made by Absens
made by Absens
Το λέμε ,
σωστα;
Το γράφουμε ,
σωστα;
made by Absens
Λαθη που γΙνοντοl συχνά στο γραπτά κοι στον προφορικό λόγο
made by Absens
Το λέμε ,
σωστα;
Το γράφουμε ,
σωστα; ,\
.
, που γίνονΤΟ1 συχνά στο γραπτό κα1 στον προφΟΡ1κό λόγο
Ίνα Αναγνωστοπούλοu Ι Λία Μποuσούνπ-Γκέσοuρα
made by Absens
ΜΕταlΧΜIΟ
(1)
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ίνα Αναγνωστοπούλου, Λία Μπουσούν η-Γκέσουρα,
Το λέμε σωστά; Το Υράφουμε σωστά; Λάθη που Υίνονται συχνά στο Υραπτό και στον προφορικό λόΥΟ Πρώτη έκδοση Μάρτιος 2 006
ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΙΩΝ Δέσποινα Καλογεράκη ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΜΟΥ Ρίκη Κοντογιάννη © 2 005, Εκδόσεις ΜΕΤ Α Ι Χ Μ Ι Ο και Ίνα Αναγνωστοπούλου, Λία Μπουσούνη-Γκέσουρα ISBN 960-375-869-8 3869 958, Κ.Π. 413/06
ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ κ Ε.Π.
ΠΡΟΣΟΧΗ!
Η ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελλη νικού Νόμου (Ν_ 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διε θνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γρο mής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευοη του ουνόλου ή μέραυς του έργου.
Εκδόσεις ΜΕΤ ΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118,114 72 Αθήνα τηλ. 2113 003500, fax: 2113 003562 .
http://www.metaixmio.gr
•
e-mail:
[email protected]
Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18,106 80 Αθήνα τηλ. 2103647433 , fax: 2103610750
ISO 9001
.
Υποκατάστημα Βόρειας Ελλάδας Ολύμπου 81,546 31 Θεσσαλονίκη τηλ . 2310250075,231026 0085, fax: 231 0250075 .
Βιβλιοπωλεία ΜΕΤ Α Ι Χ Μ ΙΟ
made by Absens
1. Ασκληπιού 18,106 80 Αθήνα τηλ.. 2103647433 ,fax: 2103610750 2. Στοά του Βιβλίου, Πεσμαζόγλου 5,10564 Αθήνα τηλ. /fax: 2103319195
aYo� ',,".,Ι· <)\j,(I"kl",." " 1;\'''- ')"",1<1·"
.. '1:''';-.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΛΙΓΑ ΛOΓlA ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
.......................................11
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ.
.15
1.
Συνηθισμένα ορθογραφικά λάθη ..
2.
Ορθογραφικές διαφορές σε σύνθετα και σε παράγωγα
3.
Λάθη στη φωνολογική, κυρίως, απόδοση λέξεων .....
...........31 .
..... .. .. .
.
. 35
..39
4.
Παροιμιώδεις φράσεις, καθιερωμένες εκφράσεις και λόγιες λέξεις .... 48
5.
Ομόρριζα που διαφέρουν ως προς τη σημασία ...
6.
Επιρρήματα σε -ως και ο πληθυντικός ουδετέρου
..58
ομόρριζων επιθέτων (-ο)
. ... . .......... 94
7.
Ζεύγη ομόρριζων επιρρημάτων σε -ο και σε -ως
8.
Λέξεις και φράσεις που συγχέονται ως προς τη σημασία
9.
Παρώνυμα που συγχέονται ως προς τη σημασία.
10.
Ομόηχα......................................
11.
Επιρρτ'ιματα σε -εί και σε -ί
made by Absens
με διαφορετική σημασία ......................................96
.
.... 99 ...........117 . ....... 130
.............................143
12.
Ονόματα και επίθετα σε -ιος / -ειος
13.
Διάφορα λάθη στην κλίση των ουσιαστικών .. . .. ...... ......... 145
14.
Διάφορα λάθη στην κλίση των επιθέτων.
15.
Τα παραθετικά .
16.
Τα αριθμητικά ...............................
17.
Λάθη στη συμφωνία των όρων της πρότασης .................... 159
.
... 144
.
.
.
...147 .156
. .157
18.
Διάφορα λάθη στη σύνταξη ............. .. .. . .... ......
19.
Λάθη πλεονασμού ...
.
.
.
.
.. 162
.......................167
20.
Τονισμός μονοσύλλαβων λέξεων
21.
Άκλιτα: με μία λέξη - με δύο λέξεις..
........... . .. ... . .... .... 168
22.
Τα διαλυτικά
23.
Το ενωτικό
24.
Συνηθισμένα λάθη στη χρήση της προστακτικής ..
.
.
........ . . .......
...169 . 171
............173 .........174
[ 7]
25.
Τα δύο θέματα (ενεστωτικό και αοριστικό) των ρημάτων
άγω, βάλλω, συντρέχω. ........................
. ......... 178
.
26.
Ορθογραφικές διαφορές στους τύπους των ρημάτων
απαυδώ, απόλλυμι και βλέπω.................................. 183 27.
Ορθογραφικές διαφορές στους τύπους του ρι'ιματος δίδω και των συνθέτων του
28.
Τα τρία συστήματα αρίθμησης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
made by Absens
[ 8]
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
. .
.
.
.
. '........ 185 .
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
186
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
189
Αυτό που λένε οι λέξεις δεν έχει διάρκεια, οι λέξεις έχουν διάρκεια' γιατί οι λέξεις μένουν πάντα ίδιες, ενώ αυτό που λένε δεν είναι ποτέ το ίδιο. ΑΝΤΟΝΙΟ PORCHIA,
made by Absens
μτφρ.
Επιλογή από τις Voces Στιγμή, 2000
Ε. χ. ΓΟΝΑΤΑΣ, εκδ.
made by Absens
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τ ο βιβλίο αυτό,
το οποίο δεν είναι βέβαια ούτε λεξ ικό ούτε γραμματι κή ούτε ό υθύ συντακτικ , απε νεται σε όσους κάποιες φορές αμφιβάλλουν αν αυτά που λένε ή γράφουν είναι σωστά. Επειδή η ελληνική είναι μια δύσκολη γλώσσα, είναι φυσικό να κάνουμε ορισμένα λάθη, όταν μιλάμε ή γράφουμε. Τα λάθη αυτά αφο ρο ύν συνήθ ως την ορθογραφί α, τη φωνο λογική απόδοση των λέξεων και τη σύνταξη. Επίσης, κάνουμε λάθη και από άστοχη επιλογή λέξεων ή φράσεων των οποίων δε γνωρίζουμε την ακριβή σημασία, αλλά και στις περιπτώσεις χρήσης λέξεων που μοιάζουν φωνολογικά, μορφολογικά ή σημασιολογικά, π.χ. βουλή/ βούληση, πρότυπο/πρωτότυπο, τεχνητός/τεχνικός, ρόχθος/ρόγχος, εξασθενί ζω/εξασθενώ, ανακάλυψη/εφεύρεση, διότι δε συνειδητοποιούμε τις διαφορές ανάμεσά τους. Πολλά από αυτά τα λάθη, επειδή επαναλαμβάνονται συχνά και από πο λλούς, έχουν ήδη γίνει κατά κάποιο τρόπο αποδεκτά και δεν προσκρούουν πλέον στο γλωσσικό μας αίσθημα. Αρχίσαμε να συγκεντρώνουμε σχετικό υλικό μέσα από τη δουλειά μας, τη γλωσσική επιμέλεια σχολικών και άλλων βιβλίων, γιατί σκεφτήκαμε ότι αυτό θα μπορού σε ίσως να φανεί χρήσιμο σε πολλούς. Επιχειρήσαμε, λοιπόν, να του δώσουμε συγκεκριμένη μορφή και καταλήξαμε να καταγράψουμε και, κυρίως, να «κατηγοριοποιήσουμε» ορισμένους τύπους και ορισμένα λεκτικά σχήματα που συχνά λέγονται ή γράφονται λανθασμένα. Στο βιβλίο σημειώνονται χαρακτηριστικά παραδείγματα λαθών που γίνονται σε διάφορα γλωσσικ ά επίπεδ α. Σ υγκεκριμένα, καταγράφονται περιπτώ σεις λανθασμένης απόδοσης της φωνολογικής εικόνας λέξεων (όπως πaρεπιπτό ντως αντί του σωστού παρεμπιπτόντως, υποθάλπτω αντί του σωστού υποθάλ πω κ. ά.) και διάφορα ορθογραφικά, μορφολογικά και συντακτικά λάθη (όπως λάθη στη χρήση της προστακτικής, στην κλίση του επιθέτου κ. ά. ). Επί σης
αναφ έρονται περιπτώ σεις λανθ ασμ ένης χρή σης συγγενικ ών εννοιο λογικά λέξ εων (όπως περίπτωση-περίσταση, πλ ε ονέκτημα-προτέρη μα, ευπαρου σίαστος-ευπρόσωπος κ.ά.), λέξεων παρώνυμων (όπως επήρεια-επιρροή, ρόγ
made by Absens
χος-ρόχθος κ.ά.) και ομόηχων (όπως σορός (η)-σωρός (ο), έκκληση-έκλυση,
[ 11 ]
κλίση -κλήση κ.ά. ) που συγχ έονται εί τε ως προς τη μορφή ε ί τε ως προς τη
σημασία' ακόμη, λόγιες φράσεις (όπως εξ απαλών ονύχων, επί ξυρού ακμής, ε/σπράπω τα επίχειρα κ.ά,), ζεύγη ομόρριζων επιρρημάτων που χρησιμοποιού
νται λανθασ μένα (όπως άμεσα-αμέσως, απλ ώς-απλά, ιδιαί τερα-ιδιαιτέρως κ.ά.), ομόρριζα επιρρήματα και επίθετα τα οποία συγχέονται στη χρήση τους (όπως επομένως-επ όμενα, προηγουμένως-προηγούμενα κ.ά. ) και ομόρριζες λέξεις με διαφορετική ορθογραφία (όπως ανδρεία-ανανδρία, αμείβω-αμοιβή, δρομέας-δρομαίος κ. ά. ). Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει πίνακας με τα τρία συστ ήματα αρίθμησης -αραβικό, ελληνικό και λατινικό- που είναι χρήσιμος για την ανάγνωση χρονο λογιών και αριθμήσεων. Κατά την καταγραφή του υλικού χρησιμοποιήσαμε όλα τα λεξικά της νεοελ ληνικής γλώσσας, αλλά κυρίως βασιστήκαμε στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνι κής του ΑΠΘ - ΙΜΤ και στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπι νιώτη. Σημειώνουμε ότι το βιβλίο αυτό, επειδή είναι καθαρά χρηστικό και δεν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα, δεν περιλ αμβάνει λέξεις με προβλήματα ορθογρα φίας, Π. χ. κτίριο/κτήριο, αυγό/αβγό, ξενιτιά/ξενιτειά Κ. ά. (βλ. Μπαμπινιώτη, λ, «ορθογραφία» ). Επισημαίνονται, όμως, περιπτώσεις λέξεων με διπλούς τύπους ως προς τη φωνολογική απόδοσή τους, Π.χ. ωρίμαση/ωρίμανση, φυσικοθερα πεία/φυσιοθεραπεία, αποτίνω/αποτίω. Σε ό, τι αφορά τα ερμηνεύματα που δίνο νται στο βιβλίο στην παρουσίαση ζευγών λέξεων, κυρίως ομόρριζων και συνώ νυμων, αποφεύγουμε, όπως και αλλού, τον αναλυτικό ορισμό και επικεντρωνό μαστε μόνο στη σημασία εκείνη που θα βοηθήσει τον αναγνώστη να συνειδητο ποιήσει τη σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις του ζεύγους, χωρίς να επεκτεινόμαστε στις διαφορετικές σημασίες τους, όταν υπάρχουν' συχνά δηλαδή περιοριζόμαστε είτε στην κυριολεκτική/μεταφορική σημασία (π. χ. προ κατάληψη/πρόληψη, παράλυση/παραλυσία κ.ά.) είτε στη θετική/αρνητική από χρωση των λέξεων (πχ αξιοποιώ/εκμεταλλεύομαι, εξαιτίας/χάρη σε, συντελε στής/υπεύθυνος κ. ά. ), ανάλογα με το είδος του λάθους. Στο βιβλίο καταγράφο νται επίσης μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις λαθών σύνταξης και μορφολογίας, χωρίς να δίνονται πουθενά σχετικά κ λιτικά παραδείγματα, τα οποία υπάρχουν σε γραμματικές ή σε λεξικά. Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι απλώς καταγράψαμε και επιχειρήσαμε να
made by Absens
κατηγοριοποιήσουμε περιπτώσεις λαθών στο γραπτό και στον προφορικό λόγο'
[ 12]
δεν αποκλείεται, φυσικά, στο απώτερο μέλλον κάποια τουλάχιστον από αυτά να ιιη θεωρούνται πλέον λάθη, εφόσον η χρήση θα τα έχει επιβάλεΙ. Το βιβλίο είναι μόνο ένα χρηστικό βοήθημα. Επομένως, για να μπορέσει ο αναγνώ στης να βρει κάποιες απαντήσεις σε απορίες ή αμφιβολίες του και να βοηθηθεί σε ό,τι αφορά τη σωστή χρήση φράσεων ή λέξεων για τις οποίες αμφι βάλλει, είναι απαραίτητο να ανατρέχει κάθε φορά στο ευρετήριο, το οποίο, επειδή είναι οργανικά δεμένο με το όλο περιεχόμενο, έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Για να μη "χαθεί" λοιπόν ο αναγνώστης μέσα στα κείμενα, αλλά να αξιοποιήσει αποτελεσματικά το υλικό του βιβλίου, θεωρήσαμε αναγκαίο να προτάξουμε του κυρίως κειμένου το ευρετήριο. Το θέμα της σωστής χρήσης της γλώσσας δεν εξαντλείται σε ένα βιβλίο. Η ελληνική γλώσσα, χάρη στη διπλή παράδοση, τη λόγια και τη δημοτική, είναι ιδιαί τερα πλούσια και μας δίνει πολλές και διαφορετικές δυνατότητες έκφρασης· αυτός όμως ο λεκτικός πλούτος της είναι και η αιτία για τις δυσκολίες που αντι μετωπίζουμε στη χρήση της, διότι, όταν μιλάμε ή όταν γράφουμε, έχουμε να επι λέξουμε ανάμεσα σε τύπους που μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους, αλλά δια φοροποιούνται, λιγότερο ή περισσότερο, ως προς τη μορφή ή τη σημασία τους. Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο χρήσιμες πληροφορίες για Γη σωστή χρήση τύπων και φράσεων της νέας ελληνικής και θα συνειδητοποιή σει παράλληλα ότι τα λάθη στη χρήση της γλώσσας, αν και μικρά τις περισσότε ρες φορές, επηρεάζουν καθοριστικά την ποιότητα του λόγου μας, γραmού και προφορικού. Ευχαριστούμε θερμά τον Ε.Χ. Γονατά, τον Κυριάκο Κατσιμάνη και τον Νίκο Παπαντωνίου για τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις και υποδείξεις τους.
made by Absens
Ίνα Αναγνωστοπούλου Λία Μπουσούνη-Γκέσουρα
[ 13]
made by Absens
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
αβαθής
αίτηση 59
149
αγγελιαφόρος 42
αιτία 99
αμπέχονο 31
αγγελιοφόρος
αίτιο 99
αμφίθυμος
αγγελος
42
58
αγελάδων (φρ.) 50, Αγια-
173
αγορανομία
155
75
αιτιολογώ 11 Ο
αναβάλλω 110
αιφνιδιαστικός 75
αναγκαιότητα 59
αιφνίδιος
ανάγκη 59
75
ακατονόμαστος
39
42
ανάγκη(ν) (φρ.) 51
(ιγοραπωλησία 39
ακμής (φρ.) 50
αναγνωρίζω
αγοραφοβία
ακολουθώ
αναγορεύω 111
αδαής
39
81
ακροποδητί
149
143
αναδύω 128
αλείφω 36
αδιάκριτα 96 αδιακρίτως 52,
96
111
αναδίδω/αναδίνω 128
αλαζονεία 31
αδιάβατος 107
αναζητώ 82
αλέκτορα (φρ.)
51
ανακάλυψη
99
αδίκους (φρ ) 49
αληθή (φρ.) 48
ανακατάληψη 140
αείμνηστος
αληθής
ανακηρύσσω
55,108
εριωθούμενο 39
εροπορικά 94 αεροπορικώς
149
αλήστου μνήμης
108
αλλεργία 31
CΙCΡOΠOρία 35
94
αθλητίατρος 42 θλίατρος 42
αλοιφή 36
111
ανακλήθηκα 139 ανάκληση
139
ανακομιδή 71
αμάλγαμα
39
ανακύκληση 117
αμαρτίαν (φρ.) 49
ανακύκλωση 117
αμαυρώνω 44
ανακύπτει 56, 82
αθρησκία 35
αμαχητί 143
(ανα)μειγνύω 36
Αϊ-
αμείβω 36
αναμένovται 52
173
αιμοδιψής 149 lιμοσταγής (Ίίολος
149
135
Αίολος (φρ.) 48 c.ιίσθημα 58 lίτημα
made by Absens
αμοιβή 36
59
αμείνων 153
αναμεταδίδω 185
άμεσα 52,
ανανδρία 35
αμέσως
96
96
αμιγής 36, 149
αναVΤΙKατάστατoς 42 (ανα)στηλώνω 138
αμιλλώμαι 83
ανάτυπο 59
αμισθί 143
ανατύπωση 99
[ 15]
αντισκωριακό118
απευθείας 52,92,169
ανδρεία35
αντιστοιχίζω83
απλά96
ανδριάντας 39
αντιστοιχώ83
απλώς 96
ανέκαθεν52 ,167
αντίτυπο60
απνευστί143
ανεμοπορία35
άντρας 145
από163, 167
ανενεργός 43
άνω σχώμεν (φρ.) 48
από θέσεως ισχύος (φρ.)
ανενημέρωτος 44
ανώδυνος 37
από θέση ισχύος (φρ.)
made by Absens
αναφερθεισών160
ανεξαρτητοποιούμαι 44
ανώτατος 156
από μέρους 93 ,170
ανεξαρτήτως 52
ανώτερος 156
αποβολιμαίος 126
ανεξεταστέος 42
ανωφελής 38
απογοήτευση39
ανεξιθρησκία35
αξιολογώ111
αποδημία 60
ανεπιστρεπτί143
αξιοποιώ112
απόδοση60
άνευ (φρ.) 48,49
απ'
αποδύομαι84
ανήκα44
απαθανατίζω46
αποζητώ82
ανημέρωτος 44
απαλείφω36
αποθανατίζω46
ανθρακωρυχείο37
απαλοιφή36
αποθετικά ρήματα 164
ανθρακωρύχος 37
απαλών (φρ.)
αποκαλώ112
ανία118
απαντώ162
απόκλιση139
ανιδιοτελής 149
απαρέγκλιτος'42
απολαμβάνω112
άνοια118
απαρνήση με (φρ.) 51
απολαύω 113
ανταγωνίζομαι83
απαρχαιωμένος 42
απολέσω183 Απόλλων32
ανταμείβω36
απαρχής 169
ανταμοιβή36
απασχολούμαι85
απολλώνιος 144
ανταποδίδω185
απειρόκαλος 52
απολωλός (το) 42
αντικαθιστώ83
απείρου κάλλους 52
απόμαχος 61 απορώ και εξίσταμαι48
αντικρίζω31 ,36
απεκδύομαι84
αντικρινός 36
απελθέτω50
αποσιωπώ84
αντικριστός 36
απεμπολώ44
αποσιωπώμενος 46
αντίκρυ 31 ,36
απέναντι92
αποστρατιωτικοποίηση 39
αντίληψη140
απεναντίας 169
αποτάθηκα,
αντιπρόσωπος 60
απέξω169
αποταμιεύω36
αντιοκορικό118
απεργάζομαι89
αποτέλεσμα 100
[16]
αποτίνω46
ατύχημα61
βιασθεισών 160
αποφέρω84
ατυχής 75, 149
βίωμα65
απόφθεγμα 105
άτυχος 75
βιώσας (φρ.) 50
απροσπέλαστος 107
αυθωρεί143
βουλεύομαι62
απώλεσα183
αύξηση174, 183·184
βουλή62
απώτατος 156
αυτάρκης 149 , 153
βούληση62
απώτερος 156
αυτοκινητικός 44
βούλομαι 62
άρα167
αυτοκινητιστικός 44
βραδέως 141
αργά115
αυτολεξεί143
βραδιά36
άρδευση39, 100
αυτός καθαυτόν... 53
βραδιάζω36
αρεοπαγίτης 39
αυτοστιγμεί143
βραδινός 36
αριθμόν (φρ.) 57
αυτοψία 167
βράδυ36
αριθμός 161
αφενός /αφ'
βραδυπορία35
άριστον (φρ.) 50
αφετέρου/αφ'
βραδύς 141
Αριστοτέλειο144
αφιλοκερδής 150
βρασμώ (φρ.) 49
αρνησιθρησκία35
αφλογιστία39
βρόγχος 119
αρτιότερος 167
αφορά (φρ.) 56
βρόχος 119
αρχαιοκαπηλία35
αφορμή99
αρχαιολατρία35
αφότου169
γαιάνθρακας 37
αρχαιότερος 156
αχανής 150
γαιοκτήμονας 37
αρχαιρεσίες 39
αχίλλειος (φρ.) 144
γαιοκτησία37
αρχάς (φρ.) 93
αχρησία118
Γαλλία38
αρχήν (φρ.) 93
αχρηστία118
γαρ (φρ.) 51
ασθενής 149
αψίθυμος 75
γεγονότα52
ασκαρδαμυκτί143
αψίκορος 75
made by Absens
ασκεπής 149
γεια168 γενεαλογικός 42
ασκός τουΑιόλου(φρ.) 48
Βάθη (πλατεία)
γενέθλια31
ασκώ85
βαθύς 154
γένεση62
ασυζητητί143
βαρέως 141
γενέσθαι48
ασφαλές (φρ.) 48
βαρύς 141 ,154
γενετικό (υλικό) 42
ασχολούμαι85
Βασίλειος 144
γέννηση62
ατιμωρητί143
βελτίωση (φρ.) 55
γερο-173
[17]
διάθεση (ρήματος ) 164
δικαιολογώ11 Ο
γεωπονία37
διακεκριμένος 31
δικαιούμαι162
Γεώργιος 144
διακήρυξη62
δικαίους (φρ.) 49
γεωργός 37
διακηρύσσω85
δίνω το «παρών» (φρ.) 53
γεώτρηση37
διακινδυνεύω 86
διύλιση31
γεωφυσική37
διακόσμηση 63
διυλίζω31,45
γι α31
διάκοσμος 63
δίΨl1φα 171,172
γιος 168
διαλέγω86
διώροφος 37
γλώσσα (φρ.) 48
διάλειψη140
διώρυγα101
γλωσσάρι(ο) 101
διαμετακόμιση71
δουλεία35
γλωσσικός 76
δωμέσου/διά μέσου170
δρομαίος 37
γεωλογία37
γλωσσολογικός 76
διαμιάς 169
δρομέας 37
γνωμικό 105
διαμονή 64
δυνάμει53
γρια- 173
διανοήθηκαν45
δυνατόν (φρ.) 50
γύπας 145
διαπασών47
δυόμισι157
διαπιστωθεισών160
δυστύχημα61
διαπραγματεύομαι87,165
δωσίλογος 31
made by Absens
γύρω από167
δαμόκλειος (φρ.) 144
διαπροσωπικός 76
Δαρείος 144
διαρρέω162
εγκαλώ128
δει δε (φρ.) 48
διάσημος 108
εγκαταλείφθηκα140
δεκατρία157
διασώζω87.
εγκατάλειψη140
δεν έχει πού (φρ.) 48
διαφανής 150
εγκεκριμένος 31
δέον (φρ.) 51
διαφεύγω162
έγκληση128,139
δεόντων48
διαχειρίζομαι165
έγκλιση139
Δημήτριος 144
διδάσκοντος 146
εγκλιτικό168
δημιουργώ 113
διεθνής 148, 150,153
εγκύπτω128
διά 31,170
διελκυστίνδα40
εγχείρηση88
διά του λόγου (φρ.) 48
διεμερίσαντο (φρ.) 49
εγχειρίδιο88
διαβόητος 108
διενεργηθεισών 160
εγχειρίζω88
διαδίδω185
διεργασία64
εγχείριση88
διαζευκτικό 168
διήθηση31
εγχειρώ88
διάθεση (φρ.) 55
διηθώ31,45
έδος 119
[ 18]
made by Absens
εδώλιο119
εκλεκτός 76
εμφιάλωση119
εθελοδουλία35
έκλυση131
εμφορούμαι 45
ει μη ήλθον (φρ,) 49
εκμάθηση65
εν βρασμώ ψυχής (φρ,) 49
είδα184
εκμεταλλεύομαι112 ,165
εν πάση περιmώσει(φρ,) 53
ειδάλλως 169
εκπληρώνω88
εν χορδαίς (φρ,) 49
ειδεμή169
εκπρόσωπος 60
ένα (φρ,) 57
ειδεχθής 150
έκτακτα96
ενάλιος 43
ειδώλιο119
εκτάκτως 97
ενάμισης 157
είδωλο119
εκτενής 150
ενάμισι157
CΙKOνOλατρία 35
εκταμιεύω36
έναντι92
ειλικρινής 150
εκτίνω46
ενάντια93
εισάγω178,179
εκτίω46
εναντίον93
εισέπραξε (φρ,) 49
εκτός 47
εναργής 43
εισέρχεται167
έκτρωμα40
ένα(ς ) 157
εισιτήριο31
εκχείλιση131
ενασχολούμαι85
είσοδος 159
εκχύλιση131
ένατος 158
είχον (φρ,) 49
ελάλησα (φρ,) 49
ενδέκατος 43
εκ μέρους 93 , 170
ελάσσων153
ενδελέχεια120
εκ του σύνεγγυς 55
ελαφρά τη καρδία (φρ,) 49
ενδελεχής 44
εκ των ων ουκ άνευ49
Ελευθέριος 144
ενδεχόμενα94
εκάστου (φρ,) 53
έλλειμμα36
ενδεχομένως 94
εκατό (φρ,) 57
ελλείπω36
ενδημία65
εκατονταετηρίδα64
έλλειψη36, 140
ενδιαφερόμενος 52
εκατονταετία 65
ελλιπής 36, 150
ενενηκοστός 158
ι:κδημία60
ελλιπώς 36
ενενήντα158
εκδίδω185
ελλοχεύω 45
ενεός 31
εκδικάζω88
εμβριθής 150
ενεργός 43
εκκαλώ128, 130
εμένα/μένα34
ενεστώτας 178,180, 181
έκκλη ση128,130,139
εμού (φρ.) 50
ενημερότητα66
εκλέγω86
εμπειρία 65
ενημέρωση66
έκλειψη 140
εμπεριέχει167
εννέα158
εκλεκτικός 76
εμπίmω47
εννιά158
[ 19 ]
made by Absens
εννιακόσια158
εξασθενώ89
επεξεργάζομαΙ64, 89,165
εννιακοσιοστός 158
εξασκώ85
επεξεργασία 64
ένοικος 66
εξελίξεις 52
επεξεργασμένο166
ενός εκάστου (φρ.)
εξετασθεισών160
επεξήγηση 67
ενόσω 169
εξήγηση67
επηρεάζω32
ενόψει/εν όψει53,170
εξίμισι157
επηρεασμός 32
ενσκήmω128
εξίσου169
επήρεια32,101
εντάξει169
εξίσταμαι48
επί δικαίους (φρ.)
εντάσσεται167
εξόκειλα45
επί ξυρού (φρ.)
εντατικός 109
εξοκέλλω45
επί το έργον54
εντελέχεια120
έξοχα97
επί τούτου54
εντελεχής 44
εξόχως 97
επί τούτω54
έντονος 109
εξώκειλα45
επιβολή120
εντούτοις 169
εξωμότης 67
επιβουλή120
εξ απαλών ονύχων(φρ.)
εξώτατος 156
επιβραβεύω113
εξ ολοκλήρου170
εξώτερος 156
επιδείνωση55
εξάγγελος 58
επαινώ113
επιδέχομαι162
εξαιρετικός 77
επακόλουθο100
επιδημία65
εξαίρετος 77
επακολουθώ81
επιδίδω185
εξαιτίας 116, 169
επαλείφω36
επιδικάζω88
εξαλείφω36
επάλειψη36
επίδοση 61
εξάλειψη36
επαναλαμβανόμενα 54
επιδότηση 102
εξάλλου169
επανάληψη140
επίδραση102
εξάπαντος 169
επανοπρόσληψη140
επιζητώ82
εξάρτηση131
επανεκδίδω185
επικεφαλής 54, 169
εξαρτίζω131
επανέκδοση100
επίκληση139
εξάρτιση131
επανεκτύπωση 100
επικλινής 150
εξάρτυση131
επανέρχομαι167
επικούρέια (φρ.) 144
εξαρτύω131
επαρκής 150
επικούρειος 32, 135
εξαρτώ131
επεισόδιο32
Επικούριος (Απόλλων)
εξαρχής 169
επέμβαση67
επικυρώνω90
εξασθενίζω 89
επενέργεια102
επιλέγω86
[20 ]
εσένα/σένα34
ι:;πίλεκτος 77
εστί (φρ.) 48,50
επιμελής 148,150
εσώτατος 156
ή 168
επιμέρους /επί μέρους 170
εσώτερος 156
ήλθον (φρ.) 49
ωΥΓανή52
επίμονος 43
έτους 158
ηλικία158
επίορκος 77
ετών 158
ημερομηνία103
επιούσα (φρ.) 51
ευάριθμος 78
ημιθανής 151
επιούσιος 77
ευγενής 132
ημιώροφος 37
επιπλέον 169
Ευγένιος 144
ηράκλεια (φρ.) 144
επίπτωση100
ευδαίμων153
επιρροή32,1ΟΙ
ευημερία120
Θ αλασσοπορία35
επιστήσω (να/θα) 45
ευθέως 141
θεαματική(φρ.) 55
επισύρω114
ευθύνη68
θεια- 173
επιτέλους 169
ευθύς 141
Θεοφάνια32
επίτιμος 79
ευμάρεια 120
θέση (φρ.) 52
επιτόπου /επί τόπου 170
ευπαθής 151
θρησκεία35
Επιφάνια32
ευπαρουσίαστος 109
επιφέρω84
ευπρεπής 151
Ιδέσθαι (φρ.) 52
επίχειρα 49
ευπρόσωπος 109
ιδιαίτερα97
επιχορήγηση102
ευρετήριο 101
ιδιαιτέρως 97
επόμενα94
Ευριπίδης 32
ιδιοφυής 78,172
επομένως 94
Ευρυδίκη32
ιδιοφυία172
ευσεβής 151
ιδώ 184
(φρ.) 50
ευφυής 172
ιεραρχώ111
εποχικός 44
ευφufα172
ικέτης 132
επώδυνος 37
ευχάριστα97
ιμάτια (φρ.)
