■
■
■
■
5> -» > ».» Ο>'■>> ->■3> ■>■· » >> .» » > ^ £ ;
*■8
1 » %ϋ»>»• %>>»>· ' * »
^^^^ί** ' *> \*
> »> > > > ■>- > > > > > > 40.ϊ'*" >)> 2>»·» ) · Ι μ > > >, > > ν Τ ? ϊ \> >>> ·> »>->. > .3 >-■» Ό>*. '>> * >
>>*>
>
» ->> » »
»
>> >-> » »
■>, ->
«Γ
Λν£?ο«^^■■νΛ'
,»
^^^^^
—
^£*Χ?5Ρ
^1
ΚΩΜΩΔΙΑ
Ι Ο
ΧΑΣΗΣ ΥΠΟ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΓΟΥΖΕΑΗ
ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ
"Εχδοσις νέα βελτιωθεΐσα χαι μετά συντόμου Βιογραφίας τοϋ Συγγραφε'ως πλουτισθεΐσα •
Λιά δαπάνης
Β 2ΕΡΓΙ0Γ Χ. ΡΑΦΤΑΝΗ. ■
ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩι ΕΚ. ΤΟΪ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΪ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΣΕΡΓΙΟΪ Χ. ΡΑΦΤΑΝΗ Βρχ§4«9ίντο; 8Γ 'Ολύμπιακ» άργύριΰ στεφάνού τω 1839. & ι > II β ύ ν , Ν. I. Τχροκσσοποίλου.
II
II
ΚΩΜΩΔΙΑ
Ο
ΧΑΣΗΣ ΥΠΟ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΓΟΥΖΕΑΗ
ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ
'Εχδοσις νέα βελτιωθεΐσα καί μετά συντόμου Βιογραφίας; του Συγγραφε'ως πλουτισΟεϊσα ΔΊά δαπάνης ΣΕΡΓΙΟΓ Χ ΡΑΦΤΑΝΗ. ■
ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ-. ΕΚ. ΤΟΪ ΤΪΠΟΓΡΛΦΕΙΟϊ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΣΕΡΓΙΟΥ Χ. ΡΛΦΪΛΝΗ Βραβ.ύβέντος 5," ·θλυμ««ΜΒ άρρροϋ βΤ6φάν01ι τ5 1839. ΔιενΟύν. Ν. I. τ α ρ ο α „ σ ο ιτ , ί λ ,'„.
■
«
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΝΤΟΜΟΣ
—(^^^ί^^Ξτ— Δημήτριος ό Γουζέλης έγεννήθη έν Ζακύνθω έξ εύπορων γο νέων, Διονυσίου και Τουμπίνης, οιτινες ήσαν δόκιμοι του 'Αρχοντολογίου (οϊνΐΐΐ.) Βαπτισθείς δέ τί) 25 Αύγουστου 1774, ών μηνών έξ, εις τον Ναόν τοϋ Χρυσοστόμου, άναδέχθη ύπό Δημητρίου Πυρφή. Έσπούδασε τά Ελληνικά καί Λατινικά και άπαντα τά Έγκόκλια μαθήματα παρά τω διδασκάλω Α. Μαραελάω έμπείρω έλληνιστη των χρόνων εκείνων και τά Ίταλογαλλικά παρ' άλλοις διδασκάλοις. Παιδιόθεν ανέδειξε κλίσιν εις την ποίησιν, ώστε πολλάκις έστιχούργες αύτοσχεδίως σατυρικά και γελοία τινα ποιήματα προς χλεύην των συμμαθητών του. Ή καθημερινή λογομαχία και γελοία κομπορρημοσύνη της οικογενείας Χάση, της οποίας ή'το γείτων ό Γουζέλης (κατοικών απέναντι τοϋ άγίου Παυλου,) έδωκεν αύτώ αίτίαν νά συνθεση την κωμωδίαν ό Χάσης, ών δεκαεξαετής. Αυτη εύηρές-ησε πολύ, ώς-ε καί παρες-άθη πολλάκις ύπό φιλοδραματικών νέων συμπολιτών έπί θεατρικές σκηνής. Καταργηθείσης της Βενετικές έξουσίας έν τ?ί Έπτανήσω, και κρατησάντω>> τών δημοκρατικών Γάλλων έν Ζακύνθω, ό Γουζέλης έγκολπώθη τάς δημοκρατικάς αρχάς, Ιγεινε και αύτός καρμανιόλος, και συνηχμαλωτίσθη μέ την Γαλλικήν φρουράν ύπό τών έξωσάντων τούς Γάλλους έκ Ζα κύνθου 'Ρωσσοτουρκων 1 800, και μετ' αύτών έπέμφθη είς τάς φυλακας της Κωνσταντινουπόλεως, χύδην λεγομένας Μπάνιο^ μετ' άλλων φιλοδημοκρατικών Ζακυνθίων, όθεν απελευθερωθείς διά τ^ς στρατιωτικές συνθήκης μεταξύ Όθομανικής Πόρτας και Γαλλίας, έπέστρεψεν είς Ζάκυνθον. Άλλά μη δυνάμενος νά ύποφέρη τάς αντεκδικήσεις της άριστοκρατορικης φατρίας 'τοϋ άρχοντολογίου, μετέβη εις Τριέστιον, και εκείθεν είς Τταλίαν, έξ '^ς μετέβη εις Γαλλίαν, και έλαβεν ύπηρεσίαν στρατιωτικήν ύπό τον μέγαν Ναπολέοντα, καταταχθείς είς τόν'ΐταλικόν στρατόν. Τότε μετέφρασε την έλευθερωμένην- Ιερου σαλήμ τοϋ Τάσου, την οποίαν αφιέρωσε πρός τον Αυτοκρά τορα Ναπολέοντα πρώτον, Διαλυθέντος δέ του Ίταλικοϋ στρα
τοϋ μετά τήν έκθρόνισιν τοϋ Ναπολέοντος, 6 Γουζέλης άπήλΟεν εις Βενετίαν, και εκείθεν μετέβη 3ΐς Τριέστιον, ένθα έχρημάτ&ε διδάσκαλος, καί έξέδοτο τό ποίημα, την Κρίσιν τοϋ Πάριδος, και συνεφήρμωσε παιδαγωγικά τινα μαθήματα διά την χρήσιν των παίδων. Φύσει δε φιλομαθής, και εύαρεσκόμενος εις την μελέτην Ελλήνων συγγραφέων, απέκτησε βιβλία πάμ πολλα αύτών. ΈπΙ τοϋ προφύλλου δέ ενός αύτών, του πε·1 ριέχοντος τά σωζόμενα τοϋ Πλουτάρχου, έ'κδοσις Φραγκοφορτίου 1599, διασωζομένου νυν παρά τω έκδοτη Κυρίω Σεργάο 'Ραφτάνη, ευρηται τό έξης δίστιχον ιδιοχείρως γραφέν ύπό Γουζέλη, και έκφράζον τήν χαράν αύτοΰ εις τό νά αποκτά τους θησαυρούς των προγο'νων. » Ιίγόραο'α τον Π.ΐούταρχον Λίτρας ίΕακοσίας » χαί εΐ ψ· δνσενρεΐοζερνς, ή'ζιζβ χαί μνείας. ΛηρΊτ^ιος ΓονζέΛης. 1814 Νοεαβρίου 22 ΤριεσίΙψ, Ακολούθως μυηθείς τά τών Φιλικών, καϊ παρορμώμένος ύπό του πατρίου αισθήματος, δτε εν Μολδαυΐα εξερράγη ό Ελ ληνικός άγων, καϊ διεδόθη τό κίνημα έν Πελοποννήσω, κατέ'βη εις τήν Ελλάδα· ηλθε πρώτον εις Ζάκυνθον, καϊ συνομιλήσας μετά τών ενταύθα συνεταίρων^ ελαβεν μεθ' εαυτοΰ έως 60 άνδρας Ζακυνθίους ενθουσιώντας υπέρ θρησκείας και πατρίδος* και μετ' αύτών λάθρα επιβιβασθείς, έπορεύθη'εϊς τά πεδία της μ,άχης· εύρέθη επί της πολιορκίας Μεθώνης· και είτα είς Νεόκαστρον, όπου μετά τοϋ Γεωργίου Τυπάλδου, νυν βιβλιόφύλακος τοϋ Πανεπιστημίου, ετυχεν είς τήν παράδοσιν τοϋ Νεώκάστρόυ, καί κατέγραψε μάλιστα αυτός τά παραδοθέντα σκεύη και κτήματα τών Τούρκων. Αγωνισθείς δέ είτα και εις άλλας μάχας τοϋ 'άγώνος, και ποιήσας διαφόρους πολιτικός υπηρεσίας μετ' άκραιφνοϋς πατριωτισμου και ζήλου ύπέρ ευ νομίας τοϋ Ελληνικου λαοϋ καθ' όλα τά έπαγγέλματα, ά ήξιώθη είτε ώς διοικητής, είτε ως έπαρχος ύφ' όλων τών προσωρινών Κυβερνήσεων τοΰ αγώνος, τοΰ άοϊδίμου Κυβ;ρνήτου καϊ της Αντιβασιλείας, κατέστη φαλαγγίτης, και κα τεγράφη είς τό μητρώον, τυχών προικοδοτήσεις'και κτηματικάς ■μερίδας είς "Πλιδα επί αμοιβή τών αγώνων Τότε έξέδοτο διάφορα
πονημάτια έν Ναυπλίω. Μεταβάς δέ ακολούθως εις Ζάκυνθον ήσπάσατοτούς συγγενείς και συμπολίτας,έπροσκύνησε τον τάφον ιών γονέων του εις τόνναόν τοΰ άγιου ']ωάννου του Χρυσος-όμου της οικογενείας Γουζέλη. Άλλα κακή τότε μοίρα ηθέλησε νά φαρμακεύση τάς περιχαρεις ημέρας της ζωής του έν τη πατρίδι. Ό μονογενής υιός του προώρως κατέβη εις τον τάφον, και άθυμία έκ της υπερβολικής θλίψεως παρώθησεν αυτόν εις μεμονωμένην καΐ αχαριν ζωήν ήτις και μετ' όλίγον έπέσυρε.ν είς τόν τάφον, έπιστρέψαντα περί τά τέλη Μαίου 1843 έκ Πύργου (Ήλιδος) δια Τζόγιαν, όπου φθάσας έν τ-/) οικία Εμμανουήλ Λεονταράκη απεβίωσε τήν αυτήν νύκτα αιφνηδίως. Ό Γουζέλης ήτο μεσαίου αναστήματος, μάλλον εΰσαρκος καί κοκκινωπός τήν όψιν, λευκόθριξ γέρων μι κρου στόματος, και διαπύρου όφΟαλμοϋ, γλυκύς και προσιτός απασιν, εύθυμος και ζωηρός είς τήν συναναστροφών, αστείος εις τάς διηγήσεις του, μνήμην έχων ζωηράν, και νοστιμεύων τάς διηγήσεις της ζωής του μέ πολλά ανέκδοτα, τά όποια εμαθεν έκ των βιβλίων ή έκ της συναναστροφής καί τών περιστάσεων του πολυπεριέργου βίου του. Διεκαίετο υπό του πατριωτισμου, άγαδάς φίλος και καλός "Ελλην δεικνύμενος. Διό ζηλωτής έγένετο άπασι και αξιότιμος παρά σπσυοαίοις και !διώταις. Έκληρόνομήθη ύπό της Ζακυνθίου οικογενείας Στράτη ή Πιτόρου. Έξέδοτο δέ τά έξης συγγράμματα, α'. Συνέταξε τήν κωμωδιαν Χάση, πολλάκις τυπωθεΐσαν. β'. Μετέφρασε διά στίχων άπλοελληνικών τό τσάκωμα τοΰ αϊ Τόκου. γ'. Μετέφρασε διά στίχων τήν έλευθερωμένην Ιερουσαλήμ τοϋ Τάσου. δ'. Τήν Κρίσιν τοϋ Παριδος διά στίχων 1817, Τριεστίω έ'. Σάλπισμα πολεμηστήριον διά στίχων, Ναυπλίω 1827. ς-'. Τά κατά τούς "Ελληνας, διαιρούμενα είς δύο μέρη, έλεγχτικόν και πρακτικόν, ΑΕγίνη 1836. ζ'. Ή Μεγαλοφιλία Πιντίου κα'ι Δάμωνος, ή Διονύσιος ό τύραννος τών Συρακουσών, δράμα πατριωτικόν, Ναυπλίω 1835. 'Εν ΖακύνΟω 9 Μαίου, 1861. II. ΧΙΩΤΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ι νη) τον θεοδώρον Καταπόόη Λεγομένου ΧΑΣΗ. ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΤΑΠΟΔΗΣ, ό άνδρας της. ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ, νιος τοΰ άνωθε}· Καταπύδη. ΓΙΑΝΝΗΣ, ϊγχονος τοΰ άνωθεν Θοδωρή (τρνφερας ή.Ιιχίας.) ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΑΡΖΟΣ. ΪΙΛΡΗΣ ΝΤΡΑΒΟΣ. ΘΟΔΩΡΗΣ
ΠΑΠΟΓΤΣΗΣ
ΠΟΡΓΟΠΟΪΛΟΣ χαι σύπροφος τοΰ
/ιαγαζειοϋ. ΣΤΑΘΗΣ ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ. ΠΟΝΤΗΑΟΠΟΤΛΟ, τρν<ρερα·; ,,.ίικίας. ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΤΗ5, από χωρίον Πηγαδάκια. ΛΓΓΕΑΩ ΤΗΣ ΛΑΣΚΑΡΟΪΣ, ΛγΟΛημέκη τοΰ Γερό.ΐνμού χαί α γαπητιχη τοΰ πατρός τον. ΒΑΓΓΕΑΗΣ ΜΩΡΟΣ, ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, βαστάζοι ΓΙΗΝΦΕΡΗΣ ΚΑΙ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΟ!, σοΐντάδοι. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΟΤΡΔΟΤΛΗΣ Λεγόμενος ΠΟΧΕΡΟΜΠΑΤΟΣ.
Ή Σκηνή παρίσταται έν ΖακύνΟω.
ΤΤΡΑΞΙΣ
ΣΚΗΝΗ Εις ττ,ν οίκίχν
του
ΠΡΩΤΗ.
ΠΡΩΤΗ. Θεοδώρου Καταπο&τι.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ χαί ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ χοψ&μ&ος. ΚΑΤ.^ΪΠΝΗΣΕ μαντρογάίδαρε, στο μαγαζί νά φθάστ,ς; Είναι καιρδς Γερόλυμε, τ/,ν τέχνη σου νά πιάσης. Άσηκω άπδ τά στρώματα, ώς πότε θά κοιμασε; Επρεπ άν ηχες προκοπη, εις τη δουλιά σου νά σαι. 0 ?|λιος είν' τρείς «ονταριαϊς I ξύπνησε σιδρ ΚουμοΟτο; ΓΕΡ. Γιαμά σαν είναι έλα δα, σύρε χερεταμοϋτο. ΚΑΤ. Τά μάτια του έκαρφόσανε! ά βίτσιο ό ντεμπέλης; Καλά 'καμε καί ,σοϋ 'βγαλε σονέτα δ Γουζέλης; ΓΕΡ. Καλέ κυράτσα άσεμε, κόπιασε γνέσ' τη ρόκα, Μας ηρθε άμπονώρα εδώ μία παλιοκολώκα. ΚΑΤ. Τη γνέθω για τη χάρη σου, δουλεύω για χαρά μου, Αν μπάσα νύφη νά μοϋ π?ί, νά μέσ' τη πεθερά μου. Μά πάλι άποκοιμηθηκε, μπά καί τί πραμμα τοϋτο; Μωρ' σιήκω λέω διάολε; ΓΕΡ. Κάθου και λεγεμούτο. ΚΑΤ. Τον ξέρεις τον πατέρα σου σιτ,κο άκοϋς η δχι ; Αλλοιά σε κείνο το κορμί, υπνους πολλούς δ πδχει ! ΓΕΡ. ΑμοΙ αλαφρά νυστάζω γώ, και κειο ποϋ ξέρω κάνω, Στά ίντερέσα μου εγώ, ντετόρα δέ σε βάνω. Σύρε στο διάολο άπ' εδώ, γύρευε τη δουλειά σου, Κι άν θέλης ξεφορτώσουμε, έγνοια σου τσ' αφεντιά σου. ΚΑΤ. Μωρέ μωρ' τεμεράριε πώς άποκρίνεσ' έτσι ; Τση δούλας σου άποκρίνεσε, μωρέ ποντικοπέτσι; Μά την Αναφοινη\ρα μου, πιάνο έ/.ειδ το ξύλο, Κάνο καί κολοσέρνεσε, ωσάν έκειδ το σκύλο.
ΓΕΡ. Σε χέζω άλογόστρηγκλα, που θέλεις νά με δείρης,' Θέλει μωρή 'στοχάσθηκες πώς είμαι κακομοίρης; ΚΑΤ. 0 γεωργος δπου στην πέτρα, Σπέρνει δίχως νά θερίζη, Το τι κάνει δέν γνωρίζεις Δέ θά 'δή ποτε καρπόν. Νά μιλώ κουφών ανθρώπων, Στους τυφλούς νά δείχνω πραμα ΚαΧ τά τρία αυτά αντάμα, Είναι ε*ργα διά τρελόν.
ΣΚΗΊΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
©ΟΔΩΡΗΣ (άπύ τδν ύπνο) κα2 ίπειτά ή γννή ίου. ©ΟΔ. Αΐ δλα" μποε, α* δέν άκοϋς ; γιά ίδές, καί Οε ν' αλλάξω! Ενα πουκάμισο ακους; τσ επρεπε να τη σφαςω ! : ! δλα, δλα ! έκουφάθηκες ; ΚΑΤ. Τώρα, τώρα, δελέγκου. ©ΟΔ. Ω και καλώς την πέρδικα, μοϋ τρέχεις τοϋ ρεμέγκου, Μα λέω γιαμά θά ιδώ ώς ποϋ ... ΚΑΤ. Κάτω ε'ίμουνα στην πλύστρα. ©ΟΔ. Σοϋ λέω νά με ξεφορτωθής, νά πας μπρούτά μεθΰστρα. ΚΑΤ. Δόσε μου τά κοντάδα μου νάμαι και παομένη, ©ΟΔ. Σ' εκαμα Καταπόδενα, κ' ακόμα άλλο σοϋ βγένει ; ΚΑΤ. Έγώ μωρε βουρκόλακα, σε τίμησα ^ . ©ΟΔ. Εμένα; Τον Καταπόδι έτίμησες, καί έγώ μωρή εσένα. Δός μου μωρή τά ροϋχα μου, ΚΑΤ. Ενταγε στή καβήκλα. ©ΟΔ. δχι ρτοϋτα μάγισσα* τά άλλα μωρή στρίγλα. ΚΑΤ. ΝάΟε βουλιάξη έτούτ' ή γη, έτότες ποϋ σε πήρα, Παρθένα πουσαι τσ' ουρανούς νά μή γενώ καί χήρα; ©ΟΔ. Επήγε τ' αρχοντόπουλο, στο μαγαζί αν ξέρης ; ΚΑΤ. Εμε τή στρίγκλα μή ρωτας, κόπιασε νά τον εύρης.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ. ΓΙΑΝΝΗΣ ο μαθητές, χαί βΟΔΩΡΗΣ. ΓΙΑ. Κλεισμένο είν' ίο μαγαζί, εΐμουν έχεϊ άμπονώρ*. ΘΟΔ. Ελα ενας σκυλόθεος, κλεισμένο τβ/ι ώς τώρα! Μά έπνίγές το είδες βέβαια; ΓΙΑ. Εΐμουν έκεϊ παπούλη. ©ΟΔ. Αί κ' άν τδί Λιάσω! θά γενη δ γάμος τοϋ κουτρούλη Μά δ καδινάτσος ίτανε κλειστος με τδ μπουρτσούνι; ΓΙΑ. Νέσκε λογιάζω . . . ©ΟΔ. Να... καί συ βουβάλι και γουρούνι.. Καλά μάστρο Γερόλυμε.., θέλ' είσαι με τσ·ίι ντάμες, ΚαΙ άφησες τδ κοπέλι σου... ελα ενας ινφάμες ! Αν 3>ναι. .. ποϋ γυρίζει... • Ποϋ τρέχει δλ' ήμερα; Εις καποια ρεντζεπέρα, Ετοϋτος δ Αγάς. Μ. άφίνει μδΰ φεύγίΐ, Μοϋ λείπει σπασάοει, α! ο κατρεγαρΥΐς! Α.' δ φαγας! ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ. ΓΕΡΟΛΪΜ02 χαί €ΟΔΩΡΙΙΣ στδ
μαγοζί.
ΘΟΔ. Εδώ είναι και δ Γερόλυμος, μπράβο σου! και άμπονώρα! Καλώς μας κομπαρηρησες, δρσε μωρε δυο φιόρχ. Νά είχ ελθνις στα κουρνιάσματα, δ κόσμος ετσι κάνει... Γιαμά βαστένει μπιομπδ, και μια φλογέρα πιάνει. Τνίραξε πλάταις για ραβδί, στάσου νά σοϋ κενώσω; Πρισμένε με τά μούτρα σου, μά μ' ερεψες ώς τόσο. Καρφί μώρ' δέ σοϋ καίεται, κ' είσε και κορδομένος, Μά εϊσε μωρε στα μέσα μου πύρονας αναμμένος. Εσδ μωρ εχεις μέσα σου, τέλειο ρεγκιμέντο, Απδ ταμπούρο ώς γκενεράλ, περσσότερο άπδ τσέντο. Μώρ στα φεστίνια εϊσουσα, κδν βιόλα ■ άλασώνα ! Είσε μωρε τ' Αούστρια, ?ι κάζα ντε Μπορμπόνα,"
— 10 — Α* αρνιγάδο πουσουνα; κ' άφηνες τη δουλειά σου; Τά πλούτια οέ βουρλίσανε, να... ξαφνικο στά ιζιά σου. Γιά πές μου τά νεγότσια σου, πες μου τά νταραβέρ σου, Πες μου πουν τά καρτέγγια σου, πές μου τση πραματιαίς σου; Κάν σέντσχ φέδε δέν μιλεί;, νά ίδώ τση ντιφερέντσες ; Νά ιδώ τούτους τση κόντους σου, νά Εδώ τση φλοριντέτσες: ΓΕΡ. Τι φλοριτέντζες και σκατά, με μένα θά σπασάρης; Αδά σοϋ γράφτηκα εγώ, γιά νά με σεκουεστράρης; ΘΟΔ. Μώρ γιάσου σκυλοσύφουνα, τίν' τοϋτα τά σεκουέστρα; Μωρέ, μωρέ με το μουσντά, μοϋ ερχονται ■ τά έστρα; Μά το Θεο καϊμένε μου, ποϋ σέ κατσιβελίζω' ΓΕΡ. Αμή εγώ θέ νά σταθώ; φεύγω καί δέν γυρίζω. ΘΟΔ. Λαγος πιπέρι έτριβε, κακό τση κεφαλης του" ΓΕΡ. Φοβέριζε τά μοϋτρα σου, ΘΟΔ. Γαμώ τη τη φιλη του! 0 βρόμιος και στά μούτρα μου, κέχεις μωρέ και άρντηρη; Κι έμπρός μου, και στο σπητι μου, κι' εις ένα νοικοκύρη; ΚαΙ τίνος! τοϋ πατέρα του, δπ έπρεπε νά τρέμη, όντας μιλεί μ' έμένανε, καί νά τον πιάνη θέρμη. / ΕΡ. Μά ώς ηρθα εύθυς ηρχησες, και μπίξε τη σκουρία, ΘΟΑ. Συμπάθησε με αφέντη μου! ΓΕΡ. ' ' Μά δέν έχεις αιτία! ΘΟΔ. Μπράβο μωρέ Γερόλυμε, μοϋ δίνεις τση ξηντάρες, Ποϋ τών δασκάλων έδινα, νά μάθτς τόσαις χάραις. Τον ταμπουρά στον έμαθα, και το βιολί νά πέζης, Κιτάρα καί το μαντολι, και τση δασκάλους χέζης. Γιά σέ μωρέ σκυλ.όμουτρε, έκανα τότα ρίσκια, Κοντομανόλη και Κακλιοϋ, νά στέλνω τά κανίσκια. Μπράβο μωρέ Γερόλυμε! μπράβο! καλά μοϋ κάνεις, Δέ φτές έσΰ, μπράβο μωρέ, μπράβο! γνώσι μ.οϋ βάνεις Τοϋτα ειναι τά πασχάτικα, π' εστελνα τών δασκάλων, Γιά ψάλτη καί στρουμεντατ'ζη, τέλειον νά σέ βγά* Α τραντιτόρο, φέδε ντέ μέρδα, Τούτοι ειν οί ιδρώτες ! τούτοι ειναι οί κόποι! Μαϋροι γονέοι ! μαϋροι άνθρωποι! Νά τών παιδιών σας ή άνταμοιβαίς! Λκοϋτε λόγο ένας κανάγιας, Ιδέτε άζτάρντο, ένας ταρτάγιας... δρσε τι θέρος σέ τέτοιαις σποραϊς.
