ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
COPYRIGHT: ΑΦΟΙ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΙ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ 24 106 81 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3836482 - 3805451 FAX: 3807608
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΤΟΜΟΣ Ε' Σκεπτικισμός - ωφελιμισμός (Συμπλήρωμα - Κατάλογος λημμάτων)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1995
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ Ακαδημαϊκός
Χιωτάκης Τάκης
Δρ Φιλοσοφίας
ΑΡΧ1ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ Χωραφάς Ευστράτιος
Φιλόλογος, πρώην εκπαιδευτικός σύμβουλος
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΑγουρΙδης Σάββας Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών Αναπολιτάνος Διονύσιος Καθηγητής του Τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλατζόγλου - θέμελη Γραμματική Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Ανδριανόπουλου Αθανασία Κοινωνιολόγος Αργυροπούλου Ρωξάνη Δρ. Φιλοσοφίας, Ερευν. του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βασιλείου Αθανάσιος Πολιτικός Επιστήμων - Κοινωνιολόγος Βελισσαρόπουλος Δημήτριος Πρέσβυς ε.τ. Βιτσαξής Βασίλειος Πρέσβυς ε.τ. Βώρος Φανούριος Δρ Φιλοσοφίας, Σύμβουλος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Γεωργοβασίλης Δημοσθένης Δρ Φιλοσοφίας Δελλής I. Γ. Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών Δημητρακόπουλος Γιάννης υπ. Δρ Φιλοσοφίας Ζιάκας Γρηγόριος Καθηγητής Ιστορίας θρησκειών Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης Θεοτοκάς Νίκος Κοινωνιολόγος Ιέλο Μσριάντζελα Φιλόλογος, Πανεπιστήμιο Αθηνών Καράς Γιάννης Δρ Φιλοσοφίας, Ερευν. του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Καριώτογλου Αλέξανδρος Δρ Θεολογίας Κασσωτάκη · Μαριδάκη Αθανασία Δρ Ψυχολογίας, ειδική συνεργάτις στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κεσίσογλου Αλέξανδρος Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΚεσσΙδης θεοχάρης Καθηγητής Φιλοσοφίας, αντεπ. μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
• ΚιτρομηλΙδης Πασχάλης Καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Αθηνών • Κοκάλας Θεόδωρος Φιλόλογος • Κοκολόγος Αθανάσιος Φιλόλογος, Ερευνητής • Κουκής Αναστάσιος Δρ Φιλοσοφίας, Ακαδημία Αθηνών • Κράλλης Χάρης υπ. Δρ Φιλοσοφίας • Κρητικός Γιάννης Κοινωνιολόγος • Κύρκος Βασίλης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων • Κωσταράς Γρηγόριος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • ΛεοντσΙνη - Γλυκοφρύβη Αθανασία Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • ΛεοντσΙνη Ελένη υπ. Δρ Φιλοσοφίας • Λιακόπουλος Ευστάθιος Δικηγόρος - Συγγραφέας • Μαμούρης Ζήσης Βιολόγος, Δρ Γενετικής, Λέκτωρ του Γενικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας • Μανουράς Ευάγγελος Ψυχολόγος • Μαρκαντωνάτος Γεράσιμος Δρ Φιλοσοφίας • Μαρκής Δημήτριος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Μακεδονίας • Μόττη - ΣτεφανΙδη Ευφροσύνη Επίκουρος Καθηγήτρια Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Μπάλιας Ευστάθιος Δρ Πολιτικής Επιστήμης • Μπαρτζελιώτης Λεωνίδας Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Μπέγζος Μάριος Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας της Θρησκείας Πανεπιστημίου Αθηνών • Μπιτσάκης Ευτύχης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Υφηγητής Θεωρίας της Φυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών • Νάτσης Αθανάσιος Φιλόλογος, Πανεπιστήμιο Αθηνών • Νόβα - Καλτσούνη Χριστίνα Επίκουρος Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών • Νούτσος Παναγιώτης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων • Ντόλκα Μαρία Φιλόλογος » Ξυδιά Ευτυχία υπ. Δρ Φιλοσοφίας • ΟικονομΙδης Νικόλαος Φιλόλογος, Ερευνητής • Οικονόμου Αντώνιος Οικονομολόγος - Μηχανικός • Οικονόμου Γεώργιος Φυσικός
• Πάκος Παναγιώτης Φιλόλογος - Ερευνητής • Παππά Βασιλική Ψυχολόγος • Παπαγούνος Γεώργιος Ιστορικός Φιλοσοφίας και Επιστήμης • Πατέλης Δημήτριος Δρ Φιλοσοφίας • Πολίτης Νικόλαος Αναπληρωτής Καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Ρούσσος Ευάγγελος Δρ Φιλοσοφίας • ΣκιαΒοπούλου Ν. Σταυρούλα Φιλόλογος - Ερευνήτρια • ΣτεργΙου Νίκος Κοινωνιολόγος • Τερέζης Χρήστος Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών • Τζαφερόπουλος Απόστολος Φιλόλογος, πρώην Σύμβουλος Εκπαίδευσης EE • Τζαφεροπούλου Μαρία Δρ Φιλοσοφίας • Τσστσούλης Δημήτριος Κοινωνιολόγος - Σημειολόγος • Τσινόρεμα Σταυρούλα Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων • Φαραντάκης Πέτρος Δρ Φιλοσοφίας • Φασουλάκης Στέριος Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Χρόνης Νικόλαος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών • Χωραφάς Ευστράτιος Φιλόλογος • Ψημένος Νίκος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Οι κυριότερες συντομογραφίες αγγλ. ανατ. Ακαδ. Επ. αποσπ. βιβ. βιβλιογρ. βλ. γεν. εκδ. ΕΚΚΕ εξ. επαν. επιμ. ετυμ. θιβ. κ.ά. κεφ. κ.ο.κ. λ. λ.χ. μαρτ. μερ. ΜΙΕΤ μτφ.
- αγγλικά - ανατύπωση - Ακαδημία Επιστημών - απόσπασμα - βιβλίο - βιβλιογραφία - βλέπε -γέννηση - έκδοση - Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών - και εξής - επανέκδοση - επιμέλεια - ετυμολογία - θιβετιανά - και άλλα - κεφάλαιο - και ούτω καθεξής - λήμμα - λόγου χάρη - μαρτυρία - μέρος - Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης - μετάφραση
ΟΕΔΒ ό.π. παράγρ. π.χ. πρβλ. Σ.Ε. στερ. σ.σ. στο ίδιο τ. του ίδιου XX·
- Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων - όπου παραπάνω - παράγραφος - παραδείγματος χάρη - παράβολε - Σύγχρονη Εποχή - στερητικό - σελίδες - στο προαναφερόμενο έργο -τόμος - του ίδιου συγγραφέα - χωρίς χρονολογία έκδοσης
Bd Hrsg PG PUF
-τόμος - εκδότης - Patrologia Graeka - Presses Universitaires de France
Αθ. LPZ. N.Y. Φρανκ.
-
Αθήνα Λιψία Νέα Υόρκη Φρανκφούρτη
Σημείωση: • Οι χρονολογίες, που αναγράφονται μετά το όνομα του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το λήμμα, σημαίνουν τον χρόνο γέννησης και θανάτου του [π.χ. Αβελάρδος (Νάντη, 1079 - Cluny, 1142)]. • Ο αστερίσκος που συνοδεύει μια λέξη (π.χ. Αριστοτέλης*, υλισμός* κ.ά.) δείχνει ότι για τη συγκεκριμένη λέξη υπάρχει στο Λεξικό ειδικό λήμμα. • Ο μικρός αριθμός που βρίσκεται στο τέλος μιας χρονολογίας δείχνει τη σειρά έκδοσης (π.χ. το "1966" υποδηλώνει ότι πρόκειται για τη 2η έκδοση του έργου στο οποίο αναφέρεται το κείμενο). • Οι τίτλοι των βιβλίων, και γενικά των έργων, γράφονται στο κείμενο με πλάγια στοιχεία (π.χ. Πολιτεία του Πλάτωνα, Τα Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη).
Σ Σκεπτικισμός. Το πολυδιάστατο και δαιδαλώδες φιλοσοφικό τούτο ρεύμα, άλλως ονομαζόμενο "σκεπτική αγωγή" ή "σκεπτική φιλοσοφία", έχει ως αφετηρία τον αρχαίο ελληνικό στοχασμό. Ο όρος "σκεπτικός", που είναι ισοδύναμος με τους όρους "ζητητικός", "σκεπτική φιλοσοφία" και "ζητητική φιλοσοφία", χρησιμοποιήθηκε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο για να δηλώσει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις των Πυρρωνιστών φιλοσοφών (Πύρρων*, Τίμων, Αινησίδημος*, Αγρίππας*, Σέξτος Εμπειρικός*) και των εκπροσώπων της Ακαδημεικής φιλοαοφίας από τον Αρκεσίλαο* μέχρι τον Καρνεάδη*. Από την όποψη του περιεχομένου, ρ αρχαίος Σκεπτικισμός διακρίνεται σε α) "πρακτικό" Σκεπτικισμό (Πύρρων, Τίμων), β) "πιθανοκρατικό" ή "Ακαδημεικό" Σκεπτικισμό (Νέα Ακαδημία*), γ) "διαλεκτικό" Σκεπτικισμό (Αινησίδημος και Αγρίππας) και δ) "εμπειρικό" Σκεπτικισμό (Σέξτος Εμπειρικός). Τις διάφορες τάσεις των σκεπτικών ενώνει ο αντιδογματισμός τους και τις χωρίζει η διαφορετική σημασία και χρήση των θεμελιωδών "σκεπτικών" όρων. Οι τελευταίοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το "φαινόμενον", η "αταραξία", η "εποχή" και το "πιθανόν", παρέχουν τόσο το περιεχόμενο του Σκεπτικισμού όσο και τις επικρατέστερες τάσεις του. Ο Σκεπτικισμός, κατά τη διατύπωση του Σέξτου, ακολουθεί τις επιταγές των φαινομένων και εκθέτει ό,τι φαίνεται σ" αυτόν και αποφαίνεται περί του αισθήματός του κατά τρόπον αδογμάτιστο, χωρίς να προβαίνει σε θετικές διαπιστώσεις που αφορούν την εξωτερική πραγματικότητα. Η αντιφατική επιχειρηματολογία των δογματικών αφαιρέσεων επέβαλε στους Σκεπτικούς να ακολουθήσουν το φαινόμενο "πάντη σθένει", και χωρίς να ανατρέπουν τις κατ' αίσθησιν παραστάσεις, οι οποίες τους οδηγούν παρά τη θέλησή τους σε συγκατάθεση. Η ενάργεια, συνεπώς, με την οποία γίνεται
αποδεκτό το φαινόμενο επιτρέπει στους Σκεπτικούς να αποφύγουν τις παγίδες των δογματικών αφαιρέσεων και των δύίστικών προσεγγίσεων. Ουδείς αμφισβητεί, τονίζει με σαφήνεια το Σέξτος, περί του "φαίνεσθαι τοίον ή τοίον το υποκείμενον", και ο Διογένης Λαέρτιος* προσθέτει: "το μέλι ότι εστί γλυκύ ου τίθημι, το δ' ότι φαίνεται ομολογώ" (IX 105). Εχοντας ως οδηγό και κριτήριο το φαινόμενο, ο Σκεπτικός κατευθύνει τη ζωή του σύμφωνα με τους βιοτικούς κανόνες, αλλά χωρίς να δογματίζει. Οι βιοτικοί κανόνες συνίστανται στον καθοδηγητικό ρόλο της φύσεως*, στον περιορισμό των παθών, στην τήρηση των νόμων* και των εθίμων* και στη διδασκαλία των τεχνών. Η τετραδιάστατη αυτή δραστηριότητα συνιστά το γενικό κριτήριο των φαινομένων. Στο πλαίσιο τούτο ο Σκεπτικός έχει την "δύναμιν" να αντιπαραθέτει τα φαινόμενα* στις κρίσεις "καθ' οιονδήποτε τρόπον", με αποτέλεσμα να οδηγείται, εξ αιτίας της ισοσθένειας των αντιπαρατιθέμενων αντικειμένων και λόγων, στην "εποχή" και στην "αταραξία", δηλαδή στην ευδαιμονία. "Εποχή" είναι η "στάσις διανοίας", κατά την οποία οι Σκεπτικοί ούτε "αίρουν ούτε θέτουν" κάτι. Φαίνεται να αποτελεί το μέσο που οδηγεί προς τον τελικό σκοπό της ζωής, δηλαδή την "αταραξία". Με τον Αρκεσίλαο η "εποχή" κατέστη τεχνικός όρος και απέκτησε νέα μεθοδολογική χρήση στην προσπάθειά του να αποκρούσει το κριτήριο για την αλήθεια των Στωικών", την "καταληπτική φαντασία" και "συγκατάθεση". Με τη διαλεκτική αυτή χρήση της "εποχής" ο Αρκεσίλαος ετόνισε περισσότερο από τον Πύρρωνα το "γνωστικό" της περιεχόμενο. Ετσι, ενώ ο Πύρρων έθεσε υπεράνω όλων την αταραξία, ο Αρκεσίλαος συνέβαλε στην αυτονόμηση του όρου "εποχή" και στην αποδέσμευσή του από κάθε πυρρωνική εξάρτηση. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πυρρώ-
11
ΣκΙννερ νειου Σκεπτικισμού είναι, χωρίς αμφιβολία, η έννοια της "αταραξίας", το "τέλος ου χάριν πάντα πράττεται" ή "το έσχατον των ορεκτών". Αν και η "αταραξία" ή "πνευματική ειρήνη" αποτελεί τον απώτερο στόχο κάθε φιλοσοφικού στοχασμού, σχετίζεται, κυρίως, με τα πρακτικά και φιλοσοφικά ενδιαφέροντα του Πύρρωνα. Για τον Πυρρωνιστή φιλόσοφο, αυτό τούτο το γεγονός της αναστολής της κρίσεως, εξ αιτίας της ισοοθένειας των αντιπαρατιθέμενων επιχειρημάτων, επιφέρει την επιδιωκόμενη αταραξία. Το γεγονός ακριβώς αυτό της "πνευματικής ειρήνης" ενθάρρυνε τον Αινησίδημο (περ. 90-80 π.Χ.) να απομακρυνθεί από την Ακαδημία* και να ακολουθήσει την πρακτική πλευρά του Πυρρώνειου Σκεπτικισμού. Ο Αινησίδημος ενδιαφερόταν να επιστρέψει στον "πρακτικό τρόπο φιλοσοφίας" του Πύρρωνα ως μέσον για την ευδαιμονία, συστηματοποιώντας και υποστηρίζοντάς τον στους δέκα "τρόπους" και χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τον Πυρρώνειο τρόπο διαβίωσης. Το ίδιο πρότυπο ενέπνευσε και τον Σέξτο Εμπειρικό κατά τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτόν του ως εκπρόσωπο της σχολής του Αινησίδημου, όπως συνάγεται από τις πραγματείες του Προς Μαθηματικούς και Πυρρώνειοι υποτυπώσεις. Οι Πυρρωνιστές Σκεπτικοί διαφέρουν από τους Ακαδημεικούς, Αρκεσίλαο και Καρνεάδη, εκπροσώπους της Μέσης και Νέας Ακαδημίας αντίστοιχα, κατά τούτο, ότι δηλαδή ο πρώτος, αν και συμφωνεί με τους Πυρρωνιστές στο ότι δεν αποδέχεται την ύπαρξη αντικειμενικού κριτηρίου ούτε προβαίνει σε θετικές διαπιστώσεις για την πραγματικότητα ή μη πραγματικότητα (το αληθές ή το ψευδές των αντιληπτικών παραστάσεων), ωστόσο, τις χρησιμοποιεί με την έννοια της αναφοράς των σε πραγματικά γεγονότα -ενώ οι Πυρρωνιστές δεν τις χρησιμοποιούν θετικά αλλά σύμφωνα με το φαινόμενο (Πυρρ. υποτ., I 232). Ετσι, πιστεύουν ότι ενεργούν και σκέπτονται σύμφωνα με το εύλογο και το πιθανό. Ο δεύτερος, αν και υποστηρίζει την καθολική ακαταληψία, διαφέρει από τους Πυρρωνιστές κατά την πιθανοκρατία, όταν λ.χ. διατυπώνει κρίσεις για το καλό* και το κακό*. Κατά τον Καρνεάδη, το μόνο πιθανό κριτήριο που μπορεί να υπάρχει είναι η "πιθανή φαντασία". Ο Σκεπτικισμός ή Σκέψις, υπό την αρχαιοελληνική μορφή του, απετέλεσε αναμφίβολα την αφετηρία για τη γένεση πολλών φιλοσοφικών
12
τάσεων και γνωσιολογικών θεωριών, όπως είναι λ.χ. η πιθανοκρατία, η πιστοκρατία, η σχετικοκρατία*, η φαινομενολογία*, ο εμπειρισμός*, ο υποκειμενισμός και ο αγνωστικισμός*, οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, ανάγονται σ' αυτόν. Ατυχώς, ο Σκεπτικισμός αντιμετωπίστηκε από τους ιστορικούς της φιλοσοφίας και ερευνητές με επιφυλακτικότητα και κάποτε με επιπολαιότητα, γιατί τονίστηκε εντελώς μονόπλευρα η αρνητική και μηδενιστική πλευρά του, ενώ αγνοήθηκαν το πραγματικό του περιεχόμενο και η πρακτική του λειτουργία, ο εποικοδομητικός χαρακτήρας της γνωστικής ανησυχίας και της βασανιστικής αμφιβολίας, γνωρίσματα που προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαρκή αναζήτηση του σύγχρονου ανθρώπου (βλ. και λ. τρόποι). Β<βλιογρ.: V. Brochard, Les Sceptiques Grecs. Paris, ανατ. 1986.- R. Popkin, The History ot skepticism from Erasmus to Spinoza, University of California Press, 1979."Σκεππκισμός: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις", έκδ. Λ. Μπαρτζελιώτη, Αθήνα, 1990.- T h e Skeptical Tradition", έκδ. Μ. Bumyeat, University of California Press, 1983.-1. Γ. Δελλή, Νοηματική προσέγγιση του όρου Σκέψις, "Σκέψις" I (1990), σσ. 180-184.- Λ. Κ. Μπαρτζελιώτη, Το Όδόξαστον' φαινόμενο και η "οργανιομική' φιλοσοφία, "Σκέψις·. V (1994). Λεων. Μπαρτζελιώτης
ΣκΙννερ Μπέρες Φρέντερικ (Skinner, 1904-). Αμερικανός ψυχολόγος της σχολής των μπιχεϊβιοριστών (συμπεριφοριστών). Υποστήριξε ότι η ψυχολογία* οφείλει να περιοριστεί στην περιγραφή των εξωτερικών νομοτελειακών αντιδράσεων μεταξύ ερεθισμάτων και αντιδράσεων καθώς και στην ενίσχυση των αντιδράσεων αυτών. Συνδυάζοντας τις απόψεις του Ε. L. Thomdike* για τον "νόμο" του αποτελέσματος", μελέτησε μια μορφή "εξαρτημένης μαθήσεως", την "αποτελεσματική μάθηση", που θεωρείται επαναστατική καινοτομία στον τομέα των μεθόδων διδασκαλίας. Κατ' αυτήν, ο οργανισμός, ξεκινώντας από μια τυχαία στην αρχή συμπεριφορά, υιοθετεί στη συνέχεια με την επανάληψη και εκτελεί εκείνες τις μορφές συμπεριφοράς που τις ακολουθεί η αμοιβή.Τη μέθοδό του: ερέθισμα - αντίδραση - αμοιβή, την εφάρμοσε πειραματικά πρώτα στα ζώα, κυρίως στα περιστέρια, χρησιμοποιώντας πρωτότυπες συσκευές. Στη συνέχεια, και με βιάση την ιδέα ότι οι μηχανισμοί συμπεριφοράς των ανθρώπων δεν διαφέρουν από εκείνους των ζώων, επεξέτεινε τη θεωρία του στην ψυχοθεραπεία και στην εκπαίδευση, όπου εισηγήθηκε τη "συντελεστική μάθηση" (operant conditioning).
Σκοβοροντό Έργα του: The behavior of organisms: An experimental analysis, 1938. -Science and human behavior, 1953. - Beyond freedom and dignity, 1972. - Atout behaviorism, 1974. Reflexions on behaviorism and society, 1978. The shaping of a behaviorist, 1979. - Verbal Behavor κ.ά. Απ. Τζ.
Σκληρός Γεώργιος (ψευδώνυμο του Γ. Ηλία Κωνσταντινίδη) (1878, Τραπεζούντα - 1919, Κάιρο). Κοινωνιολόγος με σοσιαλιστικές ιδέες. Το 1896 τέλειωσε τις γυμνασιακές του σπουδές και ασχολήθηκε με το εμπόριο στην Οδησσό. Το 1901 γράφτηκε στην ιατρική σχολή της Μόσχας· εκεί, ως φοιτητής, άρχισε να προσεγγίζει τις σοσιαλιστικές ιδέες. Μαθήτευσε κοντά στον Γκ. Πλεχάνοφ*, γεγονός που διηγιόταν αργότερα με καμάρι. Όντας φοιτητής, πήρε μέρος στη Ρωσική Επανάσταση του 1905' και ύστερα από την αποτυχία της κατέφυγε στην Εσθονία. Παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ντόπαρτ (Εσθονίας) και ολοκλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Ιένας. Στη Γερμανία επίσης συνέχισε να μετέχει σε σοσιαλιστικές οργανώσεις. Εκεί γνώρισε τον Κ. Χατζόπουλο και αργότερα τον Αλ. Δελμούζο και τον Δημ. Γληνό. Στην Ιένα έγραψε και το πρώτο κοινωνιολογικό έργο του: Το Κοινωνικόν μας ζήτημα (1907). Τι σήμαινε το έργο αυτό για την ελληνική κοινωνία τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν θυμηθούμε ότι τότε οι κοινωνικοί αγώνες βρίσκονταν σε όξυνση (π.χ., Κιλελέρ), τότε πληθύνονταν τα Εργατικά Κέντρα και τότε ιδρύθηκε η "Κοινωνιολογική Εταιρεία" (1907). Και το έργο του Σκληρού άρχιζε με το κεφάλαιο "Η πάλη των τάξεων ως απαραίτητος παράγων της κοινωνικής προόδου". Γνώρισμα της σκέψης και της γραφής του η σαφήνεια. Για δείγμα παραθέτω μία παράγραφο από το παραπάνω κεφάλαιο: "Η κυριαρχούσα τάξις αντιπροσωπεύει πάντοτε συντηρητικές τάσεις, τουναντίον αι πιεζόμενοι τάξεις εμφορούνται ως επί το πλείστον προοδευτικών και ριζοσπαστικών ιδεών, τας οποίας όμως ευκόλως λησμονούν, ευθύς ως μετατραπούν εις κυρίαρχον τάξιν!" (Γ. Σκληρού, "Έργα", επιμέλεια Λ. Αξελού, "Επικαιρότητα", 1976, σελ. 87). Το 1910 ταξιδεύει στη Ρωσία για λόγους υγείας (έπασχε από φυματίωση). Το 1911 εγκαθίσταται στο Κάιρο, όπου θα εργάζεται ως για-
τρός και παράλληλα θα πρωτοστατεί στη ζύμωση κοινωνικών ιδεών. Εκεί, μαζί με άλλους διανοούμενους, ιδρύει το "Εντευκτήριο του Καίρου" (1915), τη "Δημοκρατική ομάδα" (1916), τη "Λαϊκή Λέσχη" (1917), τον "Εκπαιδευτικό Όμιλο Αιγύπτου" (1918). Το 1917 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια το δεύτερο έργο του Η φιλοσοφία του πολέμου και της ειρήνης. Ο Σκληρός πέθανε πολύ νέος (1919). Λίγο πριν πεθάνει τύπωσε το έργο του: Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού. Ένα δείγμα της σκέψης του Σκληρού αυτή την περίοδο βγαίνει από τούτο το απόσπασμα: "Ηδη η κοινωνία μας άρχισε να χωρίζεται σε ξεχωριστές οικονομικές και κοινωνικές τάξεις, που σοβαρά πια μάχονται αναμεταξύ τους επί τη βάσει πραγματικής διαφοράς συμφερόντων και ιδεολογίας. Ο αγών αυτός μέρα με την ημέρα θα γίνεται εντονότερος, θα ζωντανέψει την κοινωνία μας, θα δημιουργήσει πραγματική εξέλεγξη και αντιπολίτευση σε όλα, κινητοποιώντας έτσι όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Τη διοργάνωση αυτή της κοινωνίας μας σε τάξεις και αγώνα μεταξύ τους δεν πρέπει να την φοβούμαστε και να την θεωρούμε διαφθορά δήθεν και χαλασμό κόσμου ..." (Γ. Σκληρού, "Εργα", σελ. 355). Ο Σκληρός έζησε, σπούδασε, σταδιοδρόμησε έξω από τα όρια του μητροπολιτικού ελληνισμού. Και στις κοινωνικές ιδέες του επηρεάστηκε από τον διαπρεπή ρώσο εκλαϊκευτή του μαρξισμού* Γκ. Πλεχάνοφ. Και είναι φυσικό τα ίχνη αυτών των συνθηκών να ανευρίσκονται στο έργο του, όπως παρατηρούν οι μελετητές του Γ. Κορδάτος* (Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Μπουκουμάνης, 1972, σελ. 120-122) και Λ. Αξελός* (ως επιμελητής της έκδοσης Γ. Σκληρού, "Εργα", Επικαιρότητα, 1976, σελ. 19 και πέρα). Όμως ο Σκληρός υπήρξε πρωτοπόρος στην προσπάθεια να αναλύσει από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού* την ελληνική κοινωνία του καιρού του και τα προβλήματά της. Και τα έργα του αποτελούν την αφετηρία του κοινωνιολογικού στοχασμού για την ελληνική κοινωνία. Φ. Κ. Βώρος
Σκοβοροντά Γκριγκόρι Σάββιτς (1722 - 1794). Ουκρανός φιλόσοφος, παιδαγωγός, ποιητής. Σπούδασε στην Ακαδημία "Π. Σ. Μογκίλα" του Κιέβου. Επί μακρό διάστημα δίδασκε Ηθική στο Κολέγιο του Χαρκόβου. Από το 1765 περιήρχετο στις διάφορες περιοχές της Ρωσίας ως πλά-
13
σκοπιμότητα νης φιλόσοφος.Όσο ζούσε, πολλά από τα έργα του, όπως μεταφράσεις του Πλούταρχου* και του Κικέρωνα*, κυκλοφορούσαν χειρόγραφα. Τον αποκαλούσαν "Σωκράτη της Ρωσίας". Η πρωτοτυπία του Σκοβοροντά ως στοχαστή συνίστατο στη συνένωση της χριστιανικής πίστης (της Αποκάλυψης) με την αφοσίωση στην ελευθερία της σκέψης και στην πλατωνική (εν μέρει και στη στωική) παράδοση. Σ' αυτό οφείλεται και η αλληγορική ερμηνεία του της Βίβλου, η παραδοχή της αιωνιότητας της ύλης και ο μυστικιστικός πανθείσμός* του. Ακολουθώντας το σχετικό δελφικό γνωμικό, έβλεπε την πηγή της σοφίας στο "γνώθι σαυτόν": "Τα σπέρματα όλων των επιστημών βρίσκονται μέσα στον άνθρωπο, εκεί βρίσκεται η μυστική πηγή τους" ("Εργα" σ. 257). Κέντρο των απόψεών του είναι η ανθρωπολογία. Κατά τη γνώμη του, το κύριο στον άνθρωπο είναι η καρδιά του, όχι όμως η "σωματική" καρδιά, αλλά η "πνευματική", που είναι" άβυσσος". Ακολουθώντας τον Εκχαρτ*, θεωρεί ότι στον άνθρωπο υπάρχει "θεϊκή σπίθα", ταυτόχρονα όμως και η δύναμη της σάρκας, που μας καθηλώνει στον γήινο, τον εμπειρικό κόσμο. Ο άνθρωπος με το σώμα του και τις αισθήσεις του αποτελεί μόνο τη "σκιά", την "οπτασία" του αληθινού ανθρώπου στον οποίο κρύβεται το "θείο πνεύμα". Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Σκοβοροντά λύνει το πρόβλημα του κακού στο πνεύμα του Ηράκλειτου: αναγνωρίζει δηλαδή την αντιπαλότητα του κακού κατά του καλού στον εμπειρικό κόσμο, αλλά όχι πέρα από τα όριά του, στον μεταφυσικό (στον συμπαντικό) χώρο. Η υπερνίκηση του κακού επί της Γης είναι δυνατή μόνο στη σφαίρα του πνεύματος, με τη μεταμόρφωση: "Προσπάθησε από την απατηλή γη να λάμψει η θεϊκή αλήθεια".Η μεταφυσική του Σκοβοροντά συνδέεται στενά με την ανθρωπολογία του και την ηθική του. "Ολος ο κόσμος αποτελείται από δύο φύσεις: την ορατή, το δημιούργημα, και την αόρατη, τον θεό. Ο θεός* διεισδύει σε όλα τα δημιουργήμστά του και τα περιέχει... Βρίσκεται σε όλα" (στο ίδιο). Βιβλιογρ.: Ζενκόφσκι Β .Β., Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας,, τ. 1, μ. 1 .Λένινγκραντ. θεοχ. ΚεοσΙδης
σκοπιμότητα. Η αποσκοπούσα σε κάτι, η εκ προθέσεως ενέργεια. Η αντιστοιχία - τάση ενός φαινομένου είτε μιας διαδικασίας προς ορισμένη κατάσταση, το προαπείκασμα της ο-
14
ποίας προβάλλει ως σκοπός*. Ιδιότυπο χαρακτηριστικό της αιτιώδους συνάφειας, της αιτιοκρατίας* και της νομοτέλειας* των κοινωνικών - πολιτισμικών φαινομένων και διαδικασιών και συνολικά του πεδίου το οποίο άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει ή ενεργεία, εμπίπτει στην ανθρώπινη (συνειδητή, σκόπιμη και σκοποθετούσα) μετασχηματιστική δραστηριότητα και συμπεριφορά, στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Η βιολογία και η ζωοψυχολογία*, με μια διασταλτική ερμηνεία του όρου*, εξετάζουν ως έκφραση σκοπιμότητας τάσεις της φυλογένεσης* και της οντογένεσης* έμβιων όντων (π.χ. εξέλιξη*), φαινόμενα "σκόπιμα, πλην όμως χωρίς σκοπό" (Καντ*). Κατά αντίστοιχο τρόπο εξετάζει η κυβερνητική* τα αυτορυθμιζόμενα συστήματα* μέσω της αρχής της ανατροφοδότησης, κατά την οποία η πληροφορία περί της διαφοράς μεταξύ απαιτούμενης και υφιστάμενης καταστάσεων μετατρέπεται σε αίτιο της αύξουσας προσέγγισης του συστήματος στην απαιτούμενη κατάσταση. Ο σκοπός και η σκοπιμότητα εμφανίζονται, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε συνάρτηση με τους εκάστοτε συγκεκριμένους ιστορικούς όρους της ζωής και της δραστηριότητας των ανθρώπων. Εχουν συνεπώς πάντοτε σχετική και ποτέ απόλυτη, a priori, ισχύ. Το ανέφικτο της απόλυτης αναγωγής της εργασίας απλώς σε πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενης διαδικασίας -όπου αυτό είναι εφικτό η χειραγωγική σκοπιμότητα προϋπάρχει της εργασίας και ως νόμος καθορίζει τον τρόπο και τον χαρακτήρα της- καθιστά σαφές το πόσο μάλλον ανέφικτο της απόλυτα ακριβούς υπαγωγής της ανάπτυξης της κοινωνίας σε ορισμένη σκοπιμότητα. Κάθε περί του αντιθέτου ισχυρισμός ισοδυναμεί με παραδοχή της ύπαρξης απόλυτου υποκειμένου. Στην πραγματικότητα η ιστορική ανάπτυξη συγκροτείται ως συνισταμένη πληθώρας διαφορετικών, αντιθέτων και αλληλοαποκλειόμενων σκοπιμοτήτων και δραστηριοτήτων (Ενγκελς*), παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις (βλ. βουλησιαρχία*, τελεολογία*, μοιρολατρία*). Η βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της σκοπιμότητας που χαρακτηρίζει τη δραστηριότητα του υποκειμένου συνδέεται με τη γνώση* της νομοτέλειας και της αιτιότητας*. Η αντιπαράθεση αιτιότητας - σκοπιμότητας οδηγεί στον ιντετερμινισμό* και στον ανορθολογισμό*. Δ. Πατέλης
Σκωτισμός σκοπός. Επιδίωξη, πρόθεση, στόχος. Ενα από τα βασικά στοιχεία της συμπεριφοράς και της δραστηριότητας' του ανθρώπου, το οποίο προβάλλει συνήθως ως νοητή προθεώρηση, ως ιδεατή προαπεικόνιση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος της δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τα μέσα, το αντικείμενο και τον τρόπο (τους δρόμους) πραγματοποίησής του. Από την άποψη του υποκειμένου* της δραστηριότητας συνιστά την περίπλοκη διαδικασία της σκοποθεσίας, της σταδιακής συνειδητοποίησης του τέλους στην επίτευξη του οποίου κατατείνει μέσω της πράξης ο άνθρωπος, του τρόπου ενοποίησης διαφόρων πράξεων, ενεργειών και εγχειρημάτων σε μιαν αλληλουχία, σ' ένα σύστημα, και της επιλογής της εκάστοτε βέλτιστης μεταξύ των πιθανών εναλλακτικών οδών σχεδιοποίησης της δραστηριότητας. Λειτουργεί ως κίνητρο, ως κατευθυντήριος προσανατολισμός και ως κριτήριο ρύθμισης, διευθέτησης, διοίκησης* και ελέγχου της πορείας και των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας. Η εργασία* αποτελεί το ιστορικά και λογικά πρωτεύον πεδίο σκοποθεσιών. Η προϋπάρχουσα της εργασίας ανάγκη*, συνειδητοποιούμενη ως επισήμανση της διάστασης μεταξύ απαιτούμενου αποτελέσματος και όρων επίτευξής του, συνιστά την πρωταρχική εμφάνιση του σκοπού, μετατρέπεται σε εσωτερική στιγμή της εργασίας. Στη συνέχεια ο σκοπός, εκτός από το αποτέλεσμα, εντάσσει στην προτρέχουσα σύλληψή του και τα (κατά κύριο λόγο δεδομένα, διαθέσιμα έτοιμα) μέσα επενέργειας. Τελική διαμόρφωση του σκοπού επιτυγχάνεται όταν και τα μέσα και το αντικείμενο και ο τρόπος εργασίας αλλά και το ίδιο το υποκείμενο μετασχηματίζονται βάσει της εγνωσμένης αναγκαιότητας και της νομοτέλειας* που διέπει τα ίδια και την αλληλεπίδρασή τους. Πραγματικός σκοπός (ιδεώδες, στόχος) είναι εκείνο το ιδεατό* το οποίο υπάρχει μόνο μέσω της ετερότητάς του, μέσω του αντίποδά του του πραγματικού, μέσω της διαδικασίας πραγμάτωσής του, η ολοκλήρωση της οποίας προβάλλει ως προϋπόθεση περαιτέρω (ανώτερων) σκοποθεσιών και δραστηριοτήτων. Η απόσπαση της σκοποθεσίας από την εκτελεστική λειτουργία συνιστά τον πυρήνα της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"*. Ο χαρακτήρας και η ιεράρχηση των σκοπών, των μέσων και των τρόπων επίτευξής τους δηλώνουν το επίπεδο ανάπτυξης της προσωπικότητας*, της ομάδας (τάξης* κ.λπ.) και της κοινω-
νίας*. Βλ. επίσης: πρακτική, γνώση, πρόγνωση, ηθική, σκοπιμότητα, συμφέρον κοινωνικό. Βιβλιογρ.: Ε. Ιλιένκοφ, Η διαλεκτική του ιδεατού, στο: "Φιλοσοφία και πολιτισμός", Μόσχα, 1991.- G. Lukàcs, Die Eigenart des Ästhetischen, Berlin, 1981.- του Ιδιου. Prolegomena zur Ontotogie des gesellschaftlichen Seins, Luchtemand, 1986. Δ. Πατέλης
ΣκωτΙας σχολή. Φιλοσοφικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα σκωτικά πανεπιστήμια κατά τη δεκαετία 1760-1770 και που χαρακτηρίσθηκε από τους θιασώτες του ως "φιλοσοφία της υγιούς σκέψης". Με κορυφαία φυσιογνωμία τον T. Reid*, η "φιλοσοφία της υγιούς σκέψης" στράφηκε στις ταλαιπωρημένες από την αμφισβήτηση και κριτική πεποιθήσεις και γενικώς παραδεκτές αρχές και αξίες, αναδεικνύοντάς τες σε θεμέλια της επιστήμης* και της ηθικής*. Ο Τ. Ρηντ κι ο Χάτσινσον*, αλλά και άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Ντ. Στιούαρτ* κι ο Τζ. Όσβαλντ, ανέδειξαν τον "κοινό νου" (common sense) σε αξία με αυταπόδεικτο κύρος και αντικειμενικότητα. Η φιλοσοφία* τίθεται πλέον σε βάσεις κατά παράδοση αληθινές: η έννοια του αγαθού* και του ωραίου*, η αντίληψη και η επιθυμία αυτών, εξηγούν την ηθική προσωπικότητα* του ανθρώπου*, ο οποίος διαισθάνεται αμέσως και έγκυρα τα γενικά σχήματα που υπαγορεύουν το ηθικώς πράττειν. Στραμμένη ενάντια στην αισθησιοκρατία του Locke*, του Hartley* και των Γάλλων διαφωτιστών, αλλά και κατά του σκεπτικισμού του Hume* και του σολιψισμού* του Berkeley*, η "φιλοσοφία της υγιούς σκέψης" διατήρησε την αίγλη της και την επιρροή της και στα κατοπινά χρόνια, όπου και συνέβαλε στη διαμόρφωση του ρεύματος του ωφελιμισμού* (utilitarianism). Παναγ. Πάχος
Σκωτισμός (Scotism). Φιλοσοφική σχολή του μεσαίωνα (14ος-15ος αι.) που η ίδρυσή της αποδίδεται στις φιλοσοφικές - θεολογικές αντιλήψεις του Ντανς Σκωτ* (Duns Scot, περ. 1265-1308) και των μαθητών - οπαδών του. Οι βασικές θέσεις του σκωτισμού, οι οποίες διατυπώθηκαν από τον Ντ. Σκωτ, αφορούν στή μονοσημία του Είναι* και την τυπική διαφορά. Η εφαρμογή της τυπικής διαφοράς στη θεωρητική ανάλυση συνέβαλε σε πλήθος τυπικών λογικών διακρίσεων γνωστικής υφής και σε μια εξαιρετική περιπλοκή της γλώσσας. Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα του σκωτισμού είναι το πρόβλημα της εξατομίκευσης. Ο σκω-
15
Σκώτος Εριγένης τισμός, όντας φραγκιακανή κατεύθυνση του σχολαστικισμού*, αντιτίθεται γενικά στον θωμισμό*, ο οποίος συνιστά την επίσημη θέση του τάγματος των Δομινικανών. Κύριοι εκπρόσωποι της σχολής είναι οι: Αντουάν Αντρέ, Γκιγιόμ Αλνβίκ, Φρανσουά από το Μερόν, Ζαν Κανονίκ κ.ά. Ευτυχία Ξυδιά
Σκώτος Εριγένης, βλ. Ιωάννης Σκώτος Εριγένης Σλαβόφιλοι. Εκπρόσωποι ενός ρεύματος της ρωσικής κοινωνικο-φιλοσοφικής σκέψης στα μέσα του 19ου αι., οι οποίοι, αντιτάσσοντας τις απόψεις τους στους Δυτικόφιλους (βλ. ΖάπαντνικοιΊ, προωθούσαν ένα ουτοπικό πρόγραμμα αστικοποίησης της αριστοκρατικής διανόησης, ως ιδιότυπο ιστορικό πεπρωμένο της Ρωσίας και των Σλάβων (Α. Σ. Χομιακόφ*, I. Β. Κιρέγιεφσκι* κ.ά.). Η μοναδική ιδιοτυπία της ρωσικής ιστορίας καθορίζεται κατά τους σλαβόφιλους από: 1) την κοινότητα ("ομπσίνα"), την οποία θεωρούσαν αυθαίρετα ρωσική σλαβική αποκλειστικότητα- 2) την απουσία κατακτήσεων, κοινωνικών συγκρούσεων και τη δήθεν εγγενή υποτακτικότητα και πολιτική παθητικότητα, που κατά τα μυθεύματά τους χαρακτήριζαν την Αρχαία Ρωσία, και 3) την ορθοδοξία, τη "ζωντανή ακεραιότητα" της οποίας αντέτασσαν στην ορθολογική "υπολογιστικότητα" του καθολικισμού. Επέκριναν έντονα ως διαστροφή του εθνικού βίου την εισβολή - επιβολή δυτικοευρωπαϊκών ηθών και θεσμών, τον κοσμοπολιτικό μιμητισμό. Εκπόνησαν πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης - κατάργησης της δουλοπαροικίας*, προασπίζοντας τα συμφέροντα των ευγενών γαιοκτημόνων και της μοναρχίας. Ως βάση της κοινωνικής ζωής θεωρούσαν τον χαρακτήρα της νόησης*, ο οποίος καθορίζεται από τον χαρακτήρα της θρησκείας* (αληθής - ψευδής, ορθόδοξη - καθολική κ.λπ.). Κατ' αυτό τον τρόπο αντιδιαστέλλουν την ιδέα της "sobornost" (ελεύθερης αδελφικής κοινότητας) και της "εν χορώ" συναίνεσης της εξιδανικευμένης σλαβικής ορθόδοξης αγροτικής κοινότητας από τον εγωισμό της κατακερματισμένης δυτικής κοινωνίας, αλλά και από τον ανερχόμενο τότε σοσιαλισμό*, τον οποίο απέρριπταν κατηγορηματικά. Στις φιλοσοφικές τους απόψεις, με τον ρητά θρησκευτικό - μυστικιστικό και ανορθολογικό χαρακτήρα τους (συνδέονται με την ορθόδοξη
16
θεολογία και τον δυτικοευρωπαϊκό ανορθολογισμό* - ρομαντισμό*) προτάσσουν την ισχύ του "βουλόμενου λόγου" και τη βιωματική πίστη. Παρά το γεγονός ότι ως αυτοτελές κίνημα έπαψαν να υφίστανται μετά το 1861, τροφοδότησαν και τροφοδοτούν πληθώρα αντιδραστικών και εθνικιστικών ρευμάτων (πανσλαβισμός, όψιμοι σλαβόφιλοι, νεοορθοδοξία κ.λπ.). Επέδρασαν έντονα σε κινήματα των νότιων Σλάβων, αλλά και στους οπαδούς των "ελληνορθόδοξων" εθνικιστικών δογμάτων. Βιβλιογρ: Ν. Ο. Λόσκι, Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας, Μόσχα, 1991.- Ε. Α. Ντουζίνσκαγια, Οι σλαβόφιλοι στον κοινωνικό αγώνα, Μόσχα, 1983. Δ. Πατέλης
Σλάιερμάχερ Φρίντριχ (Schleiermacher, 17681834). Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος, κύριος εκπρόσωπος του θρησκευτικού ρομαντισμού. Ασχολήθηκε κυρίως με τη φιλοσοφία της θρησκείας*, η οποία, κατ' αυτόν, δεν είναι ούτε νόηση* ούτε πράξη*, αλλά εποπτεία και συναίσθημα*. Στο πεπερασμένο και εφήμερο ατομικό Εγώ* διακρίνει την τάση για ένωση με το απροσέγγιστο και αιώνιο άπειρο σύμπαν και την κορυφαία οντότητα, τον θεό*. Μεσάζοντα στη διαδικασία αυτή θεωρεί τον προφήτη, που έχει το χάρισμα εκ των άνω, τελειότερο παράδειγμα του οποίου είναι ο Χριστός. Θρησκεία* λοιπόν είναι η αίσθηση και σύλληψη του απείρου* και η ευσεβής διάθεση και όχι το δόγμα*, οι θρησκευτικές ιδέες και τα θρησκευτικά συστήματα, που είναι τεχνητά κατασκευάσματα και δεσμεύουν, περιορίζουν την ενόραση*. Με τις απόψεις του αυτές ο Σλάιερμάχερ ορίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο της θρησκείας, την διακρίνει τόσο από τον μύθο* όσο και από τη φιλοσοφία* και προσπαθεί να αναπτύξει το θρησκευτικό συναίσθημα πέρα από την επίσημη Εκκλησία. Παράλληλα δίνει και την απάντησή του προς τους ορθολογιστές του Διαφωτισμού*, οι οποίοι, υποδουλωμένοι καθώς ήταν στο πνεύμα της λογικής*, υποτιμούσαν τη σημασία του αισθήματος. Τη φιλοσοφία, γενικότερα, την χώριζε σε τρία μέρη: διαλεκτική*, ηθική*, αισθητική*. Η διαλεκτική γι" αυτόν είναι μια προπαίδευση για τη φιλοσοφία, οδηγεί στη σύνδεση κάθε σκέψεως με τις άλλες σε ένα συστηματικό σύνολο και δημιουργεί αντιστοιχία κάθε δεσμού σκέψεων προς μία πραγματική σχέση. Ηθική δεν είναι η υποταγή στον αφηρημένο νόμο, αλλά η πραγμάτωση της ως ατομικού νόμου. Αισθητική, τέλος, είναι η ελεύθερη εκδήλωση του εσώτερου Εγώ, είναι συγ-
Σλέγκελ χώνευση ζωής* και τέχνης*. Έργα του: Ομιλίες περί θρησκείας (1799), Μονόλογοι (1800), Διαλεκτική (1804), Μαθήματα αισθητικής (18'\91832), Φιλοσοφική ηθική (1836). κ.ά. Απ. Τζαφερόπουλος
Σλέγκελ (Schlegel) Φρειδερίκος (10.3.1772 12.1.1829, Δρέσδη). Γερμανός φιλόλογος, κριτικός, ιδεαλιστής φιλόσοφος, θεωρητικός του ρομαντισμού*, αισθητικός και συγγραφέας. Στο πανεπιστήμιο της Ιένας, στο περιοδικό "Αθήναιο" (Athenäum), αναλάμβανε, μαζί με τον αδερφό του Αουγκουστ, την αρχηγία του ρομαντικού κινήματος. Στα άρθρα που έγραψε στη δεκαετία του 1790, υπό την επίδραση του Βίνκελμαν", υποστήριξε ότι το πρότυπο της αληθινής τέχνης, το αντικεμενικό ωραίο* βρίσκεται στην αρχαία ελληνική ποίηση. Ταυτόχρονα έκανε δριμύτατη κριτική προς την τέχνη των νέων χρόνων, που την θεωρούσε επιτηδευμένη, ατομική, όχι ξεκάθαρη, με μια ακόρεστη τάση προς "το καινούργιο, το πικάντικο και το εντυπωσιακό" (Για τη μελέτη της ελληνικής ποίησης - Uber das Studium der Griechischen Poesie", 1795-96). Στα άρθρα του περιοδικού "Αθήναιο", στα τέλη του 1790, διατύπωσε τις προγραμματικές ιδέες του κύκλου των Ρομαντικών της Ιένας. Δεν απορρίπτει πλέον στο σύνολο της τη σύγχρονη τέχνη αλλά υποστηρίζει την ειδική αξία της σύγχρονης "ρομαντικής" τέχνης (στην αντίθεσή της προς την αρχαία κλασική τέχνη). Κορυφαίοι νεότεροι καλλιτέχνες θεωρούνται ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο θερβάντες και ο Γκαίτε*. Ο Σλέγκελ πρέσβευε ότι η ποίηση δεν πρέπει να είναι χωρισμένη από τη ζωή". Αντίθετα, η ποίηση πρέπει να πραγματώνεται καθημερινά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Πρόβαλλε, δηλαδή, το ουτοπικό ιδεώδες μιας οικουμενικής κουλτούρας και ποίησης, που θα μεταπλάθει αισθητικά τον κόσμο. Η τέχνη* μέσα σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής θα βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη, σε μια ατέρμονη εξέλιξη και δημιουργική πορεία, που θα ανατροφοδοτείται διαρκώς από τα ίδια τα έργα της. Η οικουμενική αυτή κουλτούρα συνδέει σε ένα ενιαίο σύνολο την τέχνη, την επιστήμη*, τη φιλοσοφία*, τη θρησκεία*. Για τον Σλέγκελ πρότυπο μιας τέτοιας ενιαίας έκφρασης της τέχνης αποτελούσε η αρχαία ελληνική μυθολογία και οραματιζόταν μια αντίστοιχη νέα μυθολογία βασισμένη στην ιδεαλιστική φιλοσοφία και στις φυσικές επιστήμες (Συζήτηση για την ποίηση - Gesprach
Φ.Λ., Ε-2
über die Poesie, 1800). Μέσα σ' αυτή την οικουμενικότητα, λοιπόν, ο καλλιτέχνης, έχοντας την "αίσθηση του όλου" και κινούμενος σε έναν κόσμο δυναμικό και εξελισσόμενο, αίρεται συνεχώς πάνω απ" το περιορισμένο "Εγώ"* του, πάνω από το απεικονιζόμενο αντικείμενο και τα μέσα της απεικόνισης. Ετσι ο Σλέγκερ ερμηνεύει το πρώιμο ρομαντικό ιδεώδες της κουλτούρας σαν πανθεϊστική θρησκεία του "απείρου" (Γοάμμα για τη φιλοσοφία - Brief über die Philosophie, 1790" Ιδέες- Ideen, 1799). To "Εγώ" που διαρκώς διαπλάθεται και ο διαμορφωμένος κόσμος, ο "ιδεατός λόγος" και το "πραγματικό Σύμπαν" είναι οι δύο πόλοι του κοσμοειδώλου του Σλέγκελ στα 1800. Το άπειρο* δεν μπορεί να παγιώνεται και να εκφράζεται μέσα από αποστεωμένες έννοιες. Το άπειρο αποκαλύπτεται και φανερώνεται στα σύμβολα*, στις καλλιτεχνικές μορφές και στις φιλοσοφικές ιδέες, "πρόεννοιες". Η ιστορία της συνείδησης* συμπίπτει με την ιστορία της φαντασίας της "ποιητικής νόησης", που δημιουργεί τα σύμβολα. Από το 1804 ως το 1806 ο Σλέγκελ διδάσκει φιλοσοφία στην Κολωνία. Οι απόψεις του, όπως διατυπώνονται στην περίοδο αυτή, αποτελούν την πρώτη συστηματική έκθεση των ιδεών του. Ο κόσμος αποτελείται, για τον Σλέγκελ, από ένα σύνολο εξελισσόμενων "Εγώ", που επικοινωνούν μεταξύ τους και με το αρχικό "Εγώ", από το οποίο πηγάζουν και προέρχονται όλα τα επιμέρους "Εγώ". Το "μη-εγώ" είναι το "αντι-εγώ" ή το "Εσύ", ενώ στο "Προεγώ" συγκεντρώνονται όλες οι ακτίνες της φιλοσοφίας. Παράλληλα πραγματοποιείται μια κριτική των φιλοσοφικών συστημάτων και των κοσμοθεωριών (του υλισμού*, σκεπτικισμού*, πανθεϊσμού*, δυϊσμού* και ιδεαλισμού*). Η καθεμία απ" αυτές είναι ένας κρίκος της συνεχούς εξέλιξης της φιλοσοφίας. Στο έργο που εξέδωσε κατά τη διάρκεια των παραδόσεών του με τον τίτλο Ιστορία των αρχαίων και νέων φιλολογιών, ο Σλέγκελ προσπαθεί να συνδέσει τα έργα με τη γενιά και τη χώρα στην οποία ανήκουν, με τη θρησκευτική, τη φιλοσοφική και την πολιτική ιστορία της, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο της νέας επιστημονικής ιστορίας των φιλολογιών. Ο Σλέγκελ κατά τη Ναπολεόντεια εισβολή προσκολλήθηκε στην υπηρεσία του αρχιδούκα της Αυστρίας Καρόλου και συνέταξε προκηρύξεις για να εγείρει τον γερμανικό πατριωτισμό. Έτσι η δημοκρατικότητα και η πίστη στις προο-
17
Σλικ δευτικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, τις Με τον Schlick, ο "κριτικός ρεαλισμός"* του οποίες είχε ασπαστεί με θέρμη από το 1790 ως Wittgenstein* και του Carnap* μετατρέπεται σε το 1810 περίπου, υποχώρησαν και τη θέση συνεπή εμπειρισμό* και μαζί του μετασχηματίτους πήρε το συντηρητικό, ρομαντικό ιδεώδες, ζονται και οι προβληματικές. Αντικείμενο της έκφραση του οποίου αποτελούσε η αυστριακή φιλοσοφίας* πλέον θεωρείται όχι ο κόσμος*, μοναρχία. Ο Σλέγκελ, παράλληλα, ωθούμενος αλλά οι επιστημονικές θεωρίες και έννοιες* και από τη μυστική του διάθεση, μετέστη στον Κα- η αποσαφήνιση των μεθόδων και της γλώσσας θολικισμό και ανέπτυξε τις ιδέες της οικουμε- της επιοτήμης. Η ιδέα αυτή (που ανάλογή της νικής "χριστιανικής φιλοσοφίας". Επιπλέον, απανταται αργότερα στον Popper* και στον πρέσβευε ότι η αποκατάσταση της εσωτερικής "τρίτο αντικειμενικό κόσμο") δίνει τα πρωτεία ακεραιότητας της ανθρώπινης συνείδησης στην επιστήμη*, η οποία είναι αληθινή, μιας και είναι η βασική προϋπόθεση της αληθινής "φι- η παρατήρηση* και το πείραμα" επαληθεύουν λοσοφίας της ζωής" και επέκρινε τα διάφορα τα πορίσματά της. Πάνω σ' αυτή τη βάση "το φιλοσοφικά ρεύματα και ιδίως τον γερμανικό ι- νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήδεαλισμό*. θευσης της" και ό,τι στερείται επαληθευσιμόΩς ποιητής ο Σλέγκελ υπήρξε μετριότατος, τητας, αναγκαστικά στερείται νοήματος. Οι αλλά στο έργο του Περί της γλώσσας και της μαθηματικές, εξάλλου, αλήθειες (και εν γένει σοφίας των Ινδιών - "Uber die Sprache und οι λογικές) δεν φωτίζουν την ουσία των πραγWeisheit der Inder" (1808) αναδεικνύεται ιδρυ- μάτων* παρά περιγράφουν σχέσεις" παρέχουν τής των σανσκριτικών μελετών. Αλλα έργα πληροφορίες* για την αισθητή μόνο πραγματιτου είναι: Φιλοσοφία της ζωής (Vorlesungen κότητα*. Ετσι, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης über die Philosophie des Lebens, 1828)' Φιλο- στον χώρο της μη αισθητής πραγματικότητας, σοφία της Ιστορίας (Vorlesungen über die το πρόβλημα της ουσίας συνιστά πλάνη, και η Philosophie der Geschichte, 1829)· Φιλοσοφία μεταφυσική*, χωρίς μεθοδολογικά ή άλλα επιτης γλώσσας και του λόγου (1830), καθώς και στημονικά ερείσματα, εξοβελίζεται από τον το μυθιστόρημα Λουκίνδη και η τραγωδία χώρο των επιστημών, στις οποίες η παράδοση Αλαυρός, τα οποία όμως δεν θεωρούνται ση- την ήθελε να πρυτανεύει. Εργα: Allgemeine μαντικά. 'Erkenntnislehre, Wien, 1918' Die Wende der Βιβλιογρ.: Χάιμ P.. Η σχολή του ρομαντισμού, μετφ. από Philosophie, Erkenntniss, 1930-31' Meaning τα γερμ.. Μ.. 1891.· Μπερκόφσκι Ν. Γ., Ο ρομαντισμός and Verification (1936), στο "Gesammelte στη Γερμανία. Λ.. 1973. Aufsatze", Wien, 1938" Grundzuge der Μαρία Ντόλκα Naturphilosophie, 1948" Natur und Kultur, 1952. Σλικ Μόριτς (Moritz Schlick, Βερολίνο, 1882Βιέννη, 1936). Γερμανός φιλόσοφος, εμψυχωτής και ηγετική μορφή του "Κύκλου της Βιέννης"'. Καθηγητής αρχικά της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Κιέλου ως το 1922, ανέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας των επαγωγικών επιστημών (που υπήρχε από το 1895) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Μέσα από μια σειρά σεμιναρίων γνωσιοθεωρίας και μεθοδολογίας* των επιστημών, αναδείχθηκε το πρόβλημα της γλώσσας* σε καίριας σημασίας αντικείμενο φιλοσοφικής έρευνας- στην ίδια σειρά σεμιναρίων, ο Schlick έδωσε τις βάσεις για τη δημιουργία του "Wiener Kreis" (Κύκλου της Βιέννης), που ιδρύθηκε στα 1929 και που απετέλεσε κοιτίδα της "αναλυτικής φιλοσοφίας" της γλώσσας. Ο τραγικός θάνατος του Schlick (δολοφονήθηκε από έναν φοιτητή και το γεγονός το χαιρέτησαν οι εθνικοσοσιαλιστικοί πανεπιστημιακοί κύκλοι) συνοδεύθηκε από τη διάλυση του Κύκλου από τα ναζιστικά φοιτητικά σωματεία.
18
Παναγ. Πάχος
Σμέλσερ (Smelser) Νηλ Τζόζεφ (γεν. 1930). Αμερικανός κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος του εξελικτικού λειτουργισμού, συνεργάτης του Τ. Πάρσονς*. ειδικευμένος σε ζητήματα οικονομικής κοινωνιολογίας και συλλογικής συμπεριοφοράς. Εργα: The Sociology of Economic Life, New York. 1963 (ελλην. έκδοση, Αθήνα, Παπαζήσης)· Theory of collective behavior. New York, 1963" Parsons T. - Smelser N. J., Economy and society. New York, 1956" Karl Marx on Society and Social Change, New York, 1973 κ.ά.. Δ. π. Σμιθ Ανταμ (Adam Smith, 1723-1790). Σκώτος κοινωνικός φιλόσοφος της γενιάς του "σκωτικού διαφωτισμού", θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας* και θεωρητικός του οικονομικού φιλελευθερισμού. Γεννήθηκε στη μικρή εμπο-
Σμιθ ρική πόλη Κίρκαλντυ της Ανατολ. Σκωτιας. Σε νεαρή ηλικία σπούδασε ηθική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, με καθηγητή τον Φρ. Χάτσεσον*, ο οποίος τον μύησε στην πολιτική οικονομία. Στα δεκαεπτά του, με εξάχρονη υποτροφία, σπούδασε στην Οξφόρδη αρχαίες γλώσσες, αγγλική, γαλλική, ιταλική φιλολογία και φιλοσοφία λαμβάνοντας το Bachelor of art. To 1748 παραδίδει μαθήματα αγγλικής φιλολογίας και αισθητικής* στο Εδιμβούργο. Το 1751 του προσφέρθηκε η έδρα της Λογικής* στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, όπου το 1758 έγινε πρύτανης της σχολής. Το 1759 εξέδωσε τη Θεωρία των ηθικών αισθημάτων, προκαλώντας το ενδιαφέρον στην Αγγλία και στην Ευρώπη γενικότερα. Κατά τη δεκαετία του 1760, ο δόκτωρ Σμιθ ήταν ήδη ένας πασίγνωστος, εκκεντρικός και παράξενος χαρακτήρας, φίλος του Ντ. Χιουμ*, που επιπλέον είχε στενές σχέσεις με τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του: τον φυσιοκράτη Ζ. Τυργκώ*, τον φυσικό Τζ. Βαττ, τον κριτικό Σόμιουελ Τζόνσον, τον γεωγράφο Τζόσουα Ρέυνολντς, τον ιστορικό Έντουαρντ Γκίμπον, τον πολιτικό Ουίλλιαμ Πιτ, τον Βενιαμίν Φράνκλιν* κ.ά. Δίδασκε στη Γλαστώβη ηθική φιλοσοφία, στην οποία περιλαμβάνονται η φυσική θεολογία* και η πολιτική οικονομία*. Στις διαλέξεις του ερμήνευε τους θεσμούς του "απλού ουστήματος της φυσικής ελευθερίας" και ανέλυε τους θεμελιώδεις· νόμους που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς. Το 1764 ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον Βολταίρο*, τον γιατρό - φυσιοκράτη Φρ. Κενέ* κ.ά. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού εργάστηκε πάνω σ" ένα δοκίμιο οικονομικής σκέψης, που το 1776 έμελλε ν' αποτελέσει το πρώτο μεγάλο σε σημασία και απήχηση έργο - θεμέλιο της πολιτικής οικονομίας, με τίτλο: Μια έρευνα πάνω στη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών. Το έργο αυτό θεωρήθηκε όχι απλά η έκφραση ενός μεγάλου μυαλού, αλλά μιας ολόκληρης εποχής. 0 Α. Σμιθ, επηρεασμένος από τους φυσιοκράτες, κινήθηκε στον άξονα "laissez - faire, laissez - passer" (αφήστε τους ανθρώπους να δρουν ελεύθεροι στην οικονομία, αφήστε τ" αγαθά να διακινούνται ελεύθερα). Ως πηγή, όμως, του πλούτου είδε το ελεύθερο εμπόριο και τόνισε την πρωταρχικότητά του - σ ε αντίθεση με τους φυσιοκράτες που έβλεπαν τη γεωργία ως πηγή του πλούτου. Στον Πλούτο των Εθνών ο Α. Σμιθ περιέγραψε έναν "υπέροχο
κόσμο": τον κόσμο του ατομικού συμφέροντος, όπου όμως κανένας συντελεστής του παραγωγικού μηχανισμού δεν θα ήταν αρκετά ισχυρός ώστε ν' αντισταθεί στις πιέσεις του ανταγωνισμού. Παρότι ο καθένας με την οικονομική του δράση προσπαθούσε να ικανοποιήσει τη φιλαυτία του και τις εγωιστικές του τάσεις, προσκρούοντας στον ανταγωνισμό - τ η δικλείδα ασφαλείας- θα αυτοπεριοριζόταν, εργαζόμενος έτσι εν αγνοία του για το γενικό συμφέρον. Σύμφωνα με τον Σμιθ, η αγορά, αυτή η θαυμάσια κοινωνική μηχανή με το "αόρατο χέρι", θα φρόντιζε για όλες τις ανάγκες της κοινωνίας, στον βαθμό που θ' αφηνόταν να λειτουργεί μόνη της ως ένα αυτορρυθμιζόμενο σύστημα συντονισμού των ιδιωτικών οικονομικών αποφάσεων. Για τον Α. Σμιθ, η εργασία υπήρξε η βάση του πλούτου και το μέτρο του πλούτου ήταν η ικανοποίηση των αναγκών του έθνους, ενώ βασική πηγή πλούτου θεωρήθηκε ο καταμερισμός της εργασίας*, που συνεπάγεται τις ανταλλαγές, την οικονομική αλληλεξάρτηση και την προώθηση του εμπορίου. Το έργο του Α. Σμιθ ενέπνευσε τους Ντ. Ρικάρντο*, Θωμά Μάλθους*, Τζων Στιούαρτ Μιλλ* και άλλους -που συγκρότησαν την "Κλασσική Σχολή της πολιτικής οικονομίας". Ο Κ. Μαρξ*, αργότερα, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη μελέτη των κειμένων των κλασικών οικονομολόγων, κάνοντας κτήμα του τις θεωρίες του Σμιθ, του Ρικάρντο και των άλλων. Εγκολπώθηκε έτσι τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής οικονομίας και άσκησε μια εντονότατη κριτική στους περισσότερους απ" αυτούς, προτείνοντας, τελικά, έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο θεώρησης του καπιταλισμού* και του ρόλου της πανίσχυρης πλέον κεφαλαιοκρατικής τάξης. Γενικά, το έργο του Α. Σμιθ (η Θεωρία των ηθικών αισθημάτων, ο Πλούτος των Εθνών, τα δοκίμια και τα άρθρα του) αποδεικνύει ότι υπήρξε κάτι περισσότερο από εισηγητής - πατέρας της πολιτικής οικονομίας. Υπήρξε φιλόσοφος, ιστορικός, κοινωνιολόγος, ψυχολόγος και ένας έξοχος λογοτέχνης. Πάνω απ' όλα, όμως, συνέλαβε και ανέλυσε, όσο κανείς πριν απ' αυτόν, το όραμα του μηχανισμού της αγοράς, που αποτελεί -ακόμη και σήμερα- το σημαντικότερο ίσως μέρος της κοινωνικής δράσης. Για το κυριότερο έργο του βλ.: The Wealth of the Nations, books l-lll, με εισαγωγή του Andrew Skinner, εκδ. Penguin - Classics Harmondsworth, Middlessex, England, 1986. Βιβλιογρ.: Pobert L. Heilbroner, The Worldly Philosophers,
19
Σμολ Simon & Schuster. Inc., New York, 1992 - Samuel Bowles & Richard Edwards. Κατανοώντας τον Καπιταλισμό. μτφρ. θαν. Αθανασίου & Νικηφόρος Σταματάκης, τ. 1ος, εκδ. Gutenberg. Αθήνα. 1994. θαν. Α. Βασιλείου
Σμολ Αλμπιον Γούντμπερυ (Albion Woodbury Small, 1854-1926). Αμερικανός κοινωνιολόγος, από τους πρωτοπόρους του κλάδου στις ΗΠΑ. Γεννήθηκε στο Μέιν, σπούδασε στο Κολλέγιο Κόλμπυ και εν συνεχεία για δύο χρόνια στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Λιψίας. Διετέλεσε για αρκετά χρόνια καθηγητής ιστορίας και οικονομίας στο Κολλέγιο Κόλμπυ. Το 1889 πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Τζωνς Χόπκινς και το 1892 ετέθη επικεφαλής του πρώτου τμήματος κοινωνιολογίας* στον κόσμο. Τη θέση αυτή τη διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Το 1895 ίδρυσε την "Αμερικανική Επιθεώρηση Κοινωνιολογίας". Ο Σμολ έφερε σε επαφή την ευρωπαϊκή και την αμερικανική κοινωνιολογική σκέψη και προώθησε την αμερικανική κοινωνιολογία στην Ευρώπη. Το 1913 εξελέγη πρόεδρος του "Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας". Σύμφωνα με την οπτική του Σμολ, η κοινωνιολογία είναι ένα προγραμματικό εργαλείο κοινωνικής ανάλυσης, που ξεκινάει από τις βασικές παραδοχές του Ανταμ Σμιθ* και όχι από τις επιρροές του Αύγουστου Κοντ*. Το κεντρικό στοιχείο της κοιωννιολογίας του Σμολ είναι το συμφέρον·-κάτι που κυριαρχεί τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική ζωή. Κύρια έργα του: General Sociology (Γενική Κοινωνιολογία, 1905)· The Meaning of the Social Sciences (H σημασία των Κοινωνικών Επιστημών, 1910)· Adam Smith and Modern Sociology (Ο Ανταμ Σμιθ και η σύγχρονη Κοινωνιολογία, 1907)· The Origins of Sociology (Οι Καταβολές της Κοινωνιολογίας, 1924). Βιβλιογρ.: Ν. S. Timashel & G. Α. Theodorson, Ιστορία Κοινωνιολογικών θεωριών, μτφρ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. Gulenberg. Αθήνα, 1980. θαν. Α. Βασιλείου
σολιψισμός ή εγωμονισμός. Ορος της φιλοσοφίας* (solipsismus: solus + ipse: μόνον εγώ), που συμπυκνώνει κατά τρόπο σαφή τις πάγιες θέσεις της πλέον ακραιφνούς μορφής του "υποκειμενικού ιδεαλισμού", σύμφωνα με την οποία η συνδρομή της ατομικότητας κατά τη διαδικασία ζήτησης άμεσων και αυταπόδεικτων αληθειών εξαίρεται, ή και απολυτοποιείται ακόμη, και το προνόμιο της εγκυρότητας
20
και αξιοπιστίας παραχωρείται αποκλειστικά και μόνο στο σκεπτόμενο υποκείμενο και κατ" επέκταση στο γνωστικό περιεχόμενο της νόησης του υποκειμένου*. Ο σολιψιστής, επιθυμώντας να οριστικοποιήσει την αποστασιοποίησή του από τους όρους της εκάστοτε συγκεκριμένης πραγματικότητας* αποφαίνεται υπέρ της ύπαρξης των εξωτερικών αντικειμένων -συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων- ως καθαρά υποκειμενικών πνευματικών κατασκευών και καταδεικνύει την υποτιθέμενη απουσία ασφαλών ενδείξεων, που θα ήταν σε θέση να νομιμοποιήσουν την αυτοτελή και πέραν των ορίων της ανθρώπινης νοήσεως ύπαρξη του αισθητού κόσμου. Οπωσδήποτε ο σολιψισμός απομονώνει τη γνωρίζουσα συνείδηση στην ασφυκτική και αδιέξοδη στενότητα της ατομικότητάς της, και ως εκ τούτου δυναμιτίζει τα θεμέλια της επιστήμης*, αφ' ενός συρρικνώνοντας επικίνδυνα το ερευνητικό της πεδίο και αφ' ετέρου αποφάσκοντας κάθε προοπτική διυποκειμενικής συνεργασίας που θα μπορούσε να ελέγξει και πιθανώς να διασφαλίσει την αξιοπιστία των επιστημονικών ισχυρισμών. Γι" αυτό και δεν υποστηρίχθηκε με συνέπεια ως φιλοσοφική στάση παρά σπάνια, ενώ οι συστηματικότεροι απολογητές του, επικαλούμενοι την επικουρία μιας υπερβατικής, υπερατομικής διάνοιας, αποπειρώνται να εξωραίσουν (Berkeley*, Fichte*) ή και να αποποιηθούν εξ ολοκλήρου (Descartes*) τις αρχικώς δογματικές σολιψισπκές τους θέσεις, προκειμένου να αποσοβήσουν το ενδεχόμενο πλήρους διάψευσης της φιλοσοφικής τους προβληματικής. Ηθικώς νοούμενος, ο σολιψισμός καταλήγει σύστοιχος του άκρατου εγωκεντρισμού, κατακριτέος και επικίνδυνος εφ' όσον εκδηλώνεται πρακτικά ως μακιαβελισμός (πρβ. Stirner*): Τις αμοραλιστικές του προεκτάσεις, που μεθοδεύουν την απόσπαση του ανθρώπου από το ζωντανό κοινωνικό φαινόμενο, καταγγέλει -μεταξύ άλλων- και ο Kant* επιχειρώντας να αποτρέψει την αποθέωση του ατομικού εγώ* και να καταστήσει σαφή την ανάγκη αντικειμενικοποίησης των ηθικών αξιών. Σταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου
Σολρβιόφ Βλαντίμιρ Σεργκέγεβιτς (18531900). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος, ποιητής και δημοσιολόγος. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας (1873). Στην κοσμοθεωρία του ο Σολοβιόφ επηρεάστηκε από τη θρη-
Σόλων ο Αθηναίος σκευτική φιλοσοφία του Πλάτωνα*, του Σπινόζα*, την "κλασική γερμανική φιλοσοφία* και τους σλαβόφιλους*. Έχει αποκληθεί "ρώσος Σωκράτης". Αφιέρωσε τη ζωή του σ' ένα μεγάλο σκοπό -της υπερνίκησης της διάστασης ανάμεσα στο "πρέπον" και το "υπάρχον". Ο Σολοβιόφ έλπιζε να αλλάξει την "υπάρχουσα τάξη πραγμάτων" με τη δύναμη της σκέψης και του λόγου, με το συμφιλιωτικό θείο κήρυγμα. Η χρεοκοπία της ουτοπικής ιδέας της οικουμενικής εκκλησίας υπήρξε γΓ αυτόν πνευματικό δράμα, που συντέλεσε στον πρόωρο θάνατό του. Ο Σολοβιόφ είναι ένας σύνθετος και αντιφατικός φιλόσοφος. Κεντρική ιδέα της διδασκαλίας του είναι η ιδέα της "πανενότητας". "Πανενότητα" σημαίνει ότι όλα τα υπάρχοντα βρίσκονται στον θεό* και πηγάζουν απ' αυτόν. Δεδομένου ότι ο κόσμος στη διαμόρφωση του προσδιορίζεται από τον θεό, συνάγεται από δω ότι ο κόσμος είναι το "άλλο". Είναι της θεότητας ο αυτοπροσδιορισμός και η ενσάρκωσή της. Επομένως, το κακό δεν είναι ουσιώδες, παρόλο που εκδηλώνει την ισχύ του στον κόσμο. Το νόημα των κοσμικών και ιστορικών διαδικασιών έγκειται στην ελεύθερη και συνειδητοποιημένη αναγωγή όλων των πραγμάτων του ("πλασμένου κόσμου") και πρώτ' απ' όλα ολόκληρης της ανθρωπότητας στη θεότητα. Σύμφωνα με τον Σολοβιόφ, η κοσμοϊστορική διαδικασία είναι διαποτισμένη από Σοφία, από θεϊκή σοφία, που οδηγεί στον θρίαμβο του καλού, δηλαδή στην "ενσάρκωση της θεϊκής ιδέας στο κόσμο". Γνωσιολογική έκφραση της απόλυτης "πανενότητας" είναι η "άρτια γνώση", που αποτελεί τη σύνθεση τριών μορφών της σκέψης ως πηγών της γνώσης*: της πίστης ("μυστικιστική σφαίρα", θρησκεία*), του λογικού (φιλοσοφία*) και της εμπειρίας* (επιστήμη*). Σ' αυτές τις μορφές αντιστοιχούν τρεις μορφές του Είναι*: απόλυτο Είναι, ιδεατή σφαίρα και φαινόμενα*. Κατά τον Σολοβιόφ, «στη "βάση" της αληθινής γνώσης βρίσκεται η μυστικιστική ή θρησκευτική αντίληψη, από την οποία μόνο η λογική μας σκέψη λαμβάνει την απόλυτη σύνεση, ενώ η εμπειρία μας τη σημασία της απόλυτης πραγματικότητας» ("Εργα", τ. 2, σ. Χ, βλ. επίσης, σ. 331). Για τον Σολοβιόφ, «ο άνθρωπος είναι συνάμα και θεότητα και μηδαμινότητα» (στο ίδιο, τ. 3, σ. 121). Αυτή η διπλή φύση του ανθρώπου τον κάνει να βασανίζεται από την αντίφαση ανάμε-
σα στην επιδίωξη και την απόλυτη ελευθερία και στη διαμονή στον κόσμο της καθημερινότητας, της "αμείλικτης ματαιότητας". Η τελευταία, εκφραζόμενη στην απεριόριστη εδραίωση του εγωιστικού "εγώ", απλώς αυξάνει την ανελευθερία και την αποξένωση. Ο προορισμός* του ανθρώπου ως ηθικού όντος, σύμφωνα με τον Σολοβιόφ, έγκειται στην εγκαθίδρυση της θεανθρώπινης βασιλείας, στην πραγματοποίηση της "πανενότητας" των λαών και στην υπερνίκηση της μεταξύ τους έχθρας. Ο Σολοβιόφ έβλεπε την πηγή της διάσπασης του χριστιανισμού* στην ανέκαθεν ατέλεια της ανθρώπινης φύσης. Κατά τη γνώμη του, στην ανατολική εκκλησία η ανθρώπινη προσωπικότητα μειωνόταν, ενώ στη Δύση υπερβολικά ανυψωνόταν. Σαν αποτέλεσμα, στην πρώτη περίπτωση (στην ορθοδοξία) λατρευόταν ο "θεός χωρίς τον άνθρωπο", στη δεύτερη (στον καθολικισμό) ο "άνθρωπος χωρίς θεό". Ένα από τα κύρια καθήκοντά του ο Σολοβιόφ θεωρούσε τη συμφιλίωση του ανατολικού και του δυτικού χριστιανισμού*, την ένωση της ορθόδοξης και καθολικής εκκλησίας στα πλαίσια μιας "ελεύθερης θεοκρατίας", δηλαδή μιας οικουμενικής κρατικής οργάνωσης ως ενότητας της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας στο πρόσωπο του προκαθήμενου (Πάπα της Ρώμης) και του ρώσου τσάρου. Το ναυάγιο αυτής της θεοκρατικής ουτοπίας προκάλεσε στον Σολοβιόφ το αίσθημα του καταστροφικού τέλους της ιστορίας' και μια εσχατολογική πνευματική κατάσταση. Έργα: "Συλλογή έργων σε 10 τόμους", 2η έκδ. Αγία Πετρούπολη, 1911-1913.- Η ρωσική ιδέα, Μόσχα, 1992. Βιβλιογρ.: Β. Β. Ζενκόφσκι. Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας, τ. 2. μέρος 1ο, Λένινγκραντ, 1991, σ. 7-71.- Α. Φ. Λόοεφ, Βλ. Σολοβιόφ. Μόσχα, 1983.- Η. Mosmann. WI. SolowiofI und 'die werdende Vernunft der Wahrheit', Stuttgart, 1984.- Con A. Besan, La falsification du bien: Soioviev et Orwell, Paris, 1985. θεοχ. Κεσσίδης
Σόλων ο Αθηναίος (περ. 639-559 π.Χ.). Αρχαίος έλληνας φιλόσοφος, πολιτικός, νομοθέτης και ποιητής. Αγωνίστηκε για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και για την πρόοδο, στα οποία πίστευε ολόψυχα. Η Αθήνα, κάτω από τη διακυβέρνησή του, γνώρισε στιγμές πολιτικής*αι κοινωνικής ευημερίας, αν και οι προθέσεις του δεν έγιναν πλήρως κατανοητές. Υπέρμαχος της ισότητας (των ίσων ευκαιριών) και της ευνομίας, δεν εκμεταλλεύτηκε την επιβολή του στους Αθηναίους ώστε να ε-
21
Σόμερβιλ γκαθιδρύσει τυραννικό καθεστώς. Από τους σημαντικότερους νόμους που θέσπισε αναφέρονται η περίφημη "σεισάχθεια", με την οποία απαγορεύτηκαν οι δανεισμοί με υποθήκες τα σώματα των ανθρώπων, που μ' αυτόν τον τρόπο γίνονταν δούλοι, καθώς και η θεμελίωση του λαϊκού δικαστηρίου, της Ηλιαίας. Στα ποιήματά του (ελεγείες) διατύπωσε μια τραγική αντίληψη για τη ζωή: ότι κανείς δεν γνωρίζει τι του επιφυλάσσει η μοίρα. Επίσης, παρότρυνε στον σεβασμό στους Νόμους και στη Δίκη* (Ευνομία). Τέλος, ο Σόλων θεωρούνταν ένας από τους επτό σοφούς της αρχαιότητας. Ευτυχία Ξυδιά
Σόμερβιλ Τζων (Somerville, 1905·). Αμερικανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Ο φιλοσοφικός του στοχασμός κινήθηκε σταδιακά στην περιοχή του πραγματισμού* και του νατουραλισμού*, για να καταλήξει στον διαλεκτικό υλισμό*. Στην τελική του αυτή επιλογή δραστηριοποιήθηκε ιδρύοντας στη χώρα του την "Εταιρεία φιλοσοφικής μελέτης του διαλεκτικού υλισμού". Στα έργα του της περιόδου αυτής τον απασχολούν τα προβλήματα του ανθρωπισμού*, της ελευθερίας* και της δημοκρατίας*, καθώς και το θέμα της ειρήνης, που τον έφερε αντιμέτωπο προς τον "ψυχρό πόλεμο" και τον ανταγωνισμό τ ^ ν εξοπλισμών. Σημαντικό μέρος των εργασιών του αναφέρεται επίσης σε ζητήματα ιστορίας* και μεθοδολογίας της επιστήμης*. Εργα του: Methodology in social science (1938)· The way of science, its growth and method ( 1953) • The communist trials and the American tradition (1956)· The philosophy of marxism: An exposition (1967). Απ. Τζ.
Σοπενάουερ Αρτουρ (Arthur Schopenhauer). Γερμανός φιλόσοφος, ο εκφραστής της μεταφυσικής θεωρίας της βούλησης* (Ντάντσιχ, 1788 - Φρανκφούρτη, 1860). Γιος του έμπορου Χάινριχ Σοπενάουερ, φιλελεύθερου και καλλιεργημένου αστού, και της Γιοχάνα, μιας φιλάρεσκης και κοσμοπολίτικης φυσιογνωμίας, που περνούσε τον καιρό της οργανώνοντας καλλιτεχνικές βραδιές στα σαλόνια των Σοπενάουερ (στα οποία σύχναζε και ο Γκαίτε*), ο Αρτουρ ανατράφηκε μέσα σε μια πολωμένη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η μόρφωσή του δεν υπήρξε ενιαία' δύο χρόνια στη Χάβρη, όπου κατέκτησε τη γαλλική γλώσσα, δύο χρόνια στην Αγγλία, την Ελβετία, και πάλι πίσω στο
22
Αμβούργο, για να φύγει ξανά, μετά τον θάνατο του πατέρα του, για τη Βαίμάρη. Εκεί, για τρία χρόνια, μέχρι το 1809, σπούδασε κλασική φιλολογία και για λίγο καιρό παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής και φιλοσοφίας* στο Γκαίτιγκεν. Στη διετία 1811-1812 συχνάζει στις παραδόσεις του Φίχτε*, για τον οποίο γρήγορα εκφράζει την απαρέσκεια και τη περιφρόνηση του. Στα 1813 υποβάλλει τη διδακτορική του διατριβή Περί της τετραπλής ρίζας της αρχής του αποχρώντος λόγου και ανακηρύσσεται διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Ιένας. Στα 1819 δημοσιεύει το σημαντικότερο έργο του Ο Κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, η πρώτη έκδοση του οποίου κατάφερε να εξαντληθεί λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Στα 1820 βρίσκεται στο Βερολίνο, όπου διδάσκει χωρίς απήχηση, καθώς οι φοιτητές συρρέουν στα αμφιθέατρα που παραδίδει ο Χέγκελ*. Για χρόνια ο Σοπενάουερ παραμένει παραγνωρισμένος ως φιλόσοφος και ως καθηγητής, όντας και ο ίδιος μισάνθρωπος που αποστρέφεται την καθιερωμένη τότε εγελιανή διδασκαλία. Με τα Πάρεργα και Παραλειπόμενα (1851) αποσπά το ενδιαφέρον της πνευματικής κοινότητας και μια σειρά άρθρων σε ευρωπαϊκά περιοδικά, καθώς και πανεπιστημιακών παραδόσεων και διαλέξεων στρέφονται γύρω από τη φιλοσοφία του. Οι θαυμαστές του πλέον δεν είναι μόνο Γερμανοί, αλλά και Γάλλοι, Βρετανοί, ακόμα και από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Αμέσως μετά τον θάνατό του, οι εκδόσεις των έργων του διαδέχονται η μία την άλλη. Χωρίς τη συγκρότηση και τη συστηματικότητα θεωριών όπως του Λάιμπνιτς* ή του Χέγκελ, το σύστημα του Σοπενάουερ αποζημιώνει αυτή την έλλειψη με την ακρίβεια και τη διαύγεια της σκέψης και της γλώσσας του. Κριτικός απέναντι στον Καντ*, αναγνωρίζει το έργο του και ενσωματώνει στη διδασκαλία του τις καντιανές απόψεις για τους περιορισμούς της a priori γνώσης. Με τη θεωρία της βούλησης, ο Σοπενάουερ εγκαταλείπει τον ιδεαλιστικό δογματισμό, τον ορθολογισμό*, αλλά και τη λύση που προτείνεται από τις φυσικές επιστήμες. Η μεταφυσική* αποκτά, λοιπόν, μια ουσιαστική αποστολή, καταδεικνύοντας την αρχή της δημιουργίας, γίνεται αιτία της ζωής*, της κίνησης και της πράξης. Ο κόσμος είναι μια παράσταση, όπως και αυτό το υποκείμενο της θέασης του κόσμου ως παράστασης, με τη διαφορά ότι η κατάσταση της αυτοσυνειδησίας στην οποία περιέρχεται το υποκείμενο* τού ε-
Σορόκιν πιτρέπει να αναδύεται από τη σφαίρα του "φαινομένου"*. Το υποκείμενο είναι πλέον σε θέση να εξηγήσει τα φαινόμενα και μέσα σ' αυτά και τον εαυτό του, αλλά το ίδιο δεν είναι πλέον "φαινομενικό", αλλά "φαινομενολογικό", πραγματικό μέσα στις εκδηλώσεις του και στις δυνάμεις που το ωθούν σ' αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά όχι οπωσδήποτε λογικό, όπως θα ήθελε ο Χέγκελ: η βούληση, δύναμη κανονιστική και εξηγητική, αρχή της ύπαρξης* και των εκδηλώσεών της, είναι "τυφλή", ασύλληπτη, χαοτική. Η λογική* είναι απλώς ένα γενικευτικό πρότυπο που ακολουθεί επιφανειακά η πραγματικότητα*, και γι' αυτό τον λόγο η λογική δεν είναι ποτέ άμοιρη αντιφάσεων. Η απολυτοποιημένη και πρωτεύουσα σημασία που της επιφυλάσσει το εγελιανό σύστημα υπονομεύεται από το γεγονός (εδώ ο Σοπενάουερ αποδίδει τιμές στον Καντ) ότι αυτή δεν μπορεί ποτέ να απεξαρτηθεί από τη λειτουργία της αντίληψης. Έτσι, ενώ η αρχή το συστήματός του είναι ιδεαλιστική (η μεταφυσική δύναμη της βούλησης), ο ιστός του συστήματος του Σοπενάουερ είναι βασισμένος στα γεγονότα της εμπειρίας*, τα οποία αποτελούν και τον περιορισμό της δημιουργικής διαδικασίας της νόησης*. Μόνο η βούληση δεν έχει περιορισμούς, και για τον λόγο αυτό δεν αναγνωρίζει ούτε υπακούει σε κανένα δικαίωμα ελευθερίας* του ανθρώπου*: η ελευθερία της βούλησης δεν δεσμεύεται παρά από την ίδια τη βούληση, ενώ η "ελεύθερη επιλογή" στο βάθος της είναι ένας μύθος. Παρ' όλα αυτά, ο Σοπενάουερ, στη σφαίρα της ηθικής πράξης αναγνωρίζει τη δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα σε εσφαλμένες και ορθές ή ηθικές πράξεις, με κριτήριο το αν μια πράξη που εκφράζει τη βούληση του δρώντος παραβιάζει ή όχι τη βούληση ενός άλλου ατόμου ή μιας ομάδας. Βιβλιογρ.: Arthur Hubscher. Arthur Schopenhauer: Ein Lebensbild (β' έκδ. 1949).- Wilhelm von Gwinner. Arthur Schopenhauer aus personlichem Umgange dargestellt (1963).- Arthur Hubscher, Denker gegen der Strom: Schopenhauer Gestern • Heute - Morgen ( 1973).- David W. Hamlyn, Schopenhauer (1980). Παναγ. Πάχος
Σορέλ (Sorel) Ζορζ (1847-1922). Γάλλος φιλόσοφος εκλεκτικιστής, θεωρητικός του αναρχοσυνδικαλισμού, οι ιδέες του οποίου διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση του Π. Προυντόν*, του Φ. Νίτσε*, του Α. Μπερξόν* κ.ά. Αυτοπροσδιοριζόμενος αρχικά ως εκπρόσωπος "νέας σχολής" του μαρξισμού*, στη συνέχεια στρά-
φηκε εναντίον της ορθολογικής γνώσης και της επιστημονικής αντίληψης της ιστορίας, αντιτάσσοντάς τους την άποψή του περί του μύθου* ως ανορθόλογης συναισθηματικού ψυχολογικού χαρακτήρα προσταγής. Θεωρούσε τη βία ύψιστη δημιουργική αρχή της ιστορίας και τη "σοσιαλιστική επανάσταση*" ως αυθόρμητη ανορθολογική έκρηξη του λαού. Αν και χαιρέτισε την Οκτωβριανή επανάσταση (1917), προπολεμικά συνεργάσθηκε με εθνικιστικούς - μοναρχικούς κύκλους, ενώ ο Μουσολίνι τον αποκαλούσε "πνευματικό του πατέρα". Επέδρασε στην ιδεολογία του φασισμού* και ακροαριστερών τάσεων (βλ. νέα αριστερά). Εργα: Réfléxions sur la violence, Paris, 1906" La décomposition du Marxisme, Paris, 1908" Les illusions du progrès, Paris, 1908" Matériaux d' une théorie du prolétariat, Paris, 1919' De /' utilité du pragmatisme, Paris, 1921 κ.ά. Δ. Πατέλης
Σορόκιν Πιτιρίμ Αλεξάντροβιτς (1889-1968). Ρωσοαμερικανός κοινωνιολόγος, ηγέτης της δεξιάς πτέρυγας των "εσέρων" ("σοσιαλεπαναστατών"). Το 1922 εξορίστηκε από τη Ρωσία" το 1933 δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Θεωρούσε την ιστορική διαδικασία ως κυκλική αλλαγή των πολιτισμικών τύπων, καθένας από τους οποίους είχε ολοκληρωμένη σφαίρα αξιών και "φιλοσοφικών θέσεων" (δηλαδή αντιλήψεων για τη φύση της αντικειμενικής πραγματικότητας, για τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου και για τον τρόπο ικανοποίησης τους κ.ά.). Διέκρινε τρεις βασικούς τύπους πολιτισμού: τον "αισθησιακό" (sensate), τον Ίδεικό" (ideational) και τον "ιδεαλιστικό" (idealistic). Στον πρώτο τύπο υπερτερεί η αισθητηριακή αντίληψη, στον δεύτερο η λογική σκέψη και στον τρίτο η ενορατική μορφή γνώσης. Το κυρίαρχο σε μια δεδομένη εποχή σύστημα αξιών* ή "αληθειών" ενσαρκώνεται στην τέχνη*, στη φιλοσοφία*, στη θρησκεία*, στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της αντίστοιχης κοινωνίας. Η κρίση του σύγχρονου "αισθησιακού" πολιτισμού οφείλεται, κατά τη γνώμη του Σορόκιν, στην ανάπτυξη του υλισμού* και της επιστήμης*. Και την έξοδο από την κρίση αυτή τη βλέπει στη μελλοντική νίκη του "ιδεαλιστικού" (θρησκευτικού) πολιτισμού. Ο Σορόκιν κατέστρωσε πρόγραμμα "σωτηρίας του ανθρώπου" και δημιούργησε στο Χάρβαρντ "Κέντρο μελέτης του δημιουργικού αλτρουισμού". Θεωρείται ως ένας από τους θεμελιω-
23
σοσιαλισμός τές της θεωρίας της κοινωνικής κινητικότητας και της κοινωνικής στρωμάτωσης*. Εχαιρε εξαιρετικής εκτίμησης μεταξύ των αμερικανών κοινωνιολόγων. Εργα του: Σύστημα κοινωνιολογίας, τ. 1-2, Πετ., 1920' Social and cultural dynamics, τ. 1-4, Ν. Y., 1962" The crisis of our age, N. Y., 194 V Sociological theories of today, Ν. Y„ 1966 κ.ό. Βιβλιογρ.: Coser L. Α., Masters ol sociological thought, N. Y., 1977.- Γκολοσένκο I. Α., Η κοινωνιολογική σκέψη στη Ρωσία, Λ., 1978. θεοχ. Κεσσίδης
σοσιαλισμός. Η αντιφατική διαδικασία μετάβασης της κοινωνίας* (κάποιας χώρας, ομάδας χωρών, της ανθρωπότητας συνολικά) στην καθαυτό αταξική κοινωνία, στον κομμουνισμό*. Η πρώτη επιστημονική προσέγγιση του σοσιαλισμού συνδέεται με την πρόγνωση της επερχόμενης κοινωνικής ανάπτυξης προς την αταξική κοινωνία, που συνάγουν οι Μαρξ* και Ενγκελς* από τη μελέτη των προϋποθέσεων του κομμουνισμού* στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας*. Ο Μαρξ από το 1875 διακρίνει την ύπαρξη δύο φάσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας (βλ. Κριτική του προγράμματος της Γκότα). Κατά τον Λένιν*, "αυτό που συνήθως λέμε σοσιαλισμό, ο Μαρξ το ονόμασε "πρώτη" ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας" (Κράτος και επανάσταση). Η σύγχρονη θεωρητική διερεύνηση του σοσιαλισμού ως ανώριμου κομμουνισμού είναι ανέφικτη χωρίς τη συστηματική και συγκεκριμένη ανάλυση της πολύμορφης και αντιφατικής, υπαρκτής πλέον και μακροχρόνιας, εμπειρίας οικοδόμησης εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας σε σημαντικό μέρος του πλανήτη και ιδιαίτερα στις χώρες εκείνες στις οποίες οι επαναστατικές διαδικασίες δρομολογήθηκαν κατ" εξοχήν βάσει εσωτερικής αναγκαιότητας (πρωτίστως στην Ε.Σ.Σ.Δ.). Η διερεύνηση αυτή οφείλει να υπερβεί δύο άκρως αντιδιαλεκτικές προσεγγίσεις: α) τη δογματική εξιδανίκευση αυτής της εμπειρίας, των θετικών πλευρών της, τη διόγκωση των επιτευγμάτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού" με αντίστοιχη αποσιώπηση των αρνητικών πλευρών του, των στιγμών της ήττας και της αποτυχίας του, και β) τη συλλήβδην απόρριψη - αμαύρωση όλων των κατακτήσεων των αδύναμων μεν, πλην όμως μοναδικών νεαρών βλαστών της κομμουνιστικής κοινωνίας, είτε από την άποψη της απολογητικής της κεφαλαιοκρατίας και της χυδαίας θέσης περί μη
24
συμβατού του σοσιαλισμού με τη "φύση του ανθρώπου" (π.χ. Φουκουγιάμα*) είτε από την άποψη της "προάσπισης" της ιδεολογικής "καθαρότητας" του σοσιαλισμού ως "οράματος". Κοινό στοιχείο και των δύο παραπάνω μεταφυσικών προσεγγίσεων είναι η εξωιστορική υποστασιοποίηση και απολυτοποίηση του σοσιαλισμού ως στατικά εννοούμενης κατάστασης* (είτε ως αναπόληση ενός μονόπλευρα εξιδανικευμένου παρελθόντος είτε ως αποκομμένο από την εμπειρική πραγματικότητα και την πρακτική ουτοπικό "όραμα"). Και στις δύο περιπτώσεις το ζήτημα του σοσιαλισμού (αλλά και της κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης - παλινόρθωσης) ανάγεται τελικά κατά ιδεαλιστικό τρόπο αποκλειστικά σε ζήτημα της συνείδησης*. Και αυτό είναι αναπόφευκτο στον βαθμό που δεν εξετάζονται οι νομοτέλειες* και οι αντιφάσεις* της αντικειμενικής διαδικασίας εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της νέας κοινωνίας, η οποία συνιστά μια ριζικά νέου τύπου κοινωνική ανάπτυξη, μια κοσμοϊστορική άρνηση - άρση* ολόκληρης της μέχρι τώρα ιστορίας της ανθρωπότητας και των προϋποθέσεών της σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός δεν συνιστά κατάσταση, παγιωμένη δομή, "κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό"* κ.λπ. Η επιστημονική θεώρηση του σοσιαλισμού είναι εφικτή μόνο στα πλαίσια της "Λογικής της ιστορίας"*, στα πλαίσια του γίγνεσθαι (και όχι ενός στατικά εννοούμενου "είναι") της αταξικής κοινωνίας, δεδομένου ότι αποτελεί τον ωριμάζοντα, τον υπό διαμόρφωση κομμουνισμό. Η νέα αυτή κοινωνία διανύει κατά την ιστορική ανάπτυξη της ορισμένα στάδια (βλ. ιστορικό και λογικό): 1) Η εμφάνιση των προϋποθέσεων της αταξικής κοινωνίας στα πλαίσια της ώριμης κεφαλαιοκρατίας, η ωρίμανση των αντικειμενικών όρων κατάργησης της κεφαλαιοκρατίας (μηχανοποιημένη παραγωγή, δυνατότητα σταθερής αφθονίας αγαθών, κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας* ως τεχνική* αναγκαιότητα, κοινωνικοποίηση της παραγωγής, διαμόρφωση της ικανής για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας και κάθε μορφής εκμετάλλευσης "εργατικής τάξης"*, "συνείδηση ταξική"*, ηθική, τέχνη, φιλοσοφία, επιστημονική ιδεολογία, πολιτική οργάνωση' και δραστηριότητα αυτής της τάξης κ.λπ.). Δεδομένου ότι η κεφαλαιοκρατία αποτελεί παγκόσμιο εκμεταλλευτικό σύστημα ανισομερώς αναπτυσσόμενο, και οι προϋποθέσεις της νέας κοινωνίας εκδηλώνονται ανισο-
σοσιαλισμός μερώς. Τον πλέον ασθενή και ευάλωτο κρίκο αυτού του συστήματος αποτελούν εκείνες οι ασθενώς ανεπτυγμένες εξαρτημένες χώρες στις οποίες συμπυκνώνονται με την οξύτερη μορφή οι αντιθέσεις του. Η ευκολία εκδήλωσης "επαναστατικής κατάστασης" και "σοσιαλιστικής επανάστασης"* σε αυτές τις χώρες είναι αντιστρόφως ανάλογη των δυνατοτήτων θετικής ολοκλήρωσης των προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας και οικοδόμησης του σοσιαλισμού. 2) Η πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού: διεξαγωγή της σοσιαλιστικής επανάστασης, εγκαθίδρυση της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης ("δικτατορία του προλεταριάτου", εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας* σε εκείνα τα μέσα παραγωγής κατά τη χρησιμοποίηση των οποίων ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας αποτελεί τεχνική αναγκαιότητα. Στο στάδιο αυτό συμπεριλαμβάνεται και η "μεταβατική περίοδος" (Λένιν), κατά την οποία συνυπάρχουν διάφορες "κοινωνικοοικονομικές δομές"* με άγοντα και αποφασιστικό τον ρόλο της σοσιαλιστικής δομής. Εδώ λόγω της διεθνούς και εσωτερικής συγκυρίας το προαναφερθέν κριτήριο (βαθμός κοινωνικοποίησης της εργασίας) μπορεί να υποσκελισθεί, οπότε ανακύπτουν κατά τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς αποκλίσεις (βεβιασμένη επίσπευση των γεγονότων είτε καθυστέρηση έναντι της ίδιας της αναγκαιότητας των μετασχηματισμών κ.λπ.). 3) Το στάδιο της διαμόρφωσης της αταξικής κοινωνίας: ο σοσιαλισμός με τη στενή έννοια. Εδώ η σοσιαλιστική κοινωνικοοικονομική δομή, εκτός από άγουσα, μετατρέπεται πλέον σε κυρίαρχη και δεσπόζουσα. Ο σοσιαλισμός ως διαμορφούμενος κομμουνισμός έχει ως βάση του την κοινωνική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής, η οποία υφίσταται μέσω της αλληλεπίδρασης της με τον επίσης διαμορφούμενο κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Ο τελευταίος, ενώ έχει εμφανισθεί (ήδη στα σπλάχνα της κεφαλαιοκρατίας), δεν έχει ωριμάσει πλήρως. Ο βαθμός ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, που είναι αναγκαίος και επαρκής για την ανατροπή, για την άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, δεν είναι επαρκής για τη θετική πλέον οικοδόμηση, για τη διαμόρφωση και ανάπτυξη του κομμουνισμού' πρόκειται για την αναπτυσσόμενη διαδικασία αντιστοιχίας - αναντιστοιχίας του εκάστοτε επιπέδου κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με τις διαμορφούμενες σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας. Η "βα-
σική αντίφαση του σοσιαλισμού" είναι η αντίφαση "μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ανωριμότητας (ανεπαρκούς ωρίμανσης) του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής". Η αντίφαση αυτή για να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού προς τον κομμουνισμό πρέπει να αναπτύσσεται, να οδηγείται προς την επίλυσή της μέσω της ανάπτυξης και των δύο πόλων της, μέσω της βαθμιαίας μετατροπής της τυπικής εν πολλοίς κοινωνικοποίησης σε πραγματική. Οσο ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής παραμένει ανώριμος, συνιστά την υλικοτεχνική βάση της συνύπαρξης των δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, αλλά και της δυνατότητας αντεπαναστατικής παλινόρθωσης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αν λόγω της ιστορικής συγκυρίας δεν προωθείτάι η εν λόγω αντίφαση. Ο σοσιαλισμός ως διαμορφούμενος κομμουνισμός χωρίζεται σε ορισμένες αναγκαίες περιόδους: 3. α.) Η ανάπτυξη του κομμουνισμού επί (αναντίστοιχης προς την ουσία του) κληροδοτημένης (από την κεφαλαιοκρατία κυρίως) τεχνικής βάσης. Στη μηχανοποιημένη (μη αυτοματοποιημένη) παραγωγή ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής υφίσταται μέσω του επιμερισμού - κατακερματισμού των παραγωγικών διαδικασιών (στην κλίμακα της χώρας και σε παγκόσμια κλίμακα). Η απουσία ενιαίου συστήματος (δικτύου) μέσων παραγωγής καθιστά αναγκαία την ύπαρξη εξωπαραγωγικής συνάφειας, δηλαδή ορισμένης (ανηρμένης, μετασχηματισμένης από την κοινωνική ιδιοκτησία) μορφής εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Στα πλαίσια αυτά (όσο υπερτερεί η εργασία -χρησιμοποίηση έναντι της εργασίας- τελειοποίησης και ανάπτυξης των μέσων παραγωγής) δεν μπορεί να εκλείψει ακόμα η "αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* και η "αντίθεση πόλης (άστεως) και υπαίθρου"*. 3. β.) Η δεύτερη περίοδος ανάπτυξης του σοσιαλισμού (διαμόρφωσης του κομμουνισμού): η έναρξη της διαμόρ<ρωσης αντίστοιχης του ανεπτυγμένου κομμουνισμού υλικοτεχνικής βάσης. Εδώ προωθείται η μη ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση (η αυτοματοποίηση αλυσίδων συνεχούς εν αλληλουχία κατασκευής - συναρμολόγησης, τμημάτων παραγωγής κ.λπ.), η οποία κατ' ανάγκη συνυπάρχει με τη μηχανοποιημένη παραγωγή (η δεύτερη συνιστά την ευρύτερη βάση της πρώτης). Εδώ εγείρεται επιτακτικά το ζήτημα της ανάπτυξης της οικο-
25
σοσιαλισμός από καθέδρας νομίσς ως ενιαίου συμπλέγματος. Αρχίζει να επιτυγχάνεται ποσοτική επάρκεια αγαθών και μέσων παραγωγής και εγείρεται βαθμιαία το ζήτημα της ποιότητας της παραγωγής. Επιτακτική ανάγκη της κοινωνίας γίνεται η "μετάβαση από τον εκτατικό στον εντατικό τύπο ανάπτυξης". Επανατοποθετείται το ζήτημα του μέτρου* συσχέτισης εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων - σχεδιοποίησης στον σοσιαλισμό. 3. γ.) Η περίοδος σταδιακής μετεξέλιξης του σοσιαλισμού στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού, που χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση στην ανεπτυγμένη αυτοματοποίηση, σε μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας μέσω της μετατροπής των παγκοσμιοποιούμενων παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμιες σχέσεις παραγωγής και αντίστροφα. 4. Η ανώτερη φάση του κομμουνισμού, η ώριμη αταξική κοινωνία, η οποία εδράζεται στη συνολική αυτοματοποίηση της ευέλικτης και διαρκώς αναδιαρθρούμενης παραγωγής ως συμπλέγματος, στην παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα, στην ενοποιημένη (κατ1 αρχήν σε πλανητικό επίπεδο) ανθρωπότητα. Εδώ διασφαλίζεται η βέλτιστη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών* και αλλάζει ριζικά ο χαρακτήρας της εργασίας (υπερτερεί η εργασία - τελειοποίηση και ανάπτυξης αυτομάτων, η δημιουργική εργασία), ενώ τα όρια μεταξύ αναγκαίου και ελεύθερου χρόνου, μεταξύ εργασίας και αναψυχής, μετατρέπονται κατ" εξοχήν σε ζήτημα υπαγόμενο στον αυτοσκοπό της αταξικής κοινωνίας: στην "ολόπλευρη ανάπτυξη του καθενός ως εσωτερική ανάγκη και ως αναγκαίο όρο της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων". Όσο το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα υπερτερεί (ποσοτικά και ποιοτικά) έναντι του εκάστοτε διεθνούς σοσιαλιστικού συστήματος, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του σταδίου διαμόρφωσης υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού, ακόμα και στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες αυτού του συστήματος (δεδομένου μάλιστα ότι οι τελευταίες οφείλουν να επωμίζονται τον ρόλο της προωθητικής δύναμης και του "ρυμουλκού" των ασθενέστερων χωρών αυτού του συστήματος). Η σταδιακή μετεξέλιξη του σοσιαλισμού σε ώριμη αταξική κοινωνία είναι εφικτή μόνον όταν αρχίσει (με το "δεύτερο κύμα" των σοσιαλιστικών επαναστάσεων) να υπερτερεί ο σοσιαλισμός στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.
26
Τότε μόνο θα διασφαλισθεί η μη αντιστρέψιμη πορεία της ανθρωπότητας προς την αταξική κοινωνία, η οριστική και αμετάκλητη νίκη της νέας κοινωνίας. Ο όρος "ανεπτυγμένος σοσιαλισμός" και τα συνακόλουθα αντιεπιστημονικά ιδεολογήματα της ηγεσίας της τέως ΕΣΣΔ δημιουργεί θεωρητική και πρακτική σύγχιση, συσκοτίζοντας το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός είναι ανώριμος κομμουνισμός. Η μη έγκαιρη και αποτελεσματική προώθηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέσω της διευθέτησης των ζητημάτων που εγείρει η βασική αντίθεση του σοσιαλισμού και ο εκάστοτε συσχετισμός δυνάμεων επανάστασης - αντεπανάστασης στα πλαίσια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας - σ ε συνθήκες υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος- οδηγεί νομοτελειακά σε αντεπαναστατικές διαδικασίες κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης, ικανές να συμπαρασύρουν το σύνολο σχεδόν των χωρών του "πρώτου κύματος" των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, εργασία, ανάγκες, νομοτέλεια, "Λογική της Ιστορίας", επανάσταση κοινωνική, διεθνισμός, σοσιαλιστική επανάσταση, δικτατορία του προλεταριάτου, τεχνική, Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, μαρξισμός. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ. Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Αθήνα. Σ.Ε.- Φ. Ένγκελς. Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός. Αθήνα. Θεμέλιο. 1980.- Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, Μόσχα. 1988 - Μ. Δαφέρμου - Π. Παυλίδη - Δ. Πατέλη, Γι α τις νομοτέλειες της μετάβασης στον κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και αντεπανάσταση, "Αριστερή Ανασύνταξη", τ. 7-8, 1995. σελ. 47-76. Δ. Πατέλης
σοσιαλισμός από καθέδρας, βλ. από καθέδρας σοσιαλισμός σοσιαλισμός επιστημονικός ή επιστημονικός κομμουνισμός. Η επιστημονική θεμελίωση του εργατικού επαναστατικού κινήματος μέσω της γνώσης των νομοτελειών* που διέπουν την πάλη των τάξεων* και την ανάπτυξη της κοινωνίας* και οδηγούν στον σοσιαλισμό* - κομμουνισμό*. Βλ. επίσης: Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Β. I. Λένιν, μαρξισμός, τάξεις κοινωνικές, ταξική συνείδηση, σοσιαλισμός, σοσιαλιστική επανάσταση και τη βιβλιογραφία σε αυτά. Δ. π. σοσιαλισμός ουτοπικός, βλ. ουτοπικός σοσιαλισμός
σοσιαλιστική επανάσταση σοσιαλισμός φεουδαρχικός, βλ. φεουδαρχικός σοσιαλισμός σοσιαλιστική (ή μαρξιστική) ανθρωπολογία. Τάση του νεομαρξισμού* και της "νέας αριστεράς"* πσυ θέτει στο επίκεντρο της προβληματικής της τον άνθρωπο* ως άτομο - υποκείμενο. Θεωρεί ως πηγή της τις ανθρωπολογικές τάσεις του πρώιμου έργου του Μαρξ*, και ιδιαίτερα των Οικονομικών και φιλοσοφικών χειρογράφων του 1844'. Συνδέεται με το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης*, του φροϋδομαρξισμού, του "υπαρξιστικού μαρξισμού" κ.ά. Αποτελεί τον αντίποδα της επιστημονιστικής δομικής εκδοχής του νεομαρξισμού. Δ . π. σοσιαλιστική επανάσταση ή προλεταριακή επανάσταση. Κοινωνικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται στη ριζική ποιοτική ανατροπή του συνόλου της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικοοικονομικής δομής, στη βίαιη και αλματώδη (βλ. άλμα) κατάλυση της εξελικτικής συνέχειας (βλ. εξέλιξη) της κεφαλαιοκρατίας (και των προκεφαλαιοκρατικών επιβιώσεων που αυτή διατηρεί σε μετασχηματισμένη μορφή), στην εγκαθίδρυση της πολιτικής εξουσίας της "εργατικής τάξης"* (βλ. δικτατορία του προλεταριάτου) και στην προώθηση ενός νέου τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας (σοσιαλισμός*, κομμουνισμός*) απαλλαγμένου από κάθε μορφή εκμετάλλευσης - χειραγώγησης*. Η σοσιαλιστική επανάσταση, ακόμα και αν εκδηλώνεται σε μία χώρα είτε σε ομάδα χωρών, είναι αποτέλεσμα και διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και οργανικό στοιχείο της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης της ανθρωπότητας από την κεφαλαιοκρατία στην αταξική κοινωνία. Είναι το αναγκαίο και νομοτελειακό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων* επί κεφαλαιοκρατίας, του τελευταίου ανταγωνιστικού "κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού"*. Η σοσιαλιστική επανάσταση εκδηλώνεται όταν ωριμάζουν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της αταξικής κοινωνίας στα σπλάχνα της κεφαλαιοκρατίας. Η σύγχρονη κεφαλαιοκρατία (ιμπεριαλισμός), έχοντας επιτύχει το εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξής της (παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, τα όρια του οποίου συρρικνώνονται με τις νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και διευρύνονται με τις κεφαλαιοκρατικές αντεπαναστάσεις) και
το εσωτερικό όριο της εκτατικής της ανάπτυξης (μονοπώλιο) αναπτύσσεται κυρίως εντατικά. Το όριο της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας ανάγεται στο άπειρο, δεδομένου ότι συνδέεται με την απόλυτη εκτόπιση της ζωντανής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία, πράγμα ανέφικτο (πόσο μάλλον επί κεφαλαιοκρατίας). Συνεπώς ανέφικτη είναι και η κατάρρευση της κεφαλαιοκρατίας κατά αυτόματο εξελικτικό τρόπο. Η κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας και η πρωταρχική εμφάνιση του κομμουνισμού επιτυγχάνεται μόνο στη βάση της συνειδητής επαναστατικής δραστηριότητας των ανθρώπων, στα πλαίσια του φάσματος δυνατοτήτων που διανοίγει η εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Επιτυγχάνεται με την "ταξική συνείδηση"* και δράση της εργατικής τάξης, με τη μετατροπή της από "τάξη καθ' εαυτήν σε τάξη δΓ εαυτήν"* (Μαρξ*). Αλλά δεν αποτελεί η σοσιαλιστική επανάσταση καθαρά βουλητική - συνειδησιακή ενέργεια (βλ. συνειδητό και αυθόρμητο). Προϋποθέτει απαραίτητα και την ύπαρξη "επαναστατικής κατάστασης"*, ανεξάρτητης εν πολλοίς από τη θέληση ατόμων, ομάδων και κομμάτων. Η ανισομερής ανάπτυξη του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος καθορίζει την ιδιότυπη ανισομέρεια που χαρακτηρίζει τη νομετέλεια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση επαναστατικών καταστάσεων αρχικά σε χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης, στις οποίες συμπυκνώνονται με την οξύτερη μορφή οι αντιθέσεις του εν λόγω συστήματος. Στις χώρες αυτές ("ασθενείς κρίκους" κατά τον Λένιν") οι δυνατότητες εδραίωσης και ανάπτυξης των επαναστατικών αλλαγών (θετικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού μετά την άρνηση, την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας) είναι αντιστρόφως ανάλογες του επιπέδου ανάπτυξης τους. Η πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση (Ρωσία, 1917) σηματοδοτεί την έναρξη του πρώτου "κύματος" των "πρώιμων" σοσιαλιστικών επαναστάσεων και τη δρομολόγηση επαναστατικών αλλαγών σε μέρος του πλανήτη (σοσιαλιστικό σύστημα), σε συνθήκες κατά τις οποίες στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων κυριαρχούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της κληροδοτημένης από την κεφο.\αιοκρατία υλικοτεχνικής βάσης, καθιστά καθ' όλα πιθανές τις αντεπαναστατικές - παλινορθωτικές παλινωδίες (π.χ. ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκα-
27
σοσιαλιστικό κίνημα ετίας του 1980). Με την έναρξη του δεύτερου "κύματος" των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, κατά το οποίο η εκτατική συρρίκνωση των δυνατοτήτων παρασιτισμού των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών οδηγεί πλέον στην εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων και στις τελευταίες, οι πλέον ανεπτυγμένες χώρες του υπέρτερου ήδη στο διεθνές πεδίο σοσιαλιστικού συστήματος αποκτούν εφάμιλλο τουλάχιστον των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων. Η διαδικασία αυτή επιφέρει την άρση της ποιοτικής και ουσιώδους ιδιαιτερότητας του ιμπεριαλισμού ως παγκόσμιας μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας και οδηγεί στη δρομολόγηση της εντατικής ανάπτυξης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Με το δεύτερο αυτό "κύμα" σοσιαλιστικών επαναστάσεων η νίκη του σοσιαλισμού θα γίνει οριστική και αμετάκλητη, γεγονός που θα επιτρέψει τη μετάβαση στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού σε πλανητική κλίμακα. Κατ' αυτό τον τρόπο το επαναστατικό κίνημα που αναιττύσσεται στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό σύστημα συνδέεται οργανικά με τον βαθμό ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης των νικηφόρων προλεταριακών επαναστάσεων, σε μια ενιαία διαδικασία μετάβασης της ανθρωπότητας στην αταξική κοινωνία. Βλ. επίσης: σοσιαλισμός, κομμουνισμός, μαρξισμός, και τη βιβλιογραφία σε αυτά. Δ. Πατέλης
σοσιαλιστικό κίνημα. Ριζοσπαστικό κοινωνικό κίνημα, το οποίο ανέκυψε με την άνοδο των στοιχείων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και αποτελούσε αρχικά έκφραση προπαντός των πληβειακών στρωμάτων και του ανώριμου ακόμα προλεταριάτου*. Ιδεολογική έκφραση αυτού του πρώιμου κινήματος ήταν ο ουτοπικός σοσιαλισμός* (Th. Morus*, Th. Campanella*, J. Meslier, Morelly*, L. M. Dechamps, F. N. Babeuf*, F. M. Fourier*, C. H. Saint - Simon', R. Owen* κ.ά.), ο οποίος αποτέλεσε άμεσο προπομπό και σημαντική θεωρητική πηγή του επιστημονικού σοσιαλισμού*. Με τον τελευταίο (Κ. Marx*, F. Engels*) συνδέεται η συγκροτημένη μορφή του σοσιαλιστικού κινήματος ως διεθνιστικού επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης (κομμουνιστικό κίνημα) για τη διεξαγωγή της "σοσιαλιστικής επανάστασης"* και την οικοδόμηση του "σοσιαλισμού"*. Ο βαθμιαίος εκφυλισμός των σοσια-
28
λιστικών κομμάτων της Β' Διεθνούς, η εκχώρηση των επαναστατικών τους θέσεων και η υιοθέτηση των θέσεων του ρεφορμισμού* - αναθεωρητισμού (βλ. Κ. Κάουτσκι*, Λ. Μπερνστάιν κ.ά.) οδήγησε στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου πολέμου σ' ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ δύο τάσεων: της μεταρρυθμιστικής και της επαναστατικής. Η δεύτερη (Λένιν*, μπολσεβίκοι) συγκροτεί μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης την Γ' Διεθνή (Μάρτιος 1919 - Μόσχα). Η πρώτη μετεξελίσσεται σε δεξιά σοσιαλδημοκρατία και επιδιώκει τη σταθεροποίηση (μέσω μεταρρύθμισης) της κεφαλαιοκρατίας* και την ενσωμάτωση* της εργατικής τάξης στο κυρίαρχο σύστημα. Αλλά και η επαναστατική κομμουνιστική τάση βαθμιαία ενσωματώνεται, γίνεται δύναμη συναίνεσης*, ενώ έχει περιέλθει σε σοβαρή κρίση, ιδιαίτερα μετά την κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση* - παλινόρθωση στις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Η ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος για τον σοσιαλισμό είναι ανέφικτη από τη σκοπιά των "δυνάμεων οπισθοφυλακής" που απέμειναν από την προηγούμενη βαθμίδα της ανάπτυξής του και περιορίζονται σε θέσεις άμυνας, στη βάση της αναπόλησης ενός παρελθόντος. Είναι εξ ίσου ανέφικτη και από τη σκοπιά των αγκυλωμένων σε ποικίλες θεωρητικοποιήσεις - υποστασιοποιήσεις* των συγκυριακών ιδιαιτεροτήτων αποσκίρτησής τους από τις προηγούμενες "δορυφόρων" δυνάμεων. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός σύγχρονου διεθνισμού στη βάση της γνώσης της νομοτέλειας* των προοπτικών της ανθρωπότητας μέσω της ανάπτυξης - άρσης* του μαρξισμού*. Βλ. επίσης: σοσιαλιστική επανάσταση, σοσιαλισμός, διεθνισμός, Λογική της Ιστορίας, δογματισμός και αναθεωρητισμός. Δ. Πατέλης
σοσιαλιστικός ρεαλισμός (socialist realism). Ως έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας εμφανίζεται τον 19ο αι. και υποχωρεί -κατά τη δεκαετία του '80- τον 20ό αι. Αντιτάχτηκε κυρίως στον κριτικό ρεαλισμό* -που επικρίθηκε ως μικροαστικό κατάλοιπο του παρελθόντος, ως ατομικό έργο "άχρηστων χαρακτήρων" ανίκανων Λ/α παλέψουν για τη ζωή-, στον ρομαντισμό* και στον κλασικισμό* της Αναγέννησης. Η αντίθεση αυτή επιβλήθηκε στη σοσιαλιστική τέχνη*, τη λογοτεχνία και την επιστήμη* και, υπό τον Μ. Γκόρκυ, έλαβε τον χαρακτήρα μιας ενιαίας πολιτιστικής κίνησης σχετικής με τη δι-
Σουγδουρής δασκαλία, τη μόρφωση και τη δημιουργική έκφραση των λαών που συγκρότησαν την πρώην Σοβιετική Ενωση μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο όρος δέχτηκε πολλές παραποιήσεις, οι οποίες οφείλονται στην κατάχρησή του, από τη μια, και στην πρακτική που ακολούθησε η ΕΣΣΔ μετά το 20ό Συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος, από την άλλη. Ουσιαστικά δεν επρόκειτο για ένα στυλ στην τέχνη*, αλλά για μια κοινή στάση καλλιτεχνών που, ωστόσο, χρησιμοποίησαν διαφορετικές μεθόδους στη δημιουργία. Η νέα αυτή σοσιαλιστική τάση στον πολιτισμό*, την τέχνη και τη λογοτεχνία είχε ως βάση της τον καλλιτέχνη ή τον συγγραφέα που παίρνει την ιστορική θέση της εργατικής τάξης και που συμφωνεί με τα βασικά σημεία της μαρξιστικής - λενινιστικής διδασκαλίας και ηθικής, αλλά κυρίως με τη σοσιαλιστική κοινωνία -όπως αυτή εξελίχθηκε. Κοινός άξονας των καλλιτεχνών και των λογοτεχνών, όπως ο Γκόρκυ, ο Σόλοχοφ, ο Αραγκόν, ο Νερούντα, ο Μπρεχτ, ο Χικμέτ κ.ά., υπήρξε ο εξωραϊσμός των προσώπων - ηρώων της εργασίας, των αγωνιστών της ζωής -που κατά την έκφραση του Γκόρκυ εθεωρούντο ως "ο ανθός της εργατικής τάξης". Επιπλέον, ορίζοντας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού υπήρξε η αντίθεση με τη θεωρούμενη εχθρική ή καπιταλιστική καλλιτεχνική έκφραση της Δύσης, ο σοσιαλιστικός ανθρωπισμός και η εργατική αλληλεγγύη, οι αναλλοίωτες αρχές της ειρήνης, της αδελφότητας, της συντροφικότητας και της συλλογικής οικοδόμησης ενός μέλλοντος καλύτερου για τον άνθρωπο. Η έκφραση αυτή δεν υπήρξε απότοκος της επικράτησης του σοσιαλισμού* μόνο στις χώρες της Α. Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και της Λατ. Αμερικής, αλλά εξαπλώθηκε σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ελλάδα, η Χιλή, η Τουρκία κ.λπ. Οι Καζαντζάκης, Βάρναλης, Ρίτσος, Έλλη Αλεξίου, Δ. Χατζής, Μ. Λουντέμης, Κ. Κοτζιάς, Ζ. Σκάρος υπήρξαν από τους επιφανέστερους θιασώτες των θεμελιωδών αρχών και μεθόδων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην Ελλάδα. Παρά τα υπέροχα είδη γραφής, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός επικρίθηκε ως σύνολο συνταγών που φράζουν την πρωτοβουλία του δημιουργού, ως "κλειστή μέθοδος" που υπήρξε εχθρική σ' ολόκληρη την κλασική και τη σύγχρονη τέχνη και ως δογματική και χυδαία εικονογράφηση των αποφάσεων των εκάστοτε κομμουνιστικών κομμάτων. Βιιβλιογρ : Μ. Γκόρκυ, Ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός, μτφρ.
Α. Σαραντόπουλος, εκδ. "Μόρφωση", Αθήνα, 1957, ανατύπ. 1975.- Στ. Ζορμπαλά, Τέχνη και Κοινωνία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1984.- Ερνστ Φίσερ, Η αναγκαιότητα της τέχνης, μτφρ. Γ. Βαμβαλής, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1972.- Χ. Ρηντ, Ιστορία της Μοντέρνας ζωγραφικής, προλ.-επιμ. Α. Ξύδη, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1978. θαν. Α. Βασιλείου
Σουάρεθ Φρανθίσκο (Suàrez, 1548-1617). Ισπανός θεολόγος και φιλόσοφος, οπαδός του δεύτερου σχολαστικισμού. Μεγάλη επίδραση δέχθηκε από το έργο του Θωμά του Ακινάτη* (13ος αι.), αλλά δεν δίστασε να τροποποιήσει ορισμένα σημεία της θεωρίας του. Δίδασκε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ουσίας* και ύπαρξης* και ότι τα επί μέρους πράγματα έχουν το προβάδισμα σε σχέση προς το γενικό. Για την ελευθερία της βούλησης* υποστήριζε ότι αυτήν δεν την δεσμεύει ο θεός*. Αντίθετα, την προβλέπει και την εγκρίνει. Με εντολή του Πάπα έγραψε την περίφημη Υπεράσπιση της Καθολικής πίστεως από τις πλάνες των Αγγλικανών, ενώ με το έργο του Μεταφυσικοί διάλογοι άσκησε επίδραση σε φιλοσόφους, όπως ο Ντεκάρτ* και ο Λάιμπνιτς*, μολονότι αυτοί ήταν αντίπαλοι του σχολαστικισμού*. Αλλα έργα του: Υπομνήματα στα έργα του Θωμά του Ακινάτη, De anima. De legibus, De fide, spe et charité. De ultimo fine κ.ά. Βιβλιογρ.: Scorraille R. de. F. Suarez (1912).- McCormick J. F., A suarezian bibliography (1931).- Mugica P., Bibliogralia suaredana( 1948). Απ. Τζ.
Σουγδουρής Γεώργιος (1645-1725). Από τους γνωστότερους λογίους, αριστοτελικούς στοχαστές και θεολόγους του τέλους του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα. Σπούδασε φιλοσοφία* στη Βενετία και στην Πάδοβα και μετά την επιστροφή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννινα, χρημάτισε για πολλά χρόνια σχολάρχης στη Σχολή του Γκιούμα, όπου δίδαξε την αριστοτελική φιλοσοφία αλλά και θετικές επιστήμες, κυρίως μαθηματικά. Κατά τον Προκόπιο (Fabricius, Β. G., XI, σελ. 799), ο Σουγδουρής ήταν "ανήρ ελλόγιμος και πολυμαθής, ειδήμων της ελληνικής, λατινικής και ιταλικής γλώσσης- της αριστοτελικής φιλοσοφίας έμπειρος, μάλλον δε και της ιεράς θεολογίας". Το σημαντικότερο συγγραφικό έργο του, η Εισαγωγή λογική ή Προδιοίκησις εις άπασαν την λογικήν μέθοδον του Αριστοτέλους, όπου επιχειρεί να δώσει μια γενικότερη ερμηνεία του έργου του μεγάλου Σταγιρίτη φιλοσόφου, κυκλοφόρησε στην αρχή χειρόγρα-
29
Σούδα <ρο και τυπώθηκε στη Βιέννη, πολύ μετά τον θάνατό του, το 1792. Γιάννης Καράς
Σούδα. Τίτλος βυζαντινού λεξικού ανωνύμου συγγραφέως του 10ου πιθανόν αιώνα. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ορθογραφικό και ερμηνευτικό λεξικό, διότι με το μεγάλο πλήθος πληροφοριών, σχετικά με τη ρητορική, τη θεολογία, τη φιλοσοφία*, την ιστορία", τη γεωγραφία, τη λογοτεχνία κ.λπ., προσλαμβάνει μορφή μικρής εγκυκλοπαίδειας. Και οπωσδήποτε είναι το σπουδαιότερο και πληρέστερο αρχαιογνωστικό ελληνικό λεξικό. Ως πηγές για τη σύνταξή του χρησίμευσαν προγενέστερες συλλογές σχολίων και παροιμιών, καθώς επίσης λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, όπως η Ονοματοθεσία ή Δείκτης των διάσημων προσωπικοτήτων κατά την σειράν των μελετών των κάποιου Ησυχίου Μιλησίου (6ος αι. μ.Χ.) και μια Επιτομή του 9ου αιώνα, στην οποία είχαν προστεθεί και ονόματα χριστιανών συγγραφέων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Σούδα στη διάταξη της ύλης δεν ακολούθησε κανένα προηγούμενο πρότυπο και ότι αντί της αλφαβητικής υιοθέτησε την φωνητική σειρά. Πάντως ο άγνωστος λεξικογράφος επέτυχε να συνθέσει ένα έργο εύχρηστο και έγκυρο, όπως αποδεικνύεται τόσο από τη διάδοσή του όσο και από τις συχνές αναφορές σ' αυτό μέχρι σήμερα. Βιβλιογρ.: Doelger F.. Der Titeides sog. Suidas lexicons. München, 1936.- Hunger H.. Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner. München, 1978.- Weiss G., Quellenkunde zur Geschichte von Byzans, 1982. An. Τζ.
Σούμμα (λατ. summa = σύνολο, άθροισμα). Ως τον 12ο αι. ο όρος αναφερόταν σε μια επιτομή, ενώ αργότερα αποτέλεσε μια συνθετότερη ανασκόπηση ποικίλων θεμάτων με αυστηρή δομή. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος φιλοσοφικής λογοτεχνίας που δημιούργησε ο σχολαστικισμός", γι' αυτό και η σούμμα ως λογοτεχνικό είδος χάθηκε μετά τον δεύτερο σχολαστικισμό του 16ου αι. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία της και σε φιλοσοφικά έργα των Νέων Χρόνων (π.χ. στην Ηθική' του Σπινόζα*), παρόλο που αντιτίθενται στη φιλοσοφία του σχολαστικισμού*. Χαρακτηριστικά έργα αυτού του είδους είναι τα: Σούμμα για τα έμβια όντα (μετά το 1240) και Σούμμα Θεολογική (μετά το 1270) του Αλβέρτου του Μεγάλου*, Σούμμα κατά των εθνικών ή Σούμμα της φιλοσοφίας (γράφτηκε στα λατινικά το
30
1259-1264) και Σούμμα Θεολογική (στα λατινικά το 1267-1273) του Θωμά Ακινάτη*, Σούμμα της λογικής (δεκαετία του 1320) του Οκκαμ*. Ειδικότερα, ο όρος μας παραπέμπει στο θεολογικό - φιλοσοφικό έργο του Θωμά Ακινάτη. Συγκεκριμένα, η Σούμμα Θεολογική του περιλαμβάνει 3.000 περίπου άρθρα, τα οποία χωρίζονται σε τρία μέρη και αναφέρονται: το 1ο μέρος στον Θεό* και το έργο του, στη σχέση θεολογίας* και φιλοσοφίας* κ.λπ.· το 2ο μέρος σε ζητήματα της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας και της ηθικής* και το 3ο μέρος στον Χριστό και το έργο του, στην Εκκλησία και τα μυστήρια. Η Σούμμα κατά των εθνικών αποτελείται από τέσσερα βιβλία, τα οποία αφορούν: το 1ο βιβλίο στην ουσία του Θεού' το 2ο στη φύση των δημιουργημένων ουσιών το 3ο στην πορεία των θεϊκών έργων προς τον τελικό σκοπό και το 4ο βιβλίο στα δόγματα του χριστιανισμού*. Ευτυχία Ξυδιά
"Σούμα κατά των Εθνικών". ("Summa contra gentiles") ή "Σούμμα της φιλοσοφίας" ("Summa philosophiae"). Ενα από τα σημαντικότερα θεολογικά - φιλοσοφικά έργα του Θωμά Ακινάτη.· Αρχικός σκοπός του έργου ήταν ν' αποτελέσει ένα βοήθημα για τους ιεραποστόλους που απευθύνονταν στους "ειδωλολάτρες" (μουσουλμάνους)· γΓ αυτό και αποφεύγεται η "φυσική θεολογία", οι κοινές δηλαδή για τον χριστιανισμό*, τον ισλαμισμό* και τον ιουδαϊσμό γενικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις, καθώς και η συμμετοχή στη διαμάχη ανάμεσα σε κάποιες τάσεις του σχολακιστικισμού*. Η "Σούμα κατά των Εθνικών" γράφτηκε στα λατινικά το 1259-64 και το 1475 στη Ρώμη εκδόθηκε για πρώτη φορά. Χωρίζεται σε τέσσερα βιβλία, με διαφορετικό θέμα το καθένα. Ετσι, το 1ο βιβλίο αναφέρετα στην ουσία του θεού*' το 2ο στη φύση των δημιουργημένων ουσιών (εξετάζονται θέματα σχετικά με τη μορφή* και την ύλη*, την ενέργεια* και τη δύναμη*)· το 3ο ασχολείται με τον τελικό σκοπό των θεϊκών έργων (αριστοτελική ηθική και διδασκαλία περί θείας Πρόνοιας*) και το 4ο με τα χριστιανικά δόγματα, τα οποία γίνονται γνωστά με την αποκάλυψη και όχι με την ορθολογική θεώρησή τους (π.χ. θεία ενσάρκωση, Ανάσταση, τρισυπόστατος Θεός, λατρευτικά μυστήρια). Ευτυχία Ξυδιά
σούνυα. Με την έννοια του κενού (σούνυα) ο
σουφισμός Μαχαγιάνα Βουδισμός αρνήθηκε τη βραχμανικής καταγωγής éwoia της ουσίας και διακήρυξε ότι όλα τα πράγματα στερούνται μιας ξεχωριστής ουσίας* και κατά συνέπεια μόνο το κενό* υπάρχει. Τη θεωρία αυτή επεξεργάστηκε θεωρητικά ο διάσημος φιλόσοφος Ναγκαρτζούνα* προς το τέλος του 2ου π.Χ. αι. και συστηματοποίησε η σχολή Μαντυαμίκα", που ο ίδιος ίδρυσε. Η έννοια της κενότητας (σουνυάτα) δεν σημαίνει χάος, μηδέν, αλλά τονίζει ότι η πραγματικότητα είναι ένα πλέγμα από σχέσεις και εξαρτήσεις, από όπου λείπει μια αυθύπαρκτη και αυτόνομη ουσία. Ετσι υπερβαίνει όλες τις απόψεις, που στηρίζονται στις έννοιες του "Είναι"* ή του "Μη Είναι"* καθώς και τις παράγωγες απ' αυτές. Η λογική κενότητα συμβαδίζει με την οντολογική. Με τον τρόπο αυτό η θεωρία αυτή ωθεί τη βασική αρχή του Βουδισμού" για τη "μη ψυχή" (anatta) στην αυτοκατάργηση της. Αλίξ. Καριώτογλου
λέξης sutra είναι = νήμα και κατ' επέκταση: συρραφή πραγματεία. Πρόκειται για κείμενα που περιλαμβάνουν συντομότατους και δυσνόητους αφορισμούς, που δεν κατανοούνται χωρίς άλλα ερμηνευτικά σχόλια και δημιουργήθηκαν μετά τις Ουπανισάντ*, από το 500 π.Χ. κυρίως και μετά. Είναι κείμενα επεξηγητικά των Βεδών* (Sutras ή Vedangas), όπως η Siksha - Sutra (ορθή φωνητική Βεδών) ή Kalpa - Sutra (ορθή τέλεση των ιεροτελεστιών)· σούτρας είναι και οι έξι Vedangas, καθώς και οι έξι Darshanas, οι ορθόδοξο δρόμοι / τρόποι / όψεις της ινδουιστικής διδασκαλίας" δηλαδή τα βασικά κείμενα των ινδουιστικών διδασκαλιών είναι Sutras. Σχόλια στις σούτρες έγραψαν πολλοί ινδουιστές στοχαστές (Σάνκαρα*, Ραμανούτζα*, Γκαουνταπάντα* κ.ά.). Βιβλιογρ.: Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη. Αθήνα - Γιάννινα, 1992*, σσ 121124.
Ε Χ. Σουνιαβάντα, βλ. Μαντιαμίκα Σούππε Βίλχελμ (Schuppe, 1836-1913). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, οπαδός του ενυπαρξισμού* ή εμμονοκρατίας (immanentismus), κατά την οποία δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη συνείδηση και ό,τι υπάρχει, ακόμη και ο θεός*, είναι αναγκαίο περιεχόμενο της συνειδήσεως*. Με βάση τη θεωρία αυτή, ο Σούππε διατείνεται ότι το Εγώ* καθορίζεται εμπειρικά και είναι τελικό στοιχείο, μη επιδεχόμενο περαιτέρω ανάλυση, καθώς και ότι περιεχόμενο της συνειδήσεως του Εγώ είναι η "γνώσιμη πραγματικότητα". Επειδή όμως η εμμονοκρατική αυτή φιλοσοφική αντίληψη οδηγούσε κατευθείαν στην ακραία μορφή του "υποκειμενικού ιδεαλισμού"*, στον "σολιψισμό"*, προσπάθησε να αποφύγει τον σκόπελο, προσθέτοντας στη θεωρία του το αίτημα της καθολικής συνείδησης, η οποία προσδίδει στην "πραγματικότητα" χαρακτήρα αντικειμενικό. Με τον τρόπο αυτό έθεσε την υποκειμενική - ιδεαλιστική θεωρία μέσα σε ένα πλαίσιο αντικειμενικό - ιδεαλιστικό. Έργα του: Erkenntnistheoretische Logik, 1878· Grundzüge der Ethik und Rechtsphilosophie, 1881· Grundriss der Erkenntnistheorie, 1894. Απ. Τζ.
σουρρεαλισμός, βλ. υπερρεαλισμός σούτρας (sutras). Η κυριολεκτική σημασία της
Σούτς (Schütz). Αλφρεντ. (1899-1959). Αυστροαμερικανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος με έντονες επιδράσεις από τους Χούσσερλ* και Βέμπερ". Ιδρυτής της φαινομενολογικής κοινωνιολογίας, η οποία οδήγησε στην εμφάνιση της "κοινωνιολογίας της καθημερινότητας". Έργα: Collected Papers, V. 1-3, The Hague, 1962-1966· Reflections on the Problem of Relevance, New Haven, 1970' The Structures of Life-World (with Luckmann T.), v. 1-2, Evanston,1973-1984· Theorie der Lebensformen, Frankfurt/Main, 1981. Δ. π. σουφισμός. Με τον όρο αυτό αναφέρεται το μυστικιστικό ρεύμα στο Ισλάμ*. Αποδίδεται στην αραβική με τον όρο tasawwuf, που συνδέθηκε με την ελληνική λέξη "σοφός", το ashabi-suffa, την ομάδα των πιστών που πλαισίωναν τον Μωάμεθ στη Μεδίνα, τη λέξη safâ, που δηλώνει την καθαρότητα ή ακόμα με το jama-i sut, τον μάλλινο επενδύτη που φορούσαν οι ασκητές του Ισλάμ. Ο σουφισμός θεωρείται για το ορθόδοξο Ισλάμ παρέκκλιση, εφ' όσον η θρησκεία αυτή δεν νομιμοποιεί τον μυστικισμό*. Έγινε αποδεκτός και εξελίχτηκε μέσα στους κόλπους του σιιτικού Ισλάμ. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος, ειδικά ο σούφι, που δηλώνει τον εκλεκτό και καθαρό στην καρδιά, τοποθετείται σε ερωτική πορεία γνώσης και βίωσης του θείου. Κατοχυρώθηκε από ορι-
31
ΣουχραθαρντΙ σμένα χωρία του Κορανίου* και μάλιστα αυτό που λέει: "Εμείς είμαστε που πλάσαμε τον άνθρωπο και γνωρίζουμε τι εισηγήσεις του ψιθυρίζει η ψυχή του, γιατί είμαστε πιο κοντά σ' αυτόν παρά η φλέβα του λαιμού του" (50, 16). Παρά την κορανική του θεμελίωση ο σουφισμός κατά την εξέλιξη του δέχτηκε σημαντικές επιδράσεις από πολλές θρησκευτικές παραδόσεις και φιλοσοφικά ρεύματα, όπως τον ορθόδοξο χριστιανικό ασκητισμό, τον γνωστικισμό*, τον Βουδισμό*, τις αντιλήψεις των μονοφυσιτικών αιρέσεων κ.ά. Ως προς τη διδασκαλία του ο σουφισμός θέτει ως κύριο στόχο την ένωση του ανθρώπου* με τον Θεό*. Υπογραμμίζεται μια συγκεκριμένη οδός (tarîqa) προς επίτευξη του σκοπού. Κύρια οδός είναι ο νόμος του Κορανίου, με όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους πιστούς (sharîa), και οδηγεί σε μια εσωτερική κατάσταση (haqîqa). Για να φθάσει στην κύρια αυτή οδό πρέπει να περάσει ο μύστης από επτά στάδια κατά σειρά: μετάνοια, εγκράτεια, απάρνηση, πτώχεια, υπομονή, εμπιστοσύνη στον Θεό και ικανοποίηση. Ταυτόχρονα περνάει από δέκα καταστάσεις: διαλογισμός, στενή σχέση με τον Θεό, αγάπη, δέος, προσδοκία, ζήλος, οικείωση, απραξία, θεωρία και βεβαιότητα. Η γνώση του Θεού έρχεται με φώτιση και αποκάλυψη. Οι Σούφι χρησιμοποιούν μεταφορικά τους όρους fana (σβήσιμο), wajd (εύρεση), sukr (μέθη), sawa (ακρόαση), για να καταδείξουν το ύψιστο στάδιο της σουφικής έκστασης και την απώλεια του "εγώ". Η baqa, δηλαδή η βίωση της παραμονής στον Θεό, συνδυάζεται με την προφητική δραστηριότητα του Σούφι. Οι Σούφι έζησαν σε μοναστικές αδελφότητες ή σε τάγματα εγγάμων ή αγάμων ή ακόμα ως ασκητές. Διατυπώθηκαν πολλές πανθείστικές αντιλήψεις. Γενικά ο σουφισμός απευθύνθηκε στα ανήσυχα πνεύματα των οπαδών του Ισλάμ. Βιβλιογρ.: Α. J. Arberry, Sulism, London, 1950.- Α. Schimmel, Mystische Dimensionen des Islam. Die Geschichte des Sutismus, Köln, 1985.- Α. Καριώτογλου. Ορθοδοξία και Ισλάμ, εκδ. Δόμος. Αθήνα, 1995. Αλέξ. Καριώτογλου
ΣουχραβαρντΙ Σιχάμπ (as - Suhrawardi) (Ζαντζάν, Ιράν, 1155 περ. - Χαλέπ, Συρία, 1191). Φιλόσοφος και θεολόγος, εκπρόσωπος της "Σχολής της φώτισης", επεχείρησε να συνδέσει την παραδοσιακή φιλοσοφία* με τον μυστικισμό* δίνοντας μια νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία του Ισλάμ*. Εξαιτίας κάποιων πανθειστι-
32
κών στοιχείων στη διδασκαλία του, θανατώθηκε μετά από πρωτοβουλία των ορθόδοξων σοφών του Ισλάμ. Εγραψε πάνω από πενήντα έργα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει Η σοφία της φώτισης (Hikmat al - ishrâq). Χαρακτηριστική ήταν η επίδραση του Αριστοτέλη* στη σκέψη του, με τον οποίο, όπως και με τον Πλάτωνα*, ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Νικ. Οικονομίδης
σοφή άγνοια (docta ignorantia). Θεωρία των μυστικών φιλοσόφων, κατά την οποία ο άνθρωπος πρέπει να έχει την επίγνωση (σοφία) της αδυναμίας του να μάθει (άγνοια) την αλήθεια*, πράγμα που ισχύει κατεξοχήν προκειμένου για την αληθινή φύση του άπειρου Θεού*. Η φράση συναντάται για πρώτη φορά στα κείμενα του Αυγουστίνου* (4ος - 5ος αι.). Την ξαναβρίσκουμε στις επιστολές του Διονυσίου Αρεοπαγίτη* (5ος αι.), όπου διευκρινίζεται ότι όχι με τη γνώση, αλλά με τη μυστηριακή ζωή είναι δυνατή η θεώρηση της θείας ουσίας. Πολύ αργότερα ο Μποναβεντούρα* (13ος αι.), αναφερόμενος στη φράση αυτή, εξηγεί ότι άμεση εποπτεία του θεού είναι δυνατή μόνο με τον θείο φωτισμό (lumen superius) και όχι με τη γνώση. Αλλά και ο Νικόλαος Κουζάνος* (15ος αι.) διδάσκει ότι η "σοφή άγνοια" της θείας αλήθειας αποτελεί την αληθινή γνώση του θεού και ότι, μολονότι ο θεός είναι απρόσιτος και ακαθόριστος, εντούτοις είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτός με την ενόραση" και την έκσταση, επικαλούμενος τη "σύμπτωση αντιθέσεων" (coincidentia oppositorum) που συγκεντρώνονται στον θεό. Τέλος, ο Πασκάλ* (17ος αι.), χαρακτηρίζοντας ως απατηλά τα συμπεράσματα της απόλυτης λογικής, παραδέχεται μόνο την πίστη και την αποκάλυψη για την κατάκτηση της αλήθειας του θεού. Απ. Τζ.
σόφισμα, βλ. παραλογισμός σοφιστής / σοφιστές. Η σημασία του όρου "σοφιστής" (ρ. "σοφίζομαι") καταλαμβάνει ένα μεγάλο εννοιολογικό φάσμα στην αρχαία ελληνική φιλολογική και φιλοσοφική παράδοση. Ποιητές, "μουσικοί" και ραψωδοί, μάντεις και "προφήτες", οι επτά σοφοί, άλλοι διάσημοι και σοφοί άνδρες, πολλοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, διάφοροι εφευρέτες ή επινοητές πρακτικών δεξιοτήτων κατά καιρούς χαρακτηρίζονται συλλήβδην "σοφισταί". Ο Πρωταγόρας* στον
σοφιστική ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα* (316d - 317b) λέγει ότι σοφιστής σημαίνει αυτόν που γνωρίζει σπουδαία πράγματα ("των σοφών επιστήμονα") και, αφού δηλώνει ο ίδιος ευθαρσώς ότι είναι σοφιστής, θεωρεί ως προδρόμους του τον Όμηρο*, τον Ησίοδο* κ.λπ. Μεταχειρίζεται βέβαια τον όρο με τη μεταγενέστερη σημασία του, τη σύγχρονη μ' αυτόν, δηλαδή ως ειδικό σε κάποια τέχνη, σχεδόν ως επαγγελματία. Ηδη στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. η λέξη διατηρεί το θετικό της νόημα, δηλαδή σημαίνει τον γνώστη των πραγμάτων, αλλά δηλώνει συγχρόνως και την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να εξευρίσκει λύσεις και να δίνει απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Σοφιστής χαρακτηρίζεται π.χ. ο Πυθαγόρας* και ο Σόλων* (Ηρόδ. 4, 95 και 1, 29). Έτσι επιβεβαιώνεται η πληροφορία του Διογένη Λαέρτιου* (1, 12) ότι με τη λέξη "σοφιστής" οι παλαιοί χαρακτήριζαν γενικώς τους σοφούς άνδρες ("οι δε σοφοί και οοφισταί εκαλούντο"). Η είσοδος των σοφιστών στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Αθήνας κατά το δεύτερο μισό του 5ου αι. θα σημάνει την αρχή μιας νέας εποχής και ενός νέου κοινωνικού ήθους. Κλείνει ο κύκλος των ερωτημάτων για τη φύση* και τον κόσμο* και ανοίγει ο δρόμος για τον άνθρωπο" και τα προβλήματά του. Ακριβώς σ" αυτή την περίοδο μεταξιώνεται και το όνομα "σοφιστής" και φορτίζεται με αρνητική σημασία. Τις νέες σημάνσεις του όρου αυτού επισημαίνουμε στην αττική κωμωδία και ειδικά στον Αριστοφάνη (Νεφέλες), αλλά και σε άλλους κωμικούς ποιητές (Αμειψίας και Εύπολις). Ο Πλάτων βέβαια (με το όνομα του Σωκράτη) υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος των σοφιστών και οι δικές του καθολοκληρίαν αρνητικές κρίσεις επηρέασαν ολόκληρη την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια, όταν ο Hegel* αποκατέστησε το όνομα των σοφιστών και της σοφιστικής στο έργο του Παραδόσεις για την Ιστορία της φιλοσοφίας (1831). Βιβλιογρ.: Ε. Duprèel. Les sophistes Protagoras, Gorgias, Prodiais, Hippias, Neuchatel. 1948 (ανατ. 1980)."Hermes" 44 (1981), The Sophists and their Legacy (ουλλογ. έργο), Wiesbaden, 1981- W. K. A. Guthrie. Οι σοφιστές. μτφ. Δαμ. Τσεκουράκης, Αθήνα, 1981 (MIET).Jacqueline be Romilly, Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή, μτφ. Κακριδής, Αθήνα, 1994.- Βασ. Α. Κύρκος. Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός και Σοφιστική. Αθήνα. 1992'. Βασ. Κύρκος
"Σοφιστής" του Πλάτωνα. Πλατωνικός διάλογος, που θεωρείται συνέχεια του Θεαίτητου'.
Φ.Λ., Ε-3
Συζητά ο Σωκράτης με τον Θεόδωρο, τον Θεαίτητο και τον ελεάτη Ξένο, πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τους νεότερους μαθητές της ελεατικής σχολής. Ο ελεάτης Ξένος προκαλείται από τον Σωκράτη να ορίσει τι είναι ο σοφιστής*, τι ο πολιτικός, και τι ο φιλόσοφος. Τα δύο πρώτα θέματα αποτελούν και τίτλους πλατωνικών διαλόγων, ενώ για το τρίτο, το θέμα του φιλοσόφου, υπάρχει η άποψη ότι ο Πλάτων* δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να το γράψει, αφήνοντας έτσι αναπάντητο το ερώτημα τι είναι ο αληθινός φιλόσοφος και ποια η σχέση του με την πραγματική -και όχι την ιδανική- πολιτεία. Στον Σοφιστή εφαρμόζεται η μέθοδος της διαίρεσης. Προκειμένου δηλαδή να ορισθεί η τέχνη του σοφιστή, ο Πλάτων ξεκινάει από τη διαίρεση της τέχνης του ψαρά, που είναι πιο γνωστή και πιο κοινή, και με κατάλληλες διχοτομικές διαιρέσεις φτάνει στη σοφιστική τέχνη. Ο σοφιστής και η τέχνη του δέχονται ποικίλες κατηγορίες και επιθέσεις, γνωστές και από άλλους διαλόγους, που όμως εδώ κορυφώνονται και παίρνουν μοναδική ένταση. Βιβλιογρ.: Δ. Γληνού, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια στον 'Σοφιστή' του Πλάτωνα, εκδ. I. Ζαχαρόπουλου. Αθήνα. χ.χ. Γραμμ. Αλατζόγλου - θέμελη
σοφιστική. Η εμφάνιση της Σοφιστικής συναρτάται με πολλούς λόγους και συνδέεται με διάφορες αιτίες, δηλαδή με ορισμένες καταστάσεις, ιστορικές και κοινωνικές. Το κοινωνικό, στην ευρεία έννοιά του, αυτό φαινόμενο ήταν καρπός ώριμων κοινωνικών συνθηκών η εκδήλωση και η διαμόρφωση όμως της Σοφιστικής στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. ήταν απόληξη διεργασιών που είχαν αρχίσει ήδη από το τέλος του 6ου αι. Τα συγκλονιστικά για τον κόσμο των Ελλήνων ιστορικά γεγονότα, που είναι γνωστά ως "μηδικοί" ή "περσικοί πόλεμοι", επέδρασαν αποφασιστικά, όπως ήταν εύλογο, και στα κοινωνικά φαινόμενα και επέσπευσαν τις κοινωνικές εξελίξεις. Η Σοφιστική βέβαια εντάσσεται στα ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν τις κοινωνικές εξελίξεις και διαμορφώθηκε από τους παράγοντες εκείνους που είχαν αρχίσει να επηρεάζουν την κοινωνική και πολιτική ζωή των Ελλήνων μετά τους μηδικούς πολέμους. Επειτα από τη μεγάλη αυτή δοκιμασία, που έζησαν οι Ελληνες σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από μία γενεά, οι κοινωνικές ζυμώσεις επισπεύδονται και οι πνευματικές εξελίξεις ακολουθούν ραγδαίες.
33
σοφιστική Η νέα κοινωνία που διαμορφώθηκε τώρα, όχι μόνο (αλλά κυρίως) στην Αθήνα αλλά και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, είναι φιλόδοξη και απαιτητική, όπως είναι φυσικό. Απαιτεί καταρχήν μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας ανάλογο με το τίμημα που κατέβαλε στους μακροχρόνιους αγώνες που προηγήθηκαν. Αυτό σημαίνει καλύτερη παιδεία, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις και στα νέα δεδομένα της εποχής. Ακριβώς αυτά τα αιτήματα έρχονται να εκπληρώσουν και να "καλύψουν" οι σοφιστές και το κίνημα της Σοφιστικής. Οι δημοκρατικές ελευθερίες, που διευρύνονται ήδη από το τέλος του πρώτου μισού του 5ου αι., καθώς και οι νέες οικονομικές σχέσεις που δημιούργησαν τα πολιτικά δεδομένα, ευνοούν την εμφάνιση της Σοφιστικής και την απεριόριστη διάδοση των αντιλήψεων που εισάγει στην ελληνική κοινωνία. Η Σοφιστική στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. ανοίγει πρώτη τον διάλογο με τον άνθρωπο, ως κοινωνικό ον, και τα προβλήματά του. Από την άποψη αυτή αλλά και από πολλές άλλες απόψεις, η αρχαία Σοφιστική αποτελεί στην "Ιστορία της Φιλοσοφίας"* κίνηση αναγεννητική και ανανεωτικό φαινόμενο του φιλοσοφικού προβληματισμού, σε σχέση με την κοσμολογική πολυφωνία των Προσωκρατικών* φιλοσόφων. Και στους εκπροσώπους βέβαια της Σοφιστικής έχουμε πολυφωνία και σαφείς διαφορές, εκφράζουν εντούτοις, όπως και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, συλλογικά έναν κοινωνικό προβληματισμό που αναφαίνεται για πρώτη φορά στην Ιστορία των ιδεών. Πρώτοι οι σοφιστές, πριν από τον Σωκράτη* χρονικά, έθεσαν τα προβλήματα του ανθρώπου στο κέντρο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος. Κανένας σοφιστής, ωστόσο, από τους εκπροσώπους της αρχαίας Σοφιστικής δεν φιλοδόξησε να γίνει κοινωνικός αναμορφωτής, όσο κι αν το έργο τους και οι σκέψεις τους προπάντων έχουν σαφή χαρακτήρα κοινωνικής κριτικής. Αυτό τους αντιθέτει αμέσως προς τους μεγάλους φιλοσόφους, που όλοι λίγο ως πολύ φιλοδόξησαν να επηρεάσουν εκ του εμφανώς την πορεία των πολιτικών πραγμάτων. Η Σοφιστική εκφράζει περισσότερο τον σφυγμό και τη δυναμική μιας νέας εποχής στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο' συγχρόνως όμως ενσαρκώνει την αμφισβήτηση στους κόλπους μιας κοινωνίας που γνωρίζει δραστική μεταβολή αμέσως μετά τα Μηδικά. Γι' αυτό ο λόγος των σοφιστών είναι μάλλον πολιτικός και στην 34
ευρεία έννοιά του παιδευτικός. Τον φιλοσοφικό λόγο θα αναλάβει να αρθρώσει ο Σωκράτης και να καταγράψει ο Πλάτων*. Δεν πρέπει, ωστόσο, να μας εκπλήσσει η αντίδραση του Σωκράτη (ουσιαστικά του Πλάτωνα) προς τις θέσεις των σοφιστών δεν πρόκειται βέβαια για διαφωνίες που αφορούν μόνο στην εκπαίδευση των νέων ή γενικότερα παιδευτικά προβλήματα' αυτό είναι η επιφάνεια- ουσιαστικά πρόκειται για ριζική διαφορά απέναντι σ' ολόκληρο το φάσμα της ζωής, δηλαδή για διαφορετικό κοινωνικό προσανατολισμό. Από τη διαφορά αυτή, ως επιγενόμενο, θα προκύψουν η διαφορετική αντίληψη για την εκπαίδευση και δευτερευόντως (αλλά ως λογικό επακόλουθο) τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα. Η σκέψη των σοφιστών είναι, εντέλει, η θεωρητική έκφραση του κοινωνικού τους προβληματισμού. Οι αντιλήψεις των σοφιστών για την "πολιτική τέχνη", για τον νόμο* και το δίκαιο*, τη θρησκεία* και τους θεούς, για τις κοινωνικές διακρίσεις και τις διανθρώπινες σχέσεις γενικότερα, οι προτάσεις τους για την παιδεία και την αγωγή, η "εισαγωγή" της ρητορικής τέχνης (Γοργίας*) στη δημόσια ζωή ως μέσο πολιτικής επικράτησης και κοινωνικής ανάδειξης, όλα αυτά στοιχειοθετούν πράξεις πολιτικές με εμφανείς πολιτικούς στόχους και όχι απλώς προτάσεις εκπαιδευτικής πολιτικής. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια αλλαγής των συστημάτων αγωγής, έτσι ώστε να μας επιτρέπεται να μιλάμε για μια (εκ)παιδευτική κίνηση, αλλά για μια γενική αντιπαράθεση με τους κοινωνικούς θεσμούς. Δικαιολογημένα, λοιπόν, πολλοί μελετητές χαρακτήρισαν τη Σοφιστική ως κοινωνικό φαινόμενο με πολυδιάστατη στόχευση. Η έρευνα σήμερα δέχεται χωρίς επιφυλάξεις ότι οι σοφιστές υπήρξαν όχι μόνο η πνευματική πρωτοπορία της εποχής, δηλαδή στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., αλλά αναγνωρίζεται και η συμβολή τους στην ανάπτυξη της επιστήμης*, ακριβέστερα του επιστημονικού πνεύματος. Οπως είναι γνωστό, σημαντικότερο από επιστημονική άποψη θεωρείται ο τρόπος και η μέθοδος έρευνας των προβλημάτων και οι σοφιστές, πρώτοι αυτοί στην ιστορία της επιστήμης και της φιλοσοφίας*, ανέπτυξαν την αποδεικτική γνώση και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις επιστημολογικών διακρίσεων (γλώσσα, δίκαιο, νόμοι, θρησκεία κ.λπ.). Την αρνητική στάση του Πλάτωνα απέναντι στη Σοφιστική στο σύνολό της, αυτή που δέ-
Σπαν σποσε σ' όλη την αρχαιότητα, αντιμετώπισε στα νεότερα χρόνια ο Hegel*. Στο έργο του Σημειώσεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, 1832, αποκατέστησε το κύρος της Σοφιστικής και την είδε ως κίνημα διαφωτιστικό: κατ' αναλογία προς τον νεότερο Διαφωτισμό* μίλησε για αρχαίο Ελληνικό διαφωτισμό και είδε σ' αυτή τη "μεταστροφή" (konversion) του "πνεύματος" από την αντικειμενικότητα προς την υποκειμενικότητα. Με τον Hegel αρχίζει μια νέα θεώρηση της αρχαίας Σοφιστικής- τις απόψεις του ακολούθησε ο περίφημος Αγγλος ιστορικός George Grote (1846) και έκτοτε έγινε παράδοση, μολονότι επιμένουν μερικοί να παραμένουν προσκολλημένοι στις αντιλήψεις του Πλάτωνα.
τους παραλογισμούς* ("παρά Τον λόγον"). Το βιβλίο αποτελεί μια μελέτη των παραλογισμών γενικότερα: οι παραλογισμοί διακρίνονται σε δύο βασικά είδη / ομάδες: σ' εκείνους που συναρτώνται με τη χρήση της γλώσσας ("παρά την λέξιν" 4, 165b 23) και είναι έξι τον αριθμό: (1) η αμφισημία των λέξεων ("ομωνυμία"), (2) η αμφισημία στη δομή της πρότασης ("αμφιβολία"), (3) η εσφαλμένη σύνδεση των λέξεων μεταξύ τους ("σύνθεσις"), (4) ο εσφαλμένος διαχωρισμός των λέξεων μέσα στην πρόταση ("διαίρεσις"), (5) η παρερμηνεία του γραπτού λόγου, HOU μπορεί να οφείλεται σε εσφαλμένο τονισμό των λέξεων ("προσωδία"), (6) το εσφαλμένο συμπέρασμα που προκύπτει από τη γραμματική χρήση των λέξεων, π.χ. υγιαίνειν: μια κατάσταση, τέμνειν: μια πράξη (το σχήμα Βιβλιογρ.: C. J. Classen (εκδ.). "Sophistik". σειρά άρθρων. της λέξεως). Η δεύτερη ομάδα ή είδος των παDarmstadt, 1976.- Π. Καλλιγάς (επιμ.), Ο Γοργίας και η Σοφιστική, στο περ. "Δευκαλίων" 36 (1981).- Κ. M. Dietz, ραλογισμών είναι οι "έξω της λέξεως", δηλαδή οι παραλογισμοί που είναι ανεξάρτητοι από τη Protagoras von Abdera, Διατρ., Bonn. 1976.- Ελλην. Φιλοσ. Εταιρεία, "Η αρχαία Σοφιστική" (Πρακτικά Α' Διεχρήση της γλώσσας, και είναι εφτά τον αριθθνούς Συνεδρίου) (Αθήνα, 1982), Αθήνα, 1984.- Η. μό: (1) το συμβεβηκός, (2) ο συλλογισμός Gompez. Sophistik und Rhetorik, Leipzig, 1912 (ανατύπ. παρά το απλώς ή μη απλώς, (3) η άγνοια ελέγDarmstadt, 1985).- Βασ. Α. Κύρκος, Αρχαίος ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Αθήνα, 1992*.- G. Β. Kerlerd, χου, (4) η λήψις του ζητουμένου, (5) ο παρά το The Sophistic Movement, Cambridge, 1981.- F. Tenbruck, επόμενον έλεγχος, (6) ο παρά το μη αίτιον ως Zur Soziologie der Sophistik, στο "Neue Hefte für philos." αίτιον και (7) συσσωρευμένες ερωτήσεις που 10(1976), O. 51-77. παραπλανούν. Boo. Κύρκος
"Σοφιστικοί έλεγχοι". Το έργο αυτό του Αριστοτέλη* είναι γνωστό με τον τίτλο αυτό από την ύστερη αρχαιότητα αλλά ως το ένατο βιβλίο του μεγαλύτερου έργου του Τοπικά. Ο τίτλος / ονομασία του οφείλεται στις πρώτες λέξεις της εισαγωγής του ("Περί δε των σοφιστικών ελέγχων και.... λέγωμεν αρξάμενοι..., 164α 20), γι' αυτό οι εκδόσεις της Οξφόρδης το συναριθμούν στον ίδιο τόμο με τα Τοπικά (τελευταίο βιβλίο). Η έρευνα πιστεύει ότι το έργο απαρτίσθηκε από τμήματα συναφή προς τη θεματική των Τοπικών, ίσως όταν ο Αριστοτέλης έδινε σ" αυτά την οριστική μορφή τους, είναι δηλαδή ένα συμπλήρωμα των Τοπικών και πρέπει να το κατατάξουμε μάλλον στα μεταγενέστερα έργα του. Ο τίτλος του έργου σημαίνει τις ανασκευές των σοφιστικών επιχειρημάτων και αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι τα επιχειρήματα των σοφιστών αποβλέπουν στην εξαπάτηση των ακροατών ή τουλάχιστον ό,τι προέρχεται από τη "λογική", την επιχειρηματολογία των σοφιστών έχει αρνητικό χαρακτήρα. Επομένως πρέπει ο ακροατής ή ο μελετητής να μάθει να αντιμετωπίζει και να ανασκευάζει τα σοφιστικά επιχειρήματα, που συγκροτούν
Βιβλιογρ.: Η. Maier, Syllogistik des Aristoteles,3 τόμ., Tubingen, 1896-1900.- F. Solmsen, Entwicklung der aristotelischen Logik und Rhetorik, Berlin, 1929.- P. Gohlke. Die Entstehung der aristotelischen Logik, Berlin, 1936.- J. W. Miller, The Structure of Aristotle's Logic, London, 1938.- C. A. Viano, La Logica di Aristotele, Turino, 1955. Βασ. Κύρκος
ΣοφονΙας ο μοναχός (14ος αι.). Βυζαντινός αριστοτελικός φιλόσοφος. Ακολουθώντας την παράδοση της εποχής του και πιστεύοντας και ο ίδιος ότι οι παραφράσεις καθώς και τα σχόλια των υπομνηματιστών είναι απαραίτητα για την κατανόηση των κειμένων του Αριστοτέλη*, έγραψε αρκετές παραφράσεις των έργων του Σταγιρίτη φιλοσόφου. Απ. Τζ.
Σπαν Οτμαρ (Spann, 1878-1950). Αυστριακός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, εισηγητής της θεωρίας του "ουνιβερσαλισμού". Ξεκινώντας από τη βασική αρχή ότι το όλο προηγείται των μερών από τα οποία αυτό απαρτίζεται, διατύπωσε την άποψη ότι αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας δεν πρέπει να είναι το άτομο ως μονάδα, αλλά ως μέλος του κοινωνικού συνό-
35
Σπένγκλερ λου. Ο ατομισμός", αλλά και ο υλισμός* απορρίπτονται από τον Σπαν, διότι και στις δύο αυτές τάσεις κυριαρχεί, κατ' αυτόν, ένας μηχανιστικός χαρακτήρας. Οραματίστηκε επίσης μια κοινωνία συγκροτημένη στη βάση των ταξικών διακρίσεων και της αυστηρής ιεραρχίας, έχοντας ως πρότυπα τόσο τις κάστες* των Ινδιών, όσο και τις συντεχνίες του μεσαίωνα. Το ιδεώδες του αυτό άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση στο εθνικιστικό ρεύμα της Γερμανίας, προτού ακόμη ανεβούν στην εξουσία οι εθνικοσοσιαλιστές. Έργα του: Νεκρή και ζώσα επιστήμη, Το αληθινό κράτος. Οι πλάνες του μαρξισμού, Κύρια σημεία της ουνιβερσαλιστικής αντιλήψεως περί κράτους. Απ. Τζ.
Σπένγκλερ (Spengler) Οσβαλντ. Γερμανός φιλόσοφος, γνωστός κυρίως για τη φιλοσοφία του της ιστορίας. Γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1936. Σπούδασε μαθηματικά, φυσικές επιστήμες, ιστορία* και φιλοσοφία*, ενώ η διδακτορική του διατριβή ήταν για τον Ηράκλειτο*. Καθιέρωσε μια μεταφυσική της ιστορίας, από την οποία επηρεάστηκε και το γενικό ιστορικό σχήμα του Α. Toynbee, κι έγινε γνωστός με το ιδιαίτερα δημοφιλές έργο του Η παρακμή της Δύσης (Der Untergang des Abendlandes), που δημοσιεύτηκε at δύο τόμους, ο πρώτος το 1918 και ο δεύτερος το 1922. Με το έργο του αυτό προβάλλει με προφητικό πνεύμα τη δυσαρέσκεια και την απαισιοδοξία του για τον δυτικό πολιτισμό, δεχόμενος επιδράσεις από τους G. Vico*, J. G. Herder*, Goethe', F. Nietzsche*, καθώς και από τη "φιλοσοφία της ζωής" των Σοπενχάουερ* και Dilthey*. Το ιστορικό σχήμα το οποίο πρότεινε αποτελεί μια μορφολογία της παγκόσμιας ιστορίας βασισμένη σε μια σειρά "κλειστών" πολιτισμών, που αναπτύσσονται και φθίνουν νομοτελειακά, και στηρίζεται στην έννοια της ιστορικής έρευνας θεωρούμενης ως μιας "φιλοσοφίας του πεπρωμένου". Συγκεκριμένα, ο Spengler -σε αντίθεση με τις διδασκαλίες της ενιαίας και συνεχούς προόδου- πιστεύει σε μια θεωρία ανάπτυξης, ωρίμανσης και καταστροφής των πολιτισμών. Θεωρεί ότι η ιστορία κατακερματίζεται σε οχτώ πολιτισμικούς κύκλους: τον αιγυπτιακό (από το 2.830 π.Χ.), τον βαβυλωνιακό (από το 2.650 π.Χ.), τον ινδικό (από το 1.500 π.Χ.), τον κινεζικό (από το 1.700 π.Χ.), τον ελληνικό (από το 1.100 π.Χ.), τον αραβικό, τον δυτικοευρωπαϊκό και τον μεξικανικό. Οι πολιτισμοί αυτοί είναι 36
αυτόνομοι και "κλειστοί" (δεν επιδρούν ο ένας στον άλλον) και σαν ζωντανοί οργανισμοί διέπονται από έναν γενικό νόμο ανάπτυξης και, μετά από έναν βιολογικό κύκλο 1.000 περίπου ετών, καταστρέφονται. Η ανάπτυξη των πολιτισμών ακολουθεί κάποιες φάσεις που είναι κοινές για όλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πολιτισμοί υπόκεινται σε νόμους κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους, αφού ο Spengler αρνείται τόσο την ιστορική νομοτέλεια, όσο και την ιστορική αιτιότητα. Οι παράδοξες απόψεις του Spengler δικαιολογούνται σαφώς από το γεγονός της θεώρησης της ιστορίας από αυτόν όχι ως επιστήμης* αλλά ως ποίησης. Λέει χαρακτηριστικά: "Τη φύση πρέπει να την πραγματεύεται κανένας επιστημονικά, ενώ για την ιστορία πρέπει να κάνει ποιητική σύνθεση". Έτσι η ιστορία δεν αποτελεί βοηθητικό μέσο της επιστήμης*, αφού: "για τη γνώση της φύσης πρέπει να μορφώνεται κανείς, ο γνώστης της ιστορίας γεννιέται". Οι πολιτισμικοί κύκλοι, κατά τον Spengler, οδηγούνται αναπόφευκτα προς την παρακμή και την καταστροφή. Αυτή η καταστροφή επέρχεται όταν ο πολιτισμός μετατρέπεται σε τεχνολογικό πολιτισμό (πράγμα που αποτελεί για τον ίδιο ξεκάθαρο σημάδι της παρακμής). Έτσι χαρακτηριστικά στοιχεία παρακμής του δυτικού πολιτισμού θεωρούνται η ανάπτυξη της τεχνολογίας*, ο ορθολογισμός', η δημοκρατία*, η δημιουργία μεγαλουπόλεων. Ο τεχνικός πολιτισμός καταστρέφει τις δημιουργικές δυνατότητες του εκάστοτε πολιτισμικού κύκλου και τον οδηγεί αναπόφευκτα στην καταστροφή. Συνεπώς απέναντι στην έννοια της ιστορικής νομοτέλειας ο Spengler αντιπαραθέτει μια έννοια πιο ισχυρή και πιο κυρίαρχη, αυτήν του ιστορικού πεπρωμένου. Αυτό το "ιστορικό πεπρωμένο" καθορίζει την ανάπτυξη και την ακολουθία των πολιτισμικών κύκλων, που γεννιούνται, αναπτύσσονται και πεθαίνουν, χωρίς ο ένας να επιδρά στον άλλον. Έτσι, ο Spengler καταλήγει στη θεώρηση της ιστορίας ως μιας πορείας που δεν καθορίζεται ούτε από τον Θεό* ούτε από τον άνθρωπο*, αλλά μόνο από το πεπρωμένο και που ουσιαστικά δεν έχει σκοπό*. Η "φιλοσοφία της ιστορίας"* πρέπει να ερευνά τις μορφές που παίρνει αυτή η "μοιραία πορεία" που ονομάζεται ιστορία και να βοηθά κατ' αυτόν τον τρόπο στην εκπλήρωση του ιστορικού πεπρωμένου. Κυριότερο έργο του: Der Untergang des Abendlandes (1918-1922). Βιβλιογρ.: H. S. Hughes, Oswald Spengler, London.
Σπένσερ 1952.- θ. Βέικος, θεωρία και μεθοδολογία της ιστορίας. Θεμέλιο, 1987. Αθαν. Κοκολόγος
νος στην άποψη αυτή προσπάθησε να δείξει πως υπάρχει μια ανακατανομή της ύλης και της κίνησης, που οδηγεί στη μεταβολή από το ομοιόμορφο στο πολύμορφο σε όλα τα είδη Σπένσερ (Spencer) Χέρμπερτ {27/4/1820, του γίγνεσθαι, στα ουράνια σώματα, στους ορΝτέρμπυ - 8/12/1903, Μπράιτον). Αγγλος φιλόγανισμούς και στις ανθρώπινες κοινωνίες. Με οοφος και κοινωνιολόγος, θετικιοτής, βασικός αυτό τον τρόπο δικαιολογείται η εξέλιξη από εκπρόσωπος του "δαρβινισμού κοινωνικού"* τις πιο απλές κοινωνίες, όπου υπάρχει η ομοικαι εισηγητής μιας οργανισμικής θεωρίας της ογένεια, σε πιο σύνθετες και περίπλοκες, κοινωνιολογίας*. Προερχόμενος από μεσοαόπου, λόγω της διαδικασίας της διαφοροποίηστική οικογένεια Διαφωνούντων (διαμαρτυρόμενη μειονότητα εκτός της Αγγλικανικής σης, συναντώνται ετερογενή στοιχεία: η απλή Εκκλησίας), δέχτηκε επιρροές από τον θετικι- κοινωνία ανθρώπων που αποτελείται από την σμό* του Κοντ*, τον αγνωστικισμό* του Χιουμ*, οικογένεια και ο κάθε άνθρωπος είναι συγχρόαπό τον καντιανισμό και από τη φυσική φιλο- νως πολεμιστής, τεχνίτης, κυνηγός κ.λπ. γίνεσοφία του Σέλλινγκ*. Στο φιλοσοφικό επίπεδο ται πιο περίπλοκη και ετερογενής όσο διαφοσυναντά την καντιανή φιλοσοφία εκκινώντας ροποιείται σε φυλές και έθνη. από τον χωρισμό του κόσμου σε γνώσιμο και Επηρεασμένος από τον Μάλθους και τη θεωαγνώσιμο. Αφού η επιστήμη* δεν μπορεί να ρία του για τους φυσικούς πόρους, υποστήριξε εισδύσει στην ουσία των αισθητηριακών αντι- την αυτόματη προσαρμογή των πληθυσμών λήψεων, η ύλη, η κίνηση και η δύναμη είναι στα μέσα συντήρησης. Με αυτό συνδυάζεται η μόνο σύμβολα της άγνωστης τελικά πραγματι- θεωρία του για την επιβίωση του ισχυροτέρου και η άποψη ότι η κατάκτηση ενός λαού από κότητας. Στο κοινωνιολογικό επίπεδο, οι βασικές επι- έναν άλλο υπήρξε κατά κανόνα η νίκη του κοιδράσεις του προέρχονται από τον Μάλθους* νωνικού επί του αντικοινωνικού ή του περισσόκαι συγκεκριμένα το δοκίμιό του Περί πληθυ- τερο προσαρμοσμένου πάνω στο λιγότερο σμού του 1798, όπως και από τη θεωρία του προσαρμοσμένο και άρα καταδικασμένο να εΔαρβίνου*, του οποίου το έργο Περί καταγω- ξαφανιστεί, όπως είχε δείξει η δαρβινική θεωγής των ειδών, που δημοσιεύεται το 1859, βρί- ρία για τους έμβιους οργανισμούς. σκει ένθερμο οπαδό σε κοινωνικό επίπεδο τον Ο Σπένσερ θέλησε, μέσω της αντίληψης που Σπένσερ. Ήδη, όμως, ο τελευταίος, στο βιβλίο είχε για την κοινωνιολογία*, να δείξει ότι οι άντου Κοινωνική στατική ( 1850), προβαίνει σε μια θρωποι δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στις φυσιπρώτη διατύπωση της κοινωνιολογικής θεω- κές διαδικασίες όπως αυτές εκτυλίσσονται ρίας του: τόσο στους βιολογικούς οργανι- στην κοινωνία*. Η φύση* είναι προικισμένη με σμούς όσο και στην κοινωνία, η πρόοδος συνί- μια τάση να απαλλάσσεται από τους αδύνασταται σε μετάβαση από καταστάσεις όπου μους και να αφήνει τον χώρο ελεύθερο για όμοια μέρη επιτελούν όμοιες λειτουργίες σε τους καλύτερους. Με τον όρο καλύτερους δεν καταστάσεις όπου ανόμοια μέρη επιτελούν α- εννοεί τους ηθικά καλύτερους αλλά τους υγιένόμοιες λειτουργίες. Πρόκειται δηλαδή για μια στερους και ευφυέστερους. Εκείνος που χάνει μετάβαση από την ομοιομορφία στην πολυ- τη ζωή του από βλακεία, ελάττωμα ή τεμπελιά μορφία. βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τους άρρωθα εισαγάγει, στη συνέχεια, τη θεωρία του για στους ή τους ανάπηρους. την "καθολική εξέλιξη". Ο Σπένσερ προσπαθεί Εδώ εντάσσονται και δικαιολογούνται και οι ανα ανακαλύψει τους καθολικούς νόμους της ε- πόψεις του Σπένσερ για την κοινωνική πολιτιξέλιξης και κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμ- κή. ΓΓ αυτόν το κράτος είναι μια ομόρρυθμη εβάνεται τη μετάβαση από την ομοιογένεια ταιρία αμοιβαίας προστασίας. Μεταξύ, όμως, στην ετερογένεια ως καθολικό νόμο της προό- υγιών και ικανών μελών. Οι ανάπηροι, για παδου, πράγμα που ισχύει εξίσου τόσο για την α- ράδειγμα, δεν πρέπει να χαίρουν κρατικής νόργανη όσο και την οργανική ή υπεροργανική προστασίας. Αυτές που σήμερα αποκαλούμε (κοινωνική) μορφή οργάνωσης. Η αιτία της υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (υγεία, έκδοση και τάσης αυτής, κατά Σπένσερ, είναι η αστάθεια ρύθμιση χρήματος κ.λπ.) όπως και η παιδεία του ομοιογενούς: διάφορες δυνάμεις επι- είναι δραστηριότητες απαγορευμένες για το δρούν πάνω στα μέρη του και προκαλούν δια- κράτος. Εξού και όταν η βρετανική κυβέρνηση φορές στη μελλοντική του εξέλιξη. Στηριζόμε- έπαιρνε μέτρα σε κάποιον από τους παραπάνω
37
Σπετ τομείς, ο Σπένσερ κατηγορούσε με δημόσιες επιστολές την κυβέρνηση για τη βλακεία της να προσπαθεί να παρέμβει στην φυσική εξέλιξη των κοινωνικών πραγμάτων. Η θεωρία της "οργανικής αναλογίας" του Σπένσερ στηρίζεται στην ταύτιση που επεχείρησε να κάνει μεταξύ κοινωνίας και βιολογικού οργανισμού, επισημαίνοντας μια σειρά ομοιοτήτων. Οι διαφορές που επεσήμανε, ωστόσο, δείχνουν και την ατομικιστική κατεύθυνση της θεωρίας του, πράγμα που δύσκολα συμβιβάζεται με μια οργανισμική αντίληψη. Βασική του θέση εδώ η ελευθερία του ατόμου και το ότι η κοινωνία υπάρχει μόνο προς όφελος του ατόμου. Σήμερα, η οργανική αναλογία απορρίπτεται ολοκληρωτικά από την κοινωνιολογία, που αποδέχεται και εξετάζει την κοινωνία ως σύστημα. Εξάλλου, οποιαδήποτε βιολογική μεταφορά στην κοινωνιολογία θεωρείται όχι μόνο αβάσιμη αλλά και κοινωνικά επικίνδυνη, που μπορεί να οδηγήσει σε θεωρητική υποστήριξη ρατσιστικών και φασιστικών καθεστώτων, όπως έγινε με τον ναζισμό Που εμπνεύστηκε την "περί υπεροχής της αρείας φυλής" θεωρία του από τον κοινωνικό δαρβινισμό. Ο Σπένσερ και οι ιδέες του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή του, μια εποχή άκρατου φιλελευθερισμού, τόσο στην Αγγλία όσό -και κυρίως- στις ΗΠΑ, όπου σε επίσκεψή του εκεί το 1882 αποθεώνεται. Την εξελικτική θεωρία του Σπένσερ, γνωστή πλέον ως "Κοινωνικός Δαρβινισμός", ακολούθησαν οι Γουώλτερ Μπέητζχοτ, Λούντβιχ Γκούμπλοβιτς*, Γκούσταβ Ράτσενχόφερ κ.ά. Δημ. Τοατσούλης
Σπετ Γκουστάβ Γκουστάβοβιτς (1879-1940). Ρώσος ιδεαλιστής φιλόσοφος, οπαδός της φαινομενολογίας* του Χούσσερλ" και της θεωρίας του Εγελου* (Hegel) περί της εξελισσόμενης ιδέας και της αρχής του διαρκούς γίγνεσθαι. Βάση της θεωρίας του είναι η καθολική φιλοσοφική αντίληψη, την οποία αναζητά στα πρώτα αίτια και τις αρχές του Είναι', δηλαδή στα νοήματα, στα είδη και τις ιδέες. Η αλήθεια, κατά τον Σπετ, δεν είναι τόσο προϊόν της εμπειρίας* όσο της διαίσθησης, όπως την αντιλαμβάνονται οι Ντεκάρτ*, Σπινόζα* και Λάιμπνιτς*, κατά τους οποίους η διαισθητική θέαση της ουσίας* μπορεί να εκφραστεί πλήρως με τα διανοητικά μέσα, με τους λογικούς ορισμούς, παρά την αμεσότητα που διαθέτει 38
το λογικό στην αντίληψη της ουσίας. Με την έννοια αυτή η διαμεσολάβηση της διαίσθησης επενεργεί ως απόδειξη και περιγραφή. Κατά τον Σπετ επίσης η "φιλοσοφία της γλώσσας"* είναι η βάση της "φιλοσοφίας του πολιτισμού"*. Εργα του: Φαινόμενο και νόημα (1914), Η ιστορία ως πρόβλημα της λογικής (1916), Δοκίμιο για την ανάπτυξη της ρωσικής φιλοσοφίας ( 1922), Εισαγωγή στην εθνική ψυχολογία (1927), Η εσωτερική μορφή του λόγου (1927). Απ. Τζ.
Σπεύσιπος (Αθήνα, περ. 410-339 π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος. Γιός της αδελφής του Πλάτωνα*, μαθητής, συνεργάτης, κληρονόμος και διάδοχός του στη διεύθυνση της Ακαδημίας* (347-339). Φαίνεται ότι ο Σπεύσιππος πραγματεύτηκε πολλά ηθικοπολιτικά θέματα, όπως η φιλία, η ηδονή, ο πλούτος, ο νόμος* και η δικαιοσύνη. Ωστόσο το σημαντικότερο και το μεγαλύτερο έργο του πρέπει να ήταν οι Διάλογοι των περί την πραγματείαν ομοίων, σε δέκα βιβλία. Με αυτό ο Σπεύσιππος, παρακινημένος προφανώς από τον Πλάτωνα* να συγκεντρώσει στοιχεία από τον φυσικό κόσμο, τα οποία θα βοηθούσαν στη θεμελίωση της πλατωνικής οντολογίας* με τον προσδιορισμό της σχέσης "είδους"* και "γένους"*, μελέτησε σε μεγάλη έκταση τις ομοιότητες (τα "όμοια") σε διάφορα ζώα και φυτά και επιχείρησε τη "διαίρεσίν" τους σε κατηγορίες, πετυχαίνοντας έτσι να κάνει πρωτοποριακή συμβολή στην ανάπτυξη της μεθόδου των βιολογικών ερευνών. Στον τομέα της οντολογίας ο Σπεύσιππος ταύτισε τις πλατωνικές "ιδέες" με τους αριθμούς, στους οποίους όμως, σε συμφωνία με τον Πλάτωνα και σε αντίθεση με τους Πυθαγορείους*, απέδωσε υπερβατική οντότητα. Εξάλλου, απομακρυνόμενος από τον Πλάτωνα, χώρισε το απόλυτο Ενα από την ιδέα του αγαθού και θεώρησε τον "νουν"ως "ιδιοφυή" ενώ, προπορευόμενος του Αριστοτέλη*, χώρισε την "ουσίαν" των πραγμάτων σε δέκα κατηγορίες, χωρίς όμως να προϋποθέτει το τελεολογικό κριτήριο της αριστοτελικής σκέψης. Ακόμα, διατηρώντας προσβάσεις στους Πυθαγορείους, εννοούσε την ψυχή με διαστάσεις μέσα στον )^ώρο. Τέλος, όριζε την "ευδαιμονία" ως απόκτηση αγαθών που είναι σύμφωνα με τη φύση και, προοιωνιζόμενος την επικούρεια Ηθική*, θεωρούσε ως ιδανική κατάσταση την "αοχλησία", την οποία τοποθετούσε ανάμεσα
Σπινόζα στον "ορισμό" ή στην έννοια ενός αντικειμένου της γνώσης -όπως η Βίβλος- και στην "ερμηνεία" του. Η έννοια αντιστοιχεί στο καθεβιβλιογρ: M. Isnardi Parente. Speusippo. Frammenti, στώς της αλήθειας ενός πράγματος και, εφόNapoli. 1980. σον είναι εμμενής σ' αυτό, μπορεί να αποτελέΕ. Ν. Ρούσσος σει αντικείμενο εξήγησης μέσω του λόγου, Σπινόζα (Spinoza) Μπαρούχ. Γιος εβραίων ε- ενώ η ερμηνεία* συνιστά την απόδοση ενός εμπόρων, ο Σπινόζα γεννήθηκε στο Αμστερ- ξωτερικού ως προς το αντικείμενο νοήματος νταμ το 1632 και η οικογένειά του τον προόρι- και, συνεπώς, το τελευταίο μπορεί να συλληζε για ραββίνο. Από το 1654 διευθύνει επί δύο φθεί μόνο μέσα από την Αποκάλυψη. Η κριτική χρόνια την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά, έ- του κειμένου της Βίβλου συνίσταται κατά τον χοντας αποπεμφθεί από την εβραϊκή κοινότη- Σπινόζα στο να υποβάλει την αφήγησή του τα, αποσύρεται στη Χάγη, όπου του προσφέ- στην ιστορική κριτική, η οποία είναι η μόνη που ρεται μια έδρα φιλοσοφίας, την οποία όμως μπορεί να μας κάνει γνωστή τη σκέψη των δεν αποδέχεται. Ζώντας απομονωμένος, αφιε- προφητών. Κατ" αυτόν τον τρόπο ο Σπινόζα ειρώθηκε στην επεξεργασία του έργου του, στο σάγει τη διάκριση ανάμεσα στον τομέα της πίοποίο είναι εμφανείς οι επιρροές του καρτε- στης* και σε εκείνον του λόγου*. σιανισμού. Κατά τη διάρκεια της ζωής του δη- Η διάκριση αυτή είναι κεντρικής σημασίας για μοσίευσε τις Αρχές της φιλοσοφίας του Καρ- την αντίληψη της πολιτικής και της σχέσης της τέσιου ( 1663) και τη Θεολογικο-πολιτική πραγ- με τη θρησκεία*, όπως αυτή διατυπώνεται στη ματεία'(1670). Μετά τον θάνατό του (1677), Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία. Ο Σπινόζα δημοσιεύτηκε η Σύντομη πραγματεία, όπου θεμελιώνει τη θεωρία του στο αξίωμα ότι ο παρουσιάζει τα βασικά στοιχεία της θεωρίας σκοπός της θεολογίας* είναι να καταστήσει του, καθώς και το κυριότερο έργο του, η δυνατή την υπακοή: η ανάλυση της Βίβλου μέσω του λόγου οδηγεί τον άνθρωπο στο να αΗθική'. 0 Σπινόζα είναι γνωστός για τη ρηξικέλευθη γαπήσει τον θεό, ενώ η Αποκάλυψη τον εξασκέψη του, για την αναστάτωση που προκάλε- ναγκάζει να υποταχθεί σ' Αυτόν. Στο πολιτικό σαν οι ιδέες του στην εποχή του, αλλά και για επίπεδο, η πίστη στην Αποκάλυψη και η συνατις διαμάχες που ακολούθησαν σχετικά με το φής απόδοση ενός υπερφυσικού νοήματος έργο του στον χώρο της φιλοσοφίας*. Ήρθε, στη Βίβλο έχουν ως βασική λειτουργία την υκατ' αρχήν, σε αντίθεση με τις κρατούσες αντι- πακοή και την υποταγή των πολιτών στο κράλήψεις λόγω της αμφισβήτησης του ιερού χα- τος. ρακτήρα και της αυθεντικότητας του Ευαγγε- Η κριτική του Σπινόζα στο κράτος στηρίζεται λίου -που το κατέτασσε μεταξύ των ιστορι- όμως κυρίως στη θεωρία του για το φυσικό δίκών, ανθρώπινων έργων-, καθώς και της θεϊ- καιο*. Ο φιλόσοφος απορρίπτει το νεοτερικό κής παρουσίας στα θαύματα και στις προφητεί- φυσικό δίκαιο, ένας από τους σημαντικότεες. Στην ίδια λογική, ο Σπινόζα αμφισβήτησε ρους εκφραστές του οποίου υπήρξε ο Χομπς*, την ύπαρξη της Θείας Πρόνοιας και την ύπαρ- σύμφωνα με το οποίο η νομιμοποίηση της κυξη ενός υπερβατικού θεού*, δηλαδή ενός ριαρχίας ερείδεται στην ηθελημένη παραχώθεού που δεν είναι προσπελάσιμος από την ρηση των φυσικών δικαιωμάτων του ατόμου ανθρώπινη διάνοια. Οι θέσεις του αυτές τού α- στις Αρχές. Η θέση αυτή καταργεί ένα από τα πέδωσαν τον χαρακτηρισμό του άθεου και του θεμέλια του νεοτερικού φυσικού δικαίου, που υποστηρικτή μιας στρεβλής αντίληψης της αν- είναι η διάκριση ανάμεσα στη "φυσική κατάθρώπινης φύσης, πράγμα που εκείνος απέρρι- σταση" και την "κοινωνικο-πολιτική κατάσταψε και προσπάθησε να ανασκευάσει. Ο Σπινό- ση" του ανθρώπου, πράγμα που σημαίνει ότι ζα ήταν επίσης ο κατ' εξοχήν κριτικός της κυ- στη σκέψη του Σπινόζα δεν υφίσταται η έννοια ριαρχίας του κράτους" και ο επικριτής της κα- του καθαυτό "κοινωνικού συμβολαίου"', αλλά ταπάτησης των ελευθεριών. ενός συμβολαίου που προκύπτει από την αναΣχετικά με τη Βίβλο* υποστηρίζει ότι, ως αντι- γκαιότητα της συγκυριακής χρησιμότητάς του. κείμενο της γνώσης, το πραγματικό νοημά της Αντίθετα, το φυσικό δίκαιο συνεχίζει να υφίδεν μπορεί να εξαρτάται από το νόημα που της σταται στηριζόμενο στην επιθυμία της αυτοσυαποδίδεται μέσα από την Αποκάλυψη, με συ- ντήρησης και της ζωής. Υπ' αυτή την έννοια, η νέπεια να είναι αναγκαία η διάκριση ανάμεσα "συνέχιση της φυσικής κατάστασης" δεν παρα-
στις ακραίες καταστάσεις της λύπης και της ηδονής.
39
σπιριτουαλισμός πέμπει στο κράτος ως θεσμό, αλλά ως δομή της εξουσίας, η οποία οφείλει να αφήνει στο άτομο την ελευθερία να εκδηλώνει όχι μόνο τον λόγο, αλλά και τα πάθη του, δηλαδή ακριβώς ό,τι υπαγορεύεται από τη φυσική του κατάσταση και το αντίστοιχο φυσικό δίκαιο. Συνεπώς, μόνο η ανάγκη γΓ αυτή την ελευθερία νομιμοποιεί το κράτος και, στην αντίθετη περίπτωση, οι πολίτες δικαιούνται να αντισταθούν. Σε ό,τι αφορά τη γνωσεολογική πλευρά της φιλοσοφίας του, ο Σπινόζα διακρίνει τρία είδη γνώσης*: τη γνώση που προέρχεται από την απροσδιόριστη και αβέβαιη εμπειρία', η οποία είναι πηγή των λανθασμένων αντιλήψεων, τη γνώση που στηρίζεται στις λογικές σχέσεις και, τέλος, τη διαισθητική γνώση. Η νόηση έχει ως αφετηρία τις απλές και αναμφίβολα αληθινές ιδέες, ενώ η μέθοδος είναι ο στοχασμός σχετικά με την αληθινή ιδέα, η οποία θα αποτελέσει στη συνέχεια το μέτρο και το κριτήριο για την απόκτηση νέων γνώσεων. Μία από τις βασικές ιδέες του σπινοζισμού είναι ο ισχυρισμός ότι το Είναι* μπορεί να συλληφθεί ως προς την αλήθεια του. Ο άνθρωπος είναι ένας πεπερασμένος τρόπος του θεού, ο οποίος νοείται ως υπόσταση με αναρίθμητες ιδιότητες του απείρου*, εκ των οποίων η εκτατικότητα και η σκέψη έχουν ως πεπερασμένα αντίστοιχά τους τα σώματα και τις ιδέες. Ο,τι υπάρχει υπάρχει μέσω του Θεού και τίποτε χωρίς τον Θεό δεν μπορεί να υπάρξει ούτε να συλληφθεί. Η τάξη των σωμάτων είναι ίδια με την τάξη των ιδεών*, με τρόπο που οι αιτίες των μεν αντιστοιχούν στις αιτίες των δε: η αλήθεια μιας ιδέας απορρέει από τη γνώση όλων των αιτίων της, δηλαδή του συνόλου των μερικών ιδεών που τη συνθέτουν και που αντιστοιχούν στις αιτίες της τάξης των σωμάτων. Ο άνθρωπος που κατέχει την αλήθεια των ιδεών και είναι σε θέση να μην εξαρτά τη δράση του από οτιδήποτε είναι εξωτερικό σ' αυτή την αλήθεια, είναι ο ενεργητικός άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος που δεν είναι θύμα των παθών και, κατ" επέκταση, της δουλείας. Εφόσον ο Θεός είναι ο κάτοχος όλων των αληθινών ιδεών, οι αληθινές ιδέες που κατέχει ο άνθρωπος είναι ίδιες με εκείνες του Θεού, συνεπώς η προσπέλαση σ' αυτές προϋποθέτει τη γνώση και την αγάπη του Θεού, ικανότητα που ο Σπινόζα αναγνωρίζει στον σοφό άνθρωπο. Βιβλιογρ.: L. Brunschwig. Spinoza et ses contemporains. PUF, Paris, 1951.· R. Laeharrière, Spinoza et la théorie démocratique. R.D.P., 1959.-J. T. Desanti. Introduction à /'
40
histoire de la philosophie, τ. 1,1956.- P. Vemière, Spinoza et la pensée française avant la Révolution, PUF, Paris, 1954.- J. J. Chevallier, Histoire de la pensée politique, Payot, Paris, 1969. τ. II. Ευστάθ. Μπάλιας
σπιριτουαλισμός, βλ. πνευματοκρατία Σπρόνγ'νερ Εδουάρδος (Spranger, 1882-1962). Γερμανός ψυχολόγος, παιδαγωγός και φιλόσοφος, οπαδός της προσωποκρατίας* (personalismus) και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της "νοολογικής ψυχολογίας"*. Συνεχίζοντας και προωθώντας ακόμη πιο μακριά τη θεωρία του δασκάλου του Ντιλτάυ*, εκλαμβάνει την ατομική ψυχή ως ενότητα οργανικά διαρθρωμένη, ως "δομή", της οποίας την εξερεύνηση και κατανόηση θεωρεί ως το κύριο πρόβλημα της ψυχολογίας*. Για την κατανόηση όμως αυτή κρίνει ανεπαρκή τη χρήση των μεθόδων της φυσιολογικής και πειραματικής ψυχολογίας, τις οποίες αντικαθιστά με την έρευνα των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ της ατομικής ψυχής και των δημιουργημάτων του αντικειμενικού πνεύματος. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να εξακριβωθεί σε ποιαν από τις πολιτιστικές αξίες κατευθύνεται η ατομική ψυχή, ποια αξιολογική κατεύθυνση δεσπόζει επάνω σ' αυτήν. Γι' αυτό διαιρεί τους ανθρώπους με βάση τις έξι, κατ' αυτόν, αξίες (επιστήμη, οικονομία, τέχνη, κοινωνία, πολιτεία, θρησκεία) σε έξι αντίστοιχους τύπους: θεωρητικός, οικονομικός, αισθητικός, κοινωνικός, πολιτικός, θρησκευτικός. Η διερεύνηση και κατάταξη του ατόμου σε έναν από τους τύπους αυτούς είναι το κύριο έργο της ψυχολογίας, κατά τον Σπράνγκερ, ο οποίος με τη θεωρία του αυτή προβάλλει τη θεμελιώδη σημασία της φιλοσοφικής έννοιας της αξίας* για την ψυχολογία ("αξιολογική ψυχολογία"). Από τα πολυάριθμα έργα του, που άσκησαν τεράστια επίδραση στην εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης, τα πιο αντιπροσωπευτικά είναι: Μορφές ζωής. Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας ( 1924). Βιβλιογρ : Saupe Em., Deutsche Paedagogen der Neuzeit. 1927 - Kieseler P., Eduard Spranger - Paedagogische Warte. 1923.- Selz O., Lieber die personenlichkeitstypen und die Methode ihrer Bestimmung. 1922 - Kruëger F., Die Struktur in der Psychologie. 1922. Απ. Τζαφερόπουλος
Σπροτ (Sprott) Ουώλτερ Τζον Χέρμπερτ (18971971). Βρετανός ψυχολόγος και κοινωνιολόγος με επιδράσεις από τους Βέμπερ* και Πάρσονς*. Εργα: General Psychology, 1937'
Στανκέβιτς όμιλος Sociology, 1950' Social Psychology, 1953' Human Groups, 195Θ. Δ.Π. Σρέντερ Έρνστ (Schrönder, 1841-1902). Γερμανός μαθηματικός, θεωρητικός της μαθηματικής λογικής*, στην οποία περιέλαβε τη θεωρία των σχέσεων. Εισήγαγε στα μαθηματικά τον όρο "λογισμός προτασιακός"* και ασχολήθηκε με τους αλγορίθμους*. Επίσης διατύπωσε μια σειρά μαθηματικών - λογικών αρχών και νόμων, όπως την αρχή του δυϊσμού κ.λπ. Έργα του: Der Operationskreis des Logikkalkuls, 1877' Vorlesungen die Algebra der Logik, 18901905. Απ. Τζ.
ανθρώπου ως πνευματοϋλικού όντος. Στο πρόσωπο του Χριστού εύρισκε: "την αληθινή καρδιά της γήινης ιστορίας". Η σκέψη του επηρέασε πλήθος στοχαστών. Κυριότερα έργα του: Théosophie, introduction à la connaissance du monde suprasensible' L' Ésoterisme chrétien* Les mystères bibliques de la Genèse' L' Impulsion du Christ et la consciense du moi' Les bases spirituelles de Γ éducation κ.ά. Αλέξ. Καριώτογλου
Στάμλερ Ρούντολφ (Stammler, 1856-1938). Γερμανός θεωρητικός του δικαίου* και νεοκαντιανός* (της σχολής του Μαρβούργου*), κριτικός φιλόσοφος της κοινωνίας* και του δικαίου. Δίδασκε ότι η έννοια του δικαίου προϋπάρσταδίων της οικονομικής ανάπτυξης θεωρία, χει της εμπειρίας* και είναι ανεξάρτητη από αυτήν είναι μια κατηγορία της νόησης "αυτοβλ. Ρόστοου δύναμη" και ανεξάρτητη από την κοινωνική Στάιν (Stein) Λέοπολντ φον (1859-1930). Αυ- πραγματικότητα, η μόνη σχέση της προς την στριακός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος ερευ- οποία είναι η εφαρμογή της μέσα σ" αυτήν. νητής της κοινωνικής οργάνωσης*. Εργα: Der Ακόμη, η ισχύς του δικαίου είναι "ακατάλυτη", soziale Organismus, 1905' Einführung in die δηλαδή διαρκής και απαραβίαστη, σε αντίθεση Soziologie, 1921 (ελλ. έκδ. Αθήνα, Ελευθερου- προς τους αυθαίρετους θεσμούς. Αντιτάχθηκε στον μαρξιστικό οικονομικό ντετερμινισμό, δάκης). όπως τον αποκαλούσε, και υποστήριξε ότι το Δ.π. δίκαιο είναι πρωτεύον σε σχέση με την οικονοΣτάινερ (Steiner) Ρούντολφ (Kraljevic, 1861 - μία και το κράτος*, αν όχι χρονικά και αιτιακά, Dornach, 1925). Αυστριακός στοχαστής. Ως τουλάχιστον λογικά. Έγινε διάσημος κυρίως φοιτητής της ανωτέρας τεχνικής σχολής της με τη θεωρία του περί του "ορθού δικαίου", Βιέννης συμμετέσχε στη Βαιμάρη στην ολο- σκοπό του οποίου θεωρούσε την αρμονία κληρωμένη έκδοση των έργων του Γκαίτε*, αυτού με το ύψιστο κοινωνικό ιδεώδες, την του οποίου τα επιστημονικά έργα των ενδιέφε- ιδέα των ελευθέρων ανθρώπων, καθώς και τον ραν ιδιαίτερα. Έλαβε μέρος σε θεοσοφικές ο- εναρμονισμό της θεωρίας με την πράξη. Έργα μάδες και ασχολήθηκε με την ανθρωποσοφία*. του: Οικονομία και δίκαιο, Η θεωρία περί του Ιδρυσε την "Ανθρωποσοφική Εταιρεία" και το ορθού δικαίου, Ιστορία των νεότερων χρόνων κέντρο "Goeteanum" του Dornach κοντά στη περί του δικαίου και της πολιτείας. Βασιλεία της Ελβετίας. Έχοντας επηρεαστεί Απ. Τζ. από τον Γκαίτε επιθυμούσε να είναι "η οδός γνώσεως, που τείνει να οδηγήσει από το πνευ- Στανκέβιτς όμιλος. Φιλολογική - φιλοσοφική ματικό μέσα στον άνθρωπο στο πνευματικό ένωση της πρωτοπόρος νεολαίας της Μόσχας. μέσα στο σύμπαν". Ο Στάινερ προτείνει την κα- Ιδρύθηκε το 1831 από τον Ν. Β. Στανκέβιτς, τανόηση της ανθρώπινης φύσης, που είναι διαλύθηκε το 1839. Μέλη του, κατά περιόδους, ικανή να δώσει στον άνθρωπο την αληθινή υπήρξαν οι: Β. Μπιελίνσκι*, Κ. Ακσάκοφ, Μ. θέση στα πλαίσια του κόσμου, του σύμπαντος: Μπακούνιν*, Β. Μπότκιν, Μ. Κατκόφ, Γ. Ισβέ"να διευρύνει και να εμβαθύνει την έννοια της ροφ κ.ά. Μετά την αποχώρησή τους από τον κοινωνικής, παιδαγωγικής και ιατρικής δράόμιλο, τα μέλη του ακολούθησαν αντιθετικές ο σης". Ο στοχασμός του στηρίζεται στην αρχή καθένας ιδεολογικές κατευθύνσεις. Ο Μπιετης εξισορρόπησης κάθε δυνατότητας, κάθε λίνσκι και ο Μπακούνιν μπήκαν επικεφαλής ανθρώπινου δυναμικού, της αισθητικής, της ετου επαναστατικού - δημοκρατικού κινήματος, πιστημονικής γνώσης, της βιοδυναμικής, ώστε ο Ακσάκοφ και ο Σαμάριν προσχώρησαν στην να επιτύχει την ανάπτυξη και εναρμόνιση του πλατφόρμα των "σλαβόφιλων".
41
Στάνλεϋ Τα μέλη του ομίλου συνένωνε το ενδιαφέρον για τα φιλοσοφικά, ηθικά και αισθητικά προβλήματα, η εχθρότητά τους κατά του δουλοπάροικου συστήματος, καθώς και το τεράστιο προσωπικό κύρος και η αίγλη του Στανκέβιτς, ανθρώπου υψηλών ηθικών ιδανικών, ευρείας αντίληψης και πολύμορφης παιδείας. Οι θεωρητικές τους αναζητήσεις αφορούσαν τον κλασικό γερμανικό ιδεαλισμό*. Από διάφορα κείμενά τους προκύπτει ότι αναγνώριζαν την πνευματική βάση του κόσμου, επεδίωκαν την ηθική τελείωση του ατόμου και αντιπαρέθεταν την αγάπη στην καταστροφική φύση του εγωισμού. Ο όμιλος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση των ιδεών του γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαίτερα της φιλοσοφίας του Χέγκελ*, και στην καλλιέργεια των ανθρωπιστικών ιδανικών. Βιβλιογρ.: Αλληλογραφία του Ν. Β. Στανκέβιτς, 1830-40, Μόσχα, 1914.- Μασίνσκι Σ. I., Ο Στανκέβιτς και ο όμιλός του, "Βαπρόσι ΛιτερατούρΓ, 1961, αρ. 5. θεοχ. Κεσαίδης
Στάνλεϋ Αρθούρος (1815-1881). Αγγλος θεολόγος και ιερωμένος, καθηγητής της ιστορίας* στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Από τα πολυάριθμα έργα του τα σπουδαιότερα είναι τα εξής: Πραγματεία περί Εκκλησίας και Πολιτείας, Σινά και Παλαιστίνη, Τρία εισαγωγικά αναγνώσματα στη σπουδή της Εκκλησιαστικής ιστορίας.
δείγματα των εργασιών του στις κοινωνικές έρευνες. θαν. Α. Βασιλείου
στάσεις κακ προκαταλήψεις. Με τον όρο "κοινωνικές στάσεις" αποδίδουμε πεποιθήσεις και αντιλήψεις που ο άνθρωπος έχει για τα κοινωνικά φαινόμενα και γεγονότα, που εκφράζονται συνήθως με τοποθετήσεις, όπως "πιστεύω πως ...", "έχω την εντύπωση πως ...", ή με περισσότερο κατηγορηματικό και ανελαστικό τρόπο, όπως "οι Γερμανοί είναι ρατσιστές" κ.λπ. Αυτές οι ανελαστικές τοποθετήσεις και απόψεις αποδίδονται συνήθως με την έννοια της προκατάληψης. Προκαταλήψεις μπορεί να εκφράζουν θετική ή αρνητική γνώμη χωρίς να ελέγχεται η αντικειμενικότητά της. Οι στάσεις αποτελούν το υπόβαθρο της συμπεριφοράς. Είναι καταστάσεις ετοιμότητας για δράση, που θα εκφρασθεί με την πλέον πρόσφορη μορφή συμπεριφοράς. Οι κοινωνικές στάσεις και προκαταλήψεις προσδιορίζονται από μια σειρά^στοιχείων γνωστικών και συναισθηματικών που το άτομο έχει αποκτήσει στη διαδικασία της κοινωνικοποίησής του. Χρ. Νόβα - Καλτσούνη
στάση (αγγλ. attitude). Κοινωνικο-ψυχολογική έννοια η οποία υποδηλώνει την προδιάθεση του υποκειμένου* (ατόμου ή ομάδας), την ετοιμότητά του που εκδηλώνεται με έναν σχετικά σταθερό τρόπο προσέγγισης και αντιμετώπιΑπ. Τζ. σης φαινομένων και διαδικασιών της κοινωνικής πραγματικότητας. Η έννοια απασχόλησε Στάουφερ Σάμιουελ Αντριου (Samuel Andrew αρχικά την "πειραματική ψυχολογία"* κατά τη Stouffer, 1900-1960). Αμερικανός κοινωνικός διερεύνηση του προερχόμενου από την προηεπιστήμονας και ανθρωπολόγος. Σπούδασε γούμενη εμπειρία* παράγοντα σε συνάρτηση στο Χάρβαρντ, στο Σικάγο και στο Λονδίνο. με την ταχύτητα αντίδρασης (L. Lange*), με οΕγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικά- ρισμένες ψευδαισθήσεις κατά την πρόσληψη γου και εν συνεχεία στο Χάρβαρντ, όπου υ- (G. Müller) και την ασυνείδητη κατάσταση ετοιπήρξε διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνι- μότητας που ανακύπτει κατά την τοποθέτηση κών Σχέσεων. Το ενδιαφέρον του στράφηκε προβλημάτων (Ν. Αχ). Στην κοινωνιολογία και κατ" αρχήν στη δημογραφία. Ωστόσο, ο Στάου- στην κοινωνική ψυχολογία εισάγεται από τους φερ έγινε γνωστός για τη συνεισφορά του W. I. Thomas και F. Znaniecki* το 1918 (αν και στις κοινωνικές μετρήσεις* των στάσεων* και πρωτοαπαντάται στον Σπένσερ* το 1862) για των γνωμών*, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκο- την επισήμανση των υποκειμενικών προσανασμίου πολέμου, με το τετράτομο Studies in τολισμών των ατόμων ως μελών της ομάδας, Social Psychology in World - War II, του οποίου ως εκφράσεων ενός συστήματος αξιών* ή πεοι δύο πρώτοι τόμοι είναι γνωστοί με τον τίτλο ποιθήσεων, που προκαθορίζουν ορισμένους "The American Soldier" (Ο Αμερικανός Στρατιώ- κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοτης). Ο Στάουφερ τόνισε την ανάγκη των κοι- ρά^. Ιδιαίτερη θέση κατέχει στο έργο της σονωνικών μετρήσεων στην κοινωνιολογία*. Στο βιετικής "σχολής της στάσης", ιδρυτής της οτελευταίο του έργο, Social Research to Test ποίας ήταν ο Ντ. Ν. Ουζνάντζε. Ideas, που εκδόθηκε το 1962, παρουσιάζει Δ. Πατέλης
42
στατικοί και δυναμικοί νόμοι στάση κοινωνική. Η ψυχοπνευματική και νευροφυτική ετοιμότητα του ατόμου που προσδιορίζει τις ιδιαίτερες αντιδράσεις του απέναντι σε διάφορα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του. Αποτελεί έναν τρόπο ύπαρξης, διάθεση του ατόμου να αντιδρά μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο σε κάθε δεδομένη περίπτωση. Η έννοια της "στάσης" εμφανίζεται αρχικά στον επιστημονικό ορίζοντα με την άνοδο της πειραματικής ψυχολογίας* ως αυτοτελούς επιστήμης, αποσπασμένης από τα δεσμά της φιλοσοφίας*. Γίνεται τότε κατανοητό ότι η αντί' δράση σ' ένα ερέθισμα εξαρτάται από ορισμένες "πνευματικές διαθέσεις" (attitudes of mind), όπως τις αποκάλεσε ο Η. Spencer*, απαραίτητες για την ερμηνεία των σχέσεων ανάμεσα στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και τις αντιδράσεις του οργανισμού. Στην "κοινωνική ψυχολογία"* και την κοινωνιολογία*, η έννοια αυτή εισάγεται αρχικά από τους Thomas και Znaniecki* στην κλασική τους έρευνα για τον πολωνό χωρικό - μετανάστη στην Ευρώπη και την Αμερική (The polish peasant in Europe and America, 1918-1920). Η έννοια της στάσης χρησιμοποιείται εδώ για την ανάλυση ορισμένων κοινωνικών φαινομένων της συμπεριφοράς* των ατόμων αυτών που δεν θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς κατανοητά. 0 βαθμός, η ένταση, η σημασία, η κατεύθυνση, που περιλαμβάνονται στην έννοια της κοινωνικής στάσης, καθιστούν αναγκαία τη μέτρησή της. Προσπάθειες μέτρησης των στάσεων έγιναν αρχικά από τον Thiustone (1928), που με το όρθρο του Attitudes can be measured θεωρείται πρωτεργάτης στο θέμα αυτό. Μεταγενέστερες προσπάθειες μέτρησης και καθιέρωσης διαφόρων κλιμάκων μέτρησης των στάσεων γίνονται από τους: Cuttman, J. Maître, Hikert. H μέτρηση των κοινωνικών στάσεων είναι σημαντική για την εξακρίβωση της κοινής γνώμης σε καίρια προβλήματα και για τη διερεύνηση τάσεων, παρορμήσεων, επιθυμιών διαφόρων ατόμων ή ομάδων. Σημαντικές είναι οι μετρήσεις αυτές ως προς τη δυνατότητα που παρέχουν για την κατανόηση της τωρινής αλλά και την πρόβλεψη μιας μελλοντικής συμπεριφοράς διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Αποτελούν δηλαδή βασικό εργαλείο ευαισθητοποίησης στα κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο η μέτρηση της στάσης δημιουργεί επιφυλάξεις, που γεννιώνται γενικά μέσα στα πλαίσια των ανθρωπιστικών επιστημών κάθε φορά που επιχειρείται η μέτρηση "μη απτών",
μη παρατηρήσιμων δια γυμνού οφθαλμού φαινομένων, όπως η κοινωνική στάση, που η παρουσία τους εξαρτάται από μια πληθώρα παραγόντων. Η συρρίκνωση της πολυπλοκότητας μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας που επιφέρει κάθε προσπάθεια ποσοτικοποίησης της είναι ένας κίνδυνος που δεν πρέπει να υποβαθμιστεί. Βιβλιογρ.: Adomo T., (1950), The authoritarian Pesonality, New York.- Allport G. (1954), The nature of Prejudice, Garden City - New York.- Green B. (1954), Attitudes measurment, in Lindray Handbook ol Social Psychology, Reading Mass.- Stoetzel J. et al., Definition d'intention et éspace d' attribut, in Boudon R - P. Lazarsleld, Le Vocabulaire des sciences sociales, Paris, 1965. Φωτεινή ΤσαλΙκογλου
στατική κοινωνική, βλ. κοινωνική στατική και δυναμική στατιστικοί και δυναμικοί νόμοι (ακριβέστερα: στατιστικοί νόμοι και νόμοι αυστηρής αιτιοκρατίας*). Μορφές εκδήλωσης της νομοτέλειας*, της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ διαδοχικών καταστάσεων συστημάτων, ο χαρακτήρας των οποίων καθορίζει τελικά και τον τύπο της γνώσης* και πρόγνωσής* τους. Ο δυναμικός νόμος είναι η μορφή εκείνη της αιτιώδους συνάφειας κατά την οποία η δεδομένη κατάσταση του συστήματος καθορίζει μονοσήμαντα όλες τις επόμενες, γεγονός που παρέχει τη δυνατότητα επακριβούς πρόβλεψης της περαιτέρω πορείας του συστήματος βάσει της γνώσης των αρχικών συνθηκών. Οι δυναμικοί νόμοι ισχύουν σε σχετικά αυτόνομα και ελάχιστα εξαρτώμενα από εξωτερικές επιδράσεις συστήματα, με σχετικά περιορισμένο αριθμό στοιχείων, όπως π.χ. αυτά που εξετάζει η κλασική μηχανική. Η αναγωγή της τελευταίας σε πρότυπο επιστημονικότητας και η συνακόλουθη απολυτοποίηση των δυναμικών νόμων και της αυστηρής (άκαμπτης και απαρέγκλιτης) αιτιοκρατίας εκφράσθηκε φιλοσοφικά με τον κλασικό λαπλασιανό μηχανικισμό* (βλ. Λαπλάς'), προβάλλοντας επεκτατικές αξιώσεις σε όλα τα γνωστικά πεδία, και εδραιώθηκε εν πολλοίς στην κοσμοαντίληψη του κοινού νου*. Στατιστικός νόμος είναι η μορφή εκείνη αιτιώδους συνάφειας κατά την οποία η δεδομένη κατάσταση του συστήματος καθορίζει τις επόμενες όχι μονοσήμαντα αλλά μόνο με ορισμένες πιθανότητες, οι οποίες συνιστούν το αντικειμενικό μέτρο των δυνατοτήτων πραγματοποίησης που εμπεριέχει η προγενέστερη τάση
43
στερεότυπο μεταβολής. Οι στατιστικοί νόμοι ισχύουν σε όλα τα μη αυτόνομα περίπλοκα συστήματα με μεγάλο αριθμό στοιχείων, τα οποία εξαρτώνται από πληθώρα εσωτερικών και εξωτερικών μεταβαλλόμενων συνθηκών. Η διαφορά μεταξύ στατιστικών και δυναμικών νόμων είναι σχετική, δεδομένου ότι κάθε δυναμικός νόμος μπορεί να θεωρηθεί ως στατιστικός με πιθανότητες πραγματοποίησης που προσεγγίζουν τη μονάδα, είτε ταυτίζονται με αυτήν (σε οριακές περιπτώσεις απόλυτα αναπόφευκτης έκβασης). Ωστόσο οι στατιστικοί νόμοι δεν μπορούν να αναχθούν σε δυναμικούς, και κάθε παρόμοιο εγχείρημα οδηγεί σε θέσεις μηχανικισμού και αναγωγισμού*. Η σύγχρονη φυσική (κβαντική μηχανική, σχετικιστικές θεωρίες), το πλέγμα των βιολογικών επιστημών (γενετική μηχανική κ.λπ.), η κυβερνητική* (αυτορυθμιζόμενα συστήματα, πληροφορική* κ.λπ.) και τα μαθηματικά (θεωρίες του χάους, των καταστροφών, των πιθανοτήτων κ.λπ.) διευρύνουν και εμβαθύνουν την ανθρώπινη γνώση, θεμελιώνοντας τη στατιστικού χαρακτήρα νομοτέλεια ευρύτατου φάσματος φαινομένων και διαδικασιών. Ιδιότυπη ισχύ των στατιστικών νόμων διαπιστώνουν οι κοινωνικές επιστήμες (πολιτική οικονομία*, κοινωνιολογία*, δημογραφία, κοινωνική ψυχολογία* κ.λπ.) αναδεικνύοντας και διακριβώνοντας τον πιθανοκρατικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων - τάσεων, η έκβαση των οποίων καθορίζεται από την πραγματοποίηση των πλέον πιθανών εκδοχών του εκάστοτε φάσματος δυνατοτήτων. Παρ' όλα αυτά, ο προσκολλημένος στη μηχανιστική κοσμοαντίληψη κοινός νους εκλαμβάνει την πιθανοκρατική αιτιοκρατία ως παντελή απουσία νομοτέλειας και αιτιότητας', αμφισβητώντας την εγκυρότητα, την πληρότητα και την επάρκεια των στατιστικών νόμων, δεδομένου ότι η διάνοια, ως κατώτερη βαθμίδα της νόησης (βλ. διάνοια και λόγος), αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα αρνητικά, ως άρνηση της τυχαιότητας και της ενδεχομενικότητας. Βλ. επίσης: μορφές φυσικής αιτιοκρατίας στο λ. αιτιοκρατία, καθώς και τα λ. αναγκαιότητα, τυχαίο, ιντετερμινισμός. Δ. Πατέλης
στερεότυπο (Stereotype). Ακαμπτη, προκατειλημμένη, απλοποιημένη και συνήθως στρεβλή αντίληψη και θέση για ένα πρόσωπο ή φαινόμενο*. Με τη μελέτη των στερεοτύπων ασχολείται η "κοινωνική ψυχολογία"*, η οποία μελε-
44
τά τόσο τη διαδικασία διαμόρφωσής τους όσο και τον τρόπο διάδοσης τους. Τα στερεότυπα μπορεί να είναι θετικά ή αρνητικά, να έχουν μαθευτεί από άλλους ή να έχουν διαδοθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μπορεί επίσης να αφορούν τόσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ατόμων ή ομάδων (φύλο, χρώμα δέρματος κ.λπ.) όσο και σε ιδιότητες ή ποιότητες που τα προσδιορίζουν (θρησκεία, εθνικότητα κ.ά.) ή σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τους αποδίδονται. Τα στερεότυπα συναντιούνται σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον η δε υιοθέτησή τους από τα άτομα συμβάλλει στην κοινωνική τους προσαρμογή, όπως έχουν αποδείξει σχετικές έρευνες. Τα στερεότυπα εκφράζουν μια γενικότερη τάση του ανθρώπου* να σχηματοποιεί τις αντιλήψεις του δίχως να εμβαθύνει και να εξατομικεύει. Πολλά στερεότυπα εκφράζουν την προκατάληψη ατόμων για άλλα άτομα ή ομάδες, η οποία αντανακλά μια εχθρικότητα και επιθετική διάθεση απέναντι τους. Με τις στερεότυπες αντιλήψεις για ομάδες έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί πολλοί ψυχολόγοι, όπως ο Allport* (1954), ο Bruner κ.ά. Βιβλιογρ.: Γεώργας Δ., Κοινωνική Ψυχολογία, τόμοι Α' και Β'. Αθήνα. 1986.- Παπαστάμου Σ., Διομαδικές σχέσεις, Οδυσσέας, 1990. Βασιλική Παππά
Στερν Γουλιέλμος (Stern, 1871-1938). Εβραιογερμανός ψυχολόγος και φιλόσοφος. Οπαδός της προσωποκρατικής φιλοσοφίας (personalismus*), δια μέσου της οποίας εκπροσώπησε τη "διαφορική ψυχολογία"*, που αποστολή της θεωρεί την ανακάλυψη των διαφορών μεταξύ των ατόμων, την ταξινόμηση αυτών σε τύπους και την περιγραφή του τρόπου κατά τον οποίο από τους μερικότερους τύπους σχηματίζονται οι γενικότεροι, και όλα αυτά σε συνάρτηση προς την εξακρίβωση των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων των ατόμων. Είναι επίσης ο ιδρυτής της "κριτικής προσωποκρατίας", ενός φιλοσοφικού δηλαδή συστήματος το οποίο αναπτύσσει στο κύριο έργο του Πρόσωπο και πράγμα. Σ" αυτό υποστηρίζει ότι υπάρχουν ενιαία, αυθυπόστατα και αυτοτελή πρόσωπα, με κύριο γνώρισμα την ικανότητα αυτοσυνειδήσεως και σκέψεως και τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως σκρπών. Διακρίνει μιαν ιεραρχία προσωπικοτήτων: πρώτου βαθμού προσωπικότητα ορίζει τον άνθρωπο και ακολουθούν αξιολογικά η οικογένεια, ο λαός, η ανθρωπότητα στο σύνολό της και πάνω από όλες ο θεός*, το πρόσω-
Στιόπιν no των προσώπων. Η ιεραρχία αυτή προσώπων θυμίζει τη Μοναδολογία' του Λάιμπνιτς*, κατά την οποία στον κόσμο υπάρχουν "αρχικές δυνάμεις" (μονάδες), ψυχικές ουσίες, συνειδήσεις. Απ. Τζ.
Στέφανος Αλεξανδρεύς (7ος αι.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Ανήκει στη σχολή της Αλεξάνδρειας, η οποία διευκόλυνε την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στη χριστιανική βυζαντινή αυτοκρατορία, συνδέοντας τον νεοπλατωνισμό* με τον χριστιανισμό*. Αυτόν τον ρόλο διαδραμάτισε και ο Στέφανος στην Κωνσταντινούπολη, όταν, προσκεκλημένος από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641), δίδαξε στο Πανδιδακτήριο της βασιλεύουσας Πλάτωνα' και Αριστοτέλη*. Έγραψε: Σχόλια στο "Περί ψυχής" του Αριστοτέλη, "Περί ερμηνείας" (υπόμνημα στον Αριστοτέλη, σώθηκε), αστρονομική πραγματεία με τίτλο Διασάφησις εξ οικείων υπομνημάτων της των προχείρων κανόνων εφόδου του Θέωνος. Απ. Τζ.
Στέφανος Ερρίκος (εξελληνισμένο από τον ίδιο το όνομά του: Estienne Henri, 1531-1598). Γάλλος ουμανιστής, ελληνιστής, συγγραφέας και εκδότης μακράς σειράς Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Το 1572 συνέταξε και εξέδωσε το μνημειώδες πεντάτομο έργο: θησαυρός της ελληνικής γλώσσας, που περιλάμβανε 100.000 λέξεις, πολλές από τις οποίες έμεναν αθησαύριστες μέχρι τότε. Το λεξικό αυτό, με το πλήθος και την ερμηνεία των λέξεων και την παράθεση αφθόνων χωρίων κειμένων, απετέλεσε σταθμό στην ελληνική λεξικογραφία και συνέβαλε πολύ στην προαγωγή της. Μ" αυτό συμπλήρωσε τις προηγούμενες συγγενικές εργασίες του: Απολογία του Ηροδότου (1566) και Ελληνικά επιγράμματα (1570), και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους πρωτεργάτες του τεράστιου κινήματος της ουμανιστικής Αναγέννησης στην Ευρώπη. Αξιομνημόνευτο επίσης είναι ένα άλλο του βιβλίο: Ομοιότητα και αναλογία του γαλλικού και του ελληνικού λεκτικού (1565), όπου υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι ο μόνος αρμόδιος και ικανός λαός στον κόσμο είναι ο γαλλικός όσον αφορά στην κατανόηση της ηθικής βαρύτητας, της αξίας και της ωραιότητας της ελληνικής φιλολογίας, την οποία λάτρεψε και υπηρέτησε με αφοσίωση σ' ολόκληρη τη ζωή του. Απ. Τζ.
Στήβενσον (Stevenson) Τσ. Λ. Από τους κύριους εκπροσώπους του εμοτιβισμού* και του θετικιστικού συμβατισμού* ο οποίος απορρίπτει κάθε αντικειμενική σημασία της θεωρητικής και κανονιστικής ηθικής. Έργο: Ethics and Language, New Haven, 1960. Δ.Π.
Στηθάτος Νικήτας, βλ. Νικήτας Στηθάτος στιγμή (moment, instant). Η στιγμή αποτελεί ένα καθορισμένο, αδιάσπαστο, ιδιαίτερο και μοναδικό σημείο του χρόνου, που είναι διάφορο από τα άλλα σημεία - στιγμές μέσα στην αλληλοδιαδοχή τους, χωρίς μάλιστα να επικαλύπτονται. Με αυτή την έννοια συλλαμβάνουμε τη στιγμή ως το αντίθετο του χρονικού διαστήματος (Hamelin). Κατ" άλλους η στιγμή συνιστά ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το οποίο ο νους συλλαμβάνει ως ένα αδιαίρετο όλο. Γι' αυτό και ο Hegel* αναγνώριζε τη στιγμή ως μια φάση σε ένα σύνολο αλλαγών και φάσεων μιας εξέλιξης. Κάθε στιγμή κατέχει έτσι μια ξεχωριστή θέση μέσα στην εξέλιξη, φέροντας εγγενή μέσα της μια δύναμη κίνησης, χάρη στην οποία επέρχεται και η πρόίοδος στη σκέψη αλλά και στην πραγματικότητα. Νικ. Οικονομίδης
ΣτΙλπων ο Μεγαρικός (περ. 380-300 π.Χ.). Ένας από τους εκπροσώπους της Μεγαρικής* σχολής. Ανέπτυξε τη λεγόμενη "εριστική" της Μεγαρικής σχολής και έφτασε ως το σημείο να αρνείται το κύρος σε κάθε κατηγόρημα εκτός από την ταυτότητα. Έτσι ισχυριζόταν ότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι καλός ή κακός, αλλά μόνο ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος (πρβλ. ανάλογη θέση στον Αντισθένη*). Στον τομέα της Ηθικής* ο Στίλπων επηρεάστηκε από τους Κυνικούς*. Βιβλιογρ.: Κ. Döring. Die Megariker. Amsterdam, 1972. Ε. Ν. Ρούσσος
Στιόπιν Βιατσεσλάβ Σεμιόνοβιτς (γεν. 1934). Ρώσος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός, διευθυντής του Ινστιτούτου φιλοσοφίας της ΑΕ της Ρωσίας, επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Επιστήμης και Μόρφωσης της ΟΔΓ. Σημαντική είναι η συμβολή του στη διερεύνηση των προβλημάτων της μεθοδολογίας της επιστήμης και της "θεωρίας της γνώσης"*. Το τελευταίο διάστημα μελετά τις λειτουργίες των γενικών στοι-
45
Στιούαρτ χείων της κουλτούρας και τον ρόλο τους στη μετάδοση της ιστορικής πείρας και στην αναπαραγωγή του τρόπου ζωής κ.λπ. Μελετά επίσης τα προβλήματα της "φιλοσοφικής ανθρωπολογίας"*, της ιστορίας της επιστήμης και του μέλλοντος της φιλοσοφίας*. Έργα του: Ο σύγχρονος θετικισμός και οι επί μέρους επιστήμες, Μινσκ, 1963' Το γίγνεσθαι της επιστημονικής θεωρίας, Μινσκ, 1976" Η φύση της επιστημονικής διαδικασίας της γνώσης, Μινσκ, 1979- Εισαγωγή στη φιλοσοφία (σε συνεργασία με άλλους), τ. 2, Μόσχα, 1989" Η φιλοσοφική ανθρωπολογία και η ιστορία της επιστήμης, Μόσχα, 1992. θεοχ. Κεσσίδης
Στιούαρτ Ντώγκλαντ (Stewart, 1753-1828). Σκώτος φιλόσοφος, οπαδός του αρχηγού της Σκωτικής φιλοσοφικής σχολής Ρηντ* (Reid, 1710-1796). Βασιζόμενος στο δόγμα της σχολής ότι κάθε άνθρωπος κατέχει θεμελιώδεις αυτόδηλες αλήθειες, που απορρέουν από την εσωτερική συνείδηση και τη συναίσθηση, λαμβάνει αρνητική στάση κατά της αισθησιαρχίας* και της συνειρμικής ψυχολογίας*. Προσκολλημένος επίσης στη φιλοσοφία της πίστης, κρίνει ως ολέθρια για τη θρησκεία* τη διδασκαλία του Hume*, ο οποίος χαρακτηρίζει γέννημα του φόβου και της ελπίδας την ιδέα του θεού* ως αντικείμενου πίστης. Η διαίσθηση, κατ' αυτόν, καθιστά δυνατή την άνοδο μέχρι τις πρώτες αρχές. Έργα του: Στοιχεία της φιλοσοφίας του ανθρωπίνου πνεύματος· Φιλοσοφικές πραγματείες' Γενικές απόψεις επί των προόδων της μεταφυσικής.
ένα αποκλείει το άλλο και ταυτόχρονα προϋποθέτει το ένα το άλλο (πολικές έννοιες), με αποτέλεσμα της συμφιλίωση των αντιθέτων. Έργα του: The secret of Hegel, 1865' Philosophy and Theology, 1880" Darwinism, 1894· The categories, 1903. Βιβλιογρ.: Stirling A. H., J. H. Stirling: his life and work. 1911. Απ. Τζ.
ΣτΙρνερ (Stirner) Μαξ. Ψευδώνυμο του Johann Caspar Schmidt. Γεννήθηκε στις 25.10.1806 στο Bayreuth και πέθανε στις 26.6.1856 στο Βερολίνο. Νεοεγελιανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του φιλοσοφικού αναρχισμού. Το 1826 ενεγράφη στον τομέα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου και παρακολούθησε παραδόσεις των Schleiermacher*, Marheineke, Hegel*. To 1841 άρχισε να έχει σχέσεις με τον όμιλο των "Ελευθέρων". Από τις αρχές της δεκαετίς του 1840, μέσα στα πλαίσια του φιλοσοφικού κινήματος του νεοεγελιανισμού*, ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Κύριο έργο του υπήρξε το Der Einzige und sein Eigentum, από το οποίο αργότερα θα εμπνευσθεί πολλές του ιδέες ο ρώσος αναρχικός ακτιβιστής M. Bakunin*. Πολύ γρήγορα το έργο του όμως, αδίκως, ξεχάστηκε και πέρασε μέχρι τον θάνατό του μια ζωή μέσα στην ανέχεια. Έκδοση στα αγγλικά: Max Stirner, The Ego and Its Own, edited by D. Leopold, Cambridge University Press, Cambridge, 1995. Χάρης Κράλλης
Στοά, βλ. στωϊκή φιλοσοφία
Απ. Τζ.
ΣτΙρλινγκ Τζέιμς Χάτσισον (Stirling, 18201909). Σκώτος φιλόσοφος, ένας από τους θεμελιωτές του απόλυτου (αντικειμενικού) ιδεαλισμού* στη Βρετανία. Μετέφρασε στην αγγλική γλώσσα μια σειρά έργων του γερμανικού κλασικού ιδεαλισμού*. Τοποθετήθηκε στον δεξιό λεγόμενο χεγκελιανισμό* και από τη σκοπιά αυτή θεωρούσε το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ* ως ορθολογική μορφή θεολογίας. Γι' αυτό άσκησε κριτική στην εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου*, καθώς και στους αριστερούς χεγκελιανούς (Α. Ρούγκε, Μπ. Μπάουερ*), που αρνιόνταν τα θρησκευτικά στοιχεία της διδασκαλίας του Χέγκελ. Τη χεγκελιανή διαλεκτική* την εξέταζε ως ενότητα αντιθέτων (κατηγορία της αντίφασης), που το 46
Στοβαίος Ιωάννης (5ος αι. μ. Χ.). Γραμματικός (φιλόλογος). Συντάκτης περίφημου "Ανθολογίου", το οποίο περιέχει απανθίσματα Ελλήνων συγγραφέων από τα ομηρικά χρόνια ως την εποχή του. Περιλαμβάνει 204 φιλοσόφους, 150 ποιητές και 120 ρήτορες. Κατά τον Φώτιο*, το έργο αυτό έχει σκοπό παιδαγωγικό, καθότι ο Στοβαίος το αφιερώνει στον γιο του Σεπτίμιο "επί τω ρυθμίσαι και βελτιώσαι τω παδί την φύσιν, αμαυρότερον έχουσαν". Το "Προοίμιον" του όλου έργου (μόνον ένα τμήμα του τέλους σώθηκε) χωριζόταν σε δύο κεφάλαια. /Το πρώτο είχε τίτλο "Επαινος φιλοσοφίας" και προοριζόταν να αναζωπυρήσει στην ψυχή του γιου του την αγάπη προς τη φιλοσοφία*. Το δεύτερο ήταν ένας πίνακας των διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων και σχολών.
"Στοιχεία της φιλοσοφίας" Το κυρίως έργο διαιρείται σε τέσσερα βιβλία και περιέχει ανθολόγηση γνωμών σχετικών με θέματα: φυσικής (περί σωμάτων, περί κινήσεως, περί ηλίου), μεταφυσικής* (περί θεού, περί ειμαρμένης), γνωσιολογίας* (περί διαλεκτικής, περί λόγου και γραμμάτων), ηθικής* (περί αρετής, περί σωφροσύνης, περί ασωτίας), πολιτικής (περί πολιτείας, ψόγος τυραννίδος), παιδαγωγικής (περί παίδων, περί αγωγής και παιδείας) κ.λπ. Το "Ανθολόγιον" είναι ένα από τα μεγαλύτερα γνωμολογικά έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και αποτελεί τη συμπύκνωση του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού δώδεκα και πλέον αιώνων. Απ. Τζ.
στοιχεία. Φιλοσοφικός όρος με τον οποίο δηλώνονται, από την εποχή των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, οι πρώτες αρχές και αιτίες των όντων. Κατά τον Θαλή τον Μιλήσιο*, στοιχείο, ουσιώδες συστατικό όλων των όντων, είναι το νερό. Κατά τον Αναξίμανδρο*, το άπειρο, από το οποίο γεννιούνται και στο οποίο επιστρέφουν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. Κατά τον Αναξιμένη*, ο αέρας, από τον οποίο προέρχονται με πύκνωση και αραίωση τα άλλα στοιχεία: φωτιά, άνεμος, σύννεφα, νερό, γη. Κατά τον Ηράκλειτο*, πρώτη ουσία είναι η φωτιά: τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και η φωτιά με τα πάντα- η φωτιά μεταμορφώνεται πρώτα σε θάλασσα, από τη θάλασσα γίνεται η γη και ο φλογισμένος αέρας. Οι Πυθαγόρειοι* δέχονται πέντε στοιχεία και τα παριστάνουν με γεωμετρικά σχήματα: φωτιά (τετράεδρο), γη (κύβος), αέρας (οκτάεδρο), νερό (εικοσάεδρο), αιθήρ (δωδεκάεδρο). Ο Παρμενίδης* δέχεται δύο στοιχεία: το θερμό ή φωτεινό και το ψυχρό ή σκοτεινό, από τη σύνθεση των οποίων παράγεται ο φαινομενικός κόσμος. Κατά τον Εμπεδοκλή", τέσσερα είναι τα αιώνια υλικά στοιχεία ("ριζώματα πάντων"), τα οποία σχηματίζουν την ουσία του κόσμου: φωτιά, γη, αέρας, νερό. Κατά τον Δημόκριτο*, στοιχεία είναι: το "πλήρες" (αδιαίρετα πολύ μικρά σωμάτια ή "άτομα") και το "κενόν", που τα ταυτίζει με το ον και το μη ον. Ο Πλάτων* δέχεται τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή: ο κόσμος των αισθητών πραγμάτων πλάθεται από τον δημιουργό με αέρα, φωτιά, νερό, γη. Κατά τον Αριστοτέλη*, τα στοιχεία είναι "απλαί κινήσεις" και "εναντιώσεις" και προσθέτει στα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή και πέμπτο, τον αιθέρα". Οι Στωικοί* διακρίνουν διαφορές με-
ταξύ στοιχείων και αρχών κατ' αυτούς οι αρχές είναι άφθαρτες, ενώ τα στοιχεία είναι φθαρτά και ο κόσμος δεν είναι αιώνιος- έρχονται κοσμικές περίοδοι κατά τις οποίες ο κόσμος εκπυρώνεται και διαλύεται, για να σχηματιστεί άλλος καλύτερος, τελειότερος. Ο Επίκουρος* όχι μόνον αποδέχεται τη διδασκαλία του Δημοκρίτου περί ατόμων, αλλά προσθέτει ότι και η ψυχή, όπως και η ύλη, αποτελείται από λεπτότατα και ελαφρότατα άτομα. Οι Λατίνοι στοχαστές, όπως ο Κικέρων*, ο Λουκρήτιος* και άλλοι, αναπαράγουν τις αντιλήψεις αυτές των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων περί στοιχείων, χωρίς καμιά προσωπική συνεισφορά στο όλο θέμα. Και μόνο στον Μεσαίωνα παρατηρείται μια τάση στα ανωτέρω στοιχεία να προστίθενται και άλλα, όπως το αλάτι, το οινόπνευμα, το θειάφι κ.λπ. Απ. Τζαφερόπουλος
"Στοιχεία της φιλοσοφίας" ("Elementa Philosophise"). Φιλοσοφικό έργο του Χομπς*, που αποτελείται από τρία μέρη (τριλογία). Το πρώτο μέρος "Για το σώμα" ("De Corpore") αναφέρεται στον σωματικό κόσμο, στους νόμους της κίνησης, στις βασικές ιδιότητες των σωμάτων και στις ιδιότητες των αισθήσεων*. Το έργο αυτό που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1655 (Λονδίνο) θεωρείται από τον ίδιο τον Χομπς ως η βάση του φιλοσοφικού του συστήματος, καθότι διατυπώνει σ" αυτό το μέρος του έργου του τη φιλοσοφική του θέση για τα φυσικά και τεχνητά σώματα. Το δεύτερο μέρος "Για τον άνθρωπο" ("of Man") δημοσιεύτηκε το 1658- εδώ ο Χομπς εξετάζει τη διαδικασία της αισθητηριακής (κυρίως με την όραση) πρόσληψης, τον χαρακτήρα και τις ικανότητες των ανθρώπων, καθώς και της ψυχολογικές παραστάσεις για τις συγκινήσεις*. Το 1642 εκδίδεται στο Παρίσι το τρίτο μέρος "Για τον πολίτη" ("of the citizen")ο Χομπς παρουσιάζει με τον πλέον συστηματικό τρόπο τις αντιλήψεις του για τη φυσική και την πολιτική κατάσταση των ανθρώπων*. Αναφέρεται εκτενέστερα στις αιτίες σχηματισμού του κράτους*, διατυπώνει τις ιδέες του για το "φυσικό δίκαιο"* και τους φυσικούς νόμους*, εκφράζει την άποψη της απόλυτης και ισχυρής εξουσίας του κυβερνήτη, αξιολογώντας συγχρόνως τα διάφορα είδη διοίκησης- τέλος, τονίζει την ανάγκη της πλήρους υποταγής της εκκλησιαστικής εξουσίας στην κοσμική και απορρίπτει τις όποιες εκκλησιαστικές ερμηνείες για τον σχηματισμό του κράτους. Εκδόσεις έργων
47
"Στοιχείωσις θεολογική" του: "The English works of the Th. Hobbes", ed. by W. Molesworth, v. 1-11, 1839-45.- Χομπς T., "Επιλογή έργων", t . 1, Μόσχα, 1965. Ευτυχία Ξυδιά
"ΣτοιχεΙωσις θεολογική". Το σημαντικότερο έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου* (412-485). Αποτελεί τη μόνη πραγματικό συστηματική έκθεση της νεοπλατωνικής μεταφυσικής που μας έχει παραδοθεί, μιας και οι Εννεάδες' του Πλωτίνου*, που γενικά θεωρείται ως σημαντικότερο έργο, έχουν τη μορφή δοκιμίων ή διαλέξεων. Η Θεολογική Στοιχείωσις του Πρόκλου αποτελεί ένα καθαρά ακαδημαϊκό, θεωρητικό και συστηματικό έργο, μια περιεκτική μα και αυστηρή παρουσίαση της μίας και μοναδικής αρχής από την οποία προκύπτουν κατ" αναγκαιότητα όλες οι μορφές του Είναι, όλες οι μορφές του αληθινού Όντος*. Διαφέρει από τα υπόλοιπα έργα του Πρόκλου λόγω της χρήσης της παραγωγικής μεθόδου και της απουσίας αναφορών σε αυθεντίες. Ο Ε. R. Dodds* θεωρεί ότι αποτελεί ένα σχετικά πρώιμο έργο του Πρόκλου, ενώ σήμερα απορρίπτεται η άποψη ότι δεν είναι δικό του έργο αλλά προέρχεται από τη σχολή του, άποψη που είχε διατυπωθεί παλαιότερα. Το έργο αποτελεί ένα πλήρες σύστημα "θεολογίας" με την έννοια της αριστοτελικής "πρώτης φιλοσοφίας". Αποτελείται από 211 προτάσεις, που ο Πρόκλος διαπραγματεύεται με τη μέθοδο της παραγωγής* ή την πλατωνική μέθοδο της υποθέσεως*, μέθοδο που ο Πρόκλος βρίσκει στον διάλογο Παρμενίδης' του Πλάτωνα*. Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο (προτάσεις 1-112) παρουσιάζονται οι γενικές μεταφυσικές αντιθέσεις των νεοπλατωνικών (το ένα και τα πολλά, η αιτία και το αποτέλεσμα, η προχώρηση και επιστροφή κ.λπ.). Στο δεύτερο τμήμα (προτάσεις 113-211) εξετάζονται οι σχέσεις που διαμορφώνονται σε καθεμιά από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες της πνευματικής υπόστασης: τους Θεούς ή Ενάδες, τους νόες και τις ψυχές, καθώς και τις σχέσεις αυτών των κατηγοριών με τις κατώτερες βαθμίδες. Το έργο του Πρόκλου επέδρασε μέσω του έργου του Ψευδο-Διονύσιου* στη μεσαιωνική σκέψη αλλά και στο Βυζάντιο με τον Ιωάννη Φιλόπονο" και, κυρίως, με τον Μιχαήλ Ψελλό*. Βλ. Πρόκλος, Στοιχείωσις θεολογική (μετ. Ιγν. Σακκαλής), Πολύτυπο, 1982. Βιβλιογρ.: Ε. R. Dodds, Proclus: The elements Ol theology, Oxford. 1963. Αθαν. Κοκολύγος
48
Στοτζέλ Ζαν (Stoetzel Jean). Γάλλος ψυχοκοινωνιολόγος. Γεννήθηκε το 1910. Υπήρξε από το 1955 καθηγητής στη Σορβόννη και είναι ο πρώτος που κατέλαβε έδρα Κοινωνικής Ψυχολογίας* στη Γαλλία. Βαθύς μελετητής των φαινομένων της κοινής γνώμης*, ο Στοτζέλ προσπάθησε με τη χρήση των μαθηματικών να προσδώσει μιαν αυστηρότερη λογική δομή και εσωτερική συνοχή στα κοινωνικά δεδομένα, που μπορούν να αποτελούν αντικείμενα των κοινωνικών μετρήσεων*. Όπως και ο Αμερικανός Λούντμπεργκ*, ο Ζαν Στοτζέλ υποστήριξε την ιδέα των "εγχειρηματικών ορισμών" (operational definitions) για τις αφηρημένες έννοιες, υποστηρίζοντας ότι οι εκ των προτέρων ορισμοί* δεν έχουν θέση στην επιστήμη* παρά μόνον εάν προκύπτουν από εμπειρικές παρατηρήσεις και διατυπώνονται ποσοτικά. Ασχολήθηκε με τις μεθόδους των δειγματοληπτικών ερευνών και με την τεχνική μελέτη των μεθόδων της κοινωνικής έρευνας επί της γενικής θεωρίας των στάσεων* και των γνωμών. Υπήρξε επί σειρά ετών διευθυντής του I.F.O.P. (του "Γαλλικού Ινστιτούτου Κοινής Γνώμης"). Κύρια έργα του: Etude expérimentale des opinions (1943)· Théorie des opinions (1943)· Français et Immigrés (με τον A. Girard, 1953)· La Psychologie Social (1963) κ.ά. θαν. Α. Βασιλείου
στοχασμός ή διαλογισμός (λατ. meditatio, από το meditior = διαλογίζομαι, στοχάζομαι). Ορος που σημαίνει τη σκέψη, τον λογισμό. Στην αρχαία ελληνική αποδίδεται ως εικασία ή υπόθεση. Πρόκειται για εκείνη τη νοητική ενέργεια κατά την οποία ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς περισυλλογής. Σε όλες σχεδόν τις γλώσσες ο όρος συνδέεται σημασιολογικά με τις έννοιες "νους" και "διαλογισμός" και συνιστά φυσική ικανότητα του ανθρώπου*, η οποία δεν εξαρτάται από τις ενσυνείδητες προθέσεις του. Οι μέθοδοι του στοχασμού διαφέρουν από τη συλλογή των τεχνικών τρόπων και την προσπάθεια επίτευξης μιας ισορροπίας μεταξύ του νου και της ψυχικής αδράνειας. Στη ψυχολογία*, ο στοχασμός θεωρείται ότι επιτυγχάνεται εφόσον εκλείψουν οι ακραίες συγκινήσεις* και μειωθεί σημαντικά η ενεργητικότητα του ατόμου*, οπότε διεγείρεται η διανοητική του κατάσταση και το ίδιο αποσπάται από το περιβάλλον (εξωτερικό και εσωτερικό). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε, επίσης, από την αστική γνωσιολογία*. Ο Λοκ* μάλιστα όρισε τον
στυλ στοχασμό ως την ικανότητα αντίληψης της "εσωτερικής δραστηριότητας της ψυχής μας", καθιστώντας τον ένα αυτόνομο και ξεχωριστό είδος γνώσης* που υπάρχει ανεξάρτητα από την υλική εμπειρία*. Για τον Ενγκελς* ως στοχασμός θεωρείται η αντανάκλαση της ουσίας ενός φαινομένου*, η άμεση γνώση. Ακόμη, ο στοχασμός αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη βουδική και την ινδική γιόγκα*, στην αρχαία "φιλοσοφική έκσταση" των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών, στην ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία ("λόγος - στοχασμός" ή "Προσευχή του Ιησού"), σε ορισμένες σύγχρονες ψυχαναλυτικές σχολές κ.ά. Τέλος, ο στοχασμός θεωρείται απαραίτητος για τη θεωρητική σκέψη, ιδιαίτερα τη μαθηματική (πλατωνικοί).
