LEIGH D’ANSEY
Το Τέλειο Ταίρι
Tίτλος πρωτοτύπου: ΚΙNCAID’S CALL by Leigh D’Ansey Copyright © 2010 by Leigh D’Ansey Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail: anubis@compupress.gr ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σοφία Τάπα ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Όλγα Παλαμήδη ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail: info@digicon.gr VENUS ROMANCE – 09 ISBN: 978-960-497-506-8 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Για την υπέροχη οικογένειά μου και τις υπέροχες κυρίες από το RWNZ.
Κεφάλαιο Ένα Η Κέιτ άφησε άλλο ένα χαρτόκουτο στο πάτωμα και σωριάστηκε στην τεράστια δερμάτινη πολυθρόνα. «Ως εδώ ήταν» μονολόγησε. «Τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο.» Αναστέναξε ανακουφισμένη και τίναξε τα πόδια της, για να βγάλει τα πέδιλα με τα τακούνια στιλέτο που φορούσε. Παραμέρισε μια στοίβα χαρτιά κι ανέβασε τα γυμνά πόδια της πάνω στο γραφείο του εργοδότη της, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έλειπε. Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν πνιγηρός, το μέτωπό της έκαιγε και κολλούσε. Όλη την εβδομάδα το μικρό πανεπιστήμιο, που ήταν φωλιασμένο στους λόφους πάνω από τη λίμνη Ροτορούα, έσφυζε από δραστηριότητα. Τώρα είχε ερημώσει, οι αίθουσές του ήταν απόκοσμα σιωπηλές. Η Κέιτ φύσηξε με το κάτω χείλος της, για να παραμερίσει μια από τις μπούκλες των μαλλιών της που έμοιαζαν με τιρμπουσόν, όμως η ανάσα της κόπηκε απότομα. Το ανεπαίσθητο τρίξιμο που έκανε η εξωτερική πόρτα όταν έκλεινε ήταν κάτι συνηθισμένο, αλλά όχι αυτή την ώρα που το σκοτάδι είχε σκεπάσει τις θαμνώδεις πλαγιές των λόφων. Μια πνοή βραδινής αύρας χάιδεψε το μάγουλό της. Το χνούδι στον αυχένα της ορθώθηκε στο άκουσμα του αδιαμφισβήτητου ήχου βημάτων έξω στο γεμάτο σκιές διάδρομο. Είχε μόλις ένα νανοδευτερόλεπτο στη διάθεσή της για να ψαχουλέψει αδέξια να βρει το βαρύ πρες παπιέ του καθηγητή Σράντερ, μα προτού προλάβει να το σφίξει στο χέρι της, η πόρτα του γραφείου άνοιξε διάπλατα. Κι εκεί, είδε τρομοκρατημένη να στέκεται, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος κι ακόμη πιο συγκλονιστικά όμορφος απ’ ό,τι τον θυμόταν, ο Νέιθαν Κίνκεϊντ. «Τι στο διάβολο!;…» Ο Νέιθαν σταμάτησε απότομα. Το φως που είχε δει αναμμένο στο τέλος του διαδρόμου τον είχε προειδοποιήσει να είναι προσεκτικός. Δεν είχε μαζί του όπλο, αλλά ήξερε ότι μπορούσε να βασίζεται στις γροθιές του έπειτα από τόσα χρόνια που είχε ζήσει στους δρόμους. Μπορούσε να αντιμετωπίσει μια χαρά ένα κλεφτρόνι που θα είχε βγει στη γύρα μήπως και βρει τίποτε ψιλά να κλέψει. Άλλωστε, δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να άξιζε να κλέψει κανείς από τις ρημαγμένες αίθουσες της Δεύτερης Ευκαιρίας. Τα μάτια του χρειάστηκαν καμιά δυο στιγμές για να προσαρμοστούν στους λαμπτήρες φθορισμού και το κορμί του λιγότερο από μία στιγμή για να αντιδράσει σεξουαλικά, υπακούοντας σ’ ένα ένστικτο που ήταν απόλυτα πρωτόγονο. Ένα ζευγάρι έκπληκτα μάτια στο χρώμα του τοπαζιού τον κοιτούσαν πίσω από ένα κακόγουστο έπιπλο στο σχήμα κύβου, το οποίο ήλπιζε ότι δε θα αποδεικνυόταν τελικά ότι ήταν το γραφείο του. Μπούκλες στο χρώμα του μολτ ουίσκι έπεφταν πάνω σε λείους γυμνούς ώμους. Τα χείλη της ήταν σουφρωμένα, θαρρείς και ήταν έτοιμη να του στείλει ένα φιλί στον αέρα, ενώ τα υπέροχα πόδια της του πρόσφεραν μια καταπληκτική θέα, από ψηλά στους χρυσαφένιους μηρούς μέχρι χαμηλά στα βαμμένα ροδακινί νύχια των ποδιών της, που αναπαύονταν πάνω στη γεμάτη χαρτιά επιφάνεια του γραφείου μπροστά του.
«Νέιθ… κ… κύριε Κίνκεϊντ!» Χρωματισμένη με μια προφορά που ήταν εν μέρει καλιφορνέζικη, όμως πέρα για πέρα θηλυκή, η βραχνή φωνή της έκανε τους μυς του κορμιού του να σφιχτούν ακόμη περισσότερο. Ένα κύμα πόθου πλημμύρισε τους βουβώνες του. «Απ’ ό,τι φαίνεται, είσαι σε πλεονεκτική θέση» γρύλισε. «Και για να έχουμε καλό ερώτημα, ποια είσαι εσύ;» Τα λεπτοκαμωμένα δάχτυλά της είχαν απομείνει μετέωρα πάνω από ένα πρες παπιέ. Ο Νέιθαν το αναγνώρισε από τις γεμάτες οδύνη ώρες που είχε περάσει πριν από πολλά χρόνια με τον Αρμάν βγάζοντας τα εσώψυχά του, τότε που ήταν έφηβος ακόμα. Πλησίασε κι άλλο, γεμίζοντας τον περιορισμένο χώρο με τον όγκο του. «Ούτε να το διανοηθείς.» Η ένταση της σεξουαλικής αντίδρασης του κορμιού του έκανε τα σωθικά του να σφιχτούν. Αλλά ο πανικός που αντίκρισε στα μάτια της τον έκανε να θέλει να τη χαϊδέψει στο μάγουλο, έτσι όπως χάιδευε στο ράντσο του, στην πατρίδα του, ένα από τα άγρια άλογα Μάστανγκ όταν ήθελε να τα καθησυχάσει. Πολύ σύντομα όμως κατέπνιξε αυτή την παρόρμηση. Θυμήθηκε την τρυφερότητα που τον είχε πλημμυρίσει όταν η πρώην σύζυγός του του είχε ανακοινώσει ότι ήταν έγκυος – και πώς η χαρά του στην ιδέα της πατρότητας είχε γίνει καπνός όταν εκείνη είχε σπεύσει να τον διαφωτίσει λέγοντας ότι το μωρό ήταν κάποιου άλλου, κάποιου που θα μπορούσε να κατάγεται από τους πρώτους αποίκους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν καταφτάσει με το καταραμένο πλοίο «Μέιφλαουερ», σύμφωνα με την Τζίνι. «Εσύ δε γνωρίζεις καν ποιος είναι ο πατέρας σου, Νέιθαν» του είχε πει δηκτικά. Από τότε, απέφευγε να δείχνει τρυφερότητα στις γυναίκες. Προτιμούσε να βγαίνει με γυναίκες που ήξερε τι περίμεναν από εκείνον – πέντε ποτήρια κρασί, ακριβά δώρα και σεξ χωρίς δεσμεύσεις. Έτσι δεν πληγωνόταν κανένας. Είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη στη ζωή του και τα περισσότερα απ’ αυτά τα ταξίδια τα είχε απολαύσει. Όμως ο γάμος δεν ήταν ένα ταξίδι που σκόπευε να επαναλάβει. Άπλωσε το χέρι του και τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από το λείο γυάλινο πρες παπιέ με το παγιδευμένο έντομο μέσα του. Ένα ρεύμα αέρα ζέστανε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του καθώς η σέξι εισβολέας τράβηξε απότομα το χέρι της. Οι κόρες των υπέροχων ματιών της ήταν τεράστιες, μαύρες και λαμπερές, σα μάτια γάτας που λάμπουν στο σκοτάδι. «Εμ… υποτίθεται ότι θα ερχόσουν σε δέκα μέρες…» «Αν είσαι η Τζάνετ Μακένζι…» Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να μην είναι αυτή η προσωπική βοηθός που είχε κληρονομήσει από τον Αρμάν. Αναρωτήθηκε αν εκείνη είχε υπογράψει σύμβαση εργασίας κι αν υπήρχαν περιθώρια να «σπάσει» τη σύμβαση. Έριξε μια ματιά τριγύρω στον περιορισμένο χώρο του δωματίου, που ήταν γεμάτος χαρτόκουτα και χαρτιά. «… έστειλα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα πριν από δέκα μέρες, όπου ανέφερα λεπτομερώς την αλλαγή των σχεδίων μου. Σ’ ενημέρωσα ότι θα έφτανα στη Νέα Ζηλανδία στις αρχές και όχι στα μέσα του Δεκέμβρη.» Το χέρι της κινήθηκε προστατευτικά προς το φούσκωμα του στήθους της, το οποίο μετά βίας καλυπτόταν από μια λωρίδα λευκού πλεκτού υφάσματος. Μια κόκκινη φούστα στο μέγεθος ζώνης ξεκινούσε χαμηλά στους γοφούς, αφήνοντας τους μηρούς της γυμνούς. Τον όμορφο αφαλό, που βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο μιας κοιλιάς στο χρώμα της σοκολάτας –στην απόχρωση που του
άρεσε–, στόλιζε ένα χρυσό σκουλαρίκι που λαμπύριζε στο φως. Παρ’ όλο που αυτά τα καστανόχρυσα μάτια ξυπνούσαν κάτι καυτό κι επικίνδυνο βαθιά μέσα του, του φάνηκε εξυπνότερο να στρέψει το βλέμμα του προς τα εκεί παρά στην άλικη λωρίδα, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί φούστα. «… κι αν θυμάμαι καλά, μου απάντησες κι εσύ με ηλεκτρονικό μήνυμα, όπου με ενημέρωνες ότι μπορεί να υπήρχαν κάποια προβληματάκια με τη γραμματειακή υποστήριξη, τίποτε όμως που δεν μπορούσες να χειριστείς, και ότι ανυπομονούσες να με γνωρίσεις.» Η τεστοστερόνη είχε πάρει τον έλεγχο του κορμιού του κι έκανε τη φωνή του τραχιά. Για μια στιγμή, είχε την ανεξήγητη αίσθηση ότι κάπου είχε ξαναδεί αυτή τη γυναίκα. Δεν ήταν από τις γυναίκες που ένας άνδρας θα ξεχνούσε γρήγορα, αλλά μια βιαστική έρευνα στα αρχεία του μυαλού του δεν απέδωσε καρπούς. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ο Νέιθαν ήταν μια γυναίκα-δυναμίτης απ’ το παρελθόν του να περιπλέξει την αποστολή που είχε έρθει να εκτελέσει. Ήταν αποφασισμένος όλα να γίνουν γρήγορα και καθαρά. Δεν ήταν σκοπός του να καταστρέψει κανέναν, αλλά αν έπρεπε να πέσουν κεφάλια, θα αναλάμβανε το ρόλο του δήμιου. Μπορεί να μην ήταν πολιτικά ορθό, σκέφτηκε εκνευρισμένα, αλλά είχε φανταστεί κάποια γυναίκα μεγαλύτερη σε ηλικία και ίσως πιο στρουμπουλή. Εκείνος και η Τζάνετ Μακένζι θα έπρεπε να εργαστούν σκληρά για να κάνουν τη Δεύτερη Ευκαιρία να ορθοποδήσει. Η λίμπιντό του δε θα χρειαζόταν να δουλεύει υπερωρίες όταν θα συνεργαζόταν με τη σεβάσμια, όπως τη φανταζόταν, βοηθό του. Έτσι, αιφνιδιάστηκε αντικρίζοντας αυτό το χάρμα οφθαλμών που παρίστανε τη γραμματέα πάνω σ’ εκείνη τη μαύρη πολυθρόνα γραφείου, που τα είχε φάει τα ψωμιά της. Ίσως να ήταν απλώς μια υπάλληλος γραφείου, αν και κρίνοντας από το χάος που επικρατούσε γύρω του, οι ικανότητές της στην οργάνωση ήταν ανύπαρκτες. Μπορεί εκείνη να πίστευε ότι μια κοντή φούστα και ένα σώμα όλο καμπύλες στα σωστά σημεία έφταναν για να αναπληρώσουν την ανεπάρκειά της. Σ’ εκείνον όμως δεν περνούσαν αυτά. Τη ζύγιασε με τα μάτια μισόκλειστα. «Εφόσον δεν είσαι η Τζάνετ Μακένζι ή η επιστάτρια…» άφησε επίτηδες τη δυσπιστία να ψυχράνει κι άλλο τον τόνο της φωνής του «ή η κλειδοκρατόρισσα της Δεύτερης Ευκαιρίας, αυτό σημαίνει ότι βρίσκεσαι παράνομα εδώ, γλύκα.» ***
Η ψυχρή στάση του έδωσε την ευκαιρία στην Κέιτ να συμμαζέψει το μυαλό της. Ξαναβρήκε τη φωνή της και τη χρωμάτισε με αυτοπεποίθηση. Σηκώθηκε όρθια αδέξια, προσπαθώντας να ανασυντάξει τις σκόρπιες σκέψεις της. «Δεν είμαι η Τζάνετ Μακένζι» του είπε. Με το ανελέητο εξονυχιστικό βλέμμα του καρφωμένο πάνω της, η Κέιτ γλίστρησε τα πόδια της στα ψηλοτάκουνα πέδιλα που είχε πετάξει παράμερα, ανασήκωσε το πιγούνι, βγήκε από πίσω απ’ το γραφείο κι έτεινε το χέρι της. «Είμαι η Κέιτ Σάμερς. Είμαι… ήμουν η βοηθός του καθηγητή Αρμάν Σράντερ… Δόκτωρ Σάμερς» πρόσθεσε, προσπαθώντας με δυσκολία να επιβάλει λίγη από τη δική της εξουσία σ’ αυτή την κατάσταση που είχε προκύψει. Ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό, εκείνος μετέφερε το πρες παπιέ
στο αριστερό του χέρι κι ανταπέδωσε τη χειραψία. Η σύντομη λαβή του έκανε τα δάχτυλά της να πονέσουν. Ένιωσε την επιδερμίδα του ζεστή και τραχιά μέσα στην παλάμη της. Χέρι εργάτη, σκέφτηκε ξαφνιασμένη. Ό,τι κι αν ήταν ο Νέιθαν Κίνκεϊντ, πάντως δεν είχε καταλήξει να γίνει κανένας χαρτογιακάς ή κάποιος που επισκεπτόταν σαλόνια ομορφιάς για μανικιούρ. Τα μάτια του έλαμψαν. «Σ’ αυτή την περίπτωση, μ’ εντυπωσιάζεις ακόμη λιγότερο. Δεν περίμενα να βρω την προσωρινή επικεφαλής του Τμήματος Ψυχολογίας αραγμένη φαρδιά πλατιά και μισόγυμνη πάνω στο γραφείο μου, μέσα σ’ ένα χώρο που μόνο αχούρι μπορώ να τον χαρακτηρίσω.» Η Κέιτ πήρε μια απότομη ανάσα κι ακούμπησε την παλάμη στο γοφό της, τρίβοντάς τη για να διώξει την αίσθηση του αγγίγματος του Κίνκεϊντ. Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν. Ήξερε τι θέαμα θα παρουσίαζε όταν εκείνος την είχε πρωτοαντικρίσει – τα πόδια της πάνω στο γραφείο, η κόκκινη κοντή φούστα μαζεμένη ψηλά στα πόδια της και το σατέν τρίγωνο του εσώρουχού της να προβάλλει ολοκάθαρα ανάμεσα στους μηρούς της! Ακόμη και η απόπειρα να χαμογελάσει θα ήταν γελοία. Αντ’ αυτού, πήρε μια πολεμική έκφραση, αναμετρώντας το ηλεκτρισμένο βλέμμα του με το δικό της ακλόνητα προσηλωμένο βλέμμα. Όταν η Κέιτ δεν απάντησε αμέσως, ο Νέιθαν συνέχισε: «Ξέρω ότι η Δεύτερη Ευκαιρία εκπόνησε κάποια προγράμματα για άστεγα παιδιά. Οπότε να υποθέσω ότι εδώ μέσα προσπαθείς να κάνεις έρευνα σε πραγματικές συνθήκες;» Η κυνική γκριμάτσα στο στόμα του εξαφάνιζε κάθε πιθανότητα αστεϊσμού από το σχόλιό του. Κάτω από τα ίσια μαύρα φρύδια του, τα γαλάζια σαν το φτέρωμα της αλκυόνας μάτια του άστραψαν, κάνοντας έντονη αντίθεση με το μαυρισμένο πρόσωπό του, που ήταν γεμάτο καχυποψία. Αν ήταν ψάρι, η Κέιτ φαντάστηκε ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή θα κολυμπούσε απελπισμένα, αναζητώντας καταφύγιο σ’ ένα μεγάλο βράχο με πολλές δαιδαλώδεις σχισμές, για να μπει μέσα και να κρυφτεί. Παρ’ όλα αυτά, διατήρησε ασάλευτο το επίμονο βλέμμα της. «Αυτός ο χώρος είναι σκέτη πολυτέλεια συγκριτικά με το πώς ζουν ορισμένα παιδιά» είπε. «Το ξέρω» αποκρίθηκε εκείνος αινιγματικά. Την κοίταξε τόσο διαπεραστικά που η Κέιτ είχε την ανατριχιαστική αίσθηση ότι μπορούσε να δει μέσα από εκείνη το είδωλό του να τρεμοπαίζει στο πίσω μέρος του μυαλού της σαν μπομπίνα βουβής ταινίας. Ένα ρυάκι ιδρώτα κύλησε κάτω από τα μαλλιά της και κατηφόρισε στον αυχένα της καθώς προσπαθούσε να διώξει τις πικρές αναμνήσεις από την τελευταία συνάντηση που είχε μαζί του. Πήρε βαθιά ανάσα και του είπε: «Άφησέ με να σου εξηγήσω.» Εκείνος έριξε μια γρήγορη κι ανυπόμονη ματιά στο βαρύ πλατινένιο ρολόι που στόλιζε τον καρπό του. «Το καλό που σου θέλω να είναι μια καλή εξήγηση. Και σύντομη. Είχα μια απαίσια μέρα και δεν έχω καμία διάθεση για φλύαρες δικαιολογίες.» Η Κέιτ κατέπνιξε την αιχμηρή απάντηση που ήθελε να του δώσει. Δεδομένων των συνθηκών, ο θυμός του ήταν αρκετά δικαιολογημένος. Μακάρι η Τζάνετ να την είχε ενημερώσει για το
ηλεκτρονικό μήνυμά του. Κι όσο για το «σύντομη», ε, ούτε η Κέιτ ήθελε να μείνει εκείνος εκεί περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Άνοιξε το στόμα της για να ξεστομίσει την απόλυτα λογική εξήγηση που είχε να του δώσει, όμως ο Κίνκεϊντ σήκωσε το χέρι του και τη σταμάτησε. «Πρώτα απ’ όλα, θέλω να μου πεις πού έχουμε ξανασυναντηθεί.» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ.» Κι αυτό δεν ήταν ψέμα – ποτέ δεν είχαν συστηθεί επίσημα. Δε θα μπορούσαν άλλωστε, αφού εκείνη δεν ανήκε στο δικό του πλούσιο και ισχυρό κόσμο. Τα μάτια του εξερεύνησαν το πρόσωπό της, καθυστερώντας στο στόμα της με τέτοιο τρόπο που η καρδιά της έχασε ένα χτύπο, θαρρείς και είχε δική της βούληση και ρυθμό. Μια έκρηξη σεξουαλικής διέγερσης ξεχύθηκε στα σωθικά της. Έπειτα από μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα κατά τα οποία η Κέιτ ανάγκασε τον εαυτό της να αντιμετωπίσει το εξεταστικό του βλέμμα με μια αυτοκυριαρχία που καθόλου δεν ένιωθε, εκείνος μετατόπισε τα μακριά του πόδια. «Μάλλον έχεις δίκιο» συμφώνησε. «Θα το θυμόμουν αν σε είχα ξαναδεί – δεν ξεχνώ πρόσωπα.» Όχι όταν είναι τόσο όμορφα όσο το δικό μου, συλλογίστηκε η Κέιτ άκεφα. Εντάξει, ο Νέιθαν κινιόταν σε διαφορετικούς κύκλους απ’ τους δικούς της, αλλά ακόμη κι έτσι, την πονούσε η συνειδητοποίηση ότι δεν είχε αφήσει έστω ένα αποτύπωμα στη μνήμη του, όπως είχε κάνει εκείνος στη δική της. Έκπληκτη, αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μονάχα το πρόσωπό του αυτό που θυμόταν. Ήταν η όλη στάση του, αυτή η αυτοπεποίθηση που άγγιζε τα όρια της αλαζονείας και που είχε διαφανεί από την εφηβεία του ακόμα, η λάμψη των ματιών του, η… «Όμως εσύ με αναγνώρισες αμέσως» συμπλήρωσε εκείνος. «Με φώναξες με τ’ όνομά μου.» Το βλέμμα του είχε γίνει πάλι διαπεραστικό, τα μαύρα φρύδια του είχαν σμίξει ερωτηματικά. «Είδα τη φωτογραφία σου πριν από καμιά δυο εβδομάδες στην τοπική εφημερίδα» αποκρίθηκε εκείνη με ειλικρίνεια. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία το πρόσωπό του ήταν όλο σκληρές γωνίες, κοιτάζοντας προκλητικά το φωτογραφικό φακό με αυταρχικό ύφος, γεμάτο αυτοπεποίθηση. Το ίδιο ύφος αντίκριζε τώρα μπροστά της και η Κέιτ, μόνο που αυτή τη φορά ήταν με σάρκα και οστά. Κι αυτός ο αυταρχισμός γινόταν ακόμη εντονότερος από μια πρωτόγονη ενέργεια και την απόλυτα κυρίαρχη αρρενωπότητά του. Η Κέιτ ενοχλήθηκε κι αυτό που ένιωσε δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχε νιώσει για κείνον δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, τότε που τον λάτρευε σαν ήρωα. Η φωτογραφία της εφημερίδας είχε αιχμαλωτίσει την προσοχή της. Μολονότι ήδη γνώριζε για την εξαγορά, αφού διάβασε στα πεταχτά τον τίτλο: «Ο Σράντερ παραιτήθηκε. Αμερικανός κτηματομεσίτης αγοράζει μοναδικό στο είδος του εκπαιδευτικό ίδρυμα», η Κέιτ είχε διαβάσει το άρθρο με τη συνηθισμένη λυσσαλέα προσήλωσή της. Το άρθρο την είχε αφήσει στήλη άλατος. Δεν πίστευε ότι τα κίνητρα του Κίνκεϊντ ήταν αλτρουιστικά. Τι μπορούσε να γνωρίζει ένα αγόρι που είχε ανατραφεί ως γνήσιος Αμερικανός για τα άτομα που ζούσαν δίχως τα σημαντικά πλεονεκτήματα που απολάμβανε ο ίδιος στη ζωή του; Η
Δεύτερη Ευκαιρία βρισκόταν σ’ ένα εξαιρετικό κομμάτι γης, ιδανικό για εκμετάλλευση από κάποιον κτηματομεσίτη. Όταν είχε ολοκληρώσει την ανάγνωση του άρθρου, είχε εικάσει το ίδιο πράγμα με το δημοσιογράφο, ότι δηλαδή η ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία της Νέας Ζηλανδίας, με τη Ροτορούα να βρίσκεται ακριβώς στο επίκεντρό της, ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Νέιθαν Κίνκεϊντ είχε στρέψει το ενδιαφέρον του σ’ αυτή τη μικρή χώρα του Νότιου Ειρηνικού. Είχε τσαλακώσει την εφημερίδα και την είχε εκσφενδονίσει στο καλάθι των αχρήστων, με μια βλαστήμια που είχε χρόνια να ξεστομίσει. Τώρα ο Κίνκεϊντ την κάρφωσε με ένα γεμάτο ένταση, υπολογιστικό βλέμμα και της έκανε νόημα ότι αποδεχόταν την εξήγησή της, ή τουλάχιστον ότι προς το παρόν δε θα έδινε συνέχεια στο θέμα. Άπλωσε το χέρι του κι έβαλε το πρες παπιέ στη θέση του πάνω στο γραφείο. Κατόπιν, ίσιωσε το κορμί του και πέρασε τη μεγάλη παλάμη του μέσα από τα πλούσια, απείθαρχα μαλλιά του. Παλιά είχαν το χρυσό χρώμα της καραμέλας, θυμήθηκε η Κέιτ· τώρα είχαν σκουρύνει στο χρώμα της πικρής σοκολάτας. Καθώς μετατόπισε το βάρος του σώματός του, το φθαρμένο τζιν πουκάμισό του ανασηκώθηκε, αποκαλύπτοντας ένα τρίγωνο ηλιοκαμένης σάρκας. Η Κέιτ αντιλήφθηκε ότι τα μάτια της ακολούθησαν τη γραμμή από λεπτό τρίχωμα που χώριζε κάθετα στα δύο την επίπεδη, μυώδη κοιλιά του. Μοσχοβολούσε, και η μυρωδιά του –μυρωδιά ταλαιπωρημένου αρσενικού ανάμεικτη με άφτερ σέιβ με άρωμα πεύκου– κέντρισε τα ρουθούνια της. Η καρδιά της πετάρισε, όμως κατάφερε να συμμαζέψει τις αισθήσεις της, που είχαν βγει εκτός ελέγχου. Αν ο Νέιθαν Κίνκεϊντ ήταν ένας οποιοσδήποτε άλλος άνδρας, ήξερε ότι θα τον υπολόγιζε ως υποψήφιο ταίρι της. Απ’ αυτή την άποψη, ο Νέιθαν ταίριαζε τέλεια στο μοντέλο που είχε πλάσει στο μυαλό της. Είχε φτιάξει με προσοχή ένα σχέδιο για την υπόλοιπη ζωή της, το οποίο περιλάμβανε και παιδιά· παιδιά που θα μεγάλωναν σ’ ένα ασφαλές, γεμάτο αγάπη περιβάλλον, εντελώς διαφορετικό από το γεμάτο ανασφάλεια περιβάλλον όπου μεγάλωσε η ίδια. Ένας άνδρας σαν τον Κίνκεϊντ που της έκοβε την ανάσα και που μετά απ’ όλον αυτόν τον καιρό έκανε τη γη να σείεται κάτω από τα πόδια της, ένας άνδρας που ήδη την είχε απογοητεύσει μια φορά, σε καμία περίπτωση δεν ήταν το κατάλληλο ταίρι που είχε στο μυαλό της. Ο άνδρας που θα πληρούσε τα δικά της κριτήρια, ο άνδρας που θα επέλεγε να παντρευτεί και να γίνει ο πατέρας των παιδιών της, θα έπρεπε να είναι κάποιος πολύ πολύ ξεχωριστός. «Αυτό είναι το γραφείο σου;» Η απότομη ερώτηση του Κίνκεϊντ έκανε την Κέιτ να ανασηκώσει τα μάτια, με τις σκέψεις συζύγου και παιδιών να έχουν γίνει ένα κουβάρι με τις γλυκόπικρες αναμνήσεις που είχε ξυπνήσει εκείνος. Τι, στην ευχή, νόμιζε ότι προσπαθούσε να αποδείξει με το να παραμένει στη Δεύτερη Ευκαιρία; Θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί αμέσως μόλις είχε πληροφορηθεί ότι ο Νέιθαν Κίνκεϊντ θα ήταν ο νέος εργοδότης της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, το δικό μου γραφείο είναι το διπλανό. Αυτό είναι… ήταν» διόρθωσε «το γραφείο του καθηγητή Σράντερ.» Τα χείλη του σφίχτηκαν.
«Ο Αρμάν Σράντερ δεν πρόκειται να επιστρέψει.» Τα δάχτυλα της Κέιτ έγιναν γροθιές. «Αυτό το μέρος ήταν το όνειρό του» είπε, κρύβοντας την αναστάτωσή της πίσω από ένα προσωπείο συγκρατημένου θυμού. «Ήταν ανάγκη να τον απολύσεις; Δεν μπορούσες να τον κρατήσεις ως κάποιου είδους σύμβουλο;» Ταραγμένη, αισθάνθηκε τα δάκρυα να λαμπυρίζουν κάτω από τα βλέφαρά της. «Δεν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο…» «Όχι, βέβαια» τον διέκοψε η Κέιτ. «Όχι όταν έχεις σκοπό να γκρεμίσεις τη Δεύτερη Ευκαιρία και να χτίσεις ουρανοξύστες με διαμερίσματα διακοπών…» Έκλεισε απότομα το στόμα της και τα λόγια της κόπηκαν μαχαίρι όταν είδε το ψυχρό γαλάζιο ατσάλινο βλέμμα του. Το σώμα του ήταν άκαμπτο, τα χαρακτηριστικά του σφιγμένα από οργή. «Δε θα έπρεπε να πιστεύεις όλα όσα διαβάζεις, δόκτωρ Σάμερς. Νόμιζα ότι το απροκατάληπτο πνεύμα ήταν κάτι έμφυτο στο δικό σου επάγγελμα, ή κάνω λάθος;» ρώτησε ψυχρά. «Θέλω να ξέρω τι πρόκειται να γίνει» αντιγύρισε η Κέιτ, μη δίνοντας σημασία στην ντροπή που της προκάλεσε το εύστοχο σχόλιό του. «Δεν μπορώ να σου πω τι πρόκειται να γίνει μέχρι να μου δοθεί η ευκαιρία να ερευνήσω τα οικονομικά της Δεύτερης Ευκαιρίας» απάντησε εκείνος κοφτά, κοιτάζοντας με νόημα το χάος που επικρατούσε γύρω τους. «Γι’ αυτό ήρθα εδώ απόψε» εξήγησε. Φεύγοντας από το αεροδρόμιο, είχε αποφασίσει να ρίξει μια γρήγορη ματιά στις εγκαταστάσεις της Δεύτερης Ευκαιρίας, να πάρει μια αγκαλιά φακέλους και ύστερα να πάει στο σχεδόν τελειωμένο σπίτι που είχε αναθέσει να του χτίσουν εκεί κοντά. Με λίγη τύχη, θα ανακάλυπτε πώς είχε καταφέρει ο παλιός του φίλος όχι μόνο να χάσει όλα τα χρήματα που του είχε δανείσει ο Νέιθαν, αλλά να θαφτεί τελικά κάτω από ένα βουνό χρεών. Το άδυτο ενός ήσυχου, άδειου γραφείου ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Αντ’ αυτού, είχε βρει την Κέιτ Σάμερς. Δεν του άρεσαν οι γρίφοι. Ούτε τα αισθήματα της προστατευτικότητας και της ενοχής που ξυπνούσε μέσα του εκείνη του άρεσαν. Ούτε ο τρόπος που εκείνη του θύμιζε το Μίκι. «Μοιάζει και το δικό σου γραφείο σα να το έχει χτυπήσει τυφώνας;» απαίτησε να μάθει με σκληρή φωνή, για να κρύψει το συναίσθημα που έκανε το στομάχι του να σφίγγεται κάθε φορά που σκεφτόταν το Μίκι. Η Κέιτ ξεροκατάπιε, ρίχνοντας μια αμήχανη ματιά προς τη μεσοτοιχία του γραφείου του. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Τώρα πια δε θα ήταν εύκολο να προστατεύσει την Τζάνετ ούτε τον καθηγητή Σράντερ. Όσο για τον εαυτό της… «Θα μιλήσουμε εκεί, τότε» κατέληξε κοφτά ο Κίνκεϊντ. «Δε θα σε καθυστερήσω.» Η Κέιτ ταράχτηκε. «Θα προτιμούσα όχι.» «Μπορώ να μάθω το λόγο;» Η γεμάτη ευγένεια ερώτηση έκρυβε ατσάλινη αιχμή. Από την πρώτη στιγμή που εκείνος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο, η Κέιτ είχε νιώσει σαν κυνηγημένη. Τώρα την είχε στριμώξει στη γωνία και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Καθάρισε το λαιμό της. «Επειδή εκεί κοιμάται το μωρό.»
Κεφάλαιο Δύο Η ανάσα του βγήκε σφυριχτή. «Έχεις ένα μωρό εδώ;» Η Κέιτ ένευσε θετικά. «Η Ζόι είναι ανιψιά μου. Ο αδελφός μου έπρεπε να πάει εκτάκτως στη δουλειά και μου ζήτησε να την προσέχω για το Σαββατοκύριακο.» Ο Νέιθαν έκανε απότομα μεταβολή, σάρωσε με το χέρι του μια αγκαλιά φακέλους από μια καρέκλα και τους έριξε στο πάτωμα. «Κάθισε κάτω, δόκτωρ Σάμερς.» Η Κέιτ κάθισε. Ο Νέιθαν στήριξε τα ντυμένα με τζιν παντελόνι οπίσθιά του στην κόχη του βαρυφορτωμένου με χαρτιά γραφείου, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, σταύρωσε τους αστραγάλους του και το φθαρμένο Levis τζιν εφάρμοσε σα γάντι πάνω στο φούσκωμα των γοφών και των μηρών του. Τα μάτια του άστραψαν. «Αν δεν απατώμαι, ήσουν έτοιμη να μου δώσεις κάποια εξήγηση. Από πού θέλεις ν’ αρχίσεις;» ρώτησε ευχάριστα. Η Κέιτ σταύρωσε τα χέρια στα γόνατά της, ευχόμενη από μέσα της να καθόταν κι εκείνος. Το γεγονός ότι έπρεπε να γέρνει το κεφάλι της προς τα πίσω για να τον κοιτάζει, της έφερνε ζάλη. Κι αν άφηνε το βλέμμα της να ξεστρατίσει από το δικό του για μια στιγμή, ήξερε ότι θα βρισκόταν στο ίδιο ύψος με τη μέση του χαμηλοκάβαλου τζιν του κι εκείνους τους τέλεια γραμμωμένους κοιλιακούς που είχε κρυφοκοιτάξει όταν είχε βγει το πουκάμισο από τη ζώνη του. Το στόμα της στέγνωσε. «Ξεκαθάριζα τα χαρτιά του καθηγητή Σράντερ.» Τα χείλη του έγιναν μια ίσια γραμμή. «Εννοείς ότι προσπαθούσες να τον συγκαλύψεις. Σε κάθε περίπτωση, η οργάνωση του γραφείου του καθηγητή Σράντερ είναι ευθύνη της προσωπικής βοηθού του. Γιατί κάνεις εσύ τη δουλειά της Τζάνετ Μακένζι;» Η Κέιτ κατέπνιξε την οργή της. Είχε προηγούμενη, οδυνηρή εμπειρία της αναισθησίας του. Ήξερε ότι δεν ήταν του χαρακτήρα του οι αβρότητες. Αλλά την αναστάτωσε η συνειδητοποίηση ότι είχε καταφέρει μονάχα να καταπνίξει, και σε καμία περίπτωση να νικήσει, τα αισθήματα της ανασφάλειας και του φόβου που τη στοίχειωναν από παιδί. Η εκρηκτική είσοδος του Νέιθαν για άλλη μια φορά στη ζωή της επανέφερε με τέτοια αστραπιαία ταχύτητα τους παλιούς τρόπους με τους οποίους αντιμετώπιζε τα προβλήματά της, ώστε ένιωσε τρόμο. Έπρεπε ν’ αντισταθεί στην παρόρμηση να του επιτεθεί. «Η Τζάνετ αντιμετωπίζει κάποια οικογενειακά προβλήματα» άρχισε να λέει με επιφυλακτική αυτοσυγκράτηση.
«Πόσο καιρό απουσιάζει από τη δουλειά;» «Σχεδόν μία εβδομάδα.» Έγειρε το κορμί της μπροστά. «Αλλά η κόρη της περιμένει παιδί! Έχει άσχημη εγκυμοσύνη και δεν έχει κανέναν άλλον εκτός από την Τζάνετ για να τη βοηθήσει, επειδή η Μάντι έχει άλλα δύο παιδιά και ο άνδρας της είναι στο Ναυτικό…» Ο Νέιθαν τη διέκοψε κουνώντας το χέρι του στον αέρα. «Ενημέρωσε εσένα, ή κανέναν άλλον, ότι θα απουσίαζε για μία εβδομάδα;» «Εφόσον απέλυσες τον καθηγητή Σράντερ, δεν υπάρχει κανένας άλλος για να ενημερώσει.» Η Κέιτ δεν μπορούσε να κρύψει την αγανάκτηση από τη φωνή της τώρα. Παρ’ όλο που δε γνώριζε την Τζάνετ όσο καιρό γνώριζε τον καθηγητή Σράντερ, είχε αδυναμία στη μεγαλύτερη γυναίκα και δεν ήθελε να απογοητεύσει κανέναν από τους φίλους της αποκαλύπτοντας το χάος που της είχαν αφήσει να τακτοποιήσει. Τα μάτια του άστραψαν στιγμιαία. «Αξιέπαινη η αφοσίωσή σου, όμως οι δικαιολογίες σου είναι για κλάματα» της είπε ψυχρά. «Η Τζάνετ Μακένζι είχε τα στοιχεία μου. Θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί μου, να ζητήσει παρατεταμένη άδεια και να φροντίσει να βρει αντικαταστάτη. Όσο για τον Αρμάν Σράντερ, είναι ένας άρρωστος άνθρωπος και θα έπρεπε να είχε συνταξιοδοτηθεί εδώ και μήνες.» Η Κέιτ κατάπιε τα λόγια θυμού που ήθελε να ξεστομίσει. Αυτό που είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή ήταν μια καρδιά κι ένα μυαλό το ίδιο ανελέητα με του Νέιθαν Κίνκεϊντ και όχι θερμοκέφαλες απαντήσεις που θα την έκαναν να μοιάζει με υστερικό σχολιαρόπαιδο. «Δε γνωρίζω από πού κρατάει η σκούφια σου, κύριε Κίνκεϊντ» είπε ψέματα «αλλά από κει που κατάγομαι εγώ, η αφοσίωση δεν είναι απλώς “αξιέπαινη”» έκανε τη λέξη ν’ ακουστεί βρόμικη «ή κάποιο… εμπόρευμα που μπορείς να πουλήσεις στο χρηματιστήριο. Είναι επιβίωση. Είναι να βοηθάς τους φίλους σου να στέκονται στα πόδια τους, να τους βοηθάς να επιμένουν να συνεχίζουν και να μην τους παρατάς στην τύχη τους.» Σταμάτησε απότομα, με την ανάσα της να βγαίνει γρήγορη και κοφτή. Η αναπάντεχη λάμψη θαυμασμού που είδε στα μάτια του Νέιθαν διαλύθηκε γρήγορα από το σφίξιμο στα χείλη του. «Σκέφτηκες ποτέ ότι βοηθώντας αυτό τον ηλικιωμένο άνδρα να στέκεται στα πόδια του, του έκανες περισσότερο κακό παρά καλό; Ότι τον υπέβαλλες σε περισσότερη πίεση απ’ όση άντεχε;» Συγκλονισμένη, η Κέιτ ανέβασε το χέρι στο λαιμό της. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ να λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας, ώστε είχε ωθήσει τον καθηγητή Σράντερ στο χείλος της κατάρρευσης; «Ξέρω ότι δεν είσαι γιατρός» συνέχισε εκείνος σκληρά «όμως είδα από το βιογραφικό σου ότι είσαι μια ικανοποιητικά καταρτισμένη ψυχολόγος. Δεν αντιλήφθηκες ότι η υγεία του εξασθενούσε;» Ενώ ένα κομμάτι του εαυτού της έψαχνε μέσα της να βρει απαντήσεις, επανεξετάζοντας τη σχέση της με τον καθηγητή Σράντερ, η Κέιτ ανακάλυψε τον επαγγελματία εαυτό της να παρατηρεί το Νέιθαν, ο οποίος με μια ώθηση απομακρύνθηκε απ’ το γραφείο. Πλησίασε τον ψύκτη με τα ροδάκια που η Κέιτ είχε μεταφέρει από το διάδρομο μέσα στο γραφείο το απόγευμα, όταν έκανε υπερβολική ζέστη. Εκπαιδευμένη να ερμηνεύει λεπτές αποχρώσεις της φωνής και της γλώσσας του σώματος, σκέφτηκε ότι, παρ’ όλο που οι κατηγορίες του απευθύνονταν σ’ εκείνη, η οργή που διέτρεχε σαν
ατσαλένιο σύρμα τη φωνή του είχε στόχο τον εαυτό του. Ο Νέιθαν γέμισε με νερό ένα χάρτινο κύπελλο, έριξε πίσω το κεφάλι και το ήπιε με μεγάλες γουλιές. Το μπρούτζινο προφίλ του γυάλιζε κάτω από τα φώτα, οι κινήσεις του ήταν δυνατές και ταυτόχρονα ευέλικτες, σαν κινήσεις χορευτή. Όταν εκείνος στράφηκε πάλι προς το μέρος της, η Κέιτ είδε ότι παρά το μυώδες κορμί του, αυλακιές εξάντλησης χαράκωναν τις γωνίες του στόματός του. Το γαλάζιο των ματιών του είχε αποκτήσει τώρα ένα αδιαπέραστο βαθυγάλανο χρώμα, σαν τα νερά της λίμνης μια αφέγγαρη βραδιά. Η πρώτη εντύπωσή της ήταν λανθασμένη, συνειδητοποίησε χωρίς ειρμό. Ήταν ένας όμορφος άνδρας, όμως το «όμορφος» ήταν πολύ αβρή περιγραφή για τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του, τη γαμψή μύτη και το θεληματικό πιγούνι. Ακόμη και κάτω από τα σκληρά και κοντά γένια, τα χαρακτηριστικά του διακρίνονταν έντονα και κοφτά, σαν τους ηφαιστειακούς βράχους που είχαν σφηνωθεί μέσα στο χώμα των λόφων που περιέβαλλαν τη Ροτορούα. Αφού στράγγιξε το κύπελλο από το περιεχόμενό του, ο Νέιθαν το κράτησε χαλαρά στ’ ακροδάχτυλά του, χτυπώντας ανάλαφρα τη βάση του πάνω στο μηρό του. «Αυτό το κτίριο μοιάζει με φούρνο» είπε εκνευρισμένα. «Δεν υπάρχει κλιματισμός;» «Χάλασε χθες.» «Μαζί με όλα τ’ άλλα, όπως φαίνεται.» «Κάλεσα ήδη τους τεχνικούς. Υποσχέθηκαν να έρθουν τη Δευτέρα.» Την κοίταξε βλοσυρά. «Μήπως περιμένει μωρό και η κόρη του επιστάτη; Το λέω επειδή τα μωρά φαίνεται να έχουν τον πρώτο λόγο εδώ πέρα.» Λες και ήταν συνεννοημένη, η Ζόι κλαψούρισε απ’ το διπλανό δωμάτιο. «Με συγχωρείς.» Η Κέιτ σηκώθηκε αστραπιαία. Είδε ότι εκείνος, αφού πέταξε το χάρτινο κύπελλο στο καλάθι των αχρήστων, την ακολούθησε όταν βγήκε βιαστικά στο μισοφωτισμένο διάδρομο. Το χνούδι στον αυχένα της ορθώθηκε. Ήταν δύσκολο να αποδιώξει την αίσθηση ότι την ακολουθούσε ένα μεγάλο, αρπακτικό ζώο. «Ο επιστάτης βρίσκεται σε διακοπές» τον πληροφόρησε στρέφοντας το κεφάλι της προς το μέρος του, ενώ άνοιγε την πόρτα του γραφείου της. «Είχε κάνει κράτηση γι’ αυτή την εβδομάδα και όλα δούλευαν τέλεια όταν έφυγε. Φταίει που συνήθως δεν κάνει τόση ζέστη αυτή την εποχή και η εταιρεία με τους τεχνικούς έχει υπερβολικό φόρτο εργασίας.» Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να ορμήσει μέσα στο γραφείο και κατόπιν να κλείσει και να αμπαρώσει την πόρτα πίσω της. Αντ’ αυτού, έψαξε με το χέρι της το διακόπτη για το φως, καθώς το κλάμα της Ζόι γινόταν ολοένα και πιο επίμονο. Αντί όμως για το κρύο πλαστικό, τα δάχτυλά της άγγιξαν τη ράχη ενός ζεστού ανδρικού χεριού. Λαμπτήρες φθορισμού τρεμόπαιξαν και πλημμύρισαν με φως το δωμάτιο. Η Κέιτ είδε μια λάμψη από γαλάζιο της αλκυόνας ανάμεσα σε μαύρα σαν το κάρβουνο ματοτσίνορα, προτού αποτραβήξει το χέρι της και πλησιάσει βιαστικά το πάρκο για μωρά στη γωνία του δωματίου. Έσκυψε για να πάρει αγκαλιά τη Ζόι, με τα ακροδάχτυλά της να έχουν ακόμα την ανάμνηση από τις τεντωμένες κλειδώσεις που τρίφτηκαν στην επιδερμίδα της.
«Σσς, Ζο-Ζο.» Με την πλάτη γυρισμένη στον Κίνκεϊντ, προσπάθησε να ησυχάσει τη Ζόι, φιλώντας το αφράτο μάγουλο του μωρού και διώχνοντας τις χάλκινες μπούκλες από το μέτωπό του. Όπως συνέβαινε πάντοτε όταν βρισκόταν με τη Ζόι, ο νους της έτρεξε στο δικό της παιδί, που θα έπρεπε να είχε φτάσει στην εφηβεία τώρα πια. Σφάλισε τα μάτια και εισέπνευσε την ιδιαίτερη μυρωδιά της Ζόι από πούδρα, λάδι για μωρά και… υγρομάντιλα. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, η Ζόι έβαλε το λιλιπούτειο αντίχειρα στο στόμα της, πνίγοντας τον επόμενο λυγμό, και κοίταξε διστακτικά πάνω από τον ώμο της Κέιτ. Ο αντίχειρας βγήκε από το στόμα με ένα «πλοπ» και το στρουμπουλό χεράκι κουνήθηκε. «Μπα-μπά;» ψέλλισε. Η καρδιά της Κέιτ έκανε το γνωστό πλέον σκίρτημα. «Όχι, αγάπη μου. Αυτός είναι ο κύριος Κίνκεϊντ.» Μακάρι ο Μαξ να περνούσε περισσότερο χρόνο με την κόρη του. Τελευταία, όποιος άνδρας έμοιαζε έστω κι ελάχιστα με τον πατέρα της Ζόι, εκείνη τον φώναζε «μπα-μπά». «Γεια σου, Ζόι.» Ξαφνιασμένη από την τρυφερότητα στη φωνή του Νέιθαν, η Κέιτ έκανε μεταβολή. Η Ζόι στριφογύρισε στην αγκαλιά της σαν κοντό, στρουμπουλό χέλι, αποφασισμένη να μη χάσει την οπτική επαφή με τον καινούριο κι ενδιαφέροντα επισκέπτη, κι έτσι η Κέιτ αναγκάστηκε να τη στηρίξει στο γοφό της. Κοιτούσαν και οι δυο τους τον Κίνκεϊντ αμίλητες. Η καρδιά της Κέιτ σφίχτηκε. Τα πράγματα δεν εξελίσσονταν σύμφωνα με το σχέδιο. Θα έπρεπε να είχε υποβάλει την παραίτησή της όταν ανακάλυψε ότι ο Νέιθαν είχε αγοράσει τη Δεύτερη Ευκαιρία. Τώρα πια δεν είχε απελπιστική ανάγκη τα χρήματα όπως άλλοτε. Όμως αγαπούσε τη δουλειά της και κατά κάποιον τρόπο πίστευε ότι θα απογοήτευε το δόκτωρ Σράντερ αν παραιτούνταν. Θα απογοήτευε και τον ίδιο της τον εαυτό, αναλογιζόταν τώρα, αν επέτρεπε σ’ ένα άσχημο, παιδιάστικο περιστατικό να επηρεάσει αρνητικά την καριέρα της. Ό,τι κι αν είχε συμβεί στο παρελθόν, τώρα πια ήταν ενήλικη κι όχι ένα τρομαγμένο παιδί που πήγαινε γυρεύοντας για καβγά. Το θέμα ήταν ότι η Δεύτερη Ευκαιρία ανήκε πλέον στο Νέιθαν Κίνκεϊντ κι αν εκείνος ήθελε να την γκρεμίσει και να χτίσει στη θέση της ένα τουριστικό συγκρότημα, ή να εξελίξει τη σχολή και να τη μετατρέψει σ’ ένα μοναδικό στο είδος του κέντρο μάθησης, που η ίδια ήξερε ότι μπορούσε να γίνει, ήταν δικό του θέμα. Και μέχρι εκείνη –ή εκείνος– να άλλαζε γνώμη, θα παρέμενε υπάλληλός του και θα έπρεπε να σέβεται αυτή τη σχέση. Αποτράβηξε το βλέμμα της από το Νέιθαν, το κάρφωσε στο γεμάτο λακκάκια χέρι της Ζόι και φίλησε τα δάχτυλά της, που έμοιαζαν με αστερία. «Μπα-μπά;» είπε πάλι η Ζόι. Κοιτώντας τον λοξά μέσα από τις βλεφαρίδες της, η Κέιτ σκέφτηκε ότι μάλλον υπήρχαν μερικές ομοιότητες –και ο Μαξ είχε γαλάζια μάτια και μαύρα μαλλιά–, αλλά ο Κίνκεϊντ ήταν ψηλότερος και με φαρδύτερη πλάτη. Το γαλάζιο των ματιών του ήταν εντονότερο και η φυσική παρουσία του πολύ επιβλητικότερη από εκείνη του ανέμελου νεαρού αδελφού της. Ο Κίνκεϊντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Απάντησε ευθαρσώς, σα να ήταν σημαντικό για εκείνον να καταλάβει το μικρό κοριτσάκι αυτό που του έλεγε. «Δεν είμαι ο μπαμπάς σου, Ζόι.»
Τη Ζόι την έπιασε λόξιγκας, έχωσε τον αντίχειρα πάλι μέσα στο στόμα κι έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο της Κέιτ. Η Κέιτ αγκάλιασε το μωρό, βρίσκοντας παρηγοριά στη ζεστασιά που την έκανε να νιώθει το κορμάκι του. «Τι δουλειά κάνει ο αδελφός σου;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Είναι ηθοποιός.» Η Κέιτ έδωσε στη Ζόι το αγαπημένο της παιχνίδι, ένα κουρελιασμένο, όλο πιτσιλιές ζώο, το οποίο έμοιαζε με διασταύρωση καμηλοπάρδαλης και γαϊδάρου. Κατόπιν, άπλωσε το χέρι της στο σακβουαγιάζ που βρισκόταν πάνω στο γραφείο της κι άρχισε να ψάχνει μια καθαρή πάνα. Αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν ο Κίνκεϊντ. Το γραφείο της συνήθως ήταν καθαρό και τακτοποιημένο, όμως η Ζόι είχε πετάξει όλα τα παιχνίδια της στο πάτωμα προτού αποκοιμηθεί και δυο τρία από τα αγαπημένα της παραμύθια ήταν σκορπισμένα πάνω στο μεξικάνικο κιλίμι, μπροστά από το γραφείο της Κέιτ. Η Κέιτ έπιασε με την άκρη του ματιού της κάτι τιρκουάζ, που την έκανε να κοκκινίσει. Διακινδύνευσε να ρίξει μια κρυφή ματιά στο Νέιθαν. Αν εκείνος είχε παρατηρήσει το μικροσκοπικό μπικίνι που είχε απλώσει νωρίτερα στη ράχη της καρέκλας για να στεγνώσει, το πρόσωπό του δε φανέρωνε κάποια αντίδραση. «Συνηθίζεται να καλούν τους ηθοποιούς για δουλειά απροειδοποίητα;» ρώτησε αδιάφορα. «Ο Μαξ είναι ένα είδος αντικαταστάτη του αντικαταστάτη. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της τελευταίας ταινίας του, πήγε σε οντισιόν μα δεν κατάφερε να πάρει κάποιο ρόλο σ’ ένα σπουδαίο νέο θεατρικό έργο που κάνει περιοδεία σε όλη τη χώρα. Έτσι, ήρθε με τη Ζόι από το Όκλαντ, για να μείνουν μαζί μου λίγες ημέρες. Αλλά ο πρωταγωνιστής του έργου και ο αντικαταστάτης του αρρώστησαν από κάποιον πολύ επικίνδυνο ιό γρίπης. Ο ατζέντης του Μαξ τηλεφώνησε σήμερα το πρωί για να δει αν ήταν ελεύθερος. Είναι φανταστική ευκαιρία για εκείνον.» Μη νιώθοντας άνετα με την κοντή φούστα και το στράπλες μπούστο που φορούσε, η Κέιτ γύρισε την πλάτη στον Κίνκεϊντ και γονάτισε για ν’ αλλάξει τη Ζόι. Έτσι κι αλλιώς όμως, εκείνος είχε απομακρυνθεί μερικά βήματα και της είχε γυρίσει την πλάτη. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο την πόλη της Ροτορούα, που διαγραφόταν από τα φώτα που κεντούσαν το σκοτάδι στην άλλη πλευρά της λίμνης. «Και η μητέρα της Ζόι;» «Η Χάριετ είναι μακιγιέζ. Βρίσκεται σε κάποια περιοχή της Αυστραλίας τις τελευταίες τρεις εβδομάδες. Θα φτάσει αεροπορικώς στη Ροτορούα αύριο το απόγευμα. Ανάλογα με το πώς θα τα πάει ο Μαξ στο έργο, εκείνη και η Ζόι μπορεί να μείνουν μαζί μου μερικές ημέρες, ή μπορεί να πάνε στο Όκλαντ, για να είναι μαζί με το Μαξ.» Η Ζόι πέταξε το παιχνίδι και γκρίνιαξε για να της το φέρει κάποιος. Η Κέιτ τύλιξε τη βρεγμένη πάνα σε μια πλαστική σακούλα, για να την πάρει στο σπίτι και να την πετάξει. «Είσαι πάντα διαθέσιμη για να προσέχεις το μωρό;» «Όχι πάντα. Όμως συνήθως βρίσκω κάποιον να τη φροντίσει αν δεν μπορώ εγώ.» Ο Νέιθαν γύρισε να την κοιτάξει. «Σίγουρα ο αδελφός σου δεν περιμένει ότι θα προσέχεις τη Ζόι όταν εργάζεσαι;» «Μου αρέσει πολύ να τη φροντίζω» επέμεινε η Κέιτ κατεβάζοντας το κίτρινο τιραντέ μπλουζάκι
με τα βολάν της Ζόι μέχρι κάτω και βάζοντάς τη πάλι στο γοφό της. «Εξάλλου» συνέχισε με επαναστατικό ύφος «σήμερα δεν είναι επίσημα εργάσιμη μέρα.» Εκείνος συνέχισε σα να μην την είχε ακούσει. «Η Δεύτερη Ευκαιρία διαθέτει παιδικό σταθμό;» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ο καθηγητής Σράντερ είχε παλιομοδίτικες αντιλήψεις σχετικά με τη φροντίδα των παιδιών. Πίστευε ότι μωρά και μελέτη δεν πάνε μαζί. Του είχα μιλήσει για έναν παιδικό σταθμό και είχε συμφωνήσει στην αρχή –είχε καταγράψει μέχρι και την πολιτική λειτουργίας του σταθμού–, όμως συνεχώς ανέβαλλε τη δημιουργία του.» Ο Κίνκεϊντ την παρατηρούσε σιωπηλός, σα να ήταν ένα αίνιγμα που δεν μπορούσε να λύσει. Η καρδιά της Κέιτ άρχισε πάλι να κάνει τα δικά της. Είχε αγωνιστεί σκληρά για να φτάσει εκεί που είχε φτάσει. Της προκαλούσε τρόμο η συνειδητοποίηση ότι αυτό το φάντασμα από το παρελθόν μπορούσε να την αναστατώνει τόσο πολύ με το σέξι στόμα και το άγρυπνο γαλάζιο βλέμμα. Τα επόμενα λόγια του την τάραξαν ακόμη περισσότερο. «Δε θα ’πρεπε να βρίσκεσαι εδώ τόσο αργά τη νύχτα.» Ο τόνος της φωνής του ήταν απρόσωπος, όπως όταν είχε μιλήσει για τη Ζόι, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η Κέιτ δε θα παρερμήνευε το επαγγελματικό ενδιαφέρον του για κάτι πιο προσωπικό· όμως το ενδιαφέρον του την εξέπληξε. «Η κλειδαριά στην εξωτερική πύλη είναι τόσο παλιά που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τη σπάσει. Έφτασα μέχρι την πόρτα σου κι εσύ προφανώς δε με είχες ακούσει, παρά μόνο όταν ήμουν έτοιμος να μπω μέσα στο γραφείο.» Η αυτόματη αντίδρασή της ήταν να τον διαβεβαιώσει απερίφραστα ότι μπορούσε να φροντίσει μια χαρά τον εαυτό της. Είχε αρκετή πείρα. Αλλά ποτέ δε θα έθετε σκόπιμα τη Ζόι σε κίνδυνο. Η αλήθεια ήταν ότι την είχε απορροφήσει τόσο πολύ η δουλειά της το απόγευμα, που το σκοτάδι έπεσε προτού εκείνη το καταλάβει. «Ήρθα εδώ το πρωί, μα δεν είχα σκοπό να μείνω μέχρι τόσο αργά» του εξήγησε. «Εργάζομαι συχνά τα Σάββατα, που είναι ήσυχη η σχολή. Ο ατζέντης του Μαξ τηλεφώνησε σήμερα το πρωί κι έτσι μου έφερε τη Ζόι νωρίς το μεσημέρι. Έκανε τόση ζέστη που δεν μπορούσα να την κοιμίσω, κι έτσι περάσαμε καμιά ώρα μέσα στην πισίνα. Όταν τελικά αποκοιμήθηκε, σκέφτηκα να το εκμεταλλευτώ κι άρχισα να οργανώνω τα αρχεία του καθηγητή Σράντερ. Ειλικρινά, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο αργά, παρά μόνο όταν μπήκες εσύ μέσα στο γραφείο.» Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα όταν θυμήθηκε σε τι στάση την είχε βρει. Ένας μυς τρεμόπαιξε κάτω από τα κοντά γένια του. Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του. «Δεν είχες ενεργοποιήσει το συναγερμό;» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Θα πρέπει να τη νόμιζε για εντελώς ανίκανη. Παρ’ όλο που είπε στον εαυτό της ότι δεν έδινε δεκάρα για το τι νόμιζε εκείνος, ήξερε πόσο απελπισμένα ήθελε να του κάνει μια θετική πρώτη εντύπωση. Μπορεί να ήταν τρελό, όμως αν ο Κίνκεϊντ είχε έστω και μια ανάμνηση από κείνη, ήθελε να του δείξει πόσα πράγματα είχε καταφέρει στη ζωή της. Το βλέμμα που της έριξε ήταν μάλλον σκεφτικό παρά επικριτικό. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ασχολείσαι εσύ τόσο πολύ με τα διοικητικά θέματα εδώ πέρα.»