ΣΚΗΝΗ ΘΟΔΟΡΗΣ (παποντσής δ
ΠΕΜΠΤΗ
σύντροφος,) χαί
ΓΕΡΟΛΪΜ01
ΠΑΠ. Καλημεροόδια αδελφε, σημερα χάνει κρίο, Και άφηκα το παλιόβελο, και μ' έπιασε το ρίο. Μοϋ έγίνη κρεμιδόφλουντζα, χαϊ όλοϋθε μπάζε·, άέρα, Πουνέντε. όστρια χαϊ γαρμπί, κόρφο και λεβαντιέρα. Κουμπάρε, έχεις κάτι ντίς, ετσι νά ζεσταθούμε; Νά φάμε τέσσαρες μπουκιαϊς, δύω φοραϊς νά πιοϋμε; Πώς δέ μίλείς, βλέπω κρεμάς, μουτράραις μία παδέλα' Σΰκω τδ κεφαλάκι σου, ζΰπνησε μίλιε γέλα; ΓΕΡ. Ξέρεις τί έστρα μδρχουνται, είμαι κορμι τοη πίσσας, ΠΑΠ. Βέβαια άπ' τον βρούκόλακα έβρύσΟης, ά... ντροπή σας. ΓΕΡ. Εκειδς δέν ε*ναι άνθρωπος, δαίμονας είναι ουλος. ΠΑΠ. Εσύ λοιπόν πουσαι άνθρωπος, πρέπει νά ησαι μοϋλος; ΓΕΡ. Η θάλασσα νερο /·λυκδ, έγίνηκε κ' έστάθη, Κ' εδοδικο τραντάφυλο, άπ' άγριο βάτου αγκάθι. ΠΑΠ. Εσυ μιλείς ντά δάσκαλο! μ' έσάστισες ντεμπότο, Σοϋ βγάνω την μπεροϋκα μου, και σερβιτορ ντιβότο. ΓΕΡ. Εέρεις σέ τί ντεσπερατσιο, βρίσκομε μά μεγάλη ! Νά δώνω μία πιστολιά, τσάκα μεσ' το κεφάλι. ΠΑΠ. Μπρε έγνεια σου τώρα πιστολιαϊς, ΓΕΡ. Μά δέν είναι χ^ρτία...· ΠΑΠ. Μά θά τη κάμτ,ς κάμετη, σ' άκριβοκρ'.ατία, ΓΕΡ. Αμε στδ διάολο άσεμε, όλο συχνη παστόκια' ΠΑΠ. Μωρέ καϊμένε ώ κογιον, άλεγραμέντε φόκια. ΓΕΡ. Τοϋτα δέν είναι μια φοφά, είναι ουλη μου τη ζηση. ΠΑΠ. Η τύχη μας είναι τροχος, και πρέπει νά γυρίση. ΓΕΡ. Οί φράγκοι 2να προβέρμπιο, έχουνε γράντο γράντο, Οσοι σπεράντο βίβονο, μόρονο και καγάντο. ΣΚΗΝΗ
ΕΚΤΗ.
Πατέρας χαϊ Ύίο\. ΘΟΔ. Ακο'Χ/,στα σοχω Γερόλυμε, πολλά ποΰ δεν τά ξέρεις, Μά οποτε θέλεις νά σ:ά πω, τδν Χαλικια νά φέρης. Μά σ ουλκ τοϋτα μάθετο, δέ θάται κληρονόμος, Γιζ:ί δεν εχεις άρεταΐς, νά σε φοβάται δ κόσμος.
Βλέπεις εμε πώς μ' εχουνε, ίδές πώς με διαλένε, Σιορ βοδωράκη μοϋ μιλοϋν, και ούλοι έτσι μου λένε. Μά συ άν μιλνίσης κανενοϋ, κλάνεις μέ ξένο κόλο, Τά μούτρα μου κοιτάζουνε, £ώτα τον κόσμον δλο. ΓΕΡ. (Μά τά μυστήρια τοϋ Θεοϋ, χαρά χαρά σέ τόση...) ΘΟΛ. ΤΙ μουρμουρίζεις κερατά; ΓΕΡ. Τίποτσι, ΘΟΔ. Βάλε γνώσι. Βουβένου οντάς σοϋ μιλώ, τιάρα με κατρεγάρη, Την ίο κ εμαθα μωρέ, νά βγάνω απδ τδ στάρι, Η έχεις για μεταβάπτισμα, καί γιά την κολυμπήθρα, Μ* έχεις καντίλι χωρις φως, καί χώρις καντιλίθρα Γερόλυμε, Γερόλυμε, Γερόλυμε βαυτίσου, έβγαλε τά δαιμόνια, μέσα άπ' τη ψυχη σου. Μοϋ έφερες Γερόλυμε, το «ιμα μου άνου κάτου, Μδχεις πληγαίς τοϋ Φαραοϋ, πρετσέσα τοϋ θανάτου. Και ποϋ στο διάολο... δέν μπορώ, έτοϋτα είναι [μπάτσα, Ταμπάκους τά σουλάτσα οου, μπαγκέτα... μά κρεάντσα. Μα φθάνει σου μά -το ντεπιοϋ, χαρτία, παλακίδες, Νά πέμ* ώς ποϋ, μά μίλιε μου; μά σ' αλλονε τά είδες; Μά μέχουν τά ρεγκίστρα σου, Γερόλυμε ώς το σκάφο" ΓΕΡ. Γιαμά σά οέχουνε καλά, έκεί κ' εγώ το γράφω. ΘΟΑ. Ακοϋς το τεμεράριο; ώ κοσπετον ντεμπάκο; Τά κοκαλά σου τί θαρείς, στά κάνω εϋθυς ταμπάκο. 2 έμαθε η άλογόστριγκλα, η μάνα σου, απδ πρώτα... Μά έτσι μδρχουνται καπνοί, έτσι φουρτούνα ρώτα... Μωρέ, μωρέ μ έστράβωσες, μά μέτρισ' τά στερνά σου ! ΚαΊ τδ σταυρδ τοϋ χαντζαριοϋ, σοϋ βάνω στην καρδιά σου. Μωρ* μέ γνωρίζεις ποιος είμαι 'γώ;, μην έχασες τδ νοϋ σου; Ετσι μιλείς Γερολυμε, τοϋ δεύτερου βεοϋ σου; ΓΕΡ· Γιά νάμαι ξαρμάτοτος, πάντα μέ βρύζει, Αϊ... μοϋ μυρίζει, και τδν πανιάζω, Καμμία ήμέρ* μέ τη μαχαίρα, τδν τεταρτιάζω. ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΜΠΑΓΖΟΣ χαί οί ρηθίηες.
ΜΠΑΡ. Ακόμη δέν έπάψατε, είναι κανένα νέο; ΘΟΑ. Καλαναρχάω τ' άφεντδ,ς, Φτοηχη και Μηναίο.
ΜΠΑΡ. Πολλά χαλά μαστο'ροι μου, * εγώ σας θέλω Ετβι.' ΘΟΔ. Τέτοιους μαστόρους σάν α-ύτον, σιορ Αντωνάκη χέτσι. Εμέ το φαλιδούδικο, μία νεροχελώνα, Ποϋ επρεπε νά μέ προσκυνά, ωσάν αγία εικονα. Τδκαμε το ταρκάσικο, νάναι κβί ίντραδόρος, Νά μπένη στην κοβερσατσιδ, νά τον τιμάη δ φόρος.' ΜΠΑΡ. Γερόλυμε δ πατέρα σου, σό'χει άκουηστα ίντιέρα* ©ΟΔ. Και πες του άπ' τσή οπάλαις μου, καί απδ τά δυώ μου χέρια» Ειχανε ριγανόξυλο, αφάνα, άς μιληση; Τδ δόντι του ενα χάτσαλο, έτσι νά ξεφτιληση; Κ' οΰλα μέ το)) αγώνες μου, διά νά τούς αναστήσω, Μέ σπέζαις μου βασιλικ«ϊς νά τση δμ.ορφοστολίσω. Τέσσαρους γυιούς! μά έτσι η'τανε! ... δύω λέοντες μοϋ έχαθηκαν! Δύω φωστηρες ζωντανοί, ποϋ ονομα άφηκαν! Και μοϋ εμεινε ή" μόμολα. ΜΠΑΡ.· Μά δ Σπϋρος δ καϊμένος; ΘΟΔ. Εκείνος είναι τσελεπής ειν' άνθομυρχσμένας. Μά ! ή τύχη του στά «ίδέρα, στη φυλακη φοΟ βγενει, ΜΠΑΡ. Μά έτσι και τη γλώσσα δά, τη φράγκικη μαθένει. ΘΟΔ. Μά ας ηθελε τον Κουτσολιά, μην τδν σκοτώσει δ 2πϋρος.' Ακούω ... μά ίντάντο έπεσ£ έτουτουνοϋ δ κλήρος. Μά άλλ'οιά οί καβελιέριδες; τά λόγια μου δά πάρτα.... ■ ΜΠΑΡ. Ελα τοϋ Σπύρου λέγε μου, σοϋ λέω βόλτα λά κάρτα. ©ΟΔ. Ειναι άνδρας φοβερώτατος, έχει άλλαις σπακάδες, Εις ουλα του τά έργατα, έχει άλλαις νοστιμαδε^. Νάτον, καί τοϋτος εκαμε, ποτέ του μιάν αντάρα; Ποϊαις κορασίδες άρπαξε, νά πέξη δέκα σμπζρα; Μπαρζέ μωρέ δέν εφτανα... .μά σουπεράρει γέρους, Αγουρους -κ' ούρμους οσους πείς, έσπασε καλογέρους^ Είχε πανόκιες έκατο, καί σκουλαμέντα χίλια, Μά ουλε; τον έτρέχανε, άπο χιλιάδες μίλια, ίίς τά βυζιά έφράτζιασε, μ.ά ητο σ'ά βαρέλι, Μά τοστεκε, μα έβλεπες, άλι9*νο κοπέλι. Ηξερε και την έβανε, τη νύφη στο κρεβάτι, .ΜΠΑΡ. Οξω οχ τη σκύλα τοϋ ©ιακοϋ, κρίμας στο κτηνοβάτη; ©ΟΔ. ίίϊμένα σιορ Αντώνιο, και άφησες ταμποϋρο, ΜΠΑΡ. Σέ τοϋτο δέν είναι ντροπης, το γούστο μου σιγουρο; Εκειος πού στεφονώθηκε, μιά σκρόφα μιά ταρκάσα; Μιά βρόμα ενα πούτανο, μιά παλιοκαρπάσα;
ΘΟΛ. Ετοϋτο έτοϋτο εκαμε τοϋ φάνηκε σάν κατοι, . Μά πάλι τί, τί ε*αμε; εχεσε τδ κρεββάτι; Νάθελε θέλα^ βέβαια, στο δίίνω ε?ς ε'ίδησίν σου, Τον πάνδρεβα ποϋ θέλανε, νά μοϋ τον ξεπορτίσουν. Τά προξενεια στην πόρτα μου ανεβοκατεβέναν, Κ,' άπδ συρίαις τση ράτσας μου, σπητια οχ τά κορδομένα. ΓΕΡ. Αδά για κιδν έρχόντανε; έρχόντανε για μένα, ΜΠΑΡ. Μώρ μπράβο σου Γερόλυμέ, ίνφάτις δια σένα. ΓΕΡ. Τδ Σπϋρο έζηλέβανε άπδ τήν καλιτά του; Καί άπδ τά μετόχία του, τ άμπελοστάφιόά του; ΘΟΛ. ίδέτε τι εχετε άπδ με, εγώ είμαι ή τιμή σας Εχει ίντράδες άπδ μέ, ή μούρη η δικη σας. ■ Σπητι ε?ς την Πισκοπιανη ε:ς μια άλέγρα φάτσα, Κάστρο για σπήτι απάτητο, μέ τρομεργ» άβλάτσα. Μέ κάμερα, μέ πόρτεγο, μέ ουλα τά σοστά του, ΜΠΑΡ. Ποϋ οποιος πατησει δυνατά, σορδς πηγένει κάτου. ΘΟΔ. Αμπέλη ΐχω στδ Κορνδ, και κηπο μ' άγγινάρες, ΜΠΑΡ. Ποϋ άν τά πούλειε επερνε; ουλα ώς δυώ ξηντάρε-, ΘΟΔ. Χωράφια πάλι κουαντητά, στην άλαξιά τοϋ Πέτα, ΜΠΑΡ. Ποϋ κάνουν ε?ς τδ σπάρσιμο, ουλα ψωμι μιά φέτα, ΘΟΔ. Στδ Καλαμάκι πάλι εκεί, άλλο χοντρδ μπουκούνι, ΓΕΡ. Ποϋ φθάνει γιά νά κειλισθίι, ενα χονδρδ γουρούνι. ΜΠΑΡ. Ρισπέτο τοϋ πατέρα σου, ΘΟΔ. Αφιστο τδ γαϊδούρι, Δείχνουν τά δοκουμέντα μου, πδχο γιαυτή τη μούρη. Τση κάνω ανθρώπους. Τσοϋ δείνω ίντράδες, Λογοϋνται αγάδες, » Μέ μόχθους, μέ κόπους, κ' άχαριστιά. Μά ι\ στέκεις μ' άντα; Είμαι δ γονέας, Καί οΰλος γενναίος, Σκιάζω τριάντα, τ' άκοϋ; κερατά; ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ. ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ μοναχδς. Σά τον κακδ παλιόβοϊδα, καί άγριο θά κουκίσω, Και τά σκυλιά ποϋ μέ τραβούν, θά τά χατατουμπησω.
Έξ άρκουμπούζα έχουμε, καί δκτώ δέκα πιστόλες, Ετσι για το δεσπέτο του, θα τση τσακίσω δλαις. Νά φύγω άπδ το σπητι μας, νά παντρεφτώ ίμπότα, Κ' άΟά την κάμω ξέρω 'γώ, δχι μέ παλιοκότα. Θά πάω χώρια μου νά ιδγί, «τότες τι τοϋ αξίζει, 0 γυιός του δ Γερόλυμος, που σα σκυλί μέ βρύζει. Πάντα ψωφάω στη δουλειά, καί δέ θέ νά μ άφίκει, Πάντα του θέλει νά βαστα, στροϋμπο και βασιλίκι. Μά έτσι μέ ματατσακωθίί, λόγια πιλιδ δέν θέλω, Εύδύς τά τσαντζαλάκια μού, μία και στην Αγγέλο·
ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ ΘΟΔΟΡΗ3, ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ, Μαΰητής χαί ΜΠΑΡΖΟΣ. ΘΟΑ Μά λέω τί τον έφερες τοϋτον τον Τσηριγότη, Μέ ξάφνησες νάν τον 2δω τον κλέφτη τον προδότη. ΓΕΡ. Σημερα μέ φαρμάκευσες, μουλθε, μουλθε κομάρα, (0 Διάβολος έξετρούπωσε κενούρια φαωμάρα.) ΘΟΔ Νά πάη καλιά του διάβολε, κέ μπέλα κόζα μποϋρλα. ΠΑΝ. Πάω παπούλη, μ,' εστειλε μοϋ τδπε ή κυρούλα. ΘΟΔ. Εχασες τά πασχάλεα, Γερόλυμε καί οθε, Καλιά του δ σκυλοσΰφουνας, βέβαια άπδ δόθε. ΓΕΡ. Καλέ άδά τίχεις τσ' αλυσσαις δεμένο καί πιασμένο; Γκόνισου είναι διόξετο, έκειο είν' άσηκομένο. ΘΟΔ. Γκόνια εγώ Γερόλυμε, δέν έχω Τσιριγόταις, Τέτοιους αγίους χωρίς αργία τση διόχνω άπδ τση πόρταις. ΜΠΑΡ. Μύρ γιά ν' ακούσω καί εγώ; ποιος είν' δ Τσηριγότης; ΘΟΔ. Εδώ δ γκενεραλύσιμος, έτουτουνοϋ ή 'κλαμπρότης, ΜΠΑΡ. Άπδ το Τσηρίγο στο 'ς·ει^βν> '4 ετσι τδ λές γιά μποΟρλα; ΘΟΔ. Μά γένου καί πνευματικος, γιά νά τά ξέρης ουλα / ΜΠΑΡ. Καλά σίδρ Θοδωράκη μου, νέσκεσου άφερούμου} ΘΟΔ. Νά ξέρης σιορ Αντώνιο, τοϋτο είν' τοϋ γαμβρου μου. ■ 'Οποϋ τον προίκισα χοντρά, έπού τδ ςέρει ή πίατσα, Μά στο Τζηρίγο τάπεξε, καί δέν τδμεινε στράτσα. Καί τώρα μοϋ τον εστειλε, καί γιά τά λειψοπροίκια. ΜΠΑΡ: Ακουσα δέν ματαμιλώ, σέ πνίςανε τά δίκια. Μά πάλι ωσάν γκόνιεου, έχε καί κονβενιέντσα. ΘΟΛ Μά νδν σινιδρ, νδ νδ, νδ νδ, άβέρ ασάϊ πασιέντσκ. -
Δϊν το πονεΐ ύ σιορ πάρες του, μά τάφηκε ταρκάσνι; Καί Θά το λυπηθώ εγώ; φωτία κ' άς τρ κάψνι. Μ^ελχ περντίο ναι βιρρ σύ,, τ «ρ.* σέ τί τσιμέντα, Νά τοϋ πασάρω ντούνκουε, τοϋ βρόμιου κ' άλιμέντα; Ο'ύφου ντου λούφου νά χαθϊ} έκειος κ' ή φαμελιά του Οποιανε $ω τέτοια σειριά, τοϋ χύνω τά μιαλά του.; ,ϊίάλιο νά τρώη το ψωμί, ενα άλλο δόντι ζενο, Παρά ποτ! τέτοια σειριά, γιά κείνο το χβϊμένο» 2ε λίγα λόγια γροίκα μου, ποϋ σοϋ καλαναρχάω, Νά μη πατ'/,ση δ Γιάννης πλια, γιατί τον ξεντεράω.' ΓΕΡ. Πιάσετο στρίφτο σφάξετο, δείρετο πνίχτω βράστω, Τειγάνιστο, μπουρμπούλιστο, ψείσετο, φτιάστω, φάτω, (Α. δέν μοϋ ντέσεις) ΘΟΔ. Μώρ τί μουρμουρίζεις, μώρ τΐ γκαρίζεις: ΓΕΡ. &σκε μαλιος, τή φαομάρα νά μην άλάξης; Μπα νά βουλιάξη κ' δ Γιάννης κ' δ Λιος; ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ. ΜΑΡΗΣ ΝΤΡΑ.ΒΟΣ ό πωΛητΙχ των όξταιώπ, ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ χαϊ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ. ΜΑΡ. Εχω ενα ασκί γιά πουλημα, με κάτι δρτίκια μέσχ,' Μά πράμα! οπου τά ΐδανε κατά πολλά τσ άρέσα.' ΠΑΠ. Μά τόμου τσου άρέσανε, γ'ατί δεν τά ψωνησαν; ΜΑΡ. Τοϋτα ποϋ βλέπεις μοναχά, τοϋτα έδώ μοϋ άφησαν^ ΓΕΡ. Απιθωσέτα νά τά ιδώ. ,:ΜΑΡ. Νάτα ποαδί μου ιδές τα. Όμπρος 'ς αυτά κοτόπουλα, πιτσούνια, γάλους, χέστα; ΠΑΠ., Μανιάτικα είν' αδελφέ. •ΜΑΡ. Φαμόζα ναΙ οχ τη Μάνη. ΓΕΡ. Λέγε μου το π«ζ*ρι τους ν' ακούσω το τι κάνει; ΜΑΡ. Εγώ γϊά την αγάπη σου, χωρις κουβέντα άλλη, Οσα και άν ηναι ίπαρτα έννίά γρόσια, χαλάλι. ΓΕΡ. Στο Θέο .μου δμπληγάδο σου, ■ευθύς νά σοϋ τά δώσω, ΠΑΠ. Μ6ρ κ.αερηνια ζωντανά, είναι καί θέλεις τόσο; ΜΑΡ. Συμπάθησε με μάστορα, γύρευε τη δουλιά σοο. ΓΕΡ. Αληθεια, δέν ,καλονοας, 'έγνεια σου τσά φεντιά σου,' ΠΑΠ. Καλά .σιορ Μαρκάντε μου. ίδές πως εχεις φάλο. ΓΕΡ, Σώπ,α, νεγότσιο «λν,θινο, νά ίδϊίς πόσο Οά βγάλω;
^— 17—4 ΜΑΡ. Ξερεις γιατί τοϋ τάδωκα, σε τοϋτο το παζάρι; Γιατί δ προσπάπος του αΰτουνοϋ, καί με, ητουνε κουμπάρο» ΓΕΡ. Μαλιδς, πραμα πού νά 'μπορώ, βαντάγιο εχω μεγάλο, Πάντα θά βγάλω τδ διπλο, ΜΑΡ. Βέβαια τδ ενα άλλο. ΓΕΡ. Ορσε λοιπον τσίι γάτσοι σου, γρόσια εννιά στο μπρόγκο." Π ΑΠ. Ορσε και πέντε φάσκελα! βοϊδι, κογίόνο, σιόκο. ΓΕΡ. Και πώς; ΠΑΠ. Γιατί σέ 'γέλασε' Ιπαρε τον παρά σου. ΜΑΡ. Κα! 'γώ δέ θέλω νά μιλνίς, στά ξένα γιά χαρά σου. ΠΑΠ. Τοϋτα είναι γιά το γάτουλα, ή βρόμα τους φινάρει. ΜΑΡ. Δι' αύτο και εγώ τοϋ τάδοσα, και άς μ ηθελε τά πάρει: ΓΕΡ. Γιά νά τά μυριστώ κ' εγώ" ά .. ά. . πάρτα !! νά μ'ε γνωρίζ'/ις. ΜΑΡ. . Επόύλησες, έχαρισες, πιλιόσου δέν δρίζίις. ΓΕΡ. δρσε τα σιδρ κομπάρε μου, και δός μου πλέρωσέ με. ΜΑΡ. Αντίο" ά... σιορ κομπάρε μου, ά... κομπατγίριοσέ με, ΓΕΡ. Μά τίρα 'δώ' άπ' τσίι γάτσοι μου, κράτησε ο,τι ορίζεις. ΜΑΡ. Φεύγω, βλέπε στδ ντάνο σου, ορνιο νά μη ψωνίζεις. ΓΕΡ. όλα, δλα' στάσου αδελφέ, ψί . . . ψί . . . ΠΑΠ. Να! τώρα γύρευέ το: ΓΕΡ. Εχάθηκε, χαρά . · . χαρά . . . μά θά τίιν πάρω άπέτο. Μά τση πουτάνας το σκυλί, (νά κάμω τέτοιο ψόνι;) ΠΑΠ. Μώρ 5 τσαγκάρης δέν είναι, παρά γιά τδ βελονι, Μά στόπα τά γαμόπιστα, δτι τά καφυρά μου. ΓΕΡ. Μώρ δ πατέρας μου ερχεται ! ΠΑΠ. Δελέγκου κ αί καλιά μου.