σχολής, μονιστής σε βάση εμπειρική και φυσικός με την έννοια του καιρού μας. Στη θεωρία του, σύνθεση από μηχανιστικές και δυναμικές αρχές, δείχνει πρώτη δύναμη όχι το αριστοτελικό "κινούν ακίνητον", αλλά την ίδια τη φύση*. Οπως οι Ατομικοί*, δέχεται σωματίδια και κενό, αλλά αντίθετα από εκείνους ο Στράτων προσθέτει και δυνάμεις δραστικές, που προσδιορίζουν την ύλη. Βιβλιογρ.: Μ Gatzemeier, Die Naturphilosophie des Straton von Lampsakos. Meisenheim. Hain. 1970. 186 S. Ε. Ν. Ρούσσος
Στρόσον (Strawson) Πίτερ (γεν. 1919). Βρετανός φιλόσοφος-αναλυτικός. Θεωρεί ότι η έννοια αλήθεια* δεν εντοπίζει θεμελιώδη χαρακτηριστικά από σημαντικής* πλευράς, αλλά Ευτυχία Ξυδιά χρησιμοποιείται προπαντός για την έκφραση Στράους (Strauss) Νταβίντ. Γεννήθηκε στο της συμφωνίας μας (ενθουσιασμού, επιδοκιμαLudwigsburg στις 27.1.1808 και πέθανε στις σίας κ.λπ.) αναφορικά με τα λεγόμενα. Πιστεύ8.2.1874 στο ίδιο μέρος. Στα 1825-1830, ακο- ει ότι τα τυπολογικά μέσα του προτασιακού λουθώντας την επιθυμία του πατέρα του, λογισμού* και του λογισμού κατηγορημάτων* σπούδασε στο Θεολογικό σεμινάριο της Τυ- είναι ανεπαρκή για την έκφραση της δομής και βίγγης, όπου μαθήτευσε δίπλα στον θεολόγο των ιδιοτήτων της φυσικής γλώσσας. Από την F. C. Baur, ειδικό στην Παλαιά Διαθήκη. Ήταν άποψη του "κοινού νου" προτάσσει τον θεμεεξαίρετος φοιτητής και έγινε Δρ. θεολογίας το λιώδη χαρακτήρα των εννοιών του υλικού α1831. Μετέβη στο Βερολίνο με σκοπό να πα- ντικειμένου και της προσωπικότητας* στο "ενρακολουθήσει από κοντά τις παραδόσεις του νοιολογικό σχήμα" της γνώσης. Επιχειρεί τη Hegel". Με την εμφάνιση του βιβλίου του Das συγκρότηση μεταφυσικής θεωρίας βάσει των Leben Jesu (1835) οι εσωτερικές αντιθέσεις μεθόδων της γλωσσολογικής φιλοσοφίας. της σχολής του Hegel έγιναν αυτόματα ορα- Εργα: The Bounds of Sense, London, 1966" 197 V τές. Ο Strauss δεν ενδιαφερόταν τόσο για την Logico-Linguistic Papers, London, ιστορικότητα των Ευαγγελίων, αλλά για το Scepticism and Naturalism: Some Varieties, συμβολικό τους νόημα, φθάνοντας μάλιστα London, 1985. στο σημείο να αμφιβάλλει για την ιστορικότη- Δ.Π. τα του προσώπου του Ιησού. Η ριζοσπαστικότητα των απόψεών του τού έκανε δύσκολη την στρουκτουραλισμός, βλ. δομισμός περαιτέρω σταδιοδρομία. Πολύ σύντομα ο Feuerbach" και ο Bruno Bauer" τον ξεπέρασαν στρώμα, βλ. κοινωνική στρωμάτωση σε ριζοσπαστικές απόψεις. Στην επανάσταση του 1848 οι θέσεις του ήταν αντιδημοκρατικές. στρωμάτωση κοινωνική, βλ. κοινωνική στρωΤο τελευταίο του βιβλίο ήταν το Der alte und μάτωση der neue Glaube (1872). Εργογραφία: "Gesammelte Schriften", Hrsg. E. Zeller, 12 Bande, στυλ (γαλλ. style, από το λατ. stilum < ελλην. Bonn 1876-78. στύλος). Όρος που αναφέρεται στο προσωπικό ύφος ενός ανθρώπου* ή καλλιτέχνη, στην Βιβλιογρ.: Α. Schweizer. Geschichte der Leben-Jesuέκφραση του χαρακτήρα" και των συναισθημάForschung. Tubingen. 1951. Χάρης Κράλλης των" του στο ύφος του λόγου. Στην Αισθητική" πρόκειται για την ατομικότητα και την κίνηση Στράτων ο Λαμψακηνός Περιπατητικός φιλό- του πνεύματος που γίνονται ορατά διαμέσου σοφος, διάδοχος του Θεόφραστου* στη διεύ- των λέξεων, των εικόνων κ.ο.κ. Επίσης, με τον θυνση του Περιπάτου* (287-269 π.Χ.). Οπιο όρο "στυλ" καλούνται οι διάφορες αισθητικές αυτοδύναμος και ο πιο επιστημονικός νους της μορφές που χαρακτηρίζουν μια εποχή (π.χ. α-
Φ.Λ., Ε-4
49
στυλ ζωής ναγέννηση, μπαρόκ κ.λπ.)· Γενικά, στη φιλοσοφία ως στυλ ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται μια επιστήμη*, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι θεωρίες της (βλ. Ντεκάρτ και Λάιμπνιτς). Με την ευρεία έννοια, το στυλ αφορά στη σφραγίδα που αφήνει ο άνθρωπος πάνω στη φύση*, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο επιδρά ή επιβάλλεται πάνω σ" αυτή. Για τον Ch. Blanc το στυλ αναφέρεται σε κάτι το ιδανικό, σε αντίθεση με την "καθαρή πραγματικότητα"' ενώ ο G. Séailles κάνει λόγο για καθολικό και απόλυτο στυλ βάσει του οποίου επιτρέπεται η καταδίκη ενός έργου με πρόσχημα ότι δεν έχει στυλ - τ ο στυλ εδώ εναντιώνεται στο προσωπικό στυλ, στον προσωπικό δηλαδή τρόπο έκφρασης. Ευτυχία Ξυδιά
στυλ ζωής. Ορος που αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής ή ψυχολογικής συμπεριφοράς*. Νοηματικά είναι έννοια στενότερη από αυτήν του "τρόπου ζωής" (φιλοσοφική - κοινωνιολογική κατηγορία), η οποία αναφέρεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αντίθετα, ο όρος "στυλ ζωής" ως κοινωνική - ψυχολογική κατηγορία ενδιαφέρεται για την υποκειμενική πλευρά της δραστηριότητας του ανθρώπου*, για τις επιλογές και τις αποφάσεις, τα κίνητρα, τους σκοπούς - στόχους, τις πράξεις, την καθημερινή συμπεριφορά του ατόμου*, της οικογένειας* και των κοινωνικών ομάδων*. Ευτυχία Ξυδιά
Στωική φιλοσοφία Ένα από τα κυριότερα ρεύματα της ελληνιστικής* και ελληνο-ρωμαϊκής φιλοσοφίας. Η ονομασία της οφείλεται στη λεγόμενη Ποικίλη στοά, στον χώρο της αθηναϊκής Αγοράς, όπου δίδαξαν τουλάχιστον οι αρχαιότεροι στωικοί φιλόσοφοι (Ζήνων*, Κλεάνθης*, Χρύσσιπος*). Εκτός από την Αθήνα, ορισμένοι, κυρίως νεότεροι, εκπρόσωποι της Στωικής φιλοσοφίας ίδρυσαν σχολές ή απλώς εδίδαξαν και σε άλλους τόπους, όπως η Ρόδος (Παναίτιος*, Εκάτων*, Ποσειδώνιος*), η Πέργαμος (Κράτης* ο Μαλλώτης), η Βαβυλώνα (Αρχέδημος* ο Ταρσεύς), η Νικόπολη της Ηπείρου (Επίκτητος*) και βέβαια η Ρώμη (Κράτης*, Ατταλος*, Σενέκας*, Μουσώνιος* Ρούφος, Επίκτητος, Μάρκος* Αυρήλιος). Ο βίος της Στοάς, της σχολής των Στωικών, που, όπως και ο βίος του σύγχρονού της Κήπου των Επικούρειων*, ξεπέρασε τα 500
50
χρόνια (3ος αι. π.Χ. - 3ος αι. μ.Χ.), διακρίνεται σε τρεις περιόδους: την περίοδο της Αρχαίας Στοάς (Ζήνων, Κλεάνθης, Χρύσιππος), την περίοδο της Μέσης Στοάς (Παναίτιος, Ποσειδώνιος) και την περίοδο της Νέας Στοάς (Σενέκας, Μοιισώνιος Ρούφος, Επίκτητος, Μάρκος Αυρήλιος). Η Στωική φιλοσοφία, όπως και κάθε σύγχρτνό της πνευματικό κίνημα, επιχείρησε να ανταποκριθεί στην ανάγκη επαναπροδιορισμού του ανθρώπινου βίου, στην ατομική και στην κοινωνικο-πολιτική βάση του, ύστερα από τον κλονισμό του με την αναίρεση των όρων διαβίωσης στα καθορισμένα όρια της κλασικής πόλης και το άνοιγμα στον ευρύτερο κόσμο, ύστερα από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Σε πολύ αδρές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι στην Αρχαία Στοά δομήθηκε ένα ευρύτατο σύστημα, όπου συναρθρώνονταν όλοι οι βασικοί τομείς του επιστητού και όπου, κυρίως στη βάση μιας οντολογικής-κοσμολογικής θεωρίας, ερμηνευόταν η θέση του ανθρώπου, η γνώση του και η πράξη* του- στη Μέση Στοά το ενδιαφέρον εστιάστηκε στον άνθρωπο, ως άτομο, ως κοινωνία και ως ανθρωπότητα σε σχέση με τη γενική κοσμική πραγματικότητα, και ο προβληματισμός απέδωσε μια οντολογική Ανθρωπολογία, χαρακτηριζόμενη από έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα ανθρωπολογικό Μονισμό*, ασφαλώς σύμφωνο με το γενικά μονισπκό κριτήριο της Στωικής φιλοσοφίας- στη Νέα Στοά ο προβληματισμός αυτοπεριορίστηκε στα ηθικά θέματα. Το γενικό περίγραμμα του στωικού ιδεόκοσμου έχει ως εξής: Με βάση την πυροκρατική διδασκαλία του Ηράκλειτου*, η όλη πραγματικότητα νοείται ως μία και μοναδική κοσμική δύναμη, από την οποία διαμορφώνονται και στην οποία διαλύονται όλες οι μορφές της πραγματικότητας. Αυτά που σε άλλα συστήματα ονομάζονται ύλη* και ενέργεια*, φύση* και λόγος*, κόσμος* και πνεύμα*, σώμα και ψυχή*, για τους Στωικούς δεν είναι βέβαια χωριστές αρχές των πραγμάτων, αλλά μόνο εκφάνσεις ή ιδιότητες της μοναδικής κοσμικής δύναμης. Ο,τι για άλλους θεωρείται σαν πνευματική αρχή. νια τους Στωικούς νοείται σωματικά. Η ίδια η φύση καθαυτή πιστεύεται ότι εκδηλώνεται έλλογα. Τα πάντα γίνονται σύμφωνα με μια εσωτερική και απόλυτη αναγκαιότητα, και το απόλυτα αναγκαίο νοείται ταυτόχρονα και σαν απόλυτα σκόπιμο. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο ο άνθρωπος δεν έχει παρά να φροντίσει να συντονιστεί με τους ρυθμούς και τους νόμους
Στωική φιλοσοφία της φύσης. Το όλο σύστημα της Στωικής φιλοσοφίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιότυπος φυσιοκρατικός Μονισμός. Τη διδασκαλία της Αρχαίας Στοάς την εγκαινίασε το 301 π.Χ. στην Αθήνα, προερχόμενος από το Κίτιο της Κύπρου, ο Ζήνων ο Κιτιεύς (333/2;-262/1 π.Χ.). Αυτός, επεξεργαζόμενος μεθοδικότερα τα θέματα της παλαιότερης φιλοσοφίας*, διάρθρωσε το σύνολο της ύλης της σε τρεις ενότητες, τη Λογική*, τη Φυσική*, και την Ηθική*, υποτάσσοντας στην πρώτη από αυτές, τη Γνωσιολογία*, τη θεωρία του λόγου και της γλώσσας, τη Ρητορική και τη Φιλολογία, και στη δεύτερη την Οντολογία* ή Μεταφυσική*, τη Θεολογία*, την Ανθρωπολογία και την Ψυχολογία*. Το "ομολογουμένως τη φύσει ζην", που εισηγήθηκε ο Ζήνων, θεωρούσε σκοπό της ζωής και ο Κλεάνθης (331-252 π.Χ.), μαθητής και διάδοχός του, εξηγώντας ότι αυτό δεν είναι αντίθετο από το "κατ' αρετή ν ζην", εφόσον η ίδια η φύση οδηγεί στην αρετή, η οποία βέβαια για τους Στωικούς ήταν νοητή σαν "διδακτή". Ευρύτερη αντίληψη και έργο παρουσιάζει ο Χρύσιππος (281/77-208/5 π.Χ.), μαθητής και διάδοχος του Κλεάνθη. Μεγάλη φήμη απέκτησε για τις επιδόσεις του στη Διαλεκτική*. Η συλλογιστική του συνοψίζεται στους εξής πέντε "τρόπους": 1. Οταν υπάρχει Α, υπάρχει και Β. Αλλά υπάρχει Α. Αρα υπάρχει και Β. - 2. Οταν υπάρχει Α, υπάρχει και Β. Αλλά δεν υπάρχει Β. Αρα δεν υπάρχει και Α. - 3. Α και Β δεν υπάρχουν ποτέ ταυτόχρονα. Αλλά υπάρχει Α. Αρα δεν υπάρχει Β. - 4. Υπάρχει ή Α ή Β. Αλλά υπάρχει Α. Αρα δεν υπάρει Β. - 5. Υπάρχει ή Α ή Β. Αλλά δεν υπάρχει Α. Αρα υπάρχει Β. Η Μέση Στοά εγκαινιάστηκε από τον Παναίτιο τον Ρόδιο (περ. 185-109 π.Χ.). Αυτός εγκατέλειψε τις ακραίες κοσμολογικές και ηθικές θέσεις της Αρχαίας Στοάς ("εκπύρωσις", "παλιγγενεσία", "ειμαρμένη") και παραμέρισε την πολεμική της κατά του πλατωνισμού* και του αριστοτελισμού". Ξεπερνώντας τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό των προδρόμων του, θεώρησε απλά τον άνθρωπο ως μέλος του κόσμου και έτσι άνοιξε τον δρόμο στην Ανθρωπολογία του μαθητή του Ποσειδώνιου. Καινούργια φωνή στην Ελληνική* φιλοσοφία αποτέλεσε ο ανθρωπολογικός Μονισμός του Παναίτιου. 0 Ποσειδώνιος (135-51 π.Χ.), μαθητής του Παναίτιου, δεν είναι μόνο ο κορυφαίος εκπρόσω-
πος της Μέσης Στοάς, αλλά και ο πολυμερέστερος ίσως επιστήμων μετά τον Αριστοτέλη*. Κεντρική έννοια της κοσμολογίας του ο Ποσειδώνιος έχει κάνει την "ζωτικήν δύναμιν", την οποία θεωρεί ως πρωταρχικό φαινόμενο. Ο μακρινός αλλά βέβαιος απόηχος της πυροκρατικής Κοσμολογίας του Ηράκλειτου, φιλτραρισμένος μέσα από την παλαιότερη στωική παράδοση, αναγνωρίζεται σ' αυτή την έννοια, καθώς ο Ποσειδώνιος την κάνει να δηλώνει τη θερμική ενέργεια και την πύρινη πνοή, την ταυτιζόμενη με τον "λόγον"', τη δύναμη που διαπερνά και που διαμορφώνει τα πάντα ή που διαφοροποιεί και συγχρόνως ενοποιεί τα πάντα. Έτσι ο Ποσειδώνιος θεωρεί τον κόσμο* σαν ζωντανό οργανισμό, δημιουργημένο σύμφωνα με τη θεϊκή "πρόνοια" και με σκοπιμότητα, και ταυτίζει το σώμα του κόσμου με το σώμα του θεού*. Πάνω σ' αυτή τη βάση ο Ποσειδώνιος επισημαίνει ανάμεσα σε όλα τα όντα τη "συμφυΓα", τη "συγγένεια", τη "σύμπνοια" και τη "συμπάθεια", δηλαδή το συμπάσχειν. Στη Νέα Στοά επικρατεί η ταύτιση της φύσης και του θεού στο πλαίσιο του εκλεκτικισμού* και του συγκρητισμού της εποχής της, και η ανθρωπότητα θεωρείται ως τμήμα της φύσηςθεού. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους η Στωική φιλοσοφία αποβαίνει για τον ρωμαϊκό λαό ένα είδος θρησκείας της Ηθικής". Ο δάσκαλος του Σενέκα Ατταλος (περ. 20 π.Χ.-50 μ.Χ.) ενδιαφέρθηκε για προβλήματα όπως ο εθισμός στην απλότητα της ζωής και η δύναμη του χαρακτήρα. Ο ίδιος ο Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.), στον ηθικό προβληματισμό του, μελέτησε περισσότερο τα πάθη στις πιο ακραίες εκφάνσεις τους με καταστροφικές συγκρούσεις, πράγμα που προσθέτει στις τραγωδίες του αγριότητα και απανθρωπία άγνωστη στα ελληνικά πρότυπά τους, γνώριμη όμως ίσως αρκετά στη ρωμαϊκή ζωή της δικής του εποχής. Ας σημειωθεί όμως παράλληλα ότι, όπως φάνηκε από την εξέλιξη της ρωμαϊκής κοινωνίας στον 2ο αι. μ.Χ., ο Σενέκας, εκφράζοντας τις σύμφωνες με τη στωική Ηθική θέσεις του για επιείκεια ("dementia") των φορέων της εξουσίας, την ομόνοια των κοινωνικών τάξεων (con - "cordia ordium" και "ae
51
συγκεκριμένο θέση της γυναίκας και στον οικογενειακό προγραμματισμό. Ο Επίκτητος (περ. 55-135 μ.Χ.) έρριξε το βάρος της σκέψης του στην προσπάθεια για λύτρωση από τη δυναστεία των παθών, για αποδοχή του "λόγου", που τον θεωρούσε σαν όψη της ίδιας της φύσης, και για την επιδίωξη της ευτυχίας μέσα από τον λόγο. Επέμεινε περισσότερο στην ιδέα του ότι στην πνευματικότητα του ανθρώπου υπάρχει μια περιοχή, όπου η εξωτερική βία, τα πάθη και ο δελεασμός με αγαθά είναι ανίσχυρα. Γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε ως απόστολος της εσωτερικής ελευθερίας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (121-180 μ.Χ.) είναι ο τελευταίος αξιόλογος εκπρόσωπος της Στωικής φιλοσοφίας. Η βασική θέση του είναι περίπου η εξής: Η επίγνωση της αδιάκοπης μεταβολής των πραγμάτων μάς οδηγεί στο να μην επιθυμούμε και να μη φοβόμαστε τίποτα το εξωτερικό, να υποτασσόμαστε στη φυσική πορεία των πραγμάτων και να καλλιεργούμε την εσωτερική ελευθερία, που είναι σύμφωνη με τη λογική φύση μας. Για τον καθένα από τους δασκάλους της Στωικής φιλοσοφίας βλ. τα λ.: Αντίπατρος ο Tapσεύς, Αντίπατρος ο Τύριος, Αρίστων ο Χίος, Αρχέδημος ο Ταρσεύς, Γέμινσς ο Ρόδιος, Διογένης ο Βαβυλώνιος, Επίκτητος, Ζήνων ο Κιτιεύς, Κλεάνθης ο Ασσιος, Κλεομήδης, Κράτης ο Μαλλώτης, Μάρκος Αυρήλιος, Παναίτιος ο Ρόδιος, Ποσειδώνιος ο Απαμεύς ή Ρόδιος, Σενέκας και Χρύσιππος ο Σολεύς. Βιβλιογρ.: The Stoics. Ed. by J.M. Rist: Berkeley-Los Angeles-London. California Univ. Press 1978. 295 p.- Les stoïciens et leur logique. Actes du colloque de Chantilly, 1976: Paris. Vrin 1978, 500 p. - Problems in the Stoicism. ed. by A. A. Long: London. The Alhlone Press. 1971. 257 p. - Bloss L., Probleme der stoischen physik: Hamburg. Buske. 1973. - Bodson Α.. La morale sociale des demiers stoïciens. Sénéque. Epictète et Marc Aurèle, Paris. Les Belles Lettres. 1967. 148 ρ (Bibliothèque de la Faculté de Philosophie et Lettres de I' Université de Liège 176). Bridoux Α.. Le stoïcisme et son inlluence: Paris. Vrin 1966. 240 p. - Edelstein L.. The Meaning olStoicism. Gambridge. Harvard Univ. Press. 1966, 108 p. - Pohlenz M.. Die Stoa. Geschichte einer geistigen Bewegung. Gottingen. Vadenhoeck & Ruprecht 1970*. 490 + 247 S. - Rist J.M.. Stoic Philosophy, Cambridge Univ. Press. 1969. Sandbach F. H.. The Stoics. London, Chatto & Windus 1975. 190 p. - Wenley R. M., Stoicism and its Inlluence. New York. 1963. Ε. Ν. Ρούσσος
συγκεκριμένο, βλ. ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο 52
συγκίνηση (emotion). Πολυσύνθετη κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός ως αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα. Ο τύπος και η μορφή της συγκίνησης εξαρτάται από το είδος του ερεθίσματος, το οποίο μπορεί να είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο. Οταν ο οργανισμός βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, το άτομο εκτρέπεται από την ήρεμη και διανοητικά ελεγχόμενη κατάσταση στην οποία προηγουμένως βρισκόταν. Γενικά ο όρος συγκίνηση περιλαμβάνει όλων των ειδών τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις, καθώς και τις φυσιολογικές διαταραχές που τις συνοδεύουν. Η συγκίνηση συνήθως συνοδεύεται από αλλαγές εκφράσεων, διαταραχές των λειτουργιών της καρδιάς, των εντέρων, των αδένων κ.λπ. και κατευθύνεται προς κάποιο πρόσωπο ή γεγονός. Σε κατάσταση φόβου παρατηρείται μείωση του τόνου των σκελετικών μυών, ενώ σε κατάσταση χαράς ο τόνος των παραπάνω μυών αυξάνεται. Επίσης, παρατηρείται αύξηση της έκκρισης αδρεναλίνης καθώς και αύξηση περιεκτικότητας του αίματος σε σάκχαρο. Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των λειτουργιών των ημισφαιρίων του εγκεφάλου στη φυσιολογική ανάπτυξη των συγκινήσεων. Βαοιλκή Παππό
σύγκλισης θεωρία. Αστική φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ του καπιταλισμού* και του σοσιαλισμού* μπορούν να υπερβαθούν, με τελική κατάληξη τη συγχώνευση των δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Εμφανίστηκε τη δεκαετία 1950-1960 ως απόρροια της οικονομικής ισχυροποίησης του αστικού κράτους. Κυριότεροι εκπρόσωποι της είναι οι Τζ. Γκαλμπραίηθ* και Π. Σορόκιν* (ΗΠΑ), Γ. Τίνμπεργκεν (Ολλανδία), Ρ. Αρον" (Γαλλία) και Τζ. Στράτσεϋ (Αγγλία). Επίσης, τη θεωρία της σύγκλισης χρησιμοποίησαν ευρύτερα τόσο οι "δεξιοί" όσο και οι "αριστεροί" οππορτουνιστές και ρεβιζιονιστές. Οι οπαδοί της θεωρούν την τεχνολογική πρόοδο και ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας ως τους κύριους συντελεστές προσέγγισης των συστημάτων του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Υποστηρίζουν ότι τα συστήματα αυτά εξομοιώνονται κοινωνικά και οικονομικά και ότι ο ρόλος του κράτους στον καπιταλισμό αυξάνεται, ενώ στον σοσιαλισμό μειώνεται. Ομως, οι απόψεις αυτές αμφισβητήθηκαν, αφού τα κοινά τεχνολογικά χαρακτηριστικά δεν εξασφαλίζουν την
συγκράτηση ταύτιση των δύο συστημάτων, ούτε μπορούν ν" αντικατασταθούν οι σχέσεις κοινωνικής παραγωγής μεταξύ ανθρώπων και τάξεων από την τεχνολογία ή την τεχνική οργάνωση της παραγωγής' επίσης, το αστικό κράτος δεν ασκεί πλήρη οικονομικό έλεγχο καθόσον τα περισσότερα μέσα παραγωγής αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία, ενώ στον σοσιαλισμό οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις υποτάσσονται στη σχεδιασμένη διεύθυνση που ασκεί το κράτος*. Ο Τζ. Γκαλμπραίηθ προτείνει μια άλλη εκδοχή της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις αγοράς αντικαθίστανται από σχεδιοποιημένες σχέσεις σε όλες τις κοινωνίες με προωθημένη τεχνολογία και σύνθετη οργάνωση παραγωγής. Κατ' αυτόν, η σύγκλιση των δυο συστημάτων επιταχύνεται εφόσον τα συστήματα οργάνωσης είναι παρόμοια. Όμως και αυτή η εκδοχή τέθηκε υπό αμφισβήτηση, αφού ο Γκαλμπραίηθ δεν έλαβε υπόψη του τη διάκριση μεταξύ της ιδιωτικοποιημένης και εθνικοοικονομικής σχεδιοποίησης, που χαρακτηρίζει αντίστοιχα τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Ωστόσο, η θεωρία του διαδόθηκε ευρύτερα στους δυτικούς κύκλους διανοουμένων, ενώ οι μαρξιστές τάχθηκαν εναντίον της. Επίσης, τόσο ο Γκαλμπραίηθ όσο και ο Τίνμπεργκεν συνδέουν τη θεωρία της σύγκλισης με την ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης των καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών χωρών. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι η σύγκλιση των δυο συστημάτων μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα από έναν μοιραίο πόλεμο (αντίθετη είναι η σχετική λενινιστική αντίληψη). Γενικά, οι οπαδοί της προσπαθούν να δείξουν μεθόδους εγκαθίδρυσης της "κοινωνικής ειρήνης". Παρ' όλα αυτά, ειδωμένη ταξικά, η θεωρία της σύγκλισης αποτελεί μια εκλεπτυσμένη μορφή απολογίας του καπιταλισμού, αφού ουσιαστικά υποστηρίζει τη σύνδεση των δυο συστημάτων σε καπιταλιστική βάση, με θεμέλιο δηλαδή την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ευτυχία Ξυδιά
συγκράτηση. Είναι η διατήρηση στη μνήμη της αναπαράστασης των διαφόρων ερεθισμάτων, τα οποία συνεχώς βομβαρδίζουν τις αισθήσεις μας. Η ικανότητα συγκράτησης επηρεάζεται από ενδογενείς παράγοντες, όπως είναι οι ικανότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ατόμου καθώς και από τη δομή και λειτουργία του μνημονικού συστήματος. Αναφορικά με τη δομή και λειτουργία του μνημονι-
κού συστήματος έχει ερευνητικά διαπιστωθεί ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω των αισθητηρίων οργάνων διέρχονται από διάφορα στάδια μέχρι να μεταβιβαστούν στη μακροπρόθεσμη μνήμη για μόνιμη συγκράτηση. Οι πληροφορίες υφίστανται μια πρώτη διεργασία στο στάδιο της αισθητηριακής συγκράτησης και παραμένουν σ' αυτό για χρονικό διάστημα το οποίο διαρκεί ένα περίπου δευτερόλεπτο. Κατά τη διάρκεια παραμονής τους στο στάδιο αυτό γίνεται ενεργοποίηση των μηχανισμών της προσοχής, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την επιλογή των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία θα μεταβιβαστούν στη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Η δυνατότητα συγκράτησης των πληροφοριών στη βραχυπρόθεσμη μνήμη καθώς και η διάρκεια παραμονής τους σ' αυτή είναι αρκετά περιορισμένες. Η συνεχής επανάληψη της πρόσληψης των ίδιων χαρακτηριστικών συντελεί στην καλύτερη συγκράτηση τους στη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Η μνήμη αυτή μπορεί να συγκρατήσει σε μια δεδομένη στιγμή 59 πληροφοριακά στοιχεία ταυτόχρονα. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η βραχυπρόθεσμη μνήμη είναι ένα σύνθετο σύστημα, το οποίο ονομάζεται μνήμη εργασίας και αποτελείται από υποσυστήματα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και των οποίων η λειτουργία προσδιορίζεται από τη φύση των πληροφοριακών στοιχείων. Η συγκράτηση των πληροφοριών φωνολογικής φύσης π.χ. γίνεται στο σύστημα το οποίο είναι γνωστό ως "αρθρωτικός βρόγχος", ενώ η συγκράτηση των οπτικών πληροφοριών επιτελείται στο σύστημα του "οπτικο-χωρητικού σχεδιασμού" (Baddeley, 1986-1990). Από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, οι πληροφορίες μεταφέρονται στη μακροπρόθεσμη μνήμη, όπου και παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σχετικά με τη συγκράτηση πληροφοριών στη μακροπρόθεσμη μνήμη, οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι πληροφορίες που σχετίζονται με προσωπικές εμπειρίες καθώς και με διάφορα γεγονότα που αναφέρονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο συγκρατούνται στο σύστημα της μακροπρόθεσμης μνήμης, το οποίο είναι γνωστό ως "μνήμη επεισοδίων" ή "αυτοβιογραφική μνήμη" (Tulving, 1972, Conway, 1990). Παράλληλα, η συγκράτηση των πληροφοριών που αναφέρονται στη γνώση για τον κόσμο και είναι αποτέλεσμα εκπαίδευσης και μάθησης γίνεται στη λεγόμενη "σημασιολογική μνήμη".
53
συγκρητισμός Οι δυνατότητες συγκράτησης των πληροφοριών στη μακροπρόθεσμη μνήμη είναι απεριόριστες. Είναι δυνατόν να προσθέτουμε πληροφορίες στον μνημονικό αυτό χώρο σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Η απώλεια των πληροφοριών από τη μακροπρόθεσμη μνήμη γίνεται με το πέρασμα του χρόνου ή με την παρεμβολή νέων πληροφοριακών στοιχείων. Υπάρχουν πολλές θεωρίες για την ερμηνεία του φαινομένου της απώλειας των πληροφοριών, το οποίο είναι γνωστό ως λήθη, όπως είναι η ψυχαναλυτική θεωρία, η βιολογική θεωρία και άλλες στις οποίες δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε αναλυτικά (βλ. Κασσωτάκης & Φλουρής, 1981). Βιβλιογρ.: Baddeley Α.. Working memory, Oxlord: OUP. 1986.- Baddeley Α.. Human memory: Theory and practice. Hove: LEA., 1990.- Conway Μ. Α., Autobiographical memory: An introduction, Buckingham: Open University Press, 1990.- Κασσωτάκης M. I. & Φλουρής Γ. Σ., Μάθηση και Διδασκαλία, τομ. I, Αθήνα, 1981.- Tulving Ε. "Episodic and semantic memory. In Ε. Tulving & W. Donaldson (Eds.) Organization of memory. New York: Academic Press., 1972. AIK. Μαριδάκη - Κασσωτάκη
συγκρητισμός. Όρος που δηλώνει την ανάμειξη και συγχώνευση (συν+κεράννυμι = ανακατώνω) διαφόρων ετερογενών θρησκευτικών ή φιλοσοφικών στοιχείων σε ενιαίο σύστημα. Θρησκειολογικό κυρίως ρεύμα, χαρακτηριστικό της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, οπότε παρατηρείται διείσδυση των ανατολικών θρησκειών στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Αίτια για τη δημιουργία του ρεύματος αυτού υπήρξαν: ο θρησκευτικός ατομισμός, ωςβυνέπεια της εθνικής διασποράς των Ελλήνων και Ρωμαίων, και η έντονη επιθυμία για μια θεωρητική βεβαιότητα, καθαρότητα και λύτρωση του ανθρώπου. Χαρακτηριστικά του συγκρητισμού αυτού είναι: α) ο συνδυασμός διαφόρων κοσμολογιών και μυθολογιών, περσικής, βαβυλωνιακής, συριακής, αιγυπτιακής και ελληνικής καταγωγής, β) ο βαβυλωνιακός δυϊσμός (ύπαρξη ανώτερου και κατώτερου κόσμου) σε συνδυασμό με τον περσικό δυϊσμό (κόσμος φωτός και κόσμος σκότους) και η ένωση αυτών με την ελληνική αντίθεση: πνεύμα - ύλη και γ) η απαισιοδοξία από τον ορατό, αισθητό κόσμο, ως δημιούργημα κακών πνευμάτων, που κυβερνούν και υποδουλώνουν τον άνθρωπο*. Επιδίωξη: η λύτρωση από τον κόσμο αυτό και η μετάβαση σε έναν ανώτερο κόσμο, τον κόσμο του θεού*, που είναι το φως. Στη φιλοσοφία* συγκρητισμός είναι μια παραλλαγή του εκλεκτικισμού*, που αποβλέπει στη συμφιλίω-
54
ση διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων με την υιοθέτηση των καλύτερων στοιχείων από το καθένα φιλοσοφικό σύστημα και την ένωση των στοιχείων αυτών σε ενιαίο όλο. Περίπτωση φιλοσοφικού συγκρητισμού έχουμε με τους νεοπλατωνικούς της Αλεξάνδρειας, οι οποίοι συνδύασαν σε ένα φιλοσοφικό σύστημα ιδέες και διδασκαλίες ανόμοιες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Απ. Τζαφερόπουλος
σύγκριση. Η μέσω της αντιπαραβολής (παραλληλισμού, αντιπαράθεσης) ανεύρεση ομοιοτήτων (ταυτότητας*, ισότητας) και διακρίσεων (διαφορών, αντιθέσεων, αντιφάσεων*) μεταξύ αντικειμένων και διαδικασιών, τα πορίσματα της οποίας εκφέρονται μέσω συγκριτικών κρίσεων. Είναι μια από τις αφετηριακές γνωσιακές πράξεις, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το εμπειρικό επίπεδο (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό) της "γνωστικής διαδικασίας"* και την προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης*, τη διάνοια (βλ. διάνοια και λόγος). Δεδομένου ότι η σύγκριση συνιστά πάντοτε συσχέτιση διακεκριμένων ως άμεσα δεδομένων, στη βαθμίδα της διάνοιας το κοινό, η ενότητα προσλαμβάνεται ως ομοιότητα (ή διαφορά) ξεχωριστών, μοναδικών και μεμονωμένων αντικειμένων, ως υφιστάμενη και ενυπάρχουσα στα ίδια τα πράγματα ιδιότητα, ως άμεσα ταυτόσημη με το μεμονωμένο. Μόνο με την ολοκλήρωση της γνωστικής διαδικασίας μέσω της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"' η νόηση συλλαμβάνει το αντικείμενο ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών και διακριβώνει τα όρια και τα κριτήρια του πεδίου συγκρισιμότητας και τον ουσιώδη ή επουσιώδη χαρακτήρα των γνωρισμάτων (βλ. ουσία και φαινόμενο). Η σύγκριση συνιστά προϋπόθεση της συνείδησης*. Η αναγωγή της συγκριτικής αντιπαραβολής (αξιολόγησης) και της ποσοτικοποίησης ποιοτικών και ουσιωδών γνωρισμάτων σε κυρίαρχο γνώρισμα του ενσυνείδητου βίου χαρακτηρίζει την κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία*), η ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας*, η σύγκριση πραγμάτων και, προπαντός, η συγκριτική εξίσωση του ουσιωδέστερου εμπορεύματος: της εργασιακής δύναμης διαφόρων ανθρώπων. Απότοκο αυτής της καθολικής συγκρισιμότητας "αξιών"* είναι η ιδέα της ισότητας, της ομοιότητας απομονωμένων ατόμων, η συνάφεια μεταξύ των οποίων πραγμα-
σύζευξη τοποιείται είτε ως τάση καθολικής εξομοίωσης (μιμητισμού, κονφορμισμού' κ.λπ.) είτε ως τάση διάκρισης, επιφανειακής διαφοροποίησης του φαίνεσθαι εσωτερικά πανομοιότυπων στην αλλοτρίωσή* τους ατόμων. Κατ" αυτό τον τρόπο η σύγκριση από γνωσιακή πράξη μετατρέπεται σε μορφή αφομοίωσης και εσωτερίκευσης της ιεραρχικής και ανταγωνιστικής κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και της κυρίαρχης ιδεολογίας*, η οποία βιώνεται ως δήθεν "αξιοκρατία"*. Βλ. επίσης: ανάλυση, σύνθεση, ποιότητα και ποσότητα. Δ. Πατέλης
λογία (Μ. Μ. Κοβαλέφσκι, Ε. Tylor, κ.ά.). Κατά τον Ντυρκαίμ* συνιστά την ουσία της κοινωνιολογίας*, ενώ ο πρώιμος δομολειτουργισμός (Μαλινόφσκι* κ.ά.) αντιπαρέθετε τη συγκριτική μέθοδο στην ανάλυση των δομών και των συστημάτων οι Ε. Troeltsch* και Μ. Βέμπερ* την ανάγουν σε συγκριτική - τυπολογική μέθοδο. Κατά τους Π. Σορόκιν* και Τόυνμπι* οι πολιτισμοί προβάλλουν ως αυθύπαρκτα μοναδικά, κλειστά και μη αναπτυσσόμενα συστήματα. Κατά τον ίδιο τρόπο εξετάζονται συχνά και επιμέρους κοινωνικοί θεσμοί (R. Benedict, Μ. Mead* κ.ά.). Βλ. επίσης: ιστορικό και λογικό. Δ. Πατέλης
συγκριτική - ιστορική μέθοδος. Τρόπος διερεύνησης και εξήγησης αναπτυσσόμενων φαινομένων κατά τον οποίο μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής βαθμίδων της ανάπτυξης ενός και του αυτού φαινομένου είτε διαφορετικών φαινομένων συνάγονται πορίσματα αναφορικά με: τις αλλαγές, τις τάσεις της ανάπτυξης, την ομοιογένεια ή ετερογένεια των φαινομένων, τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, τη γενετική αλληλουχία τους και (εν μέρει) την αλληλεπίδρασή τους. Ως ειδική περίπτωση της γνωσιακής πράξης της σύγκρισης*, χαρακτηρίζεται από τα πλεονεκτήματα (άμεση εμπειρική [ανα-]παραστατική ενάργεια κ.λπ.) και τα μειονεκτήματα της τελευταίας (κίνδυνος επιφανειακής τυποποίησης - κατηγοριοποίησης - ταξινόμησης, πρόσληψης της ομοιότητας ως προς τη μορφή ως αιτιώδους εξήγησης κ.λπ.). Το κυριότερο πρόβλημα της εν λόγω μεθόδου - τ ο οποίο εκδηλώνεται έντονα κατά την επίκληση ιστορικών αναλογιών- είναι η κατ' εξοχήν στατική σύλληψη πτυχών και στιγμών της ιστορικής ανάπτυξης, η προσκόλληση στις οποίες μπορεί να παρεμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη της γνώσης και την ανακάλυψη της νομοτέλειας*. Η μέθοδος αυτή απέκτησε διεπιστημονική ισχύ κατά τον 19ο αιώνα, αν και οι απαρχές της χρήσης της απαντώνται στη συγκριτική ανάλυση των πολιτευμάτων του Αριστοτέλη*. Ιδιαίτερα συνδέεται με την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών. Στοιχεία αυτής της μεθόδου παρατηρούνται στην περί "κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού"* θεωρία του Μαρξ*, η οποία επ' ουδενί λόγω ανάγεται σε αυτήν. Οι Κοντ* και Σπένσερ* την θεωρούσαν βασική επιστημονική μέθοδο της γραμμικής εξελικτικής κοινωνιολογίας τους. Χρησιμοποιήθηκε στην ιστορική επιστήμη, στην εθνογραφία, στην πολιτισμική και κοινωνική ανθρωπο-
σύγκρουση. Όρος που αφορά στη σχέση δύο (ή περισσότερων) δυνάμεων ή αρχών, που οι εφαρμογές τους στο ίδιο αντικείμενο απαιτούν αντιφατικούς καθορισμούς. Στην εφαρμοσμένη ηθική* γίνεται λόγος για σύγκρουση καθηκόντων, όταν μια πράξη είναι συγχρόνως θεμιτή και αθέμιτη. Στη φιλοσοφία* έχουμε σύγκρουση μιας αρχής με τον εαυτό της, όταν αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να καταλήγει σε αντίφαση (βλ. και αρχή της αντίφασης στη Λογική*). Για τον Καντ* "η σύγκρουση του Λόγου με τον ίδιο τον εαυτό του είναι σύνολο αντιφάσεων στις οποίες εντάσσεται ο λόγος, όταν προσπαθεί να βρει μέσα στα φαινόμενα ένα ακαθόριστο από το οποίο θα εξαρτώνται όλα τα καθοριζόμενα" (βλ. Κριτική της Καθαρής Λογικής). Τέλος, στη ψυχολογία* και στη ψυχανάλυση* γίνεται λόγος για σύγκρουση ψυχική ανάμεσα σ' ενστικτώδεις τάσεις και σε ηθικοκοινωνικές απαιτήσεις, μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου*. Ευτυχία Ξυδιά
σύζευξη. Όρος της λογικής*, που δηλώνει τον λογικό σύνδεσμο σύνθετων προτάσεων, πράξεων ή συναρτήσεων. Σχηματίζεται με τη βοήθεια του συμπλεκτικού συνδέσμου "και" και υποδηλώνεται με τα V ή &. Η σύνθετη πρόταση που συνδέεται με τη σύζευξη καθίσταται αληθής μόνο στην περίπτωση που και οι δύο ή περισσότερες προτάσεις που την συνθέτουν (συνιστώσες) είναι αληθείς. Κατ' αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η σύζευξη άπειρου αριθμού προτάσεων (π.χ. για τη σύζευξη όλων των αληθών μαθηματικών προτάσεων). Στην κλασική "προτασιακή λογική"*, η σύζευξη και η άρνηση επαρκούν ως προτασιακοί σύνδεσμοι, που σημαίνει ότι με τη βοήθειά τους μπορεί να σχη-
55
σύλληψη ματιστεί οποιοσδήποτε άλλος προτσσιακός σύνδεσμος. Κύρια ιδιότητα της σύζευξης είναι η "αντιμεταθετική", σύμφωνα με την οποία "το AVB είναι ισοδύναμο του BVA". Συμβαίνει, όμως, η σύζευξη να είναι και διατεταγμένη, δηλαδή μη αντιμεταθετική (π.χ. "Το κουδούνι χτύπησε και η πόρτα άνοιξε"). Ευτυχία Ξυύιά
σύλληψη. Ορος που δηλώνει κάθε απλή και άμεση ενέργεια του πνεύματος*, την ενέργεια της αντίληψης*, της κρίσης*, της μνήμης* ή της φαντασίας*. Αφορά στην ικανότητά μας να συλλάβουμε, δηλαδή να δεχόμαστε απλώς μια ιδέα, κατά τρόπο μάλλον παθητικό παρά μέσα από μια σύνθετη γνωστική διαδικασία. Οι σχολαστικοί ερμήνευαν τη σύλληψη ως "ενορατική ή αφηρημένη", απλή ή σύνθετη κ.λπ. και ειδικότερα ως τη γνώση ενός αντικειμένου* που επιτυγχάνεται με μια ενέργεια του υποκειμένου*, η οποία αναφέρεται στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Συγκεκριμένα, ο Θωμάς Ακινάτης* χαρακτηρίζει τη σύλληψη ως την ενέργεια με την οποία ο νους" συλλαμβάνει την ουσία κάθε πράγματος καθεαυτή· την ορίζει ως την αντίληψη των απλών ή αδιαίρετων πραγμάτων. Για τον Καντ" η "σύνθεση της σύλληψης" είναι "η συγκέντρωση του πολλαπλού σε μια εμπειρική ενόραση" (Κριτική της Καθαρής Λογικής"). Ωστόσο, η έννοια της σύλληψης σήμερα είναι πολύ αόριστη, εφόσον και η πιο απλή αναπαράσταση ενός ανικειμένου, μιας ιδέας, ή μιας κατάστασης απαιτεί στην ουσία μια σύνθετη ενέργεια της σκέψης. Ευτυχία Ξυδιά
σύλληψη ψυχολογική. Ορος που χρησιμοποιείται από τη σύγχρονη ψυχολογία' για να δηλώσει την άμεση μνήμη, την άμεση αναπαράσταση γραμμάτων, λέξεων, αριθμών, εικόνων κ.λπ. Στην αγγλική ψυχολογία σημαίνει τη γνώση του ατομικού. Γενικά, η σύλληψη πιστεύεται ότι επιτυγχάνεται χωρίς ιδιαίτερη ενέργεια του πνεύματος (σ" αντίθεση προς την πρόσληψη). Ευτυχία Ξυδιά
συλλογισμός. Νοητική πράξη με την οποία ο νους από γνωστές κρίσεις* παράγει νέα κρίση, που προκύπτει ως λογική συνέπεια και λέγεται "συμπέρασμα"' οι αρχικές κρίσεις λέγονται "προκείμενες"*. Η λογική αυτή δραστηριότητα είναι αέναη και εξαιρετικό χρήσιμη, όχι κυρίως 56
ως παραγωγή νέων γνώσεων όσο ως επεξεργασία, οργάνωση και αξιοποίηση εκείνων που γνωρίζει ο νους, όπως θα φανεί παρακάτω. Η "συλλογιστική διαδικασία" ακολουθεί τρεις δρόμους: α. Από πολλές ομοειδείς επιμέρους ειδήσεις (πληροφορίες, εμπειρίες) ο νους προχωρεί σε μια "γενικευτική κρίση"* και τις συναιρεί πραγματοποιώντας έτσι και οικονομία. Παράδειγμα: από πολλές διαπιστώσεις ή πληροφορίες ότι ποικίλα σώματα με τη θέρμανση διαστέλλονται ο νους προχωρεί σε "γενίκευση - νόμο"* ότι "όλα τα σώματα θερμαινόμενα διαστέλλονται". Βέβαια αυτή η γενίκευση προχωρεί πέρα από τις εξακριβωμένες περιπτώσεις και πέρα από τον βιωμένο χρόνο' αποτελεί και άλμα προς το άγνωστο, βασίζεται όμως στην προσδοκία ότι έτσι θα συμπεριφέρεται η φύση και στο μέλλον ("νομιμότητα της φύσης"), β. Από μια γενική πρόταση* συμπεραίνεται ότι το ίδιο ισχύει και για μια επιμέρους περίπτωση, που εντάσσεται στην ίδια κατηγορία όντων ή φαινομένων ή λειτουργιών ή εννοιών". Παράδειγμα: "Ολα τα σώματα θερμαινόμενα διαστέλλονται"' "η σιδηροδοκός που στρώνουμε για να κινηθεί πάνω σ" αυτήν το τραίνο είναι σώμα"' άρα, έχουμε βεβαιότητα ότι το καλοκαίρι και "αυτή η σιδηροδοκός διαστέλλεται" (και γι' αυτό αφήνουμε μικρό κενό ανάμεσα σε κάθε δυο συνεχόμενες σιδηροδοκούς). γ. Σε άλλες περιστάσεις, όπου κάποιες συνθήκες παράγουν ένα αποτέλεσμα, ο νους κινείται προς την προσδοκία ότι παρόμοιες συνθήκες κάπου αλλού ή σε κάποιον άλλο χρόνο θα φέρουν "ανάλογο" αποτέλεσμα. Παράδειγμα: "οι συνθήκες που επικρατούν στη Γη (ατμόσφαιρα, θερμοκρασία κ.λπ.) παράγουν το φαινόμενο της ζωής"' "παρόμοιες συνθήκες επικρατούν στον Αρη"· ενδέχεται, άρα, να υπάρχει και κει ανάλογο αποτέλεσμα, το φαινόμενο της ζωής. Οι τρεις μορφές του συλλογισμού ονομάζονται αντίστοιχα: "επαγωγή", "παραγωγή", "αναλογία"· το συμπέρασμα κρίνεται λογικά αναγκαίο και "βέβαιο" στις δυο πρώτες περιπτώσεις, "ενδεχόμενο" και "πιθανό" στην τελευταία. Η εσωτερική λογική διεργασία που οδηγεί από τις προκείμενες στο συμπέρασμα περιγράφεται ως εξής: οι προκείμενες κρίσεις (συνήθως δύο) περιέχουν έναν κοινό "όρο"*, που μεσολαβεί για να συνδεθούν λογικά δυο άλλοι όροι, που υπάρχουν ανά ένας στις δυο προκείμενες·
συμθατισμός αυτοί οι δυο - ο ι μη κοινοί- όροι συνδέονται στο συμπέρασμα- αυτό είναι το καινούριο, λογικά θεμελιωμένο, απόκτημα. Παράδειγμα: "όλα τα "όντα" (στη φύση, στην κοινωνία, στη συνείδηση) "μεταβάλλονται"· η "ύπαρξή" μας και η "συνείδηση" μας εντάσσονται στα "όντα"" άρα, και η "ύπαρξή" μας και η "συνείδηση" μας "μεταβάλλεται". Ανάλογα με τη μορφή των προκείμενων προτάσεων - κρίσεων* (κατηγοριών, υποθετικών, διαζευκτικών), οι συλλογισμοί ονομάζονται "κατηγορικοί", "διαζευκτικοί", "υποθετικοί". Βλ. και πολυσυλλογισμός ή σύνθετος συλλογισμός. Βφλιογρ.: θ. Βορία, Λογική, σελ. 93-166 - Ε. Π. Παπανούτσου, Λογική, οελ. 121-188. Φ. Κ. Βώρος
συλλογισμός διαζευκτικός (βλ. λ. διάζευξη). Διαζευτικός καλείται ο συλλογισμός μία από τις προκείμενες του οποίου είναι διαζευκτική. Διακρίνουμε κυρίως δύο τύπους διαζευκτικών συλλογισμών: 1 ) H το Α είναι αληθινό, ή το Β. Αλλά το Α δεν είναι αληθινό. Συνεπώς το Β είναι αληθινό. 2) Η το Α είναι αληθινό ή το Β. Αλλά το Α είναι αληθινό. Συνεπώς το Β δεν είναι αληθινό. Επομένως, ο διαζευκτικός συλλογισμός αφορά καταρχήν σε μια κρίση που καταφάσκει μια εναλλαγή απλώς (1) ή μια αποκλειστική εναλλαγή (2). Επίσης, ως διαζευκτικός συλλογισμός θεωρείται το δίλημμα κατά το οποίο οι δύο όροι μιας εναλλαγής καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Ευτυχία Ξύδια
συλλογισμός υποθετικός, βλ. υποθετικός συλλογισμός συλλογιστική. Θεωρία του παραγωγικού συλλογισμού', όπου από την αλήθεια (ή αποδοχή αλήθειας) μιας κρίσης* γενικής συνάγεται η αλήθεια μιας κρίσης μερικής ή ατομικής. Μελετά τους κανόνες που ισχύουν για τον παραγωγικό συλλογισμό μόνο, που έχει αριστοτελική καταγωγή, και συνήθως παίρνει την ακόλουθη μορφή: Επειδή όλα τα Υποκείμενα (λ.χ. όλα τα σώματα) έχουν μια διαπιστωμένη ή παραδεκτή ιδιότητα (π.χ. έχουν βάρος) και επειδή τα φ, χ, ψ είναι σώματα, έπεται ότι και τα φ, χ, ψ έχουν βάρος. Ως τους νεότερους χρόνους η αριστοτελική
αυτή συλλογιστική ήταν η μόνη λογική θεωρία. Από την εποχή του Fr. Bacon*, που έγραψε το Novum Organum', αναπτύχθηκε ειδική λογική θεωρία για τον "επαγωγικό συλλογισμό", ή "συλλογιστική της γενίκευσης". Η σύγχρονη Συμβολική Λογική συμβολοποιεί και τις δυο μορφές συλλογιστικής, δηλαδή θεωρία του παραγωγικού και του επαγωγικού συλλογισμού: V 3 (παραγωγικός), 3 3 3 V (επαγωγικός. Φ. Κ. Βώρος
σύμβαση. Ορος που δηλώνει τη συμφωνία επί συγκεκριμένου θέματος, την οποία οφείλουν να τηρούν οι συμβαίνοντες (<συν+βαίνω), οι συμμετέχοντες δηλαδή στη συμφωνία, η οποία μπορεί να είναι αυθαίρετη ή ασύμφορη. Στη δημόσια και ιδιωτική ζωή λαμβάνουν χώρα πλείστες νομικές και εργασιακές ή άλλου είδους συμβάσεις, που η ισχύ τους είναι απαραβίαστη. Επιστημολογικά ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Πουανκαρέ* (Henri Poincaré) και από άλλους σύγχρονους φιλοσόφους (π.χ. Ernste Mach*) προς δήλωση των επιστημονικών αρχών που δεν είναι ούτε πειραματικές γενικεύσεις ούτε συμπερασματικές υποθέσεις. Ο Πουανκαρέ, μάλιστα, τονίζει ότι οι συμβάσεις δεν είναι "αυθαίρετες" και ότι έχουν μια "πειραματική προέλευση"· ουσιαστικά πρόκειται για εκούσια απόφαση ή για αποφασιστική εκλογή. Την έννοια της συμβάσεως αναλύει και ο Ντ. Χιουμ*, θεωρώντας την ως μια συμφωνία των ανθρώπων που γίνεται από κοινού και στηρίζεται στο κοινό συμφέρον, χωρίς καμιά υπόσχεση ή συμβόλαιο και πάντα στα πλαίσια ενός γενικού σχεδίου ή συστήματος δράσης. Ετσι, για τον Χιουμ, ο λόγος, η γλώσσα, οι λέξεις είναι προϊόντα ανθρώπινης σύμβασης και συμφωνίας. Ευτυχία Ξυδιά
συμβατισμός (conventionalismus). Φιλοσοφική θεωρία, κατά την οποία τα σύμβολα* που χρησιμοποιεί το ανθρώπινο πνεύμα (έννοιες*, αλλά και αξιώματα* και υποθέσεις*) δεν έχουν απόλυτη αντιστοιχία προς τα υλικά πράγματα, κατά συνέπεια η επιστήμη* έχει χαρακτήρα συμβατικό, είναι δηλαδή σαν να επήλθε μια συμφωνία μεταξύ των επιστημόνων, για να διευκολυνθούν στη γνωριμία και την ερμηνεία της φύσεως. Εισηγητής της θεωρίας του συμβατισμού ήταν ο οπαδός της σχετικοκρατίας* Ερρ. Πουανκαρέ* ( 1854-1912) και από τότε την 57
συμβεβηκός ενστερνίστηκαν πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες. Απ. Τζ.
ενός όντος: άρνηση εφ' όσον δεν ταυτίζεται μ' αυτό, και κατάφαση εφ' όσον αποτελεί στιγμή της ίδιας του της ύπαρξης. Σταυρούλα Ν. Σκιαδοπούλου
συμβεβηκός (από το "συμβαίνω" = συμβαδίζω, συμφωνώ, προσιδιάζω" λατ. "accidens"). Αριστοτελική φιλοσοφική έννοια με την οποία νοείται κάθε επουσιώδες ή ευκαιριακό γνώρισμα μιας οντότητας, η μεταβολή του οποίου δεν προσημαίνει και την αναγκαστική διαφοροποίηση της "καθ" εαυτό" συστατικής ουσίας της ("ο υπάρχει μεν τινι και αληθές ειπείν, ου μέντοι ούτ' εξ ανάγκης ούτ' επί το πολύ", Αριστοτέλους, Μετά τα φυσ. Δ, 30, 1025α). Υπό την έννοια αυτή το συμβεβηκός βρήκε αξιόλογους θεωρητικούς και απολογητές μέσα από τη στωική διδασκαλία, ενώ οι Επικούρειοι* διατήρησαν τον όρο, τον οποίο ωστόσο τροποποίησαν σημασιολογικά επιθυμώντας να υποδηλώσουν μ' αυτόν το καθοριστικό και αμετάβλητο κατηγόρημα μιας ουσίας. (Επικούρου Επιστολαί 1, 64). Τις δύο διιστάμενες απόψεις φέρεται να συγχωνεύει ο νεοπλατωνικός Πορφύριος" στο έργο του Εισαγωγή εις τας Αριστοτέλους κατηγορίας, όπου και αποπειράται να καταδείξει την ανάγκη κατηγοριοποίησης των συμβεβηκότων σε σταθερά και συμπτωματικά. Την ύπαρξη, εξάλλου, σταθερών συμβεβηκότων ενστερνίζεται και ο Θωμάς ο Ακινάτης*, και δη κατά την προσπάθεια απεξαρτητοποίησης του συμβεβηκότος από την υπόσταση, την οποία προσδιορίζει, γεγονός που παρακίνησε και άλλους Σχολαστικούς να επισημάνουν μια μερίδα αυτούσιων και αυθύπαρκτων χαρακτηριστικών, τα οποία και συμπεριέλαβαν υπό τον ενιαίο όρο "πραγματικά συμβεβηκότα". Στα κατοπινά χρόνια, ο Σπινόζα*, επιζητώντας την προσαρμογή της αριστοτελικής έννοιας στη δική του ιδιαίτερη κοσμολογική οπτική θεώρησης, εισηγήθηκε τον όρο "modi" (τρόποι, εκδοχές) προκειμένου να υποδηλώσει τις επιμέρους περιστασιακές εκδηλώσεις μιας κατά τ' άλλα ενιαίας ουσίας ("substance"). Την ύπαρξη των σταθερών ή πραγματικών συμβεβηκότων αντιστρατεύθηκαν μετά τον Σπινόζα και οι Βρετανοί εμπειριστές (Λοκ", Χιουμ*) καθώς και ο Μπέρκλευ*, σπεύδοντας να προσδώσουν αυστηρά γνωσιοθεωρητικό χαρακτήρα στην προβληματική της ουσίας. Με γέφυρα τον Kant* ανάμεσα στον βρετανικό εμπειρισμό και τον γερμανικό ιδεαλισμό*, το "συμβεβηκός" στους Φίχτε*, Σίλλερ* και κυριότατα στον Χέγκελ* συνιστά ταυτόχρονα άρνηση και κατάφαση
58
συμβίωση (symbiosis). Πρόκειται για όρο της βιολογίας με ευρύτερη χρήση στις κοινωνικές επιστήμες. Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρονται στην ανθρώπινη συμβίωση κατ' αναλογία με τις ζωικές συμβιώσεις. Τα άτομα που ζουν μαζί (συμβιούν) αποτελούν μια "συμβιωτική κοινότητα" (biotic community). Οι σχέσεις που δημιουργούνται, όπως σε όλους τους οργανικούς πληθυσμούς, είτε είναι αμοιβαίες είτε είναι ανταγωνιστικές είτε, τέλος, είναι παρασιτικές. Παρ' όλες τις διαφορετικές τοποθετήσεις για τους μηχανισμούς, τις λειτουργίες, τους κανόνες κ.λπ., η αριστοτελική οπτική περί συμβίωσης αναγνωρίζεται αναντίρρητα από τους περισσότερους. Η ομάδα, η πόλη ή η κοινωνία* είναι ό,τι παρέχει τη δυνατότητα στο άτομο να είναι άνθρωπος*. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο δεν είναι η συμβίωση ως τέτοια, αλλά μάλλον η οργανωμένη συμβίωση. Στην κοινωνιολογία*, η συμβίωση νοείται ως βασική κοινωνική διενέργεια στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ή στο πλαίσιο κάποιας δομής (π.χ. στην οικογένεια*, στο σχολείο, στη θρησκευτική ομάδα, στην οικονομία, στην πολιτική κ.λπ.), όπου, διαμέσου ποικίλων κοινωνικών διαδικασιών, εκδηλώνονται αλληλεπιδράσεις (interactions), αντιθέσεις, συνεργασίες, διαφοροποιήσεις κ.λπ. Οι προσπάθειες ταξινόμησης και διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων με άξονα τη συμβίωση είναι πολλές. Χαρακτηριστικές είναι οι αναλύσεις του Γκ. Ζίμμελ* ή του Λιούις Ουέρθ* που χρησιμοποιούν τον όρο "συμβίωση" για να περιγράψουν άλλοτε διαδικασίες αμοιβαία επωφελών σχέσεων και άλλοτε τη δυνατότητα να ζουν μαζί διαφορετικά άτομα ή ανόμοιες ομάδες. Ακολουθώντας τα μοντέλα της βιολογίας ή της ζωολογίας, μια ολόκληρη κοινωνιολογική σχολή, η "οικολογία του ανθρώπου" (human ecology), παρουσίασε αξιόλογες έρευνες γύρω από τη συμβίωση και τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον, υπό την καθοδήγηση του Ρόμπερτ Παρκ* και του Ερνστ Μπάρτζες* στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Θαν. Α. Βασιλείου
συμβολισμός. Η χρήση συμβόλων* για την παράσταση ή έκφραση αφηρημένων εννοιών* ή
σύμβολο ρητορεία και τον στόμφο των ρομαντικών, την ψυχρή απάθεια, την αντικειμενικότητα, το απαραβίαστο των στιχουργικών κανόνων του παρνασσισμού, τη λεπτομερή περιγραφή του εξωτερικού κόσμου και την επιδίωξη κοινωνικών σκοπών που πρόβαλλαν οι νατουραλιστές. Οι συμβολιστές υποστήριζαν ότι ποιητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μόνο η συναισθηματικότητα, ο εσωτερικός κόσμος, το ασυνείδητο, τα οποία βέβαια δεν είναι δυνατόν ν' αποδοθούν άμεσα μέσω της γλώσσας αλλά μόνο έμμεσα και "συμβολικά". Η "συμβολική" έκφραση επιτυγχάνεται με την υποβλητική χρήση λέξεων, μεταφορών, εικόνων - όπως ακριβώς εκφράζεται και η μουσική μέσω των συμβόλων των ήχων. Γι' αυτό και οι συμβολιστές απέφευγαν να ορίζουν με σαφήνεια τα πράγματα, επεδίωκαν τη σκοτεινότητα ενσυνείδητα και εισήγαγαν τη ρευστότητα και την πνευματικότητα σε όλα τα τεχνικά μέσα της ποίησης. Μερικές από τις τεχνικές καινοτομίες τους είναι: ο ανομοιοκατάληκτος ή "ελεύθερος" στίχος, τα υπερβατά σχήματα, η ιδιόρρυθμη σύνταξη και η χρήση νέων λέξεων. Επομένως, για τον συμβολισμό η πραγματικότητα όπως παρίσταται στις αισθήσεις και τη γνώση (εξωτερική) στερείται ποιητικής αξίας. Το κίνημα του συμβολισμού υπήρξε ουσιαστικά μια μορφή ιδεαλισμού*, ο οποίος με τον Μαλλαρμέ και τον Μαίτερλινγκ έλαβε και μυστικιστικό χαρακτήρα. Στη γένεση της "συμβολικής σχολής" συνέβαλαν επίσης ο ιδεαλισμός του ΤολΒιβλιογρ.: Dumas G.. "La symbolisation", στο Nouveau στόι* στην πεζογραφία, του Βάγκνερ* στη μουtraité de psychologie, τ. 4. σελ. 20 κ.εξ., 1937.- Bevan Ed., σική και των προ-ραφαηλικών στη ζωγραφική. Symbolism and Beliel, 1938.- Hautecoeur L.. Mystique et Ο συμβολισμός μεταδόθηκε σιγά σιγά σ' όλες architecture. Symbolisme du cercle et de la coupole, 1954.τις ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα κύριοι εκLevin H„ Symbolism and liction, 1956. πρόσωποι του υπήρξαν οι Στ. Στεφάνου, ο Κ. Απ. Τζαφερόπουλος Χατζόπουλος, ο Γ. Καμπύσης, ο Κ. Πασαγιάνσυμβολισμός στη λογοτεχνία. Λογοτεχνική νης κ.ά. Ο συμβολισμός επηρέασε τόσο τη ζωκατεύθυνση σύμφωνα με την οποία τα πράγ- γραφική (Γ. Μορώ, Πυβί ντε Σαβάν) και τη μουματα του εξωτερικού κόσμου συνιστούν σύμ- σική (Ντεμπυσού) όσο και τη φιλοσοφική βολα ιδεών και ψυχικών καταστάσεων. Εμφα- σκέψη (Μπερξόν, Μαίτερλινγ). Τέλος, ο συμνίστηκε στα τέλη του 19ου αι. και κυρίως από βολισμός προετοίμασε το έδαφος για το κίνητο 1885-95 στη Γαλλία ως ποιητική σχολή, η μα του νταντάισμού*. οποία ονομάστηκε σχολή των ποιητών της παρακμής (décadents, décadence). Πρώτος ο Ζαν Ευτυχία Ξιιδώ Μορεάς της απέδωσε το όνομα της "συμβολικής", όταν δημοσίευσε το μανιφέστο του κινή- σύμβολο. 1. Σύμφωνα με την τριχοτόμηση του ματος (1886). Πρόδρομοι του συμβολισμού υ- σημείου του Πηρς", το σύμβολο είναι εκείνο το πήρξαν ο Μπωντλαίρ και ο Ρεμπώ, ενώ κύριοι σημείο που θα έχανε τον χαρακτήρα του ως εκπρόσωποι του θεωρούνται οι Μορεάς, Βερ- σημείο αν δεν υπήρχε ερμηνευτής. Ολες οι λέλαίν και Μαλλαρμέ. Καταρχήν, ο συμβολισμός ξεις. οι φράσεις, τα βιβλία αλλά και άλλα συμεκδηλώθηκε ως αντίδραση στην επικρατούσα βατικά σημεία είναι σύμβολα. Ο Πηρς υπενθυγαλλική ποιητική παράδοση. Καταδίκασε τη μίζει πως η λέξη προέρχεται από το ελληνικό
ιδεών. Οι κυριότερες μορφές συμβολισμού είναι οι ακόλουθες τρεις: 1) θρησκευτικός συμβολισμός: Είναι η προσφυγή της θρησκείας* σε σύμβολα, προκειμένου να εκφράσει το πνεύμα της και να περικλείσει μέσα σ' αυτά την αληθινή πραγματικότητα, χωρίς ο συμβολικός χαρακτήρας των θρησκευτικών παραστάσεων να αφαιρεί τίποτε από την πραγματικότητό" τους. Αντίθετα, υψώνει την πραγματικότητα από τη σχετική στην απόλυτη, δηλαδή τη θρησκευτική σφαίρα. Επί πλέον η έλλειψη του συμβολισμού από τη θρησκεία αφαιρεί τον απόλυτο χαρακτήρα της, την τοποθετεί στη σφαίρα της φαντασίας* και την καταστρέφει. Με τις ιδιότητές του αυτές ο θρησκευτικός συμβολισμός υπερβάλλει όλα τα άλλα είδη του συνειδέναι. 2) Φιλοσοφικός συμβολισμός: Αυτός αρνείται την αντικειμενικότητα του εξωτερικού κόσμου και θεωρεί τις παραστάσεις και τις έννοιες' όχι σαν εικόνες του φυσικού κόσμου, αλλά μόνο σύμβολα του υπερβατικού", μεταφυσικού* κόσμου". Έτσι λ.χ. οι Πυθαγόρειοι* συμβόλιζαν τις αρχές των όντων με τις αρχές που διέπουν τους αριθμούς. 3) Αισθητικός συμβολισμός: Είναι η έκφραση με σύμβολα του βάθους και της ψυχής των όντων* και των εσωτερικών αμοιβαίων σχέσεών τους. Ο συμβολισμός της τέχνης*, που δεν πρέπει να συγχέεται με την αλληγορία*, έγκειται στο ότι το ειδικό, το συγκεκριμένο φανερώνει, ενσαρκώνει και εκφράζει το γενικό.
59
"Σύμβολο της Πίστεως" "συμβάλλειν", που σήμαινε τη σύναψη ενός συμβολαίου ή μιας συμφωνίας. Κάθε λέξη εφαρμόζεται σε οτιδήποτε μπορεί να πραγματώνει την ιδέα που είναι συναφής με τη λέξη, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι μπορεί να αναπλάσει μπροστά μας αυτό με το οποίο έχουμε συμβατικά συνδέσει τη λέξη. ΓΓ αυτό και η γλώσσα* θεωρείται κατ' εξοχήν συμβολικό σημείο. 2. Ως σύμβολο νοείται και οτιδήποτε διατηρεί κάποια αναλογική σχέση μετωνυμίας, ομοιότητας, μεταφοράς ή συνειρμού με το αντικείμενο αναφοράς του. Σ' αυτή την περίπτωση έχουμε όλα τα αναπαραστατικά σύμβολα: εδώ δημιουργείται το πρόβλημα της συχνής ταύτισης του μέσου με τη λειτουργία. Ετσι, συγκινησιακά βεβαρημένα σύμβολα, που αποτελούν το μέσον μιας πίστης ή ιδεολογίας, καταλήγουν τα ίδια να θεωρούνται η πίστη ή η ιδεολογία. Για παράδειγμα, το σύμβολο του σταυρού ταυτίζεται με τον χριστιανισμό* και μια προσβολή προς το σύμβολο αυτό εκλαμβάνεται ως απευθυνόμενη άμεσα σε αυτή τούτη τη θρησκεία*. Το ίδιο συμβαίνει για τη σημαία ενός κράτους. Αρκεί να θυμηθούμε τη διαμάχη για τις εικόνες στη χριστιανική θρησκεία αλλά και τον τρόπο που λειτουργούν τα φετίχ ή τα φυλακτά, τα οποία από σύμβολα μιας θεότητας θεωρούνται ότι κατέχουν τα ίδια τη δύναμη του θείου. Τα σύμβολα είναι κοινωνικά προσδιορισμένα και γΓ αυτό η σημασία τους διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή. Ετσι, η σβάστικα έχει λάβει μέσα στους αιώνες τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, ενώ η μορφή της παραμένει η ίδια. Το ίδιο και ο σταυρός. Αυτό μας υποδεικνύει πως δεν πρέπει να θεωρούμε αυτονόητη την ερμηνεία ενός συμβόλου με βάση τις σημασίες που του αποδίδονται από τη δική μας κοινωνία. Τα σύμβολα δεν έχουν μία και μοναδική σημασία. Επίσης, η σημασία των συμβόλων δεν ταυτίζεται με μια σημασία που τους αποδίδεται εκ των υστέρων, όπως π.χ. η ψυχαναλυτική σημασία, η οποία προσκολλά σε διάφορα σύμβολα μια μοναδική και αναμφισβήτητη σημασία, όπου κι αν αυτά συναντώνται (βλ., για παράδειγμα, τα φαλλικά σύμβολα που για τους ψυχαναλυτές συναντώνται παντού και σε οποιοδήποτε αντικείμενο θυμίζει τη μορφή φαλλού). Ακόμη, η παρουσία του ίδιου συμβόλου σε διαφορετικούς πολιτισμούς δεν πρέπει να ερμηνεύεται σαν απόδειξη κοινής πολιτισμικής καταγώγής. 3. Τα σύμβολα διακρίνονται σε αναπαραστατι-
60
κά και τυποποιημένα. Τα τελευταία είναι καθαρά κωδικοποιημένα για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επιστημών και δεν έχουν ιδεολογικές χρήσεις και συγκινησιακές φορτίσεις. Χρησιμεύουν στην ανάλυση και μαθαίνονται ειδικά με την άσκηση, ώστε να χρησιμοποιηθούν από την ανάλογη επιστήμη*. Τέτοια είναι τα αλγεβρικά ή χημικά σύμβολα ή ακόμη τα λογικά σύμβολα (οι μεταβλητές όπως και οι λογικές σταθερές μιας πρότασης), που συνιστούν μια τεχνητή γλώσσα. Δημ. Τσατσούλης
"Σύμβολο της Πίστεως". Με τον όρο αυτό κατανοείται η περιεκτική διατύπωση των βασικών άρθρων της χριστιανικής πίστεως. Η λεκτική διατύπωση των θεμελιωδέστερων δογμάτων της Εκκλησίας έχει συντελεσθεί από τη βίωση της χριστιανικής διδασκαλίας και επικυρώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους. Η πρώτη μορφή του Συμβόλου της πίστεως είχε τη μορφή ομολογίας του Βαπτίσματος στην πρώτη Εκκλησία και με την πάροδο του χρόνου ανυψώθηκε σε σύμβολο της πίστεως, καθώς αναφέρει ο Ειρηναίος* (γύρω στο 175) και ο Τερτυλλιανός" (γύρω στο 200). Το αρχαιότερο Σύμβολο της Πίστεως ήταν το σύμβολο της Ρώμης, γραμμένο στα ελληνικά, το οποίο διέσωσε ο Αγκύρας Μάρκελλος (337 ή 338, Επιφανίου, Κατά αφέσεων72,3). Στην αρχή ονομαζόταν "κανών''. Ο Ειρηναίος κάνει λόγο για "κανόνα της αληθείας" και ο Τερτυλλιανός για "κανόνα πίστεως", "νόμο πίστεως" ή "νόμο χριστιανικό". Ως "Σύμβολο" αναφέρεται από τον Κυπριανό (258) και κυρίως στον κανόνα της συνόδου της Αρελάτης (314, κανόνας 8) και της συνόδου της Λαοδικείας (360, κανόνας 7). Η διατύπωση του Συμβόλου εξαρτήθηκε πάντοτε από τις αιρετικές διδασκαλίες που εμφανίζονταν κατά καιρούς και που το κείμενο του Συμβόλου καταπολεμούσε. Η ανάπτυξη του κειμένου δεν γινόταν από κοινού, από ολόκληρη την Εκκλησία, αλλά από κάθε χριστιανική κοινότητα, γι' αυτό και υπήρχαν διάφορα Σύμβολα των αρχαίων Εκκλησιών. Σήμερα σε χρήση βρίσκεται το Σύμβολο της Νικαίας (γνωστό ως "Πιστεύω"), το οποίο περιλαμβάνει τη σύνοψη, σε δώδεκα άρθρα, των βασικότερων δογμάτων της χριστιανικής πίστεως. Αλέξ. Καριώτογλου
Συμεών ο Νέος Θεολόγος (950-1022). Πνευ-
συμμετρία ματικός αρχηγός του Ησυχασμού*, κατά τον Δημήτριο Κυδώνη* και άλλους Βαρλααμικούς. θεωρείται ως ο πιο πρωτότυπος θεολόγος του Βυζαντίου. Συνεπής προς την αντίληψή του ότι μυστική ενόραση και εγκόσμια ζωή είναι καταστάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους, κλείστηκε στη μονή Στουδίου, όπου είχε πνευματικό του πατέρα τον Συμεώνα τον Ευλαβή, και μετά έγινε ηγούμενος της μονής του Αγίου Μάμαντος. Κατά τον μαθητή και βιογράφο του Νικήτα Στηθάτο* (Βίος Συμεώνος του Νέου Θεολόγου), ο Συμεών αγνοούσε τελείως τις "θύραθεν επιστήμες" και παρ' όλα αυτά με τη θεία χάρη έγινε ικανός να θεολογήσει κατά τρόπο θαυμαστό. Αξονας της διδασκαλίας του ήταν η πεποίθηση του ότι ο άνθρωπος μετά την "πτώση" δεν είναι ελεύθερος, αλλά δούλος της αμαρτίας, του μένει όμως ένα μοναδικό στοιχείο αυτεξουσιότητας, η θέληση να λυτρωθεί, και ότι τρόπος σωτηρίας δεν υπάρχει άλλος από την πίστη και την προσήλωση στον θεό*. Η πίστη μάς συμφιλιώνει με τον θεό, μέσα στη χάρη του οποίου η ζωή αποκτά νόημα και περιεχόμενο, καθώς η ειρήνη και η χαρά βασιλεύουν στην ψυχή. Σκοπός του χριστιανού πρέπει να είναι η ένωση με τον θεό. Μόνον έτσι ο άνθρωπος μπορεί να αποκατασταθεί στην αρχική του φύση και να γίνει εκ νέου ελεύθερος. Με τη διδασκαλία του αυτή ο Συμεών προχωράει μακρύτερα από τον Πλάτωνα', διότι επιζητεί την ένωση του ανθρώπου με τον θεό, τη θέωσή του, ενώ ο Πλάτων σταματάει στην άποψη ότι ο άνθρωπος μπορεί μόνο να μοιάσει με τον Θεό, όχι όμως και να ενωθεί μαζί του. Εργα του: Divinorum amorum liber singularis (οι τίτλοι στα λατινικά στην έκδοση), Capta practica et theologica, De alternationibus animae et corporis, Λόγος για την πίστη και τη διδασκαλία, Οι έρωτες των θείων ύμνων, Λόγος για την εξομολόγηση κ.ά.
τερική ζωή του χριστιανού και την άμεση και πνευματική σχέση με τον Θεό". Όπως και ο Παύλος του Λάτρου, έτσι κι αυτός μιλάει για το όραμα του "ακτίστου φωτός", που, μολονότι είναι στάση βαθιά χριστιανική, δεν παύει να συνδέεται με τον νεοπλατωνισμό*, από τον οποίο έχει δανειστεί τη μέθοδο του οράματος και τη δίψα της ψυχής να βρίσκει την ησυχία της μόνο στην ενατένιση της ενότητας του σύμπαντος*. Απ. Τζ.
συμμετρία. Κατ' αρχήν σημαίνει τη σωστή αναλογία. Η έννοια αφορά στη μετάβαση ενός αντικειμένου σ' αυτό το ίδιο ή σε ένα άλλο, εφόσον επιτελούνται ορισμένοι μετασχηματισμοί (μετασχηματισμοί συμμετρίας, π.χ. η μετατόπιση, η στροφή κ.λπ.). Με την κυριολεκτική της σημασία, η συμμετρία χρησιμοποιείται στα μαθηματικά, στη φυσική, στη χημεία, στη βιολογία, στη λογική* (όπου γίνεται λόγος για άξονα ή επίπεδο συμμετρίας, για συμμετρικό σχήμα κ.λπ.). Επίσης, αποτελεί κατασκευαστική αρχή στην τεχνική* και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη θεωρία της τέχνης*. Με την πλατιά σημασία της, η έννοια δηλώνει την ιδιότητα της αμεταβλητότητας ορισμένων διαδικασιών, όψεων και σχέσεων των αντικειμένων προς κάποιους μετασχηματισμούς. Η ευρεία εφαρμογή της σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας οδήγησε στην τάση να εκλαμβάνεται η συμμετρία ως ανεξάρτητη φιλοσοφική κατηγορία, η οποία αντιπαρατίθεται στην ασυμμετρία. Φιλοσοφικά ειδωμένη, η συμμετρία θεωρείται ως ένα ιδιαίτερο είδος δομικής οργάνωσης των αντικειμένων και κατανοείται είτε ως ενότητα της ταυτότητας και της διαφοράς, είτε ως ενότητα της διατήρησης και της αλλαγής των αντικειμένων. Κυρίαρχη θέση κατέχει η έννοια της συμμετρίας στη φιλοσοφία του Cournot. Κατά τον φιλόσοφο, η Βιβλιογρ.: Laurent V.. La vie de Syméon le nouveau theologian. 1929. - Petit L.. La vie et les oeuvres de συμμετρία "μας εισάγει κατά κάποιον τρόπο Syméon le nouveau théologien, 1928. - Pontani J.. στην αντίληψη ενός γενικού σχεδίου της φύPraelatio ad Symeonem. - Κριβόσειν Β.. Ο Άγιος Συμεών σεως, μέσα στο οποίο θα έπρεπε να αναζητήο Νεος Θεολόγος ως ηγούμενος και πνευματικός ανασουμε το μυστικό της συστάσεως αυτής της μορφωτής, 1955-6.. ίδιας της διάνοιάς μας". Για τον Cournot, μέσα Απ Τζαφερόπουλος στον κόσμο ισχύει ένας νόμος "γενικής συμμεΣυμεών Στουδίτης ο Ευλαβής ( -986). Περίφη- τρίας". Ένας συζητήσιμος ορισμός της συμμεμος Βυζαντινός ασκητής, πνευματικό τέκνο τρίας υπάρχει στον Πασκάλ*, σύμφωνα με τον του οποίου στη μονή Στουδίου υπήρξε ο συνο- οποίο "συμμετρία είναι αυτό που βλέπουμε με νόματος του Συμεών ο Νέος Θεολόγος*. Κατά μια ματιά ... δεν βλέπουμε τη συμμετρία παρά τα πρότυπα της μυστικής θεολογίας της επο- κατά πλάτος και όχι στο ύψος ή στο βάθος". χής του ασχολείται αποκλειστικά με την εσω- Ευτυχία Ξυδιά
61
συμπάθεια κοσμική συμπάθεια κοσμική. Όρσς της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, που σημαίνει συμπόνοια (συμπάσχειν), κοινότητα ιδεών, συγκινήσεων ή συναισθημάτων, αντιστοιχία φαινομένων (βλ. Ποσειδώνιο: τα επίγεια φαινόμενα εξαρτώνται από τις επιδράσεις του ήλιου και της σελήνης), συμμετοχή του ενός σ' αυτό που συμβαίνει στο άλλο (βλ. Αριστοτέλη: το σώμα συμμετέχει στις κινήσεις της ψυχής). Σύμφωνη με την αντίληψη για την κοσμική συμπάθεια είναι η θεώρηση του κόσμου* ως ενιαίου ζωντανού οργανισμού (βλ. σχολή Μιλήτου, πυθαγορισμό, πλατωνικό Τίμαιο). Για πρώτη φορά, όμως, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους Στωικούς*, για να δηλώσει την αλληλεξάρτηση του κόσμου με τα μέρη του και των τμημάτων κάθε σώματος με όλο το σώμα. Την κοσμική συμπάθεια δημιουργεί το πνεύμα*, το οποίο αποτελείται από αέρα και φωτιά (πνοή) και εξαπλώνεται συγχρόνως προς την περιφέρεια και το κέντρο του σώματος. Κατά τους στωικούς, το πνεύμα διαπερνά ολόκληρο τον κόσμο και τον συνδέει σ' ένα συνεχές σύνολο. Χάρη στην κοσμική συμπάθεια η "πρόνοια" είναι δυνατή, εφόσον, λόγω της αλληλοσύνδεσης που παρέχει η κοσμική συμπάθεια και της μοίρας (του αιτιατού σκοπού των πάντων), ένα φαινόμενο* προκαλεί αναγκαία άλλα φαινόμενα. Ευτυχία Ξυδιά
σύμπαν. Ο όρος δηλώνει το φυσικό σύνολο όλων των αντικειμένων που παρατηρούνται άμεσα ή υποτίθεται ότι υπάρχουν. Για πολλούς αιώνες κυριαρχούσε η ιδέα ενός γεωκεντρικού σύμπαντος, με κύριο εκφραστή τον Αριστοτέλη' και τα σχετικά γραπτά του, που θεωρήθηκε ότι περικλείουν όλη την ανθρώπινη γνώση, δομημένη με έναν αυτοδύναμο και πλήρως κατανοητό τρόπο. Η πνευματική επανάσταση της Αναγέννησης και τα πρώτα πειραματικά δεδομένα κατάφεραν οριστικό πλήγμα στις αριστοτελικές απόψεις και σήμερα η ιδέα ενός άπειρου σύμπαντος όπου η Γη δεν κατέχει καμιά προνομιούχα θέση αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Η ανάπτυξη της Φυσικής επιστήμης, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πειραματικό επίπεδο κατά τον 20ό αι., έδωσε λαβή σε κοσμολόγους και σε άλλους ειδικούς να προτείνουν πλήθος από μοντέλα που ερμηνεύουν την καταγωγή, τη μορφή και το μέλλον του σύμπαντος. Οι σύγχρονες απόψεις της επιστήμης για την καταγωγή του σύμπαντ&ς παλινδρομούν μεταξύ της άχρονης και αδημιούρ-
62
γητης ύπαρξής του, από τη μια, και της συγκεκριμένης στιγμής δημιουργίας του στο χρόνο από την άλλη. Αναφορικά με τη μορφή του σύμπαντος, έδαφος κερδίζει η άποψη ότι αυτό είναι πεπερασμένο χωρίς όρια. Τέλος το μέλλον του σύμπαντος είναι αυτό που προκύπτει κάθε φορά από το αντίστοιχο μοντέλο το οποίο δεχόμαστε ότι περιγράφει τις στιγμές δημιουργίας του καθώς και την ύστερη εξέλιξη του. Γιώργος Οικονόμου
συμπέρασμα, βλ. συλλογισμός συμπεριφορά (Behavior). Παλαιότερα, η συμπεριφορά οριζόταν ως το σύνολο των εξωτερικών - ορατών αντιδράσεων ενός ατόμου στα διάφορα ερεθίσματα. Η ψυχολογία* - η κατεξοχήν επιστήμη της συμπεριφοράς- πίστευε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου είναι εξωτερική και εκεί επικέντρωνε το ερευνητικό της ενδιαφέρον. Τις τελευταίες δεκαετίες (και κυρίως από το 1960 και μετά) οι ψυχολόγοι άρχισαν προοδευτικά να εισάγουν την έννοια των εσωτερικών λειτουργιών και βιωμάτων στη μελέτη της συμπεριφοράς. Ο παραδοσιακός συμπεριφορισμός, ο οποίος σταθερά διατεινόταν ότι η συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα συνεξαρτήσεων και χωροχρονικών συνδέσεων (J. Watson, Β. F. Skinner*), παραχώρησε τη θέση του στον γνωστικό συμπεριφορισμό, οι εκπρόσωποι του οποίου (Α. Bandura*, Mamoney, Meichenbaum, Kanfer κ.ά.) μίλησαν για εσωτερικές παροτρύνσεις (motivation), συναισθηματικές αντιλήψεις (emotions) και γενικά για την ύπαρξη και άλλων μεταβλητών μεταξύ του ερεθίσματος και της αντίδρασης. Σ' αυτό συνετέλεσαν αποφασιστικά τα νέα πορίσματα στον χώρο των επιστημών της οικολογικής και γνωστικής ψυχολογίας*. Η συμπεριφορά δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της αμφίδρομης σχέσης και της αλληλεπίδρασης ατόμου - περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την κοινωνιογνωστική θεωρία μάθησης του Α. Bandura (η οποία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες τάσεις στον χώρο των επιστημών της συμπεριφοράς), η συμπεριφορά αποτελεί μια συμμεταβλητή. Το άτομο, το περιβάλλον και η συμπεριφορά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και, ανάλογα με την περίπτωση, παίζει μια ο ένας παράγοντας και μια ο άλλος πρωτεύοντα ρόλο. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η έννοια του όρου "συμπεριφορά" σήμερα πια περιλαμ-
συμπεριφορισμός βάνει λειτουργίες βιολογικές, αντιληπτικές, γνωστικές, συναισθηματικές και αλληλεπιδρά με το περιβάλλον άλλοτε υπόκειται στις αλλαγές που αυτό υφίσταται κι άλλοτε το επηρεάζει. Βιβλιογρ.: Bandura Α.. Social learning theory, Prentice • Hall. Inc. Englewood Cliffs. 1977.- Catell R. B.. Personality and motivation structure and measurement. New York: World Book Co., 1957.- Kanfer F. H.. Learning foundation on behavior therapy. J. Wiley. 1970. Βασιλική Ποππά
συμπεριφορισμός (behaviorism, μπιχείβιορισμός). Πρόκειται για τη μεθοδολογία ενός ρεύματος των κοινωνικών επιστημών που στηρίζεται στην ανάλυση της συμπεριφοράς και η οποία αναπτύχθηκε στην Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα και έφτασε στο απόγειό της στη δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με το ρεύμα αυτό, η κοινωνιολογία ορίζεται ως η επιστήμη που έχει αντικείμενο "τους λίγο πολύ ρητούς ή τυπικούς κανόνες της συμπεριφοράς, μέσω των οποίων η ομάδα τείνει να διατηρήσει έναν οριομένο τύπο δράσης" (F. Zaniecki*). Η μέθοδος του αυμπεριφορισμού στηρίζεται στην έρευνα των κατάλληλων τεχνικών για την ανάλυση της συμπεριφοράς στη βάση ομοιότυπων εμπειρικών διαδικασιών. Η σχολή των σχέσεων (relational) του Σικάγου θεωρεί την ύπαρξη μιας ομάδας ως ταυτόσημη με τη συμπεριφορά της στα πλαίσια των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ατόμων που τη συγκροτούν. Σύμφωνα με τη σχολή αυτή, μια αντικειμενική μελέτη των κοινωνικών σχέσεων είναι δυνατή με βάση ακριβείς μεθόδους παρατήρησης και καταμέτρησης των συμπεριφορών. Με τη συμβολή και την επιρροή θεωρητικών, όπως ο Zaniecki και ο Mac Dougair, διαμορφώθηκε μια εμπειρική μεθοδολογία προσανατολισμένη στη μέτρηση της γνώμης και των στάσεων, στη βάση των οποίων προσδιορίστηκαν οι επιστημονικές προϋποθέσεις μιας συστηματικής παρατήρησης των κοινωνικών ομάδων. Στα πλαίσια αυτής της ερευνητικής λογικής χρησιμοποιούνταν ποσοτικές τεχνικές με βάση τα μαθηματικά, όπως είναι οι δημοσκοπήσεις, οι συνεντεύξεις, οι αναλύσεις περιεχομένου, οι στατιστικές κ.λπ. Στόχος αυτής της μεθόδου ήταν η ανακάλυψη ομοιομορφιών και κανονικοτήτων στην πραγματική συμπεριφορά, η επεξεργασία και η ανάλυση κοινωνικών προτύπων (patterns) και, στη συνέχεια, η εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων και η διατύπωση θεωριών στηριγμένων αποκλειστικά στα ποσοτικά δεδομένα.
Ο συμπεριφορισμός επηρέασε όλες τις κοινωνικές επιστήμες (ψυχολογία*, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία*, πολιτική επιστήμη*, οικονομία* κ.λπ.), οι ερευνητές των οποίων πίστεψαν ότι τους προσφέρονταν μια πραγματική και ακριβής επιστημονική μέθοδος γνώσης και πρόβλεψης των κοινωνικών φαινομένων, γεγονός που προκάλεσε έναν άμετρο ενθουσιασμό και οδήγησε σε έναν πολλαπλασιασμό των ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων στις ΗΠΑ με την υποστήριξη του ίδιου του κράτους. Οι κριτικές που ακολούθησαν στη δεκαετία του 1960 και μετά κατήγγειλαν τη "μετρομανία" ως μια παρέκκλιση από τα ουσιαστικά προβλήματα των κοινωνικών επιστημών και, κυρίως, τον εξωπραγματικό χαρακτήρα μιας δήθεν αντικειμενικής και ουδέτερης επιστήμης, η οποία διατείνονταν ότι είναι δυνατός ο διαχωρισμός των αξιών* και των νοημάτων από τα γεγονότα. Η διαρκής και άκριτη συσσώρευση ποσοτικών μεγεθών προκάλεσε τον σκεπτικισμό και θεωρήθηκε από πολλούς σαν μια άσκοπη προσπάθεια, εφόσον δεν συνδύαζε την ερμηνεία και τη διατύπωση θεωριών που να ενσωματώνουν τα αποτελέσματα της έρευνας, οι οποίες συνιστούν το βασικότερο στοιχείο και τον σκοπό των κοινωνικών επιστημών. Παρά την υποβάθμιση και τη συνακόλουθη υποχώρηση των ερευνών με βάση τις μεθόδους του αυμπεριφορισμού, κυρίως μετά τη δεκαετία του 1970, οι επιδράσεις του ρεύματος αυτού συνεχίζουν να υφίστανται, συνδυαζόμενες όμως περισσότερο απ' ό,τι πριν με θεωρητικές υποθέσεις, που τείνουν στη συνεκτίμηση των αξιών*, του νοήματος και της ιστορίας των ιδεών. Βιβλιογρ.: S. P. Hayes. Some Applications ol Behavioral Research, U.N.E.S.C.O., Paris, 1957.- P. A. Sorokin, Sociological Theories ol Today. Harper, New York, 1966.G. C. Homans, Social Behavior: Its Elementary Forms. Harcourt Brace, New York. 1961.- E. Goffman, Behavior in Public Places: Notes on the Social Organization ol Gatherings. Free Press. New York, 1963. Ευστάθ. Μπάλιας
συμπεριφορισμός (μπιχεϊβιορισμός = behaviorism, από το behavior ή behaviour = διαγωγή, συμπεριφορά). Ψυχολογική κατεύθυνση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι., σύμφωνα με την οποία η συμπεριφορά (ανθρώπων και ζώων) είναι ένα σύνολο κινησιακών, λεκτικών και συγκινησιακών αντιδράσεων στα Ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος. Οι συμπεριφοριστές εκκινούν από τις απόψεις
63
σύμπλεγμα του Λοκ* ότι το παιδί γεννιέται tabula rasa και ότι όλη η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας*, δηλαδή της μάθησης. Η μάθηση* είναι κάθε αλλαγή της συμπεριφοράς, η οποία είναι μόνιμη και προέρχεται από την απόκτηση εμπειρίας. Ο συμπεριφορισμός ενισχύθηκε καταρχήν από τη συγκριτική ψυχολογία των ζώων (Morgan* και Thorndike*) και τη ρωσική σχολή (Pavlov* και Bechterev) της εξαρτημένης αντανάκλασης και της σχέσης της με τη δραστηριότητα του εγκεφαλικού φλοιού. Η μέθοδος που επινοήθηκε για τη μελέτη του ψυχισμού ήταν αυτή του πειράματος, η οποία αρχικά εφαρμόστηκε στα ζώα και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη του ανθρώπινου ψυχισμού. Βασική μεθοδολογική αρχή του συμπεριφορισμού είναι ότι η ψυχολογία* οφείλει να μελετά τη συμπεριφορά και όχι τις συνειδησιακές καταστάσεις, οφείλει δηλαδή να είναι αντικειμενική και όχι υποκειμενική. Η συμπεριφορά εκλαμβάνεται ως το σύνολο των σχέσεων "ερέθισμα-αντίδραση" (Ε-A). Θεμελιωτής του συμπεριφορισμού είναι ο Watson*, με την έννοια ότι πρώτος αυτός πρότεινε το πρόγραμμα του συμπεριφορισμού και τον ίδιο τον όρο (1913). Κατά τη συμπεριφοριστική θεωρία, ο άνθρωπος όταν γεννιέται έχει έναν περιορισμένο αριθμό σχημάτων συμπεριφοράς (αναπνοή, κατάποση κ.λπ.), πάνω στα οποία οικοδομούνται πιο σύνθετα σχήματα, ως τον σχηματισμό πολύπλοκων σχημάτων συμπεριφοράς (Skinner*). Οι επιτυχημένες αντιδράσεις ικανοποιούν και τείνουν να επαναληφθούν, επομένως σταθεροποιούνται (νόμος του αποτελέσματος). Η σταθεροποίηση του δεσμού "ερέθισμα-αντίδραση" εξασφαλίζεται με τη συχνή επανάληψη ή χρήση των ίδιων αποκρίσεων στα ίδια κίνητρα (νόμος της άσκησης). Η επιλογή της συγκεκριμένης αντίδρασης ως απάντησης στη συγκεκριμένη επίδραση επιτυγχάνεται με την αρχή "της δοκιμής και της πλάνης" (Thordike). Όμως, ο συμπεριφορισμός άκμασε κυρίως κατά τη δεκαετία του 1920, όταν οι βασικές ιδές του, οι μέθοδοι έρευνας και η ορολογία του άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία και την παιδαγωγική. Οι επιστήμες, μάλιστα, αυτές πήραν τη γενική επωνυμία των "συμπεριφοριστικών επιστημών" (ΗΠΑ), καθώς ασχολούνταν με τη μελέτη της συμπεριφοράς, αν και απομακρύνθηκαν από τις ιδέες του συμπεριφορισμού. Επίσης, σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή του συμπεριφορι-
64
σμού στην κατανόηση του μαθησιακού φαινομένου. Οι κυριότερες μορφές μάθησης που διατυπώθηκαν είναι: η κλασική εξαρτημένη μάθηση (Pavlov), η συντελεστική μάθηση (Skinner). Ωστόσο, ο συμπεριφορισμός αμφισβητήθηκε από τη μορφολογική ψυχολογία*, από τους Λ. Σ. Βιγκότσκι*, Σ. Λ. Ρουμπινστάιν*, Ζ. Πιαζέ*, κ.ά., γιατί παραμέρισε θεμελιώδεις για την ψυχολογία έννοιες, όπως είναι η συνείδηση*, η βούληση*, η νόηση* κ.λπ., για αγνόηση της κοινωνικής φύσης του ψυχισμού κ.ο.κ. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκε το κίνημα του νεοσυμπεριφορισμού, με κύριους εκπροσώπους τους: Α. Bandura (παρατήρηση και μίμηση προτύπων). Α. Beck, Α. Ellis, Ρ.Ν. και Α. Ρ. Goldfried κ.ά. Εξέλιξη αυτής της κατεύθυνσης είναι και ο λεγόμενος γνωστικός συμπεριφορισμός.. Βιβλιογρ.: Γιαροσέφκσι Μ. Γκ., Ιστορία της ψυχολογίας. Μ., 1976, κεφ. 12.- Παπανασταοίου Α., Σύγχρονα ρεύματα της γενικής ψυχολογίας και νέες μορφές της σχολικής μεθοδολογίας, εκδ. Κυριακίδη. Θεσ/νίκη, 1979.Pavlov I P . Conditioned Reflexes, translated by G. V. Annep, Oxl. University Press. 417. 1927 - Watson J.B. Raynor R . Conditioned emotional reactions, J. Exp. Psych, 3. 1-4, 74, 346, 1920.- Skinner Β. F.. The science Ol learning and the art ot teaching. Harvard Educ. Rev.. 1954. Ευτυχία Ξυδιά
σύμπλεγμα (complex). Είναι ένα σύνολο παραστάσεων με συναισθηματική φόρτιση, οι οποίες είναι μερικώς ή ολικώς απωθημένες. Τον όρο αυτό εισήγαγε η ψυχαναλυτική σχολή, σύμφωνα με την οποία το σύμπλεγμα είναι προϊόν της σύγκρουσης των γενετήσιων τάσεων με τις ηθικές απαγορεύσεις που η κοινωνία επιβάλλει στον άνθρωπο. Τα συμπλέγματα είναι δυνατόν να υπάρχουν στον άνθρωπο από την πρώιμη παιδική ηλικία, δίχως να γίνονται σαφώς αντιληπτά. Μπορούν να παρουσιάζονται επικαλυμμένα και να υποβόσκουν, με κίνδυνο κάποτε να εκδηλωθούν απρόσμενα προκαλώντας νευρώσεις ή άλλες ψυχικές διαταραχές. Σύμφωνα με την άποψη των ψυχαναλυτών, στα συμπλέγματα οφείλονται οι περισσότερες ψυχικές διαταραχές. Ο Α. Adler* χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο "σύμπλεγμα μειονεξίας ή κατωτερότητας", συναίσθημα το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί στο άτομο εξαιτίας της οικογένειας ή κάποιας ανεπάρκειας. Εάν το άτομο διακρίνεται από κάποια ανεπάρκεια την οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει με θετικό τρόπο, αναπτύσσει -σύμφωνα με τον Adler-
συμφέρον νασχολήσεις του: πρώτος αρχίζει ο Φαιδρός εγκωμιάζοντας τον Έρωτα ως θεό πανάρχαιο και πρωτόγονο, από τον οποίο πηγάζει η ίδια η ζωή*. Ο Παυσανίας, αμέσως μετά, μιλάει για τα δύο είδη Ερωτα, που είναι ανάλογα και αντίστοιχα με τη διφυή υπόσταση της Αφροδίτης - ουράνιας και πανδήμου. Ο Ερυξίμαχος στη συνέχεια παρουσιάζει τον Έρωτα ως δύναμη όλου του φυτικού και ζωικού κόσμου, Βιβλιογρ.: Adler Α., Ανβρωπογνωσία, Αθήνα, 1934.Freud S„ The complete introductory lectures on ακόμα τη δύναμη που συνέχει και συντηρεί το psychoanalysis, Norton, 1966.- Laplanche J. - Pontalis J. σύμπαν* σε ενότητα. Με τον Αριστοφάνη αλB . The language ol Psychoanalysis, The Hogarth Press λάζει το κλίμα: ο Έρωτας αντιμετωπίζεται ως and the Institute ol Psychoanalysis. φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης και Βαοιλική Παττπά ψυχής, ως τάση για αποκατάσταση της χαμέ"Συμπόσιον" του Πλάτωνα. Ο διάλογος αυτός νης ενότητας, του "ανδρογύνου". Ο Αγάθων είναι το αριστούργημα της πλατωνικής δραμα- παρουσιάζει τον Ερωτα, με ρητορική δεξιοτετουργίας, το έργο που συνδυάζει φιλοσοφικό χνία, ως τον θεό που, με την ομορφιά και τη βάρος και λογοτεχνική χάρη. Μαζί με τον Φαί- γοητεία του, αιχμαλωτίζει τις ψυχές και που δωνα', τον Φαιδρό' και την Πολιτεία' οριοθε- πολλές φορές υποδουλώνει τελείως τον ερωτεί την ακμή της σκέψης του Πλάτωνα* και συ- τευμένο. Ο Σωκράτης αρχίζει τον λόγο του υναποτελεί τους μέσους λεγόμενους διαλό- ποστηρίζοντας ότι το φαινόμενο του Έρωτα προϋποθέτει ένδεια κάποιου πράγματος, και γους. Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι πολλά, δεσπό- συνήθως ένδεια της ομορφιάς, προχωρεί αντιζει όμως, όσο πουθενά αλλού, και αποθεώνε- καθιστώντας τη σωματική ομορφιά με την ψυται από τον Πλάτωνα, άμεσα και έμμεσα, ο Σω- χική ή πνευματική, και τέλος, αποδίδοντας κράτης*. Αναπαριστάνεται ένα πραγματικό συ- στην περίφημη μάντισσα Διοτίμα τα λεγόμενά μπόσιο, που πραγματοποιήθηκε μετά τη νίκη του, μιλάει ενθουσιαστικά για την ερωτική του ποιητή Αγάθωνα στους δραματικούς αγώ- "μανία" της θνητής ανθρώπινης ύπαρξης να νες των Ληναίων (416 π.Χ.). Το διηγείται ο κερδίσει την αιωνιότητα, αναπτύσσοντας έτσι Απολλόδωρος ο Φαληρέας σ' έναν φίλο του μια όψη της θεωρίας του Πλάτωνα για την ακαθώς περπατούσαν μαζί τον δρόμο από το θανασία της ψυχής*. Το "Συμπόσιο" τελειώνει Φάληρο στην Αθήνα. Ούτε αυτός όμως είχε με τον Αλκιβιάδη, ο οποίος περιγράφει με θαυπαραστεί στο συμπόσιο' του το είχε διηγηθεί μασμό την έντονα αλλά περίεργα ερωτική κάποιος Αριστόδημος Κυδαθηναίος, αφού είχε προσωπικότητα του Σωκράτη, κι ακόμα περιρωτήσει τον ίδιο τον Σωκράτη για να βεβαιώ- γράφει, με πολλή πίκρα και σαρκασμό, πώς σει κάποιες λεπτομέρειες. Με τον τρόπο αυτό αυτός ο "άσχημος σειληνός" περιφρόνησε την -που ο Πλάτων τον χρησιμοποιεί πολύ συχνά- ομορφιά και τον έρωτά του, θεωρώντας τη η διήγηση αποκτά θεατρικό βάθος και ο συγ- δική του εσωτερική ομορφιά πολύ ανώτερη. γραφέας, αποσυρόμενος στο παρασκήνιο, Βιβλιογρ.: Ιω. Συκουτρή, Πλάτωνος Συμπόσιον. Αθήναι. κερδίζει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. 1964* (έκδ. Ακαδημίας Αθηνών). Οικοδεσπότης είναι ο ποιητής Αγάθων οι συ- Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη μποσιαζόμενοι, μετά το φαγητό, ξαπλώνουν στα ανάκλιντρα, πίνουν κρασί και συζητάνε με συμπτωσιαρχία, βλ. οκκαζονιαλισμός κεντρικό θέμα τον Έρωτα. Τα πρόσωπα που κυρίως εμφανίζονται και ομιλούν είναι, εκτός συμφέρον κοινωνικό ή υλικό. Το καθοριζόμενο απ' τον οικοδεσπότη, ο Φαιδρός, γνωστός και από την υλική κατάσταση, από τη θέση και τον από τον ομώνυμο διάλογο, ο Παυσανίας, ο ρόλο των ανθρώπων στην παραγωγική σχέση Ερυξίας, ο Αριστοφάνης, ο Σωκράτης, που μεπρος τη φύση (εργασία*, παραγωγή*) και στις ταφέρει και τον λόγο της μάντισσας Διοτίμας*, "σχέσεις παραγωγής"* (στο υλικό κοινωνικό και τελευταίος -αφού τελευταίος προστέθηκε περιβάλλον) αίτιο, το ενδότερο κίνητρο των στη συντροφιά- ο Αλκιβιάδης. Καθένας τους ανθρώπινων ενεργειών, της κοινωνικής δρααπαγγέλλει έναν λόγο, υμνητικό του έρωτα στηριότητας* και συμπεριφοράς*. Δεδομένου και ταιριαστό με την προσωπικότητα* και τις εότι τα μέρη της κοινωνίας και η κοινωνία συνονευρωσικά συμπτώματα. Ο Freud*, επίσης, χρησιμοποίησε τον γνωστό όρο "οιδιπόδειο σύμπλεγμα", για να υποδηλώσει τη συναισθηματική προσκόλληση του παιδιού των 3-5 χρόνων προς τον ετερόφυλο γονέα και ταυτόχρονα την εχθρική του διάθεση προς τον γονέα του ίδιου φύλου. Στα κορίτσια, το σύμπλεγμα αυτό ονομάζεται "σύμπλεγμα της Ηλέκτρας".
Ο.Λ., Ε-5
65
συναγωγή λικά συνιστούν ολότητες αμοιβαία μη αναγώγιμες και μη αναγώγιμες στα μεμονωμένα άτομα (ούτε και στο άθροισμά τους), το αποκλειστικά ατομικό, το ομαδικό (ταξικό, εθνικό κ.λπ.) και το πανανθρώπινο κοινωνικό συμφέρον είναι επίσης αμοιβαία μη αναγώγιμα. Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας* οι ανθρώπινες ενέργειες καθορίζονται από την ταυτότητα, τη διαφορά, την αντίθεση, την αντίφαση και τον συσχετισμό των συμφερόντων ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά. Τα υλικά συμφέροντα καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση ως αναγκαιότητα τα εκάστοτε όρια της δράσης ατόμων, ομάδων και της κοινωνίας συνολικά. Καθορίζουν δηλαδή το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων δράσης, η μεν είτε η δε υλοποίηση των οποίων συνιστά ταυτόχρονα και αλλαγή αυτής της αναγκαιότητας από τον άνθρωπο ως υποκείμενο με συνείδηση* και αυτοσυνείδηση*. Τα συμφέροντα εμπεριέχουν σε ανηρμένη μορφή τις οργανικές ανάγκες*, τις ανάγκες και τους στόχους* της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής. Δεδομένου ότι συνιστούν ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο, τα αντικειμενικά συμφέροντα -ιδιαίτερα στις ανταγωνιστικές κοινωνίες- δεν συνειδητοποιούνται άμεσα από τους ανθρώπους. Η συνειδητοποίησή τους προσκρούει στην αντικειμενική φαινομενικότητα*, στον φετιχισμό* και σε πληθώρα αυταπατών, μυθευμάτων και ιδεολογημάτων, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει επαναστατική - μετασχηματιστική στάση έναντι της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, αλλά και επιστημονική - θεωρητική γνώση της κοινωνικής αναγκαιότητας και νομοτέλειας*. Βλ. επίσης: τάξεις κοινωνικές, ταξική πάλη, συνείδηση κοινωνική. Δ. Πατέλης
συναγωγή. Δραστηριότητα του νου, που συντελείται αυτόματα και σιωπηρά -χωρίς ρητά διατυπωμένους κανόνες, όπως λ.χ. συμβαίνει με τους κανόνες συλλογισμού*, παραγωγής* ή επαγωγής*. Η συναγωγή συνδέει εικόνες της πραγματικότητας, που μπορούν σε άλλες ώρες συνειδητής λογικής δραστηριότητας να αξιοποιηθούν ως προκείμενες κρίσεις* για συλλογιστική διαδικασία, παραγωγική ή επαγωγική. Διαφέρει όμως από την παραγωγή* και επαγωγή* (βλ. το λ. συλλογισμός) σε δυο ευδιάκριτα σημεία: (1) μπορεί να είναι ακούσια και μη συνειδητή ενέργεια του νου, προκαλού-
66
μενη κυρίως από ερεθίσματα της πραγματικότητας (π.χ. όμοιες εικόνες ή καταστάσεις της πραγματικότητας μπορούν να αποτελέσουν υλικό επαγωγής)- (2) σε αυτό το επίπεδο νοητικής δραστηριότητας, όπως είναι αυτονόητο, δεν έχουν διαμορφωθεί κανόνες συλλογιστικής δραστηριότητας συνειδητοί, ούτε για παραγωγή (μετάβαση από γενική κρίση σε μερική ή ατομική) ούτε για επαγωγή (γενίκευση από παραδείγματα ειδικά προς τη διατύπωση κρίσης που να περιλαμβάνει όλα τα ερευνημένα και -συχνά- όσα αναμένονται να εμφανιστούν στο μέλλον παρόμοια). Ειδικό νόημα έχει η συναγωγή στη Λογική*. Φ. Κ. Βώρος
συναγωγής κανόνας. Κανόνας της λογικής* που καθορίζει τη μετάβαση από ένα σύνολο τύπων ή προτάσεων, που καλούνται προκείμενες, σε μια συγκεκριμένη πρόταση (τύπο), που συνιστά λογική συνέπεια των προκείμενων. Ε. Ξ.
συναίνεση (αγγλ. consensus). 1. έννοια που υποδηλώνει τη συγκυρία κατά την οποία υπερτερεί η ειρηνική μορφή διεξαγωγής της πάλης των τάξεων (βλ. τάξεις) και εκφράζεται ως (ρητή ή σιωπηρή, ενεργός ή παθητική) συμφωνία των μελών ενός κοινωνικού συνόλου για την κρατούσα τάξη πραγμάτων, τις αξίες', τους προσανατολισμούς, τους σκοπούς* κ.λπ. 2. Ιδεολόγημα προπαγανδιστικού χαρακτήρα που στοχεύει στην εδραίωση της νομιμότητας ορισμένης κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, στην επίτευξη κοινωνικής συνοχής και ενσωμάτωσης* μέσω της αποσιώπησης της πάλης των τάξεων και της προβολής της τάξης πραγμάτων που εξυπηρετεί το συμφέρον* της άρχουσας τάξης ως δήθεν κοινή υπόθεση, ως δήθεν περιεχόμενο της συλλογικής δράσης, ως "εθνικό ζήτημα" κ.λπ. Δ. π συναισθήματα. Σχετικά σταθερές συγκινησιακές σχέσεις του ανθρώπου* απέναντι στα φαινόμενα* που τον περιβάλλουν. Σε ό,τι αφορά στην υποκειμενική τους υπόσταση, τα συναισθήματα αποτελούν τον συνδετικό κρίκο των φαινομένων αυτών με τη σφαίρα των αναγκών, των κινήτρων της ανθρώπινης προσωπικότητας*. Σε διαφορά με τις περιστασιακές συγκινήσεις, οι οποίες εκδηλώνονται σε μια συγκεκριμένη στιγμή, κάτω από δεδομένες συν-
συνάρτηση προτασιακή θήκες και χαρακτηρίζονται από τη βραχεία συναισθηματικισμός (emotionalismus). Ψυχοδιόρκειά τους, και τα πάθη, τα οποία ως συγκι- λογική άποψη, κατά την οποία θεμελιακή ψυχινησιακή κατάσταση χαρακτηρίζονται από την κή λειτουργία είναι το συναίσθημα*, δηλαδή οι ιδιαίτερη έντααή τους και την αποκλειστικότη- υποκειμενικές αντιδράσεις του ανθρώπου τα ως προς το πρόσωπο, πράγμα ή δραστηριό- στην επίδραση εσωτερικών και εξωτερικών ετητα προς την οποία εκδηλώνονται, τα συναι- ρεθισμάτων, που εκδηλώνονται με τη μορφή σθήματα ως στοιχείο της προσωπικότητας α- της ικανοποίησης ή της δυσαρέσκειας" τα συποτελούν μια μόνιμη μορφή ύπαρξης "σε μας" ναισθήματα είναι εκείνα που κατευθύνουν την των αντικειμενικών φαινομένων της πραγματι- ψυχική ζωή είτε παροτρύνοντας στην απόκτηκότητας. Ως ψυχικό γεγονός αποτελούν ση και διατήρηση των θετικών είτε παρακινώμορφή αντανάκλασης με σημαντικό γνωσιακό ντας στην αποφυγή των αρνητικών. Και ως εκ ρόλο, ο οποίος συνίσταται στο ότι σε αυτά α- τούτου τα συναισθήματα επηρεάζουν τόσο τη ντανακλώνται γεγονότα πέραν του "εδώ και νόηση* όσο και την βούληση*' η ακολουθία τώρα" και κατά συνέπεια εκδηλώνουν για το υ- των σκέψεων και οι ενέργειες της βουλήσεως, ποκείμενο την ικανότητα πρόβλεψης για μελ- κατά τον συναισθηματικισμό, είναι αποτελέλοντικά γεγονότα. Για τον γνωσιακό χαρακτή- σματα της εκάστοτε συναισθηματικής καταρα των συναισθημάτων έχουν διατυπωθεί διά- στάσεως του ανθρώπου*. Υπό την έννοια αυτή, η συναισθηματοκρατία, που λέγεται και φορες απόψεις, κυρίως από τον χώρο της πληθυμοκρατία, αντιπαρατίθεται στη νοησιαρχία* ροφορικής ψυχολογικής προσέγγισης. Τα συκαι τη βουλησιαρχία*. Κατά τον Χιουμ*, τον εκναισθήματα ως ψυχικό γεγονός και στοιχείο πρόσωπο της συναισθηματιστικής ηθικής, οι ητης ανθρώπινης προσωπικότητας εμφανίζονται θικές ιδέες δεν πηγάζουν από λογικές αρχές, στη διαδικασία της οντογένεσης* αργότερα αλλά ρυθμίζονται από τις φυσικές προδιαθέαπό ότι οι συγκινήσεις και αποτελούν γενίκευσεις, Ενώ ο Σέλερ* λέγει ότι στα συναισθημαση της συσσωρευμένης συγκινησιακής εμπειτικά ψυχικά φαινόμενα αντιστοιχούν αυθυπόρίας του ατόμου. Τα συναισθήματα, αφού δια- στατες αντικειμενικές σφαίρες των πραγμάμορφωθούν, οργανώνονται σε ιεραρχημένη των, των αξιών* κ.λπ., οι οποίες βρίσκονται δομή και κάποια από αυτά αποκτούν κυρίαρχη έξω από την περιοχή της συνείδησης*. σημασία για το άτομο*. Σαν τέτοια ιεραρχημένη δομή, τα συναισθήματα επηρεάζουν τόσο τους Απ. Τζ. γενικούς αξιολογικούς προσανατολισμούς της προσωπικότητας, όσο και τις καθημερινές δρα- συνακολουθία. Η ιδιότητα μιας ακολουθίας στηριότητες και σχέσεις της. Η κατάσταση των (σειράς) γεγονότων ή φαινομένων* να παρουσυναισθημάτων αποτελεί έναν από τους σημα- σιάζουν σχέση* είτε του ταυτόχρονου (γερ. ντικότερους ψυχοδιαγνωστικούς παράγοντες Konkommitanz) είτε σχέση μεταβολής του για τη διαπίστωση ύπαρξης παθολογικών χαρα- ενός από το άλλο (γερμ. Functionsverhältniss). κτηριστικών της προσωπικότητας. Επίσης έχει Η δεύτερη αυτή σημασία προέρχεται πιθανόν διαπιστωθεί η ενεργός συμμετοχή τους στη δια- από τη μέθοδο των συνακόλουθων μεταβολών μόρφωση διαφόρων μορφών ψυχοσωματικών που εισήγαγε στον τομέα της λογικής* ο J. S. δυσλειτουργιών και ασθενειών εξαιτίας της επί- Mill*. δρασης τους -κατά την εκδήλωσή τους- στις Παναγ. Πάκος φυσιολογικές λειτουργίες διαφόρων οργάνων του σώματος. Για τον λόγο αυτό οι συναισθημα- συνάρτηση προτασιακή. Λογικός τύπος στον τικές εκδηλώσεις λαμβάνονται υπόψη τόσο οποίο ανάγονται όλες οι λογικές προτάσεις στην ψυχοθεραπευτική πρακτική όσο και στη και συμβολίζεται ως εξής: F (χ), όπου το f αντιδιαμόρφωση ψυχοδιαγνωστικών tests που αφο- προσωπεύει το κατηγόρημα (γενική έννοια του ρούν στην προσωπικότητα. όρου) και το χ τη μεταβλητή της συνάρτησης. Βιβλιογρ.: Dunbar Η. F., Emotions end body changes. Ν. Η προτασιακή συνάρτηση μπορεί να μετατραY., 1943 - Α. Ν. Λουκ, Συγκινήσεις και προσωπικότηπεί σε πολλές προτάσεις, άλλες αληθείς και τα, Μόσχα. 1981.- Σίμονωφ Π. Β., Εγκέφαλος και συγκι- άλλες ψευδείς· αυτό σημαίνει ότι από τη στιγνήσεις, Μόσχα. 1981.- Λεόντιεφ Α. Ν., Ανάγκες, κίνητρα, μή που θα προσδιοριστεί το κατηγόρημα είναι συγκινήσεις, Μόσχα.- Bail Μ. C., Claiming your seltπεριορισμένες και οι σταθερές που μπορούν ν' esleem, Ν. Y., 1990.- Α. Β. Ζαφρανός - Μ. Κάτσιου - Ζααντικαταστήσουν τον χ, ώστε να επαληθεύεται φρανά, Υλη και εγκέφαλος, θεσσαλονίκη. 1989. ο τύπος (χ) και η πρόταση να είναι αληθής. Ευόγγ. Μανουράς 67
συνάφεια Οσες τιμές του χ επαληθεύουν την πρόταση λέμε ότι "ικανοποιούν" τη συνάρτηση, ενώ οι υπόλοιπες δεν την "ικανοποιούν". Εκτός από τον εναδικό τύπο f (χ) υπάρχουν και οι ακόλουθοι τύποι: ο δυαδικός f (χ,y), ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεταβλητές, και ο τριαδικός f (χ, y, ζ), ο οποίος περιέχει τρεις μεταβλητές. Ευτυχία Ξυδιά
συνάφεια, βλ. αλήθεια σύνδεση. Η εξωτερική κατ" αρχήν σχέση* που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα αντικείμενο* της πραγματικότητας*, των αισθήσεων* ή απλά της αντίληψης και στην ονομασία του μέσα από τη διαδικασία ενός ορισμού*, συνηθέστερα, δείξης. Η σύνδεση αυτή γίνεται εν συνεχεία και εσωτερική, καθώς μπορούμε να αναφερόμαστε σε πράγματα' ή πρόσωπα που δεν είναι παρόντα αλλά παρελθόντα ή και καμιά φορά μελλοντικά, αλλά ακόμα και η εικόνα τους δεν είναι αναγκαίο να είναι παρούσα στο μυαλό μας· η σύνδεση που έχει πρωταρχικά γίνει ανάμεσα στο αντικείμενο και τα λόγια που το δηλώνουν ή το περιγράφουν αρκεί για να συμβάλει στην επικοινωνία μας με τους γύρω μας. Ετσι η σκέψη μας φτάνει μέχρι τα λόγια, τα οποία χάρη στη σύνδεσή τους με τις εμπειρίες μας γενικότερα εξασφαλίζουν την ακρίβεια και την επιτυχία μιας ανακοίνωσης στο περιβάλλον μας, χωρίς, όπως υπεστήριζε και ο Wittgenstein*, να υφίσταται η σύνδεση σκέψης - λόγων και πράγματος κατά τη διάρκεια της νοητικής πράξης. Βιβλιογρ.: L. Wittgenstein. To μπλε και το καφέ βιβλίο, εκδ. Καρδαμίτσα. Αθήνα. 1984. σσ 70-72. Νικ. Οικονομίδης
συνδήλωση. Σε αντίθεση με την καταδήλωση*, που είναι η κυριολεκτική σημασία του σημείου, η συνδήλωση είναι η μεταφυσική ή αλλιώς συνειρμική σημασία του, η οποία, όμως, είναι κοινωνικοποιημένη, αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από τους αποδέκτες. Για παράδειγμα. το "λευκό" που ως καταδήλωση δηλώνει το χρώμα, λαμβάνει και τις συνδηλώσεις του "καθαρού" και του "αγνού". Η συνδήλωση έρχεται σε αντίθεση με την επιστημονική ακριβολογία του νεοθετικισμού* ενώ είναι βασικό χαρακτηριστικό κάθε μορφής τέχνης*. Για τον φορμαλισμό*, η συνδήλωση χαρακτηρίστηκε σαν μορφή απόκλισης, που κατά κάποιον τρόπο προσδιορίζει και τη λογο-
68
τεχνικότητα ενός κειμένου. Στην καθημερινή γλώσσα η συνδήλωση πλουτίζει τις σημασίες. Είναι σπάνιο τελικά, ακόμα και σε καθαρά λέξεις ορολογίας, να μην συναντήσουμε συνδηλώσεις, αφού και επιστημονικοί όροι παραπέμπουν σε πολλά επιστημονικά πεδία. Ο όρος συνδήλωση, που αποδίδει τον γαλλικό "connotation", έχει αποδοθεί στα ελληνικά και ως "συνέμφαση", "συμπαραδήλωση", "παρασήμανση" ή "υποδήλωση", δημιουργώντας έτσι άσκοπη σύγχυση. Ο όρος συνδήλωση είναι αναμφισβήτητα ο πλέον δόκιμος, αφού ρημαίνει αυτό που δηλώνεται ομού με την πρώτη σημασίας μιας λέξης. Η συνδήλωση κατέχει σημαντικό ρόλο στη θεωρία του Ρολάν Μπαρτ*, ο οποίος αναφέρεται σ" αυτήν στο πρώτο εκείνο καθοριστικό για τη σημειολογία κείμενό του, το Στοιχεία σημειολογίας. Εδώ διακρίνει δύο συστήματα σημασίας: εκείνο της καταδήλωσης και εκείνο της συνδήλωσης. Δημ. Τσατσούλης
συνείδηση (Conscience) ψυχολογική. Ο όρος αυτός έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί με διάφορες έννοιες. Στην ψυχολογία*, ο όρος "συνείδηση" είναι υποδηλωτικός της "αυτογνωσίας" της ψυχής*. Είναι η άμεση αντίληψη και η εσωτερική αίσθηση των φαινομένων* της ψυχικής ζωής από τον άνθρωπο* ως σκεπτόμενο ον. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα που υποπίπτουν στην αντίληψή του αλλά και να τα επεξεργάζεται νοητικά. Κάποιοι ψυχολόγοι υποστήριξαν ότι η συνείδηση είναι έμφυτη στον άνθρωπο και δεν διαφοροποιείται ούτε μετεξελίσσεται με τις εμπειρίες*. Αλλοι, όπως ο Wundt* και ο Spencer*, διατύπωσαν την άποψη ότι αυτή είναι προϊόν εξέλιξης. Μια τρίτη κατηγορία ψυχολόγων, συνδυάζοντας και τις δύο παραπάνω απόψεις, υποστηρίζει ότι η ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει το καλό* από το κακό* είναι έμφυτη, ενώ ταυτόχρονα η συνείδηση διαμορφώνει την ηθική της ποιότητα και διάσταση ανάλογα με τις περιβαλλοντικές εμπειρίες του ατόμου (Kulpe* κ.ά.). Η "ψυχολογία του βάθους"* διακρίνει τη συνείδηση σε πρωτεύουσα και δευτερύουσα. Η πρωτεύουσα συνείδηση αναφέρεται στη δυνατότητα του ανθρώπου να διαμορφώνεται ηθικά, ενώ η δευτερεύουσα αφορά στο σύνολο των στοιχείων που αποκτά ο άνθρωπος με την αγωγή. Η σύγχρονη ψυχολογία ασχολείται με τις συναρτή-
συνείδηση κοινωνική σεις ανάμεσα στη συνείδηση και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο S. Freud* διέκρινε τρία στρώματα στσν ανθρώπινο ψυχισμό, τα οποία είπε ότι είναι αλληλεξαρτώμενα: το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ. Το Εκείνο είναι το ασυνείδητο μέρος της ψυχής, όπου εδράζονται τα ένστικτα, οι ορμές και οι απωθημένες επιθυμίες. Στο Εγώ' εντάσσονται όλες οι αντιληπτικές και γνωστικές λειτουργίες του ατόμου, ενώ το Υπερεγώ είναι η συνείδηση του ηθικού και του κοινωνικά αποδεκτού. Πρώτος ο Freud μίλησε για υποσυνείδητο και για τη σημασία της σχέσης και της αλληλεπίδρασης συνειδητού - υποσυνειδήτου για την ψυχική υγεία του ατόμου. Κατά τον Ε. Fromm', η συνείδηση είναι η έκφραση των κοινωνικών μας αναγκών, της ανάγκης μας για επαφή, επικοινωνία*, τελειοποίηση κ.λπ., οι οποίες βασίζονται στην ικανότητά μας για αγάπη* καθώς και στην ικανότητά μας να είμαστε δέκτες και φορείς του πολιτισμού*. Βιβλιογρ.: Freud S.. An outline olpsychoanalysis (Norton, 1949).- Fromm Ε.. Η τέχνη της αγάπης (εκδ. Μπουκουμάνη. 1975). Βασιλική Παππά
συνείδηση ηθική. Είναι μια σύνθετη πνευματική ενέργεια και λειτουργία, που κάνει τον άνθρωπο που πράττει ικανό, με βάση ένα σύνολο ηθικών αντικειμενικών κανόνων, να κρίνει τις πράξεις του από άποψη ηθικής αξίας ή απαξίας και: α) να τον προτρέπει ή να τον αποτρέπει στην επιτέλεση ή την αποφυγή τους και β) να τον ελέγχει ή να τον επαινεί μετά την εκτέλεσή τους ανάλογα αν οι πράξεις είναι ηθικά ορθές ή λαθεμένες. Η εκδήλωση της ηθικής συνείδησης πριν από την πράξη λέγεται "προηγουμένη ή νομοθετική" και μετά την πράξη "επομένη ή ελεγκτική". Στο στάδιο πριν από την πράξη το στοιχείο που κυριαρχεί είναι κυρίως το νοητικό-λογισπκό ως εξέταση και κριτική συνθηκών και καταστάσεων, ενώ μετά την πράξη πλεονάζει το συναίσθημα. Σε κάθε περίπτωση η ηθική συνείδηση είναι συνύπαρξη και συλλειτουργία τόσο του λογικού όσο και του συναισθήματος* και της βούλησης*. Σχετικά με τη γένεση της ηθικής συνείδησης οι απόψεις που διατυπώθηκαν συγκεφαλαιώνονται με δύο ομάδες θεωριών: α) τις ορθολογικές και β) τις εμπειρικές. Οι πρώτες με έντονη κλιμάκωση και διαφοροποιήσεις υποστηρίζουν ότι η ηθική συνείδηση υπάρχει από την αρχή στον άνθρωπο, είναι ένα είδος εσωτερικής αίσθησης με την οποία διακρίνεται αμέσως το αγαθό από το' κακό. Η ηθική συνείδηση είναι έμφυτη και έχει
μεταφυσική προέλευση. Ο Σωκράτης* είναι θιασώτης αυτής της άποψης. Το "δαιμόνιο", δίδασκε, που έχει την αρχή του στον θεό, τού έλεγε "ό,τι χρη ποιείν και μη ποιείν" (Ξεν. Απομν. A4, 15). Ιδιες απόψεις έχουν: ο Πλωτίνος', ο Απ. Παύλος*, οι Πατέρες της Εκκλησίας*, ενώ ο Rousseau* θεωρούσε τη συνείδηση "θείο δώρο, αθάνατη και ουράνια φωνή". Οι εμπειρικές θεωρίες αντίθετα υποστηρίζουν ότι η ηθική συνείδηση εξολοκλήρου είναι δημιούργημα των κοινωνικών επιδράσεων. Θιασώτες της θέσης αυτής μπορεί να θεωρηθούν οι σοφιστές*, ο J. Locke*, ο Ch. Darvin*, ο μαθητής του Spencer*. Μια συνδυαστική θέση λύνει το πρόβλημα. Ο άνθρωπος έχει κάποιες νοητικής υφής ηθικές προδιαθέσεις, οι οποίες, όταν καλλιεργηθούν από τις διάφορες μορφές περιβάλλοντος, σταθεροποιούνται στο κριτήριο της ηθικής συνείδησης. Βιβλιογρ.: Δελλή I. Γ., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, τ. I. Πάτρα, 1994. - Βορέα θ.. Ηθική, Αθήνα. 1957. I. Γ. Δελλής
συνείδηση κοινωνική ή κοινωνικό συνειδέναι (από το αρχ. ρ. σύνοιδα = έχω επίγνωση και συναίσθηση). Θεμελιώδης κατηγορία της κοινωνικής φιλοσοφίας και γενικότερα των κοινωνικών επιστημών, η οποία υποδηλώνει τη χαρακτηριστική για τον άνθρωπο* ιδεατή αντανάκλαση* της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω του πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών. Η κοινωνική συνείδηση χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι σε πλήρη βαθμό προσωπικότητα* ως υποκείμενο*, ως συνειδητό συμμέτοχο της μεταβολής, του μετασχηματισμού της κοινωνίας* ως ολότητας (και συνεπώς της αντίστοιχης μεταβολής του ίδιου του εαυτού του). Ανέκυψε μέσα από την πορεία της ανθρωπο-κοινωνιογένεσης, έχοντας "ιστορικά και λογικά"* ως πηγή της τη διαδικασία της παραγωγικής δραστηριότητας, την πρακτική*, την εργασία*, βάσει ορισμένων βιολογικών, νευροφυσιολογικών κ.λπ. προϋποθέσεων. Από αυτή την άποψη συνιστά ουσιώδες φαινόμενο, έκφανση της ουσίας της κοινωνίας ως ολότητας (βλ. ουσία και φαινόμενο), που απορρέει από τη μεταβολή της δραστηριότητας των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων, από τη μεταβολή της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, των σχέσεων παραγωγής και συνολικά των κοινωνικών σχέσεων. Ακριβώς αυτή η ενεργητική μεταβολή, ο μετασχηματισμός (σε
69
συνείδηση κοινωνική αντιδιαστολή με την παθητική προσαρμογή) γεννά την ανάγκη ιδεατής προτρέχουσας σύλληψης της επικείμενης (ή εν εξελίξει) αλλαγής της πραγματικότητας και διαφορίζει την ανθρώπινη συνείδηση από τις μη κοινωνικές - πολιτισμικές μορφές αλληλεπίδρασης και ψυχισμού (μη κοινωνική συνείδηση δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει, όπως αποδεικνύουν και οι περιπτώσεις ανθρώπινων όντων που αναπτύχθηκαν εκτός κοινωνίας). Η συνείδηση εμπεριέχει δύο πλευρές: αφ' ενός μεν συνιστά γνώση*, "γνωστική διαδικασία", ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας του ανθρώπου- αφ" ετέρου δε συνιστά ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των σχέσεων των ανθρώπων προς τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτή η δεύτερη πλευρά, το συν-ειδέναι, αποτελεί και τη συνείδηση αφ' εαυτής, δηλαδή τη συνείδηση από την άποψη της κοινωνικής της ύπαρξης, της ύπαρξής της μέσω των κοινωνικών σχέσεων. Η δεύτερη πλευρά αφ" εαυτής εμπεριέχει και προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση*, δεδομένου ότι η από κοινού συνειδητοποίηση είναι ανέφικτη αν τα άτομα δεν διακρίνουν τον εαυτό τους από τον κοινωνικό του περίγυρο και δεν έχουν επίγνωση της θέσης και του ρόλου τους σ' αυτόν τον περίγυρο. Η πρώτη πλευρά, το συν-ειδέναι (η γνώση), ανακύπτει κατ" εξοχήν από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση, ενώ η δεύτερη πλευρά, το συν-ειδέναι, από την αλληλεπίδραση και τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή, στη συν-εργασία. Και κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής (η εργασία ως ανταλλαγή ύλης με τη φύση και η εργασία ως κοινωνική εργασία) υφίστανται πραγματικά μόνον ως εσωτερική ενότητα στη διαφορά τους, συγκροτώντας την ουσία του κοινωνικού όλου, και η κοινωνική συνείδηση, ως ουσιώδης έκφανση αυτού του όλου, υφίσταται μόνον ως εσωτερική ενότητα των παραπάνω αντίστοιχων πλευρών της. Η συνείδηση των ανθρώπων συνιστά εσωτερική ενότητα στη διαφορά της με την αυτοσυνείδηση, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο ξεχωριστός άνθρωπος δεν μπορεί να υφίσταται εκτός της εσωτερικής του συνάφειας με τους άλλους ανθρώπους. Η πιλοτή πλευρά της συνείδησης (ειδέναι) καθορίζεται
70
κυρίως από τη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση, ως αλληλένδετη με τον σκοπό*, τη σκοποθεσία, τη σκοπιμότητα*, και γενικότερα με τη διευθέτηση της κίνησης προς ορισμένο αποτέλεσμα της δραστηριότητας (διοίκηση*). Γι' αυτό και συνιστά τη γνωσιακή πλευρά της συσχέτισης του ανθρώπου ως υποκειμένου με την "αντικειμενική πραγματικότητα"*, με το αντικείμενο*. Η δεύτερη πλευρά της συνείδησης (συν-ειδέναι), η καθαυτό συνείδηση, καθορίζεται κυρίως από τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην εργασία, από τις σχέσεις παραγωγής, από τις κοινωνικές τους σχέσεις ευρύτερα.Στη γνώση το υποκείμενο αντιμετωπίζει αυτό που γνωρίζει κατ' εξοχήν ως διάφορο, ως ανεξάρτητο από το υποκείμενο της γνώσης, ως αντικείμενο και από την άποψη των δυνατοτήτων μετασχηματισμού που εμπεριέχει το αντικείμενο. Η συνείδηση καθαυτή συνιστά κατά κύριο λόγο αποκατάσταση της ενότητας, είτε αποκατεστημένη ενότητα των ανθρώπων (ως υποκειμένων της γνώσης κ.λπ.) στην αμοιβαία διαφορά τους (χωρίς διαφορά δεν υπάρχει ενότητα), και συνεπώς προϋποθέτει την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδηση*. Σε αντιδιαστολή με τη γνώση, στην καθαυτό συνείδηση η σχέση υποκειμένου και αντικειμένου αποτελεί αναγκαία, πλην όμως υποταγμένη στιγμή έναντι της δεσπόζουσας εδώ και κεφαλαιώδους σημασίας αμοιβαίας σχέσης μεταξύ υποκειμένων. Η επιστήμη* (ως συστηματική παραγωγή γνώσης της νομοτέλειας που διέπει το αντικείμενό της -βλ. εμπειρικό και θεωρητικό, νόηση) συνιστά κυρίως μορφή της γνώσης, της γνωστικής διαδικασίας (σε αντιδιαστολή λ.χ. με την καθημερινή τρέχουσα γνώση), αλλά ως οργανική πλευρά της συνείδησης συνιστά επίσης μορφή κοινωνικής συνείδησης. Όσο διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας (βλ. αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, τάξεις κοινωνικές) είτε κατάλοιπά του, οι επιστήμες υποδιαιρούνται σε φυσικές επιστήμες και κοινωνικές επιστήμες. Οι φυσικές επιστήμες συνιστούν κατά κύριο λόγο γνώση, διαδικασία παραγωγής γνώσης (αν και ανθρώπινη γνώση της φύσης μπορεί να υπάρξει μόνο υπό το πρίσμα της άμεσης, ή έμμεσης, της δυνάμει ή ενεργεία ένταξής της στην παραγωγική ανταλλαγή ύλης μεταξύ αυτής και του ανθρώπου). Οι κοινωνικές επιστήμες εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στην καθαυτό συνείδηση, αλλά στον βαθμό που αποτελούν γνώση ε-
συνείδηση κοινωνική ξετάζουν την κοινωνία ως αντικείμενο. Η επιστήμη που αντιστοιχεί στην ανεπτυγμένη (αταξική) ανθρώπινη κοινωνία είναι η συνθετική και εσωτερικά ενιαία επιστήμη, στιγμές της οποίας (αδιάρρηκτες στη διαφορά τους) είναι η γνώση της φύσης* και η συνειδητοποίηση της κοινωνίας. Αυτά δεν σημαίνει ότι η ιδιοτυπία του περιεχόμενου της κοινωνικής συνείδησης ανάγεται στην ιδιοτυπία του περιεχόμενου της επιστήμης*, δεδομένου ότι η κοινωνική συν-είδηση -σε αντιδιαστολή με την επιστήμη και τη γνώση- προορίζεται για τη διευθέτηση των αμοιβαίων σχέσεων των ανθρώπων ως υποκειμένων με αυτοσυνείδηση (προσωπικοτήτων). Η κοινωνική συνείδηση δεν υφίσταται εκτός του εγκεφάλου των ατόμων και συνάμα δεν ανάγεται στην ατομική (προσωπική) συνείδηση (και αυτοσυνείδηση), αλλά συνιστά προϊόν της δραστηριότητας της συλλογικότητας, προϊόν της δραστηριότητας των ατόμων που συγκροτούν ένα όλο (βλ. μέρος και όλο). Η κοινωνική συνείδηση δεν ανάγεται ούτε στη συνείδηση μιας ξεχωριστής προσωπικότητας ούτε στη συνείδηση του αθροίσματος όλων των προσωπικοτήτων, αλλά είναι παράγωγο της ανάπτυξης της κοινωνίας ως διατεταγμένης ολότητας των ανθρώπων. Και η ίδια η συνείδηση μιας ξεχωριστής προσωπικότητας δεν υφίσταται ως αποκλειστικά ατομικό μόρφωμα, διότι συνιστά επίγνωση και συνειδητοποίηση του εαυτού (βλ. εγώ), σε συνδυασμό και σε αντιδιαστολή με τους άλλους ανθρώπους, γνώση των άλλων ανθρώπων ως αλληλένδετων και διάφορων προς τον εαυτό της. Δεδομένου ότι η συνείδηση πραγματώνεται μέσω του εγκεφάλου των ατόμων, η ύπαρξή της συνειδητοποιείται από το κάθε ξεχωριστό άτομο στην ατομική του ανάπτυξη, αλλά και από κάθε νέα γενεά ατόμων, ως κάτι το εξωτερικό, το αντικειμενικό, το ανεξάρτητα δεδομένο, που προβάλλει σε υλικό "περίβλημα". Συνειδητοποιείται επίσης ως το σύνολο εκείνο των σχέσεων και των δεσμών που μορφοποιούνται και υπάρχουν χάρη στο γεγονός ότι, πριν από τη μορφοποίηση τους, περνούν μέσω της συνείδησης (απ" εδώ ανακύπτουν σε ορισμένες ιστορικές βαθμίδες ποικίλες υποστασιοποιήσεις* της συνείδησης). Η κοινωνική συνείδηση είναι ουσιαστικά συνείδηση της κοινωνίας, δηλαδή συνειδητοποίηση της κοινωνίας ως ολότητας, παρά το γεγονός ότι η συνειδητοποίηση αυτή μπορεί να είναι διαφόρων επιπέδων ακριβείας, ορθότητας, επάρκειας, πληρότητας κ.λπ. (βλ. φαινομενικό-
τητα, πλάνη, φετιχισμός). Δεδομένου ότι αντικείμενο της συνείδησης, με τη στενή έννοια, είναι οι σχέσεις παραγωγής (ως ανεξάρτητες από τη συνείδηση και καθοριζόμενες από το αναγκαίο φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχουν κατά κύριο λόγο οι παραγωγικές δυνάμεις), ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης στην ιστορία είναι αντιστρόφως ανάλογος της αντιστοιχίας των υπαρχουσών σχέσεων παραγωγής προς τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις και αποκτά τη μέγιστη σημασία του στα μεταβατικά στάδια της παρακμής ορισμένων σχέσεων παραγωγής (η αντικατάσταση των οποίων χωρίς την ενεργό συνειδητή συμμετοχή των ανθρώπων είναι ανέφικτη -βλ. εξέλιξη, επανάσταση). Επειδή όμως η συν-είδηση (που δεν ανάγεται στη γνώση ανεξάρτητων από αυτήν διαδικασιών, σχέσεων και δεσμών) έχει ως περιεχόμενο και μορφές παράγωγα της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, την αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και την επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα και επειδή η εν λόγω αντανάκλαση και επενέργεια διεξάγονται με τη βοήθεια πράξεων, αισθημάτων και νόησης, η κοινωνική συνείδηση υποδιαιρείται σε "τρεις βασικές μορφές" (σε συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές): 1. Η "ηθική μορφή" αφορά στο πεδίο συνειδητοποίησης και πραγματοποίησης πράξεων οι οποίες εξετάζονται από την άποψη της ωφέλειας είτε της βλάβης που μπορούν να επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και στην κοινωνία συνολικά, από την άποψη δηλαδή του "καλού και του κακού". Ύψιστο καλό (αγαθό) είναι οι ενέργειες που κατά τον βέλτιστο τρόπο συμβάλλουν στη διατήρηση και ανάπτυξη της κοινωνίας, της ανθρωπότητας ως ολότητας. Στις βαθμίδες εκείνες της ανάπτυξης της κοινωνίας στις οποίες δεσπόζουν αντίθετα και αντιφατικά συμφέροντα*, η εν λόγω μορφή κοινωνικής συνείδησης αποκτά δύο επιπλέον αναγκαίες εκφάνσεις: την "πολιτική"* (βλ. πολιτικό σύστημα της κοινωνίας) και το δίκαιο*. Σύμφωνα με κάποια περιορισμένη ως προς τον ιστορισμό* της παράδοση, η εν λόγω μορφή (όπως και η επόμενη) αφορά στην αξιολογία (βλ. αξία)' 2. η "αισθητική μορφή" συγκροτείται με διάθλαση του περιεχόμενου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω του πρίσματος των ασιθημάτων (αισθήσεων, συναισθημάτων). Η αισθητική συνείδηση συνιστά αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα της ουσίας των ανθρώπων, των
71
συνείδηση περί δικαίου νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων (κάλλος, ωραίο*). Ιστορικά παροδικού χαρακτήρα, επιπλέον αναγκαία (σ' ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω μορφής είναι η "θρησκευτική συνείδηση", ως "άμεση δηλαδή συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επί αυτών αλλότριες δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές" (Ένγκελς*)' 3. Η "φιλοσοφία", η πλέον διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με το κοινωνικό Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, συνιστά αντανάκλαση κατά κύριο λόγο στις σκέψεις, στον στοχασμό και σε καθολική μορφή της σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, συνιστά και τη συνειδητοποίηση της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική φιλοσοφία, δεν υποκαθιστά τις επιστήμες (ως "φυσική φιλοσοφία"* ή "επιστήμη των επιστημών"*) αλλά είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι. Η συνείδηση δεν δημιουργεί τον υλικό κόσμο εκ του μηδενός. Αντανακλά τις υλικές δυνατότητες μετασχηματισμού (διατήρησης, οπισθοδρόμησης, ανάπτυξης) της κοινωνίας για τις εκάστοτε επιλογές των ανθρώπων σύμφωνα με τις (υλικές) ανάγκες και τα συμφέροντά τους. Οι άνθρωποι ως υποκείμενα δεν υλοποιούν απλώς τις υφιστάμενες δυνατότητες μεταβολής των υλικών κοινωνικών σχέσεων, αλλά η ίδια η δραστηριότητά τους (οργανικό - συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η συνείδηση), η αυτοπραγμάτωση τους, συνιστά ταυτόχρονα μια διαδικασία μεταβολής αυτών των σχέσεων (μέσω της δημιουργίας νέων δυνατοτήτων). Βλ. επίσης: βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, υλισμός, ιδεαλισμός, κοινωνία, δημιουργικότητα, δραστηριότητα, εργασία, πρακτική, βάση και εποικοδόμημα, συνειδητό και αυθόρμητο. Βιβλιογρ.: Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας, Μόσχα, 1988.- Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1-3.Ε. Ξενόπουλος. Η διαλεκτική της συνείδησης, Αθήνα, 1979 - Θ. Βακαλιός. Είναι και συνείδηση, γνώση και αλήθεια. Αθήνα. 1986. Δ. Πατέλης
συνείδηση περί δικαίου ή δικανική συνείδηση. Πρόκειται για τη συνείδηση περί δικαίου την οποία συμμερίζεται η πλειοψηφία μιας κοινό-
72
τητας ανθρώπων γενικά ή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση απονομής του και η οποία μπορεί ενδεχομένως να έρχεται σε σύγκρουση με τους ισχύοντες κανόνες του δικαίου* που θεσπίζονται από τις επίσημες αρχές. Η ιδέα αυτή προέρχεται από τη θεωρία του κοινωνιολόγου Ε. Ντυρκαίμ* περί συλλογικής συνείδησης, ως ασυνείδ ιτης δομής που υπερβαίνει και καθορίζει την ατομική βούληση. Ο Ντυρκαίμ υποστήριξε ότι η αντίληψη που έχει ένας λαός για το δίκαιο και τη νομολογία προσαρμόζεται σε μια αντίστοιχη συνείδηση. Η συνείδηση αυτή είναι πολιτισμικού χαρακτήρα, δηλαδή συνδέεται με τα συλλογικά νοήματα που έχει σφυρηλατήσει μια κοινότητα ανθρώπων σχετικά με το τι είναι κάθε φορά δίκαιο ή, γενικότερα, σχετικά με τον τρόπο που προσλαμβάνονται οι κανόνες δικαίου και εφαρμόζονται μέσα από τις κοινωνικές πρακτικές. Ως κοινωνικοπολιτισμική δομή, η συνείδηση περί δικαίου είναι προϊόν συσσωρευμένης συλλογικής εμπειρίας και, συνεπώς, μπορεί να μεταβληθεί υπό προϋποθέσεις, καθώς και με την πάροδο μακρού χρόνου. Ευστάθιος Μπάλιας
συνείδηση ταξική. Κεντρική έννοια του μαρξισμού*, που υποδηλώνει τη συνειδητή πλευρά της ύπαρξης των τάξεων* στην κοινωνία* και της πάλης των τάξεων. Συνιστά ιδιαίτερη πλευρά όλων των μορφών "συνείδησης κοινωνικής"* στην ταξική κοινωνία, μέσω της οποίας οι άνθρωποι - μέλη διαφόρων τάξεων αποκτούν διαφόρων επιπέδων πληρότητας, σαφήνειας και επάρκειας επίγνωσης των υλικών όρων ύπαρξής τους, των θεμελιωδών συμφερόντων τους και συνειδητοποιούν τις σχέσεις τους προς τις άλλες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, καθώς και τον ρόλο τους στην ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Ιδιαίτερη θεωρητική και πρακτική σημασία αποκτά η ταξική συνείδηση της κοινωνικής δύναμης της οποίας τα συμφέροντα συνδέονται με την εξάλειψη της κεφαλαιοκρατίας* και των ανταγωνιστικών τάξεων, με την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας, δηλαδή της εξωθούμενης στον αγώνα "εργατικής τάξης"*. Δεδομένου ότι οι ιστορικά παροδικές κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής προβάλλουν μόνο μέσω των πραγμάτων ως σχέσεις πραγμάτων (αυτό δεν είναι απλώς αυταπάτη, αλλά "φαινομενικότητα αντικειμενική"* καθώς και ο συνδεόμενος με αυτήν φετιχισμός*), η κεφαλαιοκρατία στο επίπεδο αυτής της φαινομενικότητας προβάλλει ως αι-
συνειδητό και αυθόρμητο ώνια κατάσταση* της κοινωνίας*. Για τη θεμελίωση της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης απαιτείται η θεωρητική έρευνα και η επιστημονική τεκμηρίωση του αναπόφευκτου θανάτου της κεφαλαιοκρατίας και του αγώνα σε αυτή την κατεύθυνση. Μόνο επιστημονικά μπορεί να αποκαλυφθεί πίσω από το φαινομενικό περίβλημα (την κίνηση των πραγμάτων) η ύπαρξη των ιστορικά παροδικών κοινωνικών σχέσων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας. Σε συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης και ιδεολογικής χειραγώγησης δεν μπορεί το σύνολο της εργατικής τάξης να αρθεί από μόνο του στο επίπεδο της επιστημονικής αντίληψης της κοινωνίας. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη ταξική συνείδηση, η θεωρητική αντίληψη των σκοπών, των μέσων, των δρόμων και των τρόπων του αγώνα επιτυγχάνεται - σ ε διεθνές και εθνικό επίπεδο- μέσω της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, μέσω του κόμματος, το οποίο με τη σειρά του γενικεύει και την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος. Βλ. επίσης: τάξεις κοινωνικές, εργατική τάξη, επανάσταση κοινωνική, σοσιαλιστική επανάσταση, μαρξισμός, Μαρξ, διεθνισμός. Δ. Πατελης
συνείδηση ψευδής (false conciousness). Η "ψευδής συνείδηση", όπως και η "ιδεολογία", είναι έννοιες σχετικές με την έννοια της "αλλοτρίωσης" στον Κ. Μαρξ*. Ψευδής ή νόθα είναι η συνείδηση του ανθρώπου σε συνθήκες αλλοτρίωσης* και η ιδεολογία* είναι το σύστημα των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων που παράγονται από την ψευδή συνείδηση. Στη Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ δίνει την πληρέστερη έκθεση σχετικά με το πρόβλημα της συνείδησης, κάνοντας παράλληλα μια ριζοσπαστική κριτική σ' όλες εκείνες τις φιλοσοφικές απαντήσεις που προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης, διαψεύδοντας, ωστόσο, και αποκρύπτοντας τις πραγματικές αντιθέσεις που εμπεριέχει. Η ψευδής συνείδηση γεννιέται μέσα από τις αντιλήψεις και τις θεωρίες που προβάλλουν οι επαγγελματίες εκπρόσωποι του δικαίου*, της φιλοσοφίας', της θρησκείας*, της τέχνης* και της πολιτικής*, με σκοπό να αποκρύψουν την καθοριστική σχέση που έχουν οι δομές αυτές του εποικοδομήματος με την υλική βάση της κοινωνίας*. Ετσι υποστηρίζονται τα συμφέροντα της τάξης των εκμεταλλευτών του ανθρώπου KC« συγκαλύπτεται ο χαρακτήρας των κοινωνικών
σχέσεων και οι αντιθέσεις. Όπως χαρακτηριστικά εξηγεί ο Μαρξ στον πρόλογο του έργου του Συμβολή στην κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, "δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους. Αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη είναι αυτή που καθορίζει τη συνείδησή τους". Πολλές φορές, όμως, τα μέλη των ομάδων, των τάξεων και των κοινωνικών κατηγοριών, αντιλαμβάνονται διαφορετικά την πραγματικότητα σε σχέση με τη θέση τους, τον ρόλο τους και τις δυνατότητές τους. Μια τέτοια συνείδηση της κοινωνικής τους παρουσίας και δράσης δεν ανταποκρίνεται ούτε στις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης της κοινωνίας τους, ούτε στη θέση που κατέχουν και τον ρόλο που παίζουν σ' αυτήν. Έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις αδυνατούν ν' αντιπαρατεθούν στις παραγωγικές δυνάμεις που, πολλές φορές, από μορφές ανάπτυξης μετατρέπονται σε δεσμά για τον άνθρωπο. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία. μτφρ. Γ. Κρητικός & Κ. Φιλίνης. τ.τ. 2, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1989.- Έριχ Φρομ, Η εικόνα του ανθρώπου στον Μαρξ, μτφρ. Α. Καρατζάς, εκδ. Μπουκουμΰνη. Αθήνα. 1975 - Ανταμ Σαφ, Ο μαρξισμός και το ανθρώπινο άτομο, μτφρ. Γ. Κρητικός και Α. Τζήμας, εκδ. "Οδυσσέας", Αθήνα, 1977. θαν. Α. Βασιλείου
συνειδησιοκρατία ή συνειδησιαρχία (conscientialismus). Γνωσιοθεωρητικό φιλοσοφικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο αντικειμενική ύπαρξη έχουν τα πράγματα μόνο στη συνείδηση* του ανθρώπου*. Έξω από τον ορίζοντα της συνειδήσεως δεν υπάρχει καμιά πραγματικότητα. Το περιεχόμενο της συνειδήσεως είναι το μόνο που δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε, είναι μέσα μας σταθερό κτήμα του εαυτού μας, εσωσυνειδησιακό και όχι υπερβατικό*. Τα αντικείμενα* λοιπόν, κατά τη θεωρία αυτή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλώς και μόνο συμπλέγματα ψυχικών φαινομένων* ή γεγονότων που διαμορφώνονται μέσα στη συνείδηση. Απ. τζ.
"
συνειδισμός ή συνειδησιαρχία, βλ. συνειδησιοκρατία συνειδητό και αυθόρμητο. Κατηγορίες της κοινωνικής θεωρίας, οι οποίες υποδηλώνουν τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών διαδικασιών από την άποψη της ύπαρξης (ή της απουσίας) σε αυτές συνειδητής παρέμβασης του υποκειμένου (ατόμου, ομάδας, κοινωνίας)- χαρακτη-
73
συνειρμική ψυχολογία ρίζουν δηλαδή την ανθρώπινη δραστηριότητα* (πρακτική*) και επικοινωνία από την άποψη του επιπέδου της γνώσης*, της συνείδησης* και της αυτοσυνείδησης* του υποκειμένου*. Συνειδητό καλείται αυτό που πραγματοποιείται από τον άνθρωπο βάσει εκ των προτέρων καθορισμένου σκοπού* (σκοποθεσίας). Το αυθόρμητο χαρακτηρίζει τις διαδικασίες οι οποίες εκτυλίσσονται χωρίς σχέδιο και σκοπό, εκτός συνειδητού ελέγχου προθέσεων. Κατ' εξοχήν αυθόρμητου χαρακτήρα είναι οι διαδικασίες και οι αλληλεπιδράσεις της φύσης*. Το αυθόρμητο χαρακτηρίζει τα κοινωνικά φαινόμενα και το σύνολο της κοινωνίας*, στον βαθμό που δεν έχει μετασχηματισθεί ριζικά, δεν έχει αρθεί (βλ. άρση) η κληροδοτημένη από τη φύση βάση της. Το σύνολο των υπό διαμόρφωση κοινωνικών σχέσεων των ταξικών βαθμίδων ανάπτυξης της κοινωνίας, οι οποίες προϋποθέτουν την αντιμετώπιση ανθρώπων ως αντικειμένων (εκμετάλλευση, καταπίεση, χειραγώγηση, κυριαρχία - υποταγή, "τάξεις κοινωνικές"*) συγκροτεί αυθόρμητου χαρακτήρα εντάξεις (και αποκλεισμούς) των ανθρώπων, όπου οι τελευταίοι φέρονται και άγονται ως απλοί φορείς - ενεργούμενα αλλότριων, εχθρικών και ανεξέλεγκτων κοινωνικών δυνάμεων (αλλοτρίωση*). Ωστόσο είναι ανέφικτος ο αυθόρμητος μετασχηματισμός των εκάστοτε σχέσεων παραγωγής (ιδιαίτερα της κεφαλαιοκρατίας). Ο συνειδητός χαρακτήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας αναβαθμίζεται παράλληλα με την ανάδειξη των ανθρώπων ως ιστορικών υποκειμένων, ως προσωπικοτήτων, που συμμετέχουν ενεργά στον μετασχηματισμό του συνόλου των όρων της ζωής* τους. Ανώτερη μορφή συνειδητότητας επιτυγχάνεται με την επιστημονική γνώση (βλ. εμπειρικό και Θεωρητικό*) των νόμων που διέπουν τη φύση και την κοινωνία και με την επιστημονική πρόγνωση*. Ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει εδώ η φιλοσοφία* ως η βαθύτερη μορφή συνείδησης και αυτοσυνείδησης, η οποία συνιστά ταυτόχρονα επιστημονική γνώση της ουσίας, της νομοτέλειας* που διέπει τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης με το κοινωνικό Είναι. Η συνειδητού χαρακτήρα ανθρώπινη δραστηριότητα ως υλοποίηση ορισμένης επιλογής από το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων που συγκροτούν οι αντικειμενικοί όροι, συμπεριλαμβάνει, εκτός από την κοινωνική συνείδηση, τη συνένωση, την οργάνωση των ανθρώπων (ίς υποκειμένων, καθώς και τα υλικά μέσα πραγματο-
74
ποίησης αυτής της δραστηριότητας, γεγονός που καθιστά και την ανώτερη συνειδητή δραστηριότητα μη απόλυτα ελεγχόμενη και προβλέψιμη από τη συνείδηση*. Βλ. επίσης: υποκείμενο, υποκειμενικός παράγοντας, σκοπιμότητα, σκοπός, φαινομενικότητα, φετιχισμός, συνείδηση κοινωνική, συνείδηση ταξική. Δ. Πατέλης
συνειρμική ψυχολογία, βλ. συνειρμισμός συνειρμισμός. Θεωρία των συνειρμών* που ανέπτυξαν οι Βρετανοί εμπειρικοί φιλόσοφοι: Locke*, Hobbes*, Hartley* κ.ά. Αυτοί βασίστηκαν στη θεωρία των συνειρμών του Αριστοτέλη*, ο οποίος στο εγχειρίδιό του Περί μνήμης και ανάμνησης διατύπωσε τις αρχές των συνειρμών (αρχές της ομοιότητας, αντίθεσης και συνάφειας). Συγκεκριμένα, οι παραπάνω εμπειρικοί φιλόσοφοι υποστήριξαν ότι η νοητική ζωή είναι προϊόν των αισθητηριακών ερεθισμών και ότι οι εμπειρίες* μπορούν αργότερα -ακόμα και αν λείψει ο αρχικός ερεθισμός- να αντιπροσωπευθούν στη νόηση* ως ιδέες. Ο Sechenov* υπήρξε εκείνος ο οποίος προσέφερε πειραματική βάση στον συνειρμισμό. Στο βιβλίο του Reflexes of the Brain (1863), ανέλυσε τους νευρολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από κάποιες ενσυνείδητες πράξεις με πειραματικά δεδομένα. Το έργο του Sechenov επηρέασε αποφασιστικά τον Pav-lov*, ο οποίος ασχολήθηκε διεξοδικά με τον τρόπο που μαθαίνουν τόσο τα ζώα, όσο και οι άνθρωποι. Οι αρχές του συνειρμισμού έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στη σύγχρονη ψυχολογία. Ο Watson* συνέχισε το έργο του Pavlov κάνοντας πολλά πειράματα με ανθρώπους, ενώ ο Skinner* διερεύνησε τις αρχές της συντελεστικής μάθησης. Επιβραβεύοντας τις "επιθυμητές" συμπεριφορές, παρατήρησε ότι αυτές εμφανίζονταν συχνότερα, ενώ οι "ανεπιθύμητες" συμπεριφορές έτειναν να εξαλειφθούν. Πάνω στη θεωρία του Skinner βάσισε τη δική του θεωρία και ο Η. Eysenck, ο οποίος ασχολήθηκε με τη διερεύνηση των κοινωνικά ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Η ψυχολογία της μάθησης στο σύνολο της βασίστηκε στους νόμους του συνειρμισμού. Μέχρι και σήμερα ο συνειρμισμός -παρά τις αντιδράσεις διαφόρων ψυχολόγων- κατέχει σημαντικό μέρος ανάμεσα στις σύγχρονες ψυχολογικές θεωρίες με πλείστες εφαρμογές στον χώρο της εκπαίδευσης και της συμβουλευτικής. Βιβλιογρ.: Pavlov I. P., Selected works. Moscow. 1955-
συνεχές Sechenov I.. Rellexes ol the brain, Cambridge. 1965.Stonner B. F., Science and human behavior. New York, 1953. Βασιλική Παππά
συνειρμός. Είναι η σύνδεση δύο παραστάσεων έτσι ώστε η αναπαραγωγή της μιας να συνεπάγεται την επαναφορά της άλλης. Η έννοια του συνειρμού πρωτοεμφανίζεται στο έργο Φαίδων' του Πλάτωνα*, ενώ αργότερα ο Αριστοτέλης* διατύπωσε τους νόμους των συνειρμών, οι οποίοι επηρέασαν αποφασιστικά 'την ψυχολογία*. Οι νόμοι αυτοί είναι: α) η χωροχρονική συνάφεια ή συνύπαρξη (σύνδεση δύο ταυτόχρονων στοιχείων), β) η ομοιότητα (οι Ομοιες παραστάσεις τείνουν να συνδέονται στενά, βλ. και λ. ομοιότητα), γ) η αντίθεση (όταν δύο αντίθετα στοιχεία τείνουν να συνδέονται μεταξύ τους). Στην ψυχολογία, και ιδιαίτερα στον συμπεριφορισμό*, ο όρος "συνειρμός" συνδέεται στενά με τον όρο "μάθηση"*. Η ψυχανάλυση* και ο Freud* έδωσαν πολύ μεγάλη σημασία στον ελεύθερο συνειρμό, ο οποίος υποδηλώνει την έκφραση των μη σκόπιμα συνδεδεμένων σκέψεων κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό ο θεραπευόμενος "απελευθερώνεται" και ο θεραπευτής μπορεί να διαγνώσει τις επιθυμίες και τα κρυμμένα κίνητρα των πράξεών του. Βασιλική Παππά
συνεπαγωγή. Ο όρος δηλώνει τη λογική σχέση κατά την οποία ένα αντικείμενο γνώσης, μια σχέση ή ιδέα ή ένα γεγονός προκύπτει αναγκαία από ένα άλλο. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια εξάρτηση της δεύτερης (παραγόμενης) πρότασης από την πρώτη (ηγούμενη). Στη συμβολική, λοιπόν, λογική συνεπαγωγή είναι σύνδεσμος, ο οποίος εκφράζεται με τη φράση "αν ..., τότε ...". Οι προτάσεις που σχηματίζονται μ' αυτό τον σύνδεσμο καλούνται, επίσης, συνεπαγωγές. Η συνεπαγωγή παριστάνεται συνήθως με το σύμβολο ζ>. Σύμφωνα με τη διάκριση του Β. Russell*, υπάρχει η υλική και η τυπική συνεπαγωγή. Στην υλική συνεπαγωγή, η πρόταση Α ) Β είναι πάντα αληθής, εκτός από την περίπτωση εκείνη όπου το Α είναι αληθές και το Β ψευδές (το περιεχόμενο δεν έχει σημασία). Αντίθετα, στην τυπική συνεπαγωγή, "αν Α, τότε Β", υπάρχει πραγματική σύνδεση των περιεχομένων των Α & Β (το Β αποτελεί άμεση συνέπεια του Α, βάσει του περιεχομένου του). Μερικές φορές η συνεπαγωγή θεωρείται ως τυπικό ανάλογο της λογικής ακολου-
θίας. Τέλος, στην υλική συνεπαγωγή παρατηρείται το παράδοξο ότι "από ψευδή πρόταση έπεται οποιαδήποτε πρόταση, αληθής ή ψευδής" και "αληθής πρόταση συνεπάγεται (υλικά) όλες τις αληθείς προτάσεις". Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από φιλοσοφική άποψη η λέξη συνεπαγωγή, όταν δεν συνοδεύεται από κάποιο επίθετο, σημαίνει πάντοτε την τυπική συνεπαγωγή. Ευτυχία Ξυδιά
Συνέσιος ο Κυρηναιος (370-413). Ελληνας ρήτορας και φιλόσοφος. Αρχικά ήταν εθνικός, αλλά μετά έγινε χριστιανός και επίσκοπος Πενταπόλεως. Υπήρξε μαθητής της νεοπλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας*. Στο παλιό, από την εποχή του Σωκράτη*, πρόβλημα, που απασχόλησε και τους στοχαστές της εποχής του, αν δηλαδή η μόρφωση του ανθρώπου πρέπει να ανατίθεται στη φιλοσοφία* ή τη ρητορική, η θέση του ήταν κατηγορηματική: η φιλοσοφία είναι ανώτερη από τη ρητορική και από κάθε άλλη τέχνη. Με τη θέση του αυτή στήριζε την άποψη ότι η χριστιανική σκέψη είναι ομολογία πίστης* και όχι κήρυγμα. Παρ' όλα αυτά, στα συγγράμματά του, και κυρίως στις 156 επιστολές του, αφήνει να φανούν σημαντικές ρητορικές αρετές. Εγραψε μια σειρά φιλοσοφικοθρησκευτικών συγγραμμάτων: Δίων ή περί της καθ' εαυτόν διαγωγής, Περί βασιλείας, Φαλάκρας εγκώμιον, Περί Προνοίας, Περί ενυπνίων, Υπέρ του δώρου αστρολαβίου, δύο ομιλίες, 10 ύμνους στη δωρική διάλεκτο και 156 επιστολές. Το έργο του αποκαλύπτει μιαν επιβλητική ηθική προσωπικότητα, καθώς και μιαν επίμονη τάση για ένωση του νεοπλατωνισμού* και του χριστιανισμού* σε ένα είδος χριστιανικού ανθρωπισμού. Απ. Τζ.
συνέχεια και ασυνέχεια, βλ. ασυνέχεια και συνέχεια συνεχές. Όρος που σημαίνει το αδιάλειπτο, το ασταμάτητο. Το συνεχές ως μια εκλέπτυνση της κατηγορίας της συνέχειας* επιτελεί σημαντική μεθοδολογική λειτουργία. Ο Λάιμπνιτς* θεωρούσε ότι η συνέχεια συνιστά αναγκαίο όρο αληθείας των φυσικών νόμων. Στη διαλεκτική - υλιστική φιλοσοφία το "συνεχές" χρησιμοποιείται για την ανάλυση της αρχής της αιΙιότητας, της σχέσης ασυνεχούς και συνεχούς*, μέρους και όλου*, πεπερασμένου και α-
75
συνήθεια πείρου*. Ως μαθηματικός όρος το συνεχές αναφέρεται στα άπειρα σύνολα που είναι ποσοτικά ισοδύναμα με το σύνολο των πραγματικών αριθμών (βλ. Γ. Κάντορ*, που είναι ο θεμελιωτής της θεωρίας των συνόλων). Ο Π. Κοέν* κατάφερε ν' αποδείξει ότι το συνεχές είναι ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα αξιώματα της θεωρίας των συνόλων*. Γεωμετρικά το συνεχές παριστάνεται με τη βοήθεια σημείων της ευθείας των αριθμών ή του άξονα των τετμημένων, προκειμένου για την ερμηνεία των πραγματικών αριθμών. Γενικά, μπορεί να περιγραφεί διαισθητικά με τη μορφή μιας συνεχούς γραπτής επιφάνειας ή οποιουδήποτε ευθύγραμμου τμήματος. Τέλος, στη φυσική το συνεχές εμφανίζεται ως το ιδανικό μοντέλο του ενιαίου φυσικού χωροχρόνου* και προήλθε από την ανάπτυξη των κλασικών μαθηματικών και της κλασικής (μη κβαντικής) φυσικής. Στη φιλοσοφία* συναντάται και ο όρος "συνεχόμενον", ως το μέγεθος εκείνο που γίνεται αντιληπτό με μια ενέργεια του πνεύματος*, στο οποίο παρουσιάζεται δια μέσου των στοιχείων του. Ευτυχία Ξυδιά
συνήθεια (Habit, habitude, αρχ. έθος, έξις). Ως συνήθεια ορίζεται η ικανότητα κάθε όντος να διατηρεί και να αναπαράγει τις μεταβολές που πρωτύτερα συντελέστηκαν σ' αυτό. Η συνήθεια είναι, υπό αυτή την έννοια, αποτέλεσμα βιολογικής φυσικής προσαρμογής. Ο Αριστοτέλης* θεωρούσε ότι η συνήθεια αποτελεί ίδιο των ζωντανών οργανισμών και κατά συνέπεια είναι αντίθετη προς την αδράνεια των ανόργανων σωμάτων, άποψη την οποία δεν δέχονται νεότεροι στοχαστές, όπως ο L. Dumont* (De /' habitude, "Revue philosophique", 1876, τ. 1). Ωστόσο, ως αποτέλεσμα φυσικής προσαρμογής η συνήθεια αποτελεί μια καταρχήν ενσυνείδητη και κατόπιν αυτόματη επανάληψη, με μεταβολές που προκαλούνται από εξωτερικά αίτια" επί παραδείγματι, η αλλαγή συμπεριφοράς και αντίδρασης των φυτών αν φωτίζονται τη νύχτα και μένουν στο σκοτάδι την ημέρα. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης ορίζει τη συνήθεια λέγοντας: "έθη εστίν, όσα δια το πολλάκις πεποιηκέναι ποιούσιν", "όμοιόν τι το έθος τη φύσει" εγγύς γαρ και το πολλάκις τω αεί" εστί δ' η μεν φύσις του αεί, το δ' έθος του πολλάκις" (Ρητορική I 10 136β 6 και I 11 137α 7). Ενισχύει λοιπόν τη συνήθεια η επανάληψη και η παράταση της εξωτερικής επίδρασης. Όταν όμως η συνή-
76
θεια γίνεται ενστιγματική καταλήγει στο να γίνει έξη. Η έξη συνιστά μια διαρκή ικανότητα για την ευχερή και αυτόματη εκτέλεση κάποιων πράξεων, που αποκτάται από τη συχνή επανάληψη των πράξεων αυτών. Η προέλευση της έξεως μπορεί να ανάγεται λοιπόν είτε στη φύση είτε στη συνήθεια, όπως υποστηρίζει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική (I, 11, 390α7), καθώς έξεις αποτελούν και το βάδισμα και η ομιλία αλλά και οι τέχνες, οι επιστήμες και η αισθητική. Για τον Αριστοτέλη η έξη ως διαρκής ιδιότητα ή διάθεση είναι αντίθετη με καθετί το περαστικό (Ρητορική, I 1 1354α7). Η έξη είναι τελικά μια συνήθεια που εξυπηρετεί υποχρεωτικά επαναλαμβανόμενες ανάγκες του όντος. Ο Αριστοτέλης μάλιστα φρόντισε να τη συνδέσει και με την αρετή στα Ηθικά Νικομάχεια (I, 13. 1103α 9 και II, 6, 1106β 36): "των έξεων δε τας επαινετός αρετάς λέγομεν", γι' αυτό και η αρετή είναι "... έξις προαιρετική εν μεσότητι ούσα". Ν. Οικονομίδης
σύνθεση. Η διαδικασία της πρακτικής ή νοητικής συνένωσης, δημιουργίας, απαρτισμού κάποιου όλου (συστήματος) από τα μέρη, τις πλευρές και τα στοιχεία του. Ο τρόπος (η μέθοδος) κατά τον οποίο τα μέρη, τα στοιχεία ενώνονται αμοιβαία αλλά και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, το συντεθειμένο όλο. Συγκεκριμένη γνώση* της θέσης, του ρόλου, των τύπων και των επιπέδων της σύνθεσης στη "γνωστική διαδικασία"* παρέχει η μεθοδολογία της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"*. Η γνώση ξεκινώντας από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη (αισθητηριακά συγκεκριμένο) κινείται προς όλο και απλούστερους ορισμούς μέχρι να διακρίνει την απλούστερη πλευρά (σχέση) του όλου. Σε αυτή τη διαδικασία υπερτερεί η ανάλυση, ενώ ο αντίποδάς της, η σύνθεση, προβάλλει κατ' εξοχήν ως εντοπισμός της απλής συνύπαρξης των πλευρών του αντικειμένου είτε ως αλληλουχία τους, ως μέσω της σύγκρισης* αναδεικνυόμενη ομοιότητα, δηλαδή ως εξωτερική συνάφεια απομονωμένων πλευρών. Η ανάλυση πραγματοποιείται στην ενότητά της με τη σύνθεση, ενώ ανακύπτει αντίφαση μεταξύ των εκάστοτε συνθετικών εικασιών (κάθε άλλο παρά πάντοτε ορθών) περί της ουσίας του όλου και του αντικειμένου ως άμεσα δεδομένου. Η εν λόγω γνωσιοθεωρητική συγκυρία που χαρακτηρίζει τη διαμόρφωση της επιστημονικής γνώσης ο-
σύνταξη λογική δηγεί νομοτελειακά σε συνθετικά εγχειρήματα, στα οποία η συσχέτιση μεταξύ των πλευρών του αντικειμένου νοείται ως αναγωγή (βλ. αναγωγισμός) είτε ως προεκβολή*. Η σύνθεση υπερτερεί κατά την καθαυτό ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, αλλά τώρα πλέον στην εσωτερική της ενότητα με την ανάλυση. Εδώ το κυρίως ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της εσωτερικής συνάφειας, της ενότητας, της αλληλεπίδρασης των διακεκριμένων πλευρών του ιεραρχημένου και διατεταγμένου όλου, το (ανα-)συντεθειμένο όλο ως ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών. Στην ιστορία της γνώσης* και της φιλοσοφίας* παρατηρούνται δύο τυπικές από την άποψη της συσχέτισης ανάλυσης - σύνθεσης πλάνες: 1) η προσκόλληση στην πρώτη (εμπειρισμός*, θετικισμός' κ.λπ.) και 2) η αποκοπή της δεύτερης από την πρώτη (νοησιαρχία*, ιδεαλισμός*). Βλ. επίσης: διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, εμπειρικό και θεωρητικό. Δ. Πατέλης
και πάντοτε με "ανάλυση" και "σύνθεση". Εξ άλλου η εμπειρία από την οποία απορρέει η αναλυτική κρίση και ο συλλογισμός* από τον οποίο προκύπτει η συνθετική κρίση συνυπάρχουν. Αρα μια "συνθετική κρίση" είναι ταυτόχρονα και "αναλυτική". Βιβλιογρ. :Kant. I.. Κριτική του Καθαρού Λόγου, μτφ. Α. Γιανναρά, Αθήνα. 1979. - Βορέα Θ.. Λογική, Αθήνα, 1972'. I. Γ. Δελλής
συνθετικό, βλ. αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις συνολικισμός, βλ. ολισμός συνόλων θεωρία. Μία από τις νεότερες και πιο διεξοδικές κατευθύνσεις στον χώρο των μαθηματικών. Ο εισηγητής της Georg Cantor* (1845-1918) ορίζει τη θεμελιώδη έννοια του συνόλου ως το αποτέλεσμα μιας διασκεπτικής διαδικασίας κατά την οποία ομοειδή και διακεκριμένα μεταξύ τους στοιχεία της άμεσης αντίληψης ή της διάνοιας συγκροτούν μιαν ολότητα. Οι κυριότερες ιδιότητες των συνόλων είναι ο "εγκλεισμός", η "ισότητα", η "συνεπαγωγή" και η "λογική ισοδυναμία"" όπως συμβαίνει δε και με τις αριθμητικές πράξεις, οι πράξεις των συνόλων είναι αντιμεταθετικές και προσεταιριστικές, με κυριότερες αυτές της "ένωσης" και της "τομής".
συνθετικές κρίσεις. Ο Kant* είναι αυτός που πρόσθεσε στην παραδοσιακή διαίρεση των κρίσεων (: κατά το ποιόν, το ποσόν, τον τρόπο και την αναφορά) και τη διάκριση σε: "αναλυτικές ή εξηγητικές" και "συνθετικές ή αναπτυσσόμενες". "Αναλυτικές" ονομάζει ο Kant εκείνες τις κρίσεις* στις οποίες το κατηγορούμενο (Κ) ανήκει ολοφάνερα και άμεσα στο Υποκείμενο (Υ) ή εμπεριέχεται σ' αυτό, π.χ. κάθε σώμα έχει Παναγ. Πάκος έκταση. Στην περίπτωση αυτή ο νους αναλύει το (Υ) και βγάζει από αυτό το (Κ). "Συνθετικές" συντακτική. Αποτελεί τμήμα της σημειωτικής αποκαλεί ο Kant τις κρίσεις στις οποίες έμμεσα σημαντικής*. Προσδιορίζεται μ' αυτό τον όρο* και μετά από παρατήρηση και ενδελεχή εξέτα- η σύναψη των λέξεων σε μεγαλύτερες ενότηση το (Κ) αποδίδεται στο (Υ), π.χ. ο αέρας έχει τες αλλά και γενικότερα ο μηχανισμός σύνδεβάρος. Με τη διατύπωση "συνθετικών κρίσε- σης όχι μόνο λέξεων αλλά και εννοιών* μέσα ων" αναπτύσσεται και προεκτείνεται η ανθρώ- σ' ένα γλωσσικό context, καθώς και οι μεταξύ των όρων αυτών σχέσεις που δημιουργούνται. πινη γνώση*. Κάθε "αναλυτική κρίση" προϋποθέτει τον ορι- Ετσι η συντακτική καθίσταται απαραίτητη για σμό του (Υ), γιατί το (Κ) είναι κάποιο από τα τη σήμανση και τη νοηματοδότηση μιας φράγνωρίσματα του (Υ), τα οποία στο σύνολό τους σης, η οποία με τον συγκεκριμένο κάθε φορά συνιστούν τον ορισμό του. Αντίθετα στις "συν- τρόπο εκφοράς της, που εξαρτάται από τη συθετικές κρίσεις" το (Κ) δεν περιέχεται στους ντακτική, κατακτά το νόημά της, μέσα πάντοτε προσδιορισμούς του (Υ). Αν έτσι εξετάσουμε σε ένα συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα, το τις "συνθετικές κρίσεις", τότε βλέπουμε ότι οποίο και προσδιορίζει τον ένα ή τον άλλο αυτές προϋποθέτουν ως προς τη διατύπωση τρόπο της συντακτικής. τους: α) εμπειρικές διαπιστώσεις, β) συμπερά- Νικ. Οικονομίδης σματα συλλογισμών. Η καντιανή αυτή διαίρεση των κρίσεων επικρίθηκε. Κάθε κρίση διατυ- σύνταξη λογική (logical syntax). Βασική έννοια πώνεται και συμπληρώνεται μετά την εξέταση της Λογικής* και συγκεκριμένα της μεταλογιτων πραγμάτων τα οποία καθορίζονται με αυτή κής*, η οποία αναφέρεται στην περιγραφή και
77
συντηρητισμός μελέτη του καθαρά τυπικού μέρους μιας τυποποιημένης γλώσσας, δηλαδή του χωρίς ερμηνεία λογισμού', σε αντίθεση με τη λογική σημασιολογία, η οποία ασχολείται με τις ερμηνείες των λογισμών. Στην περιοχή της σύνταξης ερευνώνται οι καλώς σχηματισμένοι τύποι (well - formed formulae), η αποδεικτικότητα (prova-bility) και ο παραγωγικός ή επαγωγικός μηχανισμός (derivability) των λογισμών (π.χ. αξιώματα*, κανόνες συναγωγής των θεωρημάτων κ.λπ.). Ειδικά, η σύνταξη ενδιαφέρεται μόνο για τα εκφραστικά μέσα των λογισμών (π.χ. αλφάβητο, κανόνες σχηματισμού των τύπων κ.λπ.), ωστόσο ο όρος χρησιμοποιείται συχνά όχι μόνο για την περιγραφή της δομής του λογισμού, αλλά και για την ίδια την περιγραφόμενη δομή. Περαιτέρω, διακρίνουμε τη "θεωρητική σύνταξη", η οποία αφορά στη γενική θεωρία των λογισμών (τυπικά συστήματα) και τη "στοιχειώδη σύνταξη", η οποία αναφέρεται σ' έναν συγκεκριμένο λογισμό. Την ορολογία αυτή εισήγαγε στη Λογική ο Αυστριακός Ρ. Κάρναπ* (R. Curnap). Ευτυχία Ξυδιά
συντηρητισμός. Η προσκόλληση στα παραδεδομένα και κατεστημένα και η αντίδραση σε κάθε νεωτερισμό, ιδίως στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή. Στην πολιτική τον όρο αυτό τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1818 ο Γάλλος συγγραφέας Φ. Σατωμπριάν, εκδίδοντας εφημερίδα με τίτλο "Συντηρητικός", με την οποία καταπολεμούσε τις συνεχιζόμενες μετά τη Γαλλική Επανάσταση τάσεις πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών. Από τότε καθιερώθηκε να αποκαλούνται συντηρητικά τα πολιτικά κόμματα που έχουν ως στόχο τη διατήρηση του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος που επικρατεί στη δεδομένη στιγμή, όπως λ.χ. το κόμμα των Τόρυς στην Αγγλία. Συντηρητισμός στην οικονομία θεωρείται η τάση υπέρ της διατηρήσεως της ελευθερίας των εμπορικών σχέσεων και κατά του κρατικού μονοπωλιακού συστήματος και της μεταβιβάσεως σειράς κοινωνικών λειτουργιών στο κράτος*. Κατά τη δεκαετία του 1970 έκανε την εμφάνισή του ο λεγόμενος "νεοσυντηρητισμός", ο οποίος αναγνωρίζει κατ" αρχήν την ανάγκη κρατικής παρέμβασης στην οικονομία*, επιφυλάσσοντας συγχρόνως σημαντικό ρόλο στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς της αγοράς. Κριτική κατά του συντηρητισμού άσκησε ο μαρξισμός*, ο οποίος βλέπει στην τάση αυτή προ-
78
σπάθεια για σταθεροποίηση μιας κατεστημένης και οπισθοδρομικής κοινωνικής μορφής, που εκτοπίζεται από τον κοινωνικό στίβο και αγωνίζεται για τη διατήρηση του ιστορικού παρελθόντος στο ανανεούμενο παρόν. Βιβλιογρ.: Nash G. Η., The conservative intellectual movement in America, since 194S (1976).- O' Sullivan N„ Conservatism (1976).- Greiflenhagen M.. Das Dilemma des Konservatismus in Deutschland (1977)- Steinfels P., The Neoconservatives. The men who are changing America's politics ( 1979). Απ. Τζ.
Συριανός (4ος-5ος μ.Χ. αι.). Αλεξανδρινός νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής του νεοπλατωνικού Αθηναίου Πλουτάρχου, τον οποίο διαδέχθηκε στη διεύθυνση της αθηναϊκής Σχολής. Αλλά και αυτόν τον διαδέχθηκε στη σχολαρχία ο μαθητής του Πρόκλος*. Ο Συριανός ήταν και πολύ βαθύς γνώστης και ερμηνευτής του Αριστοτέλη*, κατά τον Πρόκλο και τους μεταγενέστερους, αλλά δεν επιχείρησε να εναρμονίσει τους δύο φιλοσόφους. Αντίθετα, την αριστοτελική φιλοσοφία τη θεωρούσε απλώς προπαιδεία για την πλατωνική, της οποίας τις ιδέες τις υπεράσπιζε από τις επιθέσεις του Αριστοτέλη. Αυθεντίες για τον Συριανό ήταν ο Πλάτων*, τα νεοπυθαγορικά και ορφικά συγγράμματα και οι λεγόμενοι Χαλδάίκοί χρησμοί*, που γράφτηκαν περί το 200 μ.Χ. και είχαν για θέμα τους μια μυστική θεωρία για απολύτρωση, η οποία στηριζόταν σε μιαν ανάμειξη πλατωνικών, νεοπυθαγορείων και στωικών δογμάτων. Το αγαπημένο θέμα της θεωρίας του είναι η θεολογία*, αλλά στη συστηματική επεξεργασία της υστερεί έναντι του Πρόκλου. Έγραψε: Υπομνήματα στον Όμηρο* (7 βιβλία), στα Πολιτικά του Αριστοτέλη (4 βιβλία), στη Θεολογία του Ορφέα (2 βιβλία) και 10 άλλα βιβλία περί συμφωνίας Ορφέα, Πυθαγόρα* και Πλάτωνα. Όλα αυτά χάθηκαν. Τα μόνα που σώθηκαν είναι μόνον μερικά υπομνήματα στη Ρητορική του Ερμογένη* και στα Μετά τα φυσικά'του Αριστοτέλη. Απ. Τζ.
συστατική και ρυθμιστική μεθοδολογία. Φιλοσοφική μέθοδος* που εισήγαγε ο Καντ*, προκειμένου να προσδιορίσει τρόπους χρήσης των εννοιών*, των ιδεών και των κατηγοριών' στη γνωστική διαδικασία και την ηθική πρακτική. Εκκινεί από την καντιανή αντίληψη ότι καθαυτό γνωστό μπορεί να γίνει κάτι που το συλλαμβάνει αισθητηριακά η εμπειρία* ενός μόνο
σύστημα υποκειμένου* ή η διϋποκειμενική εμπειρία. Ετσι, μπορούμε να παρατηρήσουμε και να γνωρίσουμε τις διάφορες εξαρτήσεις των φαινομένων* μέσα στον κόσμο, οπότε οι αντίστοιχες κατηγορίες (ποσότητα*, αιτία* κ.λπ.) αποκτούν πραγματική, "συστατική" χρήση, σαν να είναι ανάλογες με τα φαινόμενα που ατενίζουμε. Ο κόσμος* στο σύνολό του δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει αντικείμενο* αισθητηριακής εμπειρίας ούτε ατομικά ούτε ανθρωποϊστορικό, αφού είναι ανεξάντλητος και άπειρος. Αλλά, όμως, η ιδέα του κόσμου ως συνόλου λειτουργεί στη "γνωστική διαδικασία"* ως οργανωτική και κατευθυντήρια δύναμη, δηλαδή ως ρυθμιστική αρχή αυτής της διαδικασίας, γιατί μόνο έτσι εκφράζεται η επιδίωξη της τελικής και απόλυτης ολοκλήρωσης, των υψηλών σκοπών της γνωστικής διαδικασίας. Στον τομέα της ηθικής*, η πραγματοποίηση των υψηλών ηθικών αρχών - ιδανικών δεν είναι εφικτή, αφού πρόκειται για τη δημιουργία μιας υπερ-φυσικής τάξης που δεν σχετίζεται με τη φύση*. Εδώ, τα ιδανικά αποκτούν συστατική μόνο εφαρμογή. Ευτυχία Ξυδιά
σύστημα Σύστημα είναι ένα σύνολο στοιχείων τα οποία αλληλοσυσχετίζονται, με τρόπο ώστε κάθε τροποποίηση ενός εξ αυτών ή του είδους των σχέσεων που αυτά συνάπτουν μεταξύ τους να οδηγεί σε τροποποίηση και των άλλων στοιχείων ή των σχέσεών τους και, συνεπώς, του ίδιου του συνόλου. Το σύνολο αυτό είναι θεμελιακά διαφορετικό από την απλή πρόσθεση των επιμέρους στοιχείων του, συνιστά δηλαδή μια οντότητα που δεν ανάγεται στα συστατικά του μέρη και, ως τέτοια, αντιδρά ως όλο στις εξωτερικές πιέσεις ή στη δραστηριότητα των μερών του. Κάθε σύστημα και κάθε στοιχείο που περιέχεται σ' αυτό υπακούει σε κανόνες που μπορούν να διατυπωθούν λογικά. Αν και ο παραπάνω ορισμός είναι προϊόν μακρών εξελίξεων και επεξεργασιών στα πλαίσια της νεότερης επιστήμης, η έννοια του συστήματος ανάγεται ως τέτοια στις ιστορικές συνθήκες γέννησης της επιστήμης* ως συστηματοποιημένης γνώσης, δηλαδή στην αρχαιο-ελληνική σκέψη, με αφετηρία την οποία εξελίχθηκε στα πλαίσια της δυτικής σκέψης, διατηρώντας όμως τον αρχικό και θεμελιώδη εννοιολογικό της πυρήνα. Στην ελληνική φιλοσοφία, μέσα από την οποία προβάλλεται μια οντολογική ερμηνεία του κόσμου*, το σύστημα νοείται ως η διστακτικότη-
τα και η ακεραιότητα του Είναι*. Η γνώση χαρακτηρίζεται στη φιλοσοφική σκέψη του Ευκλείδη*, του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη* από μια συστημικότητα, δηλαδή από μια αξιωματική κατασκευή της γεωμετρίας και της λογικής*. Η ιδέα της συστημικότητας του Είναι συναντάται επίσης στα οντολογικά συστήματα του Σπινόζα* και του Λάιμπνιτς*, αλλά και στις φιλοσοφικο-επιστημονικές κατασκευές του 17ου και του 18ου αιώνα, η θεώρηση των οποίων θεμελιώνονταν στην ιδέα του κόσμου ως συστήματος. Τέλος, η έννοια του συστήματος ενσωματώνεται στις μεγάλες φιλοσοφικές κατασκευές του 18ου αιώνα (κυρίως στην κλασική γερμανική φιλοσοφία*), που προέβαλαν την ιδέα της "ενότητας" του ανθρώπινου πνεύματος, επηρεάζοντας το σύνολο της νεότερης σκέψης και επιστήμης. Στη σύγχρονη επιστήμη, η χρήση της έννοιας του συστήματος οφείλεται κυρίως στη βιολογία και την κυβερνητική*. Στη δεκαετία του 1920, ο βιολόγος Λ. Μπερτάλανφυ χρησιμοποιεί την έννοια του συστήματος προκειμένου να περιγράψει τις λειτουργίες του κυττάρου μέσα από τις σχέσεις του με το περιβάλλον. Στη δεκαετία του 1950, οι προσπάθειες πολλών αμερικανών ερευνητών από διάφορους επιστημονικούς κλάδους να διατυπώσουν μια ενοποιητική θεωρία της επιστήμης*, βρίσκουν στην ιδέα του συστήματος το θεμέλιο μιας δυνατής σύνθεσης των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στους τομείς της βιολογίας, της κυβερνητικής, της θερμοδυναμικής και της επικοινωνίας. Η κατακλείδα των παραπάνω διεργασιών υπήρξε η διατύπωση εκ μέρους του Μπερτάλανφυ μιας "Γενικής θεωρίας των συστημάτων" ("General System Theory"), η οποία φιλοδοξούσε να συνθέσει γενικές αρχές και έννοιες* που θα εφαρμόζονταν σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Οι έννοιες αυτές διακρίνονται σε: α) περιγραφικές, β) έννοιες που αναφέρονται στη ρύθμιση και τη διατήρηση του συστήματος και γ) έννοιες που επικεντρώνονται στη δυναμική του: α) οι πρώτες αναφέρονται στις ιδιότητες των συστημάτων με βάση τις οποίες τα διακρίνουμε σε "κλειστά" και σε "ανοιχτά" συστήματα· τα κλειστά είναι αυτάρκη, ενώ τα ανοιχτά χαρακτηρίζονται από τις ανταλλαγές τους με το περιβάλλον. Αναφέρονται επίσης στην εσωτερική οργάνωση των συστημάτων, όπως είναι η "ενσωμάτωση", η "διαφοροποίηση", η "αλληλεξάρτηση" και η "συγκεντροποίηση", καθώς και
79
σύστημα επικοινωνίας στη διάδραση του κάθε συστήματος με το περιβάλλον του (inputs-outputs)' β) οι δεύτερες από αυτές τις έννοιες αναλύουν τη "σταθερότητα" του συστήματος, δηλαδή την παραμονή του σε επιθυμητά και αναγνωρίσιμα όρια, την "ισορροπία" του, δηλαδή μια κατάσταση ανάπαυσης ως αποτέλεσμα ισοδύναμων πιέσεων στο εσωτερικό του, την "ομοιοστασία" του, δηλαδή τη δυναμική αυτορύθμισή του παρά τις υφιστάμενες πιέσεις για μεταβολή, και, τέλος, την "αρνητική εντροπία", δηλαδή την τάση του για ανάπτυξη περισσότερων και πολυπλοκότερων σχέσεων γ) η τρίτη ομάδα εννοιών περιλαμβάνει την "προσαρμογή", την "ανάπτυξη", την "κρίση", την "ένταση", την "υπερφόρτωση", την "παρακμή" και τη "θετική εντροπία" του συστήματος. Ανεξάρτητα από τον βαθμό επιτυχίας της, η θεωρία αυτή υπήρξε η αφετηρία νέων εφαρμογών της έννοιας του συστήματος, όχι μόνο σε ορισμένους κλάδους των φυσικών επιστημών, της βιολογίας ή της ψυχολογίας, αλλά και στους διάφορους κλάδους των υπό εξέλιξη κοινωνικών επιστημών. Ο "αφηρημένος" χαρακτήρας της έννοιας του συστήματος (κάθε αντικείμενο μπορεί να εκληφθεί ως σύστημα), αλλά και η αναλογία και οι ομοιότητές της με εκείνη της "δομής" διεύρυναν αποφασιστικά το φάσμα των χρήσεών της από διάφορα ρεύματα των κοινωνικών επιστημών, ειδικά από τον στρουκτουραλισμό*, η μέθοδος του οποίου συνίσταται κυρίως στην περιγραφή και την εξήγηση της αλληλεξάρτησης των στοιχείων μιας ολότητας που έχει τις ιδιότητες ενός συστήματος. Στον χώρο της κοινωνιολογίας*, η σημαντικότερη συμβολή στη συστημική ανάλυση παραμένει εκείνη του Τ. Πάρσονς* (δομο-λειτουργισμός*), ενώ στις πολιτικές επιστήμες οι εργασίες του Ντ. Ήστον συνιστούν την κυριότερη εφαρμογή της θεωρίας των συστημάτων στην πολιτική ανάλυση. Ακόμα, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η έννοια του συστήματος βρήκε εφαρμογή στη γλωσσολογία (γλωσσικό σύστημα, Φ. Σωσύρ*), στη λογική* και τα μαθηματικά (μεταλογική, μεταμαθηματικά), σε ειδικούς κλάδους, όπως η κυβερνητική*, κ.λπ. Η έννοια του συστήματος, όπως χρησιμοποιείται γενικά στις επιστήμες, έχει αφηρημένο χαρακτήρα, ανήκει δηλαδή στα αφηρημένα συστήματα που είναι καθαρές δημιουργίες του ανθρώπινου νου, στις οποίες ανήκουν επίσης οι υποθέσεις, οι θεωρίες, οι ιδέες κ.λπ. Πέραν τούτων, υπάρχουν και τα πραγματικά υλικά συ-
80
στήματα, όπως τα συστήματα της ανόργανης φύσης (φυσικά, γεωλογικά, χημικά συστήματα) και τα ζωντανά συστήματα (τα οποία περιλαμβάνουν όχι μόνο τα στοιχειώδη βιολογικά συστήματα, όπως οι οργανισμοί, αλλά και τα πολυσύνθετα, όπως τα οικολογικά συστήματα). Στα υλικά συστήματα, τέλος, υπάγονται και τα κοινωνικά συστήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη ποικιλία και αναφέρονται σε όλους τους τύπους και τις μορφές κοινωνικών ομαδώσεων, από τις στοιχειώδεις ενώσεις μέχρι τις οικονομικές και τις πολιτισμικές δομές μιας κοινωνίας*. Βιβλιογρ.: L. von Bertalanffy, General System Theory. Foundations, Development, Applications, New York, 1966.- A. Wilden, Système et structure. Essai sur la communication et /' échange, Boréal express, Montréal. 1983.- R. Mattessich. Instrumental reasoning and systems methodology, Boston, 1978.- L. A. Zadeh - E. Polak. System Theory, New York, 1969.- E. Lazlo. Introduction to Systems Philosophy, New York, 1972.- R. G. Schwarzenberg. Sociologie politique, Montchrestien, Paris, 1977. Ευστάθ. Μπάλιας
σύστημα επικοινωνίας. Μέσα από το σύστημα επικοινωνίας ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον περιβάλλοντα κόσμο και τον δικό του ρόλο μέσα σ' αυτόν. Τα συστήματα επικοινωνίας είναι και συστήματα σημασίας*, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η διέλευση ενός σήματος γίνεται από μηχανή σε μηχανή δημιουργώντας ένα ερέθισμα χωρίς όμως αυτό να έχει δύναμη σημασιοδότησης. Η κάθε χρήση σημείων δεν αποτελεί απαραίτητα σύστημα επικοινωνίας. Αν τα σημεία δεν κοινοποιηθούν, δεν επικοινωνούν. Για παράδειγμα, όταν κάποιος επεξεργάζεται ένα ποίημα στο μυαλό του δεν επιτελεί μια πράξη επικοινωνίας. Επομένως, η επικοινωνία είναι μια ειδική χρήση σημείων που εξυπηρετεί τη συνεργασία και τη συνοχή μέσα σε μια κοινωνία. Συνδέει την κοινότητα στο επίπεδο των παραστάσεων. "Επικοινωνιακό σήμα". Για να επιτελεστεί μια επικοινωνιακή πράξη είναι αναγκαίοι έξι συντελεστές, έτσι όπως τους προσδιόρισε για τη γλώσσα ο Γιάκομπσον*: 1. Ενας πομπός, ο οποίος προκαλεί την πράξη επικοινωνίας. 2. Το αντικείμενο αναφοράς, με άλλα λόγια η πληροφορία που επιθυμεί ο πομπός να μεταδώσει. 3. Ένα μήνυμα, το οποίο συντάσσει και εκπέμπει ο πομπός προκειμένου να μεταδώσει την πληροφορία. 4. Ένας δέκτης, δηλαδή ο παραλήπτης του μηνύματος. 5. Το τεχνικό ή φυσικό μέσο που χρησιμοποιεί ο πομπός για να μεταβιβάσει το μήνυμα, δηλαδή ο δίαυλος ή κανάλι.
σύστημα σημειωτικό 6. Τέλος, ο κώδικας σύμφωνα με τον οποίο συντάχθηκε από τον πομπό το μήνυμα. Η επικοινωνία μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή, ακουστική ή οπτική ή και ατττική, οσφρητική ή γευστική. "Κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση". Για να έχουμε μια επιτυχημένη επικοινωνία, σημαντικότατο ρόλο παίζει ο κώδικας. Η κωδικοποίηση του νοήματος μ' έναν γλωσσικό κώδικα, π.χ. την ελληνική γλώσσα, αποτελεί το μήνυμα. Το μήνυμα μεταφέρεται μέσω του καναλιού στον ακροατή/δέκτη ο οποίος αποκωδικοποιεί: ανάγει τα σημεία του μηνύματος που λαμβάνει στον γλωσσικό κώδικα που και αυτός ήδη γνωρίζει (τα ελληνικά), ώστε να μπορέσει να καταλάβει τη σημασία του μηνύματος. "Προβλήματα επικοινωνίας". Προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν στη διαταραχή της επικοινωνιακής πράξης ως και στην παντελή της ακύρωση μπορούν να προκύψουν τόσο κατά την κωδικοποίηση όσο και την αποκωδικοποίηση του μηνύματος. Τα βασικότερα μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 1. Η χρήση, τόσο από τον πομπό όσο και τον δέκτη του ίδιου επικοινωνιακού κώδικα. Σε αντίθετη περίπτωση η επικοινωνία αποτυγχάνει. 2. Εμπόδιο στη σωστή αποκωδικοποίηση μπορεί να δημιουργήσει η πολυσημία των λέξεων. 3. Η σταθερότητα του κώδικα, δηλαδή να μην επέρχονται αλλαγές στον συμπεφωνημένο κώδικα από τον πομπό ή τον δέκτη εν αγνοία του άλλου μέρους. 4. Περιθωριακοί γλωσσικοί, κινησιακοί κ.λπ. κώδικες μπορούν επίσης να δημιουργήσουν προβλήματα επικοινωνίας είτε γιατί ο πομπός τούς αγνοεί είτε διότι τους παρερμηνεύει, όπως διάφορες λέξεις της αργκό ή ιδιολέκτων. 5. Πρόβλημα επίσης μπορεί να προκύψει από τη διαφορετική κοινωνική θέση ή τάξη που κατέχουν πομπός και δέκτης του μηνύματος. Δημ. Τσατσούλης
μικό, το πολιτικό, το θρησκευτικό, το οικογενειακό ή συγγένειας κ.ά. Με το όρο λειτουργία εννοούμε μια σταθερή συμπεριφορά των μερών που εξασφαλίζει την ύπαρξη και σταθερή συμπεριφορά του ίδιου του συστήματος. Κάθε κοινωνικό σύστημα, από τη στιγμή που διαθέτει δική του δομή και λειτουργία, καθορίζει τις ενέργειες και συμπεριφορές των ατόμων ή ομάδων που το αποτελούν. Η εισαγωγή της έννοιας του συστήματος για την προσέγγιση της κοινωνίας* δεν είναι παλιά. Αντίθετα, παλαιότερα, η έννοια του "κοινωνικού συμβολαίου" με ιδεαλιστικές βάσεις είχε κυριαρχήσει, ενώ μετέπειτα επιχειρήθηκε να γίνει ταύτιση του κοινωνικού συστήματος με εκείνο του οργανισμού και επομένως μια ερμηνεία της κοινωνίας σε βιολογική βάση. Η προσπάθεια αντιμετώπισης της κοινωνικής δομής σε σχέση με την οργανική δομή, όσο θελκτική κι αν εμφανίστηκε, έδειξε τόσο τον περιορισμένο βαθμό αντιστοιχίας μεταξύ των δύο όσο και το επικίνδυνο που ενυπάρχει σε τέτοιες αντιλήψεις (π.χ. κοινωνικός δαρβινισμός* κ.λπ.). Ωστόσο, η αντίληψη της κοινωνίας ως συστήματος οδήγησε πλέον στην αντιπαράθεση δύο αντίθετων θεωρήσεων, με βάση την αντίθεση άτομο-κοινωνία: α. Η συστηματοκεντρική θεώρηση βλέπει την κοινωνία ως ένα αυτοσυντηρούμενο και αναπαραγόμενο σύστημα, στο οποίο ο άνθρωπος, ως άτομο ή ομάδα, πρέπει να ενταχθεί και να ενσωματωθεί. Αυτόν τον στόχο έχουν ποικίλες κοινωνικές λειτουργίες (κοινωνικοποίηση, κοινωνικός έλεγχος κ.λπ.), οι οποίες ασκούνται από τους αρμόδιους φορείς (κράτος, οικογένεια κ.λπ.). β. Η ανθρωποκεντρική θεώρηση υποστηρίζει τη σημασία του ανθρώπου στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής του πραγματικότητας. Δημ. Τσατσούλης
σύστημα κοινωνικό. Η κοινωνία αποτελεί ένα οργανωμένο σύνολο ατόμων και ομάδων με σύστημα κοινωνικο-οικονομικό, βλ. κοινωνιδική του δομή και λειτουργία. Ως κοινωνικά συ- κο-οικονομικός σχηματισμός στήματα νοούνται ευρύτατα σύνολα (κράτη*, εθνικές κοινότητες κ.ά.) ή μικρές οργανώσεις σύστημα υπερβατικού ιδεαλισμού, βλ. Σέλλιναπό τη στιγμή που διαθέτουν δική τους δομή γκ και λειτουργία (οικογένεια*, εκπαίδευση, εκκλησία κ.ά.). Με τον όρο κοινωνική δομή εννο- σύστημα σημειωτικό. Με την έννοια αυτή ενούμε τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμέ- νοούμε ένα οργανωμένο σύνολο σημείων που νες οι σχέσεις μεταξύ ατόμων και ομάδων που διαθέτει τη δική του δομή και οργάνωση, ακοεντάσσονται σε μια κοινωνία ή κοινωνικό σύ- λουθεί, δηλαδή, καθορισμένους κανόνες σύνολο σε διαφορετικά επίπεδα, όπως το οικονο- νταξης, υπακούοντας σ' έναν συγκεκριμένο
•.Α., Ε-6
81
συστήματα ελέγχου κώδικα*. Ετσι, π.χ. μιλάμε για τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας υπονοώντας το σύστημα σημείων που συναποτελείται από το σύνολο των σημάτων και τους διαφορετικούς τρόπους που αυτά συντάσσονται (συνδυάζονται) μεταξύ τους. Τα συστήματα σημείων έχουν κοινωνικό/επικοινωνιακό χαρακτήρα και ως τέτοια δεν μπορούν παρά να παράγουν σημασίες. Κάθε επικοινωνιακή πράξη (εκτός από τις διαδικασίες διέγερσης) προς ή μεταξύ ανθρώπινων όντων προϋποθέτει ένα σύστημα σημασιών ως αναγκαίο όρο. Είναι αδύνατο, επομένως, να καθιερωθεί μια σημειωτική των επικοινωνιακών συστημάτων χωρίς τη σημειωτική των συστημάτων σημασίας (Ουμπέρτο Έκο: Θεωρία σημειωτικής). Τα συστήματα επικοινωνίας είναι άπειρα. Μια σύντομη διάκριση στα βασικότερα σημειωτικά συστήματα θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. "Γλωσσικά και παραγλωσσικά σημειωτικά συστήματα", β. "Κινησιακά και προσεγγιστικά σημειωτικά συστήματα", γ. "Πολιτισμικά σημειωτικά συστήματα", π.χ. εθιμοτυπίας, ιεροτελεστιών, μυθολογίας, αντικειμένων, ενδυμασίας, διατροφής, παιγνιδιών, θεαμάτων κ.λπ. δ. "Αισθητικά σημειωτικά συστήματα". Εδώ εντάσσονται όλες οι μορφές τέχνης: λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος, εικαστικά κ.λπ. Πέρα από τα παραπάνω υπάρχουν και άλλα σημειωτικά συστήματα που αφορούν εξειδικευμένους κλάδους ή επιστήμες. Δημ. Τσατσούλης
συστήματα ελέγχου, βλ. διεύθυνση συστημική ανάλυση. Συστημική ανάλυση είναι κάθε θεωρητική ή εμπειρική έρευνα η οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει ή να εξηγήσει τα κοινωνικά φαινόμενα, στηριζόμενη στην υπόθεση ότι η κοινωνική πραγματικότητα παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος στα πλαίσια του οποίου οι επιμέρους ενότητες αλληλοσυνδέονται συγκροτώντας ένα ενοποιημένο και συνεκτικό σύνολο. Η ανάλυση αυτή έχει τις καταβολές της στη βιολογία (L. von Bertalanffy*, δεκαετία 1920) και την κυβερνητική* (Ν. Wiener*, δεκαετία 1950), από τις οποίες η θεωρία των συστημάτων δανείζεται τις βασικές της έννοιες. Η κεντρική έννοια της τελευταίας είναι ο "ισομορφισμός", (δηλαδή η ιδιότητα των διαφόρων συστημάτων να παρουσιάζουν παρόμοιες ή συγγενείς μορφές), ο οποίος είναι δύο ειδών: ο "δομικός" ισομορφισμός αναφέρεται στον τρόπο συναρμογής των επι-
82
μέρους στοιχείων τους, ενώ ο "λειτουργικός" στις λειτουργίες που αυτά επιτελούν. Η θεωρία των συστημάτων περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες εννοιών. Στην πρώτη ανήκουν οι περιγραφικές έννοιες, με βάση τις οποίες διακρίνουμε τα συστήματα σε "ανοιχτά" και σε "κλειστά" ή .ίε "ολοκληρωμένα συστήματα" και σε "υποσυστήματα". Οι έννοιες αυτές χρησιμεύουν επίσης για να περιγραφούν οι όψεις της εσωτερικής δομής των συστημάτων ("ενσωμάτωση", "διαφοροποίηση", "αλληλεξάρτηση", "συγκεντρωτισμός") ή για να παρατηρηθούν οι διαδράσεις τους με το περιβάλλον (inputsoutputs). Στη δεύτερη ανήκουν οι έννοιες που αναφέρονται στους παράγοντες που εξασφαλίζουν τη ρύθμιση και τη συντήρηση του συστήματος (σταθερότητα, ισορροπία, ομοιοστασία, αρνητική εντροπία). Τέλος, στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι έννοιες που αναφέρονται στη δυναμική του συστήματος (προσαρμογή, ανάπτυξη, κρίση, υπερφόρτωση, παρακμή, νόμος της θετικής εντροπίας). Κυριότερος εκπρόσωπος αυτού του θεωρητικού ρεύματος υπήρξε ο Τ. Πάρσονς* (1902-1979), αμερικανός κοινωνιολόγος, που επιχείρησε να συνδέσει την κοινωνιολογική θεωρία με τα πορίσματα της βιολογίας, της ψυχολογίας*, της οικονομίας* και της πολιτικής θεωρίας στα πλαίσια μιας γενικής θεωρίας των κοινωνικών συστημάτων (συστημικός λειτουργισμός). Αν και ο συστημισμός και η θεωρία του Πάρσονς δέχτηκαν κριτικές, κυρίως από τους μαρξιστές, για τη γενικότητά τους και για την υποβάθμιση της δυναμικής όψης των συστημάτων, επέδρασαν αποφασιστικά σε όλους τους τομείς των κοινωνικών επιστημών. Βιβλιογρ.: Τ. Parsons, The Structure ol Social Action. New York. 1937.- του ίδιου. The Soàal System. New York. 1951.-_L. von Bertalantfy, General System Theory. Foundations. Development. Applications. New York. 1968.- G. Rocher. Talcott Parsons et la sociologie américaine, Paris, 1972.- Π. Τερλεξής, Ο λειτουργιομός πέθανε. Ζήτω ο λειτουργισμός. στο "Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών" τεύχ. 9/1992. σ. 37-67. Ευστάθ. Μπάλιας
συστημική προσέγγιση. Σύγχρονη μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη μελέτη αντικειμένων ως συστημάτων αποσκοπεί στην αποκάλυψη της ακεραιτότητας του αντικειμένου* και των μηχανισμών που το στηρίζουν, στην ανεύρεση των ποικιλόμορφων συνδέσεων του σύνθετου αντικειμένου και στην ενιαία θεώρησή τους. Ουσιαστικά αποτελεί κατεύθυνση της
συσχετισμός μεθοδολογίας* που χρησιμοποιείται στην ειδική επιστημονική γνωστική διαδικασία* και την κοινωνική πρακτική. Πρώτοι οι Κ. Δαρβίνος* και Κ. Μαρξ* θεμελίωσαν επιστημονικά την εφαρμογή της συστημικής μεθόδου για τα προβλήματα της επαρκούς αναπαραγωγής στη γνώση των σύνθετων κοινωνικών και βιολογικών αντικειμένων. Συγκεκριμένα το Κεφάλαιο' του Μαρξ αποτελεί κλασικό παράδειγμα συστημικής προσέγγισης της κοινωνίας* ως συνόλου και των διαφόρων πλευρών της κοινωνικής ζωής, ενώ οι αρχές έρευνας που ακολουθεί είναι απόρροια της διαλεκτικής - υλιστικής μεθοδολογίας. Η θεωρία της βιολογικής εξέλιξης, που διατύπωσε ο Δαρβίνος, συνιστά προϋπόθεση της συστημικής σκέψης στη βιολογία. Στον 20ό αι. η συστημική προσέγγιση χρησιμοποιείται πάρα πολύ για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης*. Τα επιστημονικά προβλήματα τίθενται πλέον σ' ένα νέο πεδίο θεώρησης, όπου εξετάζονται ως προς την οργάνωση και τη λειτουργία σύνθετων αντικειμένων. Η γνωστική διαδικασία αρχίζει να εξετάζει συστήματα τα οποία απαιτούν ειδική έρευνα σε κάθε περίπτωση. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα της κοινωνικής πρακτικής μετά τα μέσα του 20ού αι. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στα σύνθετα και μεγάλα προβλήματα, τα οποία απαιτούν τη στενή αλληλοσύνδεση των οικονομικών, κοινωνικών και λοιπών πλευρών της κοινωνικής ζωής*. Περαιτέρω, διατυπώθηκαν γενικές αρχές συστημικής προσέγγισης και επιχειρήθηκε η κατασκευή γενικής θεωρίας συστημάτων. Οι αρχές της είναι κατ' αρχήν περιεκτικές, γεγονός που επιτρέπει ν' αποφευχθούν οι ανεπάρκειες ή αδυναμίες των παραδοσιακών αντικειμένων μελέτης για τη διατύπωση και λύση νέων προβλημάτων. Επίσης, οι έννοιες και οι αρχές της βοηθούν στην κατασκευή νέων αντικειμένων μελέτης, με τον προσδιορισμό των δομικών και τυπολογικών χαρακτηριστικών ερευνητικών προγραμμάτων. Για παράδειγμα, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο εγκατέλειψε την αρχική έννοια της βάσης, η οποία αποδείχτηκε ανεπαρκής, για να στραφεί πλέον στο πρόβλημα της λειτουργίας και ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Ανάλογα, η σύγχρονη βιολογία προέβη σε κριτική ανάλυση της μονομέρειας της στενής εξελικτικής προσέγγισης της ζωντανής φύσης, η οποία εμπόδιζε τον προσδιορισμό του ανεξάρτητου ρόλου των παραγόντων της βιολογικής οργάνωσης. Βέβαια, για να υπάρχει αποτελεσματικότητα πρέπει να εφαρμόζεται συνεπώς η
αρχή της διαδοχικότητας στην ανάπτυξη των συστημάτων γνώσης. Η συστημική προσέγγιση αποτελεί σήμερα σημαντικό παράγοντα της γνωστικής διαδικασίας. Πρώτα απ' όλα, προσδιορίζει μια ευρύτερη γνωστική πραγματικότητα σε σχέση με την προγένεστερη γνώση*, οπότε συντελεί στην πρόοδο των επιστημών. Παρέχει ένα νέο σχήμα εξήγησης των μηχανισμών του αντικειμένου και βοηθεί στην ανάλυση σύνθετων αντικειμένων. Η συστημική προσέγγιση, ως προς τις γνωστικές της κατευθύνσεις, συνδέεται με τον στρουκτουραλισμό (δομισμό) και με τη "δομολειτουργική ανάλυση"*, με την υλιστική διαλεκτική και κυρίως με τη φιλοσοφική αρχή της συστημικότητας. Βιβλιογρ.: Μπλόουμπεργκ I. Β. - Γιούντιν Ε. Γκ„ Γένεση και ουσία της συστημικής προσέγγισης, Μόσχα, 1973.Γιούντιν Ε. Γκ„ Η συστημική προσέγγιση και η αρχή της δραστηριότητας, Μόσχα. 1978.- ΟυέμοΦ Α. I., Συστημική προσέγγιση και γενική θεωρία συστημάτων. Μόσχα, 1978.- Μπλόουμπεργκ I. Β. - Σαντόφσκι Β. Ν. - Γιούντιν Ε. Γκ.. Η φιλοσοφική αρχή της συστημικότητας και η συστημική προσέγγιση, "Βαπρόσι Φιλοσόφιι", 1978 τεύχος 8. Ευτυχία Ξυδιά
συσχετισμός (ή συσχέτιση). Όρος που δηλώνει τη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, πραγμάτων ή εμπειρικών δεδομένων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς της επιστήμης* και της τεχνικής* για τον συμβολισμό" της αμοιβαίας αντιστοιχίας, της αλληλεξάρτησης και της συσχέτισης των εννοιών*, των αντικειμένων ή των διαδικασιών. Ειδικότερα, στον Αριστοτέλη* ως συσχετισμός νοείται η αντίθεση δύο σχετικών μεταξύ τους όρων. Στη βιολογία, την κοινωνιολογία*, την ψυχολογία* κ.λπ. ο όρος αφορά στην ιδιότητα δύο πραγμάτων που μεταβάλλονται συγχρόνως με μεγάλη ή μικρή κανονικότητα. Ο συντελεστής ή δείκτης του συσχετισμού είναι ένας μεταβλητός αριθμός συμβατικά από το -1 ως το +1. Επίσης, ο συσχετισμός μπορεί ν' αναφέρεται στη σύνδεση δύο φαινομένων*, που το ένα μεταβάλλεται σε συνάρτηση με το άλλο, των οποίων τα στοιχεία συνδέονται με πραγματική αιτιότητα ή εξαρτώνται από κοινές αιτίες. Υπάρχουν διάφορα είδη συσχετισμών, όπως: ο λεγόμενος "συντελεστής του συσχετισμού" (ρ) του Bravais Pearson, ο "συντελεστής του συντονισμού" (ρ) του Spearman, ο "συντελεστής του συνεταιρισμού ή της συνενώσεως" (q ή w) του Yule de Sheppard και ο "λόγος του συσχετισμού" (correlation ratio) των Brown και Thomson. Ευτυχία Ξυδιά
83
σφαίρα σψαίρα, βλ. αρμονία των σφαιρών σφαίρα, βλ. Εμπεδοκλής Σφαίρος. Κοσμολογική έννοια που συναντιέται στον Εμπεδοκλή*. Συγκεκριμένα, "σφαίρος" ονομάστηκε από τον Εμπεδοκλή η τέλεια ανάμιξη των τεσσάρων "ριζωμάτων", δηλαδή των στοιχείων που αποτελούν την πηγή όλων των πραγμάτων (πυρ, αέρας, γη και ύδωρ), όπου κυριαρχεί όμως η "φιλότης" και έχει αποκλειστεί το μίσος ("νείκος"). Ο "σφαίρος" αποτελεί τη φάση εκείνη του κοσμικού κύκλου κατά την οποία έχει επικρατήσει η "φιλότης" και χαρακτηρίζεται από μια ενότητα. Από τα αποσπάσματα Β28 και Β29 του Εμπεδοκλή συμπεραίνουμε ότι ο "σφαίρος" είναι θεός και χαρακτηρίζεται από την ισότητα και την απειρότητα, πάντοτε σε σχέση με τον εαυτό του, και έχει τα χαρακτηριστικά -όπως λέει και το όνομά του- της τέλειας σφαίρας. Ο Εμπεδοκλής λέει χαρακτηριστικά: "... Σφαίρος κυκλοτερής μονίη περιηγέι γαίων" ("Σφαίρος ολοστρόγγυλος που χαίρεται μέσα στην κυκλική μοναξιά του"). Η ενότητά του μπορεί να διαβρωθεί μόνο από το "νείκος". Ο Αριστοτέλης* αναφέρεται στον "Σφαίρο" χαρακτηρίζοντάς τον ως τον πιο ευτυχισμένο θεό μα και τον λιγότερο σοφό, αφού δεν γνωρίζει όλα τα στοιχεία, δηλαδή δεν έχει το "νείκος" στον εαυτό του. (Μετά τα Φυσικά, 1000b 4-7). Αβαν. Κοκολόγος
σφυγμομέτρηση στην κοινωνική έρευνα, βλ. μέτρηση στην κοινωνική έρευνα σχεδιασμός κοινωνικός, βλ. κοινωνικός σχεδιασμός σχέσεις παραγωγής. Ορος της μαρξικής θεωρίας, με τον οποίο αποδίδεται ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο συμμετέχουν τα άτομα στα πλαίσια της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, οι άνθρωποι παράγουν κάτω από ορισμένες "αντικειμενικές" σχέσεις και συνθήκες συνεργασίας και ανταλλαγής. Οι παραγωγικές σχέσεις κάθε κοινωνίας αποτελούν ένα πολύπλοκο σύστημα που εμπεριέχει τις σχέσεις προς τα μέσα παραγωγής και ειδικότερα τις σχέσεις ιδιοκτησίας προς τα μέσα παραγωγής, τις σχέσεις ανταλλαγής δραστηριοτήτων και ενεργειών, τη συνεργασία όσων μετέχουν στην παραγωγή, την κατανομή της εργασίας, τη θέση και τις σχέσεις των διαφόρων
84
κοινωνικών ομάδων και τάξεων στην παραγωγή και τέλος τις σχέσεις διανομής του παραγόμενου προϊόντος. Το σύνολο αυτών των σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή μιας κοινωνίας, αυτό που στη μαρξική θεωρία αποδίδεται με τον όρο "βάση" και πάνω από το οποίο υψώνεται το δικαστικό, πολιτικό και πολιτιστικό "εποικοδόμημα". Από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν ως συστατικά των σχέσεων παραγωγής, αποφασιστικής σημασίας είναι οι σχέσεις προς τα μέσα παραγωγής, οι οποίες προσδιορίζουν τον τρόπο που οι παραγωγοί συμπράττουν στη διαδικασία παραγωγής (π.χ. ποιος είναι ιδιοκτήτης ή απλός χειριστής των μέσων παραγωγής) και κατά συνέπεια τον τρόπο οργάνωσης ενός οικονομικού - κοινωνικού συστήματος. Χρ. Νόβα - Καλτσούνη
σχέση. Ορος της φιλοσοφίας* που δηλώνει την αλληλεξάρτηση των όντων* και φαινομένων* στη φύση*, στην κοινωνία*, στη συνείδηση*. Συνήθως τα πράγματα περιγράφονται με τις ιδιότητές τους, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις είναι που ενεργοποιούν και αποκαλύπτουν τις ιδιότητες αυτές. Γι" αυτό ο Hegel* παρατήρησε ότι η ουσία των πραγμάτων αποκαλύπτεται "με το σύνολο των σχέσεών τους"· και ο διαλεκτικός υλισμός" υιοθέτησε την άποψη ότι η σχέση έχει αντικειμενικό και καθολικό χαρακτήρα. Και ο άνθρωπος ορίζεται ως το σύνολο των σχέσεών του. Οι σχέσεις πραγμάτων και φαινομένων είναι άπειρες και πολύμορφες- ταξινομούνται σε σχέσεις: χώρου*, χρόνου*, μέρους και όλου*, μορφής* και περιεχομένου, σχέσεις αιτίου - αποτελέσματος*, σχέσεις κοινωνικές*, εργασιακές, οικονομικές* κ.ά. Η σπουδή και περιγραφή των διαφόρων σχέσεων, π.χ. των αιτιακών σχέσεων όντων και φαινομένων, καταλήγει στη διατύπωση "γενικεύσεων", που είναι γνωστές στην επιστήμη" ως "νόμοι"*. Η σπουδή των ποικίλων σχέσεων και η περιγραφή τους -στον βαθμό που αποκαλύπτει καθολική και σταθερή αλληλεξάρτηση των πάντων στη φύση και στην κοινωνία- αποτελεί αφετηρία και επιδίωξη της επιστήμης, καταλήγει στη διατύπωση νόμων, που επιτρέπουν πρόβλεψη για το μέλλον. Προτάσεις όπως: "η ανεργία προκαλεί οικονομικό μαρασμό, οδηγεί σε μετανάστευση" εγκλείουν άπειρο πλήθος σχέσεων - παρατηρήσεων, που τεκμηριώνουν το συμπέρασμα - πρόβλεψη. Φ. Κ. Βώρος
σχετικότητας θεωρία σχετική αλήθεια, βλ. αλήθεια σχετικισμός, βλ. σχετικοκρατΐα σχετικοκρστία-σχετικισμός (Relativismus). Φιλοσοφική θεωρία και θέση που εισάγεται κατά την ανάλυση διαφόρων προβλημάτων. Ο όρος συνδέεται με την έννοια "σχετικόν", η οποία από ευρεία φιλοσοφική άποψη σημαίνει κάτι που συνδέεται ή εξαρτάτα από κάτι άλλο. Δηλώνει, δηλαδή, εκείνο που βρίσκεται ή προσδιορίζεται εν αναφορά προς "έτερόν τι", σε αντίθεση προς το απόλυτο, που υπάρχει αυτό καθεαυτό. Ετσι καθετί που υπάρχει στον "χώρο και τον χρόνο"* είναι σχετικό, μεταβάλλεται μαζί με κάτι άλλο ή υπάρχει μαζί με κάτι άλλο. Από τη στενή άποψη, ο όρος σχετικοκρατΐα δηλώνει κυρίως μια θεωρία γνωσιολογικού και ηθικού περιεχομένου, θ α μπορούσε όμως να αποδοθεί με την πιο περιεκτική έκφραση "φιλοσοφική σχετικότητα" (philosophical Relativity), γιατί αφ' ενός μεν πρέπει να διακριθεί από τη "θεωρία της Σχετικότητας", όπως διατυπώθηκε από τον Einstein*, και αφ' ετέρου για να δηλωθεί ότι ισχύει και σε άλλες περιοχές του φιλοσοφικού στοχασμού. Στον χώρο της Γνωσιολογίας*, οι υποστηρικτές της άποψης αυτής ισχυρίζονται, πρώτον, ότι δεν υπάρχουν γνώσεις με απόλυτο κύρος και όσες κατακτά ο άνθρωπος έχουν ισχύ μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις και κάτω από προϋποθέσεις. Ειδικότερα, η γνώση κάποιου πράγματος: α) βρίσκεται σε άμεση σχέση προς τη δυνατότητα του υποκειμένου-ανθρώπου που γνωρίζει και β) υπάρχει κάποια γνώση έγκυρη, αλλά το κύρος της είναι προσωρινό και ποτέ απόλυτο. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε σ' έναν βαθμό από τους Σοφιστές* και τους αρχαίους Σκεπτικιστές* και συνδέεται με τη σοφιστική διδασκαλία, κυρίως του Πρωταγόρα*, για τον αισθητηριακό υποκειμενισμό, όπως και με την άποψη Σκεπτικών "περί πιθανού". Μια άλλη άποψη που προβάλλεται στο πλαίσιο της θεωρίας της σχετικοκρατίας είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, αλλά μόνο τα φαινόμενα* και τις σχέσεις* τους. Την εκδοχή αυτή της σχετικοκρατίας υποστήριξαν οι Kant*, Spencer*, Comte* και οι εκπρόσωποι της θετικής φιλοσοφίας. Στην περιοχή της ηθικής φιλοσοφίας η θεωρία της σχετικοκρατίας διδάσκει πως δεν υπάρχουν ηθικοί κανόνες απόλυτοι και αμετάβλη-
τοι. Οι καθιερωμένοι ηθικοί κανόνες είναι μεταβλητοί και η ισχύς τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τις διαμορφωμένες κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές αντιλήψεις και αξίες*, που μεταβάλλονται, τα ιδιαίτερα πολιτισμικά γνωρίσματα και την ιστορικότητα μιας κοινωνίας. Κατά της γνωσιολογικής και ηθικής σχετικοκρατίας αντιτάχθηκαν διάφοροι φιλόσοφοι και ηθικολόγοι, όπως οι Meinong*, Windelband*, Riehl', Rickert*, οι οποίοι πιστεύουν ότι το κύρος των γνώσεων και των ηθικών αξιών είναι απόλυτο. Πέρα από τη γνωσιολογία και την ηθική φιλοσοφία, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην περιοχή της φιλοσοφίας της γλώσσας ως "σημαντική σχετικότητα" (semantic relativity). Υποδηλώνει στην περίπτωση αυτή ότι η "σήμανση", η δήλωση των πραγμάτων με τις λέξεις, έχει σχετική ισχύ στο πλαίσιο της συμβατικής λειτουργίας της γλώσσας. Βιβλιογρ.: Linger Peter, Philoosphical Relativity, Blackwell, 1984.- Hare R. M., The Language ot moral. Oxford. (ανατ.) 1986. - Spaemann R , Basic moral Concepts (trans. T. Amstrong), London, 1989. - Ανδρούτσου Χ., Λεξικόν της Φιλοσοφίας, θεσ/νίκη, 1965. - Lalande Α., Λεξικόν της Φιλοσοφίας, μτφρ. Ε. Φικιώρη, Πάπυρος, Αθήναι, 1955. τομ. IV. /. Γ. Δελλής
σχετικότητας θεωρία (Relativity Theory). Επιστημονική θεωρία η οποία διατυπώθηκε από τον Α. Einstein* σε δύο φάσεις. Αρχικά το έτος 1905, και ενώ εργαζόταν ως υπάλληλος στο Ελβετικό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη, παρουσίασε την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας (Special Theory of Relativity) στο σοβαρότερο γερμανικό περιοδικό Φυσικής ("Annalen der Physik") με ένα άρθρο που έφερε τον τίτλο: Για την Ηλεκτροδυναμική των κινούμενων σωμάτων. Δέκα χρόνια αργότερα, ύστερα από επίπονες προσπάθειες και ενώ βρισκόταν στο Βερολίνο, παράδωσε στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών ένα άρθρο με τίτλο Οι πεδιακές εξισώσεις της Βαρύτητας, στο οποίο παρουσίασε τις αρχές της Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας (General Theory of Relativity). Η Ειδική Σχετικότητα εξήγησε γιατί η ταχύτητα του φωτός παραμένει η ίδια σε όλους τους παρατηρητές και επίσης περιέγραψε τι συμβαίνει όταν τα αντικείμενα κινούνται με ταχύτητες που προσεγγίζουν τη ταχύτητα του φωτός, αλλά δεν κατόρθωσε να έρθει σε συμφωνία με τη νευτώνια βαρυτική θεωρία. Με τη διατύπω-
85
σχήμα ση της Γενικής Σχετικότητας ο Einstein εισήγαγε την επαναστατική υπόθεση ότι η βαρύτητα είναι συνέπεια του γεγονότος ότι ο χωρόχρονος δεν είναι επίπεδος, όπως πίστευαν μέχρι τότε (ακόμη και στην Ειδική Σχετικότητα), αλλά παρουσιάζει καμπυλότητα που οφείλεται στην παρουσία ύλης, δηλαδή μάζας και ενέργειας. Συνέπεια της παραπάνω υπόθεσης είναι το γεγονός ότι στη Γενική Σχετικότητα οι πλανήτες δεν αναγκάζονται να κινούνται σε καμπύλες τροχιές εξαιτίας κάποιας υποτιθέμενης δύναμης, που ονομάστηκε δύναμη της βαρύτητας, αλλά ακολουθούν τις "ευθείες" του καμπύλου χωρόχρονου, δηλαδή τις καμπύλες που είναι λιγότερο καμπυλωμένες από όλες τις άλλες και λέγονται "γεωδαισικές". Η θεωρία της Σχετικότητας συνέβαλε αποφασιστικά στην αλλαγή της εικόνας του ανθρώπου για το σύμπαν* και μαζί με την Κβαντική Φυσική αποτελούν τα σημαντικότερα όπλα που διαθέτει η Φυσική Επιστήμη στη προσπάθειά της για τη βαθύτερη και πληρέστερη γνώση του Σύμπαντος. Βιβλιογρ.: Μ. Born, Einstein's Theory ot Relativity, Ε. P. Dutton & Co., Inc, N. York, 1924 - reprint, Doner Publications, Inc. N. York, 1962.- W. Pauli, Theory ol Relativity, translated by G. Field, Pergamon Press, New York, 1958. Γ. Οικονόμου
σχήμα (figure, figura, schema). Όρος που ανάλογα με τη χρήση του μέσα στις θεωρίες διαφόρων στοχαστών αποκτά και διαφορετική σημασία. Στον Μεσαίωνα, φερ' ειπείν, δήλωνε ό,τι σήμερα δηλώνουμε με τον όρο "μορφή" (βλ. Β. Russell: σχήμα = μορφή των άψυχων αντικειμένων) π.χ. το επίπεδο σχήμα της γης, καθώς η λέξη "μορφή"*, εξαιτίας της σχολαστικής φιλοσοφίας που διατηρούσε την αριστοτελική παράδοση, είχε μεταφυσική σημασία. Γενικότερα θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει τον όρο "σχήμα" λέγοντας ότι αυτό αποτελεί την απεικόνιση σε αδρές γραμμές των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου, μιας κίνησης, μιας σχέσης ή μιας δομής. Ο Kant*, έχοντας κατά νου μια τέτοια περίπου σημασία του "σχήματος", προχωρούσε παραπέρα βλέποντας στο "σχήμα" το απαραίτητο στοιχείο που χρειάζεται η Ιδέα για την πραγμάτωσή της. Προσδιόριζε λοιπόν το υπερβατικό αυτό σχήμα ως μια "a priori ουσιώδη πολλαπλότητα και τάξη των μερών καθορισμένη από την αρχή του σκοπού", η οποία όμως "διαγράφεται εμπειρικά σύμφωνα με τυχαία προσφερόμενες προθέ-
86
σεις". (Κριτική της Καθαρής Λογικής, "Η Υπερβατική Μεθοδολογία", Η αρχιτεκτονική της Καθαρής Λογικής, Α 833, Β 861). Το σχήμα στον Kant ακροβατούσε κατά συνέπεια μεταξύ καθαρής έννοιας* και εμπειρίας*. Παρόμοια ο Henri Bergson*, μιλώντας για το "δυναμικό σχήμα" (schéma dynamique), δήλωνε τη συγκεχυμένη κατάσταση του πνεύματος μέσα στην οποία προσπαθούμε να δραστηριοποιήσουμε και να προσανατολίσουμε τη σκέψη μας, για να επιτύχουμε αυτό που επιθυμούμε (ανάμνηση, κατανόηση, επίλυση) (Γ énergie spirituelle, Γ effort intellectuel). Στη Λογική* το "σχήμα" δηλώνει τη μορφή του κάθε συλλογισμού*, η οποία ποικίλλει ανάλογα με τη θέση που ο μέσος όρος έχει στη μείζονα και στην ελάσσονα πρόταση (υποκείμενο ή κατηγόρημα). Μέσα στην κίνηση του πνεύματος, το σχήμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη φθάνει σε ένα συλλογιστικό συμπέρασμα. Τέτοιους τρόπους, τέτοια σχήματα ο Αριστοτέλης* διέκρινε μόνο τρία (Αναλυτικά πρότερα, βιβλ. I). Θεωρούσε μάλιστα ότι το πρώτο σχήμα είναι αυταπόδεικτο και τα άλλα δύο σχήματα ότι αποδεικνύονται μόνο αναγόμενα σ' αυτό με αντιστροφή ή με "εις το άτοπον απαγωγήν" (βλ. ό.π.). Νικ. ΟικονομΙδης
σχιζοθυμία (schizothymie). Ψυχική ιδιοσυστασία ατόμου που διακρίνεται από υπερβολική εσωστρέφεια. Κατά τον Ernst Kretschmer ο σχιζοθυμικός τύπος είναι ο τύπος προσωπικότητας* που διακρίνει τον λεπτόσωμο σωματικό τύπο. Σε περιπτώσεις παθολογίας, ο τύπος αυτός μπορεί να οδηγηθεί σε σχιζοφρένεια. Στον αντίποδα αυτής της τυπολογίας βρίσκεται ο κυκλοθυμικός τύπος, ο οποίος αντιστοιχεί στον πυκνόσωμο σωματικό τύπο. Ο σχιζοθυμικός ορίζεται από τον Kretschwer ως ένα άτομο απομονωμένο κοινωνικά με ασθενή συναισθηματικότητα. Είναι άτομο σοβαρό και ψυχρό, αυστηρό στις κρίσεις του, συστηματικό και οργανωτικό. Η σωματική του κατασκευή είναι αδύνατη με στενό θώρακα και λεπτά άκρα. Το σχιζοθυμικό άτομο παρουσιάζεται αποκομμένο και απομονωμένο από το κοινωνικό του περιβάλλον και προσπαθεί να μην επηρεάζεται από αυτό στην πραγμάτωση των δικών του στόχων. Βασιλική Παππό
Σχολάριος, βλ. Γεννάδιος ή Σχολάριος
σχολαστικισμός σχολαστικισμός. Η φάση της ακμής της δυτικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας, επιστήμης και θεολογίας (12ος-14ος αι.), που διδάσκονταν με μια συγκεκριμένη μέθοδο στις "scolae" της εποχής και η συνέχεια αυτού του στοχασμού ως τις μέρες μας. Ενίοτε υπό τον όρο σχολαστικισμός τίθεται ανοίκεια και ο στοχασμός της περιόδου από τον 5ο ή 6ο ως τον 12ον αιώνα, οπότε ο σχολαστικισμός γίνεται συνώνυμος της δυτικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας στο σύνολό της. Η υποτιμητική χροιά του όρου έχει τις ρίζες της στην ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίστηκε ο μεσαιωνικός στοχασμός κατά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό* για τη δήθεν ανούσια λεπτολογία του, ειρωνεία που ήταν αποτέλεσμα εν μέρει του ότι οι κριτικοί του τον γνώριζαν όχι από τις πηγές του αλλά από μέτρια ως κακά σύγχρονά τους σχολαστικά εγχειρίδια (J.A. Trentman, Scholasticism in the Seventeenth Century, στο: "The Cambridge History of Later Medieval Philosophy. From the Rediscovery of Aristotle to the Disintegration of Scholasticism", ed. N. Krezmann, A. Kenny & J. Pinborg, Gambridge, 1982: 834 & 837) και εν μέρει του ότι ο σχολαστικισμός και γενικά ο δυτικός Μεσαίωνας ήταν για τους πιο πολλούς ανθρωπιστές της Αναγέννησης, μεταρρυθμιστές και διαφωτιστές, στόχος πολεμικής (Η. Weisinger, The Renaissance Theory of the Reaction Against the Middle Ages As a Cause of Renaissance, "Speculum", 20, 1968:461-7, και Ν. Edelman The Early Uses of Medium Aevum, Moyen Age, Middle Ages, •Romanic Review" 29, 1938: 3-25). Η υποτίμηση αυτή άρχισε να υποχωρεί στα μέσα του 19ου αι., όταν άρχισε η επιστημονική μελέτη της μεσαιωνικής φιλοσοφίας (με τη σημαντική ενίσχυση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που το 1879, με την "Aeterni Patris" του Λέοντα XIII, ανήγαγε τον θωμισμό* σε επίσημη χριστιανική διδασκαλία και που ήθελε γενικά να εξάρει το σχολαστικό πνεύμα για την αρμονική, υποτίθεται, σύνδεση θεολογίας* και φιλοσοφίας*), ενώ κατά τον αιώνα μας και ειδικά μεταπολεμικά την υποτίμηση τη διαδέχθηκε, βασικά λόγω της ακμής του ρεύματος της λογικής ανάλυσης και της φιλοσοφίας της γλώσσας, μεγάλη εκτίμηση κατεξοχήν για τη συμβολή του ύστερου σχολαστικισμού στη λογική* και στη φιλοσοφία της γλώσσας* (βλ. π.χ. Α. Broadie, Introduction to Medieval Logic, Oxford, 1993: 191-206 και μία κρίση για την εκτίμηση αυτή από τον J.A. Aertsen, Gibt es eine
mittelalterliche Philosophie?, στο "Philosophie und geistiges Erbe des Mittelalters. Gehalten auf dem symposium zun 65. Geburtstag von Professor Dr. A. Zimmermann am 9 Juli 1993", Köln, 1994:21-24). Η μέθοδος του σχολαστικισμού. Ο ίδιος ο όρος δηλώνει ότι πρόκειται για το περιεχόμενο (το όχι πάντα αποδεκτό από την επίσημη εκκλησία) της διδασκαλίας των καθηγητών των μεσαιωνικών σχολών: θεολογίας, Νομικών, Ιατρικής και Τεχνών (δηλαδή Φιλοσοφίας, όπου διδασκόταν το "trivium" και το "quadrivium". Ενα Πανεπιστήμιο πλήρες περιλάμβανε και τις τέσσερεις. "Scholastici" ή "magistri scholarum" λέγονταν ήδη οι διευθυντές των μοναστηριακών, καθεδρικών και κοσμικών σχολών του πρώιμου Μεσαίωνα, που κατά τις αρχές του 12ου αι. άρχισαν να πληθαίνουν, ώσπου οδήγησαν στη δημιουργία των Πανεπιστημίων, τα οποία σταδιακά αυτονομήθηκαν διοικητικά και πνευματικά από τις καθεδρικές σχολές από τις οποίες βασικά προέκυψαν (αρχές 13ου αι. κ.ε.). Τα σπουδαιότερα Πανεπιστήμια ήσαν στο Παρίσι, Τουλούζη, Οξφόρδη, Καίμπριτζ, Κολωνία, Ερφουρτ και Πάδοβα. Σε γενικές γραμμές οι τρόποι διδασκαλίας ήσαν η "lectio" (ανάγνωση) και το "commentarium" (σχολιασμός, υπομνηματισμός) κειμένων στη Θεολογική σχολή βασικά των Sententiae και του Πέτρου Λομβαρδού και στη σχολή των Τεχνών έργων του Αριστοτέλη*. Ο σχολιασμός γινόταν με τους εξής τρόπους: ή "ad litteram" (δηλαδή σχολιασμός ολόκληρου του κειμένου γραμμή προς γραμμή, πότε συντομότερος με "glossae" ή "scholia" και πότε εκτενέστερος) ή κατά θέματα με "disputationes" (αντιπαραθέσεις) επί συγκεκριμένου ζητήματος. Αυτές ήσαν: α) «ordinariae" (τακτικές μέσα στην αίθουσα), επί ενός συγκεκριμένου θέματος με ερωτήσεις διαλεκτικές, δηλαδή ολικής άγνοιας ("Utrum..": Βλ. Αριστοτέλους Περί ερμηνείας 11,20b22) και με απαντήσεις βασισμένες στην εξέταση όλων των δυνατών επιχειρημάτων (με βάση είτε τη λογική είτε την αυθεντία συγγραφέων) "pro" και contra και β) δύο έκτακτες (πριν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα), οι "quodlibetales" ή "de quolibet" -συζητήσεις που γίνονταν σε δημόσιο χώρο με θέματα πάσης φύσεως τιθέμενα από οποιονδήποτε. Η άποψη του G. Makdisi (The Scholastic Method in Medieval Education: An Inquiry into its Origins in Law and Theology, "Speculum", 49, 4, 1974: 640-661) ότι οι παραπάνω μέθοδοι ήσαν κατά
87
σχολαστικισμός μέγα μέρος δάνειο από ισλαμικές μεθόδους διδασκαλίας των νομικών δεν έγινε δεκτή (Β. Β. Price, Medieval Thought. An Introduction, Cambridge, 1992: 137-8). Αντιθέτως πρόκειται ως επί το πλείστον για δυτικοευρωπαϊκό εύρημα, που είχε τις άμεσες ρίζες του στην προϋπάρχουσα μεσαιωνική διαλεκτική (βασικά του Αβελάρδου* και του Λομβαρδού*) και στις διδακτικές ανάγκες των Πανεπιστημίων (Α. Kenny, Medieval Philosophical Literature, στο "The Cambridge History..." 24-27 και J. Marenbon, Later Medieval Philosophy: 11501350, London, 1987: 10-14), και τις απώτερες στην αρχαιοελληνική διαλεκτική. Η παλαιά θέση ότι ο Αγ. Ανσελμος είναι ο "πατέρας του σχολαστικισμού" (Μ. Grabmann, Geschichte der Scholastichen Methode, I, Freiburg i. B. 1909:58) ή "ο τελευταίος των Πατέρων και ο πρώτος των σχολαστικών", που στηριζόταν στην εσφαλμένη κατ' εμέ ερμηνεία του ανσέλμειου "credo ut intelligam" από τον Grabmann, σήμερα δεν γίνεται δεκτή (R. W. Southern, Saint Anselm. A Portrait in a Landscape, Cambridge, 1990:440-3). Οι όποιες εκ των υστέρων διαπιστούμενες ομοιότητες δεν συνιστούν τεκμήριο πραγματικής (δηλαδή ιστορικής) άντλησης των σχολαστικών ιδεών από τον ριζωμένο στη μοναστική εποχή του βενεδικτίνο Άνσελμο*, του οποίου η επίδραση στους επόμενους αιώνες, αν εξαιρέσουμε το Cur Deus homo, ήταν περιορισμένη (G. R. Evans, Anselm and a New Generation, Oxford, 1980: 7-12 και passim: της ίδιας: "Abbreviating Anselm", Recherches de Théologie ancienne et médiévale 48, 1981: 78-108 και της ίδιας, Anselm, London, 1989:107-8). Πηγές της φιλοσοφίας και της επιστήμης του σχολαστικισμού. Το μεταφραστικό έργο που επιτελέστηκε από τις αρχές του 12ου ως το τέλος του 13ου αι. από τις μεταφραστικές σχολές της Σικελίας και του Τολέδου και ανεξάρτητους μεταφραστές (Ερρίκος Αρίστιππος, Μιχαήλ Σκώτος, Γουλιέλμος του Μέρμπεκε*, Ροβέρτος Γροσσετέστε*), το οποίο ήλθε να προστεθεί στο σημαντικότατο συγγραφικό (φιλοσοφικό και θεολογικό), μεταφραστικό και υπομνηματιστικό έργο του Βοήθιου* και στο επίσης σημαντικό έργο των Κικέρωνα*. Μαρτιανού Καπέλλα, Κασσιόδωρου* κ.ά., έκανε γνωστό στον δυτικό Μεσαίωνα μέγα μέρος της ελληνικής, ρωμαϊκής, αραβικής και ιουδαϊκής φιλοσοφίας. Ετσι ο δυτικός Μεσαίωνας γνώρισε όλα σχεδόν τα αριστοτελικά και ψευδοαριστο-
88
τελικά έργα, και σημαντικά έργα των: Πλάτωνα* (Τίμαιος' και /7qp/jewôrçç* αποσπασματικά, Φαίδων', Μένων' και Πολιτεία'), που λίγο ωστόσο, αν εξαιρέσουμε τον Τίμαιο, διαβάζονταν, Ιπποκράτη*, Ευκλείδη*, Αρχιμήδη, Γαληνού*, Πτολεμαίου*, Αλέξανδρου Αφροδισέα*, Σιμπλίκιου*, Πρόκλου*, Αβερρόη*, Αβικέννα*, Αλκίντι, Αλγαζέλη*, Αλφαράμπι*, Αβικέβρωνα*, ίμπν Γκάμπιρολ* και Μωϋσή Μαϊμονίδη*. Η παλαιά άποψη (ουσιαστικά κατηγορία) ότι η πλειοψηφία αυτών των μεταφράσεων είχε γίνει όχι από το ελληνικό πρωτότυπο αλλά από αραβικές ή συριακές μεταφράσεις δεν ευσταθεί (βλ. ήδη F.C. Copleston, Α. History of Philosophy, vol. 2: Medieval Philosophy, Part I: Augustine to Bonaventure [1950], New York 1962: 233, και Β. G. Dod, Aristoteles Latinus, στο: T h e Cambridge History..." 52,όπου η θέση αυτή χαρακτηρίζεται "μύθος"). Ειδικά για τον Αριστοτέλη, με βάση τον κατάλογο του Dod (op. cit.: 74-9), διαπιστώνει κανείς ότι τα τρία τέταρτα και πλέον των μεσαιωνικών χειρογράφων που περιέχουν μεταφράσεις ήσαν εργασίες στηριγμένες σε ελληνικό πρωτότυπο. Έτσι, π.χ. ο Ακινάτης, που για τις ερμηνείες του στα αριστοτέλεια Περί ερμηνείας', Αναλυτικά ύστερα', Φυσικά', Περί ουρανού, Περί γενέσεως και φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής'. Περί αισθήσεως και αισθητού (De sensu et sensato), Περί μνήμης και αναμνήσεως, Μεταφυσικά', Ηθικά και Πολιτικά χρησιμοποίησε παράλληλα προς παλαιότερες μεταφράσεις τις νέες ακριβέστατες (G. Verbeke, Guillaume de Moerbeke et sa Methode de Traduction στο Medioevo e Rinascimento. Studi inOnorediB. Segni, Firenze, 1965:779-800, και G.B. Dod, op. cit.: 62-64 & 68) του Γουλιέλμου του Μέρμπεκε, αποδείχθηκε έξοχος ερμηνευτής του Αριστοτέλη (βλ. π.χ. τα θετικά σχόλια του J. Isaac, μετά από λεπτομερή εξέταση, για την ερμηνεία του δύσκολου Περί ερμηνείας, στο Le Peri Hermeneias en Occident de Boéce à St. Thomas, Paris, 1963:98-152). Αυτή λοιπόν η επαφή με άγνωστες ως τότε φιλοσοφικές και επιστημονικές ιδέες απετέλεσε de facto για τους χριστιανούς σχολαστικούς στοχαστές πρόκληση για αφομοίωση και ανάπτυξη θύραθεν γνώσεων, για αναίρεση αντιχριστιανικών διδασκαλιών και για αποδεικτική κατοχύρωση των χριστιανικών. Πορεία του σχολαστικισμού. Οποιοδήποτε εγχείρημα συνόψισης της ιστορίας της σχολαστικής φιλοσοφίας εδώ, μιας φιλοσοφίας που
σχολαστικισμός περιλαμβάνει εκατοντάδες στοχαστές, δεν έχει νόημα. Καθώς η έρευνα προχωρεί, μας την παρουσιάζει όλο και πιο ποικιλόμορφη. Αντιθέτως, λιγότερο γνωστή και γι' αυτό περισσότερο αξιομνημόνευτη εδώ είναι η τύχη του σχολαστικισμού μετά τον Μεσαίωνα. 0 σχολαστικισμός μετά τον Μεσαίωνα. Η σχολαστική λογική ως ζωντανή παράδοση συνέχισε ως το 1530 (Ε. J. Ashworth, The Eclipse of Medieval Logic, στο "The Cambridge History..." 787-96), όπως και η φυσική της "via moderna" (Ιωάννης Μπουριντάν, Νικόλαος Όρεσμος, Αλβέρτος της Σαξωνίας) (C. Β. Schmitt, Philosophy and Science in Sixteenth-Century Universities: Some Preliminary Commentes, στο "The Cultural Context of Medieval Learning, ed J. E. Murdoch & E. Sylla, Reidel, 1975: 512). 0 σχολαστικισμός ως θεολογία και φιλοσοφία συνέχισε να υπάρχει και μετά τον 14ο αι. Οι ονοματοκράτες, καίτοι πολεμήθηκαν, διατήρησαν την παράδοσή τους (π.χ. Θωμάς Bricot*). Επίσης οι διαμορφωμένες ήδη από τον κυρίως σχολαστικισμό σχολές του δομινικανικού θωμισμού και του φραγκισκανικού σκωτισμού θα συνεχίσουν η πρώτη ως τον 20ό και η δεύτερη ως τον 18ο αι. Η πρώτη περίοδος του θωμισμού* ξεκινά με πολλούς μεσαιωνικούς υπερασπιστές του Θωμά και συνεχίζεται ως τον 16ο αι. (Ιωάννης Καπρέολος, ο επονομαζόμενος "Princeps Thomistarum", Serafino Capponi de Porrecta, Βαρθολομαίος της Σπίνα, Χρυσόστομος Javelli, Φραγκίσκος Ferrariencis, Καγετανός, Δομίνικος της Φλάνδρας, Πέτρος των Βρυξελλών), με επιμονή βασικά στη θέση ότι όλα τα κτιστά όντα αποτελούν σύνθεση ουσίας (essentia) και ύπαρξης (existentia) και με σαφή απόρριψη της ονοματοκρατίας* και της νεοπλατωνικής - αυγουστίνειας προέλευσης θεωρίας περί φωτισμού του νου από τις ιδέες του θείου Νου. Η δεύτερη φάση είναι η χρυσή περίοδος του ισπανικού σχολαστικισμού (Μελχιώρ Cano, Δομίνικος de Soto, Μαρτίνος de Ledesma, Δομίνικος Bànez, Φραγκίσκος Σουάρεζ, Ιωάννης του αγ. Θωμά, Antoine Goudin, Ιωάννης Θωμάς Boxadors), που άκμασε μετά τον βίαιο εκκαθολικισμό της Ισπανίας από τους "καθολικούς βασιλείς" Φερδινάνδο και Ισαβέλλα (1492 κ.ε.). Ο σκωτισμός*, αν και προϋπήρχε (Νικόλαος de Orbellis, Γουλιέλμος της Vaurouillon, Φραγκίσκος Lychetus), ως ισχυρό ρεύμα συγκροτήθηκε από το 1633 (Λουκάς Wadding, Φραγκίσκος Macedo, Κλαύδιος Frassen, Ιερώνυμος του Montefortino), όταν η
διδασκαλία του Σκώτου ανακηρύχθηκε στο Τολέδο επίσημη θεολογία των Φραγκισκανών. Από τότε σε πολλές θεολογικές σχολές (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Πολωνία, Λατινική Αμερική, Ρωσία) το Opus Oxoniense του Σκώτου* αντικαθιστά τη Summa theologiae του Θωμά ως βασικό διδακτικό εγχειρίδιο. Ο 17ος αι. ήταν ο αιώνας ακμής του τάγματος των φραγκισκανών και συνεπώς και του σκωτισμού. Ο 18ος ήταν ο αι. της παρακμής των μοναχικών ταγμάτων γενικά και θα είχε οδηγήσει στην έκλειψη και του δομινικανικού θωμισμού (που στην ουσία περιοριζόταν μόνο στην Ισπανία και τη βόρεια Πολωνία), αν η παπική έδρα δεν τον στήριζε κατά τον 19ο αι. επίσημα. Ετσι, όσο και αν θωμισμός και σκωτισμός αναφέρονται και λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ως και στο θεολογικόν του Ευγενίου Βούλγαρη* (1742-1750), στην πραγματικότητα επρόκειτο για κινήματα μη πρωτότυπα, που δεν έλαβαν μέρος στην πορεία της νεότερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και που απλώς καθόρισαν, λόγω της σύνδεσής τους με το διδακτικό έργο της παπικής εκκλησίας (ο σχολαστικισμός θα συνεχίσει να υπάρχει ως διδακτική μέθοδος ως τον 18ο αι. - Trent Man, op. cit.: 37), την πολιτιστική πορεία της Ευρώπης. Βιβλιογρ.: Gilson Ê . L' ésprit de la philosophie médiéval, Paris, 1932.- Gilson Ê.. History ol Christian Philosophy in the Middle Ages, London, 1955.- Chenu M.-D., La théologie au douzième siècle, Paris. 1957.- Verger J„ Les universités au moyen Ège, Paris, 1957.- Gilson Ê, La philosophie au moyen ige des origines patristiques à la lin du XlVe siècle. Paris, 1962.- Chenu M.-D.. La théologie comme science au XIII siède, Paris, 1969.- Santinello G . Storia del pensiero occidentale dagli inizi del Cristianesimo al secolo XIV, Milano, 1975.- Crombie A. C.. Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο , τόμος Α ' : Η επιστήμη στον μεσαίωνα (5ος-13ος αι.) (1979), και τόμος Β' : Η επιστήμη στον ύστερο μεσαίωνα και στις αρχές των Νέων Χρόνων (13ος - 17ος αι.). Αθήνα, 1989 και 1992.- De Rijk L. M., La Philosophie au Moyen Age, Leiden, 1985.- De Libera Α., La philosophie médiévale, Paris. 1993.- Evans G. R., Philosophy and theology in the Middle Ages, London & New York, 1993. Γιάννης Δημητρακόπουλος (Συμπλήρωμα)
σχολαστικισμός. Φιλοσοφική - θεολογική κατεύθυνση για τη χριστιανική θεώρηση του κόσμου*. Κυριάρχησε στην Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση της θεολογίας* με την προσαρμογή της φιλοσοφίας* προς διατύπωση των δογματικών εννοιών της χριστιανικής θρησκείας. Πράγμα που σημαίνει ότι η φιλοσοφία δεν υπήρξε αυ-
89
Σχολή ανθρωπολογίας τοσκοπός για τον σχολαστικισμό, αλλά υπηρέτρια της θεολογίας (ancilla theologiae). Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να φέρει σε επαφή τη γνώση* με την πίστη* και να δώσει λογική μορφή στο περιεχόμενο της χριστιανικής αποκάλυψης. Και όλα αυτά μέσα σε κάποια όρια, που εξυπηρετούν οπωσδήποτε τη θεολογία. Με βάση πάντα τον στόχο αυτό, ο σχολαστικισμός αποφαίνεται ότι λογική απόδειξη επιδέχονται μόνον οι φυσικές ή λογικές αλήθειες, ενώ οι υπερφυσικές ή υπερλογικές μπορούν να γίνουν αποδεκτές απλώς ως μη παράλογες. Η φιλοσοφική αυτή κίνηση αναπτύχθηκε κάτω από την επίδραση του Πλάτωνα* και, κυρίως, τον Αριστοτέλη*, τους οποίους οι Δυτικοί γνώρισαν μέσω των Βυζαντινών: Λεόντιος Βυζάντιος* (περίπου 475-542), Ιωάννης Δαμασκηνός* (674-749 περίπου), Ιωάννης Κλίμακος* (525-605), Μάξιμος Ομολογητής* (580-655), Φώτιος* (820-1037) και του Αβερρόη* (11261198). Συνήθεις τόποι μελέτης και διατύπωσης των θεωριών του σχολαστικισμού ήταν τα μοναστήρια και τα επισκοπεία, όπου ιδρύθηκαν σχολές με την προστασία, αλλά και τον έλεγχο της παπικής Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό διαδόθηκε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, και ιδίως στην Ιταλία, απέκτησε μεγάλο κύρος και πολλούς οπαδούς, και είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Η δράση του διακρίνεται σε τρεις βασικές περιόδους, τις εξής: 1) Πρώιμος σχολαστικισμός (9ος-12ος αι.). Κυριότεροι εκπρόσωποι: ο πλατωνιστής Ιωάννης Σκώτος Εριγένης* (περ. 810-877), ο αριστοτελιστής Γερβέρτιος* (μετέπειτα πάπας Σύλβεστρος Β', 999-1003), ο ιδρυτής της ονοματοκρατίας* (nominalismus) Ιωάννης Ροσκελέν* (1050-1124), ο Αγιος Ανσελμος" της Αόστης (1033-1109), ο κορυφαίος οπαδός της πραγματοκρατίας (realismus) Γκιγιώμ ντε Σαμπώ* (1050-1121), ο επίσης πραγματοκράτης Γιλβέρτος Πορετανός* (1076-1154), ο Πέτρος Αβελάρδος* (1079-1142), που ήταν ιδρυτής της ενδιάμεσης σχολής (μεταξύ ονοματοκρατίας και πραγματοκρατίας) της εννοιοκρατίας (conseptualismus), ο Πέτρος Λομβαρδός* (1100-1160). 2) Ώριμος σχολαστικισμός (13ος αι.). Κατά την περίοδο αυτή οι μεταφράσεις του αριστοτελικού έργου εκτοπίζουν βαθμιαία τον πλατωνισμό* και επιβάλλουν σταδιακά την απόλυτη κυριαρχία του Σταγιρίτη φιλοσόφου στη Δύση. Οι σχολαστικοί φιλόσοφοι υποτάσσουν την οντολογία του Αριστοτέλη στις χριστιανικές α-
90
ντιλήψεις περί προσωπικού θεού, προσωπικής ψυχής και του δημιουργημένου από τον θεό κόσμου. Κυριότεροι εκπρόσωποι: Αλβέρτος ο Μέγας* (1193-1220), Αγιος Θωμάς Ακινάτης* (1221-1274), που θεωρείται ως ο μεγαλύτερος από τους σχολαστικούς, Ντανς Σκώτος* ( 1266-1308). Ρότζερ Μπέικον* ( 1215-1294), Βικέντιος ντε Μπωβαί* (περ. 1190-1264), Ιωάννης Μποναβεντούρα* (13ος αι.). 3) Υστερος σχολαστικισμός (14ος αι.). Κατά την περίοδο αυτή, κάτω από την επίδραση των έντονων ιδεολογικών αντιθέσεων, αρχίζει η βαθμιαία παρακμή του σχολαστικισμού. Στη θέση της νοησιαρχίας* του Ακινάτη ο Ιωάννης Ντανς (περ. 1266-1308) αντιπαραθέτει τη βουλησιαρχία*. Ο Ραϋμόνδος Λούλλος* (12321315) εμφανίζει τις υπερβολές του τεχνητού κατασκευάσματος της Λογικής* και των μεθόδων της διαλεκτικής του σχολαστικισμού. Ο Γουλλιέλμος Οκκαμ* (περ. 1285-1349) απορρίπτει τις μεταφυσικές και επιστημολογικές προϋποθέσεις του μεσαιωνικού ρεαλισμού και υποστηρίζει έναν ριζικό εμπειρισμό*. Ο μαθητής του Όκκαμ Ιωάννης Μπουριντάν* (περ. 13001358) συνδέει άμεσα τη βούληση με τη νόηση. Οι αντιθέσεις αυτές, που παρατηρούνται κατά την περίοδο του ύστερου σχολαστικισμού, τον καθιστούν ευάλωτο στις ανθρωπιστικές αντιλήψεις της Αναγέννησης, με αποτέλεσμα να περάσει στο περιθώριο της πνευματικής ζωής. Αλλά κατά τον λεγόμενο "δεύτερο σχολαστικισμό", που εμφανίζεται με την Αντιμεταρρύθμιση, γνώρισε μια νέα περίοδο ανάπτυξης (16ος17ος αι.), κυρίως στην Ισπανία (Φ. ντε Βιτόρια, Φ. Σουάρες, Γκ. Βάσκες, Μ. Μολίνα). Αλλά και πάλι πολεμήθηκε από τους ανθρωπιστές, οι οποίοι εκτόξευαν εναντίον του χλευαστικούς χαρακτηρισμούς, όπως άγονος και κενός περιεχομένου, φραστικό παιχνίδι κ.λπ. Ωστόσο νέα αναζωογόνηση σημειώνεται κατά τον 19ο και 20ό αιώνα με τον νεοθωμισμό*, που θεωρείται συνώνυμος του νεοσχολαστικισμού. Και γενικότερα όμως, αναγνωρίζεται στον σχολαστικισμό η συμβολή του στην προώθηση της φιλοσοφικής σκέψης, όπως λ.χ. στη λογική, στην οποία οφείλει την ανάπτυξή της κατά τους νεότερους χρόνους η μαθηματική λογική. Βιβλιογρ.: Gilson Ε , L'esprit de la philosophie médiévale. 1944.- Copleston F., A History of philosophy. 1951-53Grabmann M., Die Geschichte der scholastischen Methode. 1957. Απ. Τζαφερόπουλος
Σχολή ανθρωπολογίας. Κατεύθυνση της δυτι-
Σωβύ κογερμανικής κοινωνιολογίας, η οποία συνδέεται με τη φιλοσοφική ανθρωπολογική αντίληψη περί εξ υπαρχής βιολογικής "ανεπάρκειας" του ανθρώπου" έναντι των υπολοίπων ζώων, η οποία αναπληρώνεται μέσω του πολιτισμού*. Κατ' αυτό τον τρόπο οι πηγές του πολιτισμού ανάγονται σε καθαρά βιολογικές. Κύριοι εκπρόσωποι της είναι οι: M. Scheler*, Η. Plessner*, Η . Freyer*, Α. Gelen*, Η. Schelsky κ.ά. Παρά τα κοινά στοιχεία της με την κοινωνική ανθρωπολογία, η εν λόγω σχολή δεν προσανατολίζεται στη διερεύνηση πρωτόγονων και παραδοσιακών κοινωνικών - πολιτισμικών οργανώσεων της κοινωνίας*, αλλά στη διερεύνηση του παρόντος και των προοπτικών της σύγχρονης κοινωνίας. Ο πολιτισμός εξετάζεται ως "βιολογικά αναγκαία διαδικασία" και η θεσμικότητα ως ανώτερου επιπέδου υποκατάστατο του ενστίκτου. Εκπρόσωποι της σχολής επικρίνουν τις "εντροπιακές" (χαώδεις) τάσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Η σχολή αυτή άσκησε επίδραση και στον νεομαρξισμό* (βλ. επίσης ανθρωπολογισμός, αναγωγισμός). Δ . Π.
