαίσιο γούστο και καλλιέργεια, στην υποστήριξη του οποίου οφειλόταν η διακόσµηση της εκκλησίας της Χώρας8. Αυτός αποτέλεσε την έµπνευση για την αξιοσηµείωτη γενιά λογίων που ακολούθησε. Οι κυριότερες πνευµατικές φυσιογνωµίες του δέκατου τέταρτου αιώνα, άνδρες σαν τον ιστορικό Νικηφόρο Γρήγορα, το θεολόγο Γρηγόριο Παλαµά, το µυστικιστή Νικόλαο Καβάσιλα ή τους φιλόσοφους ∆ηµήτριο Κυδώνη και Ακίνδυνο, όλοι τους σπούδασαν κάποια περίοδο στο Πανεπιστήµιο και δέχθηκαν την επιρροή του Μετοχίτη. Όλοι τους επίσης ενισχύθηκαν και ενθαρρύνθηκαν από το διάδοχο του στην πρωθυπουργία, τον Ιωάννη Καντακουζηνό, αν και µερικοί επρόκειτο να διαρρήξουν τις σχέσεις τους µε εκείνον αφότου σφετερίστηκε το αυτοκρατορικό στέµµα. Καθένας από αυτούς τους λογίους διέθετε ιδιαίτερη σκέψη, και οι διαµάχες τους ήταν τόσο ζωηρές όσο και οι φιλίες τους. Φιλονικούσαν, όπως οι Έλληνες φιλονικούσαν πάντα για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, για τις αντίθετες αρετές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Φιλονικούσαν για τη σηµειολογία και για τη λογική, και τα επιχειρήµατά τους αναπόφευκτα παρεισέφρυαν στη Θεολογία. Η ορθόδοξη παράδοση ήταν νευρική έναντι της φιλοσοφίας. Οι καλοί εκκλησιαστικοί άνδρες πίστευαν στην εκπαίδευση µέσω της φιλοσοφίας και χρησιµοποιούσαν πλατωνικούς όρους και την αριστοτελική µεθοδολογία. Η θεολογία τους όµως ήταν αποφατική. Πίστευαν ότι η φιλοσοφία ήταν ανίκανη να επιλύει θεϊκά προβλήµατα, αφού ο Θεός βρισκόταν ουσιαστικά υπεράνω της ανθρώπινης γνώσης. Στα µέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα παρουσιάστηκαν προβλήµατα, όταν ορισµένοι φιλόσοφοι, επηρεασµένοι από το σχολαστικισµό της ∆ύσης, επιτέθηκαν κατά της παραδοσιακής θεωρίας της Εκκλησίας για το µυστικισµό, οι υπερασπιστές της οποίας αναγκάστηκαν να διατυπώσουν το δόγµα τους και να δηλώσουν την πίστη στις άκτιστες Ενέργειες του Θεού. Αυτό έδωσε το έναυσµα για µια έντονη έριδα που διαίρεσε φίλους και κόµµατα. Το δόγµα των Ενεργειών άντλησε τους κύριους υποστηρικτές του µεταξύ των µοναχών, οι οποίοι έτειναν να είναι αντίθετοι προς τους διανοούµενους. Ο κυριότερος εκφραστής του, ο Παλαµάς, το όνοµα του οποίου αποδίδεται συχνά στο δόγµα, ήταν ένας λόγιος µε ισχυρό πνεύµα, αλλά χωρίς συµπάθεια για τον ανθρωπισµό. Στους συµµάχους του πάντως περιλαµβάνονταν ουµανιστές διανοούµενοι όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Νικόλαος Καβάσιλας. Η νίκη τους δεν ήταν, όπως έχει συχνά υποστηριχθεί, νίκη του σκοταδισµού9. Υπήρχε ένα κυρίαρχο ερώτηµα που απασχολούσε όχι µόνο τους θεολόγους και τους φιλοσόφους
8
αλλά και τους πολιτικούς. Επρόκειτο για το ζήτηµα της ένωσης µε τη Ρωµαϊκή Εκκλησία. Το σχίσµα ήταν πλέον πλήρες, και ο θρίαµβος του Παλαµισµού βάθυνε το χάσµα. Σε πολλούς όµως Βυζαντινούς πολιτικούς φαινόταν καθαρά ότι η αυτοκρατορία δεν µπορούσε να επιβιώσει χωρίς βοήθεια από τη ∆ύση. Εάν αυτή η βοήθεια δεν µπορούσε να βρεθεί παρά µόνο µε αντάλλαγµα την υποταγή στη Ρωµαϊκή Εκκλησία, τότε οι Έλληνες θα έπρεπε να υποταγούν. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τα σχέδια της ∆ύσης για την ανασύσταση της Λατινικής αυτοκρατορίας δεσµεύοντας το λαό του µε ένωση µε τη Ρώµη στη σύνοδο της Λυών. Η πράξη του ενόχλησε σφοδρά τους περισσότερους Βυζαντινούς και όταν ο κίνδυνος πέρασε ο γιος του, ο Ανδρόνικος Β', αποκήρυξε την ένωση. Τώρα, µε τους Τούρκους να έχουν περιβάλει σε κλοιό την αυτοκρατορία, η κατάσταση ήταν πολύ πιο ανησυχητική. Τώρα η ένωση χρειαζόταν όχι να εξαγοραστεί ένας χριστιανός εχθρός αλλά για να κερδηθούν φίλοι εναντίον ενός χειρότερου και άπιστου εχθρού. Στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρχαν δυνάµεις που θα µπορούσαν να δώσουν βοήθεια. Οι ηγεµόνες των παραδουνάβιων χωρών και του Καυκάσου ήταν πολύ αδύναµοι και βρίσκονταν και οι ίδιοι σε µεγάλο κίνδυνο, ενώ οι Ρώσοι ήταν πολύ µακριά και είχαν τα δικά τους προβλήµατα. Θα ερχόταν όµως κανένας Καθολικός ηγεµόνας να σώσει ένα λαό που θεωρούσε σχισµατικό; ∆εν θα θεωρούσε την τουρκική προέλαση δίκαιη τιµωρία για το σχίσµα; Με αυτά κατά νου ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' είχε υποταχθεί προσωπικά στον πάπα στην Ιταλία, το 1369. Αρνήθηκε όµως µε σύνεση να αναµίξει τους υπηκόους του, αν και ήλπιζε, µάταια, να τους πείσει να τον ακολουθήσουν10. Ούτε ο Μιχαήλ Η' ούτε ο Ιωάννης Ε' ήταν θεολόγοι. Και για τους δύο τα πολιτικά πλεονεκτήµατα της ένωσης υπερέβαλλαν ο,τιδήποτε άλλο. Για τους θεολόγους το πρόβληµα ήταν δυσκολότερο. Από πολύ παλιά η ανατολική και η δυτική χριστιανοσύνη απέκλιναν ως προς τη θεολογία, το τυπικό της λειτουργίας και την εκκλησιαστική θεωρία και πρακτική. Τώρα διαφοροποιούνταν σε ένα βασικό θεολογικό ζήτηµα, σχετικό µε την εκπόρευση του Αγίου Πνεύµατος και την προσθήκη από τους Λατίνους της λέξης Filioque στο σύµβολο της πίστης. Υπήρχαν και άλλα, µικρότερα ζητήµατα. Το δόγµα των Ενεργειών που είχε εγκριθεί πρόσφατα ήταν απαράδεκτο για τη ∆ύση. Το δυτικό δόγµα για το Καθαρτήριο φαινόταν στην Ανατολή ότι διέθετε αλαζονική σιγουριά. Ως προς τη λειτουργία το κύριο ερώτηµα ήταν κατά πόσο ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας θα έπρεπε να περιέχει προζύµι ή να είναι άζυµος. Στην Ανατολή η δυτική χρήση άζυµου άρτου φαινόταν ιουδαϊκή και ασεβής προς το Άγιο Πνεύµα το οποίο συµβολιζόταν από το προζύµι. Παρόµοια ασέβεια έδειχνε η άρνηση των ∆υτικών να δεχθούν την Επίκληση, την έκκληση προς το Άγιο Πνεύµα, χωρίς την οποία, στα µάτια των Ανατολικών ο άρτος και ο οίνος δεν καθαγιάζονταν εντελώς. Υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο της µετάληψης των λαϊκών και για το γάµο των εφηµερίων-ιερέων. Η πιο θεµελιώδης διαφωνία όµως βρισκόταν στην εκκλησιαστική σφαίρα. Ο επίσκοπος Ρώµης είχε τιµητικά πρωτεία ή απόλυτη υπεροχή στην Εκκλησία; Η βυζαντινή παράδοση ήταν προσκολληµένη στην παλαιά πεποίθηση της χαρισµατικής ισότητας των επισκόπων. Κανένας τους, ούτε καν ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου, δεν είχε το δικαίωµα να εντέλλεται δογµατικές θέσεις, όσο σεβασµό και αν επέβαλλαν οι απόψεις του. Ο καθορισµός του δόγµατος ήταν αρµοδιότητα αποκλειστικά των οικουµενικών συνόδων, οπότε αντιπροσωπεύονταν όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας και το Άγιο Πνεύµα κατέβαινε για να τους εµπνεύσει, όπως συνέβη κατά
9
την Πεντηκοστή. Η ρωµαϊκή προσθήκη στο σύµβολο της πίστης σοκάρισε την Ανατολή, όχι µόνο για θεολογικούς λόγους, αλλά επειδή αποτελούσε µονοµερή τροποποίηση µιας διατύπωσης που είχε καθαγιαστεί από µια οικουµενική σύνοδο. Αλλά ούτε η διοικητική και η πειθαρχική εξουσία της Ρώµης µπορούσε να γίνει αποδεκτή στην Ανατολή, όπου πιστευόταν ότι παρόµοιες εξουσίες προέρχονταν από την πενταρχία των πατριαρχών, µεταξύ των οποίων ο Ρώµης ήταν το πρεσβύτερο αλλά όχι το ανώτερο µέλος. Οι Βυζαντινοί τηρούσαν πιστά τις παραδόσεις και τη λειτουργία τους, αλλά το δόγµα τους περί Οικονοµίας, που πρέσβευε ότι οι µικροδιαφορές ήταν δυνατό να παραβλέπονται προς όφελος της οµαλής διαχείρισης του οίκου του Θεού, τους επέτρεπε κάποια ελαστικότητα. Αντίθετα, η Ρωµαϊκή Εκκλησία από την ίδια της τη φύση δεν ήταν σε θέση να κάνει εύκολα παραχωρήσεις11. Οι λόγιοι του Βυζαντίου είχαν διχαστεί. Πολλοί ήταν υπερβολικά πιστοί στην Εκκλησία τους για να αναλογιστούν την ένωση µε τη Ρώµη. Πολλοί άλλοι όµως, ειδικά µεταξύ των φιλοσόφων, ήταν έτοιµοι να δεχθούν το πρωτείο της Ρώµης εφόσον η προσωπική τους πίστη και οι συνήθειές τους δεν καταδικάζονταν ολοκληρωτικά. Για εκείνους η ενότητα της χριστιανοσύνης και του χριστιανικού πολιτισµού είχε τώρα τη µεγαλύτερη σηµασία. Μερικοί είχαν επισκεφθεί την Ιταλία και είχαν διαπιστώσει τη ζωντάνια της πνευµατικής ζωής εκεί. Είχαν δει ακόµη πόσο πολύ εκτιµούσαν εκείνη την περίοδο τους Έλληνες λογίους, όταν πήγαιναν σαν φίλοι. Περίπου το 1340 ο ∆ηµήτριος Κυδώνης είχε µεταφράσει στα Ελληνικά τα έργα του Θωµά Ακινάτη. Ο σχολαστικισµός του Ακινάτη προσείλκυσε πολλούς Έλληνες διανοούµενους και τους έδειξε ότι δεν έπρεπε να περιφρονούν τους Ιταλούς λογίους. Επιθυµούσαν να ενισχύσουν τους πνευµατικούς δεσµούς µε την Ιταλία και η επιθυµία τους βρήκε ανταπόκριση. Σε όλο και περισσότερους από αυτούς προσφέρονταν προσοδοφόρες καθηγητικές έδρες στη ∆ύση. Η ιδέα της συγχώνευσης του βυζαντινού και του ιταλικού πολιτισµού γινόταν όλο και πιο ελκυστική, και, εφόσον διασφαλίζονταν οι ελληνικές παραδόσεις, θα έπρεπε να έχει σηµασία εάν παρεµβαλλόταν η υποταγή στη Ρώµη, δεδοµένης της τιµής που αποδιδόταν παλαιότερα στη Ρώµη και της αίγλης της ιταλικής ζωής, όπως εκδηλωνόταν τώρα;12 Οι υποστηρικτές της ένωσης βρίσκονταν µόνο µεταξύ των πολιτικών και των διανοούµενων. Οι µοναχοί και ο κατώτερος κλήρος ήταν σφοδροί πολέµιοι της. Λίγοι µεταξύ τους συγκινούνταν από τα πολιτιστικά επιχειρήµατα. Ήταν υπερήφανοι για την πίστη και τις παραδόσεις τους. Θυµούνταν τα παθήµατα των προγόνων τους στα χέρια των Λατίνων ιεραρχών στη διάρκεια της εξουσίας των Λατίνων αυτοκρατόρων και ήταν εκείνοι που επηρέασαν τα πνεύµατα των ανθρώπων, λέγοντας τους ότι η ένωση αποτελούσε ηθικό ατόπηµα και ότι η αποδοχή της περιείχε τον κίνδυνο της αιώνιας καταδίκης. Αυτή θα ήταν µια µοίρα πολύ χειρότερη από κάθε καταστροφή που θα µπορούσαν να πάθουν σ' αυτό τον εφήµερο κόσµο. Με δεδοµένη την αντίθεση αυτής της µερίδας θα ήταν δύσκολο για κάθε αυτοκράτορα να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση για ένωση, και µάλιστα καθώς είχε την υποστήριξη λογίων και θεολόγων, των οποίων η πίστη στην παράδοση προερχόταν από τη διάνοια όσο και από το συναίσθηµα, καθώς και πολιτικοί που αναρωτιόντουσαν εάν πράγµατι η ∆ύση θα ήταν ποτέ ικανή να σώσει το Βυζάντιο. Αυτές οι παθιασµένες ανταλλαγές επιχειρηµάτων πραγµατοποιούνταν σε µια ατµόσφαιρα υλικής παρακµής. Παρά τους εξαίρετους λογίους της η Κωνσταντινούπολη στα τέλη του δέκατου τέταρτου 10
αιώνα ήταν µια µελαγχολική πόλη που έπνεε τα λοίσθια. Ο πληθυσµός, ο οποίος µαζί µε εκείνον των προαστίων αριθµούσε το δωδέκατο αιώνα ένα εκατοµµύριο, τώρα είχε συρρικνωθεί σε όχι παραπάνω από εκατό χιλιάδες, και εξακολουθούσε να συρρικνώνεται13. Τα προάστια πέρα από το Βόσπορο βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. Το Πέραν, στην απέναντι πλευρά του Κερατίου κόλπου, ήταν γενοβέζικη αποικία. Στα προάστια κατά µήκος της θρακικής παραλίας του Βοσπόρου και της Προποντίδας, τα οποία κάποτε έβριθαν από µεγαλοπρεπείς επαύλεις και πλούσια µοναστήρια, απέµεναν µόνο µερικοί οικισµοί γύρω από κάποιες παλιές εκκλησίες. Η ίδια η πόλη, µέσα από τα δεκατέσσερα µίλια των τειχών της, ακόµη και στις ηµέρες της δόξας της ήταν γεµάτη πάρκα και κήπους που χώριζαν τις διάφορες συνοικίες. Τώρα όµως πολλές συνοικίες είχαν εξαφανιστεί και όσες απέµεναν χωρίζονταν από χωράφια και περιβόλια. Ο περιηγητής Ιµπν Μπατούτα µέτρησε στα µέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα δεκατρία χωριστά πολίσµατα µέσα από τα τείχη. Στα πρώτα χρόνια του δέκατου πέµπτου αιώνα φάνηκε καταπληκτικό στον Γκονζάλεζ ντε Κλαβίχο ότι µια τόσο τεράστια πόλη ήταν τόσο γεµάτη µε ερείπια, και λίγα χρόνια αργότερα ο Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ έµεινε εµβρόντητος από την ερηµιά της. Το 1437 ο Πέρο Ταφούρ παρατήρησε πόσο αραιός και φτωχός ήταν ο πληθυσµός της. Σε πολλές περιοχές θα νόµιζες ότι βρισκόσουν στην εξοχή, µε άγρια τριαντάφυλλα να ανθίζουν την άνοιξη στους φράχτες από θάµνους, και µε τα αηδόνια να κελαηδούν στα άλση. Τα κτίρια του παλαιού Ιερού Παλατίου, στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης, δεν κατοικούνταν πια. Στην έσχατη ανάγκη του ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας, αφού πούλησε τα περισσότερα άγια λείψανα της πόλης στον Άγιο Λουδοβίκο και προτού βάλει ως ενέχυρο το γιο και κληρονόµο του στους Βενετούς, είχε βγάλει όλο το µόλυβδο από τις στέγες και τον είχε πουλήσει για µετρητά. Ούτε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ούτε κανείς από τους διαδόχους του είχαν ποτέ αρκετά χρήµατα διαθέσιµα για να τις επισκευάσουν. Μόνο µερικές εκκλησίες συντηρούνταν στο χώρο του, όπως η Νέα Βασιλική του Βασιλείου Α' και η εκκλησία της Θεοµήτορος στο Φάρο. Εκεί κοντά ο Ιππόδροµος κατέρρεε, και οι νεαροί αριστοκράτες χρησιµοποιούσαν τον αγωνιστικό χώρο για να παίζουν πόλο*. Στην απέναντι πλευρά της πλατείας το παλάτι του πατριάρχη στέγαζε ακόµη τα πατριαρχικά γραφεία, αλλά ο ίδιος δεν τολµούσε πλέον να µένει εκεί. Μόνο η µεγάλη µητρόπολη της του Θεού Σοφίας εξακολουθούσε να παραµένει εκθαµβωτική, και η συντήρησή της γινόταν µε ειδική επιβάρυνση των κρατικών εσόδων. Ο κύριος δρόµος που διέσχιζε την κεντρική πτυχή της πόλης, από τη Χαρίσια πύλη, τη σηµερινή πύλη της Αδριανούπολης, µέχρι το παλιό παλάτι περιβαλλόταν ακανόνιστα από καταστήµατα και σπίτια και σ' αυτόν δέσποζε η µητρόπολη των Αγίων Αποστόλων. Αυτό όµως το τεράστιο κτίριο βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Κατά µήκος του Κερατίου κόλπου τα χωριά απείχαν λιγότερο µεταξύ τους και ήταν πιο πυκνοκατοικηµένα, ειδικά στο άλλο άκρο, στις Βλαχέρνες, κοντά στα χερσαία τείχη, όπου ο αυτοκράτορας είχε τώρα το παλάτι του, όπως και στην άκρη της πόλης, κάτω από το λόφο του Ναυστάθµου. Οι Βενετοί είχαν µια πλούσια γειτονιά χαµηλά, προς το λιµάνι, ενώ και οι δρόµοι που είχαν παραχωρηθεί σε άλλους ∆υτικούς εµπόρους, Αγκωνίτες, Φλωρεντινούς, Ραγουζαίους και Καταλανούς, όπως και στους Εβραίους, ήταν εκεί κοντά. Κατά µήκος της παραλίας υπήρχαν αποθήκες και αποβάθρες, όπως και αγορές στην περιοχή όπου εξακολουθεί να βρίσκεται η µεγάλη τουρκική αγορά. Κάθε γειτονιά όµως ήταν χωριστή και πολλές περιβάλλονταν από τείχος ή φράκτη από 11
πασσάλους. Στα νότια κράσπεδα της πόλης, που έβλεπαν προς την Προποντίδα, τα χωριά ήταν πιο αραιά και σε µεγαλύτερη απόσταση το ένα από το άλλο. Στο Στούδιον, όπου τα χερσαία τείχη έφθαναν µέχρι την Προποντίδα, τα κτίρια του πανεπιστηµίου και της πατριαρχικής Ακαδηµίας ήταν συγκεντρωµένα γύρω από την παλιά εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και το ιστορικό της µοναστήρι µε την εξαίρετη βιβλιοθήκη του. Ανατολικά του υπήρχαν µερικές αποβάθρες στα Ψαµµαθεία. Σκορπισµένες στην πόλη υπήρχαν ακόµη µερικές εξαίσιες επαύλεις, όπως και ανδρικές και γυναικείες µονές. Μπορούσε κανείς να δει ακόµη άρχοντες και αρχόντισσες ντυµένους πλούσια, να ιππεύουν ή να µεταφέρονται µε φορεία µέσα στην πόλη, αν και ο Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ στεναχωρήθηκε βλέποντας πόσο µικρή ήταν η ακολουθία που συνόδευε την αξιολάτρευτη αυτοκράτειρα Μαρία καθώς πήγαινε µε το άλογό της από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο παλάτι. Στις αγορές και στις αποβάθρες εξακολουθούσαν να υπάρχουν εµπορεύµατα, όπως και Βενετοί, Σλάβοι ή µωαµεθανοί έµποροι που προτιµούσαν να συναλλάσσονται στην παλιά πόλη παρά µε τους Γενοβέζους από την άλλη πλευρά του Κερατίου. Υπήρχε ακόµη ένα ετήσιο ρεύµα προσκυνητών µε προέλευση κυρίως τη Ρωσία που θαύµαζαν τις εκκλησίες και τα λείψανα που αυτές στέγαζαν. Το κράτος συνέχιζε να διατηρεί ξενώνες για να τους φιλοξενεί, καθώς και όσα νοσοκοµεία και ορφανοτροφεία µπορούσε τώρα να συντηρεί14. Η µόνη άλλη σηµαντική πόλη που είχε αποµείνει στην αυτοκρατορία ήταν η Θεσσαλονίκη, η οποία διατηρούσε µια ατµόσφαιρα µεγαλύτερης ευµάρειας. Εξακολουθούσε να παραµένει το κυριότερο λιµάνι των Βαλκανίων και το ετήσιο πανηγύρι της αποτελούσε ακόµη το σηµείο συνάντησης των εµπόρων απ' όλα τα έθνη. Μέσα στην πιο περιορισµένη έκτασή της υπήρχαν λιγότερα κενά και µικρότερη παρακµή. Αλλά και αυτή ουδέποτε συνήλθε εντελώς από τα προβλήµατα των µέσων του δέκατου τέταρτου αιώνα, οπότε την είχαν καταλάβει για µερικά χρόνια λαϊκοί επαναστάτες γνωστοί ως Ζηλωτές, οι οποίοι κατέστρεψαν πολλά παλάτια, σπίτια εµπόρων και µοναστήρια, προτού κατασταλεί το κίνηµά τους. Πριν από το τέλος του αιώνα την κατέλαβαν οι Τούρκοι, αργότερα πάντως ανακαταλήφθηκε για κάποιο διάστηµα. Ο Μυστράς, στην Πελοπόννησο, η πρωτεύουσα του δεσποτάτου του Μορέα, καυχιόταν για ένα παλάτι, ένα κάστρο και αρκετές εκκλησίες, µοναστήρια και σχολές, αλλά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα χωριό15. Αυτό το τραγικό αποµεινάρι µιας αυτοκρατορίας ήταν η κληρονοµιά που πέρασε το 1391 στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β'. Ο ίδιος ήταν µια τραγική φυσιογνωµία. Τη νεότητα του την πέρασε µε οικογενειακές έριδες και πολέµους στη διάρκεια των οποίων µόνο ο ίδιος είχε παραµείνει πιστός στον πατέρα του, τον Ιωάννη Ε', τον οποίο σε µια περίπτωση χρειάστηκε να σώσει από φυλάκιση για χρέη στη Βενετία*. Ο Μανουήλ είχε περάσει µερικά χρόνια ως όµηρος στην τουρκική Αυλή και είχε υποχρεωθεί να ορκιστεί υποταγή στο σουλτάνο, ακόµη και να ηγηθεί ενός βυζαντινού στρατιωτικού σώµατος για να βοηθήσει τον επικυρίαρχό του να υποτάξει την ελεύθερη βυζαντινή πόλη της Φιλαδέλφειας**. Βρήκε παρηγοριά στη λογιοσύνη, γράφοντας, µεταξύ άλλων, και ένα βιβλιαράκι για τους Τούρκους φίλους του στο οποίο συγκρίνονται ο Χριστιανισµός και το Ισλάµ και το οποίο αποτελεί υπόδειγµα
στο
είδος
του.
Ήταν
ένας
άξιος
αυτοκράτορας.
Αποδέχθηκε
γενναιόδωρα
ως
συναυτοκράτορα τον ανιψιό του Ιωάννη Ζ', γιο του µεγαλύτερου αδελφού του, και ανταµείφθηκε µε 12
την πίστη που του έδειξε αυτός ο ασταθής νεαρός για το υπόλοιπο της σύντοµης ζωής του. Προσπάθησε να αναµορφώσει τα µοναστήρια και να βελτιώσει το επίπεδο τους και έδωσε στο πανεπιστήµιο όσα χρήµατα µπορούσε να διαθέσει. Παράλληλα διέβλεψε την πολιτική ανάγκη για βοήθεια από τη ∆ύση. Η Σταυροφορία του 1396, η οποία ξεκίνησε µε τις ευλογίες δύο αντίπαλων παπών για να καταστραφεί στη Νικόπολη του ∆ούναβη εξαιτίας της ανοησίας των ηγετών της, αποτελούσε στην πραγµατικότητα ανταπόκριση στις ικεσίες του βασιλιά της Ουγγαρίας, παρά στις δικές του, αλλά το 1399 ο Γάλλος στρατάρχης Μπουσικώ κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη, µε λίγα στρατεύµατα, ως απάντηση στις εκκλήσεις του, αν και τα αποτελέσµατα τα οποία πέτυχε ήταν περιορισµένα. Ο Μανουήλ ήταν αντίθετος µε την ένωση των Εκκλησιών, εν µέρει λόγω πραγµατικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, τις οποίες υπήρξε αρκετά ειλικρινής ώστε να εκθέσει σε µια πραγµατεία που έγραψε για τους καθηγητές της Σορβόννης, και εν µέρει επειδή ήξερε πολύ καλά τους υπηκόους του ώστε να πιστεύει ότι θα την αποδέχονταν ποτέ. Η συµβουλή προς το γιο και διάδοχό του, τον Ιωάννη Η', ήταν να συνεχίσει τις διαπραγµατεύσεις για την ένωση σε φιλική βάση, αλλά να αποφύγει δεσµεύσεις η υλοποίηση των οποίων ενδεχοµένως θα αποδεικνυόταν αδύνατη. Όταν ταξίδεψε στη ∆ύση αναζητώντας βοήθεια επέλεξε µια στιγµή κατά την οποία η παποσύνη είχε χάσει το κύρος της λόγω του µεγάλου σχίσµατος και απηύθυνε τις εκκλήσεις του σε κοσµικούς ηγεµόνες, ελπίζοντας µε αυτό τον τρόπο να αποφύγει τις εκκλησιαστικές πιέσεις. Όµως, παρά την ευχάριστη εντύπωση που έκανε, τα ταξίδια του δεν του απέφεραν κανένα υλικό όφελος πέρα από µικρά χρηµατικά ποσά που απέσπασαν οι οικοδεσπότες του από τους κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις υπηκόους τους. Μάλιστα αναγκάστηκε να επισπεύσει την επάνοδό του στην πατρίδα το 1402 όταν έµαθε ότι ο σουλτάνος βάδιζε εναντίον της Κωνσταντινούπολης***. Η πρωτεύουσά του σώθηκε πριν από την επιστροφή του, όταν ο Τάταρος Τιµούρ επιτέθηκε στις τουρκικές κτήσεις από την ανατολή. Αλλά η ανακούφιση που προσέφερε στο Βυζάντιο η ήττα του σουλτάνου Βαγιαζήτ στην Άγκυρα δεν µπορούσε να ανορθώσει την αυτοκρατορία που πέθαινε. Η δύναµη των Οθωµανών ηγεµόνων παρέλυσε µόνο για ένα µικρό διάστηµα. ∆υναστικές διαµάχες αναχαίτισαν την επιθετικότητα τους για δύο δεκαετίες και, όταν το 1422 ο σουλτάνος Μουράτ Β' βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία σχεδόν αµέσως, λόγω οικογενειακών ερίδων και διαδόσεων για εξέγερση16. Η παρέµβαση του Τιµούρ ανέβαλε την πτώση της Κωνσταντινούπολης για µισό αιώνα. Αλλά µόνος του ο Μανουήλ δεν µπορούσε να την αξιοποιήσει πολύ. Ανέκτησε µερικές κωµοπόλεις στη Θράκη και εξασφάλισε την άνοδο ενός φίλου πρίγκιπα στο σουλτανάτο. Εάν όλες οι δυνάµεις της Ευρώπης είχαν κατορθώσει να συνενωθούν αµέσως σε ένα συνασπισµό εναντίον των Οθωµανών Τούρκων, η απειλή ίσως να είχε τερµατιστεί. Αλλά οι συνασπισµοί δεν οργανώνονται χωρίς χρόνο και καλή διάθεση, και υπήρχε έλλειψη και από τα δύο. Οι Γενοβέζοι, ανήσυχοι για το εµπόριό τους, έσπευσαν να στείλουν µια πρεσβεία στον Τιµούρ και να διαθέσουν πλοία για τη µεταφορά των ηττηµένων Τούρκων στρατιωτών από την Ασία στην Ευρώπη. Οι Βενετοί, ανήσυχοι µήπως οι Γενοβέζοι φανούν εξυπνότεροι από εκείνους, διέταξαν τις αποικιακές αρχές τους να τηρήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Η παποσύνη, απορροφηµένη από τις ωδίνες του µεγάλου σχίσµατος, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει καθοδήγηση. Οι κοσµικές δυνάµεις της ∆ύσης θυµούνταν την καταστροφή στη
13
Νικόπολη. Εξάλλου καθεµία τους είχε πιο κοντινά προβλήµατα. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, θωρώντας ότι οι Τούρκοι δεν θα τον απειλούσαν πλέον, ανακατευόταν σε δολοπλοκίες στη Γερµανία από τις οποίες επρόκειτο να αναδειχθεί αυτοκράτορας της ∆ύσης. Η Κωνσταντινούπολη δεν διέτρεχε άµεσο κίνδυνο. Γιατί να ασχοληθεί τώρα κανείς µ' αυτήν17; Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχε παρόµοια αισιοδοξία. Αλλά, παρά την αίσθηση του κινδύνου, ο λαµπρός πνευµατικός βίος συνεχιζόταν. Η παλαιότερη γενιά των λογίων είχε πεθάνει. Τώρα, εκτός από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ηγετική φυσιογνωµία ήταν ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διευθυντής της πατριαρχικής ακαδηµίας και καθηγητής του πανεπιστηµίου. Αυτός ήταν ο δάσκαλος που µόρφωσε την τελευταία διακεκριµένη γενιά βυζαντινών λογίων. Ήταν καλός γνώστης τόσο της δυτικής όσο και της ελληνικής φιλολογίας και βοήθησε τον αυτοκράτορα να εισαγάγει τις ∆υτικές σπουδές στο πρόγραµµα του πανεπιστηµίου. Καλοδεχόταν πρόθυµα ∆υτικούς φοιτητές. Μάλιστα ο Αινείας Σίλβιος Πικκολόµινι, ο µετέπειτα πάπας Πίος Β', θα έγραφε αργότερα ότι την περίοδο της νεότητάς του κάθε Ιταλός µε αξιώσεις λογιοσύνης ισχυριζόταν πάντα ότι είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο Βρυέννιος, όπως και ο Μανουήλ, ήταν αντίθετος µε την ένωση των Εκκλησιών. ∆εν µπορούσε να δεχθεί τη ρωµαϊκή θεολογία και δεν ήταν διατεθειµένος να εγκαταλείψει τις βυζαντινές παραδόσεις18. Ένας ακόµη πιο αξιόλογος λόγιος, ο Γεώργιος Γεµιστός Πλήθων, κάπως νεώτερος από τον Βρυέννιο, έφυγε εκείνα τα χρόνια από τη γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, για να εγκατασταθεί στο Μυστρά, υπό την προστασία του λογιότερου γιου του αυτοκράτορα, του δεσπότη του Μορέα Θεοδώρου Β'. Εκεί ίδρυσε µια πλατωνική Ακαδηµία και έγραψε αρκετά βιβλία, συνηγορώντας υπέρ της αναδιοργάνωσης του κράτους σύµφωνα µε την πλατωνική θεωρία. Έκανε υποδείξεις για κοινωνικά, οικονοµικά και στρατιωτικά θέµατα, ελάχιστες από τις οποίες είχαν στην πραγµατικότητα πρακτική αξία. Ως προς τη θρησκεία υποστήριζε µια πλατωνική κοσµολογία, µε µικρές δόσεις της φιλοσοφίας του Επίκουρου και του Ζωροαστρισµού. Μολονότι κατ' όνοµα Ορθόδοξος, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το Χριστιανισµό και του άρεσε να γράφει το Θεό ∆ία. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις ποτέ δεν δηµοσιοποιήθηκαν. Μετά το θάνατό του και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το χειρόγραφο στο οποίο τις εξέθετε έπεσε στα χέρια του παλιού του φίλου και αµφισβητία, του πατριάρχη Γενναδίου, που το διάβασε µε αυξανόµενο ενδιαφέρον και φρίκη και στο τέλος διέταξε απρόθυµα να το κάψουν. Μόνο µερικά αποσπάσµατα διασώζονται19. Ο Πλήθων υποστήριζε µε ζήλο µια ορολογία που έδειχνε πόσο έντονα είχε αλλάξει ο βυζαντινός κόσµος. Μέχρι τότε ο όρος Έλλην χρησιµοποιούνταν από τους Βυζαντινούς για να περιγράψει τον ειδωλολάτρη Έλληνα, σε αντιδιαστολή µε το Χριστιανό, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις που αφορούσαν τη γλώσσα. Τώρα, µε την αυτοκρατορία συρρικνωµένη ώστε να αποτελεί κάτι ελάχιστα περισσότερο από µια οµάδα πόλεων-κρατών, και µε το ∆υτικό κόσµο γεµάτο θαυµασµό για την αρχαία Ελλάδα, οι ουµανιστές άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες. Επίσηµα η αυτοκρατορία εξακολουθούσε να είναι η Ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Ο όρος όµως Ρωµαίοι, µε τον οποίο οι Βυζαντινοί περιέγραφαν πάντα τους εαυτούς τους στο παρελθόν, εγκαταλείφθηκε στους κύκλους των µορφωµένων, µέχρις ότου τελικά ο όρος Ρωµαϊκά κατέληξε να δηλώνει τη γλώσσα του λαού, σε αντιδιαστολή µε τη λόγια γλώσσα. Αυτή η 14
µόδα ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη, όπου οι διανοούµενοι είχαν έντονη συνείδηση της ελληνικής κληρονοµιάς τους. Ο Νικόλαος Καβάσιλας, που ήταν από τη Θεσσαλονίκη, έγραφε για «την ελληνική µας κοινότητα». Το παράδειγµά του ακολούθησαν αρκετοί σύγχρονοί του. Στο τέλος του αιώνα τον Μανουήλ τον προσφωνούσαν συχνά αυτοκράτορα των Ελλήνων. Λίγους αιώνες νωρίτερα οποιαδήποτε ∆υτική διπλωµατική αποστολή έφθανε στην Κωνσταντινούπολη µε επιστολές που απευθύνονταν στον «αυτοκράτορα των Ελλήνων» δεν γινόταν δεκτή στην Αυλή. Τώρα, µολονότι µερικοί παραδοσιακοί αντιπαθούσαν το νέο όρο και παρ' όλο που κανείς δεν τον θεωρούσε απεµπόληση των οικουµενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας, αυτός επικράτησε για να θυµίζει στους Βυζαντινούς την ελληνική κληρονοµιά τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της η Κωνσταντινούπολη ήταν µια συνειδητά ελληνική πόλη20. Ο Μανουήλ Β' αποσύρθηκε από το δηµόσιο βίο το 1423 και πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Ο φίλος του, ο σουλτάνος Μωάµεθ Α', είχε ήδη πεθάνει, και υπό το νέο σουλτάνο, τον Μουράτ Β', η δύναµη των Οθωµανών ήταν µεγαλύτερη παρά ποτέ. Πολλοί Έλληνες θαύµαζαν τον Μουράτ, ο οποίος, αν και πιστός Μουσουλµάνος, ήταν ευγενικός, έντιµος και δίκαιος. Η ιδιοσυγκρασία του όµως αποκαλύφθηκε όταν βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το 1422. Μολονότι η απόπειρά του να πολιορκήσει την πόλη δεν είχε κανένα αποτέλεσµα, η πίεση που άσκησε σε άλλα µέρη της αυτοκρατορίας ήταν τέτοια, ώστε ο κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης, ο τρίτος γιος του Μανουήλ, ο Ανδρόνικος, ένας ασθενικός και νευρικός άνδρας, απελπίστηκε ότι θα µπορούσε να κρατήσει την πόλη και την πούλησε στους Βενετούς. Μετά από µια σύντοµη πολιορκία έπεσε στους Τούρκους το 1430. Στη διάρκεια των εποµένων ετών ο Μουράτ δεν έδειξε έντονη επεκτατική διάθεση. Πόσο όµως θα κρατούσε η ανάπαυλα21; Ο µεγαλύτερος γιος του Μανουήλ, ο Ιωάννης Η', ήταν τόσο βέβαιος ότι µόνο η βοήθεια από τη ∆ύση µπορούσε να σώσει την αυτοκρατορία, ώστε, αδιαφορώντας για τις συµβουλές του πατέρα του, αποφάσισε να πιέσει για ένωση µε τη Ρώµη. Μόνο η ∆υτική Εκκλησία ήταν σε θέση να συναγείρει τη ∆ύση για να τον βοηθήσει. Η παποσύνη είχε συνέλθει από το σχίσµα, αλλά είχε αποκατασταθεί µέσω ενός συνοδικού κινήµατος. Ο Ιωάννης γνώριζε ότι η µοναδική πιθανότητα να παρασύρει το λαό του να δεχθεί την ένωση ήταν εάν αυτή αποφασιζόταν από µία σύνοδο, τόσο οικουµενική όσο επέτρεπαν οι περιστάσεις. Η παποσύνη δεν µπορούσε τώρα να απορρίψει το σχέδιο για µια σύνοδο. Μετά από µακρές διαπραγµατεύσεις ο πάπας Ευγένιος ∆' κάλεσε τον αυτοκράτορα να φέρει µια αντιπροσωπεία σε µια σύνοδο που θα συγκαλούνταν στην Ιταλία. Ο Ιωάννης θα προτιµούσε να συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δέχθηκε την πρόσκληση. Η σύνοδος άρχισε στη Φερράρα το 1438 και το επόµενο έτος µετακινήθηκε στη Φλωρεντία, όπου πραγµατοποιήθηκαν οι ουσιώδεις συζητήσεις. Η λεπτοµερής εξιστόρηση της συνόδου αποτελεί άγονο ανάγνωσµα. Υπήρχαν διαφορές σχετικά µε την πρωτοκαθεδρία. Θα έπρεπε να προεδρεύει ο αυτοκράτορας, όπως είχαν προεδρεύσει αυτοκράτορες σε προηγούµενες συνόδους; Πώς θα γινόταν δεκτός ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον πάπα; Αποφασίστηκε οι συζητήσεις να διεξαχθούν µε αντικείµενο την ορθή ερµηνεία των κανόνων των οικουµενικών συνόδων και τα κείµενα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Λατίνοι και Έλληνες, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι διέθεταν τη θεία έµπνευση και ότι οι 15
κανόνες τους έπρεπε να ακολουθηθούν. ∆υστυχώς η έµπνευση δεν φαίνεται να συµπεριλάµβανε τη συνέπεια. Οι Πατέρες είχαν διαφωνήσει συχνά µεταξύ τους και µερικές φορές έρχονταν σε αντίφαση και µε τον εαυτό τους. Υπήρχαν ατελείωτες δυσκολίες στο θέµα της γλώσσας. Σπάνια ήταν εφικτή η ανεύρεση ενός ακριβούς αντίστοιχου θεολογικού όρου στα Λατινικά για έναν ελληνικό, ενώ επιπλέον οι λατινικές και οι ελληνικές αποδόσεις των κανόνων των συνόδων συχνά απέκλιναν. Στη διάρκεια των συζητήσεων πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι Λατίνοι ήταν καλύτεροι. Η αντιπροσωπεία τους αποτελούνταν από συζητητές που ήταν πολύ εξασκηµένοι στην επιχειρηµατολογία και οι οποίοι συνεργάζονταν ως οµάδα, µε τον πάπα να τους συµβουλεύει στα παρασκήνια. Η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν πιο ανοµοιογενής. Οι επίσκοποι ήταν ένα θλιβερό σύνολο, καθώς πολλοί από τους πιο εξέχοντες αρνήθηκαν να συµµετάσχουν. Προκειµένου να βελτιώσει το επίπεδό τους ο αυτοκράτορας είχε αναβιβάσει τρεις µορφωµένους µοναχούς σε µητροπολιτικές έδρες. Αυτοί ήταν ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, µητροπολίτης Νικαίας, ο Ισίδωρος, µητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας και ο Μάρκος Ευγενικός, µητροπολίτης Εφέσου. Σ' αυτούς προσέθεσε τέσσερις κοσµικούς φιλοσόφους, το Γεώργιο Σχολάριο, το Γεώργιο Αµιρούτζη, το Γεώργιο Τραπεζούντιο και τον ηλικιωµένο Πλήθωνα. Από τους πατριάρχες της Ανατολής ζητήθηκε να ορίσουν αντιπροσώπους µεταξύ των επισκόπων που ήταν παρόντες. Εκείνοι συµµορφώθηκαν µε δυσφορία, χωρίς να παραχωρήσουν στους αντιπροσώπους δυνατότητα
εξουσιοδότησης.
Σύµφωνα
µε
την
Ορθόδοξη
παράδοση
κάθε
επίσκοπος,
περιλαµβανοµένου του πατριάρχη, είναι εξίσου εµπνευσµένος σε δογµατικά θέµατα, ενώ οι λαϊκοί έχουν δικαίωµα έκφρασης θεολογικών γνωµών. Έτσι κάθε Έλληνας που επιχειρηµατολογούσε ακολουθούσε διαφορετική κατεύθυνση. Ο πατριάρχης, ένας καλοκάγαθος γέρος ονόµατι Ιωσήφ, νόθος γιος ενός Βούλγαρου ηγεµόνα και µιας Ελληνίδας αρχόντισσας, δεν ήταν πολύ έξυπνος ούτε η υγεία του ήταν καλή, και η παρουσία του δεν είχε καµία σηµασία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας παρενέβαινε προκειµένου να αποτρέψει τη συζήτηση δυσάρεστων σηµείων, όπως του δόγµατος των Ενεργειών. ∆εν υπήρχε συνοχή ούτε καθορισµένη πολιτική µεταξύ των Ελλήνων, και όλοι τους είχαν έλλειψη χρηµάτων και ανυποµονούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Παρά ταύτα στο τέλος η ένωση επιβλήθηκε. Από τους φιλοσόφους την αποδέχθηκαν ο Γεώργιος Σχολάριος, ο Γεώργιος Αµιρούτζης και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, όλοι τους θαυµαστές του Ακινάτη. Ο Πλήθων φαίνεται ότι κατόρθωσε να αποφύγει να υπογράψει. Πίστευε ότι η Καθολική Εκκλησία ήταν ακόµη πιο εχθρική προς την ελεύθερη σκέψη απ' ότι η Ελληνική. Πέρασε όµως υπέροχα στη Φλωρεντία. Τιµήθηκε µεγαλόπρεπα ως ηγετικός πλατωνικός λόγιος και ο Κοσµάς των Μεδίκων ίδρυσε προς τιµήν του µια πλατωνική ακαδηµία. Έτσι η αντίδρασή του κατασιγάστηκε. Ο πατριάρχης Ιωσήφ, αφού συµφώνησε µε τους Λατίνους ότι η δική τους διατύπωση ότι το Άγιο Πνεύµα εκπορεύεται εκ του Υιού σήµαινε το ίδιο µε την ελληνική πρόταση ότι το Άγιο Πνεύµα εκπορεύεται δια του Υιού, αρρώστησε και πέθανε. Ένας δηκτικός λόγιος παρατήρησε ότι, αφού είχε µπερδέψει τις θέσεις του, τι άλλο µπορούσε να κάνει µε αξιοπρέπεια; Οι λατινικές θέσεις κέρδισαν το Βησσαρίωνα και τον Ισίδωρο οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από τη µόρφωση των Ιταλών και λαχταρούσαν να ενοποιήσουν την ελληνική και την ιταλική παιδεία. Όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες επίσκοποι, µε µία εξαίρεση, υπέγραψαν την πράξη της ένωσης, µερικοί µε διαµαρτυρίες, παραπονούµενοι για πίεση και απειλές από τον
16
αυτοκράτορα. Η εξαίρεση ήταν ο Μάρκος Ευγενικός, που δεν δέχθηκε να συνυπογράψει, παρότι απειλήθηκε µε απώλεια της έδρας του. Η ίδια η πράξη, αν και επέτρεπε µερικά ελληνικά έθιµα, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από µια δήλωση του λατινικού δόγµατος, µολονότι το άρθρο για τη σχέση του πάπα µε τις συνόδους αφέθηκε κάπως ασαφές22. Ήταν ευκολότερη η υπογραφή της ένωσης παρά η υλοποίησή της. Όταν η αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη συνάντησε απροκάλυπτη εχθρότητα. Σύντοµα ο Βησσαρίων, παρά το µεγάλο σεβασµό που απολάµβανε, θεώρησε συνετό να αποσυρθεί στην Ιταλία, όπου τον συνάντησε ο Ισίδωρος, τον οποίο απέπεµψαν οργισµένοι οι Ρώσοι. Οι πατριάρχες της Ανατολής αρνήθηκαν να δεσµευθούν από τις υπογραφές των εκπροσώπων τους. Ο αυτοκράτορας εύρισκε δυσκολίες στην αναζήτηση κάποιου που θα αναλάµβανε το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος υποψήφιός του πέθανε σχεδόν αµέσως. Ο επόµενος, ο Γρηγόριος Μάµµας, ο οποίος διορίστηκε το 1445, κράτησε πεισµατικά τη θέση για έξι χρόνια, αντιµετωπίζοντας την αντίδραση σχεδόν όλου του κλήρου του, στη συνέχεια αποσύρθηκε στην πιο φιλική ατµόσφαιρα της Ρώµης. Ο Εφέσου Μάρκος καθαιρέθηκε, για να αντιµετωπιστεί από το λαό ως η πραγµατική κεφαλή της ιεραρχίας. Από τους φιλοσόφους ο Γεώργιος Τραπεζούντιος πήγε στην Ιταλία. Ο Γεώργιος Σχολάριος άρχισε να έχει αµφιβολίες, περισσότερο για πολιτικούς παρά για θρησκευτικούς λόγους. Παρέµεινε θαυµαστής του σχολαστικισµού, αλλά αποφάσισε ότι η ένωση δεν εξυπηρετούσε τα ελληνικά συµφέροντα. Αποσύρθηκε σε ένα µοναστήρι µε το µοναστικό όνοµα Γεννάδιος. Όταν πέθανε ο Μάρκος Ευγενικός έγινε ο αναγνωρισµένος ηγέτης της ανθενωτικής µερίδας. Ο Γεώργιος Αµιρούτζης επρόκειτο να προχωρήσει περισσότερο και να εξερευνήσει τις δυνατότητες µιας συνεννόησης µε το Ισλάµ. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας αναρωτιόταν εάν είχε πράξει σωστά. ∆εν αποκήρυξε την ένωση αλλά, υπό την επιρροή της µητέρας του, της αυτοκράτειρας Ελένης, έπαψε να πιέζει για την εφαρµογή της. Το µόνο που είχε επιτευχθεί ήταν η µεταφορά της διχόνοιας και της πικρίας στην πόλη που πέθαινε23.
Εάν την υπογραφή της ένωσης είχε ακολουθήσει αµέσως µια επιτυχηµένη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, ίσως να είχε γίνει αποδεκτή έστω και απρόθυµα. Ο πάπας Ευγένιος κήρυξε µια σταυροφορία το 1440 και τελικά οργάνωσε ένα στρατό, που αποτελούνταν κυρίως από Ούγγρους, ο οποίος διέσχισε το ∆ούναβη το 1444. Αλλά ο παπικός εκπρόσωπος, ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι, αφού ανάγκασε το στρατιωτικό ηγέτη, τον Ιωάννη Ουνυάδη, βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, να παραβεί την επίσηµη (ένορκη) συνθήκη µε το σουλτάνο, µε το επιχείρηµα ότι οι όρκοι σε απίστους ήταν άκυροι, στη συνέχεια τσακώθηκε µαζί του για θέµατα στρατηγικής*. Ο σουλτάνος Μουράτ δεν βρήκε µεγάλες δυσκολίες να καταβάλει τις σταυροφορικές δυνάµεις στη Βάρνα, στις ακτές του Ευξείνου Πόντου24. Πολλοί ∆υτικοί ιστορικοί θεώρησαν ότι απορρίπτοντας την ένωση οι Βυζαντινοί διέπρατταν, άσκοπα και πεισµατικά, µια αυτοκτονία. Ο απλός λαός, υπό την καθοδήγηση των µοναχών, υποκινούνταν από µια παθιασµένη νοµιµοφροσύνη στην πίστη, στη λειτουργία και στις παραδόσεις του, για τα οποία πίστευε ότι είχαν καθοριστεί από το Θεό και ότι θα αποτελούσε αµαρτία να τα εγκαταλείψει. Αυτή ήταν µια εποχή θρησκευτικότητας. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν ότι η επίγεια ζωή δεν
17
ήταν τίποτε περισσότερο από ένα πρελούδιο της αιώνιας ζωής που θα ακολουθούσε. Η εξαγορά υλικής ασφάλειας εδώ κάτω µε τίµηµα την αιώνια σωτηρία δεν ήταν συζητήσιµη. Υπήρχε παράλληλα µέσα τους µια τάση µοιρολατρείας. Εάν επρόκειτο να τους βρει καταστροφή, θα αποτελούσε θεϊκή τιµωρία για τις αµαρτίες τους. Ήταν απαισιόδοξοι. Κάτω από την επίδραση του υγρού, µελαγχολικού κλίµατος του Βοσπόρου η φυσική ευθυµία των Ελλήνων είχε υποχωρήσει. Ακόµη και στις µεγάλες ηµέρες της αυτοκρατορίας οι άνθρωποι ψιθύριζαν προφητείες ότι δεν θα κρατούσε για πάντα. Πολλοί γνώριζαν καλά ότι επάνω σε πέτρες σε διάφορα σηµεία της πόλης, καθώς και σε βιβλία που είχαν γράψει οι σοφοί του παρελθόντος ήταν καταγραµµένος ο κατάλογος των αυτοκρατόρων, και αυτός πλησίαζε στο τέλος του. Η βασιλεία του Αντιχρίστου δεν µπορούσε να καθυστερήσει πολύ. Ακόµη και εκείνοι που θεωρούσαν ότι η µητέρα του Θεού δεν θα άφηνε ποτέ µια πόλη που ήταν αφιερωµένη σ' αυτήν να πέσει στα χέρια των απίστων ήταν τώρα ολιγάριθµοι. Η ένωση µε την αιρετική ∆ύση δεν µπορούσε να φέρει βοήθεια, ούτε ήταν δυνατό να αλλάξει τη µοίρα25. Ενδεχοµένως αυτή η ευσεβής άποψη ήταν αδαής και στενόµυαλη. Υπήρχαν όµως και στοχαστικοί πολιτικοί οι οποίοι αµφέβαλλαν για τα οφέλη της ένωσης. Πολλοί από αυτούς υπολόγιζαν εύλογα ότι η ∆ύση ποτέ δεν θα είχε τη δυνατότητα ή τη διάθεση να στείλει βοήθεια τόσο αποτελεσµατική ώστε να αναχαιτίσει την εξαίρετα οργανωµένη στρατιωτική δύναµη των Τούρκων. Άλλοι, ειδικά µεταξύ των εκκλησιαστικών ανδρών, φοβούνταν ότι η ένωση απλά θα οδηγούσε σε περαιτέρω σχίσµα. Οι Έλληνες, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί τόσο καιρό να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους παρά τους διωγµούς των Φράγκων ηγεµόνων, δεν θα αισθάνονταν ότι είχαν προδοθεί; Όλο και περισσότεροι Έλληνες έπεφταν κάτω από το ζυγό των Τούρκων και ο σύνδεσµός τους µε την Κωνσταντινούπολη µπορούσε να διατηρηθεί µόνο µέσω της Εκκλησίας. Εάν το πατριαρχείο αναλάµβανε δεσµεύσεις απέναντι στη ∆ύση, αυτές οι ενορίες θα το ακολουθούσαν; Οι επικυρίαρχοί τους ασφαλώς δεν θα το ενέκριναν. Οι Ορθόδοξοι του Καυκάσου, του ∆ούναβη και της Ρωσίας θα ήταν έτοιµοι να ακολουθήσουν; Τα αδελφά πατριαρχεία της Ανατολής κατέστησαν σαφή την αποδοκιµασία τους. Ήταν δυνατό να ελπίζει κανείς ότι οι Ορθόδοξοι που είχαν εξάρτηση από το βυζαντινό πατριαρχείο αλλά ήταν ανεξάρτητοι από την αυτοκρατορία θα αποδέχονταν τη θρησκευτική επικυριαρχία της ∆ύσης µόνο και µόνο για να σωθεί η αυτοκρατορία; Ειδικά οι Ρώσοι είναι γνωστό ότι έβλεπαν τη λατινική Εκκλησία µε µίσος, ως Εκκλησία των Πολωνών και των Σκανδιναβών εχθρών τους. Ένα υπόµνηµα που χρονολογείται στο 1437 µας λέει ότι από εξήντα επτά µητροπόλεις που είχαν εξάρτηση από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως µόνο οκτώ παρέµεναν στα όρια των προσωπικών κτήσεων του αυτοκράτορα και άλλες επτά στο δεσποτάτο του Μορέα26. ∆ηλαδή η ένωση µε τη Ρώµη θα µπορούσε να κοστίσει στον πατριάρχη την απώλεια περισσότερων από τα τρία τέταρτα των επισκόπων που ήταν εξαρτηµένοι από αυτόν. Επρόκειτο για ένα τροµερό επιχείρηµα που θα µπορούσε να προστεθεί στη φυσική απροθυµία των Βυζαντινών να θυσιάσουν τη θρησκευτική τους ελευθερία. Μερικοί πολιτικοί έβλεπαν ακόµη πιο µακριά. Το Βυζάντιο, όπως µπορούσε να διαπιστώσει κάθε ψύχραιµος παρατηρητής, ήταν καταδικασµένο. Η µόνη ελπίδα επανένωσης της ελληνικής Εκκλησίας και παράλληλα του ελληνικού λαού θα µπορούσε να βρίσκεται στη αποδοχή της τουρκικής δουλείας, στην οποία υπόκειταν ήδη η πλειοψηφία των Ελλήνων. Μόνο έτσι θα ήταν ίσως εφικτή η ανασυγκρότηση
18
του Ορθόδοξου ελληνικού έθνους και η αναβίωσή του, ώστε εν καιρώ να ανακτήσει αρκετές δυνάµεις για να αποσείσει το ζυγό των απίστων και να αναδηµιουργήσει το Βυζάντιο. Με λίγες εξαιρέσεις, από κανένα Έλληνα δεν έλειπε η υπερηφάνεια ώστε να προσβλέπει στην οικειοθελή υποταγή του σώµατός του στον άπιστο περισσότερο απ' όσο θα παρέδιδε οικειοθελώς την ψυχή του στους Ρωµαίους. Μήπως όµως η πρώτη επιλογή ήταν συνετότερη, εάν απέκλειε τη δεύτερη; Η ελληνική ακεραιότητα ίσως διατηρούνταν καλύτερα από έναν ενωµένο λαό κάτω από µωαµεθανικό ζυγό, παρά από ένα θραύσµα του προσκολληµένο στα κράσπεδα του ∆υτικού κόσµου. Η παρατήρηση που αποδίδεται στον τελευταίο µεγάλο δούκα του Βυζαντίου, το Λουκά Νοταρά, από τους εχθρούς του, ότι «είναι καλύτερο το σαρίκι του σουλτάνου από την τιάρα του καρδιναλίου», δεν ήταν τόσο θαρραλέα όσο φαίνεται στο πρώτο άκουσµα27. Στο Βησσαρίωνα και στους συναδέλφους του ουµανιστές που εργάζονταν πρόθυµα και µε αφοσίωση στην Ιταλία για την εξασφάλιση βοήθειας υπέρ των συµπατριωτών τους η ατµόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη φαινόταν περίεργη, ανόητη και στενόµυαλη. Εκείνοι ήταν πεπεισµένοι ότι η ένωση µε τη ∆ύση θα προσέδιδε τόσο νέο πολιτιστικό και πολιτικό σφρίγος ώστε το Βυζάντιο να είναι σε θέση να ξαναϋψωθεί. Ποιος µπορεί να πει εάν είχαν άδικο; Μετά την επιστροφή του από την Ιταλία ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' έζησε ακόµη εννέα δυστυχισµένα χρόνια. Επιστρέφοντας είχε βρει τη λατρεµένη του αυτοκράτειρα Μαρία της Τραπεζούντας νεκρή από την πανώλη. ∆εν είχε παιδιά. Τα αδέλφια του περνούσαν τον καιρό τους µαλώνοντας µεταξύ τους στην Πελοπόννησο ή βυσσοδοµώντας εναντίον του στη Θράκη. Από την οικογένειά του µπορούσε να εµπιστευθεί µόνο την ηλικιωµένη µητέρα του, την αυτοκράτειρα Ελένη, κι αυτή δεν συµπαθούσε την πολιτική του. Προσπάθησε όσο καλύτερα µπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη στη διχασµένη πρωτεύουσα του µε ανεκτικότητα και τακτ. Ξόδεψε µε σύνεση όσα χρήµατα µπορούσε να διαθέσει το κράτος σε επισκευές των µεγάλων χερσαίων τειχών της πόλης, ώστε να είναι έτοιµα για την αναπόφευκτη τουρκική επίθεση. Ο θάνατος τον βρήκε σαν ανακούφιση, στις 31 Οκτωβρίου 144828.
19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΥΤΕΡΟ Το ανερχόµενο σουλτανάτο Στις µεγάλες ηµέρες του παρελθόντος η ευηµερία του Βυζαντίου είχε συνδεθεί µε την κατοχή της Ανατολίας. Η τεράστια χερσόνησος, που ήταν γνωστή στους αρχαίους ως Μικρά Ασία, κατά τη ρωµαϊκή περίοδο ήταν µια από τις πιο πυκνοκατοικηµένες περιοχές στον κόσµο. Η παρακµή της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, που συνοδεύτηκε από πανώλη και τη διάδοση της ελονοσίας και την οποία ακολούθησαν τον έβδοµο και τον όγδοο αιώνα οι περσικές και οι αραβικές εισβολές, είχε µειώσει τον πληθυσµό. Η ασφάλεια επέστρεψε τον ένατο αιώνα. Ένα καλά σχεδιασµένο αµυντικό σύστηµα ελάττωνε τον κίνδυνο εχθρικών επιδροµών. Η γεωργία µπόρεσε να αναρρώσει και να βρει αγορές για τα προϊόντα της στην Κωνσταντινούπολη και τις εύπορες πόλεις των παραλίων. Οι πλούσιες δυτικές κοιλάδες έβριθαν από ελαιόδεντρα, οπωροφόρα δένδρα και δηµητριακά. Κοπάδια από πρόβατα και αγέλες βοδιών περιφέρονταν στα υψίπεδα και, όπου ήταν δυνατή η άρδευση, καλλιεργούνταν τεράστιες εκτάσεις µε σιτηρά. Πολιτική των αυτοκρατόρων ήταν να αποθαρρύνουν τη δηµιουργία µεγάλων κτηµάτων, προτιµώντας η γη να βρίσκεται στην κατοχή κοινοτήτων των χωρικών, πολλές από τις οποίες κατέβαλλαν το αντίτιµο του µισθώµατος παρέχοντας στρατιώτες για τον αυτοκρατορικό στρατό ή για την τοπική εθνοφυλακή. Η κεντρική κυβέρνηση διατηρούσε τον έλεγχο µε συχνές επιθεωρήσεις και µε την πληρωµή των µισθών των επαρχιακών αξιωµατούχων από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Η ευηµερία εξαρτιόταν από καλά φυλαγµένα σύνορα. Εκεί, στις παραµεθόριες περιοχές, επικρατούσε ένα διαφορετικό είδος ζωής. Η άµυνά τους είχε ανατεθεί σε παραµεθόριους άρχοντες, τους ακρίτες, άνδρες των οποίων η ζωή περνούσε µε επιδροµές σε εχθρικές περιοχές ή µε την απόκρουση εχθρικών επιδροµών. Ήταν άνοµοι, ανεξάρτητοι άνδρες, µνησίκακοι απέναντι σε κάθε απόπειρα της κυβέρνησης να τους ελέγξει, ποτέ διατεθειµένοι να πληρώσουν φόρους, περιµένοντας µάλλον να ανταµείβονται για τις υπηρεσίες τους. Τους οπαδούς τους τους στρατολογούσαν από τυχοδιώκτες κάθε είδους, καθώς σ' εκείνες τις άγριες περιοχές δεν υπήρχε οργανωµένη διαβίωση ή φυλετική συνοχή, εκτός από τα µέρη που είχαν εγκατασταθεί Αρµένιοι και κρατούσαν τις παραδόσεις τους. Οι εχθροπραξίες ήταν συνεχείς, αδιάφορο εάν οι βυζαντινές και οι αραβικές κυβερνήσεις βρίσκονταν επίσηµα σε ειρήνη. Αλλά οι παραµεθόριοι άρχοντες δεν ήταν εχθροί µε τους αντιπάλους τους από την άλλη πλευρά των συνόρων, που ακολουθούσαν έναν παρόµοιο τρόπο ζωής. Οι µωαµεθανοί παραµεθόριοι άρχοντες ήταν ίσως λίγο πιο φανατικοί για την πίστη τους, αλλά ο φανατισµός τους δεν ήταν τόσο µεγάλος ώστε να παρεµποδίζει τις σχέσεις, ακόµη και τις επιγαµίες. Σε καµία πλευρά των συνόρων δεν ήταν δηµοφιλής η επίσηµη θρησκεία. Πολλοί ακρίτες ανήκαν στη διαχωρισµένη αρµενική Εκκλησία, και σχεδόν όλοι τους παρείχαν οικειοθελώς προστασία σε αιρετικούς. Από την άλλη πλευρά µωαµεθανοί αιρετικοί µπορούσαν πάντα να βρουν καταφύγιο στους µωαµεθανούς παραµεθόριους άρχοντες29. Το σύστηµα κατέρρευσε για ένα διάστηµα εξαιτίας της παρακµής του χαλιφάτου και ενός νέου επιθετικού πνεύµατος στο Βυζάντιο. Από τα µέσα του δέκατου αιώνα και εξής οι αυτοκρατορικοί 20
στρατοί ανέκτησαν µεγάλες περιοχές στις παραµεθόριες χώρες, ειδικά στη Συρία. Το νέο σύνορο δεν διέτρεχε πλέον άγρια βουνά αλλά καλλιεργηµένες και πυκνοκατοικηµένες περιοχές, ειδικά στη Συρία. Η άµυνά του µπορούσε να οργανωθεί από αξιωµατούχους της Κωνσταντινούπολης που στάθµευαν στην Αντιόχεια ή σε κάποια άλλη πόλη που είχε ανακτηθεί. Οι παλαιότεροι παραµεθόριοι άρχοντες ήταν ανεπιθύµητοι. Αποζηµιώθηκαν µόνοι τους επενδύοντας τα πλούτη που είχαν αποκτήσει κατά τις πρόσφατες εκστρατείες σε εκτάσεις γης, σ' όλη την έκταση της Ανατολίας. Παρέµειναν όµως υπερήφανοι
και
ανυπότακτοι,
περιβαλλόµενοι
από
στρατούς
ακολούθων
τους
οποίους
στρατολογούσαν κυρίως από πρώην ελεύθερα χωριά στα οποία είχαν επιβάλει τον έλεγχό τους, συνήθως παράνοµα. Αυτοί αποτέλεσαν τη βάση της αριστοκρατίας της γης η δύναµη της οποίας κλόνισε την αυτοκρατορική κυβέρνηση στα µέσα του ενδέκατου αιώνα. Στο µεταξύ η κεντρική κυβέρνηση προσπαθούσε να πάρει τον έλεγχο των αρµενικών παραµεθόριων περιοχών, πιο βόρεια, και προσάρτησε επίσηµα εκτεταµένες επαρχίες, ενσωµατώνοντάς τις στη µισητή σφαίρα των βυζαντινών φοροεισπρακτόρων και των βυζαντινών εκκλησιαστικών αρχών. Η µνησικακία που προκλήθηκε εξασθένησε την άµυνα30. Αυτή τώρα δέχθηκε πρόκληση από ένα λαό µε τον οποίο οι επαφές του Βυζαντίου µέχρι τότε ήταν συνήθως φιλικές. Επί αρκετούς αιώνες οι µεγάλες πεδιάδες του Τουρκεστάν ξεραίνονταν και οι τουρκικές φυλές µετακινούνταν δυτικότερα για να βρουν νέους χώρους κατοικίας. Το Βυζάντιο βρισκόταν σε επαφή µε τους Τούρκους της κεντρικής Ασίας τον έκτο αιώνα και ήταν εξοικειωµένο καλά µε τις τουρκικές φυλές που µετανάστευαν στις τουρκικές στέπες, δηλαδή τους εξεζητηµένους ιουδαΐζοντες Χαζάρους, δύο πριγκίπισσες των οποίων παντρεύτηκαν Βυζαντινούς αυτοκράτορες, και τους αγριότερους Πετσενέγους και Κουµάνους, οι οποίοι κατά καιρούς έκαναν επιδροµές στα αυτοκρατορικά εδάφη αλλά και οι οποίοι, υπό µια χρησιµότερη έννοια, έστελναν πρόθυµα αποσπάσµατα για να υπηρετήσουν στους αυτοκρατορικούς στρατούς. Σε πολλούς από αυτούς τους µισθοφόρους παραχωρούνταν µόνιµες κατοικίες στην αυτοκρατορία, ειδικά στην Ανατολία, και προσηλυτίζονταν στο Χριστιανισµό. Το πιο δραστήριο όµως από τα τουρκικά έθνη, οι Ογούζοι, έστρεψε τη µετανάστευσή του προς τις χώρες του χαλιφάτου, µέσω της Περσίας. Υπήρχαν τουρκικές µονάδες τόσο στους στρατούς του χαλίφη όσο και στου αυτοκράτορα, και οι πρώτες ασπάστηκαν το Ισλάµ. Καθώς η δύναµη του χαλίφη εξασθενούσε, εκείνη των Τούρκων υποτελών του αυξανόταν. Ο πρώτος σπουδαίος µωαµεθανός Τούρκος, ο Γαζναβίδης Μαχµούτ, δηµιούργησε µια αυτοκρατορία στην Ανατολή που εκτεινόταν από το Ισφαχάν µέχρι τη Μπουχάρα και τη Λαχώρη. Μετά το θάνατό του όµως η ηγεµονία των Τούρκων πέρασε στους αρχηγούς µιας φυλής των Ογούζων, στην οικογένεια του Σελτζούκ. Οι απόγονοι αυτού του µισοµυθικού ηγεµόνα απέκτησαν την υπεροχή επάνω στους Τούρκους που είχαν εγκατασταθεί στο χαλιφάτο και οι µετανάστες από το Τουρκεστάν αποδέχθηκαν αµέσως την ηγεσία τους. Το 1055 ο Τογρούλ µπέης, ο ηγέτης της δυναστείας, δεν ίδρυσε µόνο ένα προσωπικό βασίλειο που περιλάµβανε την Περσία και το Χορασάν, µε τους αδελφούς και τους εξαδέλφους του ως υποτελείς τιµαριούχους στα βόρεια σύνορά του, αλλά και προσκλήθηκε από τον Αββασίδη χαλίφη στη Βαγδάτη για να αναλάβει την κοσµική διακυβέρνηση των κτήσεών του. Η πρόσκληση του χαλίφη οφειλόταν στο φόβο για το αντίπαλο χαλιφάτο των Φατιµιδών της 21
Αιγύπτου, το οποίο ήδη ήλεγχε το µεγαλύτερο µέρος της Συρίας. Οι Φατιµίδες είχαν καλές σχέσεις µε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, και οι Σελτζούκοι ηγεµόνες επιδίωκαν να αποφύγουν κάθε ενέργεια υποστήριξης φατιµιδικής επίθεσης από τους Βυζαντινούς στα βόρεια σύνορα των Αββασιδών. Ήδη ένας αριθµός Τούρκων ηγεµονίσκων είχε εγκατασταθεί στα βυζαντινά σύνορα µε τους οπαδούς τους και έπαιζαν το ρόλο παραµεθόριων αρχόντων, κάνοντας επιδροµές όποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία. Ο διάδοχος του Τογρούλ, ο ανιψιός του Αλπ Αρσλάν, ήταν αποφασισµένος να αποµακρύνει κάθε κίνδυνο από τη βυζαντινή επιθετικότητα. Λεηλάτησε και προσάρτησε την παλιά αρµενική πρωτεύουσα Ανί και ενεθάρρυνε τους παραµεθόριους άρχοντές του να εντείνουν τις επιδροµές τους. Το Βυζάντιο αντέδρασε προσαρτώντας την τελευταία ανεξάρτητη αρµενική ηγεµονία. Αλλά οι αυτοκρατορικές φρουρές δεν ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να αναχαιτίσουν τις επιδροµές, ενώ παράλληλα τώρα δεν υπήρχαν ακρίτες για να ασχοληθούν µ' αυτές. Το 1071 ο αυτοκράτορας Ρωµανός ∆ιογένης αποφάσισε ότι ήταν απαραίτητη µια στρατιωτική εκστρατεία για να εξασφαλιστούν τα σύνορα. Πρόσφατες οικονοµίες είχαν µειώσει τον αυτοκρατορικό στρατό και ο αυτοκράτορας ήταν εξαρτηµένος κυρίως από µισθοφόρους, µερικούς από τη ∆υτική Ευρώπη και πολύ περισσότερους από τους Κουµάνους Τούρκους. Ο Αλπ Αρσλάν βρισκόταν στη Συρία, σε εκστρατεία εναντίον των Φατιµιδών, όταν έµαθε για τη βυζαντινή εκστρατεία. Υπέθεσε ότι ήταν µία κίνηση στα πλαίσια της βυζαντινο-φατιµιδικής συµµαχίας και έσπευσε στα βόρεια για να την αντιµετωπίσει. Το περίεργο σ' αυτή την εκστρατεία, που επρόκειτο να αποδειχθεί τόσο ζωτικής σηµασίας για την παγκόσµια ιστορία, είναι ότι κάθε πλευρά πίστευε ότι λάµβανε αµυντικά µέτρα31. Η αποφασιστική µάχη πραγµατοποιήθηκε την Παρασκευή 19 Αυγούστου 1071 κοντά στην πόλη του Μαντζικέρτ. Ο Ρωµανός ήταν ένας γενναίος άνδρας αλλά χωρίς τακτικές ικανότητες, και τα πληρωµένα στρατεύµατά του δεν ήταν άξια εµπιστοσύνης. Ο στρατός του περικυκλώθηκε και καταστράφηκε και ο ίδιος αιχµαλωτίστηκε32. Ο Αλπ Αρσλάν, ικανοποιηµένος που το Βυζάντιο δεν θα απειλούσε πια τα πλευρά του, απελευθέρωσε τον αυτοκράτορα κρατούµενό του µε ήπιους όρους και επέστρεψε στα κύρια ενδιαφέροντά του στη Συρία. Αλλά οι παραµεθόριοι άρχοντές του είχαν άλλες ιδέες. Η βυζαντινή συνοριακή άµυνα είχε καταρρεύσει, ενώ πολιτικές κρίσεις στην Κωνσταντινούπολη παρεµπόδιζαν οποιαδήποτε απόπειρα ανασύστασής της. Οι λίγοι ακρίτες που είχαν αποµείνει, οι περισσότεροι Αρµένιοι, στερούνταν κάθε µέσου επικοινωνίας µε την πρωτεύουσα και µετακινήθηκαν ώστε να οχυρωθούν οι ίδιοι και οι οπαδοί τους σε αποµονωµένα φρούρια. Οι Τούρκοι ηγεµονίσκοι ενέτειναν τις επιδροµές τους. Στη συνέχεια, αντιµετωπίζοντας τόσο λίγη αντίσταση, εγκαταστάθηκαν στις περιφέρειες στις οποίες είχαν διεισδύσει, εποικίζοντάς τις µε τους οπαδούς τους και µε Τούρκους άλλων φυλών που είχαν ακούσει γι' αυτές τις πλούσιες χώρες οι οποίες προσφέρονταν για κατάκτηση33. Από αρκετό καιρό είχε δοθεί στους µωαµεθανούς παραµεθόριους άρχοντες ο τίτλος των γαζήδων, των πολεµιστών της πίστης. Ο γαζής ήταν περίπου αντίστοιχος µε ένα χριστιανό ιππότη. Φαίνεται ότι φορούσε κάποιου είδους διακριτικά και ότι έδινε κάποιου είδους όρκο σε έναν επικυρίαρχο, σε ιδανική περίπτωση στο χαλίφη. Επίσης υπάκουε στη φουτούβα, αυτό το µυστικιστικό κώδικα ηθικής 22
συµπεριφοράς που αναπτύχθηκε το δέκατο και τον ενδέκατο αιώνα και ο οποίος υιοθετήθηκε από τις συντεχνίες και τα σωµατεία του ισλαµικού κόσµου. Οι Τούρκοι γαζήδες ήταν ουσιαστικά πολεµιστές και κατακτητές. ∆εν ενδιαφέρονταν για την οργανωµένη διακυβέρνηση. Καθώς προέλαυναν και κατακτούσαν περιοχές τις κυβερνούσαν κατά τον ίδιο τρόπο που κυβερνούσαν τα προσωπικά τους παραµεθόρια εδάφη, παρεµβαίνοντας ελάχιστα στη ζωή του τοπικού πληθυσµού, ο οποίος στην πραγµατικότητα προσέβλεπε σ' αυτούς για προστασία εναντίον άλλων εισβολέων, και εξασφαλίζοντας τη χρηµατοδότηση της εξουσίας τους από τα λάφυρα που έπαιρναν από άλλες επιδροµές. Στις παραµεθόριες περιοχές, που ήταν συνηθισµένες για αιώνες σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής, η άφιξή τους δεν προκάλεσε µεγάλη αγανάκτηση. Οι οπαδοί τους ίσως εκτόπιζαν µερικούς Χριστιανούς οι οποίοι κατέφευγαν σε ασφαλέστερα καταφύγια. Αλλά ο πληθυσµός ήταν ήδη ανάµικτος και ρευστός. Η εισροή των Τούρκων δεν προκαλούσε µεγάλη διαφοροποίηση στο γενικό µοντέλο. Καθώς όµως προέλαυναν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας το µοντέλο άλλαζε. Σε µερικές περιφέρειες οι Χριστιανοί έφευγαν πριν από αυτούς, αφήνοντας χώρο για να τον καταλάβουν τα µέλη των τουρκικών φυλών. Σε άλλες οι χριστιανικές πόλεις και τα χωριά προσπαθούσαν να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους, αλλά σύντοµα αποµονώνονταν και υποχρεώνονταν να υποταγούν στην εξουσία των εισβολέων. Οι επιδροµές κατέληξαν στη γρήγορη κατάρρευση δρόµων και γεφυριών, πηγαδιών και αρδευτικών καναλιών. Η παλαιά οικονοµία δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει34. Χωρίς οργανωµένη αντίσταση οι γαζήδες εισβολείς κατόρθωσαν να κατακλύσουν ολόκληρη τη χερσόνησο, αφήνοντας στα χέρια των Βυζαντινών µόνο µερικές παραλιακές περιοχές. Μόνο όταν ο αυτοκράτορας
Αλέξιος
Κοµνηνός
αναδιοργάνωσε
την
αυτοκρατορία,
αναδηµιουργώντας
τον
αυτοκρατορικό στρατό και χρησιµοποιώντας τη διπλωµατία για να στρέψει κάθε γαζή αρχηγό εναντίον του γείτονά του, ανακτήθηκαν ορισµένες περιοχές. Στο µεταξύ η δυναστεία των Σελτζούκων, ανήσυχη για το χάος στην Ανατολία, έστειλε ένα από τα νεώτερα µέλη της να οργανώσει τις κατακτηµένες περιοχές σε ένα εύρυθµο ισλαµικό βασίλειο. Το έργο του Σελτζούκου ηγεµόνα Σουλεϊµάν και του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν, παρεµποδίστηκε από τους πολέµους και τις δολοπλοκίες του Αλεξίου και από τη βοήθεια που προσφέρθηκε στο Βυζάντιο από τους στρατιώτες της Πρώτης Σταυροφορίας. Στις αρχές του δωδέκατου αιώνα το όριο µεταξύ των βυζαντινών και των τουρκικών χωρών καθορίστηκε κατά µήκος της αδρής γραµµής που χώριζε τις εύφορες κοιλάδες της δυτικής Ανατολίας και τις παράκτιες περιοχές του βορρά και του νότου από τα κεντρικά υψίπεδα. Οι Σελτζούκοι ηγεµόνες πάντως ενδιαφέρονταν λιγότερο για τις σχέσεις τους µε το Βυζάντιο απ' ότι για τις προσπάθειες τους να επιβληθούν στους γαζήδες ηγεµόνες, ειδικά στη µεγάλη φυλή των Ντανισµεντιδών. Επίσης παρακολουθούσαν µε προσοχή τις χώρες προς τα ανατολικά, όπου βρισκόταν το κέντρο της οικογενειακής τους δύναµης. Η παρακµή του Βυζαντίου περί τα τέλη του δωδέκατου αιώνα και η καταστροφή της Τέταρτης Σταυροφορίας έδωσε τη δυνατότητα στο σελτζουκικό βασίλειο να διευρύνει την επικράτειά του. Στο πρώτο µισό του δέκατου τρίτου αιώνα οι Σελτζούκοι σουλτάνοι του Ρουµ, όπως συνήθως αποκαλούνταν λόγω των κτήσεών τους στην καρδιά των παλαιών ρωµαϊκών και βυζαντινών χωρών, αποτελούσαν σεβάσµιες και ισχυρές φυσιογνωµίες στο µωαµεθανικό κόσµο. Είχαν επιβάλει την 23
εξουσία τους επάνω στους γαζήδες ηγεµόνες και συνήθως διατηρούσαν καλές σχέσεις µε τους Βυζαντινούς γείτονές τους, τους αυτοκράτορες της Νικαίας. Είχαν εγκαταλείψει τις ανατολικές φιλοδοξίες τους και ήταν ικανοποιηµένοι να κυβερνούν το ευνοµούµενο και ανεκτικό κράτος τους από την πρωτεύουσά τους, το Ικόνιο. Αναβίωσαν τον αστικό βίο και αποκατέστησαν τις επικοινωνίες, ενώ ενεθάρρυναν τις τέχνες και την καλλιέργεια. Αποτελεί τίτλο τιµής στη συνετή και ικανή διακυβέρνησή τους το ότι η µετάπτωση της Ανατολίας από µια κυρίως χριστιανική σε µια βασικά µωαµεθανική χώρα επιτεύχθηκε τόσο οµαλά, ώστε κανένας δεν έκανε τον κόπο να καταγράψει τις λεπτοµέρειες35. Η επωφελής διακυβέρνηση των Σελτζούκων τερµατίστηκε από τις µογγολικές εισβολές. Πρώτα εισήλθε στη Μικρά Ασία ένας αριθµός τουρκικών φυλών, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους µογγολικούς στρατούς. Τους παραχωρήθηκαν χώροι εγκατάστασης στη δυτική µεθόριο, όπου ενώθηκαν µε τους γαζήδες οι οποίοι δυσανασχετούσαν κάτω από τον έλεγχο των Σελτζούκων. Το 1243 εµφανίστηκαν οι ίδιοι οι Μογγόλοι. Ο Σελτζούκος σουλτάνος υπέστη µια συντριπτική ήττα, από την οποία το βασίλειό του ποτέ δεν συνήλθε. Από τότε και στο εξής ο ίδιος και οι διάδοχοί του ήταν φόρου υποτελείς και υποταγµένοι στο Μογγόλο Ιλχανίδη της Περσίας, και η δύναµη και η εξουσία τους καταστράφηκε. Σε λιγότερο από έναν αιώνα η δυναστεία έσβησε36. Η παρακµή του σελτζουκικού σουλτανάτου αποδέσµευσε σταδιακά τους γαζήδες ηγεµόνες των συνόρων από τους περιορισµούς. Μαζί τους ενώνονταν όλο και περισσότεροι φυγάδες από το µογγολικό ζυγό, αξιωµατούχοι από τις σελτζουκικές πόλεις, χωρικοί από κατεστραµµένες ή υπερβολικά φορολογηµένες περιοχές, άγιοι άνθρωποι, σεΐχηδες και δερβίσηδες, πολλοί από τους οποίους θεωρούνταν αιρετικοί σε αυστηρούς µωαµεθανικούς κύκλους, αλλά ο φανατισµός των οποίων ταίριαζε µε το πνεύµα των συνόρων. Η πίεση και η πίστη ταυτόχρονα τους ωθούσαν σε επιθέσεις εναντίον των Χριστιανών. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο. Οι αυτοκράτορες της Νικαίας είχαν φροντίσει ιδιαίτερα για τα σύνορα, αναβιώνοντας το θεσµό των ακριτών, αλλά κρατώντας τους υπό έλεγχο37. Αλλά η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, όσο κι αν ήταν ένδοξη, είχε και τα µειονεκτήµατά της. Στο εξής η αυτοκρατορία είχε έντονη εµπλοκή στην Ευρώπη, αντιµετωπίζοντας απειλές όχι µόνο από τις βαλκανικές δυνάµεις, αλλά και από ∆υτικούς που ήταν πρόθυµοι να εκδικηθούν την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας. Από τις ασιατικές φρουρές αποσύρθηκαν στρατεύµατα. Οικονοµίες στο Ναυτικό εξασθένισαν την παράκτια άµυνα. Η φορολογία αυξήθηκε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας, προκειµένου να χρηµατοδοτηθούν οι νέες υποχρεώσεις της. Οι ακρίτες βρέθηκαν µε ανεπαρκή υποστήριξη και κακοπληρωµένοι. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών του δέκατου τρίτου αιώνα αρκετοί γαζήδες έκαναν διεισδύσεις πέρα από τα σύνορα. Συνωστισµένοι στη δική τους πλευρά των συνόρων, διψασµένοι για λάφυρα και παρακινηµένοι από τους θρησκευτικούς τους ηγέτες, οι ίδιοι και οι οπαδοί τους ξεχύθηκαν σε όσες χώρες είχαν αποµείνει στη βυζαντινή Ασία. Οι σπασµωδικές απόπειρες του αυτοκρατορικού στρατού να τους απωθήσει αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Μερικοί από τους πιο επιχειρηµατικούς µεταξύ τους, όπως οι ηγεµόνες του Μεντεσέ και του Αϊδινίου, έκαναν επιθέσεις από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά, ενώ το βυζαντινό ναυτικό ήταν πολύ εξασθενηµένο για να τους εµποδίσει να καταλάβουν αρκετά νησιά, όπως και τα παράλια της δυτικής Ανατολίας. Το 1300 ό,τι απέµενε από το Βυζάντιο στην Ασία, εκτός από µία ή δύο αποµονωµένες 24
πόλεις, ήταν οι πεδιάδες µεταξύ του Ολύµπου της Βιθυνίας και της Προποντίδας, η χερσόνησος που προεξέχει στο Βόσπορο, προς το εσωτερικό µέχρι τον ποταµό Σαγγάριο, και τα παράλια του Ευξείνου Πόντου σε µήκος εκατό µιλίων προς τα ανατολικά. Σ' αυτές τις κινήσεις αρχικά είχε την πρωτοκαθεδρία το εµιράτο του Μεντεσέ, στα νοτιοανατολικά. Η δύναµή του όµως κάµφθηκε όταν οι Ιωαννίτες ιππότες κατέλαβαν τη Ρόδο και εγκαταστάθηκαν σ' αυτή. Η ηγεµονία πέρασε στους εµίρηδες του Αϊδινίου, τους πρώτους Τούρκους της Ασίας που επέδραµαν στα ευρωπαϊκά παράλια του Αιγαίου. Χρειάστηκε η συνδυασµένη ισχύς της Βενετίας, της Κύπρου και των Ιωαννιτών για να αναχαιτισθούν. Πιο βόρεια βρίσκονταν οι ηγεµόνες του Σαρουχάν, µε το αρχηγείο τους στη Μανίσα, ή Μαγνησία, µέχρι πρόσφατα δεύτερη πρωτεύουσα των αυτοκρατόρων της Νικαίας, και δίπλα τους οι ηγεµόνες του Καρασί, που είχαν εγκατασταθεί στις πεδιάδες της Τροίας. Στα παράλια του Ευξείνου Πόντου βρισκόταν το εµιράτο της Σινώπης, του Γαζή Τσελεµπί, διάσηµο για τα πειρατικά του κατορθώµατα. Στο εσωτερικό υπήρχαν αρκετά µικρότερα εµιράτα, παράλληλα όµως υπήρχαν τα δύο µεγάλα εµιράτα του Καραµάν και του Γκερµιγιάν, που θεωρούσαν και τα δύο τους εαυτούς τους κληρονόµους των Σελτζούκων και που ήταν και τα δύο αποφασισµένα να δηµιουργήσουν ένα ευνοµούµενο κράτος µε τους γαζήδες υπό έλεγχο. Οι ηγεµόνες του Καραµάν, οι οποίοι κατέλαβαν το Ικόνιο το 1327, ήταν αρκετά µακριά από τα σύνορα ώστε να είναι σε θέση να εξουδετερώσουν τους τοπικούς γαζήδες. Οι ηγεµόνες του Γκερµιγιάν, πρωτεύουσα των οποίων ήταν η Κιουτάχεια, αρνήθηκαν να λάβουν τον τίτλο του γαζή, αλλά προσπάθησαν να επιβάλουν κάποια εξουσία επάνω στους γειτονικούς γαζήδες άρχοντες, πολλοί από τους οποίους ήταν αρχικά στρατιωτικοί ηγέτες του Γκερµιγιάν. Σε βασικές γραµµές πέτυχαν. Με µία εξαίρεση, τα εµιράτα κατά µήκος των ακτών του Αιγαίου και των βυζαντινών συνόρων τα αντιµετώπιζαν µε υποταγή και σεβασµό, αν και στην πραγµατικότητα ποτέ δεν αποδέχθηκαν την επικυριαρχία τους38. Η µόνη εξαίρεση ήταν ένα µικρό κράτος που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου µισού του δέκατου τρίτου αιώνα στις παραµεθόριες περιοχές που εκτείνονταν ανατολικά από τον Όλυµπο της Βιθυνίας. Ιδρυτής του ήταν κάποιος Ερτογρούλ, που πέθανε το 1281 και τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Οσµάν. Οι απαρχές της οικογένειας των Οσµανλήδων, ή Οθωµανών, όπως αποκαλούνταν οι απόγονοι του Οσµάν, έχουν διαστρεβλωθεί και εµπλουτισθεί µε θρύλους που δηµιουργήθηκαν αφότου η οικογένεια έγινε µεγάλη. Μας παραδίδεται ένας κατάλογος εικοσιεπτά προγόνων που φθάνουν µέχρι το Νώε, αν και αργότερα προστέθηκαν άλλοι τριανταένας, ώστε η χρονολογία να γίνει πιο πειστική. Η γενεαλογία περνά από τον επώνυµο ήρωα Ογούζ Χαν, ιδρυτή των Ογούζων Τούρκων, και από το γιο του Γκιοκ Αλπ και τον εγγονό του Τσαµουντούρ, που είναι ο ίδιος µε τον Τσαβουλντούρ, σύµφωνα µε άλλους θρύλους έναν από εικοσιτέσσερις εγγονούς του Ογούζ, από τους οποίους κατάγονταν οι εικοσιτέσσερις κύριες φυλές των Ογούζ. Παρ' όλο όµως που υπήρχε µια φυλή Τσαουντάρ, η οποία απορροφήθηκε στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα από την οθωµανική πολιτεία, αυτή ήταν µια ιδιαίτερη φυλή, αρχικά εχθρική προς την ηγεσία του Οσµάν. Ένας άλλος θρύλος εξύψωνε την οικογένεια δίνοντάς της ως πρόγονο τον Καγί, το µεγαλύτερο εγγονό του Ογούζ και γιο του Γκουν Χαν, καθιστώντας έτσι τους Οθωµανούς κλάδο της παλαιότερης φυλής των Ογούζ. Αυτή όµως η παράδοση εµφανίζεται µόνο τον δέκατο πέµπτο αιώνα, αφού η εναλλακτική παράδοση της καταγωγής 25
από τον Γκιοκ Αλπ είχε γίνει γενικά δεκτή. Οι αυλοκόλακες του δέκατου πέµπτου αιώνα περιέπλεξαν το θέµα δίνοντας στη δυναστεία Άραβες προγόνους, αν και η ίδια ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι καταγόταν από τον ίδιο τον Προφήτη. Το γενεαλογικό δένδρο των απογόνων του ήταν πάρα πολύ γνωστό39. Ο Πορθητής σουλτάνος, ο Μωάµεθ Β', προσπάθησε να εντυπωσιάσει τόσο τους Τούρκους όσο και τους Έλληνες υπηκόους του υποστηρίζοντας µια θεωρία, ότι η οικογένειά του καταγόταν από έναν πρίγκιπα της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κοµνηνών ο οποίος µετανάστευσε στο Ικόνιο και εκεί προσηλυτίστηκε στο Ισλάµ και έγινε σύζυγος µιας πριγκίπισσας των Σελτζούκων40. ∆εν υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις για να στηρίξουν καµία από αυτές τις θεωρίες. Ο συνετός ιστορικός θα συµπεράνει ότι ο Ερτογρούλ δεν ήταν αρχηγός µιας φυλής αλλά ένας ικανός γαζής αρχηγός µε άγνωστη καταγωγή, ο οποίος έφθασε µε κάποιο τρόπο µέχρι τα σύνορα και εκεί, µε την παλικαριά του, συγκέντρωσε γύρω του έναν επαρκή αριθµό οπαδών που του επέτρεψε να ιδρύσει ένα εµιράτο. Το κυριότερο στοιχείο υπέρ του ήταν η γεωγραφική θέση των εδαφών που κατείχε. Προκειµένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή της µια κοινότητα γαζήδων όφειλε να κάνει επιδροµές και να προελαύνει µέσα σε περιοχές των απίστων. Αλλά στο τέλος του δέκατου τρίτου αιώνα σχεδόν όλοι οι γαζήδες εµίρηδες είχαν φθάσει στα όρια της Μικράς Ασίας. Οι Βυζαντινοί είχαν φύγει, και η θάλασσα εµπόδιζε την περαιτέρω προώθησή τους. Μολονότι τολµηροί πειρατές, όπως οι εµίρηδες του Αϊδινίου και της Σινώπης, µπορούσαν να κάνουν επικερδείς επιδροµές στα εχθρικά παράλια, κανείς τους δεν διέθετε επαρκείς ναυτικές δυνάµεις ώστε να σχεδιάσει τη µεταφορά αρκετών ανθρώπων του για τη δηµιουργία αποικιών πέρα από τη θάλασσα. Εκτός από τα εµιράτα που συνόρευαν µε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, µακριά στην Ανατολή, µόνο η χώρα που είχε κληρονοµήσει ο Οσµάν εξακολουθούσε να αντικρίζει τα σύνορα των απίστων. Έτσι τώρα τα πιο τολµηρά στοιχεία µεταξύ των Τούρκων συνέρρεαν προς τις χώρες του Οσµάν: γαζήδες αρχηγοί που ποθούσαν πλούσιες χώρες που να µπορούν ακόµη να λεηλατήσουν, δερβίσηδες και λόγιοι διατεθειµένοι να φύγουν µακρύτερα από τους µισητούς Μογγόλους, και µια συµπαγής µάζα αγροίκων νοµάδων που εξακολουθούσαν να αναζητούν µέρη για να εγκατασταθούν µε τα κοπάδια τους. Έτσι ο Οσµάν βρέθηκε µε ένα ανθρώπινο δυναµικό αρκετά δυσανάλογο µε το µικρό του εµιράτο. Εάν ο Οσµάν δεν ήταν ένας µεγαλοφυής ηγέτης ενδεχοµένως θα είχε κατακλυσθεί από τους µετανάστες. ∆εν ξέρουµε πολλά για τον τρόπο µε τον οποίο τους αντιµετώπισε. Είναι σηµαντικό ότι στην παλαιότερη σωζόµενη επιγραφή στην οποία ένας Οθωµανός ηγεµόνας αποδίδει στον εαυτό του τον τίτλο του σουλτάνου, µια επιγραφή που τοποθετήθηκε από το γιο του Οσµάν, τον Ορχάν, σε ένα τζαµί στην Προύσα, η διατύπωση αναφέρει: «Σουλτάνος, γιος του σουλτάνου των γαζήδων, γαζής, γιος γαζήδων, µαργράβος των οριζόντων, ήρωας του κόσµου»41. Ο Οσµάν επέβαλε την εξουσία του ως υπέρτατος γαζής ηγέτης. Ενώ άλλοι γαζήδες εµίρηδες άρχιζαν να τσακώνονται µεταξύ τους, ανίκανοι να επεκταθούν ακολουθώντας τη µόνη γραµµή που γνώριζαν, ο Οσµάν προσέφερε µια ζωή γαζή σε όποιον αποδεχόταν την αρχηγία του. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν µπορούσε να αγνοήσει την πρόκληση. Η πιο σώφρων τακτική θα ήταν ενδεχοµένως να αποσύρει γρήγορα τους στρατούς της από την Ανατολία και να εγκαταλείψει τη χώρα στον Οσµάν, συγκεντρώνοντας την ισχύ της σε ναυτικές δυνάµεις αρκετά ισχυρές ώστε να 26
αποτρέψουν οποιαδήποτε διάβαση των Στενών προς την Ευρώπη. Στη συνέχεια, όταν ο Οσµάν θα διαπίστωνε ότι η επέκτασή του εµποδιζόταν από τη θάλασσα, ίσως και το δικό του εµιράτο να παράκµαζε και οι οπαδοί του ίσως να διασκορπίζονταν σε αναζήτηση άλλων πεδίων δράσης. Αλλά δεν µπορούσε κανείς να περιµένει παρόµοια προνοητικότητα και αυτοσυγκράτηση. Η σηµασία του Οσµάν δεν έγινε αρχικά αντιληπτή στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου τρίτου αιώνα οι αυτοκρατορικοί στρατοί στέλνονταν εναντίον των Τούρκων του Αϊδινίου και της Μαγνησίας, χωρίς καµία επιτυχία. Μόνο όταν ο Οσµάν νίκησε µια βυζαντινή δύναµη στο Βαφέα, µεταξύ της Νίκαιας και της Νικοµήδειας, το 1301, και άρχισε να εγκαθιστά τους ανθρώπους του βόρεια από το όρος Όλυµπος άρχισαν να του δίνουν σοβαρή προσοχή. Οι Βυζαντινοί δεν µπορούσαν να επιτρέψουν παθητικά την κατάληψη των τελευταίων ασιατικών κτήσεών τους από Μωαµεθανούς, περιοχών που βρίσκονταν σε ορατή απόσταση από την ίδια την πρωτεύουσα. Αλλά η αντίδρασή του οργανώθηκε άσχηµα και αναποτελεσµατικά. Το 1305 οι άνδρες της Καταλανικής Εταιρείας, τους οποίους ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' προσέλαβε ως µισθοφόρους, νίκησαν τον Οσµάν κοντά στη Λεύκη. Οι Καταλανοί όµως σύντοµα επαναστάτησαν εναντίον του αυτοκράτορα και ενέπλεξαν την αυτοκρατορία σε µια δεκαετία εµφυλίων πολέµων. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών όχι µόνο διέσχιζαν τα ∆αρδανέλλια και προς τις δύο κατευθύνσεις πολλά τουρκικά στρατεύµατα, που είχαν προσληφθεί είτε από τον αυτοκράτορα είτε από τους Καταλανούς, αλλά και ο Οσµάν κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την εξουσία του στην ύπαιθρο µέχρι την Προποντίδα. Παράλληλα ηγήθηκε εκστρατειών οι οποίες δεν τον αφορούσαν προσωπικά. Το 1308 ήταν τα δικά του στρατεύµατα αυτά που έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο στην κατάληψη της τελευταίας βυζαντινής πόλης στα παράλια του Αιγαίου, της Εφέσου, µολονότι αυτή δόθηκε στον εµίρη του Αϊδινίου. Κατά τη διάρκεια των αµέσως επόµενων ετών κατέλαβε τις βυζαντινές πόλεις κατά µήκος των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, από την Ινέµπολη µέχρι το Σαγγάριο. Την αποχώρηση των Καταλανών ακολούθησαν στο Βυζάντιο δυναστικοί και εµφύλιοι πόλεµοι. Και πάλι ο Οσµάν βρέθηκε να αντιµετωπίζει περιορισµένη αντίδραση. Οι στρατοί του αποτελούνταν κυρίως από ιππικό, ενώ δεν διέθετε καθόλου πολιορκητικές µηχανές. Προκειµένου να καταλάβει οχυρωµένες πόλεις σάρωνε τη γειτονική ύπαιθρο, εκδιώκοντας ή υποδουλώνοντας τους ντόπιους χωρικούς και εγκαθιστώντας τους οπαδούς του. Έτσι η πόλη αποκοβόταν από τις πηγές εφοδιασµού της και εξαναγκαζόταν σε παράδοση από λιµό, εκτός εάν κάποιος στρατός άνοιγε δρόµο για να την απαλλάξει. Τώρα επικέντρωσε την προσοχή του στην πόλη της Προύσας, που βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς του Ολύµπου, µε ισχυρές φυσικές οχυρώσεις και επίκαιρη θέση ως κέντρο επιχειρήσεων κατά µήκος των ακτών της Προποντίδας. Οι οχυρώσεις της και ο πλούτος της υπαίθρου κάτω από τα τείχη της τής επέτρεπαν να τον αψηφά για δέκα χρόνια. Ο αυτοκράτορας όµως δεν µπορούσε να στείλει ενισχύσεις. Το φθινόπωρο του 1326 εξαναγκάστηκε σε συνθηκολόγηση λόγω λιµού. Τα νέα έφθασαν στον Οσµάν ενώ βρισκόταν στις τελευταίες του στιγµές. Πέθανε λίγες ηµέρες αργότερα, εκείνο το Νοέµβριο. Χάρη στην εξαιρετική χρήση των ευκαιριών που του προσφέρθηκαν είχε µετατρέψει ένα µικρό παραµεθόριο εµιράτο στην κυριότερη δύναµη µεταξύ των Τούρκων και σε αιχµή του δόρατος των γαζήδων µέσα στη χριστιανοσύνη42.