«Όταν ήμουν φοιτήτρια, παρακολούθησα κάποια μαθήματα γραμματειακής υποστήριξης και διοίκησης επιχειρήσεων. Η δουλειά γραφείου ήταν πολύ πιο επικερδής από εκείνη της σερβιτόρας και χρειαζόμουν χρήματα για να πληρώνω τα δίδακτρα του πανεπιστημίου. Εργαζόμουν συχνά ως βοηθός του καθηγητή Σράντερ στις διακοπές.» Η προσοχή του οξύνθηκε. «Γνωρίζεις τον καθηγητή πολύ καιρό;» Η Κέιτ κατένευσε. «Είναι σίγουρο ότι είχε προσλάβει διαχειριστή πλήρους απασχόλησης εδώ;» Η Κέιτ μάσησε το χείλος της. «Έφυγαν.» Τα μαύρα φρύδια του ανασηκώθηκαν. «Δεν ήταν μόνο ένας;» «Όχι, δύο ήταν. Ο δεύτερος παραιτήθηκε τον περασμένο μήνα. Έχω έφεση στους αριθμούς» είπε εκείνη βλέποντάς τον να συνοφρυώνεται. «Αν ο καθηγητής Σράντερ με είχε ενημερώσει νωρίτερα πόσο δυσκολευόταν με τη διοίκηση της σχολής, μπορεί να είχα παρέμβει νωρίτερα και να τον είχα γλιτώσει από…» «Από;» την παρότρυνε εκείνος. Θα έπρεπε να είχε μετρήσει μέχρι το δέκα προτού ανοίξει το στόμα της, αλλά οι παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται, κι έτσι έκανε κατά μέτωπο επίθεση. «Υποθέτω ότι η ευγενική έκφραση είναι ότι εξαναγκάστηκε να κάνει κάτι που δεν ήθελε.» Η επικίνδυνη λάμψη στα μάτια του την προειδοποίησε ότι η πρώτη επιλογή ήταν σοφότερη. «Και η αγενής έκφραση;» Η Κέιτ άνοιξε το στόμα της. Και το ξανάκλεισε. Αντιλήφθηκε ταραγμένη ότι κατά κάποιον τρόπο προσπαθούσε να τον προκαλέσει σε σύγκρουση. Τι ειρωνεία, σκέφτηκε. Η επιτυχημένη ψυχολόγος έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα που είχε συμβουλεύσει τόσες πολλές γυναίκες να μην κάνουν. Ποια θα ήταν η αντίδρασή της, αναρωτήθηκε, αν δεν είχε συναντήσει ποτέ στο παρελθόν τον Κίνκεϊντ; Αν εκείνος δεν είχε ξυπνήσει γλυκόπικρες αναμνήσεις μιας εποχής που εκείνη είχε πασχίσει σκληρά να ξεχάσει; Εξετάζοντας με τιμιότητα τα κίνητρά της, ήξερε ότι αν δεν είχε υπάρξει εκείνο το οδυνηρό παρασκήνιο της σχέσης τους, η αντίδρασή της απόψε θα ήταν εντελώς διαφορετική. Όφειλε να παραδεχτεί ότι εκείνος είχε φερθεί αρκετά έντιμα απ’ όλες τις απόψεις. «Αυτό που είπα ήταν αδικαιολόγητο» απολογήθηκε η Κέιτ με ειλικρίνεια «αλλά ο καθηγητής είναι καλός φίλος κι ανησυχώ για κείνον.» Ο Νέιθαν μάλλον θα της είχε απαντήσει κάτι, αλλά η Ζόι, περιφρονώντας την μπανάνα που της πρόσφερε η Κέιτ, είχε αρχίσει να σαλεύει νευρικά, να κλαίει και να χτυπά τις φτέρνες της με δύναμη πάνω στην Κέιτ. Σα να αναγνώρισε τη δυσκολία τού να συζητήσουν παρουσία ενός μωρού που έκλαιγε, ο Νέιθαν είπε:
«Υπάρχουν ένα σωρό δουλειές που πρέπει να γίνουν εδώ, όμως θα τις δούμε τη Δευτέρα το πρωί. Τώρα είμαι κουρασμένος απ’ το ταξίδι και τη διαφορά της ώρας και νομίζω ότι κι εσύ πρέπει να πας τη Ζόι στο σπίτι. Έλα, θα σε βοηθήσω να τα κουβαλήσεις όλα αυτά.» Η Κέιτ εντυπωσιάστηκε με την ευκολία που ο Νέιθαν έκλεισε το πτυσσόμενο πάρκο και μάζεψε βιβλία και παιχνίδια, ενώ εκείνη στεκόταν παράμερα λικνίζοντας στο γοφό της τη Ζόι που γκρίνιαζε. Ίσως να είχε δικά του παιδιά, σκέφτηκε. Ίσως και μια σύζυγο. Η σκέψη αυτή της προκάλεσε ανεξήγητη στεναχώρια. Όταν εκείνος έσκυψε για να μαζέψει την πλαστική βαρκούλα με την οποία έπαιζε στην πισίνα η Ζόι, η Κέιτ κατάφερε να γλιστρήσει με τρόπο το μπικίνι στην τσέπη του τζιν μπουφάν της, που ήταν κρεμασμένο πίσω από την πόρτα. Τύλιξε τη Ζόι με το μπουφάν μέχρι να φτάσουν στην μπροστινή πύλη. Είδε το κόκκινο αυτοκίνητό της λουσμένο σε μια λίμνη φωτός κι ένα μαύρο SUV, που πρέπει να ήταν του Νέιθαν, να γυαλίζει μέσα στις σκιές, και συνειδητοποίησε ότι τουλάχιστον τα φώτα ασφάλειας στο χώρο στάθμευσης λειτουργούσαν κανονικά. Μια βροντή ακούστηκε νότια στους λόφους, αλλά ο αέρας ήταν υγρός κι ασάλευτος. Οι θάμνοι που περιέβαλλαν τους λόφους διέκοπταν την αστροφώτιστη γραμμή του ορίζοντα, αναδίδοντας το ανεπαίσθητο άρωμα νοτερής γης και την ευωδιά της νέας βλάστησης. Η Κέιτ κρέμασε το τζιν μπουφάν της απ’ το άγκιστρο στην οροφή του αυτοκινήτου και βάλθηκε να ασφαλίσει τη Ζόι στο κάθισμα, τυλίγοντάς τη χαλαρά στην ειδική κουβερτούλα για μωρά που είχε στο αυτοκίνητο γι’ αυτόν το σκοπό. «Κάτι έπεσε από την τσέπη του μπουφάν σου» άκουσε το Νέιθαν να λέει πίσω της. «Μοιάζει με φλασάκι για ηλεκτρονικό υπολογιστή.» Τα δάχτυλα της Κέιτ μαρμάρωσαν κάτω από το πιγούνι της Ζόι. Ξέροντας ότι ο Νέιθαν ήταν απασχολημένος να τακτοποιεί μερικά από τα συμπράγκαλα της Ζόι, έκανε ένα βήμα πίσω και μεταβολή για να πιάσει το στικ μνήμης με το κόκκινο καπάκι που ήταν πεσμένο κάτω στα χαλίκια, κοντά στα πόδια της. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να σκύψει και να το αρπάξει προτού το πιάσει εκείνος. Ευτυχώς που ο Νέιθαν το είχε δει να πέφτει έγκαιρα, ώστε να το μαζέψει. Θα ήταν ντροπή αν εκείνος ή κάποιος άλλος από τη Δεύτερη Ευκαιρία είχε ανακαλύψει την προσεκτικά δομημένη βάση δεδομένων, η οποία θα εξασφάλιζε το μέλλον της. Το ύφασμα του πουκαμίσου του τσιτώθηκε στους φαρδιούς ώμους του όταν έσκυψε να πιάσει το φλασάκι και η καρδιά της Κέιτ σκίρτησε όταν τα μαλλιά του άγγιξαν ξυστά το γόνατό της, προτού εκείνος ορθώσει πάλι το κορμί του. «Δεν περιέχει πληροφορίες που έχουν σχέση με τη Δεύτερη Ευκαιρία» τον διαβεβαίωσε, παίρνοντας απ’ τα χέρια του το στικ με δάχτυλα που έτρεμαν κάπως. «Περιέχει μερικούς, εεε, γενεαλογικούς καταλόγους που έφτιαχνα την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος.» Αυτό δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια – τουλάχιστον, δε θα απείχε όταν θα έβρισκε το τέλειο ταίρι για κείνη στη ζωή. Έχοντας συναίσθηση ότι την περιεργαζόταν γεμάτος περιέργεια, αποφάσισε ότι η σιωπή ήταν η καλύτερη τακτική. Πίεσε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο του αυτοκινήτου που άνοιγε αυτόματα το πορτμπαγκάζ κι έβαλε μέσα το πάρκο και το σακβουαγιάζ.
Προτού καθίσει στη θέση του οδηγού, η Κέιτ στράφηκε να κοιτάξει το Νέιθαν. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, χαϊδεύοντας σαν πούπουλο ένα ένα σπόνδυλο. Το μισό πρόσωπό του φωτιζόταν και το άλλο μισό ήταν γεμάτο σκιές από τις λάμπες του χώρου στάθμευσης, μια συμφωνία σκότους και φωτός. Σα σκίτσο σχεδιασμένο με κάρβουνο πάνω σε λευκό χαρτί, ήταν το αποκορύφωμα των αντιθέσεων. Το σμιλεμένο περίγραμμα του άνω χείλους του ακύρωνε τον προκλητικό αισθησιασμό του κάτω χείλους του, το ευλύγιστο κορμί και οι χαλαρές κινήσεις του έρχονταν σε αντίθεση με τη διαρκή εγρήγορση στην οποία βρισκόταν, σα να ήταν αρπακτικό της ζούγκλας. Ο άκρατος σεξουαλισμός του την τραβούσε σα μαγνήτης κοντά του και την ίδια στιγμή την έδιωχνε μακριά του, σαν τις δυνάμεις που δημιουργούσαν την άμπωτη και την πλημμυρίδα. Το χέρι της σκαρφάλωσε στο λαιμό της κι ένιωσε το σφυγμό της να χτυπάει σαν τρελός κάτω από τα δάχτυλά της. «Εγώ… λυπάμαι για…» έκανε μια αόριστη κίνηση προς το πανεπιστημιακό κτίριο. Παραξενεύτηκε που έχανε τα λόγια της. Είχε κρύψει την απερίσκεπτη συμπεριφορά του παρελθόντος κάτω από το προσωπείο της συγκροτημένης γυναίκας, είχε γυαλίσει την επιφάνεια και λειάνει τις γωνίες, ώστε να παρουσιάζει στον κόσμο ένα πρόσωπο γεμάτο αυτοπεποίθηση κι αισιοδοξία. Συνήθιζε να δίνει γρήγορες απαντήσεις και όχι να ψελλίζει δικαιολογίες. «Θα τα πούμε τη Δευτέρα.» Το στόμα του πήρε μια έκφραση που θα μπορούσε να μοιάζει με χαμόγελο και η Κέιτ κατάλαβε ότι είχε μπλέξει άσχημα. Αν ποτέ τής έκανε τη χάρη να της χαμογελάσει με την καρδιά του, μπορεί να ράγιζε τη δική της για άλλη μια φορά. ***
Ο Νέιθαν πέταξε το σκέπασμα του υπνόσακου, φόρεσε ένα φαρδύ βαμβακερό παντελόνι και βγήκε στη βεράντα. Η αύρα που έφτανε από τη λίμνη δρόσισε το φλογισμένο κορμί του, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν το σκληρό δάπεδο ή η ζεστή βραδιά που του στερούσε τον ύπνο. Η ανάμνηση του σαγηνευτικού κορμιού της Κέιτ Σάμερς του προκαλούσε ένα γλυκό πόνο. Το αίμα ορμούσε καυτό στις φλέβες του όταν έφερνε στο νου την εικόνα των γυναικείων καμπύλων της τυλιγμένων στις λωρίδες εκείνου του τιρκουάζ μαγιό που είχε δει στο γραφείο της. Είχε ακόμα στα ρουθούνια του τη μυρωδιά της, διακριτική και δροσερή σα βιολέτες μετά τη βροχή. Θυμήθηκε τους γοφούς της να τρίβονται πάνω στο κορμί του τότε που εκείνη γύρισε απότομα σαν τρομαγμένη γάτα μόλις εκείνος άναψε το φως στο γραφείο της. Το ένστικτό του του έλεγε ότι δεν ήταν στη φύση της να το βάζει στα πόδια. Είχε διακρίνει το θυμό που εκείνη είχε φροντίσει να κρύψει γρήγορα όταν επέκρινε την προσωπική βοηθό του επειδή έλειπε. Θαύμασε την αυτοκυριαρχία της και τη σφοδρότητα με την οποία είχε υπερασπιστεί τον Αρμάν και την Τζάνετ Μακένζι. Συνειδητοποίησε ότι δεν του είχε χαμογελάσει ούτε μία φορά. Δεν είχε κάνει την παραμικρή απόπειρα να υιοθετήσει μια ψεύτικα ευχάριστη έκφραση για να τον καλωσορίσει, προκειμένου να συγκαλύψει την αμήχανη και δύσκολη θέση στην οποία είχε βρεθεί. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του, την έβλεπε μπροστά του – τα εκφραστικά σχιστά μάτια, σαν καστανόχρυσα πετράδια στη χρυσαφένια σαν του μελιού επιδερμίδα του προσώπου της, τα
σμιλεμένα ζυγωματικά και το θεληματικό πιγούνι, τη μικροσκοπική ουλή στη μια άκρη του σαρκώδους κάτω χείλους της… Ακούμπησε τα χέρια του πάνω στη γεροφτιαγμένη ξύλινη κουπαστή και κοίταξε πέρα στη λίμνη, ανίκανος να σταματήσει ν’ αναρωτιέται πού έμενε εκείνη κι αν κοιμόταν ή αν, όπως ο ίδιος, έμενε ξάγρυπνη… και για ποιο λόγο.
Κεφάλαιο Τρία Η Χάριετ σήκωσε τα μάτια από το περιοδικό όταν το επόμενο βράδυ η Κέιτ όρμησε σα σίφουνας στο σαλόνι. «Νωρίς γύρισες. Τι συνέβη; Τσακώθηκες με το καινούριο σου αγόρι;» Η Κέιτ έκανε μια γκριμάτσα. Η χθεσινοβραδινή καταστροφική συνάντηση που είχε με το Νέιθαν είχε ολοκληρωθεί με την αποκάλυψη που της είχε κάνει ο Σκιπ σχεδόν μισή ώρα νωρίτερα. «Μωρό μου, θέλω να σου πω κάνα δυο πραγματάκια» της είχε πει μόλις παρήγγειλαν το φαγητό τους. Αηδιασμένη ανακάλυψε ότι τα «κάνα δυο πραγματάκια» ήταν μια σύζυγος και δύο παιδιά. Για την Κέιτ ήταν εξίσου προδοτικό να θέτει κανείς σε κίνδυνο την ευτυχία και την ασφάλεια των παιδιών του όσο και να αθετεί τους γαμήλιους όρκους του. Δεν πήγαινε καν στο δημοτικό την πρώτη φορά που ο πατέρας της τους είχε παρατήσει, όμως η καρδιά της σφιγγόταν από πόνο κάθε φορά που θυμόταν το σάστισμα και το αφόρητο αίσθημα της απώλειας. Είχε παρατήσει το Σκιπ με τ’ αφτιά του να βουίζουν από το κόκκινο κρασί και τις ταλιατέλες με τις οποίες τον είχε περιλούσει. «Ευτυχώς που η σχέση μας δεν είχε προχωρήσει περά από έναν καφέ και καμιά δυο εξόδους για φαγητό» αποτελείωσε τη διήγηση, χοροπηδώντας πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, προσπαθώντας να βγάλει τις κόκκινες γόβες στιλέτο που φορούσε. Η Χάριετ χάιδεψε με το δάχτυλό της το χείλος του ποτηριού με το κρασί της, κοιτάζοντας την Κέιτ σκεφτικά. «Συγγνώμη που θα σε πληγώσω, αλλά για καθηγήτρια ψυχολογίας είσαι μάλλον μπουμπούνας.» «Αντικαταστάτρια καθηγήτρια ψυχολογίας» τη διόρθωσε η Κέιτ, πηγαίνοντας προς την καφετιέρα στην υπερσύγχρονη κουζίνα της, που τη διαχώριζε από το σαλόνι ένας καμπυλόγραμμος γρανιτένιος πάγκος δύο επιπέδων αρκετά φαρδύς, ώστε να εκτελεί και χρέη τραπεζιού. «Και μάλιστα προσωρινή. Και το καλό που σου θέλω να παρατήσεις το ύφος “σου τα ’λεγα εγώ”» αναφώνησε, χαμογελώντας απολογητικά πάνω από τον ώμο της. «Σου ζητώ συγγνώμη. Απλώς, είμαι έξαλλη!» Άρπαξε μια κούπα από το ντουλάπι. «Το βλέπω.» «Έδειχνε τόσο καλός.» Η Κέιτ γέμισε την κούπα με καφέ, πρόσθεσε κάνα δυο κουταλάκια ζάχαρη και τη μετέφερε στο σαλόνι, όπου άρχισε να χτυπά το γυμνό πέλμα της πάνω στο μπεζ χαλί. Η Χάριετ την κοίταξε με ανησυχία. «Βιάζεσαι υπερβολικά, Κέιτ. Δε δίνεις στον εαυτό σου αρκετό χρόνο για να γνωρίσει τους άλλους.» «Με το “άλλους” φαντάζομαι ότι εννοείς τους άνδρες. Ε, λοιπόν δεν έχω χρόνο για χάσιμο.» «Οι φεμινίστριες θα σ’ έκαιγαν ζωντανή, αν σ’ άκουγαν.»
«Νόμιζα ότι φεμινισμός σημαίνει να μπορείς να κάνεις ό,τι σ’ ευχαριστεί χωρίς ενοχές. Κι αυτό που ευχαριστεί εμένα είναι να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Πού είναι το κακό; Δεν είναι δα και τίποτα επαναστατικό.» «Ίσως όχι. Αλλά δεν είναι αυτό που ονειρεύονται οι περισσότερες νέες γυναίκες με καριέρα τον εικοστό πρώτο αιώνα.» «Αν μ’ ένοιαζε τι θέλουν ή τι πιστεύουν οι περισσότερες γυναίκες, ακόμα θα καθόμουν και θα έτρωγα τα νύχια μου σε μια ξεχασμένη από το Θεό πόλη στη μέση του πουθενά.» Η Κέιτ έριξε μια προσεκτική ματιά στη Χάριετ. «Με θεωρείς τρελή, έτσι δεν είναι;» «Απλώς δε σε καταλαβαίνω.» Η Χάριετ παράτησε το περιοδικό και η Κέιτ δίπλωσε το σφιχτοδεμένο κορμί της στον απέναντι καναπέ. «Τα έχεις όλα –μυαλό, ομορφιά, μια φανταστική δουλειά– κι εσύ θέλεις να τα παρατήσεις όλα για χάρη ενός άνδρα.» «Ναι, αμέ, γιατί όχι;» αντιγύρισε η Κέιτ. Το λευκό ύφασμα με τις κόκκινες σαν αίμα παπαρούνες στροβιλίστηκε γύρω από τους μηρούς της καθώς βολεύτηκε στα ιβουάρ μαξιλαράκια του καναπέ. Χαμογέλασε πονηρά στη σύντροφο του αδελφού της. «Εντάξει, έχεις δίκιο για το μυαλό και την ομορφιά…» Τα φρύδια της Χάριετ ανασηκώθηκαν τόσο που κόντεψαν να φτάσουν στις ρίζες των γυαλιστερών μαύρων μαλλιών της. «Μήπως πρέπει να υποκλιθώ στην εξοχότητά σου;» «… και η δουλειά καλή είναι.» Η Κέιτ τής έβγαλε τη γλώσσα. «Αλλά κατά βάθος θέλω περισσότερα στη ζωή μου από όμορφα ρούχα και μια σπουδαία καριέρα, όση ικανοποίηση κι αν μου δίνει η συγκεκριμένη δουλειά.» Σούφρωσε τα χείλη και φύσηξε τον καυτό καφέ μέσα στην κεραμική κωνική κούπα που κρατούσε, για να κρυώσει. «Δε θέλω απλώς έναν άνδρα. Θέλω κάτι… παραπάνω. Λατρεύω τα παιδιά. Πραγματικά μου αρέσει πολύ να φροντίζω τη Ζόι. Πιστεύω ότι θα γινόμουν καλή μητέρα. Λατρεύω την ιδέα μιας αρμονικής μικρής οικογένειας. Κοντεύω τα τριάντα, Χάριετ. Δε θέλω να περιμένω μέχρι το βιολογικό μου ρολόι να σταματήσει εντελώς να χτυπά.» Το βλέμμα της ταξίδεψε στα σκοτεινά νερά της λίμνης που λαμπύριζαν στο βάθος, πέρα από την έκταση πρασίνου στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της. Έπιασε πιο σφιχτά την κούπα του καφέ. «Δεν έχω το περιθώριο ν’ αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους…» Η φωνή της έγινε ψίθυρος. «Έχω ήδη χάσει ένα μωρό…» Η Χάριετ έγειρε μπροστά γεμάτη ενδιαφέρον κι άγγιξε το μπράτσο της Κέιτ. «Ο Μαξ μού έχει πει τι συνέβη. Θα πρέπει να ήταν αβάσταχτο για σένα.» Τα μάτια της Κέιτ φάνηκαν να ρουφάνε το σκοτάδι της λίμνης. Όταν δεν απάντησε, η Χάριετ συνέχισε προσεκτικά. «Γλυκιά μου, ξέρω ότι έχεις διδακτορικό στην ψυχολογία καιότι είσαι πολύ καλή ψυχολόγος, μα όταν πρόκειται για τα προσωπικά σου…» Άφησε τη φωνή της να σβήσει, κοιτάζοντας διστακτικά την Κέιτ. «Τι;» «Εσύ περισσότερο απ’ όλους με τη μόρφωση και το παρελθόν σου θα έπρεπε να γνωρίζεις ότι η ζωή δεν είναι ένα παζλ που μπορείς να ενώσεις τα κομμάτια του.»
Η Κέιτ ήπιε μια γερή γουλιά από τον καφέ της, νιώθοντας να της καίει το λαιμό καθώς κατάπινε. Κοίταξε τη Χάριετ με αποφασιστικό ύφος. «Μπορώ όμως να προσπαθήσω. Έχω δημιουργήσει ένα σύστημα λογικών σημείων· μην ανησυχείς, έχω προβλέψει ν’ αφήσω περιθώριο σφάλματος» πρόσθεσε όταν άκουσε το επιφώνημα έκπληξης που έβγαλε η Χάριετ. «Αν ένας άνδρας δεν πληροί τα κριτήρια που έχω θέσει τουλάχιστον κατά ογδόντα τοις εκατό, προφανώς δεν έχει τη στόφα του συζύγου – τουλάχιστον όχι του δικού μου συζύγου.» Τα μάτια της Χάριετ έγιναν πελώρια. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά. Αυτό είναι όντως τρελό!» Η Κέιτ ανασήκωσε τους ώμους. «Τα συνοικέσια αποτελούν θεσμό σε πολλούς πολιτισμούς. Απλώς εγώ το κάνω μόνη μου αντί ν’ αφήσω την οικογένειά μου να το κανονίσει για μένα.» Η σκέψη της χαοτικής οικογένειάς της να οργανώνει το παραμικρό την έκανε να χαμογελάσει άκεφα. «Έχω δημιουργήσει μια βάση δεδομένων με όλες τις αρετές που αναζητώ σ’ έναν άνδρα. Στη συνέχεια, τις ταιριάζω με τα δικά μου χαρακτηριστικά στοιχεία. Χρησιμοποιώ ένα αναγνωρισμένο τεστ για να βεβαιωθώ ότι αξιολογώ αντικειμενικά τον εαυτό μου. Το σύστημά μου βασίζεται στη στατιστική και όχι σε αυθαίρετες εικασίες» επέμεινε εύλογα. Είχε ασχοληθεί με την έρευνά της με την ίδια στοχοπροσήλωση που τη διέκρινε στις σπουδές κι αργότερα στην πρακτική άσκησή της. Κι αυτή η προσήλωση της είχε χαρίσει τη θέση της καθηγήτριας στο πρωτοποριακό περιβάλλον στο οποίο λαχταρούσε να χαράξει το δικό της δρόμο. «Το έχω ερευνήσει σχολαστικά» συνέχισε, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η Χάριετ είχε μείνει άναυδη, προσπαθώντας να μην ακούγεται σα να έδινε διάλεξη σε μια αίθουσα γεμάτη φοιτητές της ψυχολογίας. «Η ανεύρεση του σωστού συντρόφου που θα γίνει ο πατέρας των παιδιών μου είναι ζωτικής σημασίας. Γιατί θα πρέπει να το αφήσω στην τύχη; Θα μπορούσε να οδηγήσει σε παντοτινή ευτυχία ή δυστυχία, αν δεν τα υπολογίσω σωστά. Κι όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους τους εμπλεκομένους, και ιδιαίτερα για τα παιδιά. »Το να κατατάσσεις σε κατηγορίες τις απαιτήσεις σου και να προσπαθείς να βρεις ένα σύντροφο που να έχει τα χαρακτηριστικά που θέλεις είναι κάτι αντίστοιχο με τους επίσημους χορούς που διοργανώνονταν παλιά, Χάριετ.» «Μμ… δηλαδή, σα να λέμε, είσαι το δικό σου γραφείο γνωριμιών» συμπέρανε η Χάριετ, με τη φωνή της ακόμα γεμάτη δυσπιστία. «Ακριβώς!» Η Κέιτ πετάχτηκε στον αέρα μόλις άκουσε τα λόγια της Χάριετ. «Και τα γραφεία γνωριμιών με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπάρχουν εδώ και αιώνες.» Η Χάριετ όμως δεν είχε πειστεί ακόμα. «Θα μπορούσες να πουλήσεις άμμο σε Βεδουίνο στην έρημο Σαχάρα, Κέιτ. Όμως, αλήθεια, πιστεύεις ότι ο γάμος και τα παιδιά θα σου προσφέρουν αυτό που θέλεις; Και τι θα γίνει με το διαζύγιο που ακολουθεί μετά;» «Από πότε έγινες εσύ η κυνική, Χάριετ; Εγώ είμαι αυτή που θα έπρεπε να είμαι πικρόχολη.» «Ρεαλίστρια είμαι, όχι κυνική. Αρκεί να δεις τα στατιστικά στοιχεία.» «Βάζω στοίχημα ότι τα στατιστικά στοιχεία για τα συνοικέσια δεν είναι χειρότερα απ’ τα στοιχεία για τους γάμους του παραμυθιού, όπου οι σύζυγοι ερωτεύτηκαν κι έζησαν αυτοί καλά κι
εμείς καλύτερα» αντιγύρισε επιδέξια η Κέιτ, με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση, το οποίο η Χάριετ σκέφτηκε ενδόμυχα ότι ήταν κάπως τρεμάμενο. «Σοβαρέψου, Κέιτ.» Η Χάριετ ακούμπησε το άδειο ποτήρι από το κρασί πάνω στο τραπεζάκι από μπρούτζο και ξύλο που βρισκόταν ανάμεσά τους. «Με κάνεις ν’ ανησυχώ έτσι όπως τριγυρνάς ψάχνοντας να βρεις τον άνδρα. Όλο αυτό θα καταλήξει σε φιάσκο.» «Πιστεύεις ότι γίνομαι νευρωτική; Κάνε μου τη χάρη, Χάριετ. Πρώτα απ’ όλα, υπερβάλλεις· δεν το κάνω ανέκαθεν. Μονάχα τους τελευταίους μήνες άρχισα να εφαρμόζω αυτό το σύστημα. Και βελτιώνω συνεχώς τη βάση δεδομένων μου, μέχρι τα αποτελέσματα να μην αφήνουν σχεδόν κανένα περιθώριο λάθους.» «Εξού και ο Σκιπ.» Η Χάριετ ρουθούνισε. Η Κέιτ ζάρωσε τη μύτη της. «Εντάξει, ο Σκιπ ήταν ένα λάθος, όπως και ο Μπράιαν και ο άλλος ο… πώς τον έλεγαν να δεις… ο Γουίλιαμ… εκείνος που είχε τα καταστήματα ενοικίασης ταινιών και ήθελε τα εσώρουχά του ν’ αντανακλούν την προσωπικότητά του. Αλλά αυτοί είναι μονάχα τρεις άνδρες ανάμεσα σε εκατομμύρια άνδρες που υπάρχουν στον κόσμο…» «Είδες τα εσώρουχά του;!» τσίριξε η Χάριετ. «Η γνωριμία σας διήρκεσε μόνο πέντε λεπτά!» «Μα γι’ αυτό ακριβώς διήρκεσε μόνο πέντε λεπτά. Είναι δύσκολο να πάρεις στα σοβαρά έναν άνδρα με τη φράση “Ελευθερώστε το Γουίλι” γραμμένη φαρδιά πλατιά στον πισινό του.» Η Χάριετ κόντεψε να πνιγεί απ’ τα γέλια. «Ήταν γραμμένη στο λάστιχο της μέσης του εσώρουχού του» χαχάνισε η Κέιτ «και όχι στο…» Η Χάριετ σήκωσε το χέρι. «Μη συνεχίζεις! Κατάλαβα.» Χαμογελώντας ακόμα, είπε έπειτα από κάνα δυο δευτερόλεπτα: «Αφού είσαι αποφασισμένη να βρεις σύζυγο, τι θα έλεγες για το νέο εργοδότη σου; Μπορεί να είναι αυτός ο κύριος Τέλειος.» Η Κέιτ ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ο Νέιθαν Κίνκεϊντ δεν είναι υποψήφιος.» Σκέφτηκε πόσο αξιολύπητα είχε αντιδράσει στη θέα του Νέιθαν τη χθεσινή βραδιά και ρίγησε. Παρά το γεγονός ότι τη νύχτα ο ύπνος της ήταν ταραγμένος, εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει γεμάτη όρεξη κι ενέργεια. Είχε φάει ένα γρήγορο πρωινό, είχε βάλει τη Ζόι στο καροτσάκι της και είχε διανύσει με τα πόδια τη μακρινή απόσταση μέχρι το πιο κοντινό πάρκο. Το απομεσήμερο, ενώ η Χάριετ και η Ζόι έπαιρναν το μεσημεριανό τους υπνάκο, είχε μεταφυτέψει σε καινούριες γλάστρες τα εσωτερικά φυτά του σπιτιού, είχε ξεχορταριάσει το μικροσκοπικό κήπο στο πίσω μέρος και είχε πλύνει το αυτοκίνητο, μέχρι που άστραψε από καθαριότητα. Ώσπου να έρθει η ώρα να κάνει μπάνιο και να ετοιμαστεί για το δείπνο με το Σκιπ, είχε αρχίσει να νιώθει πάλι ο παλιός της εαυτός. Είχε τοποθετήσει το Νέιθαν στο πίσω μέρος του μυαλού της κι εκεί σκόπευε να τον αφήσει. Το επόμενο πρωί που θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει, και μαζί μ’ αυτόν και το συνονθύλευμα των συναισθημάτων που της ξυπνούσε, θα έφτανε σε λίγες ώρες. Η Χάριετ έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Δεν ήξερα ότι τον γνώριζες τόσο καλά.» Η Κέιτ στράγγιξε τον καφέ από την κούπα της.
«Δεν τον γνωρίζω. Εγώ δε σύχναζα στους δικούς του κύκλους. Αλλά κατάλαβα ότι είναι απ’ αυτούς που έχουν συνηθίσει να τρώνε με χρυσά κουτάλια» απάντησε στο ερωτηματικό βλέμμα της Χάριετ. «Απ’ αυτούς που όλα τούς έρχονται εύκολα στη ζωή τους.» Η Χάριετ συνοφρυώθηκε ακούγοντας τέτοιο ασυνήθιστο για την Κέιτ κυνισμό. «Όμως είναι προφανές ότι σου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ίσως αν τον γνωρίσεις καλύτερα, να τον ερωτευτείς τρελά και να πετάξεις αυτό το… το… πρόγραμμά σου από το παράθυρο!» «Να τον ερωτευτώ;!» αντιγύρισε η Κέιτ, σκεφτόμενη με δυστυχία το χάος που είχε προκαλέσει ο έρωτας των γονιών της στα παιδιά τους και την ανείπωτη απώλεια που είχε βιώσει όταν ερωτεύτηκε για πρώτη φορά ως ενήλικη. «Μα αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον έρωτα, Χάριετ. Καλά, δεν το ξέρεις;» αναφώνησε. «Ο έρωτας καταστρέφει τα πάντα!» ***
Αργότερα εκείνο το βράδυ έπεσε νωρίς για ύπνο, αλλά ξύπνησε τρομαγμένη μέσα στο σκοτάδι, με την καρδιά της να σφυροκοπά και το κορμί της λουσμένο στον ιδρώτα. Ο εφιάλτης που είχε δει ήταν ολοζώντανος. Έτρεχε μέσα σ’ ένα δάσος. Ο άνεμος λυσσομανούσε πάνω στα δέντρα κι εκείνη αναζητούσε ένα καταφύγιο. Ο Νέιθαν την καταδίωκε και η σκιά του την ακολουθούσε για ατελείωτα χιλιόμετρα μέσα στο δάσος, μέχρι που δεν είχε πια πού να κρυφτεί. Μην μπορώντας να ξανακοιμηθεί, κατέβηκε στον κάτω όροφο και ξεφύλλισε ανόρεχτα ένα περιοδικό. Ύστερα, επέστρεψε στο κρεβάτι με ένα μπουκάλι σοκολατούχο γάλα και το φορητό υπολογιστή της, και διέγραψε το όνομα του Σκιπ από τη βάση δεδομένων της. Ο κέρσορας αναβόσβηνε μπροστά της στο κενό πλέον σημείο και συνέλαβε τον εαυτό της να πληκτρολογεί το όνομα του Νέιθαν Κίνκεϊντ στη θέση του ονόματος του Σκιπ, αγνοώντας το συναγερμό που ούρλιαζε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Τα δάχτυλά της πετούσαν λες και τα πλήκτρα ήταν αναμμένα κάρβουνα. Αγνοώντας τη στήλη που έφερε τον τίτλο «Πρόγονοι», ο κέρσορας σταμάτησε κάτω από τον τίτλο με τα έντονα γράμματα «Σωματική Περιγραφή». Τα δάχτυλα της Κέιτ ανέκοψαν ταχύτητα καθώς πληκτρολογούσε «πάνω από ένα και ογδόντα πέντε», «γραμμωμένο κορμί», «ηλιοκαμένος», «μάτια γαλάζια σαν το μελάνι»… Ύστερα από μερικές στιγμές, ανακάλυψε ότι σχεδόν της είχε κοπεί η ανάσα. Τα μάτια της είχαν καρφωθεί στην οθόνη, τα δάχτυλά της χτυπούσαν τα πλήκτρα λες και ο Νέιθαν Κίνκεϊντ είχε σάρκα και οστά κι ερεθιζόταν από το άγγιγμά της. Συνειδητοποιώντας τι ακριβώς έκανε, το στόμα της στέγνωσε, η καρδιά της χτύπησε δυνατά στο στήθος της και τα σωθικά της πήραν φωτιά. Τράβηξε απότομα τα χέρια από τα πλήκτρα, κοιτάζοντας την οθόνη με ορθάνοιχτα μάτια. Έκλεισε τον υπολογιστή και τον έσπρωξε στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Για όλη την υπόλοιπη νύχτα έμεινε κουλουριασμένη στο κρεβάτι όσο πιο μακριά γινόταν από τον υπολογιστή, θαρρείς και το παραμικρό άγγιγμά του –ακόμη και με το πόδι της– θα έκανε το Νέιθαν να ξεπεταχτεί από κει μέσα και να συνταράξει για άλλη μία φορά όλο τον κόσμο της.
Κεφάλαιο Τέσσερα Το επόμενο πρωί, τυλιγμένη στη γνώριμη άνεση μιας παλιάς φλις ρόμπας, στάθηκε μπροστά στις γυάλινες συρόμενες πόρτες που οδηγούσαν στην πλακόστρωτη βεράντα πίνοντας δύο φλιτζάνια σκέτο καφέ. Η θερμοκρασία είχε πέσει μέσα σε μια νύχτα και το νησί Μοκόια είχε κρυφτεί από κουρτίνες βροχής που σάρωναν όλη τη λίμνη. Το προηγούμενο βράδυ είχε τηλεφωνήσει ο Μαξ, περιχαρής από την επιτυχία που είχε η ερμηνεία του στο έργο. «Με λάτρεψαν, αδελφούλα! Ένας κυνηγός ταλέντων που είδε την παράσταση θέλει να περάσω από οντισιόν για μια σπουδαία καινούρια αστυνομική σειρά! Θα μπορούσε να είναι η μεγάλη μου ευκαιρία. Θα μείνω με το έργο εδώ στο Όκλαντ για λίγο ακόμα, οπότε δε θα μείνουμε μαζί σου τελικά. Αύριο πρωί πρωί θα έρθω να πάρω τη Ζόι και τη Χάριετ.» Η Ζόι ήταν κακοδιάθετη και η Κέιτ την αγκάλιασε σφιχτά προτού τους αποχαιρετίσει λίγο μετά το ξημέρωμα. Ανησυχούσε για τον αδελφό της και την οικογένειά του. Η ζωή τους φαινόταν να ακολουθεί την ίδια πορεία με τη ζωή των γονιών της Κέιτ και του Μαξ – διαρκείς μετακινήσεις που δεν πρόσφεραν επαρκή ασφάλεια στη Ζόι. Αυτό έκανε την Κέιτ περισσότερο αποφασισμένη από ποτέ να οργανώσει το δικό της μέλλον μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Μόλις όμως θυμήθηκε την ανήσυχη νύχτα που είχε περάσει, την πλημμύρισε ανησυχία. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα, τοποθέτησε το φορητό υπολογιστή μέσα στη δερμάτινη θήκη του και τον έβγαλε προσεκτικά έξω από την κρεβατοκάμαρά της. Στη συνέχεια, έψαξε να βρει τι θα φορέσει. Όταν το Σάββατο είχε πάει για δουλειά, η μόνη προϋπόθεση για την επιλογή των ρούχων της ήταν ότι έπρεπε να αφήνουν όσο το δυνατόν ακάλυπτο το κορμί της, για να καταφέρει να αντέξει τη ζέστη και την υγρασία, που ήταν ασυνήθιστη τόσο νωρίς αυτή την εποχή. Μια και δεν υπήρχε πιθανότητα να συναντήσει κάποιον άλλο στην πανεπιστημιούπολη, δεν την ένοιαζε και τόσο η εμφάνισή της. Σήμερα το πρωί όμως, έψαξε προσεκτικά στην ντουλάπα της και διάλεξε ένα ελαφρύ καφέ-γκρι επαγγελματικό παντελόνι κι ένα αυστηρό κρεμ πουκάμισο. Αφού δίστασε για μια στιγμή, έβγαλε από τη γωνία της ντουλάπας ένα ζευγάρι άνετα πέδιλα με τετράγωνο τακούνι. Τα μαλλιά της είχαν την τάση να πετάνε από την υγρασία κι έτσι τα έκανε ένα γαλλικό κότσο, που τον στερέωσε σφιχτά στο κεφάλι της. Λάσπη πετάχτηκε από τα λάστιχα του αυτοκινήτου της μόλις βγήκε από τη λεωφόρο. Διέσχισε τους φιδογυριστούς χωματόδρομους κι ανηφόρισε το γεμάτο λακκούβες ιδιωτικό δρόμο. Στη συνέχεια, έστριψε και μπήκε στο χώρο στάθμευσης πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Το μαύρο SUV του Νέιθαν ήταν σταθμευμένο κοντά στην κεντρική είσοδο της Δεύτερης Ευκαιρίας. Η Κέιτ συνοφρυώθηκε. Ήλπιζε ότι θα έφτανε νωρίτερα από κείνον, ώστε να προλάβει να ξεκινήσει την αρχειοθέτηση μερικών εγγράφων του καθηγητή. Ο Κίνκεϊντ δεν έχασε το χρόνο του, σκέφτηκε απρόθυμα με θαυμασμό, ενώ καλημέρισε χαμογελαστά τους δύο άνδρες με τις μπλε φόρμες εργασίας που επιθεωρούσαν το σύστημα
ασφάλειας στην είσοδο. Χτύπησε κοφτά την πόρτα του γραφείου του Νέιθαν. Εκείνος είπε «περάστε» αφηρημένα, σα να ήταν απασχολημένος, και η Κέιτ μπήκε μέσα. Κι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Η αντίθεση σε σχέση με το χάος που επικρατούσε εκεί μέσα το Σάββατο ήταν εκπληκτική. Αντί για το χάος από ράφια κι αρχειοθήκες που υπήρχε τότε, τώρα ράφια και συστήματα αρχειοθέτησης κάλυπταν ολόκληρους δύο από τους τοίχους του γραφείου. Κάθετες ξύλινες περσίδες από κόκκινο πεύκο, που ήταν τραβηγμένες στο πλάι των παραθύρων, είχαν πάρει τη θέση των μουντών στο χρώμα της λάσπης κουρτινών, που ο δόκτωρ Σράντερ δεν είχε κάνει ποτέ τον κόπο να τις αντικαταστήσει. Ο αρχαίος υπολογιστής του είχε εξοριστεί σ’ ένα τραπεζάκι στη γωνία και στη θέση του βρισκόταν ένα κομψό μαύρο μοντέλο με εξαιρετικά λεπτή οθόνη κι ένα πληκτρολόγιο τελευταίας τεχνολογίας. Ο Νέιθαν έκλεισε το κάλυμμα του καινούριου φωτοτυπικού μηχανήματος που είχε εγκαταστήσει στη γωνία και κοίταξε την Κέιτ από την άλλη άκρη του δωματίου. Κάπως έτσι θα ένιωσε και η Αλίκη όταν βρέθηκε στη Χώρα των Θαυμάτων, σκέφτηκε η Κέιτ, γνωρίζοντας ότι το πρόσωπό της φανέρωνε πλήρως το σάστισμά της. «Υποθέτω ότι τώρα είμαστε πάτσι.» Διέκρινε τον εμπαιγμό στη βαθιά φωνή του και με κάποιον τρόπο η Κέιτ ήξερε ότι δεν αναφερόταν μονάχα στις αλλαγές του γραφείου. Εκείνος ανασήκωσε σαρκαστικά το μαύρο φρύδι του όταν πρόσεξε τη διαφορά ανάμεσα στο σημερινό επαγγελματικό ντύσιμό της και στα αποκαλυπτικά ρούχα που φορούσε το Σάββατο το βράδυ· αν και η Κέιτ θα έπαιρνε όρκο ότι τα μάτια του μισόκλεισαν αποδοκιμαστικά στη θέα του αυστηρού κότσου που άφηνε το μέτωπό της γυμνό και μονάχα μερικά τσουλούφια ελεύθερα στ’ αφτιά και στο λαιμό της. Ο Νέιθαν εκείνο το πρωί έμοιαζε με μια πιο πολιτισμένη εκδοχή του εαυτού του. Φορούσε ένα αχνογάλανο πουκάμισο και μια γραβάτα με διακριτικό σχέδιο, που αναδείκνυαν το χρώμα των ματιών του. Ένα γκρι-ασημί σαν ατσάλι σακάκι με έξοχο κόψιμο αγκάλιαζε εφαρμοστά τη φαρδιά του πλάτη, ενώ το ασορτί παντελόνι τόνιζε τα ψηλά και μυώδη πόδια του. «Νό… νόμιζα ότι θα ασχολούμασταν με το ξεκαθάρισμα του γραφείου σου σήμερα» ψέλλισε η Κέιτ, νιώθοντας αμηχανία από τη σιωπηρή του επιθεώρηση και το περίεργο αίσθημα απογοήτευσης που την κατέκλυσε όταν συνειδητοποίησε ότι εκείνος είχε αναδιοργανώσει τα πάντα χωρίς τη δική της βοήθεια. Ο Νέιθαν κούνησε το χέρι του δείχνοντας ότι δεν είχε και τόση σημασία. «Έχω ένα σωρό πράγματα να κάνω αυτή την εβδομάδα και σήμερα θα είμαι απασχολημένος σχεδόν όλη την ημέρα με συναντήσεις.» Αφαίρεσε ένα φύλλο χαρτί από το μηχάνημα, έβαλε ένα άλλο και τα μακριά, επιδέξια δάχτυλά του προγραμμάτισαν με άνεση το μηχάνημα. «Ήθελα να έχω το προβάδισμα. Υπάρχουν άλλοι τομείς που πρέπει να συζητήσω μαζί σου. Η τακτοποίηση του γραφείου μου δεν ανήκει στις αρμοδιότητές σου.» «Δε με πειράζει» είπε η Κέιτ. «Ξέρω το σύστημα του καθηγητή Σράντερ.» «Φοβάμαι ότι αυτό είναι το πρόβλημα.» Ταραγμένη, η Κέιτ τον κοίταξε κατάματα. «Δεν εργάζεσαι πλέον για τον Αρμάν Σράντερ» της υπενθύμισε εκείνος.
«Μα, πώς κατάφερες να;…» Να το πάλι, ψέλλιζε σα να είναι καμιά χαζή. «Ξέρω ότι οι γυναίκες δεν πιστεύουν ότι οι άνδρες είναι ικανοί να κάνουν πολλά πράγματα μαζί.» Έθεσε το μηχάνημα σε κίνηση και της χάρισε ένα χαμόγελο, που της έκοψε την ανάσα. «Εγώ όμως τα καταφέρνω μια χαρά.» Να το πάλι, σκέφτηκε η Κέιτ, σίγουρη ότι είχε ακούσει ένα αχνό ράγισμα από το μέρος της καρδιάς της. Ανέσυρε κι εκείνη με κόπο από κάπου μέσα της ένα χαμόγελο και το κόλλησε στα χείλη της. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, κύριε Κίνκεϊντ.» «Λέγε με “Νέιθαν”» της ζήτησε εκείνος. «Είμαι παλαιών αρχών σε ορισμένα θέματα, αλλά όχι σ’ αυτό.» Προτού προλάβει να συγκρατήσει το μυαλό της, η Κέιτ άρχισε να συλλογιέται ποια να ήταν αυτά τα θέματα. Παρ’ όλο που ήταν βέβαιο ότι έμοιαζε λιγότερο επικίνδυνος απ’ ό,τι τις προάλλες, μπορούσε εύκολα να τον φανταστεί σαν πειρατή με μπότες μέχρι το γόνατο, πουκάμισο σκισμένο μέχρι τον αφαλό κι ένα χρυσό κρίκο να αστράφτει στο αφτί του… ή ίσως να ιππεύει χωρίς σέλα ένα πολεμικό άτι, με το γυμνό του κορμί βαμμένο στα χρώματα του πολέμου και γυαλιστερό από τον ιδρώτα. Ίσως μια λωρίδα από σουέτ ύφασμα να κάλυπτε τα λαγόνια του, που θα άγγιζαν τη ράχη του αλόγου… Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε και συντονίστηκε με το χαρτί που έβγαινε θροΐζοντας ρυθμικά μέσα από το μηχάνημα. «Έχεις κάνει σπουδαία δουλειά, Κέιτ.» Η φωνή του Νέιθαν επανέφερε στο παρόν τη σκέψη της, που είχε ξεστρατίσει σ’ άλλα μονοπάτια. «Αλλά χρειάζομαι τις γνώσεις σου για το Τμήμα Ψυχολογίας και κάποιον με γνώσεις στα λογιστικά, για να αναλάβει τη διαχείριση της Δεύτερης Ευκαιρίας. »Έχω προσλάβει μια προσωρινή προσωπική βοηθό κι έχω βάλει αγγελία για νέο διαχειριστή. Στο μεταξύ, θα κάνω μόνος μου ό,τι χρειάζεται. Μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω, θα έχω διορίσει νέο διευθυντή και θα πρέπει να έχουν εγκατασταθεί συστήματα τα οποία θα διασφαλίζουν την αποτελεσματική λειτουργία της Δεύτερης Ευκαιρίας για τους επόμενους δώδεκα μήνες, χωρίς την άμεση επίβλεψή μου.» «Πόσο θα μείνεις;» άκουσε η Κέιτ τον εαυτό της να ρωτά. Ίσως εκείνος να διαισθάνθηκε κάπως την απογοήτευσή της, αν και σίγουρα όχι το λόγο γι’ αυτήν. Εκτός από το γελοίο αίσθημα συντριβής κι εγκατάλειψης που πλημμύρισε την Κέιτ μόλις πληροφορήθηκε ότι εκείνος βρισκόταν μόνο προσωρινά στη Δεύτερη Ευκαιρία, ένιωσε και μια κρυφή χαρά στη σκέψη ότι θα εργαζόταν πλάι του. «Προς το παρόν, υπολογίζω μέχρι τα τέλη του Γενάρη. Όμως θα έρχομαι και θα φεύγω. Χτίζω ένα σπίτι, μια βάση στη Νέα Ζηλανδία.» «Έχεις ξανάρθει στη Νέα Ζηλανδία;» ρώτησε η Κέιτ. Εκείνος κατένευσε. «Είχα ήδη αποφασίσει να χτίσω ένα εξοχικό εδώ. Η εξαγορά της Δεύτερης Ευκαιρίας απλώς επέσπευσε λιγάκι τα πράγματα.»
Το έκανε να ακούγεται τόσο απλό, σκέφτηκε η Κέιτ, λες και το χτίσιμο καινούριων σπιτιών και η απόκτηση σημαντικών νέων αναπτυξιακών προγραμμάτων συνέβαιναν σε καθημερινή βάση. Πικρία τρύπωσε ύπουλα στις σκέψεις της καθώς συνειδητοποίησε ότι για το Νέιθαν Κίνκεϊντ αυτά τα πράγματα μάλλον συνέβαιναν σε τακτική βάση. Εκείνος δεν ήταν αναγκασμένος ν’ αγωνιστεί για να ανέβει ένα ένα τα σκαλοπάτια της ζωής, όπως είχε κάνει εκείνη. Ο Νέιθαν τη μέτρησε με το βλέμμα και είπε: «Αν έχω τυχόν ερωτήσεις σχετικά με την καθημερινή λειτουργία, μπορώ να ζητήσω διευκρινίσεις από σένα.» Η Κέιτ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Και η Τζάνετ;» «Η Τζάνετ Μακένζι δεν πρόκειται να επιστρέψει…» Η Κέιτ δεν τον άφησε καν να ολοκληρώσει τη φράση του. «Μα αυτό είναι άδικο! Η Τζάνετ ήταν πολύ ικανή.» «Είμαι σίγουρος… όταν βέβαια βρισκόταν στη θέση της» παρατήρησε ξερά ο Νέιθαν. «Ώστε την απέλυσες;» «Αυτό είχα σκοπό να κάνω, μα δεν μπορώ να απολύσω μια γυναίκα όταν δε γνωρίζω καν πού βρίσκεται» αποκρίθηκε εκείνος και σήκωσε τα μάτια όταν ακούστηκε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. «Αυτή θα είναι η Σούζαν.» Μια όμορφη γυναίκα με μαύρα σγουρά μαλλιά μπήκε μέσα. Φορούσε ναυτικό σακάκι πάνω από μια κολλαριστή λευκή μπλούζα και ναυτικό παντελόνι με μια αιχμηρή σα μαχαίρι τσάκιση. «Καλημέρα» είπε χαμογελώντας φιλικά στην Κέιτ και στο Νέιθαν. «Η Σούζαν ευθύνεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, για την ανακαίνιση του γραφείου μου» εξήγησε ο Νέιθαν, χαμογελώντας στη Σούζαν, και η Κέιτ αισθάνθηκε μια σουβλιά ζήλιας. «Από δω η Κέιτ Σάμερς, Σούζαν.» Η γυναίκα έτεινε το χέρι στην Κέιτ. «Σούζαν Μπλέσινγκτον…» Η φωνή της έσβησε όταν είδε το χρώμα να χάνεται από τα μάγουλα της Κέιτ. «Ξέρω» είπε χαμογελώντας αβέβαια «είναι ασυνήθιστο όνομα. Ο σύζυγός μου, ο Σκιπ, λέει πάντα ότι είμαστε οι μοναδικοί Μπλέσινγκτον στον κατάλογο. Είσαι καλά, Κέιτ;» ρώτησε και τα καστανόχρωμα μάτια της έδειχναν ανησυχία. «Μια χαρά» αποκρίθηκε η Κέιτ, νιώθοντας λες και η φωνή της ερχόταν από την άλλη άκρη του δωματίου. «Μονάχα λιγάκι κουρασμένη, μάλλον.» Διαισθάνθηκε το οξυμένο ενδιαφέρον του Νέιθαν κι ανέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία της. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Σούζαν. Έκανες θαύματα εδώ μέσα.» «Ήθελα να εντυπωσιάσω το Νέιθαν» απάντησε η Σούζαν με ένα πλατύ χαμόγελο. «Μ’ έχει προσλάβει σε προσωρινή βάση, αλλά ελπίζω ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα με προσλάβει και μόνιμα.» Στράφηκε προς το Νέιθαν. «Από πού θέλεις να ξεκινήσω, αφεντικό;» «Χρειάζομαι τις απομαγνητοφωνήσεις από μερικές ψηφιακές ηχογραφήσεις και θέλω να μου κλείσεις κάποια ραντεβού για αύριο. Σου έχω γράψει τα ονόματα, όμως δεν έχω τα πλήρη στοιχεία τους. Τα έχω αφήσει στο διπλανό δωμάτιο, πάνω στο γραφείο σου. Πρέπει μέχρι το τέλος της εβδομάδας να έχω συναντήσει κάποιον από το υπουργείο και θέλω μέσα σε μια δυο μέρες να έχει
έρθει εδώ ένας εργολάβος οικοδομών. Α, και κοίταξε, αν μπορείς, να βρεις κάποια μπουλντόζα να φτιάξει τις λακκούβες σ’ αυτό τον καταραμένο τον ιδιωτικό δρόμο. Θα έχω το κινητό μαζί μου αν με χρειαστείς κάτι επείγον.» Η Σούζαν προσποιήθηκε ένα στρατιωτικό χαιρετισμό και κίνησε για την ενδιάμεση πόρτα που συνέδεε το γραφείο της με το γραφείο του Νέιθαν. Η Κέιτ την κοιτούσε να φεύγει κι αναρωτήθηκε γιατί, στην ευχή, ο Σκιπ είχε ανάγκη να τσιλημπουρδίζει όταν η γυναίκα του ήταν τόσο αξιολάτρευτη, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε προσωπικότητα. Κάτω από άλλες συνθήκες, ήξερε ότι θα είχαν γίνει φίλες με τη Σούζαν. Όμως η σχέση της με το Σκιπ είχε καταστρέψει αυτή την πιθανότητα. Παρ’ όλο που εκείνη δεν είχε ιδέα ότι ο Σκιπ ήταν παντρεμένος, ένιωθε ενοχές ότι είχε φερθεί ανέντιμα. Και το αίσθημα της απομόνωσης γινόταν ακόμη εντονότερο από την ευκολία με την οποία είχαν γίνει τόσο γρήγορα φίλοι η Σούζαν και ο Νέιθαν. Κοίταξε το Νέιθαν. «Πού βρήκες ένα τέτοιο διαμάντι σαν τη Σούζαν τόσο γρήγορα;» Εκείνος ανασήκωσε τον ένα ώμο προτού στραφεί να πάρει μια δέσμη χαρτιών από το γραφείο του. «Τηλεφώνησα σε μια εταιρεία εύρεσης προσωπικού στον αριθμό που είχε για εξυπηρέτηση εκτός ωρών γραφείου και τους πρόσφερα τη διπλάσια από τη συνηθισμένη αμοιβή τους, συν ένα μπόνους για τη Σούζαν αν αποδειχτεί καλή στη δουλειά της.» Αυτός ο κυνικός ρεαλισμός του προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, θύμισε με πόνο στην Κέιτ τα σκληρά λόγια που της είχε πει όταν εκείνη ήταν ένα ανυπεράσπιστο παιδί. Τώρα ένιωσε να τον αντιπαθεί ακόμη περισσότερο, χρησιμοποιώντας την αντιπάθεια για να καλύψει άλλα συναισθήματα που δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Γνώριζε ότι η οικογένειά του ήταν πλούσια, μια δυναστεία που έκανε ό,τι ήθελε. Όλη του τη ζωή εκείνος ήταν συνηθισμένος να παίρνει αυτό ακριβώς που ήθελε, όταν το ήθελε. Όταν είχε εμφανιστεί στο κατώφλι του σπιτιού του πριν από πολλά χρόνια, ο Νέιθαν είχε καταστήσει σαφές με οδυνηρό τρόπο ότι η Κέιτ Σάμερς ήταν ένα από τα πράγματα που δεν ήθελε. «Θα ήθελα να μου κάνεις μια γρήγορη ξενάγηση.» Η γεμάτη αποφασιστικότητα φωνή του διέκοψε τις σκέψεις της. «Ξέρω ότι τέτοια εποχή θα λείπει το περισσότερο διδακτικό προσωπικό, αλλά δε μου δόθηκε η ευκαιρία να δω τα κτίρια κανονικά ή να γνωρίσω κάποιον απ’ το βοηθητικό προσωπικό. Αν, φυσικά, είσαι εύκαιρη» πρόσθεσε με απότομη ευγένεια. Η Κέιτ είχε σκεφτεί ότι ήταν ανακουφιστικό που δε θα χρειαζόταν τελικά να περάσει την ημέρα μαζί του από τη στιγμή που είχε έρθει η Σούζαν. Τώρα όμως που εκείνος είχε σκεφτεί έναν άλλον τρόπο για να είναι μαζί του, ένιωσε μια έξαψη που δεν της άρεσε καθόλου. «Νόμιζα ότι θα δούλευα το πρόγραμμα των μαθημάτων μου για το επόμενο εξάμηνο» διαμαρτυρήθηκε, όμως ο Νέιθαν φρόντισε να κάμψει τις όποιες αντιρρήσεις της. «Θαυμάσια» της είπε και αγγίζοντας ανάλαφρα τον αγκώνα της, την οδήγησε στο διάδρομο πριν προλάβει να σκεφτεί άλλη δικαιολογία. «Θα ήθελα να δω πώς το φαντάζεσαι σε γενικές γραμμές. Έχω μονάχα μία ώρα ελεύθερη τώρα, αλλά θέλω να κανονίσουμε μια συνάντηση μέσα στην εβδομάδα. Πρέπει να χαράξουμε μια στρατηγική για να αναχαιτίσουμε τον υψηλό αριθμό των φοιτητών που εγκαταλείπουν τις σπουδές σε ορισμένα από τα άλλα προγράμματα. Τα δικά σου
ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις είναι σπουδαία. Σκέφτηκα ότι ίσως να είχες μερικές εφικτές ιδέες, που θα μπορούσες να μοιραστείς με την υπόλοιπη ομάδα.» Η Κέιτ δεν μπόρεσε να μη νιώσει ικανοποίηση από τον έπαινό του, αν και σκέφτηκε, με κυνισμό που ήταν αταίριαστος στο χαρακτήρα της, ότι τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας συνεπάγονταν περισσότερες εγγραφές σπουδαστών κι επομένως μεγαλύτερες οικονομικές απολαβές, πράγμα που υπέθεσε ότι θα ήταν το βασικό κίνητρό του. Ενώ περιφέρονταν μέσα στο κτίριο, του έκανε μια σύντομη ενημέρωση σχετικά με τα διάφορα μέλη του προσωπικού. Όσο αφοσιωμένη κι αν ήταν στον καθηγητή Σράντερ, όταν η Κέιτ είδε το πανεπιστήμιο μέσα από τα μάτια του Νέιθαν, ένιωσε λιγάκι ντροπιασμένη. Εκείνη είχε συνηθίσει να βλέπει τα σαραβαλιασμένα έπιπλα, τις αίθουσες που ήθελαν βάψιμο και το γεμάτο χαρακιές γραφείο της ρεσεψιόν, το οποίο είχε καταφτάσει μαζί με ένα σωρό άλλα έπιπλα που ο παλιός εργοδότης της είχε αγοράσει σ’ έναν πλειστηριασμό. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα από τα μέλη του διδακτικού προσωπικού στην πανεπιστημιούπολη, όμως ο Νέιθαν φάνηκε να ενδιαφέρεται έντονα για τη δουλειά τους. Οι εύστοχες απαντήσεις του έδειχναν ότι άκουγε με προσοχή και κατανοούσε τα σχόλια και τις προτάσεις τους. «Ας ρίξουμε και μια γρήγορη ματιά στη βιβλιοθήκη» πρότεινε όταν έφυγαν από τη μονάδα τεχνολογίας. «Έχω μερικές ιδέες για εκτεταμένες αλλαγές εδώ μέσα.» Ο ήχος της δυνατής βροχής πάνω στο τζάμι τούς συντρόφευε καθώς διέσχιζαν το γεμάτο παράθυρα διάδρομο που οδηγούσε στη βιβλιοθήκη. Δίχως να μπορεί να το εξηγήσει, η Κέιτ ήξερε ότι εκείνος είχε μικρύνει τις μεγάλες δρασκελιές του για να περπατά πλάι της. Πρόσεξε πώς διαγράφονταν οι ευλύγιστοι μύες των μηρών του κάτω από το τραχύ ύφασμα του παντελονιού του. Το στομάχι της γουργούρισε από ευχαρίστηση όταν το χέρι του άγγιξε φευγαλέα το δικό της, καθώς προσπάθησαν ταυτόχρονα να πιάσουν το πόμολο της πόρτας. Συνέλαβε πάλι τον εαυτό της να μην μπορεί να τελειώσει μια πρόταση όταν του μιλούσε. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Ο Κίνκεϊντ ήταν ο άνδρας που αντιπαθούσε από παιδί ακόμα – κι όμως είχε τη δύναμη να την αναστατώνει όπως δεν είχε καταφέρει κανένας μέχρι τώρα. Ίσως ένα μέρος από τον πανικό της να μεταδόθηκε σ’ εκείνον. Απομακρύνθηκε από δίπλα της, αφήνοντας ένα ψυχρό κενό στο σημείο όπου βρισκόταν το κορμί του νωρίτερα και προχώρησε με νευρικό βήμα στο κέντρο της ευρύχωρης αίθουσας. Ο Νέιθαν έκανε μεταβολή, περιεργάστηκε τον περιβάλλοντα χώρο και το μικρό βορινό προαύλιο, προτού στραφεί πάλι προς το μέρος της με μισόκλειστα μάτια και τα δάχτυλά του να χτυπάνε ρυθμικά το μηρό του. «Σκοπεύω να προσθέσω άλλον έναν όροφο πάνω από τα επιστημονικά εργαστήρια και να δημιουργήσω μια καινούρια βιβλιοθήκη, που θα έχει θέα στη λίμνη» είπε τελικά. «Αν το προαύλιο ήταν κλειστό, αυτή εδώ η αίθουσα θα ήταν ιδανική για να γίνει παιδικός σταθμός.» Η Κέιτ αισθάνθηκε ευγνώμων για τον αντιπερισπασμό, όμως τα λόγια του την εξέπληξαν. Δε φανταζόταν ποτέ ότι θα τον απασχολούσε η φροντίδα των παιδιών των φοιτητών. «Έχω ακούσει ότι τα μικρά παιδιά, όπως και οι γονείς τους, αντεπεξέρχονται καλύτερα όταν νιώθουν ασφάλεια, γνωρίζοντας ότι βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον» αιτιολόγησε την πρότασή του. «Συνεπώς, είναι λογικό να έχουμε εδώ έναν παιδικό σταθμό για τους φοιτητές που έχουν μικρά παιδιά.» Παρ’ όλο που η Κέιτ επέμενε πεισματικά να πιστεύει με βεβαιότητα ότι τα κίνητρα του Νέιθαν
ήταν εμπορικά, όφειλε να συμφωνήσει μαζί του. Είχε ήδη αποφασίσει ότι όταν θα έκανε δικά της παιδιά, θα έπαιρνε οπωσδήποτε άδεια μητρότητας, όμως δε θα ήθελε να εγκαταλείψει εντελώς την καριέρα της. Θα ένιωθε ασφάλεια γνωρίζοντας ότι βρίσκονταν κοντά της, ακόμα κι όταν εκείνη εργαζόταν. «Αυτή η αίθουσα βρίσκεται σε κεντρική θέση σε σχέση με πολλές από τις αίθουσες μαθημάτων, το γραφείο προσωπικού και τα διοικητικά γραφεία» συνέχισε ο Νέιθαν, απαριθμώντας τα πλεονεκτήματα της ευρύχωρης αίθουσας. «Ξέρω ότι αρκετοί απ’ τους φοιτητές μας έχουν παιδιά. Και όχι μόνο οι φοιτητές. Η Σούζαν, για παράδειγμα, έχει δύο μικρά παιδιά.» Η Κέιτ δαγκώθηκε. Τα φρύδια του Νέιθαν έσμιξαν ερωτηματικά. «Έχεις κάποιο πρόβλημα με τη Σούζαν; Πρόσεξα πώς αντέδρασες όταν σας σύστησα. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να νιώθεις λίγη ζήλια, επειδή ανέλαβε εκείνη έτσι ξαφνικά…» «Αυτό δεν είναι αλήθεια!» ξέσπασε η Κέιτ. «Ή ίσως να πιστεύεις ότι γίνεται κάποια αδικία, επειδή αντικατέστησε την Τζάνετ Μακένζι» συμπλήρωσε ο Νέιθαν, κοιτάζοντάς τη με το διεισδυτικό βλέμμα του. Άσ’ τον να νομίζει αυτό. Καλύτερα να πιστεύει ότι είναι μικρόψυχη παρά να μάθει ότι είχε βγει ραντεβού με τον άνδρα της Σούζαν, άσχετα αν δεν είχε γίνει τίποτα μεταξύ τους. Ο Σκιπ ισχυριζόταν ότι είχε οικονομική άνεση, μα τώρα που η Κέιτ το ξανασκεφτόταν, το πρόσωπο της Σούζαν ήταν γεμάτο αγωνία κι έδειχνε πολύ ευχαριστημένη που είχε δουλειά. Συνεπώς, αναρωτήθηκε μήπως ο Σκιπ τής είχε πει ψέματα και γι’ αυτό το θέμα. Ένας τρόπος για να επανορθώσει η Κέιτ αυτό που είχε κάνει στη Σούζαν ήταν να φροντίσει ώστε ο Νέιθαν να μη μάθαινε ποτέ ότι ο Σκιπ τσιλημπούρδιζε. Το ένστικτό της της έλεγε ότι ο Νέιθαν δεν ανεχόταν τους άπιστους συζύγους και ότι θα έκανε το Σκιπ τ’ αλατιού. Ένα ήταν βέβαιο: μια σύγκρουση ανάμεσα στον εργοδότη και στον άνδρα της δε θα έκανε τη Σούζαν να νιώθει άνετα στην καινούρια της θέση. Αφού σκέφτηκε ότι έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένη από χέρι, είπε αψήφιστα με μια επαναστατική έκφραση στο πρόσωπο: «Μόνο που δεν ήταν η Σούζαν αυτή που αντικατέστησε την Τζάνετ.» Εκείνος αντιλήφθηκε αμέσως την αιχμή. «Με παρουσιάζεις σα να είμαι κανένα τέρας.» Ο βελούδινος τόνος του γρήγορα αποκάλυψε το ατσάλι που κρυβόταν από κάτω. «Εσύ κι εγώ δεν έχουμε πόλεμο, Κέιτ. Πιστεύω ότι, τουλάχιστον, θέλουμε το ίδιο πράγμα: η Δεύτερη Ευκαιρία να παρέχει ένα ποιοτικό εκπαιδευτικό περιβάλλον σε παιδιά που δεν είχαν αυτή την ευκαιρία στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσλάβω το καλύτερο δυνατό προσωπικό σε κάθε τμήμα. Απ’ όσα έχω δει μέχρι στιγμής, η Τζάνετ Μακένζι απλώς δεν είχε τα κατάλληλα προσόντα.» «Και ο δόκτωρ Σράντερ;» ξέσπασε η Κέιτ. «Υπονοείς ότι κι αυτός ήταν ανίκανος;» Τα χείλη του σφίχτηκαν. Ο Αρμάν τον είχε βάλει να ορκιστεί κι εκείνος δε θα καταπατούσε αυτό τον όρκο – ούτε καν για την Κέιτ Σάμερς, της οποίας η γνώμη είχε αρχίσει, κατά περίεργο τρόπο, να γίνεται σημαντική για εκείνον. «Δεν πρόκειται να συζητήσω μαζί σου αυτό το θέμα» της απάντησε. «Τις προάλλες, μου έκανες κήρυγμα περί αφοσίωσης. Η αφοσίωση είναι σημαντική και για μένα, αλλά αν πιστεύεις ότι δεν
μπορείς να εργαστείς μαζί μου, είναι καλύτερα να μου το πεις τώρα» της ζήτησε επιτακτικά. «Αλλιώς, τι θα κάνεις; Θα με απολύσεις κι εμένα;» τον προκάλεσε η Κέιτ, απορώντας πώς αυτή η συζήτηση είχε κλιμακωθεί τόσο γρήγορα. Συναισθήματα που κατάφερνε για χρόνια ολόκληρα να ελέγξει, έβγαιναν στην επιφάνεια σαν εκείνος να της έσκιζε το δέρμα και να σκάλιζε βαθιά μέχρι ν’ αγγίξει το πιο ευαίσθητο σημείο της. Ούτε η αποκάλυψη ότι ο Νέιθαν σκόπευε να κρατήσει τη Δεύτερη Ευκαιρία κατάφερε να την εξευμενίσει. Συμπεριφερόταν λες και ο μοναδικός τρόπος για να προστατεύσει τον εαυτό της ήταν μια σύγκρουση μαζί του, ελπίζοντας ότι η απάντησή του θα ήταν τόσο απαίσια, ώστε να τον διαγράψει για πάντα από μέσα της. «Θα προτιμούσα να μην το κάνω» αποκρίθηκε εκείνος και η θλίψη στο βλέμμα του έκανε τα μάτια του να μοιάζουν με κάρβουνο. «Βρίσκεσαι στη Δεύτερη Ευκαιρία από τότε που ιδρύθηκε. Γνωρίζεις περισσότερα από τον καθένα γι’ αυτό τον οργανισμό, με εξαίρεση τον καθηγητή. Αλλά αν ο εγωισμός σου δεν μπορεί να αντέξει ορισμένες απαραίτητες αλλαγές, τότε δε μου αφήνεις άλλη επιλογή απ’ το να αναθεωρήσω την εργασιακή σου σύμβαση.» Η Κέιτ έριξε το κεφάλι πίσω κι έβαλε τα χέρια στη μέση. «Δε θα χρειαστεί. Σε τέσσερις μήνες λήγει, έτσι κι αλλιώς. Μέχρι τότε, εσύ θα έχεις φύγει και η Δεύτερη Ευκαιρία θα λειτουργεί σαν καλολαδωμένη μηχανή. Και θα έχω φύγει κι εγώ, επειδή δε θέλω να εργάζομαι σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Θέλω να εργάζομαι κάπου όπου η διοίκηση θα έχει καρδιά και ψυχή, και όχι ένα κομπιουτεράκι που θα προσθέτει και θα αφαιρεί ανθρώπους λες και κάνει καμιά οι… οικονομική συναλλαγή.» Αντί για το ψυχρό μένος με το οποίο σκόπευε να τον αντιμετωπίσει, η φωνή της γινόταν ολοένα και πιο κλαψιάρικη με κάθε πρόταση που ξεστόμιζε. Έκανε μεταβολή, αλλά δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ακόμη κι αν οι γυάλινες πόρτες που οδηγούσαν στο προαύλιο δεν ήταν ασφαλισμένες, η βροχή που έπεφτε με το τουλούμι έκανε αδύνατη τη διαφυγή της. «Φαίνεσαι αποφασισμένη να με αντιπαθήσεις, Κέιτ» ακούστηκε πίσω της η ψυχρή φωνή του. Μπορούσε να αισθανθεί τη θέρμη του κορμιού του στην πλάτη της. Ίσιωσε το σώμα της, πασχίζοντας ν’ ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Εξωτερικά, ήθελε να του δίνει την εντύπωση ότι δεν έδινε δεκάρα για το τι πίστευε εκείνος. Αλλά βαθιά μέσα της, σα φωτιά, έκαιγε κάτι εντελώς διαφορετικό, μια φλόγα που τώρα άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι δεν είχε σβήσει ποτέ, όσο κι αν είχε προσπαθήσει. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, κρύβοντας τα παγωμένα δάχτυλά της στη μέσα πλευρά των αγκώνων της. «Αντιπαθώ αυτό που αντιπροσωπεύεις» του δήλωσε, ψάχνοντας βαθιά μέσα της να βρει λίγη αποφασιστικότητα για να χρω-ματίσει τη φωνή της. «Και τι νομίζεις ότι είναι αυτό;» Η ανάσα του έκανε τα μαλλιά στον αυχένα της να σαλέψουν. «Πλούτη, δύναμη και την ικανότητα να χειραγωγείς ή να παραπετάς ανθρώπινα πλάσματα, προκειμένου να ικανοποιήσεις τα καπρίτσια σου» αποκρίθηκε ατενίζοντας τη βροχή που έπεφτε στο προαύλιο σα δάκρυα ενός γίγαντα. «Δεν έχεις ιδέα τι αντιπροσωπεύω» τόνισε εκείνος ύστερα από μια επικίνδυνη παύση «γι’ αυτό,
μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Έχουμε ήδη συζητήσει μία από τις αρχές της ψυχολογίας» της υπενθύμισε σκληρά. «Μια άλλη απ’ αυτές δεν είναι να μην κατατάσσεις τους ανθρώπους σε κατηγορίες;» Με αποστόμωσε, σκέφτηκε η Κέιτ σκυθρωπά. Δεν της έφτανε που είχε καταφέρει να διαταράξει τη συναισθηματική της ισορροπία, τώρα απειλούσε και την επαγγελματική. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να του απαντήσει, επειδή εκείνη τη στιγμή άνοιξε η εξωτερική πύλη του προαυλίου και φάνηκε μια ογκώδης μορφή να τσουλάει μέσα στη βροχή ένα φορτωμένο καρότσι προς μια σειρά ξύλινες στρογγυλές γλάστρες. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Νέιθαν. Η Κέιτ πλατάγισε τη γλώσσα της. «Τον λένε Μπένι Τζάκσον. Είναι…» Σταμάτησε όταν είδε το Νέιθαν να μπαίνει μπροστά της, να απασφαλίζει τους σύρτες και να ανοίγει τη γυάλινη πόρτα. «Μπένι!» φώναξε εκείνος δυνατά, για να ακουστεί πάνω από τη δυνατή βροχή. Σήκωσε το χέρι του κι έγνεψε στο νεαρό κηπουρό να πλησιάσει, κάνοντας ένα βήμα πίσω, για να μπει κι εκείνος μέσα. Όταν ο Μπένι κοντοστάθηκε διστακτικά στο κατώφλι, σέρνοντας τις λασπωμένες μπότες του, ο Νέιθαν τον τράβηξε μέσα στη βιβλιοθήκη για να μη βρέχεται. «Μπένι, είμαι ο Νέιθαν» είπε σφίγγοντας το λερωμένο χέρι που ο Μπένι τού έδωσε ντροπαλά. «Γιατί δουλεύεις έξω στη βροχή;» Ο Μπένι έξυσε το κεφάλι του. «Ετοιμάζω τις γλάστρες για τις πετούνιες» αποκρίθηκε απλά. Ο Νέιθαν έδειξε να σαστίζει. «Μα βρέχει με το τουλούμι εκεί έξω. Δεν υπάρχει κάτι να κάνεις σε σκεπασμένο χώρο;» Τα παιδικά μάτια του Μπένι έδειχναν ότι σκεφτόταν. «Τελείωσα τη δουλειά μου στο θερμοκήπιο.» «Τότε πάρε άδεια την υπόλοιπη μέρα. Δεν είσαι υποχρεωμένος να εργάζεσαι με τέτοιο καιρό.» «Δε θέλετε να φροντίζω τους κήπους πια;» Ο Μπένι ακούστηκε πληγωμένος. «Κάνεις θαυμάσια δουλειά με τους κήπους» αποκρίθηκε ο Νέιθαν, αγγίζοντας καθησυχαστικά το βρεγμένο ώμο του Μπένι. «Αν θέλεις, μπορείς ν’ αναπληρώσεις το χαμένο χρόνο όταν θα φτιάξει ο καιρός. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις εκεί έξω σήμερα.» Ο Μπένι κοίταξε την Κέιτ. «Ο Νέιθαν έχει δίκιο, Μπένι. Θα αρπάξεις κανένα κρυολόγημα. Πήγαινε στο σπίτι σου, να φορέσεις κάτι στεγνό και να ζεσταθείς.» «Και το μείγμα για τις γλάστρες;» Ο Μπένι έδειξε το γεμάτο καρότσι. «Μπορείς να βάλεις το μείγμα στο υπόστεγο» του πρότεινε ο Νέιθαν. «Και ύστερα να κάνεις ό,τι σου είπε η Κέιτ. Αν η βροχή σταματήσει αύριο, έλα για δουλειά. Πήγαινε τώρα.» Ο Μπένι χτύπησε τα πόδια του στο έδαφος, αντάλλαξε ένα διστακτικό χαμόγελο με το Νέιθαν και την Κέιτ, και έπειτα πήγε με αργό βήμα να μαζέψει το καρότσι. «Θα πάει στο σπίτι του;» ρώτησε ο Νέιθαν.