σχολή Μιλήτου, βλ. Ιωνική φιλοσοφία Σχολή της Πράξης. Ομάδα μαρξιστικής αναφοράς, η οποία συγκροτήθηκε ως τάση του νεομαρξισμού* με τη θερινή σχολή τού Κόρτσουλα (1963) και γύρω από τη διεθνή επιθεώρηση "Praxis" (Ζάγκρεμπ, 1964-1974). Κυριότεροι εκπρόσωποι της είναι οι: Γκ. Πέτροβιτς, Π. Βρανίτσκι, Ρ. Σούπεκ, Μ. Κάνγκρα, Μ. Μάρκοβιτς κ.ά. Κατά την εν λόγω σχολή η "πράξη" -σε μια διασταλτική ερμηνεία της έννοιας, κατά την οποία αυτή μετατρέπεται σε εκδοχή υποκειμενικού "βιώματος"- ανάγεται σε θεμελιώδη κατηγορία. Οι ιδεολογικές καταβολές της συνδέονται με την "κριτική κριτική" των νεαρών χεγκελιανών και με την υποκειμενική κοινωνιολογία των ρώσων ναρόντνικων*, ενώ αισθητές επιδράσεις έχει δεχθεί από τον υπαρξισμό', από τον νεαρό Λούκατς*, από τον Κ. Μαρξ*, την Φρανκφούρτης σχολή* και τον ουτοπισμό του Ε. Μπλοχ*. Ερμηνεύοντας τον μαρξισμό* ως κριτικό ανθρωπολογισμό, οι εκπρόσωποι της σχολής της πράξης απορρίπτουν την ύπαρξη διαλεκτικής στη φύση υποκειμενικοποιώντας τη διαλεκτική*· απορρίπτουν τη θεωρία της "αντανάκλασης"* ως μηχανιστική, απορρίπτουν τη μαρξιστική αντίληψη για τη συσχέτιση "βάσης και εποικοδομή-
ματος"* και θεωρούν ότι η αναγνώριση της ύπαρξης αιτιοκρατίας* και νομοτέλειας* αντιφάσκει με την ανθρώπινη ελευθερία*. Ενώ ξεκίνησαν ως τάση κριτικής ιδεολογημάτων και δογματοποιήσεων του μαρξισμού*, απέρριψαν τα κατ' εξοχήν επιστημονικά επιτεύγματα της μαρξιστικής θεωρίας (πολιτική οικονομία, θεωρία της ανάπτυξης της κοινωνίας, μεθοδολογία κ.λπ.) και στη βάση του αφηρημένου αστικοφιλελεύθερου ανθρωπισμού συνέβαλαν με τη σειρά τους στη συγκρότηση του ιδεολογήματος του "ουμανιστικού σοσιαλισμού". Βλ. επίσης: δογματισμός και αναθεωρητισμός, μαρξισμός, εργασία, πρακτική. Βιβλιογρ.: Π. Βρονίτσκι, Ιστορία του μαρξισμού, τ. 2, Αθήνα, 1976.- J. Hodman, Marxism and the theory ol Praxis, London. 1975. Δ. Πατέλης
σχολή Φρανκφούρτης, βλ. σχολή
Φρανκφούρτης
σχολή φυλετικής ανθρωπολογίας, βλ. φυλετικής ανθρωπολογίας σχολή σωβινισμός (γαλ. chauvinisme). Όρος διεθνής, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει επίδειξη άκρατου, αδιάλλακτου και παράλογου εθνικιστικού πνεύματος, την καλλιέργεια εθνικής υπεροψίας και εχθρότητας έναντι των άλλων λαών. Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία το 1831 και πλάσθηκε από το όνομα του ήρωα του θεατρικού έργου του Σκριμπ "Νικόλαος Σωβέν". Ο Σωβέν, ένας ορμητικός και μαχητικός νεοσύλλεκτος, καυχησιάρης και φλύαρος υπερπατριώτης, ενσαρκώνει τον αντιπροσωπευτικό τύπο του οπισθοδρομικού και προσηλωμένου στη στρατιωτική δόξα των Ναπολεόντειων πολέμων. Εκτοτε η λέξη σωβινισμός χρησιμοποιείται διεθνώς, προκειμένου να χαρακτηριστεί κάθε εθνικιστική και φιλοπόλεμη διάθεση. Ετσι λ.χ. σωβινισμός χαρακτηρίστηκε κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 η φιλοπόλεμη στάση των Αγγλων κατά των Ρώσων, που εμφανίστηκε με την ομόσημη ονομασία ζιγγοίσμός (jingoism). Σωβινισμός επίσης ήταν, και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή, στη Γερμανία η ναζιστική και στην Ιταλία η φασιστική ιδεολογία, που οδήγησαν στον Β' παγκόσμιο πόλεμο. Απ. Τζ.
Σωβύ Αλφρέ (Sauvy, 1898-). Γάλλος δημογρά-
91
Σωκράτης φος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος. Οι επιστημονικές του μελέτες είχαν ως αντικείμενό τους κυρίως τον συσχετισμό των κοινωνικών και βιολογικών διαδικασιών στην αυξομείωση του πληθυσμού και την επίδραση των δημογραφικών μεθόδων στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Ασκώντας κριτική κατά του μαλθουσιανισμού*, υποστήριξε ότι το "άριστο μέγεθος πληθυσμού" (το optimun, όπως το αποκαλεί ο Μάλθους) εξαρτάται άμεσα από την τεχνική πρόοδο και το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που εφαρμόζεται σε ένα κράτος*. Διατύπωσε επίσης την άποψη ότι ο πραγματικός πλούτος συνίσταται στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της κοινωνίας*. Στα συγγράμματά του επίσης τον απασχολούν και άλλα θέματα, όπως είναι η κοινωνική ψυχολογία*, τα προβλήματα της κοινής γνώμης και της οικολογίας, η οικονομική ιστορία της Γαλλίας, καθώς και οι έντονες οικονομικές διαφορές μεταξύ των ανεπτυγμένων και μη χωρών. Εργα του: Γενική θεωρία περί του πληθυσμού (1952), Από τον Μάλθους μέχρι τον Μάο Τσε Τουνγκ (1958), Μηδενική ανάπτυξη (1973), Το κόστος και η αξία της ανθρώπινης ζωής ( 1977), Σοσιαλισμός σε συνθήκες ελευθερίας (1974) κ.ά. Απ. Τζ.
Σωκράτης (περίπου 470-399 π.Χ.). Διάσημος έλληνας φιλόσοφος, που άσκησε μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω ανάπτυξη της αρχαίας φιλοσοφίας και των επόμενων αιώνων. Ο Σωκράτης ήταν Αθηναίος, γιος μέτριου γλύπτη και μαίας. Δικάστηκε με την κατηγορία ότι "εισήγαγε καινά δαιμόνια και διέφθειρε τη νεολαία". Καταδικάστηκε σε θάνατο. Αρνήθηκε να σωθεί δραπετεύοντας από τη φυλακή και ήπιε το κώνειο. Ο Σωκράτης δεν έχει γράψει τίποτα, δεν άφησε γραπτή κληρονομιά. Κύριες πηγές των γνώσεών μας γΓ αυτόν είναι τα έργα των μαθητών του -Πλάτωνα* (κυρίως οι πρώτοι διάλογοι του), Ξενοφώντα* -καθώς και μεταγενέστερων συγγραφέων, ιδίως του Αριστοτέλη*. Η υπηρεσία του Σωκράτη συνίσταται στο ότι, ακολουθώντας το δελφικό ρητό "γνώθι σαυτόν", "ανακάλυψε την περιοχή του ιδεατού, θεωρούσε την ύπαρξη του ιδεατού ως πραγματικότητα όχι λιγότερο γνήσια και πραγματική από την ύπαρξη των αισθητά προσλαμβανόμενων πραγμάτων". Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Σωκράτης πρώτος έστρεψε τη σκέψη του
92
στην αναζήτηση των γενικών ηθικών ορισμών (βλ. Μετά τα φυσικά, XIII4,1078 β, 27-32). Ο ορισμός των εννοιών* επέτρεπε τη μετάβαση από την τρέχουσα πραγματικότητα στη γνώση της ουσίας* κάθε πράγματος (βλ. στο ίδιο). Ο αρχαίος φιλόσοφος ήταν πεπεισμένος ότι στον δρόμο διείσδυσης στον εσωτερικό του κόσμο, στο δικό του "εγώ" (αυτό που είμαι) θα γίνει δυνατή η αυτοτελείωση (πώς πρέπει να είμαι), η σωστή επιλογή των αξιών* και ο αντίστοιχος σ' αυτές καλός τρόπος σκέψης και δράσης. Η φιλοσοφία, κατά την αντίληψη του Σωκράτη, δεν περιορίζεται στην καθαρή θεωρία*, εμπεριέχει τις καλές πράξεις, αυτό που ο ξενοφώντειος Σωκράτης ονόμαζε "ευπραξία" (βλ. Ξενοφών, Απομνημονεύματα, III 9,14). Με άλλα λόγια, η σοφία είναι αρετή, δηλαδή η γνώση του καλού, που εμπεριέχει τα εσωτερικά βιώματα και γι' αυτό παρακινεί προς καλές πράξεις και συγκρατεί από τις κακές. Ταυτόχρονα ο Σωκράτης έβρισκε στον ίδιο τον εαυτό του και κάποια εσωτερική φωνή ("συνείδηση"), κάποιο δαιμόνιο, το οποίο του υπαγόρευε τι πρέπει να κάνει και τι πρέπει να αποφεύγει. Ο "θεός"*, για τον οποίο μιλούσε ο Σωκράτης (βλ. Πλάτων, Απολογία, 23α), συνδεόταν με τις παραδοσιακές θρησκευτικές - μυθολογικές παραστάσεις για τους θεούς (παραδοχή της αθανασίας, της ισχύος και της αιωνιότητάς τους), αλλά δεν αναγόταν σ' αυτούς: ο σωκρατικός θεός δεν έχει ατομική μορφή, δεν έχει δικό του όνομα. Με άλλα λόγια, ο θεός που είχε υπόψη του ο Σωκράτης απείχε πολύ από τον προσωποποιημένο θεό της μονοθεϊστικής θρησκείας*. Ο θεός του Σωκράτη είναι ο απρόσωπος παγκόσμιος λόγος*, ενώ οι ξεχωριστοί θεοί, τους οποίους επίσης αναφέρει ο αθηναίος φιλόσοφος, ήταν εκδηλώσεις του ίδιου του παγκόσμιου λόγου. Στον θεό σαν ύψιστο λόγο ο Σωκράτης έβλεπε την πηγή της παρατηρούμενης στον κόσμο σκοπιμότητας*, η οποία είναι αδύνατον να εξηγηθεί με επίκληση του τυχαίου, διότι σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτός ο τεράστιος κόσμος "βρίσκεται σε τέτοια αρμονική τάξη χάρη στην τρέλα" (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 14, 8). Στον τομέα της ηθικής*, ο Σωκράτης υποστήριζε τη θέση της αρετής ως γνώσης, είχε σαν γνώμονα ότι οι πράξεις του ανθρώπου καθορίζονται από τον βαθμό ενημέρωσης του: κανείς δεν κάνει κακό με τη θέλησή του, αλλά από άγνοια. Εξυπακούεται ότι ο Σωκράτης γνώριζε περιπτώσεις διάστασης ανάμεσα στη σωστή
Σωκρατικές σχολές γνώση και την κακή συμπεριφορά, αλλά προκήρυττε την ακεραιότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας*, γΓ αυτό και θεωρούσε ότι δεν μπορεί να υπάρχει (δυνητικά, πάντως) αντίφαση ανάμεσα στο λογικό και τη συμπεριφορά*. Αν και η αναζήτηση ηθικών ορισμών οδήγησε τον Σωκράτη στον σκεπτικιστικό ως προς τη μορφή του συμπέρασμα: "Εν οίδα ότι ουδέν οίδα", ωστόσο, ήταν πεπεισμένος πως η άγνοια, ακριβέστερα, η γνώση για την άγνοιά του τελικά θα μετατραπεί σε γνώση*, έστω και σχετική: "Το τι είναι αρετή, δεν ξέρω... Και όμως, θέλω μαζί σου να σκεφτούμε τι είναι αυτή" (Πλάτων, Μένων, 80 c-d). Η μεγάλη υπηρεσία του Σωκράτη στην ιστορία της φιλοσο' φίας συνίσταται στη χρησιμοποίηση του διαλόγου ως βασικής μεθόδου* αναζήτησης της αλήθειας". Ο σωκρατικός διάλογος είναι ένα είδος εργαστηρίου, όπου υπάρχουν τουλάχιστον δύο πρόσωπα, στα οποία η αλήθεια δεν είναι δοσμένη σε έτοιμη μορφή και προϋποθέτει την αναζήτηση της. Ο Σωκράτης συνέκρινε τη διαλογική - διαλεκτική (ερωτοαπαντητική) τέχνη με την τέχνη της μαίας μητέρας του Φαιναρέτης και ειρωνικά την αποκαλούσε "μαιευτική"". Στην πολιτική, ο Σωκράτης υιοθετούσε τη θέση σύμφωνα με την οποία η ευημερία ενός κράτους και η κανονική λειτουργία των θεσμών του έγκειται στο απαράβατο των νόμων* και στην ειδικευμένη ηγεσία. Πρέπει να θεωρηθούν αβάσιμες οι κατηγορίες κατά του Σωκράτη για "αντιδημοκρατισμό" και "αριστοκρατισμό". Ο Σωκράτης εντελώς δικαιολογημένα θεωρούσε ανόητη τη "δημοκρατική" πρακτική να γίνονται διορισμοί σε σημαντικά κρατικά αξιώματα με κλήρο, δηλαδή ανεξάρτητα από την ικανότητα ενός δοσμένου ατόμου να ανταποκριθεί σ' αυτό το αξίωμα. Η ακραία δημοκρατία, σύμφωνα με τη δική του ή του Πλάτωνα* σωστή παρατήρηση, προετοιμάζει την "ανάγκη για τυραννία" (Πλάτων, Πολιτεία', 562 c). Για τον Σωκράτη η δουλεία ήταν αποκλειστικά ηθική κατηγορία και όχι νομική ή φυλετική. Η ονομασία "δούλος", κατά την άποψή του, ταιριάζει σε κείνους που δεν "γνωρίζουν το ωραίο, το καλό και το δίκαιο" (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, IV 2, 22), που δεν είναι εγκρατείς και δεν ελέγχουν τα ένσπκτά τους" (βλ., στο ίδιο, IV 5, 5). Ο αρχαίος φιλόσοφος είχε την πεποίθηση ότι "οι άνθρωποι είναι περισσότερο ηθικοί" και δίκαιοι, όταν ασχολούνται με "χρήσιμη εργασία" και όχι όταν ζουν αργόσχο-
λοι (βλ., στο ίδιο II 7, 8). Εβλεπε την ελευθερία* και την ευτυχία στη δραστήρια ζωή και όχι μόνο στο να "κοιμάται και να τρώει" κανείς και να μην κάνει τίποτα (βλ., στο ίδιο, II7,7-8). Ο Σωκράτης δίδασκε ότι όσον καιρό ο άνθρωπος δεν κάνει κύριο μέλημα του Είναι του το ζήτημα της αυτοσυνείδησης, τη συνειδητή επιλογή του καλού, οποιεσδήποτε άλλες γνώσεις, παρ" όλη τη χρησιμότητά τους, δεν θα κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Κάτι περισσότερο, μπορούν να τον κάνουν δυστυχισμένο. Τίποτα το παράξενο που οι συζητήσεις γύρω από το θέμα "άνθρωπος - επιστήμη - τεχνική", που διεξάγονται στον σημερινό κόσμο, να θυμίζουν τη σωκρατική αντίληψη για τα καθήκοντα της φιλοσοφίας* και την αξία της γνώσης* γενικά. Τα ζητήματα που βασάνιζαν τον αρχαίο έλληνα φιλόσοφο δεν έχασαν την επικαιρότητά τους, γι' αυτό και ο Σωκράτης υπήρξε και παραμένει ο αιώνιος "συνοδοιπόρος" της ανθρωπότητας. Βιβλιογρ.: V. de Magalhaes - Vihena. Le problème de Socrate, P., 1952.- K. Jaspers, Die grossen Philosophen, München, 1957.- N. Gulley, The Philosophy ol Socrates, Glasgow, 1968.- W. K. C. Guthrie. History ot Greek philosophy, Cambr., Vol. Ill, 1969 - Ε. Ν. Πλατής. Οι κατήγοροι του Σωκράτη, Αθήνα, 1980.- Th. Kessidis. Socrate, Μόσχα, 1982. θεοχ. Κεσσίδης
Σωκρατικές σχολές. Ετσι ονομάζονται οι σχολές που ίδρυσαν οι μαθητές και οι οπαδοί του Σωκράτη*. Επηρεασμένοι από τις διδασκαλίες του μεγάλου φιλοσόφου για τον διαρκή αγώνα προς τη γνώση* και τον ενάρετο βίο καθώς και την ευδαιμονία που προκύπτει από την άσκηση της αρετής*, σι μαθητές του στράφηκαν σε κάποια μόνο γνωρίσματα της πλούσιας προσωπικότητας του Σωκράτη και σε ορισμένες πτυχές της διδασκαλίας του, ερμηνεύοντάς τα μονομερώς ή παρερμηνεύοντάς τα. Οι Σωκρατικοί φιλόσοφοι ήταν ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς*, ο οποίος ίδρυσε τη Μεγαρική σχολή*, ο Φαίδων ο Ηλείος*, που ίδρυσε την Ηλειακή σχολή*, ο Αντισθένης ο Αθηναίος*, ο ιδρυτής της Κυνικής σχολής και ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος*, ο οποίος ίδρυσε την Κυρηναίκή σχολή. Σωκρατικός, ως ένα βαθμό, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ο Πλάτων*, καθώς ήταν αυτός που περιέλαβε στο φιλοσοφικό του σύστημα όλες τις πλευρές της φιλοσοφίας και της προσωπικότητας του Σωκράτη. Αργότερα βέβαια παρατηρείται μια στροφή στη σκέψη του και απομακρύνεται από τις απόψεις του αγαπημένου του δάσκαλου.
93
σωκρατική μέθοδος Οσον αφορά στις υπόλοιπες Σωκρατικές σχολές, υπάρχουν αυτές που τράπηκαν στο πρακτικό μέρος της φιλοσοφίας του Σωκράτη και αυτές που επηρεάστηκαν από τα θεωρητικά στοιχεία της διδασκαλίας του. Στην πρώτη κατηγορία διακρίνουμε δυο ροπές: εκείνους που κατατείνουν στον κατ' αρετήν βίο και εκείνους που κηρύττουν ως σκοπό του βίου την ευδαιμονία. Οι πρώτοι είναι γνωστοί ως Κυνικοί*, ενώ οι άλλοι ως ηδονικοί*. Οι Κυνικοί πιστεύουν ότι η αρετή κυριαρχεί στον κόσμο. Η αρετή, κατ' αυτούς στηρίζεται στη γνώση κι επομένως είναι διδακτή. Η γνώση όμως οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο κατ' αρετήν βίος εξασφαλίζεται με την απαλλαγή του ανθρώπου από τα εξωτερικά αγαθά. Επομένως, κηρύττουν την αυτάρκεια και τη λιτότητα, τη συγκέντρωση του ατόμου στον εαυτό του και τη θεραπεία του εσωτερικού κόσμου. Ακόμη και η γνώση* πρέπει να περιφρονείται, αφού προκαλεί ευχαρίστηση. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της θεωρίας αυτής ήταν ο Διογένης ο Κύων*, ο οποίος περιφρονούσε κάθε αγαθό, κάθε τιμή, κάθε κοινωνικό και εθνικό καθήκον, ήταν απαλλαγμένος από κάθε φυσική και πνευματική απόλαυση και ζούσε φτωχικά και με αυτάρκεια. Η Κυρηναική σχολή* με τον Αρίστιππο, αντίθετα, υποστηρίζει ότι σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία, η οποία, όμως, περιορίζεται και ελέγχεται από τον λόγο και τη σύνεση. Η ψυχή πρέπει ν' απαλλάσσεται από τις προλήψεις και τα ταπεινά πάθη και ν' αναπτύσσεται ο άνθρωπος μέσω της μορφώσεως του πνεύματος. Στην ύψιστη βαθμίδα της ιεραρχίας των ηδονών βρίσκονται οι πνευματικές. Παρόμοια αντιλαμβάνονται τον ανθρώπινο βίο και την ευδαιμονία και ο Θεόδωρος ο Αθεος*, ο Ηγησίας* και ο Αννίκερις*. Τα διδάγματα της Κυρηναικής σχολής υιοθετούνται αργότερα από τη σχολή του Επίκουρου*, ενώ των Κυνικών από τη Στοά*. Από τα θεωρητικά στοιχεία της διδασκαλίας του Σωκράτη ξεπήδησαν η Μεγαρική σχολή* και η Ηλειακή σχολή*. Κύριο δόγμα τους ήταν η ενότητα των αρετών. Δεν ενδιαφέρονταν όμως για την πρακτική εφαρμογή, αλλά για τη θεωρητική απόδειξη του δόγματος αυτού. Ταύτιζαν το, αγαθό με το "όντως ον", αναμειγνύοντας τη φιλοσοφία των Ελεατών* με τον Σωκράτη, μετατρέποντας τον μεταφυσικό πανθείσμό της Ελεατικής σχολής σε ηθικό πανθεϊσμό. Από τη σχολή του Φαίδωνα προήλθε αρ-
94
γότερα η άποψη για το αδύνατον της καθόλου γνώσης. Βαθμηδόν οι σχολές αυτές έχασαν τη συνοχή προς την ηθική και τελικά η διαλεκτική* τους κατέληξε σοφιστεία. Μαρία Ντόλκα
σωκρατική μέθοδος, βλ. μαιευτική Σώλλυ Ιάκωβος (1842-1923). Αγγλος ψυχολόγος, οπαδός του συνειρμισμού*, δηλαδή της θεωρίας που υποστηρίζει ότι η πνευματική ζωή στηρίζεται στη μηχανική σύνδεση των ψυχικών φαινομένων, τα οποία "συνείρονται" μεταξύ τους σύμφωνα με αναγκαίους νόμους. Ο Σώλλυ είναι ένας από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με την παιδική ψυχολογία και τα έργα του έχουν κυρίως ως θέμα τα σχετικά με την παιδική ηλικία προβλήματα. Έργα του: Το ανθρώπινο πνεύμα, Εγχειρίδιο ψυχολογίας για τους δασκάλους κ.ά. Απ. Τζ.
Σώπστρος από την Απάμεια ή Αλεξάνδρεια (4ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής μαθητής του Ιάμβλιχου*, ο πιο σημαντικός μετά τον Αιδέσιο*. Ήταν οπαδός του πολυθεϊσμού. Κέρδισε επιρροή στην αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Α', τον οποίο επηρέασε φιλοσοφικά, εκείνος όμως τελικά διέταξε τη θανάτωσή του, για να γίνει πιστευτή η δική του αποσκίρτηση από την ελληνική θρησκεία. Έργα του: Περί Προνοίας και Περί των παρ' αξίαν ευπραγοϋντων και δυστυχούντων. Απ. Τζ.
σωρείτης, βλ. συλλογισμός Σωσιγένης ο Αλεξανδρεύς (1ος αι. π.Χ.). Έλληνας της Αιγύπτου, αστρονόμος, μαθηματικός και αριστοτελικός φιλόσοφος. Υπήρξε σύμβουλος του Ιουλίου Καίσαρα, με εντολή του οποίου το 46 π.Χ. μεταρρύθμισε το ημερολόγιο. Έτσι έγινε η μετάβαση από το παλιό ημερολόγιο των 365 ημερών στο νέο Ιουλιανό των 365 1/4 ημερών, με την προσθήκη μιας ημέρας κάθε τέσσερα χρόνια (δίσεκτον έτος). Εγραψε υπομνήματα στο Περί ουρανού έργο του Αριστοτέλη* και αυτοτελή συγγράμματα: Περί ανελιττουσών και Περί όψεων. Βιβλιογρ.: Plinius, Naturalis Historie, XVIII. II. σελ. 39Martin Th. H., Annales de la laculté des lettres de Bordaux. I. σελ. 174 κ.ε.. 1879. Απ. Τζ.
Σωτήριχος Σωσσύρ, Φερντινάν ντε (Ferdinand de Saussure, Γενεύη, 1857-1913). Ελβετός γλωσσολόγος, ιδρυτής της δομικής γλωσσολογίας. Καταγόμενος από παλαιά οικογένεια φυσικών επιστημόνων, εγκαταλείπει στα δεκαεννέα του τις σπουδές χημείας και φυσικής, που έχει αρχίσει στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, και σπουδάζει γλωσσολογία στη Λιψία και το Βερολίνο. Δεν εγκαταλείπει, όμως, και τη μαθηματική σκέψη που έχει κληρονομήσει από την οικογενειακή παράδοση: τεχνικοί νεολογισμοί, επανατοποθέτηση απέναντι σε θέσεις και αποδείξεις κάτω από το φως νέων εκτιμήσεων κ.ά. Στα εικοσιένα του χρόνια συντάσσει το καλύτερο βιβλίο ιστορικής γλωσσολογίας: Mémoire sur les voyelles, το οποίο κάνει αίσθηση τόση ώστε ένας σεβαστός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λιψίας, όταν θα συναντήσει τον Σωσσύρ ακόμη φοιτητή, θα τον ρωτήσει αν έχει κάποια συγγένεια με τον μεγάλο ελβετό γλωσσολόγο που έγραψε το βιβλίο αυτό. Στα εικοσιτέσσερα θα αναλάβει τη διδασκαλία της συγκριτικής γραμματικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Σύντομα, όμως, ο Σωσσύρ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στις έρευνές του χωρίς να ανακοινώνει σε συναδέλφους του τα νέα του πορίσματα. Από το 1891 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και η τελευταία του επιστημονική εμφάνιση σε συνέδριο γίνεται το 1894. Εκτοτε, μόνο μετά τον θάνατο του θα γίνουν γνωστά τα περίφημα Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, που εκδίδονται το 1916 από τους Bally και Sechehaye, οι οποίοι τα συντάσσουν με βάση τις σημειώσεις μαθητών του κατά τη διάρκεια τριών μαθημάτων (19081911), τα οποία συμπληρώθηκαν από κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις του, που βρέθηκαν στα χαρτιά του μετά τον θάνατό του. Ωστόσο, φαίνεται πως η επίδραση της σκέψης του ήταν μεγάλη, μια και μετέπειτα γνωστοί γλωσσολόγοι υπήρξαν μαθητές του: P. Passy, M. Grammont, Α. Maillet, Ch. Bally, και επέδρασε αναμφισβήτητα στη φορμαλιστική σχολή της Μόσχας και στη σχολή της Πράγας* με τον Ρ. Γιάκομπσον*. 0 Σωσσύρ, ακόμη, υπήρξε εισηγητής, πρώτος αυτός, πλείστων γλωσσολογικών και σημειολογικών όρων οι οποίοι σήμερα θεωρούνται καθιερωμένοι: Συγχρονία και διαχρονία, σημείο, σημαίνον και σημαινόμενο, σύνταγμα και παράδειγμα, φώνημα και φωνολογία, σημειολογία, κώδικας, σήμημα, ακόμη και δομή. 0 Σωσσύρ επηρεάστηκε από την κοινωνιολογι-
κή διαμάχη της εποχής μεταξύ Ταρντ* και Ντυρκαίμ* και λαμβάνοντας υπόψη του τις κοινωνιολογικές παραμέτρους διέκρινε μεταξύ "ομιλίας" και "γλώσσας", εννοώντας την ομιλία ως την υλοποίηση και χρήση της κοινωνικής γλώσσας από τα διάφορα μέλη της γλωσσικής κοινότητας. Αντίθετα, η ύπαρξη του συστήματος της γλώσσας είναι εκείνη που επιτρέπει τη δημιουργία της σημασίας. Για να πραγματοποιηθεί όμως η σημασία θα πρέπει το σύστημα να κινητοποιηθεί από ένα άτομο που επιλέγει από το σύστημα μια σειρά από σημεία και τα παράγει σαν μήνυμα προς κάποιο άλλο άτομο. Επομένως, η γλώσσα (ως κοινωνικός θεσμός) υπάρχει σαν μια αφαίρεση από όλες τις πράξεις ομιλίας των ανθρώπων. Ο Σωσσύρ είναι επίσης ο πρώτος που όρισε τη νέα επιστήμη που θα μελετά τη ζωή των σημείων μέσα στην κοινωνική ζωή: τη σημειολογία*. Δημ. Τσατσούλης
σωτηρία. Κατά τις θρησκευτικές απόψεις η ύψιστη ευδαιμονία η οποία χορηγείται στον άνθρωπο* από τον θεό*, όταν τηρούνται κάποιοι όροι και αξιώσεις που προβάλλονται εξ ονόματος του. Η λύτρωση της ψυχής στη μετά θάνατον ζωή, η οποία στον χριστιανισμό* συνδέεται με τη "σωτηριολογία", τη δογματική διδασκαλία της εκκλησίας περί του προσώπου και του έργου του Ιησού. Εδώ υπάγεται και η περί "προπατορικού αμαρτήματος" διδασκαλία, η απολύτρωση από το οποίο επιτυγχάνεται "δια του ενανθρωπήσαντος Θεού - Λόγου και παθόντος και αναστάντος Χριστού". Εδώ η σωτηρία παίρνει τη μορφή της διαιώνισης της απολύτρωσης και του "αγιασμού" των ανθρώπων μέσω των εκκλησιαστικών "μυστηριών". Ο προτεσταντισμός απορρίπτει τον διαμεσολαβητικό ρόλο της εκκλησίας στη σωτηρία. Ο βουδισμός* συνδέει τη σωτηρία με τη νιρβάνα*, ως επιβράβευση για την επιλογή του Δρόμου της ζωής, και με την κατάπαυση των μετά θάνατον μεταμορφώσεων (σαμσάρα*). Στο Ισλάμ* επιβραβεύεται με σωτηρία όποιος τηρεί απαρέγκλιτα το Κοράνιο' και το τελετουργικό. Γενικά η σωτηρία αποτελεί τον πυρήνα της θρησκευτικής συνείδησης ως φαντασιακής αναπλήρωσης της ανέφικτης στις "επίγειες συνθήκες" αρμονίας και τελείωσης (βλ. τάξεις, συνείδηση κοινωνική). Δ. π. Σωτήριχος Παντεύγενος (12ος αι. μ.Χ.). Βυζα-
95
ΣωτΙων ντινός θεολόγος και νεοπλατωνικός φιλόσοφος, οπαδός του Μιχαήλ Ιταλικού* και εισηγητής θεολογικού κινήματος. Ερμηνεύοντας τον Πλάτωνα*, βλέπει στις ιδέες εκείνου πραγματικές ουσίες*, που υπάρχουν καθ' εαυτές. Κάτω από το πρίσμα της φιλοσοφικής αυτής θέσης ελέγχει και απορρίπτει το λειτουργικό κείμενο του μυστηρίου της Μετάληψης, όπου ο Χριστός εμφανίζεται με τις ιδιότητες δύο φύσεων ("συ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος"), διότι είναι σαν να αποδίδεται χωριστή ύπαρξη στις δύο φύσεις, πράγμα που το θεωρεί απαράδεκτο και το παραλληλίζει με αιρετικές Νεστοριανές αντιλήψεις. Κατά τον Σωτήριχο η θυσία του βωμού προσφέρεται στον θεό* και μόνο και όχι στην Αγία Τριάδα. Έργα του: Απολογία, έκδ. I. Σακελλίων, Πατμιακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1870. Απ Τζ.
Σωτίων ο πρεσβύτερος (2ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός περιπατητικός φιλόσοφος. Η ακμή του συμπίπτει με τη βασιλεία του Πτολεμαίου του Στ' (187-146). Κατά τα φαινόμενα περιορίστηκε στη μετάδοση της περιπατητικής διδασκαλίας. Στα συγγράμματά του πραγματεύθηκε την εξωτερική ανάπτυξη και την ιστορική αλληλεξάρτηση των βασικών φιλοσοφικών προβλημάτων. Μεταξύ των ετών 200 και 170 π.Χ. τοποθετείται η συγγραφή του έργου του Διαδοχή φιλοσόφων, στο οποίο παραδεχόταν δύο σειρές φιλοσοφικών σχολών: την ιωνική*, που άρχιζε με τον Θαλή* και έφτανε μέχρι τη Μέση
96
Ακαδημία και τον Χρύσιππο*, και την ιταλική, που άρχιζε με τον Πυθαγόρα*, περνούσε από τους Ελεάτες* και τους Ατομικούς και έφτανε στους σοφιστές*, στους σκεπτικούς" και τον Επίκουρο*. Ο Διογένης ο Λαέρτιος* αναφέρεται στο έργο αυτό του Σωτίωνα, όταν μεταφέρει από αυτό την πληροφορία ότι ο Κλέων δίκασε για ασέβεια τον Αναξαγόρα*, "διότι τον ήλιον μύδρον έλεγε διάπυρον" (Διογ. Λαέρ. L. Ι)· Απ. Τζ.
ΣωτΙων ο νεότερος (1ος π.Χ.-1ος μ.Χ. αι.). Αλεξανδρινός περιπατητικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής της φιλοσοφικής σχολής των Σεξτίων* στη Ρώμη, αλλά και δάσκαλος του Σενέκα* (18-20 μ.Χ.). Η διδασκαλία του ήταν ηθικοφιλοσοφική, όπως φαίνεται από τα δύο αποσπάσματα έργου του που διέσωσε ο Στοβαίος*. Στο Περί οργής (Στοβ. Κ, 53) λέγει ότι οι άνθρωποι που αντέχουν στην οργή και την ταραχή και δεν την φανερώνουν είναι μεγάλοι και ανδρείοι, ενώ σε άλλο σημείο του ίδιου έργου (Στοβ. ΙΔ, 10) παρομοιάζει τους κόλακες με δελφίνια: όπως αυτά ακολουθούν τους κολυμβητές ως την ώρα της τρικυμίας, δεν βγαίνουν όμως μαζί μ' αυτούς στη στεριά, έτσι και οι κόλακες μένουν κοντά σε κάποιον όσο τα πράγματα είναι ευνοϊκά γΓ αυτόν, σαν όμως έρθουν δύσκολες ώρες τον εγκαταλείπουν και φεύγουν. Απ. Τζ.
τ 'Τάδε έφΐ) Ζαρατούστρα". Τίτλος ενάς από τα σημαντικότερα έργα του Fr. Nietzsche*. Ο τίτλος επιβλήθηκε στα ελληνικά από τον πρώτο μεταφραστή του έργου, τον Ν. Καζαντζάκη, και αποτελεί απόδοση του γερμανικού "Also sprach Zaratustra", με τον υπότιτλο "ein Buch lur alle und Keinen" ("ένα βιβλίο για όλους και για κανέναν"). Η σύλληψη του Ζαρατούστρα εντοπίζεται ήδη στον Αύγουστο του 1881. Την ίδια περίοδο διαμορφώνεται η ιδέα του Υπερανθρώπου, η οποία και κυριαρχεί στο α' και β μέρος του βιβλίου (που πρωτοκυκλοφόρησαν το μεν τον Ιούνιο του 1883, το δε jov Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου). Η ιδέα της αιώνιας επιστροφής εμφανίζεται εκεί όπου -παραδόξως- σιγούν οι αναφορές στον υπεράνθρωπο, στο γ' μέρος (Απρίλιος του 1884) και στο δ (Απρίλιος του 1885), το οποίο, κατά τον G. Brandes, αποτελεί ένα intermezzo ανάμεσα στο γ μέρος που έχουμε και στο δ' που σκόπευε να γράψει ο Nietzsche. Η ιδέα του υπερανθρώπου, χωρίς να εγκαταλείπεται, τίθεται στο παρασκήνιο, ίσως γιατί ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την ουτοπία την οποία παραινεί και συμβουλεύει τους ανθρώπους. Ενας άχρονος και πανίσχυρος οικουμενικός νόμος, όπως η αιώνια επιστροφή, είναι περισσότερο βέβαιος, περισσότερο σημαντικός για την ανθρώπινη ύπαρξη και συχνά περισσότερο οδυνηρός απ' όσο ένα άλμα του ανθρώπου από το "ζώο" στον "υπεράνθρωπο". Γράφοντας για την ιδέα αυτή, ο Nietzsche φτάνει στη διαπίστωση πως το "ότι όλα επανέρχονται αδιάκοπα" είναι η ύψιστη σχέση ενός κόσμου του Γίγνεσθαι μ' έναν κόσμο του Είναι: η αποκορύφωση της σκέψης" μέσα σε ένα τέτοιο κοσμικό πρότυπο και ο Υπεράνθρωπος ακόμα δεν είναι παρά μια ύψιστη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, στιγμή που έπεται και ακολουθείται από στιγμές σταδιακής ύφεσης. Ο ίδιος ο Ζαρατούστρα, ελεύθερος από τον νόμο αυτόν μόνο και μόνο επειδή συλλαμβάνει τη σημασία και το μέγε-
Φ.Λ.. Ε-7
θος της ισχύος του, συνειδητά ακολουθεί και βιώνει αυτόν τον νόμο: την ώρα ακριβώς που η πνευματική του προσφορά μεσουρανεί, ο Ζαρατούστρα έχει πια αγγίξει το τέλος μιας τελολογικής πορείας. Στις προθέσεις του συγγραφέα, ήδη από τα πρώτα ακυκλοφόρητα χειρόγραφα του α' μέρους, ήταν να δώσει σε ένα ολοκληρωμένο έργο τον βίο ενός προφήτη, ή ένα "πέμπτο ευαγγέλιο". Σκόπευε να δώσει ένα ηρωικό τέλος, έναν θάνατο στον Ζαρατούστρα, σ' ένα πέμπτο ή έκτο μέρος, κάτι που δεν του επέτρεψε η ραγδαία καταρράκωση της ήδη κλονισμένης υγείας του. Πα να γ. Πάκος
Τάι Τσεν. Από τους σημαντικότερους κομφουκιανούς φιλοσόφους της δυναστείας Τσινγκ. Γεννήθηκε το 1723 και πέθανε το 1777. Καταγόταν από το Hsui - ning και ασχολήθηκε με την έκδοση κινέζων φιλοσόφων στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη. Εγραψε γύρω στα πενήντα έργα, ένα από τα οποία αποτελεί ερμηνεία του έργου του Μέγκιου*. Για πρώτη φορά στα χρονικά της Κίνας, ο φιλόσοφος αυτός συνέλαβε την έννοια των νόμων της φύσης* με τρόπο που προσιδιάζει στον δυτικό τρόπο αντίληψης. Ο Τάι Τσεν μετέθεσε σε κοσμολογικές αρχές από το ηθικό πεδίο την αγάπη - ανθρωπιά (Jen), την ορθότητα (I) και τον προσήκοντα τρόπο (Li), αρχές που θεωρεί ως κινητήρια δύναμη, η οποία προβάλλεται στον κόσμο* και δημιουργεί την προβολή του αιθέρα προς τα πράγματα. Ο ".ρόπος του Ουρανού" μεταβιβάζεται στα πράγματα. Ετσι η ανθρώπινη φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά "η εντολή του Ουρανού στον άνθρωπο". Με τρόπο ταυτόχρονα αντιφατικό προς τα παραπάνω πιστεύει ότι η φύση των πραγμάτων είναι εντός του αιθέρα (της ύλης) και όχι πέραν αυτού. Ο άνθρωπος είναι σύνολο σωματικών ιδιωμάτων. Διαφέρει από τα άλλα όντα στο ότι έχει
97
Τάι Τσι δυνατότητες ο νους* του, που είναι παράγωγο της φύσης, να καταλήξει στο ηθικό σωστό και να προσαρμόσει ανάλογα τη διαγωγή του. Με βάση τη διαπαιδαγώγησή του μπορεί να φθάσει στη γνώση του καλού. Το κακό είναι αποτέλεσμα του εγωισμού, των επιθυμιών και της λαθεμένης γνώσης. Ο Τάι Τσεν καταπολέμησε τις απόψεις των νεοκομφουκιανών, επειδή θυσίαζαν την εξωτερική πραγματικότητα προς όφελος μιας αφηρημένης αναζήτησης, που κατέληγε σε αφηρημένα συμπεράσματα. Αλέξ. Καριώτογλου
Τάι Τσι. Από τους βασικότερους όρους της κινεζικής φιλοσοφίας, που σημαίνει το Μεγάλο Τέρμα. Ταυτίζεται με τις δυτικές έννοιες της υπέρτατης πραγματικότητας, του "όντος καθ' εαυτό", με την "πρωταρχή" και την πηγή όλων των όντων. Παρά το ότι φορτίζεται με μεταφυσικό περιεχόμενο, στην Κίνα ποτέ δεν ερμηνεύτηκε ως θεός* ή ανώτατο πνεύμα και έτσι με βάση τον όρο αυτό η κινεζική σκέψη δεν προχώρησε στον χώρο του θεισμού. Το Μέγα Τέρμα (Grand Terminus κατά τον Legge, Supreme Ultimate κατά τον Fung Yu-lan*) βρίσκεται σε συνεχή ροή και παράλληλα ό,τι προκύπτει από την κίνησή του μεταβάλλεται συνεχώς. Πολλοί Κινέζοι φιλόσοφοι χρησιμοποιούν και ερμηνεύουν τον όρο. Από τις σημαντικότερες ερμηνείες θεωρείται του Τσου Τουν-γι, ο οποίος έγραψε την Εξήγηση του διαγράμματος του Μεγάλου Τέρματος (Το κείμενο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Δ. Βελισσαρόπουλο στην Ιστορία της Κινεζικής φιλοσοφίας, τ. 2, Αθήνα - Γιάννινα, 1981, σσ 165-168). Αλέξ. Καριώτογλου
Ταιν Ιππόλυτος (Tain, 1828-1893). Γάλλος κριτικός, ιστορικός της τέχνης και φιλόσοφος. Η φιλοσοφική του σκέψη διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της θετικιστικής σχολής του Αυγούστου Comte* και του Τζων Στιούαρτ Μιλ*. Είχε όμως οδηγούς και δασκάλους τους Κοντιγιάκ*, Μπαιν και Χέγκελ*. Δίδασκε ότι στο σύμπαν* τα πάντα συμβαίνουν σύμφωνα με νόμους*, τους οποίους μπορεί να εντοπίσει η επιστήμη*, ξεκινώντας από τα αισθητά όντα και χρησιμοποιώντας τις μεθόδους των φυσικομαθηματικών. Απέρριπτε τις μεθόδους της θεωρητικής φιλοσοφίας, που στηρίζονται στη γενική και αφηρημένη ιδέα, προκειμένου να ε-
98
ξηγήσει την αντικειμενική πραγματικότητα*. Για την αποτελεσματικότητα όμως της •θετικιστικής αντιμετώπισης της συγκεκριμένης πραγματικότητας θέτει ως προϋπόθεση την ενοποίηση όλων των επιστημονικών νόμων και τύπων, την οποία αποκαλεί μεταφυσική*, διότι διαφορετικά ενεδρεύει ο κίνδυνος να έχουμε αποσπασματική αντίληψη της πραγματικότητας και να αποκοπούμε από την άπειρη συνέχεια των όντων*. Στο σημείο αυτό ο θετικισμός* του Ταιν συναντάται με την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Εγέλου, αλλά ο θετικισμός του διατηρεί το προβάδισμα. Για τα φυσικά και ψυχικά φαινόμενα, ακολουθώντας τους Τζων Στιούαρτ Μιλ και τον Μπαιν, δέχεται ότι είναι απόψεις ενός ενιαίου γεγονότος, είναι σύνθεση ενός πλήθους στοιχειωδών και απλών αισθημάτων. Ακολουθώντας την ίδια αναλυτική μέθοδο καθώς και τα δεδομένα της φυσιολογίας, επιχείρησε ο Ταιν να ερμηνεύσει και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσεται το ανθρώπινο πνεύμα* και δημιουργεί την τέχνη*, τη φιλοσοφία* και τον πολιτικό βίο, που είναι φυσικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, κατ' αυτόν. Για τον άνθρωπο* πιστεύει ότι αυτός είναι άγριος και ασελγής γορίλας, συγχρόνως όμως και ον μυστικιστικό, το οποίο παράγει φιλοσοφικές σκέψεις και ποιήματα, όπως ο μεταξοσκώληκας παράγει κουκούλια. Και διατυπώνοντας τη θεωρία του "περιβάλλοντος" υποστήριξε ότι κάθε δημιουργική εκδήλωση κυριαρχείται από τρεις παράγοντες: 1 ) Φυλή (race, δηλαδή εγγενείς βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές ιδιότητες), 2) στιγμή (moment, η ύπαρξη της φυλής σε μιαν ορισμένη ιστορική στιγμή) και 3) περιβάλλον (milieu, γεωγραφικές επιδράσεις εδάφους και κλίματος). Η αμοιβαία επίδραση των μερών αυτής της "τριάδας" καθορίζει την εμφάνιση της τεχνοτροπίας, των ειδών και των σχολών κατά την ανάπτυξη του δημιουργικού έργου των ανθρώπων. 1η μεθοδολογική βάση της "τριάδας" την αξιοποίησε ο Ταιν και για τη μελέτη των ιστορικών φαινομένων. Η επίδραση των θεωριών του Ταιν, και ιδίως η θεωρία του περιβάλλοντος, υπήρξε τεράστια σε όλο τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη. Έργα του Ταιν: Περί των Πλατωνικών προσώπων (1853), Οι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα (1857), Δοκίμια κριτικής και ιστορίας (1858), Ο Αγγλικός θετικισμός, μελέτη περί του Τζων Στιούαρτ Μιλ (1864), Φιλοσοφία της Τέχνης (1865)· το τελευταίο αυτό έργο το επανέκδω-
ταμπού σε το 1882, συμπληρωμένο με τις εξής μελέτες: Η φιλοσοφία της τέχνης στην Ιταλία (1868), Η φιλοσοφία της τέχνης στην Ολλανδία (1868), Η φιλοσοφία της τέχνης στην Ελλάδα (1869, και ελλην. μετάφρ. Α. Αγαθόνικος, εκδ. Φέξη) και Περί του Ιδεώδους στην τέχνη (1867). Αλλα έργα: Περί της νοήσεως (1870), Τελευταία δοκίμια κριτικής και ιστορίας (1892) κ.λπ.
και οικονομικές σχέσεις, που στηρίζονται στη συμφωνία. Αλλο σημαντικό έργο του Ταίνις είναι η Εισαγωγή στην κοινωνιολογία (1931), όπου δίνει μια καλή σύνοψη του εννοιολογικού του συστήματος. Δημ. Τοατσούλης
Ταϊχμύλλερ Γουσταύος (Teichmüller, 18321888). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος. Στη Βιβλιογρ.: Lacombe P., Taine, historien et sociologue διαμόρφωση των φιλοσοφικών του απόψεων (1909), • Chevrilion Α., Taine. formation de sa pensée καθοριστική επίδραση άσκησε ο Λάιμπντς* με (1932). · Schmidt Ο., Tains theorie des Verstehens (1936). τη "μοναδολογία" του, την οποία γνώρισε ο • Barrés M., Taine et Renan. - Gresson Α., Hippolyte Taine. Ταϊχμύλλερ μέσω του Λότσε* και του ΧέρSa vie, son oeuvre, avec un exposé de sa philosophie μπαρτ*. Είναι ο κύριος εισηγητής της χριστια(1951). νικής προσωποκρατίας (personalismus). Κατ' Απ. Τζαφερόπουλος αυτόν, μόνη πηγή της αλήθειας* είναι η ανΤαΙνις (Tönnies) Φέρντιναντ (Σλέσβιγκ, θρώπινη προσωπικότητα*, διότι η πρώτη άμεση 26/7/1855 - Κίελο, 11/4/1936). Γερμανός κοι- γνωστική επαφή που έχει είναι ο εσωτερικός νωνιολόγος, ένας από τους πρώτους που συ- της κόσμος. Τα άλλα (χώρος*, χρόνος*, ύλη*, νέβαλαν στη διαμόρφωση της κοινωνιολογίας* ιδέες) είναι δευτερογενείς πηγές γνώσεως ως αυτόνομης επιστήμης* στη Γερμανία. Μετά της αλήθειας*. Το "υπαρξιακό Εγώ" είναι αιώτο πέρας των σπουδών του πέρασε όλη την α- νιο και άφθαρτο, ενώ όλος ο εξωτερικός κόκαδημαϊκή του ζωή στο Πανεπιστήμιο του Κιέ- σμος είναι φαινομενικός. Μόνες πραγματικόλου από το οποίο τον καθαίρεσαν το 1933 οι τητες είναι οι ψυχικές ουσίες, συνειδήσεις, ναζί. Το 1887 δημοσίευσε το πρώτο και σημα- που υπάρχουν ως προσωπικές μονάδες. Από ντικότερο έργο του, το Κοινότητα και κοινω- τις θέσεις του αυτές αντιτάχθηκε τόσο στον νία, το οποίο άσκησε έκτοτε μεγάλη επίδραση θετικισμό* και τον εξελικτικισμό* (evolutioστην κοινωνιολογική σκέψη. Σύμφωνα με τον nismus), όσο και στον παραδοσιακό πλατωνιΤαίνις, όλες οι κοινωνικές σχέσεις είναι δημι- σμό*. Ιδιαίτερα στράφηκε κατά του Δαρβινιουργήματα της ανθρώπινης βούλησης. Διακρί- σμού*, τον οποίο κατηγορούσε για την απολυνει δύο είδη βουλήσεων. Η πρώτη είναι η φυσι- τοποίηση του τυχαίου. Ασκησε επίδραση στον κή ή οργανική, που είναι ενστικτώδης και κα- Φ. Νίτσε*, τον Ρ. Όικεν'ν.ά. Εργα του: Αριτευθύνει την ανθρώπινη δραστηριότητα με υ- στοτέλους φιλοσοφία της τέχνης, Περί της απολανθάνοντα τρόπο. Η δεύτερη είναι η ηθε- θανασίας της ψυχής, Το πλατωνικό ζήτημα, λημένη ή λογική ή αυθαίρετη βούληση, που κα- Δαρβινισμός και φιλοσοφία κ.ά. θορίζει την ανθρώπινη δράση σε σχέση με το μέλλον. Η πρώτη κυριαρχεί στη ζωή των χωρι- Βιβλιογρ.: Κοζλόφ Α., Ο Γουσταύος Ταιχμύλερ, "Ζητήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας" (1894).- Szylkorski W., κών και βιοτεχνών, του κοινού λαού, ενώ η Teichmullers philosophische Entwicklungsgang (1938). δεύτερη στις τάξεις των βιομηχάνων, επιστηΑπ. Τζ. μόνων και γενικά ατόμων που ασκούν εξουσία. Από την πρώτη κατέχονται οι νέοι και οι γυναίτα(ε)μπεραμέντο, βλ. ιδιοσυγκρασία κες, από τη δεύτερη οι άντρες και οι γεροντότεροι. ταμπού (Taboo) ή ηθικοκοινωνικός φραγμός. Με βάση τα δύο αυτά είδη βουλήσεων ο Ταίνις Είναι η απαγόρευση κάποιων πράξεων ή αναδιακρίνει και δύο είδη κοινωνικών σχηματι- φοράς σε κάποια θέματα, η οποία επιβάλλεται σμών: στο πρώτο είδος αντιστοιχεί η κοινότη- από την κοινωνία. Στις πρωτόγονες κοινωνίες τα ενώ στο δεύτερο η κοινωνία*. Ως μορφές ως ταμπού χαρακτηρίζονταν πράξεις που έκοινότητας, ο Ταίνις εξέτασε την οικογένεια*, πρεπε να αποφεύγονται, αντικείμενα που δεν τη γειτονιά και τη φιλική ομάδα, ενώ ως μορ- έπρεπε να αγγίζονται κ.λπ. Γενικά η λέξη δήφές κοινωνίας ανέλυσε την πόλη και το κρά- λωνε τις απαγορεύσεις που επέβαλλε η θρητος*. Για τον Ταίνις, η μεν κοινότητα χαρακτη- σκεία* ή η μαγεία*. Τα ταμπού συνετέλεσαν ρίζεται από τον συναισθηματικό και πνευματι- στη δημιουργία νομοθεσίας και την επιβολή κό δεσμό, ενώ η κοινωνία από τις συμβατικές της δημόσιας τάξης· από αυτά επίσης προκλή-
99
τάμπουλα ράζα θηκε -κατά éva μεγάλο μέρος- το αίσθημα της ντροπής και της αμαρτίας*. Για τον Freud* και την ψυχανάλυση*, το ταμπού είναι η απώθηση των ερωτικών επιθυμιών που δεν γίνονται κοινωνικά αποδεκτές (π.χ. η αιμομιξία). Τα ταμπού είναι προϊόντα των πολιτισμένων κοινωνιών, όπου τα πρωτόγονα συναισθήματα του ανθρώπου δεν έχουν θέση. Η πολιτισμένη κοινωνία έχει απαγορεύσει καθετί το ένοχα επιθυμητό. Εδώ έρχεται να λειτουργήσει ο μηχανισμός της απώθησης. Ο Freud πιστεύει ότι τα ταμπού και οι νευρώσεις παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία, τα οποία έγκεινται τόσο στις παράλογες απαγορεύσεις που τα προκαλούν όσο και στην ευκολία μετάθεσης των απαγορευμένων αντικειμένων. Βιβλιογρ.: Freud S.. Totem and Taboo. New York, 1916. Βασιλική Παππά
τάμπουλα ράζα (tabula rasa, αρχ. γραμματείον κενόν). Όρος που δηλώνει την αρχική κατάσταση της ανθρώπινης συνείδησης. Ετσι αποκαλούν την προεμπειρική κατάσταση της ψυχής οι οπαδοί της εμπειριοκρατίας* και της αισθησιαρχίας*, σε αντίθεση προς τους ορθολογιστές (βλ. Καρτέσιο και Λάιμπνιτς), εννοώντας ότι η ψυχή καθεαυτή είναι άγραφος χάρτης, στερείται δηλαδή των όποιων a priori γνωσιολογικών στοιχείων και μόνο η εμπειρία* και η κατ' αίσθηση αντίληψη* πορίζουν σ' αυτήν τις εντυπώσεις και παραστάσεις των εξωτερικών αντικειμένων. Η νόηση από μόνη της δεν μπορεί να παραγάγει έννοιες και αρχές ανεξάρτητα από την εμπειρία*. Στοιχεία αυτής της αντίληψης βρίσκουμε ήδη στον Αριστοτέλη* (βλ. Περί Ψυχής) και αργότερα στους Στωικούς*, ενώ επαναλαμβάνονται από τη "σχολαστική φιλοσοφία"*, η οποία χαρακτήρισε τη ψυχή του παιδιού ως "χάρτην ενεργόν προς απογραφήν". Από τους σχολαστικούς δανείστηκε τον εν λόγω όρο ο Αγγλος φιλόσοφος Τζων Λοκ* (1632-1704), ο οποίος στο περίφημο έργο του Δοκίμιο περί της ανθρώπινης νόησης υποστήριξε πως πριν από την επίδραση της εμπειρίας η ψυχή είναι λευκός χάρτης (white paper), πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται με ιδέες και έμφυτες στη συνείδηση αρχές, ούτε θεωρητικές ούτε πρακτικές, αλλά τις αποκτά κατά την εξελικτική πορεία της ζωής* μέσω της εμπειρίας. Η εμπειρία είτε πηγάζει από την εξωτερική αίσθηση (sensation), οπότε λαμβάνουμε γνώση των αντικειμένων και του κόσμου γύρω μας, είτε από την εσωτερική ψυχική ενέργεια
100
(reflexion), οπότε λαμβάνουμε επίγνωση των αντιδράσεων που προκαλούν στη ψυχή μας οι εντυπώσεις. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, ο Λοκ εξέθεσε και τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις (βλ. Μερικές σκέψεις για την εκπαίδευση, 1693). Στον τομέα της ηθικής*, οι προεκτάσεις της αντίληψης αυτής οδηγούν στη θεωρία του ευδαιμονισμού*. Ευτυχία Ξυδιά
Ταντρισμός. Από τις θεμελιώδεις τάσεις της ινδικής θρησκευτικότητας, με ιδιαίτερες αποχρώσεις στην ινδουϊστική και τη βουδιστική παράδοση. Οι ρίζες του ταντρισμού πρέπει να αναζητηθούν στη μπάκτι* θρησκευτικότητα μέσα στην οποία εμφανίστηκαν οι περίφημες τάντρας, κείμενα δηλαδή που απηχούν τη φιλοσοφία του ταντρισμού. Ο ινδουίστικός ταντρισμός προηγείται του βουδιστικού και άνθησε μεταξύ 9ου και 14ου αι. Οι ταντρικές πρακτικές συνδέονται και στηρίζονται σε μια λεπτεπίλεπτη φυσιολογία, ανάλογη μ' εκείνη της γιόγκα*, αλλά εκφράζεται με μια "διπλή γλώσσα", που περιέχει σεξουαλικούς υπαινιγμούς. Βλέπει τον αισθητικό κόσμο όχι σαν απατηλό αντικατοπτρισμό της συνείδησης*, αλλά σαν πραγματική μεταμόρφωση της έσχατης πραγματικότητας και δίδει μεγάλη σημασία στη σωματικότητα κατά την αναζήτηση της απελευθέρωσης. Υπάρχει, κατά τον ταντρισμό, μια διπολικότητα, με ισοδύναμους τους δύο πόλους, τον ενεργητικό και τον παθητικό, τον θετικό και τον αρνητικό, το αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο. Η διπολικότητα αισθητοποιείται στην παράσταση της ανδρόγυνης θεότητας, του Σίβα και της Σάκτι, και πραγματώνεται στην εκστατική βιολογική λειτουργία της σεξουαλικότητας. Ως μέσα για την πρακτική της απελευθέρωσης θεωρούνται: τα "μάντρα", δηλαδή τα ηχητικά βοηθήματα αυτοσυγκέντρωσης, τα "γιάντρα", δηλαδή τα διαγράμματα των θεοτήτων που αισθητοποιούν τη διπολικότητα, τα "τσάκρα", δηλαδή τα κέντρα ενέργειας στο ανθρώπινο σώμα, τα "μούντρα",δηλαδή οι χειρονομίες που διεγείρουν ψυχοφυσικές επενέργειες, και τέλος η "νυάσα", δηλαδή η ταύτιση με τη θεότητα και η αποδοχή θείων ποιοτήτων στο σώμα, την ψυχή* και το πνεύμα*. Η σπουδαιότερη μορφή βουδιστικού ταντρισμού είναι η "Βαζραγιάνα" ή "Οχημα του Διαμαντιού", που ακόμα και το όνομά της έχει σχέση με τον σεξουαλικό συμβολισμό (βάζρα = φαλλός). Κάθε ταντρικό κείμενο περικλείει
τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων δύο πιθανές εξηγήσεις: η πρώτη αναφέρεται σε μια απόκρυφη τελετουργία, που καταλήγει σε μια σεξουαλική ένωση με σκοπό την απόκτηση της φώτισης, ενώ η άλλη αναφέρεται στο μεταφυσικό επίπεδο. Βιβλιογρ.: Α. Bharati, Die Tantra-Tradition, Freiburg. 1977 - J. Hopkins, The Tantric Distinction, London, 1984. Μεξ. Καριώτογλου
τάξεις κατεστημένες ή νομοκατεστημένες ή καταστάσεις (αγγλ. estate, γερμ. Stand, γαλ. état, ρωσ. soslovie). Κατηγοριοποιήσεις του πληθυσμού των προκεφαλαιοκρατικών ταξικών "κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών"·, στις οποίες υπερτερούν οι φυσικής προέλευσης σχέσεις (δεσμοί αίματος, σχέσεις προς τη μετασχηματιζόμενη από την ιδιωτική ιδιοκτησία* κοινότητα). Με την εμφάνιση των ανταγωνιστικών τάξεων* αρχίζει ο μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης δεσμών (φυλών, γενών κ.λπ.). Όσο οι τελευταίοι δεν έχουν μετασχηματισθεί πλήρως, δεν συνυπάρχουν απλώς μηχανικά, παράλληλα με τις δομούμενες βάσει της εκάστοτε κυρίαρχης μορφής ιδιωτικής ιδιοκτησίας κοινωνικές τάξεις, αλλά είναι συνυφασμένοι με αυτές και (στον βαθμό που διαφοροποιούνται από αυτές) αλληλεπιδρούν οργανικά. Οι κατεστημένες και κληρονομικά διαβιβαζόμενες ιεραρχικές σχέσεις συγκροτούνται βάσει των διατηρούμενων στην ταξική κοινωνία σε ανηρμένη (βλ. άρση"), μετασχηματισμένη (από τις σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας) μορφή φυσικής πρέλευσης σχέσεων. Δεν είναι πολιτικού και δικαιικού χαρακτήρα μόρφωμα, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξή τους έχει και ορισμένη πολιτική - νομική έκφραση (θεσμοθετημένα δικαιώματα, υποχρεώσεις, προνόμια, διακρίσεις*, αποκλεισμοί, οργάνωση*, ιεραρχία", πολιτική εκπροσώπηση). Τα παραπάνω καθιστούν μάλλον ανακριβή τον όρο "νομοκατεστημένη", αλλά και τις απόψεις π.χ. περί δεσπόζουσας θέσης της πολιτικής και του δικαίου* έναντι της οικονομίας επί δουλοκτησίας κ.λπ. Οι κληρονομικά διαβιβαζόμενες κατεστημένες τάξεις δεν συνιστούν καΒαρά πολιτικού - νομικού χαρακτήρα μόρφωμα και για έναν επιπλέον λόγο: σε αυτές δεν έχουν καταστεί πλήρως διακριτές μεταξύ τους η πολιτική - δικαιική πλευρά από τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή συνιστούν εν πολλοίς συγκεχυμένο συγκρητικού χαρακτήρα μόρφωμα. Μόνον επί κεφαλαιοκρατίας* καθίστανται πλή3ως διακριτές όλες οι πλευρές της κοινωνικής
ζωής (οικονομία, πολιτική, δίκαιο, μορφές κοινωνικής συνείδησης), οπότε και κυριαρχεί πλέον η διαίρεση σε κοινωνικές τάξεις, ενώ ο απόηχος των κατεστημένων ιεραρχικών δομών λειτουργεί (όπου υπάρχει) ως "αταβισμός" συμβολικού μάλλον χαρακτήρα (αριστοκρατία, τίτλοι ευγενείας, δυναστείες, μοναρχίες κ.λπ.). Βλ. επίσης: τάξεις κοινωνικές, δουλοκτησια, φεουδαρχία. Δ. Πατέλης
τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων. Θεμελιώδης έννοια της κοινωνικής φιλοσοφίας (θεωρίας), η οποία επισημαίνει τον τύπο διαφοροποίησης, ομαδοποίησης, ιεραρχίας*, οργάνωσης* και ένταξης ατόμων και ομάδων στην κοινωνία*, κατά τα στάδια εκείνα της ιστορίας της ανθρωπότητας στα οποία δεσπόζει η διαφορά, η αντίθεση και η αντίφαση* "συμφερόντων κοινωνικών"*. Στα στάδια αυτά η κοινωνία διασπάται σε φορείς διαφορετικών, αντιθέτων και αντιφατικών συμφερόντων και η ανάπτυξη της ως ολότητας προωθείται σε τελευταία ανάλυση μέσω της διαπάλης των εν λόγω φορέων, μέσω της διάσπασης και της σύγκρουσης, μέσω της αντιφατικότητας και της πάλης των τάξεων. Οι τάξεις διαφορίζονται και συγκροτούνται προπαντός στον πυρήνα της κοινωνίας, στο εσωτερικό του κοινωνικού "τρόπου παραγωγής"*. Οι "σχέσεις παραγωγής"' καθορίζουν άμεσα το ποσόν και το ποιόν των καταναλωτικών αγαθών που ιδιοποιείται ο κάθε άνθρωπος*, τη θέση, τον ρόλο και τη σημασία των ανθρώπων στη συνολική εργασία*. Η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται με τον τύπο εκείνο "καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας"* που χαρακτηρίζεται από την "αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"*. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει εδώ ο καθοριζόμενος από τα εμπράγματα συστατικά στοιχεία της εργασίας (μέσα παραγωγής*, αντικείμενο της εργασίας, τεχνική*) χαρακτήρας της εργασίας, ο οποίος μπορεί να επενεργεί ευεργετικά στην ανάπτυξη του ανθρώπου είτε να είναι επιβλαβής (επαχθής, μονότονος, εξουθενωτικός κ.λπ.). Στη δεύτερη περίπτωση υπερτερεί στην κοινωνία η τάση αποφυγής της εργασίας, η οποία τάση μπορεί να ικανοποιείται για ελάχιστο μέρος μελών της κοινωνίας εις βάρος κάποιων άλλων, γεγονός που προκαλεί εχθρικές σχέσεις αντιπαλότητας. Η κυριαρχία του επιβλαβούς κ.λπ. χαρακτήρα της εργασίας συνδέεται με τις ιστορικές βαθμίδες κατά τις οποίες
101
τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων υπερτερούν εργασιακές διαδικασίες με "μέσα παραγωγής"* που απαιτούν ως υποκείμενο* της εργασίας μεμονωμένο άτομο ή μέρη της κοινωνίας (και όχι το σύνολο της κοινωνίας). Τουναντίον, όπου και όταν δρομολογείται η κυριαρχία της ευεργετικής επίδρασης της εργασίας στην ανάπτυξη του ανθρώπου και η εργασία από καταναγκαστική ενασχόληση μετατρέπεται σε ανάγκη, οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν την αποφυγή της εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση πιθανότητες αντιφάσεων στο εργασιακό πεδίο συνδέονται με την ύπαρξη επιδιώξεων των ανθρώπων για ορισμένου (ποσοτικά και ποιοτικά) τύπου εργασία, οι οποίες υπερβαίνουν τις αντικειμενικές δυνατότητες της κοινωνίας. Από την άποψη των καταναλωτικών αγαθών, ιδιαίτερη σημασία για την ύπαρξη των τάξεων έχει η δυνατότητα (ποσοτικά και ποιοτικά) ικανοποίησης των (βιολογικών πρωτίστως) αναγκών* των ανθρώπων. Όσο τα καταναλωτικά αγαθά που παράγονται στην κοινωνία υπερβαίνουν το ελάχιστο όριο των αναγκών του ανθρώπου, αλλά υπολείπονται κατά πολύ του βέλτιστου ορίου (βλ. μέτρο), επικρατεί στην κοινωνία διαπάλη και εχθρικότητα, ενώ όταν ικανοποιούν το βέλτιστο όριο εξαλείφονται και οι όροι αυτής της διαπάλης. Γενικά όπου και όταν δεν επαρκούν για όλους τους αμοιβαία συσχετιζόμενους ανθρώπους οι δυνατότητες πλήρους ικανοποίησης των αναγκών τους (βιολογικών αναγκών, αναγκών του γένους, ανάγκης για εργασία), το σταθερό αποτέλεσμα της (ταξικής) διαπάλης δεν είναι η εξίσωση της ιδιοποίησης και της διανομής, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών των μεν εις βάρος της ικανοποίησης των αναγκών των δε. Τότε η ικανοποίηση των αναγκών των δεύτερων είναι κατά κανόνα κατώτερη από το επίπεδο ικανοποίησης που θα διασφάλιζε τυχόν εξίσωση, η ανάπτυξη των μεν (μειονότητες της κοινωνίας) πραγματοποιείται εις βάρος της ανάπτυξης των δε και επικρατούν σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και η πάλη των τάξεων αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα της διαδικασίας διαμόρφωσης της κοινωνίας και των σχέσεων παραγωγής που συνδέονται με την ιδιωτική ιδιοκτησία*. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τάξεις και η πάλη των τάξεων είναι αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα φαινόμενο*, απλώς και μόνο τύπος σχέσεων παραγωγής. Οι τελευταίες αλληλεπιδρούν ιδιότυπα σε
102
κάθε στάδιο της ανάπτυξής τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση και με τις προϋποθέσεις της κοινωνίας με τον άνθρωπο ως βιολογική οντότητα. Μετατρέπουν π.χ. την οικογένεια* σε οικονομικό (και όχι απλώς βιολογικό) πυρήνα της κοινωνίας, ο τύπος της οποίας συναρτάται με τον εκάστοτε ιστορικά κυρίαρχο τύπο του υποκειμένου της εργασίας. Από τη στενά κοινωνική σκοπιά οι τάξεις προβάλλουν κατ" εξοχήν από την άποψη του γεγονότος ότι η θέση, ο ρόλος και η σχετική ενότητα της κατάστασης των μελών τους στον κοινωνικό τρόπο παραγωγής εκδηλώνονται μέσω της ομολότητας του τρόπου ζωής των ατόμων που τις απαρτίζουν (μέσω της ομοιότητας των συνθηκών εργασίας, παραγωγής και του τρόπου επίδρασης των τελευταίων στα άτομα, στο "βιοτικό τους επίπεδο"* κ.λπ.). Από αυτή τη σκοπιά η ενότητα της τάξης προβάλλει μέσω της ομοιότητας των ζωτικών συμφερόντων των ατόμων που την απαρτίζουν. Οσο η παραγωγική σχέση προς τη φύση* και οι σχέσεις παραγωγής εξετάζονται ως αμετάβλητες στα πλαίσια ορισμένου "τρόπου παραγωγής"*, οι τάξεις προβάλλουν στατικά και τα άτομα που τις απαρτίζουν ως απλοί φορείς των σχέσεων παραγωγής (που διαφέρουν ως προς τη θέση, τον ρόλο κ.λπ.). Στον βαθμό που αποκαλύπτεται ότι η μεταβολή των σχέσεων παραγωγής, του τρόπου παραγωγής, αλλά και της κοινωνίας συνολικά εξαρτάται από τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είναι απλώς φορείς της εργασίας και των σχέσεων παραγωγής, προβάλλει στο προσκήνιο το γεγονός ότι οι τάξεις απαρτίζονται από άτομα με συνείδηση και αυτοσυνείδηση (προσωπικότητες*), τα οποία ως υποκείμενα (συλλογικά και ατομικά) αναπτύσσουν πολύπλευρη και πολυεπίπεδη δραστηριότητα. Το κατ' εξοχήν πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού είναι η πολιτική* και η ιδεολογία* (ιδιαίτερα επί κεφαλαιοκρατίας). Στην ταξική κοινωνία όλες οι μορφές "συνείδησης κοινωνικής"*, οι κοινωνικές επιστήμες και η φιλοσοφία* χαρακτηρίζονται (ρητά είτε συγκαλυμμένα) από έντονη τοξικότητα, παρά το γεγονός ότι συχνά προβάλλονται με το προσωπείο του "αντικειμενισμού"*, της "ιδεολογικής και αξιολογικής ουδετερότητας", του "υπερταξικού", του "εθνικού" κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και για το σύνολο του εποικοδομήματος (βλ. βάση και εποικοδόμημα). Κυρίαρχη ιδεολογία της ταξικής κοινωνίας είναι (όπως απέξειξε ο Μαρξ*) η ιδεολογία της εκάστοτε άρ-
τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων χουσας τάξης, η οποία παράγεται και αναπαράγεται άμεσα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων από τις κυρίαρχες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, ενώ συγκροτείται, συστηματοποιείται και διαδίδεται από τους ιδεολόγους, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τη συνολική θεσμικότητα αυτής της τάξης, σε διαρκή αντιπαλότητα με την ιδεολογία των καταπιεζόμενων τάξεων. Η θεωρητική εξέταση της ιστορίας αποδεικνύει ότι οι τάξεις αποτελούν ιστορικά συγκεκριμένο φαινόμενο παροδικού χαρακτήρα. Οι ταξικές εκμεταλλευτικές κοινωνίες ανακύπτουν από την προταξική πρωτόγονη κοινότητα μαζί με την εμφάνιση της δυνατότητας σταθερής, διαρκούς παραγωγής ενός πλεονάσματος, το οποίο υπερβαίνει τα άκρως απαραίτητα για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης των μελών της κοινωνίας. Η ύπαρξη των τάξεων βρίσκει (και θα βρίσκει) ιστορική "δικαίωση" όσο δεν γίνεται εφικτή η βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, αν όχι όλων, τουλάχιστον της πλειονότητας των μελών της κοινωνίας. Δεδομένου ότι οι ταξικοί "κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί"* χαρακτηρίζουν τη διαμόρφωση της κοινωνίας ως βαθμιαίο μετασχηματισμό των φυσικής προέλευσης δεσμών σε κατ' εξοχήν κοινωνικούς, συνιστούν διαβαθμίσεις αλληλεπίδρασης μετασχηματισμού της κοινότητας από την ιδιωτική ιδιοκτησία μέχρι την ουσιαστική "άρση" της πρώτης, όταν η δεύτερη αποκτά αντίστοιχη του εαυτού της βάση (κεφαλαιοκρατία), οπότε και οι τάξεις εμφανίζονται στην πλέον ανεπτυγμένη, καθαρή μορφή τους. Στη δουλοκτησία* ο δούλος συνιστά ουσιαστικά αντικείμενο ("ομιλούν εργαλείον"), ενώ οι φυσικής προέλευσης σχέσεις κυριαρχούν άμεσα και υπερτερούν ποσοτικά: Η άμεσα κυρίαρχη βάση διαφοροποίησης των μελών της δουλοκτητικής κοινωνίας είναι ο βαθμός και ο χαρακτήρας της σχέσης τους προς την φυσικής προέλευσης συλλογικότητα προς την κοινότητα. Η διαίρεση π.χ. των πολιτών των αρχαίων Αθηνών είτε της Ρώμης ως προς τον βαθμό των ελευθεριών (δικαιωμάτων αντιπροσώπευσης, αρμοδιοτήτων κ.λπ.) πραγματοποιείται ουσιαστικά με κριτήριο τον βαθμό της σχέσης προς την κοινότητα (φατρίες, δήμοι, φυλές, πολίτες, μέτοικοι κ.λπ.). Επί δουλοκτησίας δεν υπάρχει σύμπτωση μεταξύ "τάξεων κατεστημένων" (κληρονομικού χαρακτήρα δεσμοί αίματος προς την κοινότητα) και κοινωνικών τάξεων: οι δούλοι εξαιρούνται από
τις πρώτες, ενώ οι δουλοκτήτες δεν συνιστούν ιδιαίτερη κληρονομική τάξη. Επί φεουδαρχίας* όσοι υφίστανται την εκμετάλλευση, για πρώτη φορά στην ιστορία, εντάσσονται στη ζωή της κοινωνίας όχι μόνο ως μέσα παραγωγής, αλλά και ως μέλη των σχέσεων παραγωγής. Εδώ γαιοκτήμονας και δουλοπάροικος προβάλλουν ως ιδιότυπα παρακολουθήματα της γης και παρατηρείται γενικά σύμπτωση μεταξύ κατεστημένων και κοινωνικών τάξεων, (ευγενείς - αγρότες*). Επί κεφαλαιοκρατίας* δεν υπάρχουν πλέον φυσικοί δεσμοί μεταξύ ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και δεν υφίσταται σωματική κατοχή (ο μη ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής, ο εργάτης, δεν συνιστά πλέον κτήμα του ιδιοκτήτη, αλλά διαθέτει για ορισμένο χρόνο την ικανότητά του προς εργασία, την εργασιακή του δύναμη στον κεφαλαιοκράτη - αστό), γεγονός που εκφράζεται και ως νομική ελευθερία (βλ. δίκαιο). Στους δύο πρώτους ταξικούς σχηματισμούς η πάλη των κυρίως καταπιεζόμενων τάξεων (παρά τον απεγνωσμένο συχνά χαρακτήρα των εξεγέρσεων* δούλων και δουλοπάροικων) δεν οδηγεί στον ανώτερο σχηματισμό. Η μετάβαση αυτή πραγματοποιείται είτε με την καταλυτική επίδραση εξωτερικών επιδρομών (από τη δουλοκτησία στη φεουδαρχία) είτε με ταξικούς αγώνες επικεφαλής των οποίων είναι η εξωτερική ως προς την ουσία της φεουδαρχίας ανερχόμενη "αστική τάξη"*, η οποία με την "αστική επανάσταση"* οδηγεί στην κεφαλαιοκρατία. Τα δεδομένα αυτά αποδεικνύουν ότι η πάλη των τάξεων, ως εκδήλωση της αντιφατικότητας που διέπει την ιστορική νομοτέλεια*, αποτελεί την "κινητήρια δύναμη της ιστορίας" (Μαρξ), διεξάγεται σ' όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό) και με διάφορα επίπεδα συνειδητότητας (βλ. συνειδητό και αυθόρμητο). Κατά τον Μαρξ η "εργατική τάξη"* είναι νομοτελειακά επιφορτισμένη με το ιστορικό καθήκον της διεξαγωγής της "σοσιαλιστικής επανάστασης"* μέσω της οποίας δρομολογείται η μετάβαση στην αταξική κοινωνία. Η πάλη των τάξεων επί κεφαλαιοκρατίας "παγκοσμιοποιείται" και, λόγω της ανισομερούς ανάπτυξης, παίρνει τη μορφή της εκμετάλλευσης ασθενώς ανεπτυγμένων χωρών από τις ανεπτυγμένες. Με τις πρώτες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις μετατρέπεται και σε ανταγωνισμό κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων. Συχνά, κατά έναν άκρως αντιεπιστημονικό τρόπο, τίθεται υπό αμφισβήτηση η θεωρητική
103
τάξη και πρακτική σημασία της έννοιας των τάξεων, με την επίκληση του περίπλοκου και της πολυμορφίας της διαστρωμάτωσης των σύγχρονων κοινωνιών. Η ύπαρξη των τάξεων και της ταξικής διαπάλης διαπιστώθηκε από τους αστούς ιστορικούς (Α. Thiers, Α. Thierry, F. P. G. Guizof) και οικονομολόγους (ιδιαίτερα A. Smith* και D. Ricardo*). Συστηματική θεωρητική εξέταση του θέματος παρατηρείται στον Κ. Μαρξ, ο οποίος ανακάλυψε όπως επισημαίνει ο ίδιος: 1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνο με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής, 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η δικτατορία αυτή αποτελεί η ίδια μόνο τη μετάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την αταξική κοινωνία". Στον Β. I. Λένιν* ανήκει ο συνοπτικός - χρηστικός ορισμός των τάξεων ως μεγάλων ομάδων ανθρώπων διακρινόμενων μεταξύ τους "ως προς τη θέση τους σ' ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής, ως προς τη σχέση τους (που κατά το μεγαλύτερο μέρος κατοχυρώνεται και μορφοποιείται σε νόμους) με τα μέσα παραγωγής, ως προς τον ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και, συνεπώς, και ως προς τους τρόπους κατανομής και το μέγεθος του μεριδίου του κοινωνικού πλούτου το οποίο διαθέτουν. Οι τάξεις είναι ομάδες ανθρώπων, από τις οποίες η μία μπορεί να ιδιοποιείται την εργασία της άλλης, εξαιτίας της διαφορετικής τους θέσης στο συγκεκριμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής". Στην κοινωνική θεωρία υπάρχει πληθώρα εγχειρημάτων συγκάλυψης, αποσιώπησης και υποβάθμισης της πάλης των τάξεων. Ο λειτουργισμός* λ.χ. αν αναφέρεται στην ύπαρξη τάξεων, επικεντρώνει την προσοχή του στον εργαλειακό τους ρόλο, από την άποψη της πρόσληψης και εκτέλεσης των προκαθορισμένων ρόλων* που διασφαλίζουν την ενσωμάτωση*. Αλλοτε ανάγεται το πρόβλημα σε ταξινομικό με κριτήριο το ύψος των εισοδημάτων, το γόητρο, τις προσδοκίες κ.λπ. (W. L. Warner, Μ. Halbwachs*, L. Reissman κ.ά.) και υποβαθμίζεται σε αυθαίρετο νομιναλιστικό παίγνιο κριτηρίων. Αλλοτε πάλι προτάσσεται κυνικά και απροκάλυπτα το συμφέρον των κυρίαρχων τάξεων και η "χρησιμότητα" της εκμετάλλευσης (ρατσισμός*, "ελίτ θεωρίες", Η. Gans κ.ά.). Βλ. επίσης: αγρότες, συνείδηση ταξική, επανάσταση κοινωνική, εξέγερση, εξουσία, αντεπανάσταση, κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός,
104
τάξεις κατεστημένες, τάξη "καθ'εαυτήν" και "τάξη δι' εαυτήν", αστική επανάσταση, σοσιαλιστική επανάσταση, διεθνισμός. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς. Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος.- Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1-3. Σ.Ε.- Β. I. Λένιν, Η μεγάλη πρωτοβουλία, "Απαντα". Σ.Ε., τ. 39.- Fisenstadt S. Ν., Social differentiation and stratificati in, Illinois, 1971.- Π. Παπαδόπουλος. Η ταξική διάρθρωιη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αθήνα, 1981.- ΕΚΚΕ, Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα. τόμ. Α-B. Αθήνα, 1990.- Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988. Δ. Πατέλης
τάξη (order, class). Η σειρά, η κανονική και λογική διαδοχή καταστάσεων, γεγονότων, πραγμάτων συνδεδεμένων μεταξύ τους μέσα σε μια σχέση μηχανιστική ή ποσότητας, ποιότητας ή ακόμη και σκοπού. Σύμφωνα με τον J. Lachelier*, η τάξη κυριαρχείται από ένα πνεύμα που διαπερνά καθέναν από τους όρους της, τους κατέχει και τους συνέχει. Στη λογική* η τάξη είναι ένα σύνολο διατεταγμένων και συντεταγμένων πραγμάτων, τα οποία προσδιορίζονται από μία ή περισσότερες ιδιότητες, τις ίδιες για όλα. Είναι συνεπώς η τάξη μια ιδέα που αναφαίνεται ως είδος, ως μορφή ενός συνόλου και που αντιπροσωπεύει ένα σύνολο ως γένος, ως μια γενική εικόνα του συνόλου αυτού. Νικ. Οικονομίδης
τάξη 6Γ εαυτήν - τάξη καθ' εαυτήν. Στη μαρξιστική ορολογία αποδίδεται με τον όρο "τάξη δι' εαυτήν" η κοινωνική τάξη η οποία δεν έχει ακόμη συνείδηση της ύπαρξής της, με την έννοια ότι δεν αναγνωρίζει και δεν κατανοεί τα συμφέροντά της και τον ρόλο που διαδραματίζει στο κοινωνικό γίγνεσθαι, παρά το γεγονός ότι οι ταξικοί της φίλοι βρίσκονται στην ίδια ταξική θέση. Αυτό σημαίνει πως το να βρίσκεται κανείς στην ίδια ταξική θέση με κάποιους άλλους δεν αρκεί για να αποτελέσει μαζί τους κοινωνική τάξη με την πραγματική, μαρξιστική έννοια του όρου, αλλά χρειάζεται και να έχει κανείς συνείδηση αυτού του γεγονότος, να αποτελεί δηλαδή τάξη καθ' εαυτήν. Μόνο τότε μπορεί η συγκεκριμένη ταξική ένταξη να παίξει αποφασιστικό ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Τη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών μπορεί κανείς να κατανοήσει αν συγκρίνει τις "νομοκατεστημένες τάξεις" (Staende) και τη μπουρζουαζία (Bourgeoisie). Μια νομοκατεστημένη τάξη στη φεουδαρχία αποτελούσε τάξη δι' εαυτήν σε αντίθεση με τη μπουρζουαζία, η
Ταοίσμός οποία ήταν τάξη "καθ' εαυτή ν", με την έννοια ότι παρουσιάζει μια οργάνωση όχι μόνο σε τοπικό, αλλά σε εθνικό επίπεδο, έχει δώσει στα συμφέροντό της καθολικό χαρακτήρα και παίζει αποφασιστικό ρόλο σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, ιδιαίτερα στο πολιτικό, δηλαδή στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Ο Marx* παρατηρεί πως αυτονομία του κράτους στη βιομηχανική εποχή συναντά κανείς μόνο εκεί που οι νομοκατεστημένες τάξεις παίζουν ακόμα ένα ρόλο. Μια τάξη μπορεί να υπάρχει σε σχέση με μια άλλη, έστω και αν δεν υπάρχει ακόμα σε σχέση με τον εαυτό της. Για να προβληθεί όμως σαν τάξη πρέπει η ταξική συνείδηση να μετατραπεί σε ταξική ιδεολογία και να διαμορφωθούν και οι δύο σε συνάρτηση με την ταξική πάλη*. Βιβλιογρ.: Gurvitch G.. Μελέτες για τις Κοινωνικές Τάξεις. εκδ. Gutenberg. Αθήνα. 1976.- Marx Κ. - Engels F.. Το κομμουνιστικό μανιφέστο, εκδ. Θεμέλιο. 1982 - Marx Κ. - Engels F.. Die Deutsche Ideologie, στο: Marx/Engels Werke, i. 3, Dielz Verlag. Berlin, 1969. Xp. Νόβα - Καλτσούνη
ταξική πάλη, βλ. τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων ταξινόμηση. Όρος της Λογικής* και της Μεθοδολογίας*" σημαίνει συστηματική διάταξη εννοιών" ή αντικειμένων ή τάξεων" ομοειδών αντικειμένων - θεμάτων με "βάση" κάποιο ουσιαστικό γνώρισμά" τους. Λογουχάρη, έχουμε ταξινόμηση των επιστημών με βάση (κριτήριο) το αντικείμενο τους (μαθηματικές, φυσικές κ.λπ.) ή τη μέθοδο τους (θεωρητικές, πειραματικές). Η ταξινόμηση είναι λειτουργία αναγκαία για τον νου προκειμένου να βάλει τάξη στο άπειρο πλήθος των παραστάσεων που συγκεντρώνει από την παρατήρηση της πραγματικότητας και τη διαμόρφωση αντίστοιχων εννοιών. Η Λογική ταξινομεί τις "έννοιες" σε "είδη"* που υπάγονται σε "γένη" και αυτά σε γενικότερα (ευρύτερα) γένη, ως το "γένος γενικότατο". Οι διάφορες επιστήμες ταξινομούν το υλικό τους για λόγους ενάργειας και εποπτείας του πεδίου που ερευνούν και πιο συστηματική μελέτη του. Λογουχάρη, για τον μελετητή της Ευκλείδειας Γεωμετρίας η ταξινόμηση των "ευθύγραμμων" σχημάτων σε τρίγωνα, τετράπλευρα, πεντάπλευρα, νή-πλευρα και η υπαγωγή τους μαζί με τα "καμπυλόγραμμα" στην Επιπεδομετρία εξυπηρετεί και την ενάργεια του μελετητή πάνω σε όλο το πεδίο και τη συστηματικότητα της μελέτης του. Η σωστή
ταξινόμηση οδηγεί και σε πληρέστερη διερεύνηση του πλάτους του πεδίου έρευνας· λογουχάρη, η ταξινόμηση των χημικών στοιχείων από τον Mendeleyev (περιοδικός πίνακας των στοιχείων κατά Mendeleyev) εντόπιζε ταυτόχρονα τα κενά της ως τότε επιστημονικής γνώσης και οδήγησε άλλους επιστήμονες στην αναζήτηση και ανακάλυψή τους. Η λογική της ταξινόμησης αξιοποιείται και για την τακτοποίηση εννοιών και αντικειμένων που δεν έχουν σχέση ουσιαστική' τότε λαμβάνεται ως βάση κάποιο γνώρισμα εξωτερικό' έτσι λ.χ. ταξινομούνται οι λέξεις (αλφαβητικά) στα λεξικά, τα βιβλία (με αφετηρία το όνομα του συγγραφέα) σε μια βιβλιοθήκη. Ταξινόμηση ονομάζεται και διαδικασία που αναλύσαμε και το αποτέλεσμά της. (Βλ. και: Λογική [των τάξεων]). Φ. Κ. Βώρος
Τάο, βλ. Ταοισμός Τάο Τσανγκ. Με τον όρο αυτό τιτλοφορούνται τα άπαντα του Ταοισμού*. Θα μπορούσε να μεταφραστεί στα ελληνικά "θησαυροφυλάκιο των γραφών του Τάο". Αρχισε να συντάσσεται το 745, πιθανότατα όμως το 1008-17, όταν κυβερνούσε ο ταοϊστής αυτοκράτορας Τενγκ Σουνγκ (998-1022). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1019 και περιελάμβανε 4.565 τόμους. Μέχρι τον 17ο αι. συνεχίστηκε η συμπλήρωση της συλλογής, που δημοσιεύτηκε για δύο ακόμα φορές στις περιόδους 1436-49 και 1573-1619. Το 1626 συντάχθηκε ο κατάλογος των έργων που περιλαμβάνονται στο "Τάο Τσανγκ" και σ" αυτόν συμπεριελήφθηκαν το Τάο Τε Κινγκ, το Τσουάνγκ Τσε και άλλες μεταγενέστερες πραγματείες. Βιβλιογρ.: Strickmann Μ.. Longest Taoist scripture. History of Religion, t. 17. 1978. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσοϊσμός. Νεότερη μορφή της πανάρχαιας εσωτερικής - φιλοσοφικής παράδοσης στην Κίνα. της οποίας άμεση πηγή προέλευσης, όπως άλλωστε και του κομφουκιανισμού*, είναι η διδασκαλία του πρώτου θρυλικού αυτοκράτορα Φο - χι*, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα τρίγραμμα και τα αποδιδόμενα σ' αυτόν τρία βιβλία, από τα οποία διασώθηκε το ένα. Ας αναφερθεί εξ αρχής, και παρενθετικά, ότι ο Ταοϊσμός ως θρηκεία (βλ. Η. Msspéro, Le Taoisme et les religions chinoises) είναι γεμά-
105
Ταοίσμός τος δεισιδαιμονίες, δέχεται ότι η ζωή των απλών ανθρώπων μετά τον θάνατο είναι άθλια, επιδίδεται σε πρακτικές για να κρατηθούν οι τρεις ψυχές του ανθρώπου ζωντανές και να επιτευχθεί έτσι η σωματική του επιβίωση, αντιλήψεις που εκφράζουν μόνο τον ανθρώπινο εγωισμό, που αποβλέπει στη διατήρηση εσαεί της ατομικότητας - ιδιαιτερότητάς του και είναι συνηθισμένες στις απλοϊκές μάζες. Όμως δεν πρόκειται γΓ αυτό" εδώ θα γίνει λόγος για τον γνήσιο, τον μεταφυσικό Ταοίσμό. Στον καθαρά φιλοσοφικό Ταοίσμό διακρίνουμε τρεις περιόδους: α) αυτήν του Γιανγκ Τσου* (Vang Chu 5ος αι. π.Χ.), που πίσω από τον εγωισμό, ευδαιμονισμό και κυνισμόΤου κρυβόταν η έντονη μεταφυσική του ανησυχία, β) την περίοδο του Λάο - τσε* (Lao - tseu, επίσης 5ος π.Χ. αι.), του φερόμενου ως κύριου εκπροσώπου αυτής της φιλοσοφίας, και γ) την εποχή του Τσουάνγκ Τσε* (Chuang Tse, 4ος αι. π.Χ.), με παρεμβολή μεταξύ των δύο τελευταίων του Λίε τσε* (Lieh Tse). Ταοίκές τάσεις αποδίδονται και σε άλλους φιλοσόφους, π.χ. στον Kuan Tse (7ος π.Χ. αι.), τον Huai Nan Tse (2ος π.Χ. αι.) κ.ά. Οπωσδήποτε, η διαμόρφωση του Ταοϊσμού αποδίδεται στον Lao - tseu- και δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία αν το κύριο ταοιστικό σύγγραμμα, το Τάο Τε κινγκ, γράφτηκε ίσως από τον Li Ehr ή, το πιθανότερο, είναι συλλογικό έργο εκπροσώπων της ταοϊστικής παράδοσης, κάτι το ανάλογο με τις Βέδες* ή το βιβλίο Ερμή του Τρισμέγιστου* ή με τα συγγράμματα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη*, που η βαθύτερη συγγένειά του με αυτά, σχέση όχι φαινομενική αλλά ουσίας, είναι αναντίρρητη. Η ταοίστική παράδοση, λοιπόν, αποτυπώνεται στο Tao Te king, ένα πολύ μεγάλο αλλά μικρό σε έκταση βιβλίο 5.000 (σε μερικές παραλλαγές του ως 6.000) λέξεων, χωρισμένο σε 81 κεφάλαια, που απαρτίζουν δύο μέρη: α) Τάο (37 κεφ.) β) Τε (44 κεφάλαια)- οι κάποιες μεταγενέστερες παρεμβολές δεν θίγουν στο ελάχιστο την αυθεντικότητα του έργου. Και δεδομένου ότι η λέξη "Κινγκ" σημαίνει βιβλίο, πρόκειται εδώ να εξετάσουμε τις δύο άλλες έννοιες, "Τάο" και "Τε", στις οποίες αναφέρεται εξ ολοκλήρου το βιβλίο αυτό. Τάο σημαίνει κατά λέξη "οδός". Στην, πρακτική και εφαρμοσμένη, φιλοσοφία του Κομφουκίου", δηλώνει τον παγκόσμιο "νόμο" βάσει του οποίου υπάρχει η αρμονία, ο ρυθμός του σύμπαντος, που άλλη μορφή του είναι ο "ηθικός"
106
νόμος στην ανθρώπινη τάξη πραγμάτων, στο κράτος και τους θεσμούς. Στον Ταοίσμό το Τάο λαμβάνει τη μεταφυσική έννοια της "πρώτης αρχής", έννοια που τίθεται ευθύς εξ αρχής από το πρώτο κεφάλαιο: "Το Τάο που μπορεί να εκφραστεί με όνομα δεν είναι το αιώνιο Τάο. Το όνομα με το οποίο μπορεί να οριστεί δεν είναι το αιώνιο όνομα. Ο ουρανός και η γη ξεπήδησαν από το Μη Ον. Το ον είναι η μητέρα που δημιούργησε την απειρία των πραγμάτων". Και όπως φαίνεται στο κείμενο, από αυτή την πρώτη αρχή, με την απορρέουσα από αυτήν πρώτη διττότητα, δηλαδή τον Ουρανό και τη Γη, δημιουργείται με συνεχείς απορροές - διαιρέσεις η όλη Εκδήλωση μέχρι τη δική μας τάξη των ατομικοτήτων. Το πρώτο αυτό κεφάλαιο συνιστά και τη μεταφυσική θεμελίωση ολόκληρου αυτού του βιβλίου. Το Τάο είναι η υπέρτατη μεταφυσική Αρχή, η αρχή και το τέλος των όντων. Όμως το Τάο είναι Μη Ον*, όχι όμως με την έννοια του ανύπαρκτου, αλλά με αυτήν του Μη Εκδεδηλωμένου, της περιοχής της Παγκόσμιας Δυνατότητας, που περιλαμβάνει δυνατότητες εκδηλώσιμες και άλλες που θα παραμείνουν ανεκδήλωτες, και αποτελεί την Αρχή της παγκόσμιας Εκδήλωσης. Το Τάο δεν έχει όνομα, το όνομα του είναι άφατο. Σ' αυτή την υπέρτατη περιοχή της παγκόσμιας Δυνατότητας αποδίδονται πολλές φορές και άλλα ονόματα γενικού χαρακτηρισμού ή κάποια κατηγορήματα, όπως "μεταφυσικό Μηδέν", "Απειρο", "Σιγή", "Κενό", "Αβυσσος" κ.ά., που όλα τους όμως δεν δηλώνουν τίποτε άλλο παρά την αδυναμία της γλώσσας, και πρώτα απ" όλα της ανθρώπινης διάνοιας, να αποδώσει την άφατη αυτή έννοια. Έχοντας τα παραπάνω υπόψη, ας προσθέσουμε και μερικούς άλλους χαρακτηρισμούς που αναφέρονται για το Τάο: αόρατο, αθόρυβο, άμορφο, ασύλληπτο, μυστήριο, μυστήριο των μυστηρίων, σκοτεινότερο από όλα τα μυστήρια, πύλη των μυστικών ουσιών, το Μέγα κ.ά. Αυτοί οι αρνητικοί στο περιεχόμενό τους χαρακτηρισμοί θυμίζουν τους ανάλογους αρεοπαγιτικούς: αγνωσία, α-νοησία κ.λπ.· και ασφαλώς κατανοούμε ότι πρόκειται για μια προσπάθεια προσδιορισμού του από τη φύση του εσαεί απροσδιόριστου, κάτι που φυσικά είναι έξω από την ανθρώπινη δυνατότητα. Να προσθέσουμε εδώ σύντομα ότι, εφόσον αναφερόμαστε στην περιοχή του Μη Οντος, ανεπίδεκτου κάθε προσδιορισμού, καλό θα είναι να προσέχουμε στη χρήση των χρησιμοποιούμενων όρων έτσι, ο
Ταοίσμός όρος "ουσία", όταν χρησιμοποιείται ως κύριο προσδιοριστικό για το Τάο, είναι τελείως ακατάλληλος, αφού εμπεριέχει έστω και έναν προσδιορισμό, τον πρώτο, αυτόν της υπάρξεως, ο οποίος μπορεί να αποδοθεί στο πρώτο Ον, τον Θεό*' αλλά τότε έχουμε ήδη κατέλθει στην περιοχή της οντολογίας*, κάτω από αυτήν της μεταφυσικής*. Τέλος, και για να προχωρήσουμε σε απαραίτητες συγκρίσεις, θα πρέπει να παραλληλίσουμε (ή, καλύτερα, να ταυτίσουμε) το Τάο με το ινδουίσπκό Brahman* και το εντός του ανθρώπου Atman*, που όλες μαζί είναι έννοιες ταυτόσημες· άλλωστε στην Taitirya Upanishad αναφέρεται ρητά: "Στην αρχή ήταν το Μη Ον, /από αυτό προήλθε το Ον". Και φυσικά δεν υπονοούμε εδώ καμιά προέλευση ή επίδραση της ινδούίστικής μεταφυσικής στην κινεζική' απλούστατα πρόκειται για δύο κλάδους της μιας, ενιαίας και παγκόσμιας εσωτερικής παράδοσης. 0 όρος "Τε" (= ορθότητα), που δηλώνει την αρετή στον κομφουκιανισμό, στον ταοίσμό σημαίνει τη συστολή / εξειδίκευση του Τάο για κάποιο ον, όπως π.χ. ο άνθρωπος, την οδό / κατεύθυνση που πρέπει ν' ακολουθήσει σε συμμόρφωση προς την αρχή, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οποιαδήποτε ηθική χροιά. Γενικότερα, αυτή η μετάβαση από το Μη Ον στην Εκδήλωση, στην πολλότητα της εξωτερικής πραγματικότητας, στην ενδοκόσμια ουσία και το γίγνεσθαι, αυτή η έννοια Τε συμπληρώνει αυτήν του Τάο, οπότε πράγματι μπορούμε να πούμε ότι το "Τάο Τε Κινγκ" περιέχει τη μεταφυσική και την οντολογία του Ταοϊσμού. Το Ον είναι η υλοποίηση του Μη Οντος. Ομως στην περιοχή του Οντος, με την εμφάνιση της Υπαρξης και του πρώτου κατηγορήματος, χάνεται η θέα του Μη Οντος και βαθμιαία φθάνουμε μέχρι τον εμπειρικό κόσμο των πραγμάτων. Ομως το Τε συνδέεται στενά, αδιαχώριστα, με το Τάο, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ταοϊσμός δεν αποστρέφεται, όπως ο ινδουισμός", την πραγματικότητα, μόνο που τη θεωρεί, όπως είπαμε, σε σχέση με την αρχή της, αλλά συγχρόνως και, κατά κάποιον τρόπο, καλεί τη μεταφυσική να προσφέρει στην αντιμετώπιση των πρακτικών προβλημάτων του ανθρώπου", της κοινωνίας* και του κράτους*, χωρίς βέβαια αυτή η τελευταία να εμπλέκεται, κάτι το αδύνατον, άμεσα στον κόσμο της εμπειρίας*, επί της οποίας επενεργεί με τις αρχές που απορρέουν από αυτήν. Ως προς αυτό το τελευταίο, δεν θα υπεισέλθουμε σε σημαντικές αλλά σχετικά δευ-
τερεύουσες θεωρήσεις, όπως αυτήν της υπέρβασης της αντίθεσης καλού και κακού στη μεταφυσική τάξη πραγμάτων, της "έλλειψης εκούσιου σκοπού στη δράση", της "αντιστροφής", της πρόκλησης δηλαδή αντιστροφικής κίνησης με την αποκορύφωση μιας ενέργειας, της κατάκρισης της "βέβηλης μάθησης και της κουλτούρας, την κάποια περιφρόνηση προς τους πολλούς. Θα σταθούμε, όμως, σε μια έννοια που αναφέρεται άμεσα στο Τάο αλλά συγχρόνως έχει και κάποιες άλλου είδους "πρακτικές" εφαρμογές. Πρόκειται για τον όρο "Wu - Wei, που σημαίνει κυριολεκτικά "μη δράση"' και μ" αυτή την τελευταία δεν δηλώνεται η νωθρότητα ή η απραξία, αλλά αντίθετα η πληρότητα της δραστηριότητας, δραστηριότητας όμως τελείως εσωτερικής, υπερβατικής, μη εκδεδηλωμένης, σε ενότητα με την Αρχή (Τάο) και πέρα από διακρίσεις και φαινσμενικότητες. Και ο Κομφούκιος αναφέρει αυτό το "αμετάβλητο κέντρο", πρόκειται όμως απλά για μια θεωρητική σύλληψη, ενώ ο Ταόίσμός δέχεται και προβάλλει τη δυνατότητα επίτευξης / πραγμάτωσης αυτής της υπερβατικής κατάστασης. Ο σοφός, στο κέντρο του "κοσμικού τροχού", τον κινεί αόρατα με μόνη την παρουσία του, χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει σ' αυτή την κίνηση· έτσι, αποσπάται από όλα τα πράγματα και γίνεται κύριος όλων των πραγμάτων: "φθάνει στην τέλεια απάθεια- η ζωή και ο θάνατος τού είναι το ίδιο αδιάφορα ..., έχει φθάσει στην αμετάβλητη αλήθεια, στη γνώση της μόνης παγκόσμιας Αρχής. Αφήνει τα όντα να εξελίσσονται σύμφωνα με τον προορισμό τους, και αυτός παραμένει στο ακίνητο κέντρο όλων των προορισμών ... Το εξωτερικό σημάδι αυτής της εσωτερικής κατάστασης είναι η αταραξία ..." (Tchoang - tseu, V)' πρβλ. και το "κινούν ακίνητον" του Αριστοτέλη*. Στην πρακτική της διακυβέρνησης τον συμβολισμό του κέντρου του τροχού θα τον βρούμε στο βασιλικό ανάκτορο ως "μέσον δώμα"' γιατί και ο αυτοκράτορας, ο γιος του Ουρανού, πρέπει να είναι μη δρώσα αρχή, που κυβερνά το βασίλειο με την απλή παρουσία του. Σ' αυτή την κατάσταση του σοφού, στην ταύτιση δηλαδή με το Τάο, φθάνει κανείς σταδιακά, με αναβαθμούς. Αυτό το πετυχαίνει με τη "γνώση", που όμως είναι τελείως διαφορετική από τη "βέβηλη" μάθησηπρόκειται για "άμεση γνώση"* (ενόραση, διαλογισμό), όχι διακρίνουσα αλλά ταυτίζουσα το υποκείμενο με το αντικείμενο της γνωστικής πράξης. Σ" αυτό το είδος γνώσης οι διακρίσεις
107
τάπας της φαινομενικής / εξωτερικής πραγματικότητας εξαφανίζονται, το ίδιο και οι αντιθέσεις. Η βίωση του Τάο επέρχεται με την απομάκρυνση από τον κόσμο της εμπειρίας*, μέσα στην ησυχία και την επίτευξη πλήρους κενού μέσα στον εσωτερικό άνθρωπο- κάθε ψυχική δραστηριότητα, η δίακρίνουσα νόηση και το εγώ πρέπει να σιγήσουν. Σ' αυτή την κατάσταση του σοφού φθάνουν πολύ λίγοι. Εκτός από την πνευματική προσπάθεια, απαιτούνται και πολύ δύσκολες πρακτικές, τελείως απρόσφορες ειδικά για τους δυτικούς. Το Τάο Τε κινγκ, το βιβλίο του Μη Όντος και της αντανάκλασής του στην Υπαρξη, είναι το θεμέλιο του Ταόισμού- όσα άλλα έργα έχουν γραφτεί σχετικά μ' αυτόν τον τελευταίο στην Κίνα είναι σχόλια και συμπληρώσεις του. Ως προς τις σχέσεις, τέλος, Ταοϊσμού και Κομφουκιανισμού, θα έχει γίνει ήδη αντιληπτό ότι δεν πρόκειται καθόλου για σχέσεις ανταγωνισμού, αντιπαλότητας ή εχθρότητας· πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου πράγματος: ο Ταοίσμός αποτελεί τη μεταφύσική θεμελίωση του Κομφουκιανισμού, και ο δεύτερος την πρακτική εφαρμογή του πρώτου, σε μια σχέση πλήρους συμπληρωματικότητας. Αυτό, άλλωστε, υποδηλώνει και η θρυλούμενη επίσκεψη του Κομφουκίου στον Λάο τσε, συμβολισμός της διαρκούς αναφοράς του κατώτερου προς το ανώτερο, κάτι του οποίου έχει συνείδηση και ο Κομφούκιος, που σε ερώτηση του Λάο τσε αν βρήκε το Τάο απαντά με ειλικρίνεια και μετριοφροσύνη: "Το αναζήτησα είκοσι επτά χρόνια, και δεν το βρήκα". (Βλ. και λ. Λάο Τσε, Γιανγκ Τσου, Τσουάγκ Τσε και, στο συμπλήρωμα, Λίε Τσε). Βιβλιογρ.: Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας, εκδ. Δωδώνη. Αθήνα - Γιάννινα, 1981. τ. Α', οσ 355-438.- R. Guénon, Aperçues sur I' àsotàrisme islamique et le Taoïsme. Gallimard (Paris). 1982. βλ. το κεφ. X. Taoïsme et Confucianisme", σο 102-129. Ε. Χωραφάς
τάπας. Ο όρος στον ινδουισμό* υποδηλώνει την ασκητική προσπάθεια γενικά. Κατά λέξη στη σανσκριτική σημαίνει "θερμότητα, ορμή". Αναφέρεται στη Rig veda και οι ιδιότητές του είναι δημιουργικές τόσο στο κοσμικό επίπεδο, όσο και στο πνευματικό. Με την άσκηση ο ινδουιστής γίνεται ενορατικός. Στη βραχμανική φιλοσοφική θεώρηση ο Πραζάπατι, δηλαδή ο δημιουργός θεός, ήταν ο ίδιος το προϊόν του τάπας: στην αρχή το μη Ον (asat) έγινε πνεύμα (manas) και θερμάνθηκε δίνοντας ζωή στον
108
καπνό, στο φως, στη φωτιά και τελικά στον Πραζάπατι. Ο κόσμος θεωρείται αποτέλεσμα της θέρμανσης του Πραζάπατι σε έσχατο βαθμό με τον ασκητισμό. Οι πρακτικές της ασκητικής αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στον ινδουισμό και δημιουργήθηκε γύρω από την έννοια του τάπας μια εξαιρετικά πολύπλοκη ιδεολογία. Πρακτικά, το τάπας κατορθώνεται με τη νηστεία, την αγρυπνία δίπλα στη φωτιά και το κράτημα της αναπνοής. Βιβλιογρ.: M. Eliade. Γιόγκα. Αθήνα, 1980. Αλέξ. Καριώτογλου
Ταρντ (Tarde) Γκαμπριέλ (12/3/1843, Σαρλά Νότιας Γαλλίας - 13/5/1904, Παρίσι). Γάλλος νομικός και εγκληματολόγος. Σπούδασε νομικά στην Τουλούζη και το Παρίσι και επί είκοσι πέντε χρόνια άσκησε το επάγγελμα του ανακριτή. Το 1900 διορίστηκε καθηγητής της ηθικής φιλοσοφίας στη Σορβόννη, θεωρείται από τους ιδρυτές της ψυχολογικής κατεύθυνσης της κοινωνιολογίας* με οπαδούς και συνεχιστές μόνο στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τη θεωρία του, τα κοινωνικά φαινόμενα εξετάζονται και ερμηνεύονται μόνο με ψυχολογικά κριτήρια. Το άτομο βρίσκεται στο επίκεντρο των κοινωνικών εξελίξεων. Δημιούργησε με τη θεωρία του περί μιμήσεως ένα εργαλείο για τη διάλυση του εξελικτικισμού*, σύμφωνα με τον οποίο οι ομοιότητες μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών" ήταν το βασικό επιχείρημα για την αιτιολόγηση του εξελικτικού χαρακτήρα τους. Με τη "θεωρία της μίμησης" αφ' ενός οι ομοιότητες αυτές μπορούσαν πλέον να εξηγηθούν και αφ" ετέρου δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας γενικής θεωρίας της πολιτισμικής διάχυσης. Αυτή είναι και η σημαντικότερη συμβολή του στην κοινωνιολογία*, αν ληφθεί επίσης υπόψη πως, με σύγχρονους όρους, η θεωρία της μίμησης του Ταρντ ισοδυναμεί στη διάκριση μεταξύ μίμησης του παρελθόντος (συνήθεια) και μίμησης νέων προτύπων (μόδα), που γίνεται σήμερα ευρέως αποδεκτή. Για τον Ταρντ, ωστόσο, η μίμηση, ως μια μορφή επανάληψης (που αποτελεί τον νόμο του σύμπαντος), η οποία χαρακτηρίζει το ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο, αποτελεί βασικό εργαλείο για την κατανόηση της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Η σχέση δύο προσώπων, από την οποία πηγάζει το κοινωνικό, διέπεται από τη μίμηση του ενός που έχει ως πρότυπο τον άλλο με ένα είδος αυτοματισμού. Επομένως, η μίμηση λειτουργεί από το ανώτερο προς τον
ταύτιση κατώτερο και διαχέεται από το κέντρο στην περιφέρεια. Αλλη βασική έννοια που εισήγαγε ο Ταρντ είναι εκείνη της εφεύρεσης. Πρόκειται για ένα ατομικό φαινόμενο που εξαρτάται από την ικανότητα κάποιων μεμονωμένων ατόμων και εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου οι εφευρέσεις συμφωνούν με τις ιδιαιτερότητες του δεδομένου κοινωνικού σχήματος. Μια εφεύρεση αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης προόδου. Δημ. Τσατσούλης
Τάρσκι Αλφρεντ (Tarski, 1902- ). Πολωνοαμερικανός μαθηματικός, με ιδιαίτερη επίδοση στη μαθηματική λογική*. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του σε πολλούς τομείς της μαθηματικής λογικής και των θεμελίων της μαθηματικής επιστήμης, όπως στην εξεύρεση μεθόδων για τη λύση του προβλήματος της "απόφασης", στη θεωρία μοντέλων*, στη θεωρία της δυνατότητας ορισμού* εννοιών*, στη μελέτη του λογισμού των κατηγορημάτων* κ.λπ. Αξιόλογη είναι η εργασία του Η έννοια της αλήθειας στις τυποποιημέσες γλώσσες, στην οποία όρισε την έννοια της αλήθειας* σε μια μεγάλη ομάδα τυποποιημένων γλωσσών. Επίσης επεξεργάστηκε θέματα σημαντικής* και μεταλογικής*, με τα οποία επέδρασε σημαντικά στην ανάπτυξη της σημειωτικής* και στη μεθοδολογία αναλύσεως διαφόρων μαθηματικών προβλημάτων. Εργα του: Undecidable theories (1954), Logic, semantics, metamathematics (1956) κ.ά. Απ. Τζ.
τόση, βλ. ροπή Τστάκης Βασίλειος (1896-1986). Γεννήθηκε στην Ανδρο. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία* στην Αθήνα και στο Παρίσι. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε όλη την ιεραρχία. Το 1958 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δημοσίευσε πολλά έργα φιλοσοφικά, ερευνητικού ή συστηματικού χαρακτήρα. Το έργο, όμως, που καθιέρωσε τον Τατάκη ως ερευνητή της ιστορίας της φιλοσοφίας και αποτελεί πραγματική συμβολή του στην Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας είναι Η Βυζαντινή φιλοσοφία του. Εκδόθηκε αρχικά στη γαλλική γλώσσα (1949) ως τμήμα της Ιστορίας της φιλοσοφίας του Emile Bréhier. Μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε το 1977.
Επειδή η βυζαντινή φιλοσοφία είναι έκδηλα υπηρετική της πίστης*, ο συγγραφέας -για να δικαιώσει το έργο του- γράφει στον πρόλογό του: "Εξένιζε τους πολλούς, και μάλιστα τους ορθολογιστές, να μιλήσουν για φιλοσοφία και για φιλοσοφική σκέψη χυμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στα καλούπια θρησκευτικής και ειδικότερα θεολογικής όρασης του κόσμου... Ο ιστορικός της φιλοσοφίας δεν έχει απλώς το δικαίωμα, αλλά έχει την υποχρέωση να μελετήσει όλους τους δρόμους που ακολούθησε η σκέψη κάτω από τις διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες και να αναζητήσει σε όλες αυτές τις μορφές την πορεία του πνεύματος". Αποψη σεβαστή, όχι όμως καθολικά αποδεκτή, "αφού για να μιλήσουμε για φιλοσοφία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αδέσμευτη και αδογμάτιστη πορεία του ανθρώπινου λόγου", όπως ο ίδιος ο συγγραφέας συνοψίζει την άποψη των ορθολογιστών (σελίδα 8 του βιβλίου του). Φ. Κ. Βώρος
ταύτιση (Identification). Αμυντικός ή αντισταθμιστικός μηχανισμός του Εγώ* κατά τον οποίο το άτομο* ιδιοποιείται κάποια χαρακτηριστικά, σκέψεις και τρόπους συμπεριφοράς* ενός άλλου ατόμου το οποίο αποτελεί γι' αυτό "πρότυπο". Το άτομο καταφεύγει σ' αυτόν τον μηχανισμό άμυνας όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με μια αγχογόνο κατάσταση, την οποία δεν μπορεί να "ελέγξει" διαφορετικά. Η ταύτιση, όπως και όλοι οι αμυντικοί μηχανισμοί, είναι μια ψυχολογική διαδικασία που το άτομο αναπτύσσει ασυνείδητα. Κατά τη διαδικασία της ταύτισης, το άτομο, με την υποσυνείδητη υιοθέτηση τρόπων συμπεριφοράς ενός άλλου ατόμου - προτύπου, κατορθώνει να ξεπεράσει τη δική του αδυναμία κι ανεπάρκεια. Η δε ταύτιση του παιδιού με τον γονέα του ίδιου φύλου είναι διαδικασία καθοριστικής σημασίας και σπουδαιότητας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας* του ατόμου, διαδικασία την οποία πρώτος ανέφερε ο S. Freud* (1900). Με την ταύτιση το παιδί κατορθώνει να ξεπεράσει επιτυχώς το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα*. Οταν η "λύση" του Οιδιπόδειου συμπλέγματος δεν επισυμβεί με ικανοποιητικό τρόπο, δημιουργούνται στο άτομο ψυχολογικές και συναισθηματικές διαταραχές. Βιβλιογρ.: Freud Anna, The ego and the mechanisms ot delense. International Universities Press, 1946.Laplanche J. - Pontalis J. - B.. Vocabulaire de la psychanalyse, P.U.F., Paris, 1971. Βασιλική Παππά
109
ταυτολογία ταυτολογία. Όρος της κλασικής (δίτιμης) λογικής* που χρησιμοποιείται, όπως και ο όρος "λογικός νόμος", για να δηλώσει τους τύπους με σημασία, οι οποίοι παραμένουν αναλλοίωτοι ως προς τις σημασίες των παραμέτρων που υπεισέρχονται στους τύπους αυτούς, δηλαδή στην πραγματική "κατάσταση πραγμάτων" στον κόσμο. Εδώ, οι ταυτολογίες καλούνται "αναγκαίες αλήθειες", "αιώνιες αλήθειες" ή αληθείς "σε όλους τους δυνατούς κόσμους", κ.λπ. Ένα παράδειγμα ταυτολογίας συνιστά ο τύπος που εκφράζει την αρχή του αποκλειόμενου τρίτου. Στην πλειότιμη λογική*, ως ταυτολογίες χαρακτηρίζονται οι τύποι εκείνοι που διατηρούν την ιδιαίτερη σημασία τους σε οποιαδήποτε συλλογή από το αποδεκτό "γενικευμένο" σύστημα τιμών των μεταβλητών κι αν βρεθούν. Μ' αυτή τη σημασία οι ταυτολογίες χρησιμοποιούνται κυρίως στις αποδείξεις ανεξαρτησίας των αξιωμάτων*. Σε μια ακραία περίπτωση του λογικού παραλογισμού, η ταυτολογία σημαίνει ότι κάτι ορίζεται ή αποδεικνύεται κυκλικά (λατ. idem per idem). Ευτυχία Ξυδιά
ταυτόσημη αλήθεια. Εκφραση που χρησιμοποιείται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης*, για να δηλώσει ότι δύο ή περισσότερα αντικείμενα της σκέψης μας παρουσιάζουν ακριβώς τις ίδιες ιδιότητες ή ποιότητες. Αφορά σε όρους που μπορούν να αλληλοϋποκατασταθούν χωρίς να βλάπτεται η αλήθεια (Λάιμπνιτς*). Συνιστά ιδιότητα των σύνθετων εκφράσεων· κρίσεων να είναι αληθείς λόγω του νοήματος των συλλογισμών* που χρησιμοποιούνται σ' αυτές και της τυπικο-λογικής δομής τους. Οι ταυτόσημες αλήθειες αποτελούν λογικούς κανόνες με τους οποίους σχηματίζεται η λογική βάση κάθε γνώσης και είναι ανεξάρτητες από τις περιεχόμενες σ' αυτές συγκεκριμένες κρίσεις*. Παράγουν πάντοτε αληθή σκέψη ανεξάρτητα από το σε ποιο πεδίο γνώσης αναφέρονται. Αυτή η ιδιότητα, να χαρακτηρίζεται μόνο η τυπική ορθότητα της έκφρασής της, και το γεγονός ότι το περιεχόμενο της σκέψης παραμένει αναλλοίωτο, συνιστά όρο της γενικής επιστημονικής σημασίας της ταυτόσημης αλήθειας· οι ταυτόσημες αλήθειες υπεισέρχονται μη-αντιφατικά σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης γνώσης. Ευτυχία Ξυδιά
ταυτότητα. Όρος της Λογικής* και των Μαθη-
110
ματικών. Σύμφωνα με αυτή κάθε έννοια νοείται -για τη διαδικασία της σκέψης και του λογισμού- ίση προς τον εαυτό της και τα γνωρίσματά της. Η αρχή αυτή της ταυτότητας διατυπώνεται ως εξής: Α είναι Α ή Α=Α ή Α=α+β+γ, όπου τα α, β, γ είναι το σύνολο των γνωρισμάτων ή των μερών της. Από την αρχή της ταυτότητας απορρέουν οι ακόλουθοι κανόνες: α) Το "όλον" ισούται προς το "άθροισμα" των μερών του. β) Το "όλον" είναι μεγαλύτερο από ένα "μέρος" του ή κάποια μέρη του- και καθένα μέρος του όλου είναι μικρότερο από το όλο. γ) Η "έννοια γένους" είναι ίση -κατά πλάτος- προς τα "είδη", που υπάγονται σ' αυτήν και τη συναποτελούν. "Τυπική" μόνο ταυτότητα αποτελούν εκφράσεις όπως οι ακόλουθες: "ο πόλεμος είναι πόλεμος" (έργο βίας και καταστροφής), τα παιδιά είναι παιδιά" (και αναμένεται να κάνουν πράξεις που ταιριάζουν στην ηλικία τους). "Μερική ταυτότητα" ονομάζουν την έκφραση "υπαγωγής μέρους σε όλο", όπως: "το τρίγωνο είναι σχήμα ευθύγραμμο" (υπάγεται στην ευρύτερη έννοια των ευθυγράμμων). Στην Αλγεβρα η εξίσωση (α+β)2=α'+2αβ+β* ισχύει για οποιεσδήποτε τιμές των γραμμάτων α, β. Τέτοιες εξισώσεις ονομάζονται ταυτότητες. Ως βιολογική, κοινωνική και πολιτική - πολιτισμική οντότητα ο άνθρωπος θεωρείται "ταυτότητα του εαυτού" του και με αυτό το νόημα γίνεται λόγος για πολιτική, πολιτισμική, εθνική ταυτότητα" με το ίδιο νάημα προσγράφονται ευθύνες στο άτομο και διαμορφώνονται προσδοκίες" πρόκειται για συμβατική χρήση του όρου ταυτότητα, η οποία όμως είναι αναγκαία στην κοινωνική ζωή. Στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού φαίνεται να διατυπώνεται ως αίτημα η ταυτότητα νόησης και γλώσσας σε ένα απόσπασμα του Παρμενίδη* (Diels - Kranz, Die Fragmente): "χρη το λέγειν τε νοείν τε εόν έμμεναι". Σαφέστερη είναι η διατύπωση του Αριστοτέλη* (Αναλυτικά Πρότερα, 47α 8): "δει παν το αληθές αυτό εαυτώ ομολογούμενον είναι πάντη". Φ. κ. Βώρος
Τβαρντόιςσκι (Twardowski) Καζιμέζ (18661938). Πολωνός φιλόσοφος, μαθητής του Φ. Μπρεντάνο*, ιδρυτής της "Λβοφ-Βαρσοβίας σχολής"*. Αναζητούσε τη βάση για τη διερεύνηση της δομής της "κατηγοριακής σκέψης"* και όλων των ανθρωπιστικών σπουδών στην ε-
Τεϊλάρ μπειρική ψυχολογία, την οποία επιχειρούσε να επεξεργασθεί στα πλαίσια της λογικής ανάλυσης των εννοιών. Ετσι οδηγήθηκε στην κριτική του ψυχολογισμού στη λογική*. Θεωρούσε εφικτή τη φιλοσοφία* ως ανάλυση των σημασιών και των συναφειών των εννοιών οι οποίες διαδραματίζουν αφετηριακό ρόλο στις ειδικές επιστήμες. Έβλεπε την κοσμοθεώρηση ως προσωπική επιλογή του καθενός υπό την προϋπόθεση να πληρεί τους όρους της εσωτερικής (λογικής) και εξωτερικής (έναντι των "πραγματολογικών δεδομένων") μη αντιφατικότητας. Έργα: Zur Lehre vom Inhalt und Gegenstand der Vorstellungen, Warszava, 1894' Wybrane pisma filozoficzne, Warszava, 1965, κ.ά. Δ. Π.
Τεϊλάρ ντε Σαρντέν Πιερ (Teilhard de Chardin Pierre, 1881-1955). Γάλλος φιλόσοφος, θεολόγος και παλαιοντολόγος. Επειδή διατύπωσε θεωρίες που έρχονταν σε σύγκρουση προς τα δόγματα του Καθολικισμού, η επίσημη Εκκλησία τον απομάκρυνε από τα επιστημονικά ιδρύματα και τον εξόρισε στη συνέχεια από τη χώρα. Έτσι ο Τεϊλάρ διέμεινε από το 19241946 στην Κίνα, Ινδίες, Βιρμανία, Ιάβα, ασχολούμενος με παλαιοντολογικές ανασκαφές και ανακαλύπτοντας τον "Σινάνθρωπο" κοντά στο Πεκίνο. Τελικά βρέθηκε στις ΗΠΑ, για να καταλήξει γενικός επόπτης των ανθρωπολογικών ερευνών στη Ν. Αφρική. Ολο αυτό το διάστημα των περιπλανήσεων και ερευνών του κατέγινε και με τη συγγραφή έργων, το πλήθος των οποίων είναι καταπληκτικό. Κατά τον Κ. Κυενό, συγγραφέα του βιβλίου Ο πατήρ Τεϊλάρ ντε Σαρντέν (1958), ο Τεϊλάρ έγραψε σε διάστημα μισού αιώνα (1905-1955) 500 έργα ποικίλου περιεχομένου, αρχίζοντας από αυστηρά επιστημονικές μελέτες και φθάνοντας μέχρι θεολογικά θέματα, με αποδέκτες ένα ευρύτατο κοινό, που συνίσταται από φιλοσόφους, φιλολόγους, θεολόγους, κοινωνιολόγους, πιστούς και απίστους. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι: Το θείον περιβάλλον (1926-27), Το ανθρώπινο φαινόμενο (1938-40), Η ανθρώπινη ζωολογική ομάδα (1949). Αλλοι τίτλοι έργων του, ενδεικτικών της πολυμορφίας των θεμάτων του, είναι: Κοσμική ζωή: Αγάπη της ύλης και της ζωής, εναρμονισμένη με τη λατρεία του μόνου θεού (1916). Πνευματική δύναμη της ύλης (1919), Το σύμπαν μου: Πρώτη φιλοσοφική-μυστικιστι-
κή σύνθεση ( 1924), Το πνεύμα της γης κοσμική αγάπη (1931), Πώς πιστεύω: Εξέλιξη, Πνεύμα, Ο παγκόσμιος Χριστός (1936), Η πνευματική συμβολή της Άπω Ανατολής: Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία (1947), Πώς βλέπω: Μεταφυσική, μυστική φαινομενολογία (1948), Από τον κόσμο στην κοσμογένεση (1951), Η Χριστική: Οι δυο μορφές του θεού (1955) και άλλα, στα οποία πρέπει επίσης να προστεθούν και τα επιστημονικά του απομνημονεύματα και οι μελέτες. Το ανήσυχο και ερευνητικό επιστημονικό πνεύμα του Τεϊλάρ εύρισκε αφελή τη βιβλική εκδοχή της δημιουργίας του κόσμου* και σήμερα εντελώς αστήρικτη επιστημονικά. Καθώς όμως ήταν και βαθιά θεοσεβής, ήθελε να συμφιλιώσει την επιστήμη* με τη θρησκεία*. ΓΓ αυτό έπλασε δική του, πρωτότυπη θεωρία περί της εξελίξεως, δίνοντας σ' αυτήν θεολογική ερμηνεία. Ξεκίνησε λοιπόν από τη δημιουργία του κόσμου και επιχείρησε να καθορίσει τα στάδια που διέτρεξε η ύλη*, μέχρι τη στιγμή που γεννιέται και διαμορφώνεται η ζωή. Κατά τον Τεϊλάρ τα στάδια αυτά είναι τρία: "προζωή" (λιθόσφαιρα), "ζωή" (βιόσφαιρα), "το φαινόμενο άνθρωπος" (νοοσφαίρα). Με επιστημονική ενόραση βλέπει τη ζωή να εμφανίζεται αυθόρμητα και εκτεταμένα και παράλληλα να αναπτύσσεται ένα φαινόμενο, δυσδιάκριτο αρχικά, η άνοδος της συνειδήσεως των ειδών, μέχρι ότου προβάλλει η σκέψη και μ' αυτήν το παράδοξο "ανθρώπινο φαινόμενο", που αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της εξέλιξης του σύμπαντος*. Η εξέλιξη όμως αυτή υπήρξε πολύ βραδεία και τα ίχνη της έχουν εξαφανιστεί. Ο σύγχρονος άνθρωπος, η κορυφή της εξέλιξης αυτής, κατευθύνεται προς το μέλλον και σημειώνει ένα νέο στάδιο, που χαρακτηρίζεται από την άνοδο και την άνθηση της συνειδήσεως*, η οποία δ?ν σταματά να διευρύνεται. Για να συνεχιστεί όμως και να τελειοποιηθεί η εξέλιξη, πρέπει αυτή να διέλθει από το συλλογικό, προκειμένου να προσεγγίσει το υπερπροσωπικό, το οποίο διαποτιζόμενο από την α γάπη θα καταλήξει στο σημείο Ωμέγα. Η τεχνική πρόοδος και η ανάπτυξη της οικονομίας είναι οι απαραίτητοι όροι της διαδικασίας αυτής, αλλά ο αποφασιστικός ρόλος επιφυλάσσεται στον πνευματικό παράγοντα και σε μερικές ηθικές αντιλήψεις. Η θρησκεία, που θεμελιώνει την ηθική*, έχει χρέος, αφού ενωθεί με την επιστήμη, να ανανεώσει την ερμηνεία των αρχών της και να μετεξελιχθεί σε θρησκεία δράσης. Με τη μέθοδο αυτή ο Τεϊλάρ
111
τεκμηρίωση επεξεργάστηκε τη χριστιανική παραλλαγή της εξελικτικής ηθικής και ο τειγιαρισμός, ως μια ενθουσιώδης και αισιόδοξη φιλοσοφική θεωρία, άσκησε σημαντική επίδραση στην επίσημη καθολική εκκλησία και όπλισε με κύρος τη σύγχρονη θεολογική διανόηση της Δύσης. Βιβλιογρ.: Cuypers Η., Vocabulaire Teilhard de Chardin (1963).- Baudry Gr. - H., Pierre Teilhard de Chardin, Bibliographie (1972). Απ. Τζαφερόπουλος
τεκμηρίωση. Σε όλους τους τομείς της γνώσης* για την παραδοχή οποιασδήποτε γνώσης, οποιασδήποτε κρίσης*, ο νους απαιτεί και αναζητεί μια προηγούμενη κρίση (στην επιστημολογία* ονομάζεται "συνθήκη ικανή") ως "τεκμήριο" και κριτήριο της αλήθειας της. Η έννοια του τεκμηρίου παραλλάσσει κατά τομείς γνώσεις: (1) για ένα "φυσικό φαινόμενο" τεκμήριο είναι ο εντοπισμός του "αιτίου" του- (2) για μία "λογική κρίση" τεκμήριο είναι μια προηγούμενη που θεωρείται αληθινή και λαμβάνεται ως "προκείμενη" (και η διαρκής αναδρομή σε προηγούμενη προκείμενη καταλήγει στις γνωστές "αρχές* της νόησης" ή τους "νόμους της νόησης": ταυτότητα, μη αντίφαση κ.λπ.)· (3) για ένα "θεώρημα" της γεωμετρίας τεκμήριο είναι άλλο που προηγήθηκε η απόδειξη του (με αρχικό σημείο βέβαια το αίτημα*, με το οποίο άρχισε ο Ευκλείδης* τη δόμηση του αξιωματικού συστήματος του*)· (4) τεκμήριο ή τεκμήρια για μια πρόταση ιστορική είναι οι μαρτυρίες που βεβαιώνουν πώς ακριβώς συνέβη το ιστορούμενο γεγονός και ποια ήταν τα "κίνητρα" εκείνων που έδρασαν. Σε όλες τις περιπτώσεις ο νους απαιτεί τεκμηρίωση πλήρη και πειστική. Η αναζήτηση τεκμηρίωσης είναι αίτημα και κριτήριο του επιστημονικού λόγου. Είναι χαρακτηριστικός από την άποψη αυτή ο ορισμός που διατύπωσε ο Πλάτων* για την εξακριβωμένη γνώση: "Εστίν ουν επιστήμη δόξα αληθής μετά λόγου" (γνώμη που αποδεικνύεται αληθινή με τεκμήρια), Θεαίτητος, 201c - 202 d. Φ. Κ. Βώρος
Τεκτονισμός. Θεσμός κοινωνικός και φιλανθρωπικός, ο οποίος αποβλέπει στην ηθική και πνευματική βελτίωση των μελών του, δεν αποτελεί δε θρησκεία*. Αμεσος προγονός του είναι τα σωματεία και οι συντεχνίες των οικοδόμων του Μεσαίωνα, που είχαν οργανωθεί σε Στοές· κατά τους νεότερους χρόνους, οι στοές
112
αυτές απέβαλαν τελείως τον επαγγελματικό τους χαρακτήρα και μπορούμε πλέον να μιλούμε για θεωρητικό Τεκτονισμό. Ο νεότερος Τεκτονισμός ιδρύθηκε επίσημα στην Αγγλία το 1717, όταν συνενώθηκαν τέσσερεις Στοές του Λονδίνου και ίδρυσαν τη Μεγάλη Στοά της Αγγλίας, που θεωρητικό και καταστατικό της υπόβαθρο απετέλεσαν τα "Συντάγματα του Αντερσον". Παρά τις διώξεις, ο Τεκτονισμός, προβάλλοντας τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας όλων των ανθρώπων (ανεξάρτητα από χρώμα, γλώσσα και θρησκεία) και της ανεκτικότητας, διαδόθηκε ταχύτατα σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, όπου ιδρύθηκαν Στοές που συγκροτήθηκαν σε Μεγάλες Στοές, συνήθως αναγνωρίζοντας ως μητρική Μεγάλη Στοά αυτήν της Αγγλίας. Για να γίνει κανείς μέλος του τεκτονικού Τάγματος πρέπει να είναι "ελεύθερος και χρηστοήθης" και να βεβαιώσει -ανεξάρτητα από το επί μέρους θρήσκευμα στο οποίο ανήκει- ότι πιστεύει στην ύπαρξη Θεού*, ο οποίος εδώ φέρεται υπό το όνομα "Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος", και στην αθανασία της ψυχής. Στην Ελλάδα -παρά την ύπαρξη Στοών και προηγουμένως, κυρίως στα Ιόνια νησιά- η "Μεγάλη Ανατολή της Ελλάδος" ιδρύθηκε επίσημα το 1867· μετονομάσθηκε πολύ αργότερα σε "Μεγάλη Στοά της Ελλάδος", ακολουθεί δε το "Σκωτικό Τυπικό". Για τους επαΐοντες Τέκτονες, ο Τεκτονισμός αποτελεί κλάδο της μιας, ενιαίας και παγκόσμιας "εσωτερικής παράδοσης" (βλ. εσωτερισμός) και παρουσιάζει τα γνήσια χαρακτηριστικά ορθόδοξης μυητικής οργάνωσης: υπερανθρώπινη παράδοση κανονικά μεταβιβαζόμενη, μύηση, γνωσιακή διδασκαλία προοδευτικά παρεχόμενη με σύμβολα, αλληγορίες και μύθους, μυητική ιεραρχία κ.λπ. Βιβλιογρ.: Νέστ. Λάσκαρη, Εγκυκλοπαίδεια της Ελευθέρας Τεκτονικής, εκδ. Στ. "Ομηρος", εν Αθήναις, 1951. λ. "Ελλάς", "Αγγλία".- R. Guénon, Aperçus sur /' initiation. Ed. Traditonnelles. Paris, 1986.
E.X.
Τελέζιο Μπερναντίνο (Telesio). Ο πρώτος των νεότερων ("novorum Romanum primus"), κατά την έκφραση του Bacon*, υπήρξε εισηγητής του παμψυχισμού* (καθολικός ανιμισμός) αναπτύσσοντας τη θεωρία περί ζώντος σύμπαντος*. Εχοντας μελετήσει τον Διογένη Λαέρτιο*, τον Σενέκα* και τον Κικέρωνα* υπήρξε συνεχιστής ουσιαστικά του δικού τους στωικού ανιμισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία του, η
τελολογία ψυχή χαρακτηρίζεται από έναν δυναμισμό εκφραζόμενο και ως ενεργητική δύναμη αλλά και ως αδρανής, παθητική ύλη. Η ενεργός δύναμη είναι ταυτόχρονα δύναμη έκτασης (θερμότητα) και δύναμη συστολής (ψύχος). Διαβαθμιζόμενες η έκταση - διαστολή και η συστολή δημιουργούν τις ποιότητες των όντων. Τόσο η δύναμη, όσο και η ίδια η ψυχή είναι σώμα, "πνεύμα* που κυριαρχεί στον εγκέφαλο και τα νεύρα του ανθρώπου. Κατ' αυτό τον τρόπο οι αισθήσεις διαμορφώνουν, με την επαφή με τα πράγματα, το πνεύμα και, όπως έλεγε και ο Κικέρων (De linibus III), το οδηγούν σε μια πράξη αυτοσυντήρησης. Έτσι το πνεύμα γνωρίζει αλλά και πράττει ηθικώς, καθώς συνειδητοποιεί την "αλληλεγγύη μεταξύ της ίδιας του της αυτοσυντήρησης και αυτής των άλλων", κατά την έκφραση του Bréhier* (Ιστορία της φιλοσοφίας I). Τέλος, παράλληλα με την ψυχή, όπως αναφέρθηκε, υπάρχει για τον Τελέζιο και μια άυλη ψυχή που έχει να κάνει με τον προορισμό* του ανθρώπου* μετά τη ζωή. Νικ. Οικονομίδης
τελειοκρστία (perfectionismus). Θρησκευτική αρχικά άποψη, κατά την οποία οι πιστοί μπορούν όσο ζουν να καταστούν τελείως αναμάρτητοι. Παράλληλα κινήθηκε και η φιλοσοφική θεωρία της προόδου και της τελειοποιήσεως του ανθρώπου*, η οποία επικράτησε κατά τον 18ο αι. και υποστήριζε ότι ο άνθρωπος* κατά τις αρχές της ιστορίας του ήταν κακός, αλλά με την πρόοδο γίνεται διαρκώς και καλύτερος και προορισμός του είναι η τελειοποίηση, θρησκεία* όμως και φιλοσοφία* διαφοροποιούνται όχι μόνον ως προς την ορολογία που χρησιμοποιούν, αλλά και ως προς τα αίτια της δημιουργίας του προβλήματος και τον παράγοντα που θα οδηγήσει στη λύση του. Κατά τη θρησκευτική άποψη, το ότι ο άνθρωπος δεν έγινε ακόμη τέλειος, αυτό οφείλεται απλώς στην κακή προϊστορία του (πτώση). ΓΓ αυτό πρέπει να αποδευσμευτεί από την κατάσταση της αμαρτίας*, δηλαδή της ατέλειάς του, και να εισέλθει στην κατάσταση της χάριτος, δηλαδή της τελειότητας. Με το χριστιανικό αυτό περίγραμμα συμφωνεί και ο Rousseau", κατά τον οποίο, όπως και κατά τη Γραφή, ο άνθρωπος βγήκε από τα χέρια του 9εού αγνός και καθαρός· στη συνέχεια όμως ξέπεσε από την αρχική του κατάσταση με την αμαρτία*, με την πρόοδο του πολιτισμού*. Η τελειοποίηση και σωτηρία του ανθρώπου θα ε-
».Α.. Ε-8
πιτευχθεί με την επιστροφή στην αγνότητα "δια της θείας χάριτος", κατά τη Γραφή, με την επιστροφή στη φύση*, κατά τον φιλόσοφο, ο οποίος πιστεύει ότι ο άνθρωπος διαθέτει τη σχετική ικανότητα και δύναμη. Ετσι η τελειοκρστία του Rousseau είναι ατομική υπόθεση του καθενός. Τα άτομα όμως πρέπει να βοηθήσουν και στην κοινωνική τελειοποίηση, που αποτελεί το ανώτατο ηθικό ιδεώδες. Οι φιλόσοφοι όμως του 18ου, αλλά και του 19ου αι., των οποίων η διδασκαλία χαρακτηρίζεται για την αισιοδοξία της, αντίθετα προς τον πολέμιο του πολιτισμού και της προόδου Rousseau, αντιμετωπίζουν θετικά τη συνεχή πρόοδο του ανθρώπου στον φιλοσοφικό, επιστημονικό, ανθρωπιστικό κ.λπ. τομέα, και στηρίζουν στη συνέχισή της τις ελπίδες τους για την τελειοποίηση του ατόμου* και της κοινωνίας*. Ο 20ός όμως αι. απογοήτευσε τους οπαδούς της αισιόδοξης αυτής απόψεως, τόσο με την ατομική βόμβα και τα άλλα μέσα ομαδικής καταστροφής και τη μόλυνση του περιβάλλοντος όσο και με την επικράτηση του αμοραλισμού* στις σύγχρονες κοινωνίες. Βιβλιογρ.: Θεοδωρακόπουλος I. Ν., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία. τόμ. Β, σελ. 93 κ. εξ. (1974). Απ. Τζαφερόπουλος
Τέλης (3ος αι. π.Χ). Κυνικός* φιλόσοφος από τα Μέγαρα, οπαδός του ηδονικού κυνισμού του Βίωνα*. Εγραψε διατριβές, ακολουθώντας μιμητικά σχεδόν τον διανοητικό κόσμο και τον συγγραφικό τρόπο του Βίωνα. Στις διατριβές του αυτές, που έχουν διδακτικό χαρακτήρα, πραγματεύεται θέματα όπως: Περί αφροσύνης, Περί αυταρέσκειας, Περί φυγής, Επαινος πλούτου, Περί συγκρίσεως πλούτου και αρετής, Πενίας έπαινος, Περί του βίου ότι βραχύς και ευτελής και φροντίδων ανάμικτος, Περί περιστάσεως, Περί εμπαθείας κ.ά. Επιλογές από τις διατριβές αυτές διέσωσε ο Στοβαίος*. Απ. Τζ.
τελική αιτία, βλ. τέλος τελολογία (τέλος = σκοπός. - finalismus). Ορος της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, που διδάσκει την ύπαρξη σκοπού* και σκοπιμότητας στον κόσμο* και τα φαινόμενά* του, αντίθετα από τη μηχανιστική αιτιοκρατία (βλ. μηχανιστική αντίληψη), η οποία εξηγεί υλικά - μηχανικά τη φύση*. Η τελολογία δέχεται ότι τα πάντα στη φύση ακολουθούν μια σκόπιμη λειτουργία, ότι
113
τέλος τα μηχανικά αίτια υπηρετούν τα "τελικά" (σχέση μέσου-σκοπού). Η έννοια της τελολογίας έχει τις ρίζες και την ανάπτυξή της στην ελληνική αρχαιότητα. Πρώτος την χρησιμοποίησε ο Αναξαγόρας", κατά τον οποίο το πρώτον κινούν, ο "Νους"*, είναι ο ρυθμιστής της αρμονικής τάξεως που επικρατεί στο σύμπαν*. Την αντίληψη αυτή τη δέχθηκε και την ολοκλήρωσε ο Πλάτων*, αναπτύσσοντάς την πιο συστηματικά στον Φαίδωνα' (97 β) και τον Τίμαιο' (46c κ.εξ.). Ο Αριστοτέλης* χρησιμοποίησε δικό του όρο για την έκφραση αυτής της αρχής: "ου ένεκα" (Περί ψυχής', 434d, 31) και δίδαξε ότι η φύση τίποτε δεν κάνει χωρίς λόγο και όλα τα φυσικά όντα υπάρχουν προς εξυπηρέτηση ενός τελικού σκοπού, που είναι ο θεός". Κατά τους Στωικούς*, σκοπός της αρμονικής τάξεως του κόσμου είναι η εξυπηρέτηση της υπάρξεως του ανθρώπου* (ανθρωποκεντρική άποψη). Με την άποψη αυτή ήρθε κατά τον Μεσαίωνα να συνταχθεί και ο Χριστιανισμός*, με την προσθήκη ότι η τάξη του κόσμου προϋποθέτει την ύπαρξη θεού, που είναι αίτιο των όντων* και των φαινομένων της φύσεως. Κατά τους νέους χρόνους συνεχίστηκε ο προβληματισμός των φιλοσόφων επάνω στο κρίσιμο ερώτημα "για τι;", για ποιο σκοπό υπάρχει ο κόσμος και συντελούνται οι διάφορες διαδικασίες στη φύση, ποιο είναι το "τελικό αίτιο" (causa finalis). Ο Λάιμπνιτς* διατύπωσε τη θεωρία* της "προκαθορισμένης αρμονίας", κατά την οποία ο θεός διευθέτησε τον κόσμο με τον αρμονικότερο δυνατό τρόπο. Κατά τον Βολφ* (1679-1754), που πρώτος έπλασε και δημιούργησε τον όρο "τελολογία", αποστολή αυτής είναι να εξηγεί τους τελικούς σκοπούς προς τους οποίους κατευθύνονται τα όντα. Ο Καντ* αναγνωρίζει την ανεπάρκεια της μηχανιστικής αιτιοκρατίας (determinismus) για τη διερεύνηση και κατανόηση της οργανικής φύσεως και της ανθρώπινης δραστηριότητας και θεωρεί την αρχή της σκοπιμότητας ως τη μόνη ικανή να εξηγήσει τα πράγματα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, με την επικράτηση του θετικισμού* και του υλισμού*, αλλά και της απόψεως του Δαρβίνου* ότι ο μηχανικισμός εξηγεί την τελολογία της ζωής, η τελολογική θεωρία εγκαταλείφθηκε και κυριάρχησε η μηχανοκρατική ερμηνεία της ζωής* και του κόσμου*. Διαμορφώθηκε μάλιστα η διαλεκτική υλιστική αντίληψη του ντετερμινισμού*, σύμφωνα με την οποία η σκοπιμότητα της οργανικής ζωής είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής.
114
Από τα τέλη του ίδιου αιώνα επανήλθαν οι τελολογικές θεωρίες. Ο Ερ. Λασελιέ* (18321918) στο έργο του θεμελίωση της επαγωγής θεωρεί την αρχή της σκοπιμότητας απαραίτητη στην εξήγηση όχι μόνο των βιολογικών, αλλά και των χημικών φαινομένων, διότι στη φύση παρατηρούνται σειρές φαινομένων στα οποία η ύπαρξη του χρονικά προηγούμενου καθορίζει το χρονικά επόμενο. Κατά τον 20ό αιώνα, οι βιολόγοι παρατήρησαν ότι όλες οι βιολογικές λειτουργίες συγκλίνουν στην εξυπηρέτηση ενός καθορισμένου σκοπού, τη διατήρηση και ανάπτυξη της ζωής*, και διαπίστωσαν την αδυναμία των φυσικοχημικών νόμων για την εξήγηση των φαινομένων της ζωής. Κατά τον Μπερξόν*, η ζωή είναι στο βάθος της ελεύθερη δημιουργική ορμή, που τείνει στην εξουδετέρωση της αναγκαιότητας, η οποία έχει προέλευση τις φυσικές δυνάμεις. Στη σύγχρονη φιλοσοφική ορολογία η τελολογία εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές: Η πρακτική, που στηρίζεται στη βούληση*, θεωρεί ότι κάθε ανθρώπινη πράξη κατευθύνεται προς την πραγμάτωση ενός ενσυνείδητου σκοπού. Η φυσική διδάσκει ότι στη φύση επικρατεί η σκόπιμη ενέργεια και ότι ο φυσικός κόσμος ως όλο φαίνεται όχι μόνο να επιδέχεται, αλλά και να προκαλεί την τελολογική ερμηνεία. Υποστηρικτές της φυσικής τελολογίας είναι οι οπαδοί του βιταλισμού* και του νεοβιταλισμού (Ράινεκε", Ντρις*, Κλ. Βερνάρδος κ.ά.), οι οποίοι θεωρούν τον οργανισμό, τη ζωή, ως ένα Είναι* που μέσα του έχει τον σκοπό, το τέλος, και ως αυτοσκοπό, ως ενέργεια, η οποία κινείται στην πραγμάτωση της ενυπάρχουσας μορφής της. Κατά τη μεταφυσική τελολογία, ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον θεό, ρ οποίος έθεσε σ' αυτόν ορισμένους σκοπούς προς πραγματοποίηση (Λάιμπνιτς). Τέλος, κατά τη γνωσιολογική τελολογία, η σκέψη καθοδηγείται από το ένστικτο* ή από ορισμένα διαφέροντα, αξίες* και ιδεώδεις σκοπούς (Αγγλοσάξονες). Βιβλιογρ.: Kanl Im., Kritik der Urteilskraft.· Theiler W.. Zur Geschichte der teleologisches Naturbetrachtung bis au! Aristoteles, 1925.- Hartmann N.. Teleologisches Denken. 1951.- Schmitz J„ Disput über das Telologisches Denken. 1960. An. Τζαφερόπουλος
τέλος (λατ. finis). Σημαίνει τον προκαθορισμένο στη συνείδηση* σκοπό, το πέρας, το έσχατο σημείο κάθε πράγματος, το τέρμα, το τέλος της ζωής* (δηλαδή τον θάνατο), τη μοίρα ή τον προορισμό* ενός όντος.
τεστ Φιλοσοφικά νοείται ως ο τελικός σκοπός που επιδιώκουμε με πράξεις, για την επίτευξη του οποίου απαιτείται γνώση των τρόπων και των μέσων που οδηγούν στο επιθυμητό τέρμα, δηλαδή γνώση της αιτιώδους συνάφειας. Γι' αυτό και το τέλος, ή ο σκοπός, καλείται και τελικό αίτιο. Με τα τελικά αίτια ασχολείται η τελολογία*, με τα οποία προσπαθεί να εξηγήσει τις φυσικές διατάξεις. Όμως, η αντίληψη του "τέλους" αντιστρατεύεται την εξήγηση της δομής του κόσμου* με βάση την αρχή αιτίας - αποτελέσματος, που υποστήριζαν οι φιλόσοφοι της φύσης του 6ου - 5ου π.Χ. αι. Έτσι, ο Πλάτων* θεωρεί τις ιδέες* ως τα τελικά αίτια των γινομένων και ασκεί κριτική στον Αναξαγόρα* (βλ. Φαίδωνα), γιατί δεν ερμηνεύει το νόημα και τον προορισμό του Σύμπαντος*, αλλά αρκείται σε μηχανικές ερμηνείες. Για τον Αριστοτέλη* "η φύση δεν κάνει τίποτε επί ματαίω" (βλ. Περί ψυχής). Ο φιλόσοφος εισάγει το τελολογικό κριτήριο που στηρίζεται στην εντελέχεια* (εν + τέλος + έχω), σύμφωνα με το οποίο τα όντα κλείνουν μέσα τους την πραγμάτωσή τους ως εν ενεργεία όντα. Και για τους στωικούς*, το "τέλος" ενυπάρχει μέσα στον κόσμο και τον διευθύνει. Περαιτέρω, η ταύτιση των ιδεών του περιορισμού και της τελειοποιήσεως μέσα στη λέξη "τέλος" φαίνεται ότι απορρέει από την πυθαγορική θεωρία, για την οποία η τελειοποίηση σημαίνει να ορίζουμε μέσα στο άπειρο* έναν κόσμο αρμονικό και περιορισμένο. Γενικότερα, στον σκοπό αποδίδεται είτε φυσική, αντικειμενική υπόσταση είτε υποκειμενική, ως τρόπο του θεωρείν την πραγματικότητα συνειδητά. Αποτελεί ρυθμιστική ιδέα τόσο στον χώρο της βιολογίας, ως συμπλήρωση της καθαρής μηχανικής εξήγησης, όσο και στον πνευματικό βίο, ως παράγοντας ερμηνείας της ζωής*, της συνείδησης*, της ιστορικής εξέλιξης και προόδου*. Ευτυχία Ξυδιά
Τερτυλλιανός Κόιντος Σεπτίμιος. Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 155 στην Καρχηδόνα και πέθανε το 240. Ήταν κάτοχος της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας και άριστος γνώστης της νομικής επιστήμης. Αρχικά έζησε στη Ρώμη ασκώντας το δικηγορικό επάγγελμα. Αργότερα έγινε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στην Καρχηδόνα. Προσχώρησε το 207 στην αίρεση του Μοντανισμού ζώντας ασκητικότατη ζωή. Από τα έργα του, τα περισσότερα από τα οποία σώθηκαν στη λατι-
νική, σπουδαιότερο είναι ο Απολογητικός (197). Πρόκειται για λόγο που απηύθηνε στους ηγεμόνες των επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου αναιρεί τις κατηγορίες κατά των χριστιανών και διακηρύσσει την απόλυτη αξία του Χριστιανισμού*. Στα έργα του φαίνεται όχι μόνο η πολυμάθειά του, αλλά και το δικανικό και γενικά νομικό πνεύμα με το οποίο αντιμετώπιζε θέματα της χριστιανικής πίστεως. Τόνιζε ιδιαίτερα την ανεξαρτησία της πίστεως* από τη γνώση*, σε σημείο να του αποδίδεται η γνωστή φράση "πιστεύω επειδή είναι παράλογο". Θεωρεί απόλυτα αξιόπιστο ότι ο Υιός του θεού πέθανε, επειδή είναι άτομο, και ότι αναστήθηκε, επειδή είναι αδύνατον (De carne Christi, κεφ. 5). Πιστεύει ότι στον κόσμο το ψεύδος,για να πιστευθεί, αναγκάζεται να λάβει μορφή ευλογοφανή και πιθανή. Το απίθανο γΓ αυτόν φέρει τη σφραγίδα της αλήθειας*. Ο Τερυλλιανός παρέμεινε πάντοτε ένας εκκεντρικός του πνεύματος, ενώ ο στρυφνός χαρακτήρας του αποτυπώνεται στον τρόπο που εκφράζεται. Είχε διαλεκτική ευστροφία, αλλ' ήταν αδιάλλακτος και μονομερής στην πίστη*. Πίστευε ότι μόνο ο θεός* μπορούσε να συγχωρεί και κανείς άλλος, ελέγχοντας την Εκκλησία που δεχόταν στους κόλπους της όσους είχαν υποπέσει σε λάθη και μετανοούσαν. θεωρείται ένας απ" τους εκκλησιαστικούς λατίνους συγγραφείς, που με πάθος υπερασπίστηκε τις χριστιανικές διδασκαλίες σε προσωπικό ύφος και με δημιουργική ελευθερία. Αλέξ. Καριώτογλου
τεστ (από το αγγλικό test = δοκιμασία). Σύστημα δοκιμασιών ειδικά επεξεργασμένο, το οποίο επιτρέπει τη μέτρηση του επιπέδου ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης ψυχικής ποιότητας ή μιας ιδιότητας της προσωπικότητας*. Ένα test το οποίο απευθύνεται αποκλειστικά σε μια ιδιότητα ονομάζεται "ομογενές", ενώ ένα σύνολο ομογενοποιημένων δοκιμασιών, το οποίο απευθύνεται σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, ονομάζεται "ετερογενές" test. Αν και οι προσπάθειες για τη μέτρηση ψυχολογικών χαρακτηριστικών εμφανίστηκαν ακόμα στην αρχαιότητα, τα tests ως ειδικευμένη ψυχολογική μέθοδος μέτρησης έκαναν την εμφάνιση τους στα τέλη του 19ου αι. μέσα από τις έρευνες των Galton* και Cattel. Ιδιαίτερη ανάπτυξη η μέθοδος αυτή γνώρισε
115
Τετρακτύς μετά τις έρευνες των Binet - Simon και την επεξεργασία κλιμάκων που αφορούσαν στη διαπίστωση της ανάπτυξης των νοητικών ικανοτήτων των παιδιών. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες tests, ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται (π.χ. για την επιλογή επαγγέλματος, επίπεδο εξειδίκευσης σε κάποιο τομέα κ.λπ.), το περιεχόμενο (τη συγκεκριμένη ικανότητα ή ιδιότητα στην οποία απευθύνονται), ενώ ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα ψυχοδιαγνωστικά tests, τα οποία αφορούν στην ανάδειξη παθολογικών χαρακτηριστικών. Σημαντικοί παράγοντες για την επιστημονική βασιμότητα ενός test είναι η "τυποποίηση", ο καθορισμός δηλαδή της ηλικιακής "νόρμας" και της διάταξης των δοκιμασιών ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας τους, η "αξιοπιστία" του, η οποία εξασφαλίζει τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της δοκιμασίας, σε διαφορετικό χρόνο και τόπο και από διαφορετικούς ερευνητές, και σχετίζεται με την ακρίβεια της μέτρησης, και η "εγκυρότητα", η οποία σχετίζεται με την αντιστοιχία ανάμεσα στη μετρούμενη ιδιότητα και τα στάδια ανάπτυξης της ίδιας της δοκιμασίας. Αν και η επιστημονική αξία των tests ως ψυχομετρικής μεθόδου δεν αμφισβητείται, ωστόσο από διάφορες πλευρές της επιστημονικής κοινότητας εκφράζονται επιφυλάξεις για την κοινωνική χρήση και εφαρμογή της μεθόδου αυτής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε παραβιάσεις και διακρίσεις σε άτομα ή ομάδες ανθρώπων. Βιβλιογρ.: Αβανίσωφ, Τα τεστ στην κοινωνιολογική έρευνα, Μόσχα. 1982.- Binet Α.. Etude expérimentale de /' intelligence, Paris. 1903.- DuBoiss P. H.. A history of psychological testing, Boston, 1970.- Büros Ο. C.. Personality - Tests and reviews, Ν. Y., 1970.- Cronbach L. J., Essentials of psychological testing, Ν. Y., 1970.Gulliksen H„ Theory ol mental test, 1950. Ευάγγ. Μανουράς
Τετρακτύς, βλ. Πυθαγόρειοι Τέυλορ Εντουαρντ (Tylor, 1832-1917). Αγγλος εθνογράφος, ερευνητής του αρχέγονου πολιτισμού, οπαδός της εξελικτικής θεωρίας στην ιστορία του πολιτισμού. Κατά τον Τέυλορ, η ιστορία του πολιτισμού* είναι μια διαδικασία μακροχρόνιας εξέλιξης, που εκδηλώνεται με την τελειοποίηση της μορφής των διαφόρων εργαλείων, των ειδών τέχνης και των θρησκευτικών πεποιθήσεων και λατρειών. Προκειμένου, ειδικότερα, να εξηγήσει την προέλευση της θρησκείας*, ακολούθησε την ανιμιστική
116
(ψυχοκρατική) θεωρία. Πηγή και πυρήνα όλων των θρησκειών θεωρούσε τον πρωτόγονο ανιμισμό*, δηλαδή την πίστη ότι κάθε πράγμα στη φύση* έχει μέσα του ένα αόρατο πνεύμα*, μια ψυχή* που το κυβερνά. Η αδυναμία του ανθρώπου, στη χαραυγή της ιστορίας του, να κατανοήσει τους νόμους της φύσεως τον οδήγησε στη θεοποίηση και τη λατρεία των φυσικών δυνάμεων, που γι' αυτόν αντιπροσώπευαν μυστηριώδη και υπερφυσικά όντα. Οι πρωτόγονες λοιπόν θρησκείες ήταν, κατ' αυτόν, ανιμιστικές και από αυτές εξελικτικά προήλθαν όλες οι ανεπτυγμένες θρησκείες. Απ. Τζ. Τέχνη (λατ. ars). Η λέξη "τέχνη" έχει μια μακρά, πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα ιστορία και ποικιλία χρήσεων που καθιστούν έργο δύσκολο τον καθορισμό της ουσίας της. Η φύση της τέχνης, ο ορισμός και η λειτουργία της, ο κόσμος της τέχνης και τα έργα τέχνης θέτουν ερωτήματα που απασχολούν με ιδιαίτερη ένταση τους σύγχρονους φιλοσόφους, οι οποίοι διακρίνουν συχνά την "αισθητική" και τη "φιλοσοφία της τέχνης". Από την κλασική αρχαιότητα και μέχρι τον Μεσαίωνα, ακόμη και στην εποχή της Αναγέννησης, η τέχνη, είτε χρησιμοποιείται στον ενικό αριθμό, ως όρος αφηρημένος και διφορούμενος, είτε στον πληθυντικό αριθμό, με συγκεκριμένο περιεχόμενο, δηλώνει χειροτεχνία ή γενικότερα δεξιοτεχνία, επάγγελμα ή ασχολία που στηρίζεται στη γνώση των κανόνων (τέχνη του αρχιτέκτονα, τέχνη του στρατηγού, του γεωμέτρη, του ρήτορα). Στο λεξικό του S. Johnson (A Dictionary of the English Language) ο όρος θεωρείται ότι δηλώνει, εκτός όσων ήδη αναφέρθηκαν, και δύναμη με την οποία πραγματοποιούμε κάτι που δεν υπαγορεύεται από τη φύση ή το ένστικτο, μια τέχνη κατασκευής, επιδεξιότητα ή πανουργία. Η έννοια της τέχνης, όπως την εννοούμε σήμερα, δηλαδή ως παραγωγή του ωραίου μέσω τεχνουργημάτων που σκοπεύουν στην αισθητική απόλαυση, υπήρξε επίτευγμα του 18ου αι., οπότε μια νέα σύλληψη του όρου τέχνη οδήγησε στη διάκριση των τεχνών σε χρήσιμες τέχνες και "ωραίες" τέχνες, που αυτές οι τελευταίες δεν εξυπηρετούν καμιά σκοπιμότητα. Αλλωστε η γνωστή διάκριση ανάμεσα σε "ελευθέριες" τέχνες (γραμματική, ρητορική, λογική, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) και μηχανικές ή βάναυσες επικρατεί μέχρι την Αναγέννηση. Ο όρος
Τέχνη "τέχνες του σχεδίου" (arti del disegno), ο οποίος αναφέρεται σ' αυτές τις τέχνες που σήμερα καλούμε εικαστικές, χρησιμοποιείται ήδη στον 16ο αι., ενώ από τον 15ο μέχρι και τον 18ο αι. καταβάλλονται προσπάθειες από θεωρητικούς των τεχνών για να καθορίσουν τις "ευφυείς" τέχνες, τις μουσικές ή ποιητικές τέχνες, τις κομψές ή ευχάριστες τέχνες. Ωστόσο το σύστημα των "καλών" τεχνών (fine arti) συγκροτείται μόνο στον 18ο αι., όταν ο Batteux περιλαμβάνει υπό αυτή την ονομασία πέντε τέχνες: ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, ποίηση και χορό, στις οποίες προσθέτει την αρχιτεκτονική και τη ρητορεία. "Καλές" τέχνες, ευχάριστες, ευγενείς ή κομψές, οι τέχνες που αναφέρει ο Batteux εισηγούνται μια στενότερη χρήση του όρου τέχνη, που αποκλείει τις χειροτεχνίες και τις επιστήμες και καθιστά γενικότερα την τέχνη μια παραγωγική διαδικασία δημιουργική, της οποίας τα προϊόντα ονομάζονται έργα τέχνης. Η εποχή μας κληρονόμησε τον ορισμό της τέχνης σύμφωνα με τον οποίο αυτή συνδέεται με την παραγωγή του ωραίου* και τη μίμηση ή αναπαράσταση της φύσης*. Η σύγχρονη τέχνη περιλαμβάνει όμως νέες μορφές των παραδοσιακών τεχνών, όπως η αφηρημένη ζωγραφική, η ηλεκτρονική μουσική, το αντι-μυθιστόρημα, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο και τα μέσα επικοινωνίας. Σήμερα, συνεπώς, το ερώτημα "Τι είναι η τέχνη;" μολονότι επιτρέπει την ταξινόμηση των ιδεών μας, δεν φαίνεται να εγγυάται την εύρεση ενός ορισμού στον οποίο προσέφευγαν οι παραδοσιακές θεωρίες της τέχνης, αφού υπό τον όρο τέχνη εντάσσονται ετερογενή πράγματα, όπως η σειραϊκή παραγωγή των έργων, το βιομηχανικό σχέδιο και η μηχανική παραγωγή, η non αρτ, ο μινιμαλισμός, τα χάπενινγκς και άλλα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν οι καλλιτέχνες, οι οποίοι φαίνονται να υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατή η διάκριση ανάμεσα στη τέχνη και τη ζωή* (Duchamp). Ο νέος "φιλελεύθερος" τρόπος αντίληψης της τέχνης υιοθετεί την άποψη πως οτιδήποτε, ακόμη και ένα κομμάτι ξύλου, είναι δυνατόν να καταστεί "έργο τέχνης" και υποβάλλει σε κριτική τους παραδοσιακούς ορισμούς της τέχνης που υποστήριζαν ότι η τέχνη είναι μίμηση (Πλάτων*, Αριστοτέλης*) ή αναπαράσταση της φυσικής ή της ιστορικής πραγματικότητας -υπό την οποία περιλαμβάνεται και η νεότερη έννοια του "συμβόλου" με το περιεχόμενο που της έδωσαν ο Ε. Cassirer* και η
S. Langer- ή ότι η "τέχνη είναι έκφραση" (Çroce), παιγνίδι, που επιτρέπει στις πνευματικές δυνάμεις να κινηθούν αδέσμευτες από τα δεσμά της θεωρίας* και της πράξης* (Kant*, Schiller*, Η. Spencer*), ακόμη μορφή (Hauslick, Riegl, Wölfflin, L. Venturi, Focillon) ή "σημαίνουσα" μορφή (C. Bell). Υπό την επίδραση του Wittgenstein*, που ετόνισε την αοριστία των όρων της κοινής γλώσσας, ορισμένοι φιλόσοφοι της αναλυτικής κυρίως κατεύθυνσης ασχολήθηκαν, στη δεκαετία του 1950-60, με το πρόβλημα του ορισμού της τέχνης και διαπίστωσαν το αδιέξοδο της παραδοσιακής αισθητικής. Θεωρώντας την τέχνη ως "έννοια οικογενειακών ομοιοτήτων", έκριναν αδύνατο τον ορισμό της και την έλαβαν ως έννοια "ανοικτής υφής" (Ziff, Weitz, Kennick), δηλαδή έννοια που δεν συνεπάγεται αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες για την εφαρμογή της. Ορισμένοι (Α. Danto, M. Maudelbaum) δεν απέκλεισαν τη δυνατότητα ορισμού της, θεώρησαν όμως αναγκαίο να επικεντρωθεί η προσοχή των φιλοσόφων όχι σε ευκολοδιάκριτα χαρακτηριστικά των έργων τέχνης, αλλά στο περιεχόμενο που αυτά ενσωματώνουν. Ο G. Dickie, θεωρώντας την τέχνη ως όρο περιγραφικό και αξιολογικό, επεξεργάσθηκε τη "θεσμική θεωρία της τέχνης", σύμφωνα προς την οποία η ιδιότητα του έργου τέχνης απονέμεται σε αντικείμενα, όπως η "Βρύση" του Duchamp, με τον τρόπο που κάποιος ανακηρύσσεται υποψήφιος κοινοτικός σύμβουλος. Η θεωρία του Dickie έχει δεχθεί κριτική και εντάσσεται στους "διαδικαστικούς" ορισμούς της τέχνης, που συνυπάρχουν σήμερα με τους λειτουργικούς ορισμούς της, όπως αυτός του Beardsley, ο οποίος θεωρεί πως "ένα έργο τέχνης δεν είναι τίποτε άλλο παρά διευθέτηση όρων που έχουν την πρόθεση να γεννήσουν μια εμπειρία με καθαρά αισθητικό χαρακτήρα". Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την αδυναμία των παραδοσιακών αισθητικών σε σχέση με το πρόβλημα της ουσίας των καλλιτεχνικών οντοτήτων επεδόθησαν σε ανάλυση εννοιολογική των ορισμών της τέχνης και δεν απέφυγαν επαναλήψεις και ασάφειες για τις οποίες τους ασκείται κριτική. Παρά ταύτα οι διάφορες θεωρίες της τέχνης που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί ενσωματώνουν επιχειρήματα που τονίζουν ή επικεντρώνουν την προσοχή σε κάποιο ειδικό χαρακτηριστικό της τέχνης και επειδή ακριβώς ανευρίσκουν και αναλύουν ορισμένα κριτήρια που αφορούν στην υπεροχή
117
τεχνική της τέχνης καθιστούν την αισθητική θεωρία αξιόλογη. Όσον αφορά στον λειτουργικό ρόλο της τέχνης, αυτός έχει τονισθεί από τον Πλάτωνα* και ανευρίσκεται με ποικιλία μορφών μέχρι σήμερα σε διάφορες θεωρίες της τέχνης (Freud*, Marx*, Ortega y Gasset*, Arnheim, Langer), ενώ παράλληλα έχει τονισθεί ότι η καθαρή τέχνη είναι μη-λειτουργική, αυτόνομη, αντίληψη που συνοψίσθηκε στο περίφημο σύνθημα του 19ου αι. "η τέχνη για την τέχνη". Έχουν επίσης τονισθεί κατά καιρούς οι σχέσεις και οι διαφορές τεχνικής και τέχνης, αισθητικής και τέχνης, τέχνης και καλλιτέχνου, εργασίας και εργάτου. Ο ρόλος της τέχνης έχει συνάμα θεωρηθεί άλλοτε παιδαγωγικός ηθοπλαστικός ή κοινωνικός, άλλοτε συμβολικός ή ηδονιστικός, άλλοτε αισθητικός ή καθαρά επικοινωνιακός. Η τέχνη συνδέεται ωστόσο άμεσα με την ελευθερία και τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη, γι' αυτό μπορεί να λάβει διάφορες μορφές και ποικίλες λειτουργίες και να εννοηθεί ως ένα πολυσύνθετο ανθρώπινο επίτευγμα, που δημιουργεί τον κόσμο της τέχνης, ο οποίος είναι προσιτός στο κοινό και υπόκειται σε αξιολόγηση. Βιβλιογρ.: W. Talarkiewicz, A History οt six ideas. An essay in Aesthetics, M. Nijhoff. 1980.- P. O. Kristeller, The Modern System ot the arts. "Journal of the History ol Ideas", 12 (1951), 496-527 και 13 (1952), 17 - 46.- M. Weite. The role ot theory in aesthetics, "Journal ol Aesth. and Art Criticism·. 15 (1956), 27-35.- A. Danto, The Art world. 'Journal ol Philosophy·, 61 (1964), 571-84.- M. Beardsley, Redefining art, "The Aesthetic Point ol View", (εκδ. από W. J. Wreen κ.ά.). 1982. 298-315.- G. Dickie, Defining art. "American Phil. Quarterly", 6 (1969), 253-6.G. Dickie, The art circle, Ν. Y.. 1984.- M. Mandelbaum, Family resemblances and generalisation concerning the arts, "American Phil. Quarterly". 2 (1965), 219-28.- Π. Xpiστοδουλίδη, Σημειώσεις αισθητικής και θεωρίας της Τέχνης, Αθήνα, 1983.- Κ. Κωβαίου, Η γραμματική του αισθητικού λόγου, Αθήνα. 1984. Αθαν. ΓΛυκοφρύδη - Λεοντσίνη
τεχνική. Το αναπτυσσόμενο σύστημα των τεχνητών (παρηγμένων από τον άνθρωπο) αντικειμένων (υλικών) και μέσων (εργαλείων, μηχανισμών, διαδικασιών) της ανθρώπινης δραστηριότητας* και επικοινωνίας. Ο όρος τεχνική, από αυτή την άποψη, αναφέρεται κατ' εξοχήν στα εμπράγματα συστατικά στοιχεία, στους εμπράγματους όρους - παράγοντες της δραστηριότητας και της επικοινωνίας, σε αντιδιαστολή με τον προσωπικό παράγοντα (τον άνθρωπο και τις ικανότητές του). Από άλλη (διασταλτική) άποψη, στην τεχνική, εκτός από τα προαναφερθέντα, συμπεριλαμβάνεται και ο
118
τρόπος (σύνολο κανόνων*, μεθόδων*, δεξιοτήτων, ικανοτήτων*, χειρισμών κ.λπ.) με τον οποίο επιτελείται ορισμένη δραστηριότητα και επικοινωνία. Εδώ εντοπίζεται μεν ο άνθρωπος* - προσωπικός παράγοντας, πλην όμως κατ" εξοχήν ως καθοριζόμενος από τον εμπράγματο (αντικείμενο και μέσο), δηλαδή από την άποψη του άμεσου προσδιορισμού του από την εμπλεκόμενη στην εν λόγω δραστηριότητα και επικοινωνία (μετασχηματισθείσα ή μετασχηματιζόμενη από τον άνθρωπο) φύση*. Το γενετικά και λειτουργικά καθοριστικό πεδίο δημιουργίας της τεχνικής είναι η εργασία*, η παραγωγή*, παρά το γεγονός ότι η τεχνική συνιστά οργανικό στοιχείο και όλων των επιπέδων της εξωεργασιακής δραστηριότητας και επικοινωνίας από ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του πολιτισμού*. Η τεχνική -μαζί με τους ανθρώπους που τη δημιουργούν, την ενεργοποιούν και την αναπτύσσουν- αποτελεί οργανικό στοιχείο και δείκτη του επιπέδου ανάπτυξης των "παραγωγικών δυνάμεων" (χωρίς επ' ουδενί λόγω να θεωρείται ως ταυτόσημη με αυτές), η αντιφατική ενότητα των οποίων με τις "σχέσεις παραγωγής"* συνιστά την υλική βάση του "τρόπου παραγωγής"*. Συνεπώς η τεχνική δεν είναι μια αυθυπόστατη πλήρως αυτοπροσδιοριζόμενη και εξωιστορική πραγματικότητα. Η ιστορία της τεχνολογίας είναι η εξέταση του ανθρώπινου πολιτισμού από την άποψη των εμπράγματων όρων της σχέσης των ανθρώπων προς τη φύση, των μέσων και των υλικών αυτής της σχέσης. Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε έτοιμα, δεδομένα από τη φύση μέσα (από τη συλλεκτική "οικονομία" μέχρι και όλες τις βαθμίδες στις οποίες κυριαρχεί η γεωργία και η κτηνοτροφία, δεδομένου ότι η γη και τα ζώα συνιστούν τα κατ' εξοχήν έτοιμα "μέσα παραγωγής"*). Με τη μεγάλη βιομηχανία αρχίζουν να δεσπόζουν τα τεχνητά, τα παρηγμένα μέσα παραγωγής, με αντίστοιχη διεύρυνση και εμβάθυνση της επενέργειας του ανθρώπου στην ουσία", στις ενδότερες συνάφειες των φυσικών διαδικασιών, γεγονός που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των επιστημών" και της τεχνολογίας*. Στη συνέχεια παρατηρείται η μετάβαση σε αυτενεργά (αυτόματα) μέσα, η περαιτέρω ανάπτυξη των οποίων οδηγεί στην αυτοαναπαραγωγή αυτενεργών μέσων επίδρασης στη φύση. Αντίστοιχη με αυτήν των μέσων παραγωγής και καθοριζόμενη από αυτήν, είναι η πορεία του υλικού (α-
τεχνοκρατία ντικειμένου) της παραγωγής: από τη χρήση δεδομένου από τη φύση υλικού, στην πρωτογενή επεξεργασία του (με διατήρηση των αρχικών φυσικών ιδιοτήτων του), και από αυτήν, στα τεχνητά υλικά με προκαθορισμένες ιδιότητες. Η μέχρι τώρα πορεία της τεχνολογίας συνιστά την ιστορία της υπεροχής της μηχανικής παραγωγής (παρά την αρχέγονη χρήση και άλλων μορφών κίνησης της ύλης, π.χ. φωτιά), με χαρακτηριστικό στοιχείο την προσαρμογή της χειρωνακτικής εργασίας στη μηχανική δραστηριότητα. Η βελτιούμενη επινόηση των τεχνικών διαδικασιών της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσω του διαχωρισμού, του διαμελισμού, της εσωτερικής διαφοροποίησης των στιγμών αυτής της διαδικασίας, των επιμέρους διαδικασιών, μέσω της επανάληψης, της σταθερής ομοιογενοποίησης και τυποποίησης (πρβλ. συνεχής εναλληλουχία, κατασκευή και συναρμολόγηση, τειλορισμός, φορντισμός). Η φετιχοποίηση αυτής της αλλοτριωτικής και εν πολλοίς συνυφασμένης με τις "σχέσεις παραγωγής"* της κεφαλαιοκρατίας* κυριαρχικής και αρπακτικής προς τη φύση τεχνικής οδηγεί στις απόψεις του "τεχνολογικού ντετερμινισμού"*. Με αυτή συνδέονται και οι ποικίλες χειραγωγικές "τεχνικές" ενσωμάτωσης* των απρόσωπων μαζών. Η εξάρτηση της ανθρώπινης παρέμβασης από την προηγούμενη εργασία, από τη συσσωρευμένη εργασία, είναι ευθέως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης της τεχνικής, την οποία η κάθε γενεά κληρονομεί ως κάτι το ανεξάρτητο από τη βούλησή της, ως στοιχείο προσδιοριστικό για τη νομοτελειακή ανάπτυξη της δραστηριότητας και της επικοινωνίας, το οποίο ενέχει καταστροφικές (π.χ. πυρηνικά όπλα, οικολογική κρίση) αλλά και δημιουργικές δυνατότητες. Η επικράτηση των δεύτερων κατά τις διαφαινόμενες τάσεις (επιστημονικοτεχνική επανάσταση"*, μετάβαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος, βιοτεχνολογίες κ.λπ.), θα οδηγήσει σε τεχνικές χρησιμοποίησης ανώτερων μορφών κίνησης της ύλης*, με τελική προοπτική τη βιολογικοποίηση της παραγωγής. Βλ. επίσης: εργασία, δραστηριότητα, νομοτέλεια, δημιουργικότητα, κοινωνία, αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
τεχνοδομή. Όρος με τον οποίο ο J. Κ. Galbraith* εννοεί τη διαμορφούμενη στην κοινωνία ιεραρχία τεχνικών και επιστημόνων, μέσω της οποίας προωθούνται τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών και συνεπώς η "ευημερία του συνόλου του έθνους". Κατ' αυτό τον τρόπο η τεχνοδομή συνιστά ελίτ της εξουσίας και "φορέα του συλλογικού λόγου". Βλ. επίσης: τεχνοκρατία, ελίτ θεωρίες. Δ. Π.
τεχνοκρατία (αγγλ. technocracy). 1. Κοινωνικό στρώμα των ανώτερων αξιωματούχων - λειτουργών, των διαχειριστών - διευθυντών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών, το οποίο εντάσσεται ουσιαστικά στην κυρίαρχη τάξη και στη διοικούσα ελίτ* της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας*. 2. Θεωρητική και ιδεολογική κατεύθυνση, π οποία συνιστά την λογικά πληρέστερη εκδοχή αισιόδοξης ερμηνείας του "τεχνολογικού ντετερμινισμού"* - τεχνικισμού. Στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης το προανεφερθέν κοινωνικό στρώμα των τεχνοκρατών, λόγω της θέσης και της μόρφωσής του, αποτελεί τον αντικειμενικό φορέα της τεχνικής ορθολογικότητας, συντελεί στην αυτοανάπτυξή της και κατ" αυτό τον τρόπο μπορεί να ασκεί εξουσία εξ ονόματος της τεχνικής' και βάσει τεχνικών μέσων - χειρισμών. Στα ουτοπικά σχεδιάσματα της τεχνοκρατίας προτάσσεται η αναγκαιότητα μετάβασης της εξουσίας* και της διοίκησης* από τους πολιτικούς στους τεχνοκράτες - ειδικούς και εμπειρογνώμονες, οι οποίοι και μόνο είναι δήθεν ικανοί να απαλλάξουν τη σύγχρονη (κεφαλαιοκρατική) κοινωνία από τις δυσλειτουργίες και τις αντιφάσεις της. Η απολυτοποίηση του ρόλου της τεχνικής και η μηχανιστική αναγωγή των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων σε προβλήματα τεχνικών - χειραγωγικών διευθετήσεων καθιστούν τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις αντιδραστικά ιδεολογήματα, που συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, στη διαιώνιση της οποίας αποσκοπούν, προβάλλοντας μονόπλευρα και εξωιστορικά ορισμένη βαθμίδα της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* από την οπτική των συμφερόντων της τεχνοκρατικής ελίτ. Κύριοι Βιβλιογρ.: S. Lilley, Men,'machines and history. London, εκπρόσωποι της εν λόγω κατεύθυνσης είναι οι 1965.- Κόζλοφ Μπ.. Η εμφάνιση και ανάπτυξη των τεχνιTh. Β. Veblen*, Α. Berl, Α. Fris, J. Galbraith*, D. κών επιστημών. Λένινγκραντ, 1988.- Βαζιούλιν Β. Α., Η Bell* κ.ά. Νεότερες εκδοχές τεχνοκρατικού λογική της ιστορίας. Μόσχα, 1988. φετιχισμού* είναι οι απόψεις περί "κυβερνητιΔ. Πατέλης 119
τεχνολογία κής ελίτ" και περί "πληροφορικής δημοκρατίας". 3. Κοινωνικό κίνημα των αρχών της δεκαετίας του '30, οι οργανωτικές και προγραμματικές θέσεις του οποίου εδράζονταν στις ιδέες του Vehlen. Βλ. επίσης: αξιοκρατία, ελίτ θεωρίες. Βιβλιογρ.: Th. Veblen, The engineers end the price system, 1921.- G. Gun/itch, Industrialisation et Technocratie, Paris, 1949.- Eisner H., The technocrats. Prophets ol automation, Syracuse N. J.. 1967.- Π. Μούτσου. Η τεχνοκρατία ως δεσπόζουσα παράμετρος της ιδεολογίας του σύγχρονου καπιταλισμού, στο "Κ. Μαρξ. Ο κριτικός της ιδεολογίας", Αθήνα, 1988.- Ε. Ιλιένκοφ. Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη, Οδυσσέας, Αθήνα, 1976. Δ. Πατέλης
τεχνολογία. 1. Συχνό ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος της τεχνικής. 2. Το σύνολο των γνώσεων για τα μέσα και τις μεθόδους παραγωγής· η επιστημονική έρευνα περί των νομοτελειών που διέπουν τα παραπάνω με στόχο τον προσδιορισμό και την πρακτική εφαρμογή των πλέον αποτελεσματικών και οικονομικών παραγωγικών διαδικασιών. Δ. Π.
τεχνολογικός ντετερμινισμός (από το λατ. determinare). Αγοραία αντίληψη κατά την οποία το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής καθορίζει άμεσα τον τύπο της κοινωνίας*, του πολιτισμού* κ.λπ. Ταυτόχρονα η τεχνική* αποσπάται τεχνητά από τις κοινωνικές σχέσεις, τοποθετείται στην ίδια σειρά με τα φυσικά φαινόμενα και εξετάζεται ως αυθύπαρκτο, υπερκοινωνικό και υπερανθρώπινο "είναι ως έχει". Ως ιδιότυπος φετιχισμός*, θεοποίηση και μυθοποίηση της τεχνικής χαρακτηρίζει εξ ίσου τον τεχνικισμό και τον αντιτεχνικισμό, οι οποίοι διαφέρουν μόνο ως προς την εκτίμηση (θετική ή αρνητική, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη) των λογικών πορισμάτων που απορρέουν από τον τεχνολογικό ντετερμινισμό. Βλ. επίσης: τεχνοκρατία, τεχνική. Δ. Π.
τεχνοφοβία. Εννοια που επισημαίνει τη συγκυρία κατά την οποία ο αποξενωμένος κόσμος των τεχνικών χειρισμών και αντικειμένων εκλαμβάνεται από τον άνθρωπο ως απειλή της ύπαρξής του. Είναι η απαισιόδοξη και δαιμονολογική εκδοχή του "τεχνολογικού ντετερμινισμού" (αντιτεχνικισμός), η οποία επικρίνει τον αλλοτριωτικό ρόλο και τα παραπροϊόντα της τεχνικής, προτάσσοντας τα ανθρωπιστικά ιδε-
120
ώδη και (είτε) ρομαντικές ουτοπίες. Χαρακτηρίζει αρκετούς εκπροσώπους του οικολογικού κινήματος, του νεομαρξισμού* αλλά και του νεοσυντηρητισμού (Ζ ΕΙΙυΙ, Αντόρνο', Μαρκούζε' κ.ά.). Δ. π. Τζαϊμινι. Ινδός στοχαστής, από τους ιδρυτές του φιλοσοφικού συστήματος Μιμάμσα*. Το πιθανότερο είναι ότι έζησε και έδρασε γύρω στο 200 π.Χ. Κυριότερο έργο του είναι η Μιμάμσα - Σούτρα ή Τζαϊμινι - σούτρα, στο οποίο διερευνά το ζήτημα των πηγών της γνώσης* και προσπαθεί να αποδείξει την αιωνιότητα των Βεδών*. Ο Τζαϊμινι υπερασπίστηκε και θεμελίωσε φιλοσοφικά την αναγκαιότητα των ιεροτελεστιών, που δίδασκαν οι Βέδες. Βιβλιογρ.: The Mimamsa Sutras ol Jaimini, transi, by Pandit Mohan Lai Sandal, Allahabad. 1923-25. Αλέξ. Καριώτογλου
Τζεϊμονάτ (Geymonat) Λουντοβίκο (γεν. 1908). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός της φιλοσοφίας* και της επιστήμης*, μαρξιστικής αναφοράς, με πλούσιο συγγραφικό έργο. Για τη μελέτη της ανάπτυξης της επιστήμης εισάγει την έννοια του "επιστημονικο-τεχνικού κεκτημένου", (δυναμική ολότητα ιστορικού χαρακτήρα, ενιαία μέσα στην πολλαπλότητα της επιστήμης). Με τις έρευνές του προσκρούει στην προβληματική της συσχέτισης "διάνοιας και λόγου"* (χωρίς να την συνειδητοποιεί σε επίπεδο "κατηγοριακής σκέψης"*), εισηγούμενος την ανάγκη διεύρυνσης της "ορθολογικότητας" (razionalit^) μέσω της διαλεκτικής* (την οποία δεν αντιλαμβάνεται ως "διαλεκτική λογική"*), κατά τη μελέτη φαινομένων πέραν του πεδίου εφαρμοσιμότητας της τυπικής λογικής' και των μαθηματικών - αξιωματικών μεθόδων*. Υιοθετεί στοιχεία του νεοθετικισμού* και εισηγείται την αντικατάσταση του όρου "υλισμός"* από τον όρο "ρεαλισμός"*. Εργα του: Επιστήμη και ρεαλισμός, μετάφρ. - επίλογος Π. Χριστοδουλίδης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1987 (βλ. βιβλιογραφία, σελ. 197-201). Δ. Πατέλης
Τζέιμς Ουίλιαμ (James, 1842-1910). Αμερικανός ψυχολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους ιδρυτές του πραγματισμού', που είναι ουσιαστικά μια παραλλαγή του "υποκειμενικού ιδεαλισμού". Ο Τζέιμς είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο "πραγματισμός" στη διατρι-
Τζέφφερσον βή του: Φιλοσοφικές αντιλήψεις και πρακτικά αποτελέσματα (1898), όπου εκθέτει τη θεωρία του Κ. Πηρς*, αναλύοντας το βιβλίο του: Πώς να κάνουμε τις ιδέες μας σαφείς (1878). Αναπτύσσοντας τις ιδέες του Κ. Πηρς, ο Τζέιμς έδωσε τη δική του απόχρωση στο "πραγματιστικό": κριτήριο της αλήθειας μιας ιδέας είναι η ικανότητά της να εξυπηρετήσει τη δράση και τη ζωή', δηλαδή ό,τι είναι "ωφέλιμο" και "χρήσιμο" για πρακτικούς σκοπούς. Και ενώ ο Πηρς επεδίωκε τον σαφή ορισμό των εννοιών* από λογική άποψη (ρασιοναλισμός), ο Τζέιμς στρέφεται προς τον ιρρασιοναλισμό, δηλαδή προς την άρνηση της λογικής σκέψης, και τον ανορθολογισμό*. Εμφανίζεται ως αντίπαλος του υλισμού* και της διαλεκτικής*. Κεντρική θέση της φιλοσοφίας του είναι η άρνηση της αντικειμενικής αλήθειας και της υλιστικής θεωρίας της αντανάκλασης*. Ο Τζέιμς απορρίπτει την αντίληψη ότι η αλήθεια είναι "αντανάκλαση" της αντικειμενικής πραγματικότητας* στη συνείδηση*. Γι' αυτό και δέχεται τα πυρά του μαρξισμού*. Ειδικότερα ο Λένιν* στο έργο του: Υλισμός και εμπειριοκριτισμός, ασκώντας οξύτατη κριτική κατά του υποκειμενικού ιδεαλισμού, συμπεριλαμβάνει και τις απόψεις του Τζέιμς, για τις οποίες αποφαίνεται ότι προσεγγίζουν τον μαχισμό*. Και υποστηρίχθηκε γενικότερα ότι η θεωρία του "ριζικού εμπειρισμού", την οποία ο Τζέιμς ανέπτυξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι μια παραλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που ελάχιστα διαφέρει από τον μαχισμό. Ο Τζέιμς θέλησε επίσης να επεκτείνει τη χρησιμοποίηση της πραγματιστικής θεωρίας και να διασαφηνίσει μ' αυτήν και προβλήματα της ηθικής* και της θρησκευτικής ζωής. Υποστήριζε ότι η αληθινή υπόσταση της θρησκείας* και η πίστη* στον θεό* απορρέουν από τη χρησιμότητα και την ωφελιμότητά τους. Στον τομέα αυτό, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ με πρωτοπόρο τον G. Stanley Halls, μεγάλη υπήρξε η συμβολή του Τζέιμς με το έργο του: Varieties of Religious Experiences (1902). Στις μελέτες του για την ψυχολογία* γενικότερα αντιτάχθηκε στη θεωρία του συνειρμού* και ανέπτυξε μια δική του αντίληψη περί της "ροής της συνειδήσεως", δηλαδή περί της υπάρξεως ενός συνόλου ενιαίων και ατομικών καταστάσεων, που διαρκώς μεταλάσσονται και αντανακλούν τις διεργασίες του οργανισμού. Καθότι, ως οπαδός του μπεχαβιορισμού (συμπεριφορισμού*), ταυτίζει τη διαγωγή του ανθρώπου με τη συ-
μπεριφορά των ζώων και θεωρεί τον άνθρωπο ένα βιολογικό ον που μπορεί να μελετηθεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως και κάθε άλλο ζώο. Αλλα έργα του: Principles of psychology (τομ. 1-2,1890)' Essays in tradical empiricism ( 1912)· Πραγματισμός, 1907 (ελληνική μετάφραση, Κ. Παπαλεξάνδρου, 1925). Βιβλιογρ.: Perry Η. Β., Throught and character of IV. James, τομ. 1-2, 1935.- Morris L. R.. IV. James. 1950.Wild J.. The radical empiricism of W. James. 1969.- The philosophy ol W. James. 1979. Απ. Τζαφερόπουλος
ΤζεντΙλε (Gentile) Τζιοβάννι. Γεννήθηκε το 1875 στο Castelvertrano και πέθανε στη Φλωρεντία το 1944. Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός της φιλοσοφίας* και πολιτικός άνδρας. Υπήρξε μαθητής του Ναπολιτάνου εγελιανού Β. Spaventa. Το πρώτο του έργο ήταν το Rosmini e Gioberti (1898). Αργότερα η φιλοσοφία του κατευθύνθηκε προς μια μεταμόρφωση και τροποποίηση του ιταλικού νεοεγελιανισμού* με το έργο La riforma délia dialettica hegeliana (1913). Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία του Μαρξ* στο έργο La filosofia di Marx (1899). Υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του νεοιδεαλιστή Β. Croce*, με τον οποίο στη συνέχεια διαφώνησε ήδη με το έργο L'atto delpensiero come atto puro (1912) και το Teoria generale dello spirito come atto puro ( 1916). Με το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου πέρασε σε φασιστικές αντιλήψεις, δημοσιεύοντας το Manifesto degli intelletuali del fascismo(1925). Στη συνέχεια υπήρξε υπουργός του Μουσολίνι μέχρι τη δολοφονία του από ιταλό αντιστασιακό. Βιβλιογρ.: Croce e Gentile Ira tradizione nationale e lilosolia europea, a cura di M. Ciliberto, Roma, 1993. Χάρης Κράλλης
Τζέφφερσον Θωμάς (Jefferson, 1743-1826). Αμερικανός πολιτικός, 3ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1801-1809), νομομαθής και στοχαστής. Υπήρξε ο συντάκτης της "Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας" των 13 Πολιτειών της Αμερικής (4.7.1776). Τα ιδεώδη από τα οποία εμπνέεται το κείμενο αυτό αποτελούν εφαρμογή της θεωρίας του φυσικού δικαίου του Λοκ*: περί πολιτικής ισότητας, περί πολιτικής ελευθερίας και περί ευθύνης εκείνων που ασκούν κυβερνητικά καθήκοντα. Διακηρύσσει ότι οι κυβερνήσεις του ομοσπονδιακού κράτους υπάρχουν για το καλό του λαού και ότι αντλούν τη δύναμη και την εξουσία από τη συγκατάθεση του
121
Τζιομπέρτι λαού. Ακόμη, προβλέπει την πολιτική συμπεριφορά των κυβερνώντων, με την οποία θα είναι δυνατή η αποτροπή καταχρήσεως εξουσίας. Έχοντας βαθιά δημοκρατικές πεποιθήσεις, κατεχόταν από τον φόβο της τυραννίας και της απολυταρχίας και αγωνιζόταν να διαφυλάξει την ιδέα της ελευθερίας* στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, με βάση τα ανθρωπιστικά ιδανικά του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού*. Το δίκαιο* και το άδικο, κατά τον Τζέφφερσον, είναι έμφυτο ηθικό συναίσθημα του ανθρώπου και έρχεται σε σύγκρουση με τον ανθρώπινο εγωισμό, που είναι προϊόν των κοινωνικών και κρατικών σχηματισμών. Πολέμιος της ιδέας για συγκέντρωση του πληθυσμού στα αστικά, βιομηχανικά κέντρα, υποστήριξε ότι η ανάπτυξη είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, αντίθετα, με την ενίσχυση της περιφέρειας και τη δημιουργία τάξεως μικροϊδιοκτητών γεωργών, επάνω στους οποίους επεδίωκε να στηρίξει την κοινωνικο-οικονομική βάση του κρατικού συστήματος, με παράλληλη αποκέντρωση του μηχανισμού της εξουσίας. Στον Τζέφφερσον οφείλεται επίσης η απομάκρυνση της αρχιτεκτονικής του Νέου Κόσμου από την αγγλική τεχνοτροπία και η στροφή της προς τα κλασικά μνημεία της Ευρώπης, με απόκλιση προς το αρχαίο ελληνικό κλασικό ύφος. Έγραψε και μια σειρά έργων πολιτικών και φιλοσοφικών, τα οποία εκδόθηκαν σε εννέα τόμους από το Κογκρέσσο των ΗΠΑ. Βιβλιογρ.: White M. G . The philosophy ol the American Revolution, 1978.- Two centuries ol philosophy in America, 1980. Απ. Τζ.
Τζιομπέρτι (Gioberti, 1802-1852). Ιταλός φιλόσοφος και ιερέας (χειροτονήθηκε το 1825). Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας του και μάλιστα εξορίστηκε το 1833 για τις δημοκρατικές αντιλήψεις του. Μετέβη στο Παρίσι, όπου ήρθε σ' επαφή με πολλούς φιλοσόφους. Το 1848 επιστρέφει στην Ιταλία και για δύο μήνες υπηρετεί ως πρωθυπουργός του βασιλιά Καρόλου-Αλβέρτου. Για τον Τζιομπέρτι, ο Θεός* είναι το πραγματικό Ον, που από μόνο του είναι απόλυτο, άπειρο και αμετάβλητο' το ον δηλαδή δεν αποτελεί απλή αρχή ή πρότυπο (όπως αντίθετα υποστήριξε ο Ροσμίνι*), ούτε είναι το ιδιεώδες ον του οποίου την εποπτεία έχει πρωτίστως το πνεύμα*. Το ον είναι δημιουργική αιτιότητα, και η γνώση* συνίσταται στη σύλληψη ακριβώς αυτής της δημιουργίας. Κατά τον Τζιομπέρτι, αν δεν συνδυά-
122
σουμε την υποκειμενική μας εντύπωση για ένα αισθητό πράγμα με την ιδέα της δημιουργικής αιτίας, τότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτό υπάρχει. Αυτός ο καθαρός ψυχολογισμός του Τζιομπέρτι τον οδηγεί σ' έναν σκεπτικιστικό υποκειμενισμό. Κατά τον φιλόσοφο, η γνώση είναι κάτι το υπερνοητό, που δεν συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις ή τη νόηση*, αλλά που είναι όμως δυνατή. Επομένως, το υπερνοητό ορίζεται ως η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ανθρώπινο νοητό, που είναι περιορισμένο, και στο θείο νοητό, που γίνεται κατανοητό μόνο από τον θεό και συνιστά το μυστηριώδες βάθος των πραγμάτων. Η γνώση του υπερνοητού συνδέεται στον Τζιομπέρτι με μια κριτική του θεολογικού ορθολογισμού' ο φιλόσοφος υπερασπίζεται την έννοια του υπερφυσικού, της αποκάλυψης και του μυστηρίου και τίθεται εναντίον του φυσιοκρατισμού. Η θρησκευτική αλήθεια δεν προσεγγίζεται με το λογικό (όπως υποστήριζαν οι Μονταλαμπέρ και Σατωβριάνδος) και τα σχετικά με το υπερφυσικό ον δόγματα δεν αποτελούν οριστικές ή τελειωμένες αλήθειες. Τέλος, ο Τζιομπέρτι υποστηρίζει τη συνεχή ανάπτυξη της θεολογίας*, η οποία θα εξασφαλίζει συνεχώς την ισορροπία μεταξύ δόγματος* και κατάστασης πολιτισμού*. Ευτυχία Ξυδιά
Τιερρύ της Σαρτρ (Tierry de Chartres, 11001150). Γάλλος θεολόγος από τους σημαντικότερους σχολαστικούς φιλοσόφους του 12ου αι. Δίδαξε σε διάφορες σχολές της χώρας του και το 1149 έγινε μέλος της Δίαιτας της Φρανκφούρτης. Λίγο αργότερα αποσύρθηκε στη μοναστική ζωή. Διετέλεσε δάσκαλος και από το 1141 καγκελάριος στη σχολή της Σαρτρ. Η ακμή της Σχολής συνδέεται κυρίως με το όνομα του Τιερρύ, ο οποίος σχολίασε πρώτος στην Ευρώπη τα Τοπικά' και το Περί σοφιστικών ελέγχουν' του Αριστοτέλη*. Επίσης, ερμήνευσε αποσπάσματα από τα Αναλυτικά πρότερα του ίδιου φιλοσόφου. Πραγματοποίησε τη σύνθεση "Φυσικής και Γραφής", επιστημών και φιλολογίας (του "trivium", δηλαδή των τριών κλάδων της γραμματικής, ρητορικής και διαλεκτικής, και του quadrivium του μεσαιωνικού κύκλου με τα μαθήματα της μουσικής, αριθμητικής, γεωμετρίας και αστρονομίας), καθώς και τη σύνθεση των δοξασιών των Πυθαγόρα*, Πλάτωνα* και Αριστοτέλη. Στα πλαίσια της "μαθηματικής" μεταφυσικής
"Τίμαιος" του Τιερρύ, η ανάπτυξη των αριθμών από τη μη εξαρτημένη πρωτοσιότητα, η οποία, αν και δεν υπολογίζεται η ίδια με αριθμό, ωστόσο προσδίδει ακεραιότητα σε κάθε αριθμό, συνιστά την έννοια της δημιουργίας*. Οι αριθμοί αποτελούν συστατικές μονάδες και κάθε πράγμα είναι ενότητα μονάδων. Κατά τον Τιερρύ, πρώτα εμφανίζεται η ύλη*, η οποία διαπερνάται από τις αντανακλάσεις του "ενός", ενώ η ενότητα αποδεικνύεται μορφή του "Είναι" των πραγμάτων. Περαιτέρω, η ύλη χωρίζεται σε τέσσερα στοιχεία, τα οποία αλληλοπροσδιορίζονται (π.χ. ο αέρας "αποστερεώνει" τη γη με τη συμπαγή του πίεση, αλλά ταυτόχρονα διαδίδεται σε πλάτος και σχηματίζει το ουράνιο "στερέωμα" κ.λπ.). Εργα: Σχόλια για τον Βοήθιο' πραγματεία "Για τις επτά ημέρες και τις έξι διαφορές της δημιουργίας"' Επτάτευχο, όπου περιλαμβάνει κλασικά έργα επτά σπουδαίων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων είναι ο Κικέρων* και ο Αριστοτέλης. Ευτυχία Ξυδιά
ΤΙλλιχ Πάουλ (Paul Tillich, 1886-1965). Ο Πάουλ Τίλλιχ γεννήθηκε στην Πρωσσία και ήταν γιος ιερέα της Λουθηρανικής Εκκλησίας. Το οικογενειακό περιβάλλον, από το ένα μέρος, και η απόφαση του Τίλλιχ να σπουδάσει φιλοσοφία', από το άλλο, συνέβαλαν στην εκλογή του ιερατικού σταδίου μέσα στους κόλπους της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας. Τις ανώτερες σπουδές ο Τίλλιχ πραγματοποίησε στη Βρεσλάβα απ' όπου έλαβε και το διδακτορικό του δίπλωμα, δίδαξε δε φιλοσοφία και θεολογία* στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Μαρβούργου, της Δρέσδης, της Λιψίας και της Φρανκφούρτης. Μετά την επικράτηση του ναζισμού, ο Τίλλιχ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης και την ίδια του την πατρίδα. Το 1933 προσκλήθηκε για να διδάξει φιλοσοφία και θεολογία στον Union Theological Seminary του Πανεπιστημίου Columbia, όπου παρέμεινε μέχρι το 1955. Δίδαξε επίσης στο Harvard (1955-62) και στο Divinity School του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Η ερμηνεία της θρησκείας* από τον Τίλλιχ, σε αντίθεση προς τα θεολογικά ρεύματα της Ευρώπης, και, κυρίως, προς τη διδασκαλία του Καρόλου Barth*, φαίνεται να είναι περισσότερο ανθρωποκεντρική παρά υπερβατολογική. Το κλειδί της αποκάλυψης είναι, κατά τον Τίλλιχ, το θάρρος ("the courage to be") με το οποίο
ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει τις απειλές του μη όντος, τις αβεβαιότητες της ζωής και τις παραδοξότητές της. Η θρησκεία* αποτελεί τη θεμελίωση του όντος* ("the ground of being"), το απόλυτο ενδιαφέρον ("the ultimate concern"), και εκφράζει το βάθος του όντος ("the depths of our being"). To υποκείμενο* μετέχει στη "γνωστική διαδικασία"*, στον αποσπασματικό και δυναμικό χαρακτήρα της αλήθειας* και στην ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η στάση του Τίλλιχ έναντι της πραγματιστικής μεθοδολογίας του J. Dewey* και των άλλων οργανοκρατικών συστημάτων είναι κριτική, εξ αιτίας του αποκλειστικού και "περιορισμένου" χαρακτήρα τους, καθώς και της υποτίμησης της εξαρτημένης, άλογης και τραγικής ανθρώπινης εμπειρίας*. Μεταξύ των σημαντικότερων φιλοσοφικών βιβλίων που ο Τίλλιχ εξέδωσε στην Αμερική είναι η τρίτομη Συστηματική Θεολογία (19511963) και το Θάρρος του Είναι (The Courage to be). Στο πρώτο έργο ο Τίλλιχ χρησιμοποιεί τη μέθοδο του "συσχετισμού", κατά την οποία συσχετίζει υπαρξιακές ερωτήσεις και θεολογικές απαντήσεις. Ο πρώτο τόμος εξετάζει το Ον και τον Λόγο, ο δεύτερος την Υπαρξη και ο τρίτος τον υπαρξιακό - θεολογικό συνδυασμό "Ζωής και Πνεύματος". Βιβλιογρ.: "Journal ol the History o( Ideas", τόμ 1 (Ιαν. 1944), σσ. 44-70.- Λ. Κ. Μπαρτζελιώτη, Θεολογία και Οντολογία του Ρ. Tillich, Αθήνα, 1964. Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης
'Τίμαιος". Διάλογος του Πλάτωνα*, από τους τελευταίους που έγραψε. Αποτελεί το μοναδικό πλατωνικό κείμενο που είναι αφιερωμένο στην κοσμολογία και τις φυσικές επιστήμες, και στάθηκε το γνωστότερο σύγγραμμα της αρχαίας φιλοσοφίας για τον φυσικό κόσμο σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Κεντρικό πρόσωπο του διαλόγου είναι ο Σωκράτης*' πλαισώνεται από τον Τίμαιο*, μαθηματικό και αστρονόμο από τους Λοκρούς της Ιταλίας, τον αθηναίο πολιτευόμενο Κριτία και τον στρατηγό Ερμοκράτη από τις Συρακούσες. Ο Σωκράτης συνοψίζει τη συζήτηση προηγουμένων ημερών περί "Πολιτείας" και στη συνέχεια ο Κριτίας διηγείται μια ιστορία που υποτίθεται ότι ο Σόλων, μακρινός του πρόγονος, είχε ακούσει από τους ιερείς της Αιγύπτου, ότι δηλαδή πριν από πάρα πολλά χρόνια υπήρχε μια άριστα οργανωμένη αθηναϊκή πολιτεία, που νίκησε ισχυρούς στρατούς προερχόμενους από την νήσο Ατλαντίδα, στρατούς που
123
Τιμάσεφ προσπάθησαν να κατακτήσουν όλη την Ευρώπη και την Αίγυπτο. Πριν όμως διηγηθεί την οργάνωση αυτής της άριστης αθηναϊκής πολιτείας, που έχει πολλά κοινά με την ιδανική "Πολιτεία", ο Κριτίας δίδει τον λόγο στον Τίμαιο για να αναπτύξει, ως ειδικός, τα της δημιουργίας και λειτουργίας του φυσικού κόσμου, ώστε μετά να αναπτυχθούν τα της οργάνωσης του ανθρώπινου κόσμου. Για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική κοσμολογία εισάγεται ένας πατέρας - δημιουργός, που έπλασε τον υλικό και φθειρόμενο κόσμο μας με πρότυπο έναν άλλο, τέλειο και αναλλοίωτο. Ο κόσμος μας είναι ο άριστος δυνατός κόσμος, γιατί ο δημιουργός του είναι αγαθός. Περιγράφεται ο φυσικός κόσμος με τρόπο που δείχνει ότι ο Πλάτων έχει υιοθετήσει πολλά στοιχεία της Προσωκρατικής, και κυρίως της Πυθαγόρειας φιλοσοφίας - περιγράφεται και ο άνθρωπος ως φυσική υπόσταση, γίνεται λόγος για την υγεία και τις αρρώστιες του σώματος και της ψυχής, ενώ προβάλλεται η ιδέα ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί την ψυχή. Βιβλιογρ.: F. Μ. Cornlord, Plato's Cosmology, Cambridge, 1937. Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη
Τιμάσεφ (Timasheff) Νικολάι Σεργκέγεβιτς (Πετρούπολη, 9/11/1886 - Νέα Υόρκη, 9/3/ 1970). Ρωσσο-αμερικανός κοινωνιολόγος, νομικός και θεωρητικός της κοινωνιολογικής σκέψης. Η διδακτορική του διατριβή (1916) είχε ως τίτλο Η εγκληματική υποκίνηση των μαζών. Από το 1916 έως το 1921 δίδαξε κοινωνιολογική νομική στην Πετρούπολη, οπότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα για να γλιτώσει από τη σύλληψη και εκτέλεση και να καταφύγει στη Γερμανία, στο Παρίσι και, τέλος, στην Αμερική, όπου δίδαξε κοινωνιολογία* στο Χάρβαρντ και το Φόρνταμ. Θεωρείται θεμελιωτής της κοινωνιολογίας του Δικαίου. Βασική του αρχή υπήρξε η πεποίθηση πως σκοπός της κοινωνιολογίας είναι η δημιουργία ενός ενοποιημένου και λογικά συνεπούς σώματος θεωρητικών γενικεύσεων, που θεμελιώνεται σε ένα μεγάλο αριθμό εμπειρικών παρατηρήσεων και χρησιμοποιεί κοινά παραδεδεγμένες έννοιες. Μόνο που ο Τιμάσεφ πίστευε πως ακόμα η κοινωνιολόγια δεν έχει φθάσει σε αυτό το επίπεδο ωριμότητας ώστε να δημιουργήσει ένα τέτοιο θεωρητικό σώμα. Απέρριπτε τον προσανατολισμό της κοινωνιο-
124
λογίας προς την ψυχολογία*. Δεχόταν όμως την έννοια της διαντίδρασης ως βίασική μονάδα της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Δύο άτομα σε διαντίδραση βρίσκονται σε κοινωνική σχέση: η πρώτη είναι η κινητική (δυναμική) πλευρά, ενώ η κοινωνική σχέση η στατική (ή δομική). Η στατική εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ φαινομένων σε μια δεδομένη στιγμή, ενώ η δυναμική μελετά τα φαινόμενα στη χρονική διαδοχή τους. Ετσι, για τον Τιμάσεφ, η ανάλυση της δομής και της λειτουργίας είναι ζήτημα στατικής, ενώ της διαδικασίας και της αιτίας είναι ζήτημα δυναμικής. Ο Τιμάσεφ συνέγραψε δεκαοκτώ βιβλία στα Αγγλικά, Ρωσικό και Γερμανικά. Μεταξύ των άλλων: Εισαγωγή στην κοινωνιολογία του Δικαίου (1920), Η θρησκεία στη Σοβιετική Ενωση 1917-1942 (1942), Ιστορία των κοινωνιολογικών θεωριών (1955) κ.ά. Βιβλιογρ.: Ν. Σ. Τιμάσεφ - Τ. Α. Τεόντορσον, Ιστορία κοινωνιολογικών θεωριών. Gutenberg, 1980.- Δ. Γ. Τσαούση, Χρηστικά λεξικό κοινωνιολογίας, Gutenberg, 1984. Δημ. Τσατσούλης
τιμή. Εννοια της ηθικής συνείδησης, της ηθικής φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας της ηθικής, η οποία συνδέεται στενά με την έννοια της αξιοπρέπειας. Δηλώνει την εκτίμηση της ηθικής αξίας*, τον σεβασμό, τη δόξα, την υπόληψη, το καλό όνομα και την υστεροφημία του ανθρώπου*. Ανέκυψε ιστορικά με την ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (όπως η αξία) αλλά συνδέθηκε αρχικά με τη συνείδηση του γένους και των "τάξεων κατεστημένων"* (ηθικές αξιώσεις οι οποίες προκαθόριζαν τον τρόπο ζωής και την όλη συμπεριφορά του ανθρώπου, ώστε να μη θίγεται η θέση, το γόητρο* και το κύρος* ορισμένης τάξης* ή γένους). Η φεουδαρχική τιμή των "ευγενών" απέκλειε την ισότιμη συναναστροφή με την "κατώτερη" τάξη, προέβλεπε τη μονομαχία σε περίπτωση προσβολής κ.λπ. Η άνοδος της αστικής τάξης συνέδεσε την τιμή με την περιουσιακή διαφοροποίηση με την ιδιοκτησία* (Φίχτε*, Χέγκελ*, Μπένθαμ* κ.ά.), ως εκδήλωση της ατομικότητας προνομιούχων προσώπων. Στην ταξική κοινωνία εκδηλώνεται αφ" ενός μεν ως υπεροψία, ματαιοδοξία, έπαρση, αλαζονεία, νοσηρή αυταρέσκεια κ.λπ., αφ' ετέρου δε (για όσους στερούνται προνομίων) γεννά το αίσθημα της θιγόμενης υπερηφάνειας είτε την ταπεινωτική τάση δουλοπρεπούς μίμησης των "ανώτερων" τάξεων, της κολακείας των κρατούντων. Σε κάθε περίπτωση η έν-
ΤοκεβΙλ νοια της τιμής συνιστά διαφοροποιημένη αξιολόγηση των μελών της κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από αντίθεση συμφερόντων*.
που είχε επικυρωθεί στην 3η Βουδιστική Σύνοδο και ήταν γραμμένος στη γλώσσα Μαγκάντι. Αλέξ
Καριώτογλου
Δ. Πατέλης
ΤΙμων ο Φλειόσιος (Φλειούς, περ. 320-230 π.Χ.). "Σκεπτικός" φιλόσοφος και σκωπτικός ποιητής, μαθητής του Στίλπωνα* του Μεγαρέα και του Πύρρωνα* του Ηλείου. Στην εποχή του ο Σκεπτικισμός* επηρέασε και την πλατωνική Ακαδημία*, με της οποίας τον εκπρόσωπο Αρκεσίλαο* ο Τιμών είχε σχέσεις. Παραδίδεται ότι είχε γράψει πολλά έργα, πεζά και ποιητικά, διαλόγους, τραγωδίες, κωμωδίες και τους περίφημους "σίλλους" του, δηλαδή σκωπτικά ποιήματα, με τα οποία αυτός ασκούσε κριτική σε κρατούσες αντιλήψεις, συνεχίζοντας έτσι ένα είδος Διαφωτισμού*, που είχε αρχίσει από τον Ξενοφάνη*. Από τα έργα του έχουν περισωθεί μόνο αποσπάσματα. Ε. Ν. Ρούσσος
ΤΙνταλ (1657-1733). Αγγλος φιλόσοφος υπέρμαχος του Διαφωτισμού* και του δείσμού* (Deismus). Ως οπαδός του Διαφωτισμού διακήρυττε ότι πρέπει ο άνθρωπος με την επιστημονική γνώση να απαλλαγεί από τις προλήψεις και με τη λογική να αποκτήσει ορθή αντίληψη περί ζωής* και σύμπαντος*. Ως δειστής υπεστήριζε την άποψη ότι η θρησκεία πρέπει να στηρίζεται στη λογική και να απορρίπτει την αποκάλυψη και το θαύμα και ότι τον Θεό* πρέπει να τον δεχόμαστε ως υπερκόσμιο αρχιτέκτονα του κόσμου, ο οποίος όμως μετά τη δημιουργία δεν αναμιγνύεται στη διακυβέρνηση και τη συντήρηση αυτού. Τις θέσεις του αυτές τις αναπτύσσει στο έργο του Χριστιανισμός.
Τιπούχιν Β. Ν. Σοβιετικός φιλόσοφος από τους πρωτοπόρους μετά τον Μ. Μ. Ρόζενταλ* και Ε. Β. Ιλιένκοφ" στη διερεύνηση του "Κεφαλαίου"' του Μαρξ* από την άποψη της "διαλεκτικής λογικής". Σε αντιδιαστολή με τους προηγούμενους ερευνητές ο Τιπούχιν πραγματοποιεί ένα ακόμα βήμα στη λογική-κατηγοριακή ανάλυση του οικονομικού υλικού του Κεφαλαίου, χωρίς να αρκείται στη χρησιμοποίηση του τελευταίου ως επαλήθευσης ορισμένων αρχών. Έργο: Η μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ, στο: Εργασίες του Ινστ. Αγροτ. Οικον. Σ. Μ. Κίροφ, Ομσκ, 1961, τ. XLV, σειρά φιλοσοφία. Δ. π.
τόδε τι. Όρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης", για να εκφράσει τα πρωταρχικά όντα, τα συγκεκριμένα αντικείμενα, τα καθέκαστον όντα, χρησιμοποιεί τον όρο "το τόδε τι". Για παράδειγμα, στις προτάσεις "αυτός είναι ο Σωκράτης", "αυτός είναι ίππος" το "τόδε τι" αναφέρεται στον συγκεκριμένο άνθρωπο και στο συγκεκριμένο άλογο. Οι κατηγορίες που μπορεί να παίρνουν τα συγκεκριμένα αυτά όντα είναι: άνθρωπος, φιλόσοφος, για την πρώτη πρόταση, και ζώο, για τη δεύτερη πρόταση. Ο Αριστοτέλης, δηλαδή, χρησιμοποιεί τον όρο "τόδε τι" για να διακρίνει αυτό που υπάρχει πρωταρχικά, το καθεαυτό ον, σε αντιδιαστολή με τις κατηγορίες που αποδίδονται σ' αυτό. Μαρία Ντόλκα
Απ. Τζ.
ΤιπΙτακα ή Τριπίτακα. Ο "κανόνας Πάλι", ιερό βιβλίο του Χιναγιάνα Βουδισμού*. Κατά λέξη σημαίνει "τρεις κάλαθοι" και αποτελείται από επί μέρους συλλογές: τη "Βινάγια Πίτακα", δηλαδή τον μοναχικό κανόνα με τις αρχές και τις υποχρεώσεις των βουδιστών μοναχών, τη "Σούττα Πίτακα", που εκθέτει τη βουδιστική διδασκαλία με βάση τη διδαχή του Βούδα, και την "Αμπιντάμα Πίτακα", μια συλλογή από αναλύσεις, ερμηνείες και ταξινομήσεις φιλοσοφικών και ψυχολογικών θεωριών. Η οριστικοποίηση της μορφής της Τριπίτακα πραγματοποιήθηκε τον 1ο αιώνα π.Χ. στη Σρι Λάνκα, με βάση τον προγενέστερο κανόνα
ΤοκεβΙλ Αλέξις (Tocqueville, 1805-1859). Γάλλος κοινωνιολόγος, ιστορικός και πολιτικός. Διετέλεσε δικαστής, βουλευτής, υπουργός και ακαδημαϊκός. Περιηγήθηκε την Αγγλία και την Αμερική, και από τις εμπειρίες που απεκόμισε έγραψε το περίφημο, φιλελευθέρων αρχών, βιβλίο: Η δημοκρατία στην Αμερική ( 1835). Στο έργο του αυτό τον απασχολεί η αναπτυσσόμενη αστική κοινωνία και η έρευνά του στρέφεται κυρίως στον συσχετισμό ελευθερίας* και ισότητας, καθώς επίσης και στην αλληλεπίδραση πολιτικής εξουσίας και κοινωνίας*. Για την επιβολή του δεσποτισμού στη Β. Αμερική και την Ευρώπη θεωρεί υπεύθυνο τον εξισωτισμό με τα αρνητικά του χαρακτηριστικά, που κατ'
125
Τόλαντ αυτόν είναι: α) Η δημιουργία συγκεντρωτικού διοικητικού μηχανισμού, ενιαίας κρατικής γραφειοκρατίας, κεντρικού μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης κ.λπ., που, στην προσπάθεια καταπολεμήσεως των προνομίων της φεουδαρχίας και της εδραίωσης της ισότητας, ενίσχυσε ουσιαστικά την κρατική εξουσία, η οποία, με την καθιέρωση ελέγχου σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, κατέπνιξε κάθε είδους ελευθερίας. β) Η αστική ισότητα, που γέννησε τον ατομισμό', ο οποίος με τη σειρά του οδήγησε τους ανθρώπους στην απώλεια της κοινωνικής συνείδησης* και στην απομόνωση μιας κλειστής ιδιωτικής ζωής, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ευνοϊκό έδαφος για την καλλιέργεια και ανάπτυξη του δεσποτισμού, γ) Η ισοπεδωτική τάση, που ακολούθησε μια στρεβλή πορεία, διότι, με το να υποβιβάσει τα άτομα στο επίπεδο της απρόσωπης μάζας δεν επέτυχε παρά να οδηγήσει στην ισότητα της δουλείας. Ως αντισώματα για την εξουδετέρωση των τάσεων αυτών και την καταπολέμηση του δεσποτισμού, ο Τοκεβίλ προτείνει την καθιέρωση θεσμών σαν εκείνους που εφαρμόζονταν κατά την εποχή του στις ΗΠΑ, όπως η ομοσπονδιακή μορφή του κράτους, η ποικιλομορφία στην περιφέρεια, η ελευθερία ιδρύσεως πολιτικών και αστικών ενώσεων κ.λπ. Σε ένα άλλο του έργο με τίτλο: Η παλαιά τάξη πραγμάτωνχαι η επανάσταση (1856), ακολουθώντας φιλελεύθερες και συνάμα συντηρητικές ιδέες, υποστηρίζει την κατάλυση της φεουδαρχίας, χωρίς όμως την προσφυγή σε επαναστατικές ενέργειες και άσκηση βίας. Βιβλιογρ.: Mayer J. P.. Alexis de Tocqueville, 1940. Nisbet R. Α., The sociological tradition, 1967. Απ. Τζ.
Τόλαντ Τζων (Toland, 1670-1722). Ιρλανδός θεολόγος και υλιστής φιλόσοφος, οπαδός της διαρχίας*. Με τις φιλοσοφικοθρησκευτικές του μελέτες: Tribe of Levi (Η φυλή των Λεβιτών, 1691) και Christianity not mysterious (Ο Χριστιανισμός χωρίς μυστήρια, 1696) τάχθηκε κατά του χριστιανισμού* και της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε φυλάκιση, να σωθεί δραπετεύοντας, αλλά τα βιβλία του να καούν. Στο βιβλίο του Letters to Serena (Γράμματα στη Σερένα, 1704) εκθέτει τις ιδέες του περί ύλης*: υπάρχει ενότητα κινήσεως και ύλης, άρρηκτη σύνδεση του χωροχρόνου με την κινούμενη ύλη και υλικότητα στο άπειρο και αιώνιο σύμπαν*. Αρνείται όμως την εξέλιξη
126
της φύσεως. Υποστηρίζοντας εξάλλου τις ντείστικές του θέσεις, επικρίνει τη θρησκευτική κοσμοθεωρία και εμφανίζεται ως αθεϊστής. Ενώ στο έργο του Πανθείσμάς διακηρύττει με θέρμη τον υλισμό* και τον νατουραλιστικό πανθεϊσμό. Οι υλιστικές και αθεϊστικές ιδέες του Τόλαντ άσκησαν σημαντική επίδραση στους Γάλλους Εγκυκλοπαιδιστές. Βιβλιογρ.: Lantoine Α., Toland, 1670-1722 (1927). Απ. Τζ.
Τολστόι Λέων Νικολάγιεβιτς (1828-1910). Μεγάλος ρώσος συγγραφέας και στοχαστής. Οπως και ο Ντοστογιέφσκι* ήταν λογοτέχνης φιλόσοφος. Το έργο του διαποτίζεται από τις θρησκευτικής χροιάς ηθικές αναζητήσεις που χαρακτηρίζουν το ρωσικό εθνικό πνεύμα. Η ιδιομορφία του Τολστόι συνίσταται στον ηθικό μαξιμαλισμό του, στις φοβερές δοκιμασίες που του προξενούσαν οι ίδιες οι ιδέες του, οι οποίες βασάνιζαν τη συνείδησή του και κατέστρεψαν τη ζωή του (Β. Β. Ζενκόφσκι). Το μυστικό της επίδρασης που ασκεί σ" όλον τον κόσμο το έργο του, και ιδιαίτερα ο λεγόμενος τολστόίσμός -είτε ως κήρυγμα μη αντίστασης στο κακό, είτε ως ηθική τελείωση του ανθρώπου, είτε ως οργάνωση κοινοτήτων αγροτών καλλιεργητών- βρίσκεται στη βαθύτητα της σκέψης του και στην ειλικρίνεια με την οποία εξέφρασε τη δίψα του για την αλήθεια* και το καλό. Με ιδιαίτερη ηθική δύναμη κατέκρινε τα κρατικά ιδρύματα, τη δικαιοσύνη, τη θρησκεία* και όλη την επίσημη κουλτούρα της Ρωσίας της εποχής του. Ωστόσο η κριτική αυτή δεν τον οδήγησε στην άρνηση του θεσμού του κράτους, στην αναρχία. Το κύριο καθήκον κάθε ατόμου που αποκτά συνείδηση του εαυτού του ήταν, κατά τη γνώμη του, η αφομοίωση της λαϊκής σοφίας και της θρησκευτικής πίστης, γιατί μόνο αυτή δίνει απάντηση στο ερώτημα "ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου", και όχι η επιστήμη. Η τελευταία διαθέτει όγκο ολόκληρο γνώσεων (συχνά άχρηστων, όπως "η χημική σύσταση των άστρων, η κίνηση του ηλίου προς τον αστερισμό του Ηρακλέους..."), τίποτε όμως δεν μπορεί να πει για το νόημα της ζωής, ισχυριζόμενη ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι της αρμοδιότητάς της. Πραγματική "επιστήμη" είναι η θρησκεία*, που μεγάλοι εμπνευστές της ήταν ο Κρίσνα και ο Βούδας*, ο Κομφούκιος* και ο Λάο-τσε*, ο Σωκράτης* και ο Μάρκος Αυρήλιος*, ο Επίκτητος*, ο Χριστός και ο Μωάμεθ. Η θρησκεία του
Τομάσιους Τολστόι είναι η πανανθρώπινη αγάπη. Συνέδεσε την κοινωνία* και τις κοινωνικές σχέσεις με την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Απέρριπτε την πολιτική και επαναστατική πάλη, γιατί πίστευε ότι αντικαθιστούν τη μια μορφή βίας και κακού με μια άλλη. Η διδασκαλία του Τολστόι, ο τολστοϊσμός, βρήκε οπαδούς σ" όλες τις χώρες και άσκησε σημαντική επίδραση στον Ινδό ηγέτη Γκάντι*. Συλλογή έργων του από 22 τόμους εκδόθηκε στη Μόσχα στα 1979-1985. Βψλιογρ.: Ζενκόφσκι Β. Β., Ιστορία της Ρωσικής φιλοσοφίας, T. I, μ. 2, Λένινγκραντ, 1991. θεοχ. Κεσσίδης
Τόμας Ουίλλιαμ Άιζακ (William Isaac Thomas, 1863-1947). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Γεννήθηκε στη Βιρτζίνια, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τένεση και αργότερα στη Γερμανία, στο Βερολίνο και στο Γκαίτινγκεν. Το 1893 εγγράφεται στο νεοσύστατο τμήμα κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Μετά τη διατριβή του στην κοινωνιολογία*, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου (1895-1918), στη Νέα Σχολή Κοινωνικής Ερευνας (19231930), στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης (19301936) κ.α. Το 1927 εκλέγεται πρόεδρος της Αμερικανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας. Ασχολήθηκε με αρκετές πρωτότυπες έρευνες και με τη συγγραφή. Επέμεινε ιδιαίτερα στην καθιέρωση των ομάδων ελέγχου και στη μελέτη της στατιστικής συχνότητας των κοινωνικών φαινομένων. Το κυριότερο έργο του είναι η έρευνα που διεξήγαγε με τον Φλόριαν Ζνανιέσκι για τους Πολωνούς αγρότες στην Αμερική και την Ευρώπη. Ο βασικός τους στόχος ήταν να καταγράψουν τις διαφοροποιήσεις ως προς τις στάσεις και τις αξίες των χωρικών, καθώς με τη μετανάστευση άλλαζε το κοινωνικό τους περιβάλλον, γεγονός που προκαλούσε μεταβολές τόσο στον χώρο της καταγωγής τους όσο και στον χώρο υποδοχής. Κατά τον Τόμας, τα κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να ερευνώνται στο κοινωνικό τους περιβάλλον, όπου τρία στοιχεία είναι σημαντικά: οι αντικειμενικές συνθήκες, οι προϋπάρχουσες ατομικές και ομαδικές στάσεις και, τέλος, ο τρόπος που ορίζεται η δεδομένη κατάσταση από τον ίδιο τον φορέα της δράσης. Η επιρροή του Τόμας υπήρξε σημαντική στη διαμόρφωση της αμερικανικής κοινωνιολογίας. Κύρια έργα του: Sex and Society (Φύλο και Κοινωνία, 1907).Source Book of Social Origins (Πηγές της Κοι-
νωνικής Καταγωγής, 1909).- The Polish Peasant in Europe and America (Ο Πολωνός χωρικός στην Ευρώπη και την Αμερική, [μαζί με τον Φ. Ζνανιέσκι] 1918-20).- The Unadjusted Girl (Το απροσάρμοστο κορίτσι, 1923).- The Child in America (To παιδί στην Αμερική, 1928) [μαζί με την γυναίκα του, D. S. Thomas].Primitive Behavior (Αρχέγονη Συμπεριφορά, 1937) κ.ά. Βιβλιογρ.: Ν. S. Timashel & G. Α. Theodorson, Ιστορία Κοινωνιολογικών θεωριών, μτφρ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1980.- Νικ. Τάτσης, Κλασικές Ερευνες των Κοινωνικών Επιστημών, Ιο τεύχος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1988. θαν. Α. Βασιλείου
Τομάσιους Χριστιανός (1655-1728). Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της πρώτης φάσης του γερμανικού Διαφωτισμού*. Γιος του αριστοτελιστή φιλοσόφου Ιακώβ Τομάσιους, σπούδασε φιλοσοφία* και νομικά στη Λιψία και τη Φρανκφούρτη και άρχισε να διδάσκει - ο πρώτος που τόλμησε στα γερμανικά- στη Λιψία το 1682. Το 1690 οι θρησκευτικοί του αντίπαλοι, οι ορθόδοξοι λουθηρανοί, τον υποχρέωσαν να μετακινηθεί τελικά στη Ritterakademie της θρησκευτικά ανεκτικότερης πρωσικής Χάλης, όπου συνέβαλε στην ίδρυση του εκεί Πανεπιστημίου και διορίστηκε καθηγητής νομικών το 1694. Στην πρώτη φάση της σκέψης του (ως το 1694) εξέφρασε όλες τις πρωτοποριακές του ιδέες. Απέρριπτε τη λουθηρανική θέση ότι η Αποκάλυψη είναι η μοναδική πηγή πορισμού αλήθειας*, ηθικής* και δικαίου*. Ασκησε κριτική στις παραδεδομένες ηθικές αντιλήψεις και υποστήριξε ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει με τον κοινό νου και μόνο να θεμελιώσει ένα ορθό, δηλαδή φυσικό δίκαιο με βάση διαθρησκειακές ηθικές επιταγές. Διακήρυξε το αίτημα της ελεύθερης ερμηνείας της Γραφής και της ελευθερίας του ατόμου ν' ακολουθεί και να κηρύττει όποια διδασκαλία θέλει. Δέχεται ως βάση της γνώσης* τις αισθήσεις και τον κοινό νου. Από το 1694 ως το 1705 ο Τομάσιους διέρχεται μια θρησκευτική και φιλοσοφική κρίση: υπό την επίδραση των πιετιστών μετεστράφη και διακήρυξε δημόσια ότι ούτε ο νους μπορεί χωρίς τη Γραφή και τον θείο φωτισμό να βρει την αλήθεια ούτε η βούληση χωρίς τη θεία χάρη μπορεί να επιλέξει ορθά. Στην τρίτη φάση ο Τομάσιους επανέρχεται στις αρχικές του θέσεις, δεχόμενος τα πρωτεία της λογικής για μια ευτυχισμένη ζωή. Ως
127
Τοντόροφ ευτυχισμένη ζωή ορίζεται η εξής τριττή: η δίκαιη (justum), που συνίσταται στο να μην κάνουμε στους άλλους αυτό που δεν επιθυμούμε να μας κάνουν, η κόσμια (decorum), που συνίσταται στο να τους κάνουμε αυτό που θέλουμε να μας κάνουν, και στην τίμια ή ηθική (honestum), που προϋποθέτει αρετή* και αυτοσεβασμό και συνίσταται στο να κάνουμε στον εαυτό μας αυτό που επιθυμούμε να κάνουν οι άλλοι στον εαυτό τους. Οι απόψεις του Τομάσιους σύντομα έγιναν η επίσημη πιετιστική φιλοσοφία, και οι οπαδοί του περί το 1710 είχαν εκτοπίσει τους αριστοτελιστές σε όλα σχεδόν τα γερμανικά Πανεπιστήμια.
του αναζήτηση μέσα στον χώρο της κριτικής, απέναντι στον φορμαλισμό*, τον δομισμό* και τη σημειολογία*, θεωρητικά κινήματα στα οποία είχε πάντοτε ενεργητική συμμετοχή. Ετσι εδώ συνομιλεί, μέσα από αναλυτικές προσεγγίσεις, με τέσσερεις κριτικές παραδόσεις: των ρώσων φορμαλιστών και του Μπαχτίν, των γερμανών Α. Ντέμπλιν και Μπ. Μπρεχτ, των γάλλων Σαρτρ*, Μπλανσό, Μπαρτ* και Μπενισού, και των αγγλοαμερικανών Νόρθροπ Φράι και Ιαν Γουάτ. Αλλα του έργα: La conquête de I' Amérique (1982), Nous et les autres (1989), Face a /' extrême (1991), Les morales de l'histoire (1991) κ.ά. Παραδειγματική, από δομική άποψη, παραμένει πάντοτε η ανάλυσή του για το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου.
Βιβλιογρ.: Kayser R . Christian Thomasius und der Pietismus, Hamburg, 1900.- Woll E., Grotius, Putendorl, - Δημ. Τοατοούλης Thomasius, Tübingen. 1927.- Schneiders W., Rercht, Moral und Liebe. Untersuchungen zur Entwicklung der 'Τοπικά" του Αριστοτέλη. Το έργο αυτό του Moralphilosophie und Naturrechtslehre des 17 JahrΑριστοτέλη*, όπως και τα άλλα λογικά έργα hunderts bei Christian Thomasius, Munster, 1961. του που συναποτελούν το "Οργανον"*, ανήκει Γιόν. Δημητρακόπουλος
Τοντόροφ (Todorov) Τσβετάν (Σόφια, 1939). Βούλγαρος θεωρητικός της λογοτεχνίας, που από το 1963 εγκαταστάθηκε και ζει στο Παρίσι. Εργάζεται ως διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) στον τομέα της Αισθητικής*. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του γαλλικού δομισμού* της δεκαετίας του '60. Μαζί με τους Bremont, Greimas*, Genette*, δημιούργησε την αφηγηματολογία, τη νέα αυτή επιστημονική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων. Σημαντικά ζητήματα (αφηγηματικής οπτικής, φωνής κ.λπ.) διαπραγματεύτηκε στο βιβλίο του Ποιητική (1973, ελλ. μετφρ. 1989) αποδεχόμενος τη θεωρία που είχε επεξεργαστεί ο Ζενέτ. Με το βιβλίο του Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία (1970, ελλ. μτφρ. 1991) έθεσε, πρώτος, τις βάσεις για μια θεωρητική προσέγγιση του φανταστικού με άξονα τις αφηγηματικές δομές του λογοτεχνικού αυτού είδους επιτρέποντας τη δημιουργία συγκεκριμένων κατηγοριοποιήσεων που παραμένουν ακόμη σήμερα αξεπέραστες. Ασχολήθηκε με το έργο του ρώσου φορμαλιστή Μιχαήλ Μπαχτίν* και κυρίως με την έννοια της διαλογικότητας* που εκείνος εισήγαγε, στο βιβλίο του Mikhail Bakhtin: Le principe dialogique (1981). Στο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Κριτική της κριτικής. Ένα μυθιστόρημα μαθητείας (1984, ελλ. μτφρ. 1994) επανατοποθετείται, ακολουθώντας την προσωπική
128
στην πρώιμη συγγραφική περίοδο του φιλοσόφου, δηλαδή πιστεύουμε ότι γράφτηκαν πριν ακόμα εγκαταλείψει την Ακαδημία*. Ο φιλόσοφος το αναφέρει ή παραπέμπει σ" αυτό είτε με τον τίτλο αυτόν που ξέρουμε κι εμείς ( Τοπικά) είτε ως Μεθοδικά, Διαλεκτικά ή, τέλος, ως Πραγματεία περί την διαλεκτικήν (Αναλυτ. Πρότ. Α30, 46α 30). Το αντικείμενο των Τοπικών είναι, πράγματι, η διαλεκτική, που αντιμετωπίζεται τόσο ως τεχνική μέθοδος αντίκρουσης των επιχειρημάτων του αντιπάλου (με τον έλεγχο των ισχυρισμών του), όσο και ως μεθοδολογική εισαγωγή στον τρόπο της επιχειρηματολογίας γενικά. Ειδικά το πρώτο βιβλίο μάλιστα έχει τον χαρακτήρα μεθοδολογικής αρχής σ' ολόκληρο το έργο, ενώ στο όγδοο (το τελευταίο) δίνονται πρακτικές συμβουλές, πώς πρέπει να γίνονται οι ερωτήσεις, ο τρόπος των ερωτήσεων δηλαδή, η σειρά τους κ.λπ., και κλείνει το έργο με τα συμπεράσματα. Ανεξάρτητα τώρα από το περιεχόμενο του έργου, φαίνεται ότι τα Τοπικά, ως πραγματεία "λογική", προήλθαν από τη συνένωση επιμέρους μικρότερων πραγματειών, που είχαν όλες ως αντικείμενό τους τη διαλεκτική*. Ο ίδιος μάλιστα θεωρούσε το έργο του αυτό μαζί με τα Αναλυτικά του ως παράλληλες, δηλαδή σύγχρονες, πραγματείες. Με άλλα λόγια η εξαγωγή συμπερασμάτων και οι αποδείξεις βαίνουν, από την άποψη της λογικής ακολουθίας, παράλληλα. Τα επιχειρήματα στη διαλεκτική συγκροτούνται με τη χρήση διαφόρων "τό-
τοτέμ, τοτεμισμός πων", δηλαδή επακριβωμένων, από την πείρα και τη μακρόχρονη χρήση, και αναμβισβήτητων προτάσεων. Αυτές τις προτάσεις αναπτύσσει ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του (Α2,1358α 10 κ.ε ). Η αξία των Τοπικών είχε αμφισβητηθεί παλαιότερα από μερικούς ερευνητές. Σήμερα όμως το ενδιαφέρον μας και η προσεκτική ένταξη του έργου στη "Λογική" του Αριστοτέλη αποκατέστησε την αξία του και αναγνωρίζεται πια η σημασία του για τη σύνολη φιλοσοφία του. Δεν θεωρείται απλώς ως ένα έργο ή εγχειρίδιο "τεχνικής" κατασκευής διαλεκτικών επιχειρημάτων, αλλά αναγνωρίζεται και η μεθοδολογική του σπουδαιότητα για τη φιλοσοφία. Βασ. Κύρκος
τόποι κοινοί (λατ. loci communes). Ο όρος προήλθε από τα Τοπικά' του Αριστοτέλη* και για πρώτη φορά συναντάται στον Cornificius. Για τους λογικούς οι "κοινοί τόποι" αναφέρονται σε ορισμένα γενικά θέματα, στα οποία μπορούμε ν' ανάγουμε όλες τις αποδείξεις που χρησιμοποιούμε στα διάφορα θέματα που εξετάζουμε (loci argumentorum)· οτιδήποτε διδάσκουν γι' αυτούς τους'τόπους ονομάζεται, κατά τους λογικούς, επινόηση (Λογική του Port- Royal). Συγκεκριμένα, οι "τόποι της λογικής" είναι: το είδος, το γένος, το ίδιον, η διαφορά, το επουσιώδες, ο ορισμός, η διαίρεση και τα λογικά αξιώματα που αναφέρονται σ' αυτά τα ίδια και στη σύνδεση γένους-είδους. Οι "τόποι της μεταφυσικής" είναι: η αιτία (οι τέσσερεις αιτίες) και το αποτέλεσμα, το όλο και το μέρος, οι αντίθετοι όροι (σχετικά, ενάντια, στερητικά και αντιφατικά). Οι "τόποι της γραμματικής" είναι η ετυμολογία και οι ομόρριζες λέξεις. Ειδικότερα, ως τόπος κοινός ορίζεται η έκταση που καταλαμβάνουν όλα τα σώματα και αντιπαρατίθεται προς τον όρο "τόπος ίδιος" (= η έκταση που καταλαμβάνει ένα μόνο σώμα). Οσον αφορά στους αριστοτελικούς τόπους χρησιμοποιείται η λέξη "topici". Στην τρέχουσα σημασία, "τόποι κοινοί" είναι οι λεγόμενες κοινοτοπίες ή οι παροιμιακοί τρόποι ομιλίας. Ευτυχία Ξυδιά
τοτέμ, τοτεμισμός (totem, totemism). Λατρευτικό αρχέγονο αντικείμενο ή και μυθικό ον με θεϊκή υπόσταση, που αποτελεί τη βάση του τοτεμισμού στις πρωτόγονες θρησκείες. Το τοτέμ, πηγή δέους και θαυμασμού στους πρωτόγονους εθεωρείτο γενάρχης και πρόγονος
Φ.Λ., Ε - 9
της φυλής ή της πατριάς. Η λέξη "τοτέμ" οφείλεται στους Ινδιάνους της Β. Αμερικής. Ως τοτέμ ελαμβάνοντο συνήθως ζώα ή φυτά, σπανιότερα δε ανόργανα όντα ή φυσικά φαινόμενα, που όλα τους εμπεριέχουν mana (μαγική δύναμη). Στην Αυστραλία επί 750 μετρηθέντων τοτέμ, μόνον 56 ήσαν φυσικά φαινόμενα ή ανόργανα όντα. Ο Αγγλος Τζέιμς Φρέιζερ* διέκρινε τρία είδη τοτέμ: της φυλής, του φύλου και το ατομικό. Τα μέλη της κάθε φυλής πίστευαν (ή πιστεύουν) πως είναι ό,τι είναι και το τοτέμ της φυλής, στο οποίο μάλιστα απέδιδαν και τον καθορισμό των θρησκευτικών τους τελετών. Συνήθιζαν να φέρουν προσωπείο και να μιμούνται τις κινήσεις του ζώου - τοτέμ στους χορούς και τις θρησκευτικές τους εκδηλώσεις, επαινώντας τις ιδιότητες του τοτέμ με το οποίο ήσαν συνδεδεμένοι. Σύμφωνα με τον Σ. Φρούντ*, το τοτέμ είναι ζώο επικίνδυνο ή ακίνδυνο, σπανιότερα φυτό ή άψυχο αντικείμενο, το οποίο έχει ιδιαίτερη σχέση με την ομάδα της οποίας αποτελεί και τη θρησκευτική βάση. Από ψυχαναλυτική άποψη ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαγορεύσεις των γενετήσιων σχέσεων μεταξύ ατόμων που έχουν το ίδιο τοτέμ, ανεξάρτητα από τον βαθμό συγγένειας*, εφόσον το τοτέμ είναι πάνω απ' όλα πρόγονος της ομάδας, το καλό της πνεύμα, το οποίο μεταβιβάζεται κληρονομικά από την πατρική ή τη μητρική γραμμή. Το τοτέμ είναι επομένως συνδεδεμένο με περιορισμούς και η παραβίασή του συνεπάγεται κυρώσεις* και τιμωρία για τον παραβάτη. Ο τοτεμισμός, η λατρεία των τοτέμ, αντικαθιστά -ακόμα και σήμερα- τους θρησκευτικούς και κοινωνικούς θεσμούς στους απομείναντες "πρωτόγονους" κατοίκους της Αυστραλίας, της Αμερικής και της Αφρικής. Το ενδιαφέρον για τον τοτεμισμό είχε ανακινήσει πρώτος ο Σκώτος Μακ Λέναν το 1869. Κατά τον Τζ. Φρέιζερ, η θρησκευτική πλευρά του τοτεμισμού έγκειται στη σχέση αμοιβαίου σεβασμού και φροντίδας ανάμεσα στον άνθρωπο και στο τοτέμ του. Η κοινωνική του πλευρά συνίσταται στις υποχρεώσεις μεταξύ των μελών της φυλής και στις υποχρεώσεις τους απέναντι στα μέλη άλλων φυλών. Αρκετοί υποστήριξαν ότι ο τοτεμισμός δεν υπήρξε θρησκευτικό πρωτόγονο σύστημα, αλλά αμιγώς κοινωνικό σύστημα. Ο W. Wundt* -δίχως ν' αμβισβητεί τη θρησκευτική επίδραη του τοτεμικού πολιτισμού- τον περιέγραψε σαν "ένα προστάδιο
129
Τούλμιν των μεταγενέστερων εξελίξεων και ένα στάδιο μετάβασης από την πρωτόγονη κατάσταση του ανθρώπου στην εποχή των θεών και των ηρώων". Βιβλιογρ.: Σ. Φρούντ, Τοτέμ και Ταμπού, μτφ. Χρ. Αντωνίου. εκδ. Επίκουρος. Αθήνα. 1978.- Αλέξ. Ν. Παρασκευόπουλος, Αι θρησκείαι: Ιστορική έκθεσις και ανύλυαις των θρησκειών της ανθρωπότητος. Αθήναι, 1971. θαν. Α. Βασιλείου
Τούλμιν Στέφεν Εντελσον (Toulmin, 1922-). Βρετανός φιλόσοφος, οπαδός της "φιλοσοφίας της επιστήμης"*. Ξεκίνησε ασκώντας κριτική των βασικών θέσεων του λογικού θετικισμού*, ο οποίος θεωρούσε την επιστήμη* ως ένα σύστημα ισχυρισμών. Στα μέσα του 20ού αι. η επιστήμη της φιλοσοφίας ασχολείται κυρίως με το πρόβλημα της ανάλυσης και ανάπτυξης της επιστήμης, και τότε εμφανίζονται θεωρίες που διεκδικούν την περιγραφή της ανάπτυξης αυτής στο σύνολό της ή σε ιδιαίτερες ιστορικές περιόδους. Τότε ακριβώς, ανάμεσα στις μεθοδολογικές αντιλήψεις που κάνουν την εμφάνισή τους, όπως του Πόπερ*, του Κουν και άλλων, αναπτύσσει και ο Τούλμιν τα περί ιστορικού μοντέλου ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης. Κυριότερα έργα του: Η θέση της αιτίας στη λογική (1950)· Η φιλοσοφία της επιστήμης (1953)· Μεταφυσικές δοξασίες (1957). Απ. Τζ.