27
Ο Οσµάν ευτύχησε µε τα παιδιά του. Ο µεγαλύτερος γιος του, ο Ορχάν, τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Λέγεται ότι, όπως απαιτούσε η τουρκική παράδοση, προσφέρθηκε να µοιραστεί την εξουσία του µε τον αδελφό του, τον Αλαεντίν. Ο Αλαεντίν όµως επέµεινε µε γενναιοφροσύνη ότι η µοναρχία δεν έπρεπε να διαιρεθεί, και παρέµεινε ένας πιστός υπήκοος. Ο Ορχάν κληρονόµησε επιπλέον έναν ικανό υπουργό, ο οποίος ονοµαζόταν επίσης Αλαεντίν. ∆εν είναι εύκολο να γνωρίζουµε εάν η αξιοσηµείωτη εξέλιξη του οθωµανικού κράτους οφειλόταν στον ηγεµόνα ή στον υπουργό. Όπως ο πατέρας του, ο Ορχάν ήταν ένας αρχηγός γαζήδων, µε δέσµευση να κατακτήσει τους απίστους. Το 1329 παραδόθηκε σ' αυτόν η ιστορική πόλη της Νίκαιας, η οποία είχε αποµονωθεί για πολλά χρόνια, όπως η Προύσα. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' και ο υπουργός του Ιωάννης Καντακουζηνός είχαν αποπειραθεί να την ενισχύσουν. Μετά όµως από µια αµφίρροπη µάχη η δυσαρέσκεια µεταξύ των στρατιωτών τους, καθώς και άσχηµα νέα από την Ευρώπη τους ανάγκασαν να αποσυρθούν. Ο επόµενος στόχος του Ορχάν ήταν το µεγάλο λιµάνι της Νικοµήδειας, το οποίο του αντιστάθηκε επί εννέα χρόνια, καθώς λάµβανε προµήθειες και ενισχύσεις από τη θάλασσα. Όταν όµως κατόρθωσε να αποκλείσει το στενό κόλπο επάνω στον οποίο βρισκόταν η πόλη, εκείνη αναγκάστηκε να παραδοθεί το 1337. Με τη Νικοµήδεια στα χέρια του ο σουλτάνος, όπως αποκαλούσε τώρα τον εαυτό του, κατόρθωσε να καταλάβει όλη τη χώρα σχεδόν µέχρι το Βόσπορο43. Τώρα το Βυζάντιο ταλαιπωρούνταν από τη µεγάλη σερβική αυτοκρατορία του Στεφάνου Ντουσάν, ενώ το 1341 ξέσπασε εµφύλιος πόλεµος µεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και των αντιβασιλέων που κυβερνούσαν στο όνοµα του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε'. Από καιρό οι Βυζαντινοί στρατηγοί είχαν µισθώσει τις υπηρεσίες τουρκικών στρατευµάτων από διάφορες φυλές, παρά την αδιόρθωτη συνήθεια των Τούρκων να λεηλατούν τα εδάφη τα οποία διέσχιζαν. Οι άνδρες του Ορχάν ήταν οι πιο αποτελεσµατικοί και οι πιο πειθαρχηµένοι. Έτσι, ενώ οι υποστηρικτές του Ιωάννη Ε' προσλάµβαναν µισθοφόρους από τη Μαγνησία και το Αϊδίνι, ο Ιωάννης Καντακουζηνός κέρδισε το 1344 την υποστήριξη του Ορχάν δίνοντάς του σε γάµο την κόρη του Θεοδώρα*. Σε ανταπόδοση ο σουλτάνος έστειλε έξι χιλιάδες άνδρες να πολεµήσουν στη Θράκη. Όταν ο Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο εξακολούθησε να προσκαλεί οθωµανικά στρατεύµατα για να τον βοηθήσουν στους πολέµους του εναντίον των Σέρβων. Όταν τελείωσαν οι εκστρατείες φαίνεται ότι πολλοί από αυτούς τους Τούρκους εγκαταστάθηκαν στη Θράκη44. Η πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού από την εξουσία, το 1355, έδωσε στον Ορχάν τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να εισβάλει στην Ευρώπη για λογαριασµό του. Το 1356 ένας στρατός υπό το γιο του Σουλεϊµάν πέρασε τα ∆αρδανέλλια. Μέσα σε ένα έτος τα στρατεύµατά του κατέλαβαν την Τυρολόη και το ∆ιδυµότειχο και ασκούσαν πιέσεις στο εσωτερικό προκειµένου να καταλάβουν την Αδριανούπολη. Όπως είχε συµβεί και µε τις κατακτήσεις του στην Ασία, ο σουλτάνος ενεθάρρυνε τους Τούρκους νοµάδες να ακολουθούν τους γαζήδες αρχηγούς και να εγκαθίστανται αµέσως στις χώρες που καταλάµβαναν. Όταν πέθανε ο Ορχάν, µάλλον το 1362, οι Τούρκοι ήταν κυρίαρχοι της ∆υτικής Θράκης. Ο σουλτάνος είχε αυξήσει παράλληλα την επικράτειά του στην Ασία, λιγότερο µε εχθροπραξίες και περισσότερο από τη διάθεση άλλων Τούρκων να γίνουν µέλη ενός τόσο επιτυχηµένου κράτους γαζήδων. Φαίνεται ότι ενσωµάτωσε τα εµιράτα του Σαρουχάν και του Καρασί, 28
στα βορειοδυτικά. Η δύναµη του Γκερµιγιάν εξασθενούσε και κατόρθωσε να επιβάλει την εξουσία του στο Εσκί Σεχίρ και στην Άγκυρα. Ο κυριότερος αντίπαλός του στην Ασία ήταν το εµιράτο του Αϊδινίου, που του έκλεινε το δρόµο προς τα νοτιοδυτικά45. Ο Ορχάν δεν ήταν σπουδαίος ηγεµόνας µόνο εξαιτίας των κατακτήσεών του. Με τη βοήθεια του βεζίρη του έφτιαξε για το κράτος του µια στερεή οργάνωση χωρίς να του καταστρέψει τις ιδιότητες των γαζήδων, από τις οποίες αντλούσε την ορµητικότητά του. Ενθάρρυνε την αστική ανάπτυξη αξιοποιώντας τους αχήδες, συντεχνίες τεχνιτών που ακολουθούσαν τη φουτούβα. Αντιστάθµισε την κάπως αποδιοργανωτική επίδραση των δερβίσηδων επιζητώντας τη συνεργασία των ουλεµάδων, των επίσηµων φυλάκων της µωαµεθανικής πίστης και των παραδόσεών της. Η διδασκαλία τους εξασφάλιζε την κατάλληλη µεταχείριση του αυξανόµενου αριθµού των χριστιανών υπηκόων του. Εάν µια πόλη ή περιοχή τού είχε αντισταθεί και καταλαµβανόταν δια της βίας, οι Χριστιανοί δεν είχαν δικαιώµατα. Το ένα πέµπτο του πληθυσµού µπορούσε να µετατραπεί σε σκλάβους, οι άνδρες να σταλούν για εργασία στα κτήµατα των κατακτητών και τα παιδιά να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες. Εάν συνθηκολογούσαν, τους επιτρεπόταν να διατηρούν τις εκκλησίες και τα έθιµά τους. Πολλοί Χριστιανοί προτιµούσαν την εξουσία του από εκείνη του αυτοκράτορα, επειδή η φορολογία του ήταν λιγότερο αλόγιστη. Αν και ορισµένοι από αυτούς προσχωρούσαν στο Ισλάµ από µια φυσική επιθυµία να αποτελούν τµήµα της άρχουσας τάξης, δεν γίνονταν υποχρεωτικές αλλαξοπιστίες. Επιπλέον οι ουλεµάδες έκτιζαν µεντρεσέδες, ή ιεροδιδασκαλεία, σε κάθε πόλη στην οποία πήγαιναν και έτσι ήταν σε θέση να παρέχουν στο σουλτάνο µια µορφωµένη ελίτ η οποία επάνδρωνε τις δηµόσιες υπηρεσίες του46. Την ίδια περίοδο αναδιοργανωνόταν και ο στρατός. Μέχρι τότε αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ελαφρύ ιππικό µε προέλευση τις φυλές που ήταν ακόµη κυρίως νοµαδικές. Τώρα όµως ανασχηµατίστηκε σε δύο κύρια τµήµατα. Υπήρχε µια τακτική εθνοφυλακή που αποτελούνταν από άνδρες στους οποίους είχε παραχωρηθεί γη από το σουλτάνο και για την οποία πλήρωναν ένα µικρό ενοίκιο σε χρήµα και µε την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία όποτε τους το ζητούσαν. Παρόµοια φέουδα, που ήταν κληρονοµικά, ήταν γνωστά ως τιµάρια. Μεγαλύτερα ή µεγαλύτερης αξίας φέουδα, γνωστά ως ζιαµέτ, κατέβαλλαν µεγαλύτερο ενοίκιο και ο ενοικιαστής κατείχε υψηλότερη θέση στο στρατό, µε περισσότερες υποχρεώσεις να εξασφαλίζει τον εξοπλισµό του. Ο πλουσιότερος από αυτούς τους ζαΐµηδες γινόταν πασάς ή σαντζάκµπεης, ή ακόµη και
µπεηλέρµπεης, µε διοικητικές αρµοδιότητες και περισσότερες στρατιωτικές εξουσίες και υποχρεώσεις. Στο πλάι αυτής της εθνοφυλακής µε τοπική βάση υπήρχε ένας στρατός που αµειβόταν για τις υπηρεσίες του. Οι γενίτσαροι, οι οποίοι υπηρετούσαν ισόβια και αργότερα επρόκειτο να αποτελέσουν τη φρουρά του σουλτάνου, ήταν ακόµη ένα σύνταγµα πεζικού που αποτελούνταν από Χριστιανούς ή πρώην χριστιανούς σκλάβους. Η κυριότερη δύναµη την περίοδο του Ορχάν ήταν γενικά γνωστή ως
σπαχήδες. Από αυτούς προέρχονταν οι πυροβολητές, οι οπλουργοί, οι σιδεράδες και οι ναυτικοί. Σε πολλούς είχαν παραχωρηθεί γαίες και υπόκεινταν σε στρατιωτική υπηρεσία οποιαδήποτε στιγµή, αλλά πληρώνονταν γι' αυτήν και συνήθως µισθώνονταν µόνο για µία εκστρατεία. Μαζί µε τους σπαχήδες ήταν το πιγιαντέ, το πεζικό. Αυτό το όνοµα αργότερα περιορίστηκε µόνο σε όσους κατείχαν κτήµατα, ενώ οι υπόλοιποι αποκαλούνταν αζάπηδες και κατέληξαν να ταυτίζονται µε τους βαζιβουζούκους, 29
άτακτους οι οποίοι υπηρετούσαν για όσα λάφυρα και λεία µπορούσαν να αποκοµίσουν. Το ίδιο συνέβαινε και µε τους ακιµπί, ελαφρούς ιππείς που χρησιµοποιούνταν ως αιχµή του δόρατος. Ο Ορχάν επέµενε κάθε τµήµα του στρατού του να έχει διαφορετική στολή. Επίσης καθόρισε αποτελεσµατικούς τρόπους επιστράτευσης, ώστε να είναι σε θέση οποιαδήποτε στιγµή να συγκεντρώνει µια µεγάλη και καλά εκπαιδευµένη δύναµη σε πολύ σύντοµο διάστηµα47. Ο διάδοχός του, ο Μουράτ Α', αξιοποίησε πλήρως αυτή την εξαίρετη µαχητική δύναµη. Η µητέρα του Μουράτ ήταν Ελληνίδα, γνωστή στους Τούρκους ως Νιλουφέρ, Νούφαρο, κόρη ενός ακρίτα οπλαρχηγού*. Ο µεγαλύτερος αδελφός του από την ίδια µητέρα, ο Σουλεϊµάν, είχε πεθάνει λίγους µήνες πριν από τον Ορχάν. Υπήρχε ένας µεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός, ο Ιµπραήµ, τον οποίο ο Μουράτ θανάτωσε αµέσως, όπως και ένας νεώτερος, ο Χαλήλ, ο γιος της Θεοδώρας Καντακουζηνής, που πέθανε λίγο αργότερα, ίσως από φυσικά αίτια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της βασιλείας του ο Μουράτ ήταν απασχοληµένος στα ασιατικά σύνορά του, όπου αντίπαλοι εµίρηδες προκαλούσαν ταραχές που έπρεπε να κατασταλούν. Μερικές από τις πόλεις που είχαν κατακτηθεί στη Θράκη ανακαταλήφθηκαν από τους Βυζαντινούς, αν και δεν ήταν δυνατό οι Τούρκοι να εκδιωχθούν από την ύπαιθρο. Όταν ο Μουράτ επέστρεψε στην Ευρώπη, το 1365, δεν αντιµετώπισε δυσκολίες να τις ανακτήσει
και
να
εγκαταστήσει
την
ευρωπαϊκή
πρωτεύουσά
του
στην
Αδριανούπολη.
Η
Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της ήταν τώρα αποµονωµένα, εκτός από την πλευρά της θάλασσας. Τα ασιατικά της προάστεια βρίσκονταν ήδη στα χέρια των Τούρκων48. Τώρα πλέον άρχισε να αντιλαµβάνεται και η Ευρώπη την απειλή που αποτελούσαν οι Τούρκοι. Η Βενετία και η Γένοβα, ανήσυχες και οι δύο για τις αποικίες τους και το εµπόριό τους, άρχισαν να διερευνούν πιθανότητες για µια γενική συµµαχία εναντίον των απίστων. Τίποτε όµως δεν προέκυψε από τις προσπάθειές τους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' ταξίδεψε στην Ιταλία για να παρουσιάσει τους κινδύνους που απειλούσαν και για να προσπαθήσει να προσλάβει ∆υτικούς µισθοφόρους, για τους οποίους αδυνατούσε να πληρώσει. Κατά την επιστροφή του αναγκάστηκε, το 1373, να αναγνωρίσει το σουλτάνο ως επικυρίαρχό του, υποσχόµενος έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας και στρατιωτική βοήθεια όποτε του το ζητούσε. Παράλληλα ο γιος του Μανουήλ πήγε ως όµηρος στην Αυλή του Μουράτ. Ο Ιωάννης υπήρξε πιστός υποτελής. Ανταµείφθηκε όταν το 1374 ο µεγαλύτερος γιος του, ο Ανδρόνικος, συνωµότησε µαζί µε το γιο του Μουράτ, το Σαουτζή, εναντίον των πατέρων τους. Την εξέγερση κατέστειλαν τα στρατεύµατα του Μουράτ. Όταν ο Ανδρόνικος επαναστάτησε και πάλι, κρατώντας την Κωνσταντινούπολη από το 1376 µέχρι το 1379, ο Μανουήλ κατόρθωσε να εξασφαλίσει αρκετή βοήθεια από το σουλτάνο η οποία του επέτρεψε να αποκαταστήσει τον πατέρα του στο θρόνο. Το τίµηµα όµως που πλήρωσε τότε ήταν η υποχρέωση να συνδράµει τον τουρκικό στρατό στην κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, πιστής, ηρωικής και αποµονωµένης ελληνικής πόλης, της τελευταίας βυζαντινής κτήσης στην Ασία, εκτός από την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας49. Παρ' όλο που η ∆ύση τώρα ανησυχούσε σοβαρά, σχεδιάζοντας ατελέσφορα σταυροφορίες, η µόνη κυβέρνηση που τηρούσε συνεχή επιθετική στάση εναντίον των Τούρκων ήταν το Τάγµα του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου. Αλλά ο κύριος εχθρός του ήταν ο εµίρης του Αϊδινίου, και οποιοσδήποτε περιορισµός της δύναµής του απέβαινε προς όφελος του αντιπάλου του, του Οθωµανού σουλτάνου. 30
Έτσι ο Μουράτ ήταν ελεύθερος να προελάσει στα Βαλκάνια. Ορδές Τούρκων από κάθε σηµείο της Ανατολίας συνέρρεαν τώρα στη Θράκη, µε τις οικογένειές τους και συχνά µε τα κοπάδια τους. Η παρόρµηση για επέκταση συνεχιζόταν. Η Σερβία εξακολουθούσε να είναι η κύρια δύναµη στη χερσόνησο, αν και είχε διχαστεί µετά το θάνατο του Ντουσάν, το 1355. Η Βουλγαρία δεν είχε ποτέ συνέλθει από την ήττα της από τους Σέρβους στο Βελµπούζντ το 1330, αλλά η σερβική πολιτική ταπείνωσης της Βουλγαρίας απλά εξαφάνισε το κράτος που θα ήταν χρήσιµο ως ενδιάµεση ζώνη. Οι Βούλγαροι δεν έκαναν πολλά για να παρεµποδίσουν την τουρκική προέλαση, εκτός από το να στείλουν ένα στρατιωτικό απόσπασµα στο µεγάλο στρατό που έστειλε ο Βουκασίν, ο βασιλιάς της νότιας Σερβίας, στη Θράκη το 1371. Ο Βουκασίν ήλπιζε να αναχαιτίσει τους Τούρκους, αλλά δεν ήταν καλός στρατηγός. Άφησε να τον αιφνιδιάσει και να τον κατατροπώσει ένας πολύ µικρότερος τουρκικός στρατός στο Τσίρµεν, στον ποταµό Έβρο. Η νίκη στον Έβρο παρέδωσε το µεγαλύτερο µέρος της Βουλγαρίας, όπως και τη σερβική Μακεδονία, στα χέρια του Μουράτ. Ο Βούλγαρος βασιλιάς, ο Ιωάννης Σισµάν, αναγκάστηκε να δεχθεί το Μουράτ ως επικυρίαρχο και να στείλει την κόρη του Θάµαρ στο σουλτανικό χαρέµι. Ο Λάζαρος Χρεµπελιάνοβιτς, ο ηγεµόνας της βόρειας Σερβίας ο οποίος ανέλαβε τώρα την ηγεσία ολόκληρου του σερβικού βασιλείου, ανακάλυψε ότι ήταν και ο ίδιος αναγκασµένος να δεχθεί το καθεστώς υποτέλειας50. Ο Μουράτ πέρασε τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του παγιώνοντας τις κατακτήσεις του. Οργάνωσε τη µετανάστευση των Τούρκων στην Ευρώπη. Η κατοχή των νεώτερων ευρωπαϊκών επαρχιών του δεν µπορούσε να είναι τόσο παγιωµένη όπως ήταν στην Ανατολία ή ακόµη στη Θράκη. Αλλά σύντοµα τουρκικά στρατιωτικά φέουδα ξεφύτρωσαν µεταξύ των ελληνικών, των σλαβικών ή των βλάχικων χωριών, και Τούρκοι µπέηδες και πασάδες κυριάρχησαν στην ύπαιθρο. Το 1386 η αυτοκρατορία του Μουράτ εκτεινόταν στα δυτικά µέχρι το Μοναστήρι, κοντά στα σύνορα της Αλβανίας, και στα βόρεια µέχρι τη Νις. Τον επόµενο χρόνο παραδόθηκε σ' αυτόν η Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν αποκλεισµένη επί τέσσερα χρόνια. Η ευηµερία της στηριζόταν στο εµπόριο από την ενδοχώρα και δεν µπορούσε να επιβιώσει σε αποµόνωση. Ο Μουράτ την αντιµετώπισε µε επιείκεια, τοποθετώντας έναν Τούρκο κυβερνήτη, αλλά χωρίς να παρέµβει στην εσωτερική της ζωή51. Το 1381 ο σουλτάνος, ο οποίος είχε καταστήσει το εµιράτο του Γκερµιγιάν υποτελές, θεώρησε απαραίτητο να οργανώσει µια εκστρατεία εναντίον του εµίρη του Καραµάν και διέταξε τους Βαλκάνιους υποτελείς του να του προµηθεύσουν αποσπάσµατα. Η ντροπή που αισθάνθηκαν οι υπερήφανοι Σέρβοι ήταν τόσο µεγάλη, ώστε ο βασιλιάς Λάζαρος αποκήρυξε την υποτέλειά του. Μια γρήγορη τουρκική επίθεση που του στέρησε τη Νις τον ανάγκασε να υποταχθεί ξανά. Στο µεταξύ όµως προγραµµάτιζε µια παµβαλκανική συµµαχία εναντίον των εισβολέων. Το 1387 οι Σέρβοι κέρδισαν την πρώτη και µοναδική τους νίκη εναντίον των στρατών του σουλτάνου στις όχθες του ποταµού Τόπλιτσα. Ο Μουράτ δεν άργησε να πάρει εκδίκηση. Βάδισε γρήγορα εναντίον της Βουλγαρίας, όπου απέσπασε από τους δύο τοπικούς βασιλείς, τον Ιωάννη Σισµάν του Τιρνόβου και τον Ιωάννη Στρασιµίρ του Βιδινίου, τα περισσότερα εδάφη τους, κι έπειτα πέρασε στη νότιο Σερβία, όπου ένας υποτελής ηγεµόνας, ο Κωνσταντίνος του Κιουστεντίλ, τον φιλοξένησε και του διέθεσε ένα σύνταγµα για να ενωθεί µε το στρατό του. Στη συνέχεια στράφηκε βόρεια, για να συναντήσει το βασιλιά Λάζαρο στην 31
πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου, την πεδιάδα των κοτσυφιών. Νωρίς το πρωί της 15ης Ιουνίου 1389, καθώς ο σουλτάνος ντυνόταν, έφεραν στη σκηνή του ένα Σέρβο λιποτάκτη ο οποίος υποσχόταν να δώσει πληροφορίες για τις χριστιανικές θέσεις. Εκείνος πλησίασε το σουλτάνο και ξαφνικά έσκυψε µπροστά και τον µαχαίρωσε στην καρδιά. Ο ίδιος θανατώθηκε αµέσως, και η θυσία του ήταν ανώφελη, καθώς και οι δύο γιοι του σουλτάνου βρίσκονταν µαζί µε το στρατό. Ο µεγαλύτερος, ο Βαγιαζήτ, ανέλαβε την ηγεσία αµέσως, αποσιωπώντας την είδηση για το θάνατο του πατέρα του µέχρι τη λήξη της µάχης. Οι Τούρκοι πολέµησαν µε τέλεια πειθαρχία, αντίθετα µε τους Χριστιανούς οι οποίοι, όταν η πρώτη ισχυρή τους επίθεση έχασε την έντασή της, άρχισαν να κλονίζονται, ενώ ψίθυροι για προδοσία διαδίδονταν στις γραµµές τους. Το σούρουπο η τουρκική νίκη ήταν ολοκληρωτική. Ο βασιλιάς Λάζαρος αιχµαλωτίστηκε και θανατώθηκε στη σκηνή όπου είχε πεθάνει ο Μουράτ. Ο Βαγιαζήτ αυτοανακηρύχθηκε τώρα σουλτάνος και διέταξε ο αδελφός του να στραγγαλιστεί αµέσως. ∆εν υπήρχε θέµα διανοµής της υπέρτατης εξουσίας52. Στα τριάντα χρόνια της βασιλείας του ο Μουράτ, κάνοντας άψογη χρήση του στρατού του και της οργάνωσης που είχε κληρονοµήσει από τον πατέρα του, είχε µεταµορφώσει ένα εµιράτο γαζήδων στην ισχυρότερη στρατιωτική δύναµη στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του συµβόλιζε τη µεταλλαγµένη φύση του κράτους του. Αντίθετα µε τον πατέρα και τον παππού του, του άρεσαν η µεγαλοπρέπεια και η εθιµοτυπία, και έβλεπε τον εαυτό του σαν αυτοκράτορα. Ήταν άτεγκτος, ακόµη και σκληρός, µε µια δόση κυνισµού την οποία είχε ίσως κληρονοµήσει από τους Έλληνες προγόνους του. Μπορούσε όµως να είναι και γενναιόδωρος, ενώ ήταν πάντα δίκαιος και απαιτητικός σε θέµατα πειθαρχίας. Ο Βαγιαζήτ, ο κληρονόµος του, ήταν επίσης, όπως φαίνεται, γιος µιας Ελληνίδας, αλλά, αντίθετα από τη Νιλουφέρ, εκείνη ήταν µάλλον µια σκλάβα, ονόµατι Γκιούλτσιτσεκ, ή Ροδανθός. Ο Βαγιαζήτ είχε το ίδιο πάθος µε τον πατέρα του για τη µεγαλοπρέπεια, αλλά ήταν πιο επιεικής µε τον εαυτό του και µε ορµητικότερη ιδιοσυγκρασία, δεν ήταν µεγαλόψυχος προς τους άλλους και ήταν λιγότερο επιτυχηµένος ως τηρητής της πειθαρχίας. Οι γρήγορες αντιδράσεις του τού χάρισαν την προσωνυµία Γιλδιρίµ, Κεραυνός, αλλά δεν ήταν σπουδαίος διοικητής. Η βασιλεία του ξεκίνησε έξοχα. Η νίκη στο Κοσσυφοπέδιο του προσέφερε πλήρη κυριαρχία στα Βαλκάνια. Φαινόταν πιθανό ότι σε λίγα χρόνια θα ενσωµάτωνε ολόκληρη τη χερσόνησο, συµπεριλαµβανοµένων εκείνων των περιοχών της Ελλάδας και της Αλβανίας στις οποίες δεν είχαν ακόµη διεισδύσει οι Τούρκοι. Ο γιος του Λαζάρου, ο Στέφανος, τον διαδέχθηκε στο σερβικό θρόνο, αλλά µε το µετριόφρονα τίτλο του δεσπότη και ως υποτελής του σουλτάνου, στον οποίο έδωσε σε γάµο την αδελφή του Μαρία. Το βουλγαρικό βασίλειο του Τιρνόβου εξαλείφθηκε το 1393. Το 1394 ένας τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Πελοπόννησο, αναγκάζοντας τους τοπικούς ηγεµόνες να περιέλθουν σε καθεστώς υποτέλειας. Το 1396 ο Βαγιαζήτ σχεδίασε την κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, αλλά καθώς κατευθυνόταν εναντίον των τειχών της πόλης έλαβε την είδηση για τη Σταυροφορία που οργάνωσε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Σιγισµούνδος και ιππότες απ' όλη τη ∆ύση. Ο Βαγιαζήτ έκανε µεταβολή, έσπευσε στα βόρεια, δικαιολογώντας την προσωνυµία του Κεραυνός, και έπεσε επάνω στο στρατό της ∆ύσης στη Νικόπολη. Η απερισκεψία των ∆υτικών τον βοήθησε να κερδίσει µια συντριπτική νίκη που του επέτρεψε στη συνέχεια να 32
προσαρτήσει το υπολειπόµενο βουλγαρικό κρατίδιο του Βιδινίου και να καταστήσει υποτελή του τον ηγεµόνα της Βλαχίας, πέρα από το ∆ούναβη. Αφού στερέωσε την εξουσία του κατά µήκος του συνόρου του ∆ούναβη επέστρεψε προς την Κωνσταντινούπολη αλλά δεν επιχείρησε ξανά να την καταλάβει, ενδεχοµένως επειδή είχε ακούσει φήµες ότι εξοπλιζόταν µια αρµάδα από τις ιταλικές ναυτικές δυνάµεις53. Αντίθετα, προσπάθησε µάταια να στρέψει το συναυτοκράτορα Ιωάννη Ζ' εναντίον του θείου του Μανουήλ Β', µε τον οποίο, αντίθετα µε τη συνηθισµένη βυζαντινή πρακτική, µοιραζόταν το θρόνο του µε απόλυτα φιλικές σχέσεις. Η µόνη βοήθεια που πραγµατικά έφθασε στο Βυζάντιο ήταν η δράκα
των στρατιωτών που έφερε
ο
στρατάρχης
Μπουσικώ. Αυτοί
παρέµειναν στην
Κωνσταντινούπολη επί ένα έτος χωρίς καµία επιτυχία στο ενεργητικό τους54. Όταν αποχώρησαν ο Βαγιαζήτ, βλέποντας πόσο ασθενικές ήταν οι δυτικές απόπειρες παροχής βοήθειας, ήταν έτοιµος για µία ακόµη επιχείρηση εναντίον της αυτοκρατορικής πόλης. Πρόσφατα είχε ολοκληρώσει το κάστρο το οποίο σήµερα είναι γνωστό ως Αναντολού Χισάρ, στην ασιατική πλευρά των Στενών του Βοσπόρου. Την άνοιξη του 1402 έστειλε ένα αλαζονικό µήνυµα στον αυτοκράτορα παραγγέλλοντάς του να παραδώσει την πρωτεύουσά του. Ο Μανουήλ Β' εξακολουθούσε να περιοδεύει στην Ευρώπη, αλλά ο Ιωάννης Ζ' απάντησε στους απεσταλµένους του σουλτάνου µε το θάρρος της ευσέβειας: «Πείτε στον κύριό σας ότι είµαστε αδύναµοι, αλλά ότι έχουµε εµπιστοσύνη στο Θεό, ο οποίος µπορεί να µας κάνει δυνατούς και να γκρεµίσει ακόµη και τους πιο ισχυρούς από τους θρόνους τους. Ας κάνει ο κύριός σας ό,τι του αρέσει»55. Η πίστη του Ιωάννη στο Θεό είχε τονωθεί ακόµη περισσότερο από ειδήσεις που έφθαναν από την Ανατολή. Ο Τάταρος Τιµούρ, γνωστός στην αγγλική δραµατουργία ως Ταµερλάνος, ήταν στην πραγµατικότητα Τούρκος, αλλά καταγόταν από θηλυγονία από τη σπουδαία µογγολική φυλή του Τζένγκις Χαν. Είχε γεννηθεί στο Κες, στο Τουρκεστάν, το 1336. Στο τέλος του δέκατου τέταρτου αιώνα είχε δηµιουργήσει µια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τα όρια της Κίνας και τον Κόλπο της Βεγγάλης µέχρι τη Μεσόγειο. Ως προς την αίγλη των στρατιωτικών του κατορθωµάτων έµοιαζε µε τον ίδιο το Τζένγκις Χαν, στον οποίο έµοιαζε επίσης ως προς την αδίστακτη αγριότητα. Του έλειπε όµως η ικανότητα της οργάνωσης των κατακτήσεών του, την οποία είχαν επιδείξει οι Μογγόλοι Χαν. Ο θάνατός του θα προκαλούσε τη διάσπαση των κτήσεών του, όσο όµως ζούσε ήταν ένας άγριος και τροµερός εχθρός. Αν και ήταν ευσεβής Μωαµεθανός, δεν υπήρχε καµία ιδιότητα των γαζήδων επάνω του. Πολεµούσε για την προσωπική του ανάδειξη, όχι για την πίστη. Τα κυριότερα θύµατα των σφαγών του ήταν Μωαµεθανοί. ∆υσφορούσε από καιρό µε την ύπαρξη του οθωµανικού σουλτανάτου, εν µέρει από ζήλεια, επειδή υπήρχε κι άλλος Τούρκος δυνάστης, και εν µέρει επειδή φοβόταν ότι µπορεί να έθετε σε κίνδυνο τις δυτικές του επαρχίες. Ήδη το 1386 είχε εισβάλει στην ανατολική Ανατολία και είχε νικήσει ένα στρατό που είχαν στείλει οι εµίρηδες της Ανατολίας στο Ερζιντζάν. Στη συνέχεια αποσύρθηκε, αλλά απειλούσε να επιστρέψει. Οκτώ χρόνια αργότερα ο Βαγιαζήτ, που είχε παντρευτεί µια πριγκίπισσα του Γκερµιγιάν και είχε καταλάβει τα περισσότερα εδάφη της οικογένειάς της ως προίκα, πήγε προσωπικά στο Ερζιντζάν για να επιβλέψει τα αµυντικά έργα της χερσονήσου. Αλλά το 1395 ο Τιµούρ επανεµφανίστηκε και διέσπασε την άµυνα µέχρι τη Σεβάστεια, σφαγιάζοντας τον πληθυσµό, στον οποίο περιλαµβανόταν ένας γιος του Βαγιαζήτ που κυβερνούσε την επαρχία. Προς
33
ανακούφιση του Βαγιαζήτ ο στρατός των Τατάρων µετακινήθηκε προς τα ανατολικά, για να λεηλατήσει το Χαλέπι, τη ∆αµασκό και τη Βαγδάτη. Αλλά τα προβλήµατα του Οθωµανού σουλτάνου δεν είχαν τελειώσει. Ο Τιµούρ βρισκόταν σε στενότερη επαφή µε τους εχθρούς του απ' ό,τι πίστευε. Όταν οι οθωµανικές δυνάµεις είχαν συγκεντρωθεί µπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, έφθασαν στο στρατόπεδο πρέσβεις από τον Τιµούρ µε την αυστηρή διαταγή ο Βαγιαζήτ να επιστρέψει στο χριστιανό αυτοκράτορα όλες τις χώρες που του είχε πάρει. Ο Βαγιαζήτ απάντησε µε µια βαρειά προσβολή. Στη συνέχεια διέλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και µετέφερε το στρατό του στην Ανατολία. Τα στρατεύµατα του Τιµούρ είχαν ήδη φθάσει στη Σεβάστεια. Η αποφασιστική µάχη πραγµατοποιήθηκε στην Άγκυρα, στις 25 Ιουλίου 1402*. Εξαιτίας της έπαρσής του ο Βαγιαζήτ επέτρεψε στον εαυτό του να περιέλθει σε τακτικά µειονεκτική θέση, ενώ οι στρατιώτες του ήταν απείθαρχοι και είχαν εξοργιστεί µε τη φιλαργυρία του. Όταν η τεράστια δύναµη του Τιµούρ, ενισχυµένη από ένα σώµα ελεφάντων από την Ινδία, εξαπέλυσε µια σφοδρή επίθεση, οι οθωµανικές δυνάµεις διασπάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας το Βαγιαζήτ και το δεύτερο γιο του, το Μουσά, αιχµαλώτους στα χέρια του Τιµούρ. Το µόνο τµήµα που κράτησε τη θέση του ήταν ένα σερβικό απόσπασµα υπό την ηγεσία του δεσπότη Στεφάνου. Αυτός κατόρθωσε να διασώσει το µεγαλύτερο γιο του σουλτάνου, το Σουλεϊµάν, µαζί µε έναν από τους αδελφούς του. Ένας τέταρτος αδελφός, ο Μουσταφά, εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της µάχης. Οι επιζώντες κατέφυγαν στην ασφάλεια του Αναντολού Χισάρ, ενόσω ο Τιµούρ προέλαυνε θριαµβευτικά διαµέσου της δυτικής Ανατολίας, λεηλατώντας τις πόλεις της, περιλαµβανοµένης της παλαιάς οθωµανικής πρωτεύουσας, της Προύσας, όπου έπεσαν στα χέρια του οι κυρίες του σουλτανικού χαρεµιού. Τον αιχµάλωτο σουλτάνο τον µετέφερε µαζί του σε ένα φορείο, το οποίο αργότερα ο θρύλος µετέτρεψε σε ένα χρυσό κλουβί. Στην πραγµατικότητα ο Βαγιαζήτ είχε ευγενική µεταχείριση, και όταν πέθανε, πιθανόν αυτοκτονώντας, το Μάρτιο του 1403, ο γιος τους Μουσά αφέθηκε ελεύθερος και του επιτράπηκε να µεταφέρει τη σωρό στο οικογενειακό µαυσωλείο στην Προύσα. Ο ίδιος ο Τιµούρ έφυγε από την Ανατολία αργότερα εκείνο το έτος και επέστρεψε στην κύρια πρωτεύουσά του, τη Σαµαρκάνδη, όπου πέθανε το 1405, σε ηλικία εβδοµήντα δύο ετών, ενώ έκανε σχέδια για την κατάκτηση της Κίνας56. Αυτή ήταν η στιγµή κατά την οποία, εάν οι ευρωπαϊκές δυνάµεις είχαν τη δυνατότητα και τη διάθεση να συνασπιστούν γρήγορα σε µια µεγάλη συµµαχία, η οθωµανική απειλή για τη χριστιανοσύνη ενδεχοµένως να είχε συντριβεί για πάντα. Αλλά, ακόµη και αν η δυναστεία είχε χαθεί, το πρόβληµα των Τούρκων θα εξακολουθούσε να παραµένει. Οι ιστορικοί που κατηγορούν τους Χριστιανούς επειδή έχασαν µια ουρανόπεµπτη ευκαιρία ξεχνούν ότι στην Ευρώπη ήταν ήδη εγκατεστηµένοι σταθερά εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι. Η υποταγή τους θα ήταν ένα τροµακτικό έργο και η αποµάκρυνση τους σχεδόν αδύνατη. Στην πραγµατικότητα η επέµβαση του Τιµούρ είχε αυξήσει τη δύναµη τους, καθώς οικογένειες, ακόµη και ολόκληρες φυλές, διέφυγαν τροµαγµένες µπροστά από τους στρατούς του στην ασφάλεια των ευρωπαϊκών επαρχιών, ενώ οι Γενοβέζοι αποκόµισαν σηµαντικό κέρδος από τις διαµετακοµιστικές υπηρεσίες που τους προσέφεραν. Περί το 1410, όπως πίστευε ο ιστορικός ∆ούκας, υπήρχαν περισσότεροι Τούρκοι στην Ευρώπη παρά στην Ανατολία. Επιπλέον ο Βαγιαζήτ είχε αφήσει εκεί µεγάλους στρατούς για να φυλάνε τα σύνορα και να αστυνοµεύουν τις επαρχίες. Η οθωµανική
34
δυναστεία είχε ταπεινωθεί στην Άγκυρα και η στρατιωτική της µηχανή είχε εξασθενίσει, αλλά δεν είχε καταστραφεί57. Ο Μανουήλ Β' έκανε όσο καλύτερη χρήση µπορούσε του καθιερωµένου βυζαντινού όπλου της διπλωµατίας. Οι γιοι του Βαγιαζήτ άρχισαν να µάχονται για το θρόνο. Ο Σουλεϊµάν, ο µεγαλύτερος, αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος, αλλά ήταν ανασφαλής. Προκειµένου να λάβει βοήθεια από το Μανουήλ του επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη και µερικές πόλεις στα παράλια της Θράκης, και του υποσχέθηκε µερικές πόλεις στην Ασία τις οποίες στην πραγµατικότητα δεν ήλεγχε. Έστειλε το νεώτερο αδελφό του Κασίµ ως όµηρο στην Κωνσταντινούπολη και ως αντάλλαγµα του δόθηκε ως νύφη η ανιψιά του αυτοκράτορα, η νόθος κόρη του Θεοδώρου Α', του δεσπότη του Μορέα. Το 1405 ο Σουλεϊµάν νίκησε και σκότωσε τον αδελφό του Ισά, αλλά ήταν ένας νευρωτικός άνθρωπος, µε προδιάθεση για έντονες κρίσεις µέθης και ληθάργων. Οι στρατιώτες του έχασαν το σεβασµό τους γι' αυτόν και µετατόπισαν την αφοσίωσή τους στον αδελφό του Μουσά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως υπερασπιστής του Ισλάµ, εναντίον της φιλοβυζαντινής πολιτικής του Σουλεϊµάν. Το 1409 ο Σουλεϊµάν εγκαταλείφθηκε από τα στρατεύµατά του και δολοφονήθηκε καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει στην Κωνσταντινούπολη. Τον διαδέχθηκε ως σουλτάνος ο Μουσά που ρήµαξε µε βαρβαρότητα τη Σερβία επειδή είχε υποστηρίξει τον αδελφό του. Ανακατέλαβε και λεηλάτησε τη Θεσσαλο νίκη, την οποία υπεράσπιζε για λογαριασµό των Χριστιανών ο γιος του Σουλεϊµάν, ο Ορχάν, που φυλακίστηκε και τυφλώθηκε. Παρόλο που νικήθηκε σε µια ναυµαχία, µετέφερε τις χερσαίες δυνάµεις του µπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ένας νεώτερος αδελφός, ο Μωάµεθ, που αποκαθιστούσε την οθωµανική κυριαρχία την Ανατολία, βάδισε τώρα εναντίον του και, µε τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και τουρκικών µονάδων που είχαν απαυδήσει µε τη σκληρότητα του Μουσά, νίκησε και σκότωσε τον αδελφό του το 1413 και έγινε ο ίδιος σουλτάνος58. Ο Μωάµεθ, στον οποίο οι σύγχρονοι του έδωσαν την προσωνυµία Τσελεµπί, λέξη που σ' αυτή την περίπτωση µεταφράζεται καλύτερα ως «τζέντλεµαν», είχε φανεί εξαιρετικός στρατιωτικός αλλά από την ιδιοσυγκρασία του ήταν ένας φιλειρηνικός άνθρωπος. Επέστρεψε στο Μανουήλ τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις που είχε προσαρτήσει ο Μουσά, και διατήρησε µαζί του σχέσεις εγκάρδιας φιλίας σε όλη του τη ζωή. Το 1416 αναγκάστηκε να εµπλακεί σε έναν αναποτελεσµατικό πόλεµο µε τη Βενετία, όπως και σε έναν άλλο µε την Ουγγαρία το 1419. Επιπλέον αναγκάστηκε να καταστείλει την εξέγερση ενός άνδρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο αδελφός του, ο Μουσταφά, και ο οποίος είχε επιζήσει από τη µάχη της Αγκύρας. Τον περισσότερο χρόνο του τον πέρασε κατασκευάζοντας φρούρια κατά µήκος των συνόρων του, σταθεροποιώντας τη διακυβέρνησή του και εξωραΐζοντας τις πόλεις της αυτοκρατορίας του. Το θεσπέσιο Πράσινο τζαµί στην Προύσα είναι ένα διαρκές µνηµείο αυτού του ευγενικού και καλλιεργηµένου δυνάστη. Πέθανε από αποπληξία το 142159. Ο µεγαλύτερος γιος του Μωάµεθ, ο Μουράτ, εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα του πατέρα του στην Ανατολία. Τα νέα του θανάτου του σουλτάνου αποσιωπήθηκαν µέχρις ότου κατόρθωσε να φθάσει στην Αδριανούπολη και να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Όπως ο Μωάµεθ, έτσι και ο Μουράτ ήταν από ιδιοσυγκρασία φιλειρηνικός άνθρωπος. Λέγεται ότι ανήκε σε ένα τάγµα δερβίσηδων, και ότι αποζητούσε να αποσυρθεί και να ζήσει µια ζωή µε διαλογισµό60. Ήταν όµως ευσυνείδητος ηγεµόνας, 35
και οι περιστάσεις απαιτούσαν από εκείνον να είναι στρατιώτης και κυβερνήτης. Ο ανταπαιτητής Μουσταφά ήταν ακόµη ελεύθερος και ο Μουράτ υποπτευόταν ότι έπαιρνε βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Έστειλε µήνυµα στο Μανουήλ να παραπονεθεί γι' αυτό και να ζητήσει να συνεχιστεί η φιλία που υπήρχε µεταξύ του αυτοκράτορα και του πατέρα του. Ο Μανουήλ θα είχε συµφωνήσει µε ευχαρίστηση, αλλά ήταν γέρος και κουρασµένος και επέτρεψε να υπερισχύσει ο γιος του, ο Ιωάννης Η', ο οποίος, µε την υποστήριξη της βυζαντινής συγκλήτου, πίστευε ότι ήταν δυνατή η επωφελής υποκίνηση προβληµάτων στην οθωµανική δυναστεία. Έτσι ο Ιωάννης απαίτησε να σταλούν δύο αδελφοί του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη ως όµηροι. Ο Μουράτ, πολύ φυσικά, αρνήθηκε την πρόταση και όταν απαλλάχθηκε από το Μουσταφά, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1422. Αλλά τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά για ένα στρατό χωρίς πολιορκητικές µηχανές, και οι υπολογισµοί του Ιωάννη είχαν κάποια βάση. Στην Ανατολία ξέσπασε µια εξέγερση, κατ' όνοµα υπό την ηγεσία του δεκατριάχρονου αδελφού του Μουράτ, του Μουσταφά, αλλά υποκινηµένη από τους ζηλόφθονες εµίρηδες του Γκερµιγιάν και του Καραµάν. Ο Μουράτ εγκατέλειψε την πολιορκία για να ασχοληθεί µε τους επαναστάτες, έπειτα αρκέστηκε να στείλει ένα στρατό να ρηµάξει την Πελοπόννησο61. Του δόθηκε µόνο λίγη από την ειρήνη που επιθυµούσε. Το 1428 αναγκάστηκε να αποκρούσει µια εισβολή από την άλλη πλευρά του ∆ούναβη, επικεφαλής της οποίας ήταν οι βασιλείς της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το 1430 τα στρατεύµατά του µπήκαν στα Ιωάννινα, στην Ήπειρο. Το ίδιο έτος πήρε τη Θεσσαλονίκη από τους Βενετούς, οι οποίοι την κατείχαν επί επτά χρόνια. Η Σερβία, όπου ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε διαδεχθεί το θείο του Στέφανο Λαζάρεβιτς ως δεσπότης το 1427, εξαναγκάστηκε σε µεγαλύτερη υποτέλεια και ο δεσπότης υποχρεώθηκε να διαρρήξει µια συµµαχία µε τους Ούγγρους, στους οποίους είχε παραδώσει το Βελιγράδι. Επιπλέον του ζητήθηκε να δώσει την κόρη του Μάρα ως σύζυγο στο σουλτάνο. Η αργοπορία του προκάλεσε µια τουρκική εκστρατεία εναντίον του. Ο Μουράτ ήταν δύσπιστος απέναντι στο δεσπότη. Το 1440 τέθηκε επικεφαλής ενός νέου στρατού εναντίον του και κατέστρεψε το φρούριο Σεµεντρία, επάνω στο ∆ούναβη, την άδεια για την οικοδόµηση του οποίου είχε δώσει ο ίδιος στους Σέρβους. Έπειτα προχώρησε και πολιόρκησε το Βελιγράδι, αλλά οι οχυρώσεις του ήταν πολύ ισχυρές για εκείνον και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί62. Η αναχαίτιση στο Βελιγράδι ενεθάρρυνε τους εχθρούς του Μουράτ. Ο πάπας, ενθουσιασµένος µε την επιτυχία της συνόδου της Φλωρεντίας, οργάνωσε µια σταυροφορία. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λαδίσλαος την αποδέχθηκε µε προθυµία. Ο Σέρβος δεσπότης συµφώνησε να βοηθήσει τους Ούγγρους. Ο κυριότερος Αλβανός οπλαρχηγός, ο Γεώργιος Καστριώτης, ο επονοµαζόµενος Σκεντέρµπεης, κήρυξε πόλεµο στο σουλτάνο και ο εµίρης του Καραµάν πείστηκε να του επιτεθεί στην Ασία63. Ενόσω ο Μουράτ ήταν απασχοληµένος µε την τιµωρία των Καραµανιδών, ο ουγγρικός στρατός και οι σύµµαχοί του, υπό το νόθο γιο του βασιλιά της Ουγγαρίας Ιωάννη Ουνυάδη Κορβίνο, βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, διέσχισε το ∆ούναβη και σάρωσε τους Τούρκους από το σερβικό δεσποτάτο. Ο Μουράτ έσπευσε µε όλες του τις δυνάµεις πίσω στην Ευρώπη και κατευθύνθηκε προς το ∆ούναβη. ∆εν ήταν όµως διατεθειµένος να διακινδυνεύσει µια µάχη, και ανακάλυψε ότι ο βασιλιάς Λαδίσλαος είχε παρόµοια διάθεση. Με τους Ούγγρους είχαν συνενωθεί στρατεύµατα που είχε στρατολογήσει ο πάπας 36
στη ∆ύση, υπό την ηγεσία του λεγάτου του, καρδιναλίου Ιουλιανού Τσεζαρίνι. Αλλά ο Λαδίσλαος είχε ελπίσει περισσότερα. Εκείνος και ο Μουράτ συµφώνησαν να συναντηθούν στο Σεγκεντίν, τον Ιούνιο του 1444. Εκεί καθένας τους ορκίστηκε, ο Μουράτ στο Κοράνιο και ο Λαδίσλαος στο Ευαγγέλιο, να τηρήσουν ανακωχή για δέκα χρόνια, περίοδο στη διάρκεια της οποίας κανείς τους δεν θα προσπαθούσε να διαβεί το ∆ούναβη. Ο Ουνυάδης, που διαφωνούσε µε την ανακωχή, αρνήθηκε να έχει ανάµιξη. Ο Μουράτ αισθανόταν τώρα ότι µπορούσε να αποσυρθεί και να ζήσει τη ζωή µε διαλογισµό την οποία επιθυµούσε από καιρό. ∆εν είχε προλάβει όµως να αποσύρει το στρατό του από τα σύνορα και να ανακοινώσει τα σχέδια για την παραίτησή του, όταν έφθασαν ειδήσεις ότι ο βασιλιάς της Ουγγαρίας είχε διασχίσει το ∆ούναβη και βάδιζε διαµέσου της Βουλγαρίας. Ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι είχε αποφανθεί ότι ένας όρκος που είχε δοθεί σε άπιστο ήταν άκυρος, και η ευκαιρία φαινόταν πολύ καλή για να τη χάσουν. Η επιορκία συγκλόνισε τόσο τους Χριστιανούς όσο και τους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς της Σερβίας απέσυρε τις δυνάµεις του και απέτρεψε το Σκεντέρµπεη να ενωθεί µε τους συµµάχους. Ο Ουνυάδης ακολούθησε την εκστρατεία απρόθυµα και οι συµβουλές του σε θέµατα στρατηγικής αγνοήθηκαν από τον καρδινάλιο. Ο Μουράτ, που τακτοποιούσε τις υποθέσεις στην Ανατολία προετοιµαζόµενος για την απόσυρσή του, έσπευσε µε το στρατό του πίσω προς τα βόρεια. Στις 11 Νοεµβρίου 1444 έπεσε επάνω στους Χριστιανούς στη Βάρνα µε µια δύναµη τριπλάσια από τη δική τους*. Εκείνοι κατατροπώθηκαν. Ο βασιλιάς Λαδίσλαος και ο καρδινάλιος σκοτώθηκαν. Μόνο ο Ουνυάδης και τα συντάγµατά του ξέφυγαν από τη σφαγή. Η νίκη αποκατέστησε τον έλεγχο του σουλτάνου στην περιοχή µέχρι το ∆ούναβη64. Λίγο αργότερα ο Μουράτ παραιτήθηκε επίσηµα υπέρ του δωδεκάχρονου γιου του Μωάµεθ και αποσύρθηκε στη Μαγνησία. Αλλά και πάλι δεν τον άφησαν σε ησυχία. Οι υπουργοί του και ο στρατός του ήταν δυσαρεστηµένοι µε το νέο ηγεµόνα, που ήταν ανώριµος, ισχυρογνώµων και αλαζονικός, ενώ στα ευρωπαϊκά σύνορα εξακολουθούσαν τα προβλήµατα. Η κοινή γνώµη και οι ανάγκες της διακυβέρνησης επανέφεραν το Μουράτ στο θρόνο. Ο Σκεντέρµπεης ήταν ακατανίκητος στην Αλβανία και οι τουρκικές εκστρατείες εναντίον του εξακολουθούσαν να αποτυγχάνουν. Το 1446 ο Μουράτ έστειλε ένα στρατό στην Ελλάδα, που ρήµαξε την Πελοπόννησο. Το 1448 ο Ουνυάδης, τώρα αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, επανέλαβε την επίθεση µε ένα στρατό από Ούγγρους, Βλάχους, Βοηµούς και Γερµανούς µισθοφόρους. Κανόνισε να συναντήσει το Σκεντέρµπεη στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου. Προτού όµως µπορέσουν να τον συναντήσουν οι Αλβανοί εµφανίστηκε ξαφνικά ένας τεράστιος τουρκικός στρατός και εξολόθρευσε τις δυνάµεις του. Ο ίδιος ξέφυγε µετά βίας µε τη βοήθεια των γερµανικών και των βοηµικών στρατευµάτων του. Η καταστροφή, η οποία ακολούθησε τόσο σύντοµα µετά την καταστροφή της Βάρνας, σακάτεψε τη στρατιωτική δύναµη της Ουγγαρίας για µία γενιά. Η ουγγρική σηµαία εξακολουθούσε να κυµατίζει στο Βελιγράδι, αλλά δεν υπήρχε πια δυνατότητα για άλλες εκστρατείες νότια από το ∆ούναβη. Όταν έφθασε η κρίση ο Ουνυάδης δεν µπορούσε να κάνει τίποτε για να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη. Σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο µόνο στα αλβανικά βουνά υπήρχε συνεχής αντίσταση στον τουρκικό ζυγό65. Ο Μουράτ ήταν εξίσου επιτυχής στην Ανατολία. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ενσωµάτωσε τα εµιράτα του Αϊδινίου και του Γκερµιγιάν και οι Καραµανίδες τροµοκρατήθηκαν. Αλλοι 37
αυτόνοµοι ηγεµόνες, όπως οι εµίρηδες της Σινώπης και της Αττάλειας, αναγνώρισαν την οθωµανική κυριαρχία. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας ήταν τόσο αδύναµος και υποτακτικός όσο ο γαµπρός του στην Κωνσταντινούπολη66. Εσωτερικά η Οθωµανική αυτοκρατορία διακρινόταν από τάξη και ευηµερία. Η κυριότερη στρατιωτική µεταρρύθµιση του Μουράτ ήταν η αναδιοργάνωση των γενιτσαρικών συνταγµάτων, τα οποία µέχρι τότε αποτελούνταν από αιχµαλωτισµένα παιδιά-σκλάβους. Τώρα καθιέρωσε ένα κανονικό σύστηµα σύµφωνα µε το οποίο κάθε χριστιανική οικογένεια, ελληνική, σλαβική, βλάχικη ή αρµένικη, ήταν υποχρεωµένη να παραδίδει ένα αρσενικό παιδί στους αξιωµατούχους του σουλτάνου. Αυτά τα αγόρια ανατρέφονταν σε δικά τους σχολεία ως πιστοί Μωαµεθανοί. Μερικά, µε ιδιαίτερα ταλέντα, χρησιµοποιούνταν ως τεχνικοί ή δηµόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα περισσότερα εξελίσσονταν σε άριστα εκπαιδευµένους στρατιώτες που αποτελούσαν τα επίλεκτα συντάγµατα της σουλτανικής φρουράς. Είχαν δικούς τους στρατώνες και τους απαγορευόταν να παντρεύονται, έτσι ώστε όλη η ζωή τους να είναι αφιερωµένη στην υπηρεσία του σουλτάνου67. Παρά την επιβολή αυτού του µέτρου που προκάλεσε πικρία και παρά τις περιστασιακές απαιτήσεις του για µαζικούς εξισλαµισµούς, ο Μουράτ δεν ήταν αντιδηµοφιλής µεταξύ των χριστιανών υπηκόων του, που τον θεωρούσαν ευσυνείδητο και δίκαιο. Είχε πολλούς χριστιανούς φίλους και λέγεται ότι τον επηρέαζε πολύ η ωραία Σέρβα γυναίκα του, στην οποία ήταν αφοσιωµένος. Πραγµατικά, σε πολλούς Έλληνες η ζωή κάτω από την ευνοµούµενη και συνήθως ανεκτική εξουσία του φαινόταν ευκολότερη απ' ότι στα αγωνιώδη και βασανιστικά υπολείµµατα της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας68. Ο Μουράτ πέθανε στην Αδριανούπολη στις 13 Φεβρουαρίου 1451, αφήνοντας στο διάδοχό του µια θαυµάσια κληρονοµιά.
38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο αυτοκράτορας και ο σουλτάνος Ο µακαρίτης αυτοκράτορας Ιωάννης Η' ήταν ο µεγαλύτερος από έξι αδελφούς, γιους του Μανουήλ Β' και της αυτοκράτειρας Ελένης, κόρης ενός Σέρβου πρίγκιπα µε χώρες στη Μακεδονία, και της Ελληνίδας συζύγου του. Μετά τον Ιωάννη ακολουθούσε στην ηλικία ο Θεόδωρος, έπειτα ο Ανδρόνικος, ο Κωνσταντίνος, ο ∆ηµήτριος και ο Θωµάς. Ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος πέθαναν πριν από τον Ιωάννη. Ο δεύτερος ήταν ασθενικός και ασήµαντος. Η µόνη σηµαντική πράξη του ήταν η πώληση της Θεσσαλονίκης στους Βενετούς το 1423*. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στη µονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, µε το µοναστικό όνοµα Ακάκιος, και πέθανε εκεί το Μάιο του 142869. Ο Θεόδωρος ήταν πιο αξιόλογος. Κληρονόµησε τα πνευµατικά γούστα του πατέρα του και ήταν ένας εξαιρετικός µαθηµατικός. Ήταν όµως ιδιότροπος και νευρωτικός, ενεργητικός και φιλόδοξος τη µια στιγµή, ενώ την επόµενη πρόθυµος να εγκαταλείψει τα εγκόσµια για την ιερή ηρεµία ενός µοναστηριού. Είχε διαδεχθεί το θείο του Θεόδωρο Α' ως δεσπότης του Μορέα το 1407, σε παιδική ηλικία. Για αρκετά χρόνια ο πατέρας του είχε περάσει µεγάλα διαστήµατα στο δεσποτάτο προσπαθώντας να επιβάλει την τάξη και να κατασκευάσει τις µεγάλες οχυρώσεις που έγιναν γνωστές ως Εξαµίλιο και οι οποίες εκτείνονταν κατά µήκος του Ισθµού της Κορίνθου, για να τις δει τελικά να καταστρέφονται από τους Τούρκους σε µια επιδροµή το 142370. Ο Θεόδωρος ήταν καλός ηγεµόνας, όσο επέτρεπαν οι ιδιοτροπίες και οι ζηλοτυπίες του. Το 1421 παντρεύτηκε µια Ιταλίδα πριγκίπισσα, την Κλεόπη Μαλατέστα, µια εξαδέλφη του πάπα Μαρτίνου Ε' . Η ζωή της δεν ήταν εύκολη, εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας του συζύγου της. Προσχώρησε στην ελληνική Εκκλησία, προς µεγάλη οργή του πάπα, που κατηγόρησε γι' αυτό το σύζυγό της. Αλλά στην πραγµατικότητα η προσχώρησή της φαίνεται ότι υπήρξε οικειοθελής. Εκείνη και ο Θεόδωρος διατηρούσαν µια αυστηρή αλλά πολύ καλλιεργηµένη Αυλή στο Μυστρά, αν και η λάµψη της µειώθηκε µετά το θάνατό της το 1433. Το κυριότερο αστέρι της ήταν ο Πλήθων, που ήταν αφοσιωµένος και στους δυο τους. Ως αµέσως νεώτερος από τον Ιωάννη ο Θεόδωρος θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόµο της αυτοκρατορίας και το 1443, όταν ήταν σαφές ότι ο Ιωάννης δεν θα είχε παιδιά, αντάλλαξε το δεσποτάτο του για την κυριαρχία της πόλης της Σηλυβρίας, στη Θράκη, περίπου σαράντα µίλια µακριά από την πρωτεύουσα, ώστε να είναι διαθέσιµος όταν θα πέθαινε ο Ιωάννης. Αλλά η µοίρα τον κορόιδεψε. Αρρώστησε από την πανώλη το καλοκαίρι του 1448 και πέθανε τον Ιούλιο, τρεις µήνες πριν από τον αυτοκράτορα71. Το µοναδικό παιδί του ήταν µια κόρη, η Ελένη, η οποία δέκα χρόνια νωρίτερα είχε παντρευτεί το βασιλιά Ιωάννη Β' της Κύπρου72. Οι δύο νεώτεροι αδελφοί, ο ∆ηµήτριος και ο Θωµάς, δεν ήταν αξιέπαινοι χαρακτήρες. Ο ∆ηµήτριος ήταν ανήσυχος, φιλόδοξος και αδίστακτος. Έβλεπε τον εαυτό του ως υπερασπιστή της ελληνικής πίστης εναντίον των λατινόφιλων τάσεων του αδελφού του Ιωάννη, τον οποίο είχε συνοδεύσει στη σύνοδο της Φλωρεντίας. Είχε παντρευτεί µια κυρία της ένδοξης ελληνοβουλγαρικής οικογένειας των Ασάν, παρά τις επιθυµίες τόσο της δικής του όσο και της δικής της οικογένειας. Είχε φίλους στην τουρκική Αυλή και το 1442 προσπάθησε να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη µε τη βοήθεια Τούρκων στρατιωτών. Ο αυτοκράτορας είχε σωθεί µόνο χάρη στην εσπευσµένη άφιξη του
39
αδελφού του Κωνσταντίνου µε ενισχύσεις. Ο ∆ηµήτριος συγχωρήθηκε και του επιτράπηκε να παραµείνει στην Κωνσταντινούπολη. Όταν πέθανε ο αδελφός του Θεόδωρος κληρονόµησε τη Σηλυβρία73. Ο Θωµάς ήταν πιο µετρηµένος αλλά και πιο αδύναµος. Σε νεαρή ηλικία είχε σταλεί το 1430 να βοηθήσει τους αδελφούς του στο Μορέα. Εκεί είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Ζαχαρία, κληρονόµο του τελευταίου Φράγκου πρίγκιπα της Αχαΐας, και του είχε δοθεί ως φέουδο ένα µέρος από τις πρώην περιοχές της οικογένειάς της. Ακολουθούσε µε αρκετά σταθερή πίστη την ηγεσία του αδελφού του Κωνσταντίνου74. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ικανός από τους αδελφούς. Είχε γεννηθεί το 1404 και σε νεαρή ηλικία του είχαν δοθεί ως φέουδα η Σηλυβρία και οι γειτονικές θρακικές πόλεις. Το 1427 πήγε στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τον Ιωάννη Η' να κατακτήσει τις τελευταίες λατινικές περιοχές εκεί. Η παρουσία του είχε καταστεί ακόµη πιο απαραίτητη, καθώς ο αδελφός του Θεόδωρος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσυρθεί σε µοναστήρι. Σύντοµα ο Θεόδωρος το ξανασκέφθηκε, στο µεταξύ όµως, το Μάρτιο του 1428, ο Κωνσταντίνος έκανε έναν πολιτικό γάµο µε την ανιψιά του Καρόλου Τόκκου, του κυριάρχου της Ηπείρου και µεγάλου µέρους της δυτικής Ελλάδας. Ως προίκα έλαβε τις χώρες των Τόκκων στην Πελοπόννησο. Αν και η νεαρή πριγκίπισσα Μαγδαληνή, που µετονοµάστηκε κατά το γάµο της Θεοδώρα, πέθανε άτεκνη δύο χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος κράτησε τις περιοχές της και τις µετέτρεψε σε βάση από την οποία σχεδίαζε να κατακτήσει την υπόλοιπη χερσόνησο. Οι σχέσεις του µε το Θεόδωρο ήταν συχνά τεταµένες. Ο Θεόδωρος πληγώθηκε ιδιαίτερα όταν ο Ιωάννης Η' κάλεσε τον Κωνσταντίνο να κυβερνήσει την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της απουσίας του στην Ιταλία για τις συνόδους, καθώς αυτό υποδήλωνε ότι ο Ιωάννης σκόπευε να καταστήσει τον Κωνσταντίνο διάδοχό του. Οι ειρηνικές σχέσεις δεν αποκαταστάθηκαν παρά µόνο όταν ο Κωνσταντίνος αντάλλαξε τις θρακικές κτήσεις του και τις διεκδικήσεις του στη διαδοχή µε το Μυστρά και το δεσποτάτο. Από τότε ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε ως δεσπότης στο Μυστρά, µε το Θωµά ως δεσπότη στη Γλαρέντζα, στη δυτική ακτή, για να τον υποστηρίζει. Η κατάκτηση της Πελοποννήσου ολοκληρώθηκε το 1433, µε εξαίρεση τις τέσσερις βενετικές πόλεις του Άργους, του Ναυπλίου, της Κορώνης και της Μεθώνης*. Τώρα ο Κωνσταντίνος σχεδίαζε να προσαρτήσει την Αττική και τη Βοιωτία. Το 1444, ενθαρρυµένος από τα νέα των επιτυχιών του Ουνυάδη στη Σερβία, βάδισε βόρεια της Κορίνθου, ενώ ο ικανότερος στρατηγός του, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, πέρασε από την Πάτρα στη Φωκίδα. Σύντοµα ολόκληρη η Ελλάδα µέχρι την οροσειρά της Πίνδου βρισκόταν υπό την εξουσία του, µε εξαίρεση την Ακρόπολη της Αθήνας, στην οποία ο δούκας Νέριος Β' κατέφυγε έντροµος, ζητώντας βοήθεια από τους Τούρκους. ∆υστυχώς οι Τούρκοι κατόρθωσαν να στείλουν βοήθεια σύντοµα, καθώς ο σουλτάνος Μουράτ κέρδισε τη σπουδαία νίκη του στη Βάρνα, ενόσω ο Κωνσταντίνος προέλαυνε µέσα από τη Βοιωτία. Το 1446 ο ίδιος ο σουλτάνος οδήγησε ένα στρατό στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος αποσύρθηκε στο Εξαµίλιο, το οποίο είχε οχυρώσει. Αλλά ο Μουράτ είχε φέρει µαζί του βαρύ πυροβολικό**. Μετά από δεκαπέντε ηµέρες συνεχούς βοµβαρδισµού οι στρατιώτες του διέσπασαν το τείχος. Ο Κωνσταντίνος και ο Θωµάς µετά βίας πρόλαβαν να σωθούν. Τα στρατεύµατά τους, ιδιαίτερα οι Αλβανοί µισθοφόροι τους, συµπεριφέρθηκαν µε χαρακτηριστική 40
έλλειψη πίστης και θάρρους. Ο σουλτάνος κατέστρεψε άλλη µία φορά το τείχος και βάδισε εναντίον της Πάτρας και της Γλαρέντζας, σφάζοντας τον πληθυσµό καθώς περνούσε. Στη συνέχεια αποσύρθηκε, αφού απέσπασε από τους δεσπότες νέες υποσχέσεις υποτέλειας και ενός ετήσιου φόρου75. Η ζηµιά που προκλήθηκε στο δεσποτάτο και η απώλεια ζωών ήταν τεράστια. Ο Κωνσταντίνος δεν µπορούσε πια να αποτολµήσει ιµπεριαλιστικά σχέδια. Αντίθετα, προσπάθησε να προστατευθεί µε ένα δίκτυο ξένων συµµαχιών. Το 1441 είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά. Σύζυγός του ήταν η Αικατερίνη, κόρη του ∆ορίνου Γατελούζου, ηγεµόνα της Λέσβου, από µια γενοβέζικη δυναστεία της οποίας ο ιδρυτής, ο Φραγκίσκος, είχε παντρευτεί την αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' και η οποία είχε εξελληνιστεί εντελώς. Αλλά η νύφη πέθανε άτεκνη το επόµενο έτος. Τώρα αναζητούσε νέα σύζυγο, µε προίκα και χρήσιµες διασυνδέσεις. Έκανε µια προσφορά για το χέρι της Ισαβέλλας Ορσίνι, αδελφής του ηγεµόνα του Τάραντα. Οι πρεσβευτές του στη Νεάπολη έκαναν έρευνες για µια ινφάντα της Πορτογαλίας. Ένας Βενετός πρεσβευτής πρότεινε ότι ίσως ήταν διαθέσιµη µια κόρη του δόγη Φραγκίσκου Φόσκαρι. Αλλά καµία πριγκίπισσα δεν ήταν διατεθειµένη να έλθει και να µοιραστεί τον αβέβαιο θρόνο του. Ούτε ήταν δυνατή η σύναψη µιας σταθερής συµµαχίας µε οποιαδήποτε ∆υτική δύναµη. Στο µεταξύ ο πιστός του γραµµατέας και φίλος, ο Γεώργιος Φραντζής, που ήταν καχύποπτος απέναντι στους ∆υτικούς, έσπευσε βιαστικά στην Τραπεζούντα για να εξασφαλίσει για τον κύριό του το χέρι µιας από τις κόρες του Μεγάλου Κοµνηνού. Ο πατέρας της ήταν πολιτικά αδύναµος, ήταν αλήθεια, αλλά εξακολουθούσε να είναι πλούσιος, µε τα µεταλλεία αργύρου και το εµπόριο που πέρναγε µέσα από την πρωτεύουσά του. Η κόρη πιθανότατα θα έφερνε µια καλή προίκα, ενώ οι πριγκίπισσες της Τραπεζούντας φηµίζονταν και για την οµορφιά τους. Η θεία της, η αυτοκράτειρα του Ιωάννη Η', θεωρούνταν η πιο γοητευτική γυναίκα της εποχής της, αν και ο ντε λα Μπροκιέρ, που την είδε, ελεεινολογούσε την υπερβολική και άχρηστη, κατά τη γνώµη του, χρήση καλλυντικών. Αλλά ο Φραντζής απέτυχε στην αποστολή του76. Ο Κωνσταντίνος έστειλε την ανιψιά του Ελένη, τη µεγαλύτερη κόρη του Θωµά, να παντρευτεί το γιο του Γεωργίου Μπράνκοβιτς, του δεσπότη της Σερβίας. Αλλά ακόµη και ο Γεώργιος ήταν πολύ συνετός για να προκαλέσει τους Τούρκους συνάπτοντας µια συµφωνία µε τους δεσπότες του Μορέα77. Όταν ο Ιωάννης Η' πέθανε ο Κωνσταντίνος ήταν στο Μυστρά, αλλά ο Θωµάς ήταν καθ' οδόν για να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Η άφιξή του εκεί στις 13 Νοεµβρίου 1448, ακριβώς δύο εβδοµάδες µετά το θάνατο του αυτοκράτορα, ήταν έγκαιρη, γιατί ο αδελφός τους ο ∆ηµήτριος είχε σπεύσει από το φέουδό του στη Σηλυβρία και είχε ήδη διεκδικήσει το θρόνο. Ήλπιζε στη βοήθεια των εχθρών της ένωσης των Εκκλησιών. Αλλά κατά την απουσία ενός εστεµµένου αυτοκράτορα σύµφωνα µε την καθιερωµένη πρακτική την εξουσία ασκούσε η εστεµµένη αυτοκράτειρα. Η ηλικιωµένη βασιλοµήτωρ Ελένη χρησιµοποίησε το κύρος της για να πιέσει για την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα, του µεγαλύτερου εν ζωή γιου της. Η κοινή γνώµη ήταν µε το µέρος της. Οι ελπίδες του ∆ηµητρίου έσβησαν, και όταν εµφανίστηκε ο Θωµάς παραδέχθηκε την ήττα του και προσχώρησε στο στρατόπεδο εκείνων που αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο. Ο Φραντζής, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όπου ένας από τους µικρούς γιους του είχε µόλις πεθάνει, στάλθηκε από την 41
αυτοκράτειρα να ανακοινώσει την ανάρρηση του γιου της στο σουλτάνο Μουράτ, ο οποίος έδωσε ευγενικά την έγκρισή του. ∆ύο υψηλοί αξιωµατούχοι, ο Αλέξιος Λάσκαρις Φιλανθρωπηνός και ο Μανουήλ Παλαιολόγος Ίαγρος, πήγαν στο Μυστρά µε το αυτοκρατορικό στέµµα. Εκεί, στις 6 Ιανουαρίου 1449, ο Κωνσταντίνος στέφθηκε στη µητρόπολη από τον τοπικό µητροπολίτη78. Επρόκειτο για την πρώτη στέψη σε χίλια χρόνια, εκτός από την περίοδο της Νικαίας, που δεν πραγµατοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η πρώτη που δεν τελέστηκε από έναν πατριάρχη. Αν και δεν υπήρχε κανείς που θα αµφισβητούσε την εξουσία του Κωνσταντίνου, υπήρχε κάποια αµφιβολία σχετικά µε τη νοµιµότητα της τελετής. Θεωρήθηκε όµως απαραίτητο να του δοθεί η εξουσία το συντοµότερο δυνατό, γιατί η οργάνωση µιας στέψης στην Κωνσταντινούπολη ίσως θα ήταν δύσκολη, καθώς ο ήδη πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάµµας, είχε αποκηρυχθεί από το µεγαλύτερο µέρος του κλήρου του79. Ο Κωνσταντίνος έφθασε στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα στις 12 Μαρτίου, έχοντας ταξιδέψει µε τη συνοδεία του από το Μορέα µε καταλανικές γαλέρες. Λίγες ηµέρες αργότερα διόρισε τους αδελφούς του ∆ηµήτριο και Θωµά από κοινού δεσπότες του Μορέα. Ο ∆ηµήτριος θα κρατούσε το Μυστρά και το νοτιοανατολικό τµήµα της χερσονήσου, και ο Θωµάς το βορειοδυτικό µισό, µε τη Γλαρέντζα και την Πάτρα. Σε µια σοβαρή τελετή την οποία παρακολούθησαν η βασιλοµήτωρ και οι υψηλόβαθµοι αξιωµατούχοι της αυτοκρατορίας οι δύο αδελφοί ορκίστηκαν πίστη στον αυτοκράτορα και παντοτινή φιλία µεταξύ τους. Αν και επρόκειτο να παραβούν συχνά τους όρκους φιλίας, η αναχώρησή τους άφησε τον Κωνσταντίνο κυρίαρχο της Κωνσταντινούπολης80. Ο αυτοκράτορας ήταν τώρα σχεδόν σαράντα πέντε ετών. ∆εν διαθέτουµε πλήρη περιγραφή της εµφάνισής του. Φαίνεται ότι ήταν µάλλον ψηλός και λεπτός, µε τα ισχυρά, κανονικά χαρακτηριστικά της οικογένειάς του και τη µελαµψή απόχρωσή της. ∆εν είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για πνευµατικά ζητήµατα, τη φιλοσοφία ή τη θεολογία, αν και διατηρούσε φιλικές σχέσεις µε τον Πλήθωνα στο Μυστρά, και η τελευταία πράξη του προτού φύγει για την Κωνσταντινούπολη ήταν να επικυρώσει στους γιους του Πλήθωνα τα κτήµατα που είχαν παραχωρηθεί στον πατέρα τους. Είχε αποδειχθεί καλός στρατιωτικός και ικανός κυβερνήτης. Πάνω απ' όλα διέθετε ακεραιότητα. Ποτέ δεν συµπεριφέρθηκε ανέντιµα. Στις σχέσεις του µε τους δύσκολους αδελφούς του είχε επιδείξει γενναιοδωρία και υποµονή. Οι φίλοι και οι αξιωµατούχοι του ήταν αφοσιωµένοι στο πρόσωπό του, ακόµη κι αν µερικές φορές διαφωνούσαν µαζί του. Επιπλέον διέθετε το χάρισµα να εµπνέει θαυµασµό και αγάπη σε όλους τους υπηκόους του. Η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη είχε γίνει δεκτή µε πραγµατική χαρά81. Ο Κωνσταντίνος χρειαζόταν αυτή την αγάπη σ' αυτή την πικραµένη και µελαγχολική πόλη στην οποία είχε πάει. Το µίσος για την επίσηµη ένωση της Εκκλησίας µε τη Ρώµη ήταν ασίγαστο. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε τον εαυτό του δεσµευµένο από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο αδελφός του στη Φλωρεντία. Αλλά στην αρχή δεν πήρε δραστικά µέτρα. Αυτό φαίνεται ότι οφειλόταν στην επίδραση της µητέρας του, επειδή στηριζόταν πολύ σ' αυτήν. Ο θάνατός της, στις 23 Μαρτίου 1450, αποτελούσε µια οδυνηρή απώλεια γι' αυτόν. Προσπάθησε να περιβληθεί από υπουργούς απ' όλα τα κόµµατα. Ο ανώτερος υπουργός, ο Μέγας ∆ουξ, αρχιναύαρχος του στόλου, ήταν ο Λουκάς Νοταράς, που ήταν αντίθετος στην ένωση, αλλά όχι φανατικός. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ένας στενός φίλος 42
από την εποχή της Πελοποννήσου και θερµός υποστηρικτής της ένωσης, έγινε στρατοπεδάρχης. Ο Μέγας Λογοθέτης Μετοχίτης, και ο Πρωτοστράτωρ ∆ηµήτριος Καντακουζηνός, φαίνεται ότι αµφέβαλλαν για την ορθότητα της ένωσης, αλλά ήταν έτοιµοι να αποδεχθούν οποιαδήποτε πολιτική θα καθόριζε ο αυτοκράτορας. Ο γραµµατέας του, ο Φραντζής, που φαίνεται ότι ήταν ο πιο έµπιστος σύµβουλός του, είχε την ίδια γνώµη82. Ο πατριάρχης Γρηγόριος απογοητεύθηκε από την έλλειψη υποστήριξης που του έδειξε ο νέος αυτοκράτορας. Τον Αύγουστο του 1451 αποσύρθηκε στη Ρώµη όπου
τον
εκτιµούσαν
περισσότερο
και
όπου
διατύπωνε
παράπονα
εναντίον
της
χλιαρής
83
αυτοκρατορικής διακυβέρνησης . Ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να αναζητά σύζυγο. Ενδεχοµένως µετά από υπόδειξη της µητέρας του, προκειµένου να κατασιγάσει τα αντιλατινικά αισθήµατα του λαού του, αποφάσισε να βρει κάποια από τον ορθόδοξο κόσµο. Το 1450 ο πιστός Φραντζής στάλθηκε και πάλι στην Ανατολή, στις Αυλές της Γεωργίας και της Τραπεζούντας. Θεωρούσε την πριγκίπισσα της Γεωργίας πολύ κατάλληλη, αλλά ξαφνιάστηκε όταν ο πατέρας της, ο βασιλιάς Γεώργιος, ανακοίνωσε ότι στη χώρα του συνηθιζόταν οι σύζυγοι να δίνουν προίκα στη γυναίκα τους, όχι οι γυναίκες στους συζύγους τους. Πάντως, συνέχισε η µεγαλειότητά του, δεν µπορεί κανείς να συνεκτιµήσει τις συνήθειες διαφορετικών φυλών. Σε τελευταία ανάλυση, τόνισε, στη Βρετανία µια γυναίκα συχνά έχει αρκετούς συζύγους, κι ένας άνδρας αρκετές γυναίκες. Υποσχέθηκε να φανεί γενναιόδωρος σ' αυτή την περίσταση, ενώ προσφέρθηκε ακόµη και να υιοθετήσει την κόρη του Φραντζή. Ενόσω βρισκόταν στη Γεωργία ο Φραντζής έµαθε για το θάνατο του σουλτάνου Μουράτ. Όταν έφθασε στην Τραπεζούντα και συζήτησε τα νέα µε τον αυτοκράτορα Ιωάννη, του είπαν ότι η χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου, η Μάρα της Σερβίας, που ήταν ανιψιά του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, είχε σταλεί πίσω στον πατέρα της, φορτωµένη µε δώρα και τιµές. Ο Φραντζής είχε µια εξαιρετική ιδέα. Έγραψε αµέσως στον Κωνσταντίνο για να του πει ότι αυτή ήταν η κατάλληλη νύφη γι' αυτόν. Η σουλτάνα ήταν ακόµη νέα, ήταν πλούσια, ήταν πολύ δηµοφιλής στην τουρκική Αυλή και λέγεται ότι ασκούσε επιρροή στο θετό γιο της, το νέο σουλτάνο. Επισήµανε ότι δεν θα ήταν αναξιοπρεπές για τον αυτοκράτορα να παντρευτεί τη χήρα ενός άπιστου ηγεµόνα, καθώς η θετή προγιαγιά του Κωνσταντίνου, η δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Ιωάννη, είχε διατελέσει σύζυγος ενός Τουρκοµάνου ηγεµόνα και µάλιστα του είχε κάνει ακόµη και παιδιά προτού παντρευτεί τον αυτοκράτορα*. Ο Φραντζής έσπευσε πίσω για να πιέσει υπέρ της πρότασής του. Ο αυτοκράτορας έδειξε ενδιαφέρον, αλλά παραπονέθηκε ότι όλοι οι υπουργοί του τού έδιναν αντίθετη συµβουλή. Η µητέρα του, που θα µπορούσε να είχε πάρει την απόφαση για λογαριασµό του ήταν νεκρή, και ο στενός φίλος του, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, είχε µόλις πεθάνει. Πάντως το σχέδιο το κατέστρεψε η ίδια η σουλτάνα. Είχε ορκιστεί ότι εάν ποτέ ξέφευγε από το χαρέµι των απίστων θα αφιέρωνε την υπόλοιπη ζωή της σε αγαθοεργίες, σε καθεστώς αγαµίας. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος επέλεξε τη Γεωργιανή πριγκίπισσα. Στάλθηκε µια πρεσβεία στη Γεωργία για να ρυθµίσει το συµβόλαιο και να φέρει τη νύφη στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξαν όµως καθυστερήσεις και προτού µπορέσει να φύγει από την πατρίδα της έµαθε ότι ήταν πια πολύ αργά84.
43
Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας περίµενε ότι ο Φραντζής θα πανηγύριζε µαζί του την είδηση του θανάτου του σουλτάνου Μουράτ. Ο Φραντζής είχε αντίθετη άποψη. Ο Μουράτ, επισήµανε, ήταν κυρίως ένας φιλειρηνικός άνθρωπος ο οποίος δεν ήθελε πια την ένταση και τις προσπάθειες του πολέµου. Αλλά ο νέος σουλτάνος ήταν γνωστό ότι ήταν εχθρός των Χριστιανών από την παιδική του ηλικία. Οπωσδήποτε θα επιδίωκε να επιτεθεί και να καταστρέψει τις χριστιανικές αυτοκρατορίες, την Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη. Τους φόβους του Φραντζή συµµεριζόταν και ο ίδιος ο αυτοκρατορικός κύριός του. Οι αναφορές από τους κατασκόπους που διατηρούσαν οι Βυζαντινοί στην τουρκική Αυλή προειδοποιούσαν έντονα για τον κίνδυνο85. Οι προειδοποιήσεις ήταν δικαιολογηµένες. Ο νέος σουλτάνος, ο Μωάµεθ Β', ήταν τώρα δεκαεννέα ετών. Είχε γεννηθεί στην Αδριανούπολη στις 30 Μαρτίου 1432. Η παιδική του ηλικία ήταν δυστυχισµένη. Η µητέρα του, η Χούµα Χατούν, ήταν µια σκλάβα, σχεδόν σίγουρα Τουρκάλα, αν και µεταγενέστεροι θρύλοι, τους οποίους δεν αποθάρρυνε εντελώς ο ίδιος ο Μωάµεθ, τη µεταµόρφωσαν σε µια αριστοκρατικής καταγωγής Φράγκισσα αρχόντισσα. Ο πατέρας του δεν του έδινε µεγάλη προσοχή, προτιµώντας τους γιους του από πιο αριστοκρατικές συζύγους. Πέρασε τα νεανικά του χρόνια ήσυχα στην Αδριανούπολη, µε τη µητέρα και την παραµάνα του, µια τροµερή Τουρκάλα γνωστή ως Νταγιέ Χατούν. Αλλά ο µεγαλύτερος αδελφός του, ο Αχµέτ, πέθανε ξαφνικά στην Αµάσεια το 1437, ενώ και ο δεύτερος, ο Αλαεντίν, δολοφονήθηκε έξι χρόνια αργότερα στην ίδια πόλη. Ο Μωάµεθ απέµεινε σε ηλικία ένδεκα ετών διάδοχος του θρόνου και ο µόνος εν ζωή πρίγκιπας της οθωµανικής δυναστείας, εκτός από το σουλτάνο και ένα µακρινό εξάδελφο, εγγονό του σουλτάνου Σουλεϊµάν, τον Ορχάν, που ήταν εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μουράτ κάλεσε το παιδί στην Αυλή και σοκαρίστηκε όταν διαπίστωσε πόσο είχε παραµεληθεί η αγωγή του. Επιστρατεύθηκε ένας στρατός από δασκάλους για να τον διδάξουν, µε επικεφαλής ένα διαπρεπή Κούρδο καθηγητή, τον Αχµέτ Κουράνι. Έκαναν τη δουλειά τους τέλεια. Ο Μωάµεθ εκπαιδεύτηκε καλά στις επιστήµες και στη φιλοσοφία και µελέτησε καλά την ισλαµική και την ελληνική γραµµατεία. Εκτός από τη µητρική του Τουρκική έµαθε µε ευχέρεια τα Ελληνικά, τα Αραβικά, τα Λατινικά, τα Περσικά και τα Εβραϊκά. Σύντοµα ο πατέρας του άρχισε να τον µυεί στην τέχνη της διακυβέρνησης86. Ο Μωάµεθ ήταν δώδεκα ετών όταν ο Μουράτ, αφού υπέγραψε την ανακωχή µε το βασιλιά Λαδίσλαο, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον ενεργό βίο, αφήνοντας την ευθύνη της αυτοκρατορίας στο γιο του. Πρώτα ήταν απαραίτητη η καταστολή ταραχών στην Ανατολία. Ο Μουράτ ήταν ακόµη απασχοληµένος εκεί, όταν έφθασαν τα νέα για τη χριστιανική προέλαση στη Βάρνα. Ο βεζίρης, ο Χαλήλ πασάς, τον κάλεσε βιαστικά πίσω στην Ευρώπη, µε ακόµη µεγαλύτερη ανυποµονησία καθώς ανησυχούσε από τη διαγωγή του νεαρού Μωάµεθ. Ο Μουράτ είχε την πρόθεση ο γιος του να τεθεί υπό την κηδεµονία του Χαλήλ, παλιού και έµπιστου φίλου του. Αλλά ο νεαρός έδειξε αµέσως αποφασισµένος να ακολουθήσει το δικό του δρόµο. Ο Μουράτ δεν είχε προλάβει να φύγει για την Ανατολία όταν προέκυψε µια κρίση σχετικά µε έναν αιρετικό Πέρση δερβίση που ήταν φίλος του Μωάµεθ, αλλά τον οποίο ο Χαλήλ, γιος και εγγονός βεζίρηδων και Μωαµεθανός της παλιάς σχολής, κατέκρινε έντονα. Ο Μωάµεθ υποχρεώθηκε να παραδώσει τον αιρετικό στο µεγάλο µουφτή, Φαχρεντίν, ο οποίος υποκίνησε τον όχλο να κάψει τον ταλαίπωρο. Ο µουφτής είχε τόση αγωνία να 44
διαπιστώσει εάν η φωτιά τροφοδοτούνταν σωστά, ώστε πλησίασε πολύ κοντά και καψάλισε τα γένια του87. Παρά ταύτα µετά την επιστροφή του Μουράτ από τη νίκη του στη Βάρνα η αποφασιστικότητά του να παραιτηθεί δεν µειώθηκε, και ο Μωάµεθ απέµεινε ηγέτης της αυτοκρατορίας υπό την καθοδήγηση του Χαλήλ. Για µία ακόµη φορά το πείραµα ήταν καταστροφικό. Υπήρχαν πόλεµοι στο αλβανικό και στο ελληνικό µέτωπο. Ο Μωάµεθ εξοργίστηκε µε τους κηδεµόνες του όταν απέρριψαν ένα µη πρακτικό σχέδιό του για επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι αλαζονικοί τρόποι του και η αδυναµία να τον προσεγγίσουν προσέβαλε τόσο τους αυλικούς όσο και τον πλήθος. Τη µεγαλύτερη όµως δυσαρέσκεια την έδειξε ο στρατός. Προκειµένου να αποφευχθεί µια ανοικτή στρατιωτική εξέγερση ο Χαλήλ έπεισε το Μουράτ να επιστρέψει στην Αδριανούπολη και να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Η άφιξή του εκεί το φθινόπωρο του 1446 έγινε δεκτή µε γενική αγαλλίαση. Ο Μωάµεθ στάλθηκε στη Μαγνησία, το χώρο όπου ο πατέρας του είχε διακόψει την απόσυρσή του88. Είναι πιθανό ότι ο Μουράτ σκεφτόταν να αποκληρώσει το Μωάµεθ, γιατί είχε µια σύζυγο µε υψηλή καταγωγή, την κόρη του Ιµπραήµ, εµίρη του Τσαντάρογλου, από µια οικογένεια που συνδεόταν ήδη µε την οθωµανική δυναστεία, και σύντοµα επρόκειτο να του χαρίσει ένα γιο89. Αλλά το σκέφτηκε καλύτερα. Μετά από δύο χρόνια στην εξορία ο Μωάµεθ κλήθηκε πίσω προκειµένου να συµµετάσχει στην εκστρατεία εναντίον του Ουνυάδη που κατέληξε στη νίκη στο Κοσσυφοπέδιο. Νωρίτερα εκείνο το χρόνο µια σκλάβα, η Γκιουλµπαχάρ, κόρη του Αµπντουλλάχ, πιθανόν ενός Αλβανού εξωµότη στο Ισλάµ, του γέννησε ένα γιο, το Βαγιαζήτ90. Ο Μουράτ δεν ενέκρινε αυτό το σύνδεσµο. Το 1450 διέταξε το Μωάµεθ να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου Τουρκοµάνου ηγεµόνα, του Σουλεϊµάν Ζουλκάντρογλου, άρχοντα της Μελιτινής. Ο γάµος γιορτάστηκε µε µεγαλοπρέπεια. Αλλά ο Μωάµεθ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τη Σιττ Χατούν, αυτή τη νύφη που του είχαν επιβάλει και η οποία κατέληξε να περάσει τις υπόλοιπες ηµέρες της παραµεληµένη και άτεκνη στο χαρέµι του παλατιού στην Αδριανούπολη91. Κατά το υπόλοιπο διάστηµα της βασιλείας του ο Μουράτ µεταχειρίστηκε το Μωάµεθ µε µεγαλύτερη φιλικότητα. Αραιά και που εµφανιζόταν στην Αυλή και συνόδευσε το σουλτάνο σε µία ή δύο εκστρατείες. Συχνά όµως βρισκόταν πίσω στο παλάτι του στη Μαγνησία. Εκεί βρισκόταν όταν πέθανε η µητέρα του, τον Αύγουστο του 1450, και φρόντισε να ταφεί µε τιµές στην Προύσα, µε µια επιγραφή η οποία ελάχιστα αναφέρει το Μουράτ. Εκεί βρισκόταν πάλι όταν ο ίδιος ο Μουράτ πέθανε σε µια κρίση αποπληξίας στην Αδριανούπολη, στις 2 Φεβρουαρίου 145192. Κανείς δεν αµφέβαλλε ότι ο Μωάµεθ ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Μια σφραγισµένη επιστολή που του έστειλε ο Χαλήλ πασάς τον έφερε εσπευσµένα από τη Μαγνησία. Όταν διέσχισε τα ∆αρδανέλλια γνώριζε ότι η διαδοχή του δεν επρόκειτο να αµφισβητηθεί. Έτσι σταµάτησε για δύο ηµέρες στην Καλλίπολη, ενόσω κανόνιζαν γι' αυτόν την αρµόζουσα υποδοχή στην Αδριανούπολη. Έφθασε εκεί στις 18 Φεβρουαρίου. Ο µεγάλος βεζίρης και όλοι οι υψηλόβαθµοι αξιωµατούχοι του κράτους βγήκαν έφιπποι έξω από την πόλη για να τον υποδεχθούν. Σε απόσταση µιας λεύγας από τις πύλες αφίππευσαν προκειµένου να περπατήσουν πίσω στην πόλη σε ποµπή, µπροστά από το άλογό
45
του. Φθάνοντας στο παλάτι ο Μωάµεθ προσέφερε µια δεξίωση. Οι υπουργοί του πατέρα του στέκονταν νευρικοί στο βάθος, µέχρις ότου είπε στον Σεχαµπεντίν, τον αρχιευνούχο, να τους καλέσει να καταλάβουν τις συνηθισµένες θέσεις τους. Στη συνέχεια επικύρωσε το µεγάλο βεζίρη στο αξίωµά του. Ο δεύτερος βεζίρης, ο Ισάκ πασάς, που ήταν στενότερος φίλος του Μουράτ, διορίστηκε κυβερνήτης της Ανατολίας, µια θέση µε µεγάλο κύρος και σηµασία, αλλά η οποία θα τον αποµάκρυνε από το σύµµαχό του το Χαλήλ. Ο Σαρουτζά πασάς και ο Ζαγανός πασάς, και οι δύο αφοσιωµένοι στο Μουράτ αλλά λιγότερο φίλοι µε το Χαλήλ, διορίστηκαν βοηθοί βεζίρηδες, µαζί µε το Σεχαµπεντίν. Λίγο αργότερα η χήρα του πατέρα του, η κόρη του Ιµπραήµ µπέη, ήλθε να δώσει τα συλλυπητήριά της για το θάνατο του Μουράτ και τα συγχαρητήριά της για την άνοδο του Μωάµεθ. Ενόσω εκείνος την υποδεχόταν ευγενικά οι υπηρέτες του έσπευσαν στο χαρέµι για να πνίξουν το µικρό γιο της Αχµέτ στο µπάνιο του. Η απορφανισµένη µητέρα διατάχθηκε τελικά να παντρευτεί τον Ισάκ πασά και αποσύρθηκε µαζί του στην Ανατολία. Όπως επρόκειτο να πληροφορηθεί ο Φραντζής στην Τραπεζούντα, η χριστιανή χήρα του Μουράτ, η Μάρα της Σερβίας, στάλθηκε πίσω στον πατέρα της µε όλες τις τιµές93. Αφού εγκατέστησε την κυβέρνησή του και τακτοποίησε το παλάτι του ο νεαρός σουλτάνος κάθισε να σχεδιάσει την πολιτική του. Ο έξω κόσµος τον γνώριζε µόνο ως έναν άπειρο νεαρό του οποίου η πρώιµη σταδιοδροµία ήταν αξιοθρήνητη. Όσοι όµως τον είδαν τώρα εντυπωσιάστηκαν από αυτόν. Ήταν όµορφος, µε µεσαίο ανάστηµα, αλλά γεροδεµένος. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσαν τα δύο διαπεραστικά µάτια, κάτω από τοξωτά φρύδια, και µια λεπτή γαµψή µύτη που καµπύλωνε επάνω από ένα στόµα µε γεµάτα κόκκινα χείλη. Σε µεγαλύτερη ηλικία τα χαρακτηριστικά του θύµιζαν στους ανθρώπους έναν παπαγάλο που ήταν έτοιµος να φάει ώριµα κεράσια. Οι τρόποι του ήταν αξιοπρεπείς και µάλλον απόµακροι, εκτός όταν είχε παραπιεί, γιατί και αυτός µοιραζόταν την ανίερη αγάπη της οικογένειάς του για το οινόπνευµα. Πάντα όµως ήταν ευγενικός, ακόµη και εγκάρδιος, προς όποιον σεβόταν για τη λογιοσύνη του, και του άρεσε η συντροφιά των καλλιτεχνών. Ήταν διαβόητος για τη µυστικοπάθειά του. Τα δυσάρεστα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας τον είχαν διδάξει να µην εµπιστεύεται κανέναν. Ήταν αδύνατο να πει κανείς τι σκεφτόταν. Ποτέ δεν έκανε τον εαυτό του αγαπητό και δεν είχε καµία επιθυµία να είναι δηµοφιλής. Αλλά η ευφυία του, η ενεργητικότητά του και η αποφασιστικότητά του επέβαλλαν το σεβασµό. Κανείς απ' όσους τον ήξεραν δεν τολµούσε να ελπίζει ότι αυτός ο τροµερός νέος θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να παρεκκλίνει από τους στόχους που είχε αναλάβει ο ίδιος να εκτελέσει. Από αυτούς ο πρώτος και ο µεγαλύτερος ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης94.