επωφελής 38
ευχαρίστως 97
ινστιτούτο 40
εφ'
Ιππής (Αριστοφάνη) 32
εποχή των παχιών/παχειών
ργον (φρ.) 54
made by Absens
ζ
επιλεκτικός 76
r.ρμαιο53
εφεύρεση 99
ισθμός 101
ι:ρωτηματικά168
εφόσον169
ισορροπημένος 78
ωαεί143
εφυάλωση 119
ισόρροπος 78
ωάς /σας 34
έωλος 135
ισοϋψής 151
[21 ]
ίσταται (φρ.) 50
καταλείπω36
ισχύς (φρ.) 52
καταλήξεις
ιχθύες /ιχθύς 146
•
Καθαυτό169 κάθειρξη103
•
καθένας /καθεμιά... 32 καθεξής 169
κατεργάζομαι 64, 89, 166
σε -ας , -ίστας ,
κατεργασία64
-ίας 145
κατεργασμένο166
ονομάτων και επιθέτων
κατευθείαν/κατ'
επιθέτων σε:
92, 170 κάτοικος 66
καθετί32, 169
-ύς ,
κατοχυρώνω90
κάθιδρος 32
-ης ,
κατώτατος 156
-ων153
κατώτερος 156
μετοχών σε -οντας ,
κενός 135
-ώντας 164
κέντρα (φρ.) 51
ρημάτων σε:
κεφαλήν (φρ.) 48
καίριος 43
-ήστε177
κήτος 130
κακόγουστος 52
-ίστε,
κινδυνεύω86
επιρρημάτων σε-έως 141
κινώ91
κάθισα32 καθόσον/καθ'όσον170
•
καθότι/καθ' καινός 135
•
κακοήθης 151, 154
•
κακούργημα 103
κατάληψη140
κιόλας 169
κάλλος 52
καταλογίζω 111
κλήθηκα139
καλώ139
κατάλοιπο36
κληροδοτώ91
καμένος 32
καταλογάδην169
κληρονομώ91
καμία/καμιά 32
κατάλυμα32
κλήση130, 139
καπηλεία35
καταναγκασμός 68
κλητική 160
Καραίβική40
κατάmυστος 43
κλίνη (φρ.) 48
καρδία (φρ.) 49
καταρχήν / κατ'
κλίνω139
καρδίας (φρ.) 48
made by Absens
170
αρσενικών ουσιαστικών
σε -ιος , •
κατεξοχήν/κατ'
170
κλίση130, 139
κατ'
κατασκευάζω90
κόγχη121
κατά πόδας 56
κατατρέχω 129
κοιλιοδουλία35
καταγγελθεισών160
κατατρύχω 129
κοινοτοπία40
καταγής 169
καταχωρίζω32, 45
κοινότοπος 43
καταδίδω185
καταχώριση32
κοινωνικοποίηση69
κατακυρώνω90
καταχωρισμένος 45
κοινωνικότητα 69
[22 ]
κοινωφελή ς 151
-λή φθηκα140
μέθοδος 69,159
κομπλιμέντο 40
λήψη140
μείγμα36
κοντά167
λίβας 121
μειγνύω36
Κορίνθιος 144
λίθος 104
μ(ε) ικτός 36
κουνώ91
λίθος (φρ.) 50
μείξη 36
κόχη121
λίμα133
μειονότητα70
κρητικός 136
λιμός 133
μειο(νο) ψηφία70
κριτικός 136
λογοπαιδικός 43
μέλλον178-182
κυκλοφοριακός 78
λόγος (φρ.) 50,56
μέλλοντας 178-182
κυκλοφορικός 79
λόγου χάρη55,170
μεμιάς 169
κυρα-173
λόγχη55,121
μέρους (φρ.) 93
κύρια95
λοιμός 133
μες 34
κυρία55
λοιπόν167
μέσ'34
κύρια ονόματα173
λοίσθια (φρ.) 51
μεσοτοιχία40
κύριος 55
λόχμη121
μετά163,167
κυρίως 95
λυδία λίθος 104
μετά Χριστόν56
κύτος 130
made by Absens
λάβα121
μεταγραφή70 μάθηση65
μεταδίδω185
μακαρίτης 55
μετακομιδή71
λάβρα121
μακρόθεν55
μετακόμιση71
λάθε (φρ.) 50
Μαλδίβες 40
μετάληψη140
λάθη54
μάλλον (φρ.) 56
μετεγγραφή 70
λάθρα50
μαστρο-173
μετε(α) ξεταστέος 44
λακκουβών145
μαστροπός 33
μετέρχομαι 162
λακτίζειν (φρ.) 51
ματαιώνω 110
μετοικίζω91
λαμβάνω140
με (φρ.) 51
μετοικώ91
λανθάνουσα (φρ.) 48
μεγαλογράμματη γραφή172
μετοχή159
λατρεία35
μεγαλοφυής 78
μέτρο169
λέγει (φρ.) 48
μέγας 43
μέτρον άριστον (φρ.) 50
λείπω36,140
μεγέθυνση40
Μετσόβιο144
-λειψη140
μεγεθυσμένος 40
μήνας 145
λήγω162
μεθοδολογία69
μία157,158
[23 ]
μιάμιση157, 158
νοητικός 109
οποίος 163
μιγάς 36
νομοταγής 151
οποτεδήποτε169
-μισι157
νύμφη122
όπου163
μισός 157
νύφη122
οπουδήποτε 169 οπωσδήποτε169
μνήμης (φρ.) 108 μοιρολατρία35
ξ ενομανής 151
οργάνω (φρ.) 49
μολαταύτα169
ξυρού (φρ.) 50
ορθοπαιδικός 44 ορθοπεδικός 44
μολονότι169 μονομερής 151
Οβολός 37
οριστική έγκλιση183
μονομιάς 169
οδός 159
όροφος 37
μπάζα (τα) 146
οδός Στουρνάρη40
όρυγμα37
μπαρμπα- 173
οδύνη37, 134
ορυκτό37
μπομπονιέρα 42
οίδα52
ορυχείο 37
μπουμπουνιέρα 42
οικέτης 132
ορώ52
μπουρμπουάρ42
οιονεί33, 143
όσον αφορά56
μύες /μυς 146
Οκτώβριος 40
όσος , -οι162
made by Absens
να 'μαι138
όλεθρος 37
οστεομυελίτιδα 40
ολιγάριθμος 78
όσφρηση40
να με138
όλοι όσοι162
οσφυϊκός 43
Νάξιος 144
ολοκληρωμένος 167
ό,ΤΙ 141
νέος 38
Ολύμπιος 144
ότι141
νεότατος 38, 156
ολωσδιόλου169
οτιδήποτε33
νεότερος 38, 156
ομοειδής 151
ου (φρ.) 50
νεωστί143
ομοιογενής 151
ουδέ (φρ.) 50
νεωτερίζων38
ομότιμος 79
ουδέν48
νεωτερικός 38
ον ου τύmει λόγος (φρ.) 50
ουκ άνευ (φρ.) 49
νεωτερικότητα38
ονομάζω112
ουκ είχον (φρ.) 49
νεωτερισμός 38
ονομαστικός 79
ούλο(το) 40
νεωτεριστής 38
ονοματικός 79
ουσιώδης 152
νεωτεριστικός 38
όνυχας 37
οφειλέτης 34
Νηρηίδες 40
ονύχων (φρ.) 49
οφειλή34
νιφάδα122
όπλου (φρ.) 55
οφειλήματα34
[24 ]
παράμετρος 159
ι'>φελος 34
παραμονή64
πασιφανής 79
παρανάλωμα (φρ.) 56
πατριδοκαπηλία 35
παλαιικός 126
παρασιωπώ84
πατριδολατρία 35
ιιαλαίμαχος 61
παρασιωπώμενος 46
παχιών/παχειών (φρ.) 50,
ιιαλαιότερος 156
παρασκευάζω90
ιιαλαιστής 37
παρατατικός 178,180·181,
παλαίστρα 37
183
155 παχύς 154 πεζοπορία35
παρεγκεφαλίδα72
πείρα65
παλινδρομώ 114
παρεγκεφαλίτιδα72
πείσμων43
lιαλινωδώ114
παρεισέφρησα46
περί ου ο λόγος (φρ.) 56
παλεύω37
made by Absens
πάση (φρ.) 53
οφείλω 34
παλίρροια104
παρεισφρέω46
περί πολλά (φρ.) 51
παλιρροϊκός 43
παρέκβαση68
περιβαλλοντολογικός 43
παλλαϊκός 126
παρέκκλιση 139
περιβαλλοντολόγος 41
παμψηφεί143
παρελθέτω (φρ.) 50
περιβόητος 108
Ilαν50
παρελθόν178·182
περιέχει167
Ilανδημεί143
παρέμβαση68
περιθάλπω46
πανδημία65
παρεμβολή68
περίληψη140
παντελής 153
παρεμπιmόντως 47
περιούσιος 77
πανωλεθρία37
παρεπιδημία 60
περίπτωση 104
παπα-173
πάρεση41
περίσταση105
παρά πόδα56
παρευρίσκομαι114
περισυλλέγω46
παρ'
παρίσταμαι 114
περισώζω87
παραδίδω185
παροιμία106
περίφημος 108
παραίσθηση71
παροιμιώδης φράση105
περιχαρής 152
παρακινώ92
παρόλο/παρ'όλΟI70
πηγαίνω37
παράκληση128,139
παρονομαστής 41
πηγεμός 37
παραλείφθηκε, -αν140
παρότι/παρ'
πηλήκιο 33
παράλειψη 140
παρών (φρ.) 53
πηλίκο33
παραλήφθηκε, -αν140
παρωνύμιο72
πηχυαίος 33
παράλυση71
παρώνυμο44,72
πια168
παραλυσία71
παρωνυχίδα37
πιανιστών145
[25 ]
πολιτιστικός 80
προκατάληψη72,139
πιθανόν 95
πολλά (φρ.) 51
προκήρυξη63
πιθανώς 95
πολύ142
προκηρύσσω86
πιλοτή33
πολυάριθμος 78
προκλήθηκα 139
πιο168
πολυέλαιος 133
πρόκληση139
πίπτει50
πολυέλεος 133
προκύmει56,82
πλαίσιο167
πολυετής 152
πρόληψη 73,140
πλατειάζω33
πολυπληθής 152
προξενώ113
πλατειασμός 33
πολύς 142
προοιωνίζεται, -ονται46
πλειονότητα72
πολύτιμος 167
προπαίδεια122
πλειο(νο) ψηφία72
πολυώροφος 37
προπαιδεία 122
πλεονέκτημα105
ποντοπορία35
προπαντός 169
πληγεισών159
πορεία35
προπάντων169
made by Absens
πιθανά95
πλημμέλημα103
πορθμός 101
προπετής 44
πλημ(μ) υρίδα104
Πορτογαλία38
προπηλακίζω57
πλήρης 153
ποσειδώνιος 144
προς (φρ.) 51,54
πληρώ,-οίς , -οί33,89
πόσο163
προς τούτο54
πλησιάζω167
πόσω μάλλον (φρ.) 56
προς τούτοις 54
πλησίον56
ποτήριον (φρ.) 50
προσάρτηση 33
πνέει τα λοίσθια (φρ.) 51
πού168
προσαρτώ33
πνευματικός 109
πουρμπουάρ42
προσδίδω185
πνευμονολόγος 41
πραγματεύομαι87,166
προσελκύω114
πόδα/-ς 56
πριν163,167
προσεχής 152
ποικιλία38
πριν αλέκτορα (φρ.) 51
προσκλήθηκα139
ποικίλλω38
προΧριστού56
πρόσκληση139
ποικίλος 38
προγεννητικός 43
πρόσκρουση73
ποινή (φρ.) 46
προγονοκαπηλία35
πρόσληψη 140
ποιος 168
προγονολατρία35
προστακτική 168,174·177
ποιούμενος (φρ.) 51
προηγούμενα95
προσφιλής 152
πολεμοκαπηλία 35
προηγουμένως 95
προσφώνηση 160
πολιομυελίτιδα 41
προικοθηρών145
προσωπικός 76
πολιτισμικός 80
προκαλώ113,139
προσωπολατρία35
[26]
rιρoταKΤΙKά 173
σημαδεύω115
συμβαίνοντα106
rιρoτέρα57,127
σήραγγα123
σύμβαση73
ιιροτεραία57,127
σιγά116
συμβατικότητα74
ιιροτέρημα105
σιντριβάνι33
συμβατότητα 74
ιιρότυπο 73
σιωπηλός 127
συμμιγής 36
ιιροφανής 80
σιωπηρός 127
συμπαγής 152
ιιρώην110
σιωπώ, -άς , -ά46
συμπαρομαρτούντα41
ιιρωτοπορία 35
σιωπώντων46
σύμπηξη124
ιιρωτότυπο73
σκληρόν σοι (φρ.) 51
σύμπνοια33
ιιrαίσμα103
σμίγω36
συμπόνια33
ιιυθαγόρειο (φρ.) 144
σοι (φρ.) 51
σύμπτυξη 124
ιιυρός (φρ.) 56
σορός 126,133
σύμφωνα171
ιιωρωμένος 33
σοφόκλειος 144
συναγωνίζομαι83
ιιώρωση 33
στήλη138
συναίσθημα58
ιιώς 168
στηλώνω138
συνδράμω182
στιβάδα124
σύνεγγυς 55
στίβος 124
συνεχής 153
ράβδος (φρ.) 50 ραγδαία55
στιγματίζω115
συνθλίβω 115
ρήξη122
στίχος 134
συνονθύλευμα41
ρήση105
στο πλαίσιο167
συνδαιτυμόνας 33
ρητό 105
στοίβα124
συνέπεια100
ρίψη 123
στοίχος 134
συνίσταται129
ρόγχος 123
Στουρνάρη (οδός ) 40
συνιστάται129
Ρόδιος 144
στρέφεται167
σύνταξη165
ρολό (το) 41
στύλος 138
συντελεσμένοι χρόνοι
ρόχθος 123
στυλώνω138 συγκεκριμένος 31
σαν 116
σύγκλιση 139
συντρίβω 115
σατιρικός 135
συγκρητισμός 34
συνωμότης 34,67
σατυρικός 135 εισμογενής 80 σεισμογόνος 80
made by Absens
179,181,182 συντελεστής 106
σύγκρσυση 73
συνωμοτώ 34
συζυγία177
σύριγγα123
σύλληψη140
σφαγείο124
[27]
σφάγιο 124
τιρμπουσόν41
σφήκα125
τις (αντων.) 47
ύπαιθρος 134
σφίγγα 125
τοις εκατό57
υπέρ το δέον (φρ.) 51
σχιζοφρενής 152
τοπιογραφία74
υπερμεγέθης 154
σχώμεν (φρ.) 48
τοπογραφία74
υπερούσιος 78
σωρός 126,134
τόσο163
υπερωκεάνιο41
τούτο (φρ.) 50
υπεύθυνος 107
Ταμείο36
τούτοις (φρ.) 54
υπευθυνότητα68
ταμίας 36
τούτου (φρ.) 54
υπηρεσία 41
ταμιευτήριο36
τούτω (φρ.) 54
υπηρετώ46
ταμιεύω36
τραπεζικός 80
υποβάλλω180,181
ταμιών 145
τραπεζιτικός 81
υποβληθεισών160
ταχέως 141
τρεισήμισι 157
υποβολιμαίος 44,126
ταχύς 141
τριάμισι157
υποβόσκω 129
τεκταινόμενα106
τρις (φρ.) 51
υποθάλπω46
τέλεια98
τριώβολο37
υποθηκοφυλακείο41
τελείως 98
τριώροφος 37
υποκαθιστώ83
τέξεται (φρ.) 51
τυγχάνω51
υποκείμενο161
τες 47
τυπολατρία35
υποκινώ92
τεσσεράμισι158
τύmει (φρ.) 50
υποκλίθηκα139
τεσσερισήμισι 158
τυρβάζη (φρ.) 51
υπόκλιση139
τεχνητός 127
τυχών, -ούσα, -όν137
υπόλειμμα 37
ύαλος 119
υπόληψη140
υπολείπομαι 37
τεχνική74
made by Absens
τεχνικός 127
ύπαιθρο134
τεχνολογία74
υγεία36
υπόλοιπο37
τέως 110
υγιαίνω36
υποστυλώνω 138
την ανάγκη(ν) (φρ.) 51
Υγίεια36
υποτακτική178-180, 182
τι τέξεται (φρ.) 5 1
υγιεινός 36
υποφώσκω 129
τιθασεύω34
υγιής 36, 152
υπόψη 170
τίθενται46
ύδρευση 100
τίκτω51
υπ'
φατρία107
τιμής (φρ.) 46
υπ'
φιάλη 119
[28 ]
φιγουρών145
χαρακτήρας 47 χαρακτηρισμός 47
ψήφος 42, 159
φιλοθεάμων154
χαράκτης 47
ψιθυρίζω34
φιλομαθής 152
χαρακτική47
ψιλή κυριότητα44
φιλοσοφική λίθος 104
χαράχτηκα47
ψιλός 137
φιλοτιμία(ν)
χάρη/χάριν55
ψοφοδεής 152
φιλοφρόνηση125
χάρη/χάρις σε116
ψυχαναγκασμός 69
φιλοφροσύνη125
χάρμα ιδέσθαι52
ψυχής (φρ.) 49
φοροδιαφεύγω41
χειρίζομαι166
ψυχικός 81
φοροφυγάς 41
χειροπέδες 167
ψυχολογία (φρ.) 55
φράξια107
χειρουργός 42
ψυχολογικός 81
φράση παροιμιώδης 105
χιλιετηρίδα64, 74
φυλάκιση103
χιλιετία65, 74
ωδίνες 134
φυσικοθεραπεία42
χλοοτάπητας 41
ωκεανοπορία 35
φυσικοθεραπευτής 42
χορδαίς (φρ.) 49
ώρα158
φυσιοθεραπεία42
χρειώδη (τα) 41
ωρίμα(ν) ση 42
φυσιοθεραπευτής 42
χρημάτων (φρ.) 48
ως 116
φυσιολατρία35
χρονολογία103
φωνήεvτα171 φωνήσαι (φρ.) 51
made by Absens
ψηλός 137
φιλοθεάμον154
ωσεί143 ωφέλεια34
Ψευδαίσθηση71
ωφέλιμος 34
ψεύδορκος 77
ωφελώ34
[29 ]
made by Absens
ΤΟ ΣΩΣΤΟ
ΕΙΝΑΙ:Ι
� αλαζ ον εί α
και όχι
αλαζονία
� αλλ ε ργ ία
και όχι
αλεργία
� αμπέ χο νο
και όχι
αμπέχωνο
� αντικρ ίζω
και όχι
αVΤΙKρύζω
και όχι
απ ' ότι
�γενέθλ ια
και όχι
γεννέθλια
�δ ιά
και όχι
δια
και όχι
διακεκριμμένος
και όχι
εγκεκριμμένος
και όχι
σ υ γκεκριμμένος
�διή θη ση « δ ι ηθώ) δ ι υλίζω) αλλά δ ι ύλι ση «
και όχι
διήθιση
�δω σίλoγ o ς
και όχι
δοσίλογος
�
ε ισιτή ρ ιο
κω όχι
εισητήριο
�
(λόγ.) ενε ό ς (= άφωνος,
και όχι
ενεώς
αντίκρ υ
αλλά
� απ' ό , τι αλλά
αλλά
πα ρ ' ότι / πα ρότι
γ ια
δ ιακεκριμέ νος � εγ κεκρ ιμ έ νος � συγ κεκριμ έ νος �
made by Absens
άνα υδος)
[ 31 ]
� επει σό δ ι o
και όχι
επισόδειο
και όχι
επιρρεάζω
� Επικο ύ ρ ι ος θεός (πχ Απόλλων) αλλά επ ικούρε ι ος φιλόσοφος
και όχι
Επικούρειος . . .
� Επι φ ά νι α / Θ εοφ ά ν ι α
και όχι
Επιφάνεια / Θεοφάνεια
� Euρ ιπίδης
και όχι
Ε υρυπίδης
� EuρuδίK η
και όχι
Ε υ ριδίκη
� ο ι Ιππή ς του Αριστοφάνη
και όχι
οι Ιππείς
� κ α θένα ς / κα θ εμ ι ά / κα θένα
και όχι
κάθε ένας ή καθ ' ένας
� κα θ ετί
και όχι
κάθε τι
� Kάθ ιδ ρoς
και όχι
κάθιδρως
� Kάθι σα
και όχι
κάθησα
� Kα θόΤΙ / Kα θ ' ότι
και όχι
καθ ' ό,τι
� Kαμέ ν o ς
και όχι
καμμένος
� Kαμία / Kαμ ι ά
και όχι
καμμία / καμμιά
� Kατάλuμα
και όχι
κατάλ υ μμα
� καταχώ ρ ι ση « καταχω ρ ίζω)
και όχι
καταχώρηση
made by Absens
� επ η ρεάζω επ η ρεασμ ό ς / ε πή ρεια αλλά ε π ι ρ ρ ο ή
[ 32 ]
κάθε μια ή κάθε μία κάθε ένα ή καθ ' ένα
� μαστ ρ oπ ό ς
και όχι
μαστρωπός
� o ιoνεί (= σαν . . )
και όχι
οιωνεί
� OTl δήπoτε
και όχι
ο,τιδήποτε
� π α ρ' όλα αυτά
και όχι
παρόλα αυτά
� πηλήKΙO αλλά πηλίκο
και όχι
πηλίκιο
� πηxυ α ίoς
και όχι
πηχιαίος
� rιlλOτή
και όχι
πυλωτή
� πλατε l άζω � πλ ατ ε l ασμ ό ς
και όχι
πλατυάζω
και όχι
πλατυασμός
� πλη ρ oίς / π λη ρ oί « π λη ρ ό ω , -ώ )
και όχι
πληρείς / πληρεί
� π ρoσά ρτ η ση « π ροσαρτώ)
και όχι
προσάρτιση
� πώ ρωση � πω ρω μ έ ν oς
και όχι
πόρωση ή πόρρωση
και όχι
πορωμένος
.
made by Absens
ή πορρωμένος
� σ lVΤ ρ ιβά νι
και όχι
συντριβάνι
� σu μπ ό ν l α αλλά σύ μ π ν ο ι α
και όχι
συμπόνοια
� σuν δα ιτυ μ όνας
και όχι
συνδετημόνας ή συνδαιτημόνας
[ 33 ]
� συγκρ η τισμ ό ς
και όχι
συγκριτισμός
� συν ω μ ότη ς � συνω μoτώ
και όχ ι και όχ ι
συνομώτης συνομωτώ
� τιθ α σεύ ω
και όχ ι
τιθασσεύω
� ψ ι θυρ ίζω
και όχι
ψυθιρίζω
(= συγκερασμός, ανάμειξη στοιχείων κυρίως διάφορων θρησκειών)
ΠΡΟΣΟΧΗ:
� οφείλ ω / ο φει λέτη ς / ο φειλή ματα / ο φει λή / ό φελος αλλό
ω φελώ / ωφέλεια / ω φ έλ ιμος / αν ω φελής / επ ω φε λή ς
ΑΛΛΑ
Σ γ Ν ΗΘ Ι Σ Μ Ε Ν Α
� μ ' εμ ένα � μ ' εσένα � μ ' εσά ς � σ' εμ ένα � σ' εσένα � σ' εσά ς
Λ Α ΘΗ
! με μένα
και όχ ι και όχ ι
με σένα
και όχ ι
με σας
και όχι
σε μένα
και όχ ι
σε σένα
και όχ ι
σε σας
αλλό
� από/γι α ( ε) μ ένα (ε) σένα εσά ς / σα ς � μ έσ': πρι ν από φωνήεν
μέσ ' από το σπίτι
αλλό
made by Absens
�
μες: πριν από σύμφωνο
[ 34 ]
μες στο σπίτι
made by Absens
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
� ανδ ρε ία
αλλά
ανανδ ρ ία
� δouλεία
αλλά
εθελοδο υλία κοι λ ιο δ ο υλί α
� θ ρη σ Kεία
αλλά
αθ ρησκία ανε ξ ιθ ρησκία αρνησιθ ρησκία
� καπη λεία
αλλά
αρχαιοκαπ η λί α πατρ ιδοκαπηλία π ο λεμοκαπ η λία π ρογονο καπ η λία
� λατρε ία
αλλά
αρχαιο λατρ ία εικονο λ ατρ ία μοιρο λ ατρ ία πατ ρ ιδο λ ατρ ία π ρογονο λατρ ία π ροσωπολατρ ία τυπολατρ ία φ υ σιο λ ατρ ία
� πo ρε ία
αλλά
αεροπο ρ ία ανε μοπο ρ ί α βραδ υ π ο ρ ία θαλ ασσοπο ρ ία πεζ ο π ορ ία π οντο π ο ρ ία π ρωτοπο ρ ία ω κεανοπο ρ ία
[ 35 ]
� αλείφω � απα λείφω � εξαλείφω / εξάλει ψ η � επαλε ίφ ω / επάλει ψ η
α λλά α λλά
αλο ιφή απαλοιφή
� αμείβω � ανταμε ίβω
αλλά
αμο ι βή ανταμο ι βή
� (ανα) μειγνύ ω � με ίξη � με ίγμα � μ (ε)ΙKτός
αλλά
αμιγής συ μμιγής μιγάς σμίγω
� αντ ΙKρ ίζω � αντικρ ι ν ό ς � αντΙKρ ιστός
α λλά
αντ ί κρ υ
� βραδ ι ά � βραδ ι άζω � βραδ ινός
αλλά
β ράδυ
� Kατα λείπω
αλλά
κατ άλοι πο
� λείπω : ελλείπω / έλλει ψ η / έλλει μμα
αλλά
ελλιπής , ελλιπ ώ ς
� ταμίας � ( απο- / εκ-)ταμιε ύ ω � ταμιε υτή ρ ι o
αλλά
τ αμ εί ο
� υ γ ι α ίνω � υγιεινός � υ γ ιή ς
α λλά
υγεία (θεά: γγίεια)
made by Absens
( = αφήνω, κληροδοτώ )
[ 36 ]
� υπολείπο μαι /
αλλά
υπόλοι πο
αλλά
γ α ι άνθ ρακας
υπόλει μμα � γ εωλoγ ί α � γ εωπoν ί α
γα ι ο κτή μονας
� γ εωρ γ ό ς
γ α ι ο κτη σ ί α
� γ εώτρη ση � γ εωφ υ σΙKή � δ ρoμέας
α λλά
δ ρ ο μα ίος
� πα λεύ ω
αλλά
παλα ι στή ς / παλα ίστρα
� πηγα ίν ω
α λλά
πηγ ε μ ό ς
� oβoλός
αλλά
τρι ώ β ο λο
� oδ ύν η
αλλά
ανώδυνος / επώδυνος
� όλ εθ ρ oς
α λλά
πανωλεθ ρ ία
� ό νυxας
αλλά
παρ ωνυχίδ α
� ό ρ oφoς
α λλά
δ ι ώ ροφος / η μι ώ ροφος πο λυώ ροφος / τρι ώ ροφος
� ό ρ υγμα / o ρ υ Kτ ό /
αλλά
ανθ ρακω ρ ύ χος / ανθ ρακω ρ υχεία
made by Absens
ορ υχεία
[ 37 ]
made by Absens
� νέoς /· νε ότερος / νεότατος
αλλά
νεωτερ ί ζων νεωτερικός νεωτερικ ό τητα νεωτερισμός νεωτερ ιστ ής νεωτεριστικός κτλ .
� Γ αλλία
αλλά
Π ο ρτογα λί α
� ΠOΙKίλλ ω
α λλά
ποικι λία / π ο ικ ίλ ος
[ 38 ]
ΛΑΘΗ ΣΤΗ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ, ΚΥΡΙΩΣ,
ουσι α στι κά
•
Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο
Ε Ι Ν Α Ι
� αγ oρανoμ ία
και όχι
αγορονομία
� αγο ραπω λη σ ία
και όχι
αγοροπωλησία
� αγο ραφο β ία
και όχι
αγοροφοβία
(= ψυχολ . : έντονο ς α δικαιολόγητος φόβος
που προκαλείται σε ορισμένα άτομα από το συγκεντρωμένο πλήθος σε δημόσιους χώρους)
� αεριωθoιJ μενο
και όχι
αερωθούμενο
� αμ άλγαμα
και όχι
αμάγαλμα
� ανδ ρ ι άντας
και όχι
αδριάVΤας
� απογοήτευ ση
και όχι
απαγοήτευση
� αποστρατιωτικο π ο ίη ση
και όχι
αποστρατικοποίηση
� άρδευ ση
και όχι
άρδρευση
� αρεοπαγ ίτης
και όχι
αεροπαγίτης
� αρχαιρεσ ίες
και όχι
αρχιερεσίες
� αφλογιστία
και όχι
αφλογισία
made by Absens
(= κράμα / μτφ. ανάμειξη, ανακάτωμα)
[ 39 ]
� δ ιε λκυ στίνδα
και όχι
διελκυνστί (ν) δα
(= παιχνίδι στο οποίο και τα δύο μέρη τραβούν
με δύναμη ένα σχοινί, για να παρασύρουν ο καθένας προς την πλευρά του τον αντίπαλο)
� έKτρωμα
και όχι
έχτρωμα
� ινστιτο ύ το
και όχι
ινστιντούτο
made by Absens
ή ιστιντούτο
� Κ αρα" ί β ική
και όχι
Καραβα"ίκή
� κο ινοτοπ ί α
και όχι
κοινοτυπία
� κομπλιμέντο
και όχι
κοπλιμέντο
� M αλδίβες
και όχι
Μαλ βίδες
� μεγέθυνση � μεγεθ υ σμ ένος
και όχι
μεγένθυ (ν) ση
και όχι
μεγενθυμένος
� μεσοτοιχία
και όχι
μισοτοιχία
� Νη ρη ίδες
και όχι
Νηιρίδες
� ο δό ς Στο υ ρνάρη
και όχι
οδός Στουρνάρα
� OKτ ώ β ρ ιoς
και όχι
Ο κτώμβριος
� οστεο μυ ελίτιδα
και όχι
οστεομελίτιδα
� ό σφρηση
και όχι
όσφρηνση
� ο ύλ ο (το)
και όχι
ούλος (το)
[ 40 ]
� π ά ρεση
και όχι
πάρηση
� παρονο μαστή ς
και όχι
παρανομαστής
� πε ρ ιβ αλλοντολόγος
και όχι
περιβαντολόγος
� πλατεία Βάθ η
και όχι
πλατεία Βάθης
� πνευ μονολόγος
και όχι
πνευμονιολόγος
� π ο λιομυ ελίτιδα
και όχι
πολιομελίτιδα
� ρο λό ( χαρτιο ύ) (το )
και όχι
ρολός (χαρτιού) (ο)
� συ μπαρο μαρτο ύντα
και όχι
συμπαραμαρτούντα
και όχι
συνοθύλευμα
� τιρμπoυ σ όν
και όχι
τριμπουσόν
� υπερωκεάν ιο
και όχι
υπερωκειάνιο
� υπη ρεσία
και όχι
υπερεσία
� υποθη κοφ υλακε ίο
και όχι
υποθηκοφυλάκιο
� φoρoφ υγ ά ς αλλό φοροδ ιαφεύγω
και όχι
φοροδιαφυγάς
και όχι
φοροφεύγω
� χλ οοτ ά πητας
και όχι
χλωροτάπητας
� χρει ώδ η (τα)
και όχι
χρεώδη
( = ελαφρά παράλυση μυός)
(= τα συνοδευτικά, τα παρεπόμενα)
� σ υνονθύλευ μα
made by Absens
( = ένω ση ετερόκλητων στοιχείων)
[ 41 ]
� η ψή φος της ψή φο υ την ψή φο τις ψή φο υ ς
και όχι
ο ψ ήφος του ψ ήφου τον ψήφο τους ψήφους
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα ο υ σιαστικά αγγελιαφόρος, αθλητίατρο ς, μπομπονιέρα , πουρμπουάρ, φυσι κοθεραπεία, φυσικοθεραπευτής, χειρουργός, ωρίμαση απαντο ύ ν, στον π ροφο ρικό κυ ρίως λόγο , και ως αγγελιοφόρος, αθλίατρος, μπουμπουνι έρα , μπουρμπουάρ,
φυσιοθεραπεία, φυσιοθεραπευτής, χειρούργος, ω ρίμανση .
ε π
•
θ ε τ α
Τ Ο Σ ΩΣΤ Ο
Ε Ι ΝΑΙ:
Ι
� ακατονό μαστος
κ ω όχι
ακατανόμαστος
� αναντικατάστατος
και όχι
αντικατάστατος
� ανεξεταστ έ ος
και όχι
αναξεταστέος
� απαρ έ γκ λ ιτος
κω όχι
απαρέκλιτος
� απαρχαιω μ έ νος
και όχι
απαρχειωμένος
� απ oλωλός (το )
κω όχι
απολωλό(ν)
� γενεα λογικ ό ς
και όχι
γενεολογικός
� γενε ΤΙKό (υλικό)
και όχι
γεννητικό (υλικό)
made by Absens
(το απολωλός πρόβατο)
[ 42 ]
� ενάλιος (= θαλάσσιος)
και όχι
ενιάλιος
� ενδέ Kατoς
και όχι
εντέκατος
� (αν) ενεργ ό ς , - ό ς / -ή , - ό το υ (αν) ενεργού
και όχι
(αν)ενεργής , -ής , -ές του (αν) ενεργού
(αρσ και ουδ.)
τη ς (αν) ενεργού!-ή ς
και όχι
της (αν) ενεργούς
και όχι
επίμων
� K α ί ρ ιoς
και όχι
καίρεος
� κατ άm υ στος
και όχι
κατάπταιστος
� κοιν ότοπος
και όχι
κοινότυπος
� λ ογοπαιδ ικ ό ς
και όχι
λογοπεδικός
και όχι
του μέγα
� o σφ υϊKός
και όχι
οσφυακός
� πα λ ι ρ ρ oϊKός
και όχι
παλιρροιακός
� πε ρ ιβαλλ οντο λ ογικ ό ς
και όχι
περιβαντολλογικός
� προγεννητικ ό ς
και όχι
προγενετικός
αλλά
το υ / της εναργο ύ ς « εναργής, -ής , -ές)
� επ ί μoνoς αλλά
πε ί σμων
(= λογοθεραπευτής)
� τoυ μεγ άλ ο υ (αρσ. και ουδ.)
made by Absens
(ο μέγας, η μεγάλη, το μέγα)
[ 43 ]
� π ροπετή ς (επίθ. )
και 6χι
lιροπέτης (οua.)
� υπο β ο λ ιμα ίος
και 6χι
υποβολιμιαίος
(
1.
αυτός που υποβάλλεται σε κάποιον με συγκεκριμένη σκοπιμότητα 2. ο πλαστός, ο μη γνήσιος) =
� ψ ι λή (κυριότητα) (νομ.)
και 6χι
υψηλή (κυριότητα)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1.
Τα επίθετα εποχικός, μετεξεταστέ ος, ορθοπαιδικό ς απ αντο ύ ν και ως
χιακός, μεταξεταστέο ς, ορθοπεδικός . 2.
Επ ίσης, συγχέονται στη χρή ση τα π α ρώνυ μα ανενημέρωτο ς (= ο μ η ενημε ρωμ ένος) / ανημέρωτος (= ο ανή μερος , ο μη εξη μερωμ ένος), αυτοκινητικό ς ( π ο υ σχετ ίζεται με το αυτοκίνητο) / αυτοκινητιστ ικός ( π ο υ σχετίζεται με τον αυτοκινητιστ ή) και ενδελεχής (= συνεχή ς , συ στη ματ ι κός) / εντελεχής ( = =
=
πλή ρη ς, τ έλειος) .
ρ ή μ α τ α
•
Τ Ο Σ ΩΣΤ Ο
ΕΙΝΑΙ Ι
� αμα υ ρ ώ νω
και όχι
αμαυρίζω
� ανε ξαρτητοποιο ύ μαι
και όχι
ανεξαρτοποιούμαι
� αν ή Kα
και όχι
άνηκα
� απεμπ oλώ
και όχι
απεμπολίζω
( προδ ίδω, εγκαταλείπω Π. χ. αρχές, ιδέες, ιδανικά) =
made by Absens
επο
[ 44 ]
� απoτ άθ η K α � να / θα αποτα θ ώ
και όχι
αποτάνθηκα
και όχι
να / θα αποτανθώ
� δ ιανοή θη καν ή δ ιενοή θ η σαν
και όχι
διανοήθησαν
� δ ιη θ ώ
κ α ι όχι
διηθίζω
και όχι
ελλογχεύω
και όχι
εuφορούμαι
και όχι
εξοκείλλω
και όχι
να / θα εφιστήσω
και όχι
καταχωρώ (ελληνιστ.) (= υπο χωρώ σε αίτημα)
αλλό δ ι υλίζω
� ε λλoxε ύ ω (= καραδοκώ, ενεδρεύω, παραμονεύω)
� εμφoρoύ μαι (=
κυριαρ χο ύμαι, διακατέ χομαι, διαπνέομαι από, κατέ χ ομαι από)
� ε ξOKέλλω παραστρατώ) (= προσαράζω, (αό ρ . εξόκειλα και εξώκειλα μτφ .
ΠΡΚ. έχω εξοκείλει να / θα εξοκείλω)
� να / θα επιστή σω « εφιστώ) (πχ την προσο χή)
� καταχω ρ ίζω στοι χεία (αιτήσεις, ονόματα κτλ.)
made by Absens
� καταχώ ρισα . . . � καταχω ρ ίστη κε ... � καταχω ρ ισμ έ νος . . . .
και όχι
καταχώρησα
και όχι
καταχωρήθηκε
και όχι
καταχωρημένος
[ 45 ]
� παρεισφ ρ έω
και όχι
παρεισφρύω
� αόρ. παρεισ έ φ ρ η σα
και όχι
παρεισέφρυσα
� περι θάλπω (θαλπωρή)
και όχι
περιθάλπτω
� περισυλλέγω αόρ . περισ υνέλεξα
και όχι
περισυνελλέγω
� προοιων ί ζεται , -ονται
και όχι
προοιωνίζει, -ουν
(= εισδύω κάπου χωρίς να γίνω αντιληπτός· λέγεται συνήθως για λάθη που γίνονται σε κείμενο)
(συνήθως στο Υ" πρόσ.)
� σιωπ ώ , - ά ς , - ά � των σιωπ ώντων � παρα- / απο-σιωπ ώ μενος
και όχι
σιωπείς, -εί, -εί
και όχι και όχι
των σιωπούντων παρα-Ι απο-σιωπούμενος
� τίθενται (Υ" πληθ.)
και όχι
τίθονται
� υπηρετώ
και οχι
υπερετώ
� υ πο θάλπω (θαλπωρή)
και όχι
υποθάλπτω
� χαρ άχτ η κα
και όχι
χαράκτηκα
αλλά
χαρακτή ρας , χαρακτη ρισμ ό ς χαρ ά κτη ς , χαρακτική ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Τα ρή ματα απαθανατίζω, αποτίνω
made by Absens
ντο ύ ν και ως
[ 46 ]
(φ ό ρο τ ι μή ς) , εκτίνω (πο ι νή φ υλάκ ι σης) απα
αποθα νατίζω, αποτίω, εκτίω .
•
αντωνυ μ ίες
ΤΟ Σ Ω Σ Τ Ο
Ε Ι ΝΑΙ
Ι
� φ ώ ναξέ τες (= αυτές) αλλά τις φ ώ ναξε
•
φώναξέ τις
και όχ ι
εχτός
και όχ ι
παρεπιπτόντως
και όχι
στο διαπασών (μικρό μουσικό όργανο)
ά κ λ ι τ α
ΤΟ Σ Ω ΣΤΟ
Ε Ι ΝΑΙ
� ε Kτ ό ς �παρεμπ ιπτόντως « εμπίπτω
<
εν
+
� στη δ ιαπασ ώ ν
made by Absens
και όχι
Ι
πίπτω)
[ 47 ]
ι
ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ, ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
� άνω σχώ μ εν τας κα ρδ ία ς άνω στώμεν τας καρδίας
και όχι
Εκφώνηση του ιερέα πριν από την ευχή της αΥίας αναφοράς (Θεία ΛειτουΡΥία)
� α πo ρώ κ α ι εξίστα μ α ι απορώ και εξανίσταμαι
και όχι
Από τον Ακάθιστο Ύμνο, Θεοτόκιον, ήχος γ
� άvoιξε ο ασκός του Α ιόλο υ . . . οι ασκοί του Α ιόλου
και όχι Ομήρου Οδύσσεια κ 47
«. . .