ΤουμΙν (Tumin) Μέλβιν. Αμερικανός κοινωνιολόγος με ιδιαίτερη συμβολή σε θέματα κοινωνικής στρωμάτωσης* και κοινωνικών ανισοτήτων. Αναλύοντας την έννοια της κοινωνικής ιεράρχησης των θέσεων διαπίστωσε τρία κριτήρια: τα προσωπικά χαρακτηριστικά (εξυπνάδα, μόρφωση, δύναμη κ.λπ.), τις δεξιότητες μέσω της εκπαίδευσης (σπουδές, εξειδίκευση) και την επιρροή που ασκεί κοινωνικά ο ρόλος πάνω στους άλλους κοινωνικούς ρόλους και την κοινωνία γενικότερα. Ως προς τις διαστάσεις αξιολόγησης διακρίνει το γόητρο, την προτίμηση και τη δημοτικότητα. Ση|«αντική επίσης υπήρξε η αντίδρασή του στη λειτουργική θεώρηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και ειδικά σε εκείνη που εξέφρασαν οι αμερικανοί κοινωνιολόγοι Κ. Ντέηβις και Ο. Μουρ. Η κριτική του Τουμίν, η οποία ξεσήκωσε και άλλες αντιδράσεις στη συνέχεια, συνοψίζεται σε δύο κατηγορίες, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Δ. Τσαούσης (Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία, Gutenberg, 1983):
130
Πρώτον, ότι οι Ντέηβις και Μουρ ταυτίζουν το είναι με αυτό που πρέπει να είναι, αφού η θεωρία τους προϋποθέτει μια απόλυτα αξιολογική κοινωνία η οποία δεν υπάρχει. Δεύτερον, ότι είναι μια συντηρητική θεωρία που λειτουργεί ως απολογητής μιας δεδομένης κατάστασης, παραγνωρίζοντας τις ποικίλες δυσλειτουργίες που προκαλεί, όπως το γεγονός πως η αποδοχή της ύπαρξης των κοινωνικών ανισοτήτων ως αναγκαίο κακό διασπά την κοινωνική συνοχή με τη μη ενεργό συμμετοχή αυτών που εκ προοιμίου τίθενται εκτός δυνατότητας της όποιας ανόδου και προόδου. Εργα του Τουμίν: Social Stratification - The Forms and Functions of Inequality, N. J. Prentice - Hall, 1967.- Some Principles of Stratification - A Critical Analysis in Bendix, R. & S. Upset, 1953 (1966). Δημ. Τσατσούλης
Τουνγκ Τσουνγκ-σου. Κινέζος κομφουκιανός φιλόσοφος. Γεννήθηκε πιθανώς το 179 π. Χ. στο νότιο Chi-li, στα σύνορα του Shantung, και πέθανε γύρω στο 104 π.Χ. Αρχικά έζησε μακριά από τη δημοσιότητα, απορροφημένος στη φιλοσοφία του. Το 140 π.Χ. ο αυτοκράτορας Wu Ti τον κάλεσε να εισηγηθεί με άλλους σοφούς τρόπους καλύτερης οργάνωσης του κράτους*. Ο Τουνγκ εισηγήθηκε και ο αυτοκράτορας ενέκρινε την ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τη χρησιμοποίηση ικανών υπαλλήλων, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, και την υιοθέτηση των κομφουκιανικής προέλευσης Χρονικών του φθινοπώρου και της άνοιξης ως κύριου οδηγού για τη διδασκαλία του κομφουκιανισμού*. Ετσι βοήθησε ώστε ο κομφουκιανισμός να καθιερωθεί ως το επίσημο δόγμα στην Κίνα, γεγονός που ίσχυσε μέχρι το 1905. Ως προς τη φιλοσοφία* του Τουνγκ Τσουνγκ -σου, πρέπει να τονισθεί ότι συνέλαβε με τρόπο μεγαλειώδη μια θεωρία για τον ρόλο του ανθρώπου στο σύμπαν*, ως μέλους της τριάδας που συμπληρώνει το έργο του Ουρανού και ως φορέα και δημιουργού των ηθικών αξιών* και του πολιτισμού*. Ο Ουρανός, ένα είδος υπερβατικού προσώπου από το οποίο απορρέουν τα πάντα, η Γη, ικανή να μεταβάλει τα πάντα, και ο άνθρωπος*, με τις ηθικές του αρχές, αποτελούν τη βασική τριάδα γύρω από την οποία περιστρέφονται και λειτουργούν τα πάντα. Πηγή του καλού είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι ο Ουρανός, ενώ η φύση* παρέχει τη δυνατότητα του καλού. Ο Τουνγκ Τσουνγκσου παράλληλα υιοθέτησε και ιδέες μικρότε-
Τουραίν ρης έως ταπεινής αξίας, παρμένες από τις σχολές των προγνωστικών, των οιωνών και της αριθμολογίας, δημιουργώντας ένα είδος μυστικισμού επηρεασμένου από ταοίστικές αντιλήψεις. Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου, Ιστορία της Κινεζικής Φιλοσοφίας, τ. 1, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα. 1981. Αλέξ. Καριώτογλου
Τόυνμπη Άρνολντ (Toynbee, 1889-1975). Αγγλος ιστορικός, φιλόσοφος της ιστορίας και καθηγητής. Διετέλεσε καθηγητής της νεολληνικής γλώσσας, ιστορίας και λογοτεχνίας (1919-1924) και στη συνέχεια καθηγητής της ιστορίας, στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου πάντοτε. Κυρίαρχο θέμα των μελετών του Τόυνμπη είναι το φαινόμενο των πολιτισμών*. Στο έργο του The History (Η Ιστορία, 1951) και στην απαισιόδοξη αντίληψη του Σπέγκλερ* ότι η ανθρώπινη θέληση δεν μπορεί να ανατρέψει τη μοιραία πορεία των πραγμάτων, ο Τόυνμπη αντιπαραθέτει τη δική του αισιοδοξία, η οποία αναγνωρίζει αποφασιστικό ρόλο στην ανθρώπινη θέληση, διατυπώνοντας τον ιστορικό νόμο "πρόκληση-απάντηση", σύμφωνα με τον οποίο οι πολιτισμοί είναι αποτέλεσμα "απαντήσεως" σε μια "πρόκληση". Δεν είναι δημιουργήματα υλικών συνθηκών, αλλά μια επίδειξη θελήσεως. Και υποστηρίζει ότι όσο πιο σκληρές είναι οι φυσικές ή άλλες συνθήκες ζωής (προκλήσεις) τόσο περισσότερο αναγκάζεται ο άνθρωπος να αναπτύξει και να εντείνει τις δημιουργικές του ιδιότητες (απάντηση), προκειμένου να υπερισχύσει των δυσμενών συνθηκών. Για να δημιουργηθεί λοιπόν πολιτισμός*, απαιτείται απάντηση σε μια πρόκληση. Και όσο μεγαλύτερη είναι η πρόκληση, τόσο πιο ισχυρή είναι η παρώθηση για απάντηση. Και στο σημείο αυτό ο Τόυνμπη διατυπώνει τον δεύτερο ιστορικό νόμο της "υποχωρήσεως-επιστροφής". Κατ' αυτόν, όταν η σκληρότητα της πρόκλησης ξεπερνάει ορισμένο σημείο, ο άνθρωπος αδυνατεί στη συγκεκριμένη φάση να δώσει απάντηση και δεν αντιδρά (υποχώρηση). Η αδυναμία όμως αυτή δεν είναι οριστική. Ο άνθρωπος αναπτύσσεται και εξελίσσεται με την αντιμετώπιση άλλων προκλήσεων και φθάνει κάποτε στο σημείο να απαντήσει στην πρόκληση, που στο παρελθόν έμενε "αναπάντητη" (επιστροφή). Εναν άλλο ιστορικό νόμο, τον νόμο της "ανακύκλησης" των πολιτισμών αναπτύσσει στο βιβλίο του : A study of history (Μελέτη της ι-
στορίας, 12 τομ., 1934-1961). Κατ' αυτόν, οι τοπικοί πολιτισμοί περνούν από τρεις φάσεις: ανάπτυξη, παρακμή, αποσύνθεση, με συνέπεια την εξαφάνιση και την αντικατάσταση τους από άλλους, καθώς αυτοί δίνουν απαντήσεις στις νέες προκλήσεις. Ο Τόυνμπη, δίνοντας μια ιδεαλιστική απάντηση στη θετικιστική θεωρία της εξέλιξης, υποστηρίζει ότι η πρόοδος της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα πνευματικής τελειοποιήσεως και θρησκευτικής εξελίξεως προς ένα ιδεώδες συγκρητικής θρησκείας*. Και στρέφοντας την προσοχή του στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, καταλήγει στην αναγκαιότητα αναγέννησης της αρμονίας στις σχέσεις ανθρώπου-φύσεως, στην οποία στηρίζει τις ελπίδες του για "επιστροφή", δηλαδή επιτυχή απάντηση στη νέα αυτή πρόκληση. Αλλα έργα του: The world and the West (1953), America and the revolution (1962), Chance and habit (1966), Experience (1969), Cities on the move (1970), Mankind and mother earth. A narrative history of the world (1976), La Civilisation à /' épreuve (1951) κ.ά. Βιβλιογρ.: Änderte O F.. Des universalhistorisches System A. J. Toynbees, 1955. - Morton S.F., Bibliography of A. J. Toynbee, 1980. An. Τζαφερόπουλος
Τουραίν (Touraine) Αλαίν (1925-). Γάλλος κοινωνιολόγος, διευθυντής ερευνών στη Σχολή Ανώτατων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες του Παρισιού. Κυριότερα έργα του είναι: Παραγωγή της κοινωνίας, Η Επιστροφή του δράστη, Το εργατικό κίνημα και Για την κοινωνιολογία. Η σκέψη του Τουραίν εγγράφεται στο ρεύμα της δυναμικής κοινωνιολογίας, η οποία, απορρίπτοντας τις υπερβολές του στρουκτουραλισμού* και επιχειρώντας μια σύνθεση μεταξύ των εννοιών της δομής και της μεταβολής, έδωσε προτεραιτότητα στη μελέτη του κοινωνικού γίγνεσθαι και της κοινωνικής εξέλιξης. Με αφετηρία την κοινωνιολογία της εργασίας, ο Τουραίν επιδίωξε να ορίσει το ουσιαστικό αντικείμενο της κοινωνιολογίας* με όρους κοινωνικής δράσης και κοινωνικών κινημάτων. Αναδιατυπώνοντας τη θέση του Μ. Βέμπερ* για τη σχέση νοήματος και κοινωνικής δράσης, υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της κοινωνιολογίας* συνίσταται στη διερεύνηση του "σκοπούμενου νοήματος" του δράστη, διότι η ουσία των κοινωνικών γεγονότων έγκειται στη σύνδεση του αντικειμένου της δράσης με το νόημα που προσδίδεται
131
Τόψλερ ο' αυτό από τον δράστη. Συνεπώς, η κοινωνιολογία ορίζεται ως η μελέτη της κοινωνικής δράσης, τα περιεχόμενα της οποίας δεν καθορίζονται από κάποιον ειδικό παράγοντα, αλλά εξαρτώνται από το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες συλλαμβάνονται ως "σύνολο συστημάτων δράσης". Ο Τουραίν αντιλαμβάνεται τη βιομηχανική κοινωνία ως έναν οργανισμό σε διαρκή μετασχηματισμό, στον οποίο αντιστοιχεί μια κοινωνιολογία της δράσης που αναπαριστά την κοινωνία ως "σύστημα δράσης". Η έννοια του "Συστήματος Ιστορικής Δράσης" παραπέμπει στον δυναμισμό της κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης και επιτρέπει τη μελέτη των στοιχείων έντασης ή των αντιφάσεων που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα και ευνοούν ή παρεμποδίζουν την κινητοποίηση του. Στο πρακτικό επίπεδο, η θεώρηση αυτή οδηγεί στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων και στην ανάδειξη της κεντρικής σημασίας που έχει η δράση της κοινωνίας επί του εαυτού της μέσω των κοινωνικών συγκρούσεων, το διακύβευμα των οποίων δεν μπορεί να είναι οι απλές διεκδικήσεις, αλλά η αμφισβήτηση των προσανατολισμών της κοινωνίας και η διεκδίκηση του ελέγχου τους. Βιβλιογρ.: P. Ansart, Les sociologies contemporaines, Seuil, Paris, 1990.- M. Guillaume, L' état des sciences sociales en France, éd. de la Découverte, Paris, 1986.- A. Γεωργούλας, H κοινωνιολογική θεωρία του Touraine, στο "Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών", τεύχ. 15/1994, σ. 37-61. Ευστάθ. Μπάλιας
Τόφλερ Άλβιν (Alvin Toff 1er). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Ανήκει στους αισιόδοξους για το μέλλον του κόσμου* και συγκαταλέγεται στην ομάδα των λεγόμενων "futurists". Με τους Herman Kahn*, John Nasditt και την Patricia Aburdene, αντιτίθεται στον οικολογικό πεσσιμισμό" και στη θεωρία των ορίων ανάπτυξης*. Με το έργο του Previows and Premises (Προβολές και Προτάσεις, 1983), διατυπώνει μια ολοκληρωμένη προοπτική της ανθρώπινης κοινωνικής αλλαγής και του σύγχρονου πολιτισμικού τοπίου. Υποστηρίζει ότι όλοι όσοι διατυπώνουν απαισιόδοξη προοπτική βλέπουν την κοινωνική εξέλιξη έξω από το σύγχρονο περιβάλλον με ξεπερασμένα μέσα ανάλυσης της παλιάς βιομηχανικής κοινωνίας*. Η μεταβιομηχανική κοινωνία*, όμως, και η τεχνολογική επανάσταση έχουν αλλάξει τις ατομικές επιλογές, τους κοινωνικούς θεσμούς* και την οργάνωση και τον χαρακτήρα της εργασίας.
132
Το μέλλον, υποστηρίζει ο Τόφλερ, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας που θα οδηγούν στην επιτυχία με έξυπνη και όχι με σκληρή δουλειά. Βιβλιογρ.: David Popenoe, Sociology. Prentice Hall, Englewood Cliffs, New Jersey, 1991. θαν. Α. Βασιλείου
Τραγικό. To τραγικό είναι μια από τις "αισθητικές κατηγορίες", όπως είναι το κωμικό*, το ωραίο*, το άσχημο", το υψηλό*, το υπέροχο και το χαριτωμένο. Ενώ όμως οι άλλες αισθητικές κατηγορίες μπορεί ν" αναφέρονται και σ' ένα υλικό αντικείμενο, τη συγκίνηση του τραγικού έχει τη δυνατότητα να μας δώσει μόνον ο άνθρωπος με τη μοναδική φύση του, την περίπλοκη ζωή του, την ανεξιχνίαστη μοίρα του και τον αναπότρεπτο αφανισμό της ύπαρξής του. Μερικοί υποστηρίζουν ότι και το κωμικό δεν μπορεί να υπάρξει έξω από ό,τι είναι καθαρά ανθρώπινο, παρατηρούν ωστόσο ότι, ενώ το κωμικό αναφέρεται σε ένα "συμβεβηκός", σε μια "ιδιορρυθμία" του χαρακτήρα* και της ζωής ενός ατόμου, το τραγικό αφορά όλη την υπόσταση του, ολόκληρη την ψυχοσωματική του οντότητα και το πεπρωμένο* του. Αυτή η αναφορά του τραγικού στη συνολική ανθρώπινη ύπαρξη δυσχεραίνει τη σκέψη να σχηματίσει μια γενική έννοιά του και να δώσει στο περιεχόμενό του "αφηρημένη" διατύπωση. Πράγματι, το τραγικό γίνεται περισσότερο κατανοητό με παραδείγματα και λιγότερο με ορισμούς: ο Οιδίπους παλεύει με την αδυσώπητη μοίρα του, ο Προμηθέας συγκρούεται με την αδήριτη θέληση του Δία, η Αντιγόνη τολμάει να έλθει σε αντίθεση με τα κελεύσματα μιας αμείλικτης εξουσίας, ο Faust με τη χίμαιρα της γνώσης*, ο Hamlet με τον αδυσώπητο τροχό της ειμαρμένης. Ολοι αυτοί οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με μια μεγάλη δύναμη - τ η Μοίρα*, τη Θεότητα, την Ανάγκη*, τον Νόμο*-, συγκρούονται αγέρωχα μαζί της και φυσικά συντρίβονται. Ωστόσο η ήττα τους αυτή δεν συνεπάγεται ντροπή ούτε ταπείνωση, γιατί μοιάζει με νίκη, μια νίκη όμως που ο θρίαμβός της ξεχειλίζει από αβάσταχτη οδύνη. Τέτοιες και άλλες τραγικές περιπτώσεις προσπαθώντας οι αισθητικοί να συνοψίσουν μέσα σε λογικά σχήματα αποφαίνονται ότι τραγικό είναι: "σύγκρουση ενός όντος που πιστεύει πως είναι ελεύθερο με μια εξωτερική αναγκαιότητα" (Lalo)" ή: "η σύγκρουση που δεν λύνεται παρά με την υπέρβαση της πραγματικότητας"
Τρελτς (Hartmann)- ή: "η σύγκρουση μεταξύ δυο δυνάμεων που η καθεμιά τους δικαιούται να πραγματώσει την ουσία της· δεν το πετυχαίνει όμως παρά παραβιάζοντας τα επίσης σεβαστά δίκαια της άλλης" (Hegel). Χωρίς αμφιβολία οι "συγκρούσεις" αυτού του είδους κυριαρχούν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο και σε αρκετές περιπτώσεις στο νεότερο και σύγχρονο θέατρο. Παρ' όλα αυτά το τραγικό θέτει ακόμη μερικά προβλήματα: Έχει σχέση με τη θρησκεία" και την ηθική"; Τι είδους συγκίνηση προκαλεί; Πώς λειτουργεί ο πόνος -σωματικός και ψυχικός- στην πραγμάτωση της ουσίας του; Είναι αναμφισβήτητο ότι η "ύβρη" των αρχαίων Ελλήνων, εξαιτίας της οποίας υπέφεραν πολλοί τραγικοί ήρωες (Αγαμέμνων, Πενθέας κ.ά.), είναι έννοια θρησκευτική· εξάλλου θρησκευτικοί είναι μερικοί τραγικοί μύθοι (ο μύθος της κλοπής της φωτιάς από τη θεϊκή εστία, ο μύθος της θυσίας αθώου για δοκιμασία κ.ά.). Ως προς τη συγκίνηση που προκαλεί το τραγικό, οι αρχαίοι κριτικοί διέκριναν δύο κυρίαρχα συναισθήματα: τον "φόβο" και τον "έλεο" (πβ. Αριστ. Ποιητ. 1449b 27, 1453b 12). Κατά τον Αριστοτέλη", η θέα του τραγικού διεγείρει στην ψυχή των θεατών τον έλεο και τον φόβοοι θεατές δηλαδή βλέποντας τον ήρωά να πάσχει νιώθουν ζωηρή συμπάθεια προς αυτόν και βαθιά ανησυχία για την τύχη του. Απέναντι στον "πόνο" των τραγικών προσώπων δεν αντιδρούμε με τον πρωτόγονο τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι θεατές της ρωμαϊκής αρένας ή των δημόσιων θανατικών εκτελέσεων αντίθετα, στην περίπτωση των τραγικών προσώπων ο πόνος και η συντριβή μάς συγκλονίζει αλλά συνάμα και μας εξυψώνει, μας δημιουργεί κατάθλιψη αλλά και έξαρση ψυχική, γιατί ο πόνος (όχι τόσο ο σωματικός όσο ιδίως ο ηθικός) στην περίπτωση του τραγικού εντείνει και ταράσσει το είναι μας, αλλά ταυτόχρονα αναβαθμίζει τη συγκινησιακή μας υπόσταση. Αν κάνουμε μια επισκόπηση στην παγκόσμια δραματική ποίηση, θα βρούμε ένα ευρύ φάσμα "θεμάτων" μέσα από τα οποία ανακύπτει το τραγικό και ο τραγικός ήρωας: η σύγκρουση του ανθρώπου με τη θεότητα ή τη μοίρα, η ανθρώπινη έπαρση, τα βίαια πάθη και τα κίνητρά τους, ο παραλογισμός του πολέμου, το δικαίωμα του ατόμου ν" αγωνίζεται για το δίκιο του, η σύγκρουση καθηκόντων ή συναισθημάτων, η αντίθεση της λογικής με το ένστικτο, η απανθρωπιά του δυνάστη, η προδοσία, η απάτη, ο δόλος και ένα σωρό άλλα στοιχεία της ανθρώ-
πινης ζωής και κοινωνίας. Είναι περιττό να επισημανθεί ότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν όλα τα ανθρώπινα πάθη τραγικά- η φιλαργυρία λόγου χάρη ή η φαντασιοπληξία έχουν κατά κανόνα έναν τόνο κωμικό. Θεωρώντας τέλος τον τραγικό άνθρωπο μπορούμε να πούμε ότι στο βάθος είναι "πρόσωπο ηρωικό". Πράγματι, η γνήσια τραγική συνείδηση είναι ηρωική, ακόμη και στην απόγνωση της. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να ορθώσει το ανάστημά του και να συγκρουσθεί με δυνάμεις πολύ υπέρτερές του, αν μέσα του δεν είχε ψυχικό ηρωισμό; ΓΓ αυτόν τον λόγο δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ευαίσθητοι στη σαγήνη της τραγικής ομορφιάς. Το τραγικό καλλιεργείται και καρποφορεί μόνο σε προοδευτικές και ακμαίες κοινωνίες, σε κοινωνίες με υψηλό πολιτισμό και ανώτερη πνευματική ζωή (πβ. την Αθήνα του 5ου και 4ου π.Χ. αι.). Ανθρωποι χωρίς ψυχικές ανατάσεις και βαθιούς στοχασμούς δεν αγαπούν το τραγικό' αρκούνται σε ανώδυνες συγκινήσεις που δεν αναστατώνουν αλλά ξεκουράζουν και ψυχαγωγούν. Έτσι εκφράζονται καλλιτεχνικά όχι λόγου χάρη με το έπος ή την τραγωδία αλλά με τη φαρσοκωμωδία ή το ελαφρό ρομάντζο. Επιλογή βιβλ.: J. Carrière. Sur I' essence et /' évolution du tragique chez les Grecs, "Revue des Ëtudes Grecques" 79 (1966) oo. 6-37 - Ε. Π. Παπανούτσου. Αισθητική, 4η έκδοση. Αθήνα. 1969, σσ. 285-296 - Ε. Meumann, System der Aesthetik. Leipzig, 1914, σσ. 135-139 - A. Bradley, Hegel's Theory el Tragedy. Oxlord, 1909. Γερ. Αν. Μαρκαντωνάτος
Τραπεζούντιος Γεώργιος, βλ. Γεώργιος Τραπεζούντιος Τρελτς Ερνστ (Troeltsch, 1865-1923). Γερμανός θεολόγος, θρησκειολόγος, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Στο κύριο έργο του Die Soziallehren Kirchen und Gruppen (Οι κοινωνικές θεωρίες των χριστιανικών εκκλησιών και ομάδων, 1912), όπου απηχούνται οι προτενσταντικές του αντιλήψεις, αναφέρεται στην κοινωνιολογία της θρησκείας* και τις τυπικές θρησκευτικές ομάδες (Εκκλησία - αίρεση - μυστική κοινότητα). Κατά τον Τρελτς η πνευματική ζωή παρουσιάζει αυτοτέλεια και η θρησκεία είναι ένα φαινόμενο* του οποίου το γένος είναι ξεχωριστό από όλα τα άλλα. Κάτω από την επίδραση του ανορθολογικού φιλοσοφικού ρεύματος της "φιλοσοφίας της ζωής"* (Ντιλντάι*, Σπένγκλερ*, Ζίμμελ*) και του νεοκαντιανισμού*, έγραψε αρκετές μελέτες για τη "φιλο-
133
Τρεντέλενμπουργκ σοφία της ιστορίας"*, δίνοντας τη δική του άποψη στην ερμηνεία της ιστορικής ζωής και της γνώσης της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η ιστορική πορεία έχει μοναδικότητα και δεν επαναλαμβάνεται, ενώ στη διαμόρφωσή της συντρέχει και ένα ανορθολογικό στοιχείο. Αλλο σημαντικό επίσης έργο του είναι το Gesammelte Schriften, 1912. Βιβλιογρ.: Bodenstein W„ Neige des Historismus E. Troeltsch, 1963.· Lessing E„ Die Geschichtsphilosophie E. Troeltsch, 1965.- Gabriel H. J.. Christlichkeit der Gessel/schalt? Eine kritische Darstellung der Kulturphilosophie von E. Troeltsch, 1975. An. Τζ.
Τρεντέλενμπουργκ Αδόλφος (Trendelenburg, 1802-1872). Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος. Εχοντας ως βάση τον Πλάτωνα* και τον Αριστοτέλη", πολέμησε με σφοδρότητα τη διαλεκτική του Εγέλου* και τον φιλοσοφικό ρεαλισμό του Χέρμπαρτ*. Στις μελέτες του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα εξής έργα του Αριστοτέλη: Περί ψυχής (κριτική έκδοση), Περί κατηγοριών (πραγματεία), Οργανον (εκλογή-μετάφραση και σημειώσεις στη λατινική, με τίτλο "Στοιχεία Λογικής του Αριστοτέλη για σχολική χρήση"). Προσπάθησε επίσης να συμπληρώσει τη Λογική του Αριστοτέλη με διδάγματα γνωσιολογίας. Πίστευε ότι με τη Λογική του Αριστοτέλη είναι δυνατή η προετοιμασία για την κατανόηση της πλατωνικής φιλοσοφίας. Κατά τον Τρεντέλενμπουργκ, η αντίληψη του οργανικά διαρθρωμένου κόσμου έχει ως βάση την ένωση νόησης* και Είναι*, που επιτυγχάνεται με την αμοιβαία σύνδεση κίνησης και σκοπού. Επίδραση της θεωρίας του διαπιστώνεται στη φιλοσοφική σκέψη του μαθητή του Ντιλντάυ*. Απ. Τζ.
Τριάς. Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει τη συνύπαρξη τριών στοιχείων σε μια υπόσταση και γενικά αφορά στην ιερότητα του αριθμού "τρία". Η αρχή της τριάδας συναντάται από τα πανάρχαια χρόνια και εκφράζει την πλήρη εκδήλωση της θεότητας. Η Τριάς απαντάται σε όλους τους λαούς όλων των εποχών με διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογο της ιδιαίτερης φιλοσοφικής νοοτροπίας του κάθε λαού. Ετσι, στην αρχαία Αίγυπτο έχουμε την τριάδα: Όσιρις-Ισις-Ώρος, ενώ στην αρχαιελληνική θρησκεία του ολύμπιου δωδεκάθεου ο αριθμός τρία και τα πολλαπλάσιά του θεωρούνταν ιερός. Για τον αποκρυφισμό* η Τριάς συνιστά τον θεμελιώδη νόμο της ενέργειας του σύμπα-
134
ντος* και δηλώνει: τον μικρόκοσμο, τον μακρόκοσμο και το αρχέτυπο. Ως μέθοδο φιλοσοφικής δόμησης χρησιμοποίησαν την τριάδα ευρύτατα ο πλατωνισμός* και ο νεοπλατωνισμός*. Συγκεκριμένα, η αρχή της τριάδας εφαρμόστηκε για την περιγραφή της δομής του σύμπαντος (2η πλατωνική επιστολή: διδασκαλία για τους τρεις βασιλείς του παντός). Επίσης, για τον Πλάτωνα* η ψυχή* διακρίνεται σε τρία μέρη: το λογιστικόν* το θυμοειδές* και το επιθυμητικόν*. Στον μέσο πλατωνισμό αναφέρονται τρεις αρχές: υπόδειγμα-δημιουργόςύλη και τρεις βαθμίδες του όντος: νους-ψυχήκόσμος. Ο Πλωτίνος* ερμηνεύει αυτή την τριάδα ως τριάδα των "αρχικών υποστάσεων", ενώ ο Πορφύριος* κάνει λόγο για τριάδα "τέλειων και ακέραιων υποστάσεων". Επίσης, οι δυο τελευταίοι διέκριναν την τριάδα των υπεραισθητών και υπερκοσμίων "φύσεων" (εν-νουςψυχή). Στον πλατωνικό Φίληβο ο αριθμός είναι το ενδιάμεσο μεταξύ δυο αντιθέτων (πέρας-άπειρο-αριθμός). Οι νεοπλατωνικοί (Πρόκλος*) αναγνώριζαν την τριάδα του νοούντος, του νοούμενου και του νοούντος και νοούμενου κόσμου στα όρια του νου. Μεθοδολογική χρήση της τριάδας συναντάμε, επίσης, στους νεοπλατωνικούς και κυρίως στον Πρόκλο (αφετηρία-εκκίνηση-επιστροφή). Στις ανατολικές θρησκείες του μονοθεϊσμού η Τριάς λαμβάνει το σχήμα: θεός-άνθρωπος-κόσμος· ο θεός* δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο και ο άνθρωπος κυριαρχεί στον κόσμο, ο θεός είναι δημιουργός της ιστορίας*. Ανάλογη είναι και η εκδήλωση της έννοιας της τριάδας στην ισλαμική θρησκεία. Η χριστιανική διδασκαλία αφορά στο δόγμα της Αγίας Τριάδας (της Καινής Διαθήκης): Θεός/πατήρ-Υιός-'Αγιο Πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο ο Υιός είναι η ανθρώπινη παρουσία του Θεού (στον κόσμο) και το Αγιο Πνεύμα είναι η σοφία του κόσμου, η οποία προήλθε από τη σοφία του Θεού" ωστόσο ο Υιός και το Αγιο Πνεύμα είναι ταυτόχρονα ο ίδιος ο Θεός. Πρόκειται ουσιαστικά για την τρισυπόστατη σύλληψη του δημιουργού, η οποία αντιμετωπίζεται εσχατολογικά και αποκτά νόημα κατά τη διαδικασία του μυστηρίου της θείας αποκάλυψης (βλ. Αγία Γραφή: βάπτιση του Ιησού). Επομένως, τα "πρόσωπα" της χριστιανικής τριάδας είναι "ομοούσια", δηλαδή βρίσκονται στο ίδιο οντολογικό επίπεδο. Περαιτέρω, όσον αφορά στην ινδουϊστική φιλοσοφία η Τριάς αντιπροσωπεύεται από τον δημιουργό (Βράχμα), τον συντηρητή (Βισνού) και
τροπικότητα τον καταστροφέα (Σίβα), ο οποίος προκαλεί τις μεταβολές στον κόσμο. Στην κινεζική φιλοσοφία συναντάται η πρώτη τριάδα παγκόσμιας εκδήλωσης: Ουρανός-Γη-άνθρωπος. Στη σύγχρονη φιλοσοφία, η έννοια της τριάδας αναπτύχθηκε κυρίως από τον γερμανικό κλασικό ιδεαλισμό* των Χέγκελ*, Σέλλινγκ* και Φίχτε*. 0 Χέγκελ, μάλιστα, διατύπωσε το ακόλουθο τριαδικό σχήμα, που ισχύει σε κάθε διαδικασία ανάπτυξης: θέση (αρχικό σημείο, αφετηρία) αντίθεση (άρνηση) - σύνθεση των αντιθέτων σε νέα ενότητα (άρνηση της άρνησης). Τέλος, ο μαρξισμός* έκανε λόγο για τρία στάδια στη διαδικασία της ανάπτυξης. Ευτυχία Ξυδιά
Τριμούρτι, βλ. ινδουισμός ΤριπΙτακα, βλ. Τιπίτακα τριττύς (trivium). Οι τρεις από τις λεγόμενες "επτά ελευθέριες τέχνες" (septem artes liberales), που διδάσκονταν στα σχολεία κατά τον Μεσαίωνα και εξακολούθησαν να κατέχουν σημαντική θέση και στη διδασκαλία κατά την Αναγέννηση. To trivium λοιπόν αποτελούσαν η γραμματική, η διαλεκτική και η ρητορική, που μαζί με το quadrivium (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική) συνιστούσαν τη γενική μόρφωση στη μεσαιωνική εποχή -και ήταν η έκφραση της φιλοσοφικής κατεύθυνσης της παιδείας. Οπως φαίνεται και μόνο από το όνομα, η προφανής αναφορά τους σε αντίστοιχα μαθήματα της αρχαίας εποχής συνετέλεσε στη διατήρηση της αρχαίας φιλοσοφικής παράδοσης δια μέσου των αιώνων ακόμη και μέσα στα σχολικά μαθήματα. Ν. Οι κ.
τροπικές προτάσεις. Είδος κατηγορικών προτάσεων που δηλώνουν τον τρόπο κατά τον οποίο συνδέεται το υποκείμενο (Υ) με το κατηγόρημα (Κ) μέσα στην πρόταση, δηλαδή αναφέρεται στο "πώς" κατηγορείται το Κ στο Υ. Η διευκρίνιση του "πώς" γίνεται με τους ακόλουθους προσδιορισμούς: "συμβαίνει να", "κατ' ανάγκην", "δυνατόν να", "αδύνατον να", οι οποίοι καλούνται "δείκτες του τρόπου" (modi). Περαιτέρω, διακρίνουμε τέσερεις τρόπους αυτών των προτάσεων: 1) προτάσεις του αναγκαίου: Υ είναι κατ' ανάγκη Κ- 2) προτάσεις κατά συμβεβηκός: Υ συμβαίνει να είναι Κ· 3) προτάσεις του δυνατού: Υ δυνατόν να είναι Κ, και 4) προ-
τάσεις του αδύνατου: Υ αδύνατον να είναι Κ. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι κατά συμβεβηκός (συμπτωματικές) και οι προτάσεις του αδύνατου είναι κατά το λογικό τους ποιόν αποφατικές, ενώ οι προτάσεις του αναγκαίου και του δυνατού είναι καταφατικές. Ευτυχία Ξυδιά
τροπικότητα (των κρίσεων). Από τα πρώτα βήματα της Λογικής* θεωρήθηκαν ως προτάσεις λογικές (κρίσεις*) εκείνες που επιδέχονται, ύστερα από έρευνα, τον χαρακτηρισμό: "αληθής" - "ψευδής" (Αριστοτ., Κατηγορίαι, 2α 510), δεκτικές επαλήθευσης ή διάψευσης. Η σύγχρονη επιστημολογία χρησιμοποιεί τους όρους που εισήγαγε ο Καρλ Πόππερ*: επαληθευσιμότητα - διαψευσιμότητα (verifiability falsifiability). Όμως από την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε ότι υπάρχει πλήθος καταστάσεων (και αντίστοιχων προτάσεων), που ο νους αδυνατεί κατηγορικά να αποδεχτεί ή να απορρίψει- αυτές η γλώσσα, ως έκφραση του νου που κρίνει, τις εισάγει με κάποια λέξη "τροποποιητική" του βαθμού αλήθειας ή ψεύδους που διακρίνει ο νους- τέτοιες λέξεις που εκφράζουν τρόπο είναι: "ανάγκη" (να), "ενδέχεται" (να), "πιθανόν" (να), "δυνατόν" (να), "ίσως" κ.ά. Πρώτη καταγραφή και επισήμανση αυτών των "αποφάνσεων μετά τρόπου" βρίσκουμε στα Αναλυτικά Πρότερα (25α 1): "Πάσα πρότασις εστίν ή του υπάρχειν ή του εξ ανάγκης υπάρχειν ή του ενδέχεσθαι υπάρχειν". Με κριτήριο την "τροπικότητα" οι κατηγορικές κρίσεις* ταξινομούνται ως εξής: α. "βεβαιωτικές", όπου το κατηγορούμενο αναφέρεται στο υποκείμενο χωρίς έκφραση αμφιβολίας" παράδειγμα: "οι τροχιές των πλανητών είναι ελλείψεις". β. "προβληματικές", όπου το κατηγορούμενο αναφέρεται στο υποκείμενο ως πιθανότητα ή εικασία- παράδειγμα: "ενδέχεται να υπάρχει ζωή στον πλανήτη Αρη", γιατί τα διάφορα όργανα της αστρονομίας εντοπίζουν την εκεί ύπαρξη των αναγκαίων για τη ζωή προϋποθέσεων. γ. "αποδεικτικές", όπου το κατηγορούμενο αποδίδεται στο υποκείμενο ως λογικά αναγκαίο ή πραγματικά εξακριβώσιμο, άρα ως αποδείξιμο- παραδείγματα: "του ορθογωνίου τριγώνου οι δυο οξείες γωνίες έχουν άθροισμα 90°", "όλες οι εξουσίες φθείρουν συνειδήσεις". Ειδικός κλάδος της Λογικής*, η "Τροπική Λογι135
τρόπος παραγωγής κή"', ασχολείται ειδικό με τις ποικίλες μορφές τροπικότητας. Βλ. και το λ. Λογική. Φ. Κ. Βώρος
τρόποι των Σκεπτικών. Οι δέκα τρόποι προέκυψαν από τα πρακτικό ενδιαφέροντα του Αινησίδημου* (1ος μ.Χ. αι.) στην προσπάθειά του να επιστρέψει στον αυθεντικό σκεπτικισμό* του Πύρρωνα* και διασώθηκαν περιληπτικό από τον Φώτιο* (Ευαγ. προπ. ΙΔ' 18. 9-10) και συστηματικότερα από τον Σέξτο Εμπειρικό* (Πυρ. υποτ., Α 36-163) και τον Διογένη Λαέρτιο' (θ 79-88). Με τον όρο "τρόποι", "τόποι" ή "λόγοι", οι αρχαίοι Σκεπτικοί υποδήλωναν τους διάφορους τρόπους ή λόγους με τους οποίους επιτύγχαναν την "εποχή", την αναστολή της κρίσεως. Με τον ορισμό* αυτό συμφωνεί ο "Πυρρώνειος λόγος", όπως τον χρησιμοποιεί ο Αινησίδημος, δηλαδή ως σχέση κατά την οποία όλα τα πράγματα μαζί, συγκρουόμενα και συγκρινόμενα μεταξύ τους, δημιουργούν "ανωμαλία" και "ταραχή". Με τους ίδιους ακριβώς τρόπους αποδεικνύονται οι αντιφάσεις των δοξασιών τους: σε κάθε δοξασία μπορεί κανείς να αντιτάξει μιαν αντίθετη δοξασία, βασιζόμενος σε ισοδυνάμους λόγους, χωρίς τίποτε να επιτρέπει την απόφανση ότι η μία είναι προτιμότερη από την άλλη. Το φυσικό επακόλουθο είναι ότι καμία απόφανση δεν πρέπει να διατυπωθεί. Οι γενικοί αυτοί τύποι των αντιθέτων αποτέλεσαν τον κατάλογο των κατηγοριών της αμφιβολίας, τους δέκα "τρόπους", οι οποίοι δεν συνεπάγονται οποιαδήποτε απόφανση: 1 ) "Οι διαφορές στα ζώα". Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ζώων αποδεικνύουν ότι, εξαιτίας των διαφορών τους, τα ίδια πράγματα δεν παράγουν σ' αυτά τις ίδιες εντυπώσεις. Τούτο οφείλεται τόσο στις διαφορές της προέλευσης τους, όσο και στις παραλλαγές της σωματικής τους κατασκευής. Οι διαφορές των κυριότερων μερών του σώματος, ιδιαίτερα εκείνων που είναι προικισμένα με αντιληπτικές και κριτικές λειτουργίες, συνοδεύονται και από μεγάλες αποκλίσεις στις αισθητηριακές τους εντυπώσεις. Πράγματα που είναι ευχάριστα στους μεν, για τους άλλους είναι δυσάρεστα και θανάσιμα. Δεν υπάρχει, συνεπώς, απόδειξη που μας επιτρέπει να προτιμήσουμε τις δικές μας εντυπώσεις έναντι των καλουμένων αλόγων ζώων. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αναστείλομε την κρίση μας. 2) "Οι διαφορές στους ανθρώπους". Ακόμη και
136
αν υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι υπερέχουν των αλόγων ζώων, ωστόσο θα διαπιστώσομε τέτοιες διαφορές μεταξύ τους που καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε απόφανση για το αληθές και, συνεπώς, αναπόφευκτη την "εποχή", την avac τολή της κρίσης. Οι άνθρωποι διαφέρουν με ταξύ τους και στα δύο κύρια στοιχεία τους: τ ιν ψυχή* και το σώμα. Στο σώμα διαφέρουν κατά τη μορφή και την ιδιοσυγκρασία, τις προτιμήσεις και τις αποφυγές. Οι διαφορές στην ψυχή είναι ανάλογες με εκείνες του σώματος, καθότι το σώμα, κατά τη φυσιογνωστική επιστήμη, είναι ο "τύπος", η έκφραση της ψυχής. Μερικοί προτιμούν πράγματα που οι άλλοι περιφρονούν. Αλλοι αγαπούν την ενεργό ζωή και άλλοι την ηρεμία. Γι' αυτό και δεν έχουν όλοι τις ίδιες δοξασίες για τα ίδια πράγματα, ούτε τις ίδιες επιθυμίες και τις ίδιες διαθέσεις για τα ίδια πράγματα. 3) "Οι διαφορές στις αισθήσεις". Οι αισθήσεις διαφωνούν μεταξύ τους, παρέχοντας διαφορετικές και κάποτε αντίθετες πληροφορίες για το ίδιο πράγμα. Το μέλι, λ.χ., είναι ευχάριστα στη γλώσσα μερικών, αλλά δυσάρεστο στα μάτια. Κάθε φαινόμενο που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις φαίνεται διαφορετικό, γεγονός που σημαίνει ότι οι ποιότητες των πραγμάτων εξαρτώνται από την ποικιλία των αισθητηριακών μας οργάνων. 4) "Διαφορές στις περιστάσεις ή διαθέσεις". Με τον "τρόπον" αυτόν οι Σκεπτικοί εννοούν τις συνήθειες, τις συγκεκριμένες συνθήκες ή καταστάσεις οι οποίες διαφοροποιούν τις εντυπώσεις. Αυτές είναι η εγρήγορση ή ο ύπνος, καταστάσεις που οφείλονται στην ηλικία, κίνηση και ηρεμία, μίσος και φιλία, ένδεια και πλησμονή, χαρά και λύπη, θάρρος και φόβος. Οι διαφορές στις διαθέσεις, φυσιολογικές ή νοσηρές, δημιουργούν και τις διαφορές στις εντυπώσεις. Αφού, λοιπόν, για το ίδιο πράγμα έχουμε στις συγκεκριμένες κάθε φορά διαθέσεις διαφορετικές εντυπώσεις, είναι προφανές, καταλήγει ο Σκεπτικός, ότι είναι αδύνατη οποιαδήποτε πρόκριση της αληθινής: "ανεπίκριτος", άρα, η ανωμαλία των εντυπώσεων. Κριτήριο και απόδειξη για τους Σκεπτικούς δεν υπάρχουν. 5) "Οι θέσεις, οι αποστάσεις και οι τόποι". Σύμφωνα με το πέμπτο επιχείρημα, κάθε πράγμα φαίνεται διαφορετικό εξαιτίας των θέσεων και αποστάσεών του. Το ίδιο πλοίο, λ.χ., από μακριά φαίνεται μικρό και ακίνητο, από κοντά όμως μεγάλο και κινούμενο, και ο ίδιος πύργος
τρόπος παραγωγής από μακριό φαίνεται στρογγυλός, αλλά από κοντά τετράγωνος. Το ίδιο ισχύει προκειμένου περί των θέσεων. Επειδή όλα τα φαινόμενα θεωρούνται υπό το πρίσμα της θέσης, της απόστασης και του τόπου, και καθένα απ' αυτά παρουσιάζει μεγάλη διαφορά στις εντυπώσεις, ο Σκεπτικός είναι και πάλι υποχρεωμένος να τελειώσει με την αναστολή της κρίσης. 6) Ό ι αναμείξεις". Κατά τον έκτο "τρόπο", κανένα αντικείμενο δεν προσπίπτει επάνω μας μόνο του, αλλά πάντοτε μέσω άλλων και ανάμεικτο με κάτι άλλο. Εξαιτίας της αναμείξεως αυτής, που είναι εξωτερική και εσωτερική, είναι αδύνατον να αντιληφθούμε με ακρίβεια, "ειλικρινώς", την πραγματική φύση του αντικειμένου, του "πράγματος καθεαυτό". Οχι μόνον οι αισθήσεις δεν αντιλαμβάνονται την ακριβή φύση των πραγματικών εξωτερικών αντικειμένων, αλλά ούτε και η νόηση είναι σε θέση να αντιληφθεί την πραγματικότητα, αφού η ίδια έχει ως "οδηγούς" της τις αισθήσεις και προσθέτει τη δική της "επιμιξίαν" στις πληροφορίες που διαβιβάζουν οι αισθήσεις, όπως συνάγεται από τις έρευνες των εκάστοτε διαθέσεων σε μέρη που οι δογματικοί νομίζουν ότι είναι το "ηγεμονικόν", είτε τούτο έχει ως έδρα τον εγκέφαλο είτε την καρδιά είτε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Για όλους αυτούς τους λόγους οι Σκεπτικοί αδυνατούν να γνωρίσουν την εξωτερική πραγματικότητα, γεγονός που τους υποχρεώνει να "επέχουν", να αναστείλουν δηλαδή την κρίση. 7) "Ποσότητες ή οι συνθέσεις". Και κατά το επιχείρημα τούτο οι Σκεπτικοί αναγκάζονται να "επέχουν" εξ αιτίας της αδυναμίας των να αποφανθούν ασφαλώς "περί της φύσεως των πραγμάτων". Ως παραδείγματα αναφέρουν τη διαφορετική αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα ανάλογα με την αύξηση ή τη μείωση της ποσότητάς των. Το κρασί μας ενδυναμώνει όταν λαμβάνεται με μέτρο, παραλύει όμως το σώμα όταν γίνεται κατάχρηση. Το ίδιο δύναται να λεχθεί για την τροφή και τα άλλα πράγματα. 8) "Σχετικότητα". Ολα είναι "προς τι", δηλαδή, σχετικά, τόσο ως προς τον κρίνοντα σε σχέση προς τον κρινόμενο, όσο και ως προς τη σχέση προς τα άλλα πράγματα με τα οποία συντελείται η αισθητηριακή αντίληψη. Ενα πράγμα δεν είναι δεξιό ή αριστερό καθεαυτό, αλλά ως προς τη σχέση που έχουν μεταξύ τους. Ολα είναι σχετικά και, συνεπώς, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε την ουσία των μενονωμένων πραγμάτων, αλλά μόνο τη φαινομενική σχέση που έχουν μεταξύ τους.
9) "Συχνότητα και ασύνηθες". Μια νέα απόδειξη ότι οι Σκεπτικοί δεν γνωρίζουν παρά τα φαινόμενα, είναι σι διαφορές στις εντυπώσεις που έχουμε για τα πράγματα ανάλογα με τη συχνότητα ή τη σπανιότητα που εμφανίζονται. Ο κομήτης, λ.χ., μας προκαλεί τον θαυμασμό επειδή εμφανίζεται σπανίως, και ο σεισμός δεν ανησυχεί το ίδιο εκείνους που τον αισθάνονται για πρώτη φορά και εκείνους που τον έχουν συνηθίσει. Δεν είναι, συνεπώς, οι ιδιότητες των ιδίων των πραγμάτων που προσδιορίζουν τις αντιλήψεις μας, αλλά η συχνότητα ή η σπανιότητα της εμφάνισής των. 10) "Τα έθιμα, οι νόμοι και δοξασίες". Ο τελευταίος τρόπος δεν αναφέρεται στις εντυπώσεις των αισθήσεων, αλλά στις μεγάλες και πολλές διαφορές που υπάρχουν στα ήθη, στους νόμους και στις δοξασίες κατά τόπους και χρήσεις. Εντεύθεν και οι διαφορές αυτών για το καλό και το άσχημο, το αγαθό και το κακό, την αλήθεια και το ψεύδος, το δίκαιο και το άδικο, τους θεούς, τη γένεση και τη φθορά των φαινομένων. Οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων θρησκειών", νόμων" και της αγωγής κ.λπ. οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις σχέσεις παρά την ουσία των πραγμάτων, τη φαινομενική παρά την αληθινή φύση των όντων. Οι δέκα αυτοί "τρόποι" του Αινησίδημου, τους οποίους ο Σέξτος ανάγει σε τρεις και, τελικά, σε έναν, σε εκείνον του "προς τι", δηλαδή της σχέσης, προσπαθούν να δείξουν σε αντίδραση προς τις αντιφατικές θέσεις της νέας Ακαδημίας, ότι η αισθητηριακή αντίληψη και, κατ' επέκταση, η επιστήμη είναι ανεπαρκής για οποιαδήποτε ασφαλή και βέβαιη γνώση, για αλήθεια και αιτιότητα, για απόδειξη και για σημεία. Ολα είναι το ίδιο ψευδή και αλαθή, πιθανά και απίθανα, γΓ αυτό και πρέπει παντού και πάντοτε οι πάντες να αναστέλλουν τις κρίσεις των, να επέχουν, προκειμένου να αποκτήσουν την αταραξία και τη γαλήνη. Βιβλιογρ.: V. Brochard. Les sceptiques qrecs. Paris, 1932, επανατ.. 1986.- E. Saisset, Le scepticisme. Paris, Didier, 1865.- E. Pappenheim. Die Tropen der griechischen Skeptiker. "Wissenschaftliche Beilage zum Programm des kölnischen Gymnasium Berlin". 1885. σο. 1-23 - Ch. Stough, The Greek Skepticism. Berkeley and Los Angeles. 1969, σσ. 67-97.- Gisela Striker, The ten Tropes ot Aenesidemus, "The Skeptical Tradition", εκδ. M. Burnyeat. University of California Press, 1983. Λ. Κ. Μπαρτζελιώτης
τρόπος (modus). Όρος που συναντάται στον Αριστοτέλη* και στα κλασικά φιλοσοφικά συ-
137
τρόπος παραγωγής στήματα με διάφορες σημασίες. Ετσι, για τον Αριστοτέλη και τους σχολιαστές του, ο όρος αφορά στα συλλογιστικά σχήματα ή στη λεγόμενη "τροπικότητα της κρίσης" (ο τρόπος εδώ αναφέρεται στον βαθμό βεβαιότητάς μας για την αλήθεια που εκφράζουν οι κρίσεις*), αν και με την τελευταία σημασία ο όρος απαντάται κατεξοχήν στη σύγχρονη λογική* και φιλοσοφία* (βλ. Καντ), όπου γίνεται διάκριση των προτάσεων σε βεβαιωτικές (κρίσεις περί πραγματικότητας), σε αποδεικτικές (περί αναγκαιότητας) και σε προβληματικές (περί δυνατότητας). Στην κλασική λογική αναφέρονται τέσσερεις τρόποι (μορφές) συλλογισμών*: του αναγκαίου, του ενδεχομένου, του δυνατού και του αδυνάτου. Περαιτέρω, υπάρχουν τρόποι που αφορούν σε προτάσεις ή κατηγορήματα και ονομάζονται "αληθειακοί", σε λέξεις που εκφράζουν ενέργειες ή πράξεις και καλούνται "δεοντικοί". Επίσης, υπάρχουν "απόλυτοι" και "σχετικοί" τρόποι, με τη συνήθη σημασία των όρων. Οι "τρόποι εποχής" είναι τα επιχειρήματα με τα οποία οι σκεπτικοί* υποστήριζαν ότι πρέπει να μην προβαίνουμε σε κρίσεις καμιάς μορφής. Στη σύγχρονη "Τροπική λογική"*, στη λογική σημασιολογία, στην έννοια του τρόπου μερικές φορές περιλαμβάνονται οι έννοιες "αληθές" και "ψευδές", "αποδείξιμο" και "αναπόδεκτο", "ανασκευάσιμο". Στη γενική φιλοσοφία ο τρόπος σημαίνει τον καθορισμό του υποκειμένου*. Για τον Ντεκάρτ* ο τρόπος (mode ή façon) είναι το κατηγορούμενο ή η ποιότηταόμως όταν η ουσία είναι διαφορετικά διατεταγμένη ή διαφοροποιημένη, αυτή καλείται τρόπος και η ποιότητα είναι οι διάφοροι τρόποι που την κάνουν να ονομάζεται έτσι. Κατά τον Ντεκάρτ, οι τρόποι και οι ποιότητες υπάρχουν μέσα στην ουσία. Ανάλογα για τον Σπινόζα* οι τρόποι είναι τα παθήματα της ουσίας. Ακόμη, ως τρόπος ορίζεται ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης ενός αντικειμένου* ή διάρκειας ενός φαινομένου* (οντολογικός τρόπος), καθώς και ο τρόπος κατανόησης ή εξαγωγής συμπερασμάτων για ένα αντικείμενο, φαινόμενο ή γεγονός (επιστημολογικός ή λογικός τρόπος). Στη Γλωσσολογία ο εν λόγω όρος συνιστά εννοιολογική κατηγορία, η οποία εκφράζει τη σκοπιμότητα της ομιλίας, τη σχέση του ομιλητή με το περιεχόμενο του λόγου του, το περιεχόμενο του λόγου του με την πραγματικότητα και διάφορες τροπικές έννοιες. Τέλος, υπάρχει και ο "τρόπος ζωής", ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από τις κοινωνικές επιστήμες
138
προς δήλωση των διακριτικών γνωρισμάτων της ζωής* ενός λαού* σε μια δεδομένη κοινωνία (ο τρόπος ως κοινωνιολογική κατηγορία). Ευτυχία Ξυδιά
τρόπος παραγωγής. Ως τρόπος παραγωγής ορίζεται από τους Marx* και Engels*, στο έργο τους Γερμανική Ιδεολογία, ο τρόπος που οι άνθρωποι κερδίζουν το ψωμί τους. Με την έννοια αυτή, ο τρόπος παραγωγής ορίζεται ως ένας συγκεκριμένος τρόπος δράσης των κοινωνικών υποκειμένων, ένας ορισμένος τρόπος έκφρασης της ζωής τους σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και στην ουσία εκφράζει την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο τρόπος παραγωγής αναλύεται σε παραγωγικές δυνάμεις* και παραγωγικές σχέσεις*. Μεταβολή στον τρόπο παραγωγής οδηγεί σε μεταβολή ολόκληρης της κοινωνικής ζωής. Αρχή αυτής της μεταβολής είναι η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει πως οι παραγωγικές δυνάμεις είναι το πλέον επαναστατικό στοιχείο στα πλαίσια του τρόπου παραγωγής. Ο νερόμυλος μορφοποιεί τη φεουδαλική κοινωνία, ενώ η ατμομηχανή τη βιομηχανική -αστική. Στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων καθορίζει και τα στάδια κατανομής της εργασίας καθώς και τις διάφορες μορφές σχέσεων παραγωγής και ειδικότερα τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Από την κοινοκτημοσύνη* μέχρι την αστική κοινωνία η ανθρωπότητα γνώρισε, σύμφωνα με τον Marx, τέσσερεις τρόπους παραγωγής: τον ασιατικό, τον αρχαίο δουλοκτητικό, τον φεουδαλικό και τον αστικό-καπιταλιστικό. 1. Το ταξινομικό αυτό σχήμα του Marx προκάλεσε πολλές συζητήσεις, που κυρίως αφορούσαν στο ζήτημα της γραμμικής εξέλιξης των κοινωνιών*. Και αυτό, γιατί ο ασιατικός τρόπος παραγωγής δεν φαίνεται να αποτέλεσε τρόπο παραγωγής των δυτικών κοινωνιών. Σε μια τέτοια περίπτωση το σχήμα γραμμικής εξέλιξης των κοινωνιών του Mar* δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Ως κοινωνικό σύστημα ο ασιατικός τρόπος παραγωγής συνιστά υπαγωγή των εργαζομένων όχι σε μια τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής (γη, εργαλεία), αλλά στο κράτος* και ειδικότερα σε μια γραφειοκρατική τάξη. 2. Οι υπόλοιποι τρεις τρόποι παραγωγής (αρ-
Τρουμπετσκόι ρωθεί το ρωσικό εγχείρημα. Η οικονομία έχει χαρακτήρα παγκόσμιο, γΓ αυτό και ο σοσιαλισμός* δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε μία μόνο χώρα. Ο ρόλος των αγροτών είναι διαφορετικός από τον ρόλο του προλεταριάτου στην επανάσταση*. Η αταξική κοινωνία είναι προορισμένη να περάσει από πολλά στάδια μέχρις ότου ολοκληρωθεί, γι' αυτό το προλεταριάτο πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή και μόνιμη εξέγερση μέχρις ότου εξοντώσει τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. βιβλιογρ.: Balibar Ε.. "Ueber die Grundbegriffe des Στο δόγμα αυτό του Τρότσκυ ο Στάλιν αντέταhistorischen Materialismus", στο: Atthusser L. - Balibar E., Das Kapital lesen, τόμ. 2, Reinbek bei Hamburg, 1972.- ξε το ριζικά αντίθετο δικό του δόγμα: "Ο σοσιαλισμός μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηMarx K. - Engels F., To κομμουνιστικό μανιφέστο, εκδ. θεμέλιο, 1982.- Marx Κ. - Engels F., Die Deutsche θεί σε μία μόνο χώρα". Η σύγκρουση ως εκ Ideologie, στο: "Marx/Engels Werke*, τ. 3, Oietz Vertag, τούτου υπήρξε αναπόφευκτη. Ο Τρότσκυ καBerlin. 1969 - Marx K.. Das Kapital, τ. I, III. Dietz Verlag, τηγόρησε τον αντίπαλό του ότι οδηγεί τη σοBerlin, 1977. σιαλιστική επανάσταση στην χρεοκοπία, ότι το Xp. Νόβα - Καλτσουνη γραφειοκρατικό σύστημά του είναι διεφθαρμένο και αποστερεί από τον λαό θεμελιώδεις εΤρότσκυ (1879-1940). Ρώσος πολιτικός και λευθερίες. Στην αναμέτρηση που επακολούθησυγγραφέας, ένας από τους ηγέτες της κομ- σε, ο Τρότσκυ υπήρξε ο μεγάλος ηττημένος. μουνιστικής επανάστασης του 1917 μαζί με Βιβλιογρ.: Wolfe Β., Three who made a Revolution: Lenin, Trotsky, Stalin (τομ. 3). τους Λένιν*, Πλεχάνωφ* κ.ά. Υπήρξε συνεργάτης της Ρόζας Λούξεμπουργκ* και πρώτος εκ- Απ. Τζαφερόπουλος δότης της εφημερίδας "Πράβδα" στη Βιέννη (1908). Η επαναστατική του ζωή υπήρξε εξαι- Τρουμπετσκόι Εβγκένι Νικολάγεβιτς (1863ρετικά πολυκύμαντη (φυλακίσεις, εκτοπίσεις, 1920). Ρώσος θρησκετικός φιλόσοφος, συνεεξορίες, απελάσεις). Στην πρώτη κομμουνιστι- χιστής και φίλος του Β. Σαλαβιόφ*, νομομακή κυβέρνηση της Ρωσίας του ανατέθηκαν κα- θής. Τα βασικά φιλοσοφικά του έργα (Η κοθήκοντα δυο υπουργείων, εξωτερικών και πο- σμοθεωρία του Β. Σ. Σαλαβιόφ, Το νόημα της λέμου, και θεωρείται ο ιδρυτής του "κόκκινου ζωής κ.ά.) αναφέρονται στην κριτική ανάλυση στρατού". Μετά τον θάνατο του Λένιν (1924) (και εναρμόνιση) της διδασκαλίας του Σαλακαι την επικράτηση της ομάδας Στάλιν, έπεσε βιόφ για τη "θετική πανενότητα" στο πνεύμα σε δυσμένεια, πολεμήθηκε και τελικά εξορί- της χριστιανικής ορθοδοξίας. Έτσι θεωρεί, και στηκε (1929) στην Τουρκία. Ακολούθησαν πε- όχι αβάσιμα, ότι ο Σαλαβιόφ περιπίπτει στον ριπλανήσεις του στην Ευρώπη, για να καταλή- πανθεισμό, στη θεοποίηση του κόσμου, θεωξει στην πόλη του Μεξικού, όπου δολοφονήθη- ρώντας ότι ο κόσμος* έχει την ίδια σχέση προς κε από πράκτορα του Στάλιν. την απόλυτη θεϊκή φύση που έχει και το φαι0 Τρότσκυ, που υπήρξε από τις μεγαλύτερες νόμενο* προς την ουσία*. Ενώ για τον Τρουμετά τον Λένιν επαναστατικές μορφές, όχι μπετσκόι ο κόσμος, που δημιουργήθηκε από το μόνον της Ρωσίας, αλλά και του κόσμου όλου, μηδέν, είναι κάτι ολότελα "άλλο" αναφορικά άφησε και μεγάλο συγγραφικό έργο με σημα- με τη σχέση προς τη θεϊκή φύση, προς τον ντικότερα τα εξής βιβλία του: Τρομοκρατία και Θεό*. κομμουνισμός, Ο Λένιν (1927), Φιλολογία και Διατυπώνοντας τη θέση για την απόλυτη συεπανάσταση, Η ζωή μου, Η ιστορία της Ρωσι- νείδηση, ο Τρουμπετσκόι κατέληξε στο συμπέκής επανάστασης κ.ά. ρασμα ότι το απόλυτο δεν αποτελεί την ουσία Θεμελιώδες δόγμα της θεωρίας του Τρότσκυ των πάντων στον κόσμο, όπως, κατά τη γνώμη ήταν: "Παγκόσμια κάι μόνιμη επανάσταση", με του, θεωρούσε ο Σαλαβιόφ, περικλείει όμως κύριες θέσεις τις εξής: Η ρωσική επανάσταση τον κόσμο ως "... πληρότητα της δημιουργημέείναι μόνο η αφετηρία της παγκόσμιας επανά- νης και απόλυτης συνείδησης για όλα" (7ο στασης. Μόνο με την επικράτηση της παγκό- νόημα της ζωής, Βερολίνο, 1922, τ. 23). Κατασμιας επανάστασης είναι δυνατόν να ολοκλη- πολεμώντας τον "μυστικιστικό αλογισμό" των χαίος δουλοκτητικός, φεουδαλικός, αστικός) διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού και χαρακτηρίζεται ο καθένας από ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και από συγκεκριμένες σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της παραγωγής (σχέσεις παραγωγής*). Ο αρχαίος τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από τη δουλεία*, ο φεουδαλικός από τη δουλοπαροικία* και ο αστικός-καπιταλιστικός από τη μισθωτή εργασία,
139
Τρουμπετσκόι Π. Φλορένσκι*, Σ. Μπουλγκάκοφ* κ.ά., ο Τρουμπετσκόι υποστηρίζει ότι η σκέψη που δεν αναγνωρίζει τη λογική, που απολυτοποιεί τις αντινομίες και που δεν επιδιώκει να τις "άρει" εκπίπτει από την πανενότητα. Έτσι ο Τρουμπετσκόι ακολούθησε τη συμβουλή του Σαλαβιόφ υπερασπιζόμενος τη θρησκευτική σημασία της ανθρώπινης σκέψης με τη μορφή της λογικής ενόρασης. Βιβλιογρ.: Λόσσκι Ν. Ο., Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας. Μόσχα, 1991. θεοχ. Κεσσίδης
Τρουμπετσκόι Σεργκέι Νικολάγεβιτς (18621905). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος, συνεχιστής και φίλος του Σαλαβιόφ, δημοσιολόγος. Ένα από τα αφετηριακά σημεία της φιλοσοφικής του σκέψης υπήρξε ο "νόμος της συμπαντικής αντιστοιχίας". Χωρίς αυτή την αντιστοιχία (αντικειμένου χωρίς υποκείμενο, φαινομένου χωρίς ουσία, συγκεκριμένου χωρίς αφηρημένο κ.λπ.) καμιά σκέψη για τον κόσμο* και τη γνώση* δεν έχει νόημα. Στηριζόμενος στον νόμο αυτόν, ο Τρουμπετσκόι ονόμασε τη διδασκαλία του "συγκεκριμένο ιδεαλισμό", διακρίνοντάς τον από τον αφηρημένο ιδεαλισμό (του τύπου Χέγκελ*), που οικοδομεί την πραγματικότητα αλλά είναι ανίκανος, κατά τον Τρουμπετσκόι, να ερμηνεύει το πέρασμα από το ενικό στο πολλαπλό, από το απόλυτο στα συγκεκριμένα πράγματα, καθώς και να θεμελιώσει την αξία των επιμέρους επιστημών* και της εμπειρικής γνώσης. Το κεντρικό πρόβλημα της διδασκαλίας του - τ η σχέση του γιγνώσκοντος προς το όντως ο ν - επιλύει με τον ακόλουθο τρόπο: ο εμπειρισμός", ο ορθολογισμός* και ο μυστικισμός* ταυτίζουν μονόπλευρα το όντως ον (αντίστοιχα) με το φαινόμενο, την ιδέα και την πνευματική υπεραισθητή πραγματικότητα. Σε καθέναν απ' αυτούς υπάρχει μια δόση αλήθειας*. ΓΓ αυτό και η εμπειρία*, ο νους* και η πίστη*, μαζί παρμένα, καταλήγουν στον ορισμό του αληθινού "όντως όντος" ως "απόλυτης πανενότητας", ως "πανενιαίου συγκεκριμένου Είναι". Στο βασικό του έργο: Η μεταφυσική στην αρχαία Ελλάδα (1890), ο Τρουμπετσκόι, πολύ πριν από τον Α. Φίσερ", τον Φ. Μ. Κόρνφορντ κ.ά., διετύπωσε την άποψη ότι η φιλοσοφία των Ελλήνων υπήρξε ο εξορθολογισμός της μυθολογίας* και της θρησκείας* τους, η "ανάπτυξη των θρησκευτικών τους ιδεών". Η σημασία της ελληνικής φιλοσοφίας συνίσταται, κατά τον Τρου-
140
μπετσκόι, στο ότι προετοίμασε τον "ειδολωλατρικό" κόσμο να δεχτεί τον χριστιανισμό*. Εκδοση των έργων του σε έξι τόμους πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στα 1906-12. Βιβλιογρ.: Ζενκόφσκι Β. Β., Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας, τ. 2, μ. 2, Λένινγκραντ, 1991.- Λόσκι Ν. Ο.. Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας, Μόσχα, 1991.- "Βαπρόσι φιλοσόφιι ι ψυχολόγκιΓ, 1906. β. 81 (1). τεύχος αφιερωμένο στον Τρουμπετσκόι.- Μπλόνσκι Π. Π., Ο δούκας Σ. Ν. Τρουμπετσκόι και η φιλοσοφία του, Μόσχα. 1917. θεοχ. Κεσσίδης
Τσααντάγιεφ Πιοτρ Νικαλάγεβιτς (1794-1856). Ρώσος στοχαστής και δημοσιολόγος, φίλος του Α. Σ. Πούσκιν. Τηρούσε σχέσεις με τις μυστικές οργανώσεις (βλ. δεκεμβριστές). Σημαντικές επιδράσεις δέχθηκε από τις επαφές του με τον Σέλλινγκ* και τον Λαμενναί* (1823-26). Η σειρά των "Φιλοσοφικών επιστολών" του ( 1828-30), η πρώτη από τις οποίες δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Τηλεσκόπιο" (No 15, 1836), προκάλεσε θυελλώδεις ευμενείς και δυσμενείς αντιδράσεις, επιδρώντας καταλυτικά στη διαμόρφωση των δύο κυρίων κατευθύνσεων της διανόησης της Ρωσίας του 19ου αι., αναφορικά με το παρελθόν και το μέλλον της χώρας (βλ. σλαβόφιλοι, ζάπαντνικοι). Οι αιχμές του Τσααντάγιεφ εναντίον της εθνικής αυταρέσκειας, της πνευματικής στασιμότητας και της απομόνωσης της τσαρικής Ρωσίας από την "παγκόσμια παιδεία του ανθρώπινου γένους" προκάλεσαν σειρά κατασταλτικών μέτρων εκ μέρους των αντιδραστικών μοναρχικών κύκλων, οι οποίοι τον χαρακτήρησαν παράφρονα και απαγόρευσαν τη δημοσίευση των έργων του. Ήταν πολέμιος του αυταρχισμού, της ορθοδοξίας και του δικαίου της δουλοπαροικίας*, στα οποία αντιπαρέθετε μιαν ιδιότυπη κοινωνική ουτοπία* που ο ίδιος αποκαλούσε "καθολικισμό". Θεωρούσε αποφασιστικό τον ρόλο της θείας αποκάλυψης στην ανάπτυξη της κοινωνίας*, στην πορεία προς τη "βασιλεία του θεού", την οποία εννοούσε ως κοινωνία των ιδιωτών, στην οποία κυριαρχεί η ισότητα, η ελευθερία και η δημοκρατία. Εργα του: "Εργα και επιστολές", τ. 1-2, Μόσχα, 1913-14Τρεις επιστολές (Προς I. Σ. Γκαγκάριν και Σέλλινγκ) Μόσχα - Λένινγκραντ, 1935' Ανέκδοτες "φιλοσοφικές επιστολές", στο: Λογοτεχνική κληρονομιά, τ. 22-24, Μόσχα. 1935 κ.ά. Δ. Πατέλης
Τσ' αν. Φιλοσοφικού χαρακτήρα σχολή του μαχαγιανικού βουδισμού* γνωστή από τον ιαπω-
Τσέλλερ νικό όρο "Ζεν". Οι ιδέες της σχολής αυτής βρίσκονται ριζωμένες ήδη στον Ταο Sheng (360434) και στον Sheng-chao (384-414), οι οποίοι δίδαξαν ότι η βουδική κατάσταση επιτυγχάνεται ακαριαία και ότι η συγχώνευση του ανθρώπου με το Μη-ον (το βουδιστικό κενό) πρέπει να είναι ολοκληρωτική για να είναι πραγματική. Κατό τη σχολή Τσ' αν, η υπέρτατη αλήθεια δεν είναι επιδεκτική έκφρασης και είναι περιττό να την επιδιώκει κανείς με συνηθισμένα μέσα πνευματικής καλλιέργειας, η οποία αιχμαλωτίζει μέσα σ' έναν φαύλο κύκλο, εφ' όσον γίνεται στα εμπειρικό πλαίσια όπου κινείται η λογική*. Η επιδίωξη λοιπόν του φωτισμού πρέπει να γίνει με μέσα εκτός του πλαισίου του λογισμού. Η Σχολή Τσ' αν δίδαξε γενικά την εντός του εαυτού ύπαρξη του Βούδα, καθώς και ειδικές τεχνικές διαλογισμού για την άμεση φώτιση. Ιδρυτής της σχολής Τσ' αν θεωρείται ο στοχαστής Μποντιντάρμα που έζησε πιθανώς μεταξύ 460 και 534. Βιβλιογρ.: Alan W. Watts, The Spirit ol Zen, The Wisdom ol the East Series, London, 1936. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσανγκ Τσάι. Κινέζος υλιστής φιλόσοφος, που θεωρείται πρόδρομος του νεοκομφουκιανισμού*. Γεννήθηκε το 1020 στο Ch'ang Απ και πέθανε το 1077 φτωχός και αφανής. Μετά από πολλές αναζητήσεις ακολούθησε τις αρχές και τις ιδέες του κομφουκιανισμού*. Υπήρξε κατά καιρούς κρατικός υπάλληλος και δικαστής και, παρά το ότι κλήθηκε στην αυλή από τον αυτοκράτορα Sheu-tsung, αποχώρησε διαφωνώντας με τις μεταρρυθμίσεις του γνωστού στην ιστορία της Κίνας Wang An-chi. Έγραψε τη Δυτική πραγματεία, την Ανατολική πραγματεία και τη Σωστή διδασκαλία για τη νεολαία. Η φιλοσοφία του ξεκινά από την ανάπτυξη της ιδέας του "Μεγάλου Κενού", του άπειρου χώρου. Κατ' αυτόν, το Μεγάλο Κενό ταυτίζεται με την ύλη*, είναι "η πρωτογενής ουσία (Ch'i) της υλικής ενέργειας". Κάθε μεταβολή γίνεται με τάξη, γι' αυτό και η φύση* δεν κάνει λάθη. Μεγάλο κενό και ύλη ταυτίζονται και επομένως δεν δέχεται την έννοια της δημιουργίας- αντίθετα πιστεύει ότι η φύση ποτέ δεν παύει να υπάρχει. Δημιουργία είναι απλά η συμπύκνωση της ύλης. Η φύση του ανθρώπου είναι πάντα καλή και το κακό προέρχεται από την παραγνώριση της διάκρισης που ο ίδιος κάνει ανάμεσα σε "υλική φύση" και "πρωτογενή φύση" και τη μη συμμόρφωση της συμπερι-
φοράς των ανθρώπων προς τις αρχές της πρωτογενούς φύσης. Έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στην απόλυτη γνώση, τη μόνη πραγματική, και τη σχετική, που είναι απατηλή. Βασικός στόχος του ανθρώπου* πρέπει να είναι η αρμονία, ο ρυθμός και η ισορροπία στην οποία πρέπει να δίδει πνευματική υφή. Πολλές από τις θέσεις του Τσανγκ Τσάι θεωρούνται συγγενείς με τις φιλοσοφικές ιδέες του Παρμενίδη* και του Εμπεδοκλή*. Πολλοί ερμηνευτές του τον θωρούν μάλλον εκφραστή του υλιστικού μονισμού. Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας, τ. 2. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γώννινα. 1981. Αλεξ. Καριώτογλου
Τσαρβάκα. Από τον ινδό σοφιστή Carvaka παίρνει την ονομασία της η υλιστική διδασκαλία της αρχαίας Ινδίας, μεταγενέστερη παραλλαγή της οποίας είναι η σχολή Λοκαγιάτα*. Η Τσαρβάκα δεν δέχεται την ύπαρξη του Θεού*, αλλά θεωρεί ως αληθινό ό,τι γίνεται νοητό με την άμεση αντίληψη. Πραγματικός είναι μόνο αυτός ο κόσμος* και η ύλη* του. Το παν σχηματίζεται με τον συνδυασμό των τεσσάρων στοιχείων*: της γης, του νερού, της φωτιάς και του αέρα. Τόσο η ζωή* όσο και η συνείδηση* είναι λειτουργία των παραπάνω στοιχείων. Η έννοια του καλού* και του κακού* είναι μια αυταπάτη της ανθρώπινης φαντασίας. Πραγματικό είναι μόνο η ηδονή και η οδύνη της αισθητής πραγματικότητας. Μοναδικός σκοπός του ανθρώπου είναι η ηδονή. Η διδασκαλία αυτή για την ηδονή θεωρείται μοναδική στο είδος της για τα χρονικά της ινδικής φιλοσοφικής σκέψης. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσέλλερ (Zeller) Έντουαρντ (1814-1908). Επιφανής Γερμανός θεολόγος και φιλόσοφος, με παγκόσμιο κύρος ως ιστορικός της φιλοσοφίας*, ιδιαίτερα της αρχαίας' ελληνικής, στην οποία αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της διδακτικής και της συγγραφικής δραστηριότητάς του. Από άποψη μεθόδου ο Τσέλλερ συνδύασε τη βασική ιδέα του Εγέλου* για την ενότητα των ιστορικών διεργασιών και τη θέση του Σλάιερμάχερ* για τη διάρθρωση της φιλοσοφίας κατά τις αναλογίες των φυσικών επιστημών. Έτσι γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στους εγελιανούς και στους σλάίερμαχεριανούς. Κυριότερα έργα του: Η φιλοσοφία των Ελλήνων παρουσιασμένη στην ιστορική της εξέλιξη (Die
141
Τσελπάνοφ philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung dargestellt, αρχικά 3 τόμοι, 18441852, αργότερα 6 τόμοι, 1963', χαρακτηρίστηκε ως "θησαυροφυλάκιο" [Schatzkammer] της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας), Επιτομή της Ιστορίας της ελληνικής φιλοσοφίας (Grundriss der Geschichte der griechischen Philosophie, 1883, συμπληρωμένη από τον Βίλχελμ Νέστλε, 1920", 1971", ελλην. μετάφρ. Μ. Ευαγγελίδη, 1886, και Χ. Θεοδωρίδη*, 1942, και επανεκδόσεις), Ιστορία της Γερμανικής φιλοσοφίας (Geschichte der deutschen Philosophie, 1872), Ο Φρειδερίκος ο Μέγας ως φιλόσοφος (Friedrich der Grosse als Philosoph, 1885). Συντομότερες πραγματείες του είναι συγκεντρωμένες σε 3 τόμους με τον τίτλο "Μικρά κείμενα" (Kleine Schriften, 1910-1911). Ε. Ν. Ρούσσος
Τσελπάνοφ Γκεόργκι Ιβάνοβιτς (1862-1936). Ψυχολόγος, φιλόσοφος, λογικός. Ελληνας την καταγωγή, γεννημένος στη Μαριούπολη. Ενας από τους δημιουργούς της πειραματικής ψυχολογίας στη Ρωσία. Μεγάλη υπηρεσία του υπήρξε και παραμένει η δημιουργία, το 1912, του Ινστιτούτου Ψυχολογίας της Μόσχας. Σε μια συζήτηση (το 1923) υποστήριξε την ιδέα της αυτοπαρατήρησης ως την κύρια μέθοδο στην ψυχολογία*, θεωρώντας το πείραμα ως βοηθητικό, δευτερεύον μέσο. Οι οπαδοί της αντανακλαστικολογίας, αντίθετα, πρόβαλλαν στην πρώτη γραμμή την "αντικειμενική μέθοδο", που στηρίζεται στο πείραμα*, και ανήγαγαν, κατ' αυτόν τον τρόπο, την ψυχολογία σε φυσιολογία και σε μηχανικιστική προσέγγιση των ψυχικών διαδικασιών. Η αντανακλαστικολογία παρουσιαζόταν ως ο μαρξισμός στην ψυχολογία, ο Τσελπάνοφ όμως τασσόταν κατά της ιδεολογικοποίησης της ψυχολογίας ως επιστήμης*. Πρότεινε τη δημιουργία "Ινστιτούτου κοινωνικής ψυχολογίας", ωστόσο, επειδή δεν αναγνώριζε τον μαρξισμό* στη ψυχολογία, καθαιρέθηκε και πέρασε στη σύνταξη. Βασικό φιλοσοφικό του έργο είναι το Εγκέφαλος και ψυχή, που ο Ζενκόφσκι χαρακτηρίζει ως την καλύτερη κριτική του μεταφυσικού υλισμού όχι μόνο στη ρωσική αλλά και στην παγκόσμια φιλολογία (Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας, τ. 2, μ. I, Α., 1991, σ. 243). Μεγάλη διάδοση είχαν τα εγχειρίδιά του για την ψυχολογία και τη λογική*. Για το δεύτερο τιμήθηκε με το βραβείο του Μεγάλου Πέτρου και εκδόθηκε έξι φορές πριν και τρεις φορές
142
μετά τη σοβιετική και τη μετασοβιετική περίοδο. Βιβλιογρ.: Μ. Γκ. Γιαροσέφσκι, Ιστορία της Ψυχολογίας, Μόσχα. 1985s, (ασκεί πολεμική κατά του Τσελπάνοφ).Κεσσίδης θεοχ.. Εγκυκλοπαίδεια των σοβιετικών Ελλήνων, Μόσχα, 1994, σ. 228-230. θεοχ. Κεσσίδης
Τσερνισέφσκι Νικολάι Γκαβρίλοβιτς (18281889). Ρώσος επαναστάτης-δημοκράτης και σοσιαλιστής ουτοπιστής, οικονομολόγος, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Το 1862 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Σιβηρία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επιτράπηκε στον Τσερνισέφσκι να επιστρέψει στη γενέτειρά του, στο Σαράτο. Θεωρούσε δυνατή τη μετάβαση στον σοσιαλισμό* μέσω της αγροτικής κοινότητας, παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό*. Επηρεάστηκε από τον Φόυερμπαχ*, τους γάλλους υλιστές και εν μέρει από τον Χέγκελ*. Επεξεργάστηκε την ανθρωπολογική αρχή στη φιλοσοφία*, σύμφωνα με την οποία το άτομο είναι η πρωταρχική πραγματικότητα, ενώ η κοινωνία είναι ένα πλήθος ξεχωριστών αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων. Θεωρούσε τους νόμους ύπαρξης της κοινωνίας ως παράγωγους των νόμων της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων. Ο Τσερνισέφσκι συνέδεε την επίλυση της αντίθεσης ανάμεσα στις ανάγκες του ανθρώπου* και τις κοινωνικές συνθήκες της δραστηριότητάς του με τα πρακτικά μέτρα για τη μεταρρύθμιση των σχέσεων ιδιοκτησίας προς όφελος της πλειονότητας του λαού. Ως θεμελιακή ιδιότητα της ανθρώπινης "φύσης" θεωρούσε την απόλαυση. Με γνώμονα ότι στην καθημερινή ζωή ο άνθρωπος καθοδηγείται από το συμφέρον, ο Τσερνισέφσκι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο "υπολογισμός" καθορίζει τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο Τσερνισέφσκι είναι οπαδός του "λογικού εγωισμού"' θεωρούσε ότι η προσωπική ευτυχία πρέπει να συμφωνεί με τη γενική ευημερία, διότι "δεν υπάρχει μοναχική ευτυχία" (Τις αντιλήψεις του για την ηθική τις παρουσιάζει στο μυθιστόρημα Τι να κάνουμε;). Στον τομέα της αισθητικής* επέκρινε δριμύτατα την ιδεαλιστική θέση της υπεροχής της καλλιτεχνικής ιδέας έναντι της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Τσερνισέφσκι, "το ωραίο είναι η ζωή", το ωραίο* στη ζωή είναι ανώτερο από το ωραίο στη τέχνη*. Αποστολή της τέχνης είναι, κατά τον Τσερνισέφσκι, η απεικόνιση και εξήγηση της πραγματικότητας. Βιβλιογρ.: Γκ. Β. Πλεχόνοφ, Εργα, τ. 5,6, Μόσχα, 1925.-
Τσισιά Μ. Μ. Ρόζενταλ, Οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του Ν. Γκ. Τσερνιοέφακι, Μόσχα, 1948 κ.α. θεοχ. Κεσαίδης
Τσερτς Αλόνσο (Church, 1903- ). Αμερικανός μαθηματικός. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μαθηματική λογική* και άσκησε μεγάλη επίδραση στην ανάτττυξή της. Ανέπτυξε την άποψη ότι η έννοια της συνάρτησης πρέπει να διαχωριστεί από την έννοια του συνόλου. Επίσης διετύπωσε τη θεωρία, τη γνωστή ως "θέση του Τσέρτς", περί των υπολογίσιμων συναρτήσεων (1936). Σ" αυτόν οφείλεται η παρουσίαση του παραδείγματος μη επιλύσιμου μαζικού προβλήματος (1935) και η απόδειξη ότι το πρόβλημα της "αποφάσεως" για τον "λογισμό των κατηγορημάτων"* είναι μη επιλύσιμο (1966). Μεγάλη είναι η συμβολή του Τσερτς στην ανάπτυξη της συνδυαστικής λογικής, της λογικής σημαντικής και της "τροπικής λογικής"*. Απ. Τζ.
τσι. Βασικός όρος της κινεζικής φιλοσοφίας, που σημαίνει κατά λέξη αιθέρας, αέρας, ατμός, αναπνοή. Οι διάφοροι κινέζοι φιλόσοφοι χρησιμοποιούν τον όρο για να αποδώσουν την έννοια της ύλης*, της υλικής δύναμης, της ενέργειας ή ζωτικής δύναμης που συνδέεται με το αίμα και την αναπνοή. Το τσι φορτισμένο με αυτές τις ερμηνείες συμμετέχει στη διαδικασία της δημιουργίας των πραγμάτων και του ανθρώπου*. Στους νεοκομφουκιανούς το τσι ταυτίστηκε με την έννοια του "μεγάλου κενού", όταν βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας. Σε άλλους φιλοσόφους το τσι είναι η φύση*, οι έμφυτες ιδιότητες, και ενοποιείται με το λι, αποτελώντας έτσι την πνευματική και τη νοητική αρχή. Η ιδέα του τσι αναπτύσσεται σε πολλούς φιλοσόφους μέχρι τον 20ό αι. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσιενγκ Χάο και Γι (ορθότ. Τσ'ενγκ). Κινέζοι κομφουκιανοί στοχαστές πρωτοπόροι του ιδεαλισμού* και του ορθολογισμού*. Τα έργα του Τσ'ενγκ Χάο (1032-1085) και του Τσιενγκ Γι (1033-1108) είναι συγκεντρωμένα στη συλλογή "Τα άπαντα των αδελφών Ch'eng", που περιλαμβάνει "Συνομιλίες μεταξύ τους", "Συλλογή έργων του Chieng Hao" και "Συλλογή έργων του Chieng Yi". Η φιλοσοφία τους τονίζει ιδιαίτερα την έννοια της "αρχής" (Li), δηλαδή το πνευματικό στοιχείο του σύμπαντος*. Οι διάφορες κατηγορίες
πραγμάτων εμφανίζονται επειδή η συμπύκνωση της ύλης (Ch'i) γίνεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση, γιατί σε κάθε κατηγορία υπεισέρχεται διαφορετική αρχή (Li). Το Li εισχωρεί και μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς. Είναι ο λόγος, η παγκόσμια αρχή, η ιδέα που διέπει το σύμπαν, ο φυσικός και ηθικός νόμος*. Οι αδελφοί Τσιενγκ θεοποιούν το σύμπαν, τον Ουρανό και τη Γη και θεωρούν ότι είναι διαρκείς και γενναιόδωροι τροφοδότες ζωής και δραστηριότητας. Υποτάσσουν τις πέντε κομφουκιανές αρετές στην παντοδυναμία της ανθρωπιάς (Jen), που θεωρούν ότι είναι το πνεύμα του Ουρανού και της Γης. Πολλές από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις τους πλησιάζουν την πλατωνική φιλοσοφία. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσιολκόφσκι Κονσταντίν Εντουάρντοβιτς (1857-1935). Ρώσος επιστήμων και στοχαστής, θεμελιωτής της θεωρίας της πυραυλοδυναμικής και της κοσμοναυτικής. Τεκμηρίωσε τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των πυραύλων (μαζί και τους πολυόροφους), των τεχνητών δορυφόρων της Γης, τους τροχιακούς σταθμούς κ.λπ. στις διαπλανητικές επικοινωνίες. Ο Τσιολκόφσκι είναι παμψυχιστής και πανθειστής. Διατύπωσε την ιδέα της ύπαρξης στο σύμπαν* αιώνιων, άφθαρτων στοιχειωδών όντων - "ατόμων", ο ορισμένος συνδυασμός των οποίων δημιουργεί τα τάδε ή δείνα σώματα. Από την άποψη αυτή, ο θάνατος είναι καταστροφή του σώματος, της συνείδησης* και της μνήμης* και όχι των ατόμων*, που κυκλοφορούν στο Διάστημα και περνούν από οργανισμό σε οργανισμό. Οι μορφές ενσάρκωσης της ζωής* και του λογικού πάνω στη Γη είναι μια από τις εκδηλώσεις της προσιδιάζουσας στη ζωντανή ύλη τάσης προς την προοδευτική ανάπτυξη. Το "νόημα" του σύμπαντος έγκειται στην αναγκαιότητα εμφάνισης υψηλά αναπτυγμένων πολιτισμών ωστόσο, αυτή η αναγκαιότητα προϋποθέτει τη φροντίδα των ανθρώπων για ένα καλύτερο μέλλον των ατόμων τους και για όλο το παγκόσμιο σύνολο. Συλλογή έργων του εκδόθηκε στη Μόσχα, τ. 1-4, 1951-1964. Βιβλιογρ.: Φιλοσοφικά προβλήματα κατάκτησης του διαστημικού χώρου. Συλλογή όρθρων, Μόσχα. 1979. θεοχ. Κεσσίδης
Τσισιά. Πρόκειται για μια σημαντική φιλοσοφι143
Τσιτσέριν κή ακαδημία που ιδρύθηκε τον 4ο π.Χ. αι. στην Κίνα και συγκεκριμένα στο Λιν τσι, πρωτεύουσα του βασιλείου Τσι, από τον Σουάνγκ - βανγκ ή τον πατέρα του Βέιβανγκ. Το πιθανότερο είναι ότι ιδρύθηκε από τον παππού του Χουάνγκ γκουν. Βρισκόταν πίσω από τις δυτικές πύλες του Λιντσί, που ονομάζονταν Τσιμέν, απ' το οποίο έλαβε και την ονομασία της. Από την ακαδημία αυτή πέρασαν οι κομφουκιανιστές φιλόσοφοι Μενγκ - τσε* και Σουν τσι", οι σοφιστές από τη σχολή μιντσιά Τιαν Μπα και Ερ Σο και πολλοί ταοϊστές φιλόσοφοι. Η ακαδημία έπαψε να λειτουργεί στις μέρες του κυβερνήτη Σιαν - βαν (283-265 π.Χ.). Αλέξ. Καριώτογλου
Τσιτσέριν Μπορίς Νικολόγεβιτς (1828-1904). Ρώσος φιλόσοφος, νομομαθής, ιστορικός, σημαίνων παράγων του ρωσικού φιλελεύθερου κινήματος. Τάχθηκε κατά του θετικισμού* (του Κοντ* κ.ά.), καθώς και του μυστικισμού* του Σαλαβιόφ*. Ήταν εξέχων εγελιανός" εκκινούσε από την ταυτότητα της νόησης* και του Είναι*, υποστήριζε ότι ο "βασικός νόμος του λογικού είναι και βασικός νόμος του υλικού κόσμου" (Η θετική φιλοσοφία και η ενότητα της επιστήμης, 1892, σ. 97). Κατά τον Τσιτσέριν, η διαδικασία της γνώσης* είναι κίνηση στη σφαίρα της καθαρής σκέψης, ανάπτυξη των κατηγοριών*, διεργασία και διαμόρφωση (με την αλληλοδιείσδυση) των εννοιών*. Ωστόσο, στη διαλεκτική* αυτή ο Τσιτσέριν αντικαθιστά την εγελιανή "τριάδα" (θέση-αντίθεση-σύνθεση) με την "τετράδα", με βάση το σχήμα: α. αρχική ενότητα, όπου οι αντιθέσεις του γενικού και του μερικού είναι διάχυτες και δεν διακρίνονται" β. και γ. διάσπαση της ενότητας σε αφηρημένο-γενικό και σε αφηρημένο-μερικό- δ. ανώτατη ή τελική ενότητα αμφοτέρων (Επιστήμη και Θρησκεία, 1901, σ. 62). Για τον Τσιτσέριν η διαλεκτική έγινε όχι τόσο μέθοδος απόκτησης γνώσεων, όσο μέσο συστηματοποίησης της υπάρχουσας γνώσης. Σε διάκριση από τον Χέγκελ, έθετε τη θρησκεία* υπεράνω της φιλοσοφίας*. Στον τομέα της ηθικής* υπεράσπισε την ιδέα της αξίας της προσωπικότητας* ως "μεταφυσικής οντότητας" μέσω της οποίας εμφανίζονται οι απόλυτες "αρχές του Είναι". Ο Τσιτσέριν είναι ένας από τους θεμελιωτές της λεγόμενης "κρατικής σχολής", που βλέπει την ιστορική διαδικασία κυρίως ως αλλαγή των πολιτικών και νομικών σχέσεων. Βιβλιογρ.: Ζενκόφοκι Β. Β., Ιστορία της ρωσικής φιλοσο-
144
φίας, τ. 2. μ. 1. Λένινγκραντ. 1991, σ. 151-166.- Λόσκι Ν. Ο.. Ιστορία της ρωσικής φιλοσοφίας, Μόσχα. 1991. σ. 176-188. θεοχ. Κεσσίδης
τσίττα. Όρος της ινδικής φιλοσοφίας που σημαίνει "νόηση", "διάνοια", και είναι συνώνυμος με την εξίσου γνωστή λέξη "buddhi". Ετυμολογικά είναι μετοχή του ρήματος της σανσκριτικής cint/cit, που σημαίνει "σκέπτομαι" και δηλώνει καθετί που αποτελεί εμπειρία και ενεργοποίηση του πνεύματος*. Η τσίττα περιλαμβάνει: 1) την παρατήρηση, 2) τη σκέψη, 3) την επιθυμία και 4) την πρόθεση- πρακτικά, δηλαδή, τη λειτουργία τόσο του νου*, όσο και της καρδιάς. Συνήθως λειτουργούν και τα δύο αυτά με τρόπο ενιαίο, επειδή στο βάθος της ψυχής* της ανθρώπινης οντότητας είναι στενά συνδεδεμένα. Όταν ανεβαίνει στη συνείδηση* η σκέψη, χρωματίζεται και καθοδηγείται από τις ροές των αισθημάτων. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσου Τουν-Γι. Κινέζος κομφουκιανός φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1017 στο Tao-hsien της σημερινής επαρχίας Hunan, πατρίδας και του Μάο Τσε-Τουνγκ. Υπήρξε αξιωματούχος της αυτοκρατορίας και πέθανε το 1073 στην επαρχία Kiangsi. Συνέγραψε δυο σύντομες πραγματείες: την Εξήγηση του διαγράμματος του Μεγάλου Τέρματος και την Εμβάθυνση στο βιβλίο των μεταβολών. Σε πολλές ερμηνείες έδωσε αφορμή η έννοια "έσχατο τέρμα" (Wu Chi) και Μέγα τέρμα (Τ' ai Chi), όροι-κλειδιά της φιλοσοφίας του Τσου Τουν-Γι. Οι περισσότεροι οινολόγοι πιστεύουν ότι ο φιλόσοφος ταυτίζει τις έννοιες του "μη όντος" (Wu Chi) και του όντος (Τ' ai Chi). Το "μη όν" θεωρείται ότι προϋπάρχει της εμφάνισης της μορφής*. Το "μεγάλο τέρμα" είναι ον, στο μέτρο που αποτελεί ουσία*. Μετέχει όμως και στο μη ον, στο μέτρο που δεν έχει τους προσδιορισμούς που επιτρέπουν τη φανέρωσή του. Τον άνθρωπο* θεωρεί ως το ευφυέστατο των πλασμάτων, το οποίο είναι προικισμένο με συνείδηση* και ηθικές αρχές, που δημιουργούνται με την επαφή του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής. Ο σοφός άνθρωπος θεωρείται ύψιστη επιδίωξη του ανθρώπου, με βασικό όπλο του την "ειλικρίνεια" (Ch' eng). Η ειλικρίνεια χαρακτηρίζεται ως "καθάριο και τέλειο καλό"· τελικά είναι σοφία, γιατί ταυτίζεται με την ηρεμία της ουσίας. Με την ειλικρίνεια τίθεται σε κίνη-
Τύμπινγκεν σχολή ση το δυναμικό στοιχείο της ουσίας που δρα "εν ηρεμία", όπως ο θεός που δημιουργεί χωρίς να χάσει τίποτα από την αταραξία του, χωρίς να "ξοδευτεί". Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τσου Τουν-Γι παρέμεινε γνήσιος εκφραστής της κομφουκιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, αναμειγνύοντας αντιλήψεις δανεισμένες από τη βουδιστική και ταοιστική παράδοση. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσου Χσι. Κινέζος κομφουκιανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος της ρασιοναλιστικής σχολής. Γεννήθηκε το 1130 στην επαρχία Fukien της νότιας Κίνας. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών έλαβε διδακτορικό τίτλο και αργότερα διορίστηκε από τον αυτοκράτορα νομάρχης στο Nan chang της επαρχίας Kiang si. Επειδή κατηγορήθηκε αβάσιμα ότι αντέγαψε τον Τσανγκ Τσάι αποσύρθηκε στο Fu kien και πέθανε το 1200 έχοντας κερδίσει τον σεβασμό των συγχρόνων του στοχαστών. Κατά τον Τσου Χσι, ο νους* είναι το αποτέλεσμα ενός ορισμένου τρόπου οργάνωσης της ύλης* (Τσι) από την ιδέα* (Αι). Αποτέλεσμα αυτού είναι η εσώτερη φύση ανθρώπων και πραγμάτων. Υπάρχουν δύο σαφώς διακεκριμένοι κόσμοι: ο κόσμος εντός του χώρου* και του χρόνου* και ο κόσμος επέκεινα αυτών. Το σύμπαν* κατέχει δύο βασικά στοιχεία: την ουσία (Toi) και την αρχή ή ιδέα (Λι). Η ουσία δεν είναι χονδροειδής ύλη, αλλά η ενεργοποιημένη ουσία που λειτουργεί με την καθοδήγηση της ιδέας. Και τα δυο στοιχεία περιέχονται δυνάμει στο Τάι Τσι, δηλαδή στο Μεγάλο Τέρμα, που ταυτίζεται με το απόλυτο ον. Τα πάντα δημιουργούνται με τη μετατροπή σε αντικειμενική πραγματικότητα του Λι της κίνησης και του Λι της ηρεμίας. Η κινούμενη ύλη γίνεται "Γιανγκ" και η ύλη στην κατάσταση της ηρεμίας γίνεται "Γιν". Ως προς τον άνθρωπο*, αρνείται την ύπαρξη της ψυχής και του πνεύματος, ενώ τη συνείδηση* θεωρεί ως λειτουργία μιας ζωτικής δύναμης, η οποία μετά τον θάνατο παύει να υπάρχει. Ο Τσου Χσι θεωρείται ως άλλος Θωμάς Ακινάτης* της Κίνας. Συνέλαβε τις πιο αφηρημένες έννοιες και δημιούργησε μια μεταφυσική φιλοσοφία χωρίς να παρασυρθεί από τον ιδεαλισμό*, αφού αποδέχθηκε την αντικειμενικότητα του εξωτερικού κόσμου. Αλέξ. Καριώτογλου
Τσουάνγκ Τσε. Από τους μεγαλύτερους κινέ-
Φ.Λ., Ε - 1 0
ζους ταοϊστές φιλοσόφους. Έζησε τον 4ο π. Χ. αι. και οι πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του είναι πολύ λίγες. Τα κείμενά του περιέχει το ομώνυμο βιβλίο, το Chuang Tse. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τριάντα τρία κεφάλαια που διαιρούνται σε τρία μέρη. Τα επτά πρώτα είναι τα "εσωτερικά" και περιέχουν τη διδασκαλία του. Τα υπόλοιπα αποκαλούνται "εξωτερικά" και "ανάμεικτα" και συμπληρώνουν ή επεξηγούν τα πρώτα. Η φιλοσοφία* του Τσουάνγκ Τσε είναι μεταφυσική, υπαρκτική και ταυτόχρονα μυστικιστική. Τα πάντα ξεκινούν από το Τάο*, που είναι το ' Ενα, έχει ύπαρξη αλλά όχι μορφή. Τα πράγματα προήλθαν από το Τε, που είναι η "δυνάμει" ενέργεια του Τάο. Απέρριπτε τη συμβατική έννοια της αρετής των κομφουκιανών και πίστευε ότι ενάρετη πράξη αποτελεί ό,τι επιτρέπει στον άνθρωπο να νιώσει τον παλμό του σύμπαντος* τη στιγμή που θέτει σε ενέργεια την αυθορμησία της φύσης του. Ο άνθρωπος* πρέπει κατ' αυτόν να βιώσει την πραγματικότητα* στην ολότητά της, που μόνη οδηγεί στην αλήθεια. Η πρότασή του για τη βίωση της πραγματικότητας είναι η πραγμάτωση της κατάστασης της "αταραξίας". Γι' αυτό τον σκοπό πρέπει να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι ασκητικές, που αποβλέπουν κυρίως στον πλήρη έλεγχο του σώματος και την κατασίγαση των επιθυμιών. Έτσι μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος την κατάσταση του "Sao Yao", της "ευδαιμονίας της ελευθερίας", την οποία εκφράζει με την κλασική φράση του: "Ζήσε και άφησε να ζήσουν" (Tsai Υυ). Βιβλιογρ.: Δ. Βελισσαρόπουλου, Ιστορία της Κινεζικής Φιλοσοφίας, τ. 2, έκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γώννινα. 1981. Αλέξ. Καριώτογλου
Τύμπινγκεν σχολή. Κατεύθυνση στη γερμανική προτεσταντική θεολογία, που αναπτύχθηκε στο πανεπιστήμιο της πόλεως Τύμπινγκεν (Tübingen). Η δραστηριότητα της σχολής είχε διάρκεια ενός περίπου αιώνα (1777-1860). Πρωτεργάτης κατά την πρώτη περίοδο (17771797) υπήρξε ο Χ. Γκ. Στορ και φοιτητές κατά το ίδιο διάστημα οι : Έγελος", Σέλλινγκ* και Χέντερλιν*. Έντονη όμως υπήρξε η παρουσία στον χώρο αυτό του Φ.Χ. Μπάουρ, ο οποίος το 1830 ίδρυσε στο θεολογικό ινστιτούτο του Τύμπινγκεν την ορθολογιστική θεολογική σχολή. Ο Μπάουρ δίδασκε ότι ο χριστιανισμός* διαμορφώθηκε τον 3ο αιώνα, οπότε άρχισε να εκλείπει η αντίθεση ανάμεσα στη διδασκαλία
145
τυπική Κοινωνιολογία του Αποστόλου Παύλου', ο οποίος δεχόταν τον παγκόσμιο χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας, και στην αντίληψη των λοιπών Αποστόλων, οι οποίοι τόνιζαν τον ιουδαϊκό χαρακτήρα του χριστιανισμού. Με βάση την αντίληψη αυτή προχώρησε στις κριτικές έρευνες της Καινής Διαθήκης και της σχέσεώς της προς τα αρχαιότατα κείμενα της χριστιανικής φιλολογίας. Με τη διαλεκτική αυτή μέθοδο της ιστορικής έρευνας ο Μπόουρ συνέβαλε σημαντικό στη θεολογική επιστήμη. Αντιπροσωπευτικό των απόψεών του έργο είναι η: Συμβολική και μυθολογία ή η φυσική θρησκεία της αρχαιότητας (1824-5). Στα έργα επίσης των άλλων εκπροσώπων της σχολής διατυπώθηκαν πολλές θέσεις της κριτικής της Βίβλου*, που αργότερα έγιναν δεκτές από τη μυθολογική σχολή, όπως στα βιβλία του Μπρούνο Μπάουερ* (1809-1882): Κριτική έκθεση της θρησκείας της Παλαιάς Διαθήκης και Κριτική του βίου του Ιησού Χριστού, που άσκησαν επίδραση και στον Ερνέστο Ρενάν*. Βιβλιογρ.: Leube Μ., Geschichte des Tubinger Stifts, τομ. 1-3 (1921-36).- Geiselmann J. R., Die Katholische Tubinger Schule, 1964. Απ. Τζ.
τυπική Κοινωνιολογία (formale Soziologie). Ο όρος "τυπική Κοινωνιολογία" καθιερώθηκε από τον γερμανό κοινωνιολόγο Leopold von Wiese* για να αποδώσει μεθόδους και αντικείμενα μελέτης της Κοινωνιολογίας του επίσης γερμανού George Simmel* (Γκέοργκ Ζίμμελ). Ο Simmel απέρριπτε τις θέσεις του August Comte*, που ήθελε την Κοινωνιολογία* ένα είδος "υπερ-επιστήμης" για τη σωτηρία του κόσμου, και θεωρούσε πως το πρόβλημα της επιστήμης αυτής ήταν διττό: από τη μια έπρεπε να υπερβεί αυτές τις μεσιανικές θέσεις και από την άλλη να κατοχυρώσει την ύπαρξή της δημιουργώντας ένα ξεχωριστό εννοιολογικό και ερευνητικό πεδίο, που θα διαφέρει σαφώς από τα αντίστοιχα των λοιπών κοινωνικών επιστημών. Μεθοδολογική προϋπόθεση γι' αυτό θα ήταν η μελέτη και ανάλυση όχι πλέον της κοινωνίας* ολόκληρης, όπως μέχρι εκείνη τη στιγμή το επιχειρούσαν οι κλασικές, ολικές λεγόμενες θεωρίες, αλλά οι σχέσεις ατόμου* και κοινωνίας*. Μεταξύ νομιναλιστών (ψυχολογικών αναγωγιστών), που υποστήριζαν πως η κοινωνία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα άθροισμα ατόμων, και των ρεαλιστών (π.χ. Dürkheim*), που θεωρούσαν ότι το Όλο (κοινωνία) είναι περισσότερο από τα άτομα που το α-
146
παρτίζουν, ο Simmel παίρνει μια ενδιάμεση θέση: το υποκείμενο και η κοινωνία αποτελούν μια αντικειμενική ενότητα, που βρίσκει την έκφρασή της στις "σχέσεις διαντίδρασης των επιμέρους στοιχείων της" (Wechselwirkung der Teile), δηλαδή των ατόμων μεταξύ τους. Πρόκειται για κατάσταση που στο έργο του Simmel αποδίδΓται με τον όρο "κοινωνίωση" (Vergesellsachaftung). Οι άνθρωποι, παρατηρεί ο Simmel, συμπράττουν για πολιτικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους και δρουν ως μια ενότητα. Στη μελέτη και ανάλυση αυτών των μορφών "κοινωνίωσης" ο Simmel κάνει σαφή διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Με τον όρο μορφή (Ροπτι=μορφή, τύπος) ο Simmel εννοεί τα σχετικά σταθερά στοιχεία της κοινωνικής ζωής και των κοινωνικών σχέσεων. Αντίθετα, το περιεχόμενο αυτών των σχέσεων είναι κάτι ρευστό. Δηλαδή, οι ίδιες μορφές σχέσεων μπορούν να αποκτήσουν κατά περίσταση διαφορετικό περιεχόμενο' π.χ. μορφές σχέσεων όπως τα πολιτικά κόμματα, η ιεραρχία κ.λπ. μπορούν ν' αποκτήσουν διαφορετικά περιεχόμενα παρά το γεγονός ότι η μορφή τους θα είναι παντού η ίδια. Βιβλιογρ.: Aron R.. Η σύγχρονη γερμανική κοινωνιολογία, εκδ. E.K.K.E., Αθήνα, 1974.- Simmel G., Soziologie. Untersuchungen über die Formen der Vergesellschaftung, Leipzig, 1908.- Wiese L. v.. System der Soziologie als Lehre von den sozialen Prozessen und den sozialen Gebilden der Menschen, zweite Ausgabe, München, 1933. Xp. Νόβα - Καλτσούνη
τυπολογία. Επιστημονική μέθοδος σύμφωνα με την οποία η απόκτηση επιστημονικών γνώσεων' επιτυγχάνεται με τη διαίρεση συνόλων αντικειμένων και την ταξινόμησή τους βάσει ενός ιδεατοποιημένου και γενικευμένου τύπου ή μοντέλου. Ακόμη, ως τυπολογία χαρακτηρίζεται το αποτέλεσμα της τυπολογικής περιγραφής και αντιπαράθεσης. Όλες οι επιστήμες που έχουν ως αντικείμενό τους σύνολα αντικειμένων που είναι τελείως ανομοιογενή ως προς τη σύστασή τους αντιμετωπίζουν προβλήματα τυπολογίας, ταξινόμησης δηλαδή και διασαφήνισης των συνόλων αντικειμένων. Εργο της τυπολογίας είναι η ανεύρεση της ομοιότητας και της διαφοράς των συγκεκριμένων αντικειμένων και η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους. Σε θεωρητικό επίπεδο, αναζητεί τη δομή του εξεταζόμενου συστήματος και τις νομοτέλειές του, που θα συντείνουν στην πρόβλεψη της ύπαρξης άγνωστων μέχρι τότε αντικειμένων. Από άποψη δομής η τυπολογία δια-
τυποποίηση κρίνεται στην εμπειρική και τη θεωρητική. Η εμπειρική τυπολογία αποβλέπει στη γενίκευση και την ποσοτική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων, στον προσδιορισμό των σταθερών γνωρισμάτων ομοιότητας και διαφοράς και στη συστηματοποίηση και ερμηνεία του συγκεντρωμένου υλικού. Η θεωρητική τυπολογία καταρχήν βασίζεται στην κατασκευή ενός ιδεατού μοντέλου του αντικειμένου, στη γενίκευση των γνωρισμάτων και τον προσδιορισμό των θεμελιακών αρχών της ταξινομικής περιγραφής του συνόλου των εξεταζόμενων αντικειμένων. Για τη θεωρητική τυπολογία, το αντικείμενο* εκλαμβάνεται ως σύστημα, γεγονός που απαιτεί τη διάκριση των δεσμών που συγκροτούν ένα σύστημα, με τη δημιουργία μιας θεωρίας για το αντικείμενο και τα δομικά επίπεδά του. Περαιτέρω, ανάλογα με το είδος της επιστημονικής γνώσης που επιδιώκεται, διακρίνουμε διάφορες μορφές τυπολογίας: τη μορφολογική τυπολογία, η οποία αναζητεί ένα αμετάβλητο "σχέδιο δόμησης", "αρχέτυπο", και εφαρμόστηκε κυρίως στις βιολογικές έρευνες (π.χ. Γκαίτε*)' τη συγκριτική-ιστορική τυπολογία, η οποία αποσκοπεί στην απεικόνιση του συστήματος στην εξέλιξή του και χρησιμοποιείται στην εξελικτική βιολογία της φυλογενετικής συστηματικής και στη γλωσσολογία. Στον 20ό αι. η έννοια του τύπου δεν αφορά πλέον σ' ένα πραγματικό "αρχέτυπο", αλλά είναι το αποτέλεσμα της θεωρητικής ανασυγκρότησης του εξεταζόμενου συνόλου αντικειμένων. Μέσα στα πλαίσια αυτά, όπου η τυπολογία συνιστά ιδιαίτερο μεθοδολογικό τρόπο για τη θεωρητική ερμηνεία, διακρίνουμε: τη δομική τυπολογία, τη μέθοδο των ιδεοτύπων -κατά την οποία ο τύπος είναι μια αφηρημένη κατασκευή στην οποία αντιπαρατίθενται τα συγκεκριμένα αντικείμενα (Μ.Βέμπερ*) -και τη μέθοδο των κατασκευασμένων τύπων- κατά την οποία ο τύπος είναι ένα αντικείμενο από το σύνολο των αντικειμένων (Χ. Μπέηκερ). Επίσης, διακρίνουμε τη θεωρία των πολιτιστικών και ιστορικών τύπων (Σπένγκλερ*, Ντανιλέφσκι*), σύμφωνα με την οποία η τυπολογία αφορά στη διαίρεση των διαφόρων τύπων πολιτισμού. Τις μεθόδους της τυπολογίας χρησιμοποιεί και ο μαρξισμός*-λενινισμός ως μέσο επιστημονικής ανάλυσης των διαφόρων κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών: της προσωπικότητας*, των κοινωνικών σχέσεων, της ταξικής δομής της κοινωνίας κ.λπ. Χαρακτηριστικό της μαρξιστικής τυπολογίας είναι η αντικειμενική βασιμότητα του διαχωρισμού των κοινωνικών τύπων. Ωστόσο, οι μαρξιστικές κοι-
νωνικές επιστήμες χρησιμοποιούν επιπλέον διάφορα θεωρητικά μοντέλα, καθώς και τη μέθοδο ιδεατοποίησης. Βιβλιογρ.: Μαρξ Κ., Κεφάλαιο, τ. 1-3.- Μαρξ Κ. και Ενγκελς Φ., "Απαντα", τ. 23-25.- Ουσπένσκι Μπ. Α., Αρχές της δομικής τυπολογίας. Μ.. 1962.- Δομικές-τυπολογικές μελέτες, συλλογή άρθρων. Μ., 1962 - Κανάγεφ I. I., Δοκίμια από την ιστορία του προβλήματος του μορφολογικού τύπου από τον Δαρβίνο ως τις μέρες μας. Μ.Λ.. 1966.- ΛιουμπΙσεφ A.A., Η λογική της συστηματικής. στη συλλ. 'Προβλήματα της εξέλιξης", τ. 2. Νοβοσιμπίρσκ, 1972.- Βινογκρύντοφ Β.Α., Μέθοδοι τυπολογίας, στο βιβλ. Τενική γλωσσολογία. Οι μέθοδοι των γλωσσολογικών ερευνών', Μ.. 1973.- Mac Kinney J. C.. Constructive typology and social theory. Ν. Y., 1966.- Weber M.. Methodologische Schritten. Fr TM.. 1908. Ευτυχία Ξυδιά
τυποποίηση. Όρος που σημαίνει την απεικόνιση των νοητικών συμπερασμάτων με ακριβείς έννοιες ή ισχυρισμούς και η οποία αντιπαραβάλλεται στην ενοραπκή ή περιεκτική νόηση. Στην τυπική λογική* και τα μαθηματικά η έννοια της τυποποίησης αφορά στην απεικόνιση της περιεκτικής γνώσης με τυποποιημένη γλώσσα ή τυποποίηση σημείων. Η τυποποίηση της γλώσσας επιτυγχάνεται με την αξιωματική μέθοδο*, κατά την οποία όλοι οι ισχυρισμοί της θεωρίας λαμβάνονται από περιορισμένο αριθμό, παραδεδεγμένων αλλά αναπόδεικτων, ισχυρισμών ή αξιωμάτων'. Η εφαρμογή της αξιωματικής μεθόδου στη διαδικασία της τυποποίησης παρέχει μια συστηματοποίηση της γνώσης*, κατά την οποία τα διάφορα στοιχεία της βρίσκονται σε σχέση υπαλληλίας. Η αναζήτηση των αξιωμάτων αποτελεί ένα από τα βασικότερα προβλήματα της τυποποίησης. Επίσης, η τυποποίηση ασχολείται με την κατασκευή τεχνητών ή τυποποιημένων επιστημονικών γλωσσών, με προσδιορισμένη δομή και συγκεκριμένους κανόνες μετασχη μαπσμού των εκφράσεων οι γλώσσες αυτές συντείνουν στην ακριβή έκφραση των σκέψεων, αποκλείοντας τη δυνατότητα πολυσήμαντης κατανόησης. Από φιλοσοφική άποψη, η μεθοδολογία της τυποποίησης βοηθεί στον προσδιορισμό της σχέσης των τυπικών και περιεκτικών συνιστωσών στην επιστημονική "γνωστική διαδικασία"*. Οι έρευνες που έγιναν σχετικά με την επιλυσιμότητα των τυποποιημένων μαθηματικών θεωριών (Τσερτς') έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις αρχές της καθαρά τυπικής θεμελίωσης των μαθηματικών (Χίλμπερτ*)' ακόμη, σημαντικά υπήρξαν τα συμπεράσματα του Τάρσκι* για τη μη-τυποποιησιμότητα της έννοιας της αλήθειας* στον φορμαλισμό* και του Γκέντελ* για τη μη-πληρότητα της τυποποπαημένης αριθμητικής. Για τον διαλε-
147
τύπος κτικό υλισμό*, η τυποποίηση έχει σκοπό την αποσαφήνιση και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της επιστημονικής γνώσης, στην αποκάλυψη του οποίου συμβάλλουν η μορφή και οι τυπικές συνιστώσες. Βέβαια, καμιά τυποποίηση δεν καταφέρνει να αποκαλύψει όλο το περιεχόμενο, αλλά πλησιάζει στην άπειρη διαδικασία της επιστημονικής γνώσης. Βιβλιογρ.: Γιανόφσκαγια Σ.Α., Μεθοδολογικά προβλήματα της επιστήμης, Μ., 1972.- Κουράγεφ Β. I., Η διαλεκτική του περιεκτικού και του τυπικού στην επιστημονική γνωστική διαδικασία, Μ., 1977. Ευτυχία Ξυδιά
τύπος, βλ. τυπολογία Τυραννιών ο πρεσβύτερος (1ος αι. π. Χ.). Έλληνας γραμματικός από την Αμισό του Ευξείνου Πόντου. Κατά τη διάρκεια του Μιθριδατικού πολέμου αιχμαλωτίστηκε από τον Λούκουλο και οδηγήθηκε στη Ρώμη, όπου διακρίθηκε για τη μόρφωση του και απέκτησε φήμη και πλούτο. Εκεί, μαζί με τον περιπατητικό φιλόσοφο Ανδρόνικο τον Ρόδιο*, δημοσίευσε για πρώτη φορά τα διδακτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη*, που ανήκουν στην τελευταία περίοδο της ζωής και της δράσης του φιλοσόφου στο Λύκειο (335-322) και που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν τα είχε δημοσιεύσει ποτέ. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία 60-50 π.Χ. και συνοδευόταν από έρευνες για τη γνησιότητα των συγγραμμάτων και υπομνήματα. Για τη συμβολή του αυτή στη γνωστοποίηση και διάδοση των έργων του Αριστοτέλη ο Τυραννιών επονομάστηκε Φιλαριστοτέλης. Ο ίδιος επίσης επιμελήθηκε την έκδοση των έργων του Θεοφράστου*Γ που είχαν διασωθεί και μεταφερθεί στη Ρώμη από τη βιβλιοθήκη του Απελλικώνα του Τηίου* μαζί με τα διδακτικό συγγράμματα του Αριστοτέλη. Μαθητής του υπήρξε ο συγγραφέας Τυραννιών ο νεώτερος, ο οποίος το όνομά του το έλαβε από τον δάσκαλό του, ενώ πρωτύτερα ονομαζόταν Διοκλής. Οι πληροφορίες αυτές στηρίζονται στις εξής μαρτυρίες: Λεξικό Σούδα, Στράβων, XIII, 1, 54 και Πλούταρχος "Σύλλας", "Λύσανδρος". Απ. Τζ.
Τυργκό Αν Ρομπέρ Ζακ (1727-1781). Γάλλος οικονομολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος και πολιτικός. Ανήκε στον κύκλο των Διαφωτιστών και υπήρξε συνεργάτης της "Εγκυκλοπαίδειας" των Ντιντερό* και Ντ' Αλαμπέρ*. Ως οπαδός της φυσιοκρατίας* (naturalismus) δεν αναγνώριζε τίποτε άλλο από την πραγματικότητα*, τις
148
διαδικασίες και τους νόμους* της φύσεως*. Οι καθαρά υλιστικές και αισθησιοκρατικές του όμως αντιλήψεις συνδυάζονταν με την αποδοχή του θεού* δημιουργού ως πρώτης αιτίας των όντων. Στην προσπάθειά του να αποδείξει τη σταθερότητα των νόμων της φύσεως, διετύπωσε την εξής παραλλαγή της θεωρίας των ορθολογιστών περί της κοινωνικής προόδου: κάθε ανθρώπινη γνώση, σε κάθε τομέα του επιστητού, περνάει από τρεις φάσεις, τη θεολογική, τη μεταφυσική και τη θετική, που αντιστοιχούν στις τρεις περιόδους της ηλικίας της ανθρωπότητας, την παιδική, τη νεανική και την ανδρική. Την ιδέα αυτή των τριών φάσεων την ανέπτυξε αργότερα ο γενάρχης του θετικισμού* Αύγουστος Κοντ* (1798-1847). Στο κύριο έργο του, Σκέψεις για τη δημιουργία και την κατανομή του πλούτου ( 1766), ο Τυργκό υπερασπιζόταν την αρχή της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας, γι' αυτό και, όταν έγινε υπουργός των οικονομικών (1774-1776), εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις με πρώτη την κατάργηση του περιορισμού του εμπορίου. Απ. Τζ.
τυχαίο. Ορος που δηλώνει οτιδήποτε συμβαίνει κατά τύχη, χωρίς να είναι προκαθορισμένο από κάποια αναγκαιότητα. Ως φιλοσοφική κατηγορία συνιστά μορφή εκδήλωσης της αναγκαιότητας* και συμπλήρωση της. Έχει σχέση με τους απροσδιόριστους παράγοντες, το αναπόφευκτο. Το τυχαίο είναι απιακά προσδιορισμένο, διαφέρει όμως από την αναγκαιότητα ως προς την ιδιαιτερότητα των αιτιών του. Το τυχαίο είναι αποτέλεσμα της ενέργειας εξωτερικών, μεμονωμένων και ασήμαντων αιτιών ή της ταυτόχρονης επίδρασης συμπλέγματος περίπλοκων αιτιών, είναι ακαθόριστο και πολυσήμαντο. Συνεξετάζεται με την έννοια της αναγκαιότητας και διακρίνεται σε: εσωτερικό τυχαίο, το οποίο συνδέεται με την αναγκαιότητα οργανικά' σε εξωτερικό, το οποίο προκύπτει από δευτερεύοντες παράγοντες και δεν συνδέεται με το αναγκαίο- σε αντικειμενικό, ως αντίδραση σε αντικειμενικές συνθήκες1 σε υποκειμενικό, ως γέννημα του υποκειμενισμού και παραβίαση των αντικειμενικών νόμων, και, τέλος, στο ευνοϊκό ή μη ευνοϊκό τυχαίο, που ανάλογα επιταχύνει ή επιβραδύνει την ανάπτυξη των διαφόρων πλευρών της πραγματικότητας*. Επιπλέον, η κατανόηση της λειτουργίας του τυχαίου είναι σημαντικότατη, παράλληλα με αυτήν της αναγκαιότητας, για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης. (Βλ., επίσης, αναγκαιότητα). Ευτυχία Ξυδιά
Y Υβ της Σαρτρ (Yves de Chartres, Μπωβαί Γαλλίας, 1040 - Σαρτρ, 1116). Εκκλησιαστικός συγγραφέας και στοχαστής, διετέλεσε επίσκοπος Σαρτρ και έλαβε μέρος στην εκκλησιαστική μεταρρύθμιση της εποχής του. Συνέγραψε μία συλλογή κανόνων (το 1095), (διατάγματα παπικά, κανόνες συνόδων, αποκριτικές επιστολές, γνώμες Πατέρων, ρωμαϊκοί νόμοι, νόμοι του Καρλομάγνου και των μετέπειτα αυτοκρατόρων, κανόνες πρακτικής ηθικής και θρησκευτικής ζωής), την οποία αποτελούσαν το Decretum (17 βιβλία) και το Panormia. Το Decretum ήταν ουσιαστικά ο καθρέφτης των δογμάτων της πίστης και των κανόνων ηθικής. Σε μια εποχή (12ος αι.) κατά την οποία δημιουργήθηκαν οι μεγάλες θεολογικές εγκυκλοπαίδειες, η προσπάθεια όλων ήταν "να συγκεντρώσουν σε ένα σώμα", κατά την έκφραση του Υβ, ό,τι είχε σχέση με τη χριστιανική ζωή, με σκοπό να επιτευχθεί η πνευματική ενότητα του χριστιανισμού". Ο Υβ της Σαρτρ έγραψε επίσης την Historie Francorum brevissima το 1108. To 1647 ο Souchet εξέδωσε στο Παρίσι τα "Απαντά" του, όπως και ο Migne* στην •Patrologia Latina". Νικ. Οικονομίδης
Ύβρη. Ο αρχαίος ελληνικός αυτός όρος, που είναι άγνωστης ετυμολογίας, σήμαινε αρχικά την "αυθάδη βία", την προερχόμενη από υπερβολική συναίσθηση δύναμης ή από παράλογο πάθος. Ακολούθως ο όρος πήρε την έννοια της αναίδειας, της αλαζονείας και της προπέτειας. Στο έπος και στην τραγούδια με τη λέξη "ύβρη" υποδηλώνεται η τάση του ανθρώπου να υπερβάλλει τα φυσικά του όρια, να υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα' το γεγονός όμως αυτό στα μάτια των θεών συνιστά παράτολμη υπεροψία και προσβλητική για το θείο ενέργεια. Ετσι, ακολουθεί αναπρόδραστα η Νέμεση" -δηλαδή η "αδυσώπητη τιμωρία" του υβριστή. Με την τιμωρία η Νέμεση έρχεται ν" αποκαταστήσει την
ηθική τάξη που διασαλεύθηκε και να επιβάλει ξανά την ισορροπία στον ηθικό κόσμο που με την ύβρη είχε διαταραχτεί. Στην ερμηνεία της τραγωδίας η ύβρη συγχέεται συχνά με τον γνωστό αριστοτελικό όρο της "αμαρτίας" (Ποιητική 1543α 8 και 15)' γι" αυτό χρειάζονται κάποιες απαραίτητες διασαφήσεις. Τόσο η ύβρη όσο και η αμαρτία συναρτώνται συνήθως με το πρόσωπο και τα γνωρίσματα του "τραγικού ήρωα" και αποτελούν ουσιώδη συστατικά του χαρακτήρα" του. Ενώ όμως η ύβρη είναι εκδήλωση ενσυνείδητης κατά κανόνα έπαρσης και υπερφίαλης συμπεριφοράς που αδικεί και προσβάλλει καίρια ένα άλλο πρόσωπο, η αμαρτία υποδηλώνει κυρίως μιαν "άστοχη ενέργεια" του τραγικού ήρωα οφειλόμενη βασικά σε ένα ξεστράτισμα της λογικής του, σε ένα ξαστόχημα της κρίσης του, και συνδέεται άμεσα με την "πλήρη άγνοια" από μέρους του για τη σοβαρότητα της πράξης του και τις ολέθριες συνέπειές της (J. Bremer, Hamartia, Amsterdam, 1969, σα. 65 κ. εξ. και 99). Ετσι, στην περίπτωση του Κρέοντα της Αντιγόνης του Σοφοκλή έχουμε "ύβρη" του τραγικού ήρωα, αφού αυτός ενσυνείδητα προσβάλλει βάναυσα από θέση ισχύος τους θεούς - ε μποδίζοντας με σκαιότατο τρόπο την Αντιγόνη να προσφέρει τις νενομισμένες τιμές στον νεκρό αδελφό της. Στην περίπτωση όμως του Οιδίποδα, της ομώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή, ο ήρωας ενέχεται για "αμαρτία", αφού τόσο η πατροκτονία όσο και η αιμομειξία τις οποίες διαπράττει είναι αποτέλεσμα πλήρους άγνοιας εκ μέρους του και ολέθριου ξεστρατίσματος της λογικής και της κρίσης του. Βιβλιογρ.: C. del Grande, Hybris. Napoli, 1947.- W. C. Greene, Moire, Fate. Good and Evil in Greek Thaught, Cambridge. Mass., 1944.- W. Jaeger, Paideia, τόμ. I, Oxford, 1965, 00. 54, 67, 103, 140 κ.ά. Γtp. Α. Μαρκαντωνάτος
ύλη. Με τον όρο "ύλη" στη φιλοσοφία" εννοού-
149
ύλη με τη μάζα των σωμάτων, το περιεχόμενό τους, την ουσία από την οποία αποτελούνται. Ύλη είναι το άπειρο πλήθος των αντικειμένων, που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις μας αλλά και εκείνα που δεν μπορούν να συλλάβουν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Η ύλη διακρίνεται από το πνεύμα*. Η ύπαρξη της έμβιας ύλης, των οργανισμών, δηλαδή, που είναι ικανοί για αναπαραγωγή, οδήγησε τη φιλοσοφία στην πίστη ύπαρξης του πνεύματος, της ψυχής*, των άυλων ιδιοτήτων των ζωντανών οργανισμών. Στη διαφορά μεταξύ της ύλης και του πνεύματος στηρίχτηκαν τα δύο μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα, ο υλισμός* και ο ιδεαλισμός*. Στις υλιστικές θεωρίες η ύλη παίζει πρωταρχικό ρόλο στην ενότητα του κόσμου και προηγείται των ιδεών, του πνεύματος και της ανθρώπινης συνείδησης*. Η ύλη, δηλαδή, θεωρείται ως ουσία όλων των φαινομένων* και των καταστάσεων του κόσμου*. Αντίθετα, στις ιδεαλιστικές θεωρίες πρωταρχικό ρόλο παίζει η ιδέα*, η ανθρώπινη συνείδηση, το πνεύμα, που σε μερικές περιπτώσεις απολυτοποιείται και θεοποιείται. Η ύλη ως φιλοσοφική κατηγορία έγινε αντικείμενο των φιλοσοφικών ερευνών των ανθρώπων από τα πρώτα κιόλας βήματα της ανθρώπινης διανόησης. Πρώτοι οι προσωκρατικοί* φυσικοί φιλόσοφοι, καθώς προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη δημιουργία και τη σύσταση του κόσμου, αναφέρθηκαν στα δομικά συστατικά όλων των σωμάτων και στη σύσταση του κόσμου. Η υλική ουσία εκλαμβάνεται από τη σκέψη τους ως "πρωτούλη", δηλαδή ως δημιουργός ύλη, πρωταρχική και χωρίς δομή. Η ύλη εκλαμβανόταν ως αδημιούργητη, σταθερή ως προς την ουσία της και άφθαρτη" αυτό που μεταβάλλεται είναι οι διάφορες μορφές τις οποίες μπορεί να πάρει. Το υλικό στοιχείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δυναμικότητα" δεν υπάρχει στατική ύλη. Ο Λεύκιππος* και ο Δημόκριτος* ήταν οι πρώτοι που ανέπτυξαν μια θεωρία που μιλούσε για ατομική σύσταση της ύλης· και ο Αναξαγόρας*, όμως, μίλησε για άπειρο πλήθος πρωταρχικών σωματιδίων, των σπερμάτων. Ο Πλάτων' δεν χρησιμοποιεί πουθενά τον όρο "ύλη". Στον διάλογό του Τίμαιος εξετάζει το πρόβλημα της ύλης και για να διασαφηνίσει την ουσία της χρησιμοποιεί όρους, όπως "εκμαγείον" (=πλαστική ουσία), "τιθήνη" (=τροφός), αφού αυτή παρέχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά για να υπάρχει ένα πράγμα ως
150
συγκεκριμένο αντικείμενο. Επειδή είναι ικανή να παίρνει οποιαδήποτε μορφή, τη θεωρεί "άμορφον"1 επειδή συλλαμβάνεται από τη διάνοια, τη θεωρεί "μετ" αναισθησίας ληπτόν λογισμοί τινι νόθω" (=κάτι αντιληπτό μ' ένα νόθο είδος σκέψης, μη συνοδευόμενο με εποτττικότητα). Η άσθηση* δεν μπορεί να γνωρίσει την καθαρή ύλη, καθώς αυτή ενδύεται πάντα τη μορφή. Η ύλη θεωρείται ως "πλανωμένη αιτία", η αιτία της απροσδιοριστίας του κόσμου. Η ύλη από οντολογικής πλευράς θεωρείται κατώτερο στοιχείο καθώς μεταβάλλεται και φθείρεται* αλλά μορφοποιεί τις απεικονίσεις του ιδεατού, άφθαρτου και τέλειου κόσμου των ιδεών* και γίνεται πλήρης μόνον όταν δεχτεί την επίδραση της ιδέας. Ο Αριστοτέλης* ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη "ύλη". Η ύλη είναι ένα "δυνάμει ον". Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η πλαστικότητα και η τάση για κίνηση. Δεν έχει δική της μορφή αλλά μορφοποιείται από το επενεργών σ' αυτήν "είδος"· είναι "αειδές, άμορφον, αόριστον". Η δύναμη η οποία θέτει σε κίνηση την ύλη είναι ο θεός*, η καθαρή ενέργεια (βιβλ. Λ' των Μετά τα φυσικά). Τις αριστοτελικές απόψεις ακολουθούν και οι Στωικοί*, ενώ οι Επικούρειοι' ακολουθούν τον Λεύκιππο* και τον Δημόκριτο*, διακρίνοντας όμως το σωματικό άτομο* από το αμερές μαθηματικό σημείο. Οι Νεοπλατωνικοί* (Πλωτίνος*) θεωρούν ότι η ύλη είναι άπειρη, την βλέπουν ως κάτι κακό, ως στέρηση και απουσία του αγαθού, ως σκια του λόγου* και έκπτωση και κάνουν διάκριση της νοητής και της αισθητής ύλης. Γενικά, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία* η ύλη είναι κάτι προϋφιστάμενο της θείας δύναμης. Ο Θεός* δεν δημιουργεί την ύλη εκ του μηδενός παρά μόνο την οργανώνει. Αντίθετα, στη χριστιανική φιλοσοφία, ο θείος λόγος δημιουργεί την ύλη εκ του μηδενός. Η ύλη θεωρείται ως κτίσμα χωρίς αυτοδυναμία και εμψυχία. Η ύλη συνεπώς θεωρείται διαμετρικά αντίθετη προς το πνεύμα. Δημιουργείται δηλαδή ένας θεολογικός ιδεαλισμός που μειώνει την αξία της ύλης. Η φιλοσοφία των "Πατέρων της εκκλησίας"* και των Σχολαστικών* δεν εισήγαγε καμιά καινοτομία. Έγινε μόνο μια διάκριση της αρχικής ύλης, της πρώτης ύλης, της στερημένης από κάθε μορφή (materia prima) από τη μορφοποιημένη ύλη (materia signata, materia ultima). Ο Ιωάννης Ντουνς Σκώτος*, αργότερα, υποστήριξε τη θετική πλευρά της ύλης, η οποία με τη δυναμικότητά
ύλη με τη στενή έννοια της μεταβιβάζεται προς άλλη φυσική μορφή. Στην Αναγέννηση η ύλη γίνεται η αρχή που ερμηνεύει τη σταθερότητα των πραγμάτων, σε αντίθεση προς την αρχαία αντίληψη, όπου η ύλη σήμαινε διαρκή μεταβολή και δυναμικότητα. Με την άνθιση και πρόοδο των φυσικών επιστημών η ουσία, η δομή και η σύσταση της ύλης γίνεται αντικείμενο μελέτης από πολλούς, όχι μόνο φιλοσόφους αλλά και επιστήμονες. Ο Γαλιλαίος*, ο Κέπλερ, ο Μπέικον*, ο Καρτέσιος*, ο Νεύτων* επανεξετάζουν τις αρχαίες θεωρίες για την ύλη και προσπαθούν να τεκμηριώσουν τα πορίσματά τους μέσω των θετικών επιστημών. Αλλοι, όπως ο Λάιμπνιτς*, πρέσβευαν την προτεραιότητα της ύλης, ενώ άλλοι, όπως οι Γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές* και πολλοί εκπρόσωποι του Διαφωτισμού*, αναβάθμισαν την ύλη μιλώντας για σωματικότητα και αιωνιότητα της ύλης. Αργότερα ο γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ* έγινε ο κύριος εκφραστής του ιδεαλισμού*, εξυψώνοντας τον καθαρό λόγο και την απόλυτη "ιδέα", η οποία ταυτίζεται με τον θεό*. Από την αντιστροφή της φιλοσοφίας του Εγέλου προήλθε ο μαρξισμός*, ο διαλεκτικός υλισμός*, στον οποίο αποθεώνεται η ύλη, που παρουσιάζεται καθοριστική όλων των εκφάνσεων της πραγματικότητας. 0 Καντ* πρόβαλε μια δυναμική αντίληψη για την ύλη, καθώς την εμφανίζει στην κίνησή της. Ως ουσία της έθεσε το ζεύγος των δύο αντιτιθέμενων δυνάμεων: της έλξης και της απώθησης. Η ύλη, όμως, μόνο ως φαινόμενο μπορεί να γνωσθεί' ως μεταφυσική ουσία είναι απρόσιτη στον ανθρώπινο νου ("ουσία - φαινόμενο"). Ο Σέλλινγκ* μιλάει κι αυτός για αντίθετες ελκτικές και ωστικές δυνάμεις και θέτει την ύλη ως τον εξισορροπητή τους. Ο Σοπενχάουερ* θεωρεί ότι η ύλη είναι "η εμφάνιση της παγκόσμιας βούλησης" και ο Νίτσε* πρεσβεύει ότι η ύλη παράγεται από τη δράση της δύνα-
μης· Γενικά, από τα μέσα του 19ου αι. επικράτησαν οι μηχανοκρατικές αντιλήψεις για την ύλη, καθώς η ανάπτυξη και τα πορίσματα των φυσικών επιστημών είχαν οδηγήσει προς μια ανάλογη αντιμετώπιση του κόσμου. Στη σύγχρονη φιλοσοφία, μετά την αλματώδη ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, οι θεωρίες για την ύλη απομακρύνθηκαν από τη μηχανοκρατική αντίληψη. Ο Μπερξόν* στο βιβλίο του Υλη και μνήμη θεωρεί την ύλη ως σύμπλεγμα εικόνων, ένα κατασκεύασμα της νόησης. Η ύλη στην πραγματικότητα δεν είναι ακίνητη·
συμβατικά την εκλαμβάνουμε ως ακίνητη για πρακτικούς λόγους. Η ύλη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και κάθε διαίρεσή της σε ανεξάρτητα σώματα είναι αποτέλεσμα της νόησής* μας. Ο Σλικ*, ορμώμενος από την ηλεκτρονική θεωρία, βλέπει το σύμπαν* χωρίς τέλος, ως πεδίο γραμμών μεγεθών, τα οποία δεν είναι προσιτά στην εποπτεία* αλλά είναι επιδεκτικά συστηματοποιήσεως από τη μαθηματική σκέψη. Καθώς μάλιστα τα ηλεκτρόνια είναι απλώς χώρος του πεδίου όπου οι δυναμικές γραμμές εμφανίζουν ορισμένη συμπεριφορά, και όχι δημιουργήματα του πεδίου, μπορούμε να καταλήξουμε στη διάλυση της έννοιας της ύληςθεμελιώδης έννοια, αντ' αυτής, καθίσταται τώρα η έννοια του πεδίου. Πιο ριζοσπαστικές απόψεις εκφράζει ο Ουάιτχεντ' στο έργο του Η επιστήμη και ο νεότερος κόσμος, όπου υποστηρίζει ότι "η έννοια της ύλης χάνει τη θεμελιώδη θέση της". Οι έσχατες ενότητες στις οποίες μπορεί να αναχθεί ο κόσμος είναι τα συμβάντα (events). Η ύλη είναι απλώς σύμπλεγμα συμβάντων. Το σωματίδιο της παλιάς φυσικής είναι απλώς "μια φευγαλέα διαταραχή μιας χωροχρονικής περιοχής". Με τις νέες θεωρίες, λοιπόν, κλονίστηκαν οι θεωρίες τόσο για την ύλη όσο και για τον χώρο* και τον χρόνο*. Δεν υπάρχουν πια φυσικοί νόμοι παρά μόνο πιθανολογικοί συλλογισμοί. Φαίνεται, δηλαδή, πως η σύγχρονη διανόηση ξεπέρασε το διπολικό σχήμα ύλης πνεύματος. Η έννοια της ύλης παραμένει αρκετά ασαφής για το ανθρώπινο πνεύμα και χρειάζεται πολύ μακρά πορεία για να την προσεγγίσει. Βιβλιογρ.: Μπερξόν, Υλη και μνήμη. έκδ. 1923.- Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά.· Αριστοτέλης, Φυσικά.· Πλάτων, Τίμαιος.- Β. Russel, The analysis ol matter. 1927.Whilehead. Srience and the modern world.-1. Μ. ΜποχένOKI, Ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. (20ός αι.), 1985. Μαρία Ντόλκα
ύλη και είδος, βλ. μορφή και ύλη ύλη με τη στενή έννοια. Ετσι ονομάζεται κάθε ουσία στον χώρο που έχει όγκο, βάρος και μάζα. Η ύλη με τη στενή της σημασία συναντάται στις συνθήκες της Γης σε τέσσερεις καταστάσεις: σε αυτήν των στερεών, των αερίων, των υγρών και του πλάσματος. Εμπειρικά ο άνθρωπος* διακρίνει το υλικό σώμα κυρίως με τις αισθήσεις*. Όμως η ύλη* δεν είναι μόνο ό,τι βλέπουμε, αγγίζουμε ή αισθανόμα-
151
υλικό στε. Υπάρχουν μορφές ύλης αόρατης με γυμνό οφθαλμό. Έτσι η έννοια της ύλης συνδέεται κυρίως με την έννοια της μάζας και ανάγεται στο νευτώνιο αξίωμα της "αδράνειας". Δηλαδή κάθε υλικό σώμα παρουσιάζει αδράνεια, αντιδρά σε κάθε μεταβολή της κινητικής του κατάστασης. Ομως η ολοένα και μεγαλύτερες ανακαλύψεις των επιστημών* άλλαξαν πολλές αντιλήψεις της κλασικής φυσικής. Η ύλη στη σύγχρονη φυσική δεν διαφέρει πολύ από την ενέργεια*. Η ύλη μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και η ενέργεια σε ύλη. Επίσης, ενώ στην κλασική φυσική η ύλη διακρίνεται από το φυσικό πεδίο, καθώς η δομή της πρώτης είναι ασυνεχής ενώ του δεύτερου συνεχής, στη σύγχρονη κβαντική φυσική η διάκριση αυτή δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη της στενής αλληλοσύνδεσης της ύλης και του πεδίου εμπλούτισε τις αντιλήψεις για τη δομή της ύλης και διεύρυνε τις επιστημονικές θεωρίες επηρεάζοντας ανάλογα και τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις της. Μαρία Ντόλκα
υλικό, βλ. ύλη με τη στενή έννοια υλισμός (λατ. materialismus). Το αντίθετο προς τον ιδεαλισμό* (ιδεοκρατία, πνευματοκρατία) βασικό ρεύμα της φιλοσοφίας*, το οποίο θεωρεί ως πρωτεύον το Είναι* έναντι της συνείδησης*, την ύλη* έναντι του πνεύματος*. Σε αντιδιαστολή με τον ιδεαλισμό ανάγει τελικά όλα τα όντα, τα φαινόμενα και τις διαδικασίες στην ύλη, η σχέση της οποίας προς τη συνείδηση θεωρείται πρωταρχική, θεμελιώδης και καθοριστική. Κατ' αυτό τον τρόπο ο υλισμός απαντά στο «βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας»*. Παρά την τρέχουσα σημασία του όρου και την υιοθέτηση από ορισμένους υλιστές απόψεων του ηδονισμού, του εγωισμού και της χρησιμοθηρίας*, ο υλισμός δεν πρέπει να ανάγεται στις παραπάνω θεωρήσεις και στάσεις. Ο υλισμός γεννήθηκε μαζί με τον φιλοσοφικό στοχασμό ως τάση εξήγησης του κόσμου* με φυσικό τρόπο, σε αντιδιαστολή με τις θρησκευτικές-μυθολογικές και μυστικιστικές δοξασίες και τις ερμηνείες του κόσμου ως αποτελέσματος επίδρασης υπερφυσικών δυνάμεων. ΓΓ αυτό συνδέεται στενά με την πίστη στην ανθρώπινη γνώση", με την "επιστημονική εικόνα του κόσμου"* και με την προσπάθεια κατανόησης της φύσης* και της κοινωνίας* έτσι όπως αυτές υφίστανται αφ' εαυτές. Σε αντιδια-
152
στολή με τον εγγενή συντηρητισμό του φιλοσοφικού και θρησκευτικού ιδεαλισμού, ο υλισμός (όπως δείχνει η ιστορία της φιλοσοφίας*), συνιστά κατά κανόνα πνευματική έκφραση των επιδιώξεων ανερχόμενων κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και κινημάτων (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι κάθε υλισμός είναι προοδευτικός). Ο υλισμός και ο αντίπαλός του, ο ιδεαλισμός, απορρέουν σε τελευταία ανάλυση από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας*, από την "αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"*. Η τελευταία δεν ανέκυψε αμέσως με την εμφάνιση της ανθρωπότητας. Οδηγείται στην κλασική, στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της επί κεφαλαιοκρατίας*, οπότε δημιουργούνται και οι δυνατότητες επιστημονικής συνειδητοποίησης της μέσω της επιστημονικής θεώρησης της ιστορίας στα πλαίσια της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας*. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η πρώτη σαφής και ευκρινής διατύπωση του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας, βάσει του οποίου οριοθετούνται ρητά οι δυο κύριες φιλοσοφικές παραδόσεις (υλισμός και ιδεαλισμός), πραγματοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα (βλ. Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας), δεδομένου ότι τότε ακριβώς (επί ώριμης κεφαλαιοκρατίας) το εν λόγω πρόβλημα συνιστά κατ' εξοχήν πρόβλημα - αντίφαση* και θα συνιστά πρόβλημα όσο η παραπάνω αντίθεση (μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας) δεν αίρεται (βλ. άρση). Ο συγκρητισμός που χαρακτηρίζει τις πρώτες βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας και των μορφών κοινωνικής συνείδησης αντανακλάται και στις ιδιοτυπίες των πρώτων υλιστικών αντιλήψεων και της ασαφούς (συχνά δυσδιάκριτης) οριοθέτησης τους έναντι του ιδεαλισμού. Οι πρώτες σχετικά συστηματικές υλιστικές αντιλήψεις γεννήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα (6ος αι. π.Χ.), μέσα από προσπάθειες αναγωγής του συνόλου των όντων* και των φαινομένων* σε μια αφετηριακή και αρχέγονη ύλη, με τη βοήθεια της οποίας επιχειρούσαν να εξηγήσουν τον κόσμο μέσα από τον ίδιο τον εαυτό του. Εχουμε λοιπόν το ύδωρ (Θαλής*), το άπειρον (Αναξίμανδρος*), τον αέρα (Αναξιμένης*), το "πυρ αείζωον" (Ηράκλειτος*) κ.λπ., τα οποία δεν μπορούν να εκλαμβάνονται ως καθαρά υλιστικού χαρακτήρα φιλοσοφικές αρχές, δεδομένου ότι χαρακτηρίζονται έντονα από στοιχεία ανιμιστικά και ανθρωπομορφικά
υλισμός ιστορικός (βλ. ανιμισμός, ανθρωπομορφισμός). Έχουμε εδώ μια πρώτη αφελή μορφή υλιστικού μονιαμού, νατουραλιστικού χαρακτήρα και αυθόρμητης διαλεκτικής*, που εξετάζει τον κόσμο ως διαρκώς κινούμενο και μεταβαλλόμενο ενιαίο όλο. Η διαπάλη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού εκφράστηκε και μέσω της σύγκρουσης της κατεύθυνσης του Δημοκρίτου" με την κατεύθυνση του Πλάτωνα". Κατά τον Μεσαίωνα, ενώ κυριαρχούσε η θρησκεία, η διαπάλη αυτή εκφράζεται συγκαλυμμένα στο πεδίο της θεολογίας", μέσω της σύγκρουσης μεταξύ νομιναλισμού* και ρεαλισμού*. Ο πρώτος θεωρούσε υπαρκτά μόνο τα συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία απλώς κατονομάζουν οι γενικές έννοιες. Η περαιτέρω ανάπτυξη του υλισμού συνδέεται με τις ανερχόμενες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις ως πνευματική έκφραση των προοδευτικών επιδιώξεων της προοδευτικής και επαναστατικής τότε "αστικής τάξης" στον αγώνα της εναντίον της φεουδαρχίας και της ιδεολογίας της, του θρησκευτικού μυστικιστισμού και της μεταφυσικής (βλ. αστική επανάσταση). Ο υλισμός αυτός απηχούσε και την ορμητική ανάπτυξη των φυσικών επιστημών μέσω της εμπειρικής γνώσης (βλ. ιταλική "φυσική φιλοσοφία", Λ. ντα Βίντσι, Μπρούνο' κ.ά.). Ομως, στον βαθμό που μεταξύ των επιστημών υπερτερεί η μηχανική (ως αποτέλεσμα της κυρίαρχης τότε τεχνικής* και της κατ' εξοχήν μηχανικής επενέργειας στο αντικείμενο της παραγωγής μέσω μηχανικών εργαλείωνμηχανών), αλλά και λόγω της ιδιοτυπίας της κοινωνικής συνείδησης*, η οποία είναι δέσμια των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων (βλ. φετιχισμός, αλλοτρίωση), ο υλισμός της εποχής είναι κατ' εξοχήν μηχανιστικός και μεταφυσικός. Εδώ η φύση εξετάζεται ως ομοιογενής και πλήρως υπαγόμενη στους νόμους της μηχανικής, απορρίπτονται οι ποιοτικές διαφορές οι οποίες ανάγονται σε ποσοτικές, η κίνηση* εξετάζεται ως μηχανική μετατόπιση, ο χώρος* και ο χρόνος* αποσπώνται από την ύλη και υποστασιοποιούνται κ.λπ. (βλ. J. Ο. Lamettrie, P. Η. D. Holbach, L. Α. Helvétius, D. Didevot κ.ά.). Η συνεπής αντιθρησκευτική-αντιφεουδαρχική κατεύθυνση ωθεί στην ελευθεροφροσύνη, στον αθεϊσμό*, είτε σε πανθειστική μορφή υλιστικές αντιλήψεις (π.χ. Σπινόζα*). Η ανώτερη μορφή προμαρξιστικού υλισμού απαντάται στον υλιστικό ανθρωπολογισμό* του Φόύερμπαχ* και του Τσερνισέφσκι", καθώς και στη φιλοσοφία των ρώσων επανα-
στατών δημοκρατών. Ο κατ' εξοχήν μηχανιστικός χαρακτήρας αυτού του υλισμού τον οδηγεί σε ιδεαλιστικές θέσεις αναφορικά με την κοινωνία*, ενώ ο ενατενιστικός προσανατολισμός του τον καθιστά ανίκανο να αναπτύξει την ενεργητική πλευρά (την οποία αναπτύσσει αφηρημένα ιδεοκρατικά ο ιδεαλισμός). Ο "διαλεκτικός"* και "ιστορικός υλισμός"* των Κ. Μαρξ* και Φ. Ένγκελς* (βλ. μαρξισμός) αίρει τις ανεπάρκειες τις προμαρξιστικής φιλοσοφίας (υλιστικής και ιδεαλιστικής), αναδεικνύοντας τις ταξικές και γνωσεολογικές πηγές της, και αναβαθμίζει τις βασικότερες θεωρητικές κατακτήσεις τους, επαναστατικοποιώντας τη φιλοσοφία (και την κοινωνική θεωρία) και θεμελιώνοντας φιλοσοφικά την επαναστατική πρακτική*. Η μετέπειτα αστική υλιστική φιλοσοφία υποβαθμίζεται με τον "χυδαίο υλισμό"* στις διάφορες μορφές οικονομικού, γεωγραφικού και "επιστημονικού υλισμού"*, στις οποίες στην καλύτερη περίπτωση επαναδιατυπώνονται προμαρξιστικές θέσεις. Η περαιτέρω ανάπτυξη-επίλυση της γενεσιουργού βάσης της αντιπαλότητας υλισμού και ιδεαλισμού (της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας) θα άρει και τη σημασία του οριοθετικού χαρακτήρα βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας, το οποίο, από την οπτική της ώριμης αταξικής κοινωνίας, θα πάψει να συνιστά πρόβλημα. Η προοπτική αυτή της άρσης της αντιπαλότητας υλισμού-ιδεαλισμού, μέσω της άρσης του ιστορικού υλισμού, ξεκινά με το εγχείρημα της "Λογικής της ιστορίας"*. Βλ. επίσης: αισθησιαρχία, εμπειρισμός, διαλεκτική, διαφωτισμός, μαρξισμός, κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Βιβλιογρ.: Ε. Zeller - W. Nestlé, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα, 1992.- Α. S. Bogomolol, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Ειρμός, Αθήνα, 1995.- Φ. Σατελέ (επιμ). Ιστορία της φιλοσοφίας. εκδ. Γνώση. - Π. Κονδύλης, Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός. Ι-ΙΙ, θεμέλιο, Αθήνα, 1987.- Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Αθήνα, 1955. Δ. Πατέλης
υλισμός ιστορικός. Η πτυχή του φιλοσοφικού υλισμού* που αναφέρεται στην ερμηνεία της ιστορίας*. Ανάμεσα στις διάφορες ερμηνευτικές της ιστορίας αντιλήψεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς οι πιο χαρακτηριστικές είναι: η "ιδεαλιστική" (κατά την οποία οι ιδέες* ή ο θεός* κυβερνούν τον κόσμο* και τη ζωή* των ανθρώπων) και η "υλιστική", σύμφωνα με την οποία η ύλη αποτελεί την πραγματικότητα, οι υλικές ανάγκες των ανθρώπων είναι το κίνη-
153
υλισμός ιστορικός τρο της δράσης τους, αυτές αποτελούν και πηγή των ιδεών τους, αφετηρία για τη διαμόρφωση της συνείδησής* τους. Πολλοί νιώθουν ότι αυτή η παραδοχή μειώνει την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά δύσκολα μπορούν να αρνηθούν ότι στην "ιεραρχία των αναγκών" τους (άρα των πραγματικών αξιών* της ζωής) την πρώτη θέση έχει ο άρτος· αυτό ομολογούν και όλοι όσοι νιώθουν ανάγκη να προσεύχονται στον θεό τους και ζητούν πρώτα από καθετί άλλο τον επιούσιο. Αυτό σημαίνει ότι πρώτη φροντίδα τους και κίνητρο πρώτο (όχι μοναδικό) της δράσης τους είναι η εξασφάλιση του επιούσιου. Τέτοιες ερμηνευτικές για την ιστορία παρατηρήσεις, καθώς και οι συνακόλουθες κοινωνικές, πολιτικές και συνειδησιακές επιπτώσεις τους είναι πολύ γνωστές στην ιστορία των ιδεών* και γενικότερα στην ιστοριογραφία. Αυτό προκύπτει ανάγλυφα και πειστικά μέσα από κείμενα όπως αυτά που ακολουθούν: α. Ο Θουκυδίδης (Ξυγγραφή, 6.24) αναλύει τις σκέψεις, επιδιώξεις, τα κίνητρα, τις συνειδήσεις* των Αθηναίων συμπολιτών του, όταν αυτοί αποφάσισαν τη γνωστή εκστρατεία στη Σικελία (415 π.Χ.): "0 Νικίας τόσα μόνο είπε, ελπίζοντας ή ότι θα αποτρέψει τους Αθηναίους από την εκστρατεία με το μέγεθος της προετοιμασίας ή ότι, αν αναγκαζόταν να εκστρατεύσει, μ' αυτό τον τρόπο θα αναχωρούσε με μεγάλη ασφάλεια. Αλλά οι Αθηναίοι δεν εγκατέλειψαν την επιθυμία τους για την εκστρατεία από τον όγκο της προπαρασκευής· αντίθετα, είχαν ξεσηκωθεί πολύ περισσότερο. Και η κατάσταση για τον Νικία εξελίχτηκε στο αντίθετο από τις προσδοκίες του. Γιατί οι Αθηναίοι σχημάτισαν τη γνώμη ότι ο Νικίας και καλές συμβουλές έδωσε και ότι τώρα βέβαια θα υπάρξει ασφάλεια και μάλιστα μεγάλη. Και σφοδρή επιθυμία τους κυρίευσε όλους να εκστρατεύσουν. Οι πιο ηλικιωμένοι, γιατ; είχαν τη γνώμη ή ότι θα υποτάξουν τα μέρη ενάντια στα οποία έπλεαν ή ότι μια μεγάλη δύναμη σαν τη δική τους δε θα πάθαινε καμιά καταστροφή. Αυτοί που ήταν στην ακμή της ηλικίας, γιατί είχαν έντονη επιθυμία να δουν και να παρατηρήσουν μακρινούς τόπους και είχαν καλές ελπίδες ότι θα γυρίσουν σώοι. Αλλά ο πολύς λαός και οι στρατιώτες από ελπίδα ότι και για το παρόν θα πάρουν χρήματα και ότι θα αποκτήσουν επιπλέον δύναμη, από τους πόρους της οποίας θα υπάρξει μόνιμη μισθοδοσία. Ετσι, εξαιτίας της υπερβολικής επιθυμίας της πλειοψηφίας,
154
ακόμη κι αν δεν άρεσαν αυτά σε κάποιον, έμενε ήσυχος, γιατί φοβόταν μήπως φανεί ότι είναι δυσμενής στην πόλη, αν ψήφιζε αντίθετα". Ποια τα κίνητρα της επιχείρησης; β. Ο Ισοκράτης αναλύει τους στόχους (εκφράζει την ιδεολογία*) της εκστρατείας των Ελλήνων εναντίον της Περσίας: "Μόνο λοιπόν ο πόλεμος αυτός (δηλαδή κατά της Ασίας) είναι καλύτερος από την ειρήνη, γιατί μοιάζει περισσότερο με θρησκευτική αποστολή (θεωρία*) παρά με εκστρατεία' και συμφέρει και στους δυο, και σε κείνους που θέλουν την ησυχία τους και σε κείνους που επιθυμούν τον πόλεμο. Γιατί έτσι θα μπορούν οι πρώτοι να χαίρονται τα υπάρχοντά τους χωρίς φόβο, ενώ οι δεύτεροι να αποκτήσουν μεγάλα πλούτη από τα υπάρχοντα των Ασιατών" (Ισοκράτης, Πανηγυρικός 182). Είναι φανερό ότι ανάμεσα στα άλλα αναζητεί διέξοδο για τους ακτήμονες, άνεργους, που τους θεωρεί δύναμη επαναστατική και επικίνδυνη για τους εύπορους της κοινωνίας*, γ. Ο πάπας Ουρβανός ο Δ' μιλώντας σε φραγκόφωνο ακροατήριο προσπάθησε να συναγείρει τις συνειδήσεις για την "ιερή" επιχείρηση που ονομάστηκε σταυροφορία. Είπε ανάμεσα σε άλλα: "Ω φυλή των Φράγκων, αγαπημένη και εκλεκτή φυλή του Θεού... Από την Ιερουσαλήμ και την Κωνσταντινούπολη μας έρχονται θλιβερά νέα. Μια κακή φυλή, που εγκατέλειψε εντελώς τον θεό, έχει εισβάλει στα εδάφη των Χριστιανών αδελφών ... αιχμαλωσίες αδελφών, βασανιστήρια αδελφών, οι άπιστοι ρυπαίνουν με ακαθαρσίες την άγια Τράπεζα των ναών... Σε ποιον ανήκει το έργο της εκδίκησης; Ακολουθήστε τον δρόμο προς τον Αγιο Τάφο, αποσπάσετε τη χώρα αυτή από την κακή φυλή και "κατακτήσετέ την εσείς". Η Ιερουσαλήμ είναι χώρα "γόνιμη", περισσότερο από κάθε άλλη στη γη, αληθινός Παράδεισος. Και τότε ακούστηκε φωνή από το πλήθος: "Diex Ii volt" (Είναι θέλημα Θεού)! (W. Durant, Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ', σελ. 689-691). Μία μόνο παρατήρηση: ο αγιότατος "δούλος των δούλων" του θεού (servus servorum dei) δεν μπόρεσε να συγκινήσει τις συνειδήσεις όσο μιλούσε για τις ουράνιες υποχρεώσεις τους, αλλά προκάλεσε ενθουσιώδη αναφώνηση, όταν αναφέρθηκε στις επίγειες επιδιώξεις ή ανάγκες τους. δ. Ενας βρετανός βουλευτής το 1830 αγορεύει στο Κοινοβούλιο της πατρίδας του ενάντια στο συζητούμενο μέτρο για "παροχή δωρεάν
υλισμός ιστορικός παιδείας" στους πολλούς' και βεβαιώνει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για την άμεση σχέση των κοινωνικών θεσμών, της "κοινωνικής συνείδησης"', της ιδεολογίας των ανθρώπων προς την κοινωνική τους θέση και τα συμφέροντό τους. Είπε συγκεκριμένα: "Οσο κι αν φαίνεται παράδοξο από πρώτη άποψη, το μέτρο της παροχής δωρεάν παιδείας στους φτωχούς που εργάζονται θα απέβαινε καταστρεπτικό και για την ηθική τους υπόσταση και για την ευτυχία τους. Πράγματι, η μόρφωση θα μάθαινε στους φτωχούς να μισούν την κοινωνική τους κατάσταση, με αποτέλεσμα να μη γίνονται καλοί υπηρέτες, αγρότες και εργάτες, επαγγέλματα που η θέση τους στην κοινωνία τους έχει προκαθορίσει. Αντί να τους διδάσκει την υποταγή, η μόρφωση θα τους απέλπιζε και θα τους καθιστούσε μαχητικούς, πράγμα που παρατηρείται συχνά στις βιομηχανικές πόλεις. Η αγωγή θα τους επέτρεπε να διαβάζουν ανατρεπτικά φυλλάδια και βιβλία επικίνδυνα και αντιθρησκευτικά· ακόμη θα τους καθιστούσε ανυπάκουους προς τους προϊσταμένους τους". Ολα τα παραπάνω δείγματα ιστορικού υλικού προέρχονται από πρόσωπα που ζούσαν την ιστορία της εποχής τους και μετείχαν ενεργά στην ιστορική δράση. Και όλα τα δείγματα αποκαλύπτουν πτυχές "ιστορικού υλισμού" πολύ πριν διατυπωθεί αυτή η θεωρία από τον Κάρολο Μαρξ*. Γιατί η θεωρία του τελευταίου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και αναθέματα και μανιώδεις προσπάθειες ανασκευής και διώξεις εκείνων που αποδέχτηκαν τη θεωρία του; Πριν απαντηθεί τέτοιο ερώτημα είναι ανάγκη να παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τα γραπτά του Μαρξ, το οποίο περιέχει τον πυρήνα της θεωρίας του ιστορικού υλισμού: Στον πρόλογό του στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, ο Μαρξ έγραψε, και η διατύπωση αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές σε άλλα έργα του: «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε συγκεκριμένες σχέσεις που είναι αναπόφευκτες και ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σχέσεις παραγωγής, που ανταποκρίνονται σ' ένα συγκεκριμένο στάδιο της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεών τους. Το σύνολο των σχέσεων αυτών παραγωγής "αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο", πάνω στο οποίο υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και προς το οποίο ανταποκρίνονται συγκεκριμένοι τύποι
"κοινωνικής συνείδησης"*. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής γενικά. "Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που προσδιορίζει την ύπαρξή τους, αλλά αντίθετα η κοινωνική τους ύπαρξη προσδιορίζει τη συνείδηση τους". Σ' ένα ορισμένο στάδιο της ανάτττυξής τους, οι "υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής", ή -αυτό που δεν είναι παρά μια νομική έκφραση για το ίδιο πράγμα- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες λειτουργούσαν ως τώρα. Από τύποι ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, "οι σχέσεις αυτές μετατρέπονται σε τροχοπέδη. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης". Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα μετασχηματίζεται, λίγο ή πολύ, ραγδαία». (Από τον "Πρόλογο" στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας). Από την ανάλυση του κειμένου αυτού μπορεί κανείς να καταγράψει τις "αρχές", τις "βασικές θέσεις" του ιστορικού υλισμού (και να τις ενισχύσει με ιστορικό υλικό απ' αυτό που παραθέσαμε πιο πάνω): α. Η υλική πλευρά της ζωής είναι πρωταρχική για τα άτομα και τις κοινωνίες" αυτή επηρεάζει ή καθορίζει τη "συνείδησή" τους, τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και τη σκέφτονται και αποφασίζουν, β. Οι άνθρωποι, ως άτομα ή ομάδες, επιδιώκοντας τα συμφέροντά τους, διαμορφώνουν ιδέες, επιχειρήματα, "ιδεολογία"*. Με άλλα λόγια η κοινωνική τους θέση, το "κοινωνικό είναι" τους προσδιορίζει τη "συνειδησιακή" πορεία τους. γ. Για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους οι άνθρωποι μπαίνουν στον στίβο της ιστορίας, γίνονται "δημιουργοί της ιστορίας", δ. Δεν έχουν όλα τα μέλη της κοινωνίας τα ίδια συμφέροντα, άρα ούτε την ίδια "συνείδηση", "ιδεολογία", "τοποθέτηση" απέναντι στα διάφορα προβλήματα της κοινωνίας" υπάρχουν εκείνοι που νιώθουν ικανοποιημένοι με την κατάσταση πραγμάτων που επικρατεί και επιθυμούν τη "διατήρησή" της (και μιλούν όπως ο βρετανός βουλευτής)· υπάρχουν οι άλλοι που υποφέρουν μέσα στην ίδια κατάσταση, νιώθουν ότι είναι τα θύματα και εύλογα επιδιώκουν την "ανατροπή" της. Οι οπαδοί της "συντήρησης" (περίπτωση του βρετανού βουλευτή) και οι εκφραστές της "ανατροπής" (η κατη-
155
υλισμός ιστορικός γορίσ των ακτημόνων στο κείμενο του Ισοκράτη) δεν είναι τυχαία σύνολα κοινωνικά, είναι τα άτομα που έχουν "κοινά συμφέροντα"' οι επιδιώξεις, οι ιδέες, η δράση τους τους οδηγούν σε συνένωση των δυνάμεων τους, οπότε αποτελούν "κοινωνικές τάξεις"*' η "πάλη των κοινωνικών τάξεων" είναι που κινεί την ιστορία*. Και την κινεί προς ορισμένη κατεύθυνση: κάθε φορά προς ανατροπή των προνομιούχων και επιβολή δικαιότερης νομής των αγαθών που παράγουν οι άλλοι. Αυτή ακριβώς η πτυχή του "ιστορικού υλισμού" προκάλεσε την οργισμένη απάντηση όλων των συντηρητικών δυνάμεων. Γιατί η ολοκληρωμένη θεωρία του Μαρξ δεν προσφέρει μόνο ερμηνεία για το παρελθόν, αλλά περιέχει και τα στοιχεία μιας "ιδεολογίας"* (= συνόλου ιδεών δράσης) για το παρόν και το μέλλον, γίνεται εργαλείο για την αφύπνιση όλων των μη προνομιούχων της κοινωνίας, για την κινητοποίησή τους στον στίβο της ιστορίας. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξ για τον "ιστορικό υλισμό" (συνέχεια και συμπλήρωμα του "διαλεκτικού υλισμού"*), η συνείδηση των ανθρώπων συνήθως είναι παράγωγο της κοινωνικής θέσης τους (δεν ισχύει το αντίστροφο)" και όλοι οι "θεσμοί" μιας κοινωνίας (το δίκαιο, η πολιτική οργάνωση, η ηθική, γενικότερα οι αξίες που πρεσβεύει μια κοινωνία) είναι στοιχεία παράγωγα της "υλικής υποδομής"' αυτή αποτελεί τη βάση του κοινωνικού οικοδομήματος, όλοι οι θεσμοί μαζί αποτελούν το "εποικοδόμημα". Η "υλική βάση" μεταβάλλεται βαθμιαία ακολουθώντας την εξέλιξη των "μέσων παραγωγής", που είναι διαρκής και ασταμάτητη, γιατί οι άνθρωποι διαρκώς επινοούν νέα τεχνικά μέσα και νέες μεθόδους για την παραγωγή αγαθών. Και αργά ή γρήγορα μεταβάλλονται οι οικονομικές και "κοινωνικής σχέσεις" των ανθρώπων και η συνείδησή τους για τα κοινωνικά ζητήματα- και ακολουθούν την πορεία μεταβολής όλοι οι θεσμοί που είχαν οικοδομηθεί σε προηγούμενες οικονομικές - κοινωνικές περιστάσεις. Αλλά οι μεταβολές αυτές δεν γίνονται ομαλά και ειρηνικά, πραγματοποιούνται μέσα από συγκρούσεις ιδεών, που είναι συγκρούσεις συμφερόντων (θυμηθείτε τα ιστορικά κείμενα που δώσαμε στην αρχή και ιδιαίτερα το τέταρτο, με τον βρετανό βουλευτή)' και, επειδή κανείς δεν παραιτείται από κεκτημένα συμφέροντα, οι ιδεολογικές συγκρούσεις οδηγούνται μοιραία σε βίαιες ανατροπές.
156
Η εποχή του Marx (και του φίλου και συνεργάτη του Engels*) ήταν πλούσια σε αναμνήσεις και εμπειρίες που επιβεβαίωναν τη θεωρία σε βαθμό τέτοιο ώστε αυτή να γίνεται όπλο ιδεολογικής και "κοινωνικής πάλης". Η αστική επανάσταση ήταν πρόσφατη, οι συγκρούσεις εργατών και εργοδοτών ειδικά στις βιομηχανικές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία) ήταν παρούσες και κάποτε βίαιες. Οι εργατικές μάζες έκδηλα αδικημένες, αλλοτριωμένες, οργισμένες, καθώς έβλεπαν έκδηλη την εκμετάλλευση του μόχθου τους. Το κήρυγμα του Marx ήταν απλό, κατανοητό, αμάχητο' οι άνθρωποι είναι συνδημιουργοί της ιστορίας τους, μέσα στις συνθήκες βέβαια που έχει γΓ αυτούς ετοιμάσει η ιστορία- οι εργάτες παράγουν τα αγαθά της ζωής για όλους, άρα δικαιούνται καλύτερη μοίρα και μερίδα και έχουν τη δύναμη "να αλλάξουν την άδικη κοινωνία σε δίκαιη" (η "ενδέκατη θέση" για τον Feuerbach* είναι σαφής και πειστική: Die Philosophen haben die Welt nur verschieden interpretiert; es kommt aber darauf ein, sie zu verändern = Οι φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο με ποικίλους τρόπους" αυτό που μένει -που οφείλουμε- να κάνουμε είναι να τον αλλάξουμε)" την απάνθρωπη εκμετάλλευση μπορούμε να μετατρέψουμε σε ανθρώπινη συνεργασία, να δημιουργήσουμε έναν "νέον άνθρωπισμό" με αφετηρία την απελευθέρωση από την πείνα και την ανέχεια, τον "σοσιαλιστικό ανθρωπισμό". Φορέας της κοσμογονίας αυτής δεν μπορεί να είναι άλλος από την εργατική τάξη, γιατί μόνη αυτή παράγει αγαθά για όλους, διεκδικεί μόνο απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση, την απανθρωπιά, την αλλοτρίωση" και δεν έχει αυτή τάσεις για εκμετάλλευση άλλων μπορεί να προωθεί μέτρα συμμετοχής όλων στους κόπους (ανάλογα με τις δυνάμεις τους) και μετοχής όλων από τα αγαθά ανάλογα προς τις ανάγκες τους. Αυτό που χρειάζονται οι εργάτες - αγρότες είναι η "ιδεολογική αφύπνιση", συνειδητοποίηση της θέσης - της δύναμης και της αποστολής τους" χρειάζονται επίσης και οργάνωση, όχι μόνο μέσα στα εθνικά σύνορα που τους χωρίζουν και τους φυλακίζουν, αλλά πέρα από τα σύνορα. Και ρίχτηκαν, οι ίδιοι οι δημιουργοί της θεωρίας του "ιστορικού υλισμού", στον αγώνα για διάδοση των ιδεών τους, οργάνωση του διεθνούς προλεταριάτου για την αλλαγή της κοινωνίας. Ανέλαβαν πολιτική δράση.
"Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός Εκατομμύρια άνθρωποι δέχτηκαν το κήρυγμα των Marx - Engels σαν βάλσαμο παρηγοριάς για τις κακουχίες τους, ελπίδας για το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους και όλης της ανθρωπότητας. Η ανάγκη των μαζών για ελπίδα ήταν τόσο δυνατή ώστε δέχτηκαν τη νέα θεωρία -ολοκληρωμένη άλλωστε και με εσωτερική συνοχή- ως νέα πολιτική, θρησκεία. Η πρώτη "Διεθνής" (1864) έβαλε τα θεμέλια κομματικής οργάνωσης των σοσιαλιστών κομμουνιστών σ' όλο τον κόσμο. Οι κυβερνήσεις, κυρίως των κεφαλαιοκρατικών - βιομηχανικών χωρών, άρχισαν να τρομοκρατούνται, να μεθοδεύουν διώξεις των μελλοντικών ανατροπέων τους, αλλά και να νομοθετούν κάποια κοινωνική - εργατική νομοθεσία για να αμβλύνουν την ορμητικότητα των μαζών που άρχισαν να επαναστατικοποιούνται. Η "Δεύτερη Διεθνής" (1889) μέσα στα πλαίσια των "Μεγάλου Πολέμου" (1914-18) αντιμετώπισε το μεγαλύτερο δίλημμα: οι εργάτες θα πολεμούσαν για τις πατρίδες τους ή θα απείχαν από τη σύγκρουση των κεφαλαιοκρατικών κυβερνήσεων (εθνισμός ή διεθνισμός); Επικράτησε η πρώτη άποψη- και η Δεύτερη Διεθνής κατέρρευσε. Αλλά η "σοσιαλιστική ιδέα" κέρδισε μια Μεγάλη Επανάσταση (τη Ρωσική, υπό την ηγεσία του Λένιν", το 1917-21 ) και απόκτησε μια πρώτη "σοσιαλιστική Πατρίδα". Το πρώτο αυτό πείραμα, που γέμισε με ελπίδες το προλεταριάτο όλου του κόσμου και με αγωνία τις προνομιούχες κοινωνικές τάξεις κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (19191939), έπασχε από κάποιες αδυναμίες, εγγενείς ή συγκυριακές. α. Η Επανάσταση πραγματοποιήθηκε σε χώρα όπου ακόμη δεν είχε ανδρωθεί η εργατική τάξη της βιομηχανικής - κεφαλαιοκρατικής εποχής- ουσιαστικά απουσίαζε ο συνειδητοποιημένος φορέας της σοσιαλιστικής πορείας- η Επανάσταση του 1917 πραγματοποιήθηκε συγκυριακά σε μια χώρα γεωργική - φεουδαρχική, επειδή βοήθησε η συγκυρία του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918). β. Η πρώτη σοσιαλιστική Πατρίδα, όσο κι αν ήταν αχανής σε έκταση, βρέθηκε από τα πρώτα της βήματα πολιορκημένη από παντούη αντιμπολσεβικική επέμβαση των κεφαλαιοκρατικών χωρών και των "συμμάχων" τους (Αγγλίας, Γαλλίας, ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Πολωνίας ... Ελλάδας), από το 1919 ως το 1921, δεν ανέτρεψε την Επανάσταση αλλά την εξώθησε να δαπανά περισσότερα για την άμυνα παρά για
την ανοικοδόμηση και διευκόλυνε την εξέλιξη της εξουσίας του προλεταριάτου σε δικτατορία του ενός, με τη βοήθεια μιας κομματικής "γραφειοκρατίας" που εξελίχθηκε σε εσωτερική κατοχή, ανάλογη προς την τσαρική. Και η "Τρίτη Διεθνής" (1921), που οργανώθηκε από το νέο, το σοσιαλιστικό (σοβιετικό) κράτος, εντάχθηκε στον ίδιο μηχανισμό γραφειοκρατικής οργάνωσης, όπως και η εσωτερική πολιτική ζωή της σοβιετικής (τότε) εξουσίας, γ. Ο φόβος νέας επέμβασης ενισχυόταν από πολλές αντισοβιετικές πράξεις των κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων, με κορύφωση το "Anticommintem Pact" (σύμφωνο εναντίον της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ουσιαστικά αντισοβιετικό) της φασιστικής Ιταλίας, της ναζιστικής Γερμανίας και της στρατοκρατικής Ιαπωνίας (1935)και αυτό ενίσχυσε την αυταρχική εξουσία του νεαρού σοβιετικού - σοσιαλιστικού κράτους. Στον αγώνα εξ άλλου τον εσωτερικό για την επικράτηση, είχαν δαπανηθεί οι πιο ωραίες μορφές της Επανάστασης- και στη συνέχεια ο αυταρχισμός εκείνων που έμειναν στην εξουσία (μαζί με τη γραφειοκρατία) οδήγησαν σε σταδιακό μαρασμό της κοινωνικής προσπάθειας. Το πρώτο σοσιαλιστικό πείραμα που επιχειρήθηκε στο όνομα του "ιστορικού υλισμού" δεν ακολούθησε τις αρχές του- και κατέρρευσε- αλλά η κατάρρευση του δεν συνεπάγεται και χαρακτηρισμό αποτυχίας της θεωρίας στην πράξη, αφού η πράξη δεν ήταν εφαρμογή της θεωρίας παρά μόνο προσχηματική επίκλησή της. Βιβλιογρ.: Κ. Marx. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας.· Κ. Marx - Fr. Engels. Η Γερμανική Ιδεολογία.· Κ. Marx, Οι θέσεις για τον Feurbach. (Ολα υπάρχουν σε ελληνικές μεταφράσεις. το δεύτερο έργο σε μετ. Κ. Φιλίνη).- Μ. Μ. Σιντόροφ, Τι είναι ιστορικός υλισμός.· Ευτυχή Μπιτσάκη, Καρλ Μαρξ. θεωρητικός του Προλεταριάτου.· Έριχ Φρομ, Η εικόνα του ανθρώπου στον Μαρξ. (μετ. Λεωνίδα Καρατζά).- Ερνστ Φίσερ, Τι είπε πραγματικά ο Μαρξ (μετ. Μπάμπη Γραμμένου).- Τζων Λιούις, Ο Μαρξισμός του Μαρξ (μετ. Τζένης Μαστοράκη, 1975. κεφαλαία 5, 8. 11).- Martha Harnecker. Βασικές Εννοιες του Ιστορικού Υλισμού (μετ. Α. Δημάκογ - Χ. Χατζηιωσήφ).· Valéry Deyer. Philosophy and Social Theory: an Introduction to Historical Materialism. Progress Publishers. Moscow. 1987 - Z. Berbeshkina και άλλων. What is Historical Materialism. Moscow. 1985. Φ Κ. Βώρος
"Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός. Κριτικές σημειώσεις περί μιας αντιδραστικής φιλοσοφίας". Το κύριο φιλοσοφικό έργο του Β. I. Λένιν" (γράφτηκε το 1908 και δημοσιεύθηκε το 1909). Την εποχή εκείνη της αντίδρασης και της αντεπανάστασης* που ακολούθησε την
157
υλιστική αντίληψη της ιστορίας ήττα της πρώτης ρωσικής "σοσιαλιστικής επανάστασης"* (1905-07), ο Λένιν θεώρησε πρωταρχικό του καθήκον την προάσπιση της μαρξιστικής φιλοσοφίας από τις επιθέσεις του αναθεωρητισμού* και του εμπειριοκριτικισμού*. Πρόκειται για ένα έργο πολεμικής εναντίον του υποκειμενικού ιδεαλισμού*, της "υποκειμενικής κοινωνιολογίας", των "νόμιμων μαρξιστών"* και των τάσεων δογματικής αποστέωσης του μαρξισμού* από τους θεωρητικούς της Β' Διεθνούς. Ο Λένιν στρέφεται εναντίον των προσπαθειών "συμπλήρωσης και ανάπτυξης" του μαρξισμού, οι οποίες οδηγούν ουσιαστικά στον υποκειμενικό ιδεαλισμό, στον εκλεκτικισμό* και στον αγνωστικισμό*. Αναδεικνύει τις θεωρητικές πηγές του μαχισμού* (Μπέρκλεϋ*, Χιουμ*, Καντ*, εμμονοκρατία*), την αρνητική επίδραση του εμπειριοκριτικισμού στην κρίση που ανέκυψε στη φυσική επιστήμη στο μεταίχμιο 19ου και 20ού αι., αλλά και συνολικά τον ρόλο του θετικισμού*. Ωστόσο, το έργο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην πολεμική κριτική αντιπάλων κατευθύνσεων, αλλά επεκτείνεται στη θεμελίωση σημαντικών θέσεων του μαρξισμού, όπως του "βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας", μιας σειράς κατηγοριών (ύλη*, εμπειρία*, χρόνος και χώρος", αιτιότητα*, ελευθερία*, αναγκαιότητα* κ.ά.), της "θεωρίας της γνώσης"* (αντανάκλαση*, ρόλος της πρακτικής* στη "γνωστική διαδικασία"*, αντικειμενική αλήθεια*, συσχέτιση απόλυτης και σχετικής αλήθειας) και του ιστορικού υλισμού*. Εξετάζοντας τα αίτια και τον χαρακτήρα της κρίσης που προκάλεσαν στα φιλοσοφικά θεμέλια των φυσικών επιστημών σι ανακαλύψεις της φυσικής και του φυσικού ιδεαλισμού, αποκαλύπτοντας τις ταξικές και γνωσεολογικές πηγές του τελευταίου, ο Λένιν αποδεικνύει πειστικά τον μεθοδολογικό και ευρετικό χαρακτήρα (βλ. ευρετική*) της διαλεκτικής* στην πρόοδο της επιστημονικής γνώσης αλλά και τη στενή συνάφεια μεταξύ έπαναστατικής φιλοσοφίας και επιστημών*, την ιδιότυπη σχέση αμοιβαίου εμπλουτισμού μεταξύ μαρξισμού και επιστημονικής προόδου. Μια σχέση που αδυνατεί να συλλάβει ο πολιτικός πραγματισμός και ο πρακτικισμός. Βιβλιογρ.: Λένιν Β. I., Άπαντα", Σ. Ε. τόμ. 18.- Ιλιένκοφ Ε. Β.. Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού. Σ. Ε., Αθήνα, 1988. Δ. Πατέλης
υλιστική αντίληψη της ιστορίας, βλ. υλισμός ιστορικός
158
υλοζωισμός ή υλοζωία ή υλοψυχία. Επίσημα ο όρος αυτός στην ιστορία των ιδεών εισάγεται από τον άγγλο Cudworth (1617-1688), αλλά η πρώτη αποτύπωση των όσων δηλώνονται με την έννοια αυτή έγινε από την Ιωνική φιλοσοφία. Υλοζωισμός λέγεται η θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια υλική και ταυτόχρονα ζωντανή (ένθεη) αρχή μέσα σε όλα τα πράγματα της φύσης, ώστε αυτά ν' αποτελούν μια οργανωμένη ολότητα. Υλοζωισμός είναι η φιλοσοφική θεώρηση που πρόβαλε ως θέση τη συνύπαρξη και συλλειτουργία ύλης και ζωής ή ύλης και ενέργειας. Ζωή ή ενέργεια δεν νοείται χωρίς την ύλη μέσα από την οποία λειτουργεί ως κάτι ζωντανό, μορφοποιημένο ή ένθεο , αιώνιο. Τη ζωική δύναμη που κατοικεί μέσα στην ύλη μπορεί να τη θεωρήσει κανείς από τη μια μεριά ως μια ιδιόρρυθμη ενέργεια, από την άλλη ως μια ιδιότητα όμοια με τις άλλες ιδιότητες της ύλης. Πρώτοι υλοζωιστές υπήρξαν σι Μιλήσιοι φιλόσοφοι: Θαλής*, Αναξίμανδρος*, Αναξιμένης*. Του πρώτου είναι γνωστή η άποψη "τον λίθον έχειν ψυχήν, ότι τον σίδηρον κινεί" (Αριστ. Περ. ψυχ. Α2405α20). Ο Αναξιμένης δίδασκε "η ψυχή η ημετέρα αήρ ούσα συγκρατεί ημάς και όλον τον κόσμον πνεύμα και αήρ περιέχει" (Ψεύδ. Πλουτ., Π.τ.αρ. A3). Ο Αναξίμανδρος θεωρεί το "άπειρον" ως γενεσιουργή "αρχή", αυτό όμως δεν είναι άμοιρο υλικής υπόστασης: "το γαρ άπειρον ουδέν άλλο ή ύλη εστίν" (D-KA14), αλλά έχει και μια "ενέργεια" (= ζωή): "αναγκαίον ενεργεία άπειρον είναι σώμα αισθητόν" (DKA14). Υλοζωιστικές δοξασίες διατυπώθηκαν κατά την Αναγέννηση εξαιτίας της αναβίωσης των μεταφυσικών θεωριών. Ο Paracelsus* (αρχές 16ου αι.) μίλησε για ένα archeus (από το ελληνικό αρχαίος), μια πρωταρχική δύναμη που ενεργεί μέσα στον οργανισμό σκόπιμα και μορφοπλαστικά. Ο G. Bruno* (1548-1600) πιστεύει πως η έμψυχη ύλη του σύμπαντος διαμορφώθηκε από τον θεό*, ενώ ο Diderot* (1713-1784) δίδασκε πως μέσα στα ελάχιστα (minima) της ύλης υπάρχει μια πηγή κίνησης των πραγμάτων στον χώρο*. Τον 18ο αι. υλοζωιστές υπήρξαν ο Maupertuis, ο Button και ο Goethe*. Τον 19ο αι. με μικρές διαφοροποιήσεις υλοζωιστικές δοξασίες υποστήριξαν οι Shelling*, ο Ed. V. Hartmann*, ο Fechner*, ενώ παρόμοια πίστευε και ο Haeckel*. Ο Kant* θεωρούσε τον υλοζωισμό "θάνατο κάθε φιλοσοφίας του φυσικού κόσμου"*. Βιβλιογρ.: Βορέα θ., Εισαγωγή εις την Φιλοοοφιαν. εν
ύπαρξη Αθήναις. 1972'.- Kirk G. - J. Raven - M. Scholiek). The Presocratic, ελλην. μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Μορφ. Ιδρ. Εθν. Τραπέζης, Αθήνα, 198β. /. Γ. Δελλής
υλομορφισμός (ύλη+μορφή). Φιλοσοφική θεωρία" που αναφέρεται στις μορφολογικές αλλοιώσεις της ύλης*. Η ύλη και η μορφή* είναι έννοιες συσχετικές, καθόσον συνιστούν χαρακτηριστικά στοιχεία του σωματικού κόσμου. Η μορφή υφίσταται πάντα σαν πραγματοποιημένη στην ύλη (αντίστοιχες έννοιες: ενέργεια και δύναμη)' μόνο ο Θεός* είναι καθαρή μορφή (actus purus). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως προς υποδήλωση της θεωρίας του Αριστοτέλη* περί ύλης και μορφής (βλ. μορφή και ύλη) ως βασικών αρχών του Είναι*. Την αντίληψη του υλομορφισμού αποδέχτηκαν και οι σχολαστικοί* του μεσαίωνα. Ευτυχία Ξυδιά
υλοψυχισμός. Φιλοσοφική αντίληψη, κατά την οποία η ύλη έχει ψυχή. Ο υλοψυχισμός και ο υλοζωισμός (η ύλη έχει ζωή) είναι αντιλήψεις των Ιώνων φιλοσόφων, οι οποίοι θεωρούσαν όλα τα όντα έμβια και συγχρόνως έμψυχα. Ο Θαλής, ξεκινώντας από τη βάση ότι ο μαγνήτης και το ήλεκτρο είναι έμψυχα λόγω της ελκτικής ή ηλεκτρικής, αντίστοιχα, δύναμης που εκπέμπουν, πίστευε ότι όλα τα όντα, που έχουν τη δυνατότητα και δέχονται τις ανωτέρω επιδράσεις, είναι γεμάτα από θεό*. Οι αντιλήψεις αυτές των υλοψυχιστών, καθώς και των υλοζωιστών, αντιτίθενται στις μηχανιστικές θεωρίες, κατά τις οποίες η ύλη είναι αδρανής και νεκρή και η κίνηση έχει για πηγή της την εξωτερική δύναμη. Ο υλοψυχισμός, όπως και ο υλοζωισμός, έχουν τις ρίζες τους στις ανιμιστικές αντιλήψεις των πρωτογόνων φυλών και τη συνέχειά τους στον ευρωπαϊκό παμψυχιομό* και ψυχοφυσικό παραλληλισμό*, των οποίων ο κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο Φέχνερ* (1801-1887). Αυτός αναπτύσσει τις σχέσεις μεταξύ φυσικού και ψυχικού κόσμου και υποστηρίζει ότι τα πάντα είναι έμψυχα: άνθρωποι, ζώα, φυτά και η γη. Η γη έχει ψυχή και αισθητήρια όργανα αυτής είναι όλα τα άλλα: φυτά, ζώα, άνθρωποι. Απ. Τζ.
Υμπερσφέλντ (Ubersfeld) Αν. Γαλλίδα θεατρολόγος, καθηγήτρια στο Ινστιτούτο θεατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου Sorbonne Nouvelle - Paris III, όπου κατέχει την έδρα της "Esthé-
tique et Sciences de Γ art". Η συμβολή της στη σημειολογία του θεάτρου είναι πολύ μεγάλη τόσο μέσα από τα μαθήματά της όσο και μέσα από τα βιβλία της. Με το πρώτο της θεωρητικό βιβλίο πάνω στο αντικείμενο αυτό, το Lire le théâtre (1977), προτείνει, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος, τρόπους "ανάγνωσης" όχι μόνο του θεατρικού κειμένου αλλά και της σύνολης θεατρικής πράξης - παράστασης. Εδώ θα εισαγάγει, σε επεξεργασμένη ειδικά για το θέατρο μορφή, το "Μοντέλο δράσης" του Γκρεμός*, αναλύοντας μέσα από παραδείγματα και τον ρόλο των "τριγώνων δράσης" που προκύπτουν από αυτό. Σημαντική ανάπτυξη γνωρίζει εδώ και η έννοια της θεατρικής ψευδαίσθησης. Με το βιβλίο της L'école du spectateur ( 1981), εκκινώντας από το βασικό ερώτημα "κατά πόσο ο θεατής μαθαίνει για ή από το θέατρο", επιχειρεί, μέσα από μια σημειολογική ανάλυση της παράστασης, να δείξει στον θεατή του θεάτρου τα μονοπάτια που πρέπει να ακολουθήσει προς τη μάθηση. Ηθοποιός, κινησιολογία, κοστούμια και σκηνικά, φωτισμοί κ.λπ. εξετάζονται εδώ αναλύτικά με βάση συγκεκριμένες παραστάσεις. Αλλα της έργα είναι αφιερωμένα στους: Πωλ Κλωντέλ, Αλφρέντ ντε Μυσσέ, Β. Ουγκώ κ.ά., ενώ το πλέον πρόσφατο στον Αντουάν Βιτέζ, σκηνοθέτης και ποιητής (1994). Δημ. Τσατσούλης
υπαλληλία ή υπάλληλες κρίσεις. Η σχέση της υπαλληλίας εμφανίζεται διττώς: ως υπόταξη και ως υπέρταξη. Στην πρώτη περίπτωση, η κρίση Α υποτάσσεται στην κρίση Β, η οποία είναι ευρύτερη της πρώτης και ισχύει: όλα τα Α είναι Β, αλλά όλα τα Β δεν είναι Α (μερικά μόνο Β είναι Α). Στη δεύτερη περίπτωση, η κρίση Β υπερτάσσεται στην κρίση Α, την οποία περιλαμβάνει στο πλάτος της και ισχύει: όλα τα Β δεν είναι Α (μερικά μόνο Β είναι Α), αλλά όλα τα Α είναι Β. Η σχέση της υπαλληλίας παρατηρείται ευκολότερα στις περιπτώσεις των εννοιών (έννοιες υπάλληλες). Ευτυχία Ξυδιά
ύπαρξη (λατ. existentia).Βασική φιλοσοφική κατηγορία, η οποία δεν ορίζεται με λογικούς όρους και δεν μπορεί να γνωσθεί αντικειμενικά. Συνεξετάζεται με την έννοια της "ουσίας"* (essentia), με την οποία είτε συνάπτεται άμεσα είτε διαχωρίζεται. Ο,τι στη μυθολογική γλώσσα καλείται ψυχή* στη φιλοσοφική λέγεται ύπαρξη*. Στην "ιστορία της φιλοσοφίας"*, η έν-
159
ύπαρξη νοια της ύπαρξης δηλώνει το εξωτερικό Είναι των πραγμάτων, το οποίο γίνεται αντιληπτό με την εμπειρία* και το οποίο αντιτίθεται πλήρως προς την ουσία των πραγμάτων, η οποία συλλαμβάνεται με τη νόηση*. Ως μεταφυσική κατηγορία, η ύπαρξη συνυπάρχει με τα όντα*, αφορά δηλαδή στο ενσαρκωμένο ον (τον άνθρωπο*), το οποίο δεν διαχωρίζεται από την ουσία του (το βαθύτερο Είναι του). Για τους κλασικούς φιλοσόφους (Πλάτων* και Αριστοτέλης*), η ύπαρξη εξαρτάται από την ουσία, η οποία της προσδίδει νόημα και την καθορίζει. Αντίθετα, στον θωμισμό* (βλ. Ζιλσό\ή είναι η ύπαρξη που δίνει πνοή στην ουσία, αν και ο υπαρξιακός παράγοντας δεν τονίζεται ιδιαίτερα. Στον σχολαστικισμό*, ο δυϊσμός ύπαρξης και ουσίας διατηρείται και η υπόσταση ενός πράγματος καθορίζεται από τη δημιουργική βούληση του θεού*. Για τη διαλεκτική-υλιστική φιλοσοφία η ύπαρξη είναι συνώνυμο του Είναι, ενώ ο αγγλικός εμπειρισμός' των 17ου-18ου αι. (Λοκ*, Χιούμ*) αναγνωρίζει την ύπαρξη μεμονωμένων γεγονότων, που δεν πηγάζουν από πουθενά αλλά καταγράφονται στην αισθητηριακή εμπειρία. Στη φιλοσοφία των Νέων Χρόνων (Ντεκάρτ*, Σπινόζα*, Φίχτε*, Χέγκελ*), οι ορθολογιστές ερμηνεύουν την ύπαρξη ως κάτι το έλλογο (ορθολογικό), το οποίο φανερώνει αυτό που είναι ένα πράγμα, δηλαδή την ουσία του. Ο Καντ* της προσδίδει οντολογικό χαρακτήρα, εμμένοντας στο γεγονός ότι η ύπαρξη δεν μπορεί ποτέ ν' αναχθεί στην ουσία. Ο Κίρκεγκωρ* είναι αυτός που πρώτος θ' αντιπαραθέσει την έννοια της ύπαρξης στον ορθολογισμό* (κυρίως του Χέγκελ) ως το ανθρώπινο Είναι που συλλαμβάνεται άμεσα από τον νου" η ύπαρξη είναι πλέον συνώνυμη της υποκειμενικότητας με την έννοια της ατομικότητας και μοναδικότητας. Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη (existence, από το p. existo= υπάρχω, ίσταμαι έξω από τον εαυτό μου), δηλαδή αυθυπέρβαση. Η ύπαρξη είναι μοναδική, προσωπική και πεπερασμένη (θνητή). Στον 20ό αι. η κιρκεγκωριανή έννοια της ύπαρξης αναβιώνει στον υπαρξισμό*, κατέχει δεσπόζουσα θέση και ατενίζεται ποικιλοτρόπως, (βλ. Γιάσπερς, Χάιντεγγερ, Σαρτρ, Μαρσέλ, Καμύ κ.ά.). Η ύπαρξη σχετίζεται πλέον με την υπερβατικότητα και σημαίνει την έξοδο του ανθρώπου από τα όριά του (ο άνθρωπος είναι ελευθερία). Οι φιλοσοφίες της υποστάσεως, όπως λέγονται, αντιμετωπίζουν την ύπαρξη ως ένα συνεχές γίγνεσθαι. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για ένα λογικό
160
γίγνεσθαι, αλλά για ένα γίγνεσθαι που πραγματώνεται μέσω της εκλογής και της απόφασης. Το να υπάρχεις δεν σημαίνει να θεωρείσαι δεδομένος, αλλά προς δημιουργία από τον ίδιο σου τον εαυτό. Κατά τον περίφημο ορισμό του Lequier* για την ύπαρξη: "Να φτιάχνεις και φτιάχνοντας να φτιάχνεσαι". Για τον Χούσσερλ* και τους φαινομενολόγους, η ύπαρξη προσδιορίζεται από τη συνείδηση*· αυτό που πραγματικά υπάρχει υπάρχει για μια συνείδηση. Τέλος, η μαρξιστική φιλοσοφία αντιτίθεται προς όλες τις μορφές του ιδεαλισμού* και θεωρεί την ύπαρξη ως την αντικειμενική πραγματικότητα των διαφόρων μορφών ύλης και ως το κοινωνικοϊστορικό Είναι που προσδιορίζει την κοινωνική θέση του ανθρώπου. Βιβλιογρ.: Βαλ Ζαν, Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, Δωδώνη, 1988.- Lalande Α., Λεξικό της φιλοσοφίας.· Παπαλεξόνδρου Κ. θ., Συνοπτική ιστορία φιλοσοφίας, Αθήνα, 1970. Ευτυχία Ξυδιά
ύπαρξη, βλ. υπαρξισμός υπαρξιακή ψυχολογία (Existential Psychology). Σχολή της ψυχολογίας* η οποία προήλθε από την υπαρξιστική φιλοσοφία και ασχολείται με τη μελέτη του περιεχομένου των συνειδητών εμπειριών* του ατόμου*, τις οποίες διερευνά με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης. Η υπαρξιακή ψυχολογία τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία της αυτεπίγνωσης καθώς και της ελευθερίας επιλογής όσον αφορά στα μέσα που υιοθετούνται από το άτομο για την επίτευξη της αυτοεκπλήρωσης και της αυτοπραγμάτωσης του. Η υπαρξιακή ψυχολογία έχει άμεση σχέση με τη δομική ψυχολογία* αναφορικά με τη σημασία που δίνει στην ανάλυση και ταξινόμηση των νοητικών γεγονότων. Βασιλική Παππά
υπαρξισμός (existentialismus, από το λατ. existentia = ύπαρξη) ή φιλοσοφία της υπάρξεως (ή υποστάσεως) ή υπαρξιακή φιλοσοφία. Σύγχρονο φιλοσοφικό σύστημα που θέτει ως βασική αρχή του την ανθρώπινη ύπαρξη (existence) και διδάσκει ότι η ύπαρξη* προηγείται της ουσίας*, δηλαδή ο άνθρωπος πρώτα απαντάται στον κόσμο* (εν τω κόσμω υπάρχειν) και μετά προσδιορίζεται βάσει των εκλογών και των αποφάσεών του. Ο υπαρξισμός ως φιλοσοφικό κίνημα εκδηλώθηκε στη Γερμανία στο τέλος του Α' παγκόσμιου πολέμου, αν και
υπαρξισμός οι βάσεις του είχαν ήδη τεθεί από τον Ζ. Κίρκεγκωρ*, ο οποίος στράφηκε εναντίον του ορθολογισμού* (Χέγκελ*), διακηρύσσοντας την ελευθερία εκλογής του ανθρώπου*. Επίσης, πηγή του υπαρξισμού υπήρξε η "φιλοσοφία της ζωής"* (Νίτσε*) και η φαινομενολογία* (Χούσσερλ*, Μερλώ-Ποντύ*). Εκπρόσωποι του υπαρξισμού είναι οι: Σεστόφ* και Μπερντιάεφ* (Ρωσία), Χάιντεγγερ* και Γιάσπερς* (Γερμανία), Σάρτρ*, Μαρσέλ*, Καμύ* και Σιμόν ντε Μπωβουάρ (Γαλλία). Μ. ντε Ουναμούνο* και Ορτέγκα-υ-Γκασσέτ* (Ισπανία) κ.ά.) Ο υπαρξισμός διακρίνεται σε θείστικό (π.χ. Γιάσπερς, Μαρσέλ, Μπερντιάεφ κ.ά.) και σε αθεϊστικό (π.χ. Σαρτρ, Καμύ, Χάιντεγγερ κ.ά.)' παρ' όλο που ο όρος "αθείσπκός" είναι συχνά συμβατικός, αφού η διακήρυξη ότι "ο θεός πέθανε" συνοδεύεται από τον ισχυρισμό ότι η ζωή χωρίς θεό* είναι παράλογη και αδύνατη (βλ. Χάιντεγγερ, Καμύ). Η μέθοδος* που κατεξοχήν χρησιμοποιούν οι υπαρξιστές προκειμένου να προσδιορίσουν την έννοια της ύπαρξης είναι η "φαινομενολογική αναγωγή" του Χούσσερλ. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αυθυπέρβαση, ένα σχέδιο που προβάλλεται στο μέλλον και που βιώνεται υποκειμενικά, έχοντας πάντοτε συνείδηση αυτού που είναι και της παρουσίας του στον κόσμο. Η ύπαρξη είναι "ανοιχτή", κινείται προς τον άλλο και γνωρίζεται μέσω αυτού. Για τον Σαρτρ και τον Χάιντεγγερ είναι το Είναι που κατευθύνεται προς το μηδέν* και συνειδητοποιεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του, δηλαδή τον θάνατο*. Γι' αυτό και οι βασικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ο φόβος, η αγωνία, η συνείδηση, η αποφασιστικότητα κ.ά. Κατανοώντας τον εαυτό του σαν ύπαρξη ο άνθρωπος αποκτά την ελευθερία* του, που είναι η ίδια η ύπαρξη του. Εδώ εισάγεται η έννοια της υπέρβασης*, η ύπαρξη δηλαδή σημαίνει την έξοδο από τα όριά της. Στον θείστικό υπαρξισμό το υπερβατικό (=το πραγματικό Είναι) είναι ο θεός, ενώ στον αθεϊστικό είναι το Μηδέν. Ο άνθρωπος όμως είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος (Σαρτρ). Επιπλέον, ο άνθρωπος είναι η εκλογή του, του ίδιου του του εαυτού, της ουσίας του' γι' αυτό και τον βαρύνει η ευθύνη για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Έτσι, βιώνει οριακές καταστάσεις, όπως είναι η πάλη, η αγωνία κ.λπ. (Γιάσπερς). Βασική υπαρξιακή έννοια* είναι και ο χρόνος*, ο οποίος αντιπαρατίθεται προς τον φυσικό χρόνο που είναι καθαρή ποσότητα. Αντίθετα, ο υπαρξιακός χρόνος είναι ποιοτικός, πεπερα-
Φ.Α.,Ε-11
σμένος και ανεπανάληπτος" προβάλλει ως "μοίρα" (Χάιντεγγερ, Γιάσπερς) και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ουσία της ύπαρξης, δηλαδή τη γέννηση, τον θάνατο, την αγάπη, την απόγνωση κ.λπ. Ακόμη, επισημαίνεται η καθοριστική σημασία του μέλλοντος, καθόσον ο άνθρωπος είναι ένα σχέδιο (un projet) προς πραγμάτωση. ' Ωστε, ο χρόνος προσλαμβάνει έναν προσωπικο-ιστορικό χαρακτήρα. Η ιστορικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης συνίσταται στο ότι αυτή βρίσκει τον εαυτό της πάντοτε σε μια ορισμένη κατάσταση στην οποία ακριβώς έχει ριχτεί. Η "χρονικότητα", η "ιστορικότητα" και η "καταστασιακότητα" της ύπαρξης αποτελούν τρόπους του πεπερασμένου της. Οσον αφορά στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, αυτή καθίσταται αδύνατη για τον Καμύ και τον Σαρτρ, οι οποίοι σε όλες τις μορφές ανθρώπινων σχέσεων διακρίνουν μόνο την υποκρισία, το ψέμα και την εκμετάλλευση. Ο μοναδικός τρόπος παγματικής επικοινωνίας για τον Καμύ είναι η εξέγερση κατά του παραλόγου, του πεπερασμένου, της έλλειψης νοήματος και ολοκλήρωσης του ανθρώπινου Είναι. Αντίθετα, ο Μαρσέλ πιστεύει ότι μέσω του διαλόγου, μέσω του εσύ και της προσωπικής σχέσης με τον άλλο, μπορεί να επιτευχθεί η πραγματική επικοινωνία, η οποία πραγματοποιείται ενώπιον του Θεού και ανάγεται στη σφαίρα του μυστηρίου*. Η τραγικότητα συνίσταται στο ότι ο κόσμος της αντικειμενικοποίησης απειλεί αδιάκοπα την υπαρξιακή επικοινωνία, εξαιτίας του πεπερασμένου της ύπαρξης. Αλλα γνωρίσματα του υπαρξισμού είναι η "απαισιοδοξία", η "υποκειμενικότητα", με την έννοια της ατομικότητας και της μοναδικότητας, η "αναζήτηση", το "αίσθημα του ανικανοποίητου", η "άρνηση της ορθολογικής γνώσης", ο "παραλογισμός" και η "αντίφαση". Η τραγικότητα και γενικά η πεσιμιστική χροιά του υπαρξισμού ενισχύθηκε από την κρίση της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και τις παραδοξότητες του αιώνα μας, όπως είναι οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι ακραίες μορφές αλλοτρίωσης, το άγχος, η έκλυση των αξιών* και των ηθών, οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα. Παρ' όλα αυτά, ο υπαρξισμός κηρύσσει την υποχρέωση της ένταξης και συμμετοχής στην κοινωνική δράση και καταδικάζει την αδράνεια και την αποχή. Βέβαια, οι κοινωνικοπολιτικές θέσεις των υπαρξιστών διαφέρουν. Έτσι, οι Σαρτρ και Καμύ κινήθηκαν στα πλαίσια της Αριστεράς, οι Γιάσπερς και Μαρσέλ ήταν φιλελεύθεροι, ενώ η πολιτική θέση
161
Υπατία του Χάιντεγγερ υπήρξε συντηρητική. Ο υπαρξισμός άσκησε μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνία και στην τέχνη* της Δύσης, καθώς και στις θέσεις της αστικής διανόησης. Τέλος, μια αισιόδοξη θεώρηση του υπαρξισμού επιχείρησαν σι Φ. Μπολνόφ και ο Αμπανιάνο* ("θετικιστικός υπαρξισμός"), χωρίς όμως επιτυχία. Βιβλιογρ.: Βαλ Ζαν (Wahl Jean), Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, Δωδώνη, 1988.- Γκαιτένκο Π. Π., Ο υπαρξισμός και το πρόβλημα της κουλτούρας, Μόσχα, 1963.- Ιστορία της φιλοσοφίας, 4ος τομ.. MIET, Αθήνα, 1987.- Σαρτρ Ζ. Π., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ΑρσενΙδης, Αθήνα. Ευτυχία Ξυδιά
Υπατία (Αλεξάνδρεια, 370-415 μ.Χ.). Νεοπλατωνική φιλόσοφος, κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου θέωνα του Αλεξανδρέα, η πρώτη γυναίκα δασκάλισσα της φιλοσοφίας* στην Αλεξάνδρεια. Δίδαξε πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία και συνέβαλε πολύ στη διατήρηση της παράδοσης του πλατωνισμού*. Ο σπουδαιότερος μαθητής της ήταν ο Συνέσιος* ο Κυρηναίος. Το 415 η Υπατία θανατώθηκε από τον όχλο φανατισμένων χριστιανών. Το συγγραφικό έργο της, κυρίως ερμηνευτικά υπομνήματα σε αρχαία συγγράμματα, έχει χαθεί. Ε. Ν. Ρούσσος
υπερ-εγώ (Superego). Όρος που είχαν ήδη επισημάνει πολλοί μυστικοί, πνευματικοί και φιλόσοφοι, αναλύθηκε όμως κυρίως στα πλαίσια της "ψυχαναλυτικής θεωρίας"*. Τον εισήγαγε ο Φρόυντ* για να δηλώσει εκείνο από τα αλληλεξαρτώμενα στρώματα του ανθρώπινου ψυχισμού (της προσωπικότητας*) το οποίο συνιστά το σύνολο των κανόνων που διέπουν τις πράξεις και την εν γένει συμπεριφορά του ανθρώπου, όπως τους ορίζει η κοινωνία*. Το υπερεγώ, λοιπόν, είναι η συνείδηση "περί του πρακτέου", του κοινωνικά αποδεκτού, όπως διαμορφώνεται από τη συνεχή αλλοτριωτική παρεμβολή των ηθικής κυρίως μορφής απαγορεύσεων. Δημιουργείται κατά την παιδική ηλικία και βάσει αυτού θα ικανοποιηθούν οι ανάγκες του εκείνο (id) από το εγώ (Ego). Με την ευρύτερη σημασία του, ο όρος αφορά στο υπερτροφικό εγώ όλων των ανθρώπων, που καλλιεργούν τον μύθο της προσωπικής αυτάρκειας και ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους βάσει του εγωισμού. Ευτυχία Ξυδιά
υπεραισθητό (συνών. νοούμενο και νοητό).
162
Ό,τι συλλαμβάνεται από τον ανθρώπινο νου, όπως: οι πλατωνικές ιδέες*, οι αριστοτελικές ουσίες - εντελέχειες, τα γένη* και τα είδη*. Ο όρος αναφέρεται σ' αυτό που υπάρχει πέραν των αισθήσεων* και της εμπειρίας*, σε ό,τι δηλαδή υπάρχει a priori (εκ των προτέρων) και η γνώση του βασίζεται αποκλειστικά στην καθαρή νόηση (λογική) και όχι στην εμπειρία ή στην πρακτική. Το υπεραισθητό είναι αντικείμενο της διανοητικής ενόρασης, επομένως δεν είναι προσιτό στην αισθητηριακή γνώση. Αφορά στη γνώση* που υπάρχει εξαρχής στη συνείδηση* και συγχρόνως υποδηλώνει την περιορισμένη ικανότητά μας να γνωρίζουμε με τις αισθήσεις (αισθητή ενόραση). Στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό* γίνεται διάκριση μεταξύ του ουσιακού νοητού (γνώσιμου άμεσα από τον νου) και του κατά συμβεβηκός νοούμενου (γνώσιμου από τον νου μέσω διαφόρων εκφράσεων ή ποιοτήτων). Στον Καντ* το υπεραισθητό ταυτίζεται με το "πράγμα καθεαυτό" ή νοούμενο. Τα νοούμενα (π.χ. χώρος*, χρόνος*) αδυνατούμε να τα γνωρίσουμε όπως είναι, διότι δεν είναι ιδιότητες αντικειμενικής φύσης αλλά απριορικές ιδέες, σχήματα*. Αντίθετα, τα φαινόμενα* (αισθητά) τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις. Το "πράγμα καθεαυτό" υπάρχει ανεξάρτητα από τον νου (βλ. Προλεγόμενα, Κριτική της καθαρής λογικής). Στον πρακτικό λόγο το νοητό αποτελεί τη βάση της ηθικής πράξης. Τέλος, στον Σοπενάουερ* το νοούμενο ταυτίζεται με τη θέληση (όπως αυτός την εννοεί). Ευτυχία Ξυδιά
υπεράνθρωπος (γερμ. Ubermensch). Όρος που χαρακτηρίζει τον ιδανικό άνθρωπο, ο οποίος είναι ανώτερος από κάθε ανθρώπινη δύναμη, σωματική και πνευματική, και συνιστά ένα ποιοτικά διαφορετικό ον (π.χ. στην ευρωπαϊκή ιδεαλιστική φιλοσοφία). Παρεμφερή διδάγματα, για έναν ιδανικό τύπο ανθρώπου, είχαν ήδη διδάξει οι σοφιστές* θρασύμαχος*, Πώλος* και Καλλικλής*. Η αντίληψη για τον υπεράνθρωπο ανάγεται στους μύθους για τους "ήρωες" και τους "ημίθεους", καθώς και στις μυστηριακές λατρείες, στη διάρκεια των οποίων ο μυημένος είχε τη δυνατότητα να εξυψωθεί στη σφαίρα της θεότητας. Κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους παρατηρείται θεοποίηση των ηγεμόνων. Ο Λουκιανός*, μάλιστα, χρησιμοποίησε ειρωνικά τον όρο "υπεράνθρωπος" για τον τύραννο. Για τους στω-
υπερβάσεις ικούς*, ως υπεράνθρωπος χαρακτηρίζεται ο σοφός, ο ιδανικός φορέας κάθε τελειότητας, ο οποίος είναι απαλλαγμένος από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Στην ιστορία του χριστιανισμού*, υπεράνθρωπος είναι πάνω απ" όλα ο Ιησούς Χριστός (βλ. κείμενα των εκπροσώπων της πατερικης γραμματείας και κυρίως του Ψευδο-Διονύσιου του Αρεοπαγίτη*). Επίσης, για τον ορθόδοξο χριστιανισμό, κάθε πιστός χριστιανός δύναται να φθάσει σε μια εξομοίωση με το θείο, να μεταμορφωθεί δηλαδή "ενστερνιζόμενος τον Χριστό" σε υπεράνθρωπο. Οι αντιλήψεις αυτές τονίζονται ιδιαίτερα στις χριστιανικές αφέσεις (π.χ. γνωστικισμός* και μοντανισμός, 2ος αι.), αν και στους Νέους Χρόνους η έννοια χρησιμοποιείται κατεξοχήν από τους πολέμιους του χριστιανισμού. Στην περίοδο της Αναγέννησης διακρίνουμε τρεις εννοιολογικές προσεγγίσεις του όρου: τον υπεράνθρωπο ως παντοδύναμο και "θείο" καλλιτέχνη, ως μάγο και κυρίαρχο των μυστικών της φύσης* (τύπου Φάουστ) και τον υπεράνθρωπο ως φορέα της απόλυτης πολιτικής εξουσίας (τύπου μακιαβελλικού Ηγεμόνα"). Ο Σαίξπηρ επέκρινε τις προσεγγίσεις αυτές (π.χ. στα πρόσωπα του Ιάγου και του Μάκβεθ). Τον 17ο αι., η έννοια του υπερανθρώπου εισάγεται στη γερμανική κουλτούρα μέσω της χριστιανικής παράδοσης (βλ. Χ. Μύλλερ, Ελεύθερες πνευματικές ώρες, 1664). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Γκαίτε*, τον Χέρντερ* κ.ά. εκπροσώπους του γερμανικού κλασικισμού και ρομαντισμού* (ως προσδιορισμός της μεγαλοφυίας που δεν υποτάσσεται στους συνήθεις ανθρώπινους νόμους), εκλαϊκεύτηκε όμως από τη χρήση που έκανε ο Νίτσε*. Βασικός όρος της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, ο υπεράνθρωπος είναι ο εκλεκτός, το υποκατάστατο του θεού*, που θα εμφανιστεί σε κάποια ξαφνική στιγμή της "αιώνιας επιστροφής". Είναι ο ανώτατος άνθρωπος τόσο ως προς τη δύναμη της σκέψης όσο και ως προς την κυριαρχία της θέλησης. Απώτατος σκοπός και ιδανικό της ζωής, ο υπεράνθρωπος είναι οριστικά απολυτρωμένος από τους δεσμούς που ακόμη και η καταφατική ανθρώπινη φύση θα διατηρεί πάντοτε με τον μηδενισμό*, θ α γεννηθεί μέσα από τη διαδικασία της μεταλλαγής των αξιών* (ηθικών, πνευματικών και καλλιτεχνικών), με τη βοήθεια της τέχνης*, και θ' αποτελεί την ολοκλήρωση της ουσίας της ζωής* (και όχι του ανθρώπου*), θα είναι κύριος του εαυτού του, των πράξεων του και κυρίως του "ε-
σωτερικού του χάους", θ α έχει τον δικό του νόμο και η ηθική του θα είναι θεμελιωμένη στην καθαρή αυτοκατάφαση, θα συνενώνει το "ναι" και το "όχι" σε μια πλήρη και απόλυτη κατάφαση της ζωής. Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος αφήνει πίσω του τη σαθρότητα και φθορά του πολιτισμού και βιώνει τη μοναξιά του έξοχου, του εκλεκτού. Ο υπεράνθρωπος, διδάσκει ο Νίτσε, θα έρθει ως κεραυνός που θα κάψει, θα φωτίσει και θα άρει την αντίθεση γήινου - υπεργήινου, ως απόλυτος ενσαρκωτής της βούλησης για δύναμη. Το εντελώς αντίθετό του είναι ο "τελευταίος άνθρωπος", ο οποίος έχει ακινητοποιηθεί στο στάδιο του παθητικού μηδενισμού και έχει αγελοποιηθεί. Ο Ζαρατούστρα, ο νιτσείκός προφήτης, αναγγέλλει τον ερχομό του υπερανθρώπου (βλ. Τάδε έφη Ζαρατούστρα). Ο υπεράνθρωπος θα κατευθύνει τον κόσμο προς έναν σκοπό που οι άνθρωποι θ' αγνοούν θα κυβερνά εφόσον θα ενσαρκώνει την ίδια τη δυνατότητα του μέλλοντος. Στη σύγχρονη φιλολογία και φιλοσοφία, ο όρος συναντάται πλέον συχνά, αλλά οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του μοιάζουν περισσότερο με παρωδίες TÜW τριών αναγεννησιακών κατευθύνσεων. Οι εκφυλιστικές μορφές του υπερανθρώπου είναι αντίστοιχα: ο ιδανικός καλλιτέχνης του "αβανγκαρντισμού (της "πρωτοπορίας"), που πλάθει αυθαίρετα τον δικό του κόσμο, ο "ηγέτης" του φασισμού και ο ήρωας της επιστημονικής φαντασίας (ο σούπερμαν). Βιβλιογρ.: Ιστορία της φιλοσοφίας, τόμ. 3ος. M.I.E.T., Αθήνα, 1982.- Lalande Α., Λεξικό της φιλοσοφίας - Παπαλεξόνδρου Κ. θ., Συνοπτική Ιστορία φιλοσοφίας, Αθήνα. 1970. Ευτυχία Ξυδιά
υπερβάσεις. Έννοια των σχολαστικών του Μεσαίωνα. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ορισμένα κατηγορήματα που ξεπερνάνε τις κατηγορίες* του Αριστοτέλη* και ταιριάζουν σ' όλα τα όντα, δηλαδή δηλώνει τους πιο γενικούς « κ ανώτατους προσδιορισμούς του Είναι*. Οι σχολαστικοί συνένωσαν στον όρο "υπερβάσεις" τις έννοιες "εν" (unum), "ον" (ens), "αληθινό" (verum), αγαθό (bonum), καθώς και το πράγμα, το αναγκαίο, το τυχαίο, το ενεργεία, το δυνάμει. Στη θεωρία του Αλβέρτου του Μεγάλου* το "ένα", το "αγαθό", η "αλήθεια" θεωρούνται οι πρώτοι και ουσιαστικοί χαρακτηρισμοί του Είναι*. Και ο Θωμάς ο Ακινάτης* χαρακτηρίζει το Είναι με τις ίδιες έννοιες. Ο Ντουνς Σκώτος Εριγένης* διέκρινε εκτός από το Είναι και δύο άλλες σημαντικές κλάσεις υ-
163
υπέρβαση περβάσεων: τις "απλές" (το ένα, το αληθινό, το αγαθό) και τις "διαζευτικές" (το τυχαίο και το αναγκαίο, το πραγματικό και το εν δυνάμει). Μαρία Ντόλκα
αυτό τον τρόπο θίγει τη "μετάβαση (υπέρβαση) του καθαρού λόγου στο ον", ενώ η οντολογική γνώση ερευνά "την ίδια τη δυνατότητα αυτής της υπέρβασης". Δ. Πατέλης
υπέρβαση (Transzendenz). Ο όρος υπέρβαση σημαίνει την έξοδο της συνείδησης* από τον εαυτό της και τη συνάντηση με τις αντικειμενικές πραγματικότητες. Αλλοτε η υπέρβαση σημαίνει και την αντικειμενική πραγματικότητα, με την οποία έρχεται σε επαφή η συνείδηση. Η υπέρβαση, επίσης, έχει την έννοια της πέρα από την εμπειρία* πραγματικότητας*, με την οποία αχολείται η μεταφυσική*. Στη φιλοσοφία του Μ. Χόιντεγγερ* η υπέρβαση αποτελεί την ουσία τις ύπαρξης, καθώς η ύπαρξη είναι έκσταση, έξοδος, ξεδίπλωμα του υποκειμένου* από τον εαυτό του. Μαρία Ντόλκα
υπερβασιακό (γερμ. transzendental). Προερχόμενος από τη μεσαιωνική φιλοσοφία όρος, που υποδηλώνει τις πέραν του πεπερασμένου εμπειρικού κόσμου πλευρές του Είναι*, τα ύψιστα καθολικά αντικείμενα της μεταφυσικής γνώσης (υπερβάσεις). Στη φιλοσοφία του Καντ* ο όρος γνωσεολογικοποιείται και υποδηλώνει τους ειδολογικούς ή εκ των προτέρων όρους, μέσω των οποίων το παρεχόμενο από τις αισθήσεις* υλικό εξυψώνεται σε καθολικές και αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις. Εκείνο που υπάρχει a priori δεν προέρχεται από την εμπειρία*, αλλά προϋπάρχει της εμπειρίας και την καθορίζει. Κατά τον Καντ ο όρος transzendental "δεν σημαίνει κάτι που υπερβαίνει κάθε εμπειρία, αλλά κάτι που ναι μεν προηγείται (a priori) της εμπειρίας, δεν προορίζεται ωστόσο παρά μόνο στο να καταστήσει μπορετή την εμπειρική γνώση" (Καντ I., "Προλεγόμενα", μετ. Γ. Τζαβάρα, Αθήνα - Γιάννινα, 1982, σελ. 191). Κατά την "προκριτική" του περίοδο ο Καντ χρησιμοποιούσε τον όρο ως συνώνυμο του υπερβατικού* (transzedent) σύμφωνα με τη σχολαστική παράδοση. Κατά τον Χούσσερλ*, σκοπός της "φαινομενολογικής αναγωγής" είναι η έξοδος στο επίπεδο της "υπερβασιακής συνείδησης", στην καθηρμένη από όλα τα στοιχεία της εμπειρίας συνείδηση. Το φαινομενολογικό "υπερβασιακό υποκείμενο" σε αντιδιαστολή με το "εμπειρικό υποκείμενο" συνιστά αυτόνομη πηγή των ίδιων των περιεχομένων του. Κατά τον Χάιντεγγερ* η υπερβασιακή γνώση ερευνά τη "δυνατότητα κατανόησης του είναι" και κατ"
164
υπερβατικό (γερμ. transzendent). Κατά την ύστερη σχολαστική και ιδεοκρατική παράδοση το μη προσπελάσιμο από την εμπειρία* και από κάθε γνώση*, τα επέκεινα των ατομικών ιδιοτήτων χαρακτηριστικά αντικειμένων, όπως το "πράγμα" (res), το "ον" (ens), το "αληθές" (verum), το "αγαθό" (bonum) και το "εν" (unum). Ο Καντ* κατά την "κριτική" του περίοδο διακρίνει το υπερβατικό από το υπερβασιακό και ονομάζει υπερβατική (transzendent) τη χρησιμοποίηση εννοιών που υπερβαίνουν την εμπειρία, διακρίνοντάς την από την εμμενή (immanent) χρησιμοποίηση, δηλαδή την περιορισμένη στην εμπειρία. Στις υπερβατικές έννοιες συμπεριλαμβάνει κάθε τι το μη προσιτό στη θεωρητική γνώση, που αποτελεί αντικείμενο πίστης* (π.χ. θεός*, ψυχή*, αθανασία*). Στη "θρησκευτική φιλοσοφία"* (νεοθωμισμός*, θρησκευτικός υπαρξισμός*) με τον όρο υπερβατικό εννοείται το "υπερφυσικό", το "επέκεινα" του προσπελάσιμου με τις φυσικές γνωσιακές ικανότητες, το οποίο εξαρτά τον άνθρωπο από τη "θεία χάρη". Από αυτή την άποψη, οι περί υπερβατικών όντων δοξασίες χαρακτηρίζουν την αλλοτριώση* της κοινωνικής συνείδησης στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας και την αδυναμία σύλληψης της ιστορικότητας της γνώσης* και της κοινωνικής πρακτικής*. Στον αθεϊσπκό υπαρξισμό (Σαρτρ*, Καμύ*) υπερβατικό είναι αυτό μέσω του οποίου πραγματώνεται η ανθρώπινη ελευθερία*, αναγκαίος όρος της αυθόρμητης "αυτοδημιουργίας" του ανθρώπου*. Δ. Πατέλης
υπερβατικό εγώ. Στα πλαίσια μιας "υπερβατικής φαινομενολογίας" το υπερβατικό εγώ συνιστά το καθαρό υποκείμενο*, που είναι εξωτερικό για τον κόσμο* αλλά στραμμένο προς τον εαυτό του- είναι η έσχατη αρχή κάθε πραγματικότητας, με την οποία όλα παίρνουν κάποια σημασία. Τον όρο εισήγαγε κυρίως ο Καντ* για να δηλώσει το σκεπτόμενο υποκείμενο*, το οποίο συνδέει όλες τις αναπαραστάσεις των φαινομένων στη συνείδηση*, καθώς και την αναπαρά-
υπερρεαλισμός στάση του ίδιου' αυτή η ταυτολογική αναπαράσταση του εγώ* παρουσιάζεται μόνο σαν όρος ενότητας της σκέψης μέσα στον χρόνο. Ευτυχία Ξυδιά
υπερβατικός. Ο όρος στους σχολαστικούς δηλώνει τις πλευρές του Είναι* που βγαίνουν έξω από τον εμπειρικό κόσμο, έξω από τη σφαίρα της περιορισμένης ύπαρξης*. Η έννοοια "υπερβατικός" είναι το επίθετο που προσδιορίζει τα κατηγορήματα*: το "εν", το "αληθινό", το "αγαθό", δηλαδή τα ύψιστα και καθολικά αντικείμενα της μεταφυσικής γνώσης. Στον Kant* ο όρος υπερβατικός (transzendental) αποδίδεται πάντα σε μια γνώση*, έχει δηλαδή γνωσιολογική σημασία. Υπερβατικό σε αντίθεση με το εμπειρικό ονομάζεται αυτό που δεν είναι δεδομένο της εμπειρίας*, αλλά ένας a priori όρος. Η έννοια αυτή χαρακτηρίζει κάθε υπερεμπειρική συνθήκη της εμπειρίας, τις τυπικές προϋποθέσεις της διαδικασίας της γνώσης, που οργανώνουν την επιστημονική εμπειρία. Ο ίδιος ο Kant γράφει: "ονομάζω υπερβατική κάθε διαδικασία της γνώσης που ασχολείται όχι τόσο με τα αντικείμενα, όσο με τα είδη της γνώσης των αντικειμένων, δεδομένου ότι η γνώση μας αυτή πρέπει να είναι δυνατή a priori" (Kant, τ. 3, Μόσχα, 1964, σελ. 121). Ο όρος "υπερβατικός" διακρίνεται από τον όρο "υπερβατός" από τον Kant, καθώς ο δεύτερος συμπεριλαμβάνει και καθετί που δεν είναι προσιτό στη θεωρητική γνώση, αλλά αποτελεί αντικείμενο πίστης" (Θεός*, ψυχή*, αθανασία*). Συχνά όμως ο Kant χρησιμοποίησε τους όρους αυτούς ως συνώνυμα. Μαρία Ντόλκα
υπερβατικός ιδεαλισμός, βλ. ιδεαλισμός υπερβατικός ρεαλισμός. Όρος που χρησιμοποιεί ο Καντ* στο έργο του Κριτική της καθαρής λογικής. Ο όρος "υπερβατικός ρεαλισμός" αντιπαρατίθεται στον "υπερβατικό ιδεαλισμό", ο οποίος υποστηρίζει ότι τα φαινόμενα* τα αντιλαμβανόμαστε όχι καθεαυτό αλλά ως απλές παραστάσεις και θεωρεί ότι ο χώρος* και ο χρόνος* δεν είναι προσδιορισμοί δεδομένοι αφ' εαυτών ή όροι των αντικειμένων αυτών καθ' εαυτά. Ο "υπερβατικός ρεαλισμός", αντίθετα, θεωρεί τον χώρο και τον χρόνο ως κάτι δεδομένο καθεαυτό, ανεξάρτητα από την αισθητηριακή μας αντίληψη. Τα εξωτερικά φαινόμενα παριστάνονται ως πράγματα καθεαυ-
τό, που υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς. Ο υπερβατικός ρεαλιστής είναι στην πραγματικότητα εκείνος που στη συνέχεια υποδύεται τον εμπειρικό ιδεαλιστή και ο οποίος αφού πρωτύτερα έχει για αντικείμενα των αισθήσεων προϋποθέσει ψευδώς ότι, αν θέλουν να είναι εξωτερικά, θα έπρεπε να έχουν την ύπαρξή τους καθ" εαυτήν και χωρίς τις αισθήσεις, βρίσκει (έπειτα) όλες τις παραστάσεις των αισθήσεών μας από την άποψη αυτή ανεπαρκείς να καταστήσουν βέβαιη την πραγματικότητα των ιδεών αυτών (αντικειμένων) (Κριτική της καθαρής λογικής, Α, 370). Βιβλιογρ.: Immanuel Kant. Κριτική της καθαρής Λογικής, Ή υπερβατική διαλεκτική", τεύχ. Α", μετάφρ. Μ. Φ. Δημητρακόπουλος. Μαρία Ντόλκα
υπερμνησία. Παραλήρημα της μνήμης κατά το οποίο ο πάσχων ανακαλεί με αυτόματο και μη ελεγχόμενο τρόπο αναμνήσεις οι οποίες είναι συγκεχυμένες και ασαφείς. Η υπερμνησία προσβάλλει το άτομο που πάσχει από κάποια λοιμώδη νόσο, εγκεφαλική διάσειση, ψύχωση κ.λπ. Υπερμνησία είναι το φαινόμενο της εξαιρετικής μνημονικής επίδοσης ενός ατόμου σε αντίθεση με την υπομνησία, όπου το άτομο διακρίνεται από αδύνατη μνήμη και αδυναμία ανάπλασης γεγονότων. Βασιλική Παππό
υπερρεαλισμός (surréalisme). Κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα με καλλιτεχνικό και κοινωνικό χαρακτήρα, γνωστό και ως σουρρεαλισμός. Η ονομασία παραπέμπει ήδη στη βασική αρχή του κινήματος, που πρέσβευε την ένταξη στη ζωή* και την τέχνη" της υπερ-πραγματικότητας, μιας έννοιας που αποτελεί τη σύζευξη όλων των αντιθέτων, του πραγματικού και του μη-πραγματικού, της ζωής και του θανάτου, του ορατού και του αόρατου κ.λπ., όπως διατυπώθηκε από τον πρωτεργάτη και αναμφισβήτητο αρχηγό του κινήματος, τον Αντρέ Μπρετόν. Ο τελευταίος συνέγραψε και δημοσίευσε τα "Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού", όπου και συμπεριέλαβε τόσο τις βασικές αρχές και τη φιλοσοφία του κινήματος όσο και τις συγκεκριμένες απόψεις του για τα εκάστοτε προβλήματα που παρουσιάζονταν στο εσωτερικό του. Οι σουρρεαλιστές δανείστηκαν πολλά στοιχεία από τη φροϋδική θεωρία, όσον αφορά στη σπουδαιότητα των ονείρων για την καλλιτεχνι-
165
υπερσυνείδητο κή δημιουργία, χωρίς ωστόσο να αποδεχτούν τη σύνολη επιστημονική θεωρία της ψυχανάλυσης*. Βασικά εργαλεία προσέγγισης της υπερ-πραγματικότητας θεωρήθηκαν αφ' ενός η "αυτόματη γραφή" και αφ' ετέρου η "αντικειμενική σύμπτωση". Το τυχαίο και η έκπληξη που αυτό προκαλεί υπήρξε στόχος αφ' εαυτού, ενώ οι πόλεις της Ευρώπης για τα μάτια του σουρρελιστή, -"το άγριο" αυτό μάτι, με την έννοια εκείνου που ανακαλύπτει τον κόσμο εκ νέου-, αναδείχτηκαν σε θεματοφύλακες ποικίλων εκπλήξεων ορατών μόνον από εκείνον που τις αναζητεί. Ποιητές, ζωγράφοι, φωτογράφοι, γλύπτες, μουσικοί, θεατράνθρωποι και κινηματογραφιστές συνέβαλαν όλοι στην ανάδειξη των σουρρεαλιστικών αρχών σε κάθε μορφή τέχνης, έστω κι αν πολλές φορές υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους ή και διαφωνίες που οδηγούσαν σε διαγραφές από το κίνημα. Μπρετόν, Ελυάρ, Νταλί, Μπατάιγ, Μαν Ρέη, Αραγκόν, Ερνστ, Μιρό, Ντεσνός, Μαγκρίτ, Λερίς, Μασόν, Μπουνιουέλ, Ντε Κίρικο, Ντυσάν, Πικαμπιά, Σουπώ, Πρεβέρ, Τανγκύ, Τζιακομέτπ, είναι μερικά από τα ονόματα που παροδικά ή μόνιμα συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του κινήματος. Οι σουρρεαλιστές διαλύθηκαν αναγκαστικά κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι φεύγοντας στην Αμερική όπου μεταλαμπάδευσαν τις αρχές του κινήματος. Ωστόσο, και παρά τη μετέπειτα παραφθορά του, θα πρέπει να τονιστεί ότι η αισθητική και η ιδεολογία του σουρρεαλιστικού κινήματος διαμόρφωσαν καθοριστικά τον 20ό αιώνα και την εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης. Στην Ελλάδα, το κίνημα έφθασε με το όνομα υπερρεαλισμός με πρωτεργάτη τον μεγάλο ποιητή μας Ανδρέα Εμπειρίκο. Αλλοι σημαντικοί του εκπρόσωποι στην Ελλάδα: ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος, ο Οδ. Ελύτης, ο Ν. Γκάτσος, η Μέλπω Αξιώτη, ο Ν. Ράντος, ο Δ. Παπαδίτσας, ο Εκτωρ Κακναβάτος, ο Μίλτος Σαχτούρης κ.ά. Δημ. Τσατσούλης
υπερσυνείδητο (Surconscient). Όρος που προτάθηκε από τον Jules Bois προκειμένου να δηλώσει τις ανώτερες και μυστηριώδεις δυνάμεις, για τις οποίες κάνουν λόγο οι πνευματιστές και οι θεοσοφιστές, κατά έναν τρόπο περισσότερο επιστημονικό και ψυχολογικό. Τις δυνάμεις αυτές ο J. Bois τις αντιπαραθέτει προς τα νοσηρά συμπλέγματα του Freud*,
166
όπου κυριαρχεί το υποσυνείδητο* - μ ε την έννοια ότι αυτό το τελευταίο είναι κατώτερο από τη συνείδηση*. Ευτυχία Ξυδιά
υποβολή (suggestion). Είναι η δραστηριότητα εκείνη κατά την οποία ένα εξωτερικό αίτιο προκαλεί, υποβάλλει τη δημιουργία μιας ιδέας σε μια συνείδηση, ιδέας η οποία, με τη σειρά της, είτε χειραγωγεί το εκάστοτε πνεύμα είτε καθίσταται η απαρχή μιας πνευματικής πορείας απρόβλεπτης πρωτύτερα. Η υποβολή λοιπόν επιδρά μέσα από την προδιαγραφείσα διαδικασία στην εκδήλωση μιας συμπεριφοράς συγκεκριμένης από το άτομο που την υφίσταται, διαμορφώνει τη διαγωγή αλλά και τα συναισθήματά του. Μπορεί όμως να γίνει και αφετηρία καινούργιων συλλογισμών, να οδηγήσει τη σκέψη σε βήματα προόδου, καθώς η εξωτερική αυτή παρέμβαση είναι πιθανό να συστήσει στη σκέψη μια νέα οπτική γωνία, αθέατη αρχικά, ως προς τα πράγματα (βλ. και Ε. Boirac, La suggestion comme fait et comme hypothèse, "Revue philosophique", Septembre 1916). NIK. Οικονομίδης
υπόθεση. Στη γλώσσα της "θεωρίας της επιστήμης"*, ο όρος "υπόθεση" θεωρείται ως στοιχείο μεθόδου*. Με τον όρο αυτό δηλώνεται συνήθως πρόταση ή προτάσεις γενικού χαρακτήρα, που περιέχουν τον επαληθεύσιμο ή διαψεύσιμο ισχυρισμό ότι τα φαινόμενα της πραγματικότητας, που δίδονται για παρατήρηση, έχουν ορισμένες ιδιότητες ή σχέσεις, που λειτουργούν βοηθητικά για τη συνέχιση της έρευνας, επειδή διανοίγουν στη "γιγνώσκουσα συνείδηση" μια προοπτική ενορατικής ή διαισθητικής σύλληψης του άγνωστου που μελετάται. Η τιμή αλήθειας μιας υπόθεσης είναι μετέωρη μέχρι τη διάψευση ή την επαλήθευση της, ενώ και οι δύο τιμές της: αλήθεια-ψεύδος είναι πιθανές. Από μιαν άλλη άποψη, η υπόθεση είναι μια πρόταση ή προτάσεις, που ανεξάρτητα αν είναι αληθής ή εσφαλμένη αποτελεί στοχαστική αφετηρία για την παραγωγή ενός συνόλου προτάσεων. Η τιμή αλήθειας μιας υπόθεσης είναι συνάρτηση του βαθμού κατά τον οποίο αυτή επάγεται από φαινόμενα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που τίθεται η υπόθεση ή από θεωρίες που είναι αποδεκτές. Ο C. Hempel σχετικά με την αξιοπιστία των επιστημονικών υποθέσεων γράφει: "Η πειστικότητα μιας υπό-
υποθετικο-παραγωγική μέθοδος θέσης (α) είναι ανάλογη (ή σχετική) προς ένα δεδομένο σώμα γνώσεων (α). Αυτό το σώμα μπορεί να είναι ένα ευρύ σύνολο προτάσεων (Κ), που είναι αποδεκτές την ίδια στιγμή που γίνεται η υπόθεση". Ο Μ. Bunge πιστεύει ότι οι υποθέσεις αποτελούν το κέντρο της γνωστικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Ο ίδιος επισημαίνει: "από την άποψη της Λογικής* όλες οι αρχικές προϋποθέσεις (assuptions) μιας θεωρίας, είτε βασικές (formal) είτε πραγματολογικές (factual), είναι υποθέσεις". Ο Bunge θέτει ακόμα τρία κριτήρια για τη μορφοποίηση μιας υπόθεσης: α) η υπόθεση πρέπει να είναι καλά μορφοποιημένη, β) πρέπει να είναι θεμελιωμένη σε προγενέστερη γνώση (grounded on previous knowledge), γ) να είναι εμπειρικά ελεγκτή (empirically testable) από αντικειμενικές διαδικασίες της επιστήμης*. Με βάση το δεύτερο και το τρίτο από τα κριτήριά του ο Bunge διακρίνει τέσσερεις μορφές ή επίπεδα υποθέσεων: α) "εικασίες" (guesses): στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει προηγούμενη γνώση, π.χ. υποθέτουμε (εικάζουμε) ότι υπάρχει ζωή στον Αρη· β) "εμπειρικές υποθέσεις": στηρίζονται σε προηγούμενα αθεμελίωτα στοιχεία εμπειρικά επιρρώσιμα" γ) "ευλογοφανείς υποθέσεις": θεμελιωμένες, αλλά ανεπιβεβαίωτες. Στερούνται εμπειρικής αιτιολόγησης αλλά μπορούν να δοκιμασθούν δ) "επιβεβαιώσιμες": καλά θεμελιωμένες και εμπειρικά επιβεβαιωμένες. Μια επιβεβαιωμένη υπόθεση που είναι γενική και συστηματική έχει την ισχύ νόμου*. Ο Κ. Popper* συνδέει την υπόθεση με την επαγωγική μέθοδο. Ο Αριστοτέλης* θεωρεί την "υπόθεση" ως "αποδεικτική ανάγκη" (Αν. Πρ. 40α 23-25). Η επιστημονική αξία της υποθέσεως πολλές φορές αμφισβητήθηκε κατά τον 17ο αιώνα, διότι η χρήση της συνδέθηκε άλλοτε με την occulta philosophia και άλλοτε με μεταφυσικές αναζητήσεις. Μπροστά σ' αυτό η "νέα επιστήμη", και κυρίως η "φυσική φιλοσοφία"*, στάθηκε αρνητικά. Ετσι δικαιολογείται η γνωστή πρόταση του Newton: "Ego non fingo hypotheses". Βιβλιογρ.: Hempel C.. Philosophy ol Natural Science. Prentice-Hall, USA. 1966 - Bunge M., Scientific Research, τομ. I-II, New York, 1967.- Βορέα θ.. Λογική, Αθήνα 1972.- Poincarô Η.. Επιστήμη και Υπόθεσις, μτφρ. Π. Ζερβού. Αθήναι, 1912. /. Γ. Δελλής
υποθετικο-παραγωγική μέθοδος. Για να γίνει κατανοητή η ιδιαίτερη υφή και η συλλογιστική αξία της μεθόδου αυτής, είναι ανάγκη απ' την
αρχή να γίνει διάκριση και αντιδιαστολή τούτης της μεθόδου προς την υπόθεση*, ως μέθοδο επιστημονική. Η "υπόθεση" είναι λογικά αναγκαία για να ερμηνευτούν φαινόμενα που είναι ορατά και ερευνήσιμα, αλλά δεν είναι ορατή η "αιτία" τους (και αυτή ακριβώς διατυπώνεται υποθετικά). Και υπόκειται η υπόθεση σε "επιβεβαίωση" ή "απόρριψη" ή "τροποποίηση", μεταγενέστερα. Ενα δείγμα: κατά τη μαρτυρία του Αρχιμήδη ("Ψαμμίτης" εκδ. Torell, σελ. 239), ο Αρίσταρχος* "υπέθετο τα μεν απλανέα των άστρων και τον ήλιον μένειν ακίνητα, την δε γην περιφέρεσθαι περί τον ήλιον (άλιον) κατά λοξού κύκλου περιφέρειαν". Η υπόθεση επιβεβαιώθηκε πολλούς αιώνες αργότερα (16ο, 17ο αι. μ.Χ.) από τους: Κοπέρνικο*, Κέπλερ*, Γαλιλαίο*, που δικαίωσαν τον Αρίσταρχο. Αλλά το λογικό αυτό σχήμα μπορεί να αξιοποιηθεί για άμεσο συλλογιστικό επίτευγμα, με άλλο σκεπτικό και άλλο στόχο και με άλλα δεδομένα, ορατά. Παράδειγμα: Από σημείο Γ εκτός ευθείας μία μόνη κάθετος άγεται προς την ευθεία- είναι ολοφάνερο με το μάτι, αλλά αποδεικτική οδό προς αυτή την παραδοχή δεν έχουμε. Αν όμως "υποθέσουμε" ότι άγεται και δεύτερη κάθετος (κάτι που εκ προοιμίου αποκλείουμε), τότε προκύπτει κάτι άτοπο: έχουμε δύο κάθετες προς την αρχική ευθεία, οι οποίες πρέπει να είναι μεταξύ τους παράλληλες (ενώ ξεκινούν από το ίδιο σημείο, άρα συναντιούνται) και να σχηματίζουν ορθές γωνίες, οπότε το τρίγωνο που σχηματίζεται με κορυφή το Γ έχει άθροισμα γωνιών πάνω από δύο ορθέςόλα αυτά είναι "άτοπα" και η μέθοδος λέγεται "απαγωγή σε άτοπο" συμπέρασμα. Αλλά ξεκίνησε με μια "υπόθεση" πλασματική, ένα τέχνασμα λογικό, που δεν προσδοκά επαλήθευση στο μέλλον, αλλά επιδιώκει ορισμένο συλλογιστικό αποτέλεσμα στο παρόν. Αυτή λέγεται "υποθετικο-παραγωγική" μέθοδος- το πρώτο μέρος της σύνθετης ονομασίας της προκύπτει από τα παραπάνω, το δεύτερο από το ότι: από τη στιγμή διατύπωσης της πλασματικής υπόθεσης, η συλλογιστική πορεία είναι "παραγωγική" (παραγ. συλλογισμός*). Τώρα μπορούμε να επιχειρήσουμε κάποιον ορισμό: "υποθετικο-παραγωγική" μέθοδος είναι συλλογιστικό εύρημα, με το οποίο κάποιες προτάσεις "διατυπώνονται ως υποθέσεις" και υποβάλλονται σε έλεγχο των λογικών συνεπειών που προκύπτουν από την αποδοχή τουςαν οι λογικές συνέπειες είναι άτοπες, τότε
167
υποθετικοί συλλογισμοί προκύπτει ως ανάγκη η απόρριψη των υποθέσεων (στο παραπάνω παράδειγμα υποθέσαμε ως δυνατότητα μία δεύτερη κάθετο, αλλά παρακολουθήσαμε συλλογιστικές συνέπειες άτοπες: δύο ευθείες εμφανίζονται και παράλληλες και τεμνόμενες· και ένα τρίγωνο με άθροισμα γωνιών 180° +). Το κέρδος που προκύπτει είναι η κατάφαση της αρχικής παραδοχής πριν από την ...υπόθεση (ότι -στο παράδειγμά μαςμία μόνη κάθετος άγεται). Η υποθετικο-παραγωγική μέθοδος αξιοποιήθηκε πολύ κατά την αρχαιότητα ως μέρος της διαλεκτικής* τέχνης, όπου, με την υποθετική παραδοχή μιας θέσης του συνομιλητή, μπορεί η συζήτηση να οδηγηθεί σε αδιέξοδο και ο συνομιλητής να διαπιστώσει την πλάνη του. Η σωκρατική "ειρωνεία", όπως την παρουσιάζει ο Πλάτων*, εγκλείει αυτή την τεχνική. Στους νεότερους χρόνους την υποθετικο-παραγωγική μέθοδο αξιοποίησαν ιδιαίτερα οι ερευνητές της φυσικής επιστήμης για τη διερεύνηση υποθετικών ερμηνειών φαινομένων αν η διερεύνηση των συνεπειών αποκαλύψει την αβασιμότητα μιας υπόθεσης, αυτό είναι κέρδος για την επιστημονική έρευνα, η οποία στρέφεται σε άλλες κατευθύνσεις αναζητώντας σε στενότερο πεδίο την πραγματική εξήγηση του ερευνώμενου φαινομένου. Η πρακτική αυτή μοιάζει να είναι γενίκευση της απαγωγής σε άτοπο' και αποδείχτηκε γόνιμη. Φ. Κ. Βώρος
υποθετικοί συλλογισμοί. Υποθετικοί συλλογισμοί είναι εκείνοι στους οποίους το συμπέρασμα συνάγεται από προτάσεις (κρίσεις*) από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική. Η υποθετική κρίση αποτελείται από δυο μερικότερες προτάσεις από τις οποίες η πρώτη λέγεται "ηγούμενον"* ή "λόγος ή υπόθεση" (antecedens), ενώ η δεύτερη καλείται "επόμενον" ή "ακολουθία ή απόδοση", π.χ.: αν υπάρχει φως (= λόγος) υπάρχει σκιά (ακολουθία). Οι υποθετικοί συλλογισμοί χωρίζονται: α) στους εξολοκλήρου υποθετικούς, β) τους μερικούς υποθετικούς. Στην πρώτη περίπτωση τόσο οι προκείμενες κρίσεις (μείζων και ελάσσων) όσο και το συμπέρασμα είναι υποθετικές κρίσεις. Στη δεύτερη, δηλαδή στους μερικούς, η μία προκειμένη κρίση, η μείζων, είναι υποθετική, ενώ η ελάσσων και το συμπέρασμα είναι κατηγορικές κρίσεις. ΓΓ αυτό οι μερικοί υποθετικοί συλλογισμοί λέ-
168
γονται και μεικτοί. Οι εξολοκλήρου υποθετικοί συλλογισμοί έχουν το εξής σχήμα: Αν είναι Α, είναι Β" Αν είναι Β, είναι Π Αρα αν είναι Α, είναι Γ. Εχουμε εδώ τρεις όρους: τον μέσο (Β), που μας επ'τρέπει να συνδέσουμε στο συμπέρασμα τον μείζονα όρο (Α) με τον ελάσονα (Γ). Το συμπέρασμα συνάγεται με βάση την "αρχή του αποχρώντος λόγου", δηλαδή λόγου και ακολουθίας. Η μείζων πρόταση (η πρώτη) του συλλογισμού μας περιέχει τον λόγο (Β), που υπάρχει και στην ελάσσονα κρίση (δεύτερη), ενώ αυτή η ίδια περιέχει τον λόγο (Γ) της τρίτης πρότασης, δηλαδή του συμπεράσματος. Ετσι γίνεται κατανοητή η ισχύς του κανόνα "τιθεμένου του λόγου", τίθεται και η "ακολουθία της ακολουθίας αυτού". Πρόκειται δηλαδή περί της μεταβατικής σχέσης, όπως λέγεται στα Μαθηματικά, διότι από το ζευγάρι (Α,Β) μεταβαίνουμε στο (ΑΓ) διαμέσου του (ΒΓ). Μπορεί ένας εξολοκλήρου υποθετικός συλλογισμός να οδηγεί και σε αρνητικό αποτέλεσμα: Εάν είναι Α, είναι Β' Εάν είναι Γ, δεν είναι Β' Αρα αν είναι Γ δεν είναι Α. Στους υποθετικούς συλλογισμούς στόχος μας είναι ο προσδιορισμός σχέσεων ανάμεσα σε προτάσεις (κρίσεις), ενώ στους κατηγορικούς επιδίωξη μας είναι η εύρεση σχέσεων ανάμεσα σε έννοιες. Ο νους μας με αυτούς τους συλλογισμούς θέλει να συλλάβει τον λόγο που επιτρέπει τη σύνδεση ή όχι ορισμένων προτάσεων, να βρει δηλαδή λογική ακολουθία που δένει μια σκέψη με μιαν άλλη. Οταν ο νους συλλογίζεται υποθετικά, στρέφεται προς αποφάνσεις που του υποβάλλει η πραγματικότητα αναφορικά με τις σχέσεις που, πιθανόν, έχουν τα φαινόμενα. Ερευνά έτσι ο νους τα πράγματα και την ακολουθία τους και δεν παραμένει στα πράγματα αυτά καθεαυτά. Αυτός ο τρόπος συλλογισμού προβλήθηκε έντονα από τους αρχαίους στωικούς φιλόσοφους, που αφαίρεσαν έτσι τα πρωτεία της συλλογιστικής και διανοητικής διαδικασίας από τους κατηγορικούς συλλογισμούς (βλ. SVFII, σ. 7, 84, 89,60 κ.α.). Στους μερικούς υποθετικούς συλλογισμούς ασφαλή αποτελέσματα έχουμε, όταν αυτά συνάγονται με βάση τους παρακάτω κανόνες: 1 ) όταν τίθεται ο λόγος, δηλαδή η υπόθεση, τίθεται και η ακολουθία (modus ponens), π.χ. Αν είναι Α, είναι Β' είναι Α" άρα είναι Β. 2) όταν αί-
υποκειμενικός ιδεαλισμός ρεται η ακολουθία, αίρεται και ο λόγος (modus tollens), π.χ. Αν είναι Α, είναι Β" δεν είναι Β' άρα δεν είναι Α. Γενικά στους μεικτούς υποθετικούς συλλογισμούς συνάγουμε βέβαια συμπέρασμα στις παρακάτω περιπτώσεις: 1. Οταν τίθεται ο λόγος, τίθεται και η ακολουθία, αν δηλαδή στην ελάσσονα κρίση ελέγχεται ως ισχύον εκείνο που δηλώνεται με το πρώτο σκέλος της μείζονος κρίσεως (δηλαδή τον λόγο), τότε ισχύει στο συμπέρασμα εκείνο που δηλώνεται με το δεύτερο σκέλος της μείζονος, δηλαδή την ακολουθία. 2. Οταν αίρεται, δηλαδή δεν ισχύει ο λόγος, δεν ισχύει και η ακολουθία. 3. Οταν τίθεται, δηλαδή ισχύει η ακολουθία, τίθεται και ο λόγος. 4. Οταν αίρεται η ακολουθία, αίρεται και ο λόγος.