46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Το τίµηµα της ∆υτικής βοήθειας Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας δεν ήταν ο µόνος που αναστέναξε µε ανακούφιση όταν έµαθε για το θάνατο του σουλτάνου Μουράτ. Στη ∆ύση αισθάνθηκαν µια παρόµοια χαρούµενη αισιοδοξία. Πρεσβευτές που είχαν σταλεί πρόσφατα στην Αυλή του Μουράτ είχαν αναφέρει το φιάσκο της προηγούµενης κατάληψης του θρόνου από το Μωάµεθ. Ο ανίκανος νεαρός ήταν απίθανο, όπως νόµιζαν, να αποδειχθεί απειλή για τη χριστιανοσύνη. Η ψευδαίσθηση επιβεβαιώθηκε από τη φιλική προθυµία του σουλτάνου να επιβεβαιώσει τις συνθήκες που είχε κάνει ο πατέρας του. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1451, όταν τα νέα της ανόδου του στο θρόνο είχαν διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη, έφθασε στην Αδριανούπολη µια οµάδα από πρεσβείες. Στις 10 Σεπτεµβρίου ο Μωάµεθ δέχθηκε µια βενετική αποστολή και ανανέωσε επίσηµα τη συνθήκη ειρήνης την οποία είχε υπογράψει ο πατέρας του µε τη ∆ηµοκρατία πέντε χρόνια νωρίτερα. Μετά από δέκα ηµέρες υπέγραψε ένα σύµφωνο µε τους αντιπροσώπους του Ιωάννη Ουνυάδη, το οποίο προέβλεπε ανακωχή διάρκειας τριών ετών. Η πρεσβεία της Ραγούζας έγινε δεκτή µε ειδική εύνοια επειδή έφερνε µια προσφορά αύξησης του φόρου υποτελείας που πλήρωνε η πόλη κάθε χρόνο στο σουλτάνο κατά πεντακόσια χρυσά νοµίσµατα. Στους απεσταλµένους του Μεγάλου Μαγίστρου των ιπποτών της Ρόδου, του ηγεµόνα της Βλαχίας, όπως και του κυρίου της Λέσβου και της κυβέρνησης της Χίου, που ήλθαν όλοι φορτωµένοι µε όµορφα δώρα, δόθηκαν διαβεβαιώσεις καλής θέλησης. Ο Σέρβος δεσπότης όχι µόνο πήρε πίσω την κόρη του, αλλά και του επιτράπηκε να ανακαταλάβει µερικές πόλεις στα βορειότερα σηµεία της κοιλάδας του Στρυµόνα. Ακόµη και οι πρεσβευτές του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, που είχαν φθάσει πρώτοι και οι οποίοι είχαν έλθει µε κάποιο φόβο, καθώς ήταν καλύτερα πληροφορηµένοι για το χαρακτήρα του σουλτάνου, αναθάρρησαν από την υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε. Ο σουλτάνος όχι µόνο ορκίστηκε ενώπιόν τους στο Κοράνι ότι θα σεβόταν την ακεραιότητα της Βυζαντινής επικράτειας, αλλά και υποσχέθηκε να καταβάλει στον αυτοκράτορα το ετήσιο ποσό των τριών χιλιάδων άσπρων από τις προσόδους µερικών ελληνικών πόλεων στα νοτιότερα σηµεία της κοιλάδας του Στρυµόνα. Από νοµικής πλευράς οι πόλεις ανήκαν στον Οθωµανό πρίγκιπα Ορχάν, και τα χρήµατα προορίζονταν για τη συντήρησή του για όσο διάστηµα διαρκούσε η τιµητική κράτησή του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόµη και η µοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους, η οποία είχε φρόνιµα αναγνωρίσει την οθωµανική επικυριαρχία µετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από το Μουράτ, έλαβε διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπήρχαν παρεµβάσεις στην αυτονοµία της95. Φάνηκε ότι ο νέος σουλτάνος βρισκόταν υπό την επιρροή του παλιού υπουργού του Μουράτ, του Χαλήλ, που ήταν γνωστό ότι συµµεριζόταν τη διάθεση του κυρίου του για ειρήνη. Οι Βυζαντινοί διπλωµάτες είχαν καλλιεργήσει προσεκτικά τη φιλία µε το Χαλήλ. Ήταν ευχάριστο να βλέπουν τις προσπάθειές τους να ανταµείβονται. Αλλά πιο έξυπνοι παρατηρητές θα µπορούσαν να καταλάβουν ότι οι φιλειρηνικές χειρονοµίες του Μωάµεθ δεν ήταν ειλικρινείς. Τον εξυπηρετούσε να έχει ειρήνη γύρω από τα σύνορά του ενόσω σχεδίαζε τη µεγάλη εκστρατεία του. Η επιρροή του Χαλήλ δεν ήταν τόσο µεγάλη όσο νόµιζαν οι Χριστιανοί. Στην πραγµατικότητα ο Μωάµεθ ποτέ δεν τον είχε συγχωρήσει για
47
το ρόλο που είχε παίξει το 1446. Ο σύµµαχός του, ο Ισάκ πασάς, ήταν µακριά στην Ανατολία. Ο Ζαγανός πασάς, τώρα δεύτερος βεζίρης, διατηρούσε ψυχρές σχέσεις µ' αυτόν για µερικά χρόνια και ήταν στενός φίλος του Σεχαµπεντίν, του ευνούχου που ήταν έµπιστος του Μωάµεθ και συνήγορος του πολέµου96. Η εσωτερική όµως πολιτική κατάσταση της Οθωµανικής αυλής ήταν άγνωστη στον ευρωπαϊκό κόσµο. Η δυτική χριστιανοσύνη ενθουσιάστηκε µαθαίνοντας από τη Βενετία και τη Βουδαπέστη για τη φιλικότητα του σουλτάνου. Μετά τις ταπεινώσεις στη Νικόπολη και στη Βάρνα κανείς ∆υτικός ηγεµόνας δεν ανυποµονούσε να πάει πάλι να πολεµήσει τους Τούρκους. Ήταν πολύ πιο ευχάριστο να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε ανάγκη γι' αυτό. Πραγµατικά, κανείς τους δεν ήταν σε θέση να αναλάβει δράση, όλοι τους είχαν περισπασµούς στις χώρες τους. Στην κεντρική Ευρώπη ο Φρειδερίκος Γ' των Αψβούργων ήταν υπερβολικά απασχοληµένος µε το διακανονισµό της αυτοκρατορικής του στέψης στη Ρώµη, η οποία επρόκειτο να πραγµατοποιηθεί το 1452 και για χάρη της οποίας είχε πουλήσει τις ελευθερίες της γερµανικής Εκκλησίας δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα. Επιπλέον έπρεπε να φέρει σε πέρας τις διεκδικήσεις του στους θρόνους της Βοηµίας και της Ουγγαρίας, και έτσι ποτέ δεν θα ονειρευόταν µια συνεργασία µε τον Ιωάννη Ουνυάδη, αντιβασιλέα για λογαριασµό του ανταγωνιστή του, του µικρού Λαδίσλαου Ε'. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ζ' είχε αρκετά να κάνει στην προσπάθειά του να αναµορφώσει τη χώρα του µετά τις δοκιµασίες του Εκατονταετούς πολέµου. Επιπλέον είχε έναν επικίνδυνα ισχυρό υποτελή, τον εξάδελφό του Φίλιππο τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας, οι χώρες και ο πλούτος του οποίου ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δικές του. Ο Φίλιππος φανταζόταν τον εαυτό του σταυροφόρο, αλλά ακόµη κι αν µπορούσε να διακινδυνεύσει να απουσιάσει ο ίδιος από το δουκάτο του, θυµόταν πάρα πολύ καλά τη θλιβερή ιστορία της αιχµαλωσίας του πατέρα του, Ιωάννη, που είχε συλληφθεί αιχµάλωτος από τους Τούρκους στη Νικόπολη. Η Αγγλία, εξασθενηµένη από τις καταστροφές των πολέµων στη Γαλλία και υπό τη διακυβέρνηση ενός άγιου αλλά µισο-ηλίθιου βασιλιά, ήταν απίθανο ότι θα διέθετε στρατιώτες για περιπέτειες στο εξωτερικό. Καµία βοήθεια, ούτε καν ενδιαφέρον, δεν ήταν δυνατό να αναµένεται από µακρινούς µονάρχες, όπως τους Σκανδιναβούς βασιλιάδες ή το βασιλιά της Σκοτίας, ενώ οι βασιλιάδες της Καστίλης και της Πορτογαλίας είχαν να πολεµήσουν άπιστους εχθρούς πιο κοντά στην χώρα τους. Ο µόνος µονάρχης που έδινε προσοχή στην Ανατολή ήταν ο Αλφόνσος Ε' της Αραγωνίας, ο οποίος το 1443 είχε καταλάβει το θρόνο της Νεάπολης. ∆ιακήρυσσε ότι ήταν πρόθυµος να ηγηθεί µιας εκστρατείας στην Ανατολή. Καθώς όµως η φιλοδοξία την οποία είχε εκφράσει ανοικτά ήταν να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, οι προσφορές του για βοήθεια ήταν ύποπτες και δύσκολα εφαρµόσιµες97. Ακόµη και στην παπική Αυλή υπήρχε µια ελπιδοφόρα πεποίθηση ότι ο νέος σουλτάνος ήταν αµελητέος. Εκεί όµως οι Έλληνες πρόσφυγες πίεζαν για δράση, προτού αποκτήσει εµπειρία στη διακυβέρνηση. Εκπρόσωπός τους ήταν ένας Ιταλός, ο Φραγκίσκος Φίλελφος από το Τολεντίνο, που είχε παντρευτεί την κόρη του Έλληνα καθηγητή Ιωάννη Χρυσολωρά και του οποίου η πεθερά ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Έγραψε µια παθιασµένη έκκληση στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο, επιλέγοντας αυτόν επειδή στο παρελθόν η Γαλλία είχε αναλάβει ηγετικό ρόλο στις Σταυροφορίες. Παρακίνησε το βασιλιά να οργανώσει γρήγορα ένα στρατό και να σπεύσει να τον στείλει στην 48
Ανατολή. Ισχυριζόταν ότι οι Τούρκοι δεν θα ήταν σε θέση να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Αλλά ο βασιλιάς Κάρολος δεν έστειλε απάντηση98. Ο πάπας, ο Νικόλαος Ε', ο οποίος το 1447 είχε διαδεχθεί τον Ευγένιο ∆', ήταν ένας άνθρωπος των γραµµάτων και της ειρήνης του οποίου το ευγενέστερο επίτευγµα ήταν η ίδρυση της βιβλιοθήκης του Βατικανού. Η φιλία του µε το Βησσαρίωνα, τη µόρφωση του οποίου θαύµαζε πολύ, τον έκανε να συµπαθεί την υπόθεση των Ελλήνων. ∆εν ήξερε όµως σε ποιον ηγεµόνα να στραφεί για υποστήριξη, ούτε άλλωστε ήταν πρόθυµος να στείλει βοήθεια σε µια πόλη που εξακολουθούσε να αρνείται την εφαρµογή της ένωσης που είχε υπογράψει ο αυτοκράτοράς της στη Φλωρεντία για λογαριασµό της99. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε πλήρη επίγνωση αυτής της δυσκολίας. Το καλοκαίρι του 1451 έστειλε έναν πρεσβευτή στη ∆ύση, τον Ανδρόνικο Βρυέννιο Λεοντάρη, ο οποίος επισκέφθηκε πρώτα τη Βενετία, για να διευθετήσει µια άδεια για τον αυτοκράτορα να στρατολογήσει τοξότες στην Κρήτη για το στρατό του. Στη συνέχεια πήγε στη Ρώµη µε ένα φιλικό µήνυµα του Κωνσταντίνου προς τον πάπα και µε µια επιστολή µε παραλήπτη τον πάπα η οποία είχε γραφεί από µια επιτροπή ανθενωτικών. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους σύναξη, καθώς ο όρος σύνοδος δεν µπορούσε να έχει νοµική εφαρµογή προκειµένου για ένα σώµα που ενεργούσε χωρίς τον πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας είχε ασκήσει πιέσεις επάνω τους να στείλουν αυτή την έκκληση, προφανώς µετά από συµβουλή του Λουκά Νοταρά. Η σύναξη πρότεινε τη σύγκληση µιας νέας συνόδου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία θα έπρεπε να είναι καθαρά οικουµενική, µε πλήρη αντιπροσώπευση των ανατολικών πατριαρχών και µε τη ρωµαϊκή αντιπροσωπεία αριθµητικά µειωµένη. Την είχαν υπογράψει πολλοί ανθενωτικοί, αν και ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος αρνήθηκε να προσυπογράψει, πιστεύοντας ότι κανένα καλό δεν επρόκειτο να προέλθει από αυτήν. Είχε δίκιο. Ο πάπας δεν ήταν προετοιµασµένος να παραµερίσει τη σύνοδο της Φλωρεντίας, ούτε να παραβλέψει τα παράπονα των αντιφρονούντων. Ήταν ιδιαίτερα ατυχές το ότι εκείνη τη χρονική συγκυρία, ενδεχοµένως ενόσω ο Βρυέννιος βρισκόταν ακόµη στη Ρώµη, έφθασε αυτοεξόριστος από την Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Μάµµας. Τα παράπονά του δεν προδιέθεσαν το Νικόλαο να είναι διαλλακτικός. Καµία απάντηση δεν στάλθηκε στη σύναξη, αλλά ο αυτοκράτορας ενηµερώθηκε ότι, αν και η λεπτότητα της θέσης του ήταν αντιληπτή στη Ρώµη, σαφώς υπερέβαλλε τις δυσκολίες της επιβολής της ένωσης. Ήταν απαραίτητη αποφασιστική δράση. Ο πατριάρχης έπρεπε να ανακληθεί και να αποκατασταθεί. Οι Έλληνες που αρνούνταν να κατανοήσουν το διάταγµα της ένωσης έπρεπε να σταλούν στη Ρώµη για επανεκπαίδευση. Η κρίσιµη πρόταση του πάπα έλεγε: «Εάν εσείς, µε τους ευγενείς και το λαό της Κωνσταντινούπολης, αποδεχθείτε το διάταγµα της ένωσης, θα βρείτε Εµάς και τους σεβαστούς αδελφούς Μας, τους καρδιναλίους της αγίας ρωµαϊκής Εκκλησίας, πάντοτε πρόθυµους να υποστηρίξουν την τιµή και την αυτοκρατορία σας. Αλλά εάν εσείς και ο λαός σας αρνηθείτε να αποδεχθείτε το διάταγµα, θα Μας αναγκάσετε να λάβουµε όποια µέτρα είναι απαραίτητα για τη σωτηρία σας και την τιµή Μας»100. Ένα τέτοιο τελεσίγραφο δεν φαινόταν ότι θα διευκόλυνε το έργο του αυτοκράτορα. Αντίθετα, ενίσχυε τον έλεγχο της αντιπολίτευσης από το Γεννάδιο. Λίγους µήνες αργότερα έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ένας απεσταλµένος από την ουσσιτική Εκκλησία της Πράγας, ένας άνδρας που 49
ονοµαζόταν Κωνσταντίνος Πλάτρης και αποκαλούνταν «ο Άγγλος», ίσως επειδή ήταν γιος ενός Λολλάρδου πρόσφυγα από την Αγγλία. Εν µέσω του λαϊκού ενθουσιασµού έκανε µια δηµόσια διακήρυξη πίστης και στάλθηκε πίσω στην Πράγα µε µια επιστολή η οποία έκανε σφοδρή επίθεση στις παπικές αξιώσεις, την οποία υπέγραφαν ηγετικά µέλη της σύναξης, συµπεριλαµβανοµένου του Γενναδίου. Η πικρία στην πόλη αυξήθηκε ακριβώς την ώρα που οι χαρούµενες ψευδαισθήσεις για την ανικανότητα του Μωάµεθ έπρεπε τελικά να διαλυθούν101. Την ευθύνη για τη χειροτέρευση των σχέσεων µεταξύ της αυτοκρατορίας και των Τούρκων έφερε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το φθινόπωρο του 1451 ο εµίρης της Καραµανίας, ο Ιµπραήµ µπέης, πιστεύοντας, όπως οι ηγεµόνες της ∆ύσης, στην ανικανότητα του νέου σουλτάνου, οργάνωσε µια συντονισµένη εξέγερση εναντίον του των εµιράτων του Αϊδινίου και του Γκερµιγιάν, που είχαν υποταγεί πρόσφατα, όπως και του εµιράτου του Μεντεσέ. Νεαροί πρίγκιπες κάθε δυναστείας στάλθηκαν να διεκδικήσουν τους οικογενειακούς τους θρόνους, ενώ ο ίδιος ο Ιµπραήµ εισέβαλε στην οθωµανική επικράτεια. Ο τοπικός Οθωµανός κυβερνήτης, ο Ισά µπέης, ήταν τεµπέλης και αναποτελεσµατικός, και ο Ισάκ, ως κυβερνήτης της Ανατολίας, ικέτευσε το σουλτάνο να έλθει να συντρίψει την ανταρσία ο ίδιος. Η έγκαιρη άφιξή του στην Ασία είχε αποτέλεσµα. Η αντίσταση κατέρρευσε. Ο Ιµπραήµ µπέης σύντοµα έστειλε πρέσβεις ζητώντας συγχώρεση, ενώ ο Ισάκ επικεφαλής ενός αποσπάσµατος κατέλαβε τα εδάφη του Μεντεσέ. Ενώ όµως ο σουλτάνος επέστρεφε στην Ευρώπη αντιµετώπισε αναστάτωση στα γενιτσαρικά του συντάγµατα, που απαίτησαν µεγαλύτερη αµοιβή. Ο Μωάµεθ ενέδωσε σε µερικά από τα αιτήµατά τους, αλλά καθαίρεσε το διοικητή τους και ενσωµάτωσε στα συντάγµατα µεγάλους αριθµούς φυλάκων σκύλων και ιερακοτρόφων από το τµήµα του αρχηγού των κυνηγών, στην πίστη των οποίων µπορούσε να βασίζεται102. Ενθαρρυµένος, όπως φαίνεται, από τις δυσκολίες του σουλτάνου, ο Κωνσταντίνος τού έστειλε απεσταλµένους για να διαµαρτυρηθεί ότι τα χρήµατα που είχε υποσχεθεί για τη συντήρηση του πρίγκιπα Ορχάν δεν είχαν καταβληθεί ακόµη, και να υπονοήσει ότι θα ήταν καλό να θυµάται ότι στη βυζαντινή Αυλή υπήρχε ένας Οθωµανός διεκδικητής. Όταν η πρεσβεία έφθασε στο σουλτάνο, πιθανόν στην Προύσα, ο Χαλήλ πασάς βρέθηκε σε αµηχανία και θύµωσε. Ήξερε αρκετά καλά πλέον τον κύριό του για να καταλάβει ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του σε µια τέτοια αυθάδεια. Όλη η πολιτική ειρήνης την οποία είχε υποστηρίξει θα ετίθετο σε κίνδυνο και η προσωπική του θέση θα έχανε τα ερείσµατά της. Έχασε δηµόσια την ψυχραιµία του µε τους πρέσβεις. Ο Μωάµεθ πάντως αρκέστηκε να απαντήσει ψυχρά ότι θα εξέταζε το ζήτηµα όταν θα επέστρεφε στην Αδριανούπολη103. ∆εν θα πρέπει να στεναχωρήθηκε για την αυθάδη και ατελέσφορη απαίτηση, αφού θα τον διευκόλυνε να δικαιολογήσει την παράβαση του όρκου του να µην εισβάλει στη βυζαντινή επικράτεια. Σκόπευε να επιστρέψει στην Ευρώπη από το συνηθισµένο δρόµο που ακολουθούσαν οι Τούρκοι, διασχίζοντας τα ∆αρδανέλλια. Ακουσε όµως ότι µια ιταλική ναυτική µοίρα περιπολούσε κατά µήκος των Στενών. Έτσι προχώρησε µέχρι το Βόσπορο και πέρασε ο ίδιος και ο στρατός του από το κάστρο του Βαγιαζήτ, στο Αναντολού Χισάρ. Τα εδάφη στην ευρωπαϊκή ακτή εξακολουθούσαν να είναι επίσηµα βυζαντινά, αλλά ο Μωάµεθ απαξίωσε να ζητήσει την άδεια του αυτοκράτορα να αποβιβαστεί εκεί. Αντίθετα, το οξύ βλέµµα του είδε πόσο χρήσιµη θα ήταν η κατασκευή ενός φρουρίου σ' εκείνο το σηµείο, επάνω από το στενό και 50
απέναντι από το Αναντολού Χισάρ. Μόλις επέστρεψε στην Αδριανούπολη ο Μωάµεθ διέταξε την αποποµπή των Ελλήνων από τις πόλεις των νοτιότερων σηµείων της κοιλάδας του Στρυµόνα και την κατάσχεση όλων των προσόδων. Έπειτα, το χειµώνα του 1451 έστειλε διαταγές σε όλες τις κτήσεις του να συγκεντρώσουν χίλιους έµπειρους οικοδόµους και αντίστοιχο αριθµό ανειδίκευτων εργατών οι οποίοι θα έπρεπε να συγκεντρωθούν στις αρχές της επόµενης άνοιξης στο σηµείο που είχε επιλέξει, στο στενότερο σηµείο του Βοσπόρου, ακριβώς µετά το χωριό που τότε ονοµαζόταν Ασωµάτων και σήµερα Μπεµπέκ, όπου µια ράχη προεξέχει προς το στενό. Ο χειµώνας δεν είχε καλά-καλά περάσει όταν οι τοπογράφοι του εξέτασαν το έδαφος και οι εργάτες του άρχισαν να γκρεµίζουν τις κοντινές εκκλησίες και τα µοναστήρια, συγκεντρώνοντας τα οικοδοµικά υλικά που θα µπορούσαν να ξαναχρησιµοποιηθούν104. Οι διαταγές του προκάλεσαν ταραχή στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν σαφές ότι αυτό ήταν η πρώτη κίνηση προς την πολιορκία της πόλης. Ο αυτοκράτορας έσπευσε να στείλει πρεσβευτές στο σουλτάνο για να τονίσουν ότι παρέβαινε µια σοβαρή συνθήκη και να του θυµίσουν ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε ζητήσει την άδεια του αυτοκράτορα Μανουήλ προτού κτίσει το κάστρο του στο Αναντολού Χισάρ. Οι πρεσβευτές αποπέµφθηκαν χωρίς ακρόαση. Το Σάββατο, στις 15 Απριλίου, άρχισαν τα έργα της κατασκευής του νέου φρουρίου. Ο Κωνσταντίνος αντέδρασε φυλακίζοντας όλους τους Τούρκους που βρίσκονταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα όµως κατάλαβε ότι η χειρονοµία ήταν µάταιη και τους απελευθέρωσε. Αντίθετα, έστειλε απεσταλµένους φορτωµένους µε δώρα για να παρακαλέσει τουλάχιστον τα ελληνικά χωριά στο Βόσπορο να µην πειραχτούν. Ο σουλτάνος δεν έδωσε καµία σηµασία. Τον Ιούνιο ο Κωνσταντίνος έκανε την τελευταία του προσπάθεια να λάβει από το Μωάµεθ µια διαβεβαίωση ότι η κατασκευή του κάστρου δεν σήµαινε ότι θα ακολουθούσε επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι απεσταλµένοι του ρίχτηκαν στη φυλακή και αποκεφαλίστηκαν. Ουσιαστικά επρόκειτο για κήρυξη πολέµου105. Το κάστρο, γνωστό τότε στους Τούρκους ως Μπογάζ Κεσέν, ο κόφτης των Στενών, ή, αλλιώτικα, ο κόφτης του λαιµού, το οποίο σήµερα αποκαλείται Ρούµελι Χισάρ, ολοκληρώθηκε την Πέµπτη, 31 Αυγούστου 1452. Ο Μωάµεθ είχε περάσει τις προηγούµενες ηµέρες στην κοντινή περιοχή. Έπειτα βάδισε µε το στρατό του µέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Έµεινε εκεί τρεις ηµέρες εξετάζοντας προσεκτικά τις οχυρώσεις. ∆εν µπορούσε πλέον να υπάρχει καµία αµφιβολία για τις προθέσεις του. Στο µεταξύ εξέδωσε µια προκήρυξη ότι κάθε πλοίο που θα διέσχιζε το Βόσπορο, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, θα έπρεπε να σταµατά στο φρούριο για επιθεώρηση. Όποιο δεν συµµορφωνόταν θα βυθιζόταν. Προκειµένου να υλοποιήσει τη διαταγή του έβαλε να τοποθετήσουν τρία κανόνια, τα µεγαλύτερα που είχε δει κανένας µέχρι τότε, σε έναν από τους πύργους που ήταν πιο κοντά στη θάλασσα. ∆εν επρόκειτο για µια κούφια απειλή. Στις αρχές Νοεµβρίου δύο βενετικά πλοία που κατέπλεαν από τον Εύξεινο Πόντο αρνήθηκαν να σταµατήσουν. Τα κανόνια στράφηκαν εναντίον τους, αλλά εκείνα ξέφυγαν χωρίς ζηµιές. ∆εκαπέντε ηµέρες αργότερα ένα τρίτο προσπάθησε να µιµηθεί το παράδειγµά τους, αλλά βυθίστηκε από έναν κανονιοβολισµό και ο πλοίαρχος, ο Αντώνιος Ρίτζο, και το πλήρωµα αιχµαλωτίστηκαν και µεταφέρθηκαν στο ∆ιδυµότειχο, όπου διέµενε ο σουλτάνος. Αυτός διέταξε τον άµεσο αποκεφαλισµό του πληρώµατος, αλλά ο Ρίτζο καταδικάστηκε σε ανασκολοπισµό και το σώµα 51
του να εκτεθεί δίπλα στο δρόµο106. Η τύχη των Βενετών ναυτών τερµάτισε τις όποιες ψευδαισθήσεις ενδεχοµένως διατηρούσε ακόµη η ∆ύση για το χαρακτήρα και τις φιλοδοξίες του σουλτάνου. Η Βενετία βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε τη συνοικία της στην Κωνσταντινούπολη και τα εµπορικά της προνόµια είχαν επικυρωθεί από τον Κωνσταντίνο το 1450. Παράλληλα όµως εµπορευόταν µε µεγάλα κέρδη σε οθωµανικά λιµάνια, ενώ υπήρχαν και Βενετοί οι οποίοι πίστευαν ότι η τουρκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ίσως έφερνε µεγαλύτερη σταθερότητα και ευηµερία στο εµπόριο της Ανατολής. Από την άλλη πλευρά, όταν θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη ο σουλτάνος ήταν βέβαιο ότι θα έστρεφε την προσοχή του στις βενετικές αποικίες στην Ελλάδα και στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια µιας συζήτησης στη Γερουσία στα τέλη Αυγούστου µόνο επτά ψήφοι είχαν δοθεί υπέρ µιας πρότασης που συνιστούσε η Κωνσταντινούπολη να αφεθεί στην τύχη της. Εβδοµήντα τέσσερις γερουσιαστές είχαν διαφορετική γνώµη. Αλλά τι µπορούσε να κάνει η Βενετία; Είχε στα χέρια της ένα µικρό αλλά δαπανηρό πόλεµο στη Λοµβαρδία. Οι σχέσεις της µε τον πάπα δεν ήταν εγκάρδιες, ιδίως επειδή η παποσύνη δεν είχε ποτέ πληρώσει για µερικές γαλέρες τις οποίες είχε νοικιάσει από τη ∆ηµοκρατία το 1444. Η συνεργασία µε τη Γένοβα ήταν αδύνατη. Ο Βενετός πρεσβευτής στη Νεάπολη έλαβε εντολή να ικετεύσει το βασιλιά Αλφόνσο για βοήθεια, αλλά η απάντηση του βασιλιά ήταν αόριστη. Ο βενετικός στόλος ήταν αρκετά απασχοληµένος να προστατεύει τις αποικίες. Η µετατροπή εµπορικών πλοίων σε αξιόµαχα πολεµικά ήταν δαπανηρή. Η αξιοπρέπεια της ∆ηµοκρατίας απαιτούσε τώρα να διακοπούν οι σχέσεις µε το σουλτάνο. Αλλά στους Βενετούς διοικητές στην Ανατολή δόθηκαν διφορούµενες διαταγές. Έπρεπε να βοηθούν και να προστατεύουν τους Χριστιανούς, αλλά δεν έπρεπε να επιτίθενται ή να προκαλούν τους Τούρκους. Στο µεταξύ δόθηκε στον αυτοκράτορα άδεια να στρατολογήσει Κρητικούς στρατιώτες και ναύτες107. Η Γένοβα βρισκόταν σε εξίσου δύσκολη κατάσταση και αντέδρασε ακόµη πιο νευρικά. Είχε και εκείνη προβλήµατα στην Ευρώπη και χρειαζόταν πλοία για να προστατεύσει τα χωρικά της ύδατα και τις ανατολικές της αποικίες. Η κυβέρνηση δηµοσίευσε µία ή δύο προτροπές προς τους λαούς της χριστιανοσύνης να στείλουν βοήθεια εναντίον των Τούρκων, αλλά η ίδια δεν ήταν έτοιµη να στείλει οποιαδήποτε βοήθεια. Σε ιδιώτες Γενοβέζους πολίτες δόθηκε η άδεια να κάνουν ό,τι ήθελαν. Υπήρχε ιδιαίτερη ανησυχία για το Πέραν και τις αποικίες του Ευξείνου Πόντου. Ο ποντεστά του Πέραν διατάχθηκε να προβεί σε οποιοδήποτε διακανονισµό µε τους Τούρκους θεωρούσε καλύτερο, µε την ελπίδα ότι ακόµη και αν η Κωνσταντινούπολη έπεφτε, η αποικία ίσως να σωζόταν. Παρόµοιες οδηγίες δόθηκαν και στη Μαόνα, την επιτροπή που κυβερνούσε τη Χίο. Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι δεν έπρεπε να προκαλούνται χωρίς λόγο108. Οι Ραγουζαίοι, όπως και οι Βενετοί είχαν επικυρώσει πρόσφατα τα προνόµιά τους στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα, αλλά κι εκείνοι εµπορεύονταν σε οθωµανικά λιµάνια. ∆εν θα διακινδύνευαν κανένα τµήµα του µικρού τους στόλου εναντίον του σουλτανικού, εκτός, ίσως, ως µέρος ενός µεγάλου συνασπισµού109. Παρ' όλη τη δυσαρέσκειά του µε τους Βυζαντινούς ο πάπας Νικόλαος σοκαρίστηκε ειλικρινά από
52
την απόδειξη των προθέσεων του σουλτάνου. Είχε προτρέψει το Φρειδερίκο Γ', όταν εκείνος είχε πάει στη Ρώµη για να στεφθεί αυτοκράτορας, το Μάρτιο του 1452, να στείλει ένα αυστηρό τελεσίγραφο στο σουλτάνο. Επρόκειτο όµως για κενή µεγαλοστοµία. Όλοι γνώριζαν ότι ο Φρειδερίκος δεν είχε ούτε τη δύναµη ούτε τη διάθεση να το επιβάλει µε δράση. Ο Αλφόνσος είχε µεγαλύτερη ανάµιξη. Ήταν βασιλιάς της Νεάπολης µε συµφέροντα και διεκδικήσεις στην Ελλάδα, και οι Καταλανοί που εµπορεύονταν στην Κωνσταντινούπολη ήταν υπήκοοί του. Ήταν γεµάτος υποσχέσεις και τις υλοποίησε µέχρι του σηµείου να στείλει ένα στολίσκο από δέκα πλοία, για τον οποίο ο πάπας πλήρωσε τα περισσότερα έξοδα, στα νερά του Αιγαίου. Αλλά τον απέσυρε µετά από µερικούς µήνες, όταν συµµάχησε µε τους Βενετούς εναντίον του Φραγκίσκου Σφόρτσα του Μιλάνου και ήταν νευρικός για τις αντιδράσεις των Γενοβέζων. Ο Νικόλαος, µε το Βησσαρίωνα στο πλευρό του, αναζητούσε βοήθεια από αλλού, αλλά µάταια. Ούτε οι δικοί του πρεσβευτές ούτε εκείνοι του Κωνσταντίνου έλαβαν οποιαδήποτε απάντηση στις εκκλήσεις τους. Τώρα ήταν διατεθειµένος να κάνει ό,τι µπορούσε για τον αυτοκράτορα, καθώς είχε λάβει µια επιστολή που γράφτηκε λίγο µετά την ολοκλήρωση του Ρούµελι Χισάρ από το σουλτάνο, στην οποία ο Κωνσταντίνος αναλάµβανε να θέσει την ένωση σε εφαρµογή110. Ο Ισίδωρος, ο απορριφθείς µητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας ο οποίος είχε διοριστεί πρόσφατα καρδινάλιος της ρωµαϊκής Εκκλησίας, είχε διοριστεί παπικός λεγάτος στον αυτοκράτορα το Μάιο του 1452. Τώρα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Καθ' οδόν σταµάτησε στη Νεάπολη, όπου στρατολόγησε µε δαπάνες του πάπα µια δύναµη διακοσίων τοξοτών, όπως και στη Μυτιλήνη, όπου τον ακολούθησε ο αρχιεπίσκοπος της Χίου Λεονάρδος, Γενοβέζος στην καταγωγή. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου. Η στρατιωτική συνοδεία του, όσο µικρή κι αν ήταν, αποτελούσε ένα δείγµα του ότι ο πάπας θα έστελνε πρακτική βοήθεια σε ένα λαό που αναγνώριζε την εξουσία του. Η χειρονοµία δεν πήγε χαµένη. Όχι µόνο ο Ισίδωρος έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα και την Αυλή του µε σεβασµό, αλλά υπήρξε ακόµη και κάποιος ενθουσιασµός στο λαό. Ο αυτοκράτορας έσπευσε να τον εκµεταλλευθεί. ∆ιορίστηκαν επιτροπές που αντιπροσώπευαν το λαό της πόλης και τους ευγενείς για να δηλώσουν την προσχώρησή τους στην ένωση. Η επιτροπή του λαού συµφώνησε, αφού οι αντίπαλοι της ένωσης αρνήθηκαν να συµµετάσχουν. Η επιτροπή των ευγενών, όπου οι συζητήσεις ήταν σοβαρότερες, θα προτιµούσε ένα συµβιβασµό βάσει του οποίου το όνοµα του πάπα θα µνηµονευόταν στη λειτουργία αλλά η πραγµατική δηµοσίευση της ένωσης θα αναβαλλόταν. Αλλά ο αυτοκράτορας, πιεζόµενος από τον Ισίδωρο, τους επιβλήθηκε. Αυτός ο οποίος διεξήγαγε τις διαπραγµατεύσεις, ενεργώντας µε πολλή διπλωµατικότητα, ήταν σχεδόν µε βεβαιότητα ο Λουκάς Νοταράς, αλλά δεν άκουσε ευχαριστίες γι' αυτό. Στο Γεννάδιο και στους αδιάλλακτους αντιπάλους της ένωσης φαινόταν ότι πρόδιδε την υπόθεση, ενώ ο Ισίδωρος και οι Λατίνοι αµφέβαλλαν για την ειλικρίνειά του. Είχαν δίκιο, στο βαθµό στον οποίο φαίνεται ότι υποστήριζε τη χρήση της Οικονοµίας, του δόγµατος που αρέσει στους Ορθόδοξους θεολόγους, και το οποίο επιτρέπει τη συγχώρεση της απόκλισης προς χάρη των υψηλότερων συµφερόντων της χριστιανικής κοινοπολιτείας. Φαίνεται επίσης ότι υπαινίχθηκε πως το όλο ζήτηµα θα µπορούσε να ξανατεθεί όταν η κρίση θα είχε λήξει. Ο Γεννάδιος στεναχωρήθηκε βαθιά. Πριν από την άφιξη του Ισιδώρου είχε εκφωνήσει έναν παθιασµένο λόγο στο λαό ικετεύοντάς τον να µην εγκαταλείψει την πίστη των πατέρων του µε την
53
ελπίδα υλικής βοήθειας που θα είχε µικρή αξία. Αλλά η θέα των στρατιωτών του καρδιναλίου έκανε το λαό να κλονιστεί. Έτσι ο Γεννάδιος αποσύρθηκε στο κελλί του στον Παντοκράτορα, αφού κόλλησε στην πόρτα του µοναστηριού ένα οργισµένο µανιφέστο στο οποίο προειδοποιούσε για άλλη µια φορά το λαό για την εγκληµατική ανοησία του να εγκαταλείψει την πραγµατική θρησκεία. Ο Λουκάς Νοταράς του έγραψε λέγοντάς του ότι η αντίδρασή του ήταν µάταιη. Αλλά η επιρροή του άρχισε να ξαναγίνεται αισθητή. Στους δρόµους γίνονταν αντιλατινικές ταραχές και καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες και δεν έφθαναν άλλα στρατεύµατα από τη ∆ύση, οι εχθροί της ένωσης ανέκτησαν τη δύναµή τους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, Έλληνας ο ίδιος, συµπεριφερόταν µε ανεκτικότητα και τακτ, τόσο πολύ ώστε ο έµπιστος του αυτοκράτορα, ο Φραντζής, πρότεινε ότι ίσως θα ήταν φρόνιµο να τον διορίσουν πατριάρχη στη θέση του απόντα Γρηγορίου Μάµµα. Αλλά ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι ο Ισίδωρος δεν θα συµφωνούσε ποτέ σε κάτι τέτοιο. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος όµως, που είχε την περιφρόνηση των Λατίνων για τους Έλληνες, ήταν δυσαρεστηµένος. Απαίτησε ο αυτοκράτορας να συλλάβει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης και να διορίσει δικαστές για να τους καταδικάσουν. Ήταν µια ανόητη πρόταση, αφού το µόνο που θα έκανε θα ήταν να δηµιουργήσει µάρτυρες. Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε να καλέσει τα µέλη της σύναξης να τον συναντήσουν στο παλάτι, στις 15 Νοεµβρίου, για να εκθέσουν τις αντιρρήσεις τους. Μετά από αίτησή του συνέταξαν και υπέγραψαν ένα έγγραφο όπου ανέλυαν τους λόγους της άρνησής τους να αποδεχθούν την ένωση της Φλωρεντίας. Επαναλάµβαναν τη θεολογική διαφωνία τους µε τη διατύπωσή της σχετικά µε το Άγιο Πνεύµα, αλλά είπαν ότι θα δέχονταν µε ευχαρίστηση µια άλλη σύνοδο που θα συγκαλούνταν στην Κωνσταντινούπολη και στην οποία θα συµµετείχαν εξουσιοδοτηµένοι αντιπρόσωποι όλων των Ανατολικών Εκκλησιών. Το µόνο εµπόδιο γι' αυτό ήταν η κακή προαίρεση των Λατίνων. Προσέθεσαν ότι θα δέχονταν πίσω µε χαρά τον πατριάρχη Γρηγόριο εάν τους διαβεβαίωνε ότι συµµεριζόταν την πίστη τους. ∆εν είναι γνωστό εάν ο Γεννάδιος ήταν παρών στη συνάντηση µε τον αυτοκράτορα. ∆εν ήταν µεταξύ των δεκαπέντε που υπέγραψαν το έγγραφο, στους οποίους περιλαµβάνονταν πέντε επίσκοποι, τρεις υψηλόβαθµοι αξιωµατούχοι του πατριαρχείου και επτά ηγούµενοι και µοναχοί. Η στάση τους δεν ήταν παράλογη, εάν η ένωση δεν επρόκειτο να προκαλέσει ένα σχίσµα µεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και όλων των άλλων ορθόδοξων Εκκλησιών. Αλλά για τους πολιτικούς η ένωση µε τη ∆ύση, η οποία ίσως έφερνε υλική βοήθεια, είχε προτεραιότητα σε σχέση µε την ενότητα µε τις ανατολικές Εκκλησίες, οι οποίες δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια. Λίγες ηµέρες αργότερα συνέβη η καταβύθιση του βενετικού εµπορικού πλοίου από τα κανόνια του Ρούµελι Χισάρ. Ένα νέο κύµα πανικού σάρωσε την πόλη. Η ανάγκη για βοήθεια από τη ∆ύση φαινόταν πιο επείγουσα παρά ποτέ. Η παράταξη των ενωτικών ξανακέρδισε υποστηρικτές. Ο Γεννάδιος, φοβούµενος, όπως παραδέχθηκε, ότι η επιθυµία για βοήθεια θα εξαπλωνόταν σαν φωτιά σε δάσος, εξέδωσε άλλη ανακοίνωση, τονίζοντας µε έµφαση ότι η βοήθεια από τη ∆ύση σήµαινε ένωση. Σ' αυτήν επανέλαβε ότι τουλάχιστον εκείνος δεν θα επέτρεπε η πίστη του να κηλιδωθεί µε την ελπίδα της βοήθειας, η αποτελεσµατικότητα της οποίας ήταν πολύ αµφίβολη. Τα λόγια του διαβάστηκαν και σηµειώθηκαν. 54
Στις 12 ∆εκεµβρίου 1452 πραγµατοποιήθηκε στη µεγάλη µητρόπολη της του Θεού Σοφίας µια επίσηµη λειτουργία, παρουσία του αυτοκράτορα και της Αυλής. Στις προσευχές µνηµονεύθηκαν ο πάπας και ο απών πατριάρχης και διαβάστηκαν τα διατάγµατα της ένωσης της Φλωρεντίας. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, πρόθυµος να δείξει ότι οι Έλληνες συµπατριώτες του είχαν κερδηθεί στην υπόθεση, ανέφερε ότι η εκκλησία ήταν γεµάτη. Μόνο ο Γεννάδιος και άλλοι οκτώ µοναχοί απουσίαζαν. Άλλα όµως µέλη της οµάδας του παρουσίασαν µια διαφορετική εικόνα. Μεταξύ των Ελλήνων δεν υπήρχε ενθουσιασµός και γι' αυτό το λόγο λίγοι µπήκαν στη µητρόπολη, όπου επιτράπηκε να λειτουργήσουν µόνο ιερείς που είχαν δεχθεί την ένωση. Στον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο ακόµη και ο αυτοκράτορας φάνηκε χλιαρός και αδύναµος στις προσπάθειές του να επιβάλει την ένωση, ενώ ο Λουκάς Νοταράς ήταν, όπως νόµιζε, ανοικτά εχθρός της. Εάν ο Νοταράς πράγµατι έκανε την παρατήρηση που αναφέρεται συχνά, δηλαδή ότι προτιµούσε το σαρίκι του σουλτάνου από το καπέλο του καρδιναλίου, αυτή αναµφίβολα προκλήθηκε από ερεθισµό µε την αδιαλλαξία Λατίνων όπως ο Λεονάρδος οι οποίοι αρνούνταν να κατανοήσουν τις προσπάθειές του για συµφιλίωση. Μετά την ανακήρυξη της ένωσης δεν υπήρχε πια ανοικτή αντιπολίτευση. Ο Γεννάδιος παρέµεινε σιωπηλός στο κελλί του. Ο όγκος του λαού δέχθηκε το τετελεσµένο γεγονός µε σκυθρωπή παθητικότητα, αλλά λειτουργούνταν µόνο στις εκκλησίες των οποίων οι ιερείς ήταν αµόλυντοι. Ακόµη και αρκετοί από τους υποστηρικτές της ήλπιζαν ότι εάν η πόλη σωζόταν, το διάταγµα θα τροποποιείτο. Εάν την ένωση είχε ακολουθήσει σε σύντοµο διάστηµα η εµφάνιση πλοίων και στρατιωτών από τη ∆ύση, τα πρακτικά πλεονεκτήµατά της θα είχαν ίσως κερδίσει τη γενική υποστήριξη για λογαριασµό της. Οι Έλληνες, µε το δόγµα της Οικονοµίας κατά νου, θα µπορούσαν να αναλογιστούν ότι η εγκατάλειψη της πίστης στη θρησκεία τους θα αποζηµιωνόταν καλά από τη διατήρηση της χριστιανικής τους αυτοκρατορίας. Αλλά, όπως είχαν τα πράγµατα, είχαν πληρώσει το αντίτιµο που είχε ζητηθεί για τη ∆υτική βοήθεια και τους είχαν ξεγελάσει111.
55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Προετοιµασίες για την πολιορκία Στη διάρκεια των τελευταίων µηνών του 1452 ο σουλτάνος µελετούσε τα σχέδιά του. Κανείς, ούτε µεταξύ των υπουργών του, δεν ήξερε ακριβώς τις προθέσεις του. Θα ήταν άραγε ικανοποιηµένος τώρα που το φρούριό του στο Ρούµελι Χισάρ του εξασφάλιζε τον έλεγχο του Βοσπόρου και θα του επέτρεπε να αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη τόσο ολοκληρωτικά, ώστε εν καιρώ να αναγκασθεί να παραδοθεί; Έβαλε να του καταστρώσουν σχέδια για ένα υπέροχο νέο παλάτι στην Αδριανούπολη, σε ένα νησί στον ποταµό Έβρο. Μήπως αυτό σήµαινε ότι προς το παρόν δεν έκανε σκέψεις να µεταφέρει την κυβέρνηση του στην αρχαία αυτοκρατορική πρωτεύουσα; Έτσι ήλπιζε ο βεζίρης του ο Χαλήλ. Ο Χαλήλ, είτε έπαιρνε τακτικά δώρα από τους Έλληνες, όπως υποπτεύονταν γενικά, είτε όχι, αντιπαθούσε την ιδέα µιας εκστρατείας κατά της Κωνσταντινούπολης. Μια πολιορκία θα κόστιζε ακριβά και, εάν αποτύγχανε, η ταπείνωση του οθωµανικού κύρους θα ήταν καταστροφική. Επιπλέον στην παρούσα κατάστασή της η Κωνσταντινούπολη ήταν πολιτικά ανίσχυρη και εµπορικά εξυπηρετική. Ο Χαλήλ είχε τους υποστηρικτές του µεταξύ άλλων παλιών υπουργών του Μουράτ. Υπήρχε όµως ένα δραστήριο κόµµα αντίθετο σ' αυτόν, επικεφαλής του οποίου ήταν στρατιωτικοί, όπως ο Ζαγανός και ο Τουραχάν πασάς, µε τον ευνούχο Σεχαµπεντίν πίσω τους, και σ' εκείνους έδινε προσοχή ο σουλτάνος112. Ο ίδιος ο Μωάµεθ περνούσε πολλές νύχτες αγρύπνιας εκείνο το χειµώνα καθώς σκεφτόταν την εκστρατεία του. Λέγεται ότι µπορούσε κανείς να τον δει τα µεσάνυχτα να βηµατίζει στους δρόµους της Αδριανούπολης ντυµένος σαν απλός στρατιώτης, και ότι όποιος τον αναγνώριζε και τον χαιρετούσε θανατωνόταν αµέσως. Μία νύκτα, περίπου στη δεύτερη αλλαγή της φρουράς, διέταξε ξαφνικά να φέρουν ενώπιόν του το Χαλήλ. Ο γέρο-βεζίρης ήλθε τρέµοντας, φοβούµενος ότι θα άκουγε την αποποµπή του. Προκειµένου να εξευµενίσει τον κύριό του πήρε µαζί του ένα πιάτο που είχε γεµίσει βιαστικά µε χρυσά νοµίσµατα. «Τι είναι αυτό δάσκαλέ µου;», ρώτησε ο σουλτάνος. Ο Χαλήλ µουρµούρισε ότι συνηθιζόταν οι υπουργοί που καλούνταν ξαφνικά σε ακρόαση να φέρνουν δώρα. Ο Μωάµεθ παραµέρισε το πιάτο. ∆εν χρειαζόταν τέτοια δώρα. «Θέλω µόνο ένα πράγµα», φώναξε. «∆ώσε µου την Κωνσταντινούπολη». Στη συνέχεια αποκάλυψε ότι τελικά είχε πάρει την απόφασή του. Θα έκανε επίθεση στην πόλη το συντοµότερο δυνατό. Ο Χαλήλ, νευρικός και αποκαρδιωµένος, υποσχέθηκε την πιστή του υποστήριξη113. Λίγες ηµέρες αργότερα, περί τα τέλη Ιανουαρίου, ο σουλτάνος συγκέντρωσε όλους τους υπουργούς του και τους εκφώνησε ένα µακρύ λόγο στον οποίο τους υπενθύµισε τα επιτεύγµατα των προγόνων τους. Αλλά, δήλωσε, η τουρκική αυτοκρατορία δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής εάν δεν κατείχε την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί µπορεί να ήταν αδύναµοι, αλλά αυτό δεν είχε σηµασία, αφού είχαν αποδείξει πόσο καλά µπορούσαν να συνωµοτούν µε τους εχθρούς των Τούρκων, ενώ λόγω της αδυναµίας τους θα µπορούσαν να παραδώσουν την πόλη στα χέρια των συµµάχων τους οι οποίοι δεν θα ήταν τόσο αναποτελεσµατικοί. Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν απόρθητη. Οι προηγούµενες πολιορκίες είχαν αποτύχει για άσχετους λόγους. Τώρα όµως είχε έλθει η ώρα. Η πόλη σπαρασσόταν 56
από θρησκευτικές έριδες. Οι Ιταλοί ήταν αφερέγγυοι ως σύµµαχοι, και πολλοί από αυτούς ήταν προδότες. Επιπλέον, οι Τούρκοι ήταν επιτέλους κυρίαρχοι των θαλασσών. Για τον εαυτό του είπε ότι, εάν δεν ήταν σε θέση να κυβερνά µια αυτοκρατορία στην οποία θα περιλαµβανόταν η Κωνσταντινούπολη, θα προτιµούσε να µην κυβερνά καµία αυτοκρατορία. Το ακροατήριό του ταράχθηκε. Ακόµη κι εκείνοι στο συµβούλιό του που δεν ενέκριναν τις προθέσεις του δεν τόλµησαν να εκφράσουν τις ανησυχίες τους. Οµόφωνα οι υπουργοί του ακολούθησαν τη γνώµη του και ψήφισαν υπέρ του πολέµου114. Μόλις εγκρίθηκε ο πόλεµος ο σουλτάνος διέταξε το στρατιωτικό διοικητή των ευρωπαϊκών επαρχιών, το Νταγί Καρατζά µπέη, να συγκεντρώσει ένα στρατό και να επιτεθεί στις βυζαντινές πόλεις και τα πολίσµατα στα παράλια της Θράκης. Οι πόλεις των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, η Μεσηµβρία, η Αγχίαλος και η Βιζύη, παραδόθηκαν αµέσως κι έτσι απέφυγαν τη λεηλασία. Μερικές όµως πόλεις στα παράλια της Προποντίδας, όπως η Σηλυβρία και η Πέρινθος, προσπάθησαν να αντισταθούν. Καταλήφθηκαν εξ εφόδου, λεηλατήθηκαν και οι οχυρώσεις τους κατεδαφίστηκαν115. Ήδη τον προηγούµενο Οκτώβριο ο Τουραχάν µπέης και οι γιοι του είχαν στρατοπεδεύσει στον Ισθµό της Κορίνθου για να κάνουν επιδροµές στην Πελοπόννησο και µ' αυτό τον τρόπο να απασχολούν τους αδελφούς του αυτοκράτορα ώστε να µην µπορέσουν ποτέ να του στείλουν βοήθεια116. Στο λόγο του προς το συµβούλιο ο σουλτάνος είχε τονίσει µε έµφαση ότι τώρα είχε την κυριαρχία στη θάλασσα. Οι προηγούµενες απόπειρες εναντίον της πόλης είχαν γίνει µόνο από την ξηρά. Οι Βυζαντινοί είχαν πάντα τη δυνατότητα να ανεφοδιάζονται από τη θάλασσα και, µέχρι πρόσφατα, οι Τούρκοι ήταν υποχρεωµένοι να µισθώνουν χριστιανικά πλοία για τη µεταφορά των στρατών τους µεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας. Ο Μωάµεθ ήταν αποφασισµένος αυτό να το αλλάξει. Στη διάρκεια του Μαρτίου του 1453 πλοία κάθε είδους άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Καλλίπολη. Ήταν παλιά πλοία πολλά από τα οποία είχαν επισκευαστεί και ξανακαλαφατιστεί. Πολύ περισσότερα όµως ήταν νέα, τα οποία είχαν ναυπηγηθεί βιαστικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων µηνών σε ναυπηγεία πόλεων στα παράλια του Αιγαίου. Υπήρχαν τριήρεις, στις οποίες, αντίθετα από τις αρχαίες τριήρεις, οι πάγκοι ήταν όλοι σε ένα επίπεδο. Κάθε σειρά, τοποθετηµένη σε µια κάπως λοξή γωνία προς την πλευρά του πλοίου, περιλάµβανε τρεις κωπηλάτες, καθέναν µε ένα κοντό κουπί στο δικό του σκαρµό, αλλά και µε τα τρία να προεξέχουν µέσα από το ίδιο άνοιγµα. Το πλοίο ήταν χαµηλά στο νερό και είχε δύο κατάρτια, ενώ τα πανιά χρησιµοποιούνταν όταν ο άνεµος ήταν ευνοϊκός. Υπήρχαν διήρεις, κάπως µικρότερα πλοία µε ένα κατάρτι, στα οποία οι κωπηλάτες κάθονταν σε ζεύγη σε κάθε πλευρά. Υπήρχαν και φούστες, µακριά πλοία, ελαφρύτερα από τις διήρεις και γρηγορότερα, µε µονούς κωπηλάτες σε κάθε πλευρά µπροστά από το κατάρτι και ζεύγη πίσω απ' αυτό. Υπήρχαν γαλέρες, όρος που χρησιµοποιείτο συχνά µε ευρεία έννοια για να δηλώσει οποιοδήποτε µεγάλο πλοίο, τριήρη, διήρη ή ιστιοφόρο χωρίς κωπηλάτες, αλλά ο οποίος από τεχνικής πλευράς δήλωνε ένα µεγάλο πλοίο, ψηλότερο από το νερό, µε ένα µόνο κρηπίδωµα για µακριά κουπιά. Υπήρχαν επίσης και παραντάρια, βαριές µαούνες µε πανιά που χρησιµοποιούνταν για µεταφορές117. Το µέγεθος της σουλτανικής αρµάδας παραδίδεται κατά ποικίλους τρόπους. Τα µεγέθη που παραδίδονται από τους Βυζαντινούς ιστορικούς είναι υπερβολικά διογκωµένα. Αλλά από τις µαρτυρίες 57
των Ιταλών ναυτικών που παρευρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι περιλάµβανε έξι τριήρεις και δέκα διήρεις, περίπου δεκαπέντε γαλέρες µε κουπιά, περίπου εβδοµηνταπέντε φούστες και είκοσι παραντάρια, µαζί µε έναν αριθµό από καΐκια και κότερα, που χρησιµοποιούνταν κυρίως για τη µεταφορά µηνυµάτων. Επικεφαλής του τέθηκε ο κυβερνήτης της Καλλίπολης, ο βουλγαρικής καταγωγής εξωµότης Σουλεϊµάν Μπαλτόγλου. Οι κωπηλάτες και οι ναύτες ήταν κατά ένα µέρος φυλακισµένοι ή σκλάβοι, πολλοί όµως ήταν εθελοντές που είχαν δελεαστεί από γενναιόδωρους µισθούς. Ο σουλτάνος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το διορισµό των αξιωµατικών, θεωρώντας ότι ο στόλος του είχε ακόµη µεγαλύτερη σπουδαιότητα από το στρατό του118. Περί τα τέλη Μαρτίου αυτή η αρµάδα ανέβηκε τα ∆αρδανέλλια προς την Προποντίδα, προς κατάπληξη των Χριστιανών, Ελλήνων και Ιταλών. Μέχρι εκείνη τη στιγµή δεν είχαν συνειδητοποιήσει την ισχύ των ναυτικών δυνάµεων του σουλτάνου119. Ενώ ο στόλος περιπολούσε στην Προποντίδα ο τουρκικός στρατός συγκεντρωνόταν στη Θράκη. Όπως και µε το ναυτικό, ο σουλτάνος επέβλεψε ο ίδιος τον εξοπλισµό του. Κατά τη διάρκεια του χειµώνα σε όλη την έκταση των κτήσεών του εργάζονταν οπλουργοί, κατασκευάζοντας ασπίδες, κράνη, θώρακες, ακόντια, σπαθιά
και
βέλη, ενώ µηχανικοί
κατασκεύαζαν βαλλίστρες και
πολιορκητικούς κριούς. Η επιστράτευση ήταν γρήγορη αλλά πλήρης. Συγκεντρώθηκαν συντάγµατα από κάθε επαρχία, αλλά και όλοι οι στρατιώτες που ήταν στα τιµάριά τους µε άδεια. Οι άτακτοι κατατάχθηκαν κατά χιλιάδες. Μόνο οι φρουρές που ήταν απαραίτητες για την προστασία των συνόρων και την αστυνόµευση των επαρχιών έµειναν πίσω, όπως και οι δυνάµεις που διατηρούσε ο Τουραχάν στην Ελλάδα. Το µέγεθος του στρατού προκαλούσε δέος. Οι Έλληνες δήλωσαν ότι στο στρατόπεδο του σουλτάνου είχαν συγκεντρωθεί τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες άνδρες, ενώ ακόµη και οι πιο νηφάλιοι Βενετοί µιλούσαν για εκατόν πενήντα χιλιάδες άνδρες. Πιθανότατα, κρίνοντας από τις τουρκικές πηγές, τα τακτικά στρατεύµατα αριθµούσαν περίπου ογδόντα χιλιάδες, εκτός από τους ατάκτους, τους βαζιβουζούκους, που ίσως προσέθεταν άλλους είκοσι χιλιάδες, και τους µη µάχιµους που ακολουθούσαν το στρατό, από τους οποίους πρέπει να υπήρχαν αρκετές χιλιάδες. Την τιµητική θέση κατείχαν τα συντάγµατα των γενιτσάρων. Μετά την αναδιοργάνωσή τους από το σουλτάνο Μουράτ, περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα, αριθµούσαν δώδεκα χιλιάδες, από τους οποίους ένα µικρό ποσοστό ήταν τεχνικοί ή δηµόσιοι υπάλληλοι και οι φύλακες σκύλων και ιερακοτρόφοι τους οποίους είχε προσθέσει ο ίδιος ο Μωάµεθ. Αυτή την εποχή κάθε γενίτσαρος είχε χριστιανική καταγωγή, αλλά είχε ανατραφεί από την παιδική του ηλικία ως ευσεβής Μωαµεθανός, θεωρώντας το σύνταγµά του ως οικογένειά του και το σουλτάνο ως διοικητή και πατέρα του. Λίγοι γενίτσαροι ίσως και να θυµούνταν τις οικογένειές τους και να έκαναν περιστασιακές πράξεις καλοσύνης απέναντί τους, αλλά ο φανατισµός τους για την πίστη ήταν αναµφισβήτητος και η πειθαρχία τους υπέροχη. Στο παρελθόν δεν είχαν εγκρίνει ιδιαίτερα το Μωάµεθ, αλλά δέχθηκαν µε προθυµία µια εκστρατεία εναντίον των απίστων120. Αυτός καθεαυτός ο στρατός ήταν εντυπωσιακός. Ακόµη πιο ανησυχητικές ήταν οι ολοκαίνουργες µηχανές
µε
τις
οποίες
ήταν εφοδιασµένος. Η
απόφαση του Μωάµεθ
να
επιτεθεί
στην
Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1453 οφειλόταν σε µεγάλο βαθµό στους πρόσφατους θριάµβους 58
των κατασκευαστών των πυροβόλων του. Τα κανόνια είχαν χρησιµοποιηθεί στην Ευρώπη για περισσότερο από εκατό χρόνια, αφότου ένας Γερµανός καλόγερος ονόµατι Σβαρτς είχε κατασκευάσει ένα κανόνι τα βλήµατα του οποίου προωθούνταν µε µπαρούτι*. Η αξία των κανονιών σε πολιορκίες έγινε αντιληπτή γρήγορα, αλλά οι δοκιµές των Γερµανών στην πολιορκία του Τσιβιντάλε στη βόρειο Ιταλία, το 1321, και των Άγγλων στο Καλαί, το 1347, δεν ήταν πολύ επιτυχηµένες. Τα κανόνια δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να προξενήσουν φθορές σε συµπαγείς τοιχοποιίες. Για τα επόµενα εκατό χρόνια το νέο όπλο χρησιµοποιήθηκε κυρίως για το διασκορπισµό των εχθρικών στρατευµάτων στο πεδίο της µάχης ή για την καταστροφή ελαφρών οδοφραγµάτων. Οι Βενετοί είχαν αποπειραθεί να χρησιµοποιήσουν κανόνια σε ναυτικές συγκρούσεις, εναντίον των Γενοβέζων το 1377121. Αλλά τα πλοία της εποχής δεν µπορούσαν να σηκώσουν το βάρος βαριών µηχανών και τα βλήµατα που εκτοξεύονταν από τα ναυτικά κανόνια της περιόδου σπάνια ήταν αρκετά ισχυρά για να βυθίσουν ένα πλοίο, αν και µπορούσαν να προκαλέσουν σηµαντικές ζηµιές. Ο σουλτάνος Μωάµεθ του οποίου το ενδιαφέρον για τις επιστήµες είχε υποκινηθεί από το γιατρό του, τον Ιταλοεβραίο Ιάκωβο από τη Γαέτα, είχε επίγνωση της σηµασίας του πυροβολικού. Στις αρχές της βασιλείας του είχε διατάξει τα χυτήριά του να πειραµατιστούν µε την παραγωγή µεγαλύτερων κανονιών122. Το καλοκαίρι του 1452 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος µηχανικός ονόµατι Ουρβανός και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όµως δεν µπορούσε να του πληρώσει το µισθό που εκείνος πίστευε ότι του άξιζε, ούτε µπορούσε να του προµηθεύσει τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν. Έτσι ο Ουρβανός έφυγε από την πόλη και προσέγγισε το σουλτάνο. Έγινε αµέσως δεκτός σε ακρόαση και ανακρίθηκε. Μόλις δήλωσε ότι µπορούσε να κατασκευάσει ένα κανόνι που θα συνέτριβε τα τείχη και της ίδιας της Βαβυλώνας, του προσφέρθηκε µισθός τετραπλάσιος από εκείνον που ήταν διατεθειµένος να δεχθεί και του προµήθευσαν όλη την τεχνική υποστήριξη που χρειαζόταν. Μέσα σε τρεις µήνες κατασκεύασε το τεράστιο κανόνι που έβαλε ο σουλτάνος επάνω στα τείχη του κάστρου του στο Ρούµελι Χισάρ και το οποίο βύθισε το πλοίο που είχε αποπειραθεί να διασπάσει τον αποκλεισµό. Στη συνέχεια ο Μωάµεθ τον διέταξε να κατασκευάσει ένα κανόνι µε διπλάσιο µέγεθος από το πρώτο. Αυτό χυτεύθηκε στην Αδριανούπολη και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο. Το µέγεθος της κάνης του υπολογίζεται ότι ήταν σαράντα πιθαµές, δηλαδή είκοσι έξι πόδια και οκτώ ίντσες. Το πάχος του µπρούντζου γύρω από το σωλήνα ήταν µια πιθαµή, δηλαδή οκτώ ίντσες, και η περιφέρεια του σωλήνα τέσσερις ίντσες στο πίσω µέρος, όπου έµπαινε το µπαρούτι, και δώδεκα πιθαµές στο µπροστινό µισό, όπου έµπαιναν τα βλήµατα*. Τα βλήµατα λέγεται ότι ζύγιζαν εξακόσια δώδεκα κιλά. Μόλις ετοιµάστηκε µια οµάδα από επτακόσιους άνδρες στους οποίους είχε ανατεθεί η φροντίδα του το τοποθέτησε επάνω σε ένα κάρο που το έσερναν δεκαπέντε ζευγάρια βοδιών. Το έσυραν µε κάποια δυσκολία µέχρι τη συνοικία του παλατιού του Μωάµεθ, όπου θα δοκιµαζόταν η δύναµή του. Οι πολίτες της Αδριανούπολης προειδοποιήθηκαν ότι θα ακουγόταν ένας τροµακτικός θόρυβος και ότι δεν έπρεπε να πανικοβληθούν. Πράγµατι, όταν ανάφτηκε το φυτίλι και πυροδοτήθηκε το πρώτο βλήµα, η αντήχηση ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων και το βλήµα εξακοντίστηκε στον αέρα για ένα µίλι και χώθηκε έξι πόδια µέσα στη γη*. Ο Μωάµεθ ενθουσιάστηκε. ∆ιακόσιοι άνδρες στάλθηκαν να ισοπεδώσουν το δρόµο που οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη και να
59
ενισχύσουν τις γέφυρες, και το Μάρτιο το κανόνι άρχισε το ταξίδι του, συρόµενο από εξήντα βόδια, µε διακόσιους άνδρες να βαδίζουν πλάι του για να κρατούν σταθερό το κάρο του κανονιού. Στο µεταξύ υπό τις οδηγίες του Ουρβανού τα χυτήρια παρήγαγαν κι άλλα κανόνια, αν και κανένα δεν επρόκειτο να είναι τόσο τεράστιο ή τόσο διάσηµο όσο εκείνο το τέρας123. Σε όλη τη διάρκεια του Μαρτίου ο µεγάλος στρατός του σουλτάνου κινήθηκε κατά τµήµατα µέσω της Θράκης προς το Βόσπορο. Η ικανοποίηση όλων των αναγκών µιας τόσο τεράστιας στρατιάς δεν ήταν εύκολη. Όλα όµως είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά. Η πειθαρχία ήταν καλή και το ηθικό των στρατευµάτων πολύ ψηλό. Κάθε Μωαµεθανός πίστευε ότι ο ίδιος ο προφήτης θα φύλαγε µια ιδιαίτερη θέση στον παράδεισο για τον πρώτο στρατιώτη που θα κατόρθωνε να µπει στην αρχαία χριστιανική πρωτεύουσα. «Θα κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη», είχε δηλώσει η παράδοση. «∆όξα στον ηγεµόνα και στο στρατό που θα το κατορθώσει». Μια άλλη παράδοση, την οποία οι ιεροκήρυκες προσάρµοσαν ώστε να ταιριάζει µε την περίσταση, έλεγε ότι ο Προφήτης ρώτησε τους µαθητές του: «Έχετε ακούσει για µια πόλη η µία πλευρά της οποίας είναι στεριά και οι δύο άλλες θάλασσα; Η ώρα της κρίσεως δεν θα σηµάνει µέχρις ότου την καταλάβουν εβδοµήντα χιλιάδες γιοι του Ισαάκ». Για τον ενθουσιασµό του ίδιου του σουλτάνου δεν µπορούσε να υπάρξει αµφιβολία. Τον είχαν ακούσει πολλές φορές να δηλώνει την απόφασή του να είναι ο ηγεµόνας που θα πετύχαινε αυτό τον υπέρτατο θρίαµβο για το Ισλάµ124. Ο ίδιος έφυγε από την Αδριανούπολη στις 23 Μαρτίου. Στις 5 Απριλίου έφθασε µε τα τελευταία αποσπάσµατα του στρατού έξω από τα τείχη της πόλης125. Μέσα στην πόλη η ατµόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική. Η θέα του τεράστιου τουρκικού στόλου που περιπολούσε την Προποντίδα και των τεράστιων κανονιών, µε προεξάρχον το τέρας του Ουρβανού, να κινούνται µε θόρυβο προς τα χερσαία τείχη, έδειξε στους πολίτες τι µπορούσαν να περιµένουν. Συνέβησαν ένας ή δύο µικροσεισµοί και µερικές καταρρακτώδεις βροχές, και όλα ερµηνεύθηκαν ως κακοί οιωνοί, ενώ άνδρες και γυναίκες θυµόντουσαν όλες τις προφητείες που προέλεγαν το τέλος της αυτοκρατορίας και την έλευση του Αντιχρίστου126. Ωστόσο, παρά την αίσθηση απελπισίας, δεν έλειπε το θάρρος. Ακόµη και οι διανοούµενοι που αναρωτιόντουσαν κατά πόσο τελικά η ενσωµάτωση στην τουρκική αυτοκρατορία θα αποδεικνυόταν λιγότερο επιβλαβής για τον ελληνικό λαό από την παρούσα κατάσταση διχασµού, φτώχειας και αδυναµίας, έλαβαν µέρος µε όλη τους την καρδιά στις προετοιµασίες για την άµυνα. Σε όλη τη διάρκεια των χειµερινών µηνών µπορούσε κανείς να δει άνδρες, αλλά και γυναίκες, να επισκευάζουν τα τείχη και να καθαρίζουν τις τάφρους, µε τον αυτοκράτορα να τους ενθαρρύνει. Όλα τα όπλα µέσα στην πόλη συγκεντρώθηκαν για να αναδιανεµηθούν όπου θα υπήρχε η µεγαλύτερη ανάγκη. Τοποθετήθηκε κατά µέρος ένα χρηµατικό ποσό για την αντιµετώπιση των ειδικών δαπανών, στο οποίο συνέβαλαν όχι µόνο η πολιτεία, αλλά και εκκλησίες, µοναστήρια και ιδιώτες. Υπήρχε ακόµη σηµαντικός πλούτος στην πόλη, και µερικοί Ιταλοί πίστευαν ότι ορισµένοι Έλληνες θα µπορούσαν να είχαν συνεισφέρει περισσότερα. Αλλά στην πραγµατικότητα δεν υπήρχε τόσο πολύ ανάγκη χρηµάτων όσο ανθρώπινου δυναµικού, οπλισµού και εφοδίων, και τώρα το χρήµα δεν µπορούσε να τα αγοράσει127. Ο αυτοκράτορας έκανε ό,τι µπορούσε. Το φθινόπωρο του 1452 είχαν σταλεί πρεσβευτές στην Ιταλία για να παρακαλέσουν για επείγουσα βοήθεια. Η ανταπόκριση ήταν πενιχρή128. Μια νέα πρεσβεία 60
στάλθηκε στη Βενετία, αλλά στις 16 Νοεµβρίου η Γερουσία απάντησε ότι ήταν πραγµατικά στεναχωρηµένη µε τα νέα από την Ανατολή, και ότι, εάν ο πάπας και άλλες δυνάµεις επρόκειτο να αναλάβουν δράση, θα συνεργαζόταν και η ίδια µε ευχαρίστηση. Οι Βενετοί δεν είχαν µάθει ακόµη την τύχη της γαλέρας του Ρίτζο την προηγούµενη εβδοµάδα, αλλά ακόµη και αυτά τα νέα και τα επείγοντα µηνύµατα από τη βενετική παροικία της Κωνσταντινούπολης δεν µπορούσαν να τους εξωθήσουν να αναλάβουν αποφασιστική δράση129. Ένας απεσταλµένος που στάλθηκε τον ίδιο µήνα στη Γένοβα έλαβε την υπόσχεση για ένα πλοίο, ενώ η κυβέρνηση προσφέρθηκε να κάνει έκκληση για περισσότερη βοήθεια στο βασιλιά της Γαλλίας και στη δηµοκρατία της Φλωρεντίας. Οι υποσχέσεις του βασιλιά Αλφόνσου της Αραγωνίας ήταν ακόµη πιο αόριστες, αλλά έδωσε άδεια στους Βυζαντινούς πρεσβευτές να συγκεντρώσουν σιτάρι και άλλα τρόφιµα στη Σικελία για µεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Όταν άρχισε η πολιορκία ήταν απασχοληµένοι µε το έργο τους και δεν ξαναείδαν ποτέ πια την πατρίδα τους. Ο πάπας Νικόλαος ήταν πρόθυµος να βοηθήσει αλλά ήταν απρόθυµος να δεσµευθεί υπερβολικά µέχρις ότου βεβαιωνόταν ότι η ένωση των Εκκλησιών είχε πραγµατικά επιτευχθεί. Εξάλλου δεν µπορούσε να κάνει πολλά χωρίς τους Βενετούς. Επιπλέον η προσοχή του είχε αποσπασθεί από µια εξέγερση στη Ρώµη, τον Ιανουάριο του 1453. Μέχρι την αποκατάσταση της ειρήνης στην πόλη δεν µπορούσε να σκεφθεί για δράση στο εξωτερικό130. Οι επιστολές που ανταλλάχθηκαν µεταξύ της Ρώµης και της Βενετίας αποτελούν δυσάρεστο ανάγνωσµα. Οι Βενετοί δεν ξεχνούσαν ότι η παποσύνη εξακολουθούσε να τους οφείλει χρήµατα για την ενοικίαση των γαλερών το 1444, ενώ ο πάπας δεν εµπιστευόταν την καλή διάθεση των Βενετών. Μόνο στις 19 Φεβρουαρίου 1453, λαµβάνοντας τα τελευταία νέα από την Ανατολή, η βενετική Γερουσία αποφάσισε να στείλει αµέσως στην Κωνσταντινούπολη δύο µεταγωγικά, καθένα µε τετρακόσιους άνδρες, και να διατάξει δεκαπέντε γαλέρες οι οποίες τώρα επανεξοπλίζονταν, να τα ακολουθήσουν µόλις ήταν έτοιµες. Μετά από πέντε ηµέρες η Γερουσία ψήφισε ένα διάταγµα µε το οποίο επιβάλλονταν ειδικοί φόροι στους εµπόρους που ασχολούνταν µε το εµπόριο της Ανατολής για να καλυφθούν τα έξοδα αυτού του στολίσκου. Την ίδια ηµέρα στάλθηκαν επιστολές στον πάπα, στον αυτοκράτορα της ∆ύσης και στους βασιλείς της Ουγγαρίας και της Αραγωνίας, αναφέροντας ότι, εάν δεν έστελναν αµέσως βοήθεια, η Κωνσταντινούπολη ήταν καταδικασµένη. Παρά ταύτα στις 2 Μαρτίου η Γερουσία εξακολουθούσε να συζητά την οργάνωση αυτού του στολίσκου. Αποφασίστηκε να τεθεί υπό την ηγεσία του Αλβίζο Λόνγκο, αλλά υπό την ανώτατη διοίκηση του αρχιναύαρχου Τζιάκοµο Λορεντάν. Μία εβδοµάδα αργότερα ψηφίστηκε άλλη µια απόφαση στη Γερουσία, που συνιστούσε τη µέγιστη δυνατή ταχύτητα. Αλλά οι ηµέρες περνούσαν και δεν γινόταν τίποτα. Στις αρχές Απριλίου έφθασαν τελικά επιστολές από τη Ρώµη, όπου αναφερόταν η πρόθεση του πάπα να στείλει πέντε γαλέρες στην Ανατολή. Μια απάντηση από τη Βενετία, µε ηµεροµηνία 10 Απριλίου, συνέχαιρε τους καρδιναλίους γι' αυτή την απόφαση αλλά τους υπενθύµιζε την προηγούµενη αµέλεια του πάπα να εξοφλήσει τα χρέη του. Προσέθετε ότι, σύµφωνα µε τις τελευταίες πληροφορίες από την Κωνσταντινούπολη, υπήρχε τώρα πιο επείγουσα ανάγκη για τρόφιµα παρά για άνδρες, και υπενθύµιζε στη Ρώµη, κάπως καθυστερηµένα, ότι τα πλοία θα έπρεπε να φθάσουν στα ∆αρδανέλλια πριν από τις 31 Μαρτίου, καθώς µετά από τότε οι βόρειοι άνεµοι καθιστούσαν τη διάβαση των Στενών πιο
61
δύσκολη. Η αναχώρηση του βενετικού στολίσκου αποφασίστηκε τελικά για τις 17 Απριλίου, αλλά και τότε υπήρξαν νέες καθυστερήσεις και αναβολές. Όταν τελικά τα πλοία απέπλευσαν από τη Βενετία, η Κωνσταντινούπολη τελούσε υπό πολιορκία ήδη επί δεκαπέντε ηµέρες131. Ο πάπας Νικόλαος ανησυχούσε ειλικρινά γι' αυτές τις καθυστερήσεις. Είχε ήδη αγοράσει µε προσωπικά του έξοδα ένα φορτίο όπλων και τροφίµων. Το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη µε τρία γενοβέζικα πλοία, που απέπλευσαν περί τα τέλη Μαρτίου132. Καµία άλλη κυβέρνηση δεν έδωσε προσοχή στις εκκλήσεις του αυτοκράτορα. Με την ελπίδα να προσελκύσει Γενοβέζους εµπόρους να φέρουν τρόφιµα στην πόλη, είχε ανακοινώσει ότι οι εισαγωγές θα ήταν αδασµολόγητες. Αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Οι αρχές της Γένοβας επέµεναν σε µια πολιτική διφορούµενης ουδετερότητας. Υπήρχε η ελπίδα ότι εκείνος ο σπουδαίος Χριστιανός πολέµαρχος, ο Ιωάννης Ουνυάδης, ο αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, θα εκµεταλλευόταν µια στιγµή κατά την οποία οι Τούρκοι είχαν σχεδόν απογυµνώσει από στρατεύµατα το σύνορο του ∆ούναβη. Αλλά οι Ούγγροι είχαν συντριβεί από τις καταστροφές στο τέλος της βασιλείας του Μουράτ, ενώ και ο ίδιος ο Ουνυάδης βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ο κηδεµονευόµενός του, ο βασιλιάς Λαδίσλαος Ε', είχε ενηλικιωθεί στις 14 Φεβρουαρίου και δυσανασχετούσε µε την κηδεµονία του. Κανείς από τους Ορθόδοξους ηγεµόνες δεν µπορούσε να προσφέρει βοήθεια133. Ο µεγάλος πρίγκιπας της Ρωσίας ήταν πάρα πολύ µακριά και είχε τα δικά του προβλήµατα. Είχαν γίνει εκκλήσεις σ' αυτόν, αλλά µάταια134. Εξάλλου η Ρωσία είχε σοκαριστεί βαθιά από την ανακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών. Οι ηγεµόνες της Μολδαβίας, Πέτρος Γ' και Αλέξανδρος Β', τσακώνονταν µεταξύ τους. Ο ηγεµόνας της Βλαχίας, ο Λαδίσλαος Β', ήταν υποτελής του σουλτάνου και οπωσδήποτε δεν θα κινούνταν εναντίον του χωρίς τη βοήθεια της Ουγγαρίας135. Ο δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος ήταν ακόµη πιο πειθαρχικός υποτελής και έστειλε ακόµη και ένα στρατιωτικό σώµα για να ενωθεί µε το στρατό του Μωάµεθ. Οι Σέρβοι πολέµησαν γενναία για τον επικυρίαρχό τους, παρά τη συµπάθεια που αισθάνονταν για τους οµοθρήσκους τους στην Κωνσταντινούπολη136. Στην Αλβανία ο Σκεντέρµπεης εξακολουθούσε να αποτελεί ένα αγκάθι στα πλευρά του σουλτάνου, αλλά οι σχέσεις του µε τους Βενετούς ήταν κακές και οι Τούρκοι είχαν υποκινήσει αντίζηλους φυλάρχους εναντίον του. Κανείς από τους ηγεµόνες του Αιγαίου και τους Ιωαννίτες ιππότες δεν ήταν σε θέση να επέµβει, παρά µόνο ως µέλος ενός µεγάλου συνασπισµού. Τους δεσπότες του Μορέα κρατούσαν υπό έλεγχο οι δυνάµεις του Τουραχάν µπέη. Ο βασιλιάς της Γεωργίας και ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας αντιµετώπιζαν ο καθένας τους µεγάλες δυσκολίες να υπερασπιστούν τα σύνορά τους. Οι εµίρηδες της Ανατολίας, όσο κι αν δυσφορούσαν µε το σουλτάνο, είχαν λάβει πολύ πρόσφατα µια γεύση της δύναµης του ώστε να κινηθούν πάλι εναντίον του τόσο σύντοµα137. Και όµως, αν και οι κυβερνήσεις επέδειξαν αµέλεια, υπήρξαν άνδρες πρόθυµοι να πολεµήσουν για τη χριστιανοσύνη στην Κωνσταντινούπολη. Η βενετική παροικία στην πόλη προσέφερε αµέριστη υποστήριξη στον αυτοκράτορα. Σε µια συνάντηση στην οποία παρευρέθηκαν ο Κωνσταντίνος, το συµβούλιό του και ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ο Βενετός βάιλος, ο Τζιρόλαµο Μινόττο, δεσµεύθηκε να συµµετάσχει πλήρως στην άµυνα και να µεριµνήσει ώστε κανένα βενετικό πλοίο να µη φύγει από το λιµάνι χωρίς άδεια. Εγγυήθηκε επίσης ότι θα στελλόταν ένας στολίσκος από τη Βενετία και έγραψε 62
επειγόντως εκεί ζητώντας άµεση βοήθεια. ∆ύο Βενετοί κυβερνήτες εµπορικών πλοίων, ο Γκαµπριέλε Τρεβιζάνο και ο Αλβίζο Ντιέντο, των οποίων τα πλοία είχαν αγκυροβολήσει στον Κεράτιο κατά την επιστροφή τους από ένα ταξίδι στον Εύξεινο Πόντο, υποσχέθηκαν να παραµείνουν και να συµµετάσχουν στον αγώνα. Συνολικά έξι βενετικά πλοία και τρία από τη βενετική αποικία της Κρήτης κρατήθηκαν στο λιµάνι µε τη συναίνεση των κυβερνητών τους και µετατράπηκαν σε πολεµικά, «για την τιµή του Θεού και την τιµή όλης της χριστιανοσύνης», όπως είπε υπερήφανα ο Τρεβιζάνο στον αυτοκράτορα. Μεταξύ των Βενετών που δεσµεύθηκαν να υπερασπιστούν οι ίδιοι τη µεγάλη πόλη την οποία οι πρόγονοί τους είχαν λεηλατήσει πριν από δυόµισι αιώνες ήταν πολλοί που έφεραν τα πιο επιφανή επώνυµα της ∆ηµοκρατίας, Κορνάρο, Μοτσενίγο, Κονταρίνι και Βενιέρ. Όλοι τους επρόκειτο να καταγραφούν σε ένα τιµητικό πίνακα που συντάχθηκε από το συµπατριώτη τους, το ναυτικό γιατρό Νικολό Μπάρµπαρο, του οποίου το απέριττο ηµερολόγιο παρέχει πιθανόν την πιο έντιµη περιγραφή της πολιορκίας138. Αυτοί οι Βενετοί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους επειδή βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όταν άρχισε ο πόλεµος και ήταν πολύ έντιµοι και υπερήφανοι για να δραπετεύσουν. Υπήρχαν όµως και Γενοβέζοι που ντρέπονταν για τη δειλία της κυβέρνησής τους και οι οποίοι ήλθαν µε τη θέλησή τους από την Ιταλία για να πολεµήσουν για τη χριστιανοσύνη. Μεταξύ τους ήταν ο Μαουρίτσιο Καττανέο, οι δύο αδελφοί Τζερόνιµο και Λεονάρντο ντι Λανγκάσκο, και οι τρεις αδελφοί Μποκκιάρντι, ο Πάολο, ο Αντώνιος και ο Τρωίλος, οι οποίοι εξόπλισαν και έφεραν µαζί τους µε δικά τους έξοδα µια µικρή οµάδα στρατιωτών*. Στις 29 Ιανουαρίου 1453 η πόλη χάρηκε µε τα νέα της άφιξης ενός διάσηµου Γενοβέζου στρατιωτικού, του Ιωάννη Τζουστινιάνι Λόνγκο, ενός νέου άνδρα που ανήκε σε µια από τις µεγαλύτερες οικογένειες της ∆ηµοκρατίας και συγγενή της ισχυρής οικογένειας των Ντόρια. Μαζί του έφερε
επτακόσιους
καλά
εξοπλισµένους
στρατιώτες,
τετρακόσιους
από
τους
οποίους
είχε
στρατολογήσει στη Γένοβα και τριακόσιους στη Χίο και στη Ρόδο. Ο αυτοκράτορας τον υποδέχθηκε µε χαρά και του προσέφερε την επικυριαρχία της Λήµνου, εφόσον οι Τούρκοι αποκρούονταν. Είχε τη φήµη ιδιαίτερα ικανού στην υπεράσπιση οχυρωµένων πόλεων και έτσι του ανατέθηκε αµέσως η διοίκηση όλης της περιοχής των χερσαίων τειχών. ∆εν έχασε καθόλου χρόνο µέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του, επιθεωρώντας προσεκτικά όλα τα τείχη και µεριµνώντας για την ενίσχυσή τους, όπου φαινόταν απαραίτητο. Αν και ήταν δύσκολο να πεισθούν οι Βενετοί να συνεργαστούν µε ένα Γενοβέζο, η προσωπικότητά του ήταν τέτοια ώστε εξασφάλισε τη συνεργασία τους. Μετά από αίτηµά του ο Τρεβιζάνο ξανάνοιξε και καθάρισε την τάφρο που εισχωρούσε από τον Κεράτιο κόλπο, µπροστά από τα τείχη των Βλαχερνών, µέχρι το σηµείο όπου το έδαφος άρχιζε να υψώνεται. Πολλοί πολίτες από το Πέραν έλαβαν µέρος στην άµυνα, πιστεύοντας, όπως έγραψε αργότερα ο ποντεστά τους, ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης θα σήµαινε το τέλος της αποικίας τους139. Μερικοί στρατιώτες ανήκαν σε πιο µακρινές χώρες. Η καταλανική παροικία στην πόλη οργανώθηκε υπό τον πρόξενό της, τον Περέ Χούλια, και σ' αυτήν εντάχθηκαν και µερικοί Καταλανοί ναύτες140. Από την Καστίλη κατέφθασε ένας γενναίος ευγενής, ο δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από την αυτοκρατορική οικογένεια των Κοµνηνών, κι έτσι αποκαλούσε τον αυτοκράτορα εξάδελφό του141. Στην οµάδα του Τζουστινιάνι υπήρχε ένας µηχανικός ονόµατι Γιοχάνες 63
Γκραντ, ο οποίος συνήθως περιγράφεται ως Γερµανός, αλλά που θα µπορούσε κάλλιστα να είναι ένας Σκωτσέζος τυχοδιώκτης που είχε βρει το δρόµο προς την Ανατολή µέσω Γερµανίας142. Ο Οθωµανός διεκδικητής του θρόνου, ο Ορχάν, που είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη από την παιδική του ηλικία, προσέφερε στον αυτοκράτορα τις υπηρεσίες του, όπως κι εκείνες του προσωπικού του143. Το κουράγιο του Μινόττο ή του Τζουστινιάνι δεν το έδειξαν όλοι οι Ιταλοί στην πόλη. Τη νύκτα της 26ης Φεβρουαρίου επτά πλοία, έξι από την Κρήτη και ένα από τη Βενετία, υπό την ηγεσία του Πιέτρο Νταβάνζο, ξεγλίστρησαν από τον Κεράτιο κόλπο µε επτακόσιους Ιταλούς επιβαίνοντες. Η φυγή τους ήταν ένα σοβαρό πλήγµα για την άµυνα. Κανείς άλλος, Έλληνας ή Ιταλός, δεν ακολούθησε το παράδειγµά τους144. Όταν άρχισε η πολιορκία απέµεναν στον Κεράτιο κόλπο είκοσι έξι πλοία εξοπλισµένα για πόλεµο, εκτός από τα µικρά σκάφη και τα εµπορικά πλοία των Γενοβέζων του Πέραν, που ήταν αγκυροβοληµένα κάτω από τα τείχη της αποικίας τους. Πέντε ήταν βενετικά, πέντε γενοβέζικα, τρία κρητικά, ένα από την Αγκώνα, ένα από την Καταλωνία και ένα από την Προβηγκία, ενώ δέκα ανήκαν στον αυτοκράτορα. Σχεδόν όλα ήταν πλοία µε ψηλό κατάστρωµα, χωρίς κουπιά, εξαρτηµένα από τα πανιά τους. Σε σύγκριση µε την τουρκική αρµάδα επρόκειτο για ένα µικρό στόλο145. Η δυσαναλογία σε ανθρώπινο δυναµικό στην ξηρά ήταν ακόµη µεγαλύτερη. Στα τέλη Μαρτίου, όταν ο τουρκικός στρατός κινούνταν διαµέσου της Θράκης, ο Κωνσταντίνος κάλεσε το γραµµατέα του το Φραντζή και του είπε να κάνει µια απογραφή όλων των ανδρών στην πόλη, περιλαµβανοµένων των µοναχών, οι οποίοι ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Όταν ο Φραντζής προσέθεσε τους καταλόγους, διαπίστωσε ότι υπήρχαν µόνο τέσσερις χιλιάδες εννιακόσιοι ογδόντα τρεις διαθέσιµοι Έλληνες και λίγο πιο κάτω από δύο χιλιάδες ξένοι. Ο Κωνσταντίνος συγκλονίστηκε µε τον αριθµό και διέταξε το Φραντζή να µην τον δηµοσιοποιήσει. Αλλά και Ιταλοί µάρτυρες κατέληξαν στο ίδιο συµπέρασµα146. Απέναντι στο σουλτανικό στρατό των περίπου ογδόντα χιλιάδων ανδρών και των ορδών του από ατάκτους, η µεγάλη πόλη, µε τα δεκατέσσερα µίλια τειχών, έπρεπε να στηρίξει την άµυνά της σε λιγότερους από επτά χιλιάδες άνδρες.
64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Η πολιορκία αρχίζει Το Πάσχα είναι η µεγαλύτερη γιορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όταν κάθε Χριστιανός χαίρεται µε την επίγνωση της Ανάστασης του Σωτήρα. Στην καρδιά όµως των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης υπήρχε πολύ λίγη χαρά την Κυριακή του Πάσχα του 1453, η οποία συνέπιπτε µε την 1η Απριλίου. Μετά από ένα χειµώνα µε πολλές καταιγίδες στο Βόσπορο ερχόταν η άνοιξη. Στους κήπους σε όλη την έκταση της πόλης τα οπωροφόρα δέντρα άνθιζαν. Τα αηδόνια γύριζαν να κελαηδήσουν στα άλση και οι πελαργοί για να κτίσουν τις φωλιές τους στις στέγες. Ο ουρανός ήταν χαραγµένος από µακριές γραµµές από αποδηµητικά πουλιά που πετούσαν προς τις θερινές διαµονές τους, µακριά από στο βορρά. Αλλά η Θράκη αντηχούσε από τους ήχους ενός µεγάλου στρατού σε κίνηση, από ανθρώπους, άλογα και βόδια που έσυραν άµαξες που έτριζαν. Οι πολίτες προσεύχονταν πολλές ηµέρες να µπορέσουν τουλάχιστον να επιτελέσουν τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδοµάδας µε ηρεµία. Αυτό τους παραχωρήθηκε. Το πρώτο εχθρικό απόσπασµα έγινε ορατό τη ∆ευτέρα, 2 Απριλίου. Μια µικρή οµάδα υπερασπιστών έκανε έξοδο εναντίον τους, σκοτώνοντας µερικούς και τραυµατίζοντας πολύ περισσότερους. Αλλά καθώς εµφανίζονταν όλο και περισσότερα τουρκικά στρατεύµατα η οµάδα αποσύρθηκε µέσα στην πόλη. Ο αυτοκράτορας διέταξε να καταστραφούν οι γέφυρες της τάφρου και να κλείσουν οι πύλες της πόλης147. Επιπλέον την ίδια ηµέρα έδωσε εντολές να απλώσουν ένα µεγάλο φράγµα στην είσοδο του Κερατίου κόλπου. Αποτελούνταν από µια µεγάλη αλυσίδα που ήταν στερεωµένη από τη µια άκρη στον πύργο του Ευγενίου, κάτω από την ακρόπολη, και από την άλλη σε έναν πύργο στα θαλάσσια τείχη του Πέραν, και η οποία υποστηριζόταν από ξύλινους πλωτήρες. Υπεύθυνος για την εγκατάστασή της ήταν ένας Γενοβέζος µηχανικός, ο Μπαρτολοµέο Σολίνγκο148. Την Πέµπτη, 5 Απριλίου, είχε φθάσει ολόκληρος ο τουρκικός στρατός έξω από τα τείχη, µε επικεφαλής τον ίδιο το σουλτάνο. Προσωρινά στρατοπέδευσε σε απόσταση περίπου ενάµισι µιλίου. Την εποµένη µετακίνησε τα στρατεύµατά του κοντύτερα, στις τελικές τους θέσεις. Αντίστοιχα, και οι υπερασπιστές κατέλαβαν τις καθορισµένες θέσεις τους149. Η πόλη της Κωνσταντινούπολης καταλαµβάνει µια χερσόνησο µε χονδρικά τριγωνικό σχήµα, µε ελαφρά κυρτωµένες πλευρές. Τα χερσαία τείχη εκτείνονταν από τη συνοικία των Βλαχερνών, στον Κεράτιο, µέχρι τη συνοικία του Στουδίου, στην Προποντίδα, µε µια ελαφρά κυρτή καµπύλη. Το µήκος τους ήταν περίπου τέσσερα µίλια. Τα τείχη κατά µήκος του Κερατίου είχαν µήκος περίπου τρεισήµισι µίλια και εκτείνονταν σε µια κοίλη καµπύλη από τις Βλαχέρνες µέχρι το ακρωτήριο της ακρόπολης, γνωστό σήµερα ως ακρωτήριο του σεραγιού, που αντικρίζει το Βόσπορο προς τα βόρεια. Από το ακρωτήριο της ακρόπολης µέχρι το Στούδιον µεσολαβούσε απόσταση περίπου πεντέµισι µιλίων. Τα τείχη περιτριγύριζαν την αµβλεία κορυφή της χερσονήσου η οποία αντικρίζει την είσοδο του Βοσπόρου, και στη συνέχεια ακολουθούσαν µια ελαφρά κοίλη καµπύλη κατά µήκος της ακτής της Προποντίδας. Τα τείχη κατά µήκος του Κερατίου και της Προποντίδας ήταν µονά. Κατά µήκος της Προποντίδας υψώνονταν σχεδόν κατακόρυφα επάνω από τη θάλασσα. Από αυτά ανοίγονταν ένδεκα 65
πύλες προς το νερό, ενώ υπήρχαν και δύο µικρά οχυρωµένα λιµάνια για να διευκολύνουν τα µικρά σκάφη που δεν µπορούσαν να παρακάµψουν το ακρωτήριο για να µπουν στον Κεράτιο αντίθετα προς το βόρειο άνεµο που επικρατούσε. Με το πέρασµα των αιώνων είχε δηµιουργηθεί κατά µήκος της ακτής του Κερατίου µια παραλία, η οποία τώρα ήταν γεµάτη µε αποθήκες. Προς αυτήν ανοίγονταν δεκαέξι πύλες. Προκειµένου να προστατεύσει την ευπρόσβλητη συνοικία των Βλαχερνών, ο Ιωάννης Καντακουζηνός είχε κατασκευάσει στο δυτικό άκρο µια τάφρο µέσα από τις προσχώσεις η οποία εκτεινόταν ακριβώς κάτω από τα τείχη. Αυτά τα θαλάσσια τείχη ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση. ∆εν ήταν πιθανό ότι θα δέχονταν σφοδρή επίθεση. Παρόλο που οι Φράγκοι και οι Βενετοί είχαν ανοίξει το 1204 ένα πέρασµα προς το εσωτερικό της πόλης από τον Κεράτιο κόλπο, µια παρόµοια έφοδος θα ήταν εφικτή µόνο εάν ένας εχθρός είχε πλήρη έλεγχο του λιµανιού. Γύρω από την απόληξη της πόλης το ρεύµα ήταν πολύ γρήγορο ώστε αποβατικά σκάφη να µην µπορούν να προσεγγίσουν εύκολα στη βάση των τειχών, ενώ ξέρες και ύφαλοι παρείχαν πρόσθετη προστασία στα τείχη της Προποντίδας. Η κύρια επίθεση αναµενόταν κατά µήκος των χερσαίων τειχών. Στο βόρειο άκρο η συνοικία των Βλαχερνών προεξείχε από την κύρια γραµµή. Αρχικά αποτελούσε προάστειο, αλλά τον έβδοµο αιώνα είχε περιτειχιστεί µε ένα µονό τείχος. Αυτό είχε επισκευαστεί τον ένατο και το δωδέκατο αιώνα και είχε ενισχυθεί µε τις οχυρώσεις του αυτοκρατορικού παλατιού το οποίο είχε κτίσει επάνω του ο Μανουήλ Α'. Στο χαµηλότερο άκρο του προστατευόταν από την τάφρο του Ιωάννη Καντακουζηνού, η οποία φαίνεται ότι περιέβαλλε τη γωνία όπου τα τείχη έφθαναν στον Κεράτιο κόλπο, µέχρι την αρχή µιας απότοµης πλαγιάς, στην οποία ανέβαινε το τείχος προτού κάνει στροφή σε ορθή γωνία για να συναντήσει την κύρια γραµµή των τειχών. Σ' αυτό ανοίγονταν δύο πύλες, γνωστές ως πύλες της Καλιγαρίας και των Βλαχερνών, και µια µικρή πύλη, η οποία είχε κλειστεί, ονόµατι Κερκόπορτα, στη γωνία όπου ενωνόταν µε το παλιό Θεοδοσιανό τείχος. Το Θεοδοσιανό τείχος, που είχε ανεγερθεί από τον έπαρχο Ανθέµιο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου Β', εκτεινόταν από αυτό το σηµείο σε µια αδιάσπαστη γραµµή µέχρι την Προποντίδα. Ήταν ένα τριπλό τείχος. Στην εξωτερική πλευρά υπήρχε ένα βαθύ χαντάκι, µια τάφρος, πλάτους περίπου εξήντα ποδιών, τµήµατα της οποίας ήταν δυνατό να πληµµυριστούν, εφόσον υπήρχε ανάγκη. Στο εσωτερικό της τάφρου βρισκόταν ένα χαµηλό οδοντωτό πρόχωµα, πίσω από το οποίο υπήρχε ένα πέρασµα µε άνοιγµα περίπου σαράντα µε πενήντα πόδια, που διέτρεχε όλο το µήκος των τειχών και ήταν γνωστό ως Περίβολος. Έπειτα υψωνόταν το τείχος που συνήθως περιγράφεται ως εξωτερικό τείχος, ύψους περίπου εικοσιπέντε ποδιών, µε τετράγωνους πύργους κατά µήκος του σε διαστήµατα που ποίκιλλαν από πενήντα έως εκατό γιάρδες. Στο εσωτερικό του υπήρχε άλλος ένας χώρος, γνωστός ως Παρατείχιον, που ποίκιλλε σε πλάτος µεταξύ σαράντα και εξήντα ποδιών. Έπειτα υψωνόταν το εσωτερικό τείχος, µε ύψος περίπου σαράντα ποδιών, µε πύργους, άλλους τετράγωνους και άλλους οκταγωνικούς, ύψους περίπου εξήντα ποδιών, κατανεµηµένους κατά τρόπο ώστε να καλύπτουν τα µεσοδιαστήµατα µεταξύ των πύργων του εξωτερικού τείχους. Σ' αυτή η γραµµή των τειχών ανοιγόταν ένας αριθµός πυλών µερικές από τις οποίες χρησιµοποιούσε ο πολύς κόσµος, ενώ άλλες ήταν προορισµένες µόνο για το στρατό. Στην παραλία της Προποντίδας υπήρχε µια µικρή πύλη. Έπειτα, προς τα βόρεια, υπήρχε η Χρυσή πύλη, που θεωρούνταν η πρώτη στρατιωτική πύλη και η οποία χρησιµοποιούνταν παραδοσιακά από τον
66
αυτοκράτορα όταν έκανε τελετουργική είσοδο στην πόλη. Στη συνέχεια ήταν η δεύτερη στρατιωτική πύλη, έπειτα η πύλη των Πηγών για το κοινό, τώρα γνωστή ως πύλη της Σηλυβρίας. Κοντά της βρισκόταν η τρίτη στρατιωτική πύλη. Τώρα το έδαφος υψωνόταν, προς την πύλη του Ρηγίου και, πιο κάτω, την τέταρτη στρατιωτική πύλη. Η πύλη του Αγίου Ρωµανού, η σηµερινή Τοπ Καπουσί, βρισκόταν στο ψηλότερο σηµείο της ράχης. Στη συνέχεια το έδαφος έπεφτε περίπου εκατό πόδια στην κοιλάδα του µικρού ποταµού Λύκου, ο οποίος περνούσε µέσω ενός µικρού οχετού κάτω από τα τείχη, διακόσιες γιάρδες νότια της πέµπτης στρατιωτικής πύλης. Αυτή η πύλη, η οποία συνεπώς βρισκόταν στο βαθύτερο σηµείο της κοιλάδας, ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς ως πύλη της Αγίας Κυριακής, από το όνοµα µιας παρακείµενης εκκλησίας. Φαίνεται όµως ότι η κοινή ονοµασία της ήταν στρατιωτική πύλη του Αγίου Ρωµανού, και οι συγγραφείς που περιγράφουν την πολιορκία συνεχώς τη συγχέουν µε την πύλη του Αγίου Ρωµανού για το κοινό. Από εκεί το έδαφος υψωνόταν και πάλι προς µια άλλη ράχη, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν η Χαρίσια πύλη, η σηµερινή πύλη της Αδριανούπολης. Το τµήµα των τειχών που διέσχιζε την κοιλάδα του Λύκου ήταν γνωστό ως Μεσοτείχιον και θεωρούνταν πάντα το πιο ευάλωτο σηµείο τους. Η Χαρίσια πύλη µερικές φορές αποκαλούνταν Πολυάνδριον και το τµήµα των τειχών που εκτεινόταν κατά µήκος της ράχης µέχρι την πύλη του Ξυλοκέρκου, ακριβώς πριν από την ένωση µε το τείχος των Βλαχερνών, ήταν γνωστό ως Μυριάνδριον150. Όταν ο σουλτάνος Μουράτ επιτέθηκε στην πόλη το 1422, οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν την άµυνά τους στο εξωτερικό τείχος, το οποίο οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν. Ο Τζουστινιάνι και ο αυτοκράτορας συµφώνησαν, υπολογίζοντας τα λίγα στρατεύµατα που είχαν στη διάθεσή τους, ότι αυτή θα ήταν και πάλι η σωστή στρατηγική. Το εσωτερικό τείχος δεν ήταν δυνατό να επανδρωθεί ταυτόχρονα, αν και από τους πύργους του µπορούσαν να εκτοξεύονται βαρύτερα βλήµατα. Οι ζηµιές που είχαν προκληθεί στο εξωτερικό τείχος είχαν σε µεγάλο βαθµό επισκευαστεί στη διάρκεια των επόµενων ετών και ο Τζουστινιάνι ανέλαβε προσωπικά να φροντίσει να ολοκληρωθούν οι επισκευές. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, που έβλεπε τον εαυτό του ως ειδικό στη στρατηγική, δήλωσε αργότερα ότι όλοι οι στρατιωτικοί ειδικοί έκαναν λάθος: έπρεπε να υπερασπιστούν το εσωτερικό τείχος. Αυτό όµως, προσθέτει µε τυπική κακεντρέχεια εναντίον των Ελλήνων, δεν είχε επισκευαστεί σωστά, γιατί τα χρήµατα που είχαν διατεθεί γι' αυτό το σκοπό τα είχαν καταχραστεί δύο Έλληνες, τους οποίους αποκαλεί Ιάγαρο και µοναχό Νεόφυτο. Επρόκειτο για τερατώδη λίβελο. Ο Ιάγαρος, του οποίου το πραγµατικό όνοµα ήταν Μανουήλ Παλαιολόγος Ίαγρος, ήταν συγγενής του αυτοκράτορα και ένας αξιοσέβαστος πολιτικός του οποίου το όνοµα στην πραγµατικότητα εµφανίζεται σε αρκετές επιγραφές σε σηµεία όπου τα τείχη έχουν επισκευαστεί µε προσοχή. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένας πολύ γνωστός µοναχός Νεόφυτος, φίλος του αυτοκράτορα αλλά εχθρός της ένωσης. Τώρα ζούσε ήσυχα και µε ευλάβεια στη µονή Χαρσιανίτου και δεν συµµετείχε στις δηµόσιες υποθέσεις. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς µε ποιο τρόπο θα µπορούσε να παρεµβληθεί σε µια κατασκευαστική εργολαβία. Αλλά ο αρχιεπίσκοπος πίστευε ότι δεν υπήρχε τερατούργηµα το οποίο δεν ήταν ικανός να διαπράξει ο σχισµατικός κλήρος151. Στις 5 Απριλίου οι υπερασπιστές κατέλαβαν τις θέσεις τις οποίες τους είχε καθορίσει ο αυτοκράτορας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας κατέλαβε µε τα καλύτερα ελληνικά στρατεύµατά του το 67
Μεσοτείχιον, όπου το τείχος διέσχιζε την κοιλάδα του Λύκου. Ο Τζουστινιάνι και οι Γενοβέζοι του µετακινήθηκαν πιο κάτω για να ενωθούν µαζί του σ' εκείνο το σηµείο, και το Μυριάνδριον καταλήφθηκε από τους αδελφούς Μποκκιάρντι και τους άνδρες τους. Ο Βενετός βάιλος, ο Μινόττο, και οι επιτελείς του εγκαταστάθηκαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα στις Βλαχέρνες και ήταν υπεύθυνοι για την άµυνά τους, µε πρωταρχική αποστολή τον καθαρισµό και το ξαναγέµισµα της τάφρου. Ένας ηλικιωµένος συµπατριώτης τους, ο Τεόντορο Καρίστο, φρόντιζε για το τµήµα των τειχών µεταξύ της πύλης της Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους. Οι αδελφοί Λανγκάσκο, µε τον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο, είχαν εγκατασταθεί πίσω από την τάφρο στο σηµείο που κατέληγε στον Κεράτιο κόλπο. Αριστερά από τον αυτοκράτορα βρισκόταν ο Καττανέο µε τα γενοβέζικα στρατεύµατά του και δίπλα του ο συγγενής του αυτοκράτορα, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, φυλώντας την πύλη των Πηγών µε ελληνικά στρατεύµατα. Ο Βενετός Φίλιππος Κονταρίνι ήταν υπεύθυνος για το τµήµα από την πύλη των Πηγών µέχρι τη Χρυσή πύλη, την οποία υπεράσπιζε ένας Γενοβέζος ονόµατι Μανουήλ. Αριστερά του, δίπλα στη θάλασσα, ήταν ο ∆ηµήτριος Καντακουζηνός. Τα θαλάσσια τείχη ήταν επανδρωµένα πιο αραιά. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι ήταν υπεύθυνος για το Στούδιον. ∆ίπλα του, κατά µήκος ενός τµήµατος που δεν ήταν πιθανό ότι θα δεχόταν επίθεση, τα τείχη φυλάσσονταν από Έλληνες µοναχούς οι οποίοι µάλλον έπρεπε να φρουρούν και να καλέσουν ενισχύσεις εάν παρουσιαζόταν επείγουσα ανάγκη. Κοντά τους, στο λιµάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν και οι Τούρκοι του. Στο ανατολικό άκρο της παραλίας της Προποντίδας, κάτω από τον Ιππόδροµο και το παλαιό Ιερό Παλάτιο, ήταν οι Καταλανοί υπό τον Περέ Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος είχε εγκατασταθεί µε διακόσιους άνδρες στο ακρωτήριο της ακρόπολης. Οι ακτές του Κερατίου φυλάσσονταν από Βενετούς και Γενοβέζους ναύτες υπό την ηγεσία του Γκαµπριέλε Τρεβιζάνο, ενώ στο συµπατριώτη του, τον Αλβίζο Ντιέντο, είχε παραχωρηθεί η διοίκηση των πλοίων στο λιµάνι. ∆ύο αποσπάσµατα µε εφεδρείες παρέµεναν µέσα στην πόλη, ένα υπό την ηγεσία του µεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, που στάθµευε στη συνοικία της Πέτρας, κοντά και πίσω από τα χερσαία τείχη, µε έναν αριθµό κινητών πυροβόλων, και το άλλο, υπό το Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, στην κεντρική ράχη. ∆έκα πλοία αποσπάστηκαν από το στόλο για να υπηρετήσουν κοντά στο φράγµα. Πέντε από αυτά ήταν γενοβέζικα, τρία κρητικά, ένα από την Αγκώνα και ένα ελληνικό. Εδώ η ηγεσία ανατέθηκε σε ένα Γενοβέζο, µάλλον στο Σολίνγκο, που είχε εγκαταστήσει το φράγµα. Ήταν ουσιώδες να έχουν κάποιον εκεί που θα διατηρούσε καλές σχέσεις µε τους Γενοβέζους του Πέραν, καθώς η αλυσίδα ήταν προσαρµοσµένη κατά το ένα άκρο στα τείχη τους. Γενικά ο αυτοκράτορας φαίνεται ότι προσπάθησε να αναµίξει τα ελληνικά, τα βενετικά και τα γενοβέζικα στρατεύµατά του, ώστε να διαπιστώσουν την αλληλεξάρτησή τους και να αποφύγουν τις εθνικιστικές έριδες152. Η άµυνα είχε επάρκεια εφοδιασµού µε ακόντια, βέλη, µερικές µικρές βοµβάρδες και µε βαλλίστρες για να ρίχνουν πέτρες. Στην πόλη υπήρχαν και µερικά κανόνια, αλλά αποδείχθηκαν περιορισµένης αξίας. Υπήρχε έλλειψη από θειάφι γι' αυτά, και διαπιστώθηκε ότι όταν εκπυρσοκροτούσαν από τα τείχη και τους πύργους, όπως ήταν απαραίτητο προκειµένου τα βλήµατά τους να φθάνουν στις εχθρικές γραµµές, οι κραδασµοί κατέστρεφαν τις οχυρώσεις*. Οι στρατιώτες φαίνεται ότι διέθεταν καλή 68
αµυντική θωράκιση, καλύτερη από εκείνη των περισσότερων τουρκικών στρατευµάτων153. Το πρωί της 6ης Απριλίου οι στρατιώτες ήταν στις θέσεις τους και οι φρουρές στα τείχη µπορούσαν να δουν τον τουρκικό στρατό να καταλαµβάνει τις δικές του θέσεις. Ο σουλτάνος είχε ήδη αποσπάσει ένα µεγάλο τµήµα του στρατού του, υπό το Ζαγανός πασά, στη βόρεια ακτή του Κερατίου κόλπου, όπου απλώθηκε επάνω στους λόφους του Βοσπόρου, αποµονώνοντας µε αυτό τον τρόπο το Πέραν και παρατηρώντας κάθε κίνηση που θα έκαναν οι Γενοβέζοι εκεί. Επάνω από το βαλτώδες έδαφος στο µυχό του κόλπου κατασκευάστηκε ένας δρόµος, ώστε ο Ζαγανός πασάς να επικοινωνεί γρήγορα µε τις κύριες δυνάµεις. Απέναντι από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, από τον Κεράτιο µέχρι τη Χαρίσια πύλη επάνω στο λόφο, τοποθετήθηκαν τα τακτικά ευρωπαϊκά σώµατα του στρατού, υπό τον Καρατζά πασά, που είχε στη διάθεσή του έναν αριθµό από βαριά κανόνια, για χρήση εναντίον του µονού τείχους των Βλαχερνών, και ειδικά εναντίον της ευάλωτης γωνίας όπου το τείχος ενωνόταν µε το Θεοδοσιανό τείχος. Από τις νότιες πλαγιές της κοιλάδας του Λύκου µέχρι την Προποντίδα ήταν τα τακτικά στρατεύµατα της Ανατολίας, υπό τον Ισάκ πασά, τον οποίο βοηθούσε (χωρίς αµφιβολία επειδή ο σουλτάνος δεν τον εµπιστευόταν απόλυτα) ο Μαχµούτ πασάς, ένας εξωµότης κατά το ήµισυ Έλληνας και κατά το ήµισυ Σλάβος που καταγόταν από την παλιά αυτοκρατορική οικογένεια των Αγγέλων και ο οποίος εξελισσόταν στον πιο στενό φίλο και σύµβουλο του σουλτάνου. Ο ίδιος ο σουλτάνος ανέλαβε την ηγεσία του τµήµατος της κοιλάδας του Λύκου απέναντι στο Μεσοτείχιον. Έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του περίπου ένα τέταρτο του µιλίου από τα τείχη. Μπροστά της ήταν οι
γενίτσαροί
του
και
άλλα
επίλεκτα
συντάγµατα,
µαζί
µε
τα
καλύτερα
κανόνια
του,
συµπεριλαµβανοµένου του µεγάλου αριστουργήµατος του Ουρβανού. Οι βαζιβουζούκοι ήταν στρατοπεδευµένοι σε διάφορες οµάδες ακριβώς πίσω από τις κύριες γραµµές, έτοιµοι να µετακινηθούν οπουδήποτε θα υπήρχε ανάγκη. Μπροστά από τις θέσεις τους, σε όλο το µήκος των τειχών, οι Τούρκοι έσκαψαν ένα χαράκωµα που ενισχυόταν από µια έπαλξη από χώµα. Στην κορυφή της ύψωσαν ένα χαµηλό ξύλινο φράχτη, σε τακτικά διαστήµατα του οποίου ανοίγονταν µικρές πόρτες154. Ο στόλος, υπό το Μπαλτόγλου, είχε λάβει διαταγές να φροντίσει να µη φθάσουν καθόλου προµήθειες στην πόλη από τη θάλασσα. Κατά µήκος των ακτών της Προποντίδας υπήρχε µια συνεχής περιπολία, ώστε κανένα µικρό σκάφος να µη µπορεί να προσεγγίσει τα µικρά λιµάνια που ήταν εκεί. Αλλά η κύρια αποστολή του Μπαλτόγλου ήταν να ανοίξει δρόµο διαµέσου του φράγµατος που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο. Εγκατέστησε το στρατηγείο του στο Βόσπορο, κοντά στην αποβάθρα που ήταν γνωστή ως ∆ιπλοκιόνιο, όπου τώρα βρίσκεται το ανάκτορο του Ντολµά Μπαχτσέ. Εκεί ενώθηκε µαζί του δέκα ηµέρες µετά την έναρξη της πολιορκίας ένας αριθµός από µεγάλα πλοία από τα λιµάνια της βόρειας Ανατολίας, όλα τους εφοδιασµένα µε βαριά κανόνια155. Μόλις ο αυτοκράτορας είδε τα τουρκικά στρατεύµατα να συγκεντρώνονται µπροστά στα τείχη, πρότεινε στον Τρεβιζάνο οι ναύτες του, η δύναµη των οποίων έφθανε περίπου τους χίλιους, να παρελάσουν ντυµένοι µε τις χαρακτηριστικές στολές τους, σε όλο το µήκος των τειχών, ώστε ο σουλτάνος να είναι απόλυτα βέβαιος ότι µεταξύ των εχθρών του βρίσκονταν και Βενετοί. Οι Βενετοί συµφώνησαν µε ευχαρίστηση156. Ο σουλτάνος, από την πλευρά του, συµµορφούµενος µε τον ισλαµικό νόµο, έστειλε ένα τελευταίο µήνυµα στην πόλη, υπό τη σηµαία της ανακωχής. Έλεγε ότι, 69
όπως επέβαλλε ο νόµος, θα χάριζε τη ζωή στους πολίτες και δεν θα πείραζε ούτε τις οικογένειές τους ούτε τις περιουσίες τους, εάν παραδίδονταν σ' αυτόν µε τη θέλησή τους. ∆ιαφορετικά δεν θα τους έδειχναν κανέναν οίκτο. Αλλά οι πολίτες δεν είχαν µεγάλη εµπιστοσύνη στις υποσχέσεις του, ούτε άλλωστε θα εγκατέλειπαν τώρα τον αυτοκράτορά τους157. Μόλις τελείωσε αυτή η τυπική διαδικασία και τα κανόνια τοποθετήθηκαν στις θέσεις τους, οι Τούρκοι άρχισαν τις εχθροπραξίες µε έναν ισχυρό κανονιοβολισµό των τειχών. Το σούρουπο εκείνης της πρώτης ηµέρας, της 6ης Απριλίου, ένα τµήµα των τειχών κοντά στη Χαρίσια πύλη είχε υποστεί σοβαρές ζηµιές, και ένας συνεχής βοµβαρδισµός την επόµενη ηµέρα το γκρέµισε σε ερείπια. Αλλά όταν έπεσε η νύκτα οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να κάνουν επαρκείς επισκευές. Έπειτα ο Μωάµεθ αποφάσισε να περιµένει µέχρις ότου µπορέσει να φέρει περισσότερα κανόνια για να προσβάλει τα ασθενέστερα τµήµατα των τειχών. Στο µεταξύ οι στρατιώτες του διατάχθηκαν να ξεκινήσουν εργασίες για να παραγεµίσουν τη µεγάλη τάφρο, ώστε να είναι σε θέση να προελάσουν αµέσως για να καταλάβουν οποιοδήποτε ρήγµα θα έκανε το πυροβολικό. ∆ιέταξε επίσης να αναληφθούν υπονοµευτικές εργασίες εναντίον των τµηµάτων των τειχών όπου το έδαφος φαινόταν κατάλληλο. Ταυτόχρονα ο Μπαλτόγλου διατάχθηκε να δοκιµάσει την άµυνα του φράγµατος. Τα πλοία του έκαναν την πρώτη επίθεση εκεί πιθανόν την 9η Απριλίου. ∆εν είχαν επιτυχία, και ο Μπαλτόγλου αποφάσισε να περιµένει την άφιξη της µοίρας του Ευξείνου158. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αναµονής ο σουλτάνος πήρε µερικά από τα καλύτερα στρατεύµατά του και µερικά κανόνια για να επιτεθεί σε δύο µικρά φρούρια έξω από τα τείχη, τα οποία εξακολουθούσαν να αντιστέκονται για λογαριασµό του αυτοκράτορα. Το ένα ήταν στα Θεραπειά, σε ένα λόφο επάνω από το Βόσπορο, το άλλο στο χωριό του Στουδίου, κοντά στην ακτή της Προποντίδας. Το φρούριο στα Θεραπειά άντεξε δύο ηµέρες, µέχρις ότου τα τείχη του θρυµµατίστηκαν από τους κανονιοβολισµούς και το µεγαλύτερο µέρος της φρουράς του σκοτώθηκε. Οι επιζώντες, σαράντα στον αριθµό, παραδόθηκαν τότε χωρίς όρους. Θανατώθηκαν όλοι τους µε ανασκολοπισµό. Το µικρότερο φρούριο στο Στούδιο κατεδαφίστηκε σε µερικές ώρες. Οι τριανταέξι επιζώντες από τη φρουρά αιχµαλωτίστηκαν στα ερείπια και παροµοίως ανασκολοπίστηκαν. Αυτό έγινε σε ορατή απόσταση από τα τείχη, ώστε οι πολίτες να δουν τι θα πάθαιναν όσοι αντιστέκονταν στο σουλτάνο. Στο µεταξύ ο Μπαλτόγλου στάλθηκε να καταλάβει τα Πριγκιπόνησα, στην Προποντίδα. Μόνο στο µεγαλύτερο από τα νησιά, την Πρίγκιπο, έγινε κάποια απόπειρα αντίστασης. Εκεί, στην κορυφή ενός λόφου δίπλα στο κύριο µοναστήρι του νησιού, υπήρχε ένας συµπαγής πύργος, κτισµένος από τους µοναχούς ως καταφύγιο εναντίον των πειρατών, πιθανόν την περίοδο κατά την οποία η Καταλανική Εταιρεία έκανε επιδροµές στην αυτοκρατορία. Η µικρή φρουρά του από τριάντα άνδρες αρνήθηκε τώρα να παραδοθεί. Ο Μπαλτόγλου είχε φέρει µαζί του µερικά κανόνια, αλλά τα βλήµατα δεν είχαν κανένα αποτέλεσµα επάνω στην παχιά λιθοδοµή. Έτσι, µόλις ο άνεµος έγινε ευνοϊκός, µάζεψε χαµόκλαδα τα οποία έβαλε κοντά στα τείχη και τους άναψε φωτιά, προσθέτοντας θειάφι και πίσσα. Σύντοµα οι φλόγες περικύκλωσαν το κτίριο. Μερικοί από τους υπερασπιστές χάθηκαν µέσα στα τείχη, ενώ όσοι δραπέτευσαν µέσα από τις φλόγες πιάστηκαν και θανατώθηκαν. Έπειτα ο Μπαλτόγλου µάζεψε όλους τους άµαχους κατοίκους του νησιού και τους πούλησε για σκλάβους, για να τους 70
τιµωρήσει που επέτρεψαν να προβληθεί αντίσταση στο έδαφός τους159. Στις 11 Απριλίου ο σουλτάνος βρισκόταν και πάλι στη σκηνή του µπροστά στα τείχη και όλα τα µεγάλα κανόνια είχαν τοποθετηθεί σύµφωνα µε τις προτιµήσεις του. Την εποµένη άρχισε ο βοµβαρδισµός, για να διαρκέσει µε αµείωτη µονοτονία για περισσότερο από έξι εβδοµάδες. Τα κανόνια ήταν δύσχρηστα. Ήταν δύσκολο να παραµένουν στη θέση τους, επάνω στις πλατφόρµες από σανίδες και χαλίκια. Γλιστρούσαν συνεχώς στη λάσπη που είχε δηµιουργηθεί από τις βροχές του Απριλίου. Τα µεγαλύτερα από αυτά, συµπεριλαµβανοµένου του τέρατος του Ουρβανού, απαιτούσαν τόση προσοχή, ώστε µπορούσαν να πυροβολούν µόνο επτά φορές την ηµέρα. Κάθε µία όµως από αυτές τις βολές προξενούσε τεράστιες ζηµιές. Τα βλήµατα, που προέρχονταν µόλις από την άλλη πλευρά της τάφρου, µέσα σε ένα σύννεφο καπνού και µε έναν εκκωφαντικό θόρυβο, έσπαγαν σε χίλια κοµµάτια καθώς χτυπούσαν τα τείχη, και η τειχοποιία δεν µπορούσε να αντέξει. Οι υπερασπιστές αποπειράθηκαν να µειώσουν την πρόσκρουσή τους κρεµώντας επάνω από τα τείχη κοµµάτια από δέρµα και µπάλες από µαλλί, αλλά µε περιορισµένα αποτελέσµατα. Σε λιγότερο από µία εβδοµάδα το εξωτερικό τείχος διαµέσου της κοιλάδας του Λύκου είχε καταστραφεί εντελώς σε πολλά σηµεία και η τάφρος µπροστά του είχε γεµίσει σε µεγάλη έκταση, ώστε το έργο της επισκευής να είναι πολύ δύσκολο. Παρά ταύτα ο Τζουστινιάνι και οι βοηθοί του κατόρθωσαν να υψώσουν ένα φράκτη από πασσάλους. Άνδρες, αλλά και γυναίκες από την πόλη έρχονταν κάθε βράδυ όταν σκοτείνιαζε µε σανίδες, βαρέλια και σακιά από χώµα. Ο φράχτης ήταν κατασκευασµένος κυρίως από ξύλα, µε βαρέλια γεµάτα µε χώµα τοποθετηµένα επάνω του ώστε να χρησιµεύουν ως επάλξεις. Ήταν ετοιµόρροπος και εύθραυστος, αλλά τουλάχιστον παρείχε κάποια προστασία για τους αµυνόµενους160. Στο φράγµα του λιµανιού τα πράγµατα ήταν καλύτερα. Στις 12 Απριλίου, µόλις έφθασαν οι ενισχύσεις του από τον Εύξεινο Πόντο, ο Μπαλτόγλου έφερε τα µεγαλύτερα πλοία του προς την αλυσίδα. Καθώς πλησίαζε οι τοξότες του εξαπέλυσαν ένα χαλάζι από βέλη εναντίον των πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει για να τη φυλάνε και τα κανόνια του έριξαν τα βλήµατά τους. Έπειτα, καθώς πλησίαζαν, οι πεζοναύτες του εκτόξευσαν αναµµένους πυρσούς στα χριστιανικά πλοία, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να κόψουν τα σχοινιά των αγκυρών τους και άλλοι να ανεβούν επάνω τους µε σιδερένια άγκιστρα και σκάλες. Είχαν περιορισµένη επιτυχία. Τα βλήµατα των κανονιών δεν µπορούσαν να διαγράψουν τέτοια ανοδική τροχιά ώστε να βλάψουν τις ψηλές χριστιανικές γαλέρες. Ο Μέγας ∆ουξ Λουκάς Νοταράς είχε σταλεί µε τις ενισχύσεις του για να βοηθήσει στην άµυνα η οποία ήταν οργανωµένη καλά. Κάδοι µε νερό, µεταφερόµενοι µε αλυσίδες ανδρών, έσβηναν τις φωτιές. Τα βέλη και τα ακόντια των Χριστιανών, που εκτοξεύονταν από το µεγαλύτερο ύψος των καταστρωµάτων και των γεφυρών, ήταν πολύ πιο αποτελεσµατικά από εκείνα των Τούρκων, και οι πετροβόλες µηχανές τους προξενούσαν µεγάλες ζηµιές. Ενθαρρυµένος από τις επιτυχίες του και βοηθούµενος από θαλασσοπόρους πιο ικανούς από εκείνους των εχθρών, ο χριστιανικός στόλος άρχισε να κινείται για να περικυκλώσει τα τουρκικά πλοία που βρίσκονταν πλησιέστερα στο φράγµα. Προκειµένου να τα σώσει ο Μπαλτόγλου σταµάτησε την επίθεση και έπλευσε πίσω στο αγκυροβόλιό του, κοντά στο ∆ιπλοκιόνιο161. 71
Η ήττα ταπείνωσε το σουλτάνο. Το δραστήριο πνεύµα του διέβλεψε αµέσως ότι εάν τα κανόνια του δεν µπορούσαν να σκοπεύσουν ψηλότερα, δεν θα είχαν µεγάλη αξία εναντίον των ψηλών πλοίων των Χριστιανών. Τα χυτήριά του έλαβαν διαταγές να βελτιώσουν τα σχέδιά τους. Ήταν δύσκολος ο υπολογισµός της αναγκαίας τροχιάς. Μετά όµως από µερικές ηµέρες έκαναν βελτιώσεις που ικανοποίησαν το σουλτάνο. Ένα κανόνι µε ψηλότερη τροχιά τοποθετήθηκε ακριβώς πέρα από το ακρωτήριο του Γαλατά και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των πλοίων που ήταν αγκυροβοληµένα κατά µήκος του φράγµατος. Η πρώτη βολή απέτυχε, αλλά η δεύτερη προσγειώθηκε ακριβώς στο κέντρο µιας γαλέρας και τη βύθισε, µε σηµαντικές απώλειες ζωών. Τα χριστιανικά πλοία αναγκάστηκαν να παραµείνουν πίσω από το φράγµα, όπου τα τείχη του Πέραν προσέφεραν προστασία. Ο Μωάµεθ όµως διατηρούσε περισσότερες ελπίδες στην ξηρά. Υπολόγισε ότι οι ζηµιές που προκαλούνταν στα χερσαία τείχη θα του επέτρεπαν να πάρει την πόλη χωρίς να αναγκαστεί να παραβιάσει το φράγµα. Στις 18 Απριλίου, δύο ώρες µετά τη δύση, διέταξε επίθεση εναντίον του Μεσοτειχίου. Με το φως των πυρσών, µε τα τύµπανά τους να κτυπούν και τα κύµβαλα να κροταλίζουν, κραυγάζοντας τις πολεµικές κραυγές τους, αποσπάσµατα βαριά οπλισµένων πεζών, ακοντιστών, τοξοτών και πεζών της φρουράς των γενιτσάρων όρµησαν προς το φράχτη επάνω από την παραγεµισµένη τάφρο. Κουβαλούσαν πυρσούς για να βάλουν φωτιά στις ξύλινες σανίδες από τις οποίες ήταν φτιαγµένος, και στις άκρες των λογχών τους είχαν προσαρµόσει γάντζους µε τους οποίους θα γκρέµιζαν τα βαρέλια µε το χώµα που ήταν επάνω του. Μερικοί είχαν σκάλες για να τις βάλουν στα σηµεία του τείχους που στέκονταν ακόµη όρθια. Η σύγκρουση ήταν συγκεχυµένη. Στο στενό χώρο στον οποίο είχε εκδηλωθεί η επίθεση η αριθµητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς σηµασία, ενώ η θωράκιση των Χριστιανών ήταν πιο αποτελεσµατική από εκείνη των Τούρκων και τους επέτρεπε να διακινδυνεύουν µε µεγαλύτερη τόλµη. Επικεφαλής ήταν ο Τζουστινιάνι και απέδειξε την αξία του ως ηγέτης. Έλληνες και Ιταλοί εµπνέονταν από την ενεργητικότητα και το θάρρος του και τον υποστήριζαν πιστά. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας δεν ήταν παρών. Φοβήθηκε ότι επρόκειτο για επίθεση σε όλο το µήκος της γραµµής των τειχών και έσπευσε να κάνει επιθεώρηση για να διαπιστώσει εάν ήταν όλοι προετοιµασµένοι. Ο αγώνας διήρκεσε τέσσερις ώρες. Έπειτα οι Τούρκοι ανακλήθηκαν πίσω στις γραµµές τους. Ο Βενετός Μπάρµπαρο υπολόγισε ότι είχαν χάσει περίπου διακόσιους άνδρες. Ούτε ένας Χριστιανός δεν είχε σκοτωθεί162. Η αποτυχία αυτής της πρώτης επίθεσης εναντίον των τειχών, που ήλθε τόσο γρήγορα µετά την αποτυχία της επίθεσης εναντίον του φράγµατος, έδωσε νέα αυτοπεποίθηση στους υπερασπιστές. Αν και ο βοµβαρδισµός συνεχίστηκε ακατάπαυστα, βάλθηκαν να επισκευάζουν τα τείχη µε νέο ενθουσιασµό. Εάν η βοήθεια από τον έξω κόσµο έφθανε σύντοµα, η πόλη θα µπορούσε ακόµη να σωθεί. Μετά από δύο ηµέρες οι ελπίδες τους τονώθηκαν ακόµη περισσότερο.