ασκόν μεν λύσαν ... (Αιόλου)>>
� γλώσσα λανθάνο υ σα τ' αλ η θ ή λέγει γλώσσα λανθάνουσα την αλήθειαν λέγει
και όχι
� δει δε χρ η μ άτων κ α ι άνευ το ύτων ο υ δέν εστί γ ενέσθα ι των δεόντων δει δη χρημάτων . . .
και όχι Δημοσθένους Ολυνθιακός Α 20
� δεν έχε ι πο ύ τη ν κεφαλή ν κ λίν η . . . πού την κεφαλήν κλίναι
και όχι Ματθαίος 8, 20, Λουκάς 9, 58
« . .
ο υιός του ανθρώπου δ εν έχει πού την κεφαλήν κλίνη»
� δ ι ά του λόγου το α σφαλές και όχι
διά του λόγου το αληθές
made by Absens
Από το απολυτίκιο της Βάπτισης του Χριστού
[ 48 ]
� δ ι ε μ ε ρ ίσαντο τα ι μ άτια αυτο ύ (Ματθαίος ΚΖ (27), 35) ή � δ ι ε μ ε ρ ίσαντο τα ι μ άτιά μο υ εαυτο ίς (Ψαλμός ΚΑ (21), 19) και όχι
διεμOιράσαVΤO τα ιμάτια . . .
� ε ι μ η ήλθον κα ι ελάλησα α υτο ίς , α μ α ρτίαν ο υ κ ε ίχον και όχι
είπα και ελάλησα και α μαρτία ουκ έχω
Κατά Ιωάννη, ιε (15),22
� ει σέπραξε τα επίχε ι ρα (π-χ- της κακίας του) και όχι (αρχ.: το επίχειρον
=
τα επιχείρια (π.χ. της κακίας του)
αμοιβή για χειρωνακτική εργασία)
� εκ των ων ο υ κ άνευ και όχι
εκ των ουκ άνευ
� ελα φ ρ ά τη κα ρδ ία και όχι
με ελαφρά την καρδία
� εν β ρ α σμ ώ ψ υ χή ς και όχι
εν αναβρασ μώ ψυχής
� εν χο ρδ α ίς κα ι οργάνω και όχι
εν χορδαίς και οργάνοις
Ψαλμός ΡΝ (150),4
� εξ απαλών ο νύχων σημαίνει από μικρή ηλικία και όχι
επιφανειακά, εrιιπόλαια
� (β ρ έ χει) επί δι κα ίο υ ς κα ι α δ ίκους . . . και όχι
. . . επί δικαίων και αδίκων . . .
ΜατθαΙος Ε (5), 45
made by Absens
.
[ 49 ]
� επί ξυ ρο ύ ίσταται α κμ ή ς ( βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο) =
(το ξυρόν / ο ξυρός
=
ξυράφι)
και όχι
επί ξηρού ακμής
Ομήρου Ιλιάδα, Κ 173
� εποχή των παχι ών ( ή παχει ών) αγελά δων και όχι
των παχέων (αρ σ.) α γελάδων
� λάθε β ι ώ σα ς ( ζήσε χω ρίς να προβάλλεσαι) =
και όχι
λάθρα βιώσας
Ρήση του Επίκουρου, Πλούταρχος, Ηθικά, χιν, 1128 ,2 : «Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας..
� λίθος επί λίθον και όχι
λίθος επί λίθου
Ματθαίος ΚΔ (24),2, Μάρκος ΙΓ (13), 2
� μ έτρον ά ρ ι στον και όχι
παν μέτρον άριστον
Κλέοβουλος, Diels-Kranz 1 Ο, 3 (Ι 63)
� ον ο υ τύπτει λόγος ο υδέ ρά βδος και όχι
όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος
Μ. Αποστόλιος Βυζάντιος, xl/, 77,σ. 563, Leutsch, Ε., Scheidewin, F.G.,Georg OLMS, VERLAGSBUCHHANDLUNG, HILDESHEIM, 1965
� ει δ υνατόν εστί , πα ρελθ έ τω απ ' ε μ ο ύ το ποτή ρ ιον τούτο και όχι
made by Absens
Ματθαίος ΚΣΓ (26), 39
[ 50 ]
απελθέτω απ' εμού ή απ ' εμέ . . .
� περ ί πολλά τυ ρ β ά ζη σημαίνει
καταπιάνεσα ι με πολλά
καταπιάνεται με πολλά και όχι Το «τυ ρβά ζει /-η» είναι ιr ενικό πρόσωπο του ρ. «τυ ρβά ζομα ι»
και όχι
γ ενικό πρόσωπο του ρ. «τυ ρβά ζω » ( αναταρά ζω, ανακατώνω) =
Λουκάς r (10), 41.: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά»
� πνέει τα λο ίσθ ι α και όχι
πνέει τα ολίσθια
� πριν αλέ κτορα φ ωνήσα ι , τρις απα ρν ή ση μ ε (Δηλαδή : Προτού λαλήσει ο πετεινός, θα μ ε απαρνη θείς τρεις φορές.)
και όχι
πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις, απαρνήση με
Από τη φράση του Χριστού προς τον ΠέτΡΟ (Ματθαίος ΚΣΤ (26) 35)
� σKλη ρόν σο ι π ρ ο ς κ έντρα λα κτίζειν ( είναι οδυνηρό να κλοτσάς =
π άνω σε αγκάθια / καρφιά)
και όχι
. . . προς κέντρον λακτίζειν
Πράξεις των Αποστόλων. ΚΣΤ (26) 14 Βλ. και Αισχύλου, Αγαμέμνων, 1624 «προς κέντρα μη λάκτιζε»
� τ η ν ανάγκη (ν) φ ιλοτι μ ία (ν) πο ι ο ύ μ ενος και όχι
.. . ποιών
� ou γαρ γι vώ σκεις τι τέξετα ι «
τίκτω) η επιο ύ σα (
=
. . .
τι θα φέρει η
άλλη μέρα)
και όχι
τι τεύξεται «
τυγχάνω) η επιούσα
Π.Δ. Παροιμίες ΚΖ' (27). 1
� υ πέ ρ το δέ ον
made by Absens
και όχι
υπέρ του δέοντος
[ 51 ]
� xά ρ μ α ιδέσθ α ι « ορώ
=
βλέπω)
και όχι
χάρμα ειδέναι «
οίδα = γνωρ ίζ ω)
� α δ ι α K ρ ίτως (π.χ . φ ύλου) και όχι
αδιακρίτου (πχ φύλου)
� (ο) ά μ εσα ενδ ι αφερόlJ ενος και όχι
(ο) άμεσος ενδιαφερόμενος
� ανα μ ένοντα ι (π. χ. σημαντικές) εξελίξεις και όχι
αναμένονται (πχ σημαντικά) γεγονότα
και όχι
απ(ό) ανέκαθεν ή εξ ανέκαθεν
� ανέ Kα θ εν
� ανεξαρτήτως (πχ ηλικίας) και όχι
ανεξαρτήτου ηλικίας
� α π ε ι ρ ό κ αλος σημαίνει ακαλαίσθητος, κακόγουστος «
α-
+
πείρα
+
καλός)
και όχι
απείρου κάλλους, πανέμορφος
� απευ θε ία ς μ ετά δο ση και όχι
ζωντανή μετάδοση
� από θ έσεως ισχύος ή από θ έση ι σχύος
made by Absens
και όχι
[ 52 ]
από θέσης ισχύος
� α υτός κα θ α υτόν ή α υτός κα θ ' εα υτόν και όχι
αυτός καθαυτός ή αυτός καθ' εαυτός
� α υτ o ύ κα θ α υτόν ή α υτο ύ κα θ ' εα υτόν και όχι
αυτού καθαυτού ή αυτού καθ ' εαυτού
� α υτή κ α θ αυτήν ή αυτή κα θ ' εα υτήν και όχι
αυτή καθαυτή ή αυτή καθ ' εαυτή
� αυτής κ α θ αυτήν ή αυτής κα θ ' εα υτήν και όχι
αυτής καθαυτής ή αυτής καθ ' εαυτής
� α υτoί κα θ α υτ ο ύ ς ή α υτ οί κ α θ ' εαυτού ς και όχι
αυτοί καθαυτοί ή αυτοί καθ ' εαυτοί
� α υτών κ αθα υτού ς (-έ ς, -ά) ή α υτών κ α θ ' εαυτούς (-ές , -ά) και όχι
� δ ίνω το «πα ρών»
(=
αυτών καθαυτών ή αυτών καθ ' εαυτών
παρουσία)
και όχι
δίνω τ ο παρόν ( = τ ο τώρα)
και όχι
εν δυνάμει
� δυνά μει
� είναι έ ρ μ αιο (ουσ. ουδ.) του π ά θ ου ς τ ου και όχι
είναι έρμαιος του πάθους του
και όχι
καθενός εκάστ ο υ
� ενός εκά στ ου
� ενόψ ει όσων θα γίνουν και όχι
ενόψει όσων έγιναν
� εν πά ση περιπτώσει (δοτ. της φράσης «πάσα περίπτωσις,,)
made by Absens
και όχι
εν πά σει περιmώ σει
[ 53 ]
� επαναλα μ βανό μ ενα λόθ η παρατετα μένα λάθ η κ οι όχι � ο, του, τον / η, της, την / το / ο/ / των /τους / τις / το
• . .
επι κεφαλή ς (άκλιτο)
και όχι
του/τον . . . επικεφαλή ή οι/τους επικεφαλείς
και όχι
επί τω έργω
� επί το έργον
� επί τούτο υ σημαίνει επάνω σ' αυτό, επ' αυτού και όχι ειδικά για αυτό (πχ Εξέθεσε το όλο πρόβλημα και ζήτησε τις παρατηρήσεις μας επί τούτου.) ΣΗ Μ Ε Ι Ω ΣΗ: Π ολλο ί χρη σιμοποιο ύ ν το επί τούτου και το επί τούτο με τη
ση μασία το υ
επίτηδες .
� επί τούτω (ad hoc) σημαίνει ειδικ ά για αυτό επάνω σ' αυτό κ οι όχι (πχ Το πρόβλημα που ανέκυψε λύθηκε με μια επί τούτω διορθωτική πράξη.) Επίσης :
� προς τούτο σημαίνει για το σκοπό αυτό ενώ
� π ρ ο ς το ύτο ι ς / επί το ύτο ι ς σημαίνει επιπλέον, επιπροσθέτως,
made by Absens
προσέτι
[ 54 ]
� εφ ' όπλο υ λόγχη
και όχι
εφ' όπλου λόγχης
� έ xω κα κή / καλή . . . δ ι ά θεση και όχι
έχω κακή/καλή ψυχολογία
� θεα lJ αT l K ή βελτίω ση και όχι
ραγδαία βελτίωση
αλλά ρ αγδ α ία επι δείνωση,
� Ό ταν μιλάμε για πρόσωπα που έχουν πεθάνει, δε χρησιμοποιούμε τα « κύ ρ ι ο ς » / « κ υ ρ ία» πριν από το όνομα ή το επίθετό τους, Λέμε, πχ : � ",Σε εκείνο το ταξίδι ήτα ν μαζί μα ς και ο) Νικολάου,
και όχι
"
Ο
(μακαρίτης / αείμνηστος
Ο (μακαρίτης/αείμνηστος ο) κύριος
Ν ικολάου.
� Ό ταν παρουσιάζουμε τον εαυτό μας, δε χρησιμοποιούμε τα « κύ ρ ιος» / « κ υ ρ ία» πριν από το όνομα ή το επίθετό μας, Λέμε, πχ , στο τηλέφωνο : Κα λημέρα, είμαι ο Χρηστίδης ή ο Νίκος (ο) Χρηστίδης. ",ο κύριος Χ ρηστίδης ή ο κύριος Νίκος και όχι Χ ρηστίδης
� λόγο υ χά ρ η / χά ρ ιν και όχι
λόγω χάρη
� μ α κρόθεν
made by Absens
εκ του μακρόθεν και όχι λλά εκ το υ σύνεγγυ ς α
[ 55 ]
� μετά Χρ ι στόν και όχι
μετά Χριστού
αλλά προ Χ ρ ι στο ύ
� όσον αφορά κ α ι όχι
ως αναφορά
� (όλα έγιναν) πα ρανάλω μ α το υ πυ ρός και όχι
� π α ρά πόδα
=
... παραναλώματα του πυρός
προσοχή! (παράγγελμα)
παρά πόδας και όχι αλλά κ ατά πόδα ς ( στα βήματα κάποιου, από πίσω του) =
� ο / του / τον / το περί ου ο λόγο ς � η / της / την περί η ς ο λόγος και όχι
η /τη ς/τη ν περί ου ο λόγος
� ο l / των/τους /τις/τα περί ων ο λόγος και όχι
οι/των/τους/τις/τα περί ου ο λόγος
� ο , του, τον / η , της, την / το / ο l / των / τους / τις / τα πλη σίον (άκλιτο) και όχι
. . . των πλη σίω ν
και όχι
κατά πόσο μάλλον
� πόσω μ ά λλον
� προέ κ υ ψ ε / ανέ κ υ ψε (πχ πρόβλημα, δυσκολία. . . )
made by Absens
και όχι
[ 56 ]
ενέσκη ψε πρόβλημα, δυσκολία . . .
� προπ η λα κίζω σημαίνει βρίζω, χλευάζω δημοσίω ς, ε πιτίθεμαι λεκτικά εναντίον κάποιου
ασκώ σωματική βία εναντίον κάποιου
και όχι
� προτέ ρα κ ατά στα ση προτεραία κατάσταση
και όχι
� (ένα , δύ ο , τρ ί α ) το ις ε κατό . . .
(δύο, τρία ... ) τα εκατό
και όχι
� ο, του, τον / η, της, την / το
made by Absens
και όχι
...
υπ' α ρ ι θ μ όν ένα (άκλιτο) υπ' αριθμόν ένας ή υπ' αριθμόν μία
[ 57 ]
ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΠΟΥ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ
Ο μ ό ρ ρ ι ζες λέ γονται ο ι λέξε ις πο υ έ χο υν την ίδ ια ρ ί ζα . Α κο λ ο υ θ ο ύν περ ιπτώ σεις ο μ ό ρρ ιζων λέξεων με παραπλή σια ή διαφο ρετι κή ση μασ ία .
•
ο υ σια στι κά
� άγγελος
πρόσωπο του αρχαίου δράματο ς ο αγγελιαφό ρος που έφερνε στο χώρο της σκηνής ειδήσεις από μακριά, από έξω
� εξάγγελος
πρόσωπο του αρχαίου δράματος' ανήγγελλε όσα είχαν συμβεί πίσω από τη σκηνή (δηλαδή όσα συνέβαιναν μέσα στο ανάκτορο, στο ναό κτλ .)
� α ίσθ η μ α
η αντίδραση που προέρχεται από ένα εσωτερικό ή ένα εξωτερικό ερέθισμα (το να νιώθεις κρύο, ζέστη, πόνο, δίψα . . . ) Το α ίσθ ημα της δίψας είναι ανυπόφορο.
� συνα ίσθ η μ α
αυτό που νιώθουμε, μια εσωτερική κατάσταση, ένα βίωμα προσωπικό, το οποίο μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο (αγάπη, μίσος, ζήλια, λύπη, χαρά, θυμός .. . )
made by Absens
Η ζήλια είναι πολύ δυνατό συνα ίσθ ημα.
[ 58 ]
� α ίτη μ α
επιθυμία, αξίωση κτλ. που υποβάλλεται π ρ οφ ο ρ ι κ ώ ς ή γ ρα πτ ώ ς σε κάποιο φορέα ή σε κάποιο φυ
σικό πρόσωπο Στην αυριανή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου θα συζητη θεί το α ίτημα που υποβάλατε σχετικά με τη χρηματοδότηση το υ επιμορφ ω τικού πρ ογράμματός σας.
� α ίτη ση
συγκεκριμένο αίτημα που διατυπώνεται γ ρα πτώ ς και υποβάλλεται σε υπηρεσία, σε οργανισμό ή σε άλλο φορέα, δημόσιο ή ιδιωτικό Θα πρέπει να υποβάλετε νέα α ίτηση, διότι στην παλιά υπήρχε κάποιο λάθος στα ατομικά στοιχεία σας.
� αναγκα ι ότητα
ό,τι επιβάλλεται από την ανάγκη (ηθική, δεοντο λογική επιταγή) Η ένταξη της Ελλάδας στη ν Ευρω παϊκή Ένωση ήταν πολιτική αναγκαι ό τητα .
� ανάγκη
επιβεβλημένη υποχρέωση Στην εποχή μας είναι πλέον ανά γκη να ληφθούν σημα ντικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.
� ανάτυπο
μικρό φυλλάδιο ή έντυπο του οποίου το κείμενο αποτελεί μέρος βιβλίου ή περιοδικού, συνήθως επι στημονικού, και το οποίο διανέμεται δωρεάν από το συγγραφέα Δε χρειάζεται να αγοράσεις το περιοδικό, για να δια
made by Absens
βάσεις το άρθρο μου· θα σου δώσω ένα ανά τυπο.
[ 59 ]
� αντίτυ πο
κάθε αντίγραφο βιβλίου, περιοδικού ή άλλου εντύπου Η τελευταία έκδοση του βιβλίου της κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα.
� αντι πρόσω πος
άτομο εξουσιοδοτημένο να ενεργεί ή να κάνει δικαιοπραξίες για λογαριασμό άλλου, ο πληρε ξούσιος: εμπορικός αντιπρόσωπος, δικαστικός αντιπρόσωπος κτλ. Όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου θα στείλουν αντι προ σώ πο υς στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
� ε κ πρόσω πος
αυτός που αντιπροσωπεύει έν α καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό ρεύμα, ένα κόμμ α, ένα σύλλογο κτλ. Ο Πικάσο είναι ο κυριότερος εκπρ ό σωπος του κυβι σμο ύ.
made by Absens
Εξελέγη ο νέος κοινοβουλευτικός εκπρ ό σωπος.
� α ποδη μ ία
α ν αχώρηση από την πατρίδ α κ α ι μόνιμη εγκατά στ αση σε ξένη χώρα
� ε κ δ η μ ία
(συνήθως μτφ .) η α ναχώρηση από τη ζωή
� παρεπιδη μ ία
προσωρινή παραμονή σε άλλη χώ ρα
� α πόδoση
βαθμός παρ α γωγικότητ ας , κέρδος , ωφέλεια που αποφέρει μια ενέργεια, μια πράξη, μια δι α δικασία
[ 60 ]
Κέρδισε πολλά χρήματα, διότι ο ι μετοχές που αγόρα σε είχαν πολύ υψηλή απόδ οση.
� επίδoση
η πρόοδος και η επιτυχία σε έναν τομέα Έχει μεγάλη επίδοση στα γλωσσικά μαθ ήματα.
� απόμ αχο ς
(κ uριολ.) απόστρατος' (μτφ .) συ νταξιούχος, αυτός πο υ βρίσκεται έξω
από τον επαγγελματικό στίβο Από τότε που πήρε σύνταξη κάποιοι τον αντιμετωπί ζουν ως από μαχο της ζωής.
� παλα ίμαχος
(κ uριολ.) έμπειρος σε ό,τι αφορά τον πόλεμο ' (μτφ .) έμπειρος, πολύ ικανός σε κάποιον τομέα Διευθυντής της τοπική ς εφημερίδας είναι ένας παλ α ί· μαχος δημοσιογράφος.
� ατύχη μ α
ζημιά, κακοτυχία, βλάβη (λιγότερο σοβαρό από το δυστύχημα' έχει γενικότερη σημασία) Το αυτοκίνητό μου είναι στο συνεργείο, διότι προ ημε ρών είχα ένα τροχαίο ατύχημα.
� δ υ στ ύχ η μ α
πολύ σο βαρό ατύχημα, πο υ προκαλεί σημαντική σωματική βλάβη ακόμα και θανάσιμη (αεροπορικό, αυτοκινητικό " ,) Το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει στη χώρα μας λόγω του παγετού σοβαρά αυτοκινη τικά δ υστυχ ή ματα,
made by Absens
στα οποία βρήκαν το θάνατο πολλοί άνθρωποι.
[ 61 ]
� βουλή
«
βουλεύο μαι) σκέψη, απόφαση
Ανεξιχνίαστες οι ρ ο υλέ ς του Κυρίου .
� βούλη ση
«
βούλο μαι) επιθυμία, θέληση
Κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη λαϊκή ρ ο ύλ ηση.
� γ έ νεση
η δημιουργία, η αρχή, η προέλευση, ο σχηματι σμός, το γίγνεσθαι (δηλώνει εξέλιξη και διάρκεια) Το βιβλίο πο υ διαβάζω έχε ι τίτλο "Η γ έ νεση το υ σύμπαντος».
� γ ένν η ση
1.
η πράξη και το αποτέλεσμα το υ γεννώ, η γέννα
Τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί ανησυχητικά ο αριθ μός των γεννή σεων στη χώρα μας. 2.
η εμφάνιση ενός νέο υ πράγματος, μιας νέας
τάσης Η γ έ ννη ση ενός νέου καλλιτεχνικού κινήματος επη ρεάζει πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής.
� δια κή ρ υ ξ η
1.
δημόσια εξαγγελία που αφορά την πραγματο
ποίηση σημαVΤΙKών έργων Μετά τη δημοσίευση της διακή ρυ ξης του Υπο υργείου Παιδείας σχετικά με τη συγγραφή σχολικών βιβλίων για την υποχρεωτική εκπαίδευση, πολλοί εκδοτικοί οίκοι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την ανάληψη μέρους
made by Absens
του έργου.
[ 62 ]
2.
επίσημη ανακοίνωση που αφορά ένα σοβαρό
ζήτημα και απευθύνεται σε ευρύ κοινό Η δ ιακ ή ρ υ ξη τη ς κυβέρνηση ς σχετικά με τα μέτρα που θα ληφθούν για τη ν ασφαλή διεξαγωγή τω ν Ολυ μπιακών Αγώνων έγινε δεκτή με ανακούφιση.
καταγραφή κα ι κοινοποίηση θεμελιωδών αρχών, μανιφέστο 3.
Η Γαλλική Επανάσταση με τη Διακή ρυ ξη τω ν Δικαιω μάτων του Ανθρώπου έγινε αφορμή να ξεσηκω θούν πολλοί υπόδουλοι λαοί και να αγωνιστούν για την ελευ θερία τους.
� προ κή ρ υ ξ η
ανακοίνωση από κρατικό ή άλλο φορέα σχετικά με έργα όχι τόσο σημαντικά όσο αυτά που εξαγ γέλλονται με τη διακήρυξη Δημοσιεύτηκε πρόσφατα στις εφημερίδες προκή ρυ ξη που αφορά την πρόσληψη μέσω ΑΣΕΠ υπαλλήλων σε διά φορους δημόσιους οργανισμούς.
� δ ι α κόσμ η ση
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του «διακοσμώ", ο στολ ι σμός Η διακ ό σμηση του σπιτιού δεν έγινε από διακοσμητή αλλά από την ίδια τη ν οικοδέσποινα.
� δ ι ά κοσμος
ό,τι χρησιμοποιείται στη διακόσμηση, τα στολίδια Ο δ ι ά κοσμ ο ς τη ς αίθο υσας δεξιώσε ω ν ή ταν πολύ
made by Absens
απλός.
[ 63 ]
� δ ι α μ ονή
αναφέρεται συνήθως σε μόνιμη εγκατάσταση και διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο Στη βεβαίωση δεν αναφερόταν ο τόπος δ ιαμονή ς του.
� πα ρ α μ ονή
αναφέρεται συνήθως σε προσωρινή εγκατάστα ση και διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο Η παραμον ή του στο εξωτερικό θ α διαρκέσει δύο εβδομάδες.
� δ ι ε ργα σία
σειρά διαδικασιών , ζυμώσεων που συμβαίνουν .: συνήθως στον πληθ σε διάφορους χώρους, επαγγελματικούς, πολιτι
δ ι ε ργα σίες
κούς κ.ά. , με σκοπό συνήθως την ανανέωση ή την αλλαγή Ολο κληρώθηκαν οι δ ιεΡ Υα σίε ς για την εκλογή του νέου προέδρου της εταιρείας.
� επεξεργα σία (βλ επεξεργάζομαι)
η τελειωτική, η πλήρης κατεργασία, η τελειοποίηση (αντικειμένου, κειμένου, νομοσχεδίου, προγράμ ματος κτλ. ) Το κείμενο του νομοσχεδίου χρειάζεται προσεκτική επε ξεργασία πριν υποβληθεί στη Βουλή προς ψήφιση.
� κατεργασία (βλ κατεργάζομαι)
η αρχική επεξεργασία ενός υλικού, ενός αντικειμέ νου , ώστε να γίνει κατάλληλο προς χρήση Η κατεργασία των ευγενών μετάλλων είναι ιδιαίτερα λεπτή εργασία.
� ε κατ ονταετη ρίδα η συμπλήρωση εκατό ετών , η εκατοστή επέτειος
made by Absens
(βλ και χιλιετηρίδα)
[ 64 ]
Το 1996 έγιναν εορταστικές εκδηλώσεις στη χώρα μας
για τη ν πρώτη εκατονταετηρ ίδ α από τη ν αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
� εκατονταετία (βλ. και χιλιετία)
χρονική περίοδος εκατό ετών, αιώνας Η περασμένη εκατονταετία υπήρξε περίοδος μεγά λων τεχνολογικών και επιστημονικών επιτευγμάτων.
� εκμ ά θ η ση
η τέλεια μάθηση, η τέλεια γνώση Η εκμ άθ ηση της ιταλικής γλώσσας είναι πολύ εύκολη για τους φιλολόγους, επειδή ξέρουν Λατινικά.
� μ ά θ η ση
η απόκτηση γνώσεων Χάρη στη μεγάλη έφεσή του για μάθ ηση έκανε λαμπρές σπουδές.
� εμπε ι ρ ία
βίωμα Ο τοκετός είναι μοναδική εμπειρ ία για μια γυναίκα.
� πείρα
σύνολο από εμπειρίες Α πό την πολύχρονη θητεία του στην εκπαίδευση απέ κτησε μεγάλη διδακτική πε ίρα.
� ενδ η μ ία
συνεχής εμφάνιση συγκεκριμένης νόσου σε μια περιοχή
� επ ι δ η μ ία
προσωρινή εμφάνιση συ γκεκριμένης νόσου σε μια περιοχή
made by Absens
� πανδ η μ ία
εξάπλωση μιας νόσου σε ολόκληρη τη χώρα
[ 6� ]
� ενη με ρότητα
1.
το να είναι κανείς ενημερω μένος, ενήμερος για
κάποιο θέμα (κατάσταση) Η ενημερ ό τητά του σχετικά με την καλλιτεχνική ζωή του τόπου είναι εκπληκτική. 2.
φορολογική ενη μερότητα (
=
πιστοπο ίηση που
αφορά την ύπαρξη ή μη χρεών προς το δη μόσιο) Για να εισπράξω τα χρήματα από τη ν απαλλοτρίωση του ακινή του μου, θα πρ έπει να προ σκομίσω στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων βεβαίωση φορο· λογικής ενημερ ό τητας.
� ενη μ έ ρω σ η
το να ενημερώνεις ή να ενημερώνεσαι για κάποιο θέμα (ενέργεια) Η ενημέ ρωση των πολιτών για τα εθνικά μας θέματα είναι υποχρέωση τη ς πολιτείας.
� ένοι κος
αυτός που κατοικεί σε συγκεκριμένο ο ίκημα · π.χ. ένοικος κτιρίου, σπιτιού, πολυκατοικίας, ξενοδο χείου, κτιριακού συγκροτήματος κτλ. Στις μεγάλες πολυκατοικίες οι περισσότεροι έ νοικοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους.
� κ άτο ι κος
αυτός που διαμένει σε έναν τόπο· π.χ . κάτοικος (συν) οικισμού, περιοχής, χωριού, πόλης, περιφέ ρειας, νο μού κτλ. Όλοι σχεδόν οι κ ά τοικοι του χωριού διαμαρτυρήθη καν έντονα για την εγκατάσταση ενός πυλώνα της ΔΕΗ
made by Absens
στην περιοχή τους.
[ 66 ]
� εξ ή γη ση
ερμηνεία, ανάλυση Με τά τη ν περιγραφή του φαινομένου πρ οχώρησε στην ε ξή γησή του.
� επεξ ήγη ση
πληρέστερη, πρόσθετη εξήγηση, εξήγηση με περισ σότερες λεm ομέρειες, διασαφήνιση Ήσουν πολύ σαφής σ' αυτά που είπες ' δε χρειάζονται επε ξ ηγή σεις.
� εξ ω μ ότ η ς
αρνησίθρησκος, αυτός που απαρνήθηκε τη θρη σκεία του (μτφ .) αποστάτης, προδότης Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να γίνουν ε ξωμ ό τες.
� συνω lJ ότ η ς
αυτός που μετέχει σε συνωμοσία Όταν α ποκαλύφ θηκε η συνωμοσία, οι περισσότεροι από τους συνωμ ό τες είχαν διαφύγει σε άλλες χώρες.
� επέ μ βα ση
1.
δυναμική, έντονη ανάμειξη (θετική ή αρ νητική
σημασία) Η πορεία διαλύθηκε με τη ν άμεση επέ μ βα ση της αστυνομίας. 2.
διόρθωση, προσθήκη
made by Absens
Στη συγκεκριμένη μελέτη έγιναν ελάχιστες φιλολογι κές επεμβά σεις.
[ 67 ]
� πα ρέ κβαση
λοξοδρόμηση, απομάκρυνση από το θέμα Ο τελευταίος ομιλητή ς, παρά τις συχνέ ς παρεκβ ά · σεις που έκανε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, δεν
κούρασε το ακροατήριο.
� πα ρέ μ βα ση
απλή ανάμειξη, μεσολάβηση (θετικ ή συνή θως ση μασία ) Οι έντονες διαμαρτυρίες των παικτών προς το διαιτη τή σταμάτησαν ύστερ α από παρ έ μ βαση του προέ δρου της ομάδας.
[e πα ρεμβολή το να θέτεις κάτι ανάμεσα σε δ ύ ο άλλα , η δ ιακοπή μιας συνέχειας
(αρνητική σημασία)
Στις ραδιοφωνικές εκπομπές μικρών σταθμών γίνονται συχνά παρεμβολέ ς από μεγαλύτερους σταθμούς.]
� ευ θ ύ ν η
η υποχρέωση κάποιου να δώσει λόγο για τις ενέρ γειές του ή να ανταποκριθεί σε ό,τι έχει αναλάβει Την ε υ θ ύ νη για τη ν ομαλή διεξαγωγή των εκλογών έχει το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
� υ πευ θ υνότητα
η συναίσθηση της ευθύνης Με τη ν υπε υ θ υ ν ό τητα που τον χαρακτηρίζει έχει κερδίσει τη ν εκτίμηση του προϊσταμένου του, αλλ ά και των συναδέλφων του.
� κα τ αναγκα σμός (ψυχολ. ) το να επαναλαμβάνουμε, λόγω άγχους, συνεχώς και επίμονα τις ίδιες εν έργ ε ι ες ή πρά ξ εις
made by Absens
ή να αποφεύγουμε συστηματικά κάποιες άλλες
[ 68 ]
� ψ υχαναγκα σμ ό ς (ψuχ αλ. ) τα να κατακλύζεται συνεχώς το μυαλό μας από βασανιστικές, συνήθως, σκέψει ς ή ιδέες, τις ίδιες πάντα, από τις οποίες δεν μπορούμε να απαλλαγούμε
� κοινωνι κοπο ίηση
1.
διαδικασία ένταξης και προσαρμογής στο κοι
νωνικό σύνολο Η κοινωνικοπο ίη ση τ ο υ ατόμου αρχίζει από τη ν προσχολική ήδη περίοδο. 2.
(α/κ αν.) η ανάληψη από το δημόσιο τομέα ιδιω
τικών επιχειρήσεων, συνήθως κοινής ωφελείας Παλαιότερα τα σοσιαλιστικά κόμματα υποστήριζα ν στο πρόγραμμά τους την αναγκαιότητα των κοινωνι κοποι ή σεων.
� κοινωνι κότητα
η τάση για συναναστροφή, η άνεση στη συνανα στροφή με τους άλλους, καθώς και η γνώση και η τήρηση των κοινωνικών κανόνων Στο χώρο του σχολείου εκδηλώνεται και αναπτύσσεται συνή θως η κοινωνικ ό τητα του ατόμου.
� μεθοδολογία
το σύνολο των μεθόδων τις οποίες χρησιμοποιεί μια επιστήμη και ο τρόπος με τον οποίο εφαρμό ζεται κάθε μέθοδος Οι διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι ακολουθούν διαφο ρετική με θ ο δ ολ ογία στις έρευνές τους.
made by Absens
� μ έθοδ ος
ο τρόπος έρευνας, εξέτασης και ανάλυσης ενός
[ 69 ]
θέματος κατά τον οποίο ακολουθούνται ορισμέ νοι κανόνες Η εξέταση του DNA είναι η πιο αξιό πιστη μ έ θ ο δ ος για την εξακρ ίβ ωση της πατρότητας.
� IJ ε l ονότητα
το μικρότερο μέρος του συνόλου Σε μερικά σχολεία του κέντρου οι Έλλη νες μαθητές αποτελούν μειονό τητα.
� μ ε ι ο (νο) ψ η φ ία
το μικρότερο μέρος του συνόλου κατά την ψηφο φορία Στα πρακτικά των συλλο γικών οργάνων πρέ πει να καταγράφονται και οι απόψεις της μειο (νο Ιψ η φίας.
� μεταγραφή
1.
αθλητή
Η «ελληνοποίηση » των ξένων α θλητών είναι απαραίτη τη για τη μεταγραφή τους σε ελληνικές ομάδες. 2.
περιουσιακών στοιχείων (νομ. )
Είναι α πλή διαδικασία η μεταγραφ ή περιουσιακών στοιχείων στο υποθηκοφυλακείο. 3.
λέξης, κειμένου
Η μεταγρα φ ή ξένων λέξεων στα Ελλη νικά είναι ένα θέμα που απασχολεί συχνά τους φιλολόγους.
� μ ετεγγρα φ ή
μαθητή/φοιτητή/σπουδαστή
made by Absens
Είναι δύσκολο να γίνει στη μέση της σχολικής χρονιάς μετεγγραφή μαθητή από ένα σχολείο σε άλλο.
[ 70 ]
� μετ α κο μ ι δή / ανα κομ ι δ ή
εκταφή των οστών νεκρού και μεταφορά τους σε άλλο τάφο
� δι α μ ετα κό μ ι ση
μεταφορά αγαθών και εμπορε υμάτων από μια χώρα σε άλλη μέσω μιας τρίτης
� μετ α κό μ ι ση
1.
� πα ρ α ίσθ η ση
(ψuχολ .) το να αvτιλαμβανόμαστε με λανθασμένο τρόπο ένα εξωτερικό ερέθισμα
μεταφορά οικοσκευής
2.