τητες* (κατά τον Λαβρόφ), οι ήρωες που κάνουν τη μάζα να τους ακολουθεί (κατά τον Μιχαηλόφσκι). Οι θεωρητικοί της υποκειμενικής κοινωνιολογίας επεξεργάστηκαν ορισμένα σχετικά προβλήματα: όπως ο ρόλος της προσωπικότητας και του επαναστατικού κόμματος στην απελευθερωτική πάλη (Λαβρόφ), ο μηχανισμός της σύνδεσης του ηγέτη με τις μάζες (Μιχαηλόφσκι), οι ιδιομορφίες της κοινωνικής ψυχολογίας* κ.ά. Θεοχ. Κεσοίδης
υποκειμενικό πνεύμα, βλ. Έγελος
υποκειμενικός ιδεαλισμός. Φιλοσοφική κατεύθυνση που ξεκινά από την άποψη ότι η ανθρώπινη συνείδηση* αποτελεί το πρωτεύον σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο: θεωρεί ότι η πολυμορφία των πραγμάτων και φαινομένων, Βιβλιογρ.: Βορέα Θ., Λογική. ΟΕΔΒ, Εν Αθήναις, 1972.που παρατηρείται στον κόσμο, καθώς και οι ιΤατάκη Β.. Λογική. Θεσσαλονίκη, 1966.- Παπανούτσου διότητές τους δεν υπάρχουν αντικειμενικά, Ε.. Λογική, Αθήνα, 1970.- Mitchell David. An Introduction αλλά είναι δημιουργήματα της γνωστικής δράΙο Logic. Hutchinson. London, ανατ. 1967 - Mates Benson, σης του ανθρώπου, της "εμπειρίας"" του (των Elementary Logic. Oxl. Univ. press, 1972. αισθημάτων του, των προσλήψεών του, της /. Γ. Δελλής θεωρητικής του σκέψης, των επιστημονικών υποκειμενική κοινωνιολογία (ηθική κοινωνιο- πειραμάτων του, της πρακτικής κ.ά.). Η ακραία λογική σχολή). Θεωρητικές απόψεις των Π. Α. μορφή του υποκειμενικού ιδεαλισμού (του Λαβρόφ*, Ν. Κ. Μιχαηλόφσκι* και ορισμένων Μπέρκλευ", του Φίχτε* κ.ά.) θεωρεί τον αντιάλλων εκπροσώπων του ναροντνικισμού* για κειμενικό κόσμο ως προϊόν των αισθημάτων την κοινωνική-ιστορική διαδικασία. Σε διάκριση και των προσλήψεων του ανθρώπου. Η συνεαπό την επιστημονική μέθοδο" γνώσης" των πής εφαρμογή της γραμμής αυτής οδηγεί αναφαινομένων* της φύσης", στην περιοχή των πόφευκτα στον σολιψισμό*. Προσπαθώντας να κοινωνικο-ιστορικών διαδικασιών είναι δυνατή τον αποφύγει, ο Ιμ. Καντ* ανέπτυξε μερικές η εφαρμογή διπλής προσέγγισης/μεθόδου: α) ιδέες του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Οι σύγη αντικειμενική μέθοδος από τις θέσεις του υ- χρονες παραλλαγές του (πραγματισμός*, νεοπαρκτού, κατ' αναλογία με την επιστημονική θετικισμός", υπαρξισμός*, που αναπτύχθηκαν διαδιακασία της γνώσης, και β) η υποκειμενική στη βάση της "φιλοσοφίας της ζωής"*, αποτεμέθοδος, που αποβλέπει στο "δέον γενέσθαι" λούν μετριοπαθείς μορφές αυτής της φιλοσο(στο ηθικό ιδανικό, στον τρόπο πραγματοποίη- φικής κατεύθυνσης. Οι διάφορες σχολές, λοσης του στη διάρκεια της ιστορίας κ.λπ.). Μη α- γουχάρη, του θετικισμού* (μαχισμός*) και νεοποδεχόμενοι την ιδέα της ιστορικής αναγκαιό- θετικισμού* (λογικός εμπειρισμός, οπερασιοτητας, οι Λαβρόφ και Μιχαηλόφσκι πρόβαλαν ναλισμός, φιλοσοφία της γλώσσας κ.λπ.) προτη θέση της ελεύθερης εκλογής του ιδανικού*. σπαθούν να αποφύγουν τις ακρότητες του υΓι' αυτό και θεωρούσαν ότι τα κοινωνικά φαι- ποκειμενισμού*, του ψυχολογισμού" και της νόμενα πρέπει να εξετάζονται και να αξιολο- σχετικοκρατίας. Οι νεοθετικιστές, μολονότι γούνται από την άποψη ενός καθορισμένου "η- θεωρούν ότι το πρόβλημα της αντικειμενικότηθικού ιδεώδους". "Κατανοώ την ιστορία", έγρα- τας του εξωτερικού κόσμου "δεν έχει νόημα" φε ο Λαβρόφ, "σημαίνει κατανοώ τους τρό- και ότι στερείται επιστημονικής σημασίας, ωπους πραγματοποίησης του ηθικού ιδανικού στόσο προσπαθούν να βρουν κάποια κριτήρια μας μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες" ("Επι- για την παραδοχή των "γενικής σημασίας αληλογή έργων", τ. 1,1934, σ. 390). Αποφασιστική θειών". Και μάλιστα, οι αλήθειες αυτές χαραδύναμη της ιστορικής διαδικασίας θεωρείται η κτηρίζονται ως αποτέλεσμα "συμφωνίας" των διανόηση, οι κριτικά σκεπτόμενες προσωπικόπροσλήψεων και των βιωμάτων της νοητικής
169
υποκειμενικός παράγοντας και πρακτικής δράσης των υποκειμένων, καθώς και των εννοιών*, κατηγοριών* και νόμων* που αυτά (τα υποκείμενα) έχουν επεξεργαστεί. Θεωρητική βάση του υποκειμενικού ιδεαλισμού είναι η απολυτοποίηση της δραστηριότητας του υποκειμένου* κατά τη διαδικασία της γνώσης και της πρακτικής δράσης. θεοχ. Κεσσίδης
υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία. Η ενεργητικότητα του υποκειμένου* (ατόμων*, ομάδων, της κοινωνίας* συνολικά) που εκδηλώνεται σε διάφορα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό) και μορφές (ειρηνικές, βίαιες, μεταρρύθμιση, επανάσταση κ.λπ.) και αποσκοπεί στην εδραίωση (παγίωση, διατήρηση, συντήρηση) ή στην αλλαγή (ανάπτυξη ή οπισθοδρόμηση) των αντικειμενικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας. Η διάκριση του υποκειμενικού παράγοντα έχει νόημα (θεωρητικό και πρακτικό) μόνο σε συνδυασμό με τους εκάστοτε αντικειμενικούς όρους της ιστορίας* της ανθρωπότητας ως ολότητας, με τη νομοτέλεια* που διέπει τη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή ο εν λόγω παράγοντας εξετάζεται ως ξεχωριστός παράγοντας, μηχανιστικά αλληλεπιδρών με πληθώρα άλλων παραγόντων, οδηγούμαστε στη θετικιστική πλουραλιστική αντίληψη της "θεωρίας των παραγόντων"* (Μ. Βέμπερ*, Γκ. Μόσκα* κ.ά.), στην απόρριψη της αντικειμενικής νομοτέλειας* που διέπει τα κοινωνικά φαινόμενα* και την ιστορία συνολικά και τελικά στην υιοθέτηση του "υποκειμενικού ιδεαλισμού"*. Ο υποκειμενικός παράγοντας δεν δρα ως αυθυπόστατη, αυτοπροσδιοριζόμενη και άνευ όρων βουλησιαρχική σκοποθεσία (βλ. σκοπός, σκοπιμότητα), αλλά συνιστά ιστορικά αναπτυσσόμενο φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται ιδιαίτερα έντονα όποτε εγείρεται στην ιστορία το ζήτημα της αντικατάστασης ορισμένων "σχέσεων παραγωγής"* από κάποιες άλλες. Η διευθέτηση αυτού του ζητήματος ως υλοποίηση διαφόρων δυνατοτήτων τις οποίες εμπεριέχουν οι παραγωγικές δυνάμεις δεν εξαρτάται μόνο από αντικειμενικές προϋποθέσεις (οι τελευταίες είναι αναγκαίες πλην όμως ανεπαρκείς), αλλά και από τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις ενέργειες των ανθρώπων, οι οποίες κατευθύνονται: 1 ) στη διατήρηση των υπαρχουσών σχέσεων παραγωγής, 2) στην παλινόρθωση παλαιών, παρωχημένων, είτε 3)
170
στην αντικατάσταση των υπαρχουσών με νέες σχέσεις παραγωγής (και συνεπώς με ένα νέο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα). Από αυτή την άποψη η εκάστοτε ιστορική συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων (δυνητικών προοπτικών) του υποκειμενικού παράγοντα. Ένα φάσμα διαρκώς διευρυνόμενο και περισσότερο διαμεσσλαβημένα εξαρτώμενο από τον καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων. Βλ. επίσης: υποκείμενο, "Λογική της ιστορίας". Δ. Πατέλης
υποκειμενισμός. Φιλοσοφική θεωρία που ανάγει τον άνθρωπο* (υποκείμενο) σε μοναδικό κριτήριο της αλήθειας* και κυριότερο συντελεστή γνώσης*. Συνεπώς, κατά τον υποκειμενισμό κάθε υποκείμενο έχει τη δική του αλήθεια, η οποία ισχύει ανεξάρτητα από τις αναζητήσεις των άλλων δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν κοινές αλήθειες παρά μόνο "δόξαι" (γνώμες). Ό,τι η συνείδηση* παρουσιάζει ως αντικειμενική πραγματικότητα έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Κάθε γνώση είναι υποκειμενική, απόρροια της αντίδρασης του υποκειμένου στην επίδραση του εξωτερικού κόσμου ή των καταστάσεων και μεταβολών του υποκειμένου. Τη βασική αρχή του υποκειμενισμού διατύπωσε ο σοφιστής Πρωταγόρας*, στο περίφημο αξίωμά του "πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος". Στους νεότερους χρόνους, η επιτυχέστερη έκφραση του υποκειμενισμού είναι ο καρτεσιανός μονόλογος, η συνομιλία δηλαδή του ανθρώπου με τον εαυτό του. Για τον Ντεκάρτ", το σκεπτόμενο υποκείμενο που αμφιβάλλει για όλα, με το αξίωμα «cogito ergo sum» αποδείχνει στον εαυτό του την πραγματικότητα της ύπαρξής του- κάθε ύπαρξη ανάγεται στην ύπαρξη της "σκέψης", γενικά. Μεταφυσική προέκταση του γνωσιολογικού υποκειμενισμού αποτελεί ο "υποκειμενικός ιδεαλισμός*" (π.χ. Μπέρκλεϋ*), σύμφωνα με τον οποίο η μόνη πραγματικότητα είναι η συνείδηση* και περιεχόμενό της είναι τα πράγματα· πραγματικότητα έξω από τη συνείδηση δεν υπάρχει. Περαιτέρω, το μόνο με βεβαιότητα γνωστό είναι τα ψυχικά γεγονότα. Ο απόλυτος υποκειμενισμός του Φίχτε* τείνει στη θεοποίηση του ανθρώπινου λογικού όντος, αφού εξαίρει την κυριαρχία του εγώ*, ως απόλυτης και δημιουργικής πνευματικής υπόστασης. Στην πανθείστική θεωρία του Σπινόζα*, ως βασική αρχή του υποκειμενισμού νοείται η αυτογνω-
υποκείμενο οία, η οποία αποτελεί τον μοναδικό σκοπό της ζωής του ανθρώπου και τον μοναδικό συντελεστή μακαριότητας. Υποκειμενικές απόψεις συναντάμε επίσης στην αστική φιλοσοφία του 19ου και 20ου αι. και γενικά σε διάφορα ρεύματα: στον νεοκαντιανισμό*, στον πραγματισμό', στον εμπειριοκριτισμό*, στον νεοθετικισμό*, στη φιλοσοφία της ζωής*, στον υπαρξισμό' κ.λπ. Στον μαρξισμό*, ο υποκειμενισμός βρίσκει την έκφρασή του στην αναγνώριση του ενεργητικού ρόλου του υποκειμένου στο πρακτικό πεδίο και στη διαδικασία της γνώσης* (ομαδικός υποκειμενισμός). Στον τομέα της Λογικής*, ο υποκειμενισμός συνίσταται στη μη ύπαρξη αντικειμενικού κριτηρίου για τη διάκριση αληθινού-εσφαλμένου. Στην Ηθική*, η διάκριση καλού-κακού αντιμετωπίζεται υποκειμενικά, βάσει των προσωπικών συναισθημάτων αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας ή της ατομικής οδύνης και ευδαιμονίας. Εδώ, ο υποκειμενισμός καταλήγει στον σχετικισμό* και στην άρνηση των οικουμενικών αξιών". Για την Αισθητική*, οι αισθητικές κρίσεις εκφράζουν ατομικά γούστα. Ως κοσμοθεωρητική θέση, ο υποκειμενισμός απορρίπτει κάθε αντικειμενική προσέγγιση της πραγματικότητας* ως μη υφιστάμενη. Αρνείται την ύπαρξη αντικειμενικών νόμων της φύσης* και της κοινωνίας*. Ο υποκειμενισμός στην πολιτική εκδηλώνεται με τη μορφή αυθαίρετων πολιτικών αποφάσεων, που ανατρέπουν τις όποιες κοινωνικές συμβάσεις. Στην ψυχολογία*, ο υποκειμενισμός αφορά στην τάση κάθε ατόμου να κλείνεται στις ιδέες και στα συναισθήματά του και στην άρνησή του (εκούσια ή μη) να προσεγγίσει τα πράγματα με αντικειμενικότητα. Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η ουσία του υποκειμενισμού συνίσταται στην απολυτοποίηση του δραστήριου ρόλου του υποκειμένου στους διάφορους τομείς δραστηριότητας και κυρίως στη διαδικασία της γνώσης. Οσο για τον άκρατο υποκειμενισμό είναι αντιφατικός και "διαφθείρει την του διαλέγεσθαι δύναμιν", όπως τόνισε ο Πλάτων*. Βιβλιογρ.: Lalande Α., Λεξικό της φιλοσοφίας.· Παπαλεξάνδρου Κ. Θ., Συνοπτική Ιστορία Φιλοσοφίας. Αθήνα, 1970. ευτυχία Ξυδιά
υποκείμενο (λατ. subjectum). Ο άνθρωπος* (άτομο*, ομάδα*, κοινώνία*) ως φορέας και ενεργητική πηγή της γνώσης* και του μετασχηματισμού της πραγματικότητας*. Είναι ο φορέας της δραστηριότητας*, της εργασίας*, της πρακτικής*, της "γνωστικής διαδικασίας"* και
της συμπεριφοράς*, που κατευθύνει την ενεργητικότητά του προς το αντικείμενο*. Υποκείμενο και αντικείμενο είναι σύστοιχες, συσχετικές και αλληλοπροσδιοριζόμενες, στην αντιφατική ενότητά τους, φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το "βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας"*. Το υποκείμενο είναι δυνατόν να κατανοηθεί επιστημονικά μόνο μέσα από τη διερεύνηση της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας (βλ. Λογική της Ιστορίας"), μέσω της ανάδειξης της νομοτέλειας* που διέπει τη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του υποκειμένου διαδραματίζει η εργασία, η παραγωγή, οι "σχέσεις παραγωγής"* και ο "τρόπος παραγωγής"*. Στα αρχικά στάδια εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, ο άνθρωπος ως παραγωγός προβάλλει σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ως αντικείμενο. Η σταδιακή διάκριση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και η αντίστοιχη διαμόρφωση του υποκειμένου πραγματοποιείται στον βαθμό της ανάπτυξης και διάδοσης παρηγμένων, τεχνητών μέσων παραγωγής, στον βαθμό της διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Στην πορεία αυτή το διαμορφούμενο υποκείμενο διχάζεται, λόγω της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* και της "ταξικής πάλης"*, που συνδέεται με ομαδοποιήσεις μεμονωμένων ατόμων, έναντι των οποίων οι υπόλοιποι άνθρωποι προβάλλουν μόνο ως μέσα υποστήριξης της ύπαρξης των πρώτων (τάξεις κοινωνικές*). Από αυτά τα (υπό διαμόρφωση) "υποκείμενα", η ανθρωπότητα οδεύει προς τους αυθεντικά κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων συνειδητών υποκειμένων της μεταβολής της κοινωνίας ως όλου (και της αντίστοιχης μεταβολής του εαυτού τους). Η αρνητική σχέση του ανθρώπου προς την ανελευθερία (τον καταναγκασμό, τη χειραγώγηση κ.λπ.) είναι ευθέως ανάλογη του γίγνεσθαι των ανθρώπων ως ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων, δηλαδή ως υποκειμένων των κοινωνικών σχέσεων με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Το ζήτημα του υποκειμένου και της σχέσης του με το αντικείμενο αποτελεί κεντρικό θέμα της διαπάλης μεταξύ (υποκειμενικού και αντικειμενικού) ιδεαλισμού* και υλισμού' στην ιστορία της φιλοσοφίας. Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, εργασία, πρακτική, δραστηριότητα,
171
υποκειμενοκρατία συνείδηση, υποκειμενισμός και τη βιβλιογραφία σε αυτά. Δ. Πατέλης
υποκειμενοκρατία, βλ. υποκειμενισμός υποκουλτούρα (subculture). Το ιδιαίτερο σύστημα αξιών*, πεποιθήσεων, στερεοτύπων, προκαταλήψεων και γενικά του τρόπου ζωής ομάδων, κατηγοριών και συλλογικοτήτων που διαφοροποιούνται με ποικίλους βαθμούς έντασης σ' ένα ή και περισσότερα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας* στην οποία ζουν. Ενώ οι ομάδες αυτές αποδέχονται και έχουν επίγνωση της πραγματικότητας που τις περιβάλλει, διαφοροποιούνται ως προς τη γλώσσα*, τη θρησκεία*, τους εθιμικούς τρόπους ζωής. Ορισμένες ομάδες -όχι σπάνια- συγκρούονται με την εκφρασμένη κυρίαρχη ιδεολογία* και κουλτούρα*. Στις περιπτώσεις σύγκρουσης της διαφοροποιημένης ομάδας με το ευρύτερο και κυρίαρχο σύστημα αξιών*, γίνεται λόγος για "αντικουλτούρα" στη σχετική φιλολογία. Στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνιών υπάρχει μια τεράστια ποικιλία τέτοιων συλλογικών ενοτήτων, που καλλιεργούν και μεταδίδουν ένα σύνολο ιδιοτυπιών και χαρακτηριστικών •εκδηλώσεων στα μέλη τους. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ύπαρξη πολιτισμικών εναλλακτικών προτύπων (cultural alternatives), στις πολιτισμικές ιδιομορφίες (cultural specialities), στις πολιτικές παραλλαγές (cultural variations), γενικότερα στις πολιτισμικές ετερογένειες και διαφοροποιήσεις και στην αδυναμία του συστήματος να ολοκληρώσει διαδικασίες πολιτιστικής σύγκλισης. Ο όρος "υποκουλτούρα" χρησιμοποιείται στην κοινωνιολογία* προκειμένου να μελετηθούν οι αποκλίνουσες ομάδες ή και οι ομάδες νέων. Αρκετές απ' αυτές συγκροτούνται στη βάση εξειδικευτικών τρόπων έκφρασης, σκέψης και δράσης. Οι ξεχωριστές αυτές εκδηλώσεις των μελών τους εμφανίζονται στην ενδυμασία, την ομιλία, τις μουσικές προτιμήσεις, τις πολιτικές επιλογές, τις ασχολίες στον "ελεύθερο χρόνο"*, τους τρόπους ψυχαγωγίας κ.λπ. Συστήματα υποκουλτούρας εκφράζουν σήμερα οι διάφορες συμμορίες, οι χούλιγκανς, οι μηχανόβιοι, οι ομοφυλόφιλοι κ.ά., όταν μάλιστα τα μέλη τους ζουν μέσα στην ομάδα και για την ομάδα δίχως ν" αποσπώνται εύκολα απ' αυτήν. Βάση, ωστόσο, για τη δημιουργία υποκουλτούρας μπορεί ν' αποτελέσει η φυλή, η
172
κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, η ηλικία, ο τόπος καταγωγής - διαμονής, η ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση κ.λπ. Ετσι, η σημασία της οπωσδήποτε κατώτερης ποιότητας κουλτούρας, που αποδίδεται συνήθως με τη χρήση του όρου "υποκουλτούρα", είναι λαθεμένη. Βιβλιογρ. : David Popenoe, Sociology, Prentice Hall. Englewood Clifls. New Jersey. 1991.- Νικ. Τύτσης, Κοινωνιολογία: Κοινωνική οργάνωση και πολιτισμικές διεργασίες. τ.τ. 2ος, εκδ. Οδυσσέας. Αθήνα, 1991. θαν. Α. Βασιλείου
υποπολιτισμός (αγγλ. subculture). 1. Ενα σύνολο αρνητικά ερμηνευόμενων κανόνων και αξιών, ο υποβαθμισμένος και περιορισμένος πολιτισμός ορισμένων κοινωνικών ομάδων (τάξεων), που απορρέει από τη φτώχεια των κοινωνικών δραστηριοτήτων και δεσμών και από την ανεπάρκεια και τη δυσκολία προσπέλασης στην πολιτισμική κληρονομιά λόγω της υλικής τους θέσης. Ο πολιτισμός αυτών των ομάδων αναπληρώνεται από πολιτισμικά υποκατάστατα - υποπροϊόντα και κανόνες* (νόρμες*), που μπορεί να έχουν και αντικοινωνικές προεκτάσεις. 2. Τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά ορισμένης ομάδας ή κατηγορίας πληθυσμού, η οποία παρά την ιδιαιτερότητά της και μέσω αυτής της ιδιαιτερότητας εντάσσεται οργανικά στο κοινωνικό όλο (π.χ. υποπολιτισμός των εφήβων, των μειονοτήτων κ.λπ.). Βιβλιογρ.: Hebdige D„ Subculture: The meaning ot style, London, 1979. Δ. Πατέλης
υπόσταση. Όρος της φιλοσοφίας* με τον οποίο νοείται το υλικό υπόβαθρο των πραγμάτων* και των ιδιοτήτων τους. Αποτελεί την υλική βάση της ομοιογένειας και της ενότητας των διαφόρων πραγμάτων η διαφορά της με την "ουσία"* είναι στο ότι αναφέρεται στο ατομικό, στο ιδιαίτερο και όχι στο γενικό. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία*, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από τον Ποσειδώνιο* (1ος αιώνας π.Χ.), που θέλει έτσι να δηλώσει το μοναδικό και πραγματικό "Είναι"* σε αντίθεση με το φαινομενικό ("έμφασις") ή το νοούμενο ("επίνοια"). Στον Αριστοτέλη* -κυρίως στο "Οργανον"- ο όρος "υπόσταση" χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της "πρώτης ουσίας", των "κατηγοριών". Οι Στωικοί* της πρώτης περιόδου -όπως ο Χρύσιππος*- θέλοντας να επισημάνουν τη διαδικασία κατά την οποία η χωρίς ποιότητα ύλη' μορφοποιείται και γίνεται ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, χρησιμοποούν τον όρο "υπο-
Υψηλό στασιοποιείταΓ. Στους νεοπλατωνικούς* χρησιμοποιείται κυρίως από τον Πορφύριο*, που διακρίνει τις υποστάσεις σε τέλειες η αρχικές (αυτές που αντικειμενοποιούνται κατά τη διαδικασία της εκπόρευσης τους από το Εν*) και σε ατελείς (που αποτελούν την πολλαπλότητα των μεμονωμένων πραγμάτων). Στον Χριστιανισμό* και τους Πατέρες της Εκκλησίας* η υπόσταση θεωρείται συνώνυμη της ουσίας*, ενώ αργότερα με την έριδα για το τρισυπόστατο του Θεού διακρίνεται από αυτήν και παίρνει την έννοια του μοναδικού. Αργότερα χρησιμοποιείται σαν συνώνυμη του όρου "πρόσωπον", ενώ ο Λεόντιος ο Βυζάντιος* και ο Μάξιμος ο Ομολογητής* θα διατυπώσουν τη θεωρία της σύνθετης υπόστασης, δηλαδή της συνένωσης δύο ουσιών ή φύσεων. Στον αιώνα μας η έννοια της υπόστασης θεωρείται περισσότερο ως κάποια προσωπική αρχή, οντολογικά διαφορετική από την ουσία αλλά άρρηκτα δεμένη μ' αυτήν. Αβαν.
Κοκολύγος
υττοστασιοποίηση. Η θεώρηση κάποιας αφηρημένης έννοιας, ιδιότητας, ιδέας είτε ενός φαντασιακού απεικάσματος ως αυθύπαρκτης και αυτενεργού οντότητας (π.χ. η υποστασισποίηση της έννοιας του αριθμού από τους πυθαγόρειους*, το "αόρατο χέρι της αγοράς" του Α. Σμιθ", η υποστασιοποίηση της πνευματικής δραστηριότητας από τον Χέγκελ* κ.λπ.).
στρωμα την απόλυτη ιδέα, το πνεύμα*, την άυλη ενέργεια (ενεργητισμός*), τα "στοιχεία του κόσμου" (εμπειριοκριτικισμός*) κ.λπ. Κατά τον Χέγκελ* (Επιστήμη της λογικής"), το "υπόστρωμα είναι η παθητική υπόσταση η οποία έχει προ-θέσει τον εαυτό της". Στο Κεφάλαιο' του Κ. Μαρξ* η λογική κατηγορία του υποστρώματος εντάσσεται στα πλαίσια της εξέτασης της υπόστασης (εργασίας), της απλούστερης σχέσης του αντικειμένου της έρευνας. Η υπόσταση (εργασία), δεδομένου ότι γεννά τον πρώτο παράγοντα της στοιχειώδους μορφής, προϋπάρχει του επιπέδου σχηματισμού της βαθμίδας εκείνης της ανάπτυξης στην οποία ανακύπτει ο δεύτερος παράγοντας (η ουσία του εμπορεύματος, η αξία) και συνιστά όρο της ύπαρξης του δεύτερου παράγοντα. Ο πρώτος παράγοντας της απλούστερης σχέσης (η αξία χρήσης του εμπορεύματος) αποτελείται από το φυσικής προέλευσης "υλικό υπόστρωμα" και τη χρήσιμη (συγκεκριμένη) μορφή της εργασίας*, που μετασχηματίζει το υλικό της φύσης*. Με αυτή την έννοια, ο ανθρώπινος οργανισμός και ο εγκέφαλος συνιστά το υλικό υπόστρωμα της (κοινωνικά - πολιτισμικά προσδιοριζόμενης) συνείδησης*. Δ.
Πατέλης
υποσυνείδητο, βλ. ασυνείδητο υφή, βλ. δομή
Δ . Π.
υπόστρωμα (λατ. substratum). Η βάση της ενότητας, της ομοιογένειας διαφόρων αντικειμένων και διαφορετικών ιδιοτήτων ενός μεμονωμένου ενικού αντικειμένου, πράγματος στο σύνολό τους. Το σύνολο των σχετικά απλών στοιχειωδών υλικών μορφωμάτων, μέσω της αλληλεπίδρασης των οποίων καθορίζονται οι ιδιότητες ορισμένου συστήματος* ή διαδικασίας. Πρόκειται για έννοια παραπλήσια με αυτή της ουσίας*, η οποία παραδοσιακά εθεωρείτο το απόλυτο υπόστρωμα κάθε μεταβολής. Η ύπαρξη ενός απόλυτα αδιαίρετου υποστρώματος, ως του κατώτερου θεμελιώδους στοιχείου στο οποίο εδράζεται η πραγματικότητα, χαρακτήριζε πληθώρα μεταφυσικών συστημάτων και "φυσικών φιλοσοφιών"*. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του υλιστικού ατομισμού, ο οποίος θεωρούσε ως υπόστρωμα των πάντων τα αδιαίρετα σωματίδια, τα "άτομα"*. Τα ιδεοκρατικά συστήματα θεωρούσαν υπό-
Υψηλό. Η έννοια του υψηλού (ή υπέροχου, grandeur, sublime) χρησιμοποιήθηκε σταθερά ως όρος της αισθητικής* κατά τον 18ο αι. για να προσδιορίσει μια αισθητική ποιότητα των αντικειμένων της φύσης* και της τέχνης*, η οποία, σε αντίθεση προς το ωραίο*, που προκαλούσε συναισθήματα "αγάπης" και "ψυχικής ευφορίας", γεννούσε συναισθήματα κατάπληξης, θαυμασμού, δέους και φόβου. Το υψηλό ως είδος αισθητικής ανταπόκρισης που συνδεόταν με τέτοιας υφής συναισθήματα αποδιδόταν ως αισθητική ποιότητα σε φυσικά όντα και φαινόμενα (ηφαίστεια, ποταμούς, τρικυμίες, όρη, όπως η Αίτνα και οι Αλπεις, ο ωκεανός), αλλά και σε κολοσσιαία μνημεία, όπως οι πυραμίδες, οι γοτθικοί ναοί κ.ά., που εντυπωσίαζαν με την έκταση, το μέγεθος, τη δύναμη και την ένταση που ενείχαν και εξέφραζαν, με την υπερβολή και υπέρβαση του συνήθους. Η χρήση του όρου περιορίσθηκε ωστόσο δραστικά κατά τα μέσα του 18ου αι. και σήμερα αυτός
173
γψπλό έχει περιπέσει σχεδόν σε αχρηστία, τουλάχιστον από το λεξιλόγιο της κριτικής. Η ιστορία του υψηλού, ως όρου της ρητορικής και της γραμματολογικής κριτικής, αρχίζει τον 1ο μ. X. με το σύγγραμμα του ψευδο-Λογγίνου Περί Υψους, στο οποίο η έννοια του ύψους χρησιμοποιείται για να καθοριστεί ένα ιδιαίτερο ύφος του ρητορικού λόγου, που ενέχει σημασία ανωτερότητας σε σχέση με το κοινό και συνηθισμένο, χρήση που διατηρήθηκε μέχρι την Αναγέννηση. Ο ψευδο-Λογγίνος ονόμασε το υψηλό "μεγαλοφροσύνης απήχημα", που "μας φέρνει σ' έκσταση", και οι αναφορές του σε αξιολογικούς συντελεστές της σύλληψης του ρητορικού μεγαλείου, όπως το πόθος, δεν είναι άσχετες προς τη μυστικοπάθεια απόψεων που εξέφραζαν οι εκπρόσωποι της αλεξανδρινής σχολής. Το έργο αυτό γίνετια γνωστό στη Δύση από τη λατινική του μετάφραση, κυρίως όμως από τη γαλλική που εξεπόνησε ο Boileau το 1674 (Traité du Sublime ou du Merveilleux dans le discours, Traduit du grec de Longin). Ο,τι εντυπωσιάζει τον Boileau και το γαλλικό κοινό δεν είναι το μεγαλείο της φύσης", το οποίο επέσυρε αργότερα την προσοχή των άγγλων και γερμανών καλολογούντων, αλλά η ιδέα της μεγάλης τέχνης", ιδίως της τραγωδίας, και η δυναμική της να εγείρει ισχυρά πάθη. Οι κριτικοί του νεοκλασικισμού χρησιμοποίησαν τις θέσεις του Λογγίνου κατά την έριδα των αρχαίων και των νεοτέρων κυρίως στις συζητήσεις που αφορούσαν στο γαλλικό και αγγλικό θέατρο. Ο Λογγίνος χρησιμοποιήθηκε τόσο απ' αυτούς που πίστευαν στη χρησιμότητα των κανόνων όσο και απ' όσους θεώρησαν πως έργα όπως ο Χαμένος Παράδεισος ή Οι Αγωνιστές του Σαμψών του Milton επιχειρούσαν υπέρβαση αυτών. Οι άγγλοι κριτικοί βλέπουν με σκεπτικισμό τον ενθουσιασμό που επιδεικνύεται για το φυσικό μεγαλείο (Dr. Johnson, Swift, Pope), ενώ ο Addison, που σε σειρά άρθρων στο περιοδικό "The Spectator" (1711-12) μελετά τις "ομορφιές" και τα "ελαττώματα" της ποίησης του Milton, επιχειρεί για πρώτη φορά διάκριση του ωραίου* και του υψηλού, που είναι δυο διαφορετικά είδη καλλιτεχνικής υπεροχής, και ενθαρρύνει τους αναγνώστες του στην εκτίμηση του μεγαλείου της φύσης. Στην αγγλική εμπειριοκρατική αισθητική του 18ου αιώνα, ο όρος υψηλό οφείλει τη διερεύνησή του από άποψη αισθητική του όρου στο έργο του Ε. BurKe A Philosophical Enquiry into the Origin of our Ideas of the
174
Sublime and the Beautiful (1757). Διακρίνοντας δυο τύπους ευχάριστων αισθημάτων, τη "θετική ηδονή" και την "άρση ή ελάττωση του πόνου", που την ονομάζει "ευχαρίστηση", προβαίνει σε διάκριση του ωραίου από το υψηλό και προετοιμάζει την κοινή γνώμη για την ενθουσιώδη αποδοχή της έκδοσης των ποιημάτων του Ossian, που χαρακτηρίζονται από μεγαλείο σκοτεινό και νεφελώδες. Ο Burxe συνδέει το ωραίο με τα κοινωνικά πάθη (έρωτα για τη γυναικεία ομορφιά, αγάπη, συμπάθεια) και το υψηλό με τα ατομικά πάθη και τον τρόμο. Οι ποιότητες των αντικειμένων που τα καθιστούν τρομερά, ώστε να επιδρούν κατ' ανάλογο τρόπο στα πρόσωπα, είναι η σκοτεινότητα, η δύναμη, η στέρηση, η κενότητα, καθώς και οι μεγάλες διαστάσεις. Το υψηλό ενέχει κατά τον Burke το στοιχείο της αταξίας και της ασάφειας, το "αχανές", το "άπειρο", το "σκοτεινό", το "αβέβαιο" και το "συγκεχυμένο", ιδιότητες που αντιτίθενται σ' αυτές που χαρακτηρίζουν το ωραίο και αποτελούν τον πυρήνα της κλασικής θεωρίας για το ωραίο. Η ιστορική επισκόπηση της έννοιας θα αποδείκνυε, κατά την παρατήρηση του Monk, ότι σ' όλο τον 18ο αι. το υψηλό "εξελισσόταν ραγδαία σε μια συλλογική έννοια για όλα τα στοιχεία της τέχνης, που η καρτεσιανή συλλογιστική είχε καταπνίξει ή δεν τα είχε ερμηνεύσει", με συνέπεια τον περιορισμό της κλασικής έννοιας του ωραίου και την αναγνώριση άλλων αισθητικών ποιοτήτων, οι οποίες αργότερα λαμβάνουν τη θέση αισθητικών κατηγοριών (άσχημο, γραφικό, χαριτωμένο, παθητικό, τραγικό κ.ά.), τάση που οδήγησε στη διερεύνηση νέων ειδών αισθητικής ανταπόκρισης. Ο λόρδος του Kames στο Elements of Criticism (1762) αντιδιαστέλλει το μεγαλειώδες από το υπέροχο, συνδέοντας το πρώτο με το μέγεθος και το δεύτερο με τη μεταρσίωση: για τον Reid* (Essays on the Intellectual Powers of Man, 1785), το υψηλό διαφορίζεται επίσης ως μεγαλειώδες και υπέροχο και προκαλεί όχι αισθήματα τρόμου αλλά και θαυμασμού, εξαιτίας της σύνδεσής του με τον δημιουργικό νου που κρύβεται πίσω του και με το υπερβατικό, θέση που προαναγγέλλει την καντιανή αποθέωση του υψηλού, που αποδόθηκε άριστα, αργότερα, με τον ποιητικό λόγο του Wordsworth. Η πραγμάτευση του υψηλού από τον Kant* παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και προϋποθέτει γνώση του συνόλου του φιλοσοφικού εγχειρήματος. Επιχειρώντας στην Κριτική της
Υψηλό κριτικής δύναμης (Kritik der Urteilskraft, BerlinLibau, 1790) διάκριση ωραίου και υψηλού, που ανταποκρίνεται στη μεταξύ διάνοιας και φαντασίας αντίθεση, διακρίνει το "μαθηματικό υψηλό" από το "δυναμικό υψηλό" και επισημαίνει τον δεσμό του υψηλού με την ιδέα της ελευθερίας*. Τοποθετώντας αυτό πάνω από το ωραίο συνειδητοποιεί τη διττή φύση του ανθρώπου και θεωρεί την ικανοποίηση που αυτό εγείρει ως εκφράζουσα τη χαρά για τη σύλληψη του ασύλληπτου και του απεριόριστου. Η αίσθηση του υψηλού προκύπτει κατ' αυτόν από τη συνειδητοποίηση της υπέρβασης της φύσης. Στη ρομαντική αισθητική το υψηλό, είτε αυτό είναι ο θεός* ή οι θεοί, ο δαίμων ή η φύση, απαιτεί επίσης από τον άνθρωπο να υπερβεί, σε συναίσθημα και λόγο, την ανθρώπινη φύση. Για τον Schiller* "το ωραίο είναι πολύτιμο μόνο σε σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη, όμως το υψηλό σε σχέση με τον καθαρό δαίμονα" (Περί υψηλού, 1793), και για τον Schölling* "η ενσάρκωση του απείρου στο πεπερασμένο". Αισθητική ποιότητα των πραγμάτων που έχει θετική αξία για την κοινωνία και συνάμα ανεξερεύνητη δυναμική, το υψηλό άλλοτε θεωρείται τροποποίηση του ωραίου, που διακρίνεται από μέγεθος και δύναμη, και άλλοτε αντιτίθεται σ' αυτό. Ως ποιότητα των έργων τέχνης το υψηλό ανευρίσκεται στη γοτθική και στη βυζαντινή τέχνη (ζωγραφική, αρχιτεκτονική). Αν το ωραίο χαρακτηρίζει την κλασική τέχνη, το υψηλό είναι κύριο γνώρισμα της χριστιανικής,
κατά τον Έγελο*, ή, καλύτερα, της μεσαιωνικής κατά τον Μιχελή. Τυπική εκδήλωση του αναγεννησιακού μεγαλείου είναι ο "Δαυίδ" του Μιχαήλ Αγγέλου. Αληθινό μεγαλείο εκφράζει επίσης ο "Βασιλιάς Ληρ" του Σαίξπηρ και η "9η Συμφωνία" του Bethoven, ενώ μουσική και ποίηση του 19ου αι. αποτελούν σαφή εκδήλωση του υψηλού στην τέχνη, όπου συχνά το υψηλό συμφύρεται με άλλες αισθητικές κατηγορίες, όπως με το επικό, το παράμορφο, αντίποδα του υψηλού στην αισθητική των ρομαντικών, το μεταρσιωτικό, αντίστοιχο του δυναμικού υψηλού, το τραγικό και το δραματικό. Αισθητική κατηγορία "του υπέρμετρου και του ανυπότακτου σε μορφικούς καταναγκασμούς", το υψηλό χαρακτηρίζεται ως μια από τις πλέον δυναμικές εκφάνσεις της τέχνης* και ως αισθητική ποιότητα των φαινομένων και των πραγμάτων που έχει θετική κοινωνική σημασία. Βιβλιογρ.: S. Η. Monk, The Sublime, Ann Arbor, Mich. 1960.- J.W. Hippie, The Beautiful, the Sublime and the Picturesque
in
Eighteenth
Century
Aesthetic
Theory,
Caibondale, III, Southern Illinois University Press, 1957.M.C. Beardsley, Aesthetics from Classical Greece to the Present, A short History, N.Y., 1966 ( ε λ λ . μτφρ. Ν ε φ έ λ η , 1989).- Th. Weiskel, The Romantic Sublime: Studies in the Structure and Psychology of Transcendence, The Johns
Hopkins Un. Press, 1976.- Π.Α. Μιχελή, Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής τέχνης, 1978*.- Ε. Παπανούτσος, Αισθητική, 4η έκδ. 1969.- Ε. Μουτσόπουλος, Αι αισθητικοί κατηγορίαι, 1970. Αθαν. Γλυκοφρύδη
-
Λεοντσίνη
175
φ ΦαθωρΙνος (Αρελάτη, σημ. Arles, κοντά στη Μασσαλία, περ. 80/90 μ. Χ. - Ρώμη, περ. 160 μ.Χ.). Φιλόσοφος και ρήτορας, ένας από τους εκπροσώπους της λεγόμενης Δεύτερης σοφιστικής. Ήταν εξοικειωμένος τόσο με τη ρωμαϊκή όσο και με την ελληνική γλώσσα και φιλολογία, και στη φιλοσοφία' ακολουθούσε ακαδημαϊκές και σκεπτικιστικές τάσεις. Από τους σπουδαιότερους μαθητές και φίλους του είναι ο Ηρώδης ο Αττικός, ο Γέλλιος, ο Φρόντων και ο Πλούταρχος*. Σώζονται τρεις λόγοι του, ο Κορινθιακός, ο Περί τύχης και ο Περί φυγής, και αναφέρονται ως έργα του τα Απομνημονεύματα, σε πέντε βιβλία, και η Παντοδαπή ιστορία, σε είκοσι τέσσερα βιβλία. Ε. Ν.
Ρούσσος
ΦαΙδρος (2ος-1ος αι. n. Χ.). Επικούρειος* φιλόσοφος, μαθητής του Απολλοδώρου* και του Ζήνωνα του Σιδωνίου*. Το έργο του Περί θεών είχε ως πρότυπο ο μαθητής του Κικέρων* κατά τη συγγραφή του δικού του έργου Περί της φύσεως των θεών. Η μεγάλη εκτίμηση του Λατίνου αυτού φιλοσόφου προς το πρόσωπο του δασκάλου του φαίνεται από τον χαρακτηρισμό "επιφανής φιλόσοφος", που του απέδιδε. An. Τζ.
"ΦαΙδρος" του Πλάτωνα. Ο Φαιδρός ανήκει στους μέσους διαλόγους του Πλάτωνα*, που αποτελούν και την κορυφαία λογοτεχνική δημιουργία του. Τα δύο πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης* και ο Φαιδρός - ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς πλατωνικούς εφήβους, γνωστός σε μας από τον Πρωταγόρα' και το Συμπόσιο'. Έμμεσα παρουσιάζεται και ο ρήτορας Λυσίας -γιος του πλούσιου μέτοικου Κέφαλου-, αφού ο Φαιδρός διαβάζει έναν λόγο του που εγκωμιάζει τον έρωτα. Ο έρωτας είναι το κεντρικό θέμα του διαλόγου, παρόλο που πολλοί μελετητές του Πλάτωνα θεωρούν ως κύριο θέμα όχι τον έρωτα,
176
αλλά τη ρητορική τέχνη και τη σωστή χρήση της. Ο διάλογος αρχίζει με τη συνάντηση του Σωκράτη και του Φαιδρού, και την απόφαση τους να βαδίσουν μαζί προς τον Ιλισό, όπου ο Φαιδρός υπόσχεται να διαβάσει στον Σωκράτη έναν λόγο του Λυσία που μόλις είχε ακούσει. Περιγράφεται με μοναδικό τρόπο το αττικό τοπίο, το καλοκαιριάτικο μεσημέρι, το πλατάνι, που στη σκιά του κάθισαν οι δυο συνομιλητές, το κελάρυσμα του νερού και το τραγούδι των τζιτζικιών. Ο Σωκράτης δείχνει να μην ξέρει τον τόπο - αφού δεν βγαίνει ποτέ έξω από την πόλη - και να ξεναγείται από τον Φαίδρο. Ο Σωκράτης "απαντά" στον λόγο του Λυσία με δύο δικούς του λόγους, όπου εξυμνεί τον έρωτα, και - αντίθετα από τον Λυσία- υποστηρίζει ότι ένας νέος πρέπει να αφοσιώνεται σε κάποιον μεγαλύτερο που είναι αληθινά ερωτευμένος μαζί του. Αναλύεται η ψυχολογία του έρωτα και κυρίως η φύση, οι ενέργειες και τα πάθη της ψυχής*, και ακούγεται ο περίφημος μύθος για την αθανασία της. Ο ιδιαίτερα γοητευτικός λόγος του Σωκράτη δίνει αφορμή για μια συζήτηση βαθιά και γενική περί ύφους και ρητορικής τέχνης. Καταδικάζονται οι λογορήτορες-σοφιστές, που προσπαθούν να πείσουν για πράγματα που καλά καλά δεν γνωρίζουν, ενώ εκφράζεται συμπάθεια και εκτίμηση για τον τότε νεαρό Ισοκράτη, που, κατά τη γνώμη του Σωκράτη - Πλάτωνα, είναι ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός δάσκαλος ρητορικής. Βλ. λ. Πλάτων. Βιβλιογρ.: I. Ν. Θεοδωρακόπουλου. Πλάτωνος
Φαιδρός.
Εισαγωγή, Κείμενο και Μετάφραση, Αθήναι. 1948. Γοαμμ.
Αλατζόγλου-θέμελη
Φαίδων. Φιλόσοφος από την Ηλιδα, μαθητής του Σωκράτη*. Προβληματική η χρονολόγηση του βίου του (γεν. περ. 430-360). Ο Διογ. Λαέρτιος* τον χαρακτηρίζει "διασημότατον" (11,46) και ο Gelllus* "philosophum illustrem"
"Φαίδων" (Nod. Att. II, 18,5). Συνελήφθη αιχμάλωτος κατά την εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Ηλιδα και πωλήθηκε ως δούλος στην Αθήνα. Ελευθερώθηκε με την προτροπή του Σωκράτη και έκτοτε έγινε μαθητής του μέχρι τις τελευταίες στιγμές του θανάτου του - γι' αυτό και ο Πλάτων* επιγράφει τον διάλογό του που αναφέρεται στο τέλος του Σωκράτη Φαίδων'. Επέστρεψε στην Μλιδα και ίδρυσε σχολή, όπου εδίδαξε ασχολούμενος ιδιαίτερα με προβλήματα ηθικής*. Συνέγραψε διαλόγους κυρίως ηθικού περιεχομένου, επηρεασμένος από την πλατωνική τέχνη. Κανείς από αυτούς δεν έχει παραδοθεί. Εχουμε μόνο ελάχιστα αποσπάσματα και κυρίως έμμεσες μνείες γύρω από αυτούς στα κείμενα των Σενέκα*, Κικέρωνα*, Θεμίστιου* και Ιουλιανού*, τα οποία έχουμε συλλέξει και σχολιάσει. Κατά τον Διον. Λαέρτ. γνήσιοι διάλογοι είναι δύο, ο Ζώπυρος και ο Σίμων, ενώ "δισταζόμενοι" είναι οι με τον τίτλο Νικίας και Αντίμαχος ή πρεαβύται. Στον Ζώπυρο ο Φαίδων υπερασπίζεται το έργο και την αξία της φιλοσοφίας* για τον άνθρωπο, ενώ στο Σίμων περιστρέφεται στα ίδια σχεδόν θέματα από όσο μπορούμε να κατανοήσουμε από μια μαρτυρία του Σενέκα. Παρά τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τον Φαίδωνα, ο Wilamovitz*, αξιολογώντας παλαιότερα την παρουσία του Φαίδωνα, έγραψε: "ο Φαίδων υπήρξε πρωτοπόρος και δημιουργός πνευματικής ζωής στην Ήλιδα". Φαίνεται ότι γνώριζε και την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Βιβλιογρ.: Δ ε λ λ ή Ι.Γ.. Φαίδων και Ήλειακή λάσοων
Σωκρατική
Σχολή.
Πρακτ.
Δ'
Σχολή. Διεθν.
Μία εΣυν.
Πΐλ/κών Σπουδών, τ. Β . σο. 237-256 (ανατ.: "Συστηματική ανασύσταση της Ηλειακής σχολής": κείμενα-σχόλιαβιβλιογραφία) I. Γ. Δελλής
"Φαίδων" του Πλάτωνα. Ο Φαίδων είναι έργο της ωριμότητας του Πλάτωνα* και ανήκει στους "μέσους" λεγόμενους διαλόγους. Δεν είναι ευθύς διάλογος: ο Φαίδων* ως αυτόπτης μάρτυς διηγείται τη συζήτηση που είχε ο Σωκράτης* με τον ίδιο και τον Εχεκράτη μέσα στη φυλακή την ημέρα που ο Σωκράτης επρόκειτο να πιει το κώνειο. Ο Εχεκράτης από τον Φλειούντα ξέρουμε ότι ανήκε στον κύκλο των Πυθαγορείων*, ενώ ο Φαίδων ο Ηλείος ήταν από τους πιο πιστούς και 'κοντινούς στον Σωκράτη, αφού ο Πλάτων τον παρουσιάζει να του "κλείνει" τα μάτια, όταν αυτός "έσβησε" πίνοντας το κώνειο. Στη διήγηση αναφέρονται ακόμα ο Κρίτων", ο γνωστός από τον ομώνυμο πλατω-
Φ.Α., Ε-12
νικό διάλογο αφοσιωμένος και πλούσιος φίλος του Σωκράτη, ο Σιμμίας" ο Θηβαίος και ο Κέβης* -Βοιωτός κι αυτός- νέοι από πλούσιες οικογένειες, έτοιμοι να δώσουν χρήματα προκειμένου ο δάσκαλός τους να σωθεί δραπετεύοντας από τη φυλακή, σύμφωνα με το σχέδιο του Κρίτωνα, το οποίο όμως ο Σωκράτης είχε απορρίψει. Επίσης εμφανίζεται στο τέλος της διήγησης ο υπηρέτης των "ένδεκα αρχόντων, επιφορτισμένος να αναγγείλει στον Σωκράτη ότι ήρθε η ώρα να πιει το κώνειο. Κεντρικό θέμα του διαλόγου είναι το θέμα της αθανασίας* της ψυχής*. Ο Σωκράτης, απολογούμενος στους φίλους του γιατί δεν φοβάται και δεν αποφεύγει τον θάνατο, αναπτύσσει την άποψη ότι τόσο ο θάνατος όσο και η ορθή φιλοσοφία - την οποία υπηρέτησε σ' όλη του τη ζωή - έχουν τον ίδιο προορισμό: τον χωρισμό της ψυχής* από τα δεσμά του σώματος. Ο αληθινός φιλόσοφος λοιπόν δέχεται τον θάνατο* ευχάριστα, γιατί αυτός θα τον απαλλάξει από τις δεσμεύσεις και τις ανάγκες του σώματος και θα του επιτρέψει ν' αφιερωθεί -ως καθαρή ψυχή- στην καθαρή "θεωρία" και γνώση των ιδεών*. Ο Κέβης παρατηρεί ότι όλη αυτή η σωκρατική άποψη προϋποθέτει την πίστη στην αθανασία της ψυχής και την αυτοτελή ύπαρξή της μετά τον θάνατο. Ο Σωκράτης απαντώντας αναπτύσσει μια σειρά επιχειρήματα υπέρ της αθανασίας της ψυχής: πρώτ' απ' όλα, το επιχείρημα των "εναντίων", ότι δηλαδή τα αντίθετα πράγματα προέρχονται πάντοτε το ένα από το άλλο, π.χ. το μεγαλύτερο από το μικρότερο, άρα και η ζωή* από τον θάνατο, επομένως αν η ψυχή δεν ζούσε μετά τον θάνατο του σώματος δεν θα μπορούσε να "αναβιώσει" από το αντίθετό της, δηλαδή τον θάνατο. Ως δεύτερο προβάλλεται το επιχείρημα της "αναμνήσεως", το οποίο παρουσιάζει ο Κέβης, ενώ ο Σωκράτης το αναλύει διεξοδικά- σύμφωνα μ' αυτό, αφού η γνώση* είναι ανάμνηση — κάτι που αποδείχθηκε διεξοδικά στον Μένωνα- πρέπει η ψυχή, που θυμάται, να γνώρισε κάπου κάποτε, πριν απ' τη γήινη ζωή της, αυτά που σιγά σιγά θυμάται. Ως τρίτο επιχείρημα προβάλλεται η αντιστοιχία του δυϊσμού φυσικός κόσμος - κόσμος των ιδεών με το δίδυμο ανθρώπινο σώμα - ανθρώπινη ψυχή* όπως δηλαδή ο κόσμος των ιδεών έτσι και η ψυχή είναι αθάνατη, σε αντίθεση με τον φυσικό κόσμο και το ανθρώπινο σώμα που είναι φθαρτά. Στο σημείο αυτό ο Σιμμίας και ο Κέβης προβάλλουν νέες αντιρρήσεις και αναγκάζουν τον Σωκράτη να επιχειρη-
177
ΦαινΙας ο Ερέσιος ματολογήσει διεξοδικότερα και να αναπτύξει όλη τη σωκρατική-πλατωνική θεωρία περί γενέσεως και φθοράς και περί των αιτιών που την προκαλούν. Ο διάλογος κλείνει με το συμπέρασμα ότι οι ψυχές μας μετά τον θάνατο του σώματος ζουν στον Αδη, κάτι που συμφωνεί και με την θρησκευτική παράδοση της εποχής, την οποία ο Πλάτων συχνά μνημονεύει. Ακολουθεί το τελικό επεισόδιο του διαλόγου, όπου ο Πλάτων, με θαυμαστή τέχνη, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του μεγάλου δασκάλου του. Βλ. λ. Πλάτων. Γοαμμ.
Αλατζόγλου-θέμελη
ΦαινΙας ο Ερέσιος (Ερεσός Λέσβου, περ. 375300 π.Χ.). Αριστοτελικός φιλόσοφος, μαθητής του Αριστοτέλη', συμπολίτης, περίπου συνομήλικος και πιθανότατα φίλος και συνεργάτης του διαδόχου του Αριστοτέλη Θεόφραστου* του Ερέσιου. Όπως οι περισσότεροι αριστοτελικοί, έτσι και ο Φαινίας ενδιαφέρθηκε για πολλούς τομείς της γνώσης*, και κυρίως για θέματα της Λογικής*, της Φυσιογνωσίας, της "Ιστορίας της Φιλοσοφίας"*, της ιστορίας της ιδιαίτερης πατρίδας του και για ηθικο-πολιτικά προβλήματα. Μεταγενέστεροι συγγραφείς παραδίδουν πληροφορίες από τα έργα του Προς τους σοφιστάς, Περί των Σωκρατικών. Βιβλιογρ.: Phainias von Erosos. Hrsg. ν. Fr. Wehrli, Basel-
Stuttgart. Schwabe, 19693 (Die Schule des Aristoteles 9). Ε. Ν.
Ρούσσος
φαινομεναλισμός, βλ. φαινομενοκρατία φαινομενικότητα, επίφαση (γερμ. Schein). Φιλοσοφική κατηγορία η οποία υποδηλώνει τον διττό χαρακτήρα εκδήλωσης-συγκάλυψης (αλλοίωσης, αντιστροφής κ.λπ.) των αντικειμενικών-ουσιωδών γνωρισμάτων του γνωστικού αντικειμένου* (διαδικασίας, οργανικού όλου) στο επίπεδο του φαινομένου*. Η φαινομενικότητα της ουσίας* έχει θέση μόνο σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξης του αντικειμένου κατά το οποίο το αντικείμενο συνιστά ένα σύνολο σχετικά αυτοτελών πραγμάτων*. Η αντικειμενική φαινομενικότητα δεν είναι υποκειμενικού χαρακτήρα αυταπάτη, αλλά η αποκάλυψη της ουσίας του πράγματος στην επιφάνεια με τη μορφή του αντίποδά της: της αισθητηριακής αμεσότητας. Σε αυτή την περίπτωση, όταν η γνωρίζουσα συνείδηση περιορίζεται στους (συγκεκριμένους ιστορικά) όρους ύπαρξης της αντικειμενικής φαινομενικότητας, τους οποί-
178
ους δεν εξετάζει ιστορικά και δεν εμβαθύνει στην ουσία του αντικειμένου, νομοτελειακά ανακύπτει η αυταπάτη που αντιστρέφει την πραγματική κατάσταση: η τυχαία εξωτερική κίνηση, η εξωτερική όψη του πράγματος, απολυτοποιείται και από αυτή την άποψη εξηγείται η εσωτερική κίνηση, η ουσία. Η φαινομενικότητα "είναι π ιδια η διαμεσολάβηση, αλλά οι στερούμενες ερείσματος στιγμές της έχουν στο φαινόμενο την όψη της άμεσης αυτοτέλειας" (Χέγκελ", Επιστήμη της λογικής"). Και αυτή η μορφή εκδήλωσης της ουσίας δεν εξαλείφεται μετά την επιστημονική διάγνωσή της. Η κατηγοριακή ανάλυση της φαινομενικότητας της κοινωνίας*, στην οποία κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία*) συνιστά ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά επιτεύγματα του Κ. Μαρξ* και οδήγησε στην αποκάλυψη του "μηχανισμού" παραγωγής και αναπαραγωγής πληθώρας πρακτικά λειτουργικών αυταπατών (βλ. σχετικά την ανάλυση του φετιχισμού* στο Κεφάλαιο'). Η επιστήμη στην αντιφατική κίνησή της από τις εξωτερικές φαινομενικές συναρτήσεις προς την εσωτερική συνάφεια οδηγείται νομοτελειακά σε πλάνες* (σχηματοποιήσεις, μονομέρειες κ.λπ.), τις οποίες αίρει με την περαιτέρω ανάπτυξή της. Τουναντίον η χυδαία "επιστήμη" (φιλοσοφία, κοινωνική θεωρία κ.λπ.), παρά την ύπαρξη των όρων περαιτέρω εμβάθυνσης της "γνωστικής διαδικασίας"*, παγιώνει τις παρωχημένες πλάνες, προσκολλάται στο επίπεδο των κατ' επίδραση γνώσεων, των εξωτερικών φαινομενικών σχέσεων, ερμηνεύοντας το αντικείμενο σύμφωνα με τα ιδιοτελή συμφέροντα που εξυπηρετεί. Βλ. επίσης: Ουσία και φαινόμενο, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό. Δ.
Πατέλης
φαινομενισμός, βλ. φαινομενοκρατία φαινόμενο. Φιλοσοφικός όρος που δηλώνει αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις*, το υποκείμενο της εμπειρίας*, το εμφανές (δηλαδή τον εξωτερικό κόσμο). Η ριζική αντίθεση αυτού που φαίνεται από εκείνο που είναι ανάγεται στον Παρμενίδη*. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε, επίσης, από τον Ηράκλειτο*, τον Αναξαγόρα*, τον Δημόκριτο* και τον Πρωταγόρα*. Ο Πλάτων* διέκρινε τα φαινόμενα από τα όντα ("φαινόμενα ου μέντοι όντα γε", Πολιτεία' 596 Ε), ενώ ο Αριστοτέλης* χρησιμοποιεί συχνά τη
φαινομενοκρατία λέξη "φαινόμενο" είτε με τη σημασία του φανερού ή του απατηλού είτε για να δηλώσει το αντικείμενο μιας γενικής πίστης ή γνώμης (οπότε είναι συνώνυμη του "ενδόξου")" γενικά, όμως, ο φιλόσοφος ονομάζει "φαινόμενο" καθετί που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις και το αντιθέτει στα όντα ή αληθή. Η διάκριση φαινομένων - όντων διατηρήθηκε στους στωικούς* και στους νεοπλατωνικούς*. Κατά τους νεότερους χρόνους, η έννοια του φαινομένου διευρύνθηκε συνιστώντας ό,τι φαίνεται στη συνείδηση", στον νου, και το οποίο γίνεται αντιληπτό τόσο μέσα στη φυσική όσο και μέσα στην ψυχική περιοχή (βιολογικά και συναισθηματικά φαινόμενα). Ολα τα πράγματα που αποτελούν υλικό των επιστημών* είναι φαινόμενα (βλ. Μπέικον*, Ντεκάρτ*). Για τον Λάιμπνιτς* τα φαινόμενα είναι οι εμφανίσεις που υπάρχουν μέσα στο πνεύμα- διακρίνει τα "πραγματικά" και καλά θεμελιωμένα φαινόμενα από τα "φανταστικά φαινόμενα". Ο Καντ* αντιπαραθέτει τα φαινόμενα στα νοούμενα* ή πράγματα καθεαυτό. Κάθε αντικείμενο ή μέγεθος εξωτερικότητας υπάρχει, για τον φιλόσοφο, ως πράγμα "καθεαυτό" και ως φαινόμενο. 0 άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να γνωρίσει τις ουσίες των πραγμάτων (τα νοούμενα) παρά τις παραστάσεις* που παράγει το πράγμα καθεαυτό, δηλαδή τα φαινόμενα. Καθετί που εμφανίζεται στον χώρο και στον χρόνο* αποτελεί φαινόμενο και έχει αντικειμενική πραγματικότητα (βλ. Κριτική της Καθαρής λογικής, "Υπερβατική Αισθητική"). Για τον "διαλεκτικό υλισμό"* τα φαινόμενα είναι τρόπος αποκάλυψης του πράγματος, οι εξωτερικές μορφές της ύπαρξής του. Ομοίως, στον μαρξισμό*, το φαινόμενο αντανακλά τις εξωτερικές ιδιότητες και σχέσεις του αντικειμένου. Η φαινομενοκρατία* καταργεί τελικά τη διαφορά φαινομένου - νοουμένου. Στη θεωρία της εξελίξεως του Σπένσερ*, οι σχέσεις των φαινομένων είναι το μοναδικό αντικείμενο της ανθρώπινης αναζητήσεως και γνώσης*, ενώ οι αιτίες τους (η ουσία του κόσμου) δεν είναι προσιτές στην ανθρώπινη νόηση*. Κατά τον Χέγκελ*, τα φαινόμενα είναι απλές στιγμές στη διαλεκτική πορεία της πραγματικότητας- το φαινόμενο αποτελεί εκδήλωση της ουσίας. Κατά τον 19ο και 20ό αι. η χρήση του όρου γενικεύεται προς δήλωση διαφόρων θεμάτων και δεδομένων των επιμέρους επιστημών. Γίνεται πλέον λόγος για φυσικά, βιολογικά, ψυχολογικά, αισθητικά, ηθικά, ιστορικά κ.ο.κ. φαινόμενα. Η φαινομενο-
λογία* (Χούσσερλ*) αναγνωρίζει στο φαινόμενο το ιδεώδες περιεχόμενο που μπορούμε ν' ανεύρουμε σε κάθε εμπειρικό δεδομένο με τη "φαινομενολογική αναγωγή". Το φαινόμενο είναι κάτι δεδομένο στη συνείδηση δια του οποίου αποκαλύπτεται το Είναι" (Χάιντεγγερ"). Τέλος, επιβάλλεται μια διάκριση του φαινομένου από το γεγονός"' το φαινόμενο είναι, τρόπον τινά, το υλικό στοιχείο του γεγονότος, το καθαρά αισθητικό δεδομένο, το οποίο προηγείται από κάθε επέμβαση του εγώ. Το γεγονός είναι το φαινόμενο που έγινε δεκτό και ετέθη από το εγώ. Δεν πρέπει, βέβαια, να συγχέεται η φιλοσοφική έννοια του όρου με τη σημασιολογική του χρήση στην κοινή γλώσσα, δηλαδή ως το εκπληκτικό γεγονός που δεν ανήκει στη συνηθισμένη πορεία πραγμάτων, το εξαιρετικό. Βιβλιογρ.: Α. Lalande, Λεξικό της φιλοσοφίας.· ξ ά ν δ ρ ο υ Κ. θ . , Συνοπτική Ιστορία φιλοσοφίας, 1970. Ευτυχία
ΠαπαλεΑθήνα,
Ξυδιά
φαινομενοκρατία (φαινομεναλισμός, φαινομενισμός). Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα φαινόμενα* και όχι τα πράγματα* στη μεταφυσική τους ουσία*. Εν μέρει εμφανίστηκε ως αντίδραση κατά της αιτιακής θεώρησης της αντίληψης και έθεσε ως αφετηρία κατανόησης του κόσμου την εμπειρία* (experience). Τον αντίστοιχο όρο "φαινομεναλισμός" (phenomenalism) εισήγαγε πρώτος ο άγγλος Ιω. Γκρότε σαν ισοδύναμο του θετικισμού*. Περαιτέρω, διακρίνουμε δυο μορφές φαινομενοκρατίας: πρώτα απ' όλα την αντικειμενική φαινομενοκρατία, η οποία πρεσβεύει ότι δεν γνωρίζουμε τα πράγματα όπως ακριβώς είναι, αλλά μόνο όπως αυτά εμφανίζονται στη συνείδηση* μας διαμέσου των γνωστικών δυνατοτήτων μας, δηλαδή των αισθήσεων* και της νόησης*. Η αντικειμενική φαινομενοκρατία δέχεται την ύπαρξη αντικειμενικά υφιστάμενων πραγμάτων (πράγματα καθεαυτό), αλλά υποστηρίζει ότι αυτά δεν μας αποκαλύπτονται στην ουσία τους. Οπαδοί αυτής της αντίληψης υπήρξαν οι Σκεπτικοί*, ο Αύγ. Κοντ*, (ιδρυτής του θετικισμού), ο άγγλος Σπένσερ*, οι γερμανοί Χέρμπαρτ*, Σοπενάουερ* και Εδ. φον Χάρτμαν*. Κυριότερος όμως εκπρόσωπος της είναι ο Ιμ. Καντ*, ο οποίος δίδασκε ότι δεν μπορούμε να εισδύσουμε στην ουσία του "πράγματος καθεαυτό" και ότι ο κόσμος γνωρίζεται μέσω της εποπτείας και της νόησης. Για τον Καντ τα
179
φαινομενολογία πράγματα υπάρχουν έξω από τη συνείδηση*, η οποία όμως δεν τα γνωρίζει καθεαυτό αλλά μόνο ως φαινόμενα. Αυτό οφείλεται στο ότι τα εμπειρικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις προεμπειρικές (a priori) δομές, με τις οποίες λειτουργεί το πνεύμα μας και οι οποίες παραμορφώνουν, κατά κάποιο τρόπο, τη γνώση* μας για τα πράγματα. Επομένως, ανάμεσα σ' εμάς και στον μεταφυσικό κόσμο παρεμβάλλεται ο κόσμος των φαινομένων. Η αντικειμενική φαινομενοκρατία δεν ισχυρίζεται ότι τα προσιτά στον άνθρωπο φανόμενα είναι ψευδή ή παραισθήσεις, αλλά ότι δεν αποκαλύπτουν την αληθινή κατασκευή των πραγμάτων. Η δεύτερη μορφή είναι η άκρα φαινομενοκρατία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν πράγματα καθεαυτό (ή νοούμενα) πίσω από τα φαινόμενα. Κατ' αυτήν, υπάρχουν μόνο πράγματα ως συνειδησιακά φαινόμενα. Υποστηρίζει ότι τα φαινόμενα (αντικείμενα της εμπειρίας) είναι ψυχολογικές μόνο παραστάσεις στην περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης. Οπαδοί αυτής της θεωρίας είναι ο άγγλος Μπέρκλευ", ο γάλλος Ρενουβιέ*, κ.ά. Σύμφωνα μάλιστα με τον φαινομενισμό (phénoménisme) του Ρενουβιέ, "η συνείδηση είναι το μοναδικό αντικείμενο το οποίο μπορούμε ν' ανεύρουμε στο βάθος των φαινομένων. Στην άκρα φαινομενοκρατία ανήκει και ο λεγόμενος εμπειριοκριτικισμός*. Γενικά, η φαινομενοκρατία προσπάθησε να γεφυρώσει, τρόπον τινά, το χάσμα ανάμεσα στον ρεαλισμό* και στον ιδεαλισμό*, ωστόσο η αδυναμία της αποκαλύφθηκε κυρίως στον χώρο της επιστήμης*. Η εξωτερική πραγματικότητα δεν δίνεται μόνο ως φαινόμενο αλλά και ως αληθινή πραγματικότητα, διαφορετικά η ύπαρξη των επιστημών θα ήταν μάταιη. Επίσης, ο εσωτερικός κόσμος δεν δίνεται ως φαινόμενο στον άνθρωπο αλλά άμεσα. Συνεπώς, η φαινομενοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στον σχετικισμό*, αφού υποστηρίζει ότι η γνώση μας για τα πράγματα εξαρτάται από τη λειτουργία του ψυχοφυσικού μας οργανισμού και αντιτίθεται προς την άμεση βιωματική εμπειρία. Βιβλιογρ.: Lalande Α., Λεξικό Αγ., φιλοσοφικό Ευτυχία
της φιλοσοφίας.
- Ντόκα
λεξικό. Φέξης, Αθήνα. 1964.
Ξυδιά
φαινομενολογία (Phaenomenologie). Η φαινομενολογία μαζί με τη "φιλοσοφία της ζωής"*
180
είναι τα δύο φιλοσοφικά ρεύματα που σήμαναν τη ρήξη της σύγχρονης φιλοσοφίας με τη φιλοσοφία του 19ου αι. Προτού κατασταλάξει το περιεχόμενο του όρου στο φιλοσοφικό ρεύμα που θεμελιώνει ο Ε. Husserl*, ο όρος φαινομενολογία είχε χρησιμοποιηθεί από παλαιότερους φιλοσόφους και επιστήμονες με διαφορετικό περιεχόμενο. Πρώτος εισήγαγε τον όρο ο γερμανός μαθηματικός Ιω. Ερρίκος Λάμπερτ (1728-1777). Στο έργο του Νέον Όργανον (1764) χρησιμοποιεί τον όρο "φαινομενολογία", για να δηλώσει τη μάθηση που μπορεί να αναγνωρίσει στα διάφορα φαινόμενα εκείνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια*. Αργότερα ο Kant*, στο σύγγραμμά του Πρώτες μεταφυσικές αρχές της επιστήμης της φύσεως, χρησιμοποιεί τον όρο για να δηλώσει μια "απλώς αρνητική μάθηση", που εξετάζει την κίνηση και την ηρεμία της ύλης* στη συσχέτισή τους με την παράσταση, ως φαινόμενο, δηλαδή, της εξωτερικής αίσθησης. Ο όρος φαινομενολογία χρησιμοποιείται και από τον Χέγκελ*, ο οποίος τον χρησιμοποιεί στον τίτλο του συγγράμματός του Φαινομενολογία του πνεύματος* (1807), όπου παρουσιάζεται η πορεία της συνείδησης*, που από την άμεση αντίθεσή της με το αντικείμενο οδηγείται σταδιακά στην απόλυτη γνώση. Ο άγγλος φιλόσοφος Χάμιλτον' θεωρεί τη φαινομενολογία ως τμήμα της ψυχολογίας*, ενώ ο Εδ. φον Χάρτμαν* χρησιμοποιεί την έκφραση "φαινομενολογία της ηθικής συνείδησης", για να δηλώσει το σύνολο των γεγονότων της ηθικής συνείδησης, τη μελέτη των μεταξύ τους σχέσεων και την δι' επαγωγής αναγωγή στις πρώτες αρχές. Ο γερμανός φιλόσοφος και ψυχολόγος, επίσης, Κ. Στουμπφ (1848-1936) χρησιμοποίησε τον όρο φαινομενολογία με μια ιδιάζουσα σημασία, η οποία προαναγγέλλει τη μετέπειτα χρησιμοποίησή του. Κατά τον Στουμπφ, φαινομενολογία είναι η μάθηση που μελετά τα ψυχικά φαινόμενα για ν' αποκαλύψει τους νόμους που διέπουν την υφή τους. Η φαινομενολογία ως φιλοσοφικό σύστημα ξεκίνησε από τις διδασκαλίες του ψυχολόγου Φραντς Μπρεντάνο* (1838-1917). Ο Brentano βλέπει τα ψυχικά φαινόμενα ως αναφερόμενα πάντα σε ένα αντικείμενο" αυτά τα ψυχικά φαινόμενα προσπαθεί να τα περιγράψει χωρίς να τα ερμηνεύσει μηχανιστικά, χωρίς δηλαδή το σχήμα αιτίας-αιτιατού. Οι απόψεις του Μπρεντάνο επηρέασαν από τη μια μεριά τον Αλέξιο Μάινογκ* (1853-1921) και
φαινομενολογία αυτούς που τον ακολούθησαν (Αλόι Χαίφλερ, Κρίστιαν Ερενφελς*), οι οποίοι ανέπτυξαν μια θεωρία για το αντικείμενο, που σε πολλά σημεία μοιάζει με τη φαινομενολογία. Από τις απόψεις του Φ. Μπρεντάνο έχει επηρεαστεί και ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος Έντμοντ Χούσσερλ* (Ε. Husserl, 1859-1938), ο οποίος θεμελίωσε μια φιλοσοφική μέθοδο ασύγκριτα σημαντικότερη από τις προηγούμενες, που έγινε η αφετηρία της δημιουργίας μιας μεγάλης φιλοσοφικής σχολής με εξέχοντες εκπροσώπους στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε όλο τον κόσμο. Η φαινομενολογία εμφανίζεται και ως μέθοδος και ως σύστημα. Ως μέθοδος μας διδάσκει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να φτάσουμε, διαμέσου των εμπειρικών δεδομένων, στην ενόραση του ιδεατού περιεχομένου της πραγματικότητας. Η μέθοδος αυτή έρχεται σ' αντίθεση τόσο με τον εμπειρισμό*, όσο και με τον ιδεαλισμό*' διαφέρει δηλαδή ριζικά και από τις δύο μεθόδους που κυριαρχούσαν ως τον 19ο αι. Ως φιλοσοφικό σύστημα, η φαινομενολογία χαρακτηρίζεται ως "καθαρή" ή "υπερβατολογική φαινομενολογία" και επιζητεί να φτάσει μέχρι τα έσχατα δεδομένα της πραγματικότητας* μέσω της "φαινομενολογικής αναγωγής". Αντικείμενο της φαινομενολογίας είναι η ουσία, το ιδεατό νοητό περιεχόμενο των φαινομένων*, το οποίο συλλαμβάνεται με την άμεση όραση (vision), με την ενόραση* της ουσίας (Wesenschau). Ο Χούσσερλ, στο δίτομο έργο του Λογικές έρευνες, κατάφερε: να ασκήσει εκμηδενιστική κριτική κατά του νομιναλισμού*, ο οποίος μέχρι τότε κυριαρχούσε στη φιλοσοφική σκέψη με το όνομα του εμπειρισμού* και του ψυχολογισμού. Σύμφωνα με τους νομιναλιστές, οι λογικοί νόμοι είναι εμπειρικές επαγωγικές γενικεύσεις, όμοιοι με τους νόμους των φυσικών επιστημών. Αντίθετα, κατά τον Χούσσερλ, οι λογικοί νόμοι δεν είναι απλοί κανόνες και η λογική* δεν είναι κανονιστική επιστήμη. Ο νόμος της λογικής δεν λέει τίποτε για το δέον, αλλά μιλάει για το Είναι*. Ο Χούσσερλ στρέφεται και εναντίον του ψυχολογισμού, σύμφωνα με τον οποίο η λογική αποτελεί κλάδο της ψυχολογίας*. Ο ψυχολογισμός, σύμφωνα με την κριτική του Housserl, σφάλλει, αφού για να ανήκουν οι λογικοί νόμοι στην ψυχολογική επιστήμη θα έπρεπε κι αυτοί να έχουν τον ασαφή χαρακτήρα των ψυχολογι-
κών νόμων, γεγονός βέβαια που δεν συμβαίνει. Συμπεραίνει, λοιπόν, ότι οι θεμελιώδεις έννοιες της Λογικής και των Μαθηματικών έχουν δική τους υπόσταση, ανεξάρτητη από τις ψυχολογικές λειτουργίες. Οι λογικοί νόμοι ανήκουν σε μια άλλη διαφορετική τάξη· είναι ιδεατοί νόμοι, a priori- δεν έχουν σχέση με το σκέπτεσθαι, την κρίση, αλλά συνδέονται με κάτι αντικειμενικό. Το αντικείμενο της λογικής δεν είναι η συγκεκριμένη κρίση ενός ανθρώπου, αλλά το περιεχόμενο της κρίσης αυτής, το νόημά της, το οποίο ανήκει σε μια ιδεατή τάξη. Μια άλλη μεγάλη προσφορά του Husserl στη σύγχρονη μαθηματική λογική, μέσα από τις Λογικές έρευνες, είναι η θεωρία της "σημαντικότητας". Οταν σκεφτόμαστε ένα όνομα, αυτό που ο όρος αναγγέλλει δεν είναι τμήμα της σχετικής διανοητικής πράξης. Υπάρχει πάντοτε αυτό στο οποίο αναφέρεται το όνομα, αυτό που εκφράζεται με το όνομα, αυτό που σημαίνει το όνομα. Αυτή ακριβώς τη σημασία έχει η έννοια της σημαντικότητας. Σε κάθε πρόταση, δηλαδή, διακρίνουμε: α) αυτό που η πρόταση "αναγγέλλει" (ψυχικές καταστάσεις, βιώματα)· β) αυτό που η πρόταση "σημαίνει". Η λέξη "σημαίνει" έχει δυο σημασίες: I) Το νόημα, το περιεχόμενο της παράστασης· II) αυτό που η έκφραση ονομάζει. Επίσης ο Χούσσερλ χωρίζει τις προτάσεις σ' αυτές που παρέχουν νόημα και σ' αυτές που πληρούν το νόημα (που δίνουν στην πράξη την πληρότητα της ενορατικότητας). Με τη θεωρία της σημαντικότητας συνδέεται η καθαρή γραμματική, η φιλοσοφική θεωρία της γραμματικής καθώς και η θεωρία του όλου και των μερών. Στο πρώτο στάδιό της, λοιπόν, η φαινομενολογία εμφανίστηκε ως περιγραφική επιστήμη, που θέμα της ήταν η περιγραφή των ιδεατών αντικειμενικοτήτων, οι οποίες εμφανίζονται ενώπιον της συνείδησης* μέσω μιας άμεσης ενόρασης. Το δεύτερο στάδιο της εξέλιξης της φαινομενολογίας έρχεται με τη δημοσίευση του συγγράμματος Ιδέες για μια καθαρή φαινομενολογία και φαινομενολογική φιλοσοφία (1913). Η φαινομενολογία τώρα ευρύνεται σε μια θεμελιώδη φιλοσοφική μάθηση, που σκοπός της είναι η μελέτη των δεδομένων της καθαρμένης από κάθε εμπειρική προκατάληψη συνείδησης. Ο Χούσσερλ στο έργο του Καρτεσιανοί στοχασμοί επιστρέφει στη ριζική αμφιβολία του Καρτέσιου*. Μπορούμε ν' αμφιβάλουμε για κάθε ε-
181
φαινομενολογία μπειρικό δεδομένο· αυτό όμως που δεν δέχεται αμφιβολία είναι το "εγώ νοώ", δηλαδή η υποκειμενική ενέργεια της συνείδησης (cogitatio). Για τον Χούσσερλ, βέβαια, το ότι υπάρχω δεν προέρχεται ως συμπέρασμα του ότι σκέφτομαι. Τα δύο αυτά είναι ξεχωριστά αλλά και τα δύο προφανή και αναμφισβήτητα. Η cogitatio είναι η πηγή κάθε αλήθειας. Η φιλοσοφία είναι υποχρεωμένη να λάβει ως θέμα των μελετών της τη συνειδησιακή ενέργεια του ανθρώπινου υποκειμένου. Έτσι, θέμα της φιλοσοφίας γίνεται η μελέτη της υποκειμενικής συνειδησιακής ενέργειας. Ο πρώτος κανόνας, λοιπόν, της φαινομενολογικής μεθόδου είναι ότι η έσχατη νόμιμη πηγή κάθε λογικού ισχυρισμού πρέπει να είναι το "βλέπειν", το "οράν", όπως το εκφράζει η συνείδηση. Πρέπει να πάμε προς τα ίδια τα πράγματα [Zu den Sachensellbst], προτρέπει ο φιλόσοφος. Αυτό που δίδεται είναι το φαινόμενο, με την έννοια ότι "φαίνεται", εμφανίζεται μπροστά στη συνείδηση. Πίσω απ' το φαινόμενο δεν κρύβεται κάτι άγνωστο. Η φαινομενολογική μέθοδος δεν είναι ούτε παραγωγική ούτε εμπειρική' θέλει να δείξει και να αποσαφηνίσει αυτό που δίνεται. Για τον Χούσσερλ δεν ισχύει η διάκριση του "Είναι" και του "φαίνεσθαι". Αυτό που είναι φαίνεται, αλλά αποκαλύπτεται σταδιακά. Η συνείδηση για να φτάσει στο αντικείμενο χρησιμοποιεί μια αναστολή κρίσης, που ονομάζεται με την ελληνική λέξη "εποχή" [epoche]. Αυτό σημαίνει ότι η φαινομενολογία θέτει σε "παρένθεση" ορισμένα στοιχεία των δεδομένων. Η συνείδηση δεν ερμηνεύει μέσω νόμων, απογυμνώνεται από κάθε ιδέα, κάθε προκατάληψη, απεγκλωβίζεται από τον κόσμο, αποστασιοποιείται προκειμένου να θεαθεί τον κόσμο, "επέχει". Αυτή τη διαδικασία ακριβώς εκφράζει η έννοια της αναγωγής. Η αναγωγή στον Χούσσερλ έχει δύο μορφές. Υπάρχει η "ειδική" αναγωγή (eidetische Reduction), με την οποία τίθεται σε παρένθεση και αποσυνδέεται η ατομική ύπαρξη του μελετώμενου αντικειμένου, ατενίζεται μόνο η ουσία και παραμερίζεται κάθε πηγή πληροφορίας, κάθε πνευματική ή φυσική επιστήμη, ακόμη και η έννοια του Θεού*. Στα όψιμα έργα του Χούσσερλ προστίθεται και η "υπερβολική αναγωγή", που σημαίνει ότι τίθεται σε παρένθεση όχι μόνο η ύπαρξη αλλά και οποιοδήποτε πράγμα δεν συστοιχεί προς την καθαρή συνείδηση. Με τη φαινομενολογική αναγωγή, όπως είδα-
182
με, εξαφανίζεται η συνάφεια του "εγώ" με τον "κόσμο"*' με τη βαθμιαία υποχώρηση της συνείδησης από τον κόσμο φτάνουμε στο καθαρό εγώ. Το "καθαρό εγώ" έχει αποτινάξει όλα τα έξω απ' αυτό στοιχεία - δεν είναι εγκλωβισμένο μέσα στον κόσμο' έχει πάρει απόσταση προκειμένου να θεαθεί τον κόσμο. Είναι το δυναμικό υποκείμενο που ανάγεται προς τον κόσμο με δική του πρωτοβουλία χωρίς να είναι παθητικός δέκτης. Για να φτάσουμε στην καθαρή συνείδηση χρησιμοποιούμε την έννοια της αναφορικότητας* (έννοια που εισήγαγαν οι σχολαστικοί και χρησιμοποίησε και ο Μπρεντάνο). Εφαρμόζοντας στα αναφορικά βιώματα τη φαινομενολογική αναγωγή, απ' τη μια συλλαμβάνουμε τη συνείδηση ως σημείο καθαρών αναφορικών συνδέσεων και από την άλλη φτάνουμε σ' ένα αντικείμενο που η μόνη του ύπαρξη είναι το να δίνεται αναφορικά στο υποκείμενο. Στο ίδιο δηλαδή το βίωμα βλέπουμε το καθαρό ενέργημα που συνδέει την καθαρή συνείδηση και το αναφορικό υποκείμενο. Όλη η πραγματικότητα εμφανίζεται ως ρεύμα βιωμάτων, με τη σημασία καθαρών ενεργημάτων. Η καθαρή συνείδηση (cogito) δεν είναι ένα πραγματικό υποκείμενο' τα ενεργήματά της είναι απλώς αναφορικές σχέσεις και το αντικείμενο είναι τελικά αυτό που δίνεται σε αυτό το λογικό υποκείμενο. Στο πλαίσιο του βιώματος ο Χούσσερλ διακρίνει την αισθητηριακή ύλη και την επιδιωκόμενη μορφή. Αυτό που σχηματίζει την ύλη στα αναφορικό βιώματα το ονομάζει "νόηση", το δεδομένο που βρίσκεται στην καθαρή ενόραση ονομάζεται "νόημα" και η εκπεφρασμένη κρίση ονομάζεται "το νόημα της κρίσης". Το πιο σπουδαίο συμπέρασμα είναι η διπολική υφή στα αναφορικά βιώματα. Το υποκείμενο προσδιορίζει το αντικείμενο (καθώς το θεάται) αλλά παράλληλα είναι ουσιωδώς συνδεδεμένο με το αντικείμενο. Η ύπαρξη του κόσμου, καταλήγει ο Husserl, δεν είναι αναγκαία για το "είναι" της καθαρής συνείδησης, καθώς το αναφορικό ενέργημα πραγματοποιείται και χωρίς την ύπαρξη αντικειμένου. Έτσι η πραγματικότητα χάνει την αυτονομία της και μέσα απ' αυτό γίνεται φανερό ότι η φιλοσοφία του Χούσσερλ καταλήγει στον υπερβατικό ιδεαλισμό, που από πολλές απόψεις συγγενεύει με τον νεοκαντιανισμό*. Η στροφή αυτή του ιδρυτή της φαινομενολογίας δεν ακολουθήθηκε απ' τους υπόλοιπους φαινομενολόγους, οι οποίοι ήταν πολλοί και ση-
"Φαινομενολογία του πνεύματος" μαντικοί, όπως οι Αλεξάντερ Πφαίντερ* (18701941), Οσκαρ Μπέκερ (1889-), Ρομάν Ινγκάρντεν*, Χ. Κόνραντ-Μάρτιους, Μόριτς Γκάϊγκερ (1880-1937), Εντιθ Στάιν, Αδόλφος Ράινακ (1883-1916), Α. Κουαρέ, Ε. Λεβινά, ΜάρβινΦάμπερ', και Μαξ Σέλερ* (1874-1928), ο οποίος υπήρξε ο σημαντικότερος. Η φαινομενολογία, θα μπορούσαμε να πούμε γενικά, άνοιξε τον δρόμο για την αναγνώριση δύο πολύ σημαντικών θέσεων: της αντικειμενικότητας της γνώσης και του αληθινού χαρακτήρα του ανθρώπινου πνεύματος, το οποίο έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει ουσίες. ΓΓ αυτό ακριβώς η φαινομενολογία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "φιλοσοφία της ουσίας". Μαρία Ντόλκα
"Φαινομενολογία του πνεύματος" ("Phänomenologie des Geistes", 1807). Ενα από τα σημαντικότερα έργα του Εγέλου* (Hegel), με το οποίο επιτυγχάνει μια δυναμική εισβολή στη φιλοσοφική σκέψη. Πρόκειται για ένα επικό, τρόπον τινά, έργο, στο οποίο εκθέτει τις διάφορες μορφές εμφάνισης του πνεύματος*, τα διαδοχικά στάδια μέσα από τα οποία το πνεύμα ανυψώνεται από την ατομική αίσθηση ως τον καθολικό Λόγο*. Η εγελιανή σκέψη εκκινεί από την πανθείστική αντίληψη, κατά την οποία ο χώρος* και η σκέψη είναι δύο απόλυτα κατηγορήματα του Θεού*, οι δύο όψεις της μιας και της αυτής πραγματικότητας*. Όμως, η ιστορία* αποτελεί το πεδίο της δυναμικής εκδίπλωσης του πνεύματος διαμέσου των ανθρώπων μέσα από τη συνεχή διαλεκτική σύνθεση, πραγματοποιείται η ωρίμανση του πνεύματος. Ειδικότερα, η Φαινομενολογία του πνεύματος γράφτηκε από τον Εγελο στην Ιένα (18051806), με σκοπό να παρουσιάσει εν μέρει το φιλοσοφικό του σύστημα, και εκδόθηκε το 1807. ΟΕγελος σχεδίαζε αυτό το έργο ν' αποτελέσει το πρώτο μέρος του "συστήματος της επιστήμης", δηλαδή την "επιστήμη* για την εμπειρία της συνείδησης", και να προετοιμάσει το δεύτερο μέρος, δηλαδή τη διαλεκτική επιστήμη της λογικής". Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δίτομο έργο, το οποίο -εκτός από τον πρόλογο και την εισαγωγή- χωρίζεται σε οκτώ μέρη, τα οποία διακρίνονται σε τρία τμήματα: "Συνείδηση" (μέρ. 1-3), "Αυτοσυνείδηση" (μέρ. 4) και "Λόγος" (μέρ. 5-8)· το τελευταίο μάλιστα μέρος φανερώνει τη διαλεκτική* του "πνεύματος"" ως φορέα του λογικού της ιστορίας- "Πνεύμα" (μέρ. 6), "Θρησκεία" (μέρ. 7), "Απόλυτη γνώση" (μέρ. 8).
Αναλυτικότερα, στον πρόλογο ο Χέγκελ εκφράζει τις απόψεις του για τη φύση της φιλοσοφικής γνώσης* και στρέφεται εναντίον της θεωρίας της άμεσης γνώσης*, του ρομαντισμού* κ.ά. Επίσης, πραγματεύεται βασικά θέματα, όπως: η φιλοσοφία ως επιστημονικό σύστημα, το αίτημα για πλήρη κατανόησή της και η κριτική της εσωτερικής ενόρασης· η αλήθεια ως όλον το απόλυτο ως ουσία και ως υποκείμενο- η φαινομενολογία ως "κλίμακα της γνώσης", που συντείνει στην πρόοδο της συνείδησης από την κοινή γνώση ως τη φιλοσοφική σκέψη και την "απόλυτη γνώση"· η "συγκρότηση του ατόμου", η διαλεκτική της αλήθειας και της πλάνης κ.ά. Στην εισαγωγή ο Χέγκελ παρουσιάζει τη μέθοδο της "φαινομενολογίας του πνεύματος", η οποία βασίζεται στην προοδευτική ανάπτυξη της συνείδησης*, στην πορεία της από το αφηρημένο στο συγκεκριμένοόπως ο ίδιος σημειώνει: "Στη Φαινομενολογία του πνεύματος εξέθεσα την πρόοδο της συνείδησης από την πρώτη άμεση αντίθεση ανάμεσα σ' αυτήν και το αντικείμενο ίσαμε την απόλυτη γνώση. Ο δρόμος αυτός περνά από όλες τις μορφές της σχέσης της συνείδησης με το αντικείμενο και έχει ως αποτέλεσμα την έννοια της επιστήμης ... η έννοια αυτή ... δεν μπορεί κανείς να την δικαιολογήσει διαφορετικά παρά μόνο κάνοντάς την να αναπηδήσει από τη συνείδηση που βλέπει τις ίδιες τις μορφές της (Gestalten) να συναιρούνται όλες μέσα σ' αυτή την έννοια καθώς μέσα στην αλήθεια" (Wissenschaft der Logik). Στο στάδιο της Συνείδησης το αντικείμενο αντιπαρατίθεται στο ανθρώπινο Εγώ* ως εξωτερικό δεδομένο και το προσδιορίζει- η συνείδηση παρουσιάζεται "θεωρητική", ως εμπειρία της "αισθητηριακής αυθεντικότητας", της αντίληψης και του λογικού. Στην Αυτοσυνείδηση η συνείδηση καθορίζει τον ίδιο της τον εαυτό, που είναι στην προκειμένη περίπτωση το αντικείμενό' της, επομένως η συνείδηση και το αντικείμενο είναι ταυτόχρονα- α' αυτό το στάδιο, η συνείδηση ενεργεί κατεξοχήν "πρακτικά", δηλαδή δρα, επιθυμεί, επιδιώκει. Αλλά η αυτοσυνείδηση αλληλεπιδρά και με άλλες αυτοσυνειδήσεις, οπότε είναι ελεύθερη και ενσαρκώνεται σε ιστορικά - πολιτιστικά φαινόμενα, όπως ο "σκεπτικισμός", ο "στωικισμός", η "ατυχής συνείδηση". Από τη στιγμή, όμως, που η αυτοσυνείδηση κατανοεί την καθολικότητά της, ενεργεί ως "λογικό" αναγνωρίζοντας στον εαυτό της την πραγματικότητα στην απόλυτη
183
"Φαινομενολογία του πνεύματος πληρότητά της. Στο στάδιο του "Λογικού", η διαφορά μεταξύ της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης* ανάγεται σε διαφορά ανάμεσα στο "παρατηρούν λογικά", το οποίο αποδίδει λογικά περιεχόμενο στον κόσμο (π.χ. νόμοι οργανικής και ανόργανης φύσης, του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου κ.λπ.), και τη δραστήρια "λογική αυτοσυνείδηση", η οποία πραγματώνει το λογικό στον κόσμο. Μέσα στα πλαίσια αυτής της διαλεκτικής του λογικού θα πραγματοποιηθεί τελικά η αναγωγή της ατομικότητας στην ιστορική πραγματικότητα του κοινωνικού Είναι. Στο στάδιο του πνεύματος, η συνείδηση κατανοεί τον εαυτό της ως έκφραση της πνευματικής πραγματικότητας του κόσμου, όπου "ατομικότητα" και "ουσία" αλληλοσυνδέονται. Σ' αυτό το στάδιο, η συνείδηση εμφανίζεται με ποικίλες μορφές: κοινωνιοκοιστορικά, ως ιστορική μορφή του "παγκόσμιου πνεύματος". Εδώ εντάσσονται οι σημαντικότερες πολιτιστικές εποχές, που μορφοποιούν το γίγνεσθαι του πνεύματος και τη συνειδητοποίηση του ίδιου του του εαυτού ως "αληθινού πνεύματος", η "κοινωνική ηθική" ως "ζωντανή άμεση ενότητα ατομικότητας και ουσίας". Επίσης, το πνεύμα παρουσιάζεται ως "αποξενωμένο από τον εαυτό του" ("θραυσμένη συνείδηση", συγκρούσεις "πίστης" και "κοινού νου", "πάλη της μόρφωσης με την προκατάληψη"). Τέλος, αναφέρεται και η νομική κατάσταση, κατά την οποία πολλά ανεξάρτητα άτομα συνδέονται με την τυπική καθολικότητα του δικαίου*. Στη συνέχεια, μέσα από την αρνητικότητα της "απόλυτης ελευθερίας" η συνείδηση φθάνει στην "ηθικότητα", η οποία συνιστά το αυθεντικό για τον εαυτό της πνεύμα (ο Χέγκελ επικρίνει τις αντινομίες της καντιανής ηθικής). Η "θρησκεία"* συμφιλιώνει τις όποιες αντιθέσεις της "ηθικής"* και συνενώνει τις διάφορες μορφές "αυτοσυνείδησης" του πνεύματος: "φυσική θρησκεία" (η ανατολική), "καλλιτεχνική θρησκεία" (η αρχαία ελληνική τέχνη) και "θρησκεία της αποκάλυψης". Στο τελευταίο στάδιο, στην "απόλυτη γνώση", η συνείδηση γίνεται φιλοσοφική, μετατρέποντας το περιεχόμενο της θρησκείας σε κατάλληλη γΓ αυτή μορφή -την "απόλυτη γνώση" (εννοιακή, "θεωρητική" νόηση). Εδώ, η συνείδηση βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιστήμη, το σύστημα των "ουσιών". Επιπλέον, η συνείδηση αντιλαμβάνεται ότι το πνεύμα, όσο δεν είχε φτάσει ακόμα στην έννοιά του, όφειλε να εκδηλώνεται μέσα στον χρόνο' συνειδητοποιεί το νόημα και την ανα-
184
γκαιότητα των σταθμών από τους οποίους χρειάστηκε να περάσει, της πορείας που διήνυσε από τότε που ήταν. μόνο "φυσική συνείδηση" ως την αναγνώρισή της μέσα στην επιστήμη. Πριν φτάσει σε αυτό το τελικό στάδιο, δεν συμφωνούσε απόλυτα με την έννοιά της, δηλαδή την οντολογική της αρχή· αυτή ακριβώς η απουσία τέλειας συμφωνίας με την έννοιά της ήταν η κινητήρια δύναμη που την ωθούσε προς τα εμπρός, χωρίς αυτή να το αντιλαμβάνεται. Κάθε διαλεκτική, λοιπόν, είναι η κίνηση του πνεύματος που πραγματώνεται. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Εγελος στην παρουσία του έργου του, η Φαινομενολογία του πνεύματος εκθέτει τη "γνώση που γίνεται" (das werdende Wissen), έχει σκοπό "να αντικαταστήσει τις ψυχολογικές εξηγήσεις ή τις αφηρημένες εκθέσεις για τη θεμελίωση της γνώσης. Περιέχει τις διάφορες μορφές (Gestalten) του πνεύματος ως τους καθαυτό σταθμούς της πορείας με την οποία το πνεύμα γίνεται καθαρή γνώση ή απόλυτο πνεύμα. 0 πλούτος των εμφανίσεων του πνεύματος (Erscheinungen) που, σε μια πρώτη ματιά, δίνει την εντύπωση χάους, τακτοποιείται μέσα σε μια επιστημονική τάξη που τα εκθέτει σύμφωνα με την αναγκαιότητά τους - στην τάξη αυτή οι ατελείς εμφανίσεις διαλύονται και περνούν σε ανώτερες εμφανίσεις που συνιστούν την προσεχή τους αλήθεια. Βρίσκουν τελικά την τελευταία τους αλήθεια στη θρησκεία και έπειτα στην επιστήμη ως αποτέλεσμα του παντός" (βλ. Hoffmeister, Εισαγωγή στη Φαινομενολογία). Το 1831 ο Εγελος ετοίμασε μια δεύτερη έκδοση του έργου -διότι ήθελε "να αλαφρώσει το πλοίο από το έρμα του για να αρμενίσει αυτό ευκολότερα", αλλά ξανακοίταξε μόνο τις 37 πρώτες σελίδες, δηλαδή το μισό του προλόγου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Εγελος δεν θεωρούσε τη φαινομενολογία ως το σημαντικότερο από τα έργα του, σ' αντίθεση με άλλους φιλοσόφους (π.χ. Μαρξ*, Ενγκελς*), που είδαν στο έργο αυτό την πηγή της φιλοσοφικής του σκέψης· είναι, μάλιστα, η Φαινομενολογία του Πνεύματος που προκάλεσε το ενδιαφέρον και την ανανέωση των εγελιανών σπουδών. Βλ. και: Γκ. Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος, τ. 1, μετφρ. Τζωρτζόπουλου, Δωδώνη, 1993. Βιβλιογρ.: Hyppolite J.. Génèse et structure de la "Phénoménologie de I' érprif de Hegel, Paris. 1946.Heinrichs J.. Die Logik der 'Phänomenologie des Geistes. Bonn, 1974.- l a u e r Q „ A reading ol Hegel's 'Phenome-
φανατισμός nology ol spirit'.
Ν. Y., 1976.· Ιστορία
της
φιλοσοφίας.
Τόμ. 1.ΜΙΕΤ, Αθήνα. 1987. Ευτυχία
Ξυδιά
φαινομενολογική κοινωνιολογία. Με τον όρο •φαινομενολογική κοινωνιολογία" αποδίδονται οι κοινωνιολογικές εκείνες προσεγγίσεις οι οποίες είναι προσανατολισμένες προς τη φαινομενολογική φιλοσοφία του Α. Husserl* και τα συγγενικά φιλοσοφικά ρεύματα. Η φαινομενολογία* ως φιλοσοφικό ρεύμα αμφισβητεί τον εμπειρισμό* των κοινωνικών επιστημών και με την έννοια αυτή αποτελεί κριτική του θετικισμού* και του φυσιοκρατικού εμπειρισμού. Για τη φαινομενολογία, και ιδιαίτερα για τη φαινομενολογία του Husserl, πέρα από αυτό που οι αισθήσεις του επιστήμονα - μελετητή μπορούν να αντιληφθούν, να καταγράψουν και να μελετήσουν, υπάρχει και η ανθρώπινη συνείδηση*, που δεν καταγράφεται από έναν τέτοιο "απλοϊκό εμπειρισμό", όπως τον καθιέρωσε ο θετικσιμός* ως μέθοδο παρατήρησης κοινωνικών γεγονότων και φαινομένων. Αυτή τη συνείδηση* έπρεπε να μελετήσει πρώτα απ' όλα η φαινομενολογία. Την κοινωνιολογική διατύπωση των θέσεων της φαινομενολογίας του Husserl συναντά κανείς για πρώτη φορά στο έργο τού Th. Litt και αργότερα στους Α. Vierkandt, Berger και Luckmann, στη "θεωρία της γνώσης"* του Κ. Mannheim* κ.λπ. Οι πραγματικές όμως βάσεις για μια φαινομενολογική κοινωνιολογία τέθηκαν από τον Α. Schuetz.
Πλασματικές υποθέσεις λ.χ. είναι οι έννοιες του Εγώ", του αντικειμένου*, των λογικών κατηγοριών*, της φυσικής (άτομα, ηλεκτρόνια), των μαθηματικών (ασύμμετροι, φανταστικοί, μιγαδικοί αριθμοί), καθώς επίσης οι ηθικές, θρησκευτικές και κοσμοθεωρητικές ιδέες. Τις πλασματικές αυτές υποθέσεις τις χρησιμοποιούμε "ωσάν να" είναι πραγματικές, δίνουμε πίστη σ' αυτές και επωφελούμαστε από την πρακτική αξία τους, μολονότι πρόκειται για υποκειμενικές εικονιστικές μορφές ψυχικών παραστάσεων, αντιφατικές και αναληθείς στην ουσία. Και όμως αυτές, κατά τον Φάιχινγκερ, επιδρούν δημιουργικά στη ζωή μας και διευκολύνουν την εξελικτική πορεία μας προς τα εμπρός. Σχολιάζοντας μάλιστα την Κριτική της καθαρής λογικής' του Καντ (τόμ. 1-2, 18811892), υποστηρίζει ότι ο θεός* για τον Καντ αποτελούσε πλασματική υπόθεση. Βιβλιογρ.: Bemhoett F., Zur Lehre von den
Finktionen.
1907. Απ. Τζ.
φανατισμός (λατ. fanaticus = 1 ) θεόληπτος, 2) μανιακός). Ψυχοκοινωνική κατάσταση που υποδουλώνει την προσωπικότητα* και δημιουργεί ατμόσφαιρα έντασης στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην κοινωνία*. Ως πνευματική κατάσταση είναι τυφλή προσήλωση σε μια ιδέα, μια θεωρία ή σ' ένα σύστημα, και η ακράδαντη πεποίθηση στο δίκιο της. Ο φανατικός δεν δέχεται διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις, εκτός από τις δικές του. Δεν είναι ικανός να Βιβλιογρ.: Schuetz Α. - Luckmann T.. Strukturen der μετέχει σε διάλογο ιδεών, δεν αποδέχεται την Lebenswelt, Frankfurt/M., 1972.- Bottomore T. - Nisbet B. πάλη των ιδεών και την ελευθερία της κριτι(Hsq ), History ol Sociological Analysis, London, 1978. κής. Ο φανατικός δεν γνωρίζει την ελευθερία Χρ. Νόβα - Καλτσούνη της επιλογής, διακατέχεται από ένα πράγμα Φάιχινγκερ Χανς (Vaihinger, 1852-1933). Γερ- "το μοναδικό σωστό" που σώζει, ενώ όλα τ' μανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, ιδρυτής του πε- άλλα τα καταστρέφει. Ο φανατικός είναι μονόριοδικού "Καντιανές σπουδές" (1897) και της πλευρος, διανοητικά περιορισμένος και δογ"Εταιρείας του Καντ" (1905). Επηρεασμένος ματικός. Ο ειρμός της σκέψης και τα αισθήμααπό τη διδασκαλία του Καντ*, ίδρυσε τη "φιλο- τά του ανάγονται στη φόρμουλα: "Εξω από την σοφία του ως εάν", που είναι τίτλος και του ο- εκκλησία μου δεν υπάρχει σωτηρία". Ο φανατιμώνυμου βιβλίου του (Philosophie des Als Ob. σμός δημιουργεί ένα κλίμα κατάστασης πο1877). Τη θεωρία του την ονομάζει επίσης λιορκίας. Οχι τυχαία ο φανατισμός σαν τρόπος "πλασματοκρατία" (Fictionalismus), καθώς και συμπεριφοράς διακρίνεται για την αδιαλλαξία "θετικιστική ιδεοκρατία". Σύμφωνα μ' αυτήν απέναντι στην αλλοδοξία και τη διαφορετική όλες οι έννοιες που χρησιμοποιεί το ανθρώπι- γνώμη, τον διαφορετικό τρόπο ζωής και συνο πνεύμα πρέπει να γίνουν δεκτές "ως πλά- μπεριφοράς. Η φανατική μισαλλοδοξία συνοσματα" της διάνοιας, ως πλασματικές υποθέ- δεύεται από σκληρότητα, που ενίοτε φτάνει σεις (Finktionen), κατάλληλες μόνο να καθοδη- μέχρι την ωμότητα, καθώς και από τη χρήση γούν την πρακτική συμπεριφορά μας, χωρίς κάθε μέσου, ακόμα και της θυσίας ανθρώπων και να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. στο όνομα του επιδιωκόμενου "σωτήριου" σκο-
185
Φανγκ Γιου-Λαν πού, της μεσιανικής αποστολής. Ο φανατισμός δεν ξεχωρίζει τις αντιλήψεις του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο*. Στα μάτια του φανατικού, η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει τίποτα, είναι κατώτερη των ιδεών και πεποιθήσεων. Στην πάλη κατά των αιρέσεων*, της ετεροδοξίας και καθετί του "ολέθριου" δημιουργήθηκαν η Ιερά Εξέταση, "επιτροπές κοινωνικής σωτηρίας", "έκτακτες επιτροπές". Για τους ίδιους σκοπούς επιβολής της ομογνωμίας και της απεριόριστης εξουσίας εξοντώθηκαν οι "εχθροί του λαού" την περίοδο της δικτατορίας των Ιακωβίνων στη Γαλλία και των σταλινικών διώξεων και δικών (1937-1938). Ο φανατισμός είναι περισσότερο διαδομένος στη θρησκεία*, στην πολιτική και στις διεθνικές σχέσεις. Το πάθος, σε συνδυασμό με την επιθυμία για την εδραίωση λογικά αθεμελίωτων ιδεών και πεποιθήσεων, δείχνει την ανεπαρκή διαφοροποίηση και ομοιογένεια αισθήματος, νου και θέλησης του φανατικού. Τον φανατισμό υποβοηθούν τα δεσποτικά, αυταρχικά και ολοκληρωτικά συστήματα, ωστόσο, υπάρχει και φυσική προδιάθεση για τον φανατισμό. θεοχ.
Κεσσίδης
Φανγκ Γιου-Λαν. Από τους επιφανέστερους κινέζους φιλοσόφους του αιώνα μας. Υπήρξε πρόεδρος της Φιλοσοφικής Εταιρείας που ιδρύθηκε το 1935 και έγραψε δίτομη Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας και τη Νέα φιλοσοφία του λόγου, όπου αναπτύσσει τις φιλοσοφικές του ιδέες. Κατ' αυτόν το σύμπαν' δομείται πάνω σε τέσσερεις αρχές: τον λόγο*, την ύλη*, το Τάο* και τη Μεγάλη Μονάδα. Ο λόγος έχει αιώνιο χαρακτήρα, η ύλη προϋπάρχει των πραγμάτων, το Τάο είναι λειτουργική αρχή του σύμπαντος. Ο Φανγκ Γιου-Λαν δεν δέχεται την ύπαρξη του Θεού*, αλλ' όμως δέχεται ως σκοπό του ανθρώπου την προσπάθεια υπερβατικής βίωσης με τη γνώση* και τη σοφία (αγιοσύνη). Η γνώση βοηθάει σε μια ξαφνική ενορατική αναλαμπή, κατά την οποία ανακαλύπτει ο άνθρωπος* μια αλήθεια επιστημονική ή φιλοσοφική. Η οδός της σοφίας ή της αγιοσύνης αφορά όχι μόνο στους φιλοσόφους ή επιστήμονες, αλλά σε κάθε άνθρωπο. Η φιλοσοφία του Φανγκ Γιου-Λαν είναι αποκλειστικά ανθρωποκεντρική, εφ' όσον θεωρεί τον άνθρωπο πραγματικό δημιουργό, γιατί μόνο ο άνθρωπος έχει μέσα του τη συνείδηση του "λόγου". Ο ανθρώπινος νους* είναι η πηγή
186
του ηθικού κόσμου και η συμμόρφωση σ' αυτόν θεωρείται ύψιστο καθήκον. Αλέξ.
Καριώτογλου
φαντασία. Ψυχική λειτουργία χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ικανότητα αλλαγής της εικόνας της πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται στη συνείδηση* του ατόμου. Μέσω της λειτουργίας της φαντασίας το άτομο αποκτά τη δυνατότητα να μετατρέψει την άμεσα δοσμένη στη συνείδηση του εικόνα για ένα γεγονός ή κατάσταση και να διαμορφώσει έτσι μια διαφορετική οπτική γωνία και αντίληψη για αυτά. Σε αυτό οφείλεται και η τεράστια συμβολή της λειτουργίας αυτής στην τέχνη* (συμμετέχοντας στη διαμόρφωση της "έμπνευσης"), την επιστήμη (συμμετέχοντας στην εμφάνιση μιας νέας ιδέας) αλλά και στην επίλυση καθημερινών προβλημάτων του ατόμου (όταν απαιτείται ριζική αναδιάταξη και επαναξιολόγηση των παραμέτρων του συγκεκριμένου προβλήματος). Η διαμόρφωση και η ανάτττυξή της είναι στενά συνδεδεμένη με τη δομή της προσωπικότητας*, το εύρος των δραστηριοτήτων της και τη συσσωρευμένη εμπειρία* της. Ανάλογα με τον τρόπο εκδήλωσής της η φαντασία μπορεί να είναι "παθητική" ή "ενεργητική", "εκούσια" ή "ακούσια". Στη διαδικασία της οντογένεσης* εμφανίζεται σχετικό αργά, βασίζεται στην ανάπτυξη των διαδικασιών της αντίληψης* και της νόησης* και απαιτεί την ικανότητα στοιχειωδών γενικεύσεων. Όπως και όλες οι άλλες ψυχικές λειτουργίες έχει κοινωνική ιστορική-πολιτισμική καταγωγή, όπου, αφού διαμορφωθεί, εκδηλώνεται ως ανώτερη ψυχική λειτουργία είτε αυτόνομα είτε σε "συνεργασία" με άλλες ψυχικές λειτουργίες. Βιβλιογρ.: Λ. Σ. Β ι γ κ ό τ ο κ ι , " Σ υ λ λ ο γ ή έργων", Μόσχα. 1982.- Β ε λ ι τ σ κ ό φ σ κ ι Μπ. Μ., Η σύγχρονη γνωστική ψυχολογία, Μ ό σ χ α , 1982.- Λ ο υ κ Α. Ν., Φαντασία και δημιουργία, Μόσχα, 1976.- Exploration on creativity, Ν. Y.. 1967. Ευόγγ.
Μανουρός
ΦαραμπΙ, αλ. Ο αλ - Φαραμπί Αμπού Νασρ Μουχάμεντ ιμπν Ταρχάν είναι σπουδαίος φιλόσοφος και εγκυκλοπαιδιστής του Ισλάμ*. Γεννήθηκε στο Φαράμπ του Σιρνταριά το 870 και πέθανε στη Δαμασκό το 950. Από τους σημαντικότερους σχολιαστές του Αριστοτέλη* και του Πλάτωνα". Συνδύασε τον αριστοτελισμό* με νεοπλατωνικές διδασκαλίες. Κατά τον Φαραμπί ο Θεός" εδημιούργησε τον κόσμο* με
φασισμός διαδοχική σειρά απορροών (νεοπλατωνισμός'), που αρχίζει, με τους κοσμικούς "νόες", η αλυσίδα των οποίων τελειώνει με τον "ενεργό νου", ο οποίος συντονίζει τις διεργασίες που γίνονται στον υποσελήνιο κόσμο, έναν κόσμο γένεσης και φθοράς. Η ένωση με τον "ενεργό νου" είναι ο έσχατος στόχος της γνώσης* του ανθρώπου*. Τις απόψεις του για την "ενόρετη πόλη" ανέπτυξε ο Φαραμπί για να δώσει μια κοινωνική και ηθική διδασκαλία. Σημαντική πηγή πληροφοριών για τη μουσική της Ανατολής και της αρχαίας Ελλάδας αποτελεί το έργο του Μεγάλη πραγματεία περί μουσικής. Μεγάλη επίδραση άσκησε η φιλοσοφία του Φαραμπί σε γνωστούς μουσουλμάνους στοχαστές, όπως ο Αβικέννα*, ο Αμπού Μπακρ*, ο Αβερόης* κ.ά. Αλέξ. Καριώτογλου
θέτει το πρόγραμμα της "Νατουραλιστικής Φαινομενολογίας". Κατά το πρόγραμμα τούτο, ο φυσικός κόσμος αποτελεί την αναγκαία αφετηρία για την έρευνα κάθε αντικειμένου και γεγονότος, η συμβολή των επιστημών είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση του κοινού στόχου που είναι η αποκάλυψη της αλήθειας*, η ανάλυση και η σύνθεση των σχημάτων της εμπειρίας* επιτρέπουν τον συμβιβσμό της Φαινομενολογίας με τις φιλοσοφίας της εμπειρίας, και οι ηθικές αξίες, τέλος, δεν είναι παρά μορφώματα των ψυχικών καταστάσεων του ανθρώπου, των οποίων η διαμόρφωση προσδιορίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος από το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Βιβλιογρ.: Μ. Farber, Οι Σκοποί της Φαινομενολογίας, μετάφρ. Λ. Μπρατζελιώτη, Αθήνα, 1970 (Εισαγ.). - Δ. Ανδριόπουλου. Hussens Concept ot Horizon and the Psychological Concepts ot Schema and Assumption. "Πλάτων", της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, τόμ. 39/40. Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης
Φάρμπερ Μάρβιν (Marvin Farber). ΟΦάρμπερ είναι παγκοσμίως γνωστός για την κριτική ανάλυση της φιλοσοφίας του Ε. Husserl* και για φασισμός (από την ιταλική λέξη "φάτσιο" = δετην αυθεντική ερμηνεία που δίδει στην φαινο- μάτι, συνένωση). Ιδεολογικό και πολιτικό κίνημενολογική μέθοδο. Διετέλεσε καθηγητής του μα, που χαρακτηριστικά του είναι ο κρατισμός Κρατικού Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης (Buf- - η λατρεία του κράτους* και του ηγέτη-, η καfalo) και είναι ευρύτατα γνωστός από τα βιβλία ταπάτηση των δικαιωμάτων του ατόμου, ο πετου και το διεθνούς κυκλοφορίας περιοδικό ριορισμός της οικονομικής ελευθερίας, το κή"Φιλοσοφία και Φαινομενολογική Ερευνα" ρυγμα εθνικής - φυλετικής ή κοινωνικής - ταξι("Philosophy and Phenomenological Research"). κής αποκλειστικότητας. Ως πολιτικό σύστημα Μεταξύ των βιβλίων του περιλαμβάνονται Η ο φασισμός είναι η ακραία μορφή ολοκληρωτιθεμελίωση της Φαινομενολογίας, Νατουραλι- σμού, του γενικού ελέγχου και της ρύθμισης σμός και Υποκειμενισμός, Φαινομενολογία και των πάντων από το κράτος. Σ" ένα τέτοιο καθεΥπαρξη, Οι Σκοποί της Φαινομενολογίας, (με- στώς οι διάφοροι κοινωνικοί θεσμοί, οι σφαίταφρασμένο στα ελληνικά από τον υπογράφο- ρες δράσης και τα επί μέρους άτομα, αποκτούν ντα και εισαγωγή Δ. Ανδριανόπουλου) και Βα- δικαίωμα ύπαρξης μόνο ως όργανα και στοισικά θέματα της Φιλοσοφίας: Εμπειρία, Πραγ- χεία του κράτους, που θεωρείται ο μοναδικός ματικότητα και οι Ανθρώπινες Αξίες. και ανώτατος εκφραστής των συμφερόντων Η κριτική που ο Φάρμπερ ασκεί κατά της θεω- του "έθνους"*, του "λαού", της "πρωτοπόρος ρίας του Husserl (που ήταν και μαθητής του) α- τάξης". Η λατρεία του ηγέτη, η καλλιεργούμεναφέρεται στην απομόνωση του σκεπτόμενου νη ιδέα στις μάζες* για τη χαρισματική προσωυποκειμένου και της αντιληπτικής του εμπει- πικότητά* του, που δήθεν διαθέτει υπερφυσιρίας" από το φυσικό και κοινωνικό του περι- κές ικανότητες, καθώς και το απαραβίαστο του βάλλον, στην κατάργηση των προϋποθέσεων κύρους* του αποτελούν ένα από τα κύρια καμε την ειδητική αναγωγή και την "εποχή", που θήκοντα της φασιστικής προπαγάνδας*. εισηγείται ο Husserl, στη καθαρή Λογική και τα Τα αναφαίρετα δικαιώματα του ατόμου, την καθαρά Μαθηματικά, που υποστηρίζει ενα- πόλη των ιδεών και την ελευθερία της κριτικής ντίον του "ψυχολογισμού"", στον αντιεπιστη- ο φασισμός τα θεωρεί ως νοσηρά φαινόμενα: μονισμό και, γενικότερα, στις εξηγήσεις που "Στο κράτος δεν υπάρχει πλέον ελεύθερο καδίδονται από τον ίδιο αλλά και από άλλους εκ- θεστώς γνωμών", δήλωνε ο Γκαίμπελς, "υπάρπροσώπους της "Φιλοσοφικής Ανθρωπολο- χουν απλώς σκέψεις ορθές, σκέψεις λαθεμέγίας"* και του υπαρξισμού.* νες και σκέψεις που πρέπει να εκριζωθούν". Ο Στις ακραίες αυτές θέσεις της Φαινομενολο- φασισμός εμφανίζεται σε καταστάσεις τεταγίας και του υπαρξισμού ο Φάρμπερ αντιπαρα- μένες, και τις καταστάσεις αυτές τις χρειάζε187
φεουδαρχικός
σοσιαλισμός
ται γιατί διευκολύνουν την επιβολή κατάστασης στρατώνα στην κοινωνία* και την εφαρμογή διοικητικών μεθόδων, εντολών και διαταγών. Γι' αυτό και τα φασιστικά καθεστώτα ποντάρουν στην πάλη κατά των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, δηλαδή στην άσκηση βίας κατά των αλλοφρόνων στην εσωτερική πολιτική και στην εφαρμογή επιθετικής πολιτικής στις διεθνείς σχέσεις. θεοχ. Κεσσίδης
φαταλισμός, βλ. μοιρολατρία Φα-τσια, βλ. νομοκανονική σχολή στην Κίνα φάτουμ (λατ. Fatum). Ορος που σημαίνει το πεπρωμένο, τη μοίρα και παραπέμπει στη φιλοσοφική αντίληψη της μοιρολατρίας. Ο Λάιμπνιτς*, μάλιστα, διακρίνει το fatum mahumentanum, το fatum stoïcum και το fatum christianum (βλ. πρόλογο Θεοδικίας). Για τον Καντ*, ως φάτουμ θα οριζόταν αυτό που θα συνέβαινε εξαιτίας μιας τυφλής αναγκαιότητας, με την οποία κάποια γεγονότα θα είχαν προσδιοριστεί καθεαυτά και ανεξάρτητα από τις αιτίες που τα παράγουν όμως, σπεύδει να συμπληρώσει ο φιλόσοφος, "είναι πρώτος a priori νόμος της φύσης* ότι τίποτε δεν συμβαίνει από μια τυφλή τύχη και δεν υπάρχει μέσα στη φύση τυφλή ανάγκη, αλλά μόνο εξαρτημένη ανάγκη και συνεπώς νοητή (βλ. Κριτική του Καθαρού Λόγου). Ευτυχία Ξυδιά
φαύλος κύκλος, βλ. σόφισμα Φεγιεράμπεντ Πάουλ (Feyerabent, 1924). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος της φιλοσοφίας της επιστήμης, η οποία, με βάση τις θετικιστικές αντιλήψεις της "θεωρίας της γνώσης"* και τις φυσικές επιστήμες, από όπου αντλεί το υλικό για τις μεθοδολογικές γενικεύσεις των φιλοσοφικών συστημάτων, ασχολείται μεταξύ άλλων με τη μελέτη των μεθόδων της επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας. Ο συγκεκριμένος αυτός τομέας προσέλκυσε και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Φεγιεράμπεντ και μέσω αυτού οδηγήθηκε στη διατύπωση της μεθοδολογικής θεωρίας του "επιστημονικού αναρχισμού", στην οποία διαφαίνονται οι επιδράσεις που δέχτηκε τόσο από τις μεθοδολογικές αντιλήψεις του Πόππερ*, όσο και από τη θεωρία περί επιστημονικών επαναστάσεων 188
του Τόμας Κουν*. Με αφετηρία τις απόψεις αυτών, διατύπωσε αρχικά τη μεθοδολογική αρχή του "πολλαπλασιασμού" (probiferation) των θεωριών. Κατ' αυτήν, οι επιστήμονες έχουν χρέος να μη υποτάσσονται στις υπάρχουσες θεωρίες, αλλά να δημιουργούν νέες, ασυμβίβαστες προς τις κατεστημένες, διότι έτσι προωθείται η μεταξύ τους κριτική και επιταχύνεται η ανάπτυξη της επιστήμης*. Παίρνοντας επίσης σαν δεδομένο το ότι οι επιστημονικοί όροι αλλάζουν σημασία από τη μια θεωρία στην άλλη και ότι κάθε θεωρία έχει δική της γλώσσα για τη δήλωση των εννοιών της, φθάνει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε τις θεωρίες σε κανένα απολύτως επίπεδο, αφού η καθεμιά από αυτές εκφράζεται με τους δικούς της κανόνες και τα δικά της λογικά και μεθοδολογικά πρότυπα. Με τη σειρά αυτή των συλλογισμών ο Φεγιεράμπεντ καταλήγει στον επιστημονικό αναρχισμό, δηλαδή στην απόλυτη ελευθερία του κάθε επιστήμονα να επινοεί και να επεξεργάζεται δική του θεωρία, αδιαφορώντας για τις ήδη υπάρχουσες, τις αναπόφευκτες αντιφάσεις και τη συνακόλουθη κριτική. Τον ανορθολογισμό αυτό της επιστήμης τον θεωρεί μια μορφή ιδεολογίας, η οποία δικαιούται, κατ' αυτόν, να διεκδικήσει την αυτόνομη θέση της στον χώρο των ιδεών. Εργα του: Against method. Outline of an anarchistic theory of knowledge, 1975.- Science in a tree society, 1978.- Dialogue on method, 1979. Απ. Τζ. φεουδαρχία, φεουδαλισμός ή φεουδαρχικός κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός. Είναι η δεύτερη (μετά τη δουλοκτησία*) περίοδος διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας*, η περίοδος της ανάπτυξης της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας* επί μιας βάσης μη αντίστοιχης προς αυτήν. Η βάση αυτή, το άγον είδος ιδιωτικής ιδιοκτησίας της φεουδαρχίας, είναι η γαιοκτησία, δηλαδή μια ιδιοκτησία επί φυσικής προέλευσης μέσων παραγωγής (γη, ζώα) και όχι επί παρηγμένων, μέσω της εργασίας, τεχνητών μέσων παραγωγής (τα οποία αποτελούν την αντίστοιχη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας βάση). Η μετάβαση στη φεουδαρχία συνδέεται με την ευρείας κλίμακας χρήση σιδερένιων εργαλείων στη γεωργία και την εξάλειψη της δουλείας ως ακατάλληλης για την μεγάλης κλίμακας γαιοκτησία. Ο μεγάλος γαιοκτήμονας-φεουδάρχης δεν είναι απλώς ιδιοκτήτης
φεουδαρχικός σοσιαλισμός αλλά συνδέεται επίσης με αυτήν με μια σχέση φυσικής-κληροδοτούμενης πρόσδεσης (πρωτοτόκια κ.λπ.) Ο δουλοπάροικος-παραγωγός (γεωργός) δεν στερείται απλώς γαιοκτησίας αλλά συνδέεται επίσης φυσικά με αυτήν ως ετερότητα του σώματός του. Αυτό συμβαίνει επειδή η μεγάλη γαιοκτησία είναι η οριακή μορφή ανάπτυξης τις ιδιωτικής ιδιοκτησίας "υπό την αιγίδα" των φυσικής προέλευσης δεσμών της κοινοτικής δομής, επειδή οι φυσικής προέλευσης δεσμοί των ανθρώπων μεταξύ τογς και των ανθρώπων με τη φύση δεν έχουν μετασχηματισθεί πλήρως από τους ιστορικής (καθαυτό κοινωνικής) προέλευσης δεσμούς. Εδώ η αντίφαση" μεταξύ φυσικών και ιστορικών δεσμών βρίσκεται στο επίπεδο της αντίθεσης (αλληλοαποκλειόμενες και αλληλοπρουποτιθέμενες). Ο ίδιος ο παραγωγός είναι σε ορισμένο βαθμό μέσο παραγωγής (εκτός από παραγωγός) αλλά και ως φυσικό σώμα συνδεδεμένος με τη γη, παρακολούθημα της γης. Αυτό το συγκεχυμένο, το μη διακεκριμένο χαρακτηρίζει τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, το εποικοδόμημα και τις μορφές κοινωνικής συνείδησης*. Οι διαφορές ως προς τον βαθμό και τον χαρακτήρα της σχέσης των ανθρώπων προς τους φυσικής προέλευσης δεσμούς, με την ανάπτυξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας καθορίζονται όλο και περισσότερο από τη διάθλαση των ιδιοκτησιακών σχέσεων μέσω των φυσικής προέλευσης δεσμών. Το αποτέλεσμα αυτής της διάθλασης είναι η κληρονομική αξιωματική ιεραρχία των (ανακριβώς) λεγόμενων νομοκατεστημένων τάξεων (estate). Σε αντιδιαστολή με τη δουλοκτησία, επί φεουδαρχίας, η εν λόγω κληρονομική αξιωματική ιεραρχία συμπίπτει (χωρίς να ταυτίζεται) με την ταξική-ιδιοκτησιακή διαίρεση της κοινωνίας: οι αγρότες συγκροτούν ενιαία νομοκατεστημένη τάξη, ενώ σημαντικό μέρος των γαιοκτημόνων (όχι όλοι) στην αναπτυγμένη φεουδαρχία ανήκουν σε μερικές νομοκατεστημένες τάξεις, οι οποίες εμπεριέχουν το σύνολο σχεδόν των γαιοκτημόνων (είναι οι ευγενείς, δούκες, βαρώνοι, αυλικοί, ιεραρχία του κλήρου κ,λπ.). Η φεουδαρχία αποτελεί μεταβατική περίοδο από τη σχέση προς τον άμεσο παραγωγό, ως κατ' εξοχήν αντικείμενο* (μέσο παραγωγής), το "ομιλούν εργαλείο" της δουλοκτησίας, προς την αντιμετώπιση του και ως υποκειμένου", δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ εκμεταλλευτών και αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση αρχίζουν να αποκτούν τον χα-
ρακτήρα σχέσεων μεταξύ υποκειμένων. Η φεουδαρχική έγγειος πρόσοδος (γαιοπρόσοδος), ως ιστορική μορφή ιδιοποίησης μέρους της εργασίας των άμεσων παραγωγών από τους φεουδάρχες, πέρασε από τρεις βαθμίδες: ως εργασία (αγγαρεία), σε είδος και σε χρήμα. Οι βαθμίδες αυτές αντιστοιχούν στα στάδια της διαμόρφωσης, της ωριμότητας και της παρακμής (σήψης) των φεουδαρχικών σχέσεων. Το σύστημα αυτό μέχρι την ακμή (ωριμότητά) του στηρίζεται κατ' εξοχήν στην ισχύ των παραδόσεων, των συνηθειών (ηθών, εθίμων, δοξασιών, παγκόσμιων πλέον θρησκειών κ.λπ.). Στη συνέχεια, στον βαθμό που αναπτύσσονται οι ταξικές ανταγωνιστικές σχέσεις, κύριο μέσο διατήρησης και ανάπτυξής του γίνεται ο καταναγκασμός. Η αποσκίρτηση της φεουδαρχικής χειροτεχνίας (συγκροτημένης σε συντεχνίες) από τη φεουδαρχική γεωργία και η ανάπτυξή της δημιουργεί τις προϋποθέσεις της μετάβασης στην κεφαλαιοκρατία* (όχι όμως και την ουσία της τελευταίας). Η ταξική πάλη παίρνει συχνά τη μορφή απεγνωσμένων αγροτικών εξεγέρσεων* και παρατεταμένων αγροτικών πολέμων (βάσει θρησκευτικών, αιρετικών κ.λπ. ιδεολογημάτων). Ωστόσο η αντικατάσταση της φεουδαρχίας από την κεφαλαιοκρατία (όπως άλλωστε και της δουλοκτησίας από τη φεουδαρχία) δεν πραγματοποιείται από την τάξη που υφίσταται τη φεουδαρχική εκμετάλλευση, αλλά μέσω του αγώνα εναντίον της φεουδαρχίας εξωτερικών προς αυτήν δυνάμεων (ανερχόμενη κεφαλαιοκρατική αγορά κ.λπ.), οι οποίες όμως (σε αντίθεση με τη δουλοκτησία) γεννήθηκαν από την εσωτερική ανάπτυξη της φεουδαρχίας και οδήγησαν στις "αστικές επαναστάσεις"*. Βλ. επίσης: αγρότες, κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, λογική της ιστορίας, κοινωνία, ιδιοκτησία. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί, Αθήνα. 1983.- Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της ιστορίας, Μόσχα. 1988.- Λ. Γ. Γκουρέβιτς. Ο μεσαιωνικός κόσμος, Μόοχα. 1990.- Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ. ΣΤ . θ ', Εκδοτ. Αθηνών, 1980. Δ. Πατέλης
φεουδαρχικός σοσιαλισμός. Μορφή του προμαρξικού (προεπιστημονικού) σοσιαλισμού* των δεκαετιών του '30-'40 του 19ου αι., κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η συντηρητική κριτική της κεφαλαιοκρατίας* και η εξιδανίκευση των πατριαρχικών και φεουδαρχικών σχέσεων. Κύριος θεωρητικός του φεουδαρχικού σοσιαλισμού ήταν ο Β. Κάρλαϋλ*, η φιλο-
189
Φέρβορν σοφία του οποίου εμπεριείχε στοιχεία του καθολικισμού, του μυστικισμού* του Σβέντενμποργκ*, του αντιδραστικού ρομαντισμού* της εποχής του, της θεωρίας της παράδοσης της ιστορικής σχολής του δικαίου και ιδιαίτερα της τελεολογίας και των περί θείας Πρόνοιας* θεολογικών αντιλήψεων. Ως πολιτικό πρόγραμμα αποτελούσε ιδιότυπη εκδοχή αριστοκρατικού ελιτισμού, συντηρητισμού, προσήλωσης στην παράδοση*, στην κοινωνική ιεραρχία, στους πατριαρχικούς και πατερναλιστικούς δεσμούς και στην ιερότητα των κανόνων. Παραλλαγές του φεουδαρχικού σοσιαλισμού, όπως ο "χριστιανικός σοσιαλισμός"*, διαδόθηκαν σε πολλές χώρες. Εντονη κριτική άσκησαν στον φεουδαρχικό σοσιαλισμό οι Μαρξ* και Ενγκελς*, αναδεικνύοντας τον αντιδραστικό του χαρακτήρα. Βλ. επίσης: ουτοπία, ρομαντισμός, σλαβόφιλοι. Δ. π. Φέρβορν Μαξ (Verworn, 1863-1921). Γερμανός φιλόσοφος και φυσιολόγος. Αντίπαλος του βιταλισμού* και οπαδός της θεωρίας της ετερογονίας και της φυσικής επιλογής του Darwin*, δίδαξε τη φυσιολογία στο πανεπιστήμιο της Βόννης (1910 κ. εξ.). Ενώ όμως στη φυσιολογία ακολουθούσε υλιστικές απόψεις, στη φιλοσοφία* χαρακτηρίζεται από έναν εκλεκτικό ιδεαλισμό*. Εισήγαγε στη φιλοσοφία νέους όρους που πηγάζουν από τη δική του θεωρία: τον ψυχονομισμό (= όλα ανήκουν και περιέχονται στο ψυχικό) και την οροκρατία (= οι όροι των γεγονότων και όχι σι αιτίες τους έχουν σημασία για την ιστορία). Υπήρξε πολυγραφότατος και ως φυσιολόγος και ως φιλόσοφος. Κυριότερα έργα του: Allgemeine Physiologie, 1895 (τελευτ. έκδ. 1922)' Naturwissenschaft und Weltanschauung (Επιστήμη της φύσης και κοσμοθεωρία, 1904)' Prinzipienfragen in der Naturwissenschaft (Προβλήματα αρχών στην επιστήμη της φύσης, 1905)· Die frage nach den Grenzen des Erkenntnis (To πρόβλημα των ορίων της γνώσης, 1908) και Kausale und Konditionale Weltanschauung (Αιτιοκρατική και οροκρατική κοσμοθεωρία, 1912). Νικ. Οικονομίδης
Φέργκιουσαν (Ferguson) Ανταμ (1723-1816). Βρετανός ιστορικός και φιλόσοφος, από τους ιδρυτές της πολιτικής κοινωνιολογίας. Από τους κλασικούς θεωρητικούς της διάκρισης κράτους-κοινωνίας των ιδιωτών. Εργα: An
190
Essay on the History of Civil Society, 1767· Institutes of Moral Philosophy, 1769- Principles of Moral and Political Science, 1792 κ.ά. Δ. π.
Φερεκύδης ο Σύριος (Σύρος, περ. 584-500 π. Χ.). Μυθογράφος και κοσμολόγος. Πιθανή είναι η παράδοση ότι ήταν δάσκαλος του Πυθαγόρα*. Εγραψε ένα κοσμολογικό έργο, που ο πιθανότερος τίτλος του είναι Επτάμυχος ("Επτά"+"μυχός" = βυθός, κόλπος, σπήλαιο, από όπου και η παράδοση για το σπήλαιο του Φερεκύδη στη Σύρο) και σημαίνει εφτά κόσμους ή εφτά περιοχές του κόσμου. Τα σωζόμενα αποσπάσματά του αποτελούν τα αρχαιότερα δείγματα ελληνικού πεζού λόγου. Συνδυάζοντας στοιχεία από την παλαιότερή του θεολογική ποίηση και από τη σύγχρονή του "φυσική φιλοσοφία", και ειδικότερα από τη διδασκαλία του Αναξίμανδρου*, ο Φερεκύδης, με την Επτάμυχό του, εξήγησε αλληγορικά τη γένεση του κόσμου, αφού παρουσίασε τον Δία (Ζας) να ενώνεται με τη Γη (Χθονίη) και να της προσφέρει ως γαμήλιο δώρο ένα πέπλο (φάρος), που ο ίδιος είχε υφάνει και είχε κεντήσει πάνω του τις στεριές και τις θάλασσες. Αξιοπρόσεκτο είναι το ότι ο Φερεκύδης, με βάση την πρωτοποριακή στην εποχή του ιωνική έννοια της αφθαρσίας της ύλης, αντιπαραθέτει στην ησιόδεια πρώτη τριάδα θεών (Χάος, Γαία, Ερος), που "έγινε πρώτα απ' όλα", μια δική του τριάδα (Ζας, Κρόνος ή Χρόνος, Χθονίη), που δεν έγινε, αλλά "υπήρχε ανέκαθεν", ενώ εξάλλου, με τον ίδιο τον πέπλο ως εικόνα του κόσμου προϋποθέτει έναν χάρτη της υδρογείου από τον Αναξίμανδρο, που "πρώτος ετόλμησε την οικουμένην εν πινάκι γράψαι". Ακόμα ο Φερεκύδης εξαρτάται από τον Αναξίμανδρο και σε άλλες κοσμογονικές παραστάσεις, όπως ο χωρισμός φυσικών σωμάτων ως "εκροή" ή "σπέρμα" και η ανάπτυξη του κόσμου κατά την αναλογία της ανάπτυξης του φυτού, και τέλος στην απόφασή του να γράψει σε πεζό λόγο, ενώ η συγγραφική παράδοση του είδους που αυτός ακολούθησε ήταν έμμετρη. Ακόμα η θεολογική παράδοση παρουσιάζει τον Φερεκύδη να συνδέεται με ορφικές δοξασίες για την ψυχή* και να δέχεται θεϊκά και γήινα πνεύματα ως επηρεάζοντα τους ανθρώπους. Τον Φερεκύδη τον κατέτασσαν στους Επτά* σοφούς. Ε. Ν. Ρούσσος
Φερθ (Firth) σερ Ρέυμοντ Ουίλιαμ (γεν. 1901).
Φέχνερ Αυστραλός κοινωνικός ανθρωπολόγος, μαθητής του Μαλινόφσκι* και του Ράντκλιφ-Μπράουν\ Έργα: The Kauri Gum Industry, 1924' Human Types, 1939" Elements of Social Organization, 1950" Symbols, Public and Private, 1973 κ.ά. Δ. η.
Φέρι (Ferri) Ενρίκο. Ιταλός εγκληματολόγος, από τους ιδρυτές της "θετικής σχολής" του ποινικού δικαίου και της κοινωνικής εγκληματολογίας. Υιοθετεί τη σοσιαλιστική τάση του "κοινωνικού δαρβινισμού"" και διακρίνει τρεις παράγοντες εγκληματικότητας: ανθρωπολογικούς, κοινωνικούς και φυσικούς. Έργα: I nuovi orizonti del diritto e delta procedura penale, 1881' Socialismo e criminalité, 1883" Sociologia criminale, τομ. 1-2, 1929 κ.ά. Δ. π.
Φετιχισμός (γαλ. fétichisme από το fétiche = είδωλο, φυλακτό). 1. Η πίστη ότι ορισμένα αντικείμενα, τα φετίχ, διαθέτουν μαγική-υπερφυσική ισχύ. Εισηγητής του όρου ήταν ο ολλανδός Β. Μπόσμαν στις αρχές του 18ου αι. Ο γάλλος Σ. ντε Μπρος στο έργο του Η λατρεία των θεών-φετίχ (1760) ερευνά τον φετιχισμό των αρχαίων θρησκειών. Κατά τον Ε. Μπ. Τάυλορ, φετιχισμός είναι η πίστη σε πνεύματα ταυτιζόμενα προς ορισμένα υλικά αντικείμενα ή συνδεδεμένα με αυτά ή επιδρώντα μέσω αυτών. Ο διαφωτισμός* συνέδεε άμεσα τον φετιχισμό με την αμάθεια (π.χ. Χολμπάχ*). Εντονα στοιχεία φετιχισμού διατηρούνται και στις παγκόσμιες θρησκείες (εικονίσματα, "άγια λείψανα", "άγιοι τόποι" κ.λπ.). 2. Τύπος σεξουαλικής διαστροφής (άντληση ερωτικής ικανοποίησης από την επαφή ή την επίκληση αντικειμένων συνδεδεμένων με το πρόσωπο-ερωτικό αντικείμενο). 3. "Φετιχισμός του εμπορεύματος" (αγγλ. Commodity Fetishism). Έννοια του μαρξισμού*, που υιοθετήθηκε και από άλλα ρεύματα της φιλοσοφίας* και της κοινωνικής θεωρίας. Υποδηλώνει το γεγονός της κυριαρχίας των πραγμάτων-προΐόντων της εργασίας* πάνω στους ανθρώπους και την απόδοση σε αυτά υπερφυσικών - μυστηριωδών ιδιοτήτων, λόγω της πραγμοποίησης των ανθρώπων* και των κοινωνικών σχέσεων και της προσωποποίησης των πραγμάτων, σε συνθήκες κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (κεφαλαιοκρατία*). Σε αυτές τις συνθήκες, η αμεσότητα
του κάθε πράγματος (εμπορεύματος) προβάλλει, κατά τον Μαρξ*, ως "αισθητή υπεραισθητή", ως ουσιώδης αμεσότητα, η ουσία εκλαμβάνεται ως άμεσα υφιστάμενη και όχι ως υπάρχουσα μέσω της εσωτερικής ενότητας αυτών των πραγμάτων, μέσω της κοινής γενεσιουργού υπόστασής* τους (της εργασίας"). Ετσι η ουσία του πράγματος εκλαμβάνεται ως κάτι το εντελώς αυτοτελές και ανάγεται στις φυσικές ιδιότητές του, δηλαδή κοινωνικού-πολιτισμικού χαρακτήρα λειτουργίες εκλαμβάνονται ως φυσικές ιδιότητες του πράγματος (π.χ. η ταύτιση της αξίας του χρυσού με τις φυσικές του ιδιότητες, είτε η αναγωγή της ουσίας και της προσωπικότητας* του ανθρώπου στη διάπλαση και στην κληρονομικότητά του κ.λπ.). Ο φετιχισμός αποτελεί γνωσιολογική πηγή για τη θρησκεία* (μυθολογία, μαγεία κ.λπ.). Ο φετιχισμός αποτελεί γνωσεολογική πηγή για τη θρησκεία* (μυθολογία, μαγεία κ.λπ.), τον ιδεαλισμό* και τις επιστημονικές πλάνες*. Βλ. επίσης: φαινομενικότητα, ουσία και φαινόμενο. Βιβλιογρ.: C. des Brosses, Du culte dieux fétiches, Paris, 1760.- B. Tylor, Primitive Culture, London, 1903.- I. Kon, Einfuhrung in die Sexuologie. Berlin, 1985.- Κ. Μαρξ, To Κεφάλαιο, τομ. 1, Σ Ε. - Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968. Δ. Πατέλης
Φέχνερ Γκουστάβ Τεοντόρ (Fechner Gustav T. 1801-1887). Γερμανός φιλόσοφος-ιδεαλιστής, ψυχολόγος, φυσικός και σατιρικός συγγραφέας. Από τους ιδρυτές της πειραματικής ψυχολογίας και δημιουργός της ψυχομετρικής, οπαδός του παμψυχικού και ψυχοφυσικού παραλληλισμού, πολέμιος του θετικισμού* και θεμελιωτής της λεγόμενης αισθητικής "από τα κάτω", η οποία προέρχεται από την εμπειρία και την επαγωγή* και όχι από τις φιλοσοφικές κατασκευές. Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στο πανεπιστήμιο της Λιψίας (1834-40) και αργότερα της φιλοσοφίας* και της ανθρωπολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Οι μεταφυσικές αντιλήψεις του Φέχνερ στηρίζονται στην εμπειρία*. Κατ' αυτόν, τα πάντα είναι έμψυχα, άνθρωποι, ζώα, φυτά, γη, ουράνια σώματα, σύμπαν*. Η γη, μάλιστα, αποτελεί τον φορέα του ψυχικού μας βίου και η ψυχή της είναι πλουσιότερη από τη δική μας. Η συνείδηση της γης είναι ευρύτερη της ανθρώπινης συνείδησης*, αλλά και αυτή, όπως και όλα τ' άλλα, εμπεριέχεται στον κύκλο του Θεού* - ο οποίος θεός περιέχει τα πάντα μέσα του και δεν ταυτίζεται με το σύμπαν, το οποίο επίσης περιέχει (θεω-
191
ΦικΙνος ΜαρσΙλιος ρία του παμψυχισμού). Ο θεός δηλαδή είναι για τον κόσμο ό,τι η ψυχή για το σώμα και οι ατομικές ψυχές αποτελούν μέρος της θεϊκής ψυχής. Υπό το πνεύμα του παμψυχισμού* ο Φέχνερ ερμήνευσε και τη διδασκαλία του Φ. Β. Σέλλινγκ*. Επίσης, για τον Φέχνερ η ψυχή είναι κάτι που υπάρχει μόνο για μένα (αυτοφαινόμενον), ενώ η ύλη* είναι για όλους. Περαιτέρω, ανέπτυξε ιδέες της ψυχοφυσικής ως ιδιαίτερης επιστήμης, η οποία μελετά τις σχέσεις των ψυχικών και φυσικών φαινομένων, χρησιμοποιώντας τη μαθηματική γλώσσα για να περιγράψει τα αισθήματα και τους ερεθισμούς που προκαλούν αυτά και που έχουν διαπιστωθεί πειραματικά. Για τον Φέχνερ κάθε ενέργεια στον κόσμο είναι ψυχοφυσική (νόμος του Φέχνερ ή ψυχοφυσικός νόμος). Τα σωματικά και πνευματικά φαινόμενα συνιστούν τρόπους εμφάνισης του ίδιου πράγματος, το οποίο παριστάνεται σωματικά στην εξωτερική αντίληψη και πνευματικά στην εσωτρική. Στην Ηθική*, ο Φέχνερ υπήρξε οπαδός του λεγόμενου "κοινωνικού ευδαιμονισμού". Έργα: Στοιχεία ψυχοφυσικής, Φυσική και φιλοσοφική διδασκαλία περί ατόμων, Ζεντ Αβέστα ή τα πράγματα του ουρανού και του υπερπέραν κ.ά. Ευτυχία Ξυδιά
ΦικΙνος ΜαρσΙλιος, βλ. Μαρσίλιος Φακίνος φιλαλληλία, βλ. αλτρουισμός και φιλανθρωπία φιλανθρωπία (ετυμ. φίλος + άνθρωπος). Το συναίσθημα της φιλαλληλίας, της αγάπης για τον άνθρωπο* και γενικά για το ανθρώπινο γένος. Η τάση για αγαθοεργία, η οποία όμως δεν συμπίπτει με τον οίκτο προς τους δυστυχείς, αλλά με την προσπάθεια καλυτέρευσης της τύχης των ανθρώπων με μέσα γενικής σημασίας, κυρίως με φιλανθρωπικές οργανώσεις. Κατ' αρχήν, αφορά στην από μέρους μας αναγνώριση των άλλων ως ομοίων μας. Συνώνυμα: αλτρουισμός*, ανθρωπισμός, ανθρωπιά (λατ. humanitas). Ως θεωρία πρεσβεύει ότι η ιδέα της ανθρωπότητας τίθεται πάνω από κάθε εθνικότητα και θρησκεία*. Στην ιστορία της φιλοσοφίας*, ο όρος "φιλανθρωπία" διαδόθηκε ταυτόχρονα με τη λέξη "κοσμοπολιτισμός" από τους Στωικούς", οι οποίοι δανείστηκαν τις λέξεις από τους κυνικούς* οπαδούς του Σωκράτη*. ΓΓ αυτούς η φιλανθρωπία εκφράζει τη συναισθηματική, τρό-
192
πον τινά, άποψη ιδεών και τάσεων, ενώ ο κοσμοπολιτισμός εκφράζει τη νομική άποψη. Με την αναγέννηση της στωικής φιλοσοφίας τον 18ο αι. η έννοια της φιλανθρωπίας αναβιώνει και στη διάρκεια του 19ου αι. αντικαθίσταται κυρίως από τον "ανθρωπισμό". Μια άλλη προσέγγιση αφορά στην ιδέα της φιλανθρωπίας της φύσεως και των θεών. Αυτή σχετίζεται κάπως με την πλατωνική και στωική αντίληψη της σκοπιμότητας*, ως ενέργειας της Πρόνοιας*, που αποβλέπει στο καλό των ανθρώπων (βλ. Πλάτωνα*, Νόμοι', IV, 713 D: Ό Θεός άρα και φιλάνθρωπος ων ..."· Μάρκο Αυρήλιο, XII, 9: "Πάντα καλώς και φιλανθρώπως διατάξαντες οι θεοί...). Ευτυχία Ξυδιά
φιλαυτία, βλ. εγωισμός φιλελευθερισμός. Κοινωνικο-πολιτικό ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο διαμορφώθηκε στα τέλη του δυτικο-ευρωπαϊκού Μεσαίωνα και καταγράφηκε ως η κοσμοθεωρία της αναδυόμενης αστικής τάξης. Ο φιλελευθερισμός συγκροτείται από τέσσερεις κύριες ιδέες: α) ενάντια στον θρησκευτικό σκοταδισμό, διαδηλώνεται η "πίστη στον ορθό λόγο" ως μέσο οργάνωσης της ιδανικής κοινωνίας και γνώσης* της φύσης*, β) στη θέση της Θείας Προνοίας* και της μεταθανάτιας ευτυχίας, τίθεται η αισιοδοξία για ένα "μέλλον θεμελιωμένο στην επιστήμη και στις αρχές της φύσης", γ) ενάντια σε κάθε μορφής αυθεντία, η "ατομική συνείδηση" ανάγεται σε βάθρο της αλήθειας* και της ελευθερίας*, και δ) η "ατομική ιδιοκτησία" ανακηρύσσεται σε θεμέλιο της αστικής κοινωνίας, ισοδύναμο με την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. "Ορθός Λόγος", "Φύση", "Ατομο" και "Ιδιοκτησία" αποτελούν λοιπόν τις τέσσερεις θεμελιώδεις έννοιες του φιλελευθερισμού, οι οποίες βρέθηκαν στο επίκεντρο των αναζητήσεων της "πολιτικής φιλοσοφίας"* του 17ου αι. και της σκέψης του Διαφωτισμού". Εγγραφόμενος στην προοπτική της διαρκούς "προόδου", ο Ορθός Λόγος θεωρείται ως το κατ' εξοχήν "εργαλείο" γνώσης του φυσικού και του ανθρώπινου κόσμου* και, συνεπώς, ως το μέσο βελτίωσης της κοινωνίας* και κατάκτησης της ευτυχίας, η οποία δεν ερείδεται σε συλλογικά ιδανικά, αλλά προσανατολίζεται αποκλειστικά στην ικανοποίηση των επιθυμιών και των αναγκών του απελευθερωμένου από τις προκαταλήψεις* και την άγνοια ατόμου*.
φιλία Αυτό συνεπάγεται τη συνεχή αύξηση της υλικής παραγωγής και τη συσσώρευση αγαθών μέσα από την οικονομική δραστηριότητα του ατόμου, με αποκλειστικό κριτήριο και σκοπό το ίδιο συμφέρον και την απόκτηση ατομικής ιδιοκτησίας. Η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος στα πλαίσια της "αγοράς", σε συνδυασμό με τη χρήση του Ορθού Λόγου και τη διασφάλιση της ελευθερίας, θα οδηγούσε, σύμφωνα με τους στοχαστές του φιλελευθερισμού, στην κοινωνική αρμονία και στην αύξηση του εθνικού πλούτου. Μία από τις καίριες συνέπειες αυτής της αντίληψης είναι η θεωρία του φιλελευθερισμού για το περιορισμένο κράτος*, ο οικονομικός ρόλος του οποίου δεν πρέπει να είναι παρεμβατικός αλλά, κυρίως, ρυθμιστικός. Παρά την προτεραιότητα που προσδίδει στο ατομικό σε σχέση με το κοινωνικό, ο φιλελυθερισμός ενείχε δυνάμει και στοιχεία συλλογικού τύπου, όπως είναι π.χ. ο οικουμενικός και πέρα από ταξικούς διαχωρισμούς χαρακτήρας της ελευθερίας* και των ανθρώπινων δικαιωμάτων ("πολιτικός φιλελευθερισμός") ή η ιδέα ότι η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος είναι τελικά ωφέλιμη για το κοινωνικό σύνολο (Α. Σμιθ*). Η ιδέα της "Ελευθερίας", μιας λέξης συμβόλου, που τροφοδότησε τις προσδοκίες όχι μόνο των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων αλλά και των εθνών* για χειραφέτηση και ευτυχία, υπήρξε η κινητήρια δύναμη των αστικών επαναστάσεων του 19ου αι., που άλλαξαν τον πολιτικό και τον κοινωνικο-οικονομικό χάρτη, αρχικά του δυτικού και, κατόπιν, ολόκληρου του κόσμου. Ιστορικά, όμως, ο φιλελευθερισμός υπήρξε η ιδεολογία της "αστικής τάξης"* και το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε η ανάπτυξη και η στερέωση του καπιταλισμού* και της σύγχρονης βιομηχανικής - καταναλωτικής κοινωνίας*. Οι εσωτερικές του αντιφάσεις και οι αρνητικές συνέπειες στη ζωή των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως των εργατών, που συνόδευσαν την επιβολή του, συνέβαλαν, από τον 19ο αι., στην ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής κριτικής και μιας αμφισβήτησής του εκ μέρους, κυρίως, του μαρξισμού*.
"ΦΙληβος" του Πλάτωνα. Ο "Φίληβος" ανήκει στην τελευταία περίοδο της πλατωνικής δημιουργίας, ανήκει δηλαδή στους διαλόγους της πρεσβυτικής ηλικίας του Πλάτωνα*. Τα πρόσωπα που συζητούν είναι ο Σωκράτης*, ο Πρώταρχος -γιος του πλούσιου Αθηναίου Καλλία, στο σπίτι του οποίου είχε εκτυλιχθεί ο διάλογος Πρωταγόρας'- και ο Φίληβος· πολλοί μελετητές του Πλάτωνα πιστεύουν ότι πίσω από τον Φίληβο κρύβεται ο γνωστός μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος Εύδοξος* από την Κνίδο, τον οποίο ο Πλάτων εκτιμούσε ιδιαίτερα, όπως εξάλλου όλους τους μαθηματικούς, θέμα του διαλόγου*, όπως και ο υπότιτλος "περί ηδονής, ηθικός" -δηλώνει, είναι η ηδονή. Προβάλλονται δύο αντίθετες μεταξύ τους θεωρίες· η μία είναι του Φίληβου, που την παρουσιάζει ο Πρώταρχος, και η άλλη του Σωκράτη. Κατά τον Φίληβο και τον Πρώταρχο η ηδονή ταυτίζται με το αγαθό*, ενώ κατά τον Σωκράτη με το αγαθό ταυτίζεται η φρόνηση. Μετά από κριτική και των δύο θεωριών, και αφού αναλύονται οι διάφορες μορφές της ηδονής και της φρόνησης, καταλήγουν και αποδέχονται μια τρίτη θεωρία, στην οποία ως αγαθό ή ως ευτυχισμένη για τον άνθρωπο ζωή* θεωρείται η μεικτή από ηδονή και φρόνηση ζωή, στην οποία όμως η φρόνηση έχει σαφώς το προβάδισμα. Βλ. λ. Πλάτων. Γοαμμ.
Αλατζόγλου-θέμελη
φιλία. Είδος σχετικά σταθερών ατομικών, επιλεκτικών διαπροσωπικών σχέσεων, οι οποίες εδράζονται στην αμοιβαία συμπάθεια, στην ανταπόκριση των αισθημάτων, στον κοινό πνευματικό ορίζοντα, στα κοινά ενδιαφέροντα (βλ. σκοπός) και στην από κοινού δραστηριότητα*. Προϋποθέτει την αλληλοκατανόηση, την ειλικρίνεια, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την αλληλοβοήθεια, το αμοιβαίο ενδιαφέρον για τα έργα και τα βιώματα του άλλου και την ανιδιοτέλεια. Το περιεχόμενο της φιλίας μεταβάλλεται στην ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας: από την εθιμοτυπική και συμβολικά επικυρούμενη πρωτόγονη φιλία προς διαφοροποιούμενες από τους δεσμούς αίματος σχέσεις αλληλεγΒιβλιογρ.: Ε. Vocgelin, Liberalism and his history, "The γύης (αρχικά στη βάση πρακτικών αναγκών) Review ol Politics", τ. 36, Οκτ. 1974.- H. Laski, Le ibéralisme européen du moyen-àge à nos jours, Emile - και στον βαθμό που οι κοινωνικές σχέσεις πεPaul Frères, Παρίσι, 1950.- P. F. Moreau. Les racines du ριπλέκονται (αναδεικνύοντας την ατομικότηHiératisme. Seuil, Paris, 1978.- A. Vacher, L' idéologie τα) οξύνεται η ανάγκη εξατομικευμένης συναιtoérale. "Anthropos". Paris, 1970.- Συντηρητισμός, φιλεσθηματικής επαφής και ψυχολογικής οικειότηλευθερισμός. σοσιαλισμός, (συλλογικός τόμος). Βιβλ. τας σε συνθήκες κυριαρχίας των εργασιακών, της "Εστίας". Αθήνα, 1992. χρησιμοθηρικών και ανταποδοτικών σχέσεων Ευστάθ. Μπάλιας
».Α., Ε-13
193
Φίλιππος Ιωάννου (κεφαλαιοκρατία*). Μεταβολές σημειώνονται ως προς τη θέση, τον ρόλο και τον χαρακτήρα της φιλίας στην πορεία της διαμόρφωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας* (οντογένεση*), ενώ παρατηρούνται ιδιοτυπίες ως προς το φύλο. Ο πλούτος των φιλικών σχέσεων καθορίζεται από την κοινωνική σημασία της δραστηριότητας, των ιδεών και των ενδιαφερόντων στα οποία εδράζονται οι δεσμοί των φίλων. Η φιλία ξεκινά μεν από τη συναισθηματική εγγύτητα αλλά μπορεί να μετεξελιχθεί σε κοσμοθεωρητική, μεθοδολογική και φιλοσοφική ενότητα αμοιβαία εμπλουτιζόμενων στην κοινή δραστηριότητα και επικοινωνία τους προσωπικοτήτων. Αποτελεί αντικείμενο έρευνας της ηθικής* φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας*, της ψυχολογίας*, της εθνογραφίας και άλλων επιστημών. Βιβλιογρ.: Κον I. Σ., Η φιλία, Μόσχα, 1989. Δ. Πατέλης
Φίλιππος Ιωάννου (1800, Ζαγορά Πηλίου 1880, Αθήνα). Το πλήρες όνομά του ήταν Φίλιππος Πόντος του Ιωάννου, αλλά, κατά τα αρχαία ελληνικά πρότυπα, κράτησε μόνο το όνομα και το πατρώνυμο και έμεινε γνωστός ως Φίλιππος Ιωάννου. Πιθανότατα ήταν μαθητής του σοφού δασκάλου του Γένους Γρηγορίου Κωνσταντά στις Μηλιές Πηλίου, από τον οποίο και έμαθε πολύ καλά τα αρχαία ελληνικά. Στα 1828 τον βρίσκουμε ιδιαίτερο "γραμματικό" του Ανδρέα Μιαούλη στη ναυαρχίδα "Ελλάδα". Τον Οκτώβριο του 1829 πήγε στο Μόναχο, συνοδεύοντας τα παιδιά του Μιαούλη. Εκεί χρημάτισε δάσκαλος των ελληνικών στους βαυαρούς πρίγκηπες Μαξιμιλιανό -κατόπιν βασιλιά της Βαυαρίας- και Οθωνα -κατόπιν βασιλιά της Ελλάδας. Συγχρόνως, σπούδαζε φυσικές επιστήμες και φιλοσοφία* (18301836). Το 1836 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Την ίδια χρονιά με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης ανέλαβε να διδάξει ελληνικά (στο Ολδεμβούργο) στην τότε μνηστή του Οθωνα και κατοπινή βασίλισσα της Ελλάδας Αμαλία. Το 1837 τον βρίσκουμε σύμβουλο του Υπουργείου της Εκπαιδεύσεως στην Αθήνα και το 1839 τακτικό καθηγητή φιλοσοφίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο του Οθωνά. Είναι ο πρώτος που αρχίζει τη σταδιοδρομία του ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, ενώ όσοι δίδαξαν ως τότε στο Πανεπιστήμιο φιλοσοφία ήταν γνωστοί ως "δάσκαλοι του Γένους". Εγκαινιάζεται έτσι η μακρά σειρά
194
γερμανοτραφών καθηγητών φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, που έφτασε ως τις μέρες μας. Ανθρωπος πολυσχιδής, ο Φίλιππος Ιωάννου, όπως το απαιτούσε άλλωστε η εποχή και όπως ήταν τότε οι περισσότεροι έλληνες λόγιοι, ασχολήθηκε παράλληλα με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, την οποία έγραφε με πολύ μεγάλη ευχέρεια- έφτασε στο σημείο να μεταφράζει δημοτικά τραγούδια στα αρχαία ελληνικά. Συγχρόνως ήταν επιμελητής της βασιλικής βιβλιοθήκης. Της τελευταίας συνέταξε τον πρώτο οργανισμό, καθώς και τον οργανισμό του Νομισματικού Μουσείου. Τέλος, διηύθυνε το σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής σχολής από το 1868 μέχρι τον θάνατό του. Με την πτώση του Οθωνα παύθηκε (23.10.1862) από τη θέση του καθηγητή ως οθωνικός, αλλά μετά ένα χρόνο ξαναδιορίσθηκε, γιατί σαν δάσκαλος ήταν αποδεκτός και αποδοτικός. Έκτοτε δίδασκε συνέχεια ως τον θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας του στο Πανεπιστήμιο (40 χρόνια) εκλέχτηκε δύο φορές πρύτανης, έξι φορές κοσμήτορας της Φιλοσοφικής σχολής, καθώς και βουλευτής του Πανεπιστημίου (1846) - τ ο Πανεπιστήμιο τότε "έβγαζε" δικό του βουλευτή!- και γενικά εργάσθηκε πολύ για την πρόοδο του νεαρού τότε Πανεπιστημίου. Ό,τι είναι γνωστό από τη φιλοσοφική συγγραφική δραστηριότητα του Φιλίππου Ιωάννου περιορίζεται σε λόγους που εκφώνησε με διάφορες αφορμές και σε σημειώσεις των παραδόσεών του στο Πανεπιστήμιο, τις οποίες μάλιστα άλλοι, προφανώς μαθητές του, επιμελήθηκαν και τύπωσαν. Έτσι, δύσκολα μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το έργο και τις ιδέες του. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αντλεί από τις ιδεαλιστικές σχολές του 19ου αιώνα, ότι αντιμάχεται τον υλισμό* και ταυτόχρονα υποστηρίζει μια τελεολογία*, που προϋποθέτει τελικό αίτιο "πνευματικόν" και "ελεύθερον", το οποίο εξουσιάζει απόλυτα τη φυσική και υλική πραγματικότητα. Κατά τον Ε. Παπανούτσο, οι ιδέες του Φιλίππου Ιωάννου "δεν έχουν πρωτοτυπία, αλλά μόνο ιστορικό ενδιαφέρον για τον σημερινό μελετητή". Κάτι τέτοιο όμως ίσως ισχύει γενικότερα για τους νεοέλληνες φιλοσόφους του περασμένου αιώνα. Έργα του: Περί αερολίθων και μετεώρων (γερμανικά), Μόναχο, 1836 (διδακτορική διατριβή)- Μάθημα εισάγωγικόν εις την Μεταφυσικήν, Ευρωπαϊκός "Ερανιστής" τ. 2 (1840), σελ. 233-247- Εισαγωγή εις
θεώρηση την Φιλοσοφίαν, "Ερανιστής" τ. Α" του Β' έτους, Αθήναι, 1842, σελ. 405-422" Φιλοσοφία, Μέρος Δεύτερον: Φιλοσοφική δικαιολογία ή Φυσικόν Δίκαιον. Παραδόσεις Φιλ. Ιωάννου εκδιδόμενοι υπό Λεοντίου Οικονόμου, Αθήναι, 1863, κ.ά. Βιβλιογρ.: Π. Πατριαρχέα, Φίλιππος Ιωάννου, ο από καθέδρας έλλην φιλόσοφος του 19ουαι., εν Αθήναις, 1936 (διδακτ. διατριβή). Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη
Φίλιππος ο Οπούντιος (Οπούς Λοκρίδας, 4ος αι. π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής και γραμματέας του Πλάτωνα*. Παραδίδεται ότι αυτός είχε συντάξει σε οριστική μορφή τους Νόμους' του Πλάτωνα από τα κατάλοιπά τους ή ότι τουλάχιστον είχε επιμεληθεί τη δημοσίευση τους και ότι είναι ο συγγραφέας της Επινομίδας', που συνδέεται με τους Νόμους. Επίσης παραδίδεται ότι είχε γράψει βιβλίο Περί Πλάτωνος και ότι είχε ασχοληθεί με μαθηματικό, μουσικά και αστρονομικά προβλήματα. Από τα έργα του δεν έχει σωθεί τίποτα, εκτός βέβαια από τη μάλλον ψευδοπλατωνική Επινομίδα', η οποία, αν πραγματικά του ανήκει, φανερώνει τη συνέχιση του πυθαγορισμού* στον χώρο της πλατωνικής Ακαδημίας*. ε. Ν. Ρούσσος
Φιλιστίων ο Σικελιώτης ή Λοκρός (4ος αι. π. Χ ). Διάσημος "Ελληνας γιατρός της αρχαιότητας. Υπηρέτησε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Β ' ή του πρεσβύτερου, όπου γνωρίστηκε με τον Πλάτωνα*, κατά τη δεύτερη μετάβαση του στη Σικελία. Η αναφορά πολλών ιατρικών λεπτομερειών στους διάλογους του Πλάτωνα μαρτυρεί και την επίδραση που ο Φιλιστίων άσκησε επάνω στον σοφό. Επίσης ο Αριστοτέλης* διατηρούσε ζωηρές σχέσεις με την πνευματική κατεύθυνση της ιατρικής που ο Φιλιστίων καλλιεργούσε στη σικελική ιατρική σχολή, την οποία είχε ιδρύσει ο Εμπεδοκλής* και είχε ως έργο της κυρίως το ζήτημα της υγιεινής. Κατά τον Αθήναιο* και τον Διογένη τον Λαέρτιο*, υπήρξε δάσκαλος και του Ευδόξου του Κνιδίου* στην ιατρική. Εγραψε έργο με τίτλο Περί διαίτης. Απ. Τζ.
Φιλόδημος από τα Γάδειρα της Κοίλης Συρίας (1ος π.Χ.). Επικούρειος φιλόσοφος και επιγραμματοποιός. Μεγάλα αποσπάσματα των έργων του βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές της Πο-
μπηίας. Πρόκειται για τους γνωστούς ως παπύρους του Ercolano (Volumina Herculanen-sia). Τα σημαντικότερα από τα έργα του αυτά είναι τα εξής: Περί σημείων και σημειώσεων: πραγματεύεται τη θεωρία περί επαγωγικού και αναλογικού συλλογισμού" 2) Περί ποιημάτων, αναγνωρίζεται η ποίηση ως πηγή αισθητικής απόλαυσης, αμφισβητείται όμως η γνωστική και ηθική της αξία" 3) Περί θανάτου:& αυτό ο Φιλόδημος κάνει έκκληση για παθητική και ήρεμη αντιμετώπιση του αναπόφευκτου γεγονότος του θανάτου" 4) Σύνταξις φιλοσόφων: διατηρήθηκαν τα κεφάλαια περί των Ακαδημεικών* και των Στωικών*. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις μεταξύ των επικούρειων* έριδες, αλλά και στην πολεμική τους εναντίον των οπαδών άλλων σχολών, όπως των στωικών*. Τον Φιλόδημο τον μνημονεύουν ο Διογένης Λαέρτιος* και ο Στράβων. Βιβλιογρ.: Philippson R., De Philodemi Ubro. qui est περί σημείων και σημειώσεων, et Epkxireonjm doctrine logica, 1881- Heidmann J„ Der Papyrus 1676 der Herculanensischen BäJüothek: Philodemos. Text und Uversetzung. 1973. Απ. Τζ.
Φιλόλαος ο Κροτωνιάτης (κατά τον Διογένη Λαέρτιο*) ή ο Ταραντίνος (κατά τον Ιάμβλιχο*). Πυθαγόρειος* φιλόσοφος (5ος π. Χ.). Κατά τον διωγμό των Πυθαγορείων* στον Κρότωνα (454 π. Χ.), ήταν από τους ελάχιστους που σώθηκαν και κατέφυγε στην Θήβα, όπου ίδρυσε σχολή, στην οποία φοίτησαν ο Σιμμίας* και ο Κέβης, οι γνωστοί από τον πλατωνικό διάλογο Φαίδων, καθώς και οι Πυθαγόρειοι της Φλειούντας. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, ο Φιλόλαος ήταν και γιατρός και στα συγγράμματά του υπεστήριζε ότι οι αιτίες των ασθενειών πρέπει να αναζητηθούν στα υγρά του σώματος: αίμα, χολή και φλέγμα, καθώς και στην υπερβολή ή στέρηση θερμότητας ή ψύχους ή και τροφής. Επίσης το κοσμολογικό σύστημα των πυθαγορείων αποδιδόταν κατά την αρχαιότητα στον Φιλόλαο. Οπως είναι γνωστό, οι θεωρίες της σχολής για πολύν καιρό αποτελούσαν απόκρυφη διδασκαλία ("απόρρητοι λόγοι", Φαίδων' 62 β) και, σύμφωνα με ρητή μαρτυρία του Διογένη Λαέρτιου (VIII 85), ως τον Φιλόλαο συγγράμματα για την πυθαγορική φιλοσοφία δεν υπήρχαν και για πρώτη φορά την διετύπωσε ο Φιλόλαος σε τρία βιβλία με τον γενικό τίτλο Περί φύσεως. Το έργο αυτό, του οποίου σώζονται αποσπάσματα και το σχολίασε ο Αριστοτέλης* (Περί ουρανού, 13, 293 α), το αγόρασε ο Πλάτων* στην υπερβολική τιμή των 100 μνων, "εις πενίαν τινά μεγάλην τε και ισχυράν αφικομέ-
195
Φιλόπονος νου του Φιλολάου", κατά τον Ιάμβλιχο*. Λέγεται μάλιστα ότι από αυτό άντλησε ο Πλάτων, κατά την συγγραφή του διαλόγου Τίμαιος'. Κατά τον Φιλόλαο, τα πάντα στο κοσμικό σύστημα είναι διατεταγμένα με αριθμητικές σχέσεις, όπως οι αριθμοί, οι οποίοι είναι συγχρόνως και ουσία και ορισμός των πραγμάτων ο κόσμος είναι ένας και αιώνιος, όπως η απόλυτη ενότητα από την οποία προέρχεται- το σύμπαν είναι σφαιρικό, υπάρχει ένα κεντρικό πυρ, γύρω από το οποίο περιστρέφονται δέκα σφαίρες: ο ήλιος, η σελήνη, η γη, οι πέντε πλανήτες, η σφαίρα των απλανών αστέρων και η αντίχθων (Αντιγαία), η οποία συμπληρώνει τον τέλειο αριθμό της δεκάδας, είναι όμως αόρατη σ' εμάς, διότι ζούμε στο αντίθετο προς αυτήν ημισφαίριο της γης, η οποία στρέφεται περί τον άξονά της. Πρόκειται για το πρώτο στην ιστορία της επιστήμης μη γεωκεντρικό σύστημα, επάνω στο οποίο στηρίχθηκαν κατά την Αναγέννηση οι θεωρίες του Κοπέρνικου*, του Γαλιλαίου* και του Τζιορντάνο Μπρούνο*. Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες ο Φιλόλαος ερμήνευε αλληγορικά τους μύθους και "δι' αινιγμάτων εδίδασκε, καθάπερ ην αυτοίς (τοις Πυθαγορείοις) έθος". Στα Σχόλια εις Ευκλείδην του Πρόκλου* λ.χ. διαβάζουμε μεταξύ άλλων: Τ η ν γαρ του δωδεκαγώνου γωνίαν Διός είναι φησιν Φιλόλαος, ως κατά μίαν ένωσιν του Διός όλον συνέχοντος τον της δυωκαιδεκάδος αριθμόν, ηγείται γαρ και παρά τω Πλάτωνι δυωκαιδεκάδος ο Ζευς και απολύτως επιτροπεύει το παν". Επίσης ο Στοβαίος* (Ηθικά -Φυσικά I) αποδίδει στον Φιλόλαο και έργο με τίτλο Βάκχαι. Εκδόσεις αποσπασμάτων του Φιλολάου: Boeckh Α., Philolaos des Pythagorees Lehren nebst den Bruchstücken seines Werks, Berlin, 1816.- Chaignet Α., Phythagore et la philosophie Pythagoricienne contenant les fragments de Philolaus etd' Archytas, 2 τόμ. Paris 1874.- DKI, 398-419, Pitagorici Testimonianze β fragmenti a cura di M. Timpanaro Cardini, fasc. Il, Firenze, 1962. Βιβλ.: Burkert W.. Weisheit und Wissenschaftliche Studien zu Pythagoras, Philolaos und Piaton (Σοφία και επιστημονικές μελέτες στον Πυθαγόρα, τον Φιλόλαο και τον Πλάτωνα), 1962.- Frank Ε.. Plato und die sogenannten Pythagoreer (Ο Πλάτων και οι αποκαλούμενοι Πυθαγόρειοι), 1923.- Grundermann G., Philolaos über das tuntte Element (Ο Φιλόλαος περί του πέμπτου στοιχείου, 1904.Huflman C„ Philolaus ο! Croton (Ο Φιλόλαος από τον Κρότωνα, διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Τέξας).- Martin T., Hypothèse astronomique de Philolaus. Roma, 1872Tannery P., Sur un fragment de Philolaos. 1889. Απ. Τζαφερόπουλος
196
Φιλόπονος, βλ. Ιωάννης Φιλόπονος φιλοσοφία. I. ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. Στο ερώτημα τι είναι η φιλοσοφία* και πώς πρέπει να ορίσουμε το περιεχόμενό της δεν ομοφωνούν ούτε οι μεγάλοι φιλόσοφοι ούτε οι εποχές που γέννησαν αξιόλογους φιλοσόφους και μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα. Ολοι σχεδόν οι μεγάλοι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τη φιλοσοφία με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο, συμφωνούν παρά ταύτα ότι η φιλοσοφία και το φιλοσοφείν συνιστούν ύψιστη πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου* και εν τέλει την καλύτερη καταξίωσή του ως έλλογου όντος. Κάθε εποχή βέβαια στην πορεία της ιστορίας σχηματίζει τη δική της εκδοχή για τον κόσμο* και τα πράγματα, επομένως διαμορφώνει και εκφράζει την αντίστοιχη αντίληψη για την ουσία και το περιεχόμενο της φιλοσοφίας. Η αναγωγή εξάλλου στην ετυμολογία της λέξεως "φιλοσοφία" (φιλείν + σοφία) δεν διαφωτίζει το περιεχόμενό της, όπως αυτή η δραστηριότητα εκφράστηκε με τον λόγο και τη σκέψη των πρώτων αλλά και όλων των φιλοσόφων στην "ιστορία της φιλοσοφίας". Σ" αυτή την πρώτη υποδήλωση η φιλοσοφία σημαίνει την αγάπη και την προτίμηση του ανθρώπου* για τη γνώση* γενικά και ειδικότερα για το είδος εκείνο της γνώσεως που δεν συνδέεται οπωσδήποτε με χρησιμοθηρικούς σκοπούς. Αν δεχθούμε την ερμηνεία που δίνει ο Αριστοτέλης* στο έργο του Μετά τα Φυσικά (Α2,982b 20) για την αρχή του φιλοσοφείν, ότι δηλαδή οι πρώτοι φιλοσοφήσαντες "διά το ειδέναι το επίστασθαι εδίωκον και ου χρήσεώς τίνος ένεκεν" και "διά το φεύγειν την άγνοιαν", τότε φαίνεται πως η φιλοσοφική δραστηριότητα του ανθρώπου υπερβαίνει, πράγματι, τη χρησιμοθηρία και την καθημερινότητα. Η φιλοσοφία και το φιλοσοφείν συνιστά υπέρβαση του χρηστικού τρόπου της ζωής και μαρτυρεί τη βαθμιαία ωριμότητα του ανθρώπινου λόγου, τη στιγμή που εκτιμά τη γνώση ως πρώτιστο αγαθό και την θεωρεί ως differentia specifica από τα άλλα ζώα. II. ΤΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, α) Ενας επαρκής ορισμός της φιλοσοφίας δεν είναι δυνατόν να δοθεί, γι' αυτό ίσως ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε την ουσία και το περιεχόμενό της είναι η σπουδή της ιστορίας και των διαφόρων περιόδων της ιστορικής διαδρομής της διανοητικής αυτής δρα-
φιλοσοφία στηριότητας του ανθρώπου. Το νόημα της φιλοσοφίας γίνεται κατανοητό από την ιστορικότητα του φιλοσοφείν. Πράγματι, ως αρχή της φιλοσοφίας, όπως την έχει επακριβώσει η παράδοση στη δυτική φιλοσοφική σκέψη, θεωρούμε τον στοχασμό των Ιώνων φιλοσόφων, των προσωκρατικών*, και δεχόμαστε και στο σημείο αυτό τη γνώμη του Αριστοτέλη (Μεταφ. 983b 18 κ.ε.). Η δραστηριότητα όμως αυτών των φιλοσόφων δεν χαρακτηριζόταν με τον όρο "φιλοσοφία", αλλά μάλλον με τη λέξη "ιστορίη", δηλαδή ως γνώση υποκειμενική και αυτόνομη. Δεν είναι ακριβώς βέβαιο πότε και για ποια περίπτωση μεταχειρίσθηκαν οι άνθρωποι τον χαρακτηρισμό της ως "φιλοσοφίας". Ως πρώτος "φιλόσοφος" ήταν γνωστός στη φιλοσοφική παράδοση ο Πυθαγόρας* (αναφέρεται από τον μαθητή του Πλάτωνα*, τον Ηρακλείδη τον Ποντικό*: Διογ. Λαέρτ. 1, 1ο), ενώ το "φιλοσοφείν" αποδίδεται για πρώτη φορά στον Σόλωνα* (στον γνωστό διάλογό του με τον Κροίσο, Ηρόδ. 1,30) και συναρτάται με την επιδίωξη της γνώσης καθαυτήν ("θεωρίης είνεκεν"). Η φιλοσοφική δραστηριότητα (το φιλοσοφείν) εκδηλώνεται κυρίως με τον διάλογο, τη δημόσια συζήτηση και την ανάπτυξη (ή την αντίκρουση) θέσεων και ισχυρισμών και συνδέεται με τον κόσμο της πόλεως. Μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή των Σοφιστών* και του Σωκράτη*, αρχίζει η χρήση του ουσιαστικού "φιλοσοφία", ο τρόπος όμως και το νόημα αυτού του όρου θα γίνουν γνωστά από τα κείμενα της επόμενης γενεάς, δηλαδή του Ξενοφώντα*, του Ισοκράτη και κυρίως του Πλάτωνα*. Φιλοσοφία σημαίνει αυτή την εποχή, με μια ευρεία έννοια του όρου, μόρφωση και ειδική γνώση για ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, π.χ. τη γνώση της γεωμετρίας, της μουσικής ή της αστρονομίας (Θεαίτ. 143d: "περί γεωμετρίαν ή τινά άλλην φιλοσοφίαν"). Οποιος ασχολείται, επομένως, με τη σπουδή αυτών των αντικειμένων, αυτός φιλοσοφεί, δηλαδή σπουδάζει και "μορφώνεται". Η δραστηριότητα αυτή συνάντησε (αυτό ήταν φυσικό σε μια ελεύθερη αγορά των ιδεών και των αντιλήψεων, όπως ήταν η Αθήνα) την κριτική: αυτή η φιλοσοφική μόρφωση, η φιλοσοφία, θεωρείται ευχάριστη ενασχόληση αλλά μόνο για τη νεαρή ηλικία του ανθρώπου (Γοργ., 484c) ! Παρόμοιες αντιλήψεις απηχούν τις απόψεις των σοφιστών της δεύτερης ή νεότερης γενιάς. Ο Πλάτων, αντίθετα, θεωρεί τη φιλοσοφία γνώση επιστημονική ("η δε φιλοσο-
φία κτήσις επιστήμης", Ευθύδ. 288d, πβ. Θεαίτ. 145e) και την ορίζει από πολλές απόψεις: η φιλοσοφία αποβλέπει στην απόκτηση ορθής γνώσης και ως περιληπτικός όρος εκφράζει την επιστήμη (Θεαίτ. 143d). Ιδιαίτερα τονίζει τη σταθερότητα της φιλοσοφικής γνώσης της ουσίας και του "καθ' αυτό", δηλαδή της ιδέας*, και την αντιπαραθέτει στη ρευστή και ασταθή γνώση των αισθητών. Συνεπώς και σι φιλόσοφοι είναι οι κάτοχοι σταθερής και έμπεδης γνώσεως (Πολιτ. 484b). Για τον Αριστοτέλη, η φιλοσοφία αντιπροσωπεύει την ίδια τη γνώση, που την κατακτά ο ανθρώπινος νους χωρίς να αποβλέπει σε χρησιμοθηρικούς σκοπούς, όπως είδαμε (Μεταφυσ. 982b 20). Η φιλοσοφία είναι μια πνευματική / νοητική δραστηριότητα, κατά τον Αριστοτέλη, και η σημαντικότερη λειτουργία του νου*, η θεωρητική ενέργεια, οδηγεί στον "θεωρητικό βίο", που συνιστά τη μεγαλύτερη (πνευματική) ευδαιμονία για τον άνθρωπο. Αυτή ακριβώς η ενέργεια, που περικλείει και αφορά όλες τις επιστήμες, είναι η φιλοσοφία. Η χρήση του όρου στον πληθυντικό αριθμό "φιλοσοφίαι" αναφέρεται στις επιμέρους επιστήμες ή τις εκφάνσεις της ίδιας της φιλοσοφίας (π.χ. Μεταφ. 1026α 18: "ώστε τρεις αν είεν φιλοσοφίαι θεωρητικοί, μαθηματική, φυσική, θεολογική"). Σε μια στενότερη έννοια, φιλοσοφία είναι η επιστημονική γνώση που κατέχει ο φιλόσοφος ("η του φιλοσόφου επιστήμη"), η οποία σκοπεύει την έρευνα του κόσμου των όντων, της πραγματικότητας ("περί του όντος ή ον"). Η αριστοτελική εκδοχή της φιλοσοφίας επηρέασε τις αντιλήψεις των μεταγενεστέρων λίγο ως πολύ, δηλαδή τους φιλοσόφους της ελληνιστικής κυρίως εποχής. Ο Επίκουρος' θεωρεί τη φιλοσοφία δραστηριότητα πνευματική, που οδηγεί στην ευτυχισμένη ζωή, ενώ οι Στωικοί* "την φιλοσοφίαν φασίν επιτήδευσιν είναι σοφίας, την δε σοφίας επιστήμην θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων", Σέξτ. Εμπειρ., Μαθημ. 9, 13). Στην όψιμη ελληνιστική εποχή και την ύστερη αρχαιότητα, η φιλοσοφία βαθμιαία χάνει τα βαθύτερα, ελληνικά χαρακτηριστικά της και στην επαφή της με τις δοξασίες και τις θρησκευτικές αντιλήψεις της Ανατολής βυθίζεται στο μυστήριο και στον θρησκευτικό μύθο (η περίπτωση των νεοπλατωνικών φιλοσόφων). Η φιλοσοφία γίνεται τώρα "παραμυθία του βίου" (consolatio vitae) και αποκτά λυτρωτικό χαρακτήρα και σκοπό (Επίκτητος, Διατρ. Γ23: "ψυχής ιατρείον", πβ. στον Μάρκο Αυρή-
197
φιλοσοφία λιο*, όπου η φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ως "φάρμακον", δηλαδή ως λύτρωση, V9). β) Κατά τη μεσαιωνική εποχή (12ος αι. κ.ε.) με την επίδραση της αριστοτελικής λογικής* και μεταφυσικής* διαμορφώνεται η σχολαστική φιλοσοφία, που με τις γραπτές και πολυεπίπεδες πτυχώσεις της άσκησε τη διάνοια των λαών της δυτικής Ευρώπης και τους προετοίμασε για την επιστημονική έρευνα. Οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα ορίζουν τη φιλοσοφία επηρεασμένοι από την αριστοτελική σκέψη και τη χριστιανική αντίληψη του κόσμου*. Ο Χριστιανισμός* και η χριστιανική πίστη ενσαρκώνουν την αληθινή σοφία. Ο ιρλανδός φιλόσοφος Ιωάννης Σκώτος" (Jon. Scotus, 9ος αι.) πιστεύει ότι "αληθινή φιλοσοφία είναι αληθινή θρησκεία, και αντίθετα αληθινή θρησκεία είναι αληθινή φιλοσοφία" ("veram esse philosophiam veram religionem" κ.λπ.). Αργότερα και στις αρχές πλέον του δυτικού Μεσαίωνα, ο Αλβέρτος ο Μέγας" (Albertus Magnus, 12ος αι.) έχει μια ευρύτερη αντίληψη της φιλοσοφίας: αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας είναι οτιδήποτε μπορούμε να μάθουμε, καθετί το επιστητό ("quidquid est scibile"). Κορύφωση της δυτικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας, όπως είναι γνωστό, είναι η σκέψη του Θωμά Ακινάτη* (12251275), ο οποίος ορίζει τη φιλοσοφία ως γνώση που σκοπεί στη γνώση του Θεού" ("ad dei cognitionem ordinatur"). Στην ελληνική Ανατολή του Βυζαντίου, που συνεχίζει την παιδευτική παράδοση της ελληνιστικής εποχής υπό χριστιανικό ένδυμα, η φιλοσοφία τίθεται στην υπηρεσία του θρησκευτικού δόγματος: ο ρόλος και το έργο της δεν είναι τώρα η "ζήτησις" της αλήθειας των όντων (η αλήθεια είναι ήδη γνωστή εξ αποκαλύψεως και ταυτίζεται με το πρόσωπο του Χριστού: "Εγώ ειμι η αλήθεια..." κ.λπ.), αλλά η ερμηνεία, δηλαδή η κατανόηση της αποκαλυφθείσας αλήθειας και η εμβάθυνση στο γεγονός της πίστεως. Κατά την εποχή αυτή η φιλοσοφία έχει ταυτισθεί με τη θεολογία* για τους χριστιανούς, τόσο στη δυτική Ευρώπη όσο και στην ελληνική βυζαντινή Ανατολή. Αλλά μετά τον 10ο αι. η φιλοσοφία αρχίζει να αυτονομείται ως σπουδή και μάθηση, παράλληλα ωστόσο ακόμη προς τη θεολογία. Με την πρώτη αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων που σημειώνεται κατά τον 11 ο-12ο αι. με τον Μιχ. Ψελλό*, η φιλοσοφία "εθεωρείτο το συμπλήρωμα όμων των επιστημών, που αρχίζουν με τη Λογική του Αριστοτέλη". "Σκοπός τώρα της
198
φιλοσοφίας ήταν να δώσει, μέσω της αριστοτελικής λογικής και φυσικής, τις βάσεις της φιλοσοφικής σκέψης και συγχρόνως να χρησιμεύσει ως αφετηρία στη μελέτη των θεωρητικών προβλημάτων" (Τατάκης). Ο Ψελλός δέχεται ότι η φιλοσοφία συγκεντρώνει μέσα της την ουσία όλων των επιστημών*. Παρέμεινε ωστόσο ως το τέλος του Βυζαντίου μια συγκεκαλυμμένη αντίθεση φιλοσοφίας και θεολογίας ή της θρησκείας, χαρακτηριστικό του θρησκευτικού πνεύματος που διακατέχει ολόκληρη τη σκέψη των Βυζαντινών, γ) Στους φιλοσόφους και τους στοχαστές της νεότερης Ευρώπης, με την ερευνητική διάθεση που χαρακτηρίζει τους λαούς, η φιλοσοφία από το ένα μέρος ταυτίζεται με την επιστημονική γνώση ή επιστήμη (η περίπτωση του F. Bacon') και από το άλλο συμπυκνώνει κάθε γνώση, τόσο του αντικειμενικού κόσμου, των πραγμάτων, όσο και της ηθικής ζωής του ανθρώπου (Descartes*). Ο Διαφωτισμός* εννοεί τη φιλοσοφία ως το πρώτο κριτήριο του κόσμου και της ζωής με τον λόγο, την αποσυνδέει από τη μεταφυσική* και την συνδέει στενά με την αίσθηση* και την εμπειρία*. Φιλοσοφία είναι ο άκρατος ορθολογισμός' και ο θρίαμβος του ρασιοναλισμού. Αυτή η θεώρηση της φιλοοσοφίας που εγκαινιάζει ο Διαφωτισμός θα επηρεάσει βαθύτατα όχι μόνο τη θεωρία των ιδεών στην Ευρώπη (και σ" ολόκληρο τον κόσμο), αλλά θα σημαδέψει και τη διαμόρφωση των κοινωνικών επιστημών, δ) Για τον Kant* η φιλοσοφία είναι επιστήμη των εννοιών και των αρχών εκείνων που ριθμίζουν τη γνώση και τη δραστηριότητα των ανθρώπων, δηλαδή την ηθική ζωή. Επιπλέον η φιλοσοφία είναι "κοσμική έννοια"' αυτό σημαίνει στη γλώσσα του Kant ότι η φιλοσοφία είναι "η επιστήμη των σχέσεων κάθε γνώσης με τους ουσιαστικούς νόμους του ανθρώπινου λογικού". Με τη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού* και κυρίως με τον Hegel*, τον σημαντικότερο εκπρόσωπό του, η φιλοσοφία θεωρείται ως αυτοσυνείδηση του νου και έκφραση του "απολύτου πνεύματος", ή της ιδέας, ενώ για τον Fichte* είναι "επιστήμη της επιστήμης" ή "θεωρία της γνώσεως"* / επιστημολογία (Wis-senschaftslehre). Ο Aug. Comte*, ο θεμελιωτής του θετικισμού*, δεν θεωρεί τη φιλοσοφία μιαν αυτόνομη επιστήμη, που μελετάει απόλυτες σχέσεις και προσπαθεί να εξιχνιάσει την προέλευση ή τον προορισμό του κόσμουβλέπει τη φιλοσοφία μάλλον ως καθολική επι-
φιλοσοφία στήμη, δηλαδή ως μια σύνθεση όλων των επιστημών. Η θετική φιλοσοφία που εισηγείται ο ίδιος επιδιώκει να ικανοποιήσει την ανάγκη του νου για ενότητα και συνοχή του κόσμου, ε) Στον 20ό αι. η φιλοσοφία παρακολουθεί την ανάπτυξη των επιστημών, ενώ συνεχίζεται ο απόηχος των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων του 19ου αι. Νέα φιλοσοφικά ρεύματα ή κατευθύνσεις διαμορφώνονται είτε ως συνέχεια των παλαιοτέρων (νεοθετικισμός*, φιλοσοφία της ζωής*, νεορεαλισμός, κριτικός ρεαλισμός κ.ά.) είτε ως υπέρβαση των παλαιοτέρων και διάνοιξη νέων (πάντοτε στα θεμέλια των κλασικών φιλοσοφικών συστημάτων) φιλοσοφικών προοπτικών και οριζόντων (φαινομενολογία*, υπαρξισμός*, ερμηνευτική*, νεομαρξισμός*, φιλοσοφία της αναφοράς κ.λπ.). Σε όλα αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα έχουμε επιδόσεις έξοχων φιλοσόφων και αξιόλογων φιλοσοφικών έργων. Η φιλοσοφία εξακολουθεί να έχει τον ρόλο της εποπτείας και να αφομοιώνει δημιουργικά τα πορίσματα των επιστημών. Ως επιστημολογία ή θεωρία και φιλοσοφία των επιστημών διατρέχει κριτικά την ανάπτυξη της επιστήμης και αξιολογεί την επιστημονική σκέψη. Ο ρόλος της φιλοσοφίας, μέσα στις εντυπώσεις που δημιουργούν οι κατακτήσεις των εφαρμοσμένων επιστημών και οι αποκαλύψεις των κοινωνικών ερευνητών επιστημόνων, παραμένει σταθερά προσανατολισμένος στην κατεύθυνση του διασκεπτικού και του κριτικού στοχασμού. III. Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΙ-
ΛΟΣΟΦΙΑΣ. 1. Τα προβλήματα. Οι αρχαίοι, και κυρίως ο Σωκράτης*, είχαν δώσει το περίγραμμα της φιλοσοφικής δραστηριότητας του ανθρώπου: η φιλοσοφική αναζήτηση και η έρευνα σημαίνει πρώτα απ' όλα ερωτήματα, ερευνητική διάθεση και συνεχή αναζήτηση της ουσίας των όντων. Δηλαδή ουσιαστικά πρόκειται για τα πράγματα, τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνική πραγματικότητα, που από τη φύση τους συνιστούν ένα πλέγμα αδιάλειπτων ερωτημάτων και ακατάπαυστου προβληματισμού, στα οποία ο σκεπτόμενος άνθρωπος οφείλει να δώσει ή να προτείνει λύσεις. Ωστόσο τα φιλοσοφικά προβλήματα και το φιλοσοφείν έχουν μια ιδιοτυπία: ο άνθρωπος δεν προτείνει λύσεις οριστικές αλλά στην πραγματικότητα τα επισημαίνει και διερευνά τα αίτιά τους, ζητεί την αιτιολογία τους. Καλύτερα θα λέγαμε ότι οι φιλοσοφούντες αντιμετωπίζουν ερωτήματα παρά προβλήματα, και
καλούνται να δώσουν απαντήσεις. Η φιλοσοφία επισημαίνει προβλήματα και θέτει ερωτήματα. Προσπαθεί βέβαια να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα και να διερευνήσει τα προβλήματα όχι όμως να δώσει λύσεις, όπως θα έκανε π.χ. ένας οικονομικός επιστήμων, όταν αντιμετωπίζει ένα οικονομικό πρόβλημα. Η άσκηση της φιλοσοφίας και το φιλοσοφείν, όπως είναι εύλογο, δεν είναι βέβαια προνόμιο ορισμένων ανθρώπων, προϋποθέτουν ωστόσο μερικές απροϋπόθετες αρχές: απαλλαγή του ανθρώπου από τις βιοτικές ανάγκες στο πρακτικό επίπεδο και προπάντων ερευνητική διάθεση και γνήσιο, ανυστερόβουλο ενδιαφέρον για την αναζήτηση των αιτίων, δηλαδή για την ερμηνεία της πραγματικότητας και την επέμβαση του για την αλλαγή της. Όλοι οι μεγάλοι και αληθινοί φιλόσοφοι προσπάθησαν όχι μόνο να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά διατύπωσαν και προτάσεις για την αλλαγή ή τη βελτίωσή του. Η φιλοσοφία, όπως έλεγε ο Hegel, είναι η φωνή μιας εποχής, η έκφραση και το πνευματικό της απόσταγμα. Επομένως και τα ερωτήματα που θέτει, ο προβληματισμός που την διακατέχει εκπορεύονται από την κοσμοθεωρία αυτής της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχουν ερωτήματα, προβλήματα και απορίες που έχουν μια διαχρονική ισχύ. Από το άλλο μέρος, οι φιλόσοφοι δεν αντιλαμβάνονται τα προβλήματα ή δεν ενωτίζονται τα ερωτήματα με τον ίδιο τρόπο, όπως είναι φυσικό. Καθένας εκφράζει ασφαλώς την εποχή του αλλά και την προσωπική του στάση απέναντι στον κόσμο και στην κοινωνική πραγματικότητα, εν τέλει τον τρόπο που εκείνος βλέπει ή με τον οποίο θέλει να επηρεάσει τη ζωή και την πράξη. Πέρα απ' αυτά κάθε περίοδος ιστορική και κάθε εποχή έχει διαμορφώσει μια δική της εκδοχή για τον κόσμο, αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, θρησκευτικών, οικονομικών, πολιτικών κ.λπ. Σ' αυτή τη νοοτροπία, σ' αυτό τον τρόπο του σκέπτεσθαι αντιστοιχεί μια ορισμένη φιλοσοφική διάθεση και ένα είδος προβληματισμού που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, τις εποχές και τη "φιλοσοφία" τους, τον φιλοσοφικό τους λόγο. Η ιδιοτυπία του φιλοσοφικού προβληματισμού και των φιλοσοφικών ερωτημάτων συναρτάται με την ουσία της ίδιας της φιλοσοφίας: ερευνά και εξετάζει όλο τα φάσμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα επιστημονικά, τα καλλιτεχνικά, τα οικονομικά προβλήματα π.χ. ενδιαφέρουν
199
φιλοσοφία τις αντίστοιχες δραστηριότητες του ανθρώπου, τη φιλοσοφία όμως την ενδιαφέρει το σύνολο της ζωή και της πραγματικότητας· ε φορά και διασκέπτεται για το "όλον" και όχι για το μέρος, γΓ αυτό ο φιλόσοφος είναι κατ" ουσίαν "εποπτικός" κατά τον Πλάτωνα. 2. Η μέθοδος. Η μέθοδος είναι ουσιώδες στοιχείο της φιλοσοφικής έρευνας και της φιλοσοφικής ερωτηματοθεσίας. Ήδη ο Αριστοτέλης είχε επισημάνει ότι από τη μέθοδο με την οποία θα προσεγγίσουμε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα ή θα θέσουμε ένα ερώτημα θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και η λύση ή η απάντηση που θα δώσουμε* ίσως ακόμα περισσότερο και ο βαθμός κατανόησης του προβλήματος και του ερωτήματος. Η φιλοσοφία ιδιαίτερα συνδέεται στενά με τη μέθοδο, όπως άλλωστε κάθε επιστημονική δραστηριότητα και το ίδιο το γνωστικό γεγονός είναι ουσιαστικά πρόβλημα μεθόδου. Εχει, λοιπόν, καίρια σημασία για τη φιλοσοφία και το φιλοσοφείν πώς θα θέσουμε τα ερωτήματα και από ποιο σημείο θ' αρχίσουμε να ερευνούμε ένα φαινόμενο ή ένα θέμα. Ωστόσο προβάλλει επιτακτικό το κοινό ερώτημα: υπάρχει μια κοινή, νόμιμη και ορθή μέθοδος έρευνας των φιλοσοφικών προβλημάτων; Δηλαδή έχει διαμορφώσει η φιλοσοφική παράδοση μια μέθοδο κοινή για τη φιλοσοφική ζήτηση ή ο κάθε φιλόσοφος αφορμάται από προσωπική προτίμηση και μεθοδολογική επιλογή για την κατανόηση των φιλοσοφικών θεμάτων και την ερμηνεία τους; Πράγματι, κάθε φιλόσοφος, ανάλογα με τη φιλοσοφική αίσθηση που διαθέτει και την παιδεία του, προσεγγίζει τα φιλοσοφικά προβλήματα με έναν προσωπικό τρόπο, π.χ. ο Πλάτων με τη διαιρετική μέθοδο, ο Descartes με την αμφισβήτηση και ο Hegel με τη διαλεκτική· μπορούμε ίσως να πούμε ότι όλοι οι φιλόσοφοι συμφωνούν πως η φιλοσοφική ζήτηση επιβάλλει ορισμένους βασικούς κανόνες προσέγγισης και έρευνας των γνωστικών δεδομένων. Εξάλλου η εγκυρότητα της μεθόδου που υιοθετεί κάθε φιλόσοφος θα κριθεί από τα αποτελέσματά της για το σύστημά του ή τις προτάσεις του. Πάντως η πολλαπλότητα / πλουραλισμός μεθόδων στην ιστορία της φιλοσοφίας, τις οποίες εφάρμοσαν οι φιλοσοφούντες, ενισχύει και δεν αποδυναμώνει το κύρος της φιλοσοφίας. Δηλαδή η φιλοσοφία ως αδογμάτιστος και ελεύθερος από προκαταλήψεις στοχασμός ευνοεί την πολλαπλότητα προσεγγίσεων και μεθόδων προσπέλασης των γνωστικών προβλημάτων. Επίσης
200
είναι λογικό, όπως αλλάζει η θεώρηση του κόσμου και η στάση του ανθρώπου απέναντι στην πραγματικότητα -διατηρούνται ασφαλώς βασικά χαρακτηριστικά πάντοτε που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ("κατά το ανθρώπ;ιον", Θουκυδίδης*)- έτσι και η μέθοδος υτόκειται σε αλλαγές. Ανάλογα με το είδος " ων φιλοσοφικών προβλημάτων, τον ψυχισμό και την προσωπικότητα* των φιλοσοφούντων, καθώς και για πολλούς άλλους λόγους, η μέθοδος προσλαμβάνει τα γνωρίσματα των γνωστικών θεμάτων και προσαρμόζεται προς τα επιστημονικά δεδομένα κάθε εποχής. IV. ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙΝ - ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ. Η φιλοσοφία ως έκφραση πνευματικής ελευθερίας και διανοητικής ωριμότητας του ανθρώπου ενέχει το στοιχείο της πολλαπλότητας και της διαφορετικής εκδοχής. Οι διαφορετικές ή και οι αντίθετες ακόμα μορφές του φιλοσοφείν γίνονται κατανοητές από τη στάση κάθε φιλοσόφου απέναντι στα φιλοσοφικά προβλήματα και στην πραγματικότητα που καλείται να κρίνει ή να αποτιμήσει. Επιπλέον κάθε εποχή διατυπώνει τον δικό της φιλοσοφικό λόγο και αξιώνει την ορθότητα των δικών της αποτιμήσεων για τα πράγματα. Από την άποψη αυτή είναι δικαιολογημένες και αποδεκτές τόσο η διαφορετική γνώμη του φιλοσόφου όσο και οι διάφορες φιλοσοφίες που συναντούμε στην ιστορική διαδρομή της φιλοσοφίας. Οταν σπουδάζουμε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα και τις απόψεις των φιλοσόφων, δεν δυσκολευόμαστε να διαπιστώσουμε ότι όχι μόνο έχουμε πολλαπλότητα φιλοσοφικών θέσεων αλλά και οι φιλόσοφοι πολλές φορές έχουν διαφορετική άποψη για την ίδια τη φιλοσοφία. Επίσης, για το ίδιο φιλοσοφικό πρόβλημα μπορεί να έχουμε (και είναι λογικό να έχουμε) πολλές και διαφορετικές θεωρήσεις. Ο Πλάτων π.χ. έβλεπε τον κόσμο των αισθητών ως απείκασμα και είδωλο των ιδεών, επομένως αναζητούσε να θεμελιώσει το γνωστικό / φιλοσοφικό του σύστημα σε κάτι σταθερό και βέβαιο, όπως ήταν οι ιδέες, και όχι στα αισθητά πράγματα που υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή και δεν παρέχουν, συνεπώς, ασφαλή γνώση. Το όντως ον γι" αυτόν ήταν οι ιδέες. Αντίθετα ο Αριστοτέλης έβλεπε την ουσία των όντων μέσα στα ίδια τα πράγματα και απέρριπτε τις ιδέες του δασκάλου του. Τις ίδιες και πιο έντονες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις θα συναντήσουμε και στα φιλοσοφικά συστήματα ή στις φιλοσοφικές προτάσεις
φιλοσοφία των νεοτέρων και των σύγχρονων φιλοσόφων. Οι ορθολογιστές της νεότερης εποχής π.χ. δεν δέχονται την προέλευση της γνώσεως ή τη θεμελίωση του γνωστικού οικοδομήματος (από / ή) στην εμπειρία, όπως έκαναν οι Αγγλοι εμπειριστές φιλόσοφοι επί δύο σχεδόν γενεές (Fr. Bacon*, D. Hume*, J. Locke* κ.λπ.). Ο Aug. Comte απέρριπτε συλλήβδην την προγενέστερη φιλοσοφία ως έκφραση ανωριμότητας του ανθρώπου και πρότεινε τη δική του θετικιστική εκδοχή και ερμηνεία του κόσμου. Και για ν' αναφερθούμε σ' ένα σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, οι αναλυτικοί φιλόσοφοι δεν αφήνουν περιθώρια στον διαφορετικό φιλοσοφικό στοχασμό, εκτός από τις δικές τους προτάσεις, ότι δηλαδή η φιλοσοφία αφορά μόνο στη λογική ανατομία των προτάσεων, τη φιλοσοφική ανάλυση της γλωσσικής έκφρασης και την αποσαφήνιση του νοήματος των προβλημάτων. Η διαφορετικότητα αυτή των φιλοσόφων και των φιλοσοφιών δεν προέρχεται μόνο από τη θεώρηση ενός διαφορετικού κόσμου ή μιας διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας - ο κόσμος ως κοινωνική πραγμάτωση της δραστηριότητας του ανθρώπου συνεχώς αλλάζει βέβαια και ποτέ δεν παραμένει αμετάβλητοςαλλά προπάντων οι διαφορετικές θέσεις των φιλοσόφων (αντιμαχόμενες και αλληλοαναιρούμενες πολλές φορές) οφείλονται μάλλον στη διαφορετική θεώρηση της πραγματικότητας' και στην ίδια τη φύση των πραγμάτων, που προσφέρονται για έρευνα και ερμηνεία από πολλές πλευρές. V. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ. Η
σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης" απασχόλησε τους στοχαστές και τους φιλοσόφους κυρίως από τους νεότερους χρόνους, ίσως καλύτερα από την Αναγέννηση και ως τις μέρες μας, και εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις και ερωτηματικά. Παρόμοια προβλήματα, αλληλοπεριχώρησης θα λέγαμε, δεν είχε ν" αντιμετωπίσει η αρχαία φιλοσοφική διανόηση. Από την εποχή του Αριστοτέλη και των μεγάλων Στωικών φιλοσόφων, τα όρια και οι σχέσεις της φιλοσοφίας με την επιστήμη έχουν ασφαλώς διαφοροποιηθεί. Αλλά και από την Αναγέννηση έως σήμερα τα προβλήματα αυτά έχουν εν πολλοίς διαφοροποιηθεί. Φιλοσοφία και επιστήμη καταρχήν δεν αλληλοαναιρούνται ούτε αποξενώνονται, βρίσκονται σε μια αδιάλειπτη και αμφίδρομη επίδραση και συνεργασία: η επιστήμη τροφοδοτεί τη φιλοσοφική σκέψη με νέες γνώσεις, διευρύνει διαρκώς το
πεδίο των επιστημονικών κατακτήσεων και προσθέτει νέες γνωστικές περιοχές στον ανθρώπινο γνωστικό ορίζοντα- η φιλοσοφία, από τη δική της μεριά, αξιολογεί και αναλύει την κατακτηθείσα γνώση, την εντάσσει στο σύστημα των γνωστικών προσλήψεων του ανθρώπου και την αποτιμά φιλοσοφικά ως μέρος της αλήθειας των όντων και του κόσμου. Ο φιλόσοφος στηρίζεται χωρίς αμφιβολία στα επιστημονικά επιτεύγματα- η φιλοσοφία χωρίς την επιστημονική γνώση είναι μετέωρη, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Κ. Jaspers". Δεν ταυτίζονται βέβαια φιλοσοφία και επιστήμη, συνυφαίνονται όμως στενά και η μία ανθρώπινη / πνευματική δραστηριότητα χρειάζεται την άλλη - και οι δύο είναι νοητικές κατακτήσεις του ανθρώπου και καταγράφουν την προσπάθειά του να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και ν' αλλάξει τον κόσμο. Περισσότερο ερμηνευτική είναι η φιλοσοφία χωρίς αμφιβολία, επιπλέον η ίδια η φιλοσοφική ζήτηση έχει διαφορετικούς σκοπούς να εκπληρώσει από εκείνους της επιστημονικής έρευνας: η μία (η φιλοσοφία) επιδιώκει να ερμηνεύσει μάλλον παρά να εξηγήσει ή να ερευνήσει με το πείραμα και την παρατήρηση την πραγματικότητα και τα φυσικά, τα οικονομικά, τα κοινωνικά κ.λπ. φαινόμενα. Η φιλοσοφία προσεγγίζει όλα αυτά τα αντικείμενα αλλά από διαφορετική σκοπιά και με διαφορετική μέθοδο. Στη θέση του επιστημονικού πειράματος η φιλοσοφία έχει την ανάλυση του νοήματος των επιστημονικών προτάσεων και τη διασφάλιση της εγκυρότητάς τους - και στη θέση της παρατήρησης έχει την εταστική θεώρηση του περιεχομένου και προπάντων της ουσίας των πραγμάτων. Η φιλοσοφία ενδιαφέρεται να ερμηνεύσει τις αιτίες, δηλαδή γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι και κυρίως τι είναι, τι σημαίνει όταν λέμε ότι είναι τα πράγματα. Την εγκυρότητά της η επιστημονική γνώση την περιμένει από τη φιλοσοφία- η επαληθευσιμότητα ή η διαψευσιμότητα των επιστημονικών προτάσεων είναι έργο της φιλοσοφικής ανάλυσης. Οπως εύστοχα είπε ένας σύγχρονος φιλόσοφος, ο W. T. Stace, "η φιλοσοφία παίρνει το νήμα της γνώσης εκεί όπου το αφήνουν οι επιστήμες". Η δύναμη της επιστήμης έγκειται στην αποκάλυψη συνεχώς νέων γνώσεων, στη διεύρυνση του γνωστικού ορίζοντα του ανθρώπου, ενώ ο ρόλος της φιλοσοφίας συνίσταται στην τιθάσευση αυτής της γνώσης, ώστε να τεθεί στην υπηρεσία του ανθρώπου. Η επιστήμη με την έρευνα αποκαλύπτει τον κόσμο, η
201
φιλοσοφία αιώνια φιλοσοφία με την επέμβασή της "παιδεύει" τον άνθρωπο, ώστε να επιλέγει τη σωστή χρήση των επιστημονικών κατακτήσεων η επιστήμη αποκαλύπτει και η φιλοσοφία ερμηνεύει και διαφωτίζει. Αυτή η αλληλοπεριχώρηση είναι αποτέλεσμα της επιστημονικής προόδου και της φιλοσοφικής ωριμότητας του ανθρώπου, δηλαδή της ηθικής και πνευματικής του ωριμότητας.
φιλοσοφία κοινωνική. 1. Με την ευρεία έννοια η φιλοσοφία συνολικά, στον βαθμό που συνιστά μορφή κοινωνικής συνείδησης* και συμπεριλαμβάνει την εξέταση της ποιοτικής και ουσιώδους ιδιοτυπίας της κοινωνίας* (στη διαφορά της από τη φύση*), τους σκοπούς* της (κοινωνικά ιδεώδη), την εμφάνιση, τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη της (φιλοσοφία της ιστορίας*) και τις προοπτικές της. Βιβλιογρ.: Cornelia J. de Vogel, Some reflections on the 2. Με τη στενή έννοια, το μέρος εκείνο της term ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, στο: "Philosophie"1 (1970), σ. 3-24.- W. κοινωνιολογίας*, το οποίο εμπεριέχει τη διεBurkerl, Platon oder Pythagoras? Zum Ursprung des ρεύνηση των προαναφερθέντων ζητημάτων, Wortes "philosophie", στο "Hermes" 88 (1960), σ. 159με τη βοήθεια των κατηγοριών της θεωρητικής 177.- Br. Snell, Die Ausdrucke fur den Begriff des Wissens in der vorplatonischen Philosophie, "Philol. Unters" 29 κοινωνιολογίας και των διεπιστημονικών προ(1924), o. 59-71.- B. Gladigov, Sophia undkosmos, 1965.σεγγίσεων (πολιτικής οικονομίας*, ανθρωποM. Dixsant, Le naturel philosophique, Paris, 1985, σ. 384λογίας, ψυχολογίας*, πολιτισμολογίας κ.λπ.). 388.- Α. Η. Chroust. Philosophy: Its essence and meaning Παρά τις απόπειρες του νεομαρξισμού*, της in the ancient world, στο: "Philos. Rev." 27 (1947), σ. 1958.- W. T. Stace, A Critical History of Greek Philosophy, ανθρωπολογικής κοινωνιολογίας, του δομιLondon, 1965.- Β. Ν. Τατάκης, Απόψεις για τον προσδιοσμού* κ.ά., επικρατεί σύγχιση κατά τον προσρισμό της φιλοσοφίας, θεσσαλονίκη, 1965 (ανάτυπο).διορισμό των γνωστικών αντικειμένων, του εθεόφ. Βέικος, Προλεγόμενα στη Φιλοσοφία, Αθήνα, ρευνητικού πεδίου και των ορίων της φιλοσο1987. φίας και της κοινωνικής θεωρίας, της γενικής Βασ. Κύρκος κοινωνιολογίας και των επί μέρους εφαρμοφιλοσοφία αιωνία, (philosophie perennis). Φι- σμένων και εμπειρικών ερευνών, της μακρολοσοφική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κοινωνιολογίας και τις μικρο-κοινωνιολογίας. αναζήτηση της αλήθειας* είναι αιώνια, δηλαδή Σύγχιση που συνδέεται με την αντίθεση (και συνεχής και χωρίς αρχή ούτε τέλος, με ανε- την αδυναμία διευθέτησης της αντίθεσης) "εξάντλητη φιλοσοφική προβληματική και ανοι- μπειρικού και θεωρητικού"", "μέρους και χτούς ορίζοντες. Περαιτέρω, η φιλοσοφία* όλου"*, "διάνοιας και λόγου"*, και επιτείνεται, δεν είναι κάτι που μεταβάλλεται από εποχή σε αφ' ενός μεν με τη θετικιστικού χαρακτήρα αεποχή, αλλά ενιαία και προοδευτικά εξελισσό- πόρριψη του φιλοσοφικού στοχασμού από μενη επιστήμη*. Τα διάφορα φιλοσοφικά συ- τους εμπειριστές κοινωνιολόγους, αφ' ετέρου στήματα κάθε εποχής δεν αλληλοαναιρούνται, δε με την εμμονή σε μεταφυσικού χαρακτήρα ούτε οικοδομείται εκ νέου κάθε φορά η φιλο- οντολογικές κατασκευές διαφόρων φιλοσόσοφία. Εργο κάθε νέας φιλοσοφικής θεώρη- φων (βλ. π.χ. "φυσική φιλοσοφία"*). Η σύγχιση σης πρέπει να είναι η αναγνώριση αυτής της ε- αυτή έχει σε τελευταία ανάλυση ως βάση της νιαίας γραμμής και η συνέχισή της. Εκπρόσω- την "αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευποι της "αιώνιας φιλοσοφίας" είναι οι θωμιστές ματικής εργασίας"* και την συνακόλουθη αντίή νεοσχολαστικοί φιλόσοφοι, οι οποίοι εξαί- θεση μεταξύ ιδεαλισμού* και υλισμού*. Η προρουν κυρίως τη φιλοσοφική παράδοση από τον οπτική της άρσης της αντίθεσης μεταξύ κοινωΑριστοτέλη* μέχρι τον Θωμά Ακινάτη*. Πρό- νιολογίας (κοινωνικής θεωρίας εν γένει) και κειται για τους φιλόσοφους της καθολικής εκ- φιλοσοφίας* διαφαίνεται μέσω της άρσης της κλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν τα προβλήματα "υλιστικής αντίληψης της ιστορίας"* από τη της ζωής* και του κόσμου* με αφετηρία το χρι- "Λογική της Ιστορίας"* ως συνθετική επιστημοστιανικό θρησκευτικό βίωμα. Η αιώνια φιλοσο- νική και φιλοσοφική συνείδηση της κοινωνίας φία εναντιώνεται στον σκεπτικισμό*, τον ψυ- ως ολότητας. Βλ. επίσης: κοινωνία*, κοινωνιχολογικό σχετικισμό και τον υποκειμενισμό* κο-οικονομικός σχηματισμός*, νομοτέλεια*. στη φιλοσοφία. Δ. Πατέλης Ευτυχία Ξυδιά
φιλοσοφία ελληνική, βλ. ελληνική φιλοσοφία
φιλοσοφία νεοελληνική, βλ. νεοελληνική φιλοσοφία
φιλοσοφία ιταλιωτική, βλ. Προσωκρατικοί
φιλοσοφία πολιτική, βλ. πολιτική φιλοσοφία
202
φιλοσοφία της εκπαίδευσης φιλοσοφία πρώτη, βλ. πρώτη φιλοσοφία φιλοσοφία της γλώσσας. Η γλώσσα* είναι σύστημα ηχητικών (και έπειτα γραμμικών) συμβόλων, που υπηρετούν τη γνωσιακή και επικοινωνιακή λειτουργία στη δραστηριότητα των ανθρώπων. Μπορεί να είναι φυσικό ή τεχνητό το σύστημα των συμβόλων, φυσικό στη γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας, τεχνητό στις περιπτώσεις ειδικής επικοινωνίας σε τομείς περιορισμένης συμμετοχής ατόμων με ειδική ενημέρωση στο σύστημα (τομείς επιστήμης'). Η γλώσσα είναι δημιούργημα της ανάγκης των ανθρώπων για "επικοινωνία" και "συνεργασία". Διαμορφώνεται και εξελίσσεται μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής. Από πλευρά φυσιολογίας είναι η γλώσσα δευτερογενές σύστημα, με το νόημα ότι το ηχητικό σύμβολο ή η γραπτή λέξη - έκφραση παραπέμπει στο αντικείμενο που συμβολίζει μόνο έμμεσα. Για κάποιον που διαβάζει ή ακούει ότι "ο περασμένος χειμώνας ήταν βροχερός" παρόντα είναι μόνο τα σύμβολα που προκαλούν "ανακλαστική" δραστηριότητα του νου, για να ανακαλέσει την εικόνα βροχών που είχαν συνολικό αποτέλεσμα υψηλή βροχόπτωση σε κάποια χρονική περίοδο του παρελθόντος. Το ίδιο αυτό παράδειγμα επιτρέπει να καταγράψουμε το πρώτο θέμα της φιλοσοφίας* σε σχέση με τη γλώσσα*: "σχέση της γλώσσας με τη σκέψη". Η γλώσσα είναι το μέσο, το όχημα, για να εκφραστεί η σκέψη. Στο παράδειγμα που μόλις δώσαμε, η γλώσσα προμηθεύει τις λέξεις, ηχητικά σύμβολα (διαφορετικά στις διάφορες γλώσσες), τα οποία μόνο η σκέψη επιλέγει και αξιοποιεί, για να παρουσιάσει τα δικά της προϊόντα, μια σειρά διαπιστώσεις και συλλογισμούς*. Συγκεκριμένα: η παραπάνω δήλωση, ότι "ο περασμένος χειμώνας ήταν βροχερός", προϋποθέτει: α. Μια σειρά εικόνες βροχής που έχουν εγγραφεί στη μνήμη κάποιου. β. Μια συνολική εκτίμηση του ίδιου (είδος επαγωγικού συλλογισμού) ότι αθροιστικά όλες αυτές οι βροχές έδωσαν υψηλή βροχόπτωση σε ορισμένη περιοχή και σε ορισμένη χρονική περίοδο, γ. Μια σύγκριση αυτής της βροχόπτωσης με τον μέσο όρο προηγούμενων ίσων χρονικών περιόδων. Η ανάλυση αυτή αποτελεί δείγμα της "λογικής δομής" που βρίσκει η φιλοσοφία στη γλώσσα· άλλου είδους ανάλυση αποκαλύπτει την "αξιολογική διάσταση", η οποία επίσης είναι γνώρισμα της συνείδησης* που χρησιμοποιεί τη
γλώσσα ως μέσο έκφρασης. Ένα δείγμα: "Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, μα είναι παντού (μέσα στην κοινωνία) αλυσοδεμένος". Μ' αυτά τα λόγια αρχίζει ο Ρουσσό* το Κοινωνικό Συμβόλαιο'. Όμως αυτά δεν αποκαλύπτουν μόνο μια διαπίστωση, εγκλείουν μια "αξιολόγηση" (είναι σπουδαίο πράγμα να είναι κανείς ελεύθερος) και ένα κήρυγμα (εμπρός να ελευθερώσουμε τον κατάδικο). Και ο συγγραφέας καταπιάνεται μ" αυτό το έργο. Πρεσβεύει "αξίες" και προσφέρει κάτι από τον εαυτό του για να τις υπηρετήσει. Η γλώσσα γίνεται όχημα έκφρασης "αξιών και ήθους" του ανθρώπου που τη χρησιμοποιεί. Οι λέξεις είναι μόνο σύμβολα, ο νους επιλέγει για να επενδύσει, πρώτα τους συλλογισμούς ("λογική διάσταση") και ύστερα τις αξίες που πρεσβεύει ο άνθρωπος ("αξιολογική διάσταση"). Με άλλες φραστικές επιλογές εκφράζει τον συναισθηματικό κόσμο και τη βούλησή* του ο χρήστης της γλώσσας, όποιας γλώσσας ("συναισθηματική" και "βουλητική" διάσταση). Οταν ένας συγγραφέας γράφει: "όλου του κόσμου αδικημένοι, σηκωθείτε, συντρίψετε τις αλυσίδες που σας τυλίγουνε βαριά", εκφράζει διαπίστωση, "συναισθηματική" έξαρση, "βούληση", "προτροπή", που εκπηγάζουν από συνείδηση παλλόμενη, ευαίσθητη, η οποία αξιοποιεί τη γλώσσα για τους δικούς της σκοπούς. Οι λέξεις είναι αθώες. Η γραμματική και η σύνταξη αποτελούν ύφασμα που έχει υφάνει η "συλλογική συνείδηση" και το αξιοποιούν οι ατομικές συνειδήσεις, για να επενδύουν τα νοήματά τους, τη σκέψη τους, τους λογισμούς τους. Αναμφισβήτητα η γλώσσα -δημιούργημα ανάγκης κοινωνικό, συλλογικό- βοηθάει τη συνείδηση να εκφραστεί, αλλά η συνείδηση* υπάρχει και λειτουργεί ανεξάρτητα από τη γλώσσα. Λειτουργεί ως δημιουργός και χρήστης της γλώσσας. Βιβλιογρ.: W. P. Alston. Philosophy ol Language ( 1964).K. Popper, Conjectures and Refutations (19691).- Ε. Π. Παπανούτσος. Ο Άνθρωπος και ο Λόγος (1971). σελ. 5865.- Λεφ ΒιγκΡτσκι, Σκέψη και Γλώσσα, μετ. Αντζελίνας Ροδή.- Φ. Κ. Βώρος. Φιλοσοφία της Γλώσσας, περ. "Νέα Παιδεία", τ. 2 (1977). σελ. 45-55. Φ. Κ. Βώρος
Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Δεν μπορεί κανείς να αναφερθεί στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, αν δεν εκκαθαρίσει το πεδίο από γειτονικούς στοχασμούς που το πλημμυρίζουν και το πλουτίζουν, αλλά το κάνουν δυσδιάκριτο. Γύρω από το φαινόμενο "Εκπαίδευση" στη
203
φιλοσοφία της θρησκείας μακραίωνη ιστορία της έχουν διαμορφωθεί τρεις άλλοι κλάδοι στοχασμού, περισσότερο ευδιάκριτοι αυτοί, οι οποίοι όμως διαπλέκονται συχνά και αξεδιάλυτα με τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης που μας ενδιαφέρει εδώ. Πρόκειται για: την "Παιδαγωγική" (που έχει έργο της να μεθοδεύει τη μεταφορά των "θεωρούμενων" παιδευτικών αγαθών από την ώριμη γενιά στην νεότερη, με τον πιο ευχάριστο και αποδοτικό τρόπο), την "Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης" (που ορμάται από το γεγονός του θεσμού του σχολείου και μελετά τις επιπτώσεις οι οποίες συντελούνται μέσα στη σχολική κοινωνία -μικροκοινωνιολογία- και έξω απ" αυτή, στην ευρύτερη κοινωνία και σε υστερότερο χρόνο, επιπτώσεις κοινωνικές, π.χ. κοινωνική κινητικότητα λόγω της παρέμβασης του σχολείου) και για την "εκπαιδευτική πολιτική", η οποία (υποτίθεται ότι) με τα πορίσματα των δύο παραπάνω επιστημών και με πρόσθετα "κριτήρια", βγαλμένα από τη ζωή και τις επιδιώξεις της κοινωνίας*, διαμορφώνει τον θεσμό της "Εκπαίδευσης": "σκοπούς", "μέσα", "μεθόδους", "ιδρύματα - λειτουργία", "προσδοκίες". Τι απομένει για τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης; 1. Με ποια "κριτήρια" διαμορφώνονται οι "σκοποί"; 2. Με ποια "κριτήρια" επιλέγονται "μορφωτικά αγαθά" και "μέσα" και "μέθοδοι"; 3. Μετά την επενέργεια του θεσμού της εκπαίδευσης (όπως προκύπτει από τα κριτήρια των §§ 1-2) διαμορφώνεται η συνείδηση των εκπαιδευομένων ελεύθερα, διασώζεται η "ελευθερία της σκέψης" τους, γενικότερα της "συνείδησής" τους, ή "συμμορφώνεται" προς τις επιδιώξεις του θεσμού, στην "υπηρεσία" εκείνων που τον σχεδίασαν και τον λειτουργούν; 4. Εχει κάποιο tpôno ο παιδαγωγός -αυτός που συνειδητοποιεί τον κίνδυνο "παραμόρφωσης των συνειδήσεων" των εκπαιδευομένων- να προστατεύει το φυσικό "δικαίωμα" των μαθητών του για "ανεξαρτησία σκέψης" και "ελευθερία συνείδησης"; Με την ίδια σειρά: 1. "Σκοπός" της εκπαίδευσης είναι η ολόπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητας*, αλλά με κατεύθυνση την αρμονική συνεργασία μέσα στην κοινωνία, εφόσον και το άτομο αντλεί την ύπαρξή του απ' αυτήν. (Αυτονόητο ότι τα κριτήρια υπηρετούν το άτομο ως μέλος της κοινωνίας, έμμεσα υπηρετούν και την κοινωνία). 2. Με τα ίδια κριτήρια επιλέγονται τα μορφωτικά "αγαθά", οι "μέθοδοι", τα "μέσα", με έναν ειδικότερο προσανατολισμό: να μη στρεβλώνουν τις δυνατότητες του ατόμου να σκέπτεται ελεύθερα, να αποφασίζει ελεύθερα, να
204
επιλέγει "αξίες" ζωής, μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας, με σεβασμό για τα άλλα μέλη της και με διάθεση συνεργασίας, ακόμη και για μεταβολή της δομής - οργάνωσης - λειτουργίας της κοινωνίας. 3. Το δικαίωμα ελευθερίας είναι απόλυτα σεβαστό και διασώζεται αν όλη η εκπαιδευτική προσπάθεια -εκτός από την παροχή γνώσεων- έχει στόχο σταθερό να μαθαίνει στους νέους: να βλέπουν την πραγματικότητα, να την ερμηνεύουν, να συγκινούνται, να στοχάζονται, να αποφασίζουν υπεύθυνα και να ενεργούν υπεύθυνα. Αυτή η πολύ λεπτή διαδικασία διασαλεύεται και υπονομεύεται, αν επιχειρείται παρεμβολή παραμορφωτικού φακού ανάμεσα στη συνείδηση* που "βλέπει" και την πραγματικότητα που "ερευνάται". 4. Σ' αυτό ακριβώς το επίπεδο εκδηλώνεται η ευεργετική παρέμβαση του συνειδητού παιδαγωγού: βοηθά στην προσεκτική και μεθοδική άρση ή απόσυρση του παραμορφωτικού φακού, αν άλλοι παράγοντες "φρόντισαν" να τον παρεμβάλουν. Φαίνεται ότι ο πιο σωστός τρόπος δράσης είναι η συστηματική φροντίδα για καλλιέργεια του "λόγου"*, του λογικού. Ο Αριστοτέλης* είχε διατυπώσει την αισιόδοξη προοπτική ότι: "πολλά πράττουσιν άνθρωποι παρά την φύσιν και τους εθισμούς δια τον λόγον, εάν πεισθώσιν άλλως έχειν" (Πολιτικά, 1332 α-β). 5. Επιπλέον, με τη βοήθεια της Λογικής* (που είναι προοίμιο της φιλοσοφίας*), φροντίζει μόνιμα την καλλιέργεια της "κριτικής ικανότητας" των νέων δείχνοντάς τους τι ακριβώς είναι η "πρόταση κρίσης"*. Και με τη βοήθεια της φιλοσοφίας διευκρινίζει ο παιδαγωγός στους μαθητές του βασικές έννοιες, όπως: η "γνώση" (και το γνωσιακό φαινόμενο), η "ομορφιά" (και η τέχνη* και η αισθητική συγκίνηση), η "ηθική"* (και η έννοια του καλού στις σχέσεις των ανθρώπων και στις πράξεις τους), η "μεταφυσική" απορία για ό,τι είναι πέρα από τα φυσικά όρια του ανθρώπου, η "ελευθερία της συνείδησης" ως πρόβλημα, ως δυνατότητα, ως πραγμάτωση. Βιβλιογρ.: Ε. Π. Παπανούτσος, Φιλοσοφία και ΠαιδείαR. S. Peters - Ρ. Η. Hirst - R. F. Dearden (edited by). Education and the Development ol Reason, in three volumes: "A critique ol current educational aims*. "Reason", 'Education and Reason".- Φ. Κ. Βώρος. Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης. Φ. Κ. Βώρος
φιλοσοφία της επιστήμης, βλ.θεωρία της γνώσης φιλοσοφία της ζωής. Φιλοσοφικό κίνημα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι.,
φιλοσοφία της θρησκείας που έθεσε ως βασική αρχή του τη "ζωή"*, η οποία ορίζεται ως η ακέραιη πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή με τη διαίσθηση (ενόραση*) και δεν ταυτίζεται με το πνεύμα* ή την ύλη*. Εχει τις ρίζες της στις προσπάθειες των φιλοσόφων της αρχαιότητας (π.χ. πυθαγορείων*, στωικών'), οι οποίοι αναζητούσαν τον σκοπό* της ζωής (το τέλος), την αξία και τον προορισμό της. Κύριοι εκπρόσωποι της φιλοσοφίας της ζωής υπήρξαν ο Νίτσε* και ο Ντιλτάυ" στη Γερμανία και ο Μπερξόν* στη Γαλλία, οι οποίοι πρόβαλλαν τα "αιώνια ζητήματα" για το νόημα της ζωής και της ιστορίας*, για τη φύση όλων εκείνων που υπάρχουν. Η φιλοσοφία της ζωής εμφάνισε αντιορθολογικές τάσεις, ως αποτέλεσμα της κρίσης που υπέστη ο κλασικός αστικός ορθολογισμός*· ο αντιορθολογισμός της εκφράζεται όχι μόνο με το ότι αρνείται τη γνωστική ικανότητα του λογικού με τις λογικές μορφές και τις κατηγορίες* του, αλλά κυρίως γιατί παραδέχεται πως ο κόσμος του ανθρώπου και η ιστορία του είναι από τη φύση τους αντιορθολογικά. Ετσι, συγκεντρώνει την προσοχή της ιδιαίτερα στα ζητήματα της ιστορίας, της κοινωνικής ζωής, του πολιτισμού* και προσπαθεί να δημιουργήσει μια καθολική κοσμοθεωρία*, για να την αντιπαραθέσει στην επιστημονική υλιστική κοσμοθεωρία. Στράφηκε κατά της κυριαρχίας του μεθοδολογισμού και του γνωσιολογισμού στην ιδεαλιστική φιλοσοφία του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. (θετικισμός*, νεοκαντιανισμός'). Οι εκπρόσωποι της κατηγορούσαν τους θετικιστές και νεοκαντιανούς για αφηρημένο φορμαλισμό", για λησμονιά των αναγκών της ζωής, για διαστρέβλωση της φύσης και του ανθρώπου", τον οποίο μετέτρεπαν σε ξερό εγκεφαλικό υποκείμενο. Πίσω απ" αυτές τις επιθέσεις τους κρυβόταν η εξέγερση ενάντια στο λογικό και γενικά στην επιστήμη*. Εξυμνούσαν την παράλογη θέληση, το ένστικτο*, τις ασυνείδητες παραφορές και την αντιορθολογική ενόραση", καταλήγοντας βέβαια και σε μια αντιορθολογική ερμηνεία της ζωής. Κεντρική έννοια η ζωή, εκφραζόταν είτε ως οργανικό, φυσικό φαινόμενο είτε ως κοσμική δύναμη ή με κοινωνικό χαρακτήρα ή ως υποκειμενικό βίωμα. Η έννοια, λοιπόν, της ζωής είναι πολυσήμαντη και ερμηνεύεται με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες παραλλαγές της φιλοσοφίας της ζωής. Συγκεκριμένα, διακρίνουμε τη βιολογική - νατουραλιστική ερμηνεία -που διαμορφώθη-
κε από τον Νίτσε και εκπροσωπείται από τους Κλάγκες*, Τ. Λέσσινγκ κ.ά - κατά την οποία δίνεται έμφαση στο "έμβιο", φυσικό στοιχείο σε αντιπαράθεση προς το "τεχνητό", το μηχανικά κατασκευασμένο, το λογικό. Χαρακτηριστικά είναι η πραγματιστική ερμηνεία της γνώσης* και της ηθικής*, η αντικατάσταση της προσωπικότητας* από την ατομικότητα και του ατόμου* από το γένος (την ολότητα), ο οργανικισμός* στην κοινωνιολογία*. Στην ιστορική παραλλαγή της (Ντιλτάυ", Σπένγκλερ", Ζίμμελ", Ορτέγκα-υ-Γκασσέτ"), η ζωή ερμηνεύεται με βάση τα άμεσα εσωτερικά βιώματα, όπως αυτά αποκαλύπτονται στην ιστορική εμπειρία της πνευματικής κουλτούρας. Δίνεται έμφαση στις ατομικές μορφές πραγμάτωσης της ζωής, στα ανεπανάληπτα και μοναδικά πολιτικοιστορικά πρότυπά της. Βαθμιαία, όμως, οδηγούμαστε σε μια παρερμηνεία της ιστορίας*. Δημιουργείται ειδική μέθοδος γνώσης του πνεύματος (ερμηνευτική και θεωρία της "κατανοούσας ψυχολογίας"* του Ντιλτάυ, μορφολογία της ιστορίας του Σπένγκλερ κ.λπ.) και αντιπαρατίθενται η κουλτούρα* και ο πολιτισμός* (culture, civilization). Σε μια ιδιόμορφη πανθείστική παραλλαγή της, η ζωή συνιστά κοσμική δύναμη που δημιουργεί νέες μορφές ("élan vital" = ζωτική ορμή, Μπερξόν). Βάσει αυτής της θεώρησης, η ουσία της ζωής κατανοείται με την ενόραση", γίνεται αισθητή μέσω της άμεσης θέασης, προσεγγίζει επομένως το χάρισμα της καλλιτεχνικής διορατικότητας. Η φιλοσοφία* θεάται τον κόσμο*, γεγονός που την καθιστά συγγενική με την τέχνη* (ενώ η επιστήμη* ζητεί να τον υποτάξει). Ετσι, το καλλιτεχνικό σύμβολο θεωρείται η πιο ακριβής μορφή γνώσης της ζωής ("σύμβολο της προψυχής" του Σπένγκλερ). Τέλος, για τη φιλοσοφία της ζωής, η δημιουργία αποτελεί συνώνυμο της ζωής. Για τον Μπερξόν αποτελεί τη γέννηση του νέου, ενώ για τον Ζίμμελ" έχει τραγικό χαρακτήρα: το προϊόν της δημιουργίας τηρεί εχθρική στάση απέναντι στον δημιουργό του και στη δημιουργική αρχή. Τα τραγικά μοτίβα, το πάθος για την τύχη, "η αγάπη για τη μοίρα", που χαρακτηρίζουν τη φιλοσοφία της ζωής, επηρέασαν σημαντικά την τέχνη του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. (βλ. συμβολισμός). Επίσης, η φιλοσοφία της ζωής άσκησε επίδραση στον νεοχεγκελιανισμό", στον υπαρξισμό", στον περσοναλισμό* και σε άλλα ρεύματα. Βιβλιογρ.: Παγκόσμιος Ιστορία της φιλοσοφίας. Ακαδη-
205
φιλοσοφία της θρησκείας μία Επιστημών Ε.Σ.Σ.Δ., τ. 2ος, Αναγνωστίδης.- ΡΙκκερτ Γκ„ Η φιλοσοφία της ζωής. Παρίσι, 1922.- Η σύγχρονη αστική φιλοσοφία. Μόσχα, 1978. Ευτυχία Ξυδιά
φιλοσοφία της θρησκείας. Με την ευρεία έννοια είναι το σύνολο των φιλοσοφικών θέσεων περί θρησκείας', των εννοιολογήσεων αναφορικά με την υφή και τις λειτουργίες της θρησκείας, καθώς και οι απόπειρες φιλοσοφικής θεμελίωσης της ύπαρξης του θείου, περί της υφής και της σχέσης του προς τον κόσμο* και τον άνθρωπο*. Με τη στενή έννοια, είναι οι αυτοτελείς φιλοσοφικές κρίσεις περί του θείου και της θρησκείας, ιδιαίτερος τύπος του φιλοσοφείν που προσεγγίζει τη θεολογία*. Οι σύγχρονες τάσεις φιλοσοφίας της θρησκείας θέτουν το ζήτημα της κρίσης της θρησκείας όχι μόνο από την άποψη της άμβλυνσης του θρησκευτικού αισθήματος και της κρίσης στην εκκλησία, όσο (κυρίως) από την άποψη της διανοητικής - ορθολογικής θεμελίωσης της σύγχρονης θρησκείας και θεολογίας με τη χρήση φιλοσοφικού στοχασμού. Σε γενικές γραμμές η φιλοσοφία της θρησκείας παίρνει τη μορφή είτε μιας φιλοσοφικής θρησκειολογίας είτε μιας φιλοσοφίζουσας θεολογίας. Εδώ περιλαμβάνονται οι απόπειρες ερμηνείας του νοήματος της θρησκευτικής γλώσσας, προσδιορισμού του επιστημολογικού status των θρησκευτικών δοξασιών, των όρων θεμελίωσης, ορθολογικότητας και αλήθειας των θρησκευτικών δοξασιών, ανάλυσης του θρησκευτικού μυστικιστικού βιώματος κ.λπ. Η αντιφατικότητα των εν λόγω εγχειρημάτων συνδέεται σε τελευταία ανάλυση με την εγγενή αντίθεση και το ασυμβίβαστο ορθολογικού φιλοσοφικού στοχασμού και ανορθολογικών-μυστικιστικών δογματικών δοξασιών. Θα πρέπει να διακρίνεται ρητά η διεπιστημονικού χαρακτήρα φιλοσοφική θρησκειολογία (που εξετάζει τη θρησκεία ως ιστορικό, κοινωνικό, ψυχολογικό κ.λπ. φαινόμενο) από την φιλοσοφίζουσα δογματική και απολογητική θεολογία. Βιβλιογρ.: Farre F., Basic Modern Philosophy ol Religion, New York, 1967.- Rationality and Religous Belief, Notre Dame. London, 1979 - Religionsphilosophie - Philosophy of Religion, Wien, 1984. Δ. Πατέλης
φιλοσοφία της ιστορίας. Η ίδια η ιστοριογραφία ανέδειξε από την αρχαιότητα κιόλας τα πρώτα ζητήματα του αντίστοιχου φιλοσοφικού κλάδου: ζητήματα μεθοδολογικά, γνωσιολογι-
206
κά, ερμηνευτικά κ.ά. Ο Ηρόδοτος* στο Προοίμιο των Ιστοριών του έθεσε πρώτο το ζήτημα της "αιτίας" των ιστορικών γεγονότων. Ο Θουκυδίδης* με ολόκληρο το έργο του (Ξυγγραφή) έδειξε πόσο δύσκολη είναι η αναζήτηση της "ιστορικής αλήθειας" και η σύνθεση "ιστορικής αφήγησης" (γνώσης), γιατί "οι παρόντες τοις έργοις εκάστοις ου τα αυτά περί των αυτών έλεγον αλλ' ως εί τις εύνοιας ή μνήμης έχοι' (Ξυγγραφή, Α 20-22). Ο "γνωσιολογικός σχετικισμός", που είχε διακηρύξει ο Πρωταγόρας' ("Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος" και "περί παντός πράγματος δύο εισίν λόγοι αντικείμενοι αλλήλοις"), αποκτά ιδιαίτερη έμφαση και ένταση, όταν αναφέρεται στα ανθρώπινα πράγματα, όπου παρεμβαίνει το "υποκειμενικό κριτήριο", συμφέρον, βουλιμία για εξουσία, εύνοια, αλαζονεία της δύναμης, έξαρση παθών. Όλα αυτά συμβάλλουν στη "συσκότιση της αλήθειας" (και αφθονούν οι συναφείς αναλύσεις του ιστορικού: τα Κερκυραϊκά, ο διάλογος Αθηναίων - Μηλίων, οι ποικίλες δημηγορίες), αλλά ο ιστορικός επιμένει στη "βάσανο των πηγών", στη διασταύρωση των πληροφοριών, για "αναζήτηση της αλήθειας". Αυτόν ακριβώς τον στόχο (αλήθεια και αντικειμενικότητα) τον συνδέει με το "ήθος" του ιστορικού ο Πολύβιος (Ιστορίαι, Α 14.4: "εάν το της ιστορίας ήθος αναλαμβάνει τις ..."). Επίσης, μέσα από την αρχαία ιστοριογραφία, προκύπτει ανάγλυφη η απάντηση σε δυο άλλα ερωτήματα: οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους αναζητώντας "κέρδος" και "εξουσία"" το έργο του Θουκυδίδη προσφέρει άφθονα παραδείγματα (π.χ. μέσα από τις δημηγορίες για τη σικελική εκστρατεία και την απόφαση των Αθηναίων γι' αυτήν, Ξυγγραφή, 6ο βιβλίο, ειδικά το κεφ. 24). Ο Χριστιανισμός* επαναφέρει με τρόπο απόλυτο την αντίληψη (που ήταν διάχυτη στην ελληνική μυθολογία ως τον 6ο αι. π.Χ.) ότι η θεότητα είναι η κύρια κινητήρια δύναμη της ιστορίας*. Ο Αγιος Αυγουστίνος* με το έργο του Περί της Πολιτείας του Θεού (De Civitate Dei) εισήγαγε τη θεωρία αυτή που κυριάρχησε στον χριστιανικό μεσαιωνικό κόσμο. Ως αντίλογος σε αυτή την αντίληψη, αναπτύχθηκε η "φιλοσοφία της Ιστορίας" στους νεότερους χρόνους. Ο J. Β. Vico* ανέπτυξε τη "θεωρία της ανακύκλησης", ο Voltaire* (τον 18ο αι.) χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο "φιλοσοφία της Ιστορίας". Μέσα στον Διαφωτισμό* συζητήθηκε η έννοια της "προόδου" και το αίτημα της "ελευθερίας"*. Κατά τον 19ο αι. (όταν πια είχε κατα-
φιλοσοφία της θρησκείας κτηθεί όλος ο πλανήτης από τους Ευρωπαίους και είχε κορυφωθεί η βουλιμία της αποικιοκρατίας και της οικονομικής διείσδυσης), αναπτύχθηκαν θεωρίες για μια "ενιαία νομοτελειακή διαδικασία" που διέπει την ιστορική ζωή, που ερμηνεύει το παρελθόν και μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Ο G. Hegel* είδε όλη την ιστορική ζωή ως αυτοεξέλιξη του "Πνεύματος", της απόλυτης "Ιδέας" (ιδεαλιστική ερμηνεία της Ιστορίας), ο Κ. Marx*, αναλύοντας ποικίλα συγκεκριμένα ιστορικό περιστατικό, διαμόρφωσε τη θεωρία του "ιστορικού υλισμού"* (η επιδίωξη των ανθρώπων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους είναι το κύριο κίνητρο της δράσης· μέσα σε αυτή την επιδίωξη και δράση διαμορφώνεται η "συνείδηση"* και η ιδεολογία* τους). Τα πιο σημαντικά προβλήματα της Φιλοσοφίας της Ιστορίας σήμερα είναι: α. Είναι η Ιστορία "επιστήμη", με το νόημα ότι έχει πεδίο έρευνας, χωριστή μεθοδολογία* και καταλήγει στη "διατύπωση νόμων", που με αυτούς οι άνθρωποι να μπορούν να προβλέπουν το μέλλον; Νηφάλιοι στοχαστές απαντούν: ναι" μόνο που οι νόμοι της ιστορίας (π.χ. η τεχνολογία επηρεάζει την οικονομική ζωή) είναι ελαστικοί και δεν επιτρέπουν προβλεψιμότητα με ακρίβεια φυσικού φαινομένου, γιατί είναι σύνθετα τα προβλήματα της ιστορικής ζωής και γιατί στην ιστορία παρεμβαίνει ο ανθρώπινος παράγων, η ελευθερία* του ανθρώπου*, β. Ποιοι είναι οι "παράγοντες" της ιστορικής ζωής; Οι φιλόσοφοι που έχουν αφετηρία στοχασμού την ιστορική πραγματικότητα συγκλίνουν λίγο πολύ στις ακόλουθες σκέψεις: πρώτο κίνητρο στην ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η "ανάγκη"· αυτή οδηγεί και στις "επινοήσεις τεχνολογίας"' έτσι διαμορφώνεται η "οικονομική ζωή" και οι οικονομικές και "κοινωνικές" σχέσεις των ανθρώπων. Μέσα από τη δραστηριότητά τους και τις ποικίλες σχέσεις τους διαμορφώνουν οι άνθρωποι τη "συνείδησή" τους και τις "ιδέες" και τις νέες κάθε στιγμή "επιδιώξεις" τους. Η συνένωση των επιδιώξεων και της αντίστοιχης "συλλογικής δράσης" αποτελεί τη δυναμική της ιστορικής ζωής. Αυτή η δυναμική προωθείται με την ομαδική βούληση, αλλά συχνά οδηγείται και διαμορφώνεται από την παρουσία ισχυρών "προσωπικοτήτων"*, που κατανοούν, αποδέχονται και εκφράζουν τη συλλογική βούληση, γ. Υπάρχει "σκοπός" και "νόημα" στην ιστορία; Παρακάμπτοντας τις εσχατολογικές ρήσεις και τις αντιλήψεις περί Θείας Πρόνοιας*, γιατί εμπίπτουν στο πεδίο
της θρησκείας* - μεταφυσικής* και είναι έννοιες εξωίστορικές, οι στοχαστές που έχουν αφετηρία την ιστορική πραγματικότητα διακρίνουν στην ιστορία τους "σκοπούς" που θέτουν οι άνθρωποι ατομικά και συλλογικά, σκοπούς που σχετίζονται με τη βελτίωση της ζωής* τους, όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί. δ. Συντελείται "πρόοδος" με την ιστορική δράση των ανθρώπων; Σε κάποιους τομείς του πολιτισμού* (π.χ. επιστήμη*, τεχνολογία*) η πρόοδος είναι αναμφισβήτητη· αλλά διατυπώνονται βάσιμες αντιρρήσεις αν συντελείται "συνολική πρόοδος" στη ζωή των κοινωνιών, πρόοδος ταυτόχρονη σε όλους τους τομείς πολιτισμού* (κοινωνική και πολιτική οργάνωση, δικαιοσύνη, αμοιβαίο σεβασμό των ατόμων και κοινωνιών, συνολική προαγωγή των αξιών* της ζωής, προώθηση της ευημερίας, της ευδαιμονίας των κοινωνιών ...). Ενας χαρακτηρισμός για την εποχή μας διατυπώθηκε με τα ακόλουθα: "στον επιστημονικό - τεχνολογικό τομέα ο άνθρωπος έγινε γίγαντας, αλλά σε ηθική δύναμη έμεινε νάνος", ε. Τα τελευταία χρόνια διατυπώθηκε η άποψη ότι έφτασε το "τέλος της ιστορίας". Φαίνεται για πολλούς λόγους αβάσιμη, γιατί: - Κι αν ακόμη σταματούσε κάθε εξέλιξη (τεχνολογική, οικονομική, επιστημονική, κοινωνική, πολιτική...), πάλι η βίωση μιας συνέχειας ομοιόμορφης θα είναι ιστορία. - Με κανένα τρόπο δεν έχει γίνει δεκτό ότι η οικονομική και πολιτική μορφή που επικρατεί σήμερα ικανοποιεί τόσο πολλούς, ώστε να επιθυμούν τη διατήρησή της. - Αντίθετα, επισημαίνεται ότι η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομική - πολιτική ζωή εγκλείει εκρηκτικές αντιφάσεις (π.χ. διευρυνόμενη ανεργία), που προκαλούν κραδασμούς και ανησυχία. Βιβλιογρ.: W. Η. Walsh, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μετ. Φ. Κ. Βώρου.- P. Gardiner (edited by). Theories ol History.· The Fundamentals ot Marxist • Leninist Philosophy: Historical Materialism • Dialectical Materialism (edited by Progress Publishers, Moscow).Ανταμ Σαφ, Ιστορία και Αλήθεια (μετ. Δημ. Δαούλας).Εριχ Φρομ, Η Εικόνα του Ανθρώπου στον Μαρξ (μετ. Λεων. Καρατζάς). Φ. Κ. Βώρος
φιλοσοφία της φύσης (philosophia naturalis). Κλάδος της φιλοσοφίας, της οποίας αντικείμενο είναι η θεωρητική ερμηνεία της φύσης*. Πρώτοι οι αρχαίοι Ελληνες φιλόσοφοι, οι λεγόμενοι φυσικοί, προσπάθησαν να δώσουν μια
207
φιλοσοφία του δικαίου θεωρητική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, τέτοια που να ικανοποιεί τον ορθό λόγο. Στην προσπόθειά τους αυτή διαπίστωσαν την ύπαρξη μιας νομοτελειακής δράσης απρόσωπων παραγόντων και αναζήτησαν μια δημιουργική ουσία ως την πρώτη αρχή των όντων. Έτσι οι Θαλής', Ηράκλειτος*, Αναξίμανδρος', Αναξαγόρας* και άλλοι Ιωνες φιλόσοφοι, διατυπώνοντας ο καθένας τους μια σειρά υποθέσεων και καταλήγοντας σε ένα φυσικό υλικό αντικείμενο (νερό, φωτιά, αέρας, άπειρον κ.λπ.) σε διαρκή κίνηση, ως την πηγή και το αίτιο όλων των φυσικών όντων και φαινομένων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της επιστήμης*, όπως λ.χ. η υπόθεση του Δημοκρίτου* για το άτομο* και τον κενό χώρο, του Αναξαγόρα για τα μόρια, του Εμπεδοκλή* για τη "φιλότητα" και το "νείκος" κ.λπ. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι αυτοί οι επιστήμονες τιτλοφορούν τα συγγράμματά τους Περί φύσεως, πράγμα που αποκαλύπτει ότι η φιλοσοφική τους σκέψη είναι στραμμένη προς το Είναι* του κόσμου*, της φύσης. Κατά τον Μεσαίωνα, όταν η φιλοσοφία* απορροφήθηκε από τη θεολογία* και έπαψε να υπάρχει ως ξεχωριστή επιστήμη, η φιλοσοφία της φύσης σχεδόν εξαφανίστηκε και τα επί μέρους στοιχεία της προσαρμόστηκαν στις αντιλήψεις περί δημιουργίας της χριστιανικής θεολογίας*. Αποκτά όμως και πάλι την αυτοτέλειά της με την Αναγέννηση επάνω στη βάση του πανθεισμού* και του υλοζωϊσμού' (Τζιορντάνο Μπρούνο*, Σπινόζα* κ.ά.). Κατά την περίοδο αυτή μεγάλος ρόλος επιφυλάχθηκε στη φαντασία* και στις αστρολογικές και αλχημιστικές αντιλήψεις. Και, γενικά, η τάση για κυριαρχία επί της φύσεως γέννησε τη μαγεία, την καββάλα, τον μυστικισμό των αριθμών και τα συναφή μ" αυτά. Στους νέους χρόνους, η υλιστική αντίληψη του κόσμου αναπτύσσεται ταχύτατα. Τώρα κυριαρχούν ο θετικισμός* και η πρόοδος της μηχανικής, με συνέπεια να αμφισβητείται η ενότητα φυσικής επιστήμης και φιλοσοφίας της φύσεως, η οποία απωθείται στο περιθώριο των φιλοσοφικών αναζητήσεων, ενώ οι φυσικοί επιστήμονες αποχωρίζονται από τη φιλοσοφία. Επιβάλλεται το πείραμα (Ρογ. Βάκων*), η μαθηματική διατύπωση των φυσικών γεγονότων (Γαλιλαίος*, Κέπλερ*), οι έννοιες του χωροχρόνου* (Νεύτων*, Καντ*). Κατά τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα, στη γερμανική κλασική φιλοσοφία*, η φιλοσοφία της φύσεως προβάλλεται εκ νέου ως ένας από τους
208
βασικούς φιλοσοφικούς κλάδους και γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί ο κόσμος με τη βοήθεια των αφηρημένων θεωρητικών αρχών. Την πιο πλήρη και τυπική έκφρασή της η προσπάθεια αυτή την βρήκε στις θεωρίες των Σέλλινγκ* και Χέγκελ*. Για τον Σέλλινγκ, που η φιλοσοφία της φύσεως αποτελεί το σημαντικότερο μέρος του συστήματός του, προορισμός αυτής είναι να οικοδομήσει τον υλικό κόσμο. Ψυχή του κόσμου* είναι η δύναμη εκείνη που οργανώνει και συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα φαινόμενα της φύσεως. Μέσα στη φύση και την εξέλιξή της υπάρχει μια δράση προσανατολισμένη προς κάποιον σκοπό, μια τάση προς κάποιαν τελειοποίηση. Για τον Χέγκελ η φύση είναι η ενσάρκωση του πνεύματος*, της απόλυτης ιδέας. Αυτό που συνδέει τα ανόμοια φυσικά φαινόμενα και τα ενώνει είναι η εξελικτική ανάπτυξη της απόλυτης ιδέας. Στη βάση αυτή κινήθηκαν επίσης οι Λ. Οκεν, Μ. Βελάνσκι και ορισμένοι φυσιοδίφες. Στα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού νέες προσπάθειες αναβίωσης της φιλοσοφίας της φύσεως καταβάλλονται από τους Χάρτμαν* και X. Ντρις*, για να ξεπεραστεί η κρίση της νεότερης φυσιογνωσίας. Η προσπάθεια έχει τον χαρακτήρα του βιταλισμού* και της επαγωγικής μεταφυσικής φυσικής. Ο διαλεκτικός υλισμός*, ενώ επισημαίνει ορισμένα θετικά στοιχεία της φιλοσοφίας της φύσεως, όπως λ.χ. την προσπάθεια να υψωθεί πιο πάνω από την εμπειρική περιγραφή των γεγονότων και των φαινομένων ή την ιδέα της εξέλιξης, παρ' όλα αυτά την κατακρίνει και θεωρεί περιττή την ύπαρξή της ως ξεχωριστού κλάδου της φιλοσοφίας, που τοποθετείται πάνω από τις φυσικές επιστήμες και τις κατευθύνει. Και πιστεύει ότι τα φαινόμενα της φύσεως μόνον η διαλεκτική της φύσης, που είναι τμήμα του διαλεκτικού υλισμού*, μπορεί να τα ερμηνεύσει. Παρά την πολεμική όμως αυτή, ακόμη και σήμερα η φιλοσοφία και η επιστήμη προσπαθούν να αναζωπυρώσουν τις απόψεις της φιλοσοφίας της φύσεως, στοιχεία της οποίας υπάρχουν στην οντολογία του Χάρτμαν*, στον βιταλισμό του Ντρις και στη μεταφυσική του Ουάιτχεντ*. Απ. Τζαφερόπουλος
φιλοσοφία του δικαίου. Κλάδος της φιλοσοφίας* (ή και του δικαίου) που έχει ως αντικείμενό του τη μελέτη των θεμελίων, των πηγών, της φύσης και των σκοπών του δικαίου*. Η φι-
φιλοσοφία του νου φιλοσοφία του νου ή φιλοσοφική ψυχολογία. Η φιλοσοφία του νου ή, όπως ονομάζεται και αλλιώς, φιλοσοφική ψυχολογία ασχολείται με τη μελέτη του νου* και των νοητικών λειτουργιών. Επιχειρεί να δώσι απάντηση σε προβλήματα όπως ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην ψυχή* και το σώμα, τι είναι η συνείδηση* και το περιεχόμενό της, τι είναι τα νοητικά γεγονότα, τι είναι πρόσωπο και προσωπική ταυτότητα, τι είναι προθετικότητα*, αν υπάρχουν άλλοι νόες, αν είναι δυνατόν άλλα πλάσματα να έχουν συνείδηση ή αν είναι δυνατόν να κατασκευαστούν μηχανές που να έχουν επίσης συνείδηση. Η φιλοσοφική μελέτη του νου και της ψυχής είναι πάρα πολύ παλιά όσο και η ίδια η φιλοσοφία. Για τους αρχαίους Έλληνες όμως κύριο αντικείμενο της μελέτης ήταν όχι ο νους, αλλά η ψυχή και οι λειτουργίες της. Τόσο ο Πλάτων* όσο και ο Αριστοτέλης* θεωρούσαν ότι η νοητική και η διανοητική δραστηριότητα αποτελούσε απλώς μια από τις ποικίλες λειτουργίες τη ψυχής. Το ίδιο ισχύει και για τους φιλοσόφους του Μεσαίωνα, όπως ο Αυγουστίνος* και ο Ακινάτης*, οι οποίοι, κατά τον ίδιο τρόπο με τους αρχαίους, συνδέουν την ψυχή με γνωσιοθεωρητικά, ηθικά και θρησκευτικά προβλήματα. Η εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου στη μελέτη του νου αρχίζει παράλληλα με την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Όμως ακόμη και τότε η φιλοσοφία του νου δεν είχε στην πραγματικότητα αναχθεί σε ανεξάρτητο κλάδο της φιλοσοφίας*. Παρόλο που η νεότερη φιλοσοφική ψυχολογία αρχίζει ουσιαστικά με τον Καρτεσιανό δυϊσμό, ο δυϊσμός αυτός της ψυχής και του σώματος του Descartes* προβάλλει στην πράξη ως μια θεμελιώδης αρχή στο πλαίσιο της γνωσιοθεωρίας του. Η μηχανιστική ψυχολογία του Hobbes* στο πρώτο κεφάλαιο του Λεβιάθαν', που βασιζόταν στην αρχή της κίνησης του Γαλιλαίου*, προετοιμάζει στην πραγματικότητα την ανάπτυξη της (διάσημης) θεωρίας του για την ανθρώπινη φύση και την κατάΒιβλιογρ.: Μ. Villey, Philosophie du droit, Datloz. Paris, 1978.- του ίδιου. Leçons d' histoire de la philosophie du σταση της φύσης στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο. droit, Dalloz. Paris. 1957.- H. Batitfol. La philosophie du Οι νόμοι της συσχέτισης των εμπειριστών φιdroit, PUF "Que sais-je?", No 857, Paris. 1981.- C. J. λοσόφων ήταν στην πραγματικότητα προσπάFriedmann, The Philosophy ot Law in Historical θειες να δώσουν απάντηση σε προβλήματα Perspective. Chicago. 1958.- H. L. A. Hart, The Concept ol σχετικά με τη φύση και τα όρια της ανθρώπιLaw. Oxlord. 1977. νης γνώσης*. Ο Hume*, ο οποίος είναι δυνατόν Ευστάθ. Μπάλιας να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο σημαντιφιλοσοφία του κοινού νου, βλ. Σκωτίας σχολή κούς θεμελιωτές της εμπειρικής ψυχολογίας*,
λοσοφίσ του δικαίου γεννήθηκε ως απάντηση τόσο στον νομικό κατακερματισμό και στη συνακόλουθη εννοιολογική και ορολογική σύγχυση όσο και στη διαφοροποίηση των μεθόδων (η περίφημη "σύγκρουση των μεθόδων" στη Γερμανία), ενώ εξελίχθηκε σε ιδιαίτερο κλάδο μέσα από τη συνειδητοποίηση της ανάγκης προσδιορισμού της ιδιαιτερότητας του δικαίου, που θα του προσέφερε μια ενοποιητική βάση ως διακριτικού γνωστικού χώρου, και της σαφούς οριοθέτησής του από τις αρχές των επιστημών από τις οποίες δέχτηκε επιρροές, όπως η ηθική φιλοσοφία, η φαινομενολογία* και η κοινωνιολογία*. Ο κλάδος αυτός θέτει το πρόβλημα του δικαίου ως πρόβλημα του "δέοντος" (quid jus;) στη βάση γενικών, καθολικών αρχών και, συνεπώς, τοποθετείται στους αντίποδες του νομικού θετικισμού καθώς και του εμπειρισμού των κοινωνικών επιστημών, που ταυτίζουν το δίκαιο με το θεσμοποιημένο και το ισχύον σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία, δηλαδή με το παρατηρήσιμο, ταυτίζοντάς το έτσι με τα εργαλειακά ή τα λειτουργικά του χαρακτηριστικά. Λόγω της πολλαπλότητας των ρευμάτων και των σχολών σκέψης, αλλά και των εθνικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων στις οποίες αυτές εγγράφονται, το εγχείρημα της οριοθέτησης του αντικειμένου και της μεθόδου της φιλοσοφίας του δικαίου καθίσταται εξαιρετικά δυσχερές. Οι απαρχές της εντοπίζονται ήδη στον Αριστοτέλη* και στη μεσαιωνική σκέψη, ενώ στη νεότερη εποχή, στο έργο του Μεταφυσικές αρχές της επιστήμης του δικαίου (1776), ο Kant* θεμελιώνει τη διάκριση της φιλοσοφίας του δικαίου από το φυσικό δίκαιο* και την ηθική φιλοσοφία. Ακολουθούν ο Hegel* με τις Γενικές γραμμές της φιλοσοφίας του δικαίου (1821), λίγο αργότερα ο J. Austin* με το έργο του Αναγνώσεις της νομολογίας ή η φιλοσοφία του θετικού νόμου, ενώ από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα πολλαπλασιάζονται οι "γενικές θεωρίες του δικαίου" από στοχαστές όπως ο Stammler*, ο Del Vecchio, ο Pound, ο Kelsen κ.ά.
