Έ. Χ.
Η
Γονατάς
ΚΡΥΠΤΗ
στιγμή
ϋοργπ^Μ 1991 Έ. Χ. Γονατάς φ Εκδόσεις Στιγμή Ι8ΒΝ
960-269-097-6
Η
ΚΡΥΠΤΗ
( 2 1984 Στιγμή)
1945
Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
1959
Η ΚΡΥΠΤΗ
1963
ΤΟ Β Α Ρ Α Θ Ρ Ο
1963
ΟΙ Α Γ Ε Λ Α Δ Ε Σ
1986
Ο ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΣ
1991
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
1980
Γιώργου Κοτζιούλα, Α Ν Ε Κ Δ Ο Τ Α [παρουσίαση, επιμέλεια, σημειώσεις]
ΓΡΑΜΜΑΤΑ (Κείμενα)
1986
Γ Ρ Α Π Τ Α Γιώργου Β. Μακρή [εισαγωγικό σημείωμα, σημειώσεις,
επιμέλεια]
(Πρώτη "Υλη, 2 1979 Κείμενα, 3 1991 Στιγμή) (Πρώτη "Υλη, 2 1984 Στιγμή) (Πρώτη "Υλη, 2 1980 Κείμενα) (Στιγμή)
(Στιγμή)
1960
Ιναπ Οοΐΐ, Μ Α Α Α Ι Σ Ι Α Κ Α Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α (Πρώτη "Υλη, 2 1979 Κείμενα, 3 1988 Στιγμή)
1983
\νοΐ3, Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α σχέδια ~ πίνακες ~ φωτογραφίες [παρουσίαση, μετάφραση] (Καστανιώτης)
1985
Γουσταϋος Φλωμπέρ, Β Ι Β Λ Ι Ο Μ Α Ν Ι Α [εισαγωγή, μετάφραση] (Στιγμή)
1987
Λού-Κιάνγκ-Τσέου, Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΣΚΙΩΝ [μετάφραση: Πιέρ Μπεττενκούρ, απόδοση:
(Εστία)
Έ. Χ.
(Στιγμή)
* 1959, 1961 Π Ρ Ω Τ Η Υ Λ Η (Ποιητικά κείμενα) [περιοδική έκδοση, 2 τεύχη, με τή συνεργασία Δ. Π. Παπαδίτσα]
τοϋ
1987-1990 Α Σ Υ Ν Η Θ Ι Σ Τ Ε Σ Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ (Διηγήματα) [επιλογή, επιμέλεια] (Στιγμή)
Γόνατος]
Έ. Χ.
Η
Γονατάς
ΚΡΥΠΤΗ
Ι
στιγμή ΑΘΗΝΑ * ι 9 9 Ι
ΒιιΙ ΐΗβη &β§ίπ8 α )οιιτηβΐ) ίη πιφ Ηβαά 8ΗΑΚΕ8ΡΒΑΕΒ
(δοηηείε)
ΑΝΑΣΚΑΦΗ
8ΐΓΐηξβ\)αηι }>ταβΗία 8βά )αηι αϊηίεβταητ φιαπι Ιβηβύαιη Αγιος
Αμβρόσιος
Ιίολλά λουλούδια, πολλοί στήμονες, πολλές ρίζες βαλσαμώθηκαν και μέσα σέ πολύχρωμες βελουδέ νιες θήκες, πίσω από παχιά κρύσταλλα, θαμπώ νουν τους επισκέπτες τοϋ μουσείου.
-ί^Ιχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέν τρα για να βλέπονται τα πουλιά.
12
Λ.φοϋ χο χάιδεψε ώρα πολλή με το ερωτικό της βλέμμα, άπλωσε τη φούχτα της νά το τσακώσει. Το αχλάδι δμως οργισμένο, χτυπώντας την στο χέρι, ξέφυγε, στήθηκε ορθό στην ουρά του και άρχισε νά χορεύει πάνω στο τραπεζομαντηλο έναν άγριο, απειλητικό χορό.
13
-Αδιαφορούσα για τα λουλούδια —εκείνες τις άδηφάγες μολόχες— πού χάσκανε τα στόματα τους και γαυγίζαν στο πέρασμα μου" δεν τους έδινα ποτέ το δάχτυλο μου να το δαγκώσουν.
1
4
-Κοντά στο φράχτη τοϋ κήπου είναι ή στέρνα, πρά σινη, γεμάτη δυόσμο κι άσπρα νερολούλουδα' μόλις πλησιάζει ή μύτη να τα μυρίσει, ανοίγουν και σκί ζονται ώς το κοτσάνι. Στο βάθος τρέμει —ασχημά τιστο μαργαριτάρι—το θαμπό μεδούλι τοϋ πάθους.
ΐϋ
•Μ ενα μεγάλο ψαλίδι ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα έπιπλα, Θερίζοντας τα βαριά κλαδιά που φυτρώ νουν παντού. Είναι ανθισμένα, άλλα δίχως πουλιά (έχουνε συναχτεί δλα μέσα στην καμινάδα πού δε δουλεύει άπό τον περασμένο χειμώνα). "Ομως τά κορμιά τους αναδίνουν τόση ζέστα, πού δε χρειά στηκε να χρησιμοποιήσει γάντια οϋτε γκέττες οϋτε εκείνες τις μάλλινες κάλτσες πού βελάζουν κάθε φορά πού προσπαθεί να τις περάσει μέσα στις στενές μπόττες του.