,
Εϊιθύς «ς φυγω Και μέ τδ βέλο Μά ι\ τδ θέλω Πάλι τορνάρω. Ωστε νά πάψ7) Η φαωμάρα, Εις την κουμπάρα Ιην καλγκεντζάροι.
2
^— 18 —^ ΣΚΗΝΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ. ΘΟΔΟΡΠΣ
χαί ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ.
ΘΟΔ. ά άμπρες! ω τριαντάφυλλα! α... α... δέν μπένω, όχι,' ( ΛΙώρ τί χακο στδ μαγαζί; ΓΕΡ. 0 τόπος ετσι τδχει. ©ΟΔ. ό τόπος το/ει; ώοιμέ; ΓΕΡ. Μά δέν ακούω βρώμα. ΘΟΔ. Μώρ οΰλον τον κόσμο έβρώμεύε, καί δέν άκοϋς ακόμα; Κάτι θρασίμι εμπασες, κάτι είναι μέσα πούρι, Κάτι είναι' πώς μέ 'κτύπησί ή βρώμα μέ στη μούρη; Μώρ τ' είναι κεί σέ κΐ6 τ' άσκί; ΓΕΡ. Τίποτσι, κάτι δρτίκια. ΘΟΔ. Για νά τά ιδώ ! νά, νά, έτοϋτα είναι ποντίκια* Αμη γιατί άκούω καί 'γώ, τσή άμπρες καί τση μόσχους; ίϊ, δ γαλαντόμος! τί Ιμπασε, τέτοιους σπορδάκους ζόρκους ! Εύθύς, ευθυς, εις τη στιγμίι, ευθύς να τά πετάξνις, Γιατί αν τά βρώ στο γύρισμα, θά βαρυαναστενάςγις. ΓΕΡ. Παιδία δεν δύνεται σολους τσί τόπους, Νά εΰρης τίμιους δύο ανθρώπους, Νά πραγματέψης χριστιανικά! Μά τί έρτίκια! μά δ κομπάρος! Μέ κίο τί» θάρρος Τί τραντιμέντο ! -5 τί τσιμέντο! Μέ τΰν πατέρα εις τά σιραγίί. ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ. ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ χαι ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ άπδ Πηγαδάκια. ΚΑΤ. Μποντί σινιόροι μάστοροι. ΠΛΠ. Καλώς^ τον Κατεβάτε· Τί μαντάτα; Θέλεις τίποτσι; ΚΑΤ. ίίθελα κ' εγώ κάτι" Πουναι δ σιορ Γερόλυμος; ΠΑΠ. Για τά δρτίκια εκείνα ; ΚΑΤ. Γιά 'κεΐν* ποϋ 6 πατέρας του, τό'ψαλε τη ντοτρίνα»
Ϊ1ΑΠ. Μά οπου και αν ίναι έπλάκωσε.' ΚΑΤ. Ακουσα σιορ κομπάρο Μά πάω καΙ ατός μου ώς εκεί, κάτι νά κονσεγιάρω, Μοϋ έχει δ κουμέσος μου ντεστέζα καί κουμπά'ϊσα, Μά άδέ τη ντερμηνάρησε, θέ νά τον κάμω φάσα. ΠΑΠ. Και ποιον εχεις κουμέσο σου; ΚΑΤ. Τον σιόρι Τσεταδίνο, Μά τόσο κάνει δέν είναι, φαϊτσούνι σάν εκείνο. Κορμί ειναι Ντακορέϊκο, δελέγκου στο μουμέντο" Ετσι σέ ίδή, έτελείωσε, σό'πλεξε γαμπινέτο' Γιά μια κοντέζα ίντροφαρίά, Π ΑΠ. Εσέ μωρέ Μαρίνο; ΚΑΤ. Γιά μιά κοντέζα πουχαμε, μέ τον Αναλατίνο, Χωρίς καυσέντβα μ' εγδαρε, σάν τά ποντίκια ^ γάτες. Μά νά τά πάρή 6 διάολος, τά φίτσια καί τσ' αύγάτες' Μοϋ εύγάλανε το σάνκο μου, οδλοι μέ τρατινιέρουν, Μά τά δβριοσφάραγκα, κάτι καλά κουρέρουν. Μά θέ νά πάω στο Μπου'ίντοϋ, ΠΑΠ. Αλλο γαλιότο πάλι. ΚΑΤ. Μώρ δθε και αν μπ$ς σέ πιάνουνε, σάν ψίρα στο κεφάλι.1 ΠΑΠ. Θέ νά σοϋ πω κουμέσο σου, νά πδίς εις τδ Μαράκη. ΚΑΤ. Μπράβο, ντασένο μ' εφτιασες, φαμόζο τροφαράκι* 0 ©εδς χωρές τδν Κοντον/ι, δποϋ τον τρώει το χώμα, Μά δ Μπούϊτσος, μά δ Μπάϊτσαμος, και ο Φραγκιδς άκόμα^ Ουλοι μοϋ τδν έλέγανε φαμόζο ντερβενιέντε, Πως τά βιβλία τάμαθε, και δέν τοϋ λείπει νιέντε» Α. δέν ιήξέρουν φράγγικα, στο χύστο τους οί μοϋλοι, Αν πΤίς και ποιδ κουμέσο μου, θά πιάσω τδ Σκουρ Πάω νά ιδώ τδ κό'ϊτο μου, στοϋτον τδν Τσεταδίνο, Κ' ετσι γενη τδ ντίστριγο, μέ τδ Σκουρδούλη ας μείνω. ΠΑΠ. Αμε και κάμε μην άργνίς. ΚΑΤ. Ημπότ* θά γυρίσω, Ντάντε γιά την πάτρωνα μου, μιά ψύχα θά ψονίσω. ΠΑΠ. Εχω παπούτσια, ασκιά, λουριά, σαρδίνια, πησιλνίνες, Μία καμιζιόλα ντάντινη, μά είναι άπδ 'κεϊνες, Τασκέτα, ομορφα φλασκιά, ο,τι αγαπάς νά πάρης. ΚΑΤ. Είμαι κορέντες άνθρωπος, χ δέ μέ κογιονάρης. ΠΑΠ. Εδώ νά κογιονάρουμε! στο λέω, δέν είναι οΰζο. Και α σοϋ λέω ψέματα, νά λάβω άρκουμπούζο. ΚΑΤ. Μά τδ ψωμί οσο μοϋ π«ς, κόστο ντε κόστο βάρδα,·
Μά μπτιζαριά θέλω πολύ, και ρόμπα ντε ντουρά ΠΑΠ. Λογιάζω να σε ψόνισα> τόσαις <ρορ«ϊς· καί α.λλαις^ ΚΑΤ. Κ. εγώ έκομπβρηρισα, πάντα μου ποντουάλες. ΠΑΠ. Ελα να πιά·σω «:ίποτσι, πδχ.ω 6 μαϋρος χρεία. ΚΑΤ. Α δεν εχ&ί κουμπάρε μου, σοϋ βάνώ πιεντζαρία, ΠΑΠ. Δικός σου είν' το· μαγαζί, σάν τδπα καί τοϋ Ρέτσκι. ΚΑΤ. Τοϋ Διονυσίου; ΠΑΠ. Εκεινου. ΚΑΤ. Το λες- και μ& έδεδέτονι; Εγώ είμαι δπληγάδος σου μά δέ μορογαρίζοι, Εις, το μουμέΐτο εφθασα, σάν'κο'υρεντιά γυρίζω. ΠΑΠ. Εις το κάλο Μαρίνο μου, σ' «καρτερώ· εγώ ομως,■ ΚΑΤ. Κοπιάζω νιε προπόζιτο, γιατ' είμαι γαλα'ϊτομος" Και' αν ΙλΌνι και δ Γερόλυμος,- νά ζνις κολέα πες το. ΠαΠ. Το λέω, (εις το διάολο.). ΚΑΤ. Σκλάβος σου άντερέστο: ΠΑΠ. ίϊ(Γελ« να'ζερα τι γουντικαρει Ο χωριάτης νά με τρουφάρνι. .. · ΐϊΐμαι ντέ τζίρο πολύ δέν πέρνει, ' Οποιος στοχάζετα τζίρο ντε βόλτα, Απο το γάμο δεν τρώει τόρτά^ Μα το ψωμάκι τήνε παΟένέι.
■
ΪΤΡΑΙΙΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ.
ΣΚΗΝΗ
ΠΡΩΤΗ.
Πλατεία των 6 Αγίων Σαράν'των. ΒΑΓΓΕΑΗ5, ΜΩΡΟ.Σ, και παρακάνω ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ!, βαστάζοι ,ζαπ..ίω)ιιά-οι, ΓΕΡΟΑΤΜ02
τά όρτίχια αποχάτω τον.
ΓΕΡ. ΟΜΟΙΟΣ άπο σας είναι κάλος, μια χάρι νά μοϋ κάμνι; ΜΩΡ. Εγώ. ΒΛ Γ. Εγώ. ΔΙ Α Μ. ' Έγώ. ΓΕΡ. ί'}ς ΕΪϊτϊχ, νά παγαίνουμε αντάμα. ΒΑΓ. Προικιά θά κουβαλήσ&με ; ΜΩΡ. ' Μίλα μας δά τί εναι; ΓΕΡ. Κάτοι δρτίκια, ϊνταγε. ... ΟΛΟΙ ΤΟΓ2 ' Ού!.. νά χαΟί,ς παρμένε; ΓΕΡ. Σωπατε, μη τά πάρετε. ΜΩΡ. Να μην τραπΤί 5 διάολο; ; ΒΛΓ. Μα το ψωμί την πάΟενε άπίι εμας, σαν άλλος... ΔΙΛΜ. Ειμαι φτωχος, και μεθυστης, μά νάΟελε μού δώση, Μια ντάπια, δέν τά ετιίανα κ.*·"· οχι νά μα; πλερώσνι; Αμ νάΟελε μοϋ το τ.% έμε'; μπα ή\ βρομογανάσα ! ! Τον τσάκονα τον κερατά, τδν εκανα καί φάσα. ΓΕΡ. Τί εχεις μωρε με μένανε, ποιόνε θά κάμης φάσα ; Μίλιε πιλιο καλύτερα, σοϋ μπάζω έγώ τά ράσα; Ακοϋς βρομομεΟύστακα, δγ'.αουρτοβαοτισμε'νε; Σοϋ κόβω το μοτστάκι σου; ΔΙΑΜ. Γκίντι σαπρα/ιασμε'νε ; Αν είχες ψυχη δεν εφευγες, στάσου νά μοϋ το κόψης-; Στο χϋστο σου ανάσινι σιχτήρ, π.' άπάνου μο,υ ζί' άπλώστ,ς:
— 22 — Στάκα, στάκα, τί ετσάκισες; ΒΑΓ. ΜΩΡ.
Βρε Διαμαντη αυτον κάτου, Θέλει νά μπένη στο [/πελά, έτοϋτος γιά ^»ρά του. Εγνοια μου δέν τδν μπεγεντώ, γιά μίνι» πώς το λένε. ΒΑΓ. Βρε μίλίε του τοϋ Διαμαντή. ΜΩΡ. Βρε, ετσι δά δέν εναι. ΔΙΑΜ. Πηλάλα τον κυνηγησα, μά αν ηθελε τον πιάσω, Μά το ψωμί τον κερατά, βρε νά τδν τεταρτιάσω; ΜΩΡ. Αμη γιά κείον το μασκαρά, βρέ ενοια σου ν' άναφέρνης, ΔΙΑΜ. Ενας μπιρμπάντες μιας κλοτσιας, πούστης δ πεζεβένης. ΒΛΓ. Αμ δέν τον τσάκονες, ΔΙΑΜ. Ητανε σπίθα. Γαμώ τη μάνα του τη παλιορνηθα. Εκειδς που φευγει, είναι πλια σβέλτος, Αμ τι ρκατάλαβε, θά κούστε χαμπέρια, Το νά μέ ρίξη η βρώμα στά χέργι», Δεν τον γιατρεύει μάγκου 5 Τζορτζέτος, ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΑ.
ΘΟΔΩΡΗΣ χαί ΠΑΠΟΪΤΣΙΙΣ. ΘΟΔ. Τά πέταξε, μά παραργεϊ, ντεμπέλης είναι βέρος, Πηγαίνει νιος στδ θέλημα, και 'πίσω ερχεται γέρος. ΠΛΠ. Λέω νά πάω γιά νά ιδώ, πώς ετσι άργητα κάνει; ΘΟΔ. Αμε, μά τήραξε με εδώ... στάσου και νά που φθάνη. ΠΑΠ. Σάν πανιασμένος, σά γάτα μπανιάδα, Σάν οκα πενσάδα, σά συγχυσμένος, Σάν τέτοια ά^νάδα, σά δέ φζλάρω. ... ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ. ΓΕΡΟΛΓΜΟΣ χαΐ οί $η0ίηες. ΘΟΔ. Γερόλυμε τί επαθες; τί εχεις; τι λαχανιάζει:; ΠΑΠ. Σάν τδ λουλούδι έγίνηκες, τση ζαφωράνας 'μοιάζεις. ΘΟΔ. Μά τούτη ή άχνάδα; μίλιε μας. ΓΕΡ. Ξέρει 6 Ποντ·ηλιος τ' εινχι' ΘΟΔ. Μά γυιέ μου έλιγοθύμησες; ΠΑΠ. ' Νερο, νεράκι πίνε.
ΘΟΔ. Αμα δελέγκου Παπουτση, πες τοϋ Ποντίλιου, ω σπάσω! ΠΑΠ. Εντονε με τά γέλοια του. ΘΟΔ. Τον κόσμο θά χαλάσω. ΠΑΠ. Αφοϋ τ» σύγνεφα νερά τραβίζουν, Βροντουν αστράφτουν, τον ηλιον σκεπάζουν, Με σμπάρα και χτύπους την σφαίραν ταράζουν" Μά ξεθυμαίνουσι σάν άποπαίξουν, Τοϋτα μία θάλασσα, τον Τίγριν, τον Νεϊλον, Καπνους, ανέμους, πυκνίλ», σ/.οτοϋρα, Αστρο δέν φαίνεται άπ την θολουρα, "*Μά πάντα μνέσκουσι χωρίς να βρίξουν.
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ. ΠΟΝΤΗΛΙ02 και οΐ ρηύεντίζ. ΠΟΝ. Ο Διαμαντής έμέθζε, κ»! ετρεξε ναν τον πιάση, ΘΟΔ. 0 κλέφτης αν έμέθαε, άς πάη νά ζΐράση. ΠΑΠ. Κάτι όίλλο μπρε, κάτι κρυφό" πές μου το έμε στη μπάντα. Αν ξέρτης ούλα τά σωστά, κ' εϊδησες φέρνεις πάντα. ΠΟΝ. Ετοϋτο είναι, τί άλλο; ΘΟΔ. Μα πές μας την με τάςι. ΠΟΝ. Πως τοϋ 'πε τά έρτίκια σας νά πα νάν τά πετάς/,! ΓΕΡ. Μά τοϋτο* άλλο τίποτζι; στο θέϊ σου Ποντηλιε! ΠΟΝ. Οχ», για τοϋτο βέβαια. ΘΟΔ. " Μά τέλείοστη· ϊλα μίλιε. ΠΟΝ. Ητανε ορνέλα κάνεβα, μουσκίδι ούλος κούρνια, Ο μεθυστης γνωρίζεται, χωρίς νάχη κουδούνια. ΘΟΔ. α! τρόπο τάρντι μοϋ το λες, νά εύγω υ' έ'να ξύλο, Νά μέ γνωρίση αληθινόν καί γκαρδιακόν του φίλο. Είχε τοϋ λειώσω τά πλευρά, τοϋ κάμω ανατομία. ΠΟΝ. Κάλλιο ποΰ δέ στό'πα αδελφε, νάνω την αμαρτία. ΘΟΔ. Μά τι λογαριασμο είχε αυτος, γιατί τόσα στραπάτσα; Ποϋ τοϋτος δεν έΟόλωσε νερο ποτε στην πιάτσα ; Ας κάμη την εικόνα σου, πώς δεν μοϋ τοπες πρώτα, Είχε τον πάω δέρνοντας, ώς τοϋ Χριστοϋ την πόρτα. Χίλια ματσούκια απάνω του, ηθελε τοϋ τσακίσω, ΓΕΡ. Σώπα «φεντάκη, κ εγνοια σο·;. &ΑΠ. Βάρτου κ εγώ άποπίσω.
ΘΟΔ. Ενας βαστάζος βρομερος, ενα παλιοψωφνίμι, Ενας ντε νιέντε ντε κλοτσιας περιγιαλΙοΟ θρασΰμι, Νά βρίσγι το Γερόλυμο! σιορ δέ θα μας ξέργ> ! ! Π ΟΝ. Γιατί ηρθε άπο τ' Αμυστραντάμ, και ά— τοϋ Περου τά μερνι· ΘΟΔ. Ν* αύθαδιασν) δ τίποτσνις, εναν οίο νά βρίση, Τίνος; ένοϋΗ ά... 'μπάστα μου, το ζέρει οποιον ρωτηση. Ενοϋ! ποϋ νάν το παινεθώ, άνθος σ' ουλες τσή φέτσες, Με τ6 δικό μου ξέχωρα, έςηντα άντερέντσες. Μά τι λογιάζει δ κερατας; ντε με'ρδα ούν καρονιάτσο, Μωρέ πώς δέν τοϋ εδινες, άμάνκα ενα μπάτςο; Νά πης καθώς σέ κτύπησε, ϊνράμε στάσου οπίσω; ΓΕΡ. Σώπα άφεντάκη, κ' έγνοια σου. ΠΛΠ. Βάρτου, κ' εγώ άποπίσω, ΘΟΔ. Πενηντα με κτυπησανε, θυμοϋμε μίαν ήμερα, Μά σωταβέντο τσίβαλα, τσοϋ πηρα τον αέρα. Εις τοϋ Μάκρη τά βάσανα, πδ*ανα μπάσο και άλτο, Χίλια μοϋ σουτσεντέρανε, μά ταβγανα στο σάλτο. Εσκότωνα, έςαρμάτωνα, έδερνα τους ανθρώπους, Στήν μπούρσα μου είχα το Μακρη, μουλους του τσή γρόπους. δσοι μοϋ κορδίονόντανε, κ' έκάναν τση σμαριάτσους, Τί ντεσκαπριτσιαρίσματα, κα'. τί χλοτσείες καί μ.πάτσους; Μα πώς; ποτέ δέ μολιπε, πάντα μου το στολίδι Ποτέ* ποτέ" ποτέ" ποτέ* ποτέ το καρτσηκλίδι. Μά σιι τρέχεις ξαρμάτωτος, ωσάν πραματευτάτσος, Λν ηθελ' εχεις άρματα, σ' έδερνε δ κλεύτάττος; Μά θά σέ ιδώ" άν δεν έχης κορμί παλικαρίσιο; ΓΕΡ. Σώπα άορεντάκη κ έγνοια σου. ΠΛΠ. » Βάρτου κ' εγώ άποπίσω. ΘΟΔ. Εισαι καρόνιας; ά! δέ μοϋ 'μοιάζεις. Α! μέ 'ντροπιάζεις, δέν έ^εις «ίμα, Αίμα οχ ταΐς φλέβαις μού δέν εχεις πάρει, Είσαι δειλια ρής, είσαι ολο; φλέμά.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ. ΣΚΟΥΡΔΟΪΛΠΣ χαι ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ΣΚΟΥΡ. Τά 'πέταξες; μά είν' ντροπης, κρεάντσα, σά βουνησιος! Για τά δρτίκια άχ τά προκτές, κακά είν' δ Διονύσιος.
ΓΕΡ. Κε μπελά κόζα! μα τδ θεδ, στο σπητι φόντο μίο, Θα με £ετάΙ;ης! ομορφη, 'μπέλα, μπίλα περντίο; ΣΚΟΪΡ. Συμπάθησε με! νδν σιορ, με ταϋτα τ\ άιπετάρεις; Νά κογιονάρνϊς, νά γελας, να' γδέν/,;, να ίνφετάρης; ΓΕΡ. Καί πως; σε κογιονάρν,σ», εγώ την αφεντιά σου; ΣΙίΟΥΡ. Είναι δποϋ τά 'πέταξες, μα εβλεπες τά στερνά σου. Στοϋ Πρεβεδούρου έ-η^ενα, ίστάντσα νά μιλήσω, ΚαΙ νά τοϋ πώ χίλια κακά, νά' τον περ^ορίρω. « Τσελέντσα ελα σάπια, τζιουντιτσε λάμ£ άσκόλτα, » Ντε γρκάν ριμάρκο κόζα ζέ, κε τοΰτο Ί'ζάντε' έζόρτα. » Νδν τραταρδ ντε στάμ-ιλι,' βόλιο σοκόρσο άγιοΰτα^ » Πέρ ουνα μόρτε γ*ενεράλ, περντίμο μάη λά βητα. » Οΰν τσέρτο τάλ Γκερόλαμο, ση φέτσε δρ μαρκάντε, » Μα ίν τσέρτε κουάγιε κέ ντά οντδρ, νισοϋν ριμάνε άλ Τζάντε. » Πιετα, πιετά γκιουστησιμο, ?λ πόπολο κοντέμο, » Ε τουτοι οί γράντοι άλ φαβδρ, χδν γκραν ντοβερ ^εστέμο.» Καί άν νίταν καί Λατινικα, τά μίλιά καί άρα μάρ,α, « Γερόλαμους κουαγιόρημ-ους. πόπολους ινφετάρα| » ΓΕΡ. Σιορ συ, σιορ σύ, βένει άνκα μ-/), κ' ελεγα άλλα τόσ,α, Μεν* πκρλάρη στδ ταλιάν, κοσπέτο μπέλα κόσ.α ! α Προβεντιτδρ ντε γκιοΰντιτσε, ντε μπίλο, ντε ιντεντέμο, » Κουέστο ϊζιγάρ νέλ μαγαζ'ιν. 5 ?ϊμο» δ1 νδν σέμο. ΣΚΟΤΡ. Α σιορ κογιδν λασέμε σταρ, ΓΕΡ. . Λασέμε σταρ κ έμενα, Κογιδν, νδν σέμο κλεύταροι. ΣΚΟΪ. Δεν είσαι στη τναβέρνα. Μίλιε με γνώσι γάιδαρε, άζηνο κογιονάτσο, ΓΕΡ. Ηρθα καί σέ 'φορτόθ/,κα, μπράβο σινιδρ τροφάτσο ! Αζινο μ·};, σιορ νο, σιορ νδ, κακά κόβεις ' τά πρέτσα, Αζ-,νο βοϋ, σιδρ συ, σιδρ συ, άντσι σέντσα καβίτσα. ΣΚ.ΟΥ. Μεθά:, μά σού ίμπενιάρουμε, εκεί μοϋ δίνεις κόντο, Στραπάτσο, ίμφετάρισμα, καί βιργολα, καί πόντο. ΣΚΗΝΗ
ΕΙίΤϊΙ.
ΘΟΔΩΡΗΣ χαι ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ©ΟΔ. ί'ΐϊ τι μοϋ ξανακαίεται ! με τά ορτίκια πάλι, Λ.' κεφάλι «γ.νωσιας, ΓΕΡ. (Νά φχομάρα κ' άλλη.)