Φ.Λ., Ε - 1 4
209
φιλοσοφία του πολιτισμού υποστήριξε ότι οι νοητικές λειτουργίες πρέπει να προσδιορίζονται με όρους εθιμοτυπικής συσχέτισης των ιδεών και υποστήριξε κατ' αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα μιας εμπειρικής κυρίως και λιγότερο φιλοσοφικής προσέγγισης της φιλοσοφίας*. Αντιδρώντας στην εμπειρική ψυχολογία του Hume, ο Kant* υποστήριξε ότι ο νους είναι αυτός που δομεί τις εμπειρίες* μας θέτοντας a priori προϋποθέσεις γι' αυτήν. Η φιλοσοφία του νου διαμορφώνεται ουσιαστικά σε ανεξάρτητο κλάδο κατά τον εικοστό αιώνα. Σταθμός στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου αποτέλεσε το βιβλίο του Gilbert Ryle The Concept of Mind (1949), όπου έχουμε, πρώτον, την απόρριψη του καρτεσιανού δυϊσμού, που χαρακτηρίζεται ως "ένα φάντασμα μέσα στη μηχανή" ("a gost in the maching"), δεύτερον, την απόρριψη της θεωρίας της προνομιακής εισόδου (privileged access), σύμφωνα με την οποία η θέα του νου είναι εμφανής μόνο στον ιδιοκτήτη του, και, τρίτον, την ανάπτυξη της θεωρίας ότι ο "νους", κατά την καρτεσιανή σύλληψη, δεν είναι τίποτε άλλο από έναν μυστηριώδη τρόπο του ομιλείν σχετικά με ορισμένες συμπεριφοριστικές διαθέσεις του οργανισμού. Η φιλοσοφία του νου μετά τον Ryle στρέφεται σε προβλήματα ανάλυσης της αίσθησης και της αντίληψης*, της προθετικότητας, της ελευθερίας της θελήσεως, των συναισθημάτων*, της διαμάχης ανάμεσα στις αιτίες και στα αίτια, της πιθανότητας ύπαρξης ιδιωτικής γλώσσας και της γνώσης του δικού μας και των άλλων νοών. Επίσης, παράλληλα έχουμε την ανάπτυξη τριών βασικών υλιστικών θεωριών για τον νου: τη θεωρία της ταυτότητας (identity theory), τη θεωρία του αφαιρετικού υλισμού (eliminative materialism) και τη θεωρία του λειτουργισμού* (functionalism), οι οποίες προσφέρουν υλιστικές εναλλακτικές απαντήσεις στον Καρτεσιανό δυϊσμό. Σύφωνα με τη θεωρία της ταυτότητας (J. I. Smart, U. T. Place, D. Armstrong) κάθε τύπος μιας νοητικής κατάστασης είναι ταυτόσημος με κάποιον τύπο, που δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί, νευρωνικής κατάστασης. Με τον ίδιο τρόπο που, παραδείγματος χάριν, το νερό είναι Η Ο και η θερμοκρασία του γκαζιού είναι η μέση μοριακή κινητική ενέργεια, οι νοητικοί όροι όπως "πιστεύειν", "επιθυμείν" και "αγαπάν" θα αποδειχθεί ότι θα είναι συνώνυμοι με όρους που αναφέρονται σε τύπους νευρωνικών γεγονότων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε κά-
210
ποτε θα είμαστε ικανοί να λέμε για παράδειγμα ότι "η αγάπη είναι η εξής δραστηριότητα στον τομέα 1704". Η θεωρία του αφαιρετικού υλισμού (P. Feyerabend*, R. Rorty, P. Churchland), από την άλλη, υποστηρίζει ότι η βασισμένη στον κοινό νου θεωρία που χρησιμοποιούμε για να ανάγουμε νοητικές καταστάσεις σε άλλες είναι λανθασμένη και, επομένως, οι ποιότητες για τις οποίες ομιλούμε δεν υπάρχουν. Τέλος, η θεωρία του λειτουργισμού (Η. Putman, D. Lewis) υποστηρίζει ότι οι νοητικές καταστάσεις πραγματοποιούνται από τους αιτιακούς ρόλους τους, δηλαδή τα χαρακτηριστικά υποδείγματα σχέσεων ανάμεσα στις εισαγωγές (inputs), για παράδειγμα τις αισθήσεις, και τις εξαγωγές (outputs), για παράδειγμα τις πράξεις, και σε άλλες νοητικές καταστάσεις. Υπάρχουν πολλά είδη λειτουργισμού: ορισμένοι θεωρούν ότι η θέση τους αυτή επιβεβαιώνεται από τον κοινό νου, ενώ άλλοι θεωρούν ότι είναι προϊόν της επιστημονικής ψυχολογίας. Επίσης διαφέρουν στο κατά πόσον οι νοητικές καταστάσεις πρέπει να θεωρούνται ως ταυτόσημες με τις λειτουργικές καταστάσεις ή με αυτό που πραγματοποιεί αυτές τις καταστάσεις. Βέβαια, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο λειτουργισμός είναι το κατά πόσον είναι δυνατόν να λογοδοτήσει για τον ποιοτικό χαρακτήρα των νοητικών καταστάσεων. Βιβλιογρ.: Campell Κ., Body and Mind, University of Notre Dame Press, 1984 - Churchland P. M., Matter and Consciousness. M. I. T. Press, Cambridge, Mass. 1988Honderich T., The Oxford Companion to Philosophy, Oxford, 1995.- McGinn C., The Character ol Mind, Oxford University Press, Oxford, 1982.- Smith P. and Jones O. R.. The Philosophy ol Mind, Cambridge University Press, Cambridge, 1986. Ελένη Λεοντσίνη
φιλοσοφία του πολιτισμού (Kulturphilosophie). Κλάδος της φιλοσοφίας*, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη της ουσίας και της σημασίας του πολιτισμού*. Πρώτοι οι σοφιστές είναι εκείνοι που συνειδητοποιούν την προβληματική της φιλοσοφίας του πολιτισμού και επισημαίνουν την αντινομία μεταξύ φύσεως και νόμου, τον οποίο ταυτίζουν με τις αξίες του πολιτισμού. Κατά τον σοφιστή Ιππία*, οι ανθρώπινοι νόμοι (συνήθειες, θεσμοί) παραβιάζουν σε πολλά σημεία τη φύση* (Πλάτ., Πρωταγ. 337d). Οι κυνικοί* μάλιστα προτείνουν την εγκατάλειψη του πολιτισμού, επειδή
Φιλοσοφικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες τον θεωρούν πηγή προσποίησης και διαφθοράς, και την επιστροφή στη φύση και στην απλότητα και αγνότητα της πρωτόγονης ζωής. Μετριοπαθέστεροι στην κριτική τους εμφανίζονται οι στωικοί* και δημιουργούν το πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η κοινωνική σκέψη των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού*, καθώς και του νεότερου ανθρωπισμού*. Κάτω από τις νέες αυτές αντιλήψεις διαμορφώνεται η ιδέα της προόδου και της συνέχειας του πολιτισμού, η αδιάκοπη συνέχεια αξιών* και ιδεών, οι οποίες διαρκώς αναγεννώνται και οδηγούν στην πρόοδο σταδιακά μέχρι την τελείωση. Κατά τους νεότερους χρόνους, η κριτική της φιλοσοφίας του πολιτισμού απορρίπτει την ιδέα της προόδου και της συνέχειας του πολιτισμού και υποστηρίζει τη θεωρία των "πολιτιστικών κύκλων". Ο Ιωάννης Βίκο* διακρίνει τρία στάδια εξέλιξης, κοινά σε όλους τους λαούς: θείο, ηρωικό, ανθρώπινο, υποδηλώνοντας έτσι την υποχώρηση του πολιτισμού. Και ο Ρουσσώ*, προωθώντας ακόμη περισσότερο την αντίληψη αυτή, υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός όχι μόνο δεν οδήγησε στην πρόοδο, αλλά και διέφθειρε τον άνθρωπο, γΓ αυτό προτείνει την εγκατάλειψη του και την επιστροφή στην πρωτόγονη αγνότητα της φύσεως. Παραπλήσιες είναι και οι απόψεις τις οποίες ασπάζονται ο γερμανικός ιδεαλισμός, ο ρομαντισμός* και οι εκπρόσωποι της ιστορικής σχολής. Με τον Νίτσε* στενεύει η έννοια της φιλοσοφίας του πολιτισμού και εμφανίζεται ως θεώρηση των διαφόρων σταδίων της εξέλιξής του. Τώρα γίνεται η διάκριση ανάμεσα στους όρους cultur (υποταγή της ζωής στο πνεύμα και προσανατολισμός σε ιδιαίτερες αξίες: αληθές, ωραίο, αγαθό κ.λπ.) και civilisation (το σύνολο των ανθρωπίνων επιτευγμάτων: επιστήμη, τεχνική, τέχνες κ.λπ.). Ο Σπένγκλερ*, συγκρίνοντας τους πολιτισμούς διαφόρων λαών, προσπαθεί να βρει τον νόμο ο οποίος διέπει την πολιτιστική στο σύνολό της κίνηση, με βάση τον βιολογικό οργανισμό, ο οποίος ακολουθεί τον κύκλο: γέννηση, ανάπτυξη, γήρανση, θάνατος. Αλλά και γενικότερα όλες οι παραλλαγές της θεωρίας περί πολιτιστικών κύκλων εκφράζουν την κοινή πεποίθηση ότι κάθε πολιτισμός φθάνει κατ' άνάγκη σε κάποιο τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο διαλύεται και πεθαίνει, πράγμα που σημαίνει ότι μεταπίπτει σε εξωτερικό, μηχανικό πολιτισμό, άψυχο και νοησιαρχικό. Ο Τόυνμπι*, στην προσπάθειά
του να ξεφύγει από τον σκεπτικισμό κατά τη θεώρηση του πολιτισμού, οδηγήθηκε στην οδό της αναβίωσης των θρησκευτικών φιλοσοφικών ιδεών του Αυγουστίνου*: περιορισμός των ορμών, ασκητική διάθεση, ιδέα του καθήκοντος, με τις οποίες είναι δυνατόν να αποτραπεί ο θάνατος του πολιτισμού. Και ο Συμεών Φρανκ* επιχείρησε να παρουσιάσει τα φαινόμενα cultur - civilisation ως διαφορετικά, αλλά κατ' ανάγκη συνυπάρχοντα επίπεδα στην ανάπτυξη του πολιτισμού. Σημαντική υπήρξε και η επίδραση που άσκησε η μαρξιστική αντίληψη στην προβληματική της φιλοσοφίας του πολιτισμού. Οι μαρξιστές φιλόσοφοι, σε αντίθεση προς τους ιδεαλιστές, κινούμενοι στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού*, θεωρούν τον πολιτισμό ως φαινόμενο πανανθρώπινο και ταξικό, εξαρτημένο από τα κοινωνικά - οικονομικά συστήματα, η αλλαγή των οποίων συνεπάγεται αναπόφευκτα και την αλλαγή της μορφής του πολιτισμού. Βιβλιογρ.: Dempl Α., Kulturphilosophie, 1932.- Portmann Α., Natur und Kultur im Sozialleben, 1946.- Schweitzer Α., Kulturphilosophie, 1948 - Rustow Α., Ortsbestimmung den Gegenwart, 1952-57.-Weber Α., Prinzipien der Geschichts - und Kultursoziologie, 1951. Απ. Τζαφερόηουλος
Φιλοσοφικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Πλούσιος είναι ο κατάλογος των λεξικών της φιλοσοφίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα πιο γνωστά απ' αυτά σε μια κατ' αλφαβητική σειρά, ως προς το όνομα των συγγραφέων ή των εκδοτών τους, παράθεση τους: Adorno Th. W., Philosophische Terminologie, Frankfurt, 1974· Anroux S. και Weil Y., Dictionnaire des auteurs et des thèmes de la philosophie, Paris, 1975' Baldwin J. Μ. και Rand B„ Dictionary of philosophy and phychology, New York, 1901-1905' Blauberg I. V. - Kopnin P. V. - Pantin I. K., Kratkii slovar'po filosofii, Μόσχα, 1966' Brugger W., Philosophisches Wörterbuch, Freiburg, 1967 (1η έκδ. 1948)' Bullock Α. και Trombley S., The Fontana dictionary of modern thought, London, 1987' R. Cormier, International directory of philosophy and philosophers, 19781981, Ohio, 1978· R. Eisler, Wörterbuch der philosophischen Begriffe, Berlin, 1889 (4η έκδ. 1927-30)· P. Foulquié, Dictionnaire de la langue philosophique, Paris, 1982' J. Hoffmeister, Wörterbuch der philosophischen Begriffe, Hamburg, 1955" Λ. Φ. Ιλίτσεφ - Π. Ν. Φεντοσέγιεφ, Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, Αθήνα, 1985/86· G. Klaus και M. Buhr,
211
φιλοσοφικά περιοδικά Philosophisches Wörterbuch, Leipzig, 1971' W. T. Krug, Allgemeines Handwörterbuch der philosophischen Wissenschaften, nebst ihrer Literatur und Geschichte, Stuttgart, 1969" A. R. Lacey, A dictionary of philosophy, London, 1976* A. Lalande, Vocabulaire technique et critique de la philosophie, Paris, 1985* και Αθήνα, 1955" Ε. P. Lamanna και F. Adorno, Dizionario di termini filosofia, Firenze, I960 - J. Ritter, Historisches Wörterbuch der Philosophie, Basel / Stuttgart, 1971· M. M. Rozental και P. F. Judin, Kratkii filosofskii slovar, Μόσχα, 1975' Μαρξιστικό λενινιστικό φιλοσοφικό λεξικό, Αθήνα, 1976* F. Μ. Α. De Voltaire, Dictionnaire philosophique, Paris, 1936" Ε. C. Welskopf, Soziale Typenbegriffe, Berlin, 1981-85" P. P. Wiener, Dictionary of the history of ideas, New York, 1973. Ακολουθεί ένας σύντομος κατάλογος των φιλοσοφικών εγκυκλοπαιδειών, που καλύπτει το σύνολο των σχετικών ανά τον κόσμο εκδόσεων: P. Edwards (εκδ.). Encyclopedia of philosophy, New York, 1967' J. Grooten και G. J. Steenbergen, The new encyclopedia of phi-losophy, New York, 1972' J. Hastings, Encyclopedia of religion and ethics, Edinbourg, 1908-26, New York, 1955' J. Mittelstrass, Enzyklopädie Philosophie und Wissenschafts - theorie, Mannheim, 1980" G. H. R. Parkinson, An Encyclopaedia of Philosophy, London, 1988" H. Thomas, Biographical encyclopedia of philosophy, New York, 1965' J. O. Urmson, The concise encyclopedia of western philosophy and phylosophers, New York - London, 1967* Lucarini, Enciclopedia filosofica, Firenze, 1982' Filosofskaia entsiklopedia, Moskva, 1960-1970. Βιβλιογρ.: Encyclopedia ol philosophy, Ν. Y.. 1967. NIK. Οικονομίδης
Φιλοσοφικά περιοδικά. Ενα μεγάλο πλήθος περιοδικών που καλύπτουν τον χώρο της φιλοσοφίας* από όλες τις απόψεις -έρευνα, προβληματισμοί, ενημέρωση, βοηθήματα και βιβλιογραφία- μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι κυκλοφορεί ανά τον κόσμο. Ενδεικτικά ακολουθούν οι τίτλοι αρκετών φιλοσοφικών περιοδικών που εκδίδονταν στο παρελθόν και που εξακολουθούν ή όχι να εκδίδονται και στις μέρες μας. Αγγλία: "Analysis", 1933-40, 1947 κ. εξ., εκδ. Chr. Kirwan, Κολλέγιο του Exeter, Oxford" "The journal of Indian philosophy", 1970 κ. εξ., εκδ. Β.
212
Κ. Matilal, Oxford" "The monist", 1888 υπό Ε. C. Hegeler, 1890-1936, 1962 κ. εξ." Ε. Freeman, "The Hegeler Institute", La Salle" "Phronesis", 1955/56 κ. εξ., εκδ. G. Β. Kerferd, Σχολή Κλασικών Σπουδών, Πανεπ. Manchester. Αργεντινή: "Philosophie, revista del Instituto de Filosofia", 1944 κ.εξ., Εθνικό Πανεπιστήμιο του Cuyo' "Revista Latinoamericana de Filosofia", 1975 κ. εξ., εκδ. R. Braun, Buenos Aires. Αυστραλία: "Apeiron", 1969 κ. εξ., εκδ. P. J. Bicknell και H. D. Rankin, Monash Uni ver., Clayton, Victoria. Αυστρία: "Erkenntnis", 1930-1940, εκδ. R. Carnap και Η. Reichenbach, όργανο του "Κύκλου της Βιέννης" (Wiener - Kreis), 1975 κ. εξ., εκδ. C. G. Hempel κ.α., Hamburg" "Grazer philosophische Studien", 1975 κ. εξ., εκδ. R. Haller, Πανεπιστήμιο Graz" "Philosophia naturalis", 1953 κ. εξ., εκδ. J. Meurers, Wien. Βουλγαρία: "Filosofska Misl", 1945 κ. εξ., εκδ. Ινστιτούτο Φιλοσοφίας Βουλγαρ. Ακαδημίας Επιστημών, Σόφια. Βραζιλία: "Revista Brasileira de Filosofia", 1951 κ. εξ., εκδ. Βραζιλιανό Ινστιτούτο Φιλοσοφίας. Γαλλία: "Annales de Γ Institut Supérieur de Philosophie". 1912 κ. εξ., εκδ. S. Deploige, Louvain, Paris* "Bulletin de la société française de philosophie", 1901 κ. εξ., εκδ. S. Delorme, Paris" "Diogène", εκδ. C. Chagas, Paris" "Revue de Γ enseignement philosophique", Paris' "Revue d'histoire de la philosophie", 1927 κ. εξ., διευθ. Ε. Bréhier, Paris* "Revue philosophique de Louvain", 1894 κ. εξ., εκδ. G. ν. Riet, Louvain* "Les temps modernes", 1945 κ. εξ., εκδ. J. - P. Sartre, Paris. Γερμανία: "Archiv für Geschicte der Philosophie", ιδρ. L. Stein, 1888-1932, 1959 κ. εξ., εκδ. Η. Wagner, Bonn* "Archiv fur Philosophie", 1895, εκδ. L. Stein, P. Natorp, Berlin, Hegel Studien, 1961 κ. εξ., εκδ. F. Nicolin και Ο. Pöggeler, Bochum* "Kant - Studien", 1896 κ. εξ., Berlin - Bonn - Berlin (1972 κ. εξ.), εκδ. G. Funke και R. Malter* "Philosophische Perspektiven", 1969 κ. εξ., εκδ. Ε. Fink. Γιουγκοσλαβία: "Praxis", 1965-1974, εκδ. G. Petrovic και R. Supek, Zagreb. Δανία: "Danish Yearbook of Philosophy", 1964 κ. εξ., Πανεπιστήμιο Κοπεγχάγης. Ελλάδα: "Αρχείον φιλοσοφίας και θεωρίας των επιστημών", 1929-1940, εκδ. I. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Αθήνα" "Δευκαλίων", 1970 κ. εξ. (δεν εκδίδεται πλέον) Αθήνα" "Διοτίμα", 1972 κ. εξ., εκδ. Ελλ. Εταιρ. Φιλοσοφ. Μελετών, Αθήνα*
"Φιλοσοφικά τετράδια" "Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση", 1984 κ. εξ., εκδ. Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, Αθήνα- "Ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία" 1982, εκδ. Γ. Τζαβάρα, Ρέθυμνο· "Εποπτεία", 1976 κ. εξ., εκδ. Π. Δρακόπουλου, Αθήνα"Εποχές", 1963-1967, διεύθ. Α. Τερζάκη, Αθήνα- "Κοσμοθεωρία", 1931 κ. εξ., διευθ. Ν. Λούβαρις, εκδ. Ζηκάκης, Αθήνα- "Λεβιάθαν", 1986, 1988, εκδ. Μερτίκας Γ. Ν., Αθήνα- "Signum", 1974 κ. εξ., εκδ. έδρα φιλοσοφίας Ε.Μ.Π., Αθήνα'Φιλοσοφία", 1971 κ. εξ., εκδ. Κέντρου Ερεύνης της Ελλ. Φιλοσοφίας, Ακαδημία Αθηνών- "Χρονικά αισθητικής", 1962 κ. εξ., εκδ. Π. Α. Μιχελή, Αθήνα. Ε.Σ.Σ.Δ.: "Soviet studies in philosophy", 1962 κ. εξ., εκδ. J. Sommerville- "Voprosy filosofii", 1947 κ. εξ., Ακαδημία Nauk, Μόσχα. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: "Aletheia", 1977 κ. εξ., Πανεπιστήμιο Dallas- "Artificial intelligence", 1970 κ. εξ., εκδ. Β. Meltzey και Β. Raphael, New York- "International journal for philosophy of religion", 1970 κ. εξ., εκδ. Β. L. Clarke, Πανεπιστήμιο Georgia- "Isis", 1913 κ. εξ., εκδ. R. Ρ. Multauf, Washington- "Journal of Chinese philosophy", 1973 κ. εξ., εκδ. Chung ying Chen, Hawaii, Honolulu- "The journal of symbolic logic", 1936 κ. εξ., εκδ. Y. Moschovakis, Los Angeles- "Journal of the philosophy of sport", 1974 κ. εξ., εκδ. R. C. Osterhoudt, Minnesota, Minneapolis- "Kinesis", 1968 κ. εξ., Illinois- "Νους", 1967 κ. εξ., εκδ. Η.-Ν. Castaneda, Bloomington, Indiana- "Traditio", 1943 κ. εξ., εκδ. Ε. Α. Quain, C. Η. Lohr κ.α., New York. Ιαπωνία:"Tetsugaku Zasshi", 1887 κ. εξ., Πανεπιστήμιο Τόκυο" "Tetsugaku", 1951 κ. εξ., εκδ. Φιλοσοφική Εταιρεία της Ιαπωνίας, Τόκυο. Ιρλανδία: "Philosophical studies", 1951 κ. εξ., εκδ. J. D. Bastable, Dublin. Ισπανία: "Documentacion critica ibejoamericana de filosofia y sciencias afines", 1964 κ. εξ., Sevilla- "Revista de filosofia", 1942 κ. εξ., εκδ. Φιλοσοφικού Ινστιτούτου "Luis Vines", Μαδρίτη. Ισραήλ: "Philosophie", 1971 κ. εξ., εκδ. Α. Blum και Asa Kosher, Ιερουσαλήμ. Ιταλία: "Bulletin thomiste", 1924 κ. εξ., όργανο της Société Thomiste, εκδ. Πανεπιστήμιο S. Tommaso, Ρώμη- "Giornale critico délia filosofia italiana", 1920-1932, 1933 κ. εξ., εκδ. V. Spirito, Ρώμη- "Rivista critica di storia délia filosofia", 1946 κ. εξ., εκδ. M. Dal Pra, Μιλάνο. Καναδάς: "Canadian journal of philosophy", 1971 κ. εξ., εκδ. J. King - Farlow, Αλμπέρτα-
"Hume Studies", 1975 κ. εξ., εκδ. J. W. Davis. Οντάριο- "Mediaeval studies", 1939 κ. εξ., εκδ. V. Brown, Τορόντο. Κύπρος: "Ζήνων", 1980 κ. εξ., Λευκωσία. Ολλανδία: "Analecta Husserliana", 1971 κ. εξ., εκδ. Α. - Τ. Tymieniecka, Dordrecht- "Linguistics and philosophy", 1976 κ. εξ., εκδ. R. Wall, Dordrecht- "Vivarium", 1963 κ. εξ., εκδ. L. M. de Rijk, Leyden. Πολωνία: "Dialectics and humanism", 1974 κ. εξ., Βαρσοβία. Πορτογαλία: "Revista Portuguese de Filosofia", 1945 κ. εξ., Braga. Τουρκία: "Felsefe trkivi", 1945 κ. εξ., Κωνσταντινούπολη. Τσεχοσλοβακία: "Filosoficky Casopis", 1953 κ. εξ., Πράγα. Φινλανδία: "Acta philosophica Fennica", 1935 κ. εξ., εκδ. J. Hintikka, Ελσίνκι, Ajatus, 1926 κ. εξ., εκδ. J. Manninen, Ελσίνκι. Χιλή: "Revista de Filosofia", 1949 κ. εξ., Σαντιάγο. Βιβλιογρ.' θ. Βέικου, Εισαγωγή στις φιλοσοφικές σπουδές.· 'Encyclopedia ol philosophy". 1967 Νέα Υόρκη, εκδ. P. Edwards. Νικ. ΟικονομΙδης
"Φιλοσοφικά τετράδια". Σημειώσεις και φιλοσοφικές μελέτες του Β. I. Λένιν*, οι οποίες πρωτοεκδόθηκαν με αυτό τον τίτλο το 1933. Περιλαμβάνουν εκτεταμένες περικοπές και περιλήψεις από διάφορα φιλοσοφικά έργα τα οποία μελέτησε ο Λένιν (κυρίως στα 19141916) μαζί με κριτικές του παρατηρήσεις, εκτιμήσεις, σχόλια, αφοριστικές συχνά γενικεύσεις και σχεδιάσματα περαιτέρω μελετών. Οι περιλήψεις που διασώθηκαν από τις φιλοσοφικές μέλετες του Λένιν αφορούν στα βιβλία: Κ. Μαρξ* και Φ. Ενγκελς*, Η αγία οικογένεια, Λ. Φόυερμπαχ*, Παραδόσεις φιλοσοφίας της ιστορίας και Παραδόσεις ιστορίας της φιλοσοφίας, Λασσάλ*, Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου του Σκοτεινού από την Έφεσο, και Αριστοτέλους*, Μετά τα Φυσικά. Στο απόσπασμά του "Για το ζήτημα της διαλεκτικής" ο Λένιν παραθέτει συνοπτικά και περιεκτικά την αντίληψη του για την υλιστική διαλεκτική*. Στα φιλοσοφικά τετράδια περιλαμβάνονται επίσης παρατηρήσεις αναφορικά με βιβλιογραφία των φυσικών επιστημών και άλλων ζητημάτων. Θεμελιώδες ζήτημα του έργου είναι η διαλεκτική*, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, του ρόλου, των στοιχείων και των λειτουργιών της. Εξετάζεται η διαλεκτική της "γνωστικής διαδικα-
213
φιλοσοφική ανθρωπολογία οίας"*, ο χαρακτήρας και ο ρόλος των κατηγοριών και της "κατηγοριακής σκέψης", οι νόμοι της διαλεκτικής, τον πυρήνα των οποίων συνιστούν οι αντιφάσεις*. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι θέσεις του Λένιν περί ενότητας διαλεκτικής, λογικής* και θεωρίας της γνώσης*, καθώς και οι προσεγγίσεις του στο ζήτημα της επεξεργασίας της "διαλεκτικής λογικής"* μέσω της αποκάλυψης της λογικής του Κεφαλαίου' του Μαρξ, σε αντιπαραβολή με τη χεγκελιανή λογική. Η διαλεκτική εξετάζεται εδώ ως συμπύκνωση και γενίκευση της ιστορίας της γνώσης, της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου, της γλώσσας*, της ιστορίας της φιλοσοφίας* και των επιστημών*. Κατά τον Λένιν, η συνείδηση* χαρακτηρίζεται από δημιουργική ενεργητικότητα δεδομένου ότι "δεν αντανακλά μόνο τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και τον δημιουργεί". Τα Φιλοσοφικά τετράδια αποτελούν υπόδειγμα μαχόμενης κριτικής αφομοίωσης και επεξεργασίας της φιλοσοφικής κληρονομιάς, αλλά και πρόγραμμα φιλοσοφικών ερευνών που επέδρασε σημαντικά στις μετέπειτα μαρξιστικές κατευθύνσεις. Δ. Πατέλης
φιλοσοφική ανθρωπολογία. Φιλοσοφικό ρεύμα του πρώτου μισού του 20ού αι., απόρροια της δυτικοευρωπαϊκής (κυρίως γερμανικής) σκέψης, που ασχολείται με τη φύση (ουσία) του ανθρώπου*. Έχει ως αφετηρία τη "φιλοσοφία της ζωής"* (Ντιλτάυ*) και τη φαινομενολογία* του Χούσσερλ*. Επανεξετάζει την έννοια του ανθρώπου με τη χρησιμοποίηση και ερμηνεία δεδομένων των επιστημών* (π.χ. της βιολογίας, της ψυχολογίας*, της κοινωνιολογίας*, της εθνολογίας κ.ά.), αποβλέποντας σε μια ολοκληρωτική προσέγγιση του όρου. Η αρχή της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας συνδέεται με την εμφάνιση των εργασιών του Μ. Σέλερ*, Η θέση του ανθρώπου στον κόσμο (1928), και του Χ. Πλέσνερ*, Οι βαθμίδες του οργανικού και ο άνθρωπος (1928), στις οποίες επισημαίνεται η ειδική διαφορά στον τρόπο ύπαρξης των ανθρώπων και των ζώων. Ειδικότερα, ο Σέλερ εντοπίζει τη διαφορά στην ικανότητα του ανθρώπου ν' αποδεσμεύεται από την πίεση των βιολογικών αναγκών, στην "απόσταση" από το περιβάλλον, και θεωρεί ως βασική αρχή ύπαρξης του ανθρώπου το "πνεύμα"*, το οποίο υπάρχει έξω από τη ζωή και παρεμποδίζει τις όποιες οργανικές τάσεις. Ο Πλέσνερ αποδίδει την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου σαν
214
"εκκεντρισμό", σαν συνεχή φυγή από την αμεσότητα της ύπαρξης*' η "εκκεντρική" θέση του ανθρώπου καθορίζει ολόκληρη την οργάνωση της ύπαρξής του. Για τον Α. Γκέλεν*, ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζωά ήδη στους πιο στοιχειώδεις συνδυασμούς κίνησης και αντίληψηςο άνθρωπος είναι "καλλιεργούμενη" ύπαρξη και περιορίζει την πίεση των ενστίκτων. Στην Πολιτισμική ανθρωπολογία του Ε. Ροτχάκερ*, ο άνθρωπος ορίζεται ως η ύπαρξη που καθορίζεται από την κουλτούρα, "σαν δημιουργός και σαν δημιουργία της κουλτούρας" (Μ. Λάντμαν). Γενικότερα, ο Σέλερ και οι μαθητές του (Φ. I. φον Ρίντελεν, Χ. Χένγκστενμπεργκ) ερμηνεύουν τον άνθρωπο με βάση την έννοια της παραδοσιακής ιδεαλιστικής μεταφυσικής (πνεύμα, αιωνιότητα), ενώ οι άλλοι εκπρόσωποι της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας κατευθύνονται προς μια θετικιστική περιγραφή της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι χαρακτηριστική η ιδιόμορφη αλληλεπίδραση της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας με τα ρεύματα του υπαρξισμού*, του πραγματισμού*, της ψυχολογίας του βάθους* και του στρουκτουραλισμού*. Τέλος, έγιναν προσπάθειες για συνδυασμό της ανθρωπολογικής ερμηνείας με τις αρχές του μαρξισμού* (βλ. Σαρτρ), καθώς και για μια ρεβιζιονιστική ερμηνεία του μαρξισμού στο πνεύμα του ανθρωπολογισμού. Βιβλιογρ.: Π. Β. Κορνέγιεφ, Η σύγχρονη αστική φιλοσοφική ανθρωπολογία, Μόσχα, 1967.- Η αστική Φιλοσοφία του 20ού αι. Μόσχα, 1974. Ευτυχία Ξυδιά
φιλοσοφική λίθος, βλ. Αλχημεία φιλοσοφική ψυχολογία, βλ. φιλοσοφία νου
του
φιλοσοφικο-ανθρωπολογική σχολή, βλ. ρατσιστική - ανθρωπολογική σχολή Φιλοσοφικοί σύνδεσμοι και οργανώσεις. Η ιστορία των φιλοσοφικών συνδέσμων έχει τις αρχές της στην ίδια την αρχαία Ελλάδα, τόσο σε οργανωμένη μορφή, όπως η "Ακαδήμεια"* του Πλάτωνα* και το "Λύκειο"* του Αριστοτέλη*, όσο και με την έννοια των υποστηρικτών μιας φιλοσοφικής θεωρίας ή ενός φιλοσόφου, όπως οι Πυθαγόρειοι*, οι Επικούρειοι*, οι Στωικοί*, οι Νεοπλατωνικοί* κ.ά. Στον Μεσαίωνα οι φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων και στην Αναγέννηση οι διάφορες ακαδημίες που
φιλοσοφικός διάλογος προωθούσαν τις ανθρωπιστικές σπουδές (βλ. "Πλατωνική Ακαδημία" στη Φλωρεντία), διατηρούν άσβεστο το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία' τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Στα πρόσφατα χρόνια σε όλο τον κόσμο, εκτός από τις φιλοσοφικές σχολές της κάθε χώρας, υπάρχει και ένα πλήθος συλλόγων, συνδέσμων, οργανώσεων, που προσπαθούν να εξελίξουν τη φιλοσοφική σκέψη και να εκφράσουν τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα κινητοποιώντας παράλληλα σε διεθνές επίπεδο επιστήμονες και ερευνητές μέσα στα πλαίσια μιας κοινής, συλλογικής προσπάθειας. Οι σπουδαιότεροι από τους φιλοσοφικούς συνδέσμους και οργανώσεις ανά τον κόσμο είναι: Αγγλία: "Φιλοσοφικός σύνδεσμος", "Βασιλικό Ινστιτούτο φιλοσοφίας", "Βρετανικός σύνδεσμος της φιλοσοφίας της επιστήμης"' Αυστρία: "Τμήμα φιλοσοφίας και ιστορίας" στην Ακαδημία Επιστημών Βουλγαρία: "Ινστιτούτο φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών"· Γαλλ ία: "Σύνδεσμος φιλοσοφίας", "Κέντρο ανθρωπιστικών επιστημών" του Εθνικού Κέντρου επιστημονικών ερευνών Γερμανία: "Καντιανός σύνδεσμος", "Σύνδεσμος Λάιμπνιτς"' Δανία: "Βασιλική Ακαδημία επιστημών και λογοτεχνίας - τμήμα φιλοσοφίας και ιστορίας"' Ελβετία: "Φιλοσοφικός σύνδεσμος"' Ελλάδα: "Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών", "Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία"Πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.:"Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών", "Ακαδημία κοινωνικών επιστημών της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού κόμματος"- Η.Π.Α.: "Αμερικανική φιλοσοφική εταιρεία", "Αμερικανική καθολική φιλοσοφική εταιρεία", "Κέντρο φιλοσοφίας των επιστημών", "Αμερικανικός σύνδεσμος αισθητικής", "Εταιρεία συμβολικής λογικής", "Σύνδεσμος μελέτης της φιλοσοφίας του διαλεκτικού υλισμού"- Ινδία: "Ινστιτούτο φιλοσοφίας"- Ισπανία: "Βασιλική ακαδημία ηθικών και πολιτικών επιστημών"- Ιταλία: "Τμήμα φιλοσοφικών επιστημών της Εθνικής Ακαδημίας", "Ιταλικός φιλοσοφικός σύνδεσμος"- Κίνα: "Ινστιτούτο φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών"- Ολλανδία: "Φιλοσοφικός σύνδεσμος"- Τσεχοσλοβακία: "Ινστιτούτο φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της Ακαδημίας Επιστημών". Τέλος σημαντική είναι η δράση και των διεθνών φιλοσοφικών οργανώσεων όπως οι ακόλουθες: Λονδίνο, Αγγλία: "Διεθνής ένωση ιστορίας και
-
φιλοσοφίας" Παρίσι, Γαλλία: "Διεθνές συμβούλιο φιλοσοφίας και ανθρωπιστικών ερευνών", "Διεθνές ινστιτούτο φιλοσοφίας"- Σάλτσμπουργκ, Αυστρία: "Διεθνής χεγκελιανός σύνδεσμος". ΛΛκ. Οικονομίδης
φιλοσοφικός διάλογος. Φιλολογικό - φιλοσοφικό είδος που εξετάζει ένα φιλοσοφικό ζήτημα με τη μέθοδο της διαλεκτικής* (ή διαλεκτικής τέχνης), η οποία βασίζεται στον διάλογο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια σκηνοθετημένη μορφή συζήτησης μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων, η οποία μέσα από τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων αποσκοπεί στην αποκάλυψη της αλήθειας*. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα φιλοσοφικά κείμενα για τον Βούδα* και τον Σωκράτη*. Στη Βουδική φιλολογία ο φιλοσοφικός διάλογος καταλαμβάνει και το αφηγηματικό μέρος του κειμένου: ο δάσκαλος διατυπώνει το δόγμα και 6 μαθητής ακούει προσεκτικά συγκατανεύοντας. Αντίθετα, στην κλασική Ελλάδα του 4ου αι. π.Χ. ο φιλοσοφικός διάλογος χαρακτηριζόταν από μια μη δογματική έκφραση της σκέψης και τότε, για πρώτη φορά, αποτέλεσε ένα αυτοτελές είδος φιλοσοφικής φιλολογίας. Ετσι, από τις σημειώσεις των μαθητών του Σωκράτη*, τους λεγόμενους σωκρατικούς διαλόγους, που συγκεντρώθηκαν και συστηματοποιήθηκαν μετά τον θάνατό του, διασώθηκαν έως τις μέρες μας σε πλήρη μορφή οι διάλογοι του Ξενοφώντα* και του Πλάτωνα*. Ειδικότερα, ο Πλάτων με τους περίφημους διαλόγους του θεωρείται ο κύριος εκφραστής του διαλογικού τρόπου έκθεσης των φιλοσοφικών σκέψεων. Αναπλάθοντας τη μορφή του δασκάλου του Σωκράτη, αναλύει και "ελέγχει" τις απόψεις που ίσχυαν σχετικά με τις πνευματικές αξίες*, παρουσιάζοντας τον όλο φιλοσοφικό στοχασμό με τη μορφή τρόπον τινά θεατρικής πράξης, αυτήν του διαλόγου μεταξύ του Σωκράτη και των "πνευματικά εκλεκτών" νέων της εποχής του. Βέβαια, σιγά - σιγά ο Πλάτων μειώνει τον ρόλο του σεναρίου και ο φιλοσοφικός διάλογος λαμβάνει όλο και περισσότερο τη μορφή μιας πραγματείας, ώσπου στους διαλόγους του τελικά κυριαρχεί η έκθεση ιδεών από τον πρωταγωνιστή - δάσκαλο, ενώ οι συμπρωταγωνιστές - μαθητές περιορίζονται σε μια απλή επιβεβαίωση, συγκατάθεση ή άρνηση - ανάλογα με το έναυσμα που χρειάζεται ο δάσκαλος για να συνεχίσει. Αργότερα, οι Περιπατητικοί* (Δικαίαρχος*,
215
Φιλόστρατος Ηρακλείδης ο Ποντικός* κ.ά.) χρησιμοποίησαν τον φιλοσοφικό διάλογο κυρίως για διδακτικούς σκοπούς. Ο Κικέρων* στη θεματολογία των φιλοσοφικών του διαλόγων ακολούθησε τον πλατωνικό τρόπο έκφρασης των ιδεών και σκέψεων {De legibus, De re publica, De arte rhetoricä). Στην ύστερη αρχαιότητα (2ος-5ος αι.) ο φιλοσοφικός διάλογος χρησιμοποιήθηκε από τους χριστιανούς συγγραφείς, της πρώτης περιόδου, ως μέσο απολογίας, πολεμικής και νουθεσίας, ακολουθώντας το παράδειγμα είτε του Πλάτωνα (Ιουστίνος*, Μεθόδιος ο Ολύμπου, Αινείας ο Γαζαίος*) είτε του Κικέρωνα (Αυγουστίνος*, Κατά του Πελαγίου κ.λπ.)· άλλοτε πάλι χρησιμοποίησαν συμβατικά τη διαλογική μορφή των ερωτήσεων και απαντήσεων με σκοπό την "απολυταρχική" διδακτική έκθεση του δόγματος (Γρηγορίου Νύσσης*, Περί ψυχής και αναστάσεως, Αυγουστίνου, Ο διδάσκαλος). Αυτός ο τρόπος παρουσίασης των αντιλήψεων συνεχίστηκε και στον Μεσαίωνα (Ανσελμου του Καντέρμπουρι, Περί αληθείας, Περί ελευθερίας της βούλησης κ.ά.). Ειδικότερα στον Μεσαίωνα, και κυρίως την εποχή της Αναγέννησης και τους 17ο-18ο αι., ο φιλοσοφικός διάλογος πήρε τη μορφή λογομαχίας (Αβελάρδος*, Μπρούνο*, Μαλμπράνς*, Μπέρκλεϋ κ.ά.). Στις αρχές του 19ου eft. οι γερμανοί ρομαντικοί θεώρησαν ότι ο φιλοσοφικός διάλογος αποδίδει με μεγαλύτερη αμεσότητα τις όποιες ιδέες, όντας περισσότερο κοντά στη ζωή* (Φ. Σλέγκελ*, Σέλλινγκ*, Κ. Ζόλγκερ*). Τον 19ο και 20ό αι. ο φιλοσοφικός διάλογος έχασε πλέον τη σημασία που του αποδιδόταν στο παρελθόν. Ευτυχία Ξυδιά
Φιλόστρατος Φλάβιος ο Αθηναίος (170-245 μ.Χ.). Νεοπλατωνικός* φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε στην Αθήνα σοφιστική* και φιλοσοφία* με δασκάλους τον Πρόκλο τον Ναυκρατίτη, τον Δαμιανό τον Εφέσιο και τον Αντίπατρο από την Ιεράπολη της Συρίας. Ο τελευταίος φαίνεται ότι ήταν αυτός που βοήθησε τον Φιλόστρατο να γίνει δεκτός στον κύκλο των λογίων (φιλοσόφων, νομομαθών και γεωμετρών), που περιστοίχιζαν την "φιλόσοφο βασίλισσα", σύζυγο του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου, την Ιουλία Δόμνα, της οποίας ήταν συμπατριώτης ο Αντίπατρος*. Η Δόμνα (170217 μ.Χ.), κόρη ενός ιερέα του Ηλίου, ενδιαφερόταν ειδικά για τα προβλήματα της θρησκείας* και της φιλοσοφίας και προέτρεψε τον Φι-
216
λόστρατο να γράψει μια μυθιστορηματική βιογραφία του νεοπυθαγόρειου* φιλοσόφου Απολλώνιου του Τυανέα* (1ος αι. μ. Χ.), διότι αυτός, κατά τη Δόμνα, συγκέντρωνε τις ιδιότητες του σοφού και του μάγου. Το έργο αυτό γράφτηκε μεταξύ 217-219 μ.Χ. σε οκτώ βιβλία και χαρακτηρίζεται για τις ανατολίτικες μυστικιστικές τάσεις και τη συσσώρευση θαυμάτων, για τα οποία υπεύθυνη θεωρείται η Δόμνα. Ο βαθύτερος σκοπός του βιβλίου αυτού, στην υπηρεσία του οποίου στρατεύεται ο Φιλόστρατος, είναι ο συγκερασμός-συγκρητισμός βασικών ιδεών των διαφόρων θρησκειών, που θα βοηθούσε στην εδραίωση της ειρήνης στην αυτοκρατορία, στην ηθική αναμόρφωση της κοινωνίας* και στη δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας στο πρόσωπο του Απολλώνιου του Τυανέα, ως φορέα θείας σοφίας και κομιστή νέων αποκαλύψεων. ΓΓ αυτό ο Φιλόστρατος παρουσίασε τον Απολλώνιο σοφό και άγιο, νομοθέτη και παιδαγωγό, ασκητή και κοινωνικό αναμορφωτή, άνθρωπο και ημίθεο, θαυματουργό και σχεδόν θεό, που θα μπορούσε να προβληθεί ως αρχηγός θρησκείας. Αλλο έργο του Φιλοστράτου ήταν οι Βίοι Σοφιστών (228-238 μ.Χ.), σε δύο βιβλία, με το οποίο επεδίωκε να παρουσιάσει ρητορική μελέτη και να καταγράψει τις φιλολογικές προτιμήσεις και τα έθιμα της εποχής του. Βιβλιογρ.: Meyer Ε , Apollonius von Tyana und die Biographie des Philostratus. Hermes, 52, 1917, σελ. 371424.- Hembel J.. Untersuchung zur Überlieferung von Apollonius von Tyana, 1921.- Κιτρινιάρης Κ. Σ., Απολλώνιος ο Τυανεύς. Άνθρωπος ή δαίμων, μάγος ή μύστης, 1939.- Παπαδόπουλος Α., Απολλώνιος ο Τυανεύς, 1966.Τζαφερόπουλος Απ., Φιλοστράτου Τα ες Τυανέα τον Απολλώνιον' (εισαγ.. μετάφρ. σχόλια, βιβλ. 1-8, Αθήναι, 1994, εκδ. Γεωργιάδη). Απ. Τζαφερόπουλος
φιλότης, βλ. Εμπεδοκλής Φίλων ο Αλεξανδρεύς (περ. 30 π.Χ. - περ. 40 μ.Χ.). Ιουδαίος φιλόσοφος, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του Ελληνα - μιλούσε και έγραφε στην ελληνική γλώσσα και στην αττική διάλεκτο. Η φιλοσοφία του Φίλωνα είναι ιουδαιο-ελληνική. Αποτελεί ένα κράμα ελληνικής φιλοσοφίας (είναι θαυμαστής των Πλάτωνα*, Πυθαγόρα*, Παρμενίδη*, Εμπεδοκλή*, Ζήνωνα* και Καρνεάδη*) και ιουδαϊκής θεολογίας. Πιστεύει ότι η ίδια αλήθεια* βρίσκεται και στα δύο μέρη, αλλά ότι αυτή είναι καθαρή και τέλεια μόνο στα ιερά ιουδαϊκά βιβλία, διότι αυτά έχουν ως πηγή τους την αποκάλυψη, ενώ οι
φιντεϊσμός Ελληνες τη διανόηση, που είναι μόνον ανθρώπινη. Την αφετηρία του φιλοσοφικού του συστήματος αποτελεί η έννοια της θεότητας. Ο θεός", κατ' αυτόν, είναι επάνω από την πλατωνική ιδέα του ενός και του αγαθού. Είναι αληθινό ον, καθαρό και απόλυτο, του οποίου γνωρίζουμε μόνον την ύπαρξη, ενώ η ουσία του παραμένει άγνωστη και μόνο με την έκσταση μπορούμε να τον προσεγγίσουμε. Και με τον τρόπο αυτό προσθέτει και ένα στοιχείο μυστικισμού στο σύστημα του. Διδάσκει επίσης ότι η πρώτη, η ύψιστη και τελειότερη δημιουργία του θεού είναι ο Λόγος, ο πρωτότοκος υιός του Θεού και δεύτερος Θεός. Ο Λόγος είναι μια μεσολαβητική δύναμη του υπερβατικού και απρόσιτου θεού, το όργανο του θεού στη δημιουργία των αγγέλων, του κόσμου και του ανθρώπου, κατά σειρά προτεραιότητας. Ο λόγς είναι η ιδέα των ιδεών. Μ' αυτόν ο θεός αποκαλύπτεται στον κόσμο* και αυτός είναι ο αντιπρόσωπος του κόσμου ενώπιον του θεού, διότι ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον κόσμο, επειδή αυτός δεν είναι καθαρός και οποιαδήποτε επαφή μαζί του θα μόλυνε τη θεία ουσία του. Οι απόψεις αυτές του Φίλωνα εκπροσωπούν τον θρησκευτικό βίο των εξελληνισμένων Ιουδαίων της διασποράς, κατά τα χρόνια του Ιησού και των Αποστόλων, και, παρά τις αρκετές διαφορές προς τη χριστιανική διδασκαλία, είναι δημοφιλείς στους πατέρες της Εκκλησίας, διότι παρουσιάζουν κάποια συγγένεια προς αυτήν. Στην ηθική*, ο Φίλων υιοθετεί την απάθεια των στωικών* και αποκρούει κάθε αισθησιακή ηδονή, ενώ από τη διδασκαλία των κυνικών δέχεται την απλότητα και την εικόνα που εκείνοι έδιναν στον σοφό, και, όπως οι στωικοί και οι κυνικοί, ομολογεί ότι είναι ένας πολίτης του κόσμου. Τα σωζόμενα έργα (opera quae supersunt) του Φίλωνα εκδόθηκαν από τους J. Cohn και Ρ. Wendland. Βιβλιογρ.: Wendland P.. Filos Schritt über die Vorsehung. Ein Beitrag zur Gesichte der nacharistotelischen Philosophie. (To σύγγραμμα του Φίλωνα επάνω στην πρόνοια. Συμβολή στην ιστορία της μεταριστοτελικής φιλοσοφίας). 1892.- του ίδιου, Philo und die Kynischstoische Diatribe (Ο Φίλων και η κυνικοστωίκή διατριβή), 1895.του ίδιου, Die Therapeuten und die philonische Schritt vom beschaulichen Leben (Οι θεραπευτές και το σύγγραμμα του Φίλωνα περί θεωρητικού βίου), 1896.- Brèhier Ε., Les idées philosophiques et religieuses de Philon d'Alexandrie (Οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές ιδέες του Φίλωνα του Αλεξανδρέα), 1908.- Wolfson Η. Α.. Philo, 1948.- Heinemann I., Philons griechische und jüdische Bldung (Η ελληνική και ιουδαϊκή εικόνα του Φίλωνα), 1962. Απ. Τζαφερόπουλος
Φίλων ο Λαρισαίος (Λάρισα, περ. 140- Αθήνα: περ. 80 π. Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος, "σχολάρχης" της πλατωνικής Ακαδημίας* στην Αθήνα, ιδρυτής της λεγόμενης "τετάρτης Ακαδημίας", δάσκαλος του Κικέρωνα* και του Αντίοχου* του Ασκαλωνίτη, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Συνέβαλε στο να απαλλαγεί η Ακαδημία από την επίδραση του Σκεπτικισμού*. Έτσι, στη βάση τού ότι τα πράγματα είναι "καταληπτά", ενίσχυσε τον δογματισμό της πλατωνικής διδασκαλίας, προσεγγίζοντας τη στωική Γνωσιοθεωρία*, κρατώντας ωστόσο απόσταση από τη χαρακτηριστική γνωσιολογική θέση των Στωικών* γύρω από τη λεγόμενη "εννοιακή παράσταση" ("καταληπτική φαντασία"). Την προσέγγιση του στη στωική διδασκαλία φανερώνει επίσης το ξεπέρασμα του Σκεπτικισμού και στον τομέα της Ηθικής*. Βιβλιογρ. : Β. Α. Κύρκος, Φίλων ο Λαρισαίος, "Θεσσαλικό Χρονικό", (1978). Ε. Ν. Ρούσσος
Φιλωνίβης από τη Λαοδίκεια (2ος αι. π. Χ.). Επικούρειος* φιλόσοφος. Είχε λάβει περίβλεπτη θέση στην αυλή του Αντιγόνου του Επιφανούς (175-164 π. Χ.). Στην ιδιωτική του όμως ζωή παρεξέκλινε από τις αρχές του Επίκουρου* περί αποχής από τη δημόσια ζωή, περί αταραξίας και περί του "λάθε βιώσας", διότι ανέπτυξε πολιτική δράση. Ασχολήθηκε με τα μαθηματικά προβλήματα. Συγκέντρωσε και συνόψισε, πιθανόν για τη βιβλιοθήκη της Αντιόχειας, τα συγγράμματα του Επίκουρου* και των οπαδών του. Απ. Τζ.
φιναλισμός, βλ. τελολογία φινπισμός, βλ. τελολογία φιντεϊσμός (γαλλ. fidéisme, από το λατ. fides = πίστη) ή πιστείσμός. Φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πίστη* υπερέχει του λογικού. Ο φιντείσμός περιορίζει τη δράση της επιστήμης*, αφού αρνείται την κοσμοθεωρητική σημασία της επιστημονικής γνώσης*, ενώ αντίθετα αποδίδει στη θρησκευτική πίστη αποφασιστικό ρόλο για την κατανόηση του κόσμου*. Κατά τον φιντείσμό, το λογικό δεν μας πληροφορεί για την αληθινή φύση των πραγμάτων παρά μόνο ταξινομεί και μορφοποιεί τα διάφορα φαινόμενα. Αντίθετα, η απόλυτη αλή-
217
φεουδαρχικόςσοσιαλισμός θεια επιτυγχάνεται ενορατικά, με τη διάνοια. Η αντίληψη του φιντεϊσμού συναντάται, κατά κύριο λόγο, στις θρησκευτικές κοσμοθεωρίες, οι οποίες στηρίζονται στην αποκάλυψη, ωστόσο στοιχεία της βρίσκουμε και σε κατευθύνσεις της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Κατά τον Λένιν', ο ιδεαλισμός* είναι μόνο μια "... εκλεπτυσμένη, ραφιναρισμένη φόρμα του φιντεϊσμού ...". Στη σύγχρονη φιλοσοφία ο φιντεϊσμός αντιτίθεται στον ορθολογισμό*, ενώ αποδίδεται σε όλες τις θεωρίες που αποδέχονται "αλήθειες της πίστεως". Στους καθολικούς συγγραφείς, ωστόσο, έλαβε μειωτική σημασία, όταν καταδικάστηκε από τις εκκλησιαστικές αρχές το 1838, διότι εξυπακούει μια κατάχρηση ή υπερβολή του ρόλου της πίστεως και υποβαθμίζει το λογικό στις πρακτικές ανάγκες (βλ. M. Blonde!). Ευτυχία
Ξυδιά
φιξιοναλισμός. Φιλοσοφική αντίληψη (ελλ. "πλασματοκρατία") που πηγάζει από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό* και πρεσβεύει την πρακτική και μόνο σημασία ενός "συστήματος επινοήσεων" (όπως θεωρείται η γνώση*), ενώ η θεωρητική αξία του συνιστά ένα παραδοσιακό ψεύδος. Παρ' όλα αυτά, κοσμοθεωρίες και ιδέες οι οποίες εξυπηρετούν πρακτικά στη διαδικασία της επιστήμης* θεωρούνται "ως εάν" τα αντικείμενά τους να ήταν πραγματικά. Έτσι ο φιξιοναλισμός ή "κριτικός θετικισμός"* είναι μια φιλοσοφία του "ως εάν" (als ob). Κατεξοχήν φιξιοναλιστική η φιλοσοφία του Χ. Φάιχινγκερ* απολυτοποιεί τις μεθόδους* και τις έννοιες* ως αυστηρά διακεκριμένες από την πραγματικότητα* και τις μεταχειρίζεται ως καθιερωμένα εργαλεία, τα οποία, αυτά καθ' αυτά, δεν αποτελούν τμήματα ή αντικείμενα επιστημονικού ενδιαφέροντος. Σε ακραία μορφή ο φιξιοναλισμός γίνεται συνώνυμος του γνωσιοθεωρητικού μηδενισμού. Παναγ.
Πάκος
Φιόντοροφ Νικολάι Φιόντοροβιτς (1828-1903). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος, ουτοπιστής. Η πρωτοτυπία του συνίσταται στην ιδιόμορφη σύνθεση που επιχειρεί της θρησκείας* και του λογικού καθώς και της θρησκευτικά δομημένης σκέψης με την ιδέα ότι οι δυνατότητες της επιστήμης* και της τεχνικής* είναι απεριόριστες. ΙΗταν βαθιά πεπεισμένος ότι είναι δυνατόν να εξαλειφθεί το χάσμα που χωρίζει το ιδεατό* από το πραγματικό, το δέον από το όντως ον*.
218
Στην πεποίθησή του αυτή στηρίχθηκε και η οξύτατη κριτική του θεωρησιακού χαρακτήρα της προηγούμενης φιλοσοφίας και της σύγχρονής του κουλτούρας, η μαστίγωση της αποξένωσης και της αμοιβαίας "έχθρας" των ανθρώπων που παρατηρείται σ' όλες τις εποχές κ.λπ. Κατηγορούσε τους φιλοσόφους ότι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στη σκέψη και όχι στη δράση και διακήρυσσε ότι καθήκον της φιλοσοφίας* πρέπει να είναι η γνώση όχι μόνο αυτού που είναι αλλά και του δέοντος, αυτού που πρέπει να είναι, δηλαδή η φιλοσοφία πρέπει από παθητική θεωρησιακή ερμηνεία του όντος* να μετατραπεί σε δραστήριο παράγοντα επίτευξης του γενικού καλού. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι ανάγκη με τη βοήθεια της επιστήμης* και της τεχνικής να καθυποταχθούν οι δυνάμεις της φύσης και να ρυθμίζονται έτσι, ώστε να καταπολεμηθεί ακόμη και ο θάνατος*. ΓΓ αυτό και τάχθηκε κατά της διάστασης "σκέψης" και "έργων", καθώς και κατά της μετατροπής του χριστιανισμού* σε "κοσμοθεώρηση" και όχι σε "θεουργία". θεοχ. Κεσοίδης
ΦΙρκαντ (Vierkandt) Αλφρεντ (1867-1953). Γεμανός κοινωνιολόγος και εθνολόγος. Αρχικά οπαδός του θετικισμού* και του ατομικισμού στη συνέχεια υιοθετεί την τυπική και φαινομενολογική θεώρηση. Έργα: Naturvölker und Kulturvölker, 1896* Die Stetigkeit im Kulturwandel, 1908' Kleine Gesellschaftslehre, 1949 κ.ά. Δ. π. ΦΙσερ Κούνο (Fischer, 1824-1907). Γερμανός ιστορικός και κριτικός της φιλοσοφίας*. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Αίδελβέργης και της Ιένας. Ήταν οπαδός του Χέγκελ* και θερμός υποστηρικτής της κριτικής φιλοσοφίας του Καντ*. Κύριο έργο του θεωρείται η Ιστορία της νεότερης φιλοσοφίας ( 1852-77), όπου κάνει εκτενή αναφορά στις θεωρίες, τη ζωή και τη δράση μιας πλειάδας φιλοσόφων: Ντεκάρτ*, Σπινόζα*, Λάιμπνιτς*, Καντ*, Φίχτε* Σέλλινγκ*, Χέγκελ*. Αλλα έργα του: Διοτίμα ή η ιδέα του ωραίου, Βάκων ο Βερουλάμιος, Ο Σίλλερ ως φιλόσοφος, Η ζωή του Καντ και οι βάσεις της φιλοσοφίας του, Κριτική της φιλοσοφίας του Καντ, Διαλέξεις περί του Φάουστ, καθώς και το Νάθαν ο σοφός του Λέσσινγκ κ.ά. Βιβλιογρ.: Windelband W., Kuno Fischer, 1907. Απ. Τζ.
Αθηναγόρας ΦιτσΙνο ΜαρτσΙλιο, βλ. Μαρσίλιος Φικίνος ΦΙχτε Γιόχαν Γκόττλιμπ (Johann Gottlieb Fichte). Γερμανός φιλόσοφος, από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του γερμανικού ιδεαλισμού* (Ράμμενασυ, 1762 - Βερολίνο, 1814). Σπούδασε φιλοσοφία* και θεολογία*. Διορίζεται καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Ιένας το 1794, ενώ παράλληλα δημοσιεύει τα σημαντικότερα έργα του: Παραδόσεις περί του προορισμού του Λογίου, Περί της έννοιας της θεωρίας της επιστήμης και Θεμελίωση της γενικής θεωρίας της Επιστήμης. Χάνει την έδρα του, όμως, και με τη δυσμένεια των πανεπιστημιακών κύκλων να τον ακολουθεί, ο Φίχτε αφιερώνεται στη πραγμάτευση λιγότερο θεωρητικών και περισσότερο πρακτικών ζητημάτων περί του δημοσίου βίου, του δικαίου* και της παιδείας. Στα 1807, στο κατάμεστο από στρατεύματα του Ναπολέοντα Βερολίνο, εκφωνεί τους Λόγους προς το Γερμανικό Έθνος, εξύμνηση των εθνικών ιδεωδών και του πατριωτικού χαρακτήρα ενός επιβεβλημένου κύματος αντίστασης κατά των εισβολέων. Η εθνικιστική έξαρση τον βρίσκει στο μέτωπο να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως τραυματιοφορέας, όπου και πεθαίνει προσβεβλημένος από κάποια λοιμώδη νόσο. Η θεωρία του Φίχτε συμπυκνώνεται στη συστηματική παραγωγή των αρχών του "υποκειμενικού ιδεαλισμού"* από τον καντιανό κριτικισμό. To "Ding an sich" (πράγμα καθ' εαυτό) αντικαθίσταται από το "Εγώ", την έσχατη πραγματικότητα, που "κατανοεί" και "θέτει" τον κόσμο: ο κόσμος συλλαμβάνεται από το Εγώ* ως ετερότητα (μη Εγώ) και "διορθώνεται", ώστε να παραβληθεί με το υποκείμενο, όχι το αντίθετο. Απορροφώντας, κατά κάποιο τρόπο, το μετασχηματισμένο κοσμοείδωλο, το Εγώ αναπτύσσεται στο άπειρο, με τη διαδικασία της διαλεκτικής σκέψης (τριαδικό μοντέλο: θέση αντίθεση - σύνθεση). Με την εγκατάλειψη του Ding an sich, τελευταίου ρεαλιστικού υπολείμματος, ο Φίχτε εισηγείται έναν ρομαντικής έμπνευσης δημιουργικό ιδεαλισμό με κινητήρια δύναμη το "υπερεμπειρικό", απολυτοποιημένο Εγώ της ανθρωπότητας. Η τελευταία καθίσταται δημιουργός της ίδιας της της ιστορίας, άποψη που ηχεί και μέσα στους Λόγους προς το Γερμανικό Εθνος. Από τ®ν κοσμοπολιτισμό της πρώτης περιόδου, όπου ήταν επηρεασμένος από τους Διαφωτιστές και τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης, ο Φίχτε περνά στον ο-
λοκληρωτισμό ενός ισχυρού κράτους*, στον εθνικισμό ως εγγύηση της βιωσιμότητας ενός λαού, ενώ φθάνει στο σημείο να δικαιολογεί και τη βία ως μέσο επιβολής των κρατικών επιταγών. Βιβλιογρ.: L. Noack, F/cMe(1862).- Χ. Léon, Fichteetson temps (1922).- Ε. Β. Talbot, The fundamental principle ol Fichte Philosophy (1906).- Η. T. Betteridge, Fichte's Political Ideas, "German Lite and Letters", I (1937). Παναγ. ΓΙάκος
Φλορένσκι Πάβελ Αλεξάντροβιτς (1882-1937). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος και επιστήμονας - εγκυκλοπαιδιστής. Αποφοίτησε από τη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας (1904) και τη θεολογική Ακαδημία της (1907). Το 1911 έγινε ιερέας. Επί σοβιετικού καθεστώτος διώχτηκε και φυλακίστηκε ως "σκοταδιστής" και "αντιδραστικός". Η ζωή του Φλορένσκι, που ονομάστηκε "ρώσος Λεονάρντο ντα Βίντσι", διακόπηκε σ' ένα από τα σταλινικά στρατόπεδα. Αποκαταστάθηκε μετά θάνατον (1958). Μερικές πλευρές της κοσμοθεωρίας του εν συντομία: ο κόσμος* αποτελεί την εκδήλωση των ανέκαθεν πνευματικών και υλικών, συνεχών και ασυνεχών δομών (προφαινομένων), που καθορίζουν την "πανενότητα" της φύσης. Παρά το ολοφάνερο της αιτιώδους εξάρτησης όλων των συμβάντων, υπάρχει κάτι που είναι κάτι "περισσότερο" από την απλή σύνδεση τών φαινομένων* και γεγονότων, από τη "συνέχειά" τους. Επομένως, στον κόσμο υπάρχει ακόμα μια πλευρά (υπεραιτιότητα), που εκφράζεται στην "ασυνέχεια", στα άλματα. Από δω συνάγεται το συμπέρασμα: η αλήθεια είναι μια υπερορθολογική αρτιότητα, που δεν μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο "Α είναι Α", που συμβολίζει την ακινησία, το νεκρό παρελθόν. Η αλήθεια είναι αντίνομη, διαλεκτική και αντιφατική: είναι ενότητα των αντιθέτων, η διπλή ενότητά τους είναι σύμφωνη με Toy τύπο "Α είναι Α και ταυτόχρονα δεν είναι Α". θεοχ. Κεσσίδης
Φο-χι. Ο πρώτος Κινέζος αυτοκράτορας (3.700 π.Χ.), στον οποίο αποδίδεται η σύνθεση γραμμικών συμβόλων με βάση τη συνεχή και τη διακεκομμένη γραμμή: — και - , που δηλώνουν την ενεργητική (yang) και την παθητική (yin) αρχή και αποτελούν την πρώτη διττότητα, την πρώτη διαίρεση της υπέρτατης μεταφυσικής Ενότητας, του Μη Όντος (Τάο), και έτσι δίνουν αρχή σε όλη την παγκόσμια Εκδήλωση. Από
219
Φογκτ τους συνδυασμούς των δυο αυτών γραμμών σε όλες τις δυνατές διευθετήσεις σχηματίζονται τα οκτώ "τρίγραμμα" (κουα), που είναι βασικό σύμβολα της απωανατολικής παράδοσης και περικλείουν άπειρες δυνατότητες ως προς τη μεταφυσική γνώση και την εφαρμογή της στο κοσμικό και ανθρώπινο επίπεδο. Ακόμη, στον Φο-χι αποδίδονται τρία βιβλία- από αυτά διασώθηκε μόνο το τρίτο, το Yi-king (= βιβλίο των μεταβολών), αναφερόμενο σε διάφορες περιοχές: λογική, μαθηματικά, κοινωνία κ.λπ. Οι διδασκαλίες του Yi-King προέρχονται από πολύ παλαιότερη εποχή, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Φο-χι, και απετέλεσαν την κοινή βάση Ταοϊσμού* και Κομφουκιανισμού*. Ε. Χ.
Φογκτ Καρλ (Vogt 1817-1895). Γερμανός φυσιολόγος, δαρβινιστής και εκπρόσωπος του "ωμού" υλισμού και της "επιστημονικής αθεΐας", που εμφανίστηκαν ως φιλοσοφικό κίνημα στη Γερμανία του 19ου αιώνα, με επικεφαλής τον Ludwig Büchner*. Ο Φογκτ, εκλαϊκεύοντας τις θεωρίες του υλιστικού και αθεϊστικού κινήματος, υποστήριζε ότι τα πάντα είναι ύλη* και δεν υπάρχει η έννοια της ψυχής* ούτε της συνείδησης* ως πνευματικής οντότητας - δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ζωής* και ύλης, η ζωή είναι ένα σύνθετο πρόβλημα μηχανικής: φυτά και ζώα και άνθρωποι είναι μηχανές, καθώς και ο κόσμος* είναι κι αυτός μια μηχανή. Εγραφε μάλιστα πολύ χαρακτηριστικά: "Οι σκέψεις έχουν την ίδια σχέση με τον εγκέφαλο που έχει και η χολή με το συκώτι". Η σκέψη, με άλλα λόγια, δεν είναι παρά μια φυσιολογική , έκκριση, όπως όλες οι άλλες του ανθρώπινου οργανισμού, και τίποτε περισσότερο. Και το συμπέρασμα: Αφού κάθε δύναμη είναι συνδεδεμένη με κάποιαν ύλη, άρα δεν υπάρχει θεός*, δημιουργός του κόσμου. Οι αντιλήψεις αυτές του Φόγκτ άσκησαν επίδραση στην ανάπτυξη του υλισμού* και του αθεϊσμού* στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1860. Εγραψε πολλά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι: Ερευνες περί της εμβρυογενείας των γαστεροπόδων μαλακίων, Γεωλογία, Φυσιολογικές επιστολές, Ζωολογικές επιστολές κ.ά. Βιβλιογρ.: Vogt W „ La vie d'un homme: Carl Vogt, Paris, 1896. Απ. Τζ.
Φόλκερτ Ιωάννης (Volkert, 1848-1930). Γερμανός φιλόσοφος και αισθητικός. Η φιλοσοφική
220
του σκέψη διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση των θεωριών των: Μπύχνερ*, Χέγκελ*, Χάρτμαν*, Σοπενάουερ* και Καντ*. Εκπρόσωπος του "κριτικού ρεαλισμού"*, υποστήριξε ότι το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας* είναι η αλήθεια* με το γενικό και οντολογικό της κύρος. Για τα άτομα δεχόταν ότι αυτά έχουν βεβαιότατη άμεση γνώση συγκεκριμένων αισθημάτων* και αντιλήψεων, αλλά και εννοιών* και σκέψεων. Ως αισθητικός, προσπαθούσε να συνδυάσει τη νεότερη ψυχολογική αναλυτική μέθοδο με τη γερμανική θεωρητική αισθητική του Σέλερ* και του Χέγκελ. Εργα του: Η γνωσιολογία του Καντ, Η αισθητική του τραγικού, Σοπενάουερ, Σύστημα αισθητικής, Τέχνη και λαϊκή εκπαίδευση, Βεβαιότητα και αλήθεια, Η βεβαιότητα του αισθήματος, Φαινομενολογία και μεταφυσική, Το πρόβλημα της ατομικότητας κ.ά. Απ. Τζ. φονξιοναλισμός, βλ. λειτουργική σχολή Φοντενέλ (Fontenelle) (1657-1757). Γάλλος στοχαστής που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις θεωρίες του Κοπέρνικου* περί του σύμπαντος*. Αν και δεν υπήρξε συστηματικός θεωρητικός, η ενασχόλησή του τόσο με τις περί της φύσεως θεωρίες της εποχής του όσο και με την ιστορία γενικότερα τον είχαν φέρει στο προσκήνιο των πνευματικών ανθρώπων της τότε Γαλλίας. Από τα έργα του στον χώρο της φύσης ξεχωρίζουν η Ανάλυση του απείρως μικρού, η Γεωμετρία του απείρου και ασφαλώς οι Συζητήσεις για την πολλαπλότητα των κόσμων (1686). Αυτό το τελευταίο υπήρξε σπουδαίο μέσο για τη διάδοση της κοπερνίκειας αστρονομίας, καθώς το χαρακτήριζε η προσεγμένη εκλαΐκευση, αποτελούσε όμως ταυτόχρονα μια τολμηρή εμβάθυνση της θεωρίας του Κοπέρνικου, καθώς ο Φοντενέλ πρότεινε την ύπαρξη πολλών άλλων κόσμων διεπόμενων από τις ίδιες αρχές που ορίζουν και τον δικό μας κόσμο όπως τις είχε διακριβώσει ο Κοπέρνικος. Είχε ταχθεί υπέρ της καρτεσιανής λογικής και δεν δεχόταν την ορθότητα των θεωριών του Νεύτωνα*. Δεν δεχόταν την αρχή της ταυτότητας* αλλά την αρχή για επαγωγή* στην επιστήμη*. Οι απόψεις του αυτές, που εκτίθενται στο έργο του Ιστορία της προέλευσης των μύθων (1688), τον οδήγησαν στη δια-
φεουδαρχικός σοσιαλισμός τύπωση μιας θεωρίας σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία εκ των προτέρων ιστορία κατά την οποία τα ιστορικά φαινόμενα στη συνέχειά τους απορρέουν από τις αρχές της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Επιπλέον πίστευε ότι από την ιστορία λείπει παντελώς η ενέργεια του θεού*, η οποία υπάρχει μόνο στη φύση*, άποψη που φαίνεται και στο δοκίμιό του Ιστορία των χρησμών (1687).Τα " Απαντα" του Φοντενέλ εκδόθηκαν στο Παρίσι, αρχικά σε 11 τόμους, από το 1758-1766 και στη συνέχεια το 1818 σε 3 τόμους. WIK. Οικονομίδης
Φόρλαινιερ Καρλ (Vorländer, 1860-1928). Γερμανός νεοκαντιανός φιλόσοφος και ιστορικός. Επιχείρησε να εναρμονίσει την ηθική του Καντ* με τον "ηθικό σοσιαλισμό"*, διότι υποστήριζε ότι ο σοσιαλισμός στερείται επιστημονικής βάσεως και στηρίζεται σε ηθικά υπόβαθρα, τα οποία βρήκαν την πληρέστερη έκφραση τους στην ηθική του Καντ, ενώ παράλληλα περιέχονται αυτά και στα οικονομικά συγγράμματα του Μαρξ*. Αντιπαραθέτοντας επίσης τη γνώση και την εκτίμηση, τη γνώση* και την ηθική*, έδινε στον σοσιαλισμό* χαρακτήρα ηθικής διδασκαλίας, η οποία, κατά τη γνώμη του, δεν μπορεί να διεκδικεί για τον εαυτό της την έκφραση της αντικειμενικότητας και την κατανόηση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης. Τα έργα του αναφέρονται στην κοινωνιολογία και την ιστορία*της φιλοσοφίας*. Απ. Τζ.
φορμαλισμός. Ο όρος προέρχεται από τον λατινικό όρο forma (= τύπος, μορφή*, εξωτερικό σχήμα). Φορμαλισμός λοιπόν είναι η έμφαση στον τύπο, στη μορφή, στη φόρμα των γεγονότων, των καταστάσεων και των αντικειμένων, και ο παραμερισμός του περιεχομένου. Υπάρχει, έτσι, ο ηθικός φορμαλισμός, ο οποίος θεωρεί ηθικές τις πράξεις που υπακούουν στο μέτρο και εξαρτά την ηθική αξία των πράξεων από την αγαθή βούληση και τον σεβασμό του ηθικού νόμου. Στην κρατική οργάνωση ο φορμαλισμός δεν είναι άλλος από τη γραφειοκρατία*, από την κατά γράμμα τήρηση του νόμου*, που συνεπάγεται παραγκωνισμό της ελευθερίας του πνεύματος, της πρωτοβουλίας, και καθιστά το κράτος* δυσκίνητο και αντιπαραγωγικό. Στον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων, ο φορ-
μαλισμός έχει επίσης αρνητικό χαρακτήρα, καθώς συνδέεται με την προσήλωση στους εθιμοτυπικούς κανόνες, στις οδηγίες του πρωτοκόλλου, παραμερίζοντας και θυσιάζοντας τις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις. Και στο επίπεδο της λογικής* έχει εισχωρήσει ο φορμαλισμός με την έννοια του κλάδου που εξετάζει την ορθότητα των συλλογισμών* και επινοεί γενικά και αφηρημένα μοντέλα. Στην τέχνη* ο φορμαλισμός δημιούργησε μια νέα καλλιτεχνική έκφραση και επηρέασε πολλά εικαστικά ρεύματα. Ο φορμαλισμός στην τέχνη σήμανε τον αποχωρισμό της μορφής από κάθε περιεχόμενο, χρηστικότητα και σκοπιμότητα. Συνεπώς ήρθε ως κριτική στην αστική καλλιτεχνική δημιουργία. Η φορμαλιστική τέχνη αντιτάσσει τη "γυμνή" τέχνη απέναντι στην καθημερινή ζωή, μακριά από κάθε πολιτικό, ηθικό και πρακτικό περιεχόμενο. Τάσεις φορμαλισμού συναντάμε στον ακαδημαϊσμό του 19ου αι. Ουσιαστική έκφρασή του, όμως, υπήρξαν τα νεότερα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αι.: ο κυβισμός, ο φουτουρισμός, η αφηρημένη τέχνη, η non αρτ, ο ντανταισμός*, το αντιθέατρο, το θέατρο του παραλόγου. Μαρία Ντόλκα
φορμαλισμός, στη λογική και στα μαθηματικά. Κατεύθυνση της λογικής" και των μαθηματικών, σύμφωνα με την οποία κύριο έργο της θεμελίωσης αυτών των επιστημών είναι η ερμηνεία τους ως λογισμού* βάσει της μεταμαθηματικής θεωρίας (ή θεωρία της απόδειξης). Τη μεταμαθηματική θεμελίωση των μαθηματικών και της λογικής εισηγήθηκε ο ιδρυτής του φορμαλισμού* Ντ. Χίλμπερτ* στα 1922-39, ο οποίος υποστήριξε ότι είναι δυνατή η "διάσωση" όλων των κλασικών μαθηματικών (θεωρία των συνόλων του Γκ. Κάντορ*, "αφαίρεση ενεστωτικού απείρου" και παραγωγικός διαλογισμός της παραδοσιακής λογικής). Κατά τον Χίλμπερτ, η ύπαρξη παραδόξων στο σύστημα αξιωμάτων* της θεωρίας των συνόλων θα ήταν δυνατή αν η μεταγλώσσα περιείχε μόνο πεπερασμένα, παραγωγικά, εκφραστικά και περατά μέσα, άψογα από άποψη πειστικότητας και σαφήνειας. Το πρόγραμμα του Χίλμπερτ ακολούθησαν και άλλοι (Β. Ακερμαν, Π. Μπερνάυς, Γκ. Γκέντσεν κ.ά.), πετυχαίνοντας κάποια σπουδαία συμπεράσματα (βλ. πληρότητα, μη-αντιφατικότητα). Ομως, επικρίθηκε από άλλες μαθηματικές κατευθύνσεις (π.χ. από τον εποππσμό-ιντουίτιβισμό). Επίσης, οι έρευνες που
221
φεουδαρχικός σοσιαλισμός έκανε ο Γκέντελ* (1931), σχετικά με το αίτημα της μη-αντιφατικότητας, αποκάλυψαν τον περιορισμένο χαρακτήρα του φορμαλισμού. Ωστόσο, οι μεταμαθηματικές αρχές του φορμαλισμού χρησιμοποιούνται συνδυαστικά με τις αρχές και τα όργανα των άλλων κατευθύνσεων (π.χ. της κατασκευαστικής κατεύθυνσης) για τη μελέτη των προβλημάτων της θεωρίας της απόδειξης (Γ. Κράιζελ). Βιβλιογρ.: Χίλμπερτ Ντ. - Μπερνάνς Π.. Βάσεις των μαθηματικών, μτφρ. από τα αγγλ.. τ. 1, Μ., 1979.- Κράιζελ Γ., Ερευνες πάνω στη θειιφία της απόδειξης, μτφρ. από τα αγγλ., Μ., 1981. Ευτυχία Ξυδιά.
φορμαλισμός, στη γλώσσα και στη λογοτεχνία. Θεωρητικό κίνημα που ξεκινά με τον ρωσικό φορμαλισμό, ο οποίος ήδη έχει επηρεαστεί από το έργο του Σωσσύρ*, που γίνεται γνωστό στη Μόσχα μέσω του μαθητή του Σέργιου Καρσέφσκι γύρω στα 1919. Ο τελευταίος συνδέθηκε με τον Γλωσσολογικό Κύκλο της Μόσχας* που καθοδηγούσε ο Γιάκομπσον* -τον οποίο και ακολούθησε μαζί με τους Τρουμπετσκόυ, Τομαζέφσκι κ.ά. μετά τη διάλυση του "Κύκλου" το 1924 στην Πράγα, όπου δημιουργήθηκε ο αντίστοιχος "Γλωσσολογικός Κύκλος" το 1926. Ο ρωσικός φορμαλισμός αναπτύσσεται παράλληλα τόσο με τον Κύκλο της Μόσχας όσο και από την "OPOJAZ" (Εταιρεία για τη μελέτη της Ποιητικής Γλώσσας), που δημιουργείται στην Αγία Πετρούπολη το 1916 από τους Β. Σκλόφσκι, Μπόρις Αιχενμπάουμ, Οσιπ Μπρικ, Λεφ Γιακουμπίνσκι κ.ά. Οι ομάδες αυτές ερευνούν τη δομή των λογοτεχνικών ειδών σε συνδυασμό με τη μελέτη της γλώσσας*. Το βάρος της έρευνας μετατίθεται από το περιεχόμενο στη μορφή ή αλλιώς από τα σημαινόμενα* στα σημαίνοντα*. Τις θεωρίες των ρώσων φορμαλιστών θα συγκεντρώσει το 1923 ο Γιάκομπσον στη μελέτη του για την τσεχική ποίηση. Ο φορμαλισμός, αν και στενά δεμένος με τον ρωσικό φουτουρισμό, υπήρξε, σε αντίθεση με τον δεύτερο, η μόνη θεωρία στη Ρωσία που εκδήλωσε την έντονη αντίθεσή της στον μαρξισμό*. Ο ρωσικός φορμαλισμός δεν κατάφερε, έτσι, να γίνει ευρύτερα γνωστός στην Ευρώπη παρά μόνο κατά τη δεκαετία του '60, όταν πρώτος ο Τοντόροφ* άρχισε να μεταφράζει έργα των κυριότερων αντιπροσώπων του στα γαλλικά ακολουθούμενος από την Κρίστεβα*. Ο φορμαλισμός δεν εξετάζει το ατομικό λογοτεχνικό έργο αλλά τις δομές της διήγησης
222
(Σκλόφσκι, Προππ), του ύφους (Τυνιάνοφ, Αιχενμπάουμ, Βινογκράντοφ, Μπαχτίν*, Βολοσίνοφ), του ρυθμού, του φωνισμού, καθώς και τις σχέσεις με την κοινωνία* και την ιστορία*. Ο φορμαλισμός βρίσκεται, άλλωστε, στη βάση των νεότερων θεωρητικών κινημάτων για τη λογοτεχνία και την τέχνη* γενικά, όπως εκείνα του δομισμού*, της σημειολογίας*, της Νέας Κριτικής κ.ά., τα οποία αντιτάχθηκαν στην παραδοσιακή φιλολογική προσέγγιση που στηριζόταν σε υποκειμενικά κυρίως του μελετητή κριτήρια, όπως και στα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Δημ. Τσατσούλης
Φόρρεστερ (Forrester) Τζ. Από τους εισηγητές της έννοιας των "ορίων της ανάπτυξης" (στο έργο του Η παγκόσμια δυναμική, 1971), η οποία συνέβαλε στην προβληματική των ορίων δημογραφικής και βιομηχανικής ανάπτυξης του πλανήτη από την άποψη των φυσικών πόρων και της οικολογίας. Θεωρεί αυτοαποδομητικό το μοντέλο ανάπτυξης των χωρών του "τρίτου κόσμου" βάσει της εκβιομηχάνισης. Δ. π. Φουγιέ Αλφρέ (Fouillée, 1838-1921). Γάλλος φιλόσοφος, οπαδός της βουλησιαρχίας*, του ηθικού εξελικτισμού και του ψυχοφυσικού παραλληλισμού στην ψυχολογία*. Αδιαμφισβήτητη υπήρξε η επίδραση που άσκησε στη σκέψη του το δόγμα του Σοπενάουερ*, για τον οποίο "η βούληση της ζωής" αποτελεί το βάθρο των πραγμάτων, την εσωτερική τάση στην οποία υπακούουν τα πάντα, από τον λίθο μέχρι τον άνθρωπο*. Κάτω από την επίδραση αυτή προσπάθησε να συμβιβάσει την υλιστική και μηχανοκρατική αντίληψη της επιστήμης* με έναν μεταφυσικό ιδεαλισμό*, υποστηρίζοντας ότι η ιδέα* είναι η δύναμη των μηχανικών φαινομένων της κίνησης, τα οποία αποτελούν μόνον την εξωτερική έκφραση των πραγματικών φαινομένων* της βούλησης*. Στο φιλοσοφικό του δοκίμιο Evolutionisme des Idées-Forces. (Εξελικτικότητα των Ιδεών-Δυνάμεων, 1890) ασκεί κριτική στον φυσικό εξελικτισμό του Σπένσερ* και αντιπαραβάλλει σ' αυτόν τον εξελικτισμό των ιδεών-δυνάμεων, οι οποίες είναι ψυχικά φαινόμενα, όπως υποστηρίζει, και αίτια "εν ενεργεία", τα οποία, καθώς τείνουν προς την πραγμάτωση, μπορούν να προκαλέσουν πνευματικά και φυσικά (σωματικά) φαινόμενα. Με τον τρόπο αυτό, η έννοια ιδέα-δύναμη ταυτί-
Φουκουγιάμα στηκε στην ιστορία της φιλοσοφίας με το όνομα του Φουγιέ, ο οποίος ανέπτυξε τις συνέπειες της θεωρίας του, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις ηθικές και κοινωνιολογικές εφαρμογές τους. Ο Φουγιέ έγραψε επίσης μια μελέτη σχετικό με τη φιλοσοφία του Πλάτωνα', καθώς και μιαν εκτενή ιστορία της φιλοσοφίας. Απ. Τζ.
Φόυερμπαχ (Feuerbach) Λούντβιχ. Γεννήθηκε στις 28.7.1804 στο Landshut και πέθανε στις 13.9.1872 στη Νυρεμβέργη. Ο πατέρας του υπήρξε εξαίρετος θεωρητικός της νομικής επιστήμης. Ο Feurbach άρχισε το 1823 τις σπουδές του στη Θεολογία* στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και τις συνέχισε από το 1824 στο Βερολίνο. Το 1825 αποφάσισε όμως να μη γίνει θεολόγος, αλλά να αρχίσει φιλοσοφικές σπουδές στο Erlangen, όπου και έγινε Zip. της φιλοσοφίας* το 1828, με μια διατριβή με τον τίτλο De ratione, una, universa et infinita, που ήταν εμπνευσμένη από καθαρό εγελιανό πνεύμα. Αμέσως μετά άρχισε να κάνει παραδόσεις στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Το 1830 εξέδωσε το έργο Gedanken über Tod und Unsterblichkeit (1830)» που είχε ως θέμα την αθανασία της ψυχής* και που του κόστισε την πανεπιστημιακή του καριέρα. Σύντομα άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό του Arnold Rüge "Hallische Jahrbücher", για το οποίο έγραψε το 1839 το άρθρο Zur Kritik der Hegeischen Philosophie. To 1841 δημοσίευσε το δημοφιλέστερο έργο του, το Das Wesen des Christentums, του οποίου τα βασικότερα επιχειρήματα στηρίζονταν στη θέση της αποξένωσης του ανθρώπου απέναντι στον θεό*. Το έργο αυτό ίσως διάβασε ήδη πριν καταθέσει τη διατριβή του για τη φιλοσοφία του Επίκουρου* και ο Marx*. Το 1843 ο Feuerbach δημοσίευσε δύο έργα, το Vorläufige Thesen zur Reform der Philosophie, και το Grundsätze der Philosophie der Zukunft. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής αστικής επανάστασης του 1848-9 έδινε παραδόσεις στη Χαϊδελβέργη με τίτλο "Vorlesungen über das Wesen der Religion". Από το 1857 κι έπειτα ασχολήθηκε με προβλήματα σχετικά με την επιστήμη της Ηθικής*. Το 1868 μάλιστα μελετούσε το Κεφάλαιο * του Marx και το 1870 έγινε μέλος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε μακριά από τη νεανική λάμψη και τα όνειρα, όπως και οι άλλοι νεοεγελιανοί* σε συνθήκες οικτρής ένδειας.
Η φιλοσοφία του Feuerbach συνεχίζει τις καλύτερες παραδόσεις του γαλλικού, αγγλικού, αλλά και γερμανικού διαφωτισμού*. Το κέντρο της είναι η ανθρωπολογία με άμεση αναφορά στην πολύπλοκη σχέση του ανθρώπου ως είδους με την κριτική της θρησκείας* στη σχέση της με τον κόσμο του ανθρώπου, τόσο τον Λόγο όσο και τον συναισθηματικό του κόσμο. Η φιλοσοφία αυτή έπαιξε μαζί με τη βιβλική κριτική του Β. Bauer* και τη δογματική θεολογία του Strauss προωθητικό ρόλο στο φιλοσοφικό κίνημα του νεοεγελιανισμού*, αλλά και συνολικά της γερμανικής, όσο και γενικότερα ευρωπαϊκής μεταεγελιανής, ιδιαίτερα της αθειστικής, φιλοσοφίας. Οδήγησε περαιτέρω και τους Marx, Engels* στον δικό τους δρόμο της θεμελίωσης του μαρξισμού*. Συγκεντρωμένα έργα του: Ludwig Feuerbach, "Sämtliche Werke", Leipzig, 1846-1866. Βιβλιογρ.: K. Marx, Thesen über Fauerbach, MEW, τόμ. 3.- K. Marx / Fr. Engels, Die Deutsche Ideologie, MEW, τόμος 3.- Fr. Engels, Ludwig Feuerbach und der Ausgang der klassischen deutschen Philosophie, MEW, τόμος 21.G. Rohrmoser, Die metaphysische Situation der Zeit. Ein Traktat zur Ftelorm des religiösen Bewußtseins. Stuttgart, 1975. Χάρης Κράλλης
Φουκουγιάμα (Fukuyama) Φράνσις. Φιλοσοφίζων πολιτικός αξιωματούχος (υποδιευθυντής του Γραφείου Σχεδιασμού Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ), που έγινε γνωστός το 1989, λόγω της τεράστιας προβολής του από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για τις ιδέες του περί του τέλους της ιστορίας*. Ερμηνεύει τη συγκυρία που διαμορφώθηκε από την κλιμακούμενη κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση* στην ΕΣΣΔ και σε χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού", από το "τέλος του ψυχρού πολέμου" κ.λπ. κατά έναν άκρως ιδεολογικό τρόπο ως "το τέλος της ίδιας της ιστορίας, δηλαδή το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρώπινου γένους και την οικουμενικοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης". Το εγχείρημά του αποτελεί "υπόδειγμα" εκλεκτισμού* και εργαλειακής χρήσης ετερόκλητων φιλοσοφικών θέσεων (Χέγκελ*, Πλάτωνα*, Μπένθαμ*, Νίτσε' κ.ά.) για την ιδεολογική επένδυση μιας άκρως κυνικής πολιτικής σκοπιμότητας, η οποία προβάλλει την τρέχουσα διεθνή συγκυρία ως απαλοιφή οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης και την κεφαλαιοκρατία* ως το άκρον άωτο της κοινω-
223
Φουκώ νικο-οικονομικής και πολιτικής ζωής της ανθρωπότητας. Συνιστά το προκάλυμμα της πολιτικής στρατηγικής των κυρίαρχων μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες επιδιώκουν τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους έναντι των ασθενέστερα ανεπτυγμένων πληθυσμών του πλανήτη, μέσω μιας "νέας τάξης πραγμάτων" που βασίζεται στη βίαιη επιτήρηση, στον αποκλεισμό και τη διαρκή αστυνόμευση του κόσμου. Πρόκειται για ένα αντιδραστικό ουτοπικό ιδεολόγημα νεοαποικιακού - ρατσιστικού χαρακτήρα, που αποσκοπεί στον εξορκισμό οποιασδήποτε "επανάστασης κοινωνικής" και του "σοσιαλισμού". Εργο του: The End of History and the Last Man, New York, 1992 (Ελλην. έκδοση: Αθήνα 1993, "Νέα Σύνορα", Α. Α. Λιβάνης).
ου ελληνικού κόσμου μέχρι και τον 20ό αιώνα.
Δ. Πατέλης
Ευτυχία Ξυδιά
Φουκώ Μισέλ - Πωλ (Foucault Michel - Paul, 1926-1984). Γάλλος φιλόσοφος με σπουδαίες μελέτες σχετικές με τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών*. Ειδικότερα οι έρευνές του επικεντρώθηκαν στην αναζήτηση εννοιών και κωδίκων με βάση τους οποίους καθίσταται σαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στα έμφρονα και στα παράφρονα μέλη μιας κοινωνίας. Τα αρχικά έργα του Foucault ασχολούνται με την ιστορία της διανοητικής ασθένειας και τους τρόπους αντιμετώπισής της από την κοινωνία. Η έννοια της τρέλας και ο ρόλος της σε παλαιότερες εποχές αποτέλεσε το θέμα μιας διεξοδικής μελέτης του το έτος 1961 με τίτλο Τρέλα και παραλογισμός: ιστορία της τρέλας στη κλασική εποχή(Ρο\\β et Déraison: Histoire de la folie à Γ âge classique). Εξι χρόνια αργότερα ο Foucault, στο βιβλίο του Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής (Surveiller et punir: Naissance de la prison), ασχολήθηκε βαθιά με το νεότερο ποινικό σύστημα και τους τρόπους με τους οποίους η σύγχρονη κοινωνία δημιουργεί μέσα αποκλεισμού (φρενοκομεία, φυλακές κ.ά.) με απώτερο σκοπό την πρόοδο της. Σημαντική ήταν η θέση του ότι η μελέτη των κοινωνικών αντιλήψεων που αναφέρονται στα μέσα αποκλεισμού που χρησιμοποιεί η κοινωνία παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου των τρόπων άσκησης της εξουσίας. Εκτός των άλλων συγγραμμάτων, ο Foucault στο τέλος της ζωής του παρέδωσε ένα τρίτομο έργο με τίτλο Η ιστορία της σεξουαλικότητας (Histoire de la séxualité), στο οποίο παραθέτει την ιστορία των απόψεων του δυτικού πολιτισμού για τη σεξουαλικότητα από την εποχή του αρχαί-
Φουραστιέ Ζ. Ζ. Y. (Fourastié, Γαλλία, 1907). Γάλλος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, διακρίνεται για τον προβληματισμό και τις ανησυχίες του για το μέλλον του σύγχρονου πολιτισμού, εξαιτίας της αναστάτωσης που έχει επιφέρει στην κοινωνία* η εξάπλωση της βιομηχανίας. Κυριότερα έργα του: Η μεγάλη ελπίδα του 20ού αιώνα, 1949, Εκμηχάνιση και ευμάρεια, 1951, Η μεγάλη μεταμόρφωση του 20ού αιώνα, 1961, Ο τεχνικός πολιτισμός του 1975, 1967, Ο τεχνικός πολιτισμός του 1995, 1970.
224
Γιώργος Οικονόμου
Φουλμπέρ. Ιδρυτής της "σχολής της Σαρτρ" το 990. Επιστήμονας επίσκοπος, που έφερε το παρωνύμιο "Σωκράτης". Ήταν γνώστης του δικαίου*, των μαθηματικών, της λογικής* και της ιατρικής. Δάσκαλος και προστάτης του ήταν ο φιλόσοφος και μαθηματικός Χερμπέτ από το Οριγιάκ (περίπου 995-1003). Ο Φουλμπέρ ενίσχυσε τη βιβλιοθήκη της Σχολής με μεταφράσεις έργων της λογικής του Αριστοτέλη*, καθώς και με μεταφράσεις έργων των μαθηματικών και της φυσιογνωσίας. Πέθανε το 1028. (Βλ. επίσης Σχολή της Σαρτρ, για γενικότερες αντιλήψεις των εκπροσώπων της).
Νικ. Οικονομίδης
Φουριέ Φρανσουά - Μαρί - Σαρλ (François Marie - Charle Fourier, 1772-1837). Γάλλος ουτοπιστής σοσιαλιστής. Γεννήθηκε στη Μπενζανσόν από σχετικά εύπορη οικογένεια. Το 1793, κατά την περίοδο της τρομοκρατίας, καταστράφηκε οικονομικά και αναγκάστηκε να εργαστεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος και επιστολογράφος εμπόρων. Διαμέσου των εμπειριών του από το εμπόριο, άρχισε να διαπιστώνει και να καταγγέλλει τα ελαττώματα του εμπορίου, τη μισθωτή εργασία και την εκμετάλλευση, την κρατική εξουσία και την καταστολή. Αν και επηρεάστηκε από τα πειράματα του Αγγλου Ρόμπερτ Οουεν*, ο Φουριέ αμφισβήτησε δυναμικά τις απόψεις του και τον τρόπο λειτουργίας των "χωριών συνεργασίας". Επέκρινε έντονα κι εκείνες του συμπατριώτη του Σαιν - Σιμόν* -κυρίως των οπαδών του, των σαινισμονιστών- κατηγορώντας τους ότι "θέλησαν ν' αλλάξουν τη φύση του ανθρώπου". Προσπάθησε επίμονα να προωθήσει έναν σοσιαλισμό με εθελοντική συμμετοχή των ατό-
Φράνκλιν μων, δίνοντας έμφαση στις συνθήκες μέσα στις οποίες θ' αναπτυχθεί. Πίστευε ότι ο κόσμος ήταν τελείως ανοργάνωτος και η θεραπεία που πρότεινε ήταν σαφής μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εισήγαγε την ανάλυση της τεχνικής τελειοποίησης της συνεργασίας και την ακριβή ουσιαστική διάσταση της κάθε εργασίας, σύνθετης ή στοιχειώδους. Υπήρξε από τους πρώτους οραματιστές αναρχικούς, υπέρμαχος του συνεργατισμού, της οριστικής κατάργησης του εμπορίου και ενάντιος σε κάθε μορφής ανθρώπινη καταπίεση. Διακήρυξε την απόλυτη ελευθερία του έρωτα, την οποία θεώρησε ως θεμελιώδη αρχή της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Με οξεία αίσθηση των πραγμάτων της εποχής του και με μεγάλη φαντασία και αισιοδοξία -που οδήγησε στην υπερβολή- ο Φουριέ διαχώρισε την ανθρώπινη ιστορία στα εξής στάδια: α) φυσικό (ευδαιμονισμός), β) αγριότητα, γ) πατριαρχικό, δ) βαρβαρικό (μεσαιωνικό), ε) πολιτισμικό (όπου οι άνθρωποι είναι εχθρικοί μεταξύ τους), στ) της εξασφάλισης (μεσοδιάστημα ατομικισμού και σοσιαλισμού) και ζ) του φαλανστηρίου (περίοδος της οριστικής αρμονίας κι επαναφοράς του ευδαιμονισμού). Το φουριερικό φαλανστήριο (σύνθετη λέξη από τη φάλαγγα και το μοναστήριο) είναι η βασική μονάδα της μελλοντικής κοινωνίας, που ο Φουριέ την περιγράφει λεπτομερειακά. Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο δημιουργήθηκαν αρκετές κοινότητες σε πολλές χώρες. Οι ιδέες που διατύπωσε ο Φουριέ για την ανάγκη προσαρμογής των βασικών θεσμών της κοινωνίας* στις ανθρώπινες ανάγκες και η κριτική που άσκησε στο καπιταλιστικό σύστημα απετέλεσαν προδρομικές ιδέες για τη μαρξιστική θεωρία. Ο Μαρξ* και ο Ένγκελς*, αν και τον επέκριναν, αντιμετώπισαν με αληθινό σεβασμό τις προθέσεις του στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού*. 0 Φουριέ υπήρξε συγκλονιστικά αληθινός επισημαίνοντας τη δυστυχία του κόσμου, αλλά η συνταγή του είχε υπερβολικά ουράνια συστατικά για τους άρρωστους θνητούς που επιθυμούσε να θεραπεύσει. Κυριότερα έργα του: Η θεωρία των τεσσάρων κινήσεων και των γενικών πεπρωμένων (Théorie des quatre mouvements et des destinées générales, 1808), Σύστημα οικιακής και γεωργικής συνεργασίας (Traité de Γ association.domestique et agricole, 1822), που επανεκδόθηκε TO 1841 με τίτλο: Θεωρία της παγκόσμιας ενότητας (Théorie de Γ unité universelle) κ.ά. Βιβλιογρ.: "Κάρολος Φουριέ. Προς την ελευθερία στον
Φ.Λ., Ε - 1 5
έρωτα", επιλογή κειμένων και πρόλογος του Ντανιέλ Γκερέν, μτφρ. Μαν. Δρίβας. εκδ. Ουτοπία. Αθήνα. 1981.Robert L. Heilbroner, The Worldly Philosophers. A Touchstone Book, Simmon & Schuster, Inc., New York, 1992.- Max Nettlau, Ιστορία της αναρχίας, μτφρ. M. Koρακιανιτης και Σύλβια Παπαδοπούλου, εκδ. 'Διεθνής Βιβλιοθήκη". Αθήνα. 1988.- Mark Holloway. Heavens on earth: Utopian communities in America 1680-1889. Dover Publications, Inc.. New York, 1966. Θαν. Α. Βασιλείου
φουτουρισμός, βλ. μελλοντολογία Φράιερ (Freyer) Χανς (1887-1969). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος του ανθρωπολογικού προσανατολισμού στη γερμανική κοινωνιολογία, από τους ιδρυτές της θεωρίας της "βιομηχανικής κοινωνίας". Έργα: Die Bewertung der Wirtschaft im philosophischen Denken des 19 Jahrhunderts, Leipzing, 1921· Revolution von rechts, Jena, 1931 κ.ά. Δ. Π.
Φράιμπουργκ σχολή, βλ. Βάδης σχολή Φρανκ Συμεών (1877-1950). Ρώσος φιλόσοφος και ψυχολόγος, με επιστημονική δράση στη Ρωσία και, μετά την απέλασή του (1922), στη Γαλλία και την Αγγλία. Εργάστηκε κυρίως προς την κατεύθυνση του θρησκευτικού ιδεαλισμού και επιδίωξη του ήταν να συμφιλιώσει τον ορθολογισμό* με τη θρησκευτική πίστη*. Στην προσπάθειά του αυτή για πρότυπο είχε τον Νικόλαο Κουζάνο* (1401-1464), ο οποίος επεδίωκε να συνενώσει την παραδοσιακή αποφατική θεολογία με τη νέα διαλεκτική φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας το αντιφατικό εννοιολογικό σχήμα "άπειρο-πεπερασμένο", που βρίσκει την ενότητά του στο "Εν και παν", στον Θεό*. Σ' αυτή την άποψη της "πανενότητας" στήριξε και ο Φρανκ τη δυνατότητα συμφιλίωσης των αντιφατικών εννοιών "ορθολογισμόςπίστη". Εργα του: Το αντικείμενο της γνώσης (1915)· Η ψυχή του ανθρώπου (1917) Ζωντανή γνώση (1923)· Οι πνευματικές βάσεις της κοινωνίας (1930)· Πραγματικότητα και άνθρωπος Η μεταφυσική του ανθρώπινου Είναι (1956). Απ Τζ.
Φράνκλιν Βενιαμίν (Franklin Benjamin, 17061790). Διάσημη προσωπικότητα της αμερικανικής κοινωνίας του 18ου αιώνα. Η προσφορά του υπήρξε πλούσια και πολύπλευρη. Ως φυσικός επιστήμονας έκανε σπουδαίες μελέτες και
225
Φρανκφούρτης σχολή πρωτότυπα πειράματα στον χώρο του ηλεκτρισμού' είναι ο εφευρέτης του αλεξικέραυνου και της ηλεκτρικής θερμάστρας. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αμερικανική πολιτική σκηνή, κυρίως στην υπόθεση της ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και στην καθιέρωση του Αμερικανικού Συντάγματος, ενώ στον ευρωπαϊκό χώρο υπήρξε το σύμβολο των Γάλλων Διαφωτιστών. Ο Β. Franklin αναδείχθηκε και σε κορυφαίο επιχειρηματικό πνεύμα της εποχής του, μιας και πολύ νέος ακόμη είχε στην κατοχή του τη διάσημη αποικιακή εφημερίδα Pensilvania Gazette, ενώ λίγο αργότερα άρχισε να εκδίδει μια σειρά εγχειριδίων πρακτικής ηθικής*, γνωστά με το όνομα "Το ημερολόγιο του φτωχού Ριχάρδου" (Poor Richard's almanacs). Συνέγραψε βιβλία θρησκευτικού και φιλοσοφικού περιεχομένου, όπως A Dissertation on Liberty and Necessity Pleasure and Pain (1725), Articles of Belief and Acts of Religion (1728), βιβλία επιστημονικού περιεχομένου: Experiments and Observations on Electricity (1751), ενώ εξέδωσε ένα πλήθος από βιβλία πολιτικού και οικονομικού περιεχομένου: The Way to Wealth (1757), Plain Truth: or Serious Considerations on the Present State of the City of Philadelphia (1747), Proposals Relating to the Educations of Youth in Pensilvania (1749), Positions to be Examined Concerning National Wealth κ.ά. Γι ώργος Οικονόμου
Φρανκφούρτης σχολή (Frankfurt School - Institut für Sozialforschung). Σχολή κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής σκέψης που συνδέθηκε με τα μέλη της ομάδας των νεαρών, τότε, ταλαντούχων διανοουμένων, που ίδρυσαν στη Φρανκφούρτη τον Φεβρουάριο του 1923 -εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης- το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, που αργότερα προσαρτήθηκε επίσημα στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Το Ινστιτούτο αποτέλεσε επίκεντρο επικοινωνίας των Γερμανών στοχαστών της εποχής. Όλοι τους, επανεξετάζοντας έργα των προγενέστερων φιλοσόφων, προσανατολίστηκαν σε θέματα ελευθεριών, τέχνης, μόρφωσης, κρίσης του πολιτισμού, του καπιταλιστικού συστήματος* και της βιομηχανικής κοινωνίας*, επιστημονικής μεθόδου*, ψυχολογίας κ.ά., μ" ένα πλήθος κριτικών κειμένων προβληματισμού και επιστημονικού διαλόγου. Όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, τα μέλη του Ινστιτούτου -συμπεριλαμβανομένων των Μ. Χορκχάιμερ*, Τ. Αντόρνο*,
226
Χ. Μαρκούζε*, Ου. Μπένζαμιν, Ε. Φρομ*, Λ. Λόβενταλ και άλλων- εγκαταλείπουν το 1933 τη Γερμανία, λόγω της εβραϊκής καταγωγής των περισσοτέρων, και αυτοεξορίζονται για να συνεχίσουν το έργο τους στην προσωρινή έδρα που τους προσέφερε το Πανεπιστήμιο Κολούμπια στις ΗΠΑ. Το Ινστιτούτο επανεγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη σε νέα κτίρια μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, στα τέλη του 1949, υπό τη διεύθυνση του Τ. Αντόρνο. Στη διάρκεια της παραμονής τους στις ΗΠΑ τα μέλη της Σχολής διεξήγαγαν έρευνες σε θέματα αυταρχισμού, εξτρεμιστικών κινημάτων, εργατικών κινημάτων, λαϊκού και μαζικού πολιτισμού, μικρών ομάδων κ.ά., αξιοποιώντας τις εμπειρικές μεθόδους της αμερικανικής κοινωνιολογίας. Σ' όλη αυτή την περίοδο εξακολούθησαν ν' αναπτύσσουν την "κριτική θεωρία" τους, η οποία είχε τις ρίζες της στη μαρξιστική παράδοση, στις θεωρίες του Χέγκελ* και του Φρόυντ*. Η κριτική θεωρία και εν μέρει ο διάλογος γύρω από τη φύση των κοινωνικών επιστημών, εντάσσεται στην αντιθετικιστική παράδοση και στον διαλεκτικό νεομαρξισμό*, αφού άσκησε κριτική στον θετικισμό* και τον κριτικό ορθολογισμό* του Κ. Πόππερ*, αλλά και στον λεγόμενο επιστημονικό μαρξισμό*. Η προσπάθεια συγκερασμού τις μαρξιστικής θεωρίας για την κοινωνική δομή και την κοινωνική μεταβολή με τη φροϋδική θεωρία των ατομικών παρορμήσεων και της προσωπικότητας*, προκάλεσε σημαντικές επιρροές και διεύρυνε την κοινωνιολογική και φιλοσοφική σκέψη, την επιστημολογία*, την κοινωνική ψυχολογία* κ.λπ. Η Σχολή της Φρανκφούρτης, από τα μέσα της δεκαετίας του '20 έως τα τέλη της δεκαετίας του '60, αποτέλεσε τη σημαντικότερη ίσως ομάδα φιλοσόφων και κοινωνιολόγων του 20ού αι., στον βαθμό που συνδέθηκε με πνευματικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων, όπως η "Νέα Αριστερά"', οι φοιτητικές εξεγέρσεις στα μεγάλα Πανεπιστήμια της Αμερικής, της Γαλλίας, της Γερμανίας, το εργατικό κίνημα κ.ά. Σήμερα, μετά τον θάνατο των ιδρυτών - εκπροσώπων της, η Σχολή - μ ε γνωστότερο εκπρόσωπό της τον Γιούργκεν Χάμπερμας*συνεχίζει τις εργασίες της και έχει γίνει η ίδια αντικείμενο μελέτης και κριτικής. Βιβλιογρ.: Ζαν - ΜαρΙ Βενοάν. Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Κριτική θεωρία, μτφρ. Κωστή Παπαγιώργη, εκδ. Επίκουρος. Αθήνα, 1977 - Ιωάννα ΛαμπΙρη - Δημάκη, Η Κοινωνιολογία και η Μεθοδολογία της, εκδ. Σάκκουλα. Αθήνα.1990. θαν. Α. Βασιλείου
Φρομ Φρέγκε Γκότλομπ (Frege, 1848-1925). Γερμανός μαθηματικός με ιδιαίτερες επιδόσεις στον τομέα της μαθηματικής λογικής*, που είναι τμήμα της καθαρής λογικής*. Με οδηγό την ιδέα της λογικής μορφής της μαθηματικής σκέψεως, διατύπωσε την έννοια της λογικής συνάρτησης και τη διάκριση των ιδιοτήτων και των σχέσεων ως συναρτήσεων μονοσήμαντων και πολυσήμαντων. Πρώτος αυτός χρησιμοποίησε τους ποσοδείκτες* (Quantores) και εισήγαγε την έννοια της αληθινής σημασίας. Μελέτησε συστηματικά τις σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών εκφράσεων και των πραγμάτων που αυτές δηλώνουν και διέκρινε τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ σημασίας* ( Bedeutung) και νοήματος* (Sinn) των γενικών γλωσσικών εκφράσεων. Και γενικά, μεγάλη υπήρξε η συμβολή του Φράγκε στην ανάπτυξη της λογικής σημασιολογίας και την εφαρμογή της λογικής στη μαθηματική επιστήμη. Έργα του:. Begriffsschrift..., 1879, Uber Sinn und Bedeutung, 1892, Frundgesetze der Arithmetic, 1893-1903. Απ. Τζ.
Φρέιζερ (Frazer) σερ Τζέιμς Τζορτζ (18541941). Βρετανός νομικός, φιλόλογος και εθνολόγος. Ο επιφανέστερος μαθητής του Τάιλορ*, με σημαντικότατη συμβολή στη διερεύνηση του ρόλου της μυθολογίας* και της μαγείας* ως προγενέστερων της θρησκείας* μορφών. Έργα: The golden Bough, London 1880 (συνεπτυγμένη έκδοση: 1923)" Pausania's Descritpion of Greece, vol. 1-6, London, 1910' Anthologie Anthropologics, London, 1938-1939, κ.ά. Δ. π.
Φριντμάν (Friedmann) Ζορζ (1902-1977). Γάλλος κοινωνιολόγος από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της γαλλικής σχολής κοινωνιολογίας της εργασίας*. Εξετάζει τα προβλήματα της "βιομηχανικής κοινωνίας", την αλληλεπίδραση των πολιτισμών της πόλης και της υπαίθρου, τις προοπτικές της εργασίας κ.ά. Έργα: De la Sainte Russie à L' URSS, Paris, 1938-1939' Villes et campagnes, civilisation urbain et civilisation rurale en France, Paris, 1953' La puissance et la sagesse, Paris, 1970' Où va le travail humain, Paris, 1965 (ελλ. εκδ. Πού τραβά η ανθρώπινη εργασία; Κάλβος, Αθήνα, 1984) κ.ά. Δ . π. Φρις Γιάκομπ Φρίντριχ (Fries, 1773-1843). Γερ-
μανός φιλόσοφος, οπαδός της κρισιαρχίας. Ερμήνευσε τη διδασκαλία του Καντ* στο πνεύμα του ψυχολογισμού*, θεωρώντας ότι η εκ των προτέρων (a priori) γνώση παράγεται ψυχολογικά (ψυχολογική ανθρωπολογία) από την εσωτερική εμπειρία, που, κατ' αυτόν, είναι η βάση κάθε φιλοσοφίας*. Τον κόσμο τον εξέταζε ως οργανισμό, κατασκευασμένον σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής και των μαθηματικών, και δίδαξε ότι ο άνθρωπος μόνον το πεπερασμένο μπορεί να γνωρίσει, ενώ το απόλυτο, την αρχή του κόσμου, μόνον με την πίστη και την "προαίσθηση" μπορεί να το προσεγγίσει. Τις αντιλήψεις του αυτές τις συνόψισε ως εξής: "Για τα φαινόμενα γνωρίζουμε, για την αληθινή ουσία των πραγμάτων πιστεύουμε". Η διδασκαλία του αυτή άσκησε επίδραση στον Γερμανό νεοκαντιανό φιλόσοφο Λεονάρδο Νέλσωνα (1882-1927), ο οποίος μάλιστα ίδρυσε και σχολή που την ονόμασε "νεοφρισική". Έργα του: Νέα ανθρωπολογική κριτική του ορθού λόγου' Ράινχολντ, Φίχτε και ΣέλλινγκΣύστημα Λογικής' Εγχειρίδιο πρακτικής φιλοσοφίας' Εγχειρίδιο ψυχικής ανθρωπολογίας' Μαθηματική φιλοσοφία της φύσεως• Σύστημα μεταφυσικής κ.ά. Απ. Τζ. Φρομ (Fromm) Έριχ (Φρανκφούρτη, 23/3/1900 - Ελβετία, Μουράλτο, 18/3/1980). Γερμανός ψυχολόγος και κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος του νεοφροϋδισμού*. Συνεργάτης του Ινστιτούτου κοινωνικών μελετών στη Φρανκφούρτη του Μάιν, το 1933 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Ο Φρομ, εκκινώντας από τον φροϋδισμό*, απομακρύνθηκε από αυτόν προτείνοντας την ελαχιστοποίηση των βιολογικών και ενστικτικών παραγόντων και εισάγοντας τον ανθρωπολογικό ψυχολογισμό με έντονες κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Αρνείται κάθε βιολογικό ντετερμινισμό* και αμφισβητεί τον ρόλο της λίμπιντο. Προτείνει την οικοδόμηση ενός "σοσιαλιστικού κοινοβιακού συνασπισμού", όπου ο άνθρωπος θα ξανάβρισκε το πραγματικό του εγώ* και στον οποίο οι μορφές της κοινωνικής παθολογίας της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, που επιφέρουν την αποξένωση του ανθρώπου, θα εξαφανίζονταν. Χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό* ως υπαίτιο της ανορθολογικής και παθολογικής κοινωνίας και προτείνει μια "υγιή κοινωνία" με τη βοήθεια μεθόδων κοινωνικής θεραπευτικής και με την αναδιαπαιδαγώγηση. Παρ' όλο που πιστεύει ότι η σύγχρονη "τεχνοτρονική"
227
φροϋδισμός κοινωνία μεταμορφώνει τον άνθρωπο* σε μηχανή, χωρίς συναισθήματα και σκέψη, στερώντας του την ελευθερία* και ευτυχία, δεν είναι απαισιόδοξος απέναντι στις προοπτικές μιας "επιδιόρθωσης", αντίθετα με τον Μαρκούζε*, ο οποίος απαιτεί ριζικές ανατροπές. Ο Φρομ προτείνει μια "ανθρωπιστική σχεδιοποίηση" της κοινωνίας*, που να βασίζεται όχι πλέον στο κυνήγι της μεγιστοποίησης της οικονομικής απόδοσης αλλά στη μέγιστη ανθρώπινη ευημερία. Για τον Φρομ, ο φόβος καταπιέζει στο υποσυνείδητο* τα χαρακτηριστικά που δεν συμβιβάζονται με τους ισχύοντες κοινωνικούς κανόνες. Μεγάλη απήχηση κατά τη δεκαετία του '60-70 μεταξύ των νέων είχε το έργο του: Η τέχνη της αγάπης (1964). Αλλα έργα του: Η υγιής κοινωνία ( 1965), Η επανάσταση της ελπίδας, Γύρω από μια εξανθρωπισμένη τεχνολογία (1968), Η κρίση της ψυχανάλυσης (1973), Υπεροχή και όρια της φροϋδικής σκέψης (1979). Δημ. Τσατσούλης
φροϋδισμός. Κατεύθυνση της ψυχολογίας* που πήρε την ονομασία από τον ιδρυτή της Αυστριακό ψυχίατρο S. Freud*. Ως σύστημα ιδεών, ο φροϋδισμός, υπερβαίνοντας τα όρια της ψυχολογίας, εξαπλώθηκε και σε άλλες επιστήμες, παίρνοντας τη μορφή διεπιστημονικής θεωρίας και αγγίζοντας τα όρια οργανωμένου ανθρωποκεντρικού φιλοσοφικού συστήματος, το οποίο προσπάθησε να ερμηνεύσει συνολικότερα κοινωνικά φαινόμενα. Συστατικά στοιχεία του φροϋδισμού είναι η ψυχαναλυτική θεωρία και η ψυχανάλυση* ως τεχνική. Η εμφάνιση του, στα τέλη του 19ου αρχές 20ού αι., συνδέεται με μια κατάσταση όπου στην ψυχολογική επιστήμη κυριαρχεί η εμπειρική σχολή του W. Wundt*, η οποία επικεντρώνει την προσοχή της στα γεγονότα της συνείδησης όπως αυτά καταγράφονται ως άμεσα δοσμένη εμπειρία*. Την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ κάνει τα πρώτα βήματα η σχολή της συμπεριφοράς*, μέσα από τις μελέτες κυρίως του Thorndike", η οποία κατανοείται ως άμεσο και απτό σύστημα αντιδράσεων του οργανισμού στις επιδράσεις των ερεθισμάτων του κοινωνικού περιβάλλοντος. Σε αντίθεση με τις απόψεις αυτές,.ο φροϋδισμός στρέφει την προσοχή του σε διαδικασίες οι οποίες βρίσκονται "πίσω" από τη συμπεριφορά και τη συνείδηση*: στις υποσυνείδητες ψυχικές διεργασίες. Με την έννοια αυτή, ο φροϋδισμός διευρύνει τα 228
όρια του ψυχισμού πέραν της συνείδησης και αποπειράται να μελετήσει τις "βαθύτερες" διεργασίες που καθορίζουν τόσο την εκδήλωση των ψυχικών λειτουργιών, όσο και της προσωπικότητας* στο σύνολό της. Για τον λόγο αυτό ο φροϋδισμός είναι γνωστός και ως ψυχολογία του "βάθους". Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους τις οποίες διήλθε ο φροϋδισμός ως σύστημα ιδεών. Κατά το πρώτο στάδιο ( 1896-1905), ο Φρόυντ σχηματοποιεί την ψυχανάλυση ως θεραπευτική μέθοδο, διατυπώνει τις αντιλήψεις του για τη δομή του ψυχισμού (συνειδητό, προσυνείδητο και υποσυνείδητο), βασιζόμενος κυρίως στην κλινική εμπειρία, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες θεωρητικές γενικεύσεις κατά τις οποίες οι αντιλήψεις του από τον χώρο της κλινικής εμπειρίας μεταφέρονται στον χώρο της γενικής ψυχολογίας. Τη δεύτερη περίοδο (1906-1918) οι φροϋδικές ιδέες διαμορφώνονται ως γενική ψυχολογική θεωρία για τη φύση και τους μηχανισμούς λειτουργίας του ανθρώπινου ψυχισμού (λειτουργία της απώθησης, σχέσεις συνειδητού - υποσυνείδητου), ενώ ταυτόχρονα μεταφέρεται σε ζητήματα τέχνης* και κουλτούρας*. Την τελευταία περίοδο (1919-1939) οι φροϋδικές απόψεις αναπτύσσονται στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας συνολικής θεωρίας για τη δομή και τις κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης της προσωπικότητας (διάκριση των "Εγώ"*, "Αυτό" και "Υπερεγώ"* ως δομικών στοιχείων της προσωπικότητας, μηχανισμοί άμυνας του Εγώ, διάκριση μαζί με το ένστικτο της ζωής και εκείνου του θανάτου ως δυνάμεων ανάπτυξης ή οπισθοδρόμησης της προσωπικότητας), ενώ επιχειρείται η ερμηνεία γενικότερων ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων (όπως η σχέση "μάζας" - Εγώ, η θρησκεία* κ.ά.). Οι φροϋδικές απόψεις εξαπλώθηκαν με μεγάλη ταχύτητα και σε τομείς πέραν της ψυχολογίας", καταλαμβάνοντας τον χώρο όλων των κοινωνικών επιστημών, καθώς επίσης της φιλολογίας, της ιστορίας* και της τέχνης*. Με αυτό τον τρόπο μετεξελίχθηκε σε ένα σύστημα ιδεών το οποίο επιχειρεί να ερμηνεύσει το σύνολο των φαινομένων* που αφορούν στον άνθρωπο* ως κοινωνικο-ψυχολογική οντότητα. Οι ιδέες του Φρόυντ αναπτύχθηκαν αλλά και διευρύνθηκαν από την επόμενη γενεά ψυχαναλυτών, η οποία καταγράφηκε ως νεοφροϋδική κατεύθυνση. Βιβλιογρ.: Whyte L„ Unconsious before Freud, Ν. Y.. 1960.- Lacan J „ The lour fundamental conceptions ol psychoanalysis, Harrnondworth, 1979.- Fromm Ε., The
Φρόυντ crisis ol psychoanalysis. Ν. Y.. 1970.- Fromm E., Gratness and limitations ot Freud thought, Ν. Y.. 1980.- Μ. Μπόσιν, To πρόβλημα του υποσυνείδητου, Μόσχα, 1968.- Β. Λέμπιν. Φρόυντ. ψυχανάλυση και Δυτική ψυχολογία, Μόσχα, 1990. Ευόγγ. Μανουράς
Φρόυντ (Freud) Ζίγκμουντ (1856-1939). Αυστριακός ψυχίατρος ιδρυτής της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης. Γόνος μικροαστικής οικογένειας, εγγράφεται στην Ιατρική σχολή της Βιέννης, ενώ παράλληλα μελετά ζητήματα νευροφυσιολογίας στο εργαστήριο φυσιολογίας υπό τη διεύθυνση του Briouque. Το 1881 γίνεται διδάκτορας και ως το 1883 ασκεί γενική ιατρική. Το 1883 εντάσσεται στο νευρολογικό και ψυχιατρικό τμήμα της κλινικής της Βιέννης και ασχολείται με ζητήματα νευροπαθολογίας και ιστολογίας του εγκεφάλου υπό τον καθηγητή Meynert. Δύο χρόνια αργότερα (1885) μεταβαίνει στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, όπου εργάζεται με σημαντικούς για την εποχή τους ερευνητές, όπως ο Breuer και ο Charcot*. Το διάστημα αυτό αρχίζει και η επισταμένη έρευνά του σε ζητήματα ψυχιατρικής και ιδιαίτερα στις νευρώσεις, εφαρμόζοντας κυρίως τη μέθοδο της ύπνωσης. Μέσα από τις μελέτες του αυτές διαμορφώνει τις πρώτες του αντιλήψεις για τον σημαντικό ρόλο των ψυχολογικών παραγόντων στην εκδήλωση των ψυχοσωματικών διαταραχών, τις οποίες διατυπώνει στο κοινό άρθρο με τον Breuer Μελέτες για την υστερία (1885). Το 1886 επιστρέφει στη Βιέννη, όπου συναντά την επιφυλακτικότητα της εκεί επιστημονικής κοινότητας για τις αντιλήψεις του. Εξακολουθώντας να εργάζεται με ασθενείς πάσχοντες από υστερία, αποστασιοποιείται από τη μέθοδο της ύπνωσης, θεωρώντας αφενός δύσκολη τη μαζική της εφαρμογή και αφ' ετέρου διότι θεώρησε ότι η υποβολή εντολών κατά τη διάρκεια της ύπνωσης εμποδίζει την εκδήλωση εκ μέρους του ασθενούς αυθόρμητων τάσεων της προσωπικότητας*, οι οποίες έχουν σημαντική σημασία στη θεραπευτική διαδικασία. Ετσι επεξεργάζεται τη "μέθοδο ανάλυσης των ελεύθερων συνειρμών", η οποία αποτέλεσε τον κορμό της ψυχαναλυτικής μεθόδου. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν τη "γέφυρα" για την ανακάλυψη από τον Freud της σεξουαλικής φύσης των νευρώσεων και τον ρόλο των υποσυνείδητων διαδικασιών. Βασιζόμενος στην κλινική εμπειρία δημοσιεύει το 1890 τη σημαντικότερη ίσως ψυχολογική εργασία του Η ερ-
μηνεία των ονείρων, στην οποία διατυπώνει με σαφήνεια τη θεώρησή του για τον ψυχισμό του ανθρώπου στον οποίο διακρίνει τρία επίπεδα: το συνειδητό, το προσυνείδητο και το υποσυνείδητο. Από τα τρία αυτά "στοιχεία" τα οποία δομούν τον ανθρώπινο ψυχισμό ο Freud θεωρεί σημαντικότερο το υποσυνείδητο, το οποίο συνδέει άμεσα με τη σεξουαλική ενέργεια (libido), την οποία με τη σειρά της αντιμετωπίζει ως "πηγή" κινήτρων για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Τις απόψεις του για τον σημαντικό ρόλο της libido και των υποσυνείδητων διεργασιών στην εκδήλωση παθολογικών φαινομένων τις μετέφερε αργότερα και σε άλλες μορφές εκδήλωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι οποίες δεν είχαν κλινικό χαρακτήρα (Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής, το 1901, και Τρία δοκίμια για τη θεωρία του σεξ, 1905, Σημειώσεις γύρω από μια περίπτωση υστερίας, 1905, στην οποία διατυπώνει σε τελική μορφή τις αντιλήψεις του για την ψυχανάλυση* ως μέθοδο). Το 1909, προσκεκλημένος στις ΗΠΑ στο πανεπιστήμιο Κλαρκ, του δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξει σε διεθνές ακροατήριο τις απόψεις του, οι οποίες γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό δίνοντας έτσι σημαντικό κύρος και ευρεία διάδοση στις ιδέες του. Το 1910 και το 1912, σε μια προσπάθεια διεύρυνσης των ιδεών του σε φαινόμενα ευρύτερου κοινωνικού χαρακτήρα, όπως αυτά της τέχνης" και του πολιτισμού", δημοσιεύει τις μελέτες Λεονάρντο Νταβίντσι και Τομέμ και ταμπού, στις οποίες επιχειρεί να ερμηνεύσει πολιτισμικού χαρακτήρα γεγονότα (όπως ο μύθος", τα έθιμα κ.λπ.) βασιζόμενος στις ψυχαναλυτικές αρχές. Στις εργασίες της τελευταίας περιόδου της δραστηριότητάς του ο Freud διατυπώνει πιο ολοκληρωμένα τις απόψεις του για τη δομή της ανθρώπινης προσωπικότητας* στο σύνολό της. Στις εργασίες του Από την άλλη πλευρά της αρχής της ικανοποίησης (1920) και Το Εγώ και το Αυτό, αναλύει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως δομή με τρία βασικά στοιχεία: το "Εγώ" το "Υπερεγώ" και το "Αυτό". Το "Αυτό" είναι η πιο αρχέγονη δομή του ψυχισμού και είναι φορέας των σεξουαλικών ενστίκτων και θελήσεων. Πα τον λόγο αυτό και οι λειτουργίες του υποτάσσονται στην αρχή της ικανοποίησης. Το "Εγώ", υποτασσόμενο στις θελήσεις του "Αυτό", προσπαθεί να το ικανοποιήσει λαμβάνοντας υπόψη του τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Ετσι διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας. Το Υπερεγώ, ως
229
φυλές ανθρώπων φορέας των εσωτερικευμένων από το άτομο κοινωνικών επιταγών και ηθικών απαγορεύσεων, διαδραματίζει ρόλο "κριτή" των πράξεων της προσωπικότητας. Προσεγγίζοντας το ζήτημα της εξέλιξης της προσωπικότητας σε άμεση σχέση με την ανάπτυξη των ενστίκτων και κυρίως του σεξουαλικού ενστίκτου (Libido), ο Freud διακρίνει τα παρακάτω στάδια ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης: α. το στοματικό στάδιο (1ο έτος), β. το πρωκτικό (2ο-3ο έτος), γ. το φαλικό (3ο-7ο έτος), δ. το στάδιο της λανθάνουσας σεξουαλικότητας (7ο-11ο έτος) και ε. το στάδιο της ετερόφυλης σεξουαλικότητας. Ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της προσωπικότητας απέδιδε ο Freud στην εκδήλωση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, το οποίο εμφανίζεται στο φαλικό στάδιο. Ο Freud πέθανε το 1939 στο Λονδίνο, στο οποίο μετέβη μετά την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Έκδοση των έργων του στα ελληνικά: Freud S., "Τα Απαντα", Πανεκδοτική, τ. 16, Αθήνα. Βιβλιογρ.: Luborsky L., Principles ol psychoanalytic psychotherapy. A Manual lor supportive-expressive treatment, Ν. Y., 1987.- Wallenstein R. S., Psychotherapy and psychoanalysis. Theory-Practice-Reserch, Ν. Y., 1975.- Jones E., The lile and works ol S. Freud, Ν. Y., 1953.- Herink R., The psychotherapy handbook. N. Y._ 1980.· Abraham K„ Selected papers on psychoanalysis, London, 1957.- Schur M., Freud. Leaving and dying, Ν. Y., 1972.- Ουέλς, Πάβλοφ και Φρόυντ, Μόσχα, 1959. Ευάγγ. Μανουράς
φυλές ανθρώπων. Ομάδες ανθρώπινων πληθυσμών των οποίων ο διαχωρισμός βασίζεται σε βιολογικά κριτήρια, μορφολογικά ή γενετικά. Οι σύγχρονοι άνθρωποι κατατάσσονται σε ένα μόνο είδος, τον Homo sapiens, του οποίου η εξάπλωση είναι παγκόσμια. Οπως και σε κάθε βιολογικό είδος με εκτεταμένη εξάπλωση, έτσι και στον άνθρωπο ανάμεσα στους πληθυσμούς παρατηρούνται περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς διαφορές (π.χ. το χρώμα της επιδερμίδας, το χρώμα ή το σχήμα των μαλλιών, το ανάστημα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η συχνότητα των αλληλόμορφων που καθορίζουν τις ομάδες αίματος, η συχνότητα εμφάνισης διαφόρων ασθενειών, η συχνότητα εμφάνισης ορισμένων γονιδιακών αλληλόμορφων κ.λπ.) Οι διαφορές αυτές χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς για τον διαχωρισμό του ανθρώπινου είδους σε φυλές. Ο διαχωρισμός ωστόσο των φυλών αυτών πολλές φορές είναι αυθαίρετος, εφόσον ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών που μελετώνται για να προσδιοριστεί μια φυλή επαφίεται στην κρίση του εκάστοτε ερευνητή
230
και βασίζεται περισσότερο σε στατιστικές παρά σε απόλυτες παραμέτρους. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο εξαιτίας της ανυπαρξίας βιολογικών μηχανισμών αναπαραγωγικής απομόνωσης, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια συνεχής και εκτεταμένη ροή γονιδιακού υλικού ανάμεσα στους ανθρώπινους πληθυσμούς, παρ' όλα τα κοινωνικά ταμπού και τις κοινωνικές διακρίσεις που αρκετές φορές επιβάλλουν την τεχνητή απομόνωση ορισμένων φυλών. Ετσι, η μελέτη καλά προσδιορισμένων γενετικών δεικτών απέδειξε ότι οι γενετικές διαφορές μέσα σε μια φυλή είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που παρατηρούνται ανάμεσα στις φυλές. Οι γενετικές διαφορές μεταξύ των φυλών αποτελούν μόνο το 15% περίπου της γενετικής ποικιλομορφίας του συνόλου του ανθρώπινου είδους, ενώ το υπόλοιπο 85% εμπεριέχεται στους πληθυσμούς. Η πλειοψηφία των ειδικών αναγνωρίζει σήμερα τρεις μεγάλες φυλές: την Καυκάσια, που κατανέμεται γεωγραφικά στην Ευρώπη και τη Δυτική Ασία, τη Νεγροειδή, που κατανέμεται στην Αφρική, νοτίως της Σαχάρας, και τη Μογγολική, που κατανέμεται στην Ανατολική Ασία και συμπεριλαμβάνει και τους γηγενείς πληθυσμούς της Αμερικής. Είναι προφανές ότι καθεμιά από τις παραπάνω φυλές μπορεί να υποδιαιρεθεί σε περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενείς πληθυσμούς. Έτσι, αρκετοί ανθρωπολόγοι, ανάλογα με τις προϋποθέσεις που θέτουν για τον διαχωρισμό των φυλών, υποδιαιρούν το ανθρώπινο είδος σε έξι έως δέκα βασικές γεωγραφικές φυλές, θεωρώντας, για παράδειγμα, ότι οι γηγενείς πληθυσμοί της Αμερικής, της Αυστραλίας, της Πολυνησίας και της Ινδίας αποτελούν διαφορετικές φυλές. Κατά καιρούς, και ιδιαίτερα τα τελευταία διακόσια χρόνια επιχειρείται συστηματικά από διάφορες ομάδες λευκών Ευρωπαίων να τεκμηριωθεί η ηθική και πνευματική κατωτερότητα άλλων φυλών που οι ίδιοι επινόησαν. Είναι ωστόσο γενικώς αποδεκτό, και όλα τα αποτελέσματα των επιστημονικά τεκμηριωμένων βιολογικών ερευνών συμφωνούν, ότι, εκτός από ορισμένες σαφείς αλλά επουσιώδεις διαφορές που αφορούν ορισμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις φυλές. ΖήσηςΜαμούρης
φυλετικής ανθρωπολογίας σχολή, βλ. ρατσιστική - ανθρωπολογική σχολή
φύση φυλή. Μια ομάδα ατόμων μέσα σε ένα είδος, τα οποία συνθέτουν έναν βιολογικά διακριτό πληθυσμό με συγκεκριμένη γεωγραφική κατανομή. Η έννοια της φυλής είναι συχνά ταυτόσημη με αυτή του υποείδους. Για τον Λινναίο και πολλούς φυσιοδίφες της εποχής του, τα είδη αποτελούσαν αμετάβλητες μονάδες που δημιουργήθηκαν εξαρχής από τον Θεό*. Η ποικιλομορφία μέσα στα είδη θεωρήθηκε ως ασήμαντο υποφαινόμενο, που αντανακλούσε τις ατέλειες και τα λάθη του υλικού κόσμου, τα οποία παρέκτρεπαν τη μορφή του είδους από το ιδεατό πρωτότυπο. Οι αντιλήψεις αυτές, που συνθέτουν την τυπολογική αντίληψη του είδους, επηρέασαν σημαντικά τους πρώτους ταξινόμους. Στα μέσα του 19ου αι. οι γεωγραφικές φυλές κατατάσσονταν ως ανεξάρτητες και αμετάβλητες ομάδες, όπως και τα είδη. Στις αρχές του 20ού αι. η "τυπολογική σκέψη" αντικαταστάθηκε από την "πληθυσμιακή σκέψη", με αποτέλεσμα η ποικιλομορφία των ατόμων μέσα στο είδος να θεωρηθεί ως σημαντικό στοιχείο και οι φυλές να αναγνωριστούν ως υποδιαιρέσεις των ειδών. Εν τούτοις, ακόμη και σήμερα οι ειδικοί της ταξινομίας διαφωνούν ως προς τον αριθμό των φυλών και των υποειδών που υπάρχουν σ' ένα είδος. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι πολλά χαρακτηριστικά εμφανίζουν ανεξάρτητα πρότυπα γεωγραφικής κατανομής, με αποτέλεσμα ορισμένοι συνδυασμοί χαρακτηριστικών να διαχωρίζουν σε κάθε περίπτωση έναν πληθυσμό από όλους τους άλλους του είδους, καθιστώντας έτσι πρακτικά αδύνατο τον προσδιορισμό ενός σαφούς αριθμού φυλών ή υποειδών. Για τον λόγο αυτό, πολλοί σύγχρονοι βιολόγοι θεωρούν ότι η έννοια της φυλής είναι βιολογικά αβάσιμη και θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Ζήσης Μαμούρης.
φυλογένεση. Η αναζήτηση της εξελικτικής πορείας των ταξινομικών ομάδων των έμβιων όντων, μέσω της μελέτης των συγγενειών ή των αποκλίσεων των ομάδων αυτών, τόσο μεταξύ τους όσο και από τον θεωρητικώς κοινό πρόγονό τους. Στα αρχικά της στάδια, η κλασική φυλογενετική έρευνα αφιερώθηκε στην αναζήτηση της δομής του κοινού προγόνου και στον τρόπο με τον οποίο αυτός θα ήταν δυνατόν να ανασυσταθεί, βάσει των δεδομένων που πρόσφερε η
μελέτη των ομόλογων χαρακτήρων των απογόνων του. Σκοπός της έρευνας αυτής ήταν να συλλέξει τις αποδείξεις που θα στήριζαν τη θεωρία του Δαρβίνου* για την καταγωγή των ειδών από κοινούς προγόνους. Έτσι, η όλη προσπάθεια εστιάσθηκε στο να προσδιορισθεί η ακριβής θέση των τύπων και των απομονωμένων φυλογενετικών σειρών στο φυλογενετικό δένδρο. Η όλη διαδικασία στηρίχθηκε αφενός στη μελέτη των λιγοστών απολιθωμάτων που αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στους εξαφανισμένους προγονικούς τύπους και στα σύγχρονα είδη, αφετέρου στη συγκριτική ανατομία και εμβρυολογία που πρόσφεραν μια γενική εικόνα των συγγενειών και των αποκλίσεων ανάμεσα στα σύγχρονα είδη. Η έλλειψη ωστόσο επαρκών στοιχείων οδήγησε τις μετέπειτα γενιές των ειδικών να αναπτύξουν μια νέα μεθοδολογία, που βασίστηκε στην αντίστροφη θεώρηση του προβλήματος. Θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη του κοινού προγόνου, τον τοποθέτησαν στο σημείο έναρξης της έρευνας και αναζήτησαν τους παράγοντες που οδήγησαν στην απόκλιση των απογονικών σειρών μετά από τρία δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Στη νέα αυτή προσέγγιση, που συνέδεσε για πρώτη φορά τη μορφολογία με την οικολογία, η δύναμη της φυσικής επιλογής θεωρήθηκε ο σπουδαιότερος παράγοντας της διαφοροποίησης των ειδών από τον κοινό πρόγονο. Η παλαιοντολογία και η συγκριτική ανατομία και εμβρυολογία συνέχισαν να αποτελούν τη βασική πηγή άντλησης δεδομένων. Σταδιακά, ωστόσο, αξιοποιήθηκαν νέοι τομείς της βιολογίας, όπως η βιοχημεία, η βιοστατιστική και πιο πρόσφατα η μοριακή βιολογία, δίνοντας νέα ώθηση στη μελέτη των φυλογενετικών δένδρων. Παρ' όλα αυτά, όσο ακριβείς και αν είναι η μεθοδολογία και οι πειραματικοί σχεδιασμοί, τα αποτελέσματά τους δεν παύουν να αποτελούν έμμεσες μόνο ενδείξεις για τη φυλογενετική σχέση των ταξινομικών ομάδων και σε αρκετές περιπτώσεις ίδια δεδομένα ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο, οδηγώντας σε διαφορετικά συμπεράσματα. ΖήσηςΜαμούρης
φύση. Η έννοια της φύσης παίρνει διάφορα περιεχόμενα. Γενικά σημαίνει καθετί υπαρκτό' όλος ο κόσμος* συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της φύσης, "το τι εστί" του Αριστοτέλη*, που, σύμφωνα με τον ίδιο, "το μεν της φύσεως ουκ εφ' ημών υπάρχει, αλλά διά τίνος θείας αι-
231
φύση πας υπάρχει". Υπό αυτή τη σημασία η φύση συνάπτεται με τις έννοιες "κόσμος", "σύμπαν"* και "ύλη"*. Επίσης η λέξη "φύση" μπορεί να αναφέρεται στη ροπή και στον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, όταν για παράδειγμα λέμε ότι κάποιος έχει καλή ή κακή φύση, καθώς και στην υπόσταση, στην έμφυτη ιδιότητά του, όταν λέμε ότι είναι φύσει καλός ή κακός. Η φύση ακόμη αντιδιαστέλλεται προς την τέχνη*, προς το έθος, προς το συμβεβηκός: "η φύσις αεί τον αυτόν έχει τρόπον", αντίθετα με το έθος, όπου "μιμείται η τέχνη την φύσιν" (Αριστ.). Με τη στενότερη σημασία η φύση είναι το αντικείμενο των θετικών - φυσικών επιστημών. Η φύση υπ' αυτή την έννοια γίνεται αντικείμενο μελέτης τόσο της φιλοσοφίας' και της μεθοδολογίας* της επιστήμης* όσο και των φυσικών επιστημών. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν σχεδόν αδιαχώριστος από τη φύση, είναι μέρος της φύσης καθώς δεν έχει εμφανιστεί ακόμη ο θεωρητικός στοχασμός. Η φύση προσωποποιείται και θεοποιείται στη μυθολογική σκέψη. Οταν εμφανίζεται ο θεωρητικός στοχασμός, όταν η μυθολογία παραμερίζεται και τη θέση της παίρνει η φιλοσοφία*, διαμορφώνεται η καθ' αυτό θεωρητική σχέση προς τη φύση. Η φύση είναι ανώτερη από τον άνθρωπο*· είναι δομημένη με αρμονία και χαρακτηριστικό της είναι η τελειότητα, καθώς αποτελεί επίκεντρο του ορθού λόγου. Είναι άψογα οργανωμένη και γΓ αυτό αποτελεί και τον κανόνα και το μέτρο της σοφίας και της γνώσης*. Η ανθρώπινη ζωή είναι ευτυχισμένη όταν ακολουθεί και σέβεται τους νόμους της φύσης. Η φύση δηλαδή αντιμετωπίζεται ως ένα τέλεια δομημένο σύστημα που κρύβει μέσα του τη σοφία. Στον Αριστοτέλη ο όρος δηλώνει το σύνολο της διαμορφωμένης ύλης. Στους στωικούς*, έχει την έννοια της δύναμης η οποία εμψυχώνει τα πάντα ή το ον το ενιαίο και μόνιμο, του οποίου όλα τ' άλλα αποτελούν μερικές και προσωρινές εκδηλώσεις. Στην εποχή του Χριστιανισμού* η αντίληψη για τη φύση αλλάζει ριζικά. Η φύση τώρα θεωρείται ως η ενσάρκωση της αρχικής ύλης, όπου όλα είναι απατηλά και προσωρινά. Στο γήινο, στο φθαρτό, στη φύση αντιπαρατίθεται ο Θεός*, το επουράνιο, το αιώνιο και το άφθαρτο. Σκοπός τώρα δεν είναι η συγχώνευση με τη φύση -όπως ήθελαν οι αρχαίοι- αλλά η ανύψωση πάνω απ' αυτή.
232
Στην εποχή της Αναγέννησης παρατηρείται μια στροφή προς τις παλαιότερες αντιλήψεις για τη φύση, δηλαδή στις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Θεώρησαν έτσι οι στοχαστές της Αναγέννησης τη φύση ως την ενσάρκωση της τελε'ότητας, της ομορφιάς, της σοφίας και της αρμονίας. Στον Διαφωτισμό* μάλιστα γίνεται μια επιτακτική στροφή προς τη φυσική κατάσταση. Ο Ρουσσώ* εισάγει την έννοια του φυσικού δικαίου* και προβάλλει το σύνθημα της επιστροφής στη φύση, η οποία θα σημάνει μια ζωή απελευθερωμένη από την καταπίεση και τις συμβατικότητες του συνεχώς αναπτυσσόμενου αστικού πολιτισμού. Πολλοί φιλόσοφοι και λογοτέχνες προβάλλουν την αρμονία και την αγαθότητα της φύσης, δίνουν έμφαση στους φυσικούς νόμους, καθώς βλέπουν την ακαταλόγιστη ανάπτυξη του ανθρώπου εις βάρος και ενάντια στη φύση. Στα νεότερα χρόνια η ανάπτυξη των επιστημών και η ιλιγγιώδης τεχνολογική εξέλιξη συνέβαλαν ώστε να γίνει η φύση αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Οι νέες συνθήκες δεν επιτρέπουν την εξιδανικευμένη και ρομαντική αντιμετώπιση της φύσης. Η φύση δεν είναι πλέον πηγή έμπνευσης και τόπος αγαθότητας, αρμονίας και σοφίας. Η φύση τώρα γίνεται αντικείμενο πειραμάτων, γίνεται πεδίο δράσης του ανθρώπινου πνεύματος*, το οποίο προσπαθεί να της επιβληθεί και να την υποτάξει. Ο άνθρωπος διαμορφώνει τη δική του πραγματικότητα, τη δική του φύση. Καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον προσπαθώντας να επιβάλει τους δικούς του κανόνες. Ο κόσμος που αποτελεί δημιούργημα του ανθρώπου αντιδιαστέλλεται πλέον από τον κόσμο της φύσης. Από τη στιγμή που η επίδραση του ανθρώπου στη φύση είναι τόσο μεγάλη, η ίδια η φύση έχει εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο και τη δράση του. Τις τελευταίες δεκαετίες, ως αντίδραση στην εκμετάλλευση, στην καταστροφή και στον βιασμό που υφίσταται η φύση από την αλόγιστη χρήση της από τον άνθρωπο, έχει εμφανιστεί η οικολογία*, ως θεωρία και πρακτική ενάντια στην καταστροφή της φύσης από τον τεχνολογικό πολιτισμό- τονίζει τη σπουδαιότητα της φύσης για τον άνθρωπο και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τους καταστροφείς της. Βιβλιογρ.: Αριστοτέλους. Φυσικά.· Aristotle's system ol a physical world. Ithaca. 1960 - Η ανάπτυξη των επιστημών της φύσης στην Αρχαιότητα. Η πρώιμη ελληνική επιστήμη "περί φύσεως*. Μόσχα. 1979. Μαρία Ντόλκα
φεουδαρχικός σοσιαλισμός "Φυσική ακρόασις". Το έργο που εμείς ονομάζουμε "Φυσική" ή "Φυσικά" του Αριστοτέλη* είναι γνωστό από τον πρώτο εκδότη των αριστοτελικών έργων, τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο*, ως Φυσική ακρόασις και αποτελείται από τη συνένωση πραγματειών: Το πρώτο βιβλίο είναι μια εισαγωγή "περί αρχών" και ανήκει στην πρώιμη συγγραφική περίοδο του Αριστοτέλη, όπως δέχεται σήμερα η έρευνα. Το δεύτερο βιβλίο αποτελεί μια ανεξάρτητη διδακτική ενότητα για τα τέσσερα αίτια (η ύλη, το είδος, το κινήσαν ή όθεν η κίνησις, το ου ένεκα: Β7, 198α 21 κ.ε.). Και το βιβλίο αυτό ανήκει επίσης στην πρώιμη συγγραφική περίοδο του φιλοσόφου. Την τρίτη ενότητα ή πραγματεία αποτελούν τα βιβλία Γ-Ζ (ή III-VI), όπου ο Αριστοτέλης αναπτύσσει τις βασικές αρχές της Φυσικής του, δηλαδή τη δομή των εννοιών της κίνησης', του χώρου*, του χρόνου* και κυρίως του συνεχούς. Από την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου γίνεται φανερό ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε το έργο αυτό για τις παραδόσεις του και ότι πιθανότατα η σύνθεση αυτής της ενότητας ακολούθησε τη συγγραφή των δύο πρώτων βιβλίων. Η κίνηση προϋποθέτει την έννοια του συνεχούς και δεν νοείται βέβαια χωρίς τις έννοιες του χώρου (: τόπου) και του χρόνου. Ακριβώς η λειτουργική σύνδεση αυτών των εννοιών (κίνησις, χώρος, χρόνος και συνεχές) συνιστά την πρωτότυπη προσφορά αλλά και το επίτευγμα του Αριστοτέλη στο Ιο βιβλίο (περί αρχών). Στα βιβλία Γ-Ζ ο φιλόσοφος κατανέμει τη λεπτομερή ανάπτυξη αυτών των εννοιών ως εξής: Γ 1 -3: περί κινήσεως, κεφ. 4-8 περί του απείρου- στο Δ 1-15 ο τόπος (= χώρος), κεφ. 6-9 το κενό, 10-14 ο χρόνος· στο Ε 1-2 μιλάει πάλι για την κίνηση ως "μεταβολή"- στο Ε 3 αρχίζει η συζήτηση για το συνεχές, η οποία συνεχίζεται και στο Ζ βιβλίο (το 6ο δηλαδή). Το Η" (7ο) βιβλίο δημιουργεί προβλήματα στους ερευνητές· δεν ανήκει στη συνοχή των προηγούμενων βιβλίων. Ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος το αγνοεί και δεν υπάρχει στα προηγούμενα ούτε μία παραπομπή σ" αυτό. Αποτελείται από τρία μέρη και αναλύονται ο' αυτά, κάπως άτακτα, οι έννοιες της κίνησης, κυρίως η διαδικασία της κινήσεως και η ερμηνεία του κινούντος - κινουμένου- επίσης, ασκεί κριτική στην πλατωνική αντίληψη ότι η ψυχή είναι η αρχή της κινήσεως (Φαιδρός, 245θ). Τέλος, στο Θ" (8ο βιβλ.) ο Αριστοτέλης θέτει το θεμελιώδες για την αρχαία ελληνική αντίληψη του κόσμου ερώτημα, αν η κίνηση,
που ταυτίζεται με την έννοια της ζωής στον φυσικό κόσμο, δημιουργήθηκε κάποτε (από κάποιον δημιουργό βέβαια) ή είναι αιώνια (Θ 1, 250b 11: "πότερον γέγονέ ποτε κίνησις ουκ ούσα πρότερον ... ή ούτ' εγένετο ούτε φθείρεται, αλλ' ην και αεί έσται κ.λπ.). Ανακινεί επίσης την "περί φύσεως θεωρίαν", δηλαδή την έρευνα του φυσικού γίγνεσθαι, καθώς και την έρευνα που οδηγεί (και εξηγεί) στην πρώτη αρχή της κινήσεως (251α 5: "την μέθοδον την περί της αρχής της πρώτης"). Στο βιβλίο αυτό φαίνεται ότι ο σπουδαιότερος στόχος του ωστόσο είναι ν' ανασκευάσει οριστικά τη θεωρία του Πλάτωνα* για την αυτοκίνηση ("το αυτό υπό του αυτού κινητικού όντος", 253α 4). Η Φυσική του Αριστοτέλη έχει ως αντικείμενό της τις φυσικές διαδικασίες, "τα φυσικά πράγματα και ό,τι συντελείται μ' αυτά, δηλαδή η γένεση, η μεταβολή, η κίνηση". Δεν ασχολείται με τα φυσικά φαινόμενα. Από τη νεότερη και σύγχρονη Φυσική τη χωρίζουν ή διαφέρει σε τρία βασικά πράγματα: α) διαθέτει πολύ περιορισμένο εμπειρικό υλικό (ίσως και διαφορετικής υφής)' β) λείπει παντελώς το πείραμα και η πειραματική γνώση και γ) δεν έχει τον μαθηματικό τρόπο διατύπωσης των προτάσεών της. Βιβλιογρ.: Η. Leisengang. άρθρο "Physik" του Αριστοτέλη στη R. Ε. XX. σ 1040.- W. Wieland. Die aristotelische Physik. Gottingen. 1968.- G. Ε. L. Owen, Aristote et les problêmes de méthode. Louvain, 1961- L. Couloubaritsis. L' avènement de la science physique. Essai sur la "Physique" d' Aristote, Bruxelles. 1980.- F. Solmsen, Aristotle's System ot the physical World, Cornell U. P.. 1960.-1. During, Αριστοτέλης, τόμ. Β-, μετφ. Α. Γεωργίου - Κατσιβέλα. Αθήνα. M.I.E.T., 1994. Βασ. Κύρκος
φυσικαλισμός. Σύμφωνα με τη θεωρία του φυσικαλισμού (physicalism), ο κόσμος της υλικής πραγματικότητας ταυτίζεται με τον φυσικό κόσμο. Η θεωρία αυτή, που ονομάζεται και υλισμός* (materialism), συνδέεται συνήθως με τα ονόματα του Επίκουρου*, του Λουκρητίου*, του Hobbes*, του Holbach*, του Υ. Ν. Huxley*, του J. Β. Watson*, του Carnap", του Quine* και του Smart. Ο όρος φυσικαλισμός χρησιμοποιείται επίσης για τη θεωρία σύμφωνα με την οποία όλες οι σημαντικές προτάσεις είναι δυνατόν να μεταφραστούν στη γλώσσα της φυσικής. Ο φυσικαλισμός αντιτίθεται σε κάθε είδους οντολογία*, συμπεριλαμβανομένων των αφηρημένων αντικειμένων, όπως τα καθόλου και οι αριθμοί, καθώς και στα νοητικά γεγονότα και τις καταστάσεις από τη στιγμή που αυτές νοούνται ανεξάρτητα από τα φυσικά α-
233
φυσική θρησκεία ντικείμενσ, τα φυσικά γεγονότα και τις φυσικές καταστάσεις. Οι φυσικαλιστές υποστηρίζουν ότι ο κόσμος της πραγματικότητας* περιέχει μόνο ύλη* και ενέργεια* και ότι τα αντικείμενα έχουν μόνο φυσικές οντότητες, όπως για παράδειγμα χωρο-χρονική θέση, όγκο, μέγεθος, μορφή, κίνηση, σκληρότητα, ηλεκτρική φόρτιση, μαγνητισμό και βαρύτητα. Το κύριο επιχείρημα υπέρ της θεωρίας του φυσικαλισμού βασίζεται στην επιτυχία της φυσικής επιστήμης. Οι φυσικαλιστές πιστεύουν ότι, όπως οι φυσικοί επιστήμονες μπόρεσαν να εξηγήσουν μια μεγάλη και ποικίλη έκταση φαινομένων χρησιμοποιώντας θεμελιώδεις φυσικούς νόμους, κατά τον ίδιο τρόπο είναι δυνατόν και τα φιλοσοφικά προβλήματα να εξηγηθούν σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Η αρχή, άλλωστε, σύμφωνα με την οποία οι ιδιότητες των μεγαλύτερων σωμάτων καθορίζονται από αυτές των φυσικών μερών τους επιβεβαιώνεται καθημερινώς. Η φυσική βάση των ουρανίων σωμάτων αναγνωρίσθηκε κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα, της χημείας κατά τον δέκατο όγδοο και της βιολογίας κατά τον δέκατο ένατο και η νευροφυσιολογική βάση της ψυχολογίας έγινε κατάδηλη κατά τον εικοστό αιώνα. Η θεωρία του φυσικαλισμού έχει δεχθεί πολλές ενστάσεις τόσο από την πλευρά της θεολογίας*, όσο και από την πλευρά της γνωσιολογίας* και της ψυχολογίας*. Μία από τις βασικότερες αντιρρήσεις κατά του φυσικαλισμού, η οποία πηγάζει από τον καρτεσιανό δυϊσμό, είναι ότι η σκέψη, τα συναισθήματα και οι αισθήσεις είναι τελείως διαφορετικές από το μέγεθος, τον όγκο και τη βαρύτητα. Επίσης από την πλευρά της γνωσιοθεωρίας, οι ιδέες ή τα δεδομένα των αισθήσεων αποτελούν μόνο αντικείμενα άμεσης αντίληψης, και συνεπώς τα πάντα πρέπει να αναχθούν στο νοητικό. Στη σύγχρονη αγγλοσαξωνική "φιλοσοφία του νου"* ο όρος φυσικαλισμός, όπως και ο όρος υλισμός, έχει χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει πολλές συγγενείς μεταξύ τους θεωρίες. Αναφορικά με τη σφαίρα του νοητικού, ο φυσικαλισμός υποστηρίζει ότι όλα τα γεγονότα σχετικά με τον νου* και τη συνείδηση* είναι φυσικά γεγονότα. Όλες οι οντότητες -είτε αυτές είναι αντικείμενα, γεγονότα, ποιότητες, σχέσεις ή γεγονότα- είναι, ή τουλάχιστον μπορούν να αναχθούν ή οντολογικά εξαρτώνται από φυσικές οντότητες. Συχνά οι φυσικαλιστές διαφέρουν μεταξύ τους στις άλλες τους μεταφυσι-
234
κές δεσμεύσεις, όπως για παράδειγμα αρνούνται ότι υπάρχουν γεγονότα, ποιότητες ή γεγονότα. Γενικώς, στη σύγχρονη φιλοσοφική ψυχολογία υπάρχουν δύο είδη φυσικαλισμού. Σύμφωνα με το πρώτο, όλα τα νοητικά είδη ταυτίζονται με τα φυσικά είδη. Οι θεωρίες της ταυτότητας αυτού του είδους διακρίνονται με τη σειρά τους σε δύο: πρώτον, σε τυπικές θεωρίες ταυτότητας (type identity theories) σύμφωνα με τις οποίες οι νοητικές ποιότητες (types) είναι φυσικές κατηγορίες (types), και, δεύτερον, σε συμβολικές θεωρίες ταυτότητας (token identity theories), σύμφωνα με τις οποίες τα νοητικά καθέκαστα (γεγονότα, αντικείμενα) ταυτίζονται με τα φυσικά καθέκαστα. Τέλος, σύμφωνα με το δεύτερο είδος φυσικαλισμού, τα νοητικά είδη -καταστάσεις, γεγονότα, αντικείμενα-πραγματοποιούνται με ή αποτελούνται από φυσικά είδη. Οι αντιδράσεις κατά του φυσικαλισμού επικεντρώνονται συνήθως στη μη αναγώγιμη φύση των συνειδητών ποιοτήτων του νου και των καταστάσεων της συνείδησης. Αυτές οι ποιότητες θεωρούνται ουσιωδώς υποκειμενικές, κάτι που ένας καθαρώς φυσικός κόσμος πρέπει να στερείται, γιατί η γνώση αυτών των ποιοτήτων θεωρείται ότι συνεπάγεται ουσιωδώς την υποκειμενική εμπειρία κατά έναν τρόπο που η γνώση του φυσικού δεν τη συνεπάγεται (Nagel*, Jackson). Βιβλιογρ.: Borst C. V. (έκδ.), The Mind-Brain Identify Theory, Macmillan 1970.- Davidson D„ "Mental Events", στο The Nature olMind, εκδ. από D. M. Rosenthal, Oxford. 1991, σ. 247-256.- Honderich T. (εκδ.). The Oxford Companion to Philosophy, Oxford, 1995.- Kripke S.. Naming and Necessity, Cambridge, Mass.. 1980.- Lycan W. G. (εκδ.), Mind and Cognition, Blackwell, 1994.- Nagel T.. "Wat is it Like to Be a Bat", Philosophical Review (1974), 83, o. 435-50.- Rosenthal D. Μ. (έκδ.). The Nature ol Mind, Oxford. 1991.- Smart J. J. C.. "Sensations and Brain Processes", Philosophical Review ( 1959), 68, o. 141 156. Ελένη Λεοντσίνη
φυσική θρησκεία. Πρόκειται για σύνολο θρησκευτικών αντιλήψεων, γενικών και αφηρημένων, που εισήγαγε η ιδεολογία του Διαφωτισμού* τους 17ο και 18ο αι. Οι Διαφωτιστές απέρριπταν το κύρος της αποκεκαλυμμένης θρησκείας* και τα δόγματα και δέχονταν τη "θρησκεία του λογικού" και του "αισθήματος", που απορρέουν από την "ανθρώπινη φύση". Οργανωμένη έκφραση της φυσικής θρησκείας προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν οι γάλλοι επαναστάτες με την υιοθέτηση μιας κρατικής
φυσικό δίκαιο λατρείας, που βασίζονταν στις αρχές της φυσικής θρησκείας. Αλέί. Καριώτογλου
φυσική πραγματικότητα. Εννοια που εισήγαγε ο Α. Αϊνστάιν*, η οποία υποδηλώνει το σύστημα των θεωρητικών αντικειμένων που έχουν κατασκευασθεί από διάφορες φυσικές θεωρίες* είτε από το σύνολο των θεωριών. Στα αντικείμενα αυτά αποδίδεται οντολογικό status. Από αυτή την άποψη η "φυσική πραγματικότητα" αποτελεί νοητική ανασύσταση του αντικειμενικού-πραγματικού κόσμου, υπό το πρίσμα των εννοιών, των νόμων και των αρχών της φυσικής θεωρίας· και γι' αυτό τον λόγο δεν πρέπει να συγχέεται με την "αντικειμενική πραγματικότητα", δεδομένου ότι η πρώτη είναι μοντέλο του μέρους εκείνου της δεύτερης το οποίο συγκροτεί το γνωστικό αντικείμενο*, το ερευνητικό πεδίο της φυσικής επιστήμης. Κατά τους Αϊνστάιν και L. Inteld "επιθυμία μας είναι να εξάγουμε λογικά από την αντίληψή μας για την πραγματικότητα τα παρατηρούμενα γεγονότα. Χωρίς την πίστη πως είναι δυνατόν να συλλάβουμε την πραγματικότητα με τις θεωρητικές δημιουργίες μας, χωρίς την πίστη στην εσωτερική αρμονία του κόσμου μας δεν θα μπορούσε να υπάρξει επιστήμη". (Η εξέλιξη των ιδεών στη φυσική, Δωδώνη, Αθήνα 1978, σελ. 254). Η "φυσική πραγματικότητα" συνιστά ένα πολυεπίπεδο ιεραρχημένο σύστημα, η αλληλοσύνδεση των επιπέδων του οποίου διασφαλίζεται από τους κανόνες λογικής συναγωγής*, τη σημαντική ερμηνεία, τους λειτουργικούς ορισμούς, τις συμβάσεις κ.λπ. Η συσχέτισή της με την αντικειμενική πραγματικότητα πραγματοποιείται μέσω της πρακτικής* (πείραμα*, πρακτικές εφαρμογές, τεχνική*, τεχνολογία*). Βιβλιογρ.: Ε. Μπιτσάκη, Το είναι και το γίγνεσθαι, Αθήνα, 1989.· του Ιδιου, Διαλεκτική και νεώτερη φυσική, Αθήνα, 1989.· του ίδιου, Η δυναμική του ελάχιστου, τ. Α -Β , Αθήνα, 1984-1987. Δ. Πατέλης
φυσική φιλοσοφία. Ο όρος αυτός, από την εποχή του Αριστοτέλη* και για πολλούς αιώνες μετά, καλύπτει όλα αυτά που σήμερα αποκαλούμε επιστήμη*. Ως πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι θεωρούνται οι Ιωνες φιλόσοφοι, που επιχείρησαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του ορθού λόγου προτείνοντας μια θεωρητική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων απαλλαγμένη από την ύπαρξη μιας νομοτελειακής δράσης απρόσωπων παραγόντων. Από τη θεμε-
λίωση της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη και ύστερα η φυσική φιλοσοφία αποτελεί ως φιλοσοφική κοσμολογία έναν κλάδο της ειδικής μεταφυσικής*. Στα χρόνια του Μεσαίωνα, και πολύ πιο έντονα στην εποχή της Αναγέννησης, άρχισε να διαφαίνεται ο σαφής διαχωρισμός της Φυσικής από τη Φιλοσοφία*, μιας και το πείραμα άρχισε να αποτελεί απαραίτητο εργαλείο της επιστήμης*. Την ενότητα φυσικής επιστήμης και φυσικής φιλοσοφίας αμφισβήτησαν σι θετικιστές και οι φιλόσοφοι εκείνοι για τους οποίους αξία έχουν μόνο οι επιστημονικές προτάσεις και οποιαδήποτε φυσική φιλοσοφία μπορεί να νοηθεί μόνο στο πλαίσιο κάποιας σύνοψης όλων των επιστημονικών γνώσεων. Στα νεότερα χρόνια η φυσικοφιλοσοφική σκέψη παρουσιάζεται στον Ν. Hartmann* με οντολογική μορφή, ενώ η "οργανισμική"* φιλοσοφία του Α. Ν. Whitehead* προσδίδει σε αυτήν μεταφυσικό χαρακτήρα. Η ραγδαία ανάπτυξη της Φυσικής επιστήμης κατά τον 20ό αι. και η ανάδειξη θεμελιακών προβλημάτων σε αυτή προβάλλουν την ανάγκη μιας ευρύτερης φιλοσοφίας της φύσης. Γι ώργος Οικονόμου
φυσικισμός, βλ. φυσικαλισμός φυσικό δίκαιο. Σύμφωνα με τον θεωρητικό του Δικαίου Η. Kelsen, φυσικό δίκαιο είναι το εγχείρημα διατύπωσης ενός ανώτατου κανόνα περί δικαίου* και δικαιοσύνης που πηγάζει από τον θεό*, τη Φύση* ή τον Λόγο*. Η θεωρία του φυσικού δικαίου έχει τις καταβολές της στον αρχαίο κόσμο και θεμελιώθηκε από τον Θωμά Ακινάτη* στη βάση στοιχείων που αντλήθηκαν από το ρωμαϊκό δίκαιο και το χριστιανικό δόγμα. Η εν λόγω θεωρία προβάλλει την ιδέα ότι υφίσταται ένα δίκαιο που προηγείται της συγκρότησης του κράτους* και το οποίο μπορεί να αποκαλυφθεί από τον Λόγο μέσω της γνώσης του ανθρώπινου όντος όπως πλάστηκε από τον Θεό. Το δίκαιο αυτό επιβάλλεται εφεξής στην εξουσία και οφείλει να βρίσκεται σε αρμονία με το θετικό δίκαιο. Η μεσαιωνική αντίληψη του φυσικού δικαίου μεταδίδεται στην Ευρώπη από τους Ισπανούς φιλοσόφους Suarez και Vitoria, αλλά με τους Grotius* και Pufendorf αποκτά νέο περιεχόμενο, που θα επηρεάσει όλους τους κλάδους του δικαίου και, κυρίως, τη θεωρία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με τον Grotius* (De jure belli ac pads, 1624), το φυσικό δίκαιο διαχωρίζεται από τα
235
φυσικοεπιστημονικός υλισμός θεολογικό του στοιχεία και καθίσταται ορθολογικό, με την έννοια ότι οι κανόνες του μπορούν να γίνουν γνωστοί ανεξάρτητα από την αναφορά σε κάποια υπερφυσική αρχή. Οι δύο θεμελιώδεις έννοιες της θεωρίας του φυσικού δικαίου είναι η "φυσική κατάσταση", δηλαδή η κατάσταση που προηγείται της κοινωνικής συγκρότησης και στην οποία ο άνθρωπος διαθέτει απόλυτη ελευθερία, και το "κοινωνικό συμβόλαιο", το οποίο αποβλέπει στην υπέρβαση της "φυσικής" κατάστασης και στην οργάνωση της ανθρώπινης ομάδας μέσα από μια συμφωνία των μελών της. Οι σκοποί του "κοινωνικού συμβολαίου" διαφέρουν από το ένα φιλοσοφικό σύστημα στο άλλο, ανάλογα με τον τρόπο που ερμηνεύεται η "φυσική κατάσταση": στο σύστημα του Hobbes* η φυσική κατάσταση ταυτίζεται με την πλήρη αναρχία και με την κατίσχυση των ισχυρών προκειμένου να αποφύγουν το χάος, τα άτομα παραχωρούν την απόλυτη εξουσία στο κράτος* για να επιβάλει την τάξη, πράγμα που οδηγεί στη δικαίωση του απολυταρχισμού και ισοδυναμεί με την απαλλοτρίωση κάθε ελευθερίας* και δικαιώματος*. Αντίθετα, στη σκέψη του Locke*, η φυσική κατάσταση θεωρείται χώρος ελευθερίας, έτσι ώστε η δημιουργία κοινωνίας* και κράτους μέσω του κοινωνικού συμβολαίου αποσκοπεί στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, γεγονός που σημαίνει ότι η παραχώρηση της ελευθερίας τους στο κράτος είναι μερική και υπό όρους και η εξουσία, εφόσον δεν τηρούνται οι όροι του συμβολαίου, ανακλητή. Βιβλιογρ.: Le Fur. La théorie du droit naturel depuis le XVIIle siècle et la doctrine moderne. Hachette. Paris, 1928 - L. Haymondis. Une vision juridique et politique, contribution à /' étude du droit naturel, Sirey, Paris, 1947Simone Goyard-Fabre. Pulendorl et le droit naturel. PUF/Leviathan, Paris, 1993.- R. A. Amstrong, Primary and Second natural law precepts. The Hague, 1966.- G. Post. Studies in medieval legal sources. Princeton. 1964. Ευστάθ. Μπάλιας
φυσικοεπιστημονικός υλισμός ή φυσικοιστορικός υλισμός*, ή αυθόρμητος υλισμός. Όρος που εισήγαγε στα τέλη του 19ου αι. ο Βρετανός φυσικός J. Tyndall για να επισημάνει τις κοσμοθεωτητικές θέσεις των φυσικών επιστημόνων. Κατά τον Β. I. Λένιν* πρόκειται για την "... αυθόρμητη, μη συνειδητοποιούμενη, μη μορφοποιημένη, φιλοσοφικά ασυνείδητη πεποίθηση της συντριπτικής πλειονότητας των φυσιοδιφών για το αντικειμενικά υπαρκτό του αντανακλώμενου από τη συνείδησή μας εξω-
236
τερικού κόσμου" (βλ. Υλισμός και εμπειροκριτισμός). Από αυτή την άποψη ο φυσικοεπιστημονικός υλισμός είναι συνώνυμο του ρεαλισμού, στον οποίο εδράζεται το σύνολο των φυσικών επιστημών και ο οποίος ενισχύεται και τροφοδοτείται από τις επιστημονικές ανακαλύψεις (π.χ. από την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου*, από τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν* κ.λπ.). Παρά τη συγγένεια των θέσεων αυτού του αυθόρμητου υλισμού με τον φιλοσοφικό υλισμό* (παραδοχή του αντικειμενικού χαρκτήρα της φύσης* και των νομοτελειών* της, παραδοχή της γνωσιμότητας της φύσης κ.λπ.), συνιστά εκδοχή μη συγκροτημένου και ανολοκλήρωτου συστήματος, οι μεθοδολογικές αδυναμίες του οποίου εκδηλώνονται ιδιαίτερα στις απόπειρές του να υπερβεί τα όρια των φυσικών επιστημών και να εξετάσει ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα (οπότε συνήθως προσφεύγει σε αναγωγισμούς* είτε σε ιδεαλιστικές, βουλησιαρχικές κ.λπ. απόψεις). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα οργανικά συνδεόμενης με το σύνολο των επιστημών πλην όμως αυτοτελούς φιλοσοφικής έρευνας επιστημονικού χαρακτήρα, ικανής για συνειδητή "διαλεκτική λογική"* και μεθοδολογική θεμελίωση των επί μέρους ερευνών. Βλ. επίσης: υλισμός, ρεαλισμός, διάνοια και λόγος, συνειδητό και αυθόρμητο, συνείδηση κοινωνική. Δ. Πατέλης
φυσικοί νόμοι. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις σταθερές και υπό ορισμένες συνθήκες αμετάβλητες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα φυσικά φαινόμενα*. Οι φυσικοί νόμοι αποτελούν την ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενη, αλλά ορισμένης μορφής αλληλεπίδραση ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και γΓ αυτό τον λόγο καθίσταται δυνατή και η μαθηματική τους διατύπωση. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η σχετικότητα των φυσικών νόμων, μιας και αυτοί θα πρέπει να ορίζονται ως προς ένα συγκεκριμένο σύστημα αναφοράς. Η ισχύς των φυσικών νόμων εκτείνεται σε ορισμένες κυρίως περιοχές της Φυσικής, σε αντιδιαστολή με τις φυσικές αρχές, οι οποίες αποτελούν γενικότερες διατυπώσεις και αναφέρονται σε όλο τα φάσμα της Φυσικής επιστήμης. Γιώργος Οικονόμου
φυσιογνωμική. Είναι η τέχνη της ανίχνευσης
Φώτιος της προσωπικότητας" του ανθρώπου από το πρόσωπο του. Η φυσιογνωμική δίνει σημασία τόσο στα σταθερά και μόνιμα χαρακτηριστικά του προσώπου (π.χ. το σχήμα) όσο και στα παροδικά, π.χ. στοιχεία μιμικής. Σύμφωνα με τη φυσιογνωμική, πρόσωπα με τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα δηλώνουν έναν χαρακτήρα εγκεφαλικό, την κυριαρχία της νόησης πάνω στα συναισθήματα, την ύπαρξη θετικισμού. Αντίθετα, τα στρογγυλά και ωοειδή σχήματα φανερώνουν έναν ήπιο χαρακτήρα. Οι φυσιογνωμιστές διαιρούν το πρόσωπο σε τρεις ζώνες: α) τη μετωπιαία, η οποία εκπροσωπεί τις διανοητικές ικανότητες του ατόμου, β) την περιοχή από το ριζορρίνιο έως το άνω χείλος, η οποία αντιπροσωπεύει τα συναισθηματικά γνωρίσματα και γ) την περιοχή από το άνω χείλος έως τον τράχηλο, η οποία αντιπροσωπεύει το σύνολο των ενστίκτων. Αλλοι φυσιογνωμιατές διαιρούν το πρόσωπο σε δύο μόνο ζώνες με μία οριζόντια γραμμή, ενώ κάποιοι άλλοι διακρίνουν τέσσερεις περιοχές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τους τέσσερεις τύπους ιδιοσυγκρασίας του Ιπποκράτη* ως α) φλεγματική, β) αιματώδης, γ) χολερική και δ) μελαγχολική. Η φυσιογνωμική εξετάζει επίσης το χρώμα των μαλλιών και το δέρμα. Η αρχαία φυσιογνωμική υπάγεται στη μορφοψυχολογία. βασιλική Παππά
φυσιοκρατία, βλ. νατουραλισμός "φυσιολογικός ιδεαλισμός". Φιλοσοφική θεωρία, κατά την οποία πηγή του περιεχομένου και της δομής της "γνωστικής διαδικασίας"* είναι οι ιδιότητες του φυσιολογικού υπόβαθρου (εγκέφαλος, νευρικό σύστημα, αισθητήρια όργανα) και όχι τα πράγματα καθεαυτά. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην παρατήρηση ότι τα αισθήματα*, οι αντιλήψεις* και οι παραστάσεις*, που είναι προϊόντα ερεθισμού των αισθητηρίων οργάνων, δεν αναπαράγουν τα χαρακτηριστικά του αντικειμενικού κόσμου. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκαν οι επιστήμονες, όταν διαπίστωσαν ότι η αντίδραση των αισθητηρίων οργάνων μπορεί να προκληθεί όχι μόνον από ανάλογο ερέθισμα (λ.χ. οπτική αίσθηση από το φως), αλλά και από μη ανάλογο (λ.χ. αίσθημα φωτός από ηλεκτρικό ερέθισμα). Η παρατήρηση αυτή οδήγησε στη διατύπωση της αρχής της "ιδιόμορφης ενέργειας των αισθητηρίων οργάνων". Η πατρότητα της αρχής αυτής ανήκει στον φυσιολόγο και ειδικό στον ηλεκτρο-
μαγνητισμό, την οπτική και τη θερμότητα I. Μύλλερ (1801-1859) και στον νευρολόγο ιατρό Κάρ. Μπελ (1774-1842). Ειδικότερα ο Μύλλερ, ασχολούμενος με τα αισθητήρια της όρασης και της ακοής, τα φωνητικά όργανα κ.λπ., διατύπωσε τον νόμο του, σύμφωνα με τον οποίο η αίσθηση δεν εξαρτάται από τον τρόπο διέγερσης των νεύρων, αλλά μόνον από τη φύση του αισθητηρίου οργάνου. Παραλλαγές του "φυσιολογικού ιδεαλισμού" διατυπώθηκαν από τον Τσ. Σ. Σέριγκτον, κατά τον οποίο πηγή της γνωστικής διαδικασίας είναι οι λειτουργικές ιδιότητες του εγκεφάλου, και από τον Ε. Μπ. Χολτ, ο οποίος την πληροφορία την αποδίδει στις ιδιομορφίες της νευρομυίκής προσαρμοστικότητας. Κριτική κατά του "φυσιολογικού ιδεαλισμού" άσκησε ο Λουδ. Φόυερμπαχ* (1804-1872). Αυτός, ακολουθώντας τη γραμμή της υλιστικής αισθησιαρχίας* (σενσουαλισμός), δέχεται την ιδιαιτερότητα των αισθητηρίων οργάνων, την ερμηνεύει όμως ως δείκτη προσαρμοστικότητας του νευρικού συστήματος, που δίνει μια πιο λεπτομερή απεικόνιση των αντικειμένων. Πιο απόλυτος ο μαρξισμός*, απορρίπτει τον "φυσιολογικό ιδεαλισμό" ως αντιεπιστημονικό. Βιβλιογρ.: Μύλλερ I., Φυσιολογία του ανθρώπου (1833).του ίδιου. Συγκριτική φυσιολογία της όρασης (1828).Λένιν Β. I., Η κριτική του φυσιολογικού ιδεαλισμού. Απ. Τζαφερόπουλος
Φώτιος (820-891 μ.Χ.). Βυζαντινός σοφός και πατριάρχης Κων/πόλεως (858-867 και 878886), πνεύμα καλλιεργημένο και ευρύ, πρόδρομος της Αναγέννησης. Ο δάσκαλος αυτός του μετέπειτα αρχιεπισκόπου Καισαρείας και νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αρέθα* και του αυτοκράτορα Λέοντα Στ' του Σοφού, με την απύθμενη και πολυμερή του μόρφωση, απετέλεσε το κέντρο της πνευματικής και φιλοσοφικής κινήσεως της βασιλεύουσας κατά την εποχή του. Το σπίτι του ήταν σχολείο υψηλής παιδείας, όπου συνέρρεαν νέοι από όλη την αυτοκρατορία, για να σπουδάσουν κοντά στον σοφό δάσκαλο θεολογία, φιλοσοφία, γραμματική, δίκαιο*, φυσικές επιστήμες, ιατρική κ.λπ. Ο Φώτιος, προσηλωμένος καθώς ήταν στην κλασική αρχαιότητα, προσπάθησε, όχι δίχως αντιδράσεις, να δημιουργήσει πιο στενές σχέσεις ανάμεσα στη "θύραθεν" σοφία και στη θεολογία*, με αποτέλεσμα η μελέτη των κλασικών συγγραφέων να αρχίσει να θυμίζει στους Βυζαντινούς ότι ανήκουν στο "τίμιον γένος των Ελλήνων". Και έτσι ο ανθρωπισμός προ-
237
φωτισμού θεωρία στέθηκε στην ορθοδοξία ως συστατικό στοιχείο της συνείδησης των Βυζαντινών. Ο Φώτιος τρέφει ζωηρό ενδιαφέρον και για τη φιλοσοφία* "καθ" αυτήν" και όχι ως βοηθό της θεολογίας, όπως την έβλεπαν ως τότε. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ανθρωπισμού του 9ου αιώνα. Προσωπικό απορρίπτει την πλατωνική θεωρία περί των "ιδεών"*, διότι φρονεί ότι η προΰπαρξη τους προσδιορίζει έναν αδύναμο δημιουργό, έναν απλό τεχνίτη, και εκδηλώνει την προτίμησή του στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη*, προς τον οποίο τον συγκρίνουν οι μεταγενέστεροι. Ιδιαίτερη ενασχόλησή του είναι η διαλεκτική* και η λογική*. Υπήρξε επίσης ακούραστος και πολυγραφότατος συγγραφέας. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του είναι τα εξής: 1) Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη: Περιέχει περιλήψεις 279 ιστορικών, θεολογικών και άλλων έργων του ελληνικού πολιτισμού, που συνοδεύονται από σχόλια και πολύτιμες πληροφορίες για γραμματικούς, ρήτορες, ιστορικούς, αγίους κ.λπ. Η ιδιαιτερότητα του έργου αυτού έγκειται στο ότι σ" αυτό σώζονται πληροφορίες για έργα που χάθηκαν έκτοτε και μας είναι άγνωστα από άλλες πηγές. 2) Λέξεων συναγωγή: Λεξικό ερμηνευτικό δυσνόητων για την εποχή του λέξεων, όρων και φράσεων των κλασικών συγγραμμάτων και των ιερών κειμένων για τη διευκόλυνση των μελετητών, που δεν τις καταλάβαιναν πλέον. 3) Αμφιλόχια ή Λόγων ιερών συναγωγή: Το εκτενέστερο θεολογικό σύγγραμμα του Φωτίου. Αναφέρεται σε δογματικά θέματα και σε θέματα ερμηνείας των Γραφών, αλλά και σε θέματα της "θύραθεν" παιδείας (φιλοσοφία, φυσική, ιατρική, ιστορία κ.λπ.). Με το έργο αυτό ο Φώτιος συνθέτει μια πλήρη εικόνα ολόκληρου του επιστημονικού βίου της εποχής του. 4) Νομοκάνων: Σγλλογή αποστολικών και συνοδικών κανόνων. 5) Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας: Μια αντίκρουση του "filioque" των παπικών και υποστήριξη του δόγματος περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος μόνον από τον Πατέρα. ΓΓ αυτό και η καθολική Εκκλησία θεωρεί υπαίτιο του σχίσματος τον Φώτιο. 6) Επιστολαί: Διασώθηκε μια συλλογή από 300 περίπου επιστολές, οι οποίες αποκαλύπτουν την ιδιοφυία της μεγαλύ-
238
τερης προσωπικότητας του Βυζαντινού πολιτισμού. Περιέχουν ηθικές διδασκαλίες και θέματα δογματικής ουσίας ή αναφέρονται σε γενικότερα εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα. Βιβλιογρ.: Amann Ε., Φώτιος, DTC XII 2, 1536-1604.Bvomik F., Études sur Photios, Β 9 (1934).- Hergenrother J.. Photius, Patriarch von Constantinopel, 1867-69Magno G., The Homilies of Photius, Patriarch of Constantinople, 1958.- Henry R„ Photius, Bibliothèque, 1959-74.- Τατώκης Β. Ν., Φώτιος, ο μεγάλος ανθρωπιστής, 1956, στα "Μελετήματα Χριστιαν. Φιλοσοφίας", σελ. 102-142.Ο Φώτιος ως φιλόσοφος, στο "Polychordia". Festschritt Fr. Dolger, τόμ. 3 (1968), σελ. 185-90.- Schultze Β., 'Byzantinisch - patristische Anthologie". Jochanes von Damaskus und Photios, 1972. Απ. Τζαφερόπουλος
φωτισμού θεωρία (illuminismus). Η πίστη σε ένα εσωτερικό φως, το οποίο αποτελεί πηγή γνώσεως*. Πρόκειται για θεωρία που διατυπώθηκε από τον ιερό Αυγουστίνο*, ο οποίος δίδασκε ότι για τη γνώση των αιώνιων και αναλλοίωτων θεμελιωδών αληθειών η λογική δεν είναι η μόνη οδός, αλλά κυρίως ένα πνευματικό εσωτερικό φως, στο οποίο ο άνθρωπος βρίσκει την πηγή της βεβαιότητας που έχει κάθε γνώση*. Το φως αυτό ο Αυγουστίνος το αντιδιαστέλλει προς το φυσικό φως (lumen naturale) του ανθρώπινου πνεύματος και προς το υπερφυσικό φως (lumen supranaturale) των αληθειών της Αποκαλύψεως' και το ορίζει ως μια ιδιαίτερη ακτινοβολία αιώνιων αληθειών στο πνεύμα* του ανθρώπου*, που έχει προέλευση κατευθείαν από τον θεό*. Είναι το φως το οποίο φωτίζει τη νόηση του ανθρώπου και την καθιστά ικανή να βλέπει τις πνευματικές αλήθειες. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η σκέψη του Μποναβεντούρα*: πάνω από κάθε ανθρώπινη γνώση είναι ο εσωτερικός φωτισμός με το θείο φως (lumen superius). Η θεωρία του φωτισμού, σύμφωνα μ' αυτά, κινείται στον χώρο της υποκειμενικής γνώσης, που είναι ο ένας από τους δύο πόλους γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η φιλοσοφία ανέκαθεν (ο άλλος πόλος είναι ο ορθολογισμός*)· και αυτήν έχει ως βάση ο μυστικισμός, κατά την επαφή προς το θείο και τη γνώση των μυστηρίων της ουσίας του. Απ. Τζ.
χ Χάιζενμπεργκ Βέρνερ Καρλ (Heisenberg Werner Karl, 1901-1976). Γερμανός φυσικός και φιλόσοφος με σπουδαία συνεισφορά στη σύγχρονη Φυσική επιστήμη. Από πολλούς θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους εισηγητές της "κβαντικής φυσικής", κυρίως μετά τη διατύπωση από αυτόν της "αρχής της απροσδιοριστίας" το 1927, η σημασία της οποίας αναγνωρίστηκε από όλο τον επιστημονικό κόσμο, αν και ο τρόπος που ερμηνεύεται αποτελεί αντικείμενο διαμάχης κυρίως ανάμεσα στους φιλοσοφικούς κύκλους. Σημαντικής αξίας είναι οι φιλοσοφικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις που έκανε στα διάφορα ζητήματα, αν και όλο του το έργο φαίνεται να είναι διαποτισμένο από τις ιδέες των Ν. Bohr*, Α. Einstein' και Ε. Mach*. Ο Heisenberg υποστήριξε την ιδέα μιας καθορισμένης τάξης στη φύση*, η οποία με τη σειρά της θα εκδηλώνεται με τη μορφή ορισμένων συμμετριών που θα περιγράφονται από συγκεκριμένες μαθηματικές εξισώσεις, η ανακάλυψη των οποίων είναι έργο των φυσικομαθηματικών επιστημόνων. Αντιτάχθηκε στις θέσεις του "λογικού θετικισμού"*, που είχαν ήδη αναπτυχθεί από τους φιλοσόφους του "Κύκλου της Βιέννης"*, προβάλλοντας την άποψη ότι καθετί που προκύπτει από την ενεργό παρατήρηση δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως ένα απόλυτο δεδομένο, αλλά θα πρέπει να υποβάλλεται σε μια διαδικασία σχετικοποίησης υπό το πρίσμα της θεωρίας* που περιγράφει τη συγκεκριμένη παρατήρηση. Στο πλαίσιο της παραπάνω θέσης ο Heisenberg δεν αρνήθηκε την ισχύ της κλασικής Φυσικής, αλλά τόνισε τη σημασία εφαρμογής της σε μη κβαντικά συστήματα. Στα φιλοσοφικά συγγράμματα του Heisenberg διακρίνεται η προσπάθειά του να διεισδύσει στις βαθύτερες έννοιες της μικροφυσικής, επιχειρώντας να διερευνήσει τις φιλοσοφικές ιδέες του "μέρους" και του "όλου"* του "Ενός"* και των "πολλών". Για την πλούσια συνεισφορά του τιμήθηκε με
πλήθος διακρίσεων, ενώ έλαβε και το βραβείο Nobel Φυσικής. Γι ώργος Οικονόμου
Χαίκελ Έρνεστ (Haeckel, 1834-1919). Γερμανός ζωολόγος, καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και φιλόσοφος, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υλισμού* του 19ου αιώνα στη Γερμανία. Στηριζόμενος στις κατακτήσεις των φυσικών επιστημών, υποστήριξε την υλιστική αντίληψη περί του κόσμου*, ενώ ξεκινώντας από τη θεωρία του Δαρβίνου* προσπάθησε να κάμει εφαρμογές αυτής στη φιλοσοφία* και τη θρησκεία*. Ο Χαίκελ, ένθερμος οπαδός του υλιστικού μονισμού, της αιτιοκρατίας*, της μηχανοκρατίας και του υλοζωίσμού*, δέχεται ως μόνο ον και ουσία όλων των πραγμάτων την ύλη*, τα πνευματικά και ψυχικά φαινόμενα ως ιδιότητες και ενέργειες της ύλης, παραγόμενα μηχανικά, σύμφωνα με τον νόμο αιτίου - αιτιατού, και την ύπαρξη ζωής* σε όλες τις μορφές της ύλης. Εφαρμόζοντας τον βιογενετικό νόμο των διαδοχικών βαθμίδων αναπτύξεως κατά την ιστορική εξέλιξη των ζωικών ειδών, κατάρτισε "γενεαλογικό δέντρο" των συγγενειών στο ζωικό βασίλειο, στο οποίο τοποθετεί και τον άνθρωπο ως καταγόμενο διά της εξελίξεως από ένα είδος πιθήκου, τον πιθηκάνθρωπο, που έχει εκλείψει ως είδος. Ο Χαίκελ απέκτησε πολλούς οπαδούς, ιδίως μεταξύ των νέων επιστημόνων, αλλά και πολλούς και φανατικούς πολέμιους, μεταξύ των παλαιών, όπως οι Έρνεστ Νεβέλ, θ. Φέχνερ*, Φρ. Πάουλσεν, Έρμαν Λότσε* κ.ά. Η υλιστική του θεωρία χαρακτηρίστηκε απλοϊκή και χοντροκομμένη, ενώ τα περί καταγωγής από τον πιθηκάνθρωπο μυθιστορηματικά και απίθανα. Καταπολεμήθηκε επίσης από την Εκκλησία για τις αθείστικές του αντιλήψεις, διότι με τις φιλοσοφικές του απόψεις της εξελικτικής θεωρίας υποστήριξε με θέρμη τον "μονισμό", ένα
239
Χάιντεγγερ επιστημονικό δόγμα με το οποίο αποσκοπούσε στον παραμερισμό της θρησκείας και την αμφισβήτηση της υπάρξεως σκοπού, ηθικής τάξεως και επιβλέποντος θεού* στον κόσμο. Παρ" όλα αυτά υπήρξε σημαντική η συμβολή του στην ανάπτυξη ελεύθερης επιστημονικής σκέψης και έρευνας. Πολυάριθμα είναι και τα έργα του, με σπουδαιότερα τα εξής: Περί ακτινοζώων (1862), Γενική μορφολογία (1866), Φυσική ιστορία της δημιουργίας ( 1868), Ανθρωπογένεση (1874), Συστηματική φυλογένεση (1876), Το αίνιγμα του Σύμπαντος (1899), Το θαύμα της ζωής (^4) κ.ά. Βιβλιογρ.: Schmidt Η., Ernest Haeckel. Leben und Werke. 1926. An. Τζ.
Χάιντεγγερ Μάρτιν (Heidegger Martin, 29/9/ 1889, Μέσσκιρχ της Βάδης - 26/5/1976). Γερμανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του άθεου υπαρξισμού*. Σπούδασε θεολογία*, φιλοσοφία*, ελληνική φιλολογία, φυσικές και ιστορικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (1906-1913). Στρέφει το ενδιαφέρον του στη φιλοσοφία, επηρεασμένος κυρίως από τον Φ. Μπρεντάνο*, και το 1912 δημοσιεύει την πρώτη του φιλοσοφική εργασία με τον τίτλο Το πρόβλημα της πραγματικότητας στη σύγχρονη φιλοσοφία. Το 1914 τελειώνει τη διατριβή του, Η θεωρία για τις κρίσεις στον ψυχολογισμό, και το 1915 παίρνει τον τίτλο του υφηγητή στο ίδιο πανεπιστήμιο με τη ιιελέτη του Οι κατηγορίες και η θεωρία για το νόημα στον Duns Scotus. To 1923 διαδέχεται τον καθηγητή Κοέν* στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Το 1928 επιστρέφει στο Φράιμπουργκ, όπου διαδέχεται τον Χούσσερλ* στην έδρα της φιλοσοφίας, την οποία διατηρεί μέχρι το 1945. Η περίοδος 1933-34 είναι η πιο αινιγματική και πολυσυζητημένη στη ζωή του Χάιντεγγερ. Με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία γίνεται πρύτανης και εκφωνεί τον περίφημο χαιρετιστήριο λόγο του Η αυτοδυναμία του γερμανικού πανεπιστημίου' κατηγορήθηκε για τη στάση του προς τον ναζισμό, ενώ χάνει την πανεπιστημιακή έδρα με τη πτώση του εθνικοσοσιαλισμού (1945), την οποία θα ξαναπάρει το 1951 και θα την διατηρήσει ως ομότιμος καθηγητής. μέχρι το τέλος της ζωής του. Στην Ελλάδα ο Χάιντεγγερ έρχεται στις 4/4/1967, ως μέλος της Ακαδημίας των τεχνών, όπου μιλά με θέμα Η καταγωγή της τέχνης και ο προορισμός της σκέψεως. Τα τελευταία χρό-
240
νια της ζωής του έζησε στην περιοχή Todnau του Μέλανα Δρυμού. Στη διατύπωση του φιλοσοφικού του συστήματος, ο Χάιντεγγερ επηρεάστηκε αρχικά από την ιδεαλιστική φιλοσοφία του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. και κυρίως από τη φαινομενολογία* του Χούσσερλ και τη "φιλοσοφία της ζωής"* του Ντιλτάυ*. Στο βασικό του έργο Είναι και Χρόνος (Sein und Zeit, 1927) εξετάζει το οντολογικό πρόβλημα, αναζητεί δηλαδή την απάντηση στο αριστοτελικό ερώτημα "τι το ον", εκκινώντας από το πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Χρησιμοποιώντας τη φαινομενολογική μέθοδο (του Χούσσερλ*), καταρχήν ερμηνεύει τον όρο "φαινόμενο" ως κότι δεδομένο στη συνείδηση μας και διά του οποίου αποκαλύπτεται το Είναι (σ' αντίθεση προς τον Καντ*). Ο Χάιντεγγερ δηλαδή ενδιαφέρεται για την πραγματικότητα στη συγκεκριμένη παρουσία της και όχι σε κάποια αφηρημένη μορφή της. Θέλει ν' αποκαλύψει το νόημα και την αλήθεια του Είναι βάσει της έννοιας της υπάρξεως, μέσα από τις συγκεκριμένες σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ειδικότερα, κατά τον φιλόσοφο, το Ον* είναι η πιο καθολική έννοια που έχουμε' είναι κάτι το υπερβατικό, γιατί υπερβαίνει όλες τις κατηγορίες της σκέψεώς μας. Περαιτέρω, υπάρχει πλήθος επιμέρους όντων που αποτελούν δείγματα του Όντος. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα επιμέρους όντα, όχι μόνο γιατί "υπάρχει", "είναι", αλλά και γιατί μόνο αυτός μπορεί να κατανοήσει τι σημαίνει να υπάρχεις. Ο άνθρωπος δηλαδή είναι το κατεξοχήν οντολογικό ον, το οποίο τίθεται αντιμέτωπο με το νόημα του Όντος (π.χ. τη στιγμή που αποφασίζει για κάποια πράγματα). Επομένως, το είναι του πρέπει να διαφοροποιηθεί από κάθε άλλο ον, γΓ αυτό και την ανθρώπινη ύπαρξη ο Χάιντεγγερ την ονομάζει Dasein (Da = εδώ και Sein = είναι). Με το Dasein προσδιορίζεται το πεδίο όπου ο άνθρωπος αποκαλύπτει το Είναι, διότι ουσιαστικά το Da σημαίνει "άνοιγμα στο Είναι". Αυτό ακριβώς το "άνοιγμα" (έννοια της υπερβατικότητας) ο φιλόσοφος καλεί ύπαρξη (= Existenz, από το ex + sistenz = έκ-σταση και σ' αντίθεση προς τον όρο existentia της κλασικής φιλοσοφίας. Βλ. Επιστολή για τον ανθρωπισμό, 1947). Η ύπαρξη δεν είναι απλώς το γεγονός του υπάρχειν που ισχύει για ένα σύνολο όντων, αλλά η ικανότητα του Dasein (= πραγματικό Είναι) να εξ-ίσταται, να βρίσκεται πάντα "εκτός εαυτού",
Χάιντεγγερ παραδομένο στο Είναι και ικανό να παραδώσει το Είναι. Η ιδιότητα αυτή του ανθρώπου* ν" ανοίγεται στο Είναι (= ύπαρξη) συνιστά για τον Χάιντεγγερ τη βάση για τη διερεύνηση όλων των άλλων ερωτημάτων, των σχετικών με το Dasein, γι" αυτό και η οντολογία του ονομάζεται "θεμελιακή οντολογία". Επιπλέον, η ανθρώπινη ύπαρξη σημαίνει το τέλος και την προσωρινότητα του ανθρώπου, συνεπώς το κυριότερο χαρακτηριστικό του Είναι είναι ο χρόνος. Η προσήλωση στο μέλλον, κατά τον Χάιντεγγερ, είναι που δίνει στο άτομο την αληθινή ύπαρξη, ενώ το παρόν επισκιάζει τον άνθρωπο με τον χαρακτήρα του πεπερασμένου του. Όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την προοπτική του μέλλοντος, τότε μόνο εξέρχεται από την αγελαία κατάσταση του και κατανοεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του, ότι δηλαδή είναι προορισμένος να πεθάνει, οπότε του γεννάται η μέριμνα ν' αντιμετωπίσει ό,τι του επιφυλάσσεται. Μόνο όταν ο άνθρωπος θέσει μπροστά του την ιδέα του θανάτου*, ότι το παν αρχίζει από το μηδέν και καταλήγει σ' αυτό, θα μπορέσει να εξέλθει από την κατάσταση της παρακμής στην οποία βρέθηκε ζώντας καθημερινά και επιδιώκοντας τη συντήρηση τη δική του και των άλλων. Σ' αυτή τη δεύτερη φάση της φιλοσοφίας του, λοιπόν, ο Χάιντεγγερ στρέφεται προς τα θεμέλια της μεταφυσικής* και επανεξετάζει την έννοια του όντος, ξεκινώντας από τις σχετικές προσεγγίσεις που έκαναν οι πριν απ' αυτόν φιλόσοφοι (μελετάει τους προσωκρατικούς*, τον Πλάτωνα', τον Αριστοτέλη*, τον Καρτέσιο*, τον Νίτσε*). Η Μεταφυσική του στηρίζεται στη διάκριση αισθητού* και νοητού*, υποκειμένου* και αντικειμένου*, Είναι* και όντος*· η εξάλειψη αυτής της διαφοράς είναι το πεπρωμένο της σκέψης. Ο Χάιντεγγερ επισημαίνει ιδιαίτερα την υπερβατική κίνηση του όντος προς το Είναι του, το οποίο είναι λησμονημένο, βρίσκεται δηλαδή έξω από τη σκέψη. Αυτή η διαφορά Είναι και όντος (ή αλλιώς "διαφορά του Είναι") ονομάζεται "λήθη του Είναι". Επομένως, κατά τον Χάιντεγγερ, πρέπει να ξεπεράσουμε τα όντα προκειμένου να συλλάβουμε το Είναι της ύπαρξής* μας. Εδώ ακριβώς εισάγεται η έννοια του μηδενός· το μηδέν υπάρχει μέσα στη φύση του Dasein και αποκαλύπτεται στη διάθεση της αγωνίας, η οποία φανερώνει το πεπερασμένο της ύπαρξης και μέσα από την οποία αντιλαμβανόμαστε ότι όλα τα όντα βυθίζονται στο μηδέν, που σημαίνει βέβαια ότι μόνο μέσα στο φόντο του μη
Φ.Λ., Ε-16
όντος* -του μηδενός- μπορούμε να δεχθούμε ότι κάτι υπάρχει. Ώστε, ο αληθινός μηδενισμός* δεν είναι παρά η λησμονιά του όντος και η κυριαρχία των επιμέρους όντων. Πραγματικό Είναι σημαίνει το να κρατιέσαι μέσα στο μηδ έ ν αν το Dasein στη βάση της ουσίας του δεν ήταν υπερβατικό, δηλαδή αν εκ των προτέρων δεν κρατιόταν μέσα στο μηδέν, τότε δεν θα μπορούσε να σχετισθεί προς τα όντα ούτε προς τον εαυτό του τον ίδιο. Χωρίς, λοιπόν, την αποκάλυψη του μηδενός δεν θα υπήρχε ατομικό είναι ούτε ελευθερία. Η ουσία του μηδενός είναι η αγωνία, ενώ η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης συνιστά το φαινόμενο της "μέριμνας". Ο Χάιντεγγερ μετατρέπει το καρτεσιανό "σκέφτομαι, άρα υπάρχω" σε "μεριμνώ, άρα υπάρχω". Κατ' αυτόν, η μέριμνα εκδηλώνεται με τρεις μορφές: είτε ως "βιομέριμνα" (όταν ο άνθρωπος φροντίζει για τη συντήρηση του ίδιου και των άλλων), είτε ως "ανθρωπομέριμνα" (ενδιαφέρον για συνανθρώπους του), είτε τέλος ως "καθαρή" και "γνήσια μέριμνα" (η οποία αφορά μόνο στον εαυτό του). Στις δύο πρώτες μορφές εμφανίζεται το συναίσθημα του φόβου, που είναι συγκεκριμένο, ενώ στην τρίτη η αγωνία, η οποία είναι αόριστη. Περαιτέρω, ο Χάιντεγγερ υποστηρίζει ότι η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο είναι αδικαιολόγητη, ανεξήγητη, παράλογη· ο άνθρωπος ρίχνεται στον κόσμο άθελά του, όντας άοπλος, μόνος και καταδικασμένος να πεθάνει. Επίσης, είναι λάθος να ταυτίζουμε το Είναι με τον υπαρκτό και εμπειρικό κόσμο των πραγμάτων και φαινομένων. Η αιτία μιας "μη πραγματικής" κατανόησης του Είναι οφείλεται στην απολυτοποίηση του παρόντος. Επιπλέον, χρησιμοποιεί τον όρο "προσεκτική ακρόαση" για να χαρακτηρίσει την αληθινή σκέψη· το Είναι είναι αόρατο και μπορούμε μόνο να το ακροαστούμε. Η γλώσσα αποκαλύπτει την "αλήθεια του Είναι", γι' αυτό και απαιτείται να την ακούμε προσεκτικά" κι επειδή πιστεύει ότι η γλώσσα ζει μέσα από τα έργα των ποιητών, ο ίδιος ο Χάιντεγγερ στρέφεται στη μελέτη τους (μελετά Χαίλντερλιν, Ρίλκε κ.ά.). Στα πλαίσια αυτών των αντιλήψεών του θεωρεί την τέχνη* ως τον τόπο διαφύλαξης του Είναι, η οποία μάλιστα παρέχει στον άνθρωπο "προστασία" και "ελπίδα". Οσον αφορά στο ζήτημα του Θεού*, δεν τον αρνείται ρητά ούτε τον πολεμάει όπως ο Νίτσε*, αφού δεν υφίσταται καν ως ζήτημα, αφού δηλαδή γΓ αυτόν "ο Θεός είναι νεκρός". Για την ιστορία* ο Χάιντεγγερ εκφράζει την
241
"ΧαλδαϊκοΙ χρησμοί" άποψη ότι αυτή αρχίζει με τη "λήθη του Είναι" και η "λήθη του Είναι" καθορίζει το σύνολο της ανάπτυξής της. Η φιλοσοφία του υπήρξε αντιορθολογική- ο ίδιος διακήρυξε αδύνατη την ορθολογική κατανόηση του Είναι. Έργα του: Εισαγωγή στη μεταφυσική• Τι ονομάζεται σκέπτεσθαι· Τι είναι μεταφυσική· Οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά· Ο Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής· Η θεωρία του Πλάτωνα για την αλήθεια- Γι α την ουσία της αλήθειας· Μονοπάτια• Ο λόγος περί της αιτίας· Η θέση του Καντ για το Είναι · Ο Χαίλ ντερλιν και η ουσία της ποίησης· Η προέλευση του έργου τέχνης· Ο καιρός των κοσμοειδώλων Ο Εγελος και η έννοια της εμπειρίας- Ο λόγος του Νίτσε· Ο Θεός είναι νεκρός- Το ρητό του Αναξίμανδρου" Προς τι οι ποιητές· Ο δρόμος προς τη γλώσσα κ.ά. Βιβλιογρ.: Βουδούρη Κ.. Μεταφυσική, Αθήνα. 1989.Ιστορία της Φιλοσοφίας, 4ος τόμ., MIET, Αθήνα, 1987.Παπαλεξάνδρου Κ. Θ., Συνοπτική Ιστορία της Φιλοσοφίας, Αθήνα, 1970.- Wahl Jean, Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού. Δωδώνη, 1988. Ευτυχία
Ξυδιά
"ΧαλδαϊκοΙ χρησμοί". Γνωστοί και με τον τίτλο "Χαλδαίκά λόγια". Έργο που κυκλοφόρησε στα χρόνια του Μάρκου Αυρηλίου* (160-180 μ.Χ. περ.) πιθανόν από κάποιον που έφερε το όνομα Ιουλιανός Ανατολίτης. Η στροφή του ενδιαφέροντος στην Ανατολή και το επιρρεπές των εξαθλιωμένων μαζών σε μυστικιστικά κινήματα και χρησμολογίες ευνόησε την επανεμφάνιση διαφόρων παλαιών χρησμών (σιβυλλικοί, της Αβάριδος), που σε συνδυασμό με νέους χρησμούς απετέλεσαν το περιεχόμενο του έργου τούτου. Οι "χαλδαϊκοί χρησμοί" ήταν ένα κράμα πλατωνικής, πυθαγορικής, στωικής και ανατολικής διδασκαλίας, ένα απόσταγμα "εθνικής", ειδωλολατρικής γνώσης. Απετέλεσε τη "Βίβλο των τελευταίων νεοπλατωνικών", από τον Πορφύριο* μέχρι τον Μιχαήλ Ψελλό* και τον Πλήθωνα*. Ο Πρόκλος* μάλιστα το θεωρούσε ως το ένα από τα δύο βιβλία που άξιζαν να κυκλοφορούν το άλλο ήταν ο Τίμαιος'. Νικ.
Οικονομίδης
Χαλκοκονδύλης Δημήτριος (1423-1511). Έλληνας φιλόλογος και φιλόσοφος του Βυζαντίου. Συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων οι οποίοι, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατέφυγαν στην Δυτική Ευρώπη και συνέβαλαν στην Αναγέννηση, όπως οι Χρυσολωράς*, Βησσαρίων*, Θ. Γαζής*. I. Αργυρόπουλος* κ.ά.
242
Καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας αρχικά, εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στη Φλωρεντία, όπου εργάστηκε για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων. Εξέδωκε: Ομήρου σωζόμενα (Φλωρεντία, 1488), Ερωτήματα (γραμματικά) (Μιλάνο, 1493), Σούδα (Μιλάνο, 1494). Απ. Τζ.
Χαλμπβάξ Μορίς (Halbwachs, 1877-1945). Γάλλος κοινωνιολόγος. Μελετώντας τα φαινόμενα της κοινωνικής ψυχολογίας*, κατέγραψε τα προβλήματα των αναγκών, της κατανάλωσης, του τρόπου ζωής και της ψυχολογίας των κοινωνικών τάξεων*. Σοσιαλιστής εκ πεποιθήσεως, έστρεψε την προσοχή και το ενδιαφέρον του ιδίως στα προβλήματα της εργατικής τάξης και της ταξικής αυτοσυνείδησης. Ασκησε επίσης κριτική κατά των ατομιστικών θεωριών (ψυχολογισμός*), που έδιναν προτεραιότητα και τόνιζαν ως πιο σημαντικό άλλοτε τον παράγοντα "άτομο"*, που επηρεάζει με την προσωπικότητα* και τη συμπεριφορά* του την κοινωνία*, και άλλοτε τον παράγοντα "κοινωνία" που με τους θεσμούς και τους νόμους* της διαμορφώνει την προσωπικότητα* και κατευθύνει τη συμπεριφορά* των ατόμων. Απέναντι στις θεωρίες αυτές ο Χαλμπβάξ αντέταξε την ανάγκη να μελετάται η κοινωνική δομή στο σύνολό της, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός των εννοιών άτομο - κοινωνία και να αποδίδεται υπεροχή στη μια ή στην άλλη, διότι δεν υπάρχουν αυστηρά όρια μεταξύ ατόμου και κοινωνίας. Ασχολήθηκε επίσης με την ανάλυση του ρόλου τον οποίο παίζουν οι ψυχολογικοί παράγοντες στο φαινόμενο των αυτοκτονιών, καθώς επίσης και με το θέμα της μνήμης*, προσπαθώντας να αποδείξει ότι αυτή δεν είναι μόνο μια ψυχοφυσιολογική εκδήλωση, αλλά και κοινωνική λειτουργία, καθότι η ύπαρξή της προϋποθέτει τη συλλογική μνήμη, η οποία ζει μέσα στις παραδόσεις, τους κοινωνικούς θεσμούς κ.λπ. Έργα του: La classe ouvrière et les niveaux de vie, 1913.- Les causes du suicide, 1930.- La mémoire collective, 1950.- Les cadres sociaux de la mémoire, 1952.- Esquisse d'une psychologie des classe? sociales, 1955. Απ. Τζ.
Χάμαν Γιόχαν Γκέοργκ (Hamann, 1730-1788). Γερμανός αντιορθολογιστής φιλόσοφος. Κάτω από την επίδραση της διδασκαλίας του Ρουσσώ*, στράφηκε κατά της λογοκρατίας του γερ-
Χάμπερμας μανικού διαφωτισμού και άσκησε κριτική κατά της φιλοσοφίας του Καντ* (Metakritik über den Purismus der Vernunft: Μετακριτική της καθαρότητας του λόγου, 1784). Ο Χάμαν, ως οπαδός και κήρυκας της θεωρίας της "άμεσης γνώσης"*. υποστήριζε ότι η γνώση δεν είναι προϊόν της νόησης*, αλλά της πίστης* και του συναισθήματος*. Για τις αλήθειες έλεγε ότι αυτές δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν, παρά μόνο να βιωθούν, όπως τα μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας. Για την καλλιτεχνική δημιουργία φρονούσε επίσης ότι αυτή είναι μια ασυνείδητη διαδικασία. Τα συγγράμματα του Χάμαν είναι γεμάτα χρησμούς και διακρίνονται για τον μυστικισμό τους σε βαθμό τέτοιο, ώστε να γίνονται σκοτεινά και δυσνόητα. Τα Σιβυλλικά γράμματά του θυμίζουν προφητείες, ενώ το αυτοβιογραφικό του έργο Σκέψεις επάνω στην πορεία της ζωής μου (1758) περιέχει μυστικιστικούς διαλογισμούς σχετικούς με το νόημα της Βίβλου*. Βιβλιογρ.: Jongensen S., J. G. Hamann, 1976. Απ. Τζ.
Χαμελέν Οκτάβιος (Hamelin, 1856-1907). Γάλλος ιδεαλιστής φιλόσοφος που επεξέτεινε τον νεοκριτικισμό (νεοκρισιαρχία) του Ρενουβιέ* (Charles Renouvier) και του Λασελιέ* (Jules Lachelier). Ο Ρενουβιέ είχε επικρίνει τις "κατηγορίες" του Kant*, υποστηρίζοντας ότι πρώτη απ' όλες είναι η "σχέση", αυτή που στην πραγματικότητα περιέχει όλες τις άλλες. Συμπεριέλαβε μάλιστα στις κατηγορίες και την προσωπικότητα*, πράγμα που δεν το είχε κάνει ο Kant. Ο Χαμελέν συνέταξε ομοίως έναν πίνακα κατηγοριών ακολουθώντας τον Ρενουβιέ. Μόνο που ήταν πιο αδιάλλακτα ορθολογιστικός από τον Ρενουβιέ, επηρεασμένος σ' αυτό το σημείο από τον Λασελιέ. Καθώς στο θεωρητικό σύστημα του Χαμελέν κυριαρχούσε ο a priori συλλογισμός* και η ορθολογική παραγωγή, δεν μπορούσε να δεχθεί το απρόοπτο και το ασυνεχές που τόσο υπολόγιζε ο Ρενουβιέ. 0 Χαμελέν υποστήριζε ότι η "γνώση δεν θα πρέπει πλέον να αντιμετωπίζεται ως μια επιδρομή ξένων στοιχείων στο υποκείμενο*, αλλά ως η κίνηση του υποκειμένου να θέσει σε ενέργεια τις δυνατότητές του" (Essai sur les éléments principaux de la représentation). Σχετικά συμπέραινε ότι αυτό που "εξασφαλίζει την ερμηνεία της συνειδητοποίησης είναι η ανάγκη να επιλέγεις" (ό.π.). Εργα του: Essai sur les éléments principaux de la représentation,
Paris, 1907' Le Système de Descartes, Paris, 1910" Le Système d'Aristote, Paris, 1920" Le Système de Renouvier, Paris, 1927. Βιβλιογρ.: Parodi D., La philosophie
contemporaine
en
France, Paris, 1925.- "Encyclopedia ol philosophy", New York. 1967. Νικ.
Οικονομίδης
Χάμιλτον Γουλιέλμος (Hamilton, 1788-1856). Αγγλος φιλόσοφος, καθηγητής της μεταφυσικής* και της Λογικής* στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (1836). Είναι ο πρώτος που έκαμε γνωστή τη φιλοσοφία του Ρηντ* και του Καντ* στην Αγγλία. Για τον Χάμιλτον η πίστη* καλύπτει χώρο μεγαλύτερο από τη συνείδηση*, διότι το απόλυτο*, ενώ ούτε να το γνωρίσουμε ούτε να το κατανοήσουμε μπορούμε με τη συνείδηση, το συλλαμβάνουμε και το κατανοούμε μόνο με την πίστη. Τη συνείδηση την αναγνωρίζει μόνον ως βάση της υπάρξεως του εξωτερικού κόσμου. Με την γνωστική αυτή αντίληψη υπερασπίζεται τη θεμελιώδη και αντιεμπειρική θέση της Σκωτικής σχολής*, της οποίας είναι εκπρόσωπος, σύμφωνα με την οποία τα αντικείμενα δεν υπάρχουν καθεαυτό, και προβάλλει ένα είδος υποκειμενισμού* στη "γνωστική διαδικασία"*. Ο Χάμιλτον ασχολήθηκε και με τη Λογική*, την οποία παρουσιάζει στα συγγράμματά του όχι μόνον ως μέθοδο*, αλλά και ως επιστήμη* των τυπικών νόμων της νοήσεως*. Τα κυριότερα από τα έργα του είναι: Φιλοσοφικές συζητήσεις και Αναγνώσματα περί μεταφυσικής και λογικής. Βιβλιογρ.: Mill J. St., An Examination Hamilton's
ol Sir William
Philosophy.
Απ. Τζ.
Χάμπερμας (Habermas) Γιούρχεν (γεν. το 1929). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, από τους εκπροσώπους της "δεύτερης γενιάς" της "Φρανκφούρτης σχολής"* και ιδεολόγος της "νέας αριστεράς"*. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων του 1968 διαχώρισε τη θέση του και υιοθέτησε μια μετριοπαθή-ρεφορμιστική στάση, επιχειρώντας να συνδυάσει στοιχεία του παραδοσιακού φιλελευθερισμού* με τις ιδέες της "οργανωμένης" κεφαλαιοκρατίας* και του κοινωνικού κράτους του δίκαιου, κατά το πνεύμα των ιδεωδών της χειραφέτησης και της ισότητας του πρώιμου αστικού Διαφωτισμού*. Κατά τον Χάμπερμας η πηγή και οι τρόποι διευθέτησης των κρίσεων, λόγω του κρατικού παρεμβατισμού, έχουν μετατεθεί στο πεδίο της διοίκησης*, ενώ οι ίδιες
243
Χαν Γιου οι κρίσεις αποκτούν πλέον κοινωνικο-πολιτισμικό χαρακτήρα. Θεωρεί την αντίθεση μεταξύ "ορθολογικότητας" του "συστήματος" και "ζωτικού κόσμου" (Lebenswelt), στον οποίο πραγματοποιείται η άμεση επικοινωνία, ως πηγή της κρίσης νομιμότητας της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας. Βασικά στοιχεία της εκλεκτικής αντιθετικιστικού και αντιτεχνοκρατικού προσανατολισμού φιλοσοφίας του είναι κάποιες ιδέες της ψυχανάλυσης', της αναλυτικής φιλοσοφίας*, της -γλωσσολογικής φιλοσοφίας, των γλωσσικών παιγνίων (Βιτγκενστάιν*), της ερμηνευτικής*, του Μ. Βέμπερ* κ.ά. Έργα του: Erkenntnis und Interesse, Frankfurt/Main, 1968' Zur Logik der Sozialwissenschaften, Frankfurt/ Main, 1970" Legitimationsprobleme im Spätkapitalismus, Frankfurt/Main, 1973" Theorie des Kommunikativen Handelus, Bde 1-2, Frankfurt/ Main, 1981° Nachmetaphisiches Denken, 1988, κ.ά. Δ.
Πατέλης
Χαν Γιου. Κινέζος κομφουκιανός στοχαστής. Γεννήθηκε το 768 και πέθανε το 824. Προσπάθησε να επιβάλει την αναγέννηση του Κομφουκιανισμού* και καθιέρωσε τον Μέγκιο' ως έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές της Κίνας. Δεν εισηγήθηκε ένα ιδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά μάλλον επεξήγησε θέσεις της κομφουκιανής φιλοσοφίας. Στο έργο του Η προέλευση του Τάο, προσπάθησε να ανασκευάσει την περί Τάο αντίληψη του Ταοισμού*, ερμηνεύοντας το Τάο με την έννοια του σωστού δρόμου. Αλέξ.
Καριώτογλου
Χαν Φέι Τσε. Κινέζος ταοιστής φιλόσοφος, που θεωρείται ως ο κορυφαίος θεωρητικός της νομοκρατίας*. ΙΗταν ευγενικής καταγωγής και μέλος της οικογένειας των Χαν, που βασίλευε στο ομώνυμο κρατίδιο της Κίνας. Γεννήθηκε το 280 π.Χ. και πέθανε το 233 π.Χ. Το έργο του φέρει το όνομά του και αποτελείται από πενήντα πέντε κεφάλαια κατανεμημένα σε είκοσι βιβλία. Δέχεται έναν στενότατο σύνδεσμο μεταξύ του Τάο και του εξωτερικού κόσμου*. Η ιδέα του Τάο συνάγεται από το γίγνεσθαι, που περιλαμβάνει την παραγωγή, τη διάρκεια και την καταστροφή των πραγμάτων. Μέσα του περικλείει την ιδέα κάθε ξεχωριστού πράγματος, το σύνολο των οποίων μέσα στη συνεχή ροή του γίγνεσθαι είναι η ιδέα της ουσίας*, η ιδέα του Θεού*.
244
Ο Χαν Φέι Τσε ενδιαφέρθηκε στα περισσότερα κεφάλαια του έργου του να καταδείξει την ανάγκη ύπαρξης νόμου* στη διακυβέρνηση του κράτους* από τους άρχοντες, προτείνοντας αρχές πολιτικής διακυβέρνησης και καθιερώνοντας μια νομοκρατική σχολή. Η θεωρία του ονομάστηκε "μυστικιστικός υλισμός" και θυμίζει τις αρχές του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι. Αλέξ.
Καριώτογλου
Χαντσερής Δημήτριος. Έλληνας διδάσκαλος της φιλοσοφίας*. Γεννήθηκε το 1826 στα Γιάννενα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Γερμανία. Γυρίζοντας στην Ελλάδα αφιερώθηκε στο διδασκαλικό επάγγελμα και στο τέλος της ζωής του υπήρξε καθηγητής των φιλοσοφικών μαθημάτων στη Θεολογική σχολή της Χάλκης, όπου και πέθανε το 1875. Έγινε γνωστός περισσότερο για την Αισθητική του, που εμπνέεται από το κίνημα του ιδεαλισμού* και προσπαθεί να συνδυάσει τις ιδέες του Alexander von Humboldt* μ' αυτές του Πλάτωνα* και των Ρωμαίων. Υποστηρίζει ότι φύση* και τέχνη* ακολουθούν αντίθετη οδό, γι" αυτό και είναι αντίθετος με τη δουλική αντιγραφή της ομορφιάς της φύσης. Στο έργο του ασκεί επίσης μια έντονη κριτική στις ιδέες του Κοραή* για τη γλώσσα*, την παιδεία* και τη θρησκεία*. Γενικά, η αισθητική του θεωρείται ιδεοκρατικής μορφής και δεν είναι καθόλου συστηματική. Αλλα έργα του: Προοίμιον εις την ιστορίαν της φιλοσοφίας (1867, που αποτελεί και τη διδακτορική του διατριβή), Ολίγα τινά περί της παρ' ημίν υπαρχούσης παιδείας και περί της ημετέρας των Ελλήνων γλώσσης κατ' αντιπαράθεσιν προς τας ρουμανικός διαλέκτους, (τεύχ. Α', 1871), ενώ μετέφερε το έργο Geschichte der griechischen philosophie (1859) του Albert Schwegler*. Αθαν.
Κοκολόγος
Χάξλεϋ Θωμάς (Huxley, 1825-1895). Διάσημος Αγγλος φυσιοδίφης, φίλος του Δαρβίνου* και συνεχιστής του έργου του, ένας από τους ιδρυτές της ανθρωπολογικής επιστήμης και από τους υπέρμαχους της θεωρίας της εξελίξεως. Επί τέσσερα χρόνια στην Αυστραλία ασχολήθηκε με τη μελέτη της θαλάσσιας πανίδας. Από τα δημοσιεύματά του της εποχής εκείνης το σπουδαιότερο ήταν το Υδρόζωα των Ωκεανών. Με την εμφάνιση της θεωρίας του Δαρβίνου περί της Καταγωγής των ειδών (1859), πήρε θέση στο ζήτημα της καταγωγής
χαρακτήρας του ανθρώπου*, τόσο κατά τη διδασκαλία της Σχέσεως ανθρώπων και κατωτέρων ζώων (1860) από την πανεπιστημιακή έδρα της Φυσικής Ιστορίας, της Φυσιολογίας και της Ανατομίας, διαδοχικά, όσο και με τις μελέτες του Ενδείξεις περί της θέσεως του ανθρώπου στη φύση (1863), με τις οποίες υποστήριζε και ανέπτυσσε τη θεωρία του Δαρβίνου περί της εξελίξεως. Οι ανθρωπολογικές του έρευνες τον οδήγησαν στη διατύπωση της θεωρίας της ομοιότητας της δομής στο κρανίο των σπονδυλοζώων. Διετύπωσε ακόμη την άποψη ότι η σωματική οργάνωση του ανθρώπου διαφέρει λιγότερο από αυτή των ανθρωποιειδών πιθήκων από όσο οι τελευταίοι από τους κατώτερους πιθήκους. Ο Χάξλεϋ έγραψε επίσης θεολογικές και φιλοσοφικές μελέτες. Και ενώ στον τομέα των φυσικών επιστημών εμφανίζεται αδιάλλακτος υλιστής, στον τομέα της φιλοσοφίας κρατάει μια στάση διαλλακτική μεταξύ υλισμού* και ιδεαλισμού*. Υπήρξε οπαδός του αγνωστικισμού* του Χιουμ* και υποστήριξε ότι είναι αδύνατον στον άνθρωπο να γνωρίσει με βεβαιότητα την πραγματική αιτία των αισθημάτων του. Απ. Τζ.
Χάος. Εννοια που αναφέρεται κυρίως στον χώρο*. Χάος είναι το άπειρο διάστημα μέσα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα. Ακόμη, ο όρος χάος σημαίνει τον κενό χώροπροσλαμβάνει, όμως, και τις σημασίες του αμέτρητου χώρου, της αβύσσου και του βάραθρου. Το χάος συνδέεται με την έλλειψη οργάνωσης, την τυχαία μορφή της ύλης*, και γΓ αυτό μπορεί να πάρει το περιεχόμενο της αταξίας καθώς και κάθε ανοργάνωτης κατάστασης. Η λέξη χάος απαντά στην αρχαία ελληνική μυθολογία ως το πρώτο από τα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία από το οποίο προήλθε ο κόσμος, σύμφωνα με τη θεογονία του Ησιόδου*. Το χάος θεωρήθηκε ως η άμορφη ύλη, η πρωταρχική δημιουργός αιτία του κόσμου*, που περιέχει τα τέσσερα στοιχεία της φύσης* (φωτιά, γη, νερό, αέρα). Η αντίληψη ότι ο κόσμος γεννήθηκε από το σκοτεινό αυτό κενό, το χάος, υπάρχει και σε άλλες μυθολογίες και αποτελεί κοινή αντίληψη της ελληνικής αλλά και της ινδικής μυθολογικής ερμηνείας της δημιουργίας του κόσμου. Το χάος, μετά την κοσμογονία, παρουσιάζεται ως το άπειρο διάστημα που χωρίζει τη γη από τον ουρανό. Μαρία
Ντόλκα
Χαουσχόφερ (Haushofer) Κάρολος (18691935). Γερμανός στρατιωτικός, γεωγράφος και γεωπολιτικός. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία και τα πολλά ταξίδια του στην Ινδία, την Ανατολική Ασία, τη Σιβηρία και την Ιαπωνία τον έστρεψαν στη συγκριτική μελέτη των γεωγραφικών συνθηκών και των πολιτικών συστημάτων των κρατών που επισκέφθηκε, κυρίως της Ιαπωνίας, προσπαθώντας να ερμηνεύσει με τον τρόπο αυτό την ιστορική τους πορεία, που, κατά τη γνώμη του, εξαρτάται βασικά από τον γεωγραφικό, τον "ζωτικό" τους χώρο. Εργα του: Geographische Grund' agen der japanischen Wehrkraft (1911), Die politischen Parteien in Japan (1914), Geopolitik des Pazifischen Ozeans (1925). WIK.
Οικονομίδης
χαρακτήρας. To σύνολο των σταθερών ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, που εκδηλώνεται με τις πράξεις του. Ο χαρακτήρας αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του ανθρώπου* και είναι ξεχωριστός σε κάθε άτομο*. Σχετικά με τη διαμόρφωση του χαρακτήρα έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Από τη μια μεριά, οι βιολογικές θεωρίες διατείνονται ότι οι ανατομικές και φυσιολογικές ιδιαιτερότητες του ανθρώπου προκαθορίζουν τον χαρακτήρα του. Από την άλλη, οι ψυχολογικές θεωρίες θεωρούν ότι ο χαρακτήρας διαμορφώνεται μέσα από τις ψυχικές διεργασίες, ενώ, τέλος, οι κοινωνικές θεωρίες δίνουν πρωταρχικό ρόλο στις κοινωνικές συνθήκες. Από την αρχαιότητα ακόμη, ο χαρακτήρας αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης. Ο Θεόφραστος* και ο Αριστοτέλη^* ασχολήθηκαν με τις ιδιότητες και τη δομή του χαρακτήρα. Ο Θεόφραστος, στο έργο του Χαρακτήρες, περιγράφει τριάντα διαφορετικούς τύπους ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ο χαρακτήρας διαμορφώνεται, σύμφωνα με τον Kant*, ανάλογα με την ηλικία, το κλίμα, τις περιβαλλοντικές συνθήκες, καθώς και τις εκπαιδευτικές επιδράσεις. Οι διάφορες τυπολογίες βοηθούν στη διάγνωση του χαρακτήρα. Πρώτος ο Ιπποκράτης*, τον 5ο αι. π.Χ., ταξινόμησε τα άτομα σε τύπους, σύμφωνα με τα τέσσερα υγρά που υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. Ετσι, ανάλογα με το υγρό που επικρατεί σε κάθε άτομο, διέκρινε τον αιματώδη, τον φλεγματικό, τον χολερικό και τον μελαγχολικό τύπο. Οι Kretschmer και Sheldon διαμόρφωσαν τυπολογίες που βασίζονται στη σωματική κατασκευή, στηριζόμενοι στην υπόθεση
245
χαρακτηρολογία ότι μεταξύ σωματικού τύπου και ψυχοσύνθεσης υπάρχει στενή συνάφεια. Ο Ernst Kretschmer διέκρινε τέσσερεις βασικούς σωματικούς τύπους: τον λεπτοσωματικό, τον αθλητικό, τον πυκνοσωματικό και τον δυσπλαστικό. Ο πυκνοσωματικός τύπος παρουσιάζει κυκλοθυμικότητα, ενώ ο λεπτοσωματικός σχιζοθυμία. Ο William Sheldon έδειξε ότι υπάρχουν τρεις βασικοί σωματικοί τύποι: ο ενδομορφικός, ο μεσομορφικός και ο εκτομορφικός, στους οποίους αντιστοιχούν οι εξής ψυχολογικοί τύποι: ο σπλαχνοτονικός, ο σωματοτονικός και ο εγκεφαλοτονικός. Αλλες τυπολογίες αναπτύχθηκαν από τον Binet* (παραστατικοί τύποι) και από τον Jung* (λειτουργικοί τύποι), σύμφωνα με τις γνωστικές λειτουργίες, ενώ ο Ed. Spranger* διέκρινε ανθρώπινους τύπους με κριτήριο τις προσωπικές αξίες*. Από την άλλη, ο G. W. Allport* και ο R. Β. Cattell περιέγραψαν την ανθρώπινη προσωπικότητα* με τη μέθοδο των ψυχολογικών γνωρισμάτων. Ο Allport επέκρινε έντονα τις τυπολογίες για τις υπερβολικές γενικεύσεις που εισήγαγαν στην περιγραφή της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και πιστεύει ακράδαντα στην ατομικότητα, η οποία μπορεί να περιγραφεί μόνο με τη μέθοδο των ψυχολογικών γνωρισμάτων. Τα ψυχολογικά αυτά γνωρίσματα ο Allport τα ταξινομεί σε τρεις κατηγορίες: τα περίοπτα, τα κεντρικά και τα δευτερεύοντα γνωρίσματα. Ο R. Cattell, εισάγοντας την παραγοντική ανάλυση της προσωπικότητας, διακρίνει δύο είδη γνωρισμάτων: τα επιφανειακά και τα πρωτογενή. Τέλος, ο Η. Eysenck, με τη θεωρία* του, προσπάθησε να συνδυάσει τους τύπους και τα γνωρίσματα στην περιγραφή της ανθρώπινης προσωπικότητας εισάγοντας τέσσερα επίπεδα: τους τύπους, τα σύνδρομα, τις καθ" έξιν αντιδράσεις και τις εξειδικευμένες αντιδράσεις. Βιβλιογρ.: Allport G. W., Pattern and growth in personality. New York, 1961.· τ ο υ ίδιου, Personality: A psychological interpretation, Constable & Co, London, 1937 - H. J. Eysenck & S. B. Eysenck, Personality: Structure and measurement, Routledge - Kegan Paul, London, 1969. Βασιλική Παππά
χαρακτηρολογία. Η ψυχολογική επιστήμη που μελετά την εξέλιξη του ατομικού χαρακτήρα καθώς και τους παράγοντες που τον διαμορφώνουν. Ο . όρος δημιουργήθηκε από τον Wundt*. Η σύγχρονη ψυχολογία*, η οποία θεμελιώθηκε πάνω στην αντικειμενική μελέτη των αντιδράσεων του ατόμου* στα διάφορα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, συνεισφέρει στη
246
χαρακτηρολογία. Η χαρακτηρολογία ξεκίνησε από τις γερμανόφωνες χώρες, παράλληλα με το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για την προσωπικότητα* στην Αγγλία και την Αμερική. Οι τυπολογίες συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάγνωση του χαρακτήρα*. Οι Emst Kretschmer*, W. Sheldon, C. Jung*, Ε. Spranger* κ.ά. καθώς και ο R. Β. Cattell (με τη μέθοδό του της παραγοντικής ανάλυσης της προσωπικότητας) συνέβαλαν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Βασιλική
Παππά
χάρισμα. Όρος που προέρχεται από τον πρώιμο χριστιανισμό και τον εισήγαγε στην κοινωνιολογία* ο Ε. Troeltsch*. Στη θεωρία του Μ. Βέμπερ*, δηλώνει την ύπαρξη ή την απόδοση εξαιρετικών υπερφυσικών είτε υπεράνθρωπων ιδιοτήτων στον "χαρισματικό ηγέτη", στα πλαίσια του ιδεότυπου της "χαρισματικής εξουσίας". Κατά τη θρησκευτική συνείδηση το χάρισμα συνιστά "θείο δώρο" και φορείς του είναι οι ιερείς, οι άγιοι, οι προφήτες, οι μάγοι κ.λπ. Δ. π.
"Χαρμίδης" του Πλάτωνα. Ο Χαρμίδης είναι από τους πιο γοητευτικούς πλατωνικούς διαλόγους* της πρώτης συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα*. Η λογοτεχνική του αξία είναι αντάξια της ομορφιάς του πρωταγωνιστή Χαρμίδη, για τον οποίο ο Πλάτων μας βεβαιώνει ότι, ναι βέβαια έχει πολύ ωραίο πρόσωπο, αλλά αν τον δεις γυμνό θα ξεχάσεις ότι έχει πρόσωπο! Εκτός από τον Χαρμίδη και τον Σωκράτη*, συζητητές είναι ο Χαιρεφών, παλιός φίλος του Σωκράτη, και ο Κριτίας*, ένας από τους μετέπειτα "τριάκοντα τυράννους" μακρινός συγγενής του Πλάτωνα αλλά και του Χαρμίδη. Θέμα του διαλόγου είναι ο ορισμός της έννοιας* της σωφροσύνης. Προτείνονται τέσσερεις ορισμοί, δύο από τον Χαρμίδη και δύο από τον Κριτία- αλλά και τους τέσσερεις τους θεωρεί ο Σωκράτης ανεπαρκείς και τους απορρίπτει, ακολουθώντας και εδώ το σταθερό μοτίβο της πλατωνικής τέχνης των πρώιμων διαλόγων, δηλαδή την ανασκευή των προτεινόμενων ορισμών" και την επιφύλαξη ως προς την αποδοχή μιας θετικής εκδοχής της γνώσης του υπό συζήτηση θέματος. Βλ. λ. Πλάτων. Γραμμ.
Αλατζόγλου-Θέμελη
Χάρτλεϋ (Hartley) Ντέιβιντ. Αγγλος φιλόσο-
Χάρτμαν φος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εαυτού της. Την ύπαρξη του ασυνειδήτου της "συνειρμικής ψυχολογίας"*. Γεννήθηκε το την κάνουν φανερή ο ψυχικός βίος του ανθρώ1704 και πέθανε το 1757. Πρώτος αυτός συνέ- που (αποσύνθεση και ανασύνθεση των ιδεών), βαλε στην καθιέρωση του όρου "συνειρμός"* η ιστορική ζωή (επιδιώξεις υπερατομικές ιστο(association), προσπαθώντας να εντοπίσει τις ρικής ζωής) και η καλλιτεχνική δημιουργία σχέσεις και τις διασυνδέσεις μεταξύ των φαι- (έμπνευση). Καταπολέμησε τον μηχανοκρατινομένων*. ΣΤΟ κυριότερο έργο του με τίτλο κό υλισμό, και ως προς τα φαινόμενα της ζωής Observations on man, his frame, his duty and his υποστήριξε τη ζωτικοδοξία και τον παμψυχιexpectations (1749), παρουσιάζει μια μηχανι- σμό*' θεωρούσε ότι ακόμη και τα φυτά και τα στική ψυχολογία*, σύμφωνα με την οποία όλα άτομα έχουν αισθήσεις*. Με βάση την πεποίεξηγούνται μέσω μηχανικών κινήσεων, δράσε- θηση περί ανορθολογικότητας του κόσμου*, εων και αντιδράσεων. Κύριο αντικείμενο της πεξεργάστηκε μια πεσιμιστική ηθική άποψη, εσυνειρμικής ψυχολογίας που πρότεινε είναι η πηρεασμένος από τον πεσιμισμό του Σοπεγχάπροσπάθεια εξήγησης της αντιστοιχίας των ουερ*, στο έργο του Phenomenologie des sitψυχικών γεγονότων και λειτουργιών με τους tlichen Bewusstseins (Φαινομενολογία της ηθινευρικούς ερεθισμούς και τις σωματικές κατα- κής συνείδησης, 1879). Ο άνθρωπος πρέπει να στάσεις. Υποστηρίζει ότι πρόκειται για δύο ε- απαλλαγεί από τρεις ουτοπίες: την ουτοπία της επίγειας ευτυχίας, την ουτοπία της ευτυντελώς διαφορετικές σειρές φαινομένων και χίας στον άλλο κόσμο και την ουτοπία για την ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραλληλισμός μεκατάκτηση της ευτυχίας με την κοινωνική πρόταξύ των ψυχικών γεγονότων και των υλικών οδο. Τελικά οδηγήθηκε στην διακήρυξη μιας διεργασιών. Την αιτιότητα προσπαθεί να την εμηδενιστικής θρησκείας με το έργο του Das ξηγήσει δίνοντας πρωταρχική θέση στους μηreligiose Bewusstsein der Menschheit (Η θρηχανισμούς των νεύρων και θεωρώντας ότι σκευτική συνείδηση της ανθρωπότητας, 1882). στους απλούς νευρικούς ερεθισμούς αντιστοιΣ" αυτό, με άκρατο πεσιμισμό, διακηρύττει ότι χούν απλά αισθήματα και στους σύνθετους η εξέλιξη παρασύρει το σύμπαν* στην εξαφάσύνθετα. Αντίστοιχα, οι μηχανισμοί των ψυχι- νιση μέσω της συνειδητοποίησης του παραλόκών δραστηριοτήτων θεωρούνται συνοδευτι- γου. Αλλα έργα του: Der Aufbau der realen κοί των νευρικών μηχανισμών. Κάθε συνειδη- Welt, 1940· Philosophie der Natur, 1950" σιακή μεταβολή συνεπώς εξηγείται ως μια ιδι- Grundzüge einer Metaphysik der Erkenntnis, αίτερη λειτουργία του νευρικού συστήματος. 1949. Κατά τον ίδιο τρόπο προσπάθησε να θεμελιώσει την ηθική* σε εμπειρικές - ψυχολογικές βά- Βιβλιογρ.: Ziegler L „ Das Weltbild Hertmanns, 1910 σεις και έγινε πρόδρομος της χρησιμοκρατίας Hessen I.. Die Kategorienlehre E. v. Hartmanns, 1926.Schneihen, E. v. Hartmann, 1929 - Huber M „ Eduard von (utilitarianism). Αλλο σημαντικό έργο του είναι Hartmans Metaphysik und Religionsphilosophie, 1954. το De motu sensus et idearum generatione An. Τζαφερόπουλος (1746). Αθαν.
Κοκολόγος
Χάρτμαν Έντουαρντ (Hartmann, 1842-1909). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος. Στι>ν χώρο της φιλοσοφίας* καθιερώθηκε πολύ νέος, σε ηλικία μόλις 26 ετών, με το πρωτόλειο έργο του Η φιλοσοφία του ασυνειδήτου (1868), που είναι όμως βασικό για τις θεμελιώδεις απόψεις του. Ο Χάρτμαν στηρίζει το σύστημά του στην ιδέα του ασυνειδήτου*. Πιστεύει πως αυτό κυριαρχεί επάνω στην οργανική και ανόργανη φύση. Ολη η φύση*, η συνείδηση*, οι αισθητικές, ηθικές; θρησκευτικές και επιστημονικές εκδηλώσεις του πολιτισμού* είναι δημιουργήματα του ασυνειδήτου. Αυτό είναι μια ενιαία μεταφυσική ουσία, η οποία συνίσταται από νόηση και βούληση, χωρίς να έχει συνείδηση
Χάρτμαν (Hartmann) Νικολάι. Ο Hartmann γεννήθηκε στις 20.2.1882 στη Riga και πέθανε στις 9.10.1950 στο Göttingen. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο στην Πετρούπολη, όπου και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο κλασική φιλολογία και φιλοσοφία*. Κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης του 1905 μετέβη στο Μαρβούργο της Γερμανίας, όπου μαθήτευσε κοντά στους επιφανείς νεοκαντιανούς* Cohen* και Natorp*. Εκεί έγινε Δρ. και υφηγητής φιλοσοφίας. Τα πρώτα του έργα υπήρξαν το Plato's Logik des Seins και το Der Proklus Diadochus philosophische Anfangsgrunde der Mathematik. Υπό την επίδραση της φαινομενολογίας* ο Hartmann απομακρύνθηκε από τον νεοκαντιανισμό* των δασκάλων του. Το 1922 έγινε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου. Στη
247
Χασχάτσιχ συνέχεια της ζωής του δημοσίευσε μεγάλα έργα, που κατευθύνονταν προς τη φιλοσοφική γεφύρωση της αντίθεσης ιδεαλισμού* και υλισμού*, δημιουργώντας έτσι ένα σύστημα "κριτικής αναλογίας". Σ' αυτή τη σειρά των έργων συγκαταλέγονται τα: Metaphysik der Erkenntnis (1921), Grundlegung der Ontologie, Möglichkeit und Wirklichkeit, Der Aufbau der realen Welt, Philosophie der Natur, που δημοσιεύτηκαν από το 1935 ως το 1950. Βιβλιογρ.: Α. J. Budch (hrsg.), Nikolai Hartmann,
1882-
1982, Bonn, 1982. Χάρης
Κράλλης
Χασχάτσιχ Φιόντορ Ιγκνάτιεβιτς (1907-1942). Γνωστός σοβιετικός φιλόσοφος, ελληνικής καταγωγής. Προϊστάμενος του φιλοσοφικού τμήματος του Ινστιτούτου Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Φιλολογίας της Μόσχας. Σκοτώθηκε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μαχόμενος κατά των χιτλερικών επιδρομέων. Βασικά του έργα: Η γνωσιμότητα του κόσμου και των νομετελειών του, Μόσχα, 19502· Γι α τον αρχαίο σκεπτικισμό, Μόσχα, 1940' Υλη και συνείδηση, Μόσχα, 1952' Ζητήματα της γνωσιοθεωρίας του διαλεκτικού υλισμού, Μόσχα, 1967. Ο Χασχάτσιχ υπήρξε ένας από τους λίγους σοβιετικούς φιλοσόφους που υπερέβη τα όρια του σχολιασμού των αποφθεγμάτων των κλασικών του μαρξισμού - λενινισμού και συγκέντρωσε ένα πλούσιο φυσικό - επιστημονικό υλικό, ιδιαίτερα στον τομέα της φυσιολογίας των αισθητηρίων οργάνων για την ανάλυση των προβλημάτων της "θεωρίας της γνώσης"*. Τα έργα του, που τα διέκρινε υψηλή επιστημονική κατάρτιση, σαφήνεια και λακωνικότητα διατύπωσης, προκάλεσαν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον των σπουδαστών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ευρύτερα των κύκλων της σοβιετικής διανόησης.
κό [ = κομμουνιστικό] μανιφέστο των Μαρξ* Ένγκελς* και δημοσίευσε, κυρίως στον "Νουμά", πολλά άρθρα, μάλλον μελέτες, που αφορούσαν σε θέματα θεωρίας του σοσιαλισμού*: Στους σοσιαλιστοφόγους, Στην ουσία, Σοσιαλισμός και Γλώσσα, Σοσιαλισμός και Τέχνη κ.ά. Ο Χατζόπουλος ήταν από τους καλύτερα καταρτισμένους θεωρητικά Ελληνες σοσιαλιστές της εποχής του. Ε.
Χ.
Χάτσεσον Φράνσις (Francis Hutcheson, 16941746). Σκώτος ηθικός και αισθητικός φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία και πέθανε στο Δουβλίνο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και στην Ακαδημία του Δουβλίνου. Το 1730 έγινε καθηγητής της ηθικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης -θέση που αργότερα κατέλαβε ο Α. Σμιθ*. Ο Χάτσεσον υπήρξε ρηξικέλευθος και, αρνούμενος να διδάσκει στα λατινικά, προκάλεσε έντονες επικρίσεις. Με το έργο του ανέπτυξε περισσότερο τις προτάσεις του Αγγλου ηθικού φιλοσόφου λόρδου Σάφτσμπερυ* (1671-1713) περί "ωραίου"* και "ηθικής"*, γονιμοποιώντας την αισθησιαρχία* του 17ου και 18ου αι. στην Αγγλία. Υποστήριξε την ύπαρξη μιας αναλογίας στην αίσθηση του φυσικά ωραίου και στην αίσθηση του ηθικά ωραίου. Θεωρήθηκε ως "ο πατέρας της σκωτικής φιλοσοφίας" και ως ο θεμελιωτής του ωφελιμισμού*. Υπήρξε καθηγητής του Α. Σμιθ και επηρέασε βαθύτατα τη σκέψη του Νταίηβιντ Χιουμ*. Το κυριότερο έργο του, An Inquiry into the Original of Our Ideas of Beauty and Virtue (1725), υπήρξε και η πρώτη τυπική πραγματεία περί αισθητικής* που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα. Βιβλιογρ.: R. L. Heilbroner, The Worldly
Philosophers,
Simon & Schuster Inc., New York, 1992.- Παν. Κανελλόπουλος, Ιστορία
του
Ευρωπαϊκού
Πνεύματος,
τ . 7ος,
εκδ. Δ. Γιαλλέλης, Αθήνα, 1976. Βιβλιογρ.: ΚονσταντΙνοφ Φ. Β., Φωτεινή μορφή του επιστήμονα - μαχητή (πρόλογος) στο βιβλίο: Χασχάτσιχ Φ. I., Ζητήματα
της
γνωσιοθεωρίας
του διαλεκτικού
υλι-
σμού. Μύσχα, 1967, σ. 3-11.- θ ε ο χ . ΚεσσΙδης, Θεόδωρος Χασχάτσιχ, 'Νέοι Καιροί", Αθήνα, 1985, αρ. 5, σ. 38-
41. θεοχ.
Κεσσίδης
Χατζόπουλος Κω(ν)σταντίνος (Αγρίνιο, 1868Πριντεζι, 1.920). Ποιητής και πεζογράφος, από τους πρωταγωνιστές του συμβολισμού* στην Ελλάδα, εξαιρετικός κριτικός, μεταφραστής και, ακόμη, δημοτικιστής και σοσιαλιστής. Μετέφρασε πρώτος στην Ελλάδα Το κοινωνιστι-
248
θαν. Α.
βασιλείου
Χέαρ (Hare) R. Μ. Βρετανός φιλόσοφος της ηθικής*, εκπρόσωπος της γλωσσολογικής φιλοσοφίας. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με την ανάλυση των προτάσεων της ηθικής, της γλώσσας της ηθικής. Θεωρεί την ηθική επιλογή τυπικά αυθόρμητη και ελεύθερη, ανάγοντάς την τελικά στην ψυχική ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου*. Ανάγει το πρόβλημα της υφής της ιδιαιτερότητας της ηθικής συνείδησης (και της φιλοσοφίας* συνολικά) στην αποκάλυψη των λογικών-γλωσσολογικών ιδαιτεροτήτων των ηθι-
Χέγκελ κών προτάσεων. Έργα: The Language of Morals, Oxford University Press, 1952" Moral Thinking: its Levels, Method and Point, Oxford: Clarendon Press, 1981' Open-Mindness in Education, Montreal: Mc Gill-Queens University Press, 1979. Δ.Π.