Η Κέιτ ένευσε θετικά. «Θα κάνει ό,τι του πεις. Είναι πολύ καλός κηπουρός» απάντησε εκείνη κάπως αμυντικά. «Το βλέπω. Παρ’ όλο που πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη εδώ γύρω, το ταλέντο του είναι εμφανές. Θα τον ρωτήσω αν έχει καμιά ιδέα τι φυτά να βάλουμε στον ιδιωτικό δρόμο, όταν ολοκληρωθούν οι χωματουργικές εργασίες.» «Θα του άρεσε αυτό. Να ζητήσεις τη γνώμη του, εννοώ» συμφώνησε η Κέιτ. Ο Νέιθαν της χαμογέλασε άψυχα. «Γιατί ακούγεσαι τόσο έκπληκτη, Κέιτ; Νιώθεις άσχημα που πρέπει να αναθεωρήσεις τη γνώμη σου για μένα; Παρ’ ότι επιμένεις να πιστεύεις το αντίθετο, Κέιτ, είμαι άνθρωπος και όχι μηχανή.» ***
Ήταν αργά το απόγευμα όταν η Κέιτ έκλεισε επιτέλους τον υπολογιστή της. Με ένα κοφτό «Αν αποφασίσεις τελικά να φύγεις, θέλω να μου δώσεις ένα μήνα προθεσμία για να βρω αντικαταστάτη», ο Νέιθαν την είχε αφήσει να ατενίζει τους υγρούς από τη βροχή λόφους, γνωρίζοντας ότι μόλις είχε καταπατήσει μία από τις αρχές της: ποτέ να μην εκτοξεύεις μια απειλή αν δε σκόπευες εξαρχής να την πραγματοποιήσεις. Ήξερε ότι δεν ήθελε να φύγει από τη Δεύτερη Ευκαιρία. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Ήθελε να δει τους τελειόφοιτους μαθητές της να περνούν με επιτυχία τις εξετάσεις τους την επόμενη χρονιά και δεν υπήρχε καμία περίπτωση ν’ αφήσει το Νέιθαν να την κερδίσει σ’ αυτό το παιχνίδι. Οι τελευταίοι μήνες ήταν εξοντωτικοί, αλλά μόλις τελείωνε η περίοδος των Χριστουγέννων κι έκανε ένα διάλειμμα, θα ήταν μια χαρά. Το γεγονός ότι της κόβονταν τα γόνατα κάθε φορά που βρισκόταν κοντά σ’ ένα γοητευτικό άνδρα ήταν η φυσιολογική αντίδραση μιας υγιούς γυναίκας που είχε πολύ καιρό να κάνει σεξ, διαβεβαίωσε τον εαυτό της, καρφώνοντας με δύναμη μια χούφτα στιλό στη μολυβοθήκη πάνω στο γραφείο της. Γλίστρησε τα χέρια της στο γαλλικό κότσο κι αφαίρεσε τα τσιμπιδάκια που είχαν αρχίσει να σφίγγουν και να πονάνε το κρανίο της. Τίναξε τα μαλλιά της για να ελευθερωθούν και ύστερα πήγε στον ψύκτη, που είχε επιστραφεί στη θέση του, στο διάδρομο έξω από το γραφείο της. Ήταν σκυμμένη πάνω από τον ψύκτη κι έπινε νερό με το στόμα όταν κάποιος από πίσω άρπαξε το μπράτσο της. Έκανε απότομα μεταβολή, με τα μαλλιά της ν’ ανεμίζουν στον αέρα. Ο Σκιπ Μπλέσινγκτον την κοιτούσε με ανήσυχο ύφος. «Σκιπ! Τι δουλειά έχεις εδώ;» Τα λόγια του βγήκαν βιαστικά και πανικόβλητα. «Ήρθα για να πάρω τη Σούζαν. Σε είδα και σκέφτηκα να σου μιλήσω. Δεν ήξερα ότι η Σούζαν είχε κάνει αίτηση γι’ αυτή τη δουλειά και δε θέλω να της…» «Πάρε το χέρι σου από πάνω μου.» Η λαβή του χαλάρωσε, μα προτού ο Σκιπ την αφήσει, έστριψε ο Νέιθαν από τη γωνία. Τα μάγουλα της Κέιτ έγιναν κατακόκκινα. Σκούπισε με τη ράχη της παλάμης της το στόμα, έχοντας συναίσθηση ότι τα χείλη της ήταν υγρά από το νερό και τα μαλλιά της ανακατωμένα. Η κεραυνοβολημένη έκφραση του Νέιθαν της έδωσε να καταλάβει ότι εκείνος είχε βγάλει αμέσως το λάθος συμπέρασμα. Η φωνή του ήταν ψυχρή σαν πάγος.
«Άκουσες τι είπε η κυρία. Άφησέ την.» Ο Σκιπ έκανε αμέσως ένα βήμα πίσω, σηκώνοντας και τα δυο του χέρια ψηλά, λες και ο Νέιθαν τον απειλούσε με δίκαννο. Ο Νέιθαν συνέχιζε να πλησιάζει προς το μέρος τους, καλύπτοντας την απόσταση με μεγάλες, άνετες δρασκελιές. Το γεγονός ότι προσπαθούσε να συγκρατηθεί, έκανε ακόμη εντονότερη την εχθρότητα που εξέπεμπε το κορμί του, σαν ατμός από καμίνι. Από κάποια εσωτερική δύναμη που είχε απομείνει βαθιά μέσα της, η Κέιτ κατάφερε να βρει τη φωνή της. «Νέιθαν. Έχεις γνωρίσει τον άνδρα της Σούζαν;» Φερόταν λες και σύστηνε δύο καλεσμένους σε κάποιο πάρτι, σκέφτηκε σχεδόν υστερικά, όμως δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για να γίνει σκηνή, όχι όταν το γραφείο της Σούζαν βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Οι μύες στο σαγόνι του Νέιθαν σφίχτηκαν. «Ήρθε και χθες να πάρει τη Σούζαν. Γνωριστήκαμε τότε» επιβεβαίωσε αυστηρά. Παρ’ όλο που η Κέιτ θεωρούσε το Σκιπ ψηλό, δίπλα στο Νέιθαν φαινόταν αδύναμος και κοντύτερος απ’ ό,τι τον θυμόταν. Τώρα που της δινόταν η ευκαιρία να τον παρατηρήσει κανονικά, είδε ότι ήταν αξύριστος και τα γκρίζα μάτια του ήταν κοκκινισμένα. Ο Σκιπ καθάρισε το λαιμό του, αλλά προς έκπληξη της Κέιτ, δεν υποχώρησε. «Ήθελα απλώς να μιλήσω με την Κέιτ» είπε ανταποδίδοντας το επίμονο βλέμμα του Νέιθαν. «Πρόκειται για προσωπικό θέμα.» Τα χαρακτηριστικά του Νέιθαν σκλήρυναν. «Δεν πληρώνω την Κέιτ για να συζητά προσωπικά θέματα σε ώρα εργασίας, Μπλέσινγκτον.» «Δεν είναι αυτό που φαίνεται» τόλμησε να πει ο Σκιπ. «Εννοείς, σαν ερωτικό καβγαδάκι;» Τα ζυγωματικά του Νέιθαν πήραν το σκούρο κόκκινο χρώμα της οργής. Η Κέιτ άκουσε το συριγμό της απότομης εισπνοής του Σκιπ. Στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του. «Ώστε εδώ είσαι!» Το κεφάλι και οι ώμοι της Σούζαν πρόβαλαν από το γραφείο του Νέιθαν. «Σε περίμενα, Σκιπ.» Το λαμπερό της χαμόγελο ξεθώριασε όταν αντιλήφθηκε την ένταση που επικρατούσε. Ο Σκιπ έκανε απότομα μεταβολή, σα θήραμα που το είχαν στριμώξει κυνηγόσκυλα. «Χάθηκα, Σουζ.» Έριξε στην Κέιτ ένα τελευταίο βλέμμα κυνηγημένου ζώου, προτού πλησιάσει βιαστικά τη γυναίκα του. Η Κέιτ δεν έμεινε για να τους δει να φεύγουν. Η ανάγκη της να δραπετεύσει από το γεμάτο περιφρόνηση βλέμμα του Νέιθαν που πέταγε σπίθες, ήταν μεγαλύτερη από κάθε έννοια λογικής εξήγησης. Μπήκε περπατώντας στα τυφλά μέσα στο γραφείο της, με τα δάχτυλά της να προσπαθούν νευρικά να κλείσουν την πόρτα, προτού εκείνος προλάβει να την ακολουθήσει. Όμως ο Νέιθαν βρισκόταν ακριβώς πίσω της. Την έσπρωξε να μπει μέσα στο γραφείο,
κλείνοντας την πόρτα πίσω του με την άκρη της μπότας του. Προχώρησε απειλητικά προς το μέρος της, μέχρι που η σκληρή κόχη του γραφείου της χώθηκε στα οπίσθιά της, εμποδίζοντάς τη να οπισθοχωρήσει κι άλλο. «Έτσι εξηγείται που ένιωσες άβολα όταν γνώρισες τη Σούζαν. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσες τη σύζυγο του εραστή σου, έτσι;» Οι σκληροί μηροί του πίεζαν το κορμί της. Η Κέιτ γύρισε στο πλάι το πρόσωπό της, όμως εκείνος άρπαξε το πιγούνι της με κρύα σαν ατσάλι δάχτυλα και την κράτησε ακίνητη. Ήξερε ότι ήταν παράλογο να ζηλεύει κάποια που γνώριζε τόσο λίγο, μα η σκέψη ενός άλλου άνδρα να την αγγίζει τον έβγαζε εκτός ελέγχου. Από το Σάββατο το βράδυ προσπαθούσε να διοχετεύσει κάπου την ενέργειά του, δουλεύοντας σα δαιμονισμένος, προσπαθώντας να ξεριζώσει από μέσα του την αφόρητη ανάγκη που τον κυρίευε κάθε φορά που τη σκεφτόταν. «Λοιπόν;» απαίτησε να μάθει, γνωρίζοντας ότι η οργή του ήταν αδικαιολόγητη. Τι τον ένοιαζε με ποιον κοιμόταν εκείνη; Όταν όμως εκείνο το πρωί την είδε να μπαίνει στο γραφείο του ντυμένη με αυτό το σαχλό, αυστηρό επαγγελματικό ντύσιμο, το κορμί του είχε πάρει φωτιά. Το μόνο που ήθελε ήταν να της σκίσει τα ρούχα, να τυλίξει τα πόδια της γύρω από τη μέση του και να μπει μέσα της. Και το ένστικτό του του έλεγε ότι κι εκείνη το ίδιο ήθελε. Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε ο ένας τον άλλον, η σεξουαλική χημεία μεταξύ τους ήταν σαν ελατήριο με τεντωμένες τις δύο άκρες του. Ήθελε να μπει μέσα της, να ξυπνήσει με τα μαλλιά της πάνω στο πρόσωπό του, να κοιτάξει τα νυσταγμένα μάτια της και να τη νιώσει να ψιθυρίζει τ’ όνομά του πάνω στα χείλη του. Τώρα ο Νέιθαν είδε αυτό το απαλό στόμα να σκληραίνει. «Ίσως θα έπρεπε να νιώθω κολακευμένη» είπε εκείνη και τα μάτια της στο χρώμα του τοπαζιού άστραψαν επικίνδυνα «που είμαι αναγκασμένη να πω σε δύο άνδρες την ίδια ημέρα να πάρουν τα χέρια τους από πάνω μου.» Ο Νέιθαν έσφιξε κι άλλο τη λαβή του. «Μόνο που αυτή τη φορά δε βλέπω να υπάρχει κανένας για να σε σώσει.» Τα χείλη της συσπάστηκαν με αποδοκιμασία. «Μπορούσα μια χαρά να τα βγάλω πέρα με το Σκιπ, όπως μπορώ και μ’ εσένα. Δε χρειάζομαι κανέναν για να με σώσει, Κίνκεϊντ. Και δεν μπορείς να με τρομάξεις» πρόσθεσε ανασηκώνοντας το κεφάλι, για να συναντήσει το έξαλλο από οργή βλέμμα του. Έτσι όπως ήταν κολλημένη πάνω του, η Κέιτ κρατούσε το κορμί της ίσιο σαν τεντωμένο μαστίγιο. Ο Νέιθαν ήταν βέβαιος ότι αυτό το ύφος της προσποιητής τόλμης έκρυβε μια εύθραυστη καρδιά, σαν το σκληρό περιτύλιγμα που κρύβει από κάτω μια μαλακή καραμέλα. Στη βιβλιοθήκη, όταν εκείνη του είχε γυρίσει την πλάτη, ο εκτεθειμένος λαιμός της είχε λυγίσει σα μίσχος λουλουδιού που τον μαραίνει η βροχή. Εκείνη τη στιγμή, έτσι όπως στεκόταν πίσω της, ήθελε να τυλίξει τα χέρια του γύρω της και να την τραβήξει να γείρει πάνω στο στήθος του. Είχε αυτή την παράξενη παρόρμηση να την προστατεύσει, ανάμεικτη με την παράξενη αίσθηση ότι η Κέιτ χρειαζόταν προστασία περισσότερο από τον ίδιο παρά από οποιονδήποτε άλλον άνδρα.
Δεν του άρεσε καθόλου ο τρόπος που εκείνη αναστάτωνε τη συνήθως διορατική σκέψη του. Τον ενοχλούσε αυτή η βασανιστική αίσθηση ότι γνωρίζονταν από παλιά, που είχε νιώσει όταν είχαν πρωτοσυναντηθεί, και οργιζόταν με το πείσμα της να τον εντάσσει σε στερεότυπα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, πάρα πολλοί άνθρωποι τον είχαν πλησιάσει ύπουλα μόνο και μόνο για να εκμεταλλευτούν τα πλούτη και τη δύναμή του. Η δική της ειλικρίνεια ήταν αφοπλιστική. Τώρα όμως που την έβλεπε με τα χείλη υγρά ακόμα από τα φιλιά του Μπλέσινγκτον, καταλάβαινε ότι μάλλον είχε κάνει λάθος για την έμφυτη εντιμότητά της. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι ήταν ικανή να έχει μια βρομερή σχέση με έναν παντρεμένο άνδρα· ότι ήταν το ίδιο πλανεύτρα με την πρώην γυναίκα του. Περίμενε από εκείνη να το αρνηθεί, όμως κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε απλώς επιβεβαίωνε την ενοχή της. «Πόσο καιρό έχεις σχέση με τον Μπλέσινγκτον;» γρύλισε. Η Κέιτ κοιτούσε τις εκφράσεις στο πρόσωπό του ν’ αλλάζουν. Το μυώδες κορμί του ήταν σκληρό σα σίδερο πάνω στο δικό της. Γνώριζε ότι σωματικά ήταν πιο αδύναμη από εκείνον, αλλά κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο είχε ενεργοποιηθεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Στο βαθύτερο σημείο του «είναι» της, εκεί που δεν έφτανε η λογική, ήξερε ότι ο Νέιθαν είχε τη δύναμη να τη βλάψει με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Αν τον άφηνε να διαπεράσει τις άμυνές της, σύντομα θα κατέληγε να τον ικετεύει να μην την εγκαταλείψει. Απειλούσε ολόκληρη τη συναισθηματική της ισορροπία. Η ανάμνηση από την τελευταία φορά που είχε ερωτευτεί χώθηκε μέσα της σαν ένα κομμάτι γρανίτη. Είχε κρατήσει το κοριτσάκι της στην αγκαλιά της, σταλάζοντας δάκρυα καυτά πάνω στο παγωμένο προσωπάκι του. Τότε, είχε αρρωστήσει σοβαρά, βρισκόταν στα όρια σωματικής και συναισθηματικής κατάρρευσης. Όσο διάστημα βρισκόταν στο νοσοκομείο για ν’ αναρρώσει, όχι μόνο από την απώλεια της κόρης της που είχε γεννηθεί νεκρή, αλλά κι από την απογοήτευση που της προκάλεσε η προδοσία της αγάπης και της πίστης της, είχε αποφασίσει ότι ποτέ ξανά δε θα διακινδύνευε να συλλάβει ένα μωρό μέσα στην ασύνετη δίνη του πάθους. Είχε πληγωθεί με τόσους πολλούς τρόπους, τόσες πολλές φορές. Δε θα έπαιζε άλλη φορά το μέλλον της στη ρουλέτα ποντάροντας σε μπερδεμένα συναισθήματα. Δεν μπορούσε όμως να μην παραδεχτεί πόσο ευάλωτη ήταν απέναντι στο Νέιθαν. Γι’ αυτό, αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα εκείνος να την περιφρονεί. Θα τον άφηνε να πιστεύει ότι είχε την ηθική μιας κεραμιδόγατας. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, και ύστερα τον κοίταξε ψυχρά, χαμογελώντας σκληρά. «Για να λέμε την αλήθεια, ο Σκιπ απέρριψε την προσφορά μου.» Πεπεισμένος ότι του έλεγε ψέματα, ο Νέιθαν προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη. Πώς ήταν δυνατόν να είχε κρίνει τόσο λανθασμένα το χαρακτήρα της; Θα έπρεπε να είχε μάθει το μάθημά του από την Τζίνι. Κοιτάζοντας τα γεμάτα αψηφισιά μάτια της Κέιτ, βίωσε μια στιγμή εκπληκτικής διαύγειας, συνειδητοποιώντας ότι ποτέ δεν είχε κάνει λάθος στην κρίση του για το χαρακτήρα της Τζίνι. Παρά τα μωρουδίστικα γαλανά μάτια και το ύφος της αθωότητας, πάντα ήξερε ότι εκείνη περίμενε τη μεγάλη ευκαιρία. Και όταν εμφανίστηκε η ευκαιρία να γίνει σύζυγος γερουσιαστή, εκείνη την άρπαξε και με τα δυο χέρια και φρόντισε να εξασφαλιστεί, μένοντας πρώτα έγκυος από το μοναχικό,
πρόσφατα χήρο πολιτικό, προτού παρατήσει το Νέιθαν. Και τι σήμαινε αυτό για τον ίδιο, που είχε μπλεχτεί σ’ αυτή τη σχέση ενώ γνώριζε ότι η Τζίνι ήταν τόσο σκληρή εσωτερικά όσο όμορφη εξωτερικά; Μήπως φοβόταν τη δέσμευση και γι’ αυτό είχε επιλέξει σκόπιμα μια γυναίκα με τόσο ρηχά συναισθήματα; Όταν συνάντησε την Κέιτ, ήταν σα να γύρισε ένας εσωτερικός διακόπτης και να φώτισε πτυχές του εαυτού του που δεν είχε νοιαστεί να τις κοιτάξει για πολλά χρόνια. Κι όταν τελικά τις κοίταξε, συνειδητοποίησε ότι δεν του άρεσε και τόσο αυτό που είδε. Ποιος του έδινε το δικαίωμα ν’ αμφισβητεί την ηθική της Κέιτ; Άφησε το χέρι του να πέσει από το σαγόνι της. Ευχήθηκε να μπορούσε να θυμηθεί τι του θύμιζε αυτή η τόλμη της, που την έκανε να μοιάζει με γάτα που έβγαζε νύχια, και γιατί, σε κάποιο ασυνείδητο κομμάτι του μυαλού του, είχε την αίσθηση ότι τη γνώριζε πολύ περισσότερο από δυο μέρες μόνο. Ένα ήταν σίγουρο. Αν επρόκειτο να συνεργαστούν, θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να χαλιναγωγήσει τις ορμόνες του, επειδή η συνηθισμένη ικανότητά του να σκέφτεται λογικά τον εγκατέλειπε κάθε φορά που βρισκόταν κοντά της. Έκανε ένα βήμα πίσω και της έριξε ένα ψυχρό βλέμμα, που σε καμία περίπτωση δε φανέρωνε την ταραχή που μαινόταν μέσα του. «Δώσε στη Σούζαν δύο εναλλακτικές ημερομηνίες που είναι βολικές για σένα, για να συναντηθούμε μέσα στην εβδομάδα. Θα κοιτάξει τα υπόλοιπα ραντεβού μου και θα σ’ ενημερώσει.»
Κεφάλαιο Πέντε «Βάσει των πληροφοριών που έχουν δώσει οι σπουδαστές πριν από την έναρξη του εξαμήνου, αξιολογώ κάθε σπουδαστή και κατόπιν προετοιμάζω τις πρώτες εργασίες τους ανάλογα με τις ξεχωριστές ικανότητες του καθενός» ενημέρωσε η Κέιτ το Νέιθαν με επίσημο ύφος στην καθορισμένη συνάντησή τους στο γραφείο της, αργότερα εκείνη την εβδομάδα. «Αυτό σημαίνει ότι αφιερώνεις μεγάλο μέρος απ’ τον ελεύθερο χρόνο σου» παρατήρησε εκείνος, μοιάζοντας με γίγαντα έτσι όπως καθόταν στην καρέκλα για τους επισκέπτες, που βρισκόταν απέναντι από το γραφείο της Κέιτ. Η Κέιτ ανασήκωσε τους ώμους. «Μακροπρόθεσμα, διευκολύνει τον προγραμματισμό αν ξέρω το επίπεδο κάθε σπουδαστή.» «Και πώς επηρεάζει αυτό την εκπαίδευσή τους;» απόρησε ο Νέιθαν, κοιτάζοντάς τη να διαλέγει άλλη μια διαφάνεια. «Αν μπορώ να φέρω το πρόγραμμα στα μέτρα κάθε σπουδαστή, κάνοντας ορισμένες τροποποιήσεις εδώ κι εκεί, δεν είναι πολύ δύσκολο να διασφαλίσω ότι, τουλάχιστον στην αρχή, θα βιώσουν την επιτυχία όλοι οι σπουδαστές.» «Και είναι τόσο σημαντικό αυτό;» ρώτησε ο Νέιθαν, πίνοντας μια γουλιά απ’ τον καφέ που τους είχε φέρει η Σούζαν στην αρχή της σύσκεψης. «Απόλυτα» έκανε ένα θετικό νεύμα η Κέιτ. «Πριν έρθουν εδώ, ορισμένοι από τους μαθητές μου δεν έχουν βιώσει τίποτε άλλο παρά μόνο αποτυχίες στη ζωή τους. Συνεπώς, έστω και μια μικρή νίκη είναι αφάνταστα σημαντική γι’ αυτούς.» «Και πώς προσαρμόζεις το πρόγραμμα για κάθε μαθητή;» ξαναρώτησε ο Νέιθαν, μεταφέροντας την προσοχή του στην οθόνη, όπου τα γραφικά της Κέιτ απεικόνιζαν την πρόοδο των φετινών μαθητών της. «Τους αναθέτω να γράψουν μια έκθεση για κάτι –καλό ή κακό– που επηρέασε τη ζωή τους. Αν δεν ξέρουν να γράφουν πολύ καλά, έχουν τη δυνατότητα να υπαγορεύσουν την έκθεση σε μια ψηφιακή συσκευή εγγραφής ήχου ή σ’ εμένα, αν θέλουν. Η πρώτη άσκηση που τους αναθέτω σχετίζεται με αυτή την εμπειρία.» Ο Νέιθαν κούνησε το κεφάλι με ενδιαφέρον. «Φαίνεται αποτελεσματικό· πες μου περισσότερα γι’ αυτό» την παρότρυνε. «Επίσης, τους δίνω τα τυποποιημένα τεστ κι αφιερώνω πολλή ώρα να τους παρατηρώ» συνέχισε η Κέιτ, παίρνοντας τη δική της κούπα καφέ από το δίσκο σερβιρίσματος πάνω στο γραφείο της. «Χωρίς να διαταράσσω το πρόγραμμα όλης της τάξης, προσπαθώ να εξυπηρετώ το στιλ μάθησης κάθε σπουδαστή – αν είναι ένας φαντασιακός ή πρακτικός μαθητής, ή ακόμη κι αν δεν κατατάσσεται σε καμία συγκεκριμένη κατηγορία» διευκρίνισε όταν ο Νέιθαν την κοίταξε ερωτηματικά. «Και στη συνέχεια, πώς χαράσσεις τη στρατηγική σου;» Η Κέιτ ανακάτεψε τη ζάχαρη στον καφέ της.
«Αν τους αρέσει να μαθαίνουν όταν βρίσκονται σε κίνηση, τους δίνω την ευκαιρία να κινηθούν. Τους αφήνω να βγουν έξω και να εκτονώσουν την ενέργειά τους. Αν τους αρέσει να κάνουν πολλή φασαρία, μπορεί να διοργανώσω μαθήματα έξω από την πανεπιστημιούπολη, ώστε να εκφραστούν όσο έντονα θέλουν» αποκρίθηκε χαμογελώντας, ευχαριστημένη από το έκδηλο ενδιαφέρον του για τη δουλειά της. «Αν μου δίνεται η δυνατότητα, προσπαθώ να πείσω και τις οικογένειες ή τους συντρόφους τους να συμμετάσχουν. Ορισμένες φορές, ένα τόσο δα βήμα ή μια ώθηση προς τη σωστή κατεύθυνση, τους πηγαίνει πολύ μπροστά.» Δεν ήξερε αν έπρεπε να συναντηθεί μόνη με το Νέιθαν στο γραφείο της έπειτα από τη γεμάτη ένταση σύγκρουσή τους τις προάλλες, αλλά η τελευταία ώρα είχε κυλήσει πολύ πιο ευχάριστα απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί. Εκείνος δεν είχε προσπαθήσει να την αναζητήσει τις τελευταίες ημέρες. Κι όταν τύχαινε να συναντηθούν, φέρονταν πολιτισμένα ο ένας στον άλλον, αλλά απόμακρα. Η Κέιτ είχε εργαστεί σκληρά για την παρουσίαση, προκειμένου να είναι σίγουρη ότι θα ήταν άψογη. Μπορεί ο Νέιθαν να πίστευε ότι η προσωπική της ζωή είχε ψεγάδια, όμως η Κέιτ θα φρόντιζε να μην μπορεί να την κατηγορήσει για επαγγελματικά σφάλματα. Κρίνοντας από την απορροφημένη έκφραση στο πρόσωπό του, οι προσπάθειές της είχαν στεφθεί από επιτυχία. Ο Νέιθαν έγειρε πίσω στο κάθισμά του και σταύρωσε τα πόδια, τυλίγοντας τα μεγάλα, ηλιοκαμένα δάχτυλά του γύρω από το λεπτό λευκό φλιτζάνι του καφέ. Το ριγέ ύφασμα του παντελονιού του τσιτώθηκε στους μηρούς του. Τα δάχτυλα της Κέιτ ψαχούλεψαν νευρικά τις ολισθηρές επιφάνειες των διαφανειών, ψάχνοντας για την επόμενη στη σειρά. «Ε… εεε… προσπαθώ ν’ αξιοποιήσω τα φυσικά ταλέντα και τις δεξιότητές τους» τον πληροφόρησε, νιώθοντας τα μάγουλά της να γίνονται κατακόκκινα. «Μπορείς να μου δώσεις ορισμένα παραδείγματα;» τον άκουσε να τη ρωτά. Απέφυγε το βλέμμα του ενόσω έψαχνε να βρει τη σωστή διαφάνεια, ύστερα την τοποθέτησε στο κέντρο της γυάλινης επιφάνειας του μηχανήματος προβολής κι εστίασε την προσοχή της στο μεγεθυσμένο διάγραμμα ροής, που απεικόνιζε βήμα βήμα την πορεία ενός τυχαίου σπουδαστή. Μακάρι να ζούσε κι εκείνη τη ζωή της με τον ίδιο τρόπο που ενθάρρυνε τους μαθητές της να τη ζουν, σκέφτηκε· κι αφού ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, στράφηκε πάλι στο Νέιθαν. «Όλοι έχουν ένα παρελθόν… όλοι έχουν μάθει κάτι» εξήγησε, παρατηρώντας το ενδιαφέρον του Νέιθαν να γίνεται εντονότερο. «Ακόμη κι αν δεν έχουν επιτύχει πολλά πράγματα, κάθε μαθητής έχει κάποιες δεξιότητες να παρουσιάσει. Ίσως να είναι καλλιτεχνικές ή να έχουν σχέση με τη μηχανολογία ή την ξυλουργική. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα που με κάποιον τρόπο διασταυρώνονται, προσπαθώ να εντάξω αυτές τις δεξιότητες στα μαθήματά μου. Όταν υπάρχει μια οικεία στα παιδιά βάση, είναι ευκολότερο να κατανοήσουν νέες έννοιες.» Ο Νέιθαν έγειρε μπροστά και ξαναγέμισε το φλιτζάνι του με καφέ από την καφετιέρα. Κατόπιν, κοίταξε την Κέιτ. «Και τι γίνεται αν οι εμπειρίες τους είναι επιζήμιες;» Η Κέιτ ήπιε προσεκτικά μια γουλιά από τον καφέ της. «Η ανάλυση και η αποδοχή οδυνηρών εμπειριών μπορεί να εμπλουτίσει τη ζωή μας… αν εμείς το επιτρέψουμε.»
Συνοφρυώθηκε όταν μια φωνούλα μέσα της της είπε ότι θα έπρεπε κι εκείνη μερικές φορές να ακολουθεί τη δική της συμβουλή. Παρατήρησε ότι ο Νέιθαν έκανε μια κυνική γκριμάτσα με το στόμα του κι αναρωτήθηκε αν είχε θεωρήσει την απάντησή της επιπόλαιη· ή ίσως, όπως και πολλοί άνθρωποι που είχε γνωρίσει η Κέιτ, να πίστευε κι εκείνος ότι η ψυχολογία ήταν κάτι ελάχιστα παραπάνω από κομπογιαννιτισμό. «Δε συμφωνείς;» τον ρώτησε, με μια υπόνοια επιθετικότητας να χρωματίζει τη φωνή της. Ο Νέιθαν έριξε δύο μεγάλες κουταλιές ζάχαρη στον καφέ του και τον ανακάτεψε με έντονες κινήσεις. «Εξαρτάται από τη ζημιά που έχει γίνει.» Άφησε το κουτάλι κι εκείνο έπεσε με δύναμη πάνω στο πιατάκι του καφέ. Ύστερα, κοίταξε το φλιτζάνι του και το πρόσωπό του ξαφνικά φάνηκε κουρασμένο. Η Κέιτ δάγκωσε το κάτω χείλος της, αναστατωμένη από την εμφανή θλίψη του. Η απόμακρη έκφρασή του δεν άφηνε περιθώρια για ερωτήσεις κι άφησε να κυλήσουν μια δυο στιγμές, ψάχνοντας να βρει μια ερώτηση που να επέτρεπε μια ουδέτερη απάντηση. «Τι σ’ έκανε να ασχοληθείς με την εκπαίδευση;» τον ρώτησε τελικά, τόσο από επαγγελματικό όσο κι από προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την παγερή σιωπή. «Τα κτηματομεσιτικά με την εκπαίδευση δεν έχουν και μεγάλη σχέση.» Ο Νέιθαν ξεσταύρωσε τα πόδια του κι άφησε τον ανέγγιχτο καφέ του πάνω στο γραφείο. «Γιατί έχω την εντύπωση ότι αν σου έλεγα “τα σκληρά χτυπήματα της ζωής”, δε θα με πίστευες;» απάντησε άκεφα. Η Κέιτ έγινε κατακόκκινη. Κατάλαβε ότι αναφερόταν στα σχόλιά της για τα πλούτη και τη δύναμή του. «Για δοκίμασε» του πρότεινε. Το πρόσωπό του φανέρωνε την πάλη που γινόταν μέσα του, αν έπρεπε να της μιλήσει ή όχι. Και όταν τελικά τα λόγια βγήκαν από το στόμα του, ήταν κοφτά σα να μην μπορούσε να κάνει τον εαυτό του να τα ξεστομίσει. Το βλέμμα του ταξίδεψε πέρα από την Κέιτ, στους μακρινούς μενεξεδιούς λόφους στις παρυφές της αντικρινής όχθης της λίμνης. Η Κέιτ είχε την εντύπωση ότι έψαχνε κάτι που ήξερε ότι δε θα έβρισκε ποτέ. «Ο μικρός μου αδελφός σκοτώθηκε» είπε άχρωμα. «Και τότε εγώ τρελάθηκα. Έφυγα από το σπίτι και κατέληξα με ένα σωρό προβλήματα. Αν έβρισκα κάπου κάτι ανάλογο, ίσως να με είχε βοηθήσει.» Έκανε μια κίνηση που περιλάμβανε ολόκληρη τη σχολή. Η Κέιτ εξερεύνησε το πρόσωπό του, με μια φριχτή συνειδητοποίηση να αιωρείται στο μυαλό της. Τις τελευταίες ημέρες είχε παρατηρήσει ότι είχε μια ξεχωριστή ικανότητα με ορισμένους από τους μικρότερους αρσενικούς μαθητές, σκληραγωγημένα παιδιά που είχαν μπλεξίματα με το νόμο και είχαν σταλεί με δικαστική απόφαση στη Δεύτερη Ευκαιρία, σε μια προσπάθεια να τους δοθεί η ευκαιρία να ξεφύγουν από μια ζωή μέσα στο έγκλημα. Τον είχε παρατηρήσει προσεκτικά και είχε αντιληφθεί ότι δεν αργούσε να δημιουργήσει μια ανδρική, γεμάτη σεβασμό φιλία με εκείνα τα παιδιά, κι αυτό την είχε κάνει να αναρωτηθεί μήπως είχε βγάλει λάθος συμπέρασμα για κείνον.
«Πόσων χρονών ήσουν όταν… όταν πέθανε ο αδελφός σου;» Περίμενε την απάντησή του με κομμένη την ανάσα. Κανένα στάδιο της εκπαίδευσής της δεν την είχε προετοιμάσει για το μαρτύριο που την έκανε να νιώθει η αφάνταστη οδύνη του. Ο Νέιθαν σηκώθηκε από την καρέκλα και πλησίασε το παράθυρο, χώνοντας τα χέρια του βαθιά μες στις τσέπες του. «Γύρω στα δεκάξι» αποκρίθηκε και το κορμί του ήταν άκαμπτο. Περίπου στην ίδια ηλικία πρέπει να ήταν όταν την είχε πληγώσει λέγοντας εκείνα τα λιγοστά σκληρά λόγια. Αυτό την έκανε να ντραπεί, επειδή δεν είχε μπει καν στον κόπο να σκεφτεί μήπως είχε συμβεί κάτι στη ζωή του και τον είχε μεταμορφώσει από χαμογελαστό Άδωνη σ’ έναν πικραμένο άνδρα. Κάνοντας σκληρή αυτοανάλυση, η Κέιτ κατάλαβε ότι είχε γαντζωθεί από εκείνη την πληγή, σκαλίζοντας το κακάδι που είχε δημιουργηθεί, αντί να ξεφορτωθεί τα βαρίδια που δεν είχαν καμία θέση στη ζωή της τώρα πια. Μπορεί ένα κορίτσι να είχε κάποια δικαιολογία, όμως μια γυναίκα, και ιδιαίτερα με το δικό της επάγγελμα, δε δικαιολογούνταν σε καμία περίπτωση. Η έκφρασή του ήταν απόμακρη όταν στράφηκε πάλι προς το μέρος της. «Σέβομαι το επάγγελμά σου» της είπε, λες και είχε διαισθανθεί τις επιφυλάξεις της για τη στάση του «αλλά δε θέλω να μιλήσω για το θάνατο του αδελφού μου.» Ο τόνος της φωνής του δεν άφηνε περιθώρια διαπραγμάτευσης και η Κέιτ κατάλαβε ότι είχε μετανιώσει που της είχε μιλήσει για τον αδελφό του. Ο Νέιθαν κοίταξε το ρολόι του. «Μας μένει μισή ώρα ακόμα. Θα ήθελα να δω και την υπόλοιπη παρουσίαση που έχεις ετοιμάσει.» «Βεβαίως» μουρμούρισε εκείνη κι επέστρεψε στ’ αρχεία της. Δε δικαιούνταν να περιμένει ότι θα της αποκάλυπτε κάτι παραπάνω για το θάνατο του αδελφού του. Η καρδιά της πονούσε με τον πόνο του, μα κατά έναν περίεργο τρόπο, ένιωθε λες κι ένα μέρος από το δικό της πόνο είχε σβήσει. Ο Νέιθαν στάθηκε πλάι της και γύρισε να κοιτάξει την οθόνη, με τα χέρια του να κουδουνίζουν τα ψιλά που είχε μέσα στις τσέπες του και τα πόδια ανοιχτά. Όταν η Κέιτ διακινδύνευσε να του ρίξει μια πλάγια ματιά, το ασάλευτο προφίλ του δε φανέρωνε τις σκέψεις του. Με εξαίρεση τις σπάνιες ερωτήσεις ή τα σχόλια από την πλευρά του Νέιθαν, την αλλαγή των διαφανειών και τον ήσυχο βόμβο του μηχανήματος προβολής, η επόμενη μισή ώρα κύλησε μέσα στη σιωπή. Συναισθανόμενη τη γλώσσα του σώματός του, η Κέιτ χάρηκε όταν ένιωσε ότι άρχισε να απαλύνεται η έντασή του, καθώς απορροφήθηκε από την παρουσίαση. «Ήταν θαυμάσια παρουσίαση» κατέληξε ο Νέιθαν όταν εκείνη έβγαλε και την τελευταία διαφάνεια. «Εκτιμώ την προσπάθεια που έκανες και τώρα βλέπω γιατί έχεις πετύχει σπουδαία αποτελέσματα με τους μαθητές. Μερικά απ’ αυτά τα παιδιά πρέπει να είναι ζόρικα» πρόσθεσε. Νιώθοντας ζεστασιά από τον έπαινό του, η Κέιτ τον κοίταξε και χαμογέλασε, ευχαριστημένη που είδε τις γραμμές γύρω από το στόμα του να έχουν μαλακώσει. «Πάντοτε θα υπάρχουν ορισμένα άτομα με τα οποία φαίνεται ότι απλώς δεν μπορείς να συνδεθείς, ή που αποφασίζουν ότι μια διαφορετική σειρά μαθημάτων μπορεί να τους ταιριάζει
καλύτερα.» «Βοηθάς αυτούς τους μαθητές να βρουν κάποιο άλλο πρόγραμμα;» Η Κέιτ ένευσε θετικά. «Συζητώ μαζί τους τους προβληματισμούς τους και στη συνέχεια τους οδηγώ στη σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού.» «Μίλησα μαζί της σήμερα το πρωί. Είπε ότι πολλές φορές παρακολουθείς την εξέλιξη των παιδιών, για να βεβαιωθείς ότι εξακολουθούν να σπουδάζουν.» «Μερικές φορές χάνεις κάποια παιδιά» είπε η Κέιτ, απλώνοντας το χέρι για να κλείσει το μηχάνημα προβολής. «Αλλά σκέφτομαι ότι έχω κάνει καλά τη δουλειά μου αν έχω βοηθήσει έστω κι ένα άτομο ν’ αντιμετωπίζει τη μάθηση ως μια διά βίου συναρπαστική πρόκληση και όχι ως κάτι που πρέπει να φοβάται ή να βρίσκει ανιαρό. Δεν έχει καμία σημασία αν αυτό το παιδί είναι στη δική μου τάξη ή στην τάξη κάποιου άλλου.» Πήγε να μαζέψει το καλώδιο και να αποσυνδέσει το μηχάνημα προβολής από την πρίζα. Όμως ο Νέιθαν την είχε προλάβει και είχε ήδη τυλίξει τακτικά το μακρύ καλώδιο, με την αποτελεσματικότητα και την οικονομία κινήσεων που τον διέκρινε και που εκείνη είχε αρχίσει να συνηθίζει. Παρά την αγάπη που έτρεφε για τον ηλικιωμένο καθηγητή Σράντερ, όσο πιο πολύ χρόνο περνούσε μαζί με το Νέιθαν, τόσο περισσότερο αναγνώριζε ότι είχε την ικανότητα και τη θέληση να θέσει τη Δεύτερη Ευκαιρία σε μια νέα και συναρπαστική τροχιά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, εκείνος φαινόταν να βρίσκεται παντού· άπλωνε σχέδια πάνω σε γραφεία που ήταν πολύ μικρά για να τα χωρέσουν, υπαγόρευε στο μαγνητοφωνάκι που είχε ανά χείρας ενώ διέσχιζε τους διαδρόμους της σχολής, συζητούσε για οικοδομικές εργασίες κι εκσκαφές με εργολάβους, κανόνιζε συναντήσεις με όλους στην πανεπιστημιούπολη. Ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο με τις νέες διαρθρωτικές αλλαγές είχε αναρτηθεί στο γραφείο προσωπικού και ο Νέιθαν είχε καλέσει τους πάντες, για να προτείνουν ιδέες προτού ξεκινήσουν οι εργασίες. Η ατμόσφαιρα ακυβερνησίας που επικρατούσε στη Δεύτερη Ευκαιρία προτού ακόμα εξαφανιστεί ο δόκτωρ Σράντερ είχε εκλείψει πλέον και όλο το μέρος έσφυζε από δραστηριότητα, αποπνέοντας μια νέα αίσθηση αισιοδοξίας. Η Κέιτ ήξερε ότι η παρουσία του Νέιθαν ήταν αυτή που είχε κάνει τη διαφορά, όχι μόνο από πρακτικής άποψης, με ορισμένες από τις μικροανακαινίσεις στα κτίρια και στον περιβάλλοντα χώρο να έχουν ήδη ξεκινήσει, αλλά είχε καταφέρει να εμφυσήσει μια νέα ζωντάνια σε όλο το πνεύμα της Δεύτερης Ευκαιρίας. Ήξερε, επίσης, ότι εκείνος δημιουργούσε εξωτερικά δίκτυα, ώστε οι απόφοιτοι του πανεπιστημίου να έχουν εξασφαλισμένη ουσιαστική επαγγελματική απασχόληση έξω στον πραγματικό κόσμο. Το πανεπιστήμιο μπορεί να είχε ιδρυθεί από τον καθηγητή Σράντερ, όμως η Κέιτ όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Νέιθαν Κίνκεϊντ ήταν αυτός που θα το διατηρούσε ζωντανό κι εξελισσόμενο. Το να αποτελεί μέρος αυτής της εξέλιξης ήταν κάτι που η Κέιτ δεν ήθελε να χάσει, και η έμφυτη εντιμότητά της την έκανε να παραδεχτεί την αλλαγή στη στάση της απέναντί του. Έβαλε τις διαφάνειες σ’ ένα φάκελο.
«Το γεγονός ότι ενδιαφέρεσαι προσωπικά θα είναι αφάνταστα ωφέλιμο για τη Δεύτερη Ευκαιρία» του είπε. Εκείνος δε μίλησε καθώς η Κέιτ έβαλε το φάκελο σ’ ένα από τα συρτάρια του γραφείου της, κάνοντάς τη να ανασηκώσει τα μάτια για να τον κοιτάξει. Η εκτίμηση που είδε στα μάτια του για κείνη έκανε ένα από τα λουκέτα της καρδιάς της να ανοίξει αυτόματα. «Νόμιζα ότι πίστευες ακράδαντα ότι θα κατεδάφιζα όλο το κτίριο» την πείραξε. Τα μάγουλα της Κέιτ βάφτηκαν κόκκινα, αλλά δεν έκανε πίσω. «Τώρα βλέπω ότι έκανα λάθος» παραδέχτηκε. «Αυτό σημαίνει ότι αποσύρεις την παραίτησή σου;» «Ποτέ δεν την υπέβαλα επίσημα» είπε η Κέιτ, απλώνοντας το χέρι για να πάρει το καλώδιο από το Νέιθαν. «Ανεπίσημα τότε» είπε εκείνος με φωνή απαλή σα μετάξι, μην αφήνοντας από τα χέρια του το τυλιγμένο χοντρό μαύρο καλώδιο. Κάτι που μπορεί να ήταν και χαμόγελο φάνηκε στις άκρες των χειλιών του. Τα μάτια του την προκάλεσαν, απαιτώντας μια ευθεία απάντηση. Κι εκείνη του την έδωσε. «Δεν παραιτούμαι» τον επιβεβαίωσε. «Ωραία.» Την άφησε να πάρει το καλώδιο. Η Κέιτ ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη της καθώς διέσχιζε το δωμάτιο για να βάλει το καλώδιο στο ντουλάπι όπου αποθήκευε τον εξοπλισμό, μα η ερώτηση που της έκανε όταν στράφηκε προς το μέρος του, τη βρήκε απροετοίμαστη. «Κι εσύ, Κέιτ;» Τον κοίταξε μπερδεμένη. «Τι σ’ έκανε να αποφασίσεις να ασχοληθείς με την ψυχολογία; Το ακόρεστο ενδιαφέρον για τις διεργασίες του ανθρώπινου μυαλού;» Η φωνή του είχε μια σαρκαστική χροιά και εκείνη κατάλαβε ότι δεν περίμενε μια τέτοια κοινότοπη απάντηση από την ίδια. Κατάλαβε ότι περίμενε μια απάντηση και μάλιστα μια ειλικρινή απάντηση. Δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Δίκαιη ανταλλαγή, σκέφτηκε η Κέιτ. «Λίγο πολύ, ό,τι κι εσένα, μάλλον» του απάντησε με ένα εύθραυστο χαμόγελο. Παρ’ όλο που έπαιρνε τη δουλειά της στα σοβαρά και ήταν παθιασμένη με τις περισσότερες πτυχές του επαγγέλματός της, δεν είχε ρομαντικές ψευδαισθήσεις ως προς το λόγο που την είχε κάνει να το επιλέξει. Συλλογίστηκε κυνικά ότι αν ήταν καλύτερη ψυχολόγος, ίσως να είχε καταλάβει τη συμπεριφορά του Νέιθαν πολύ νωρίτερα, αντί ν’ αφήνει τις πληγές της ανοιχτές μέχρι τώρα, που ήταν πια μια ενήλικη γυναίκα. Θέλοντας να απασχολήσει με κάτι τα χέρια της, έβαλε πίσω στο δίσκο τον κρύο καφέ του Νέιθαν και το δικό της φλιτζάνι, μαζί με τα τοστ που είχε προνοήσει να τους σερβίρει η Σούζαν και που δεν είχε αγγίξει κανένας απ’ τους δυο. Η γέμιση των τοστ είχε παγώσει πια και οι άκρες του ψωμιού είχαν στραβώσει και ξεραθεί.