ι6
1 ά σύννεφα παραμέρισαν λίγο και στο άνοιγμα πρόβαλε μισό κίτρινο φεγγάρι. "Ενα μεγάλο κέρινο αυτί τσιτώθηκε καταμεσής τ' ουρανού ν ακούσει.
ΐ7
1 α πουλιά πεινασμένα με παραφυλάνε στα φύλλα, ξύνοντας τα νύχια τους στη φλούδα των δέντρων, γιατί οποίος δοκίμασε μια φορά το αίμα μου δεν μπορεί πιά νά τραφεί με καρπούς και ζουμί από μούρα.
ι8
•ί α βράδια με τη βροχή, οι αρκούδες, άφοϋ κυλή σουν στο καμένο χόρτο πού μυρίζει, πονώντας από μοναξιά σέρνονται προς τα κάτω —δεν ξεχωρί ζουν άπό τά φαλακρόβραχα— ζητώντας νά κλέ ψουν παιδιά. "Αρκούδες με χοντρή προβιά διάβασαν κάπου πώς θά γίνουν ευτυχισμένες! Κι άλλες χοντρόγουνες αρκούδες ζητάν νά κλέψουνε παιδιά, γιατί ή ευτυχία τις βαραίνει πιότερο άπ το τομάρι και κλαίνε.
«9
Α α τη σέβεσαι τη Νύχτα.
20
-ί^γώ πού δεν εχω πουλιά φυλακισμένα σε κλουβιά (ενα κλουβί της μάννας μου σαπίζει στην αποθή κη) ξυπνάω καμιά φορά άπό'να σιγανό κελάϊδισμα.
21
-Μη ζητάτε ρολόι, δεν υπάρχει, γιατί, όπως σας εξή γησα, βρισκόμαστε σε μια βαθειά σπηλιά. Υπάρ χει όμως το μεγάλο εκείνο μάτι μέσα στο πλεχτό κλουβί, υπάρχει και ή καρδιά μον πού σημαίνει τις ώρες και σας οδηγεί μέσα από το σκοτάδι.
υ ήλιος γέμισε πορτοκάλια το δωμάτιο. Άπ'τά χαλιά ξεκόλλησαν πουλιά• καθώς πετούν ολόγυρα, τά έπιπλα καθρεφτίζουν τις ώραϊες τους φτερού γες πού διώχνουν μακριά το θάνατο.
23
Μι κρίνοι, εκείνα τα χαμόγελα βράχων.
24
στις άκριες των
Μέσα στ ανοιχτά λιονταρίσια στόματα των μπρούν τζινων πόμολων τον κρεββατιοϋ είχε φυτέψει γα ρύφαλλα για ν' ακούει στον νπνο της το βουητό της μέλισσας πού θα πετάει διψασμένη.
25
-Άπό τις τρύπες τον σφουγγαριού βγήκαν μικρά καψαλισμένα ζώα κι απ τη φρεσκοχωμενη κάσα τον κοιμητηρίου ξεπήδησε ό νεκρός —ενα νέο παλληκάρι— με καφετιά φορεσιά, πού μέσα στη γλά στρα τών δοντιών τον δεν πρόλαβε να φυτρώσει βασιλικός κι από το πράσινο βούρλο τών ματιών του να σβηστεί ή μεγάλη λαχτάρα τον χαμού, τό θρεμμένο ταξιδιάρικο περιστέρι με τη βονλλα κρυμ μένη βαθιά κάτω απ' τά πούπουλα τού λαιμού.
26
-Οάλαν τις άσπρες γάτες τους νά κοιμηθούν μες στα πανέρια. 01 ρυθμικές ανάσες τους φουσκώνουν τά ζαρωμένα χρωματιστά τραπεζομάντηλα πού κρέμονται στις άκριες των τραπεζιών βαριά από σκιές. Τά κεριά είναι σβηστά πάνω στους μπου φέδες- ό ποντικός, πού θά τά φάει απόψε, ξετρύ πωσε απ' τά υπόγεια κι ανεβαίνει λαφροπηδώντας τά σκαλιά.
27
1 ο δάσος πάνω σε τέσσερεις ξύλινες ρόδες έφευγε μουγκρίζοντας σαν καταρράχτης ανάμεσα άπ' τά βουνά.
28
•£ιτή σκηνή σβήσαν τα φώτα. Ή αίθουσα άδειασε. "Ενα κερί πετάει άπό κάθισμα σε κάθισμα.
29
&οιτοϋσε μ αδιάφορο και σκοτεινό βλέμμα τα φέρετρα πον σωριάζονταν βουνό στην άκρια τον γκρεμισμένου φράχτη γεμάτα κόκκινους, πράσι νους και μαύρους νεκρούς κεραυνούς.
3°
Μέσα στα μήλα είναι μο)ρά ευχαριστημένα γελάνε.
3ΐ
πού
-Αυτό το παραγιομισμένο μπαούλο, δσο και να πέ φτω πάνω τον βαρνς, δεν κατάφερναν νά το κλείσαχ ενα κομμάτι κίτρινο ύφασμα περισσεύει, μια μέ λισσα πιασμένη άπ το ποδάρι σβουρίζει, ένα λονλονδι μον γνέφει άπ' την κλειδαριά. Ξεχνιέμαι και τον μιλάω ώρες.