Χέγκελ (Hegel) Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ (Στουτγάρδη, 1770 - Βερολίνο, 1831). Κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας*. Είναι ο στοχαστής στον οποίο ανήκει το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής*, της καθολικής και αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών*, των κατηγο·· ριών της "διαλεκτικής λογικής"*, βάσει του "αντικειμενικού ιδεαλισμού"*. Σπούδασε θεολογία* και φιλοσοφία* στο Τύμπινγκεν μαζί με τους Σέλλινγκ* και Χέλντερλιν* (1788-1793). Επηρεάσθηκε βαθιά από τη μεγάλη γαλλική αστική επανάσταση και υιοθέτησε αντιπολιτευτικές θέσεις (κατά της φεουδαρχικής απολυταρχίας, υπέρ συνταγματικής μεταρρύθμισης κ.λπ.). Εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος (Φρανκφούρτη 1797-1800). Την ίδια περίοδο ασχολείται με την πολιτική οικονομία*. Από το 1801 εργάζεται ως καθηγητής του πανεπιστημίου της Ιένας και εκδίδει μαζί με τον Σέλλινγκ το περιοδικό "Kritisches Journal der Philosophie". Διετέλεσε γυμνασιάρχης στη Νυρεμβέργη (1808-16) και κατόπιν καθηγητής φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης (1816-18) και του Βερολίνου (1818), οπότε γίνεται αισθητή και η μεταστροφή των πολιτικών του πεποιθήσεων, Που συντέλεσε στην βαθμιαία ανάδειξή του σε επίσημο φιλόσοφο της πρωσικής κυβέρνησης. Ο ορίζοντας της φιλοσοφίας του Χέγκελ καθορίζεται από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της εποχής του και από το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών και της φιλοσοφίας. Η κεφαλαιοκρατία* ολοκλήρωνε τότε τη διαμόρφωση της χωρίς να εκδηλώνει ακόμα πλήρως ανεπτυγμένες τις αντιφάσεις της και η "εργατική τάξη"* της Γερμανίας δεν προβάλλει ακόμα ως αυτοτελής πολιτική δύναμη. Δεν είχαν ωριμάσει λοιπόν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την αυστηρά επιστημονική θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων, των ανταγωνισμών της κεφαλαιοκρατίας, των δρόμων και των μέσων υπέρβασης αυτών των ανταγωνισμών. Επομένως η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων πρό-
βαλε αναπόφευκτα είτε ως αιώνια και αμετάβλητη, είτε οι απόψεις περί των σκοπών*, των μέσων και των δρόμων αλλαγής της κοινωνίας* δεν μπορούσαν παρά να είναι ουτοπικές. Δεδομένου ότι ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως αμετάβλητη, θεωρούσε τις αλλότριες και κυρίαρχες επί των ανθρώπων κοινωνικές δυνάμεις ως απόλυτα αυτοτελείς έναντι των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση η όποια ανάπτυξη των εν λόγω δυνάμεων, της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου', εκλαμβάνεται ως ανάπτυξη μιας εξ υπαρχής δεδομένης αυτοτελούς καθολικότητας, μιας ουσίας κυρίαρχης επί του ενικού*, του αισθητηριακού και του εμπειρικού. Στην υποστασιοποίηση αυτής της αντίληψης εδράζεται η χαρακτηριστική για τον Χέγκελ απόσπαση της νόησης' από την υλική (κοινωνική - πολιτισμική) βάση που τη γέννησε και η αναγόρευσή της σε αυτοτελή - αυθύπαρκτη οντότητα και γενεσιουργό πηγή όλου του κόσμου* (ο οποίος υποβαθμίζεται σε ετερότητα της νόησης). Αυτή η προϋπάρχουσα, αρχέγονη και πρωτεύουσα νόηση ως απόλυτη πνευματική δραστηριότητα* αποτελεί την αφετηρία και το τελικό αποτέλεσμα, το επιστέγασμα του μεγαλειώδους φιλοσοφικού του συστήματος. Ο κύριος σκοπός του Χέγκελ είναι η δημιουργία μιας λογικής* ως συστήματος κατηγοριών* και κατ" αυτό τον τρόπο η προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης*: "Η αληθής μορφή με την οποία υφίσταται η αλήθεια* μπορεί να είναι μόνο το επιστημονικό σύστημά της. Είχα την πρόθεση να συμβάλω στην προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης -προς τον σκοπό εκείνο, που επιτυγχάνοντάς τον θα μπορούσε να παραιτηθεί από το όνομά της, της "αγάπης της γνώσης", και να γίνει "πραγματική γνώση" (Φαινομενολογία του πνεύματος"). Παρόμοια σκοποθεσία δεν θα μπορούσε να ανακύψει αν οι επιστήμες της εποχής δεν αναπτύσσονταν ραγδαία, αν οι επιμέρους επιστήμες δε περνούσαν από το εμπειρικό στο θεωρητικό τους επίπεδο (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό), στη διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας αντικειμένων και διαδικασιών. Στο εγχείρημά του αυτό ο Χέγκελ βασίζεται στη διαπίστωση των προκατόχων του αναφορικά με το ανέφικτο της εξαγωγής των λογικών κατηγοριών από την ατομική εμπειρία (Λοκ*, Χιουμ* και, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες, Καντ*). Ο Χέγκελ επιχειρεί την υπέρβαση της καντιανής απόσπασης
249
Χέγκελ της μορφής από το περιεχόμενο της νόησης*, των κενών λογικών κατηγοριών από τα δεδομένα της εμπειρίας* και των τελευταίων από το "πράγμα καθ' εαυτό", παραμένοντας στο πεδίο της εκ των πραγμάτων απόσπασης της νόησης από το είναι*, από την ύλη*. Γι' αυτό και η υπέρβαση του αποδεικνύεται επίπλαστη: το πραγματικό περιεχόμενο ανάγεται στη μορφή της νόησης και το "πράγμα καθ' εαυτό" στις λογικές κατηγορίες. Στις σημαντικότερες φιλοσοφικές καταβολές της χεγκελιανής φιλοσοφίας συμπεριλαμβάνεται η περί υπόστασης* διδασκαλία του Σπινόζα* (η οποία συμπυκνώνει σε ορισμένο βαθμό το κοσμοείδωλο που αντιστοιχεί στις απαρχές του θεωρητικού σταδίου ανάπτυξης των επιστημών) και η αυτοσυνείδηση* του Φίχτε*. Η νόηση παρουσιάζεται πλέον ως εξ υπαρχής δεδομένη, υπερατομική, αντικειμενική, αυτοκινούμενη και αυτοδιακρινόμενη υπόσταση, συνειδητοποιούσα τον εαυτό της. Από τις επιμέρους επιστήμες η κλασική αστική πολιτική οικονομία άσκησε την μέγιστη επίδραση στη λογική του Χέγκελ (Α. Σμιθ*, Ντ. Ρικάρντο* κ.ά.). Ο Χέγκελ δεν υιοθετεί από αυτήν απλώς την κατηγορία της εργασίας* ως αφετηριακή για την ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων, αλλά της προσδίδει βαθύτερο και ευρύτερο φιλοσοφικό νόημα, κοσμο-ιστορική σημασία: η εργασία είναι η διαδικασία δημιουργίας από τον άνθρωπο του ίδιου του εαυτού του, είναι μια διαδικασία αυτογένεσης του ανθρώπου, μια διαδικασία δημιουργίας της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπού. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τους κλασικούς της οικονομίας, ο Χέγκελ ανάγει την εργασία σε πνευματική - αφηρημένη δραστηριότητα*. Παρόμοια με τους οικονομολόγους, ο Χέγκελ διακρίνει μόνο τη θετική πλευρά της εργασίας ταυτίζοντας νομοτελειακά την ιστορικά παροδική ανταγωνιστική μορφή (και βαθμίδα) της εργασίας της εποχής του με την εργασία εν γένει, δηλαδή ταυτίζοντας την αλλοτρίωση*, την αποξένωση με την εξαντικειμένωση*, με την πραγμοποίηση. Βεβαίως σε σύγκριση με τους κλασικούς της αστικής οικονομολογίας ο Χέγκελ προχωρεί κατά ένα βήμα (θέτει το ζήτημα της άρσης* της αλλοτρίωσης), το οποίο όμως, λόγω του άκρως μυστικιστικού χαρακτήρα του, αποβαίνει βήμα προς τα πίσω: η υπέρβαση της αλλοτρίωσης υπό το πρίσμα της εξωίστορικά και μεταφυσικά εννοούμενης εργασίας μπορεί να υπάρξει μόνον ως υπέρβαση (κατάργηση) του εμπράγματου,
250
του αντικειμένου, ως απελευθέρωση του πνεύματος από την ξένη προς αυτό πραγματικότητα και "επιστροφή" στο απόλυτο. Η αντιφατικότητα της μεγαλειώδους σύλληψης του Χέγκελ συνδέεται με τις παραπάνω επισημάνσεις. Από τα πρώιμα έργα ("φιλοσοφίας της θρησκείας"* κ.ά.) του Χέγκελ διαφαίνεται η τάση εξέτασης της ιστορίας του πνευματικού πολιτισμού ως αλληλουχίας νομοτελειακά εναλλασσόμενων σταδίων της ανάπτυξης του πνεύματος. Η Φαινομενολογία του πνεύματος' (1807), όπου ο Χέγκελ απελευθερώνεται από την επίδραση του Σέλλινγκ, αποτελεί ιδιότυπη εισαγωγή - προγραμματική διακήρυξη της φιλοσοφίας του, στην οποία ενυπάρχουν συνθετικά (και σε εμβρυώδη - μυστικιστική μορφή) τα στοιχεία που θα αναπτύξει αργότερα συστηματικά. Είναι η θεωρία των φαινομένων, των μορφών ή βαθμίδων της δημιουργικής δύναμης του "παγκόσμιου λόγου", από τις οποίες οφείλει να περάσει η συνείδηση* του ατόμου (αναπαράγοντας τα στάδια αυτογνωσίας του "παγκόσμιου λόγου") ώστε να γίνει φιλοσοφική. Η συνείδηση ξεκινά από την κατ' αίσθηση εγκυρότητα και φθάνει στην έννοια της επιστήμης, στην απόλυτη γνώση. Σε αυτή την παράλληλη "εμβρυολογία και παλαιοντολογία του πνεύματος" (Ένγκελς*) διαπλέκονται στοιχεία θεωρίας της γνώσης και της συνείδησης (εμπειρία, "διάνοια και λόγος"*, συνείδηση και αυτοσυνείδηση κ.λπ.) με στοιχεία αναδρομής στην ιστορία του πνευματικού πολιτισμού και στην ιστορία της φιλοσοφίας*, στην ψυχολογία*, στην ηθική*, πολιτική, δκαιική και θρησκευτική φιλοσοφία και στην αισθητική*. Εδώ τα άτομα μετατρέπονται σε "συνείδηση" και ο κόσμος σε "αντικείμενο"*, κατά τρόπο ώστε όλη η ποικιλομορφία της ζωής και της κοινωνίας να ανάγεται σε διαφορετικές σχέσεις της "συνείδησης" προς το "αντικείμενο". Κεντρική θέση κατέχουν στη φαινομενολογία οι κατηγορίες της εργασίας και της αλλοτρίωσης κατά τον τρόπο που προαναφέραμε. Εξαιρετική σημασία αποκτά η διαλεκτική δούλου και αυθέντου και η θέση του Χέγκελ περί ανάπτυξης της συνείδησης μέσω του πρώτου. Εάν η φαινομενολογία αποτελεί την "πηγή και το μυστικό" της χεγκελιανής φιλοσοφίας (Μαρξ), η Επιστήμη της λογικής (1812) είναι το έργο στο οποίο εμπεριέχεται κυρίως η ουσία της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Η διαλεκτική μέθοδος προβάλλει στη φιλοσοφία του Χέγκελ
Χέγκελ ως σύστημα της διαλεκτικής λογικής, το οποίο δομείται βάσει της ιδεοκρατικής αρχής της ταυτότητας νόησης και είναι, βάσει της προγενέστερης απόσπασης της νόησης από το είναι. Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται την καθολική ενότητα, το οργανικό όλο (ολότητα, βλ. μέρος και όλο) ως ενυπάρχον στη νόηση αποκλειστικά πνευματικό προϊόν και όχι ως ανεξάρτητα από τη νόηση υφιστάμενο στην ενεργό πραγματικότητα. Ο εμπράγματος κόσμος προβάλλει εδώ ως στερούμενος δικής του ουσίας, ουσία του αποβαίνει στο σύστημά του η νόηση, η οποία αναγνωρίζει στον εμπράγματο κόσμο τον εαυτό της ως ετερότητά της. Η περί του όλου αντίληψη εννοείται ως αρχέγονη, αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, ως πνευματική οντότητα. Εδώ οι μορφές και οι νόμοι της ανθρώπινης νόησης κατακτούν και ανακτούν την "απόλυτη", τη "θεία" φύση τους, ως μορφές και νόμοι μιας δραστηριότητας που δημιουργεί και αναπαράγει τον εξωτερικό κόσμο (γΓ αυτό και αποτυπώνονται σ' αυτόν ως μορφές πραγμάτων, ως μορφές του "απολιθωμένου" στα πράγματα παγκόσμιου πνεύματος, του θεού*). Εδώ η πραγματική ανθρώπινη νόηση, η "συνείδηση κοινωνική"*, υποστασιοποιείται και θεοποιείται ως κάποια υπεράνω των ανθρώπων παγκόσμια δύναμη, εκδηλούμενη μέσω των ανθρώπων και όχι ως δραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπινου όντος. Η ταύτιση νόησης και είναι, στην οποία εδράζεται αυτή η ιδεοκρατική σύλληψη, καταργεί εκ προοιμίου το ζήτημα της αυτοτέλειας και της ιδιοτυπίας της "γνωστικής διαδικασίας"* και τη διαλεκτική αυτής της διαδικασίας, η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του υποκειμένου προς το ανεξάρτητα από το υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η διαλεκτική της νόησης. Ωστόσο, η ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη - θεοποιημένη, αντανακλά τις υπαρκτές στιγμές της σύμπτωσης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι, με την υλική πραγματικότητα, και χαρακτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης*. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά τις οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία γνώσης θεωρείται δεδομένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ορθολογικός πυρήνας της μεγαλοφυούς συμβολής του Χέγκελ στην επιστήμη των τρόπων και των μέσων της νόησης, στη διαλεκτική λογική*. Σε αυτό τον ορθολογι-
κό πυρήνα οφείλεται και η ορθή σε γενικές γραμμές σύλληψη από τον Χέγκελ του "μηχανισμού" της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"*, στην ανάπτυξη του οποίου προβαίνει ο Χέγκελ "προδίδοντας" τον απόλυτο ιδεαλισμό του (δεδομένου ότι θέτει ως αφετηρία του την απολυτοποιημένη νόηση, το απόλυτο, το οποίο -αποκομμένο από το σχετικό- συνιστά το πλήρως απροσδιόριστο και απροσπέλαστο μη-ον). Ετσι αναπτύσσεται το σύστημα των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους συνάφεια (από την άποψη δηλαδή της ουσίας της νόησης) ως διατεταγμένο όλο κλιμακούμενης άρσης της απροσδιοριστίας των πλέον αφηρημένων κατηγοριών από τις πιο συγκεκριμένες, από το πεδίο του "είναι" στην "ουσία" και από αυτήν στην ενότητα "ουσίας και φαινόμενου"*,στην "πραγματικότητα". Η όλη κίνηση της νόησης προβάλλει ως αλληλοδιαπλοκή νόμων: "πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές"*, ενότητα και πάλη των αντιθέτων (βλ. αντίφαση), και "άρνηση της άρνησης"*, βάσει των οποίων δομείται η "αντικειμενική λογική" του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδεοκρατική αρχή προσδίδει στη διαλεκτική του ιδιότυπα χαρακτηριστικά και την οδηγεί σε ασυνέπειες, σε συμβιβαστικές υπαναχωρήσεις, οι οποίες ευνουχίζουν εν πολλοίς τον δυναμισμό της. Αυτό εκδηλώνεται φυσικά στην αναγωγή της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης: στην ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, στην υπαγωγή της διάνοιας στον λόγο (βλ. διάνοια και λόγος) και στην υποταγή του ιστορικού στο λογικό (βλ. ιστορικό και λογικό). Ετσι ο Χέγκελ υποτάσσει τη διαλεκτική στην ιδεοκρατία. Ενώ στο επίπεδο της αμεσότητας διακρίνει την παθητική και την ενεργητική πλευρά του κατηγοριακού δίπολου των αντιθέτων ("ποιότητα και ποσότητα"*), στο πεδίο της ουσίας η διάκριση αυτή εξαφανίζεται, οι πλευρές της θεμελιώδους για τη διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο "θεμέλιο" ώστε να επιτευχθεί η διαιώνιση της ουσίας. Κατ' αυτό τον τρόπο η λογική του Χέγκελ είναι η λογική ενός κλειστού συστήματος, το οποίο ουσιαστικά στερείται παρελθόντος και μέλλοντος, δεδομένου ότι η μορφή του προσδιορισμού της απόλυτης ιδέας είναι η "απολύτως δι' εαυτήν άνευ υποκειμενικότητας υφιστάμενη εξωτερική εμφάνεια του χώρου και του χρόνου". Οι παραπάνω περιορισμοί εκδηλώνονται εντονότερα στην αναπαράσταση
251
Χέγκελ του γίγνεσθαι της νόησης, στην "υποκειμενική λογική", όπου το ανεπτυγμένο σύστημα των κατηγοριών ως απόλυτη αρχή επιβάλλεται επί του γίγνεσθαι κατά τελεολογικό τρόπο. Η αισθητηριακή γνώση, η διάνοια κ.λπ. υπάρχουν μόνον ως αναγκαίες βαθμίδες της ανάδειξης του λόγου, της ανεπτυγμένης νόησης. Παρ" όλες τις έντονες επικρίσεις του κατά της διάνοιας (την οποία ταύτιζε με τη μεταφυσική), ο Χέγκελ λόγω του ιδεαλισμού του παραμένει δέσμιος της προδιαλεκτικής απόσπασης των διαμελισμένων μερών του όλου (νόησης και είναι, διάνοιας και λόγου, λογικού και ιστορικού κ.λπ.), η εξωτερική συνάφεια των οποίων (ως αναγωγή είτε ως υπαγωγή) επίσης υποστασιοποιείται και γίνεται βάση ιδεαλιστικών μυστικοποιήσεων. Το αποτέλεσμα της γνωστικής διαδικασίας, η άρνηση της άρνησης της κατ' αίσθηση γνώσης (λόγος), ως εξ υπαρχής αποκομμένο από τη γενεσιουργό διαδικασία του, οροθετεί και απορροφά πλήρως την τελευταία. Βάσει της διαλεκτικής του μεθόδου ο Χέγκελ εξετάζει κριτικά όλους τους τομείς του πολιτισμού*. Στη"Φιλοσοφία της φύσης" (2ο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών, 1817) η κριτική ανάλυση της κατάστασης των σύγχρονών του φυσικών επιστημών και του εννοιολογικού εξοπλισμού τους είναι συνυφασμένη με την άκριτη αναπαραγωγή, και τη φιλοσοφική "δικαίωση", δογμάτων και προκαταλήψεων της εποχής του. Εδώ εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η φύση, όντας ετερότητα της ιδέας ("αποστασία" της ιδέας αφ' εαυτής), μετατρέπεται σε πνεύμα, θεωρώντας μεταφυσικά τη φύση ως αμετάβλητη ("πνεύμα απολιθωμένο") και απορρίπτοντας κάθε εξελικτική προσέγγιση (μεταμορφώνεται κατά τον Χέγκελ μόνο η έννοια καθαυτή). Λόγω του άκαμπτου δογματισμού της, της επιλεκτικότητας και των αυθαιρεσιών της, η "φυσική φιλοσοφία"* του Χέγκελ δεν συνιστά βήμα προς τα εμπρός και υπολείπεται των αντίστοιχων προσεγγίσεων του προκριτικού Καντ. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την έστω και στατικά - τελεολογικά διατυπωμένη διορατικότατη εικασία του περί επιπέδων - μορφών κίνησης και αλληλεπίδρασης της ύλης ("μηχανικής", "φυσικής", "οργανικής") και άλλων ιδεών που προοιωνίζονται μετέπειτα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών (π.χ. συσχετικότητα χώρου και χρόνου, "εγγενής σκοπιμότητα" των έμβιων όντων κ.λπ.).
252
Στη φιλοσοφία του πνεύματος (3ο μέρος της "Εγκυκλοπαίδειας", 1817), η επανερχόμενη από την αλλοτρίωση στον εαυτό της ιδέα γίνεται συγκεκριμένη και έλλογη. Εδώ εξετάζεται η ανθρώπινη συνείδηση και διάφορα είδη ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως "υποκειμενικό πνεύμα", υπό το πρίσμα της ανθρωπολογίας, της φαινομενολογίας και της ψυχολογίας, εξετάζεται η πνευματική ανάπτυξη του ατόμου σε συνδυασμό με την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους. Ως "αντικειμενικό πνεύμα" ο Χέγκελ εκθέτει τις κοινωνικές - πολιτειολογικές του απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στη Φιλοσοφία του δικαίου (1821). Οι ιδέες αυτές του Χέγκελ αποτελούν την κορύφωση της προμαρξικής κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου* του διαφωτισμού*. Εδώ ο Χέγκελ, παρά την κριτική που ασκεί στον ατομικισμό και στον αφηρημένο χαρακτήρα της θεωρίας του "φυσικού δικαίου", επιχειρεί την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας ξεκινώντας από την υποστασιοποιημένη αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκουμένου στο κράτος και στο δίκαιο καθολικού, το οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Κατ' αυτό τον τρόπο η χαρακτηριστική για την κλασική αστική σκέψη πολιτική δικαιική θεώρηση της κοινωνίας οδηγείται μέχρι το λογικό της πέρας. Οπως αναφέρει στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, "όλη η αξία του ανθρώπου, όλη η πνευματική πραγματικότητά του υπάρχει αποκλειστικά χάριν του κράτους". Εδώ η διαμορφούμενη επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη συστηματική θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της υπόστασής του (αφηρημένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συγκεκριμένης μορφής εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου, της "γενολογικής ουσίας του ανθρώπου". Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της θεώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, ο άνθρωπος προβάλλει ως πλήρως εξαρτημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα, υπαγόμενη στους αναβαθμούς του "αφηρημένου δικαίου", της "κατ" επίγνωση ηθικότητας" ή "ατομικής ηθικής" (Moralität) και της ομόλογης προς την έννοια της καθολικής βούλησης "καθ' έξιν ηθικότητας" ή "κοινωνικής ηθικής" (Sittlichkeit). Η τελευταία περιλαμβάνει την οικογένεια*, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία (κράτος*). Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ καθ' εαυτό έλλογο και ηθικό όλο, η
Χέγκελ πραγμάτωση της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της θείας ιδέας, ο επίγειος θεός. Αριστο πολίτευμα θεωρεί τη συνταγματική μοναρχία, κατά το πρωσικό πρότυπο της εποχής του, το οποίο θεωρούσε "δομημένο επί των έλλογων αρχών" (διάλεξη από 28/10/1816). Η ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας συνιστά πορεία απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας και τη συνείδηση της ελευθερίας* μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των εκάστοτε δεσποζόντων λαών - φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερεις "κοσμοϊστορικές" περίοδοι (ανατολική, ελληνική, ρωμαϊκή και γερμανική) αντιστοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην ανδρική και στη γεροντική ηλικία της ανθρωπότητας. Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλειας* προβάλλει εδώ με σχηματική μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως "πανουργία" του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως εργαλεία του. Οι περί "υψηλού προορισμού του πολέμου" απόψεις του Χέγκελ συνδέονται με τη διττή αντίληψή του για τις αποικίες (αναγκαία ως διέξοδος της πόλωσης ένδειας και πλούτου των μητροπόλεων, αλλά εξ ίσου αναγκαίος και ο απελευθερωτικός αγώνας των αποικιών), καθώς και με τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας εξωτερικού αντίπαλου δέους για την εύρυθμη λειτουργία της γραφειοκρατίας*. Διέκρινε στην ιστορία τις "κοσμοϊστορικές" προσωπικότητες (που μετατρέπουν την ιστορική αναγκαιότητα σε προσωπικό τους σκοπό*) από τις "αναπαραγωγικές" (που κατευθύνονται από ιδιωτικά συμφέροντα). Στις ιστορικές του απόψεις ο Χέγκελ εκδηλώνει συχνά εθνικιστικές προκαταλήψεις. "Απόλυτο πνεύμα" θεωρεί ο Χέγκελ τις μορφές της "συνείδησης κοινωνικής"*. Στις τρεις διαδοχικές μορφές του (τέχνη*, θρησκεία* και φιλοσοφία*), μέσω των οποίων το πνεύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του διαδοχικά ως εποπτεία και εικόνα, ως συναίσθημα και παράσταση και ως νόηση και έννοια, κατά μεγαλοφυή μεν, πλην όμως ιδεοκρατικά μυστικιστικό τρόπο, συλλαμβάνεται η κατεύθυνση της διαμεσολαβημένα κλιμακούμενης συνάφειας των μορφών και των εκφάνσεων της συνείδησης. Στην αισθητική* του ο Χέγκελ ορίζει το ωραίο* ως καθόλου "αισθητή εμφάνεια της ιδέας", ως άμεση ενότητα της έννοιας και της πραγματικότητάς της, του πνευματικού περιεχόμενου και της εξωτερικής μορφής.
Διακρίνει τρεις ιστορικούς τύπους τέχνης: συμβολικός (ανατολικός), όπου η εξωτερική μορφή δεσπόζει του περιεχόμενου, κλασικός (αρχαιότητα), όπου υπάρχει αρμονική ενότητα μορφής και περιεχόμενου, και ρομαντικός (χριστιανική Ευρώπη), όπου η αρμονία παραβιάζεται με την υπεροχή του περιεχόμενου και την έκπτωση της μορφής. Μεταξύ έννοιας και εποπτείας τοποθετεί τη θρησκεία, διαβαθμίσεις της οποίας είναι οι φυσικές θρησκείες (θεός ως φυσική δύναμη), οι θρησκείες της πνευματικής προσωπικότητας (το πνεύμα ως διακριτό από τη φύση) και η θρησκεία της αποκάλυψης, ο χριστιανισμός (απόλυτη θρησκεία της αλήθειας* και της ελευθερίας*, του προτεσταντισμού). Επιχειρεί να υπαγάγει στη διαλεκτική τριαδικότητα τα θρησκευτικά δόγματα (π.χ. της Αγίας Τριάδος). Θεωρεί ότι θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το αυτό περιεχόμενο (το απόλυτο, το θείο), το οποίο η μεν πρώτη προσεγγίζει εμπειρικά, μέσω της παράστασης, η δε δεύτερη νοητά, μέσω της έννοιας. Τα θρησκευτικά δόγματα χάνουν κατ' αυτό τον τρόπο την ιερότητά τους και μετατρέπονται σε αλληγορίες φιλοσοφικών εννοιών (γεγονός που οδήγησε πολλούς ορθόδοξους θεολόγους να μέμφονται τον Χέγκελ για πανθειστική και αθεϊστική τάση). Η θρησκεία αίρεται από τη φιλοσοφία, την ύψιστη μορφή αυτογνωσίας του πνεύματος, την τέλεια ταυτότητα "νοείν" και "είναι", την απόλυτη γνώση, δηλαδή μια "επιστήμη των επιστημών", στην οποία οδηγεί η εσωτερική αναγκαιότητα της ιστορικής ανάπτυξης των φιλοσοφικών ιδεών. Η ιστορική αλληλουχία των φιλοσοφικών συστημάτων αντιστοιχεί στις κατηγορίες της διαλεκτικής* και συνάμα απεικονίζει το ουσιώδες περιεχόμενο του πολιτισμού* της εποχής του κάθε αναγκαίου παροδικής ισχύος συστήματος ως αλληλουχία των βαθμίδων προς την απόλυτη φιλοσοφία του Χέγκελ, που αποτελεί κατά τον ίδιο επακολούθημα, συμπέρασμα και απόλυτη άρση των προγενέστερων φιλοσοφημάτων. Η αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του υπαρκτού) και ανατρεπτικού ριζοσπαστικού ορθολογισμού (κριτικής προσέγγισης του όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπωση του "κάτι τι έλλογο είναι και πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο". Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ με το μεγαλειώδες εγχείρημά του να εντάξει στον φιλοσοφικό στοχασμό το σύνολο του επιστητού, επιδιώκει να "άρει" πλήρως και τελειωτικά, να
253
χεγκελιανισμός συλλάβει και να εγκλείσει κάθε δυνητική προοπτική της νόησης, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτή η ένταξη στους κλειστούς κύκλους της φιλοσοφίας της απόλυτης ιδέας αποτελεί το επιστέγασμα και το άκρον άωτον της κίνησης της γνώσης. Ωστόσο, για να πραγματοποιήσει τα παραπάνω χρειάσθηκε να αναπαραστήσει εν γένει και συνολικά την ποικιλομορφία του περιεχόμενου της νόησης, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το ίδιο του το πανλογικό - δογματικό σύστημα, αλλά και κάθε πιθανή κοσμοθεώρηση που θεωρεί δεδομένο το απόλυτο, διότι η προσέγγιση του τελευταίου μέσω της νόησης, του λόγου, το καθιστά κατ' αρχήν ορθολογικά προσπελάσιμο και συνεπώς συσχετικό. Η συνειδητοποίηση αυτής της αντιφατικότητας της μεθόδου και του συστήματος (η διάκριση μεθόδου και συστήματος εδώ είναι μάλλον σχετική) του Χέγκελ, σε συνδυασμό με τη συστηματική διερεύνηση ενός πραγματικού (και όχι ιδεατού) οργανικού όλου, από τη σκοπιά του ριζικού μετασχηματισμού του, επέτρεψε στον Μαρξ* όχι μόνο να θεμελιώσει επιστημονικά την επαναστατική πράξη, αλλά και να επαναστατικοποιήσει τη διαλεκτική, αίροντας τους περιορισμούς και μετασχηματίζοντας τα επιτεύγματα του Χέγκελ. Η χεγκελιανή φιλοσοφία με όλη την αντιφατικότητα και τον πλούτο της αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού, και άσκησε και ασκεί βαθιά επίδραση. Αποτελεί μιαν από τις θεωρητικές πηγές του μαρξισμού*. Η κριτική διερεύνηση της αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο της δημιουργικής κατανόησης και ανάπτυξης του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού. Βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, Φόυερμπαχ, Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Κεφάλαιο, διαλεκτική, διαλεκτική λογική, λογική της ιστορίας. Εργα: "Werke", Bd 1-19, Berlin, 1832-1887."Sämtliche Werke", Kritische Ausgabe, hrsg. v. G. Lasson und J. Hoffmeister, Bd 1-30, Leipzig Hamburg, 1923-60.- "Sämtlische Werke", hrsg. v. H. Glockner. Bd 1-26, Stuttgard, 1927-40.Theologische Jugendschritten, Tübingen, 1907.H λογική, μετ. Π. Γρατσάτου, Αθήνα, 1916.- Η επιστήμη της λογικής, μετ. Γ. Τζαβάρα, ΑθήναΓιάννινα, Δωδώνη, 1991.- Φιλοσοφία της ιστορίας, μετ. Αι. Μανούση, τόμ. Α-B, Νεφέλη, Αθήνα, 1980.- Φιλοσοφία του πνεύματος, τόμ. 1-2, Αθήνα, Δωδώνη.- Φαινομενολογία του πνεύματος, μετ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, τόμ. 1-
254
2, Αθήνα- και σειρά έργων σε αμφίβολης ποιότητας και πληρότητας μεταφράσεις από τις εκδ. Αναγνωστίδη. Βιβλιογρ.: Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του Κεφόλαιου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.- του ίδιου, Η μαρξική ανάλυση του 'μηχανισμού' του κοινωνικού προσδιορισμού της λογικής του Χέγκελ, Filosofskie nauki, No 2, 1971.- του ίδιου. Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ, "Επιστημονική Σκέψη", No 36, 1987.- G. Lukàcs, Der junge Hegel. Berlin, 1954.- Ε. Β. Ιλιένκοφ, Διαλεκτική λογική, Gutenberg, Αθήνα, 1983.- Ivor. Φιλοσ. Α.Ε. ΕΣΣΔ. Συστηματικός κατάλογος βιβλιογραφίας στη ρωσική για τον Χέγκελ (από τον 19ο αι. μέχρι το 1974, Μόσχα. 1974 - Η φιλοσοφία του Χέγκελ: προβλήματα διαλεκτικής, Μόσχα, 1987.Garaudy R., La pensée de Hegel, Paris, 1966.- Δ. Γληνός, H φιλοσοφία του Χέγκελ, Αθήνα, 1970'.- Κ. I. Λογοθέτης, Η μετά Κάντιον ιδεοκρατική φιλοσοφία, Αθήνα, 1958.- Ο Χέγκελ και ο μαρξισμός, ΚΜΕ, Σ.Ε., Αθήνα, 1982.- Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης, Μόσχα, 1991. Δ. Πατέλης
χεγκελιανισμός, βλ.
νεοεγελιανισμός
χειραγώγηση (αγγλ. manipulation). Σύστημα χειρισμών ιδεολογικής και κοινωνικο-ψυχολογικής επίδρασης, που αποσκοπεί στην αλλαγή της σκέψης και της συμπεριφοράς των ανθρώπων εις βάρος των συμφερόντων* τους. Σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι συχνά δεν γνωρίζουν οτι η κοσμοθεώρηση, οι ανάγκες", τα συμφέροντα και συνολικά ο τρόπος ζωής τους εξαρτώνται από τους χειραγωγούς τους. Η προσωπικότητα μετατρέπεται σε ενεργούμενο. Στις ανταγωνιστικές κοινωνίες η χειραγώγηση είναι αναπόφευκτο επακόλουθο των κυριαρχικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων και συνδέεται με την αλλοτρίωση* και τον φετιχισμό* του εμπορεύματος. Συχνά χρησιμοποιούνται επιτεύγματα της κοινωνικής ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας* στη μαζική προπαγάνδα, στη βιομηχανία θεάματος - ακροάματος και διαφήμισης, με στόχο την επιβολή και υποβολή των αστικών αξιών* και ιδεωδών, της ψυχολογίας του καταναλωτισμού* και των αντίστοιχων στερεοτύπων* συμπεριφοράς. Η πλέον "έντεχνη" χειραγώγηση δημιουργεί στον χειραγωγούμενο την ψευδαίσθηση ότι "ο ίδιος αποφασίζει και επιλέγει". Βλ. επίσης, υποκείμενο, συνείδηση κοινωνική, τάξεις κοινωνικές. Δ. π.
Χέλιγξ Αρνολντ (1625-1669). Ολλανδός καρτεσιανός φιλόσοφος, οπαδός της γνωσιολογικής θεωρίας του ορθολογισμού* (rationa-
Χέρμπαρτ lismus). Διαφοροποιήθηκε από τη διδασκαλία του Καρτεσίου* ως προς το σκέλος αυτής περί "διαρχίας". Ενώ δηλαδή δέχεται την ύπαρξη δύο διαφορετικών και ανεξάρτητων μεταξύ τους ουσιών, του σώματος και του πνεύματος*, απορρίπτει την άποψη της αλληλεξαρτήσεως και θεωρεί πλάνη τη γνώμη ότι η βούληση* κινεί το σώμα μας. Κατ' αυτόν, ο θεός* έχει ρυθμίσει τα πράγματα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα σωματικά φαινόμενα να βρίσκονται πάντοτε σε αντιστοιχία προς τα πνευματικά, χωρίς να απαιτείται η αλληλεπίδραση τους. Τα φαινόμενα αυτά τα παρομοιάζει με δύο ρολόγια, τα οποία συμφωνούν στην ώρα, όχι λόγω αλληλεπιδράσεως, αλλά χάρη στην τέχνη του κατασκευαστή τους. Απ. Τζ.
Χέρμπαρτ Γιόχαν Φρίντριχ (Herbart Johann Friedrich, 4/5/1776, Ολντερμπουργκ - 14/8/ 1841, Γκέτιγκεν). Γερμανός φιλόσοφος - μεταφυσικός, ψυχολόγος και παιδαγωγός, ιδρυτής του συστήματος της "ακριβούς" φιλοσοφίας και θεμελιωτής της επιστημονικής Παιδαγωγικής. Υπήρξε μαθητής του Φίχτε* στο πανεπιστήμιο της Ιένας (1794-1797). Το 1802 εξελέγη υφηγητής στο πανεπιστήμιο της Γκέτιγκεν, το 1809 διορίστηκε καθηγητής στην Καίνιξμπεργκ, όπου κατέλαβε την έδρα του Καντ*, και το 1833 εξελέγη καθηγητής φιλοσοφίας* και παιδαγωγικής στη Γκέτιγκεν. Αρχικά, η φιλοσοφία του Χέρμπαρτ (Βασικά στοιχεία της μεταφυσικής και της λογικής, 1807) διαμορφώθηκε ως ανάπτυξη των ιδεών του Καντ, τείνοντας προς έναν φιλοσοφικό ρεαλισμό, με συνδυασμό στοιχείων από τη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς*. Ο φιλοσοφικός ρεαλισμός του αποβλέπει στη δημιουργία ιδιαίτερων ακριβολογικών μεθόδων, στηρίζεται όμως στις μεθόδους των φυσικομαθηματικών επιστημών. Η φιλοσοφία* ορίζεται από τον Χέρμπαρτ ως επεξεργασία εννοιών*· η Λογική* έχει στόχο της τη διασαφήνιση των εννοιών, η Μεταφυσική* τη διόρθωση και η Αισθητική* (Ηθική) τη συμπλήρωσή τους. Ειδικότερα, η Μεταφυσική επεξεργάζεται τις έννοιες που παρέχουν γνώση του υπάρχοντος κόσμου των σωμάτων και πνευμάτων. Στον πρόλογο του βασικού του έργου Γενική Μεταφυσική με τις αρχές φιλοσοφικής θεωρίας για τη φύση (1828) αποκαλεί τον εαυτό του "Καντιανό του έτους 1828", ωστόσο διαφοροποιείται από τον Καντ ως προς την έννοια του "πράγματος κα-
θεαυτό". Μέσα από την κριτική της κοινής έννοιας "πράγμα", ο Χέρμπαρτ καταλήγει στην έννοια του πραγματικού ως τελικού στοιχείου και φορέα του Είναι* (παρόμοιου με τη μονάδα του Λάιμπνιτς). Το πράγμα* αντιστοιχεί σ' ένα σύνολο απλών ουσιών, τις οποίες κατανοούμε μέσω των ιδιοτήτων του πράγματος, που παρέχουν οι αισθήσεις*. Ο Χέρμπαρτ ονομάζει αυτό το μέρος της μεταφυσικής του "συνεχολογία", αφού το πράγμα μοιάζει ν" αποτελεί μια συνέχεια απλών ουσιών που βρίσκονται στον νοούμενο χώρο. Ο "νοούμενος χώρος" είναι έννοια αφηρημένη και παραπέμπει στη μαθηματική έννοια του χώρου*. Αντίθετα, ο "φαινομενικός χώρος" είναι το σύνολο των παραστάσεων που βρίσκονται στον νου* μας. Τα όντα των οποίων η ουσία είναι απλή και τα οποία είναι δεκτικά εσωτερικών καταστάσεων αποτελούν την αληθινή ουσία του κόσμου*. Η Αισθητική είναι η επιστήμη του απολύτου αρέσκοντος ή απαρέσκοντος. Πηγή των καλαισθητικών ιδεών είναι οι κρίσεις απόλυτης εκτίμησης, οι οποίες αναφέρονται σε μορφές, σχέσεις (π.χ. χρωμάτων, φθόγγων κ.λπ.). Σπουδαιότερο μέρος της Αισθητικής συνιστά η Ηθική*, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτίμηση σχέσεων βουλήσεων (ποιες σχέσεις βουλήσεων αρέσκουν ή απαρέσκουν απολύτως). Οι ηθικές ιδέες που προκύπτουν από τη σχέση δύο μόνο βουλήσεων καλούνται "στοιχειώδεις" ή "ατομικές", π.χ. της εσωτερικής ελευθερίας*, της τελειότητας, της αγάπης*, του δικαίου* και της ανταπόδοσης. Αν αυτές εφαρμοστούν στην κοινωνία*, προκύπτουν οι κοινωνικές ιδέες, π.χ. της δικαιολογητικής κοινωνίας, του ανταποδοτικού και διοικητικού συστήματος κ.λπ. Γενικότερα, η φιλοσοφία του Χέρμπαρτ χαρακτηρίζεται από μια τάση μαθηματικοποίησης και τον συνδυασμό του εμπειρισμού*, του ψυχολογισμού* και του αφηρημένου λογισμού. Ανάλογη μεθηματικοποίηση υπάρχει και στην ψυχολογία*, όπου αναλύεται η "ψυχή" και το "εγώ"* ως έννοιες που υποβάλλονται σε κριτική εξέταση. Η ψυχολογία του Χέρμπαρτ είναι παραστατική: θεωρεί τις παραστάσεις ως το πρωταρχικό πνευματικό στοιχείο του ανθρώπου. Η συνείδηση* είναι το σύνολο των παραστάσεων, οι οποίες βρίσκονται σε ταυτόχρονη αλληλεπίδραση και σε συνεχή ανταγωνισμό. Οι παραστάσεις αυτές συνιστούν εκδηλώσεις της ψυχής. Η ψυχή* αποτελεί απλή, πραγματική ουσία. Από τις αντιδράσεις της ψυχής γεννιούνται ανάλογα τα αισθήματα* και οι αντιλήψεις*.
255
Χέρντερ Στην Παιδαγωγική ο Χέρμπαρτ θέτει ως στόχο της αγωγής τη διαμόρφωση της βουλήσεως* και του χαρακτήρα*, καθώς και την καλλιέργεια του πολύπλευρου ενδιαφέροντος (βλ. ενδιαφέρον). Προς επίτευξη του παιδαγωγικού στόχου είναι απαραίτητη η καταπίεση της "άγριας ζωηρότητας" του παιδιού. Η μάθηση* αποβλέπει στον εμπλουτισμό του παραστατικού κύκλου των μαθητών με την πρόσκτηση γνώσεων. Η ερβαρτιανή μέθοδος, με τα πέντε στάδια μάθησης (προπαρασκευή, προσφορά, σύγκριση, σύλληψη, εφαρμογή), διαδόθηκε πολύ στο δεύτερο μισό του 19ου έως τις αρχές του 20ού αι. Η φιλοσοφία του Χέρμπαρτ δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία. Στην Αυστρία συγχωνεύθηκε με τον φιλοσοφικό ρεαλισμό και στα μέσα του 19ου αι. έγινε το επίσημο πανεπιστημιακό φιλοσοφικό σύστημα. Οι αισθητικές του ιδέες αναπτύχθηκαν από τον Ρ. Τσίμμερμαν (Zimmerman R.), ο οποίος τις διαμόρφωσε σε σύστημα αφηρημένου φορμαλισμού*. Εργα: Γενική Παιδαγωγική (1806), Γενική Πρακτική φιλοσοφία (Ηθική, 1808), Γενικές γραμμές της μεταφυσικής (1808), Εισαγωγή στη φιλοσοφία (1821), Η ψυχολογία ως επιστήμη ( 1825), Περίληψη παιδαγωγικών μαθημάτων ( 1835) κ.ά. Βιβλιογρ.: Γεωργούλη Κ., Γενική Διδακτική, Αθήνα, 1972.- Ιστορία της φιλοσοφίας, τ. 3. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1982.- Οι ιδέες της αισθητικής αγωγής, τ. 2. 1973.- Σίσκιν Ν., Γι α τον ντετερμινισμό σε σύνδεση με τη μαθηματική ψυχολογία, "Ζητήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας". 1891. βιβ. 8. Ευτυχία Ξυδιά
Χέρντερ (Herder) Γιόχαν Γκόττφριντ. Γερμανός φιλόσοφος και παιδαγωγός. Γεννήθηκε το 1744 και πέθανε το 1803. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός κυρίως στη Δημοκρατία της Βαίμάρης. Ανήκε στον κύκλο του Γκαίτε* και έγινε γνωστός για τις απόψεις του σχετικά με τη "φιλοσοφία της ιστορίας"* και για τη γλώσσα*. Εξίσου σημαντική υπήρξε η θεωρία του για την αγωγή του ανθρώπου και για τον ανθρωπισμό*. Ο Herder επηρεάστηκε από τα έργα του Shaftesboury* αλλά και από τον Leibniz*. Στο έργο του Vom Erkennen und Empfinden der menschlichen seele (1778), υποστηρίζει ότι η αισθητικότητα και η διάνοια* δεν είναι δύο διαφορετικές πηγές γνώσης* αλλά αποτελούν διαφορετικές βαθμίδες της ίδιας λειτουργίας με την οποία ο άνθρωπος* γνωρίζει τον κόσμο*. Υπό την επίδραση των Nouneaux Essais του Leibniz υποστηρίζει την ύπαρξη μιας
256
βαθύτερης ενότητας μεταξύ της αίσθησης και της διάνοιας, την οποία ονομάζει "συναίσθημα". Με αυτό ο άνθρωπος γνωρίζει την αρμονία του σύμπαντος* και αυτό αποτελεί μια ενιαία λειτουργία που περικλείει όλες τις αισθήσεις* και που φτάνει στην έκφραση των διανοημάτων μέσω της γλώσσας*. Η πρωταρχικότητα του "συναισθήματος" ως γνωστικής λειτουργίας έναντι του ψυχρού λογικού αλλά και η αναβάθμιση του θρησκευτικού συναισθήματος οδήγησε τον Herber σε μια νέα αξιολόγηση του Μεσαίωνα και τον έκανε ταυτόχρονα πρόδρομο του ρομαντισμού*. Αλλωστε με τον Herder και τον Goethe αρχίζει μια προσπάθεια για μια λογοτεχνία με παγκόσμιο χαρακτήρα, που θα επιδιώκει την προσοικείωση όλων των πνευματικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας με στόχο τη μόρφωση. Ο ίδιος ο Herder πίστευε ότι στην ποίηση αποκαλύπτεται η "μυθολογική - θρησκευτική δύναμη της ψυχής" και μέσω αυτής μεταβιβάζονται ζωντανές ψυχικές καταστάσεις· γΓ αυτό και έγινε γνωστός για τις έρευνές του πάνω στο δημοτικό τραγούδι και την ποίηση των λαών. Στις παιδαγωγικές του απόψεις προβάλλει σαν ιδανικό την "ανθρωπιά" (Humanität). Θεωρεί τον άνθρωπο ως το πρώτο απελευθερωθέν πλάσμα της δημιουργίας, πράγμα που επιτεύχθηκε με τη γλώσσα, το στοιχείο εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα. Η γλώσσα αποτελεί έκφραση του χαρακτήρα* του λαού* και της πολιτιστικής του πραγματικότητας και συνεπώς η αγωγή πρέπει να στηρίζεται και στο λαϊκό στοιχείο. Στηριζόμενος στην ανθρωπολογία του υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος* βρίσκεται μεταξύ της ζωώδους βαθμίδας και της απόλυτα ανθρώπινης. Η πρόοδος αποτελεί ανάπτυξη των ίδιων των έμφυτων τάσεών του, γΓ αυτό κύριο μέσο αγωγής του πρέπει να είναι η "ανθρωπιά", που θα τον οδηγήσει στην αυτοσυνειδησία. Η "φιλοσοφία της ιστορίας"* που διατυπώνει ο Herder βασίζεται κυρίως στην έννοια της φύσης* (και εδώ επηρεάζεται από τον Vico", τον Diderot* και τον Rousseau*). Στο έργο του Ιδέες για τη φιλοσοφία της ιστορίας της ανθρωπότητας (1784-1791), διατυπώνει την άποψη ότι η ιστορία* είναι η αδιάκοπη συνέχιση της φυσικής εξέλιξης, δηλαδή μια βαθμιαία πορεία προς την τελειότητα. Οπως στη φύση παρατηρούμε μια εξέλιξη προς ανώτερες και τελειότερες μορφές, έτσι και στην ιστορία βλέπουμε μέσα από τις φυλές* και τους πολιτι-
ΧΙλμπερτ να εφαρμοστούν στην πράξη, στην πάλη για την ελευθερία* και την κοινωνική δικαιοσύνη. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία του Χέγκελ*, προπαντός τη διαλεκτική* του, την οποία και χαρακτήριζε ως "άλγεβρα της επανάστασης". Ταυτόχρονα, ασκούσε κριτική στον Χέγκελ για την προσπάθειά του να θέσει τη σκέψη (την ιδέα) υπεράνω της φύσης* και της ιστορίας' και να τις ερμηνεύσει ως "εφηρμοσμένη λογική και όχι τη λογική ως αφηρημένη λογικότητα της φύσης και της ιστορίας" ("Έργα", τ. 3, σ. 120). Στο βασικό φιλοσοφικό του έργο Γοάμματα για τη μελέτη της φύσης τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία της σύνδεσης της φυσιογνωσίας με τη φιλοσοφία* ή, όπως γράφει, της "εμπειρίας με τον ιδεαλισμό". Στη θεωρία της γνώσης* υποστήριζε ότι δεν υπάρχουν όρια στη γνώση και τασσόταν υπέρ της ενότητας εμπειρίας* και του φιλοσοφείν. Το πνευματικό δράμα του Χέρτσεν συνίστατο στη διαπίστωση ότι η δυτική κοινωνία, με την οποία συνέδεε τις καλύτερες ελπίδες του, αποδείχθηκε αστική, ατομικιστική, χωρίς πνευματικότητα, μ' ένα λόγο "μικρόψυχη". Το δράμα αυτό Βιβλιογρ.: Θ. Βέικος, θεωρία και μεθοδολογία της ιστορίας, θεμέλιο, 1987.- W. Windelband, Εγχειρίδιο ιστο- επιτάθηκε με την ήττα της επανάστασης του 1847. Τα περιστατικά αυτά (μαζί και με τις προρίας της φιλοσοφίας, τ. Β', M.I.E.T. Αθαν. Κοκολόγος σωπικές του περιπέτειες) οδήγησαν τον Χέρτσεν στην ιδέα ότι η ιστορία* δεν έχει λογική, Χέρσκοβιτς (Herskovits) Μέλβιλ Ζαν (1895- ότι η ιστορία "αυτοσχεδιάζει" και δημιουργεί 1963). Αμερικανός κοινωνικός ανθρωπολόγος την αίσθηση πως ό,τι καλύτερο υπάρχει στον που διερεύνησε τη διαδικασία και τα αποτελέ- άνθρωπο είναι ασταθές και φθαρτό. Εξοδο σματα της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών από το δράμα αυτό ο Χέρτσεν αναζήτησε στην (acculturation). Εργα: Dahomey: An Ancient ουτοπία: στον ρωσικό αγροτικό σοσιαλισμό, West African Kingdom, 1938' Acculturation: The μέσω των αγροτικών κοινοτήτων, στον οποίο Study of Culture Contact, 1938' Cultural θα έφθανε η κοινωνία παρακάμπτοντας το καAnthropology, 1955' Cultural Relativism, 1972, πιταλιστικό στάδιο. Ωστόσο, η εξέλιξη των γεκ.ά. γονότων, μετά την κατάργηση του δουλοπάΔ . π. ροικου συστήματος (1861), έδειξε ότι η Ρωσία όλο και περισσότερο "μολύνεται" από την "αΧέρτσεν Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς (1812-1870). στική βλογιά", όπως έλεγε. Ρώσος στοχαστής, επαναστάτης - δημοκρά- θεοχ. Κεσσίδης της, συγγραφέας, θεμελιωτής του ναροντνικισμού*. Το 1847 έφυγε στην Ευρώπη. Στο Λον- ΧΙλμπερτ Νταβίντ (Hilbert, 1862-1943). Γερμαδίνο εξέδιδε το ημερολόγιο "Πολικός αστέ- νός μαθηματικός. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη ρας" και την εφημερίδα "Καμπάνα". Ο Χέρτσεν μαθηματική λογική*. Με το σύγγραμμα Θεμεδιέθετε οξύνοια και εξαίρετο στυλ έκφρασης λίωση των μαθηματικών, που έγραψε σε συκαι γραφής, χάρη στα οποία άσκησε μεγάλη ε- νεργασία με τον Π. Μπερνάις σε δύο τόμους πίδραση τόσο στους συγχρόνους του όσο και (1934-39), εφαρμόζοντας μια πλήρη τυποποίηστη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών. Η ση των μαθηματικών, επεχείρησε την θεμελίωσκέψη του ήταν στραμμένη στη δράση, στην ση της επιστήμης αυτής, χωρίς όμως επιτυχή πραγματοποίηση του ιδανικού, του δέοντος. αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά η προσπάθειά Τα αφηρημένα φιλοσοφικά προβλήματα τον του συνέβαλε στην εμφάνιση του φορμαλιενδιέφεραν μόνο στον βαθμό που μπορούσαν σμού*, καθώς και της θεωρίας των αποδείξεων
σμούς* να προκύπτουν ανώτερες μορφές οργάνωσης. Ετσι επισημαίνεται η ιδιαίτερη ιστορική αξία κάθε λαού ξεχωριστά και όλες μαζί οι αξίες τείνουν σε πιο τέλειες μορφές. Ο άνθρωπος αποτελεί τον συνεκτικό δεσμό μεταξύ του "κόσμου της φύσης" και του "κόσμου του πνεύματος". Σκοπός της παγκόσμιας ιστορίας είναι η "ανθρωπιά" (Humanität) και μέσο για την απόκτησή της είναι η ενστικτώδης σοφία των λαών. Συνεπώς ο Herder θέτει ένα αίτημα για την αρμονική συνένωση όλων των ανθρώπων και για τη ζωντανή ενότητα όλων των επιτευγμάτων της ιστορικής εξέλιξης και όλων των ανθρώπινων πολιτισμών. Αλλα συμαντικά έργα του Herder είναι: Uber den Ursprung der Sprache (1772), Philosophie der Geschichte der Menscheit (1774), Gott, Gespräche über Spinozas System ( 1787), Briefe zur beförderung der Humanität (1793), Kalligone (1800), καθώς και η κριτική του στο έργο του δασκάλου του I. Kant Κριτική της καθαρής Λογικής, με τίτλο Verstand und Vernunft, eine Metakritik zur Kritik der reinen Vernunft ( 1799).
Φ.Α., Ε - 1 7
257
Χίλων ο Λακεδαιμόνιος στον χώρο των μεταμαθηματικών. Ο "προτασιακός λογισμός"* και ο "λογισμός των κατηγορημάτων"* τον απασχόλησε επίσης σε πολλές από τις εργασίες του. Απ. Τζ.
ΧΙλων ο Λακεδαιμόνιος (Σπάρτη, 6ος αι. π.Χ.). Πολιτικός, νομοθέτης, μεταρρυθμιστής, ελεγειακός ποιητής και ένας από τους Επτά* σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Εγινε έφορος της Σπάρτης (556/53). Πιστεύεται ότι αύξησε κατά πολύ τις εξουσίες των εφόρων, τους οποίους έκανε περίπου ισοδύναμους με τους δύο κληρονομικούς σπαρτιάτες βασιλείς, και ότι εγκαινίασε την αντιτυραννική εξωτερική πολιτική της Σπάρτης. Με τη μεταρρύθμιση του Χίλωνα συνδέεται η αρχή της στρατοκρατικής οργάνωσης και η υποχώρηση της πολιτιστικής ζωής στη Σπάρτη, δηλαδή η διαμόρφωση του χαρακτήρα της κλασικής Σπάρτης. Ε. Ν. Ρούσσος
Χιναγιάνα. Το "μικρό όχημα". Κατά λέξη είναι η ονομασία του ενός από τους δύο μεγάλους κλάδους του Βουδισμού*, που επικράτησε στη Β.Α. Ινδία, την Κεϋλάνη και στη Ν.Α. Ασία. Στους κόλπους του Χιναγιάνα Βουδισμού επικράτησαν τρεις βασικές σχολές: η "Τεραβάντα", η Mahasanghika" και η "Sarvastivada". Βασική πηγή της χιναγιανικής φιλοσοφίας είναι η Τιπιτάκα' ή Τριπιτάκα και η σχετική με το κείμενο αυτό φιλολογία. Κατά τους χιναγιανιστές εκείνο που θεωρείται πραγματικά υπαρκτό είναι τα ντάρμας*. Τα ντάρμας είναι μικρές, χρονικά περιορισμένες πραγματικότητες, οι οποίες, όταν συγκεντρώνονται σε ομάδες ή στην αλυσίδα του αιτίου* και του αποτελέσματος*, δημιουργούν την εντύπωση των ψευδο-ατόμων. Δεν υπάρχει κανένας στοχαστής, υπάρχει μόνο ο στοχασμός*. Δεν υπάρχει κανένας που αισθάνεται, υπάρχει μόνο η αίσθηση*. Κανένας που πράττει, μόνο ορατές πράξεις*. Αυτό ονομάζεται φαινομεναλισμός*, μια θεωρία που δέχεται τη μη-ύπαρξη των ουσιών* και των ατομικοτήτων, παράλληλα όμως συνιστά την πραγματικότητα των ατελεύτητων ενοτήτων, από τις οποίες μπορεί να συμπεράνει κανείς την ψευδαίσθηση* του κόσμου*. Η ψυχή*, το άτομο* δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύμπλεγμα σύντομης διάρκειας κομματιών ύπαρξης*. Αυτό και μόνο είναι η πραγματικότητα. Η Νιρβάνα*, η επίτευξη της απελευθέρωσης, είναι η παραίτηση από
258
την ιδέα ότι όλες αυτές οι εντυπώσεις των φαινομένων* που βλέπουμε και αισθανόμαστε ερμηνεύουν την πραγματικότητα που φαίνεται ότι ερμηνεύουν. Ο Αρχάτ, δηλαδή ο φωτισμένος, είναι μόνο ένας στρόβιλος, μια δίνη, που δεν μπορεί να εξαπατηθεί ούτε από τον εαυτό του ούτε από τους άλλους. Ο όρος Νιρβάνα είναι γι' αυτόν έννοια* αρνητική. Αν ήταν θετική έννοια θα μπορούσε μόνο να οδηγηθεί στη διατύπωση της φράσης: "yat sat tat kshanikam", δηλαδή καθετί που υπάρχει είναι μικρής διάρκειας, μόνο σαν μια στιγμή. Ιδανικό για τον Χιναγιάνα Βουδισμό είναι ο Βούδας, δάσκαλος της τελειότητας και αντικείμενο για μίμηση και σεβασμό. Στο επίπεδο του λαού ο Χιναγιάνα διαμόρφωσε μια θρησκευτική λατρεία και περίπλοκη θρησκευτική οργάνωση. Βιβλιογρ.: Α. Bareau, Les sectes bouddhiques du petit véhicule (Saiguon), 1955.- R. A. Gard, Der Buddhismus. Guter., 1985. Αλέξ Καριώτογλου
Χιουμ Ντέιβιντ (Hume David, 16/4/1711, Εδιμβούργο. Σκωτία - 25/8/1776, Εδιμβούργο). Σκώτος φιλόσοφος, ιστορικός, πολιτικός και οικονομολόγος. Εκπρόσωπος του "υποκειμενικού ιδεαλισμού"* και του αγνωστικισμού*. Ακολούθησε κλασικές και νομικές σπουδές, αλλά επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φιλολογία και τη φιλοσοφία*' ασχολήθηκε επίσης με την ιστορία* και την πολιτική οικονομία*. Υπηρέτησε στη διπλωματική υπηρεσία της Αγγλίας. Το 1734 στο Μπρίστολ επιδόθηκε στο εμπόριο, σύντομα όμως το εγκατάλειψε. Μετέβη στη Γαλλία (1734-1737), όπου γράφει το πρώτο του φιλοσοφικό έργο, την Πραγματεία περί της ανθρώπινης φύσης. Στη συνέχεια έρχεται στην Αγγλία και παίρνει μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το 1741 και 1742 εκδίδονται τα Ηθικά και πολιτικά δοκίμιά του. Το 1744 μάταια προσπαθεί να καταλάβει την έδρα της ηθικής φιλοσοφίας στο Εδιμβούργο. Το 1748 εκδίδει το πρώτο έργο του υπό νέα μορφή με τον τίτλο Έρευνα αναφερόμενη στην ανθρώπινη νόηση. Το 1749 πηγαίνει στη Σκωτία. Η δεύτερη απόπειρά του, αυτή τη φορά για την έδρα της λογικής* στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, στέφεται επίσης από αποτυχία. Το 1751 εκδίδει το έργο του Ερευνα περί των αρχών της ηθικής. Το 1752 στο Εδιμβούργο, και ενώ εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος, γράφει την περίφημη Ιστορία της Αγγλίας, ένα εξάτομο έργο που καλύπτει την εποχή από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι τον Ερρίκο Ζ . Το 1757
Χιουμ εκδίδει τη Φυσική ιστορία της Θρησκείας. Παραιτείται από βιβλιοθηκάριος και γίνεται γραμματέας του πρέσβη της Αγγλίας στο Παρίσι, όπου μένει μέχρι το 1766. Στο Παρίσι ο Χιουμ έρχεται σ' επαφή με μεγάλα πνεύματα της εποχής του και κυρίως με τον Ρουσσώ*, αλλά η φιλία τους δεν θα διαρκέσει για πολύ. Επιστρέφει στην Αγγλία και υπηρετεί στο υπουργείο εξωτερικών μέχρι το 1768. Τελευταίος σταθμός στη ζωή του είναι το Εδιμβούργο. Η φιλοσοφία του Χιουμ είχε ως αφετηρίά την εμπειριοκρατία* του Λοκ* και τον ιδεαλισμό* του Μπέρκλεϋ*, ενώ έθεσε και τις βάσεις του θετικισμού*. Ως γνήσιος εμπειριστής θεωρεί ως ορθή μέθοδο κατανόησης της ανθρώπινης φύσης την εμπειρία* (experience) και την παρατήρηση (observation). Η εμπειρία, όμως, αν και αποτελεί τη μόνη πηγή γνώσης* δεν οδηγεί σε γνωσιολογικά συμπεράσματα. Ετσι, δεν μπορεί να λυθεί οριστικά το πρόβλημα της ύπαρξης ή μη της αντικειμενικής πραγματικότητας. Για τον Χιουμ, ο εξωτερικός κόσμος (τα αισθητά) συνιστά ένα σύνολο φαινομένων* χωρίς ουσιώδη μεταξύ τους δεσμό' η εμπειρία δείχνει μόνο την αλληλουχία των φαινομένων, χωρίς να εξηγεί την εσωτερική αναγκαιότητα του δεσμού τους, αποκαλύπτει δηλαδή σχέσεις μόνο διαδοχής. Η συνεχής παρατήρηση και ο εθισμός (συνήθεια) σε μια συγκεκριμένη διαδοχή φαινομένων δημιουργεί στη διάνοιά μας έναν εσωτερικό αναγκασμό, που μας αναγκάζει να περιμένουμε πάντα αυτή τη διαδοχή. Μ' αυτό τον τρόπο γεννιέται η ιδέα της αιτιότητας*. Επομένως, η σχέση αιτίας - αποτελέσματος* είναι συμβατική και οφείλεται σε πλάνη της συνείδησης*, η οποία απατάται και με συνειρμικές συσχετίσεις συνδέει τα φαινόμενα κατά τη νομιζόμενη ακολουθία, εκλογικεύοντας έτσι τις σχέσεις των εξωτερικών όντων. Ωστε, η αρχή σύμφωνα προς την οποία οι ίδιες αιτίες προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα είναι απλή συνήθεια και έξη (custom or habit) και δεν μας παρέχει γνώση* αλλά δημιουργεί μια πίστη (belief) ότι θα επακολουθήσει το αναμενόμενο αποτέλεσμα (απόλυτος φαινομενισμός Χιουμ). Εκείνο, λοιπόν, που γενικότερα μας καθοδηγεί στη ζωή είναι η συνήθεια, η οποία πηγάζει από τις φυσικές ορμές και τα ένστικτα. Περαιτέρω, κατά τον φιλόσοφο, μέσα στη συνείδησή μας υπάρχει μόνο μια συνεχής ροή ψυχικών εντυπώσεων. Η επιστήμη* περιγράφει απλώς αυτή τη ροή, ανίκανη να διεισδύσει σε κάποιο νόμο*. Οι νόμοι της επι-
στήμης δεν παρέχουν καμιά βεβαιότητα για το μέλλον (αγνωστικισμός Χιουμ). Απορρίπτει την υλική και πνευματική ουσία. Τα αντικείμενα είναι για τον Χιουμ συμπλέγματα αισθημάτων, η ουσία* είναι σύνθεση παραστάσεων που συνενώνει η φαντασία* και η ψυχή, το εγώ* είναι σύνολο εντυπώσεων, παραστάσεων και βιωμάτων. Ειδικότερα, ο Χιουμ διακρίνει το σύνολο των ψυχικών δεδομένων σε εντυπώσεις και σε παραστάσεις ή ιδέες. Οι εντυπώσεις είναι οι επιδράσεις των εξωτερικών αντικειμένων που δέχεται ο άνθρωπος διαμέσου των αισθήσεων, καθώς και οι μεταβολές της ψυχικής του κατάστασης εξαιτίας διαφόρων συναισθημάτων, ορμών, επιθυμιών. Παραστάσεις ή ιδέες καλούνται οι εικόνες που παράγονται από τις εντυπώσεις μέσω της ανάμνησης ή της φαντασίας. Απ' αυτές οι εντυπώσεις είναι οι ζωηρότερες, γΓ αυτό και ολόκληρο το υλικό του ψυχικού μας κόσμου προέρχεται από τις εξωτερικές και εσωτερικές εμπειρίες. Οι συνδυασμοί μόνο των εντυπώσεων αποτελούν έργο της νόησης* και της βούλησής* μας. Συνεπώς, όλες οι παραστάσεις και τα νοητικά προϊόντα είναι αντίτυπα των πιο απλών εντυπώσεών μας, που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ιδέες εκ των προτέρων. Οι ιδέες* που δεν αντιστοιχούν σ' εμπειρικά δεδομένα (π.χ. του χώρου*, του χρόνου*, της ουσίας*) είναι πλασματικές (σκεπτικισμός Χιουμ). Ωστόσο, ακόμη και οι ιδέες (π.χ. του Θεού*) προέρχονται από αρχικές εντυπώσεις ή ομάδα εντυπώσεων. Περαιτέρω, το σύνολο των αντικειμένων με τα οποία ασχολείται η ανθρώπινη σκέψη διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις σχέσεις των ιδεών (π.χ. προτάσεις άλγεβρας) και στα πραγματικά δεδομένα. Ανάλογες προς τις γνωσιολογικές αντιλήψεις του Χιουμ είναι και οι περί ηθικής* αντιλήψεις του. Κατ' αυτόν, ο ηθικός βίος του ανθρώπου εξαρτάται από τις φυσικές προδιαθέσεις του. Οι πράξεις της βούλησης υπαγορεύονται μόνο από το συναίσθημα και όχι από τη λογική. Το συναίσθημα* είναι κατάσταση πρωταρχική στον άνθρωπο- ο λόγος επιδρά σ' αυτό όταν γνωρίζει τις συνδεόμενες μ' αυτό ιδέες. Για τον Χιουμ, η συμπεριφορά και δραστηριότητά μας εξαρτάται από τις κλίσεις, τις ορέξεις και τα πάθη μας. Οι ηθικές εκτιμήσεις απορρέουν από το αίσθημα της ικανοποίησης, ενώ αιώνιες ηθικές αλήθειες δεν υπάρχουν. Τέλος, ο ηθικός βίος οικοδομείται πάνω στο συναίσθημα της "συμπάθειας" και στην τάση προς αυτοσυ-
259
χιούμορ ντήρηση. Ομοίως, ο Χιουμ αναγνωρίζει ότι οι πηγές της θρησκείας* είναι καθαρό συναισθηματικές· στην πίστη ωθούν τα συναισθήματα του φόβου, της ελπίδας, της αβεβαιότητας κ.λπ. Επίσης, στην αισθητική* του ερμηνεύει το ωραίο* κυρίως ως συναισθηματική αντίδραση. Στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας*, ο Χιουμ υπήρξε πρόδρομος του οικονομικού φιλελευθερισμού και αντίπαλος του εμποροκρατισμού. Ασκησε, μάλιστα, μεγάλη επίδραση στον Ανταμ Σμιθ*. Ως ιστορικός, πρώτος αντιλήφθηκε κατά τους νεότερους χρόνους ότι η ιστορία* δεν είναι απλώς εξιστόρηση πολέμων, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κοινωνική κατάσταση, τα ήθη, η φιλολογία και οι τέχνες κάθε λαού*. Στην κοινωνιολογία* του ο Χιουμ ήταν πολέμιος τόσο της φεουδαρχικής αντίληψης της "ελέω Θεού εξουσίας" όσο και της αστικής θεωρίας του "κοινωνικού συμβολαίου"*. Πρέσβευε ότι ο γενετικός λόγος του κράτους* είναι η κοινωνική ωφελιμότητα που πηγάζει απ' αυτό και δικαιολογούσε εξίσου το δικαίωμα εξέγερσης του πολίτη και την υποχρέωση υποταγής - υπακοής του. Οι απόψεις του Χιουμ επηρέασαν σημαντικά τον θετικισμό* του 19ου και 20ού αι., τις θεωρίες του Τζ. Στ. Μιλ*, του εμπειριοκριτικισμού*, του νεοθετικισμού* και της "φιλοσοφίας της γλώσσας". Εργα του: "The philosophical works" v. 1-2, London, 1898.- "Political discources" Edin., 1752.- "The Life of D. Hume, written by himself", London 1777.- "The lettres of D. Hume", v. 1-2, Oxf., 1982. Βιβλιογρ.: Νόρσκι I. Σ.. Η φιλοσοφία του Ντ. Χιουμ, Μόσχα, 1967.- του ίδιου, Ντ. Χιουμ, Μόσχα, 1973.- Kemp - Smith Ν., The philosophy of D. Hume, London, 1949.Mac Nabb G. C„ 0. Hume. His theory of knowledge and norality, London, 1951.- Forbes D„ Hume's philosophical politics, Cambr., 1975.- Παπαλεξόνδρου Κ. θ.. Συνοπτική ιστορία φιλοσοφίας, Αθήνα, 1970. Ευτυχία Ξυδιά
χιούμορ (από την ελληνική λέξη "χυμός": "χυμόρ" κατά το φαινόμενο του ροτακισμού, απ" όπου προέκυψε αυτούσια το λατινικό όνομα humor - oris, που αρχικά σήμαινε "υγρότητα", "υγρό"). Το φαινόμενο του χιούμορ χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και τον διακρίνει από τα άλλα ζώα- έχει φύση πολυσύνθετη, που δεν μπορεί να αποτυπωθεί απόλυτα σε συγκεκριμένο ορισμό. Η σχέση του (α) με άλλες ψυχικές διαθέσεις: ευθυμία, σοβαρότητα, χαρά, λύπη, ευτυχία, δυστυχία, απαισιοδοξία, παιχνί-
260
δι και τραγωδία και (β) με τις άλλες κατηγορίες του "κωμικού": ειρωνεία, αστείο, κωμωδία, σαρκασμό, παρωδία, ευφυολόγημα, σάτιρα, κυνισμό οριοθετούν το χιούμορ ως συγκεκριμένη κατηγορία του "κωμικού". Η ενασχόληση με τη φύση του "κωμικού" γενικά ανάγεται ήδη στην εποχή του Πλάτωνα* (Φίληβος', ή περί ηδονής ηθικός, 354 π.Χ. [48bd]), του Αριστοτέλη* (Περί Ποιητικής', 330 π.Χ. [1449 α]) και του Κικέρωνα* (De Oratore, 55 π.Χ. [II, LXI 248])· ο όρος "χιούμορ" πρωτοεμφανίζεται στη γαλλική γλώσσα το 1119 και η λέξη "χιουμορίστας" περί τον 18ο αι. ως δάνειο από την αγγλική. Στη γερμανική γλώσσα εντοπίζεται για πρώτη φορά στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. και αποκτά τη σημασία ενός ανθρώπινου χαρίσματος, το οποίο μπορεί να εκδηλωθεί ως συνειδητή και ηθελημένη ευθυμία. Διανοητές όπως ο T. Hobbes* (1651), ο R. Descartes* (1650), ο Schopenhauer* (1819), ο C. Baudelaire (1856), ο Η. Bergson' (1899) προσέγγισαν το φαινόμενο του κωμικού και του γέλιου. Η διεξοδική και επιστημονική εξέταση του χιούμορ όμως επιχειρήθηκε από μια πλειάδα ψυχολόγων του 20ού αι. Από τη σύγκλιση των διάφορων θεωρητικών προσεγγίσεων αυτού του φαινομένου και συγκεκριμένα (i) την ψυχαναλυτική θεωρία (S. Freud*, 1905), (ii) τη θεωρία του διερεθισμού [(D. Ε. Berlyne, 1960-1972), (iii) τη θεωρία Gestalt (Ν. R. F. Maier (1932), W. Fry (1963), G. Bateson (1953)] και (iv) τη γνωστική θεωρία (Α. Koestler 1964, 1967) αναδεικνύεται ο μηχανισμός του, ο οποίος αποδίδεται με το δίπτυχο "εμφάνιση παραδόξου και επίλυση παραδόξου": Το παράδοξο προκαλεί αρχικά σύγχυση στον ακροατή / αναγνώστη, καθώς συγκρούονται δύο ασύμβατες έννοιες, ιδέες, γεγονότα. Αυτή η σύγχυση οφείλεται στην αύξηση της έντασης (συναισθηματικής / γνωστικής). Η επίλυση του παραδόξου, η οποία στηρίζεται στη σύνθεση των δύο ασύμβατων εννοιών με την εμφάνιση και τη δράση ενός προϋπάρχοντος στοιχείου / πληροφορίας, οδηγεί στη μείωση της έντασης και στο άίσθημα της ικανοποίησης, της ευχαρίστησης, της ανακούφισης, που εκδηλώνεται με το γέλιο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση του παραδόξου είναι η περιστασιακή συναισθηματική ουδετερότητα του ακροατή / αναγνώστη έναντι του θύματος της χιουμοριστικής κατάστασης. Βασικές τεχνικές του χιούμορ είναι η "πρωτοτυπία", η "έμφαση" και η "οικονομία". Οι διάφο-
Χόλμπαχ ρες εκφάνσεις του εντάσσονται σε δύο υπερκείμενα είδη του, το "καταστασιακό" (υπερβολή, φάρσα, ανθρώπινες ατυχίες, γελοίο, περιφρόνηση, βία) και το "λεκτικό" χιούμορ (παραδοξολογία, παράλογο). Τα δύο αυτά είδη διακρίνονται ως προς την περιοχή εκφοράς τους: στο καταστασιακό χιούμορ "όχημα" είναι η ασυμβατότητα γεγονότων, καταστάσεων, θεσμών, μεγεθών κ.λπ., ενώ στο λεκτικό χιούμορ "όχημα" είναι η γλώσσα, δηλαδή το ασύμβατο στην περιοχή των λέξεων και των ιδεών. Η στενή σχέση του χιούμορ με τη δημιουργική (αποκλίνουσα) νόηση, την ελευθερία, την κριτική προσέγγιση γεγονότων και δεδομένων, τη φαντασία και την πρωτοτυπία, το καθιστούν αναντικατάστατο εργαλείο πολλαπλών χρήσεων στον χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας, της ψυχολογίας κ.λπ., καθώς συνδέεται άμεσα με τον βαθμό αυτογνωσίας του ανθρώπου. Βιβλιογρ.: Μ. Τζαφεροπούλου. Το χιούμορ στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, Διδ. διατριβή, Ρέθυμνο, 1995. Μαρία Τζαφεροπούλου
Χόκινγκ Στέφαν (Stephan W. Hawking 1942-). Αγγλος θεωρητικός φυσικός, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους επιστήμονες του 20ού αι., ενώ από πολλούς θεωρείται ο λαμπρότερος επιστήμονας από την εποχή του Einstein*. Από ηλικία είκοσι πέντε ετών βρίσκεται καρφωμένος πάνω σε μία αναπηρική καρέκλα, καθώς πάσχει από μια ανίατη ασθένεια γνωστή ως ασθένεια των κινητικών νευρικών κυττάρων, ενώ η επικοινωνία του με το περιβάλλον γίνεται μέσω ειδικών μηχανημάτων κατασκευασμένων ειδικά για την περίπτωσή του. Έχει πραγματοποιήσει πρωτότυπες εργασίες στον χώρο της κοσμολογίας* και έχει κάνει ιδιοφυείς υποθέσεις για την ερμηνεία δύσκολων φυσικών φαινομένων*. Στις μελέτες του Hawking κυρίαρχη θέση κατέχει το ερώτημα σχετικά με την καταγωγή του σύμπαντος*. Εργαζόμενος πάνω στις βάσεις της Γενικής Σχετικότητας, και με τη βοήθεια του διαπρεπούς Φυσικού R. Penrose, το 19?0 απέδειξε ότι το σύμπαν είχε μια αρχή στον χρόνο και άρχισε να υπάρχει από μια ανωμαλία (Θεωρία του "Big - Bang"). Στη συνέχεια των εργασιών του και στην προσπάθειά του να συνδυάσει τη Γενική Σχετικότητα με την Κβαντική μηχανική σε μια ενιαία θεωρία αναθεώρησε την αρχική του υπόθεση και αντιπρότεινε την άποψη ότι το σύμπαν δεν προήλθε από κάποια αρχική ανωμαλία αλλά οι οριακές συνθήκες του σύμπα-
ντος είναι ότι το σύμπαν δεν έχει όρια, δηλαδή το σύμπαν περιέχει τον εαυτό του και δεν επηρεάζεται από οτιδήποτε άλλο έξω από αυτό. Δεν δημιουργείται ούτε καταστρέφεται, αλλά απλά υπάρχει. Βαθύτερη πίστη του ιδιοφυούς επιστήμονα είναι η κατάκτηση από τη μεριά των ανθρώπων μια ενιαίας συνεπούς θεωρίας, η οποία θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την πλήρη ερμηνεία των φαινομένων που διαδραματίζονται στον συμπαντικό χώρο και θα οδηγήσει την ανθρώπινη σκέψη στην κατανόηση της ίδιας της ύπαρξής της. Γι ώργος Οικονόμου
Χόλεϊ (Hawley) Έιμος (γεν. 1910). Αμερικανός κοινωνιολόγος της οικολογικής σχολής του Σικάγου. Εξετάζει την κοινότητα ως λειτουργική μονάδα ικανή για αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, στα πλαίσια ενός "οργανωτικού" λειτουργισμού. Έργα: The population of Michigan, 1949' The Metropolitan Community: Its People and Government, 1970' Urban Society: An Ecological Approach, 1971 κ.ά. Δ. π.
Χόλμπαχ (Paul Henri Dietrich baron von Holbach, 1723-1789). Γάλλος υλιστής φιλόσοφος και κήρυκας της αθεΐας. Γεννήθηκε γερμανός, βαρώνος, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία του Διαφωτισμού*. Το πιο σημαντικό έργο που αποδίδεται στον Χόλμπαχ έχει τίτλο: Le Système de la Nature (1770)' αυτό κάηκε σε δημόσια "τελετή" ύστερα από διαταγή του Παρλαμέντου του Παρισιού. Αλλα έργα του: Le Christianisme dévoilé (1761), Théologie portative (1768) και Bons Sens, ou idées naturelles opposées aux idées surnaturelles (1772). Επέκρινε τη θρησκεία* και την ιδεαλιστική φιλοσοφία ως λογικά αβάσιμους ισχυρισμούς. Περιέγραφε τον ιδεαλισμό* ως χίμαιρα, που εμποδίζει την ομαλή λειτουργία του "κοινού νου"*. Απέδιδε τη γένεση των θρησκειών στον φόβο έναντι των φυσικών δυνάμεων καθώς και στην απάτη εκείνων που εκμεταλλεύονται τον φόβο και τη θρησκοληψία. (Θυμίζουμε ότι τέτοιες απόψεις είχαν διατυπωθεί στην αρχαία Ελλάδα, π.χ. από τον Δημόκριτο* και τον Κριτία*, τον πολιτικό και σοφιστή). Ο Χόλμπαχ πρέσβευε ότι "ύλη"* είναι καθετί που επενεργεί στις αισθήσεις* και ότι αποτελείται από αδιαίρετα και αμετάβλητα άτομα (η αρχαία θεωρία του Δημόκριτου), που οι κύριες
261
Χόμανς ιδιότητές τους είναι: έκταση, βάρος, σχήμα, αδιαχώρητο· πίστευε, επίσης, ότι η "κίνηση" είναι απλή μηχανική μεταβολή των σωμάτων στον χώρο*. Και ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης* και υπόκειται στους νόμους της. Πρέβευε ότι υπάρχει "αναγκαιότητα" στη φύση. Αρνιόταν την έννοια του τυχαίου και θεωρούσε ότι τα "τυχαία" φαινόμενα χαρακτηρίζονται έτσι μόνο γιατί μάς είναι άγνωστη η αιτία τους. Στην Επιστημολογία* έκλινε προς αποδοχή της αισθησιαρχίας*· απέκρουε τον "αγνωστικισμό"*. Στην πολιτική συμπαθούσε τη συνταγματική μοναρχία. Στις κοινωνικές αντιλήψεις του ήταν ιδεαλιστής και έλεγε ότι "οι γνώμες των ανθρώπων κυβερνούν τον κόσμο". Ως προς την ιστορική εξέλιξη υποστήριζε ότι σπουδαίο ρόλο παίζουν οι "νομοθέτες". Εβλεπε την εκπαίδευση ως μέσο για τη χειραφέτηση του ανθρώπου*, την απαλλαγή του από την κηδεμονία των ηγεμόνων, γιατί η άγνοια είναι που οδηγεί τους λαούς* κάτω από τον ζυγό των κυβερνήσεών τους· την εξελισσόμενη τότε αστική τάξη, που ήταν (τότε) φορέας προοδευτικών ιδεών, τη θεωρούσε και εκφραστή του ανθρώπινου λογικού. Το βασικό έργο του χαρακτηρίστηκε "Βίβλος της Αθεΐας". Φ. Κ. Βώρος
Χόμανς Τζωρτζ (George Homans. 1910-1989). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Με τον Πήτερ Μπλάου*, θεωρείται ως ο εκφραστής της "ανταλλακτικής θεωρίας" (exchance theory) στο πλαίσιο των μικρο-κοινωνιολογικών προσεγγίσεων της κοινωνικής δράσης. Απόφοιτος του Χάρβαρντ, κατετάγη στο διδακτικό του προσωπικό το 1939 και από το 1953 υπήρξε καθηγητής της κοινωνιολογίας* επί σειρά ετών. Διετέλεσε πρόεδρος της "Αμερικανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας" το 1963-1964. Για τον Χόμανς, το επίκεντρο της κοινωνιολογίας είναι το άτομο μέσα στην ομάδα*. Η ομάδα συνιστά ένα σύστημα και η κοινωνιολογία μελετά την ομαδική συμπεριφορά. Τα στοιχεία της ομαδικής συμπεριφοράς είναι οι "δραστηριότητες" των ατόμων, η "διαντίδραση", δηλαδή η επιρροή της δραστηριότητας του ενός στην αντίδραση του άλλου, και, τέλος, το "συναίσθημα", δηλαδή η εσωτερική κατάσταση του δρώντος ατόμου. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα σύστημα στο οποίο πρέπει να μελετάται η κοινωνική δράση. Ο Χόμανς, αν και για ένα διάστημα υπήρξε συνοδοιπόρος του Τ. Πάρσονς*, επηρεασμένος μάλλον από τον συμπεριφορισμό*
262
του Σκίνερ*, υποστήριξε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά' είναι αποτέλεσμα μηχανιστικής ανταλλαγής αμοιβαίων επιδράσεων (θετικών ή αρνητικών), που μπορεί να είναι υλικές αλλά και συμβολικές. Κύρια έργα του: An Introduction to Pareto (Εισαγωγή στον Παρέτο, σε συνεργασία με τον Τσαρλς Κέρτις, 1934).Englisch Villagers of the Thirteenth Century (Αγγλοι χωρικοί του 13ου αιώνα, 1941).- The Human Grup (Η ανθρώπινη ομάδα, 1950).Social Behaviour: Its Elementary Forms (Κοινωνική συμπεριφορά: Οι βασικές μορφές της, 1961).- Sentiments and Activities (Συναισθήματα και δραστηριότητες, 1962).- The Nature of Social Science (Η φύση της κοινωνικής επιστήμης, 1967) κ.ά. Βιβλιογρ.: Ν. S. Timashel & G. Α. Theodorson, Ιστορία Κοινωνιολογικών θεωριών, μτφρ. Δ. Γ. Τσαούσης, εκδ. Gutenberg. Αθήνα, 1980.- Νικ. Τύττσης, Κοινωνιολογία: Ιστορική εισαγωγή και στοχαστικές θεμελιώσεις, 1ος τόμος, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1989. θαν. Α. Βασιλείου
Χομιακόφ Αλεξέι Στεπάνοβιτς (1804-1860). Ρώσος θρησκευτικός φιλόσοφος, συγγραφέας, θεμελιωτής του κινήματος των σλαβοφίλων. Αποφοίτησε από τη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Αφετηρία για τις κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις του Χομιακόφ είναι η ιδέα της ριζικής διαφοράς των δρόμων ανάπτυξης της Ρωσίας και της Δύσης. Η διαφορά αυτή οφείλεται στην ανομοιότητα των "εσωτερικών βάσεων" της ρωσικής και δυτικοευρωπαϊκής ζωής και των τύπων σκέψης τους: στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για την τάση προς το αγκάλιασμα της συγκεκριμένης και ακέραιας πραγματικότητας', στη δεύτερη για τη μονόπλευρη ορθολογική (λογική) ερμηνεία της πραγματικότητας. Κατά τον Χομιακόφ, ο δυτικός πολιτισμός είναι τελείως ορθολογικός και βρήκε την πληρέστερη έκφρασή του στη φιλοσοφία του Χέγκελ*. Στο μεταξύ, η κατάλληλη γνώση όλου του πλούτου του κόσμου ως εκδήλωση του "βουλητικού λογικού" (της λογικής και ελεύθερης αρχής) προϋποθέτει, κατ' αυτόν, τη σύνθεση όλων των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου*. Ο Χομιακόφ αποκαλεί αυτή τη συνθετική (ακέραια) γνώση "εσωτερική γνώση", "ζωντανή γνώση", "λογική όραση". Βάση αυτής της γνώσης είναι η θρησκευτική πίστη*. Ο Χομιακόφ εισάγει στη γνωστική πλευρά την ηθική πλευρά και απαιτεί μια σωστή ηθική συγκρότηση της προσωπικότητας". Απαραίτητη προϋπό-
Χομπς θεση της "ακέραιας γνώσης" είναι ο "εκκλησιασμός", η ένωση των ανθρώπων στο όνομα του θεού* και της αγάπης. Ο εκκλησιασμός είναι μια "ελεύθερη και οργανική ενότητα" ανθρώπων, που προσιδιάζει στην ορθοδοξία. Σύμφωνα με τον Χομιακόφ, για τον καθολικισμό είναι χαρακτηριστική η εξαναγκαστική ενότητα και γΓ αυτό δεν υπάρχει σ' αυτόν ελευθερία*. Στον προτεσταντισμό υπάρχει ελευθερία, αλλά δεν υπάρχει ενότητα. Μόνο η ορθοδοξία ενώνει την ομογνωμία και την ελευθερία. Στην ορθοδοξία η γνώση* και η κατάκτηση της αλήθειας* δεν είναι λειτουργία και κτήμα της ατομικής συνείδησης, αλλά δοσμένη από την Εκκλησία. "Η αλήθεια είναι απρόσιτη στην ατομική σκέψη", γράφει ο Χομιακόφ, "είναι προσιτή μόνο στο σύνολο των σκέψεων, που συνδέονται με την αγάπη" ("Απαντα", τ. 1, Μ., 1911, σ. 280). Οι κύριες ιδέες του Χομιακόφ αποτέλεσαν αργότερα μια από τις βάσεις των αντιλήψεων για την "πανενότητα" και την προσωπικότητα* στη ρωσική θρησκευτική φιλοσοφία. Θεοχ. Κεσοίδης
Χομπς (Hobbes) Θωμάς (1588-1679). Αγγλος υλιστής φιλόσοφος, θεωρητικός του ολοκληρωτικού και, σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, του απολυταρχικού κράτους. Ο Χομπς καταγόταν από ταπεινή οικογένεια, σπούδασε στην Οξφόρδη και εργάστηκε ως παιδαγωγός στην υπηρεσία των βαρόνων του Cavendish, πράγμα που του επέτρεψε να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη Γαλλία ως συνοδός των μαθητών του. Η μακρόχρονη παραμονή του στην τελευταία, που υπαγορεύτηκε από την πολιτική αστάθεια στη χώρα του (ο Χομπς ήταν οπαδός των μοναρχικών, ενάντια στους κοινοβουλευτικούς), σημαδεύτηκε από μια σημαντική επίδραση των ιδεών του στη γαλλική πολιτική σκηνή. Απέκτησε ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση, κατέχονταν από ιδιαίτερο πάθος για τα μαθηματικά, τη φυσική και την αρχαία ιστορία, αλλά το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στην πολιτική. Εκτός του Leviathan (1650), το σύγγραμμα πολιτικής φιλοσοφίας που τον έκανε διάσημο, στα κυριότερα έργα του περιλαμβάνονται η φιλοσοφική μελέτη Elementa philosophiae, που αποτελείται από τρεις τόμους (εκδόθηκαν το 1642 ο τρίτος, το 1655 ο πρώτος και το 1658 ο δεύτερος), το Elements of Law (1649), το Behemoth (1660) και το Dialogue between a Philosopher and a Student of Common Law in England (1666).
Η φιλοσοφία του Χομπς συγκροτεί ένα ενιαίο και συνεκτικό σύστημα και θεμελιώνεται στη μηχανιστική θεώρηση του κόσμου και στον νομιναλισμό*. Σύμφωνα με τη μηχανιστική θεωρία, κάθε πραγματικότητα μπορεί να εξηγηθεί με βάση την αμοιβαία δράση των σωμάτων, τα οποία βρίσκονται είτε σε κίνηση είτε σε αδράνεια. Οταν τα σώματα τίθενται σε κίνηση κινούνται αιωνίως, εκτός κι αν κάτι το εξωτερικό τα εμποδίσει, ενώ η δύναμη που τα κινεί δεν είναι ανεξάρτητη από τα ίδια τα σώματα. Η ιδέα αυτή αντιστοιχεί στην αντίληψη περί ελευθερίας* του Χομπς, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία δεν είναι συνάρτηση της βούλησης*, αλλά είναι σχετική με τα εμπόδια που περιορίζουν τον χώρο δράσης του ατόμου*. Η σημαντικότερη, όμως, συνέπεια της θέσης του Χομπς περί της κίνησης είναι ότι οι αιτίες που κινούν τα σώματα δεν συνιστούν μια μεταφυσική και απροσπέλαστη στον άνθρωπο πραγματικότητα, αλλά είναι αντικείμενο της ορθολογικής γνώσης και ενός φιλοσοφικού στοχασμού που είναι εξ ορισμού εμπειρικού χαρακτήρα. Στο σημείο αυτό ο Χομπς έρχεται σε ρήξη με τον Αριστοτέλη*, που πίστευε ότι η αιτία της κίνησης είναι η ψυχή*, καθώς και με τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό*, που συμμεριζόταν τον αριστοτελισμό*. Ταυτόχρονα, ο ορθολογικός υλισμός* του τον έφερε σε σύγκρουση με τη θεολογία* και το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Στη βάση αυτής της υλιστικής φιλοσοφίας, ο Χόμπς επιχειρεί να διατυπώσει μια θεωρία του ανθρώπου* και της ζωής*, την οποία παρομοιάζει με τη φυσική κίνηση: η ζωή ενέχει τις εσωτερικές κλίσεις (επιθυμία, βούληση) και τις εσωτερικές επιδράσεις (αίσθηση, φαντασία, μνήμη), που ασκεί η εξωτερική κίνηση επί του σώματος. Η γνώση' είναι ακριβώς γνώση των επιδράσεων του κόσμου επί του υποκειμένου*: στον βαθμό που η αναπαράσταση ενός πράγματος είναι γνώση των επιδράσεων της κίνησής του επί του υποκειμένου, η αναπαράσταση αυτή δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε γενικές ιδέες, αλλά είναι ειδική και εξατομικευμένη. Εδώ ακριβώς θεμελιώνεται ο νομιναλισμός* του Χομπς, σύμφωνα με τον οποίο το υποκείμενο* χρησιμοποιεί αυθαίρετους όρους - λέξεις για να αποδώσει κάθε πράγμα, καθώς και μια πολλαπλότητα ομοειδών πραγμάτων ή περιπτώσεων. Η επιστήμη* είναι, συνεπώς, μια ορθολογική δραστηριότητα που εκτυλίσσεται μέσα από την ανάλυση των λέξεων, δηλαδή της γλώσσας*.
263
Χόμπσον Ο νομιναλισμός του Χομπς αντιστοιχεί σε έναν κόσμο συγκροτούμενο από ατομικότητες και σε μια ανθρωπότητα αποτελούμενη από μεμονωμένα "εγώ". Το εγωιστικό και απομονωμένο άτομο*, που διαθέτει αμετάβλητες και αιώνιες ιδιότητες, είναι η βασική έννοια, με αφετηρία την οποία μπορούν να εξηγηθούν οι μορφές του κράτους*, της θρησκείας* και του δικαίου*. Το ερώτημα που τίθεται εφεξής στο πολιτικό επίπεδο είναι: πώς είναι δυνατόν οι διάσπαρτες ατομικές βουλήσεις και οι συγκρουόμενοι εγωισμοί να θεμελιώσουν την ενότητα της κρατικής οντότητας; Ο Χομπς επικαλείται την a priori ιδέα της "φυσικής κατάστασης", στην οποία επικρατεί ο πόλεμος* όλων εναντίον όλων, η ανασφάλεια και ο φόβος της επιβολής του ενός στον άλλο, απ' όπου προκύπτει και ο φόβος του θανάτου*. Το συναίσθημα αυτό οδηγεί τους ανθρώπους στην εκλογίκευση και στην ίδρυση της κοινωνίας* μέσω ενός "συμβολαίου", δια του οποίου παραιτούνται από τις ελευθερίες που τους προσφέρει το "φυσικό δίκαιο" και τις παραχωρούν εξ ολοκλήρου στο κράτος, προκειμένου να διασφαλίσουν τη ζωή και την ειρήνη μεταξύ τους. Αυτές οι θέσεις θεμελιώνουν την πολιτική φιλοσοφία του Χομπς και το πέρασμα από το "status naturalis" στο "status civilis". Η πολιτική κοινωνία, δηλαδή το κράτος και το δίκαιο που τη θεμελιώνουν, ιδρύεται από συμφέρον και όχι από την αμοιβαία συμπάθεια, όπως στους θεωρητικούς του "φυσικού δικαίου"*. Το κράτος δεν είναι μόνο το μέσο εξασφάλισης της ειρήνης, αλλά και η αρχή που διασφαλίζει την ατομική ιδιοκτησία. Συνεπώς, τα άτομα σέβονται το κοινωνικό συμβόλαιο επειδή ακριβώς εξυπηρετείται το συμφέρον τους και η προσωπική τους ασφάλεια. Ο Χομπς τονίζει ότι το συμβόλαιο συνεπάγεται την πλήρη και οριστική εκχώρηση των δικαιωμάτων και της ίδιας της βούλησης των ατόμων στο κράτος, δηλαδή τη συγχώνευσή τους σε ένα ενιαίο σώμα, έτσι που η αντίσταση και η ανυπακοή να θεωρούνται επαναστατικές ("seditiosa opinio). Στο εξής, το κράτος ασκεί την "κυριαρχία" του με απόλυτο τρόπο ("Imperium absolutum") και δεν εξαρτάται από κανέναν εξωτερικό νόμο, αντίθετα, ο υπέρτατος νόμος είναι η υπακοή σ" αυτό. Ακόμα και η ηθική* εξοβελίζεται από το δίκαιο και τη δράση του κράτους και των υπηκόων. Επίσης, το κράτος αυτό είναι διακριτό από την κοινωνία* και συγκροτείται από εκείνους που ενσαρκώνουν και αντι-
264
προσωπεύουν την πολιτική κοινότητα, εν προκειμένω τον μονάρχη. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα κράτος ολοκληρωτικό, όπου οι μοναδικές ελευθερίες που θεωρούνται ανεκτές είναι αυτές που αφορούν στις οικονομικές δραστηριότητες και στην ιδιωτική ζωή. Ωστόσο το κράτος του Χομπς δεν ταυτίζεται με την απολυταρχία, από την οποία διακρίνεται ως προς ορισμένα ουσιαστικά σημεία: η απολυταρχία, όπως καταγράφηκε ιστορικά στη Δύση, παραμένει υποταγμένη στους θρησκευτικούς νόμους και δεν αξιώνει την απόλυτη κατάργηση των ατομικών δικαιωμάτων. Η φιλοσοφία του Χομπς, στον βαθμό που συγκρούστηκε με τα δόγματα της Εκκλησίας και πρόβαλε τον ορθολογισμό* ως τη νέα αρχή γνώσης του κόσμου και θεμελίωσης της κοινωνίας και του κράτους, εξέφρασε τον αναδυόμενο αστικό κόσμο της εποχής του. Η σκέψη του επέδρασε σημαντικά στους σύγχρονούς του στοχαστές και ανήγγειλλε το σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος, όπως αυτό προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Θεωρείται ένας από τους ιδρυτές της σύγχρονης πολιτικής σκέψης και επιστήμης. Βιβλιογρ.: R. Polln, Politique et philosophie chez Thomas Hobbes, PUF, Paris. 1953.- P. Naville. Thomas Hobbes, Pion, Paris, 1988.- L. Strauss, Political Philosophy ol Hobbes, Pegasus, Indianapolis. 1975.- K. C. Brown (επιμ.), Hobbes studies. Blackwell. Oxford. 1965 - Π. Κιτρομηλίδη. Πολιτικοί στοχαστές νεότερων χρόνων, Διάττων. Αθήνα, 1989. Ευστάθ. Μπάλιας
Χόμπσον (Hobson) Τζον Άτκινσον (18581940). Βρετανός οικονομολόγος από τους πρώτους εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού. Εργα: The Evolution of Modern Capitalism, A Studu of Machine Production, 1894" The Social Problem, 1901" Wealth and Life, A Studu in Values, 1929 κ.ά. Δ. Π.
Χομπσμπάουμ Ερικ (Eric J. Hobsbaum, 1917-). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μεγάλωσε στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Σε νεαρή ηλικία, δεκατεσσάρων μόλις ετών, στη προπολεμική περίοδο του Βερολίνου, βρέθηκε στις τάξεις της αριστεράς -μια πολιτική και ιδεολογική στάση που διατηρεί και σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία. Θεωρείται από τους σημαντικότερους ίσως Βρετανούς μαρξιστές ιστορικούς, που συνδυάζει το επιστημονικό κύρος με το όραμα των σοσιαλιστικών αναζητήσεων. Πι-
Χορκχάιμερ στεύει ότι η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι το δραματικό αποτέλεσμα της κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας και της αγκύλωσης που προκάλεσε ο ψυχρός πόλεμος των τελευταίων σαράντα χρόνων. Οπως υποστηρίζει ο ίδιος, "ο μαρξισμός* δεν είναι η μοναδική μέθοδος για να μελετάει κανείς την ιστορία. Αλλά αυτοί που τον επικρίνουν δεν εξηγούν το πώς είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς τον αιώνα μας δίχως τον Μαρξ*". Ο Χομπσμπάουμ είναι ένας από τους πλέον πολυδιαβασμένους σύγχρονους ιστορικούς. Είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, με έντονη επιστημονική δραστηριότητα, όρθρα, δημοσιεύσεις που αφορούν τα σύγχρονα θέματα. Κυριότερα έργα του: Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848 (The age of revolutions, 1789-1848), Η εποχή του κεφαλαίου, 18481875 (The age of capital, 1848-1875), Η εποχή των άκρων (The age of extremes), Η εποχή της αυτοκρατορίας 1875-1914, Οι ληστές (Bandits, 1969) κ.ά. Τα δύο πρώτα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφόρησαν από το ΜΙΕΤ και το τελευταίο από τις εκδόσεις "Βέργος". Θαν. Α. Βασιλείου
Χόμιτχαουζ Λέοναρντ Τρελόνυ (Leonard Trelawny Hobhouse, 1864-1929). Αγγλος κοινωνιολόγος. Υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία στη διαμόρφωση της αγγλικής κοινωνιολογίας, με μεγάλη συνεισφορά στη "συγκριτική ανάπτυξη" (sociology of development).Επιστήμονας με πολλά και πλούσια ενδιαφέροντα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, τόνισε την ανάγκη ενότητας της θεωρίας με την πράξη. Από τη θέση του πρώτου καθηγητή της κοινωνιολογίας* στο London School of Economics, προσπάθησε να αποδυναμώσει τις ακραίες τοποθετήσεις περί διαδικασιών της εξέλιξης, πιστεύοντας ότι η εξέλιξη μπορεί να διαπιστωθεί μέσα από τρία ευδιάκριτα μεταξύ τους επίπεδα: της περιγραφής, της ερμηνείας και του βαθμού ανάπτυξης της κοινωνίας*. Μαθητής του Χάμπχαουζ υπήρξε ο Τ. Πάρσονς*. Κύρια έργα του: The Theory of Knowledge (1896), Morals in Evolution (1906), Principles of Sosiology (3 τόμ., 1921-24), The Rational Good (1921) κ. ό. θαν. Α. Βασιλείου
Χορκχάιμερ Μαξ (Horkheimer Max. 14/2/1895, Στουτγάρδη - 7/7/1973, Νυρεμβέργη). Γερμα-
νός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, ένας από τους θεμελιωτές της "Σχολής της Φρανκφούρτης"*, ιδρυτικό μέλος και διευθυντής (19301965) του "Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών". Το "Περιοδικό κοινωνικής έρευνας" που εξέδωσε (1932-1941) σηματοδότησε την έναρξη της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ο Χορκχάιμερ προσανατολίστηκε στην κριτική μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων και υποστήριζε ότι πρέπει να κατανοούμε τα κοινωνικά γεγονότα στην ουσία τους, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές, ψυχικές και λοιπές δυνάμεις που επιδρούν στην κοινωνία*. Από το 1934-1949 βρίσκεται πολιτικός μετανάστης στις ΗΠΑ, όπου μεταφέρεται και η έδρα του Ινστιτούτου. Εκδίδει μια σειρά μελετών για τις εθνικές και φυλετικές προκαταλήψεις (1949-1950). Το 1950 επιστρέφει στη Φρανκφούρτη με τον Αντόρνο*. Ομως, τα γεγονότα του Β' παγκοσμίου πολέμου επέδρασαν καθοριστικά στη φιλοσοφική σκέψη του Χορκχάιμερ, σε βαθμό που η ονομαζόμενη κριτική του θεωρία, χάνοντας την αρχική της επαναστατικότητα, μεταπίπτει σε μια φιλοσοφία της ιστορίας*. Η όλη πνευματική πορεία του Χορκχάιμερ συνοψίζεται σε τρία στάδια, που συνήθως αποκαλούνται "περίοδοι της κριτικής θεωρίας". Της πρώτης περιόδου προηγείται ένα προκριτικό στάδιο, κατά το οποίο ο Χορκχάιμερ επισημαίνει αντιφάσεις στην κοινωνία* που προκαλούν άλγος (κοινωνία άλγους), η βαθιά μελέτη των οποίων θα οδηγήσει στη συγκρότηση της κριτικής θεωρίας. Στην "κριτική θεωρία" που ανάπτυξε (καθ' όλη την πνευματική του πορεία), ο Χορκχάιμερ επιχείρησε να συνενώσει στοιχεία κριτικής της αστικής κοινωνίας, παρμένα από τον Κ. Μαρξ*, με τις ιδέες της διαλεκτικής* του Εγέλου", της ψυχανάλυσης* του Φρόυντ* και της ηθικής* του Σοπενχάουερ*. Οπως διαμορφώνεται, στο προκριτικό τουλάχιστον στάδιο, πρόκειται ουσιαστικά για μια κοινωνική φιλοσοφία που αναζητεί χωρίς δογματισμούς τις αιτίες του κοινωνικού μαρασμού και της καταστροφής του ανθρώπινου βίου. Η κριτική θεωρία ενδιαφέρεται γενικότερα για τα προβλήματα της ιστορικής ανθρωπολογίας, για τον ατομικό χαρακτήρα, για την οικογένεια*, για τη "μαζική κουλτούρα" κ.λπ. Στην πρώτη περίοδο (1931-1941) κύρια χαρακτηριστικά είναι η επαναστατικότητα, η αισιοδοξία και η μαρξιστική επίδραση -αν και τελικά ο Χορκχάιμερ αποκλίνει σημαντικά από τον Μαρξ και τους κλασικούς του σοσιαλισμού*. Είναι η περίοδος της
265
Χορν κοινωνικής αυτονομίας και η κριτική θεωρία αποβλέπει στη δημουργία κοινωνικά ελεύθερων ατόμων, με συνειδητή και αυτόνομη δράση. Ο άνθρωπος δεν συνθλίβεται από την κοινωνία*, αλλά καθίσταται κύριος του εαυτού του. Στη δεύτερη περίοδο (1942-1947) η φιλοσοφική σκέψη του Χορκχάιμερ σφραγίζεται από την περιπλάνηση και την αυτοεξορία. Την κριτική του θεωρία διαπνέει η ανησυχία και η συγκρατημένη απαισιοδοξία για την πορεία της ανθρωπότητας. Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού (1947), που έγραψε ο Χορκχάιμερ σε συνεργασία με τον Αντόρνο, αποτέλεσε την προγραμματική διακήρυξη των φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών ιδεών της "Σχολής της Φρανκφούρτης". Κύριο χαρακτηριστικό είναι η καταγγελία του Διαφωτισμού ως πρωτεργάτη της βαρβαρότητας του πολέμου και της πολιτιστικής φτώχειας. Η τρίτη περίοδος (19481973) είναι περίοδος παλινόρθωσης και αποκατάστασης. Δεν υπάρχει η αρχική αγωνία, όμως τα μεταπολεμικά γεγονότα κατευθύνουν τον Χορκχάιμερ σε μια μεταφυσικής μορφής απαισιοδοξία, αφού πείθεται πλέον ότι η μεταπολεμική τεχνοκρατική κοινωνία κατέστη υπερδύναμη και επεμβαίνει καταλυτικά στη ζωή του ανθρώπου* εξαφανίζοντας κάθε αυτονομία και ατομικότητα. Οδηγείται σ' έναν μετριοπαθή σκεπτικισμό και υποστηρίζει πλέον την ασυνάφεια ελευθερίας* και δικαιοσύνης. Τέλος, στρέφεται σωτηριολογικά προς τη θρησκεία*, την οποία συνδέει με την υπέρβαση του άλγους και την πραγμάτωση της απόλυτης δικαιοσύνης. Ο Χορκχάιμερ αναθεώρησε πολλές από τις απόψεις του στη διάρκεια των φιλοσοφικών του αναζητήσεων, δεν αποδύνδεσε όμως την κριτική θεωρία από την κοινωνία. Έργα: Eclipse of reason, Ν. Y., 1947.- Απαρχές της αστικής φιλοσοφίας της ιστορίας, μετ. Τ. Κονδύλης, Αθήνα, 1971.- Υλισμός και μεταφυσική, μετ. Α. Παυλίδου, Αθήνα, 1978.- Το τέλος του λόγου, μετ. Στ. Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα, 1984.- Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική, μετ. Α. Οικονόμου - Ζ. Σαρίκας, Υψιλον, Αθήνα,1984. Βιβλιογρ.: Βέικου Θ., Σύγχρονη διαλεκτική φιλοσοφία, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.- Bubner R., Qu' est-ce que la théorie critique?. "Archives de Philosophie". 1972. σ. 381 κ.ε - Slater Ph. Origin and Signilicance ol the Frankfurt School. A Marxist perspective, London, 1976.- Tar Z., The Frankfurt School. The Critical theories ol Max Horkheimer and Th. W. Adorno, Ν. Y., 1977.- Vincent J.-M.. La théorie critique de l'école de Francfort. Golilde, 1976. Ευτυχία Ξυδιά
266
Χορν (Home, Θωμάς Χάρτβελλ). Αγγλος θεολόγος. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1780 και πέθανε το 1862. Το 1816 στο Λονδίνο εξέδωσε μια λαμπρή εισαγωγή στην Αγία Γραφή, σε τρεις τόμους, με τίτλο: Introduction to the critical Study and Knowledge of the Holy Scriptures ("Εισαγωγή στην κριτική σπουδή και γνώση της Αγίας Γραφής"). Μαρία Ντύλκα
Χόροβιτς (Horowitz) Λούις (γεν. 1929). Αμερικανός πολιτικός κοινωνιολόγος με έντονες επιδράσεις από τον Ρ. Μιλς*. Έργα: The Rise and Fall of Project Camelot, 1967' Foundations of Political Sociology, 1972. Δ. n.
Χούμνος Νικηφόρος (1261-1327). Βυζαντινός φιλόσοφος και αξιωματούχος (σφραγιδοφύλακας και μεγάλος στρατοπεδάρχης) επί αυτοκρατόρων Μιχαήλ Η ' και Ανδρονίκου Β '. Στην πραγματεία του Περί ύλης και ιδεών προσπαθεί να καταρρίψει τις πλατωνικές θεωρίες, υποστηρίζοντας ότι η ύλη* δεν προϋπάρχει των σωμάτων και ότι τα είδη δεν υπάρχουν έξω από τα σώματα, αλλά μαζί μ' αυτά. Πολεμώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον πλατωνικό "ρεαλισμό" (στις γενικές έννοιες αντιστοιχούν αντικειμενικές πραγματικότητες), εμφανίζεται ως θερμός οπαδός της "ονοματοκρατίας", (noninalismus: οι γενικές έννοιες είναι απλώς έννοιες γένους, χωρίς να αντιστοιχούν σε καμιά αυτοτελή αντικειμενική πραγματικότητα). Το μόνο στο οποίο επίμονα αποβλέπει είναι να ανασκευάσει τον φιλοσοφικό ρεαλισμό και, πέρα από τον νομιναλισμό, να αντιτάξει στον πρώτο τη χριστιανική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει παρά μόνον ένα ον, ο θεός*. Ανάλογη είναι η θέση του και στην πραγματεία του Περί θρεπτικής και αισθητικής ψυχής, όπου ανασκευάζει τις απόψεις του Πλωτίνου* και μέσω αυτού τις απόψεις του Πλάτωνα*, υποστηρίζοντας ότι οι ψυχές δεν προϋπάρχουν, η μετενσωμάτωση είναι αστήρικτη και η γνώση δεν αποτελεί ανάμνηση. Παρ' όλα αυτά ο Χούμνος αναγνωρίζει ότι ο Πλάτων είναι ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών και θαυμάζει τη μεγαλοφυία του. Επιπλέον ο Χούμνος ασχολήθηκε και με προβλήματα φυσικής και θεωρείται ένας από τους προδρόμους της ιταλικής Αναγέννησης, καθώς με την πολυμέρεια και τον πλούτο των γνώσεών του ανοίγει
Χούσσερλ νέους δρόμους για την ανθρώπινη σκέψη. Εκδόσεις των έργων του: Boissonade Fr., Anecdote nova (1844) 191-201.- Creuser Fr., Plotini Opera omnia, 1835, τόμ. 2ος, 1413-47.P. G. 140, 1403-38. Βιβλιογρ.:Μπενάκης Λ.. Νικηφόρου Χούμνου. Περί της ύλης και των ιδεών, "Φιλοσοφία" 3. (1973) 339-81 (Εισαγωγή, κριτική έκδοση, μετάφραση).- Τατάκη Β. Ν.. Η βυζαντινή φιλοσοφία (1977), 230-1. Αιτ. Τζ.
Χούμπολντ (Humboldt) Βίλχελμ φον (17671835). Γερμανός πολιτικός, διπλωμάτης, γλωσσολόγος, αρχαιογνώστης και φιλόσοφος, ένας από τους εκπροσώπους του φιλελληνισμού και του ανθρωπισμού της εποχής του γερμανικού Ιδεαλισμού*. Στην κοσμοθεωρία του ο Χούμπολντ χαρακτηρίζεται από τρεις βασικές ιδέες του: τη γενικότητα, την ατομικότητα και την ολότητα, την οποία εννοεί ως διαμόρφωση της ζωής σε έργο τέχνης. Στην ιστορία* και τη γλώσσα* δεν βλέπει απλώς την έκφραση της νοημοσύνης, αλλά τη σύμπραξη του συνόλου των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου*. Και, ακολουθώντας τον Καντ", βλέπει τον τελικό σκοπό της ιστορίας σαν ολοκλήρωση του οργανωμένου βίου των ανθρώπων (παγκόσμια κυβέρνηση), όχι όμως, όπως εκείνος, σαν ένα στατικό τέρμα, αλλά σαν αυτοπροσδιοριζόμενη ενέργεια του ανθρώπου με μορφοπλαστική προοπτική. Για τη δραστηριότητα του κράτους* πιστεύει ότι αυτό οφείλει να διασφαλίζει την άμυνα προς τα έξω και τη δικαιοσύνη προς τα μέσα, ενώ στα υπόλοιπα να αποσύρεται διακριτικά, αφήνοντας περιθώρια στην ελεύθερη ατομική και εθνική ανάπτυξη. Την ίδια την ατομικότητα την βλέπει όχι σαν απόσχιση από το γενικό, αλλά ακριβώς σαν συγκεκριμενοποίηση και πραγμάτωση του. Συνολική έκδοση των έργων του, σε 17 τόμους, με τον τίτλο "Συγκεντρωμένα κείμενα" ("Gesammelte Schriften"), έγινε από την Πρωσσική Ακαδημία Επιστημών (1903-1936, ανατ. 1967-1968) και συντομευμένη, σε 5 τόμους, με τον τίτλο "Εργα" ("Werke", 1960 εξ.). Βιβλιογρ.: Ε. Kessel, Wilhelm von Humboldt, Stuttgart, 1967. Ε. Ν. Ρούσσος
χουρουφισμός. Φιλοσοφικό σύστημα που αναπτύχθηκε στους κόλπους του σιιτικού Ισλάμ* και αποδίδεται στην ελληνική με τον όρο "αλφαβητισμός", από το αραβικό huruf, που σημαί-
νει γράμματα της αλφαβήτου. Δημιουργός του συστήματος υπήρξε ο Fadlullah Asterabadi, ο οποίος εξ αιτίας των αιρετικών του ιδεών αποκεφαλίστηκε το 1398. Απόκτησε οπαδούς από τους κύκλους περσών και τούρκων ποιητών και συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Νεσιμί, ο οποίος δημοσίευσε ποιήματα με χουρουφικές ιδέες αναμειγμένες με μυστικιστικές διδασκαλίες, γΓ αυτό και εκτελέστηκε με βίαιο τρόπο το 1417. Για τους Χουρουφί ο Λόγος* είναι η ύψιστη φανέρωση του Θεού*. Αποκαλύπτεται επίσης και μέσω του ανθρώπινου προσώπου, έτσι ώστε γίνεται το πρόσωπο ένα Κοράνιο* par excellence, δηλαδή Ιερή Γραφή, μέσω της οποίας αποκαλύπτονται τα μυστήρια του Θεού. Ο Fadlullah δίδασκε ότι ο Αδάμ έλαβε εννέα γράμματα, ο Αβραάμ δεκατέσσερα, ο Μωάμεθ εικοσιοκτώ και ο ίδιος εγνώριζε τριάντα δύο γράμματα, που του χάρισε ο Θεός. Η πιο ενδιαφέρουσα θεωρία του ήταν ότι τα γράμματα αντανακλώνται στο ανθρώπινο πρόσωπο. Το δίκαιο*, η αλήθεια*, ο Θεός, το παν* έχει τη θεοφάνειά του πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Ολα τα μέλη του ανθρώπινου σώματος σημαίνουν έναν ιδιαίτερο κόσμο από τους θείους και άυλους κόσμους. Έτσι οι ονομασίες των πραγμάτων όχι μόνο υπάρχουν πριν από τα πράγματα, αλλά και οι ίδιες είναι πράγματα. Βιβλιογρ.: Η. Ritter, Die aulage der Hurûlisekte, "Orions", 1954, τ. 7. No 1. σσ. 1-54 - S. Ernst Kuhuel, Islamische Schriftkunst (1972). Αλέξ. Καριώτογλου
Χούσσερλ Έντμουντ (Husserl Edmund, 18591938). Γερμανός φιλόσοφος, ιδρυτής της φαινομενολογίας*. Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του Χούσσερλ άσκησαν βαθιά επίδραση στη σύγχρονη σκέψη και επέφεραν τη ρήξη με τη φιλοσοφία του 19ου αι. Ο Χούσσερλ υπήρξε μαθητής του Μπρεντάνο" (1838-1917), ο οποίος άσκησε μεγάλη επιρροή στους φιλοσοφικούς του προβληματισμούς. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Γοτίγγης, της Χάλλης και του Φράιμπουργκ. Η διανοητική οξύτητα του Γερμανού φιλοσόφου υπήρξε μεγάλη και συνδυαζόταν με το χάρισμα της ανάλυσης. Το ογκωδέστατο έργο του είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστο εξαιτίας της ξηρότητας της προβληματικής του και της πολυπλοκότητας της σκέψης του, αλλά αποτελεί παράδειγμα ακριβολογίας, θυμίζοντας, απ" αυτή την άποψη, τον Αριστοτέλη*. Η φιλοσοφική πορεία του Χούσσερλ ξεκίνησε με μαθηματικές και λογικές έρευνες. Υστερα
267
Χούσσερλ έγινε εισηγητής της φαινομενολογικής μεθόδου. για να καταλήξει στο τέλος στον υπερβατικό ιδεαλισμό*. Οπως ελέχθη προηγουμένως, αρχικά ο Χούσσερλ ασχολήθηκε με μαθηματικές έρευνες. Πρώτο δημοσίευσε το έργο του Φιλοσοφία της αριθμητικής (1891), το οποίο όμως δεν αφήνει να διαφανεί η μετέπειτα πορεία της φιλοσοφικής του σκέψης. Ο Χούσσερλ ασχολείται με τα μαθηματικά, καθώς αυτά εμφανίζουν συνέπεια, αναγκαιότητα και βεβαιότητα πέρα από κάθε υποκειμενική αυθαιρεσία. Κατά τα έτη 1900/1901 δημοσιεύεται το έργο του Λογικές έρευνες. Στο έργο αυτό ο φιλόσοφος κρίνει τον ψυχολογισμό* και τον σχετικισμό* (ρελατιβισμό) από την οπτική γωνία του αντικειμένου*. Ο ψυχολογισμός - η πεποίθηση ότι κάθε γνωστική πράξη καθορίζεται ως προς το περιεχόμενό της από την εμπειρική συνείδηση, γΓ αυτό και δεν υπάρχει αλήθεια ανεξάρτητη από το υποκείμενο της γνωστικής διαδικασίας-, σύμφωνα με την Κριτική του Χούσσερλ, σφάλλει καθώς προσδίδει στους λογικούς νόμους τον ασαφή χαρακτήρα των ψυχολογικών νόμων. Όμοια κρίνονται και οι σύγχρονες παραλλαγές του ψυχολογισμού: ο ιστορικισμός* και ο νατουραλισμός*. Οι λογικοί νόμοι, πιστεύει ο Χούσσερλ, είναι ιδεατοί, a priori. Δεν έχουν σχέση με τη σκέψη αλλά με το αντικείμενο' το αντικείμενο της λογικής δεν είναι η συγκεκριμένη κρίση* ενός ανθρώπου αλλά το περιεχόμενο της κρίσης αυτής, το νόημό της, το οποίο ανήκει σε μια ιδεώδη τάξη. Στο έργο αυτό εισάγεται η πολύ σπουδαία θεωρία της "σημαντικότητας" καθώς και η θεωρία του "όλου και των μερών"*. Στα 1913 ο Χούσσερλ δημοσίευσε το έργο του Ιδέες για μια καθαρή φαινομενολογία, όπου η φαινομενολογία θεωρείται ως "πρώτη φιλοσοφία" και χρησιμοποιείται στη μελέτη της γνώσης*. Πολύ μεγάλο ρόλο παίζει στη φιλοσοφία του Χούσσερλ η συνείδηση* (cogitatio), η γνωστική δύναμη που ανοίγεται προθεσιακά προς τον κόσμο*. Η συνείδηση αυτή πρέπει να είναι αυτόνομη, ανεξάρτητη από το εμπειρικό της περιεχόμενο. Αυτό συντελείται μέσω της "αναγωγής". Για να φτάσει η φιλοσοφία στο πραγματικό της αντικείμενο πρέπει να απελευθερωθεί από κάθε δογματισμό και προκατάληψη, που υπάρχουν στη συνηθισμένη "φυσική στάση" της συνείδησης απέναντι στον κόσμο. Η φαινομενολογία με άλλα λόγια θέτει σε "παρένθεση" ορισμένα στοιχεία των δεδομένων
268
και δεν ενδιαφέρεται γΓ αυτά. Αυτό ακριβώς τα στοιχεία συνιστούν την "εποχή" (epoche). Στα όψιμα έργα του Χούσσερλ προστίθεται και η "υπερβατική αναγωγή", η οποία σημαίνει ότι τίθεται σε παρένθεση όχι μόνο η ύπαρξη* αλλά και οποιοδήποτε πράγμα που δεν συστοιχείται προς την καθαρή συνείδηση. Αποτέλεσμα της αναγωγής είναι η "αναφορικότητα"*. Με την έννοια της αναφορικότητας προσπάθησε ο Χούσσερλ να λύσει το βασικό γνωστικό και θεωρητικό πρόβλημα που αφορά στη σχέση υποκειμένου* και αντικειμένου*. Η αναφορικότητα σημαίνει τον προσανατολισμό της συνείδησης προς το αντικείμενο. Η αναφορικότητα είναι αυτή που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου. Στην έννοια της αναφορικότητας το αντικείμενο είναι δεδομένο στη σχέση με το υποκείμενο- σ' αυτή σχεδόν εξαφανίζεται το αντικείμενο και το υποκείμενο. Το υποκείμενο είναι μόνο το κέντρο αναφοράς, ενώ το αντικείμενο είναι απλώς αυτό που αναφέρεται στη συνείδηση και υπάρχει όπως εμφανίζεται σ' αυτή. Το υποκείμενο είναι η καθαρή συνείδηση και οι πράξεις του αναφορικές σχέσεις προς το αντικείμενο, λογικές σχέσεις. Το αντικείμενο απ" την άλλη είναι δοσμένο στο υποκείμενο. Υπάρχει δηλαδή ένας συνεχής αλληλοπροσδιορισμός υποκειμένου και αντικειμένου. Τελικά όμως πλησιάζει πολύ στον υπερβατικό ιδεαλισμό, καθώς παρακάμπτεται τελείως το υποκείμενο και το αντικείμενο και προβάλλεται μόνο η διαδικασία αναφοράς του ενός στο άλλο. Την τελευταία περίοδο της ζωής του ο Χούσσερλ στράφηκε και προς την ιδέα "του κόσμου της ζωής", κάνοντας έτσι ένα βήμα προς τη "φιλοσοφία της ζωής"*. Η επίδραση που άσκησε ο Χούσσερλ στη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη είναι τεράστια· η φιλοσοφία του αποτέλεσε πηγή του υπαρξισμού* και της φιλοσοφικής ερμηνευτικής. Πολλοί σημαντικοί φιλόσοφοι υπήρξαν μαθητές του ή τον ακολούθησαν, όπως οι Μ. Σέλερ*, Ν. Χάρτμαν* και Μ. Χάιντεγγερ*. Τα έργα του είναι τα εξής: Η έννοια του αριθμού, 1887· Φιλοσοφία της Αριθμητικής, 1891' Λογικές έρευνες (2 τόμοι), 1900-19011 Ιδέες για μια καθαρή φαινομενολογία και φαινομενολογική φιλοσοφία, 1913' Τυπική και υπερβατική Λογική, 1929· Καρτεσιανοί διαλογισμοί, 1932' Εμπειρία και κρίση, 1939. Βιβλιογρ.: I. Μ. Μποχένοκι. Ιστορία της σύγχρονης Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.- Κριτική της φαινομενολογικής κατεύθυνσης της σύγχρονης φιλοσοφίας, Συλ. άρθρων. Ρίγα, 1981.- The phenomenological movement. A
Χριστιανισμός historical introduction, v. 1-2, The Hauge, I960.- The foundation ol phenomenology, Camb., 1963.- Levinas E„ La théorie d' intuition dans la phénoménologie de Husserl, 1930. Μαρία Ντόλκα
Χούττεν Ούλριχ (Hutten, 1488-1523). Γερμανός ανθρωπιστής, συγγραφέας. Ήταν ένας από τους συντάκτες των περίφημων σατιρικών Επιστολών αφανών ανδρών (Epistolae obscurorum virorum, 1515-17), οι οποίες δίνουν έναν γραφικό πίνακα της πνευματικής αθλιότητας που βασίλευε στο στρατόπεδο των σχολαστικών, δηλαδή των αντιπάλων της ουμανιστικής κινήσεως. Σε ένα του σατιρικό ποίημα επίσης διακωμωδούσε τους εχθρούς της επιστήμης*, καθώς ο ίδιος πίστευε στη δύναμη του λόγου και της επιστήμης. Ο Χούττεν προσχώρησε στη μεταρρύθμιση* του Λουθήρου* και άσκησε ορθολογική κριτική στα δόγματα του καθολικισμού, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να μετατρέψει την εκκλησιαστική επανάσταση σε κοινωνικοπολιτική εξέγερση κατά του πάπα και κατά της κυριαρχίας των ηγεμόνων στη Γερμανία. Ηγήθηκε μάλιστα ενός αποτυχημένου κινήματος όλων των λαών κατά της Ρώμης και πήρε μέρος στην επίσης αποτυχημένη "εξέγερση των ιπποτών" (1522-23). Τα έργα του Χούττεν έχουν τη μορφή φυλλαδίων, επιστολών και καταγγελιών και είναι γραμμένα στη λατινική, στην οποία σκόπιμα μερικές φορές δίνει "βαρβαρική" έκφραση, προκειμένου να επιτύχει σατιρικό ύφος. Απ. Τζ.
χρήμα. Ιδιότυπο εμπόρευμα - φορέας κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, το οποίο διαδραματίζει τον ρόλο του καθολικού ισοδύναμου της αξίας*. Ανέκυψε επί δουλοκτησίας*, σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης των εμπορευματικών σχέσεων και αποκτά την ευρύτερη και (Βαθύτερη διάδοσή του επί κεφαλαιοκρατίας*. Βλ. επίσης: Μαρξ, μαρξισμός, Κεφάλαιο. δ. π. χρησιμοθηρία, βλ. ωφελιμισμός χριστιανική φιλοσοφία, βλ. χριστιανισμός χριστιανικός σοσιαλισμός. Πολιτική κατεύθυνση η οποία επιχειρεί να συνδυάσει τον χριστιανισμό* με ιδέες του σοσιαλισμού*. Αρχικά εμφανίσθηκε ως μορφή του "φεουδαρχικού σοσιαλισμού"* και στη συνέχεια παρουσίασε μια
μεγάλη ποικιλομορφία απόψεων και τάσεων από τις πλέον δημοκρατικές μέχρι τις πλέον συντηρητικές. Εκπρόσωποι του είναι οι: Φ. Λαμενναί* (Γαλλία), Φ. Ν. Μόρις, Τσ. Κίνγκσλι (Μ. Βρετανία), Φ. Μπάαντερ, I. Χούμπερ, Β. Κέττελερ (Γερμανία) κ.ά. Το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης και της απαλλαγής από την εκμετάλλευση συνδέεται εδώ κατά κανόνα με ουτοπικές-συναινετικές απόψεις περί ειρηνικής συνύπαρξης των τάξεων, περί ηθικής και θρησκευτικής αυτοτελείωσης κ.λπ. Οι εκκλησιαστικές εκδοχές χριστιανικού σοσιαλισμού έχουν ως αφετηρία την εγκύκλιο "Rerum novarum" του πάπα Λέοντος του 18ου (1891), η οποία διακηρύσσει τις αρχές του απαραβίαστου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας* και καταδικάζει την ταξική πάλη* και τις "επαναστάσεις κοινωνικές"*. Ο σύγχρονος χριστιανικός σοσιαλισμός διακρίνεται σε "κληρικόφρονα" και "δημοκρατικό". Ο πρώτος επιζητεί την επιβολή του κοινωνικού δόγματος της καθολικής εκκλησίας, βάσει του οποίου καθορίζεται η ιδεολογία και η πολιτική των αντίστοιχων κομμάτων, οργανώσεων κ.λπ. Παρόμοια σχέση υπάρχει και σε χώρες όπου επικρατεί η εκκλησία των διαμαρτυρομένων. Ως προς το περιεχόμενο, ο κληρικόφρων σοσιαλισμός δεν υπερβαίνει τα όρια του αστικού μεταρρυθμισμού φιλελεύθερου χαρακτήρα, ενώ στρέφεται εναντίον του μαρξισμού*. Οι διάφορες εκδοχές δημοκρατικού χριστιανικού σοσιαλισμού (εντός και εκτός της εκκλησίας) δεν διαθέτουν κοινό πρόγραμμα και οργανώσεις. Οπαδοί του επικρίνουν τη συνένωση της εκκλησίας με το κεφάλαιο* και το αστικό κράτος και απαιτούν από αυτήν να υποστηρίζει τον αγώνα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων λαών. Η συνεπέστερη και μαχητικότερη εκδοχή δημοκρατικού χριστιανικού σοσιαλισμού συνδέεται με τις επαναστατικές εκδοχές της "θεολογίας της απελευθέρωσης" (Λατινική Αμερική). Ο χριστιανικός σοσιαλισμός δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα. Βιβλιογρ.: Daujot J.. Catholicisme et socialisme. Textes pontiticaux et commentaires. Paris. 1951.- 'Επανάσταση στην εκκλησία' (θεολογία πις απελευθέρωσης) - επίσημα κείμενα και υλικό, Μόσχα, 1991 - Ψαρουδάκης Ν., Μαρξιστικός ουμανισμός ή χριστιανικός σοσιαλισμός;. Αθήνα, 1979. Δ. Πατέλης
Χριστιανισμός. Θρησκεία* που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό τον Ναζωραίο κατά την περίοδο των μέσων Ελληνιστικών χρόνων. Ο αρ-
269
Χριστιανισμός χικός τόπος ανάπτυξης της ήταν το ιουδαϊκό γεωγραφικό περιβάλλον, από το οποίο ωστόσο βαθμιαία αποκόβεται αποκτώντας οικουμενικές διαστάσεις και προοπτικές. Οι ιστορικές πάντως και πνευματικές πηγές της τοποθετούνται στον Ιουδαϊσμό και στον Ελληνισμό, στοιχεία των οποίων μάλιστα διατηρεί και χρησιμοποιεί, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις και τους στόχους της, σε όλη την ιστορική διαδρομή της. Ήδη, λοιπόν, από τις ιστορικές απαρχές του ο Χριστιανισμός εντάσσει στη δογματική διδασκαλία του ευάριθμα στοιχεία του ιουδαϊκού και του ελληνικού στοχασμού, με ιδιαίτερη όμως προσοχή και σύμφωνα με τις σταθερές κατευθύνσεις της κοσμοθεωρίας του που βαθμιαία διαμορφώνει. Αυτή η αυστηρή επιλεκτική πρόσληψη προσδιορίζεται από το αντικείμενο αναφοράς του, το οποίο αντιλαμβάνεται ως απολύτως υπερβατικό* και μη επιδεχόμενο σ' ένα πρώτο συλλογιστικό επίπεδο τα κατηγοριακά - εννοιακά σχήματα της ανθρώπινης συνείδησης*. Τα κριτήρια και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του έχουν στήριξη κατεξοχήν θεοκεντρική και ελάχιστα ανθρωποκεντρική. ΓΓ αυτό ακριβώς και δεν δέχεται ότι ο άνθρωπος* αποτελεί μια αυτάρκη οντότητα αλλά μια ετεροπροσδιοριζόμενη και κατ" επέκταση ότι είναι αναγκαίο συνεχώς να τροφοδοτείται από τις δωρεές της θείας πρόνοιας*. Έτσι, αρνείται να νομιμοποιήσει θεολογικά έναν αυτόνομο ανθρώπινο λόγο ή μια προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι υπό όρους καθαρά κοσμικούς. Δεν αποδέχεται, λοιπόν, μια μονοσήμαντη ατομική αυτοαναφορά, αλλά νοηματοδοτεί θετικά μόνον κάθε ανθρώπινη έλλογη κίνηση που στρέφεται σταθερά για να συναντήσει τον απόλυτο, παγκόσμιο και ρυθμιστικό Λόγο* του Θεού*. Ανεξάρτητα όμως από τις νέες κοσμοθεωρητικές τάσεις που προβάλλει ο Χριστιανισμός, είναι απαραίτητο, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα της εμφάνισής του υπό το πρίσμα της πολιτιστικής και της ιστορικής διαδοχής να ανιχνεύσουμε τα ποιοτικά στοιχεία του πολιτιστικού χώρου εντός του οποίου ανεπτύχθη. Κατά πρώτον, από τον Ιουδαϊσμό προσλαμβάνει, τουλάχιστον στις γενικές διαστάσεις του, έναν εσχατολογικό προσανατολισμό. Ήδη στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα στα προφητικά - αποκαλυπτικά, ήταν εμφανής μια προοπτική εσχατολογικής ερμηνείας του ιστορικού γίγνεσθαι. Τούτο σήμαινε ότι η ιστορία δεν ερμηνευόταν ως μια απλή διαδοχή γε-
270
γονότων, αλλά υπό το πρίσμα ενός τέλους* που επρόκειτο να πραγματωθεί. Υπό τους όρους αυτούς είχε διαμορφωθεί και μια συγκεκριμένη θεώρηση των ατομικών και συλλογικών υποθέσεων. Δεν κυριαρχούσαν κάποιες αφηρημένες και ιδεαλιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά αναζητείτσ το συγκεκριμένο νόημα της ιστορίας*, ώστε δι' αυτού να εξασφαλισθούν τα κριτήρια για μια αξιόπιστη σημασιολόγηση της ζωής*. Επρόκειτο όμως για μια προσέγγιση που αντιμετωπιζόταν με βάση κάποιες μονοσήμαντες εθνικιστικές προσδοκίες. Στον Χριστιανισμό, η ερμηνευτική αυτή προοπτική θα προσλάβει το αυστηρά συγκεκριμένο και απτό περιεχόμενο που ανεζητείτο και θα συνδεθεί με το πρόσωπο του Ιησού, ο οποίος θεωρείται ότι αποτελεί όχι μόνον τον ενσαρκωμένο Λόγο του Θεού αλλά και τον κριτή και οδηγό της ιστορικής πορείας. Με τις τελευταίες αυτές ερμηνευτικές εκτιμήσεις η σχέση του θείου με το ανθρώπινο αποκτά έναν ευρύτατο χαρακτήρα και θεάται υπό τη μορφή της διαλεκτικής επικοινωνίας τους. Παρά ταύτα, οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν τη σημασία και θα ενεργοποιήσουν τις δυνατότητες του Χριστιανισμού είναι οι Ελληνιστές της Ιουδαίας. Προσεγγίζοντας τη διδασκαλία του Ιησού υπό το πρίσμα των ελληνικών φιλοσοφικών κατηγοριών* διερωτώνται για την οντολογική διάσταση του προσώπου του. Η ερμηνεία που διατυπώνουν υπερβαίνει κατά πολύ μιας μικρής εμβέλειας εκδοχή και αποδίδει στον Ιησού καθολικά γνωρίσματα παγκόσμιας κλίμακας. Τον δέχεται όχι μόνον ως ένα πρόσωπο που διαδραματίζει τον καίριο ρόλο για την εξέλιξη και τη νοηματοδότηση του ιστορικού γίγνεσθαι, αλλά και ως μια μεταφυσική οντότητα οντολογικά απόλυτη. Συνδυάζοντας το ελληνικό πνεύμα στη νέα θεολογική διδασκαλία τα δύο αυτά στοιχεία, εντοπίζει μια αξιολόγηση της ιστορίας υπό το πρίσμα της ενότητας και της παγκοσμιότητας. Ως εκ τούτου, αναπτύσσονται οι προϋποθέσεις ώστε να υπερβαθεί η μονοσήμαντη εθνική ερμηνεία που έδινε στα ιστορικά δρώμενα ο Ιουδαϊσμός. Εφόσον ο Ιησούς κατά την πριν την ενσάρκωσή του κατάσταση δημιούργησε ως θείος Λόγος όλο τον κόσμο, είναι επόμενο ως δρώσα ιστορική υπόσταση να αποτελεί το σημείο αναφοράς για την κατανόηση της ιστορίας συνολικά. Με τις ερμηνευτικές αυτές σταθερές το πρόσωπο του Ιησού αποκτά διευρυμένες διαστάσεις τόσο για τα δεδομένα των η-
Χριστόδουλος Παμπλέκης μερών εκείνων όσο και για τα μέλλοντα. Είναι μια οντότητα υπερβατική απέναντι στον Μωσαϊκό Νόμο και ως Λόγος του μοναδικού Θεού αποτελεί πλέον το μοναδικό και αξιόπιστο σημείο των μεταφυσικών αναφορών του ανθρώπου. Οι ανωτέρω πάντως επιδράσεις βαθμιαία μειώνονται ή αφομοιώνονται σε απόλυτο σχεδόν βαθμό - μ ε βάση πάντα το κριτήριο της αυστηρής επιλογής- οργανικά από τον Χριστιανισμό, ο οποίος κατά την πορεία εξέλιξής του διαμορφώνει έναν αυτόνομο λόγο. Τούτο φαίνεται κυρίως στο κοσμολογικό ζήτημα, αφού προτείνει ερμηνείες που καταθέτουν μια διαφορετική από τις τρέχουσες αντίληψη για τη δημιουργία* του κόσμου της εμπειρίας*. Υποστηρίζει ότι ο Θεός - ο μοναδικός κατά την ουσία του και ο τριαδικός κατά τις υποστάσεις του- αποτελεί την άμεση αρχή και αιτία όλου του κόσμου*. Δημιουργεί εκ του μηδενός* δια του Λόγου του τα αισθητά όντα ελευθέρως και χωρίς να υπόκειται σε καμιά αναγκαιότητα, ιδρύοντας παράλληλα και τις χρονικές εξελικτικές διαδικασίες. Ο ίδιος κατασκευάζει την ύλη* και της προσφέρει τις προϋποθέσεις για να μορφοποιηθεί. Ο τρόπος αυτός παραγωγής όμως δεν οδηγεί στον πανθεισμό*, διότι ο Θεός δεν δημιουργεί με την ουσία του αλλά με τις ενέργειές του. Σε καμιά περίπτωση λοιπόν ο κόσμος της εμπειρίας δεν εκλαμβάνεται ως κάποια απόρροια ούτε ως ο αισθητός μετασχηματισμός της θείας ουσίας. Τα δημιουργημένα φυσικά όντα αποτελούν νέες και ιδιαίτερης υφής υποστάσεις. Παράλληλα αποκλείεται και ο οντολογικός δυϊσμός*, αφού η ύλη δεν θεωρείται ότι έίναι μια αυθυπόστατη και αίδια αρχή ούτε επίσης ότι είναι απαραίτητη στον θεό ως κάποιο αιώνιο υπόστρωμα για τη διακόσμηση του αισθητού σύμπαντος*. Η ύλη εκλαμβάνεται ως το συγκεκριμενοποιημένο θείο θέλημα. Η σύσταση και η διαμόρφωση της οφείλεται στη συνύπαρξη ποιοτήτων, που λειτουργούν κατά τις μεταξύ τους σχέσεις συμπληρωματικά. Σημαντικές είναι επίσης και οι χριστιανικές απόψεις στον τομέα της Γνωσιολογίας*. Σύμφωνα με αυτές ορίζεται ότι ο ανθρώπινος νους δεν έχει την ικανότητα να φθάσει σε πλήρη γνώση όχι μόνον της ουσίας του Θεού αλλά και αυτής των αισθητών οντοτήτων. Το μόνο που μπορεί να συλλάβει είναι οι ιδιότητες των οντοτήτων αυτών. Ως εκ τούτου βρίσκεται σε μια διηνεκή και δυναμική γνωστική κίνηση. Η α-
δυναμία αυτή ολικού γνωστικού προσδιορισμού του αντικειμένου αναφοράς ισχύει κατεξοχήν στην περίπτωση που προσεγγίζουμε τον Θεό. Τα πορίσματα της γνωστικής αυτής αναφοράς διακρίνονται σε καταφατικά και σε αποφατικά. Τα καταφατικά αναφέρονται στις ενέργειες του Θού και στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούν τον κόσμο της εμπειρίας. Οι ενέργειες αποτελούν τη δυναμική πλευρά της θείας ζωής, τους τρόπους με τους οποίους καθίσταται δυνατή η επκοινωνία του Εκείθεν με το Εντεύθεν. Αντίθετα, η θεία ουσία παραμένει ανεκδήλωτη και έτσι δεν παρέχει απτά στοιχεία για να καταστεί εννοιακό κτήμα της ανθρώπινης συνείδησης*. Είναι απολύτως υπερβατική και ριζικά διαφορετική συγκριτικά με την ουσία των αισθητών όντων, και γι' αυτό τα μόνα ονόματα που νομιμοποιούνται για την περιγραφή της είναι τα αρνητικά ή τα υπερθετικά. Ως προς το ζήτημα του σχηματισμού των εννοιών* οι χριστιανοί στοχαστές επιλέγουν μια μετριοπαθή λύση. Πρόκειται για τον -κατά τον Λ. Μπενάκη- "εννοιολογικό ρεαλισμό". Υποστηρίζουν δηλαδή ότι οι οντολογικές αιτίες των αισθητών όντων βρίσκονται αρχικά στη θεία περιοχή, ακολούθως υποστασιοποιούνται με αισθητό τρόπο και τέλος καθίστανται νοητικό περιεχόμενο της ανθρώπινης συνείδησης. Χρ. Τερέζης
Χριστόδουλος Παμπλέκης του Ευσταθίου (1733-1793). Ο Χριστόδουλος έμαθε τα πρώτα γράμματα στους δασκάλους της περιοχής του, στο Ξηρόμερο, και στη συνέχεια μαθήτευσε στην Αθωνιάδα Σχολή, κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη*. Στη Βιέννη εργάσθηκε στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας, γνώρισε και δίδαξε τις ριζοσπαστικές ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού" και λίγο πριν τον θάνατό του, λόγω των συχνών προκλήσεων που οργάνωναν εκκλησιαστικοί παράγοντες, κατέφυγε στη Λιψία. Ο Παμπλέκης το 1781 δημοσίευσε την Αληθή Πολιτική. Πρόκειται για μετάφραση του έργου του F. du Callières La véritable politique des personnes de qualité (Paris, 1722), στην οποία έχει προστεθεί το Προοίμιον και εκτενείς υποσημειώσεις, ακόμη και για θέματα φυσικής φιλοσοφίας*, μολονότι ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι διδακτικός και αφορά κανόνες της συλλογικής συμπεριφοράς. Το 1786 δημοσίευσε στη Βιέννη το Περί Φιλοσόφου, Φιλοσο-
271
χρόνος φίας, Φυσικών, Μεταφυσικών, Πνευματικών και Θείων Αρχών. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μετάφραση λημμάτων της γαλλικής "Encyclopédie", με ορισμένες προσθαφαιρέσεις στις βιβλιογραφικές σημειώσεις, στα κύρια ονόματα και στην απόδοση των προτάσεων. Έτσι προσλαμβάνονται οι προωθημένες αντιλήψεις του εγκυκλοπαιδισμού, δηλαδή η "πολιτική κοινωνία" αντιμετωπίζεται ως μοναδικός ερευνητικός χώρος του φιλοσόφου, αποδοκιμάζεται η αρχαιολατρία, και ιδιαίτερα ο αριστοτελισμός*, για να πάρουν τη θέση του οι βεβαιώσεις της "πειραματικής φιλοσοφίας" και των "πραγματικών επιστημών" που ανέπτυξαν οι "νεότεροι", ανιχνεύονται τα αίτια της ανθρώπινης πλάνης και καταγγέλλεται η αυθεντία, απαιτείται η κάθαρση του ορθού λόγου από τις προλήψεις και τη "σκοτεινή" μεταφυσική*, αυτονομείται ο φιλοσοφικός λόγος από τη θρησκευτική πίστη και επιχειρείται μια προσεκτική κριτική της θρησκείας*, χωρίς ωστόσο να απολήγει στον αθεϊσμό*. Το 1793, για την αντίκρουση της ανώνυμης υβριστικής σάτιρας που τιτλοφορήθηκε Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντίχριστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας, δημοσιεύει το Περί θεοκρατίας, στο οποίο στιγματίζει τη "μυστικήν τυραννίαν" που επιβάλλει το "ιερατικόν τάγμα" (που συνιστά "πολιτικόν και όχι τω όντι θείον έργον"), με στόχο να "γυμνώνη τον κοινόν λαόν". Βιβλιογρ.: Φ. Ηλιού. Η σιωπή για τον Χριστόδουλο Παμπλέκη. Τ α Ιστορικά", τεύχος 4 (Δεκ. 1985), σελ. 387404.- Π. Κονδύλης, Το πρόβλημα του υλισμού στη φιλοσοφία του ελληνικού Διαφωτισμού, Ό Ερανιστής", τ. ΙΘ° (1981). σελ. 196-223.- Π. Νούτσος. Χριστόδουλος ο εξ Ακαρνανίας και Encyclopédie, "Ο Ερανιστής", τ. ΙΘ' (1981). σελ. 13-24. Παναγιώτης Μούτσος
χρόνος, βλ. χώρος και χρόνος "Χρυσά έπη". Ποίημα γνωμικό 71 εξαμέτρων στίχων. Πρόκειται για μιαν από τις πολλές προσπάθειες (περίπου 90, με περισσότερους από 50 συγγραφείς), που καταβλήθηκαν από τους Νεοπυθαγόρειους*, με σκοπό την αναζωπύρωση του πυθαγορισμού. Το συγκεκριμένο ποίημα αποδίδεται σε κάποιον ανώνυμο Νεοπυθαγόρειο του 2ου-3ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος ασφαλώς χρησιμοποίησε παλαιότερες πηγές. Περιεχόμενό τους είναι η ηθική διδασκαλία του Πυθαγόρα* και των Πυθαγορείων*. Τα Χρυσά έπη συνιστούν σεβασμό προς τους
272
θεούς και αγάπη προς τους γονείς και τους φίλους και εκθειάζουν τη μετριοφροσύνη, την εγκράτεια, την καρτερικότητα, την περίσκεψη, τη μετάνοια για τη διάπραξη σφαλμάτων και διαβεβαιώνουν ότι η ψυχή, εάν κατορθώσει να παραμείνει καθαρή, θα αξιωθεί την αθανασία και θα γίνει αθάνατος και άφθαρτος θεός. Τα Χρυσά έπη είχαν μεγάλη επιτυχία και γνώρισαν πολλές εκδόσεις και σχολιασμούς. Απ. Τζ.
Χρυσάνθιος (4ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, εκπρόσωπος της Περγαμηνής σχολής, της οποίας ιδρυτής ήταν ο Αιδέσιος ο Καππαδόκης*. Ο Χρυσάνθιος ήταν ένας από τους δασκάλους του αυτοκράτορα Ιουλιανού*, μαζί με τους Ευσέβιο και Μάξιμο. Απ. Τζ.
Χρύσιππος ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας, 281/77 Αθήνα, 208/5 π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της λεγόμενης Παλαιάς Στοάς, μαθητής του Κλεάνθη* (περ. 260-233) και διάδοχός του (233/1208/5) στη διεύθυνση της σχολής των Στωικών στην Αθήνα. Πιστεύεται ότι αυτός πέτυχε να διαμορφώσει την παλαιότερη Στωική* διδασκαλία σε ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, έτσι που να λέγεται χαρακτηριστικά ότι "ει μη γαρ ην Χρύσιππος, ουκ αν ην στοά". Ο Χρύσιππος ασχολήθηκε μεθοδικά και αναλυτικά με όλα τα θέματα της φιλοσοφίας*, και από τη συγγραφική δραστηριότητά του είναι γνωστοί εκατοντάδες τίτλοι. Τα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του και οι αναφερόμενες σ' αυτά μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων είναι καταχωρημένα στους τόμους 2-3 της έκδοσης του Χανς Φρήντριχ Αρνιμ "Stoicorum veterum fragmenta". Στη Λογική*, την οποία ο Χρύσιππος δεν εννοούσε, όπως οι αριστοτελικοί, ως όργανο, αλλά ως μέρος της φιλοσοφίας, συνέβαλε πολλαπλά, εξετάζοντας όλα σχεδόν τα προβλήματα της γνώσης, από τη γλώσσα, τον λόγο, τα μέρη του, την τυπολογία του και τη σύνταξή του ως την αίσθηση*, τη μνήμη*, τη νόηση*, την κρίση* και τους συλλογισμούς*, και απέκτησε μεγάλη φήμη για τις επιδόσεις του στη διαλεκτική*. Η συλλογιστική του συνοψίζεται στους εξής πέντε "τρόπους": 1. Οταν υπάρχει Α, υπάρχει και Β. Αλλά υπάρχει Α. Αρα υπάρχει και Β. 2. Όταν υπάρχει Α, υπάρχει και Β. Αλλά δεν υπάρχει Β. Αρα δεν υπάρχει και Α. 3. Α και
χυδαίος κοινωνιολογισμός Β δεν υπάρχουν ποτέ ταυτόχρονα. Αλλά υπάρχει Α. Αρα δεν υπάρχει Β. 4. Υπάρχει ή Α ή Β. Αλλά υπάρχει Α. Αρα δεν υπάρχει Β. 5. Υπάρχει ή Α ή Β. Αλλά δεν υπάρχει Α. Αρα υπάρχει Β. Στη Φυσική ο Χρύσιππος δεχόταν δύο αρχές, την ύλη* και την αιτία*, εννοούσε τη σύνθεση του κόσμου με την πρόσμειξη των στοιχείων ("σώμα δια σώματος χωρεί") και, ακολουθώντας την πάγια στωική διδασκαλία για κοσμικές "εκπυρώσεις" και "παλιγγενεσίας", εξηγούσε τον κόσμο σαν ένα ζωντανό οργανισμό, που έχει λόγο μέσα του, και τον θεωρούσε ως έργο θεϊκής πρόνοιας, αλλά "γενητόν" και "φθαρτόν". Σωματικά εννοούσε ο Χρύσιππος και τους θεούς και τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι δίδασκε ότι οι θεοί έχουν σώμα, αλλά δεν είναι ανθρωπόμορφοι, και ότι η ψυχή είναι θερμή πνοή που διαπερνά το σώμα, χωρίς να εντοπίζεται σε ένα μόνο σημείο του, και ότι είναι θνητή, όπως και αυτό. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Χρύσιππος, αντίθετα από την πλατωνική παράδοση που διέκρινε στην ψυχή δυνάμεις άλογες και λογικές, αυτός τη θεωρούσε ενιαία ("μία η της ψυχής δύναμις"). Στην Ηθική*, ακολουθώντας το γενικότερο στωικό παράγγελμα του "ομολογουμένως τη φύσει ζην", ταύτιζε το αγαθό με το ωραίο*, θεωρούσε τις ατομικές και τις κοινωνικές αρετές σύμφωνες με τη φύση και πίστευε ότι αυτές είναι επαρκείς για την ευτυχία των ανθρώπων. Εξάλλου, ορίζοντας την αρετή* ως τελειότητα "της εκάστου φύσεως", δίδασκε ότι, αν και προϋποτίθεται κάποια φυσική καταβολή ("εκ φύσεως προϋπάρχει"), η ανάπτυξη και η ολοκλήρωσή της είναι έργο τέχνης και γίνεται με τη διδαχή, παρατηρώντας μάλιστα ότι σι αρετές προκαλούν αμοιβαία η μία την άλλη στην ανάπτυξη τους ("τας αρετός αντακολουθείν αλλήλαις"). Στα πολιτικά πράγματα ήταν οπαδός του αρχαϊκού αξιώματος ότι "νόμος ο πάντων βασιλεύς" και πρότεινε τον τύπο του σοφού ως τον πιο κατάλληλο για την άσκηση της εξουσίας. Βιβλιογρ.: J. Β. Gould, The Philosophy οI Chrysippus. Leiden, 1970. Ε. Ν. Ρούσσος
Χρυσολωράς Μανουήλ (περ. 1350-1415). Βυζαντινός λόγιος, ένας από τους πολυμαθέστερους Ελληνες της Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής ίσως του Πλήθωνα*. Συνέβαλε σημαντικό στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και
Φ.Λ., Ε - 1 8
των κλασικών ελληνικών σπουδών στην Ιταλία, ιδιαίτερα με τη μύηση των ουμανιστών στο κάλλος και τη σοφία του "θείου Πλάτωνος"*. Στη φιλοσοφική σχολή του σπούδασε μεταξύ άλλων ο Ιταλός ουμανιστής Γκουαρίνο. Το 1391 στάλθηκε από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο στην Ιταλία, για να ζητήσει βοήθεια από τον πάπα για τη σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Η αποστολή του απέτυχε, λόγω αδιαφορίας των ηγεμόνων της Δύσεως, αλλά τον δέχθηκαν με ενθουσιασμό οι ουμανιστές της Ιταλίας, όπου εγκαταστάθηκε και δίδαξε την ελληνική γλώσσα και φιλολογία στη Φλωρεντία (1396) και στο Μιλάνο (1400), έχοντας μεταξύ των μαθητών του τους Λ. Αρετίνο, Φίλελφο κ.ά., και μετά στην Παβία, Βενετία και Ρώμη. Την αξιολόγηση της συμβολής του Χρυσολωρά στην ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων και την προώθηση της Αναγέννησης στην Ιταλία την έκαμε ο Γκουαρίνο με την εξής επιγραμματική φράση: ο Χρυσολωράς ήταν ο ήλιος που φώτισε τη βυθισμένη στο βαθύ σκοτάδι Ιταλία. Ο Χρυσολωράς έγραψε πολλά θεολογικά έργα, την πρώτη στη Δύση ελληνική γραμματική, Ερωτήματα (εκδ. Βενετίας, 1471), πολλές επιστολές, από τις οποίες σώζονται δεκατρείς και σε μιαν από αυτές συγκρίνει την παλιά με τη νέα Ρώμη (την Κωνσταντινούπολη). Μετέφρασε επίσης στα λατινικά την Πολιτεία'τ ου Πλάτωνα*. Απ. Τζ.
"Χρυσός κανόνας". Αρχαία ηθική εντολή που συναντάται σε αποφθέγματα και λαϊκές παροιμίες. Σημαίνει το να "μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνουν". Εκτός από τους αρχαίους σοφούς της Ανατολής και της Ελλάδας, απαντάται και στο Ευαγγέλιο. Ο Καντ αργότερα την προσάρμοσε στη θεωρία του για την κατηγορική προσταγή. Ε. Ξ.
χυδαίος κοινωνιολογισμός, χυδαία κοινωνιολογία. Δογματικό σχηματοποιημένη και μηχανιστικά απλουστευτική προσέγγιση των μορφών της κοινωνικής συνείδησης* και πτυχών του εποικοδομήματος (βλ. βάση και εποικοδόμημα) της κοινωνίας*, κατά την οποία τα παραπάνω εξετάζονται ως άμεσες εκφράσεις των συμφερόντων ορισμένης τάξης, ως άμεσα επακόλουθα μεταβολών της τεχνικής*, της οργάνωσης της παραγωγής, της οικονομίας (τε-
273
χυδαίος υλισμός χνολογικός - οικονομικός ντετερμινισμός, τεχνοκρατία* κ.λπ.), της πολιτικής* είτε της ιδεολογίας*. Είναι μια χονδροειδής και μονόπλευρη ερμηνεία της πνευματικής ζωής της κοινωνίας και του ιδεατού* στα πλαίσια ενός ακραίου (νομιναλιστικού είτε ρεαλιστικού) κοινωνιολογικού αναγωγισμού*, ενός ιδιότυπου πανκοινωνιολογισμού (βλ. κοινωνιολογισμός). Στοιχεία χυδαίου κοινωνιολογισμού παρατηρούνται στην κοινωνιολογία της γνώσης του Μανχόιμ* και του M. Scheler, στην κοινωνική φιλοσοφία της τέχνης* του Α. Hauser* κ.ά. Ιδιαίτερη διάδοση γνώρισε κατά περιόδους ο μαρξιστικής αναφοράς χυδαίος κοινωνιολογισμός, ο οποίος ερμηνεύοντας θετικιστικά και γραμμικά τη μαρξιστική κοινωνική θεωρία (βλ. μαρξισμός) ανάγει τις μορφές και το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης αποκλειστικά στην ταξική - ιδεολογική λειτουργία της (π.χ. Μπογκντάνοφ*, Β. Μ. Σουλιάτικοφ, Λ. Αλτουσέρ* κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση αγνοεί τη σχετική αυτοτέλεια και τον διαμεσολαβημένο χαρακτήρα της αλληλεπίδρασης των (ιεραρχημένων και διατεταγμένων) μερών της κοινωνίας ως ολότητας και ιδιαίτερα την ενεργό αντεπίδραση των μορφών της κοινωνικής συνείδησης και του εποικοδομήματος στην κοινωνική βάση (λ.χ. το ρεύμα της "προλετ-κουλτ" του μεσοπολέμου, η αντίληψη για τη γλώσσα ως ταξικού φαινομένου του εποικοδομήματος, ο χαρακτηρισμός της γενετικής* και της κυβερνητικής" ως "αστικών" επιστημών, η άποψη για τη φιλοσοφία ως "ταξικής πάλης στη θεωρία", η θεώρηση του συνόλου της σοβιετικής φιλοσοφίας ως γραφειοκρατικού ιδεολογήματος κ.ά.). Ιδιότυπος χυδαίος κοινωνιολογισμός παρατηρείται στις εκλεκτικίστικες απόψεις του νεομαρξισμού*, της "Φρανκφούρτης σχολής", του φροϋδομαρξισμού, της "νέας αριστεράς"* και της "κριτικής κοινωνιολογίας". Βλ. επίσης: Μαρξ, μαρξισμός, συνείδηση κοινωνική, κοινωνία.
ταφυσικού και εν πολλοίς μηχανιστικού "επιστημονικού υλισμού"* της εποχής στην ιδεαλιστική (προπαντός στη γερμανική κλασική) διαλεκτική*, παρά το γεγονός ότι οι Μαρξ* και Ένγκελς* ήδη θεμελίωναν την υλιστική διαλεκτική* και την "υλιστική αντίληψη της ιστορίας"*. Ci εκπρόσωποι του εν λόγω ρεύματος (Κ. Φογκτ*, Λ. Μπύχνερ* και Γ. Μολεσότ*) επιδίδονταν στην ενεργό εκλαΐκευση των φυσικών επιστημών, με ιδιαίτερη έμφαση στις αθείστικές προεκτάσεις τους, θεωρώντας εφικτή την επίλυση και των φιλοσοφικών προβλημάτων μέσω των συγκεκριμένων φυσικών ερευνών, τις οποίες αντιπαρέθεταν στον "φιλοσοφικό τσαρλατανισμό". Απέρριπταν την αυτοτέλεια της φιλοσοφίας* και τη σημασία των κοινωνικών - ανθρωπιστικών επιστημών. Θεωρούσαν τη συνείδηση*, τον ψυχισμό και άλλα κοινωνικά φαινόμενα ως άμεσα αποτελέσματα είτε ως επιφαινόμενα* φυσικο-χημικών διαδικασιών. Στα πλαίσια αυτού του αναγωγισμού* οι χυδαίοι υλιστές ταύτιζαν το ψυχικό με το σωματικό, ορίζοντας τη σκέψη ως έκκριμα του εγκεφάλου. Πίστευαν ότι το περιεχόμενο της συνείδησης* καθορίζεται κυρίως από τη χημική σύσταση της τροφής, από το κλίμα κ.λπ. Σε αυτούς του παράγοντες καθώς και στη "φύση" της κληρονομικότητας* απέδιδε ο Μπύχνερ την αποικιοκρατία και την ύπαρξη "τάξεων κοινωνικών"* (κοινωνικός δαρβινισμός). Χυδαίες υλιστικές τάσεις εκδηλώθηκαν και εκδηλώνονται μέχρι σήμερα με ποικίλες μορφές, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με φιλοσοφικών αξιώσεων ερμηνείες γεγονότων των φυσικών επιστημών, και ιδιαίτερα της φυσιολογίας, της γενετικής*, της κυβερνητικής* και της πληροφορικής*. Διαδεδομένο προπαγανδιστικό τέχνασμα είναι η δήθεν ταύτιση του χυδαίου υλισμού με τον μαρξισμό*. Βλ. επίσης: θετικισμός, βιολογισμός, φυσικαλισμός.
Δ. Πατέλης
χώρος και χρόνος (Time/Zelt, Space). Πρόκειται για δύο νοητικές συλλήψεις που στη φιλοσοφία πολλών στοχαστών αντιμετωπίζονται συχνά κάτω από μια κοινή θεώρηση. Οσο αφορά καταρχήν στον χώρο, ορίζεται ως ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι συγκεντρωμένα όλα τα αντικείμενα της ανθρώπινης γνώσης, ακόμα και εκείνα τα οποία κάθε νους χωριστά δεν κατέχει, ωστόσο έχει τη συνείδηση της ύπαρξής τους μέσα σ' αυτόν. Ο χώρος, που καλύπτει όχι μόνο τις τρεις γνωστές γεω-
χυδαίος υλισμός. Φιλοσοφικό ρεύμα που ανέκυψε στα μέσα του 19ου αι. με κύριο χαρακτηριστικό την υπεραπλούστευση και τη χονδροειδή ερμηνεία των αρχών του υλισμού* υπό την επίδραση της θυελλώδους ανάπτυξης των φυσικών επιστημών (νόμος διατήρησης της ύλης, νόμος της μετατροπής της ενέργειας, δαρβινισμός, φυσιολογία κ.λπ.). Αποτελούσε έκφραση μιας θετικιστικής αντίδρασης του με274
Δ. Πατέλης
χώρος και χρόνος μετρικές διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος), αλλά χαρακτηρίζεται και από μια τέταρτη, τον χρόνο, είναι συνεχής, άπειρος, ομοειδής και ομοιότροπος. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι έμοιαζαν ικανοποιημένοι με την τρισδιάστατη απόδοση του χώρου από την ευκλείδεια γεωμετρία, μια αντίληψη η οποία εξακολουθεί να συνοδεύει την έννοια του χώρου και σε μεταγενέστερες εποχές. Ο Kant* υποστήριζε ότι "ο χώρος, παρά το γεγονός ότι δεν είναι παρά μονάχα μια αρχή της αισθητικότητας, έχει θεωρηθεί ως ένα απολύτως αναγκαίο αφ' εαυτού υπάρχον (αυτοσύστατο), κάτι τι, και ως ένα a priori αυτό καθ' εαυτό δεδομένο αντικείμενο". (Κριτική της Καθαρής Λογικής, "Υπερβατική Θεολογία", Α 620, Ν 648). Συμφωνούσε μάλιστα και με τη γνώμη των φιλοσόφων από τη σχολή του Leibniz*, θεωρώντας ότι "ο χώρος είναι απλώς η μορφή της εξωτερικής εποπτείας, όχι όμως ένα πραγματικό αντικείμενο ... αλλά η μορφή των ίδιων των φαινομένων ... η μορφή μόνο δυνατών αντικειμένων" (Κριτική της Καθαρής Λογικής, "Η αντινομία του Καθαρού Λόγου" Α 433, Β 461 ). Με τη θεωρία της σχετικότητας το τρισδιάστατο του χώρου και το μονοδιάστατο του χρόνου ενώνονται σε μια νέα σύλληψη, τον χωροχρόνο, καθώς ένα φαινόμενο προσδιορίζεται ταυτόχρονα και από τη θέση του στον χώρο αλλά και από την τοποθέτηση του στη σειρά του χρόνου. Ο χρόνος είναι λοιπόν μια αδιάκοπη σειρά μεταβολών που διαρκεί απεριόριστα μέσα σε ένα περιβάλλον απροσδιόριστο, όπως και ο χώρος. Στον Πλάτωνα* ο χρόνος ορίζεται ως μια περίοδος ανάμεσα σε δυο γεγονότα, ένα προηγούμενο και ένα επόμενο (Τίμαιος, 22D). Στη μεταγενέστερη φιλοσοφία* ωστόσο έχει επικρατήσει η σύλληψη του χρόνου ως ενός γίγνεσθαι, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, αρκετά ακαθόριστου όμως, στη διάρκεια του οποίου τα γεγονότα διαδέχονται αδιάκοπα το ένα το άλλο. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούμε να θεωρούμε τον χρόνο και ως ένα διάστημα που προσδιορίζεται από δύο ακραία σημεία, αρχής και τέλους, και επιτρέπει την αναφορά σε αυτό, για τον προσδιορισμό μέσα στον γενικότερο χρόνο ενός συγκεκριμένου γεγονότος (π.χ. οι εποχές του χρόνου). Κάτω απ' αυτή την έννοια ο χρόνος είναι μια διαίρεση. Οπως όμως και αν θεωρήσει κανείς τον χρόνο, αυτό το στοιχείο που πραγματικά είναι κρίσιμο σχετικά μ' αυτόν είναι ότι και ο χρόνος δεν είναι παρά μια νοητική σύλληψη. Κατά τον Leibniz* ο χρόνος υ-
πάρχει μόνο στη σκέψη, ενώ κατά τον Νεύτωνα* ο χρόνος δεν υπάρχει από μόνος του. Στο σημείο αυτό και ο Bergson* καταδεικνύει τον ρόλο της διάνοιας στον προσδιορισμό του χρόνου. Το αδιάκοπο γίγνεσθαι του χρόνου, τον οποίο στην πραγματικότητα τον ζούμε και τον ακολουθούμε αναγκαστικά στη ροή του, είναι η διάνοια που τον "στερεοποιεί" , τον προσδιορίζει, μετατρέπει το παρόν σε παρελθόν κ.ο.κ. (βλ. L' Evolution créatrice, I). Όσον κι αν ο Bergson αρνείται ότι σκεφτόμαστε τον πραγματικό χρόνο, δέχεται όμως τον προσδιορισμό του από τον νου. Πέρα όμως από οτιδήποτε άλλο, το συνεχές και το μεταβλητό του χρόνου είναι δυο ιδιότητές του παραδεκτές γενικώς. Κατά τον F. Mentré ο χρόνος μάλιστα αντιτίθεται προς την αιωνιότητα, καθώς αυτός μεν μεταβάλλεται, εκείνη δε μένει σταθερή. Έτσι είχε δει τον χρονο και ο Malebranche*(Entretiens sur la métaphysique VIII, 4), εντάσσοντας τον χρόνο μέσα στην αιωνιότητα. Μια τέτοια σύλληψη του χρόνου είναι πραγματικά δόκιμη, καθόσον ο χρόνος, ακριβώς ως σύλληψη του νου, εξαρτάται από την εκάστοτε διάνοια, που κατά τη διάρκεια της ενέργειάς της μέσα στην πραγματικότητα (η ζωή ενός ανθρώπου) αντιλαμβάνεται τον χρόνο ως ένα μέρος της αιωνιότητας - το μέρος εκείνο που η ίδια η διάνοια καταλαμβάνει με τη ζωή της. Καθίσταται συνεπώς ο χρόνος μια αφαίρεση του νου και όχι μια πραγματικότητα αντικειμενική. Μπορεί, επομένως, κανείς να αναγνωρίσει σε όλες τις σημασίες που ως τώρα δώσαμε στον χρόνο ένα κοινό σημείο εκκίνησης: τη διάνοια. Έτσι τα διάφορα κομμάτια του χρόνου, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, συντίθεται μέσα στη σχέση παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος σε έναν διαρκούντα, εξελισσόμενο και ακαθόριστο χρόνο. Μια τέτοια σύνδεση είχε κάνει ο Spinoza*. Ο Leibniz* έβλεπε τον χρόνο ως "ένα ιδεατό πράγμα" (Cinquième réponse à Clarke, παρ. 49) και κοντά σ' αυτόν ο Kant* αναγνώριζε ότι ο χρόνος "βρίσκεται στη βάση όλων των ενοράσεων" (Κριτική της Καθαρής Λογικής, "Υπερβατική αισθητική"), συνδέοντας, όπως και ο Leibniz, στην ιδεατότητά του τον χρόνο με τον χώρο. Μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και ιδιαίτερης σημασίας για την προοδευτικά μεγαλύτερη σύνδεση χρόνου και χώρου από τους στοχαστές παρουσιάζουν οι θέσεις του Kant σχετικά με τις δυο αυτές έννοιες. Στο (Α 721, Β 749) της Κριτικής της Καθαρής Λογικής, ο Kant θέτει τις βάσεις της εποπτείας, θε-
275
χώρος και χρόνος ωρώντας ότι καμία εποπτεία "δεν είναι δεδομένη a priori εκτός από την απλή μορφή των φαινομένων, χώρος και χρόνος". Τη σύνδεση χρόνου και χώρου ο Kant πραγματοποιεί εκτενώς στην "Αντινομία της Καθαρής Λογικής" (Α 412, Β 439), όπου προσδιορίζει τον χρόνο ως μια σειρά αντιτιθέμενων ως προς την κίνησή τους γεγονότων (progressus και regressus) και ταυτόχρονα υποτεταγμένων το ένα στο άλλο, και τον χώρο ως ένα άθροισμα συντεταγμένων μερών που υπάρχουν ταυτόχρονα. Έτσι ενώ εκ πρώτης όψεως χώρος και χρόνος δεν εμφανίζουν καμία ομοιότητα, "η σύνθεση των πολλαπλών μερών του χώρου, μέσω της οποίας τον συλλαμβάνουμε, είναι εν τούτοις διαδοχική, συμβαίνει συνεπώς μέσα στον χρόνο και περιέχει μια σειρά' κατά συνέπεια μέσα στον
276
χώρο regressus και progressus φαίνεται να είναι ένό και το αυτό πράγμα (ταυτόσημα)" (Κριτική της Καθαρής Λογικής, "Η αντινομία της Καθαρής Λογικής", Α 413, Β 440). Προσπάθεια όμως σύνδεσης του χώρου με τον χρόνο είχαμε και από άλλους στοχαστές, όπως τον Spencer*, που θέλησε να περιορίσέ'ι τον χώρο στον χρόνο, και τον Bergson, που είδε τον "ομοειδή χρόνο" να αναφέρεται στον χώρο, προτού φτάσουμε στη θεωρία της σχετικότητας (βλ. Αϊνστάιν), όπου οι δυο όροι, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, συνετέθησαν σε έναν, τον χωροχρόνο. Βιβλιογρ.: Im. Kant. Κριτική της Καθαρής Λογικής, μτφρ. Μιχ. Δημητρακόπουλου, Αθήνα, 1985.- Α. Lalande, Vocabulaire technique et critique de la philosophie, Paris, 1985. NIK. ΟικονομΙδης
ψ Ψαλίδας Αθανάσιος (1767-1833). Ηπειρώτης λόγιος, ένας από τους κορυφαίους δασκάλους του γένους. Κατά τον βιογράφο του Λ. Βρανοιιση, "αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού διαφωτισμού και φυσιογνωμία από τις πιο δυνατές που έβγαλε ο προεπαναστατικός Ελληνισμός, κινείται σε όλους τους τομείς των πνευματικών, κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων της εποχής του". Στη Βιέννη σπούδασε ελληνική και λατινική φιλολογία και φυσικομαθηματικά. Από το 1795-1820 στα Ιωάννινα, ως διευθυντής της Καπλάνειας σχολής, εργάστηκε για την αναδιοργάνωσή της και δίδαξε γλωσσικά μαθήματα και φυσική πειραματική. Στην Ελλάδα δεν έκαμε καμία έκδοση έργου του, ενώ στη Βιέννη εξέδωσε τα εξής στην ελληνική και λατινική γλώσσα: 1) Αληθής ευδαιμονία, ήτοι βάσις πάσης θρησκείας. Σ' αυτό διδάσκει ότι η αληθινή ευδαιμονία βρίσκεται στην αταραξία και τη γαλήνη του πνεύματος*, καθώς και στην πίστη της ύπαρξης θεού*, της αθανασίας της ψυχής*, της μετά θάνατον αντιδόσεως και της ελευθερίας* του ανθρώπου*. Στις τέσσερεις όμως αυτές αλήθειες δεν είναι δυνατόν να φθάσει η συνείδηση* του ανθρώπου παρά μόνο με τη θεία αποκάλυψη. 2) Καλοκινήματα. Πατριωτικό φυλλάδιο, με εγερτήριο σάλπισμα προς το υπόδουλο έθνος. Μ' αυτό καλεί τους ομογενείς του να ξυπνήσουν από τον βαθύ ύπνο της αγραμματοσύνης, να θυμηθούν την προγονική δόξα και να μιμηθούν τα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης, διότι πιστεύει ότι η ελευθερία γεννιέται και τρέφεται μέσα στην ελευθερία. 3) Εγχειρίδιον κατά του φθόνου και κατά της λογικής του Ευγενίου Βουλγάρεως. 4) Μετάφραση αριθμητικής προς χρήση των ελληνικών σχολείων. Σώθηκαν επίσης παραδόσεις του σε πολλά χειρόγραφα. Βιβλιογρ.: Βρανούσης Λ., Αθανάσιος Ψαλίδας, ο διδάσκαλος του γένους, Ιωάννινα, 1952. Απ. Τζαφερόπουλος
Ψελλός Μιχαήλ. Βυζαντινός λόγιος και φιλό-
σοφος, ίσως, και μαζί με τον Πλήθωνα*, η σημαντικότερη φιλοσοφική παρουσία κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Ταυτόχρονα υπήρξε ιστορικός, ποιητής, μοναχός, μα και κατείχε σημαντικές θέσεις ως πολιτικός στο βυζαντινό κράτος. Γεννήθηκε στη Νικομήδεια το 1018 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1078. Σπούδασε φιλοσοφία* και νομικά, ενώ υπήρξε μαθητής και φίλος του Ιωάννου Μαυρόποδος* και του πατριάρχη Ιωάννου Ξιφιλίνου*. Διορίσθηκε καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, όπου με τη μέθοδο και το πνεύμα της διδασκαλίας του συνέβαλε στην αναβάθμιση του πλατωνισμού* στο Βυζάντιο, εισάγοντας έναν ανανεωμένο νεοπλατωνισμό*. Ο Ψελλός θεωρεί τη φιλοσοφία και την πολιτική, μαζί με τη ρητορική, ως τις επιστήμες εκείνες που μπορούν να δώσουν τη σωστή μόρφωση, χωρίς να αδιαφορεί για τη διδασκαλία της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της μουσικής και της αστρονομίας (που αποτελούν τη γνωστή πλατωνική "τετρακτύν"). Η ενασχόλησή του με τους κλασικούς συγγραφείς θα του προσφέρει βαθιά γνώση και καθολικότητα του νου. Εκτός από τον Πλάτωνα* θαύμαζε τον Πλούταρχο*, τον Θουκυδίδη*, τον Λυσία. Τη φιλοσοφία τη θεωρεί ως προπαρασκευή του νου* για την κατάκτηση της μεταφυσικής*· και ενώ χρησιμοποιεί τη Λογική* του Αριστοτέλη* ως μια τέτοια προπαρασκευή, το υλικό της μεταφυσικής* τού το προσφέρουν ο Πλάτων, ο Πλωτίνος* και ο Πρόκλος*. Με βάση την "αλληγορική ερμηνεία", και θεωρώντας τους αρχαίους Ελληνες ως "ατελείς" χριστιανούς και την ελληνική σκέψη ως προπαρασκευαστικό στάδιο για τον Χριστιανισμό*, θα συμβάλει αποφασιστικά στη σύνδεση της βυζαντινής σκέψης με την αρχαιότητα και στην αποκατάσταση των αρχαίων. Μάλιστα αυτή η αγάπη του για το ελληνικό πνεύμα θα του κοστίσει την κατηγορία ότι "ελλήνιζε" και θα τον αναγκάσει να προβεί σε ομολογία πίστεως*. Ο ίδιος, ασχολούμενος
277
Ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης με τον "χαλδαϊσμό", αποκρούει τον αποκρυφισμό*, δίνοντας την υψηλότερη θέση στον "ορθό νου" των αρχαίων Ελλήνων σε αντίθεση με τον μυστικισμό της Ανατολής. Η μεταφυσική και η θεολογία* αποτελούν, κατά τον Ψελλό, την ύψιστη πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου. Στο κυριότερο έργο του, τη Διδασκαλία παντοδαπή, ασχολείται με τα θεμελιώδη ζητήματα του θεού*, της νόησης* και της ψυχής*, αλλά ακόμη και με φυσικά ζητήματα. Αν και το πνεύμα των έργων του είναι περισσότερο εγκυκλοπαιδικό, δεν διστάζει να ασκήσει συχνά έντονη κριτική, πάντοτε υπό το πρίσμα της συνεχούς προσπάθειάς του να συνδυάσει την ελληνική φιλοσοφία με τη χριστιανική διδασκαλία, χρησιμοποιώντας ως μέσο την αλληγορική μέθοδο και τον νεοπλατωνισμό. Ετσι, κάθε πτυχή του αρχαιοελληνικού πνεύματος τον οδηγεί σε μια νέα ερμηνεία, ταιριαστή με τη χριστιανική διδασκαλία. Στο έργο του Περί των ιδεών ας Πλάτων λέγει, για παράδειγμα, θεωρεί ότι αυτό που ο Πλάτων αποκαλεί "ιδέα"*, δεν είναι παρά η "πρώτη έννοια" σύμφωνα με την οποία ο θεός δημιουργεί τον κόσμο*. H, υιοθετώντας το γενικό σχήμα του Πλωτίνου "εν, νους, ψυχή, φύση, ύλη", το κάνει σαν χριστιανός και, ακολουθώντας πολλές φορές και τους "Πατέρες της Εκκλησίας", προσπαθεί να επιτύχει τον συνδυασμό ελληνικής σκέψης και χριστιανικής διδασκαλίας. Κατά τον ίδιο τρόπο διαρθρώνονται και οι διδασκαλίες του περί ψυχής, για τις μαθηματικές επιστήμες, για την έννοια της φιλοσοφίας, για τον νου, για την ύπαρξη του κακού* στον κόσμο, την Πρόνοια* και την ελευθερία της βούλησης*. Δεν έχει ένα συγκροτημένο σύστημα σκέψης, αλλά η προσπάθειά του συγκερασμού της ελληνικής φιλοσοφίας και των χριστιανικών δογμάτων ή των αληθειών της πίστεως τον οδηγεί σ' έναν συνεπή εκλεκτισμό*, στον οποίον την εξέχουσα θέση έχει η πλατωνική διδασκαλία, χωρίς όμως να παραμελείται και ο Αριστοτέλης για παράδειγμα. Ο Ψελλός υπήρξε σημαντική μορφή και αρκετά τολμηρό πνεύμα για την εποχή του στο Βυζάντιο. Αλλα σημαντικά έργα του είναι: Δόξαι περί ψυχής, Σύνοψις εις την Αριστοτέλους λογικήν επιστήμην, Εξήγησις της εν τω Τιμαίω του Πλάτωνος μαθηματικής περί της ψυχής υπάρξεως κ.ά. Βιβλιογρ.: Β. Ταιάκης, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, Σχολή Μωραίτη. Αθήνα, 1977.- Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη. Αθαν. Κοκολόγος
278
Ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης, βλ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ψευδαίσθηση (Hallucination). Είναι η αισθητηριακή αντίληψη που δεν οφείλεται σε εξωτερικά ερεθίσματα. Το άτομο που διακρίνεται από ψευδαισθήσεις μπορεί να ακούει, να βλέπει, να γεύεται, να οσφραίνεται ή να αγγίζει κάτι που αντικειμενικά δεν υπάρχει. Ατομα με σχιζοφρένεια (παρανοϊκή, κατατονική ή ηβηφρενική) παρουσιάζουν έντονες ψευδαισθήσεις. Οι ψευδαισθήσεις μπορούν να προκληθούν επίσης από λοιμώδεις νόσους, χρήση βαρβιτουρικών ή αλκοόλ, επιληψία κ.ά. Η ψευδαίσθηση μπορεί να είναι στοιχειώδης (συγκεχυμένη εντύπωση λάμψης, θορύβου κ.λπ.) ή σύνθετη (όταν ο ασθενής ακούει μουσική, λέξεις, βλέπει ανθρώπους κ.λπ.). Πολλά παραληρήματα στην ακραία τους μορφή διακρίνονται επίσης από ψευδαισθήσεις. Ο S. Freud* πίστευε ότι η ψευδαίσθηση και το παραλήρημα αποτελούν απόπειρες αποκατάστασης της επαφής του ατόμου με την πραγματικότητα. Βασιλική Παππά
ψεύδος. Σύμφωνα με τη θεωρία της "αντιστοιχίας" που εισήγαγε ο Αριστοτέλης*, ψεύδος υπάρχει όταν αυτό που λέει κάποιος ότι ισχύει ή δεν ισχύει δεν αντιστοιχεί σε κάτι που στην πραγματικότητα ισχύει ή δεν ισχύει. Στη Λογική* ο χαρακτηρισμός μιας πρότασης ως ψευδούς δηλώνει ότι το περιεχόμενο της δεν ισχύει ως αληθές μέσα σε ένα συλλογιστικό context. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του "πρώτου ψεύδους", που περιλαμβάνεται σε προτάσεις που εν μέρει ισχύουν και οι οποίες γενικευμένες πλέον παρασύρουν σε πλήθος ψευδών συμπερασμάτων. Προβληματική συνεπώς είναι η περίπτωση κατά την οποία κανείς ενδέχεται να προβεί στον ισχυρισμό ότι ψεύδεται, καθώς ο ένας ή ο άλλος χαρακτηρισμός της πρότασής του ως αληθούς ή ψευδούς αντίστοιχα οδηγεί σε λογικό αδιέξοδο (πβ. το σόφισμα του Ευβουλίδη του Μεγαρικού, αλλά και εκείνο του Επιμενίδη του Κρητός). Νικ. Οικονομίδης
ψυχανάλυση (αγγλ. Psychoanalysis, γαλλ. Psychanalyse). Θεωρία και θεραπευτική μέθοδος, η οποία ερμηνεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα από τη μελέτη του ασυνειδήτου* χρησιμοποιώντας ως βασικές τεχνικές τους ε-
ψυχανάλυση λεύθερους συνειρμούς*, τα όνειρα και τις παραδρομές της γλώσσας στη θεραπεία των νευρώσεων. Ιδρυτής της ψυχανάλυσης υπήρξε ο Sigmund Freud* (1856-1939) το 1896. Η ψυχανάλυση αποτελεί την κυριότερη ψυχοδυναμική μέθοδο θεραπείας των ψυχικών παθήσεων. Στη Βιέννη, όπου ο S. Freud εργάστηκε κοντά στον Charcot, διδάχτηκε να εφαρμόζει τη μέθοδο του υπνωτισμού στη θεραπεία των νευρώσεων. Από τις περιπτώσεις που αντιμετώπισε ως ψυχίατρος, ο Freud κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αιτία των νευρώσεων ήσαν τις περισσότερες φορές άλυτες συγκρούσεις σεξουαλικής φύσης. Έφτασε επίσης στο συμπέρασμα ότι, μόλις το άτομο* συνειδητοποιήσει τις συγκρούσεις αυτές, αρχίζει να θεραπεύεται. Έτσι άρχισε να εφαρμόζει την τεχνική του "ελεύθερου συνειρμού". Σύμφωνα με τη θεωρία του Freud ο ανθρώπινος ψυχισμός συνίσταται σε τρία στρώματα: το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ. Το Εκείνο (Id) είναι το ασυνείδητο μέρος της ψυχής, εκεί όπου εδράζονται τα ένστικτα" και οι ορμές* και λειτουργεί με βάση την αρχή της ευχαρίστησης. Κύριο κίνητρο του Εκείνο είναι η λίμπιντο (libido), η ορμή για ευχαρίστηση και ηδονή. Στο Εγώ (Ego) εδράζονται όλες οι νοητικές και γνωστικές λειτουργίες του ατόμου. Το Εγώ διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας. Αλλοτε ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Εκείνο και άλλοτε τις απωθεί στο ασυνείδητο. Το Υπερεγώ (Superego) αντιπροσωπεύει το σύνολο των κοινωνικών και ηθικών κανόνων και απαγορεύσεων που διέπουν τις πράξεις του ανθρώπου*. Για την ψυχική ηρεμία του ατόμου πρέπει και τα τρία αυτά στοιχεία να βρίσκονται σε αρμονία, να ισορροπούν μεταξύ τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, δημιουργούνται νευρώσεις ή άλλες ψυχικές διαταραχές. Η θεραπεία των νευρώσεων κατά τον Freud αρχίζει από τη στιγμή που το άτομο συνειδητοποιήσει τις εσωτερικές του συγκρούσεις. Η ψυχανάλυση ενθαρρύνει τον ψυχαναλυόμενο να εκφραστεί ελεύθερα, δίχως δισταγμό, λέγοντας ό,τι σκέφτεται, γιατί μόνον έτσι θα έρθουν στην επιφάνεια όλες οι ασυνείδητες συνδέσεις τις οποίες ο ψυχαναλυτής θα επισημάνει και ακολούθως θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει. Ο ψυχαναλυόμενος ενθαρρύνεται να ανατρέξει στο παρελθόν ως τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Βασικό χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης είναι ότι αυτή δεν προσφέρει καθοδήγηση στο άτομο κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Με την ερ-
μηνεία των συγκρούσεων ο ψυχαναλυτής απομακρύνει τις αντιστάσεις του αναλυόμενου, τον βοηθά να βρει την αιτία των προβλημάτων του και να απαλλαγεί από το άγχος που αυτά του προκαλούν. Κατά τη θεραπευτική διαδικασία πολύ σημαντική είναι η φάση της συναισθηματικής μεταβίβασης (transference). Συναισθηματική μεταβίβαση είναι η διαδικασία κατά την οποία ο αναλυόμενος αντιμετωπίζει τον ψυχαναλυτή ως ένα σημαντικό πρόσωπο του παρελθόντος του, βρίσκοντας έτσι διέξοδο στα συναισθήματά του. Η συναισθηματική αντιμεταβίβαση (δηλαδή η συναισθηματική αντίδραση) του ψυχαναλυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία για την επιτυχή έκβαση της όλης θεραπευτικής διαδικασίας. Για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου ο Freud διατύπωσε την άποψη ότι κάθε άτομο περνά, με την πάροδο του χρόνου, μέσα από πέντε στάδια, τα οποία υποδηλώνουν την εξέλιξη της libido. Αυτά είναι: α) το στοματικό στάδιο (1ο έτος), β) το πρωκτικό στάδιο (2ο - 3ο έτος), γ) το φαλλικό στάδιο (3ο - 7ο έτος περίπου), δ) το στάδιο της λανθάνουσας σεξουαλικότητας (7ο έτος έως την εμφάνιση της ήβης) και ε) το στάδιο της γενετήσιας σεξουαλικότητας. Το φαλλικό στάδιο χαρακτηρίζεται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Η ψυχανάλυση ως θεραπευτική διαδικασία απαιτεί πολύχρονη εκπαίδευση και εμβάθυνση από τον ψυχαναλυτή, ενώ για τον αναλυόμενο είναι χρονοβόρα και δαπανηρή σε σύγκριση με άλλες θεραπευτικές μεθόδους. Η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud υπέστη πολύ αυστηρή κριτική. Πολλοί την επέκριναν -μεταξύ άλλων- για πανσεξουαλισμό. Σήμερα, πολύ λίγοι ψυχαναλυτές είναι οπαδοί της κλασικής ψυχανάλυσης του Freud. Οι μαθητές του Freud, όπως ο C. Jung* και ο Α. Adler", μετεξέλιξαν τη θεωρία του, δημιουργώντας δικές τους σχολές. Αργότερα, η ομάδα των "Αναλυτών του Εγώ" έδωσε περισσότερη σημασία στην επιρροή του περιβάλλοντος. Οι Karen Homey (1942), Anna Freud (1946), Erik Erikson" (1950) κ.ά. είπαν ότι δεν θα έπρεπε να τονίζονται τόσο οι ενστικτώδεις ορμές του ατόμου. Οι Νεοφροϋδιστές (στους οποίους ανήκουν και οι "Αναλυτές του Εγώ") ανοίγουν σήμερα καινούργιους δρόμους στην ψυχανάλυση. Βιβλιογρ.: Freud S.. Group psychology and the analysis ot the ego. London. 1959.- Freud S., Introductory lectures on psycho-analysis, London, 1929 - Glover E.. The technique ol psychoanalysis, London, 1955.- Παρασκευοπούλου I. Ν., Κλινική Ψυχολογία, Αθήνα, 1988. Βασιλική Παππά
279
ψυχή ψυχή - 1. Εννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας* που σημαίνει την "πνοή" που διαπνέει τα πάντα. Ήδη συναντάται στον Ομηρο*, είτε ως "ζωτική δύναμη" είτε ως "είδωλο" (φάντασμα) μετά τον θάνατο* του ανθρώπου*. Στους Πυθαγόρειους* και τους ορφικούς (6ος αι. π. Χ.) λαμβάνει τη σημασία του "δαίμονα" (αθάνατη ύπαρξη θεϊκής προέλευσης) και συνδέεται με την έννοια τ, ,ς μετεμψύχωσης· η ψυχή, ενθυμούμενη τις προηγούμενες ενσαρκώσεις της (Πυθαγόρας*), ταυτίζεται με το ψυχικό "εγώ". Στον Ηράκλειτο* η ψυχή είναι το υποκείμενο των συνειδησιακών φαινομένων και ο φορέας των ηθικών ιδιοτήτων της, ενώ συγχρόνως ταυτίζεται με τον αέρα. Γενικό, στην ιωνική παράδοση η ψυχή είναι "ζωή" και γίνεται κατανοητή ως αέρας ή πνοή" το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται στις βιολογικές λειτουργίες της ψυχής. Στην πρώιμη αρχαιοελληνική φιλοσοφία της φύσης' η ψυχή αφορά στην καθολική εμψύχωση του κόσμου (υλοζωισμός*). Επίσης, ο όρος συνδέεται με τη έννοια της "παγκόσμιας ψυχής" (Αναξιμένης*, Ηράκλειτος, Διογένης ο Απολλωνιάτης*: παράδοση του υλοζωίκού παμψυχισμού). Ο Δημόκριτος* θεωρούσε ότι η ψυχή είναι δομημένη από σφαιρικά άτομα (της φωτιάς) και ότι, γι' αυτό τον λόγο, συνιστά κινητήρια δύναμη. Στην ιστορία της φιλοσοφίας, πρώτος ο Σωκράτης* απέδωσε στην ψυχή έναν προσωπικό-ηθικό χαρακτήρα. Στον Πλάτωνα* η έννοια της ψυχής προσεγγίζεται ποικιλοτρόπως: επιστημολογικά, ως αθάνατη αρχή που συνδέει τον κόσμο των ιδεών* με τα αισθητά μέσω της "ανάμνησης" (Φαίδων)" οντολογικά, ως κινητήρια αρχή (Φαιδρός)" και ως παγκόσμια ψυχή rlou κινεί το σύμπαν* και τα άστρα (Τίμαιος). Επίσης η ψυχή διακρίνεται σε τρία μέρη: λογιστικόν, θυμοειδές και επιθυμητικόν (Πολιτεία). Αντίθετα, ο Αριστοτέλης* διακρίνει τρεις τύπους ψυχής: τη θρεπτική, την αισθητική και την πνευματική ή διανοητική: η πρώτη υπάρχει στα φυτά, οι πρώτες δύο στα ζώα και οι τρεις μαζί μόνο στον άνθρωπο. Η ψυχή και το σώμα, για τον φιλόσοφο, είναι αδιαχώριστα (συνιστούν ενέργεια και δύναμη, "μορφή και ύλη"*), και μόνο το ενεργητικό μέρος της νοητικής ψυχής μένει αθάνατο και αποχωρίζεται από το σώμα (Περί Ψυχής). Με τον Αριστορέλη η ψυχή απομακρύνεται από την κοσμογονία και θεωρείται "αυτοκινούμενη" μέσα στη "φύση"* αρχή. Στην αρχαία Ακαδημία, ο Ξενοκράτης* ορίζει την ψυχή ως "αυτοκινούμενο" αριθμό, ενώ οι αρ-
280
χαίοι Περιπατητικοί Αριστόξενος* και Δικαίαρχος* αναγνωρίζουν την ψυχή ως "αρμονία" του σώματος. Οι Στωικοί* επανέρχονται στη συμπαντική έννοια της ψυχής, στην οποία βλέπουν ένα μέρος του κοσμικού πνεύματος" γι' αυτούς, η ανθρώπινη ψυχή διακρίνεται σε οκτώ μέρη: στις πέντε αισθήσεις, την ικανότητα του λόγου και της αναπαραγωγής και το "ηγεμονικόν", από το οποίο ξεκινούν όλα τα άλλα. Για τον Επίκουρο* η ψυχή δεν είναι ασώματη αλλά διάχυτη σε όλο το σώμα σαν θερμή πνοή και αποτελείται από λεπτά μόρια (της φωτιάς, του αιθέρα, του αέρα και ενός τέταρτου ανώνυμου στοιχείου, που είναι υπεύθυνο για την αίσθηση). Στον μέσο πλατωνισμό, όπως και στον νεοπυθαγορισμό*, επισημαίνεται ο απόλυτος διαχωρισμός της ψυχής από τον νου*. Ο Νουμήνιος* διακρίνει στον άνθρωπο δύο είδη ψυχών, τη "λογική" και την "άλογη", και διατυπώνει την άποψη για το "αιθέριο" σώμα της ψυχής ("πεμπτουσία"). Ο Πλούταρχος* αναγνωρίζει την "άλογη" ψυχή ως κινητήρια δύναμη και δέχεται την κακή ψυχή του κόσμου, όπως και ο Αττικός. Η ψυχή του Πλωτίνου* είναι η "εικόνα" του νου, η τρίτη υπόσταση, το ενδιάμεσο ανάμεσα στον νοητό κόσμο (στον οποίο ανήκει και η ίδια) και στον αισθητό κόσμο (τον οποίο αυτή δημιουργεί). Στην ιστορία της θρησκείας* η ψυχή εξετάζεται εσχατολογικά. Στη χριστιανική και ισλαμική φιλοσοφία του μεσαίωνα η ψυχή αποτελεί αθάνατη πνευματική αρχή, δημιουργημένη από τον θεό*" ενώ στον πανθεϊσμό* είναι η ατομική εκδήλωση μιας ενιαίας πνευματικής ουσίας (μονοψυχισμός). Στη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, η ψυχή χαρακτηρίστηκε ως ο εσωτερικός κόσμος και η αυτοσυνείδηση* του ανθρώπου. Ο Ντεκάρτ* διακρίνει την ψυχή από το σώμα (δυϊσμός). Ο Καντ* θεωρεί την ψυχή υπερβατική ιδέα που συντείνει στην ανθρώπινη γνώση. Μέσα στα πλαίσια αυτά συζητήθηκε και το λεγόμενο ψυχοφυσικό πρόβλημα. Βιβλιογρ.: ΖελΙνσκι Φ Φ., Η ομηρική ψυχολογία, Π.. 1922.- Onians R.B., The originis οI European thought about the body, the mind, the soul, the world, time and late, Camb.. 1954.- Long I., The concept ot psyche: it genesis and evolution, "Acta ethographica", 1978, τ. 22. Ευτυχία Ξυδιά
ψυχή (Psyche). 2. Είναι ο νους, η πνευματική φύση του ανθρώπου και γενικά όλες οι καταστάσεις της συνείδησής* του. Οι πρωτόγονοι λαοί θεωρούσαν την ψυχή ως την πηγή ζωής, τη δύναμη που δίνει στο σώμα ζωή και δεν το
ψυχισμός εγκαταλείπει παρά μόνο τη στιγμή του θανάτου. Η σχέση ψυχής - σώματος δεν προσδιορίζεται ευκρινώς στη σύγχρονη ψυχολογία*. Σύμφωνα με την αρχή της σύγκρουσης, το σώμα και η ψυχή αλληλεπιδρούν, υπάρχει δηλαδή μια διαλεκτική σχέση διανοητικών και φυσιολογικών λειτουργιών. Οι φυσιολογικές λειτουργίες μπορεί να είναι το αποτέλεσμα διανοητικών λειτουργιών και αντίστροφα. Σ' αυτή την αρχή στηρίζεται η ψυχοφαρμακολογία, κατά την οποία τα φάρμακα ασκούν επίδραση στον ψυχοπνευματικό κόσμο του ατόμου. Σύμφωνα με την αρχή της ταυτότητας, οι διανοητικές διεργασίες παράγονται από τις διεργασίες των μυών και του εγκεφάλου. Οι ψυχολόγοι W. Wundt*, G. T. Fechner* κ.ά. δεν τίθενται υπέρ της μιας ή της άλλης αρχής, προσπαθώντας να συνδυάσουν και τις δύο απόψεις. Όλες οι διαδικασίες του συνειδητού, εξαρτώνται από τον εγκέφαλο. Αλλοιώσεις που δημιουργούνται στις λειτουργίες του εγκεφάλου από λήψη ουσιών (αλκοόλ, ναρκωτικών ουσιών κ.ά.) επιφέρουν αλλοιώσεις και στις λειτουργίες της συνείδησης. Η δυσλειτουργία κάποιων περιοχών του εγκεφάλου επιφέρει δυσλειτουργία και στις ψυχολογικές διαδικασίες. Η νευροφυσιολογία, μετά από πειράματα που διεξήγαγε σε ζώα, καθώς και από παρατηρήσεις σε ανθρώπους με βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (τραύματα του εγκεφάλου, όγκοι κ.λπ.), έχει επισημάνει διάφορους πολύπλοκους μηχανισμούς που συνδέονται με κάποιες αντιληπτικές λειτουργίες. Οι βλάβες των συνειρμικών χώρων, σχετικά με τη γνώση, έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία αγνωσιών. Οταν οι αγνωσίες αυτές έχουν σχέση με την αντίληψη του λόγου, έχουμε αφασίες*, κατά τις οποίες τα άτομα δεν κατανοούν τη σημασία του λόγου (γραπτού και προφορικού). Βλάβες των χώρων του εγκεφάλου που αφορούν στην κίνηση έχουν ως συνέπεια απραξίες κ.ά. Πληροφορίες που έχουμε από άτομα που υπέστησαν λοβοτομή, μας γνωστοποιούν ότι μετά από την επέμβαση αυτή ακολούθησε διανοητική επιδείνωση και αλλοίωση συναισθηματικής συμπεριφοράς. Αλλοι επίσης παράγοντες, όπως μολυσματικές ασθένειες (π.χ. η ερυθρά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης), έχουν άμεση και δυσμενή επίπτωση στην ψυχοκινητική ανάπτυξη και τη νοημοσύνη του ατόμου. Επίσης, οι τραυματισμοί του νευρικού συστήματος, έχουν εξίσου δυσμενείς ψυχολογικές συνέπειες και διατα-
ράσσουν τις γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες του ατόμου. Σημαντικός επίσης είναι ο ρόλος των ορμονών και των αδένων για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη. Η λειτουργία του ενδοκρινολογικού συστήματος συνδέεται με την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας* του ανθρώπου. Ετσι, ανεπάρκεια των παραθυρεοειδών αδένων προκαλεί π.χ. νευρωσικές διαταραχές, ενώ άλλου είδους διαταραχές προκαλεί η ανεπάρκεια του θυρεοειδούς. Οι βιοχημικοί παράγοντες αποτελούν μία ακόμα κατηγορία παραγόντων σημαντικών για την ομαλή ψυχική ισορροπία του ατόμου, χωρίς να έχει καθοριστεί ακόμα σαφώς το είδος της συνάρτησης αυτής. Τέλος, η ωρίμαση ως αποφασιστικός παράγοντας, ως διαδικασία προκαθορισμένη κληρονομικά, αφορά δομικές αλλαγές του οργανισμού στο νευρικό, μυϊκό και ενδοκρινολογικό σύστημα. Βιβλιογρ.: Reeves J. W., Body and mind in Western thought, Harmondsworlh, 1958.- Ryle G.. The concept of mind, London, 1949. Βασιλική Παππά
ψυχή του παντός ή ψυχή του κόσμου (λατ. anima mundi). Όρος που συναντάται στον Πλάτωνα* (Τίμαιος') και στον Αριστοτέλη* (Περί Ψυχής) ως αρχή που ενώνει και κινεί τον κόσμο*. Ανάλογη σημασία αποδίδουν στην ψυχή οι Πυθαγόρειοι*. Αργότερα, οι Στωικοί* συνέδεσαν την πλατωνική "ψυχή του κόσμου" με τις μεταγενέστερες θεωρίες περί της ψυχής: η ψυχή βρίσκεται μέσα στον κόσμο και τον κινεί (ζωτική δύναμη). Στον Πλωτίνο* η ψυχή είναι η τρίτη υπόσταση ( μετά το "εν" και τον "νου") και ο δημιουργός όλων των άλλων όντων του κόσμου. Γενικά, η ψυχή του παντός μπορεί να κατέχει τη θέση του θεού* ή ν' αποτελεί το ενδιάμεσο ανάμεσα στον θεό και τις ορατές υπάρξεις. Ανάλογες σημασίες για την ψυχή συναντάμε και στους νεότερους φιλοσόφους (π.χ. Μπρούνο*, Φέχνερ*, κ.ά.). Για τον Σέλλινγκ* η ψυχή του παντός στηρίζει τον οργανικό και τον ανόργανο κόσμο, ενώνει όλη τη φύση σ' έναν καθολικό οργανισμό. Ευτυχία Ξυδιά
ψυχισμός. Ορος που στη σύγχρονη ψυχολογία* έχει αντικατασταθεί από τον όρο της προσωπικότητας*. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από την "ψυχολογία του βάθους"* με την έννοια της ψυχοσύνθεσης, του συνόλου των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου*. Ολες οι λει281
ψυχοδυναμική τουργίες της ψυχικής ζωής: η αντίληψη*, η φαντασία*, η μνήμη* κ.λπ. αποτελούν τον ψυχισμό του κάθε ατόμου. Ο ψυχισμός αυτός διακρίνετια από μοναδικότητα, κάτι που υποστηρίζεται εξάλλου από την "προσωπιστική" άποψη στην ψυχολογία, η οποία αντιτίθεται στην υιοθέτηση γενικών κανόνων που αφορούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά*. Από τον 19ο αι. σι ψυχολόγοι και ψυχίατροι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την ψυχική ζωή του ατόμου ως ολότητα, δίχως να απομονώνουν μια συμπεριφορά για να τη μελετήσουν πειραματικά, όπως έκαναν ο Wundt* ή ο Fechner*. Αργότερα αναπτύσσεται η "Ψυχολογία των ατομικών διαφορών"*, η οποία υπογραμμίζει πράγματι τις ατομικές διαφορές και την ιδιαιτερότητα του κάθε ατόμου, ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης της ανθρωπολογίας δανείζει στην ψυχολογία τον όρο "βασική προσωπικότητα", ο οποίος υποδηλώνει ένα είδος προσωπικότητας κοινής για όλα τα μέλη μιας κοινωνίας*. Γενικά ο ψυχισμός αφορά τόσο στις γνωστικές όσο και στις συναισθηματικές λειτουργίες ενός ατόμου* καθώς και στη συμπεριφορά του ατόμου αυτού. Ο ψυχισμός δεν αφορά στα μεταβλητά χαρακηριστικά αλλά σε κείνα που χαρακτηρίζονται από μονιμότητα και διάρκεια. Ο ψυχισμός είναι το δομημένο σύνολο των έμφυτων και επίκτητων στοιχείων του ατόμου. Βασιλική Παππά
ψυχοδυναμική. Ορος που υποδηλώνει το σύνολο συνειδητών ή ασυνείδητων δυνάμεων οι οποίες αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για κάποιο ψυχολογικό φαινόμενο. Στις δυνάμεις αυτές εντάσσονται οι ορμές*, τα συναισθήματα*, οι μηχανισμοί άμυνας, οι επιθυμίες κ.ά. Βασιλική Παππά
ψυχοκρατία, βλ. ανιμισμός ψυχολογία. Κλάδος της επιστήμης ο οποίος μελετά τον ψυχισμό ως μορφή αντανάκλασης της πραγματικότητας, ως ενδογενές στοιχείο της ζωικής και, αναφορικά με τον άνθρωπο, της κοινωνικής δραστηριότητας, του πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων, και ταυτόχρονα ως ιδιότητα της ανώτερης οργανωμένης ύλης, του εγκεφάλου. Με την έννοια αυτή ο ψυχισμός εκδηλώνεται ως δομικό στοιχείο διαφορετικών συστημάτων. Εχοντας ο ίδιος συστημική μορφή, εκδηλώνεται κάθε φορά με έμμεσο τρόπο ως στοιχείο του συστήματος στο 282
οποίο κάθε φορά συμμετέχει. Ως αυτόνομη επιστήμη* η ψυχολογία εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αι. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν τόσο η μέχρι τότε σωρευμένη -από την αρχαιότητα- φιλοσοφική σκέψη γύρω από ζητήματα ψυχολογίας, όσο και τα επιτεύγματα των φυσιογνωστικών επιστημών. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ. Ο ι π ρ ο β λ η μ α τ ι σ μ ο ί γ ι α τ ο " τ ι "
είναι ψυχισμός* και ποιος ο ρόλος του στη ζωή του ανθρώπου* έχουν μακραίωνα ιστορία. Ξεκινούν ως στοιχεία των μύθων* και των θρησκευτικών δοξασιών σε διάφορους λαούς, σε μια περίοδο όπου η γνώση δεν υφίσταται ως οργανωμένο σύστημα αντιλήψεων, αλλά συνυπάρχει μαζί με φανταστικά και μυθολογικά στοιχεία. Οι πρώτοι συγκεκριμένοι προβληματισμοί εμφανίζονται στα πλαίσια των φιλοσοφικών διδασκαλιών και γνωρίζουν ιδιαίτερη ανάπτυξη στις απόψεις κυρίως των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Οι προβληματισμοί αυτοί, αν και εμφανίζονται αυτόνομοι, εντάσσονται στα πλαίσια ενός συνολικότερου προβληματισμού για τη γέννηση του κόσμου*. Εκτοτε οι επεξεργασίες για τη φύση του ψυχισμού στα πλαίσια της φιλοσοφικής σκέψης (στο σύνολό της) εντάσσονται ως οργανικό στοιχείο των προβληματισμών που αφορούν είτε στο θεμελιώδες ζήτημα της φιλοσοφίας' (σχέση υλικού - ιδεατού, είναι - συνείδησης) είτε αποτελούν μέρος γενικότερων ηθικών διδασκαλιών. Ως εκ τούτου οι αντιλήψεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια της φιλοσοφικής σκέψης στο σύνολό της χαρακτηρίζονται από γενικότητα, είναι προϊόν γενικεύσεων και αφαιρέσεων και όχι επισταμένης επιστημονικής έρευνας. Για τον λόγο αυτό η ψυχολογία δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί στα πλαίσια μόνο της φιλοσοφικής σκέψης. Εκτιμώντας συνολικά τη συμβολή της φιλοσοφίας στην εμφάνιση και ανάπτυξη της ψυχολογίας, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε σημαντική και πολυδιάστατη. Η φιλοσοφία με τους προβληματισμούς της: α. Συνέβαλε στην ανάδειξη του ψυχισμού ως οντότητας η οποία απαιτεί ιδιαίτερη επιστημονική επεξεργασία, β. "Εφοδίασε" την ψυχολογική επιστήμη στα πρώτα της βήματα με έννοιες και κατηγορίες οι οποίες απετέλεσαν τον κορμό του επιστημονικού της aparatum. γ. Η φιλοσοφία, αφομοιώνοντας στις επεξεργασίες και τις κατηγορίες της τους γενικούς νόμους κίνησης των διαφόρων μορφών εκδήλωσης των φαινομένων* του υλικού κό-
ψυχολογία σμου στο σύνολό του, συνετέλεσε στη μελέτη των νομοτελειών* στις οποίες "υποτάσσεται" και η ψυχική πραγματικότητα ως στοιχείο του κόσμου* αυτού. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟ-
ΛΟΓΙΑΣ. Οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί, αν και απετέλεσαν αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση της ψυχολογίας, ωστόσο δεν ήταν αρκετοί για να την εδραιώσουν ως επιστήμη με συγκεκριμένο αντικείμενο, μεθόδους και εννοιολογικό μηχανισμό. Σε αυτά συνέβαλαν σημαντικά τα επιτεύγματα των φυσιογνωστικών επιστημών σε μεταγενέστερες περιόδους. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ως σημαντικότερα τα παρακάτω: 1. Τις έρευνες των Γερμανών ερευνητών Müller (για την ειδική ενέργεια των οργάνων αίσθησης*), του Helmholtz (για τη δομή των οργάνων αντίληψης). 2. Τις πειραματικές έρευνες των Wundt*, Weber*, Fechner* και Donders (μέτρηση των αντιδράσεων με την "αφαιρετική" μέθοδο). 3. Τις στατιστικές μετρήσεις του Galton* στο πεδίο των ατομικών διαφορών. 4. Τα επιτεύγματα της ιατρικής στο πεδίο των νευρώσεων και του υπνωτισμού (κυρίως του Charcot*) και τέλος 5. Την ανακάλυψη γύρω από τη φύση και τη λειτουργία των ανακλαστικών (ανακλαστικό τόξο, ψυχοκινητική φύση των ανακλαστικών). Πέρα από τον ιδιαίτερο ρόλο που καθένας από τους παραπάνω τομείς έπαιξε στην εμφάνιση της ψυχολογίας ως επιστήμης, κοινό στοιχείο όλων αυτών των ερευνών ήταν η ανάδειξη του ψυχισμού ως αυτοτελούς οντότητας, η οποία δεν ταυτίζεται με τις φυσιολογικές διαδικασίες, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση ζωτικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου και για τον λόγο αυτό κατέστη αναγκαία η αυτονόμηση ενός ιδιαίτερου κλάδου της επιστήμης, ο οποίος θα μελετήσει τους νόμους ανάπτυξης της ψυχικής οντότητας. Η επιστήμη αυτή ήταν η ψυχολογία. Οι φυσιογνωστικές επιστήμες εξακολουθούν να παίζουν σήμερα σημαντικό ρόλο στην ψυχολογία, αφού με τα επιτεύγματά τους την τροφοδοτούν με σημαντικές πληροφορίες και συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία των οργάνων του σώματος και κυρίως του νευρικού συστήματος, με το οποίο οι ψυχικές λειτουργίες είναι άμεσα συνδεμένες.
είχαν ως στόχο τη διερεύνηση και την ερμηνεία διαφόρων πτυχών της ψυχικής πραγματικότητας. Οι ερμηνείες αυτές αποκρυσταλλώθηκαν στις βασικές κατηγορίες της ψυχολογίας, οι οποίες, αντανακλώντας διαχρονικά το επιστημονικό κεκτημένο, μας υποδεικνύουν ταυτόχρονα και το επίπεδο ανάπτυξής της. Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι η ανάπτυξη της ψυχολογικής επιστήμης συμπυκνώνεται στην εξέλιξη των βασικών της κατηγοριών, οι οποίες απετέλεσαν τον άξονα γύρω από τον οποίο "κτίστηκαν" τα διάφορα επιστημονικά ψυχολογικά προγράμματα και θεωρίες*. Ως σημαντικότερες κατηγορίες θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις παρακάτω: 1) την κατηγορία συνείδηση*, 2) την κατηγορία συμπεριφορά*, 3) την κατηγορία δραστηριότητα και 4) την κατηγορία προσωπικότητα*. Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Η ψ υ χ ο λ ο γ ί α ε μ -
φανίστηκε ως επιστήμη με αντικείμενο μελέτης τη "συνείδηση". Γύρω από την έννοια αυτή πραγματοποιήθηκαν σημαντικές έρευνες και διαμορφώθηκαν διάφορα προγράμματα με κυριότερα: την "πειραματική ψυχολογία" του Wundt*, γνωστή ως ψυχολογία για την άμεση εμπειρία*, την "αναλυτική ψυχολογία" του Titchener, τη "λειτουργική ψυχολογία" των James, Woodworth, τη "Gestalt ψυχολογία"* των Kohler, Wertheimer και την "ιστορικη-πολιτισμική σχολή" του Vigotsky*. Συνδετικός κρίκος όλων αυτών των προγραμμάτων και θεωριών είναι η αντίληψη για τον πρωτεύοντα ρόλο της συνείδησης στην ψυχική ζωή του ανθρώπου. Κατανοούμενη είτε ως "άμεσα δοσμένη εμπειρία (Wundt) είτε ως "όργανο τις λειτουργίες του οποίου καλείται να αναλύσει η ψυχολογία" (Titchener) είτε ως "δομή" (Gestalt), στους "νόμους" ανάπτυξης της οποίας πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή, είτε ως "αποτέλεσμα των ιστορικών - πολιτισμικών διαδικασιών" (Vigotski), η συνείδηση αποτελεί την αφετηρία και το σημαντικότερο πεδίο ψυχολογικής έρευνας. Ανεξάρτητα από τις διαφορές στην προσέγγιση του αντικειμένου, όλες οι κατευθύνσεις στήριξαν τις θεωρητικές τους αναλύσεις στην πειραματική κυρίως έρευνα, συμβάλλοντας η καθεμία ξεχωριστά στην ανάδειξη σημαντικών πλευρών της συνειδητής δραστηριότητας του ανθρώπου.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ. Τριάντα μόλις
ΜΑΣ. Στην πορεία ανάπτυξης της ψυχολογικής επιστήμης εμφανίστηκαν αρκετά προγράμματα και πολύ περισσότερες θεωρίες, οι οποίες
χρόνια μετά την εμφάνιση του προγράμματος του Wundt, στις ΗΠΑ κάνει την εμφάνιση της μια νέα κατεύθυνση η οποία θέτει ως σημαντι-
283
ψυχολογία κότερο ψυχολογικό ζητούμενο τη "συμπεριφορά". Η κατεύθυνση αυτή έμεινε γνωστή ως σχολή της συμπεριφοράς (βλ. συμπεριφορισμός) και εδραιώθηκε μέσα από τις μελέτες των Thorndike*, Watson και Skinner*. Η ανάδειξη της συμπεριφοράς ως του σημαντικότερου στοιχείου της ψυχικής ζωής κατέστησε δυνατόν από τη μια μεριά η ψυχολογία να διευρύνει τις μελέτες της σε πλευρές πέραν της άμεσης εμπειρίας* και από την άλλη να αποκτήσει ένα αντικείμενο έρευνας το οποίο είναι άμεσα αντιληπτό και κατά συνέπεια ικανό να παρατηρηθεί με ιδιαίτερη επιστημονική ακρίβεια. Στην πρώτη περίοδο διαμόρφωσης της κατεύθυνσης αυτής η συμπεριφορά γίνεται κατανοητή ως σύστημα αντιδράσεων του οργανισμού στα ερεθίσματα που αυτός δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον. Στο εξής όλες οι ψυχικές λειτουργίες και γεγονότα, τα οποία περιγράφονταν ως γεγονότα του "εσωτερικού κόσμου" της συνείδησης, "μεταφράζονται" στη γλώσσα της συμπεριφοράς και ερμηνεύονται στα πλαίσια του δίπολου "ερέθισμα - αντίδραση". Η μεταφορά της προβληματικής από τη συνείδηση στην συμπεριφορά ήταν ένα σημαντικό βήμα προόδου για την ψυχολογική επιστήμη. Η ψυχολογία για πρώτη φορά συνδέει τα γεγονότα της ψυχικής ζωής με τις εξωτερικές συνθήκες ζωής του ατόμου, ενώ μέσα και από πειραματικές μελέτες τεκμηριώνονται οι επιδράσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος στην εκδήλωση της μιας ή της άλλης συμπεριφοράς. Παρά τις σοβαρές επικρίσεις που δέχτηκε από το σύνολο σχεδόν των άλλων κατευθύνσεων για τον απλουστευτικό και μηχανιστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ψυχική ζωή του ατόμου, ο συμπεριφορισμός*, είτε με την κλασική του μορφή είτε με τη νεότερη, ως νεομπιχείβιορισμός (από το αγγλικό bihavior = συμπεριφορά), εξακολουθεί να ασκεί σοβαρή επίδραση στην ψυχολογική σκέψη και να αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις σε παγκόσμια κλίμακα.
νο - αντικείμενο) είτε με τη σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο (υποκείμενο - υποκείμενο). Και στις δύο αυτές κατευθύνσεις, ο ψυχισμός του ανθρώπου* μελετάται ως αποτέλεσμα των διεργασιών της δραστηριότητας, η οποία έχει κοινωνικό χαρακτήρα (στοιχείο συνεργασίας των ατόμων για τον Piaget, στοιχείο της ιστορίας για τον Leontiev) και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, αφού αποτελεί το σημαντικότερο "όργανο" προσαρμογής (Piaget) και προσανατολισμού (Leontiev) στο περιβάλλον. Ο ψυχισμός* διαμορφώνεται σαν διαδικασία της αφομοίωσης και συμμόρφωσης (Piaget) και αποτελεί σύστημα εσωτερικευμένων εξωτερικών υλικών πράξεων (Leontiev), οι οποίες έχουν κοινωνική καταγωγή. Η μεταφορά του προβληματισμού από το επίπεδο της συμπεριφοράς, ως άμεση αντίδραση στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, στις κοινωνικές διαδικασίες και διεργασίες συνετέλεσε σημαντικά στην κατανόηση του ψυχισμού ως μιας ιδιόμορφης ποιότητας, η οποία γεννιέται, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται στα πλαίσια ενός άλλου συστήματος: της κοινωνικά καθορισμένης εμπράγματης δραστηριότητας. Παράλληλα, οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις διευρύνονται στην κατανόηση τους ως παραγόντων που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ψυχισμού. Η κοινωνική σχέση, είτε αυτή αφορά στον εμπράγματο υλικό κόσμο είτε στον κόσμο των υποκειμένων, γίνεται κατανοητή ως αμφίδρομη δυναμική διεργασία, κατά την οποία το άτομο, ενώ την πραγματοποιεί, μετασχηματίζει το περιβάλλον και ταυτόχρονα διαμορφώνει τον ψυχισμό του. Με τον τρόπο αυτό η σχέση κοινωνία - άτομο γίνεται κατανοητή όχι ως παθητική, μηχανιστική και μονόδρομη (από την κοινωνία προς το άτομο) διαδικασία, αλλά ως αμφίδρομη, δυναμική και μετασχηματιστική. Η ανάδειξη της έννοιας "δραστηριότητα" έδωσε τη δυνατότητα στην ψυχολογία να τεκμηριώσει τον ιστορικό κοινωνικό - πολιτισμικό χαρακτήρα του ψυχισμού.
Η ΚΑΤΗΓΟΡΊΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΑ. Η κ α τ η γ ο ρ ί α
"δραστηριότητα" αναδείχθηκε από τις μελέτες της "Γενετικής ψυχολογίας" του Piaget* και της σχολής της δραστηριότητας των Leontiev και Rubinstein* (στην πρώην ΕΣΣΔ) στα μέσα του αιώνα μας. Η δραστηριότητα σχετίζεται με την πραγματοποίηση εκείνων των διεργασιών σι οποίες πραγματοποιούν τις σχέσεις του υποκειμένου* είτε προς τον υλικό κόσμο των αντικειμένων και της φύσης* (σχέση υποκείμε-
284
Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ. Η κ α τ η γ ο ρ ί α
"προσωπικότητα" συνδέθηκε αρχικά με την ανάγκη διάκρισης μιας συνολικότερης δομής, στα πλαίσια της οποίας πραγματοποιούνται οι ψυχικές λειτουργίες και λαμβάνουν χώρα τα διάφορα ψυχικά γεγονότα της συνείδησης (James). Για τον λόγο αυτό αρκετά νωρίς εκδηλώνεται το ενδιαφέρον των επιστημόνων στη μελέτη της δομής και των διαδικασιών της
ψυχολογία λειτουργική διαμόρφωσής της. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες γύρω από το πρόβλημα της προσωπικότητας, διαμορφώθηκαν διάφορα προγράμματα, τα οποία προσπάθησαν να αναδείξουν τον σημαντικό της ρόλο στην ψυχική ζωή του ανθρώπου. Ως σημαντικότερες μπορούμε να αναφέρουμε την ψυχαναλυτική κατεύθυνση και την κατεύθυνση η οποία έμεινε γνωστή ως "ουμανιστική ψυχολογία". Σε ό,τι αφορά την ψυχαναλυτική κατεύθυνση, μέσα από τις κλινικές έρευνες κυρίως του Freud* και των συνεχιστών του (Κ. Joung*, Α. Adler*), τεκμηριώνεται η ύπαρξη ψυχικών γεγονότων τα οποία βρίσκονται "πίσω" από τη συνείδηση (υποσυνείδητο) και είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη δομή της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η προσωπικότητα με τη σειρά της κατανοείται ως "δομή", όπου τα στοιχεία τα οποία την απαρτίζουν (Εγώ ως φορέας της συνείδησης, Υπερεγώ ως φορέας των κοινωνικών επιταγών και Αυτό ως φορέας των απωθημένων σεξουαλικών στη φύση τους θελήσεων και έλξεων) βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση. Τριάντα περίπου χρόνια μετά τη διαμόρφωση της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, στην Αμερική -μέσα σε κοινωνικές συνθήκες οξυμένης κρίσης όπου κάνουν την εμφάνιση τους έντονα φαινόμενα αποξένωσης, αποπροσωποποίησης και ισοπέδωσης-, μια σειρά επιστημόνων όπως σι Κ. Rogers, G. Allport*, Α. Masslow*, V. Francle, Κ. Levin θέτουν ως βασικό αίτημα τη μελέτη των εσωτερικών τάσεων του "εαυτού" (self) και του "Εγώ" ως θεμέλιου λίθου της ανθρώπινης προσωπικότητας. Σε διαφορά με τον μηχανιστικό ισοπεδωτισμό της σχολής της συμπεριφοράς και την ανορθολογική εικόνα για τον άνθρωπο που στήριξε η ψυχανάλυση*, διατυπώνουν την άποψη ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι πρώτα απ" όλα κοινωνική στη φύση και τις εκδηλώσεις της. Η ανθρώπινη προσωπικότητα ως μέλος διαφόρων κοινωνικών ομάδων επηρεάζεται από τη "δυναμική" τους, η οποία άλλοτε συντελεί και άλλοτε εμποδίζει την ικανοποίηση των αναγκών της και την πραγμάτωση των στόχων της ως διαδικασίας αυτοπραγμάτωσης, η οποία αποτελεί και τον τελικό λόγο ύπαρξής της. Η ανάδειξη της προσωπικότητας ως δυναμικού συστήματος, το οποίο συμμετέχει κάι επηρεάζει τις ψυχικές λειτουργίες, είτε αυτές εκδηλώνονται ως συνειδητές είτε ως ασύνειδες διεργασίες, καθώς επίσης η σύνδεσή της με τη σφαίρα των αναγκών, των συναισθημάτων και θελήσεων του
ατόμου συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας συνολικής εικόνας για το τι είναι και πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος ψυχισμός στο σύνολό του. Η ψυχολογική επιστήμη αναπτύχθηκε ακολουθώντας μια πορεία η οποία χαρακτηρίζεται από δύο τάσεις: Μία τάση αυξανόμενης εξειδίκευσης, η οποία εκδηλώνεται με την εμφάνιση ολοένα και περισσότερων τομέων ψυχολογικής έρευνας και ειδικοτήτων ακόμα και στα πλαίσια ενός τομέα, μπορεί να παρατηρήσει κανείς τάσεις αυτονόμησης διαφόρων εξειδικεύσεων, οι οποίες "επιδιώκουν" να αποκτήσουν status κυρίαρχου κλάδου μέσα στον τομέα. Μία δεύτερη τάση αφορά στην ολοκλήρωση και στη διαμόρφωση μιας ενιαίας αντίληψης για τα ψυχολογικά ζητήματα πέρα από τις επιμέρους θεωρητικές διαφορές των κατευθύνσεων. Η τάση αυτή έχει ως βάση το "ενιαίο και αδιαίρετο" του ίδιου του αντικειμένου της ψυχολογίας. Η ψυχολογική επιστήμη, περνώντας μέσα από μια διαδικασία συγκέντρωσης των αναλύσεών της με βάση ένα στοιχείο του αντικειμένου της (τη συνείδηση, τη συμπεριφορά, τις υποσυνείδητες διεργασίες, τη δραστηριότητα κ.λπ.), εισέρχεται σε μορφές συστημικής ανάλυσης, όπου στη θεωρητική της επεξεργασία υπερέχει η συστημική αντίληψη για τη φύση του ψυχισμού. Η συστημική προσέγγιση στην ψυχολογία, αν και γεννήθηκε στα πλαίσια της κλασικής ψυχολογίας, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της διαμόρφωσης. ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ. Στις σημαντικό-
τερες μεθόδους της ψυχολογικής έρευνας μπορούμε να συμπεριλάβουμε την παρατήρηση (αντικειμενική παρατήρηση, αυτοπαρατήρηση), το πείραμα (φυσικό, εργαστηριακό), τα διάφορα tests και κλίμακες, καθώς και την ανάλυση των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας του ατόμου. Ευάγγ. Μανουράς
ψυχολογία αναλυτική, βλ. ψυχολογία του βάθους ψυχολογία ατομική. Είναι η ψυχολογική θεωρία του Alfred Adler* (1870-1935) και ονομάζεται έτσι διότι δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο σύνολο της ατομικής ζωής του ανθρώπου*. Το δυναμικό ασυνείδητο* για τον Adler είναι η ορμή για υπερνίκηση μειονεκτημάτων, η ορμή για επικράτηση και όχι η γενετήσια ορμή, όπως διατεινόταν ο Freud*. Οταν η ορμή για επικράτηση δεν ικανοποιείται, τα άτομα αναπτύσσουν
285
ψυχολογία λειτουργική το συναίσθημα της μειονεξίας. Αυτό το συναίσθημα δημιουργείται στο άτομο* είτε λόγω κάποιας σωματικής ανεπάρκειας είτε λόγω του οικογενειακού περιβάλλοντος. Πολλά άτομα κατορθώνουν να ξεπεράσυν την ανεπάρκειά τους με τρόπο θετικό, ενώ όσα δεν το κατορθώνουν αυτό αναπτύσσουν νευρώσεις. Για τη θεραπεία των νευρώσεων ο Adler προτείνει τη μελέτη του ιστορικού του ατόμου. Μέσω αυτής της μελέτης ο ειδικός θα καταλάβει ποιο μοντέλο ζωής χαρακτηρίζει τον ασθενή, ποιο μοντέλο ζωής έχει αυτός υιοθετήσει για να ξεπεράσει την ανεπάρκειά του. Ακολούθως ο ειδικός υποδεικνύει στον ασθενή τα θετικά του στοιχεία και του τονίζει τις πραγματικές του ικανότητες και δυνατότητες. Ο Adler μίλησε για τόνωση του αυτοσυναισθήματος* του ασθενούς, η οποία είναι κάτι πολύ σημαντικό για τη θεραπευτική διαδικασία. Βιβλιογρ.: Adler Α., The education ol children. New York & London, 1930.- Adler Α., Ανθρωπογνωσία, μτφρ. Παλαιολόγου. Αθήνα, 1934.- Adler Α., The practice and the theory ol individual psychology. Ed., Harcourt, Brace & World, 1927.- Dreikurs R., Οι βασικές αρχές της αντλερικής ψυχολογίας, μτφρ. Πανταζή, εκδ. Κέδρος, 1975. Βασιλική Παππά
ψυχολογία γενετική. Τομέας της ψυχολογίας* που εξετάζει την προέλευση και την ανάπτυξη των βασικών μορφών ψυχικής δραστηριότητας των ζώων και του ανθρώπου* κατά τη φυλογένεση* και την οντογένεσή* τους. Οι μέθοδοι της χρησιμοποιούνται σε ευρεία κλίμακα και σε άλλους τομείς της ψυχολογίας (γενική, παιδαγωγική κ.λπ.). Σημαντική προϋπόθεση της διερεύνησης της γένεσης του ψυχισμού και των μορφών του είναι η μελέτη των νομοτελειών* που διέπουν τη λειτουργία και την ανάπτυξή του. Κατά τη διερεύνηση του ψυχισμού των ζώων βασίζεται στη ζωοψυχολογία*, ενώ κατά τη διερεύνηση της δραστηριότητας* και της συνείδησης* του ανθρώπου στην εξελικτική ψυχολογία* (ιδιαίτερα στην παιδική). Τα δεδομένα της γενετικής ψυχολογίας αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τη "θεωρία της γνώσης"*. Επίκαιρα ζητήματα της γενετικής ψυχολογίας είναι η αποκάλυψη των όρων εμφάνισης του ψυχισμού των ζώων και του ανθρώπου (στη φυλογένεση) και διαφόρων τύπων δραστηριότητας του παιδιού (π.χ. παιγνίδι), οι οποίοι καθορίζουν την ανάπτυξη των βασικών μορφών του ψυχισμού του (στην οντογένεσή). Ιδιαίτερη συμβολή στη γενετική ψυχολογία έχουν οι Ζ. Πιαζέ*, Α. Szeminska, J. Bruner, Π. Γ. Γκαλ-
286
πέριν, Α. Β. Ζαπαρόζετς, Α. Ν. Λεόντιεφ*, Ντ. Μπ. Ελκόνιν κ.ά. Δ. π. ψυχολογία γνωστική (Cognitive Psychology). Κλάδος της ψυχολογίας* ο οποίος μελετά και αναλύει τις γνωστικές λειτουργίες "...όλες εκείνες τις νοητικές δραστηριότητες που συντελούν στην απόκτηση, οργάνωση και χρήση της γνώσης*, όπως π.χ. την αντίληψη, τη μνήμη*, τη σκέψη, τη γλώσσα*, την ικανότητα λύσης προβλημάτων" (Πόρποδας, 1985). Ιδρυτή της γνωστικής ψυχολογίας υπήρξε ο Ulric Neisser, ΤΟ βιβλίο του οποίου με τίτλο Γνωστική Ψυχολογία (το οποίο εκδόθηκε το 1967) αποτέλεσε σταθμό στον χώρο της Ψυχολογίας. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της γνωστικής ψυχολογίας ήταν αφενός η αδυναμία που παρουσίαζε το συμπεριφοριστικό μοντέλο της μάθησης αλλά και, αφετέρου, οι εξελίξεις στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, στη θεωρία της πληροφορικής και τη γλωσσολογία. Βιβλιογρ.: Claxton G., Cognitive Psychology, New Directions, London, Routledge & Kegan Paul, 1980.Neisser U., Cognitive Pshychology, N. York, AppletonCentury - Grotts, 1967.- Neisser U., Cognition and Reality, San Francisco, Freeman, 1976.- Πόρποδας Κ. Α., Η διαδικασία της μάθησης. Αθήνα. 1985.- Sanlord A.-J., Cognition and Gognitive Psychology, London, Weidenleld and Nicolson, 1985. Βασιλική Παππά
ψυχολογία δομική (structural Psychology). Είναι η σχολή της ψυχολογίας η οποία εξετάζει τη δομή της νόησης*, τις νοητικές δομές (mental structures). Υπήρξε η πιο σημαντική ψυχολογική σχολή στη Γερμανία και τις ΗΠΑ από το 1890 έως το 1920, με κύριους εκπροσώπους της τους W. Wundt*, Ε. Β. Tichener* και W. James*. Βασική μέθοδος της δομικής ψυχολογίας ήταν η ενόραση*, η ενδοσκοπική ανάλυση των αισθημάτων και των παραστάσεων ως βασικών δομικών στοιχείων της συνείδησης* και η αυτοπαρατηρησία. Η δομική ψυχολογία ασχολήθηκε με την ποιότητα, την ένταση, τη διάρκεια και τη σαφήνεια των στοιχείων της συνείδησης, με τις αλληλοσυσχετίσεις τους καθώς και με την έρευνα των φυσιολογικών συνακολούθων τους. Βασιλική Παππά
ψυχολογία εξελικτική. Κλάδος της ψυχολογίας*, ο οποίος μελετά την ανάπτυξη και τις
ψυχολογία λειτουργική ποιοτικές αλλαγές του ψυχισμού* και της προσωπικότητας* στην οντογένεση*, σε συνάρτηση με τις ηλικιακές αλλαγές. Κάθε ηλικιακή περίοδος μελετάται και λαμβάνουμε υπόψη τις συνολικότερες αλλαγές που συντελούνται στο άτομο ως προς την ανατομική - φυσιολογική του δομή, τη δομή των κοινωνικών του σχέσεων και των κοινωνικών χώρων που εντάσσεται, αντίστοιχα με την ηλικιακή φάση την οποία το άτομο διέρχεται. Οι αναζητήσεις για τα ζητήματα της εξελικτικής ψυχολογίας ξεκινούν από τον χώρο της φιλοσοφικής σκέψης, με σημαντικότερες του Αγγλου εμπειριστή J. Lock* και αργότερα του J. J. Rousseau*, οι σκέψεις των οποίων επέδρασαν σημαντικά στη διαμόρφωση της "ψυχολογίας της συμπεριφοράς"* και της "γενετικής σχολής ψυχολογίας" του Piaget*. Η πρώτη εμπεριστατωμένη περιγραφή των ψυχικών αλλαγών του παιδιού έγινε από τον Γερμανό φιλόσοφο Tidemman, ο οποίος, στις Παρατηρήσεις για την εξέλιξη των ψυχικών ικανοτήτων του παιδιού ( 1787), περιγράφει με λεπτομέρεια τις αλλαγές στην ψυχοκινητική και συναισθηματική σφαίρα ενός παιδιού κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων της ζωής του. Σημαντικές για την εξέλιξη της εξελικτικής ψυχολογίας ήταν και οι παρατηρήσεις από τον χώρο των φυσιογνωστικών επιστημών, από τις οποίες διαπιστώθηκε τόσο η ενότητα όσο και η διαφορά στη βιολογική και ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Στον τομέα αυτό μπορούν να αναφερθούν οι μελέτες των Δαρβίνου* Το βιογραφικό σκίτσο ενός βρέφους (1877) και του Prayer Ο ψυχισμός του παιδιού (1881). Σε ό,τι αφορά στις ψυχολογικές έρευνες, η πρώτη σημαντική μελέτη πραγματοποιήθηκε από τον Αμερικανό ψυχολόγο Stanlley Hall, ο οποίος με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου συγκέντρωσε αρκετές πληροφορίες σχετικά με διάφορες πλευρές της παιδικής συμπεριφοράς. Στις αρχές του αιώνα μας (1905) ο Alfred Binet* διαμορφώνει την πρώτη ψυχομετρική κλίμακα για τη μέτρηση της νόησης*, ενώ το 1920, μέσα σε κλίμα αυξημένου πλέον ενδιαφέροντος για τις ιδιομορφίες στην ανάπτυξη της παιδικής προσωπικότητας, ο Αμερικανός ψυχολόγος Gessel ιδρύει στο πανεπιστήμιο του Yale κέντρο παιδολογίας, όπου αναπτύσσει ερευνητικά ψυχολογικά προγράμματα για παιδιά ηλικίας από τη γέννησή τους ως το 16ο έτος της ηλικίας τους. Το πληθωρικό πειραματικό υλικό σε θέματα που αφορούν στην εξέλιξη του ψυχισμού στα διά-
φορα στάδια ανάπτυξης του παιδιού έγινε αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας από όλες τις ψυχολογικές κατευθύνσεις, οι οποίες κατέθεσαν σημαντικές -και ως προς την πλευρά της εφαρμογής τους σε τομείς όπως η παιδαγωγική, η εκπαίδευση, αλλά και η θεραπεία- απόψεις. Ως σημαντικότερες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη σχολή της συμπεριφοράς (Watson, Skinner*, Bandura), την ψυχανάλυση (Freud*, Adler*, Erikson*), τη Γενετική ψυχολογία (Piaget, Brouner, Wallon) και την ιστορικήπολιτισμική σχολή (Βιγκότσκι*, Λεόντιεφ*, Ελκόνιν). Οι κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην εξελικτική ψυχολογία είναι η παρατήρηση, το πείραμα, το ερωτηματολόγιο, τα tests, και η διαχρονική (longitudinal) ή σύγχρονη (cross-sencional) μέθοδος. Βιβλιογρ.: Watson J. Β., Psychological care of infant and child. Ed. Norton. 1928.- Skinner B. F., Science and human behavior, έκδ. Me Millan, 1953.- Bandura A. - Walters Ft., Social learning and personality development, ed. Holt, 1963 - Erikson Ε., Παιδική ηλικία και κοινωνία, έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1975.- Η. Wallon, Les origines du caractère chez l'entant, Paris. 1949.- Ζ. Πιαζέ, Ψυχολογία της νοημοσύνης, έκδ. Καστανιώτη. 1988.- L. Baldwin, Theories ol child development, Wiley, 1966.- Ελκόνιν Ντ. Μπ., Η ψυχολογία του παιδιού, Μόσχα, 1976.- Παρασκευόπουλος I., Εξελικτική ψυχολογία, σε 4 T., Αθήνα. Ευάγγ. Μανουράς
ψυχολογία εφαρμοσμένη (Applied Psychology). Ονομάζεται η ψυχολογία η οποία ασχολείται με την πρακτική αξιοποίηση και εφαρμογή πραγματικών ψυχολογικών περιστατικών. Θεμελιωτής της εφαρμοσμένης ψυχολογίας θεωρείται ο W. Stern' (1871-1938). Η εφαρμοσμένη ψυχολογία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αυτή εξετάζει προβλήματα της αγωγής, της εργασίας, της θεραπείας ασθενειών κ.λπ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εφαρμοσμένη ψυχολογία αφορά κυρίως στους εξής ψυχολογικούς κλάδους: 1 ) την παιδαγωγική ψυχολογία, 2) την ψυχολογία της εργασίας, 3) την επαγγελματική ψυχολογία, 4) την ψυχολογία της επιχείρησης και 5) τη διαγνωστική ψυχολογία. Η εφαρμοσμένη ψυχολογία σήμερα κατευθύνεται προς μια διεπιστημονική συνεργασία. Βιβλιογρ.: Broadbent D. D.. Relation between Theory and Application in Psychology, in: "Psychology at work". Ed. P. B. Warr. Harmondsworlh, 1971.- Fryer D. H. - Henry E. R., Handbook of Applied Psychology, New York, 1950. Βασιλική Παππά
ψυχολογία λειτουργική. Κατεύθυνση της ψυ287
ψυχολογία λειτουργική χολογίας* η οποία μελετά τις διαδικασίες της συνείδησης* από την άποψη της λειτουργίας τους κατά την προσαρμογή του οργανισμού στο περιβάλλον. Εμφανίσθηκε με την επίδραση της εξελικτικής θεωρίας στη βιολογία (Δαρβίνος*, Σπένσερ*), σε συνδυασμό με τις ανάγκες ανάλυσης της συνείδησης στη δομική ψυχολογία (Βουντ*, Ε. Β. Tifchener*) και της μελέτης του λειτουργικού ρόλου της συνείδησης κατά την επίλυση ζωτικής σημασίας προβλημάτων του ατόμου*. Η τάση ερμηνείας των ψυχικών λειτουργιών από την όποψη των φυσικών επιστημών υποστηρίχθηκε από τους Th. Α. Ribot* (Γαλλία), Ν. Ν. Λάνγκε (Ρωσία), Ε. Claparède (Ελβετία). Ο C. Stumpf και η σχολή της Βυρτεμβέργης (Γερμανία) υιοθετεί ιδεοκρατικές ερμηνείες. Στις Η.Π.Α. η λειτουργική ψυχολογία ξεκινά από τον W. James* και αναπτύσσεται σε δύο σχολές: του Σικάγου* (J. Dewey*, J. Angel, Η. Can) και της Κολούμπια (R. Woodworth*). Η ψυχολογία ερμηνευόταν ως επιστήμη των λειτουργιών της συνείδησης, σε συνδυασμό με τις ανάγκες του οργανισμού και την αποτελεσματική προσαρμογή του στο μεταβαλλόμενο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Κατ' αυτό τον τρόπο διευρύνεται το πεδίο της ψυχολογίας και, εκτός της συνείδησης, συμπεριλαμβάνει και τη συμπεριφορά* (προσαρμοστικές ενέργειες), τα κίνητρα αυτής της συμπεριφοράς, τις ατομικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, τους μηχανισμούς της μάθησης κ.ά. προβλήματα που την προσεγγίζουν με την πρακτική* (βλ. και ψυχολογία πειραματική). Η κατεύθυνση αυτή βασιζόταν σε ασθενούς θεμελίωσης* θεωρητικές θέσεις, χαρακτηριζόταν από μια διαρχική αντίληψη (βλ. δυϊσμός) της συσχέτισης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών και μια τελεολογική (τελεολογία*) θεώρηση της συνείδησης ως σκόπιμα δρώσας ουσίας (βλ. σκοπός, σκοπιμότητα). Κατά τη δεκαετία του 1920 στις Η.Π.Α. εκτοπίσθηκε από τον συμπεριφορισμό*. Βιβλιογρ.: Μ. Yaroshevsky, A History of Psychology. Moscow, 1990.- A. A. Roback, Ιστορία της ψυχολογίας, Θεσ/κη, 1992. Δ. Πατέλης
ψυχολογία παιδαγωγική (Educational Psychology). Είναι η διερεύνηση των παιδαγωγικών διαδικασιών και πρακτικών με τις μεθόδους της ψυχολογίας*. Η παιδαγωγική ψυχολογία προσπαθεί να εντάξει τις ψυχολογικές μεθόδους στην παιδαγωγική πράξη (Ε. Meumann). Συναφής με την παιδαγωγική ψυχολογία είναι
288
η επιστήμη της ψυχοπαιδαγωγικής. Οι αλλαγές στον χώρο της αγωγής αλλά και στον χώρο της ψυχολογίας στις αρχές του 20ού αι. επέφεραν αλλαγές και στον χώρο της παιδαγωγικής ψυχολογίας, όπως ήταν αναμενόμενο, αφού αυτή έχει ως συνιστώσες της τις δύο προαναφερθείσες επιστήμες: την επιστήμη της ψυχολογίας και την επιστήμη της Αγωγής. Ψυχολογικοί κλάδοι οι οποίοι εφάπτονται της παιδαγωγικής ψυχολογίας και βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση μ' αυτήν είναι η Γενική Ψυχολογία, η Ψυχολογία της Μάθησης*, η Ψυχολογία της Ανάπτυξης κ.ά. Βιβλιογρ.: Warburton F. W., Educational Psychology, In: •Annual Rev. of Psychology" 13 (1962), o. 371-414. Βασιλική Παππά
ψυχολογία πειραματική. Πληθώρα ερευνητικών κατευθύνσεων της ψυχολογίας*, οι οποίες εδράζονται στη διερεύνηση των ψυχικών φαινομένων μέσω πειραματικών μεθόδων. Οι τελευταίες, σε αντιδιαστολή με την παρατήρηση και την αυτοπαρατήρηση*, επιτρέπουν την ενεργό παρέμβαση του ερευνητή στην υπό εξέταση συγκυρία, τον σχεδιοποιημένο χειρισμό ενός ή μερικών μεταβλητών (παραγόντων) και την καταχώρηση των συνακόλουθων αλλαγών της συμπεριφοράς* του υπό εξέταση "αντικειμένου"*. Η ορθή πειραματική διάταξη επιτρέπει τον έλεγχο των υποθέσεων αναφορικά με τις αιτιώδεις σχέσεις (αιτιότητα*), χωρίς να περιορίζεται στην επισήμανση της συνάφειας μεταξύ των μεταβλητών. Η χρησιμοποίηση του πειράματος συντέλεσε στη μετατροπή της ψυχολογίας από τομέα της φιλοσοφίας* σε σχετικά αυτοτελή επιστήμη. Ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αι. με τα εργαστήρια διερεύνησης στοιχειωδών ψυχικών λειτουργιών (αισθήματα*, αντίληψη*, χρόνος αντίδρασης) από πλευράς φυσιολογίας, τα οποία οδήγησαν στην ιδέα της ψυχολογίας ως επιστήμης διαφοριζόμενης από τη φιλοσοφία και την φυσιολογία. Αποφασιστική ήταν εδώ η συμβολή του Βουντ*. Αργότερα τα πειράματα επεκτείνονται στη ζωοψυχολογία* (Κ. Μόιντ - Μόργκαν, Ε. L. Thorndike' κ.ά.), στα ψυχικώς νοσούντα άτομα και στα παιδιά. Εξετάζονται και οι ατομικές παραλλαγές της ευαισθησίας, του χρόνου αντίδρασης, της μνήμης*, των συνειρμών* κ.λπ. (Φ. Γκάλτον*, J. M. Cattel) και συγκροτείται η "ατομικών διαφορών ψυχολογία"*. Τα αποτελέσματα της αρχικά ακαδημαϊκού χαρακτήρα πειραματικής ψυχολογίας αποκτούν στη συνέχεια ευρεία
ψυχολογία της μάθησης πρακτική σημασία σε πληθώρα τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας* (από την προσχολική παιδαγωγική μέχρι τις επανδρωμένες διαστημικές πτήσεις). Η χρήση του πειράματος στην ψυχολογία εντατικοποιείται με τον διεπιστημονικό χαρακτήρα των ερευνών (βιολογία, τεχνική*, κοινωνικές επιστήμες κ.λπ.) και εγείρει πάντοτε ζητήματα ηθικής φιλοσοφίας, δεοντολογίας, λογικής και μεθοδολογίας της επιστημονικής διερεύνησης του ανθρώπου*, ο οποίος, όντας και υποκείμενο*, δεν μπορεί να αναχθεί σε πειραματικό αντικείμενο*. Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, συνείδηση κοινωνική. Βιβλιογρ.: Μ. Yaroshevsky, A History ot Psychology. Moscow. 1990.- A. A. Roback, Ιστορία της ψυχολογίας, Θεσ/κη, 1992. Δ. Πατέλης
ψυχολογία της μάθησης. Η μάθηση αποτελεί ψυχικό φαινόμενο, με το οποίο ο άνθρωπος οικειοποιείται μια νέα εμπειρία* που είναι απαραίτητη για την παραπέρα δραστηριότητά του και την αντιμετώπιση των ποικίλων καταστάσεων της ζωής. Κατά τον ρώσο ψυχολόγο Vigotsky* η μάθηση* προηγείται της ωρίμανσης και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την πνευματική ανάπτυξη του ατόμου- και αυτό σε αντίθεση με τον Piaget*, ο οποίος θεωρεί την ωρίμανση αναγκαίο όρο της μάθησης. Ανάλογη με του Vigotsky είναι και η άποψη του J. Bruner. Επιπλέον, οι ψυχολόγοι τονίζουν τη μορφωτική επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος στη διαδικασία της μάθησης (C. & Κ. Hages). Βασικός όρος στη μάθηση θεωρείται η ενθάρρυνση, η οποία αφορά στην ψυχική ενίσχυση του εκπαιδευόμενου: πίστη στις ικανότητές του, αναγνώριση της αξίας του και των προσπαθειών του, δημιουργία αυτοπεποίθησης κ.λπ. (Dirkmeyer και Dreikurs). Το φαινόμενο της μάθησης μελετήθηκε συστηματικά από δυο κυρίως ψυχολογικές κατευθύνσεις, της συνειρμικής* και της μορφολογικής* ψυχολογίας. Στη συνειρμική ψυχολογία η μάθηση συνίσταται στον δεσμό που δημιουργείται ανάμεσα σ' ένα ερέθισμα και στην αντίδραση σ' αυτό, η οποία είναι ήδη εγκατεστημένη στο νευρικό σύστημα του οργανισμού (Ε-A). Επομένως, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η παλιότερη εμπειρία του ατόμου, οι μηχανισμοί αντιδράσεως και οι συνειρμοί που πραγματοποιούνται (βάσει των συνειρμικών νόμων της ομοιότητας, της αντιθέσεως, του ταυτόχρονου και της διαδοχής). Κύριοι εκπρόσωποι της μα-
Φ.Λ., Ε - 1 9
θήσεως κατά τη συνειρμική ψυχολογία είναι: ο αμερικανός Ε. Thorndike*, ο οποίος διετύπωσε τη θεωρία ότι η μάθηση είναι σύνδεση· ο ρώσος I. Pavlov*, με τη θεωρία της υποκατάστσης (conditionign) ή της κλασικής μάθησης μέσω της υποκατάστασης, η οποία βασίζεται στην ενίσχυση (παθητικός τύπος μάθησης)· και οι αμερικανοί I. Watson*, οοποίος θεμελίωσε την ψυχολογία της συμπεριφοράς (behaviorism*) και ο F. Β. Skinner*, ο οποίος εισηγήθηκε τη συντελεστική μάθηση (ενεργητικός τύπος μάθησης) και τη λεγόμενη προγραμματισμένη μάθηση (programmed learning), κατά την οποία γίνεται συστηματική οργάνωση και προσφορά της διδακτέας ύλης με προγραμματισμένο εγχειρίδιο (γραμμικό ή ευθύγραμμο, Skinner, και διακλαδωμένο ή πολλαπλών απαντήσεων, Ν. A.Growder) ή με μηχανές μαθήσεως. Επίσης, στα πλαίσια του νεοσυμπεριφορισμού, η κοινωνική μάθηση (social learning) ή η μάθηση από παρατήρηση στηρίζεται στην παρατήρηση και τη μίμηση προτύπων (Α. Bandura), ενώ η γνωστική μάθηση (γνωστικός συμπεριφορισμός) εστιάζει το ενδιαφέρον στην παρέμβαση του σκεπτόμενου υποκειμένου (Ε - Υ - Α). Στη μορφολογική ψυχολογία (Gestaltpsychologie*), η μάθηση βασίζεται στην άμεση κατανόηση, είτε με την ενόραση και τη διαίσθηση είτε με την άμεση αντίληψη των μερών ενός όλου, σύμφωνα με την οργανωμένη σε μορφές (Gestalten) πνευματική εμπειρία του ανθρώπου. Η μάθηση, εδώ, χωρεί από το όλον προς τα μέρη. Οι ψυχολόγοι της μορφής ή του πεδίου, όπως λέγονται, εξαίρουν κυρίως την ωρίμανση (αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών επιδράσεων) του ατόμου, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κατά τη διαδικασία της μάθησης και τους όρους μέσα στους οποίους συντελείται η μάθηση. Κύριοι εκπρόσωποι της μάθησης κατά τη μορφολογική ψυχολογία είναι: ο ιδρυτής της Μ. Wertheimer*, ο W. Köhler και κυρίως ο Κ. Kofka, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία της μάθησης μέσω της ενόρασης (Einsicht). Τέλος, στην κατανόηση του φαινομένου της μάθησης συνέβαλε σημαντικά ο Ελβετός I. Piaget*, κατά τον οποίο η συγκρότηση της γνώσης προέρχεται από την αλληλεπίδραση της αισθητηριακής εμπειρίας και της λογικής. Υποστηρίζει ότι η μάθηση σ' όλα τα αναπτυξιακά στάδια του ανθρώπου στηρίζεται στη συγκεκριμένη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα. Κατά τον Piaget, βασικοί όροι στη διαδικασία της μάθησης είναι η κατανόηση, να
289
ψυχολογία της μορφής μάθει το παιδί πώς πρέπει να μαθαίνει και να αυτενεργεί. Όσον αφορά στη διαδικασία της μάθησης, αυτή συνίσταται στην αφομοίωση (οικειοποίηση της νέας εμπειρίας) και τη συμμόρφωση (τροποποίηση των νοητικών σχημάτων για την αφομοίωση νέων εμπειριών). Οι λειτουργίες της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης οδηγούν στην προσαρμογή, στην ανεύρεση δηλαδή από το άτομο της ισορροπίας μεταξύ του εαυτού του και του περιβάλλοντος. Βιβλιογρ.: Bruner J., Η διαδικασία της παιδείας, εκδ. Καραβία, Αθήνα.- Dreikurs R. and Dirkmeyer D„ Encouraging children to learn, the ecnouraging process, Prentice Hall, Englewood. Cliffs, 1963.- Hilgard E. R, Theories of learning, Appleton - Century - Crofts, New York, 1956.ΜελανΙτου Ν., Η μάθηση κατά τις αρχαίες ελληνικές, τις μεταγενέστερες και τις σύγχρονες αντιλήψεις, Αθήνα, 1987.- ΠαπαναστασΙου Α., Σύγχρονα ρεύματα της γενικής ψυχολογίας και νέες μορφές της σχολικής μεθοδολογίας, εκδ. Κυριακίδη, θεσ/νίκη, 1979.- Stones Ε., Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Ψυχολογία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1978.- Vigotsky L. S.. Thought and Language, translated by E. Haufmann and G. Vacar, Wiley, Ν. Y., 1962. Ευτυχία Ξυδιά
ψυχολογία της μορφής, βλ. Γκεστάλτ-ψυχολογία ψυχολογία του βάθους. Με τον όρο αυτό κάποιοι ψυχολόγοι ορίζουν την "ψυχανάλυση"*, ενώ άλλοι, προσδίδοντάς της ευρύτερη σημασία, χαρακτηρίζουν την ψυχολογία που μελετά τις ασυνείδητες ψυχικές δυνάμεις, όπως είναι η ψυχανάλυση του Freud* αλλά και η ψυχολογία του Adler*, του Fromm* και άλλων. Ετσι ο όρος φαίνεται να ταυτίζεται σημασιολογικά με τον όρο "ψυχοδυναμική", ο οποίος υποδηλώνει τη μελέτη ασυνείδητων δυνάμεων, δίχως αναφορά σε συγκεκριμένη θεωρία. Η ψυχολογία του βάθους ορίζεται ως τέτοια για να αντιπαραβληθεί προς την εξέταση της επιφάνειας. Είναι η ψυχολογία η οποία θέλει να δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρεται για το εξωτερικό και επιφανειακό αλλά για το κρυμμένο και εσωτερικό, όπως είναι τα κίνητρα της συμπεριφοράς*, οι επιθυμίες και οι υποσυνείδητες συγκρούσεις του ατόμου. Ως μέθοδο διερεύνησης, η ψυχολογία βάθους χρησιμοποιεί τη συνέντευξη. Εκτός από την ψυχανάλυση του Freud, εδώ ανήκουν και οι θεραπευτικές διαδικασίες που πρότειναν οι διάδοχοι του, οι C. Jung*, Α. Adler*, Melanie Klein κ.ά. Οι βαθύτερες πλευρές της προσωπικότητας* του ατόμου διερευνώνται επίσης με τα "προβολικά τεστς". Το πιο
290
γνωστό απ" αυτά είναι οι κηλίδες μελάνης του ψυχιάτρου Herman Rorschach. Το τεστ αυτό αποτελείται από δέκα σχήματα με κηλίδες μελάνης, για τα οποία ζητείται από τον ερωτώμενο να πει τι βλέπει. Από τις απαντήσεις που δίνει, ο εξεταστής προσπαθεί να ερμηνεύσει τις υποσυνείδητες συγκρούσεις του. Αλλο προβολικό τεστ είναι το τεστ "θεματικής αντίληψης" Τ.Α.Τ., το οποίο αποτελείται από είκοσι εικόνες με ανθρώπους σε διάφορες δραστηριότητες. Το άτομο καλείται να εκφράσει τις σκέψεις του γι' αυτές τις εικόνες. To C.A.T. είναι ένα προβολικό τεστ παιδικής θεματικής αντιλήψεως το οποίο -όπως υποδηλώνει και το τίτλος του- χρησιμοποιείται σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, όπως επίσης και η κλίμακα παιδικού άγχους του Rosenzweig. Αλλα προβολικά τεστς είναι η συμπλήρωση ελλιπών προτάσεων ή η συμπλήρωση ελλιπών ιστοριών, καθώς και το ελεύθερο σχέδιο. Πολλές φορές, ως προβολικά τεστς χρησιμοποιούνται το ψυχόδραμα ή το παιχνίδι. Ως "ψυχολογία του βάθους"* ή "αναλυτική ψυχολογία" ονομάστηκε τέλος η ψυχολογική θεωρία του Carl Gustav Jung*, ο οποίος, ενώ δέχτηκε τη σημασία του υποσυνειδήτου, υποστήριξε ότι η libido είναι μια γενική και αδιαφοροποίητη ψυχική ενέργεια την οποία ταύτισε με την ορμή για δράση. Ο Jung διέκρινε δύο μορφές ασυνειδήτου*: α) το προσωπικό ασυνείδητο και β) το κοινωνικό ή φυλετικό ασυνείδητο, που περιλαμβάνει τα ένστικτα και τα αρχέτυπα, τη συλλογική δηλαδή μνήμη. Γενικά η "ψυχολογία του βάθους" τονίζει ακόμα και με τον ίδιο τον τίτλο της τους κινδύνους που ενέχει μια επιφανειακή και εξωτερική εξέταση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Βιβλιογρ.: Bellak L„ The Thematic Apperception Test and the Children's Apperception Test in clinical use, Gune & Stratton, New York, 1954.- Καλούτσης Α., To ψυχολογικά τεστ Rorschach, περιοδικό "Παιδεία", τεύχη 33, 34, 37 & 38,1949.- Jung C. G.. Αναλυτική ψυχολογία, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα.- του ίδιου, Εισαγωγή στην αναλυτική ψυχολογία, Αθήνα, 1950.- του Ιδιου, Ψυχολογία του ασυνειδήτου, Αθήνα. Βασιλική Παππά
ψυχολογία των λαών. Ενα από τα πεδία της κοινωνικής ψυχολογικής έρευνας, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η ανάδειξη εκείνων των διαδικασιών ψυχολογικού χαρακτήρα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του συνολικού πολιτισμικού προϊόντος ενός λαού. Αρχικά απετέλεσε συμπληρωματικό στοιχείο σε διάφο-
ψυχολογία των μαζών ρες έρευνες ιστορικού και εθνολογικού χαρακτήρα και αργότερα αυτονομήθηκε αποτελώντας ξεχωριστό τομέα έρευνας. Σημαντικότερη μέθοδος στις έρευνες αυτές είναι οι διαπολιτισμικές συγκρίσεις. Η ψυχολογία των λαών ως επιστημονικός τομέας έκανε την εμφόνισή του το 1860 στο όρθρο των Γερμανών Μ. Λαζάρους και Γ. Στέινταλ Εισαγωγικές σκέψεις για την ψυχολογία των λαών, στο οποίο ως κεντρικό ζήτημα έθεταν την κατανόηση από ψυχολογική οπτική γωνία του "πνεύματος" του λαού, των πράξεών του, καθώς επίσης και τη μελέτη των νομοτελειών* που διέπουν τη διαμόρφωση και ανάπτυξη της ιδιομορφίας των χαρακτηριστικών της οντότητας που ονομάζουμε "λαός"*. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίληψη που κυριαρχούσε την περίοδο αυτή συνίστατο στο ότι, πέραν από το ατομικό πνεύμα που χαρακτηρίζει το άτομο, υπάρχει ένα εξωατομικό, κοινό για κόθε λαό, "υπερατομικό" πνεύμα, που και τον χαρακτηρίζει ως τέτοιον. Οι πρώτοι αυτοί προβληματισμοί συνέβαλαν σημαντικά στην από ψυχολογικής πλευράς διερεύνηση των θεμάτων που αφορούν στην ψυχολογία των λαών. Με μεγάλη προσοχή για το θέμα εργάστηκε και ο "πατέρας της ψυχολογίας" W. Wundt*, ο οποίος δημοσίευσε τις πρώτες παρατηρήσεις του για την ψυχολογία των λαών στην πρώτη έκδοση των διαλέξεων Για τον ψυχισμό του ανθρώπου και των ζώων. Αργότερα στο έργο του Ψυχολογία των λαών-η συγγραφή του οποίου διήρκεσε δέκα χρόνια (1910-1920)- προσπάθησε να εξηγήσει τα ζητήματα που αφορούν στο αντικείμενο μέσα στα πλαίσια της δικής του ατομιστικής εμπειρικής θεωρίας. Σε θέματα που αφορούν στην ψυχολογία των λαών επικέντρωσε την προσοχή της τόσο η Γαλλική κοινωνιολογική σχολή με τον Ε. Dürkheim*, ο οποίος προσπάθησε να εξηγήσει τα φαινόμενα μέσα από τη θεωρία του για τις "συλλογικές παραστάσεις", όσο και η ψυχανάλυση*, η οποία ανήγαγε τις ψυχολογικές αυτές διαδικασίες στη δυναμική της λιβιδινικής ενέργειας. Σημαντικός ερευνητικός τομέας στα πλαίσια της ψυχολογίας των λαών είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τον εθνικό χαρακτήρα. Βιβλιογρ.: "Κοινωνική ψυχολογία και κοινωνική πρακτική" συλλ. άρθρων, Μόσχα, 1985.- Δ. Γεώργας, Κοινωνική ψυχολογία, έκδ. Παν/μίου Αθηνών, 1986. Ευάγγ. Μανουράς
ψυχολογία των μαζών. Ερευνητικός τομέας της "κοινωνικής ψυχολογίας"*, σχετικός με το
φαινόμενο που υποδηλώνεται με την έννοια "μάζα". Οι πρώτες έρευνες σχετικά με τη συμπεριφορά των μαζών σχετίζονται με τις πρώτες μαζικές αυθόρμητες εμφανίσεις και διεκδικήσεις των εργατών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του τέλους του 19ου αι. και αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο κοινωνικό φαινόμενο της εποχής. Το 1890 κάνει την εμφόνισή του το βιβλίο του G. Tard* Οι νόμοι της μίμησης, στο οποίο εκφράζει την άποψη ότι οι αλληλεπιδράσεις που εμφανίζονται στην κοινωνική ζωή πραγματοποιούνται εξαιτίας δύο παραγόντων: της "εφεύρεσης", η οποία οδηγεί στην ανανέωση και την πρόοδο, και της "μίμησης", η οποία εξασφαλίζει την κοινωνική συνέχεια και τη σταθερότητα. Στρέφοντας την προσοχή του στη συγκινησιακή πλευρά της κοινωνικής συμπεριφοράς, διατυπώνει την αντίληψη ότι στη βάση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται η διαδικασία της αφομοίωσης και υποβολής των προτύπων, των πεποιθήσεων και των συναισθημάτων των ανθρώπων μεταξύ τους, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην περίπτωση των μαζών. Ιδιαίτερα σημαντικές στον τομέα αυτό είναι οι μελέτες του Γάλλου κοινωνιολόγου G. Lebon*, ο οποίος θεωρεί τη μάζα ως ένα σύνολο ανθρώπων το οποίο παρουσιάζει ως ολότητα ιδιόμορφα ψυχολογικά χαρακτηριστικά σε σχέση με εκείνα που αφορούν στο κάθε άτομο ξεχωριστά. Κατά τη γνώμη του, κύρια χαρακτηριστικά της μάζας είναι η ελάττωση της κριτικής ικανότητας και παρατήρησης. Το άτομο, ως μονάδα που απαρτίζει τη μάζα, χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω: 1) "αποπροσωποποίηση", δηλαδή υποχώρηση των προσωπικών κανόνων συμπεριφοράς απέναντι στην ενστικτώδη και φορτισμένη συγκινησιακά συμπεριφορά του συνόλου, 2) κυριαρχία των συναισθημάτων και υποχώρηση του λογικού, 3) μείωση της νοητικής ικανότητας του ατόμου, με την έννοια ότι η νοητική ικανότητα της μάζας είναι χαμηλότερη από τις νοητικές ικανότητες κάθε ατόμου ξεχωριστά, και, τέλος, 4) ελάττωση της προσωπικής ευθύνης για τις προσωπικές πράξεις και συμπεριφορές του ατόμου ως μέλους της μάζας, με την έννοια ότι πράξεις που ένα άτομο εκτελεί μέσα στη μάζα ίσως να μην τις εκτελούσε ποτέ έξω από αυτήν. Νεότερες αντιλήψεις, που προέρχονται από τον χώρο των μαρξιστών κοινωνιολόγων, αμφισβήτησαν τόσο την επιστημονικότητα της έννοιας "μάζα" όσο και τις παραπάνω ερμηνείες. Κατά τη γνώμη τους, η πε-
291
ψυχολογία των ορμών ριστασιακή συνάθροιση ατόμων δεν συνιστά ιδιαίτερο κοινωνικό φαινόμενο, στον βαθμό που οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων δεν συνιστούν κάποια κοινωνική ομάδα, αφού είναι εξωτερικές, ευκαιριακές και σύντομες στη χρονική τους διάρκεια.