Η θέα των κατεστραμμένων τοστ τής έφερε ναυτία. Αυτό συμβαίνει όταν δεν έχεις βάσεις, σκέφτηκε, αποστρέφοντας το πρόσωπό της με αηδία. Αν δεν έχεις πάρει τις σωστές βάσεις, τα πράγματα στραβώνουν και πεθαίνουν. Γι’ αυτό και ήταν τόσο σημαντικό να μην παρεκκλίνει από το σχέδιο που είχε καταστρώσει. «Λίγο πολύ, ό,τι κι εσένα, μάλλον» επανέλαβε αφηρημένα. «Οι εμπειρίες της ζωής μου.» «Όπως;» επέμεινε εκείνος ευγενικά. Η Κέιτ κάθισε στη γωνία του γραφείου της. «Γεννήθηκα στη Νέα Ζηλανδία αλλά μεγάλωσα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.» Kοίταξε πέρα από το Νέιθαν, χωρίς όμως να βλέπει τη θέα από τη λίμνη. «Στην πραγματικότητα, σχεδόν σε όλες τις Πολιτείες της. Ο πατέρας μου κατάγεται από το Τσάρλεστον και η μητέρα μου είναι γέννημα-θρέμμα Νεοζηλανδή. Πήγε στην Αμερική για ν’ αποκτήσει δόξα και χρήμα, και γνώρισε τον πατέρα μου σ’ ένα κινηματογραφικό πλατό. »Οι παππούδες μου πλήρωσαν το αεροπορικό εισιτήριο της μητέρας μου για να επιστρέψει στη Νέα Ζηλανδία και να γεννήσει, επειδή εκείνη και ο πατέρας μου δεν είχαν χρήματα. Με αυτή τη νομαδική ζωή κύλησε πάνω κάτω η παιδική μου ηλικία – μέχρι ν’ αρχίσω να αυτοσυντηρούμαι.» «Οι γονείς σου είναι κι αυτοί ηθοποιοί;» Η Κέιτ κατένευσε. «Όχι το ίδιο υποσχόμενοι ή αφοσιωμένοι όπως ο Μαξ, φοβάμαι» απάντησε, ενώ ο Νέιθαν την παρατηρούσε με ενδιαφέρον. «Ο πατέρας μου συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα ως επαγγελματίας τζογαδόρος – δυστυχώς, ούτε και σ’ αυτό ήταν ιδιαίτερα καλός.» Χαμογέλασε με θλίψη. «Ο Μαξ κι εγώ ζούσαμε σαν τσιγγάνοι, με διαρκείς μετακινήσεις και μέσα στη φτώχεια.» «Δε μοιάζει και πολύ σταθερή αυτή η ζωή για ένα μικρό κορίτσι» σχολίασε ο Νέιθαν με κατανόηση, πράγμα που εξέπληξε την Κέιτ δεδομένων όσων γνώριζε για το δικό του παρελθόν. Η Κέιτ έτριψε τα μπράτσα της με τις παλάμες της. «Ήταν εξαιρετικά ασταθής» συμφώνησε. «Μαθαίνεις να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου.» Τα μάτια της σπίθισαν όταν θυμήθηκε την ημέρα στο σπίτι του Νέιθαν, όπου είχε νιώσει σα να είχε φύγει η γη κάτω από τα πόδια της. «Εσύ είσαι η μεγαλύτερη;» ρώτησε ήρεμα ο Νέιθαν. «Ναι.» «Ένιωθες υπεύθυνη για το Μαξ;» «Βέβαια.» Η Κέιτ ένευσε θετικά, διερωτώμενη αν ο Νέιθαν σκεφτόταν το δικό του αδελφό. Αν επρόκειτο να της εκμυστηρευτεί κάτι, η στιγμή πέρασε, αφού έπειτα από ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα, φάνηκε η Σούζαν με μια σαστισμένη έκφραση. «Συγγνώμη που διακόπτω» είπε με ένα σύντομο χαμόγελο. «Περιμένει στο τηλέφωνο το εστιατόριο “Λέικσαϊντ”, για να επιβεβαιώσουμε τον αριθμό των προσκεκλημένων για τον ετήσιο χορό που θα γίνει το επόμενο Σάββατο το βράδυ. Αλλά εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν το χορό. Μήπως γνωρίζεις κάτι εσύ, Κέιτ;» Η Κέιτ έκανε μια γκριμάτσα. «Με συγχωρείς, Σούζαν. Είχα ξεχάσει ότι ο δόκτωρ Σράντερ και η Τζάνετ είχαν ξεκινήσει να
διοργανώνουν ένα χορό για να γιορτάσουμε το τέλος της διδακτικής χρονιάς. Θα συναντιόμασταν όλοι για ποτό στο διαμέρισμά μου, επειδή βρίσκεται στην επόμενη γωνία από το “Λέικσαϊντ”, αλλά με όλα αυτά που συμβαίνουν…» Η Σούζαν συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις της. «Απ’ ό,τι φαίνεται, το “Λέικσαϊντ” περιμένει τουλάχιστον τριάντα άτομα από τη Δεύτερη Ευκαιρία. Επίσης, πριν από κάνα δυο μήνες έλαβαν προκαταβολή, η οποία δεν επιστρέφεται. Τι να τους πω, Νέιθαν;» «Πες τους να προχωρήσουν κανονικά και ειδοποίησε όποιον μπορείς να σκεφτείς ότι θα έπρεπε να προσκληθεί. Μια νυχτερινή έξοδος θα έκανε σε όλους μας καλό. Ισχύει ακόμα η πρόσκληση για ποτό στο σπίτι σου, Κέιτ;» «Φυσικά. Θα περάσουμε τέλεια.» «Για ό,τι έξοδα κάνεις, στείλε το λογαριασμό σ’ εμένα.» Η Κέιτ αναρωτήθηκε αν ήταν της φαντασίας της ότι ο Νέιθαν έδειχνε να λυπάται, επειδή είχε διακοπεί η κουβέντα τους. «Σ’ ευχαριστώ για την παρουσίαση» είπε ευγενικά στην Κέιτ και στράφηκε προς την πόρτα. «Τώρα κατάλαβα γιατί τα ποσοστά επιτυχίας σου είναι τόσο καλά. Θα ήθελα κάποια στιγμή να παρουσιάσεις το ίδιο υλικό σε κάνα δυο άλλα τμήματα, ώστε ν’ αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε και να συνδυάζουμε ορισμένες από τις μεθόδους σου.» Έκανε ένα φιλικό νεύμα στη Σούζαν κι έφυγε προτού προλάβει η Κέιτ να πει κάτι, αφήνοντας το δωμάτιο παράξενα άψυχο, δίχως τη δυναμική παρουσία του. Η Κέιτ είχε προσέξει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνε ο Νέιθαν στη Σούζαν και ήξερε ότι οφειλόταν στην παρεξήγηση που είχε γίνει με εκείνη και το Σκιπ. Παρ’ όλο που την ενοχλούσε, εξακολουθούσε να είναι σίγουρη ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, τουλάχιστον για τη Σούζαν, αν και τώρα πια δεν ήταν καθόλου βέβαιη αν ήταν σωστή και για την ίδια. Τα επόμενα λόγια της μεγαλύτερης γυναίκας επιβεβαίωσαν τη θεωρία της Κέιτ. Παραμένοντας ακόμα στην πόρτα, η Σούζαν αποκάλυψε: «Λίγη διασκέδαση σίγουρα θα έκανε καλό σ’ εμένα και στο Σκιπ.» Και ύστερα από μια μικρή παύση, ξέσπασε. «Δεν ξέρω τι τον έχει πιάσει τελευταία! Λείπει συνέχεια από το σπίτι, αλλά και όταν είναι κει, γκρινιάζει όλη την ώρα για τα κορίτσια, ενώ μαζί μου δεν έχει καθόλου υπομονή. Δεν μπορώ καν να του μιλήσω.» «Μήπως έχει προβλήματα στη δουλειά;» Η Κέιτ ήξερε ότι ακουγόταν ψεύτικη κι αδιάφορη. Ευχήθηκε με όλη της την καρδιά να μπορούσε να είναι φίλη με τη Σούζαν. Αυτές τις λίγες ημέρες είχε κατασυμπαθήσει την προσωπική βοηθό του Νέιθαν, όμως κάτω από αυτές τις συνθήκες ένιωθε ότι θα ήταν υποκριτικό να ενθαρρύνει μια φιλία μεταξύ τους. Καθάρισε το λαιμό της και είπε: «Έχεις σκεφτεί να επισκεφτείτε ένα σύμβουλο γάμου;» «Ναι. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσαμε να το δοκιμάσουμε κι αυτό» αποκρίθηκε η Σούζαν προτού στραφεί να φύγει, αλλά η Κέιτ είχε δει την απογοήτευση στα μάτια της. Ήξερε ότι η Σούζαν περίμενε κάτι παραπάνω από εκείνη. Αν όχι μια επαγγελματική συμβουλή,
τουλάχιστον έναν ώμο για να κλάψει, την άποψη μιας άλλης γυναίκας σχετικά με τα αίτια της ριζικής αλλαγής της συμπεριφοράς του άνδρα της. Η Κέιτ απέμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα, αφότου η Σούζαν έφυγε. Μπορεί να ήταν κοινή πεποίθηση ότι δύσκολα καταλάβαινε κανείς τις γυναίκες, σκέφτηκε νευριασμένη, αλλά και οι άνδρες δεν πήγαιναν πίσω!
Κεφάλαιο Έξι «Κέιτ, η Τζάνετ είμαι.» Η Κέιτ έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της κι έβαλε το ακουστικό πιο κοντά στο αφτί της. «Τζάνετ! Προσπαθώ να σε βρω στο τηλέφωνο εδώ και μέρες!» «Με πήρε πανικόβλητη η Μάντι κι έφυγα τόσο βιαστικά από την πόλη που δεν πρόλαβα καν να δω τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα. Συγγνώμη, γλυκιά μου. Ξέρω ότι σου άφησα ένα χάος.» «Περισσότερο ανησυχώ για σένα» είπε η Κέιτ, αφήνοντας κατά μέρος το βιογραφικό σημείωμα που διάβαζε. Δίστασε για μια στιγμή προτού ρωτήσει όσο πιο διακριτικά μπορούσε: «Έχεις μάθει ότι έχει προσληφθεί νέα βοηθός στη Δεύτερη Ευκαιρία;» «Ναι, μην ανησυχείς. Ο κύριος Κίνκεϊντ επικοινώνησε μαζί μου» αποκρίθηκε η Τζάνετ. «Δεν ξέρω πώς κατάφερε να μ’ εντοπίσει. Αυτός ο τύπος πρέπει να είναι πολυμήχανος.» Η Κέιτ απομάκρυνε από το αφτί της το ακουστικό και το κοίταξε έκπληκτη. Για κάποια που μόλις είχε απολυθεί, η Τζάνετ φαινόταν να έχει απίστευτα καλή γνώμη για το Νέιθαν. «Κέιτ;… Με ακούς;» ακούστηκε απόμακρη η φωνή από το ακουστικό. «Δε δείχνεις να ανησυχείς που έχασες τη δουλειά σου» συνέχισε η Κέιτ, διαλέγοντας ένα στιλό από τη μολυβοθήκη πάνω στο γραφείο της, για να σχεδιάσει αφηρημένα στο σημειωματάριό της. «Αυτό είναι το καταπληκτικό! Δεν έχασα τη δουλειά μου – δηλαδή, όχι ακριβώς. Ο κύριος Κίνκεϊντ με κατσάδιασε που έφυγα χωρίς να ενημερώσω κανέναν, αλλά στη συνέχεια μου είπε να λείψω όσο χρειάζεται. Και όταν τακτοποιηθεί το θέμα με τη Μάντι και τα μωρά, μου πρότεινε να σκεφτώ ν’ αναλάβω μια λιγότερο απαιτητική θέση και να εργάζομαι με μερική απασχόληση αντί για πλήρες ωράριο. Φαντάζομαι ότι ξέρεις πως προσέλαβε μόνιμα τη Σούζαν Μπλέσινγκτον.» «Όχι, δεν ήξερα ότι είχε οριστικοποιηθεί η πρόσληψή της» απάντησε η Κέιτ προτού η Τζάνετ συνεχίσει ενθουσιασμένη. «Επικοινώνησα με τη Σούζαν σήμερα το πρωί για να δω μήπως ήθελε να τη βοηθήσω σε κάτι πριν φύγω πάλι για το Όκλαντ. Παρ’ όλο που ο Νέιθαν θέλει η Σούζαν να εργάζεται με πλήρη απασχόληση, της είπε ότι μπορεί να έχει ελαστικό ωράριο επειδή έχει μικρά παιδιά· δεν είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους του;» Η Κέιτ μουρμούρισε ότι συμφωνούσε μαζί της. «Βέβαια, η Σούζαν δε μου είπε το ακριβές ποσό, όμως είπε ότι ο μισθός που της δίνει είναι πολύ καλός» συνέχισε η Τζάνετ. «Είναι πολύ καλός άνθρωπος, Κέιτ. Εξακολουθεί να μου δίνει ένα ποσοστό απ’ το δικό μου μισθό και, ξέρεις, τώρα που ο Έρικ βγαίνει στη σύνταξη, μάλλον είναι καλή εποχή να χαλαρώσω κι εγώ λίγο τους ρυθμούς μου.» Η φωνή της Τζάνετ έγινε πιο απαλή. «Ξέρω ότι λατρεύεις τον καθηγητή, Κέιτ, όμως το ξέρουμε και οι δυο μας ότι δεν είχε καθόλου επιχειρηματικό δαιμόνιο. Η Δεύτερη Ευκαιρία ήταν υπερβολικά μεγάλο εγχείρημα για κείνον, ιδιαίτερα στην ηλικία του.» «Μάλλον έχεις δίκιο.» Η Κέιτ αναστέναξε, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε να αποφεύγει
άλλο την πικρή αλήθεια ότι ο καθηγητής Σράντερ απλώς δεν ήταν ικανός να διοικήσει έναν τόσο σύνθετο οργανισμό.» Οι πρακτικές συμβουλές θα του ήταν χρησιμότερες από την τυφλή αφοσίωση, σκέφτηκε λυπημένη η Κέιτ, διερωτώμενη για άλλη μια φορά πού να βρισκόταν ο καθηγητής και τι ρόλο να είχε παίξει, άραγε, ο Νέιθαν στην εξαφάνισή του. Όντως ο Νέιθαν είχε φερθεί μεγαλόψυχα, συλλογίστηκε όταν έκλεισε το τηλέφωνο κι αφού είχε επιβεβαιώσει ότι η Τζάνετ είχε πληροφορηθεί για το ποτό στο σπίτι της και για το χορό. Μουντζουρώνοντας τεμπέλικα το σημειωματάριό της, αναρωτήθηκε αν η αποτελεσματικότητα της Σούζαν στη δουλειά της ήταν ο μοναδικός λόγος που ο Νέιθαν της είχε δώσει τόσο καλό μισθό. Ήταν αρκετά διορατικός ώστε ν’ αντιληφθεί ότι αν η βοηθός του ανακάλυπτε τις απιστίες του συζύγου της και ο γάμος της διαλυόταν, τουλάχιστον εκείνη θα είχε μια καλή δουλειά και την οικονομική σταθερότητα για να φροντίσει τον εαυτό της και τις κόρες της. Μια ανεπαίσθητη αλλαγή είχε συντελεστεί στη σχέση της Κέιτ με το Νέιθαν. Φυσικά, η Κέιτ δε θα ήθελε ο Νέιθαν να είχε φερθεί διαφορετικά στην Τζάνετ, όμως δεν την ευχαριστούσε διόλου έτσι όπως είχε μαλακώσει η στάση της απέναντί του, ή έτσι όπως εκείνος κατάφερνε να πρωταγωνιστεί στη σκέψη της, ό,τι κι αν έκανε η ίδια για να τον κρατήσει στο παρασκήνιο. Ήξερε ότι αν συνέβαινε κάτι στο Μαξ, θα ένιωθε συντετριμμένη. Ξέροντας τώρα ότι ο Νέιθαν είχε χάσει το μικρό του αδελφό, ιδιαίτερα σε μια τόσο ευάλωτη ηλικία, κατά κάποιον τρόπο την έκανε να τον δει κάτω από νέο πρίσμα – και δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτή την αλλαγή των συναισθημάτων της. Χθες το βράδυ ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Βρέθηκε έξω στη βεράντα να ατενίζει τα φώτα που τρεμόφεγγαν στην αντικρινή πλευρά της κατάμαυρης σα μελάνι λίμνης και να αναρωτιέται ποιο να ήταν το φως του σπιτιού του. Έστρεψε το βλέμμα στο σημειωματάριο και είδε ότι –όπως έκανε κι όταν ήταν μικρή– είχε γεμίσει τη σελίδα με το όνομά του. Νέιθαν, Νέιθαν, Νέιθαν, έγραφε η σελίδα, κάθε λέξη φυλακισμένη μέσα σε μια κατακόκκινη καρδιά. Σαστισμένη, πέταξε το στιλό και κοίταξε για λίγο τη σελίδα. Κατόπιν, απομακρύνθηκε από το γραφείο επιφυλακτικά. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να πάει σ’ ένα από τα αγαπημένα της μέρη για να σκεφτεί. Όταν μετά από λίγο βγήκε από το κτίριο, είδε τον Μπένι να φυτεύει στα ανυψωμένα παρτέρια κοντά στην κεντρική είσοδο τα λουλούδια με το έντονο ροζ χρώμα που ονομάζονταν «έρωτες». «Γεια σου, Μπένι.» Η Κέιτ στάθηκε δίπλα του, χαμογελώντας. «Ο Νέιθαν με βοήθησε να φτιάξω αυτά τα ανυψωμένα παρτέρια» χαμογέλασε πλατιά εκείνος. «Το ξέρω» είπε η Κέιτ και το στομάχι της πετάρισε. Καμιά δυο μέρες νωρίτερα, έψαχνε να βρει τον Μπένι για να του πει για ένα καινούριο πρόγραμμα σπουδών κηπουρικής που θα είχε η Δεύτερη Ευκαιρία την επόμενη χρονιά. Αντ’ αυτού, είχε βρει το Νέιθαν, γυμνό μέχρι τη μέση, με το σακάκι, τη γραβάτα και το πουκάμισό του πεταμένα πάνω σ’ ένα παγκάκι, να ξεφορτώνει και να τοποθετεί τους βαριούς πασσάλους για τα παρτέρια. Εκείνος δεν μπορούσε να τη δει και η Κέιτ στεκόταν μαρμαρωμένη, μαγεμένη από τον τρόπο που διαγράφονταν οι μύες του κάτω από την επιδερμίδα του, η οποία γυάλιζε από τον ιδρώτα.
Βγάζοντας μια κραυγή από την προσπάθεια, ο Νέιθαν είχε σηκώσει τους πασσάλους από την καρότσα του φορτηγού, φανερώνοντας το μαύρο τρίχωμα κάτω από τα δυνατά του μπράτσα. Πιο χαμηλά, εκεί που η γραμμωμένη κοιλιά του πρόβαλε πάνω από το παντελόνι, το βλέμμα της μαγνήτισε η λεπτή σαν το φτερό μιας πένας σκουρόχρωμη γραμμή από το τρίχωμά του. Είχε φύγει αθόρυβα, δίχως εκείνος να την αντιληφθεί, και όλη την υπόλοιπη μέρα συλλάμβανε τον εαυτό της να ατενίζει το κενό… ή μάλλον να ατενίζει τη νοερή εικόνα από το μισόγυμνο κορμί του Νέιθαν. «Θα πας στη λίμνη για να ρεμβάσεις;» την επανέφερε στο παρόν ο Μπένι. «Μόνο για λίγο.» «Δεν πιστεύω να ξέχασες τα μαθήματά μας για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές;» τη ρώτησε σκύβοντας στο καρότσι του, για να πάρει άλλο ένα τυλιγμένο σε σελοφάν φυτό, που ήταν γεμάτο ροζ μπουμπούκια. Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Θα σ’ ενημερώσω για την ακριβή ώρα» του είπε κοιτάζοντάς τον πάνω από τον ώμο της ενώ απομακρυνόταν. Μπήκε σ’ ένα στενό μονοπάτι γεμάτο φτέρες γύρω γύρω και τα πόδια της πάτησαν σε μαλακές στρώσεις από κομματιασμένους φλοιούς δέντρων. Νωρίτερα ψιχάλιζε, μα τώρα οι νοτερές αχτίδες του ήλιου περνούσαν μέσα από τα δαντελωτά φυλλώματα των ψηλών δέντρων, που σχημάτιζαν αψίδα πάνω από το κεφάλι της. Το μονοπάτι στην αρχή ήταν κατηφορικό και στη συνέχεια γινόταν ανηφορικό. Η Κέιτ ακολούθησε τις ανηφορικές στροφές, μέχρι που έφτασε σ’ ένα μικρό ξέφωτο, αφήνοντας πίσω της τα δέντρα. Κάτω και πέρα από τα πόδια της, απλωνόταν η λίμνη Ροτορούα με τους γύρω λόφους και το νησί Μοκόια στο κέντρο της να λάμπει σα μαύρο πετράδι. Τολύπες ατμού αναδύονταν από τις θερμές πηγές στην αντικρινή όχθη και η απαλή αύρα μετέφερε μια υπόνοια από θειάφι. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή απολαμβάνοντας τη θέα και ήταν έτοιμη να κατηφορίσει το μονοπάτι το οποίο οδηγούσε στο φαρδύ ξύλινο κάθισμα που είχε τοποθετήσει ο Μπένι στην άκρη του υψώματος, απ’ όπου είχε κανείς θέα σε ολόκληρη τη λίμνη από ψηλά, όταν είδε ότι κάποιος άλλος την είχε προλάβει. Ο άνεμος μετέφερε έναν πνιχτό ήχο στ’ αφτιά της και η Κέιτ κατάλαβε ότι η Σούζαν έκλαιγε. Με την πλάτη στραμμένη στη λίμνη, λίγα βήματα μακριά από τη Σούζαν στεκόταν ο Νέιθαν, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, μια στάση που είχε αρχίσει να γίνεται ευχάριστα οικεία στην Κέιτ. Ο Νέιθαν κοίταξε το σκυμμένο κεφάλι της Σούζαν με μια έκφραση συμπόνιας στο πρόσωπό του, που έκανε την καρδιά της Κέιτ να σφιχτεί. ***
«Είσαι σίγουρη ότι υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του Σκιπ;» «Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη εξήγηση» είπε η Σούζαν ρουφώντας τη μύτη της και σκούπισε τα μάτια της με το μαντίλι που της είχε δώσει ο Νέιθαν νωρίτερα. Ο Νέιθαν ένιωσε απίστευτα αβοήθητος βλέποντας τη δυστυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και καταράστηκε από μέσα του το Σκιπ Μπλέσινγκτον. Κάτι τον ενοχλούσε όμως σε όλη αυτή την ιστορία. Τώρα που είχε περάσει μια βδομάδα περίπου και ο θυμός του είχε ξεθυμάνει, ήξερε ότι είχε αφήσει τη σεξουαλική έλξη που ένιωθε για την Κέιτ να υπερνικήσει την κοινή λογική. Τίποτε δεν
ταίριαζε με την εντύπωση της αδηφάγας αντροχωρίστρας, που ήθελε να δημιουργήσει εκείνη για τον εαυτό της. Όλοι στην πανεπιστημιούπολη τη σέβονταν και την αγαπούσαν. Κι εκείνος, όσο περισσότερο τη γνώριζε, τόσο δυσκολότερο του ήταν να αποδεχτεί ότι η Κέιτ θα έμπλεκε ευχαρίστως με έναν παντρεμένο άνδρα. Νοιαζόταν πολύ για τους άλλους, για να κάνει κάτι τέτοιο. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε μονάχα για χάρη της Σούζαν να ανακαλύψει τι συνέβαινε πραγματικά ανάμεσα στην Κέιτ και στο Σκιπ. Ήθελε μια εξήγηση, για να μπορέσει να ησυχάσει και το δικό του μυαλό. «Δοκίμασες να του μιλήσεις;» «Πολλές φορές. Απλώς αρνείται να μου μιλήσει. Για ποιον άλλο λόγο θα έμενε έξω από το σπίτι τη μισή νύχτα; Ή θα μιλούσε κρυφά στο τηλέφωνο και μόλις με έβλεπε, θα το έκλεινε;» Αλήθεια, γιατί; Ο Νέιθαν το σκέφτηκε λίγο, ατενίζοντας τις κατάφυτες από θάμνους πλαγιές του Όρους Νγκονγκοτάχα, όπου τα γεμάτα τουρίστες τελεφερίκ ανεβοκατέβαιναν την πλαγιά του βουνού. «Δεν ξέρω, Σούζαν. Αλλά προτού διαλύσεις το γάμο σου, γιατί δε μιλάς με ειλικρίνεια στο Σκιπ; Ίσως κάποιος άλλος από την οικογένειά σας ή κάποιος φίλος που να εμπιστεύεσαι, να μπορούσε να σας βοηθήσει να επικοινωνήσετε μεταξύ σας πριν να είναι πολύ αργά.» Η Σούζαν τσαλάκωσε το μαντίλι στην παλάμη της και ίσιωσε το κορμί της. «Ίσως να μπορεί να βοηθήσει η αδελφή του. Έλειπε σε ταξίδι, πήγε να επισκεφτεί την οικογένειά της, αλλά αύριο επιστρέφει. Πάντα τα πηγαίναμε καλά» είπε, δείχνοντας λίγο πιο αισιόδοξη με αυτή την προοπτική. «Τότε, αυτό σου προτείνω να κάνεις» την παρότρυνε ο Νέιθαν. «Επικοινώνησε μαζί της, μίλησέ της για τις ανησυχίες σου και ζήτησέ της να μιλήσετε μαζί στο Σκιπ. Να μην πάρει θέση» έσπευσε να προλάβει ο Νέιθαν, καταλαβαίνοντας πώς δούλευε το μυαλό της Σούζαν. «Απλώς να βοηθήσει το γάμο του αδελφού της. Εντάξει;» Εκείνη σηκώθηκε όρθια. Ακούμπησε το μανίκι του Νέιθαν. «Είσαι καλός άνθρωπος, Νέιθαν. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει αν δεν είχες εμφανιστεί την κατάλληλη στιγμή. Η καινούρια δουλειά και η προσπάθεια να κάνω τα παιδιά να συνηθίσουν μια καινούρια καθημερινότητα, όλα αυτά μού έπεσαν μαζεμένα ξαφνικά. Συγγνώμη που σε σκοτίζω κι εσένα με τα δικά μου.» «Χαίρομαι που μου μίλησες» αποκρίθηκε ο Νέιθαν, κοιτάζοντας πέρα μακριά την ανεπαίσθητη κίνηση στους θάμνους, η οποία τράβηξε την προσοχή του. Με το πρόσωπο κάτωχρο και τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα, η Κέιτ στεκόταν σα να ήταν έτοιμη να το σκάσει με την ουρά στα σκέλια. Έβαλε το χέρι στο στόμα κι έκανε απότομα μεταβολή, αλλά ήδη την είχε δει και η Σούζαν εκτός από το Νέιθαν και της φώναξε: «Κέιτ!» Ο Νέιθαν την είδε να κατηφορίζει την πλαγιά προς το μέρος του. Κάτι πάνω της του θύμισε για άλλη μια φορά τα άγρια άλογά του, τα Μάστανγκ. Φυσικά, δεν άφηνε τα Μάστανγκ να πλησιάσουν τα Απαλούζα, τα καθαρόαιμα άλογά του, όμως του άρεσε να τα βλέπει να καλπάζουν ατρόμητα στο άγριο περιβάλλον που είχε αφήσει άθικτο ειδικά για εκείνα σε μια πλευρά του ράντσου του.
Όπως τα Μάστανγκ του, έτσι και η ομορφιά της Κέιτ δεν πήγαζε τόσο από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, αλλά από τον τρόπο που κινούνταν, από το φως των ματιών της, τη δυναμική κίνηση του κεφαλιού της. Η ζωντάνια της ξύπνησε μέσα του κάτι που δεν είχε νιώσει για καμία άλλη γυναίκα. Φυσικά και την ποθούσε υπακούοντας σ’ ένα πρωτόγονο ανδρικό ένστικτο, όμως πέρα από τη σεξουαλική έλξη υπήρχε κάτι άλλο πιο βαθύ, που λαχταρούσε να το ανακαλύψει και την ίδια στιγμή το πολεμούσε. Ήταν σίγουρος ότι η Κέιτ είχε στραφεί για να φύγει μόλις τους είδε, μα η Σούζαν που τη φώναξε, δεν της άφησε άλλη επιλογή απ’ το να πάει κοντά τους. «Γεια» τους χαιρέτησε με χαμόγελο, αν και τα μάτια της παρέμεναν σοβαρά, επειδή είχε προσέξει τα κοκκινισμένα μάτια και τα ίχνη από δάκρυα στο πρόσωπο της Σούζαν. «Ο Νέιθαν μου έδινε μερικές αδελφικές συμβουλές» είπε η Σούζαν επιστρέφοντας το μαντίλι στο Νέιθαν και χαμογελώντας απολογητικά. Η Κέιτ ευχήθηκε να γνώριζε το Νέιθαν αρκετά καλά, για να απλώσει το χέρι της και να διώξει τις σκιές που σκοτείνιασαν τα χαρακτηριστικά του όταν η Σούζαν χρησιμοποίησε τη λέξη «αδελφικές». Ο Νέιθαν στράφηκε και κοίταξε τη λίμνη, όπου μερικά ιστιοφόρα ταξίδευαν στα ελαφρώς κυματώδη νερά της. Ένας μυς πετούσε στο μάγουλό του κι εκείνος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και τα έσπρωξε προς τα πίσω, σα να ήθελε με αυτό τον τρόπο να σβήσει κάτι από το μυαλό του. Ανυποψίαστη, η Σούζαν πήρε την τσάντα της. «Πρέπει να γυρίσω. Θέλω να τελειώσω τη δακτυλογράφηση εκείνης της έκθεσης προτού φύγω για να πάρω τα κορίτσια. Σ’ ευχαριστώ και πάλι, Νέιθαν.» «Δεν κάνει τίποτα» είπε εκείνος, στρεφόμενος πάλι προς το μέρος της. «Ελπίζω όλα να πάνε καλά.» «Κι εγώ το ελπίζω» είπε ενθουσιασμένα η Σούζαν. «Τα λέμε αργότερα, Κέιτ.» Χαμογέλασε στην Κέιτ άτονα αλλά με ζεστασιά, και η Κέιτ αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά γιατί ο Σκιπ έβαζε σε κίνδυνο το γάμο του τη στιγμή που είχε μια γυναίκα τόσο ελκυστική και χαριτωμένη. Κι απ’ όσο είχε δει από τα δύο κοριτσάκια τους, η Σούζαν ήταν επίσης μια εξαιρετική μητέρα. Αυτό ήταν η τρανή απόδειξη, σκέφτηκε η Κέιτ, ότι ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας χρειάζονταν μια πιο στέρεη βάση από τον έρωτα που προέκυπτε τυχαία. Ο Νέιθαν διέκοψε τους συλλογισμούς της στραμμένος πάλι προς τη λίμνη. «Φαίνεται ότι το μέρος σήμερα είναι πολύ δημοφιλές.» Η Κέιτ δεν τσίμπησε το δόλωμα. Δε θα άφηνε τον εαυτό της να παρασυρθεί σε μια συζήτηση μαζί του σχετικά με τους λόγους που την είχαν κάνει ν’ αναζητήσει ένα ήσυχο μέρος και λίγο χρόνο για να ξεδιαλύνει τις σκέψεις της. Όχι με το Νέιθαν που ήταν τόσο διορατικός. «Κάνεις ιστιοπλοΐα;» τον ρώτησε εκείνη αντί να σχολιάσει τα λόγια του, παρακολουθώντας τα ιστιοφόρα στη λίμνη. «Όχι πια.» Η ένταση που διέκρινε στη φωνή του την έκανε να τον κοιτάξει, με το μέτωπο ζαρωμένο από ανησυχία. «Ο αδελφός μου σκοτώθηκε σε… δυστύχημα με ιστιοφόρο.» Η λέξη «δυστύχημα» προκάλεσε ένα σκληρό μορφασμό στα χείλη του.
Τώρα η Κέιτ δεν κρατήθηκε και τον άγγιξε, τα ακροδάχτυλά της χάιδεψαν απαλά το μπράτσο του, προτού αφήσει το χέρι της να πέσει. «Λυπάμαι. Θα πρέπει να είναι δύσκολο για σένα να είσαι αναγκασμένος να εργάζεσαι στη Δεύτερη Ευκαιρία, να βρίσκεσαι τόσο κοντά στο νερό και να σου το θυμίζει συνέχεια.» Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν ο Μίκι είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα, δε θα ήταν δυνατόν ν’ αποφεύγω τους δρόμους και τα αυτοκίνητα σε όλη μου τη ζωή.» Το κουράγιο που έκρυβε αυτή η ειλικρινής δήλωση συγκίνησε την Κέιτ. Ήταν προφανές ότι είχε επηρεαστεί βαθιά από το θάνατο του αδελφού του, μα είχε αρνηθεί να προστατεύσει τον εαυτό του από τις σκληρές αλήθειες της ζωής. Η Κέιτ είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι ο κακομαθημένος νεαρός που είχε στο μυαλό της ήταν μάλλον αποκύημα της φαντασίας της. Οι προκαταλήψεις της για κείνον έδειχναν να μεταστρέφονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί. Κοίταξε πέρα τη λίμνη. «Ανέκαθεν λάτρευα το νερό» του είπε, γνωρίζοντας ότι κανονικά θα έπρεπε να φύγει, μη θέλοντας όμως να τον αφήσει όταν η οδύνη ήταν τόσο έντονα χαραγμένη στο πρόσωπό του. «Κι εγώ» αποκρίθηκε εκείνος. «Μπορεί να μην κάνω πια ιστιοπλοΐα, όμως μου αρέσει η κολύμβηση και το ψάρεμα. Η μητέρα μου λατρεύει τα υδρόβια πτηνά» συνέχισε σκεφτικά, κοιτάζοντας στο βάθος ένα σμήνος από πάπιες να πλέει στο νερό. «Οι γονείς μου θα έρθουν εδώ για τις γιορτές των Χριστουγέννων και σκέφτηκα να πάρω δώρο στη μητέρα μου έναν αυθεντικό πίνακα ζωγραφικής που να απεικονίζει ένα από τα ιθαγενή πτηνά της Νέας Ζηλανδίας. Ξέρεις πού μπορώ να βρω κάτι τέτοιο;» «Φυσικά» απάντησε η Κέιτ και του είπε το όνομα μιας ντόπιας καλλιτέχνιδας που ζωγράφιζε υδατογραφίες και ήταν διεθνώς γνωστή για τους εντυπωσιακούς πίνακές της με τη χλωρίδα και την πανίδα της Νέας Ζηλανδίας. Λίγες στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν, ανακατεμένες με τις αχτίδες του απογευματινού ήλιου, κι εκεί μπροστά στα μάτια τους σχηματίστηκε ένα ουράνιο τόξο που ξεκινούσε από τη λίμνη κι εκτεινόταν μέχρι πάνω από την πόλη. Τα μάτια της Κέιτ έλαμψαν από χαρά όταν είδε και τα επτά χρώματα του τόξου να διαγράφονται πεντακάθαρα. «Κάνεις λες και βρήκες το θησαυρό που κρύβεται στην άκρη του ουράνιου τόξου» άκουσε το Νέιθαν να λέει και του χαμογέλασε, αδυνατώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της. «Δε θα ήταν φανταστικό;» Γέλασε. «Να βουτήξω στο νερό της λίμνης, να κατέβω στον πυθμένα της κι εκεί να βρω ένα μεγάλο παλιό κιούπι γεμάτο θησαυρό;» Τα λαμπερά μάτια της ήταν γεμάτα δέος και ο Νέιθαν συνέλαβε τον εαυτό του να της ανταποδίδει το πλατύ χαμόγελο, παρασυρμένος από τη φαντασία της. «Και τι είδους θησαυρό θα ήθελες ν’ ανακαλύψεις;» Το πρόσωπό της πήρε μια απόμακρη έκφραση. «Όταν ήμουν παιδί, κυνηγούσα συχνά την άκρη του ουράνιου τόξου. Νόμιζα… ότι αν έβρισκα το θησαυρό, θα είχαμε χρήματα και τότε οι γονείς μου θα έμεναν στο σπίτι. Δε θα ήταν
αναγκασμένοι να φεύγουν ψάχνοντας για δουλειά ή να πηγαίνουν στο καζίνο, αφού θα είχαμε ένα κιούπι γεμάτο χρυσάφι που δε θα άδειαζε ποτέ. Θα μπορούσαμε να γίνουμε μια κανονική οικογένεια.» Εκείνη τη στιγμή, ένα δυνατό αεράκι σηκώθηκε από τη λίμνη, κόλλησε τη φούστα της Κέιτ στα πόδια της κι ανακάτεψε τα μαλλιά της. Ο Νέιθαν άπλωσε το χέρι και παραμέρισε τις μπούκλες από το πρόσωπό της. «Τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα και στις κανονικές οικογένειες, Κέιτ» της είπε, με το χέρι του ακόμα πάνω στο μάγουλό της. «Γι’ αυτό πρέπει κανείς να έχει ένα σχέδιο» αποκρίθηκε εκείνη, κοιτάζοντάς τον σκεφτικά.
Κεφάλαιο Επτά Η Κέιτ άνοιξε το ψυγείο, πήρε ένα κεσεδάκι γιαούρτι κι ένα κουτάλι από το συρτάρι. Έβαλε πεινασμένα μια κουταλιά γιαούρτι στο στόμα της ενώ κοιτούσε ολόγυρα το διαμέρισμά της με ικανοποίηση. Δεν είχε πάει στράφι τόση δουλειά. Τα στολισμένα με φωτάκια δωμάτια έδειχναν καταπληκτικά και δεν μπόρεσε να μη φουσκώσει από περηφάνια για το κατόρθωμά της. Αργότερα, θα άνοιγε τις γυάλινες συρόμενες πόρτες που οδηγούσαν στη μικρή βεράντα, όπου είχε τοποθετήσει ένα σφυρήλατο τραπέζι, μερικές καρέκλες και γλάστρες με έρωτες και πετούνιες. Το μόνο που της έμενε τώρα ήταν να ετοιμαστεί για την αποψινή βραδιά. Δεν ήταν σίγουρη αν έφταιγε το γιαούρτι που είχε φάει βιαστικά ή η σκέψη ότι θα περνούσε μια βραδιά με το Νέιθαν, που της είχε δημιουργήσει έναν κόμπο στο στομάχι. Έψαχνε στην ντουλάπα της να βρει κάτι να φορέσει, που θα ήταν ακαταμάχητο αλλά δε θα φώναζε «κοιτάξτε με!». Έπιασε το φόρεμα με το χρώμα του κεχριμπαριού που δεν είχε φορέσει ποτέ μέχρι τώρα. Το είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά στο τελευταίο ταξίδι της στη Νέα Υόρκη. Είχε λίγο ανοιχτό ντεκολτέ, άφηνε γυμνή όλη την πλάτη και ήταν ελαφρώς κολλητό στο σώμα, αλλά τι να γίνει, χρειαζόταν κάτι για να τονώσει την αυτοπεποίθησή της. Ο Νέιθαν την είχε ανεβάσει μία φορά στα ουράνια και την είχε ρίξει μία φορά στα τάρταρα – ίσως ήταν καιρός να δει αν μπορούσε να σταθεί μόνη της στα πόδια της, ή αν όλα αυτά τα χρόνια κορόιδευε τον εαυτό της. ***
Καμιά δυο ώρες αργότερα, οι περισσότεροι καλεσμένοι ήδη είχαν καταφτάσει, όταν μπήκε εκείνος στο διαμέρισμά της. Το φαρδύ σακάκι του στο χρώμα του καπνού δεν κατάφερνε να κρύψει τους φαρδιούς ώμους του, ενώ το μεταξωτό πουκάμισο με τον ψηλό γιακά από κάτω τόνιζε το μυώδες αθλητικό κορμί του. Στα χέρια του κρατούσε μια κομψή ανθοδέσμη από σκουροκίτρινα κρίνα τυλιγμένα σε χρυσό δίχτυ. Είχε μερικές μέρες να τον δει και παρατήρησε με ενδιαφέρον ότι, παρ’ όλο που η γοητεία του εξακολουθούσε να είναι επικίνδυνη για το γυναικείο φύλο, απόψε είχε κάτι διαφορετικό πάνω του. Τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν σχεδόν χαλαρώσει και τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν στο φως του δειλινού, που τρύπωνε μέσα από τα ψηλά παράθυρα. Στεκόταν στα πλατιά από σχιστόλιθο σκαλιά που οδηγούσαν κάτω στο σαλόνι της σαν αιλουροειδές που αναζητά τη λεία του. Η Κέιτ κόλλησε ένα φιλόξενο χαμόγελο στο πρόσωπό της και τον πλησίασε επιφυλακτικά, γνωρίζοντας ότι κάθε θηλυκό ζευγάρι μάτια μέσα στο δωμάτιο ήταν καρφωμένο πάνω του, μην μπορώντας να ελέγξει το πετάρισμα στο στομάχι της όταν είδε στα μάτια του τον ειλικρινή θαυμασμό για την εμφάνισή της. Ο Νέιθαν της έδωσε την ανθοδέσμη. «Χρυσοκίτρινα κρίνα για δυο χρυσαφένια μάτια.» Προτού εκείνη προλάβει να κάνει ένα βήμα πίσω, την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε
ελαφρώς, για να φιλήσει με τα σκληρά του χείλη ένα ένα τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της. Η Κέιτ αισθάνθηκε μονομιάς το μέγεθος και τον ανδρισμό του. Τα λουλούδια είχαν μια γλυκιά ευωδιά, αλλά πιο μεθυστική ήταν η πικάντικη ανδρική μυρωδιά εκείνου και η αίσθηση ενέργειας και δύναμης που εξέπεμπε. «Σ’ ευχαριστώ. Είναι πανέμορφα.» Η φωνή της έτρεμε λίγο. Για όλους τους υπόλοιπους μέσα στο δωμάτιο, η Κέιτ σκέφτηκε ότι ο εναγκαλισμός τους θα πρέπει να φάνηκε σαν ένας διακριτικός χαιρετισμός μεταξύ γνωστών. Για κείνη όμως ήταν μια στιγμή συνειδητοποίησης. Κύματα πόθου πλημμύρισαν το κορμί της όταν τα χείλη του άγγιξαν την επιδερμίδα της και η ανάσα του χάιδεψε τα μαλλιά της. Αισθάνθηκε το στόμα του δίπλα στο αφτί της, όχι ακριβώς να τη χαϊδεύει, αλλά πάντως εκείνη έτσι το ένιωσε. «Μμ… μμμ, η μυρωδιά σου είναι το ίδιο σέξι με την εμφάνισή σου.» Η Κέιτ τον κοίταξε. Κάτι είχε αλλάξει και μάλιστα δραστικά. Τον γνώριζε αρκετά καλά ώστε να ξέρει ότι ο Νέιθαν δεν άλλαζε γνώμη μέσα σε μια νύχτα. Ήταν σαν αυτός ο βολικός κι ευγενικός ξένος να ήταν κάποιος απατεώνας και ο αληθινός Νέιθαν Κίνκεϊντ να εμφανιζόταν μόνο αν εκείνη έβρισκε τη μαγική λέξη και την έλεγε. Κι όμως… αντί να ψάξει να βρει τη μαγική λέξη, αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα ήταν ν’ απολαύσει αυτό τον καινούριο Νέιθαν Κίνκεϊντ και να του πει ότι και η δική του μυρωδιά ήταν σέξι. Οι κορυφές του στήθους της κάτω από το λεπτό ύφασμα του εξώπλατου φορέματός της τρίφτηκαν πάνω στο στήθος του. Μονομιάς, κατάλαβε ότι κάθε μυς του κορμιού του ξαφνικά ζωντάνεψε. Κύματα φωτιάς ξεχύθηκαν στις φλέβες της Κέιτ. Μόνο η ανθοδέσμη με τα κρίνα εμπόδιζε τα σώματά τους να κολλήσουν το ένα πάνω στο άλλο. Στο σημείο ακριβώς όπου τελείωναν οι ξυλώδεις μίσχοι των κρίνων που κρατούσε η Κέιτ, έγινε εμφανής ο σκληρός ανδρισμός του Νέιθαν. Οι φλυαρίες, τα γέλια και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών ακούστηκαν ξαφνικά σα να έρχονταν από κάπου μακριά. Ο Νέιθαν έβγαλε ένα σιγανό βογκητό. «Αχ, Κέιτ. Θα μπορούσες να με κάνεις να ξεχάσω πόσο πειθαρχημένος άνδρας είμαι.» Η Κέιτ έγειρε το κεφάλι πίσω και προσπάθησε να ακουστεί η απάντησή της το ίδιο ανάλαφρη με το δικό του πείραγμα. «Γιατί το λες αυτό;» «Δεν μπλέκω ποτέ τη δουλειά με τη διασκέδαση.» «Τότε είσαι ο άνθρωπός μου, γιατί ούτε εγώ τα μπλέκω αυτά τα δύο» συμφώνησε εκείνη μαζί του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η στάση του κορμιού της και η βραχνή φωνή της έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια της. Η λαβή του στους ώμους της έγινε πιο σφιχτή. «Έχω την αίσθηση ότι ο άνθρωπός σου θα πρέπει να είναι ένα αληθινό πριγκιπόπουλο του παραμυθιού.» «Θα πρέπει να ψάξει για το γυάλινο γοβάκι μου;» αστειεύτηκε η Κέιτ, γελώντας κελαρυστά. Ο Νέιθαν χαμογέλασε. «Θα πρέπει να κόψει με το σπαθί του αυτό το αγκαθωτό περίβλημα» έσκυψε και ψιθύρισε με
βελούδινη φωνή στο αφτί της «και θα χρειαστεί ένα πολύ μεγάλο σπαθί.» Αυτή τη φορά, το στόμα του άγγιξε πραγματικά την επιδερμίδα της. «Η γύρη από τα λουλούδια θα καταστρέψει το υπέροχο φόρεμά σου!» ακούστηκε κάπου πίσω από την Κέιτ η φωνή της Τζάνετ. Ο Νέιθαν άφησε ελεύθερους τους ώμους της Κέιτ, όμως το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο πάνω της καθώς εκείνη απομακρύνθηκε. «Θα τα βάλω σ’ ένα βάζο» είπε η Κέιτ. Χαμογέλασε στην Τζάνετ ελπίζοντας να κρύψει την ταραχή της, αν και ήταν σίγουρη ότι τα μάγουλά της θα ήταν κατακόκκινα. Η Τζάνετ πήγε δίπλα της ενώ η Κέιτ κατευθυνόταν προς την κουζίνα. «Μπορεί να μην ξέρει και πολλά από λουλούδια, όμως κόβει το μάτι του» σχολίασε στην Κέιτ. Η Κέιτ κοίταξε τα λουλούδια. «Τα κρίνα συνήθως είναι λευκά» συνέχισε η Τζάνετ, με τα γκρίζα μάτια της να λάμπουν πονηρά. Πήρε τα λουλούδια από την Κέιτ κι άρχισε να τα τακτοποιεί με επιδέξιες κινήσεις στο ψηλό κρυστάλλινο βάζο που της έδωσε η Κέιτ. «Αλλά αυτά τα κρίνα έχουν ίδιο χρώμα με τις χρυσαφιές πιτσιλιές που έχουν τα μάτια σου γύρω από την ίριδα.» Πάνω από τον ώμο της Τζάνετ η Κέιτ είδε το Νέιθαν να κουβεντιάζει χαλαρά με μερικά άτομα που έδειχναν να κρέμονται από τα χείλη του. «Πάντως είναι θανατηφόρα σέξι, έτσι δεν είναι;» Η Τζάνετ σκούντησε με τον αγκώνα την Κέιτ. Δεν ήταν μονάχα το κορμί του που ήταν εντυπωσιακό, ή τα ρούχα του που ήταν πολύ πιο κομψά από κάθε άλλου άνδρα στο δωμάτιο, αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει. Ήταν κάτι άλλο, αυτό που λένε «χάρισμα», σκέφτηκε η Κέιτ, προσπαθώντας να κατευνάσει τον πόθο που την πλημμύριζε κάθε φορά που τον έβλεπε. Όπου κι αν πήγαινε, όλοι γυρνούσαν να τον κοιτάξουν. Ο πικάντικος χαρακτηρισμός της Τζάνετ δε συγκαταλεγόταν στα κριτήρια της Κέιτ για το σύζυγο-πατέρα, όμως κάνοντας μια γρήγορη νοερή έρευνα στη βάση δεδομένων της, ανακάλυψε ότι, όχι μόνο στη θεωρία μα και στην πράξη, ο Νέιθαν σάρωνε σε όλους τους τομείς. Στη Ζόι είχε φερθεί με τρυφερότητα, στην Τζάνετ με γενναιοδωρία και στον Μπένι με καλοσύνη· γι’ αυτές κυρίως τις αρετές ενδιαφερόταν περισσότερο η Κέιτ. Αν ήταν ένας οποιοσδήποτε άλλος άνδρας, ήξερε ότι δε θα δίσταζε στιγμή. Αλλά για το Νέιθαν εξακολουθούσε να νιώθει βαθιά μέσα της μια αβεβαιότητα που της προκαλούσε φόβο. Ήξερε ενστικτωδώς ότι, παρ’ όλο που εκείνος πληρούσε όλα τα κριτήρια σχεδόν τέλεια, ήταν επικίνδυνο να ρισκάρει μαζί του. Θα μπορούσε, άραγε, να κρατηθεί σε απόσταση συναισθηματικά; Αν άφηνε ελεύθερο τον εαυτό της στα χέρια του, σίγουρα θα την ανέβαζε στα ουράνια, όμως η πτώση από κει πάνω –αν κάτι πήγαινε στραβά– θα ήταν διπλάσια οδυνηρή. Και όταν τελικά θα προσγειωνόταν, ήξερε ότι εκείνη θα ήταν αυτή που θα είχε γίνει κομμάτια. Και ίσως αυτή τη φορά η ζημιά να ήταν ανεπανόρθωτη. Η ζήλια που ένιωσε όταν τον είδε να μιλάει με την ξανθιά εκπαιδεύτρια τουρισμού περιπέτειας από τη Δεύτερη Ευκαιρία την τάραξε. Όταν ήταν παιδί, συχνά λαχταρούσε τον τρόπο ζωής άλλων παιδιών, όμως το πράσινο τέρας της ζήλιας δεν το είχε γνωρίσει ποτέ. Πάνω από τα κεφάλια των καλεσμένων, το βλέμμα του έσμιξε με το δικό της. Αφού είπε κάτι
στη Μαρία χαμογελώντας, άνοιξε δρόμο μέσα από τα πηγαδάκια των καλεσμένων, σταματώντας στιγμιαία εδώ κι εκεί, μα ο σκοπός του ήταν ολοφάνερος. Η Κέιτ άρπαξε μια πετσέτα για τα πιάτα και σκούπισε τον πάγκο. Κοιτάζοντάς τη με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη, η Τζάνετ τακτοποίησε και το τελευταίο λουλούδι στο βάζο. «Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Νέιθαν θέλει να σου ξαναμιλήσει. Τα αφήνω εδώ αυτά. Εντάξει;» «Βέβαια. Σ’ ευχαριστώ, Τζάνετ. Ποτέ δε θα κατάφερνα να τα τακτοποιήσω τόσο όμορφα.» Η Κέιτ ποτέ δεν είχε χρόνο για να μάθει τα πιο περίτεχνα θέματα του νοικοκυριού: πώς να δημιουργεί καταπληκτικά φαγητά με απλά συστατικά, να τακτοποιεί όμορφα τα λουλούδια στα βάζα, να διατηρεί το σπίτι πεντακάθαρο κι ευωδιαστό σε διαρκή βάση. Αυτή η έλλειψη ταλέντου για τις μικρολεπτομέρειες μερικές φορές την έβαζε σε σκέψεις. Μπορούσε να καθαρίσει το σπίτι μέχρι να γυαλίσει, αλλά ήταν αυτές οι μικρές πινελιές που έκαναν ένα σπίτι να είναι κάτι παραπάνω, να είναι σπιτικό. Θα έπρεπε να βελτιώσει τις ικανότητές της σε μερικούς τομείς – και θα το έκανε, μόλις έβρισκε τον κατάλληλο σύντροφο. Η ευρύχωρη κουζίνα τής φάνηκε να συρρικνώνεται όταν ο Νέιθαν προσπέρασε το γρανιτένιο πάγκο. Η Κέιτ άρχισε ασυναίσθητα να οπισθοχωρεί και σταμάτησε όταν τα οπίσθιά της ακούμπησαν στην κρύα κόχη του νεροχύτη. Ευχήθηκε να είχε φορέσει κάτι λιγότερο αποκαλυπτικό απ’ αυτό το θεόστενο φόρεμα που τόνιζε το στήθος και τους γοφούς της. «Συγύριζα λίγο» εξήγησε δείχνοντας με μια αόριστη κίνηση την κουζίνα. «Το διαμέρισμά σου είναι εντυπωσιακό» είπε ο Νέιθαν, κοιτάζοντας τα ευρύχωρα δωμάτια με τη μοντέρνα διακόσμηση, με τις υπερσύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές και τα προσεκτικά συνδυασμένα ουδέτερα χρώματα, που δημιουργούσαν όμορφη αντίθεση με τους ζωηρόχρωμους πίνακες και τα ιδιόρρυθμα χειροποίητα κεραμικά. Τα κρίνα μέσα στο ορθογώνιο βάζο έδειχναν εντυπωσιακά πάνω στον πάγκο και γέμιζαν το χώρο του σπιτιού με τη μεθυστική ευωδιά τους. Η Κέιτ διαισθάνθηκε την ερώτηση που έκρυβε το σχόλιό του, αλλά δεν ήταν έτοιμη ακόμα να αποκαλύψει τα χαρτιά της. Ο μισθός της ήταν υψηλός, μα ήταν βέβαιη ότι ο Νέιθαν γνώριζε ότι δεν έφτανε σε καμία περίπτωση για να καλύψει μια μεζονέτα σαν κι αυτή με θέα στην καταπράσινη έκταση που βρισκόταν ακριβώς απέναντι και στη λίμνη που ακολουθούσε αμέσως μετά. Αργά ή γρήγορα, ήξερε ότι θα έπρεπε να αποκαλύψει και το άλλο της επάγγελμα, όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα γι’ αυτό. Αφενός, δεν ήταν σίγουρη πώς θα το αντιμετώπιζε ο Νέιθαν κι αφετέρου, δεν ήταν υποχρεωμένη να το αποκαλύψει. «Το “Κέιτ” είναι χαϊδευτικό του “Κάθριν”;» τη ρώτησε απροσδόκητα. «Βασικά, του “Καθλίν”.» «Αχά.» Έδειχνε περίεργα ευχαριστημένος, σαν αυτό να ήταν το κομμάτι του παζλ που έλειπε. «Αχά;» «Το “Κάθριν” είναι κάπως σεμνότυφο, ενώ το “Καθλίν”…» Τα μάτια του ταξίδεψαν στις ατίθασες μπούκλες και στην προκλητική υπόνοια λευκού στρογγυλού στήθους που άφηνε να διαφαίνεται το ντεκολτέ του φορέματός της. «… το “Καθλίν” είναι λίγο άγριο.»
«Είσαι ειδικός στα ονόματα;» «Μερικές φορές αναρωτιέμαι την επίδραση που έχουν τα ονόματα στις προσωπικότητες. Για παράδειγμα, αν εσύ λεγόσουν “Κάθριν” αντί “Καθλίν”, θα ήσουν σεμνότυφη;» «Και πώς ξέρεις εσύ ότι δεν είμαι σεμνότυφη;» δεν κρατήθηκε να μη ρωτήσει η Κέιτ. «Οι σεμνότυφες γυναίκες δεν έρχονται στη δουλειά ντυμένες με δυο λωρίδες ύφασμα, ούτε ανεβάζουν τα γυμνά πόδια τους πάνω στο γραφείο του αφεντικού» την πείραξε εκείνος. Η Κέιτ μισόκλεισε τα μάτια. «Σου εξήγησα ήδη ότι μ’ αιφνιδίασες, αλλά εσύ φαίνεται ότι με έχεις πάρει από κακό μάτι.» Όσο γι’ αυτό, ναι, ήθελε σαν τρελός να την πάρει, σκέφτηκε ο Νέιθαν. Ήθελε αυτό το υπέροχο κορμί να τυλιχτεί γύρω από το δικό του με τα γατίσια μάτια της να τον κοιτάζουν ορθάνοιχτα από έκσταση. Αυτά που είχε μάθει σήμερα για κείνη τον έκαναν να θέλει να μάθει περισσότερα και δεν τον πείραζε διόλου αν έπρεπε να φλερτάρει με μια υπέροχη γυναίκα, προκειμένου να της αποσπάσει πληροφορίες. Μπορεί να την είχε μπερδέψει η φαινομενική αλλαγή της στάσης του, όμως ο Νέιθαν ήξερε ότι η Κέιτ είχε την ευφυΐα να αντεπεξέλθει σ’ αυτό το παιχνίδι. Γιατί δε σκόπευε να προχωρήσει σε κάτι παραπάνω πέρα από ένα απλό φλερτ με την Κέιτ Σάμερς. Ήταν σαγηνευτική κι έδειχνε σκληρή, αλλά κάτι του έλεγε ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να πληγωθεί. Για κάποιο λόγο, η σκέψη ότι θα της προκαλούσε έστω τον ελάχιστο πόνο ήταν αβάσταχτη. «Μια και όλοι οι άλλοι συνοδεύονται, φαίνεται ότι θα περάσουμε παρέα την υπόλοιπη βραδιά» σχολίασε εκείνος. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Μου κάνει εντύπωση που δεν έχεις συνοδό.» «Γιατί σου κάνει εντύπωση;» «Ω, έλα τώρα, Κέιτ. Είμαι σίγουρος ότι θα κάνουν ουρά οι άνδρες στην πόρτα σου. Ξέρουμε και οι δύο ότι δεν είσαι καμιά χαζή. Και ξέρεις πολύ καλά ότι είσαι συγκλονιστική με αυτό το… το φόρεμα που κολλάει σα δεύτερο δέρμα πάνω στο κορμί σου. Αλήθεια, πώς το λένε αυτό το στιλ φορέματος; Θα πρέπει να με συγχωρέσεις, μα δεν είμαι ειδικός στη γυναικεία μόδα.» Η Κέιτ χαμογέλασε δύσπιστα. «Κάνε μου τη χάρη. Τώρα εσύ είσαι αυτός που παριστάνει το χαζό.» Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω με τον ίδιο ξεδιάντροπο τρόπο που την είχε γδύσει κι εκείνος με το βλέμμα. «Κάποιος που αφιερώνει χρόνο για να ψάξει να βρει ένα τέτοιο κουστούμι» κοίταξε επιδοκιμαστικά το σακάκι και το παντελόνι που ταίριαζαν άψογα στο κορμί του «είναι σίγουρο ότι ξέρει να εκτιμά το καλό ρούχο… είτε ανδρικό είτε γυναικείο.» Έδειξε με το κεφάλι της το στέρνο του. «Θα στοιχημάτιζα ό,τι έχω και δεν έχω ότι αυτό το κουστούμι είναι από κάποιο διάσημο οίκο μόδας. Μην παριστάνεις τον Γκούφι, Κίνκεϊντ, δε σου πάει καθόλου.» Η Κέιτ κατευχαριστήθηκε όταν τον είδε να ξεσπά σε γέλια κι αιφνιδιάστηκε ακόμη περισσότερο όταν άκουσε και το δικό της γέλιο να ενώνεται με το δικό του. Ο Νέιθαν άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε το μάγουλό της με το δείκτη του, σοβαρεύοντας ξαφνικά. «Είχα μια κουβέντα με το Σκιπ Μπλέσινγκτον σήμερα το πρωί. Γιατί μου είπες ψέματα, Κέιτ;» Το χαμόγελό της έσβησε. «Τι σου είπε ο Σκιπ;»
«Μια εκδοχή της ιστορίας που σε περιγράφει με πολύ πιο φωτεινά χρώματα απ’ ό,τι ήθελες να παρουσιάσεις εσύ σ’ εμένα.» Η Κέιτ απέφυγε το βλέμμα του. «Δεν ήθελα να νομίζεις ότι ο Σκιπ ήταν άπιστος· για χάρη της Σούζαν, δηλαδή» δικαιολογήθηκε. «Πίστευα ότι αν ερχόσουν σε σύγκρουση με το Σκιπ, η Σούζαν μπορεί να ένιωθε άσχημα και το γεγονός αυτό να τη δυσκόλευε στην καινούρια της δουλειά.» Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, δείχνοντας αληθινά έκπληκτος. «Ποτέ δε θ’ άφηνα να συμβεί κάτι τέτοιο» είπε. «Αν ο Σκιπ την απατούσε, η Σούζαν δε θα το μάθαινε ποτέ, τουλάχιστον από μένα.» Το δάχτυλό του μετακινήθηκε επικίνδυνα κοντά στο στόμα της, μα σταμάτησε ακριβώς δίπλα στο κάτω χείλος της. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι μου λες τη μισή αλήθεια;» «Γιατί επικοινώνησες με το Σκιπ;» αντιγύρισε γρήγορα η Κέιτ. Ο Νέιθαν αποφάσισε να μη σκαλίσει άλλο αυτό το θέμα, προς το παρόν. Είχαν όλη τη βραδιά μπροστά τους, σκέφτηκε, συνειδητοποιώντας την ίδια στιγμή ότι περίμενε με λαχτάρα τούτη τη βραδιά. «Όχι εγώ. Εκείνος επικοινώνησε μαζί μου. Χρειαζόταν κότσια αυτή η κίνηση από την πλευρά του και τον θαυμάζω γι’ αυτό.» Τώρα ήταν η σειρά της Κέιτ να μείνει με ανοιχτό το στόμα. «Έχασε τη δουλειά του πριν από κάνα δυο μήνες» συνέχισε ο Νέιθαν. «Η εταιρεία στην οποία εργαζόταν χρεοκόπησε. Μόλις είχαν μετακομίσει στη Ροτορούα και δεν ήθελε ν’ ανησυχήσει τη Σούζαν. Έτσι, κάθε πρωί έφευγε κανονικά για τη δουλειά. Έψαξε να βρει άλλη δουλειά, αλλά δε στάθηκε τυχερός. Και καθώς η πίεση γινόταν μεγαλύτερη, άρχισε να χάνει τον έλεγχο. Ζούσε σ’ ένα φανταστικό κόσμο, προσπαθώντας να αγνοήσει τα χρέη που είχαν γίνει βουνό. Σε γνώρισε και σου ζήτησε να βγείτε ραντεβού. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε κάνει κάτι τέτοιο, αλλά το συνέχισε. Δεν είναι δα η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό, Κέιτ. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου.» Είχε διαβάσει τόσο εύκολα το μυαλό της, σκέφτηκε η Κέιτ. Έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι ο Σκιπ ενεργούσε κάτω από πίεση, μολονότι τα κατάφερνε μια χαρά να παριστάνει το σπουδαίο, κι εκείνη δεν τον γνώριζε στο παρελθόν ώστε να κάνει τις αναγκαίες συγκρίσεις. Είχε αποφασίσει ότι δε θα έκανε λεπτομερή έλεγχο στους υποψήφιους συζύγους, μέχρι να τους γνωρίσει λίγο καλύτερα και να είναι σίγουρη ότι άξιζαν τον κόπο. «Ελπίζω… ελπίζω να μη μάθει η Σούζαν ότι βγήκα με το Σκιπ καμιά δυο φορές. Δεν αισθάνομαι άνετα κι ας βγήκαμε μονάχα για φαγητό.» Κι ευτυχώς που είχε επιμείνει να πληρώσει το μερίδιό της, σκέφτηκε. «Δεν πρόκειται να το μάθει. Αν και ο Σκιπ τής αποκάλυψε την απόλυσή του, θεώρησε καλύτερο να μην της πει τίποτε για σένα.» Η Κέιτ συνοφρυώθηκε. «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί ο Σκιπ επικοινώνησε μαζί σου.» «Ήθελε να μου ζητήσει δουλειά, ή τουλάχιστον να ρωτήσει αν ήξερα κάποιον που να μπορούσε να προσεγγίσει για δουλειά. Όπως προείπα, τον θαυμάζω γιατί έχει κότσια.»