αλλαγή κατοικίας
Μέσα στο σκοτάδι έβλεπε να κουνιούνται τα κλ αδιά του δέντρου και είχε τη ν παρα ίσθ ηση ότι αντίκρι ζε φαντάσματα.
� ψ ευ δα ίσθ η ση
(ψuχολ .) το να αvτιλαμβανόμαστε ως πραγματι κό κάτι που δεν υπάρχει, δ ηλαδή να βλέπουμε , να
ακούμε ή να αισθανόμαστε ανύπαρκτα πράγματα Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του είχε συχνά την ψ ε υ δ α ίσθ ηση ότι άκουγε τη φωνή της μητέρας του, η οποία δε ζούσε πια.
� πα ράλυ ση
(μτφ .) διάλυση, αποδιοργάνωση Τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ημερών επέφεραν την παρ άλ υση του κρατικού μηχανισμού.
� παραλ υ σία
(μτφ.) διαφθορά, κραιπάλη, έκλυτη ζωή Η η θική παραλ υσία που χαρακτηρίζει την εποχή μας έχει κλο νίσει τη ν πίστη των νέω ν κυρίως ανθρώπων στα ιδανικά και στις αξίες που κυριαρχούσαν στη ζωή
made by Absens
μας παλαιότερα.
[ 71 ]
� παρεγκεφαλίδα
(ιατ ρ.) τμήμα του εγκεφάλου στο πίσω μέρος του κρανίου
� πα ρεγκεφαλίτι δα (ια τρ.) νόσος της παρεγκεφαλίδας
� παρωνύ μ ι ο
παρατσούκλι Τα περισσότερα παρων ύμια είναι σκωπτικά.
� παρ ώνυ μ ο
(Υραμμ. ) λέξη που έχει παραπλήσια μορφή με
κάποια άλλη αλλά διαφορετική σημασία' Π.χ. γέρος/γερός, βρόχος/βρόγχος κτλ. Τονικά παρ ώ νυμα λέγονται τα παρώνυμα που διαφέ ρουν μόνο ως προς τον τονισμό τους.
� πλει ονότ ητα
το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου (αντίθ. : μειο νότητα) Σήμερα οι νέοι στη ν πλ ειονό τητά τους αποφεύγουν το γάμο.
� πλει ο (νο) ψ η φία
το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου σε ψηφοφορία (α VΤίθ. : μειο (νο) ψηφία) Για να είναι μια κυβέρνηση ισχυρή, πρέπει να έχει την απόλυτη πλ ε.ο ( νο }ψ η φΙα του εκλογικού σώματος.
� προκατάλη ψ η
αρνητική προδιάθεση ή γνώμη για κάποιον ή για
made by Absens
κάτι, παρόλο που δεν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι γι' αυτό [ 72 ]
Οι περισσότεροι Έλληνες αντιμετωπίζουν τους ξένους χωρίς προκαταλ ήψ εις .
� πρόλη ψ η (συνήθ. πληθ.)
η λογικά αβάσιμη πεποίθηση ότι κάτι μας φέρνει τύχη, καθώς και ο φόβος ότι κάτι μας φέρνει ατυ χία (δεισιδαιμονία) Οι νέοι άνθρωποι συνήθως περιγελούν όσους πιστεύουν στις προλ ή ψ εις.
� πρόσκρουση
η σύγκρουση κινούμενου σώματος σε σταθερό Από τη ν πρ ό σκρ ο υση στο στη θαίο τη ς γέφ υρ ας καταστράφηκε εντελώς το αυτοκίνητο.
� σύγκρουση
βίαιο χτύπημα δύο κινούμενων σωμάτων Η σ ύ γκρο υση του σπορ αυτοκινήτου με το φορτηγό
ήταν ιδιαίτερα σφοδρή.
� πρότυ πο
το υπόδειγμα, το μοντέλο Η δασκάλα που είχα στις πρώ τες τάξεις το υ Δημοτι κού ήταν το πρ ό τυπό μου για πολλά χρόνια.
� πρωτότυπο
το πρώτο, το αρχικό, το γνήσιο Ακόμα και οι πιο έμπειροι τεχνοκρίτες δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν το αντίγραφο από το πρωτό τυπο .
� σύ μ βα ση
συνθήκη, συμφωνία
made by Absens
Προσελήφθη σε κάποια υπηρεσία του γ πουργείου Παιδείας με σύμβαση αορίστου χρόνου.
[ 73 ]
� συ μ βα τ ι κότητα
το να ακολουθεί κάποιος τις κοινωνικές συμβάσεις Δεν υπάρχουν συμΡ ατικό τητες ανάμεσα σε φίλους.
� συμ βατότ ητα
ταίριασμα, συμφωνία, εναρμόνιση Αν δεν υπάρχει ΣUμρ ατότητα των ιστών λήπτη και δότη, δεν είναι δυνατόν να γίνει μεταμόσχευση κάποιου οργάνου.
� τ εχνι κή
η αξιοποίηση και η εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων για την επίτευξη ενός έργου ή ενός απο τελέσματος Στις πωλήσεις ακολουθείται συγκεκριμένη τεχν ικ ή.
� τεχνολογία
το σύνολο των επιτευγμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των επιστημονικών και τεχνι κών γνώσεων Η ανάπτυξη της τεχνο λ ογίας επηρεάζει θετικά, αλλά
και αρνητικά τη ζωή μας.
� τοπ ι ογραφία � τοπογραφ ία
το ζωγραφικό έργο που απεικονίζει τοπίο η ακριβής απεικόνιση υπό κλίμακα ενός τόπου, μιας περιοχής κτλ. σε χάρτη ή σε σχεδιάγραμμα
� χιλι ετη ρ ίδα
η συμπλήρωση χιλίων ετών, η χιλιοστή επέτειος (βλ. και ε KαΤOνΓαε rηρίδα) Παρακολουθήσαμε από την τηλεόραση τους λαμπρούς εορτασμούς για τη δεύτερη χιλ ιετηρ ίδ α στις διάφο
made by Absens
ρες πρωτεύουσες του κόσμου.
[ 74 ]
� χι λ ι ετία
χρονική περίοδος χιλίων ετών . (βλ και εκατονταετία) Πέρασαν ήδη τρία χρ όνια από τη ν είσο δό μας στη ν τρίτη χιλ ιετία .
•
ε π ί θ ε τ α
� α ι φνιδ ι α στι κός
αυτός που γίνεται για να αιφνιδιάσει Ο δήμαρχος έκανε αι φνι δ ιαστικ ή επίσκεψη σ ε διά φορες υπηρεσίες του δήμου, για να ελέγξει αν λει τουργούν καλά.
� α ι φνίδ ιος
ξαφνικός, απρόβλεπτος Η παράσταση ματαιώθηκε λόγω του αιφνίδ ιου θανά
του του πρωταγωνιστ ή.
� α μ φ ίθ υ μ ο ς
αυτός που αλλάζει εύκολα διάθεση, ο κυκλοθυμικός
� α ψ ίθ υ μ ο ς
ευέξαπτος, ευερέθιστος, οξύθυμος [8 α ψ ίκορος αυτ ός που χο ρτα ίνε ι γ ρήγορα και ε ύ κολα ' (μτφ.) ο άστατος, ο ε υ μετάβολος]
� ατυχή ς
λέγεται συνήθως για καταστάσεις και ενέργειες Π.χ . ατυχ ή ς σύμ πτωση, ατυχέ ς γεγονός, ατυχ έ ς παράδειγμα
� άτυχ ος
λέγεται για έμψυχα
made by Absens
Π.χ. ά τυχος άνθρωπος, ά τυχο παιδί
[ 75 ]
� γλωσσι κός
αυτός που έχει σχέση με τη γλώσσα Είναι απαραίτητο να γίνεται νλ ω ααl κ ή επιμέλεια σε όλα τα σχολικά βιβλία.
� γλωσσολογι κός αυτός που αναφέρεται στην επιστήμη της γλωσ σολογίας Στο τελευταίο τεύχος της Φιλολογικής δημοσιεύτηκαν δύο σημαντικά άρθρα νλ ω ααολ ο νl κο ύ περιεχομένου.
� δια π ροσω π ι κός αυτός που αφορά δύο ή περισσότερα πρόσωπα, που αναφέρεται σε σχέσεις και καταστάσεις μετα ξύ προσώπων Οι δ ιαπρο αωπικ έ ς σχέσεις δοκιμάζονται ιδιαίτερ α στο χώρο της δουλειάς.
� π ροσω π ι κός
ατομικό ς αυτός που αφορά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο Η προ α ωπικ ή μο υ εκτίμηση είναι ότι πρόκειται για
σπουδαίο επιστήμονα.
� εκλε κτι κός
(λέγεται για πρόσωπα μόνο) απαιτητικός, δύσκο λος ση ς επιλογές του Από μικρός ήταν πολύ ε κλ εκτικό ς στις φιλίες του.
� ε κ λε κτός
λαμπρός
� επιλεκτ ικός
αυτός που επιλέγει από ένα σύνολο ή γίνεται με επιλογή
Να σου συστήσω έναν εκλ εκτό συνάδελφο.
made by Absens
Στα σύντομα δελτία ειδήσεων οι δημοσιογράφοι κάνουν επιλ εκτικ ή παρουσίαση των γεγονότων της ημέρας.
[ 76 ]
� επίλεκτ ο ς
ξεχωριστός, επιλεγμένος γ ια την αξ ία του Στην άσκηση έλαβαν μέρος επίλ ε κ τε ς στρατιωτικ έ ς μονάδες.
� εξ α ι ρετ ι κός
ιδιαίτερος, διαφορετικός, αυτός που αποτελεί εξαίρεση Από ψε είναι μια ε ξ αιρετι κ ή βραδιά · πρέπει να το γιορτάσουμε.
� εξ α ίρετ ος
(συνήθως για πρόσωπ σ ) λαμπρός, εκλεκτός Πρόκειται για ε ξ α ίρετα γιατρό με λ αμπρές σπουδές στην Αμερική.
� επίο ρ κο ς
αυτός που παραβαίνει τον όρκο του Υπάρχουν, δυστυχώς, επίαρκαl γιατροί, οι οποίοι εκμε· ταλλεύονται οικονομικά τους ασθενείς τους.
� ψεύ δο ρ κος
αυτός που δίνει ψεύτικο όρκο Υπάρχο υν ψ ε ύδ α ρ κ αl μάρτυρε ς που πληρώνονται για να καταθέσουν αναληθή στοιχεία στο δικαστήριο.
� επιούσιος
ο αναγκαίος, ο απαραίτητος για την καθημερινή μας συντήρηση Εργάζεται σκληρά για να κερδίσει τον επι α ύ σι α .
� περιούσιος
ο εκλεκτός, ο πολύ αγαπητός
made by Absens
Κατά την Παλαιά Διαθήκη οι Ισραηλίτες ήταν ο περι α ύ σι α ς λαός του Θεού.
[ 77 ]
� υ περο ύσιος
(επίθετο που αποδ ί δ εται στο Θεό) : άυλος, υπερκόσμιος, πέρα από τα όρια της ανθρώ πινης γνώσης
� ευ ά ρ ι θ μος
μικρός σε αριθμό, ολιγάριθμος, α υτός που εύκο λα μπορεί να μετρηθεί
� πολυ ά ρ ι θ μος
μεγάλος σε αριθμό
� ι δ ι οφ υ ή ς
αυτός που έχει έμφυτη πνευμ ατική ικ ανότητα σε συ γ κε κ ρ ι μ ένο το μ έ α
� μ εγαλοφ υ ή ς
αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλη πνευματική ικα νότητα
� ισο ρ ροπη lJ ένος
λογικός, μετρημένος Οι άνθρωποι που ζουν κοντά στη φύση είναι συνήθως ι σορροπημ έ να άτομα.
� ι σό ρ ρoπ oς
αρμονικός Η κλασική παιδεία αποσκοπεί στην ι σ ό ρροπη πνευ
ματική και ψυχική ανάπτυξη του ατόμου.
� κ υ κλοφορι α κός
α υτός που α ναφέρεται στην κυκλοφορία των πεζών, αλλά και των μεταφορικών μέσων
made by Absens
Οι περισσότεροι οδηγοί δεν έχουν σωστή κυκλ οφο ριακ ή αγωγή.
[ 78 ]
� κ υ κ λο φ ο ρ ι κ ός
(βιολ.) αυτός που αναφέρεται
σ τη ν
κυκ λο φορ ία
του αίματος Η καθιστική ζωή πρ οκαλεί συχ νά στ ο ν ο ργανισμό κυκλ οφορικέ ς διαταραχ ές.
� ο μ ότ ψ ος ( κ α θ ηγητής)
� επίτ ι μ ος
τιμητικός τίτλος που απονέμεται σε έναν πανεπι στημιακό καθηγητή μετά τη συvταξι o δότησή του αυτός που φέρει έναν τιμητικό τίτλο χωρίς όμως να εκτελεί τα καθήκοντα που συνεπάγεται ο συγκεκριμένος τίτλος π . χ. επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής, επίτι μος πρόεδρος του κόμματος, επίτιμος διευθυντής
του Υπουργείου Εσωτερικών κτλ.
� ονο μ α στι κ ός
αυτός που έχει σχέση με το όνομα, που περιλαμ βάνει ονόματα ο διευθυντή ς ζήτησε από τη γραμματέα του τον ονο μαστικό κατάλογο των υπαλλήλων τη ς εταιρείας.
� ονο μ ατι κός
(γλωσσολογικός όρος) αυτός που αναφέρεται στο όνομα ως κατηγορία λόγου ονοματικό ς προσδιορισμός, ονοματική φράση, ονο ματική σύνταξη κτλ.
� πασι φ ανής
φανερός σε όλους
made by Absens
Η αδυναμία του για το ωραίο φύλο είναι πα σιφαν ή ς.
[ 79 ]
� προφανής
ολοφάνερος Η πρ όθεσή τη ς να δικαιολογήσει στο λυκειάρχ η τη
συμπεριφορά του γιου της ήταν προφανή ς.
� π ολιτισμ ι κός
αυτός που έχει σχέση με την κουλτούρα, με την πνευματική καλλιέργεια
� πολιτιστι κός
αυτός που υπηρετεί και προωθεί την ανάπτυ ξ η του πολιτισμού, δηλαδή ό, τι εκπολιτίζει Κατά τη ν περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων θα γίνουν διάφορες πολ ιτιστικ έ ς εκδηλώσεις, για να προβλη θούν χαρακτηριστικά στοιχεία της πολ ιτισμικ ή ς κλη ρονομιάς μας.
� σε ισμογεν ή ς
αυτός που δημιουργήθηκε από σεισμό Το μεγάλο αυτό ρήγμα είναι σεισμογενέ ς ' έγινε στον ισχ υρό σεισμό του 198 1.
� σε ισμ ογόνος
αυτός που προκαλεί σεισμούς Είναι γνωστό ότι στη Μεσόγειο υπάρχουν πολλές σε l σμογό νες ζώνες.
� τραπεζι κός
αυτός που αναφέρεται στην τράπεζα Μπορείς να καταθέσεις την αμοιβή μου στον τραπε
made by Absens
ζικό λογαριασμό μου.
[ 80 ]
� τρα πεζιτι κός
αυτός που αναφέρετα ι στ ον τρα πεζ{ τ η Τα τραπε ζιτικ ά συμφέροντα ε (ναι πολύ δύσκολο
να
θιγούν.
� ψ υχι κός
αυτός που αναφέρεται στην ψυχή Δεν είναι μό νο όμορφη, έχει και πλ ούσιο ψ υχι κ ό κόσμο.
� ψ υχολογι κό ς
1.
αυτός που αναφέρεται στην επιστήμη της ψυχο
λογίας Οι ψ υχολ Ο Υικέ ς έρευνες παρουσιάζουν Υενικά με Υά λο ενδιαφέρον. 2.
αυτός που αναφέρεται στην ψυχική κατάσταση
του ανθρώπου Ο πόλεμος έχει άσχημε ς ψ υχολ Ο Υικ έ ς επι πτώσεις στους περ ι σσότερους στρατιώτες .
•
ρ ή μ α τ α
� α κολου θ ώ
1.
έρχομαι ύ στερα από κάποιον/ κάτι
Τον ακολ ου θ ε ί παντού, όπου και αν πάει· έχει γίνει η σκιά του. 2.
συμμορφώνομαι
Α κολ ο ύθ ησα τις οδηγίες σου και βρήκα αμέσως το
δρόμο.
� επα Koλo υ θ ώ
λέγεται για κάτι που συμβαίνει ως συνέπεια κά ποιου γεγονότος Οι τρομοκρατικές επιθέ σεις σταμάτησαν· κανείς όμως
made by Absens
δεν ξέρει τι θα επακο λ ου θ ή σει.
[ 81 ]
� ανα ζητ ώ
ψάχνω, ερευνώ, γυρεύω Α να ζητο ύ σε για χρόνια μέσω του Ερυθρού Σταυρού
τη χαμένη αδελφή του.
� α πoζητώ
νοσταλγώ, λαχταρώ Α πο ζη τ ώ συχνά την ξενοιασιά τω ν παιδικώ ν μου
χρόνων.
� επ ι ζητ ώ
προσπαθώ να καταφέρω κάτι, επιδιώκω κάτι Έρχεται στο χωριό επι ζη τώ ντας ηρεμία και ξεκού ραση.
� ανα K ύπτει
αναφαίνεται, παρουσιάζεται (πρόβλημα, δυσκολία κτλ.) και διαταράσσει την ομαλή πορεία μιας ενέρ γειας Όσες φ ορές νομίζω ότι έχω τελειώσει τις δουλειές μου, πάντα την τελευταία στιγμή α νακ ύ πτει κάποιο πρόβλημα . .
� ΠΡOK ύπτει
1.
ανακύπτει
2.
απορρέει, αναφύεται, συνάγεται, βγαίνει ως
συμπέρασμα Από τη συζήτηση που κάναμε προ έ κυ ψε ότι δεν υπάρ χει καμία περίπτωση να συνεργαστούμε. 3.
δημιουργείται ως αποτέλεσμα
Από κάθε επιστημονικό ή τεχνολογικό επίτευγμα μπο
made by Absens
ρεί να προκ ύ ψ ει και κάτι αρνητικό.
[ 82 ]
. αντ α γωνίζο μ α ι
αγωνίζομαι για ν α επικρατή σ ω έ ν α ν τ ι κ ά π οιου άλλου (δηλώνει αντιπαλότητα) Σε όλη τη ζωή το υ α νταγωνι ζότ αν το με γαλ ύτερ ο αδελφό του.
• συναγωνίζο μ α ι
αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον Κατά το Β ' Παγκόσμιο πόλεμο οι Έλληνες συναγωνί στηκαν με τους άλλους Ευρω παίους για τη συντριβή
του Ά ξονα. (8 α μ ιλλώ μ α ι αγωνίζομαι, χωρίς έ χθ ρα , να επ ικρατή σω των συναγωνι στ ών μο υ )
· αντ ι κα θ ι στ ώ
αλλάζω Πριν εγκαταστα θούν στο σπίτι που αγόρασαν, α ντι κατέ στη σαν όλα τα είδη υγιεινή ς που υπήρχ αν σ' αυτό.
•
υποκα θ ι στ ώ
παίρνω τη θέση κάποιου άλλου, αναπληρώνω Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να υποκατα στή σει τη μ ητέρα .
•
αντ ι στο ιχίζω
(μτβ. ) θέτω κάποιον ή κάτι σε αντιστοιχία με
κάποιον ή με κάτι άλλο Δυσκολεύομαι να α ντιστοιχίσω το υς λατινικο ύ ς με τους αραβ l κούς αριθμούς. •
αντ ιστοιχώ
(αμτβ .) είμαι αντίστοιχος με κάποιον ή με κάτι Τα χρήματα αυτά αντιστοιχο ύ ν σε μισθούς μου τριών
made by Absens
μηνών.
[ 83 ]
� απεKδύo μ α l
(συνήθ ως με αιτιατικ ή)
βγάζω από πάνω μου κάτι, απαλλάσσω τον εαυτό μου από κάτι, αρνούμαι/αποποιούμαι κάτι Σε αυτή την τόσο δύσκολη περίσταση δεν απεκδύθ η κε στο ελ άχιστο τις ευθύνες του.
� α πoδύoμ α l
αφιερώνομαι με πάθος σε κάτι, π.χ. σε έναν αγώνα, σε μια προσπάθεια, σε μια δραστηριότητα Εδώ και πολλ ά χρόνια έχει απο δ υ θ ε ί σε αγώνα για τη σωτηρία ενός σπάνιου είδους αρπακτικού πτηνού.
� α πoσl ωπώ
παραλείπω να αναφέρω ένα γεγονός, δε μιλάω καθόλου σχετικά με αυτό Μετά την εκλ ογή του αποσιώπησε εντελώς το γεγονός ότι τον υποστήριξαν ψηφοφόροι και άλλων παρατάξεων.
� παρα σl ωπώ
συγκαλύπτω, αποκρύπτω με πρόθεση να παρα πλανήσω Κατά τη ν ανάκριση προσπάθησε να παρασιωπή σε ι το γεγονός ότι γνώριζε από χρόνια έναν από τους τρο μοκράτες.
� α πoφέ ρω
φέρνω κέρδος Η τελευταία επένδυσή του απέφερε σημαντικά οικο
νομικά οφέλη στην επιχείρηση.
� επ l φ έρ ω
προκαλώ
made by Absens
Η παραίτησή του επέφερε τη διάλυση της εταιρείας.
[ 84 ]
� α σKώ
1.
γυμνάζω, εκπαιδεύω
Απομνημόνευε συνεχώς αρχαία κείμενα, για να ασκε ί τη μνήμη του. 2.
εφαρμόζω, κάνω χρή ση' σε φράσεις όπως ασκώ
βία, ασκώ έλεγχο, ασκώ επάγγελμα, ασκώ κριτική Συνεχώς ασκο ύ σε κριτική στα παιδιά του. Είναι δύο χρό νια τώρα που ασκε ί επίσημα το επάγ γελμα του δικηγόρου.
� εξ α σKώ
γυμνάζω και κατ ' επέκταση εκπαιδεύω Με κατάλληλες ασκήσεις ε ξασκε ί καθημερινά όλους τους μυς του. Είχε ε ξασκ ή σει το σκύλο του να πιάνει με το στόμα του στον αέρα την μπάλα που του πέταγε.
� α σxoλo ύ μ α ι / ενα σχολο ύ μ α ι � α π α σχολο ύ μ α ι
καταγίνομαι με κάτι Τον τελευταίο καιρό ασχολ ε ίται μόνο με τον κήπο του.
ασχολούμαι με κάτι, επαγγελματικά κυρίως Αν και έχει δίπλωμα νοσηλεύτριας, απασχολ είται σε μια ιδιωτική κλ ινική ως αποκλειστική νοσοκόμα.
� δ ι α κη ρ ύ σσω (βλ. διακήρυξη)
γνωστοποιώ μια απόφαση, διαφωνία, άποψη, θεωρία Οι απόστολοι δ ιακ ή ρ υ ξ α ν σε όλο τον κόσμο τη διδα
made by Absens
σκαλία του Χριστού.
[ 85 ]
� ΠΡOK η ρύσσω (βλ. προκήρυξ η)
αναγγέλλω δημοσίως και επίσημα (ένα διαγωνισμό, τις ε κλογές) Αναμένεται ότι ο πρωθυπουργός θα προκηρ ύ ξει σύντο μα πρόωρες εκλογές.
� δl α Klνδuνε ύ ω
ν α χάσω κάτι, θέτω σε κίνδυνο κάτι Με αυτή την επένδυση που μου προτείνεις δ ιακινδ υ νε ύ ω πολλά χρήματα.
� Klνδ uνεύω
να πάθω κάτι Καθυστέρησε να υποβληθεί σε εγχείρηση καταρράκτη και κινδ υνε ύ ει να τυφλωθε ί.
� δl αλέγω
ξεχωρίζω κάτι από ένα σύνολο (συνήθως χωρίς προσοχή και βιαστικά) Δι άλ ε ξε επιτέλους τι ρούχα θα πάρεις μαζί σου, γιατί
πρέπει να κλείσουμε τις βαλίτσες.
� εKλέγω
επιλέγω με ψηφοφορία Εξε λέ γη με μεγάλη πλειοψηφία ο νέος πρόεδρος του
κόμματος.
� επlλέγω
διαλέγω με κάποιες διαδικασίες, με προσοχή και σύμφωνα με κάποια κριτήρια Επι λ έ γει τους συνεργάτες του με βάση όχι μόνο τα
made by Absens
προσόντα τους αλλά και τη ν προσωπικότητά τους.
[ 86 ]
� δ l a π ρa γ μ aTε ύ o μ a l συζητώ για την επίλυση ενός προβλΓlματος ή για την επίτευξη μιας συμφωνίας Η κυβέρ νηση δ ιαπρ α γμ α τε ύ εται με ξένους κε φα
λαιούχους τους όρους νέων βιομηχανικών επενδύσεων στη χώρα _
� πρ a γμ aTεύoμ a l
εξετάζω , αναλύω και αναπτύσσω διεξοδικά ένα θέμα Στην τελευταία μελέτη του πραγματε ύ εται ένα ιδιαί τερα οξύ κοι νω νικό πρόβλημα, τη ν έξαρση τη ς βίας στα σχολεία.
� δ l a σώ ζω
1.
γλιτώνω κάποιον από έναν κίνδυνο
Ένα αλιευτικό που περνούσε από την περιοχή δl έ σω· σε το πλήρωμα της μικρής θαλαμηγού, η οποία βυθι
ζόταν. 2.
διαφυλάσσω κάτι από τη φθορά του χρόνου,
εμποδίζω τη φθορά ή την απώλεια κάποιου αντ ι κειμένου ή κάποιου αγαθού Α πό τα χειρο ποίητα κεντήματα τη ς γιαγιάς μ ου το μό νο που έχει διασω θε ί είναι ένα πετσετάκι.
� περ l σώ ζω
σώζω ένα μέρος από σύνολο που καταστράφη κε ή κινδυνεύει να καταστραφεί Η καταστροφή του σπιτιού του από το σεισμό ήταν
made by Absens
σχεδόν ολοκληρωτική - έτσι δεν μπόρεσε να περισώ . σε l ούτε ένα αντικείμενο.
[ 87 ]
� εγxει ρ ίζω (> εγχείριση, εγχειρίδιο)
παραδίδω στα χέρια Προτού αναχωρήσει για το εξωτερικό ήρθε στο γρα φείο μου και μου ενεχε ίρισε ένα σφραγισμένο φάκε λο που περιείχε, όπως μου είπε, την ιδιόχειρη διαθή κη του.
� εγxε ι ρώ ( > εγχείρηση)
χειρουργώ ο γιατρός που θα τον εΥχειρ ή σει είναι φίλος του και
δε θα πάρει χρήματα.
� ε Kδ l Kά ζω
(νομ.) δικάζω, διεξάγω δίκη Ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει εκδ ικά σει από το πρωί δέκα παρόμοιες υποθέσεις.
� επl δ l Kά ζω
(νομ.) αναγνωρίζω και ικανοποιώ με δικαστική
πράξη την απαίτηση κάποιου , η οποία αφορά συνή θως κατα β ολή χρηματικής αποζη μίωσης Το Ευρω παϊκό Δικαστήριο επι δίκασε στον τέως βασι λιά Κωνσταντίνο και στη ν οικογένειά το υ ω ς αποζη μίω ση για τη λεγόμενη βασιλική περιο υσία το ποσό των 5 δισεκατομμυρίων δραχμών.
� εKπλ η ρώνω
πραγματοποιώ , τηρώ , ολοκληρώνω Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι θα εκπλ ηρ ώ σει στο ακέ ραιο όλες τις υποσχέσεις και τις υποχρεώσεις του. Θα φ ύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, αφού πρώτα εκπλ ηρ ώ σει τις στρατιωτικές υποχρεώ
made by Absens
σεις του.
[ 88 ]
� πλη ρώ (- οίς, - ο ί)
1.
ανταποκρίνομαι σε κάτι
Δεν πλ ηρο ί, ως εταιρεία, τις προ ϋ ποθέσεις που χρειά ζονται για να αναλάβει τόσο μεγάλο έργο. 2.
καλύπτω ένα κενό, μια ανάγκη
Με τον τελευταίο διαγωνισμό της Τράπεζας της Ελλά δος πλ ηρ ώθ ηκαν όλες οι κενές θέσεις εργασίας.
� εξ ασθενίζω
(μτβ. ) κάνω κάποιον ή κάτι ασθενέστερο, ελαπώ
νω τη δύναμή του, τον αποδυναμώνω Το πολύωρο διάβασμα με ακατάλληλο φω τισμό δεν κουράζει απλώς τα μάτια, αλλά ε ξασθ ε νίζει σταδιακά και την όραση.
� εξ α σθενώ ,
(αμτβ.) χάνω τις δυνάμεις μου, γίνομαι αδύναμος,
αποδυναμώνομαι Από το απόγευμα ε ξασθέ νησαν οι άνεμοι και η βροχή, και έτσι μπορέσαμε να ταξιδέψο υμε.
� επεξ εργά ζο μ α ι
κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ Επε ξεργά στηκε το κατεργασμένο ασήμι και δημιούρ
γησε υπέροχα κοσμήματα.
� κατεργά ζο μ α ι
δουλεύω κάτι, συνήθως ανεπεξέργαστο, για να του δ ώ σω ορισμένο σχήμα και συγκεκριμένη μορφή, ώστε να γίνει κατάλληλο για χρήση Κα τεργάζεται με παραδοσιακό τρόπο το ασήμι, πριν το
παραδώσει στον αργυροχόο για επεξεργασία.
made by Absens
� απεργά ζο μ α ι
προετοιμάζω κρυφά κάτι κακό
[ 89 ]
Σύμφωνα με πληροφορίες από ανθρώπους της εταιρείας του, όλο τον τελευταίο καιρό απεργά ζεται συστηματικά την καταστροφή του μεγαλύτερου ανταγωνιστή του.
� εΠ I Ku ρώνω
βεβαιώνω ότι μια πράξη ή μια ενέργεια είναι έγκυ ρη ή γνήσια Το αντίγραφο, για να έχει ισχύ, πρέπει να επικυρω θ ε ί από δικηγόρο ή από κάποια δημόσια αρχή.
� Kατα Ku ρ ώνω
αναγνωρίζω επίσημα σε κάποιον τη ν κατοχή ή τη μεταβίβασ η τ η ς κυριότητας κινητού ή ακινήτου (όρος που χρ η σιμοποιείται κυρίως σε δημοπρα σίες ή σε δημόσιους διαγωνισμούς) Αν δεν υπάρξει άλλη προσφορά, τα έργο θα κατακυ· ρω θ ε ί στον τελευταίο πλειοδότη. (- κατο χυ ρώνω δ ιασφαλίζω , π ρο στ ατε ύ ω , δ ιαφ υλάσσω Με νομοθετική ρύθμιση κατοχυρ ώ νεται το δικαίωμα των ξένων εργατώ.ν να έχουν δωρεάν περίθαλ ψη στα δημόσια νοσοκομεία. )
� KατασKεu ά ζω
φτιάχνω κάτι με τη βοήθεια τεχνικών μ έσων Η εταιρεία που κατασκεύασε το μετρό στην Αθήνα έχει κατασκευά σει τα μετρό και άλλων ευρωπαϊκών πόλεων.
� π α ρασKεu ά ζω
φτιάχνω κάτι χρησιμοποιώντας και αναμειγνύο ντας διάφορα συστατικά Μέσα σε ελάχιστη ώρα παρασκε ύ ασε ένα υπέροχο
made by Absens
γλύκισμα με διάφορα φρούτα και άφθονη σαντιγί.
[ 90 ]
� Klνώ
1.
θέτω κάτι σε κίνηση 2. μετακινώ
Με αυτό το τηλεχειριστήριο μπορείς να κινή σεις το αυτοκινητάκι από απόσταση 20 μέτρων περίπου.
� Kouν ώ
κινώ κάτι του οποίου το ένα άκρο είναι σταθερ ό Κο ύ νησε δυνατά το δέντρο και γέμισε την αυλή φύλλα.
� Kλ η ρoδOTώ
παραχωρώ, αφήνω σε κά π ο ι ον ένα περιουσιακ ό στοιχείο (συνήθως στους κληρον ό μους μου) Κλ ηρο δό τησε όλη τη ν περιουσία του στη ν εκκλησία
της ιδιαίτερης πατρίδας του.
� Kλ η ρoν o μ ώ
δέχομαι α π ό κά π ο ι ον περιουσιακά στοιχεία ως ν ό μιμος κληρον ό μος του Όλοι ξέρουν πως είναι αυτοδημιούρ γητος και ότι δεν κλ ηρονό μησε τίποτα από τους γονείς του.
� μ εTO I Kίζω
(μτβ .) εγκαθιστώ κάποιον σε μια περιοχή Κατά τη ν αρχαιότητα οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι ανάγκαζαν πολλές ελληνικές πόλεις (μητροπόλεις) να μετοικίζο υν έναν αριθμό πολιτών τους σε διάφορες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου ' έτσι ιδρύθηκαν διάφορες αποικίες.
� μεTOI Kώ
(αμτβ. ) αλλάζω τό πο διαμονής, μεταναστεύω Αφότου μετο ίκησαν στη Νέ α Ήπειρο, χά θηκαν τα
made by Absens
ίχνη τους.
[ 91 ]
� π α ρ α Klνώ
(θετική σημασία) προτρέπω, ενθαρρύνω Οι γονείς του τον παρακινο ύ σαν με κάθε τρόπο να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό, αλλά αυτός είχε πια κουραστε ί.
� υ ΠOKl νώ
(αρνητική σημασία) προκαλώ κρυφά μια ενέργεια,
ξεση κώνω Δεν είχε καταλ άβει κανείς ότι αυτός υποκι νο ύ σε όλες τις διενέξεις και τις συγκρο ύσεις ανάμεσα στο προσωπικό της εταιρείας .
•
επι ρρή ματα/επι ρρη ματι κές φράσεις
� α πέναντι
(τοπικό επίρρημα) Α πέ να ντι από το σπίτι μου υπάρχει ένας μεγάλος
χώρος άθλησης.
� έ ναντι
(τ ρ οπικό επίρρημα) με Υενική : σε σχέση με Δεν έπαιρνε αρκετά ικανοποιητικό μισθό έ ναντι το υ έργου που παρείχε.
� απευ θεία ς
(προέλευση) : χωρίς ενδιάμεσο σταθμό Το ν ειδο ποίη σαν για έκτακτο χειρο υργείο και ήρθε στο νοσοκομείο απε υ θ ε ίας από το αεροδρόμιο.
made by Absens
� κατευ θεία ν/ κατ ' ευ θείαν
[ 92 ]
(κατεύθυνση) : χωρίς ενδιάμεσο σταθμό Μόλις β γήκε από την πόρτα τη ς πολ υκατοικίας, τον
συνέλαβαν και τ ο ν οδήγησαν κ α τε υ θ ε ί α ν στο αστυ· νομικό τμήμα της περιοχής .
� από μ έ ρους (μ ο υ ) . . .
ό σον αφορά ( εμένα . . . ) , από την πλευρά (μου . ) . .
Από μ έ ρους μου, θα κάνω ό, τι μπορώ, για να στηρί· ξω την απόφασή σου.
� εK μ έρο υ ς (μ ο υ ) . . .
με εντο λή (μου . . . ), εξ ο νόματός (μου . . . ) Πήγαινε στο γραφείο του εκ μέρους μου' είμαι σίγου ρος ότι θα σε εξυπηρετήσει αμέσως.