72
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒ∆ΟΜΟ Η απώλεια του Κερατίου κόλπου Στη διάρκεια των πρώτων δύο εβδοµάδων του Απριλίου ο άνεµος φυσούσε δυνατά από το βορρά. Οι τρεις γενοβέζικες γαλέρες που είχε µισθώσει ο πάπας και τις είχε γεµίσει µε όπλα και προµήθειες ήταν αποκλεισµένες στη Χίο από τις καταιγίδες. Στις 15 Απριλίου ο άνεµος άλλαξε ξαφνικά σε νοτιά και τα πλοία απέπλευσαν αµέσως για τα ∆αρδανέλλια. Καθώς πλησίαζαν στα Στενά ενώθηκε µαζί τους ένα µεγάλο αυτοκρατορικό µεταγωγικό, κατάφορτο µε σιτάρι που είχαν αγοράσει οι πρεσβευτές του αυτοκράτορα στη Σικελία, υπό τη διακυβέρνηση ενός έµπειρου ναυτικού ονόµατι Φλαντανελά. Τα ∆αρδανέλλια ήταν αφύλακτα, καθώς ολόκληρος ο τουρκικός στόλος βρισκόταν τώρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία έπλευσαν γρήγορα προς την Προποντίδα. Το πρωί της Παρασκευής, 20 Απριλίου, σκοποί στα θαλάσσια τείχη τα είδαν να πλησιάζουν προς την πόλη. Τα είδαν επίσης και οι Τούρκοι φρουροί που έσπευσαν να πληροφορήσουν το σουλτάνο. Εκείνος πήδησε στο άλογό του και κάλπασε πάνω από τους λόφους για να δώσει οδηγίες στο Μπαλτόγλου. Ο ναύαρχος διατάχθηκε να συλλάβει τα πλοία, εφόσον αυτό ήταν δυνατό, διαφορετικά να τα βυθίσει. ∆εν έπρεπε να τους επιτραπεί να φθάσουν στην πόλη για κανένα λόγο. Εάν αποτύγχανε σ' αυτή την αποστολή δεν έπρεπε να επιστρέψει ζωντανός. Ο Μπαλτόγλου ετοίµασε τα πλοία αµέσως. Αποφάσισε να µη χρησιµοποιήσει τα πλοία που είχαν µόνο πανιά, καθώς δεν µπορούσαν να κινηθούν αντίθετα µε το δυνατό νότιο άνεµο. Όλος ο υπόλοιπος στόλος του θα ενωνόταν µαζί του. Ο σουλτάνος είχε φέρει µαζί του µερικούς από τους καλύτερους στρατιώτες του. Αυτοί επιβιβάστηκαν στα µεγαλύτερα µεταγωγικά. Μερικά πλοία ήταν εξοπλισµένα µε κανόνια. Άλλα προστατεύονταν µε την ανύψωση µικρών και µεγάλων ασπίδων. Μέσα σε δύο ή τρεις ώρες η µεγάλη αρµάδα ξεκίνησε, προωθούµενη από χιλιάδες κουπιά, για να αιχµαλωτίσει τα ανυπεράσπιστα θύµατα. Προχωρούσαν βέβαιοι για τη νίκη, µε τους κτύπους των τυµπάνων και τους ήχους των σαλπίγγων. Μέσα στην πόλη όσοι πολίτες ήταν διαθέσιµοι από την άµυνα στα τείχη συνωστίζονταν στις πλαγιές της ακρόπολης ή επάνω στην κορυφή του τεράστιου ερειπωµένου ιπποδρόµου, µε ανήσυχες µατιές καρφωµένες στα χριστιανικά πλοία, ενώ ο σουλτάνος και οι επιτελείς του παρακολουθούσαν από τις ακτές του Βοσπόρου, ακριβώς µετά τα τείχη του Πέραν. Νωρίς το απόγευµα, όταν οι Τούρκοι τα προσέγγισαν, τα χριστιανικά πλοία βρίσκονταν ήδη έξω από τη νοτιοανατολική γωνία της πόλης. Ο Μπαλτόγλου από την επικεφαλής τριήρη τούς φώναξε να κατεβάσουν τα πανιά τους. Εκείνα αρνήθηκαν και συνέχισαν την πορεία τους. Έτσι τα τουρκικά πλοία που προηγούνταν τα πλησίασαν. Η θάλασσα ήταν τώρα άγρια, και ο άνεµος φυσούσε αντίθετα µε το ρεύµα του Βοσπόρου. Με τέτοιον καιρό ήταν δύσκολοι οι ελιγµοί για τις διήρεις και τις τριήρεις. Επιπλέον τα χριστιανικά πλοία είχαν το πλεονέκτηµα του µεγαλύτερου ύψους και ήταν καλά εξοπλισµένα. Από τα καταστρώµατά τους, τις ψηλές πρύµνες και πρώρες τους και τις γέφυρες οι ναύτες µπορούσαν να ρίχνουν βέλη, ακόντια και πέτρες στα τουρκικά πλοία από κάτω, ενώ οι Τούρκοι δεν µπορούσαν να κάνουν πολλά, εκτός από το να προσπαθούν να επιβιβαστούν ή να βάλουν φωτιά 73
στα κύτη. Για σχεδόν µία ώρα τα χριστιανικά πλοία συνέχιζαν να πλέουν, παρεµποδιζόµενα από τα τουρκικά αλλά ξεφεύγοντας συνεχώς. Τότε ξαφνικά, καθώς ήταν έτοιµα να παρακάµψουν το ακρωτήριο κάτω από την ακρόπολη, ο άνεµος σταµάτησε και τα πανιά τους πλατάγισαν νωχελικά. Εδώ ένα παρακλάδι του ρεύµατος που κινείται νότια από το Βόσπορο κτυπά στο ακρωτήριο και στρέφει βόρεια προς την ακτή του Πέραν. Η έλξη του είναι ιδιαίτερα έντονη µετά από ένα νότιο άνεµο. Τα χριστιανικά πλοία πιάστηκαν σ' αυτό. Αφού σχεδόν άγγιξαν τα τείχη της πόλης άρχισαν να παρασύρονται σιγά ακριβώς προς το σηµείο από το οποίο παρακολουθούσε τη µάχη ο σουλτάνος. Τώρα φαινόταν εύκολο για τον Μπαλτόγλου να πάρει τη λεία του. Είχε παρατηρήσει τις ζηµιές που µπορούσαν να προκαλέσουν στα πλοία του τα πυρά των Χριστιανών, εάν πλησίαζαν πολύ κοντά. Γι' αυτό έφερε τα µεγαλύτερα πλοία του να περικυκλώσουν τον εχθρό σε κάποια απόσταση, για να τα χτυπήσει µε κανονιοβολισµούς και εµπρηστικές λόγχες, έχοντας την πρόθεση να τα πλησιάσει και πάλι µόλις εξασθένιζαν. Οι προσπάθειές του ήταν µάταιες. Από τα ελαφρά κανόνια του έλειπε η απαραίτητη ανοδική τροχιά, ενώ όποιες φωτιές άναβαν έσβηναν γρήγορα από τα καλά εκπαιδευµένα χριστιανικά πληρώµατα. Έτσι φώναξε στους άνδρες του να προχωρήσουν και να επιβιβαστούν. Ο ίδιος έθεσε ως στόχο του το αυτοκρατορικό µεταγωγικό. Ήταν το µεγαλύτερο από τα χριστιανικά πλοία και το λιγότερο καλά εξοπλισµένο. Έσπρωξε την πλώρη της τριήρους του στην πρύµνη του, ενόσω άλλα πλοία του πλησίαζαν και προσπαθούσαν να προσδεθούν σ' αυτό µε άγκιστρα ή µε γάντζους που εξακόντιζαν στις αλυσίδες των αγκυρών του. Από τα γενοβέζικα πλοία ένα θεάθηκε περικυκλωµένο από πέντε τριήρεις, ένα άλλο από τριάντα φούστες και το τρίτο από σαράντα παραντάρια γεµάτα µε στρατιώτες, αλλά µέσα στη σύγχυση κανένας δεν µπορούσε να πει από απόσταση τι συνέβαινε. Η πειθαρχία επάνω στα χριστιανικά πλοία ήταν υπέροχη. Οι Γενοβέζοι φορούσαν αποτελεσµατική θωράκιση και είχαν εφοδιαστεί µε άφθονα βαρέλια νερού για να σβήνουν τις φωτιές, καθώς και µε τσεκούρια που χρησίµευαν για να κλαδεύουν τα κεφάλια και τα χέρια των οµάδων που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν. Το αυτοκρατορικό µεταγωγικό, αν και λιγότερο κατάλληλο για πολεµικές επιχειρήσεις, µετέφερε βαρέλια γεµάτα µε το εύφλεκτο υγρό, γνωστό ως ελληνικό πυρ, το όπλο που είχε σώσει την Κωνσταντινούπολη σε πολλές ναυµαχίες στη διάρκεια των τελευταίων οκτακοσίων ετών. Αυτά χρησιµοποιήθηκαν µε καταστρεπτική αποτελεσµατικότητα. Από την πλευρά τους οι Τούρκοι µειονεκτούσαν λόγω των κουπιών τους. Τα κουπιά ενός πλοίου µπερδεύονταν µε κάποιου άλλου και πολλά έσπαγαν από τα βλήµατα που έπεφταν από ψηλά. Όποτε όµως κάποιο τουρκικό πλοίο έβγαινε εκτός µάχης υπήρχε πάντοτε κάποιο άλλο για να πάρει τη θέση του. Ο πιο απεγνωσµένος αγώνας γινόταν γύρω από το αυτοκρατορικό πλοίο. Ο Μπαλτόγλου δεν θα το άφηνε. Το ένα κύµα των ανδρών του µετά το άλλο προσπαθούσε να επιβιβαστεί σ' αυτό, για να απωθηθεί από το Φλαντανελά και το πλήρωµά του. Αλλά τα όπλα του πλοίου εξαντλούνταν. Οι Γενοβέζοι κυβερνήτες, παρά τις δυσκολίες τους, παρατήρησαν τη σοβαρή του κατάσταση και µε κάποιο τρόπο έφεραν τα πλοία τους πιο κοντά δίπλα του. Σύντοµα τα τέσσερα πλοία προσδέθηκαν µεταξύ τους. Στους παρατηρητές στην παραλία έδιναν την εντύπωση ενός µεγάλου φρουρίου µε τέσσερις πύργους που υψωνόταν επάνω από τη σύγχυση του τουρκικού στόλου. Όλο το απόγευµα οι πολίτες παρατηρούσαν από τα τείχη και τους πύργους τους τη µάχη µε 74
αυξανόµενη ανησυχία. Παροµοίως και ο σουλτάνος, παρακολουθούσε µε έξαψη από την ακτή, φωνάζοντας άλλοτε λόγια ενθάρρυνσης, άλλοτε βρισιές και άλλοτε εντολές τις οποίες ο Μπαλτόγλου παρίστανε πως δεν άκουγε, γιατί η µεγαλειότητά του, παρά την εκτίµησή του για τη ναυτική ισχύ, δεν είχε καµία ιδέα από ναυτοσύνη. Στην ανυποµονησία του ο Μωάµεθ έσπρωχνε το άλογό του µέσα στη θάλασσα, ιππεύοντας µέχρι τα ρηχά, µέχρις ότου ο χιτώνας του σερνόταν στο νερό, σα να ήθελε να συµµετάσχει κι ο ίδιος στον αγώνα. Καθώς πλησίαζε το σούρουπο φαινόταν ότι τα χριστιανικά πλοία δεν θα µπορούσαν να επιβιώσουν πολύ περισσότερο. Είχαν προκαλέσει µεγάλες ζηµιές, αλλά υπήρχαν ακόµη ξεκούραστα τουρκικά πλοία για να ριχτούν στην επίθεση. Έπειτα ξαφνικά, καθώς ο ήλιος άρχιζε να δύει, ο άνεµος σηκώθηκε και πάλι µε ριπές από το βορρά. Τα µεγάλα πανιά των χριστιανικών πλοίων ξαναγέµισαν, και µπόρεσαν να ανοίξουν δρόµο µέσα από τα τουρκικά σκάφη προς την ασφάλεια του φράγµατος. Με το σκοτάδι να πέφτει ο Μπαλτόγλου δεν µπορούσε να αναδιοργανώσει το στόλο του. Αν και ο σουλτάνος εξακολουθούσε να του φωνάζει διαταγές και κατάρες, εκείνος διέταξε υποχώρηση στο αγκυροβόλιο κοντά στο ∆ιπλοκιόνιο. Όταν έπεσε η νύκτα το φράγµα άνοιξε και τρεις βενετικές γαλέρες, υπό την ηγεσία του Τρεβιζάνο, έπλευσαν έξω µε δυνατούς ήχους από σάλπιγγες, ώστε οι Τούρκοι να πιστέψουν ότι επρόκειτο να τους επιτεθεί ολόκληρος ο χριστιανικός στόλος και να τηρήσουν αµυντική στάση. Έπειτα τα νικηφόρα πλοία συνοδεύτηκαν στο αγκυροβόλιο µέσα στην ασφάλεια του Κερατίου κόλπου. Επρόκειτο για µια σπουδαία και εµψυχωτική νίκη. Μέσα στη χαρά τους οι Χριστιανοί διακήρυξαν ότι είχαν χαθεί δέκα ή δώδεκα χιλιάδες Τούρκοι και ούτε ένας Χριστιανός, αν και δύο ή τρεις ναύτες πέθαναν λίγες ηµέρες αργότερα από τα τραύµατά τους. Ένας πιο νηφάλιος υπολογισµός εκτιµούσε τις τουρκικές απώλειες σε λίγο περισσότερους από εκατό νεκρούς και περισσότερους από τριακόσιους τραυµατίες, και τις χριστιανικές απώλειες σε είκοσι τρεις νεκρούς και σχεδόν τα µισά πληρώµατα να υποφέρουν από κάποιου είδους τραύµα. Παρά ταύτα τα πλοία είχαν φέρει µια ευπρόσδεκτη αύξηση σε ανθρώπινο δυναµικό και πολύτιµες προµήθειες σε εξοπλισµό και τρόφιµα. Επιπλέον είχαν αποδείξει την υπεροχή της ναυτοσύνης των Χριστιανών163. Ο σουλτάνος ήταν εξοργισµένος. Αν και οι απώλειές του δεν ήταν µεγάλες, η ταπείνωση και η ζηµιά στο ηθικό των Τούρκων ήταν σοβαρές. Μια επιστολή που του έγραψε αµέσως µια από τις µεγαλύτερες θρησκευτικές αυθεντίες στο στρατόπεδό του, ο σεΐχης Ακ Σεµσεντίν, του έλεγε ότι ο κόσµος τον κατηγορούσε για την κακή του κρίση και την έλλειψη κύρους και του παράγγελνε αυστηρά να τιµωρήσει τους υπεύθυνους ενόχους, για να µη συµβούν παρόµοιες καταστροφές και στις χερσαίες δυνάµεις του164. Την εποµένη ο Μωάµεθ κάλεσε ενώπιόν του το Μπαλτόγλου, τον αποκάλεσε δηµόσια προδότη, δειλό και ανόητο, και διέταξε τον αποκεφαλισµό του. Ο δυστυχής ναύαρχος, που είχε τραυµατιστεί σοβαρά στο µάτι από µια πέτρα που είχε εκτοξευτεί από ένα από τα πλοία του, σώθηκε από το θάνατο µόνο λόγω της µαρτυρίας των αξιωµατικών του σχετικά µε την προσωπική του επιµονή και το θάρρος του. Καταδικάστηκε σε στέρηση όχι µόνο των αξιωµάτων του ναυάρχου και του διοικητή της Καλλίπολης, που παραχωρήθηκαν σε έναν από τους έµπιστους του σουλτάνου, το Χαµζά µπέη, αλλά και της προσωπικής του περιουσίας, που διανεµήθηκε στους γενιτσάρους. Στη συνέχεια 75
ραβδίστηκε και αφέθηκε ελεύθερος για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε φτώχεια και αφάνεια165. Ήδη από την πρώτη αποτυχία των πλοίων του να διασπάσουν το φράγµα ο Μωάµεθ αναρωτιόταν πως να αποκτήσει τον έλεγχο του Κερατίου κόλπου. Αυτή η πικρή ήττα τον εξώθησε να δράσει αµέσως. Κατά τη διάρκεια της λυσσαλέας ναυµαχίας της 20ης Απριλίου ο βοµβαρδισµός των τειχών δεν είχε σταµατήσει καθόλου. Την 21η ξανάρχισε πιο αµείλικτος παρά ποτέ. Στη διάρκεια της ηµέρας ένας µεγάλος πύργος κοντά στην κοιλάδα του Λύκου, γνωστός ως Βακτατινιανός, γκρεµίστηκε καταστρέφοντας ένα µεγάλο µέρος του εξωτερικού τείχους κάτω του. Εάν οι Τούρκοι είχαν διατάξει τότε µια γενική επίθεση, θα είχε σταθεί αδύνατο να τους συγκρατήσουν (έτσι πίστευαν οι αµυνόµενοι). Αλλά ο σουλτάνος δεν ήταν παρών στα τείχη εκείνη την ηµέρα, και η διαταγή της επίθεσης δεν δόθηκε. Όταν έπεσε το σκοτάδι το ρήγµα επισκευάστηκε µε δοκάρια, χώµα και χαλάσµατα166. Ο Μωάµεθ είχε περάσει την ηµέρα στο ∆ιπλοκιόνιο. Το πολυµήχανο µυαλό του είχε βρει την απάντηση στο πρόβληµά του. Ήταν µάλλον κάποιος Ιταλός στην υπηρεσία του αυτός ο οποίος του πρότεινε τη δυνατότητα µεταφοράς πλοίων επάνω από την ξηρά. Σε µια από τις πρόσφατες εκστρατείες τους στη Λοµβαρδία οι Βενετοί είχαν µεταφέρει θριαµβευτικά έναν ολόκληρο στολίσκο επάνω σε πλατφόρµες µε τροχούς, από τον ποταµό Πάδο στη λίµνη Γκάρντα. Εκεί όµως το έδαφος ήταν επίπεδο. Η µεταφορά πλοίων από το Βόσπορο στον Κεράτιο, επάνω από µια ράχη η οποία σε κανένα σηµείο της δεν είχε ύψος µικρότερο από διακόσια πόδια από την επιφάνεια της θάλασσας, ήταν ένα πιο δύσκολο πρόβληµα*. Αλλά από το σουλτάνο δεν έλειπαν ούτε το ανθρώπινο δυναµικό ούτε τα υλικά. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ηµερών της πολιορκίας οι µηχανικοί του είχαν κατασκευάσει ένα δρόµο που φαίνεται ότι ανηφόριζε από το Τοπχανέ προς την απότοµη κοιλάδα που οδηγεί στη σηµερινή πλατεία Ταξίµ, στρίβοντας έπειτα λίγο προς τα αριστερά και κατεβαίνοντας στην κοιλάδα κάτω από τη σηµερινή Βρετανική πρεσβεία στο χαµηλό έδαφος κοντά στον Κεράτιο, το οποίο οι Βυζαντινοί ονόµαζαν Κοιλάδα των Πηγών, και το οποίο τώρα είναι γνωστό ως Κασίµ πασά. Εάν οι ναυτικοί στον Κεράτιο ή οι πολίτες του Πέραν είχαν παρατηρήσει την κατασκευή του δρόµου, χωρίς αµφιβολία θα υπέθεταν ότι ο σουλτάνος ήθελε απλά να έχει ευκολότερη πρόσβαση στη ναυτική του βάση στο ∆ιπλοκιόνιο. Εκεί είχε συσσωρευθεί ξυλεία για την κατασκευή τροχοφόρων κιλλιβάντων για τα πλοία και ένα είδος τροχιών. Είχαν κατασκευαστεί µεταλλικοί τροχοί και είχαν συγκεντρωθεί ζεύγη βοδιών. Στο µεταξύ τοποθετήθηκε στην Κοιλάδα των Πηγών ένας αριθµός πυροβόλων. Την 21η Απριλίου οι εργασίες επιταχύνθηκαν. Ενόσω χιλιάδες τεχνικοί και εργάτες έκαναν τις τελικές προετοιµασίες, ο σουλτάνος διέταξε το κανόνι του πίσω από το Πέραν να βάλλει συνεχώς εναντίον του φράγµατος, ώστε τα πλοία που ήταν σταθµευµένα εκεί να απασχολούνται, ενώ ο µαύρος καπνός θα έκρυβε τη θέα προς το Βόσπορο και θα συγκάλυπτε τις δραστηριότητές του εκεί. Από εσκεµµένο λάθος µερικά βλήµατα έπεσαν στα τείχη του ίδιου του Πέραν, για να κρατήσουν τους πολίτες µακριά από αυτά, ώστε να µην µπορούν να παρακολουθούν. Τα χαράµατα της αυγής της Κυριακής 22 Απριλίου ξεκίνησε η παράξενη ποµπή των πλοίων. Οι κιλλίβαντες ποντίστηκαν στη θάλασσα και τα πλοία προσδέθηκαν επάνω τους εκεί. Στη συνέχεια τα
76
τράβηξαν στην ξηρά µε τροχαλίες και µπροστά από το καθένα ζεύτηκαν οµάδες από βόδια, ενώ οµάδες ανδρών βοηθούσαν στα πιο ανηφορικά και δύσκολα τµήµατα της διαδροµής. Σε κάθε πλοίο οι κωπηλάτες κάθονταν στις θέσεις τους, κουνώντας τα κουπιά τους στον άδειο αέρα, ενώ οι αξιωµατικοί περπατούσαν επάνω κάτω δίνοντας το ρυθµό. Τα πανιά σηκώθηκαν ακριβώς σα να ήταν τα πλοία στη θάλασσα. Οι σηµαίες ανέµιζαν, τα τύµπανα κτυπούσαν και οι φλογέρες και οι σάλπιγγες ηχούσαν, καθώς το ένα πλοίο µετά το άλλο συρόταν επάνω από το λόφο, σα να επρόκειτο για ένα φανταστικό καρναβάλι. Την ποµπή οδηγούσε µια µικρή φούστα. Μόλις πέρασε µε επιτυχία την πρώτη απότοµη πλαγιά, περίπου εβδοµήντα τριήρεις, διήρεις, φούστες και παραντάρια ακολούθησαν σε µια γοργή αλληλουχία167. Πολύ πριν από το µεσηµέρι οι Χριστιανοί ναυτικοί στον Κεράτιο και οι σκοποί στα τείχη επάνω από το λιµάνι είδαν µε τρόµο αυτή την παράξενη κίνηση των πλοίων να κατηφορίζει το λόφο απέναντι τους µέσα στα νερά του Κερατίου, κοντά στην Κοιλάδα των Πηγών. Στην πόλη επικράτησε κατάπληξη. Προτού γλιστρήσει µέσα στο λιµάνι το τελευταίο σκάφος, ο Βενετός βάιλος συσκεπτόταν µε τον αυτοκράτορα και τον Τζουστινιάνι και, ακολουθώντας τη συµβουλή τους, κάλεσε τους Βενετούς κυβερνήτες σε µια ιδιαίτερη συνοµιλία, στην οποία ο Τζουστινιάνι ήταν ο µόνος παρών από τους ξένους. Έγιναν διάφορες προτάσεις. Μια πρόταση ήταν να υποκινήσουν τους Γενοβέζους του Πέραν να συµµετάσχουν σε µια γενική επίθεση εναντίον του τουρκικού στόλου στο λιµάνι. Με τη βοήθεια των πλοίων τους, τα οποία µέχρι τότε δεν είχαν λάβει µέρος στον πόλεµο, οι Τούρκοι θα µπορούσαν να νικηθούν εύκολα σε µάχη εκ παρατάξεως. Αλλά δεν φαινόταν πιθανό ότι το Πέραν θα επιθυµούσε να εγκαταλείψει την ουδετερότητά του, και ούτως ή άλλως θα χανόταν χρόνος µε τις αναγκαίες διαπραγµατεύσεις. Μια άλλη πρόταση ήταν να αποβιβάσουν άνδρες στην απέναντι ακτή για να καταστρέψουν τα τουρκικά κανόνια στην Κοιλάδα των Πηγών και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να κάψουν τα πλοία. Αλλά δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί µάχιµοι στην πόλη για να διακινδυνεύσουν µια τόσο παρακινδυνευµένη επιχείρηση. Τελικά, ο κυβερνήτης µιας γαλέρας που είχε έλθει από την Τραπεζούντα, ονόµατι Τζιάκοµο Κόκο, πρότεινε να γίνει αµέσως απόπειρα πυρπόλησης των πλοίων τη νύκτα και προσφέρθηκε να ηγηθεί ο ίδιος της επιχείρησης. Η προσφορά του έγινε δεκτή από το συµβούλιο το οποίο αποφάσισε να δράσει χωρίς να ενηµερώσει τους Γενοβέζους στην πόλη. Η µυστικότητα ήταν ουσιώδης και οι Βενετοί ήταν έτοιµοι να παραχωρήσουν τα απαραίτητα πλοία. Το σχέδιο του Κόκο ήταν να στείλει µπροστά δύο µεγάλα µεταγωγικά, µε τα πλευρά τους να προστατεύονται από τα βλήµατα των κανονιών µε δεµάτια από βαµβάκι και µαλλί. Θα ακολουθούσαν δύο µεγάλες γαλέρες, για να αποκρούσουν κάθε αντίσταση. Κρυµµένες από αυτά τα µεγάλα πλοία δύο µικρές φούστες, προωθούµενες από κωπηλάτες, θα χώνονταν απαρατήρητες ανάµεσα στα τουρκικά πλοία, κόβοντας τα σχοινιά των αγκυρών τους και εξακοντίζοντας εύφλεκτα υλικά εναντίον τους. Προς απογοήτευση του Κόκο αποφασίστηκε να περιµένουν µέχρι τη νύκτα της 24ης για να κάνουν την απόπειρα προκειµένου τα βενετικά πλοία να προετοιµαστούν. ∆υστυχώς το µυστικό δεν κρατήθηκε. Με κάποιο τρόπο οι Γενοβέζοι στην πόλη το έµαθαν και εξοργίστηκαν µε τον αποκλεισµό τους, υποπτευόµενοι ότι οι Βενετοί επιθυµούσαν να τους κλέψουν τη δόξα. Για να εξευµενιστούν συµφωνήθηκε ότι θα µπορούσαν να διαθέσουν ένα από τα πλοία. ∆εν είχαν όµως κανένα έτοιµο, έτσι 77
επέµεναν να υπάρξει µια νέα αναβολή, µέχρι την 28η. Ήταν µια ολέθρια απόφαση. Όλο αυτό το διάστηµα οι Τούρκοι προσέθεταν κανόνια στην Κοιλάδα των Πηγών, και ήταν αδύνατο να κρατήσουν όλες τις προετοιµασίες απαρατήρητες. Τα νέα έφθασαν στο Πέραν και σε ένα Γενοβέζο εκεί που πληρωνόταν από το σουλτάνο. Την Κυριακή, 28 Απριλίου, δύο ώρες πριν από την ανατολή, δύο µεγάλα µεταγωγικά, ένα βενετικό και ένα γενοβέζικο, καλά προφυλαγµένα µε τα δεµάτια τους, ξεγλίστρησαν από την προστασία των τειχών του Πέραν, συνοδευόµενα από δύο βενετικές γαλέρες, καθεµία τους µε σαράντα κωπηλάτες, υπό τη διοίκηση του ίδιου του Τρεβιζάνο και του υπαρχηγού του, Ζαχαρία Γκριόνι. Τα ακολουθούσαν τρεις ελαφρές φούστες, καθεµία µε εβδοµήντα δύο κωπηλάτες, µε τον Κόκο στο πλοίο που προπορευόταν, και µαζί τους ένας αριθµός από µικρά πλοία που µετέφεραν εµπρηστικές ύλες. Καθώς ξεκινούσαν οι ναύτες παρατήρησαν ένα λαµπερό φως που τρεµόπαιζε σε έναν από τους πύργους του Πέραν. Αναρωτιόντουσαν µήπως αυτό ήταν ένα σινιάλο για τους Τούρκους. Καθώς όµως πλησίαζαν κοντύτερα στον τουρκικό στόλο όλα φαίνονταν ήσυχα. Τα βαριά µεταγωγικά και οι γαλέρες κινούνταν αργά στα ήρεµα νερά, και ο Κόκο έχασε την υποµονή του. Ήξερε ότι το πλοίο του µπορούσε να τα ξεπεράσει, κι έτσι, διψασµένος για δράση και για δόξα, οδήγησε τις φούστες µπροστά από τη γραµµή και κατευθύνθηκε αµέσως εναντίον των Τούρκων. Ακούστηκε ένας ξαφνικός κρότος, καθώς τα τουρκικά κανόνια άνοιξαν πυρ από την ακτή. Είχαν προειδοποιηθεί. Το πλοίο του Κόκο χτυπήθηκε από µια από τις πρώτες βολές. Λίγα λεπτά αργότερα χτυπήθηκε στο µέσον και βυθίστηκε. Μερικοί ναύτες κατόρθωσαν να κολυµπήσουν στη στεριά, αλλά οι περισσότεροι, συµπεριλαµβανοµένου του Κόκο, χάθηκαν. Οι άλλες φούστες, µε τα µικρά πλοιάρια να τις ακολουθούν, στράφηκαν προς την προστασία που παρείχαν οι γαλέρες. Αλλά µέχρι την ώρα που τις προσέγγισαν τα τουρκικά κανόνια πυροβολούσαν συνεχώς, κατευθύνοντας τις βολές τους µε το φως των πυρσών και µε τις δικές τους λάµψεις. Τα δύο µεταγωγικά µπροστά χτυπήθηκαν πολλές φορές. Τα δεµάτια τους τα προφύλαξαν από σοβαρές ζηµιές, αλλά οι ναύτες τους ήταν πολύ απασχοληµένοι να σβήνουν τις φωτιές που σιγόκαιγαν, τις οποίες είχαν προκαλέσει τα βλήµατα, για να κάνουν ο,τιδήποτε για τα µικρά πλοία, πολλά από τα οποία βυθίστηκαν. Οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την κύρια προσοχή τους στη γαλέρα του Τρεβιζάνο. ∆ύο βλήµατα που πυροδοτήθηκαν από την πλαγιά του λόφου τη χτύπησαν µε τόση δύναµη ώστε άρχισε να γεµίζει νερά. Ο Τρεβιζάνο και το πλήρωµά του αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις βάρκες και να την εγκαταλείψουν. Μετά από αυτή την επιτυχία, στο αµυδρό φως της αυγής τα τουρκικά πλοία εξόρµησαν για επίθεση. Αλλά οι Χριστιανοί κατόρθωσαν να απεµπλακούν. Μετά από µιάµιση ώρα αγώνα και οι δύο µοίρες επέστρεψαν στα αγκυροβόλιά τους. Σαράντα χριστιανοί ναύτες κολύµπησαν µέχρι τη στεριά στις τουρκικές γραµµές. Αργότερα την ίδια ηµέρα σφαγιάστηκαν σε πλήρη θέα της πόλης. Ως εκδίκηση διακόσιοι εξήντα αιχµάλωτοι που βρίσκονταν στην πόλη µεταφέρθηκαν στα τείχη και αποκεφαλίστηκαν µπροστά στα µάτια των Τούρκων. Η µάχη είχε δείξει για µια ακόµη φορά ότι οι Χριστιανοί ξεπερνούσαν τους Τούρκους στην ποιότητα των πλοίων τους και σε ναυτικές ικανότητες. Παρά ταύτα είχαν υποστεί µια πολυδάπανη ήττα. Είχαν χάσει µια γαλέρα και µια φούστα και περίπου ενενήντα από τους καλύτερους ναύτες τους. 78
Μόνο ένα τουρκικό πλοίο είχε καταστραφεί. Η αποθάρρυνση στην πόλη ήταν έντονη. Ήταν σαφές ότι δεν ήταν πια δυνατό οι Τούρκοι να εκτοπισθούν από τον Κεράτιο. ∆εν είχαν αποκτήσει ολοκληρωτικά την κυριαρχία του, και ο χριστιανικός στόλος εξακολουθούσε να επιπλέει. Αλλά το λιµάνι δεν ήταν πια ασφαλές, και η µακρά γραµµή των τειχών που το αντίκριζε δεν ήταν πια βέβαιο ότι δεν διέτρεχε τον κίνδυνο µιας επίθεσης. Για τους Έλληνες, οι οποίοι θυµόντουσαν ότι από αυτά τα τείχη είχαν µπει στην πόλη οι σταυροφόροι το 1204, η προοπτική φαινόταν ιδιαίτερα απειλητική, ενώ ο αυτοκράτορας και ο Τζουστινιάνι βρίσκονταν σε απόγνωση ως προς τον τρόπο µε τον οποίο θα µπορούσαν να επανδρώσουν όλες τις οχυρώσεις. Μετακινώντας το µισό στόλο του µέσα στον Κεράτιο και καταστέλλοντας τις απόπειρες των Χριστιανών να αποµακρύνουν τους εισβολείς, ο Μωάµεθ είχε κερδίσει µια µεγάλη νίκη. Φαίνεται ότι εξακολουθούσε να πιστεύει πως η πόλη θα έπρεπε να καταληφθεί µε διάσπαση των χερσαίων τειχών. Τώρα όµως µπορούσε να απειλεί συνεχώς τα τείχη του λιµανιού, διατηρώντας παράλληλα αρκετά πλοία έξω από το φράγµα για να κρατά την πόλη αποκλεισµένη. Επιπλέον, ακόµη και αν έφθανε ένας στόλος µε ενισχύσεις και κατόρθωνε να διασπάσει τον αποκλεισµό, δεν θα εύρισκε ηρεµία στο λιµάνι. Η νέα κατάσταση του επέτρεπε επίσης να ελέγχει στενότερα το Πέραν. Ο ρόλος των Γενοβέζων εκεί ήταν αισχρά διπρόσωπος. Η κυβέρνηση της Γένοβας είχε παραχωρήσει πλήρη έλεγχο στις τοπικές αρχές, ενώ ενδεχοµένως τις συµβούλευε να ακολουθούν πολιτική ουδετερότητας. Αυτό είχαν κάνει επίσηµα. Οι γενικές συµπάθειες της αποικίας έκλιναν προς τους οµόθρησκους Χριστιανούς από την άλλη πλευρά του λιµανιού. Αρκετοί από τους πολίτες είχαν συµπράξει µε τον Τζουστινιάνι. Οι έµποροι της αποικίας συνέχιζαν να εµπορεύονται µε την πόλη, στέλνοντάς της όσα αγαθά µπορούσαν να διαθέσουν. Άλλοι πάλι εµπορεύονταν και µε τους Τούρκους, αλλά πολλοί από αυτούς δρούσαν και ως κατάσκοποι, αναφέροντας στον Τζουστινιάνι τις πληροφορίες που συγκέντρωναν στο τουρκικό στρατόπεδο. Οι αρχές είχαν ήδη διακινδυνεύσει την ουδετερότητά τους επιτρέποντας να στερεωθεί η µια άκρη του φράγµατος του λιµανιού στα τείχη τους, και παρ' όλο που τα πλοία τους δεν είχαν συµµετάσχει στον αγώνα, φαίνεται ότι οι ναύτες συνήθιζαν να προσφέρουν µικρές υπηρεσίες στα πλοία του φράγµατος. Ήταν όµως δύσκολο για οποιονδήποτε Γενοβέζο να συµπαθεί έναν Έλληνα, κι ακόµη δυσκολότερο γι' αυτόν να συµπαθεί ένα Βενετό. Λίγοι ηρωικοί στρατιωτικοί, όπως ο Τζουστινιάνι ή οι αδελφοί Μποκκιάρντι, µπορεί να ρίχνονταν ολόψυχα στον αγώνα, αλλά στο Πέραν, όπου ο µέσος άνθρωπος δεν έβλεπε να απειλείται άµεσα, τέτοιοι ηρωισµοί φαίνονταν λίγο υπερβολικοί. Οι Έλληνες και οι Βενετοί ανταπέδιδαν την αντιπάθεια. Παρά το ότι θαύµαζαν ειλικρινά τον Τζουστινιάνι και ήταν έτοιµοι να εκτελούν τις διαταγές του, και παρά το ότι επαινούσαν µεγαλόψυχα άλλους γενναίους Γενοβέζους, το Πέραν τους φαινόταν µια φωλιά προδοτών της χριστιανοσύνης. Ο σουλτάνος είναι βέβαιο ότι είχε κατασκόπους εκεί, όπως απέδειξε η ιστορία της τελευταίας µάχης. Είναι βέβαιο επίσης (έτσι πίστευαν) ότι κάποιοι στο Πέραν πρέπει να είχαν γνώση των προετοιµασιών του σουλτάνου να µετακινήσει τα πλοία του επάνω σε ένα δρόµο τόσο κοντά στα τείχη της πόλης. Αν και αναµφίβολα αυτό δεν θα µπορούσαν να το είχαν παρεµποδίσει, τουλάχιστον θα µπορούσαν να είχαν στείλει στην άλλη πλευρά του λιµανιού κάποια προειδοποίηση για την επιχείρηση. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, Γενοβέζος ο ίδιος, έγραψε µε κάποια αµηχανία για τη συµπεριφορά των συµπατριωτών 79
του168. Αλλά, αν οι Χριστιανοί στην Κωνσταντινούπολη ήταν δυσαρεστηµένοι µε τους πολίτες του Πέραν, το ίδιο ήταν και ο σουλτάνος. ∆εν µπορούσε να επιχειρήσει να καταλάβει την αποικία ενόσω ήταν απασχοληµένος µε την πολιορκία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Για να την καταλάβει εξ εφόδου θα χρησιµοποιούσε περισσότερους άνδρες και πολιορκητικές µηχανές απ' όσες µπορούσε να διαθέσει προς το παρόν, ενώ όποια τυχόν κίνηση έκανε εναντίον της πιθανότατα θα έφερνε ένα γενοβέζικο στόλο στην Ανατολή, κι έτσι θα έχανε την κυριαρχία της θάλασσας. Τώρα όµως που τα πλοία του ήταν στον Κεράτιο περικύκλωσε το Πέραν. Οι έµποροί του δεν µπορούσαν πια να µεταφέρουν εύκολα τα αγαθά τους στην άλλη πλευρά του λιµανιού, στην Κωνσταντινούπολη, µεταδίδοντας τις τελευταίες πληροφορίες για το τουρκικό στρατόπεδο. Εάν το Πέραν δεν ήταν διατεθειµένο να σπάσει την ουδετερότητά του δεν υπήρχαν πολλά που θα µπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τη χριστιανική υπόθεση, και ο σουλτάνος φαίνεται ότι ήταν ευχαριστηµένος µέσω των κατασκόπων που είχε εκεί για το ότι οι αρχές δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν κάτι τέτοιο169. Επίσης ο σουλτάνος µπορούσε τώρα να βελτιώσει τις επικοινωνίες του µε το στρατό του Ζαγανός στα υψώµατα πίσω από το Πέραν, όπως και µε το αρχηγείο του ναυτικού στο Βόσπορο. Μέχρι τότε ο µοναδικός δρόµος έκανε µια µεγάλη παράκαµψη γύρω από το βαλτώδη µυχό του Κερατίου, αν και υπήρχε µια συντοµότερη διάβαση από ένα άβολο πέρασµα διαµέσου των ανώτερων σηµείων του. Τώρα, µε τα πλοία του στον Κεράτιο να τον προστατεύουν, µπορούσε να κατασκευάσει µια γέφυρα επάνω από το λιµάνι, ακριβώς δίπλα στα τείχη της πόλης. Ήταν µια πλωτή γέφυρα, φτιαγµένη από περίπου εκατό κρασοβάρελα δεµένα σφιχτά µεταξύ τους ανά ζεύγη και ενωµένα κατά το µήκος, για να σχηµατίζουν το πλάτος του περάσµατος, µε ένα µικρό άνοιγµα ανάµεσα σε κάθε ζεύγος. Επάνω στα βαρέλια υπήρχαν δοκάρια και επάνω τους σανίδες. Πέντε άνδρες µπορούσαν να περπατήσουν επάνω τους κατά µέτωπο, ενώ τα βαρέλια µπορούσαν να σηκώσουν και βαριά κάρα. Έτσι ήταν δυνατή η γρήγορη µεταφορά στρατευµάτων από την ακτή του Πέραν στα τείχη της πόλης κάτω από την προστασία των κανονιών, ενώ τα κανόνια µπορούσαν να βάλλουν εναντίον της συνοικίας των Βλαχερνών υπό µια νέα γωνία170. Οι Χριστιανοί εξακολουθούσαν να κρατούν τα περισσότερα πλοία τους στο φράγµα, για να αποτρέψουν την ένωση των δύο τουρκικών στόλων και για να υποδεχθούν οποιονδήποτε στολίσκο έφθανε για ενίσχυση. Αλλά η παρουσία τους εκεί δεν µπορούσε να κρύψει το γεγονός ότι η άµυνα είχε χάσει τον έλεγχο του Κερατίου.
80
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓ∆ΟΟ Η ελπίδα που εξανεµίζεται Ο σουλτάνος δεν ακολούθησε τη νίκη του µε κάποια απόπειρα να επιτεθεί στην πόλη. Προτίµησε προς το παρόν να παρενοχλήσει και να καταπονήσει την άµυνα. Ο βοµβαρδισµός των χερσαίων τειχών δεν σταµάτησε καθόλου. Κάθε νύκτα οµάδες πολιτών έπρεπε να πηγαίνουν και να κάνουν όσες επισκευές µπορούσαν. Τα κανόνια από τις καινούργιες πλωτές πλατφόρµες σφυροκοπούσαν τη συνοικία των Βλαχερνών. Κάθε τόσο τουρκικά πλοία ξανοίγονταν από το αγκυροβόλιό τους στην άλλη άκρη του Κερατίου και παρίσταναν ότι θα έκαναν επίθεση στα τείχη επάνω από το λιµάνι. Τα ελληνικά και τα βενετικά πλοία έπρεπε να παραµένουν σε επιφυλακή για να τα παρεµποδίζουν. Επί µία εβδοµάδα δεν έγινε σχεδόν καµία µάχη εξ επαφής, ούτε υπήρξαν απώλειες ζωών. Αλλά η πόλη είχε να αντιµετωπίσει άλλα προβλήµατα. Οι προµήθειες εξαντλούνταν. Άνδρες που έπρεπε να βρίσκονται στις θέσεις τους στα τείχη ζητούσαν συνεχώς άδεια να πάνε πίσω στην πόλη για να βρουν τροφή για τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Τις πρώτες ηµέρες του Μαΐου οι ελλείψεις ήταν τόσο έντονες ώστε ο αυτοκράτορας προέβη σε νέα συλλογή χρηµάτων από εκκλησίες και από ιδιώτες και µε τα χρήµατα που συγκεντρώθηκαν αγόρασε όποιες προµήθειες µπόρεσε να βρει, οργανώνοντας µια επιτροπή που θα φρόντιζε ώστε να διανεµηθούν εξίσου. Αυτή έκανε καλά τη δουλειά της. Αν και οι µερίδες ήταν µικρές, κάθε οικογένεια έλαβε το µερίδιό της και δεν υπήρξαν άλλα σοβαρά παράπονα. Αλλά οι κήποι της πόλης είχαν περιορισµένη παραγωγή εκείνη την εποχή, και οι ψαρόβαρκες δεν µπορούσαν πια να ξανοιχτούν στη θάλασσα µε ασφάλεια, ούτε καν στον Κεράτιο. Ο αριθµός των βοδιών, των προβάτων και των χοίρων µέσα στα τείχη δεν ήταν ποτέ µεγάλος και ελαττωνόταν γρήγορα, όπως και τα αποθέµατα σίτου. Εάν δεν στέλνονταν γρήγορα απ' έξω προµήθειες, ακόµη περισσότερο από άνδρες, οι στρατιώτες και οι πολίτες θα εξαναγκάζονταν σε παράδοση από πείνα171. Έχοντας αυτά κατά νου ο αυτοκράτορας κάλεσε τους ηγέτες των Βενετών, όπως και τους δικούς του προκρίτους, και πρότεινε να σταλεί έξω από το λιµάνι και διαµέσου των ∆αρδανελίων ένα γρήγορο πλοίο για να αναζητήσει το στόλο τον οποίο ο Μινόττο είχε υποσχεθεί ότι θα έστελνε η Βενετία. Ο Μινόττο είχε γράψει στη Βενετία στις 26 Ιανουαρίου για να παρακαλέσει σχετικά µ' αυτόν, αλλά δεν είχε λάβει καµία απάντηση. Στην Κωνσταντινούπολη κανείς δεν γνώριζε τις καθυστερήσεις που είχαν προκύψει στη Βενετία, όπου, παρ' όλο που η επιστολή του Μινόττο βρισκόταν στα χέρια της Γερουσίας από τις 19 Φεβρουαρίου, πέρασαν ακριβώς δύο µήνες προτού ξεκινήσει ο στόλος µε τις ενισχύσεις. Ο αυτοκράτορας είχε µεγάλη εµπιστοσύνη στον αρχιναύαρχο, το Λορεντάν, ο οποίος, όπως είχε ακούσει, ήταν ένας γενναίος χριστιανός ηγέτης. ∆εν γνώριζε τις οδηγίες που είχαν δοθεί στο ναύαρχο Αλβίζο Λόνγκο στις 13 Απριλίου, ότι δηλαδή έπρεπε να πάρει το στόλο του στην Τένεδο το συντοµότερο δυνατό, σταµατώντας µόνο για µία ηµέρα στην Κορώνη για ανεφοδιασµό. Στην Τένεδο έπρεπε να παραµείνει αγκυροβοληµένος µέχρι τις 20 Μαΐου, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη δύναµη και τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Εκείνη την ηµέρα θα ενωνόταν µαζί του ο αρχιναύαρχος µε τις δικές του γαλέρες και µε γαλέρες από την Κρήτη. Έπειτα ολόκληρος ο στόλος θα ανέπλεε τα ∆αρδανέλια και θα διάνοιγε δια της βίας δρόµο προς την πολιορκηµένη πόλη. Ούτε ήταν γνωστό στην
81
Κωνσταντινούπολη ότι ο Λορεντάν διατάχθηκε να φύγει από τη Βενετία µόλις στις 7 Μαΐου. Επρόκειτο να καταπλεύσει στην Κέρκυρα, όπου θα τον συναντούσε η γαλέρα του κυβερνήτη και θα τον πήγαινε στην Εύβοια. Εκεί θα τον συναντούσαν δύο κρητικές γαλέρες, και όλοι µαζί θα έπλεαν προς την Τένεδο. Εάν ο Λόνγκο είχε ήδη φύγει για την Κωνσταντινούπολη, µία γαλέρα θα έµενε πίσω για να τον ενηµερώσει και να τον συνοδεύσει µέσα από τα Στενά. Αλλά δεν έπρεπε να προκαλέσει καµία δράση από τους Τούρκους µέχρι να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου έπρεπε να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση του αυτοκράτορα, τονίζοντας µε έµφαση σ' εκείνον τις µεγάλες θυσίες που έκανε η Βενετία για να έλθει σε βοήθειά του. Εάν ο Κωνσταντίνος είχε ήδη κλείσει ειρήνη µε τους Τούρκους, ο αρχιναύαρχος έπρεπε να πάει στο Μορέα και να χρησιµοποιήσει τις δυνάµεις του για να υποχρεώσει το δεσπότη Θωµά να επιστρέψει ορισµένα χωριά τα οποία είχε προσαρτήσει παράνοµα. Στις 8 Μαΐου η Γερουσία έλαβε συµπληρωµατικές αποφάσεις. Εάν ο Λορεντάν µάθαινε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε κλείσει ειρήνη, έπρεπε να επιβλέψει ώστε η Εύβοια να τεθεί στην πρέπουσα κατάσταση άµυνας. Επιπλέον έπρεπε να συνοδεύεται από έναν πρεσβευτή, τον Βαρθολοµαίο Μαρτσέλλο, ο οποίος έπρεπε να σπεύσει αµέσως στην Αυλή του σουλτάνου και να διαβεβαιώσει το Μωάµεθ για τις ειρηνικές προθέσεις της Βενετίας. Ο αρχιναύαρχος και οι δυνάµεις του είχαν έλθει µόνο για να συνοδεύσουν πίσω τα εµπορικά πλοία που ασχολούνταν µε το εµπόριο στην Ανατολή και να µεριµνήσουν για τα νόµιµα συµφέροντα της Βενετίας. Ο σουλτάνος έπρεπε να δεχθεί πιέσεις να κλείσει ειρήνη µε τον αυτοκράτορα και ο αυτοκράτορας να δεχθεί οποιουσδήποτε λογικούς όρους. Εάν όµως ο Μωάµεθ ήταν αποφασισµένος να συνεχίσει µε την επιχείρησή του, ο πρεσβευτής δεν έπρεπε να συνεχίσει αλλά να επιστρέψει και να δώσει αναφορά στη Γερουσία. Οι οδηγίες της Γερουσίας είχαν µελετηθεί προσεκτικά και πιθανόν θα ήταν αποτελεσµατικές, εάν υπήρχε απεριόριστος χρόνος. Αλλά κανείς στη Βενετία δεν συνειδητοποιούσε ακόµη τον επίµονο χαρακτήρα του σουλτάνου, ούτε την εξαιρετική ποιότητα των πολεµικών του όπλων. Η απειλή προς την Κωνσταντινούπολη ήταν γνωστή, όλοι όµως πίστευαν ότι µε κάποιο τρόπο η µεγάλη πόλη-οχυρό θα άντεχε απεριόριστα172. Ο πάπας, παρά την αγωνία του, ήταν ακόµη πιο νωχελικός. Μόνο στις 5 Ιουνίου, µία εβδοµάδα αφότου είχαν τελειώσει όλα, ο αντιπρόσωπός του, ο αρχιεπίσκοπος της Ραγούζας, πληροφόρησε τη Γερουσία για την πρόταση της Αγιότητάς του σχετικά µε τις πέντε γαλέρες που επρόκειτο να του δανείσουν για τη σωτηρία της πόλης. Θα πλήρωνε δεκατέσσερις χιλιάδες δουκάτα, ποσό που θα έπρεπε να καλύψει τους µισθούς των πληρωµάτων για τέσσερις µήνες. Στον αρχιεπίσκοπο είπαν ότι δεν ήταν αρκετά, και επέστρεψε στη Ρώµη µε το αίτηµα ο πάπας να πληρώσει και για ένα µέρος του εξοπλισµού. Στο µεταξύ όµως οι γαλέρες θα προετοιµάζονταν για το ταξίδι173. Αγνοώντας όλες τις καθυστερήσεις και µε την ελπίδα να αποκαταστήσει σύντοµα επαφή µε ένα βενετικό στόλο, ένα βενετικό µπριγκαντίνι από το στολίσκο του Κερατίου ρυµουλκήθηκε µέχρι το φράγµα το απόγευµα της 3ης Μαΐου, µε πλήρωµα δώδεκα εθελοντές, όλους µεταµφιεσµένους ώστε να µοιάζουν µε Τούρκους. Τα µεσάνυχτα η αλυσίδα µετακινήθηκε για να το αφήσει να περάσει. Σηκώνοντας τα τουρκικά εµβλήµατα έπλευσε ανεµπόδιστο µε τη βοήθεια του βοριά µέσα από την Προποντίδα και βγήκε στο Αιγαίο174. 82
Στην ίδια την πόλη η υπερένταση άρχισε να φαίνεται στα νεύρα των υπερασπιστών. Η αµοιβαία αντιπάθεια µεταξύ των Βενετών και των Γενοβέζων ξέσπασε σε ανοικτούς τσακωµούς. Οι Βενετοί κατηγορούσαν τους Γενοβέζους για την καταστροφή της 28ης Απριλίου. Οι Γενοβέζοι απαντούσαν ότι όλα οφείλονταν στην απρονοησία του Κόκο. Στη συνέχεια κατηγορούσαν τους Βενετούς ότι έστελναν τα πλοία µακριά, στην ασφάλεια, οποτεδήποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία. Οι Βενετοί επισήµαιναν ότι είχαν βγάλει τα πηδάλια από πολλές γαλέρες τους και ότι τα είχαν αποθηκεύσει, όπως και τα πανιά, στην πόλη. Γιατί δεν είχαν κάνει το ίδιο και οι Γενοβέζοι; Οι Γενοβέζοι παρατηρούσαν ότι δεν είχαν πρόθεση να µειώσουν την αποτελεσµατικότητα των σκαφών τους, ιδιαίτερα καθώς πολλοί έπρεπε να σκεφθούν γυναίκες και παιδιά στο Πέραν. Όταν οι Βενετοί παρατήρησαν επιπλέον τους Γενοβέζους γιατί διατηρούσαν επαφές µε το στρατόπεδο του σουλτάνου, εκείνοι απάντησαν ότι όποιες διαπραγµατεύσεις είχαν κάνει εκεί είχαν γίνει µε πλήρη γνώση του αυτοκράτορα, τα συµφέροντα του οποίου ήταν παρόµοια µε τα δικά τους. Οι αντεγκλήσεις ήταν τόσο δηµόσιες, ώστε στην απελπισία του ο αυτοκράτορας κάλεσε τους ηγέτες και των δύο πλευρών και τους ικέτευσε να διατηρήσουν την ειρήνη. «Ο πόλεµος έξω από τις πύλες µας µάς είναι αρκετός», φώναξε. «Για όνοµα του Θεού, µην αρχίσετε πόλεµο µεταξύ σας». Τα λόγια του έφεραν κάποιο αποτέλεσµα. Εξωτερικά η συνεργασία αποκαταστάθηκε. Αλλά η κακή προδιάθεση παρέµενε175. Είναι πιθανό ότι στη διάρκεια εκείνων των ηµερών ο αυτοκράτορας προσπάθησε να διαπραγµατευθεί µε το σουλτάνο. Φαίνεται ότι οι Γενοβέζοι του Πέραν έκαναν δοκιµαστικές έρευνες για λογαριασµό του. Αλλά η προσφορά του σουλτάνου παρέµενε αµετάβλητη. Η πόλη έπρεπε να παραδοθεί σ' εκείνον χωρίς όρους, και στη συνέχεια θα έδινε προσωπικά εγγυήσεις στους πολίτες για τη ζωή και την προσωπική τους περιουσία. Ο αυτοκράτορας θα µπορούσε να αποσυρθεί στο Μορέα, εάν το ήθελε. Οι όροι ήταν απαράδεκτοι. Κανείς µέσα στην πόλη, όποιες κι αν ήταν οι πολιτικές του θέσεις, δεν µπορούσε τώρα να σκεφθεί την ταπείνωση της παράδοσης, ούτε άλλωστε έδινε κανείς µεγάλη πίστη στη µεγαλοψυχία του σουλτάνου. Υπήρχαν πάντως µεταξύ των συµβούλων του αυτοκράτορα αρκετοί που πίστευαν ότι έπρεπε να διαφύγει από την πόλη. Θα ήταν σε καλύτερη θέση να οργανώσει µια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων από έξω παρά από µέσα. Οι αδελφοί του και πολλοί συµπαθούντες απ' όλα τα Βαλκάνια σίγουρα θα συσπειρώνονταν γύρω από τη σηµαία του, συµπεριλαµβανοµένου ίσως του ίδιου του γενναίου Σκεντέρµπεη. Επίσης θα µπορούσε να διεγείρει τη ∆υτική Ευρώπη ώστε να κάνει το καθήκον της. Αλλά ο Κωνσταντίνος ήρεµα και σταθερά αρνήθηκε να τους ακούσει. Φοβόταν ότι εάν εγκατέλειπε την πόλη η άµυνα θα κατέρρεε. Εάν η πόλη επρόκειτο να χαθεί, θα χανόταν µαζί της176. Οι Γενοβέζοι του Πέραν είχαν καλούς λόγους να θέλουν την ειρήνη. Την 5η Μαΐου τα τουρκικά κανόνια άρχισαν να βάλλουν επάνω από την πόλη εναντίον των χριστιανικών πλοίων στο φράγµα. Σκόπευαν ειδικά τους Βενετούς, αλλά ένα βλήµα που ζύγιζε διακόσιες λίτρες έπεσε επάνω σε ένα γενοβέζικο εµπορικό πλοίο γεµάτο µε ένα πολύτιµο φορτίο µεταξιού και το βύθισε. Αυτό ανήκε σε έναν έµπορο του Πέραν και είχε αγκυροβολήσει κοντά και κάτω από τα τείχη. Η κοινότητα έστειλε αµέσως για να παραπονεθεί στο σουλτάνο, τονίζοντας πόσο χρήσιµη ήταν γι' αυτόν η ουδετερότητα του Πέραν. Οι υπουργοί του δέχθηκαν την αποστολή µε κάποια επιθετικότητα. Οι πυροβολητές δεν 83
µπορούσαν να γνωρίζουν, είπαν, ότι το πλοίο δεν ήταν ένα εχθρικό πλοίο, ένα «πειρατικό» που είχε έλθει να βοηθήσει τους εχθρούς τους. Εάν όµως ο ιδιοκτήτης του µπορούσε να αποδείξει την υπόθεσή του, ο σουλτάνος, µόλις καταλάµβανε την Κωνσταντινούπολη, θα µελετούσε το ζήτηµα και θα έδινε πλήρη αποζηµίωση177. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ηµερών του Μαΐου το µεγάλο κανόνι του Ουρβανού ήταν εκτός λειτουργίας. Στις 6 Μαΐου επισκευάστηκε και ο βοµβαρδισµός των χερσαίων τειχών παρουσίασε νέα ορµητικότητα, ενώ τα τουρκικά πλοία προφανώς προετοιµάζονταν για µάχη. Η άµυνα σωστά υποψιάστηκε µια επίθεση την εποµένη, και έκανε τις δικές της προετοιµασίες. Όταν όµως έγινε η επίθεση, τέσσερις ώρες µετά τη δύση την 7η Μαΐου, κατευθύνθηκε µόνο εναντίον του τµήµατος των χερσαίων τειχών στο Μεσοτείχιο. Ένας τεράστιος αριθµός από Τούρκους, εξοπλισµένους ως συνήθως µε σκάλες και γάντζους καρφωµένους επάνω στις λόγχες τους, ξεχύθηκε επάνω από την παραγεµισµένη τάφρο. Έγινε σκληρός αγώνας για περίπου τρεις ώρες, αλλά δεν µπόρεσαν να ανοίξουν ένα πέρασµα επάνω από τα ερείπια των τειχών και το φράχτη. Θαύµατα ανδρείας αποδόθηκαν σε έναν Έλληνα στρατιώτη ονόµατι Ραγκαβή, για τον οποίο λέγεται ότι έκοψε στα δύο τον ίδιο το σηµαιοφόρο του σουλτάνου, τον Αµίρ µπέη, αν και ο ίδιος περικυκλώθηκε σύντοµα και σκοτώθηκε178. Παρά το ότι το τουρκικό ναυτικό δεν επιτέθηκε εκείνη τη νύκτα, οι συνθήκες στον Κεράτιο φαίνονταν τόσο επισφαλείς, ώστε την εποµένη οι Βενετοί αποφάσισαν να αδειάσουν όλο τον πολεµικό εξοπλισµό που κρατούσαν στα πλοία τους και να τον αποθηκεύσουν στον αυτοκρατορικό ναύσταθµο. Την 9η αποφάσισαν επιπλέον ότι όλα τα πλοία τους, εκτός από εκείνα που ήταν απαραίτητα για να φυλάνε το φράγµα, θα έπρεπε να µετακινηθούν στο µικρό λιµάνι που ήταν γνωστό ως Νεώριον, ή Προσφοριανός, ακριβώς πίσω από το φράγµα, κάτω από την ακρόπολη, και ότι τα πληρώµατα έπρεπε να µεταφερθούν για να ενισχύσουν την άµυνα της συνοικίας των Βλαχερνών, όπου τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρές ζηµιές από τα πυρά των κανονιών επάνω στη γέφυρα. Στην αρχή µερικοί ναύτες ήταν απρόθυµοι να συµφωνήσουν. Μόνο στις 13 Μαΐου ολοκληρώθηκε αυτός ο διακανονισµός. Η κύρια αποστολή των ναυτών ήταν να µεριµνήσουν για την επισκευή του τείχους που προστάτευε τη συνοικία179. Έφθασαν σχεδόν πολύ αργά. Το προηγούµενο βράδυ οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει άλλη µια επίθεση µεγάλης έκτασης, αυτή τη φορά στο ύψωµα κοντά στην ένωση του τείχους των Βλαχερνών και του Θεοδοσιανού. Ήταν σχεδόν µεσάνυχτα όταν άρχισε η επίθεση. Αποκρούστηκε και γρήγορα ανακλήθηκε. Τα τείχη εκεί ήταν ακόµη πολύ γερά180. Στις 14 Μαΐου ο σουλτάνος, ικανοποιηµένος µετά την κίνηση των Βενετών γιατί τα πλοία του στον Κεράτιο δεν θα δέχονταν τώρα επίθεση, µετακίνησε τις πυροβολαρχίες του από τους λόφους πίσω από την Κοιλάδα των Πηγών και τις µετέφερε πέρα από την καινούργια γέφυρά του, για να βοµβαρδίζουν το τείχος των Βλαχερνών στο τµήµα όπου άρχιζε να ανηφορίζει την πλαγιά. Εκεί προκάλεσαν µικρές ζηµιές, έτσι µία ή δύο ηµέρες αργότερα τις µετακίνησε και πάλι, ώστε να συνενωθούν µε τις κύριες πυροβολαρχίες του στην κοιλάδα του Λύκου. Μπορούσε να δει ότι αυτό ήταν το πιο πρόσφορο τµήµα για επίθεση. Από εκείνη την ώρα ο βοµβαρδισµός των άλλων τµηµάτων
84
των τειχών ήταν περιοδικός, αλλά εκεί, µε την αύξηση του αριθµού των κανονιών, µπορούσε να συνεχίζεται χωρίς διακοπή181. Την 16η και ξανά τη 17η το κύριο τµήµα του τουρκικού στόλου απέπλευσε από το ∆ιπλοκιόνιο για να κάνει επίδειξη εναντίον του φράγµατος. Ακόµη όµως το υπερασπίζονταν καλά, κι έτσι και στις δύο περιπτώσεις τα πλοία αποσύρθηκαν χωρίς να ρίξουν ούτε ένα βέλος ή πυροβολισµό. Ένας παρόµοιος ελιγµός πραγµατοποιήθηκε την 21η. Όλος ο στόλος κατέφθασε υπό τους ήχους τυµπάνων και σαλπίγγων. Έδωσε τόσο απειλητική εντύπωση, ώστε στην πόλη χτύπησαν οι καµπάνες για να θέσουν όλους σε επιφυλακή. Για άλλη µία φορά αφού παρέλασαν επάνω-κάτω µπροστά από το φράγµα, τα πλοία έπλευσαν ήσυχα πίσω στο αγκυροβόλιό τους. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που απειλήθηκε το φράγµα. Είναι πιθανό ότι το ηθικό των ναυτών, λίγοι από τους οποίους ήταν εκ γενετής Τούρκοι, δεν ήταν πολύ ψηλό, ενώ ούτε ο σουλτάνος ούτε ο ναύαρχός του επιθυµούσαν να διακινδυνεύσουν την ταπείνωση άλλης µίας ήττας182. Στο µεταξύ οι χερσαίες επιχειρήσεις συµπληρώνονταν µε απόπειρες εκσκαφής ορυγµάτων κάτω από τα τείχη. Ο σουλτάνος είχε ξεκινήσει παρόµοιες επιχειρήσεις στη διάρκεια των πρώτων ηµερών της πολιορκίας, αλλά είχε έλλειψη από αρκετά έµπειρους υπονοµευτές. Τώρα ο Ζαγανός πασάς βρήκε µεταξύ των στρατευµάτων του έναν αριθµό από επαγγελµατίες υπονοµευτές από τα ορυχεία ασηµιού του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Αυτοί διατάχθηκαν να σκάψουν ένα όρυγµα κάτω από τα τείχη, κάπου κοντά στη Χαρίσια πύλη, όπου θεωρήθηκε ότι το έδαφος ήταν κατάλληλο. Άρχισαν την εργασία τους πολύ πίσω, µε την ελπίδα ότι θα διέφευγαν της προσοχής. Αλλά το έργο της εκσκαφής τόσο κάτω από την τάφρο όσο και κάτω από το τείχος ήταν πολύ δύσκολο. Αυτό το όρυγµα εγκαταλείφθηκε. Αντίθετα, άρχισαν να σκάβουν κάτω από το µονό τείχος των Βλαχερνών, κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Στις 16 Μαΐου η επιχείρησή τους ανακαλύφθηκε από τους αµυνόµενους. Ο Μέγας ∆ουξ, Λουκάς Νοταράς, του οποίου αποστολή ήταν να ασχολείται µε παρόµοια επείγοντα περιστατικά, ζήτησε τις υπηρεσίες του µηχανικού Γιοχάνες Γκραντ. Μετά από αίτηµά του ο Γκραντ έσκαψε ένα αντίθετο όρυγµα και κατόρθωσε να διεισδύσει στο τουρκικό, όπου έκαψε τα ξύλινα υποστηρίγµατα. Η οροφή κατέρρευσε θάβοντας πολλούς υπονοµευτές. Αυτή η αποτυχία αποθάρρυνε τους Τούρκους σκαπανείς για αρκετές ηµέρες, αλλά στις 21 Μαΐου έσκαβαν ορύγµατα σε διάφορα τµήµατα των τειχών, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στο τµήµα κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Η εκσκαφή αντίθετου ορύγµατος έγινε από τα ελληνικά στρατεύµατα του Λουκά Νοταρά, µε τον Γκραντ να τα καθοδηγεί. Σε µερικές περιπτώσεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους υπονοµευτές του εχθρού από τα κοιλώµατά τους µε καπνό, ενώ σε άλλες πληµµυρίζοντας τα ορύγµατα από δεξαµενές ο προορισµός των οποίων ήταν να παρέχουν νερό στην τάφρο183. Ο σουλτάνος είχε ήδη κάνει χρήση µιας άλλης επινόησης. Το πρωί της 18ης Μαΐου οι αµυνόµενοι έφριξαν βλέποντας ένα µεγάλο ξύλινο πύργο µε τροχούς να στέκεται έξω από τα τείχη στο Μεσοτείχιον. Οι Τούρκοι τον είχαν συναρµολογήσει στη διάρκεια της νύκτας. Αποτελούνταν από ένα ξύλινο σκελετό που προστατευόταν από στρώσεις δερµάτων από βουβάλια και καµήλες, µε σκαλοπάτια στο εσωτερικό του που οδηγούσαν σε µια ψηλότερη εξέδρα, τόσο ψηλή όσο τα εξωτερικά τείχη της πόλης. Στην εξέδρα είχαν συγκεντρωθεί σκάλες για να χρησιµοποιηθούν όταν ο πύργος θα 85
ακουµπούσε στα τείχη. Η κύρια όµως αποστολή του ήταν να παρέχει προστασία στους εργάτες που ασχολούνταν µε το παραγέµισµα της τάφρου. Η εµπειρία που είχε αποκτήσει από τις προγενέστερες προσπάθειές του να επιτεθεί είχε διδάξει το σουλτάνο ότι η τάφρος εξακολουθούσε να αποτελεί εµπόδιο και ότι έπρεπε να κατασκευαστούν στερεά περάσµατα. Όλη την ηµέρα της 18ης οι άνδρες του εργάζονταν για να κατασκευάσουν ένα δρόµο επάνω από την τάφρο, ενώ ο πύργος στεκόταν από πάνω τους, στο χείλος της τάφρου, απέναντι σε έναν πύργο τον οποίο είχε καταστρέψει το πυροβολικό του και η λιθοδοµή του οποίου είχε καταρρεύσει από την µπροστινή πλευρά, µέσα στην τάφρο. Με το σούρουπο η αποστολή είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, παρά τη σφοδρή αντίσταση. Ένα µέρος της τάφρου είχε γεµίσει µε την πεσµένη λιθοδοµή, πέτρες, χώµα και θάµνους, και ο πύργος είχε προχωρήσει στο πέρασµα για να δοκιµάσει την αντοχή του. Αλλά κατά τη διάρκεια της νύκτας µερικοί αµυνόµενοι ξεγλίστρησαν έξω και έβαλαν στα µπάζα βαρελάκια µε δυναµίτιδα. Όταν τους έβαλαν φωτιά έγινε µια τεράστια έκρηξη και ο ξύλινος πύργος τυλίχθηκε στις φλόγες και κατέρρευσε, σκοτώνοντας τους άνδρες επάνω του. Το πρωί η τάφρος ήταν και πάλι µισοάδεια και το κοντινό τείχος και ο φράκτης είχαν επισκευαστεί. Άλλοι πύργοι τους οποίους κατασκεύασαν οι Τούρκοι αποδείχθηκαν εξίσου ανεπιτυχείς. Μερικοί καταστράφηκαν και οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν184. Παρόµοιες επιτυχίες συγκρατούσαν το ηθικό των Χριστιανών να µην πέσει. Στις 23 Μαΐου είχαν την τελευταία ενθαρρυντική τους εµπειρία. Εκείνη την ηµέρα, όπως και τις προηγούµενες ηµέρες, οι Τούρκοι αποπειράθηκαν να υπονοµεύσουν τα τείχη των Βλαχερνών, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι Έλληνες
κατόρθωσαν
να
περικυκλώσουν
και
να
συλλάβουν
έναν
αριθµό
υπονοµευτών,
συµπεριλαµβανοµένου ενός ανώτερου αξιωµατικού. Μετά από βασανιστήρια εκείνος τους αποκάλυψε που είχαν τοποθετηθεί όλα τα τουρκικά ορύγµατα. Ο Γκραντ κατόρθωσε να τα καταστρέψει το ένα µετά το άλλο, εκείνη την ηµέρα και την επόµενη. Το τελευταίο που καταστράφηκε ήταν ένα του οποίου η είσοδος είχε κρυφτεί επιδέξια από έναν από τους ξύλινους πύργους του σουλτάνου. Εάν τα σχέδια δεν είχαν προδοθεί, δεν θα είχε ανακαλυφθεί ποτέ. Από εκείνη τη στιγµή οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τις υπονοµευτικές δραστηριότητές τους185. Ίσως αντιλαµβάνονταν ότι η υπερένταση από την πλευρά των αµυνοµένων δούλευε για λογαριασµό τους. Είναι αξιοσηµείωτο πόσο λίγοι Χριστιανοί είχαν σκοτωθεί µέχρι τότε. Πολλοί όµως είχαν τραυµατιστεί και όλοι ήταν κουρασµένοι και πεινασµένοι. Οι προµήθειες όπλων, ειδικά του µπαρουτιού, εξαντλούνταν, και τα τρόφιµα ήταν λιγότερα παρά ποτέ. Και την 23η, την ηµέρα της νίκης στα ορύγµατα, οι ελπίδες των Χριστιανών υπέστησαν ένα τροµερό πλήγµα. Εκείνο το απόγευµα είδαν ένα πλοίο να κάνει ελιγµούς στην Προποντίδα καταδιωκόµενο από έναν αριθµό τουρκικών πλοίων. Κατόρθωσε να τους ξεφύγει και µε την κάλυψη του σκότους το φράγµα άνοιξε για να το αφήσει να µπει. Στην αρχή νόµισαν ότι ήταν προποµπός ενός στόλου µε ενισχύσεις. Ήταν όµως το µπριγκαντίνι που είχε αποπλεύσει είκοσι ηµέρες νωρίτερα για να ψάξει για Βενετούς. Είχε ταξιδέψει µέσα από τα νησιά του Αιγαίου, αλλά δεν είχε βρει κανένα βενετικό πλοίο, ούτε κυκλοφορούσαν φήµες για πλοία σε απόσταση. Όταν φάνηκε περιττή η περαιτέρω έρευνα, ο κυβερνήτης ρώτησε τους ναύτες ποιες ήταν οι επιθυµίες τους. Ένας άνδρας είπε ότι ήταν ανόητο να επιστρέψουν σε µια πόλη που ενδεχοµένως ήταν ήδη στα χέρια των Τούρκων. Οι άλλοι όµως τον ανάγκασαν να σωπάσει. Ήταν καθήκον τους, 86
δήλωσαν, να επιστρέψουν και να ενηµερώσουν τον αυτοκράτορα, είτε ήταν για ζωή είτε για θάνατο. Όταν παρουσιάστηκαν µπροστά του, δάκρυσε καθώς τους ευχαριστούσε. Καµία χριστιανική δύναµη δεν ερχόταν να συµµετάσχει στη µάχη για την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη τώρα, είπε, µπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες της µόνο στο Χριστό και στη µητέρα Του, όπως και στον Άγιο Κωνσταντίνο, τον ιδρυτή της186. Ακόµη και αυτή η πίστη έπρεπε να δοκιµαστεί. Υπήρχαν σηµάδια ότι οι ίδιοι οι Ουρανοί έστρεφαν την πλάτη τους στην πόλη. Στη διάρκεια αυτών των ηµερών καθένας θυµόταν ξανά τις προφητείες ότι η αυτοκρατορία θα χανόταν. Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος, ο γιος της Ελένης, και ο τελευταίος θα είχε το ίδιο όνοµα. Οι άνθρωποι θυµούνταν επίσης µια προφητεία ότι η πόλη δεν θα έπεφτε ποτέ όσο το φεγγάρι θα γέµιζε στον ουρανό. Αυτό είχε χαροποιήσει τους υπερασπιστές όταν αντιµετώπιζαν την επίθεση στη διάρκεια της προηγούµενης εβδοµάδας. Στις 24 Μαΐου όµως θα ήταν πανσέληνος, και καθώς το φεγγάρι θα λιγόστευε θα ερχόταν η καταστροφή. Τη νύκτα της πανσελήνου υπήρχε µια έκλειψη και τρεις ώρες σκοτάδι. Πιθανόν την εποµένη, όταν όλοι οι πολίτες γνώριζαν το µήνυµα απελπισίας που έφερε το µπριγκαντίνι, και όταν η έκλειψη είχε χαµηλώσει το ηθικό τους, έγινε µια τελευταία έκκληση στη Θεοµήτορα. Η πιο ιερή της εικόνα µεταφέρθηκε επάνω στους ώµους των πιστών γύρω από τους δρόµους της πόλης, και όλοι όσοι ήταν διαθέσιµοι από τα τείχη έλαβαν µέρος στη λιτανεία. Καθώς προχωρούσε αργά και µε επισηµότητα η εικόνα ξαφνικά γλίστρησε από το βάθρο επάνω στο οποίο µεταφερόταν. Όταν οι άνθρωποι έτρεξαν να τη σηκώσουν τους φάνηκε σα να ήταν φτιαγµένη από µολύβι. Μόνο µε πολύ µεγάλη προσπάθεια µπόρεσαν να τη ξαναβάλουν στη θέση της. Έπειτα, καθώς η λιτανεία ελισσόταν, ξέσπασε στην πόλη µια νεροποντή. Ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιµετωπίσουν το χαλάζι, και η βροχή έπεφτε τόσο καταρρακτώδης, ώστε ολόκληροι δρόµοι πληµµύρισαν και παιδιά σχεδόν παρασύρθηκαν. Η λιτανεία έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Την εποµένη, σα να µην ήταν αρκετοί τέτοιοι οιωνοί, ολόκληρη η πόλη σκεπάστηκε από πυκνή οµίχλη, ένα φαινόµενο άγνωστο σ' εκείνες τις περιοχές το µήνα Μάιο. Η θεία Παρουσία καλυπτόταν µε σύννεφα για να αποκρύψει την αποχώρησή της από την πόλη. Εκείνη τη νύκτα, όταν διαλύθηκε η οµίχλη, παρατηρήθηκε ότι ένα περίεργο φως έπαιζε γύρω από τον τρούλο της µεγάλης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας. Το είδαν και στο τουρκικό στρατόπεδο, όπως και οι πολίτες, αλλά και οι Τούρκοι θορυβήθηκαν. Ο ίδιος ο σουλτάνος χρειάστηκε να καθησυχαστεί από τους σοφούς του οι οποίοι ερµήνευσαν το σηµάδι ότι έδειχνε πως το φως της πραγµατικής πίστης θα φώτιζε σύντοµα το ιερό κτίριο. Για τους Έλληνες και τους Ιταλούς συµµάχους τους δεν υπήρχε καµία παρόµοια ανακουφιστική ερµηνεία. Από τα τείχη µπορούσαν να δουν και φώτα να λαµπυρίζουν σε απόσταση στην ύπαιθρο, πολύ πίσω από το τουρκικό στρατόπεδο, εκεί όπου δεν έπρεπε να υπάρχουν φώτα. Μερικοί αισιόδοξοι φρουροί δήλωσαν ότι ήταν οι φωτιές των στρατευµάτων που έρχονταν µε τον Ιωάννη Ουνυάδη να σώσουν τους πολιορκηµένους Χριστιανούς. Αλλά δεν εµφανίστηκε κανένας στρατός. Τα περίεργα φώτα δεν ερµηνεύθηκαν ποτέ187. Τώρα, για µία ακόµη φορά, οι υπουργοί του αυτοκράτορα πήγαν σ' εκείνον για να τον ικετεύσουν να φύγει ενόσω ήταν ακόµη δυνατό, και να οργανώσει την άµυνα της χριστιανοσύνης από κάποιο 87
ασφαλέστερο σηµείο, όπου ίσως θα εύρισκε υποστήριξη. Ήταν τόσο καταβεβληµένος, ώστε ενώ του µιλούσαν λιποθύµησε. Όταν συνήλθε τους είπε άλλη µία φορά ότι δεν µπορούσε να εγκαταλείψει το λαό του. Θα πέθαινε µαζί του188. Ο µήνας Μάιος πλησίαζε στο τέλος του, και στους κήπους και τους φράχτες τα τριαντάφυλλα άνθιζαν. Αλλά το φεγγάρι χανόταν, και οι άνδρες και οι γυναίκες του Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης, σύµβολο της οποίας ήταν το φεγγάρι, προετοιµάζονταν να αντιµετωπίσουν την κρίση που όλοι γνώριζαν ότι βρισκόταν επάνω τους.