Τώρα πια και η Κέιτ είχε αλλάξει γνώμη για το Σκιπ. «Υπήρχε κάποια θέση για κείνον;» Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Επικοινώνησα όμως με κάποιο φίλο που πουλά χονδρική τεχνολογικό εξοπλισμό και τον προσέλαβε ως πωλητή, με προοπτική να γίνει περιφερειακός διευθυντής σε μερικούς μήνες, αν τα πάει καλά.» Η Κέιτ τού χαμογέλασε. «Χαίρομαι που τακτοποιήθηκε αυτό το θέμα. Συμπαθώ πραγματικά τη Σούζαν κι αισθανόμουν φριχτά για όλη αυτή την ιστορία με το Σκιπ.» Στα χείλη του Νέιθαν χαράχτηκε ένα στραβό χαμόγελο, που έκανε την καρδιά της να πεταρίσει. «Μου είπε για τις ταλιατέλες» είπε. «Αναγκάστηκα να πάρω ένα χάμπουργκερ να φάω προτού γυρίσω σπίτι.» «Όταν σας είδα μαζί, εγώ ήθελα να κάνω αυτόν χάμπουργκερ.» Το δάχτυλό του χάιδεψε απαλά το στόμα της. Η κουβέντα πλησίαζε σ’ επικίνδυνο έδαφος και η Κέιτ ήξερε ότι ήταν ώρα να το βάλει στα πόδια. «Είμαι απαίσια οικοδέσποινα. Έχω αφήσει την Τζάνετ να τα κάνει όλα μόνη της. Άλλωστε, είναι ώρα να φύγουμε.» Το χέρι του γλίστρησε χαμηλά στην πλάτη της. Ήταν απλώς μια κίνηση που θα έκανε ένας ευγενικός κύριος σε μια κυρία που συνόδευε. Μια κίνηση που εκείνη την έκανε να τρέμει με τρόπο που δεν άρμοζε σε μια κυρία. Την οδήγησε προς την εξώπορτα. «Θα χορέψεις μαζί μου απόψε;» «Φυσικά. Θα είσαι ένας απ’ τους καβαλιέρους μου» του υποσχέθηκε εκείνη, χαμογελώντας του ανέμελα, για να κρύψει την ταραχή της. Το διαμέρισμα της Κέιτ απείχε λίγα λεπτά με τα πόδια από το εστιατόριο και όλη η παρέα ξεκίνησε χαρούμενη, απολαμβάνοντας τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Το απαλό κυματάκι της λίμνης λαμπύριζε στο λυκόφως και οι γύρω λόφοι είχαν βαφτεί σε αποχρώσεις του νεφρίτη, μέχρι και του σκούρου αμέθυστου. Στο ξενοδοχείο, ένας χαμογελαστός νεαρός σερβιτόρος τούς οδήγησε σε μια σειρά από τραπέζια κοντά στην ανοιχτή τζαμαρία, από την οποία μπορούσε κανείς να βγει σε μια φαρδιά βεράντα που είχε θέα στην έκταση πρασίνου και στη λίμνη. Τα λιλιπούτεια χριστουγεννιάτικα δέντρα, οι γωνιές που ήταν στολισμένες με ποϊνσέτιες και τα διάφορα διακοσμητικά που στραφτάλιζαν στο φως, είχαν μετατρέψει την αίθουσα του εστιατορίου σε χώρα των θαυμάτων. Η Κέιτ πρόσεξε ότι ο Νέιθαν συνοφρυώθηκε όταν την είδε να φεύγει από δίπλα του και να πηγαίνει να κάθεται ανάμεσα στον Έρικ, τον άνδρα της Τζάνετ, και τον Μπένι. Η Κέιτ ένιωθε ότι δε θα άντεχε να κάθεται πλάι του στο δείπνο και να αισθάνεται το μυώδη μηρό του ή το ζεστό ώμο του ν’ αγγίζει το κορμί της. Σύντομα όμως ανακάλυψε ότι μπορεί να ήταν χειρότερο ότι τώρα καθόταν απέναντί του. Ο πόθος τη διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα μόλις τον είδε να δαγκώνει με τα κατάλευκα δόντια του
τη σάρκα της μπριζόλας που είχε παραγγείλει, και τα επιδέξια χέρια του να κόβουν μια μπουκιά ψωμί, να τη βουτάνε στο ελαιόλαδο και ύστερα να τη βάζουν στο στόμα του. «Ώστε ασχολείσαι με δασικές έρευνες, Έρικ;» ρώτησε ο Νέιθαν, γεμίζοντας πάλι το ποτήρι του Έρικ. «Θέλω να δημιουργήσω μια έκταση με πεύκα στο οικόπεδό μου, που είναι κοντά στη Δεύτερη Ευκαιρία.» Ο Νέιθαν κατάφερε για άλλη μια φορά να εκπλήξει την Κέιτ με το ειλικρινές ενδιαφέρον του για τη δουλειά του Έρικ. Η Κέιτ συμπαθούσε τον Έρικ, μα ποτέ δεν είχε καταφέρει να παρακολουθήσει τις περίπλοκες εξηγήσεις του για τα τεχνικά θέματα που αφορούσαν διαφορετικά είδη δέντρων και τα πειράματα που αποτελούσαν το αντικείμενο της δουλειάς του. Ο Νέιθαν έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον για όλους και σύντομα το τραπέζι τους πλημμύρισε από γέλια και ζωηρές συζητήσεις για τα πάντα, από την πολιτική μέχρι τη χιπ χοπ μουσική. Η Κέιτ μόλις είχε φάει την πεντανόστιμη τελευταία μπουκιά από ένα υπέροχο συνονθύλευμα σοκολάτας και κρέμας, όταν η ορχήστρα άρχισε πάλι να παίζει. Δέχτηκε την πρόταση του Έρικ για χορό κι εκείνος την καθοδήγησε στην πίστα σαν έμπειρος οδηγός αγώνων ράλι που οδηγούσε ένα τζιπ σε ανώμαλο έδαφος. Στη συνέχεια, ο Μπένι άρχισε να τη στροβιλίζει γεμάτος ενθουσιασμό σ’ ένα χορευτικό ρυθμό που πρέπει να βρισκόταν μονάχα μέσα στο κεφάλι του και τελικά η Κέιτ επέστρεψε στο τραπέζι γελώντας, πασχίζοντας να ξαναβρεί την ανάσα της. Ο Νέιθαν σηκώθηκε αμέσως και την πήρε από το χέρι. «Μου υποσχέθηκες ένα χορό, Κέιτ.» Την παρέσυρε μακριά από τον Μπένι σαν να ήταν πούπουλο. «Θα έλεγα ότι ο Έρικ και ο Μπένι ήταν πολύ… εεε, δραστήριοι χορευτές» της είπε ψευτοσοβαρά. Εκείνη χαχάνισε. «Νιώθω λες και μ’ έχει πατήσει τρένο.» Η Κέιτ ένιωσε μια παράλογη χαρά όταν το χέρι του τύλιξε το δικό της και το ακούμπησε πάνω στο στήθος του. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται το άλλο του χέρι, που βρισκόταν χαμηλά στην πλάτη της, υπερβολικά χαμηλά. Μόλις είχαν πατήσει το πόδι τους πάνω στο γυαλισμένο παρκέ της πίστας, όταν ο ρυθμός άλλαξε κι από κάντρι έγινε άγριο ροκ. Η Κέιτ έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε στο Νέιθαν, ενώ το κορμί της άρχισε από μόνο του να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Εκείνος της χαμογέλασε και με μια στροφή την απομάκρυνε από κοντά του, λες και είχε καταλάβει την ενστικτώδη ανάγκη της να γίνει ένα με τη μουσική. Παραδομένη απόλυτα στο ρυθμό της μουσικής, η Κέιτ δε νοιαζόταν που το σκίσιμο του φορέματος άφηνε τα πόδια της σε πλήρη θέα. Θαρρείς και ήταν δεμένοι με αόρατες κλωστές, το σώμα του Νέιθαν συντονίστηκε απόλυτα με το δικό της. Μεθυσμένη από τη μουσική και το θαυμασμό που έβλεπε στα μάτια του, η Κέιτ γέλασε όταν οι υπόλοιποι χορευτές σχημάτισαν κύκλο γύρω της, χτυπώντας παλαμάκια ρυθμικά. Ο ρυθμός της μουσικής γινόταν ολοένα και γρηγορότερος. Ο ήχος από τα παλαμάκια πλημμύριζε τ’ αφτιά της. Τα μάτια του Νέιθαν δεν έφευγαν στιγμή από τα δικά της. Νιώθοντας μια πρωτόγονη ανάγκη να τον προκαλέσει, ύψωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της κι άρχισε να λικνίζει
φιδίσια τους γοφούς της. Κοιτάζοντάς τον μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της, τον έβαζε σκόπιμα σε πειρασμό με το κορμί της. Η μουσική τελείωσε μ’ ένα κρεσέντο των ντραμς, αφήνοντας την Κέιτ ερεθισμένη και ξέπνοη. Όταν πλησίασε πάλι το Νέιθαν, συνειδητοποίησε ότι δεν έφταιγε μόνο η σεξουαλική διέγερσή της που της είχε κόψει την ανάσα. Ο αισθησιακός, γεμάτος θαυμασμό τρόπος που την κοιτούσε εκείνος καθώς πήγαινε προς το μέρος του έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, δυσκολεύοντας την αναπνοή της. «Χορεύεις σα μάγισσα!» της είπε και τα μάτια του άστραψαν. Η Κέιτ γέλασε και κούνησε το κεφάλι για να διώξει τις μπούκλες από τα μάτια της. «Στους περισσότερους άνδρες δεν αρέσει να τραβά η γυναίκα την προσοχή πάνω της.» Ο Νέιθαν της χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Εγώ δεν είμαι σαν τους περισσότερους άνδρες. Κι εσύ δεν είσαι σαν τις περισσότερες γυναίκες. Είσαι μοναδική, Καθλίν Σάμερς.» Ο τρόπος που πρόφερε τ’ όνομά της την έκανε να ανατριχιάσει. Προτού προλάβει να απομακρυνθεί, ο Νέιθαν της έπιασε πάλι το χέρι και την τράβηξε προς το μέρος του. «Ένα χορό μόνο, είπες» διαμαρτυρήθηκε εκείνη μισογελώντας. «Είπα ψέματα.» Το δυνατό χέρι του την κόλλησε πάνω στο σώμα του. Την κρατούσε φυλακισμένη. Το χέρι του χάιδευε απαλά την επιδερμίδα της πλάτης της, σκορπώντας ρίγη σε όλο της το κορμί. Σχεδόν προστατευτικά, ο Νέιθαν πίεσε το χέρι της πάνω στο σκληρό σαν πέτρα στήθος του. Η Κέιτ αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά δυνατά κάτω από την παλάμη της. Ανέκαθεν της άρεσε να χορεύει, μα ποτέ στο παρελθόν δεν είχε βιώσει αυτή την ερεθιστική αίσθηση ελευθερίας που την πλημμύριζε τώρα καθώς το κορμί της συντονιζόταν ενστικτωδώς με τις δικές του κινήσεις. «Χορεύεις υπέροχα» του είπε με κομμένη την ανάσα. «Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα.» Έκανε ένα περίπλοκο διπλό βήμα, που η Κέιτ ακολούθησε με άνεση. «Κι εσύ όμως έχεις έμφυτο ταλέντο στο χορό» της είπε γελώντας. «Πού έμαθες να χορεύεις έτσι;» «Πάντως όχι στην ίδια σχολή χορού όπου έμαθες εσύ.» Ο Νέιθαν γλίστρησε τα χέρια του στους γοφούς της, που λικνίζονταν αισθησιακά. «Δεν υπάρχει σχολή στον κόσμο που να μπορεί να σε διδάξει να λικνίζεις το καταπληκτικό κορμί σου κατ’ αυτό τον τρόπο. Θα είμαστε τέλειο ζευγάρι και στο χορό του έρωτα, Κέιτ.» «Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση!» Μόνο που δεν ακούστηκε τόσο σίγουρη όσο θα ήθελε. Η φωνή της βγήκε βραχνή, κάνοντας τα λόγια της ν’ ακουστούν σαν πρόκληση και όχι σαν απαγόρευση. Τότε ο Νέιθαν κόλλησε τους γοφούς της πάνω του, ωθώντας προς τα πίσω το πάνω μέρος του κορμιού της. Το μυώδες χέρι του που στήριζε την πλάτη της ήταν δυνατό σαν ατσάλι κι εκείνη αφέθηκε με ασφάλεια. Έριξε το κεφάλι της πίσω κι άφησε το σώμα της να λυγίσει σαν ιτιά πάνω από το χέρι του,
τινάζοντας ταυτόχρονα το πόδι της μπροστά με περίσσια χάρη. Ρίγη ηδονής ταξίδεψαν στο κορμί της όταν το εσωτερικό μέρος του μηρού της τρίφτηκε στο δικό του μηρό. Ο Νέιθαν την κράτησε σ’ αυτή τη στάση λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν, κοιτάζοντάς τη στα μάτια και χαμογελώντας. «Σε θέλω. Και δεν καταλαβαίνω πού είναι το κακό ένας φυσιολογικός άνδρας να θέλει να κάνει έρωτα στην πιο σέξι γυναίκα που έχει γνωρίσει ποτέ.» «Εσύ δεν είπες ότι δεν μπλέκεις τη δουλειά με τη διασκέδαση;» του υπενθύμισε. Το φλογερό του βλέμμα έσμιξε με το δικό της και για μια στιγμή η καρδιά της σταμάτησε. Το χέρι του στην πλάτη της την επανέφερε με μια ώθηση σε όρθια θέση, κολλημένη πάλι πάνω στο κορμί του. «Πάντα υπάρχει η εξαίρεση στον κανόνα, Κέιτ.» «Εγώ είμαι γυναίκα. Όχι εξαίρεση» αντιγύρισε εκείνη. «Αυτό είναι και το δικό μου δίλημμα, γλύκα. Είσαι μια αναπάντεχη επιπλοκή» της εξήγησε και η ανάσα του χάιδεψε το μάγουλό της. «Αν είχαμε συναντηθεί κάτω από άλλες συνθήκες… ας πούμε ότι δε θα είχα αρνηθεί στον εαυτό μου αυτή την απόλαυση.» Η Κέιτ έγειρε το κεφάλι πίσω και τον ρώτησε χαμογελώντας: «Ποια απόλαυση; Να χτυπήσεις στο κεφάλι μια γυναίκα ακόμη με το ρόπαλό σου και ύστερα να τη σύρεις στη σπηλιά σου;» Ο Νέιθαν μετακινήθηκε ανεπαίσθητα, φέρνοντας το ρόπαλό του στη σπηλιά της. Η καρδιά της σταμάτησε για μια στιγμή. «Μάλλον θα έπρεπε ν’ αγοράσω ένα καινούριο ρόπαλο ειδικά για σένα, μωρό μου» γρύλισε εκείνος, αυξάνοντας ταυτόχρονα την πίεση και φιλώντας τη στον ώμο. Η Κέιτ κράτησε την ανάσα της. «Αν ήμουν στη θέση σου, δε θα χαράμιζα τα λεφτά μου» κατάφερε να απαντήσει εκείνη, κρύβοντας το κεφάλι της στον ώμο του, για να μη δει εκείνος την ταραχή στα μάτια της. Άκουσε το γέλιο του να βγαίνει σα γουργουρητό απ’ το στήθος του. «Απ’ ό,τι βλέπω, το ’χεις βάλει σκοπό να είσαι εσύ από πάνω.» Η Κέιτ ανασήκωσε το κεφάλι. «Με τη μεταφορική έννοια;» Θα έπρεπε πάλι να το βάλει στα πόδια και μάλιστα γρήγορα. «Φυσικά με τη μεταφορική έννοια. Θα είμαστε σπουδαία ομάδα μαζί στη Δεύτερη Ευκαιρία, Κέιτ. Γι’ αυτό, δεν πρόκειται να σε αφήσω να αποκτήσεις το κορμί μου. Θα ήσουν διαρκώς εξαντλημένη και δε θα απέδιδες στη δουλειά.» Η Κέιτ ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί και πίεσε το κορμί της στο δικό του λίγο παραπάνω. Δεν ήθελε να σταματήσει αυτό το υπέροχα ερεθιστικό παιχνίδι που έπαιζαν. Τα χείλη της χάιδεψαν το αφτί του. «Μάλλον υποτιμάς τις αντοχές μου.» Ο Νέιθαν την έσφιξε κι άλλο, φέρνοντας το σώμα της σε απόλυτη επαφή με το δικό του, από το στήθος μέχρι τους μηρούς. Έβαλε το πόδι του ανάμεσα στα δικά της και ο αντίχειράς του χάιδεψε
την ευαίσθητη επιδερμίδα ακριβώς πάνω από το ντεκολτέ της. «Θέλεις να παίξουμε, Κέιτ;» ψιθύρισε, εκφράζοντας σαν ηχώ τις δικές της ερεθιστικές σκέψεις. Το επίμονο χάδι του την έκανε να τρέμει από πόθο. «Δε φοβάσαι τι μπορεί να σκεφτούν οι άλλοι;» «Στο χριστουγεννιάτικο πάρτι του γραφείου; Σχεδόν επιβάλλονται οι παρεκτροπές μια τέτοια μέρα!» Η Κέιτ έπνιξε ένα γελάκι στον ώμο του. «Εγώ πάντως έκανα το καθήκον μου. Ξεπατώθηκα στο χορό με την Τζάνετ κι άφησα αυτή την τρομακτική ύαινα από το αθλητικό τμήμα να με σύρει από τη μια άκρη της πίστας στην άλλη.» Έτριψε το μάγουλό του πάνω στο δικό της. «Σύντομα θα επιστρέψουμε στον κόσμο της καθημερινότητας. Να είσαι καλή με τον ξένο που θα συναντήσεις στο δρόμο σου.» «Καλή;» «Μμμ, να, έτσι.» Κατέβασε το χέρι του κι άλλο, μέχρι που άγγιξε φευγαλέα τη ρώγα της. Το ευαίσθητο μπουμπούκι σκλήρυνε κάτω από το μεταξωτό ύφασμα. Μια βαθιά λαχτάρα, ένα κύμα πόθου πλημμύρισε την Κέιτ, που όμοιό του δεν είχε βιώσει ξανά. Μ’ ένα σιγανό βογκητό, μετακίνησε τα χείλη της στο λαιμό του κι άρχισε να γλείφει με τη γλώσσα της τα μαύρα κοντά γένια που σκέπαζαν το σαγόνι του. Φταίει το κρασί και η μουσική, δικαιολογήθηκε στον εαυτό της, ανίκανη να σταματήσει. Το χέρι του Νέιθαν κατέβηκε στους γλουτούς της, πιέζοντας την Κέιτ πάνω στη σκληρή φύση του. «Βλέπεις τι μου κάνεις;» Εκείνη όμως έκανε κι άλλα περισσότερα απ’ το να τον αφήνει απλώς να την κρατά κολλημένη πάνω στον ανδρισμό του. Κόλλησε ακόμα περισσότερο, τρίβοντας τους γοφούς της πάνω του. Ένιωθε σα να κολυμπούσε μέσα σε μέλι. Ό,τι κι αν του έκανε εκείνη, ο Νέιθαν της το έκανε στο τριπλάσιο. Η αρρενωπότητά του, η ανδρική μυρωδιά του, η αίσθηση των σγουρών μαύρων μαλλιών στον αυχένα του μπλεγμένων στα δάχτυλά της, όλα πάνω του τη μεθούσαν. «Θέλω να παίξουμε ένα παιχνίδι, Κέιτ.» Εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι και τον κοίταξε με τα βλέφαρα βαριά. «Τι είδους παιχνίδι;» «Ένα παιχνίδι προσποίησης. Ας προσποιηθούμε ότι δε δουλεύουμε μαζί. Ότι έχουμε βγει κανονικό ραντεβού. Ότι μπορούμε ν’ ανεβούμε πάνω και να κάνουμε έρωτα όποτε θέλουμε.» «Νόμιζα ότι δε θα με άφηνες να αποκτήσω το κορμί σου.» «Όταν πρόκειται για σένα, το κορμί μου αποκτά δική του βούληση.» Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές. Πάει λοιπόν και η απόφαση να μην περιπλέξουν την κατάσταση με το σεξ, σκέφτηκε απελπισμένα η Κέιτ. Προφανώς, ο Νέιθαν είχε αλλάξει γνώμη κάπου στην πορεία. «Κέιτ» είπε εκείνος απαλά «μην ξεχνάς ότι απλώς προσποιούμαστε.»
«Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι προσποίησης εδώ, πάνω στην πίστα; Δεν το βρίσκεις λίγο παιδιάστικο όλο αυτό;» «Το παιχνίδι προσποίησης που έχω εγώ στο μυαλό μου είναι αυστηρά για ενήλικες. Έλα τώρα, μη μου το χαλάς.» «Μμμ… εντάξει. Οπότε, τι υποτίθεται ότι κάνουμε τώρα;» «Πηγαίνουμε πάνω.» «Στο δωμάτιό σου;» «Στο δωμάτιό μου.» «Και κάνουμε έρωτα;» «Και κάνουμε έρωτα.» «Ποιος κάνει την πρώτη κίνηση;» «Εσύ.» «Αφού εσύ είσαι ο άνδρας. Εσύ πρέπει να την κάνεις.» Ήξερε ότι το επιχείρημα ήταν θλιβερό. «Μην είσαι τόσο συντηρητική. Δεν υπάρχουν κανόνες σε μια φαντασίωση.» «Και τι κάνω;» «Βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει.» Η Κέιτ ξεροκατάπιε. «Μάλλον θα χόρευα.» Ο Νέιθαν μετακίνησε τα χέρια του και την άρπαξε απ’ τους γοφούς. Στο άγγιγμά του, οι γοφοί της άρχισαν να λικνίζονται προκλητικά από μόνοι τους, χωρίς καμία συνειδητή προσπάθεια από εκείνη. «Ναι, είναι μια καλή αρχή. Και μετά;» «Μμμ…» Η Κέιτ ανέβασε τα χέρια της στο στήθος του, τρίβο ντας απαλά το μετάξι του πουκαμίσου του πάνω στην επιδερμίδα του. «Θα έβγαζα το σακάκι σου.» «Το ’χεις ξαναπαίξει αυτό το παιχνίδι;» «Όχι πολύ συχνά.» «Σειρά μου τώρα.» «Μμ… μμμ.» Τα χέρια του ανέβηκαν στις λεπτές τιράντες στους ώμους της. Η Κέιτ τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Θα κατέβαζα αυτές τις τιράντες. Φοράς σουτιέν;» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι, χωρίς να πει λέξη. Ο Νέιθαν γρύλισε σιγανά. «Μετά τι θα έκανες εσύ, Κέιτ;» «Θα έβγαζα το φόρεμά μου» ψιθύρισε εκείνη. «Θα έβγαζα το πουκάμισό μου.» «Θα σε πλησίαζα.» Τα χέρια της γλίστρησαν στους γοφούς του.
«Με αγγίζεις;» «Ναι…» Η μουσική σταμάτησε. «Ω, Θεέ μου… Νέιθαν.» Η Κέιτ απομακρύνθηκε από κοντά του. «Αυτό που κάνουμε είναι τρελό!» Η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Ήθελε σαν τρελή να νιώσει τα χέρια του πάλι πάνω στο κορμί της. Αλλά κι εκείνος είχε σταματήσει να παίζει πλέον. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα και πεινασμένα. Η Κέιτ ρίγησε όταν εκείνος χάραξε ένα μονοπάτι με το δάχτυλό του στο γυμνό της μπράτσο. «Έχεις δίκιο» είπε ο Νέιθαν βραχνά. «Τα παιχνίδια προσποίησης είναι για παιδιά. Ας φερθούμε σαν ενήλικες κι ας το κάνουμε πραγματικά. Σε θέλω από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Κάνε έρωτα μαζί μου, Κέιτ.» Ο Νέιθαν δεν είχε σκοπό να τελειώσει έτσι τη βραδιά, αλλά από τη στιγμή που ο Σκιπ τού εξήγησε τα πάντα, ήταν σαν ένα βάρος να είχε φύγει από τους ώμους του. Ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψε ότι ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την Κέιτ. Όταν βρέθηκε μαζί της απόψε, όταν ένιωσε το κορμί της να κινείται απόλυτα συντονισμένο με το δικό του, θαρρείς και η φύση τούς είχε πλάσει τον ένα για τον άλλον, είχε νιώσει μια ακατανίκητη ανάγκη να είναι μαζί της. Ήξερε ότι δεν ήταν ικανός ν’ αγαπήσει –ο θάνατος του Μίκι είχε καταστρέψει αυτό το συναίσθημα μέσα του–, όμως αναρωτιόταν μήπως υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να κάνει αυτή την όμορφη γυναίκα μέρος της ζωής του. Η Κέιτ τού είχε πει ψέματα για τη σχέση της με το Σκιπ, αλλά το είχε κάνει για χάρη της Σούζαν – μια γυναίκα που δε γνώριζε καλά καλά. Το ένστικτό του του έλεγε ότι όταν η Κέιτ αποφάσιζε να είναι πιστή κι αφοσιωμένη σε κάποιον, καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορούσε να κλονίσει αυτή την αφοσίωση. Εκείνη δεν ήταν σαν την Τζίνι· για την Κέιτ δε θα είχε καμία σημασία που ο Νέιθαν δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο πατέρας του. Το κορμί του φλεγόταν από πόθο για κείνη, μα αρκούσε να του πει ένα «όχι» και θα την πήγαινε στο σπίτι της, ίσως να έπιναν κι έναν καφέ μαζί, και ύστερα θα την άφηνε να πλαγιάσει μόνη. Φυσικά δεν ήταν αυτό που ήθελε, αλλά δεν επρόκειτο να την πιέσει να κάνουν έρωτα αν δεν το ήθελε κι εκείνη, τουλάχιστον όσο το ήθελε κι αυτός. Η Κέιτ προσπάθησε να αγνοήσει τον πόθο που είχε βάλει φωτιά στο κορμί της και να σκεφτεί λογικά. Μια νοερή ανασκόπηση στα γραφικά της την έπεισε ότι ο Νέιθαν ήταν μακράν ο λογικότερος υποψήφιος για σύντροφος της ζωής της. Άλλωστε, είπε στον εαυτό της εύλογα, ήταν λογικό να δουν πρώτα αν ταίριαζαν σεξουαλικά. Για να γίνει ο πατέρας των παιδιών της, θα έπρεπε να… κάνουν έρωτα. Όταν σκέφτηκε τα σώματά τους μπλεγμένα μεταξύ τους, έπαψε να σκέφτεται λογικά και ο εαυτός της της ψιθύρισε κοροϊδευτικά: Αν κοιμηθείς απόψε με αυτό τον άνδρα, δε θα το κάνεις επειδή έτσι υπαγορεύουν τα ηλίθια γραφικά σου. Θα το κάνεις επειδή τον θέλεις περισσότερο απ’ ό,τι έχεις επιθυμήσει ποτέ στη ζωή σου. Παραδέξου το, τον ήθελες σχεδόν σε όλη σου τη ζωή. Πάρε μια απόφαση επιτέλους, επέμεινε η εσωτερική φωνή. Θα το διακινδυνεύσεις… ή θα επιλέξεις την ασφάλεια και θα γυρίσεις μόνη στο σπίτι; Η Κέιτ πήρε μια βαθιά ανάσα κι άπλωσε το χέρι.
Κεφάλαιο Οχτώ Η καρδιά της χτυπούσε τόσο άγρια που κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος της, ενώ έψαχνε για το κλειδί της εξώπορτας του σπιτιού της. Ο Νέιθαν στεκόταν πίσω της και τόσο κοντά, που ένιωθε την ένταση του κορμιού του στους γλουτούς της. Η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω τους. «Πού πάμε;» ρώτησε εκείνος, σκύβοντας για να φιλήσει τον αυχένα της. «Επάνω.» Η φωνή της Κέιτ πρόδιδε τη λαχτάρα που δεν έκανε πλέον τον κόπο να ελέγξει. Το μόνο που ήθελε ήταν ο Νέιθαν – τη θέρμη και τη δύναμή του, το κορμί του πλάι της, μέσα της. Ο Νέιθαν τη σήκωσε στα χέρια του και το ένα χέρι του ακούμπησε στο στήθος της. Κάτω απ’ το λεπτό ύφασμα του φορέματος, η ρώγα της σκλήρυνε αμέσως, κεντρίζοντας την παλάμη του. Τον άκουσε να μουγκρίζει σιγανά κι αισθάνθηκε τη δύναμη των μηρών του καθώς ανέβαινε τα σκαλιά δυο δυο με κείνη στην αγκαλιά του, λες και ήταν πούπουλο. Όταν έφτασαν στο μεσοπάτωμα, η Κέιτ έδειξε χωρίς να μιλήσει την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. Το φως του φεγγαριού ανάμεικτο με τη λάμψη από τους φανούς του δρόμου έξω από το παράθυρο έλουζε το δωμάτιο με ένα ασημένιο φως. Ο Νέιθαν κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι, αλλά η Κέιτ έσπευσε να διαμαρτυρηθεί: «Περίμενε. Άφησέ με κάτω.» Απάντησε αμέσως στη σιωπηλή ερώτησή του. «Μείνε ακίνητος. Θέλω να σε γδύσω εγώ» του ψιθύρισε. Ο ερεθισμός της ήταν σχεδόν αβάσταχτος, όμως ήθελε να απολαύσει όσο το δυνατόν περισσότερο το κορμί του. Τα ακροδάχτυλά της είχαν μουδιάσει από τη λαχτάρα να γλιστρήσουν μέσα από το πουκάμισό του, να εξερευνήσουν το στήθος, τα μπράτσα, τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. «Είμαι όλος δικός σου» μουρμούρισε ο Νέιθαν υπάκουα. Στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά, την έπιασε από τους γοφούς και την κατέβασε στο πάτωμα γλιστρώντας την πάνω στο κορμί του. Εκείνη ξεκούμπωσε με τρεμάμενα δάχτυλα το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου του, νιώθοντας το σφυγμό του να γίνεται ταχύτερος καθώς τα νύχια της σύρθηκαν πάνω στην επιδερμίδα του. Κατόπιν, ξεκούμπωσε το επόμενο κουμπί, άνοιξε το ύφασμα και κόλλησε το στόμα της στη γούβα του λαιμού του. Εισέπνευσε την ανδρική μυρωδιά του, νιώθοντας το σφυγμό του να χτυπά τρελά κάτω από τα χείλη της. «Νιώθω το σφυγμό σου» του ψιθύρισε, με τα χείλη της πάνω στην επιδερμίδα του. «Τον έχεις τρελάνει, όπως και όλα τα υπόλοιπα πάνω μου.» Οι μηροί του σφίχτηκαν πάνω στο κορμί της. Η ανάσα του ανακάτεψε τα μαλλιά της. Η Κέιτ ένιωθε την ηδονή να ταξιδεύει στο σώμα της κατά κύματα, στις ευαίσθητες ρώγες της, μα
και βαθιά μέσα της, στις λεπτές πτυχώσεις του φύλου της. Κάθε πόρος του κορμιού της, όσο μικροσκοπικός κι αν ήταν, λαχταρούσε απεγνωσμένα την επαφή μαζί του. Ακόμα και το λεπτό χνούδι στα μπράτσα της είχε ορθωθεί, θαρρείς και ήθελε να τον αγγίξει. Άνοιξε όλα τα κουμπιά του πουκαμίσου του με τη σειρά, χαϊδεύοντας το κορμί του με τ’ ακροδάχτυλά της. Κάποια στιγμή έβγαλε, επιτέλους, το πουκάμισό του μέσα από το παντελόνι του και το άνοιξε από πάνω ως κάτω. Οι παλάμες της ταξίδεψαν στο σκληρό στέρνο, κάτω από τα μπράτσα και στους φουσκωμένους μυς της πλάτης και των ώμων του. Το πουκάμισό του βγήκε, σχηματίζοντας μια λίμνη στα πόδια του. Ο Νέιθαν άδραξε τους γλουτούς της με τις μεγάλες παλάμες του, χαϊδεύοντάς τους απαλά και κόλλησε την Κέιτ πάνω του, τρίβοντάς την ερεθιστικά στον ορθωμένο ανδρισμό του. Το στέρνο του ήταν καλυμμένο με ένα αραιό σγουρό, μαύρο τρίχωμα. Η Κέιτ έτριψε το πρόσωπό της πάνω του, εκστασιασμένη από την τραχιά αίσθηση στ’ απαλά μάγουλά της. Οι θηλές του ήταν σκούρες και ορθωμένες. Η Κέιτ πήρε τη μία στο στόμα της, χαϊδεύοντας με τη γλώσσα της το σκληρό πυρήνα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να λύσει τη ζώνη του. Τον έγλειφε πεινασμένα, μαστιγώνοντας τη σκληρή θηλή του με τη γλώσσα της. Ακούστηκε ο ήχος από το φερμουάρ του παντελονιού του, η Κέιτ το κατέβασε αργά. Ύστερα, γλίστρησε την παλάμη της κάτω από το λάστιχο του εσώρουχού του και τύλιξε τα τρεμάμενα δάχτυλά της γύρω από τον ανδρισμό του. «Χριστέ μου, είναι υπέροχο.» Η φωνή του ακούστηκε πνιχτή μέσα από τα μαλλιά της. «Αυτό;» Η Κέιτ δάγκωσε το στήθος του. Τα δάχτυλά της φυλάκισαν την κορυφή του ανδρισμού του και ύστερα γλίστρησαν προς τα κάτω. «Ή αυτό;» ρώτησε ξέπνοα, με την καρδιά της να κοντεύει να σπάσει καθώς ένιωθε το σκληρό, ορθωμένο μέλος του στην παλάμη της. «Είσαι μάγισσα.» Την κόλλησε ακόμη πιο σφιχτά πάνω του και ο σκληρός ανδρισμός του κέντρισε την κοιλιά της. Καυτά κύματα ηδονής την πλημμύρισαν ανάμεσα στα πόδια. Ένιωθε το κορμί της να ανοίγει και να υγραίνεται. Όταν είχε πάρει το μεγάλο μέγεθός του στην παλάμη της είχε θορυβηθεί λιγάκι, μα τώρα θαύμασε τον τρόπο που το σώμα της προετοιμαζόταν για κείνον, σα να ήξερε ανέκαθεν ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα. Έγειρε πίσω το κεφάλι της για να βλέπει το πρόσωπό του, απολαμβάνοντας τη δύναμη που ασκούσε πάνω του, νιώθοντάς τον να γίνεται ακόμη μεγαλύτερος μέσα στο χέρι της. «Μήπως πρέπει να σου κάνω μάγια;» τον προκάλεσε βραχνά, φυλακίζοντας το σκληρό μέλος του και με τα δυο της χέρια, με τις αρθρώσεις των χεριών της να αγγίζουν το σγουρό τρίχωμα στην κοιλιά του. Τα μάτια του έλαμψαν. «Πολύ αργά, ήδη μ’ έχεις μαγέψει. Κι αν δε θέλεις να τελειώσω στα χέρια σου, καλύτερα να σταματήσεις αυτό που κάνεις και να με αφήσεις να κάνω κι εγώ τα μαγικά μου.» Η Κέιτ διέτρεξε με τα δάχτυλά της όλο το μήκος του σκληρού ανδρισμού του. «Θέλεις να κατέβω από το χμ… σκουπόξυλό μου;» Τα πόδια της είχαν αρχίσει να τρέμουν και ήξερε ότι δε θα μπορούσε να σταθεί όρθια αν δεν την κρατούσε ο Νέιθαν. Η ανάγκη να τον νιώσει μέσα της έγινε επιτακτικότερη και η Κέιτ άρχισε να οπισθοχωρεί στα τυφλά προς το κρεβάτι.
«Μη βιάζεσαι» τον άκουσε να γρυλίζει. Της κόπηκε η ανάσα όταν εκείνος την άρπαξε από τη μέση και τη σήκωσε στον αέρα. Ο Νέιθαν τίναξε τα πόδια του για να βγει το παντελόνι και το εσώρουχό του. Έβαλε την Κέιτ να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνη φορούσε ακόμα στα πόδια της τα πέδιλα με τα διαμαντέ τακούνια στιλέτο. Ο Νέιθαν έβγαλε βιαστικά παπούτσια και κάλτσες και γονάτισε μπροστά της, ανοίγοντάς της τα πόδια. «Σειρά μου τώρα. Μείνε ακίνητη» επανέλαβε σαν ηχώ την προηγούμενη δική της προσταγή, όταν η Κέιτ πήγε να τον πλησιάσει με το πάνω μέρος του κορμιού της. Το ψηλό σκίσιμο του φορέματός της τον διευκόλυνε να το σπρώξει προς τα πίσω. Η Κέιτ ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά. Το λευκό στρινγκ που φορούσε δεν ήταν καθόλου ευπρεπές – αλλά ούτε και όλα αυτά που έκαναν ήταν ευπρεπή, σκέφτηκε μέσα σε παραλήρημα, κοιτάζοντας τα μαύρα μαλλιά και τους γυμνούς ώμους του Νέιθαν να λάμπουν στο φως του φεγγαριού. Οι μηροί της άνοιξαν κι εκείνος άρχισε να χαϊδεύει το εσωτερικό τους, ανηφορίζοντας αργά προς το καυτό τρίγωνο που κάλυπτε η λωρίδα του υφάσματος. «Τα χέρια μου είναι άγρια» της είπε. «Να μου πεις αν σε πονάνε.» «Μου αρέσουν τα χέρια σου» ψιθύρισε η Κέιτ, με το στόμα κατάστεγνο. Άφησε το κεφάλι της να γείρει προς τα πίσω. Η επιδερμίδα της μούδιαζε από την εκπληκτική αίσθηση των δαχτύλων του, που χάραζαν μονοπάτια από το ευαίσθητο σημείο πίσω από το γόνατό της μέχρι το φύλο της, όπου άρχισε να τη χαϊδεύει με τον αντίχειρά του. Το άγγιγμά του την έκανε να βογκά από ηδονή. Ένιωσε τον εαυτό της να τεντώνεται προς το μέρος του, την απαλή σάρκα της να ανοίγει για να διευκολύνει την εξερεύνησή του. Τα χέρια του απομάκρυναν απαλά το εσώρουχό της και τα δάχτυλά του έψαξαν κάτω από το πέπλο του σγουρού τριχώματος για να βρουν το υγρό, ερεθισμένο μπουμπούκι που ήταν κρυμμένο. Όλες οι αισθήσεις της Κέιτ επικεντρώθηκαν στο παλλόμενο, καυτό φύλο της. Η ηδονή γιγαντωνόταν μέσα της, μέχρι που ένιωσε ότι θα έφτανε σε μια ανεπανάληπτη έκρηξη. Όμως ύστερα από ένα τελευταίο χάδι στο υγρό φύλο της, ο Νέιθαν απομάκρυνε το χέρι του. «Τιιι;…» Η Κέιτ άκουσε τη φωνή της βραχνή από την ηδονή και την έκπληξη. Κοίταξε το Νέιθαν, μην πιστεύοντας ότι είχε σταματήσει. «Είναι νωρίς ακόμα, μωρό μου» είπε εκείνος τραχιά. «Θέλω να προχωρήσουμε πιο αργά.» «Δε θέλω να σταματήσεις» είπε πνιχτά εκείνη, γέρνοντας προς το μέρος του. Ο Νέιθαν ανέβασε το χέρι του στο μηρό της, άρπαξε το στρινγκ και το κατέβασε. Σηκώνοντας τα πόδια της ένα ένα, έβγαλε το μικροσκοπικό μεταξωτό εσώρουχο. «Μα δε σταματάμε» τη διαβεβαίωσε, κάνοντας μια παύση, ίσα για να φορέσει το προφυλακτικό και ύστερα να περάσει τα χέρια του κάτω απ’ τους γλουτούς της, τραβώντας την προς το μέρος του. «Μόλις τώρα αρχίζουμε.» Την κράτησε στα δυνατά του χέρια και την οδήγησε προς τα κάτω. Η ερεθισμένη κορυφή του ανδρισμού του άρχισε να την κεντρίζει ερωτικά, κάνοντας την Κέιτ να κλαψουρίσει από ηδονή, χαμηλώνοντας το σώμα της για να τον υποδεχτεί.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Ο Νέιθαν άπλωσε τα δικά του στην πλάτη της και κατέβασε το φερμουάρ του φορέματός της. Κατέβασε τις λεπτές τιράντες, σηκώνοντας τα χέρια της για να τις βγάλει, και το σατέν ύφασμα σχημάτισε μια λίμνη στη μέση της, αφήνοντας τα στήθη της να πέσουν ελεύθερα και βαριά. Το άγριο τρίχωμα στο στήθος του έγδαρε την επιδερμίδα της κι έκανε τις υπερευαίσθητες ρώγες της να σκληρύνουν κι άλλο και να πονάνε. Εκείνος είχε τον έλεγχο των κινήσεων. Την ανασήκωνε και την κατέβαζε ώστε εκείνη να γλιστρά χωρίς κόπο πάνω στον ανδρισμό του, που ήταν υγρός από τις δροσοσταλίδες του δικού της κορμιού. Ένιωθε τους μυς της κοιλιάς και των μηρών του σφιγμένους κάτω από το κορμί της. Η Κέιτ συνειδητοποίησε ότι ο Νέιθαν προσπαθούσε να κρατηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, οδηγώντας τη σε μια ερωτική κορύφωση που όμοιά της δεν είχε βιώσει ποτέ. Τα χείλη του ήταν στα μαλλιά της, στο πρόσωπό της, ψιθύριζε τ’ όνομά της μέσα στο στόμα της. Κι όταν η έκρηξη ήρθε, το κέντρο της θηλυκότητάς της έσφιξε το σκληρό μέλος του με αμέτρητους συγκλονιστικούς σπασμούς, κάνοντάς τη να ξεσπάσει σε πρωτόγονες κραυγές που βγήκαν από κάπου βαθιά μέσα της. Ο Νέιθαν έμεινε ακίνητος, ενώ εκείνη συγκλονιζόταν από κύματα ηδονής, εντελώς συγκεντρωμένος τώρα στο δικό της οργασμό. Ο τελευταίος έντονος σπασμός την άφησε ξέπνοη, τρεμάμενη και η Κέιτ κατέρρευσε βαριανασαίνοντας στον ώμο του. Ένιωσε τους μυς του να κινούνται κάτω απ’ το κορμί της. Με την άκρατη ζωώδη δύναμη που τον χαρακτήριζε, ο Νέιθαν σηκώθηκε από το πάτωμα, κρατώντας την Κέιτ ακόμα καρφωμένη πάνω στο κορμί του. Το φόρεμά της γλίστρησε από το σώμα της με ένα θρόισμα. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και ήρθε από πάνω της, στηριζόμενος στα χέρια του. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε απαλά, αρχίζοντας να κουνιέται μέσα της με αργές, ρυθμικές ωθήσεις. «Μμ…» Η Κέιτ ανασήκωσε τους γοφούς της, για να τον υποδεχτεί ολόκληρο, απολαμβάνοντας την αίσθηση της πληρότητας καθώς εκείνος έμπαινε κι άλλο μέσα της, με τη δική της υγρασία να διευκολύνει τη διείσδυσή του. «Πώς μπορείς και κρατιέσαι τόσο πολύ;» μουρμούρισε, αδράχνοντας τους φουσκωμένους μυς των μπράτσων του. «Προηγουμένως, όταν εγώ… δεν ξέρω πού βρήκες τη δύναμη να σταματήσεις…» Η Κέιτ κοίταξε κάτω, εκεί που τα κορμιά τους γίνονταν ένα, το τριγωνικό μαύρο τρίχωμά του να σαλεύει πάνω στο κορμί της. «Θα σε είχα πονέσει αν είχα μπει όλος μέσα σου σ’ εκείνη τη στάση. Δε σε πονάω τώρα, ε;» τη ρώτησε απαλά, καταφέρνοντας ακόμα να κρατιέται, παρ’ όλο που εκείνη ένιωθε τον ανδρισμό του να πάλλεται έντονα μέσα της. Η Κέιτ έκλεισε τα μάτια. «Όχι…» Τύλιξε τα πόδια της γύρω του, προσέχοντας να μην τον γδάρει με τα μυτερά τακούνια της, κι άρχισε να τον βασανίζει λικνίζοντας φιδίσια τους γοφούς της. Τον ένιωσε να διογκώνεται μέσα της και ήξερε ότι εκείνος είχε φτάσει σχεδόν στο σημείο όπου δεν υπήρχε επιστροφή. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ήθελε να κάνουν μαζί αυτό το ταξίδι προς την κορύφωση, κι έτσι άρχισε να κουνά πιο γρήγορα τους γοφούς της. «Κοίταξέ με, Κέιτ.» Η προσταγή του βγήκε τραχιά, σοβαρή. «Θέλω να βλέπω τα όμορφα μάτια
σου όταν θα τελειώνω.» Η Κέιτ άνοιξε τα μάτια της και τα κάρφωσε στα δικά του. Έλαμπαν με μια γαλάζια φλόγα, που διαπέρασε σαν ακτίνα λέιζερ τις ήδη διαλυμένες άμυνές της. Είδε το είδωλό της να καθρεφτίζεται στις κόρες των ματιών του και ήρθε στο νου της το παγιδευμένο έντομο μέσα στο γυάλινο πρες παπιέ του καθηγητή Σράντερ. Την ώρα που το κορμί της έφτανε στην κορύφωση, κατάλαβε με απελπισία ότι θα έπρεπε να είχε ακούσει τη λογική αντί να υποκύψει στα ένστικτά της. Τα βλέφαρά της πετάρισαν σαν τα φτερά της πεταλούδας που ξεψυχά. Συνειδητοποίησε με τρόμο ότι είχε πετάξει πολύ κοντά στη φλόγα και είτε το ήθελε είτε όχι, θα καιγόταν.
Κεφάλαιο Εννέα Το πρωί, το καθησυχαστικό άρωμα του έτοιμου καφέ τρύπωσε μέσα στο δωμάτιο και την ξύπνησε. Το φως του ήλιου έπεφτε πάνω στ’ ανακατωμένα σεντόνια και ανατρίχιασε όταν σκέφτηκε πώς είχε παραδοθεί στο Νέιθαν το προηγούμενο βράδυ. Και όχι μόνο μία φορά… ή δύο… αλλά και όταν εκείνος είχε λύσει τα λεπτά λουράκια των παπουτσιών της, ένα ένα, σηκώνοντας το πόδι της και… Έκανε τα χέρια της γροθιές και τα τέντωσε πάνω από το κεφάλι της, τεντώνοντας ταυτόχρονα τα πόδια της και κάνοντας τόξο το κορμί της. Απολάμβανε αυτή την ευεξία που την έκανε να νιώθει χαλαρή και γεμάτη ενέργεια την ίδια στιγμή. «Καλημέρα, υπναρού.» Ο Νέιθαν στεκόταν στο κούφωμα της πόρτας. Κανένας άνδρας δεν είχε το δικαίωμα να δείχνει τόσο σέξι φορώντας μονάχα ένα τσαλακωμένο παντελόνι, σκέφτηκε η Κέιτ, και οι θηλές της σκλήρυναν απλώς και μόνο στη θέα του. «Καλημέρα» του είπε, χαμογελώντας του κι εκείνη τεμπέλικα. Τράβηξε το σεντόνι μέχρι το σαγόνι της. Το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο. «Έχω φτιάξει καφέ» της είπε. «Μυρίζει υπέροχα.» «Σκοπεύεις να μείνεις στο κρεβάτι όλη την ημέρα;» Η Κέιτ γλίστρησε το χέρι της στην άδεια θέση δίπλα της. Το στρώμα ήταν ακόμα ζεστό. «Κι εσύ πριν από λίγο σηκώθηκες.» Ο Νέιθαν απομακρύνθηκε από την πόρτα και την πλησίασε. Η Κέιτ ανακάθισε, κρατώντας το σεντόνι γερά κάτω από το πιγούνι της. Λίγο αργά για ντροπές ύστερα απ’ όσα είχε κάνει με το μαγικό… σκουπόξυλο, σκέφτηκε η Κέιτ κυνικά. Λες και είχε διαβάσει τη σκέψη της, ο Νέιθαν τη ρώτησε: «Κέιτ, ξέρεις να καβαλάς;» Τα μάγουλά της πήραν φωτιά. Μήπως είχε ξεχάσει τις φορές που ήταν εκείνη από πάνω του χθες το βράδυ; Και πώς εκείνος είχε πάρει στο στόμα του τα στήθη της που λικνίζονταν πάνω από το πρόσωπό του και… Το τραχύ γέλιο του την επανέφερε στο παρόν. «Εννοώ άλογα.» «Άλογα;» Της χάρισε το στραβό χαμόγελό του. «Ναι, άλογα. Ξέρεις, αυτά που κάνουν κλιπ-κλοπ;» της εξήγησε ενώ εκείνη εξακολουθούσε να τον κοιτά σα χαζή. Η Κέιτ κούνησε το κεφάλι της για να διώξει την εικόνα των μπλεγμένων κορμιών τους στο φως του φεγγαριού. Προσπάθησε ν’ αγνοήσει το κύμα φωτιάς που είχε αρχίζει να πλημμυρίζει το κέντρο
του σώματός της. «Ε, ναι… αρκεί να είναι ένα καλό, αργό άλογο με φαρδιά ράχη και μεγάλη σέλα.» Δεν είχε σκοπό ν’ ακουστεί προκλητική, αλλά συνειδητοποίησε ότι έτσι ακριβώς είχε ακουστεί. Το βλέμμα της ταξίδεψε στους φαρδιούς ώμους του και ύστερα πιο χαμηλά, στο κλειστό φερμουάρ του παντελονιού του και στο πάνω κουμπί που είχε αφεθεί ξεκούμπωτο. Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε. Ο Νέιθαν ξάπλωσε δίπλα της, αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι του το καλυμμένο με το σεντόνι κορμί της. «Μάλλον θα σε απογοητεύσω, μωρό μου. Είμαι σε καλή φυσική κατάσταση κι εσύ είσαι μια ακαταμάχητη γυναίκα, όμως χρειάζομαι λίγο χρόνο για να συνέλθω.» Η Κέιτ κοκκίνισε. «Οπότε, προτιμάς να πας για ιππασία; Κι αυτό κουραστικό ακούγεται.» «Με διαφορετικό τρόπο όμως.» Της χαμογέλασε. «Λέω να πάρουμε ρεπό σήμερα και να πάμε στους λόφους πίσω απ’ το σπίτι μου. Να περάσουμε λίγη ώρα έξω από τέσσερις τοίχους και μακριά από οθόνες υπολογιστών.» Η ύπαιθρος δεν ήταν το στοιχείο της, αλλά το γραμμωμένο, ηλιοκαμένο κορμί του Νέιθαν μαρτυρούσε ότι εκείνος δεν περνούσε όλες τις μέρες του πίσω από ένα γραφείο. Ξαφνικά, της φάνηκε ακαταμάχητη ιδέα να κάνει ιππασία μια τέτοια υπέροχη ημέρα μαζί με έναν άνδρα που είχε μακριά πόδια και σφριγηλούς γλουτούς. «Θα τηλεφωνήσω στον ιππικό όμιλο που είναι κοντά στο σπίτι μου, για να μας διαθέσει ένα ήρεμο άλογο για σένα.» «Κι εσύ;» «Εγώ έχω άλογο.» «Οχ, Νέιθαν. Δεν μπορώ να έρθω!» είπε η Κέιτ, καθώς θυμήθηκε ξαφνικά ότι είχε υποσχεθεί να αφιερώσει σήμερα λίγο χρόνο στον Μπένι. Ο Νέιθαν συνοφρυώθηκε. «Γιατί;» «Ο Μπένι θέλει να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα κηπουρικής του χρόνου, αλλά δεν ξέρει να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έτσι, του είπα να έρθει από δω σήμερα το πρωί και να ξεκινήσουμε μαθήματα.» «Τι ώρα θα έρθει;» Η Κέιτ κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, ανοιγόκλεισε τα μάτια και το ξανακοίταξε. «Σε μισή ώρα περίπου!» Εκείνος γρύλισε μέσα από τα δόντια του. «Εντάξει. Θα πιούμε καφέ μαζί και ύστερα θα πάω σπίτι μου για να διαλέξω άλογο. Μόλις τελειώσεις με τον Μπένι, θα έρθεις να με βρεις. Είναι καλά να βρεθούμε στη μία;» «Ναι, αμέ.» Η Κέιτ χαμογέλασε χαρούμενα, ευχαριστημένη που εκείνος άλλαξε πρόθυμα τα σχέδιά τους για να μη χαλάσει το πρόγραμμά της.
Ο Νέιθαν έγειρε μπροστά και τη φίλησε στη μύτη. «Ήμουν έτοιμος να φτιάξω πρωινό» της είπε «αλλά το ψυγείο σου δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από μερικές ελιές και τυρί που έχουν λήξει.» «Πρέπει να έχουν περισσέψει μερικά κράκερ από χθες το βράδυ. Έχει και ψωμί μέσα στην ξύλινη ψωμιέρα πάνω στον πάγκο» τον ενημέρωσε η Κέιτ. «Έχει μπαγιατέψει.» «Ψήσ’ το.» «Εγώ λέω να ψήσω εσένα.» «Αλήθεια;» «Μμ… και ύστερα να σε αλείψω με κάτι ωραίο.» Η Κέιτ ανασήκωσε το πιγούνι της, για να σμίξει τα χείλη της με τα δικά του. «Καλύτερα να ντυθείς.» Το ζεστό χάδι του κατέβηκε στη γούβα του λαιμού της. «Αλλιώς;…» «Αλλιώς, ο καημένος ο Μπένι θα μείνει για πολλή ώρα έξω από την πόρτα σου.» Η Κέιτ τύλιξε το χέρι της γύρω από το λαιμό του. «Νόμιζα ότι χρειαζόσουν χρόνο για να συνέλθεις» του είπε. «Συνέρχομαι γρήγορα εγώ.» «Φαντασμένε» χαχάνισε η Κέιτ, ξεγλιστρώντας του καθώς εκείνος τράβηξε το σεντόνι απ’ το κορμί της. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, η Κέιτ βγήκε από το ντους με την επιδερμίδα της ροδαλή από το ζεστό νερό και το σώμα της να λάμπει μέσα κι έξω. Σκουπίστηκε σιγοτραγουδώντας, θαυμάζοντας τις αντοχές του Νέιθαν αλλά και τη δική της προθυμία να τον ικανοποιήσει. Μετά την πρώτη σχέση της ζωής της, στην οποία είχε δοθεί ολόψυχα, είχε ελάχιστες σεξουαλικές εμπειρίες. Βασιζόμενη σε αυτές τις περιορισμένες γνώσεις και στην έρευνά της σύμφωνα με την οποία η περίοδος του «παθιασμένου έρωτα» ανάμεσα στα ζευγάρια είχε σχετικά σύντομη διάρκεια ζωής, ένιωθε δικαιωμένη καθώς έφτιαχνε τα γραφικά της, επειδή είχε υιοθετήσει μια επιστημονική προσέγγιση για το σεξ. Ήξερε βέβαια ότι θα έπρεπε να ταιριάζει σεξουαλικά σε κάποιο βαθμό με το ταίρι της, όμως πίστευε ότι αυτό δε θα ήταν σημαντικός παράγοντας στη σχέση τους. Θα έχτιζε μαζί με το ταίρι που θα είχε επιλέξει ένα μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά τους, το οποίο θα βασιζόταν στη φιλία, στις κοινές εμπειρίες και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη· και το σπουδαιότερο, τα πράγματα θα ήταν απλά, χωρίς μπερδεμένα συναισθήματα. Άπλωσε το χέρι για να πάρει την ενυδατική κρέμα σώματος και το βλέμμα της έπεσε στο είδωλό της στον αχνισμένο καθρέφτη. Τα μάτια της ήταν γεμάτα λάμψη, οι καμπύλες του στόματός της απαλές. Έπειτα από τη βραδιά που είχε περάσει με το Νέιθαν, η λέξη «ταίρι» προκαλούσε μια πρωτόγονη έξαψη σε όλο της το κορμί. Τώρα πια η σκέψη ότι θα έκαναν έρωτα χωρίς να δεθεί συναισθηματικά μαζί του της φάνηκε παντελώς ανόητη κι αναρωτήθηκε πόσο αφελής μπορεί να ήταν.
Ο φόβος που την είχε κυριεύσει χθες το βράδυ τρύπωσε πάλι στο μυαλό της. Ήθελε να κατέβει κάτω, να βρει κάποια δικαιολογία και να του πει ότι δεν μπορούσε τελικά να περάσει τη μέρα μαζί του. Ήταν σίγουρο ότι είχε μεγαλύτερη δύναμη θέλησης από εκείνη την άμοιρη την πεταλούδα, ή μήπως όχι; «Μόνο μια μέρα ακόμα» μονολόγησε. Φόρεσε ένα τζιν παντελόνι κι ένα κοντό μακό μπλουζάκι, που άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της. Αυτή η μέρα θα ήταν ή του ύψους ή του βάθους. Κατέβαινε τη σκάλα όταν ένιωσε να την κυκλώνει η σιωπή. Ακόμη και όταν ήταν στο ντους, άκουγε το Νέιθαν να κινείται στην κουζίνα, να ετοιμάζει τα φλιτζάνια του καφέ, να σφυρίζει, να ανοίγει την πόρτα που οδηγούσε στη μικροσκοπική βεράντα. Όλοι αυτοί οι ήχοι την είχαν γεμίσει ευτυχία. Όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι, σταμάτησε απότομα. Ο Νέιθαν δεν ήταν στην κουζίνα. Ήταν στο σαλόνι. Στεκόταν ακίνητος σα μαρμαρωμένος μπροστά από τον μπουφέ από κόκκινο πεύκο που εκείνη είχε στολίσει με ορισμένα ενθύμια και φωτογραφίες. Κατάλαβε αμέσως ποιο απ’ όλα τα αντικείμενα είχε τραβήξει την προσοχή του. Νόμιζε ότι δεν την είχε ακούσει να κατεβαίνει τη σκάλα, αλλά εκείνος έπιασε την κορνίζα από ακατέργαστο ξύλο και στράφηκε προς το μέρος της. «Κέιτ;» Η φωνή του ήταν βραχνή. Τα μάτια του αναζήτησαν το πρόσωπό της και κατάλαβε. «Το ήξερα ότι κάπου σε είχα ξαναδεί.» Μονομιάς, ξύπνησαν όλα τα παλιά αισθήματα της απόρριψης και της μοναξιάς, μα εκείνη κατάφερε να ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους. «Και γιατί θα έπρεπε να με θυμάσαι;» Η απάντησή του την αιφνιδίασε. «Ποτέ δε σε ξέχασα. Υποθέτω όμως ότι υποσυνείδητα πάντα έψαχνα να βρω εκείνο το παιδί.» Χτύπησε ελαφρώς τη φωτογραφία με το δάχτυλό του. «Και όχι κάποια σαν εσένα.» Τα μάτια του την κοιτούσαν εξεταστικά, αλλά το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ανάμεικτα συναισθήματα, τα οποία η Κέιτ, παρά την εκπαίδευσή της, δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει. Χάραξε με το δάχτυλό του την εικόνα της στη φωτογραφία. Από το σημείο όπου στεκόταν εκείνη δεν μπορούσε να δει τη φωτογραφία, αλλά ήξερε τι απεικόνιζε: ένα κοκαλιάρικο παιδί με ένα άχαρο φόρεμα, κακοκουρεμένο, με τεράστια παλιά παπούτσια στα πόδια και θαμπή επιδερμίδα λόγω κακής διατροφής, φτωχής σε φρούτα και λαχανικά. «Τι άλλαξε στη ζωή σου, Κέιτ;» «Εγώ άλλαξα.» Δεν μπόρεσε να κρύψει την πικρία στη φωνή της. «Δε θα πρέπει να ήταν εύκολο.» «Ας πούμε ότι δεν είναι κάτι που θα ήθελα να το κάνω πάλι απ’ την αρχή.» Τότε άρχισε να τρέχεις, ανόητη! την προειδοποίησε η φωνούλα μέσα της. Ο Νέιθαν κοίταξε τη φωτογραφία. «Σε ρώτησα αν έχουμε ξανασυναντηθεί ποτέ κι εσύ το αρνήθηκες» την κατηγόρησε. «Προσπάθησε λίγο να μπεις στη θέση μου» του είπε «και σκέψου τι θα έλεγες εσύ σε αυτή την περίπτωση.»