©ΟΔ. Μα λέω, μωρέ Γερόλυκε, πραματευτη τση Μάνν,ς, Πραματευτάτσε φοβερε, ντεστηντε για νά χάν/ις. Πές μου; τι τους έξάνοιξες: άπδ τή μυροδιά τους, Εγνώρισες τδ δ.άφορο; είδες την καλιτά τους. Δεν τάβλεπες ποϋ έβρώμευαν, τοϋ κόσμου τον αέρα, Πουτάνας τδν πραματευτη, τί έπιασαν καί τοϋ φέρα. Μωρέ δέ πας στδ δίάολο; άς κάμω τδ σταυρό μου, Καί νά τ' άφεσης ήθϊλες, για νά τά βλέπω ομπρός μου. Οΰλοι μωρέ έπεθέναμϊ, νά μ' είχε τά πετάξης, Ενας μωρέ δεν εμνεσκε, άνθρωπος νά τδν κράξης. Σοϋ τδπχ ντά πριντσίπιο, νά μή πολιοξχμόνης, | Μά δέ λυπχσε τδν πχρχ, καί τδν πχρχσχοτόνεις. Εις τδ καιρό μου μάλωνα νά μη ποτάξη^ είδα, Αλευρι τέσσερα σπυριά, νιάνγκχ γιά μιά μαρίδα. 0 θεδς τδ ξέρει εις αυτά, τδ πώς έγίνη δ κόντος! Πως έκαταγελάστηκες, δ άςιος χαί δ πρόντο:. ΓΕΡ. Εχειδ ητανε καί δ Παπουτσης, τά 'πηρχ μέ το μάτι, ©ΟΔ. ίί ξχφνικδ στη γνώσι σου, πτούτου, πτουσου μπερμπάτη,. Μώρ δέν άκοϋτε κονιτσιδν, σέ τοϋτο τδ μαρκάντε, Μά ώς πόσο μωρέ σοϋ ηρθανε, μίλιε σιορ γχζετάντε. ΓΕΡ. Ως ε;η γάτσοι κάθε δυώ* 8χ τδ Μαρη τδν Ντράβο, ΘΟΛ. Τσόκο σου, γειάσου επέτυχες, Γερόλυμέ μου μπράβο! Εςη_ γαζέταις κάθε δυώ! κ' ουλα γιά την κροπία, Ω πραματειά αληθινη, ωσάν αύτη χαμμία. Ε;η γαζέταις κάθε δυδ, χαί γιά νάν τά πετά^η, Βρίζεται δχ τδν Διαμαντη, φευγει μη τόνε σφάςη. Πραματευτάδες ουλοι σας, χέρι νά τοϋ φιληστε, Λεν ειστε σείς γιά πραματιαίς, τά μαγαζειά νά κλείστε. Τοϋτος μέ τά νεγότσια του, έπιασε οΰλη τη Μάνη, Μά δέ μιλείς; ΓΕΡ. ΚαΙ τί νά πώ; ΘΟΔ. Πώς τδ βαγχέλιο βγάναι. ΓΕΡ. Εισαι λοιπδν βαγχελιστης, καί τδ βαγκέλιο βγάνεις, Μά ποΐος; δ Μάρκος; δ Λουκας; Ματθαίος; Ι6ιάννης. ΘΟΔ. Είμαι μωρέ δ χαχδς καιρδς καί δ άνασβολεμένος, Μώρ μοϋ πονεί στη πραματειά, νά μνέσκης γελασμένος. ΓΕΡ. δλπιζ* πάντα κάτι ντίς, νάλθη στδ καλαμηδι, ΘΟΔ. Ντούνκουε μωρέ γιά κάτι ντίς, ρισχιάρεις τδ βλησί,δι! Είναι ποϋ είναι τδ Νησί, γη της επαγγελίας, Κ.' ευρίσκεις μάνα τ' ούρχνοϋ, καί μ-ιγεντέ αληθείας.
— 27 —· Η θάλασσα κ οί άνεμο*, είναι ταπίινομένοι, ΚαΙ κάθε πραμα έχ το Μωριά, κ' άπ' άλλους τό-ου; μπένει. Μά άν κ' έθυμώναν τά στοιχειά, τά νέφη έφουσκώναν, Κ. ή θάλ,ασσαις ως τσ' ουρανούς, τά κύματα άν ύψωναν. Κατακλεισμδς άν έκανε, μέγας στην οικουμένη, Να μη 'μπορν) άπο πουθενά, πράμα ποτέ νά μπένη. Κ' άπδ τ^ν πείνα οί λαοί, σταΐς στοάταις έτελειώναν, Εθάρουνες στα ορτίκια σου; . . . σοϋ τάζοι δέν άπλωναν.... Τά βρωμισμένα φαγητά, στομάχι δέν χορτένουν, Αρώστιαις, πάθη, ξερατά, κακά, θανάτους φέρουν. ΓΕΡ. Γιατί, ώ θεέ μ.ου.' τέτοια αδικία; Ζοϋν οί Γαλιότοι ευτυχισμένοι, Και οί καλόγνωμοι στην δυστυχία. Ουλοι οί σκιάδες ε'ιν δοξασμένοι, Τούτους 8 κόσμος καθένας τιμα.. Βίε το σκατούλη το ζουρμπαλίκι, Δέν ξανασένω μέ τέτοιον πατέρα, δα γάτα μαλώνουμε μ.έ το ποντίκι, Ζουρμπας θέ ναβγω νά βάλω μαχαίρα, * Λεοντάρι ήμερο δέν ώφελα\
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ. ΘΟΔΟΡΙΙΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ χαί ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ΘΟΑ. Τ^ν εφερες το μαθητή; μά θέ νά πέρνη στάρι, ΜΠΑΡ. Α δά δέν πέρνει; κακη κοντάνα τοϋ μερτάρει. ΘΟΔ. Μία χερία λάχανα ποτέ σπητι δέν φέρνει, Πάντα ξερδς κι αδράπανος, θέλει ταύλα στριμμένη. Μία χερία ράπανα, είναι πράμα μεγάλο! Για γιατρικο ά χρειαστώ, οπίσω μου νά βάλλω. ΜΠΑΡ. Μά διάολε δέ βλέπεις δά; (καρκάλα εχει δίκιο, Θά κουβαλης κτλ λάχανα, καί βλ ίτρα και ^αδίκιο). Πάντρευτον! πάντρευτον! άκοϋς; τίρα χαμογελάει, ΓΕΡ. Αμή... μεγάλη δρεξι, ΜΠΑΡ. Μπρε έγνοια σου το ζητάει. Καϊμένε, η καρδούλα σου" μά . . . μά . . . έγώ το ξέρω, ΘΟΔ. Ναίσκε το ξέρε;;, τί ξέρει;; ΜΠΑΡ. Πάει στίχημα νάν το ευρω.'
— 23 — Εκείνο ποϋ γυρεύεται, δεν σας εμπεγετοϋνε. ΘΟΔ. Α-όψε, απόψε «ν ηθελα . . . μά σφάλεις . . . μας τιμοϋνε,' ΜΠΑΡ. 2ούπα τι» ξέρω. ΘΟΛ. Ακουσα? μά άν ηθελα στα χίλια. · · ΜΠΑΡ. Ετουτος άλλα λάχανα, δέν ξέρει βφ' τά σταφύλια. 0 γάμος τοϋτος ά~ο μέ, στέκεται δίχος άλλο, Τίά ζη τδ άνιψηόι μοο} που άς κάτσνι κάθε άλλο· ΘΟΔ. Τώρα; τώρα ^κατάλαβα, εκείνη . . . πτο'ύ νά κάμω, Μ' δ γι μανιέρα βουληθώ, ευθυς κάνω .το γάμο. Μά δέν κινάω μοναχος, άς ήν' καί δυώ νομ'άτ,οι, Γιαμά κράζω" ,τη' μουρη τρυ. βάλτη μορ στο κρεββάτι. ΜΠΑΡ. Α άπο τοϋτο! εχασες, μυρίζίι εκεί μ'πα^ο.ντι, Παίζει και ξύλο μά το θεο, σας κάνουνε κουρκούτι. Δεν είναι 'δώ . . . 'ξέρω γώ . . . τοϋ Βουτσανέση ή μπάτσα . . . Αγκαλά α εκαμε ζευτ&ν. ί)ΟΔ. _ Είναι γνωστον στην πιάτσα. Ητανε τρείς καί ζωντανοι με τ' άρματα καθάρια, Και ουλους τσή ξεβάφτισα, με χώρις κεφαλάρια. Ετουτος ,δά ποϋ μελετάς, μοϋ κάνει, στάσ* ρ-ίσω. Κ. ενώ τί ίστοχάστικα, τον ήλιο νάν τοϋ χύσω. φ Ξεπιστολίζω στη στιγμή, στο πέτο τοϋ τη δίνω, Μά τι σπετάκολο ητανε, δρίντε κολπο εκείνο. Επεσε με την πιστολιά, ωσάν βουβάλι κάτου, Κ,' ε*αμε μιά ξαπλωταριά, τοϋ μάκρου και τοϋ πλάτου. Μά ή πέτρα τον ξαγληστρισε, η άτσίντένιε πούρο II άχ τοϋ φόβου τίι σμπαργίά, κατ' ητανε . . . σιγούρο. Εγώ θαρώ την εκαμα, ε~εσε άφ' τη σμπαρία, Μά σο θεο* έτσι την έ/.αμα, τουδωκα ευλογία. ΜΠΑΡ.Τ' είπες το πώς τοϋ έκαμες; γιατί ειχα άλλοϋ το νοϋ μου. ΘΟΔ. Είπα πώς τον ευλόγησα. ΜΠΑΡ. Μπράβο σου, άφ;ροϋ μου" Αμάνκα, άν τον έτκότωσες, κ έγίνηκες φονέας, Μά πάλι τον ευλόγησες, ωσάν αρχιερέας. Κβρόνια νά ντρεπόσουνα . . . δέν εισαι παλικάρι. ΘΟΔ. Γελας κ έμε, ή παλικαριά ετούτο μ' άβαντσάρει. ΜΠΑΡ.Ορίζεις νά' σοϋ πώ εγώ; ΓΕΡ. . Σιορ Αντωνάκη άπάνου, Ο σιορ Τασάκης σοδ μιλεί, φουγιάζουν, κάτι κάνουν. ΜΠΑΡ. Πάω νά ιδώ, και εφθασα. ΘΟ.Δ. Γύρισε κ' είναι χρεία,
5= 29 — 1 λείψεις, ΙχβιΘηκα'ρ £, δέν' είναι σωτηρία. ΜΠΑνΡ. Εχεις κ'αρκάλα γιά" κακάράντζές. ©ΟΔ. Στά σμπάρα χ'έζέσε, ίσια μέ' τσ* άντρες. ΜΠΑΡ. Αν ησαι ράλης, καί ουλος ποχέριος, ΘΟΑ. Μα [λ ε βαστένει κ^ί ανορας ακέριος. ΜΤΪΑΡ. Δέν σά (λίαν" τάρω', γιατί μεθας. ©ΟΔ. Τδχω άφ' το σπήτι, το ξέρει η1 πιάτσα. ΜΠΑΡ. Δέν είμαι Χάσης. ΘΟΔ. Δέν' είμαι" ράτσα. ΜΠΑΡ.ίΜ ράλη'ς ποίσάϊ,' μ.ίοέ κοντάρΐνα, Πάω καλιά μου, μα εκείνη ή τσίνα. ©ΟΔ. Μωρέ "έχεις προβες', μώρ ίέ φε).«ς'. ΓΕΡ. Εις την περλίγκα. νά σε ΐδοϋμε. Με ζαν/αρόκουκα καί κομφετοϋρε?> Μέ μπισκοτίνια και μέ κουλουρες Μικροι μεγάλοι να1 σέ βΐιρσΟμί',' Κ ή αφεντιά μου νά μπαλοτάρω. ΜΠΑΡ. Μπρά-βο" ντασένο Γέρολυμάκ% Α . . . κάρα-, 'έλχ' ά . . . κ^ρα' νΚΛ.' Δε σε φαλάρει τέτοια μασέλ*,1 Είσαι λιγοφαος ωσάν παιδάκι, Μπράβο πέρ ντιάνα, μώ"£ σε σ"τιμάρω.' ΣΚΗΜ ΟΓΔΟΟΙ. ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΤΓΔΙΟΣ χαί ΜΠΑΡΖΟΣ. ΠΟΝΤ 0 Χάσης, πουναι Θοδωρή; ποϋ1 π$γέ, εις" τι μερίαις" ΠΑΠ'. Α"ς παη στο διάολο, μ' εφαε μέ τση παλικαρίαις.' ΠΟΝΤ. δχι Οα 'δ^ς' μι« μπαρονια, θά πάω εδώ ΠΑ Π. Α σπάσο! Κάπου* θέλ' είναι μά εφθασε, νά του κρατοϋμ* άμπάσοΚάτσε μωρέ στο Οίο σόϋ, άϊμε! καΐμένόι χρόνοι/ • Πόσα" θυμουμαι κ' εύτουνοϋ; μά λειωσαν σαν τδ χιόνι. ΜΠΑΡ.Μωρ' τ* ειναι'; ποιος" απέθανε; και λέ; καϊμένοι χρόνοι; ΠΟΝΤ. Μου λεει" για τον" Θοδωρη," ποκοβε τδ πεπόνι. ΜΠΑΡ. Κι άδά πεπόνια μοναχά; και πλεζονιαίς στη φούρια, Και κολοκύθια τρυφερά, και δροσερά άγκούρια. ΠΟΝΤ.Μπράβο σινιορ Αντώνιο, τά λόγια σου τδν φτιάσα, ' Τόμου άγκούρια έκοβε, τον εκαμε; μπχγάσχ.
ΜΠΑΡ. ΠΑ Π. ΜΠΑΡ. ΠΟΝΤ. ΠΑΠ. ΜΠΑΡ. ΠΟΝΤ. ΠΑΠ.
30 — Σέ τοΰτο γυιέ μου ξέρω 'γώ, μτ, μάθεις δΰω κ' Θέλει νά μπένγι στ' άτρυγα, και εϊς τά τρυγημενα; Μπρε μά το θΐο κ' οι δυω σας, τοϋ χρυσαφιου ή πάστα, Μά. . . Δέν άφίνεις νάν τδ πγ, Εγνοια σας, μπάστα μπάστα. Ράτσα τυράννα, Φέτσα πουτάνα, Ράτσα ντά τσάφο καί γαλαντόμο, Καί γκιντιλόμο κορμί για τράφο. ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ. ΠΗΝΦΕΡΗΣ χαί ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΗΣ σο.Ιηάΰοι, ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ χαϊ ίχατα
ό ΘΟΔΩΡΗΣ.
ΠΗΝΦ. Πατρον σιορ μίστρο Καλιγιερ, γαβέ ντε σκαρπε μπόνε; ΓΕΡ. Νδ... (θέλουν τον καλόγερο)... ντά κουέλο πιοϋ καντόνε. ΦΡΑΝ.Κόζα ντίζε καλόγερο; ΓΕΡι Κάλος καιρος, δέν βρέχει. ΘΟΔ. Μώρ τ' ειναι ... ή κεφαλη σου φράγκικα δέν κατέχει. Οχι μώρ τδν καλόγερο, νιοράντε βισντεκάτσο, Σιδρ μί λα λίγκουα σι) παρλάρ, κουέλο ζέ κογιονάσσο Ασεμί 'μένα να μιλώ, ΠΗΝΦ. Σκάρπε; ΘΟΔ. Νιάνκα σκαρπέλα, ΦΡΑΝ. Ν6, νδ ριντέτε κάρο Πηνφερο, ΠΗΝΦ. Παπούτσια καπησέλ*. ΘΟΔ. Ντά γυναικών, ντά ρεγατσιών, παρλέμο λά στατούρα, Ντε τάγιο λόγκο ώ ντε χοστδ; ΦΡΑΝ. Ω τσούκα μέσα ντοΰρα.ν ΠΗΝΦ.Πέρ νοϋ, ττέρ νοϋ σιορ πολεντοϋ, ΘΟΔ. Νδ, νδ, ε μι μπελέτο, Λά μία νόμε μπέλο σό, σέρβο σας Τοντορέτο. ΦΡΑΝ. Ε ντδβε μώρ άβέ Εμπαρά, λά λίγκουα φρανκαμέντε; ΘΟΔ. Ω μίλε μίλε γράτσιε, ΠΗΝΦ. (Κογιον ίντιεραμέντε!) Νδν γέ ρισπόντε; ΘΟΔ. Δέν «κοόω, ούν ποκετιν κουφιζω,
ΓΕΡ. Μίλίε του τώρα άμη τΐ; ΘΟΔ. · (Σκζσμοο σέ χαστουκίζω.) ΦΡΑΝ. Μα βτϊ πχπούτσιχ ντόβε ζέ; ΠΗΝΦ. Σινέ πούρ στέμο . . . σπέρο ΘΟΛ. ΣούμΛιτο και λά τροβερά, ντο μπόνα και λά φέρω. ΦΡΑΝ.Μά τοτορέτο κάρο μπέν, κέ σία ντέ ντουράτα. ΘΟΔ. Ντέ ντούρο κόμε σίδερο, βεντέμο καμαράτα. Βεντέμο κέ λ* κουχλιτά, κοστάντε μετζασόλα, Κέ γΐά άσε μισίτσια, ούνα πιχστρίνα σόλα. Λέ μίε ψίδια μν) περχέ, λά χνάρια μία τδ λένε, ΠΗΝΦ. Λέ μάσα κάρο Φραντσεσκιν, ΦΡΑΝ. Ε νόνε βά άνκα μπένε, ΘΟΔ. Ω σκάρπες... κχ'ι... [λά... τσάμπχ σας, ΦΡΑΝ. Νο, νο, I φά ίν στο πάτο. ΘΟΔ. Σέ πάτους ντέ μπονίσιμους, κχΙ γιά φρατσιδν ντε φατο. ΓΕΡ. (Εκείνοι δέν τά θέλουνε κχί λέγετους για πάτους.) ΦΡΑΝ. Α Τοντορέτο σερβιτορ, ΓΕΡ. Ορσε ποϋ παν καλίά τους. ΘΟΔ. Αά ντίγα δέν ε'ν' κεφαλιά, το κόστο άπό καρδία, ϊντρίο ... τά μπιτίζωμε, ΠΙΙΝΦ. ' ' Αντίο, άντιάμο βία. ΓΕΡ. Νάθε μ.' άφησκς μοναχδν, νά τούς παζαριάσω, Ηβλεπες άν δέν νίθελα, πουλίτα τσίι γελάσω. Δεν μ' αφηκες κ έθάρουνα, τίι γλώσσα μά περντίο! Ία φράγκικα τά ξέρουμε, βλέπω ίσια κ οί δύω. ΘΟΔ. Καλύτερα σου τά μιλώ, κ»1 κάνω και τδ μότο, ΓΕΡ. Ντασένο, ώϊμένανε! μπράβο τζαντιότο. ΘΟΔ. Στο 'πέλαο έπνιγόμουνα, καί μουλά μου τά ροϋχα, Αν νίξευρε ωσάν έσέ, μέ τά μισά δποϋ χα. Κομάτι τά ' ξαστόχησα, μά πάλι νάχω έστρο, Γερόλυμε, νίσου βέβαιος, βλέπεις ένα μαέστρο. Εμίλησα καί μιά φορά, χχι μ' ένα Πρεβεοούρο, Εις το ιντέντερ Ιφριξε, τον εκαμε γαίδούρο. Αντσι μ» λαουδάρησε. ΓΕΡ. Και πώς σου είπε ελα, ΘΟΔ. Ω νΛ γραντίσιμο άζινο, περκέ νον άβερ σέλα. ΚαΙ πάλι, χι' άλλη μιά φορά, μέ ένα Γκενεράλγι, Και χάιδεψε με κ' είπε μου, καρλάλα έχεις μεγάλη" ΓΕΡ. λδά νίςερε ρωμέ'ίκα, ΘΟΔ. Μοΰ τοπδ στο ταλιένο.
ΓΕΡ. ΚαΙ πώς; ΘΟΔ. ί'ϊ' /.& φιγούρα κομικα! Όύν στοΰκο παεζάνο.' ΓΕΡ. Μά τοϋτα είναι φράγκικα, Ιτσι θα πα νά ποϋνε; ©ΟΔ. Το ρ\νκρατσιάρισμα μωρέ, μά ουλοι δέν τ' άκοϋνε! Πάντα μοο' τάχω έδεκεϊ,' κ" έσυ μωρ' νάν τά μάθης,Νά κάνν)? τσή ντιφέζες σου, εις 8τι και αν πάθης. ϊί νά σαϋ' κάμω μάτια μου, ποχεις' τδν νουν" χάΐμένον; Μάναν πίχνέρί' έαύ,' άπ"' όΰλα στολισμένον.' Και προβά'τείς Βίπελέρμπεης, με γέλιο και με μποϋρλα, ΕωΥ τά σουρουπώματα, άφοϋ* φωτίσει ή τύόρλα". Ε(ν' άφ τση κονιτσιόνες μο'/, ΓΕΡ.- ... ... Μα. έξόδιασες κατρίνια; ΘΟΔ. Μά έμαθα τά Ελληνικά, Φράγκικα και Λατίνια. ΓΕΡ.3/ά τόμου ξέρεις γράμματα, στο Ελληνικο βαθεία, Ενα τροπάρι 'ξηγησε,' ΘΟΔ. . · ■ Μπρε μιά πενηντάρια". . ΓΕΡ. Τι Οέ νά π7ι την άγριωπον, καί τί τ"δ γαυρουμενην. Το άκροίτως" βακχέσασαν, τδ άσεμνα έξοιστρουμένην. Κόσμου καθεΐλες πανστενώς,· την άμαρτίαν που έχε*., ΚαΙ το άρκύων το ούς ελκυσε, π δ νοΰς μου δεν κατέχει Τδ εκών", το πρίν, τδ σ'αρκωθεις, τδ σώζεις, τδ εύεργέτα Ετοϋτα, τώρα. θά σε δώ, άν ξέρης ξηγήσέτα* ΘΟΔ. Την αγρ^ωπον ,τοϋτο τ' άκοϋς, κ' έκειδ τδ γαυρουμένην, * Πής δ Δαβίδ άπάντησε πουτάνα γαυριασμένη'ν. Τδ άκρα,τώς βακχέσασα^, τδ άσεμνα εξοιστρουμένην, Πώς την έκράτειε μιά παχιά, γαϊδάρα ξεστρωμένην. Την άμαρτίαν πανστενώς, τδ κόσμου τδ καθεϊλες, Πώς την" έστένεβε δ θεδς, νά *άτση τση καθηκλίς. Και το άρκυων τδ ους ελκυσε, στδ. λέω τώρα τώρα, Τδ πρίν τοϋ κάναν πρίντιζε, οί δούλοι του καθ' ώρα. Το εκών τδ δέ τδ σαρκωΟεις τδ σώζεις τδ ε5έργέτα, Ούλα οίΰτοί πώς εϊς1 τ «ΰτί, είχε χρύση βεργέτα. ΓΕΡ. Και τάχα έτσι ώς λές; ©ΟΔ. Αμή δέ σέ γελάω, Κι' άν δέν π'^τεύεις εις έμέ, ρώτα τδ Μαρτελάο, ΓΕΡ. Ελα γκουέρα, ντί μαμπρδ, μυρίντοντδ ντοτδ ντοτδ, Μαμπρδ ^.αμ'πρδ λά γκουέρα, Μυριντόντο τδ μ.υροντέρα. Μαμπρδ' μαμπρδ λά γκουέρα, Μυριντόντο τδ μυροντέρα. Ταρά'ί, λαράϊ . . . λαράϊα λαρά.
— 33 —I ΣΚΗΝΗ
ΔΕΚΑΤΗ.
ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ χαί ΘΟΔΩΡΗΣ. ΠΟΝ. Αϊ ώλα μαστρο Θοδωρη! αϊ ώλα! και ποϋ είσαι; ΘΟΔ. Εδώ με, τί 'ναι; 110Ν. Εγίνηκε, κουράγιο μη φοβήσαι! Φέρε άρματα, δός μου κ' έμε, ογληγορα στη ζώση! 0 Διαμαντής έπέρασε εδώ νά σας σκοτώτη! Ενα τρομπώνι έκράτουνε τ' ατσάλι άσυκωμένο. Και ώσά σκυλί αφ το Ουμο άφριζε λυσιασμένο. Ας παμε, ας παμε. Τί τρέμεις; ποϋνταγε! εχει φτιάση..· Δεν άκουες ποϋ Ιλεγε, εξίύ κερατο-Χάση; ΘΟΔ. & συφορά μας ! . . . νά κρυφτώ! ΠΟΝ. Μορ δός μου τ' άρματά σου: ΘΟΔ. Μά νά σοϋ πω. ΠΟΝ. Α'ί. . . δέ φελας εκόντηνε η 'μιλιά σου. ΘΟΔ. ΕχάΟηκε 6 Γερόλυμος. ΠΟΝ. Α... πάω εγώ κοντά του. ΘΟΔ. Εις το κριτήριο τοϋ ©εοϋ, ώϊμέ! νά πάη καλιάτου. Ποϋ νά κρυφτώ!., νά μείνω εδώ. ·. εκεί γιά νά γλυτώσω.. 2 ■Ωΐμέ... σάν ίσκιος... ώϊμέ... εδώ, εδώ ώς τόσο. ΠΟΝ. (Καθώς ή φάν-ίρα ή" Εμπειρη εργάζεται τδ γνέμα, Ετσι κ' εγώ νά φοβηΟϊι, τοϋ έξΰφανα το ψέμα). Ε:ς ταίς φουρτοΰναις, και εις τούς άνέμους,' Εις ταίς πεδιάδες, και εις τοΰς πολέμους, Ο ναυτης δείχνει, και δ πολεμάρχης, Εις τη φωτία έκεϊ καθάρια, Τά κάστρα φαίνονται χρυσά τιμάρια, Στην γην ξανοίγεται ενας μονάρχης.
■
Ο ΧΑΣΗΣ 3
ΠΡΑΞΙΣ
ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Ή Σκηνή εις την οίκίαν της Ά^ελως, έρωμενι του
Τερολυμου.
ΑΓΓΕΛΩ μονάχη. ΑΓΓ. Μόλον γυναίκα πο&μουνα, εκαμα νά σαστιδση, Η βρώμα, δ παλιότραγος, πούρθε να παιγνιδίση. Μα ανάθεμα ποϋ ελαχε κοντά μου ή" Θοδωρίτσα ί! Γιατι νά ξέρη τ' δδειχνα τσίι γυναικδς την στίτσα, Ο σκυλομούτρης, δ δειλος, πόχει καρδία άπ' αλάφι, Καί πόλυψι τοϋ γουρουνιοϋ, ωσάν έκειδ τοϋ Μπάφη. Ενας αυθάδης άτακτος, γρούδιος γιά το λαγκάδι, Νά θέλη νάν τον άγαποϋν, κορμιά δίχως ψεγάδι; Εγώ ομορφου τζαντσαμινιοϋ τουζα «... δέ σέ θέλω; · ; Και τώρα μέσα τση κοπριες, νά κυλισθ$ ή Αγγέλω; Αφήσετέ με δέν μπορώ, ή φούσκα ή ζαρωμένη, Ο γαϊδαράτσος 6 ορθδς, ή γίδα ή" ψημένη; Νά μην τραπΤί τδ κάψαλο, τ άνοστο στοκοφίσι, Νά σκύψη με τη μούρη του, τα στηθια νά φιληση! Ας ηναι καλά ποϋ τα φιλεί καί δπου τά κανακεύει, Αετδς ποϋ σφάζει ταϊς καρδιαίς, τδ μάτι δθε κορκεύει, Νάρθη με τέτοια πρόφασι; πώς εχω τον υίόν του, Καί πώς αρμέγω νά μοϋ πί) τδ κανακαρικό του. Κρίμας τδ άλλο ρόγκολο, τάνθη τσ άγρανγκινάρας, 0 νέος τση λιγοψυχιας, δ άνδρας τση τρομάρας! Αΐ... δποτε Ιρθη, θάν τοϋ πώ, στην άκρη νά μ' άφίση, Και άν πνι πώς μ' εχει στην καρδιά, τοϋ λέω νά μέ σβύση, Γιά πείσμα τοϋ πατέρα του, νάν τον ?δώ στο καυμα, Δεν εβγανα αναστεναγμδ, δέν εχυνα ενα κλάϊμα. Πόχερας ό βρωμάθρωπος, κ' η σαπισμένη γίδα, Ετσι σ*οδελοξίπλημα, χειρότερο δεν είδα.
5- 35 -ί Τοϋτο δέν είναι μια φορά, τόσον κχιρο καί τόσο,' Μά στα στερνά θέ νά δαρθη, άπο καπέλο τόσο. Λογιάζω πώς κ' εγώ μπορώ, καΙ άνίσως δεν εμπόρια, Απο τση τοσους π' αγαπώ κάνανε δεν ίθώρια. Οσαις νικόμαστε άπδ τον άνδρα, Η για τον έρωτα, η γιά τά δώρα, Η μέ ταξίματα γλυκά σά σΰκα, Τοϋτος σαν λύκος άπο την μάνδρα, Ενας ξυλόγερος γεμάτος ψώρα, ίίσάν νά ημουνα μία κατσίκα. ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΑ.
ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ μόΐος τον, χαί έπηζα ?) ΑΓΓΕΛΩ. ΓΕΡ. 1) ρώχα μυριονόστιμη, ιτφοντίλι ζαχαρένιο, Νά φίλουν τΫίς αφέντρα σου χέρι το μαρμαρένιο; ΚαΙ σύ χρυσο άγκυρίδι μου, κι' ογληγορο μου άδράχτι,' Εις άγρια αγκάθια μ' εχετε, σέ πικνοϋ βάτου φράχτη, Ευτυχισμένα συνεργα, ποϋ διαμαντένια χέρια, 2ας έκρατοϋν κι' αστράφτετε λαμπρότερα άφ τ άστέρια.' Αϊμέ . . . καί ας ειχα μιά φορά τση τάχη σου τη χάρι, Νά πέσω άφ' τά αδράχτι αυτδ, νά σκύψη νά μέ πάρη, Εκειο το χέρι, μά θορώ, τώρα ερχεται σέ μένα, ίδέτε νάζια . . . οϊμέ . . . έδώναι ριζωμένα. ΑΓΓ. ΚαΙ τι σοϋ χάνω και άπο 'δώ, δντας περνάς τυράζεις; ΓΕΡ. ΚαΙ τι σοϋ κάνω και άπδ 'δώ, όντας περνάω μέ σφάζεις; ΑΓΓ. Εγώ; ΓΕΡ. Τά φρυδια, τά μαλιά, ή" μία χάρι κ' ν) άλλη, Το κύτταμα, το μίλημα, το πρόσωπο, τά κάλλη, ΑΓΓ. Εγώ δέν είμαι ομορφη" ΓΕΡ. Αμποτες νά μην ησου, Χίλιους θανάτους κάθε νιοϋ χαρίζει ή ζωη σου. Τόση σου είναι η" ομορφιά, δπ' άπερνα την τάξι, Κ' οποιος θελησει νά σέ ίδί}, κ*λά άς σέ κυττάςη. Εσύ ποϋ είσαι . . . ΑΓΓ. Φθάνει σου* πώς μ' άγαπ&ς το ξέρω,' Μά στο ζητώ, μή μ' αγαπάς στά πάθη μη σέ φέρω . . · ΓΕΡ. Είναι στον κόσμο βάσανα, πάθη ποϋ τυραννίζουν, Μά ούλα στην αγάπη σου, «ϋτά δέν θέλει αξιζουν.
Εσύ δεν θες ν* σ' άγαπω, που άν θέλώ' δέν εμπόρια^ Μα κν μπορώ, δέν -ήθελα, με σέ νά ζησω χώρια. Χαριτωμένο μου ιςουλϊ^ στάσου μ·ί) με πληγώνεις^ ΑΓΓ. Λσεμδ . . . όχι μας θωρουν . , . σέ μένα μην απλώνεις. Σάν τϊ σκοπών κρατείς γΐά με, καί θες ν' άπλώσης χέρι; ΓεΡ. Γυναίκα μου, ελπίδα μου, ζωη χαρά μου, τέρι! ΛΓΓ. Και τόσοι δπο-ϋ για μέ-νανε;ΓΕΡ. . ' Οδλους- νάν τους άφησης" Κ έμέ ποϋ χάνουμε γ*ά σέ, έμενα ν' άκλουθήσης. ΑΓΓ. Μά ποϋ θα παμε; ΓΕΡ. Σπητί μας. ΑΓΓ. ΚαΙ ϊσως δέν το ξέρης! ΓΕΡ. Οχι ! Καί τί; ΑΓΓ. 0 πατέρας σου, μά μην τοϋ. τ' ίναφέρης, Δύο τρείς φοραϊς μέ χτύπησε. ΓΕΡ. ' ' Α ! ! σώπαστα να ζήσης ! Ειναι και γέρος και ζουρλος, σέ πέρνω βθε θελησης. ΑΓΓ. Μα τουτη την άπόφασ-ι, το σπίτι σου την ξέρει; ΓΕΡ. Τούς στοχασμούς των νέωνε δέν άγαποϋν οί γέροι. ΑΓΓ. Εγώ λοιπον τι νά σοϋ πδ, νίρθω στην αγκαλιά σου, Μά· η μάνα χαί δ πατέρα σου, έχθροί τση φαμελιά σου^ ΓΕΡ. Εγώ εχω τόπους άμετρους, δσα έδω έχω γένειχ, ΑΓΓ. Μ·»ϊν έχουν λίγδα τά μαλιά, καί τσακισθουν τά κτένια; ΓΕΡ. Μη σέ δειλιάζει σταχχσμος, κυράν σέ κατασταίνω, Νά βλέπης τα άλάκερο, νά θέλνς τδ κομμένο. Εγώ σέ πέρνω βίο Κορνο, σ οξωμέριά σέ πέρνω. ΑΓΓ. Γιά πρασινάδες χάνουμί, γι* τσή δροσιές πεθένω, 'ί'Ι μοϋ αρέσει την αώγνι, 5 ηλιος πριν προβάλει, Νά κόβω τά μυριστικά, νά βάνω στα κεφάλι" ' Τά χιλιδόνια νά πετοϋν, και δλο νά κελαδίζουν, Ή σκασομύτα η τόντολα, γλυκά νά παιγνιδίζουν^ , . , Σέ καλαμάκια τρυφερά σάλτους τα κανκαρέλι, Εις τδ κλαδί δ τσίντζικα:, στη φράχτη τό γαρδέλι. Νά βλέπω βρύσαις καί νερά, πολλά μοϋ νοστιμίζει, , Κ' εις τά ποτάμια δ σπορδακάς γλυκά νά καρκαρίζη. ΓΕΡ. Θά ΐδης παιγνίδια ομορφα . . . ΑΓΓ. Ά . . . κατεργάρη μπόγια-. Χωρίς στεφάνι, οέ μ' άγκίας. ΓΕΡ. , (Την μπάζω μέ τά λόγια.). Χίλια, στεφάνια στα χρυσά θά σο χω έγώ στολίδια,
— 37 — Την δίψχν, πεΐ-/*ν, θάνατον, για αϊ τά/ώ παιγνίδια. Λ μ.οϋ πιστεόνις μάτια μου, για τίρι μου σε πέρνω, ΑΓΓ. Κι εγώ 'χω τα στολίδια μου, οΰλα, οΰλχ Έα φέρνω* • Μά μοϋ μυρίζει σ' εΰρηκα., φνμόζο νοικοκυρι, Ι^ΕΡ. Ολπίζοι νάν τδν ευρηκες, κ' ελπίζω να σορτηρη. Ελα προβάτει. ΑΓΓ. Αηζν.ζ πρώτα νά βαντακώφω, Το ένα τ άλλο οτ τ,μπορώ, ΓΕΡ. ' (ΕύΟυ; 0» τση ξαμώσω.) · Κάμ« δτι θες" άκαρτερω. ΑΓΓ. Οχι, όνι για τώρα, Οτι θολώνουν τα νε?α, κείνο είναι καλη ώρα. Ελα κ' «γώ σε καρτερώ, καί τοιρα· «μα καλε-ιά σου, • · Εις την «Ολή σε καρτερώ, και γίνεται ή δουλειά σου. ΓΕΡ. Σ άφίνω 'γειά αγάπη μου, μά θε νά αϊ φιλησω^ , · ΑΓΓ. Α κατρεγάρη μ' εμπασες, θε νά α εϋχχριστη·7ω. Αναθεμάτονε, ποϋ πρωτανάόειςε, Στο κόσμο τδν έρο^τα, τση φύβις παιγνίδι*, Τρουπώνει στα στήθη μας, και μας κεντίζίι πολλά τίιτ^δίια, Εμάς τση μαύραις τά θυλ',κά. Χωριέται και τση άνδρες μά φευγει, Κ' άν μείνη δέν κάνει ζημία, Τ' ανδρός τδ στηθος δεν φθείρει ή ίρωτία, Α... δε σοϋ λέω, μας γ·λοΰ7ι με τά γλυκά!
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ. ΘΟ.ΛΩΡΙΙΣ ά^/«^ο/ίίVο^ μοναχός. ΘΟΔ. Μανάδες δεν έκλάψανε πατέρες τους υιούς του, Τοη άνδρες ή γυναίκες του, τ' αδέλφια τσ αδελφους τους, 0 μπάρμπας τ' άνηψίδι του, κι' δ φιότσος τδ νουνό του, Κουνιάδος τον κουνιάδο του, γαμπρος τον πεθερό του. 0 σέμπρος 5 συμπέθερος, 6 φίλος χωρις μέτρον, 0 γνώριμος κι' ό γείτωνας, πικρότερ' άφ' τον Πετρον. Σαν άφ τον άδη δαίμονα, δέ μ' ε'ι^ε ουλος ό κόσμος; Γέροι, παιδιά, κάθε λαδς, δέν ημουν φόβος τρόμο:; Σαν άφ τδν άδη δαίμονας, που δράκους τεταρτιάζει, Ποϋ κάνει πράματα φρικτά, κ η φΰσις τδν τρομάζει;
— 38 — Κάστρα άκαταπάτητχ, με το μηδέν γκρημνίζει, Πύργους ψηλούς ώς τση θεούς, ποϋ ρίχνει που σκορπίζει, Οθε σταθί} και δθε βρεθΐί, σπέρνει σπαβέντα ιντιέρα, Ποϋ σκιάζε: γην καί ουρανούς, και θάλασσαν κ' αέρα; Ποϋ εις τδν θυμόν του μια φορά, εις το άγριόν του βλέμμα, Ακοϋς βρονταίς, σεισμούς, κα'ίμούς, βλέπεις ποτάμι* αίμα Σύγνεφα μαϋρα άπδ καπνούς, ποϋ βλέπεις στδν αέρα, Τδ φώς σκοτάδι σκοτεινο, κόλασι την ^μέρα' Π' άκοϋς δαρμούς κ»1 μουγκρισμούς, βοαίς κλαθμούς και θρηνου;, Ποϋ δεν ήςέρεις ποιους νά κλαϊς, ετούτους η εκείνους. Στήν οικουμένη μια στιγμη, ποϋ βλέπεις την δργην του, Ν' άφανιστϊι ωσάν καπνδς, νά μη φαν/) ποϋ ητου. Ποϋ οι «ι&νες ώστε ζοϋν, τά μάτια α δέν σφαλίσουν, Απο τά εργα τ άκλαυστα, μποροϋν πολλά ν' άφίσουν. Σάν άφ' τον άδη δαίμονας, δεν εκανα τά ίδια; Τά σμπάρα καί τσή σκοτομού;, δέν τάχα γιά παιγνίδια; Δεν έντεσκαπριτσιάρισα με άχριασία με φάρδο, Φουρτούνη, Βάρδα και Λαδά, Κολύρη και Καργάδο; Παλέρμου καί Κουρούμαλου, τδ κρίας δέν τσοϋ πήρα; Απδ τη μέση χίλιονε, δέν τσουπα αλάργα τηρα; Δεν έγελάσαν τά τραγιά, και δέ μοϋ το πιστέψαν; ΚαΙ πέρνω άπέτο τη δουλειά, και ούλοι στά πόδια έπέσαν; Δεν είπα τοϋ Τριζάμπελου, μο>ρ' κόψεμουτση οΰλαις, Μπριζόλαις, λάντζα και γκοφο, γιατι δέ θέλω μπούρλαις; Την πρώτη και τη δεύτερη, σκηνα χοντρο κοψίδι, Κι* απο 'κει άπάνου κερατά, και τ' δρφανδ παΐδι. Σαν λέοντας ο εν εττε ταξα, έτοϋτο τδ χαντζάρι; ΚαΙ είπα πεθένει δ κερατάς, έκειδς ποϋ τά πατσάρει: Εί,θύς ευθύς -δέν άρπαξα, άφ' τδ σκοινί τδ κρίας, Και δέν τούς άβεληρισα, καλούς κακούς με μίας; Τάχα καί δέν τούς έκαμα, καθέναν γατσουλάκι, Κ' ουλοι δε μούπαν στη στιγμή, πάρτα σιορ ©οδωράκη; Ποϋ είναι εκείνος δ *«ιρδς, ποϋ ζωνα τ' άρματα μου, Κ' ή πιάτσα έκουνιότουνα άφ' τά πατηματά μου!! Ποϋ ειναι εκείνος δ καιρος, δπ' ούλα τά παρτίδα, Ούλα ετρομάζανε γιά με, κ' εκείνοι ποϋ δε μ' είδα; ·θυμοϋμαι 'κεϊνο πό'καμα, μέσα στο Μαχαιράδο, Ποϋ εδειρα τον Κυβετδ, Φορτούνη τδ νοδάρο, Κι' δ Παπαδάτος ετρεξε μ' ούλο του τδ καπίκι, ιΓιά νά μέ πιάση ηθελε, σάν τδ μικρδ κατσίκι.
— 39 — Εί$υς τον έποστάρησχ, τοϋ λέω σιάσου 'πίσω, Οποιος κουνιστε! άπο έσας, μυαλά του θάν τοϋ χύσω. Εύθυς μου 'κάμαν τά τραγιά, αδεία για νά περάσόι, Και κίνησα τί) στράτα μου, μ* τιμημένο πάσο. ΚαΙ δέ μοϋ λές άν άφηνα, ποτέ μου πανυγήρι, Δίχως αντάρα /.αί καυγά δποϋ νά μη πατηρη / Δεν είμαι 'γώ ποϋ εκαμα, έκειο τσ' έβρίας το κάζο, Πδνομ* άφηνω 50* το πω, και πάντα ανατριχιάζο;; 12 πώς θυμοϋμε.' ποϋ Εγνεθε, με κατοι ίβρίαις άλλαις, Αρματωμένος ητανε, κοντάτση κ δ Κανάλες. ΚαΙ κεί περνώντας αλά βιά, δ!χοις νά χαιρετήσω, Έκαμα έ'νχ βίξιμο, και 'κειί» παλικαρίσιο. Ημουνα μέ τδ φέσι μου σίδερα φορτωμένος, Ινολορ ντε πατρόνα ημουνα, επιταυτοΟ ζωσμένος. Ντριτσέταις δύω φοβεραίς, στα φιάνκα και στη μέση, Αλλη μικρή για τά κοντά, φουσέκια εις το φέσι. Σ— ατσακουβέρτα τρομερή, χαντζάρα τόση κ' άλλη, Μώρ τι λεβέντη; ! τί κορμί μά εΤ/α και κεφάλι. Και ρίχνω έ'νκ προβέρμπιο, λογιάζω Ετσι τήν πηρα, Μ. . . ά, μ . . . ά εχου* ρ·.ζ:κο, μ . . . ά μ. . . ά εχουν μοίρα, ή πως θυμουμαι στη στιγμή, ή σκύλα είπε φερμέλο, Μιανή; μπατούλι7ς πουτανε, φερμέλο καί κιαπέλο. Κι δποϋ τσακίζούν κατ έμέ, φερμέ, φερμέ σολέντε, ΤΜον με σκαμπέ, νον μέ σκαμπέ, τιρέ τιρέ σαργέντε. ίΐ έδεκεί πώ; άρπαξα, τη μεσινή κολώνα! Τοϋ Μιχαλίτση! κ' εκαμα έτότες κόζα μπόνα. Τή μία ντρ',τοέτα έπέταξα, ιντρίο καν σαργέντε, Περκέ βί μάνιο λάντερα, τώρα πρεζεντα^έντε. Τήν άλλη ντριτσέτα έπέταξα, ίντρίο νον σπασάροι, Και όποϋ άβαντσάροντας σ' έμέ, δ πρώτος τσή σμπαράοω, ίί σε τι σμπαρα επεσαμε, μποϋ μποϋ εγ<υ, μποϋ μποϋ εκείνοι, Μποϋ μποϋ, μποϋ μποϋ, μποϋ μποϋ, μποϋ μποϋ, καπνος και [μαυροσύνη. Εξηντα σμπάρα εκαμα, καί μέσ' το έξηνταένα, Ντεστακαμέντα νά, νά νά, καί ούλα κοντρα για μένα. Πόσοι σολντάδοι στή στιγμή, Σκλαβούνοι άλλοι κι άλλοι Μεγάλα ίμπένια τοϋ κριτή, νά πανε το κεφάλι. Καί πάλι άφ τά πρώτα, ποϋ και ποϋ, ή μπάλαις μέ φιλουσαν, •Στά χέρι» και στα πόδια μου, και στο κορμί έκτυποϋσαν. 2άν ιΐδκ 'γώ πώς τέλειωσα, καί τά φουοέκια άδιάζω,
— 40 — ΛΙε το μαχαίρι ετρεξα, κ' οΰλουο τους ιεταρτιάζω. Πώ; τση κτυπάω ουλους τους ; και τότες δέ φαλάρω, Τοϋτον τον λόγο άγροίκησα, ώ π α λ ι κ ά ρ ι ρ ά ρ ο ! Καί τώρα τέτοιο άπόκλεισμα, ό'ξω κερατο -Χάση, Μ ένα τρομπόνι δ Διαμαντης, καί νά μας τεταρτιάστ;
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ. ΠΑΠΟΪΤΣΙΙΣ χαΐ ΓΕΡΟΛΤΜΟΣ. ΠΑΠ. Μα λέω ακόμη το φαί] να μην έρθη εδώ κάτω ! Μέ τη φωνη και δ γάιδαρος, ώ άτσιδέντε νάτο.' Εκεί είναι η σμπαρίαις, νά παίζη η μουσούδα Ψωμίαις κουπίαις, τ' άύγά μέ τη φλουδα, Ν άρπάζω και κάτου, φαη μέ μποδάντσα. Και λέγει στο γύρω, αϊ... μαύρη κανάτα, Μπρε νά φινηρω τά φιόρα τοϋ πιάτου.
ΣΚΗΝΗ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΠΕΜΠΤΗ.
τδ ραγητδν,ΓΕΡΟΧΎΜΟΣ, ΘΟΔΩΡΗΣχβΣ ΠΑΠΟΪΤΣΙΙΣ,
ΠΑΝ. Νάτε τ' αυγά ποϋ μδδωκε ή μάνα και πολπέτες, Κ' έχει λέει μέσ' τ αύγά, το κρέας καί τση φέτες. ΠΑΠ. Καλώς, καλώς το Γιάναρο! Γερολυμε . . . τ' άρμάρι. Ανοιζε, και δόσε τοϋ μικροϋ, νά πάη κρασι νά πάρνι. ΠΑΝ. (Ί ! μά τδ Θεο δέν μπάω 'γώ, γιατί πολύ πεινάω, ΓΕΡ. Αμε μωρέ, και υστερα άπ' ουλα σοϋ φυλάω, Μά τηρα 'δώ* ωσάν πουλί, άστε δποϋ νά φτύσω, ΠΑΝ. Αμη για νά ξεσφαϊστώ, την μπότσα νά τσακίσω; ΘΟΔ. Και ποϋ τάχα καλητερο άπδ έτοϋτα τ' άλλα; ΠΑΠ. Εβαλε ενα δ Κωρονιος, δποϋ 'ναι ενα γάλα. ΓΕΡ. Νά μωρέ, μά δγληγορα, την τσητσα κ ενα γρόσι. ©ΟΔ. Μώρ 'σάν πολύ τοϋ έδωσες, ΠΑΠ. Μηγάρι νά μας σώση. ©ΟΔ. Βλέπω κ έχεις το κέφι σου, ΠΑΠ. Δουλεύω μοϋ μερτάρει. ©ΟΔ. Τοϋ την πλερώνω τη δουλειά χρυση τοϋ κερατιάρη.