88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Οι τελευταίες ηµέρες τον Βυζαντίου Μεταξύ των Χριστιανών οι ελπίδες έσβηναν. Αλλά και στο τουρκικό στρατόπεδο υπήρχε απαισιοδοξία και µια γενική αίσθηση απογοήτευσης. Η πολιορκία είχε κρατήσει επτά εβδοµάδες, αλλά παρά ταύτα ο τεράστιος τουρκικός στρατός µε τις υπέροχες πολεµικές µηχανές του είχε κατορθώσει ελάχιστα. Οι υπερασπιστές µπορεί να ήταν καταβεβληµένοι και να είχαν ελλείψεις ανδρών και υλικού, ενώ και τα τείχη της πόλης είχαν πάθει σοβαρές ζηµιές. Αλλά µέχρι τώρα κανένας στρατιώτης δεν είχε περάσει από µέσα τους. Υπήρχε ακόµη ο κίνδυνος άφιξης βοήθειας από τη ∆ύση. Οι κατάσκοποι του Μωάµεθ τον είχαν πληροφορήσει ότι ένας στόλος είχε λάβει διαταγές να αποπλεύσει από τη Βενετία, και υπήρχαν φήµες ότι είχε φθάσει ακόµη και µέχρι τη Χίο189. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα οι Ούγγροι να διασχίσουν το ∆ούναβη. Στη διάρκεια των πρώτων ηµερών της πολιορκίας είχε φθάσει στο τουρκικό στρατόπεδο µια πρεσβεία από τον Ιωάννη Ουνυάδη και είχε υποδείξει ότι, καθώς ο Ουνυάδης δεν ήταν πλέον αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, η ανακωχή που είχε υπογράψει µε το σουλτάνο για τρία χρόνια δεν ήταν πια δεσµευτική190. Επιπλέον το ηθικό µεταξύ των ίδιων των στρατευµάτων του σουλτάνου άρχιζε τώρα να πέφτει. Οι ναύτες του είχαν αντιµετωπίσει ταπεινωτικές αντιξοότητες. Οι στρατιώτες του δεν είχαν κερδίσει µέχρι τώρα καµία νίκη. Όσο περισσότερο του ξέφευγε η πόλη, τόσο εξασθένιζε το προσωπικό του κύρος. Στην Αυλή του ο γέρο βεζίρης Χαλήλ και οι φίλοι του εξακολουθούσαν να κατακρίνουν την όλη επιχείρηση. Αναλαµβάνοντάς την ο Μωάµεθ είχε αντιταχθεί στις συµβουλές τους. Είναι πιθανό ότι είχαν δίκιο; Ίσως εν µέρει για να τους δείξει ότι δεν ήταν παράλογος και ίσως εν µέρει για να ικανοποιήσει την προσωπική του συνείδηση ως καλός Μωαµεθανός που έπρεπε να αποφεύγει τις συγκρούσεις, εκτός εάν οι άπιστοι αρνούνταν πεισµατικά να παραδοθούν, έκανε µια τελευταία πρόταση ειρήνης, ειρήνης όµως µε τους δικούς του όρους. Στο στρατόπεδό του βρισκόταν ένας νεαρός ευγενής ονόµατι Ισµαήλ, γιος ενός αρνησίθρησκου Έλληνα τον οποίο είχε κάνει υποτελή του ηγεµόνα της Σινώπης. Αυτός ήταν ο απεσταλµένος που έστειλε τώρα στην πόλη. Ο Ισµαήλ είχε Έλληνες φίλους, και έκανε ό,τι καλύτερο µπορούσε για να τους πείσει ότι δεν ήταν πολύ αργά για να σωθούν. Με υποκίνησή του όρισαν έναν αντιπρόσωπο για να πάει πίσω στο τουρκικό στρατόπεδο µαζί του. Το όνοµα του άνδρα δεν καταγράφηκε. Γνωρίζουµε µόνο ότι δεν κατείχε υψηλό αξίωµα, ούτε καταγόταν από ευγενική οικογένεια. Η συµπεριφορά του σουλτάνου προς τους πρεσβευτές ήταν καταφανώς αβέβαιη και σίγουρα υπήρχε η αίσθηση ότι δεν µπορούσαν να διαθέσουν κανέναν από τους ευγενείς σε µια τόσο επικίνδυνη αποστολή. Εκείνος όµως έγινε δεκτός µε ευγένεια από το Μωάµεθ, που τον έστειλε πίσω µε το µήνυµα ότι η πολιορκία θα λυνόταν εάν ο αυτοκράτορας αναλάµβανε να πληρώνει έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας από εκατό χιλιάδες χρυσά νοµίσµατα. ∆ιαφορετικά, εάν το προτιµούσαν, οι πολίτες µπορούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη µε όλη την κινητή τους περιουσία και κανείς τους δεν θα πάθαινε τίποτε. Όταν η πρόταση παρουσιάστηκε στο συµβούλιο του αυτοκράτορα ένα ή δύο µέλη πίστεψαν ότι ίσως θα ήταν δυνατό να κερδίσουν χρόνο υποσχόµενοι να πληρώσουν το φόρο. Αλλά η πλειοψηφία γνώριζε ότι ένας τόσο µεγάλος φόρος δεν
89
µπορούσε ποτέ να συγκεντρωθεί, και ότι, εάν δεν καταβαλλόταν αµέσως, ο σουλτάνος απλά θα συνέχιζε την πολιορκία. Κανείς τους όµως δεν ήταν διατεθειµένος τώρα να του επιτρέψει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη χωρίς µεγαλύτερη προσπάθεια. Ενδεχοµένως, όπως αναφέρουν οι τουρκικές πηγές, ο αυτοκράτορας απάντησε προτείνοντας να παραδώσει όλα όσα του ανήκαν, εκτός από την πόλη, που στην πραγµατικότητα αποτελούσε τη µόνη περιουσία που του απέµενε. Σ' αυτά ο σουλτάνος απάντησε ότι η µόνη επιλογή που απέµενε στους Έλληνες βρισκόταν µεταξύ της παράδοσης της πόλης, του θανάτου από το σπαθί ή του προσηλυτισµού στο Ισλάµ191. Αυτές οι απατηλές διαπραγµατεύσεις πιθανόν πραγµατοποιήθηκαν την Παρασκευή, 25 Μαΐου. Το Σάββατο ο Μωάµεθ συγκάλεσε το µυστικοσυµβούλιό του. Ο βεζίρης, ο Χαλήλ πασάς, στηριζόµενος στην ιστορία των µακρών και διακεκριµένων δηµοσίων υπηρεσιών του, ύψωσε το ανάστηµά του και απαίτησε να εγκαταλειφθεί η πολιορκία. Ποτέ δεν είχε εγκρίνει την εκστρατεία και τα γεγονότα απέδειξαν ότι είχε δίκιο. Οι Τούρκοι δεν είχαν κάνει καµία πρόοδο. Αντίθετα, είχαν υποστεί µερικές ταπεινωτικές αποτυχίες. Ανά πάσα στιγµή οι ηγεµόνες της ∆ύσης µπορούσαν να έλθουν σε βοήθεια της πόλης. Η Βενετία είχε ήδη στείλει ένα µεγάλο στόλο. Η Γένοβα, ακόµη και απρόθυµα, θα αναγκαζόταν να κάνει το ίδιο. Ας προσέφερε ο σουλτάνος όρους που θα γίνονταν αποδεκτοί από τον αυτοκράτορα και ας αποσυρόταν προτού προέκυπταν χειρότερες καταστροφές. Ο σεβάσµιος βεζίρης επέβαλε σεβασµό. Πολλοί ακροατές του, ενθυµούµενοι πόσο αναποτελεσµατικά είχαν αποδειχθεί τα τουρκικά πλοία στις µάχες τους εναντίον των Χριστιανών, θα πρέπει να ανατρίχιασαν µε τη σκέψη των µεγάλων ιταλικών στόλων να κατευθύνονται εναντίον τους. Εξάλλου ο σουλτάνος δεν ήταν παρά ένα παιδί είκοσι ενός ετών. ∆εν έθετε σε κίνδυνο τη µεγάλη κληρονοµιά του µε την ορµητική αφροσύνη της νεότητάς του; Ο επόµενος που µίλησε ήταν ο Ζαγανός πασάς. Αντιπαθούσε το Χαλήλ και γνώριζε ότι ο σουλτάνος συµµεριζόταν την αντιπάθειά του. Βλέποντας την όψη της άγριας απελπισίας του κυρίου του ως αποτέλεσµα των λόγων του Χαλήλ, δήλωσε ότι δεν πίστευε στους φόβους του µεγάλου βεζίρη. Οι ευρωπαϊκές ∆υνάµεις ήταν οξύτατα διχασµένες µεταξύ τους για να αναλάβουν ποτέ κοινή δράση εναντίον των Τούρκων, ενώ ακόµη και αν πλησίαζε κάποιος βενετικός στόλος, πράγµα το οποίο δεν πίστευε, τα όπλα και οι άνδρες του θα ήταν κατά πολύ λιγότερα από τους Τούρκους. Μίλησε για τους οιωνούς που προέβλεπαν την καταστροφή της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Μίλησε για τον Μέγα Αλέξανδρο, εκείνο το νεαρό ο οποίος µε πολύ µικρότερο στρατό είχε κατακτήσει το µισό κόσµο. Η επίθεση θα έπρεπε να συνεχιστεί, χωρίς σκέψη υποχώρησης. Πολλοί από τους νεώτερους στρατηγούς σηκώθηκαν για να υποστηρίξουν το Ζαγανός. Ο διοικητής των βαζιβουζούκων ήταν ιδιαίτερα ορµητικός στο αίτηµά του για εντονότερη δράση. Το ηθικό του Μωάµεθ ανέβηκε, αυτά ήταν που ήθελε να ακούσει. Είπε στο Ζαγανός να πάει έξω, µεταξύ των στρατιωτών και να τους ρωτήσει τί ήθελαν. Ο Ζαγανός επέστρεψε σύντοµα µε την επιθυµητή απάντηση. Κάθε άνδρας, είπε, επέµενε ότι θα έπρεπε να γίνει άµεση επίθεση. Στη συνέχεια ο σουλτάνος ανακοίνωσε ότι η επίθεση θα πραγµατοποιούνταν µόλις µπορούσε να προετοιµαστεί. Από εκείνη τη στιγµή ο Χαλήλ πρέπει να γνώριζε ότι οι ηµέρες του ήταν µετρηµένες. Πάντα υπήρξε καλοδιάθετος φίλος για τους Χριστιανούς, µε την ανεκτικότητα ενός ευσεβή Μωαµεθανού της 90
παλιάς σχολής, αντίθετα από τυχάρπαστους αρνησίθρησκους όπως ο Ζαγανός και ο Μαχµούτ. Το κατά πόσο είχε πράγµατι λάβει δώρα από τους Έλληνες είναι αβέβαιο. Αλλά οι εχθροί του υπαινίχθηκαν τώρα ότι αυτό πράγµατι συνέβαινε, και ο σουλτάνος τους πίστεψε µε ευχαρίστηση192. Τα νέα για την απόφαση του σουλτάνου έφθασαν γρήγορα στην πόλη. Οι Χριστιανοί στο στρατόπεδό του έριξαν βέλη επάνω από τα τείχη, µε επιστολές τυλιγµένες γύρω τους οι οποίες περιέγραφαν τη συνεδρίαση του συµβουλίου193. Σε όλη τη διάρκεια της Παρασκευής και του Σαββάτου ο βοµβαρδισµός των χερσαίων τειχών ήταν εντονότερος παρά ποτέ. Αλλά οι ζηµιές που προκλήθηκαν επισκευάστηκαν και πάλι γρήγορα. Το Σάββατο το απόγευµα ο φράχτης ήταν το ίδιο γερός όσο πριν. Αλλά στη διάρκεια της νύκτας µπορούσε κανείς να δει τους Τούρκους στο φως των πυρσών τους να φέρνουν υλικά κάθε είδους για να γεµίσουν στερεά την τάφρο, και να µετακινούν τα πυροβόλα τους πιο µπροστά, επάνω στις εξέδρες που είχαν κατασκευάσει. Την Κυριακή ο βοµβαρδισµός επικεντρώθηκε επάνω στο φράχτη κατά µήκος του Μεσοτειχίου. Τρεις απευθείας βολές από το µεγάλο κανόνι γκρέµισαν ένα τµήµα του. Ο Τζουστινιάνι, που επέβλεπε τα επισκευαστικά έργα, τραυµατίστηκε ελαφρά από ένα θραύσµα και αποσύρθηκε για µερικές ώρες µέχρις ότου η πληγή του επιδεθεί. Επέστρεψε στη θέση του πριν πέσει η νύκτα
194
.
Εκείνη την ίδια ηµέρα, την 27η Μαΐου, ο σουλτάνος διέτρεξε έφιππος όλο το στράτευµά του, για να ανακοινώσει ότι η µεγάλη επίθεση θα πραγµατοποιούνταν πολύ σύντοµα. Τον ακολουθούσαν οι κήρυκές του, σταµατώντας εδώ κι εκεί για να διακηρύξουν ότι, όπως επέβαλλαν τα έθιµα του Ισλάµ, θα παραχωρούνταν στους στρατιώτες της πίστης τρεις ηµέρες στη διάρκεια των οποίων θα µπορούσαν να λεηλατήσουν την πόλη ελεύθερα. Ο σουλτάνος είχε ορκιστεί στον αιώνιο Θεό και στον προφήτη του, και στους τέσσερις χιλιάδες προφήτες και στις ψυχές του πατέρα και των παιδιών του ότι όλοι οι θησαυροί που θα βρίσκονταν στην πόλη θα διανέµονταν δίκαια µεταξύ των στρατευµάτων. Η διακήρυξη έγινε δεκτή µε ιαχές χαράς. Μέσα από τα τείχη της πόλης οι άνθρωποι µπορούσαν να ακούν τα στίφη των Μωαµεθανών να κραυγάζουν µε αγαλλίαση: «∆εν υπάρχει άλλος Θεός από το Θεό και ο Μωάµεθ είναι ο προφήτης του»195. Εκείνη τη νύκτα, όπως και τη νύκτα του Σαββάτου, δάδες και πυρσοί φώτιζαν σµήνη εργατών που έριχναν συνεχώς υλικά µέσα στην τάφρο και συγκέντρωναν σωρούς από όπλα πέρα από αυτήν. Αυτή τη νύχτα εργάστηκαν µε µεγάλο ενθουσιασµό, κραυγάζοντας και τραγουδώντας, ενθαρρυνόµενοι από φλογέρες και σάλπιγγες, αυλούς και λαγούτα. Τόσο έντονες ήταν οι φλόγες, ώστε για µια ελπιδοφόρα στιγµή οι πολιορκηµένοι πίστεψαν ότι το τουρκικό στρατόπεδο είχε πιάσει φωτιά και έσπευσαν στα τείχη για να δουν την πυρκαγιά. Όταν αντιλήφθηκαν την πραγµατική αιτία για τα φώτα, δεν µπορούσαν παρά να γονατίσουν και να προσευχηθούν196. Τα µεσάνυχτα, εντελώς ξαφνικά, οι εργασίες σταµάτησαν και όλα τα φώτα έσβησαν. Ο σουλτάνος είχε διατάξει η ∆ευτέρα να είναι ηµέρα ξεκούρασης και εξιλέωσης, ώστε οι πολεµιστές του να προετοιµαστούν για την τελική επίθεση της Τρίτης. Ο ίδιος πέρασε την ηµέρα επιθεωρώντας όλα τα στρατεύµατά του και δίνοντάς τους διαταγές. Κατ' αρχήν πέρασε έφιππος µε µεγάλη συνοδεία τη 91
γέφυρα του Κερατίου προς το ∆ιπλοκιόνιο, για να δει το ναύαρχό του, το Χαµζά µπέη. Ο Χαµζά διατάχθηκε την εποµένη να διασκορπίσει τα πλοία του κατά µήκος του φράγµατος και περιµετρικά, απέναντι από όλα τα παράλια της πόλης προς την Προποντίδα. Οι άνδρες έπρεπε να εφοδιαστούν µε σκάλες και να επιχειρήσουν, όπου ήταν δυνατό, είτε από τα ίδια τα πλοία είτε από µικρά σκάφη, να αποβιβαστούν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, ή, εάν αυτό αποδεικνυόταν ανέφικτο, τουλάχιστον να προσποιούνται επιθέσεις τόσο αδιάλειπτα, ώστε κανένας από τους αµυνόµενους να µην αποτολµήσει να εγκαταλείψει το σηµείο. Καθώς επέστρεφε για να δώσει παρόµοιες διαταγές στα πλοία του µέσα στον Κεράτιο, ο Μωάµεθ σταµάτησε έξω από την κύρια πύλη του Πέραν και κάλεσε ενώπιόν του τους άρχοντες της πόλης. Τους διέταξε αυστηρά να φροντίσουν κανείς πολίτης τους να µη προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη την επόµενη ηµέρα. Εάν δεν υπάκουαν, θα τους τιµωρούσε αµέσως. Στη συνέχεια επέστρεψε στη σκηνή του, για να ξαναβγεί το απόγευµα, οπότε διέτρεξε όλο το µήκος των χερσαίων τειχών, µιλώντας στους αξιωµατικούς και αγορεύοντας προς τους άνδρες, καθισµένους όπως ήταν γύρω στο στρατόπεδο197. Όταν διαπίστωσε ότι όλα ήταν όπως τα ήθελε, κάλεσε στη σκηνή του τους υπουργούς του και τους αρχηγούς του στρατού και τους µίλησε. Ο λόγος του µας παραδίδεται από τον ιστορικό Κριτόβουλο, ο οποίος, όπως όλοι οι µορφωµένοι Βυζαντινοί, ήταν µελετητής του Θουκυδίδη και γι' αυτό το λόγο έβαλε στο στόµα των ηρώων του τους λόγους που νόµισε ότι θα εκφωνούσαν ή θα έπρεπε να έχουν εκφωνήσει. Αλλά, µολονότι τα λόγια είναι του ιστορικού, µας δίνουν την έννοια όσων πρέπει να είχε πει ο σουλτάνος. Υπενθύµισε στη συνέλευση τα πλούτη που εξακολουθούσε να περιέχει η πόλη και τα οποία σύντοµα θα ήταν δικά τους. Τους υπενθύµισε ότι για αιώνες ήταν ιερό καθήκον των πιστών να καταλάβουν τη χριστιανική πρωτεύουσα και ότι οι παραδόσεις υπόσχονταν επιτυχία. Η πόλη δεν ήταν απόρθητη, τους είπε. Οι εχθροί ήταν λίγοι, κουρασµένοι, µε ελλείψεις στον οπλισµό και στις προµήθειες, και διχασµένοι µεταξύ τους. Οι Ιταλοί ασφαλώς δεν θα επιθυµούσαν να πεθάνουν για µια πόλη που δεν ήταν δική τους. Αύριο, δήλωσε, θα έστελνε τους άνδρες του κατά κύµατα να επιτεθούν, µέχρις ότου η εξάντληση και η απελπισία κατέβαλλαν τους υπερασπιστές. Παρότρυνε τους αξιωµατικούς του να επιδείξουν θάρρος και να κρατούν την πειθαρχία. Στη συνέχεια τους παρήγγειλε να πάνε στις σκηνές τους, να ξεκουραστούν και να είναι έτοιµοι για το σήµα της επίθεσης, όταν δινόταν. Οι ανώτεροι διοικητές έµειναν µαζί του για να λάβουν τις τελικές τους εντολές. Ο ναύαρχος Χαµζά γνώριζε ήδη την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Ο Ζαγανός, αφού διέθετε άνδρες για να συµπράξουν µε τους ναύτες που θα έκαναν επίθεση στα τείχη κατά µήκος του Κερατίου κόλπου, θα έπρεπε να µεταφέρει τον υπόλοιπο στρατό του επάνω από τη γέφυρα για την επίθεση εναντίον των Βλαχερνών. Ο Καρατζά πασάς θα ήταν στα δεξιά του, µέχρι το ύψος της Χαρίσιας πύλης. Ο Ισάκ και ο Μαχµούτ, µε τα ασιατικά στρατεύµατα, θα έκαναν επίθεση στο τµήµα µεταξύ της πύλης του Αγίου Ρωµανού για το κοινό και της Προποντίδας, προς τα κάτω, µε επίκεντρο την περιοχή γύρω από την τρίτη στρατιωτική πύλη. Ο ίδιος, µε το Χαλήλ και το Σαρουτζά, θα διηύθυνε την κύρια επίθεση, που θα εκδηλωνόταν στην κοιλάδα του Λύκου. Αφού γνωστοποίησε τις επιθυµίες του, αποσύρθηκε για να δειπνήσει και να κοιµηθεί198. Ολόκληρη την ηµέρα επικρατούσε µια παράξενη ηρεµία έξω από τα τείχη. Ακόµη και τα µεγάλα κανόνια είχαν σιγήσει. Υπήρχαν µερικοί στην πόλη που δήλωσαν ότι οι Τούρκοι προετοιµάζονταν να 92
αποχωρήσουν. Αλλά η αισιοδοξία τους αποτελούσε απλά µια µάταιη απόπειρα να ανυψώσουν το ηθικό τους. Όλοι γνώριζαν ότι στην πραγµατικότητα η ώρα της κρίσης είχε έλθει. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων ηµερών η νευρική υπερένταση των υπερασπιστών είχε εκδηλωθεί µε αψιµαχίες και αµοιβαίες κατηγορίες µεταξύ των Ελλήνων, των Βενετών και των Γενοβέζων. Τόσο στους Βενετούς όσο και στους Έλληνες η ουδετερότητα του Πέραν υποδήλωνε ότι δεν µπορούσαν να εµπιστεύονται κανένα Γενοβέζο. Η αλαζονεία των Βενετών προσέβαλλε τόσο τους Γενοβέζους όσο και τους Έλληνες. Οι Βενετοί κατασκεύαζαν στα εργαστήρια της συνοικίας τους ξύλινες ασπίδες και επενδύσεις, και ο Μινόττο διέταξε Έλληνες εργάτες να τις µεταφέρουν στις αµυντικές γραµµές στις Βλαχέρνες. Οι εργάτες αρνήθηκαν να το κάνουν εάν δεν πληρώνονταν, όχι για λόγους απληστίας, όπως προτίµησαν να πιστεύουν οι Βενετοί, αλλά επειδή δυσφορούσαν µε παρόµοιες συνοπτικές διαταγές από έναν Ιταλό και επειδή πραγµατικά χρειάζονταν χρήµατα ή διαθέσιµο χρόνο προκειµένου να βρουν τρόφιµα για τις πεινασµένες οικογένειές τους. Ελάχιστοι Βενετοί είχαν µαζί τους τις οικογένειές τους, και οι γυναίκες και τα παιδιά των Γενοβέζων ζούσαν µε άνεση στο Πέραν. Οι Ιταλοί ποτέ δεν συνειδητοποίησαν την ένταση που βάραινε επάνω στους Έλληνες εξαιτίας της βεβαιότητας ότι όλες οι γυναίκες και τα παιδιά τους θα συµµερίζονταν τη δική τους τύχη. Μερικές φορές υπήρχαν καυγάδες για θέµατα στρατηγικής. Μόλις έγινε σαφές ότι η µεγάλη επίθεση ήταν επικείµενη, ο Τζουστινιάνι απαίτησε από το Μεγάλο ∆ούκα Λουκά Νοταρά να µετακινήσει τα κανόνια που ήταν υπό τον έλεγχό του στο Μεσοτείχιον, όπου θα υπήρχε ανάγκη για κάθε διαθέσιµο κανόνι. Ο Νοταράς αρνήθηκε. Πίστευε, και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν επίθεση και τα τείχη του λιµανιού, τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωµένα. Ανταλλάχθηκαν οργισµένα λόγια, και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επέµβει, αν και κουρασµένος. Ο Τζουστινιάνι φαίνεται ότι κέρδισε σ' αυτό το ζήτηµα. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, µε το µίσος του για τους Ορθοδόξους, δήλωσε ότι οι Έλληνες ζήλευαν, µήπως τη διάκριση για την άµυνα έπαιρναν οι Λατίνοι, και ότι από τότε και στο εξής ήταν σκυθρωποί και µε µισή καρδιά. Προτίµησε να ξεχάσει ότι στην κοιλάδα του Λύκου πολεµούσαν τόσοι Έλληνες, όσοι και Λατίνοι, και ότι ούτε, όπως παραδέχθηκε, κανένας Έλληνας έδειξε έλλειψη ζήλου όταν άρχισε η µάχη199. Εκείνη τη ∆ευτέρα, µε τη γνώση ότι η κρίση βρισκόταν επάνω από τα κεφάλια τους, οι στρατιώτες και οι πολίτες ξέχασαν τις φιλονικίες τους. Ενώ οι άνδρες στα τείχη εργάζονταν για να επισκευάσουν τα κατεστραµµένα αµυντικά έργα, σχηµατίστηκε µια µεγάλη λιτανεία. Αντίθετα µε τη σιωπή στο τουρκικό στρατόπεδο, στην πόλη ηχούσαν οι καµπάνες των εκκλησιών και τα ξύλινα σήµαντρά τους, καθώς οι εικόνες και τα άγια λείψανα µεταφέρονταν επάνω στους ώµους των πιστών και περιφέρονταν µέσα από τους δρόµους και σε όλο το µήκος των τειχών, σταµατώντας για να ευλογήσουν µε την ιερή παρουσία τους τα σηµεία όπου οι ζηµιές ήταν µεγαλύτερες και ο κίνδυνος πιο εµφανής, ενώ το πλήθος που ακολουθούσε πίσω τους, Έλληνες και Λατίνοι, Ορθόδοξοι και Καθολικοί, έψαλλε ύµνους και επαναλάµβανε το Κύριε Ελέησον. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήλθε να συµµετάσχει στη λιτανεία και µετά το τέλος της κάλεσε τους προκρίτους και τους διοικητές του, Έλληνες και Ιταλούς, και τους µίλησε. Ο λόγος του καταγράφηκε από δύο άνδρες που ήταν παρόντες, το γραµµατέα του Φραντζή και τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης. Καθένας τους κατέγραψε το λόγο του αυτοκράτορα µε το δικό του τρόπο, προσθέτοντας σχολαστικούς υπαινιγµούς και ευσεβείς
93
αφορισµούς, για να του προσδώσουν µια ρητορική µορφή την οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε. Αλλά οι αφηγήσεις τους συµφωνούν επαρκώς ώστε να γνωρίζουµε την ουσία του. Ο Κωνσταντίνος είπε στους ακροατές του ότι επρόκειτο να αρχίσει η µεγάλη επίθεση. Στους Έλληνες υπηκόους του είπε ότι ένας άνδρας έπρεπε να είναι πάντοτε έτοιµος να πεθάνει, είτε για την πίστη, είτε για την πατρίδα του, είτε για την οικογένειά του, είτε για τον ηγεµόνα του. Τώρα ο λαός του έπρεπε να είναι προετοιµασµένος να πεθάνει και για τους τέσσερις λόγους. Μίλησε για τη δόξα και τις υψηλές παραδόσεις της µεγάλης αυτοκρατορικής πόλης. Μίλησε για τη δολιότητα του άπιστου σουλτάνου που είχε προκαλέσει έναν πόλεµο προκειµένου να καταστρέψει την αληθινή πίστη και να βάλει τον ψεύτικο προφήτη του στη θέση του Χριστού. Τους παρότρυνε να θυµούνται ότι ήταν απόγονοι των ηρώων της αρχαίας Ελλάδας και Ρώµης, και να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. Από την πλευρά του, είπε, ήταν έτοιµος να πεθάνει για την πίστη του, την πόλη και το λαό του. Στη συνέχεια γύρισε προς τους Ιταλούς, ευχαριστώντας τους για τις µεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει και αναφέροντας την εµπιστοσύνη του απέναντί τους για τον επικείµενο αγώνα. Τους παρακάλεσε όλους, Έλληνες και Ιταλούς µαζί, να µη φοβηθούν τους τεράστιους αριθµούς του εχθρού και τις βαρβαρικές επινοήσεις µε φωτιές και θορύβους που αποσκοπούσαν να τους πανικοβάλουν. Το φρόνηµά τους ας παραµείνει ψηλό. Ας είναι γενναίοι και σταθεροί. Με τη βοήθεια του Θεού θα έβγαιναν νικητές. Όλοι όσοι ήταν παρόντες σηκώθηκαν για να διαβεβαιώσουν τον αυτοκράτορα ότι ήταν έτοιµοι να θυσιάσουν τις ζωές τους και τα σπίτια τους γι' αυτόν. Εκείνος στη συνέχεια περπάτησε αργά γύρω στην αίθουσα, ζητώντας από τον καθένα τους να τον συγχωρήσει εάν ποτέ τον είχε προσβάλει. Ακολούθησαν το παράδειγµά του, όπως κάνουν άνδρες που περιµένουν ότι θα πεθάνουν200. Η ηµέρα είχε σχεδόν τελειώσει. Ήδη τα πλήθη κινούνταν προς τη µεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Κατά τους προηγούµενους πέντε µήνες κανείς ευσεβής Έλληνας δεν είχε περάσει τις πύλες της για να ακούσει τη Θεία Λειτουργία που είχε µιανθεί από τους Λατίνους και τους εξωµότες. Αλλά εκείνο το απόγευµα η πίκρα τερµατίστηκε. Σχεδόν κανένας πολίτης, εκτός από τους στρατιώτες στα τείχη, δεν έµεινε µακριά από αυτή την απελπισµένη λειτουργία ικεσίας. Ιερείς που θεωρούσαν την ένωση µε τη Ρώµη θανάσιµο αµάρτηµα προσήλθαν τώρα στο Ιερό για να λειτουργήσουν µαζί µε τους ενωτικούς αδελφούς τους. Εκεί ήταν ο καρδινάλιος και, στο πλευρό του, επίσκοποι που ποτέ δεν θα αναγνώριζαν την εξουσία του. Όλος ο κόσµος είχε έλθει να εξοµολογηθεί και να κοινωνήσει, χωρίς να ενδιαφέρεται εάν τη µετάληψη θα έδινε Ορθόδοξος ή Καθολικός. ∆ίπλα στους Έλληνες ήταν Ιταλοί και Καταλανοί. Τα χρυσά ψηφιδωτά, µε τις εικόνες του Χριστού και των αγίων Του, όπως και των αυτοκρατόρων και των αυτοκρατειρών, λαµποκοπούσαν στο φως χιλίων λαµπάδων και καντηλιών. Από κάτω τους για τελευταία φορά οι ιερείς µε τα εξαίσια άµφιά τους κινούνταν στον επίσηµο ρυθµό της λειτουργίας. Αυτή τη στιγµή υπήρχε ένωση στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης201. Όταν διαλύθηκε το συµβούλιο του αυτοκράτορα οι υπουργοί και οι διοικητές πέρασαν µέσα από την πόλη για να συµµετάσχουν στη λατρεία. Αφού εξοµολογήθηκαν και έλαβαν τη µετάληψη καθένας τους πήγε στη θέση του, αποφασισµένος να νικήσει ή να πεθάνει. Όταν ο Τζουστινιάνι και οι Έλληνες και Ιταλοί σύντροφοί του πήγαν στις καθορισµένες θέσεις τους και πέρασαν µέσα από το εσωτερικό τείχος προς το εξωτερικό και το φράχτη, δόθηκαν διαταγές να κλειστούν πίσω τους οι πύλες του 94
εσωτερικού τείχους, ώστε να µην υπάρξει υποχώρηση202. Αργότερα εκείνο το βράδυ ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήγε ιππεύοντας την αραβική του φοράδα στη µεγάλη εκκλησία και έκανε την ειρήνη του µε το Θεό. Έπειτα επέστρεψε µέσα από τους σκοτεινούς δρόµους στο παλάτι του, στις Βλαχέρνες, και κάλεσε το υπηρετικό προσωπικό. Από αυτούς, όπως είχε κάνει και µε τους υπουργούς, ζήτησε συγχώρηση για οποιαδήποτε αγένεια είχε δείξει απέναντί τους, και τους αποχαιρέτησε. Ήταν περίπου µεσάνυχτα όταν ανέβηκε πάλι στο άλογό του και πήγε, συνοδευόµενος από τον πιστό του Φραντζή, σε όλο το µήκος των χερσαίων τειχών, για να δει εάν ήταν όλα εντάξει και εάν οι πύλες του εσωτερικού τείχους ήταν κλειστές. Κατά την επιστροφή τους στις Βλαχέρνες ο αυτοκράτορας αφίππευσε κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας και πήρε το Φραντζή µαζί του σε έναν πύργο, στην πιο εξέχουσα γωνία του τείχους των Βλαχερνών, από τον οποίο µπορούσαν να δουν έξω στο σκοτάδι και προς τις δύο διευθύνσεις, αριστερά και διαγώνια προς το Μεσοτείχιον και δεξιά και προς τα κάτω προς τον Κεράτιο. Από κάτω τους µπορούσαν να ακούν θορύβους, καθώς ο εχθρός προωθούσε τα κανόνια του επάνω από την παραγεµισµένη τάφρο. Αυτή η δραστηριότητα συνεχιζόταν από τη δύση του ηλίου, έτσι τους είπαν οι φρουροί. Μακριά µπορούσαν να δουν φώτα που λαµπύριζαν, καθώς τα τουρκικά πλοία διέσχιζαν τον Κεράτιο. Ο Φραντζής περίµενε µε τον κύριό του για µία ώρα, ή κάπου τόσο. Έπειτα ο Κωνσταντίνος του είπε να φύγει, και από τότε δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Η µάχη άρχιζε203.
95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΚΑΤΟ H άλωση της Κωνσταντινούπολης Το απόγευµα της ∆ευτέρας, 28 Μαΐου, ήταν καθαρό και λαµπερό. Καθώς ο ήλιος άρχισε να δύει προς το δυτικό ορίζοντα, έλαµπε κατ' ευθείαν επάνω στα πρόσωπα των υπερασπιστών στα τείχη, σχεδόν τυφλώνοντάς τους. Αυτή ήταν η ώρα που ξεκίνησε η δραστηριότητα στο τουρκικό στρατόπεδο. Άνδρες παρουσιάστηκαν κατά χιλιάδες για να ολοκληρώσουν το παραγέµισµα της τάφρου, ενώ άλλοι έφερναν κανόνια και πολεµικές µηχανές. Λίγο µετά τη δύση ο ουρανός συννέφιασε και έπεσε µια ραγδαία βροχή. Αλλά οι εργασίες συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, και οι Χριστιανοί δεν µπορούσαν να κάνουν τίποτε για να τις σταµατήσουν. Περίπου στις µιάµιση το πρωί ο σουλτάνος έκρινε ότι όλα ήταν έτοιµα και έδωσε τη διαταγή για την επίθεση204. Ο ξαφνικός θόρυβος ήταν τροµακτικός. Σε όλη την έκταση της γραµµής των τειχών οι Τούρκοι όρµησαν στην επίθεση, βγάζοντας τις πολεµικές κραυγές τους, ενώ τους παρότρυναν τύµπανα, σάλπιγγες και φλογέρες. Τα χριστιανικά στρατεύµατα περίµεναν σιωπηλά, όταν όµως οι φρουροί στους πύργους έδωσαν το σύνθηµα του συναγερµού, οι εκκλησίες κοντά στα τείχη άρχισαν να κτυπούν τις καµπάνες τους, και η µία εκκλησία µετά την άλλη στην πόλη µετέδιδε τον ήχο του συναγερµού, µέχρις ότου σήµαινε κάθε καµπαναριό. Τρία µίλια πιο µακριά, στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, οι πιστοί ήξεραν ότι η µάχη είχε αρχίσει. Κάθε άνδρας σε µάχιµη ηλικία επέστρεψε στη θέση του, και οι γυναίκες, µεταξύ τους και µοναχές, έσπευσαν στα τείχη για να βοηθήσουν στη µεταφορά λίθων και δοκαριών για την ενίσχυση των αµυντικών έργων, καθώς και κουβάδων µε νερό για να φρεσκαριστούν οι υπερασπιστές. Οι γέροι και τα παιδιά βγήκαν από τα σπίτια τους και συνωστίστηκαν µέσα στις εκκλησίες, πιστεύοντας ότι οι άγιοι και οι άγγελοι θα τους προστάτευαν. Μερικοί πήγαν στις ενοριακές τους εκκλησίες, άλλοι στην ψηλή εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, κοντά στον Κεράτιο. Την Τρίτη ήταν η γιορτή της, και το κτίριο ήταν διακοσµηµένο µε τριαντάφυλλα που είχαν περισυλλεγεί από τους κήπους και τους φράχτες. Σίγουρα εκείνη δεν θα εγκατέλειπε τους πιστούς της. Άλλοι επέστρεψαν στη µεγάλη µητρόπολη, ενθυµούµενοι µια παλιά προφητεία που έλεγε ότι, µολονότι οι άπιστοι µπορεί να έµπαιναν µέσα στην πόλη µέχρι το ιερό κτίριο, εκεί θα εµφανιζόταν ένας Άγγελος Κυρίου και θα τους απωθούσε µε την αστραφτερή ροµφαία του µέχρι τον όλεθρό τους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών ωρών πριν από την αυγή τα εκκλησιάσµατα περίµεναν και προσεύχονταν. Στα τείχη δεν υπήρχε χρόνος για προσευχές. Ο σουλτάνος είχε προετοιµάσει τα σχέδιά του µε προσοχή. Παρά τα αλαζονικά λόγια του προς το στρατό του, η εµπειρία του τού είχε δείξει να σέβεται τον εχθρό. Σ' αυτή την περίπτωση θα τους καταπονούσε προτού διακινδυνεύσει τα καλύτερα στρατεύµατά του στη µάχη. Πρώτους έστειλε στη µάχη τους άτακτούς του, τους βαζιβουζούκους. Υπήρχαν πολλές χιλιάδες από αυτούς, τυχοδιώκτες από κάθε χώρα και φυλή, πολλοί Τούρκοι, αλλά πολύ περισσότεροι από χριστιανικές χώρες, Σλάβοι, Ούγγροι, Γερµανοί, Ιταλοί, ακόµη και Έλληνες, όλοι τους έτοιµοι να πολεµήσουν εναντίον των οµοθρήσκων τους Χριστιανών έναντι της αµοιβής που τους έδινε ο σουλτάνος και των λαφύρων που τους υποσχόταν. Οι περισσότεροι από αυτούς έφερναν τα δικά τους όπλα, που ήταν ένα περίεργο µίγµα από γιαταγάνια και σφεντόνες, τόξα και µερικά 96
αρκεβούζια. Σ' αυτούς είχε διανεµηθεί και ένας µεγάλος αριθµός από σκάλες. Ήταν αναξιόπιστα στρατεύµατα, εξαιρετικά κατά την πρώτη τους έφοδο, αλλά τα οποία αποθαρρύνονταν εύκολα εάν δεν πετύχαιναν αµέσως. Γνωρίζοντας αυτή την αδυναµία ο Μωάµεθ τοποθέτησε πίσω τους µια γραµµή από άνδρες της στρατιωτικής αστυνοµίας, οπλισµένους µε µαστίγια και ρόπαλα, που είχαν διαταγές να τους παρακινούν και να κτυπούν και να δέρνουν οποιονδήποτε έδειχνε σηµάδια ταλάντευσης. Πίσω από τη στρατονοµία ήταν οι γενίτσαροι του σουλτάνου. Εάν κανείς φοβισµένος άτακτος άνοιγε δρόµο µέσα από την αστυνοµία, έπρεπε να τον πετσοκόψουν µε τα γιαταγάνια τους. Η επίθεση των βαζιβουζούκων εκτοξεύθηκε σε όλο το µήκος της γραµµής, αλλά άσκησε έντονη πίεση µόνο στην κοιλάδα του Λύκου. Σε άλλα σηµεία τα τείχη εξακολουθούσαν να είναι πολύ γερά, και οι επιθέσεις εναντίον τους απέβλεπαν κυρίως να απασχολήσουν τους αµυνόµενους από το να ενισχύσουν τους συντρόφους τους στο ζωτικό τοµέα. Εκεί ο αγώνας ήταν σκληρός. Οι βαζιβουζούκοι αντιµετώπιζαν στρατιώτες πολύ καλύτερα εξοπλισµένους και πολύ καλύτερα εκπαιδευµένους από τους ίδιους, ενώ επιπλέον µειονεκτούσαν και λόγω των αριθµών τους. Ήταν συνεχώς ο ένας µέσα στα πόδια του άλλου. Οι πέτρες που εκτοξεύονταν εναντίον τους µπορούσαν να σκοτώσουν ή να τραυµατίσουν πολλούς ταυτόχρονα. Αν και µερικοί δοκίµασαν να υποχωρήσουν, οι περισσότεροι συνέχιζαν, ακουµπώντας τις σκάλες τους στα τείχη και στο φράχτη και σκαρφαλώνοντας, για να σφαγιαστούν προτού φθάσουν στην κορυφή. Ο Τζουστινιάνι και όλοι οι Έλληνες και οι Ιταλοί του ήταν εξοπλισµένοι µε όλα τα µουσκέτα και τις βοµβάρδες που µπορούσαν να βρεθούν στην πόλη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας έσπευσε να τους ενθαρρύνει. Μετά από περίπου δύο ώρες αγώνα ο Μωάµεθ διέταξε τους βαζιβουζούκους να αποσυρθούν. Είχαν συγκρατηθεί και αποκρουστεί, αλλά είχαν εκπληρώσει το σκοπό τους να καταπονήσουν τον εχθρό. Μερικοί Χριστιανοί ήλπισαν ότι αυτή ενδεχοµένως ήταν µια µεµονωµένη νυκτερινή επίθεση, µε σκοπό να δοκιµάσει τη δύναµή τους, και όλοι τους ήλπιζαν για µια στιγµή ανάπαυσης. ∆εν τους δόθηκε. Μόλις είχαν προλάβει να ανασυγκροτήσουν τις γραµµές τους και να αντικαταστήσουν τα δοκάρια και τα βαρέλια µε χώµα στο φράχτη, όταν εκτοξεύθηκε µια δεύτερη επίθεση. Συντάγµατα από Τούρκους της Ανατολίας από το στρατό του Ισάκ, που αναγνωρίζονταν εύκολα από ιδιαίτερες στολές και τους θώρακές τους, εξόρµησαν κατηφορίζοντας από το λόφο έξω από την πύλη του Αγίου Ρωµανού για το κοινό, προς την κοιλάδα, και στράφηκαν ώστε να βρεθούν αντιµέτωποι µε το φράχτη. Για άλλη µια φορά οι καµπάνες των εκκλησιών κοντά στα τείχη κτύπησαν για να δώσουν το σηµείο του συναγερµού. Αλλά ο ήχος πνίγηκε από το βρόντο του µεγάλου κανονιού του Ουρβανού και των οµοίων του, καθώς ξανάρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Ανατολίτες είχαν ριχτεί στην επίθεση. Αντίθετα µε τους ατάκτους ήταν καλά εξοπλισµένοι και πειθαρχηµένοι, όλοι τους ευσεβείς Μωαµεθανοί, διψασµένοι για τη δόξα να είναι οι πρώτοι που θα έµπαιναν στη χριστιανική πόλη. Με την άγρια µουσική των σαλπιγκτών και των φλαουτιστών να τους ενθαρρύνει, ρίχτηκαν στο φράχτη, σκαρφαλώνοντας ο ένας επάνω στους ώµους του άλλου στις προσπάθειές τους να ακουµπήσουν τις σκάλες τους επάνω στο φράχτη και να ανοίξουν το δρόµο τους προς την κορυφή. Στο αµυδρό φως των πυρσών, µε τα σύννεφα να σκεπάζουν συνεχώς το φεγγάρι, ήταν δύσκολο να δει κανείς τι συνέβαινε. Οι Ανατολίτες, όπως και οι άτακτοι πριν από αυτούς, µειονεκτούσαν σε εκείνο 97
το στενό µέτωπο λόγω των αριθµών τους. Η πειθαρχία και η επιµονή τους απλά έκανε τις απώλειές τους βαρύτερες, καθώς οι αµυνόµενοι τους πετούσαν πέτρες και απωθούσαν τις σκάλες τους, ή πολεµούσαν εναντίον τους σώµα µε σώµα. Περίπου µία ώρα πριν από την αυγή, όταν αυτή η δεύτερη επίθεση άρχιζε να παραπαίει, ένα βλήµα από το κανόνι του Ουρβανού προσγειώθηκε εντελώς επάνω στο φράχτη, γκρεµίζοντάς τον σε έκταση αρκετών µέτρων. Σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης καθώς τα µπάζα και το χώµα τινάχθηκαν στον αέρα, και ο µαύρος καπνός της πυρίτιδας τύφλωσε τους αµυνόµενους. Μια οµάδα από τριακόσιους Ανατολίτες όρµησε προς το άνοιγµα που είχε δηµιουργηθεί, κραυγάζοντας ότι η πόλη ήταν δική τους. Αλλά, µε τον αυτοκράτορα επικεφαλής τους, οι Χριστιανοί τους περικύκλωσαν, σφαγιάζοντας το µεγαλύτερο µέρος και απωθώντας τους υπόλοιπους πίσω στην τάφρο. Η ανάσχεση προκάλεσε σύγχυση στους Ανατολίτες. Η επίθεση ανακλήθηκε, και αποσύρθηκαν στις γραµµές τους. Με θριαµβευτικές κραυγές οι αµυνόµενοι καταπιάστηκαν και πάλι µε την επισκευή του φράχτη. Οι Τούρκοι δεν είχαν µεγαλύτερη επιτυχία σε άλλους τοµείς. Κατά µήκος του νοτίου τµήµατος των χερσαίων τειχών ο Ισάκ κατόρθωσε να ασκήσει επαρκή πίεση ώστε να αποτρέψει τους υπερασπιστές να µετακινήσουν άνδρες στην κοιλάδα του Λύκου, αλλά, µε τα καλύτερα στρατεύµατά του να έχουν µετακινηθεί για να πολεµήσουν εκεί, δεν µπορούσε να κάνει σοβαρή επίθεση. Κατά µήκος της Προποντίδας ο Χαµζά µπέης δυσκολευόταν να φέρει τα πλοία του κοντά στην ακτή. Τα λίγα αποβατικά αγήµατα που κατόρθωσε να στείλει αποκρούστηκαν εύκολα από τους µοναχούς στους οποίους είχαν αναθέσει την άµυνα, ή από τον πρίγκιπα Ορχάν και τους οπαδούς του. Σε όλο το µήκος του Κερατίου έγιναν προσποιήσεις, αλλά καµία πραγµατική απόπειρα επίθεσης. Γύρω από τη συνοικία των Βλαχερνών ο αγώνας ήταν πιο σκληρός. Στο χαµηλότερο σηµείο, κοντά στο λιµάνι, τα στρατεύµατα που είχε µεταφέρει ο Ζαγανός επάνω από τη γέφυρα έκαναν συνεχείς επιθέσεις, όπως και οι άνδρες του Καρατζά πασά, ψηλότερα στην πλαγιά. Αλλά ο Μινόττο και οι Βενετοί του µπόρεσαν να κρατήσουν τον τοµέα τους στα τείχη απέναντι στο Ζαγανός, και οι αδελφοί Μποκκιάρντι απέναντι στον Καρατζά. Ο σουλτάνος λέγεται ότι αγανάκτησε για την αποτυχία των Ανατολιτών. Είναι όµως πιθανό ότι πρόθεσή του και µε αυτούς, όπως και µε τους ατάκτους πριν από εκείνους, ήταν να καταπονήσει τον εχθρό παρά να µπουν οι ίδιοι στην πόλη. Είχε υποσχεθεί ένα µεγάλο βραβείο για τον πρώτο στρατιώτη που θα περνούσε το φράχτη µε επιτυχία, και επιθυµούσε αυτό το προνόµιο να καταλήξει σε κάποιο µέλος του δικού του ευνοούµενου συντάγµατος, των γενιτσάρων του. Τώρα είχε έλθει η ώρα να µπουν και εκείνοι στη µάχη. Ήταν ανήσυχος, γιατί εάν αποτύγχαναν κι αυτοί θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει την πολιορκία. Έδωσε τις διαταγές γρήγορα. Προτού οι Χριστιανοί βρουν χρόνο να φρεσκαριστούν και να κάνουν µερικές χονδρικές επισκευές στο φράχτη, έπεσε επάνω τους µια βροχή από βλήµατα, βέλη, ακόντια, πέτρες και σφαίρες, ενώ πίσω από τη βροχή οι γενίτσαροι προέλαυναν βιαστικά, χωρίς να ορµούν παράτολµα, όπως είχαν κάνει οι βαζιβουζούκοι και οι Ανατολίτες, αλλά διατηρώντας τις γραµµές τους σε απόλυτη τάξη, αδιάσπαστες από τα βλήµατα του εχθρού. Η πολεµική µουσική που τους παρότρυνε ήταν τόσο δυνατή ώστε ο ήχος µπορούσε να ακούγεται µέσα από τις βροντές των κανονιών από την άλλη πλευρά του Βοσπόρου. Τους οδήγησε ο ίδιος ο Μωάµεθ µέχρι 98
την τάφρο και στάθηκε εκεί φωνάζοντας ενθαρρυντικά καθώς τον προσπερνούσαν. Το ένα κύµα µετά το άλλο από αυτούς τους φρέσκους, υπέροχους και ισχυρά εξοπλισµένους άνδρες ορµούσε στο φράχτη, για να ξηλώσει τα βαρέλια µε το χώµα που στέκονταν επάνω του, για να κόψει τα δοκάρια που τον στήριζαν και για να ακουµπήσει τις σκάλες του επάνω του στα σηµεία όπου δεν ήταν δυνατό να γκρεµιστεί, κάθε κύµα παραµερίζοντας χωρίς πανικό για το επόµενο. Οι Χριστιανοί ήταν εξουθενωµένοι. Είχαν πολεµήσει για περισσότερες από τέσσερις ώρες µε µόνο µερικές στιγµές ανάπαυσης, αλλά πολεµούσαν µε απελπισία, γνωρίζοντας ότι εάν έκαναν πίσω, αυτό θα ήταν το τέλος. Πίσω τους στην πόλη οι καµπάνες των εκκλησιών σήµαιναν και πάλι, και στον ουρανό υψώθηκε ένα µεγάλο µουρµούρισµα προσευχών. Τώρα ο αγώνας στο φράχτη γινόταν σώµα µε σώµα. Επί περίπου µία ώρα οι γενίτσαροι δεν µπορούσαν να ανοίξουν δρόµο. Οι Χριστιανοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η επίθεση εξασθενούσε κάπως. Αλλά η µοίρα ήταν εναντίον τους. Στη γωνία του τείχους των Βλαχερνών, ακριβώς προτού ενωθεί µε το διπλό Θεοδοσιανό τείχος, υπήρχε, µισοκρυµµένη σε έναν πύργο, µια µικρή πύλη εξόδου γνωστή ως Κερκόπορτα. Είχε κλειστεί πριν από πολλά χρόνια, αλλά οι γέροι τη θυµούνταν. Ακριβώς πριν από την έναρξη της πολιορκίας την είχαν ξανανοίξει, για να διευκολύνει τις εξόδους στα πλευρά του εχθρού. Στη διάρκεια του αγώνα οι Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους την είχαν χρησιµοποιήσει αποτελεσµατικά εναντίον των στρατευµάτων του Καρατζά πασά. Αλλά τώρα κάποιος, κατά την επιστροφή του από µια έξοδο, ξέχασε να αµπαρώσει τη µικρή πύλη πίσω του. Μερικοί Τούρκοι παρατήρησαν το άνοιγµα, όρµησαν µέσα από αυτό στην αυλή πίσω του και άρχισαν να ανεβαίνουν µια σκάλα που οδηγούσε στο ανώτερο σηµείο του τείχους. Οι Χριστιανοί που βρίσκονταν ακριβώς έξω από την πύλη είδαν τι συνέβαινε και µαζεύτηκαν πίσω για να ξαναπάρουν τον έλεγχό της και να εµποδίσουν άλλους Τούρκους να τους ακολουθήσουν. Μέσα στη σύγχυση περίπου πενήντα Τούρκοι παρέµειναν µέσα από το τείχος, όπου θα µπορούσαν να είχαν περικυκλωθεί και εξοντωθεί, εάν εκείνη τη στιγµή δεν είχε συµβεί µια χειρότερη καταστροφή. Ήταν ακριβώς πριν από την ανατολή όταν µια βολή βοµβάρδας χτύπησε από µικρή απόσταση τον Τζουστινιάνι και διαπέρασε το θώρακά του. Εκείνος, αιµορραγώντας ασταµάτητα και προφανώς πονώντας πολύ, παρακάλεσε τους άνδρες του να τον αποµακρύνουν από το πεδίο της µάχης. Ένας από αυτούς πήγε στον αυτοκράτορα που πολεµούσε εκεί κοντά για να ζητήσει το κλειδί µιας µικρής πύλης που οδηγούσε µέσα από το εσωτερικό τείχος. Ο Κωνσταντίνος έσπευσε στο πλευρό του για να τον παρακαλέσει να µην εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά το κουράγιο του Τζουστινιάνι τον είχε εγκαταλείψει, και επέµενε να φύγει. Η πύλη άνοιξε και ο σωµατοφύλακάς του τον µετέφερε στην πόλη, µέσα από τους δρόµους, κάτω στο λιµάνι. Τα στρατεύµατά του παρατήρησαν την αναχώρησή του. Μερικοί ίσως πίστεψαν ότι είχε υποχωρήσει προκειµένου να υπερασπιστεί το εσωτερικό τείχος, αλλά οι περισσότεροι κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η µάχη είχε χαθεί. Κάποιος φώναξε µε τρόµο ότι οι Τούρκοι είχαν διαβεί το τείχος. Προτού προλάβουν να ξανακλείσουν τη µικρή πύλη οι Γενοβέζοι πέρασαν σύσσωµοι από αυτήν. Ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες παρέµειναν µόνοι στο πεδίο της µάχης. Από το άλλο σηµείο της τάφρου ο σουλτάνος αντιλήφθηκε τον πανικό. Φωνάζοντας: «η πόλη είναι δική µας», διέταξε τους γενιτσάρους να ξαναεπιτεθούν και έκανε σινιάλο σε ένα λόχο µε 99
επικεφαλής ένα γίγαντα που τον έλεγαν Χασάν. Ο Χασάν άνοιξε δρόµο µε το σπαθί του επάνω από το ψηλότερο σηµείο του σπασµένου φράχτη και θεωρήθηκε ότι είχε κερδίσει το βραβείο. Τον ακολούθησαν περίπου τριάντα γενίτσαροι. Οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν. Ο ίδιος ο Χασάν έπεσε στα γόνατα από ένα χτύπηµα από πέτρα και σφαγιάστηκε, ενώ δεκαεπτά σύντροφοί του χάθηκαν µαζί του. Αλλά οι υπόλοιποι κράτησαν τις θέσεις τους επάνω στο φράχτη. Οι Έλληνες αντιστέκονταν πεισµατικά, αλλά το βάρος των αριθµών τους έσπρωξε πίσω προς το εσωτερικό τείχος. Μπροστά από αυτό βρισκόταν ένα άλλο χαντάκι που είχε εκβαθυνθεί σε ορισµένα σηµεία για να πάρουν χώµα προκειµένου να ενισχύσουν το φράχτη. Πολλοί Έλληνες σπρώχτηκαν πίσω, µέσα σε αυτές τις τρύπες και δεν µπορούσαν να βγουν εύκολα έξω, µε το µεγάλο εσωτερικό τείχος να υψώνεται πίσω τους. Οι Τούρκοι, που τώρα ήταν στην κορυφή του φράχτη, τους πυροβολούσαν από ψηλά και τους έσφαξαν. Σύντοµα πολλοί γενίτσαροι έφθασαν στο εσωτερικό τείχος και σκαρφάλωσαν χωρίς αντίσταση. Ξαφνικά κάποιος κοίταξε ψηλά και είδε τουρκικές σηµαίες να κυµατίζουν στον πύργο επάνω από την Κερκόπορτα. Ακούστηκε η κραυγή: «η πόλη αλώθηκε». Ενόσω παρακαλούσε τον Τζουστινιάνι, ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την είσοδο των Τούρκων µέσα από την Κερκόπορτα. Έσπευσε αµέσως εκεί, αλλά έφθασε πολύ αργά. Μερικοί από τους Γενοβέζους εκεί είχαν καταληφθεί από πανικό. Μέσα στη σύγχυση ήταν αδύνατο να κλείσουν την πόρτα. Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν µέσα από αυτήν, και τώρα οι άνδρες των Μποκκιάρντι ήταν πολύ λίγοι για να τους απωθήσουν. Ο Κωνσταντίνος έστρεψε το άλογό του και κάλπασε πίσω στην κοιλάδα του Λύκου και στα ανοίγµατα στο φράχτη. Μαζί του βρισκόταν ο γενναίος Ισπανός που ισχυριζόταν ότι ήταν εξάδελφός του, ο δον Φρανσίσκο από το Τολέδο, ο πραγµατικός του εξάδελφος, Θεόφιλος Παλαιολόγος, και ένας πιστός συµπολεµιστής, ο Ιωάννης ∆αλµάτης. Μαζί προσπάθησαν, αλλά µάταια, να συσπειρώσουν τους Έλληνες. Η σφαγή ήταν πολύ µεγάλη. Κατέβηκαν από τα άλογά τους και για µερικά λεπτά οι τέσσερις τους κράτησαν την πρόσβαση προς την πύλη από την οποία είχε µεταφερθεί ο Τζουστινιάνι. Η πύλη είχε φρακάρει από χριστιανούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να διαφύγουν, καθώς έπεφταν επάνω τους όλο και περισσότεροι γενίτσαροι. Ο Θεόφιλος φώναξε ότι προτιµούσε να πεθάνει παρά να ζει και εξαφανίστηκε µέσα στις ορδές που κατέφθαναν. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος γνώριζε τώρα ότι η αυτοκρατορία ήταν χαµένη, και δεν επιθυµούσε να ζήσει περισσότερο από αυτήν. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά του εµβλήµατα και µε το δον Φρανσίσκο και τον Ιωάννη ∆αλµάτη στο πλευρό του ακολούθησε το Θεόφιλο. ∆εν τον ξαναείδαν πια205. Η κραυγή ότι η πόλη είχε χαθεί αντήχησε στους δρόµους. Από τον Κεράτιο και από τα παράλιά του Χριστιανοί και Τούρκοι µαζί µπορούσαν να δουν τουρκικές σηµαίες να κυµατίζουν επάνω στους ψηλούς πύργους των Βλαχερνών, όπου µόλις λίγα λεπτά νωρίτερα κυµάτιζαν ο αυτοκρατορικός αετός και ο λέοντας του Αγίου Μάρκου. Εδώ κι εκεί ο αγώνας συνεχίστηκε για λίγο. Στα τείχη κοντά στην Κερκόπορτα οι αδελφοί Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους συνέχιζαν να πολεµούν, αλλά σύντοµα αντιλήφθηκαν ότι δεν µπορούσε να γίνει τίποτε περισσότερο. Έτσι άνοιξαν δρόµο µέσα από τους εχθρούς προς τον Κεράτιο. Ο Πάολο αιχµαλωτίστηκε και σκοτώθηκε, αλλά ο Αντώνιος και ο Τρωΐλος έφθασαν σε ένα γενοβέζικο σκάφος που τους πέρασε απαρατήρητο από τους Τούρκους απέναντι, στην ασφάλεια του Πέραν. Στο πλευρό τους, στο παλάτι των Βλαχερνών, ο Μινόττο και οι Βενετοί του 100
είχαν περικυκλωθεί. Πολλοί σφαγιάστηκαν, αλλά ο ίδιος ο βάιλος και οι κυριότεροι πρόκριτοι συνελήφθησαν αιχµάλωτοι206. Τα σινιάλα που ανέφεραν την είσοδο µέσα από τα τείχη µεταδόθηκαν σε όλο τον τουρκικό στρατό. Τα τουρκικά πλοία στον Κεράτιο έσπευσαν να αποβιβάσουν τους άνδρες τους στην παραλία και να επιτεθούν στα τείχη του λιµανιού. Συνάντησαν µικρή αντίσταση, εκτός από την Ωραία Πύλη, κοντά στο σηµερινό Αϊ-βάν Σεράι. Εκεί τα πληρώµατα δύο κρητικών πλοίων κλείστηκαν σε τρεις πύργους και αρνήθηκαν να παραδοθούν. Αλλού οι Έλληνες έτρεξαν στα σπίτια τους µε την ελπίδα να προστατεύσουν τις οικογένειές τους, και οι Βενετοί πήγαν στα πλοία τους. ∆εν πέρασε πολλή ώρα προτού ένας λόχος Τούρκων ανοίξει δρόµο µέσα από την Πλατεία Πύλη, στην αρχή της κοιλάδας στην οποία εξακολουθεί να δεσπόζει το µεγάλο υδραγωγείο του Ουάλεντα. Ένας άλλος λόχος έφθασε µέσω της Ωραίας Πύλης. Όπου έµπαιναν έστελναν αποσπάσµατα µέσα από τα τείχη για να παραβιάσουν άλλες πύλες για τους συντρόφους τους που περίµεναν απέξω. Εκεί κοντά, βλέποντας ότι όλα είχαν χαθεί, ντόπιοι ψαράδες άνοιξαν οι ίδιοι τις πύλες της συνοικίας Πετρίον, µε την υπόσχεση ότι τα σπίτια τους δεν θα πάθαιναν τίποτε207. Κατά µήκος του τµήµατος των χερσαίων τειχών νότια του Λύκου οι Χριστιανοί είχαν αποκρούσει όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Αλλά τώρα το ένα σύνταγµα µετά το άλλο έµπαιναν µέσα από τα ανοίγµατα του φράχτη και απλώνονταν και προς τις δύο πλευρές για να ανοίξουν όλες τις πύλες. Οι στρατιώτες επάνω στα τείχη βρέθηκαν περικυκλωµένοι. Πολλοί σκοτώθηκαν προσπαθώντας να ξεφύγουν από την παγίδα, αλλά οι περισσότεροι διοικητές, συµπεριλαµβανοµένων του Φιλίππου Κονταρίνι και του ∆ηµητρίου Καντακουζηνού, συνελήφθησαν αιχµάλωτοι208. Έξω από τις ακτές της Προποντίδας τα πλοία του Χαµζά µπέη είδαν επίσης τα σινιάλα και έστειλαν αποβατικά αγήµατα στα τείχη. Στο Στούδιον και στα ψαµµαθεία φαίνεται ότι δεν υπήρξε αντίσταση. Οι υπερασπιστές παραδόθηκαν αµέσως, µε την ελπίδα ότι τα σπίτια και οι εκκλησίες τους θα απέφευγαν τη λεηλασία209. Αριστερά τους ο πρίγκιπας Ορχάν και οι Τούρκοι του συνέχισαν να µάχονται, γνωρίζοντας την τύχη που τους περίµενε εάν έπεφταν στα χέρια του σουλτάνου210. Οι Καταλανοί που είχαν πάρει θέσεις κάτω από το παλιό αυτοκρατορικό παλάτι αντιστάθηκαν µέχρις ότου όλοι τους συνελήφθησαν ή σφαγιάστηκαν211. Επάνω στην ακρόπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος έκρινε ότι θα ήταν φρόνιµο να εγκαταλείψει τη θέση του. Μεταµφιέστηκε και προσπάθησε να δραπετεύσει212. Ο σουλτάνος διατήρησε τον έλεγχο µερικών συνταγµάτων του για να χρησιµεύσουν ως συνοδεία του και ως στρατονοµία. Αλλά τα περισσότερα στρατεύµατά του ήδη διψούσαν να αρχίσουν τη λεηλασία. Ιδιαίτερα ανυπόµονοι ήταν οι ναύτες, καθώς φοβούνταν ότι οι στρατιώτες θα τους προλάβαιναν. Ελπίζοντας ότι το φράγµα θα εµπόδιζε τα χριστιανικά πλοία να ξεφύγουν από το λιµάνι και ότι θα µπορούσαν να τα αιχµαλωτίσουν µε την άνεσή τους, εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βγουν στη στεριά. Η απληστία τους έσωσε πολλές χριστιανικές ζωές. Αν και ένας αριθµός Ελλήνων και Ιταλών ναυτικών, συµπεριλαµβανοµένου του ίδιου του Τρεβιζάνο, αιχµαλωτίστηκαν προτού µπορέσουν να διαφύγουν από τα τείχη, άλλοι κατόρθωσαν να συνενωθούν µε τους πυρήνες των πληρωµάτων που είχαν παραµείνει στα πλοία, ανεµπόδιστοι από οποιαδήποτε τουρκική δράση, και να
101
τα προετοιµάσουν για µάχη, εάν παρουσιαζόταν ανάγκη. Άλλοι κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στα πλοία προτού αποπλεύσουν, ή να κολυµπήσουν σ' αυτά, όπως ο Φλωρεντινός Τετάλντι. Όταν διαπίστωσε ότι η πόλη είχε πέσει, ο Αλβίζο Ντιέντο, ως διοικητής του στόλου, έπλευσε µε µια µικρή βάρκα στο Πέραν για να ρωτήσει τις εκεί γενοβέζικες αρχές εάν είχαν την πρόθεση να συµβουλεύσουν τους συµπατριώτες τους Γενοβέζους να παραµείνουν στο λιµάνι και να αγωνιστούν ή να ξεφύγουν στην ανοικτή θάλασσα. Τα βενετικά του πλοία, υποσχέθηκε, θα συµµορφώνονταν µε οποιαδήποτε απόφαση έπαιρναν. Ο ποντεστά του Πέραν συνέστησε να σταλεί µια πρεσβεία στο σουλτάνο για να ρωτήσει εάν θα άφηνε όλα τα πλοία ελεύθερα να φύγουν ή εάν θα διακινδύνευε έναν πόλεµο µε τη Γένοβα και τη Βενετία. Η υπόδειξη δεν ήταν εφαρµόσιµη µια τέτοια στιγµή, στο µεταξύ όµως ο ποντεστά είχε κλειδώσει τις πύλες του Πέραν και ο Ντιέντο, µαζί µε τον οποίο ήταν ο χρονογράφος Μπάρµπαρο, δεν µπορούσε να επιστρέψει στα πλοία του. Αλλά οι Γενοβέζοι ναύτες των πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει κάτω από τα τείχη του Πέραν έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους να αποπλεύσουν και επιθυµούσαν να έχουν την υποστήριξη των Βενετών. Μετά από επιµονή τους επιτράπηκε στο Ντιέντο να φύγει µε το πλοιάριό του. Εκείνος πήγε κατευθείαν στο φράγµα που ήταν ακόµη κλειστό. ∆ύο ναύτες του έκοψαν µε τσεκούρια τα λουριά που το συγκρατούσαν στα τείχη του Πέραν, κι εκείνο παρασύρθηκε από τους πλωτήρες του. Κάνοντας σινιάλο στα πλοία µέσα στο λιµάνι να τον ακολουθήσουν, ο Ντιέντο απέπλευσε µέσα από το άνοιγµα. Επτά γενοβέζικα πλοία από το Πέραν έπλευσαν πίσω του σε κοντινή απόσταση και λίγο αργότερα συνενώθηκαν µαζί τους τα περισσότερα βενετικά πολεµικά πλοία, τέσσερις ή πέντε από τις γαλέρες του αυτοκράτορα και ένα ή δύο γενοβέζικα πολεµικά πλοία. Όλα είχαν παραµείνει σε αναµονή όσο µπορούσαν να διακινδυνεύσουν, για να περισυλλέξουν πρόσφυγες που κολυµπούσαν προς αυτά. Αφού πέρασε το φράγµα ολόκληρος ο στολίσκος παρέµεινε για περίπου µία ώρα στην είσοδο του Βοσπόρου για να δει εάν θα ξέφευγαν άλλα πλοία. Έπειτα εκµεταλλεύθηκαν τον ισχυρό βοριά που φυσούσε για να διαπλεύσουν την Προποντίδα και, µέσω των ∆αρδανελλίων, προς την ελευθερία213. Στη βιασύνη τους για λαφυραγωγία οι ναύτες του Χαµζά είχαν εγκαταλείψει τόσα πολλά από τα πλοία του, ώστε εκείνος ήταν ανίσχυρος να σταµατήσει τη φυγή του στόλου του Ντιέντο. Με όσα πλοία του ήταν ακόµη επανδρωµένα έπλευσε µέσα από το σπασµένο φράγµα στον Κεράτιο. Εκεί στο λιµάνι παγίδευσε τα πλοία που είχαν παραµείνει, άλλες τέσσερις ή πέντε αυτοκρατορικές γαλέρες, δύο ή τρεις γενοβέζικες γαλέρες και όλα τα άοπλα βενετικά εµπορικά πλοία. Τα περισσότερα ήταν γεµάτα µε πρόσφυγες, τόσο υπεράνω των δυνατοτήτων τους, ώστε δεν θα µπορούσαν ποτέ να ανοιχτούν στη θάλασσα. Μερικά µικρά σκάφη µπόρεσαν ακόµη να ξεφύγουν απέναντι στο Πέραν. Αλλά µε το πλήρες φως της ηµέρας δεν ήταν πια εύκολο να ξεφύγουν από τους Τούρκους. Το µεσηµέρι το λιµάνι και όλα όσα βρίσκονταν σ' αυτό ήταν στα χέρια των κατακτητών214. Στην πόλη απέµενε µια µικρή εστία αντίστασης. Οι Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κερατίου εξακολουθούσαν να αντιστέκονται και δεν ήταν δυνατός ο εκτοπισµός τους. Νωρίς το απόγευµα, βλέποντας ότι ήταν εντελώς αποµονωµένοι, παραδόθηκαν µε δυσφορία στους αξιωµατικούς του σουλτάνου υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία τους θα παρέµεναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγµένα κάτω από τους πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, των οποίων 102
είχαν κερδίσει το θαυµασµό, τα καθέλκυσαν και απέπλευσαν για την Κρήτη215. Ο σουλτάνος Μωάµεθ γνώριζε ήδη από πολλές ώρες ότι η πόλη ήταν δική του. Οι άνδρες του είχαν διασπάσει το φράχτη την αυγή και λίγο αργότερα, µε το φεγγάρι που άδειαζε να βρίσκεται ακόµη ψηλά στον ουρανό, πήγε να εξετάσει ο ίδιος το ρήγµα µέσα από το οποίο είχαν µπει216. Περίµενε όµως µέχρι το απόγευµα προτού κάνει την προσωπική του θριαµβευτική είσοδο στην πόλη, όταν οι πρώτες ακρότητες της σφαγής και της λεηλασίας θα είχαν τελειώσει και θα είχε αποκατασταθεί κάποιο είδος τάξης. Στο µεταξύ επέστρεψε στη σκηνή του, όπου δέχθηκε αντιπροσωπείες από τους φοβισµένους πολίτες και προσωπικά τον ποντεστά του Πέραν217. Επιθυµούσε επίσης να ανακαλύψει ποια υπήρξε η τύχη του αυτοκράτορα. Αυτό δεν έγινε ποτέ γνωστό µε σαφήνεια. Αργότερα κυκλοφόρησε µία ιστορία στις ιταλικές αποικίες της Ανατολής ότι δύο Τούρκοι στρατιώτες που ισχυρίζονταν ότι είχαν σκοτώσει τον Κωνσταντίνο έφεραν ένα κεφάλι στο σουλτάνο το οποίο αιχµάλωτοι αυλικοί που ήταν παρόντες αναγνώρισαν ότι ήταν του κυρίου τους. Ο Μωάµεθ το τοποθέτησε για ένα διάστηµα σε ένα κίονα στην Αυγουσταία Αγορά, στη συνέχεια το παραγέµισε και το έστειλε ως έκθεµα στις κυριότερες αυλές του ισλαµικού κόσµου. Συγγραφείς που ήταν παρόντες στην άλωση της πόλης διηγήθηκαν διάφορες ιστορίες. Ο Μπάρµπαρο ανέφερε ότι µερικοί ισχυρίζονταν πως είδαν το σώµα του αυτοκράτορα ανάµεσα σε ένα σωρό από σκοτωµένους, αλλά ότι άλλοι ισχυρίζονταν ότι δε βρέθηκε ποτέ. Παροµοίως, ο Τετάλντι έγραψε ότι µερικοί είπαν πως το κεφάλι του κόπηκε και άλλοι ότι πέθανε στην πύλη, αφού τον έριξαν στο έδαφος. Προσέθεσε ότι οποιαδήποτε ιστορία θα µπορούσε να είναι αληθινή, καθώς σίγουρα πέθανε ανάµεσα στο πλήθος, και οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τα περισσότερα πτώµατα. Ο αφοσιωµένος φίλος του, ο Φραντζής, προσπάθησε να µάθει περισσότερες λεπτοµέρειες, αλλά έµαθε µόνο ότι όταν ο σουλτάνος έστειλε να ψάξουν για το σώµα, πλύθηκε ένας αριθµός από πτώµατα και κεφάλια, µε την ελπίδα να το αναγνωρίσουν. Τελικά βρέθηκε ένα σώµα µε έναν αετό κεντηµένο στις κάλτσες και αποτυπωµένο στις περικνηµίδες. Υπέθεσαν ότι ήταν το δικό του, και ο σουλτάνος το έδωσε στους Έλληνες για να το θάψουν. Ο ίδιος ο Φραντζής δεν το είδε, και είχε κάποιες αµφιβολίες κατά πόσο ήταν πράγµατι του κυρίου του, ούτε άλλωστε µπόρεσε να µάθει που ήταν θαµµένο. Σε µεταγενέστερους αιώνες έδειχναν στους ευσεβείς έναν ανώνυµο τάφο στη συνοικία Βεφά ως χώρο ταφής του αυτοκράτορα. Η αυθεντικότητά του δεν αποδείχθηκε ποτέ και τώρα πλέον έχει παραµεληθεί και λησµονηθεί218. Όποιες κι αν είναι οι λεπτοµέρειες, ο σουλτάνος Μωάµεθ ήταν ικανοποιηµένος ότι ο αυτοκράτορας ήταν νεκρός. Τώρα δεν ήταν µόνο σουλτάνος, αλλά κληρονόµος και κάτοχος της αρχαίας Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας.
103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝ∆ΕΚΑΤΟ Η τύχη των ηττηµένων Από την εποχή του χαλίφη Οµάρ και των πρώτων µεγάλων κατακτήσεων για την πίστη, η ισλαµική παράδοση έχει καθορίσει το είδος της µεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στους κατακτηµένους λαούς. Εάν µια πόλη ή περιοχή παραδίνεται στον κατακτητή µε τη θέλησή της δεν πρέπει να λεηλατείται, αν και ίσως χρειαστεί να καταβάλει µια αποζηµίωση. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι κάτοικοί της µπορούν να διατηρήσουν τους τόπους λατρείας τους, υποκείµενοι σε συγκεκριµένους κανονισµούς σχετικά µε τα ίδια τα κτίρια. Ακόµη και αν η συνθηκολόγηση οφείλεται σε αναπότρεπτη ανάγκη, επειδή η άµυνα δεν µπορεί να αντέξει άλλο, ο κανόνας εξακολουθεί να θεωρείται ότι ισχύει, αν και ο κατακτητής τώρα µπορεί να επιµείνει σε σκληρότερους όρους, επιβάλλοντας βαρύτερα πρόστιµα και απαιτώντας την τιµωρία των πιο αµετανόητων εχθρών του. Όταν όµως µια πόλη καταληφθεί εξ εφόδου, οι κάτοικοι της δεν έχουν δικαιώµατα. Στο στρατό των κατακτητών δίνεται το δικαίωµα τριών ηµερών απεριόριστης λαφυραγωγίας, και οι πρώην τόποι λατρείας, µαζί µε κάθε άλλο κτίριο, καθίστανται περιουσία του κατακτητή ηγέτη, που µπορεί να τα διαθέσει όπως θέλει. Ο σουλτάνος Μωάµεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ηµέρες της λαφυραγωγίας στις οποίες είχαν δικαίωµα. Εκείνοι ξεχύθηκαν µέσα στην πόλη. Μετά τη διάσπαση των τειχών από τα πρώτα στρατεύµατά του επέµεινε σε µια συγκεκριµένη πειθαρχία. Τα συντάγµατα βάδιζαν µέσα το ένα µετά το άλλο, µε τη µουσική να παίζει και τις σηµαίες να κυµατίζουν. Μόλις όµως βρίσκονταν µέσα στην πόλη, όλοι συµµετείχαν στο άγριο κυνήγι της λείας. Στην αρχή δεν µπορούσαν να πιστέψουν ότι η άµυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόµους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα. Το αίµα έτρεχε σε ποτάµια στους κατηφορικούς δρόµους από τα υψώµατα της Πέτρας προς τον Κεράτιο. Αλλά σύντοµα η δίψα για αίµα κατευνάστηκε. Οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν ότι οι αιχµάλωτοι και τα πολύτιµα αντικείµενα θα τους προσπόριζαν µεγαλύτερο κέρδος219. Από τους στρατιώτες που πέρασαν µέσα από το φράχτη ή από την Κερκόπορτα πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Κατέβαλαν τη βενετική φρουρά του και άρχισαν να αρπάζουν όλους τους θησαυρούς του, καίγοντας βιβλία και εικόνες µόλις αποσπούσαν τα καλύµµατα και τα πλαίσια µε τα κοσµήµατα, και σπάζοντας τα ψηφιδωτά και τα µάρµαρα στους τοίχους. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις µικρές αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη, τον Άγιο Γεώργιο κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωµένη εκκλησία της µονής του Σωτήρα στη Χώρα, για να τις απογυµνώσουν από τα άφθονα καλύµµατά τους, τα άµφια και ότι άλλο ήταν δυνατό να αφαιρεθεί από αυτές. Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Θεοµήτορος, της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς. Την είχαν µεταφέρει εκεί από την εκκλησία της πλάι στο παλάτι στην αρχή της πολιορκίας, ώστε η ευεργετική της παρουσία να είναι διαθέσιµη για να εµπνέει τους αµυνόµενους επάνω στα τείχη. Την έβγαλαν από τη βάση της και την έσπασαν σε τέσσερα κοµµάτια. Έπειτα άλλοι από τους στρατιώτες έσπευσαν να µπουν στα κοντινά σπίτια, άλλοι προς τις αγορές και τα µεγάλα κτίρια στην ανατολική 104
απόληξη της πόλης220. Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά µήκος των τειχών. Σύντοµα µερικοί από αυτούς συνάντησαν µια συγκινητική λιτανεία γυναικών που πήγαιναν προς την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, για να προσευχηθούν για την προστασία της αυτή την ηµέρα, της γιορτής της. Οι γυναίκες περικυκλώθηκαν και µοιράστηκαν από τους άνδρες που τις συνέλαβαν, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν για να λεηλατήσουν την ανθοστόλιστη εκκλησία και να πιάσουν τους πιστούς εκεί221. Άλλοι ανέβηκαν στο λόφο για να συνενωθούν µε τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη στην απογύµνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των µοναστικών κτισµάτων που ήταν προσαρτηµένα σ' αυτό, όπως και της γειτονικής εκκλησίας του Παντεπόπτη222. Άλλοι, που είχαν µπει από την Ωραία Πύλη, σταµάτησαν για να λεηλατήσουν τη συνοικία της αγοράς προτού ανεβούν στο λόφο προς τον Ιππόδροµο και την ακρόπολη. Στο µεταξύ οι ναύτες από τα πλοία στην Προποντίδα είχαν ανοίξει δρόµο µέσα από το παλιό
Ιερό
Παλάτιο. Οι
διάδροµοί
του
ήταν
εγκαταλελειµένοι
και
µισοερειπωµένοι, αλλά
εξακολουθούσαν να υπάρχουν λαµπρές εκκλησίες εκεί, όπως η Νέα Βασιλική την οποία είχε κτίσει ο Βασίλειος Α' περίπου πέντε αιώνες νωρίτερα. Λεηλατήθηκαν όλες εντελώς. Έπειτα οι ναύτες και από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη συνέκλιναν στη µεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, τη µητρόπολη της Αγίας Σοφίας223. Η εκκλησία εξακολουθούσε να είναι γεµάτη µε κόσµο. Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και έψαλλαν τη λειτουργία του Όρθρου. Με τους θορύβους της φασαρίας απέξω οι τεράστιες µπρούντζινες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασµα προσευχόταν για το θαύµα που µόνο αυτό µπορούσε να τους σώσει. Προσεύχονταν µάταια. ∆εν πέρασε πολλή ώρα προτού γκρεµιστούν οι πόρτες από τα σφυροκοπήµατα. Οι πιστοί είχαν παγιδευτεί. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήµπορους σκοτώθηκαν επιτόπου, αλλά οι περισσότεροι δέθηκαν ή αλυσοδέθηκαν µαζί. Τα πέπλα και τα µαντήλια των γυναικών σκίστηκαν για να χρησιµοποιηθούν ως σχοινιά. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους και πολλοί από τους πιο πλούσια ντυµένους ευγενείς σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσµώτες τους τσακώνονταν γι' αυτούς. Σύντοµα µια µακριά ποµπή από αταίριαστες µικροοµάδες ανδρών και γυναικών δεµένων σφιχτά µεταξύ τους συρόταν προς τους καταυλισµούς των στρατιωτών, για να γίνουν εκεί για µία ακόµη φορά αντικείµενα φιλονικιών. Οι ιερείς συνέχισαν να ψάλλουν στο Ιερό µέχρις ότου συνελήφθησαν και εκείνοι. Αλλά την τελευταία στιγµή, έτσι πίστευαν οι πιστοί, µερικοί από αυτούς άρπαξαν τα πιο ιερά σκεύη και κινήθηκαν προς το νότιο τοίχο του Ιερού. Εκείνος άνοιξε γι' αυτούς και έκλεισε πίσω τους, και εκεί θα παραµείνουν µέχρις ότου το ιερό κτίριο ξαναγίνει πάλι εκκλησία224. Η λεηλασία συνεχίστηκε όλη την ηµέρα. Ανδρικά και γυναικεία µοναστήρια παραβιάστηκαν και οι κάτοικοι τους συνελήφθησαν. Μερικές από τις νεώτερες καλόγριες προτίµησαν το µαρτύριο από την ατίµωση και ρίχτηκαν σε πηγάδια, αλλά οι µοναχοί και οι πιο ηλικιωµένες καλόγριες συµµορφώθηκαν τώρα µε την παλιά παράδοση παθητικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν προέβαλαν αντίσταση. Τα ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηµατικά. Κάθε οµάδα λεηλασίας άφηνε στην είσοδο µια µικρή σηµαία για να δείχνει πότε ένα σπίτι είχε εκκενωθεί εντελώς. Οι ένοικοι µεταφέρονταν µαζί µε τα 105
υπάρχοντά τους. Όποιος κατέρρεε από αδυναµία σφαζόταν, µαζί µε έναν αριθµό παιδιών που θεωρήθηκε ότι δεν είχαν αξία. Γενικά όµως τώρα δεν θυσίαζαν τις ζωές των αιχµαλώτων. Υπήρχαν ακόµη σπουδαίες βιβλιοθήκες στην πόλη, µερικές κοσµικές και πολύ περισσότερες σε µοναστήρια. Τα περισσότερα βιβλία κάηκαν, υπήρξαν όµως Τούρκοι αρκετά οξυδερκείς για να αντιληφθούν ότι αποτελούσαν αντικείµενα µε εµπορική αξία και διέσωσαν έναν αριθµό ο οποίος αργότερα πουλήθηκε για λίγα νοµίσµατα σε όποιον ενδιαφερόταν. Στις εκκλησίες γίνονταν σκηνές αίσχους. Πολλοί εσταυρωµένοι µε πολύτιµες πέτρες µεταφέρθηκαν µε τουρκικά σαρίκια να τους περιβάλλουν έκλυτα. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζηµιές225. Το βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να λεηλατηθούν και κανείς δεν διαµαρτυρήθηκε όταν ο σουλτάνος κήρυξε ότι η λεηλασία έπρεπε πια να σταµατήσει. Οι στρατιώτες είχαν πολλά για να τους κρατούν απασχοληµένους για τις επόµενες δύο ηµέρες, µε το να µοιράζονται τη λεία και να µετρούν τους αιχµαλώτους. Κυκλοφορούσε η φήµη ότι υπήρχαν περίπου πενήντα χιλιάδες από αυτούς, από τους οποίους µόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Ο υπόλοιπος χριστιανικός στρατός είχε χαθεί, µε εξαίρεση τους λίγους άνδρες που είχαν ξεφύγει δια θαλάσσης. Οι νεκροί, συµπεριλαµβανοµένων των αµάχων θυµάτων της σφαγής, λέγεται ότι έφθαναν τους τέσσερις χιλιάδες226. Ο ίδιος ο σουλτάνος µπήκε στην πόλη αργά το απόγευµα. Συνοδευόµενος από τους εκλεκτότερους γενίτσαρους της φρουράς του και ακολουθούµενος από τους υπουργούς του προχώρησε αργά µέσα από τους δρόµους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει µια χούφτα χώµα το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του. ως πράξη ταπεινοφροσύνης προς το Θεό του. Μπήκε στην εκκλησία και έµεινε για µια στιγµή σιωπηλός. Έπειτα, καθώς προχωρούσε προς το Ιερό, παρατήρησε έναν Τούρκο στρατιώτη που προσπαθούσε να σπάσει ένα κοµµάτι από το µαρµάρινο δάπεδο. Γύρισε σ' αυτόν θυµωµένα και του είπε ότι στην άδεια για λεηλασία δεν συµπεριλαµβανόταν η καταστροφή των κτιρίων. Αυτά τα κρατούσε για τον εαυτό του. Υπήρχαν ακόµη µερικοί Έλληνες που κρύβονταν σε γωνίες και τους οποίους οι Τούρκοι δεν είχαν ακόµη δέσει για να τους πάρουν. ∆ιέταξε να τους αφήσουν να πάνε στα σπίτια τους µε την ησυχία τους. Έπειτα βγήκαν µερικοί ιερείς από τα µυστικά περάσµατα πίσω από το Ιερό και ζήτησαν το έλεός του. Κι αυτούς τους αποµάκρυνε υπό προστασία. Επέµεινε όµως ότι η εκκλησία θα έπρεπε να µετατραπεί αµέσως σε τζαµί. Ένας από τους ουλεµάδες του ανέβηκε στον άµβωνα και προσκύνησε το νικηφόρο Θεό του227. Φεύγοντας από τη µητρόπολη ο σουλτάνος πήγε στην απέναντι πλευρά της πλατείας, στο παλιό Ιερό Παλάτιο. Καθώς περνούσε από τους µισοερειπωµένους διαδρόµους και τις αίθουσές του λέγεται ότι µουρµούρισε τα λόγια ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τις κουρτίνες στο παλάτι των Καισάρων, η κουκουβάγια κρώζει στις περιπόλους, στους πύργους του Αφρασιάµπ»228. Με την περιοδεία του σουλτάνου µέσα από την πόλη η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεσθεί από λάφυρα και η στρατονοµία του µερίµνησε ώστε οι άνδρες να επιστρέψουν στους καταυλισµούς τους. Ο ίδιος επέστρεψε στο στρατόπεδό του µέσα από έρηµους δρόµους. Την εποµένη διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιόν του όλα τα λάφυρα και από αυτά διάλεξε το
106
ποσοστό που εδικαιούτο ως αρχηγός. Μερίµνησε να δοθεί επίσης ένα δίκαιο µερίδιο στους στρατιώτες του τα καθήκοντα των οποίων δεν τους είχαν επιτρέψει να λάβουν µέρος στη λεηλασία. Για τον εαυτό του κράτησε όλα τα αιχµάλωτα µέλη των µεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου και όσους από τους υψηλόβαθµους αξιωµατούχους είχαν διαφύγει από τη σφαγή. Απελευθέρωσε αµέσως τις περισσότερες από τις ευγενείς αρχόντισσες, παρέχοντας σε πολλές από αυτές χρήµατα ώστε να µπορέσουν να απελευθερώσουν τις οικογένειές τους. Αλλά κράτησε τους πιο όµορφους από τους νεαρούς γιους και τις κόρες τους για το σεράι του. Σε πολλούς άλλους νέους δόθηκε ελευθερία και αξιώµατα στο στρατό του, υπό τον όρο ότι θα αποκήρυσσαν τη θρησκεία τους. Μερικοί από αυτούς αποστάτησαν, αλλά το µεγαλύτερο µέρος προτίµησε να δεχθεί την ποινή για την πίστη στο Χριστό. Μεταξύ των Ελλήνων αιχµαλώτων ανακάλυψε το Λουκά Νοταρά, το Μέγα ∆ούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος από τους δεσµώτες τους και τους δέχθηκε ευγενικά, απελευθερώνοντας το Μέγα ∆ούκα και δύο ή τρεις άλλους. Πολλοί όµως από τους άλλους αξιωµατούχους του Κωνσταντίνου, µεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέµειναν στην αιχµαλωσία229. Στους Ιταλούς αιχµαλώτους δεν επιδείχθηκε παρόµοιος οίκτος. Ο Μινόττο, ο Βενετός βάιλος, θανατώθηκε µαζί µε έναν από τους γιους του και επτά από τους κυριότερους συµπατριώτες του. Μεταξύ τους ήταν ο Καταρίνο Κονταρίνι, ο οποίος είχε ήδη εξαγοραστεί από τα στρατεύµατα του Ζαγανός πασά, αλλά ο οποίος συνελήφθη και πάλι και ζητήθηκαν άλλες επτά χιλιάδες χρυσά νοµίσµατα για την απελευθέρωσή του. Αυτό ήταν ένα ποσό το οποίο δεν µπορούσε να πληρώσει κανείς από τους φίλους του. Ο Καταλανός πρόξενος, ο Περέ Χούλια, επίσης εκτελέστηκε, µαζί µε πέντε ή έξι συµπατριώτες του. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος είχε αιχµαλωτιστεί, αλλά δεν αναγνωρίστηκε και σύντοµα εξαγοράστηκε από εµπόρους του Πέραν οι οποίοι είχαν σπεύσει στο τουρκικό στρατόπεδο για να σώσουν Γενοβέζους συµπατριώτες τους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν ακόµη πιο τυχερός. Είχε πετάξει τα εκκλησιαστικά του άµφια, δίνοντάς τα σε ένα ζητιάνο και φορώντας αντί γι' αυτά τα ράκη του ζητιάνου. Ο ζητιάνος συνελήφθη και θανατώθηκε, και το κεφάλι του επιδεικνυόταν ως το κεφάλι του καρδιναλίου, ενώ ο Ισίδωρος πουλήθηκε για ένα µηδαµινό ποσό σε έναν έµπορο του Πέραν που τον είχε αναγνωρίσει. Ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν είχε επίσης προσπαθήσει να διαφύγει µεταµφιεσµένος. Είχε δανειστεί το ράσο ενός Έλληνα µοναχού, ελπίζοντας ότι η τέλεια γνώση του των Ελληνικών θα τον γλίτωνε από υποψίες. Αλλά αιχµαλωτίστηκε, προδόθηκε από ένα συγκρατούµενό του και αποκεφαλίστηκε επιτόπου. Η γενοβέζικη γαλέρα στην οποία είχε µεταφερθεί ο τραυµατισµένος Τζουστινιάνι ήταν µία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο. Ο Τζουστινιάνι αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε εκεί µία ή δύο ηµέρες αργότερα. Για τους οπαδούς του παρέµεινε ήρωας, αλλά οι Έλληνες και οι Βενετοί, όσο και αν είχαν θαυµάσει πολύ την ενεργητικότητα, τη γενναιότητα και την ηγεσία του σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, θεώρησαν ότι στο τέλος είχε φανεί λιποτάκτης. Θα έπρεπε να είχε το θάρρος να αντιµετωπίσει τον πόνο και το θάνατο παρά να διακινδυνεύσει την ολοκληρωτική κατάρρευση της άµυνας µε τη φυγή του. Πολλοί, ακόµη και µεταξύ των Γενοβέζων, αισθάνονταν ντροπή γι' αυτόν. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος τον κατηγόρησε σφοδρά για τον άκαιρο τρόµο του. 107
Η τύχη των Ελλήνων αιχµαλώτων ποίκιλε. Μετά από τρεις ηµέρες, όταν η επίσηµη περίοδος της λεηλασίας είχε τελειώσει, ο σουλτάνος εξέδωσε µία προκήρυξη που έλεγε ότι όσοι Έλληνες είχαν ξεφύγει από την αιχµαλωσία ή είχαν εξαγοραστεί µπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, όπου η ζωή και η περιουσία τους θα παρέµεναν πλέον ανενόχλητα. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί από αυτούς, ούτε πολλά από τα σπίτια τους ήταν κατοικήσιµα. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Μωάµεθ έστειλε τετρακόσια Ελληνόπουλα ως δώρα σε καθέναν από τους τρεις κυριότερους µωαµεθανούς δυνάστες της εποχής, το σουλτάνο της Αιγύπτου, το βασιλιά της Τυνησίας και το βασιλιά της Γρανάδας230. Πολλές ελληνικές οικογένειες δεν επρόκειτο να ξαναενωθούν. Ο Ματθαίος Καµαριώτης, στο θρήνο του για την πόλη, αφηγείται την απεγνωσµένη έρευνα που έκαναν αυτός και οι φίλοι του για να βρουν τους συγγενείς τους. Ο ίδιος έχασε γιους και αδελφούς. Για µερικούς έµαθε αργότερα ότι είχαν σκοτωθεί. Άλλοι απλά εξαφανίστηκαν, ενώ ένοιωσε τη ντροπή της ανακάλυψης ότι ο ανιψιός του είχε επιζήσει αποκηρύσσοντας την πίστη του231. Η καλοσύνη που είχε δείξει ο Μωάµεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα είχε µικρή διάρκεια. Είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Λουκά Νοταρά κυβερνήτη της κατακτηµένης πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγµατική του πρόθεση, σύντοµα άλλαξε γνώµη. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία, και κάποιοι σύµβουλοι τον προειδοποίησαν να µην εµπιστεύεται το Μέγα ∆ούκα. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιµασία. Πέντε ηµέρες µετά την άλωση της πόλης παρέθεσε ένα συµπόσιο. Στη διάρκειά του, όταν είχε βαρύνει για τα καλά από το κρασί, κάποιος του ψιθύρισε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά ήταν ένα παιδί µε εξαιρετική οµορφιά. Αµέσως ο σουλτάνος έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του Μέγα ∆ούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του. Ο Νοταράς, του οποίου οι δύο µεγαλύτεροι γιοι είχαν σκοτωθεί µαχόµενοι, αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε µια τέτοια τύχη. Στη συνέχεια στάλθηκε η αστυνοµία να φέρει το Νοταρά µε το γιο του και το νεαρό γαµπρό του, το γιο του Μεγάλου ∆οµέστιχου Ανδρόνικου Καντακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο, δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια. Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, µήπως το θέαµα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν. Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιµό του στο δήµιο. Την εποµένη συνελήφθησαν άλλοι εννέα Έλληνες ευγενείς και στάλθηκαν στο ικρίωµα. Αργότερα λέγεται ότι ο σουλτάνος µετάνιωσε για τους θανάτους τους και ότι τιµώρησε τους συµβούλους που είχαν εγείρει τις υποψίες του. Είναι όµως πιθανό ότι η µετάνοιά του ήταν επίτηδες καθυστερηµένη. Είχε αποφασίσει να εξοντώσει τους κυριότερους κοσµικούς αξιωµατούχους της παλαιάς αυτοκρατορίας232. Οι γυναίκες τους περιέπεσαν και πάλι στην αιχµαλωσία και αποτέλεσαν τµήµα της µακράς ποµπής των αιχµαλώτων που συνόδευσε την Αυλή κατά την επιστροφή της στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ' οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ήταν από αυτοκρατορική γενιά και η σπουδαιότερη δέσποινα στο Βυζάντιο µετά το θάνατο της βασιλοµήτορος, ενώ απολάµβανε βαθύτατου σεβασµού ακόµη και από τους αντιπάλους του άνδρα της για την αξιοπρέπεια και τη φιλανθρωπία της233. Μία από τις κόρες της, η Άννα, είχε ήδη διαφύγει στην Ιταλία µε µερικούς από τους θησαυρούς της οικογένειας234. 108
Ο Φραντζής, του οποίου το µίσος για το Μέγα ∆ούκα δεν είχε κατευναστεί ούτε από τις αµοιβαίες δυστυχίες τους και ο οποίος παρέθεσε µια πικρόχολη, σκληρή και αναληθή περιγραφή του θανάτου του, χρειάστηκε να υποστεί ο ίδιος µια παρόµοια τραγωδία. Ήταν σκλάβος επί δεκαοκτώ µήνες στο υπηρετικό προσωπικό του επικεφαλής των αλόγων του σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του. Τα δύο παιδιά του όµως, και τα δύο βαφτισµένα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, κλείστηκαν στο σεράι του σουλτάνου. Το κορίτσι, η Θάµαρ, πέθανε εκεί σε παιδική ηλικία, ενώ το αγόρι θανατώθηκε από το σουλτάνο επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις ακόλαστες επιθυµίες του235. Στις 21 Ιουνίου ο σουλτάνος και η Αυλή του εγκατέλειψαν την κατακτηµένη πόλη για την Αδριανούπολη. Ήταν πια µισοερειπωµένη, άδεια, έρηµη και µαυρισµένη, σαν από πυρκαγιά, και παράξενα σιωπηλή. Όπου είχαν περάσει οι στρατιώτες υπήρχε ερήµωση. Οι εκκλησίες είχαν βεβηλωθεί και απογυµνωθεί. Τα σπίτια δεν ήταν πια κατοικήσιµα και τα καταστήµατα και οι αποθήκες ήταν παραµορφωµένα και γυµνά. Ο ίδιος ο σουλτάνος, καθώς περνούσε µέσα από τους δρόµους είχε συγκινηθεί µέχρι δακρύων. «Τι πόλη παραδώσαµε στη λεηλασία και στην καταστροφή», µουρµούρισε. Παρ' όλα αυτά είχε µεριµνήσει ώστε να µην ερειπωθεί ολόκληρη η πόλη. Οι πολυπληθείς συνοικίες κατά µήκος της κεντρικής ράχης, οι εµπορικές συνοικίες κατά µήκος του ανατολικού µισού του Κερατίου κόλπου, το παλάτι των Βλαχερνών και τα κοντινά σπίτια των ευγενών, όπως και τα παλιότερα παλάτια και οι εκκλησίες κοντά στον Ιππόδροµο και την ακρόπολη, όλα είχαν υποστεί ζηµιές. Αλλά, µετά την ανάγνωση της φρικαλέας ιστορίας της διαρπαγής που µας αφηγούνται οι συντετριµµένοι σύγχρονοι χριστιανοί συγγραφείς, είναι παράξενα εκπληκτική η ανακάλυψη ότι υπήρχαν περιοχές στις οποίες οι εκκλησίες έµειναν κατά τα φαινόµενα ανέγγιχτες. Οι Χριστιανοί συνέχισαν να τις χρησιµοποιούν χωρίς διακοπή. Παρά ταύτα σε µία πόλη που είχε καταληφθεί εξ εφόδου δεν θα έπρεπε να είχε αφεθεί κανένας ναός σ' αυτούς. Η αντίφαση ερµηνεύεται εάν θυµόµαστε τη φύση της πόλης, µε τα µεγάλα ανοικτά διαστήµατα που διαχώριζαν τα χωριά και τις συνοικίες. Όταν έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι είχαν περάσει µέσα από τα τείχη, οι τοπικοί αξιωµατούχοι συγκεκριµένων περιοχών παραδόθηκαν αµέσως µε φρόνηση στους επιτιθέµενους και τους δέχθηκαν µέσα από τις πύλες τους. Φαίνεται ότι στη συνέχεια τους έστειλαν µε συνοδεία, µε τα κλειδιά των διαµερισµάτων τους στο στρατόπεδο του σουλτάνου, και ότι εκείνος δέχθηκε την υποταγή τους και διέθεσε αξιόπιστες αστυνοµικές δυνάµεις για να επιβλέψουν ώστε οι εκκλησίες τους και, ίσως, και τα σπίτια τους να προστατευθούν από τη λεηλασία. Έτσι συνέβη να µη θιγούν οι εκκλησίες στο Πετρίον, όπου οι ψαράδες είχαν ανοίξει τις πύλες εκούσια, όπως και στη γειτονική συνοικία του Φαναριού. Αλλά και σε ολόκληρη την περιφέρεια των Ψαµαθείων και του Στουδίου, κοντά στην Προποντίδα, όπου οι αµυνόµενοι δήλωσαν αµέσως υποταγή στους ναύτες του στόλου του Χαµζά µπέη, δεν θίχτηκαν οι εκκλησίες. Αναµφίβολα επίσης ήταν οι πολίτες από εκείνες τις συνοικίες αυτοί οι οποίοι µπόρεσαν να µαζέψουν τα χρήµατα µε τα οποία εξαγοράστηκαν πολλοί συµπατριώτες τους από λιγότερο τυχερές περιοχές. Εάν δεν είχαν αποφύγει τη λεηλασία, θα είχε σταθεί αδύνατο να βρουν τα χρήµατα για την εξαγορά των αιχµαλώτων236. Ακόµη πιο αξιοθαύµαστο ήταν το γεγονός ότι η µεγάλη µητρόπολη των Αγίων Αποστόλων, η 109
δεύτερη σε µέγεθος και σε ιερότητα εκκλησία της πόλης, γλίτωσε τη λεηλασία µε το θησαυρό της ανέπαφο. Βρισκόταν κοντά στον κύριο δρόµο που οδηγούσε από τη Χαρίσια πύλη και πρέπει να είχαν περάσει από µπροστά της αναρίθµητοι Τούρκοι στρατιώτες. Προφανώς ο σουλτάνος είχε ήδη αποφασίσει να τη διαφυλάξει για τους χριστιανούς υπηκόους του όταν θα τους είχε πάρει την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, και γι' αυτό το λόγο έστειλε αµέσως φρουρούς να την προστατεύσουν237. Οι µεταγενέστεροι σουλτάνοι ήταν λιγότερο ενδοτικοί προς τους Χριστιανούς, και τους πήραν τις εκκλησίες τους τη µία µετά την άλλη. Αλλά ο Μωάµεθ ο Πορθητής, µόλις ολοκληρώθηκε η κατάκτησή του, θέλησε να δείξει ότι θεωρούσε τους Έλληνες πιστούς υπηκόους του, όπως και τους Τούρκους. Η χριστιανική αυτοκρατορία είχε φθάσει στο τέλος της, αλλά εκείνος έβλεπε τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων της και ως τέτοιος είχε επίγνωση των καθηκόντων του238. Το πρώτο µεταξύ αυτών των καθηκόντων ήταν να µεριµνήσει για την ευηµερία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Μωάµεθ γνώριζε καλά τις δυσκολίες της κατά τα πρόσφατα χρόνια, και τώρα µπορούσε να ενηµερωθεί πλήρως για τις λεπτοµέρειες. Έµαθε ότι ο ενωτικός πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάµµας, είχε φύγει από την πόλη το 1451 και ότι, σύµφωνα µε τη γενική αντίληψη µεταξύ των Ελλήνων, µε αυτό τον τρόπο είχε εκπέσει από το θρόνο του. Έπρεπε να εκλεγεί ένας νέος πατριάρχης, και ήταν προφανές ότι υπήρχε ένας κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση, ο τιµηµένος ηγέτης της αντίδρασης στην ένωση, ο λόγιος Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος. Όταν έπεσε η πόλη ο Γεώργιος Σχολάριος βρισκόταν στο κελλί του στο µοναστήρι του Παντοκράτορα. Η µεγάλη τριπλή εκκλησία του είχε προσελκύσει αµέσως τις ορδές των εισβολέων. Ενώ µερικοί από αυτούς λεηλατούσαν τα κτίρια, άλλοι έπιασαν τους µοναχούς για να τους πουλήσουν για σκλάβους. Όταν ο σουλτάνος έστειλε να φέρουν ενώπιόν του το Γεώργιο, δεν µπορούσαν να τον βρουν. Τελικά ανακάλυψαν ότι τον είχε αγοράσει ένας πλούσιος Τούρκος της Αδριανούπολης, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί και βρεθεί σε κάποια αµηχανία από την αγορά ενός τόσο σεβάσµιου και µορφωµένου σκλάβου, και ο οποίος του συµπεριφερόταν µε τη µεγαλύτερη ευγένεια. Η σύλληψή του αναφέρθηκε στο σουλτάνο και µερικές ηµέρες αργότερα έφθασαν στο σπίτι του απεσταλµένοι για να συνοδεύσουν το Γεώργιο πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάµεθ είχε ήδη αποφασίσει τις γενικές γραµµές της πολιτικής του απέναντι στους Έλληνες υπηκόους του. Επρόκειτο να αποτελέσουν ένα µιλέτ, µια αυτοδιοικούµενη κοινότητα µέσα στην αυτοκρατορία του, υπό την ηγεσία του θρησκευτικού τους ηγέτη, του πατριάρχη, ο οποίος θα ήταν υπόλογος ενώπιον του σουλτάνου για την καλή συµπεριφορά τους. Μετά από κάποιες συζητήσεις ο Γεώργιος Σχολάριος πείστηκε να αποδεχθεί το πατριαρχικό αξίωµα. Όσοι επίσκοποι µπόρεσαν να βρεθούν εκεί κοντά συγκεντρώθηκαν για να αποτελέσουν την Ιερά Σύνοδο, και, κατ' απαίτηση του σουλτάνου, εξέλεξαν επίσηµα το Γεώργιο στον πατριαρχικό θρόνο, υπό το µοναστικό του όνοµα Γεννάδιος. Αυτό συνέβη µάλλον προτού ο σουλτάνος φύγει από την Κωνσταντινούπολη στα τέλη Ιουνίου, αλλά η χρονολογία είναι λίγο αβέβαιη. Φαίνεται ότι πέρασαν µερικοί µήνες προτού ο Γεννάδιος ενθρονιστεί επίσηµα. Η τελετή πιθανόν πραγµατοποιήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1454. Το τελετουργικό ήταν αντιγραφή εκείνου της βυζαντινής εποχής. Υπό το ρόλο του ως αυτοκράτορα ο
110
σουλτάνος δέχθηκε σε ακρόαση το νέο πατριάρχη και του παρέδωσε τα διάσηµα του αξιώµατος, τα άµφια, τη µίτρα και τον επιστήθιο σταυρό. Ο παλαιός σταυρός είχε εξαφανιστεί. Είτε είχε χαθεί κατά τη λεηλασία της πόλης, είτε ο προηγούµενος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάµµας, τον είχε φυγαδεύσει στη Ρώµη. Έτσι ο ίδιος ο σουλτάνος προµήθευσε ένα νέο, εξαίσιο σταυρό. ∆ιαµορφώθηκε ένα τυπικό που θα πρόφερε ο σουλτάνος, ως ακολούθως: «Να είσαι πατριάρχης µε καλή τύχη, και να είσαι βέβαιος για τη φιλία µας, διατηρώντας όλα τα προνόµια που απολάµβαναν οι πατριάρχες πριν από εσένα». Στη συνέχεια ο νέος πατριάρχης ίππευσε ένα υπέροχο άλογο, δώρο του σουλτάνου, και πήγε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, µια και τώρα η εκκλησία της Αγίας Σοφίας ήταν τζαµί. Εκεί, σύµφωνα µε τα αρχαία έθιµα, ενθρονίστηκε από το µητροπολίτη Ηρακλείας. Στη συνέχεια περιόδευσε µε ποµπή την πόλη, επιστρέφοντας για να εγκατασταθεί στην περιοχή των Αγίων Αποστόλων. Στο µεταξύ ο σουλτάνος και ο πατριάρχης επεξεργάζονταν από κοινού το νέο καταστατικό χάρτη για το µιλέτ των Ελλήνων. Σύµφωνα µε το Φραντζή, ο οποίος µάλλον έλαβε τις πληροφορίες του ενόσω εξακολουθούσε να βρίσκεται σε αιχµαλωσία, ο Μωάµεθ έδωσε στο Γεννάδιο ένα έγγραφο µε το οποίο του υποσχόταν το απαραβίαστο του προσώπου του, απαλλαγή από την καταβολή φόρων, πλήρη εξασφάλιση από καθαίρεση, πλήρη ελευθερία κινήσεων, καθώς και το δικαίωµα της εσαεί µεταβίβασης αυτών των προνοµίων στους διαδόχους του. Παρόµοια προνόµια θα απολάµβαναν και οι ανώτεροι µητροπολίτες και οι αξιωµατούχοι της Εκκλησίας που συγκροτούσαν την Ιερά Σύνοδο. ∆εν υπάρχει λόγος αµφισβήτησης αυτής της µαρτυρίας, µολονότι η απαλλαγή από την καθαίρεση φυσικά δεν ακύρωνε το δικαίωµα της Ιεράς Συνόδου να εκθρονίζει κάποιον πατριάρχη µε τη δήλωση ότι η εκλογή του ήταν αντικανονική, όπως είχε συµβεί συχνά κατά τη βυζαντινή περίοδο. Τα πατριαρχικά χρονικά του επόµενου αιώνα ισχυρίζονταν ότι σε ένα άλλο έγγραφο ο σουλτάνος υποσχέθηκε στο Γεννάδιο ότι τα έθιµα της Εκκλησίας σχετικά µε το γάµο και την ταφή θα κατοχυρώνονταν νοµικά, ότι οι Ορθόδοξοι θα γιόρταζαν το Πάσχα ως γιορτή και ότι θα τους επιτρεπόταν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια των τριών ηµερών της γιορτής, καθώς και ότι καµία άλλη εκκλησία δεν θα µετατρεπόταν σε τζαµί. Το δικαίωµα της Εκκλησίας να διοικεί την ορθόδοξη κοινότητα φαίνεται ότι θεωρούνταν δεδοµένο, εάν κρίνουµε από µεταγενέστερα βεράτια που εξέδωσαν οι τουρκικές αρχές για να επικυρώσουν την εκλογή επισκόπων και για να δηλώσουν τα καθήκοντά τους. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια είχαν εξουσιοδοτηθεί να εκδικάζουν όλες τις υποθέσεις µεταξύ Ορθοδόξων που είχαν θρησκευτικό περιεχόµενο, συµπεριλαµβανοµένων όσων αφορούσαν γάµους και διαζύγια, διαθήκες και κηδεµονίες ανηλίκων. ∆ικαστήρια λαϊκών τα οποία ορίζονταν από τον πατριάρχη επιλαµβάνονταν όλων των άλλων αστικών υποθέσεων µεταξύ ορθόδοξων διαδίκων. Μόνο οι ποινικές υποθέσεις και οι υποθέσεις στις οποίες ήταν αναµεµιγµένοι Μωαµεθανοί κατέληγαν στα τουρκικά δικαστήρια. Η ίδια η Εκκλησία δεν συγκέντρωνε τους φόρους που όφειλαν οι ελληνικές κοινότητες στο κράτος. Αυτό ήταν καθήκον των τοπικών προκρίτων. Αλλά µπορούσε να ζητηθεί από την Εκκλησία να απειλήσει µε αφορισµό και άλλες θρησκευτικές ποινές τους Χριστιανούς οι οποίοι δεν πλήρωναν τους φόρους τους ή οι οποίοι δεν συµµορφώνονταν µε τα προστάγµατα του κράτους. Ο κλήρος απαλλασσόταν από την υποχρέωση καταβολής φόρων, αν και µπορούσε να καταβάλει εισφορές οι οποίες ήταν κατ' όνοµα εθελοντικές. Μόνο οι κληρικοί µεταξύ των Χριστιανών επιτρεπόταν να έχουν γενειάδα. Κάθε Χριστιανός
111
όφειλε να φορά µια ευδιάκριτη ενδυµασία και κανείς δεν µπορούσε να φέρει όπλα. Η αρπαγή των αρσενικών παιδιών για τη συγκρότηση του σώµατος των γενιτσάρων θα συνεχιζόταν239. Σε γενικές γραµµές αυτοί ήταν οι όροι τους οποίους παραδοσιακά µπορούσαν να αναµένουν οι χριστιανικές
κοινότητες
από
τους
µωαµεθανούς
κατακτητές.