Ο Νέιθαν την κοίταξε ερωτηματικά. «Εσύ θα παραδεχόσουν ότι την τελευταία φορά που είχες δει το νέο αφεντικό σου ήσουν εκείνο το πιτσιρίκι που τον έβριζε και του πετούσε χαλίκια; Σοβαρέψου, Νέιθαν.» Το βλέμμα της σκλήρυνε. «Άλλωστε, δε συστηθήκαμε ποτέ επίσημα. Βάζω στοίχημα ότι ούτε καν το όνομά μου ήξερες.» Η έκφραση του προσώπου του μαρτυρούσε ότι είχε δίκιο. «Παραδέξου το. Ήμουν ένα τίποτα για σένα.» «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Κέιτ. Νοιαζόμουν για το τι σου είχε συμβεί.» «Ναι, βέβαια» είπε εκείνη περιφρονητικά. «Γι’ αυτό με κορόιδευες μπροστά σε όλους τους φραγκάτους φίλους σου.» Παρ’ όλο που η Κέιτ γνώριζε τώρα πόσο πολύ θα πρέπει να υπέφερε ο Νέιθαν εκείνη την εποχή, την πονούσε ακόμα η θύμηση εκείνης της απαίσιας μέρας και όλων όσων αντιπροσώπευε. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της. «Στην αρχή, ήσουν τόσο καλός μαζί μου. Με υπερασπίστηκες όταν εκείνα τα μεγαλύτερα παιδιά άρχισαν να με σπρώχνουν και να με κοροϊδεύουν. Μάζεψες τα βιβλία μου που είχαν σκορπίσει και μ’ έβαλες στο σχολικό λεωφορείο. Με έκανες να νιώσω ασφαλής. Αλλά την ημέρα που ήρθα στο σπίτι σου…» η φωνή της τρεμούλιασε. «Έχεις ιδέα πόσο κουράγιο χρειάστηκε για να έρθω στη γειτονιά σου και να χτυπάω όλες τις πόρτες ζητώντας δουλειά;» Ένας μυς τρεμόπαιξε στο μάγουλό του. «Πώς ήξερες πού έμενα;» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν ήξερα. Θα είχα προσπεράσει την πόρτα σου αν ήξερα. Δε θα σε άφηνα ποτέ να δεις πόσο απελπισμένη ήμουν, αν μπορούσα να το αποφύγω. Ήξερα όμως ότι στη δική σου πλευρά της πόλης έμεναν άνθρωποι που είχαν τα χρήματα να πληρώσουν κάποιον για να κάνει χαμαλοδουλειές.» Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Και γιατί γυρνούσες από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας δουλειά; Ήσουν παιδί ακόμα.» Η Κέιτ ζάρωσε από ντροπή. «Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου ήταν τρελοί ο ένας για τον άλλον» εξήγησε ύστερα από μια παύση λίγων δευτερολέπτων, καθώς θυμήθηκε τους μελοδραματικούς καβγάδες που ξεσπούσαν ανάμεσα στους γονείς της από κάποια πραγματική ή φανταστική αφορμή. «Αλλά τρώγονταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Τότε ο μπαμπάς έφευγε από το σπίτι και η μαμά έτρεχε ξοπίσω του να τον βρει.» «Και σε άφηναν μόνη σου; Κι έπρεπε εσύ να φροντίζεις το Μαξ;» Η Κέιτ αγκάλιασε το κορμί της. Τα λόγια του ξύπνησαν την ανάμνηση του καημένου μικρούλη Μαξ γαντζωμένου στα πόδια της, να κλαίει σπαρακτικά ενώ εκείνη προσπαθούσε να σκεφτεί πού θα έβρισκαν κάτι για να φάνε το βράδυ και πώς θα ζούσαν μέχρι να γυρίσουν οι γονείς τους, όλο χαρά αν είχαν κερδίσει στο καζίνο, ή όλο ενθουσιασμό αν τους είχαν διαλέξει για να παίξουν σε κάποια ταινία. Ή, το συνηθέστερο, εντελώς απένταροι και συνεχίζοντας να εκτοξεύουν κατηγορίες ο ένας στον άλλον. Κι έτσι, είχε σκεφτεί ότι οι άνθρωποι που ζούσαν στην άλλη πλευρά της πόλης ίσως να χρειάζονταν κάποιον για να τους καθαρίσει το σπίτι ή να τους φτιάξει τον κήπο, ή να τους πλύνει το
αυτοκίνητο. Ίσως αυτό να μπορούσε να κάνει η Κέιτ στη μία μικρή πόλη μετά την άλλη όπου μετακόμιζαν κάθε φορά, ενώ οι γονείς της τσακώνονταν και φίλιωναν. «Ζούσες σ’ έναν άλλον κόσμο, Νέιθαν. Εγώ έπρεπε να σταθώ μόνη μου στα πόδια μου κι έπρεπε να φροντίσω το Μαξ. Δεν είχα κανένα άλλο εφόδιο για να βρω δουλειά, παρά μόνο τα χέρια μου.» Έσφιξε τους αγκώνες της μέχρι που άσπρισαν οι αρθρώσεις των δαχτύλων της. «Περνούσα πολύ δύσκολα και το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν ήταν ένα μάτσο πλουσιόπαιδα να με χλευάζουν.» Η φωνή του Νέιθαν βγήκε γεμάτη ένταση. «Εγώ προσπαθούσα να…» «Με είπες “ζητιάνα”!» τον διέκοψε άγρια η Κέιτ. «Ήρθατε όλοι στην πόρτα γελώντας και κοροϊδεύοντας, κι εσύ» τον έδειξε με το δάχτυλό της «εσύ είπες “Μαμά, είναι ένα άστεγο παιδί στην πόρτα και ζητιανεύει χρήματα”.» Η φωνή της έσπασε. «Από οποιονδήποτε άλλο θα το άντεχα…» Ο Νέιθαν ζάρωσε από ντροπή. «Ξέρω ότι δεν είναι αρκετό, αλλά πάντα ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου εκείνη την ημέρα.» Τα μάτια της Κέιτ άστραψαν. «Ζήτα τώρα.» Ο Νέιθαν δε δίστασε στιγμή. Την κοίταξε με σοβαρότητα στα μάτια. «Σου ζητώ συγγνώμη για τον πόνο που σου προκάλεσα.» Το βασανισμένο βλέμμα του τρόμαξε την Κέιτ. Οι δικές της πληγές φάνηκαν ξαφνικά ασήμαντες μπροστά στη δική του τραγική απώλεια. Ξεχνώντας τη δική της στεναχώρια, έτρεξε κοντά του και σκέπασε το στόμα του με το χέρι της. «Δεν πειράζει, Νέιθαν, γιατί τώρα ξέρω. Πονούσες. Μόλις είχες χάσει τον αδελφό σου.» Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και το πρόσωπό του χλόμιασε. «Κέιτ, δεν καταλαβαίνεις. Δεν έχασα το Μίκι. Εγώ σκότωσα τον αδελφό μου.»
Κεφάλαιο Δέκα Στο δωμάτιο επικράτησε μια τρομακτική σιωπή. Η Κέιτ πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. «Δεν το πιστεύω αυτό, Νέιθαν.» «Είναι κανείς εδώ;» Ο Μπένι μπήκε από την είσοδο της βεράντας. «Χτυπάω τόση ώρα την πόρτα, μα δε μου ανοίγει κανένας. Άργησα λιγάκι.» Η Κέιτ ευχήθηκε να είχε αργήσει κι άλλο. Αν είχε στη διάθεσή της λίγα λεπτά ακόμα, μπορεί ο Νέιθαν να της μιλούσε, αλλά τώρα εκείνος τραβήχτηκε μακριά της και εκείνη ήξερε ότι δεν απομακρύνθηκε μονάχα σωματικά. Είχε αποτραβηχτεί και συναισθηματικά σε κάποιο μέρος όπου η ίδια δεν μπορούσε να φτάσει. Όμως ο Μπένι δεν έφταιγε σε τίποτα για τον απόλυτο πόνο που η Κέιτ έβλεπε στα μάτια του Νέιθαν. «Γεια σου, Μπένι» τον χαιρέτησε. «Έρχομαι σ’ ένα λεπτό.» Ο Νέιθαν άφησε τη φωτογραφία ακριβώς στο σημείο απ’ όπου την είχε πάρει. Χαιρέτησε τον Μπένι τόσο σφιγμένα, που ο νεαρός ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του. Η Κέιτ είδε το Νέιθαν να φοράει το σακάκι του. Το πουκάμισό του το είχε αφήσει ξεκούμπωτο, όμως είχε φορέσει τα παπούτσια και τις κάλτσες όσο εκείνη έκανε ντους. Όταν ο Νέιθαν έφτασε στην πόρτα, η Κέιτ τον έπιασε από το μπράτσο. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι. «Ισχύει το ραντεβού για ιππασία, έτσι δεν είναι;» Για μια στιγμή νόμιζε ότι εκείνος θα αρνιόταν, μα το πρόσωπό του μαλάκωσε κι έγειρε το μέτωπό του στο δικό της. «Φυσικά.» Η Κέιτ παρηγορήθηκε επειδή της φάνηκε ότι το άγγιγμά της κατάφερε να τον ηρεμήσει, έστω και για λίγο. «Θα φέρω εγώ φαγητό» του είπε, χαϊδεύοντας το μάγουλό του με το στόμα της. Το χαμόγελό του ήταν απόμακρο μα καθησυχαστικό. «Τέλεια.» Η Κέιτ δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Οι άμυνές της απέναντι στο Νέιθαν είχαν καταρρεύσει σα χάρτινος πύργος, όπως ήξερε ενστικτωδώς ότι θα γινόταν τελικά. Ο Μπένι ήρθε και στάθηκε δίπλα της και κοιτούσαν το Νέιθαν να διασχίζει το στενό πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στο δρόμο. «Ο Νέιθαν είναι θυμωμένος μαζί μου;» Η Κέιτ κούνησε θλιμμένα το κεφάλι. «Όχι, Μπένι. Νομίζω ότι είναι θυμωμένος με τον εαυτό του.»
Παρ’ όλο που ο Μπένι αντιλαμβανόταν τις βασικές έννοιες σχετικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ταχύτερα απ’ όσο περίμενε η Κέιτ, το μάθημα τράβηξε σε μάκρος. Ο νους της έτρεχε συνέχεια στο Νέιθαν. Γιατί πίστευε ότι είχε σκοτώσει τον αδελφό του; Τι είδους θανατηφόρο ατύχημα είχε συμβεί στο Μίκι και είχε αφήσει τα ανεξίτηλα σημάδια του στη συνείδηση του Νέιθαν; Επιτέλους, ο Μπένι τελείωσε την τελευταία άσκηση και η Κέιτ τού έδειξε βιαστικά το σωστό τρόπο για να κλείνει το πρόγραμμα του υπολογιστή, αφού πρώτα είχε αποθηκεύσει τη δουλειά του. «Μην ξεχνάς να βγάζεις το φλασάκι, Μπένι.» «Πού να το αφήσω;» «Στην πλαϊνή τσέπη της θήκης του φορητού υπολογιστή μου.» Ο Μπένι εκτέλεσε σχολαστικά τις οδηγίες της. «Πότε να ξανάρθω;» Μολονότι η Κέιτ δεν ήταν σίγουρη πώς θα εξελισσόταν το Σαββατοκύριακό της, ήξερε ότι ο Μπένι έπρεπε σύντομα να επαναλάβει όσα είχε μάθει σήμερα και να κάνει εξάσκηση, διαφορετικά θα τα ξεχνούσε. «Τι λες για την Τρίτη το απόγευμα; Αν αλλάξει κάτι, θα σου τηλεφωνήσω» πρόσθεσε, θέλοντας ν’ αφήσει κάποιο περιθώριο αναβολής, σε περίπτωση που τη χρειαζόταν ο Νέιθαν. Ο Μπένι κατένευσε με ζήλο. «Τα πήγες μια χαρά σήμερα» τον ενθάρρυνε η Κέιτ, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο. Μόλις η πόρτα έκλεισε και ο Μπένι έφυγε, η Κέιτ έτρεξε σαν τρελή, φόρεσε ένα ζευγάρι μπότες κι άρπαξε βιαστικά το σακίδιό της με την εσωτερική μόνωση, για να βάλει το φαγητό που θα αγόραζε από το ντελικατέσεν. Μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόταν καθ’ οδόν προς το σπίτι του Νέιθαν. ***
Η Κέιτ οδήγησε μέχρι το τέλος του ιδιωτικού δρόμου, που είχε πρόσφατα στρωθεί από μια μπουλντόζα, και βρέθηκε σε μια έκταση μερικών στρεμμάτων με κυματοειδή μορφή. Προχώρησε προς ένα ξύλινο οίκημα με πολλά επίπεδα, το οποίο έμοιαζε σχεδόν τελειωμένο και θαύμασε το σχέδιό του αλλά και το πόσο εναρμονισμένο ήταν με το περιβάλλον. Η θέση του ήταν τέτοια που αξιοποιούσε τόσο το φως του ήλιου όσο και τη θέα της γύρω βλάστησης και των αγροκτημάτων της περιοχής. Η θέα της λίμνης θα πρέπει να είναι καταπληκτική από τον τελευταίο όροφο, συλλογίστηκε. Στάθμευσε το αυτοκίνητό της δίπλα στο SUV του Νέιθαν. Μάλλον εκείνος θα την είχε ακούσει να έρχεται, επειδή βγήκε πεζός από το πλάι του σπιτιού οδηγώντας από τα γκέμια ένα ψηλό μαύρο άλογο. Το ζώο έκανε τόξο το λαιμό του με περιέργεια όταν πλησίασε την Κέιτ. «Είναι υπέροχο, Νέιθαν» του είπε απλώνοντας την παλάμη της, για να τρίψει το πανύψηλο άλογο, τη βελούδινη μουσούδα του. «Αλλά ξέρω καλύτερα να χορεύω παρά να ιππεύω.» «Μην ανησυχείς. Αυτός είναι ο Σάντοου, το δικό μου άλογο. Ο Έντι έχει φέρει για σένα μια γλυκιά κανελί φοράδα. Εγώ τη διάλεξα.» Κοίταξε τα γυμνά μπράτσα της συνοφρυωμένος. «Έχεις φέρει μαζί αντηλιακό;» «Έχω πάντα μαζί μου ένα μπουκάλι στο αυτοκίνητο.» Η Κέιτ δεν είχε σκεφτεί καν την πιθανότητα να καεί από τον ήλιο την ώρα που έτρεχε σαν τρελή
να ετοιμαστεί μετά το μάθημα του Μπένι. «Μήπως έφερες και μακρυμάνικη μπλούζα;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Είχε ετοιμάσει μια μπλούζα για να την πάρει μαζί της, αλλά πάνω στη βιασύνη της την είχε αφήσει στο τραπεζάκι του χολ. Αυτή τη στιγμή όμως δεν ανησυχούσε για τον εαυτό της. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε. Η έκφρασή του έγινε απόμακρη. «Μια χαρά.» Ο Νέιθαν έτριψε το μάγουλό του. Είχε ξυριστεί, όμως τα μάτια του ήταν κοκκινισμένα και είχε μαύρους κύκλους. Φορούσε ένα παλιό μακό μπλουζάκι, που κάποτε πρέπει να ήταν μαύρο, και ξεβαμμένο παλιό τζιν παντελόνι. «Κοίτα, Κέιτ. Δε θέλω να το συζητήσω αυτή τη στιγμή. Ας πάμε απλώς να πάρουμε το άλογό σου και να πάμε βόλτα στους λόφους.» Εκείνη ήθελε να απλώσει το χέρι και να τον αγγίξει, μα αντ’ αυτού, έκανε ένα βήμα πίσω, για να του δώσει το χώρο που ενστικτωδώς ήξερε ότι εκείνος είχε ανάγκη. «Εντάξει.» Της χαμογέλασε θλιμμένα και το πρόσωπό του ήταν σκεφτικό, μα έδειχνε επίσης ευγνωμοσύνη για την κατανόησή της. Η Κέιτ τον καταλάβαινε απόλυτα. Κανένας δεν ήξερε καλύτερα από εκείνη πόσο επιζήμιο ήταν να κουβαλάς τα τραύματα της παιδικής σου ηλικίας σε όλη τη μακριά, επώδυνη διαδρομή μέχρι και την ενηλικίωση. Η συγγνώμη του Νέιθαν εκείνο το πρωί για τη συμπεριφορά του στο παρελθόν ήταν λυτρωτική για κείνη, αλλά η κραυγή του ότι εκείνος ευθυνόταν για το θάνατο του Μίκι ήταν τρομακτική. Η Κέιτ ήξερε ότι μπορούσε να τον βοηθήσει να γιατρέψει τα τραύματά του μονάχα αν της έδινε την ευκαιρία. Και όχι μόνο από επαγγελματικής άποψης. Ήταν ανώφελο πλέον να κρύβει απ’ τον εαυτό της πόσο σημαντικός γινόταν ο Νέιθαν για κείνη. Η σοβαρή έκφραση που έβλεπε στο πρόσωπό του την προβλημάτιζε κι αναρωτήθηκε για τις συνθήκες θανάτου του αδελφού του. Κοίταξε λίγο επιφυλακτικά το πανύψηλο άλογο όταν ο Νέιθαν είπε: «Επιστρέφω σ’ ένα λεπτό.» Ο Σάντοου παρέμεινε ήρεμος μόλις ο Νέιθαν άφησε τα γκέμια στο έδαφος κι εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι. Επέστρεψε μετά από λίγο κρατώντας ένα καπέλο τζόκεϊ στο ένα χέρι κι ένα καρό πουκάμισο στο άλλο. «Φρόντισε να βάλεις αντηλιακό προτού φύγουμε» τη συμβούλευσε και την προσπέρασε, για να δέσει το πουκάμισο στη σέλα του Σάντοου. Αφού έβαλε αντηλιακό στους ώμους και στα χέρια της, η Κέιτ ήταν έτοιμη να κλείσει το μπουκάλι και ο Νέιθαν άπλωσε το χέρι του για να το πάρει. «Πρέπει να βάλεις και στον αυχένα σου» της είπε. Ο Νέιθαν περίμενε να μαζέψει τα μαλλιά της και ύστερα έβαλε απαλά το καπέλο στο κεφάλι της. Ρύθμισε τον ιμάντα κάτω απ’ το σαγόνι της και πήγε πίσω της. Η Κέιτ ανατρίχιασε όταν αισθάνθηκε τα δάχτυλά του να απλώνουν με απαλές κινήσεις την
κρέμα στον αυχένα της, στο πίσω μέρος των μπράτσων της και στους ώμους, στα σημεία όπου εκείνη δεν έφτανε. Όμως εκείνος άπλωνε την κρέμα με ψυχρές κι αποστασιοποιημένες κινήσεις, λες κι αυτή η μεθοδική ενέργεια να καλύψει κάθε εκατοστό εκτεθειμένης επιδερμίδας ήταν θεραπευτική για κείνον. «Θέλεις να σου βάλω κι εγώ λίγο;» τον ρώτησε η Κέιτ όταν τελείωσε. Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι, βάζοντας το μπουκάλι σε μια πλαϊνή τσέπη του σακιδίου της. «Όχι, ευχαριστώ. Έβαλα νωρίτερα κι εκτός αυτού, μαυρίζω εύκολα.» Η Κέιτ τον παρακολουθούσε να στερεώνει το σακίδιο στη σέλα του Σάντοου, προτού σκαρφαλώσει με άνεση στη ράχη του αλόγου. Για μια στιγμή, πανικοβλήθηκε. Ο Νέιθαν την είχε ανεβάσει στα ουράνια, σε μέρη όπου εκείνη δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να φτάσει ποτέ. Μήπως τώρα θα έφευγε χωρίς εκείνη; «Κέιτ;» Ο Νέιθαν έσκυψε και της άπλωσε το χέρι, ενώ ταυτόχρονα μετακινήθηκε πιο πίσω στη σέλα κι έβγαλε το πόδι του από τον αναβολέα. «Βάλε το πόδι σου πάνω στην μπότα μου» της είπε. Με μια σβέλτη κίνηση, ο Νέιθαν κατάφερε με κάποιο μαγικό τρόπο να την ανεβάσει στη σέλα μπροστά του, με το χέρι του να την κρατά κολλημένη στο στήθος του και τους γλουτούς της χωμένους στη μυώδη διχάλα των μηρών του. Τον αισθάνθηκε να δίνει με το κορμί του κάποια εντολή στο Σάντοου και το άλογο ξεκίνησε πρόθυμα. «Είσαι εντάξει;» μουρμούρισε ο Νέιθαν στο αφτί της όταν έφτασαν στο τέλος του απότομου κατηφορικού ιδιωτικού δρόμου. Η Κέιτ ένευσε θετικά. Το χέρι του Νέιθαν που την κρατούσε κολλημένη πάνω του, το κορμί του που μοσχοβολούσε, η μυρωδιά από το φρεσκοπλυμένο πουκάμισό του, ο δυναμικός καλπασμός του ογκώδους αλόγου, όλα την έκαναν να νιώθει ασφαλής και προστατευμένη. Αποφασισμένη ανέκαθεν να δίνει μόνη τις μάχες της, ποτέ στη ζωή της δεν είχε αναζητήσει ασφάλεια ή προστασία. Γι’ αυτό αισθάνθηκε έκπληξη όταν ανακάλυψε πόσο πολύ απολάμβανε να είναι φωλιασμένη στην αγκαλιά του Νέιθαν. Στρέφοντας το Σάντοου προς τη χορταριασμένη άκρη του δρόμου, ο Νέιθαν έκανε έναν απαλό ήχο με το στόμα του, έσφιξε τις κνήμες του και κράτησε την Κέιτ πιο σφιχτά πάνω στο σώμα του. Ο Σάντοου, ύστερα από τις διακριτικές εντολές του αφέντη του, τάχυνε τον καλπασμό του. «Κρατήσου γερά» της είπε και η ανάσα του έκαψε την επιδερμίδα της. Με το χέρι του περασμένο γερά γύρω από τη μέση της και το στήθος του γερό σα βράχος στην πλάτη της, η Κέιτ ένιωσε το φόβο της για το Σάντοου να εξανεμίζεται. Τύλιξε στα δάχτυλά της τη μεταξένια χαίτη του αλόγου κι έγειρε πάνω από τον τεντωμένο λαιμό του. Κάλπαζαν ξέφρενα μέσα στα ψηλά χορτάρια. Οι οπλές του Σάντοου χώνονταν με δύναμη μέσα στην τύρφη, εκτοξεύοντας ολόγυρα σβόλους χώματος. Ο Νέιθαν ίππευε σαν εκείνος και το άλογο να ήταν ένα, κρατώντας σφιχτά την Κέιτ πάνω του, ώστε να κινείται και το δικό της κορμί σε απόλυτη αρμονία με το συναρπαστικό ρυθμό του ζώου. Όταν έφτασαν στην είσοδο του ιππικού ομίλου, η Κέιτ γελούσε ξέπνοη. Με μάτια που έλαμπαν, έστρεψε το κορμί της πάνω στη σέλα, για να κοιτάξει το Νέιθαν. «Ήταν φανταστικά!» Εκείνος χαμογέλασε. Είδε ευχαριστημένη ότι είχε απαλυνθεί λίγη από τη θλίψη που στοίχειωνε
τα μάτια του. Ο Νέιθαν τη φίλησε στο πρόσωπο δίχως πάθος, αλλά με μια τρυφερότητα που τη συγκίνησε. Μήπως τελικά είχε μέλλον μαζί του; Ένα σύννεφο κάλυψε τον ήλιο, κάνοντάς τη να ριγήσει. Άρπαξε το Νέιθαν από το πουκάμισο και τον φίλησε άγρια. Συνειδητοποίησε, χωρίς να το πιστεύει, ότι η σωστή ερώτηση ήταν αν μπορούσε να ζήσει πλέον χωρίς εκείνον. Ήθελε να πιστέψει ότι κι εκείνος δε θα ήθελε να την αφήσει, όπως δεν ήθελε κι εκείνη να τον αφήσει. Τότε, τους πλησίασε ο Έντι, ένας καστανός, μυώδης χαμογελαστός άνδρας, φαρδύς σαν την μπροστινή είσοδο του ιππικού ομίλου, φέρνοντας μαζί του το άλογο της Κέιτ. «Τη λένε “Μόλι”» είπε στην Κέιτ. Η στρουμπουλή μικρή κανελί φοράδα που είχε επιλέξει ο Νέιθαν για εκείνη είχε ήρεμα καστανόχρωμα μάτια. Τα τέσσερα πόδια της ήταν λευκά, όπως και η λευκή σα χιόνι πιτσιλιά που είχε ακριβώς στο κέντρο του μετώπου της. Ο Νέιθαν άρπαξε την Κέιτ από τη μέση και την έβαλε στη ράχη της Μόλι. «Σ’ ευχαριστώ, Έντι» είπε. «Αν αργήσουμε πολύ, το βράδυ θα κρατήσω εγώ τη Μόλι, για να μην περιμένεις.» «Κανένα πρόβλημα, Νέιθαν. Ξέρω ότι η Μόλι θα είναι ασφαλής μαζί σου.» Χτύπησε απαλά τα καπούλια του ζώου. «Καλά να περάσετε.» Ζέστη αναδυόταν από το έδαφος όσο κάλπαζαν παράλληλα με τον αυτοκινητόδρομο, όμως ύστερα έφτασαν στο δροσερό άδυτο των κατάφυτων λόφων. Αγριόχορτα μαστίγωναν τους αναβολείς τους καθώς κάλπαζαν δίπλα δίπλα στα στενά μονοπάτια που ήταν γεμάτα φτέρες, ενώ η διακριτική ευωδιά των φυτών αναμειγνυόταν με τη μυρωδιά του φρέσκου χώματος. Ψηλά στον καταγάλανο ουρανό, τα διάσπαρτα αραιά σύννεφα σχημάτιζαν περίτεχνα σχήματα. Ακόμη και ο Σάντοου έμοιαζε χαρούμενος που κάλπαζε αργά, ενώ πού και πού έκανε θεατρινίστικους ελιγμούς όταν κάποιος λαγός ξεπηδούσε απ’ τους θάμνους ή όταν κάποιος ριπίδουρος –το πουλί με την ουρά που μοιάζει με βεντάλια– είχε το θράσος να πετάξει πολύ κοντά του. Διέσχισαν ένα φαρδύ δασικό δρόμο που τον σκίαζαν πεύκα πανύψηλα σαν πύργοι. Τζιτζίκια τραγουδούσαν στα δέντρα και οι οπλές των αλόγων μπήγονταν απαλά στο σκληρό, πατημένο χώμα. Όταν κάποια στιγμή ο δρόμος έγινε διχάλα, ο Νέιθαν οδήγησε τ’ άλογα σ’ ένα ύψωμα με ομαλή κλίση. Μόλις έφτασαν στην κορυφή, στράφηκε προς την Κέιτ και είπε: «Ζεις μόνιμα στη Νέα Ζηλανδία;» Η Κέιτ ένευσε θετικά. «Εδώ νιώθω σαν το σπίτι μου, παρ’ όλο που έζησα στην Αμερική το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Θέλω να δημιουργήσω ρίζες» αποκρίθηκε, ρίχνοντάς του μια πλάγια ματιά. «Φυσικά, είναι πλεονέκτημα ότι ο Μαξ και η Χάριετ είναι εδώ, αλλά καταλαβαίνω ότι μπορεί να μη μείνουν για πάντα στη Νέα Ζηλανδία. Γνωρίστηκαν σ’ ένα κινηματογραφικό στούντιο.» Και του είπε το όνομα ενός από τα κινηματογραφικά στούντιο της Νέας Ζηλανδίας που αναλάμβαναν μεγάλες παραγωγές. «Στη συνέχεια, συμμετείχαν στο σίριαλ που τους πρόσφερε μια σταθερή εργασία για κάποιο διάστημα, μα τελευταία τα φέρνουν δύσκολα βόλτα.» «Θα πρέπει να ζουν ένα θυελλώδη έρωτα.»
«Ο προγραμματισμός δεν είναι το δυνατό τους σημείο» συμφώνησε η Κέιτ. «Προτού το καταλάβουν, γεννήθηκε η Ζόι.» Ο Νέιθαν την κοίταξε. «Ώστε ο Μαξ μοιάζει στους γονείς σου;» Η Κέιτ συνοφρυώθηκε. «Είναι παρορμητικός, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο ανεύθυνος όσο οι γονείς μου. Προσπαθεί σκληρά να είναι καλός πατέρας, όμως μέχρι να εξασφαλίσει έναν πραγματικά καλό ρόλο, ο τρόπος ζωής τους θα είναι άστατος. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Ζόι.» «Κι εσύ, Κέιτ;» «Εγώ;» «Εσύ θα πρέπει να βαδίζεις βάσει προγράμματος στη ζωή σου. Δε θα τα είχες καταφέρει όλα αυτά αν ενεργούσες απερίσκεπτα. Δυσκολεύομαι να συνδυάσω εκείνο το παιδί στη φωτογραφία με αυτό που είσαι σήμερα. Πώς κατάφερες ν’ αλλάξεις τόσο δραστικά τη ζωή σου;» τη ρώτησε. Η Κέιτ χάιδεψε το γυαλιστερό λαιμό της Μόλι. «Όλα οφείλονται σ’ εσένα.» Τα λόγια της την εξέπληξαν. Ανέκαθεν θεωρούσε εκείνο το επεισόδιο ως αρνητικό στη ζωή της, αλλά τώρα συνειδητοποίησε ότι ο Νέιθαν είχε λειτουργήσει ως καταλύτης για την αλλαγή που είχε ακολουθήσει – παρ’ όλο που τότε δεν το ήξερε κανένας από τους δύο. «Εξαιτίας αυτού που σου έκανα;» ρώτησε εκείνος δύσπιστα. Η Κέιτ γύρισε και τον κοίταξε. «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο διαλυμένη αισθάνθηκα εκείνη την ημέρα» απάντησε εκείνη με ειλικρίνεια. «Μόλις ηρέμησα, ορκίστηκα να παλέψω με νύχια και με δόντια για να ξεφύγω από κείνη τη ζωή, και ήμουν αποφασισμένη να πάρω και το Μαξ μαζί μου, με το ζόρι αν χρειαζόταν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, μου έκανες χάρη, Νέιθαν. Αν δε μου είχες δώσει το ερέθισμα, μπορεί ακόμα να έτριβα τα πατώματα των άλλων για να ζήσω.» Το στραβό χαμόγελό του ήταν θλιμμένο. «Προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα, Κέιτ;» Τα άλογα τέντωσαν τ’ αφτιά τους μπροστά κι ανασήκωσαν τις οπλές τους. «Οσμίζονται νερό» την πληροφόρησε ο Νέιθαν. Βγαίνοντας από το δάσος, βρέθηκαν σ’ ένα χορταριασμένο ξέφωτο, που στη μια πλευρά του υπήρχε ένα ρηχό ρυάκι. Όσο ο Σάντοου και η Μόλι έπιναν νερό με θόρυβο, η Κέιτ έβγαλε τις μπότες και τις κάλτσες της και πλατσούρισε στο ρυάκι. Το νερό ήταν παγωμένο αλλά αναζωογονητικό. Όταν τα άλογα ξεδίψασαν, ο Νέιθαν τα έδεσε στη σκιά, τύλιξε ρολό τα μπατζάκια του τζιν του μέχρι τη μέση της γάμπας κι άρχισε να πλατσουρίζει μαζί της μέσα στο ρυάκι. Την ώρα που εκείνη έψαχνε στα ρηχά να βρει ένα κλαράκι με περίεργο σχήμα ή ένα γυαλιστερό βότσαλο που θα το είχαν λειάνει αιώνες τρεχούμενου νερού, σκέφτηκε ότι οι δυο τους έκαναν σαν παιδιά, που στην αρχή αντιμετωπίζουν με καχυποψία το ένα το άλλο και ύστερα κάνουν παρέα. Μικροσκοπικά ψάρια τινάζονταν ξαφνιασμένα στα πόδια τους, ενώ κατά μήκος της όχθης πανύψηλα χορτάρια, τα οποία είχαν στην κορυφή τους φτερά που έμοιαζαν με μποά, σάλευαν με περίσσια χάρη
πάνω από τα κεφάλια τους. Ακολούθησαν την καμπή του ρυακιού και μετά από λίγο η κοίτη του έγινε πλατύτερη, σχηματίζοντας μια βαθιά λίμνη. Άκουσαν φρενιασμένα φτεροκοπήματα και είδαν ένα ζευγάρι πάπιες του παραδείσου ν’ απομακρύνονται από το νερό. Πέταξαν μακριά, προειδοποιώντας με τις κραυγές τους άλλες πάπιες που ίσως να πλατσούριζαν ακόμα στις όχθες του ρυακιού. Η Κέιτ τις παρακολουθούσε μαγεμένη. «Περίεργο» είπε ο Νέιθαν, κοιτάζοντας τα πανέμορφα πτηνά να πετάνε προς τις κορυφές των δέντρων. «Συνήθως, δε βλέπεις ζευγάρια απ’ αυτά τα πτηνά τέτοια εποχή του χρόνου» εξήγησε στην Κέιτ. «Ενώ άλλες εποχές τα βλέπεις;» τον ρώτησε. Ο Νέιθαν κατένευσε. Στράφηκε για να την κοιτάξει και η Κέιτ είδε στα μάτια του να καθρεφτίζονται τα βράχια που αναπαύονταν κάτω από το τρεχούμενο νερό. «Όταν ζευγαρώνουν, μένουν μαζί για πάντα» συνέχισε εκείνος. «Κάθε χρόνο, την εποχή που φτιάχνουν τις φωλιές τους, επιστρέφουν στο ίδιο μέρος με το ίδιο ταίρι.» «Είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Ποιο είναι το αρσενικό;» «Αυτό που έχει κατάμαυρο φτέρωμα, με εξαίρεση τα λιγοστά πορτοκαλιά φτερά κάτω από την ουρά του. Το βλέπεις;» Ο Νέιθαν της έδειξε και η Κέιτ είδε την αναλαμπή του λαμπερού χρώματος της κανέλας δίπλα σε γυαλιστερό μαύρο. «Μοιάζουν μ’ εσένα κι εμένα» αστειεύτηκε η Κέιτ, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη. «Το θηλυκό έχει κανελί φτέρωμα και το αρσενικό μαύρο» του είπε πειρακτικά και τον κοίταξε πλάγια. «Πώς να ξέρουν, άραγε, ποιο είναι το τέλειο ταίρι γι’ αυτά;» Η Κέιτ δεν ήταν σίγουρη αν ο Νέιθαν είχε συνειδητοποιήσει ότι της έπιασε το χέρι και το έφερε στο στόμα του. «Από ένστικτο, μάλλον» αποκρίθηκε εκείνος και τα χείλη του χάιδεψαν την επιδερμίδα της καθώς έβλεπαν τα πτηνά να πετάνε μακριά, έως ότου έγιναν δύο μικροσκοπικές κουκκίδες που εξαφανίστηκαν πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Ήταν αργά το απόγευμα πια όταν πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σημείο όπου είχαν αφήσει τις μπότες τους. Τις φόρεσαν και πήγαν στα άλογα. «Πεθαίνω της πείνας!» είπε η Κέιτ. Ύστερα, πήρε την κουβέρτα που είχε λύσει ο Νέιθαν από τη σέλα του Σάντοου και την άπλωσε δίπλα σ’ ένα πεσμένο μεγάλο δέντρο. Έφαγαν με όρεξη το τραγανό ψωμί, το ζαμπόν και το τυρί, ήπιαν το λευκό κρασί, το οποίο είχε διατηρηθεί δροσερό στο σακίδιο με τη μόνωση, κι αποτελείωσαν το γεύμα τους με μεγάλες φράουλες που είχε αγοράσει η Κέιτ από κάποιον πραματευτή στο δρόμο. Ο Νέιθαν καταβρόχθισε το τελευταίο κομμάτι ψωμί, στράγγιξε το κρασί από το ποτήρι του και ξάπλωσε ανάσκελα στηρίζοντας το κεφάλι του στον κορμό του δέντρου. Πότε ο ήλιος και πότε η σκιά παιχνίδιζαν στο πρόσωπό του, καθώς ένα ελαφρύ αεράκι έκανε τα κλαδιά πάνω από τα κεφάλια τους ν’ αργοσαλεύουν. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το χέρι της Κέιτ.
«Όλες οι κορνίζες στον μπουφέ σου είναι ασημένιες. Γιατί η συγκεκριμένη είναι από ακατέργαστο ξύλο;» «Για να μου θυμίζει από πού προέρχομαι. Ήταν σκληρή εκείνη η ζωή, μα δε θέλω να την ξεχνώ, επειδή με βοήθησε να επιβιώσω – με έκανε σκληρή.» «Δεν είσαι σκληρή!» ο Νέιθαν έδειξε αληθινά έκπληκτος. «Κάλυψες την Τζάνετ όταν χρειάστηκε, διδάσκεις τον Μπένι στον ελεύθερο χρόνο σου, παρέχεις εθελοντικά επαγγελματικές συμβουλές στους “Ανώνυμους Τζογαδόρους”…» Όταν εκείνη τον κοίταξε αποσβολωμένη, της είπε: «Κάποιος το ανέφερε χθες βράδυ.» «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, λίγες ώρες μόνο κάπου κάπου.» «Έχουμε περισσότερα κοινά απ’ ό,τι νομίζεις, Κέιτ» συμπέρανε εκείνος σκεφτικά. «Μετά το θάνατο του Μίκι, ο πατέρας μου έχασε στον τζόγο σχεδόν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε» της δήλωσε με απάθεια. Τα δάχτυλά της έσφιξαν τα δικά του. «Κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει τον πόνο του με διαφορετικό τρόπο.» «Τώρα το καταλαβαίνω. Όταν ήμουν μικρός όμως δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζω.» Η φωνή του έγινε ψίθυρος. «Μακάρι να μην είχα πάρει μαζί μου το Μίκι εκείνη την ημέρα…» «Μίλησέ μου για το Μίκι.» Το στόμα του έκανε μια γκριμάτσα. «Ως ψυχολόγο μου;» «Ως φίλη σου.» Ο Νέιθαν έσφιξε το χέρι της κι εκείνη είδε την αγωνία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του καθώς προσπαθούσε να βρει τις λέξεις. Ο Νέιθαν κοίταξε ψηλά τις φτέρες, εκεί που το φύλλωμά τους κεντούσε τον ουρανό. «Οι γονείς μου είχαν οτιδήποτε μπορούσε να αγοράσει το χρήμα, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Η μητέρα μου επισκέφτηκε τους καλύτερους ειδικούς, προκειμένου να συλλάβει, αλλά μάταια. Στο τέλος, αποδέχτηκε το γεγονός και υιοθέτησαν εμένα όταν ήμουν μωρό ακόμα.» «Σου φέρονταν καλά;» ρώτησε η Κέιτ, επειδή γνώριζε ότι παρά τις άριστες προθέσεις όλων των εμπλεκομένων, ορισμένες φορές οι υιοθεσίες δεν είχαν καλή κατάληξη. «Μου παρείχαν τα πάντα. Με έστειλαν στα καλύτερα σχολεία. Με έντυναν με τα καλύτερα ρούχα. Καμάρωναν για μένα σε όλους τους φίλους τους.» «Αλλά;…» «Δεν υπάρχει “αλλά”. Μου φέρθηκαν άψογα. Πιστεύω ότι με αγαπούσαν και ήταν περήφανοι για μένα. Απ’ όσο θυμάμαι, ήμουν ένα χαρούμενο παιδί. Αργότερα, συνέβη ένα από τα παράξενα της φύσης. Η μητέρα μου έμεινε έγκυος και γεννήθηκε ο Μίκι. “Μάικλ” ήταν τ’ όνομά του, μα εμείς τον φωνάζαμε χαϊδευτικά “Μίκι”.» Μήπως είχε νιώσει παραγκωνισμένος ο Νέιθαν από την άφιξη του μωρού; «Τον ζήλευες;» Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Τον λάτρευα. Με ακολουθούσε παντού σαν κουτάβι. Ήταν υπέροχο παιδί. Φυσικά, υπήρχαν φορές που γινόταν σκέτος μπελάς, αλλά γενικά δε με πείραζε να τον παίρνω μαζί μου όπου πήγαινα.» Η Κέιτ περίμενε τη συνέχεια. «Είχε γίνει κάτι σα μόνιμο αστείο. Η μαμά έλεγε: “Να προσέχεις το Μίκι, Νέιθαν.” Και ο Μίκι κάθε φορά έτρεχε ξοπίσω μου και φώναζε στη μαμά: “Μην ανησυχείς, μαμά. Με προσέχει ο Νέιθαν…”» Η φωνή του Νέιθαν έσπασε. Η Κέιτ έσκυψε και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. «Είχαμε ένα ορεινό εξοχικό δίπλα σε μια λίμνη. Πηγαίναμε εκεί κάθε καλοκαίρι. Εκείνη τη χρονιά, οι γονείς μου μου είχαν κάνει δώρο ένα ιστιοφόρο για τα γενέθλιά μου.» Η Κέιτ πήγε και κάθισε πιο κοντά του. «Με άφηναν να κάνω μόνος μου ιστιοπλοΐα με τον όρο να φοράω το σωσίβιο γιλέκο και να ακολουθώ όλους τους συνηθισμένους κανόνες ασφάλειας. Λάτρευα το νερό και ήξερα να κολυμπάω καλά, όμως δε μ’ άφηναν να παίρνω το Μίκι μαζί, παρά μόνο αν ερχόταν κάποιος ενήλικας μαζί μας. »Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή», συνέχισε, παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Ξύπνησα λίγο πριν από το χάραμα. Τα νερά της λίμνης ίσα που κατσάρωναν και φυσούσε το πιο ελαφρύ αεράκι που υπάρχει. Πήγα να φύγω κρυφά, μα ο Μίκι είχε ξυπνήσει.» Ο Νέιθαν έσφιξε κι άλλο τα δάχτυλά της, κάνοντας την Κέιτ να βγάλει μια κραυγή. «Ήθελε να έρθει μαζί μου για ιστιοπλοΐα. Στην αρχή αρνήθηκα, αλλά μου το ζητούσε επίμονα και σκέφτηκα “γιατί όχι;”. Θα ήταν υπέροχα να έχω μαζί μου το Μίκι. Η οδήγηση του σκάφους ήταν παιχνιδάκι. Ο μικρός με κοιτούσε με τ’ αγγελικά του μάτια και με ικέτευε: “Σε παρακαλώ, Νέιτ. Θα έχουμε γυρίσει προτού ξυπνήσουν η μαμά και ο μπαμπάς.”» «Αχ, Νέιθαν» ψιθύρισε η Κέιτ κι εκείνος έφερε το χέρι του στο μάγουλό της. «Του φόρεσα το σωσίβιο γιλέκο κι έσφιξα γερά όλους τους ιμάντες. Του είπα να καθίσει και να μην κουνηθεί καθόλου – “Να μην κουνηθείς καθόλου από κει, Μίκι.” Του είπα να καθίσει ακίνητος, Κέιτ.» Η Κέιτ φίλησε με δύναμη τα δάχτυλά του. «Ήμουν πολύ προσεχτικός. Δεν έκανα επικίνδυνους ελιγμούς, ούτε κανένα από τα κόλπα που έκανα όταν ήθελα να κάνω επίδειξη σε κάποιον. Όλα πήγαιναν μια χαρά κι απλώς αρμενίζαμε στα νερά της λίμνης. Και τότε, σα να έγιναν όλα μέσα σε μια στιγμή. Ο Μίκι είδε κάτι –ίσως κάποιο πουλί ή κάποιο ψάρι να πηδά έξω απ’ το νερό– και μάλλον σηκώθηκε από τη θέση του για να μου το πει. Το μπουρίνι ξέσπασε από το πουθενά και το σκάφος μπατάρισε. Τον άκουσα να φωνάζει μονάχα μία φορά. Θα πρέπει να χτύπησε το κεφάλι του στην κόχη του σκάφους όταν έπεσε στη θάλασσα. Δεν κατάφερα να ελέγξω τη λαγουδέρα του σκάφους. Δεν κατάφερα να συγκρατήσω εκείνον.» Ηλιαχτίδες τρύπωσαν από το δαντελωτό φύλλωμα των δέντρων σχηματίζοντας σκιές που έμοιαζαν με δάκρυα στο πρόσωπο του Νέιθαν. Η Κέιτ γονάτισε πλάι του, κρατώντας το χέρι του μέσα στα δικά της χέρια. Γεύτηκε τα δικά της δάκρυα στην επιδερμίδα του. «Δε θυμάμαι να βούτηξα στο νερό. Αλλά τον έπιασα. Και κατάφερα να τον κρατήσω έξω από το νερό… και του έδινα το φιλί της ζωής ξανά και ξανά.» Η φωνή του είχε γίνει ένας βραχνός ψίθυρος. «Αργότερα, ο γιατρός μάς είπε ότι είχε πεθάνει ακαριαία. Τον θάψαμε κάτω από μια μεγάλη γέρικη
βαλανιδιά στο νεκροταφείο. Στην κηδεία του κάποιος πλησίασε τη μητέρα μου και της είπε… της είπε…» Έχοντας ένα φρικτό προαίσθημα, η Κέιτ σκέπασε το στόμα του. «Φτάνει, Νέιθαν» του ψιθύρισε. «Δε χρειάζεται να…» «“Κρίμα που αυτός που σκοτώθηκε ήταν ο αληθινός σου γιος.”» Τα λόγια αυτά ήταν γυαλιά που μπήγονταν στην ψυχή του. Με το πρόσωπο κάτασπρο, η Κέιτ έσφιξε δυνατά το χέρι του. Η ανάσα του έβγαινε με άγρια αναφιλητά. Η Κέιτ ξάπλωσε πλάι του. Ο Νέιθαν στράφηκε προς το μέρος της κι εκείνη τον πήρε στην αγκαλιά της, μουρμουρίζοντας απαλά, χαϊδεύοντας το πρόσωπο, τα μαλλιά του, ραίνοντας με φιλιά τα μάγουλά του. «Νόμιζα ότι ήμουν αληθινός γιος τους» είπε με πόνο. Η Κέιτ κύλησε στο πλάι και στήριξε το πιγούνι στο χέρι της, ενώ η παλάμη του άλλου χεριού της ακούμπησε την καρδιά του. «Κανένας δε σου είχε πει ότι ήσουν υιοθετημένος;» «Πιθανώς να μου το είχαν πει όταν ήμουν πολύ μικρός. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, μάλλον είχα ανέκαθεν μια αίσθηση ότι με διαχώριζαν από κείνον, αλλά ποτέ δεν ήταν έντονη. Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν ο Μίκι κι εγώ δεν αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον. Όμως φαινόμασταν σα μια κανονική οικογένεια. Φυσικά, υπήρχαν οι σπάνιες φορές που οι γονείς μου τσακώνονταν, υπήρχαν φορές που ο Μίκι με τρέλαινε και μάλλον φορές που εγώ τρέλαινα εκείνον. Μετά… μετά το θάνατό του ήταν σα να είχα χάσει σε μια στιγμή τον αδελφό μου και τους γονείς μου μαζί.» Η Κέιτ απομάκρυνε απαλά από το μέτωπό του μια μαύρη τούφα από τα μαλλιά του. «Γι’ αυτό ξέσπασες σ’ εμένα.» «Δεν άντεχα το βλέμμα σου, Κέιτ· με το ίδιο βλέμμα με κοιτούσε και ο Μίκι. Με εμπιστεύτηκες» απάντησε στο ερωτηματικό συνοφρύωμά της. «Ύστερα απ’ ό,τι είχα κάνει στο Μίκι και στους γονείς μου, δεν ήθελα κανένας να μ’ εμπιστεύεται. Δεν ήθελα κανένας να με πλησιάζει.» «Πώς είναι οι σχέσεις σου σήμερα με τους γονείς σου;» τον ρώτησε εκείνη. Ο Νέιθαν απέστρεψε το βλέμμα του. «Για πολλά χρόνια ήταν δύσκολες. Η μαμά μου ήταν σαν υπνωτισμένη – απλώς έκανε μηχανικά τα πάντα. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπαθούσα να περνάω απαρατήρητος… μάλλον ήλπιζα ότι αν δεν τραβούσα πάνω μου την προσοχή, ίσως οι γονείς μου συνειδητοποιούσαν ότι ήμουν τελικά ένας παρείσακτος και με έδιωχναν. Ο μπαμπάς μου περνούσε ολοένα και περισσότερο χρόνο στον ιππόδρομο. Ανέκαθεν του άρεσαν οι ιπποδρομίες, αλλά πάντοτε με μέτρο. Εκείνη την εποχή έχασε κάθε έλεγχο με τα στοιχήματα. Εγώ ένιωθα σαν και οι δυο γονείς μου να εύχονταν να ήμουν νεκρός. Ένιωθα νεκρός. Κανένας μας δε μιλούσε στον άλλον. Οι κουρτίνες έμεναν κλειστές στα παράθυρα. Το σπίτι έμοιαζε με νεκροτομείο.» Η καρδιά της Κέιτ ράγισε για κείνον. Είχε κάνει κάποιες έρευνες σχετικά με το θέμα της υιοθεσίας και ήξερε ότι τα υιοθετημένα παιδιά συχνά είχαν βαθιά θαμμένο μέσα τους το φόβο της εγκατάλειψης. Κατάλαβε πώς η ενοχή και η θλίψη για το θάνατο του Μίκι σε συνδυασμό με το σοκαριστικό αίσθημα της απώλειας είχε οδηγήσει το Νέιθαν σε μια δίνη, η οποία ακόμα κι ένα
ήσυχο παιδί θα μπορούσε να το μετατρέψει σ’ έναν προβληματικό, εχθρικό έφηβο. «Λίγο καιρό μετά, αφότου σε είχα αποκαλέσει ζητιάνα, έφυγα από το σπίτι» είπε ο Νέιθαν, παίζοντας αφηρημένα με τα δάχτυλα της Κέιτ. «Ήμουν αποφασισμένος να βρω τους φυσικούς μου γονείς.» «Και τους βρήκες;» «Βρήκα τη μητέρα μου, την Αϊρίν. Κι ένα τσούρμο ετεροθαλείς αδελφούς κι αδελφές. Η Αϊρίν μού φέρθηκε εντάξει. Είπε ότι χαιρόταν που την είχα βρει. Όμως δεν ανήκα ούτε κει» συνέχισε με ένα κοφτό, άκεφο γέλιο. «Δεν ταίριαζα πουθενά. Ήμουν σαν ένα καταραμένο κομμάτι παζλ που το είχαν τοποθετήσει σε λάθος εικόνα.» Η Κέιτ συνειδητοποίησε ότι όταν ο Νέιθαν την αναγνώρισε, είχε αναγκαστεί να αναβιώσει μια εποχή της ζωής του που ήταν αδύνατο για κείνη να συλλάβει πόσο βασανιστική πρέπει να ήταν. Η οικογένειά της μπορεί να μην ήταν ιδανική, αλλά τουλάχιστον εκείνη γνώριζε ποιανού παιδί και ποιανού αδελφή ήταν. Ήταν δική της η επιλογή να γυρίσει την πλάτη στο είδος της ζωής που είχαν επιλέξει οι γονείς της. Ο Νέιθαν δεν είχε επιλογή. Ο κόσμος του όλος είχε γίνει συντρίμμια από μια τυχαία ριπή ανέμου κι ένα απερίσκεπτο σχόλιο. Η Κέιτ δεν μπορούσε να φέρει πίσω το Μίκι, δεν μπορούσε να κάνει το Νέιθαν να ταιριάξει σε κανενός άλλου το παζλ. Όμως ήταν τόσο σίγουρη για τη δική της δύναμη, που φαντάστηκε την εικόνα μιας καινούριας οικογένειας στην οποία τα δικά τους κομμάτια θα ταίριαζαν αβίαστα κι αρμονικά. Έσκυψε και τον φίλησε στο στόμα. Αργότερα, θα οδηγούσε τη σχέση τους στο επόμενο επίπεδο, μα τώρα ήθελε μονάχα να διώξει τις σκιές που στοίχειωναν τα μάτια του χρησιμοποιώντας το κορμί της, για να μεταδώσει σ’ εκείνον τη δική της ζεστασιά και ζωντάνια. Για μια στιγμή, ο Νέιθαν έμεινε ακίνητος, σχεδόν σα να δίσταζε να δεχτεί τη λύτρωση που του πρόσφερε εκείνη. Η Κέιτ χάιδεψε τα χείλη του με τα δικά της και γεύτηκε την αλμυρή γεύση του. Το κορμί του ρίγησε. Τα χέρια του ανέβηκαν στα μαλλιά της και την έσφιξε πάνω του. Η Κέιτ σφάλισε τα βλέφαρά του με το στόμα της κι έρανε με φιλιά τη μύτη και τα μάγουλά του. Όταν κατέβηκε πάλι στα χείλη του, ένιωσε το κορμί του να ανταποκρίνεται κάτω από το δικό της και χαμογέλασε με το στόμα της κολλημένο στο δικό του. Ξαφνικά, ο Νέιθαν μετακίνησε το σώμα του, αλλάζοντας επιδέξια θέση στην Κέιτ. Ένα μακρύ πόδι πέρασε ξυστά από πάνω της και βρέθηκε ξαπλωμένη κάτω από το κορμί του, βαριανασαίνοντας. Το στόμα της αναζήτησε πεινασμένα το δικό του. Μα εκείνος μουρμούρισε: «Περίμενε.» Κατόπιν, σήκωσε και τα δυο της χέρια πάνω από το κεφάλι της κι έδεσε τους καρπούς της με τα δάχτυλα του ενός χεριού του. Η Κέιτ τον κοίταξε και κατάλαβε ότι κορόιδευε τον εαυτό της αν νόμιζε ότι θα μπορούσε ποτέ εκείνη να κατευθύνει τη σχέση τους. Τα γραφικά και οι σύνθετοι υπολογισμοί της δεν είχαν κανένα νόημα. Παρά τον πόνο που είχε βιώσει στη ζωή του, ο Νέιθαν ήταν υπερβολικά δυναμικός για να μπορέσει κάποιος να κυριαρχήσει πάνω του. «Μη βιάζεσαι, Κέιτ. Έχουμε όλο το απόγευμα μπροστά μας.» Τα φιλιά του ήταν βαθιά, εξερευνητικά, εντελώς διαφορετικά από το ασυγκράτητο, πεινασμένο
πάθος που της είχε δείξει τη χθεσινή βραδιά. Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. «Τι σου αρέσει να σου κάνω, Κέιτ; Πες μου εσύ τι θέλεις να σου κάνω… Αυτό;» Το στόμα του χάραξε ένα μονοπάτι στο ντεκολτέ της μπλούζας της. «Ή αυτό;…» Η Κέιτ ρίγησε. Ανατρίχιασε, περιμένοντας με ηδονική αδημονία καθώς το χέρι του που ήταν ελεύθερο ταξίδεψε στην κοιλιά της και ανασήκωσε την κοντή μπλούζα της, ελευθερώνοντας τα στήθη της. Η καυτή ανάσα του ενώθηκε με την ευωδιαστή αύρα που κατηφόρισε από τους λόφους και χάιδεψε την κοιλάδα ανάμεσα στα σφιχτά, λευκά σαν κρέμα βουνά. «Μυρίζεις λιακάδα…» Ο Νέιθαν παραμέρισε το αραχνοΰφαντο δαντελένιο εμπόδιο του σουτιέν της κι έτριψε τη μύτη του απαλά στις πλαγιές του στήθους της. «… κι έχεις γεύση αγριόμελου.» «Ξέρεις τι γεύση έχει το αγριόμελο;» απόρησε εκείνη, αναστενάζοντας από την ανταπόκριση των θηλών της, που σκλήρυναν αμέσως. «Όχι, αλλά έχω ζωηρή φαντασία.» Το στόμα του αιχμαλώτισε τη μία σκουρόχρωμη θηλή. Η γλώσσα του διέγραφε κύκλους τεμπέλικα, ενώ τα χείλη του ρουφούσαν αχόρταγα. Τα δόντια του δάγκωσαν απαλά τη σφιχτή, ερεθισμένη κορυφή, στέλνοντας ρίγη ηδονής στο κέντρο του κορμιού της. «Σ’ αρέσει αυτό που σου κάνω, Κέιτ;» Το χέρι του φυλάκισε το άλλο της στήθος. Ο δείκτης και ο αντίχειράς του ερωτοτροπούσαν με τη θηλή της, μέχρι που σκλήρυνε κι εκείνη από το γλυκό μαρτύριο, πασχίζοντας να τραβήξει την προσοχή του. «Μμ… ναι, ω, ναι…» Η Κέιτ άρχισε να κουνά τους γοφούς της από κάτω του. Όλες οι αισθήσεις της είχαν επικεντρωθεί στη γλώσσα, στα δόντια, στα χείλη του… στο χέρι του… ήταν τόσο μεγάλο κι όμως τόσο απαλό… Έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω, αφήνοντας εκτεθειμένο το λαιμό της, για να δεχτεί τα αργά, βασανιστικά φιλιά του. Η γλώσσα του έγλειφε με δύναμη την επιδερμίδα της. Σα χάδι λιονταριού, σκέφτηκε η Κέιτ, κι ένιωσε το σφυγμό της να χτυπάει σαν τρελός όταν τα δόντια του πέρασαν ξυστά πάνω από τη φλέβα που παλλόταν στο λαιμό της. Με το χέρι του να μη σταματά στιγμή να χαϊδεύει και να παίζει με τα στήθη της, να βασανίζει τις θηλές της, ο Νέιθαν σκέπασε το στόμα της με το δικό του. Η Κέιτ άνοιξε τα χείλη της για να τον υποδεχτεί και η γλώσσα του χώθηκε μέσα της. Το αίμα σφυροκοπούσε στ’ αφτιά της. Τη φίλησε χωρίς βιασύνη, θαρρείς και είχε όλο το χρόνο του κόσμου στη διάθεσή του για ν’ απολαύσει τη γεύση, την αίσθηση και τη μυρωδιά της, παρ’ όλο που εκείνη ένιωθε στους γοφούς της μέσα από το λεπτό ύφασμα του τζιν τη διέγερσή του να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Η ασημένια αγκράφα της ζώνης του κέντρισε την κοιλιά της. Η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα της χωρίς βιασύνη, μα η ανάσα του έβγαινε γρήγορη, καυτή πάνω στην επιδερμίδα της. Τα χείλη του κινούνταν ερωτικά πάνω στα δικά της, πνίγοντας τις μικρές ηδονικές κραυγές της. Η επιθυμία να αισθανθεί την επιδερμίδα του πάνω στη δική της, να τον νιώσει μέσα της να μεγαλώνει και να την ανοίγει, έγινε πλέον ανάγκη.