32
(-) μικρός μπούρμπουλας από τη μέρα πού ανα κάλυψε στα χόρτα τον δάσους ένα λουλούδι χωρίς δνομα, με δροσερά κοτσανια και δυνατή μυρωδιά, τρέχει δλο κάτω απ τά φύλλα του. Με το νά κοι μάται πάντα στη σκιά του άλλαξε χρώμα. Άπό μαύρος πού ήταν έγινε ρόζ.
33
(-)ί καλόγριες, μόλις βγει το φεγγάρι πίσω άπ'τά βράχια, πηδοϋν άπ' τα κρεββάτια, λ.ύνουν τα μαλ λιά τους, ξεκουμπώνουν τους χιτώνες τους και υπνοβάτιδες, μ ένα πλεχτό πανέρι στο μπράτσο, κατεβαίνουν στους κήπους. Γλιστρώντας σιωπηλές ανάμεσα στα δέντρα, ακολουθούν τον ϊδιο πάντα δρόμο πάνω σε ράχες και σε κεφάλια περιστεριών.
34
1 αυτιά τοϋ αλόγου πίσω απ τους θάμνους είναι οι δεχτές της απέραντης παγκόσμιας σιωπής.
35
υ αγέρας ζώνει ολούθε το καμπαναριό• μέσα του κλεισμένο ένα μικρό πράσινο ελάτι προσεύχεται αναμαλλιασμένο κι αλμυρό.
36
ίί ομορφιά τους λάμπει πιότερο κι από την αρετή. Τα πήρα προσεχτικά κι αμέσως τά χέρια μου σκε πάστηκαν με φωτεινό μαλλί πού αχτιδοβολαει σάν τά γένεια τον άγιου ερημίτη.
37
•Ανεβαίνοντας στις πιο ψηλές στέγες, σκαρφαλώ νοντας στα πιο άσπρα μπαλκόνια, πατώντας στα πιο πράσινα φύλλα, α' ανάβω το βράδυ το γαλάζιο φεγγάρι, λυγίζω τη νύχτα τις καλαμιές με τ αστέ ρια στη μεριά πού κοιμάσαι.
38
1 α κλειδιά τον φεγγαροφραχτη ζώνη σον σαν ασημένια ψάρια.
39
σπαρταράνε στη
Δε σε είδα ποτέ στο φως τον ηλιον. Το πρόσωπο σον φεγγοβολούσε στο ποτάμι τα βράδια. "Εβαφες πράσινο το μαξιλάρι μον τις νύχτες τον αγέρα. Στήθος περιστέρας περήφανο κι ελεύθερο, ποια πανύψηλη κορνφή βοννον άγγιξες και γέμισες χιόνι το γέλιο της καλής μον;
40
¥ πομονή!
Θά πήξει το δάκρυ, θά γίνει νησί.
41
•^έ ηέθανα και σε ανάστησα δεντρολίβανα τώρα βουίζουν
42
χιλιάδες φορές. λαβωματιές.
Στα
Φύτεψαν ενα πυκνό περιβόλι ανάμεσα μας' δμως εγώ πίσω άπ' την πάχνη των λουλουδιών τον δια κρίνω τ' άσπρα σον δόντια να ξεμακραινονν και μικρά μανρα έλατα πού πίνονν στις βρύσες των ματιών σον.
43
•Αναδύεσαι. Τα σκοινιά πού σε βαστούσαν στο βρά χο τά "φάγε το κύμα, ή προσευχή τού κάβουρα κι οί στεναγμοί των πνιγμένων. Ταξιδεύεις στις θά λασσες. Ό άνεμος σού δίνει μια κάθε τόσο, θέλον τας να σε καταποντίσει. Χάνεσαι" σε λίγο πάλι ανα δύεσαι μέσ' από τ' άφρολούλονδα. "Ερχεσαι συχνά όταν είναι γαλήνη κάτω άπ" τά παράθυρα μου. (Δεν μπόρεσα όμως ποτέ νά ξεχω ρίσω καλά τη μορφή σου). Άλλα έρχεσαι και μέ τη θύελλα. Είσαι νησί άπό έλαφόπετρα ή μήπως ναυάγιο
άπό ανάμνηση;
44
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ
ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες πού πλήρωνες δυο τάλληρα και τους χάιδευες τά φτερά κι έμενε μιά νυχτιά στην παλάμη σου ή σφραγίδα τοϋ βελούδου τους, τά ώραϊα τους μαϋρα-κίτρινα χρώματα και μιά μυρωδιά γύρης μεθυστική. Πιο πολύ στις γυναίκες άρεσε αύτη ή διασκέδα ση. "Ερχονταν από μακριά, μόνο και μόνο γιά ν' αγγίξουν τά πλατιά, πολύχρωμα εκείνα φτερά. "Υστερα τρύπωναν γύρω στά περιβόλια, κάθονταν κάτω άπ' τις μηλιές κι αδιαφορώντας γιά τά τρα γούδια και τά καλέσματα των αμαξάδων, φιλούσαν, φιλούσαν με πάθος το χέρι τους πού είχε αγγίξει την πεταλούδα.