Αλλά
στους
Έλληνες
της
Κωνσταντινούπολης έγινε µια ειδική παραχώρηση. Οι αξιολύπητες µικρές πρεσβείες που είχαν σπεύσει ενώπιον του σουλτάνου µε τα κλειδιά των περιφερειών τους, καθώς εκείνος περίµενε να µπει στην κατακτηµένη πόλη, ανταµείφθηκαν για το τόλµηµά τους. Επίσηµα ο κατακτητής φαίνεται ότι απαίτησε µόνο τη µετατροπή της µεγάλης µητρόπολης της Αγίας Σοφίας σε τζαµί. Σε άλλα σηµεία, µε εξαίρεση τις προστατευµένες περιφέρειες του Πετρίου και του Φαναριού, του Στουδίου και των Ψαµαθείων, ο Χριστιανοί πράγµατι έχασαν τις εκκλησίες τους. Σχεδόν όλες τους είχαν λεηλατηθεί πλήρως και βεβηλωθεί, και οι συνοικίες στις οποίες βρίσκονταν είχαν ερηµωθεί, θα ήταν άσκοπη η προσπάθεια της αναστήλωσης και του νέου καθαγιασµού τους, ακόµη και εάν είχε δοθεί η άδεια. Ήταν αρκετό, και µάλιστα κάτι περισσότερο απ' ό,τι θα µπορούσαν να περιµένουν οι πιο αισιόδοξοι, το ότι τους είχαν αφεθεί τόσες εκκλησίες, για να προβληµατίζουν τους Τούρκους δικηγόρους µεταγενέστερων περιόδων, που δεν µπορούσαν να καταλάβουν γιατί σε µια πόλη που είχε καταληφθεί εξ εφόδου οι ηττηµένοι διατήρησαν οποιοδήποτε ναό. Ο διακανονισµός εξυπηρετούσε τον κατακτητή σουλτάνο, γιατί αποφάσισε ότι αυτές ήταν οι συνοικίες στις οποίες θα έπρεπε να διαµένουν οι χριστιανοί υπήκοοί του στην Κωνσταντινούπολη, και σ' αυτές θα έπρεπε να έχουν κτίρια για να συνεχίζουν τη λατρεία τους. Αλλά µε το πέρασµα του χρόνου ο διακανονισµός του ξεχάστηκε. Οι Τούρκοι πήραν από τους Χριστιανούς τις παλιές χριστιανικές εκκλησίες, τη µία µετά την άλλη, για να τις µετατρέψουν σε τζαµιά, µέχρις ότου το δέκατο όγδοο αιώνα µόνο τρεις βυζαντινοί ναοί παρέµεναν στα χέρια των Χριστιανών, η εκκλησία που ήταν γνωστή ως Παναγία των Μογγόλων, που διασώθηκε µε ειδικό διάταγµα του Πορθητή το οποίο παραχωρήθηκε στον ευνοούµενο αρχιτέκτονά του, τον Έλληνα Χριστόδουλο, και δύο παρεκκλήσια τόσο µικρά ώστε να παραβλέπονται, ο Άγιος ∆ηµήτριος του Καναβού και ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσιών. Σε άλλα σηµεία οι Χριστιανοί τελούσαν τη λατρεία τους σε νεώτερα κτίρια, σχεδιασµένα ώστε να µην προκαλούν, για να µην αποτελούν κάρφος στα µάτια των νικητών Μωαµεθανών240. Τη διαδικασία την είχε αρχίσει ο ίδιος ο πατριάρχης Γεννάδιος. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία του είχε παραχωρήσει ο Μωάµεθ, βρισκόταν σε κακή κατάσταση και θα ήταν δαπανηρή η αποκατάστασή της, εάν πράγµατι επιτρεπόταν στους Χριστιανούς και πάλι η διακόσµηση ενός τόσο µεγαλοπρεπούς οικοδοµήµατος. Στην περιοχή στην οποία βρισκόταν είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι, που ενοχλούνταν από την παρουσία της. Έπειτα µία ηµέρα, πιθανόν το καλοκαίρι του 1454, βρέθηκε στην αυλή της το πτώµα ενός Τούρκου. Αναµφίβολα το είχαν τοποθετήσει εκεί, αλλά η παρουσία του δικαιολογούσε την εκδήλωση εχθρικών διαµαρτυριών από τους Τούρκους. Ο Γεννάδιος φρόνιµα ζήτησε την άδεια να µεταφέρει την έδρα του. Αφού συγκέντρωσε όλους τους θησαυρούς και τα λείψανα που είχαν διασωθεί στην εκκλησία τα µετέφερε στη συνοικία του Φαναριού, στην εκκλησία της γυναικείας µονής της Παµµακαρίστου. Οι καλόγριες µεταφέρθηκαν στα κτίρια που ήταν προσαρτηµένα στην κοντινή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στον Τρούλλο, και ο ίδιος ο Γεννάδιος και το 112
επιτελείο του µετακόµισαν στο γυναικείο µοναστήρι. Η Παµµακάριστος παρέµεινε η εκκλησία του πατριαρχείου για περισσότερο από έναν αιώνα. Εκεί ερχόταν ο Πορθητής σουλτάνος να επισκεφθεί το φίλο του Γεννάδιο, για τον οποίο είχε αναπτύξει µεγάλη εκτίµηση. ∆εν έµπαινε στην ίδια την εκκλησία, από φόβο µήπως ένθερµοι οπαδοί του το χρησιµοποιούσαν αργότερα ως δικαιολογία για να πάρουν το κτίριο. Αλλά ο ίδιος και ο Γεννάδιος συζητούσαν στο πλαϊνό παρεκκλήσιο, τα εξαίσια ψηφιδωτά του οποίου αποκαλύπτονται τώρα για µία ακόµη φορά για τον κόσµο. Συζητούσαν για πολιτική και για θρησκεία, και µετά από αίτηµα του σουλτάνου ο Γεννάδιος έγραψε για χάρη του µια σύντοµη και ειρηνική πραγµατεία που εξηγούσε και δικαιολογούσε τα σηµεία στα οποία τα χριστιανικά δόγµατα διέφεραν από τα ισλαµικά. Η διακριτικότητα του σουλτάνου πήγε χαµένη. Το 1586 ο απόγονός του Μουράτ Γ' κατέλαβε την εκκλησία και τη µετέτρεψε σε τζαµί241. Στο µεταξύ ο σουλτάνος Μωάµεθ είχε αρχίσει την ανοικοδόµηση της Κωνσταντινούπολης. Στην αρχή η ερήµωσή της τον είχε συγκλονίσει. Οι αρχιτέκτονές του συνέχισαν το µεγάλο ανάκτορο που είχε σχεδιάσει στην Αδριανούπολη, επάνω σε ένα νησάκι του ποταµού Έβρου, σα να επρόκειτο να το καταστήσει πρώτη κατοικία του. Σύντοµα όµως άλλαξε τη γνώµη του. Ήταν πλέον απόγονος των Καισάρων, έπρεπε να ζει στην αυτοκρατορική πόλη. Έκτισε για τον εαυτό του ένα µικρό παλάτι στην κεντρική ράχη της πόλης, κοντά στο σηµείο όπου βρίσκεται σήµερα το πανεπιστήµιο, και άρχισε να κάνει σχέδια για ένα µεγαλύτερο παλάτι στη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Τούρκοι από όλες τις κτήσεις του ενθαρρύνονταν να εγκατασταθούν στην πόλη. Η κυβέρνηση παρείχε βοήθεια για την κατασκευή σπιτιών και καταστηµάτων γι' αυτούς. Στους Έλληνες που είχαν παραµείνει εκεί και στους αιχµαλώτους που είχαν εξαγοραστεί δόθηκαν υποσχέσεις ασφάλειας, ενώ φαίνεται ότι έλαβαν και εκείνοι κυβερνητική βοήθεια. Ένας αριθµός ευγενών βυζαντινών οικογενειών που είχαν φύγει τα τελευταία χρόνια στις επαρχίες πείστηκαν να επιστρέψουν µε υπαινιγµούς ότι θα απολάµβαναν τα προνόµια που άρµοζαν στη θέση τους, αν και τα µόνα προνόµια που εξασφάλισε η θέση τους για πολλούς από αυτούς ήταν η φυλάκιση, ακόµη και ο θάνατος, προκειµένου η εξέχουσα θέση τους να µην τους καταστήσει ηγέτες εξεγέρσεων. Όταν εξαλείφθηκαν οι τελευταίοι θύλακες ελληνικής ελευθερίας, οι περισσότεροι κάτοικοί τους µεταφέρθηκαν δια της βίας στην Κωνσταντινούπολη. Από την Τραπεζούντα και τις γειτονικές της πόλεις µεταφέρθηκαν εκεί πέντε χιλιάδες οικογένειες. Σ' αυτές περιλαµβάνονταν όχι µόνο οι ευγενείς οικογένειες, αλλά και καταστηµατάρχες, τεχνίτες, και, ειδικότερα, οικοδόµοι για να βοηθήσουν στην κατασκευή νέων σπιτιών, νέων αγορών, νέων ανακτόρων και νέων οχυρώσεων. Έπειτα, καθώς επέστρεψε η ηρεµία και µαζί της η ευηµερία, όλο και περισσότεροι Έλληνες έφθασαν µε τη θέλησή τους για να εκµεταλλευθούν τα ανοίγµατα για εµπόρους και τεχνίτες που προσέφερε η εξαίσια αναγεννηµένη πόλη. Από κοντά µε τους Έλληνες, και µε ειδική ενθάρρυνση του σουλτάνου ήλθαν οι Αρµένιοι, αντίπαλοι των Ελλήνων στην επιθυµία για κυριαρχία στην εµπορική και οικονοµική ζωή της πόλης, και µαζί τους, εξίσου, ελπιδοφόρα, αρκετοί Εβραίοι. Οι Τούρκοι επίσης συνέχισαν να συρρέουν, για να απολαύσουν τις ανέσεις της πρωτεύουσας που είχαν κατακτήσει242. Πολύ πριν από το θάνατό του, το 1481, ο σουλτάνος Μωάµεθ µπορούσε να αντικρίζει µε υπερηφάνεια τη νέα Κωνσταντινούπολη, µία πόλη όπου ανεγείρονταν καθηµερινά νέα κτίρια και όπου τα εργαστήρια και οι αγορές έσφυζαν από δραστηριότητα. Μετά την κατάκτηση ο πληθυσµός
113
της είχε αυξηθεί κατά τέσσερις φορές και µέσα σε έναν αιώνα θα αριθµούσε περισσότερο από µισό εκατοµµύριο243.
Είχε
καταστρέψει
την
παλαιά,
καταρρέουσα
µητρόπολη
των
βυζαντινών
αυτοκρατόρων και στη θέση της είχε δηµιουργήσει µια νέα και λαµπρή µητρόπολη στην οποία απέβλεπε οι υπήκοοί του απ' όλα τα δόγµατα και τις φυλές να ζουν µαζί µε τάξη, ευηµερία και ειρήνη.
114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆Ω∆ΕΚΑΤΟ Η Ευρώπη και ο Πορθητής Το Σάββατο, 9 Ιουνίου 1453, κατέπλευσαν στο λιµάνι του Χάνδακα στην Κρήτη τρία πλοία. Τα δύο από αυτά µετέφεραν τους Κρητικούς ναύτες που ήταν οι τελευταίοι που σταµάτησαν τον αγώνα στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί τους έφερναν την είδηση ότι η πόλη είχε πέσει πριν από ένδεκα ηµέρες. Σε όλη την έκταση του νησιού επικράτησε κατάθλιψη. «Ποτέ δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει πιο τροµερό συµβάν», έγραψε ένας γραφέας στη µονή Αγαράθου244. Άλλοι πρόσφυγες είχαν φθάσει στις βενετικές αποικίες της Χαλκίδας και της Μεθώνης, οι κυβερνήτες των οποίων έσπευσαν να στείλουν µηνύµατα στη Βενετία. Οι αγγελιαφόροι έφθασαν εκεί στις 29 Ιουνίου. Η Γερουσία συγκλήθηκε εσπευσµένα και ο γραµµατέας διάβασε στους τροµοκρατηµένους γερουσιαστές τις επιστολές των κυβερνητών. Το επόµενο πρωί έφυγε ένας ταχυδρόµος για να µεταφέρει τα νέα στη Ρώµη. Στις 4 Ιουλίου σταµάτησε στη Μπολώνια για να φέρει τα νέα στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα που διέµενε εκεί. Μετά από τέσσερις ηµέρες έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον πάπα Νικόλαο Ε'. Ένας άλλος ταχυδρόµος είχε πάει στη Νεάπολη, για να προειδοποιήσει το βασιλιά της Αραγωνίας Αλφόνσο245. ∆εν πέρασε πολύς καιρός για να µάθει όλη η χριστιανοσύνη ότι η µεγάλη πόλη βρισκόταν στα χέρια των απίστων. Ο τρόµος ήταν ακόµη µεγαλύτερος γιατί στην πραγµατικότητα κανείς στη ∆ύση δεν το περίµενε. Οι άνθρωποι γνώριζαν ότι η πόλη κινδύνευε, αλλά, απορροφηµένοι από τις δικές τους τοπικές ανησυχίες, δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο έντονος ήταν ο κίνδυνος. Είχαν ακούσει για τις τεράστιες οχυρώσεις της, και είχαν ακούσει ακόµη για τις γενναίες οµάδες που είχαν ξεκινήσει για τη σωτηρία της και για την αρµάδα από τη Βενετία που έπλεε προς τα ανατολικά. ∆εν είχαν παρατηρήσει πόσο απελπιστικά µικρή ήταν η φρουρά της σε σύγκριση µε τις ορδές των απίστων, ούτε ότι ο σουλτάνος ήταν εφοδιασµένος µε πυροβολικό, στο οποίο δεν µπορούσε να αντισταθεί κανένα αρχαίο τείχος. Ακόµη και οι Βενετοί, παρά τις πηγές των πληροφοριών τους και την πρακτική τους πείρα, είχαν πιστέψει, όπως και ο πάπας, ότι οι υπερασπιστές θα µπορούσαν άνετα να κρατήσουν µέχρι την άφιξη ενισχύσεων246. Στην πραγµατικότητα οι βενετικές γαλέρες στον εξοπλισµό των οποίων είχε συµβάλει ο πάπας, είχαν φθάσει στις ακτές της Χίου και είχαν αγκυροβολήσει εκεί περιµένοντας ευνοϊκό άνεµο, όταν έφθασαν τα γενοβέζικα πλοία που είχαν διαφύγει από το Πέραν για να τους πουν ότι ήταν πολύ αργά. Ο Βενετός ναύαρχος, ο Λορεντάν, οπισθοχώρησε αµέσως µε το στόλο του στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, στη Χαλκίδα, µέχρις ότου φθάσουν νέες οδηγίες από τη Βενετία247. Αυτές τις έλαβε στα µέσα Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου το Κολλέγιο, το ειδικό µυστικοσυµβούλιο του δόγη, συγκλήθηκε σε µια έκτακτη συνεδρίαση. Ο Λουδοβίκος Ντιέντο, ο επικεφαλής των γαλερών από την Κωνσταντινούπολη, είχε φθάσει την προηγούµενη ηµέρα και έδωσε πλέον µια περιγραφή της καταστροφής µε τα µάτια ενός αυτόπτη µάρτυρα. Η κυβέρνηση αποφάσισε µε γνώµονα πολιτική σύνεσης. Αν και στάλθηκαν διαταγές στους κυβερνήτες της Κρήτης, της Χαλκίδας και της Ναυπάκτου
115
να φροντίσουν επειγόντως για την ασφάλεια των οχυρώσεών τους, όπως και για τη συγκέντρωση προµηθειών έναντι µιας πιθανής τουρκικής επίθεσης, στις 5 Ιουλίου στάλθηκε µια επιστολή στο Λορεντάν παραγγέλλοντάς του να ετοιµάσει ένα πλοίο για να µεταφέρει τον πρεσβευτή Βαρθολοµαίο Μαρτσέλλο, που εξακολουθούσε να είναι µαζί του, στην Αυλή του σουλτάνου. Μία εβδοµάδα αργότερα η Γερουσία ψήφισε την παραχώρηση στο Μαρτσέλλο ενός ποσού µέχρι χίλια διακόσια δουκάτα, για να χρησιµοποιηθούν ως δώρα για το σουλτάνο και τους υπουργούς του. Στις 17 Ιουλίου διαβιβάστηκαν πλήρεις οδηγίες στο Μαρτσέλλο. Θα έπρεπε να πει στο σουλτάνο ότι η Βενετία δεν επιθυµούσε να ακυρώσει τη συνθήκη που είχε γίνει µεταξύ της ∆ηµοκρατίας και του σουλτάνου Μουράτ Β'. Θα έπρεπε να απαιτήσει την απελευθέρωση των γαλερών που είχαν αιχµαλωτιστεί στον Κεράτιο, καµία από τις οποίες, όπως έπρεπε να τονίσει µε έµφαση, δεν ήταν πολεµική. Εάν ο σουλτάνος αρνούνταν να ανανεώσει τη συνθήκη µε τους παλιούς όρους, ο Μαρτσέλλο θα έπρεπε να στείλει αναφορά στη Βενετία. Εάν όµως ο σουλτάνος έδειχνε συµβιβαστικός, θα έπρεπε να τον πιέσει για την επάνοδο των Βενετών εµπόρων στην Κωνσταντινούπολη µε τα προνόµια που απολάµβαναν υπό τους Βυζαντινούς, και θα έπρεπε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση όλων των Βενετών αιχµαλώτων των Τούρκων. Λίγες ηµέρες αργότερα δόθηκε άδεια από τη Γερουσία να πάει στην Κωνσταντινούπολη ο γιος του Βενετού βάιλου, του Μινόττο, για να κανονίσει την εξαγορά του πατέρα, της µητέρας και του αδελφού του. Ίσως έσωσε τη µητέρα του, αλλά οι άλλοι ήταν νεκροί. Περίπου την ίδια περίοδο αποφασίστηκε ότι τα χρήµατα και τα αγαθά των Ελλήνων που βρίσκονταν σε βενετικά πλοία που είχαν διαφύγει την καταστροφή θα κατάσχονταν και θα χρησιµοποιούνταν για την αποπληρωµή των χρεών που οι Έλληνες εξακολουθούσαν να οφείλουν σε Βενετούς. Η Βενετία χρειαζόταν κάθε αποκατάσταση που µπορούσε να εξασφαλίσει. Οι απώλειές της στην Κωνσταντινούπολη υπολογίζονταν σε διακόσιες χιλιάδες δουκάτα, ενώ άλλες εκατό χιλιάδες είχαν χαθεί από τους Κρητικούς υπηκόους της248. Στη Γένοβα ο πανικός ήταν ακόµη µεγαλύτερος. Οι Γενοβέζοι, εξαντληµένοι από το µακρύ τους πόλεµο εναντίον του Αλφόνσου της Αραγωνίας, και µε τους Γάλλους και τους Μιλανέζους να προσπαθούν ο καθένας για λογαριασµό του να τους καταστήσουν υποτελείς, δεν ήταν σε θέση να στείλουν δυνάµεις για να ανακουφίσουν τις αποικίες τους στην Ανατολή. Η ανησυχία τους αυξήθηκε όταν έλαβαν την αναφορά που είχε γράψει στις 17 Ιουνίου ο Άντζελο Λοµελλίνο, ο ποντεστά του Πέραν. Σ' αυτήν ανέφερε την τύχη της πόλης του. Περιέγραφε πώς άνοιξε τις πύλες του στο Ζαγανός πασά τη στιγµή της άλωσης της Κωνσταντινούπολης και πώς, προκειµένου να ευχαριστήσει το σουλτάνο, είχε κάνει ό,τι καλύτερο µπορούσε για να πείσει τους πολίτες να µη φύγουν µε τα πλοία τους. Αµέσως µετά είχε στείλει δύο απεσταλµένους, το Λουτσιάνο Σπίνολα και τον Μπαλντασσάρε Μαρούφφο, ενώπιον του σουλτάνου, µε διαταγές να του εκφράσουν εγκάρδια συγχαρητήρια για τη νίκη του και να του ζητήσουν να επιβεβαιώσει τα προνόµια που είχαν παραχωρήσει οι Βυζαντινοί στο Πέραν. Ο Μωάµεθ τους δέχτηκε θυµωµένος. Είχε εξοργιστεί µε τη φυγή τόσο πολλών πλοίων από το Πέραν και ειρωνεύτηκε τους πολίτες για το διφορούµενο ρόλο που είχαν παίξει. Μια δεύτερη πρεσβεία που στάλθηκε µία ή δύο ηµέρες αργότερα, υπό τους Μπαµπιλάνο Παλλαβιτσίνι και Μάρκο ντε Φράνκι, είχε µεγαλύτερη επιτυχία. Μετά από διαταγές του Μωάµεθ ο Ζαγανός πασάς τους παρέδωσε ένα 116
αυτοκρατορικό φιρµάνι που περιελάµβανε την υπόσχεση ότι η πόλη δεν θα καταστρεφόταν. Οι πολίτες µπορούσαν να κρατήσουν τα σπίτια, τα καταστήµατα, τα αµπέλια, τους µύλους, τις αποθήκες και τα πλοία τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους δεν θα θίγονταν, ούτε θα στρατολογούνταν τα παιδιά τους στο σώµα των γενιτσάρων. Οι εκκλησίες τους θα παρέµεναν σε λειτουργία, αλλά δεν έπρεπε να κτυπούν οι καµπάνες, ούτε να κατασκευαστούν νέες εκκλησίες. Κανείς Τούρκος δεν θα κατοικούσε µεταξύ τους εκτός από τους αξιωµατούχους τους σουλτάνου. Θα µπορούσαν να ταξιδεύουν και να εµπορεύονται ελεύθερα σε όλη την έκταση των κτήσεων του σουλτάνου, κατά ξηρά και κατά θάλασσα, ενώ οι Γενοβέζοι υπήκοοι µπορούσαν να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο Πέραν. Απαλλάσσονταν από ειδικούς φόρους και δασµούς, αλλά κάθε αρσενικός πολίτης έπρεπε να πληρώσει έναν κεφαλικό φόρο. Μπορούσαν να διατηρήσουν τα εµπορικά τους έθιµα, αλλά κατά τα άλλα έπρεπε να υπακούουν στους νόµους του σουλτάνου. Θα έπρεπε να εκλέξουν το δικό τους ηγέτη ή πρόκριτο για να εποπτεύει το εµπόριό τους και να συναλλάσσεται µε τις τουρκικές αρχές. Έτσι το Πέραν περιέπεσε στο καθεστώς οποιασδήποτε χριστιανικής πόλης που υποτασσόταν εθελοντικά στο µωαµεθανικό ζυγό. Οι όροι θα µπορούσαν να είναι χειρότεροι. Σε κάθε περίπτωση, ο ποντεστά έπρεπε να τους δεχτεί. Στις 3 Ιουνίου ο σουλτάνος επισκέφθηκε ο ίδιος το Πέραν. ∆ιέταξε να παραδοθούν όλα τα όπλα των πολιτών και επέµεινε για την καταστροφή των χερσαίων τειχών, συµπεριλαµβανοµένης της ακρόπολης, του πύργου του Τιµίου Σταυρού. Εγκαταστάθηκε ένας Τούρκος κυβερνήτης. Ο Λοµελλίνο παραιτήθηκε από το αξίωµα του ποντεστά, αλλά του ζητήθηκε από τους συµπολίτες του να παραµείνει ως πρόκριτός τους µέχρι την επιστροφή του στη Γένοβα, τον επόµενο Σεπτέµβριο249. Η απώλεια του Πέραν και ο τουρκικός έλεγχος των Στενών έθεταν σε κίνδυνο την ύπαρξη των γενοβέζικων αποικιών στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, ειδικά την πόλη του Καφφά στην Κριµαία. Αυτή ήταν το λιµάνι προς την Ταρταρία και τις χώρες της κεντρικής Ασίας, και, εάν η ∆ηµοκρατία αναγκαζόταν να την εγκαταλείψει, πολλοί Γενοβέζοι πολίτες που είχαν επενδύσει περιουσίες εκεί θα απαιτούσαν αποζηµιώσεις, τις οποίες το δηµόσιο ταµείο δεν ήταν πια σε θέση να πληρώσει. Ευτυχώς για τη γενοβέζικη κυβέρνηση ο ισχυρός πιστωτικός οίκος του Συµβουλίου του Αγίου Γεωργίου συµφώνησε να αναλάβει τη διακυβέρνηση αυτών των αποµακρυσµένων αποικιών. Οι διευθυντές του Συµβουλίου πίστευαν ότι ήταν ακόµη δυνατή η εξασφάλιση κερδών από αυτές. Αλλά στην πραγµατικότητα όλο και λιγότεροι ναυτικοί ήταν διατεθειµένοι να κάνουν το ταξίδι µέσω των Στενών, και όλο και λιγότεροι έµποροι ήταν διατεθειµένοι να πληρώνουν τα διόδια που ζητούσαν οι εκεί αξιωµατούχοι του σουλτάνου. Ούτως ή άλλως ήταν αδύνατη η παροχή επαρκούς στρατιωτικής υποστήριξης στις αποικίες. Μέσα σε µισό αιώνα ολόκληρη η αυτοκρατορία της Γένοβας στον Εύξεινο Πόντο είχε εξαφανιστεί, κατακτηµένη από τους Τούρκους και τους Τάταρους συµµάχους της250. Η µόνη άλλη σηµαντική γενοβέζικη αποικία στην Ανατολή ήταν το νησί της Χίου. Για πολλά χρόνια το κυβερνούσε η Μαόνα, µια εταιρεία που είχε σχηµατιστεί από τους κύριους Γενοβέζους εµπόρους και γαιοκτήµονες του νησιού. Μετά την απώλεια του Πέραν, και µε την επικείµενη απώλεια των αποικιών του Ευξείνου Πόντου, η Χίος έγινε η κυριότερη προφυλακή της γενοβέζικης αυτοκρατορίας. Αλλά η στρατηγική της σηµασία ελαττωνόταν µε την παρακµή του εµπορίου µε την 117
Άπω Ανατολή. Και εδώ η γενοβέζικη κυβέρνηση δεν µπορούσε ούτε να την εγκαταλείψει, ούτε να τη διατηρήσει. Στη Μαόνα δόθηκαν οδηγίες να κάνει τους δικούς της διακανονισµούς µε το σουλτάνο251. Οι µικρότερες εµπορικές πόλεις της ∆ύσης που είχαν συναλλαγές µε την Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να προσαρµοστούν καλύτερα. Αντίθετα µε τη Γένοβα και τη Βενετία ενδιαφέρονταν για το τοπικό εµπόριο παρά γι' αυτό µε την Άπω Ανατολή. Όταν λεηλατήθηκε η πόλη η αποικία των Αγκωνιτών υπέστη ζηµιές που υπολογίζονταν σε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες δουκάτα. Αλλά οι ίδιοι οι Αγκωνίτες δεν θίχτηκαν προσωπικά, φαίνεται επειδή ο Μωάµεθ γνώριζε και συµπαθούσε τον πρόκριτό τους, τον Άντζελο Μπολντόνι*. Μπόρεσαν να συνεχίσουν το εµπόριό τους µε την Τουρκία, παρ' όλο που ο επικυρίαρχός τους, ο πάπας, δεν το ενέκρινε252. Οι Φλωρεντινοί, των οποίων οι απώλειες υπολογίζονταν περίπου στο ίδιο ποσό, σύντοµα δηµιούργησαν καλές σχέσεις µε το σουλτάνο. Μεταξύ των Ιταλών ήταν οι ευνοούµενοί του, και έτρεφε ιδιαίτερο θαυµασµό για την οικογένεια των Μεδίκων253. Οι Καταλανοί, που είχαν πολεµήσει καλά και είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, βρέθηκαν σύντοµα πίσω στην Κωνσταντινούπολη, αν και φαίνεται ότι το προξενείο τους δεν ξανάνοιξε254. Οι Ραγουζαίοι ήταν έτοιµοι να ανοίξουν ένα προξενείο εκεί µε πολύ ευνοϊκούς όρους που είχαν ρυθµίσει µε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Αλλά ευτυχώς γι' αυτούς υπήρξαν διοικητικές καθυστερήσεις και έτσι δεν αναµίχθηκαν στην πολιορκία. Χρειάστηκε όµως να περιµένουν πέντε χρόνια προτού µπορέσουν να διαπραγµατευθούν µια εµπορική συµφωνία µε το σουλτάνο. Από εκεί και πέρα έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στο εµπόριο της Ανατολής255. Σε πολλούς ευσεβείς Χριστιανούς η ετοιµότητα των εµπορικών πόλεων να εµπορευτούν µε τους απίστους φαινόταν προδοσία της πίστης. Ειδικά η Βενετία έπαιζε ένα διφορούµενο ρόλο, προσπαθώντας από τη µία πλευρά να οργανώσει µια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων και από την άλλη στέλνοντας φιλικές πρεσβείες στο σουλτάνο για να κατοχυρώσει το εµπόριό της. Ο πρεσβευτής της, ο Μαρτσέλλο, κατόρθωσε µετά από διαπραγµατεύσεις ενός έτους να ρυθµίσει µια ανακωχή που επέτρεπε την εξαγορά των υπόλοιπων Βενετών αιχµαλώτων και πλοίων, και παρέτεινε την παραµονή του στην Κωνσταντινούπολη για άλλα δύο χρόνια, προσπαθώντας µάταια να ανακτήσει εµπορικά προνόµια για τους συµπατριώτες του. Το 1456 ανακλήθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή για ένα έτος µε τη δικαιολογία ότι είχε συγκατατεθεί στην απελευθέρωση µερικών Τούρκων αιχµαλώτων που κρατούνταν στη Χαλκίδα. Θυσιάστηκε σε µια άχαρη απόπειρα να παρουσιαστεί στη χριστιανοσύνη ότι η ∆ηµοκρατία ήταν πράγµατι εχθρός των απίστων256. Στα µάτια των Ρωµαίων το θέµα ήταν πιο καθαρό. Έπρεπε να υπάρξει µια ισχυρή και ειλικρινής σταυροφορία µε συµµάχους όλες τις δυνάµεις της ∆ύσης. Ο πάπας Νικόλαος, παρότι καταβεβληµένος και απογοητευµένος, δραστηριοποιήθηκε για να αναλάβει την ηγεσία. Αφότου είχε λάβει τα µοιραία νέα από την Κωνσταντινούπολη έγραφε επιστολές παρακινώντας για δράση. Στις 30 Σεπτεµβρίου 1453 εξέδωσε µια βούλλα προς όλους τους ηγεµόνες της ∆ύσης κηρύσσοντας τη σταυροφορία. Κάθε ηγεµόνας καλούνταν να χύσει το αίµα του και το αίµα των υπηκόων του για το σκοπό, και καθένας έπρεπε να διαθέσει ένα δέκατο των προσόδων του257. Οι δύο Έλληνες καρδινάλιοι, ο Ισίδωρος και ο Βησσαρίων,
τον
υποστήριζαν
δραστήρια.
Ο
ίδιος
ο
Βησσαρίων
έγραψε
στους
Βενετούς,
µισοεπιτιµώντας τους και µισοεκλιπαρώντας τους να σταµατήσουν τους πολέµους τους στην Ιταλία και 118
να συγκεντρώσουν τις δυνάµεις τους σε µια εκστρατεία εναντίον του Αντίχριστου258. Ακόµη µεγαλύτερη δραστηριότητα επέδειξε ο παπικός λεγάτος στη Γερµανία, ο Σιενέζος ουµανιστής Αινείας Σίλβιος Πικκολόµινι, ο οποίος στη διάρκεια του 1454 συµµετέσχε σε συνελεύσεις σε όλη την έκταση της περιφέρειάς του στις οποίες επιχειρηµατολογούσε µε ευγλωττία υπέρ της ανάγκης για µία σταυροφορία. Μετά από επιµονή του ψηφίστηκαν πολλές εξαίρετες αποφάσεις. Αλλά δεν έγινε τίποτε259.
Ο
αυτοκράτορας
Φρειδερίκος
Γ'
είχε
πλήρη
επίγνωση
της
τουρκικής
απειλής.
Αντιλαµβανόταν την απειλή για την Ουγγαρία, όπου ήταν βασιλιάς ο νεαρός εξάδελφός του, ο Λαδίσλαος. Εάν έπεφτε η Ουγγαρία, θα κινδύνευε όλη η δυτική χριστιανοσύνη. Είχε ήδη γράψει στον πάπα, χρησιµοποιώντας ως γραµµατέα του το λεγάτο, για να εκφράσει τον τρόµο του για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Αινείας Σίλβιος Πικκολόµινι προσέθεσε µια προσωπική σηµείωση, θρηνώντας, όπως το έθεσε, «το δεύτερο θάνατο του Οµήρου και του Πλάτωνα»260. Παρά ταύτα δεν έγινε καµία σταυροφορία. Αν και οι ηγεµόνες έσπευσαν να συγκεντρώσουν αναφορές για την άλωση της πόλης και οι συγγραφείς έγραψαν θρήνους γεµάτους τρόµο, αν και ο Γάλλος συνθέτης Γουλιέλµος Ντυφαί συνέθεσε ένα θρήνο που ψαλλόταν σε όλη την έκταση των γαλλικών χωρών, κανείς δεν ήταν έτοιµος να αναλάβει δράση. Ο Φρειδερίκος ήταν φτωχός και αδύναµος, χωρίς πραγµατική εξουσία επάνω στους Γερµανούς ηγεµόνες. ∆εν µπορούσε να λάβει µέρος σε σταυροφορία ούτε πολιτικά ούτε οικονοµικά. Ο Κάρολος Ζ' της Γαλλίας ήταν απασχοληµένος µε την αναµόρφωση της χώρας του µετά το µακρύ και δαπανηρό πόλεµο µε την Αγγλία. Οι Τούρκοι βρίσκονταν πολύ µακριά, κι εκείνος είχε σοβαρότερα προβλήµατα πιο κοντά στην πατρίδα του. Στην Αγγλία, που υπέφερε ακόµη περισσότερο από τα αποτελέσµατα του Εκατονταετούς πολέµου, οι Τούρκοι φαίνονταν ακόµη πιο αποµακρυσµένοι. Ο βασιλιάς Ερρίκος Στ' δεν µπορούσε να κάνει τίποτε. Μόλις είχε χάσει τα λογικά του και ολόκληρη η χώρα γλιστρούσε προς το χάος του πολέµου των ∆ύο Ρόδων. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας Αλφόνσος, του οποίου οι ιταλικές κτήσεις οπωσδήποτε θα απειλούνταν από οποιαδήποτε τουρκική κίνηση προς τα δυτικά, αρκέστηκε σε µερικά περιορισµένα αµυντικά µέτρα. Ήταν πια γέρος και ήθελε µόνο να διατηρήσει την ηγεµονία του στην Ιταλία. Κανένας άλλος βασιλιάς δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον, εκτός από το βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαο. Εκείνος είχε σοβαρούς λόγους να ανησυχεί. Αλλά δεν διατηρούσε καλές σχέσεις µε το σπουδαίο αρχιστράτηγό του, τον πρώην αντιβασιλέα Ιωάννη Ουνυάδη. Χωρίς εκείνον και χωρίς συµµάχους δεν µπορούσε να τολµήσει την ανάληψη δράσης261. Ο πάπας διατηρούσε ελπίδες για τον πλουσιότερο ηγεµόνα στην Ευρώπη, το Φίλιππο τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας, γιατί ο Φίλιππος είχε αναφέρει συχνά την επιθυµία του για µία σταυροφορία. Το Φεβρουάριο του 1454 ο Φίλιππος προήδρευσε σε ένα συµπόσιο στη Λιέγη, όπου έφεραν στο βασιλικό τραπέζι ένα φασιανό στολισµένο µε πολύτιµους λίθους, ενώ ένας τεράστιος άνδρας, ντυµένος σαν Σαρακηνός, απειλούσε τους καλεσµένους µε έναν ελέφαντα-παιχνίδι, και ο νεαρός Όλιβερ ντε λα Μαρς, ντυµένος σαν δεσποινίδα, παρίστανε τις στεναχώριες της µητέρας µας της Εκκλησίας. Όλη η συντροφιά ορκίστηκε µε επισηµότητα να πάει στον Ιερό πόλεµο. Αλλά η ωραία παντοµίµα ήταν χωρίς περιεχόµενο. Ο όρκος του φασιανού, όπως αποκλήθηκε, δεν εκπληρώθηκε ποτέ262. Έτσι, παρόλο που η ∆υτική Ευρώπη θρήνησε ευλαβικά, καµία παπική βούλλα δεν µπορούσε να τη 119
συνεγείρει σε δράση. Ο Νικόλαος Ε' πέθανε στις αρχές του 1455. Ο διάδοχός του, ο Καταλανός Κάλλιστος Γ', ήταν αντιδηµοφιλής στην Ιταλία λόγω της καταγωγής του, ενώ ήταν και ο ίδιος ετοιµοθάνατος. Εξόπλισε γενναία ένα στόλο τον οποίο έστειλε στο Αιγαίο, όπου κατέλαβε τα νησιά Νάξο, Λήµνο και Σαµοθράκη. Αλλά καµία χριστιανική δύναµη δεν ήταν διατεθειµένη να παραλάβει τα νησιά ως δώρο, και έτσι επέστρεψαν σύντοµα στα χέρια των Τούρκων263. Ο Αινείας Σίλβιος, που τον ακολούθησε το 1458 ως πάπας Πίος Β', ήταν ακόµη πιο ενεργητικός. Βασισµένος σε υποσχέσεις που είχε λάβει, ήλπισε ότι πραγµατικά θα ξεκινούσε µια µεγάλη χριστιανική εκστρατεία για την Ανατολή. Πέθανε το 1464 καθ' οδόν προς την Αγκώνα, για να δώσει θεϊκή ταχύτητα σε µια σταυροφορία η οποία ποτέ δεν συγκεντρώθηκε264. Η ∆ύση παρέµενε ασυγκίνητη όταν έφθανε η ώρα των έργων. Ο Αινείας Σίλβιος µπορεί να θλιβόταν ειλικρινά, ενώ υπήρχαν και µερικοί ροµαντικοί µε ιστορική συνείδηση, όπως ο Όλιβερ ντε λα Μαρς, για τους οποίους ο αυτοκράτορας που έπεσε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο µόνος αυθεντικός αυτοκράτορας, ο πραγµατικός κληρονόµος του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου, αντίθετα µε τον τυχάρπαστο στη Γερµανία265. Αλλά δεν µπορούσαν να κάνουν τίποτα. Την ευθύνη γι' αυτή την απάθεια είχε σε µεγάλο βαθµό η ίδια η παποσύνη. Για περισσότερο από δύο αιώνες οι πάπες είχαν καταγγείλει τους Έλληνες ως εκ προθέσεως σχισµατικούς, και κατά τα πιο πρόσφατα χρόνια παραπονούνταν ανοικτά ότι η προσχώρηση των Βυζαντινών στην ένωση των Εκκλησιών ήταν ανειλικρινής. Οι λαοί της ∆ύσης, για τους οποίους οι Τούρκοι αποτελούσαν µια πολύ µακρινή απειλή, θα απορούσαν γιατί έπρεπε να τους ζητούν να δώσουν τα χρήµατα και τη ζωή τους για να σώσουν αυτούς τους δύστροπους. Είχαν συνείδηση, επίσης, του θυµωµένου φαντάσµατος του Βιργιλίου, ο οποίος στη ∆ύση είχε τη θέση επίτιµου Χριστιανού και µεσσιανικού προφήτη. Εκείνος είχε διηγηθεί τη φρίκη της λεηλασίας της Τροίας από τους Έλληνες. Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε την ανταπόδοσή της. Συγγραφείς µε φιλολογική προδιάθεση και τάση για κλασική φρασεολογία, όπως ο ίδιος ο καρδινάλιος Ισίδωρος, είχαν την τάση να αποκαλούν τους Τούρκους Τεύκρους. ∆εν ήταν λοιπόν κληρονόµοι των Τρώων, εάν όχι πραγµατικοί Τρώες οι ίδιοι; Μερικές δεκαετίες αργότερα κυκλοφορούσε στη Γαλλία µια επιστολή που υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Μωάµεθ Β' προς τον πάπα Νικόλαο. Σ' αυτήν ο σουλτάνος παριστανόταν να εκφράζει την έκπληξή του γιατί οι Ιταλοί έδειχναν εχθρότητα απέναντί του, αφού κατάγονταν κι εκείνοι από την ίδια τρωική φυλή µε τους Τούρκους266. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης παραπονιόταν πικρόχολα ότι στη Ρώµη πίστευαν γενικά πως οι Έλληνες τιµωρούνταν για τις αγριότητές τους στην Τροία267, και ο πάπας Πίος Β', του οποίου το όνοµα Αινείας θα έπρεπε να του δίνει επιπλέον κύρος, αγωνιζόταν να επισηµάνει ότι οι Τεύκροι και οι Τρώες δεν ήταν ταυτόσηµοι. Ο θρύλος έβλαπτε τις προσπάθειές του για τη σταυροφορία268. Η ανατολική χριστιανοσύνη δεν µπορούσε να επιδείξει παρόµοια αδιαφορία. Στη διάρκεια του τέλους του καλοκαιριού του 1453 συνωστίζονταν στην Αυλή του σουλτάνου, στην Αδριανούπολη, πρεσβευτές από όλα τα γειτονικά χριστιανικά κράτη. Στις αρχές Αυγούστου έφθασαν απεσταλµένοι από το Γεώργιο Μπράνκοβιτς, το δεσπότη της Σερβίας, εφοδιασµένοι µε σηµαντικές ποσότητες χρηµάτων, όχι µόνο για να δοθούν ως δώρα στο σουλτάνο και τους υπουργούς του, αλλά και για να χρησιµοποιηθούν, περισσότερο φιλανθρωπικά, για την εξαγορά αιχµαλώτων. Τις ακολούθησαν 120
πρεσβείες από τους αδελφούς του νεκρού αυτοκράτορα, το ∆ηµήτριο και το Θωµά, δεσπότες του Μορέα, από τον Ιωάννη Κοµνηνό, αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, από τον Ιµαρέτ Νταντιάν, βασιλιά της Μινγκρελίας, από το ∆ορίνο Γατελούζο, ηγεµόνα της Λέσβου και της Θάσου, και από τον αδελφό του Παλαµήδη, ηγεµόνα της Αίνου, από τη Μαόνα της Χίου και από το µεγάλο µάγιστρο των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Βρήκαν το σουλτάνο σε καταδεκτική διάθεση. Ζήτησε απλά από κάθε ηγεµόνα αναγνώριση της επικυριαρχίας του και αυξηµένο φόρο υποτέλειας. Ο Σέρβος δεσπότης έπρεπε να του καταβάλει δώδεκα χιλιάδες δουκάτα κάθε χρόνο, οι δεσπότες του Μορέα δέκα χιλιάδες, η Μαόνα της Χίου έξι χιλιάδες και ο ηγεµόνας της Λέσβου τρεις. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας γλίτωσε µε δύο χιλιάδες. Τα ποσά έπρεπε να του τα φέρνουν πρεσβευτές µία φορά κάθε χρόνο. Μόνο οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του ή να πληρώσουν φόρο υποτέλειας. ∆εν µπορούσαν να το κάνουν, είπαν, χωρίς άδεια από τον επικυρίαρχό τους, τον πάπα. Ο Μωάµεθ προς το παρόν δεν αισθανόταν ικανός να επιβάλει τη θέλησή του στη Ρόδο. Άφησε τους απεσταλµένους των ιπποτών να φύγουν ειρηνικά269. Οι αδελφοί Γατελούζοι ήταν ιδιαίτερα τυχεροί. Λίγο µετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο σουλτάνος είχε στείλει στρατεύµατα εναντίον της Αίνου, της πόλης του Παλαµήδη στην ηπειρωτική Θράκη, και ο Παλαµήδης είχε σπεύσει να δηλώσει την υποταγή του. Περίπου την ίδια περίοδο ο τουρκικός στόλος κατέλαβε τα βυζαντινά νησιά Ίµβρο και Λήµνο. Όλοι οι Βυζαντινοί αξιωµατούχοι έφυγαν, µε εξαίρεση ένα δικαστή της Ίµβρου, τον ιστορικό Κριτόβουλο. Αυτός έγινε φίλος µε τον Τούρκο ναύαρχο, το Χαµζά µπέη, και ως αποτέλεσµα των επιδέξιων δολοπλοκιών του, η Λήµνος δόθηκε από το σουλτάνο στον ηγεµόνα της Λέσβου, µε αντάλλαγµα έναν ετήσιο φόρο 2.325 δουκάτων, και η Ίµβρος στον ηγεµόνα της Αίνου, µε αντάλλαγµα ετήσιο φόρο 1.200 δουκάτων270. Ο ανατολικός χριστιανικός κόσµος ανέπνευσε και πάλι. Παρότι η Κωνσταντινούπολη χάθηκε, ο σουλτάνος φαινόταν διατεθειµένος να επιτρέψει στα µικρότερα κράτη να ζήσουν ανενόχλητα. Έπρεπε όµως να πληρώσουν ακριβά για την ασυλία τους και τα χρήµατα δε βρίσκονταν εύκολα. Επιπλέον στην Αυλή του σουλτάνου είχαν γίνει δυσοίωνες αλλαγές. Τον Αύγουστο του 1453 ο βεζίρης Χαλήλ Τσανταρλή συνελήφθη ξαφνικά και του αφαιρέθηκε το αξίωµά του. Λίγες ηµέρες αργότερα θανατώθηκε. Ο Μωάµεθ δεν τον είχε συγχωρήσει ποτέ για το ρόλο που είχε παίξει το 1446. Από εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα ισχυρός και πάρα πολύ σεβαστός ως έµπιστος φίλος του σουλτάνου Μουράτ και ο πρεσβύτερος ηγετικός πολιτικός του βασιλείου. Ο σουλτάνος δεν µπορούσε να τον αποµακρύνει µέχρις ότου η Κωνσταντινούπολη καταλήξει µε βεβαιότητα στα χέρια του. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να αποξενώσει τις παλιές τουρκικές οικογένειες που τον θεωρούσαν ηγέτη τους. Αλλά οι συµβουλές του είχαν αποδειχθεί λανθασµένες. Πρώτα είχε προσπαθήσει να αποτρέψει και στη συνέχεια να λύσει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κατά πόσο φοβόταν ειλικρινά ότι η επιχείρηση θα αποτύγχανε ή θα ενέπλεκε τους Τούρκους σε ένα µεγάλο πόλεµο εναντίον των ∆υτικών δυνάµεων, ή κατά πόσο, όπως έλεγαν οι εχθροί του, τον δωροδοκούσαν εκτεταµένα οι Έλληνες, µε τους οποίους ήταν γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις, δεν µπορούµε πια να το ξέρουµε. Η κατηγορία της προδοσίας έπρεπε να διατυπωθεί προκειµένου να δικαιολογηθεί η πτώση του. Ακόµη και οι πιο σεβάσµιοι από τους ανατολίτες πολιτικούς τείνουν και αρέσκονται να 121
λαµβάνουν δώρα. Είναι πολύ πιθανό ότι, αν και ειλικρινά αφοσιωµένος στην ευηµερία των συµπατριωτών του, ο Χαλήλ µισθοδοτούνταν ταυτόχρονα και από τους Έλληνες. Είχε όµως κάνει εσφαλµένους υπολογισµούς και τιµωρήθηκε γι' αυτό. Μαζί του έπεσαν και οι άλλοι υπουργοί που είχαν επιβιώσει από την περίοδο του Μουράτ, εκτός από τον Ισάκ πασά, αλλά και εκείνος είχε µετατεθεί στην Ανατολία. Ο Ζαγανός πασάς έγινε πλέον µεγάλος βεζίρης, και οι φίλοι του κατέλαβαν κυβερνητικές θέσεις. Ήταν σχεδόν όλοι τους µαχητικοί προσήλυτοι στο Ισλάµ, άνδρες χωρίς σταθερά συµφέροντα και πλήρως εξαρτηµένοι από την εύνοια του σουλτάνου, όλοι τους πρόθυµοι να εξωθήσουν τον κύριό τους σε περαιτέρω κατακτήσεις, µόλις οι περιστάσεις θα ήταν κατάλληλες271. Όταν έφθασε αυτή η συγκυρία η ευθύνη βάραινε σε µεγάλη έκταση τους ίδιους τους χριστιανούς ηγεµόνες. Οι Σέρβοι ήταν οι πρώτοι που υπέφεραν. Το 1454 ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς υποχρεώθηκε, µε µια επίδειξη δύναµης, να παραχωρήσει ένα µέρος της επικράτειάς του στο σουλτάνο. Η θέση του ήταν λεπτή. Οι Ούγγροι, ακριβώς πέρα από τα βόρεια σύνορά του, ποθούσαν εξίσου µε τους Τούρκους να κυριαρχήσουν στα εδάφη του. Η Σερβία έγινε το θέατρο των πολέµων τους. Η αποτυχία του σουλτάνου να κυριεύσει το Βελιγράδι από τον Ιωάννη Ουνυάδη, τον Ιούνιο του 1456, του προκάλεσε µεγαλύτερη αµηχανία. Ο Ουνυάδης πέθανε την επαύριο της νίκης του, ενώ µερικές εβδοµάδες αργότερα ο Γεώργιος τραυµατίστηκε σε έναν καυγά στο ουγγρικό στρατόπεδο. Άντεξε ακόµη µερικούς µήνες, και πέθανε την παραµονή των Χριστουγέννων, σε ηλικία ενενήντα ετών. Η µεγάλη διπλωµατική του εµπειρία και η επιρροή της κόρης του Μάρας, της σεβάσµιας µητριάς του σουλτάνου, του είχαν επιτρέψει να επιβιώσει. Ο διάδοχός του δεν ήταν τόσο σοφός. Ο Γεώργιος άφησε το δεσποτάτο στη χήρα του και στο νεώτερο γιο του, το Λάζαρο. Ο Λάζαρος δυσφορούσε για τη συµµετοχή της µητέρας του στην κληρονοµιά. Ο ξαφνικός και ύποπτος θάνατός της µερικούς µήνες αργότερα υποχρέωσε την αρχόντισσα Μάρα να καταφύγει στην Αυλή του σουλτάνου, ενώ οι µεγαλύτεροι αδελφοί της, που είχαν τυφλωθεί και οι δύο πριν από πολλά χρόνια µε διαταγές του Μουράτ Β', δραπέτευσαν, ο ένας µαζί της στην Κωνσταντινούπολη και ο άλλος στη Ρώµη. Εκείνη την περίοδο ο Μωάµεθ είχε άλλες ασχολίες, και ο Λάζαρος πέθανε τον Ιανουάριο του 1458 αφήνοντας µια αµφισβητούµενη κληρονοµιά. Το 1459 όµως ένας τουρκικός στρατός προέλασε στο δεσποτάτο, καλοδεχούµενος από πολλούς Σέρβους που είχαν κουραστεί από την αταξία. Μέσα σε λίγες εβδοµάδες ολόκληρη η Σερβία βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, εκτός από το Βελιγράδι, το οποίο κράτησαν οι Ούγγροι µέχρι το 1521. Το γειτονικό βασίλειο της Βοσνίας, όπου ήταν βασίλισσα η κόρη του Λαζάρου, Μαρία, κατακτήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο βασιλιάς, ο Στέφανος Τοµάσεβιτς, αποκεφαλίστηκε και η Μαρία µπήκε σε ένα τουρκικό χαρέµι272. Στο µεταξύ τα τελευταία κατάλοιπα της ελληνικής ανεξαρτησίας εξαφανίζονταν. Τα πρώτα που χάθηκαν ήταν τα εδάφη που είχαν ανατεθεί στους Γατελούζους, ηγεµόνες κατά το ήµισυ Έλληνες. Ο ∆ορίνος και ο Παλαµήδης πέθαναν και οι δύο το 1455. Ο γιος και διάδοχος του πρώτου ήταν αδύναµος, ενώ του δεύτερου, αχρείος. Ο σουλτάνος βρήκε τις δικαιολογίες για να προσαρτήσει τις χώρες τους. Το 1459 η Ίµβρος, η Τένεδος, η Λήµνος και η πόλη της Αίνου βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων, αν και η διακυβέρνηση της Ίµβρου ανατέθηκε σε ένα χριστιανό κυβερνήτη, στο πρόσωπο του Κριτόβουλου. Η Λέσβος επιβίωσε µε αβεβαιότητα µέχρι το 1462, όταν ο Νικόλαος Γατελούζος, ο 122
νεώτερος γιος του ∆ορίνου, ο οποίος είχε ήδη στραγγαλίσει τον αδελφό του, υποχρεώθηκε να παραδώσει τις χώρες του και στραγγαλίστηκε ο ίδιος273. Το δουκάτο της Αθήνας κυριεύθηκε το 1456. Στο φλωρεντινό δούκα του, το Φράνκο, του οποίου τη νεανική οµορφιά είχε θαυµάσει ο σουλτάνος, επιτράπηκε να παραµείνει επί ακόµη τέσσερα χρόνια ως άρχοντας της Θήβας. Στη συνέχεια θανατώθηκε, οι χώρες του προσαρτήθηκαν και οι γιοι του κατατάχθηκαν στους γενιτσάρους274. Στο Μορέα, όπου οι δεσπότες αδελφοί ∆ηµήτριος και Θωµάς διέκοπταν τις φιλονικίες τους µόνο όταν πλησίαζε ένας εξωτερικός κίνδυνος, τις ειδήσεις της άλωσης της Κωνσταντινούπολης είχε ακολουθήσει µια εξέγερση των Αλβανών που είχαν εγκατασταθεί στη χερσόνησο. Με τους στασιαστές συντάχθηκαν και πολλοί Έλληνες, ενώ κρυφή υποστήριξη τους έδωσε και η Βενετία. Απελπισµένοι οι αδελφοί κάλεσαν για βοήθεια το σουλτάνο. Ο γέρο-στρατηγός Τουραχάν µπέης διέσχισε τον Ισθµό της Κορίνθου και επανέφερε την τάξη. Έφυγε λέγοντας στους αδελφούς να ζουν ειρηνικά. Εκείνοι όµως σύντοµα φιλονίκησαν και πάλι µεταξύ τους και µε τους υποτελείς τους και παρέλειψαν να στείλουν στο σουλτάνο το φόρο που του όφειλαν. Την άνοιξη του 1458 ο σουλτάνος οδήγησε προσωπικά ένα στρατό διαµέσου του Ισθµού. Η ίδια η Κόρινθος άντεξε εναντίον του µέχρι τον Αύγουστο, ενώ του αντιστάθηκαν µε γενναιότητα και µερικά ακόµη φρούρια, αλλά µάταια. Μετά την πτώση της Κορίνθου και την καταστροφή της χερσονήσου οι δεσπότες πήγαν να κάνουν ειρήνη µε τον επικυρίαρχό τους. Τιµωρήθηκαν µε την απώλεια του µισού δεσποτάτου, περιλαµβανοµένης της Κορίνθου, της Πάτρας, της Αργολίδας και της ίδιας της πρωτεύουσας του Θωµά, της Καρύταινας, ενώ αναγκάστηκαν να πληρώσουν και βαριά αποζηµίωση. Κατά την επιστροφή του προς τα βόρεια ο Μωάµεθ σταµάτησε για να επισκεφθεί την Αθήνα, µια πόλη το ένδοξο παρελθόν της οποίας γνώριζε καλά και στην οποία ήθελε να υποβάλει τα σέβη του. ∆εν είχε προλάβει να φύγει όταν οι δεσπότες άρχισαν να φιλονικούν ξανά. Ο ∆ηµήτριος ισχυριζόταν ότι η µόνη σωτηρία για τη χώρα και για τον ίδιο ήταν η υποταγή στους Τούρκους. Ο Θωµάς είχε ελπίδες από το νεοεκλεγέντα πάπα, ο οποίος του είχε υποσχεθεί βοήθεια στο συνέδριο της Μάντουας, που συγκλήθηκε το φθινόπωρο του 1458. Όταν η βοήθεια έφθασε το επόµενο καλοκαίρι στο Μορέα αποτελούνταν από τριακόσιους µισθοφόρους, διακόσιοι από τους οποίους πληρώνονταν από τον Πίο και εκατό από τη δούκισσα του Μιλάνου, Μπιάνκα Μαρία. Σύντοµα φιλονίκησαν µε το Θωµά, αλλά και µεταξύ τους, και επέστρεψαν στην Ιταλία. Στο µεταξύ ο ∆ηµήτριος κάλεσε τους Τούρκους. Αλλά ο φόρος τον οποίο όφειλαν στο σουλτάνο λησµονήθηκε και πάλι. Σοκαρισµένος από το χάος στο δεσποτάτο και ταραγµένος από την επέµβαση του πάπα σ' αυτό ο Μωάµεθ αποφάσισε να το εξαλείψει. Στις αρχές Μαΐου του 1460 ο Μωάµεθ εµφανίστηκε στην Κόρινθο επικεφαλής ενός µεγάλου στρατού. Μετά από µικρό δισταγµό ο ∆ηµήτριος παρέδωσε τον εαυτό του και την πρωτεύουσά του, το Μυστρά. Ο Θωµάς αποτραβήχτηκε φοβισµένος για λίγο στη Μεσσηνία, έπειτα έφυγε δια θαλάσσης στην Κέρκυρα. Εγκαταλελειµµένοι από τους αρχηγούς τους οι Πελοποννήσιοι υποτάχθηκαν, αν και µερικά φρούρια, εµπνεόµενα από έναν υπερήφανο και απελπισµένο ηρωισµό, προέβαλαν αντίσταση
123
και εξουδετερώθηκαν το ένα µετά το άλλο. Είτε καταλαµβάνονταν εξ εφόδου είτε εξαναγκάζονταν σε παράδοση λόγω πείνας, οι πληθυσµοί τους σφαγιάζονταν. Το φθινόπωρο είχε καταληφθεί ολόκληρη η χερσόνησος, εκτός από το κάστρο Σαλµενίκο, του οποίου ο διοικητής, Γραίτζας Παλαιολόγος, άντεξε µέχρι το επόµενο καλοκαίρι, τα βενετικά κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης, που σώθηκαν υποδεχόµενα το σουλτάνο µε πλούσια δώρα και τιµές, και την περιζωσµένη από τη θάλασσα πόλη της Μονεµβασίας, που είχε αναγνωρίσει ως κύριό της το Θωµά και µετά τη φυγή του είχε παραχωρήσει την ηγεµονία πρώτα σε έναν Καταλανό πειρατή και στη συνέχεια στον πάπα, που την παρέδωσε το 1464 στη Βενετία275. Στη συνέχεια ήλθε η σειρά της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Ο Ιωάννης ∆', ο Μέγας Κοµνηνός τον οποίο είχε επιτιµήσει ο Φραντζής επειδή χάρηκε για το θάνατο του Μουράτ Β' και ο οποίος το 1453 είχε εξαγοράσει ασυλία µε την υπόσχεση ενός µεγάλου φόρου υποτέλειας στο σουλτάνο, είχε πεθάνει το 1458, αφήνοντας δύο παντρεµένες κόρες και ένα γιο, τον Αλέξιο, ηλικίας µόλις τεσσάρων ετών. Μία µακρά περίοδος αντιβασιλείας θα ήταν σαφώς καταστροφική, έτσι οι Τραπεζούντιοι διόρισαν αυτοκράτορά τους το νεώτερο αδελφό του αυτοκράτορα Ιωάννη, το ∆αβίδ. Ο ∆αβίδ υπολόγισε ότι ο σουλτάνος ήταν πολύ απασχοληµένος στην Ευρώπη για να ασχοληθεί µε την ανατολική Μικρά Ασία. Βρισκόταν σε επαφή µε τις δηµοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας και µε την παποσύνη, και όλοι του υπόσχονταν βοήθεια. Επιπλέον στηριζόταν ειδικά στη φιλία της οικογένειάς του µε το µεγαλύτερο από τους τοπικούς Τουρκοµάνους φυλάρχους, τον Ουζούν Χασάν, τον ηγεµόνα της φυλής των Ασπροπροβατάδων. Ο Ουζούν Χασάν ήταν ένας τροµερός ηγεµόνας που είχε αναδειχθεί ηγέτης της ανατολικής Μικράς Ασίας στην αντίθεσή της µε τους Οθωµανούς. Οι εµίρηδες της Σινώπης και της Καραµανίας ήταν σύµµαχοι του, όπως και ο βασιλιάς της Γεωργίας, γαµπρός του αυτοκράτορα ∆αβίδ, και οι Γεωργιανοί βασιλιάδες της Μινγκρελίας και της Αµπχαζίας. Το αίµα του ήταν βασικά χριστιανικό. Η γιαγιά του από τον πατέρα του ήταν µια πριγκίπισσα της Τραπεζούντας και η µητέρα του µια χριστιανή αρχόντισσα από τη βόρειο Συρία. Ο ίδιος είχε παντρευτεί µια πριγκίπισσα της Τραπεζούντας, την κόρη του αυτοκράτορα Ιωάννη, Θεοδώρα, για την οποία ένας Βενετός περιηγητής έγραψε ότι «ήταν κοινώς γνωστό ότι εκείνη την εποχή δεν ζούσε καµία οµορφότερη γυναίκα». Με τον Ουζούν Χασάν φίλο του ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας πίστευε ότι ήταν ασφαλής*. Ο σουλτάνος Μωάµεθ δεν θα µπορούσε να αγνοήσει µια τέτοια συµµαχία, αλλά τον πόλεµο τον προκάλεσε ο ∆αβίδ. Απαίτησε από το Μωάµεθ µια µείωση του φόρου που πλήρωνε ο αδελφός του, και έθεσε το αίτηµά του µέσω των πρεσβευτών του Ουζούν Χασάν που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, προβάλλοντας ακόµη πιο αλαζονικά αιτήµατα εκ µέρους του κυρίου τους. Το καλοκαίρι του 1461 ο Μωάµεθ προετοίµασε ένα στρατό και στόλο για να τιµωρήσει αυτές τις αυθάδειες. Όταν ο στόλος, υπό το ναύαρχο Κασίµ πασά, απέπλευσε κατά µήκος των µικρασιατικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου, ο σουλτάνος συνάντησε το στρατό του στην Προύσα. Στη θέα µιας τέτοιας δύναµης η µεγάλη συµµαχία άρχισε να καταρρέει. Ενώ τον Ιούνιο ο στρατός βάδιζε προς τη Σινώπη, ο στόλος σταµάτησε για να καταβάλει το γενοβέζικο λιµάνι της Άµαστρης. Περί τα τέλη του µήνα ο στόλος και ο στρατός συναντήθηκαν µπροστά στη Σινώπη. Ο εµίρης Ισµαήλ, που ήταν 124
γαµπρός του Μωάµεθ, έστειλε µάταια το γιο του Χασάν, τον ανιψιό του Μωάµεθ, να προσπαθήσει να αποµακρύνει τον κίνδυνο. Ο Μωάµεθ επέµενε στην παράδοση της Σινώπης. Σε αντάλλαγµα προσέφερε στον Ισµαήλ ένα φέουδο που θα αποτελούνταν από τη Φιλιππούπολη και τα γειτονικά χωριά. Ο Ισµαήλ αποδέχθηκε απρόθυµα τους όρους του. Οι Οθωµανοί µπήκαν στη Σινώπη χωρίς αντίσταση, και ο στρατός του σουλτάνου προωθήθηκε στην περιοχή του Ουζούν Χασάν, καταλαµβάνοντας εξ εφόδου το παραµεθόριο φρούριο Κοϋλού Χισάρ. Οι Καραµανίδες δεν έκαναν καµία κίνηση για να προστρέξουν σε ενίσχυση του συµµάχου τους. Ο Ουζούν Χασάν αποσύρθηκε στα ανατολικά, στέλνοντας τη µητέρα του, Σάρα Χατούν, µε πολύτιµα δώρα στο στρατόπεδο του σουλτάνου. Ο Μωάµεθ δέχθηκε την πριγκίπισσα µε ευγένεια. ∆εν ήθελε ακόµη να αντιπαρατεθεί µε τους Ασπροπροβατάδες. Συγκατένευσε στη υπογραφή ειρήνης, υπό τον όρο ότι θα κρατούσε το Κοϋλού Χισάρ. Αλλά οι απόπειρες της Σάρας να σώσει την πατρίδα της νύφης της απέτυχαν. «Γιατί να κουράζεσαι γιε µου», ρώτησε τον οικοδεσπότη της, «για τίποτε καλύτερο από την Τραπεζούντα;». Εκείνος απάντησε ότι το ξίφος του Ισλάµ ήταν στο χέρι του και θα ένοιωθε ντροπή να µην κοπιάσει για την πίστη. Στις αρχές Ιουλίου ο τουρκικός στόλος έφθασε στην Τραπεζούντα, και οι ναύτες έκαναν απόβαση για να λεηλατήσουν τα περίχωρα. ∆εν µπορούσαν να κάνουν προόδους αντιµέτωποι µε τα µεγάλα τείχη της πόλης. Στις αρχές Αυγούστου έφθασαν µπροστά στα τείχη οι προφυλακές του στρατού, υπό την ηγεσία του µεγάλου βεζίρη Μαχµούτ. Ο Μαχµούτ, όπως οι περισσότεροι από τους νέους υπουργούς του σουλτάνου, ήταν ένας αρνησίθρησκος, γιος ενός Σέρβου πρίγκιπα και µιας αρχόντισσας από την Τραπεζούντα. Είχε έναν εξάδελφο που ζούσε στην πόλη, το λόγιο Γεώργιο Αµιρούτζη, Τραπεζούντιο στην καταγωγή. Ο Αµιρούτζης ήταν ένας από τους υποστηρικτές της ένωσης στη Φλωρεντία και ο αυτοκράτορας ∆αβίδ έτρεφε µεγάλη εκτίµηση γι' αυτόν, όχι µόνο για τη µόρφωσή του αλλά και επειδή οι διασυνδέσεις του στη Ρώµη είχαν αποδειχθεί χρήσιµες κατά τις διαπραγµατεύσεις µε τη ∆ύση. Ο Μαχµούτ έστειλε στην πόλη τον Έλληνα γραµµατέα του, το Θωµά Καταβοληνό, επίσηµα για να καλέσει τον αυτοκράτορα να παραδοθεί αλλά µυστικά για να έλθει σε επαφή µε τον Αµιρούτζη. Στην αρχή ο ∆αβίδ έδειξε ισχυρογνωµοσύνη. Η σύζυγός του, η αυτοκράτειρα Ελένη, από τη µεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Καντακουζηνών, είχε µόλις φύγει για τη Γεωργία για να ζητήσει βοήθεια από το γαµπρό της. Αλλά όταν ο Αµιρούτζης, καλά δασκαλεµένος και πλούσια δωροδοκηµένος από το Μαχµούτ, του είπε ότι ο Χασάν είχε συνάψει ειρήνη, και τα νέα επιβεβαιώθηκαν σε επιστολές από τη Σάρα Χατούν, και όταν ο Αµιρούτζης ανέφερε επιπλέον ότι ο Μαχµούτ εγγυούνταν ότι ο σουλτάνος θα έδινε στην αυτοκρατορική οικογένεια κτήµατα αλλού, ο αυτοκράτορας ταλαντεύτηκε. Έστειλε στο Μωάµεθ, ο οποίος τώρα πλησίαζε µε την κύρια δύναµή του, προτείνοντας να παραδώσει την πόλη εάν του έδιναν κτήµατα ίσης έκτασης και αξίας οπουδήποτε επέλεγε ο σουλτάνος, καθώς και να στείλει τη νεώτερη κόρη του Άννα ως νύφη για το σουλτάνο. Ο Μωάµεθ, ο οποίος είχε εξοργιστεί από τη φυγή της αυτοκράτειρας στους Γεωργιανούς, απάντησε απαιτώντας παράδοση άνευ όρων. Με τον Αµιρούτζη να του υπενθυµίζει συνεχώς ότι η αντίσταση ήταν µάταιη και µε τη Σάρα να του γράφει δίνοντας τον προσωπικό της λόγο ότι ο ίδιος και η οικογένειά του θα τύγχαναν έντιµης µεταχείρισης, ο ∆αβίδ υποχώρησε. Είναι δύσκολο να τον κατηγορήσουµε. Ο Ουζούν Χασάν και οι Τούρκοι σύµµαχοί του τον είχαν προδώσει. Καµία ∆υτική
125
δύναµη δεν µπορούσε να έλθει σε βοήθειά του, και οι Γεωργιανοί δεν θα παρενέβαιναν µόνοι. Η Τραπεζούντα µε τις ισχυρές οχυρώσεις της µπορεί να αντιστεκόταν µερικές εβδοµάδες, αλλά κανείς δεν θα ερχόταν να τη σώσει276. Στις 15 Αυγούστου 1461 έµπαινε στην τελευταία πρωτεύουσα των Ελλήνων ο Τούρκος σουλτάνος. Είχαν περάσει διακόσια χρόνια από την ηµέρα κατά την οποία ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους και µια νέα αυγή φαινόταν να ανατέλλει για τον ελληνικό κόσµο. Οι υποσχέσεις της Σάρα Χατούν τηρήθηκαν. Ο αυτοκράτορας, τα παιδιά του και ο νεαρός ανιψιός του Αλέξιος έγιναν δεκτοί ευγενικά από το σουλτάνο και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη µε ένα ειδικό πλοίο, µαζί µε τους αξιωµατούχους της Αυλής και όλα τα προσωπικά τους αντικείµενα, εκτός από ένα σωρό από κοσµήµατα που δόθηκαν στη Σάρα ως ανταµοιβή για την ευγενική της µεσολάβηση. ∆εν παραχωρήθηκε όµως ελευθερία σε όλη την αυτοκρατορική οικογένεια. Η νύφη του ∆αβίδ, η Μαρία Γατελούζου, η οποία είχε παντρευτεί τον εξόριστο αδελφό του Αλέξανδρο στην Κωνσταντινούπολη περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα και είχε αποσυρθεί ως χήρα µε το νεαρό γιο της στην Τραπεζούντα, µεταφέρθηκε στο σουλτανικό χαρέµι. Εξακολουθούσε να είναι µια γυναίκα µε εντυπωσιακή οµορφιά και φαίνεται ότι ο Μωάµεθ την αγάπησε, ενώ ο γιος της έγινε διαβόητος ως ένας από τους ευνοούµενους ακολούθους του277. Στον υπόλοιπο πληθυσµό επιφυλάχθηκε σκληρή µεταχείριση. Οι ηγετικές οικογένειες στερήθηκαν την περιουσία τους και στάλθηκαν εν σώµατι στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο σουλτάνος τους παραχώρησε νέα σπίτια και αρκετά χρήµατα για να ξεκινήσουν µια νέα ζωή. Κάθε άλλος άρρην πολίτης, όπως και πολλές γυναίκες και παιδιά, σκλαβώθηκαν και διανεµήθηκαν µεταξύ του σουλτάνου και των υπουργών του. Αλλες γυναίκες στάλθηκαν µε πλοία στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οκτακόσια αγόρια επιλέχθηκαν για το σώµα των γενιτσάρων278. Τα αποµακρυσµένα τµήµατα της αυτοκρατορίας καταλήφθηκαν γρήγορα. Η πόλη της Κερασούντας αντιστάθηκε για ένα διάστηµα και παραδόθηκε µε έντιµους όρους, που άφηναν τους εκεί ελληνικούς πληθυσµούς ήσυχους. Μερικά ορεινά χωριά προέβαλαν αντίσταση. Το κάστρο της Κορδύλης το υπερασπίστηκε πολλές εβδοµάδες µια χωριατοπούλα η οποία εξυµνήθηκε για πολύ καιρό σε παλιές ποντιακές µπαλάντες. Αλλά κανένα κάστρο δεν µπορούσε να αντέξει για µεγάλο διάστηµα απέναντι στη δύναµη του τουρκικού στρατού. Τον Οκτώβριο ο σουλτάνος Μωάµεθ ήταν πίσω στην Κωνσταντινούπολη, µε τις κτήσεις των Μεγάλων Κοµνηνών ολοκληρωτικά υπό την κατοχή του279. Επρόκειτο για το τέλος του ελεύθερου ελληνικού κόσµου. «Η Ρωµανία χάθηκε, η Ρωµανία κατακτήθηκε», θρηνούσαν οι ραψωδοί280. Υπήρχαν ακόµη µερικοί Έλληνες που ζούσαν κάτω από χριστιανικό ζυγό, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, και στα λιµάνια της ηπειρωτικής Ελλάδας που εξακολουθούσε να κρατά η Βενετία. Αλλά ζούσαν κάτω από τη διακυβέρνηση ηγεµόνων από ξένη φυλή και από µια διαφορετική µορφή Χριστιανισµού. Μόνο στα άγρια χωριά της Μάνης, στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο, στα απότοµα βουνά της οποίας κανείς Τούρκος δεν τόλµησε να διεισδύσει, παρέµενε κάποια επίφαση ελευθερίας. Σύντοµα όλος ο ορθόδοξος κόσµος των Βαλκανίων βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Όσο
126
ζούσε ο Σκεντέρµπεης οι Αλβανοί διατηρούσαν µια επισφαλή ανεξαρτησία, αλλά µετά το θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1468, η χώρα του κυριεύθηκε γρήγορα, και πριν περάσει πολύς καιρός η Βενετία έχασε τα λιµάνια της στα παράλια της Αλβανίας. Πιο βόρεια, στην περιοχή που ήταν γνωστή ως Ζέτα, µερικοί ορεσίβιοι αντιστέκονταν, για να σχηµατίσουν την ηγεµονία που αργότερα έγινε γνωστή ως Μαυροβούνιο και η οποία µπορεί κατά περιόδους να αποδεχόταν την τουρκική ή τη βενετική επικυριαρχία, αλλά ποτέ δεν έχασε την αυτονοµία της. Η Σερβία και η Βοσνία υποδουλώθηκαν. Πέρα από το ∆ούναβη οι ηγεµόνες της Βλαχίας είχαν αποδεχθεί την τουρκική επικυριαρχία το 1391, για να την αποκηρύξουν όποτε πλησίαζε ένας ουγγρικός στρατός. Από το 1456 έως το 1462 ο ηγεµόνας Βλαντ, γνωστός ως ανασκολοπιστής από τις µεθόδους που µεταχειριζόταν για όσους διαφωνούσαν µαζί του, αψηφούσε το σουλτάνο και ανασκολόπισε ακόµη και τους απεσταλµένους του. Αλλά µετά την πτώση του η επικυριαρχία του σουλτάνου αποκαταστάθηκε σταθερά*. Στη Μολδαβία ο ηγεµόνας Πέτρος Γ' είχε αποδεχθεί αυτή την επικυριαρχία το 1456. Ο γιος του, Στέφανος ∆', την αποκήρυξε και κράτησε µακριά τους Τούρκους µε επιτυχία σε όλη τη διάρκεια της µακράς βασιλείας του, από το 1457 έως το 1504. Εννέα όµως χρόνια µετά το θάνατό του ο γιος του, ο ηγεµόνας Μπογκντάν, υποτάχθηκε στο σουλτάνο Σελήµ Α'281. Παρά ταύτα υπήρχε µια ορθόδοξη δύναµη στις χώρες της οποίας ποτέ δεν µπήκαν οι σουλτανικοί στρατοί. Ενώ το Βυζάντιο έπεφτε όλο και πιο αδιάκοπα κάτω από το ζυγό των Τούρκων, οι Ρώσοι απωθούσαν τους Τάταρους επικυριάρχούς τους και ανακτούσαν την ανεξαρτησία τους. Ο προσηλυτισµός της Ρωσίας είχε αποτελέσει µια από τις δόξες της βυζαντινής Εκκλησίας. Τώρα όµως η θυγατρική χώρα γινόταν ισχυρότερη από τη µητρική. Οι Ρώσοι είχαν πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος. Ήδη περί το 1390 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιος είχε υποχρεωθεί να γράψει στον κυριότερο ηγεµόνα των Ρώσων, το µεγάλο πρίγκιπα της Μόσχας Βασίλειο Α', για να του υπενθυµίσει πως, ότι και αν συνέβαινε, ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούσε να είναι ο µοναδικός πραγµατικός αυτοκράτορας, ο ορθόδοξος αντιβασιλέας του Θεού επάνω στη γη. Τώρα όµως η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει και ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί. ∆εν υπήρχε ορθόδοξος αυτοκράτορας. Επιπλέον η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει, όπως νόµιζαν οι Ρώσοι, ως τιµωρία για τις αµαρτίες της, για την αποστασία της να συµφωνήσει στη θρησκευτική ένωση µε τη ∆ύση. Οι Ρώσοι είχαν απορρίψει οργισµένα την ένωση της Φλωρεντίας και είχαν εξορίσει τον ενωτικό αρχιεπίσκοπο Ισίδωρο τον οποίο τους είχαν επιβάλει οι Έλληνες. Τώρα, µε το ορθόδοξο µητρώο τους άσπιλο, είχαν το µόνο ηγεµόνα που επιβίωνε στον ορθόδοξο κόσµο, έναν ηγεµόνα του οποίου η δύναµη αυξανόταν σταθερά. ∆εν είχε σίγουρα κληρονοµήσει την ορθόδοξη αυτοκρατορία; Ο πορθητής σουλτάνος µπορεί να κυβερνούσε στην Κωνσταντινούπολη και να διεκδικούσε τα προνόµια του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Αλλά η πραγµατική χριστιανική αυτοκρατορία είχε µεταφερθεί στη Μόσχα. «Η Κωνσταντινούπολη έπεσε», έγραφε ο µητροπολίτης Μόσχας το 1458, «επειδή εγκατέλειψε την αληθινή ορθόδοξη πίστη. Αλλά στη Ρωσία η πίστη εξακολουθεί να ζει, η πίστη των επτά οικουµενικών συνόδων, όπως η Κωνσταντινούπολη την παρέδωσε στο µεγάλο πρίγκιπα Βλαδίµηρο. Υπάρχει µόνο µία αληθινή Εκκλησία επάνω στη γη, η Εκκλησία της Ρωσίας». Η διάσωση της χριστιανοσύνης επρόκειτο τώρα να αποτελέσει την αποστολή της Ρωσίας. «Οι χριστιανικές αυτοκρατορίες έχουν πέσει», έγραφε το 1512 ο
127
µοναχός Φιλόθεος, απευθυνόµενος στον κύριό του, το µεγάλο πρίγκιπα ή τσάρο Βασίλειο Γ'. «Στη θέση τους στέκεται µόνο η αυτοκρατορία του ηγεµόνα µας... ∆ύο Ρώµες έχουν πέσει, αλλά η τρίτη στέκεται και δεν θα υπάρξει τέταρτη... Είσαι ο µόνος χριστιανός ηγεµόνας στον κόσµο, ο κύριος όλων των πιστών Χριστιανών». Ο πατέρας του Βασιλείου Γ' είχε προσδώσει κάποια νοµιµότητα στον ισχυρισµό µέσω µιας επιγαµίας µε την οικογένεια των Παλαιολόγων. Αλλά για τους µυστικιστές που πίστευαν στην τρίτη Ρώµη ο γάµος ήταν άσχετος. Εάν χρειάζονταν δυναστικοί ισχυρισµοί, προτιµούσαν να ανατρέχουν στο γάµο του πρώτου χριστιανού ηγεµόνα τους, του Βλαδίµηρου, µε την Άννα, πριν από πέντε αιώνες, ένα γάµο που στην πραγµατικότητα δεν είχε δώσει απογόνους. Αλλά η κληρονοµιά της Μόσχας δεν είχε καµία σχέση µε την επίγεια διπλωµατία: είχε σαφώς διαταχθεί από το Θεό. Έτσι οι Ρώσοι αποκόµισαν κάποιο όφελος από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι µόνοι µεταξύ των Ορθοδόξων. Για τους Ορθόδοξους του παλαιού βυζαντινού κόσµου, που στέναζαν στη σκλαβιά, η γνώση ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ένας µεγάλος, αν και αποµακρυσµένος ορθόδοξος ηγεµόνας, έφερνε παρηγοριά και ελπίδα ότι θα τους προσέφερε προστασία και ότι, ίσως, κάποια ηµέρα ερχόταν να τους σώσει και να τους ξαναδώσει την ελευθερία τους. Ο πορθητής σουλτάνος µετά βίας παρατήρησε την ύπαρξη της Ρωσίας. Οι διάδοχοί του στους αιώνες που θα ακολουθούσαν δεν θα µπορούσαν να µιµηθούν την περιφρόνησή του282. Πράγµατι, η Ρωσία ήταν πολύ µακριά. Ο σουλτάνος Μωάµεθ είχε άλλες, κοντινότερες έννοιες. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης τον είχε καθιερώσει αµετάκλητα ως µία από τις µεγάλες δυνάµεις της Ευρώπης, και είχε να παίξει το ρόλο του στη δυναµική της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι Χριστιανοί ήταν όλοι εχθροί του, και το ήξερε. Έπρεπε να φροντίσει να µην ενωθούν εναντίον του. Αυτός ο στόχος δεν ήταν τόσο δύσκολος. Η αποτυχία των χριστιανικών δυνάµεων να προστρέξουν στη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης είχε αποδείξει πόσο απρόθυµες ήταν να πολεµήσουν για την πίστη τους, εάν δεν εµπλέκονταν τα άµεσα συµφέροντά τους. Μόνο η παποσύνη και µερικοί λόγιοι και ροµαντικοί, διάσπαρτοι στη ∆ύση, είχαν συγκλονιστεί ειλικρινά µε τη σκέψη της µεγάλης ιστορικής χριστιανικής πόλης που περιέπεσε στα χέρια των απίστων. Μερικοί από τους Ιταλούς που έλαβαν µέρος στην άµυνα της πόλης, όπως ο Τζουστινιάνι και οι αδελφοί Μποκκιάρντι, µπορεί να είχαν παρακινηθεί από χριστιανικά αισθήµατα. Οι κυβερνήσεις τους όµως έκαναν ωραίους εµπορικούς υπολογισµούς. Θα ήταν καταστροφικό για το εµπόριό τους να αφήσουν να πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, αλλά θα ήταν εξίσου καταστροφικό να προσβάλουν τους Τούρκους µε τους οποίους ήδη συναλλάσσονταν επικερδώς. Οι ∆υτικοί µονάρχες δεν είχαν ενδιαφέρον. Ακόµη και ο βασιλιάς της Αραγωνίας, µε τα όνειρά του για µια αυτοκρατορία στην Ανατολή, δεν ήταν έτοιµος να µετατρέψει τα όνειρά του σε δράση. Η τουρκική κυβέρνηση απέκτησε σύντοµα πλήρη αντίληψη για όλα αυτά. Ποτέ δεν έλειψαν οι καλοί διπλωµάτες από την Τουρκία. Ο σουλτάνος ενδεχοµένως θα αναγκαζόταν να πολεµήσει µε τη Βενετία και την Ουγγαρία και ίσως και µε τους λίγους συµµάχους που θα µπορούσε να συσπειρώσει ο πάπας, αλλά θα πολεµούσε τον έναν µετά τον άλλο. Κανείς δεν έσπευσε σε βοήθεια της Ουγγαρίας στη µοιραία µάχη του Μοχάτς. Κανείς δεν έστειλε ενισχύσεις στους Ιωαννίτες ιππότες στη Ρόδο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε όταν η Κύπρος χάθηκε 128
για τους Βενετούς. Η Βενετία και οι Αψβούργοι όντως θα συσπειρώνονταν για τη ναυτική εκστρατεία που θριάµβευσε στη Ναύπακτο, αλλά δεν προέκυψαν µεγάλα οφέλη. Οι Αψβούργοι ηγεµόνες είχαν ήδη υποχρεωθεί να υπερασπιστούν µόνοι τη Βιέννη. Στη Γερµανία ή στην Ιταλία οι άνθρωποι ίσως να έτρεµαν για πολλές δεκαετίες στη σκέψη ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο κοντά, αλλά αυτό δεν τους απέσπασε από τους εµφυλίους πολέµους τους. Και όταν ο χριστιανικότατος βασιλιάς της Γαλλίας, προδίδοντας το ρόλο που είχε παίξει η χώρα του στις ένδοξες ηµέρες των Σταυροφοριών, προτίµησε να συµµαχήσει µε τον άπιστο σουλτάνο εναντίον του Αγίου Ρωµαίου αυτοκράτορα, τότε έγινε σαφές σε όλους ότι το σταυροφορικό πνεύµα είχε εξαφανιστεί.
129
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆ΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Οι επιζήσαντες Η συνείδηση της ∆υτικής Ευρώπης είχε ενοχληθεί αλλά δεν είχε εξεγερθεί. Οι Έλληνες καρδινάλιοι, ο Ισίδωρος και ο Βησσαρίων, µπορεί να έκαναν κηρύγµατα και να παρακαλούσαν, και ο πάπας Πίος Β', µε την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισµό, να συγκέντρωνε µε δυσκολία τα µέσα για τη σωτηρία της Ανατολής. Αλλά η µόνη χρησιµότητα που µπορούσαν να εξασφαλίσουν ήταν να απαλύνουν τη µοίρα των απελπισµένων προσφύγων που είχαν ξεφύγει από τους Τούρκους. ∆εν υπήρχαν πολλοί από αυτούς. Οι πιο φτωχοί είχαν αναγκαστεί να παραµείνουν στην Ανατολή και να υποστούν ό,τι τους τύχαινε. Από τις σηµαντικότερες φυσιογνωµίες που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στο δράµα µερικοί δέχτηκαν εκούσια τη ζωή κάτω από το σουλτάνο. Πολύ περισσότεροι κρατήθηκαν στη φυλακή ή θανατώθηκαν. Οι υπόλοιποι αναζήτησαν καταφύγιο στην Ιταλία. Οι δύο αυτοκρατορικές δυναστείες σύντοµα οδηγήθηκαν σε σχεδόν πλήρη εξαφάνιση. Από τους επιζώντες αδελφούς του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ο δεσπότης ∆ηµήτριος αρχικά αντιµετωπίστηκε µε ευγένεια από το σουλτάνο. Του δόθηκε ένα φέουδο από τα εδάφη που προηγουµένως ανήκαν στους Γατελούζους, η πόλη της Αίνου και τα νησιά Λήµνος και Ίµβρος, όπως και τµήµατα της Θάσου και της Σαµοθράκης. Αυτά του απέφεραν ένα ετήσιο εισόδηµα εξακοσίων χιλιάδων ασηµένιων νοµισµάτων, τα µισά από τα νησιά και τα µισά από την Ίµβρο. Επιπλέον, του αποστέλλονταν κάθε χρόνο εκατό χιλιάδες νοµίσµατα από το νοµισµατοκοπείο του σουλτάνου. Επί επτά χρόνια έζησε ήρεµα στην Αίνο µε τη σύζυγό του Ζωή και τον αδελφό της, το Ματθαίο Ασάνη, ο οποίος τον παλιό καιρό είχε διατελέσει κυβερνήτης του στην Κόρινθο και τώρα ήταν υπεύθυνος για το τοπικό µονοπώλιο αλατιού. Περνούσε τον καιρό του απολαµβάνοντας τις χαρές του κυνηγιού και του τραπεζιού και δίνοντας αρκετό από τον πλούτο του στην Εκκλησία. Το 1467 ξαφνικά του αφαίρεσαν το φέουδό του. Σύµφωνα µε την ιστορία που πίστευε ο Φραντζής, οι υποτακτικοί του Ματθαίου είχαν κάνει λαθροχειρίες στο εισόδηµα που προοριζόταν για το σουλτάνο από τις αλυκές, και ο Ματθαίος και ο ∆ηµήτριος είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι. Η τύχη του Ματθαίου δεν καταγράφηκε. Ο ∆ηµήτριος στερήθηκε τις προσόδους του και στάλθηκε να ζήσει φτωχός στο ∆ιδυµότειχο. Εκεί, περνώντας µία ηµέρα ο σουλτάνος, τον παρατήρησε και τον λυπήθηκε. Του παραχώρησε µια ετήσια επιχορήγηση από πενήντα χιλιάδες ασηµένια νοµίσµατα, που θα καταβάλλονταν από το αυτοκρατορικό µονοπώλιο αραβοσίτου. Αυτό δεν κράτησε πολύ. Σύντοµα ο ίδιος και η σύζυγός του ασπάστηκαν το µοναχισµό. Εκείνος πέθανε σε ένα µοναστήρι στην Αδριανούπολη το 1470 και εκείνη έζησε µόνο µερικούς µήνες παραπάνω. Το µοναδικό τους παιδί, η Ελένη, είχε επίσηµα µπει στο σουλτανικό χαρέµι, αλλά φαίνεται ότι διατήρησε την παρθενία της και έζησε σε δική της κατοικία στην Αδριανούπολη. Πέθανε λίγα χρόνια πριν από τους γονείς της, αφήνοντας τα κοσµήµατα και τα φορέµατά της στο πατριαρχείο283. Ο δεσπότης Θωµάς είχε δραπετεύσει µε τη γυναίκα και τα παιδιά του στην Κέρκυρα, παίρνοντας µαζί τους την κάρα του απόστολου Ανδρέα που φυλασσόταν στην Πάτρα. Στα τέλη του 1460 πήγε µε το κειµήλιο στην Ιταλία και στις 7 Μαΐου 1461 έκανε πανηγυρική είσοδο στη Ρώµη. Μία εβδοµάδα αργότερα ο πάπας, στον οποίο είχε δωρήσει το λείψανο, του απένειµε το παράσηµο του Χρυσού 130
Ρόδου. Ο Θωµάς παρέµεινε στην Ιταλία ελπίζοντας κάποια ηµέρα να επιστρέψει στο Μορέα. Ο πάπας του παραχώρησε µία σύνταξη τριακοσίων χρυσών δουκάτων κάθε µήνα, στα οποία οι καρδινάλιοι αργότερα προσέθεσαν άλλα πεντακόσια από τα εισοδήµατά τους. Η αξιοπρέπειά του και το ωραίο παρουσιαστικό του, το οποίο διατήρησε και κατά τη γεροντική του ηλικία, εντυπωσίαζαν τους Ιταλούς, και ο Θωµάς τους ευχαρίστησε ασπαζόµενος δηµόσια την καθολική πίστη. Η σύζυγός του, η Αικατερίνη Ζαχαρία την οποία είχε αφήσει στην Κέρκυρα, πέθανε εκεί τον Αύγουστο του 1462. Το 1465 κάλεσε τα παιδιά του στη Ρώµη. Μερικές ηµέρες µετά την άφιξή τους πέθανε, στις 12 Μαΐου, σε ηλικία πενηνταέξι ετών284. Ο Θωµάς είχε τέσσερα παιδιά. Το µεγαλύτερο, η Ελένη, είχε παντρευτεί σε παιδική ηλικία το Λάζαρο Γ' Μπράνκοβιτς, από τον οποίο είχε τρεις κόρες. Το 1459, λίγο µετά το θάνατο του συζύγου της, πάντρεψε τη µεγαλύτερη, τη Μαρία, µε το βασιλιά της Βοσνίας Στέφανο. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βοσνία η νεαρή βασίλισσα µπήκε στο χαρέµι ενός Τούρκου στρατηγού, ενώ η Ελένη και οι δύο νεώτερες κόρες της διέφυγαν στη Λευκάδα. Ένα από τα κορίτσια, η Μιλίτσα, παντρεύτηκε τον άρχοντα της Κεφαλλονιάς και της Λευκάδας, το Λεονάρδο Γ' Τόκκο, αλλά πέθανε άτεκνη µετά από λίγους µήνες. Η άλλη, η Ειρήνη, παντρεύτηκε τον Ιωάννη Καστριώτη, γιο του Σκεντέρµπεη, και µετά το θάνατο του πεθερού της αποσύρθηκε µαζί του στην Ιταλία. Η Ελένη παρέµεινε στην Αυλή του γαµπρού της στη Λευκάδα, και τελικά µπήκε σε ένα µοναστήρι και πέθανε εκεί το 1474285. Οι αδελφοί και οι αδελφές της Ελένης ήταν πολύ νεώτεροι. Ο Ανδρέας είχε γεννηθεί το 1453, ο Μανουήλ το 1455 και η Ζωή πιθανόν το 1456. Τα ορφανά υιοθετήθηκαν από την παποσύνη. Τον Ιούνιο του 1456 η Ζωή παντρεύτηκε ένα Ρωµαίο ευγενή από την οικογένεια των Καράτσιολο, αλλά σύντοµα κατέληξε παιδί-χήρα. Το 1472 ο πάπας Σίξτος ∆' εξασφάλισε ένα διπλωµατικό θρίαµβο, όπως νόµιζε, κανονίζοντας το γάµο της µε τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Γ'. Ο γάµος πραγµατοποιήθηκε στο Βατικανό, µε τον τσάρο να αντιπροσωπεύεται µε εκπρόσωπό του. Στη νύφη δόθηκε ως δώρο από τον πάπα µια προίκα από έξι χιλιάδες χρυσά δουκάτα. Αλλά όταν έφθασε στη Ρωσία η Ζωή, που ξαναβαπτίστηκε Σοφία, ξέχασε τον Καθολικισµό της και ρίχτηκε µε ζέση στην πολιτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κόρη της Ελένη επέστρεψε στους κόλπους του Καθολικισµού όταν παντρεύτηκε το βασιλιά της Πολωνίας, Αλέξανδρο Γιαγκέλλον. Αλλά ο γιος της Βασίλειος Γ' και οι διάδοχοί του παρέµειναν υπέρµαχοι της Ορθοδοξίας. Η βασίλισσα Ελένη της Πολωνίας πέθανε άτεκνη. Το γενεαλογικό δέντρο του Βασιλείου Γ' έσβησε µετά από έναν αιώνα, µε τη δισέγγονή του Αναστασία Φεοντόροβνα και το θείο της, τον τσάρεβιτς ∆ηµήτριο. Οι γιοι του Θωµά είχαν λιγότερο ευυπόληπτες σταδιοδροµίες. Ο νεώτερος, ο Μανουήλ, πέρασε τη νεότητά του στην Ιταλία, µε µια παπική σύνταξη πενήντα δουκάτων το µήνα. Περί το έτος 1477 πήγε ξαφνικά στην Κωνσταντινούπολη και παρέδωσε τον εαυτό του στο έλεος του σουλτάνου. Ο Μωάµεθ τον δέχτηκε µε ευγένεια και του παραχώρησε ένα κτήµα και µια σύνταξη. Εκεί παντρεύτηκε, αλλά το όνοµα της συζύγου του είναι άγνωστο, όπως και η ηµεροµηνία του θανάτου του. Από τους δύο γιους του ο µεγαλύτερος, ο Ιωάννης, πέθανε νέος. Ο νεώτερος, ο Ανδρέας, προσηλυτίστηκε στο Ισλάµ και τελείωσε τις ηµέρες του ως αυλικός αξιωµατούχος µε το όνοµα Μεχµέτ πασάς. Φαίνεται ότι δεν άφησε απογόνους. Ο µεγαλύτερος γιος του Θωµά, ο Ανδρέας, προτίµησε να παραµείνει στην Ιταλία ζώντας 131
µε µια παρόµοια γλισχρή σύνταξη πενήντα δουκάτων το µήνα. Τον αντιµετώπιζαν ως διάδοχο του αυτοκρατορικού θρόνου και ο ίδιος υπέγραφε µε τη φράση "Deo gratia fidelis Imperator Constantinopolitanus". Αλλά η συµπεριφορά του κάθε άλλο παρά υπήρξε αυτοκρατορική. Το 1480 παντρεύτηκε µια γυναίκα από τους δρόµους της Ρώµης ονόµατι Κατερίνα και δηµιούργησε µεγάλα χρέη. Έπεισε τον πάπα Σίξτο ∆' να του δώσει δύο εκατοµµύρια χρυσά δουκάτα για να χρηµατοδοτήσει µια εκστρατεία στο Μορέα και χρησιµοποίησε τα χρήµατα για άλλους σκοπούς. Ούτε όµως αυτά ούτε η ετοιµότητά του να πουλά τίτλους και προνόµια σε κοινωνικά φιλόδοξους ξένους έσωσαν τα οικονοµικά του. Ένα ταξίδι που έκανε περί το 1490 στην Αυλή της αδελφής του στη Ρωσία δεν απέβη χρηµατικά παραγωγικό. ∆εν τον ενθάρρυναν να παραµείνει εκεί. Τελικά ανακάλυψε ένα φίλο στο πρόσωπο του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Η', τον οποίο επισκέφθηκε το 1491 και από τον οποίο πληρώθηκαν µερικά από τα χρέη του. Ο Ανδρέας χαιρέτησε την εισβολή του Καρόλου στην Ιταλία το 1493 και έσπευσε στα βόρεια για να ενωθεί µαζί του. Στις 16 Σεπτεµβρίου 1494 υπέγραψε ένα σύµφωνο µε τον Κάρολο, παραχωρώντας του γενναιόδωρα όλα τα δικαιώµατά του στους θρόνους της Κωνσταντινούπολης, της Τραπεζούντας και της Σερβίας, διατηρώντας για τον εαυτό του µόνο το δεσποτάτο του Μορέα. Όταν τον επόµενο Μάιο ο Κάρολος εγκαταστάθηκε στη Νεάπολη, υποσχέθηκε στον Ανδρέα µια ετήσια χορηγία χιλίων διακοσίων χρυσών δουκάτων. Είναι αµφίβολο εάν η χορηγία πληρώθηκε µετά την αναχώρηση του Καρόλου από την Ιταλία, ενώ σίγουρα τερµατίστηκε µε το θάνατο του βασιλιά το 1498. Σύντοµα ο Ανδρέας δηµιούργησε πάλι χρέη. Στις αρχές του 1502 υπέγραψε ένα νέο συµβόλαιο µε το οποίο παραχωρούσε όλα τα δικαιώµατά του στους Ισπανούς µονάρχες, Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, αλλά από εκείνους δεν έλαβε χρήµατα. Όταν πέθανε, τον Ιούνιο εκείνου του έτους, η χήρα του αναγκάστηκε να παρακαλέσει τον πάπα για το ποσό των εκατόν τεσσάρων δουκάτων, για να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας του. Ο Ανδρέας άφησε ένα γιο, ονόµατι Κωνσταντίνο, ένα χαριτωµένο αλλά άχρηστο αγόρι το οποίο για ένα διάστηµα διοίκησε την παπική φρουρά. Η χρονολογία του θανάτου του Κωνσταντίνου είναι άγνωστη286. Με τους δύο εγγονούς του Θωµά, το Μεχµέτ πασά στην Κωνσταντινούπολη και τον ακαµάτη Κωνσταντίνο στη Ρώµη, η αυτοκρατορική γενιά των Παλαιολόγων έφθασε στο τέλος287. Ο δευτερεύων κλάδος, µε προέλευση από τον Ανδρόνικο Β', ο οποίος κυβερνούσε στο Μοντφεράτ από τις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα, εξέλιπε κατά τους άρρενες απογόνους το 1536, ενώ οι κτήσεις του περιήλθαν µέσω της κληρονοµιάς των θηλέων απογόνων στους µαρκησίους της Μάντουας. Το παιδί του δεσπότη Θεοδώρου, η Ελένη Παλαιολογίνα, βασίλισσα της Κύπρου, πέθανε το 1458 και το µοναδικό της παιδί, η βασίλισσα Καρλόττα, πέθανε εξόριστη και άτεκνη στη Ρώµη το 1487288. Οι µόνοι απόγονοι του Μανουήλ Παλαιολόγου που ζουν σήµερα πρέπει να βρίσκονται στη νότιο Ιταλία, σε οικογένειες που κατάγονται από τον Ιωάννη Καστριώτη, το γιο του Σκεντέρµπεη289. H µοίρα της αυτοκρατορικής οικογένειας της Τραπεζούντας ήταν ακόµη πιο άµεσα τραγική. Ο αυτοκράτορας ∆αβίδ απόλαυσε µια άνετη σύνταξη για δύο χρόνια. Αλλά το 1463 ο απατηλός φίλος του, ο Γεώργιος Αµιρούτζης, ανέφερε στις τουρκικές αρχές ότι ο πρώην αυτοκράτορας είχε λάβει µία επιστολή από την ανιψιά του, τη σύζυγο του Ουζούν Χασάν, στην οποία πρότεινε ο αδελφός της ο Αλέξιος ή ένας από τους δικούς του γιους να πάει να την επισκεφθεί. Ο σουλτάνος επέλεξε να 132
θεωρήσει αυτή την ενέργεια ως προδοσία. Ο ∆αβίδ ρίχτηκε σε µια φυλακή στην Αδριανούπολη στις 26 Μαρτίου 1463 και την 1η Νοεµβρίου ο ίδιος, έξι από τους επτά γιους του και ο ανιψιός του Αλέξιος εκτελέστηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τα πτώµατά τους απαγορεύτηκε να θαφτούν, και όταν η αυτοκράτειρα Ελένη έσκαψε τάφους γι' αυτά µε τα ίδια της τα χέρια και τα απόθεσε, καταδικάστηκε σε πρόστιµο δεκαπέντε χιλιάδων δουκάτων, τα οποία έπρεπε να πληρωθούν µέσα σε τρεις ηµέρες, διαφορετικά θα θανατωνόταν και εκείνη. Αφοσιωµένοι φίλοι και υπηρέτες συγκέντρωσαν το ποσό, αλλά εκείνη αποσύρθηκε για να περάσει το σύντοµο διάστηµα της υπόλοιπης ζωής της ντυµένη µε ρούχα από σακιά, σε µια καλύβα από άχυρα. Ο νεώτερος γιος της, ο Γεώργιος, ανατράφηκε ως Μωαµεθανός. Αργότερα του επιτράπηκε να επισκεφθεί τον Ουζούν Χασάν, από την Αυλή του οποίου διέφυγε στην αδελφή του στη Γεωργία. Μεταστράφηκε στο Χριστιανισµό και παντρεύτηκε µια Γεωργιανή πριγκίπισσα από την οποία φαίνεται ότι απέκτησε απογόνους, αλλά η µετέπειτα ιστορία της οικογένειας είναι άγνωστη. Η άλλη αδελφή του, η Άννα, στάλθηκε στο σουλτανικό χαρέµι και αργότερα δόθηκε, αλλά µόνο για ένα µικρό διάστηµα, στο Ζαγανός πασά, τον κυβερνήτη της Μακεδονίας. Είχε και εκείνη προσηλυτισθεί βίαια στο Ισλάµ, αλλά αργότερα κατόρθωσε να αποσυρθεί στην ύπαιθρο κοντά στη γενέτειρά της, την Τραπεζούντα. Ίδρυσε ένα χωριό που ονοµάστηκε Κυράννα από το όνοµά της, και εκεί ενίσχυσε µε τα εισοδήµατά της µια εκκλησία. Η χήρα Μαρία Γατελούζου έζησε ήρεµα στο αυτοκρατορικό χαρέµι και ο γιος της, ένας άλλος Αλέξιος, συνέχισε να απολαµβάνει τη στοργή του σουλτάνου. Η τελική του τύχη είναι άγνωστη. Σύµφωνα µε την παράδοση του παραχωρήθηκαν κτήµατα ακριβώς έξω από τα τείχη του Πέραν και ήταν γνωστός στους ντόπιους ως γιος του µπέη. Σ' αυτόν οφείλει το όνοµά της η σηµερινή συνοικία Μπεήογλου290. Λίγα είναι γνωστά για την τύχη όσων από τους υπουργούς του Κωνσταντίνου επέζησαν από την πτώση της αυτοκρατορίας ή των οικογενειών τους. Εάν ανέκτησαν την ελευθερία τους, τους αρκούσε να ζουν στην αφάνεια. Μόλις αποκαταστάθηκε η τάξη ο σουλτάνος φάνηκε διατεθειµένος να επιτρέψει την εξαγορά των αιχµαλώτων. Με την παραλαβή µιας επιστολής µε χαµερπείς κολακείες από το λόγιο Φραγκίσκο Φίλελφο απελευθέρωσε την πεθερά του Φίλελφο, Μανφρεντίνα Ντόρια, τη χήρα του Μανουήλ Χρυσολωρά, και την έστειλε στην Ιταλία να βρει το γαµπρό της, µε τον οποίο λέγεται ότι στο παρελθόν διατηρούσε σκανδαλωδώς στενές σχέσεις291. Ο πιστός γραµµατέας και φίλος του Κωνσταντίνου, ο Φραντζής, κατόρθωσε µετά από µερικά χρόνια να εξαγοράσει τον εαυτό του και τη σύζυγό του. Αποσύρθηκαν στην Κέρκυρα, όπου διατήρησε το ενδιαφέρον για τους συµπατριώτες του και τη στοργή για την οικογένεια του κυρίου του. Πήγε στη Λευκάδα µε πρόσκληση της κόρης του Θωµά, της Σέρβας χήρας πριγκίπισσας, για να επισκεφθεί το γαµπρό της, Λεονάρδο Τόκκο, του οποίου η αδελφή ήταν η πρώτη γυναίκα του αυτοκράτορά του, και το 1466 ταξίδεψε στη Ρώµη, για να παρευρεθεί στο γάµο της πριγκίπισσας Ζωής µε το σύζυγό της, τον Καράτσιολο. Λίγο αργότερα ο ίδιος και η σύζυγός του ασπάστηκαν το µοναχισµό. Στο µοναστήρι του ολοκλήρωσε τη συγγραφή των αποµνηµονευµάτων του και στο τέλος του έργου παρενέβαλε τη διακήρυξη της πίστης του. Σ' αυτήν, παρά τη φιλία του µε την ενωτική µερίδα της Εκκλησίας του, δεν µπόρεσε να πείσει τον εαυτό του να προσυπογράψει το δόγµα της διπλής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύµατος. Οι ιστορικές του σηµειώσεις εκτείνονται µέχρι το έτος 1477. Φαίνεται ότι πέθανε το 1478292.