Σπαρταρούσε κάτω από το κορμί του. Προσπάθησε να ελευθερώσει τους καρπούς της από τα δεσμά τους. «Σε παρακαλώ, Νέιθαν. Το έχω ανάγκη…» «Τι έχεις ανάγκη, Κέιτ; Αυτό;» Το χέρι του γλίστρησε στην καμπύλη των γοφών της, η παλάμη του ήταν άγρια πάνω στην απαλή, ζεστή από τον ήλιο επιδερμίδα της. Έλυσε τη ζώνη της με γρήγορες, επιδέξιες κινήσεις και κατέβασε το φερμουάρ του τζιν της, ανοίγοντας στα δύο το ύφασμα. Το σώμα του σφίχτηκε όταν το χέρι του ταξίδεψε στα ντελικάτα οστά των γοφών της, στο εσώρουχό της, κατηφόρισε και ύστερα ανηφόρισε πάλι στο εσωτερικό των μηρών της, που έτρεμαν για να φυλακίσουν τελικά το καλυμμένο με δαντέλα φούσκωμα όπου είχε επικεντρωθεί ολόκληρη η ύπαρξή της. Ο Νέιθαν πήρε απότομη ανάσα παίρνοντας μαζί και λίγη από τη δική της όταν τα δάχτυλά του χώθηκαν μέσα από το εσώρουχό της και την ένιωσε υγρή. Η Κέιτ τεντώθηκε προς το μέρος του. Ήταν περίεργα ερεθιστικό να κρατά φυλακισμένους τους καρπούς της, όμως τώρα ήθελε να έχει τα χέρια της ελεύθερα, για να τον αγγίξει. «Σε παρακαλώ… δεν αντέχω άλλο… θέλω να σε αγγίξω…» Ο Νέιθαν απομάκρυνε το στόμα του από το δικό της και την κοίταξε. Η Κέιτ ανασήκωσε τους γοφούς της πιέζοντάς τους πάνω στο χέρι του. «Σε παρακαλώ…» Γρυλίζοντας σιγανά, ο Νέιθαν ελευθέρωσε τους καρπούς της. Η επιδερμίδα της πεινούσε για τη δική του. Τα χέρια της χάιδεψαν την πλάτη και τα πλευρά του, απολαμβάνοντας την αίσθηση των σφιχτών μυών κάτω από τ’ ακροδάχτυλά της. Ένιωσε την καρδιά του να βροντοχτυπά κάτω από την παλάμη της. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τον έγλειψε, θαυμάζοντας τη λεία, ελαστική επιδερμίδα και τη γεύση του. Γελώντας θριαμβευτικά όταν ένιωσε την ανάσα του να κόβεται τη στιγμή που έτριψε τις κορυφές του στήθους της πάνω στις σκληρές θηλές του, του ψιθύρισε: «Σ’ αρέσει αυτό που σου κάνω, Νέιθαν;» «Αρκετά» σφύριξε εκείνος. Την ανασήκωσε από το έδαφος, της έβγαλε το τζιν παντελόνι και το πέταξε παράμερα. Γονάτισε πλάι της, της έπιασε τα χέρια και τα έβαλε πάνω στους γοφούς του. «Ανακάλυψέ με. Άγγιξέ με» την πρόσταξε τραχιά. Η Κέιτ πάλεψε με την αγκράφα της μαύρης δερμάτινης ζώνης του. Ο τρόπος που αντιδρούσε το κορμί του στο άγγιγμά της ήταν αφάνταστα ερεθιστικός. Τα χέρια της έτρεμαν όταν κατάφερε να τον ελευθερώσει. Είδε τις μαργαριταρένιες στάλες στην παλλόμενη κορυφή του μεγάλου ερεθισμένου ανδρισμού του. Άρχισε να τον εξερευνά με κομμένη την ανάσα, μαγεμένη από το σκληρό γρανίτη που κρυβόταν κάτω από δέρμα απαλό σα μετάξι. Κάθε φορά που τον βασάνιζε παιχνιδιάρικα με την άκρη της γλώσσας της, το κορμί του έπαιρνε φωτιά. Εκείνος άρχισε ασυναίσθητα να ωθεί το σώμα του και ξύπνησε μέσα της μια πρωτόγονη ανάγκη να τον νιώσει να γεμίζει το κορμί της. Δίχως να αφήσει στιγμή τα μάτια της από τα δικά του, ξάπλωσε πίσω, με τα πόδια της ανοιχτά
να τον προσκαλούν και το ερεθισμένο φύλο της να αποκαλύπτεται, διαισθανόμενη την εισβολή του. «Ω, μωρό μου, είσαι μετάξι και βελούδο» της ψιθύρισε κι έσκυψε πάλι πάνω της. Η γλώσσα του χάραξε ένα αόρατο μονοπάτι προς το κέντρο του κορμιού της, έγλειψε βασανιστικά τη ρώγα της και ύστερα χώθηκε στον αφαλό της. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν στους μηρούς της και ύστερα ανηφόρισαν στις πλούσιες, υγρές μπούκλες του φύλου της. Η Κέιτ τον κοιτούσε με πεινασμένο βλέμμα να βγάζει το παντελόνι και το εσώρουχό του, να φορά το προφυλακτικό και ύστερα να μπαίνει μέσα της με αργές, ρυθμικές ωθήσεις. Ο Νέιθαν έβαζε φωτιά στο κορμί της, οι μύες του σφίγγονταν και χαλάρωναν, κάνοντας τις φλόγες μέσα της να θεριεύουν, μέχρι που ένιωσε να την καταπίνουν ολόκληρη. Συντόνισε το σώμα της με το δικό του, τον ένιωθε να μπαινοβγαίνει μέσα της και νόμιζε ότι η καρδιά της δε θα άντεχε τόση ηδονή. Εκείνος άρπαξε τα μαλλιά της και τράβηξε το κεφάλι της προς τα πίσω, για να μπορεί να την κοιτάζει στα μάτια. Τα νύχια της χάραξαν λευκά μισοφέγγαρα στην ηλιοκαμένη επιδερμίδα του. Η Κέιτ είχε συναίσθηση της ζεστής γης κάτω απ’ το κορμί της, του απέραντου ουρανού από πάνω. Η αύρα έφερνε στα ρουθούνια της το λεπτό άρωμα της άγριας βλάστησης. Ένιωθε σαν η καρδιά, το κορμί και ολόκληρη η ύπαρξή της να ήταν απόλυτα συντονισμένα με τα δικά του. Ένιωθε ότι δεν ήταν μόνο τα κορμιά τους ενωμένα, αλλά και τα πνεύματα και οι ψυχές τους, κι όλα αυτά συνδεδεμένα με κάποιον περίεργο τρόπο με το απέραντο σύμπαν γύρω τους. Οι κινήσεις τους τώρα είχαν αποκτήσει μια γλυκιά οικειότητα, τα κορμιά τους κινούνταν σε απόλυτη αρμονία. Είδε τα μάτια του να αστράφτουν στην τελευταία ώθηση και η Κέιτ αφέθηκε στην υπέρτατη παράδοση. Η ηδονή πήρε τον έλεγχο του κορμιού της, οδηγώντας τη σε μια απίστευτη έκρηξη, και ύστερα οι σπασμοί άρχισαν να καταλαγιάζουν, μέχρι που κατέρρευσε εξαντλημένη και τρεμάμενη στην αγκαλιά του. Ο Νέιθαν προσπάθησε να την ηρεμήσει με απαλά φιλιά και κατευναστικούς ήχους, απομακρύνοντας τα υγρά μαλλιά από το μέτωπό της, κρατώντας τη στην αγκαλιά του, ώσπου εκείνη σταμάτησε να τρέμει, εντελώς εξαντλημένη, αφάνταστα ευτυχισμένη. Τη μετέφερε στο ρυάκι και με τα χέρια του έριξε δροσερό νερό στο ξαναμμένο κορμί της. Ύστερα, πήγαν στη βαθιά λίμνη, εκεί που είχαν δει τις πάπιες του παραδείσου κι έκαναν έρωτα ξανά, με το νερό του καταρράκτη να πέφτει ορμητικό πάνω στα κορμιά τους. Η Κέιτ αναρωτήθηκε αν εκείνη και ο Νέιθαν θα μπορούσαν να είναι για πάντα μαζί, παρ’ όλο που το ένστικτό της στην αρχή τής έλεγε να κρατηθεί μακριά του. Κατά έναν περίεργο τρόπο, εκείνος επιβεβαίωνε τη θεωρία της για το τέλειο ταίρι στη ζωή. Μπορεί οι πάπιες του παραδείσου να έβρισκαν το ταίρι τους μονάχα από ένστικτο, όμως ήταν σίγουρο ότι στις ανθρώπινες σχέσεις υπεισέρχονταν κι άλλοι παράγοντες. Αυτό είναι αγάπη; αναρωτήθηκε, παραδομένη στην αγκαλιά του, ενώ ο απογευματινός ήλιος έβαφε χάλκινα τα νερά της λίμνης. Aυτή η ανάγκη να αγγίζει το κορμί του το δικό της, να πονά με τον πόνο του, να θέλει να είναι διαρκώς μαζί του; Παρά το γεγονός ότι είχαν κάνει έρωτα και περνούσαν υπέροχα μαζί, η Κέιτ διαισθανόταν μια επιφύλαξη από την πλευρά του Νέιθαν. Μετά το θάνατο του Μίκι και τη στέρηση της αγάπης απ’ τους γονείς του, εκείνη ήξερε ότι το να τον κάνει να την εμπιστευτεί ολοκληρωτικά θα ήταν το
δυσκολότερο εμπόδιο που θα έπρεπε να υπερνικήσει για να επιτύχει το στόχο της ζωής της. Το στοίχημα αυτό ήταν το μεγαλύτερο που είχε βάλει ποτέ. Κι ενώ εκείνος είχε καταφέρει να βγάλει όλους τους άλλους παίκτες από το παιχνίδι, η Κέιτ ήξερε ότι θα έπρεπε να παίξει τα χαρτιά της με μεγάλη μαεστρία για να κατακτήσει το συγκεκριμένο έπαθλο.
Κεφάλαιο Έντεκα «Νέιθαν;» «Μμ;» «Δε μου είπες τελικά πώς είναι οι σχέσεις σου με τους γονείς σου σήμερα.» «Πολύ καλές» αποκρίθηκε εκείνος «αν και χρειάστηκε σχεδόν να μπω στη φυλακή, για να βρεθούμε πάλι μαζί.» Η Κέιτ άγγιξε το πρόσωπό του. «Στη φυλακή;» «Έι, έχεις παγώσει. Είμαστε πολλή ώρα μέσα στο νερό.» Ο Νέιθαν τη σήκωσε αγκαλιά και τη μετέφερε πάλι στο σημείο όπου είχαν κάνει το πικνίκ. Δεν είχαν φέρει μαζί τους πετσέτες κι έτσι σκούπισε πρώτα το δικό της κορμί με την κουβέρτα του πικνίκ και ύστερα το δικό του. Αφού ντύθηκαν και οι δύο, ο Νέιθαν έλυσε το καρό πουκάμισο από τη σέλα του Σάντοου και το τύλιξε γύρω της. «Είσαι τόσο μικροσκοπική» της είπε, προσπαθώντας να ενώσει τις άκρες του πουκαμίσου γύρω από το λαιμό της. «Είσαι τόσο μεγαλόσωμος.» Η Κέιτ χαμογέλασε, τυλιγμένη μέσα στο μπλε μάλλινο ύφασμα, που έγδαρε την επιδερμίδα της αλλά είχε πάνω του την ερεθιστική μυρωδιά του Νέιθαν. Εκείνος φόρεσε ένα παλιό τζιν μπουφάν και πήραν το δρόμο του γυρισμού, καλπάζοντας στο πορφυρό λυκόφως. Ο Νέιθαν, αφού έδεσε τα γκέμια της Μόλι στη σέλα του Σάντοου, έβαλε την Κέιτ να καθίσει μπροστά του, γνωρίζοντας ότι η μικρή κανελί φοράδα θα ακολουθούσε πρόθυμα το Σάντοου. Νιώθοντας ζεστή κι ασφαλής, η Κέιτ φώλιασε στο στήθος του, τρίβοντας το κεφάλι της στο σαγόνι του. «Πες μου τι συνέβη· πώς έγινε και κόντεψες να βρεθείς στη φυλακή;» τον παρότρυνε, ενώ ο Νέιθαν καθοδηγούσε το Σάντοου στα μονοπάτια που γίνονταν ολοένα και πιο σκοτεινά. Εκείνος αναστέναξε. «Σύχναζα σε άσχημα μέρη, Κέιτ. Έκανα παρέα με σκληρούς τύπους. Έμπλεκα σε φασαρίες, σε καβγάδες κυρίως. Στο τέλος, το έσκασα κι απ’ το σπίτι της Αϊρίν και κατέληξα στο δικαστήριο ανηλίκων.» «Σε ποιο μέρος;» Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους. «Δε θυμάμαι καν τ’ όνομα της πόλης. Αλλά οι γονείς μου ήρθαν και με βρήκαν εκεί. Ίσως αν εκείνοι δεν είχαν εμφανιστεί στο δικαστήριο, να με είχαν κλείσει στη φυλακή. Αλλά ο δικαστής μού επέβαλε μερικές ώρες κοινωνικής εργασίας και με παρέπεμψε σε κάποιο σύμβουλο που ζούσε στην πόλη μου – ένα δικό του παλιό φίλο.»
Άλλο ένα κομμάτι του γρίφου που ονομαζόταν «Νέιθαν» άρχισε να λύνεται. «Το δόκτωρ Σράντερ;» είπε η Κέιτ από διαίσθηση. Ένιωσε το Νέιθαν να γνέφει καταφατικά. «Σωστά.» «Ώστε λοιπόν γνώριζες το δόκτωρ Σράντερ προτού αγοράσεις τη Δεύτερη Ευκαιρία;» «Μμ.» «Νέιθαν, δεν καταλαβαίνω.» «Εγώ τον χρηματοδότησα. Με είχε βοηθήσει σε μια δύσκολη φάση της ζωής μου. Όταν έμαθα ότι ήθελε να ιδρύσει μια τέτοια σχολή σαν τη Δεύτερη Ευκαιρία, του πρόσφερα το κεφάλαιο που χρειαζόταν.» «Ποτέ δε μου το είπε! Πίστευα ότι είχε δημιουργήσει τη σχολή ολομόναχος.» «Το θέμα είναι, Κέιτ, ότι θα έπρεπε να έχω αντιληφθεί πως χρειαζόταν βοήθεια. Θα έπρεπε να είχα έρθει εδώ για να τον βοηθήσω ή να προσλάβω κάποιο χρηματοοικονομικό σύμβουλο. Ο γιατρός είναι σπουδαίος άνθρωπος, αλλά ως επιχειρηματίας είναι χάλια. Νιώθω ότι τον απογοήτευσα επειδή τον υπέβαλα σε τόση πολλή πίεση. Στο τέλος, το άγχος σχεδόν τον διέλυσε.» «Είμαι σίγουρη ότι εκείνος δε νιώθει έτσι, Νέιθαν. Ακόμη κι αν τελικά τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήλπιζε, ξέρω ότι ο δόκτωρ Σράντερ δε θα ήθελε ποτέ να είχε χάσει την ευκαιρία να δημιουργήσει τη Δεύτερη Ευκαιρία. Άλλωστε, η σχολή θα συνεχίσει να υπάρχει, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά!» ο Νέιθαν ακούστηκε έκπληκτος. «Είναι σπουδαίο εγχείρημα· ποτέ δε θα το άφηνα να καταρρεύσει.» «Δηλαδή, αν κατάλαβα σωστά» συλλογίστηκε φωναχτά η Κέιτ «ο δόκτωρ Σράντερ έφτασε στα όριά του, δεν είπε τίποτα ούτε σ’ εμένα ούτε στο υπόλοιπο προσωπικό, σου ζήτησε να έρθεις για να τον βοηθήσεις, σ’ έβαλε να υποσχεθείς ότι δε θα μάθαινε κανένας ότι ήταν άρρωστος, κι εσύ τον έκρυψες κάπου όπου θα ήταν ασφαλής… Πώς τα πάω μέχρι εδώ;» Άκουσε το χαμόγελο στη φωνή του. «Βρίσκεται σε μια αγροικία στα βόρεια.» Η Κέιτ κούνησε το κεφάλι της, μην πιστεύοντας πόσο λάθος είχε κρίνει το Νέιθαν εξαρχής. «Ο δόκτωρ Σράντερ ήταν ο μέντοράς μου στο πανεπιστήμιο» είπε η Κέιτ. «Και παρ’ όλο που δούλευα τόσο κοντά του στη Δεύτερη Ευκαιρία, μάλλον εθελοτυφλούσα ως προς τις διοικητικές του ικανότητες, επειδή τον θαύμαζα τόσο πολύ. Με δίδαξε τόσα πολλά, Νέιθαν. Και νιώθω άσχημα που δε στάθηκα ικανή να αντιληφθώ πόσο δυσκολευόταν εκείνος να τα βγάλει πέρα.» Ο Νέιθαν έσφιξε κι άλλο τη μέση της. «Επειδή αφοσιώνεσαι ολόψυχα, Κέιτ. Δε βλέπεις τα λάθη των ανθρώπων που αγαπάς.» Βαθιά μέσα της, η Κέιτ κατάλαβε ότι αν αφοσιωνόταν στο Νέιθαν, δε θα χρειαζόταν να δώσει εκείνη τις δικές του μάχες – ήταν κάτι παραπάνω από ικανός να αντιμετωπίσει τις δικές του μάχες και τις δικές της μαζί. Μολονότι της άρεσε πολύ να είναι ανεξάρτητη, η ιδέα να έχει στη ζωή της αυτό το είδος υποστήριξης που μπορούσε να της προσφέρει εκείνος, της προκαλούσε ένα αίσθημα ασφάλειας. «Θα πρέπει να σήμαινε πολλά για σένα η παρουσία των γονιών σου στο δικαστήριο εκείνη την ημέρα.»
Η φωνή του ακούστηκε τραχιά από τη συγκίνηση. «Μπήκα σ’ εκείνη την αίθουσα με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Ντρεπόμουν, είχα παραβεί το νόμο κι ένιωθα ότι είχα προδώσει όλα όσα αγαπούσα κάποτε. Είχα προδώσει τους γονείς μου και τη μνήμη του Μίκι. Όταν σήκωσα τα μάτια και είδα τους γονείς μου… δεν μπορώ να σου εκφράσω πώς ένιωσα. Έδειχναν είκοσι χρόνια μεγαλύτεροι από την τελευταία φορά που τους είχα δει, με τόσα βάσανα που είχαν περάσει, μα είχαν έρθει εκεί για μένα κι αυτό μετρούσε για μένα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.» «Θα πρέπει να ήταν φρικτή περίοδος και για τους τρεις σας.» «Ήταν κόλαση» τόνισε ωμά ο Νέιθαν. «Θυμάμαι όταν γυρίζαμε στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Ανταλλάξαμε μερικές τυπικές ευγενικές κουβέντες τα πρώτα λεπτά, όμως σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι δε μιλούσε κανένας. Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, ήθελα να κάνω επιτόπου μεταβολή και να ξαναφύγω. Το σπίτι ήταν τόσο ήσυχο χωρίς το Μίκι. Η πόρτα του δωματίου του ήταν κλειστή. Το δικό μου δωμάτιο ήταν πιο καθαρό και τακτοποιημένο από ποτέ – σα να ζούσε εκεί κάποιος που ήξερα κάποτε και όχι εγώ.» Η Κέιτ έπλεξε απαλά τα δάχτυλά της με τα δικά του. «Αφού με είχε δει μόνο μου» συνέχισε ο Νέιθαν «ο γιατρός Σράντερ πρότεινε να κάνουμε μερικές συνεδρίες μαζί με τους γονείς μου.» Η Κέιτ έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Βοήθησε καθόλου;» Το κορμί του σφίχτηκε. «Αν βοηθά το να βγάζεις τα εσώψυχά σου και να τα απλώνεις πάνω σ’ ένα τραπέζι, για να τα πασπατέψουν όλοι, τότε ναι, βοήθησε. Ειπώθηκαν σκληρά λόγια και δεν είχαν όλα εμένα στόχο.» «Οι γονείς σου κατηγορούσαν τον εαυτό τους αλλά και ο ένας τον άλλον;» μάντεψε η Κέιτ. Ο Νέιθαν συμφώνησε με ένα νεύμα. «Είναι υπέροχοι άνθρωποι, Κέιτ. Ευφυείς, γενναιόδωροι. Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα ήθελαν να είχα πεθάνει, μα βαθιά μέσα μου ήξερα ότι αν ήμουν εγώ αυτός που είχε πνιγεί, θα ήταν ευκολότερο για εκείνους ν’ αντιμετωπίσουν την οδύνη τους.» Η ωμή ειλικρίνειά του συγκίνησε την Κέιτ. Ήταν απίστευτη η εσωτερική του δύναμη. Όχι μόνο μπορούσε να παραδεχτεί μια τόσο σκληρή αλήθεια, αλλά δεν έδειχνε να νιώθει πικρία για τους γονείς που τον ανέθρεψαν, τον φρόντισαν, του πρόσφεραν τα πάντα, όμως τελικά δεν κατάφεραν να τον αγαπήσουν το ίδιο με το βιολογικό τους παιδί. Ανέβασε το χέρι της στο πλάι του προσώπου του κι εκείνος γύρισε, φιλώντας την παλάμη της. «Θα πρέπει να ένιωθες τόσο μόνος» του ψιθύρισε. «Όπως είπες κι εσύ νωρίτερα, κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει τον πόνο με το δικό του τρόπο. Τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον στην αρχή, πιστεύω ότι προσπαθούμε να τον αποφύγουμε με το να κάνουμε οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ το να τον αντιμετωπίζουμε. Ίσως να πράττει σωστά η φύση· σου δίνει κάποιο χρόνο να ξεπεράσεις το σοκ, προτού αντιμετωπίσεις τα ψυχρά, σκληρά γεγονότα. »Τώρα που έχει περάσει καιρός, αντιλαμβάνομαι ότι τότε ήμαστε σαν τρεις μηχανές που λειτουργούσαν με τον αυτόματο πιλότο, αλλά με διαφορετικό πρόγραμμα ο καθένας. Η μητέρα μου καθάριζε το σπίτι κάθε μέρα ανελλιπώς, ο πατέρας μου συνέχισε να πηγαίνει στον ιππόδρομο αντί
να πηγαίνει στο γραφείο. Στην αρχή, εγώ ρίχτηκα με τα μούτρα στη μελέτη, επειδή με όλα αυτά είχα μείνει σχεδόν ένα χρόνο πίσω στο σχολείο. »Κανένας δε μου είπε τίποτα, όμως έπειτα από λίγο καιρό συνειδητοποίησα ότι το πάθος του πατέρα μου για τον τζόγο είχε επηρεάσει τα οικονομικά μας, κι έτσι έπιασα δουλειά σε μια κατασκευαστική εταιρεία τα Σαββατοκύριακα. Τα πήγαινα καλά με τον Τζιμ, το αφεντικό μου, κι έτσι έμαθα πολλά γι’ αυτό τον τομέα. Είχα σκοπό να σπουδάσω νομική, όπως ο πατέρας μου, αλλά τελικά αποφάσισα να παρατήσω το σχολείο και να εργαστώ με πλήρες ωράριο. Είχα ανάγκη τη σωματική εκτόνωση και πίστευα ότι αν δούλευα πολύ και σκληρά, ίσως να μπορούσα να τους αποζημιώσω με κάποιο τρόπο γι’ αυτό που τους είχα στερήσει.» Η Κέιτ σκέφτηκε θλιμμένα ότι όπως και η ίδια, έτσι και ο Νέιθαν είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει γρήγορα. Είχαν πολλά περισσότερα κοινά μεταξύ τους απ’ ό,τι νόμιζε εκείνη μέχρι σήμερα. Έτσι όπως κάλπαζαν στο σκοτεινό δάσος, με το δρόμο μπροστά τους να φαντάζει ασημένιος από το ολόγιομο φεγγάρι, ένιωσε ένα δέσιμο μαζί του, μια ιδιαίτερη οικειότητα που δεν είχε καμία σχέση με το σεξ. Όπως επίσης δεν είχε καμία σχέση με γραφικά, κριτήρια και σχέδια, συνειδητοποίησε η Κέιτ, με κυνισμό που είχε στόχο μονάχα τον εαυτό της. «Απ’ ό,τι φαίνεται, τα κατάφερες πολύ καλά» μουρμούρισε η Κέιτ, θέλοντας να τον κάνει να συνεχίσει να μιλάει. Ο Νέιθαν έδωσε μια σιγανή εντολή στο Σάντοου. Έσφιξε τους μηρούς του και την Κέιτ πιο κοντά στο κορμί του καθώς το άλογο πήρε να κατηφορίζει μια απότομη πλαγιά, βγαίνοντας από το δασικό δρόμο με κατεύθυνση προς τη θαμνώδη έκταση κοντά στο σπίτι του Νέιθαν. «Η σκληρή δουλειά μ’ εμπόδισε να τρελαθώ» είπε ο Νέιθαν, τραβώντας απαλά τα γκέμια του Σάντοου όταν το άλογο ρουθούνισε κι άρχισε να καλπάζει ταχύτερα, επειδή αντιλήφθηκε ότι πλησίαζαν στο λιβάδι κοντά στο σπίτι. «Ξεκινούσα τη δουλειά το χάραμα και δε σταματούσα παρά μόνο αφότου είχε πέσει το σκοτάδι. Όταν γυρνούσα τα βράδια στο σπίτι, ήμουν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσα καν να σκεφτώ – ακριβώς αυτό που ήθελα.» «Ο μπαμπάς σου σταμάτησε τον τζόγο;» Εκείνη τη στιγμή, βγήκαν στο ξέφωτο. Η σιωπή του την έκανε να στραφεί πάνω στη σέλα και να τον κοιτάξει. Μια σκιά πέρασε από το μάγουλό του, αλλά τα μάτια του έλαμπαν στο φως του φεγγαριού. Έπειτα από λίγο ο Νέιθαν άρχισε να μιλάει, με βραχνή φωνή. «Υπήρξε μια κομβική στιγμή. Είχε κακοκαιρία για καμιά δυο μέρες κι αναγκαστικά είχα μείνει στο σπίτι με τη μητέρα μου. Εκείνη διαρκώς με κοιτούσε, πήγαινε να πει κάτι αλλά σταματούσε, σα να μην μπορούσε να ξεστομίσει αυτό που σκεφτόταν. »Αναρωτιόμουν μήπως έψαχνε έναν τρόπο για να μου πει ότι δεν άντεχε άλλο να βρίσκομαι εκεί. Ο γιατρός Σράντερ μάς είχε παροτρύνει να προσπαθούμε να συζητάμε με ειλικρίνεια τα συναισθήματά μας κι έτσι αποφάσισα να τη διευκολύνω, να της ανοίξω εγώ την κουβέντα και ύστερα να υποστώ τις συνέπειες. Ήμουν κατατρομαγμένος, όμως ανάγκασα τον εαυτό μου να τη ρωτήσει τι ήταν αυτό που ήθελε να μου πει. »Εκείνη με κοίταξε σα να ήθελε να το βάλει στα πόδια, μα παρέμεινε στη θέση της με τις γροθιές σφιγμένες, τις αρθρώσεις της να έχουν ασπρίσει από την ένταση και είπε…»
Η Κέιτ τον είδε να ξεροκαταπίνει, σα να είχε έναν κόμπο στο λαιμό του. «... είπε… “Νέιτ, έλα να με βοηθήσεις ν’ αδειάσουμε το δωμάτιο του Μίκι”.» Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Κέιτ. Γύρισε κι ακούμπησε το πρόσωπό της στον ώμο του. «Ήταν το δυσκολότερο πράγμα που έχω κάνει ποτέ. Ανεβήκαμε στον επάνω όροφο, εκείνη μπροστά κι εγώ να ακολουθώ από πίσω. Κανένας από τους δυο μας δεν ήθελε να μπει σ’ εκείνο το δωμάτιο, αλλά με κάποιον τρόπο η μητέρα μου βρήκε τη δύναμη να ανοίξει την πόρτα. Ο Μίκι ήταν παντού μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Η μυρωδιά του, τα πράγματά του, ένα παπούτσι του αναποδογυρισμένο στο πάτωμα, μια μπλούζα του πάνω στο κρεβάτι, το γελαστό πρόσωπό του σε φωτογραφίες στους τοίχους. »Για ένα δυο δευτερόλεπτα σταθήκαμε εκεί ακίνητοι και οι δύο· και ύστερα πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε σπαρακτικά. Έτσι μας βρήκε ο πατέρας μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου του. Κατέρρευσε κι εκείνος και καταλήξαμε να κλαίμε όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι.» Ο Νέιθαν καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε. «Ύστερα, ανοίξαμε τα παράθυρα, καθίσαμε πάνω στο κρεβάτι και κοιτούσαμε τις φωτογραφίες του Μίκι. Ξεδιαλέξαμε τα ρούχα, τα παπούτσια και τα βιβλία του. Μιλήσαμε για κείνον και για μερικά απ’ τα αστεία πράγματα που έκανε. Γελάσαμε, Κέιτ, και ύστερα κλάψαμε πάλι, και όταν βγήκαμε από εκείνο το δωμάτιο, αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή. »Κανένας μας δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό του Μίκι –κι εγώ δεν πρόκειται να συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου που τον πήρα μαζί εκείνη τη μέρα–, αλλά τουλάχιστον τώρα βαδίζαμε όλοι μαζί και… αυτό που θέλω να πω είναι ότι όσο δε σκαλίζεις την πληγή, ο πόνος σιγά σιγά απαλύνεται. Ο πατέρας μου επέστρεψε στη δικηγορία και η μητέρα μου ασχολήθηκε ξανά με τις φιλανθρωπίες, όπως έκανε στο παρελθόν, προσπαθώντας πια να βοηθά κυρίως παιδιά. Είχαμε ξαναγίνει σαν οικογένεια.» Η Κέιτ τον κοίταξε. «Θέλεις να κάνεις δικά σου παιδιά;» Εκείνος θυμήθηκε για άλλη μια φορά τη χαρά που είχε νιώσει όταν η Τζίνι τού είχε ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της, μα και το αίσθημα της απώλειας όταν έμαθε ότι το μωρό δεν ήταν δικό του. «Ναι, θα ήθελα να κάνω δικά μου παιδιά. Και οι γονείς μου το θέλουν – το έχουν πει πολλές φορές, όχι μόνο μία.» Τα δόντια του έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι. «Πώς και δεν παντρεύτηκες ποτέ;» Μέσα στο βελούδινο σκοτάδι, η Κέιτ βρήκε το θάρρος να κάνει μια τόσο προσωπική ερώτηση, που στο φως της μέρας δε θα τολμούσε να την κάνει. Κι αμέσως το μετάνιωσε. «Ήμουν παντρεμένος.» «Τι συνέβη;» «Τότε, προσπαθούσα ακόμα να δημιουργήσω τη δική μου εταιρεία. Ο Τζιμ μού μάθαινε τα μυστικά για την αγορά και την ανάπτυξη της εμπορικής ιδιοκτησίας. Δούλευα νυχθημερόν. Για την Τζίνι, ήμουν απλώς το πρώτο σκαλοπάτι στην κοινωνική σκάλα που ήθελε να ανέβει. Έμεινε έγκυος στο δεύτερο σκαλοπάτι. Μάλλον τώρα θα κοντεύει να φτάσει στην κορυφή της σκάλας.»
«Λυπάμαι, Νέιθαν.» Εκείνος έκανε μια κίνηση με το κορμί του, αφήνοντας το Σάντοου ν’ αναπτύξει ταχύτητα καθώς πλησίαζαν στον ιδιωτικό δρόμο του, μια γκρίζα ανηφορική κορδέλα στο τοπίο. «Μη λυπάσαι. Κι εγώ παντρεύτηκα την Τζίνι για λάθος λόγους. Είχα την ηλίθια ιδέα ότι αν έκανα ένα παιδί… δε θα αντικαθιστούσε το Μίκι, φυσικά… αλλά θα είχαν κάποιον οι γονείς μου για να διοχετεύσουν την αγάπη τους.» «Μα, απ’ όσα μου είπες, αγαπούσαν εσένα, Νέιθαν!» «Ύστερα απ’ ό,τι είχα κάνει στο Μίκι;» Τα λόγια του έκρυβαν πικρία και η Κέιτ κατάλαβε ότι όπως κι εκείνη, έτσι και ο Νέιθαν είχε υψώσει τα δικά του τείχη – τείχη που τον εμπόδιζαν να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Παρά τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε εξωτερικά, παρά την εσωτερική του δύναμη, είχε κι εκείνος απομονώσει τον εαυτό του από κάθε συναισθηματική εμπλοκή που μπορεί να οδηγούσε σε πόνο, τον οποίο δεν άντεχε να βιώσει. Μπορεί η Κέιτ να είχε καταστρώσει σχολαστικά το σχέδιό της ώστε ν’ αποφύγει ένα συναισθηματικό δεσμό, όμως κατάλαβε ότι βαθιά μέσα της είχε δεθεί συναισθηματικά μαζί του. Είχε δώσει οδηγίες στον εαυτό της πώς να προσχωρήσει όταν θα έβρισκε τη «σωστή» σχέση, όμως η έμφυτη εντιμότητά της την έκανε να θέλει να του ομολογήσει αμέσως την αλήθεια. Από την άλλη μεριά, το ένστικτό της την προειδοποίησε ότι εκείνος θα περιφρονούσε τα σχέδιά της, και τελικά δεν ήξερε τι να κάνει. Ίσως –με λίγη βοήθεια από την πλευρά της– ν’ άφηνε απλώς τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Έτσι, φώλιασε πάλι στη ζεστή, δυνατή αγκαλιά του Νέιθαν κι αφέθηκαν στα δυνατά καπούλια του Σάντοου να τους ανεβάσουν στον απότομο ιδιωτικό δρόμο. Όμως, αν κι εκείνος δεν ένιωθε κάτι βαθύ για κείνη, θα της εκμυστηρευόταν τόσα πολλά πράγματα για τον εαυτό του; Η Κέιτ ήξερε ότι η μάχη που είχε δώσει για να τα βγάλει από μέσα του ήταν οδυνηρή και ήταν σίγουρη ότι ο Νέιθαν δεν είχε εξομολογηθεί σε κανέναν άλλον τα συναισθήματά του για το θάνατο του Μίκι και όσα ακολούθησαν. Οι εμπειρίες που είχαν βιώσει και οι δυο τους είχαν δημιουργήσει δυσπιστία και φόβο απέναντι στη δέσμευση. Κι όμως σήμερα είχαν κάνει προσωπικές εξομολογήσεις ο ένας στον άλλον· η Κέιτ το ένιωθε ότι γίνονταν φίλοι. Αλλά ήταν σίγουρο ότι αυτού του είδους η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια αρκούσε για να αποτελέσει τη βάση για μια σχέση ζωής; Η Κέιτ αναρωτήθηκε αν θα μετάνιωνε ποτέ για τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες, ανεξάρτητα απ’ το τι θα συνέβαινε στο μέλλον. Η απάντηση ήρθε αμέσως και ήταν ένα ηχηρό «όχι». Αν όλα πήγαιναν στραβά, αν ο πόνος ήταν αφόρητος και δεν μπορούσε να τον αντέξει, θα είχε πάντοτε αυτή την υπέροχη ημέρα για να θυμάται. Πόσοι άνθρωποι κατάφερναν να περάσουν τόσες πολλές ώρες ευτυχίας μαζεμένες στη ζωή τους; Η Κέιτ σκέφτηκε να διαγράψει τη βάση δεδομένων της, να ακολουθήσει το ένστικτό της και να διακινδυνεύσει να ζήσει με το Νέιθαν μια ζωή γεμάτη τέτοιες μαγικές στιγμές και ώρες σαν κι αυτές που είχαν ζήσει σήμερα. Ο Νέιθαν μουρμούρισε πάνω στα μαλλιά της, λες και ήθελε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις της: «Κέιτ;» «Μμ;»
«Τι κάνεις ανήμερα τα Χριστούγεννα;» Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι. Δεν είχε ευτυχισμένες αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα. Τις περισσότερες φορές ήταν η πιο ταραγμένη εποχή του χρόνου για κείνη, με τους γονείς της να πηγαίνουν από πάρτι σε πάρτι, να γίνονται τύφλα στο μεθύσι και να φορτώνουν τις πιστωτικές τους κάρτες με πανάκριβα δώρα. «Δεν έχω κανονίσει κάτι ακόμα. Ο Μαξ και η Χάριετ είπαν ότι μπορεί να έρθουν και να μείνουν για καμιά δυο μέρες. Γιατί;» «Αν δεν έχεις κανονίσει κάτι, τι θα έλεγες να περάσεις τη μέρα εκείνη μαζί μας;» Η Κέιτ χαμογέλασε. «Θα το ’θελα πολύ, αλλά αν ο Μαξ με τη Χάριετ και τη Ζόι…» «Μπορούν να έρθουν κι εκείνοι» την πρόλαβε ο Νέιθαν. «Να φέρω κάτι εγώ;» ρώτησε η Κέιτ, κι αναρωτήθηκε πόσο γρήγορα μπορούσε να της μάθει η Τζάνετ πώς να φτιάξει ένα αχτύπητο γλυκό. «Θα ψήσω μπριζόλες στο μπάρμπεκιου· τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει μια εταιρεία κέιτερινγκ.» «Έκλεισα δωμάτιο στο ξενοδοχείο “Νοβοτέλ”, μια και οι συνθήκες στο σπίτι μου είναι μάλλον πρωτόγονες ακόμα για να φιλοξενήσω τους γονείς μου, αλλά σκέφτηκα να φάμε και να γιορτάσουμε στο χώρο έξω από το σπίτι. Η εταιρεία θα φέρει φορητά ψυγεία για τα ποτά και κρύα φαγητά.» «Σαν οικογένεια» είχε πει πρωτύτερα ο Νέιθαν. Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα να έφερναν και στην Κέιτ κάτι που θα ήταν σαν οικογένεια, σκέφτηκε με μάτια που έλαμπαν, ενώ ο Σάντοου έφτασε πια στην κορυφή του δρόμου. Είδε το σπίτι του Νέιθαν λουσμένο στο φως του φεγγαριού και τις αντανακλάσεις από τα φώτα της πόλης στα νερά της λίμνης να τρεμοφέγγουν πάνω στα σκοτεινά παράθυρα.
Κεφάλαιο Δώδεκα Μέσα στην αστροφώτιστη νύχτα έβγαλαν τις σέλες και τα χαλινάρια από τα άλογα κι έτριψαν στα γρήγορα το τρίχωμά τους. Ύστερα, τα τάισαν και τα άφησαν ελεύθερα στο λιβάδι δίπλα στο παλιό παράπηγμα όπου αποθήκευαν τις σέλες, τα χαλινάρια και τις κουβέρτες των αλόγων. Το φως από τις λάμπες φθορισμού εκεί μέσα ήταν σκληρό και η Κέιτ ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν ο Νέιθαν της έδωσε το σακίδιό της. Έψαξε στο σακίδιο να βρει το τηλέφωνό της και είδε το Νέιθαν να βγάζει το δικό του από την τσέπη του μπουφάν του. Η Κέιτ είχε ένα μήνυμα από τη Χάριετ –εγώ, ο Μαξ και η Ζόι την παραμονή Χριστουγέννων θα είμαστε κει–, που την έκανε να χαμογελάσει. Μα όταν κοίταξε το Νέιθαν, είδε το μέτωπό του να έχει ζαρώσει από ανησυχία ενώ διάβαζε κι εκείνος τα δικά του μηνύματα. «Από τη μητέρα μου είναι» της είπε. «Έφτασαν στο Όκλαντ σήμερα. Θα περνούσαν μερικές μέρες με μερικούς φίλους τους εκεί, αλλά ο πατέρας μου είχε κάποιο πρόβλημα. Είναι στο νοσοκομείο. Πρέπει να πάω, Κέιτ.» «Με το αυτοκίνητο;» «Έχω ένα μικρό αεροσκάφος. Θα σε ακολουθήσω μέχρι το σπίτι σου και ύστερα θα συνεχίσω για το αεροδρόμιο.» «Δε χρειάζεται. Θα κάνεις πιο γρήγορα αν πας στο αεροδρόμιο απ’ αυτή την πλευρά της λίμνης, αντί να περάσεις μέσα από την πόλη» υπολόγισε εκείνη, βάζοντας το κινητό της πάλι μέσα στο σακίδιο και ψάχνοντας να βρει τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. «Θα καθυστερήσω μονάχα λίγα λεπτά» επέμεινε εκείνος. «Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα φτάσεις σπίτι με ασφάλεια.» Η Κέιτ τον κοίταξε. Ο Νέιθαν άπλωσε το χέρι και παραμέρισε από το πρόσωπό της μια χάλκινη μπούκλα από τα μαλλιά της. «Δεν ξέρω τι θα βρω όταν θα φτάσω στο Όκλαντ. Τουλάχιστον όμως θα φύγω ξέροντας ότι είσαι ασφαλής στο διαμέρισμά σου και ότι δεν έχεις ξεμείνει μέσα στα σκοτάδια με χαλασμένο αυτοκίνητο, ή ότι δε σου έχει συμβεί κάποιο ατύχημα.» Ο τόνος του ήταν ήρεμος, όμως η αποφασιστικότητα στο βλέμμα του δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Ούτως ή άλλως, αν θέλεις να με ακολουθήσεις, δεν μπορώ να σ’ εμποδίσω» είπε εκείνη ανάλαφρα, νιώθοντας αγωνία για κείνον και ταυτόχρονα ευχαρίστηση που ανακάλυπτε ότι νοιαζόταν μήπως της συμβεί κάτι κακό. «Όχι, δεν μπορείς» συμφώνησε εκείνος, τύλιξε το χέρι του στον αυχένα της και τη φίλησε στα πεταχτά. «Περίμενέ με ένα λεπτό. Πάω να πάρω ένα σακβουαγιάζ με τα απαραίτητα κι επιστρέφω.» Η Κέιτ τον είδε να ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά της βεράντας. Το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε συνδεθεί ακόμα στο σπίτι κι έβλεπε το φως από το φακό του να κινείται μέσα στο σπίτι και ύστερα να βγαίνει πάλι έξω. Παρ’ όλο που θα πρέπει να είχε περάσει περισσότερη ώρα, φάνηκε ότι δεν
έκανε παραπάνω από ένα λεπτό για να επιστρέψει σ’ εκείνη, με ένα σακβουαγιάζ στο χέρι. «Θα σου τηλεφωνήσω» της υποσχέθηκε, ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου της. Η Κέιτ σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε. «Ωραία. Ελπίζω ο μπαμπάς σου να γίνει καλά.» Αισθάνθηκε τους ώμους του σφιγμένους κάτω από τα δάχτυλά της. «Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Νέιθαν. Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια για μια στιγμή, σα να ήθελε να αποτυπώσει το πρόσωπό της στη μνήμη του, και ύστερα τη φίλησε άγρια, προτού τη βάλει μέσα στο αυτοκίνητο και κλείσει την πόρτα. Τα φώτα του αυτοκινήτου του την ακολουθούσαν σε όλη τη διαδρομή. Μόλις έφτασε στο σπίτι της, είδε το αυτοκίνητό του να σταματά στον ιδιωτικό δρόμο πίσω της με τη μηχανή αναμμένη ενόσω εκείνη άνοιγε με το τηλεχειριστήριο την πόρτα του γκαράζ. Μόλις η ηλεκτρική πόρτα έκλεισε, τον άκουσε να της κορνάρει, για να της δείξει ότι έφευγε. Ακούστηκε ο βρυχηθμός του δυνατού κινητήρα καθώς ο Νέιθαν έκανε όπισθεν και ύστερα έφυγε ολοταχώς για το αεροδρόμιο. Λίγο αργότερα, η Κέιτ είχε βγει στη βεράντα κι αργόπινε ένα ποτήρι νερό ατενίζοντας τη λίμνη και πιο πέρα στο βάθος τους λόφους, εκεί που είχε περάσει το απόγευμα μαζί με το Νέιθαν. Προσευχήθηκε η ασθένεια του πατέρα του να ήταν περαστική. Αρκετά είχε περάσει εκείνος και η οικογένειά του. Τώρα που βρισκόταν μακριά του, είχε αναθεωρήσει την ανορθόδοξη απόφαση να αφήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Στο παρελθόν, αυτή η στάση δεν της είχε βγει σε καλό και τώρα διακυβεύονταν πολλά για ν’ αφήσει τα πράγματα στην τύχη. Όταν θα γύριζε ο Νέιθαν, θα του μιλούσε για το σχέδιο που είχε καταστρώσει για ένα μέλλον χωρίς αποτυχίες και θα τον έκανε να δει πόσα πολλά πράγματα είχαν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον. Αν και δεν μπορούσε πλέον να αγνοεί το γεγονός ότι τα συναισθήματά της είχαν εμπλακεί ανεπανόρθωτα με τις υπολογιστικές της θεωρίες, θα παρέμενε αποστασιοποιημένη. Θα τον έπειθε πόσο πολύ ταίριαζαν ο ένας με τον άλλον και πόσο καλοί γονείς θα γίνονταν και οι δύο εξαιτίας όλων αυτών των δυσκολιών που είχαν αναγκαστεί να ξεπεράσουν στη ζωή τους. Το πρακτικό μυαλό της υπολόγισε ότι θα ήταν ένα σπουδαίο δίδυμο, ενώ η παθιασμένη καρδιά της της είπε ότι αυτός ο άνδρας είχε επιστρέψει στη ζωή της για κάποιο λόγο· για να χτίσει ένα μέλλον μαζί της, να γίνει πατέρας των παιδιών της, να την κρατά αγκαλιά κάθε νύχτα και κάθε μέρα να βαδίζει πλάι της. Δε θα τον άφηνε να της φύγει μέσα από τα χέρια. ***
Τα κίτρινα τριαντάφυλλα στο στενό πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού της Κέιτ ανέδωσαν το άρωμά τους, που θύμιζε τσάι, όταν ο Νέιθαν πέρασε ξυστά από δίπλα τους. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μέσα στο σπίτι βρήκε τον Μπένι να κάθεται μπροστά από το φορητό υπολογιστή της Κέιτ, με μια έκφραση σύγχυσης στο πρόσωπο. «Γεια σου, Μπένι» ο Νέιθαν έκανε «κόλλα πέντε» με τον Μπένι. «Πού είναι η Κέιτ;» «Είπε ότι θα κατέβαινε κάτω για λίγο.» «Σε δυσκολεύει ο υπολογιστής;» Ο Νέιθαν χαμογέλασε με τον τρόπο που ο Μπένι έψαχνε το πληκτρολόγιο, σαν κόκορας που ξέρει ότι κάπου στην αυλή είναι κρυμμένο ένα καλαμπόκι, μα δεν
ξέρει πώς να ψάξει να το βρει. «Ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω. Τι προσπαθείς να κάνεις;» Ο Νέιθαν κοίταξε την οθόνη όπου ο Μπένι είχε δημιουργήσει με έναν εντελώς ανοργάνωτο τρόπο μερικές λίστες με είδη φυτών. «Προσπαθώ να αποθηκεύσω αυτό το πράγμα σ’ ένα από κείνα τα φλασάκια. Αλλά δε γίνεται.» Ο Νέιθαν κοίταξε τον υπολογιστή. «Ίσως να πρέπει πρώτα να βάλεις το στικ μνήμης στον υπολογιστή, Μπένι» του πρότεινε. Ο Μπένι χτύπησε το μέτωπό του με την παλάμη του. «Το ’ξερα ότι κάτι είχα ξεχάσει! Η Κέιτ μού είπε ότι έχει μερικά φλασάκια στην τσέπη της θήκης του υπολογιστή.» Έβαλε τη θήκη πάνω στο τραπέζι κι έψαξε στις τσέπες, βγάζοντας τελικά από μέσα ένα μικρό στικ μνήμης με κόκκινο καπάκι. Το στικ μπήκε στον υπολογιστή κι ένα εικονίδιο εμφανίστηκε στην οθόνη με όνομα αρχείου «Κέιτ Σάμερς-Κριτήρια Συζύγου». Ο Νέιθαν ούτε που το είδε καθώς είχε την προσοχή του στραμμένη στο πληκτρολόγιο, αλλά ο Μπένι επέλεξε την εντολή «άνοιγμα» στη γραμμή του μενού κι έτσι ο Νέιθαν βρέθηκε να κοιτάζει ένα λογιστικό φύλλο που είχε τ’ όνομά του σε περίοπτη θέση. Όμως υπήρχαν κι άλλα ονόματα εκεί μέσα. Την προσοχή του τράβηξε αμέσως ο κέρσορας που αναβόσβηνε. Συνηθισμένος να διαβάζει μηχανογραφημένες πληροφορίες, ο εγκέφαλός του δε δυσκολεύτηκε να αναλύσει τα δεδομένα της Κέιτ. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν και τίποτα δύσκολο, απλώς ένα λογιστικό φύλλο για επιβήτορες. Υπήρχε μια στήλη για τα ονόματα καθώς κι άλλες στήλες για σωματική περιγραφή, ψυχολογικό προφίλ, σεξουαλική συμβατότητα, επάγγελμα, φυσική κατάσταση, ενδιαφέροντα και χόμπι. Το στομάχι του σφίχτηκε όταν είδε τον τίτλο «Πρόγονοι» κι ένα κενό από κάτω. Σε ορισμένες από τις στήλες υπήρχαν σταυροί και σε άλλες θετικά σημάδια επιλογής. Αν ήταν ματαιόδοξος άνθρωπος, θα τον ικανοποιούσαν οι παρατηρήσεις που είχαν γραφτεί για το όνομά του. Αντ’ αυτού όμως, καθώς αφομοίωνε εκείνο που αντίκριζαν τα μάτια του, πρώτα ένιωσε κάτι μέσα του να ανακατεύεται και ύστερα να κυριεύεται από μια άκρατη οργή, που νόμιζε ότι δεν ήταν ικανός πια να νιώσει. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό» είπε ο Μπένι διστακτικά, αρχίζοντας να χτυπά πλήκτρα στην τύχη. Το χέρι του Νέιθαν σταμάτησε τα δάχτυλα του Μπένι. «Μην το πειράζεις» του είπε προστακτικά. Ο Μπένι σάλεψε νευρικά στο κάθισμά του, τρομαγμένος από τον τόνο του Νέιθαν. «Δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου, Μπένι» του εξήγησε ο Νέιθαν, ακουμπώντας το νεαρό στον ώμο, για να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Νομίζω όμως ότι πρέπει να πας σπίτι σου τώρα. Τηλεφώνησε αργότερα στην Κέιτ, για να κανονίσετε να κάνετε μια άλλη ώρα το μάθημα. Τώρα πρέπει να μιλήσω μαζί της. Μόνος.» «Νέιθαν!» άκουσε την Κέιτ να ψιθυρίζει πίσω του. Στεκόταν στη μέση της σκάλας, με το ένα χέρι στην κουπαστή και το άλλο στο λαιμό της. Το ένα της πόδι ήταν στο επόμενο σκαλοπάτι, λες και είχε μαρμαρώσει στη θέση της. Το χρώμα είχε στραγγίξει από το πρόσωπό της, κάνοντας τα κεχριμπαρένια μάτια της να
μοιάζουν πιο λαμπερά από ποτέ. Ήταν συγκλονιστική, με ένα καστανόχρυσο κοντό, αμάνικο φαρδύ φόρεμα, που σε οποιαδήποτε άλλη θα έμοιαζε άχαρο. Ο Νέιθαν δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόσο βίαιη οργή για κανέναν άλλον άνθρωπο σε ολόκληρη τη ζωή του. Ο Μπένι στεκόταν όρθιος τρέμοντας, προσπαθώντας να ξεκρεμάσει το μπουφάν του από την καρέκλα. «Ο Νέιθαν είπε ότι πρέπει να φύγω, Κέιτ…» «Ναι, καλύτερα να φύγεις, Μπένι.» «Έκανα κάτι κακό;» Η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τίποτα δεν έκανες. Απλώς πρέπει να μιλήσω με το Νέιθαν, αυτό είναι όλο.» «Να σου τηλεφωνήσω αργότερα;» ψέλλισε ο Μπένι. «Φυσικά. Μην ανησυχείς. Θα κάνουμε μια άλλη φορά το μάθημα.» Ρίχνοντας ένα τελευταίο ανήσυχο βλέμμα και στους δύο, ο Μπένι έφυγε. Η Κέιτ κατέβηκε αργά τα σκαλιά κι έκλεισε την εξώπορτα, προτού στραφεί να αντιμετωπίσει το Νέιθαν, βρίζοντας τον εαυτό της που είχε αφήσει το συγκεκριμένο φλασάκι στη θήκη του φορητού υπολογιστή. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κοιτάξει ούτε μία φορά αυτό το αρχείο από τη νύχτα που είχε πληκτρολογήσει τα στοιχεία για το Νέιθαν, λες και είχε πάρει από τότε ακόμα την απόφασή της. Ήθελε να επιλέξει εκείνη τον τόπο και το χρόνο που θα συζητούσε μαζί του την πρότασή της. Ήξερε τα δικά της συναισθήματα και ήταν βέβαιη ότι και ο Νέιθαν έτρεφε κάποια αισθήματα για κείνη, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να αξιολογήσει ποια θα ήταν η αντίδρασή του όταν θα του έλεγε την ιδέα της. Είχε αποφασίσει να περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα, όταν θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν λίγο χρόνο ο ένας με την οικογένεια του άλλου και να γνωρίσει ο ένας μια διαφορετική πλευρά του άλλου. Τότε θα ήταν σε θέση να γνωρίζει καλύτερα πώς θα έπαιζε το τελευταίο χαρτί της. Τώρα όμως που το έβλεπε από τη σκοπιά του Νέιθαν, όφειλε να ομολογήσει ότι η κατάσταση δε φαινόταν και τόσο καλή. Ήξερε ότι αν κι εκείνη βρισκόταν κατά τύχη μπροστά σ’ ένα τέτοιο λογιστικό φύλλο στο δικό του υπολογιστή, θα ήταν το ίδιο έξαλλη από οργή όπως έβλεπε ότι ήταν εκείνος τώρα. Όμως ο Νέιθαν ήταν έξυπνος και διορατικός, καθησύχασε τον εαυτό της, προσπαθώντας να αγνοήσει τα ρίγη ανησυχίας που διέτρεχαν τη ραχοκοκαλιά της. Αν την άφηνε να του εξηγήσει το σκεπτικό της, εκείνος θα έβλεπε ότι ήταν απόλυτα λογικό. Πριν προλάβει καν ν’ ανοίξει το στόμα της για να του εξηγήσει, εκείνος όρμησε από την άλλη άκρη του δωματίου, την άρπαξε από τον καρπό και την έσυρε μπροστά στον υπολογιστή της. Χτύπησε την οθόνη με το δάχτυλό του. «Το καλό που σου θέλω να έχεις μια καλή εξήγηση γι’ αυτό το πράγμα.» Η Κέιτ ξεροκατάπιε με δυσκολία. Θα έπρεπε να είναι απόλυτα σαφής στις εξηγήσεις της. Ευχήθηκε μόνο η δολοφονική έκφραση που είχε ο Νέιθαν στο πρόσωπό του να μην την έκανε να νιώθει σα να διαλύεται κομμάτι κομμάτι. Έψαξε βαθιά μέσα της να βρει τη δύναμη που χρειαζόταν για να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. «Αυτό είναι απλώς ένα…»
Εκείνος όμως δεν την άφησε να συνεχίσει. Άφησε ελεύθερο τον καρπό της κι έκανε μια οργισμένη κίνηση με το χέρι του προς την οθόνη. «Άλογα εκτρέφω. Ξέρω πολύ καλά να αναγνωρίζω στατιστικά στοιχεία για επιβήτορες.» Μολονότι οι αποδείξεις βρίσκονταν μπροστά στα μάτια του, ο Νέιθαν δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η Κέιτ τον είχε χρησιμοποιήσει κατ’ αυτό τον τρόπο. Την είχε εμπιστευτεί. Εκείνη τη μέρα πάνω στους λόφους είχε βγάλει τα εσώψυχά του, της είχε εκμυστηρευτεί πράγματα που δεν είχε πει σε κανέναν άλλον. Κι εκείνη τι είχε κάνει; Είχε τρέξει στο σπίτι και είχε φτιάξει το φάκελό του. Η απογοήτευση που ένιωσε τον συγκλόνισε. «Ώστε αυτό ήταν για σένα αυτές οι δύο τελευταίες μέρες; Μια δοκιμή πριν από την αγορά; Τέτοιου είδους δοκιμές έκανες και με τους άλλους που έχεις εδώ μέσα;» Χτύπησε την οθόνη με την άρθρωση του δαχτύλου του. Σοκαρισμένη, η Κέιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι!» Τον άγγιξε στο μπράτσο, νιώθοντας τη γη να σείεται κάτω από τα πόδια της, θαρρείς και οι τεκτονικές πλάκες στο ηφαίστειο της περιοχής είχαν μετατοπιστεί από τη θέση τους. Η οργή του Νέιθαν ήταν κατανοητή. Μπορούσε να την αντέξει. Αυτό που δυσκολευόταν να αντέξει ήταν η απογοήτευση που σκοτείνιαζε τα μάτια του κι έκανε το στόμα του να συσπάται σε μια έκφραση που εκείνη μπορούσε να καταλάβει ότι σήμαινε μονάχα ένα πράγμα, απέχθεια. Αναρωτήθηκε μήπως τον είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει. Κι όταν άρχισε να συνειδητοποιεί την αλήθεια, αισθάνθηκε να τρέμει από φόβο. Θυμήθηκε πώς ο Νέιθαν βρισκόταν πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού της, τον τρόπο που στοίχειωνε τα όνειρά της, την ταραχή της όταν εκείνος μπήκε ξανά στη ζωή της λίγες βδομάδες νωρίτερα, πώς το να κάνει έρωτα μαζί του της φαινόταν σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Ήταν αλήθεια ότι τον αγαπούσε από κείνη τη μέρα που την είχε σηκώσει από τα χώματα, είχε βάλει το εφηβικό χέρι του γύρω από τον ώμο της και την είχε σώσει; Τα συναισθήματά της για κείνον ήταν τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα της που είχαν γίνει μέρος του εαυτού της και την είχαν κάνει να αλλάξει εντελώς τη ζωή της, ενώ εκείνη τόσα χρόνια εθελοτυφλούσε σχετικά με την πηγή αυτών των συναισθημάτων. Τώρα που κατάλαβε ότι η ίδια ήταν υπεύθυνη για τη δυσπιστία που είδε στα μάτια του, πλημμύρισε από τύψεις. Αντί για χαρά, η συνειδητοποίηση της αγάπης της για κείνον την έκανε να φοβάται μέχρι θανάτου, επειδή τίποτα στο πρόσωπό του δεν άφηνε μια ρανίδα ελπίδας. Δε βρήκε παρηγοριά στο γεγονός ότι είχε δίκιο εξαρχής, ότι αν του άνοιγε την καρδιά της, αν παραδεχόταν την αγάπη της για κείνον, αυτό θα την κατέστρεφε. Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τα δικά του, που την κοιτούσαν σκληρά κι ανάλγητα, και για μια στιγμή την τύφλωσε ο πανικός. Αν του έλεγε τώρα ότι τον αγαπούσε, θα φαινόταν σα μια ψεύτικη απόπειρα να ακυρώσει τις αποδείξεις που προβάλλονταν στην ψυχρή οθόνη του υπολογιστή. Η λαβή της στο μπράτσο του έγινε δυνατότερη. Το κορμί του ήταν άκαμπτο, όμως εκείνη ένιωθε τη ζεστή, μυώδη σάρκα του και το αίμα που σφυροκοπούσε κάτω από τα δάχτυλά της. Και τότε, η γη έπαψε να σείεται και η Κέιτ βρήκε πάλι την αποφασιστικότητά της. Όπως και ο Νέιθαν, έτσι κι εκείνη ήξερε να πολεμά.
«Νέιθαν, άκουσέ με.» Εκείνος ελευθερώθηκε απ’ το χέρι της, δείχνοντας τον υπολογιστή με το πιγούνι του. «Δε νομίζεις ότι κάτι λείπει από δω;» Η Κέιτ κοίταξε το λογιστικό φύλλο. «Η οικονομική επιφάνεια» ξέσπασε. Η Κέιτ ανασήκωσε το πιγούνι. «Δεν έχω ανάγκη τα χρήματα.» «Επομένως, αυτό είναι το δεύτερο μοντέλο;» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» «Όχι σ’ εμένα αυτά, Κέιτ. Την πρώτη φορά “χτύπησες” σύζυγο που είχε χρήματα, αλλά τίποτε άλλο. Ο γαμήλιος διακανονισμός που σου έκανε, θα πρέπει να ήταν γενναιόδωρος, έτσι δεν είναι;» Η Κέιτ έσφιξε τα δόντια. Δεν έπρεπε να χάσει την ψυχραιμία της. «Τα χρήματά μου τα έβγαλα μόνη μου. Δεν έχω παντρευτεί ποτέ. Απλώς φρόντισα να διασφαλίσω ότι δε θα εξαρτώμαι ποτέ από κάποιον άλλον.» «Και τότε τι είναι όλ’ αυτά;» Έδειξε με μια απότομη χειρονομία την ψυχρή γαλάζια οθόνη. «Αφού δε θέλεις να εξαρτάσαι από κάποιον άλλον, τότε γιατί χρειάζεσαι σύζυγο;» «Δε χρειάζομαι σύζυγο. Θα ήθελα να αποκτήσω οικογένεια. Θέλω τα παιδιά μου να έχουν μια μητέρα κι έναν πατέρα, να ζουν σ’ ένα αξιοπρεπές σπίτι, να έχουν ένα καλό μέλλον. »Σου μίλησα για τους γονείς μου, για τον τρόπο που μεγάλωσα. Κι εσύ μου είπες για το λάθος που έκανες με τον πρώτο σου γάμο. Εί… είχα κι εγώ μια σχέση που τελείωσε άσχημα.» Δε θα του μιλούσε για την αποβολή της· δεν προσπαθούσε να τον κάνει να τη λυπηθεί. «Στη δουλειά μου έχω δει οικογένειες να διαλύονται και παιδιά να ρίχνονται στ’ αζήτητα επειδή δύο άνθρωποι ερωτεύτηκαν τρελά και μπλέχτηκαν σε μια σχέση χωρίς να σκεφτούν τις συνέπειες.» Έδειξε με ένα νεύμα την οθόνη. «Αυτή ήταν η δική μου στρατηγική, για να κάνω μια σωστή επιλογή. Δεδομένων όσων γνωρίζεις για το παρελθόν μου, είναι τόσο δύσκολο να το κατανοήσεις;» Εκείνος δεν πίστεψε τίποτα απ’ αυτά. «Δε σε είχα για δειλή.» Η Κέιτ έσφιξε τις γροθιές της. «Δεν είμαι δειλή. Έχω πάρει ρίσκα στη ζωή μου. Απλώς δεν είμαι διατεθειμένη να πάρω άλλα χωρίς να υπολογίσω πρώτα τις πιθανότητες επιτυχίας.» Ο Νέιθαν την κοίταξε ψυχρά. «Σύμφωνα με τα δεδομένα και τα στοιχεία της… στρατηγικής σου…» η παύση που έκανε είχε σκοπό να την προσβάλει «… και παρά το κενό κάτω από τον τίτλο “Πρόγονοι”» τα μάτια του σκοτείνιασαν, μα η φωνή του παρέμεινε ψυχρή σαν πάγος από την οργή «είμαι ο επικρατέστερος υποψήφιος. Σωστά;» Μην μπορώντας να καταλάβει πού ήθελε να καταλήξει, η Κέιτ απλώς κατένευσε κοφτά, δίχως να πάρει στιγμή τα μάτια της από τα δικά του, μήπως και καταλάβαινε τι κρυβόταν πίσω από τη λακωνική ερώτησή του. Τα χείλη του συσπάστηκαν, μα το χαμόγελό του δεν είχε ίχνος χαράς.
«Δηλαδή, μου κάνεις πρόταση;» Η ανάσα της βγήκε με δυσκολία, μα δε δίστασε, δεν πήρε τα μάτια της από τα δικά του ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. «Ναι.» «Επαγγελματική πρόταση;» «Αν το θέλεις, με εξαίρεση το…» «Σεξ; Ή μήπως τα τόσο τυχερά παιδιά μας θα προκύψουν από τεχνητή γονιμοποίηση;» Η Κέιτ μίσησε τον κυνισμό στη φωνή του, όμως μια που είχε φτάσει μέχρι εδώ, δεν ήταν διατεθειμένη να υπαναχωρήσει τώρα, παρ’ όλο που ένιωθε τα μάγουλά της να φλογίζονται. «Ήδη έχουμε αποδείξει ότι είμαστε σεξουαλικά συμβατοί.» Κάτι που θύμισε στην Κέιτ πληγωμένο ζώο εμφανίστηκε στα μάτια του, όμως χάθηκε την επόμενη στιγμή. «Έτσι το ονομάζεις;» ρώτησε εκείνος και ύστερα συνέχισε ψυχρά: «Δε βλέπω να υπάρχουν τα δικά σου στατιστικά στοιχεία εδώ. Να υποθέσω ότι έχεις κάνει όλες τις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις που αποδεικνύουν ότι είσαι ικανή να συλλάβεις και να γεννήσεις παιδιά;» Δεν είναι ώρα τώρα να καταρρεύσεις, είπε η Κέιτ στον εαυτό της, προσπαθώντας να διώξει τον οδυνηρό κόμπο που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο λαιμό της. Συνέχισε να τον κοιτάζει κατάματα, ψάχνοντας το ελάχιστο ίχνος υποχώρησης. Δε βρήκε τίποτα και έκανε ένα θετικό νεύμα. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Πάντως φαίνεσαι αρκετά υγιές δείγμα.» Η Κέιτ έπαψε να αναπνέει. «Προσβλήθηκες, Κέιτ;» ρώτησε ο Νέιθαν. Τράβηξε το βλέμμα του από το δικό της και το έστρεψε προς την οθόνη με το ψυχρό γαλάζιο φως. «Ίσως τελικά να έχουμε περισσότερα κοινά απ’ όσα νόμιζα.» «Νέιθαν…» «Η πρόταση γίνεται δεκτή» τον άκουσε να λέει ψυχρά. Η Κέιτ ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτη. Ο Νέιθαν την προσπέρασε κι άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού. «Θα ανακοινώσουμε τα ευχάριστα νέα την ημέρα των Χριστουγέννων.» Μια ριπή ψυχρού αέρα μπήκε στο δωμάτιο και ύστερα εκείνος έφυγε.