� ενάντια
(τρ οπικό επίρρημα ) : αντ ίθ ετα Όλες οι ενέργειές του ήταν ενά ντια στην κοινή λογική.
� εναντίoν
(πρόθεση ) με γενική : κατά Υπέβαλε μήνυση εναντίον του διαχειριστή της πολυ κατοικίας.
� Kα τ ' α ρχά ς
αρχικά (χρόνος) Κατ ' αρχά ς δημιουργήθηκε μεταξύ τους μια συμπά
θεια που εξελίχθηκε σύντομα σε δυνατή φιλία.
� Kα τ ' α ρχήν/ κατα ρχήν
στα βασικά σημε ία (τρόπος) ' ο εκδότη ς ε νέκρινε κατ αρχ ή ν το δείγμα που του
υπέβαλε η συγγραφική ομάδα, ζήτησε όμως να γίνουν
made by Absens
ορισμένες αλλαγές στη διάταξη των κεφαλαίων.
[ 93 ]
Ε ΠΙΡΡΗ ΜΑΤΑ ΣΕ · ω ς ΚΑΙ Ο ΠΛΗ ΘΥΝΤΙΚΟΣ
� α εΡOΠO Ρ I Kώ ς
(επίρρημα) Το καλοκαίρι, που τα πλοία είναι συνήθως γεμάτα, πολ λοί προτιμούν να ταξιδεύουν αεροπορικ ώ ς.
� α εΡOΠO Ρ I Kά
(επίθετο) Το γαμήλιο δώρο των γονέων της νύφης στο ζευγάρι ήταν δύο αεροπορικ ά εισιτήρια για τη Νέα Υόρκη.
� ενδεχομ ένως
(επίρρημα) Δεν πήρα καμιά συγκεκριμένη απάντηση στις ερωτή σεις που του έκανα, διότι ενδεχομ έ νως προσπαθού σε να καταλάβει τι πραγματικά ήθελα να ακούσω.
� ενδεxό μενα
(επίθετο) Είναι δύσκολη υπόθεση. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετω πίσουμε όλα τα ενδεχόμενα προβλήματα.
� επo μ ένως
(επίρρημα) Δεν έχει προετοιμαστεί αρκετά για τις εξετάσεις ' επομ έ νως, δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας.
� επό μ ενα
(επίθετο)
made by Absens
Το θέμα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις ' γι ' αυτό θα πρέπει να προσέξεις πολύ τα επόμενα βήματά σου.
[ 94 ]
� Ku ρ ίω ς
(επίρρημα) Τα περισσότερα αυτοκινη τικά δυστυχήμ α τα οφείλο νται κυρ ίως στην υπερβολική ταχ ύτητα.
� Kύ ρ ι α
(επίθετο) Πριν αρχίσει να μιλάει , μοίρασε στο ακροατήριο ένα κείμενο με τα κ ύ ρια σημεία της εισήγησής του.
� π ι θανώς / π ι θανόν (επίρρημα) Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία ανακοίνω σε ότι πl8 ανώ ς Ι πι θ αν ό ν αύριο να χιονίσει και στο κέντρο
της Αθήνας.
� π ι θανά
(επίθετο) Πρέπει να ξέρεις ότι όλα σ' αυτή τη ζωή είναι πι θ ανά .
� πρo ηγ ou μ έ νως
(επίρρημα) Πριν υπογράψεις το συμβόλαιο, πρέ πει προηγουμέ νως να συμβουλευτείς το δικηγόρο σου.
� προηγο ύ μ ενα
(επίθετο) Φέτος σχεδιάζω να περάσω τις μέρες των Χριστουγέν νων στο Λονδίνο. Όλα τα προηγο ύ μενα χρόνια πέρ ναγα τις γιορτές με τη ν οικογένειά μου στο χωριό του
made by Absens
πατέρα μου.
[ 95 ]
Ζ ΕΥ Γ Η ΟΜΟΡΡΙ Ζ Ω Ν ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩ Ν ΣΕ · α
� α δ l ά K Ρ ITα
χωρίς διακριτικότητα, χωρίς ευγένεια Φέρεται τόσο αδιάκριτα, που ενοχλεί τους πάντες.
� α δ l α Kρ ίTως
χωρίς εξαίρεση Μπορούν όλοι να πάρουν μέρος στο διαγωνισμό χορού, α δ ια ΚΡiτως ηλικίας.
� ά μ εσα
(ΤΡ Ο Π .) χωρίς να μεσολαβή σει κάποιος ή κάτι Δε χρειάζεται να μεσολαβήσεις εσύ ' συνεννοή θηκα άμεσα με τον υπεύθυνο.
� α μ έσω ς
(χρον .) τώρα, γρή γορα Ήρθε αμ έ σως μόλις του τηλεφώνησα.
� α πλά
με απλό τρόπο , με απλότητα Μιλάει πολύ απλά, και έτσι τον καταλαβαίνουν όλοι.
� α πλώς
μόνο Δεν έχω τίποτε ' είμαι απλώ ς κουρασμένη.
� έKTα KTα
πολύ ωραία, θαυμάσια
made by Absens
- Περάσατε καλά στην εκδρομή του συλλόγου σας; - Έ κτακτα !
[ 96 ]
� εKTά KTως
ξαφνικά Πληροφορηθήκαμε ότι συγκλήθηκε εκτά κτως το Υπη ρεσιακό Συμβούλιο.
� έξ o xα
θαυμάσια Χορεύει έ ξοχα παρά την ηλικία του.
� εξ όxως
ιδ_ιαίτερα, υπερβολικά Τα αποτελέσματα ήταν ε ξόχως σημαντικά.
� εu xά ρ l στα
ωραία Πάντα περνάμε ε υχ ά ριστα στις συγκεντρώσεις που κάνουμε.
� εux α ρίστ ως
με προθυμία, με ευχαρίστηση - Μπορώ να μείνω απόψε σπίτι σου; - Ε υχαρ ίστως' θα σε φιλοξενήσω όσες μέρες θέλεις.
� l δ l α ίTερα
κυρίως, κατ ' ε ξοχήν Όλα ήταν πολύ ωραία στη γιορτή, ι δ ια ίτερα η μουσι κή και ο χορός.
� l δ l α lTέ ρως
χωρίς την παρουσία άλλων, κατ ' ιδίαν
made by Absens
Του ζήτησε να μιλήσουν ι δ ιαιτέ ρως.
[ 97 ]
� τ έλε l a
έξοχα, θαυμάσια Περάσαμε τέλ εια στο πάρτι της Μαρίας.
� τελείω ς
εντ ελώς Είναι τελ ε ίως αδιάφορος για τα προβλήματα του σπι
made by Absens
τιού.
[ 98 ]
•
ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΓΧΕΟΝΤΑΙ
•
ο υ σι α στι κά
� α ι τ ία / α ίτ ι ο
το γεγονός, το φαινόμενο ή η ενέργεια που απο τελεί προϋπόθεση για να προκύψει κάποιο συγκε κριμένο αποτέλεσμα Η επιθετική συμπεριφορά του στο σχολείο ήταν η αιτία
που τον αντιπαθούσαν οι συμμαθητές του.
� αφορμή
'. το γεγονός, το φαινόμενο ή η ενέργεια που επι πόλαια και επιφανειακά μπορεί να θεωρηθεί ότι προκάλεσε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα Το μοίρασμα τη ς πατρικής περιουσίας στά θηκε η αφορμ ή να διακό ψουν οριστικά τις ήδη τε ταμένες σχέσεις τους.
� ανα Kάλu ψ η
ενός πράγματος που υπήρχε, αλλά δεν ήταν γνω στό: η ανακ άλ υ ψ η της Αμερικής, η ανακ άλ υ ψ η ενός θαμμένου θησαυρού, η ανακ άλ υ ψ η ενός αρχαίο υ οικισμού κτλ.
� εφεύ ρεσ η
ενός πράγματος που δεν υπήρχε : η εφε ύρεση της τυπογραφίας, του τηλεφώνου κτλ.
� αναTύ πωσ η
βιβλίου ή φυλλαδίου' γίνεται με διορθώσεις, κυρίως
made by Absens
τυπογραφικές, ή χωρίς καθόλου διορθώσεις
[ 99 ]
� επανεκτύπωση � επανέ κ δοση
βιβλίου ή φυλλαδίου' γίνεται με αλλαγές στη μορφή, κυρίως, του κειμένου βιβλίου ή φυλλαδίου' γίνεται με μικρές ή μεγαλύ τερες αλλαγές στη μορφή και στο περιεχόμενο
� α ποτέλεσμα
(ουδέτερη σημασία) Η αξιοπρεπής στάση του σε όλα τα προβλήματα που
αντιμετώπισε ήταν αποτέλ εσμα της αγωγής του.
� επα Kόλo u θ o
(σχετικά αρνητικό αποτέλεσμα ) Η μέτρια επίδοσή της στα μαθήματα ήταν επακόλ ου θ ο
της έλλειψης φροντίδας από μέρους των γονέων της.
� επίΠTω ση
(πολύ αρνητικό αποτέλεσμα) Το δια ζύγιο των γονέων του όταν ήταν πολ ύ μικρός είχε σοβαρές επιπτώ σεις στον ψυχισμό του.
� σuνέπεl α
(αρνητικό αποτέλεσμα ) Οι στε νοχώριες και η οικονομική καταστροφή του είχαν ως συνέ πεια να κλονιστεί η υγεία του.
� ά ρδεu ση
συστηματικό πότισμα καλλιεργήσιμων εδαφών Η ά ρ δ ε υση τω ν κτημάτων του γίνεται με αυτόματο
πότισμα.
� ύδ ρεu ση
εφοδιασμός πόλεων, χωριών , περιοχών με νερό Ολοκληρώθηκαν φέτος τα έργα ύδ ρευσης , αποχέ
made by Absens
τευσης και ηλεκτροδότησης της περιοχής.
[ 1 00 ]
� γλωσσά ρ ι o / γλωσσά ρ ι
αλφαβητικός κατάλογος ο οποίος υπάρχει, συνή θως, στ ο τέλος ενός βιβλίου και περιλαμβάνει την ερμηνεία όρων ή λέξεων του κειμένο υ
� εu ρετή ρ ιo
αλφαβητικός κατάλογος ο οποίος υπάρχει, συνή θως, στο τέλος ενός βι βλίου και περιλαμβάνει κύρια ονόματα, ειδικούς όρους ή άλλες λέξεις του κειμένου' δίπλα σε κάθε λήμμα του ευρετηρίου σημειώνονται οι σελίδες στις οποίες αυτό απαντά
� δι ώ ρ uγα
τεχνητή θαλάσσια δίοδος που συνδέει δύο θάλασσες Π.χ. δ ι ώ ρ υγα της Κορίνθου, δ ι ώ ρ υγα του Παναμά, δ ι ώρ υγα του Σο υέζ
� ισθ μός
στενό τμήμα ξηράς που χωρίζει δύο θάλασσες Οι περισσότεροι ισθμο ί ανοίχθηκαν και είναι σήμερα διώρυγες.
� πoρθ μός
στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο στεριές Η γέφυρα του πορ θμο ύ του Ευρίπου ενώνει την Εύβοια
με τη Στερεά Ελλάδα.
� επήρε ι α
επίδραση (τοξικών ουσιών, φαρμάκων, αλκοόλ) Απαγορεύεται αυστηρά να οδηγεί κανείς υπό την επή . ρεια αλκοόλ.
� επι ρ ρoή «
επι -
+
ρέω)
1.
επηρεασμός , επιβολή
Είχε έ ντονη προσωπικότητα, γι ' αυτό και η επιρρο ή
made by Absens
του στους μαθητές του ήταν πολύ μεγάλη.
[ 1 01 ]
2.
κύρος, ισχύς
Μετά την αποπομπή του από το κόμμα δεν έχει πλέον καμία επιρρο ή στους πρώην συντρόφους του.
� επίδ ρ α ση
(ευρύτερη σημασία)
κάθε μορφής ενέργεια που ασκείται σε πρόσωπα ή πράγματα και οι μεταβολές που αυτή επιφέρει Η επίδραση του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της
προσω πικότητας ενός ατόμου είναι εξίσου σημαντική με την κληρονομικότητα.
� επενέ ργε ι α
η επίδραση που ασκείται σε κάποιον ή σε κάτι Η επε ν έ ρ γε ια των ηλιακών ακτίνω ν στη ν ανάπτυξη
των φυτών είναι ιδιαίτερα ευεργετική.
� επι δότη ση
χρηματικ ό ποσό που καταβάλλεται από κρατικό φορέα σε ομάδες ή σε ιδιώτες για την ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας Για ορισμένα γεωργικά προϊόντα οι παραγωγοί παίρ νουν πολύ μεγάλες επι δ οτή σεις.
� επ ιχο ρ ή γ η ση
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από το δημό σιο προϋπολογισμό σε ιδρύματα, σε οργανισμούς και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις για ενίσχυση του έργου και των δραστηριοτήτων τους Οι επιχορη γ ή σεις που δόθηκαν φέτος στα πανεπι στημιακά ιδρύματα διατέθηκαν για τον εμπλουτισμό
made by Absens
των βιβλιοθηκών τους.
[ 1 02 ]
•
η μ ε ρο μ ηνία
προσδιορισμός της ημέρας και του μήνα Τα ζώδια στο δυτικό ωροσκόπιο προσδιορίζο νται με βάση την ημερομηνία γέννησης, ενώ στο κινέζικο με βάση τη χρονολογία γέννησης .
• χρονολογία
προσδιορισμός του έτους Μερικές σημα ντικές χρονολ ΟΥίε ς τις θυμόμαστε όλοι, Π.χ. 1 4 5 3, 1 82 1 .
•
κά θ ε ι ρξη
(vομ. ) ποινή φυλάκισης για κακούργημα (διάρκεια
μεγαλύτερη από πέντε χρόνια και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων) Οι πρ ω ταίτιοι τη ς Απριλιανής δικτατορίας καταδικά στηκαν σε ισόβια κ άθ ειρ ξη . • ψ uλά κιση
(vομ. ) εγκλεισμός σε φυλακή (διάρκεια από τρεις
μέρες έως πέντε χρόνια) Η ποινή φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια είναι εξαγοράσιμη .
• κα κούργη μ α
(vομ. ) έγκλημα (τιμωρείται με κάθειρξη) κακο ύ Ρ Υημα είναι η ανθρωποκτονία, η ληστεία Κ. ά .
• πλ η μ μ έλ η μ α
(vομ.) σοβαρό παράπτωμα (τιμωρείται με φυλάκι
ση ή/και με επιβολή μεγάλου προστίμου) πλ ημμ έλ ημα είναι η εξύβριση, η κλοπή Κ . ά . • πτα ίσμ α
(vομ. ) σφάλμα, ελαφρότερο παράπτωμα από το
πλημμέλημα (τιμωρείται με επιβολή προστίμου)
made by Absens
πτα ίσμα είναι η τροχαία παράβαση Κ . ά.
[ 1 03 ]
� λυδία λίθ ος
σκληρή πέτρα από πυρίτη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Λυδία της Μ . Α σίας για τον έλεγχο του βαθμού καθαρότητας του χρυσού και του ασημιού. Χ ρησιμοποιείται και μεταφορικά : αυτό με το οποίο ελέγχεται κάτι Η δύναμη της εξο υσία ς είναι η λ υ δία λ ίθ ος για το
ήθος ενός ανθρώπου.
� φ ι λοσοφ ι κ ή λίθ ο ς κατά τους αλχημιστές του Μεσαίωνα η μαγική πέτρα που είχε τη δύναμη να μετατρέπει σε χρυσό κάθε απλό μέταλλο
� παλίρρo l α
το φυσικό φαινόμενο το οποίο αποτελείται από δύο φάσεις : την πλη μ μ υ ρ ίδα , κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει, και την ά μπωτη , κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας κατεβαίνει
� πλη μ μ υ ρ ίδα
η
φάση της παλίρροιας κατά τ ην οποία η στάθμη
της θάλασσας ανεβαίνει
� περί ΠTω ση
περιστατικό ο γιατρός αντιμετώπισε στο χειρουρ γείο μια πολ ύ
made by Absens
δύσκολη περ ίπτωση ανευρύσματος αορτής.
[ 1 04 ]
� περίστα ση
κατάσταση Ήτα ν ικανός, αλλ ά τον βοή θησαν πολύ και οι περι στά σεις.
� πλεoνέ KT η μ α
(για πράγματα) Το μεγαλύτερο πλ εονέ κτημα αυτού του σπιτιού είναι ό ll από τη βεράντα του βλέπεις την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό.
� Π Ρ OTέ ρ η μ α
(για πρόσωπα) Έχει πολλά προτερ ή ματα · είναι έξυπνος και εργατι κός, αλλά κυρίως είναι καλός άνθρωπος.
� ρ η Tό
(νεότερο ή αρχαίο)
σύντομη φράση που εκφράζει μια γενική αλήθεια και έχει λεχθεί από γνωστό ή άγνωστο πρόσωπο ή από το λαό
Ρ ητά ε ί ν α ι :
� TO απόφθεγμα / η ρήση έχει λεχθεί από γνωστό, σημαντικό πρόσωπο· έχει ηθικό περιεχόμενο και διδακτικό χαρα κτήρα Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. (Σω κράτης) Μέτρον άριστον. (Κλεόβουλος ο Ρ όδιος)
� TO γνω μ ι κό / η πα ροι μ ι ώδ η ς φ ρά ση μπορεί να προέρχεται από συ
made by Absens
γκεκριμένο πρόσωπο, αλλά έχει ευρύτερη, λαϊκή
[ 1 05 ]
απο δ οχή " Έχει συχνά, όπως και το απόφθεγμα , δ ι δ ακτικό χαρακτήρα Ουκ εν τω πολλώ το ευ.
� η π α ρ ο ι μ ία
είναι καθαρά λα"ί κό δ ημιούργημα " χρησιμοποιεί συνήθως την αλληγορία, γ ια να δ ι δ άξει και να κα θο δ ηγήσει Όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
� σu μ βα ίνoντα
(ουδέτερη σημασία)
όσα γίνονται χωρίς μεθό δ ευση Από το παράθυρό του παρατηρεί το υς περαστικούς και παρακολουθεί τα συμβ α ίνοντα.
� τεKτα lνό μ ενα
(αρνητική συνήθω ς σημασία) όσα γίνονται με μεθό δ ευση Κάποιοι δημοσιογράφοι είναι πάντοτε καλά πληροφο ρημένοι σχετικά με τα τεκταινόμενα στους προθαλά μους των υπουργικών γραφείων.
� σuντελεστή ς
(θετική σημασία)
ο παράγοντας, αυτός ή αυτό που συμβάλλει ενερ γά στην πραγματοποίηση κάποιου στόχου Η συνέπεια στις ιδέες του και η αγωνιστικότητά το υ υπήρ ξαν οι βασικοί συντε λ εστέ ς τη ς επαγγελματι
made by Absens
κής επιτυχίας του.
[ 1 06 ]
� uπεύθ uνo ς
(αρνητική σημασία)
υπόλογος, αίτ ιο ς αυτός που έ χ ε ι τ ην ε υθύνη για τ η δυσάρεστη έκβαση μιας κ ατά στασης ο οδηγός του φορτηγού ήταν υπε ύθ υνος για το π ολύ
νεκρο δυστύχημα.
� φατρία «
αρχ. φρα τρία)
ομάδα η οποία, για να προωθ ήσ ε ι τα δικά της συμφέροντα, συγκρούεται με άλλες ομάδες, αλλά και με εκείνη από την οποία έχει προέλθει Το Βυζά ντιο κλυδωνιζόταν συχνά α π ό τις συγκρούσεις και τις αντιπαρ α θέσεις δύο μεγάλ ω ν φατρι ώ ν, των Πράσινων και των Βένετω ν.
� φράξlα
διασπαστική κομματική ομάδα Η ηγεσία του κόμματος αποκήρυξε δημοσίως τις διά φορες φρ ά ξιες οι οποίες αντιτίθενται συνεχώς στη ν
επίσημη γραμμή του .
•
επίθετα
� α δ l ά βατo ς
αυτός που είναι δύσκολο ή αδύνατον να τον διασχίσεις Αυτό το μονο πάτι το χειμώνα είναι α δ ι ά β ατο.
� α π ρoσπέλα στ oς αυτός που είναι δύσκολο να τον προσεγγίσεις, να τον πλησιάσεις Πολλά ορεινά χωριά το χειμώ να είναι απρο σπέλ αστα
made by Absens
λόγω του χιονιού.
[ 1 07 ]
� α είμνη στ oς
(θετική σημασία)
(αναφέρεται σε νεκρό) ο αξέχαστος για κάτι καλό Την Κυριακή θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια της προτο μής του αε ίμνηστο υ Απόστολου Αρσάκη, του μεγά λου εθνικού ευεργέτη.
� o αλήστου μνή μ η ς (αρνητική σημασία) (φράση) ο αξέχαστος για κάτι κακό' χρησιμοποιεί ται ειρωνικά Διάβασα τελευταία μια βιογραφία του Eichmann, του αλ ή στο υ μν ή μης βασανιστή των Ες Ες.
� δ ι α βό ητ o ς / περ ι βό ητος � δ ι ά ση μ oς
(μόνο για πρόσωπα) ' αυτός που έχει κακή φήμη Στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας περιλαμβάνε ται και ένας δ ια Ρ ό ητος / περιρ ό ητος ληστής.
(μό νο για πρόσωπα) ' αυτός που έχει καλή φήμη,
ο φημισμένος, ο διαπρεπής Χειρουργή θηκε στο Λονδίνο από έ να δ ι ά σημο γιατρό.
� περ ίφ η μ o ς
(για πρόσωπα και για πράγματα) Το περ ίφημο ρητό « Μέτρον άριστο ν» αποδίδεται στον Κλ εόβουλο το Ρ όδιο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.
Ό ταν χρησιμοποιείται για πρόσωπα έχει μερικές φορές ειρωνική χροιά, Πότε θα μας γνωρίσεις επιτέλους τον περ ίφημο θαυ
made by Absens
μαστή σου ;
[ 1 08 ]
� εντα Τ Ι K ός
αυτ ό ς που συντελείται με επίμονη προσπάθ ε ι α , συστηματικ ό ς, μεθοδευμένος Η οικονομία τη ς χώρα ς αναπτύσσεται τελευταία με εντατικο ύ ς ρυθμούς.
� έ ντoνoς
ζωηρ ό ς, οξύς, δυνατό ς, αισθητ ό ς Ένι ω σε ξαφνικά έναν έ ντονο πόνο στο στή θος και κάλεσε αμέσως το γιατρό το υ.
� ευπαρουσίαστος εμφανίσιμος Για ν α καθιερωθεί ένας νέο ς ηθοποιός, δ ε ν αρκεί να είναι μόνο ε υπαρο υσίαστος ' πρέπει κυρίως να έχε ι ταλέντο .
� ευ πρόσω πo ς
αξιοπρεπής, ευπρεπής Η χώρα μας είχε μια ευπρ ό σωπη παρουσία στη διε
θνή έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης .
� νo ηΤ Ι K ός
αυτ ό ς που αναφέρεται στη ν ό ηση Πολλά παιδιά με ελαφρά νοη τική υστέρηση φοιτούν σε κανονικό σχολείο και όχι σε σχολείο ειδικής αγω γής.
� πνευ μ α ΤΙ K ός
αυτ ό ς που αναφέρεται στο πνεύμα
made by Absens
Η σχολική εκπαίδευση θα πρέπει να στοχεύει στην ψυχική και στην πνευματική καλλιέργεια των μαθητών.
[ 1 09 ]
� o π ρ ώ ην
ο παλαιότερος ' αναφέρεται, γενικά, στο παρελθόν Ένας γνωστός μου, πρ ώ ην δικαστικός, έχει σήμερα μεγάλο δικηγορικό γραφείο.
� o τέως
ο α κ ριβώς προηγούμενο ς αυτός που αντι κ ατα στάθηκε πρόσφατα από κάποιον άλλο ή παύθη κε, Π.χ. από ένα αξίωμα, χωρίς να αντι κατασταθεί Ο τέ ως βασιλιάς δέχτηκε χωρίς σχόλια τη ν απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με την περιου σία του .
•
ρήματα
� α lτι oλoγώ
τεκμηριώνω, εξηγώ Απαντήστε με ένα «ναι " ή με ένα « όχι" στις ερωτήσεις και στη συνέχεια αιτιολ ογή στε την απάντησή σας.
� δ l Kα l oλo γ ώ
προσπαθώ να υπερασπίσω μια θέση ή μια ενέργεια Μην προσπαθείς να τον δ ικαιολ ογή σεις' δεν είναι η πρώτη φορά που φ έρεται τόσο άσχημα !
� ανα βάλλω
αφήνω για το μέλλον την πραγματοποίηση μιας προγραμματισμένης ενέργειας ή διαδι κασίας Η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθ ηκε για τις 8 Μαρτίου.
� ματα l ώνω
εμποδίζω οριστι κά την πραγματοποίηση μιας προ γραμματισμένης ενέργειας ή διαδι κασίας Η συναυλία μαται ώθ ηκε, διότι ο γνωστός πιανίστας
ακύρ ωσε το συμβόλαιό του με τη διεύθ υνση του
made by Absens
Μεγάρου Μουσικής.
[ 1 10 ]
� αναγνωρί ζ ω
(θετική σημασία) πιστώνω Δε μου αναγνωρ ίζει τίποτα απ ' όσα έκανα γι ' αυτόν.
� καταλογίζω
(αρνητική σημασία) χρεώνω Του κατα λ ό γισαν ένα σωρό λάθη στο χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης.
� αναγo ρεύω
(α ναφ. στη διαδικασία) απονέμω σε κάποιον , σε
δημόσια τελετή, τίτλο, τιμητικό αξίωμα Στην τελετή που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο τον ανα· γόρευσαν επίτιμο καθηγητή της Φιλοσο ψ ικής Σχολής.
� ανα K η ρύσσω
(αναφ. στη διαδικασία)
1.
απονέμω σε κάποιον τίτλο
ή τιμητικό αξίωμα Α νακηρ ιίχθ ηκε Πρόεδρος της Βουλής με τη συναίνε ·
ση όλων των κομμάτων. 2.
ανακοινώνω την καθιέρωση θεσμού
Στη μεταπολίτευση ανακηρ ιίχθ ηκε η προεδρευόμε νη δημοκρατία ως επίσημο πολίτευμα της χώρας.
� α ξ l oλo γ ώ
εκτιμώ, προσδιορίζω με κάποια κριτήρια την αξία κάποιου προσώπου, πράγματος ή κάποιας κατά στασης Ένας προ ϊστάμενο ς θα πρέπει να α ξ ιο λ ογε ί σωστά το έργο των συνεργατών του.
made by Absens
� I ε ρ α ρxώ
κατατάσσω, τοποθετώ σε σειρά προτεραιότητας
[ 111 ]
πράγματα ή καταστάσεις ανάλογα με τις εκάστο τε ανάγκες ή συνθήκες Για να μπορέσεις να αντεπεξέλ θεις οικο νομικά στο σημερινό κόστος ζωής, χρειάζεται να ιεραρχε ίς κάθε φορά τις ανάγκες σου.
� α ξloπo l ώ
(θετική σημασία ) Για να α ξιοποι ή σεις το ταλέντο σου και να διακριθείς στον καλλιτεχνικό χώρο, θα πρέπει να δουλέψεις πολύ σκληρά.
� εKμεTαλλεύ oμα l
(αρνητική σημασία) Ε κμετα λλ ε ύ εται το φιλότιμο και τη ν εργατικότητά
του και τον κρατά στη δουλειά ως αργά το βράδυ.
� α ΠOKαλώ
(μόνο για πρόσωπα ) προσαγορεύω, χαρακτηρίζω Του υπέβαλε μήνυση, διότι 'τον αποκ άλ εσε απατεώνα.
� oνo μ ά ζω
(για πρόσωπα και για πράγματα ) δίνω όνομα Αν το παιδί είναι αγόρι, θα το ονομ ά σο υν Βασίλη και αν είναι κορίτσι Μαρίνα. Ο παππούς μου ονόμασε την ταβέρνα του «Ειλικρίνεια» .
� α πoλα μ βάνω
(με αιτιατική) χαίρομαι , ευχαριστιέμαι Α πό τότε που εγκαταστάθηκε στο χωριό απολ αμΡ ά · νε l καθημερινά τις ομορφιές της φύσης και τη ν απλή
made by Absens
ζωή της επαρχίας.
[ 112 ]
� α πoλα ύ ω
(λόγ. ) (με γενική) είμαι απο δέ κτης (εκτίμησης/εμπι στοσύ νης/αναγνώρι σης/τιμών κτλ.) Είναι από τα πιο παλιά και ικανά στελέχη του κόμματος και απολ α ύ ει της πλήρους εμπιστοσύνης του πρωθυ πουργού.
� δ η μ l o u ργώ
(θετική σημασία ) Η α παλή μουσική και το ημίφ ω ς δ ημιουργο ύ ν πολύ
ρομαντική ατμόσφαιρα.
� πρoξενώ
(αρνητική σημασία ) Η συνεχή ς β ρ οχό πτω ση προ ξέ νησε μεγάλες κατα
στροφές στις καλλιέργειες.
� ΠΡOKαλώ
(θετική ή αρ νητική ή ο υδέτερη σημασία) θαυμα σμό , προ βλήματα, ο ργή, αίσθηση , εντ ύ πωση . . . Το κάπνισμα άλλ οτε μου προκαλ ο ύ σε μεγάλη ευχαρί στηση · τώρα με ενοχλεί ακόμα κι η μυρωδιά του καπνού. Η θέση που πήρε σε σχέση με τα κοινωνικά πρΟβλή ματα της χώρας πρ οκ άλ εσε την αγανάκτηση μεγάλης
μερίδας πολιτών.
� επα lνώ
(λεκτικά) επιδοκιμάζω, εγκωμιάζω ο καθηγητής του τον επα ίνεσε με θερμά λόγια για
την εργασία του.
� επl βρα βεύω
(έμπρακτα) ανταμείβω Ε πι β ρ ά β ε υσαν τη ν εργατικότητα και την απόδοσή
made by Absens
του με προαγωγή και μεγάλη αύξηση του μισθού του.
[ 1 13 ]
� επισύρω
(αρνητική σημασία) προκαλώ κάτι Η τελευταία δήλωση του ΥπουΡΥού επέ συρε την οργή
και την αγανάκτηση των βουλευτών της α ντιπολίτευσης.
� π ρoσελKύ ω
(θετική σημασία) Ελπίζουμε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώ νες, που θα γίνουν σε λίγους μήνες, θα προσελ κ ύ σουν πλήθος τουριστών στη χώρα μας.
� παλινδ ρομ ώ
π ηγαινοέρχομαι, κινούμαι συνεχώς μπρος π ίσω ' (μτφ.) από δ ύο απ όψεις , καταστάσεις κτλ. επιλέ γω πότε τη μια και π ότε την άλλη Το ν τελ ευταίο καιρό παλ ιν δ ρομε ί ανάμεσα στο να δουλέψει στη ν επιχείρηση του πατέρα του και στο να συνεχίσει τις σπουδές του.
� παλινωδώ
ανακαλώ, αναιρώ οριστικά προηγούμενες θέσεις ή απ όψεις μου Μετά τις τελευ ταίες διεθνείς εξελίξεις είναι σίγουρο ότι η τουρκική κυβέρνηση θα παλ ινω δή σει όσον αφορά το θέμα της λύση ς του Κυπριακού.
� παρε υ ρ ίσκο μ α ι
βρίσκομαι , παρίσταμαι κάπου (πιθανώς τυχαία) Ένιωσα πολ ύ άσχημα που παρευρ έθ ηκα χωρίς να το θέλω σε μια τόσο δυσάρεστη σκηνή.
� πα ρ ίστα μ α ι
1.
παρευρίσκομαι
made by Absens
Στη δεξίωση πο υ παρέθεσε ο Πρόεδρος τη ς Δημο -
[ 1 14 ]
κρα τίας στους κήπους του προεδρικού μεγάρου παρ έ στη σύσσωμη η Βουλή. 2.
" ση μ α δεύω
είμαι παρών σε δίκη ως συνήγορος
επηρεάζω έντονα, καθορίζω, αφήνω μόνιμα ίχνη Η συναναστροφή του με τους κύκλους των σουρεαλ ι στών στο Παρίσl σημ άδε ψ ε τη μετέπει τα καλλ ιτεχνι
κή πορεία του .
.. στιγμ ατίζω
αμαυρώνω, κηλιδώνω (έντονα αρνητική σημασία) Η κα ταδίκη του για χρήση ναρκω τικών και η πολύμηνη φυλάκισή του στιγμ ά τισαν τη ζωή του .
" συνθλίβω
πιέζω δυνατά κάτι -συνήθως με μηχανικό τρόπο ώσπου να λιώσει, να πολτοποιηθεί Σ τ ο ερ γοσ τάσιο τη ς περιοχή ς μας υ π άρχο υν ειδικά μηχανήμα τα που συν θλίβ ουν τις ντ ομά τες και φ τιά χνουν ντομα τοπολ τό.
" συντρ ίβω
κάνω κάτι κομμάτια, θρυμματίζω Τα παιδιά που έπα ι ζαν στο δρόμο πέταξαν με δύναμη μια μεγάλη πέ τρα που συνέ τρι ψ ε τον καθρέφ τη της εισόδου .
•
ά κλιτα αντίθετο του γρήγορα Διάβαζε πιο αργ ά και π ι ο δυνα τά, για να μπορ ώ να
made by Absens
παρακολουθήσω το κείμενο.
[ 1 15 ]
� σιγά
α ντίθετο του δυνατά Μίλα πιο σιγά ! Δεν πρέπει να μας ακούσουν!
� εξα ιτία ς
(αρ νη τικ ή σημασία) Αναγκάστη κε να παραιτη θεί από τη δ ο υλειά του ε ξαιτίας της συμπερι φ οράς του προϊσταμέ νο υ του.
� x ά ρ η σε ή χά ρι ς σε
� σαν ( π οτ έ σα)
(θετι κ ή σημασία) Χ ά ρη στην υπομονή και στη ν ε πιμονή του κατά φ ερε να κερδίσει στο τέλος τη ν α ναγνώριση όλων.
χρησιμοποιείται σε παρο μ ο ι ώ σεις Μόλις τον αντίκρισε έγινε κίτρινος σαν λεμόνι , διότι κατάλαβε τι τον περίμενε.
� ως
χρησιμοποιείται για να δηλ ώ σει ιδιότητα ή xαρ � κτηριστικό Συμμετέχει στο συ νέδριο ως εκπρόσωπος των φ οιτη τών. (και όχι σαν εκπρόσωπος) Προσελήφθη τελευταία στην εταιρεία μας ως τεχνικός σύμβουλος. (και όχι σαν τεχνικός σύμβουλος) Οι συνάδελ φ οί του τον εκτιμού ν αφάνταστα ως επι στήμο να και ως άνθρωπο. (και όχι σαν επιστήμονα και
σαν άνθρωπο) ΠΡΟΣΟΧΗ !
Η εκλογή το υ (γεν. ) ως τακτικο ύ κα θ ηγητή (γεν.) του Τμήματος ή ταν α ναμενόμενη. (και όχι ως τακτικός
made by Absens
καθηγητής)
[ 1 16 ]
a
ΠΑΡΩΝΥΜΑ ΠΟΥ ΙΥΓΧΕΟΝΤΑΙ
Π α ρ ών υ μ α λέ γ ονται ο ι λέξ ε ις πο υ έ χο υ ν φωνητική ο μ ο ι ότητα , αλλά δ ιαφ έ ρο υν ως προς τη ση μασ ία . Π.χ. γέρος / γερός έκλυση / έ κκληση φόρα / φορά επήρεια / επιρροή βρόγχος /βρόχος ειδώλι ο / εδώλιο
κτλ .