47
Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΕΡΟΣ
Πάνω στο λόφο, ένας σκαντζόχερος μπαίνει και βγαίνει σε μια τεράστια άδεια γλάστρα. Είναι πολύ μεγάλη για το σώμα του ή τετράγωνη γλάστρα, όμως αντος επιμένει πώς κάποτε θα καταφέρει να τη γεμίσει χωρίς τη βοήθεια κανενός. «Με τα χρόνια μεγαλώνω, μεγαλώνω και κάθε φορά τη γεμίζω και λίγο περισσότερο», σκέφτεται«τότε θα ξεκουραστώ, σάν έρθει ή μέρα πού θα βουλώσω με το κορμί μου κάθε της γωνιά». Κι εξακολουθεί νά μπαινοβγαίνει στη γλάστρα. Ποτέ δέν παίρνει είδηση άπ' δ,τ ι γίνεται γύρω του. "Οχι πώς είναι αδιάφορος. Είναι μονάχα αφο σιωμένος στο σκοπό του. "Επειτα είναι και κωφά λαλος. Κάποτε όμως, με τά χρόνια, θά τη γεμίσει τη γλάστρα του, ακόμα κι αν χρειαστεί ν' αλλάξει σχήμα και νά γίνει τετράγωνος.
48
ΤΟ ΜΤΣΤΙΚΟ
"Ενα βράδυ περπατώντας μονάχος ανακάλυψα για πρώτη φορά το φοβερό μυστικό μου: "Εκλεινα ατά νεανικά μου στήθια δυο ζωντανά φανάρια" ένα κόκ κινο στην αριστερή μεριά, ένα πράσινο στη δεξιά. «"Ωστε είμαι πλοίο!», -ψιθύρισα σιγανά, μ' ευ τυχία. Τότε δοκίμασα τη δύναμη της θέλησης μου. Συγκεντρώνοντας δλη μου την προσοχή, παρατή ρησα μ" απερίγραπτη χαρά και περηφάνεια πώς μπορούσα —βάνοντας σε κίνηση κάτι αχρησιμο ποίητους ώς τότε μϋς— να διατάξω δποιο ήθελα απ τα φανάρια, πού αιωρούνταν μέσα μου κρε μασμένα σ' ένα χοντρό και μαλακό σάν μεδού?ιΐ νεϋρο, να φέγγει. Και μαγεμένος περπάτησα, εκείνο το υπέροχο βράδυ, στο φως πού ξεχυνόταν άπό μέσα μου, απά νω στις πράσινες και τις κόκκινες φεγγοβολές τουπερπάτησα ώρες πολλές ώσπου λιώσανε οι σόλες των παπουτσιών μου και οι μυτερές πέτρες τοϋ δρόμου αρχίνησαν νά μοϋ τσιμπάνε τις πατούσες.
49
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Ανοίγω, σφαλνώ το παράθυρο. Το περιστέρι πάντα εκεί. Κοντά στο πέτρινο φουγάρο απ δπου ξεχύ νονται οι πιο διαφορετικές μυρουδιές: χορτόσουπας, καμένου ψωμιού, πετσιού. "Οταν κλείνει το παράθυρο και πέφτουν οι κουρ τίνες, φράζοντας με από τον έξω κόσμο, ρωτιέ μαι: «τι χρώμα έχει άραγε το περιστέρι;». Αδύνατον ποτέ ν' αποκριθώ. "Αλλοτε λέω πώς είναι άσπρο. "Αλλοτε μπορώ να στοιχηματίσω πώς είναι σταχτί, στο χρώμα κά πως της ψυχής μου και της πόρτας τοΰ σπιτιού μου- άλλοτε καφετί μ άσπρες βούλλες στην πλάτη και γενάκι στο λαιμό. Όρμάω βιαστικά στο παράθυρο να βεβαιωθώ, παραμερίζω τις κουρτίνες, μα έχει κιόλας απλωθεί το σκοτάδι. Το πουλί δε φαίνεται πουθενά• μόλις διακρίνω το σκοτεινό φουγάρο νά ξεβγάζει καμιά κόκκινη σπίθα, πού αφού γράψει μερικές ακατα νόητες φράσεις στον μαύρο ουρανό, σβήνει και χά νεται στην παγωνιά.
50
Η ΟΤΛΗ
Ή πληγή θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι υστέρα από χρόνους στη θέση της μένει ενα σημάδι, μιά ρόδινη ούλη που σκύβει και τη φιλάει. "Ολοι τ άγαποϋν τά τραύματα τους. Τά κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν δμως σε ποια μεριά τοϋ κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι αυτό τ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς πού κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τά φιλούν τά βαθιά, σκοτεινά τραύματα τους.
5ΐ
Η ΒΡΤΣΗ
Μια βρύση με σκουριασμένο Ααί/ίό, χρόνια λησμο νημένη πίσω άπ τα σπάρτα, άρχισε να κελαϊδαει στην ησυχία. Τ' αστέρια λιγωμένα ξεκόλλαγαν άπό τον ουρανό, έπεφταν στη γούρνα και ή γούρνα τά "στέλνε στο ποτάμι και το ποτάμι τά ταξίδευε στα περιβόλια με τά Θυμωμένα λουλούδια, τις θρεμμέ νες κάμπιες, τά φουντωμένα καλάμια, στη ζέστη αγκαλιά της Γης. Ύ
Ω ζέστη αγκαλιά της Γης, ώ ζέστη αγκαλιά της Αγάπης! Θέλω το τραγούδι μου νά το οδη γήσω, σάν γυμνασμένος λεμβοΰχος, έκει πού δ "Ηλιος γυρνάει τη ρόδα του και τά λαμπερά γένεια του ανάβουν κόκκινες καντήλες στά κρύα τζάμια, φυτεύουν Θανάσιμες πορτοκαλιές ντάλιες στά γυ μνά ώραϊα γυναικεία κορμιά. Άλλα το χορτάρι σήμερα, πυκνό και παχύ, πρά σινο βαθυπράσινο, σκοτεινό και σίγουρο στην εφή μερη αιωνιότητα του, σβήνει τη φωνή μου, πνίγει τά βήματα μου, γυρίζει μέσα μου το ζεστό μου τραγούδι.