Κεφάλαιο Δεκατρία Κατάχλομη, η Κέιτ στάθηκε ακίνητη κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα. Ύστερα, γύρισε κι ανέβηκε με κόπο τη σκάλα. Πήρε το καρό πουκάμισο του Νέιθαν από την καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της, όπου το είχε αφήσει τις προάλλες όταν είχε ξεντυθεί. Το έφερε στο πρόσωπό της και εισέπνευσε τη μυρωδιά του κορμιού του, που είχε διαποτίσει το ύφασμα. «Όλα θα πάνε καλά» μονολόγησε. Φόρεσε το πουκάμισο, γλιστρώντας τα χέρια της στα φαρδιά μανίκια. Βγήκε στο μικροσκοπικό μπαλκόνι της κι έγειρε στον τοίχο, αγκαλιάζοντας το κορμί της. Θυμήθηκε πόσο είχε χαρεί όταν της είχε τηλεφωνήσει την προηγούμενη μέρα για να της πει ότι ο πατέρας του είχε μονάχα μια ίωση γαστρεντερίτιδας που δε θα διαρκούσε παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες. Της είχε πει ότι θα επέστρεφε μαζί με τους γονείς του την επόμενη μέρα, θα τους τακτοποιούσε στο ξενοδοχείο κοντά στο διαμέρισμά της και μετά θα πήγαινε να τη δει. Η Κέιτ εκείνο το πρωί, μετά την επίσκεψή της στο γιατρό, είχε πάει να ψωνίσει χριστουγεννιάτικα δώρα. Ξόδεψε πολλά χρήματα για παιχνίδια και όμορφα ρουχαλάκια για τη Ζόι. Για τη Χάριετ πήρε ένα φουλάρι στολισμένο με κοσμήματα και μια γυναικεία τσάντα. Το δώρο του Μαξ το είχε αγοράσει βδομάδες νωρίτερα, μια υπογεγραμμένη συλλογή της πρώτης έκδοσης των βιντεοταινιών Ρόκι. Ο Νέιθαν της είχε πει ότι αν και ο πατέρας του τώρα πια σπάνια στοιχημάτιζε στον ιππόδρομο, του άρεσε πολύ να παρακολουθεί ιπποδρομίες. Έτσι, για κείνον είχε επιλέξει ένα βιβλίο με θέμα τα ξακουστά καθαρόαιμα άλογα της Νέας Ζηλανδίας και τους εκπαιδευτές τους. Είχε δυσκολευτεί περισσότερο να βρει κάτι ξεχωριστό για το Νέιθαν, αλλά βρήκε το τέλειο δώρο για κείνον στο κατάστημα όπου είχε αγοράσει ένα μικρό κουτί φτιαγμένο από νεφρίτη της Νέας Ζηλανδίας για τη μητέρα του. «Αυτή είναι η πιο γρήγορη πώληση που έκανα όλη την εβδομάδα» είπε η κοπέλα με τα μαλλιά χτενισμένα σε καρφάκια στο ταμείο. «Θα πρέπει να είναι για κάποιον που ξέρετε πραγματικά πολύ καλά.» Το ελπίζω, είχε σκεφτεί η Κέιτ, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι όταν της πρότειναν να της κάνουν συσκευασία δώρου. Ήθελε να διαλέξει η ίδια το χαρτί, να γράψει την κάρτα και να τυλίξει μόνη της το δώρο του Νέιθαν. Ευχαριστημένη απ’ τα ψώνια της, είχε αποφασίσει να απολαύσει έναν καφέ στην αγαπημένη της καφετέρια. «Να η Κέιτ!» άκουσε μια λεπτή φωνούλα, στράφηκε και είδε τη Σούζαν με τις κόρες της να κάθονται σ’ ένα από τα εξωτερικά τραπέζια, κάτω από μια ριγέ ομπρέλα. Η Σούζαν έγνεψε στην Κέιτ να καθίσει στην άδεια καρέκλα δίπλα της. «Χόλι, πάρε την Μπεκς και πηγαίνετε να αγοράσετε παγωτό» είπε δίνοντας στη μεγαλύτερη κόρη της μια χούφτα κέρματα, ενώ η Κέιτ τακτοποιούσε τις τσάντες με τα ψώνια της. Η Κέιτ είχε το δυσάρεστο προαίσθημα ότι η Σούζαν ήθελε να διώξει τα κορίτσια για να μιλήσει
μόνη μαζί της. Αυτό μπορεί να σήμαινε μονάχα ένα πράγμα και η Κέιτ αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να χειριστεί αυτή την αμήχανη κατάσταση. «Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω» ξεκίνησε η Σούζαν προκαλώντας της έκπληξη. Η Κέιτ την κοίταξε. «Ο Σκιπ μού είπε ότι βγήκε ραντεβού μαζί σου.» Το συνήθως φωτεινό πρόσωπο της Σούζαν είχε σκοτεινιάσει, μα στη φωνή της δεν υπήρχε κακία. «Μια άλλη γυναίκα μπορεί να συνέχιζε να βγαίνει μαζί του, είτε ήταν παντρεμένος είτε όχι.» «Σου ζητώ συγγνώμη» είπε η Κέιτ. «Δεν ήθελα να το μάθεις.» Το χαμόγελο της Σούζαν ήταν κυνικό. «Να σου πω την αλήθεια, κι εγώ θα προτιμούσα να μην το είχα μάθει, όμως επικράτησε η συνείδηση του Σκιπ. Γι’ αυτό δεν ήρθαμε στο χορό το Σάββατο το βράδυ. Είχαμε έναν τρομερό καβγά.» Ανακάτεψε τον αφρό από τον καπουτσίνο της κι έμεινε με το κουταλάκι μετέωρο πάνω από το πιατάκι. «Έγινα έξαλλη μαζί του, όχι μόνο επειδή έβγαινε μαζί σου, αλλά επειδή με θεωρούσε αδύναμη και γι’ αυτό δε μου είπε για την απόλυσή του, μπλέκοντας σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να είχε διαλύσει το γάμο μας.» Η Κέιτ ζάρωσε το μέτωπό της. «Δε νομίζω ότι ο Σκιπ είχε πρόθεση να προχωρήσει παραπέρα» είπε με βεβαιότητα, που γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. «Δε θα παραδεχόταν ότι έχει σύζυγο και δύο παιδιά, αν σκόπευε να σε απατήσει.» «Με τη βιβλική έννοια, εννοείς;» ρώτησε σαρκαστικά η Σούζαν. «Μη δείχνεις τόσο θορυβημένη, Κέιτ» συνέχισε. «Αναρωτιόμουν γιατί ήσουν απόμακρη μαζί μου, μα τώρα καταλαβαίνω πόσο αμήχανα θα πρέπει να ένιωθες. Είμαι ακόμα έξαλλη με το Σκιπ κι αν ήταν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, θα της είχα βγάλει τα μάτια.» Έστρεψε προς την Κέιτ το κουτάλι της. «Και τα δικά σου μάλλον, αν δε σε είχα γνωρίσει πρώτα. Αλλά τώρα, να… θα ήθελα να γίνουμε φίλες.» Η Κέιτ χαμογέλασε. «Κι εγώ θα το ήθελα.» «Δε θέλω να έχεις άσχημη γνώμη για κείνον» της είπε η Σούζαν. «Είμαστε παντρεμένοι δέκα χρόνια και με εξαίρεση αυτό το παραστράτημα, είναι υπέροχος σύζυγος και πατέρας.» Κοίταξε με ένα ονειροπόλο χαμόγελο πάνω από τον ώμο της Κέιτ τον κόσμο που είχε γεμίσει τους δρόμους. «Μπορεί να σου φανεί μελό, μα πραγματικά ερωτευτήκαμε μέσα σ’ ένα χώρο που ήταν γεμάτος κόσμο. Μπαμ και κάτω! Έτσι απλά έγινε κι έξι εβδομάδες αργότερα παντρευτήκαμε. Όταν παντρεύεσαι, ορκίζεσαι να είσαι μαζί με το σύντροφό σου στα καλά και στα άσχημα. Αυτό σίγουρα είναι ένα από τα “άσχημα”, όμως εμείς αγαπιόμαστε, αγαπάμε τα παιδιά μας και θα βγούμε αλώβητοι απ’ όλο αυτό» δήλωσε χωρίς ίχνος έπαρσης. Η Κέιτ έριξε το βλέμμα της σε μια οικογένεια που έκανε βόλτα στο μονοπάτι για τους πεζούς γύρω από τη λίμνη, και σκέφτηκε την ακλόνητη σιγουριά της Σούζαν. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η σχέση δύο ανθρώπων που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας οικογένειας, δεν ήταν κάτι που μπορούσες να αποκτήσεις με σχέδια και προγράμματα, παρά μόνο με την αληθινή αγάπη του ενός για τον άλλον. Και η αγάπη περιέκλειε μέσα της τόσα πολλά πράγματα. Ο σεβασμός, η φροντίδα και η συγχώρεση δεν προσφέρονταν ούτε μετριούνταν βάσει κάποιας εξίσωσης.
Μολονότι είχαν κάνει έρωτα, στα μάτια του Νέιθαν δεν υπήρχε ούτε αγάπη ούτε συγχώρεση όταν αποδέχτηκε την πρότασή της. Μήπως είχε δεχτεί να την παντρευτεί μόνο και μόνο για να την πληγώσει, για να την κάνει να αισθανθεί το ίδιο χρησιμοποιημένη, όπως είχε αισθανθεί κι εκείνος όταν ανακάλυψε τη βάση δεδομένων της; Ή μήπως ήθελε μια οικογένεια όσο την ήθελε κι εκείνη; Μήπως έπρεπε να του τηλεφωνήσει και να τον αφήσει ελεύθερο; Να του πει ότι τον αποδέσμευε από τη συμφωνία τους; Η οικογένεια που παρακολουθούσε πρωτύτερα, τώρα είχε σταματήσει κοντά στην παιδική χαρά. Τα παιδιά άρχισαν να παίζουν με μια μπάλα, ενώ οι γονείς άπλωσαν μια κουβέρτα στο γρασίδι κι άρχισαν να βγάζουν φαγητά από ένα μεγάλο καλάθι για πικνίκ. Ήταν μια σκηνή που εκτυλισσόταν πολλές φορές την ημέρα, κάθε μέρα, πλάι στη λίμνη. Μια σκηνή που η Κέιτ πάντοτε παρακολουθούσε με ευχαρίστηση. Το σαματατζίδικο μπλε αυτοκίνητο του Μαξ και της Χάριετ έστριψε τη γωνία με τη Ζόι δεμένη στο παιδικό κάθισμά της ανάμεσα σ’ ένα σωρό δώρα με χαρούμενο περιτύλιγμα. Ο τρόπος που ο Μαξ και η Χάριετ ζούσαν τη ζωή τους μπορεί να μην ήταν αυτός που θα επέλεγε η Κέιτ για την ίδια, μα η αγάπη του ενός για τον άλλον και ο οικογενειακός δεσμός τους ήταν ολοφάνερος στα τρία χαμογελαστά πρόσωπα που κοίταξαν την Κέιτ όταν το αυτοκίνητο μπήκε με χαμηλή ταχύτητα στον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού της. Όχι, αποφάσισε. Δε θα τηλεφωνούσε στο Νέιθαν. Είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι εδώ, είχε κάνει το μεγαλύτερο, όπως της φαινόταν, ταξίδι της ζωής της για να βρει τον άνδρα που αγαπούσε. Θα έφτανε ως το τέλος, με την ελπίδα ότι θα είχε τη δύναμη να αντέξει την κατάληξη, όποια κι αν ήταν αυτή.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω όλους.» Ντυμένη με απαλά ροζ χρώματα, η Μπέβερλι Κίνκεϊντ ήταν ψηλή και κομψή. Τα αριστοκρατικά χαρακτηριστικά της ήταν άψογα μακιγιαρισμένα, ενώ το χαμόγελο στο καλοσχηματισμένο στόμα της τους καλωσόριζε θερμά. «Ο Νέιθαν και ο Ερλ είναι έξω στο μπάρμπεκιου.» Τους οδήγησε σ’ ένα ευρύχωρο σαλόνι, όπου όλο το ταβάνι ήταν επενδυμένο με αψίδες κι ο ένας τοίχος ήταν καλυμμένος από πάνω ως κάτω με μεγάλα παράθυρα, που πρόσφεραν μια μαγευτική θέα της λίμνης. Η Κέιτ είδε ότι μολονότι δεν υπήρχαν κουρτίνες ή ηλεκτρικές συσκευές, ο Νέιθαν είχε τοποθετήσει άνετους καναπέδες, δύο πολυθρόνες κι ένα τραπεζάκι με άγρια επιφάνεια, το οποίο έμοιαζε σα να ήταν φτιαγμένο από σανίδες που είχαν χρησιμοποιήσει στις σκαλωσιές τους οι οικοδόμοι. Διάσπαρτα πολύχρωμα κιλίμια ζέσταιναν το ξύλινο πάτωμα, που είχε τριφτεί αλλά δεν είχε γυαλιστεί ακόμα. Η Μπέβερλι τους οδήγησε σε μια πλακόστρωτη σέρα, όπου άφησαν τα δώρα τους κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που έγερνε λιγάκι. Τους είπε ότι ο Νέιθαν το είχε κόψει και το είχε στολίσει μόνος του, και ύστερα τους οδήγησε σ’ ένα μεγάλο, ηλιόλουστο χώρο στρωμένο με ακατέργαστες πέτρες. Από κείνη την πλευρά του σπιτιού, δε φαινόταν η λίμνη αλλά χωράφια και δασωμένοι λόφοι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Η λαχταριστή μυρωδιά ψητού κρέατος στα κάρβουνα πλανιόταν στον αέρα. Είδαν ένα μακρύ τραπέζι, γεμάτο διάφορες σαλάτες και λαχανικά, ένα ολόκληρο χοιρινό μπούτι και πιάτα με καπνιστό σολομό. Αν και η Κέιτ ήταν μια αποφασιστική γυναίκα, η καρδιά της σκίρτησε όταν είδε σε μικρή απόσταση το Νέιθαν να μιλά με ένα γεροδεμένο ψαρομάλλη άνδρα. Ο Νέιθαν φορούσε ένα στενό λευκό μακό μπλουζάκι κι ένα μπεζ βαμβακερό παντελόνι. Όταν άκουσε τις φωνές, στράφηκε προς το μέρος τους. Τα μάτια του έσμιξαν αμέσως με τα δικά της, μα η έκφραση στο πρόσωπό του ήταν ανεξιχνίαστη. Όμως πλησίασε χαμογελαστός το Μαξ και τη Χάριετ, και η Κέιτ έκανε τις συστάσεις. «Έχω γνωρίσει ήδη τη Ζόι» είπε πιάνοντας το στρουμπουλό χεράκι που άπλωσε εκείνη προς το μέρος του. Το άγγιγμά του στον ώμο της Κέιτ ήταν απρόσωπο. Το φιλί του πεταχτό και ψυχρό, λες και στιγμιαία την είχε αγγίξει πάγος. «Κέιτ» τη χαιρέτησε με ένα βλοσυρό χαμόγελο. «Καλά Χριστούγεννα, Νέιθαν.» Πίεσε το στόμα της στο μάγουλό του. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. «Είσαι έτοιμη να το γιορτάσουμε;» ρώτησε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη. Η Κέιτ ήξερε ότι αναφερόταν περισσότερο στην ανακοίνωση του γάμου τους παρά στα Χριστούγεννα, όμως δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει καθώς εκείνη τη στιγμή πλησίασε ο Ερλ Κίνκεϊντ απαιτώντας ένα φιλί, με το ζωηρό κι αεράτο τρόπο του να έρχεται σε αντίθεση με τη χλομάδα που διαφαινόταν κάτω από τη ροδοκόκκινη επιδερμίδα του.
«Έι, μπορώ να έχω κι εγώ ένα φιλί;» Έπιασε την Κέιτ από το χέρι, της είπε ότι χαιρόταν πολύ που τη γνώριζε και τη φίλησε πεταχτά στο μάγουλο. Παρ’ όλο που η παραμονή του στο νοσοκομείο ήταν σύντομη, ήταν εμφανές ότι τον είχε εξαντλήσει. Αφού χαιρέτησε το Μαξ και τη Χάριετ και κούνησε χαρούμενα τα δάχτυλά του στη Ζόι, πήγε και κάθισε σε μια από τις ριγέ καρέκλες στη σκιά μιας τεράστιας σκουροπράσινης ομπρέλας, ενώ ο Νέιθαν ετοίμαζε ποτά και η μητέρα του πρόσφερε ορεκτικά στους καλεσμένους. Η Ζόι έδειξε το Σάντοου που είχε τεντώσει το λαιμό του πάνω από έναν ξύλινο φράχτη, μουρμουρίζοντας τις δικές της ακατάληπτες λεξούλες, και η Χάριετ την πήγε να δει το πανύψηλο άλογο από κοντά, προειδοποιώντας με ένα «σσς» ότι έπρεπε να κάνει ησυχία. «Φανταστικό μπάρμπεκιου» άκουσε η Κέιτ να λέει ο Μαξ. «Δεν είναι περίεργο;» άρχισε να λέει ειρωνικά η μητέρα του Νέιθαν, ενώ η Κέιτ έπιασε την άλλη άκρη ενός διχτυωτού υφάσματος με σφιχτή πλέξη και βοήθησε τη μεγαλύτερη γυναίκα να σκεπάσει τα φαγητά μέχρι να ψηθούν και οι μπριζόλες. «Οι άνδρες δε συζητάνε ποτέ για τα χαρακτηριστικά μιας ηλεκτρικής κουζίνας όπου μια γυναίκα μαγειρεύει τόσες πολλές ώρες, αλλά μπορούν να συζητάνε ώρες για τις περίπλοκες λειτουργίες ενός μπάρμπεκιου.» «Μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνδρες των σπηλαίων κάθονταν και συζητούσαν γύρω από μια φωτιά» αστειεύτηκε η Κέιτ γελώντας, κοιτάζοντας το Νέιθαν και το Μαξ να εξετάζουν κουμπιά, εστίες και διάφορα ράφια στην πιο εξελιγμένη και πολύπλοκη συσκευή μαγειρέματος που είχε δει ποτέ. Ο Μαξ κρατούσε στο χέρι του ένα εξάρτημα που θα ταίριαζε καλύτερα σε αίθουσα χειρουργείου και γύριζε τις μπριζόλες με όλη τη δεξιοτεχνία ενός διάσημου σεφ της τηλεόρασης. «Έλα να καθίσουμε λίγο μαζί, μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό» την προσκάλεσε η Μπέβερλι, διορθώνοντας μια τελευταία ζάρα στο ύφασμα πάνω στο τραπέζι. «Καλύτερα ν’ αφήσουμε τον Ερλ να ησυχάσει λίγο και να πάμε στη σέρα, αν θέλουμε να έχουμε λίγη σκιά. »Ο Νέιτ ζούσε και κοιμόταν στο ύπαιθρο όσο το συνεργείο ήταν εδώ» συνέχισε, οδηγώντας την Κέιτ σε μια σειρά από μπαμπού καρέκλες «μα ανέκαθεν ήταν άτομο που πετύχαινε ό,τι έβαζε στο μυαλό του. Το κινητό του θα πρέπει να πήρε φωτιά για να καταφέρει να οργανώσει όλα αυτά τα πράγματα για μας, αλλά και να έρθει στο Όκλαντ όταν ο Ερλ μπήκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο.» «Ελπίζω ο κύριος Κίνκεϊντ να γίνει εντελώς καλά» είπε η Κέιτ, κοιτάζοντας τον πατέρα του Νέιθαν, που φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί. «Είμαι σίγουρη ότι θα συνέλθει εντελώς σε καμιά δυο μέρες» είπε δίχως ίχνος ανησυχίας η Μπέβερλι. «Είναι γερός σα βόδι.» Πήρε ένα κράκερ κι άρχισε να το τσιμπολογάει. «Αν και προς το παρόν δεν έχει πολλή διάθεση να τριγυρίζει σε άγνωστους δρόμους – ειδικά όταν έχει συνηθίσει να οδηγεί στη δεξιά πλευρά. Βρισκόμαστε στη Νέα Ζηλανδία πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Είχαμε σχεδιάσει να πάμε αεροπορικώς στο Ντούνεντιν σήμερα το απόγευμα και να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο για να περιηγηθούμε στη Νότια Νήσο. Αλλά τελικά μας έφερε ο Νέιτ με το αεροσκάφος και ύστερα ανέλαβε εκείνος την οδήγηση, τουλάχιστον μέχρι να αισθανθεί καλύτερα ο Ερλ.» «Θα σας αρέσει πολύ η Νότια Νήσος» είπε η Κέιτ, μην ξέροντας αν μέσα της ήταν ευχαριστημένη ή απογοητευμένη που μπορεί να μην είχε για αρκετές ημέρες την ευκαιρία να έχει μια ιδιωτική, πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση με το Νέιθαν.
Το βλέμμα της Μπέβερλι πέταξε στο Μαξ και το Νέιθαν, που γέμιζαν παρέα τις μεταλλικές πιατέλες με μπριζόλες. Η Κέιτ είδε την έκφραση στο πρόσωπο της Μπέβερλι να αλλάζει και το χέρι της με το άψογο μανικιούρ, που κρατούσε ένα ποτήρι κρασί, να μαρμαρώνει τη στιγμή που το έφερνε στα χείλη της. «Θα μπορούσαν να είναι αδέλφια» ψιθύρισε. Η Κέιτ άπλωσε το χέρι κι άγγιξε απαλά την Μπέβερλι στο μπράτσο. «Ο Νέιθαν μου μίλησε για το Μάικλ» της είπε επειδή δεν ήθελε να αναγκαστεί η Μπέβερλι να της διηγηθεί την τραγωδία που είχαν βιώσει. Τα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας συνάντησαν τα δικά της. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν. «Αλήθεια;» Η Κέιτ αισθάνθηκε να κοκκινίζει κάτω απ’ το εξεταστικό βλέμμα της Μπέβερλι. Ρυτίδες που η Κέιτ δεν είχε προσέξει νωρίτερα αυλάκωσαν τις γωνίες των ματιών της Μπέβερλι όταν συνέχισε. «Η απώλεια του Μίκι ήταν… δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσω πόσο τρομερή ήταν… ακόμα είναι δηλαδή. Εξίσου τρομερό όμως ήταν να βλέπω το Νέιτ να διαλύεται χρόνο με το χρόνο.» Κοίταξε έξω το πανόραμα των λόφων και του δάσους που έφταναν μέχρι την ακτή, η οποία βρισκόταν πολύ μακριά για να φανεί από κείνο το σημείο. «Έχω ακούσει περιπτώσεις για οικογένειες που έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα στη θάλασσα, σε ποτάμια ή λίμνες, και οι σοροί τους δε βρέθηκαν ποτέ» συνέχισε η Μπέβερλι. «Ο Νέιτ σχεδόν αυτοκτόνησε μεταφέροντας ο ίδιος το Μίκι στο σπίτι. Σ’ εκείνες τις ορεινές λίμνες το νερό είναι παγωμένο ακόμα και το καλοκαίρι, όμως ο Νέιτ βούτηξε και βρήκε το Μίκι. Ύστερα, τον έβγαλε κολυμπώντας έξω στην όχθη, τόσο εξαντλημένος που μετά βίας στεκόταν όρθιος. Για πολλές ημέρες δε μιλούσε σχεδόν καθόλου. Ήταν μια αληθινά ηρωική πράξη, μα εκείνη την εποχή εμείς αδυνατούσαμε να το αντιληφθούμε. »Αφιέρωσε χρόνια ολόκληρα από τη ζωή του προσπαθώντας να μας αποζημιώσει για το θάνατο του Μίκι, αλλά τότε ήταν απλώς ένα παιδί. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταφέρουμε να το ξεπεράσουμε και δε νιώθω καθόλου περήφανη για τον τρόπο που αποκλείσαμε το Νέιθαν, επειδή νιώθαμε κι εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι. Ο Ερλ κι εγώ θα έπρεπε να είχαμε περισσότερο το νου μας, ιδιαίτερα αφού ξέραμε πόσο πειστικός κι αλαζονικός μπορούσε να γίνει, όταν ήθελε, ο Μίκι. Ο Μίκι θα έπρεπε να μας είχε υπακούσει.» Η Μπέβερλι στράφηκε και κοίταξε την Κέιτ. «Ο Νέιτ αξίζει πολλά περισσότερα, μια δική του οικογένεια, παιδιά… Όλα τα “αν” και τα “έπρεπε” του κόσμου δεν πρόκειται να φέρουν πίσω το Μίκι. Αλλά ο Νέιτ…» άγγιξε το μπράτσο της Κέιτ «… κι εσύ, γλυκιά μου, πρέπει να ζείτε το σήμερα και το τώρα. Ο θάνατος του Μίκι με δίδαξε πολλά πράγματα που δεν ήθελα να μάθω. Όμως ένα, ειδικά, θα ήθελα να το είχα μάθει νωρίτερα. Η ζωή είναι τόσο πολύτιμη, Κέιτ. Να ζείτε την κάθε στιγμή» τη συμβούλευσε σφίγγοντας το χέρι της, κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Νέιθαν για να τους πει ότι το φαγητό ήταν έτοιμο. ***
«Κυριολεκτικά, έχω σκάσει από το φαγητό» δήλωσε η Μπέβερλι λίγη ώρα αργότερα, αφήνοντας το πιρούνι στο πιάτο της. «Τι λέτε, πάμε να ανοίξουμε τα δώρα που έχουμε κάτω από το δέντρο;» Δίχως να νοιαστεί για τα λερωμένα δάχτυλα της Ζόι, τη σήκωσε από το παιδικό καρεκλάκι που
είχε προνοήσει να έχει ο Νέιθαν. «Μαμά, περίμενε μια στιγμή» ακούστηκε η φωνή του Νέιθαν. Είχε φροντίσει να βάλει την Κέιτ δίπλα του όταν κάθισαν στο τραπέζι νωρίτερα, παρ’ όλο που η κουβέντα τους σε όλη τη διάρκεια του φαγητού περιορίστηκε σε άσχετα θέματα. Της είχε φερθεί άψογα, αλλά με τυπική ευγένεια, όπως θα φερόταν σε οποιονδήποτε άλλον καλεσμένο. Και τώρα η Κέιτ, με κομμένη την ανάσα, τον κοιτούσε να σηκώνεται όρθιος απ’ την κεφαλή του τραπεζιού όπου καθόταν. «Θέλω να ανακοινώσω κάτι» είπε παίρνοντας το χέρι της που ακουμπούσε στο τραπέζι δίπλα στο πιάτο της μέσα στη δική του ψυχρή παλάμη. Η Κέιτ ανασήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. Αν και ήξερε ότι ο Νέιθαν δε θα αθετούσε ποτέ το λόγο του, ένα κομμάτι του εαυτού της το ευχόταν. Μην το πεις, παρά μόνο αν με αγαπάς, ήθελε να του πει. Ύστερα όμως θυμήθηκε τα λόγια του Μαξ στο διαμέρισμά της εκείνο το πρωί, όταν είχε βγάλει το περιτύλιγμα και είχε δει τις βιντεοκασέτες από τις ταινίες Ρόκι. «Είναι φανερό ότι πιστεύεις σ’ εμένα, αδελφούλα» της είχε πει, χωρίς να κρύψει τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα γαλάζια μάτια του με τις πυκνές βλεφαρίδες. «Το πρώτο Ρόκι γυρίστηκε μονάχα χάρη στο πείσμα του Σλάι Σταλόνε. Το πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις και δεν ήθελε ν’ ακούει “όχι” από κανέναν.» Κοίταξε τη Ζόι και τη Χάριετ που άνοιγαν με ενθουσιασμό τα δώρα της Ζόι και χαμογέλασε τρυφερά. «Ξέρω ότι ανησυχείς για μένα και τη Χάριετ, μα όλα θα πάνε καλά. Είμαι το ίδιο πεισματάρης κι αποφασιστικός με το Σταλόνε. Και λατρεύω τα κορίτσια μου. Θέλω να έχουν όλα όσα δεν είχαμε εμείς οι δύο ποτέ. Ξέρουμε ότι η Ζόι είναι ασφαλής όταν την αφήνουμε σ’ εσένα, και μέχρι να πάει σχολείο θα έχω γίνει ηθοποιός πρώτης κατηγορίας και θα έχουμε εγκατασταθεί σ’ ένα όμορφο κι ασφαλές μέρος.» Το χαμόγελο της Κέιτ είχε μια πινελιά θλίψης όταν κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε ωριμάσει. «Πότε μεγάλωσες, Μάξι;» «Εγώ ανέκαθεν ήμουν μεγάλος, αλλά επειδή εσύ είσαι η αυταρχική μεγάλη αδελφή, ήθελες πάντα να κρατάς τα ηνία.» Την κοίταξε για μια στιγμή σα να σκεφτόταν αν έπρεπε να συνεχίσει ή όχι, και τελικά το αποφάσισε. «Ξέρω την άσχημη άποψη που έχεις για τη μαμά και τον μπαμπά. Ανέλαβες εσύ την ευθύνη να με προσέχεις και να με φροντίζεις. Όμως ξέχνα το πια, αδελφούλα. Οι γονείς μας δε θα αλλάξουν ποτέ. Είναι ελεύθερα πνεύματα και πρέπει να το αποδεχτείς. Άλλωστε, αν δε μας μεγάλωναν έτσι όπως μας μεγάλωσαν, δε θα είχαμε φτάσει ποτέ εδώ που είμαστε σήμερα. Λόγω των γονιών μας έχουμε πείσμα και τόλμη, κι όταν θέλουμε κάτι, δεν το βάζουμε κάτω μέχρι να το αποκτήσουμε.» Τώρα η Κέιτ, ενώ περίμενε το Νέιθαν να κάνει την ανακοίνωση, ήξερε ότι αυτό που ήθελε ήταν να αγαπάει και να είναι μαζί με τo Νέιθαν. Όχι να κυριαρχεί πάνω του, μα να τον αλαφρώνει από τα βάρη και τις ενοχές του, να γελά μαζί του, να κλαίει μαζί του, να αγαπάνε τα παιδιά τους και να γεράσουν μαζί. Δεν ήξερε με βεβαιότητα γιατί εκείνος είχε αποδεχτεί την πρότασή της, όμως ήταν πρόθυμη να πάει με τα νερά του, τουλάχιστον προς το παρόν. Αντιλήφθηκε τη γεμάτη ένταση σιωπή γύρω της καθώς όλοι, ενώ ετοιμάζονταν να σηκωθούν από το τραπέζι, σταμάτησαν και κοίταξαν το Νέιθαν. «Η Κέιτ κι εγώ θα παντρευτούμε» δήλωσε.
«Ουάου!» η Χάριετ ήταν εκείνη που έσπασε τη σιωπή, αφού όλοι οι άλλοι είχαν μείνει άναυδοι. Ως τυπικός άνδρας, ο Μαξ δεν είχε θεωρήσει καθόλου περίεργο το γεγονός ότι ο Νέιθαν τους είχε προσκαλέσει για τα Χριστούγεννα, αλλά η Χάριετ είχε τρελάνει την Κέιτ στα μηνύματα τις τελευταίες ημέρες. Ο Ερλ έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω, τους πλησίασε, έσφιξε το χέρι του Νέιθαν με θέρμη, αγκάλιασε την Κέιτ κι απαίτησε να μάθει την ημερομηνία του γάμου. Ο Μαξ πετάχτηκε όρθιος, σήκωσε την Κέιτ από την καρέκλα της και την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Συγχαρητήρια, αδελφούλα. Ο Νέιθαν είναι σπουδαίος τύπος, θα ζήσεις ευτυχισμένη μαζί του.» Πλησίασε το Νέιθαν και τον αγκάλιασε από τους ώμους, με μάτια δακρυσμένα. «Κι εγώ θα αποκτήσω ένα μεγάλο αδελφό.» Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο του Νέιθαν. Η Κέιτ έσφιξε δυνατά το χέρι του κι εκείνος την κοίταξε. Η έκφρασή του φωτίστηκε ανεπαίσθητα και κάτι… ίσως η απαρχή από κάτι… φάνηκε στα μάτια του. Η Κέιτ κράτησε την ανάσα της. Έτσι μπράβο, αγάπη μου, τον παρότρυνε σιωπηλά, μην ξεχνάς το παρελθόν, αλλά άφησέ το πίσω σου κι έλα να προχωρήσουμε μαζί στο μέλλον. Ο Νέιθαν φάνηκε σα να ήταν έτοιμος κάτι να της πει, αλλά η Μπέβερλι διέλυσε τη μαγεία. «Υπέροχα νέα» είπε. Πήρε το πρόσωπο του Νέιθαν στα χέρια της και το χαμήλωσε για να τον φιλήσει. Κατόπιν, στράφηκε στην Κέιτ και την έκλεισε στην αγκαλιά της. Κοίταξε διερευνητικά και τους δυο τους. «Να ζήσετε ευτυχισμένοι» τους ευχήθηκε. Ο Νέιθαν αγκάλιασε την Κέιτ από τους ώμους, την έσφιξε πάνω του, όμως δεν πρόλαβαν να πουν οτιδήποτε αφού όλοι άρχισαν να τους βομβαρδίζουν με ευχές κι απαιτούσαν να ανοιχτεί σαμπάνια για να το γιορτάσουν. «Αυτό είναι το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο που θα μπορούσατε να μου κάνετε» συνέχισε η Μπέβερλι, αφού πρώτα είχε κάνει μια πρόποση ο Ερλ «αλλά κάτω από το δέντρο υπάρχουν ένα σωρό δώρα κι ένα κουρασμένο κοριτσάκι που περιμένει πολλή ώρα για να τ’ ανοίξει.» Γαργάλησε τη Ζόι κάτω από το πιγούνι. «Για να δούμε τι άλλο μας έχει φέρει ο Άι Βασίλης.» Γονατισμένη κάτω από το δέντρο και κρατώντας στα χέρια της το κρυστάλλινο μπουκάλι με το γαλλικό άρωμα που της είχε πάρει δώρο ο Νέιθαν, η Κέιτ τον παρακολουθούσε να ανοίγει το δώρο που του είχε πάρει εκείνη. Το περιτύλιγμα έπεσε στο πάτωμα κι εκείνος κοίταξε το αντικείμενο που κρατούσε στα δυο του χέρια. «Τι δώρο σού πήρε η Κέιτ, Νέιθαν;» τον ρώτησε η μητέρα του, περίεργη από την ένταση που διέκρινε στο πρόσωπό του. Εκείνος της έδειξε την εικόνα, μα τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στην Κέιτ. «Αχ, είναι υπέροχο!» αναφώνησε η Μπέβερλι, και κράτησε ψηλά την υδατογραφία, για να τη δουν όλοι. Ένα ζευγάρι πάπιες τούς κοιτούσαν γαλήνια από τη φωλιά τους στο βαλτοτόπι. Η θηλυκιά πάπια του παραδείσου με το λαμπερό κανελί φτέρωμα στεκόταν πλάι πλάι με το ταίρι της, που είχε μαύρο φτέρωμα. Η Μπέβερλι κοίταξε την Κέιτ στην άλλη άκρη του δωματίου και γέλασε ευχαριστημένη.
«Οι πάπιες έχουν ίδια χρώματα μ’ εσάς τους δύο. Και οι πάπιες του παραδείσου όταν ζευγαρώνουν, μένουν για πάντα μαζί. Πολύ ταιριαστό δώρο τού έκανες, Κέιτ.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Η Κέιτ στάθηκε στην ηλιόλουστη βεράντα έξω από το σαλόνι της και με τρεμάμενα δάχτυλα άφησε το ασύρματο τηλέφωνο πάνω στο σφυρήλατο τραπέζι. Η λίμνη στραφτάλιζε πίσω από την καταπράσινη έκταση, αλλά τώρα οι παρέες που έκαναν πικνίκ εκεί έδειχναν σα να την κορόιδευαν και τα λαμπερά χρώματα των ερώτων στις γλάστρες της, που τις πότιζε ανελλιπώς, έμοιαζαν φανταχτερά και σκληρά. Νόμιζε ότι μπορούσε να σχεδιάσει το μέλλον της όπως ακριβώς ήθελε, όμως το τηλεφώνημα που είχε λάβει την έκανε να καταλάβει ότι κανενός είδους σχέδιο δεν μπορούσε να αποτρέψει τα γεγονότα του παρελθόντος απ’ το να επηρεάζουν τη ζωή της. Χάρη στην ισχυρή θέλησή της είχε φτάσει μέχρι εδώ, μα τώρα που όλα τα όνειρά της είχαν γίνει στάχτη, αρκούσε αυτή η θέληση για να συνεχίσει; Ο Νέιθαν της είχε τηλεφωνήσει για να την ενημερώσει ότι σήμερα θα επέστρεφε αεροπορικώς στη Νότια Νήσο. Ο Ερλ είχε αναρρώσει και ο Νέιθαν ήταν χαρούμενος που μπορούσε να οδηγήσει εκείνος στο υπόλοιπο ταξίδι με την Μπέβερλι. Ο Νέιθαν θα περνούσε από το σπίτι της Κέιτ στο γυρισμό από το αεροδρόμιο. Έπειτα από τη σύντομη τηλεφωνική συνομιλία τους, ο ενθουσιασμός μαχόταν μέσα της με τον τρόμο. Θέλοντας να δείχνει όσο πιο όμορφη γινόταν, η Κέιτ είχε κάνει ντους, είχε λουστεί και είχε φορέσει ένα κρεμ-χρυσό φόρεμα που έδενε στο λαιμό, στη μέση ήταν εφαρμοστό και η φούστα του ήταν κοντή κι αεράτη. Το βραχιόλι που φόρεσε στο μπράτσο, τα ψηλοτάκουνα σανδάλια και η γυαλιστερή σκιά στα βλέφαρά της τόνιζαν το κεχριμπαρένιο χρώμα των ματιών της. Την ημέρα των Χριστουγέννων δεν είχε προλάβει να μιλήσει καθόλου μόνη με το Νέιθαν. Αφού άνοιξαν τα δώρα, ήπιαν όλη τη σαμπάνια κι απάντησαν στο μπαράζ ερωτήσεων που δέχτηκαν σχετικά με τον επικείμενο γάμο, η Ζόι είχε αρχίσει να γκρινιάζει και ο Ερλ έδειχνε εξουθενωμένος. Η Μπέβερλι ήθελε να επιστρέψει ο Ερλ στο ξενοδοχείο προτού νυχτώσει, για να ξεκουραστεί, κι έτσι η Κέιτ και η οικογένειά της έφυγαν αργά το απόγευμα από το σπίτι του Νέιθαν. Ο Νέιθαν τους είχε ξεπροβοδίσει μέχρι το αυτοκίνητο της Κέιτ, τους βοήθησε να φορτώσουν όλα τα πράγματα και δέχτηκε το κακόκεφο φιλί της Ζόι με ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά της Κέιτ να πεταρίσει. Ύστερα, είχε καρφώσει το επίμονο γαλάζιο βλέμμα του πάνω της. «Όταν γυρίσω, θα μιλήσουμε» της είχε πει. Και λεηλάτησε το στόμα της με ένα γρήγορο, άγριο φιλί, που της έκοψε την ανάσα. Αν και ήταν εκ φύσεως ανυπόμονη, την Κέιτ δεν την είχε πειράξει που θα έπρεπε να περιμένει για να συζητήσουν το μέλλον. Ο Νέιθαν και οι γονείς του είχαν ανάγκη να περάσουν λίγο χρόνο μαζί και για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε ικανοποιημένη που περίμενε να δει τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Τώρα όμως ήξερε τι θα συνέβαινε. Το μόνο που απέμενε ήταν να το πει στο Νέιθαν. Κοίταξε το ρολόι της. Σε λίγη ώρα θα ερχόταν.
***
«Δεν μπορώ να σε παντρευτώ.» «Τι στο διάβολο…» «Νέιθαν, δεν μπορώ να σε παντρευτώ» επανέλαβε η Κέιτ, με μάτια που γυάλιζαν πάνω σ’ ένα αλαβάστρινο πρόσωπο. Τα χείλη του Νέιθαν σφίχτηκαν. «Μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου. Εσύ το ξεκίνησες όλο αυτό και θα το φτάσεις ως το τέλος.» Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της από το πρόσωπό του. Σε μια γωνιά της καταπράσινης έκτασης υπήρχαν εργάτες που κατασκεύαζαν την υπαίθρια σκηνή για την ετήσια πρωτοχρονιάτικη συναυλία που γινόταν δίπλα στη λίμνη. Περίμενε πώς και πώς να έρθει η καινούρια χρονιά, αλλά τώρα ο κόσμος της είχε γίνει συντρίμμια και μπροστά της δεν έβλεπε τίποτε άλλο παρά μια σειρά από άδεια «αύριο». Η ζωή δίχως το Νέιθαν δεν ήταν ζωή. «Κοίταξέ με» της ζήτησε εκείνος με προστακτικό ύφος. Η Κέιτ στράφηκε προς το μέρος του. Ήξερε ότι έπρεπε να του πει την αλήθεια. Κι όταν εκείνος θα τη μάθαινε, δε θα είχε πλέον λόγο να την παντρευτεί. Ποτέ δεν της είχε πει ότι την αγαπούσε ή ότι ήθελε να είναι μαζί της. Η Κέιτ είχε πετάξει από τη χαρά της όταν της είχε πει ότι ήθελε να αποκτήσει δικά του παιδιά, μα τώρα αυτό το ίδιο γεγονός γκρέμιζε όποιες ελπίδες υπήρχαν να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της με τον άνδρα που αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο πάνω στη Γη. «Δεν μπορώ να κάνω παιδιά» του δήλωσε η Κέιτ. Η φωνή της ήταν σχεδόν ένας τραχύς ψίθυρος. Ο Νέιθαν την κοίταξε έντονα. «Τι εννοείς;» Η Κέιτ συγκράτησε τα δάκρυά της, μιλώντας με φωνή ψυχρή σα μέταλλο, μιλώντας σα ρομπότ, για να μην την κυριεύσει η απελπισία που ένιωθε μέσα της. Θα είχε χρόνο για να κλάψει αργότερα, όταν εκείνος θα είχε φύγει. «Πριν από πολλά χρόνια, γέννησα…» Η Κέιτ ξεροκατάπιε με δυσκολία. «… ένα μωρό» ψιθύρισε τελικά. «Όμως υπήρξαν επιπλοκές και… το μωρό μου πέθανε.» Είδε το χρώμα να στραγγίζει από το πρόσωπο του Νέιθαν, ωστόσο παρέμεινε ασάλευτος, κοιτάζοντάς τη με άγρια προσήλωση. Η Κέιτ κατάφερε να βρει τις λέξεις να συνεχίσει, παρά τον κόμπο στο λαιμό που απειλούσε να την πνίξει. «Εξαιτίας αυτού του γεγονότος προκλήθηκε κάποια… βλάβη… αλλά οι γιατροί μού είπαν ότι μπορούσα να συλλάβω.» Καθάρισε το λαιμό της προτού συνεχίσει, με τα λόγια να βγαίνουν μηχανικά. «Πριν από τα Χριστούγεννα έκανα τις εξετάσεις ρουτίνας που κάνω κάθε χρόνο. Ως συνήθως, τα αποτελέσματα ήταν καλά…» Είδε το πρόσωπο του Νέιθαν να σκοτεινιάζει. «… πριν από λίγο όμως, τηλεφώνησε ο γιατρός μου για να μου πει ότι τα αποτελέσματα από τις δικές μου εξετάσεις είχαν μπλεχτεί με κάποιου άλλου. Δε γνωρίζουν γιατί, αλλά προφανώς έχουν
δημιουργηθεί κύστες… και ουλές…» Το πιγούνι της άρχισε να τρέμει. Ένας μυς τρεμόπαιξε στο σαγόνι του Νέιθαν. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του. «Κέιτ» της είπε σιγανά και προσεκτικά. «Δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι. Ξέρω τι θα πει πόνος, όμως θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι καταλαβαίνω τον πόνο σου.» Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό της και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει από ένα συναίσθημα που η Κέιτ δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. «Όμως γιατί αυτό να επηρεάσει το γάμο μας;» τη ρώτησε. Η Κέιτ τον κοίταξε. «Επειδή…» «Ναι;» «Μα για ποιον άλλο λόγο να θέλεις να με παντρευτείς;» ρώτησε σιγανά, πνίγοντας τα δάκρυά της. «Δε θα παντρευόμουν ποτέ εσένα, ή οποιαδήποτε άλλη, μόνο και μόνο για να κάνω παιδιά.» «Τότε γιατί;…» Τα μάτια του άστραψαν. «Επειδή σ’ αγαπώ» της απάντησε άγρια. «Σίγουρα θα το ξέρεις αυτό πια. Διαφορετικά, για ποιον άλλο λόγο θα δεχόμουν την πρότασή σου;» Τα δάκρυα θόλωσαν την όρασή της και τον έβλεπε λες και ήταν αντικατοπτρισμός που τρεμόφεγγε στην έρημο. Τα γόνατά της λύγισαν, μα ο Νέιθαν διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε, την έκλεισε στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω στην καρδιά του. Τ’ αναφιλητά που συγκρατούσε τόση ώρα βρήκαν διέξοδο. Τύλιξε τα χέρια της σφιχτά γύρω από το λαιμό του, κρεμάστηκε πάνω του, με τα πόδια της να αιωρούνται, ολόκληρο το κορμί της να έχει γίνει ένα με το δικό του κι έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του. «Πες το ξανά» του ψιθύρισε με χείλη αλμυρά από τα δάκρυα. «Σ’ αγαπώ.» Η ανάσα του ήταν καυτή στο αφτί της. Την έπιασε από τη μέση και την κατέβασε στο έδαφος. Ύστερα, πήρε το πρόσωπό της στα μεγάλα τραχιά χέρια του και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Σ’ αγαπώ» είπαν τα χείλη του πάνω στα δικά της, αφήνοντας το καυτό αποτύπωμα από τις λέξεις που λαχταρούσε με όλη της την καρδιά να ακούσει. Ο Νέιθαν τραβήχτηκε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. «Πες μου ότι με αγαπάς κι εσύ.» Σιγανή κι ανυπόμονη, η φωνή του ακούστηκε σχεδόν φοβισμένη, χρωματισμένη με μια αβεβαιότητα που η Κέιτ δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα άκουγε. Δεν τον άφησε να περιμένει. Πίεσε τις παλάμες της στα μάγουλά του και τον κοίταξε στα μάτια, σ’ αυτά τα μάτια με το χρώμα του μελανιού, που έλαμπαν σαν τα νερά της λίμνης μια σκοτεινή βραδιά. «Σ’ αγαπώ, Νέιθαν Κίνκεϊντ» του είπε. «Πάντα σ’ αγαπούσα.» Ένα ζωηρό φως φάνηκε στα μάτια του.
«Πάντα;» ρώτησε και οι γραμμές γύρω από τα μάτια του εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. «Πάντα» αναστέναξε εκείνη πάνω στο στόμα του. Εκείνος τραβήχτηκε και μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε στα σκοτεινά βάθη των ματιών του. «Και τότε γιατί έφτιαξες εκείνο το καταραμένο γραφικό;» «Δεν ήξερα ότι σ’ αγαπούσα όταν αποφάσισα να φτιάξω τη βάση δεδομένων. Ήξερα μόνο ότι αναζητούσα το τέλειο ταίρι και δεν εμπιστευόμουν την κρίση μου, επειδή έχω την τάση να διακινδυνεύω και να ορμάω σε πράγματα και καταστάσεις χωρίς να το σκεφτώ.» Του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Κανένας όμως δεν πληρούσε τα κριτήριά μου.» Εξερεύνησε το πρόσωπό του με έκφραση όλο θαυμασμό. «Και τότε μπήκες εσύ πάλι στη ζωή μου. Στην αρχή, νόμιζα ότι σε μισούσα εξαιτίας αυτού που είχε γίνει εκείνη την ημέρα στο σπίτι σου. Αλλά ύστερα μου μίλησες για το Μίκι και σκέφτηκα ότι δε σε είχα ξεχάσει ποτέ και ότι πάντα σε σκεφτόμουν. Και ήσουν τόσο καλός με όλους εδώ, τόσο καλός με τον Μπένι, και ύστερα κάναμε έρωτα και… ήξερα ότι ήσουν ο μοναδικός άνδρας που θα αγαπούσα ποτέ στη ζωή μου» αποτελείωσε τη φράση της απλά. Ο Νέιθαν την αγκάλιασε σφιχτά κι ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. «Χάσαμε τόσα χρόνια άδικα» μουρμούρισε. Η Κέιτ τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον κοίταξε, οι κόρες των ματιών της ήταν τεράστιες και λαμπερές. «Ίσως να ήμαστε πολύ νέοι τότε, Νέιθαν. Τώρα ξέρουμε τι θέλουμε. Απλώς εύχομαι…» Η φωνή της έσπασε. Εκείνος πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του πάλι και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. «Όσο έχω εσένα, αυτό δεν έχει καμία σημασία για μένα, Κέιτ. Θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε ένα παιδί. Έχεις γνωρίσει τους γονείς μου κι έχεις δει πόσο υπέροχοι άνθρωποι είναι. Αν δεν είχαμε χάσει το Μίκι, η υιοθεσία μου θα πήγαινε καλά εκατό τοις εκατό. Δε λέω, για μερικά χρόνια χάσαμε το δρόμο μας, όμως είδες τα Χριστούγεννα πόσο νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον και πόσο όμορφα περνάμε μαζί. Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο που δεν έχουν κοντά τους τους φυσικούς τους γονείς για να τα φροντίσουν. Και η επιστήμη κάνει θαύματα πια… μη χάνεις τις ελπίδες σου.» «Αλήθεια δε σε πειράζει;» «Με πειράζει για σένα. Ξέρω ότι θα πρέπει να έχεις καταρρακωθεί. Όμως μπορούμε να ζήσουμε κι έτσι… ή ίσως να μπορούμε να αλλάξουμε τις προβλέψεις των γιατρών.» Τα φρύδια του έσμιξαν. «Ο γιατρός σού είπε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συλλάβεις;» «Είπε ότι δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες.» «Υπάρχει όμως έστω μία πιθανότητα, έτσι δεν είναι;» «Αχά.» Έσκυψε και τη φίλησε, απαλά στην αρχή και ύστερα πιο άγρια. Η γλώσσα του άνοιξε τα χείλη της κι εξερεύνησε το υγρό ζεστό εσωτερικό. Η καρδιά της Κέιτ άρχισε να χτυπά γρήγορα και το αίμα να τρέχει ορμητικό σε ολόκληρο το σώμα της. Ένιωσε το σκληρό ανδρισμό του να πιέζει το κορμί της και το κέντρο του κορμιού της πλημμύρισε από ηδονή, που έγινε υπέροχα οδυνηρή όταν το χέρι του έτριψε τη θηλή της, μέχρι που εκείνη σκλήρυνε από το άγγιγμά του. «Νομίζω ότι πρέπει να εκμεταλλευτούμε όλες τις πιθανότητες. Τι λες κι εσύ;» μουρμούρισε ο
Νέιθαν. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και κίνησε για τη σκάλα. ***
«Νέιθαν;» «Μμ;» «Πότε κατάλαβες ότι με αγαπούσες;» Η Κέιτ εξερευνούσε ανάλαφρα με τα δάχτυλά της το στήθος του Νέιθαν, διαγράφοντας κύκλους στη μία σκούρα θηλή, προτού προχωρήσει στην άλλη. Εκείνος κάλυψε το χέρι της με το δικό του, για να την κάνει να σταματήσει. «Δεν μπορώ να σκεφτώ όταν το κάνεις αυτό.» Η Κέιτ ανασηκώθηκε, με τα στήθη της να αιωρούνται από πάνω του. «Χρειάζεται να το σκεφτείς;» τον ρώτησε με αγανάκτηση. Εκείνος γέλασε και την τράβηξε πάλι δίπλα του, φωλιάζοντας το κεφάλι της κάτω από τον ώμο του. «Κατάλαβα ότι σ’ αγαπούσα όταν είδα εκείνη τη λίστα στον καταραμένο τον υπολογιστή σου. Δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσω να παντρευτείς κανέναν από εκείνους τους άνδρες.» Έκανε μια παύση, για να φιλήσει την κορυφή του κεφαλιού της. «Αλλά όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ πάντα το ήξερα… Κάτι μου συνέβη όταν σε ξαναείδα… Όχι, μάλλον νωρίτερα απ’ αυτό, πολλά χρόνια νωρίτερα…» Χάιδεψε το γυμνό ώμο της. «Εκείνη την ημέρα που ήρθες στο σπίτι μου. Σου είπα ότι δεν άντεχα να βλέπω τον τρόπο που με κοιτούσες. Δεν ήθελα να με εμπιστεύεσαι… αλλά αυτό ήταν μονάχα ένα μέρος της αλήθειας. Θυμάσαι που ήταν εκεί κάποιοι φίλοι μου;» Η Κέιτ ένευσε θετικά, τρίβοντας το πρόσωπό της στη μυώδη καμπύλη του στήθους του. «Είδα με τι τρόπο σε κοίταξαν» συνέχισε ο Νέιθαν, ενώ τα δάχτυλά του χάιδευαν το μπράτσο της. «Και ήθελα να σε κάνω να φύγεις, προτού κανένας από αυτούς προλάβει να σου ζητήσει να βγείτε ραντεβού.» Η Κέιτ ανασήκωσε το κεφάλι. «Μα ήμουν ένα κουρελιάρικο, κοκαλιάρικο παιδί. Γιατί να ήθελαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση μαζί μου;» Ο Νέιθαν την έπιασε από το πιγούνι και την κοίταξε. «Μπορεί να ήσουν παιδί, αλλά φαινόταν ότι σε πολύ λίγο θα γινόσουν γυναίκα και ήσουν όμορφη σαν αγριόγατα έτσι όπως γρύλιζες κι έδειχνες τα νύχια σου. Ήξερα πώς ήταν εκείνα τα αγόρια: όμορφα, γεμάτα τεστοστερόνη κι αρπακτικά σαν πεινασμένα μπαρακούντα. Ήθελα να σε προστατεύσω από μένα, όμως επίσης δεν ήθελα να έχεις καμία σχέση μαζί τους.» «Επομένως, από τότε νοιαζόσουν για μένα;» Το χαμόγελό της ήταν γεμάτο έκπληξη. «Από τότε.» Ο Νέιθαν αναστέναξε, την τράβηξε πάνω στο κορμί του, την έπιασε από τους γλουτούς και γλίστρησε μέσα της πάλι. Τα δάχτυλά του χώθηκαν στην επιδερμίδα της όταν η Κέιτ έσκυψε το κεφάλι και πήρε μία από
τις θηλές του στο στόμα της, διαγράφοντας κύκλους με τη γλώσσα της. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι» είπε εκείνος, σπρώχνοντας πιο βαθιά. Η Κέιτ σήκωσε το κεφάλι. «Μμ;» «Είναι κάπως προσωπικό.» «Ενώ αυτό που κάνουμε τώρα δεν είναι;» Η Κέιτ χαμογέλασε λάγνα και λίκνισε τους γλουτούς της, μα η ανάσα της κόπηκε όταν το υγρό φύλο της τρίφτηκε πάνω στο κορμί του. «Επομένως, μπορώ να σε ρωτήσω;» «Ρώτα με ό,τι θέλεις» μουρμούρισε εκείνη, με τη μισή προσοχή της να είναι στραμμένη στα λόγια του και την άλλη μισή στην ηδονή, που γινόταν ολοένα εντονότερη. «Απλώς, είμαι περίεργος. Πού βρήκες τα χρήματα για να αγοράσεις αυτό το διαμέρισμα;» Ο ρυθμός της Κέιτ επιβραδύνθηκε. «Είπες να σε ρωτήσω ό,τι θέλω.» Η φωνή του Νέιθαν ήταν όλο αθωότητα. «Εσύ πώς νομίζεις;» Αργά, η Κέιτ γύρισε το σώμα της τριακόσιες εξήντα μοίρες πάνω στο δικό του και χαμογέλασε όταν η ανάσα του βγήκε σφυριχτή μέσα από τα δόντια του. «Ίσως χορεύοντας πάνω σε στύλο;» πρόσθεσε με ένα ερεθιστικό κύλισμα πάνω στο κορμί του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Πόκερ» είπε η Κέιτ, επιταχύνοντας πάλι το ρυθμό της. «Ορίστε;» «Έγραψα ένα βιβλίο» είπε εντείνοντας το ρυθμό της. Οι ρώγες της τρίφτηκαν πάνω στο στήθος του και ψιθύρισε στο αφτί του «για τον εθισμό.» Έπιασε το λοβό του με τα δόντια της και τον πιπίλισε. Ύστερα, αποτραβήχτηκε και τον κοίταξε, με τις κινήσεις της να γίνονται βραδύτερες, την έκφρασή της να σοβαρεύει ξαφνικά. «Για να βοηθήσω ανθρώπους με προβλήματα τζόγου» του εξήγησε. «Ο μπαμπάς μου μου έμαθε να παίζω πόκερ όταν ήμουν παιδί ακόμα και γρήγορα είδα πόσο εύκολα μπορούν να εθιστούν οι άνθρωποι. Πριν από ένα χρόνο περίπου αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο αυτοβοήθειας. »Η προκαταβολή που μου έδωσε ο εκδοτικός οίκος ήταν αξιοσέβαστη και θέλουν να γράψω κι άλλο βιβλίο, οπότε αποφάσισα να αγοράσω ένα σπίτι. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα δικό μου σπίτι.» Η Κέιτ συνοφρυώθηκε. «Δε σε πειράζει που έχω ανάγκη να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη, έτσι δεν είναι;» Ο Νέιθαν χαμογέλασε και πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Δεν είσαι μόνο πανέμορφη και σέξι, αλλά και ο πιο εκπληκτικά έξυπνος, πολυμήχανος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Η ανεξαρτησία σου είναι ένα από τα πράγματα που αγαπώ περισσότερο σ’ εσένα. Όμως να θυμάσαι πάντα πως ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου – όλα όσα έχω εγώ τα έχεις κι εσύ.» Η Κέιτ τού χαμογέλασε, αλλά κατόπιν σταμάτησε εντελώς να κινείται. Τον κοίταξε σοβαρά. «Εμείς όμως δεν τζογάρουμε, έτσι δεν είναι, Νέιθαν; Μεταξύ μας, εννοώ.» Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Έχωσε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της και ύστερα
φυλάκισε το πρόσωπό της στα δυνατά του χέρια. «Αυτό» έδειξε τα ενωμένα κορμιά τους «είναι φανταστικό. Ο έρωτας μαζί σου είναι μαγικός. Αλλά αυτό» γλίστρησε το χέρι του στη γούβα του λαιμού της, το ακούμπησε για μια στιγμή πάνω στην καρδιά της και ύστερα άγγιξε με το ένα του δάχτυλο το μέτωπό της «κι αυτό, είναι αυτά που αγαπώ περισσότερο. Η ανυπόταχτη καρδιά σου, το γενναιόδωρο πνεύμα σου, η σπιρτόζικη ευφυΐα σου. Κέιτ, σ’ αγαπώ τόσο πολύ» ψιθύρισε και τα μάτια του, που έλαμπαν, βυθίστηκαν στα δικά της. «Υπόσχομαι να μη σε πληγώσω ποτέ με τη θέλησή μου. Ορκίζομαι ότι δε θα σε κάνω ποτέ να μετανιώσεις που είσαι η γυναίκα μου. Πίστεψέ με, αγάπη μου. Μαζί δε διακινδυνεύουμε να χάσουμε. Είμαστε το καλύτερο, το πιο σίγουρο και το πιο αγνό στοίχημα που έχω δει ποτέ.» Την πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κινείται μέσα της, μαζί της. Τα κορμιά τους ανταποκρίνονταν με μια φυσικότητα που τα έκανε να μοιάζουν ένα. Καθώς η Κέιτ βυθιζόταν στην απόλαυση, ήξερε ότι δε θα αγόραζε ποτέ άλλο διαμέρισμα. Σπίτι για εκείνη τώρα θα ήταν πάντα η αγκαλιά του Νέιθαν, φωλιασμένη έτσι πάνω στην καρδιά του. Εκείνος ήταν η αγάπη της, το λιμάνι της, η ζωή της.
Επίλογος «Σειρά σου, Κίνκεϊντ» τον προκάλεσε η Κέιτ με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση. Το μικροσκοπικό στο χρώμα του κίτρου σαρόνγκ, που ξεκινούσε χαμηλά από τους γοφούς της, ήταν το μοναδικό κομμάτι υφάσματος που είχε απομείνει πάνω στο κορμί της, καθώς καθόταν σταυροπόδι στην απομονωμένη βεράντα περιμένοντας το Νέιθαν να παίξει τα χαρτιά του. Εκείνος είχε αφαιρέσει τον ιβίσκο που στόλιζε το αφτί της στον προηγούμενο γύρο, αλλά ήταν σίγουρη ότι αυτή τη φορά μπλόφαρε. Ο Νέιθαν, φορώντας μονάχα ένα μαύρο μαγιό-βερμούδα, την κοίταξε με αθώα σαν παιδιού μάτια. Οι γυμνοί ηλιοκαμένοι ώμοι του γυάλιζαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Πέρα από το καταφύγιο, όπου περνούσαν το μήνα του μέλιτος, τα ήρεμα νερά του Ειρηνικού Ωκεανού έγλειφαν την ακτή σαν εραστές που έκαναν έρωτα με την άμμο. Ο Νέιθαν κοίταξε την ντάμα κούπα που η Κέιτ είχε ρίξει μπροστά του. Το στόμα του σχημάτισε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, όμως καθυστέρησε μια στιγμή, για ν’ απολαύσει το έκπληκτο ύφος της προτού ρίξει το ρήγα που κρατούσε. «Έχασες, μωρό μου.» Χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι για να λύσει το σαρόνγκ της και ύστερα την έκλεισε στην αγκαλιά του, εκεί που ανήκε.