•
ο υ σιαστι κά
� ανα Kύ Kλ η σ η
«
α νακυκλ έ ω , - ώ) : κυκλική περιοδική επαναφορά
Στην ελληνική μυθολογία πολλοί μύθοι συνδέονται με την ανακ ύ κλ ηση των εποχών.
� ανα Kύ Kλωση
« 1.
α νακυκλ όω , - ώ) :
ανανέ ωση (νερού , αέ ρα κτλ.) σε κλειστό χώρο
Επειδή τα παράθυρα της αίθουσας βλέπουν στο φωτα γωγό, έχει τοποθετηθεί στην οροφή σύστημα ανακ ύ κλ ωσης του αέρα. 2.
μετατροπή χρησιμοποιημ έ νης ύλης σε υλικά
κατάλληλα για επαναχρησι μοποίηση ο δήμος έχει τοποθετήσει σε πολλά σημεία της πόλης
made by Absens
κάδους στους οποίους οι δημότες μπορούν να ρίχνουν άχρηστα χαρτιά για ανακ ύ κλ ωση
[ 1 17 ]
� ανία
πλήξη Συνή θως στις κοσμικές συγκεντρώσεις νιώ θει κανείς αφόρητη ανία.
� άνo l α
σταδιακή εξα σ θένη σ η των διανοητικών λειτο υ ρ γιών · εμφαν ίζεται συ νήθως σ ε άτομα μεγάλης ηλικίας Η γιαγιά μο υ τα τελε υταία χρό νια τη ς ζ ω ή ς της είχε πάθει πλήρη ά νοια.
� ανTl σKO Ρ I K ό
« σκόρος) προ"ί όν που προφ υ λά σσει τα μάλλινα ρούχα και υ φά σματα από τους σ κόρο υ ς Τελε υταία κυκλοφορούν στο εμπόριο αντισκορ ι κ ά με ευχάριστο άρωμα.
� ανTl σKω ρ l α K ό
«
σκωρία
=
σκουριά) προ·ίόν κατά της σ κο υ ριάς
Τα νέα αντισκωριακ ά αφαιρούν από μεταλλικές επι φάνειες ακόμα και σκουριά χρόνων.
� αxρη σία
η μη χρη σιμοποίη σ η Η μηχανή του αυτοκινήτου καταστράφηκε ύστερα από πολλούς μήνες αχρησίας.
� αxρη σT ία
η μη χρη σιμότητα Στο μονοτονικό σύστημα χρησιμοποιούμε μό νο ένα
made by Absens
τονικό σημείο · τα πνεύματα και οι τό νοι έχουν πλέον περιέλθει σε αχρηστία.
[ 118]
� β ρόγxoς
μέρος το υ αναπνε υ στικο ύ σ υ στή ματος Οι ρ ρ ό ΥΧΟ l τη ς είναι πολύ τ αλαι πωρη μ έ νοι εξαι τ ίας της χρόνιας αποφρακτικής ΡPOνxίτr δας από την οποία πάσχει.
� β ρόx oς
θηλιά Η τελευ ταία σκηνή του έργου, που έδειχνε το δή μ ιο να περνά το ρ ρ όχο στο λαιμ ό του ήρωα, ή ταν συγκλονι
στική.
� εδώλlo
«
έδος) κάθισμα
Τις περισσό τερες φορές τα ε δώλ ια τ ω ν βο υλε υ τ ών στην αίθουσα συνεδριάσεων τη ς Βουλής είναι κενά.
� ε l δώλlo
«
είδωλο) αγ αλματίδιο
Τα γλυπτά του Henri Moore θυμ ίζουν έντ ονα τα κυκλα δι κά ει δώλ ια.
� ε μ φ l άλω ση
« εν + φιάλ η) τοποθέτηση υγ ρο ύ σε φιάλη η οποία σφραγ ίζεται αεροστεγ ώς Κα τά την εμφι άλ ωση του μ ε ταλλικού νερού , η οποία συνή θ ω ς γίνε τ αι κον τά στη ν πηγή, πρέπει να τηρού νται αυστηρά όλοι οι κανόνες υγιεινής .
� εφ u άλω ση
«
επί + ύ αλος) σμάλτωμα
made by Absens
Τα κερα μ ι κ ά της Κιο υτάχειας ξεχωρίζο υν χάρη στη ν ειδική τεχνι κή της ε φ υ άλ ωσή ς τους.
[ 1 19 ]
� ενδελέχει α
η συνεχής και ακατάπαυστη φροντίδα για κάτι, η επιμέλεια (επίθ. ενδελ εχή ς ακατάπαυστος, επίμονος, π . χ. ενδ ελ εχή ς μελέτη, ενδ ελ εχή ς φρο ντίδα) =
� εντελέχει α
(όρος της αριστοτελικ ής φιλοσοφία ς)
η μετάβαση τη ς ύλη ς από τη « δυνάμει " στην « ενερ γεία » κατάσταση
� επ ι βoλή
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του « επιβάλλω» Με την επιβ ολ ή αυστηρών προστίμων για παράνομη στά θμευση περιορίστηκε κατά πολύ η κυκλοφορία των Ι.Χ. στο κέντρο της πόλης.
� επι βouλή
«
επιβουλεύομαι
=
σχεδιάζω κάτι κακό για κάποιον)
κακόβουλη σκέψη για κάποιον, εχθρική ενέργεια εναντίον κάποιου Αποδείχτηκε με αδιάσειστα στοιχεία η επιβ ουλ ή κατά της ζωής του από μέρους ενός στενού συνεργάτη του.
� εu η μ ε ρ ία
ευδοκίμ η ση , ευδαιμον ία Η καλύτερη ευχή που μπορεί να δώσει κανείς στους φίλους του είναι να έχουν υγεία και ευημερ ία.
� εu μ ά ρει α
πλούτος, οικονομική άνεση Το πολυτελές σπίτι του και ο τρό πος ζωής του έδει
made by Absens
χναν την ευμ ά ρει ά του.
[ 1 20 ]
� K όγxη
κοιλότητα Η κάρα το υ Αγίου Ν εκταρίου έχει τοποθετη θεί στην κ ό νχη του ιερού του φερώνυμου ναού.
ακμή, γωνία Γλίστρ ησε και χτύ πη σε ά σχημα το κεφ άλι του στη ν κόχη της βιβλιο θήκης.
� λά β α
ρευστή καυτή ύλη που βγαίνει στην επιφάνεια της Γης από κρατήρα ενεργού ηφαι στείου Μετά την έκρηξη του ηφαιστείου η γύρω περιοχή κα λύφθηκε από λά ρ α .
� λά βρα
πολύ μεγάλη ζέ στη, καύσων ας Τα καλοκαίρια η μεσημεριανή λάρρα μαζί με την υγρα σία και την άπνοια μας προκαλούν δύσπνοια.
� λίβα ς
καυτός νοτιοδυτικός άνεμος (γαρμπής), ιδιαίτερα καταστροφικός για τη γεωργία
αιχμηρό όπλο Σε έναν αρχαίο τάφο βρέθηκε ανάμεσα στα άλλα κτε ρίσματα και μία λό νχη.
περιοχή με πυκνούς θάμνους Με τον πυροβολισμό ο λαγός χώθηκε στη λόχμη και
made by Absens
ξέφυγε.
[ 121 ]
� νύ μ φ η
1.
νεαρό έ ντομο 2. νεράιδα
Στη ν ελλη νι κή μ υθολογία οι ν ύ μ φε ς ή ταν θεότητες που ζούσαν σε πηγές, ποταμ ούς, δάση, δέντρα, σπη λιές Κ. α.
� νύφ η
δηλώνει συγγενι κή σχέ ση' η γυναί κα του αδελφού ή του γιου κάποιου Συνήθως πεθερά κα ι ν ύ φη αποτελούν ένα εκρηκτι κό δίδυμ ο.
αλλά
νι φάδα (χιονιού)
� πρoπα ίδεlα
πίνα κας πολλαπλασιασμού των αριθ μών από το 1 έ ως το 1 Ο , τον οποίο απομνημονεύουμε στο σχολείο Τελείωσε το Δη μ οτι κό και δε ν είχε ακό μ η καταφέρει να μ άθε ι τη ν προ.πα ίδεια.
� π ρoπα lδεία
προπαίδευση, προ κ αταρ κ τι κ ή ε κπαίδευση σε έ να αντι κείμενο Ενώ είχε ταλέντο, δεν είχε την απαιτούμ ενη προπαι δ ε ία γι α να γίνε ι δεκτός στην Ανώτερη Κρατική Σχολή Χορού .
� ρήξη
«
ρ ηγ ν ύω ' διαρρηγνύω , διαρρή κ της )
η
θραύση ,
το σπάσιμο
made by Absens
Κατά τη διάρκε ι α της χειρουργικής επέμβασης ο ασθε νής υπέστη ρ ήξη ανευρύσμ ατος της αορτής.
[ 1 22 ]
� ρ ίψ η
«
ρίπτω · απορρίπτω, απόρριψη) το ρίξιμο
Στους χθεσινούς αγώνες στίβου η τελευταία ρ ίψ η του δίσκου από τον έλλη να αθλητή κρίθηκε άκυρη.
� ρόγχoς
η θορυβώδης αναπνοή , ο ήχος της δύσκολης ανα πνοής Επιθανάτιος ρ ό νχος (φρ.)
� ρό χθ oς
ο θόρ υ βος των κυμάτων , ο θόρυβος των νερών του ποταμού ή του καταρράκτη Το υ άρεσε να κάθεται στη ν ακροθαλασσιά κ αι να ακούει το ρ όχ θ ο τω ν κ υμ άτω ν που κτυ πούσα ν στα βράχια.
� σή ραγγα
στοά Κατά τις εργασίες διάνοιξης τη ς σή ραγγας έ πεσα ν κάποια υποστυλ ώματα κ αι τραυματίστηκαν δύο εργά τες.
� σύ ρ l γγα
ιατρική αντλία η οποία χρησι μοποιείται για τη λήψη υγρών από το σώμα και για την έγχυση φαρ μάκων σε αυτό Στη θέα της νοσοκόμας με τη σύριγγα στο χέρι άρχισε
made by Absens
να ιδρώνει και να τρέμει από το φόβο του.
[ 1 23 ]
� στ l β άδα
πυκνό στρώμα ύλη ς ομοε ιδών στοιχείων Η βελόνα τρύπησε την εξωτερική μόνο στlΡ άδ α του
δέρματος.
� στ oίβα
σωρός από όμοια ή ομοε ιδή πράγματα Μέσα στις ντο υλά πες του βρέθ η καν στο ίΡ ες από παλιές εφημερίδες και παλιά περιοδικά.
αλλά
στίβος (
=
μέ ρος γη πέ δου ή σταδίου)
� σύ μπηξη
συμπηγ νύω) συγκρότη ση , ίδρυση (κόμματος, λ συ λόγου, σωματείου κτλ. ) «
Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες αντιμετώπιζαν τους εξω τερικούς εχθρούς με τη σύμπη ξη ισχυρών συμμαχιών με γειτονικούς λαούς.
� σ ύ μ ΠTuξη
συμπτύσσω) περιορισ μός, μάζεμα (στρατιωτι κών δυνάμε ων, ομάδων, μελών του σώματος, κε ι μ έ νων κτλ.) «
Στη γυμναστική ο ι πιο συνηθισμένες ασκήσεις των χεριών είναι η ανάταση , η έκταση και η σύμπτυ ξη.
� σφαγ είo
χ ώ ρος σφαγής ζ ώ ων Ο χώρος των σφαγε ίων θα πρέπει να ελέγχεται συχνά από την Υγειονομική Υπηρεσία.
� σφά γ l o
ζώο που έχει σφαγεί ή πρόκειται να σφαγεί Τα σφ ά για που διατίθενται στη ν αγορά πρέπει να
made by Absens
έχουν σφραγίδα αστυκτηνιάτρου.
[ 1 24 ]
� σφ ή Kα
έντομο Το τσίμπημα της σφ ή κας μπορεί να προκαλέσει σε ορ ι σμένα άτομα αλλεργικό σοκ.
� σφ ίyyα
μυθολογικό τέρας : φτερωτό ον με σώμα λιοντα ριού και πρόσωπο και στή θος γυναίκας 1.
Η μορ φ ή της σφ ίγγας είναι συχνό θέμα σε αιγυπτια
κές και αρχαίες ελλη νικές παρα στά σεις. 2.
(μτφ .) κρυψίνους
Ποτέ δε λέει καθαρά τι σκοπεύει να κάνει ' είναι σκέτη σφ ίγγα .
� φ lλoφ ρό νη ση
λόγια επαινετικά και κολακευτικά που εκφράζουν συμπάθεια και θαυμασμό προς ένα πρόσ ωπο Είναι αλή θεια ότι σε όλους αρέ σουν οι φιλ οφρ ονή σεις, ιδιαίτε ρ α αν αυτές προέρχονται από πρόσωπα
που εκτιμάμε.
� φ ιλοφ ροσύ ν η
συμπεριφορά φιλική, ευγενική και ζεστή προς ένα πρόσ ω πο Η ταβέ ρνα α υτή έχει πά ντα πολ ύ κό σμο χάρη στη ν
καλή κουζίνα και τη γνω στή φιλ οφροσύ νη του ιδιο
made by Absens
κτήτη προς τους πελάτες του.
[ 1 25 ]
•
επίθετα
� αποβολι μ α ίος
«
αποβάλλομα ι ) αυτός που πρέπει να αποβλη
θεί, να αφαιρεθεί, να πεταχτεί Στη ν τελευταία φιλολογική έκδοση της τραγωδίας του Ευριπίδη Ελένη ορισμένοι τύποι κρίθηκαν απο ρ ολ .· μα ίο • .
� υποβολ ι μ α ίος
« 1.
υποβάλλ ομαι )
αυτός που υποβάλλεται σε κάποιον, συνήθως με
δόλιο τρόπο, και εξυπηρετεί σκοπιμότητες Οι φήμες πο υ κυκλοφορούν τελευταία για το συγκε κριμένο υπουργό είναι υ πορ ολ .μα ίες . 2.
αυτός που έχει μπει στη θέση του γνήσιου, ο
νόθος, ο πλαστός, ο μη γν ή σιος Πρόσφατες μελέτες στο έργο του Κοραή αποδεικνύουν ότι κάποιες επιστολές του είναι υ πο Ρ ολ lμα ίες .
� παλα l l Kός
«
πάλαι , πα λα ι ό ς) αυτός που ανή κει σε περα
σμένη εποχή Έχει δωρίσει από χρόνια στο λαογραφικό μουσείο της ιδιαίτερης πατρίδας του τη συλλογή του από naAall· κέ ς φορεσιές.
� παλλαϊKός
«
πα ς + λαός) πάνδημος
ο εορτασμός για τη μνήμη του πολιούχο υ αγίο υ τη ς
made by Absens
περιοχή ς μας είχε φέτος παλλ α ϊκ ό χαρακτήρα .
[ 1 26 ]
� Π ΡOTέ ρα
(επίθ. : πρότερος, προτέρα, πρότερο) η προηγού· μενη, η προγενέ στερη, αυτή που προηγείται ( a vτ ι θ .
επο μ ένη ) Ευχή όλω ν είναι να επανέλ θ ο υν τα πρ άγματα στη ν προτέ ρα κατά σταση.
� Π ΡOT ερα ία ( η)
(οuσ.) η προηγούμενη μέρα η επόμενη μέρα) ( a ντιθ . η υστερα ία =
Πληροφορή θηκε τα αποτελέσμα τα των εξετάσεω ν την προτερα ία τη ς αναχώρησής του.
� σl ω π η λός
αυτός που δε μιλάει, που σιωπά Δεν ξέρω τι έχει πάθει απόψε και είναι τόσο σιωπη · λό ς · συνή θως είναι πολύ ομιλητικός.
� σl ω π η ρός
ό , τι δηλώνεται ή εκφράζεται με τη σιωπή Δεν αντέχω τη σιωπηρ ή αποδοκιμασία σο υ για ό , τ ι και να κάνω.
� Tεxν η Tό ς
κατασκευασμένος , μη φυσικός Το νερό πο υ πίνο υμε προέρχεται από μια τεχνη τή λίμνη.
� Tεxνl K ός
αυτός που έχει σχέση με την τεχνική
made by Absens
Δεν καταλ αβαίνω όλ ους αυτούς το υς τεχνι κο ύ ς όρους που υπάρχουν στις προδιαγραφές του έργου.
[ 1 27 ]
•
ρ ή ματα
� ανα δ ίδω/ αναδίνω � ανα δ ύ o μα l (αναδύω)
απο πνέω , βγάζω οσμή ε υ χάρι στη ή δ υσάρε στη Κατά την περιφορά του Επιταφίου τα λουλούδια που τον στόλιζαν ανέδ ι δ αν ένα γλυκό άρωμα.
βγ αίνω στη ν επιφάνει α, ξεπρο βάλλω Συχνά οι παλιοί να υτικοί διηγούνται ότι σε κά ποιο ταξίδι τους είχαν δει μια γυναικεία φιγούρα να ανα δύ εται από τ η θάλασσα.
� εγ Kαλώ
(νσμ.) υποβάλλω μήν υση , κ ατ α γγέλλω , κατη γ ορ ώ ( σ υσ. : έγκλη ση κ ατ αγγελί α) =
Εγκαλ ε ί μέσω του δικηγόρου της το σύζυγό της για
εγκατάλειψη συζυγικής στέγης.
� εKKαλώ
(νσμ.) ασκώ έφεσ η (αλλά το ουσ. έ κκλη σ η
=
π α ράκληση)
ο συνήγορος αποφάσισε να εκκαλέ σει την απόφαση
του Πρωτοδικείου ενώπιον του Εφετείου.
� εγ Kύ πτω
α σχολο ύμαι με κάτι με ιδιαίτερο ζήλο Η κοινω νική λειτουργός εν έ κυ ψ ε με ιδιαίτερη ευαι
σθησία στα προβλήματα που αντιμετω πίζουν τα παι διά των οικονομικών μεταναστών.
� ενσKή πτω
(για δυσμενή φαινόμενα) εφορ μώ, ορμώ Όσοι ανήκουν σε ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού πρέ πει ο πωσδήποτε να εμβ ολιαστούν, διότι αναμένεται
made by Absens
να ενσκήψ ει μεγάλη επιδημία γρίπης.
[ 1 28 ]
� KαTαTρέxω
καταδιώκω, προσπαθώ συστηματικά να βλάψω κάποιον Συνεχώ ς π αρ α πονιέται ότι τον κατατρ έχουν οι συνά δελφοί του.
� KαTαTρ ύxω
(για αρρώστιες, ταλαιπωρίες, βάσανα κτλ.) βασανί ζω, καταπονώ, τυραννώ κάποιον Τα τελευτα ία χρόνι α τον κατατρ ύχουν συνεχώς αρρώ στιες κα ι α τυχίες.
� σuνίσταTα l
(συνίσταμαι) : αποτελείται Ο οργα νισμός το υ α νθρ ώ πο υ συνίσταται κατά τ α τρία τέταρτα περίπο υ από νερό .
� σuν l στ άTα l
(συνιστώ) : προτείνεται Σε περίοδο κα ύσωνα συνιστά ται από τους γι α τρούς η κατανάλ ωση μεγάλης ποσότη τας υγρών, για να α πο φευχθεί η αφυδάτωση.
� u πo βόσKω
υποκρύπτομαι Ό σ οι τον ή ξερ α ν κ αλ ά διέκρινα ν στη ν έ κφρ ασή το υ την οργή που υπέβ οσκε στην ψυχή του.
� u πoφ ώσKω
αχνοφέγγω Στην καρδιά του ισοβίτη υποφώ σκει πάντα η ελπίδ α
made by Absens
ότι μπορεί κάποι α στιγμή να α ποφυλ α κιστεί.
[ 1 29 ]
Ο μ ό ηχες λέγ ονται ο ι λέξε ις π ο υ έ χο υν την ίδ ια ακριβ ώ ς ακο υ στ ι κή εικ ό να, π ροφ έ ρονται δηλαδή ό μοια , α λλά έ χο υν διαφο ρετική ση μασ ί α και ο ρ θογραφ ί α . Π . χ. κλήση / κλίση σορό ς / σωρός έ κκληση / έ κλυση κλίμα / κλήμα τοίχος / τείχος δείγμα / δήγμα και νός / κενός σατιρικός / σατυρικός θήρα / θύρα στίχος / στοίχος κήτος / κύτος
κτλ.
Στις ομ ό ηχες λέξ εις , κα θώ ς και στα παράγωγα και στα σ ύ ν θετά το υ ς , γ ίνονται π ο λλές φορ έ ς ο ρ θ ογραφικ ά λάθ η .
•
ουσι α στι κά
� έKKλ η ση
«
εκκαλώ ) παράκληση
Τα ΜΜΕ έκαναν έ κκλ ηση στους εθελο ντές αιμοδότες μιας σπ ά νιας ομάδας να προσφέρουν αίμα Υια έ ναν
made by Absens
πολυτραυματία.
[ 1 30 ]
� έ Kλu ση
ειας εκλύω ) αποδέσμευση, απελευθέρωση ενέργ ή ύλης και διάχυσή της «
Η έ κλ υση διοξε ιδίο υ του άνθρα κα σε κλειστό χώρο αναπνευ μπορε ί να προξ ενήσε ι σοβαρ ές βλάβε ς στο
στικό σύστημα. θηκε έ κλ υ Σε πολλ ές ιστορ ικές περιό δο υς π αρατη ρή ση η θώ ν (λόγ. φρ.).
� ε K xε ίλl ση
ξεχείλισμα Η εκχε ίλ ι σ η του ποταμ ο ύ α πό τις συνεχείς βροχέ ς κατέστρεψε τις καλλιέργειες της περιοχής.
� εKxύλl ση
εξαγωγή χυμού από φυτά ή καρπούς
� εξ ά ΡTη ση
κρεμώ, στηρίζω) κρέμασμα, ανάρτη εξαρτώ ός ση, (μτφ. ) προσκόλληση, σχέση υποταγής, εθισμ
ύλ ανάλο γα Υπάρχουν διαφορετικέ ς τεχνικές εκχ ισης με την ποσότ ητα των φρούτ ων.
«
=
Η ε ξ ά ρ τησή του από τη μητέρ α το υ προκα λεί συνε ίκα του. χώς προβλ ήματα στη σχέση του με τη γυνα
� εξά ΡTu ση
ός εξα ρτύω = εξοπλ ίζω) ατομικός εξοπλισμ (κυρίως στρατιωτικός )
«
υνομι Ξαφνι κά εισέβ αλαν στο γραφείο του τρεις αστ κοί με πλήρη ε ξ ά ρτυση.
� ε ξά ΡTl ση
αρμά εξ αρτίζω : εφοδιάζω , εξοπλίζω πλοίο) το τωμα πλοίου «
made by Absens
[ 1 31 ]
Όταν ενοικιάζεται ένα σκάφος γίνεται πλήρης έλεγχος της ε ξά ρτισή ς του από ειδικό μηχανικό.
� ευγενής (ο)
(ουσιαστικό) ο αριστοκράτης γενική : του ευγενή/ευγενούς . . . Ήταν απόγονος ενός Γάλλου ε υΥενή / ε υΥενο ύ ς.
� ευγενή ς
(επίθετο) ευγενικός γενική : του ευγενούς . . . Σε όλη τη ζωή του υπήρξε παράδειγμα ευΥενο ύ ς και έντιμου ανθρώ που.
� I KέT η ς
αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί, που ζητά βοή θεια από κάποιον
� O I KέT η ς
στην αρχαιότητα, ο υπηρέτης που είχε γεννηθεί και ζούσε μέσα στο σπίτι (στον οίκο) του κυρίου του
� K ήToς
μεγάλο θαλάσσιο θηλαστικό Η γαλάζι α φάλαινα είναι ένα από τα μεγαλύτερα κ ή τη .
� κ ύτος
1.
κούφωμα, κοίλω μα, κοιλότη τα
2.
αμπάρι πλοίου
Στο κ ύ τος του πλοίου βρέθηκαν κιβώτια με υπερσύγ
made by Absens
χρονα όπλα.
[ 1 32 ]
� λι μό ς
μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη τροφίμων Σε περιόδους λ ιμο ύ, ο οποίος οφείλεται συνή θως σε μεγάλη ξηρασία ή σε άλλες φ υσικές κα ταστροφές , πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι.
� λo ι μ ό ς
λοιμώδης, επιδημική και συχνά θανατηφόρα νόσος Παλιά ο πιο συχνός λ οιμ ό ς ή ταν η πανούκλ α .
•
λ ίμ α
(λα ϊκ.) υπερ β ολική , έ ντ ονη πείνα , λαιμαργία
� πoλu έλα l oς
«
πολύ + έλαιον
=
πολύ λάδι)
Αρχική σημασία : ο πλούσιος σε λάδι
Το ουσιαστικοποιημένο αρσενικό επίθετο «ο πολυέ λαιος » είναι το πολύφωτο που κρέμεται από την οροφή σε εκκλησίες, σπίτια Κ.α. Ένας τεράστιος κρυ στάλλινος πολ υ έλ αιος κρέμεται από την οροφή.
� πoλuέλεoς
«
πολύ + έλεος
=
πολλή ευσπλαχνία)
αυτός που έχει πολύ έλεος, μεγάλη ευ σπλαχνία, ο πολυεύσπλαχνος, ο σπλαχνικός" χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως στο Θεό Στις δύσκολες ώρες οι άνθρω ποι παρακαλούν τον πολ υ έλ εο Θεό να τους βοηθήσει .
� σoρός ( η)
νεκρό σώμα Τα φέρετρα με τις σο ρ ο ύ ς τω ν νεκρ ώ ν στρατιω τώ ν μετα φέρθηκαν με στρατιωτικό αεροπλάνο στην αερο
made by Absens
πορική βάση.
[ 1 33 ]
� σω ρ ός (ο)
στοίβα Πάνω στο γρ αφείο του βλ έπεις πά ντα σωρ ο ύ ς από βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.
� στ ίx o ς
αράδα (στίχος ποιήματος) Οι δύο πρ ώτες στρ ο φ ές το υ σονέ το υ α ποτελούνται από τέ σσερις στίχους η καθεμιά, ενώ η τρίτη και η τέ ταρτη στροφή αποτελούνται από τρεις στίχους.
� στ oίxoς
( > στοίχιση) ευθεία γραμμή, παράταξη ο γυμναστής παρ έ ταξε τους μαθητές της τρίτης τάξης σε τέ σσερι ς στο ίχο υς .
� ύπα l θ ρo (το)
ανοιχτός χώρος Δεν μπορείς να παραμείνεις πολλή ώρα στο ύ παι θρο, διότι έχει υγρασία.
� ύπα l θ ρoς ( η)
η εξοχή, τα χωριά, οι εκτός πόλεων περιοχές Οι άνθρωποι της υπα ίθρο υ δε συνειδητοποιούν πόσο τυχεροί είναι που ζο υ ν κοντά στη φύση .
� ωδίνες (οι)
οι πόνοι του τοκετού Η ψυχο προφυλακτική μ έ θοδος βοη θάει πολύ την επί τοκο να υπο φ έρει τι ς ω δίνες του τοκετού.
� oδύν η ( η )
ψυχικός πόνος (επίθ. οδυνηρός)
made by Absens
Στα πρόσω πα των συγγενών του θύματος μπορούσε ς να διακρίνεις την ο δύ νη .
[ 1 34 ]
•
επίθετα
" επ ι κο ύ ρ ε ι ος
αυτός που έχει σχέση με τον Επίκουρο Οι επικο ύ ρειοι είναι οι ο παδοί τη ς φιλοσοφίας το υ Επίκουρου.
" επι κο ύ ρ ι ος
(επίθετο θεών) επίκουρος, συμπαραστάτης Στις Βάσσες τη ς Φιγαλείας, στη ν Αρκαδία, σώ ζεται ναός δωρικού ρυ θμού του Επικο ύ ριου Α πόλλωνα.
" έωλος
(λόΥ.) (κuριολ.) χθεσινός (συνεκδ.) μπαγιάτικος, αλλοιωμένος (μτφ. ) παλιός, ξεπερασμένος
" α ίολος
(λόΥ.) αυτός που κινείται εύ κολα, ο ευμετάβλη τος' (σuνεκδ.) αβάσιμος, σαθρός Ο συνήγορος της πολιτικής αγωγή ς κατέρριψε εύκολα τα α ίολ α επιχειρήματα του συνηγόρου υπεράσπισης.
" κα ινός
καινούρ(γ) ιος, νέος Κατηγορούσαν τον Σωκράτη ότι εισάγει στη ν πόλη καινά δαιμόνια. Η Αγία Γραφή αποτελείται από την Παλαιά και από την Καινή Δια θ ήκη.
" κενός
άδειος
made by Absens
Το βιβλίο που αγόρασα ήταν κακέκτυπο ' είχε μερικές κενέ ς σελίδες.
[ 1 35 ]
� Kρ η ΤΙ Kό ς
Κρήτη ) αυτός που έχει σχέση με την Κρήτη
«
Ο Ερωτόκ ριτος είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα , της κρητικ ή ς (επίθ.) λογο τεχνίας. Ο συγγρα φέας του ό Κ (ουσ.). ς , Β ιτσέντζο ς Κορνάρος ήταν ρητικ
� KΡ I ΤΙ Kός
κρίνω ) αυτός που qσχολείται με την κριτική έργων τέχνης, λογοτεχνικ ι\>ν κειμένων κτλ. «
Οι κριτικ έ ς (επίθ.) αναλ ύ σεις που παρουσ ιάζο υν οι κριτικο ί (ουσ. ) κινηματ ογράφο υ καθορίζουν σε μεγά· λο βαθμό τον αριθμό εισιτηρ ίων που κάνει μια ταινία.
� σαΤΙ Ρ I K ός
σάτιρα ) σκω mικός, αυτός που έχει σχέση με τη σάτιρα (λογοτεχνικό και θεατρικό είδος)' πχ σατιρι «
κό ποίημα, σατιρικό έργο κτλ. ό Οι σύγχρο νες επιθεω ρήσεις έχουν έντονα σατιρικ , χαρακτή ρα ' σατιρ ίζο υν, συχνά με υπερβολή πολιτι ότητας. κούς και άλλα πρόσωπ α της επικαιρ
� σαTU Ρ I K ός
σάτυρος ) αυτός που έχει σχέση με τους σατύρους, τους τραγοπόδαρους ακολούθους (μυθολ .
<
του θεού Διονύσου Τα μόνα σατ υ ρικ ά δράματ α που έχουν διασωθ εί είναι ο Κύκλωψ του Ευριπίδη και ένα μεγάλο μέρος από τους l χνευτές του Σοφοκλ ή.
� Tuxόν
(επίρρημ α πο υ λειτουργεί ως επίθετο) : πιθανός, -ή, -ό/ενδεχόμενος, -η, -ο
made by Absens
Για (τα) τυχ ό ν λάθη στη διοργάνωση του συνεδρίο υ υπεύθυνο ς θα είσαι μόνο εσύ.
[ 1 36 ]
(Η) τυχό ν παράλειψη κάποιων ονομάτων από τον κατά ·
λογο των προσκεκλημένω ν θα δημιο υργήσει πολλά ερωτηματικά.
� T υx ών / τυχο ύ σα / οποιοσδήποτε , οποιαδήποτε, οποιοδήποτε τυχόν Α πό δύο τυχό ντα σημεία, Α και Β, που δεν ταυτίζΟ νται, διέρχεται μία και μοναδική ευθεία . Έστω Ε και Ζ δύο τυχο ύ σες ευθείες του επιπέδου και Α το σημείο τομή ς τους. Σε αυτή την άσκηση μπ ορούμε να χρησιμοποιήσουμε τυχό ντες αριθμούς.
� ψ ηλός
αυτός που έχει μεγάλο ύψος Η μάντρα ήταν πολύ ψ η λ ή και δύσκολα θα μπορούσε
κανείς να σκαρ φ αλ ώ σει σ' α υτή ν και να μπει στο ν κήπο.
� ψ lλός
αυτός που έχει ελάχιστο πάχος, ο πολύ λεmός Πρέπει να χρησιμοποιήσεις πολύ ψ ιλ ή κλωστή για να μη διακρίνεται η βελονιά επάνω στο λεπτό ύφασμα.
(Έχω την ψιλή κυρ ιό τη τα σημαίνει έχω στην κατο χή μου ένα ακίνητο χωρίς όμως να έχω και την
made by Absens
επικαρπία.)
[ 1 37 ]
•
ρή ματα
� ανα - στη λώνω
«
στήλη) αποκαθιστώ μνημείο
Διέθεσε πολλά χρήματα, για να αναστηλ ω θ ε ί η γκρε μισμένη εκκλησία του χωριού του.
� υπ ο- στυλώνω
«
στύλος
=
κολόνα) στηρίζω προσωρινά με στ ύ
λους μια κατασκευή Θα πρέ πει να υποστυλώ σουμε π ολύ καλά το στέγα στρο, διότι είναι πολύ βαρύ και υ π άρχει κίνδυνος να καταρρεύσει.
� να ' μ α ι
να είμαι Τι ώρα να 'μαι στην εκδήλωση ;
αλλά
να μ ε
δες με, δείτε με
made by Absens
Ν α με κι εγώ ! Ελ πίζω να μην άργησα !
[ 1 38 ]
Άλλε ς περιπτώσει ς ο μ ο ηχίa ς •
πα ράγωγα κα ι σύνθετα των ρη μάτων λε ίπ ω καλώ κ λ ί ν ω και λ α μ β ά ν ω -
-
Από το καλώ
Από το κλίνω
παράγονται τα εξής :
παράγονται τα εξής :
κλ ίση
κλήση έγ- κληση (νομ.)
έ γ- κλιση (Υλωσ.)