52
ΤΑ ΚΡΙΝΑ
Πλανήθηκα πολλές φορές σ' αύτη την έρημη παρα λία. Άλλ' οπότε κι αν έριχνα στη θάλασσα τις πετονιές μου, πάντα έσερνα εξω την ϊδια κόττα άπ' το ραμφί. Στο γυρισμό, τα ψάρια ξεραίνονταν ολομόναχα στο ταβάνι της σοφίτας μου. Θ' ανάψω ένα βράδυ μια ωραία φωτιά και θά ζήσουν για τελευταία φορά, προτού γίνουνε στά χτη, τα λαμπερά χρώματα τοϋ βυθού τους. "Υστερα, αυτό το άγριο δίχως σώμα πουλί θά πετάξει απ το παράθυρο, και τ αστέρια θά φέξουν μέ το φώς τους τά κρίνα πού φυτρώνουν στους τοί χους μου. (Την ημέρα είναι κρεμμύδια• το βράδυ γίνονται κρίνα. Το κρίμα τά συντηρεί).
53
ΤΑΞΙΔΙ
Στο παράθυρο φάνηκε το πουλί και μοϋ "κάνε νοή ματα να βγω εξω. Σε λίγο πετούσαμε μαζί πάνω από κήπους με μηλιές, μουσκεμένες άπ την υγρα σία. Το πουλί φλυαρούσε στ αυτί μου: «Ή σπηλιά —σοϋ έχω μιλήσει γι αυτήν τόσες φορές— δεν είναι μακριά. Το βατράχι πού φυλάει μπροστά με ξέρει. (Τον πατέρα του τον έλιωσε προχτές ή ρόδα της βοδάμαξας). Έκεϊ, στη σάπια κάσα, ανάμεσα στους δυόσμους, είναι κρυμμένο το παλιό χέρι».
54
ΤΑ ΦΥΛΛΑ
Φορώντας ένα λεπτότατο δίχτυ πού τύλιγε δλο μου το κορμί σαν ανάλαφρη κουνουπιέρα, άνοιγα την πόρτα πού έτριζε —ακόμη ακούω τους στεναγμούς της— κι έβγαινα έξω στη νύχτα. Πηδούσα το φράχτη κι οι πέτρες ξεκόλλαγαν πίσω απ' τη ράχη μου, κατρακυλώντας στη βαθειά γούρνα. Τα ρουθούνια μου, πού δλη μέρα ανάσαιναν την μπόχα της σάπιας βάρκας, ρουφούσαν τώρα τις μυρωδιές της νύχτας άπληστα" ποτέ δεν κατάφερα νά τις συνηθίσω. "Εβρισκα το δέντρο. Καθόμουν στις ρίζες του ώρες και περίμενα. Κάποτε άρχιζε ή βροχή των φύλλων. Τεράστια φύλλα, πράσινα, παχιά και χνουδάτα πέφταν συνέχεια ολόγυρα μου. Τα μάζωνα και στο γυρισμό γέμιζα το μπαού λο. "Υστερα έβανα τ αυτί μου κι άκουγα το τρα γούδι τους. «Θαρρείς πώς δε θα ξεραθούν και τα μαζώ νεις», μοϋ λέγανε σπίτι, πού παραφυλαγαν πότε θα
55
γυρίσω δίνοντας μου το κερί στο σαμντανι γεμάτο κίτρινα σάλια, «ακούγεται κιόλας το τραγούδι τους1 οσο πιο ώραϊο γίνεται, τόσο περισσότερο πίνει το χυμό τους. αΩς αύριο θά 'χουνε γίνει σκόνη». «Ναι», τους αποκρινόμουν, συμφωνώντας τάχα μαζί τους, «δίκιο έχετε, έτσι είναι. Πεθαίνουν και τραγουδάνε». "Αμα ξάπλωναν δμως πάλι στα κρεββάτια τους, και μόνο τά δάχτυλα των ποδαριών τους εξω άπ' τις κόκκινες βελέντζες έφεγγαν σαν καντήλια στο σκοτάδι, τότες έτρεχα και κολλούσα το μάτι στην κλειδαρότρυπα τον μπαούλου μου. "Ω, πώς ταξιδεύανε, σαν μαλακά ποταμόψαρα, αστράφτοντας μέσα στο χάος! Δεν ξεχώριζαν ποια είχα κουβαλήσει απόψε και ποια βρισκόντουσαν πολλά χρόνια εκεί. "Ολα πράσινα, με γυαλιστερή ολοζώντανη σάρκα. Οι χυμοί, πού κυκλοφορούσαν στις φλέβες τους ανεξάντλητοι, τραγουδούσαν. Ποτέ δε θά μοϋ ξεραθούνε.