— 41 — ΓΕΡ. Μην τοϋ μιλείς κάνει πανιά, οΟϊ φυσίςει αέρας. ©ΟΔ. Μα έμέ ποϋ πρέπει, είμ' εγώ δ Μάρκος τσ/ϊ στατέρας ΓΕΡ. Κόπιασε γιαμά καί εστρωσα, ΘΟΛ. Σαν εστρωσε;, βουρλίζου, Κάθου και τρώε μοναχός, κάΟου καί λιβανίζου. ΠΑΠ. Εγώ πεινάω αδελφέ, και πάω ν* μαντζάρω, ©ΟΛ. Καλέ ά δέν έλθη τ6 κρασί ά . . . έχασες κομπάρο, Πλύνε την κοϋπα έδίκεϊ, Γερόλυμε ως τόσο. ΓΕΡ. Λελέγκου. ©ΟΔ. Μά ετσι παπουτσι; ' και πόλυψι καμπόσο. ΠΑΠ. Μώρ άφερουμου, Θοδωρη, τάχει καλά φτιασμένα, Και τση πολπέτες καί τ' αϋγά και ουλα γεναμένα. ©ΟΑ. Μά λέω άνερόξιασες, δέν έχεις μπουκιά πεινα, Δίκιο έχεις κουμπάρε μου, σ έκοψε ή άξίνα. ΓΕΡ. Εκειος τρώει και δεν μιλεί, ΠΑΠ. Εφαγα ένα μπουκούνι, ©ΟΔ. Βγάλτγι άπ' εμπρός του αδελφέ καί κάνει σαν γουρουνι. Στο λέω μια, στο λέω δύο, πόλν,ψι αΰτά τά χείλη, Ποιος μέ κρατεί, μά το Θεο, έτσάκιζα καντηλι. ΠΑΠ.Μώρ σαν έ Γιάννης έρχεται, τρέχοντας μέ την τσητσα. ©ΟΔ. Πρώτη βολά ποϋ 'γληγωρα^ ΓΕΡ. Τοϋ τόπ» μέ τη στητσα. ΠΑΓΓ. Εκεώς μοϋ φαίνεται νά ηναι δ Γιάννης, Αν πέση την κάνει την τσητσα κομάτια. Τη φέρνει ή χ?ε'* Υ1* τέλος δικό σου, Φιλ&ς τον εχθρό σου μέ χίλια μάτια· ΣΚΗΝΗ
ΕΚΤΗ.
Ό ΜαβψΜ με τ6 χρασί, οί ρη6ί>'ίε<:, ό ΠΟΝϊΠΛΙΟΣ Καί έπειτα το ΠΟΝΤΗΛΟΠΟΪΛΟ. ΠΑΝ. Ντρίμοξι, έσκοτονώντανε. Ι1ΑΠ. £2σάν πουλί άμπονώρα ! Κάμε γιαμά κ' έκόμπιασα; ©ΟΔ. Σώπα αδελφέ καί τώρα! Μωρέ καλο μπαλτσάμικο, αλήθεια έ'να γάλα, Σάν άπ' εκείνα τοϋ Κορ,νοϋ, σάν τά δικά μου τκλλα. ΠΑΠ. Παιδιά καλώς έσμίςαμε, καί πάντα σιορ κομπάρα... ΓΕΡ. ©ά μας έσώση τδ ψωμί, % Οέλτε κ* αλλο νά πάρω;
ΘΟΛ. Είναι στ' άρμάρι κηυαντιτά, τόσο και άλλο τόσο, ΓΕΡ. Νά μωρέ Γιάννη νά κ έκειο, καί πάλι σέ καμπόσο. Σάν άποφας τά πιάτα αΰτά, οσχ κ άν ηναι δια, ΠΑΝ. Νά δ?ις πώς τά παστρεύουνε, τσού δίνω μέ τη, γλώσσα. ΠΑΠ. ίΐ τση πουτάνας το κρασί!! μοϋ ευφρανε την καρδιά μου> Τδ μπάλτσαμό του έμεινε μέσα εις τά γλυκά μου. ΘΟΔ. ίΐ ενας θεοκερατας! επήρε μυρωδια, Τώρα νά ΐδης νά θρονιαστώ, ΠΟΝ. 'βίβα στη συντροφιά. ΓΕΡ. Κόπιασε, ΠΟΝ. Οτι εφαγ», ΠΑΠ. Τσετάρισε αν ορίζης, ΠΟΝ. Ορσε για την αγάπη σας, ΠΑΠ. Κάτσε μη μας χωρίζεις. ΠΟΝ. Ας πάρω άλλη μιά μπουκιά, ψυμένο εις τον ηλιο. ΘΟΔ. Μά πόληψι Στχθάκη μου, κουστίζει σιορ Ποντήλιο. Κέ μπέλζ κόσα μά το Θεο, τι διάολο, σαστίζω, Νάρχουνται εδώ οί θείστραβοι, νά τση ταυλοκαθίζω. ΓΕΡ. Βάλε γιαμά κ' έμένανε, γιόμτ.σέ μου την κούπα, ΘΟΔ. Λίγο Γερολυμάκη μου, σκοτίζει την κούρούπα. ΓΕΡ. Ντασένο, κράσος θαυμαστός! μοσκιάδα εχει μεγάλη, Μά σάν κομάτι ρετσινιάς, βαρεί εις τδ κεφάλι. ΘοΔ. Σ' έσκότησε μωρέ τραγί, γιόμιστη, κέρασέ με* ΓΕΡ. Θά στη γιομήσω στιβαχτη, ΘΟΔ. Μπράβο σου πότισε με. ΠΑΠ. Ηθελε παραγιόμισμα, άκόμη τ6 κοτόπουλο, Εκεί, καλώς τά δέκτηκες! νά και το Ποντν,λόπουλο ! ΠΟΝ.Α. Θέλτε κανένα θέλημα; ΘΟΔ. Οσ/.ε σ ευχαριστουμε, Σπολάϊτης εις την πείραξι, καλιά σου νά γευτουμε. Καλιά σου ινφαμούδικο; ΠΟΝ. Δ. Σκασμος μωρέ φαλτσούνι; Πού σκιάχτηκες . . μη . . . ΠΑΠ. , Σώπενε, ΠΟΝ.Λ. ίδές ενα τσιγκουνη! ΘΟΔ. Ακόμη αύτοϋ στέκεις μν>ρέ; ΠΑΠ. Μπρέ άστο ελα νά φαμε . . . ΘΟΔ. Ράτσα ντε κάν, μπέκο φουτου, άζηνο, πόρκο, ίνφάμε Ελα το τεμεράριο; * ΠΑΠ. , Εκειο δέ θέλει θάρο,
ΘΟΔ. Το τεταρτιάζω, το μαδω, το σφάζοι τδ στροπιάρω. ΓΕΡ. Δός μου ενα πιάτο Παπουτση, οχι το λυγδομένο, Π ΑΠ. Νά.. ίϊ γαμότχ μοπεσε, νίτανε ραϊσμένο. ©ΟΔ. Το τσάκισες; μοϋ τδκαμες, τ& διάφορο άμπονώρχ, Νάν τδ πλερώσ-ρς αδελφέ, γιατί σ' ευρίσκει μπόρα. ΠΑΠ. Μά... μά το Θεΰ δεν τδθελα, ©ΟΔ. Μά... μά θάν τα πλερώστ,ς. ΠΑΠ. Καλέ στ* άλ/,0 εια μοϋ το λες; ©ΟΔ. Αμη θά μέ ζγιμιώση;; Εγώ στο λέω ξάστερα, το πιάτο δέ Οά χάβω, ΓΕΡ. Καί άπο τά φίνα, ©ΟΔ. Πλέρωστο, δέν κάνεις ενα -άσο. ΠΑΠ. Καλά είπε κ' 5 Γερόλυμος, πώς το κρασί κτυπάει, Λίγο νογάει νά 'μιλη, εκείνος ποϋ ι/εθάει; ©ΟΔ. Μοϋ τσάκισες το πιάτο μου, μέ λές και μεθύσμένο; Μώρ γιάσου το σπολαίτνις, άκοϋς το ξεχασμένο; ΠΑΠ. Εγώ δέ δίνω τίποτσι, καί σ εισαι ξεχασμένος, ΓΕΡ. Σφακτνις, ΠΑΜ. Σκασμος, ©ΟΔ. Περίδρομος, ΠΑΠ. Είσαι μουντζουρομένος. ©ΟΔ, Μίλιε πιλιο καλητερα, μπιρμπάντε καί φαλτσούνι, Γιατί σέ κάνω δθε μέ ιδείς, και μοϋ φιλεϊς μπαστούνι. ΓΕΡ. Σοϋ λέει αλήθεια κερατά, σοϋ σπάμε το κεφάλι, ΘΟΔ. Και πετραχείλι καί παπα, νά ίόϊίς νάν τόνε ψάλνι. ΠΛΠ. Δέ σας θυμουμαι ζ<υντανούς, σας γράφω έδω κάτω, Αν ίίθελ' εχεται 'ντροπνις, γυρεύατε το πιάτο; Καί τίνος; ένοϋ συντρόφου σας, ποϋ σας δουλεύω πάντα,. ©ΟΔ. Μά σέ σπεζάρω κερατά, καί τρος καί γιά σαράντα. ΠΛΠ. Καλά καί σώνει ξέρτετο, πως δέ σας ενθυμουμαι. Καί άλλνι ώρα κουβεντιάζουμε, οποϋ νά μη μεθοϋμε. ©ΟΔ. Καί τότες καί δποτε αγαπάς, καί τώρα, καί όθε λάχει, ΓΕΡ. Μέ μίαν ώράν τοϋ γα'ίδουριοϋ, σοϋ σιάζομε τί) ράχγί. ΠΑΠ" Ορσε μωρέ μπαγάσικο, ΓΕΡ. όρσε κ' εγώ άλλονένα, ΠΑΠ. Σώπα, σωπατε κ' ουλους σας. . . ΘΟΔ. Τίνος μωρε;_ ΠΑΠ. Εσένα. ΓΕΡ. Μοϋ τά φουσκον:ις Παπουτσι;; Β ΑΠ. Και συ ξεφουσκοοέτα,
— 44 — ΓΕΡ. Μοϋ τά φουσκώνεις κερατά; ΠΑΠ. Ορσε μωρέ φρασχέτα. ΓΕΡ. Στο χ'-στο σου ττν έφαες'ΘΟΔ. Την τρδς και μέ τδ πιάτο; ΠΑΠ. Αστο δελέγκου κερατά, ιμπότα βάλτο κάτω. Οπίσω την άπλάδενα, στο χίστο σας γουρούνια, Ψύχε; την κάνω άπάνου σας, ψύχε;, χ''λ'·* μπουκούνια. ΘΟΔ. Βάρτου μωρέ Γερόλυμε, , ΓΕΡ. Βάρτου τοϋ ξεχασμένου, ΠΑΠ. Μη κουν.στείται σας Ιφα«, ΘΟΔ. Βάρτοο τοϋ πομπιομένου; ΠΑΠ. Μη κβυνιστητε βρώμηδες, σταΟητε μπαμπουΥ,νες, Μπαρμπούτες, βρώμ"ες, μομολες, σκατά ' κολοπετηνες» ΘΟΔ. Βόηθα μωρέ Γερόλυμε; ΓΕΡ. . _ Στάσου, στάσου χ,αϊμένεΐ' ΠΑΠ. 2 ερηζα νά . . . ώ πούστικο, ΘΟΔ. Λ . . . κολοφασκιομένε! Φάτση, νά . . . κλέφτη I . ,. _·' ΠΑΠ. ΓΪά . . . μωρέ, ΓΕΡ. , Ώϊμέ, ώϊμέ σμερλότο; ΘΟΔ. Στάσου, τσακίζεις κερατά; ΓΕΡ. Τσάκοστον το γαλιότο; ΘΟΔ. Ενας στασινος . . . ΓΕΡ. Θέλει δεί . . . ΘΟΔ. Μά πούσαι βαρεμένο;; ΓΕΡ. Κ' εδώ κ' έδώ, κ' εδώ κ' εδώ, κακά σακατεμένος, ΘΟΔ. Εσυ μωρέ, εσυ μωρέ, έβάρεσες βαρία, ΓΕΡ. £τδ πέτο κ' ο'ύλο τό κορμι, μέ σκύτωσε με μία. Λιμέ δ γαμόπιστος, ί κερατιάρης ίί'ίμέ μ' έσκότοσε, ώϊμέ τά νεφρά μου, . . Ιζίμέ η πλάταις μου, ώϊμέ ή κοιλιά μου, ίΐϊμέ το κεφάλι μου, ώϊμέ πεθένω. Αφησατε με! γαμώ τον τοίχο του, Θάν τον έφάω, δοντίαις τδ κλέφτη. Μπουκούνι τδ κρίας του, μπουκούνι νά πέφτη. Α . . . μποϋ . . . αποϋ . . . μποϋ . . . ΓΑ . . . (Νέ βαστένω
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ. ΜΠΑΡΖΟΣ, ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ χαί οί φηθίηις. ΜΠΑΡ.Μώρ τονι φωναΐς σας άκουσα, γαλιώτοι μεθυστάδες, * Πάντα, πάντα τσακώματα, πάντα, πάντα καυγάδίς; ΠΟΝΤ.Και δέ μάς λέτε τί έχετε; ΓΕΡ. ' Ετσι μας έφορτώθη. ΘΟΔ. Μά γΐά γιατρό τδν Ικαμα, σου τάζω εζημιώθη. Π Π ΑΡ. Ακουσα πως αχ; εδειρε, άλλο· κ«ί παρά τ άλλο, ΠΟΝΤ. Ετσι το λέγανε παντου. ' ΘΟΔ. Παντου "έχουνε φάλο. ΜΠΑΡ. Οτι και άν ηναι έγίνηκε. ΓΕΡ. Μας πήρε γιά κογιόνους. ΠΟΝΤ.' Ετοϋτο είναι πράματα μικρά, σέ φίλους σε γειτόνου;. ΠΜΑΡ. Α . . . τώρα νάν τά φτιάσουμε. ΘΟΔ. . Μπάαχα, άς εχης χάρι. ΜΠΑΡ. Πάλι, πώς έχολιάσανε; τέτοιοι μαντρογαϊδάροι. ΠΟΝ.Τ.ΑΟιοΰ άπαξω στέκεται. ■ <:' ΜΠΑΡ. .■·" . .· Πά« νά ΐδη- τ. κάνω. ΘΟΔ. Νά ζή δ Αντωνάκης . · . ξέρεις δά. . . ΜΠΑΡ. Μπρε σώπα και τα φτιάνώ".' ΓΕΡ. Ποτε, ποτέ δεν επρεπε ημείς »' αγαπηθουμε, ϊ . ·. ΘΟΔ. Σώπα, και τοϋ τη φτιάνουμε, οποτε αγαπουμε. £ίς τόπο. άς τά φτιάσουμε, διώχνεις κάθε τσιμέντο, . ' ' Μά γροίκα ... νά ή σαι δ ανθός, μην κάμουμε λεμέντο. ΓΕΡ. Α* αρχινηση καϊ μας πή> πως εχει γκεβολέτσες, ΘΟΔ. Θέλει σβελτέτσα, δείξε του. οΰλες ταη. ντιφερέντσες. Μά■ μη σταθης σαν κούτσουρο; ΓΕΡ. (ϊϊ τη βρωμοκατσηδα; = ·.·..' ΘΟΔ. Μώρ άκουέ με διάολε, ποΰ τάχω οίίλα π«τηδα, Μέ βάσανα, χοντρά χοντρά, άλλα μεγάλα κι άλλον Πουιαυν στη κούνια, στη φασκιές, και βύζανες το' γάλα» Δέν ε?ναι άπδ τά εργα μο»,. έτοΰτα τ' άλφα βήτα, Μά έσάστιζες, άν ηξεοες, τοϋτα λά μία βήτα. Ακου, γιά τηραξέ με 'δώ... άκοϋς ! άλιος 03 χέζω, Νά δείξης γενναιότητα πως τί>ν κρατείς βφέζο. Καί πΐάσε φίλησε τονε> · · ΓΕΡ. Νά ίδω καί ά με φιληαη, , ΘΟΔ. Μοΰ δίνει παρωξί'τματα, δ» θέλει νά γροικήηι.
Θέλίΐ μωρέ πολίτικά, μπάστα να ρεγκίστράρηί* Και ριτσεβοϋτα μην κάνεις, εις δσα όά πασάρεις. Τά βάσανα Θέλουν μυαλδ, τζογέτο στραταγκέμα, Και ό'χι φροϋ φρου, γιατί δ έχΟρδς <ϊοϋ ρούφηξε το αί| Είναι ξυνδ τδ ροιζικδ, τση μ«χΛς τοϋτο σώνει, Πώς νά σκοτώσης τον έχθρδ, και κείνος αϊ σκοτώνει* Μώρ ό καιρδς είναι γιατρος, και γιατρικο ·ή ώρα. ΓΕΡ. Σώπα, και 'δώ τον εχουνε, ερχουνται μύριοι τώρα. Α'ί... πρετσεσιόνες, τά χέζω τοϋτα. Τη γης νά φτύσω, τη φαρμακίζω, Απδ τδ ντέρτι μου, μία μπαρμποϋτα, Μά ! μας έντρόπιασε, γαμώ την άρμα του* Μά αν ηναι άνδρες, νάμ' άουζάδος, Νά ίδϊί τδ Γερόλυμο, τόν έσαστίζω, Καϊ κειδς άβυζάδος, και 'γώ πρεπαράδος. ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ. ΜΠΑΡΤΖΟΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΗΛΙΟΣ, ΣΚΟΪΡΔΟΤΛΗΣ, ΘΟΛΩΡΗΣ χαί ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ. ΜΠΑΡ. Εδώ τον έχω τδ γαμπρδ, ώρσε και τδ Σκουρδούλη, ΣΚΟΪΡ. Ελ* γιαμά ώσά λάμπρη, νά φιληθουμε ουλοι. ΠΟΝΤ. Μά τί ή"τανε ή αιτία σας; ΣΚΟΤΡ. Μώρ δέν άκοϋς! ΜΠΑΡ. Ποντηλιε, Τον έχεις όλόρθον μέσα σου, πάντα, και πάντα μίλιε. βΟΑ. Σιορ Αντωνάκη έδώμαστε, 6,τι ορίζεις κάμε, ΜΠΑΡ. Ελα φιλιώσαστε γιαμά; καί ξεστερνά θά φαμε. ΣΚΟΡ. ίίλα με λάσα φάρε μι, λά λάσια κάρα ελα, ΜΠΑΡ. Αμε στδ διάολο νά πουλάς, βελόνια και κορδέλα. ΣΚΟΤΡ. Μώρ ετσι θέλει και άκουε, ΜΠΑΡ. Ας ηναι σαλβαμέντε. Πάντα ί Ποντηλιος στδ παρόν. ΘΟΔ. 3έρει ντά πρεσιδέντε. ΣΚΟΪΡ.Τώρα δέν πρέπει εδώ χάνείς, νά κάμη τραντιμέντο, ΠΑΠ. , Είμαι φτωχος, μά θάνατο... ©ΟΑ. Κ' εγώ <3νδρ λά σέντο. ΠΟΝΤ. Τδ ιδιο καί ό Γερόλυμος, ΓΕΡ. Β,' εγώ τδ ίδιο πάλι,
— 47 — ΜΠΑΡ. Μ» . . . μα τδ ©εδ άλλη μία φορά, σας σπάω το κεφάλι. Μά την αγία Αννα μου, εγώ τά λέω ούλα, Μάνα τση Παναγίας μας καί τοϋ Χριστοϋ Κυροϋλα, Καί θεία και 'ςαδέλφησα, στραβου τοϋ Κονταράτου, ©ά πνίς και ποϋ την εύρηκε; μα νέσχε είναι δικιά του. Και μά τον αη Κρεσέντιο, αγιον τοϋ Μπαντουβέρη, Ποϋ έμουσκετάρησε δ όρλδφ, ΘΟΔ. Μπράβο σιορ περγαντιέρη. ΜΠΑΡ. Αμη εκείνο μδλιπε, ελα άλΐά πομένα. Οδλοι οσοι κ«ί άν ημαστε, ουλοι εις την ταβέρνα. ΣΚΟΪΡ. Κ' εγώ. ΘΟΔ. Κ' εγώ. ΓΕΡ. ' Κ' εγώ. ΠΟΝΤ. Κ' εγώ. ΠΑΠ. Μά την ζωημου . . . ΜΠΑΡ. Πώς δέν το πίνεις; ώϊμέ, εγνοια σου Παπουτση μου. Μπρε μά τδ Θεδ έσμίξαμε λ οί εξη χωρίς φόρα ΣΚΟΪΡ. Εβοίβα! ΘΟΔ. Εβοίβα! ΠΟΝΤ. ' Εβοίβα μας! ΓΕΡ. Χάρη ράρη £*ρηρα. ΧΟΡΟΣ. Τδ κρασί ποϋ πίνει 6 κόσμος Πλιά άχ τή θάλασσα άς περσεΰη, Μέ αΰτδ δς βασιλεύη Η ειρηνη εις τούς πολλούς. Πάντα ας έχη τέτοια χάρι, Νά εύφραίνη ταίς καρδίαις, Νά σκορποί ολαις τσ έχτρίαις Μέ τά γέλοια, εις τούς λαούς. ΣΚΗΝΗ
ΕΝΝΑΤΗ
ΓΕΡΟΛΤΜΟΣ μίης τον. ΓΕΡ. Εγώ τδ απεφάσισα νά πάρω τίιν Αγγέλω, Νάχω την ήσυχίαν μου, σέ κείνο έπου θέλω. Εχω κοπέλα ομορφη, πάντα στην αγκαλιά μου, Περνάω τδν καλδν καιρδν, κάνω και τη δουλειά μου. Μά η μάνα, 5 πατέρας μου, θέλουνε νά φουγίάζουν. Εγώ 'λίγο μέ μέλουνε, τά λόγια ποϋ δέ 'μοιάζουν,
'
— 48 — ΕύΟυς" θά πάω νά τ0 ευρώ, κ' εχω να τ%ς μιλήσω,; ΚαΙ νά τΤϊς πώ ταξίματα, 6ποϋ νά ΐην σαστίσω. Τδ «ως τγϊ στεφανώνουμε, καΐ θέ νάν τηνε κάμω, Ηώς κάθεται μ' έμένανε, ωστε ποϋ νά πεθάνω. θα της φορτώσω ψέματα, ώστε νά την πλανέσω, Κάνω' εγώ τδ κέφι μου, κ' ΰττερα θά την χέσω. Γιατί τση μερτάρει, ϋϊ κογιονάρει τόσον καιρο. Είναι γαλγίφα και κατρεγάρα, Βία εΐμαι και γώ . . . ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ. ΠΑΠΟΤΤΣΗ% ΘΟΔΩΡΗΣ χαί ΓΕΡΟΛΪΜ02.