133
Μερικοί πρόσφυγες αποσύρθηκαν στη Βενετία, για να συναντήσουν την κόρη του παλιού εχθρού του Φραντζή, του Λουκά Νοταρά. Η Άννα Νοταρά έζησε εκεί πολλά χρόνια, αφιερώνοντας όσα χρήµατα διέθετε στην ανακούφιση των συµπατριωτών της293. Οι δύο Έλληνες καρδινάλιοι συνέχισαν να ζουν στην Ιταλία. Το 1459, µετά το θάνατο του Γρηγορίου Μάµµα, ο πάπας αναγόρευσε τον Ισίδωρο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αψηφώντας όλες τις παραδόσεις της βυζαντινής Εκκλησίας. Ο Ισίδωρος πέθανε το 1463 και τον διαδέχθηκε στον κενό τίτλο ο Βησσαρίων. Ο Βησσαρίων εξακολούθησε να ζει µέχρι το 1472, δαπανώντας τα εισοδήµατά του για τη δηµιουργία µιας εξαιρετικής βιβλιοθήκης µε ελληνικά κείµενα, την οποία κληροδότησε στην πόλη της Βενετίας, και δίνοντας βοήθεια σε Έλληνες πρόσφυγες. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος επέστρεψε στην έδρα του στη Λέσβο και βρισκόταν εκεί όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν το νησί το 1462. Επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη ξανά, αυτή τη φορά όµως ως αιχµάλωτος. Εξαγοράστηκε γρήγορα και πήγε στην Ιταλία, όπου πέθανε το 1482294. Ο Γεώργιος Αµιρούτζης, ο οποίος λίγο µετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε γράψει µια ικετευτική επιστολή στο Βησσαρίωνα ζητώντας χρήµατα για να εξαγοράσει το νεώτερο γιο του, Βασίλειο, είχε κερδίσει αθόρυβα την εύνοια των Τούρκων µε τις ραδιουργίες του στην Τραπεζούντα. Ο εξάδελφός του, ο Μαχµούτ πασάς, παρέµεινε πιστός φίλος του και τον σύστησε στο σουλτάνο. Η θέση του βελτιώθηκε όταν ο µεγαλύτερος γιος του, ο Αλέξανδρος, έγινε Μωαµεθανός. Ο σουλτάνος Μωάµεθ εντυπωσιάστηκε από την ευρυµάθειά του και του ανέθεσε να κάνει µια σύγχρονη έκδοση της γεωγραφίας του Πτολεµαίου, για την οποία ο Αλέξανδρος, καλός πλέον Αραβας λόγιος, βρήκε τα αραβικά ονόµατα και στη συνέχεια έκανε µια πλήρη αραβική µετάφραση. Αργότερα, το 1463, ο Γεώργιος ερωτεύτηκε τη χήρα του τελευταίου δούκα της Αθήνας, που ζούσε µε µια σύνταξη στην Κωνσταντινούπολη, και θέλησε να την παντρευτεί, παρ' όλο που η σύζυγός του ζούσε ακόµη. Ο πατριάρχης ∆ιονύσιος αρνήθηκε να επικυρώσει τη δίγαµη ένωση. Έτσι ο Γεώργιος ραδιούργησε για να εκθρονίσει τον πατριάρχη και έγινε ο ίδιος Μωαµεθανός. Πέθανε ξαφνικά λίγες εβδοµάδες αργότερα, ενώ έπαιζε ζάρια. Ήταν η θεία δίκη γι' αυτόν295. Ο µόνος από τους λογίους που είχαν φωτίσει τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής ελευθερίας, ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος, κλήθηκε να παίξει ένα δηµιουργικό ρόλο στην ταξινόµηση του νέου κόσµου, ενώνοντας την Εκκλησία του λαού του και παρέχοντάς του µια Αυλή στην οποία τα παλιά δράµατα της αυτοκρατορικής εθιµοτυπίας µπορούσαν να συνεχίσουν να υφίστανται στο σκοτάδι, έως ότου ξαναέλθει η αυγή και το Βυζάντιο ξαναγεννηθεί σα φοίνικας296. Αυτή η αυγή δεν ήλθε ποτέ. Η παλιά οικουµενική αυτοκρατορία του Βυζαντίου χάθηκε για πάντα. Είναι εύκολος ο ισχυρισµός ότι στον ευρύ ρου της ιστορίας το έτος 1453 αντιπροσωπεύει πολύ λίγα πράγµατα. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη καταδικασµένη. Ελαττωµένη, ολιγάνθρωπη και εξαθλιωµένη, ήταν αναπόφευκτο να χαθεί όποτε οι Τούρκοι επέλεγαν να κινηθούν για να την εξοντώσουν. Η αντίληψη ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι έσπευδαν στην Ιταλία εξαιτίας της πτώσης της πόλης τους είναι αβάσιµη. Για περισσότερο από µία γενιά η Ιταλία ήταν γεµάτη από Βυζαντινούς καθηγητές, ενώ από τις δύο σηµαντικές πνευµατικές φυσιογνωµίες µεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν το 1453 η
134
µία, ο Βησσαρίων, βρισκόταν ήδη στην Ιταλία, ενώ η άλλη, ο Γεννάδιος, εξακολούθησε να παραµένει στην Κωνσταντινούπολη. Εάν το εµπόριο των ιταλικών ναυτικών δηµοκρατιών επρόκειτο να εξανεµιστεί, αυτό οφειλόταν περισσότερο στην ανακάλυψη των ωκεάνιων δρόµων, παρά στον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Πραγµατικά, η Γένοβα παρήκµασε γοργά µετά το 1453, αλλά αυτό συνέβη σε µεγάλο βαθµό λόγω της επισφαλούς θέσης της στην Ιταλία. Η Βενετία συνέχισε ζωηρά το εµπόριο µε την Ανατολή για πολλά χρόνια. Εάν οι Ρώσοι προέβαλαν πλέον ως υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, µε τη Μόσχα στη θέση της τρίτης Ρώµης, αυτό δεν ήταν µια επαναστατική ιδέα. Η ρωσική σκέψη κινούνταν ήδη προς τα εκεί, µε τους ρωσικούς στρατούς να απωθούν τους άπιστους Τατάρους πέρα από τις στέπες, ενόσω η Κωνσταντινούπολη βυθιζόταν περισσότερο στη φτώχεια και έκανε ανόσιες συναλλαγές µε τη ∆ύση. Όλοι αυτοί οι σπόροι είχαν ήδη φυτευθεί. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης απλά επιτάχυνε το θερισµό. Εάν ο σουλτάνος Μωάµεθ ήταν λιγότερο αποφασιστικός, ή ο Χαλήλ πασάς περισσότερο πειστικός, ή εάν η βενετσιάνικη αρµάδα είχε αποπλεύσει δεκαπέντε ηµέρες νωρίτερα, ή εάν κατά την τελευταία κρίση ο Τζουστινιάνι δεν είχε τραυµατιστεί στα τείχη και η παράπλευρη πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε µείνει µισάνοιχτη, µακροπρόθεσµα λίγα θα είχαν αλλάξει. Το Βυζάντιο ίσως θα είχε εξακολουθήσει να υφίσταται για µία ακόµη δεκαετία και η τουρκική εξάπλωση στην Ευρώπη θα είχε καθυστερήσει. Αλλά η ∆ύση δεν θα είχε επωφεληθεί από την ανάπαυλα. Αντίθετα, θα θεωρούσε τη διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως σηµάδι ότι τελικά ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο πιεστικός. Θα είχε στραφεί µε ανακούφιση στις δικές της υποθέσεις, και µετά από µερικά χρόνια οι Τούρκοι θα επαναλάµβαναν την επίθεση. Παρά ταύτα η ηµεροµηνία της 29ης Μαΐου σηµατοδοτεί ένα σηµείο-καµπή στην ιστορία. Σηµατοδοτεί το τέλος µιας παλιάς ιστορίας, της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισµού. Για χίλια εκατό χρόνια στεκόταν στο Βόσπορο µια πόλη όπου το πνεύµα αποτελούσε αντικείµενο θαυµασµού και η µάθηση και τα γράµµατα του κλασικού παρελθόντος ήταν αντικείµενα µελέτης και διαφυλάσσονταν. Χωρίς τη βοήθεια των Βυζαντινών σχολιαστών και γραφέων θα γνωρίζαµε ελάχιστα σήµερα για τη λογοτεχνική παραγωγή της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή ήταν επίσης µία πόλη οι ηγεµόνες της οποίας επί αιώνες είχαν εµπνεύσει και ενθαρρύνει µια σχολή τέχνης χωρίς αντίστοιχο στην ανθρώπινη ιστορία, µία τέχνη που προέκυπτε από ένα συνεχώς διαφοροποιούµενο µίγµα της ψυχρής εγκεφαλικής αίσθησης των Ελλήνων για την αρµονία των πραγµάτων και ενός έντονου θρησκευτικού αισθήµατος που έβλεπε στα έργα τέχνης την ενσάρκωση του θείου και τον καθαγιασµό της ύλης. Αυτή ήταν, επιπλέον, µια µεγάλη κοσµοπολίτικη πόλη, όπου παράλληλα µε τα εµπορεύµατα ανταλλάσσονταν ελεύθερα και οι ιδέες, και της οποίας οι πολίτες έβλεπαν τους εαυτούς τους όχι ως µία φυλετική ενότητα, αλλά ως κληρονόµους της Ελλάδας και της Ρώµης, καθαγιασµένους από τη χριστιανική πίστη. Όλα αυτά τώρα έφθασαν στο τέλος. Η νέα φυλή των κυριάρχων αποθάρρυνε τη µάθηση µεταξύ των χριστιανών υπηκόων της. Χωρίς την υποστήριξη µιας ελεύθερης κυβέρνησης η βυζαντινή τέχνη άρχισε να παρακµάζει. Η νέα Κωνσταντινούπολη ήταν µια εξαίσια πόλη, πλούσια, πολυάνθρωπη και κοσµοπολίτικη, καθώς και γεµάτη από ωραία οικοδοµήµατα. Αλλά η οµορφιά της εξέφραζε την κοσµική αυτοκρατορική ισχύ των σουλτάνων, όχι το βασίλειο του χριστιανικού θεού επί της γης, ενώ οι κάτοικοί της διαφοροποιούνταν ως προς τη θρησκεία. Η Κωνσταντινούπολη ξαναγεννήθηκε, για να
135
αποτελέσει το επίκεντρο της προσοχής επί πολλούς αιώνες, αλλά ήταν η Ισταµπούλ, όχι το Βυζάντιο. Τίποτα λοιπόν δεν εξασφάλισε η γενναιότητα των τελευταίων ηµερών του Βυζαντίου; Εντυπωσίασε το σουλτάνο, όπως κατέστησε σαφές η αγριότητά του µετά την κατάληψη της πόλης. Με τους Έλληνες δεν θα διακινδύνευε. Πάντοτε θαύµαζε την ελληνική µόρφωση. Τώρα ανακάλυπτε ότι το ηρωικό ελληνικό πνεύµα δεν είχε πεθάνει εντελώς. Μπορεί όταν αποκαταστάθηκε η ηρεµία ο θαυµασµός του να τον ενθάρρυνε να µεταχειριστεί τους Έλληνες υπηκόους του πιο ήπια. Οι όροι που εξασφάλισε ο πατριάρχης Γεννάδιος από εκείνον ένωσαν και πάλι την ελληνική Εκκλησία και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού κάτω από µια αυτόνοµη κυβέρνηση. Το µέλλον δεν θα ήταν εύκολο για τους Έλληνες. Τους δόθηκε η υπόσχεση για ειρήνη και δικαιοσύνη, όπως και ευκαιρίες πλουτισµού. Αλλά ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η δουλεία αναπόφευκτα φέρνει αποθάρρυνση και οι Έλληνες δεν µπορούσαν να αποφύγουν τις συνέπειές της. Επιπλέον, ήταν εξαρτηµένοι τελικά από την καλή θέληση του κυριάρχου τους. Όσο ζούσε ο Πορθητής σουλτάνος η µοίρα τους δεν ήταν πολύ άσχηµη. Αλλά εµφανίστηκαν και σουλτάνοι οι οποίοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τον πολιτισµό του Βυζαντίου και οι οποίοι ήταν υπερήφανοι που ήταν αυτοκράτορες του Ισλάµ, χαλίφες και αρχηγοί των Πιστών. Σύντοµα το µεγάλο οικοδόµηµα της οθωµανικής διακυβέρνησης βρέθηκε σε παρακµή. Οι Έλληνες χρειάστηκε να αντιµετωπίσουν τη διαφθορά µε απιστίες και τις δολοπλοκίες µε αντίθετες δολοπλοκίες. Η ιστορία των Ελλήνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό είναι µη εποικοδοµητική και µελαγχολική. Και όµως, παρά τα σφάλµατα και τις αδυναµίες της η Εκκλησία επιβίωσε, και όσο επιβίωνε η Εκκλησία ο Ελληνισµός δεν θα πέθαινε. Η ∆υτική Ευρώπη, µε προγονικές αναµνήσεις ζήλιας για το βυζαντινό πολιτισµό, µε τους πνευµατικούς της συµβούλους να καταγγέλλουν τους Ορθοδόξους ως αµαρτωλούς σχισµατικούς, και µε µια αίσθηση ενοχής να την καταδιώκει, ότι στο τέλος είχε εγκαταλείψει την πόλη, προτίµησε να ξεχάσει το Βυζάντιο. ∆εν µπορούσε να ξεχάσει το χρέος της προς τους Έλληνες, αλλά θεωρούσε ότι όφειλε το χρέος µόνο στην κλασική περίοδο. Οι Φιλέλληνες που πήγαν να συµµετάσχουν στον πόλεµο της ανεξαρτησίας µιλούσαν για το Θεµιστοκλή και τον Περικλή, αλλά ποτέ για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί διανοούµενοι Έλληνες µιµήθηκαν το παράδειγµά τους, παρασυρµένοι από τη δαιµονική αυθεντία του Κοραή, µαθητή του Βολταίρου και του Γίββωνα, για τους οποίους το Βυζάντιο ήταν ένα απαίσιο ιντερλούδιο δεισιδαιµονίας, που ήταν καλύτερο να αγνοηθεί. Έτσι ο πόλεµος της ανεξαρτησίας ποτέ δεν κατέληξε στην απελευθέρωση του ελληνικού λαού αλλά µόνο στη δηµιουργία ενός µικρού βασιλείου της Ελλάδας. Στα χωριά οι άνθρωποι γνώριζαν καλύτερα. Εκεί θυµούνταν τους θρήνους που είχαν συντεθεί όταν έφθασαν τα νέα ότι η πόλη είχε πέσει, τιµωρηµένη από το Θεό για την πολυτέλεια, την υπερηφάνεια και την αποστασία της, αλλά πολεµώντας µέχρι το τέλος σε µια ηρωική µάχη. Θυµούνταν εκείνη τη φρικτή Τρίτη, µια ηµέρα την οποία όλοι οι πραγµατικοί Έλληνες θεωρούν ακόµη αποφράδα. Αλλά το πνεύµα τους σκιρτούσε και το κουράγιο τους µεγάλωνε καθώς διηγούνταν για τον τελευταίο χριστιανό αυτοκράτορα που στεκόταν στο ρήγµα, εγκαταλελειµένος από τους ∆υτικούς συµµάχους του, αποκρούοντας τους απίστους, µέχρις ότου οι αριθµοί τους τον κατέβαλαν και πέθανε, µε την αυτοκρατορία ως σάβανό του.
136
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α' Οι κυρίες πηγές για την ιστορία της άλωσης της Κωνσταντινούπολης Ο ιστορικός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης είναι τυχερός γιατί διαθέτει ένα σηµαντικό αριθµό σύγχρονων περιγραφών του δράµατος, µερικές γραµµένες από επαγγελµατίες ιστορικούς, άλλες οι οποίες αποτελούν ηµερολόγια ή αναφορές που γράφτηκαν βιαστικά από άνδρες που ήταν παρόντες στην πολιορκία. Είναι αξιοπρόσεκτο πόσο επιβεβαιώνουν η µία την άλλη, όσο επιτρέπει η φυλή και η θρησκεία του συγγραφέα. Παραθέτω εδώ µια σύντοµη περιγραφή των πιο σηµαντικών από αυτές. 1. Ελληνικές. Από τους Έλληνες σύγχρονους ιστορικούς µόνο ένας ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Αυτός ήταν ο Γεώργιος ΦΡΑΝΤΖΗΣ, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποκαλούσε τον εαυτό του Σφραντζή, αν και η οικογένεια ενδέχεται αρχικά να ονοµαζόταν Φραντζή (Φράγκος; Ή Φραγκίσκος;) και αργότερα να άλλαξε το όνοµά της σε αυτή τη µορφή. Η καταγωγή του ήταν από την Πελοπόννησο και γεννήθηκε λίγο µετά το 1400. Σε πολύ νεαρή ηλικία µπήκε στη γραµµατεία του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' και µετά το θάνατο του Μανουήλ προσκολλήθηκε στο γιο του Μανουήλ, τον Κωνσταντίνο, στην υπηρεσία του οποίου παρέµεινε κατά τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του Κωνσταντίνου. Παντρεύτηκε µια µακρινή εξαδέλφη της αυτοκρατορικής οικογένειας και έγινε ο πιο έµπιστος φίλος και σύµβουλος του Κωνσταντίνου. Ο ίδιος δεν ήταν υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών, αλλά ήταν έτοιµος να υποστηρίξει πιστά την πολιτική του κυρίου του. Είχε τις δικές του προκαταλήψεις. Αντιπαθούσε τους αδελφούς του κυρίου του, το Θεόδωρο και το ∆ηµήτριο, και ζήλευε ιδιαίτερα το Μέγα ∆ούκα Λουκά Νοταρά, τον οποίο θεωρούσε αντίζηλο στην Αυλή και για τον οποίο ήταν συνεχώς άδικος. Είχε τη νευρική έπαρση του αξιωµατούχου της Αυλής, αλλά στην πραγµατικότητα έπαιξε σηµαντικό ρόλο εκεί. Είναι εύκολο να δεχθούµε ελαφρυντικά για τις αντιπάθειές του. Πέρα από αυτές οι αφηγήσεις του είναι έντιµες και πειστικές. Το έργο του επιβιώνει πλέον σε δύο µορφές, ένα chronicum minus που διαπραγµατεύεται την περίοδο από το 1413 έως το 1477, δηλαδή την περίοδο που καλύπτει η ζωή του, και ένα chronicum majus, που εκθέτει ολόκληρη την ιστορία της οικογένειας των Παλαιολόγων και προσθέτει υλικό στο chronicum
minus. H σύγχρονη έρευνα έχει αποδείξει σχεδόν µε βεβαιότητα ότι το majus συντέθηκε τον επόµενο αιώνα από κάποιο Μακάριο Μελισσηνό. Παρά ταύτα η περιγραφή της πολιορκίας περιλαµβάνεται στην αρχική εκδοχή. Ο Φραντζής φαίνεται ότι έχασε τις αυθεντικές σηµειώσεις του την εποχή της αιχµαλωσίας του από τους Τούρκους, αλλά τις ξαναέγραψε όσο η µνήµη του ήταν ακόµη νωπή. Είναι κάπως ασαφής ως προς τις λεπτοµερείς χρονολογίες, αν και έδωσε µεγάλη έµφαση στη χρονολογική ακρίβεια, και δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προκαταλήψεις του. Από κάθε άλλη άποψη η αφήγησή του είναι έντιµη, ζωηρή και πειστική. Έγραψε καλά Ελληνικά σε ένα εύκολο, απέριττο ύφος297. Ο ∆ΟΥΚΑΣ, του οποίου το µικρό όνοµα ήταν ενδεχοµένως Μιχαήλ, ήταν µια πιο σκοτεινή προσωπικότητα για τη ζωή της οποίας γνωρίζουµε ελάχιστα. Φαίνεται ότι πέρασε το µεγαλύτερο µέρος της στην υπηρεσία των Γενοβέζων και την περίοδο της πολιορκίας ζούσε µάλλον στη Χίο. Ήταν 137
παθιασµένος υποστηρικτής της ένωσης των Εκκλησιών και έτεινε να βλέπει τα πάντα µε τα µάτια των Λατίνων φίλων του. Αρχίζει το έργο του µε µια σύντοµη επισκόπηση της παγκόσµιας ιστορίας µέχρι το 1341, στη συνέχεια δίνει κάπως περισσότερες λεπτοµέρειες, και ακόµη περισσότερες µετά το 1389. Το έργο τερµατίζεται το 1462. Είναι γραµµένο ολόκληρο σε µια ζωηρή, δηµοσιογραφική ντοπιολαλιά. Οι σύγχρονοι ιστορικοί εκτιµούν την αξιοπιστία του πολύ, περισσότερο, όπως πιστεύω, απ' όσο αξίζει. Για τα γεγονότα στην Αυλή του Μωάµεθ Β' οι περιγραφές του είναι ανεκτίµητες. Μάλλον πήρε τις πληροφορίες του από Γενοβέζους πράκτορες και εµπόρους που διέµεναν εκεί. Αλλά δεν ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη και διαπράττει αρκετά ολισθήµατα σχετικά µε τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί. Επίσης είναι καταφανώς άδικος για κάθε Έλληνα ο οποίος δεν συµµεριζόταν την άποψή του σχετικά µε την ένωση των Εκκλησιών298. Ο Αθηναίος Λαόνικος ΧΑΛΚΟΚΟΝ∆ΥΛΗΣ έγραψε την ιστορία του λίγο καιρό µετά το 1480, όταν ήταν πολύ γέρος. Είχε διατελέσει µαθητής του Πλήθωνα στο Μυστρά και πέρασε το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του στην Πελοπόννησο. Το έργο του, όπως και του ∆ούκα, αρχίζει µε µια σύντοµη αφήγηση της παγκόσµιας ιστορίας, το κύριο όµως θέµα του είναι η άνοδος της οθωµανικής δυναστείας, θέµα του είναι µάλλον οι Τούρκοι παρά οι Έλληνες. Είχε µελετήσει καλά τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη και έγραψε σ' ένα εσκεµµένα αρχαϊκό ύφος. Οι χρονολογίες του µερικές φορές είναι κάπως µπερδεµένες και δεν δίνει πολλές λεπτοµέρειες σχετικά µε την κυρίως πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. ∆ιέθετε όµως την αντίληψη ενός ιστορικού για τη γενικότερη ροή των πραγµάτων. Το βιβλίο του έχει τα πλεονεκτήµατα και τα µειονεκτήµατα ενός ενσυνείδητου έργου τέχνης299. Ο τέταρτος σύγχρονος Έλληνας ιστορικός, ο ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ, ζούσε την περίοδο της πολιορκίας ως αξιωµατούχος στην Ίµβρο. Ανήκε στη µερίδα των Ελλήνων που θεωρούσαν την τουρκική κατάκτηση αναπότρεπτη, αν και τραγική, και ήθελε να συµφιλιώσει τους συµπατριώτες του µε τη νέα κατάσταση πραγµάτων. Η ιστορία του εκτείνεται από το 1451 έως το 1467. Ήρωας της είναι ο σουλτάνος. Ο Κριτόβουλος συγκινήθηκε και εντυπωσιάστηκε από τον ηρωισµό των Ελλήνων και δεν κάνει καµία απόπειρα να εξωραΐσει τα δεινά τους, αν και τείνει υποκριτικά να παραβλέπει ή να συγχωρεί τις αγριότητες που διέπραξε ο ίδιος ο Μωάµεθ. Η περιγραφή του για την πολιορκία έχει πολύ µεγάλη σηµασία, καθώς έλαβε τις πληροφορίες του από Τούρκους και από Έλληνες που ήταν παρόντες. Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προφυλάσσει την υπόληψη του σουλτάνου, είναι έντιµη, απροκατάληπτη και πειστική300. Η «συνοπτική» οµάδα χρονικών που σχετίζονται µε τα ονόµατα του ∆ωρόθεου Μονεµβασίας και του Μανουήλ Μαλαξού, όπως και η Χρονική Έκθεσις, δεν προσθέτουν τίποτε στις γνώσεις µας για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αλλά παρέχουν χρήσιµες πληροφορίες για τα γεγονότα αµέσως µετά την τουρκική κατάκτηση. Για λόγους ευκολίας παρέπεµψα στη Χρονική Έκθεση και στα δύο χρονικά που δηµοσιεύθηκαν στη σειρά της Βόννης µε τα ονόµατα Historia Politica (Πολιτική ιστορία) και Historia Patriarchica (Πατριαρχική ιστορία)301. Η πληρέστερη περιγραφή που παρατίθεται στο
Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κώδικας Barberini Graecus III) είναι αξιοσηµείωτη κατά το ότι ως προς την πολιορκία αντιγράφει σχεδόν κατά λέξη την πολύ ανθελληνική αναφορά του Λεονάρδου της Χίου302. 138
Οι διάφοροι θρήνοι για την άλωση τη Κωνσταντινούπολης παρουσιάζουν µεγαλύτερο ενδιαφέρον ως λαϊκή ποίηση παρά ως ιστορικές µαρτυρίες, εκτός από το βαθµό στον οποίο απεικονίζουν τις λαϊκές παραδόσεις και απόψεις303. Από την ελληνική αλληλογραφία που έχει διασωθεί η πιο σηµαντική είναι του Γεωργίου Σχολαρίου Γενναδίου, για το φως που ρίχνει σε γεγονότα και προσωπικότητες στα χρόνια που προηγήθηκαν αµέσως πριν από το 1453. Ειδικότερα µας επιτρέπει να εκτιµήσουµε την πολιτική του Λουκά Νοταρά, για τον οποίο ο Φραντζής, ο ∆ούκας και οι λατινικές πηγές είναι σταθερά άδικες304.
2. Σλαβονικές. Υπάρχουν δύο σηµαντικές σλαβονικές πηγές για την πολιορκία. Η µία είναι συνήθως εσφαλµένα γνωστή ως το Ηµερολόγιο του Πολωνού γενιτσάρου. Ο συγγραφέας ήταν κάποιος Σέρβος, ο Μιχαήλ Κονσταντίνοβιτς από την Οστροβίτσα, ο οποίος υπηρέτησε στο απόσπασµα που έστειλε ο δεσπότης της Σερβίας για να βοηθήσει το σουλτάνο και ο οποίος αργότερα αποσύρθηκε στην Πολωνία. Ποτέ δεν υπήρξε γενίτσαρος. Έγραψε την περιγραφή του σε ένα περίεργο µίγµα Πολωνικών και Σερβικών. ∆ίνει λίγες λεπτοµέρειες, αλλά έχει ενδιαφέρον επειδή παρουσιάζει την άποψη των ακούσιων χριστιανών συµµάχων του σουλτάνου. Η δεύτερη εµφανίζεται υπό διάφορους τύπους, ως το Σλαβικό Χρονικό, σε µια παλαιά σλαβονική διάλεκτο που φαίνεται περισσότερο βαλκανική παρά ρωσική, και από την οποία διασώζονται αρκετές εκδοχές, όπως και σε µία ρωσική, µία ρουµανική και µία βουλγαρική εκδοχή305. Βασίζεται σαφώς στην περιγραφή κάποιου που ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη και κράτησε κάποιας µορφής ηµερολόγιο, αλλά έχει αλλοιωθεί σηµαντικά. Οι χρονολογίες έχουν αλλαχθεί και µπλεχτεί, και έχουν προστεθεί ένας φανταστικός πατριάρχης και µία φανταστική αυτοκράτειρα. Κάθε τόσο όµως τα επεισόδια αναφέρονται µε τόση ζωντάνια, ώστε να φέρουν τη σφραγίδα της αλήθειας. Η ρωσική εκδοχή αποδίδεται σε κάποιον Νέστορα-Ισκεντέρ. Ίσως αυτό να ήταν το όνοµα του αρχικού συγγραφέα. 3. ∆υτικές. Κατά πολύ η πιο χρήσιµη από τις δυτικές πηγές είναι το ηµερολόγιο της πολιορκίας που κράτησε ο Νικολό ΜΠΑΡΜΠΑΡΟ. Ήταν Βενετός από καλή οικογένεια που σπούδασε ιατρική και πήγε στην Κωνσταντινούπολη ως γιατρός πλοίου σε µία από τις µεγάλες βενετικές γαλέρες, λίγο πριν από την έναρξη της πολιορκίας. Βρισκόταν σε επαφή µε τους Βενετούς διοικητές και ήταν ο ίδιος παρατηρητικός και ευφυής. Έκανε καθηµερινές καταχωρήσεις στο ηµερολόγιό του. Σε κάποια χρονική στιγµή διέτρεξε το κείµενο και παρενέβαλε µία ή δύο παραποµπές, και πρέπει να άλλαξε την ηµεροµηνία της έκλειψης, η οποία πέφτει έξω κατά µία ή δύο ηµέρες. Ως καλός Βενετός απεχθανόταν τους Γενοβέζους και χαιρόταν να αναφέρει ο,τιδήποτε συνέβαλε στη δυσφήµισή τους. Ήταν όµως λιγότερο εχθρικός προς τους Έλληνες από τους περισσότερους ∆υτικούς. Χάρη σ' αυτόν γνωρίζουµε τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων306. Η επόµενη κατά τη σηµασία είναι η αναφορά που κατέγραψε ο ΛΕΟΝΑΡ∆ΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ, ο αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, ο οποίος έγραψε στη Χίο περίπου έξι εβδοµάδες µετά την πτώση της πόλης. Η µνήµη του ήταν ακόµη νωπή και η έκθεσή του είναι ζωηρή και πειστική, στο βαθµό στον οποίο θυµόµαστε την έχθρα του για όλους τους Έλληνες. Θεωρούσε ακόµη και τον αυτοκράτορα πολύ
139
συγκαταβατικό και υπαινίχθηκε ότι ο ανώτερός του, ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ήταν κάπως υπερβολικά αδύναµος. Παράλληλα δεν υπήρξε λιγότερο επικριτικός για τους συµπατριώτες του Γενοβέζους και έτεινε να κατηγορεί τον Τζιουστινιάνι για την εγκατάλειψη της θέσης του. Ήταν ένας σκληρός άνθρωπος, µε τάση αυτοεπιβεβαίωσης, αλλά καλός ρεπόρτερ307. Οι επιστολές του καρδιναλίου ΙΣΙ∆ΩΡΟΥ προς τον πάπα και όλους τους πιστούς είναι σύντοµες και µας λένε λίγα, αλλά έχουν γραφτεί µε κύρος308. Η αναφορά που έγραψε λίγες ηµέρες µετά την άλωση της πόλης ο Άντζελο Τζιοβάννι ΛΟΜΕΛΛΙΝΟ, ο ποντεστά του Πέραν, για να τη στείλει στη γενοβέζικη κυβέρνηση είναι πολύτιµη, όχι µόνο για την περιγραφή της τύχης της πόλης του, αλλά και για τις απόψεις του σχετικά µε την τύχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Λοµελλίνο δηλώνει ότι οι Γενοβέζοι του Πέραν πήγαν να πολεµήσουν στα τείχη σε µεγάλους αριθµούς, γνωρίζοντας ότι εάν έπεφτε η Κωνσταντινούπολη, το Πέραν δεν θα µπορούσε να επιβιώσει309. Μία σύντοµη περιγραφή από τον ηγούµενο των Φραγκισκανών στην πόλη δεν λέει πολλά, µε εξαίρεση τη λεηλασία. Άλλοι ∆υτικοί που ήταν παρόντες στην πολιορκία και έγραψαν τις εκθέσεις τους ήταν ο Φλωρεντινός στρατιώτης ΤΕΤΑΛΝΤΙ, ο Γενοβέζος ΜΟΝΤΑΛΝΤΟ, ο Χριστόφορος ΡΙΚΚΕΡΙΟ, και ο λόγιος από τη Μπρέσια Ουµπερτίνο ΠΟΥΣΚΟΥΛΟΥΣ. Από αυτές η πιο χρήσιµη είναι η έκθεση του Τετάλντι. Γράφτηκε για να σταλεί στον καρδινάλιο της Αβινιόν, Αλαίν ντε Κετιβύ, και δίνει ορισµένες λεπτοµέρειες που δεν ανευρίσκονται αλλού. Ο Τετάλντι αντιµετώπισε δίκαια τόσο τους Βενετούς όσο και τους Γενοβέζους και παραδέχθηκε ότι οι Έλληνες πολέµησαν καλά. Ο Μοντάλντο επίσης παραθέτει µερικές πρόσθετες λεπτοµέρειες, όπως και ο Ρικκέριο στη ζωηρή έκθεσή του. Ο Πούσκουλους, που έγραψε τη δική του ιστορία σε περισπούδαστους στίχους µετά από πολλά χρόνια, είναι λίγο ανακριβής σχετικά µε τον πραγµατικό αγώνα, στον οποίο ίσως δεν έλαβε µέρος προσωπικά, και παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον σχετικά µε γεγονότα που προηγήθηκαν της πολιορκίας. Απεχθανόταν τους Έλληνες. Χρήσιµες πληροφορίες µπορούν να εξαχθούν από το Φλωρεντινό Αντρέα ΤΣΑΜΠΙΝΙ. Για το έργο του σχετικά µε την οθωµανική ιστορία, που γράφτηκε περί τα τέλη του δέκατου πέµπτου αιώνα, φαίνεται ότι συµβουλεύθηκε επιζήσαντες από την πολιορκία. Ο ΖΟΡΖΙ ΝΤΟΛΦΙΝ, του οποίου το σύντοµο έργο βασίζεται στην αναφορά του Λεονάρδου της Χίου, επίσης έλαβε πρόσθετες πληροφορίες από επιζήσαντες. Η τουρκική ιστορία που γράφτηκε από τον Έλληνα πρόσφυγα Καντακουζηνό ΣΠΑΝΤΟΥΤΖΙΝΟ επαναλαµβάνει περιγραφές της λεηλασίας της πόλης από αυτόπτες µάρτυρες310. 4. Τουρκικές. Οι τουρκικές πηγές για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι περίεργα απογοητευτικές. Θα περίµενε κανείς αυτό το πιο αξιόλογο επίτευγµα του σπουδαιότερου Οθωµανού σουλτάνου να έχει καταγραφεί πλήρως από Οθωµανούς ιστορικούς και χρονογράφους. Όπως έχει η υπόθεση, όλοι αφηγούνται την κατασκευή του κάστρου στο Ρούµελι Χισάρ, αλλά από τις επιχειρήσεις της πολιορκίας τους ενδιαφέρουν µόνο το χερσαίο ταξίδι του τουρκικού στόλου και η τελική επίθεση. Από την άλλη πλευρά ενδιαφέρονται έντονα για τις ραδιουργίες και την πολιτική της 140
σουλτανικής Αυλής. Ο ΑΣΙΚ ΠΑΣΑ ΖΑΝΤΕ, που έγραψε αµέσως µετά το τέλος της βασιλείας του Μωάµεθ Β', είναι έντονα εχθρικός προς τον Χαλήλ πασά, όπως ήταν και οι σύγχρονοί του ΤΟΥΡΣΟΥΝ ΜΠΕΗΣ και ΝΕΣΡΙ. Στους επαίνους τους για το σουλτάνο που βασίλευε, τον Βαγιαζήτ Β', τείνουν κάπως να δυσφηµούν τον Μωάµεθ Β' προς χάρη των συµβούλων του, όπως ο Μαχµούτ. Παρά ταύτα οι εκθέσεις τους είναι πολύτιµες επειδή παρουσιάζουν το πολιτικό κλίµα µεταξύ των Τούρκων. Ο πρώτος Τούρκος ιστορικός που δίνει την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται για την ιστορία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης είναι ο ΣΑΝΤΕΝΤΙΝ, που έγραψε στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, αλλά, ως συνήθως µε τους µωαµεθανούς ιστορικούς, επαναλαµβάνει, ακόµη και αντιγράφει, τις αφηγήσεις προγενέστερων ιστορικών. Η έκθεσή του για την πολιορκία συµφωνεί µε εκείνη των Ελλήνων ιστορικών311. Στις αρχές του δέκατου έβδοµου αιώνα στην ιστορία είχε αρχίσει να παρεισφρύει η φαντασία. Ο ΕΒΛΙΓΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΙ, που την αφηγείται και πάλι αναλυτικά, ισχυριζόµενος ότι έλαβε όλες τις πληροφορίες γι' αυτήν από τον παπού του, παραθέτει έναν αριθµό από εντυπωσιακές λεπτοµέρειες, περιλαµβανοµένης µιας µεγάλης ιστορίας σχετικά µε µια πριγκίπισσα της Γαλλίας η οποία επρόκειτο να γίνει σύζυγος του Κωνσταντίνου αλλά αιχµαλωτίστηκε από το σουλτάνο. Ενδεχοµένως πήρε αυτή τη λεπτοµέρεια από Έλληνες γνωστούς που του διηγούνταν την άλωση της πόλης το 1204 και η πριγκίπισσα ήταν στην πραγµατικότητα η αυτοκράτειρα Αγνή, η κόρη του Λουδοβίκου Ζ' της Γαλλίας και χήρα των Αλεξίου Β' και Ανδρόνικου Α'. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι στηρίχθηκε περισσότερο σε κουτσοµπολιά και φήµες και όχι σε προγενέστερες γραπτές πηγές312. Οι µεταγενέστερες τουρκικές πηγές απλά αναπαράγουν τα έργα των προγενεστέρων.
141
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β' Ol εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης µετά την άλωση Σύµφωνα µε µία πάγια καθιερωµένη µωαµεθανική παράδοση οι κάτοικοι µιας κατακτηµένης χριστιανικής πόλης η οποία είχε αρνηθεί να παραδοθεί έχαναν την προσωπική τους ελευθερία και τους χώρους της λατρείας τους, και στους κατακτητές στρατιώτες δίνονταν τρεις ηµέρες απεριόριστης λεηλασίας. Όλοι οι ιστορικοί της άλωσης της Κωνσταντινούπολης διηγούνται τη λεηλασία των εκκλησιών της πόλης. Αναµφισβήτητα λεηλατήθηκαν πολλές εκκλησίες και µοναστήρια. Αλλά ως πραγµατικό γεγονός γνωρίζουµε από σύγχρονες γραπτές πηγές για τη λεηλασία µόνο τεσσάρων εκκλησιών, της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Ιωάννη στην Πέτρα και της εκκλησίας της Χώρας, κοντά στο ρήγµα των χερσαίων τειχών, και της Αγίας Θεοδοσίας, κοντά στον Κεράτιο313. Αρχαιολογικές µαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η τριπλή εκκλησία του Παντοκράτορα λεηλατήθηκε, και αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ο Γεννάδιος, ο οποίος ήταν µοναχός στο µοναστήρι που ήταν προσκολληµένο σ' αυτήν, αιχµαλωτίστηκε. Η Αγία Σοφία µετατράπηκε αµέσως σε τζαµί. Οι υπόλοιπες παρέµειναν για κάποιο διάστηµα άδειες και µισοερειπωµένες και µετατράπηκαν αργότερα. Υπάρχουν ακόµη αρκετές άλλες εκκλησίες για τις οποίες γνωρίζουµε ότι ήταν σε χρήση στα χρόνια πριν από την πτώση της πόλης, αλλά για τις οποίες δεν διαθέτουµε µεταγενέστερες µαρτυρίες. Μπορούµε να υποθέσουµε ότι λεηλατήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν. Σ' αυτές περιλαµβάνονταν οι εκκλησίες στην περιοχή του παλαιού αυτοκρατορικού παλατιού και γύρω από την ακρόπολη, όπως η Νέα Βασιλική του Βασιλείου Α', ή ο Άγιος Γεώργιος των Μαγγάνων314. Αλλά η ιστορία των εποµένων ετών δείχνει ότι ένας αριθµός εκκλησιών παρέµεινε σε χριστιανικά χέρια και αυτές φαίνεται ότι έµειναν άθικτες. Η µεγάλη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, δεύτερη σε µέγεθος και φήµη µόνο ως προς την Αγία Σοφία, παραδόθηκε από το σουλτάνο στον πατριάρχη Γεννάδιο για δική του χρήση, µε τα κειµήλιά της ακέραια, αφού µπόρεσε να τα πάρει µαζί του όταν εγκατέλειψε εκούσια το κτίριο λίγους µήνες αργότερα. Η εκκλησία της Παµµακάριστου, στην οποία µετακινήθηκε στη συνέχεια, λειτουργούσε ως εκκλησία γυναικείας µονής, η οποία είχε παραµείνει ανενόχλητη. Όταν την παρέλαβε µπόρεσε να µετακινήσει τις καλόγριες µε τα ιερά τους κειµήλια στην κοντινή εκκλησία και µονή του Αγίου Ιωάννη στον Τρούλλο315. Όχι πολύ µακρυά, στις παρυφές της συνοικίας των Βλαχερνών, η εκκλησία του Αγίου ∆ηµητρίου Καναβού έµεινε άθικτη. Σε ένα άλλο σηµείο της πόλης η εκκλησία της Περιβλέπτου στα Ψαµµαθεία παρέµεινε ελληνική µέχρι τα µέσα του δέκατου έβδοµου αιώνα, όταν ο σουλτάνος Ιµπραήµ την έδωσε στους Αρµενίους για να ευχαριστήσει την Αρµένισσα ευνοούµενή του, µια εύσωµη κυρία γνωστή ως Σεκέρπαρτσε, ή «κοµµάτι ζάχαρης». Ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσιών, εκεί κοντά, ήταν άθικτος. Οι εκκλησίες του Λιβός, του Αγίου Ιωάννη στο Στούδιον και του Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει φαίνεται ότι παρέµειναν σε χριστιανική χρήση µέχρις ότου µετατράπηκαν σε τζαµιά σε µεταγενέστερες βασιλείες. Η εκκλησία της γυναικείας µονής του Μυρελαίου φαίνεται ότι εξακολουθούσε να παραµένει εκκλησία µέχρι τα τέλη του δέκατου πέµπτου αιώνα316. Περίπου την ίδια περίοδο µια εκκλησία αφιερωµένη στον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή εγκαταλείφθηκε επειδή θεωρήθηκε ότι βρισκόταν πολύ κοντά σε ένα τζαµί που είχε ανεγερθεί πρόσφατα317.
142
Πώς συνέβη αυτές οι εκκλησίες να µπορέσουν να διατηρηθούν; Το ερώτηµα επρόκειτο να προβληµατίσει σύντοµα τους Τούρκους. Το 1490 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β' απαίτησε την παράδοση της πατριαρχικής εκκλησίας, της Παµµακαρίστου. Ο πατριάρχης, ο ∆ιονύσιος Α', κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο Μωάµεθ Β' είχε παραχωρήσει οριστικά την εκκλησία στο πατριαρχείο. Ο σουλτάνος υποχώρησε, αφού διέταξε να αφαιρεθεί ο σταυρός στην κορυφή του τρούλλου, αλλά αρνήθηκε να απαγορεύσει στους αξιωµατούχους του να καταλάβουν άλλες εκκλησίες318. Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα ο σουλτάνος Σελήµ Α', που αντιπαθούσε το Χριστιανισµό, ανέφερε στον τροµοκρατηµένο βεζίρη του ότι όλοι οι Χριστιανοί έπρεπε να προσηλυτιστούν δια της βίας στο Ισλάµ. Όταν του είπαν ότι αυτό δεν ήταν εφαρµόσιµο, διέταξε τουλάχιστον όλες οι εκκλησίες τους να κατασχεθούν. Ο βεζίρης προειδοποίησε τον πατριάρχη Θεόληπτο Α', ο οποίος, χάρη σ' έναν έξυπνο δικηγόρο, ονόµατι Ξενάκη, κατόρθωσε να φέρει ενώπιον του σουλτάνου τρεις γενιτσάρους, καθέναν τους περίπου εκατό ετών. Ο Θεόληπτος παραδέχθηκε ότι δεν διέθετε γραπτό φιρµάνι για την προστασία των εκκλησιών, καθώς είχε καεί σε µια πυρκαγιά στο πατριαρχείο. Οι τρεις όµως γενίτσαροι που τρέκλιζαν ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι βρίσκονταν στη σωµατοφυλακή του Πορθητή σουλτάνου όταν περίµενε να εισέλθει θριαµβευτικά στην πόλη, και είχαν δει έναν αριθµό προκρίτων από διάφορα µέρη της πόλης να έρχονται σ' αυτόν φέρνοντας τα κλειδιά των συνοικιών τους ως σύµβολα παράδοσης. Γι' αυτό το λόγο ο Μωάµεθ τους είχε επιτρέψει να κρατήσουν τις εκκλησίες τους. Ο σουλτάνος Σελήµ δέχθηκε αυτές τις αποδείξεις, επιτρέποντας ακόµη στους Χριστιανούς να ξανανοίξουν δύο ή τρεις εκκλησίες (τα ονόµατά τους δεν παραδίδονται) τις οποίες είχαν κλείσει οι αξιωµατούχοι του319. Το ζήτηµα εγέρθηκε και πάλι το 1537, από το Σουλεϊµάν το Μεγαλοπρεπή. Ο πατριάρχης Ιερεµίας Α' παρέπεµψε τότε το σουλτάνο στις αποφάσεις του Σελήµ Α'. Ο Σουλεϊµάν συµβουλεύθηκε τον Σεϊχουλ-Ισλάµ, την ανώτερη µουσουλµανική νοµική αυθεντία. Ο σεΐχης διακήρυξε ότι: «απ' όσο είναι γνωστό η πόλη κατακτήθηκε δια της βίας. Αλλά το γεγονός ότι στους Χριστιανούς αφέθηκαν οι εκκλησίες τους αποδεικνύει ότι παραδόθηκε µε συνθηκολόγηση». Ο Σουλεϊµάν, που ήταν ο ίδιος καλός νοµικός, δέχθηκε αυτή τη γνωµάτευση, και για µία ακόµη φορά οι εκκλησίες αφέθηκαν στην ησυχία τους320. Μεταγενέστεροι σουλτάνοι ήταν λιγότερο ενδοτικοί. Το 1586 ο Μουράτ Γ' προσάρτησε την Παµµακάριστο και τον δέκατο όγδοο αιώνα παρέµεναν στα χέρια των Χριστιανών µόνο τρεις εκκλησίες πριν από την άλωση: ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσιών και ο Άγιος ∆ηµήτριος Καναβού, η πρώτη από τις οποίες επρόκειτο σύντοµα να καταστραφεί από σεισµό και η δεύτερη σύντοµα από φωτιά321, και η Παναγία των Μογγόλων, η οποία ενδέχεται να είχε προσαρτηθεί την εποχή της κατάκτησης, αλλά δόθηκε από τον Πορθητή σουλτάνο στον Έλληνα αρχιτέκτονά του, Χριστόδουλο, ο οποίος την παρέδωσε στις εκκλησιαστικές αρχές. Όταν την εποχή του Αχµέτ Γ' οι Τούρκοι προσπάθησαν να την προσαρτήσουν, ο δικηγόρος του πατριάρχη, ο ∆ηµήτριος Καντεµίρ, κατόρθωσε να δείξει στο βεζίρη, τον Αλή Κιοπρουλή, το φιρµάνι που την παραχωρούσε στο Χριστόδουλο322. Εξακολουθεί να παραµένει εκκλησία, αν και έπαθε ζηµιές κατά τις ανθελληνικές ταραχές του 1955.
143
Σε ποιο βαθµό µπορεί να θεωρείται αυθεντική η µαρτυρία των ηλικιωµένων γενιτσάρων του πατριάρχη κατά τη βασιλεία του Σελήµ; Ο ∆ηµήτριος Καντεµίρ, ένας Έλληνας µε ταταρικό αίµα και άνδρας µε τεράστια µόρφωση, έγραψε στα τέλη του δέκατου έβδοµου αιώνα µία Ιστορία της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, ένα έργο εξαιρετικής σηµασίας, καθώς χρησιµοποίησε κυρίως τουρκικές πηγές, αν και στην πραγµατικότητα σπάνια τις κατονοµάζει. Σ' αυτό το βιβλίο προβάλλει τη θεωρία ότι η Κωνσταντινούπολη στην πραγµατικότητα συνθηκολόγησε, αλλά ενώ οι αντιπρόσωποι του αυτοκράτορα συνόδευαν εκείνους του σουλτάνου στην πόλη, οι Χριστιανοί παρερµήνευσαν την κατάσταση και τους πυροβόλησαν. Έτσι οι εξαγριωµένοι Τούρκοι επιτέθηκαν στα τείχη. Γι' αυτό το λόγο ο σουλτάνος αποφάσισε ότι καθώς η πόλη είχε µισο-συνθηκολογήσει, οι Χριστιανοί µπορούσαν να κρατήσουν τις εκκλησίες τους στη µισή πόλη, στο µισό που εκτεινόταν από το Ακσεράι (το Φόρο του Ταύρου) µέχρι τα τείχη. Η ιστορία αποτελεί προφανώς επινόηση. Ο Καντεµίρ δηλώνει ότι την παρέλαβε από µια τουρκική πηγή, από τον ιστορικό Αλή. Στην πραγµατικότητα παρετίθετο στην
Πατριαρχική Ιστορία, η οποία είχε γραφεί έναν αιώνα νωρίτερα, αλλά ο συγγραφέας φαίνεται να αµφιβάλλει για την ειλικρίνειά της. Πιθανόν αποτελεί απόπειρα µερικών Τούρκων να εξηγήσουν γιατί οι Χριστιανοί είχαν διατηρήσει µερικές εκκλησίες. Η ιστορία εµφανίζεται στα έργα κάποιου Χουσεΐν Χεζαρφέν, λίγο παλαιότερου σύγχρονου του Καντεµίρ, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσο την επινόησε ή την παρέλαβε από κάποια πηγή γνωστή και στους δύο τους323. Αν και η ιστορία µπορεί να είναι παράλογη, ο παραλογισµός της δεν ακυρώνει την ιστορία των γέρων γενιτσάρων. Είναι απαραίτητο να θυµόµαστε την κατάσταση της Κωνσταντινούπολης εκείνη την περίοδο. ∆εν ήταν σαν µία σηµερινή πόλη, ένα συµπαγές σύνολο σπιτιών. Ακόµη και κατά τις ηµέρες της µεγαλύτερης ευηµερίας του Βυζαντίου οι διάφορες συνοικίες διαχωρίζονταν από πάρκα και περιβόλια. Το 1453, µε τον πληθυσµό της λιγότερο του ενός δεκάτου απ' όσο είχε τον δωδέκατο αιώνα, η πόλη ήταν πλέον ένα σύνολο χωριών, πολλά από τα οποία πρέπει να βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση από τα γειτονικά τους. Καθένα πιθανόν περιβαλλόταν από το δικό του φράχτη. Η συνοικία του Πετρίου περιβαλλόταν από πολύ καιρό από ένα ιδιαίτερο τείχος. Θα ήταν απόλυτα δυνατό, όταν διαδόθηκαν τα νέα ότι τα τείχη είχαν διασπασθεί, οι πρόκριτοι µερικών από αυτά τα χωριά να παραδοθούν αµέσως στους Τούρκους που έκαναν επίθεση επιτόπου. Όλα είχαν χαθεί και η περαιτέρω αντίσταση δεν είχε νόηµα. Ο επιτόπου διοικητής των Τούρκων θα έστελνε τους προκρίτους µε ασφαλή συνοδεία στο σουλτάνο για να ανακοινώσουν στο σουλτάνο την παράδοση, καθώς περίµενε κοντά στα τείχη. Ο Μωάµεθ είχε κρατήσει µερικά από τα έµπιστα στρατεύµατά του πίσω για να χρησιµοποιηθούν ως στρατιωτική αστυνοµία, και αναµφίβολα θα έστειλε µερικά από αυτά για να προστατεύσουν τα χωριά που είχαν παραδοθεί από τη λεηλασία. Όσα ανέφεραν οι γενίτσαροι ήταν στην πραγµατικότητα αλήθεια. Υπάρχουν µαρτυρίες που ενισχύουν αυτή την εκτίµηση. Στις αρχές του δέκατου έβδοµου αιώνα ο Εβλιγιά Τσελεµπί παρατήρησε ότι ορισµένοι ψαράδες του Πετρίου ήταν «απόγονοι των Ελλήνων που άνοιξαν τις πύλες του Πετρίου στο Μωάµεθ Β'», και «είναι απαλλαγµένοι ακόµη και σήµερα από κάθε είδους υποχρεώσεις, και δεν πληρώνουν τη δεκάτη στον επιθεωρητή της αλιείας»324. Το δέκατο όγδοο αιώνα ο Άγγλος περιηγητής Τζέηµς Ντάλλαγουεη παρατήρησε µία παράδοση, σύµφωνα µε την οποία, 144
«ενώ ο γενναίος Κωνσταντίνος υπερασπιζόταν την πύλη του Αγίου Ρωµανού σε µια απεγνωσµένη προσπάθεια, άλλοι πολιορκηµένοι, είτε από δειλία, είτε από απόγνωση, συνθηκολόγησαν µε τους κατακτητές και τους άνοιξαν τις πύλες του Φαναριού για να µπουν. Με αφορµή εκείνη την περίσταση έλαβαν από το Μωάµεθ Β' τη γειτονική συνοικία, µαζί µε ορισµένα προνόµια325. Εάν παρατηρήσουµε ποιες ήταν οι εκκλησίες που επέζησαν από την άλωση της πόλης, διαπιστώνουµε ότι βρίσκονταν όλες (µε µία εξαίρεση) είτε στη συνοικία του Πετρίου και του Φαναριού, είτε στα Ψαµµαθεία, κατά µήκος των νοτιοδυτικών κράσπεδων της πόλης. Συνεπώς είναι θεµιτό να υποθέσουµε ότι αυτές οι συνοικίες πράγµατι παραδόθηκαν έγκαιρα διατηρώντας έτσι τους χώρους λατρείας τους. Κατά πόσο οι κάτοικοι διατήρησαν επιπλέον τα σπίτια και την προσωπική τους ελευθερία είναι λιγότερο βέβαιο. Η περιγραφή από τον Κριτόβουλο της πόλης µετά τη λεηλασία αφήνει να εννοηθεί ότι καταστράφηκε εξ ολοκλήρου και ότι όλος ο επιζών πληθυσµός σκλαβώθηκε. Η Κωνσταντινούπολη όµως κάλυπτε µεγάλη έκταση. Η ασυλία µερικών απόκεντρων περιοχών ενδέχεται να πέρασε απαρατήρητη. Οπωσδήποτε φαίνεται ότι στην πόλη υπήρχαν πολίτες που ήταν σε θέση να εξαγοράσουν µερικούς από τους αιχµαλώτους. Ο σουλτάνος δεν επιθυµούσε να κληρονοµήσει µια εντελώς ερειπωµένη πόλη και, όπως επρόκειτο να αποδείξει, ανυποµονούσε να εµφανιστεί εξίσου ως αυτοκράτορας των Ελλήνων όσο και σουλτάνος των Τούρκων. Θα τον εξυπηρετούσε να κρατήσει µερικές συνοικίες για τους µελλοντικούς Έλληνες υπηκόους του και να τους αφήσει να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους εκεί. Η έγκαιρη παράδοση µερικών χωριών πίσω από τα τείχη θα ήταν βολική. Αυτό ίσως εξηγεί επιπλέον την τύχη της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Αυτό το µεγάλο οικοδόµηµα υψωνόταν δίπλα στον κύριο δρόµο που οδηγούσε από το τµήµα των τειχών µέσω του οποίου οι Τούρκοι είχαν µπει για πρώτη φορά στην πόλη προς την Αγία Σοφία και την περιοχή του Ιπποδρόµου και του παλαιού παλατιού. Από µπροστά της πρέπει να πέρασαν αναρίθµητοι από τους θριαµβευτές στρατιώτες, και φαίνεται απίστευτο ότι δεν µπήκαν µέσα και δεν την λεηλάτησαν, εκτός εάν παρεµποδίστηκαν δια της βίας. Συνεπώς ο Μωάµεθ πρέπει να είχε στείλει ειδικούς φρουρούς για να τη διασώσει. ∆εν µπορεί κανείς παρά να υποθέσει πως είχε ήδη αποφασίσει ότι, αν και η Αγία Σοφία, ως επίσηµη µητρόπολη της αυτοκρατορίας, θα έπρεπε να µετατραπεί σε τζαµί, για να αποδείξει ότι οι Τούρκοι ήταν πλέον η αυτοκρατορική εξουσία, οι Έλληνες, ως ο δεύτερος λαός της αυτοκρατορίας του, θα µπορούσαν να διατηρήσουν τη δεύτερη µεγάλη εκκλησία. Φαίνεται ότι την παραχώρησε χωρίς δισταγµό στον πατριάρχη µέσα σε µερικές ηµέρες από την άλωση της πόλης. Το γεγονός ότι αργότερα ο πατριάρχης την εγκατέλειψε µε τη θέλησή του είναι άσχετο326. Έτσι, αν και η ιστορία του Καντεµίρ για την παράδοση της Κωνσταντινούπολης είναι σαφώς φανταστική, οι δικηγόροι του σουλτάνου Σουλεϊµάν δεν ήταν γελοίοι όταν γνωµάτευσαν ότι η πόλη είχε ταυτόχρονα καταληφθεί εξ εφόδου και παραδοθεί.
145
Συντοµογραφίες CSHB: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Βόννη, 1828-1897. MPG: Migne, Patrologia Graeco-Latina, Παρίσι, 1859-1866. Muratori, R.I.Ss: Muratori, Rerum Italicarum Scriptores, Μιλάνο, 1723-1751.
146
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ι . ΣΥ ΛΛ ΟΓΕ Σ Π ΗΓΩ Ν Ellissen, Α. Analekten der mittel - und neugriechischen Literatur, 5 τ., Λειψία, 1855-62. Giese, F. Die altosmanischen anonymen Chroniken, Μπρεσλάου, 1922. Jorga, N. Notes et extraits pour servir à l'Histoire des Croisades au XVe. siècle, 6 τ., Παρίσι Βουκουρέστι, 1899-1916. Khitrowo, Β. de. Itinéraires russes en Orient, Société de l'Orient latin, série géographique 5, Γενεύη, 1889. Krekic, B. Regestes des archives de Raguse, in Dubrovnik (Raguse) et le Levant au moyen age. Βλ. βιβλιογραφία III. Λάµπρος Σ. Π. Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, 4 τ., Αθήνα, 1912-30. Legrand, Ε. Recueil de chansons populaires grecques, Παρίσι, 1874. Leunclavius (Löwenklaw), J. Annales Sultanorum Othmanidarum, Φρανκφούρτη, 1588. Leunclavius (Löwenklaw), J. Historiae Musulmanae Turcorum, Φρανκφούρτη, 1591. Martene, Ε. και Durand, U. Thesaurus novus anecdotorum, 5 τ., Παρίσι, 1717. MIGNE, J. P. Patrologiae cursus completus. Series Graeco-Latina, 167 τ., Παρίσι, 1857-76. Müller, C. Fragmenta historicorum Graecorum, 5 τ., Παρίσι, 1878-85. Muratori, L. A. Rerum Italicarum scriptores, 25 τ., Μιλάνο, 1723-51. Notices et extraits des manuscripts de la Bibliothèque du Roi (la Bibliothèque Nationale). Παρίσι, 1877 κ. εξ. Raynaldi, Ο. Annales ecclesiastici, συνέχεια του Baronius, Annales Ecclesiastici, 15 τ., Λούκκα, 1747-56. Sansovino, F. Historia universale dell' origine et imperio de' Turchi, 3 τ., Βενετία, 1646. Σαθας Κ. Ν. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 7 τ., Αθήνα, 1872-94. Thiriet, F. Régestes de deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, 3 τ., ΠαρίσιΧάγη, 1959-61.
I I. ΑΤ Ο ΜΙ ΚΕ Σ Π ΗΓΕ Σ Αβρααµ της Άγκυρας. Mélodie Elégiaque sur le prise de Stambol (µτφρ. M. Brosset, στο Lebeau,
Histoire du Bas-Empire, Επιµ. Saint-Martin, xxi, 1836). Βλ. Βιβλιογραφία, µέρος III, πιό κάτω. Αδάµ της Ουσκ. Chronicon (επιµ. Ε. Μ. Thompson), Λονδίνο, 1904. Αλέξανδρος, γραφέας. Voyage à Constantinople (1393), στο Khitrovo, Itinéraires russes en 147
Orient. Ali, Konh-ul-Akhbar. 4 τ., Κωνσταντινούπολη, A. H. 1284, 1867. Άλωσις της Κορδύλης, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, no. 51. Άλωσις της Τραπεζούντος, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, no. 49. Αναγνώστης Ιωάννης. De Thessalonicensi excidio narratio. Βλ. πιο κάτω, Φραντζής. 'Anonymous Giese'. Tarih Ali Osman, στο Giese, Die altosmanischen anonymen Chroniken. Ashikrashazade (Derwisch Ahmed, genannt 'Asik-Pasa-Sohn). Von Histenzelt zur Hohen Pforte, extracted from Tarih Ali Osman (επιµ. και µτφρ. R. F. Kreutel), Γκράτς, 1959. Barbaro, Ν. Giornale dell' assedio di Constantinopoli (επιµ. Ε. Cornet), Βιέννη, 1856. Bartholomaeus de Jano. Epistola de Crudelitate Turcorum. (M.P.G., CLVIII, 1866). Bartholomaeus della Pugliola. Historia miscella Bononiensis. (Muratori, R.I.Ss., XVIII, 1731). Βησσαρίων, Καρδινάλιος. Επιστολή στο δόγη της Βενετίας, στο Jorga, Notes et Extraits, II 1899. Κάλλιστος, Ανδρόνικος. Monodia de Constantinopoli Capta. (M.P.G., CLXI, 1886). Καµαριωτης, Ματθαίος. De Constantinopoli capta narratio lamentabilis. (M.P.G., CLX, 1866). Cambini, A. Della origine de Turchi et Imperio delli Ottomanni, Φλωρεντία, 1537. Κανανος, Ιωάννης. De Constantinopoli Oppugnata. Βλ. Φραντζής, πιο κάτω. Καντακουζηνός, Ιωάννης. Historia (επιµ. L. Schopen, CS.H.B., 1828-1832). Χαλκοκονδύλης, Λαονικος. De Origine ac rebus gestis Turcorum (επιµ. E.Bekker, C.S.H.B., 1843). Chronica Minora (Βραχέα Χρονικά) (επιµ. Σ. Λάµπρος), Αθήνα, 1932. Chronicon Estense. (Muratori, R.I.Ss., XV, 1729). Χρονικόν περί των Τούρκων Σουλτάνων (επιµ. Γ. Τ. Ζώρας), Αθήνα, 1958. Clavijo, R. Gonzales de. Diary (µτφρ. G. Le Strange), Λονδίνο, 1928. Κριτοβουλος. De rebus gestis Mechemetis, Müller, Fragmenta historicorum, V. 1883, επίσης, Kritovoulos, History of Mehmed the Conqueror (µτφρ. C. T. Riggs). Πρίνστον, 1954. Description de Constantinople (1424-53), στο Khitrowo, Itinéraires russes en Orient. Dolfin, Zorzi. Assedio e presa di Constantinopoli neIl' anno 1453 (επιµ. G. M. Thomas), Μόναχο, 1868. ∆ούκας, Μιχαήλ (;). Historia Turco-Byzantina (επιµ. V. Grecu), Βουκουρέστι, 1948, επίσης επιµ. Becker, C.S.H.B., 1834. Ecthesis Chronica (επιµ. Σ. Λάµπρου), Λονδίνο, 1902. Ευγενικός, Ιωάννης. Varia, στο Λάµπρο, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά I, 1912. Evliya Chelebi. Seyahatname, Narrative of Travels, µτφρ. J. von Hammer (2 τ.), Λονδίνο, 1834. 148
Επίσης αποσπάσµατα στο Turkova, 'Le siège de Constantinople'. Βλ. βιβλιογραφία III, πιο κάτω. Filelfo (Philelphus), F. Cent-dix lettres grecques de François Philelfe (επιµ. Ε. Legrand), Παρίσι, 1892. Filelfo (Philelphus), F. Επιστολή στο βασιλιά της Γαλλίας, στο Jorga, Notes et Extraits. Φραγκιςκανοι,. Ηγούµενός τους. Rapporte (Muratori, R.I.Ss., XVIII, 1731). Φρειδερίκος Γ', Αυτοκράτορας. Επιστολές στο σουλτάνο, στο Jorga, Notes et Extraits, II, 1899. Γεννάδιος, Γεώργιος Σχολαριος. Oeuvres complètes de Gennade Scholarios (επιµ. L. Petix, X. A. Sidéridès και M. Jugie, 8 τ.) Παρίσι, 1928-1936. Ιεραξ. Chronicon, στο Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Ι, 1872. Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos (επιµ. Ε. Bekker, C.S.Η.Β., 1849). Ibn Battuta. Voyages (επιµ. C. Defrémery και Β. R. Sanguinetti, 4 t.). Παρίσι, 1893. Ισίδωρος της Ρωσίας, Καρδινάλιος. Επιστολή στον πάπα Νικόλαο Ε' (M.P.G., CLIX, 1866). Επιστολή προς όλους τους πιστούς, στο Sansovino, Historia Universale, III. La Marche, Olivier de. Mémoires (επιµ. H. Beaune και J. d' Arbaumont, 4 τ.), Παρίσι 1883-8. Λεοναρδος της Χίου, Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης. Epistola ad Papam Nicolaum V. (M.P.G., CLIX, 1866). Ιταλική εκδοχή στο Sansovino, Historie Universale, III. Λεοναρδος της Χίου. De Lesbo a Turcis Capta (επιµ. C. Hopf). Ρέγκενσµπουργκ, 1866. Montaldo, Α. de. Della Conquista di Constantinopoli per Maometto II (επιµ. C. Desimoni); Atti della Società Ligure de Storia Patria, Χ, Γένοβα 1874. Nestor Iskander. The Tale of Tsargrad (σε παλαιά Σλαβονική) (επιµ. Archimandrite Leonid). Memoirs of Ancient Literature and Art, Society of Amateurs of Ancient Literarture. Αγ. Πετρούπολη, 1886. Νοταράς Λουκάς. Epistolae (M.P.G., CLX). Notitiae de Portis Constantinopolitanis (επιµ. Preger και Benescevic), B.Z., XXI, XXIII. 1921, 1923. Φραντζής (Σφραντζης) Γεώργιος. Chronicon (επιµ. Ε. Bekker, C.S.H.B., 1838), περιλαµβάνει επίσης τον Αναγνώστη και τον Κανανό. Βλ. πιο πάνω. Prus II, Πάπας, Opera Omnia. Βασιλεία, 1551. Ποντεςτα του Πέραν. Epistola de excidio Constantinopolitano (επιµ. S. de Sacy). Notices et Extraits de la Bibliothèque du Roi, XI. 1827. "Πολωνός Γενίτσαρος" (Μιχαήλ Κωνσταντίνοβιτς από την Οστρόβιτσα). Memoirs (σε παλαιά Σλαβονική) στο Α. Galezowsky, Zbior Pisarzow Polskieh, V, Βαρσοβία, 1929. Pusculus, Ubertino. Constantinopoleos libri IV, στο Ellissen, Analekien der mittel - und neugriechischen Literatur, III, 1857. 149
RiccHERio, Cristoforo. La presa di Constantinopoli, στο Sansovino, Historie Universale, III. Sa'ad ed-Din. The Capture of Constantinople from the Taj ut-Tevarikh (µτφρ. Ε. J. W. Gibb). Γλασκώβη, 1879. Sanudo, M. Vitae Ducum Venetorum (Muratori, R.I.Ss., XXII, 1733). Spandugino Cantacuzino, T. Discorso dell' origine de Principi Turchi, στο Sansovino, Historia Universale, II. Taci Beyzade (Tag Beg-zäde Ca'fer Celebi). Fethnäme-i Istanbul, Revue Historique publiée par l' Institut d' histoire Ottomane, Κωνσταντινούπολη, 1913. Tafur, Pero. Travels (επιµ. και µτφρ. Μ. Letts). Λονδίνο, 1926. Σλαβικό Χρονικό (σε Παλαιά Σλαβονική) Conquest of Tsarigrad (επιµ. J. J. Sreznevsky), ∆ηµοσιεύσεις της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αγ. Πετρούπολης, 2ο τµήµα, Ι, Αγ. Πετρούπολη 1854. Ρωσική και Ρουµανική εκδοχή στο Jorga, 'Une source négliqée de la prise de Constantinople'. Βλ. βιβλιογραφία III, πιο κάτω. 'Terre Hodierne Grecorum et dominia secularia et spiritualia ipsorum' (ΕΠΙΜ. Σ. Λάµπρος) Νέος Ελληνοµνήµων VII. Αθήνα 1910. Tetaldi, Jacobo (Edaldy, Jacques). Informations envoyées tant par Francisco de Franc a Mgr. le Cardinal d' Anignon, que par Jehan Blanchin et Jacques Edaldy, marchant florentin, de la prise de Constantinople, à laquelle le dit Jacques estoit personellement, στο Martène and Durand, Thesaurus novus anecdotorum, I, 1717. Θάνατος του Κωνσταντίνου ∆ράγαζη, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, no. 48. Tursun Bey. Chronicle (επιµ. Mehmet Arif), Revue Historique publiée par l'institut d'Historie Ottomane, τµ. 26-38, Κωνσταντινούπολη, 1914-10. Villalon, C. de. Viaje de Turquia (επιµ. A. G. Solalinde), 2 τ., Μαδρίτη, Βαρκελώνη, 1919.
I II . ΣΥ ΓΧ ΡΟ ΝΑ Ε ΡΓΑ Ahmed Muktar Pasha. The Conquest of Constantinople and the establishment of the Ottomans in Europe. Λονδίνο, 1902. Alderson, A. D. The Structure of the Ottoman Dynasty. Οξφόρδη, 1956. Αµαντος Κ. 'La prise de Constantinople', Le Cinq-Centième Anniversaire de la Prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série. Αθήνα 1953. Andreeva, M. 'Zur Reise Manuels II Palaiologos nach West-Europa', B.Z., xxxiv. 1934. Argenti, P. The Occupation of Chios by the Genoese, 3 τ., Καίµπριτζ, 1958. Atiya, A. S. The Crusade in the later Middle Ages. Λονδίνο, 1938.
150
Atiya, A. S. The Crusade of Nicopolis. Λονδίνο, 1934. Babinger, F. Beitrage zur Frühgeschichte der Turkenherrschaft in Rumelien. Μπρουν-ΜόναχοΒιέννη, 1944. Babinger, F. Die Geschichtsschreiber der Osmanen und ihre Werke. Λειψία, 1927. Babinger, F. Mehmed der Eroberer und seine Zeit. Μόναχο, 1953. Babinger, F. Article 'Orkhan', Encyclopaedia of Islam, III. Babinger, F. "Von Amurath zu Amurath. Vor- und Nechspiel der Schlacht bei Varna', Oriens, III. Λέυντεν, 1950. Bakalopulos, A. 'Les limites de l'Empire Byzantin depuis la fin du XlVe siècle jusqu'à sa chute', B.Z., LV, I. 1962. Baudrillart, Vogt και Rouzies (επιµ., Dictionnaire d' histoire et de géographie ecclésiastique, Παρίσι, 1911) (σε εξέλιξη). Beck, H. G. 'Humanismus und Palamismus', XII Congrès International des Études Byzantines, Rapports, III. Αχρίδα, 1961. Beck, H. G. Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich. Μόναχο, 1959. Beck, H. G. Theodores Metochites. Μόναχο, 1952. Beckwith, J. The Art of Constantinople. Λονδίνο, 1962. Berger de Xivrey, M. Mémoire sur la vie et les ouvrages de l' Empereur Manuel Paléologue. Παρίσι, 1861. Birge, J. K. The Bektashi Order of Dervishes. Λονδίνο, 1937. Bratianu, G. I. Études Byzantines, d'histoire économique et sociale, Παρίσι, 1938. Brehier, L. Λήµµα 'Bessarion', στο Baudrillart, Dictionnaire d' histoire et de géographie ecclésiastique. Βλ. πιο πάνω. Brehier, L. Le Monde Byzantin, I: Vie et mort de Byzance. Παρίσι, 1947. Cahen, C. 'La campagne de Mantzikert d' après les sources mussulmanes', Byzantion, IX. Βρυξέλλες, 1934. Cahen, C. 'The Mongols', στο History of the Crusades (επιµ. Setton), II. (Βλ. πιο κάτω). Cahen, C. 'The Selchukid state of Rum' στο History of the Crusades (επιµ. Setton), Ι. (Βλ. πιο κάτω). Cahen, C. 'The Turkish invasion: the Selchukids', στο History of the Crusades (επιµ. Setton), II. (Βλ. πιο κάτω). Cambridge Medieval History, IV. The Eastern Roman Empire, 717-1453. Καίµπριτζ, 1923.
151
Cantemir, D. History of the Othman Empire (µτφρ. Ν. Tindal). Λονδίνο, 1734. Charanis, P. 'The strife among the Palaeologi and the Ottoman Turks'. Byzantion, XVI, Ι. Βοστώνη, 1944. Concasty, M. L. 'les "Informations" de Jacques Tedaldi', Byzantion, XXIV. Βρυξέλλες, 1954. Csuday, F. Die Geschichten der Ungarn, Zool. Βερολίνο, 1899. Cuspinian, J. De Turcarum origine. Λέυντεν, 1634. Dalloway, J. Constantinople ancient and modem, Λονδίνο, 1797. Delaville Le Roulx, J. La France en Orient au XIVe Siècle, 2 τ. Παρίσι, 1886. ∆ιαµαντόπουλος, Α. Ν. 'Γεννάδιος ο Σχολάριος ως ιστορική πηγή των περί την άλωσιν χρόνων', Ελληνικά, IX. Αθήνα, 1926. Diehl, C. 'De quelques croyances byzantines sur la fin de Constantinople', B.Z., XXX. 1930. Encyclopaedia of Islam (επιµ. Houtsman, Arnold και Basset), 4 τ. Λέυντεν - Λονδίνο, 1913-34. Encyclopaedia of Islam (new edition, επιµ. Lewis, Pellat και Schacht). Λονδίνο, 1955 (σε εξέλιξη). Finlay, G. A history of Greece (επιµ. Η. F. Tozer), III. Οξφόρδη, 1877. Fuchs, F. Die höheren Schulen von Konstantinopel im Mittelalter, Byzantinische Archiv, VIII. Λειψία- Βερολίνο, 1926. Gegaj, A. L'Albanie et l'invasion turque au XVe siècle Παρίσι, 1937. Gibbon, E. Decline and Fall of the Roman Empire (επιµ. J. B. Bury), 7 τ., Λονδίνο. 1896-1900. Gill, J. The Council of Florence, Καίµπριτζ 1959. Grecu, V. 'La chute de Constantinople dans la littérature populaire roumaine'. Byzantinoslavica, XIV. Πράγα, 1953. Grecu, V. 'Pour une meilleure connaissance de l'historien Doukas', Memorial Louis Petit. Βουκουρέστι, 1948. Grunzweig, A. 'Philippe le Bon et Constantinople', Byzantion, XXIV. Βρυξέλλες, 1954. Guilland, R. 'Les appels de Constantin XI Paleologue à Rome et à Venise pour sauver Constantinople', Byzantinoslavica, XIV. Πράγα, 1953. Gyllius, P. De topographia Constantinopoleos. Λυών, 1561. Halečki, O. 'Rome te Byzance au temps du grand schisme d' Occident', Collection Theologica, XVIII. Λβωφ, 1937. Halečki, O. The Crusade of Varna. Ν. Υόρκη, 1943. Halečki, O. Un Empereur de Byzance à Rome. Βαρσοβία, 1930. Hammer-Purgstall, J. von. Geschichte des Osmanischen Reiches, 10 τ., Πέστη, 1827-1835. 152
Hasluck, F. W. Athos and its Monasteries, Λονδίνο, 1924. Heyd, W. Histoire du commerce du Levant au moyen âge (νέα έκδοση), 2 τ. Λειψία, 1936. Hill, G. A History of Cyprus, 3 τ., Καίµπριτζ, 1940-8. Historians of the Middle East (επιµ. Β. Lewis και R. M. Holt), Λονδίνο, 1962. History of the Crusades (επιµ.. R. M. Setton), Φιλαδέλφεια, 1955 κ.εξ. Hopf, C. Geschichte Griechenlands von Beginn des Mittelaltes bis auf unserer Zeit, 2 τ., Λειψία, 1870-1. Houtsma, Μ. Τ. Λήµµα, 'Tughrilbeg', Encyclopaedia of Islam, IV. Huart, C. Λήµµα 'Janissaries', Encyclopaedia of Islam, II. Huber, A. Geschichte Österreichs, 5 τ., Γκότα, 1885-96. Υψηλάντης, Α. Κ. Τα µετά την άλωσιν (επιµ. Α. Γερµανός) Κωνσταντινούπολη, 1870. Inalcik, Η. Λήµµα 'Bayazed I', Encyclopaedia of Islam (νέα έκδοση) Ι. Inalcik, Η. Fatih Devri üzerinde tetikler ve vesikalar, Ι. Άγκυρα, 1954. Inalcik, H. 'Mehmed the Conqueror (1432-1481) and his time', Speculum. ΧΧΧV. Καίµπριτζ, Μασσ., 1960. Inalcik, Η. Ottoman methods of conquest', Studia Isleunica.ll. Παρίσι, 1954. Janin, R. Constantinople Byzantine. La géographie ecclésiastique de l'empire byzantine, Pt. I, iii, Les églises et les monastères. Παρίσι, 1953. JireCek, Κ. Geschichte der Serben, 2 τ. Γκότα, 1911-15. Jorga, Ν. Byzance après Byzance. Βουκουρέστι, 1935. Jorga, Ν. Geschichte des osmanischen Reiches, 2 τ. Γκότα, 1908-9. Jorga, Ν. Histoire des Roumains, 4 τ. Βουκουρέστι, 1937. Jorga, Ν. 'Une source négligée de ia prise de Constantinople', Académie Roumaine, Bulletin de la Section Historique, XIII. Βουκουρέστι 1927. Khairullah Effendi. Ta'rikh, Κωνσταντινούπολη, 1851. Κολιας, Γ. 'Constantin Paleologue, le dernier défenseur de Constantinople,' Le Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série. Αθήνα 1953. KöprülU, M. F. Les origines de l'empire ottoman. Παρίσι, 1935. Kramers, J. H. Λήµµα 'Othman I', Encyclopaedia of Islam, I. Kramers, J. Η. Λήµµα 'Muhammad I', Encyclopaedia of Islam, III. Kramers, J. H. Die Eroberung von Konstantinopel im 13 und 15 Jahrhunderts durch die 153
Kreuzfahren, durch die nicaeischen Griechen und durch die Türken. Χάλλε 1870. Krekic, B. Dubrovnik (Raguse) et le Levant au moyen âge. Παρίσι - Χάγη, 1961. Κυρου, Α. Βησσαρίων ο Έλλην, 2 τ. Αθήνα, 1947. Λάµπρος, Σ. 'O Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ως σύζυγος', Νέος Ελληνοµνήµων, IV. Αθήνα, 1907. Λάµπρος, Σ. 'Aι εικόνες Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου', Νέος Ελληνοµνήµων, III και IV. Αθήνα, 1906-7. Λάµπρος, Σ. 'Συνθήκη µεταξύ Ιωάννου του Παλαιολόγου και του δουκός της Βενετίας Φραγκίσκου Φόσκαρη', στο Νέο Ελληνοµνήµονα, Ι. Αθήνα, 1904. Λαςκαρις, Μ. Vizantiske princeze u srednjevekovnoj Srbiji. Βελιγράδι 1926. Laurent, I. Byzance et les Turcs Seldjoucides jusqu'en 1081, Νανσύ, 1913. Laurent, V. 'Sphrantzes et non Phrantzes', B.Z., XLIV. 1951. Lebeau, C. Histoire du Bas-Empire (επιµ. J. Saint-Martin), 21 τ. Παρίσι, 1824-1836. Leigh Fermor, P. The Traveller's Tree. Λονδίνο, 1950. Lemerle, P. L' Emirart d'Aydin: Byzance et l' Occident. Παρίσι, 1937. Loenertz, R. J. 'Autour du Chronicon Maius attribué à Georgios Phrantzes', Miscellanea Mercati, III, Studi i Testi Vaticani, CXXIII. Ρώµη, 1946. Leonertz, R. J. 'Pour la biographie du Cardinal Bessarion', Orientalia Christiana Periodica, Χ. Ρώµη, 1944. Marinescu, C. 'Le Pape Calixte III, Alphonse V d' Aragon, roi de Naples, et Γ offensive contre les Turcs', Académie Roumaine, Bulletin de la Section Historique, XIX. Βουκουρέστι, 1935. Marinescu, C. 'Notes sur quelques ambassadeurs byzantins en Occident à la veille de la chute de Constantinople sous les Turcs', Annuaire de l'Institut de Philologie et de l'Histoire Orientales et Slaves, Χ. Βρυξέλλες, 1950. Masai, F. Plethon et le Platonisme de Mistra. Παρίσι, 1956. Masso Torrents, I. '40 Octaves à la porte de Constantinople', Εις µνήµην Σ. Λάµπρου. Αθήνα, 1938. Medlin, W. Κ. Moscow and East Rome. Γενεύη, 1952. Mercati, G. 'Scritti d' Isidore il Cardinale Ruteno', Studi i Testi, ΧLVI.Ρώµη 1926. Meyendorff, J. Introduction à l'étude de Grégoire Palamas. Παρίσι, 1959. Mijatovich, C. Constantine, last Emperor of the Greeks. Λονδίνο, 1892. Miller, W. Essays on the Latin Orient,. Καίµπριτζ, 1921. Miller, W. 'The Balkan States', Cambridge Medieval History, IV.
154
Miller, W. The Latins in the Levant. Λονδίνο, 1908. Miller, W. Trebizond, the last Christian Empire. Λονδίνο, 1926. Moravcsik, G. Byzantine - Turcica, 2 τ. Βουδαπέστη, 1942-3. Mordtmann, Α. Λήµµα 'Dewshirne', Encyclopaedia of Islam, I. Mordtmann, A. 'Die letzten Tage von Byzanz', Mitteilungen des deutschen Exkursions-Klub, Κωνσταντινούπολη, 1893 ανατ. 1895. Mordtmann, A. Esquisse topographique de Constantinople. Λίλλη, 1892. Mordtmann, A. Die Belagerung und Eroberung Constantinopels durch die Türken im Jahre 1453. Στουτγάρδη - Αουγκσµπουργκ, 1858. Moschopoulos, Ν. 'La prise de Constantinople selon les sources turques', Le Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L' Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série, Αθήνα, 1953. Norden, W. Das Papsttum und Byzanz. Βερολίνο, 1903. Oman, C. W. C. History of the art of war in the Middle Ages, Β ' έκδοση, 2 τ. Λονδίνο, 1924. Ostrogorsky, G. History of the Byzantine State (µτφρ. J. Hussey), Οξφόρδη, 1955. Pall, F. 'Autour de la Croisade de Varna', Académie Roumaine, Bulletin de la Section Historique, XXII. Βουκουρέστι, 1941. Papadopoulos, A. T. Versuch einer Genealogie der Palaiologen. Αµστερνταµ, 1962. Papadopoulos, T. H. Studies and documents relating to the history of Greek church and people under Turkish domination. Βρυξέλλες, 1952. Πασπάτης, Α. Γ. Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Αθήνα, 1890. Pastor, L. History of the Popes from the close of the Middle Ages (µτφρ. F. I. Antrobus), 5 τ. Λονδίνο, 1891-8. Paulova, M. 'L' Empire byzantin et les Tchèques avant la chute de Constantinople', Byzantinoslavica, XIV. Πράγα, 1953. Pears, Ε. The destruction of the Greek Empire and the story of the capture of Constantinople by the Turks. Λονδίνο, 1903. Pears, E. 'The Ottoman Turks to the fall of Constantinople', Cambridge Medieval History, IV. Radonic, J. Djuradj Kastriot Skenderbeg i Albanija. Βελιγράδι, 1942. Runciman, S. 'Byzantine and Hellene in the fourteenth century', Τόµος Κωνσταντίνου Αρµενοπούλου. Θεσσαλονίκη, 1952. Runciman, S. 'The schisme between the Eastern and Western Churches', Anglican Theological Review, XLIV, 4. Έβανστον, 1962. 155
Schlumberger, G. Le siège, la prise et la sac de Constantinople en 1453. Παρίσι, 1926. Schneider, A. M. 'Die Bevölkerung Konstantinopels im XV Jahrhundert', Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen, Phil.-Hist. Klasse. Γκόττινγκεν, 1949. Sottas, J. Les Messageries Maritimes de Venise au XIVe et XVe siècles. Παρίσι, 1938. Stasiulevich, M. M. 'The siege and capture of Byzantium by the Turks' (στα Ρωσικά). Memories of the Imperial Academy of Science, znd division, Ι. Αγ. Πετρούπολη, 1854. Tafrali, Ο. 'Le siège de Constantinople dans les fresques des églises de Bukovine', Mélanges G. Schlumberger, II. Παρίσι, 1924. Tafrali, O. Thessalonique au quatorzième siècle. Παρίσι, 1913. Thiriet, F. La Romanie Vénitienne au moyen âge. Παρίσι, 1959. Τωµαδακης, Ν. Β. Έτούρκευσεν ο Γεώργιος Αµιρούτζης;' Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, XVIII. Αθήνα, 1948. Τωµαδακης, Ν. Β. 'Répercussion immédiate de la prise de Constantinople', Le Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, Fasciscule hors série. Αθήνα 1953. Τυπαλδος, Τ. Ε. 'Oι απόγονοι των Παλαιολόγων µετά την άλωσιν', ∆ελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος VIII. Αθήνα, 1922. Ulgen, Ali Saim. Constantinople during the era of Mohammed the Conqueror. Αγκυρα, 1939. Unbegaun, B. 'Les relations vieux-russes de la prise de Constantonple', Revue des Etudes Slaves, IX. Παρίσι, 1929. üzünscarsili, I. H. Osmanlî Tarihî, 3 τ. Αγκυρα, 1947-51. Van Millingen, A. Byzantine Churches in Constantinople. Λονδίνο, 1910. Van Millingen, A. Byzantine Constantinople: the walls of the City. Λονδίνο, 1899. Vasiliev, A. A. A History of the Byzantine Empire, 324-1453. Μάντισον, 1952. Vasiliev, A. A. 'Medieval ideas of the end of the world', Byzantion, XVI, 2. Βοστώνη, 1944. Vasiliev, A. A. 'The journey of the Byzantine Emperor Manuel II Palaeologus in Western Europe' (στα Ρωσικά), Journal of the Ministry of Public Instruction N.S. XXXIX. Αγ. Πετρούπολη, 1912. Vast, H. Le Cardinal Bessarion (1403-72). Παρίσι, 1878. Voigt, G. Enea Silvio Piccolomini als Papst Pius II und sein Zeitalter, 3 τ Βερολίνο, 1856-63. Βογιατζιδης, Ι. 'Το ζήτηµα της στέψεως Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου', Λαογραφία VII. Αθήνα, 1923. Walter, G. La Ruine de Byzance. Παρίσι, 1958. Wittek, P. Das Fürstentum Mentesche: Studien zur Geschichte Westkleinasiens im 13-15 Jahrhundert. Κωνσταντινούπολη, 1934. 156
Wittek, P. The rise of the Ottoman Empire. Λονδίνο, 1938. Yule, Η. The travels of Marco Polo (επιµ. Η. Cordier), 3 τ. Λονδίνο, 1902-20. Zakythinos, D. 'La prise de Constantinople, et la fin du Moyen Age' και 'La prise de Constantinople, tournant dans la politique et l'économie européennes', Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série. Αθήνα, 1953. Zakythinos, D. Le Despotat grec de Morée, 2 τ. Παρίσι, 1932-55. Ziegler, A. 'Isidore de Kiev, apôtre de l'Union florentine', Irenikon, XIII. Σεβετόν, 1936. Ζωρας, Γ. Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως. Αθήνα, 1959.
*
(Σ.τ.ε). Φυσικά από την εποχή της πρώτης έκδοσης του παρόντος έργου του Ράνσιµαν η βιβλιογραφία για την Άλωση έχει εµπλουτισθεί αισθητά. Μεταξύ των έργων που εκδόθηκαν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες αναφέρονται εδώ ενδεικτικά η µελέτη του D. Stacton, The World on the last Day: The Sack of Constantinople by the Turks, 29 May 1453; its Causes and Consequences (Λονδίνο 1965) και η τρίτοµη έκδοση µε ιταλική µετάφραση των πηγών της Άλωσης από τον Α. Pertusi: τ. Α'-Β', La caduta di Costantinopoli (Βερόνα 1976), τ. Γ' (επιµ. Α. Carile), Testi inediti e poco vidi sulla caduta di Costantinopoli (Μπολόνια, 1983). 1
Αδάµ της Ουσκ, Chronicon (εκδ. Thompson), σ. 57. Chronique du Religieux de Saint-Denis (εκδ. Bellaguet), σ. 756. Η καλύτερη περιγραφή του ταξιδιού του Μανουήλ παρατίθεται στο Βασίλιεφ, «Το ταξίδι του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου στη ∆υτική Ευρώπη» (στα Ρωσικά), στο Journal of the Ministry of Public Instruction, ν.σ. XXXIX, σσ. 41-78, 260-304. Βλ. επίσης Andreeva, "Zur Reise Manuels II Palaiologos nach West-Europa", BZ XXXIV, σσ. 37-47. Ο Halečki, "Rome et Byzance en temps du grand Schisme d' Occident", Collectio Theologica 18, σσ. 514 κ.εξ., ισχυρίζεται ότι ο Μανουήλ είχε µία συζήτηση µε τον πάπα Βονιφάτιο ΙΘ' το 1402. Τα στοιχεία φαίνονται ανεπαρκή, ο Μανουήλ πάντως έστειλε αντιπροσώπους στον πάπα το 1404. Αδάµ της Ουσκ, ό.π., σσ. 96-7. 2
Η σύγχρονη συνήθεια της διάκρισης µεταξύ του Γαλατά, της κάτω πόλης, από το Πέραν στην κορυφή του λόφου ήταν άγνωστη κατά το Μεσαίωνα. Τα δύο ονόµατα χρησιµοποιούνταν χωρίς διάκριση, µε το Πέραν συνήθως να θεωρείται η επίσηµη ονοµασία. 3
Για τη γενική κατάσταση εκείνη την περίοδο βλ. Ostrogorsky, History of the Byzantine State (µτφρ. Hussey), σσ. 425 κ.εξ.
4
Ostrogorsky, ό.π., σσ. 476-84.
5
Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωµαϊκή Ιστορία, CSHB, II, σσ. 797-8. Ιωάννης Καντακουζηνός, Historiae, CSHB, III, σσ. 49-53. Bartholomaeus della Pugliola, Historia Miscella (Muratori, RISs, XVIII, σ. 409), ο οποίος λέει ότι χάθηκαν τα δύο τρίτα του πληθυσµού της Κωνσταντινούπολης. Chronicon Estense (Muratori, RISs, XV), το οποίο υπολογίζει τους θανάτους σε οκτώ ένατα του πληθυσµού. Για την έκταση της αυτοκρατορίας τον δέκατο πέµπτο αιώνα βλ. Βακαλόπουλο, "Les limites de l' Empire byzantin", BZ LV, 2, σσ. 56-65. 6
Για την τέχνη των Παλαιολόγων βλ. Beckwith, The Art of Constantinople, σσ. 134 κ.εξ.
7
Γρηγοράς, ό.π,, II, σσ. 788-9.
8
Για το Μετοχίτη και την πνευµατική κίνηση της εποχής του βλ. Beck, Theodoros Metochites, passim.
9
Βλ. Meyendorff, Introduction a l'étude de Grégoire Palamas", όπως και Beck, "Humanismus und Palamismus", στο XIIe. Congrès International des Études Byzantines, Rapports, III. 10
Halečki, Un Empereur de Byzance a Rome, ιδίως σ. 205. Charanis, "The strife among the Palaeologi and the Ottoman Turks", Byzantion XVI, Ι, σσ. 287-93. 11
Για µια σύντοµη περίληψη των θεολογικών διαφορών βλ. Runciman, "The Schism between the Eastern and Western Churches", Anglican Theological Review XLIV, 4, σσ. 337-50. 12
Για τον Κυδώνη και τις επιδράσεις του βλ. Beck, Kirche und theologische Literatur im Byzantinischen Reich, σσ. 732-6.
13
Schneider, "Die Bevölkerung Konstantinopels im XV Jahrhundert", Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen, Phil.-Hist. Klasse, 1949, σσ.233-44. *
(Σ.τ.ε.) Πρόκειται για το τζικάνιον, µία πρόδροµη µορφή του πόλο που µεταφέρθηκε στο Βυζάντιο από την Περσία περί τον πέµπτο αιώνα. 14
Ibn Battuta, Voyages, εκδ. Defremery & Sanguinetti, II, ασ. 431-2. Gonzales de Clavijo, Diary, µτφρ. Le Strange, σσ. 8890. Bertrandon de la Broquiere, Voyage d'Outremer, εκδ. Schefer, σ. 153. Pero Tafur, Travels, µτφρ. Letts, σσ. 142-6. Ο
157
Γεννάδιος, Κωνσταντινουπολίτης ο ίδιος, ισχυρίζεται ότι η πόλη είχε χτυπηθεί από τη φτώχεια και ότι ήταν κατά το µεγαλύτερο µέρος ακατοίκητη: Oevres Completes de Gennade Scholarios, εκδ. Petit κ.ά., Ι, σσ. 287 και IV, σ. 405. 15
Tafrali, Thessalonique au quatorzieme siecle, σσ. 273-88. Ζακυθηνός, Le Despotat grec de Moree, II, 169-72.