εγκλίνω
>
αποκλίνω
>
από-Κλιση
έ κ- κλη ση
παρεκκλίνω
>
παρέ κ-κλ ι ση
>
επί-Κλ η ση
συγ κλίνω
>
σ ύγ-κλι ση
παρακαλώ
>
πα ρά-κλ η ση
υποκ λίνομαι
>
υπό-Κλι ση
π ροκαλώ
>
π ρό-κληση
π ροσκαλώ
>
π ρόσ-κλη ση
συγκαλώ
>
σύγ- κληση
εγκαλώ
>
ανακαλώ
>
ανά- κλη ση
εκκαλώ
>
επ ικαλο ύ μαι
αναπ ρο-
κλή θη κα / κληθώ / κλη θεί
υπο- κλίθ η κα / κλιθ ώ / κλι θε ί
made by Absens
π ροσ-
[ 1 39 ]
Από το λαμβάνω
Από το λείπω
παράγονται τα εξής :
παράγονται τα εξής :
-λε ι ψ η
λή ψη επαναλαμβάνω
>
επ-ανά-λ η ψη
δ ιαλείπ ω
>
δ ιά-λει ψη
εγκαταλε ίπω
>
εγκατά-λε ι ψ η
προ-/ανα-/κατα-λαμβάνω >
π ρο-/ανα-/κατά-ληψη μεταλαμβάνω
>
μετά-ληψη
εκλε ίπω
>
έ κ-λε ι ψη
περιλαμβάνω
>
περ ί-λ η ψη
ελλε ίπω
>
έλ-λε ι ψη
αvτιλαμβάνo μαι
>
αVΤ ί-λ η ψη
παραλε ίπω
>
παρά-λε ι ψη
συλλαμβάνω
>
σύλ-λ η ψ η
υπολαμβάνω
>
υπό-λ η ψ η
π ρολαμβάνω
>
π ρό-ληψη
επανα-/π ροσ-λαμβάνω >
made by Absens
επανα-/π ρό σ-λη ψη
-λή φθηκα / -λη φ θώ Ι -λη φ θε ί
εγκαταλείφθηκα / -λει φθώ Ι -λει φ θε ί
παραλή φθ η κε / παραλή φ θη καν
π αραλείφ θη κε Ι παραλείφθη καν
(το δέμα / τα δέματα)
(το όνομα / τα ονόματα)
[ 1 40 ]
•
•
γενι κή - έος των επιθέτων σε - ύ ς κα ι επι ρρήματα σε - έω ς ο βα ρ ύ ς / το υ βαρ-έ ος
βαρ-έ ω ς
ο β ρα δ ύ ς / τ ου β ρα δ - έ ος
β ρ αδ-έ ως
ο ε υ θ ύ ς /τ ο υ ευ θ-έ ος
ε υ θ-έ ως
ο ταχ ύ ς / τ ο υ ταχ- έ ος
ταχ- έ ως
ότι τα ά κλιτα ό,τ ι κα ι κ α θ ότ ι /κ α θ ' ότ ι
� ό,τι (αναφορικό - χρονικό)
οτι δ ή ποτ ε (αοριστολογικό)
αλλά
Ό , τι κ α ι να πεις έχεις δίκιο. (αναφορικό) Α π ' ό , τι κ αταλ αβ α ίνω έχεις ενοχλη θεί γι α τη στάση που κράτη σα. (αναφορικό) Ό , τι ( που) τον σκεφτόμουν, μου τηλεφώνησε. (χρονικό)
(Την ώρα που τον σκεφτόμουν . ) .
�
ότι (ειδ ι κό)
Δ ιάβ α σα στη ν εφημερίδα ό τι πρόκειτ α ι να γίνο υν προσλ ή ψεις σε κά ποιες δημόσιες υπηρεσίες. Π αρ ' ό τι (παρ ό τι) έκα να γυμναστική γι α ώρα, δε νιώθω κ αθόλου κουρασμένη.
(Παρά το γεγονός ότι έκανα γυμναστική . . ) .
�
κ α θότι ή κα θ ' ότι (α ι τι ολογικό)
Δ εν υπέβαλε στην ετα ιρεία α ίτη ση γι α πρό σλ η ψη, κα θ ό τι ( κα θ ' ό τι ) ή τα ν β έβ α ιος ότι η θέ ση γι α την οποία ενδι αφερότα ν είχε ήδη κ αλ υφθεί. Σταμάτησε να του γράφει κα ι να του τηλεφωνεί, κα θό τι (κα θ ' ό τι) δεν ένιω θε
made by Absens
πλέον την ανά γκη να επικοινωνεί μαζί του.
[ 1 41 ]
•
.0
το επίθετο πολ ύ ς/πολλή/πολ ύ κα ι το επίρρη μα πολ ύ π ολύ ς / η πολλή / το π ολύ (επίθετο)
Χρειάζεται πολ ύ ς χρόνος για να ολοκληρωθεί η πρώ τη φάση του έργου. Τους α νήγγειλε με πο λλ ή χαρά και ικα νο ποίηση ότι πήρε το πτυχίο του. Η περιήγηση στο διαδίκτυο παρουσιάζει πά ντα πολ ύ ενδιαφέρο ν. • πολύ
(επίρρημα)
Χρειάζεται να δουλέψουμε πολύ για να ολοκληρωθεί η πρώ τη φάση του έργου. Ήτα ν πολ ύ κουραστική μέρα η σημερι νή.
made by Absens
Ήρθες πολύ γρήγορα και δε ν πρόλαβα να ετοιμαστώ.
[ 1 42 ]
α υ θωρε ί ( α υ τολεξε ί
=
αμέσως)
α υ τοστιγμε ί εσαε ί ( για πάντα) οιονε ί ( σαν . . . ) παμψηφε ί =
=
πανδημε ί ( = με σ υ μμετοχή όλο υ το υ λαού) ωσε ί ( = σαν . . . )
•
σε
•
ί
ακροποδητ ί ( = στα νύχια των ποδιών) αμαχητ ί α μισθ ί ανεπιστρεπτ ί απνε υ στ ί ( χωρίς ανάσα) ασκαρδαμ υ κτ ί ( = με ορθάνοιχτα τα μάτια) =
ασ υ ζητητ ί ατιμωρητ ί
made by Absens
ν εωστ ί ( = πρόσφατα)
[ 1 43 ]
. σε - ι ο ς 1.
βα φτιστι κά πχ Γεώργ ιος , Δημήτρ ιος , Ευγένιος, Ελευθέρ ιος . . . Εξαιρούνται τα : Βασίλε ιος , Δαρε ίος.
2.
τοπωνυ μ ικά (σχηματίζονται από ονόματα τόπων)
π.χ. Κορίνθ ιος , Ρ όδ ιος , Ν άξ ιος , Ο λύμπ ιος , Μετσόβ ιο (Πολυτεχνείο) . . .
•
σε - ε ι ο ς
α ν θ ρωπων υ μ ι κά επί θ ετα (σχηματίζονται α π ό ονόματα προσώπων)
π. χ. πυθαγόρε ι ο θεώρ ημα, ηράκλε ι α δύναμη, αχίλλε ι ο ς πτέρνα, σοφόκλε ιος τραγωδία, δαμόκλε ιος σπάθη, επικούρε ι α φιλοσοφία, Αριστοτέλει ο ( Π ανεπιστήμιο) . . .
made by Absens
Εξαιρούντ αι τα : ποσειδών ιος και απολλών ιος.
[ 1 44 ]
•
α ρσενι κά σε · a ς
Τα παρο ξύτονα αρσενικ ά σε -α ς στ η γενική π λη θ υντικο ύ δ ιατ η ρο ύ ν τον τ ό νο στ η ν παραλήγο υ σα πχ
ο χειμώνα ς - τω ν χειμ ώνων ο αιώνας - των αι ώνων ο αγώνα ς - των αγ ώνων κτλ.
ΠΡΟΣΟΧ Η !
Ό σα ό μ ως τελειώνουν σ ε - ίστας , - θήρας , - ίας , καθώς και τ α δ ισ ύλλ αβ α άντρας , μήνας , γύπας στη γενική πλη θ υντ ικο ύ κατεβάζο υν τον τόνο στη λήγο υ σα.
Τ Ο Σ Ω Σ Τ Ο Λ ΟΙΠ Ο Ν Ε Ι ΝΑΙ Ι � τωv π ια vι στών
και όχι
των π ιανίστων
� των π ρο ικο θ η ρών
και όχι
των προικοθήρων
� των ταμlών
και όχι
των ταμίων
•
διάφορα λά θη τονισμού
made by Absens
Τ Ο Σ Ω Σ Τ Ο Ε Ι ΝΑΙ Ι � τω v λ ακκου βών
και όχι
των λακκούβων
� τω v φ ιγο υ ρών
και όχι
των φιγούρων
[ 1 45 ]
� τωv μπάζων « τ α μ π ά ζα
και όχι -
των μπα ζ ών
μόνο στον πληθ. )
Επομένως : Α παγορεύεται η ρίψη μπά ζων.
•
made by Absens
Τ Ο
διά φορα λά θ η στην κλίση Σ Ω Σ Τ Ο Ε Ι Ν Α Ι
Ι
� τ o υ διδάσκοντος « ο διδάσκ ω ν)
και όχι
του διδάσκοντα
� o ι μύες � τ o υ ς μυ ς
και όχι
οι μυς
και όχι
τους μύες
� o ι ιχθ ύ ες � τ o υ ς ιxθ ύ ς
και όχι
οι ιχθύς /ιχθείς
και όχι
τους ιχθύες /ιχθείς
[ 1 46 ]
Τα επ ίθ ετα , κ α ι στα τ ρ ία γ έ νη , τον ίζοντα ι σε όλ ες τις πτ ώ σε ις στη ν ίδ ια συλλαβή π ο υ τονίζονται στην ονομα στ ι κή ενικο ύ του αρσενικο ύ , π . χ . : ο δ ιάσ ημος ηθοποιός του δι άσημου ηθοπο ι ού
(ορσ.)
των δ ιάσημων ηθοπο ι ών τους δι άσημους ηθοποιούς
η πλο ύσια βιβλιοθήκη
(θηλ.)
της πλο ύσιας β ιβλ ι οθήκης τω ν πλ ούσιων β ιβλ ι οθηκών
το σπάνιο νόμισμα
(οuδ.)
το υ σπάνιο υ νομίσματος τω ν σπάνιω ν νομ ισμάτων
Ο ρισμ έ να ό μως π ρ οπαροξύτονα επ ίθετα ή μερικ έ ς π ροπαρο ξύ τονες μετοχές , ό ταν λ α μ β άνο ντ αι ως ο υ σιαστικ ά , κατε β ά ζουν τον τόνο στην π α ρ αλήγο υ σα στ η γενική ενικο ύ , κα θώ ς και στη γενική και αιτιατική π λη θ υντικο ύ , π . χ . : διάθεση ενός made by Absens
Η
άρρω στο υ
ανθρώ που είναι πάντοτε κακή. (επίθετο)
[ 1 47 ]
α λλ6 Η ψυχολογία του αρρ ώ στο υ επηρεάζεται πολύ από τη συμπεριφορά τω ν
οικείων του. (ουσιαστικό) Η απόδοση των εΡ Υα ζόμενων φοιτητών είναι συνήθως μειωμένη. (επίθετο)
αλλ6 Η απροειδοποίητη απόλυση των εΡΥα ζομέ νων είναι αδίκημα. (ουσιαστικό) Η ανακοίνωση του Τμήματος αφορούσε τους υπο ψή φιους διδάκτορες .
(επίθετο)
α λλ6 Στις εννέα ακριβ ώ ς δόθηκε το θέμα της έκθεση ς στο υς υπο ψ ηφ ίο υς όλων των σχολών. (ουσιαστικό) ΠΡΟΣΟΧΗ !
ο ι καμπύλ ες γραμμές / των καμπύλ ων γραμμών (επίθετο)
α λλά οι μεγάλες καμπύλ ες / των μεγάλων καμπυλώ ν (ουσιαστικό)
•
made by Absens
ι.
λ ό γ ι α ε π ί θ ε τ α σ ε - η ς ( γενική - ο υ ς ) Τα λό για επ ίθετα σε - ης , π χ ο διεθνή ς , ο ε πιμελ ή ς, ο κ α κο ή θ η ς, ο ελώδη ς , ο ομιχλώδης κ. ά. , σχη ματίζουν τη γενική ενικο ύ και στα τρία γ ένη σε -ους , π χ το υ / τη ς / το υ διεθνού ς , τ ο υ / τη ς / το υ ομιχλώδ ου ς κτλ. Π ολλές φ ο ρ έ ς ό μως σχη ματ ί ζο υ με λανθα σμ έ να σε -η , αντί του σωστο ύ σε - ους, τη γενική ενικού του αρσενικού · δ η λα δή λέ με ή γ ρ ά φ ο υ με : του διεθνή , του ο μιχλώδ η κτ λ .
[ 1 48 ]
made by Absens
Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο ΛΟ Ι Π ΟΝ Ε Ι Ν Α
1 1
(αβ αθή ς) �TO υ αβαθούς
και όχι
του α β αθή
( αδαή ς ) �TO υ α δαούς
και όχι
του α δ αή
( αιμοδ ι ψή ς) � TO υ αιμοδ ι ψ ο ύ ς
κ α ι όχι
του αιμοδιψή
( αιμοσταγή ς ) �TO υ αιμοσταγ ούς
και όχι
του αιμοστ αγή
( αλη θή ς) �TO υ αλη θ ο ύ ς
κ α ι όχι
του αληθή
( αμιγή ς) �TO υ αμιγ ο ύ ς
κ α ι όχι
του αμιγή
( ανιδιοτε λής) � TO υ ανιδιο τ ελούς
και όχι
του ανιδιοτελή
( ασθενής) �TO υ ασθενού ς
κ α ι όχι
του ασθενή
( ασκεπή ς ) �TO υ ασκεπούς
και όχι
του α σκεπή
(ατ υχής) �TO υ ατ υχο ύ ς
κ α ι όχι
του ατυχή
(αυ τ ά ρ κ η ς) � TO υ αυ τ ά ρ κ ους
κ α ι όχι
του αυτάρκη
[ 1 49 ]
made by Absens
( αφι λοκερδής) � τ o υ αφι λοκερδούς
και όχι
του αφιλοκερδή
( αχανή ς) � τ o υ αχαν ούς
και όχι
του αχανή
(δ ια φ ανής ) � τ o υ διαφανο ύ ς
και όχι
του διαφανή
(δ ιε θ νή ς ) � τ o υ δ ιε θνούς
κα ι όχι
του διεθνή
( ει δεχθής) � τ o υ ειδεχθούς
και όχι
του ειδεχθή
( ει λ ικρινής ) � τ o υ ειλ ικριν ούς
και όχι
του ειλικρινή
( ε κτενή ς) � τo υ εκτενούς
και όχι
του εκτενή
( ελλιπή ς) � τ o υ ελλιπούς
και όχι
του ελλιπή
( εμβ ρ ι θή ς) � τo υ ε μ β ρ ι θούς
και οχι
του εμβριθή
( επα ρ κή ς ) � τ o υ επα ρ κούς
και όχι
του επαρκή
( επ ικ λ ινή ς) � τ o υ επ ικ λ ιν ούς
και οχι
του επικλινή
( επ ιμελής ) � του επ ι με λούς
και όχι
του επιμελή
[ 1 50 ]
made by Absens
(ευπαθή ς) � τo υ ε υπαθούς
και όχι
του ευπαθή
(ε υπ ρεπή ς) � τo υ ε υπ ρεπούς
κα ι όχι
του ευπρεπή
(ευ σεβής) � τo υ ε υ σε βούς
και όχι
του ευσεβή
(η μι θ ανής ) � τo υ η μιθαν ούς
και όχι
του ημιθανή
( ισο ϋ ψ ής) � τ o υ ισο ϋ ψ ούς
και όχι
του ισοϋψή
( κακοή θη ς) � τo υ κακοή θους
και όχ ι
του κακοήθη
( κο ινωφελή ς) � τo υ κο ινωφε λούς
και όχι
του κοινωφελή
( μονο μερή ς) � τo υ μονο μερούς
και όχι
του μονομερή
( νο μοταγή ς) � τo υ νο μοταγ ούς
και όχι
του νομοταγή
(ξενο μανής) � τ o υ ξενο μανούς
και όχι
του ξενομανή
(ομοε ιδή ς) � τo υ ο μοειδούς
και όχι
του ομοειδή
( ομο ιογενή ς ) � τo υ ο μοιογεν ούς
και όχι
του ομοιογενή
[ 1 51 ]
( ο υ σι ώδη ς) � τo υ ο υ σιώδους
και όχι
του ουσιώδη
( περιχαρή ς) � τo υ περ ιχαρ ούς
και όχι
του περιχαρή
(πολυετή ς ) � τo υ πολυετούς
και όχι
του πολυετή
( πολυπλη θή ς) � τo υ πολυπλη θούς
και όχι
του πολυπληθή
(π ροσεχή ς) � τo υ προσεχούς
και όχι
του προσεχή
( π ροσφιλή ς ) � τ o υ προσφιλούς
και όχι
του προσφιλή
( συ μπαγ ή ς) � τ o υ συ μπαγ ούς
και όχι
του συμπαγή
( σχιζοφρενή ς) � τ o υ σχιζοφρεν ούς
και όχι
του σχιζοφρενή
( υ γ ιής ) � τo υ υ γι ο ύ ς
και όχι
του υγιή
( υπερμεγέθης) � τ o υ υπε ρ μεγ έθους
και όχι
του υπερμεγέθη
( φ ιλ ο μαθή ς ) � τ o υ φιλ ο μα θούς
και όχι
του φιλομαθή
( ψ οφοδεής δε ι λό ς ) � τ o υ ψ οφοδε ούς
και όχι
του ψοφοδεή
made by Absens
=
[ 1 52 ]
Σ ε αυτή την κατη γορία επι θέτων κάπο ιες φορές χρ η σιμοποιεί ται λ ανθασμ έ να ά σιγμος τύπος στ ην ονο μ α στ ι κ ή ενι κού του θ η λυ κο ύ , ενώ :
11.
Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο Ε Ι ΝΑΙ
Ι
� . υπάρχει πλή ρη ς άγνοια
κ αι όχι
. . .
� . υπάρxει παντελής αδιαφορία
και όχι
.
� επίκειται δ ι εθνής κρίση
και όχι
.
� γίνεται συνεχής χρήση
και όχι
. . .
. .
. . .
. . .
made by Absens
•
πλήρη άγνοια
. παντελή αδιαφορία .
. διεθνή κρίση .
συνεχή ΧΡΙ1ση κτλ .
επίθετα σε . η ς κα ι σε · ων τ ω ν ο π ο ίω ν το ο υ δ έτ ε ρ ο α ν ε β ά ζε ι τον τόνο στ η ν π ρ ο π α ρ α λ ή γο υ σα
ο , η αμε ίνων � τo ά μ εινον
και όχι
το αμείνον
ο , η αυτ ά ρ κη ς � τo α ύτα ρ κες
και όχι
το αυτάρκες
ο , η ελάσσων � τo έλασσον
και όχι
το ελάσσον
ο , η ε υδα ίμων � τo εύδα ι μον
και όχι
το ευδαίμον
[ 1 53 ]
ο , η κακοή θ η ς � τo κα κό η θ ες
και όχι
το κακοή θ ες
ο , η υπε ρ μεγέθη ς � τo υ περμ έγεθες
και όχι
το υπερμεγέ θ ες
και όχι
το φιλο θ έαμοv
ΠΑΡΑΤΗΡ Η ΣΗ:
ο , η φ ι λοθεάμων � τo φ ιλοθεά μ ον (φρ . ) φ ιλοθεά μ ον κοινό
. η γενι κή πληθ υντι κού των επι θέτων σε . ύ ς (· έο ς ) Τα επ ίθ ετα σε - ύ ς (π χ β α θ ύ ς , βαρ ύ ς , πα χ ύ ς) σχη ματ ίζο υ ν τη γενική πλη θ υντ ικο ύ ως εξής : αρσενι κά κα ι ουδέτερα σε
-έ ων ή -ι ώ ν
θηλυκά σε
- ι ώ ν ή - ε ι ώ ν (λόγ . )
Μ ε ρ ικ έ ς φο ρές ό μως στ η γενικ ή πλη θ υντ ικο ύ των θ η λ υ κών επ ι θέτων χρη σιμοπ ο ιο ύ με λανθ ασμ ένα τη ν κατάλη ξη - έ ων , π ο υ είναι η κατάλη ξη της γενική ς πλη θ υντικού του αρσενικο ύ και του ο υ δετέ ρου . Τ Ο Σ Ω Σ Τ Ο Ε Π Ο Μ Ε Ν ΩΣ Ε Ι Ν Α Ι
� τωv β α θ έων ή β α θ ι ώ ν
Ι
ποταμών / γκρεμών
. . .
(αρσενικό)
made by Absens
πηγαδιών / αισθημά των
[ 1 54 ]
. . .
(ουδέτερο)
και : . των βαθ ι ώ ν ή βαθε ιών . των βαρέων ή βαρ ι ών
λιμνώ ν / θαλασσών
. . .
( θηλυκό)
ίσκι ω ν / ήχω ν (αρσενικό) οχημάτω ν / επαγγελμάτω ν (ουδέτερο) . . .
. . .
και : . των βαρ ιών ή βαρε ι ών
εργασιών/ποινών
. . .
(θηλυκό) κ . ά .
Η Σ Ω Σ Τ Η Λ Ο ΙΠ Ο Ν Φ ΡΑΣ Η Ε ΙΝΑΙ: Ι εποχή των παχι ώ ν / παχει ώ ν ( θηλυκό) αγελ ά δων
made by Absens
( και όχι των παχέων (αρσενι κό) αγελάδων)
[ 1 55 ]
Όλα τα παραθετικ ά τ ων επ ιθέτων γ ράφοντ αι με -ο : π.χ.
αρχαι ότερος /αρχαι ότατος νεότερος /νεότα τος παλαιότερος /παλαιότα τος κτλ.
Ε ξαιρο ύνται τα : ανώτερο ς / ανώτατος απώτερος / απώτατος ε ξώτερος / ε ξώτα τος ε σώτερος / ε σώτα τος
made by Absens
κατώτερος / κατώτατος
[ 1 56 ]
Τα αρ ι θ μητικ ά (απόλυτα)
δε κατρ ία δε κατέσσε ρα δεκα πέντε δεκα έξι δεκα επτά δε κα ο κτ ώ δε κα εννέα γ ρ ά φονται με μ ία λέξη .
Τα σ ύ ν θετα με δε ύτερο συνθετι κ ό το επ ίθ ετο μ ι σός γ ρ ά φονται με η στην κατάλη ξ η , αν το π ρ ώ το συνθετ ι κ ό ε ί ναι το α ρ σενικ ό ένα ς ή το θ η λυ κ ό μ ία , και με ι σε όλες τις άλλες περ ιπτ ώ σεις . Δηλαδή : � ενά μισ η ς (αρσ. ) � μι ά μισ η (θ ηλ.)
μήνας /χρόνος / τόνος κτλ.
� εν ά μισl (ουδ.) � δυ ό μισl � ε ξίμισl
λεπτό / κιλό / στρέμμα κτλ . τόνοι / ώρες / κιλά κτλ.
ώρα / μέρα / εβδομάδα κτλ.
τόνοι / εβδομάδες / λίτρα κτλ.
Επίσης :
� τρεισ ή μισ l
μήνες / ώρες κτλ.
αλλά
� τρ ι ά μισ l
made by Absens
λεπτά /xρόνιa κτλ. ( και όχι τρεισήμισι λεπτά /χρόνια κτλ. )
[ 1 57 ]
� τεσσε ρισή μισι
μήνες / ώρες κτλ.
αλλά
� τεσσε ρ ά μισι
λεπτά /χρόνια κτ λ .
( και άχι τεσσερισήμισι λεπτά /χρόνια κτλ. )
ΠΡΟΣΟΧΗ!
� ε ννέα / εννιά / εννιακόσια / εννιακοσιοστός αλλά
� έν ατ oς / ενενήντα / ενενη Ko στ ό ς
ΕΠΙΣΗΣ:
Όταν μιλάμε Υια ώρα, λέμε:
� στη μ ί α
και όχι
στις μία
� στη μι ά μιση
και όχι
στις μιάμιση
και όχι
είκοσι, τριάντα . . ενός έτους
Όταν μιλάμε Υια ηλικία, λέμε:
made by Absens
� είKoσι, τρ ι ά ντα . . . ενός ετών
[ 1 58 ]
. λάθ η που αφορούν το γένος ονόματος κα ι επι θέτου/μετοχής Τα επ ίθετα ή ο ι μετοχέ ς πο υ συνοδε ύ ο υν τα ον ό ματα συ μφωνο ύ ν πάντα με α υτ ά ω ς π ρ ο ς το γ έ ν ο ς , τον α ρ ι θ μ ό και την πτώ ση . Μ ε ρ ικ έ ς φ ο ρ έ ς ό μως στον πλη θ υντικό αρ ι θ μ ό γ ίνονται λάθ η στη συ μφωνία ως π ρ ο ς το γ έ νος ο υ σιαστικο ύ και επ ι θέτου · δ η λαδή α ρ σεν ι κ ό επ ίθ ετο π ρ ο σδ ιο ρ ίζε ι θ η λυ κ ό ο υ σιαστ ι κ ό . Γ ια π α ρ ά δειγ μα , λέ με ή γ ρ ά φου με « ο ι π ολλο ί (αρ σ .) ψή φο ι (θ ηλ. ) >> , « των π ληγ έ ντων (αρ σ .) π ε ρ ιοχώ ν (θ ηλ .) >> αντί των σωστ ώ ν οι πολλές ψ ή φ ο ι , των πληγεισών π ε ρ ι οχών .
Τ Ο Σ Ω Σ Τ Ο Λ Ο ΙΠ Ο Ν ΕΙ Ν ΑΙ Ι � o ι πο λλ έ ς ψήφοι � τις πο λλ έ ς ψήφους
και οχι
οι πολλοί ψήφοι
και οχι
τους πολλούς ψήφους
� οι νέ ε ς μέθοδοι
ΚΟΙ
οι νέοι μέθοδοι
� o ι κεντ ρ ικ ές είσοδοι
και οχι
οι κεντρικοί ε ίσοδοι
� οι παλαιές οδοί
και οχι
οι παλαιοί οδοί
� o ι κοινωνικ ές παράμετροι
και οχι
οι κοινωνικοί παράμετροι
οχι
Ε ΠΙΣΗΣ:
made by Absens
Τα περ ισσό τερ α κτίρια των πλ η Υ ε ισώ ν (κα ι ο χι πληγέ ντων) από το σεισμό περιοχών έχουν αποκατασταθεί.
[ 1 59 ]
Συζητή θη κ ε το σύνολο τω ν αναφερ θ εισώ ν (και όχι αναφερθέντων) περιπτώ σεων. Η πλειονότητα των ρ ιασθ εισώ ν (και όχι βιασθέντων) γυναι κ ών.
Το σύνολο σχεδόν των διαπιστω θ εισώ ν (και όχι διαπιστωθέντων) παραλείψεων αφορά τις συνθή κ ες υγιεινής του νοσο κ ομείου. Μεγάλο ποσοστό τω ν υπο Ρλ η θ εισώ ν (και όχι υποβληθέντων) αιτήσεων αφο ρούσε τη θέση του διευθυντή πωλήσεων. Η επιτροπή θα εξετάσει στην επόμενη συνεδρίασή της όλες τις περιπτώσεις των καταΥΥελθ εισώ ν (και όχι καταγγελθέντων) παραβιάσεων του οι κ οδομι κ ού
κ ανονισμού. Εκ τός των ε ξετασθ εισώ ν (και όχι εξετασθέντων) καταγγελιών υπάρχουν πολλές α κ όμα περιπτώσεις κ α κ οποίησης γυναι κ ών που δε φτάνουν στις αίθουσες του δι κ αστηρίου.
made by Absens
Ποιο ήταν το πόρισμα των διενεΡ Υη θ εισώ ν (και όχι διενεργηθέντων) ερευνών;
[ 1 60 ]
. λάθ η που αφορούν τον α ριθμό υποκει μένου κα ι ρ ή ματος Τ ο υπ ο κείμενο και το ρή μα συ μφωνο ύ ν π ά ντα ως π ρ ο ς το π ρ ό σωπο και τον αρ ι θ μ ό . Κ ά πο ιες φ ο ρ έ ς ό μως χρη σι μοποιο ύ με το γ ' π λη θ υντικ ό π ρ όσωπο το υ ρή ματος , εν ώ το υποκε ίμενο β ρίσκε ται στο γ ' ενικ ό π ρ όσ ωπο .
Τ Ο Σ Ω Σ Τ Ο Λ ΟΙΠ Ο Ν ΕΙΝ ΑΙ Ι ο υπάλληλος εργα ζό ταν (Υ ' ενικό) σκληρ ά
και όχι
. . .
εργάζονταν (v ' πληθ.)
η εντολή δινό ταν (v ' ενικό) αμέσως
και όχι
. . .
δίνονταν (Υ ' πληθ.)
το βιβλίο δ ια β α ζό ταν (Υ ' ενικό) εύκολα
και όχι διαβάζονταν (v ' πληθ.) "
το κείμενο γραφ ό ταν (Υ ' ενικό)
και όχι
. .
, γράφονταν (Υ ' πληθ.)
made by Absens
κτλ ,
[ 1 61 ]
Τ Α Σ Ω Σ Τ Α Ε Ι ΝΑΙ Ι � α παντώ στην ερώτηση (απαντώ
=
και όχι
απαντώ την ερώτηση
αποκρίνομαι)
Το ρή μα απαντώ στο γ π ρ ό σωπο ενικο ύ , όταν αναφ έ ρεται σε κε ί μενο , χρη σιμοπο ιείται με τη ση μασία το υ βρίσκεται, υπάρχει . Π . χ. Αυ τή η φράση απαντά συχνά στα κείμενα των αρχαίων κωμωδιογράφων.
� δ ι α ρ ρέω (αμτβ.) Η πληροφορία δ ι έ ρρευσε από το δημοσιογράφο.
και όχι Ο δημοσιογράφος διέρρευσε την πληροφορία.
� δι α φεύγω την προσοχή
και όχι
διαφεύγω της προσοχής
� δ Ι Kα ιo ύ μ α ι αύ ξη ση
και όχι
δικαιούμαι αύξησης
� επι δέ xo μ α ι βελτίωση
και όχι
επιδέχομαι βελτίωσης
και όχι
(Οι μαθητές) έληξαν τη ν κατά ληψη.
και όχι
μετέρχομαι όλων των μέσων
� λήγω (αμτβ.) Η κα τάληψη έλ η ξε .
� μ ετέρχο μ α ι όλα τα μέσα � όλo ι όσο ι . . .
Σ το ν πρ όλογό τ ο υ ο εκδό τη ς αναφέρει τ α ο νόμα τ α όλ ων ό σοι (και όχι όλων όσων) εργάστηκαν για τη ν επανέκδοση του λεξικού. (υποκείμενο) Α πέλ υσε όλ ο υς ό σο υ ς είχε πρ ο σλάβει ο προηγούμενος διε υθυν τής. made by Absens
(αντικείμενο)
[ 1 62 ]
� περι σσότε ρο ι από έναν ή περι σσότεροι του ενός
και όχι περισσ ό τεροι απ ό ένας
� όπo υ Η περιοχή ό που / στην οπο ία εγκαταστάθηκα έχει πολύ ωραίο κλ ίμα.
και όχι η περιοχή που εγκαταστάθη κα . . .
� πόσο πολλο ί; � τόσo πολλο ί
και όχι και όχι
π ό σοι πολλοί ; τ ό σοι πολλοί
� έ xω τόσο πολλή ανάγκη/διάθεση/ό ρεξη . . . και όχι
έχω τ ό ση πολλή /πολύ ανάγκη/διάθεση/ό ρεξη . . .
αλλά
� μ o υ ά ρεσε τόσο πολύ , που . . .
� πριν από Έφυγε από τ ο θέατρο πριν από το τέλος της παράστασης.
και όχι πριν το τέλος της παράστασης.
� μετά (το/τον/την/τους . . . ) Μ ετά την ομιλία του ( ή ύ στερα από την ομιλία του) απάντησε σε πολλές
ερωτήσεις .
και όχι μετά απ ό την ομιλία του . . .
αλλά
� μ ετά από
+
αντωνυ μία π ροσωπική
made by Absens
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της ημερίδας θα μιλήσω μετά από σένα .
[ 1 63 ]
· λανθασμένη χρήση των μετοχών σε -οντας/-ώντας Π ο λλέ ς φ ο ρ έ ς χρη σιμοποιο ύ με λ αν θασμένα μετοχέ ς σε -οντα ς και σε - ώ ντας στη θέ ση π ρο θ ετικ ώ ν κ υ ρ ί ω ς φ ρ ά σε ω ν . Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο Ε Ι Ν Α Ι :
Ι
Μ ε την α ξιοπο ίη ση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών αναβαθμίστηκαν
οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρουν οι τράπεζες .
και όχι Αξιοποιώντας (λείπει το υποκείμενο) τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών αναβαθ · μίστηκαν οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρουν οι τράπεζες. Μ ε τη ρ ελ τίωση των αναλυτικών προγραμμάτων σπο υδών θα αναβαθμιστεί η
ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
και όχι Βελτιώνοντας (λείπει το υποκείμενο) τα αναλυτικά προ γράμματα σπουδών θα ανα βαθμιστεί η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης .
•
λανθασμένη χρήση αποθετι κών ρ η μάτων
made by Absens
Ο ρ ισμ έ να ρ ή ματα λέ γονται απο θετι κ ά , δ ι ό τι έ χο υ ν « απο θέ σε ι » , έ χο υ ν δ η λ α δή αφ ή σει , το υ ς τ ύ πο υ ς της ενεργητικ ή ς φ ω ν ή ς . Τ α ρή ματ α α υ τ ά - ό σον α φ ο ρ ά τη μο ρ φ ο λ ογ ί α το υ ς - έ χο υ ν μ ό νο π α θ ητι κο ύ ς τ ύ πο υ ς ανε ξά ρτητα απ ό τη δ ι ά θεσή το υ ς . Γ ια το λό γο α υ τ ό κ ά ποιες φο ρ έ ς , στην πα θ ητικ ή το υ ς σύνταξη , αντ ί να χρησιμοποι ή σο υ με περ ί φ ραση με τα ρή ματα γίνομ α ι, υ φ ίστ αμ α ι, τυ γχάνω κτ λ . , ό π ω ς ε ίναι το σ ω στ ό , π α ρ α σ υ ρ ό μαστε απ ό την εικ ό να το υ ς και τ α σ υ ντ ά σσο υ με με λ ανθασμ έ νο τ ρ ό πο .
[ 1 64 ]
Ακολο υ θ ο ύ ν σχετικ ά παρα δε ίγματα με τη σω στή και τη λαν θασμένη σ ύ ντα ξη :
� δ l α πραγμαTεύ oμ α l (μτβ.) Η μείωση τω ν ε πιτο κίων δ ε ν αποτε λ ε ί αντικ ε ίμ ε νο δ ιαπραγμ ά τε υσης
από την τράπεζα.
κοι όχι Η μείωση των επιτοκίων δε
διαπραγματεύεται από την κεντρική τράπεζα.
� δ l α xε ι ρίζo μ α l (μτβ.) Ο αδελφός μου δ ιαχειρ ίστηκε με μεγάλη σύνεση τα χρήματα που πήρε από την πώληση του πατρικού σπιτιού μας.
κοι όχι Τα χρήματα . . . διαχειρίστηκαν . . . από τον αδελφό μου.
� εKμ εTαλλεύ o μ α l (μτβ. ) (εκμεταλλευ όμενος
=
εκμεταλλευτής, αυτός που εκμεταλλεύ εται κάποιον / κάτι)
Μερικοί εργοδότες εκμεταλλ ε ύ ονται συχνά το υς αλλοδαπούς εργάτε ς.
ή
άλλ ευ σ ης από Οι αλλοδαπ οί εργάτες γίνονται συχνά αντι κ ε ίμενα εκμετ
μερικούς εργοδότες.
και όχι Οι αλλοδαποί εργάτες . . . εκμεταλλε ύονται . . από μερικούς εργοδότες.
� επεξεργ ά ζo μ α l (μτβ.) Ο επιμελη τή ς επε ξ εργ ά στη κε σχολ αστικά τα τελι κά δοκίμια, προτο ύ τα δώσει στο τυπογραφείο .
made by Absens
κοι όχι Τα τελικ ά δοκίμια επεξεργάσ τηκα ν σχολαστικά από τον επιμελη τή, προτού δοθούν στο τυπογραφείο.
[ 1 65 ]
� KαTεργ ά ζ o μ α l (μτβ.)
άζ με Σ' αυτή τη ν περιοχή της Ελλάδας οι ντό πιοι τεχνίτες κατεΡΥ ονται και τικά διακοσμη θαυμάσια ούν δημιουργ και παραδοσ ιακό τρό πο το χαλκό
άλλα αντικείμενα.
ή
ί ί Σ' αυτή τη ν περιοχή της Ελλάδας ο χαλκός υφ σταται κατεΡΥα σ α με παρα ν θαυμά δημιουργού ό δοσιακό τρόπο απ τους ντόπιους τεχνίτες, οι οποίοι σια διακοσμητ ικά και άλλα αντικείμενα .