ΠΑΠ. Επιασαν το Γερόλυμο, στη φυλακη τδν πάνε, 2α νάτουνα προτόκλεφτος, ετσι τδν έβαστανε. ΘΟΔ. Και πώς .' καί πώς ! τί εκαμε ! Ιφίλησε καμμία; Θά μάθω τδ τΐ εκαμε, μά δέν είναι χαρτία. Πάω εύθύς, πάω νά ιδώ, τΐ είναι ^ αιτία, Γιατί θά κάμω πράματα, με δίχως συμπάθεια. Καλά σιορ καβαλιέριδες, μπέλα, μπέλα περντίο, Θά πάω νά ίδώ καί υστερα, σ' ολους θά πώ αντίο. Μώρ τι εκαμες Γερόλυμε, και εδώ μέσα σέ χόσα; Μώρ τι βλέπω σε σένανε; μπράβο κέ μπέλα κάσα! ΓΕΡ. Λεν ξέρω άλλο τίποτα, παρά τδ πώς μέ πιάσα, Και μέ ε'κλείσάνε εδώ, μέ δέσαν μέ τη φάσα. Τσάκομα εγώ δεν εκαμα, μηδ' άρματα βαστουσα . ΘΟΔ. Μά πώς, μά. πώς, μά τι άλλο, τοϋτα δέν είναι γοϋς-α. Θά πάω εύθυς εις τοϋ Μάκρη, νά ίδώ τδ τί μοϋ λέει, ΚαΙ υσιερα κυττάζουμε, ποίοι η ποίος θά κλαίει. Μπέλα περντίο, νδν σινιδρ, κουέστα σόνο ΐνπάτσα, Και δ γυιός μου δέν έθόλωσε, ποτέ νερδ στην πιάτσα. Μά οί σΐόροι καβαλιίριδες, θέλουνε νά γουστάρουν, Ας «υρουν άλλονε άπδ έμέ, άν θέλουν νά «πασάρουν. Εύρηκαν» έμένανε, Ιτσι νά μέ σταυρώνουν, Ας κ^μουνε · δ>τι· θέλομε, μά θά μοΐ την πληρώνουν. Ετουτα είναι σταυρώματα, όπου συχνά μοϋ κάνουν, Καί βασιλειάδες νάτονε, δέν ήθελε τδ κάνουν»
49 -ί Α . Γ χρόνοι καί ποϋ εϊσαστε, αν εΐμαι γέρος ? Καί δέ μέ βασταίνει τι» πόδι, άλλιος έβλέπανε,' Το τί αξίζει, τδ τί πεζάρε*. δ Θοδωρης. Ε . . . κ*ί άν κουκίσω και ζώσω μαχαίρα, όλους τσί σφάζω, τσί τεταρτιάζω, Τσί τρόω βραστούς ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΡΩΤΗ. ΘΟΔΩΡΗΣ χαΐ ΓΕΡΟΛΤΜΟΣ. ©ΟΔ. Γερόλυμε αποφάσισα, νά ίοώ νά σε παντρέψω, Καί νά σε κάμω άνθρωπο, νά σε νοικοκυρέψω. Μοϋ φέραν ενα προξενηδ, δπου μ&ς τεριάζει, Ειναι και δμορφούτσηκη, δποϋ εσένα 'μοιάζει. ΓΕΡ. "Άν είναι ετσι όμορφη, ωσάν και την Άγγέλω, Την πέρνω μ εΰχαρίστησι, κ εις τέτοιον τρόπον Θέλω; Μά αν είν' καμμία άσχημη, δποϋ νά μην αξίζη, Δεν την έθέλω βέβαια, κί άς πάη νά γυρίζη. Κ' εγώ μέ την Άγγέλω μου, περνάω γιατί εχει, Ομορφα γοϋστα καΐ καλά, και τέχναις ποϋ κατέχει.' 0ΟΔ. Μπράβο μωρέ Γερόλυμε I μέ μία παλιοταρκάσα, Εχεις καί μοϋτρ* νά 'μιλ^ς, γιά μία βρομοκαρπάσα; Νά θες νά ζης μέ δαύτηνε, ποϋ δ κόσμος τη γνωρίζει, Πώς ε?ναι πρωτοπούτανος, το σΐόματση μυρίζει! Γερόλυμε, Γερόλυμε, πολλά άσχημα πενσάρεις, Καί άσχημα στοχάζεσαι, καί άσχημα βιγκιλάρεις.' έγώ το αποφάσισα, το γάμο νά τελειώσω, Καί τοϋτο το συμπεθεριύ, όέ δέλω νά ξηλώσω. Γ-.ατ' είναι φαμελιά καλη, είναι καί τιμημένη, Εχει καί το δικούλιτση, ειναι καί φημησμένη. Ετσι μωρέ παντρέβουνται, τοϋ κόσμου οί γαλαντόμοι," Καί ζοϋναι μέ καλη τιμη, καί δέν εχουν Ιγκώμη. Μά τί θέλεις εσύ μωρέ, νά πάρης την πουτάνα; Νάχω μωρέ στο σπητι μου, μία παλιοφακλάνα; βέλω μωρέ νά παντρευτ^ς, νά πάρης κορασίδα, Νά τιμηθϊίς νά δοξαστείς, νά σέχω πάντα ελπίδα." ΓΕΡ. Κάμε δτι θέλεις μη ρωτάς, δεν θέλω έγώ νά ξέρω, Γιατ' εισαι δ πατέρας μου, ΘΟΔ. Το τί θά κάμω ξέρω. Ο ΧΑΣΗΣ 4
·
Τ$Λϊμέν& μου εΤχχ ά-όφασι, χακί) σε σε νά χάμω, Αν δεν ευχαριστιόσουνα, σε τοϋτονε το γάμο. Δε β αφινα εγώ τίποτε, δλχ για την ψύχτί μουί Αε σ άφινα μά το Θεο, μήτε και την ευχή" μου Νά ξέρης πώς την Κυριακη, ή αρεσκεια θά γένη, Και θέλω νάσαι έκεϊ παρδν πουναι κ οί καλεσμέ;νθι. Ξέρε μωρέ Γερόλυμε, πώς πέρνεις κοπελάτσα, λτρ γονέους φρόνιμους, πουναι γνωστοι στην πιά;τσα. Είμαι πατέρας χίραις γιομάτος, Για τέτοιο πράμα δποϋ θωρώ. Εγώ λογιάζω καί λογαριάζω, Πώς ϊγω μία νύφη Ποϋ τέρι δέν έχει τση προκοπαίς, Καί συ καμαρώνεις σχ τη χαρά. ΣΚΗΜ ΔΕΚΑΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ. ΠΟΝΤΗφΙΟΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ χαΐ ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ.
ΠΟΝΤ. Μποντι μάστρο Γερόλυμε, ηρθα νά συχαριάσω, | Νά πέξη το μασέλι μου, κάτι νά δοκιμάσω. Θέλω κ εγώ στο γάμο σου, νά κάνω άλτο μπάσο, ΓΕΡ. Σ' ευχαριστώ Σταθάκη μου, κέ μπέλα κόσα σπάσο; ΠΟΝΤ.Τι _χρεία σ' έχω γώ έσ'ε, άζινο βιζντεκάτσ; Ηρθα κ' εγώ σά γείτονας, ΓΕΡ. Ιο νον σόνο πάτσο. Μ II ΑΡ. Μώρ τ' είναι, τι επάθετε; ΠΟΝ. Ηρθα νά χαιρετησω. όπ' έκαμε την άρεσκειά, σέ τέτοιο σπητι πλούσιο. ΜΠΑΡ. Και ποϋ καί ποϋ γάμο έκαμε, πώς εγώ δέν το ξέρω Θέ νάναι βέβαια άπο κειαίς . . . ΠΟΡ. Εγώ εγώ το ξέρω. Νά ξέρης σιορ Αντωνάκη μου, πώς εΐν' έδώ κοντά μας, Είναι γειτονοπούλα μας, έδώ στά δεξιά μας. ΜΠΑΡ.Πές μου μωρέ στο Οέο σου, πιά 'ναι τούτη ή ωραία, ΠΟΝ. Είναι τοϋ Πέρα. ΜΠΑΡ. Εκατάλαβα, δέ θέλω άλλο πλέα. , Νά ζησετε Γερόλυμε, ΓΕΡ. Σ' ευχαριστώ ώς τόσο, ΜΠΑΡ. Μα 'γώ στοχάζομαι προικιδ, νά μην έπηρες τόσο.
51 — Την Επαθες καί ξέγνοιαστο, δέν είσαι δ* κληρονόμος* Γιατί ϋχει σερνικδ παιδί, είναι καί γαλαντόμος. Την επαθες γαλαντόμο μου, το σπητι δέν το πέρνεις, Ξέρετο άπδ 'μένανε, καί τοΟτο μη προσμένεις. Την ίπαθε δ σιορπάρες σου, μέ τέτοια κορδομάρα, Κρίμας εις το φρακάσο του, καί κρίμας την αντάρα, Π' έκεϊνος πάντα ελεγε, πώς θέλει αρχοντοπουλα, Εχέστηκε ώς τά νεφρά, μέ δίχως αλλη μποϋρλα. ΓΕΡ» Μώρ τι άνθρωποι, μώρ τί γαλαντόμοι, Μά τι σέ 'γνοιάζε, τδ τι βράζει ή* παδέλα τοϋ καθενος; Αν ν^ναι αρχοντόπουλο, λά ράτσα νδν φάλα, Γιατ' . είναι κλεύταρος, γιατ' είναι κατήγορος, Μπάστα πως είναι Μπαρζδς.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ. • ΘΟΔΩΡΗΣ *α2 ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ. ΠΑΠ. Μπογκιόρνο μάστρο Θοδωρή, τδμαθες το τί τρέχει; όπου δ Γουζέλης σάτυρα κόντρο σέ σένα Ιχει; - Καί κει μας εχει ουλους μας, μ' εναν καί μ' άλλον τρόπο; Μας βρίζα άποσκεπαστικά. ·©ΟΔ. ' Α . . . δέν εχει τόν τδπο. Γιατ' είναι φρόνιμο παιδι, άπ' ουλα στολισμένο, Εχει καί τήν ίντράδα του, είναι καί φωτισμένο. Μέ γράμματα ελληνικά, φράγκικα και λατίνίχ. Ξέρει καί φραντσέζικα. ΠΑΠ. Μας κρέμασε κουδουνια. Πίστευε οντάς σοϋ μιλώ, γιά δέ σοϋ λέω ψέμα, Και ξέρω δτι γίνεται, γιατ' ειμαι δλος βλέμα' Και πάοι μέ τή φιάχα μου, μέ ντζίρο καί μέ τρόπο, Καί ξετρουπόνω απόκρυφα, καρδίαις των άνθρώπω. ΘΟΔ. Αν είναι ώς καθώς μοϋ λες, ξέρετο άπδ μένα, Πώς θέ νά ίδης καμώματα, κακά καί πικραμένα. Γιατί τί έσιοχάστηκε, εμένα νά ίνφαμάργ; Εγώ δεν είμαι άπδ κεινους, ποϋ κλέφτει, ποϋ ίνφετάρει,' Είμαι κ' εγώ άπδ κεινους, τσί πρώτους γαλαντόμος, Καί πάω στην πιάτοκ καθ' αδγη, καί μέ στιμάρει ό κόσμος.
4=ν ίο π(στείω εγώ ποτε, «το&το νάν το χάμϊΐ» Γ Μά άν τοκαμε εγίν^κε, βλέπεις πως Οά με κάμΥΐί Νά κάμω πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα. ΠΑΠ. Εγνοια σου Θοο*ωράκ»ι μου, γίνεσαι μέλι γάλα. Ετσι σε κράξει δ Μπαρζας ν* πχ'ϊντ* μία κανάτα, ϋλά περάσανε ευθύς. ΘΟΔ. Μάστορα φτοϋνα άστα. Δε,ν ξέρεις τοϋτο τ'ι θά πί, ό κοσμος το τι είναι, Είσαι νιοράντες. καί άμαθος, και δέν γνωρίζεις τ ειναιΐ II Λ II. Ξέρω· καλύτερα άπο σέ·, και δποτε θες στο δείχνω. Και οποιος θέλει άπο σας έδώμε καί τοϋ δείχνω. Καί μάθε πρώτα νά μιλίίς, γιατι 'λίγο κατέχεις, Κ' εγώ νιοράντες δεν είμαι. ΘΟΔ. Λ ξαφνικο νά χέσης, Εγώ δεν είπα δια έσέ, μιλώ για τδ Γουζέλη, Ιί' έγνοια σου μώρ παπουτσνί, γιατί πουλ.ώ έ'ν' αμπέλι, Κ' ευθύς κάνω τδ κέφι μου, βάνω καί τον σκοτώνουν, Βάνω καί τόνε σφάζουνε, κάνω καί τον ξαπλώνουν. ΠΑΠ. Μπρε άμε στο διάολο μουρλέ, κι' άσεμε μένα κάτου, Ποϋ άν το μάθη σδκαμε, τδ σπϊίτι σου άνου κάτου, Μιλείς καϋμένε σάν παιδί, νά θέλης. τώρα νάμπγις, τέτοια φαμελιά χοντρί}, ΘΟΔ. . Εσύ δεν μπορείς νάμπης: Είσε φτωχος καί δέν έχεις, έτσι κομμάτι ίντράδ«, Ποϋ νάχ«ς 'λίγνι 'πόλνιψι, νά σοχουν καί ρεβάρδα. Εγώ είμαι άλλος, άνθρωπος, είμαι καί ακουσμένος, ΠΑΠ. Είσαι γνωστος εις δλουνούς, πώς είσε βουρλισμένος, Πάντα παλικάρία, πάντα μέ άρια, Πάντα μέ φάρδο, καί χέζεται ώς τά νεφρά, Πάντα σμπάρα, πάντα καυγάδες, Πάντα άντάραι:, καί τον έδέρνουνε ώς κ' οι όβραϊοι;
ΪΤΡΑΞΙΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ. Οηα'α του Χάσ*?. ΚΑΤΕΡΙΝΑ χαΐ ΙΈΡΟΛΪΜΟΣ. ΚΑΤ. Τον ξέρεις τον πατέρα σου, τό πως συχνά φουγιάζει, Καί για το μαγαζ! έτε, 'λίγο μ<ορε σε γνοιάζει, Μόνον μωρέ άπ' την αύγη, στά ζεύκιχ εσύ γυρίζεις, Καί δέν σε γνοιάζει τίποτες, παρά νάν τη γεμίζης. Νά τρως για. δεκατέσσαρους, να πίνης για σαράντα, Κα! νά κοιαασε πάντα σου, για εκατον τριάντα. Γ£Ρ. Σύρε άν δρίζεις στο καλ6, κύτταξε τη δουλειά σου; Καί δέν ακούω το τί λέ:, εγνοια σου τση. άφδντιά σου, Ελχ ποϋ μέ τά μούτρατση μας ηρθε να ρμηνέψη, Ποϋ δεν ηςεύρει νά 'μιλϊι, ήρθε νά δασκαλέψη. Εγώ κάνω το κέφι μου, δπως καί άν θέλης κάνε, Μηδε ποϋ σε στολίζουμε, μηδέ ποϋ σε θυμδμε. ΚΑΤ. Ορσε μωρε ενχ φάσκελο. ΓΕΡ. Στο μάτι σου καί βάλτο. ΚΑΤ. Ελα το ίνφχμούδικό; ΓΕΡ. . Κ' έγοι κάνω ε<χ σάλτο. ΚΑΤ. δίωρε μά την Πισκοπιχνη, δποϋναι εδώ κοντά σου, Μ αυτδ το ξύλο ποϋ βαστώ, σοϋ χύνω τά μυαλά σου. ΓΕΡ. Μά μά τον άί,ν Πάβλο μου, όποϋναι κει *οντά μου, Αρ^άζοι τδ χαντζάρι μου, καί βλέπεις την καρδιά μου" ΚΑΤ. Ορσε μωρε στην εδωσα, νάτηνε καί την άλλη, Νά καί τήν τρίτη ί/ά το ©εο, σοσπασα το κεφάλι, ΓΕΡ. Με "σκότωσες βρομόσκυλα, ώϊμε τον κακομοίρη, II ύστερη με σκότωσε, μέ πϊίρε με στη μούρη. Στάσου ώ άλογάστριγκλα, στάσου νά (ό«ς τ! άξίζοι, Νά σ' επιχν* στά χέρια μου, ΚΑΤ. .. . Πάω [Αωρε κχ! γυρίζω.
ΓΕΡ. Βοηθατε μου γειτόνησες, δέστε μου το κεφάλι, Βλέπετε το τί μοκαμε, δίχως αιτία άλλη; Πϊμένα τδ κεφάλι μου, τώρα γρικάοι τόν πόνο. Μωρέ σκοτουρα μβρχεται, ώϊμένανε λιγόνω. Πιάστε με τώρα για τ& ©εο, γιατί θα πέσω χάμου, Τρέμουνε ώ'ίμέ τά πόδια μου, τρέμουν καί τά νεφρά μου" & τραντιμέντο, τί τσιμέντο, ύ " μάνα μέ το παιδί. Μά κι' άν τ·«ν πιάσω, ©έ νάν τη σφάξω. Δίχως νά λυπηθώ. ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΑ.
ΘΟΔΩΡΗΣ, ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ χαΐ ΠΑΠΟΓΓΣΗΣ. ©ΟΔ. Μώρ τί επχθες Γερόλυμε; πες μου κα* μένα ι' είναι; Μώρ μίλιε μου, τί τάχασες; η μάνα σου ποϋ είναι; ΓΕΡ. Η μάνα μου με εδειρε, δίχως νά τση μιλήσω, ΘΟΔ. Τδ κάνει άπόστα ή Σίρρα μου, θέλε·, νάν τη χωρίσω. Μα τώρα τι έγίνηκε; πες μου το άν ηξέρης; ΓΕΡ. Τη σκάλα έκατέοηκε, κόπιασε νάν την ευρης. ©ΟΔ. Αν ηναι ώς καθώς μοϋ λες; εγώ τση βάνω. γνώσ*. Στάσου βέβαιος Γερόλυμε, θέλει το μετανόσει. Αμέτε νάν την ιδρετε, ευθύς έδώ τη θέλω, Ναρθγ; έδώ, ΠΑΠ. Ω μαστρο-Θοδωρη μπογκιόρνο έλα. Μώρ τ είναι; τί έπάθατε; για πές μου τε καί μέ·/α; ©ΟΔ. Εδώ ή σιοραμάρε του, μοϋ έκαμί τη σένα" ΠΑΠ. Γερόλυμε, δέν είναι ώς καθώς τη λές, μά πές μας τήν αληθεια. ΓΕΡ, Μ' έβριζε το πώς έλειπα. ΠΑΠ. Τώρα είπες την αλήθεια. Καί κάτοι άλλο βέβαια. ΓΕΡ. ϊσ' είπα πώς θάν τη σφάξω, ©ΟΔ. Καλά σοϋ έκαμε μωρέ, δρσε κ' εγώ ένα μπάτσο. "Ρισπέτο τση γονε'ους σου, στο είπα άπο πρώτα, Και άδέ σ' άρέση μάτια μου, έβγα δξω άπ' την πόρτα, Καλά, καλά μά το ©εο ! μπέλα, μπέλα περντίο ! Σε κάνω κακομοίρη μου, καί πιάνει σε το ρόο.
— 55 — Εγώ μωρέ ώστε ποϋ ζώ, θέλω νά μα; δοςάζη;, Τίι μάνα σου και μένανε, και νά μας υποτάζης. Π ΑΠ. Ελα νάν τη φινίρουμε Γερόλυμε (τυχαίνει)... Φίλιε χέρι τση μάνα σου, γιατί Ετσι τσή βγαίνει... ΓΕΡ. Ως πότε θα μέ δέρνετε, ουλοι σαν τον δβραίο... ©ε νάρθη καιρος κχ\ για έμέ. ΘΟΔ. Εγώ ρισπέτο λέω. ΓΕΡ. Θέ νά γεράσουνε οί στρίγκλοι, νά μη μπορουνε . . . Τότες κ εγώ μέ την αμπάρα, τσού σιάξω τή ράχη... Καθώς κ έμένανε τώρα αύτοί...
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ. ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΗΝΛ. ΘΟΔ. Γιατί ετσι τοϋ Γ:ρόλυμου του-ίπασϊς το κίωάλι ; Τον ε/.αμες για θάνατο, οίχως σου σκούζχ άλλη. Τον δέρνουνε ωσάν παιδί, με γνώσι καί μέ τά ς·.. ΚΑΤ. Νά η^ίρΐς τί μόκαμε, ήθελε νά μέ σφάξη, Τό'λεγα για το μαγαζί, νάρχεται άμπονώρα, Κ-' έκειος μέ κογιονάριζε. ΘΟΔ. Ορσε κ' εγώ δυο φιόρ*. Ναίσκε ας ηναι οτι λές, εγώ σ εϋχαριστάω, Πώς εχεις εγνοια διά έμέ, εγώ σού το ^ροστάω. Σέ χάρι και δμπλιγατσι&ν, ας ήναι οτι ορίζεις. Με τέτοιον τρόπον νον σινιορ, μέ κόβεις, μέ χωρίζεις, δίωρη σκοτώνεις το παιδί, ποϋ έμενα μοϋ κοστίζίι; Μέ σπέζες μου βασιλικαϊς, ποϋ έσύ δέν το γνωρίζεις; Το ξέρω εγώ ποϋ έςόδιασα, για νάν το αναστησω, Μέ ΐδρωτες, μέ κόπους μου, για νάν τόνε στολίσω. Ετσι μέ δίχω; αφορμή, νά θέ νάν το σκοτώτν;, Δεν δίνει χέρι βέβαια, κύτταξε βάλε γνώσι. Νά μην το ματακάμης πλιδ, γιατι το μετανιόνει;, Την πρώτη στη συχώρεσα, ΚΑΤ. Πρέπει νά καμαρώνη;, Πώς εχω εγνοια για τά σέ, κ ετσι τον ορμηνευω, Νά μην χαλιέτε έδώ και κεί, ΘΟΔ, Ετζι κ' εγώ γυρεύω. Πάρε μιά βέργα δύρετο, ωσάν παιδί δποϋναι ; Κυτταξε οί γειτόνοι μα;, δ κόιμος τί Οά π^ννε,
— 50 — Ετζι αδελφουλα μου νά ζγ)ς, και κυτταϊ[ε νά ζοϋμε, Μέ γνώσι. και με φρόνηαι και άλλοι να, μην ακοΰνε. Τί κάνουμε στο, ^πήτι μας, γιατ.ί άφορμη γυ.ρε/5ει, .0 κόσμρς και ολο 'γ.νοιάζε,ται, άλλος τί μαγερεύει. Τώρα το 8τ* ,έγίνηκε, άς ήναι συγχωρεμένα, Κΰτταξε ωσάν νοικοκυρά, νά μην α άκούη κανένας, όρίστε ά-.σιντέντε! ορίστε φάτο! Το τι κάνει ή μάνα, δίχως νά θέλη σκοτώνει τ ό παιδί. ΛΙά τί νά κάμω, ποϋμαι πατέρας! Ε'.μαι καί άνδρας, και τά δύο στενά! ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ. ΚΑΤΕΡΙΝΑ Μό)·η της. ΚΑΤ.
Μπα κακομοίρα ποΰμουνα! δέ μπορώ νά πομάνω, Ξυλαίς, βρισαίς άπδ τσή δυ<5, κοντέβω ν' άπεθάνω. Τοϋτο δέν υποφέρνεται, γιατ' ηναι κάθε 'μ^Ρα> Βρυσιαϊς άπδ τδν υίγιδν, ξυλιαϊς άπ τον πατέρα. Κάμμίαν ώραν βέβαια, θά πάω στδ μοναστηρι, Νά ησυχάσω έδεκεί, άστε ποϋ νά διάγείρη. Η Μοίρα, ?ι τδ ριζικδν, η θάνατος σ' εμένα, 2' έκείνονε κ είς τά παιδιά, ποΰ νά μη μείνη έ'να. Κολάζουμαι ή κακορίξικη, 'ποϋ ετσι καταριοϋμε, Μά τι νά κάμω ; δέν μπορώ- πολλά στενοχωριοϋμε. Ανάθεμα τον προξενητη, ποϋ ηλθα νά με κάμη, ' Νά πάρω τδ βρουκόλακα, κ' ετσι νά με ζεδράμη, Πώς εΤν' καλδς καΐ φρονιμος, πλούσιος και παληκάρι, Κ' εγώ 'δα τδ κοντράριο" ίποϋ καμμία χάρι, Δεν εχει άπ' δσαις μοϋπανε" μόνον τδ-έναντίο, Εγώ ηΰρικα σέ δαύτονε, ποϋ νάν τον πιάση όίο. Είναι και μεθυστης μουρλος, 'περηφανος και βρόμος, όποϋ στη στράτα προβατεί, και δέν τον πέ,ρνει δ δρόμος. Μοϋ ήτανε μελάμενο, νάν τά περάσω ουλ», Εμέ τση κακορίζηκης, καί όχι ή Χρησούλα. όποϋ εκανε την προζενειά, μέ δαύτηνε άπδ πρώτα, Την εΰρεσκε κ' έκείνηνε, ετσι φουρτούνα ρώτα;
Είμαστε κακομοίρες, εμείς ή γυναίκες, Γενόμαστε σκλάβαις, σ' όλους τση άνδ;ε; Καί ζοϋμε μέσ τδ ζύγδ. Εγώ είμαι κακομοίρα, Ζώ δίχως ελπίδα, οέ τέτοια σκλαβια. ΣΚΗΝΗ
ΠΕΜΠΤΗ.