56
ΤΑ ΜΑΤΙΑ
"Επεσε μονόπαντα, χτυπημένος βαριά, λαβωμένος θανάσιμα, πάνω στο μεγάλο, το μονάκριβο μας λιοστρόφι. Μούσκεψε στο αίμα, έσβησε το φως τον κήπου μας, σταμάτησε να χτυπάει ή καρδιά τοΰ περιβολιού μας. Σιωπή, σκοτάδι και μαύρη χλόη άρχισε να φυτρώνει παντού. «Ό ήλιος σ' έδιωξε από τον ουρανό κι εσύ κυ νήγησες τον ήλιο μου στη γή' πάλι κοντά στον ήλιο ήρθες κι έγειρες να πεθάνεις μαζί του», τού είπα και τον έγύρισα με την πηρούνα. Κατόπι γονατι στός, με το φανάρι κρεμασμένο στο λαιμό μου γιά νά βλέπω, τού ξεδίπλωσα, όσο ήταν ακόμα ζεστές, τις κολλημένες φτερούγες πού τρίξανε καθώς τις άνοιγα σάν τα χοντρά φύλλα τον λεξικού μου. Στις άμασχάλες τον βρήκα δυο μάτια κόκκινα, ζωντανά, πού με κοίταζαν. Τά ξεκόλλησα με το σουγιά προσεχτικά χωρίς νά τά χαλάσω, και σάν πάγωσαν γίναν δύο όμορφες μπίλιες, δυο χρωματιστές γκαζές πού μ' αυτές νι κάω όλους τους συμμαθητές μου. Μού δίνουν δ,τι
57
Θέλω για να τις αλλάξουμε μα εγώ, ξέροντας τί μοϋ έχουν στοιχίσει, δεν τις αλλάζω με τίποτα. Επειδή είναι μάτια, βρίσκουνε μόνα το στόχο τους• φτάνει να τα σπρώξω με το δάχτυλο. Πάντα χτυπούν το στόχο τους. Ωστόσο εν3 άπόγεμα πού περπατούσα στον σκο τεινό κήπο μοναχός, ανάμεσα σε μακριές σειρές σφουγγάρια πού βαριανασαΐναν, μοϋ ήρθε ή ιδέα να παίξω σημάδι για πρώτη φορά μέ τον εαυτό μου. Βγάνω λοιπόν από τήν τσέπη τις μπίλιες, βάνω τή μια χάμω, τραβιέμαι λίγα βήματα πίσω, κι απιθώνοντας και τήν άλλη καταγής, της δίνω μια μέ το δάχτυλο. "Οσο κι αν ήταν το αποτέλεσμα σίγουρο, όμως ή καρδιά μου βροντούσε δυνατά καθώς περίμενα. Ή μπίλια ξεκίνησε αργά στην αρχή, δσο πήγαινε έτρεχε πιο γρήγορα πάνω στις γρασιδιασμένες πλά κες. "Εφτασε σιμά στο στόχο της, άλλα τήν τελευ ταία στιγμή, μισό χιλιοστό προτού τον αγγίξει, σταμάτησε απότομα, κι αμέσως ύστερα οι μπίλιες μου — κ α ι οι δυο μαζί— ανέβηκαν και χάθηκαν στον ουρανό.
58
Οντε τις ξαναβρήκα πιά. Οντε άλλος αετός έπε σε στο περιβόλι μας από τότε. Δε θα ξεψυχήσει άλλος αετός στην αγκαλιά μον.
59
Η ΤΙΓΡΙΣ
Ή Νύχτα, με το μονσονδι υγρό, περνάει ανάμεσα στα δέντρα και μέσ' απ τα χωράφια με τα νερά και τα καλάμια. Στη σοφίτα τον παλιού σπιτιού φέγγει ενα πορτοκαλένιο φως. Είναι μια άδεια κάμαρη με σπα σμένα τζάμια. Τρεις ωραίες φωτιές ανάβουν πάνω στο φαρδύ κρεββάτι πού αιωρείται μ' άλνσίδες στη μέση της κάμαρης. "Ενα εξασκημένο χέρι με μαύρο γάντι και δαχτυλίδι τις πιάνει απαλά και τις φντεύει σε μιαν αρα χνιασμένη γλάστρα. Μια μικρή τίγρις με μαύρες ραβδώσεις πού ήταν κρυμμένη πίσω άπ' το κουμάρι, βγαίνει άπ' τη μι σάνοιχτη πόρτα" κοιτάζει για λίγο το φεγγάρι και με μονδιασμένες βηματισιές χάνεται μες στο ψηλό
6ο
χορτάρι τοϋ κήπου. Στα πόδια λους κίτρινους μενεξέδες.
της φοράει
μεγά
Θά ξανάρθει όμως αύριο το βράδυ. "Ολη τη μέρα στο βαγόνι τοϋ τραίνου πού θά την οδηγεί στο κλουβί της και υστέρα στον απέραντο παγωμένο στίβο, την ώρα της παράστασης, θά νοσταλγεί το χάδι τοϋ χεριού με το μαύρο γάντι. Θά 'ρθει ξανά αύριο το βράδυ, νοσταλγική και υπάκουη στη διαταγή τοϋ γαντοφορεμένου χεριού, ν' ανάψει τις φωτιές απάνω στο φαρδύ κρεββάτι.