*
(Σ.τ.ε.) Πρόκειται για ένα λάθος που επαναλαµβάνεται από αρκετούς βυζαντινολόγους. Στην πραγµατικότητα ο Ιωάννης δεν µπορούσε να φύγει από τη Βενετία λόγω οικονοµικής ένδειας και αδυναµίας να εξασφαλίσει ένα δάνειο. Ο Μανουήλ τον έσωσε φέρνοντας του χρήµατα που εξασφάλισε από τη Θεσσαλονίκη, όπου ηγεµόνευε ως δεσπότης. **
(Σ.τ.ε.) Την εσφαλµένη αυτή πληροφορία αναφέρει για πρώτη φορά ένας από τους τέσσερις «ιστορικούς της Άλωσης», ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Στην πραγµατικότητα την περίοδο κατά την οποία η Φιλαδέλφεια συνθηκολόγησε στο σουλτάνο Βαγιαζήτ Α' (α' µισό του 1390) ο Μανουήλ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου προσπαθούσε να καταστείλει το κίνηµα του ανιψιού του Ιωάννη Ζ', ο οποίος τότε δοκίµασε να καταλάβει την εξουσία διά της βίας. ***
(Σ.τ.ε.) Ο Μανουήλ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Ιουνίου 1403, περίπου ένα χρόνο µετά τη µάχη της Αγκύρας (28 Ιουλίου 1402). 16
Καµιά βιογραφία του Μανουήλ Β' δεν έχει εκδοθεί από την εποχή του έργου του Berger de Xivrey, Mémoire sur la vie et les ouvrages de V Empereur Manuel Paléologue, που εκδόθηκε 1851. Βλ. Ostrogorsky, ό.π., σσ. 482-98. Για την εκστρατεία του Μπουσικώ βλ. Delaville Le Roux, La France en Orient au XIVe. siècle: Expéditions du Maréchal Boucicaut. [(Σ.τ.ε.) Σήµερα οι ερευνητές έχουν πλέον στη διάθεσή τους τη νεότερη και εγκυρότερη βιογραφία του Μανουήλ από τον John W. Barker, Manuel II Palaeologus (1391-1425): A Study in late Byzantine Statemanship Ν. Τζέρσεϋ 1969]. 17
Heyd, Histoire du Commerce du Levant (έκδ. 1936), II, σσ. 266-8, µε τις υποσηµειώσεις. Βλ. πιο κάτω, σ. 83 σηµ.56
18
Fuchs, Die höheren Schulen von Konstantinopel im Mittelalter, σα. 73-4. Beck, ό.π., σσ. 749-50. Πίος Β', Opera Omnia, σ. 681. 19
Για τον Πλήθωνα βλ. Masai, Pléthon et le Platonisme de Mistra.
20
Runciman, "Byzantine and Hellene in the fourteenth Century", Τόµος Κωνσταντίνου Αρµενοπούλου, σσ. 27-31
21
Ostrogorsky, ό.π., σσ. 497-8. Tafrali, ό.π., σσ. 287-8.
22
Βλ. Gill, The Council of Florence, µια έξοχη και ακριβοδίκαια περιγραφή, αν και πιστεύω ότι δεν αντιλαµβάνεται πάντοτε την ελληνική οπτική γωνία. Σχετικά µε το σαρκασµό για τη γραµµατική του πατριάρχη βλ. Oevres Complètes de Gennade Scholarios, III, σ. 142. 23
Gill, ό.π., σσ. 349 κ. εξ. Η αυτοκράτειρα-µητέρα φαίνεται ότι αργότερα µετρίασε τη γνώµη της. Βλ. Μάρκου Ευγενικού, Επιστολαί, στο Σ. Λάµπρο, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, Ι, σσ. 59, 125. *
(Σ.τ.ε) Στην πραγµατικότητα οι πιέσεις του καρδιναλίου Τσεζαρίνι είχαν ως αποδέκτη τον πολιτικό ηγέτη της Σταυροφορίας του βασιλιά της Ουγγαρίας και Πολωνίας Λαδίσλαο Γ', όπως σωστά αναφέρει ο συγγραφέας στο επόµενο κεφάλαιο. 24
Βλ. σ. 90 σηµ. 64.
25
Βλ. Diehl, "De quelques croyances Byzantines sur la fin de Constantinople", BZ XXX. Vasiliev, "Medieval Ideas of the end of the World", Byzantion XVI, 2, σσ. 462-502. Ο Gill, ό.π., σ. 378, πιστεύει ότι ο Γεννάδιος και οι φίλοι του θεωρούσαν ότι ερχόταν το τέλος του κόσµου. Νοµίζω ότι παίρνει υπερβολικά κατά γράµµα τη γνήσια µοιρολατρική πεποίθησή τους ότι η βασιλεία του Αντιχρίστου, µε τον οποίο εννοούν το σουλτάνο, ήταν αναπόφευκτη. 26
"Terre hodierne Graecorum et dominia secularia et spiritualia ipsorum", εκδ. Λάµπρος, Νέος Ελληνοµνήµων, VII, σσ. 360 κ.εξ. 27
∆ούκας, Historia Turco-Byzantina, εκδ. Grecu, XXXVII, σ. 329. Ζώρας, Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, σσ. 970. Βλ. παρακάτω, σ. 122. 28
Βλ. σ. 95 για το θάνατο του Ιωάννη Η'. Για τις επισκευές που έκανε στα τείχη βλ. σσ. και Van Milingen, Byzantine Constantinople: The Walls of the City (o Van Milingen αποκαλεί τον Ιωάννη Ιωάννη Ζ'). Μερικές επισκευές πραγµατοποιήθηκαν µε χρήµατα που παραχώρησε ο δεσπότης της Σερβίας, Γεώργιος Μπράνκοβιτς. 29
Για τη ζωή των ακριτών βλ. τη σύντοµη περίληψη, µε αναφορές, στον Vasiliev, History of the Byzantine Empire, σσ. 36971. 30 31 32
Βλ. Laurent, Byzance et les Turcs Seldjoucides, σσ. 27-44. Βλ. Houtsma, λήµµα "Tugrilbeg", στην Encyclopaedia of Islam, IV, σσ. 828-9. Laurent, ό.π., οσ. 49-59. Cahen, "La campagne de Mantzikert d' apres les sources Mussulmanes", Byzantion, IX, σσ. 613-42.
33
Laurent, ό.π., σσ. 61-101. Cahen, "The Turkish Invasion: The Selchükids", στο A History of the Crusades, επιµ. Setton, Ι, σσ. 135-76. 34
Wittek, The Rise of the Ottoman Empire, σσ. 18-20. Köprülü, Les origins del' Empire Ottoman, σσ. 101-7. Cahen, ό.π., σσ. 138-
158
9. 35 36 37
Cahen, "The Selchükid State of Rum", στο A History of the Crusades, επιµ. Setton, II, σσ. 675-90. Cahen, "The Mongols and the Near East", στο ίδιο, II, σσ. 690-2, 725-32. Wittek, ό.π., σσ. 25-32, και Das Fürstentum Mentesche, σσ. 1-14.
38
Wittek, ό.π., σσ. 34-7, και Das Fürstentum Mentesche, σσ. 15-23. Lemerle, L' emirat d' Aydin, Byzance et 1' Occident, σσ. 1-39.
39
Wittek, ό.π., σσ. 4-15. Koprülü, ό.π., σσ. 82-8.
40
Η θεωρία ότι η Οθωµανική δυναστεία ενδέχεται να είχε αυτή την προέλευση από τους Κοµνηνούς και τους Σελτζούκους δεν είναι τόσο φανταστική όσο υποθέτει ο Köprülü. Εάν όµως είναι σωστή, µάλλον προέκυψε αργότερα, µέσω του γάµου του Βαγιαζήτ Α' µε µια πριγκίπισσα του Γκερµιγιάν. 41
Wittek, ό.π., σσ. 14-15.
42
Wittek, ό.π., σσ. 37-43. Kramers, λήµµα "Othman I", Encyclopaedia, of Islam, III, σσ. 1005-7.
43
Babinger, λήµµα "Orkhan", Encyclopaedia of Islam, III, σσ. 999-1001.
*
(Σ.τ.ε.) Ο γάµος του Ορχάν µε τη Θεοδώρα Καντακουζηνή πραγµατοποιήθηκε το 1346, όχι το 1344.
44
Για τον εµφύλιο πόλεµο στο Βυζάντιο βλ. Ostrogorsky, ό.π., σσ. 444-75.
45
Babinger, στο ίδιο. Köprülü, ό.π., σσ. 125-6. Η χρονολογία του θανάτου του Ορχάν είναι αβέβαιη. Ο Uzunçarşîlî, Osmanli Tarihi, I, σ. 62, δίνει το 1360. Ο Wittek, ό.π., σσ. 44,54, δίνει το 1362, µε βάση τα στοιχεία των Βραχέων χρονικών. 46 47 *
Wittek, ό.π„ σσ. 42-3, 50. Köprülü, ό.π,, σσ. 131-2. Pears, "The Ottoman Turks to the Fall of Constantinople", Cambridge Medieval History, IV, σσ. 664-5.
(Σ.τ.ε.) Η σύγχρονη ιστοριογραφία δεν δέχεται πλέον την ελληνική καταγωγή της Νιλουφέρ.
48
Uzunçarşîlî, στο ίδιο, 1, σσ. 61 κ.εξ. Wittek, ό.π,, σσ. 44-5. Ostrogorsky, ό.π., σσ. 478-9.
49
Charanis, "The Strife among the Palaeologi and the Ottoman Turks", Byzantion, XVI, Ι, σσ 288-300.
50
Köprülü, ό.π., σσ. 129-30. Jireček, Geschichte der Serben, II, σσ. 87 κ.εξ.
51
Tafrali, Thessalonique au quatorzieme siècle, σσ. 283-5. Charanis, ό.π., σ. 301. Jireček, ό.π., II, σσ. 99 κ.εξ. Ostrogorsky, ό.π., σ. 485. Babinger, Frühgeschichte der Türkenhersschaft in Rumelien, σα 65 κ.εξ. 52
Babinger, ό.π., σσ. 1, 24. Jireček, ό.π., II, σσ. 119 κ.εξ. Η πραγµατική ηµεροµηνία της µάχης του Κοσσυφοπεδίου αµφισβητείται, αλλά η 15η Ιουνίου φαίνεται να είναι η σωστή. Βλ. Atiya, The Crusade of Nicopolis, σ. 5, και Ostrogorsky, ό.π., σ. 486, σηµ. 1, για παραποµπές. 53
Ολόκληρη η εκστρατεία της Νικόπολης περιγράφεται πλήρως από τον Atiya, ό.π. Βλ. επίσης Inalcîk, λήµµα "Bayazîd I", Encyclopaedia, of Islam, νέα έκδοση, Ι, σσ. 117-9. 54
Βλ. παραπάνω, σ. 44.
55
∆ούκας, ό.π., XV, σ. 89.
*
(Σ.τ.ε.) Όπως αναφέρθηκε, η µάχη της Αγκύρας πραγµατοποιήθηκε στίς 23 (όχι στις 25) Ιουλίου.
56
Για τον Τιµούρ βλ. Grousset, L' Empire des steppes, σσ. 486 κ.εξ. [(Σ.τ.ε.) Τα τελευταία χρόνια έχουν δηµοσιευθεί δύο νέες σηµαντικές µονογραφίες για τον Τιµούρ, των Hilda Hoohham, Tamburlaine the Conqueror, Λονδίνο 1962, και Beatrice Forbes Manz, The Rise and Rule of Tamerlane, Καίµπριτζ 1989]. 57
∆ούκας, ό.π., XXIII, σσ. 177-9. Βλ. παραπάνω, σ. 45.
58
Η καλύτερη περιγραφή αυτής της περιόδου βρίσκεται στον Jorga, Geschichte des ossmanischen Reiches, Ι, σσ. 325 κ.εξ. Βλ. επίσης Kramers, λήµµα "Muhammad I", Encyclopaedia of Islam, III, σσ. 657-8. 59
∆ούκας, ό.π., ΧΙΧ-ΧΧΙΙ, σσ. 129-69.
60
∆ούκας, ό.π., XXXIII, σ. 285. Bertrandn de la Broquière, Voyage d' Outremer, σσ. 181-2: «Μου είπαν ότι αντιπαθεί τον πόλεµο και µου φαίνεται ότι είναι αλήθεια». Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, De Rebus Turcicis, C.S.H.B. σσ. 251-2, ο οποίος λέει ότι ο Μουράτ ορκίστηκε να καταταγεί σ' ένα θρησκευτικό τάγµα την περίοδο της κρίσης της µάχης της Βάρνας. Ο ισχυρισµός είναι αστήρικτος, αλλά οι σχέσεις του Μουράτ µε τους γενιτσάρους (βλ. παρακάτω σ. 91 σηµ. 67) υποδηλώνουν ότι είχε συµπάθεια για τους µπεκτασήδες. 61
∆ούκας, ό.π., XXVIII, σσ. 229-37. Χαλκοκονδύλης, σσ. 231-5. Γεώργιος Φραντζής, Χρονικόν, C.H.S.B., σα. 1116-7. Jorga, ό.π., σσ. 378 κ.εξ. Μια σύγχρονη περιγραφή της πολιορκίας, µε προσθήκη θαυµαστών λεπτοµερειών, παρατίθεται από το Γεώργιο Κανανό, δηµοσιευµένη στο C.S.H.B., τόµος Φραντζή, σσ. 457-79.
159
62
∆ούκας, ό.π., ΧΧΙΧ-ΧΧΧΙ, σσ. 245-70. Χαλκοκονδύλης, σσ. 236-48. Jorga, ό.π., Ι, σσ. 236 κ.εξ. Jireček, ό.π., σσ. 174 κ.εξ. Μια σύγχρονη περιγραφή της κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ακολουθούµενη από µια µονωδία, γράφτηκε από τον Ιωάννη Αναγνώστη, δηµοσιευµένη στο C.S.H.B., τόµος Φραντζή, σσ. 483-534. 63
Για τη σταδιοδροµία του Σκεντέρµπεη βλ. Radonio, Djuradj Kastriot Skenderbeg I Albanija u XV veku, και Gegaj, L' Albanie et l' invasion turque au XVe siècle. *
(Σ.τ.ε.) ∆ιακεκριµένοι βυζαντινολόγοι, όπως ο Γ. Οστρογκόρσκυ και ο Ντ. Νίκολ, δέχονται ότι η µάχη της Βάρνας πραγµατοποιήθηκε στις 10 (όχι στις 11) Νοεµβρίου 1444. 64
Babinger, Mehmed der Eroberer und seine Zeit, σσ. 1119-33. Η χρησιµότητα αυτού του σηµαντικού βιβλίου βλάπτεται από την πλήρη απουσία παραποµπών στις πηγές. Η πληρέστερη σύγχρονη περιγραφή της εκστρατείας της Βάρνας, στον Halečki, The Crusade of Varna, παραθέτει αρκετά αµφιλεγόµενες δηλώσεις. Βλ. Pall, "Autour de la Croisade de Varna", Bulletin Historique de I' Académie Roumaine, XXII, σσ. 144 κ.εξ., και Babinger, "Von Amurath zu Amurath. Vor-und Nachspiel der Schlacht bei Varna", Oriens, III, σσ. 229 κ.εξ. 65
Babinger, Mehmed der Eroberer, σσ. 51-5.
66
Στο ίδιο, σσ. 42-3.
67
Mordtmann, λήµµα "Dewshirme", και Huart, λήµµα "Janissaries", στην Encyclopaedia of Islam, Ι, σσ. 952-3, και II, σσ. 572-4. Βλ. Birge, The Bektashi Order of Dervishes, σσ. 45-8, για ιστορίες που συνδέουν την ίδρυση του σώµατος µε το τάγµα των µπεκτασήδων. Ο Bartholomaeus de Jano, Epistula de Crudelitate Turcarum, M.P.G., CLVIII, στ. 1065-6, λέει ότι ο Μουράτ ανασυγκρότησε το σώµα το 1438. 68
∆ούκας, ό.π., ΧΧΧΠΙ, σ. 285. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ 375Φραντζής ό.π.,σσ. 92, 211.
*
(Σ.τ.ε.) Ο Ανδρόνικος δεν πούλησε αλλά παραχώρησε τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς πιστεύοντας ότι ήταν σε θέση να την υπερασπιστούν αποτελεσµατικότερα απ' ότι ο ίδιος. 69 70
Φραντζής, ό.π., σσ. 121-2, 134. Ζακυθηνός, Le despotat grec de Morée, Ι, ειδικά τις σσ. 241 κ.εξ.
71
Ζακυθηνός, ό.π., Ι, σσ. 165-225, 299-302, και II, σσ. 322-34. Ο Φραντζής, από τον οποίο έχουµε τις περισσότερες πληροφορίες για το Θεόδωρο, τον αντιπαθούσε ως αντίζηλο του ήρωά του, του Κωνσταντίνου, και είναι µόνιµα άδικος απέναντι του. 72
Για τη βασίλισσα Ελένη βλ. Hill, History of Cyprus, III, σσ. 527-44.
73
Για τη συµµετοχή του ∆ηµητρίου στη σύνοδο της Φλωρεντίας βλ. Gill, ό.π., σσ. 108-9, 252, 262 κ. εξ. Προηγουµένως ο ∆ηµήτριος είχε παντρευτεί τη Ζωή Παρασπόνδυλη, η οποία πέθανε ενόσω εκείνος βρισκόταν στην Ιταλία: στο ίδιο, σσ. 161, 191-2. 74
Για την πρώιµη σταδιοδροµία του Θωµά βλ. Ζακυθηνό, ό.π., Ι, ειδικά σσ. 241 κ.εξ.
*
(Σ.τ.ε.) Στην πραγµατικότητα η ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βυζαντινούς µπορεί να θεωρηθεί ότι είχε ολοκληρωθεί από το 1430 (µε την απελευθέρωση της Πάτρας, τελευταίας λατινικής κτήσης), ή το 1432 (µε το θάνατο του τελευταίου Λατίνου ηγεµόνα της, Κεντυρίωνα Ζαχαρία). **
(Σ.τ.ε.) ∆εν είχε φέρει µαζί του κανόνια, αλλά τα κατασκεύασε επιτόπου.
75
Ζακυθηνός, ό.π., Ι, σσ. 204-40.
76
Φραντζής, ό.π., σ. 203, και σσ. 324-5, όπου υπαινίσσεται ότι η αποτυχία του Κωνσταντίνου να παντρευτεί την κόρη του δόγη έβλαψε τις σχέσεις του µε τη Βενετία. Η ιστορία δεν επιβεβαιώνεται από καµία βενετική πηγή. Βλ. επίσης Λάµπρο, «Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ως σύζυγος», Νέος Ελληνοµνήµων, IV, σσ. 433-6. 77
Φραντζής, ό.π., σ. 202. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 342. Krekič, Dubrovnik (Raguse) et le Levant au Moyen Age, Regestes υπ' αριθ. 1110, σ. 349. 78
Φραντζής, ό.π., σσ. 204-6. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 373-4.
79
Ο ∆ούκας, ό.π., XXXIV, σ. 293, λέει ότι ο Κωνσταντίνος, αν και αποκαλούνταν αυτοκράτορας, ποτέ δεν είχε στεφθεί. Βλ. Βογιατζίδη, «Το ζήτηµα της στέψεως Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου», Λαογραφία, VII, σσ. 449-56. 80
Φραντζής, στο ίδιο. Χαλκοκονδύλης, στο ίδιο.
81
Όλοι οι σύγχρονοι συγγραφείς, Λατίνοι, Σλάβοι και Έλληνες, µιλούν µε σεβασµό για τον Κωνσταντίνο. ∆εν υπάρχει κανένα σύγχρονο πορτραίτο του: βλ. Λάµπρο, «Αι εικόνες Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου», Νέος Ελληνοµνήµων, III, σσ. 229-42, και IV, σσ. 238-40. 82
Για τους συµβούλους του Κωνσταντίνου βλ. Φραντζή, σσ. 229 κ.εξ. Πρέπει να θυµόµαστε ότι ήταν προκατειληµµένος από την προσωπική του αντιπάθεια για το Λουκά Νοταρά. 83 *
Φραντζής, ό.π., σ. 217. Βλ. Gill, ό.π., σ. 376, σηµ. 3.
(Σ.τ.ε.) Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στο δήθεν γάµο της πριγκίπισσας της Τραπεζούντας, Ευδοκίας Μεγάλης Κοµνηνής, µε
160
τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε'. Η Ευδοκία είχε παντρευτεί σε πρώτο γάµο τον εµίρη της Κασταµονής Τατζεντίν, αλλά µετά το θάνατό του παντρεύτηκε το Σέρβο ηγεµόνα Κωνσταντίνο Ντεγιάνοβιτς, πεθερό του αυτοκράτορα Μανουήλ Β'. Ο Ιωάννης Ε' παντρεύτηκε µόνο µία φορά, την κόρη του Ιωάννη Στ' Καντακουζηνού Ελένη. 84
Φραντζής, ό.π., σσ. 206 κ.εξ.
85
Φραντζής, ό.π., σσ. 211-3.
86
Babinger, Mehmed der Eroberer, σσ. 1-12, 22-3.
87 88
Στο ίδιο, σσ. 34-7. Στο ίδιο, σσ. 45-7.
89
Για την ταυτότητα αυτής της κυρίας, το όνοµα της οποίας ήταν Χαντιτζέ, βλ. Alderson, The Structure of the Ottoman Dynasty, σ. 94 και πίνακες XXV, XXVI και LIV. Ο ∆ούκας, ό.π., XXXIII, σ. 287, την αποκαλεί κόρη του Σπεντιάρη (Ισφεντιάρ), του κυρίου της Σινώπης. 90
Babinger, ό.π., σ. 53.
91
Στο ίδιο, σσ. 60 κ.εξ. Για τη σωστή χρονολογία βλ. Inalcîk, "Mehmed the Conqueror (1432-1481) and his time", Speculum XXXV, σ. 411. 92
Babinger, ό.π., σσ. 62-4.
93
∆ούκας, ό.π., XXXIII, σσ. 281-3, 287-9, µια ζωηρή και, πειστική περιγραφή. Ashikpashazade (Derwish Ahmed, genannt 'Aşik-PaşaSohn), Denkwürdigkeiten und Zeitläufte des Hauses Osman, επιµ. και µτφρ. Kreutel, σσ. 195-7. 94
Το µετάλλιο στο Cabinet de Medailles της Εθνικής βιβλιοθήκης στο Παρίσι δείχνει το Μωάµεθ ως νέο άνδρα. Πιθανότατα κατασκευάστηκε λίγο µετά το 1453. Το µετάλλιο του Τζεντίλε Μπελλίνι στο Βρετανικό µουσείο και το µετάλλιο του Costanzo de Ferrara στο Παρίσι χρονολογούνται στο 1480 και στο 1481, στο τέλος της ζωής του. 95
∆ούκας, ό.π., XXXIII, σσ. 289-91. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 375-6. Thiriet, Régestes des Délibérations du Sénat de Venise concernant la Remanie, III, υπ' αριθ. 2862, σσ. 167-8. Babinger, Mehtned der Eroberer, σσ. 69-70. Hasluck, Athos and its monasteries, σ. 50. 96
Βλ. Inalcîk, Fatih Devri üzerinde Tetikler ve Vesikalar, σσ. 110-11.
97
Για µια σύντοµη περίληψη της διεθνούς κατάστασης βλ. Gill, ό.π., σσ. 382-3.
98
Η επιστολή του Φίλελφου παρατίθεται στον Iorga, Notes et Extraits pour servir l' Histoire des Croisades, IV.
99
Gill, ό.π., σ. 187.
100
Gill, ό.π., σσ. 377-80, µε παραποµπές.
101
Μια αξιοθαύµαστη, λεπτοµερειακή και µε πλήρεις παραποµπές περιγραφή της αποστολής του Πλάτρη παρατίθεται από την Paulovâ, "L' empire byzantin et les Tscheques avant la chute de Constantinople", Byzantinoslavica XIV, σσ. 158-225, ειδ. 203-24. Ο µόνος σύγχρονος ∆υτικός συγγραφέας που κατέγραψε το επεισόδιο ήταν ο Ubertino Pusculus, από τη Μπρέσια, ο οποίος εκείνη την περίοδο ζούσε στην Κωνσταντινούπολη: Pusculus, Constantinopoleos, στον Ellissen, Analekten der mitel-und neugriechischen Literatur, σσ. 36-7. 102
∆ούκας, ό.π., XXXIV, σσ. 291-3. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 376-9.
103
∆ούκας, ό.π., XXXIV, σσ. 293-5.
104
∆ούκας, ό.π., XXXIV, σσ. 295-6. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 380-1. Κριτόβουλος, History of Mehmed the Conqueror, µτφρ. Biggs, σσ. 15-20. 105
∆ούκας, ό.π., XXXIV, σσ. 301-3. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 380-1. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 20-2. Φραντζής, ό.π., σσ. 2334, Βλ. Inalcîk, ό.π., σσ. 121-2. 106
∆ούκας, ό.π., XXXV, σ. 309. Νικολό Μπάρµπαρο, Giornale dell' assedio di Costantinopoli, εκδ. Cornet, σσ. 1-5.
107
Thiriet, Régestes, III, υπ' αριθ. 2881, 2896, 2897, σσ. 173, 177-8. Heyd, Histoire du commerce du Levant, II, σσ. 302-5. Thiriet, La Remanie Vénitienne au Moyen Age, σσ. 380-1. 108
Τα έγγραφα παρατίθενται στον lorga, Notes et extraits, II, σσ. 271-3. Heyd, ό.π., II, σσ. 285-6. Argenti, Occupation of Chios by the Genoese, Ι, σσ. 201-2. 109
Krekič, Dubrovnik (Raguse) et le Levant, σσ. 59-62.
110
Gill, ό.π., σσ. 378-9. Marinescu, "Le pape Nicolas V et son attitude envers l' Empire Byzantin", Bulletin de l' Institut Archéologique Bulgare, Χ, σσ. 333-4, και "Notes sur quelques ambassadeurs byzantins en Occident à la veille de la chute de Constantinople", Annuaire de l' Institut de Philologie et d' Histoire Orientales et Slaves, Χ, σσ. 419-28. Guilland, "Les appels de Constantin XI Paléologue à Rome et à Venise pour sauver Constantinople", Byzantinoslavica, XIV, σσ. 226-44.
161
111
Gill, ό.π., σσ. 192-203, µε πλήρεις παραποµπές. Αλλά βλ. και Paulovâ, ό.π., σσ. 192-203, για µια πιο διεισδυτική κατανόηση της ψυχολογίας του Γενναδίου. Ο Gill µου φαίνεται ότι απλοποιεί το θέµα υποθέτοντας ότι όλοι στην Κωνσταντινούπολη αντιλαµβάνονταν ότι η ∆υτική βοήθεια δεν θα ήταν διαθέσιµη παρά µόνο εάν ετίθετο σε εφαρµογή η ένωση. Η µέθοδος του Γενναδίου να συγκρατήσει τη χαρά του λαού στη θέα των ∆υτικών στρατιωτών, η οποία οπωσδήποτε τον ανησύχησε, συνέκειτο στο να θυµίσει µε έµφαση σε όλους ότι η ∆υτική βοήθεια περιλάµβανε την ένωση και ότι το ζήτηµα δεν ήταν δυνατό να αναβληθεί µε την καλή θέληση και την Οικονοµία, όπως φαίνεται ότι πίστευε ο Νοταράς. Ο Gill τονίζει σωστά την κατευναστική επίδραση του Νοταρά, τον οποίο ο ∆ούκας µεταχειρίστηκε πάρα πολύ άδικα (οι πληροφορίες του οποίου προέρχονταν κυρίως από γενοβέζικες πηγές: βλ. παρακάτω, σ. 279), όπως και άλλοι ∆υτικοί συγγραφείς, ιδιαίτερα ο Λεονάρδος από τη Χίο και ο Pusculus (που αποκαλεί το Νοταρά εχθρό των καλών τεχνών και εγγονό ενός ιχθυοπώλη, περίεργες κατηγορίες για ένα άτοµο µε αριστοκρατική καταγωγή, το οποίο, αν και προσωπικά αυστηρό, κατοικούσε σε ένα διαβόητα ωραίο παλάτι). Οι κυριότερες πρωτότυπες πηγές για τις διαπραγµατεύσεις είναι οι εξής: Oevres complètes de Gennade Scholarios, III, σσ. 165-93. ∆ούκας, XXXVI, σσ. 315-9. Φραντζής, σ. 325. Λεονάρδος Χίου, Historia Constantinopolitanae urbis captae, M.P.G., CLIX, στ. 929-30. Ισίδωρος Ρωσίας, επιστολή προς τον πάπα, Jorga, Notes et extraits, III, σσ. 522-4. Pusculus, ό.π., σσ. 21,23. 112
Βλ. παραπάνω, σ. 107, σηµ. 93.
113
∆ούκας, ό.π., XXXV, σσ. 311-13.
114
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 23-33, όπου παρατίθεται ένας µακρύς λόγος γραµµένος από το συγγραφέα, ο οποίος παριστάνει το σουλτάνο να διατρέχει ολόκληρη την οθωµανική ιστορία µέχρι την εποχή του. Taci Bey zade Cafer Celebi, Mahrusa-I Istanbul Fetihnamesi, έκδ. 1331 έτος Εγείρας, σσ. 6-8, µια συντοµότερη εκδοχή, επίσης γραµµένη από το συγγραφέα αλλά ευδιάκριτα επάνω στην ίδια βάση. Βλ. Inalcîk, ό.π., σσ. 125-6. 115
∆ούκας, ό.π., XXXVII, σ. 321. Ο Pusculus, ό.π., σ. 49, αναφέρει εσφαλµένα ότι η Μεσηµβρία ήταν µια από τις πόλεις που αντιστάθηκαν στους Τούρκους. (Σ.τ.ε. Ερµηνεύοντας τις συνοπτικές αναφορές του ∆ούκα και του Κριτόβουλου για την τύχη των τελευταίων βυζαντινών πόλεων της Θράκης ο Απ. Βακαλόπουλος (Ιστορία του Νέου Ελληνισµού, τ. Α ', 331) καταλήγει στο συµπέρασµα ότι η Σηλυβρία, η οποία προέβαλε τη σθεναρότερη αντίσταση, καταλήφθηκε µετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης). 116
Φραντζής, ό.π., σσ. 234-6. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 381-2.
117
Για τα πολεµικά πλοία της περιόδου βλ. Yule, Travels of Marco Polo, εκδ. Cordier, Ι, σσ. 31-41. Pears, The Destruction of the Greek Empire, σσ. 232-5. Sottas, Les Messageries Maritimes de Venise, σσ. 52-102. 118
Ο Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 21-2, δίνει δώδεκα γαλέρες και εβδοµήντα έως ογδόντα πλοία. Ο Jacobo Τετάλντι, Informations, και οι Martene and Durand, Thesaurus Novus Anecdotorum, Ι, στ. 1820-1, δεκαέξι γαλέρες και εξήντα µακριά πλοία. Ο Λεονάρδος της Χίου, στ. 930, έξι τριήρεις και δέκα διήρεις και ένα σύνολο 250 πλοίων. Ο Φραντζής, ό.π., σ. 237, τριάντα µεγάλα και τριακόσια τριάντα µικρά πλοία, αλλά στις σσ. 239-40, ένα σύνολο 480 πλοίων. Ο ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 333, ένα σύνολο 300. Ο Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 384, τριάντα τριήρεις και 200 µικρότερα πλοία. Ο Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 37-8, ένα σύνολο 350, εξαιρουµένων των µεταγωγικών. Ο Κριτόβουλος τονίζει µε έµφαση το προσωπικό ενδιαφέρον του σουλτάνου για το στόλο. 119
Κριτόβουλος, ό.π., σ. 38.
120
Για την οργάνωση του τουρκικού στρατού βλ. Pears, ό.π., σσ. 222-31. Babinger, Mehmed der Eroberer, σσ. 91-2. Από τις χριστιανικές πηγές ο ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 333, δίνει συνολικό αριθµό των τουρκικών στρατευµάτων µεγαλύτερο των 400.000. Ο Κριτόβουλος, ό.π., σ. 38, ως 300.000, εξαιρουµένων όσων ακολουθούσαν το στρατό. Ο Φραντζής, ό.π., σ. 240, ως 262.000. Ο Λεονάρδος της Χίου, στ. 927, ως 300.000, περιλαµβανοµένων 15.000 γενιτσάρων. Ο Τετάλντι, στ. 1820 ως 200.000, περιλαµβανοµένων όσων ακολουθούσαν το στρατό. Ο Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 18, ως 160.000. Αξιόπιστοι Τούρκοι µάρτυρες δίνουν περίπου 80.000. Βλ. Khairullah Effendi, Tarikh, σσ. 61-3. Βλ. Mordtmann, Belagerung und Eroberung Konstantinoplels, σ. 39. Ο Babinger επισηµαίνει ότι για δηµογραφικούς λόγους η Οθωµανική αυτοκρατορία δεν θα ήταν σε θέση να παρατάξει ταυτόχρονα περισσότερους από 80.000 άνδρες στο πεδίο της µάχης. *
(Σ.τ.ε.) Η εφεύρεση της πυρίτιδας από τον Μπ. Σβαρτς γίνεται πλέον δεκτή από τους περισσότερους ιστορικούς ως µυθοπλασία. Εξάλλου το ίδιο το όνοµα (σβαρτς=(γερµ.) µαύρος) παραπέµπει στο µαύρο χρώµα της πυρίτιδας. 121
Oman, History of the Art of War in the Middle Ages, II, σσ. 205 κ.εξ.
122
Babinger, ό.π., σ. 88.
*
(Σ.τ.ε.) Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς του Ράνσιµαν η κάνη είχε µήκος περίπου 8 µέτρα, ενώ το πάχος του µπρούντζου ήταν 2 µέτρα, και η περιφέρεια ένα µέτρο πίσω και περίπου 2,5 µέτρα µπροστά. *
(Σ.τ.ε.) ∆ηλαδή περίπου 2 µέτρα.
123
∆ούκας, ό.π., XXXV, σσ. 305-7. Φραντζής, ό.π., σσ. 236-8. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 385. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 43-6. Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 21. Λεονάρδος Χίου, στ. 927. Βλ. Babinger, ό.π., σσ. 86, 88. 124
Mordtmann, λήµµα "Constantinople", Encyclopaedia of Islam, I, σ. 867. Hammer, Geschichte des Osmanischen Reiches, Ι, σσ. 397-8.
162
125
∆ούκας, ό.π., XXXVII, σ. 327. Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 18. Zorzo Dolfin, Assedio I Presa de Constantinopoli, εκδ. Thomas, σσ. 12-13. Ο Φραντζής, ό.π., σ. 237, δίνει ως ηµεροµηνία άφιξης των Τούρκων τη 2α Απριλίου, όταν πιθανόν έφθασε η εµπροσθοφυλακή. Ο Λεονάρδος από τη Χίο, στ. 927, δίνει ως ηµεροµηνία την 9η Απριλίου, οπότε φαίνεται ότι κατέφθασαν ενισχύσεις. 126
Κριτόβουλος, ό.π., σ. 35.
127
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 34-5. Ο Λεονάρδος από τη Χίο, στ. 934, κατηγορεί τους Έλληνες ότι απέκρυπταν τα χρήµατά τους. Αρκετοί από τους Θρήνους για την πτώση της πόλης αναφέρουν τη φιλαργυρία ως µία από τις αµαρτίες των Ελλήνων για τις οποίες τιµωρήθηκαν µε την καταστροφή, αλλά η κατηγορία γίνεται ρητορικά, χωρίς λεπτοµέρειες. 128
Βλ. Marinescu, "Notes sur quelques ambassades", σσ. 426-7.
129
Thiriet, Régestes, III, υπ' αριθ. 2905, σ. 130.
130
Marinescu, ό.π., σσ. 424-5 και "Le Pope Nicolas V", σσ. 336-7.
131
Thiriet, ό.π., υπ' αριθ. 2909-2912, 2917, 2919, σσ. 182-4.
132
Βλ. σ. 160.
133
Csuday, Die Geschichten der Ungarn, 1, σσ. 422-6. Ο Φραντζής, ό.π., σσ. 323-8, λέει ότι οι Ούγγροι έστειλαν µια πρεσβεία στο σουλτάνο για να επισηµάνει ότι µια επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης θα έβλαπτε τις καλές σχέσεις τους µαζί του, αλλά ότι ο Ουνυάδης απαίτησε από τον αυτοκράτορα ως αµοιβή για τη βοήθειά του είτε τη Σηλυβρία είτε τη Μεσηµβρία. Προσθέτει ότι ο Αλφόνσος της Αραγωνίας απαίτησε οµοίως τη Λήµνο. 134
Ostrogorsky, ό.π., σ. 492.
135
Jorga, Histoire des Roumains, IV, σσ. 124 κ.εξ.
136
Φραντζής, ό.π., 325-6. Ο «Πολωνός γενίτσαρος» περιγράφει την αγανάκτηση των σερβικών στρατευµάτων όταν άκουσαν ότι επρόκειτο να ενωθούν µε τις τουρκικές δυνάµεις. Pamietniki Janczara Polaka Napisane, εκδ. Galezowski, Zbior Pisarzow Polskich, V, σσ. 123 κ.εξ. 137
Βλ. Miller, The Latins in the Levant, σσ. 407 κ.εξ.
138
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 14-18.
*
(Σ.τ.ε.) Νεώτερες έρευνες σε αρχεία Γενοβέζων νοτορίων αποκάλυψαν ότι, παρά τις στενές τους σχέσεις µε τη Γένοβα, οι αδελφοί Μποκκιάρντι είχαν γεννηθεί στη Βενετία. 139
Φραντζής, ό.π., σ. 241. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 331. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 39-40. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 13-15. Λεονάρδος Χίου, στ. 928. Dolfin, ό.π., σ. 14. Τετάλντι, στ. 1821. Montaldo, Constantinopolitanum Excidium. Slavic Chronicle of the Siege of Constantinople, εκδ. Desimoni, Atti della Società Ligure di Storia, Χ, σ. 334, εκδ. Jorga, "Une source négligée de la prise de Constantinople", Bulletin historique de Γ Académie Roumaine, XII, σσ. 91-2 (ρωσική εκδοχή), και σ. 78 (ρουµανική εκδοχή). Η Historia Politica Constantinopoleos, C.S.H.B., σσ. 18-19, αποδίδει στον Τζουστινιάνι έναν κοµψό λόγο για την περίσταση. Βλ. παρακάτω, σ. 284 για τους άνδρες από το Πέραν. 140
Φραντζής, ό.π., σσ. 252-3.
141
Φραντζής, ό.π., σσ. 256. Ο Φρανσίσκο ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Αλέξιο Α ' Κοµνηνό. ∆εν µπόρεσα να βρω τα ίχνη αυτής της γενεαλογίας. [(Σ.τ.ε.) Η παρουσία του δον Φρανσίσκο αναφέρεται από το αµφίβολης αξιοπιστίας Chronicon Majus του Ψευδο-Φραντζή, ο διασκευαστής του οποίου, Μακάριος Μελισσηνός, είναι γνωστό ότι προσπαθούσε να χαλκεύσει δεσµούς του ελληνισµού µε το ισχυρό, κατά τον 16ο αιώνα, βασίλειο της Ισπανίας]. 142
Ο Φραντζής, ό.π., σ. 244, τον αποκαλεί Γιοχάνες ο Γερµανός. Ο Λεονάρδος από τη Χίο, στ. 928, του δίνει το επώνυµο Γκράντε. Ο Dolfin, τον αντιγράφει ως Γκράντο. 143
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 19.
144
Μπάρµπαρο, σσ. 13-14. Ο Φραντζής, ό.π., σ. 241, λέει ότι ένας αριθµός ελληνικών οικογενειών από όλες τις τάξεις είχαν εγκαταλείψει την πόλη νωρίτερα, για να αποφύγουν την πολιορκία. 145
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 20. Φραντζής, ό.π., σ. 238. Dolfin, σ. 20. Οι αριθµοί λίγο-πολύ συµπίπτουν, αλλά ο Μπάρµπαρο δίνει τις περισσότερες λεπτοµέρειες. 146
Φραντζής, ό.π., σ. 241. Ο Τετάλντι, στ. 1820, δίνει ως αριθµό τις 6.000 έως 7.000, προσθέτοντας, σύµφωνα µε ένα χειρόγραφο, «και όχι περισσότεροι». Ο Λεονάρδος από τη Χίο, στ. 933, ακολουθούµενος από τον Dolfin, σ. 22, δίνει 6.000 Έλληνες και 3.000 Ιταλούς, πιθανόν συµπεριλαµβάνοντας στους τελευταίους τους µαχητές που είχαν αποκλεισθεί στο Πέραν. Ο Τετάλντι δίνει ολόκληρο τον πληθυσµό της πόλης ως 30.000 άνδρες. Είναι, αβέβαιο κατά πόσο επιθυµεί να εξαιρέσει τις γυναίκες. Εάν λάβουµε υπόψη τις γυναίκες, τους γέρους, τα παιδιά και τον κλήρο, ένας αριθµός 5.000 ανδρών ικανών να φέρουν όπλα θα αντιστοιχούσε µε έναν πληθυσµό 40.000 έως 50.000. Αν και µερικοί µοναχοί κατατάχθηκαν αργότερα, µάλλον δεν περιλαµβάνονταν στους καταλόγους του Φραντζή. Ο Κριτόβουλος, ό.π., σ. 76, λέει ότι κατά την άλωση της πόλης σκοτώθηκαν σχεδόν 4.000 κάτοικοι και ότι οι υπόλοιποι, µόλις πάνω από 50.000, αιχµαλωτίστηκαν. Οι
163
αριθµοί του, όπως και των περισσότερων µεσαιωνικών συγγραφέων, είναι σχεδόν πάντα υπερβολικοί. 147
Κριτόβουλος, ό.π., σ. 40. Μερικές τάφροι φαίνεται ότι είχαν γεµίσει µε νερό. Κάλλιστος, Μονωδία, M.P.G., CLX1, στ. 1124. 148
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 15-16. Λεονάρδος Χίου, στ. 930. Φραντζής, ό.π., σ. 238. ∆ούκας, XXXVIII, σ. 333.
149
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 18-20.
150
Η πληρέστερη και καλύτερη περιγραφή των τειχών της πόλης εξακολουθεί να είναι αυτή του van Millingen, Byzantine Constantinople: the Walls of the City. ∆έχοµαι όµως ανεπιφύλακτα την άποψη του Pears ότι η πύλη του Ρωµανού που αναφέρεται στις περιγραφές της πολιορκίας πρέπει γενικά να ταυτίζεται µε την πέµπτη στρατιωτική πύλη. Όπως επισηµαίνει εκείνος, το παλαιό όνοµα «Πέµπτον» δεν εµφανίζεται ποτέ µετά τον έβδοµο αιώνα, ούτε όµως εµφανίζεται σε περιγραφές της πολιορκίας το µεταγενέστερο όνοµα της πύλης της Αγίας Κυριακής. Παρά ταύτα αυτή είναι η µόνη πύλη στην κοιλάδα του Λύκου, στο τµήµα των τειχών όπου έγιναν οι σκληρότεροι αγώνες. Φαίνεται καθαρά ότι εκείνη την περίοδο ήταν γνωστή ως η στρατιωτική πύλη του Αγίου Ρωµανού και ότι, όταν οι συγγραφείς της εποχής αναφέρονται στην πύλη του Ρωµανού, συνήθως εννοούν αυτήν παρά την πύλη του Αγίου Ρωµανού για το κοινό, τη σηµερινή Τοπ Καπού, επάνω στο λόφο προς τα νότια. Pears, Destruction of the Greek Empire, σσ. 429-35. 151
Λεονάρδος Χίου, στ. 936. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 384. Για τις επισκευές στα τείχη από το 1422, συµπεριλαµβανοµένων των επισκευών µε τις επιγραφές που αναφέρουν τον Ίαγρο, βλ. van Millingen, ό.π., σσ. 104-8, 126. Ο Φραντζής, ό.π., σ. 225, αναφέρει το Νεόφυτο µε µεγάλο σεβασµό, αν και ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για οποιονδήποτε υποπτευόταν για απιστία. 152
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 16-19. Λεονάρδος Χίου, στ. 934-5. Φραντζής, ό.π., σσ. 252-6. Όλοι τους συµφωνούν γενικά για τις διάφορες θέσεις, αν και ο Λεονάρδος αποφεύγει να αναφέρει τους Έλληνες όσο γίνεται περισσότερο, ενώ µόνο ο Φραντζής µνηµονεύει το Μανουήλ το Γενοβέζο στη Χρυσή πύλη. Ο Φραντζής επί σης τοποθετεί το Νοταρά στο Πετρίον και βάζει τον Καντακουζηνό, µαζί µε το Νικηφόρο Παλαιολόγο, επικεφαλής της κινητής εφεδρείας. Ίσως ο Μανουήλ αντικαταστάθηκε αργότερα από τον Καντακουζηνό, ενώ η περιοχή του Νοταρά ενδεχοµένως περιελάµβανε τόσο το Πετρίον όσο και την Πέτρα. Μόνο ο Μπάρµπαρο αναφέρει που είχε εγκατασταθεί ο Ορχάν. Ο Pusculus, σσ. 64-5, και ο Dolfin, σσ. 23-4, δίνουν ελαφρά διαφορετική διαρρύθµιση, αλλά ο πρώτος έγραφε από µνήµης πολλά χρόνια αργότερα, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν παρών στην πολιορκία. *
(Σ.τ.ε.) Για τη σύντοµη ιστορία του βυζαντινού πυροβολικού βλ. τώρα Ν. Νικολούδη, «Το βυζαντινό πυροβολικό. Μία επισκόπηση», Βυζαντιακά 17 (1997) και Στρατιωτική Επιθεώρηση, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997. 153
Βλ. Pears, ό.π., σσ. 250-2.
154
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 41-2. Τετάλντι, στ. 1822. Καµία τουρκική πηγή δεν δίνει λεπτοµέρειες σχετικά µε τη διάταξη του οθωµανικού στρατού, εκτός από την ιδιαίτερα φανταστική αφήγηση που έγραψε ο Εβλιά Τσελεµπί δύο αιώνες αργότερα, σχετικά αποσπάσµατα της οποίας παρατίθενται από την Turkova, "Le siège de Constantinople d'après le Seyãhatnãme d' Evliyã Çelebî", Byzantinoslavica XIV, σσ. 1-13, ειδ. σσ. 7-9. 155
Κριτόβουλος, ό.π., σ. 42. Φραντζής, ό.π., σ. 240. Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 21. Το ∆ιπλοκιόνιο απεικονίζεται στο σχέδιο της Κωνσταντινούπολης από τον Μπουοντελµόντι, ακριβώς απέναντι από το ρέµα που κυλούσε στην κοιλάδα µεταξύ του Ταξίµ και του Μάτσκα, χονδρικά εκεί που βρίσκεται η νοτιοδυτική γωνία του σηµερινού παλατιού του Ντολµά Μπαχτσέ. 156
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 18-20.
157
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 40-1.
158
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 18-20.
159
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 47-8.
160
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 21. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 48-9. Φραντζής, ό.π., σσ. 238-9. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 339. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 386-7. 161
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 21-2. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 50-1, χρονολογεί τη σύγκρουση µετά την πρώτη επίθεση εναντίον των τειχών. Η πραγµατική ηµεροµηνία πάντως δίνεται καθαρά από τον Μπάρµπαρο. Ο Κριτόβουλος φαίνεται ότι µπέρδεψε αυτή την επίθεση εναντίον του φράγµατος µε την ασθενέστερη επίθεση που έκανε ο Μπαλτόγλου στις 18 Απριλίου. 162
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 23. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 49-50.
163
Φραντζής, ό.π., σσ. 247-50. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 52-5. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 335. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 38990. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 23-6. Λεονάρδος Χίου, στ. 930-1. Dolfin, ό.π., σσ. 17-18. Pusculus, ό.π., σσ. 68-9. Ο ∆ούκας λέει ότι υπήρχαν τέσσερα γενοβέζικα πλοία και ένα αυτοκρατορικό, ενώ ο Χαλκοκονδύλης ένα γενοβέζικο και ένα αυτοκρατορικό. Αλλά οι µαρτυρίες των αυτοπτών µαρτύρων συµφωνούν όλες σε τρία γενοβέζικα και ένα αυτοκρατορικό. Ο Μπάρµπαρο λέει ότι οι Γενοβέζοι έφθασαν δελεασµένοι από µια προσφορά του αυτοκράτορα, ότι οι Γενοβέζοι θα µπορούσαν να εισάγουν προµήθειες χωρίς δασµούς. Ο Λεονάρδος λέει ότι έφεραν στρατιώτες, όπλα και χρήµατα για την άµυνα, και ο Κριτόβουλος ότι είχαν σταλεί από τον πάπα. 164
Για την επιστολή του σεΐχη και τη γενική τουρκική αντίδραση βλ. Inalcîk, "Mehmed the Conqueror", Speculum, XXXV, σσ. 411 -2, και Fateh Devri, σ. 217.
164
165
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 26. Κριτόβουλος, ό.π., σ. 55. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 336.
166
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 26. Φραντζής, ό.π., σσ. 246-7. Λεονάρδος Χίου, στ. 931.
*
(Σ.τ.ε.) Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στο επίτευγµα του Κρητικού µηχανικού Σόρβολου, ο οποίος το 1439, κατά τη διάρκεια του πολέµου της Βενετίας µε το Μιλάνο, κατόρθωσε να µεταφέρει δια ξηράς µερικά βενετικά πολεµικά πλοία από τον ποταµό Αδίγη στη λίµνη Γκάρντα. Αντίθετα απ' ό,τι πιστεύει ο Ράνσιµαν, επρόκειτο για µία πολύ δυσκολότερη επιχείρηση, η οποία κάλυψε απόσταση 17 χιλιοµέτρων επάνω από ένα χιονισµένο ορεινό αυχένα. Στην περίπτωση της υπερνεώλκησης των πλοίων του Μωάµεθ το υψόµετρο της ράχης του Πέραν δεν ξεπερνούσε τα 70 µέτρα. 167
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 27-8. Φραντζής, ό.π., σσ. 250-2. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 55-6. Λεονάρδος Χίου, στ. 930, ο οποίος κατηγορεί ένα Βενετό γιατί έδωσε την ιδέα στο σουλτάνο. Τετάλντι, στ. 1820-1. Pusculus, ό.π., σσ. 69-70. Dolfin, ό.π., σ. 16. «Πολωνός γενίτσαρος», κεφ. XXIV. Ασίκ πασά Ζαντέ, σ. 198. Σαντεντίν, Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, αγγλ. µτφρ. Gibb, σσ. 20-1. Ο Ασίκ πασά Ζαντέ λέει ότι µεταφέρθηκαν 70 πλοία, αν και οι πηγές του Σαντεντίν κατατείνουν σε ένα πολύ µικρότερο αριθµό. Ο Εβλιά Τσελεµπί µνηµονεύει 50 γαλέρες και 50 µικρά πλοία (στην Turkova , "Le siege de Constantinople", σσ. 5-6). Ο Πολωνός γενίτσαρος µιλά για 30 πλοία. Οι σύγχρονες χριστιανικές πηγές κυµαίνονται µεταξύ 67 (Κριτόβουλος) και 80 πλοίων (Τετάλντι). Προσωπικά ακολουθώ τον Pears, The Destruction of the Greek Empire, σσ. 443-6, θεωρώντας ότι τα πλοία µεταφέρθηκαν στο Σισλί από την απότοµη αλλά µικρή κοιλάδα πίσω από το Τοπχανέ, παρά από τη φαρδύτερη κοιλάδα, µια πολύ µακρύτερη αλλά πολύ λιγότερο εύκολη διαδροµή. 168
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 28-33. Φραντζής, ό.π., σσ. 257-8. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 56-7. Λεονάρδος Χίου, στ. 932-3. Τετάλντι, στ. 1821. Pusculus, ό.π., σσ. 72-5. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, στ. 347-8. Τόσο ο Κριτόβουλος, οι µαρτυρίες του οποίου πιθανόν προέρχονται από τουρκικές πηγές, όσο και ο ∆ούκας, οι µαρτυρίες του οποίου προήλθαν σε µεγάλη έκταση από γενοβέζικες πηγές, λένε ότι ο σουλτάνος έλαβε ένα µήνυµα από το Πέραν που τον προειδοποιούσε. Ο Μπάρµπαρο, το µίσος του οποίου για τους Γενοβέζους τον καθιστά ύποπτο, λέει ότι ο ίδιος ο ποντεστά του Πέραν έστειλε µήνυµα στο σουλτάνο. Ο Λεονάρδος από τη Χίο, Γενοβέζος ο ίδιος, αφήνει να εννοηθεί ότι το φταίξιµο βαραίνει τους Γενοβέζους. 169
Για τις σχέσεις του σουλτάνου µε το Πέραν βλ. παρακάτω, σ. 180.
170
Φραντζής, ό.π., σ. 252. Κριτόβουλος, ό.π., σ. 57. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 43-4. Λεονάρδος Χίου, στ. 931. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σ. 349. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 388. Kodja Effendi, χγφ. σ. 170, που παρατίθεται, στον Lebeu, Histoire du Bas Empire XXI, σ. 265. H πλάκα που τοποθετήθηκε το 1953 για να επισηµάνει το σηµείο όπου η γέφυρα έφθανε την ακτή της Κωνσταντινούπολης πρέπει να βρίσκεται σε λάθος σηµείο, αφού η γέφυρα προφανώς δεν θα οδηγούσε σε µια στενή παραλία στην οποία δεσπόζουν οι ισχυρές οχυρώσεις των Βλαχερνών, αποκοµµένη από τον υπόλοιπο τουρκικό στρατό από την τάφρο του Ντιέντο, αλλά σε ένα σηµείο πέρα από το βεληνεκές των πολιορκητικών µηχανών στα τείχη. Ο Μπάρµπαρο πάντως, ο οποίος παραθέτει την πληρέστερη περιγραφή, όπως και την ηµεροµηνία της ολοκλήρωσής του, λέει ότι κατέληγε κοντά και κάτω από το «φράχτη», µε τον οποίο προφανώς εννοεί το τείχος των Βλαχερνών. 171
Φραντζής, ό.π., σ. 256. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 33-4. Λεονάρδος Χίου, στ. 935.
172
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 35. Thiriet, Regestes, υπ' αριθ. 2919-2923, σσ. 185-6.
173
Στο ίδιο, υπ' αριθ. 2927, σσ. 186-7.
174
Μπάρµπαρο, στο ίδιο. Σλαβικό χρονικό, σ. 114 (Ρωσική εκδοχή, σ. 95, Ρουµανική εκδοχή, σ. 79), το οποίο λέει ότι ο αυτοκράτορας ζήτησε βοήθεια από το Μορέα, από άλλα νησιά και από τις χώρες των Φράγκων. 175
Φραντζής, ό.π., σ. 258. Λεονάρδος Χίου, στ. 932-3.
176
Αυτό το επεισόδιο µνηµονεύεται µόνο από το Σλαβικό χρονικό, αλλά η αναφορά του χρονογράφου φέρει τη σφραγίδα της αυθεντικότητας. Σλαβικό χρονικό, σ. 118 (Ρωσική εκδοχή, σ. 95, Ρουµανική εκδοχή, σσ. 79-80). 177
Φραντζής, ό.π., σσ. 259-60. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 35-6. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII. σ. 347.
178
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 36-7. Σλαβικό χρονικό, σσ. 118-9 (Ρωσική εκδοχή, σσ. 95-6, Ρουµανική εκδοχή, σσ. 80-1), το οποίο µνηµονεύει τον ηρωισµό του Ραγκαβή. 179
Μπάρµπαρο, ό.π.. σσ. 37-9.
180
Μπάρµπαρο, ό.π.. σ. 39. Σλαβικό χρονικό, σσ. 119-20 (Ρωσική εκδοχή, σσ. 96-7, Ρουµανική εκδοχή, σ. 81), που παραθέτει µια µάλλον µεγαλοποιηµένη και µη πειστική ιστορία, στην οποία ο αυτοκράτορας είχε συγκαλέσει µία σύσκεψη στα προπύλαια της Αγίας Σοφίας όταν άκουσε ότι οι Τούρκοι είχαν µπει στην πόλη. Έπειτα έτρεξε έξω και τους απώθησε. 181
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 39-40.
182
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 40-2, 44-5.
183
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 42-3. Φραντζής, ό.π., σσ. 243-5. Λεονάρδος Χίου, στ. 936.
184
Μπάρµπαρο, στο ίδιο. Φραντζής, ό.π.„ α. 245. Τετάλντι, στ. 1821. Λεονάρδος Χίου, στ. 936. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 388-9. 185
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 46-7.
165
186
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 47. Αναφέρεται σ' αυτό µε λεπτοµέρειες στις σσ. 33-4, όταν µνηµονεύει την αναχώρηση του πλοίου, αποδεικνύοντας µε αυτό τον τρόπο ότι πρέπει να είχε ανατρέξει στο αρχικό του ηµερολόγιο για να παραθέσει την εµβόλιµη παραποµπή. 187
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 46, που χρονολογεί την έκλειψη στις 22 Μαΐου. Αλλά η πανσέληνος και η έκλειψη συνέβησαν στις 24 Μαΐου. Εδώ και πάλι πρέπει να άλλαξε το αρχικό του ηµερολόγιο. Οι άλλοι οιωνοί παρατίθενται από το Φραντζή, ό.π., σσ. 264-5, από τον Pusculus, ό.π., σ. 79, από τον Κριτόβουλο, ό.π., σσ. 58-9, από τον Μπάρµπαρο και πάλι, σ. 48, και, σε πολύ µεγαλοποιηµένη µορφή, στο Σλαβικό χρονικό, σ. 122. 188
Η ιστορία παρατίθεται µόνο στο Σλαβικό χρονικό, σσ. 122-3 (Ρωσική εκδοχή, σ. 98, Ρουµανική εκδοχή, σ. 82). Μετά από περικοπή φανταστικών λεπτοµερειών, όπως η παρουσία του πατριάρχη, είναι µάλλον αληθινή. 189
Κριτόβουλος, ό.π„ σ. 60.
190
Φραντζής, ό.π., σσ. 263-4, 327. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σσ. 341-3. Ο Ούγγρος πρεσβευτής είχε δώσει στο σουλτάνο χρήσιµες συµβουλές για τη χρήση του πυροβολικού. 191
Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 390-2, ο οποίος παραθέτει την πλήρη εξιστόρηση των διαπραγµατεύσεων του Ισµαήλ. ∆ούκας, ό.π., XXXVIII, σσ. 345, 349. Saadeddin, σ. 20. 192
Φραντζής, ό.π., σσ. 265-70. Λεονάρδος Χίου, στ. 937-8. Τετάλντι, στ. 1821-2.
193
Τετάλντι, στο ίδιο.
194
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 48-9. Σλαβικό χρονικό, σ. 124 (Ρωσική εκδοχή, σ. 100, Ρουµανική εκδοχή, σ. 84). Μόνο η σλαβική πηγή µνηµονεύει την πληγή του Τζουστινιάνι. 195 196
Φραντζής, ό.π., α. 270. Λεονάρδος Χίου, στ. 938. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 48-9.
197
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 49-51. Κριτόβουλος, ό.π., σ. 60. ∆ούκας, ό.π., XXXIX, σσ. 351-3. Λεονάρδος Χίου, στ. 938. Μόνο ο Dolfin, σ. 20, µνηµονεύει την επίσκεψη του σουλτάνου στο Πέραν. 198
Ο Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 60-5, παραθέτει εκτενώς το λόγο τον οποίο θεώρησε ότι πρέπει να είχε εκφωνήσει ο σουλτάνος σε αυτή την περίσταση. Χωρίς αµφιβολία έλαβε τις πληροφορίες του από το φίλο του Χαµζά µπέη, ο οποίος ήταν παρών στο συµβάν. Έτσι µπορούµε να υποθέσουµε ότι ο σουλτάνος είπε κάτι µε βάση όσα υποδεικνύει. Ο Φραντζής, σσ. 269-70, παραθέτει ένα σύντοµο λόγο. 199
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 50. Φραντζής, όπ., σσ. 262-3. Λεονάρδος Χίου, στ. 937.
200
Φραντζής, ό.π., σσ. 271-9. Λεονάρδος Χίου, στ. 938-9.
201
Φραντζής, ό.π., σ. 279. Ο Κριτόβουλος, ο Χαλκοκονδύλης και το Σλαβικό χρονικό αναφέρονται στην ολονύκτια λειτουργία όταν µιλούν για τη λεηλασία της πόλης. Βλ. παρακάτω, σ. 219. 202
Φραντζής, ό.π., σ. 280. Andrea Cambini, Libro délia origine de Turchi (έκδ. 1529), σσ. 8-10.
203
Φραντζής, ό.π., σ. 280. Η φοράδα του αυτοκράτορα µε τα άσπρα πόδια εµφανίζεται στην ελληνική δηµοτική ποίηση, π.χ. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου ∆ραγάζη, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, σ. 74. 204
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 66-7.
205
Έχω αντλήσει αυτή την αφήγηση από διάφορες πηγές: πρώτα από τους αυτόπτες µάρτυρες Φραντζή, ό.π., σσ. 280-7, Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 51-7, Λεονάρδο Χίου, στ. 940-1, Τετάλντι, στ. 1822-3, Pusculus, ό.π., σσ. 80-1, Montaldo, ό.π., σσ. 335-8, Riccherio, La presa di Consantinopoli, στο Sansovino, Dell' Historia Universale, II, σσ. 64-6, «Πολωνός γενίτσαρος», σσ. 132-4. Οι περιγραφές του Κριτόβουλου, ό.π., σσ. 67-71 και ∆ούκα, ό.π., XXXIX, σσ. 351-61, σίγουρα αντλήθηκαν αµέσως µετά από αυτόπτες µάρτυρες. Οι τουρκικές πηγές παραθέτουν σύντοµες περιγραφές, που επαναλαµβάνονται από το Σαντεντίν, σσ. 21-8. Ο Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 354-6, παραθέτει µια συγκεχυµένη περιγραφή του αγώνα. Μόνο ο ∆ούκας δίνει λεπτοµέρειες για την είσοδο µέσω της Κερκόπορτας, αλλά η ιστορία του επιβεβαιώνεται σύντοµα από το Σαντεντίν. Για την ακριβή θέση της Κερκόπορτας βλ. van Millingen, Byzantine Constantinople, σσ. 89-94. Οι πηγές διίστανται για την πληγή του Τζουστινιάνι. Ο Φραντζής λέει ότι πληγώθηκε στο πόδι και ο Χαλκοκονδύλης στο χέρι, αλλά ο Λεονάρδος από βέλος στη µασχάλη και ο Κριτόβουλος από βλήµα που διαπέρασε το θώρακά του. Ήταν πιθανόν µια σοβαρή πληγή σε κάποιο σηµείο του σώµατός του. Ο Μπάρµπαρο, µε την αντιπάθειά του για τους Γενοβέζους, δεν αναφέρει καθόλου την πληγή, λέγοντας απλά ότι εγκατέλειψε τη θέση του. Κατά τα άλλα υπάρχει αξιοθαύµαστη συµφωνία µεταξύ όλων των πηγών. 206
Φραντζής, ό.π., σσ. 287-8. Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 57-8. Ο Φραντζής αναφέρει για τον Πάολο και τον Τρωίλο ότι διέφυγαν και δεν κάνει καµία µνεία του Αντωνίου, αλλά ο ποντεστά του Πέραν, στην επιστολή του προς την κυβέρνηση της Γένοβας (εκδ. de Sacy, Notices et extraits des manuscripts de la bibliothèque du roi, XI, Ι, σ. 77) λέει ότι ο Πάολο προσπάθησε να κρυφτεί, αλλά συνελήφθη αιχµάλωτος και χάθηκε. Συνεπώς πιθανόν ο Φραντζής ανέφερε κατά λάθος τον Πάολο αντί του Αντωνίου.
166
207
Σαντεντίν, σ.32. Βλ. Ahmed Muktar Pasha, The Conquest of Constantinople, σ. 228. Για τους ψαράδες του Πετρίου βλ. παρακάτω, παράρτηµα Β ' σσ. 292-3. 208
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 59, 61. Φραντζής, ό.π., σ. 293.
209
Βλ. παρακάτω, παράρτηµα Β , σ. 293.
210
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 74-5. ∆ούκας, ό.π., XXXIX, σ. 379. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 398.
211
Λεονάρδος Χίου, στ. 943. Ποντεστά του Πέραν, σ. 77.
212
Riccherio, ό.π., σ. 66. "Rapporto del Superiore dei Franciscani", παρατίθεται στο Cronica de Bologna (Muratori, R.I.Ss., XVIII, σσ. 701-2). Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 399. Τρεις επιστολές από τη Ρώµη στον καρδινάλιο της Φερράρα που παρατίθενται στον Jorga, Notes et extraits, II, σσ. 518-20, δίνουν την ιστορία µε λεπτοµέρειες. Ο Τετάλντι όταν έγραφε την έκθεσή του πίστευε ότι ο καρδινάλιος είχε χαθεί, στ. 1823. 213
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 57-8. Ποντεστά του Πέραν, σ. 75. ∆ούκας, ό.π.. XXXIX, σσ. 371-3, ο οποίος λέει ότι ξέφυγαν µόνο πέντε γενοβέζικα πλοία. 214
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 58-9. ∆ούκας, ό.π., XXXIX, σ. 373.
215
Φραντζής, ό.π., σσ. 387-8. Βλ. παρακάτω, σ. 220.
216
Η παράδοση λέει ότι η τουρκική σηµαία παρουσιάζει το µισοφέγγαρο µε ένα αστέρι µέσα στο τόξο του επειδή ο σουλτάνος µπήκε στην πόλη κάτω από ένα τέτοιο φεγγάρι: πράγµα το οποίο ερµηνεύει γιατί το µισοφέγγαρο είναι ένα φεγγάρι που αδειάζει και όχι ένα φεγγάρι που γεµίζει. Στην πραγµατικότητα η σελήνη θα βρισκόταν στο τρίτο της τέταρτο. 217
∆ούκας, ό.π. Βλ. παρακάτω, παράρτηµα Β ', σσ. 289-90. Ο ποντεστά του Πέραν δεν καθιστά απόλυτα σαφές ότι πήγε προσωπικά, όπως λέει ο ∆ούκας (ποντεστά του Πέραν, σ. 76). 218
Φραντζής, ό.π., σσ. 290-1. ∆ούκας, ό.π., XL, σ. 377. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σ. 399. Historia Politica, σ. 23. Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 53. Τετάλντι. στ. 1823. Pusculus, ό.π., σ. 81. Μοντάλντο, σ. 338. Το Σλαβικό χρονικό, σ. 126 (Ρωσική εκδοχή, σ. 102, Ρουµανική εκδοχή, σ. 87) λέει ότι το κεφάλι θάφτηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας και το σώµα στο Πέραν. Ο «Πολωνός γενίτσαρος», σ. 133, λέει ότι το κεφάλι αναγνωρίστηκε από ένα χωρικό ονόµατι Ανδρέα. Ο λεγόµενος τάφος του αυτοκράτορα τον οποίο συνήθως έδειχναν στο Βεφά Μεϊντάν δεν έχει ιστορική βάση. 219
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 55. Φραντζής, ό.π., σσ. 288-9. Κριτόβουλος. ό.π., σσ. 71-3. Η εκκλησία της Παναγίας των Μογγόλων είναι παραδοσιακά γνωστή στους Τούρκους ως Καν Κιλισέ, η εκκλησία του αίµατος, εξαιτίας του αίµατος που είχε τρέξει στο δρόµο µπροστά της από τα υψώµατα της Πέτρας. 220
∆ούκας, ό.π., XXXIX, σ. 363.
221
∆ούκας, ό.π., XXXIX, σ. 369.
222
Αρχαιολογικές µαρτυρίες δείχνουν ότι ο Παντοκράτορας λεηλατήθηκε και στη συνέχεια χρησιµοποιήθηκε ως κατάλυµα. Ο Γεννάδιος που ήταν µοναχός εκεί ενδεχοµένως αιχµαλωτίστηκε στο κελλί του. Ο Γεννάδιος φαίνεται ότι αρχικά είχε αποσυρθεί στη µονή Χαρσιανίτου (βλ. Beck, Kirche und theologische Literatur, ο. 760), αλλά στη διάρκεια του χειµώνα του 1452-53 βρισκόταν στον Παντοκράτορα (∆ούκας, ό.π., σ. 315). 223
∆ούκας, ό.π., XXXIX, σ. 365. Κριτόβουλος, ό.π., σ. 75.
224
Φραντζής, ό.π., σ. 290. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 75-6. Λεονάρδος Χίου, στ. 941-2.
225
Μπάρµπαρο, ό.π., σ. 57. Κριτόβουλος, στο ίδιο. ∆ούκας, στο ίδιο. Αναφορά Φραγκισκανών, στ. 701-2.
226
Ο Κριτόβουλος, ό.π., σ. 76, αναφέρει 4.000 σκοτωµένους και 50.000 αιχµαλώτους. Ο Λεονάρδος της Χίου, στ. 942, δίνει 60.000 αιχµαλώτους. Και οι δύο αυτοί αριθµοί αιχµαλώτων πρέπει να είναι υπερβολικοί, αφού ολόκληρος ο πληθυσµός της πόλης ενδεχοµένως ήταν κάτω από 50.000. Η αναφορά των Φραγκισκανών, στο ίδιο, εκτιµά τους σκοτωµένους σε 3.000. 227
Το Σλαβικό χρονικό, σ. 127 (Ρωσική εκδοχή, σ. 105, Ρουµανική εκδοχή, σσ. 86-7), δίνει τις λεπτοµέρειες, που φαίνεται ότι προήλθαν από µαρτυρία αυτόπτη µάρτυρα, αν και σ' αυτή παρουσιάζεται ο φανταστικός πατριάρχης. Ο ∆ούκας, ό.π., XXXIX, σ. 375, παραθέτει την περιγραφή του Τούρκου στρατιώτη που έσπαγε το δάπεδο, αλλά τοποθετεί την επίσκεψη του σουλτάνου στην 30η (χρονικό διάστηµα στο οποίο το δάπεδο οπωσδήποτε θα είχε σπάσει). Φραντζής, στο ίδιο. Ο Ασίκ πασά Ζαντέ, σ. 199, λέει απλά ότι στο κτίριο τελέστηκε µια µωαµεθανική λειτουργία την επόµενη Παρασκευή. 228
Ο Καντεµίρ, History of the Ottoman Empire, µτφρ. Tindal, σ. 102, δίνει το παράθεµα στα Περσικά, αλλά όχι την προέλευσή του. 229
Φραντζής, ό.π., σσ. 291-2. Λεονάρδος Χίου, στ. 942. Κριτόβουλος, ό.π., σ. 82.
230
Μπάρµπαρο, ό.π., σσ. 57-61. Ποντεστά του Πέραν, σ. 77. Λεονάρδος Χίου, στ. 943. Αναφορά Φραγκισκανών, στ. 702. Για αναφορές στις περιπέτειες του Ισιδώρου βλ. παραπάνω, σ. 211 σηµ. 212. 231
Ματθαίος Καµαριώτης, De Constantinopoli capta narratio lamentabilis, M.P.G., CLX, στ. 1068-9.
167
232
∆ούκας, ό.π., XL, σ. 381, και Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 402-3, του οποίου την εξιστόρηση ακολούθησα. Ο ∆ούκας δεν συµπαθούσε το Νοταρά, έτσι η περιγραφή του είναι ακόµη πιο πειστική. Ο Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 83-4, παραλείπει την ιστορία της λαγνείας του σουλτάνου, στην προσπάθειά του να προστατέψει την υπόληψη του σουλτάνου. Ο Λεονάρδος της Χίου, ενώ µνηµονεύει τη λαγνεία του σουλτάνου, δίνει µία εκδοχή στην οποία ο Νοταράς, τον οποίο µισούσε, προσπάθησε να ρίξει το φταίξιµο σε όλους τους άλλους (στ. 943). Ο Φραντζής, ό.π., δίνει µια διαφορετική ιστορία, πολύ εχθρική για το Νοταρά. Ο Μοντάλντο, ό.π., σ. 339, κατηγορεί το Νοταρά για δολιότητα, αλλά µνηµονεύει την ιστορία του γιου του. 233
∆ούκας, ό.π., XLII, σ. 395. Η ταυτότητα της συζύγου του Νοταρά είναι αβέβαιη. Σε επιστολές προς αυτόν, όπως σ' εκείνες του Γενναδίου, (π.χ. M.P.G., CLX, στ. 747), αποκαλείται «γαµβρός του βασιλέως». Εάν η σύζυγός του ήταν κόρη του Μανουήλ Β ' και της αυτοκράτειρας Ελένης, είναι αδύνατο ο Φραντζής, που παραθέτει όλες τις λεπτοµέρειες της οικογένειας, να µην την ανέφερε. Πρέπει να είχε γεννηθεί µετά το 1400, αφού το 1453 ο γιος της ήταν στην αρχή της εφηβικής του ηλικίας. Είναι απίθανο ο Μανουήλ, που ήταν αφοσιωµένος σύζυγος, να είχε κάποιο νόθο παιδί µετά το γάµο του. Πιστεύω ότι οι Βυζαντινοί δεν θα χρησιµοποιούσαν τον όρο γαµβρός µε την ασαφή έννοια της σχέσης µέσω γάµου. Συνεπώς πρέπει να ήταν κόρη του ανιψιού του Μανουήλ, του αυτοκράτορα Ιωάννη Ζ ', που παντρεύτηκε µία πριγκίπισσα των Γατελούζων από την οποία οπωσδήποτε δεν είχε ένα γιο, αλλά θα µπορούσε να έχει µία κόρη, γνήσια ή νόθο. Ο Παπαδόπουλος, Versuch einer Genealogie der Palaiologen, σ. 90, την κάνει κόρη του ∆ηµητρίου Παλαιολόγου Καντακουζηνού, αλλά η αναφορά του στο Φραντζή δεν µνηµονεύει τίποτε σχετικό. ∆εν ξέρω σε ποια στοιχεία βασίζει τη γενεαλογία του για την οικογένεια Νοταρά ο Λάµπρος, Συνθήκη, σσ. 153, 170. 234
Βλ. σ. 271. Ο Σάθας, Μνηµεία Ελληνικής Ιστορίας, IX, σ. vi, δηλώνει ότι η Άννα είχε κάποτε αρραβωνιαστεί τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Τα στοιχεία φαίνονται ανεπαρκή. 235
Φραντζής, ό.π., σσ. 309-10, 383, 385.
236
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 76-7, 85. ∆ούκας, ό.π., XLII, σ. 395. Αναφορά Φραγκισκανών, στ. 702. Ποντεστά του Πέραν, σσ. 76-7, ο οποίος γράφει στις 23 Ιουνίου και λέει ότι ο σουλτάνος είχε φύγει το προηγούµενο βράδυ. Babinger, Mehmed der Eroberer, σ. 107. 237
Βλ. παρακάτω, παράρτηµα Β'.
238
Βλ. παρακάτω, παράρτηµα Β'.
239
Φραντζής, ό.π., σσ. 304-7. Historia Politica, σσ. 27-8. Historia Patriarchica, C.S.Η.Β., σσ. 79-81. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 94-5. Καντεµίρ, ό.π., σ. 104. Βλ. ακόµη την πλήρη, αν και κάπως συγκεχυµένη περιγραφή στον Παπαδόπουλο, Studies and Documents relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination, σσ. 1-85. 240
Βλ. παρακάτω, παράρτηµα Β'.
241
Φραντζής, ό.π., σ. 307. Historia Politica, σσ. 28-9, Historia Patriarchica, σσ. 82-3, που δίνει το κείµενο των πραγµατειών του Γενναδίου (σσ. 83-93). 242
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 82-3. Ασίκ πασά Ζαντέ, ό.π.,σσ. 124-6. ∆ούκας, ό.π., XLII, σ. 393. Historie Politica, σ. 25. Για τη βίαιη µετανάστευση από την Τραπεζούντα βλ. σ. 176. Μία επιστολή που γράφτηκε το 1454 από πρόσφυγες επισκόπους στη Βλαχία µιλά για 30.000 οικογένειες οι οποίες µεταφέρθηκαν για µετεγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη. Jorga, Notes et extraits, IV, σ. 67. 4.000 ήταν µετανάστες δια της βίας και 4.000 ήλθαν από την «ξηρά», δηλαδή τη Θράκη. 243
Ο Ισπανός περιηγητής Cristobal de Villalon, που έγραψε περί το 1550, ισχυρίστηκε ότι είχε δει στην Κωνσταντινούπολη τους δηµοτικούς καταλόγους, που έδειχναν ότι υπήρχαν 60.000 τουρκικές οικογένειες, 40.000 ελληνικές και αρµενικές και 10.000 εβραϊκές, 4.000 οικογένειες στο Πέραν (ελληνικές ή δυτικές) και 10.000 ελληνικές οικογένειες στα περίχωρα. Villalon, Viaje de Turquia, II, σσ. 255 κ.εξ. Βλ. Jorga, Byzance après Byzance, σσ. 45-52. 244
Σηµείωση σε έναν κώδικα στη µονή Αγαράθου, που παρατίθεται από τον Τωµαδάκη, "Répercussion immédiate de la prise de Constantinople", Cinqcentième Anniversaire de la prise de Constantinople, Αθήνα 1953. 245
Thiriet, Régestes, υπ' αριθ. 2928, σ. 187. Βλ. Pastor, History of the Popes, µτφρ. Antrobus, II, σσ. 271-4.
246
Ο Τετάλντι, στ. 1823, πίστευε ότι εάν ο στόλος είχε φθάσει εγκαίρως, η πόλη δεν θα έπεφτε.
247
Κριτόβουλος, ό.π., σ. 81. Thiriet, La Romanie Vénitienne, σ. 383.
248
Thiriet, Régestes, υπ' αριθ. 2929-2936, σσ. 187-90.
249
Ποντεστά του Πέραν, σσ. 76-8. Μοντάλντο, ό.π., σ. 342. ∆ούκας, ό.π., XLII, σ. 393. Κριτόβουλος, ό.π., σ. 76. Για το όνοµα του ποντεστά, Λοµµελλίνο, βλ. τον πρόλογο του Desimoni στο Μοντάλντο, σσ. 306-7. 250
Heyd, Histoire du commerce du Levant, II, σσ. 382-407. H πράξη παραχώρησης του Καφφά στο Συµβούλιο παρατίθεται στο Notices des Manuscripts de la Bibliothèque du Roi, XI, Ι, σσ. 81-9. 251
Βλ. Argenti, The Occupation of Chios by the Genoese, Ι, σσ. 205-8.
*
(Σ.τ.ε.) Νεώτερες έρευνες του Α. Petusi έχουν αποκαλύψει ότι κόνσολος των Αγκωνιτών δεν ήταν ο Boldoni, αλλά κάποιος «Benvenutus, civis anconitanus» (A. Pertusi, «The Anconitan Colony in Constantinople and the Report of Its Consul, Benvenuto, on the fall of the City», στον τ. Charanis Studies. Essays in Honour of Peter Charanis (επιµ. Α. Λαΐου-
168
Θωµαδάκη), Rutgers Univ. Press, 1980). 252
Heyd, ό.π., II, σ. 308 και σηµ. 4. Ο Τετάλντι, στ. 1823, υπολογίζει τις απώλειες των Αγκωνιτών σε περισσότερο από 20.000 δουκάτα. 253
Heyd, ό.π., II, σσ. 308, 336-8. Ο Τετάλντι, στο ίδιο, υπολογίζει τις φλωρεντινές απώλειες σε 20.000 δουκάτα.
254
Heyd, ό.π., II, σσ. 308, 348.
255
Krekič, Dubrovnik (Raguse) et le Levant, o. 62, και Thiriet, Régestes, υπ' αριθ. 1279 και 1364, σσ. 383, 398.
256
Στο ίδιο, υπ' αριθ. 2955-6, 3021, σσ. 194-5, 212-3.
257
Raynaldi, Annales, Χ, σσ. 2-3.
258
Jorga, Notes et Extraits, II, σ. 518.
259
Στο ίδιο, IV, σσ. 90-1, 101-2, 111-3.
260
Πίος Β'. Opera omnia, σσ. 716-7.
261
Grunzweig. "Philippe le Bon et Constantinople", Byzantium, XXIV, σσ. 51-2.
262
Olivier de la Marche, Mémoires, εκδ. Beaune et d'Arbaumont, II, σσ. 51-2.
263
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 119-21. ∆ούκας, ό.π., XLV, σ. 423. Βλ. Miller, Essays on the Latin Orient, σσ. 340-3, µε παραποµπές. 264
Βλ. Atiya, The Crusade in the Later Middle Ages, σσ. 236-40.
265
Olivier de la Marche, Mémoires, Π, σσ. 336-7.
266
Jorga, Notes et extraits, IV, σσ. 126-7.
267
Χαλκοκονδύλης,, ό.π., σ. 403.
268
Πίος Β', Opera omnia, σ. 394.
269
∆ούκας, ό.π., σσ. XLII, σ. 395. Κριτόβουλος, ό.π„ σ. 85. Babinger, Mehmed der Eroberer, σσ. 108-9.
270
Κριτόβουλος, ό.π. ∆ούκας, στο ίδιο. Miller, essays on the Latin Orient, σσ. 334-5.
271
Φραντζής, ό.π., σσ. 293-4. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 87-8. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 403-4. Λεονάρδος Χίου, στ. 943. Ασίκ πασά Ζαντέ, ό.π., σσ. 197-9. Βλ. Inalcîk, Fatih Devri, σσ. 134-6. Η περιγραφή του Ασίκ πασά Ζαντέ είναι ιδιαίτερα εχθρική για το Χαλήλ, αλλά µεταγενέστεροι Οθωµανοί ιστορικοί οι οποίοι γράφουν όταν η οικογένειά του, οι Τσανταρλί, είχαν αποκατασταθεί, είναι ευµενέστεροι. Βλ. Inalcîk, Fatih Devri, σσ. 132-6. Είναι πιθανό ότι η δυσµένεια προς το Νοταρά και ο θάνατός του συνδέονται µε του Χαλήλ. Ο Ασίκ πασά Ζαντέ λέει ότι ο Νοταράς του έστειλε δώρα (χρήµατα) κρυµµένα µέσα σε ένα ψάρι. Οπωσδήποτε είχαν καλές σχέσεις µεταξύ τους. 272
Βλ. Jireček, Geschichte der Serben, II, σσ. 201 κ.εξ. Miller, Essays on the Latin Orient, σσ. 456-7, και "The Balkan States", Cambridge Medieval History, IV, σσ. 575-82. Babinger, Mehmed der Eroberer, σσ. 112 κ.εξ. 273
Κριτόβουλος, ό.π„ σσ. 105-11, 138-9. ∆ούκας, ό.π., XLIV, σ. 419, XLV, σσ. 423, 427. Λεονάρδος Χίου, De Lesbo a Turcis capta, εκδ. Hopf, passim. Miller, Essays on the Latin Orient, σα. 335-52. 274
Miller, The Latins in the Levant, σα 435-41,456-7.
275
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 126-37, 149-53. ∆ούκας, ό.π., XLV, σσ. 423-5. «Πολωνός γενίτσαρος», σσ. 155-65. Ασίκ πασά Ζαντέ, ό.π., σσ. 210-3. Βλ. Ζακυθηνό, Le despotat grec de Morée, σσ. 247-84. *
(Σ.τ.ε.) Για τον Ουζούν Χασάν και τη δράση του βλ. τη µονογραφία του John Ε. Woods, The Aqquyunlu. Clan, Confederation, Empire, The University of Utah Press, 19992. Πρβλ. ακόµα Ν. Νικολούδη, «Η πολεµική και διπλωµατική δραστηριότητα του Τουρκοµάνου ηγεµόνα Ουζούν Χασάν και οι αναφορές των ελληνικών πηγών του 15ου και 16ου αιώνα σ' αυτήν», Βυζαντινός ∆όµος 10-11 (1999-2000). 276
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 163-74. Φραντζής, o.π., σ. 413. ∆ούκας, ό.π., XLV, σσ. 429-31. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 490-7. «Πολωνός γενίτσαρος», σσ. 165-73. Ασίκ πασά Ζαντέ, ό.π., σσ. 218-27. Βλ. Miller, Trebizond: The Last Greek Empire, σσ. 97-104. 277
Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 175-7. Historia Politica, σσ. 36-7. Miller, Trebizond, σσ. 105-8.
278
Φραντζής, ό.π., σ. 308. Κριτόβουλος, στο ίδιο. Miller, στο ίδιο.
279
Miller, στο ίδιο. Η µπαλάντα για την κοπέλα της Κορδύλης παρατίθεται στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, σ. 78. 280
H µπαλάντα για την πτώση της Τραπεζούντας στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, σ. 76.
169
*
(Σ.τ.ε.) Για τον Βλαντ, γνωστότερο ως ∆ράκουλα, βλ. κυρίως Νικόλαε Στοϊτσέσκου, ∆ράκουλας. Μύθος και ιστορική αλήθεια, εκδ. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα 1992. 281 282
Jorga, Histoire des Roumains, IV. σσ. 131 κ.εξ. Βλ. Medlin, Moscow and East Rome, σσ. 75-95.
283
Φραντζής, ό.π., σσ. 395, 412-3, 427-9, 449. Κριτόβουλος, ό.π., σσ. 58-9. Historia Politica, σσ. 35-6. Ο θάνατος της πριγκίπισσας Ελένης θρηνήθηκε από µια µονωδία, που παρατίθεται στο Λάµπρο, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, IV, σσ. 221-9. 284
Φραντζής, ό.π., σσ. 410-5. Miller, The Latins in the Levant, σο. 453-4. Ζακυθηνός, Le despotat grec de Morée, Ι, σσ. 28790. Ο Φραντζής λέει ότι η σύζυγος του Θωµά πέθανε σε ηλικία 70 ετών. Πρέπει να πρόκειται για λάθος, καθώς ο Θωµάς ήταν µόλις 56 ετών όταν πέθανε τρία χρόνια αργότερα, και το µικρότερο παιδί τους, η Ζωή, δεν µπορεί να είχε γεννηθεί πριν από το 1456. Ο Θωµάς παντρεύτηκε την Αικατερίνη το 1430. Εάν εκείνη ήταν τότε 15 ετών, τον καιρό του θανάτου της θα ήταν 47. 285
Φραντζής, ό.π., σσ. 202, 13, 450. Βλ. Λάσκαρη, Vizantiske Princeze u Srednjevekovnoj Srbiji, σσ. 97-123.
286
Για τη σταδιοδροµία των γιων του Θωµά βλ. την περιγραφή µε τις πλήρεις παραποµπές στον Ζακυθηνό, Le despotat grec de Morée, Ι, σσ. 290-7, και στον Τυπάλδο, «Οι απόγονοι των Παλαιολόγων µετά την άλωσιν», ∆ελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, VIII, σσ. 129-54. Για τη σταδιοδροµία της Ζωής-Σοφίας βλ. Medlin, Moscow and East Rome, σσ. 76-7, 79, 86-7. Για τον πρώτο της γάµο, Φραντζή, ό.π., σσ. 424-5. 287
Για την οικογένεια των Παλαιολόγων που βρισκόταν στην Κορνουάλη τον δέκατο έβδοµο αιώνα και η οποία τελικά εξέλιπε στα Μπαρµπέιντος βλ. Leigh-Fermor, The Traveller's Tree, σσ. 144-9, και Ζώρα, Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, σσ. 287-95. Η οικογένεια ισχυριζόταν ότι καταγόταν από ένα γιο του Θωµά, ονόµατι Ιωάννη. Εάν αυτός ο γιος υπήρχε, είναι απίθανο ο Φραντζής, ο οποίος γνώριζε καλά την οικογένεια και ενδιαφερόταν έντονα γι' αυτή, να µην τον ανέφερε. ∆εν αναφέρεται ούτε από το Βησσαρίωνα στις οδηγίες του προς το δάσκαλο των δύο γιων του Θωµά. Είναι πιθανό ότι ο Θωµάς είχε ένα νόθο γιο ονόµατι Ιωάννη. Πιο πιθανό όµως είναι ότι η οικογένεια της Κορνουάλης καταγόταν από κάποιον παράπλευρο κλάδο των Παλαιολόγων, από τους οποίους υπήρχαν πολλοί, αν και κανείς δεν ήταν από γνήσιο αυτοκρατορικό αίµα. Όλοι οι γνήσιοι απόγονοι, κατά αρρενογονία, του Μιχαήλ Η ', του πρώτου Παλαιολόγου αυτοκράτορα, είναι γνωστοί, και είναι πολύ απίθανο κάποιος να παραλείφθηκε από τις αυθεντίες. Ο αξιολύπητος δικέφαλος αετός που είναι σκαλισµένος στον τάφο του Θεοδώρου Παλαιολόγου στην εκκλησία του Λάντουλφ, στην Κορνουάλη, δυστυχώς δεν έχει θέση εκεί. 288
Βλ. Miller, Essays on the Latin Orient, σσ. 502-7. Μας λένε ότι η βασίλισσα Ελένη πένθησε ειλικρινά µε την είδηση της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, και ότι καλοδέχτηκε πρόσφυγες. Μαχαιράς, Χρονικό, Ι, σ. 682. 289
Για τους απογόνους του Σκεντέρµπεη βλ. Gegaj, L ' Albanie et l'invasion turque au XVe siècle, σσ. 161-2.
290
Φραντζής, ό.π., σσ. 413-4. Χαλκοκονδύλης, ό.π., σσ. 497-8. Historie Politica, σ. 38. Miller, Trebizond, σσ. 108-11.
291
Η επιστολή του Φίλελφο παρατίθεται στο Legrand, Cent-dix letters grecques de Fr. Philelphe, σσ. 62-8.
292
Φραντζής, ό.π., σσ. 408, 411, 424-5, 429-46, 451-3.
293
Σάθας, Μνηµεία Ελληνικής Ιστορίας, IX, σσ. vi-xi.
294
Βλ. Brehier, λήµµµα "Bessarion", στο Baudrillart, Dictionnaire d'histoire et de géographie ecclésiastique, VIII, στ. 118594. Miller, Essays on the Latin Orient, σσ. 348-9. Λεονάρδος Χίου, De Lesbo a Turcis capta, εκδ. Hopf, passim. Για τον Ισίδωρο λέγεται ότι σε µεγάλη ηλικία έπαθε µαλάκυνση του εγκεφάλου. Βλ. Pastor, History of the Popes, µετφρ. Antrobus, II, σ. 323. 295
Κριτόβουλος, ό.π., σ. 117. Ecthesis Chronica, εκδ. Λάµπρος, σσ. 26-8, 36. Historia Politica, σσ. 38-9. Historia Patriarchica, σα. 96-101. Βλ. Τωµαδάκη. «Ετούρκευσεν ο Γεώργιος Αµιρούτζης;», στην Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, XVIII, σσ. 99-143, ο οποίος προσπαθεί, ανεπιτυχώς πιστεύω, να αποδώσει λευκό τον Αµιρούτζη. 296
Βλ. παραπάνω, σσ. 229-33.
297
Για το Φραντζή χρησιµοποίησα το κείµενο που εκδόθηκε στη σειρά της Βόννης, καθώς δεν έχει παρουσιαστεί µέχρι σήµερα καµία νέα κριτική έκδοση του αντίστοιχου τµήµατος του έργου του. Για το συγγραφέα του Chronicon Majus βλ. Loenertz, "Autour du Chronicon Maius attribué à Georgios Phrantzes", Miscellanea Mercati, III. Για το πραγµατικό του όνοµα βλ. Laurent, "Sphrantzes et non Phrantzes", BZ, XLIV. [(Σ.τ.ε.) Η πιο πρόσφατη νεοελληνική απόδοση του κειµένου του Chronicum majus για την Άλωση (από τον Γ. Κουσουνέλο) βρίσκεται στον τόµο µε τίτλο Η πόλις εάλω, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1993]. 298
Για το ∆ούκα χρησιµοποίησα τη νέα κριτική έκδοση που δηµοσιεύθηκε από το Grecu (µαζί µε µια ρουµανική µετάφραση η οποία δεν θα είναι ιδιαίτερα χρήσιµη σε πολλούς ∆υτικούς λογίους) στο Βουκουρέστι το 1958, παρά την παλαιά έκδοση της Βόννης, παρόλο που η τελευταία διαθέτει το πλεονέκτηµα να περιέχει επίσης την παλαιά ιταλική µετάφραση του έργου. Προσωπικά δεν µπορώ να αξιολογήσω το ∆ούκα ως πηγή τόσο ψηλά όσο ο Grecu: βλ. Grecu, "Pour une meilleure connaissance de l' historien Ducas", Memorial Louis Petit. [(Σ.τ.ε.) Πρόσφατη νεοελληνική απόδοση του κειµένου του
170
∆ούκα για την Άλωση από τον Π. Νιαβή, [Μιχαήλ] ∆ούκα, Βυζαντίου Άλωσις, εκδ. ∆ηµιουργία, Αθήνα 2000]. 299
Για το Χαλκοκονδύλη δεν µπόρεσα να εξασφαλίσω την έκδοση που δηµοσιεύθηκε από τον Ε. Darko στη Βουδαπέστη το 1923, γι' αυτό το λόγο παραπέµπω στην έκδοση της Βόννης. Για µια σύντοµη περιγραφή της ζωής του βλ. Vasiliev, A History of the Byzantine Empire, σ. 693. [(Σ.τ.ε.) Πρόσφατη νεοελληνική απόδοση του κειµένου του Χαλκοκονδύλη για την Άλωση από το Ν. Νικολούδη, Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, Βυζαντίου Άλωσις, εκδ. ∆ηµιουργία, Αθήνα 19942]. 300
Για τον Κριτόβουλο έχω χρησιµοποιήσει την αγγλική µετάφραση που εκδόθηκε στο Πρίνστον το 1954. Αν και δεν βασίζεται στο πρωτότυπο ελληνικό κείµενο αλλά στη γαλλική µετάφραση του Dethier, µία σύγκριση µε το πρωτότυπο, όπως αυτό εκδόθηκε από τον Müller το 1883, αποδεικνύει ότι είναι έγκυρη. Για µία σύντοµη περιγραφή του Κριτόβουλου βλ. Pears, The Destruction of the Greek Empire, σσ. x-xi. Οι τουρκόφιλες απόψεις του έχουν προδιαθέσει τους σύγχρονες Έλληνες ιστορικούς να τον υποτιµήσουν. [(Σ.τ.ε.) Πρόσφατη νεοελληνική απόδοση του κειµένου του Κριτόβουλου για την Άλωση από το Φάνη Καλαϊτζάκη, Μιχαήλ Κριτόβουλου, Βυζαντίου Άλωσις, εκδ. ∆ηµιουργία, Αθήνα 1999]. 301
Γι' αυτά τα χρονικά βλ. Moravscik, Byzantinoturcica, Ι, σσ. 128-9, 159, 246-8. Το έµµετρο χρονικό του Ιέρακος, που εκδόθηκε από το Σάθα, στη Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Ι, έχει µικρή αξία ως ιστορική πηγή. 302
Το χρονικό έχει εκδοθεί από τον Γ. Ζώρα, σε µια κριτική έκδοση που παρουσιάζει τα «δάνεια» του χρονογράφου από το Λεονάρδο της Χίου για την ιστορία της πολιορκίας και της άλωσης της πόλης. 303
Για µία πλήρη έκθεση των διαφόρων θρήνων βλ. Ζώρα, Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, σσ. 157-283.
304
Αυτές οι επιστολές έχουν αξιοποιηθεί πλήρως στον Gill, όπ.π.. 366 κ.εξ.
305
Για το όλο θέµα του Σλαβικού Χρονικού βλ. Unbegaun, "Les relations vieux-russes de la prise de Constantinople", Revue des Études Slaves, IX, και Jorga, "Une source négligée de la prise de Constantinople", Académie Roumaine, Section Historique, XIII. 306
Για µία σύντοµη εκτίµηση του Μπάρµπαρο βλ. Pears, The Destruction of the Greek Empire, σσ. ix-x. [(Σ.τ.ε.) Νεοελληνική απόδοση του κειµένου του Μπάρµπαρο από τη Βανέσσα Α. Λάππα στον τ. Η πόλις εάλω, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1993]. 307
Χρησιµοποίησα για τις παραποµπές τη λατινική έκδοση της αναφοράς του Λεονάρδου, όπως παρατίθεται στην Patrologia του Migne. Υπάρχει και µία ιταλική εκδοχή, που παρατίθεται στην Historia Universale, III, του Sansovino, η οποία διαφέρει από τη λατινική σε ορισµένες µικρές λεπτοµέρειες και η οποία πιθανώς είναι λίγο µεταγενέστερη ως προς τη χρονολογία. 308
Όπως και προκειµένου για το Λεονάρδο, υπάρχουν δύο εκδοχές της αναφοράς του Ισιδώρου, µία επιστολή στα Λατινικά που απευθύνεται στον πάπα, η οποία παρατίθεται στην Patrologia του Migne, και µία ιταλική, που απευθύνεται «προς όλους τους πιστούς», η οποία παρατίθεται στο Sansovino, III. Η επιστολή προς τον πάπα πιθανώς µεταφράστηκε, µε ορισµένες τροποποιήσεις, για να κυκλοφορήσει σε όλη την Ιταλία. Για τα συγγράµµατα του Ισιδώρου βλ. Mercati, "Scritti d' Isidore il Cardinale Ruteno", Studi I Testi, XLVI. 306. Για µία σύντοµη εκτίµηση του Μπάρµπαρο βλ. Pears, The Destruction of the Greek Empire, σσ. ix-x. 309
Τo όνοµα του ποντεστά συνήθως δίνεται ως Ζακκαρία, αλλά ο Desimoni, στον πρόλογό του στην αναφορά του Μοντάλντο, σσ. 306-7, αποδεικνύει ότι ο ποντεστά εκείνης της περιόδου ονοµαζόταν Λοµελλίνο. 310
Στη βιβλιογραφία, βλ. παρακάτω σσ. 297-306, παραθέτω τις εκδόσεις που χρησιµοποίησα γι' αυτούς τους διάφορους συγγραφείς. 311
Για τους Τούρκους ιστορικούς βλ. Babinger, Die Geschichtschreiber der Osmanen und ihre Werte, όπου αυτοί τους οποίους αναφέρω µπορούν να ανευρεθούν µε αλφαβητική διάταξη µεταξύ άλλων Οθωµανών συγγραφέων, καθώς και τα κεφάλαια των Η. Inalcîk και V. Menage στο Historians of the Middle East, εκδ. των Β. Lewis και P.M. Holt. Βλ. επίσης Inalcîk, "Mehmed the Conqueror", Speculum, XXXV, passim. 312
Για λόγους δικαιοσύνης προς τον Εβλιγιά Τσελεµπί πρέπει να προστεθεί ότι η περιγραφή του για την Κωνσταντινούπολη του καιρού του είναι αξιόπιστη και πολύτιµη. 313
Βλ. παραπάνω, σσ. 217-8. Τελικά ο Άγιος Ιωάννης στην Πέτρα παραχωρήθηκε στη χριστιανή µητέρα του Μαχµούτ πασά και καθαγιάστηκε και πάλι. 314
Αυτές οι εκκλησίες αναφέρονται ως χώροι λατρείας από περιηγητές όπως οι Ρώσοι Ιγνάτιος του Σµολένσκ (περ. 1390), Αλέξανδρος (1393) και ο ανώνυµος Ρώσος που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη περί το 1440. De Khitrovo, Itinéraires Ruses en Orient, σσ. 138, 162, 233-4. 315
Φραντζής, ό.π., σ. 307, Historie Politica, σσ. 28-9, Historia Patriarchica, σ. 82.
316
Γι' αυτές τις εκκλησίες βλ. van Millingen, Byzantine churches in Constantinople, σσ. 49, 113, 128, και Janin, La Géographie Ecclésiastique de l'Empire Byzantin, III, Ι, σσ. 33, 75, 95, 224, 228, 319, 165-6, 447. 317
Αυτή φαίνεται ότι ήταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο ∆ίππειο, όχι µακριά από τον Ιππόδροµο, που χρησιµοποιήθηκε στα µέσα του δέκατου έκτου αιώνα για να στεγάσει ένα θηριοτροφείο. Janin, ό.π., σσ. 273-4.
171
318
Υψηλάντης, Τα µετά την Άλωσιν, σσ. 62, 91.
319
Historia Patriachica, σσ. 158 κ.εξ., Cantemir, History of the Othman Empire, σσ. 102-5. Βλ. την επόµενη σηµείωση.
320
Historia Patriarchica, στο ίδιο, Cantemir, στο ίδιο, Υψηλάντης, ό.π., σσ. 50-2. Η Historia Patriarchica συνδυάζει τα δύο επεισόδια σε ένα, αλλά είναι σαφές ότι οι γενίτσαροι πρέπει να έπαιξαν το ρόλο τους στο επεισόδιο που αφορά το Θεόληπτο, καθώς είναι απίθανο ότι θα µπορούσε να βρεθεί κάποιος που να ζει ακόµη το 1537, 84 χρόνια µετά την πτώση της πόλης, ο οποίος θα µπορούσε να είναι παρών σ' αυτήν. 321
Janin, ό.π., σσ. 75, 95.
322
Cantemir, ό.π., σ. 105.
323
Cantemir, ό.π., σσ. 102-5, Historia Patriarchica, στο ίδιο. Από την εποχή του Γίββωνα και εξής οι ιστορικοί υπήρξαν πολύ πρόθυµοι στο να απορρίψουν την όλη ιστορία ως παράλογη, χωρίς να προσπαθήσουν να δουν τι ήταν πίσω από αυτήν. Βλ. ένα σηµαντικό και άδικα αγνοηµένο άρθρο του J.H. Mordtmann, "Die Kapitulation von Konstantinopel im Jahre 1453", BZ, XXI, σσ. 129 κ.εξ. Εξετάζει και εξακριβώνει τις πηγές του Καντεµίρ. 324
Εβλιγιά Τσελεµπί, Travels, αγγλ. µτφρ. Hammer, Ι, σ. 159.
325
Dallaway, Constantinople Ancient and Modern, σσ. 98-9.
326
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που µνηµονεύθηκε παραπάνω, σ.288, εάν είναι η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο ∆ίππειο, παρουσιάζει ένα άλλο πρόβληµα, καθώς βρισκόταν σε µια περιοχή όπου δε φαίνεται να επιβίωσε καµία άλλη εκκλησία.
172