ΘΟΔΩΡΗΣ χαί ΚΑΤΕΡΙΝΑ. ΘΟΔ. Μα λέω τον έξετρούποσες, τέτοιο γαμπρο φαμόζο, Μά νέσκε, μοϋ τον έφερες τέτοιο γαλαντομόζο. Ολα τά βίτσια τά κακά, δλα αύτοϋνος έχει, Ποϋ δέν τοϋ λείπει τίποτα, κακο ποϋ νά μην έχη, Είναι καλος μεθύστακας, είναι καί τζογαδόρος, Είναι φαλτσούνι τέλειο, ποϋ τον γνωρίζει δ φόρος. Είναι ακαμάτης και φαγας, ποϋ τον γνωρίζει ή πόλι, Είναι ίνφάμες τέλειος, μοϋ τονε λένε δλοι. Δεν τοςερα δ δυστυχές, πώς είναι τέτοια τζόγια, Τον έβλεπα π έρχότουνα, τάντα του χοιρίς λόγια. Ας ειναι εγελάστηκα, την επαθα περντίο, Μ' έκάμανε και τοδωκα, εως χιλιάδες δύοι. Τνΐν προίκισα χοντρά χοντρά, ξέχωρα εκείνα τ' άλλα, Χαρίσματα έδώ κ' εκεί, δπούτανε μεγάλα. Τά πηρε και έμίσεψε, κ' επήγε στο Τσηρίγο, Καί τάφαε, και τάπεξΐ, καί άλλα σε κάτι τζίρο. Καί τώρα μοστειλε έδώ, έμενα τά παιδιά του, Νάν τά ταίζω ν6ν σινώρ, άς φανε τά μύαλά του. Εγώ το αποφάσισα, πρώτη οκαζιδν ποϋ εΰρω . . . ΚΑΤ. Πιλιο δέν τά 'βαρέθηκες, δέν ημπορώ νά σ' ευρω. Τί πράμα ειναι μέ λόγου σου, πάντα τη φαομάρα, Οντας τη βάλεις χερικο. ©θΔ. Δός μου με την αμπάρα. Καλά Κατερινούλαμου, η αληθεια ειναι μαλότρα, Οντας μιλώ τδ δίκιο μου, πάντα συ βγένεις κόντρα. Εσέ λίγο σέ μέλουνε, γιαπ δέν τά 'ξοδιάζεις, Καί δέ σέ γνοιάζει τίποτα παρά νά λουτρακιάζης, Τον κόλο σου, τά μοϋτρα σου, καί ολο τδ κορμί σου, Μά 'μένανε πώς μόρχουνται, ΚΑ'Γ. . 2ώπα κ' είναι 'ντοοπησου
Πάντα μέ τά βρομόλογα, είσαι συνηθεισμένος, Καί άνοστα νά φέρνεσαι, ωσάν ςεχουτιασμένος. Ετσι ανοιξες τά μάτια σου, εύθύς τη φαομάρα. ΘΟΑ. Βουβένου δντας ενώ μιλώ, σε πιάνει χατσηφάρα. Μώρ μπράβο ! άφερούμου σου ! δέν είμαι νοικοκύρης; Στο σπητι μου δτι θά πώ, ορίζεις νά με δείρης; Ετσι 'μιλησω τίποτβι, εύθύς, εύθύς πετάται, Σάν ράπανο άπ την χροπιά, χ' ετσι άπηλογατε· ΚΑΤ. Ας εΤναί δέ ματαμιλώ, χι δτι χι ά θέλεις ψάλε, ΘΟΔ. Μωρη ανοιχτά τά μάτια σου, σοϋ λέω γνώσι βίλε. Σοϋ λέω μοϋ τά σκότισες, μωρη βρομομεθύστρα, Γιατί σε χάνω χαι θωρείς, μπέλχ κανηγυρίστρα. Ε . . . χ' άν χουχίσω χαμμίαν ημέρα, Καϊμένη ράβδχ ποϋ θέλει πέσει ! Σέ φτούνη τη ράχη. Σοϋ σιάζω τη σγόμπα Αφόρτσα ξυλιαί;:
ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ. ΓΕΡΟΛΪΜΟΣ χαι ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ. ΓΕΡ. Νά ξέρης λέω, Παπουτση, το πώς εγώ θ' άλλάςω, Την τέχνη μου ώστε πού ζω, νά μη τηνε κυττάξω. ΠΑΠ. Μά τί θά χάμης, πώς θα ζη;; δ;ω μώρ το ρουφιάνο; ΓΕΡ. όχι σολτάδος θά γραφτώ, χ' έχεί Οέ νά πεθάνω. Και δχι ποτέ στην τέχνη αύτη, νά εχω γώ νά ζησω, Γιατί την έβαρέθηχα, χ' εύθύο θά την άφίσω. Γιατι γαμώ την πίστι τση, κάθεσαι χαι δουλεύεις, Καί ερχουνται οί τάγχαροι, ΠΑΠ. Κ' εου τση ξαγορεύε:; ΛΙά είσαι κάλος για τ' άρματα; σοϋ φαίνονται παιγνίδι: Πές μου μωρέ στδ Θέο σου, θά πδς νά μπάσης γίδια! θύμου τά λόγια μου χαλά,' έτοϋτο θέ νά πάθης, Καμμίχ ώρα βεβαια, τ άρματα θέ νά χάσης. ΓΕΡ. Πές μου πώ; μέ στοχάζεσαι; πώς δέν εχω καρδία; Α... έχασε; κουμπάρε μου, είμαι ολος άνδρία. ΠΑΠ. Είσαι κοντος χ' ανάποδος, έκόμα καί σπασμένος, Γέρνεις και το κεφάλι σου, σα νάτουν φορτωμένος.
— 59 — Μώρ αδελφέ γεννήθηκες, για νά γεντ,ς τσαγκάρη:, Καί «στα τά κουράφαλα, ΓΕΡ. ΚοΙ πώς ! μέ κογιονάρεις; Εχε τη γλώσσα σου κοντη, κ' είμαι καλά σφιγμένος, Απο τά νύχια ώς την κορφη, σίδερα φορτωμένος· Μά τά μυστηρια τοϋ Θεοϋ, μη μέ πολυστητσάρεις, Γιατι σοϋ δίνω πιστολιά, τηρα καί μη σπασάρεις. ΠΑΗ. Συμπάθειο Γερολημάκι μου, γΙατί δέ σέ γνωρίζω, Πώς εΐσαι το Χασόπουλο, ΓΕΡ. Κ' δ ίδιος το γνωρίζω. Ι1ΑΠ. 2' άρμηνεψχ, σε διάταξα ώσάν καλος πατέρας, ϊο'ιρα σοϋ λέω βέβαια, πώς είσαι ένα τέρχ;. Είσαι και δεύτεοος Λαδ ας, και τδμοιασες σέ οΰλα, Σέ βλέπω πώς αγρίεψες, δέ δέχεσε ουδέ μπούρλα. Γιατί εγώ 'γεννηθηκα, νά ζω μέ το βελόνι, Ποτέ μώρ δέ γιατρεύουνται, τοϋ κεφαλίοϋ σου οί πόνοι. Καϊμένε νά ντρεπόσουνα, ν' άφηνες τσ' άναγούλαις. Νά κοίταζες την τέχνη σου, καί δχι εύταίς τσ' μπούρλαις, Μέ είκοσιδύο βρομόγροσα, σοϋ σόνει έσέ νά ζησης; Πδχεις γυναίκα και παιδιά, νιάνκα νά τά ποτίσης; Νερό μώρ δέ σοϋ φτάνουνε, άν θέλουν ν αγοράσουν, Κί δχι τά χρειαζόμενα, ποϋ θέλουν νά χορτάσουν, ©υμησου τον πατέρα σου ποϋ σοϋ έμίλ'ε πάντα, Κ»1 σο 'λεγε την τέχνη σου νάν τη δουλεύης πάντα. Μ' άν ησαι μουρλος, μ' άν ησαι 'Ράλης, Και θέλεις νά βάλης τον κοσμο νά δμιλη; Αν ησαι καρόνιας, είσαι και κακομοίρης, Δέν ϊχεις μούτρα γιά παληκάρι, Είσαι δειλίάρης καί μασκαράς.
ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ. ΓΕΡΟΛϊΜΟΣ, ΜΠΑΡΖΟΣ, ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ, ΠΟΝΤΗΑΙΟΣ χα} ΣΚ.ΟΪΡΔΟΤΛΗΣ. ΠΑΠ. Εδώ Απο ΜΠΑΡ. Μώρ Δέν
ναι κ δ Γερόλυμος, μέ τ' άρματα ζωσμένος, τση πλέον καλητερου;, σολντάδους ξακουσμένος. μπράβο σου Γερόλυμε, περντίο καί σοϋ στέκου, τδλπιζα στο Θέο μου, εσύ έμοιασες τοϋ Κέκου.
ΠΑΠ. Για ποίον Κέκο καλέ τοΰ λες; ΜΠΑΡ. Εκειον τον σπεντεδόρο, ΠΟΝΤ. Εγώ λέγα τ&ν Κέκο μποϋ, έκείνονε 'γώ ξέρ&ι. ΜΠΑΡ. Μπράβο σιορ Ποντίλίε μο.», πάντα σου συνείΟίζεις, Με φιάκα και μέ τροφαριά, ολούς νά μας υβρίζεις. ΓΕΡ. Ποντήλυ κύτταξέ με δώ, σοϋ λέω βάλε γνώσι; Γιατι βαστένω άρματα, ΣΚΟΪΡ. Ε . . . κόζα ζέ, μετέ ενα γρόσ! λβέτε τόρτο σιορ κογιον, σιέτε οΰν ν.οραντάτσο, ΓΕΡ. Ανκα σΰ και ουν αζινο, ακόμα βισντεκάτσο. ΜΠΑΡ.Ελα ναν τα φινιροομί, γιατ ειναι και ντροπν) σας, Νά τβακονόσαστε συ^νά, δεν είναι τ-σν] τιμ/ι σας. ΠΟΝΤ.Μά γώ ενα λόγο έμίλησα, ΣΚ.ΟΓΡ. . Ελα μπάστα άντέσο. Αντιάμο τούτι αλά ταβέρνα. ΜΠΑΡ. Σύ, ερχεται όίγκα ίσο. ΓΕΡ. Εγώ δέν θέλω βέβαια μέ δαύτονε νά πίνω, Ας πάνι νάβρ-ρ κλουκουκεκιοϋ. ΜΠΑΡ. Μωρέ τι είναι κείνο; Τι πάει νά π-η κλουκουκεκιοϋς, ήθελα νάν τδ ξέροι. ΓΕΡ. Το λέν τοϋ Λιθακιώτωνε, ΜΠΑΡ. Μποάβο σιοοI καοαλιέοο. ι ν Λεν τρέπεσαι μώρ όιάολε ποϋ θέ νά κογιονάρ"/,ς" Κυτταξε δ βρομώμυτος, ποϋ θέλει νά σπασάρν,; Μώρ εχεται στο σπ«τι σας, κάμμιά μπουκιά καθρέφτη; Γιά νά βλέπνις τά μούτρα σου, ΓΕΡ. Μά δέ μέ λένε κλέφτη ΜΠΑΡ,Ξέρεις πώς τόμοιασίς έσίι, ώσάν το παραμύθι, Πώς βάνοντας τά άρματα άλλαςες καί τά ηΟή. Βαλε γνώσι καϋμένε μου, γιαιϊ σε πελεκάω, Μ ουλα τά σολταδίκια σου, έγώ δέν άγροιχάω. ΣΚ,ΟϊΡ.Ελα τώρα άς τά φτιάσωμε, «πάστα, μπάστα άντίβο, Αντιάμο τούτι φίνα λά> καντέμο άνκα ούν βέρσο.
- ··
Τούτι, τούτι ιν κομπανία, Ανταρέμο ίν άλεγρία, Γιά νά πιοϋμε μιά κανάτα, Φέρετε και μία κομμάτα, Νά μασοϋμε κατι ντις, ~τ*ϊ γιομίζω νάν τί;ν πιης.
— (χΐ — . ·
Β.?βϊ τούτι >1 άμίτει, Δνχα. νάσ,τρι ί νεμίτσι,, ΣαλοΙιντέμο δλουν&ΰς.
ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ "Ο.ΐη ι) Σ&νούο% μαζοιιέΐη,
'(Η.1ή ό Ποιητής.
Έγώ τώρα έβαρέθηκα καί θέλω νά φινίρω, Σϊ τούτην την ύπόθεσι, και πάλι νά διαγόρω* Νά κάμω τά πενέσματα ώς πρέπει. εις οέ ο'αλως, Γιατί έχουμε ανάμεσα πολλούς εχθρούς και φίλους, "Ομως ό μαστρο-θοδωρής εχει το μεριτό του,. Γιατί έκαζάντιαε πολλά και άψισε των παιδιών του. Ή κατερίνα και αυτή
έγνεθε μέρα νύκτα,
. Νά τσέβρουν γνέματα πολλά νά μην την ποδν μεθύςγια. Άκο'μα καί δ Γερόλυμος εχει τ6 μεριτότον, Πό'λα του τά καμώματα έστάθη γιατρικό του· 'Οπόπινε πολύ κρασί κεΐχε μεγάλη μύτη, Καί μεθυσμένος πάντα του έπήγαινε στο σπήτι. ϊόν έμαθε ό Παπουτσής όπούναι γενημένος Άπό τόν Βάκχον βέβαια αυτός ειναι βγαλμένος· Αύτηνος μόνον μία βολά έστάθη μεθυσμένος, Καί τόμεινε γιά πάντα- του-- είναι καί ξεχασμένος; Είναι άπ& τή γυναικά του ειναι άπό τά παιδιά του? Είναι άπό τά καμώματα εκείνα τά δ«άτου,
— 62 — Ό Αντωνάκης δ Μπαρζός τό φοβερό κέφάλι,' Δε λέω τά καμώματα τ άφίνω για τήν άλλη· Πώς είνε ή μάνα τσή τιμής έτο0το3 έν τό λέω, Τό ξέρει ό κόσμος βέβαια δίχως έγώ νά λέω. Νά ηώ για τον Ποντήλιο μας όποϋνε άπό τσΐ πρώτους, Τσί νυκτοκόπους τσΐ καλούς καί πάει εις τσΐ τόπους, Νά βλέπη τό τ! γίνεται νά φέρνη τά ραπόρτα, ΤοΟ καβενοϋ τό σπήτι του και πότε άνοίγει ή πόρτα. Νά ποϋμε και τόν άλλονε όπου τον λέν Σκορδίλη, Όποϋναι και πραγματευτής και πάντα του στα χείλη, Πάντα τ αρέσει νά μιλή φράγκικα και λατίνια, Καί δέν ταρέσει νά πουλή μαχαίρια καί πηρούνια. Ειναι και τό παιδί αύτό όπου τό λένε Γιάννη, Όπόχει άρώστια φοβερή και δέν μπορεί νά γιάνη* Που τρώει έναν περίδρομο όσα καί άν τοΟ δόσης, Δέν τό χορτένεις βέβαια όξω και τό σκοτώσης. Εϊναι καί ή Άγγέλω μας ή όμορφη κοπέλα, Πόποιος περάσει έκείθενε εύθύς τοΟ λέει έλα* Εϊναι καλή στά ψυχικά γιατί οποίος τήν ζητήσει, Όχι δέ λέει κανενοϋ γιατί έτσι τό θέλει ή φόσί Έμοιασε λέω .
τσή θαυμαστής 'Ρεσοΰλας τσή
φαμόζας,
Μωαμετάνας Γύπτισας έκείνης τσή βιτσιόζας,
"Οπου Ικαμε ένα στράτευμα όλο νά τήν περάση, Καί ό στοχασμός της ήτουνα όλο νάν τά χορτάση. ,Ειναι καί ό Μαρινάχης μας όπου πουλεΐ όρτίκια Πόκαμε τό Γερόλυμο
καί πήρε τά ποντήκια
— 63 — Σολντάδοι οι κακορίζηκοι έπνιγαν νά 'γοράσουν Παπουτσια από δκύτονε κέτσι νά δοκιμάσουν, Μν τα μιλή τά φράγκικα νά κάμουν τδ παζάρι Νά δόσουν τούς παράδες τους κένας του νάν τά πάρη. Ειναι και ό βρομοβούρδουλας Μαρίνος Κατεβάτης Όποΰ τή βάνει μ' εϋκολιά τή νύφη στο κρεββάτι, "Ετσι μιλήσει μέ τασέ ευθύς τή γιουντιχάρη. Για νά σοϋ κάμη τροφαριά και άλλο δε μπενσάρει. Κορμί ειναι τεμεράριο δλος είναι χανάγιας Ειναι φαλτσούνι τέλειο ειναι όλο ταρτάγιας. "Ολοι δλοι μαζομένοι, "Ολοι τούτοι ανταμωμένοι, ΚαΟενοϋ τό όνομα του Είναι και τό
'πάγκελμά του,
Είναι δώ και ή ζωή του Αλλουνου είναι ή τιμή του "Οποιος θέλει νάν τούς ξέρη Άς 'ρωτήση νάν τούς έβρη Πώς έκειό πουναι γραμμένο Είναι όλο συνθεμένο. Πρέπει τώρα νάν τά 'φίσω Ηώς τελειώνει αύτό τό ίσο. Και γιά τοΟτο κάνω τέλος Στο γραμμένο τούτο έλος. ■
υ ρ ι σκ ετ α ι Εν ΖακίνΟα»
καρά τω ίίίψ Ικδ£τγ5 — » Κ. Ίαιάννη Δ. Παπανίκόλα. λ Κιρκύρα « καί τβΐς έκεΐιε βιβλιοπώλαις. » Κεφαλληνία — » Κ. Ν Α. Πολλάνη Πετρίδη. — » Κ. Ανδρέα Γολέμη. » ΛίΙικάίι •— » Κ. Παναγιώτη Βλισμά. » ΜΟά/η — » Κ. II. Λάμπρο». » Αθήναις » καί τοις ΙχεΓοε Βίδλιοπώλαις. — » Βιβλιοπώλη Κ. Σωτηρία» Λομβάρδω. » Ιΐάτραις » ΐι Σύρο» » Ναυπλία» » » » » »
— — — —
Καλάμαις Πρεβέζη — Ίωαννίνοις Κωνς-αντινοκπόλει Σμύρνη —
καί τοις ΙκεΤσε βιβλιοπώλαις. » Βιβλιοπώλη Κ. Π. Γ. Μαίμω. « Βιβλιοπώλη Κ. Σ. Σοφη\ » » » » β
» Άλεςαν&ρεία » — » » Λιβόρνο» — » » Λονδίνο» — » » Παρισίοις
Ύιμαται
Κ. Νικήτα Στρατηγοπούλω. Κ. Κ. Σ. Καραμάνω καΊ Π. Χ.Μαμμάτη. Κ. Παναγιώτη Άραβανδινφ. τοις έκεΤιε Βιβλιοπώλαις. Κ. Γ. Δαμ.ιανω. Κ. Μ. Α. ΡΪ32Ζ3. Τω Κ. Διονυ&ίω Κ. Τσερώνη. Γραφεία» τοϋ Βρεττανι/,οΟ 'Αοτέρος. Κ.. Ευγενία» ΒβΗη.
Δραχ/Λ,
1,25.
Έ;ί?όΟησαν αί 1 2 Τραγωδίαι Ίω. Ζαμπϊλίοο μετά της Βιογραφίας αδτοΰ και λ. ίίς Τομ. 2. τιμώμεναι Δραχ. 18.
[
>
! 5 ! Ε
■
^3>'Ϊ3>>Β».
'>^»» Ί'1 3)Τ!» > >>3» )>^·ι»
,'^» Τ»0> ^>Τ3)'-»ι»1"^>Μ-,>' >5-»3.>>'ο>>3»·>>■3»ί,·
^ )»3 3» '-Τ>)-)>Λ'»■·.9·
τ">»>-».^β»ν>.>■η»ι..>'>
>;'» Ττκ> ^ο ■>>.3->-"»
'\·*^'>■>.»^>·, ^Β^',,»3τ-»>»ί►·-. *β^·> >νΐ9^>^'Ρ^>'-Ρ 31»β»3θ.■·,...
'>3» ϊ -->το>.■»>»
>
''τ"3·ν3>-3>ι>>-■»>>·»:.>
3"11>> > 33 >» 3> > > > >>
5*'ϊ>33»3«>ι3»>■'■.> )>Τ-»■ ■ » > >-*,»ε»,^.>
λ»'"»"■Ϊ■»'3>3»».1'ν3> »τι>Τ»> ->>ί > 3 1 >^», "3* ^ >^> «> > ) >'Τ» ■>3>>>ΤΒ»>·* Τ»^>< ,ζ» ^ »■>»τ>,> >>■.-»»^-
>> >> >)
> >
:τ»»■>-> » 3»3!^.»ν>■·".·^^>>,3Κ> ,,3» >>)-3Ί'»Ζ>»>-^
>ι,' ''3»>»■"·>··,· ϊ3»3 τ» > >> ;>ο- Τ*· >2».» Τ» »'~>^>>ν>·>> ">3»^>,>ν»,
Λ> >> ^ >3» >Ζ3 )>>,, 0> > ^3» )> -' > ■■··■. -> · ^> >■>3^»3
3>3»>» ^'3>3»>. >»33»>·»ν■^>
35^>3>>3β3*>>■.> *>> : .>^>·3>ϊίο>
3> > >3> > > 3>·>
.-··■-.■ »>3.>3>
3 >3» ί>33^Τ/\>»ι>Τ»»■■ "3» ι> ··> >1>» >
[ > ■■ 3» ">ν'> ">
3Τ*>3>>
*3»3»»>>■■·»>.3»;·
>^ >3>3»>• >
*^ >ρττ Τ3» »> » ):'Γ
ί» *3»3>>3^■·.->>.».,
>» 3>,»"-> »>:>>^ >> >>
,■3»3.>>ί.*»-*.>'»· >\ >>>»^>>>>>χ
>\ »*; >■>1■ >> >■--
-» »" ·■-■>->
V>■»>> >>>■■■,; >"■--3 ^:3>»>>» 3>»3>„,
3>1)»'
^Λ ■>' " ■* > / . 1-> 'V ^ϊ'> >
';» ·>
Χ\ Ν3V>"».
» ^ > 33•^>,»
>·Εν>■.>
' ί■■ί>■■ > »> > >>, 3 α»> ·<>* *»; »>>>■>-" ' •»-> >^»»•>
">Χ>)'3»> 3>V» 3.' ,3»>.»,■· ϊΜ;>>>» >>· 3» ί»>3>)» ■
)> ,, '■.3■, , ,· )) >,>■- - ) > > • 3■ Τ Β » , > >-•;»■>3>, > »■>*'>, >»>■· >> '>> >>»"'*■ ' >1>>;·Γ». ,'. ε*·.·>>,» 2β->3·»; ·>)) ) 1 . ^ > '»)>.> >^ > > _'>■,
>
> >
»ί ^>>
>3 ) >■»->^>^.■>•.'>>ν>.>^>IX»
>> »>■> ;
*<>• £> ) )•
»>1), |^ 1?>5)» ~>3 >
»>1 > >
" .
ο >3> >·> >
>>
»
3> >>>3 )> » >■ ■·> » ΤΗ)1■ 23 :*» > > ί1. > > > > .>·» » » > ■ ·> >>■< >.»•3 >
3· *>) 3>ι» ->> ■
*>3>> » >> > » 3» > >
- ί .>>ι■ »> 3» ι
> » > 3
■