6ι
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΟΤΑΝ ΑΣΤΟΧΕΙ
Πολλές φορές όταν βρισκόμασταν ψηλά στη σοφί τα τον εξοχικού σπιτιού, κάτω άπ' τον μικρό περι στεριώνα, ολομόναχοι, μέ το φεγγάρι κόκκινο στο ραγισμένο καθρέφτη, σηκωνόταν, έριχνε το μισοφόρι της πάνω στο γυαλί κι έκρυβε το φεγγάρι- τό τες, εκεί που χάιδευα τον απαλό λαιμό της άπ'δπου άνάβρνζαν νεροπίδακες οι σπασμοί, Θέλοντας ν" ανέ βω νά φιλήσω τά φλογισμένα της χείλια, έχανα σέ μιά στιγμή το κεφάλι της. Σηκωνόμουνα έξαλλος, τραβούσα μ' οργή τά χέρια της πού εξακολουθού σαν νά μ αγκαλιάζουν καί, αφήνοντας το κορμί της ζεστό στο κρεββάτι, πετιόμουν στον ανοιχτό στρογ γυλό φεγγίτη πού έβλεπε στον κήπο. Το κεφάλι της, όπως το είχα μαντέψει —εΐχα τήν πείρα άπό άλλες φορές—, έπλεε σάν ένα μονά κριβο λουλούδι ανάμεσα στά καταπράσινα ζουμερά χορτάρια καί τά μαλλιά της φέγγανε πάνω στά φύλλα. Συγκρατώντας το θυμό μου, τή φώναζα μέ σι γανή φωνή μην προδοθούμε στους γείτονες, τήν
62
παρακαλούσα να σταματήσει αυτό το παράλογο παιχνίδι, προσπαθούσα να τη φέρω με κάθε τρόπο στα συγκαλά της. Τα περιστέρια πλάι μας δεν παραδέχονταν ετού τα τα χωρατά• γουργούριζαν, ξεπουπουλιάζονταν κι έπεφταν βροχή τα ράμφη τους πάνω στα γυμνά μας κορμιά, δαγκάνοντας τα. ΤΤαρ' όλα μου τα παρακάλια ποτέ δεν ανέβαινε άμα δεν το ήθελε αυτή, πάντα όμως σαν ξαναγύρι ζε, πίσω άπ' τα κόκκινα χείλια της μοσκοβόλαγαν τα δόντια της νυχτερινό κήπο και τα μαλλιά της είχαν μακρύνει στην απουσία της, τόσο πού δεν τα χωρούσε πια δχι μόνο το μαξιλάρι, άλλα ούτε ολάκερο το κρεββάτι κι έπεφταν ώς το πάτωμα σ' ατέλειωτους κυματισμούς.
63
ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ
' Υπάρχει ενα κατάμαυρο πουλί, μ ενα μοναδικό χρυσό φτερό στην ουρά τον. "Οταν προβάλλει ή αυγή, κίτρινη, μετανιωμένη, στα περιβόλια πίσω άπ'τις μουσμουλιές, ή δταν αρχίζει το σούρουπο ν' απλώνει τις γαλαζοκόκκινες σκιές τον στις άπατες λαγκαδιές, τότε το που λί, πού φωλιάζει στις πέτρες τών έρημοι λιβαδιών, βγαίνει άπ' την τρύπα τον και ξεχύνεται στο δάσος. Είναι το φόβητρο τών μνημένων κννηγών. Στη μου σική τών φτερών τον υποχωρούν τα βήματα τονς. Δε φεύγει ποτέ μπροστά στον κίνδννο, δεν αφή νει ποτέ τή θέση τον, δεν κρύβεται ποτέ άπ' τά μά τια τών εχθρών τον ταξιδεύοντας τυλιγμένο σ' ένα πράσινο φύλλο, όπως κάνουν όλα τ' άλλα πονλιά. Μετριούνται στά δάχτνλα οι κννηγοί πού μπο ρούνε νά παινεντονν ότι το είδαν δνό-τρεϊς φορές ολάκερη τή ζωή τονς. Άλλα οντε ένας ταριχεντής σπάνιων πουλιών δέν καυχήθηκε ώς τά σήμερα πώς πλούτισε μ' αντό τή συλλογή τον.
64
Άλλοίμονο σ' εκείνον πού χωρίς να ξέρει συναπαντιέται οπλισμένος μαζί τον. Τον προσκαλεί να πλησιάσει με τη σοβαρή χάρη τον χρωματισμού τον, με την ανείπωτη γλύκα της φωνής τον, με τις ρυθμικές κινήσεις τού χρυσού φτερού τον. Ό κυνηγός άννποψίαστος φτάνει κοντά, σημαδεύοντας πάντα με υψωμένη την καραμπίνα κατά πάνω τον και το δάχτνλο σταθερό στή σκανδάλη. Τη στιγμή που είναι έτοιμος πιά να τραβήξει, βλέπει με φρίκη στο κλαδί, στο βράχο ή στην πε ζούλα τού ξεροπήγαδον, το ϊδιο κατάμαυρο πονλΐ να τον κοιτάζει, αυτή τη φορά μ αλλιώτικο βλέμμα. Πού τά ξέρει αυτά τά μάτια; Πού τά 'χει ξανα δεί αυτά τά μαλλιά; Πού τά θυμάται αυτά τά πολύ γνώριμα χαρακτηριστικά πού είναι αντικρύ τον; "Οχι, δεν κάνει λάθος. Στο μαύρο κορμί τού πονλιού, στή θέση τού κε φαλιού τον, βρίσκεται τώρα κολλημένο το μικρο σκοπικό ομοίωμα της δικιάς τον κεφαλής. Είναι το δικό τον πρόσωπο πού, σάν μέσα άπό άναποδογνρισμένο κιάλι πού μικραίνει τά πράγματα, ση μαδεύει στο κλαδί, στο βράχο ή στην πεζούλα τού ξεροπήγαδον.