και όχι . . . ο χαλκός κατεργάζεται από τους ντόπιους τεχνίτες . . . ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
κα ι επεξεργ άζομαι χρη Η μετοχή το υ παρακει μ ένο υ των ρη μάτων κατεργά ζομαι σιμοπο ι είτα ι με π αθητ ι κή ση μασία ,
Π.χ. επε ξεΡΥασμ έ νο κείμενο , κατεΡΥασμ έ νο δέρμα.
� πραγμαTεύ o μ α l (μτβ.) Το βιβλίο πραΥμ ατε ύ εται το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
και όχι Το θέμα της ευρωπα ϊκής ενοποίησης πραγματεύεται από το βιβλίο.
� xε ι ρ ίζo μ α l (μτβ.) ί Μόνο ένας έμπειρος τεχνίτης μπορε ί να χειριστε αυτό το μηχάνημα .
ή
ίνει μόνο απ ό έναν ί Ο χειρισμ ό ς αυτού του μηχα νήματος μπορε να Υ
έμπειρο τεχνίτη.
made by Absens
και όχι Αυτό το μηχάνημα μπορεί να χειριστεί μόνο από έναν έμπειρο τεχνίτη.
[ 1 66 ]
Τ Ο
Σ Ω ΣΤ Ο Ε Ι Ν Α Ι
� αν έ K α θεν
και όχι
εξ ανt καθεν, απ ' αν t καθεν
� ά ρα
και όχι
άρα λοιπό ν
� α ρτι ότε ρoς
και όχι
πιο αρτι ό τερος
� α uτo ψ ία
και όχι
επιτ ό πια αυτοψία
� ει σέρxετα ι
και όχι
εισt ρχεται μt σα
� εντά σσετα ι
και όχι
εντάσσεται μ t σα
� επανέ ρχο μ α ι
και όχι
ξαναεπαν tρχομαι
� oλO Kλ η ρ ω lJ ένoς
και όχι
πιο ολοκληρωμtνος
� περι έxε ι / εμπερι έχε ι
και όχι
(εμ)περι t χει μt σα
� πλη σιά ζω
και όχι
πλησιάζω κοντά
� πoλύτ ι μ o ς
και όχι
πιο πολύτιμος
� στo πλα ίσιο
κ α ι όχι
μ tσα στο πλαίσιο
� στρ έφετα ι γ ύ ρ ω από . . .
και όχι
περιστρ tφεται γύρω απ ό . . .
� Έ γινε συζήτηση πριν από την προβολή του φιλμ . και όχι Π ροηγήθηκε συζήτηση πριν απ ό την προβολή του φιλμ.
� Έ γινε συζήτηση μ ετ ά την προβολή του φιλμ. και όχι Ακολούθησε συζήτηση μετά την προβολή του φιλμ.
made by Absens
� To υ t βαλαν χε ι ροπέδες . και όχι Του t βαλαν χειροπt δες στα Xt PlQ .
[ 1 67 ]
Ο ι μονοσ ύ λλ α β ε ς λέξ ε ις και ό σες θε ω ρ ο ύ νται μονο σ ύλλ α βες , π χ οι σ υ νιζη μένοι τ ύ ποι γεια , γιος , πια , π ιο , νιος , π ο ιος - ποια π ο ιο , τι Κ . ά . δεν τον ί ζονται . Β άζ ο υ με τ ό νο μ ό νο στο δ ιαζε υ κτικ ό ή και στα ε ρ ωτη ματικ ά πο ύ και πώ ς , παρ ' ότι ε ίναι μονοσ ύλλαβα , κα θ ώ ς και στις φ ρ ά σεις πο ύ κα ι πού , πώς κα ι πώ ς . ΠΡΟΣΟΧΗ!
Όταν έ χο υ με π α ρ ο ξύ τονη π ρ ο στ α κτ ι κή κ α ι ακο λ ο υ θ ο ύ ν δ ύ ο εγκλιτικ ά , ο τ ό νος ση μ ε ι ώ νεται στο π ρ ώτο εγκ λ ιτικ ό : � γράψε μ ο ύ το / τα
made by Absens
� γράψε μ ά ς το / τα
[ 1 68 ]
� δείξε το ύ το / τα � δείξε τού ς το / τα
� δώσε τής το / τα
. γράφονται μ ε μ ία λέξη � απαρxή ς
� εφ όσo ν
� απεναντ ί ας
� K αθαυτ ό
� απέξω
� Kαθεξή ς
� απευ θείας
� K αθετ ί
� αφ ότo υ
� Kαταγή ς
� δ ιαμι άς
� K ατα λo γ άδ ην
� ειδάλλως � ε ιδε μή � εν ό σω � ε ντ άξε ι � εντo ύτo ις � εξαιτίας � ε ξάλλo υ � ε ξά παντ oς � εξαρxή ς � ε ξί σo υ � ε ΠΙK εφαλή ς � επ ιπλέo ν
(= σε πεζό λ ΟΥΟ , χωρίς μέτρο)
� K ι όλ ας � μεμι ά ς � μ oλ ατα ύ τα � μ oλo ν ό τι � μ o ν o μι ά ς � oλωσδ ι όλo υ � οποτεδήποτε � οπο υ δήποτε � οπωσδήποτε � π ρ oπαντό ς � π ρ o π ά ντων
made by Absens
� επ ιτέλo υς
[ 1 69 ]
. γράφοντα ι με δύο λέξει ς � από μέρο υ ς
� εξ ο λ ο κλή ρο υ
� απ ' ό ,τι
� εK μέρο υ ς
� λό γ o υ χάρ η
� K ατ ' αρxά ς
. γράφοντα ι με μία ή με δύο λέξεις � αφ ' ενό ς
και
αφεν ό ς
� αφ ' ετέρ ο υ
και
αφετέρο υ
� δ ι ά μ έσ ο υ
και
δ ιαμ έ σο υ
� εν ό ψ ει
και
εν ό ψ ε ι
� επ ί μέρ o υ ς
και
επ ιμ έ ρο υ ς
� επ ί τ ό π o υ
και
επιτ ό πο υ
� Kαθ ' όσo ν
και
κα θόσ ον
� K α θ ' ότι
και
κα θότι
� K ατ ' αρxήν
και
καταρχήν
� Kατ ' εξοχήν
και
κατεξοχήν
� Kατ' ευ θε ί αν
και
κατε υ θείαν
� παρ ' όλo
και
παρόλο
�παρ ' ότι
και
παρ ότι
και
υπό ψ η
ΠΡΟΣΟΧΗ !
made by Absens
� υπ ' όψ ιν
[ 1 70 ]
Δι αλυτι κά λέγονται ο ι δ ύ ο τελε ί ες πο υ βάζο υ με στο ι και στο υ , ό ταν τ α φωνή εντ α αυτά δεν π ροφέ ρονται μαζί μ ε τ ο π ροηγο ύ με νο φ ωνή εν , δη λ αδή όταν δεν αποτε λ ο ύν με α υτό ένα δ ί ψ η φ ο φωνήεν* . Π.χ.
ΑΥλ α ια , π α ϊδάκια , χα ϊδεύω Κ. ά. αθε ιa, θε ϊκός, μονΟΥονε ϊκός, π ανθε ϊσμός, πρωτε ϊκός Κ . ά . να u σι πλ ο ια κ . τ. ό. , π αρανο ϊκός Κ .ά . μυ ϊκός Κ. ά . κατα πρα ϋ ντικός, κατα πρα Ο νω Κ .ά. ξε ϋ φαίνω Κ . ά. εΡ Υατο ϋπ άλληλοι, προ ϋπ ηρεσία Κ.ά .
Δ Ε 1.
Β Α Ζ Ο Υ Μ Ε
made by Absens
πι γκου -ίνος , αλληλού -ια, υι-ικός, αρτοπο ι-ία κ . τ. ό. , θε ι-ι κ ό ς, παλ αι-ι κ ό ς Κ . ά .
ό ταν ο τ ό νος της λέξ ης δε ίχνε ι τη χω ρ ι στή π ρ ο φ ο ρ ά το υ ι ή το υ υ απ ό το φωνήεν πο υ π ροηγε ίται Π.χ.
*
Ι
όταν π ρ ιν απ ό το ι ή το υ υπά ρχει δίψ ηφο φωνή εν Π.χ.
2.
Δ Ι ΑΛΥ Τ Ι ΚΑ
Μάι ος , πλ άι, νεράι δ α, άυλος , δρ ύινος, κορόι δο , τέι ο ν Κ. ά .
Στη νέα ελληνική γλώσσα δίψηφα φωνήεντα είναι τα α l , ει , οι , ου , υ l . Τα δίψηφα φωνήεντ α αποτελο ύ ντα ι από δύο γ ρ ά μ μ ατα τα οπο ία αντ ι στο ιχο ύ ν σε ένα φθόγγο. Υπάρχο υν επίσης και δίψη φα σ ύ μφωνα (μπ , ντ , γκ , τσ , τ ζ) .
[ 1 71 ]
3.
ό ταν π ρ ιν απ ό το ι ή το υ υπάρχε ι άλλ ο φωνή εν με το οπο ί ο ό μως το ι ή το υ δε σχη ματ ίζ ο υν δίψ ηφο φωνήεν π-χ-
δ ι υλι στήριο , ζω ικό, πρω ί / πρω ι νός, υπερω ι κός, Μω υσή ς κ.ά.
ΠΡΟΣΟΧΗ!
� άυλo ς , άυλo υ
αλλά
εξαΟλωση
� ε υ φ υή ς (των ε υ φ υ ώ ν )
αλλά
ε υ φ υΤα
� ι δ ι o φυή ς (των ι δ ιοφ υ ώ ν )
αλλά
ι διοφυΤα
� Ko ρό ιδε ψ α
αλλά
κο ρο·ίδε ύ ω
� M άιoς
αλλά
Μ αΤο υ
� M ω υ σής
αλλά
μωσα"ί κ ό ς
� π λά ι
αλλά
π λα·ί ν ό ς
� Tατό ι
αλλά
ΤατοΤο υ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Στ η μ εγαλογρά μμ ατ η γραφ ή παρα μ ένο υν τα δ ιαλ υ τ ικ ά αλλ ά όχι ο τόνος .
made by Absens
� APxAIΣ M O Σ , ΕγφγϊΑ, ΝΑΥΣ Ι Π ΛοϊΑ, ΜΑϊογ κτλ.
[ 1 72 ]
Βά ζο υ με εν ω τικ ό (-) ύ στερα απ ό τα π ροτακτικ ά Αϊ- , Α γι α - , γρ ι α - , γερο- , θε ι α - , κ υ ρ α- , μ α στρο- , μ π α ρ μ π α- , παπα- , τα οπο ί α προσ δ ιο ρ ίζο υν συνή θ ω ς κ ύ ρια ον ό ματα. Π . χ. : � Αϊ - Γ ι ώ ργης � Αγ ια- Μ αρ ίνα � γερο- καπετ ά νιος � θε ια -Θ ο δώ ρα � κυ ρα- Μ άρ ω (αλλά κυ ρ Π αναγ ι ώτης , χωρίς ενωτικό) � μαστ ρ o - Δη μ ή τ ρης � μπαρ μπα- Γ ι ώ ργος � παπα- Kώστας Κ.ά.
Π ΡΟΣΟΧΗ!
made by Absens
Σ ε αυτές τις περ ιπτ ώ σε ις ο ι π ρ οτακτικ ές λέξε ις δεν έ χο υν δ ικ ό το υ ς τ ό νο .
[ 1 73 ]
j
ΙΥΝΗ ΘΙΙ ΜΕΝΑ ΛΑΘΗ
Έ να πολύ συνη θ ισ μ έ νο λάθ ος στο γ ρ απτ ό και στον π ρ ο φ ο ρ ι κ ό λό γο ε ί ναι να β ά ζο υ με α ύ ξ η σ η στη ν π ρ ο στα κτ ι κή κ υ ρ ί ω ς το υ α ο ρ ίστου .
made by Absens
Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο
Λ Ο Ι Π Ο Ν
Ε Ι Ν Α Ι
Ι
� ανά βαλε
και όχι
ανέβαλε
� ανάλα βε
και όχι
ανέλαβε
� ανάλυσε
και όχι
ανέλυσε
� ανά πνευ σε
και όχι
ανέπνευσε
� ανά πτυ ξε
και όχι
ανέπτυξε
� ανάφερε
και όχι
ανέφερε
� αντα πόδωσε
και όχι
ανταπέδωσε
� αντίγραψε
κ α ι όχι
αντέγραψε
� αντίδ ρ α σε
και όχι
αντέδρασε
� αντι κατ ά στη σε
και όχι
αντικατέστησε
� αντίκρουσε
και όχι
αντέκρουσε
� αντι παρά βαλε
και όχι
αντιπαρέβαλε
[ 1 74 ]
made by Absens
� απεύ θ uvε
και όχι
απηύθυνε
� απόδεl ξε
και όχι
απέδειξε
� από Kρo u σε
και όχι
απέκρουσε
� α π όρρ l ψ ε
και όχι
απέρριψε
� απόσπασε
και όχι
απέσπασε
� από Tρεψε
και όχι
απέτρεψε
� δ l άλuσε
και όχι
διέλυσε
� δ l άTα ξε
και όχι
διέταξε
� επαvάλα βε
και όχι
επανέλαβε
� επαvά φερε
και όχι
επανέφερε
� επίβαλε
και όχι
επέβαλε
� επίλεξε
και όχι
επέλεξε
� επ ίμ εlvε
και όχι
επέμεινε
� επίστρεψ ε
κα ι όχι
επέστρεψε
� επίTρεψε
και όχι
επέτρεψε
� KαTά βαλε
και όχι
κατέβαλε
� KαTάγρα ψε
και όχι
κατέγραψε
� KαTάλ η ξε
και όχι
κατέληξε
[ 1 75 ]
made by Absens
� μ ετάτρε ψ ε
και όχι
μετέτρεψε
� πα ράγγειλε
και όχι
παρήγγειλε
� π α ρ ά δ ωσε
και όχι
παρέδωσε
� π α ρ ά Kα μ ψ ε
και όχι
παρέκαμψε
� πα ρ άλα βε
και όχι
παρέλαβε
� πα ρ άπε μ ψ ε
και όχι
παρέπεμψε
� πα ράτεινε
και όχι
παρέτεινε
� περ ίγρα ψ ε
και όχι
περιέγραψε
� περ ι σύλλεξε � να περισυ λλέξε ι ς
κα ι όχι κα ι όχι
περισυνέλεξε
� πρόσλα βε
και όχι
προσέλαβε
� π ρό σφε ρε
και όχι
προσέφερε
� συ μ περ ίλα βε
κα ι όχι
συμπεριέλαβε
� υπόβ αλε
και όχι
υπέβαλε
� υ πόγρα ψ ε
και όχι
υπέγραψε
� υπ όδει ξε
και όχι
υπέδειξε
[ 1 76 ]
να περισυνελέξεις
ΕΠΙΣΗΣ:
Τα ρή ματα σε -ώ (2 η συζυγ ία , π . χ. α γ απ ώ , - ά ς, ακολο υ θ ώ, - ε ίς ) σχη ματ ίζο υν το β . πλη θ . π ρ ό σωπ ο τη ς π ροστακτική ς του αο ρ ί στου σε - ή στε : � αγαπ ή στε ή ν α αγαπή σετε (αόρ.) αλλά να αγαπάτε (ενεστ. ) � αKoλo υ θ ή στε ή να ακολου θή σετε (αόρ.) αλλά να ακολο υ θείτε (ενεστ.) � δ η μι o υ ργ ή στε ή να δη μ ιο υ ργή σετε (αόρ.) αλλά να δ η μιο υ ργείτ ε (ενεστ.) � παρατ η ρ ή στε ή να παρατη ρή σετε (αόρ.) αλλά να παρατη ρείτε (ενεστ.) ΕΝΩ:
αντ ικρ ίζω)
� να αντικρ ίσετε
ή
αντ ικρ ίστε «
� να γ υ ρ ίσετε
ή
γ υ ρ ίστε (γ υ ρ ίζω)
� να κα θαρίσετε
ή
κα θ αρ ίστε «
� να ψ η φ ίσετε
ή
ψ η φ ίστε «
� να δακρ ύ σετε
ή
δακρ ύ στε «
� να κατακ λύ σετε
ή
κατακλύστε «
κα θ αρ ίζω) ψ η φ ίζω) δακρ ύ ζω) κατακλύ ζω)
ΕΠΙΣΗΣ:
made by Absens
� Kλε ίστε « κ λε ίνω) να κ λείσετε
[ 1 77 ]
ΤΑ ΔΥΟ ΘΕΜΑΤ Α ΤΩΝ ΡΗ ΜΑΤ ΩΝ
Τα ρή ματα τη ς Ε λλ ηνική ς σχη ματίζοντ αι απ ό δ ύ ο δ ιαφο ρετικ ά θέ ματα : το ενεστωτι κό , με το οπο ίο δηλώνεται ότι η εν έ ργε ια π ο υ πε ρ ι γ ρ ά φε ι το ρή μα έ χε ι δ ι ά ρ κεια ή επανα λαμβά νεται (π . χ . γραφέ γραφ - α , θα γρά φ - ω . ) , και >
.
.
το α ο ρ ι στι κό , με το οπο ίο δ η λώ νεται ό τ ι η εν έ ργε ια π ο υ π ε ρ ι γ ρ ά φει το ρή μα δεν έχει δ ι ά ρ κ εια και δεν επανα λαμβά νεται ( π χ γρα ψ - έ γρα ψ -α , θα γρά ψ -ω) . >
Σε μερ ικ ά λό για ρή ματα συγχέου με συχνά το ενεστωτι κό κ αι το α ο ρ ιστι κό θέ μα .
� (εισ) -άγ ω Απ ό το ενεστωτικό θέ μ α -αγ- έχο υ με : � ε ι σάγω . . .
ενεστώτας Η χώρα μας εισά γει κάθε χρόνο μεγάλες ποσότητες ακατέρ ·
γαστων δερμάτων. ΠΡΟΣΟΧΗ!
Ο ενεστ ώ τας λο ιπό ν ε ίναι ε ι σάγω ΚΟ ι όχι εισαγάγω .
� ει σήγα . . .
παρατατικός (σ υνεχώς σ το παρελθόν)
Κατηγορούσαν το Σωκράτη ότι εισή γε καινά δαιμόνια.
� θα εισάγω . μέλλο ντας διαρκείας (συνεχώς στο μέλλον) . .
Το υπουργείο ανακοίνωσε ότι στο εξής θ α εισά γουμε μεγά λες ποσότητες εσπεριδοειδών από την Ισπανία.
� να ε ι σάγω . υπο τακτική ενεστώτα (συνεχώς) . .
made by Absens
Ο εμπορικός διευθυντής φιλοδοξεί να εισά γει η εταιρεία κάθε χρόνο όλο και μεγαλύ τερη ποσότητα υφασμάτων από τη Γαλλία. [ 1 78 ]
Από το α ο ρ ι στικ ό θέ μα -αγαγ- έ χο υ με :
� ει σήγαγα " . αόριστος (μία φορά στο παρελθόν) Τον περασμένο μήνα το εργοστάσιο εισή γαγε από την Ι ταλία μεγάλη ποσότητα μεταξωτών υφασμάτων.
� θα ε ι σαγ άγ ω . . μέλλοντας στιγμιαίος (μία φορά στο μέλλον) .
Τον επόμενο μήνα το εργοστάσιο θ α εισαγά γει από τη ν Ιτα λία μεγάλη ποσότητα μεταξωτών υφασμάτων.
� να ε ι σαγάγω . υποτακτική αορίστου (μ ία φορά) . .
Η διεύθυνση του εργοστασίου αποφάσισε να εισαγ ά γει τον
επόμενο μήνα μεγάλη ποσότητα υφασμάτων από την Ιταλία.
� έχω εισαγά γει � είχα ει σαγάγε ι � θα/να έχω ει σαγάγει � θα/να ε ίχα ε ι σαγ άγει
συντελεσμένοι χρόνοι
Τα δύο τελευταία χρόνια το εργοστάσιο έχει εισαγά γει (και όχι έχει εισ ά γει) από τη ν Ι ταλία μεγάλη ποσότη τα με τ αξωτών υφασμάτων.
Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο
Λ Ο Ι Π Ο Ν
Ε Ι Ν Α Ι :
made by Absens
� έχω ει σαγ άγει � είχα ει σαγάγε ι � θα / να έχω ε ι σαγάγει � θα / να είχα εισαγάγει
και όχι
έχω εισάγει
και όχι
είχα εισάγει
και όχι
θα/να έχω εισάγει
και όχι
θα/να είχα εισάγει
[ 1 79 ]
(υπο) - βάλλω Από το ενεστωτικ ό θέ μα - βαλλ- έ χο υ με :
� υ πo βάλλω
ενεστώτας
. . .
Πολλοί απόφοιτοι πα νε πιστημιακώ ν σχολ ώ ν υπο ρ άλλ ο υ ν κάθε χρόνο αίτηση γι α τ ο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.
� υ πέ βαλλα
. . .
παρατατι κός (σ υνεχώς στο παρελθόν)
Κάθε πρωί περνούσε από το γραφείο του δ ι ευθυντή κα ι το υ υπέρ α λλ ε τα σέβη του.
� θα υ πο βάλλω
. . .
μέλλοντας διαρκείας (σ υνεχώς στο μέλλον)
Επειδή θέλει να παραμείνε ι στη ν Ελλάδα, θ α υπο Ρ άλλ ε , κάθε χρό νο αίτη ση γι α τη ν ανανέωση της άδε ι α ς παραμονής το υ στη χώρα.
� να υ πο βάλλω
υποτακτι κή ενεστώτα (σ υνεχώς) Είναι υποχρ εωμένος να υπο ρ άλλ ε. κάθε χρ όνο αίτη ση γι α . . .
ανανέωση της απόσπασής του.
Από το αορ ιστ ικό θέ μα -βαλ- έχο υ με :
� υ πέ βαλα
. . .
αόρ ι στος (μ ία φορά στ ο παρελθόν)
Μόλις γύρ ισε από τι ς δι ακοπές υπέρ αλ ε αμέσως αίτηση δι αζυ γίου.
� θα υ ποβάλω
. . .
μέλλοντας στιγμ ι αίος (μ ία φορά στ ο μέλλον)
Τον απείλησε ότι θ α του υποΡ άλ ε , μήνυση.
� να υ πο βάλω
. . .
υποτακτική αορίστου (μ ία φορά)
Ύστερ α από πολλή σκέ ψη αποφάσισε να υπο Ρ άλ ε , τη ν
made by Absens
παραίτησή του.
[ 1 80 ]
� έ xω υ πο βάλε ι � είxα υ πο βάλει � θα / να έχω υ πο βάλε ι � θα / να είχα υ πο βάλε ι
συντελεσμένο ι χρόνο ι
Γι α να π άρε ι ς έστω κα ι μία ημέρα ά δεια από τη δουλε ιά σου, θα πρέπει να έ χεις υπο β άλ ει (και όχι να έχει ς υποβάλλει) προηγουμένως σχετι κή αίτηση.
Τ Ο
Σ
Ω
Σ Τ Ο
Λ Ο Ι Π Ο Ν
Ε Ι Ν Α Ι
� έ x ω υ ποβάλει � είxα υ πο βάλει � θα / να έχω υ ποβάλει � θα / να είχα υ πο β άλει
Ι και όχ ι
έχω υποβάλλε ι
και όχ ι
είχα υποβάλλει θα / να έχω υποβάλλε ι
και όχι και όχ ι
θα / να είχα υποβάλλε ι
συντρέχ ω ( βοηθώ, συμπαρίσταμαι) =
Α π ό το ενεστωτικό θέ μα συντρεχ- έ χο υ με :
� συντρέχω . . . ενεστώτας Όποτε χρε ιά ζετα ι βοήθε ι α, όλο ι οι φ ίλοι του τον σ υ ν τρ έ χου ν (και όχι τον συνδράμουν).
� συνέτρεχα . . . παρατατι κός (συνεχώς στο παρελθόν) Όποτε χρειαζόταν βοή θεια, οι φ ίλοι το υ τον σ υ ν έ τρεχα ν (και όχι
τον συνέδραμαν) .
� θα συντρέχω . . . μέλλοντας διαρκείας (συνεχώς στο μέλλον)
made by Absens
Όποτε θα χρει ά ζετα ι βοή θεια, ο ι φ ίλοι του θα τον συ ντρ έ · χο υ ν (και όχι θα τον συνδράμουν) .
[ 1 81 ]
� να συντρέχω . . υποτακτική ενεστώτα (συνεχώς) .
Του έχουν υποσχεθεί να τον συντρ έχουν όποτε χρειάζεται βοή θεια (και 6χι να τον συνδράμουν) .
Απ ό το αοριστικ ό συντρεξ- και σ υνδρ α μ- έχο υ με :
� συνέτρεξα / συνέδ ρα μ α . . .
αόριστος
(μία φορά στο παρελθόν)
� θ α συντρέξω / συνδ ρ ά μ ω . . μέλλοντας στιγμιαίος .
(μία φορά στο μέλλον)
� να συντρέξω / συνδ ρ ά μ ω . υποτακτική αορίστου . .
(μία φορά ) Όταν έμαθαν το πρόβλημά του, οι φίλοι του έσπε υσαν να τον συντρ έ ξο υν / συνδρ ά μουν.
Τ Ο
Σ Ω Σ Τ Ο
Λ Ο Ι Π Ο Ν
Ε Ι Ν Α Ι
Ι
made by Absens
� έχω συντρέξει / συνδ ρά μ ε ι � είχα συντρέξει / συνδρά μ ει � θα / να έχω συντρέξει / συνδρά μ ει � θα / να είχα συντρέξει / συνδ ρά μ ε ι
[ 1 82 ]
συντελε σμένοι χρόνοι
ΟΡΘΟΓ Ρ ΑΦΙΚΕΙ ΔΙΑΦΟΡΕΙ ΙΤΟΥΙ ΤΥ Π ΟΥΙ ΤΩΝ ΡΗ ΜΑΤΩΝ
Α ύ ξ η ση , συ λλαβ ι κή ή χρονική , πα ίρνο υν τα ρή ματα μ ό νο στην ο ρ ι στι κ ή το υ π α ρατατι κο ύ κα ι το υ α ο ρ ίστο υ . Ε ί ν α ι λο ιπ ό ν λάθ ο ς να β άζου με αύ ξ η ση σε άλλο υ ς χρ ό νο υ ς και σε άλλες εγ κ λίσεις , ό πως συχν ά κ ά νο υ με στα παρακάτω ρή ματα : � απα υδώ ( έχω βαρεθεί, έχω κουραστε ί ψυχικά) απ η ύ δ η σα (οριστ. αορ . ) (με αύξηση) =
Α πη ύδη σα πια να τον περ ιμένω τόση ώρα μέσα στη ζέστη.
αλλά
έχω απα υ δή σει (χωρ ίς αύξηση) Ο κόσμος έχε ι απαυ δ ή σε l (και όχι έχει απηυδήσει) πλέον να ακούει συνεχώς τις ίδιες και τι ς ίδιες υποσχέσεις από τα στελέ χη των δύο κομμάτων εξουσίας.
� (α πόλλυ IJ Ι ) απ ώλεσα . . . (οριστ. αορ.) (με αύξηση) Έπειτα από το βαρύ τρα υματισμό το υ στο κεφάλι απ ώ λ ε σε προσωρινά τη μνήμη του.
αλλά
θα / να απ ολέσω , έ χω απολέσει , έ χω απ ολ εσθεί , απ ο λεσθε ίς / απ ολεσθείσα / απ ολεσθέ ν (χωρίς αύξηση) Σε κάθε αεροδρόμιο υπάρχει γραφείο απολ ε σθέ ντων αντικει μένων.
made by Absens
Το περίφημο επικό ποίημα « ο απολ ε σθ ε ίς παράδεισος» είναι έργο του μεγάλου Ά γγλου ποιητή John Mi/ton.
[ 1 83 ]
� βλέπω είδα / ειδώθ η κα (οριστ. αορ.) (με αύξηση) Ει δ ω θ ή καμε τελευ ταία σε μια κοινωνική εκδήλωση.
αλλά
να ιδώ / να ιδωθώ / ι δω μένος / έχω ιδωθεί (χωρίς αύξηση)
made by Absens
Είχαν να ι δ ω θ ο υ ν από τό τε που ήταν φοιτητές.
[ 1 84 ]
Ο Ρ ΘΟΓΡ ΑΦΙΚΕΙ ΔΙΑΦΟ ΡΕΙ Ι ΤΟΥ Ι ΤΥ ΠΟΥ Ι ΚΑΙ ΤΩΝ Ι Υ ΝΘΕΤΩΝ τ ο ν
τ ο ν Ρ Η ΜΑΤΟΙ
�
α ντα π ο -
δια-
επανεκ-
ΚΟΤΟ -
/ ο νο μ ετο-
δ ίδ ω
�� μ ετ α -
επι-
π ρ ο σ-
παρα-
� ( εκ) -δίδω
εξέδωσα / θα , να εκ δώσω / έ χω εκ δώ σει Εξέδ ωσε ένα φυλλάδιο με τα λάθη που γίνονται συχνά στο γρα
πτό και στον προφορικό λόγο.
αλλά
έ χει εκ δοθε ί ! εκδόθη κε / θα , να εκ δοθε ί Αν γίνουν σύντομα οι τελευταίες δ ι ορθώσεις, το βιβλίο θ α έχει
made by Absens
εκ δ ο θ ε ί ως το Π άσχα.
[ 1 85 ]
α ρ α β ι κό
ελληνι κό
λατινι κό
Q
made by Absens
2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 30 40 50 60 70
[ 1 86 ]
β' γ δ'
11 111
ε στ ' /ς ' * ζ' η
ν
θ'
ιχ
lν νι νll νl l l
Χ ΧΙ
ια ιβ ' ιγ ιδ ' ιε ιστ Ί ις ' ιζ ' ιη
χνl l l
ιθ '
xlx
κ λ'
χχ
μ ξ'
ΧΙ Ι ΙΧ
ο
ιχχ
ν
χιι χι ι ι χιν χν χνl χν l l
χχχ
80 90 99 1 00 101 111 1 50 200 300 400 500 600 700 800 900 1 . 000 1 . 00 1 1 .1Ο1 2.000 1 0 .000 1 0 0 . 000
π
ΙΧΧΧ
C ' ** /
XC
je '
XC I X
Ρ
C
ρα ρ ια ρν σ
CI CXI CL CC
τ
CCC
υ
CD
φ
D
Χ
DC
Ψ'
DCC DCCC
ω �'
***
CM Μ
α αα , αρα
MCI
β
ΜΜ
.Ρ
Χ C
ΜΙ
ΠΑΡΑΔΕΙ Γ ΜΑΤΑ
1 . 454 1 , 825 2 , 008 * **
made by Absens
***
=
=
=
αu νδ ' αω κε . βη '
M C D Ll V M D C C CXXV Μ Μνι ι ι
στίγ μα κ ό π πα σαμ π ί
[ 1 87 ]
made by Absens
Β Ι ΒΛΙΟ ΓΡΑΦ Ι ΚΕΣ Π Η ΓΕΣ
Α γία Γραφή Αναγνωστοπούλου Ι . , Μπουσούνη Λ . , Ποιο είναι το σ ω στό; , Π αιδαγωγικό Ι ν στι το ύ το , Αθήνα 2 0 0 1 .
Βοσταντζόγλου Θ εολ. , Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώ σσης , Αθήνα, επανέκδοση 1 99 8 .
Δ η μ ητρά κος Δ . , Μέ γα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης , Αρχαίος Εκδοτικός Ο ί κος Δη μητρ ά κο υ Α . Ε . , Αθήνα 1 954 .
Δ η μ ητρά κος Δ . , Νέ ον Ορθ ΟΥραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξι κόν , χ χ . Κου ρ μ ούλης Γ. Ι . , Αντ ίστΡοφον Λεξικόν της Νέας Ελληνικής , Αθήνα 1 96 7 .
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής , ανατύπωση με βελτιώσεις , Αρ ιστοτέλειο Π αν/μιο Θε σ/νίκη ς , Ινστιτο ύ το Ν εοελληνικών Σπο υ δών, Ί δ ρ υ μα Μ ανόλη Τρ ιανταφ υ λ λίδη , Θεσσαλονίκη 1 999 . Leutschw Ε . , S c h n e i d e w i n F . G . , Corpus Paroemiographorum Gra e c o rum , G e o rg
O l m s V e r l a g s b u c h h an d l u n g , H i l d e s h e i m , 1 96 5 .
Μ πα μ π ι ν ι ώ τ η ς Γ . , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώ σσ ας , Κέντρ ο Λε ξι κολογ ίας , Αθήνα 1 998 .
Νεοελληνική Γραμμα τική (της Δημοτικής) , ανατ ύ πωση τη ς έ κ δ οσης το υ Ο Ε Σ Β ( 1 94 1 ) μ ε διο ρθώσεις , Αριστοτέλε ιο Π αν/μιο Θεσ/νίκης, Ι νστιτο ύ το Νεοελληνι κών Σπου δών , Ί δ ρ υ μα Μ ανόλη Τρ ιανταφ υλλίδη , Θεσσαλονίκη 1 996 .
Π α π α ζ α φ ε ί ρ η 1 . , Λά θη στη χρή ση της γλώ σσ ας μα ς , ε κδ . Σ μ ίλη , Αθήνα 1 98 8 , 1 997 .
Στα μ ατά κος 1 . , Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης , Αθήνα 1 99 9 .
made by Absens
Στα μ ατά κος Ι . , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλ ώ σσης , Α θ ή ν α 1 97 1 .
[ 1 89 ]
made by Absens
made by Absens
Πόσ ο σ ω σ τ ά χ ρ π σψο π ο l O ύ μ ε τπ γ λ ώ σ σ α μ αs; Το ΒιΒλιο αυτό, με απλό και συστπματικό τρόπο, μαs Βοπθάεl να OUVEI δπτοπOlήσουμε και να δlOρθώσουμε τα πιο συνπθισμένα λάθπ που κά νουμε συχνά όταν μιλάμε ή όταν γράφουμε. Στο ευρετήρlO, το οποιο προτάσσεται, ο αναγνώστπs θα Βρει όλα τα λήμματα του ΒιΒλιου, ώστε να μπορε! να ανατρέχει ons σελiδεs του και να λύνει εύκολα llS anopiEs του. Συγκεκρψένα, στο ΒιΒλιο περιλαμΒάνονται τα εξήs: •
συνήθπ ορθογραφικά, μορφολογικά και συνταΚτΙκά λάθπ με τous
•
συγγεV1κέs λέξεls, καθώs και λέξεls παρώνυμεs και ομόπχεs που
aVlioΤOlXOUS σωστούs τύπουs συγχέονται στπ χρήσπ •
π σωστή απόδοσπ λόγιων φράσεων που λέγονται, γράφονται ή χρπ
•
π σωστή χρήσπ ομόρριιων επφρπμάτων που χρπOlμοποlOύνταl λαν
σψοποιούνταl λανθασμένα θασμένα •
ομόρριια επφρήματα και επιθετα που συγχέονται στπ χρήσπ
•
ομόρριιεs λέξεls που δlΟφέρουν στπν ορθογραφΙα.
Ένα χρπστlκό ΒιΒλiο-οδπγόs, πολύτψο Βοήθπμα γlΟ όλουs όσοι ενδlΟ φέρονται για τπ σωστή χρήσπ lnS γλώσσαs.