65
Ποιος θα τολμήσει να ρίξει το βόλι πάνω στο εϊδωλό του την ώρα πού πάει να χτυπήσει ενα πουλί;
66
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΝΑΣΚΑΦΗ Πολλά Είχε Άφοϋ
.
λουλούδια κρεμάσει
μικρούς
το χάιδεψε
Αδιαφορούσα Μ'ενα
μεγάλο
16
ψαλίδι
πεινασμένα
Τά βράδια
με τη βροχή,
Νά τη σέβεσαι
17
λίγο
Τά πουλιά
με παραφυλάνε οι αρκούδες
στά φύλλα
18
.
19 2ο
τη Νύχτα
πού δεν έχω πουλιά
Μη ζητάτε
14 15
τοϋ κήπου
7α σύννεφα παραμέρισαν
Ό
13
για τά λουλούδια
στο φράχτη
Έγώ
12
καθρέφτες
ωρα πολλή
Κοντά
21
φυλακισμένα
.22
ρολόι, δεν υπάρχει
ήλιος γέμισε
πορτοκάλια
23
το δωμάτιο
ΟΊ κρίνοι, εκείνα τά χαμόγελα
στις άκριες των βράχων
Μέσα στ ανοιχτά
στόματα
Άπό
τις τρύπες
λιοντάριαια
Το δάσος πάνω σε τέασερεις σκηνή
Κοιτούσε
σβήσαν
25
28 3°
βλέμμα πού γελάνε
. . .
μόλις
Τ" αυτιά τοϋ αλόγου
βγεϊ πίσω
31 32
μπαούλο
• . 33
μπούρμπουλας
Οι καλόγριες,
27 29
και σκοτεινά
το παραγιομισμένο
Ό μικρός
μες στά πανέρια
ξύλινες ρόδες έφευγε
τά φώτα
μ' αδιάφορο
24 26
Μέσα στά μήλα είναι μωρά ευχαριστημένα Αυτό
. . .
τοϋ σφουγγαριού
Βαλαν τις άσπρες γάτες τους νά κοιμηθούν Στη
11
το φεγγάρι
πίσω
άπ' τους θάμνους
68
άπ' τά βράχια
34 35
Ό αγέρας ζώνει Ή
ομορφιά
τονς λάμπει
Ανεβαίνοντας
3^
ολούθε το καμπαναριό πιότερο
κι από την αρετή
. . . .
Τά κλειδιά
τον ψεγγαροφράχτη
σπαρταράνε
στη ζώνη σον
Θά πήξει
το δάκρν, θά γίνει χιλιάδες
φορές
Φντέψαν
ανάμεσα
μας
ένα πυκνό περιβόλι Τά σκοινιά
41
νησί
Σέ πέθανα και σέ ανάστησα Αναδύεσαι.
39 4°
Δε σέ είδα ποτέ στο φως τον ήλιου Υπομονή!
37 3^
στις πιο ψηλές στέγες
πού σέ βαστούσαν
42 43
στο βράχο
. . .
44
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ Οι πεταλούδες
47
Ό σκαντζόχερος
-φ
Το μυστικό
49
Το περιστέρι
5°
Ή ουλή
51
Ή βρύση
52
Τά κρίνα
53
Ταξίδι
54
Τά φύλλα
55
Τά μάτια
57
Ή τίγρις
6ο
Ό έρωτας όταν αστοχεί
62
Το είδωλο
64
69
«Η Κ Ρ Ϊ Π Τ Η » ΤΟΤ "Ε. Χ. Γ Ο Ν Α Τ Α ( Γ ' ΕΚΔΟΣΗ)
ΤΤΠΩΘΙΤΚΕ
ΤΟΝ
ΙΟΥΝΙΟ Τ Ο Ϊ 1991 ΣΤΟ Τ Ϊ Π Ο Γ Ρ Α ΦΕΙΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΣΤΙΓΜΗ» (ΖΩΟΔΟΧΟΪ
Π Η Γ Η Σ 91, Α Θ Η Ν Α
114 73 - Τ Η Λ . 36.44.064) ΣΕ 2.000 ΑΝΤΙΤΪΠΑ
ΣΕ Χ Α Ρ Τ Ι
ΟΗΑΜΟΙ8
ΣΑΤΙΝΕ 100 Γ Ρ . « Λ Θ Η Ν Α Ϊ Κ Ι Ι Σ » ~
Η ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ
ΕΓΙΝΕ Α Π Ο
ΤΗΝ Α . Σ Α Λ Τ Ο Ρ Ι Α Δ Η Σ & Ϊ Ι Ο Ι ο.ε. ΚΙ Η Τ Υ Π Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Ε Π Ι Μ Ε Λ Ε Ι Α Α Π Ο ΤΟΝ ΑΙΜΙΛΙΟ Κ Α Λ Ι Α Κ Α Τ Σ Ο
Ά ρ ι θ . ϋκδ. 110