προβάλλεται και ως κοινωνικοποίηση*. Κατά την πορεία της εσωτερίκευσης η δομή της εξωτερικής δραστηριότητας μετασχηματίζεται σε "ενδοψυχική" και "συμπτύσσεται", ώστε να μετασχηματισθεί εκ νέου και να "αναπτυχθεί" κατά τη διαδικασία της "εξωτερίκευσης", κατά Βιβλιογρ.: J. Ο. Y'Gasset, Der Aufstand der messen,την οποία βάσει των ψυχικών λειγουργιών δοHamburg, 1956.- Πόρσνιεφ Β. Φ., Κοινωνική ψυχολογία μείται η "εξωτερική" κοινωνική δραστηριότητα. και ιστορία, Μόσχα. 1963.- Γ. Λεμπόν, Η ψυχολογία των Μέσα από αυτές τις έρευνες ο έναρθρος όχλων. λόγος εξετάζεται ως δυναμικό και διατεταγμέΕυάγγ. Μανουράς νο εννοιολογικό σύστημα ενοποιημένων βουλητικών και νοητικών διαδικασιών. Οι έρευνες ψυχολογία των ορμών, βλ. Μακ Ντούγκαλ αυτής της σχολής βρήκαν διέξοδο και στην παιδαγωγική μέσω του προσδιορισμού της ψυχολογία υπαρξιακή, βλ. υπαρξιακή φιλοσο- "ζώνης εγγύτερης ανάπτυξης", η οποία καθιφία στά εφικτή τη βέλτιστη προτρέχουσα και κατευθυντήρια επίδραση της διδασκαλίας στη ψυχολογίας ιστορική - πολιτισμική σχολή. Κα- νοητική εξέλιξη, μέσω της "έλλογης μίμησης" τεύθυνση της ψυχολογίας* που θεμελιώθηκε και του καταλυτικού ρόλου του ενήλικα στην εαπό τον σοβιετικό ψυχολόγο και φιλόσοφο Λ. σωτερίκευση από το παιδί της δομής της συμΣ. Βιγκότσκι* και τους μαθητές του (Α. Ν. Λεό- βολικά διαμεσολαβημένης δραστηριότητας. ντιεφ*, Α. Ρ. Λούρια κ.ά.). Αποφασιστικό ρόλο Ζητήματα τα οποία εξέτασε η εν λόγω σχολή για τη διαμόρφωση της διαδραμάτισαν οι ανά- επανεμφανίζονται (με αρκετή μονομέρεια) σε γκες της "πολιτισμικής επανάστασης"*, που ε- άλλες κατευθύνσεις (π.χ. στη "συμβολική διαπέβαλε η ρωσική "σοσιαλιστική επανάσταση"* ντίδραση" είτε στην "υπόθεση της γλωσσολο(εξάλειψη του αναλφαβητισμού, διαμόρφωση γικής σχετικότητας"). Στην αντιπαράθεσή της υποκειμένου* -ολόπλευρα ανεπτυγμένων προ- με τον υποκειμενικό ατομισμό* του ψυχολογισωπικοτήτων κ.λπ.) και η κριτική μεθοδολογική σμού*, η σχολή αυτή εκδηλώνει μιαν άλλη μοανάλυση της κρίσης στην οποία περιήλθε η ψυ- νομέρεια, έναν ιδιότυπο κοινωνιολογισμό*, ο χολογία της εποχής υπό το πρίσμα της φιλο- οποίος με τη σειρά του είναι αποτέλεσμα της ισοφίας του μαρξισμού*. Η κατεύθυνση αυτή στορικής γνωσιακής συγκυρίας της εποχής και βασίσθηκε στην κριτική επεξεργασία του φρο- της αδυναμίας της κοινωνικής θεωρίας να διυδισμού*, του συμπεριφορισμού*, της ,-γκε- ευθετήσει διαλεκτικά τη συσχέτιση φυσικού στάλτ-ψυχολογίας"*, της γαλλικής "γενετικής (βιολογικού κ.λπ.) και κοινωνικού, ατόμου* και ψυχολογίας" (κυρίως του Πιαζέ*), καθώς και κοινωνίας*. Αυτό αποτέλεσε το αντικείμενο της δομικής - σημειωτικής κατεύθυνσης στη κριτικής εκ μέρους άλλων στοχαστών (π.χ. του γλωσσολογία, στη θεωρία της λογοτεχνίας και Ρουμπινστάιν*). Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωστην αισθητική*. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος νία, δραστηριότητα, Λογική της Ιστορίας. της μαρξιστικής φιλοσοφίας και ορισμένου επιπέδου κατανόησης της "διαλεκτικής λογι- Βιβλιογρ.: Μ. Yaroshevsky, A History of Psychology, κής". Κατό την εν λόγω σχολή η κύρια νομο- Moscow, 1990.- του ίδιου, Λ. Βιγκότσκι, αναζητώντας τη τέλεια που διέπει την οντογένεση του ψυχι- νέα ψυχολογία, Μόσχα. 1993.- Βιγκότσκι Λ., "Εργα", σμού έγκειται στην εσωτερίκευση* (intériori- τόμ. 1-6. Μόσχα, 1982-84.- TOU ίδιου, Σκέψη και γλώσσα, Αθήνα, Γνώση.- Κ. ΛεβΙτιν, Η διαμόρφωση της προσωπιsation) από το παιδί της δομής της εξωτερικής κότητας, Σ. Ε., Αθήνα, 1990. κοινωνικής - συμβολικής (δηλαδή από κοινού Δ. Πατέλης με τον ενήλικα και διαμεσολαβημένη μέσω σημείων*) δραστηριότητάς* του. Αυτό έχει ως α- ψυχολογισμός στη λογική. Μεθοδολογική καποτέλεσμα τη μεταβολή της προηγούμενης τεύθυνση της λογικής*, η οποία στηρίζεται δομής των ψυχικών λειτουργιών (ως "φυσι- στην ψυχολογική ερμηνεία των βασικών της κών"). Η διαμεσολάβηση των εσωτερικευμέ- εννοιών. Υπήρξε άμεση συνέπεια του συνειρνων σημείων καθιστά τις ψυχικές λειτουργίες μισμού, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ε"πολιτισμικές". Αυτό εκδηλώνεται εξωτερικά ξαρτά τους λογικούς κανόνες από τους συμε τον "συνειδητό και αυθόρμητο"* χαρακτήρα νειρμούς της συνείδησης*. Κύριοι εκπρόσωποι τους. Κατ" αυτό τον τρόπο η εσωτερίκευση του ψυχολογισμού στη λογική είναι οι : Τζ.
292
ψυχομετρία Λοκ\ Ντ. Χιουμ*, καθώς και Γ. Φ. Φρις*, Φ. Ε. Μπένεκε", Τ. Lipps, Μπ. Έρντμαν (Γερμανία)· Α. Μπεν (Αγγλία)' Μ. Τρότσκι, Ν. Γ. Γκροτ, Ν. Ροζντέστβενακι (Ρωσία). Σύμφωνα με τον ψυχολογισμό, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα είναι σύνθεση αντιλήψεων που πραγματοποιείται συνειδητά, στη "ζωντανή διαδικασία" της σκέψης, οι οποίες είναι υποκειμενικές στην ουσία τους και αντικειμενικές μόνο ως προς τη γλωσσική μορφή τους. Για τον ψυχολογισμό, η λογική πρέπει να μελετά τους εσωτερικούς μηχανισμούς της γνωστικής διαδικασίας βάσει των ψυχολογικών μεθόδων δεν πρέπει δηλαδή να περιορίζεται στη μελέτη των γλωσσικών μόνο μορφών της σκέψης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η σκέψη και η γλώσσα δεν ταυτίζονται. Επομένως, η λογική συνιστά μέρος της θεωρίας της γνωστικής διαδικασίας, είναι κατά την έκφραση του Γκροτ η "ψυχοδυναμική της γνώσης", η οποία αφορά σε όλες τις νοητικές γνωστικές λειτουργίες (ανάλυση, σύνθεση, γενίκευση, παρατήρηση κ.λπ.). Πολέμιοι του ψυχολογισμού είναι οι Τζ. Μπουλ*, Γκ. Φρέγκε* κ.ά., οι οποίοι εισηγήθηκαν τη μαθηματικοποίηση της λογικής. Το κίνημα του ψυχολογισμού εξασθένησε σημαντικά στις αρχές του 20ού αι. Βιβλιογρ. : Ντρέσλερ I. Γκ.. Οι βάσεις της ψυχολογίας και της λογικής κατά τον Μπένεκε, μτφρ. από τα γερμ., Σπ.ργκ. 1871- Χέρμπαρτ I. Φ.. Ψυχολογία, μτφρ. από τα γερμανικά Σπ-ργκ, 1895.- Γκροτ Ν. Γ.. Γι α το ζήτημα της μεταρρύθμισης τηςλογιΙ<ής, Λιψία, 1882.- Bain Α., Logic, ν. 1-2, London, 1896-1906.- Lipps T.. Psychologie und Logik, Munch., 1905. Ευτυχία Ξυδιά
ψυχόλογισμός στην κοινωνιολογία. Πρόκειται για μια μεθοδολογική προσέγγιση και προσπάθεια ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων·και της κοινωνικής συμπεριφοράς με βάση μόνο τα ψυχολογικά δεδομένα. Διατυπώθηκε αρχικά από τον εγκληματολόγο Γκαμπριέλ Ταρντ*, γεγονός που τον έφερε αντιμέτωπο με τον κοινωνιολόγο Εμίλ Ντυρκαίμ*, ο οποίος, αντιδρώντας υπέρμετρα στην άποψη αυτή, έφθασε στο άλλο άκρο αρνούμενος ολοκληρωτικά τη συμβολή των ατομικών παραγόντων στη διαμόρφωση του κοινωνικού. Τα βασικά χαρακτηριστικά του ψυχολογισμού, όπως διατυπώθηκαν αρχικά από τον Ταρντ και τους οπαδούς του, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α. Ο ψυχολογισμός αναλύει την προσωπικότητα του ατόμου μόνον με κριτήρια βιολογικά και ψυχολογικά.
β. Θεωρεί ότι τα έμφυτα χαρακτηριστικά του ατόμου (παρορμήσεις, τάσεις, ροπές, κλίσεις κ.λπ.), που υπάρχουν εκ γενετής, διαμορφώνουν την προσωπικότητα* και προσδιορίζουν την κοινωνική συμπεριφορά του. γ. Εξηγεί τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ατόμων ως σχέσεις απλής επικοινωνίας που οφείλονται σε μια αυθόρμητη ροπή του ενός "εγώ" προς τους άλλους. Ο Ταρντ πίστευε πως αυτή η κοινωνική συμπεριφορά προκύπτει από την μίμηση τους ενός προς τον άλλο και μάλιστα του κατώτερου προς τον ανώτερο, που λειτουργεί γενικά ως πρότυπο, δ. Τα κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να ερμηνεύονται ψυχολογικά, δηλαδή σαν αποτέλεσμα της ατομικής ψυχολογίας των μελών μιας κοινωνικής ομάδας. ε. Οι διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες (οικογένεια, σχολείο κ.λπ.), που είναι ανεξάρτητοι από τον παράγοντα άτομο, επιδρούν ελάχιστα στις κοινωνικές σχέσεις και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου. Ο Ντυρκαίμ και άλλοι διετύπωσαν πολλές αντιρρήσεις κατά του ψυχολογισμού: α) τα κοινωνικά φαινόμενα είναι δεδομένα και προϋπάρχουν από την προσωπικότητα· β) το ένα "εγώ" επηρεάζει το άλλο, τα "εγώ" δεν είναι αυτόνομα' γ) η μίμηση δεν αποτελεί κοινωνικό αλλά ατομικό γεγονός· δ) από τον ψυχολογισμό διαφεύγει ο πολύπλοκος χαρακτήρας της ομαδικής ψυχολογίας. Δημ. Τσατσούλης
ψυχομετρία. Τομέας της ψυχολογίας*, ο οποίος, στην αρχική περίοδο της εμφάνισής του, επικέντρωνε την προσοχή του στη μέτρηση διαφόρων χαρακτηριστικών των ψυχικών διαδικασιών (χρόνος εξέλιξης της ψυχικής διαδικασίας, η ικανότητα αντίληψης και εντύπωσης πειραματικού υλικού, η ικανότητα διαφοροποίησης ερεθισμάτων κ.ά.). Στις μετρήσεις αυτές σημαντικές ήταν οι μελέτες των W. Wundt*, Fechner*, Ebbinghaus, του Woodworth και του Ολλανδού Donders. Μέσα από τις μετρήσεις αυτές δόθηκε η δυνατότητα να μελετηθούν πολλές παράμετροι τόσο των ξεχωριστών ψυχικών λειτουργιών όσο και της συνείδησης* στο σύνολό της. Παράλληλα, με τις μετρήσεις αυτές η ψυχολογία* εδραιώνεται ως πειραματική επιστήμη. Στο πρώτο μισό του 20ού αι. οι μετρήσεις επεκτάθηκαν στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας*, ενώ κάνουν την εμφάνιση τους και οι πρώτες κλίμακες μέτρησης με ε-
293
ψυχοπάθεια πίκεντρο τη νόηση*. Σήμερα η ψυχομετρία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην επεξεργασία και τελειοποίηση των τρόπων, των μεθόδων και των κλιμάκων μέτρησης των διάφορων ψυχολογικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και όχι στις ίδιες τις ψυχικές ιδιότητες, όπως η κλασική ψυχομετρία. Στην προσπάθεια διαμόρφωσης αξιόπιστων μεθόδων και κλιμάκων μέτρησης σημαντικό ρόλο παίζουν τόσο η σύγχρονη τεχνολογία (Η/Υ κ.λπ.) όσο και η επεξεργασία μαθηματικών και στατιστικών μοντέλων. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών αξιοποιούνται από όλους του τομείς της ψυχολογίας. Βιβλιογρ.: Guilford J. P., Fundament statistics in psychology. Ν. Y„ 1956.· Guilford J.. Psychometric Models, Ν. Y.. 1954 - Woodworth R. - Shlosberg H „ Experimental psychology, Ν. Y., 1963.- Nunnaly G. C., Psychometric theory. Ν. Y., 1967 - Restle F., Mathematical models in psychology, Baltimore / Ringwood, 1971. Ευάγγ. Μανουράς
ψυχοπάθεια. Παθολογική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διαμόρφωση τέτοιων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας* (συχνά μη αναστρέψιμων), τα οποία καθιστούν δύσκολη την προσαρμογή στο κοινωνικό περιβάλλον. Στην ιστορία της ψυχιατρικής, η ψυχοπάθεια συνδέθηκε με τη σωματοδομή (Kretschmer) και τη δομή του χαρακτήρα* (Janet). Σήμερα η αιτιολογία για την εκδήλωση ψυχοπαθητικών εκδηλώσεων συνδέεται: α. Με σοβαρές διαταραχές στη νευροφυσιολογική δομή του ατόμου (σοβαρό εγκεφαλικό τραύμα, ανωμαλίες κατά την ενδομήτρια περίοδο ανάπτυξης του βρέφους). β. Με τις συνθήκες διαπαιδαγώγησης του ατόμου, όπου παρατηρούνται σοβαρές δυσλειτουργίες στις διαπροσωπικές κοινωνικές σχέσεις του ατόμου προς το κοινωνικό περιβάλλον. Στην περίπτωση αυτή η ψυχοπάθεια εκδηλώνεται ως κοινωνικοπαθητική διαταραχή. Διακρίνονται διάφορες μορφές ψυχοπάθειας, οι οποίες ποικίλλουν σε συνάρτηση με την κάθε προσέγγιση. Ως αφετηριακή θεωρείται η διάκριση τριών βασικών εκδηλώσεων ψυχοπάθειας: της ψυχασθενικής, της υστερικής και της εκρηκτικής.
λετά τον ρόλο των ψυχολογικών παραγόντων στην αιτιολογία της δημιουργίας δυσλειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού. Αν και οι παρατηρήσεις για την επίδραση των ψυχολογικών παραγόντων στο σώμα έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα, η επιστημονική διαπίστωση για τη συμμετοχή των ψυχολογικών παραγόντων στην παθογένεση και την εκδήλωση ασθένειας διαφόρων οργάνων του σώματος (όπως το έλκος στομάχου, δωδεκαδακτύλου, υπέρταση κ.λπ.) είναι σχετικά πρόσφατες. Παράλληλα με τη διαπίστωση αυτή θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις πραγματικές ψυχοσωματικές ασθένειες, η εκδήλωση των οποίων οφείλεται αποκλειστικά στους ψυχολογικούς παράγοντες, από άλλου τύπου ασθένειες στις οποίες, αν και η συμμετοχή των ψυχολογικών παραγόντων είναι αναμφισβήτητη και σημαντική, ωστόσο δεν αποτελούν οι ίδιοι την αιτία της παθογένεσης. Σε ό,τι αφορά στον ρόλο της ίδιας της επίδρασης των ψυχολογικών παραγόντων εκφράστηκαν κατά καιρούς διαφορετικές απόψεις. Έτσι, μια μερίδα επιστημόνων (Dunbar, Halliday, Alexander κ.ά.) διατύπωσε την άποψη ότι οι ψυχοσωματικές ασθένειες είναι άμεσα συνδεμένες με τη δομή της προσωπικότητας*, άλλοι (όπως ο R. Bayet, Πάβλοφ*) συνέδεσαν τις ψυχοσωματικές ασθένειες με την ανώτερη νευρική δραστηριότητα, ενώ μια τρίτη κατεύθυνση, προερχόμενη κυρίως από τον χώρο της ψυχανάλυσης, συνέδεσε τις ψυχοσωματικές ασθένειες με τις υποσυνείδητες συγκρούσεις και το ένστικτο του θανάτου*. Με την έννοια αυτή, πιστεύεται ότι οι ψυχοσωματικές ασθένειες διαμορφώνονται ως αποτέλεμα μόνιμης πίεσης και άγχους, το οποίο αποτελεί το γόνιμο έδαφος για την "εκδήλωση δυσλειτουργίας και πάθησης του συγκεκριμένου σωματικού οργάνου ή χώρας. Υπ' αυτό το πρίσμα η θεραπευτική αγωγή κατευθύνεται κυρίως στην άρση των ψυχικών συγκρούσεων και του άγχους με τη βοήθεια κατάλληλης ψυχοθεραπείας και υποστήριξης. Η άμεση σύνδεση των ψυχοσωματικών ασθενειών με τον τρόπο ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες της αποξένωσης, της εντατικοποίησης και του διαρκούς ανταγωνισμού αποτελεί τη βασική αιτία για την αλματώδη αύξηση των ψυχοσωματικών ασθενειών σε παγκόσμια κλίμακα.
Βιβλιογρ.: Kretschmer Ε.. Korperbau und Charakter, Berlin. 1921.- Janet P.. Les obsessions et psychasthê-nie. Paris. 1919.- Α. Α. Πορτνόφ - Δ. Δ. Φεντόροφ. Ψυχιατρική, Βιβλιογρ.: Κ. Menningen Man against himselt. Ν. Y., Μόσχα. 1960,-Πέτρος Χαρτοκόλης, Εισαγωγή στην ψυ1938.- F. Alexander, Psychosomatic medicine. Ν. Y.. χιατρική, "θεμέλιο", Αθήνα, 1989. 1950.- Marty P.. - De M'Uzan M. and David C.. V Ευάγγ. Μανουράς Investigation Psychosomatique, Paris. 1963.- Séguin C..
ψυχοσωματική. Κλάδος της Ιατρικής που με-
294
Introduction à la médecine psychosomatique, Paris. 1950.-
ψυχοφυσικό πρόβλημα Valabrega S., Les théories psychosomatiques, Paris. 1954. Ευόγγ. Μανουράς
ψυχοφυσική. Κλάδος της ψυχολογίας*, ο οποίος ερευνά τη σχέση ανάμεσα στα ερεθίσματα διαφορετικής φύσης (ακουστικά, οπτικά κ.λπ.) και στη διαμόρφωση των αντίστοιχων αισθημάτων που αυτά προκαλούν. Τροποποιώντας τις διάφορες παραμέτρους των ερεθισμάτων (όπως η ένταση, η διάρκεια κ.ά.) μελετάται η πορεία εμφάνισης και εξέλιξης του αντίστοιχου αισθήματος που προκαλείται από την εκπομπή του ερεθίσματος. Ιδρυτής της ψυχοφυσικής θεωρείται ο G. Fechner* (1801-1887), ο οποίος αξιοποίησε το βασικό συμπέρασμα του Γερμανού φυσιολόγου Weber, σύμφωνα με το οποίο "κατά την εμφάνιση της ελάχιστης αισθητής διαφοράς ανάμεσα σε δύο αισθήσεις που προκαλούνται από δύο όμοια ως προς τη φύση τους ερεθίσματα, το ελάχιστα αναγκαίο πρόσθετο ερέθισμα για την πρόκληση αυτής της διαφοράς βρίσκεται πάντα στην ίδια αναλογία ως προς το αρχικό ερέθισμα". Η σχέση αυτή είναι η ίδια για όλα τα ερεθίσματα οποιασδήποτε φύσης. Ο Fechner, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο "των ελάχιστα αισθητών διαφορών" και "του μέσου λάθους", διαπίστωσε ότι "η ένταση του συναισθήματος που προκαλείται από την εκπομπή ενός ερεθίσματος οποιασδήποτε μορφής είναι ανάλογη του λογαρίθμου της εντάσεως του ερεθίσματος". Η εξίσωση αυτή, η οποία έμεινε γνωστή ως "νόμος του Fechner", τροποποιήθηκε πολύ αργότερα από τον Αγγλο ψυχοφυσιολόγο Stevens, ο οποίος διατύπωσε τη σχέση αυτή ως εξίσωση δύναμης. Σήμερα η ψυχοφυσική έρευνα έχει επεκταθεί στήν επεξεργασία ακριβέστερων μεθόδων και ψυχομετρικών κλιμάκων, εξαιτίας της άμεσης εφαρμογής των αποτελεσμάτων της κυρίως στον χώρο της παραγωγής, όπου γίνεται χρήση υψηλής τεχνολογίας, αλλά και σε τομείς όπως η εφαρμοσμένη αισθητική*. Βιβλιογρ.: Fechner. Elemente der psychophisik, Leipzig. 1882.· Stevens S., To honor Fechner and repeal his law, "Science". 1961, vol. 33.- "Προβλήματα ψυχοφυσικής", ουλλ. άρθρων, Μόσχα, 1971- ΜπόρντινΚ. Β., Σχετικά με το "όριο αίσθησης" και τις ψυχοφυσικές μεθόδους, Μόσχα, 1976. Ευάγγ. Μανουράς
ψυχοφυσικό πρόβλημα. Με την κλασική έννοια, όπως ενεφανίσθη ως ζήτημα, εννοείται η σχέση του ψυχισμού* με τον φυσικό κόσμο. Ως ζήτημα των φυσιογνωστικών επιστημών και
της ψυχολογίας* αναδεικνύεται με τη μορφή του ψυχοφυσιολογικού προβλήματος και αφορά στη σχέση ανάμεσα στις ψυχικές και φυσιολογικές διεργασίες. Με ιδιαίτερη οξύτητα το ψυχοφυσικό πρόβλημα εμφανίζεται τον 17ο αι., σε μια περίοδο όπου κυριαρχεί μια μηχανιστική αντίληψη και εικόνα για τον κόσμο*, την οποία έχοντας ως αφετηρία ο Descartes* (1596-1650) επιχειρεί να ερμηνεύσει την ανθρώπινη συμπεριφορά*. Υποστηρίζοντας την άποψη ότι σώμα και ψυχή αποτελούν δύο αυτόνομες πραγματικότητες, διατύπωσε την "υπόθεση της αλληλεπίδρασης". Για τον Descartes, στον ανθρώπινο εγκέφαλο υπάρχει ένα όργανο, η επίφυση, η οποία διαμεσολαβεί στη σχέση ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Η ψυχή*, αν και δεν είναι σε θέση να "γεννήσει" τη σωματική κίνηση, ωστόσο την κατευθύνει και την προσανατολίζει ανάλογα με τη θέλησή της. Σε αντίθεση με τον Καρτέσιο, ο Ολλανδός φιλόσοφος Spinoza* (1632-1677) διατύπωσε την άποψη για την ύπαρξη μιας και μοναδικής ουσίας, η οποία καθορίζεται μέσα από τον ίδιο της τον εαυτό και έχει δύο ενδογενείς ιδιότητες: την εκτατικότητα και τη νόηση*. Προσεγγίζοντας την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της εκτατικότητας, τότε τα αντικείμενα εμφανίζονται ως υλικά σώματα, ενώ υπό το πρίσμα της νόησης εμφανίζονται ως ιδέες για το σώμα. Έτσι ψυχή και σώμα εκδηλώνονται ως ιδιότητες της ενιαίας ολότητας, της "ουσίας". Αργότερα ο Γερμανός φιλόσοφος Leibniz* έδωσε στο ψυχοφυσικό πρόβλημα νέο περιεχόμενο με την υπόθεση η οποία έμεινε γνωστή ως "ψυχοφυσικός παραλληλισμός". Για τον Leibniz, σώμα και ψυχή υποτάσσονται το καθένα στους δικούς του νόμους, όμως βρίσκονται σε σχέση αρμονίας και οι διαδικασίες τους λειτουργούν παράλληλα. Η ιδέα του "ψυχοφυσικού παραλληλισμού" κυριάρχησε και στον χώρο της επιστήμης* στα μέσα του 19ου αι. Με την ανάπτυξη των φυσιογνωστικών επιστημών και κυρίως της φυσιολογίας, το ψυχοφυσικό πρόβλημα εξελίσσεται σε ψυχοφυσιολογικό. Στη σχετική προβληματική αναπαράγονται τόσο η ιδέα του "νατουραλιστικού μονισμού" (ταύτιση ψυχικών και νευροφυσιολογικών διαδικασιών) όσο και η ιδέα του παραλληλισμού με τη μορφή του ψυχοφυσιολογικού παραλληλισμού, όπου υποτίθεται η παράλληλη ανάπτυξη ψυχικών και νευροφυσιολογικών διαδικασιών. Στην ερμηνεία και επεξήγηση του ψυχοφυσιολογικού προβλήματος συνέβαλε
295
ψυχοφυσκός παραλληλισμός σημαντικά η αντίληψη του "υλιστικού μονισμού", η οποία αναπτύχθηκε στα πλαίσια της μαρξιστικής αντίληψης στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι ψυχικές λειτουργίες κατανοούνται ως ιδιότητα της ανώτερης οργανωμένης ύλης, του εγκεφάλου, και ταυτόχρονα ως αντανάκλαση* της υλικής πραγματικότητας. Η σχέση τους με τις νευροφυσιολογικές διαδικασίες δεν είναι σχέση ούτε ταυτότητας ούτε παραλληλισμού αλλά διαλεκτικής ενότητας. Βιβλιογρ.: Descartes, "Συλλογή έργων", Μόσχα, 1970.Σπινόζα, "Συλλογή έργων", Μόσχα, 1957.- Σ. Λ. Ρουμπινστέιν. Είναι και συνείδηση, Μόσχα, 1952.- Γ. Μ. Ζαμπρόνιιν - Α. Ν. Λέμπεντεφ. Ψυχοφυσιολογία και ψυχοφυσική, Μόσχα, 1982. Ευόγγ. Μανουράς
ψυχοφυσικός παραλληλισμός, βλ. ψυχοφυσικό πρόβλημα ψύχωση. Σοβαρή διαταραχή της προσωπικότητας* κατά την οποία το άτομο δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα και βρίσκεται σε νοητι-
296
κή σύγχυση. Οι ψυχώσεις διακρίνονται σε "οργανικές" και "λειτουργικές". Οι οργανικές ψυχώσεις έχουν βιολογικά αίτια, ενώ οι λειτουργικές ή ενδογενείς οφείλονται κυρίως σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Στις λειτουργικές ψυχώσεις εντάσσεται η "σχιζοφρένεια" και η "μανιοκαταθλιπτική ψύχωση". Οι οργανικές ψυχώσΓ ις οφείλονται συνήθως σε κάποια γνωστή βλάβη του εγκεφάλου. Οταν η βλάβη αυτή δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί, έχουμε οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο, οξύ ή χρόνιο. Το οξύ εγκεφαλικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από παραλήρημα και αλλοίωση της συνείδησης*, ενώ το χρόνιο από μείωση της νοημοσύνης και διαταραχή των γνωστικών λειτουργιών. Η σχιζοφρένεια, η οποία ανήκει στις λειτουργικές ψυχώσεις, αποτελεί την πιο συχνά συναντώμενη μορφή ψύχωσης. Διακρίνονται τρεις μορφές σχιζοφρένειας: α) η "παρανοϊκή", β) η "κατατονική" και γ) η "ηβηφρενική". Και στις τρεις μορφές σχιζοφρένειας παρατηρούνται παραληρήματα, ψευδαισθήσεις κ.λπ. Βασιλική Παππά
Ω ωραίο (καλόν - κάλλος, pulchrum, bellum). Εννοια για την οποία έχουμε ποικίλους ορισμούς και χρήσεις, που χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημασία του "αισθητικά αξιόλογου" και "ευχάριστου σε μένα"· κατέχει κεντρική θέση στην ιστορία της αισθητικής μέχρι τον 18ο αιώνα, ενώ στη σύγχρονη εποχή θεωρείται όρος γενικός, άβολος, ασαφής και άσχετος για την αξιολόγηση ενός έργου τέχνης. Η σπουδαιότητα της έννοιας του ωραίου υπήρξε τόση ώστε η ιστορία των αισθητικών θεωριών είναι δυνατόν να ταυτισθεί με την ιστορία της. Αυτό άλλωστε καθίσταται φανερό και από τον ορισμό της αισθητικής ως καλολογίας, επιστήμης ή φιλοσοφίας του ωραίου, που επικρατεί μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν με τη στροφή του ενδιαφέροντος των άγγλων εμπειριστών και ειδικότερα του Kant* προς την εμπειρία* του δέκτη, της οποίας κύρια συνθήκη θεωρείται η ανιδιοτέλεια, διερευνώνται και άλλες αισθητικές ποιότητες (υψηλό, γραφικό κ.ά.). Το να δοθεί ορισμός του ωραίου αποτελούσε κατά το παρελθόν το κύριο μέλημα των καλολογούντων και, παρά την πληθώρα ορισμών, η έννοια αυτή παραμένει σχετικά αδιερεύνητη και ακαθόριστη. Φιλόσοφοι όπως ο Descartes', ο Locke*, ο Spinoza*, ο Berkeley*, ο Leibniz* δεν ασχολήθηκαν μ' αυτήν. Αντίθετα, ο Πλάτων*, ο Αριστοτέλης*, ο Αυγουστίνος*, ο Ακινάτης*, όλος ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση, ο 18ος αιώνας αλλά και σύγχρονοι στοχαστές, όπως ο Dewey* και ο Santayana*, ενδιαφέρθηκαν για το ωραίο και προσπάθησαν να το ορίσουν. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις του ωραίου υποδηλώνουν τον πολυδιάστατο και συνάμα προβληματικό χαρακτήρα του. Η ιστορική επισκόπηση της έννοιας αναδεικνύει τις δυσκολίες ορισμού της, που ενετόπισε στην αρχαιότητα ο Πλάτων ("χαλεπά τα καλά" Inn. Μείζων, 304 e) αλλά και νεότεροι στοχαστές, όπως λ.χ. ο Winckelmann*, ο οποίος επεσήμανε ότι "το ωραίο είναι από τα μεγαλύτερα μυστικά της φύσης, του οποίου το
αποτέλεσμα όλοι το βλέπουμε και το αισθανόμαστε, όμως η καθολική και σαφής σύλληψη της ουσίας του ανήκει στις αναποκάλυτττες αλήθειες" (Geshichte der Kunst des Aeterthums, Leipzig, Dürr, 1882). Κατά την αρχαιότητα και μέχρι τον Πλάτωνα το ωραίο, που χρησιμοποιείται από τους Ελληνες γενικά ως όρος συνώνυμος με το τέλειος, έξοχος, ικανοποιητικός, δεν είναι παρά η ευάρεστη έκφραση του αγαθού, του χρήσιμου. Την αντικειμενική ύπαρξη του ωραίου, που δεν είναι τόσο αισθητό όσο νοητό, υποστηρίζει ο Πλάτων, για τον οποίο αυτό είναι ιδέα αυθύπαρκτη, στην οποία μπορούμε να αναχθούμε εκκινούντες από τα συγκεκριμένα σώματα και διερχόμενοι εκ των ωραίων ψυχών να καταλήξουμε στα πλέον γενικά και, τελικά, να συλλάβουμε τη μορφή της απόλυτης ομορφιάς (Συμπ.) Σαφής ωστόσο ορισμός του ωραίου δεν δίδεται απ" αυτόν αλλά το ωραίο αντιμετωπίζεται ως "μορφή" ή τρόπος έκφρασης του καλού γενικά. Η μεταφυσική πλατωνική προσέγγιση του ωραίου ενυπάρχει, με διαφορετική μορφή, στο έργο του Αριστοτέλη, όπου αυτό λαμβάνει το καταστατικό αντικειμενικής λογικής οντότητας, που διέπεται από τάξη και συμμετρία και διαστέλλεται από το αγαθό προς το οποίο ωστόσο το ωραίο συνδέεται από τους Στωικού«^. Ο Πλωτίνος*, από την πλευρά του, θα διατυπώσει την ύπαρξη μιας ιεραρχίας των εκδηλώσεων του κάλλους και διακρίνοντας το αισθητό από το νοητό κάλλος θα θεμελιώσει στο πλαίσιο της μεταφυσικής* του το υπερβατικό ωραίο ως ουσιώδη πλευρά της έσχατης πραγματικότητας. Η προς το αληθές συγγένεια του ωραίου τονίζεται κατά τον Μεσαίωνα, αντίληψη που υιοθετείται από ιδεοκρατικές αισθητικές θεωρίες, ενώ πραγματοκρατικές αισθητικές θεωρίες, που απορρέουν από την αριστοτελική αντίληψη ("... το καλόν εν πλήθει, μεγέθει, τάξει", Μ. τ. φ. 3, 1078α 36), επηρεάζουν όσους συνδέουν το ωραίο με την "ενότητα στην ποικιλία". Η ιστορική εξέλιξη της έννοιας καθιστά φανε-
297
ωραίο ρό ότι αυτή λαμβάνεται άλλοτε ως εγγενής ιδιότητα των πραγμάτων και άλλοτε ως όρος εκτίμησης και αξιολόγησης ή είδος αξίας, θέσεις που αφορούν στην ουσία του ωραίου συγκροτούν αντικειμενικές, υποκειμενικές και σκεπτικιστικές θεωρίες. Η γνωριμία της δυτικής διανόησης με την αρχαιότητα οδήγησε σε συστηματική προσπάθεια διατύπωσης μιας σειράς από συνθήκες - προϋποθέσεις του ωραίου, που κατά τη νεοκλασική περίοδο τυποποιούνται και επικυρώνονται θεσμικά από τις νέες "Ακαδημίες". Ο ορθολογισμός* του 17ου αιώνα εκφράζεται από την τάση θεώρησης του ωραίου ως αντικειμενικής ποιότητας που μπορεί να γνωσθεί κριτικά και να πραγματωθεί καλλιτεχνικά βάσει δεδομένων κανόνων. Πρώτοι οι βρετανοί αισθητικοί του 18ου αιώνα στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς διευρεύνηση της εμπειρίας του δέκτη και θεωρούν ότι η λέξη ωραίο υποδηλώνει ιδιότητες των αντικειμένων που είναι αιτίες και όχι προϋποθέσεις ή γνωρίσματα των ωραίου (λ.χ. συμμετρία, αρμονία, ενότητα στην ποικιλία). Ο υποκειμενισμός των περισσοτέρων εξ αυτών συμπυκνώνεται στην αντίληψη του Hatcheson* (1725), που χρησιμοποιεί το ωραίο "για την ιδέα που γεννιέται μέσα μας", ή του Hume*, ο οποίος έκανε την οξυδερκή παρατήρηση ότι ανάμεσα στις ιδιότητες ενός κύκλου που περιέγραψε ο Ευκλείδης* δεν υπάρχει το ωραίο. Μετά από συζητήσεις ενός αιώνα η προσπάθεια των βρετανών αισθητικών κατέληξε στην αντίληψη ότι "η προσπάθεια να βρεθούν ιδιότητες που να είναι κοινές και να προσιδιάζουν στα ωραία αντικείμενα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί" (Alison, 1790) και ότι το ωραίο "ήταν ένας γενικός όρος επιδοκιμασίας" (Payne Knight, 1805). Τελικά ο Kant', επιχειρώντας στην Κριτική της κριτικής δύναμης σύλληψη του ωραίου υπό τέσσερεις κατηγοριακές όψεις, το θεωρεί ως αίτιο ανιδιοτελούς ικανοποίησης, καθολικής ευαρέσκειας και ικανοποίησης αναγκαίας, ανεξάρτητα από κάθε αναφορά σε γενικές έννοιες, και συγχρόνως μορφή άσκοπης σκοπιμότητας. Στην αισθητική του 19ου και του 20ού αι. το ωραίο άλλοτε αποτελεί ένα καθολικό κριτήριο αισθητικής αξιολόγησης, άλλοτε μια ιδιαίτερη ποιότητα ή χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της αισθητικής αξίας και αντιπροσωπεύει μια κατηγορία αισθητική. Επειδή η έννοια υποδεικνύει κάτι το ευχάριστο θεωρείται σήμερα ως άσχετη με την αξιολόγηση των έργων τέχνης*. Λέγεται συγκεκριμένα ότι μπορεί να χαρακτηρίσει ένα έργο τέχνης της κλα-
298
σικής αρχαιότητας, ότι ταιριάζει για τον Mozart και για τον Ραφαήλ, ενώ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον Goya, την Καπέλλα Σιστίνα, τον Βασιλιά Ληρ ή τη Guernica του Picasso. Από την αρχαιότητα μέχρι και τους νεότερους χρόνους το ωραίο αποδίδεται ως χαρακτηρισμός στη φύση και λιγότερο στην τέχνη. Με την επιβολή νέων αισθητικών τάσεων, που συμβαίνει κυρίως στον 18ο αι., έχουμε άλλωστε νέες αισθητικές κατηγορίες που περιγράφονται με επίθετα, όπως: χαριτωμένο (ροκοκό), γραφικό (προ-ρομαντικές τοπογραφίες) ή υψηλό (προ-ρομαντική λογοτεχνία). Στον παρόντα αιώνα ο C. Bell (Art, 1914) μιλώντας για την ομορφιά της Τέχνης* ορίζει το ωραίο ως "σημαίνουσα μορφή", η οποία συνδέεται ωστόσο με την καλλιτεχνική δραστηριότητα και όχι αυτό καθ' αυτό το αντικείμενο. Η διαφωνία που επικρατεί στην περιοχή της αισθητικής* είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική για το ωραίο, για το οποίο έχουμε ποικίλους ορισμούς και χρήσεις και μετάβαση από τη γενική έννοια του ωραίου σ' αυτήν του κλασικού ωραίου και σε μια καθαρά αισθητική που συνυπάρχει με την ευρύτερη. Η έλευση του ρομαντισμού παραμέρισε τις μορφές του κλασικισμού που συνδέονταν με το ωραίο, όπως αυτό είχε γίνει αντιληπτό και είχε πραγματωθεί κατά την αρχαιότητα και την Αναγέννηση. Δεν παραξενεύει συνεπώς η άποψη του F. von Schlegel* (Uber das Studium der griechischen Poesie, 1797), σύμφωνα με την οποία "η αρχή της σύγχρονης τέχνης είναι όχι το ωραίο αλλά το ιδιαίτερο, το ενδιαφέρον, το φιλοσοφικό", ούτε του σύγχρονού μας αισθητικού Η. Read* (The Meaning of Art), που υποστηρίζει ότι όλες οι δυσκολίες στην αξιολόγηση της τέχνης προκύπτουν από την ταύτισή τους με το ωραίο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ως αισθητική κατηγορία το ωραίο προϋποθέτει και συνεπάγεται την αντιθετική αυτής κατηγορία του άσχημου, του οποίου η παρουσία σημαίνει απλώς απουσία αρμονικής δομής από τη μορφή τού υπό θεώρηση αντικειμένου, ενώ η αισθητική κατηγορία του εύμορφου ή νόστιμου, που εμφανίζεται από πολλούς ως μειώνουσα και ευτελίζουσα το ωραίο, οσάκις αυτό ανάγεται στο μικρό, ακόμη και αυτή του γοητευτικού και χαριτωμένου, συνάπτονται μ' αυτό ως ποικιλίες και τροποποιήσεις του και από μόνο το γεγονός ότι εγείρουν αισθήματα συμπάθειας φανερώνουν τον βαθμό συγγένειάς τους προς αυτό.
Ωριγένης Το ωραίο, νοητό ή αισθητό, απόλυτο ή σχετικό, αντικειμενικό ή υποκειμενικό, φυσικό ή καλλιτεχνικό, ως είδος αγαθού, ως θετική αξία, παρά το γεγονός ότι έχει περιπέσει σε ανυποληψία, φαίνεται ότι δεν είναι εύκολο να περιπέσει σε αχρηστία και η συστηματική διερεύνηση της ιστορίας του είναι δυνατόν να διαφωτίσει το ερώτημα περί της φύάεώς του. Βιβλιογρ.: Η. Osborne, Theory of Beauty,London, 1952.-J. Stolnitz, "Beauty: Some Stages in the History ol an Idea", Journal ol the History of Ideas, 22 (1961), 185-204.- Fr. J. Kovach, Philosophy of Beauty, Univ. ol Oklahoma Press, 1974.- W. Tatarkiewicz, A History of six Ideas, M. Nijhofl, 1980.- Ε. Μουτσόπουλου, Αι αισθητικοί κατηγορίαι, Αθήνα, 1970.-.Μ. C. Beardsley, Ιστορία των αισθητικών θεωριών, Αθήνα, 1989 (μετάφρ. από Δ. Κούρτοβικ. Π. Χριστοδουλίδη).- Μ. Mothersill. Beauty Restored. Oxlord. 1984. Αθαν. Γλυκοφρύδη - ΛεοντσΙνη
Ωριγένης (185 μ.Χ.-254). Διαπρεπής χριστιανός θεολόγος, που συνέθεσε κατά τον πιο οργανικό, αρμονικό και κριτικό τρόπο τη χριστιανική διδασκαλία με τον αρχαίο ελληνικό στοχασμό ακολουθώντας την ερευνητική μεθοδολογία του δασκάλου του Κλήμεντα Αλεξανδρέα*. τον οποίο και υπερέβαλε. Μαθήτευσε κοντά στον Πάνταινο* και παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά*. Πηγές για τη ζωή και τη δράση του αποτελούν: α) ο Ευσέβιος*, ο οποίος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του Εκκλησιαστική Ιστορία στη ζωή και τη διδασκαλία του Ωριγένη, β) ο χαριστήριος λόγος, του μαθητή του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, γ) τα συγγράμματα του ίδιου. Ο Ωριγένης υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της παγκόσμιας φιλοσοφίας. Ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστορ. 6, 32) κάνει λόγο για 2.000 συγγράμματα, ο Επιφάνιος (Ιερών. adv. Rutinum, 2,22) αναφέρει ότι ο Ωριγένης συνέγραψε 6.000 βιβλία. Οι ερευνητές τα χωρίζουν σε πέντε ομάδες: α) "Ερμηνευτικά", β) "Απολογητικά", γ) "Δογματικά", δ) "Ηθικά" και ε) "Επιστολές". Το νόημα της γραφής κατά τον Ωριγένη είναι τριπλό: 1) "σωματικό" - "ιστορικό"' τούτο σταματάει στο γράμμα της γραφής. Το κατά γράμμα όμως νόημα οδηγεί σε παράλογες πολλές φορές αντιλήψεις. Αυτές είναι που πιέζουν τον ερμηνευτή να προχωρήσει σε ανώτερους ερμηνευτικούς τρόπους. 2) Εχει "ψυχικό-ηθικό" νόημα. Αυτό περιέχει την ηθική διδασκαλία, αλλά αυτή είναι λανθάνουσα. 3) Είναι το πνευματικό νόημα, που περιέχει ιδέες της Γραφής και οδηγεί το πνεύμα* στη θέα του
Θεού*. Χρησιμοποίησε μέχρι κατάχρησης την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας της Γραφής, που ήταν διαδεδομένη αυτή την εποχή στην Αλεξάνδρεια και ως μέθοδος είχε προέλθει από τους Στωικούς*' την χρησιμοποιούσε και ο Α. Παύλος*. Ως όργανο για την κατανόηση του Χριστιανισμού* ο Ωριγένης χρησιμοποίησε τη φιλοσοφική θεωρία. Ζει ταυτόχρονα ο ίδιος τη χριστιανική πίστη και τον ελληνικό στοχασμό. Τις αντιθέσεις τους αίρει με τον αυστηρό χωρισμό της απλής πίστης* από τη γνώση*. Ο πιστός και ο γνωστικός είναι δύο είδη χριστιανών που αντλούν από την ίδια πηγή, τη Βίβλο*, αλλά διαφέρουν ο ένας από τον άλλον. Ο πρώτος παίρνει τα διδάγματα έτοιμα και βλέπει τα γεγονότα, ενώ ο γνωστικός εισχωρεί στις ιδέες που οδηγούν ως τη θέα και την αγάπη του Θεού. Το νόημα της Αγίας Γραφής συλλαμβάνει μόνο ο γνωστικός. Ο θεός είναι "νους", "ουσία" και ανήκει "επέκεινα της ουσίας". Ο Θεός είναι "εν" και "απλούν", έξω χώρου* και χρόνου" και ύλης", αδιανόητος κατ' ουσίαν, απαθής, απροσδεής, αγέννητος. Η αρχή αυτή του κόσμου, που στον Πλάτωνα* και τον Πλωτίνο* είναι απρόσωπη, στη σκέψη του Ωριγένη νοείται ως προσωπική. Οπως, κατά τον Πλωτίνο, εκ του "Ενός" και "πρώτου" γεννάται ο "νους", έτσι εκ του Θεού γεννάται ο Λόγος* και γεννάται αιώνια. Ο Λόγος είναι ο Υιός, που φανερώνει τον Θεό. Ο Υιός εκπορεύεται εκ του Πατρός, όχι δια μερισμού, αλλά κατά τρόπο πνευματικό, όπως περίπου η βούληση* από τη νόηση*. Τα πνευματικά όντα πλάστηκαν λογικά και ελεύθερα, αλλά δεν είναι εκ φύσεως αγαθά. Στη χρήση όμως του "αυτεξουσίου" τους έδειξαν σε διάφορο βαθμό παρακοή και αμέλεια. Για τον σωφρονισμό των πνευμάτων ο Θεός δημιούργησε τον υλικό κόσμο και ανάλογα με την παρεκτροπή έδωσε σ' αυτά κάποιο βαθμό υλικότητας. Το υλικό στοιχείο δεν είναι αιώνιο και πραγματικό, αλλά είναι "ουκ ον" και ανυπόστατον, είναι "απλούν επεισόδιον εν τη πνευματική εξελίξει". Με αυτό το υλικό στοιχείο επιδιώχθηκε η κάθαρση. ΓΓ αυτό, όπως προήλθε από το "μηδέν"*, θα επανέλθει στο "μηδέν", ενώ τα πνεύματα θα επανέλθουν στον Θεό και έτσι θα πάψει η απομάκρυνσή τους από αυτόν. Τα όντα που εμμένουν στην αμαρτία* θα υποβληθούν στο "καθαρτήριο πυρ". Με αυτό ο Ωριγένης εννοεί κυρίως τις τύψεις της συνείδησης*. Οι απόψεις αυτές, έντονα πλατωνικές και πλωτινικές, συν-
299
ως εάν δυάζονται και δίνονται με βάση τη χριστιανική διδασκαλία. Το πιο αξιόλογο επίτευγμα του Ωριγένη είναι ότι κηρύσσοντας τον συμβιβασμό επιστήμης* και πίστης μεταχειρίστηκε ό,τι πιο πρόσφορο είχε η ελληνική φιλοσοφία*, για να φέρει τον διανοούμενο κόσμο στον χώρο της Εκκλησίας. Για την ακαταπόνητη φιλεργία του αποδόθηκε σ' αυτόν ο χαρακτηρισμός του "χαλκέντερου" και για την αρετή του ονομάστηκε "αδαμάντινος". Βιβλιογρ.: Θεοδωρακοπούλου I. Ν., Πλάτων, Πλωτίνος, Ωριγένης, Αθήναι, 1959.- Μανζαρίδου Γ., Το διδασκαλικόν έργον του Ωριγένους, Θεσ/νίκη, 1960- The Cambridge History ol Later Greek and Early Medieval Philosophy, (ed. A. Armstrong. 19701. 00 182-192. I. Γ. Δελλής
ως εάν, βλ. Φάιχινγκερ ωφελιμισμός (utilitarianism). Μια πολυσήμαντη θεωρία της φιλοσοφικής ηθικής*, σύμφωνα με την οποία η ηθικότητα και το "ανώτατο αγαθό" που πρέπει να επιδιώκεται με τη συνειδητή πράξη είναι το ωφέλιμο, το χρήσιμο και συμφέρον. Είναι μια "τελολογική" θεωρία, σε αντίθεση προς τις "ειδολογικές", αφού η ηθικότητα μιας πράξης κρίνεται αποκλειστικά από το αποτέλεσμα, που είναι ωφέλιμο και ευχάριστο, και όχι από το φρόνημα και την πρόθεση, όπως υποδεικνύουν οι ειδολογικές θεωρίες. Η θεωρία αυτή, που έχει προεκτάσεις στην πολιτική θεωρία και πρακτική, όπως και στη φιλοσοφία του δικαίου*, εμφανίζεται επίσημα στα νεότερα χρόνια με τη σκέψη των J. Bentham* (17481832) και J. S. Mill* (= Utilitarism, Κεφ. 2 §4, London, 1863). Βασική θέση της διδασκαλίας του Bentham είναι πως ο σκοπός του "πράττειν" και το αποτέλεσμά του είναι ηθικά, όταν συμφωνούν προς την αρχή: "η μέγιση ευδαιμονία του μεγίστου αριθμού ανθρώπων", με δεδομένη την αφετηριακή του πίστη "η οικουμένη κυβερνιέται από τον πόνο και την ηδονή". Από την ευδαιμονία του συνόλου εξαρτάται η ατομική ευδαιμονία. Αγαθό* είναι ό,τι μας προσπορίζει ηδονή, κακό* και ανήθικο είναι ό,τι μας προξενεί λύπη. Αυτή η άποψη συνδέεται με την αρχή ότι ο άνθρωπος από τη φύση του ρέπει προς την ηδονή και το ευχάριστο και αποφεύγει τη λύπη και το δυσάρεστο. Επειδή όλες οι ηδονές δεν συντελούν εξίσου στην ευδαιμονία, ο Bentham εισήγαγε τον "ηδονικό λογισμό" (hedonic calculus), καθορίζοντας έτσι κριτήρια με βάση τα οποία ο άνθρωπος μπορεί
300
να εκτιμά σωστά την προσδοκώμενη δια μέσου της πράξης του ηδονή και ανάλογα να επιλέγει να πράξει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τα κριτήρια αυτά αναφέρονται κυρίως στο "ποσό" της ηδονής και όχι στο "ποιόν": 1) ένταση (ισχυρή - ασθενής)· 2) διάρκεια (παρατεταμένη σύντομη)· 3) βεβαιότητα (ασφαλής ή όχι στην επίτευξή της)· 4) αμεσότητα (: κοντινή - μακρινή)· 5) γονιμότητα (: γεννά ή όχι άλλες ηδονές)· 6) καθαρότητα (αμιγής ή όχι)· 7) έκταση (: σε αριθμό ανθρώπων που εκτείνεται). Οι απόψεις του St. Mill διαφέρουν από αυτές του Bentham στα εξής σημεία: α) δεν θεωρεί ο Mill ελατήριο της ηθικότητας τη φιλαυτία, αλλά τη συμπάθεια και τη φιλαλληλία, που υπάρχει έμφυτη στην ψυχή* του ανθρώπου· β) αξιολογεί τις ηδονές με βάση άλλα κριτήρια και κυρίως το "ποιόν" τους. Αξιόλογες είναι εκείνες οι ηδονές που προέρχονται από υψηλότερες ορμές του ανθρώπου, δηλαδή οι πνευματικές. Ο ωφελιμισμός του Mill έχει κοινωνικό προσανατολισμό και ο ίδιος διδάσκει την ανάγκη συμβιβασμού του προσωπικού συμφέροντος με τη δίκαιη συμπεριφορά. Ο ωφελιμισμός έχει τις ρίζες του στον αρχαιοελληνικό "ηδονισμό"*, όπως αυτός διαμορφώθηκε κυρίως με τη διδασκαλία του Αρίστιππου του Κυρηναίου* (Διογ. Λαέρτ.* II, 86-99), που προτιμά τις πνευματικές από τις σωματικές ηδονές, και του Επίκουρου*, που κάνει λόγο για "καταστηματική ηδονή", δηλαδή την ηδονή που οδηγεί στην αοχλησία και την αταραξία της ψυχής. Οι ωφελιμιστικές αντιλήψεις κυρίως του Mill επηρέασαν τη φυσιοκρατική οικονομική σκέψη του Adam Smith* (1723-1790) στον βαθμό που οι βασικές αρχές που προτείνει είναι από τη μια η φιλαυτία, "η αγάπη του εγώ", και από την άλλη η "συμπάθεια στους άλλους". Προς τη θεωρία του ωφελιμισμού ασμενίζει και ο Hobbes", που διδάσκει πως ο άνθρωπος στις πράξεις του κατευθύνεται από τη φιλαυτία και το προσωπικό συμφέρον. Οι συγκρούσεις, που είναι επόμενο να συμβούν, αποφεύγονται με την υποταγή κάθε ανθρώπου στην καθολική βούληση της πολιτείας, που λειτουργεί για την υπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Ωφελιμιστική είναι και η θέση του Locke*, με τον περιορισμό ότι ο άνθρωπος οφείλει να επιλέξει σωστά μέσα για την κατάκτηση της ευχαρίστησης. Με τον Η. Spencer* (The Data of Ethics, London, 1989) χάνει σε μεγάλο βαθμό το ηθικό του περιεχόμενο ως όρος για να γίνει ένας εξηγητικός κανόνας της γένεσης και ανάπτυξης
ωφελιμισμός της ηθικής*, σύμφωνα με τους νόμους της βιολογικής θεωρίας της εξέλιξης*. Από μια άποψη, ο ωφελιμισμός είναι μια θεωρία νατουραλιστικής απόχρωσης, που καταστρέφει την κοινωνικότητα του ανθρώπου, η οποία έγκειται στην επικοινωνία και τη διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας και αλληλεγγύης. Η αποδοχή μιας τέτοιας άποψης περί ηθικού βίου καθιστά τον άνθρωπο σκληρό και άπληστο. Εξάλλου ο ωφελιμισμός είναι μια θεωρία που καθιερώνει
ως κριτήριο της ηθικότητας το αποτέλεσμα της πράξης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το φρόνημα, δηλαδή την πρόθεση. Βιβλιογρ.: Dinwiddy J.. Bentham, Oxl. Univ. pr„ 1990.Gosling J. - C. B. Taylor C. C. W., The Greeks on pleasure, Clar. pr.. 1984.- Hare R. M., Moral thinking, Oxl. Clar. pr., 1981.- Madtyre Alasdair, A short history of Ethics, London, αν. 1987.- Θεοδωρακόπουλος I. Ν., Σύστημα φιλοσοφικής Ηθικής, Αθήνα, 1948. I. Γ. Δελλής
301
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
αυτοσυναίσθημα. Ονομάζεται το συναίσθημα που έχει το άτομο για τον εαυτό του, τι αισθάνεται γι' αυτόν τον ίδιο. Η θετική διάσταση του αυτοσυναισθήματος είναι η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση που χαρακτηρίζει το άτομο. Το αρνητικό αυτοσυναίσθημα, αντίθετα, υποδηλώνει αίσθημα μειονεξίας και κατωτερότητας. Τη σημασία του αυτοσυναισθήματος τόνισε ο Α. Adler*, ο οποίος, στη θεραπεία που προτείνει για τις νευρώσεις, υποδεικνύει την τόνωση του αυτοσυναισθήματος του ασθενούς μέσω της ενθάρρυνσης του από τον θεραπευτή να αναλάβει καθήκοντα τα οποία μπορεί να φέρει επιτυχώς σε πέρας. Η οικογένεια, επίσης, αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης του αυτοσυναισθήματος του ατόμου. BißX.:Adler Α., The practice and the theory ol individual psychology, Ed. Harcourt, Brace & World. 1927. Βασιλική Παππά
δημιουργικότητα, [συμπλήρωση, τόμ. 2, σελ. 21, 2η στήλη πριν από την τελευταία παράγραφο να προστεθεί η παράγραφος): Δημιουργικότητα είναι η εκάστοτε βέλτιστη δυνατή συμβολή στη νομοτελειακή αναπτυξιακή διαδικασία στην οποία το υποκείμενο* (άτομο, ομάδα, κοινωνία*) εντάσσει οργανικά τη δραστηριότητά του. Ο αυθεντικά δημιουργικός νεωτερισμός διαφέρει ριζικά από τη μηδενιστική προς το παρελθόν, επιφανειακή, φορμαλιστική αυθαίρετη και τελικά φθοροποιό αναζήτηση της πάση θυσία "ριζοσπαστικής" τομής, από τον υπερτονισμό της ασυνέχειας* με την εν λόγω διαδικασία που γίνεται αυτοσκοπός. Διαφέρει ριζικά και από τη μονότονη κονφορμιστική επανάπαυση στα κεκτημένα, από τη μετριότητα, τον μινιμαλισμό και τον συντηρητισμό που επικαλούνται τη βεβαιότητα της συνέχειας, την προσήλωση στην παράδοση κ.λπ. Δημιουργικότητα σημαίνει υπέρβαση των ορίων της εν λόγω διαδικασίας στη βάση των κεκτημένων της και στην κατεύθυνση των
νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξή της, σημαίνει προώθησή της σε ποιοτικά και ουσιαστικά ανώτερο επίπεδο, μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης - διαλεκτικής άρσης* των κεκτημένων της. στο ίδιο [σελ. 22 στην πρόταση): "Ο Μαρξ* ανέδειξε ... κυρίως στα πλαίσια της κοινωνίας ..." να γίνει "της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας", στο ίδιο [στη βιβλιογρ.) να διαγραφεί: "του ίδιου". Δ. Πατέλης
διαλεκτική λογική [τ. 2, σελ. 46 μετά την πρόταση: "Είναι συνεπώς ... ορισμένες (τυπικές) πλευρές της διάνοιας", να προστεθεί): Η διαλεκτική λογική προσκρούει σε ποικίλες ενστάσεις, από τη σκοπιά του κοινού νου* και του έρποντα εμπειρισμού* (που την μέμφονται ως μη εποπτική, μη παραστατική κ.λπ.) και από τη σκοπιά της διάνοιας (που την μέμφεται επειδή είναι περίπλοκη, δύσκολη, ακατανόητη κ.λπ.) Ακραία άρνηση της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας είναι οι διάφορες εκδοχές της μεταφυσικής (όχι με την αριστοτέλεια έννοια, αλλά ως απολυτοποίηση της διάνοιας, και ως -άσχετη με τον επιστημονικό χαρακτήρα της ίδιας της τυπικής λογικής- αναγόρευση της τελευταίας σε μοναδική ισχύουσα λογική). Για τον άσχετο με το επίπεδο της διαλεκτικής νόησης άνθρωπο η όλη προβληματική της διαλεκτικής λογικής προβάλλει ως περιττή "ουσιολογία", ως ενασχόληση με σκοτεινές και ακατάληπτες σχολαστικές αφαιρέσεις (βλ. π.χ. την κριτική του Bochenski, του Popper*, των νεοθετικιστών κ.ά.). Η αδυναμία συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας της διαλεκτικής λογικής οδηγεί έμεσα ή άμεσα στον ανορθολογισμό*. Η επίτευξη του επιπέδου της διαλεκτικής λογικής προϋποθέτει συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστημονικής μεθοδολογίας. Σημαντικότατη στην διαμόρφωση
303
διανόηση της διαλεκτικής λογικής ήταν η συμβολή της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Ο Καντ* πρώτος διέκρινε την τυπική λογική ως ξεχωριστή λογική και προχώρησε σε μιαν εξωτερική συστηματοποίηση των λογικών κατηγοριών ως a priori δεδομένων νοητικών μορφών στη βάση του κατά κύριο λόγο αρνητικού προσδιορισμού του λόγου, την αναγκαιότητα του οποίου απλώς επισημαίνει μέσω των αντινομιών. Έπεται μια απόπειρα συστηματοποίσης των κατηγοριών μέσω της άμεσης αναγωγής τους στη δραστηριότητα της αυτοσυνείδησης (Φίχτε*). Ο Χέγκελ* προβαίνει στην πρώτη στην ιστορία της επιστήμης ιδιοφυή απόπειρα συστηματικής απεικόνισης των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους συνάφεια, απολυτοποιώντας ιδεαλιστικά και υποστασιοποιώντας την ταύτιση νόησης - αντικειμένου, συνείδησης - είναι, γεγονός που εισάγει έντονα στοιχεία μυστικισμού στο όλο εγχείρημα, συνδεόμενα με προδιαλεκτικές αντιλήψεις για τη νόηση (βλ. "Επιστήμη της λογικής"*). Η καθ' εαυτήν ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής επιστυγχάνεται με την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας μιας συγκεκριμένης επιστήμης στη θεωρία του Μαρξ για τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (βλ. Κεφάλαιο). Το έργο αυτό του Μαρξ συνιστά μοναδικό υπόδειγμα μεθοδολογικής*, ευρετικής χρησιμοποίησης της διαλεκτικής λογικής και σταθμό στην ανάπτυξη της που, ξεπερνώντας κατά πολύ τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της εποχής του, παραμένει μέχρι σήμερα ακατανόητο και από πολλούς φερόμενους ως θιασώτες του. Η περαιτέρω ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής συνδέεται με την αποκάλυψη της λογικής του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου σε καθαρή μορφή, μέσω της αντιπαραβολής της με τη λογική του Χέγκελ (βλ. Β. I. Λένιν* και τους σοβιετικούς φιλοσόφους: Λ. Α. Μανκόφσκι*, Ζ. Μ. Ορούτζιεφ", Ε. Β. Ιλιένκοφ* και ιδιαίτερα Β. Α. Βαζιούλιν'). Το επόμενο μεγάλο βήμα χρησιμοποίησης, τροποποίησης και ανάπτυξης της διαλεκτικής λογικής συνδέεται με την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας ως ολότητας, με τη "λογική της ιστορίας"* (Β. Α. Βαζιούλιν) στην οποία πραγματοποιείται και η πρώτη στην ιστορία της διαλεκτικής λογικής απόπειρα θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας του γνωστικού αντικειμένου.
κτήρας ... κ.λπ.", να προστεθεί]: Η εν λόγω βιομηχανία παραγωγής, αναπαραγωγής και διάδοσης τυποποιημένων και προδιαγεγραμμένων συλλογικών μορφών σκέψης και δράσης επιτελεί ένα γενικευμένο χειραγωγικό έργο (βλ. χειραγώγηση) τόσο επί των υποκειμένων της πνευματικής παραγωγής όσο και επί των καταναλωτών των προϊόντων της, γεγονός που επιφέρει ριζικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της πνευματικής παραγωγής. Η διανοητική εργασία αποκτά εδώ τυποποιημένο, απρόσωπο, ανιαρό και κατακερματισμένο χαρακτήρα, που ανάγεται συχνά στη μηχανική αναπαραγωγή ήδη διαθέσιμων "προτύπων" σε μαζική κλίμακα. στο ίδιο [σελ. 59, μετά την πρόταση: "Διέκρινε ... της κυρίαρχης τάξης", να προστεθεί]: Οι ναρόντνικοι* (λαϊκιστές) στην τσαρική Ρωσία απέδιδαν στη διανόηση τον ρόλο των λαμπαδηφόρων οι οποίοι είχαν καθήκον να αποσπάσουν τις αδιάφορες μάζες από τον πολιτικό λήθαργο είτε μέσω της προπαγάνδας (narodniki -propagandisty), είτε μέσω της τρομοκρατίας (narodniki buntari). Ήταν γΓ αυτούς οι "κριτικά σκεπτόμενες προσωπικότητες" (Λαβρόφ*) που θα οδηγούσαν το λαό στον "ειδικό δρόμο" της Ρωσίας, παρακάμπτοντας την κεφαλαιοκρατία. στο ίδιο [σελ., 59, μετά την πρόταση: "Ο Παρέτο ... κ.λπ.", να προστεθεί]: ... ενώ ο Τ. Ρ. Μιλς* αντέτασσε στην ελίτ της εξουσίας τον ριζοσπαστικό λόγο της διανόησης ως αυτοτελή δύναμη. Κατά τον Ορτέγκα υ Γκασσέτ* μια νέα κάστα ανθρώπων δημιουργείται στη σύγχρονη κοινωνία: ο ειδικός αδαής επιστήμονας ο οποίος θεωρεί τις αυστηρό ειδικευμένες γνώσεις του επαρκείς για να κρίνει επί παντός επιστητού. Ο Γκράμσι* εισάγει μια διευρυμένη αντίληψη της διανόησης και των σχέσεών της με την ηγεμονία για τη συγκρότηση του κοινωνικού συνόλου ("οργανική διανόηση"), την οποία αντιδιαστέλλει με την "παραδοσιακή διανόηση".
Δ. Πατέλης
στο ίδιο [σελ. 59, μετά την πρόταση: "Η σχολή ... της υποταγής", να προστεθεί]: Στη θεωρία της επιστήμης μέρος της διανόησης εξετάζεται ως "επιστημονική κοινότητα" που περιλαμβάνει το σύνολο των ειδικευμένων ερευνητών με παρεμφερή κατάρτιση και ενιαία αντίληψη για τους σκοπούς της επιστήμης και τη σχέση της με την κοινωνία (Κουν*, Πόλανι*).
διανόηση [σελ. 59 μετά την παράγρ.: "Ο χαρα-
διανοητικές αρετές, βλ. Ηθικά Νικομάχεια
304
δίκαιο διάνοια και λόγος [σελ. 59] αντί για "Vestand" "Verstand". στο ίδιο [σελ. 60, μετά την πρόταση: "Όσο ... περιεχόμενό τους", να προστεθεί]: Συνεπώς στη διάνοια, ως πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας από την νόηση, οι έννοιες (κατηγορίες) προσεγγίζονται ως κατ' εξοχήν αποφατικά διορισμένες προς τον αντίποδά τους και αναγωγικά ταυτιζόμενες με αυτόν, στη βαση της μη μετασχηματισμένης ολοκληρωτικά από τη νόηση αισθητηριακότητας. στο ίδιο [σελ. 60, μετά την πρόταση: "Το εσωτερικό ... κ.λπ.", να προστεθεί]: Συνθετικά στοιχεία (εικασίες, υποθέσεις) ενυπάρχουν μεν και στη διάνοια, πλην όμως αναλυτικά διορισμένα με δύο ενιαίες στην αντιφατικότητά τους μορφές: ως εξωτερική συνάφεια ουσιαστικά διάφορων πλευρών, αντικειμένων κ.λπ. και ως άμεση ταυτότητα στη βάση της παρούσας αισθητηριακής ενότητας (αισθητηριακή σύνθεση" και αναγωγισμός"). στο ίδιο [σελ. 60, μετά την πρόταση: "Συνιστά ... διαδικασίας", να προστεθεί]: Στον λόγο η νόηση κατά κάποιο τρόπο επανέρχεται στα αισθητηριακά δεδομένα (απομακρυνόμενη από αυτά), όχι μέσω μιας εποπτικής αμεσότητας και παραστατικότητας, αλλά διαμεσολαβημένα, εμβαθύνοντας διαρκώς στη διάγνωση της ουσίας, του νόμου της εσωτερικής ενότητας των αισθητηριακών δεδομένων, δηλαδή μέσω του νοητά εγνωσμένου συγκεκριμένου, σε μια πορεία κατά την οποία η αντανάκλαση του αντικειμένου γίνεται όλο και πιο διαμεσολαβημένη, όλο και λιγότερο εποπτική, παραστατική και οφθαλμοφανής. στο ίδιο [σελ. 60, μετά την πρόταση: "Κατ' αυτό ... δραστηριότητας", να προστεθεί]: Η διάνοια είναι η πλευρά της νόησης η οποία υπερτερεί στη βαθμίδα του γίγνεσθαι (της γέννησης και διαμόρφωσης) της θεωρητικής γνώσης ορισμένου αντικειμένου, δηλαδή κατά τη διαδικασία νοητικού μετασχηματισμού των αισθητηριακών προϋποθέσεών της, ενώ ο λόγος στην ώριμη βαθμίδα της καθ' εαυτήν ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης, όπου η νόηση αναπτύσσεται πλέον πάνω στη δική της βάση (πάντοτε όμως σε διαμεσολαβημένο συνδυασμό με τις αισθητηριακές προϋποθέσεις και το γίγνεσθαι της). στο ίδιο [σελ. 60, μετά την πρόταση: "Μεταφυσική ... αρχή", να προστεθεί]: Μεταφυσική είναι και η άποψη η οποία επικαλούμενη το ακατά-
Φ.Λ., Ε-20
ληπτο της εν λόγω προβληματικής την χαρακτηρίζει παρωχημένο σχολαστικσιμό κ.λπ., και απορρίπτει την σημασία της διάκρισης διάνοιας και λόγου αλλά και την (ερμηνευτική, αποδεικτική, προγνωστική κ.λπ.) σημασία της διαλεκτικής λογικής. Μεταφυσική σφραγίδα φέρει και η "αφ' υψηλού" απόρριψη του αναγκαίου και νομοτελειακού χαρακτήρα της διάνοιας και της τυπικής λογικής. Οι προαναφερθείσες τάσεις βασίζονται στην προσκόλληση σε μια περιορισμένη βαθμίδα συνειδητοποίησης της σχετικής προβληματικής, η οποία απολυτοποιείται και ενισχύεται από ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών - πολιτισμικών όρων (π.χ. υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας, φετιχιστικές αυταπάτες, επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης συνολικά αλλά και του στοχαστή κ.λπ.). Δ. Πατέλης
διεθνισμός [τ. 2, σελ. 71] η φράση: "Η εξαιρετικά ... εκμετάλλευσης καθιστούν" να αντικατασταθεί με την εξής διατύπωση]: Η εξαιρετικά περίπλοκη διεθνής συγκυρία και ο παγκόσμιος μηχανισμός της εκμετάλλευσης (μέσω της ανισομερούς ανάπτυξης χωρών και περιοχών του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος και της διαρκώς αυξανόμενης διάστασης μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης), οι συνακόλουθες διαφορές και αντιθέσεις που ανακύπτουν στα πλαίσια της διεθνώς πλέον αναπαραγόμενης εργατικής τάξης (και ενισχύονται με εθνικής και διεθνούς εμβέλειας χειραγωγικές πρακτικές της αστικής τάξης, π.χ. μηχανισμός συναίνεσης*, καταναλωτισμός*, Μ.Μ.Ε., πολιτισμική αποικιοποίηση κ.λπ.) καθιστά... Δ. Πατέλης
δίκαιο [τ. 2, σελ. 72, μετά την πρόταση: Ό ι εκάστοτε ... ηττημένων", να προστεθεί]: Το δίακαιο είναι κατά κύριο λόγο ενέργειες των φορέων των νικητών, των εκάστοτε κυρίαρχων υλικών συμφερόντων που κατευθύνονται στην επιβολή επί των ηττημένων των όρων εκείνων και των κανόνων οι οποίοι διασφαλίζουν, εδραιώνουν και αναπαράγουν τα κυρίαρχα υλικά συμφέροντα. στο ίδιο [σελ. 72, μετά την πρόταση: "Ιδιότυπο ... διεθνές δίκαιο", να προστεθεί]: Οι συγκεκριμένες ιστορικά μορφές του δικαίου εξαρτώνται κατ' αρχήν από τον εκάστοτε συσχετισμό των ταξικών - πολιτικών δυνάμεων και από τον χαρακτήρα της νίκης που κατήγαγε η εκάστο-
305
δικαιοσύνη τε κυρίαρχη τάξη*. Συνεπώς μπορεί να εκφράζει αναλλοίωτη τη βούληση της κυρίαρχης τάξης, αλλά μπορεί και να αντανακλά ιδιότυπα διάφορους συσχετισμούς, συμβιβασμούς, κατακτήσεις και παραχωρήσεις, υπό την επίδραση και των ιστορικών παραδόσεων. Από αυτή την άποψη το δίκαιο λειτουργεί ως σημαντικός δείκτης της θέσης του ατόμου στην κοινωνία* και στο κράτος και ευρύτερα ως δείκτης πολιτιστικού επιπέδου. Το δίκαιο κατά κανόνα έπεται των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων ως εν πολλοίς εκ των υστέρων νομικό αποκρυστάλλωμα και θεσμική μορφοποίησή τους, γεγονός που (σε συνδυασμό με τον ρυθμιστικό σταθεροποιητικό ρόλο του) του προσδίδει στατικό και σχετικά συντηρητικό χαρακτήρα, στο ίδιο [σελ. 72, μετά την πρόταση: "Τα συστήματα ... πολιτών", να προστεθεί]: Οι όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις εντάσσονται στο δίκαιο των αστικών καθεστώτων δεν επισκιάζουν την καθοριστικής σημασίας λειτουργία του: τη νομιμοποίηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και των σχέσεων κυριαρχίας - υποταγής που εδράζονται στην ιδιωτική ιδιοκτησία*. Μοναδική είναι η ιστορική ιδιοτυπία του προτρέχοντα και εν πολλοίς μετασχηματιστικού χαρακτήρα δικαίου που επιβάλλουν οι "σοσιαλιστικές επαναστάσεις"*, το πρώτο ρεύμα των οποίων (δεδομένου ότι περιέλαβε σειρά σχετικά καθυστερημένων ή μέσου επιπέδου ανάπτυξης χωρών) υποχρεώθηκε να προβεί σε θέσπιση κοινωνικής ιδιοκτησίας, χωρίς το επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής να ανταποκρίνεται πάντοτε και πλήρως σε αυτήν (τυπική κοινωνικοποίηση). Η περαιτέρω κίνηση •προς την ώριμη αταξική κοινωνία και η βαθμιαία απονέκρωση του κράτους και της πολιτικής θα επιφέρει και την απονέκρωση του δικαίου, την άρση* του στα πλαίσια της ανεπτυγμένης ηθικότητας των ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων. Δ. Πατέλης
δικαιοσύνη [τ. 2, σελ. 73, μετά την πρόταση: "Σε αντιδιαστολή ... ανθρώπων", να προστεθεί: Από αυτή την άποψη, όσο η ύπαρξη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο είναι ιστορικά αναγκαία, υπερτερεί η αδικία και η προοπτική της εξάλειψης αυτής της εκμετάλλευσης προβάλλει ως προοπτική της δικαιοσύνης. Δ. Πατέλης
δικτατορία [τ. 2, σελ. 74, μετά την πρόταση:
306
"Μιας ... παραγωγής", να προστεθεί): Ολες οι μορφές πολιτικής κυριαρχίας των εκμεταλλευτριών τάξεων χαρακτηρίζονται από (διαφορετικών τύπων, έκτασης και έντασης) καταπίεση της πλειονότητας του (εργαζόμενου) πληθυσμού από την μειονότητα των εκμεταλλευτών και από συτή την άποψη, το κράτος, κάθε πολιτειακή μορφή, στις ανταγωνιστικές ταξικές κοινωνίες προβάλλει ως όργανο της δικτατορίας της κυρίαρχης τάξης*, στο ίδιο [σελ. 74, μετά την πρόταση: "Πρόκειται ... δυνάμεων", να προστεθεί]: Κατά κανόνας χαρακτηρίζει προσωρινού τύπου καθεστώτα, προϊόντα κοινωνικών κρίσεων συγκρούσεων, εμφυλίων πολέμων και γενικότερα περιόδων αναδιατάξεων δυνάμεων (συνασπισμών εξουσίας, ηγεμονίας), με αμφίρροπες τάσεις και εν πολλοίς αμφισβητούμενη έκβαση. Στις περιπτώσεις αυτές τα όρια μεταξύ χρήσης και κατάχρησης εξουσίας από τις εκάστοτε νικηφόρες δυνάμεις είναι αρκετά δυσδιάκριτα. Στη συνέχεια, οι δυνάμεις αυτές επιχειρούν βαθμιαία την επέκταση της κυριαρχίας τους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας. Από την άποψη της προδικτατορικής νομιμότητας η δικτατορία προβάλλει ως κατάλυση του νόμου, σφετερισμός της εξουσίας, ανομία κ.λπ. Εφ" όσον όμως το δικτατορικό καθεστώς εδραιώσει την εξουσία του, επιβάλλει τους δικούς του κανόνες θεσπίζοντας το δικό του δίκαιο*. Τα συντάγματα ορισμένων χωρών προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής "συνταγματικών δικτατοριών" σε καταστάσεις "έκτακτης ανάγκης" και για ορισμένο διάστημα, με στόχο "την αποκατάσταση της νομιμότητας και της τάξης", στο ίδιο [σελ. 75, μετά την πρόταση: "Συχνά ... Επικοινωνίας", να προστεθεί]: Σειρά θεωρητικών προσεγγίσεων της δικτατορίας αναλώνεται στην εμπειρική περιγραφή φαινομενικών (μορφή, τρόπος άσκησης εξουσίας, μέσα, αντίθεση στην αστικο-δημοκρατική νομιμότητα κ.λπ.) και υποκειμενικών γνωρισμάτων της (ασκείται από ένα πρόσωπο, από ομάδα κ.λπ.), γεγονός που εκ των πραγμάτων συγκαλύπτει το εκάστοτε ταξικό περιεχόμενό της. Δ. Πατέλης
δικτατορία του προλεταριάτου [τ. 2, σελ. 75, μετά την πρόταση: "Η εγκαθίδρυση ... μηχανισμού", να προστεθεί]: Οι προλεταριακές επαναστάσεις στη Ρωσία (1905-7 και 1917) ανέδειξαν τον αποφασιστικό ρόλο της ηγεμονίας
δογματισμός και αναθεωρητισμός του προλεταριάτου για την εγκαθίδρυση της επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και των αγροτών*, καθώς και τον ρόλο του μαρξιστικού επαναστατικού κόμματος της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Ανέδειξαν επίσης τον επαναστατικό θεσμό των συμβουλίων (σοβιέτ) ως πολιτειακή μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, στο ίδιο [σελ. 75, μετά την πρόταση: Ή δικτατορία .. τεχνική αναγκαιότητα", να προστεθεί]: Η δικτατορία του προλεταριάτου προωθεί την ανάπτυξη του σοσιαλισμού, τη διαμόρφωση της κομμουνιστικής κοινωνίας μέσω της προώθησης της βασικής αντίφασης* του σοσιαλισμού*: της αντίφασης μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας* στα "μέσα παραγωγής"* και ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής. Στον βαθμό που ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας* παραμένει σχετικά ανώριμος, ο σοσιαλισμός χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιότυπη αντιφατικότητα (που εκδηλώνεται με τον εν πολλοίς τυπικό χαρακτήρα της κοινωνικοποίησης, με την ύπαρξη ορισμένων σοσιαλιστικά μετασχηματισμένων εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, με τη γραφειοκρατικοποίηση της διοίκησης κ.λπ.), η μη έγκαιρη διευθέτηση της οποίας ευνοεί την ενίσχυση της αντίδρασης και της αστικής αντεπανάστασης*. Δ. Πατέλης
διοίκηση [τ. 2, σελ. 79, μετά την πρόταση: "β) η συνειδητή ... και αρχές", να προστεθεί]: ..., ο χαρακτήρας των οποίων εξαρτάται κατ" εξοχήν από το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της κάθε κοινωνίας και σε τελευταία ανάλυση από τον χαρακτήρα της παραγωγικής αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση (λ. εργασία, παραγωγικές δυνάμεις, τεχνική) και των σχέσεων παραγωγής, στο ίδιο [σελ. 80. μετά την πρόταση: "Στις ... ψευδοκοινότητας", να προστεθεί]: Επιπλέον ο μηχανισμός αυτός χαρακτηρίζεται κατ' ανάγκη από ορισμένο βαθμό (ανάλογα με την ιστορική συγκυρία) απόσπασης, αλλοτρίωσης* και αυτονόμησης από τους διοικούμενους. Η συγκεντροποίηση που τον χαρακτηρίζει, και η οποία εδράζεται στην ιεραρχική αρχή της μονόπλευρης υπαγωγής των κατώτερων κλιμακίων του στα ανώτερα (γραφειοκρατικοποίηση), τον μετατρέπει συχνά από μέσο εκπλήρωσης ορισμένων σκοπών της κοινωνίας σε αυτοσκοπό, στο ίδιο [σελ. 80, μετά τη φράση: "Στην ώριμη ... κοινωνίας", να προστεθεί]: ..., με την υπέρ-
βαση της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* και της αντίθεσης μεταξύ υποκειμένων* και αντικειμένων της διοίκησης, ... στο ίδιο [σελ. 80, πριν απ' την παράγρ.: "Ως "διοίκηση επιχειρήσεων"...", να προστεθεί]: Η διοίκηση αποτελεί αντικείμενο διεπιστημονικής έρευνας δεδομένου ότι συνιστά περίπλοκο και πολύπλευρο φαινόμενο με οικονομικές, τεχνικές - οργανωτικές, κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, ηθικές, νομικές, πολιτικές κ.λπ. πλευρές. Η κυβερνητική* μελετά την γενικότερη προσέγγιση του εν λόγω φαινομένου υπό το πρίσμα των μορφολογικών, δομικών και κυρίως ποσοτικών γνωρισμάτων του, άσχετα με την ιδιομορφία, το ποιόν και την ουσία του κάθε συστήματος. στο ίδιο [σελ. 80, μετά την πρόταση: "Με την... αρχών της διοίκησης", να προστεθεί]: Επιδιώκει τον καθορισμό στόχων (μακροπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων, βραχυπρόθεσμων), την επιλογή συγκεκριμένων μέτρων και ενεργειών για την επίτευξή τους, την υποδιαίρεση των καθηκόντων σε επιμέρους είδη ενεργειών, τον καταμερισμό της εργασίας, τον συντονισμό της αλληλεπίδρασης διαφόρων υποσυστημάτων στα πλαίσια της οργάνωσης, την τελειοποίηση της τυπικής ιεραρχικής δομής, τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και των επικοινωνιών, καθώς και την αναζήτηση των κατάλληλων κινήτρων δραστηριοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, αποδοτικών τύπων διοίκησης, κατανομής ευθυνών κ.ά. στο ίδιο [σελ. 80, μετά την πρόταση: "Οι πρώτες .. (π.χ. Τείλορισμός)", να προστεθεί]: Μέχρι σήμερα χαρακτηρίζονται από μια κατ' εξοχήν τεχνοκρατική*, εργαλειακή και πραγματιστική αντιμετώπιση της διοίκησης (η αποτελεσματικότητα της οποίας ανάγεται κατ' εξοχήν στα κριτήρια της κερδοφορίας) και από την απουσία θεωρητικής - μεθοδολογικής θεμελίωσης. Δ. Πατέλης
δογματισμός και αναθεωρητισμός [τόμ. 2, σ. 88, πριν από τη βιβλιογρ., να προστεθούν τα εξής]: Από μεθοδολογικής σκοπιάς και οι δύο τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιας εγκυρότητας, πληρότητας και επικαιρότητας στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό με τη βοήθεια της λογικής της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής, ο δε α-
307
δραστηριότητα ναθεωρητισμός αντικαθιστά τη μαρξιστική διαλεκτική* μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό* και την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, υποκαθιστώντας με διάφορους τρόπους τη θεωρία με τον έρποντα εμπειρισμό*. Στο ζήτημα της συσχέτισης στρατηγικής και τακτικής ο μεν δογματισμός απολυτοποιεί μονόπλευρα την πρώτη (κατά την ιησουιτική αρχή: "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα") ο δε αναθεωρητισμός τη δεύτερη ("ο σκοπός είναι ένα τίποτε, το παν είναι το κίνημα", κατά τον Ε. Μπερνστάιν*), γεγονός που οδηγεί αμφότερους σε δύο κατευθύνσεις του πολιτικού καιροσκοπισμού - τακτικισμού: στον αριστερό οππορτουνισμό (αριστερισμό, σεχταρισμό) και στον δεξιό οππορτουνισμό - ρεφορμισμό. Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων - η οποία απορρέει σε τελευταία ανάλυση από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική "αριστοκρατία" - γραφειοκρατία*), αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξη- διευκολύνει τη μαζική μετάβαση από τον δογματισμό στον αναθεωρητισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, ήττας και υποχώρησης του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δογματική αναγωγή του μαρξισμού σε οικονομικό ντετερμινισμό και σε θεωρία των παραγόντων, που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον νεοκαντιανού τύπου "ηθικό σοσιαλισμό", είτε η σταλινική δογματική κωδικοποίηση του, που οδήγησε τελικά στον ιδεολογικό εκφυλισμό της "περεστρόικα" και σε υιοθέτηση αντιδραστικών ιδεολογημάτων. Σήμερα απαιτείται μια δημιουργική ανάπτυξη "άρση"* του θεωρητικού και φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού, ικανή να υπερβεί την άγονη αντιπαλότητα δογματισμού - αναθεωρητισμού, ως τεκμηρίωση - πρόγνωση των προοπτικών του ανασυγκροτούμενου επαναστατικού κινήματος και ως θετική επιστημονική ερμηνεία των υπαρκτών νέων κοινωνικών και επιστημονικών προβλημάτων, τα οποία ο μεν δογματισμός τα αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός συχνά τα εντοπίζει, αλλά αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ορθό. Βλ. επίσης το λ. ρεφορμισμός. Δ. Πατέλης
308
δραστηριότητα [τ. 2, σελ. 99, πριν από την παράγρ.: "Στην ιστορία της φιλοσοφίας ...", να προστεθούν]: Σε όλες τις βαθμίδες ανάπτυξης της ανθρωπότητας η δραστηριότητα δεν ανάγεται αποκλειστικά στην εργασία, στην παραγωγική αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση. Ωστόσο η τελευταία, στην ενότητά της με τις σχέσεις παραγωγής, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σε ολόκληρο το φάσμα των μη εργασιακών δραστηριοτήτων. Η εσωτερική διαφοροποίηση της εργασιακής διαδικασίας παρέχει και τη δυνατότητα θεωρητικής εξέτασης των συστατικών στοιχείων κάθε δραστηριότητας στην ενότητά τους: μέσων, αντικείμενου, σκοπού*, τρόπου και υποκειμένου. Και οι νόμοι της ιστορίας (βλ. νομοτέλεια) υπάρχουν και εκδηλώνονται μόνο μέσω της δραστηριότητας και στη δραστηριότητα των ανθρώπων, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες βαθμίδες της ανάπτυξης αυτής της δραστηριότητας (λόγω του ανταγωνιστικού καταμερισμού της εργασίας, των ταξικών αντιθέσεων και της αλλοτρίωσης*), η ιστορική νομοτέλεια προβάλλει ως έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένη κυριαρχία ξένων, αλλότριων και εχθρικών προς τους ανθρώπους δυνάμεων Δ. Πατέλης
ελευθεροφροσύνη [τ. 2, σελ. 136, μετά την πρόταση: "Η ελευθεροφροσύνη .. ιδέες", να προστεθεί]: οι οποίες υπονομεύουν σε διάφορους βαθμούς την κυρίαρχη θρησκευτική κοσμοθεωρία, χωρίς ωστόσο να είναι απαλλαγμένη πλήρως από την τελευταία και χωρίς να είναι σε θέση να αναλύσει ουσιαστικά τα αίτια της θρησκευτικής συνείδησης. Οι ιδέες αυτές ήταν διάχυτες στις αντικληρικαλιστικές και αντιθρησκευτικές διαθέσεις που εκφράζονταν στο λαϊκό και "καρναβαλικό" πολιτισμό, στη λογοτεχνία, στις αιρέσεις και σε φιλοσοφικές θεολογικές κατευθύνσεις, στο ίδιο [ σελ. 137] αντί για "αστικό" να γίνει "βασικά" στο ίδιο [σελ. 137, πριν από την πρόταση: "Η συνεπής ... αθεϊσμός", να προστεθεί]: Τα ρεύματα αυτά, στον βαθμό που δεν προτάσσουν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, αδυνατούν να συλλάβουν το συγκεκριμένο ιστορικό πλέγμα των κοινωνικών, οικονομικών, γνωσεολογικών και ψυχολογικών αιτίων του θρησκευτικού φαινομένου, είτε αδιαφορούν για αυτό, δίνοντας έμφαση σ' έναν αφηρημένο αντιδογματισμό, αντιαυταρχισμό, αντικληρικα-
επανάσταση κοινωνική λισμό, στην εκκοσμίκευση των θεμελίων της ηθικής κ.λπ. Δ. Πατέλης
εμπειρικά και θεωρητικό [τ. 2, σελ. 144, μετά την πρόταση: "Το εμπειρικό ... πειράματος", να προστεθεί]: Οι γνώσεις που αποκομίζει η εμπειρική έρευνα προβάλλουν ους κατ" εξοχήν περιγραφή, ως συνόψιση της άμεσα αποκομιζόμενης πείρας, ως αισθητηριακή εγκυρότητα και ως συγχωνευμένη ενότητα παραστάσεων, στις οποίες προσλαμβάνεται κατά κύριο λόγο η ποιοτική πλευρά της ποικιλομορφίας του αισθητηριακά αντιληπτού όλου, του αισθητηριακά συγκεκριμένου. στο ίδιο [ σελ. 145, μετά την πρόταση: "Η βαθμιαία .. μεταφυσική", να προστεθεί]: Η εξάλειψη των κοινωνικών αιτίων του παραπάνω φαινομένου θα οδηγήσει στην κατ" εξοχήν συνθετική και εσωτερικά ενιαία επιστήμη της ώριμης κοινωνίας*, στα πλαίσια της οποίας εμπειρικό και θεωρητικό θα συνυπάρχουν ως αλληλλένδετες διαφορετικές στιγμές. Δ. Πατέλης
εμφύλιος πόλεμος [τ. 2, σελ. 147, μετά την πρόταση: "Συνιστά ... συναίνεση", να προστεθεί]: Είναι το αποτέλεσμα ανακατατάξεων στους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό μιας χώρας και σε διεθνές επίπεδο. Συχνά συνδέεται με πολέμους μεταξύ κρατών, με πολέμους για απόκρουση εξωτερικής επέμβασης και με εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, στο ίδιο [σελ. 148, αντί για "κ.ά.", να προστεθεί]: ο εμφύλιος μεταξύ δημοκρατών και φασιστών τσύ Φράνκο (Ισπανία, 1936-1939) και η σύρραξη μεταξύ Δημοκρατικού Στρατού και μεταπολεμικών καθεστωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα (1947-1949). Βλ. επίσης: ένοπλη εξέγερση, σστικη επανάσταση, δικτατορία του προλεταριάτου. Δ. Πατέλης
ενατένιση [τ. 2, σελ. 150, μετά την πρόταση: "Στον αντίποδα ... κ.λπ.", να προστεθεί]: Στη μαρξιστική παράδοση το εκάστοτε ιστορικό υποκείμενο δεν περιορίζεται στην παθητική ενατένιση, αλλά ούτε και στο χειραγωγικό ακτιβισμό. Δ. Πατέλης
έννοια [συμπλήρωμα του λήμματος στον τ. 2], Κάθε έννοια έχει την ιδιότητα να παρουσιάζει
μια έκταση, ένα εύρος, και να περιλάβει, έτσι, μία ή περισσότερες έννοιες με μικρότερο εύρος. Το πλήθος των στενότερων εννοιών που περιλαμβάνονται σε μια ευρύτερη έννοια καλείται πλάτος της έννοιας αυτής, ενώ το πλήθος των γνωρισμάτων που συγκεντρώνει μια έννοια ονομάζεται βάθος της έννοιας αυτής. Οσο μεγαλύτερο βάθος (δηλαδή γνωρίσματα) έχει μια έννοια τόσο πιο συγκεκριμένη γίνεται (δηλαδή στενεύει)" επομένως, όταν αυξάνει το βάθος μιας έννοιας ελαττώνεται το πλάτος της και αντίστροφα. Οι έννοιες που έχουν κοινά γνωρίσματα λέγοναι "συγγενείς" και μπορούν να ταξινομηθούν σε μια λογική κλίμακα με βάση τον αριθμό των γνωρισμάτων τους. Περαιτέρω, κάθε έννοια που εμπεριέχεται στο πλάτος μιας ευρύτερης έννοιας είναι έννοια "είδους" γι' αυτή, ενώ η ευρύτερη έννοια είναι έννοια "γένους" για τη στενότερη κατά το πλάτος έννοια. Οταν μια έννοια είδους διαφοροποιείται από μια έννοια γένους χάρη σ' ένα μόνο πρόσθετο γνώρισμα, τότε αυτή η έννοια καλείται προσεχές είδος. Αντίθετα, όταν μια έννοια γένους διακρίνεται από μια έννοια είδους λόγω απουσίας ενός μόνο γνωρίσματος, τότε αυτή λέγεται προσεχές γένος. Επιπλέον, οι έννοιες με κριτήριο το πλάτος διακρίνονται σε: 1 ) ταυτοπλατείς, 2) υπάλληλες, 3) συνάλληλες ή παράλληλες ή ομοταγείς και 4) επαλλάσσουσες. Με κριτήριο το βάθος χωρίζονται σε: αντίθετες ή ασύμφωνες, οι οποίες διακρίνονται σε ενάντιες και σε αντιφατικές κ.λπ. Βιβλ.: Παπανούτσου Ε. Π., Λογική, Δωδώνη, 1985. Ευτυχία Ξυδιά
επανάσταση κοινωνική [τ. 2, σελ. 174, μετά την πρόταση: "Η εναλλαγή ... τελευταίας", να προστεθεί]: Στη μεν δουλοκτησία* τον ρόλο αυτής της εξωτερικής δύναμης διαδραματίζουν εξωτερικές προς αυτήν δυνάμεις κοινωνιών που βρίσκονται στο στάδιο της διάλυσης της πρωτόγονης κοινότητας, στη δε φεουδαρχία* και πάλι εξωτερική ως προς την ουσία της τελευταίας δύναμη (αστική τάξη* κ.λπ.), η οποία όμως γεννάται από την εσωτερική ανάπτυξη της φεουδαρχίας και πραγματοποιεί τις πρώτες κοινωνικές επαναστάσεις (βλ. αστική επανάσταση). στο ίδιο [σελ. 174, μετά την πρόταση: "Κάθε ... ετερότητά της", να προστεθεί]: Ο χαρακτήρας, οι μορφές, η διάρκεια, το βάθος και το εύρος της κοινωνικής επανάστασης, εξαρτώνται κυ-
309
επαναστατική κατάσταση ρίως από τους κοινωνικούς στόχους που θέτει,, από τις κοινωνικές δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτήν, αλλά και από την εκάστοτε περίπλοκη δυναμική του συσχετισμού της με την αντεπανάσταση*. Οι δυνατότητες εμφάνισης και ανάπτυξης της κοινωνικής επανάστασης εξαρτώνται από μια σειρά αντικειμενικών όρων (συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής κατάστασης*) και από τον βαθμό ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα σε εθνική και διεθνή κλίμακα.
σεις* με διεπιστημονικές και φιλοσοφικές αξιώσεις (βλ. π.χ. δομισμός, θετικισμός). Η άρση του υποδουλωτικού χαρακτήρα του καταμερισμού της εργασίας και στα πλαίσια της επιστήμης θα οδηγήσει σε μια συνθετική επιστημονική εικόνα του κόσμου ως οργανικό στοιχείο της κοινωνικής συνείδησης των ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων. Βλ. επίσης κοινωνική συνείδηση, επιστήμη, εμπειρικό κσι θεωρητικό, αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
Δ. Πατέλης
Δ. Πατέλης
επαναστατική κατάσταση [τ. 2, σελ. 175, μετά το τέλος, να προστεθεί]: Η ανισομερής ανάπτυξη του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση επαναστατικών καταστάσεων αρχικά σε χώρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (στις οποίες συμπυκνώνονται με την οξύτερη μορφή οι αντιθέσεις του), όπου οι δυνατότητες εδραίωσης και ανάπτυξης των επαναστατικών αλλαγών είναι αντιστρόφως ανάλογες του επιπέδου ανάπτυξής τους.
ευρετική [τ. 2, σελ. 214, μετά την φράση: "Ευρετικό ρόλο ... επιστήμη", να προστεθεί]: "..., μέσω της διακρίβωσης της εκάστοτε "γνωσιακής συγκυρίας"* (του συγκεκριμένου ιστορικά επιπέδου ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου και της λογικής - μεθοδολογίας που έχει επιτευχθεί στα πλαίσια της εν λόγω επιστήμης) και της επιστημονικής πρόγνωσης* της βίέλτιστης δυνατής οδού (με τις ελάχιστες παλινωδίες, αδιέξοδα κ.λπ.) περαιτέρω ανάπτυξής της, από το φάσμα δυνατοτήτων που διανοίγεται σ' αυτή τη γνωσιακή συγκυρία.
Δ. Πατέλης
Δ. Πατέλης
"Επιστήμη της λογικής" [τ. 2, σελ. 187, μετά την πρόταση: "Οι συγκεκριμένες ... κατηγοριών", να προστεθεί]: Η "Επιστήμη της λογικής" αποτελεί σημαντικό και ιστορικά αναγκαίο σταθμό στην ιστορία της φιλοσοφίας ως ιδιότυπη φιλοσοφική αναπαραγωγή με καθολική μορφή ορισμένου σταδίου της κυριαρχίας αυθόρμητων και αλλοτριωμένων κοινωνικών δυνάμεων, και μάλιστα από την οπτική ανθρώπων που είναι δέσμιοι των τελευταίων και αδυνατούν να διακρίνουν τους όρους υπέρβασης αυτής της κατάστασης (δεδομένου ότι ακόμα δεν έχουν ανακύψει). Αντανακλά συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της φιλοσοφίας (αγγλ. εμπειρισμός, Καντ, Φίχτε, Σπινόζα) και των επιστημών (μετάβαση στο θεωρητικό στάδιο), ιδιαίτερα της πολιτικής οικονομίας. Δ. Πατέλης
επιστημονική εικόνα του κόσμου [τ. 2, σελ. 188, μετά το τέλος, να προστεθεί]: Η αποδοχή ορισμένων αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας (χωρίς την αντιφατική πορεία που οδήγησε σ' αυτά), η πρόκριση, η απολυτοποίηση και ο φετιχισμός* συγκεκριμένων ιστορικά προτύπων επιστήμης και εππιστημονικότητας οδηγεί συχνά σε άγονες και αντιιστορικές στά-
310
θεμελιακή οντολογία, βλ. Χάιντεγγερ Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345-407). Ένας από τους πιο σημαντικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Χριστιανισμού* της Ανατολής. Πρόσωπο με εξαιρετική ελληνική παιδεία παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας του Ανδραγάθιου και ρητορικής του Λιβάνιου*. Θεωρούσε τη φιλοσοφία ως απαραίτητο εφόδιο για την αναγωγή του ανθρώπου προς το μεταφυσικό Εκείθεν. Και δεν αναφερόταν μόνον στη χριστιανική φιλοσοφία αλλά και στην εθνική, την οποία επιχειρούσε επίσης να συνδέσει και με την πρακτική συμπεριφορά των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Έθετε μάλιστα τη φιλοσοφία* ως εχέγγυο για την ομοίωση του ανθρώπου* με τον Θεό*. Στο πλαίσιο αυτό τόνιζε ότι ο κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, έχει καθήκον να μην εφησυχάζει με μικρής εμβέλειας φιλοσοφικές γνώσεις. Πρέπει συνεχώς να αναζητά υψηλών απαιτήσεων γνώσεις, οι οποίες όμως θα έχουν ως κύριους στόχους να ενισχύσουν την πνευματικότητά του και να αποκαθάρουν τις ψυχικές δυνάμεις του. Ο Χρυσόστομος διεκρίθη επίσης και ως αναλυτι-
συνείδηση κός σχολιαστής των κειμένων της Αγίας Γραφής. Στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του ακολουθεί κυρίως τις κατευθύνσεις της θεολογικής Σχολής της Αντιόχειας, αποφεύγοντας όμως να δεχθεί ότι το ιστορικο-γραμματικό κριτήριο αποτελεί το αποκλειστικό εφόδιο για μια αξιόπιστη ανάλυση. Εισάγει έντονα και το στοιχείο της πίστης*, που διαμορφώνεται μέσα στην Εκκλησία και που ωριμάζει τις συνειδήσεις για πιο ουσιαστικές ερμηνείες και προεκτάσεις. Σε όλα πάντως τα κείμενά του είναι διάχυτη η διάθεσή του να θεμελιώσει έγκυρα την κοινωνική, ηθική και παιδαγωγική διάσταση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπό την έννοια αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας από τους θεμελιωτές της χριστιανικής Ερμηνευτικής, με την αυστηρή όμως ρήτρα ότι δεν μένει σ' ένα απλό θεωρητικό ή επιστημολογικό πεδίο, αλλά αναζητά και τις ουσιώδεις προεκτάσεις του πνεύματος των κειμένων στην κοινωνική πρακτική. Χρ. Τερέζης
νεοκριτικισμός, βλ. νεοκαντιανισμός Ντανς Σκώτος Ιωάννης (Duns, 1266-1308). Αγγλος σχολαστικός φιλόσοφος, της δεύτερης ή ώριμης περιόδου του μεσαιωνικού ευρωπαϊκού σχολαστικισμού (13ος αι.), και Φραγκισκανός μοναχός. Δίδαξε στο κολλέγιο του Μέρτον στην Οξφόρδη με μεγάλη επιτυχία και γύρω του σχηματίστηκε ένας κύκλος φιλοσόφων και θεολόγων, ένα είδος σχολής, που από το όνομά του έμεινε γνωστή ως Σκωτική σχολή*. Οι θεωρίες του Ντανς και της σχολής του ήρθαν σε αντιπαράθεση προς τις θέσεις της σχολής του Αγίου Θωμά Ακινάτη* (12251274), του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου της ίδιας περιόδου. Κατά τις θεολογικές συζητήσεις με τους Δομινικανούς μοναχούς, υπερασπίστηκε το δόγμα της άσπιλης σύλληψης με διαλεκτική ευστροφία και διεισδυτική λεπτότητα επιχειρημάτων, με αποτέλεσμα να του δοθίί ο χαρακτηρισμός "Doctor subtilis" (δάσκαλος λεπτός, ακριβής, απέριττος). Ο Ντανς δίδασκε ότι η βούληση* είναι ανώτερη από τη νόηση* (βουλησιαρχία), τόσο στον άνθρωπο όσο και στον θεό, και ότι από τη βούληση εξαρτάται και τη βούληση υπηρετεί η νόηση, ο λόγος. Αλλό και το αγαθό το προσδιορίζει η βούληση, ενώ η νόηση υπηρετεί μόνον την εφαρμογή του στον πρακτικό βίο. Το αγαθό, που το θεωρεί ανώτερο από το αλη-
θές, είναι αγαθό, κατά τον Ντανς, διότι το επιτάσσει ο θεός, κατ' αντίθεση προς τον Θωμά τον Ακινάτη, κατά τον οποίο ο θεός επιτάσσει το αγαθό επειδή είναι αγαθό. Υπέρτατος σκοπός είναι η αγάπη, προς την οποία οδηγεί η βούληση. Με την αγάπη και τη γνώση ο Ντανς ζητάει το ύψιστο και το αιώνιο. Για τη γνώση* λέει ότι αυτή είναι προϊόν της εμπειρίας των αισθήσεων, αλλά στη διαμόρφωση της συμβάλλει και η νόηση. Οπωσδήποτε όμως η γνώση είναι πεπερασμένη λόγω προελεύσεως και γι' αυτό δεν αρκεί για να σχηματίσει ο άνθρωπος μια πλήρη εικόνα περί του κόσμου*. Μπροστά και πάνω από τη γνώση βρίσκεται η πίστη. Γι' αυτό τα δόγματα, που δεν είναι δυνατόν να έχουν επιστημονική απόδειξη, είναι ανάγκη να γίνονται αποδεκτά μόνο με την πίστη. Με την θέση του αυτή αυτοπροσδιορίζεται ο Ντανς ως μεταφυσικός, και πράγματι θεωρείται ως ο μεγαλύτερος μεταφυσικός του Μεσαίωνα. Επανερχόμενος στην πίστη, υποστηρίζει ότι μόνον αυτή αποκαλύπτει τις ιδιότητες του θεού, ο οποίος είναι καθαρή ενέργεια (actus purus) και απόλυτα απλή και αποδεικνύεται μόνον από τα έργα του. Ο Θεός είναι ακόμη το ανώτατο ον, ενώ το κατώτατο είναι η ύλη, η οποία όμως είναι το σπέρμα όλων των φυσικών δημιουργημάτων, αλλά και της ουσίας του πνεύματος. Την ύλη την κατατάσσει σε γένη και είδη, με ανώτερο το ατομικό (haecceitas). Το ατομικό, το συγκεκριμένο γεννιέται από την ένωση της haecceitas με το γενικό, που το ταυτίζει με τη μορφή (αρχή της εξατομίκευσης). Ο Ντανς έγραψε και πολλά έργα, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι το "Υπόμνημα" στον Αριστοτέλη. Απ. Τζαφερόπουλος
συνείδηση, α. Έννοια. Η ικανότητα του ανθρώπου* να βλέπει την πραγματικότητα (φυσική, ιστορική, κοινωνική, πολιτική και λοιπές μορφές της), να συγκινείται, να στοχάζεται, να απορεί, να αξιολογεί, να επιλέγει, να αποφασίζει, να δρα. Η επιλογή προϋποθέτει "κριτήρια"* και η απόφαση προϋποθέτει "ελευθερία"" βούλησης (ή τέτοια αίσθηση - πίστη) και συνεπάγεται "ευθύνη"*. β. Διαμόρφωση. Η συνείδηση του ανθρώπου διαμορφώνεται μέσα στον κόσμο όπου ζει, με τη θέαση και βίωση της πραγματικότητας* αλλά και με την ανάδραση και αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συνείδηση. Μέσα από την αμοιβαία αυτή σχέση διαμορφώνονται
311
συνείδηση "αξίες"* (που πρεσβεύει η κοινωνία και ενδεχόμενα αποδέχεται το άτομο), "κριτήρια"* απόφασης και δράσης (που επιδοκιμάζει η κοινωνία και ενδεχόμενα συνεπιδοκιμάζει το άτομο). Προϋπόθεση για την ομαλή διαμόρφωση αξιολογικού* κώδικα και κριτηρίων* απόφασης / δράσης είναι η ακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας* στη συνείδηση· αυτή η διαδικασία εξαρτάται από δύο βασικούς συντελεστές: την ικανότητα του ατόμου* να διεισδύει στην πραγματικότητα (αξιοποιώντας τους δρόμους που έχει ανοίξει η κοινωνία) και να την ερμηνεύει σωστά, αλλά και από την ειλικρίνεια με την οποία η κοινωνία* βοηθά το άτομο -διαμέσου των θεσμών της: εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, πολιτικών κ.ά - να δει και να κατανοήσει την πραγματικότητα, κυρίως την κοινωνικο-πολιτική, και να την ερμηνεύσει και αξιολογήσει. Η ιστορία των κοινωνιών, ιδιαίτερα η ιστορία της Εκπαίδευσης*, μας αποκαλύπτει συχνά την προσπάθεια κάποιας κοινωνικής ομάδας να παραποιεί την πραγματικότητα, ώστε να μην ενημερώνονται σωστά οι συνειδήσεις των άλλων ομάδων, κυρίως των νέων, και άρα να διαμορφώνονται συνειδήσεις πλανημένες (φενακισμένες). γ. Μορφές της ενιαίας συνείδησης. Ανάλογα με το πεδίο πραγματικότητας (ή πίστης περί πραγματικότητας), όπου αναφέρεται η συνείδηση, η συνειδητή δράση ή συνειδητή αδράνεια του ατόμου, μπορούμε να κάνουμε λόγο για: "κοινωνική συνείδηση" (όπου νοούνται τα κοινωνικά ζητήματα συνολικά), "πολιτική συνείδηση", "εθνική συνείδηση", "ιστορική συνείδηση", "επαγγελματική", "ταξική", "επιστημονική", "θρησκευτική" και άλλες μορφές. Σέ καθεμιά από τις μορφές συνείδησης που μνημονεύσαμε η συνείδηση έχει ένα πεδίο γνωριμίας (την πολιτική πραγματικότητα και ζωή, την ιστορική ζωή και επιστήμη*, το σύνολο πολιτών που νοούνται ή πρεσβεύουν ότι ανήκουν σε μια κοινωνική τάξη κ.λπ.). Μέσα σε αυτό το πεδίο: - το άτομο νιώθει οικείωση· και αισθάνεται ότι υπάρχουν και άλλοι οικείοι (αδελφοί, συγγενείς, ομοεθνείς, ομοϊδεάτες, ομόφρονες)- συναποδέχεται κοινά "κριτήρια" αντίληψης της πραγματικότητας και κοινές "αξίες" δράσης / αδράνειας· - αισθάνεται κατανόηση και σεβασμό για τους
312
άλλους οικείους και για το πεδίο που όλοι μαζί υπηρετούν (επιστημονικό τομέα, πολιτικό πρόγραμμα, κοινωνική ιδεολογία*, θρησκευτικό δόγμα) - αισθάνεται ότι ανήκει σε αυτό το σύνολο / πεδίο- προσδοκά συμπαράσταση / προστασία απ' αυτό' - αναδέχεται ευθύνες έναντι του συνόλου / πεδίου- εκφράζει αφοσίωση προς αυτό ανάλογη προς την προστασία που προσδοκά- κάποτε και αναλαμβάνει ως προσωπική αποστολή την προώθηση των ιδεών αυτού του συνόλου / πεδίου και αποδέχεται ως νόημα ζωής αυτή την αποστολή. δ. Ειδικότερο περιεχόμενο (γνωστικό, αξιολογικό, συγκινησιακό, ιδεολογικό) των επιμέρους μορφών συνείδησης: Μολονότι οι μορφές συνείδησης αποτελούν μέρη ενιαίου όλου και μολονότι έχουν κοινά γνωρίσματα εσωτερικής λειτουργίας (έννοια ότι το άτομο ανήκει στο σύνολο, ότι έχει προσδοκίες απ' αυτό και αφοσιώνεται σ' αυτό, έχει κοινές αξίες με τα άλλα μέλη κ.λπ. κ.λπ.), διαφέρουν ως προς τα κοινά γνωρίσματα των μελών που αισθάνονται ομοιότητα και αλληλεγγύη. Ειδικότερα: α. Στο πεδίο "πολιτικής συνείδησης" τα μέλη αισθάνονται ότι πρεσβεύουν τις ίδιες αρχές πολιτικής επιδίωξης, πρακτικής, ιδεολογίας, συμπεριφοράς. β. Στο πεδίο "επιστημονικής συνείδησης" συμμερίζονται τρόπους σκέψεις, έρευνας, τον ίδιο σεβασμό για την αλήθεια*, γ. Στο πεδίο "πολιτισμικής" και "εθνικής συνείδησης" διακατέχονται από την πεποίθηση ότι είναι φορείς και συνεχιστές κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς, κοινής καταγωγής, ότι έχουν χρέος να υπερασπίζονται αυτές τις αξίες ανόθευτες, όσο και αν σέβονται αντίστοιχες πεποιθήσεις / αξίες άλλων λαών. δ. Στο πεδίο της "θρησκευτικής συνείδησης" πρεσβεύουν ότι η δική τους πίστη είναι η μόνη αληθινή ή πιο αληθινή από άλλες και ότι η ανάμιξη με άλλες πίστεις είναι αμάρτημα. Η συνείδηση του ανθρώπου αντανακλά την πραγματικότητα που ο άνθρωπος ζει όπως τη ζει και μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής. (Βλ. και το λ. Υλισμός Ιστορικός). Φ. κ. Βώρος
ΠΙΝΑΚΑΣ ΛΗΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ
Αβατάρα, Α-1Γ Αβελάρδος Π.. Α-11 Αβεμπάτσε, Α-12 Αβενόριους, Α-12 Αβερρόης, Α-12 Αβερροισμός, Α-13 Αβυίέβρων. Α-13 Αβικέννας, Α-13 Αβίνηα, Α-14 Αβουχόρας, Α-14 Αβουλία. Α-14 Αγαθό. Α-14 Αγάπη (1), Α-15 Αγάπη (2), Α-16 "Αγία Οικογενεια". Α-17 Αγίου Βίκτωρα Σχολή, Α-17 Αγκνι, Α-17 Αγνωσία, Α-17 Ayvbjola θρησκειοφιλοσοφική, Α-17 Αγνωσπκιομός. Α-18 Αγρίππας, Α-19 Αγρίππας Ερρίκος, Α-19 Αγρότες, Α-19 Αγροτική επανάσταση, Α-21 Αδιάφορα, Α-22 Αδιαφορία, Α-22 Αδραστος ο Αφροδίσιε ύς, Α-22 Αέπος, Α-22 Αθανασία, Α-22 Αθανάσιος ο Μέγας, Α-24 Αθανάσιος Πάριος, Α-24 Αθεϊσμός, Α-25 Αθηναγόρας, Α-28 Αθήναιος, Α-28 "Αθηναίων Πολιτεία" του Αριστοτέλη, Α-28 Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Α-28 Αιδέσιος, Α-28 Αιδώς, Α-29 Αιερ, Α-29 Αιθήρ, Α-29 Αιλιανός, Α-29 Αινείας ο Γαζαίος, Α-30 Αινεσίδημος, Α-30 Αϊνστάιν, Α-30 Αιντογκέβιτς, Α-31 Αίρεση, Α-32 Αίσθημα, Α-32 Αίοθηοη, Α-33 ΑισθησιαρχΙα, Α-34 Αισθητική, Α-35 Αισιοδοξία και απαισιοδοξία, Α-37 Αισχίνης ο Σφήτπος, Α-38 Αίτημα, Α-38 Αιτία και αποτέλεσμα, Α-39 Αιτιατό, Α-39 Αίτιο και αιτιακό, Α-39 Αιτιοκρατία, Α-40 Μορφές φυσικής αιτιοκρατίας, Α-41 Αιτιότητα, Α-43 Αιτιώδης σχέση, Α-44 Αιών, Α-44 Αιωνιότητα, Α-44 "Ακαδημεικά", Α-45 Ακαδημία του Πλάτωνα, Α-46 Ακαταληψία, Α-47 Ακίνδυνος Γρ., Α-47 Ακομινάτος, Α-47 Ακροπολίτης Γεωρ., Α-47 Ακτουαλισμός, Α-48
Αλ Κίντι. Α-48 Αλ Φάραμπι, Α-48 Αλαμπέρ, Α-48 Αλανός, Α-48 Αλβέριχος, Α-48 Αλβέρτος ο Μέγας, Α-48 Αλβίνος, Α-49 Αλγεβρα της λογικής, Α-49 Αλγόριθμος. Α-50 0 Αλεξανδρινή φιλοσοφία, Α-51 Αλέξανδρος ο Λυκοπολίτης, A-S2 Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ, Α-52 Αλεξάντερ, Α-52 Αλεξαντρόφ, Α-53 Αλεξίνος. Α-53 Αλήθεια, Α-53 Αλήθεια ιστορική, Α-55 Αληθινός σοσιαλισμός, Α-56 "Αλκιβιάδης μείζων" του Πλάτωνα, Α-56 'Αλκιβιάδης ο δεύτερος", Α-57 Αλκιδάμας, Α-57 Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, Α-57 Αλκουίνος, Α-58 Αλλαγή, Α-58 Αλληγορία, Α-59 Αλληλεγγύη, Α-59 Αλληλεπίδραση, Α-60 Αλληλόδραση, Α-60 Αλληλουχία, Α-61 Αλλοτρίωση, Α-61 Αλλως Είναι, Α-61 Αλμα, Α-61 Αλμπερτ Χανς, Α-62 Αλμιτζουά, Α-62 Αλογισμός, Α-62 Αλπορτ, Α-62 Αλτουσέρ, Α-63 Αλτρουισμός, Α-64 Αλχημεία, Α-64 Αμαρτία, Α-65 Αμαρτωλός Γεωρ., Α-65 Αμαφίνιους, Α-65 Αμβρόσιος, Α-65 Αμεινίας, Α-66 Αμέλιος Γενπλιανός, Α-66 Αμεση γνώση, Α-66 Αμεταβλητότητα (στη λογική), Α-68 Αμεταβλητότητα (στην Ψυχολογία), Α-68 Αμμώνιος ο Ερμείου, Α-69 Αμμώνιος Σακκάς, Α-69 Αμοραλισμός, Α-69 Αμπανιάνο, Α-70 Αμπέρ, Α-70 Αμπιντάρμα, Α-70 Αμπουμπάκερ, Α-70 Αμφιβολία, Α-70 Αμφιθυμία, Α-71 Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, Α-72 Αναγκαιότητα (φυσική), Α-73 Ανάγκες (ή ανάγκη), Α-73 Ανάγκη, Α-74 Αναγωγή, Α-74 Αναγω\ασμός, Α-75 Ανάδραση, Α-75 Αναθεωρητισμός, Α-75 Αναίρεση, Α-75 Αναιποκρατία, Α-76 Ανικϋκληση, Α-76 Αναλογία, Α-76 Αναλογία του όντος, αναλογία
' Το γράμμα δηλώνει τον τόμο και ο
; τη σελίδα που βρίσκεται το λήμμα.
ΤΟΜΟΣ Α'
Α.
του Είναι, Α-77 Ανάλυση, Α-77 "Αναλυτικά" του Αριστοτέλη, Α-77 Αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις, Α-78 Αναλυτική, Α-78 Αναλυτική φιλοσοφία. Α-78 Ανάμνηση, Α-79 Αναξαγόρας, Α-79 Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, Α-81 Αναξίμανδρος, Α-82 Αναξιμένης, Α-83 Αναξιμένης ο Λαμψακηνός, Α-84 Αναπλήρωση, Α-85 Ανάπτυξη, Α-85 Αναρχισμός, Α-86 Αναστάσιος Σιναΐτης, Α-88 Αναστόχαση, Α-88 Ανατολική σοφία, Α-88 Ανατόλιος ο Αλεξανδρεύς, Α-89 Ανατροφοδότηση, Α-89 Αναφορικότητα, Α-89 Ανάχαρσις, Α-90 Ανδρόνικος Κάλλιστος, Α-90 Ανδρόνικος ο Ρόδιος, Α-90 Ανδρούτσος Χρήστος, Α-91 Ανεξαρτησία (στη λογική), Α-91 Ανθρακίτης Μεθόδιος, Α-91 Ανθρωπισμός, Α-91 Ανθρωποκεντρισμός, Α-91 Ανθρωπολογία φιλοσοφική, Α-91 Ανθρωπολογική αρχή, Α-91 Ανθρωπολογική σχολή, Α-91 Ανθρωπολογισμός, Α-91 Ανθρωπομορφισμός, Α-92 Ανθρωπος, Α-92 Ανθρωποσοφία, Α-95 Ανιμισμός, Α-95 Αννίκερις ο Κυρηναίος, Α-95 Ανομία, Α-95 Ανορθολογισμός, Α-96 Ανοχή, Α-97 Ανσελμος της Αόστης, Α-97 Ανταγωνισμός, Α-98 Αντανάκλαση, Α-98 Αντβάιτα, Α-100 Αντεπανάσταση, Α-100 "Αντερασταί", Α-101 Αντερσον, Α-101 Αντίγονος, Α-101 Αντίδραση, Α-101 Αντίθεση, Α-102 Αντίθεση πόλης και υπαίθρου, Α-102 Αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, Α-103 Αντίθετη πρόταση, Α-105 Αντιθετική, Α-105 Αντίθετο, Α-105 Αντικειμενική αλήθεια, Α-105 Αντικειμενική πραγματικότητα, Α-105 Αντικειμενικό πνεύμα, Α-105 Αντικειμενικός ιδεαλισμός, Α-105 Αντικειμενισμός, Α-105 Αντικείμενο, Α-106 Αντικείμενο, Α-106 Αντικείμενο μελέτης, Α-106 Ανπκειμενοποίηση και απανπκειμενοποίηση, Α-107 Αντικουλτούρα, Α-107 Αντίληψη, Α-107 "Αντιλογίαι", Α-109 Αντίλοχος, Α-109 Αντιμεταβολή, Α-110
313
Ανημεταθετικός νόμος, Α·110 Αντί νατουραλισμός. Α-110 Ανπνομία, Α-110 Άνπ-Ντύρινγκ· του Ένγκελς, Α-111 Αντιουτοπία, Α-111 ΑντΙοχος ο Ασκαλωνίτης, Α-112 Αντίπατρος ο Ταρσεύς, Α-112 Αντίπατρος ο Τύριος, Α-113 Ανηπροσωπευτικότητα, Α-113 Αντισθένης ο Αθηναίος, Α-113 Αντιστοιχία. Α-114 Αντιστροφή, Α-114 Αντίστοιχος, Α-114 Αντιστοιχίας αρχή, Α-114 Αντίφαση, Α-115 Αντίφαση καθαυτή, Α-115 Αντίφασης αρχή, Α-115 Αντιφών ο Αθηναίος, Α-115 Αντλερ Αλφρεντ, Α-116 Αντλερ Μαξ, Α-117 Αντόρνο, Α-117 Ανυπαρξία, Α-119 Ανώνυμος ο Έλλην, Α-119 Αξελός Κώστας, Α-120 ΑξΙα,Α-121 Αξιοκρατία, Α-123 Αξιολογία, Α-123 Αξιολογική κρίοη, Α-129 Αξιολογικοί προσανατολισμοί, Α-124 Αξίωμα, Α-124 Αξιωματική μέθοδος, Α-124 Αουρομπίντο Σρι, Α-125 Απαγωγή, Α-126 Απάθεια, Α-126 Απαρίθμηση, Α-126 Απείκασμα, Α-126 Απειρο, Α-126 Απειρο στα μαθηματικό, Α-127 Απειροστικός, Α-128 Απελ, Α-128 Απελλής, Α-129 Απλοϊκός ρεαλισμός, Α-129 Από καθέδρας σοσιαλισμός, Α-129 Αποαντικειμενοποίηση, Α-130 Απογοήτευση, Α-130 Αποδεικτικός, Α-130 Απόδειξη, Α-130 Απόδειξη δια της εις άτοπον απαγωγής, Α-131 Αποδομισμός, Α-132 ΑποιδεαλΟΥΐκοποίηση, Α-132 'Αποκλειομένου τρίτου αρχή, Α-133 Αποκλειστική πρόταση, Α-133 Αποκλείνουσα συμπεριφορά, Α-133 Αποκρυφισμός, Α-133 Αποκωδικοποίηση, Α-135 Απολλινάριος, Α-135 Απολλόδωρος, Α-135 Απολλόδωρος ο Κηποτύραννος, Α-136 Απολλώνιο και διονυσιακό, Α-136 Απολλώνιος ο Τυανεύς, Α-136 Απολλώνιος ο Τύριος, Α-137 "Απολογία του Σωκράτους" του Ξενοφώντα, Α-137 "Απολογία του Σωκράτους' του Πλάτωνα, Α-137 Απόλυτη ιδέα, Α-138 Απόλυτο, Α-139 Απόλυτο πνεύμα, Α-139 'Απομνημονεύματα' Ξενοφώντα, Α-139 Απομύθωση, Α-140 Αποξένωση, Α-140 Απορία, Α-140 Απορροή, Α-140 Απορρόφηση, Α-141
314
Απόσταση κοινωνική, Α-141 Αποστεριόρι, Α-142 Αποτέλεσμα, Α-142 Απουλήιος, Α-142 Απόφανση, Α-143 Απόφαση, Α-143 Απόφαση, πρόβλημα της δυνατότητας, Α-143 Αποφαπκή θεολογία, Α-143 Αποχρώντος λόγου αρχή, Α-144 Απριάρι, Α-144 Απροσδιοριστία, Α-144 Απώθηση, Α-144 Άρατος, Α-145 Αργυρόπουλος Ιωάν., Α-145 Αρέθας ο Καισαρείας, Α-145 Αρειος, Α-145 Αρειος ο Δίδυμος. Α-146 Άρεντ, Α-146 Αρετή, Α-146 Αρήτη, Α-147 Αριές, Α-147 Αριθμός, Α-147 'Αριστέα επιστολή", Α-148 Αριστείδης, Α-148 Αρίστιππος ο Κυρηναίος, Α-148 Αρίστιππος ο νεώτερος, Α-149 Αριστόβουλος, Α-149 Αριστοκλής ο Μεσσήνιος, Α-150 Αριστοκρατία, Α-150 Αριστάξενος ο Ταραντίνος, Α-150 Αριστοτέλης, Α-151 Αριστοτελισμός, Α-164 Αρίστων ο Κείος, Α-169 Αρμινιανοί, Α-170 Αρμονία 1, Α-170 Αρμονία 2, Α-170 Αρμστρονγκ, Α-170 Αρνηση, Α-171 Αρνησης της άρνησης, νόμος, Α-171 Αρνπγκό, Α-172 Αρόν, Α-172 Αρποκρστίων ο Αργείος, Α-173 Αρση, Α-174 Αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Α-174 Αρχέδημος ο Ταεσεύς, Α-176 • Αρχέλαος ο Αθηναίος, Α-176 Αρχές λογικής, Α-177 "Αρχές της νέα επιστήμης για την κοινή φύση των εθνών, Α-177 Αρχές της φιλοσοφίας, Α-177 Αρχέτυπο, Α-178 Αρχή, Α-178 Αρχή της αντίφασης, Α-179 Αρχή της αφαίρεσης, Α-179 Αρχιππος, Α-180 Αρχύτας. Α-180 Ασάνγκα, Α-180 Ασαρί Αμπού-αλ-Χασάν, Α-180 Ασκητισμός, Α-182 Ασκλήπιάδης ο Φλιάσιος, Α-182 Ασκληπόδοτος ο Αλεξσνδρεύς ή Μέγας, Α-182 Άομους, Α-182 Ασπάσιος, Α-182 Αστίκα ή Ασπκαμάτα, Α-183 Αστική δημοκρατία, Α-183 Αστική επανάσταση, Α-183 Αστική τάξη, Α-184 Ασπκοδημοκρατική επανάσταση, Α-185 Αστυφιλία (ουρμπανιομός), Α-185 Ασυλλογιστικά συμπεράσματα, Α-187 Ασυνείδητο, Α-187 Ασυνέχεια και συνέχεια, Α-188 Ασχημο, Α-190
Αταραξία, Α-190 Ατζιβίκα, Α-190 Ατμαν, Α-191 Ατομική φιλοσοφία, Α-191 Ατομικισμός, Α-192 Ατομικότητα, Α-192 Ατομικών διαφορών ψυχολογία, Α-192 Ατομισμός, Α-193 Ατομισμός, στην κοινωνιολογία, Α-193 Ατομο, Α-194 Ατομο 2, Α-194 ΑΤΟΠΟ, Α-194
Απαλός, Α-194 Αττική φιλοσοφία, Α-194 Αττικός, Α-194 Άτφιλντ, Α-195 Αυγουσπνισμός, Α-195 Αυγουστίνος, Α-195 Αυθεντία, Α-196 Αυθόρμητο, Α-197 Αυθόρμητος ή απλοϊκός υλισμός, Α-197 Αυρήλιος, Α-197 Αυστηρότητα, Α-198 Αυστρομαρξισμός, Α-198 Αυταπάρνηση, Α-198 Αυτάρκεια, Α-199 Αυταρχία, Α-199 Αυταρχισμός, Α-199 Αυτεξούσιο, Α-200 Αυτοανάπτυξη, Α-200 Αυτογνωσία, Α-200 Αυτοθυσία, Α-201 Αυτοκίνηση, Α-201 Αυτοκτονία, Α-201 Αυτόματη γένεση, Α-202 Αυτόνομη και ετερόνομη ηθική, Α-203 Αυτονομία ηθική, Α-203 Αυτοπαρατήρηση, Α-204 Αυτοπροσδιορισμάς, Α-204 Αυτοσυνείδηση, Α-204 Αφαίρεση, Α-205 Αφαίρεση της αδυφιτότητας, Α-206 Αφαίρεση της ταύτισης, Α-206 Αφαίρεση του δυνάμει πραγματοποιήσιμου, Α-206 Αφαίρεση του ενεστωτικού απείρου, Α-207 Αφανάσιεφ, Α-207 Αφασία, Α-207 Αφηρημένη οντότητα, Α-207 Αφηρημένο, Α-207 Αφομοίωση, Α-207 Αφορισμός, Α-208 Αχίμσα, Α-208 Αχούντοφ, Α-208 Αχούρα Μόνζντα, Α-208
Β.
Βάγκνερ, Α-209 Βάδης Σχολή, Α-209 Βαζιούλιν, Α-210 Βάθυλλος, Α-210 Βαιμπάοικα, Α-210 Βαισέσικα, Α-210 Βάισοε, Α-211 Βαίσχάουπτ, Α-211 Βάκων Ρότζερ, Α-211 Βάκων Φράνσις. Α-211 Βαλεντίνος, Α-211 Βάλλα, Α-211 Βαλλόν, Α-213 Βαλσαμών θεοδ.. Α-213 Βόμβας, Α-213 Βαν ντερ Μπέργκε, Α-214
Βαν Στεενμπέργκεν, Α-214 Βανγκ Γιανγκ - μινγκ, Α-214 Βανγκ Τσουνγκ, Α-215 Βανγκ Φου-τζι, Α-215 Βαρδαλάχος Κων., Α-216 Βαρδησάνης, Α-216 Βαρλαάμ ο Καλαβρός, Α-217 Βάση και εποικοδόμημα, Α-217 Βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, Α-218 ΒασιλεΙδης, Α-219 Βασίλειος ο Καισαρείας, Α-219 Βασουμπάντου, Α-220 Βεβαιότητα, Α-220 Βέδας ο αιδέσιμος, Α-221 "Βέδες", Α-221 Βελτιοδοξία, Α-222 Βέμπερ Αλφρεντ, Α-222 Βέμπερ Μαξ, Α-223 Βεμπλέν, Α-224 Βενιαμίν Λέαβιος, Α-225 Βεντόντα, Α-226 Βεντένσκι, Α-226 Βερνάντοκι, Α-226 Βερνάρδος, του Κλαιρβώ, Α-227 Βέστερμαρκ, Α-227 Βησσαρίων, Α-228 Βία, Α-228 Βίας ο Πριηνεύς, Α-229 Βιβεκάντα, Α-229 Βίδες Ιωαν., Α-229 "Βιβλίο περί των αιτίων" ή "Βιβλίο περί του καθαρού αγαθού", Α-230 Βίβλος, Α-230 Βιγκάτσκι, Α-231 Βιέννης Κύκλος, Α-232 ΘΙζε, Α-233 Βιζυηνός, Α-234 Βικέντιος ντε Μπωβαί, Α-234 Βίκο, Α-234 Βιλαμόβιτς, Α-235 Βίλλμαν. Α-236 ΒΙνερ, Α-236 ΒΙντελμπαντ, Α-237 Βιντζνιαναβάντα, Α-237 ΒιοθεωρΙα, Α-237 Βιόλα, Α-238 Βιολογική κατεύθυνση, Α-238 Βιολογιοκρατία, Α-238 Βιολογισμός, Α-238 Βιομέριμνα, Α-238 Βιομηχανική κοινωνία, Α-238 Βίος, Α-239 Βοτικό επίπεδο, Α-239 Βισίσταντβάικα βεντάντα, Α-240 Βισνάνα, Α-240 Βισνού, Α-240 Βιταλισμός, Α-241 Βίττγκενστάιν, Α-242 Βιτέλλο, Α-243 Βίωμα, Α-243 Βίων ο Αβδηρίτης, Α-243 Βίων ο Βαρυοθενίτης, Α-243 Βλάστος Γκρ., Α-244 Βλάχος. Α-244 Βλεμμύδης, Α-245 Βλόοσιος, Α-246 Βογόμιλοι, Α-246 Βοήθιος, Α-247 Βόηθος ο Μαραθώνιος, Α-248 Βόηθος ο Σιδώνιος-1, Α-248 Βόηθος ο Σιδώνιος-2, Α-248 Βολονταρισμός, Α-248 Βολταίρος, Α-248 Βόλτμαν, Α-249
Βολφ, Α-249 Βοναπαρτισμός, Α-250 Βορέας, Α-250 Βορμς. Α-251 Βούδας, Α-251 Βούδες, Α-252 Βούδι, Α-252 Βουδισμός, Α-252 Βούλγαρης, Α-254 Βούληση, Α-256 ΒουληοιαρχΙα, Α-257 Βουντ, Α-257 Βουστ, Α-258 Βράιλας - Αρμένης, Α-258 Βράχμα, Α, 258 Βράχμαν, Α-258 "Βραχμάνες". Α-259 Βραχμανιομάς, Α-259 Βραχμάνοι, Α-259 Βριγκτ, Α-259 Βροντίνος ή ΒροτΙνος, Α-259 Βρυέννιος, Α-259 Βρύσων ο Ηρακλεώτης, Α-259 Βυζαντινή φιλοσοφία, Α-259 Βύθια ψυχολογία, Α-262 Βύρτσμπουργκ σχολή, Α-262 Γ.
ΓαζήςΑνθ., Α-263 Γαζής θεόδ., Α-264 Γαίγκερ, Α-264 Γάιος, Α-265 Γαλανός Δημ., Α-265 Γαληνός, Α-265 Γαλιλαίος, Α-266 Γάμος, Α-267 γεγονός, Α-268 Γέλλιος, Α-268 Γέμινος ο Ρόδιος, Α-268 Γεμιστός, Α-269 Γενεά, Α-269 Γένεση, Α-269 Γένεση αυτόματη, Α-269 "Γένεσις", Α-269 Γενετική μέθοδος, Α-269 Γενετική πορεία, Α-270 Γενετικός δομισμός, Α-270 Γενετικός ορισμός, Α-270 Γενίκευση, Α-270 Γενικό, Α-271 Γενικό πλαίσιο, Α-271 Γεννάδιος, Α-271 Γένος. Α-272 Γερμανός Α1, Α-272 Γεωγραφική Σχολή. Α-272 Γεωγραφικό περιβάλλον, Α-272 Γεωκεντρισμός, Α-273 Γεωπολιτική, Α-274 Γεώργιος Τραπεζούνπος, Α-274 Γεωργούλης Κ.. Α-275 Γη, Α-275 Γιακόμπι, Α-275 Γιάκομπσον, Α-276 Γιανγκ Τσου, Α-276 Γιανισμός, Α-277 Γιανναράς, Α-277 Γιανσενισμός, Α-278 Γιάσπερς, Α-278 Γίγνεσθαι, Α-281 Γιερός Χαρ., Α-281 Γιν και Γιανγκ, Α-281 Γιόγκα, Α-282 Γιογκατσάρα, Α-283 Γιούγκα. Α-283
Γιουνγκ, Α-283 Γιούνγκερ, Α-284 Γιουντίν, Α-284 Γκαζαλί, Α-284 Γκάθρι, Α-284 Γκάικερ, Α-285 Γκαίτε, Α-285 Γκαλμπρέιθ, Α-286 Γκάλτον, Α-287 Γκάλτουνγκ, Α-288 Γκαμπριέλ, Α-288 Γκάνταμερ, Α-288 Γκανπσμός, Α-289 Γκαουταπάντα, Α-289 Γκοροντί, Α-290 ΓκασσεντΙ, Α-290 Γκέιλινκς, Α-291 Γκέλεν, Α-291 Γκενόν, Α-291 Γκέντε, Α-292 Γκέντελ, Α-292 ΓκεροΟ, Α-292 Γκεστάλτ - ψυχολογία, Α-292 Γκέυμονάτ, Α-293 Γκίναμπεργκ, Α-293 Γκίνπνγκς, Α-293 Γκλοκ, Α-293 Γκλύκσμαν, Α-293 Γκόλντμαν, Α-293 Γκολντοάιντ, Α-294 Γκομπνό, Α-294 Γκόνσετ, Α-294 Γκόουλντνερ, Α-294 Γκορτς, Α-295 Γκοτάμα, Α-295 Γκουάν Τσουνγκ, Α-295 Γκουαρντίνι, Α-295 Γκούμπλοβιτς, Α-295 Γκούνας, Α-296 Γκούντμαν, Α-296 Γκράμσι, Α-296 Γκατρύ, Α-297 Γκρεμός, Α-298 Γκρην, Α-298 Γκρότιος, Α-299 Γκουνμπάουμ, Α-299 Γκυγιώ", Α-299 Γκυρβίτς, Α-300 Γκχος, Α-301 Γκωτιέ, Α-301 Γληνός, Α-301 Γλώσσα, Α-303 Γλωσσανάλυση, Α-304 Γλωσσική φιλοσοφία, Α-304 Τνώθι α" αυτόν", Α-304 Γνώρισμα, Α-305 Γνώση, Α-305 Γνωοιοθεωρία, Α-306 Γνωσιολογία, Α-306 Γνώοις, Α-306 Γνωστική διαδικασία, Α-306 Γνωσηκιομός, Α-307 Γοκλήνιος, Α-308 Γόητρο, Α-308 Γοργίας ο Λεοντίνος, Α-309 "Γοργίας" του Πλάτωνα, Α-310 Γουίρθ, Α-311 Γουλιέλμος ντε λα Map. Α-311 Γουλιέλμος της Κονς, Α-311 Γουλιέλμος της Ωβέρνης. Α-311 Γουλιέλμος της Οξέρ, Α-311 Γουλιέλμος της Μερβέκης, Α-311 Γουλιέλμος του Οκ(κ)αμ, Α-312 Γουλιέλμος του Σαμπώ, Α-312 Γούντζερ. Α-312
315
Γουόρντ, Α-312 Γρατοιάτος, Α-313 Γραφειοκρατία, Α-313 Γρηγοράς Νικηφόρος, Α-313 Γρηγόριος Μοναχός, Α-314 Γρηγόριος Νύσσης, Α-314 Γρηγόριος ο Νανζιαζηνός, Α-315 Γρηγόριος ο Παλαμάς. Α-315 Γρηγόριος ο Σιναΐτης, Α-316
ΤΟΜΟΣ Β' Δ.
Δαβίδ, 8-9 Δαίμονες, Β-9 Δαιμόνιον, Β-9 Δαμασκηνός Ιωάν., Β-9 Δαμάσκιος ο Δαμασκηνός, Β-9 Δαμιανός, Β-10 Δαμωδός, Β-10 Δόμων ο Αθηναίος, Β-11 Δόμων ο Συρακόοιος, Β-11 Δανιηλίδης Δημ., Β-11 Δαρβινισμός, Β-12 Βαρβινισμός κοινωνικός, Β-13 Δαρβίνος, Β-14 Δεδομένο, Β-15 Δείκτης, Β-15 Δεισμός ή Ντεισμάς, Β-15 Δεκατριόβιβλος, Β-16 Δεκεμβριστές, Β-16 Δέκτης, Β-17 Δελμούζος Αλεξ., Β-17 Δέξιππος, Β-18 Δεοντολογία, Β-18 Δερκυλλίδης, Β-19 Δεσποτόπουλος Κων., Β-19 Δευτερεύουσες ιδιότητες, Β-20 Δημαγωγία, Β-20 Δημήτριος ο Κυνικός, Β-20 Δημήτριος ο Λόκων, Β-20 Δημήτριος ο Φαληρεύς, Β-20 Δημιουργία, Β-21 Δημιουργικός ιστορισμός, Β-21 Δημιουργικότητα, Β-21 Δημιουργικότητα στην ψυχολογία, Β-22 Δημιουργισμός, Β-22 Δημιουργός, Β-23 "Δημόδοκος-, Β-23 Δημοκρατία, Β-23 Δημοκρατικός σοσιαλισμός, Β-25 Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, Β-26 Δημώναξ ο Κύπριος, Β-30 Διαγόρας ο Μήλιος, Β-30 Διαδοχή. Β-30 Διαδοχικός, Β-30 Διαδοχικότητα, Β-30 Διάζευξη, Β-31 Διάθεση, Β-31 Διαίρεση, Β-31 Διαίρεση στον Πλάτωνα. Β-31 Διαιρετότητα, Β-32 Διαίσθηση, Β-32 Διακειμενικότητα, Β-32 Διακοπή του βαθμιαίου, Β-33 'Διάκοσμος*. "Μέγας Διάκοσμος', Β-33 Διάκριση, Β-33 Διάκριση 2, Β-33 Διακριτότητα, 6-33 Διαλεκτική, Β-33 Διαλεκτική θεολογία, Β-44 Διαλεκτική κοινωνιολογία, Β-44 Διαλεκτική Λογική, Β-45 Διαλεκτικός υλισμός, Β-46
316
•Διαλέξεις", Β-56 Διαλληλία, Β-56 Διαλογικότητα, Β-56 Διάλογος, Β-56 Διάλυση, Β-56 Διαμερισμός, Β-57 Διάμεση γνώση, Β-57 Διαμεσολάβηση, Β-58 Διανόηση, Β-58 Διανοητικισμός, Β-59 Διάνοια και λόγος. Β-59 Διαντίδραση, Β-61 Διάρκεια, Β-61 Διάρκεια - ψυχολογικός χρόνος, Β-61 Διαρχία, Β-61 Διάσταση, Β-61 Διάστημα, Β-62 Διασύνδεση, Β-62 Διατριβή, Β-62 Διαφορά, Β-63 Διαφορική ψυχολογία, Β-63 Διαφοροποίηση, Β-63 Διαφοροποίηση κοινωνική, Β-63 Διαφορών, μέθοδος των ελαχίστων αντιληπτών, Β-64 Διαφωρά, Β-64 Διαφωτισμός, Β-64 Διαφωτισμός νεοελληνικός, Β-66 Διαχρονικότητα και συγχρονικότητα, Β-69 Διάψευση, Β-70 Διαψευσιμότητα, Β-70 Διδάσκαλοι του Γένους, Β-70 Διεθνισμός, Β-70 Διεύθυνση, Β-71 Δικαίαρχος ο Μεσσήνιος, Β-71 Δίκαιο, Β-71 Δικαιοσύνη, Β-72 Δικαίωμα, Β-73 Δικανική ή περί δικαίου συνείδηση, Β-74 Δίκη, Β-74 Δικτατορία, Β-74 Δικτατορία του προλεταριάτου. Β-75 Δίλημμα, Β-76 Διογένης ο Απολλωνιάτης, Β-76 Διογένης ο Βαβυλώνιος, Β-77 Διογένης ο Λαέρτιος, Β-77 Διογένης ο Οινοανδεύς, Β-78 Διογένης ό Σινωπεύς, ο *Κύων", Β-78 Διογένης ο Ταρσεύς, Β-78 Διογενιανός, Β-79 Διόδωρος ο Αλεξανδρεύς, Β-79 Διόδωρος ο Ιασεύς, ο Κρόνος', Β-79 Διόδωρος ο Τύριος, Β-79 Διοίκηση, Β-79 Διοκλής ο Μάγνης, Β-80 Διοκλής ο Φλιάσιος, Β-80 Διονυσιακό, Β-80 Διονύσιος ο Αλικαρνασεύς, Β-81 Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Β-81 Διονύσιος ο Ηρακλεώτης, ο "Μεταθέ μένος", Β-82 Διονυσόδωρος ο σοφιστής, β-82 Διοτίμα, Β-83 Διότυμος ο Τύριος, Β-83 'Δισσοί Λόγοι", Β-83 Δίτιμη λογική, Β-83 Διττή αλήθεια, β-84 Διττότητα, Β-85 Δι υποκειμενικό, Β-85 Διχοτομία, Β-85 Δίων ο Αλεξανδρεύς, Β-85 Δίων ο Χρυσόστομος, Β-85 Δόγμα - δογματισμός, Β-86 Δογματισμός και αναθεωρητισμός, Β-87
Δομή, Β-89 Δομισμός, Β-89 Δομιομός γενετικός, Β-91 Δομνίνος ο Λαρισαίος, Β-91 Δομολειτουργική ανάλυση, Β-92 'Δόξα' και "Επιστήμη", Β-93 Δοξογράφοι - δοξογράφία, Β-93 Δούγκας, Β-94 Δούκας, Β-95 Δουλεία, Β-95 Δουλοπαροικία, Β-96 Δραγούμης, Β-97 Δρακούλης, Β-97 Δράση, Β-98 Δραστηριότητα, Β-98 Δραστηριότητα κοινωνική, Β-99 Δυάδα, Β-100 Δυαδικότητα, Β-100 Δυαδισμός, Β-100 Δυϊσμός, Β-100 "Δυνάμει" - "Ενεργεία·. Β-101 Δύναμη, Β-101 Δυναμική, Β-102 Δυναμική και στατική κοινωνική, Β-103 Δυναμική νομοτέλεια, Β-103 Δυναμική ψυχολογία, Β-103 Δυνατότητα και πραγματικότητα, Β-103 Δυνητικός, Β-104 Δυσλειτουργία, Β-104 "Δυτικοί*. Β-104
Ε.
Εαυτός, Β-105 Εβόλα, Β-105 Εγελος, Β-105 Εγκληματικότητα, Β-105 Εγκοσμιοποίηοη, Β-106 Εγκράτεια, Β-106 Έγκυκλοπαίδειατων φιλοσοφικών επιστημών*, Β-106 'Εγκυκλοπαίδεια*, Β-107 Εγκυκλοπαιδιστές, Β-107 Εγώ, Β-108 Εγωισμός, Β-108 Εγωκεντρισμός, Β-109 Εγωμονισμός, Β-109 Εγωτισμάς, Β-109 Εθιμο, Β-109 Εθνική αυτοσυνείδηση, Β-110 Εθνική ιδέα, Β-111 Εθνικισμός, Β-111 Εθνικό ζήτημα, Β-112 Εθνικό παράδοξο, Β-113 Εθνικο-απελευθερωτική επανάσταση, Β-113 Εθνοκεντρισμός, Β-114 Εθνομεθοδολογία, Β-115 Εθνος, Β-115 Ειδησεοκρατία, Β-116 Ειδητική μνήμη, Β-116 Ειδικές κοινωνιολογικές θεωρίες, Β-116 Ειδοκρατία, Β-117 Ειδοποίηση, Β-117 Ειδοποιός διαφορά, Β-117 Είδος, Β-117 Είδος και γένος, Β-118 Είδωλο, Β-118 Ειδωλολατρία, Β-119 Εικόνα, Β-119 Ειμαρμένη, Β-119 Είναι, Β-119 Ειρωνεία, Β-121
"Εισαγωγή", Β-122 Εκαταίος ο Αβδηρίτης, Β-122 Εκάτων ο Ρόδιος, Β-122 Εκθεση, Β-123 Εκκοσμίκευση, Β-123 Εκλεκτικισμός, Β-123 Εκλογίκευση, Β-123 Εκο Ουμπέρτο, Β-124 Εκπαίδευση, Β-125 Εκπύρωσις, Β-125 Εκσταση, Β-125 Εκσυγχρονισμού θεωρία. Β-126 Εκταση, Β-126 Εκτατικός, Β-127 Εκφαντος ο Συρακούσιος ή Κροτωνιάτης, Β-127 Εκφραση, Β-127 Εκφυλισμός, Β-127 Εκχαρτ. Β-12Θ Ελόσσων πρότασις, Β-129 Ελβέτιος, Β-129 Ελεατική φιλοσοφία, Β-130 Ελεγξιμότητα, Β-130 Ελεγχος 1, Β-130 Ελεγχος 2, Β-131 Ελεγχος κοινωνικός, Β-131 Ελευθερία. Β-131 Ελευθερία της βούλησης, Β-133 Ελευθέριες Τέχνες, Β-134 Ελευθερόπουλος Αβροτέλης, Β-134 Ελεύθερος γόμος, Β-135 Ελεύθερος χρόνος, Β-136 Ελευθεροφροσϋνη, Β-136 Ελιόζ, Β-137 Ελιόντε, Β-137 Ελιοτ, Β-137 Ελίτ θεωρίες, Β-137 Ελιτίστικη τέχνη. Β-138 Ελλαμψη, Β-138 "Ελληνική Νομαρχία", Β-138 Ελληνική φιλοσοφία, Β-138 Ελληνιστική και ελληνο-ρωμαική φιλοσοφία, Β-139 Ελλύλ, Β-139 Εμερσον, Β-139 Εμμονοκρατία, Β-140 Εμοτιβισμός, Β-140 Εμπάθεια, Β-141 Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος, Β-141 Εμπειρία, Β-143 Εμπειριαρχία, Β-144 Εμπειρικό και θεωρητικό. Β-144 ΕμπειριοκρατΙα, Β-145 Εμπειριοκριτικισμός, Β-145 Εμπειριομονισμός, Β-146 Εμπειριοσυμβολισμός, Β-146 Εμπειρισμός, Β-146 Εμπερχαρτ, Β-147 Εμπνερ. Β-147 Εμπραγματοποίηση, Β-147 Εμπρεσιονισμός, Β-147 Εμφύλιος πόλεμος, Β-147 Εμφυτες ιδέες, Β-148 Εμφυτη γνώση, Β-148 Εν, Β-148 Εν και παν, Β-149 Εναίι*)ηση, Β-150
Εναντιοτροπή, Β-150 Ενάργεια, Β-150 Ενάς, Β-151 Ενατένιση, Β-151 Ενγκελς, Β-151 Ενδεχομενικότητα, Β-153 Ενδεχόμενο, Β-153 Ενδιαφέρον, Β-153 Ενδοβολή, Β-154 Ενδογαμία και εξωγαμία, Β-154 Ενδοσκόπηση, Β-154 Ενδοσκοπική ψυχολογία, Β-154 Ενέργεια, Β-155 Ενεργεία και δυνάμει. Β-155 Ενεργειοκρατία, Β-155 Ενθουσιασμός, Β-155 Ενθύμημα, Β-156 Ενικό, Β-156 Ενισμός, Β-156 "Εννεάδες", Β-157 Εννοια, Β-158 Εννοιας βάθος, Β-159 Εννοιοκρατία, Β-159 Ενοθεισμός, Β-159 Ενοπλη εξέγερση, Β-159 Ενόραση, Β-159 Ενοραπκή λογική, Β-159 Ενορατική σχολή στα μαθηματικά και τη λογική, Β-160 Ενοραπσμός στη φιλοσοφία, Β-161 Ενότητα, Β-161 Ενότητα και πάλη των αντιθέτων, Β-161 Ενότητα λόγων και έργων, Β-162 Ενοχή, Β-162 Ενοψία. Β-163 Ενσταση, Β-163 Ενστυαισμός, Β-163 Ενστικτο, Β-163 Ενσυναίσθηση, Β-164 Ενσ(ι)μάΤ(ι>ση κοινωνική, Β-164 Ενταση, Β-164 Εντατικότητα, Β-165 Εντελέχεια, Β-165 Εντελμαν. Β-165 Ενπνγκτον, Β-165 Εντύπωση, Β-166 Ενυπαρκτική φιλοσοφία, Β-166 Ενύπαρκτο, Β-166 Ενυπαρξισμός, Β-166 Εξανπκειμένωση και απαντικειμένωση, Β-167 Εξατομίκευση, Β-167 Εξελικτική επιστημολογία. Β-168 Εξελικτική ψυχολογία, Β-168 Εξελικτισμός, Β-168 Εξέλιξη. Β-168 Εξέλιξη αναδυόμενη, Β-169 Εξελιξιαρχία, Β-169 Εξη, Β-169 Εξιδανίκευση ή ιδανικοποίηση. Β-170 Εξιστενσιαλισμός, Β-170 Εξουσία. Β-170 Εξπρεσιονισμός, Β-170 Εξωλογισμός, Β-171 Εξωστρέφεια - Εξωστρεφής, Β-171 Εξωτερικό και εσωτερικό, Β-171 Επαγωγή, Β-172
Επαλήθευση, Β-173 Επαληθευσιμότητας αρχή, Β-173 Επαναγέννηση, Β-173 Επανάσταση, Β-174 Επανάσταση κοινωνική, Β-174 Επαναστατική κατάσταση, Β-175 Επανενσάρκωση, Β-175 Επαρκής, Β-175 Επιβιώσεις, Β-176 Επιγένεση, Β-176 Επιγονισμός, Β-177 Επιθυμητικός, Β-177 Επιθυμία, Β-177 Επικοινωνία, Β-178 Επικοινωνία μαζική, Β-178 Επικουρισμός, Β-178 Επίκουρος, Β-179 Επίκτητο χαρακτηριστικό, Β-181 Επίκτητος, Β-181 Επιλογή, Β-183 Επιλογή φυσική, Β-183 Επιλογισμός, Β-183 "Επινομίς", Β-184 Επιστήμη, Β-184 Επιστήμη της επιστήμης, Β-187 "Επιστήμη της λογικής", Β-187 Επιστημολογία, Β-188 Επιστημονική εικόνα του κόσμου, Β-188 Επιστημονικός υλισμός, Β-188 Επιστημονικοτεχνική επανάσταση, Β-189 Επιστημονισμός, Β-189 "Επιστολές" του Πλάτωνα, Β-190 Επιφαινόμενο, Β-190 Επίφαση, Β-190 Επίχαρμος, Β-190 Επιχείρημα, Β-190 Εποικοδόμημα, Β-190 Εποπτεία, Β-191 Εποχή - επέχειν, Β-191 Εποχή Ιστορική, Β-191 Επτά σοφοί. Β-192 Εράρ. Β-192 Ερασίστρατος ο Κείος, Β-193 Ερασμος, Β-193 "Ερασταί" του Πλάτωνα, Β-194 Εραστος, Β-194 Ερβαρτος, Β-194 Εργασία, Β-194 Εργατική τάξη, Β-195 Ερέθισμα, Β-196 Ερενφελς. Β-197 Ερετρική σχολή, Β-197 Ερευνα επιστημονική. Β-198 Εριγένης, Β-198 Ερικσον, Β-198 Εριστική, Β-199 Ερλιχ, Β-200 Ερμαρχος ο Μυτιληναίος, Β-200 Ερμείας ο Αλεξανδρεύς, Β-200 Ερμηνεία, Β-200 Ερμηνευτική 1. Β-201 Ερμηνευτική 2, Β-201 Ερμηνευτικός, Β-202 Ερμητισμός, Β-202 Ερμιάς, Β-202 Ερμίνος, Β-203
317
Ερμιππος ο Σμυρναίος, Β-203
Ερντμαν, Β-203
Ερρίκος της Γάνδης, Β-203 Έρυξίας" του Πλάτωνα, Β-203 Ερως, Β-204 Ερώτημα. Β-204 Εσοαίοι. Β-204 Εσχστολογία, B-20S Εσωστρέφεια - εσωστρεφής, Β-206 Εσωτερίκευση στην κοινωνιολογία, Β-206 Εσωτερίκευση στην ψυχολογία, Β-207 Εσωτερικό, Β-207 Εσωτερισμός, Β-207 Ετεραρχία, Β-207 Ετερογενές, Β-207 Ετερογονία σκοπών, Β-207 Ετεροζήτηση, Β-207 Ετερον, Β-207 Ετερόνομη ηθική, Β-208 Ετερονομία, Β-208 Ετεροπαρατήρηση ή ετεροπαρατηρησία, Β-208 Ετεροπροσδιοριομός, Β-208 Ετσιόνι, Β-208 Ευαγγελίδης, Β-208 Ευάγριος ο Ποντικός, Β-209 Ευβουλίδης ο Μηλίαιος. Β-209 Εί£ουλος ο Αλεξανδρεύς, Β-209 Εύβουλος ο Εφέοιος, Β-209 Ευγονική, Β-209 Ευδαιμονισμός, Β-210 Εύδημος ο Ρόδιος, Β-210 Εύδοξος ο Κνίδιος, Β-211 Εύδωρος ο Αλεξανδρεύς, Β-211 Ευημερισμός. Β-211 Ευήμερος ο Μεσοήνιος, Β-211 Εύηνος ή Ευηνός ο Πάριος, Β-211 Ευθανασία, Β-212 Ευθύδημος ο Χίος, Β-212 "Ευθύδημος", του Πλάτωνα, Β-212 "Ευθύφρων" του Πλάτωνα, Β-212 Ευθύνη, Β-213 Ευκαιριοκρστία, Β-213 Ευκλείδης ο Μεγομεύς, Β-213 Ευνάπιος, Β-213 Ευρεηκή, Β-213 Εύρυτος, Β-214 Ευσέβιος ο Καισαρείας, Β-214 Ευσέβιος ο νεοπλατωνικός, Β-214 Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Β-215 Ευσταθίου Χριστόδουλος, Β-215 Ευστράτιος Νικαίας, Β-21 S Ευτυχία, Β-216 Ευχίτες, Β-216 Εφεκτιβισμός, Β-216
Ζ. Ζαινιόμάς, Β-217 Ζάλευκος, Β-217 Ζανέ, Β-217 Ζαπάντνικοι, Β-218 Ζαρατούστρα. Β-218 Ζασούλιτς, Β-218 Ζαχαρίας Μυτιλήνης, Β-218 Ζεν, Β-219
318
Ζενέτ, Β-219 Ζενκόφσκι, Β-220 Ζεντ-αβέστα, Β-220 Ζεντλμάιρ, Β-220 Ζεραντό. Β-221 Ζερβός, Β-221 Ζερζούλης, Β-221 Ζηνόβιεφ. Β-222 Ζήνων ο Ελεάτης, Β-222 Ζήνων ο Κιπεύς, Β-224 Ζήνων ο Σιδώνιος, B-22S Ζήνων ο Ταρσεύς, Β-225 Ζήτημα, Β-226 Ζιλμπέρ Πορρετανός, Β-226 Ζιλμπερμαν, Β-226 Ζιλσόν, Β-226 Ζίμμελ. Β-226 Ζίμπερ, Β-227 Ζνανιέσκι, Β-227 Ζόλγκερ, Β-227 Ζόμπαρτ. Β-228 Ζουβενέλ, Β-228 Ζουφρουά, Β-229 Ζωή, Β-229 Ζωική δύναμη, Β-230 Ζωικοκρατία, Β-230 Ζωίλος ο Αμφιπολίτης, Β-231 Ζαχσμός, Β-231 Ζωοσημειωτική, Β-231 Ζωοψυχολογία, Β-231 Ζωρααστρισμός, Β-232 Ζωτική φορά, Β-232 Ζωτικοδοξία, Β-232 Ζωτικοκρστία, Β-232
Η. "Η επιστήμη της Λογικής", Β-233 "Η τέχνη για την τέχνη", Β-233 Ηγεσία, Β-234 ΗγησΙας ο Κυρηναίος, Β-234 Ηδονιομάς, Β-234 Ηδονοθηρία, B-23S "Ηθικά Ευδήμεια", Β-235 "Ηθικά Μεγάλα", Β-235 'Ηθικά Νικομάχεια', Β-236 Ηθική, Β-237 'Ηθική' του Σπινόζα, Β-239 Ηθικός σοσιαλισμός, Β-240 Ηθικότητα, Β-240 Ηθος, Β-241 Ηλιάδης, Β-241 Ηλίας ο Εκδικος, Β-241 Ηλιόδωρος ο Ερμείου, Β-242 Ηλιοκεντρισμός, Β-242 Ηρακλείδης ο Ποντικός, Β-242 Ηράκλειτος ο Εφέοιος. Β-243 Ηριλλος ο Καρχηδόνιος, Β-245 Ηρωισμός, Β-245 Ησίοδος, Β-245 Ησυχασμός, Β-246
θ.
Θαλής ο Μιλήοιος, Β-248 θάνατος, Β-249 θαύμα, Β-250
θαυμασμός, Β-250 Θεαγένης ο Κυνικός, Β-250 Θεαγένης ο Ρηγίνος, Β-250 "θεάγης" του Πλάτωνα, Β-251 Θεαίτητος ο Αθηναίος, Β-251 "Θεαίτητος· του Πλάτωνα, Β-251 θεία Πρόνοια, Β-251 θεισμός, Β-252 θέληση, Β-252 θεμελίωση, Β-252 Θεμίστιος, Β-252 θεοδικία, Β-253 "θεοδικία" του Λάιμπνιτς, Β-254 θεοδωραώπουλος Ιωαν., Β-254 θεοδώρητος ο Κύρου, Β-255 Θεόδωρος ο Ασιναίος. Β-256 Θεόδωρος ο Κμρπναίος ο άθεος, Β-256 Θεόδωρος ο Κυρηναίος ο Μαθηματικός, Β-256 Θεόδωρος Λάσκαρης, Β-256 Θεόδωρος ο Μετοχίτης, Β-256 Θεόδωρος ο Μοψουεστίας, Β-256 Θεόδωρος Πρόδρομος, Β-256 Θεόδωρος Σμύρνης, Β-257 Θεόδωρος Στουδίτης, 8-257 θεοκρατία, Β-257 θεολογία, Β-257 θεολογία καταφατική, Β-258 θεολογία, του Αριστοτέλη, Β-259 "θεολογικο-πολιτική πραγματεία' του Σπινόζα, Β-260 θεολογία φυσική, Β-260 θεονομία, Β-261 θεός, Β-261 θεοσοφία, Β-262 Θεοτόκης, Β-262 θεουργία, Β-263 Θεοφάνης Μήδειας, Β-263 Θεόφραστος, Β-263 θεραπευτές, Β-264 θερειανός, Β-264 θέση 1, Β-265 θέση 2, Β-265 θεσμοθέτηση και θεομοποίηση, Β-265 θεσμοποίηση, Β-265 θεσμός κοινωνικός, Β-265 θετικισμός, 8-266 θετικοκρατία, Β-267 θέων ο Σμυρναίος, Β-267 θεώρημα, Β-267 θεώρηση, Β-267 θεωρησιακό, Β-268 θεωρητικό ή θεωρησιακό, Β-268 θεωρητικός λόγος, Β-269 θεωρία, Β-270 θεωρία της αντανάκλασης, Β-272 θεωρία της γνώσης ή γνωσιολογία ή γνωσιοθεωρία, Β-272 θεωρία της "επιστήμης" ή "επιστημολογία", Β-275 θεωρία της πρόσληψης. Β-275 θεωρία των αξιών, Β-276 θεωρία της ελίτ, Β-276 θιβετανική βίβλος των νεκρών, Β-276 θόρω, Β-276 Θουκυδίδης, Β-277 θράσυλλος, Β-278
θρασύμαχος ο Χαλκηδόνος. Β-278 θρησκεία, Β-278 θρησκειολογία. Β-280 θυμαρίδας ο Πάριος, Β-281 θυμοειδές. Β-281 θωθ, Β-281 Θωμάς Ακινάτης, Β-282 θωμαιστές Χριστιανοί, Β-283 θωμάσιος Χριστιανός, Β-283 θΐιίμισμός, Β-283
I. I Τσινγκ, Β-285 Ιάμβλιχος, Β-285 Ιαπωνική φιλοσοφία, Β-286 Ιδανικευμένο αντικείμενο, Β-287 Ιδανίκευση, Β-287 Ιδανικό. Β-287 Ιδέα. Β-288 Ιδεαλισμός, Β-289 Ιδεαλισμός γερμανικός, Β-291 Ιδεατό, Β-292 Ιδεατοποιημένο αντικείμενο, Β-293 Ιδεατοποίηση, Β-293 "Ιδέες περί της φιλοσοφίας της ιστορίας της ανθρωπότητας", Β-294 Ιδεογραφία, Β-294 Ιδεοκρατία, Β-294 Ιδεοληψία, Β-294 Ιδεολογία, Β-294 Ιδεολογικότητα, Β-296 "Ιδεολόγοι", Β-296 Ιδιογραψική μέθοδος, Β-296 Ιδιοκτησία, Β-297 Ιδιον, Β-298 Ιδιοσυγκρασία, Β-298 Ιδιότητα, Β-299 Ιδιότητες πρωτεύουσες και δευτερεύουσες, Β-299 Ιεραρχία. Β-299 Ιερό, Β-300 Ιεροκλής ο Αλεξανδρεύς 1, Β-301 Ιεροκλής ο Αλεξανδρεύς 2, Β-301 Ιεροποίηση, Β-301 Ιερώνυμος ο Ρόδιος, Β-301 Ικανοποίηση, Β-301 Ικανότητες, Β-302 Ικέτας ο Συρακούσιος, Β-302 Ιλγιένκοφ, Β-302 ίλγίν, Β-303 Ιλιτσιόφ, Β-303 Ιλουμινισμός, Β-303 Ιμβριώτης, Β-303 Ιμμανεντισμός, Β-304 Ιμπεριαλισμός, Β-304 Ιμπν αλ-Αραμπί, Β-304 Ιμιτν Γκαμπιρόλ, Β-305 Ιμπν Μπάτζια, Β-306 Ιμπν Ρουσντ, Β-306 Ιμπν Σίνα, Β-306 Ιμπν Τουψάυλ, Β-307 Ιμπν Χαλντούν, Β-307 Ιμπρεσιονισμός, Β-308 Ιν-ιαγκτζιά. Β-309 Ινγκάρντεν, Β-309 Ινδική φιλοσοφία, Β-309
Ινδουισμός, Β-311 Ινστρουμενταλισμός, Β-314 Ιντετερμινισμός, Β-315 Ιντουσιοναλισμός, Β-315 Ιντουιοιονισμός, Β-315 Ιουδαϊκή και Ιουδαιοελληνική φιλοσοφία, Β-315 Ιουλιανός Φλάβιος, Β-316 Ιουστίνος, Β-317 Ιππαρχος", Β-317 Ιππασος, Β-318 "Ιππίας ελάττων", Β-318 'Ιππίας Μείζων", του Πλάτωνα, Β-318 Μ α ς ο Ηλείος, Β-318 Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, Β-319 Ιπποκράτης, Β-319 Ιππόλυτος, Β-319 Ιππων ο Σάμιος, Β-320 Ιρρασιοναλισμός, Β-320 Ισβάρα, Β-320 Ισίδωρος ο Αλεξανδρεύς, Β-320 Ισλάμ, Β-320 Ισοδυναμία, Β-323 Ισομορφίσμός και ομομορφισμός, Β-323 Ισονομία, Β-324 Ισορροπίας θεωρία, Β-325 Ισότητα, Β-325 Ισότητα κοινωνική, Β-326 Ισπαχάν, σχολή του, Β-326 Ισράκ, Β-327 Ιστορία, Β-327 Ιστορία της κοινωνιολογίας, Β-328 Ιστορία της Φιλοσοφίας, Β-330 Ιστορία αφηγηματοποίηση, Β-335 Ιστορικισμός, Β-335 Ιστορικό και λογικό, Β-335 Ιστορικός Υλισμός, Β-337 Ιστορισμός, Β-337 Ιστορισμός και ιστορυασμός, Β-337 Ιταλιωτική φιλοσοφία, Β-338 Ιταλικός Μιχαήλ, Β-338 Ιχουάν αλ-Σαφά. Β-338 Ιωακείμ ντε Φλόρις, Β-338 Ιωάννης Δαμασκηνός, Β-339 Ιωάννης ο Ευκρατάς, Β-339 Ιωάννης Ιταλικός, Β-339 Ιωάννης Καρπάθιος, Β-339 Ιωάννης ο Κατράριος, Β-339 Ιωάννης Κυπαρισοιώτης, Β-340 Ιωάννης Λυδάς, Β-340 Ιωάννης Ξίφιλίνος, Β-340 Ιωάννης Πεδιάσιμος, Β-340 Ιώαννης Πετρίτσι. Β-340 Ιωάννης Σκώτος Εριγένης, Β-341 Ιωάννης Στ* Καντακουζηνός, Β-342 Ιωάννης Σωλσμπεριανός, Β-342 Ιωάννης της Κλίμακος, Β-342 Ιωάννης Φιλόπονος, Β-343 Ιωάννου Φίλιππος, Β-343 "Ιων" του Πλάτωνα, Β-343 1ων ο Χίος, Β-343 Ιωνική φιλοσοφία, Β-344 Ιωσήφ Βρυέννιος. Β-345 Ιοχ}ήφ ο Φιλόσοφος, Β-345
ΤΟΜΟΣ Γ
Κ.
Καβάσιλας, Γ-9 Καββάλα, Γ-9 Καβέλιν, Γ-9 Καζιουτίνσκι, Γ-9 Καζνέβ, Γ-10 "Καθαρμοί", Γ-10 Καθαροί, Γ-10 Κόθαρσις, Γ-10 Καθήκον, Γ-11 Καθήκοντα, Γ-12 Καθολικό ή καθολικές έννοιες, Γ-12 Κάιζερλινγκ, Γ-13 Καίηριντ, Γ-13 Καίρης, Γ-13 Καιροσκοπισμός, Γ-14 Κακό, Γ-14 Καλαισθησία, Γ-14 Καλάμ, Γ-15 Καλβίνος, Γ-16 Καλέκας, Γ-17 Καλλιάψας, Γ-17 Καλλίμαχος ο ΚυρηναΙος, Γ-17 Κάλλιπος ο Κυζικηνός, Γ-18 Κάλλιστος Ανδρόνικος, Γ-18 Κάλλιστος Καταφυγιώτης, Γ-18 Καλλιτεχνική εικόνα. Γ-18 Καλοκαγαθία, Γ-10 Καλό και κακό, Γ-21 Κάλπα, Γ-21 Καλταχτσιάν, Γ-22 Καμαριώτης, Γ-22 Κάμπαλα, Γ-22 Καμπανέλλα, Γ-22 Καμπανίς, Γ-23 Καμπέ, Γ-23 Κάμπελ, Γ-24 Καμύ, Γ-24 Καν, Γ-24 Κανγκ Γιου-Γουέι, Γ-25 Κανάντα, Γ-25 Κανελλόπουλος, Γ-25 Κανόνας, Γ-26 Καντάρ, Γ-26 Κάνπος, Γ-26 Κανπανισμός, Γ-29 Καντόρ, Γ-29 Κάντορ, Γ-29 Κάουτσκι, Γ-29 Καπίλα, Γ-30 Καπιταλισμός, Γ-30 Καππαδοκίας όμιλος, Γ-30 Καρ-Σώντερς, Γ-30 Καραβίδας, Γ-30 Καρέγιεφ, Γ-31 Καρλάυλ, Γ-31 Κάρμα, Γ-31 Κόρναπ, Γ-31 Καρνεάδης ο Κυρηναίος, Γ-32 Καρντάνο. Γ-33 Καρό, Γ-33 Κάρους. Γ-33 Καρούσος, Γ-33 Καρσάβιν, Γ-34 Καρτεοιανισμάς, Γ-34 Καρτέοιος, Γ-35
319
Κασσιόδωρος, Γ-35 Κάσσιος Λογγίνος, Γ-35 Κόσσιρερ, Γ-35 Κάστελς, Γ-36 Κάστες, Γ-36 Καστοριόδης, Γ-37 Καοφ, Γ-37 'Καταγωγή της οικογένειας, της της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους" του Φ. Ένγκελς, Γ-37 Κατάδειξη, Γ-38 Καταδήλωση, Γ-39 Καταμερισμός έργου, Γ-39 Καταμερισμός κοινωνικής εργασίας, Γ-39 Καταναλωτική κοινωνία, Γ-40 Κατανόηση, Γ-40 Κατανοούσα κοινωνιολογία, Γ-41 Κατανοούσα ψυχολογία, Γ-41 Καταπίεση, Γ-42 Κατασκευαστική κατεύθυνση, Γ-42 Κατασκευαστική λογική, Γ-43 Κατάσταση, Γ-43 Κατάσταση κοινωνική, Γ-43 Κατασταοιακή θεώρηση, Γ-44 Κατάφαση, Γ-44 Κατεστημένο, Γ-44 Κατηγόρημα, Γ-44 "Κατηγορία!" του Αριστοτέλη, Γ-44 Κατηγοριακή σκέψη, Γ-45 Κατηγορική λογική Γ-45 Κατηγορική προσταγή, Γ-45 Κατηγορούμενα, Γ-45 Κατόρθωμα. Γ-45 Κβάζαρς, Γ-46 Κβάντα. Γ-46 Κέβης ο Θηβαίος, Γ-46 Κέβης ο στωικός, Γ-46 Κεκαυμένος, Γ-47 Κέλζεν, Γ-47 Κέλλε, Γ-47 Κέλσος ο Αλεξανδρεύς, Γ-48 Κενό, Γ-48 Κεντγουόρθ, Γ-49 Κέντροψ, Γ-49 Κέπλερ, Γ-49 Κέρενι, Γ-50 Κέρερ, Γ-50 Κεσσίδης, Γ-50 Κετλέ, Γ-51 Κεφάλαιο, Γ-51 "Κεφάλαιο" του Κ. Μαρξ. Γ-53 Κεφαλαιοκρατία, Γ-54 Κικέρων. Γ-56 Κιναισθησία, Γ-58 Κινέας ο Θεσσαλός, Γ-58 Κινεζική φιλοσοφία, Γ-59 Κίνημα. Γ-59 Κίνηση, Γ-59 Κινητικότητα κοινωνική. Γ-60 Κίνητρα, Γ-60 Κιντή Αλ, Γ-60 . Κιρέεφσκι, Γ-61 Κίρκε γκορ, Γ-61 Κιστερσιανοί, Γ-62 ΚλάΥκες, Γ-63
Κλαρκ, Γ-63
320
Κλάση. Γ-63 Κλασική γερμανική φιλοσοφία Γ 34 Κλασικισμός, Γ-65 Κλασικό, Γ-65 Κλεάνθης, Γ-65 Κλέαρχος, Γ-66 Κλεινίας ο Πυθαγόρειος, Γ-66 Κλειτόμαχος ο Καρχηδόνιος. Γ 36 "Κλειτοφών" του Πλάτωνα, ' -66 Κλεόβουλος, Γ-67 Κλεομήδης, Γ-67 Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Γ-" 7 Κληρονομικότητα, Γ-68 "Κλίμαξ", Γ-69 Κλίσεις, Γ-69 Κλούκχον, Γ-70 Κοβαλζόν, Γ-70 Κοβαλέφοκι, Γ-70 Κοέν, Γ-70 Κάζερ, Γ-71 Κοιναισθησία, Γ-71 Κοινή γνώμη, Γ-71 Κοινοβιακή κοινότητα, Γ-72 Κοινοκτημοσύνη, Γ-72 Κοινότητα ανθρώπων, Γ-72 Κοινωνία, Γ-73 Κοινωνικές ομάδες, Γ-74 Κοινωνικές σχέσεις, Γ-75 Κοινωνική δομή, Γ-75 Κοινωνική δράση, Γ-76 Κοινωνική ηθική. Κοινωνικοί θεσμοί, Γ-76 Κοινωνική θέση, Γ-76 Κοινωνική κινητικότητα, Γ-76 Κοινωνική μηχανική, Γ-77 Κοινωνική στάση, Γ-77 Κοινωνική στατική - κοινωνική δυναμική, Γ-77 Κοινωνική στρωμάτωση, Γ-78 Κοινωνική συνείδηση, Γ-78 Κοινωνική φυσική, Γ-78 Κοινωνική ψυχολογία, Γ-79 Κοινωνικό Είναι και κοινωνική συνείδηση, Γ-79 Κοινωνικό κύρος, Γ-80 Κοινωνικό περιβάλλον, Γ-80 Κοινωνικό στρώμα, Γ-81 Κοινωνικό συμβόλαιο 1, Γ-81 Κοινωνικό συμβόλαιο 2, Γ-81 'Κοινωνικό συμβόλαιο" του Ρουσώ, Γ-82 Κοινωνικοί κανόνες, Γ-82 Κοινωνικοοικονομική δομή, γ-83 Κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, Γ-83 Κοινωνικοποίηση, Γ-85 Κοινωνικός δαρβινιομός, Γ-86 Κοινωνικός έλεγχος, Γ-86 Κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, Γ-86 Κοινωνικός ρόλος, γ-86 Κοινωνικός σχεδιασμός, γ-87 Κοινωνιοβιολογία, Γ-87 Κοινωνιογλωσσολογία, Γ-87 Κοινωνιολογία, Γ-89 Κοινωνιολογία της γνώσης, Γ-89 Κοινωνιολογισμός, Γ-90 Κοινωνιομετρία, Γ-90
Κόλαση, Γ-91 Κόλλονγκγουντ, Γ-91 Κολιώτης ο Λαμψακινός, Γ-92 Κομένιος, Γ-92 Κόμμα πολιτι-ό. Γ-93 Κομμοί ικοτηια, Γ-93 ΚομίΌυνυμός, γ-93 Κομμο υνισπκό μανιφέστο, Γ-94 Κομυ >ϋκ.ανισμός, Γ-95 Κομφούκιος, Γ-95 '<0ν Ιγκορ, Γ-96 Κον Ιωνός. Γ-97 Κονβενσιοναλισμός, Γ-97 Κονδύλης, Γ-97 Κονσεπτουαλισμός, Γ-98 Κονσταντίνοφ, Γ-98 Κονστρουκπβισμός, Γ-98 Κονστρουκπβισπκή κατεύθυνση, Γ-98 Κοντ, Γ-98 Κονπγιάκ, Γ-99 Κοντορσέ. Γ-100 Κονφορμισμός, Γ-100 Κοπέρνικος, Γ-101 Κοπνίν, Γ-102 Κοραής, Γ-102 Κοράνιο, Γ-103 Κορδάτος, Γ-104 Κορέσσιος, Γ-105 Κορίσκος, Γ-106 Κορνούτος, γ-106 Κορυδαλεύς, Γ-107 Κοσμογονία, Γ-108 Κοσμοείδωλο, Γ-108 Κοσμοθεωρία, Γ-109 Κοσμοπολιτισμός, Γ-110 Κόσμος, Γ-111 •Κόσμος" ή 'Περί κόσμου', Γ-112 Κοταρμπίνσκι, Γ-112 Κοτζιός, Γ-112 Κόττης, Γ-112 Κουάιν, Γ-113 Κουζάνος Νικόλαος, Γ-113 Κουζέν, Γ-113 Κούλευ, Γ-114 Κουλτούρα, Γ-114 Κουμαρασουάμι, Γ-115 Κούμας, Γ-115 Κουν, Γ-116 Κουντριάφτσεφ, Γ-116 Κουράντι, Γ-116 Κουρμούλης, Γ-117 Κούρσουλας, Γ-117 Κράντωρ, Γ-117 Κράουζε, Γ-117 Κράτης ο Θηβαίος, Γ-118 Κράτης ο ακαδημεικός, Γ-118 Κράτης ο Μαλλώτης, Γ-118 Κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, Γ-118 Κρατικός καπιταλισμός, Γ-118 Κρατικός σοσιαλισμός, Γ-119 Κράτος, Γ-120 Κρατύλος, Γ-121 "Κρατύλος" του Πλάτωνα, Γ-121 Κριζάνιτς, Γ-121 Κρίση 1, στη λογική, Γ-121 Κρίση 2. (πρόταση κρίσης), Γ-123
Κρίση3,Γ-124 Κρισναμούρτι, Γ-125 Κρίστεβα,Γ-125 Κριτήριο, Γ-126 Κριτήριον αλήθειας, Γ-126 Κριτίας, Γ-127 "Κριτίας" του Πλάτωνα, Γ-127 Κριτική, Γ-126 Κριτική της Πολιτικής οικονομίας". Γ-128 Κριτική της καθαρής Λογικής", Γ-128 Κριτική της Πρακτικής Λογικής, Γ-133 Κριτική του προγράμματος της Γκότα" του Μαρξ. Γ-134 Κραικισμός, Γ-135 Κριτικός ρεαλισμός, Γ-135 Κραόλαος ο Φασηλίτης, Γ-136 Κρίτων ο Αθηναίος, Γ-136 "Κρίτων" του Πλάτωνα, Γ-136 Κροζιέ. Γ-136 Κρόμπερ, Γ-136 Κρόνερ, Γ-137 Κρόνιος, Γ-137 Κροπότκιν, Γ-137 Κρόσσερ, Γ-138 Κρότσε, Γ-138 Κτηοίβιος, Γ-139 Κυβερνητική, Γ-139 Κυβιέ, Γ-140 Κυβισμός, Γ-140 Κυδώνης Δημήτριος, Γ-141 Κυδώνης Πρόχορος. Γ-141 Κυκλική θεωρία της Ιστορίας, Γ-142 Κυκλοθυμία, Γ-143 Κύκλος, Γ-143 Κύκλος της Βιέννης, Γ-143 Κύλπε, Γ-143 Κυνικοί, Γ-143 Κυνισμός, Γ-145 Κυπαριοσιώτης Ιωαν., Γ-146 Κυρηναική φιλοσοφία ή ηδονισμός, Γ-146 Κύριλλος Αλεξανδρεύς, Γ-147 Κυριώτης, Γ-147 Κύρος κοινωνικό. Γ-147 Κυρώσεις κοινωνικές, Γ-147 Κωμικό. Γ-148 Κωττούνιος, Γ-150
Α. Λαβέλ, Γ-151 Λαβράφ, Γ-151 Λάγκε, Γ-152 Λάξαρσφέλντ, Γ-152 Λαϊκές μάζες και προσωπικότητα, Γ-152 Λαϊκή δημοκρατία, Γ-152 Λαϊκή επανάσταση, Γ-153 Λαϊκή Τέχνη, Γ-153 Λαϊκή φιλοσοφία. Γ-153 Λαϊκισμός, Γ-154 Λαϊκός πολιτισμός, Γ-154 Λάιμπνιτς, Γ-155 Λακόν, Γ-157 Λάκατος, Γ-157 Λακού - Λαμπάρτ, Γ-158 Λακρουά,Γ-158
Φ.Λ., Ε-21
Λακτάνπος, Γ-158 Λαλάντ, Γ-159 Λαλό, Γ-159 Λαμάρκ, Γ-159 Λαμεναί, Γ-160 Λαμετρί, Γ-161 Λαμπριόλα, Γ-161 Λάνγκε, Γ-161 Λάνγκερ, Γ-162 ΛάοΤσε, Γ-162 Λαός, Γ-162 Λάουνταν, Γ-163 Λαπλάς, Γ-163 Λαρομιγκέρ, Γ-164 Λασελιέ, Γ-164 Λασθένεια, Γ-164 Λάσκαρις Ιωάν., Γ-164 Λάσκαρις Θεόδωρος Β', Γ-165 Λασσάλ, Γ-165 Λοφάργκ, Γ-166 "Λάχης" του Πλάτωνα, Γ-166 Λβοφ - Βαρσοβίας σχολή, Γ-166 Λε Νταντέκ, Γ 167 Λεβΐ, Γ-167 Λεβί - Στρως, Γ-167 •Λεβιάθαν· του Χομπς, Γ-168 Λεβίν, Γ-168 Λέβιτ, Γ-169 Λεβύ-Μπρυλ. Γ-169 Λεγιασμός, Γ-169 ΛειβνΙτιος, Γ-169 Λειτουργία, Γ-169 Λειτουργία στην κοινωνιολογία, Γ-170 Λειτουργική σχολή, Γ-171 Λειτουργικός δομισμός, Γ-171 Λειτουργισμός, Γ-171 Λέκε, Γ-172 Λέκτορσκι, Γ-172 Λεμπόν, Γ-172 " Λένιν, Γ-172 Λεόντιεφ, Γ-174 Λεόντιος Βυζάντιος, Γ-174 Λεπλέ, Γ-174 Λερού, Γ-175 Λερουά, Γ-175 Λέσβιος Βενιαμίν, Γ-175 Λεσέν, Γ-175 Λεσιέβιτς, Γ-175 Λεσνιέφσκι, Γ-175 Λέσινγκ, Γ-176 Λέσχη της Ρώμ*ς, Γ-176 Λεύκιππος, Γ-177 Λεφέβρ, Γ-177 Λέων Αλάπος, Γ-178 Λέων ο Μαγεντηνός, Γ-178 Λέων ο Πυθαγόρειος, Γ-178 Λήθη, Γ-178 Λήψη του ζητούμενου, Γ-179 Αι. Ρ-179 Λι ετικέτα, Γ-179 Λιβάνιος. Γ-179 Λίθος φιλοσοφική, Γ-180 Λίμπερτ, Γ-180 Αμπιντο, Γ-180 Λίμπκνεχτ Βίλχελμ, Γ-180 Λίμπκνεχτ Καρλ, Γ-181 Λίμπμαν, Γ-181
Λιοτάρ, Γ-181 Λιούς, Γ-181 Λιππς, Γ-181 Λιττ, Γ-182 Λιπρέ, Γ-182 Λογγίνος Κόσσιος, Γ-182 Λογικά σφάλματα, Γ-182 Λογικές αρχές, Γ-182 Λογικές πράξεις, Γ-182 Λογική τυπική, Γ-183 Λογική ακολουθία. Γ-189 Λογική διαλεκτική, Γ-190 Λογική ελαχιστική. Γ-190 Λογική ενοραπκή, Γ-190 Λογική επαγωγική, Γ-190 Λογική θετική, Γ-190 Λογιική μαθηματική, Γ-191 Λογική πλειότιμη, Γ-191 Λογική προτασιακή, Γ-192 Λογική συμβολική, Γ-192 Λογική συνδυαστική, Γ-193 Λογική της επιστήμης, Γ-193 Λογική της ιστορίας. Γ-194 Λογική του χρόνου, Γ-195 Λογική τροπική, Γ-196 Λογική των κατηγορημάτων, Γ-196 Λογική των κλάσεων, Γ-197 Λογική των πιθανοτήτων, Γ-197 Λογικής ανάλυσης φιλοσοφία, Γ-198 Λογική των σχέσεων, Γ-198 Λογικισμάς, Γ-199 Λογικό και ιστορικό, Γ-199 Λογικοί σύνδεσμοι, Γ-199 Λογικός ατομισμός, Γ-199 Λογικός εμπειρισμός, Γ-199 Λογικός θετικισμός, Γ-199 Λογικός νόμος, Γ-200 Λογισμός, Γ-201 Λογισμός προτασιακός, Γ-202 Λογισμός των κατηγορημάτων, Γ-202 Λογιστική, Γ-202 Λογισπκόν, Γ-203 Λόγος των κλάσεων, Γ-203 Λογοθέτης Κων., Γ-203 Λόγος, Γ-203 Λόγος 2, Γ-205 "Λόγος περί της μεθόδου' του Ντεκάρτ, Γ-205 Λοκ, Γ-206 Λοκαγιάτα, Γ-207 Λομονόσοφ, Γ-207 Λομπατοέφσκι, Γ-207 Λομπρόζο, Γ-208 Λοπάπν, Γ-208 Λόρεντς, Γ-209 Λόρεντσεν, Γ-209 Λόρια, Γ-209 Λόσιέφ, Γ-209 Λόσκι, Γ-210 Λότσε, Γ-210 Λου Τσιου-Γιουάν, Γ-211 Λούβαρης, Γ-211 "Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας", Γ-211 Λούθηρος, Γ-213 Λουκασέβιτς, Γ-213
321
Λούκατς, Γ-214 Λουκιανός, Γ-214 Λουκρήτιος, Γ-215 Λούλος, Γ-216 Λούντμπεργκ, Γ-216 Λοόξεμπουργκ, Γ-217 Λουριά, Γ-217 Λύκειο, Γ-217 Λυκούργος ο Νομοθέτης, Γ-218 Λυκόφρων, Γ-21 β Λύκων ο Περιπατητικός, Γ-218 Λύσις ο Πυθαγόρειος, Γ-219 "Λύοις" του Πλάτωνα, Γ-219 Λύτρωση, Γ-219
Η. Μαγεία, Γ-221 Μάγια, Γ-221 Μάγιο. Γ-221 Μαγιόροφ, Γ-222 Μάζα. Γ-222 Μαζική επικοινωνία, Γ-222 Μαζική κοινωνία, Γ-222 Μαζική κουλτούρα, Γ-223 Μάθηση. Γ-223 Μαθησιακή διαδικασία, Γ-224 Μαιευτική τέχνη ή μέθοδος, Γ-224 Μαιμονίδης, Γ-225 Μαιν ντε Μπιράν, Γ-225 Μάινονγκ, Γ-225 Μαιστρ, Γ-225 Μακ Αιβερ, Γ-226 Μακ Λούαν, Γ-226 Μακ Ντούγκαλ, Γ-227 Μακ Τάγκαρ, Γ-227 Μακένζι, Γ-227 Μαιααβέλλι, Γ-228 Μακοβέλσκι, Γ-228 Μακράκης, Γ-228 Μακρόβιος, Γ-229 Μακρόκοσμος, Γ-229 Μαλθουσιανισμός, Γ-229 Μαλινόφσκι Βασίλι. Γ-230 Μαλινόφαη Μπρσνισλφ, Γ-230 Μάλκει, Γ-231 Μαλμπράν, Γ-231 Μαμαρνταοβίλι, Γ-231 Μαμπλύ. Γ-231 Μόμψορντ, Γ-232 Μαν, Γ-232 Μάνας, Γ-232 Μανβαντόρα, Γ-232 Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Γ-232 Μανιχαισμός, Γ-232 Μανκόβσκι, Γ-233 Μανούηος, Γ-233 Μόντβα, Γ-233 Μάντεβιλ, Γ-234 Μαντεία, Γ-234. Μαντυαμίκα, Γ-234 Μαντράς, Γ-235 Μανχάιμ, Γ-235 Μάξιμος ο Γραικός, Γ-235 Μάξιμος ο Εφέσιος, Γ-236 Μάξιμος ο Ομολογητής. Γ-236
322
Μάξιμος ο Τύριος, Γ-237 Μάξιμος Πλανούδης, Γ-237 Μαρβούργου σχολή, Γ-238 Μαργκόλις, Γ-238 Μαρίνος ο Νεαπολίτης, Γ-239 Μάριος ο Βικτωρίνος, Γ-239 Μαριταΐν, Γ-239 Μάρκοβιτς, Γ-239 Μάρκος Αυρήλιος, Γ-240 Μάρκος Ευγενικός, Γ-240 Μαρκούζε, Γ-240 Μαρξ. Γ-242 Μαρξισμός, Γ-245 Μαρσέλ, Γ-248 ΜαραΙλιος Φικίνος, Γ-248 Μασδαισμός, Γ-249 Μάσλοου, Γ-249 Μστεριαλισμός, Γ-249 Μαυροκορδάτος Νικ., Γ-249 Μαυρόπους, Γ-250 Μαχ, Γ-250 Μαχαγιάνα, Γ-250 Μαχισμός, Γ-251 Μαγαλοκρατικός σωβινισμός, Γ-251 Μεγαλοφυία, Γ-251 ΜεγαρικοΙ φιλόσοφοι, (Μεγαρική σχολή), Γ-251 Μεγιερσόν, Γ-252 ΜεγκρελΙτζε, Γ-253 Μέθεξις, Γ-253 Μεθόδιος Ανθραιίτης, Γ-253 Μέθοδοι συγκεκριμένης κοινωνιολογικής έρευνας, Γ-254 Μεθοδολογία. Γ-254 Μέθοδος. Γ-255 Μελάγχθων, Γ-256 Μελέαγρος, Γ-257 "Μελέτη για την ανθρώπινη νόηση" του Τζων Λοκ, Γ-257 Μελιέ, Γ-258 Μελιούχιν, Γ-258 Μέλισσος ο Σόμιος, Γ-258 Μελλοντολογία, Γ-259 ΜενγκΤσε,Γ-259 Μενέδημος ο Ερετριεύς, Γ-260 Μενέδημος ο Κυνικός, Γ-260 "Μενέξενος" του Πλάτωνα, Γ-260 Μένιππος ο Γαδαρηνός, Γ-260 Μένιαος, Γ-261 Μέντελσον, Γ-261 Μένων ο περιπατητικός, Γ-261 "Μένων" του Πλάτωνα, Γ-262 Μέριμνα, Γ-262 Μέρινγκ, Γ-262 Μερισμός, Γ-262 Μερλό - Ποντύ, Γ-263 Μέρος και όλο. Γ-263 Μερσέν, Γ-264 Μέρτον, Γ-264. Μεσαία στρώματα, Γ-265 Μεσαίας και νέας μεσαίας τάξης θεωρίες, Γ-265 Μέσος Πλατωνισμός, Γ-265 ' Μεσάτης, Γ-265 ΜεασαλιανοΙ, Γ-266 "Μετά τα Φυσικά" του Αριστοτέλη, Γ-266
Μεταβιομηχανική κοινωνία, Γ-267 Μεταγλώσσα, Γ-267 Μεταδοομισμός, Γ-268 ΜεταθεωρΙα, Γ-268 Μεταλογική, Γ-268 Μεταρρύθμιση, Γ-268 Μεταφορά, Γ-269 Μεταφυσική, Γ-269 Μεταφυσική του φωτός, Γ-271 Μετεμψύχωση, Γ-271 Μετενσάρκωση, Γ-271 Μετζέρ, Γ-271 Μετοχίτης Θεόδωρος, Γ-271 Μέτρηση, Γ-271 Μέτρηση στην κοινωνιολογική έρευνα, Γ-272 Μετριοπάθεια, Γ-272 Μέτρο, Γ-272 Μετσνικόφ, Γ-273 Μη αντιφατικότητα, Γ-273 Μη Ον, Γ-274 Μη πραγματικό, Γ-274 Μηδέν, Γ-275 Μηδέν μεταφυσικό, Γ-275 Μηδενισμός, Γ-275 Μητρόδωρος ο Λαμψακινός 1, Γ-276 Μτιτρόδωρος ο Λαμψαανός 2, Γ-276 Μητρόδωρος ο Χίος, Γ-276 Μητροκλής ο ΜαρωνεΙτης, Γ-277 Μηχανυασμός, Γ-277 Μηχανιστές, Γ-277 Μηχανιστική αντίληψη ή μηχανοκρατία, Γ-277 Μιθραισμός, Γ-278 Μικρή ομάδα, Γ-278 Μικροαστική τάξη, Γ-278 Μικροκοινωνιολογία, Γ-279 Μικρόκοσμος και μακρόκοσμος 1, Γ -279 Μικρόκοσμος και μακρόκοσμος 2, Γ-279 Μιλ,Γ-280 Μιλήτου σχολή, Γ-280 Μιλς, Γ-280 Μιμάμσα, Γ-280 Μίμηση, Γ-281 Μίμηση στην ψυχολογία, Γ-282 Μινγκ Τσια,Γ-282 Μινκόφσκι, Γ-283 Μιντ Μάργκαρετ, Γ-283 Μιντ Τζωρτζ Χέμπερτ, Γ-283 Mtnv, Γ-284 Μιτρόχιν, Γ-284 Μιχαήλ Αποστόλης, Γ-284 Μιχαήλ Εφέσιος, Γ-284 Μιχαήλ Ιταλικός, Γ-285 Μιχαήλ Κηρουλάριος, Γ-285 Μιχαήλ Ψελλός, Γ-285 ΜιχαήλοφΦέλιξ, Γ-285 Μιχαηλόφσκι, Γ-286 ΜΙχελς, Γ-286 Μνήμη, Γ-287 Μνήσαρκος, Γ-288 Mo Τσε, Γ-288 Μοδεράτος από τα Γάδειρα, Γ-288 Μοίρα και μοιρολατρία, Γ-288 Μοιοόδαξ, Γ-289 Μοιρμός, Γ-290 Μόκσα, Γ-290
Μόλεσοτ. Γ 291 Μόλτμαν, Γ-291 Μονάδα, Γ-292 "ΜοναδολογΙα" του Λάιμπνιτς, Γ-292 • Μοναρχία, Γ-293 Μονισμός, Γ-294 Μονό, Γ-294 Μονοθεϊσμός, Γ-295 Μονοθεληησμός, Γ-295 Μονοφυτισμός, Γ-296 Μονταίν, Γ-296 Μόνταγιαου, Γ-297 Μοντέλο, Γ-297 Μοντέλου κατασκευή, Γ-298 Μοντερνισμός, Γ-298 Μοντεσκιέ,-Γ-298 Mop, Γ-299 Μοραλισμός, Γ-300 Μόργκαν, Γ-300 Μορελλύ, Γ-300 Μορένο, Γ-301 Μορφές κίνησης της ύλης, Γ-301 Μορφή. Γ-301 Μορφή (και) ύλη, Γ-301 Μορφολογική ψυχολογία, Γ-302 Μόρφωση, Γ-302 Μάσκα, Γ-302 Μοσχόπουλος, Γ-302 Μοτροσίλοβα, Γ-303 Μουνιέ, Γ-303 Μουρ, Γ-303 Μουσουλμανισμός, Γ-303 Μουσώνιος Ρούφος, Γ-303 ΜουταζιλΙτες, Γ-304 Μουτσόπουλος, Γ-305 Μπάαντερ, Γ-305 Μπσγκαβάτ γκιτά, Γ-305 Μπαίμε, Γ-305 Μπακλ, Γ-306 Μπακούνιν, Γ-306 Μπαγκράντζε, Γ-307 Μπάκτι, Γ-307 Μπαλλάνς, Γ-307 Μπαλμές, Γ-306 Μπάνσεν, Γ-308 Μπανταραγιάνα, Γ-30 Μπάουερ Μπρούνο, Γ-308 Μπαουμγκάρντεν, Γ-308 Μπόουχ, Γ-309 Μπάρκλώ, Γ-309 Μπάρντο Τοντόλ, Γ-309 Μπαρτ Καρλ, Γ-309 Μπαρτ Ρολάν, Γ-309 Μπάρτζες, Γ-310 Μπασλάρ, Γ-310 Μπατίσεφ, Γ-310 Μπάφινγκ, Γ-311 Μπαχμανιάρ, Γ-311 Μπαχόφεν, Γ-311 Μπαχτίν, Γ-311 Μπέικον Ρότζερ, Γ-312 Μπέικον Φράνάς, Γ-312 Μπεκαρία, Γ-313 Μπελ, Γ-314 Μπελέτσκι, Γ-314 Μπέμπελ, Γ-314 Μπένεκε, Γ-315
Μπένθαμ, Γ-315 Μπεντά, Γ-315
Μωαμεθανισμός, Δ-32 Μως,Δ-32
Ν. ΤΟΜΟΣ Δ'
Μ. Μπέρκλευ, Δ·9 Μπέρναλ, Δ-10 Μπερνάρ ντε Κλαφβώ, Δ-11 Μπερνστάιν, Δ-11 Μπερνπάγεφ, Δ-11 Μπέρνχαμ, Δ-12 Μπερξόν. Δ-12 Μπερταλάνφυ, Δ-13 Μπερτελό, Δ-14 Μπέυλ, Δ-14 Μπέχτερεφ, Δ-14 ΜπιελΙνσκι, Δ-15 Μπφούνι αλ, Δ-15 Μπιχειβορισμός, Δ-16 Μπλοντέλ, Δ-16 Μπλοχ, Δ-16 Μπάας,Δ-17 Μπογκντάνοφ, Δ-17 Μποζανκέ, Δ-17 Μπολτσάνο, Δ-18 Μποναβεντούρα, Δ-18 Μπσντέν, Δ-19 Μπόνπ, Δ-19 Μπορ, Δ-19 Μπόοκοβιτς, Δ-20 Μποσσυέ, Δ-20 Μπάτομορ. Δ-20 Μπουαλώ, Δ-21 Μπούγεβα, Δ-21 Μπουλ, Δ-21 Μπουλγκάκοφ, Δ-21 Μπούλτμαν, Δ-22 Μπούμπερ, Δ-22 Μπουρίντάν, Δ-22 Μπούρκχαρτ, Δ-23 Μπουρντιέ, Δ-23 Μπουτρού, Δ-23 Μπουχάριν, Δ-24 Μποχένσκι, Δ-24 Μπράντλεϋ, Δ-24 Μπρεγιέ, Δ-25 Μπρεντάνο, Δ-25 Μπρίτζμαν, Δ-25 Mniwùvo, Δ-25 Μπρουσλίνσκι, Δ-26 Μπρϊνσβικ, Δ-26 Μπυντέ, Δ-27 Μπυντέ, Δ-27 Μπυφόν, Δ-27 Μπύχνερ, Δ-27 Μπχόβα, Δ-27 Μυθολογία, Δ-27 Μύθος, Δ-28 Μύθος και Λόγος, Δ-28 Μύλλερ. Δ-30 Μύνστερμπεργκ, Δ-30 Μύντσερ, Δ-30 Μυστήρια, Δ-31 Μυστικισμός, Δ-31
Νάβα -νυάγια, Δ-33 Νοβίλ, Δ-33 Ναγκαρτζούνα, Δ-33 Ναζιανζηνός, Δ-33 Ναΐτες, Δ-33 Ναλμπαντιάγ, Δ-34 Νάμα - ρούπα, Δ-34 Νανσί, Δ-34 Ναούμενκο, Δ-34 Ναρκισσισμός, Δ-34 Ναροντνυασμός, Δ-35 Ναστίκα, Δ-35 Νάτορπ, Δ-35 Νστούρα νατούρανς, Δ-36 Νατουραλισμός, Δ-36 Ναυσιφάνης ο Τήιος, Δ-36 Νέα Αριστερά, Δ-37 "Νέα δοκίμια για την ανθρώπινη νόηση" του Λάιμπνιτς, Δ-37 Νέιγκελ, Δ-38 Νείκος, Δ-38 Νείλος, Δ-38 Νεμέσιος, Δ-39 Νέμεσις, Δ-39 Νεντι-νσέλ, Δ-39 "Νέο Οργανο", Δ-40 Νεοελληνική φιλοσοφία, Δ-40 Νεοεξελυαική θεωρία, Δ-42 Νεοθετιιαομάς, Δ-42 Νεοθωμισμός, Δ-43 Νέοι χεγκελιανοί, Δ-43 Νεοκανπανιομός, Δ-43 Νεοκομφουκιανιομός, Δ-44 Νεοκυνισμός, Δ-44 Νεομαλθουσιανισμός, Δ-45 Νεομαρξισμός, Δ-45 Νεοορθολογισμός, Δ-45 Νεοπλατωνιομΰς, Δ-46 Νεοποζιτιβισμός, Δ-48 Νεοπυθαγορισμός, Δ-48 Νεορεαλισμός, Δ-48 Νεοουμπερ»φοριομ6ς. Δ-49 Ντοσχολααηκχνός, Δ-49 ί*οταταον>ός, Δ-49 N t o n p t o m b ρεύματα, Δ-49 Νεοφρουβκφός, Δ-50
ΝΕοχεγηληησμάς εγκλιανιαμός, Δ-50 Νεπσηομός, Δ-51 Νεοτόριος, Δ-51 Νευμσπκή, Δ-52 Νεύτων, Δ-52 Νιγίδιος Φίγουλος, Δ-53 Νικήτας, Δ-53 Νικήτας Στηθάτος ή Ιτουβίτης, Δ-53 Νικηφόρος ΒλεμμΙδης, Δ-54 Νικηφόρος Γρηγοράς, Δ-54 Νικηφόρος ο μοναχός, Δ-54 Νικηφόρος πατριάρχης, Δ-54 Νικηφόρος Χούμνος, Δ-54 Νικολάι Φρειδερίκος, Δ-54 Νικόλαος Κουζάνος. Δ-54
323
Νικόλαος Μεθώνης. Δ-55 Νικόμαχος ο Γερασηνός, Δ-55 Νικόστρατος ο Μακεδών, Δ-55 ΝικουλΙτζας, Δ-55 Νιλ Σόρσκι, Δ-56 Νιμπούρ, Δ-56 ΝιοΟμαν, Δ-56 Νιούτον Ισαάκ. Δ-56 Νιρβάνα, Δ-56 Νισίντα, Δ-57 ΝΙσμπετ, Δ-57 ΝΙτοε. Δ-57 Νιχιλισμός, Δ-5Θ Νοβάλις, Δ-59 Νοβγκορόντσεφ, Δ-59 Νόημα, Δ-60 Νόηση, Δ-60 ΝοησιαρχΙα, Δ-61 Νόησις και νόημα, Δ-62 Νοητό, Δ-63 Νομενκλατούρα, Δ-63 Νομική (λεγκαλισπκή) κοσμοθεωρία, Δ-63 Νομική συνείδηση, Δ-63 Νομικισμός, Δ-63 "Νόμιμος μαρξισμός*. Δ-63 Νομιμότητα και ηθικότητα. Δ-64 Νομιναλισμός, Δ-64 Νομοθετική μέθοδος, Δ-64 "Νόμοι" του Πλάτωνα, Δ-64 Νομοκανονική σχολή στην Κίνα, Δ-65 Νόμος, Δ-66 Νόμος και φύσις (νόμω-φύσει), Δ-66 Νομοτέλεια, Δ-67 Νοολογική ψυχολογία, Δ-66 Νοοσφαίρα, Δ-68 Νοοτροπία, Δ-69 Νοούμενο, Δ-69 Νόρμα. Δ-69 Νορντάου, Δ-69 Νουμήνιος, Δ-70 Νόυρατ, Δ-70 Νους, Δ-71 Νουτσουμπίτζε, Δ-71 Νταλαμπέρ, Δ-71 Ντάμιάνι Πιερ, Δ-72 Ντανιλέφσκι, Δ-72 Ντανταισμός, Δ-72 Ντάρεντορφ, Δ-73 . Ντάρμα, Δ-73 ΝταρμακΙρτι, Δ-73 Νταρσάνας, Δ-73 Ντβόνι, Δ-74 Ντεισμός, Δ-74 Ντεκάρτ, Δ-74 Ντεμπφ, Δ-76 Ντερριντά, Δ-76 Ντεσάν, Δ-76 Ντεστύτ ντε Τρασύ, Δ-77 Ντετερμινισμός, Δ-77 Ντιγκάνγκα, Δ-77 Νπλς, Δ-77 Νπλτάι, Δ-7Θ Νπντερό, Δ-78 Ντιούι, Δ-79 Ντίτογκεν, Δ-80 Ντομπρολιούμποφ, Δ-80
324
Ντοντς, Δ-80 Ντοστογιέφσκι, Δ-81 Ντουνς Σκωτος Εριγένης, Δ-β I Ντρινς, Δ-81 Ντυάνα, Δ-82 Ντυέμ, Δ-82 Ντυμπουά, Δ-82 Ντύρινγκ, Δ-82 Ντυρκαίμ, Δ-83 Νυάγια, Δ-84
Ξανθόπουλος, Δ-85 Ξέναρχος ο Σελευκεύς, Δ-85 Ξενιάδης ο Κορίνθιος, Δ-85 Ξενοκράτης, Δ-85 Ξένος, Δ-86 Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, Δ-86 Ξενόφιλος ο Χαλκιδεύς, Δ-87 Ξενοφών, Δ-87 Ξεχωριστό, Δ-88 Ξίφιλίνος, Δ-88
Ο. Ό ρόλος της προσωπικότητας στην Ιστορία'. Δ-89 Ογκμπορν, Δ-89 Οικογένεια, Δ-89 Οικολογία, Δ-91 Οικολογικός πεσιμισμάς, Δ-91 "Οικονομικά - φιλοσοφικά χειρόγραφα', Δ-92 "Οικονομικά χειρόγραφα', Δ-92 Οικονομικός υλισμός, Δ-92 "Οικονομισμός", Δ-92 Οικουμενικά προβλήματα, Δ-93 Οινόμαος ο Γαδαρηνός, Δ-93 Οινοπίδης ο Χίος, Δ-94 Οκ(κ)ελ(λ)ος ο Λευκανός, Δ-94 Οκκαζιοναλιομός, Δ-94 Όκκαμ,Δ-94 Οκκαμισμός, Δ-95 Ολιγαρχία, Δ-96 Ολιομός, Δ-96 Όλο, Δ-97 Ολοκλήρωση, Δ-97 Ολοκληρωτισμός, Δ-97 Ολοκρατία (ουνιβερσαλισμός), Δ-97 Ολότητα, Δ-97 Ολυμπιόδωρος, Δ-98 Ομάδα, Δ-98 Ομάδα αναφοράς, Δ-98 Ομάδα πίεσης, Δ-99 Ομάδες κοινωνικές, Δ-99 Ομαδική δυναμική, Δ-99 Ομηρος, Δ-100 Ομιλία, Δ-101 Ομιλος Καππαδοκίας, Δ-101 Ομιλος Πετρασέφσκι, Δ-101 Ομοιομέρεια, Δ-101 Ομοιόσταση, Δ-101 Ομοιότητα Ι,Δ-102 Ομοιότητα 2, Δ-102 Ομοίωσις, Δ-102 Ομομομορφίομός, Δ-103
Ομφαλοσκόποι, Δ-103 Ομψαλοψυχίτης, Δ-103 Ον. Δ -103 Ον καθ* εαυτό και δι εαυτό, Δ-103 Ονειρο, Δ-103 Ονησίκριτος, Δ-103 Ονομα, Δ-104 Ονομστοκρατία, Δ-104 Οντογένεση, Δ-105 Οντολογία, Δ-105 Οντολογικό επιχείρημα ή οντολογική απόδειξη. Δ-107 Οντολογισμός, Δ-108 Οντως ον, Δ-108 Οξφόρδης Σχολή, Δ-108 Όουεν, Δ-109 Οπερασιοναλισμός, Δ-109 Οπσθοδρόμιση, Δ-110 Οππενχάιμερ, Δ-110 Οπορτουνισμός, Δ-111 Οπτιμισμός, Δ-111 Οργανική αναλογία, Δ-111 Οργανισμική σχολή, Δ-111 Οργανισμική φιλοσοφία, Δ-112 Όργανο«", Δ-114 Οργάνωση, Δ-114 ΟρΥκουελ, Δ-115 Ορθοδοξία. Δ-116 Ορθολογισμός, Δ-116 Ορισμός, Δ-117 Ορισμός, δυνατότητα Δ-117 Ορισμός μη-κατηγορικός, Δ-118 "Ορίων ανάπτυξης" θεωρία, Δ-118 Ορμή, Δ-119 "Οροι* του Πλάτωνα, Δ-119 Ορος, Δ-119 Ουρούντζιεφ, Δ-120 Ορτέγκα υ Γκαοέτ, Δ-120 Ορφισμός, Δ-120 Οσόφσκα, Δ-121 Οστβαλντ, Δ-121 Οστιν, Δ-121 Οττο. Δ-121 Ου Τσεν-εν, Δ-121 Ου τσζιν, Δ-121 Ουάιτ, Δ-122 Ουάτχεντ, Δ-122 Ουόρρων, Δ-123 Ουάρτε, Δ-124 Ουάτσον, Δ-124 Ουαχντάτ αλ-Ουουτζούντ, Δ-124 Ούγος Αγίου Βίκτωρος, Δ-125 Ουέλς, Δ-125 Ουίσντομ, Δ-126 Ουκεν, Δ-126 Ουμανισμός, Δ-126 Ουναμούνο, Δ-127 Ουνιβερσάλια, Δ-128 Ουόρνερ, Δ-128 Ουόρντ Λ. Φρανκ, Δ-128 Ουόρντ Τζέιμς, Δ-128 Ουπανισάδες, Δ-129 Ουρμπανισμός, Δ-130 Ουσία, Δ-130 Ουσία με τη στενή έννοια, Δ-13 ι Ουσία και φαινόμενο, Δ-131 Ουσία του Χριστιανισμού. Δ-132
"Ουσία του Χριστιανισμού' του Φόυερμπαχ, Δ-132 Ουτοπία, Δ-133 Ουτοπικός σοσιαλισμός, Δ-133 Οχλος, Δ-134
Π.
Παβλόφ, Δ-135 Πόδοβος σχολή, Δ-135 Πόθος, Δ-136 Παιδεία, Δ-136 Παιχνίδι, Δ-136 Παλιγγενεσία, Δ-137 Παμψυχισμός. Δ-137 Παναίτιος ο Ρόδιος, Δ-138 Πανενθεισμός, Δ-139 Πανθεισμός, Δ-139 Πάνινι, Δ-139 Πανλογισμός, Δ-140 Πάνταινος, Δ-140 Πόουλσεν, Δ-140 Παπαβασιλόπουλος, Δ-140 Παπαδόπουλος, Δ-141 Παπαλεξάνδρου, Δ-141 Παπανούτσος, Δ-141 Παραγόντων θεωρία ή κοινωνιολογία των παραγόντων. Δ-143 Παραγωγή, Δ-143 Παραγωγή (λογική), Δ-144 Παραγωγικές δυνάμεις, Δ-144 Παραγωγικές σχέσεις. Δ-145 Παράδειγμα, Δ-145 Παραδειγματικός και συνταγματικός άξονας. Δ-145 Παράδοξο, Δ-145 Παράδοση, Δ-146 Παραδοσιαρχία, Δ-146 Παραίσθηση, Δ-147 Παράκελσος, Δ-147 Παρακμιακό ρεύμα, Δ-147 Παραλληλισμός, Δ-148 Παραλογισμοί ή σοφίσματα. Δ-148 Παραμνησία, Δ-149 Παράσταση, Δ-149 Παρατήρηση, Δ-149 Παραψυχολογία, Δ-150 Παρεμβολή, Δ-150 Παρέτο, Δ-150 Παρκ, Δ-151 Παρμενίδης ο Ελεάτης, Δ-151 "Παρμενίδης', Δ-153 Παρσισμός, Δ-153 Πάρσονς, Δ-153 Πασκάλ, Δ-154 Πόσμορ, Δ-154 Παντατζάλι, Δ-154 Πατέρες της Εκκλησίας, Δ-154 Πάτναμ, Δ-155 Πστριαρχέας, Δ-155 Πατριωτισμός, Δ-155 Πατρολογία, Δ-155 Παυλικανοί, Δ-156 Παύλος, Δ-156 Παχυμέρης, Δ-156 Πεδιόοιμος Ιωάν., Δ-157 Πεδίο συνείδησης. Δ-157
Πεδίο υπό μελέτη αντικειμένων, Δ-157 Πειθαρχία, Δ-157 Πέιν, Δ-157 Πείραμα, Δ-158 Πειραματική ψυχολογία, Δ-159 Πελαγιανοί, Δ-159 Πεμπτουσία, Δ-159 Πεπερασμένο, Δ-159 Πεπρωμένο, Δ-160 Πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, Δ-160 Περεγρίνος ο Πρωτεύς, Δ-161 Περένις φιλοσοφία, Δ-161 "Περί αρετής", Δ-161 "Περί Δικαίου", Δ-161 'Περί ερμηνείας* του Αριστοτέλη, Δ-161 "Περί κόσμου*, Δ-162 "Περί Ποιητικής* του Αριστοτέλη, Δ-162 "Περί Ρητορικής" του Αριστοτ., Δ-163 "Περί του ανθρώπου" του Ελβέτ., Δ-163 "Περί του πνεύματος", Δ-164 'Περί του πνεύματος των νόμων* του Μοντεσκιέ, Δ-164 'Περί ψυχής* του Αριστοτέλη, Δ-165 Περίανδρος ο Κορίνθιος, Δ-165 Περιβάλλον κοινωνικό, Δ-165 Περιβάλλον φυσικό, Δ-166 Περιγραφή, Δ-166 Περιεχόμενο και μορφή, Δ-166 Περιθωριοποίηση, Δ-168 Περιορισμός, Δ-169 Περιπατητική σχολή/Περίπατος, Δ-169 Περίπατος, Δ-170 Περιπτωσιαρχία, Δ-170 Περσαίος, Δ-170 Περσοναλισμός, Δ-171 Περφεξιοναλισμός, Δ-172 Περσπεκτιβισμός, Δ-172 Πεσσιμισμός, Δ-172 Πετράρχης. Δ-172 "Πετρασέφσκι όμιλος', Δ-172 Πέτρος Λομβαρδός, Δ-172 Πέτρος Νταμιάνι, Δ-173 Πηρς, Δ-173 Πιαζέ, Δ-173 Πιετισμός, Δ-173 Πιθανοκρατία, Δ-173 ΠιθανολογΙα, Δ-174 Πιθανότητα, Δ-174 ΠΙκκολος Νικ., Δ-175 Πίκο Ντέλλα Μιράντολα, Δ-176 Πίσαρεφ, Δ-176 Πίστη, Δ-177 Πιττακός ο Μυτιληναίος, Δ-177 Πλάνη, Δ-177 Πλανκ, Δ-178 Πλανούδης Μάξιμος, Δ-178 Πλασματικό, Δ-178 Πλάτος έννοιας. Δ-178 Πλάτων, Δ-178 Πλατωνικοί του Καίμπριτζ, Δ-199 Πλστωνισμός, Δ-200 Πλατωνόπολις, Δ-204 Πλαίσταινος, Δ-204 Πλέσνερ, Δ-204 Πλεχάνοφ, Δ-205 Πλήθος, Δ-205
Πληθυσμός, Δ-205 Πλήθων ή Γεώργιος Γεμιστός, Δ-206 Πληρότητα, Δ-208 Πληροφόρηση, Δ-208 Πλήροιμα, Δ-209 Πλουραλισμός, Δ-209 Πλούταρχος ο Αθηναίος, Δ-210 Πλωτίνος, Δ-210 Πνεύμα 1.Δ-212 Πνεύμα 2, Δ-213 Πνεύμα απόλυτο, Δ-214 Πνεύμα αντικειμενικό, Δ-214 Πνεύμα υποκειμενικό, Δ-214 Πνευματικές επιστήμες, Δ-214 Πνευματοκρστία, Δ-214 Ποζιτίβισμός, Δ-215 Ποιητικός και παθητικός νους, Δ-215 Ποιμάνδρης, Δ-215 Ποιότητα, ποιόν, Δ-215 Ποιότητα ζωής, Δ-216 Ποιότητα και ποσότητα, Δ-216 Πόλανι, Δ-217 Πόλεμος, Δ-217 Πολέμων ο Αθηναίος, Δ-217 Πολιτεία, Δ-218 "Πολιτεία" του Πλάτωνα, Δ-218 "Πολιτικά" του Αριστοτέλη, Δ-219 Πολιτική, Δ-219 Πολιτική επιστήμη, Δ-220 Πολιτική Οικονομία, Δ-221 Πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, Δ-222 Πολιτική φιλοσοφία, Δ-222 Πολιτικό σύστημα της κοινωνίας, Δ-223 "Πολιτικός" του Πλάτωνα, Δ-224 Πολιτισμική επανάσταση, Δ-224 Πολιτισμικό πλέγμα (κουλούρα), Δ-224 Πολιτισμός. Δ-225 Πολιτιστική αλλαγή, Δ-226 Πολιτσέρ, Δ-227 Πολύαινος ο Επικούρειος, Δ-227 Πολυαρχία, Δ-227 Πολύβιος, Δ-227 Πολύτρατος ο Επικούρειος, Δ-228 Πολλυσυλλογισμός, Δ-228 Πομπονάτοι, Δ-229 Πόνος, Δ-229 Ποπουλισμός, Δ-229 Πόππερ, Δ-229 Πόρισμα, Δ-230 Πόρσνεφ, Δ-230 Πορφύριος ο Τύριος, Δ-230 Ποσειδώνιος, Δ-231 Ποσοδείκτης, Δ-232 Ποσότητα ή ποσόν, Δ-233 Ποστέλ, Δ-233 Ποτάμων ο Αλεξανδρεύς, Δ-233 Ποτέμπνια, Δ-233 Ποτσβενίτσεστβο, Δ-233 Πουανκαρέ, Δ-234 Πουλαντζάς, Δ-234 Πούντγκαλα, Δ-235 Πούρβα - μιμάμσα, Δ-235 Πούρουτα, Δ-235 Πράγας σχολή, Δ-236 Πράγμα, Δ-236 Πράγμα καθ1 εαυτό, Δ-236
325
"Πραγματεία περί της ανθρωπίνης φύσεως' του Χιουμ, Δ-236 "Πραγματεία περί της τελειοποιήσεως της διανοίας" του Σπινόζα, Δ-237 "Πραγματεία για τις αρχές της ανθρώπινης γνώσης" του Μπέρκλευ, Δ-237 Πραγματικότητα, Δ-237 Πραγματικότητα αντικειμενική, Δ-238 Πραγματισμός, Δ-238 ΠραγμστοκρστΙα, Δ-239 Πραγματολογία, Δ-239 Πραγμοποίηση, Δ-239 Πρακρίτι, Δ-240 Πρακτική, Δ-240 Πρακτικός λόγος, Δ-241 Πρόνα, Δ-241 Πράξη, Δ-241 Πράξης οχολή, Δ-241 Πρατ, Δ-241 Πράτιτνα-σάμουτ-πάντα, Δ-241 Πριέτο, Δ-241 Πρίσκος, Δ-241 ΠρΙστλευ. Δ-241 Προαίρεσις, Δ-242 Πρόβλεψη, Δ-243 Πρόβλημα, Λ-243 Προβληματική, Δ 744 Προβολή, Δ-244 Πρόγνωση, Δ-244 Πρόδικος, Δ-245 Προεκβολή, Δ-245 Πρόθεση, Δ-245 Προθετικότητα, Δ-246 Προθετικότητα, Σχολαστικών, Δ-246 Προκαθορισμένη αρμονία, Δ-246 Προκαθορισμός, Δ-246 Προκατάλαψη, Δ-247 Προκείμενες κρίσεις, Δ-247 Πρόκλος ο Λύκιος, Δ-247 Προκόπιος ο ΓαζαΙος. Δ-248 Προλεγόμενα, Δ-249 Προλεταριάτο, Δ-249 Πρόληψη, Δ-249 Πρόνοια, Δ-249 Πρόξενος ο Βοιώτιος, Δ-249 Πρόοδος, Δ-249 Προοδευτισμός, Δ-250 Προορισμός, Δ-250 Προπαγάνδα, Δ-250 Προπατορικό αμάρτημα, Δ-251 Προσαρμογή, Δ-251 Προσαρμογή κοινωνική, Δ-251 Προσδοκίες κοινωνικές, Δ-252 Προοθετικότητα, Δ-252 Πρόσληψη, Δ-252 Προσοχή, Δ-253 Προσταγή κατηγορική, Δ-254 Προστατευτικοί μηχανισμοί, Δ-254 Προσχημαησμός, Δ-254 Προσωκρατικοί, Δ-255 Προσωπικότητα 1, Δ-256 Προσωπικότητα 2, Δ-257 Προσωπικότητα και λαϊκές μάζες, Δ-257 Προοωποκρστία, Δ-258 Προσωποποίηση, Δ-258 Πρόταση, Δ-258
326
Προυντόν, Δ-258 Προΰπαρξη, Δ-259 Πρόχορος Κυδώνης, Δ-259 Πρωταγόρας, Δ-259 "Πρωταγόρας" του Πλάτωνα, Δ-260 Πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ποιότητες, Δ-260 Πρώτη ύλη, Δ-262 Πρώτη φιλοσοφία, Δ-262 Πρωτόγονος κοινοτικός σχηματισμός, Δ-263 Πρώτον κινούν, Δ-263 Πτολεμαίος Κλαύδιος, Δ-264 Πυθαγόρας Σάμιος, Δ-264 Πυθαγόρειοι, Δ-265 Πυθαγορισμός, Δ-266 Πυλαρινός, Δ-267 Πυρρωνισμός, Δ-268 Πφαίντερ, Δ-268 Πώλος ο ΑκραγαντΙνος, Δ-268 Ρ. Ραβαισσόν - Μολλιέν, Δ-269 Ραζή αλ. Δ-269 1. Αμπού Μπακρ Μουχάμαντ ιμπν Ζακαρίγια αλ-Ράζη 2. Φαρχ αλ-Nnv αλ-Ράζη Ράιλ, Δ-271 Ράιναχ, Δ-271 Ράιχ, Δ-271 Ράιχενμπαχ, Δ-271 Ρακίτοφ, Δ-272 Ραμακρίσνα, Δ-272 Ραμανούτζα, Δ-272 Ραμέ, Δ-272 Ραντακρίσναν, Δ-273 Ραντίστσεφ, Δ-273 Ράντκλίφ - Μπράουν, Δ-273 Ράντμπρουχ, Δ-273 Ρασιοναλισμός, Δ-274 Ράσσελ, Δ-274 Ρατσισμός, Δ-274 Ρατσιστική - ανθρωπολογική σχολή, Δ-275 Ραυνάλ, Δ-275 Ρεαλισμός, Δ-275 Ρεαλισμός σοσιαλιστικός, Δ-277 Ρεβιζιονισμός, Δ-277 Ρελσπβισμός, Δ-277 Ρέμκε, Δ-277 Ρενάν, Δ-278 Ρενιέρης, Δ-278 Ρενουβιέ. Δ-278 Ρένίφίλντ, Δ-278 Ρέσερ, Δ-279 Ρευνώ, Δ-279 Ρεφορμιομός, Δ-279 "Ρητορική" του Αριστοτέλη, Δ-279 Ριγορισμός, Δ-279 Ριζοσπαστισμός, Δ-279 Ριζώματα, Δ-280 Ρίιντ, Δ-280 Ρικάρντο, Δ-280 Ρικέρ, Δ-281 Ρίκερτ, Δ-281 Ρικόβερ, Δ-282
Ριμπό, Δ-282 Ρίσμαν, Δ-282 Ρίτα, Δ-283 Ρίχτερ, Δ-283 Ρόζενκραντς, Δ-283 Ρόζενταλ, Δ-283 Ροζμίνι - Σερμπάπ, Δ-283 Ρόις, Δ-283 Ρόλος κοινωνικός, Δ-284 Ρομαντισμός, Δ-284 Ρόμπερτ Γκρόσσετεστ, Δ-284 Ρομπινέ, Δ-285 Ροπή, Δ-285 Ρόρτι, Δ-285 Ρος, Δ-285 Ροσκελέν, Δ-285 Ρόστοου, Δ-286 Ρότζερς, Δ-286 Ροτχάκερ, Δ-287 Ρουαγιέ, Δ-287 Ρουμπινστέιν, Δ-287 Ρουσσό, Δ-287 Ρουχλίν, Δ-288 Ρυθμιστικός, Δ-289 Ρυθμός, Δ-289 Ρωμαϊκή φιλοσοφία, Δ-289
Σ. Σάιμον, Δ-290 Σαιν-Σιμόν, Δ-290 Σάκη, Δ-291 Σαλλούσπος ο κυνικός, Δ-291 Σαλλούσπος Σεκούνδος, Δ-291 Σαμανισμός, Δ-291 Σαμάνη, Δ-292 Σάμνερ, Δ-292 Σαμσάρα, Δ-292 Σάνκαρα, Δ-293 Σανκύα Δ-293 Σανταγιάνα, Δ-293 Σάο Γιουνγκ, Δ-294 Σαουτραντίκα, Δ-294 Σαρβασπβάντα, Δ-294 Σαρκό, Δ-294 Σαρρόν, Δ-295 Σαρτρ, Δ-295 Σαρτρ σχολή, Δ-297 Σατουρνίνος, Δ-298 Σάτυα, Δ-298 Σάφταμπερυ, Δ-298 Σβάιτσερ, Δ-298 Σβάτσμαν Λέων, Δ-299 Σβέντενμποργκ, Δ-299 Σβίγγλιος, Δ-299 Σεβαλιέ, Δ-299 ΣεκρετΟν, Δ-300 Σέλλερ, Δ-300 Σέλζαμ, Δ-300 Σέλλαρς, Δ-301 Σέλλινγκ, Δ-301 Σελλινγκιανιαμός, Δ-303 Σενγκόρ, Δ-303 Σενέκας, Δ-304 Σενσουαλισμός, Δ-305 Σέξτιοι ή Σεξτίων σχολή, Δ-305 Σέξτος Εμπειρικός, Δ-305
Σερβέτους, Δ-305 Σεστόφ, Δ-306 Σέτοενβφ, Δ-306 Σήμα, Δ-307 Σημαίνον / σημαινόμενο, Δ-308 Σημαντική ή σημασιολογία, Δ-308 Σημαντική γενική, Δ-309 Σημασία, Δ-309 Σημείο, Δ-309 Σημείωση, Δ-310 Σημειωτική ή σημειολογία. Δ-310 Σιζέ ντε Μπραμπόν, Δ-312 Σικάγου σχολή, Δ-312 Σίλλερ Φερδινάνδος, Δ-313 Σίλλερ Φρίντριχ, Δ-313 Σιμμίας, Δ-314 Σιμπλϋαος, Δ-314 Σινκαρούκ, Δ-315 Σιουν-τσε, Δ-315 "Σίσυφος* του Πλάτωνα, Δ-316 Σκάντα, Δ-316
ΤΟΜΟΣ Γ Σ. Σκεπτικισμός, Ε-11 Σκίννερ, Ε-12 Σκληρός, Ε-13 Σκανοροντά, Ε-13 Σκοπιμότητα, Ε-14 Σκοπός, Ε-15 Σκωτίας σχολή, Ε-15 Σκωτισμός, Ε-15 Σκώτος Εριγένης, Ε-16 Σλαβόφιλοι, Ε-16 Σλαιερμάχερ, Ε-16 Σλέγκελ, Ε-17 Σλικ, Ε-18 Σμέλσερ. Ε-18 Σμιθ, Ε-18 Σμολ, Ε-20 Σολιψισμός, Ε-20 Σολοβιόφ, Ε-20 Σόλων ο Αθηναίος, Ε-21 Σόμερβιλ, Ε-22 Σοπενάουερ, Ε-22 Σορέλ, Ε-23 Σορόκιν, Ε-23 Σοσιαλισμός, Ε-24 Σοσιαλισμός από καθέδρας, Ε-26 Σοσιαλισμός επιστημονικός, Ε-26 Σοσιαλισμός ουτοπικός, Ε-26 Σοσιαλισμός φεουδαρχικός, Ε-27 Σοσιαλιστική ανθρωπολογία, Ε-27 Σοσιαλιστική επανάσταση, Ε-27 Σοσιαλιστικό κίνημα, Ε-28 Σοσιαλιστικός ρεαλισμός, Ε-28 Σουάρεθ, Ε-29 Σουγδουρής, Ε-29 Σούδα, Ε-30 Σούμμα, Ε-30 "Σούμμα κατά των Εθνικών*, Ε-30 Σούνυα, Ε-30 Σουνιαβάντα, Ε-31 Σούππε, Ε-31 Σουρρεαλισμός, Ε-31
Σούτρας, Ε-31 Σουτς, Ε-31 Σουφίσμός, Ε-31 Σουχραίβαρντί, Ε-32 Σοφή άγνοια, Ε-32 Σόφισμα, Ε-32 Σοφίστής/σοφίστές, Ε-32 "Σοφιστής* του Πλάτωνα, Ε-33 Σοφιστική, Ε-33 "Σοφιστικοί έλεγχοι*, Ε-35 Σοφονίας ο μοναχός, Ε-35 Σπαν, Ε-35 Σπένγκλερ, Ε-36 Σπένσερ, Ε-37 Σπετ, Ε-38Σπεύσιππος, Ε-38 Σπινόζα, Ε-39 Σπιριτουαλισμός, Ε-40 Σπράνγκερ, Ε-40 Σπροτ, Ε-40 Σρέντερ, Ε-41 Σταδίων της οικονομικής θεωρίας, Ε-41 Στάιν, Ε-41 Στάινερ, Ε-41 Στάμλερ, Ε-41 Στανκέβιτς όμιλος, Ε-41 Στάνλευ, Ε-42 Στάουφερ, Ε-42 Στάσεις και προκαταλήψεις, Ε-42 Στάση, Ε-42 Στάση κοινωνική, Ε-43 Στατική κοινωνική, Ε-43 Στατικοί και δυναμικοί νόμοι, Ε-43 Στερεότυπο, Ε-44 Στερν, Ε-44 Στέφανος Αλεξανδρεύς, Ε-45 Στέφανος Ερρίκος, Ε-45 Στήβενσον, Ε-45 Στηθάτος Νικήτας, Ε-45 Στιγμή, Ε-45 Στίλπων ο Μεγαρικός, Ε-45 Στιόπιν, Ε-45 Στιούαρτ, Ε-46 Στίρλινγκ, Ε-46 Στίρνερ, Ε-46 Στοά. Ε-46 Στοβαίος. Ε-46 Στοιχεία, Ε-47 "Στοιχεία της φιλοσοφίας", Ε-47 "Στοιχείωσις θεολογική, Ε-48 Στοτζέλ. Ε-48 Στοχασμός, Ε-48 Στράους, Ε-49 Στράτων ο Λαμψακηνός, Ε-49 Στρόσον, Ε-49 Στρουκτουραλισμός, Ε-49 Στρώμα, Ε-49 Στρωμάτωση κοινωνική, Ε-49 Στυλ, Ε-49 Στυλ ζωής, Ε-50 Στωική φιλοσοφία, Ε-50 Συγκεκριμένο, Ε-52 Συγκίνηση, Ε-52 Σύγκλισης θεωρία, Ε-52 Συγκράτηση, Ε-53 Συγκρητισμός, Ε-54 Σύγκριση, Ε-54
Συγκριτική - ιστορική μέθοδος, Ε-55 Σύγκρουση, Ε-55 Σύζευξη, Ε-55 Σύλληψη, Ε-56 Σύλληψη ψυχολογική, Ε-56 Συλλογισμός, Ε-56 Συλλογισμός διαζευκτικός, Ε-57 Συλλογισμός υποθετικός, Ε-57 Συλλογιστική, Ε-57 Σύμβαση, Ε-57 Συμβατισμός, Ε-57 Συμβεβηκός, Ε-58 Συμβίωση, Ε-58 Συμβολισμός, Ε-58 Συμβολισμός στη λογοτεχνία, Ε-59 Σύμβολο, Ε-59 "Σύμβολο της Πίστεως*, Ε-60 Συμεών ο Νέος θεολόγος, Ε-60 Συμεών Στουδίτης, Ε-61 Συμμετρία, Ε-61 Συμπάθεια κοσμική, Ε-62 Σύμπαν, Ε-62 Συμπέρασμα, Ε-62 Συμπεριφορά, Ε-62 Συμπεριφορισμός, Ε-63 Συμπεριφορισμός (ψυχολ.), Ε-63 Σύμπλεγμα, Ε-64 "Συμπόσιον" του Πλάτωνα, Ε-65 Συμπτωσιαρχία, Ε-65 Συμφέρον κοινωνικό, Ε-65 Συναγωγή, Ε-66 Συναγωγής κανόνας, Ε-66 Συναίνεση, Ε-66 Συναισθήματα, Ε-66 Συναισθηματισμός, Ε-67 Συνακολουθία, Ε-67 Συνάρτηση προτασιακή, Ε-67 Συνάφεια, Ε-68 Σύνδεση, Ε-68 Συνδήλωση, Ε-68 Συνείδηση (ψυχολ.), Ε-68 Συνείδηση ηθική, Ε-69 Συνείδηση κοινωνική, Ε-69 Συνείδηση περί δικαίου ή δικανική, Ε-72 Συνείδηση ταξική, Ε-72 Συνείδηση ψευδής, Ε-73 Συνειδησιοκρατία, Ε-73 Συνειδισμός ή συνειδησιαρχία, Ε-73 Συνειδητό και αυθόρμητο, Ε-73 Συνειρμική ψυχολογία, Ε-74 Συνειρμισμός, Ε-74 Συνειρμός, Ε-75 Συνεπαγωγή, Ε-75 Συνέσιος ο Κυρηναίος, Ε-75 Συνέχεια και ασυνέχεια, Ε-75 Συνεχές, Ε-75 Συνήθεια, Ε-76 Σύνθεση, Ε-76 Συνθετικές κρίσεις, Ε-77 Συνθετικό, Ε-77 Συνολυαομός, Ε-77 Συνόλων θεωρία, Ε-77 Συντακτική, Ε-77 Σύνταξη λογική, Ε-77 Συντηρητισμός, Ε-78 Συριανός, Ε-78 Συστατική και ρυθμιστική
327
μεθοδολογία, Ε-7Θ Σύστημα, Ε-79 Σύστημα επικοινωνίας, Ε-βΟ Σύστημα κοινωνικό, Ε-61 Σύστημα κοινωνικο-οικονομικό, Ε-Θ1 Σύστημα υπερβατικού ιδεαλισμού, Ε-Θ1 Σύστημα σημειωτικό, Ε-Θ1 Σύστημα ελέγχου, Ε-82 Συστημική ανάλυση, Ε-82 Συστημική προσέγγιση, Ε-82 Συσχετισμός, Ε-83 Σφαίρα, Ε-84 Σφαίρα, Ε-84 Σφαίρος, Ε-84 Σφυγμομέτρηση στην κοινωνική έρευνα, Ε-84 Σχεδιασμός κοινωνικός, Ε-84 Σχέσεις παραγωγής, Ε-84 Σχέση, Ε-84 Σχετική αλήθεια, Ε-85 Σχετικισμός, Ε-85 Σχετικοκρστία - σχετικισμός, Ε-85 Σχετικότητας θεωρία, Ε-85 Σχήμα. Ε-86 Σχιζοθυμία, Ε-86 Σχολόριος, Ε-86 Σχολαστικισμός, Ε-87 Σχολαστικισμός (συμπλήρωμα), Ε-89 Σχολή ανθρωπολογίας, Ε-90 Σχολή Μιλήτου, Ε-91 Σχολή της Πράξης, Ε-91 Σχολή Φρανκφούρτης, Ε-91 Σχολή φυλετικής ανθρωπολογίας, Ε-91 Σωβινισμός, Ε-91 Σωβύ, Ε-91 Σωκράτης, Ε-92 Σωκρατικές σχολές, Ε-93 Σωκρατική μέθοδος, Ε-94 Σώλλυ, Ε-94 Σώπστρος, Ε-94 Σωρείτης, Ε-94 Σωσιγένης ο Αλεξανδρεύς, Ε-94 Σωσσύρ, Ε-95 Σωτηρία, Ε-95 Σωτήριχος, Ε-95 Σωτίων ο πρεσβύτερος, Ε-96 Σωτίων ο νεότερος, Ε-96
Τ. "Τάδε έφη Ζαρατούστρα", Ε-97 ΤάιΤσεν,Ε-97 Τάι Τ«. Ε-98 Ταιν, Ε-98 Ταΐνις, Ε-99 Ταιχμύλλερ, Ε-99 Τα(ε)μηΕραμέντο, Ε-99 Ταμπού, Ε-99 Τάμπουλα ράζα, Ε-100 Ταντρισμός, Ε-100 Τάξεις κατεστημένες, Ε-101 Τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων, Ε-101 Τάξη, Ε-104 Τάξη δι' εαυτήν-τάξη καθ" εαυτήν, Ε-104 Ταξική πάλη, Ε-105 Ταξινόμηση, Ε-105
328
Τάο, Ε-105 Τάο Τσανγκ, Ε-105 Ταοισμός, Ε-105 Τάπας, Ε-108 Ταρντ, Ε-108 Τάρσκι, Ε-109 Τάση, Ε-109 Τατάκης, Ε-109 Ταύπση, Ε-109 Ταυτολογία, Ε-110 Ταυτόσημη αλήθεια, Ε-110 Ταυτότητα, Ε-110 Τβαρντόφσκι, Ε-110 Τειλάρ ντε Σαρντέν, Ε-111 Τεκμηρίωση, Ε-112 Τεκτονισμός, Ε-112 Τελέζιο, Ε-112 Τελειοκρστία, Ε-113 Τελική αιτία, Ε-113 Τελολογία, Ε-113 Τέλος, Ε-114 Τερτυλλιανός, Ε-115 Τεστ, Ε-115 Τετρακτύς, Ε-116 Τέυλορ, Ε-116 Τέχνη, Ε-116 Τεχνική, Ε-118 Τεχνοδομή, Ε-119 Τεχνοκρατία, Ε-119 Τεχνολογία, Ε-120 Τεχνολογικός ντετερμινισμός, Ε-120 Τεχνοφοβία, Ε-120 ΤζαΤμινι, Ε-120 Τζεϊμονάτ, Ε-120 Τζέιμς Ουίλιαμ, Ε-120 Τζεντίλε, Ε-121 Τζέφφερσον, Ε-121 Τζιομπέρτι, Ε-122 Τιερρύ της Σαρτρ, Ε-122 Τίλλιχ, Ε-123 "Τιμαίος". Ε-123 Τιμάσεφ, Ε-124 Τιμή, Ε-124 Τίμων ο Φλειάαιος, Ε-125 Τίνταλ, Ε-125 Τιπίτακα, Ε-125 Τιπούχιν, Ε-125 Τόδε τι, Ε-125 ΤοκεβΙλ, Ε-125 Τόλαντ, Ε-126 Τολστόι, Ε-126 Τόμας Ουί-Αιζ., Ε-127 Τομάοιους, Ε-127 Τοντόροφ, Ε-128 Τοπικά", Ε-128 Τόποι κοινοί, Ε-129 Τοτέμ, τοτεμιομός, Ε-129 Τουμίν, Ε-130 Τουνγκ Τσουνγκ · σου, Ε-130 Τόυνμπη, Ε-131 Τουραΐν, Ε-131 Τόφλιν, Ε-132 Τραγικό, Ε-132 Τραπεζούνπος Γεώργιος, Ε-133 Τρελτς, Ε-133 Τρεντέλενμπουργκ, Ε-134 Τριάς, Ε-134
Τριμούρτι, Ε-135 Τριπίτακα, Ε-135 Τριττύς, Ε-135 Τροπικές προτάσεις, Ε-135 Τροπικότητα, Ε-135 Τρόποι (Στωικών), Ε-136 Τρόπος, Ε-137 Τρόπος παραγωγής, Ε-138 Τρότσκυ, Ε-139 Τρουμπετσκόι Εβγκένι, Ε-139 Τουμπετσκόι Σεργκέι, Ε-140 Τσααντάγιεφ, Ε-140 ΤοΌν, Ε-140 Τσανγκ Τσάι, Ε-141 Τσαρβάκα, Ε-141 Τσέλλερ, Ε-141 Τσελπάνοφ, Ε-142 Τσερνισέφακι, Ε-142 Τσερτς, Ε-143 Τσι, Ε-143 Τσιενγκ Χάο και Γι, Ε-143 Τσιολκόφσκι, Ε-143 Τσισιό, Ε-143 Τσιτσέριν, Ε-144 Τσίπα, Ε-144 ΤσουΤουν-Γι, Ε-144 Τσου Χσι, Ε-145 ΤσουάνγκΤσε, Ε-145 Τύμπινγκεν σχολή, Ε-145 Τυπική κοινωνιολογία, Ε-146 Τυπολογία, Ε-146 Τυποποίηση, Ε-147 Τύπος, Ε-148 Τυραννιών, Ε-148 Τυργκό, Ε-148 Τυχαίο, Ε-148
Υ. Υβ της Σαρτρ, Ε-149 Ύβρη, Ε-149 Ύλη, Ε-149 Ύλη και είδος, Ε-151 Ύλη με τη στενή έννοια, Ε-151 Υλικό, Ε-152 Υλισμός, Ε-152 Υλισμός ιστορικός, Ε-153 "Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός", Ε-157 Υλιστική αντίληψη της ιστορίας, Ε-158 Υλοζωισμός, Ε-158 Υλομορφισμός, Ε-159 Υλοψυχισμός, Ε-159 Υμπερσφέλντ, Ε-159 Υπαλληύα ή υπάλληλες κρίσεις, Ε-159 Ύπαρξη, Ε-159 Ύπαρξη, Ε-160 Υπαρξιακή ψυχολογία, Ε-160 Υπαρξισμός, Ε-160 •Υπατία, Ε-162 Υπερ·εγώ, Ε-162 Υπεράνθρωπος, Ε-162 Υπερβάσεις, Ε-163 Υπέρβαση, Ε-164 Υπερβασιακό, Ε-164 Υπερβατικό, Ε-164 Υπερβατικό εγώ, Ε-164
Υπερβατικός, E-16S Υπερβατικός ιδεαλισμός, Ε-165 Υπερβατικός ρεαλισμός, Ε-165 Υπερμνησία, Ε-165 Υπερρεαλισμός, Ε-165 Υπεερσυνείδπτο, Ε-166 Υποβολή, Ε-166 Υπόθεση, Ε-166 Υποθετικο-παραγωγική μέθοδος Ε-167 Υποθετικοί συλλογισμοί. Ε-168 Υποκειμενική κοινωνιολογία, Ε-169 Υποκειμενικό πνεύμα, Ε-169 Υποκειμενικός ιδεαλισμός, Ε-169 Υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία, Ε-170 Υποκειμενισμός, Ε-170 Υποκείμενο, Ε-171 Υποκειμενοκρατία, Ε-172 Υποκουλτούρα, Ε-172 Υποπολιπσμός, Ε-172 Υπόσταση, Ε-172 Υποστασιοποίηση, Ε-173 Υπόστρωμα. Ε-173 Υποσυνείδητο, Ε-173 Υφή, Ε-173 • Υψηλό, Ε-173
«.
Φαβωρίνος, Ε-176 Φαιδρός, Ε-176 "Φαιδρός" του Πλάτωνα, Ε-176 Φαίδων, Ε-176 'Φαίδων* του Πλάτωνα, Ε-177 Φαινίας ο Ερέσιος, Ε-178 Φαινομεναλιομός, Ε-178 Φαινομενικότητα, Ε-178 Φαινομενισμός, Ε-178 Φαινόμενο, Ε-178 Φαινομενοκρατία, Ε-179 Φαινομενολογία, Ε-180 "Φαινομενολογία του πνεύματος", Ε-183 Φαινομενολογική κοινωνιολογία, Ε-185 Φάιχινγκερ, Ε-185 Φανατισμός, Ε-185 Φανγκ Γιου-Λαν, Ε-186 Φαντασία, Ε-186 Φαραμπίαλ, Ε-186 Φάρμπερ. Ε-187 Φασισμός, Ε-187 Φαταλισμός, Ε-186 Φα • τσια, Ε-188 Φάτουμ. Ε-188 Φαύλος κύκλος, Ε-188 Φεγεράμπεντ, Ε-188 Φεουδαρχία, Ε-188 Φεουδαρχικός σοσιαλισμός, Ε-189 Φέρβορν. Ε-190 Φέργκιουσον, Ε-190 Φερεκύδης ο Σύριος, Ε-190 Φερθ. Ε-190 Φέρι, Ε-191 Φετιχισμός, Ε-191 Φέχνερ, Ε-191 Φικίνος Μαραίλιος, Ε-192 Φιλαλληλία, Ε-192
Φιλανθρωπία, Ε-192 Φιλαυτία, Ε-192 Φιλελευθερισμός, Ε-192 "Φίληβος" του Πλάτωνα, Ε-193 Φιλία, Ε-193 Φίλιππος Ιωάννου, Ε-194 Φίλιππος ο Οπούντιος, Ε-195 Φιλιστίων, Ε-195 Φιλόδημος, Ε-195 Φιλόλαος, Ε-195 Φιλόπονος, Ε-196 Φιλοσοφία, Ε-196 Φιλοσοφία αιωνία, Ε-202 Φιλοσοφία ελληνική, Ε-202 Φιλοσοφία ιταλιωτική, Ε-202 Φιλοσοφία κοινωνική, Ε-202 Φιλοσοφία νεοελληνική, Ε-202 Φιλοσοφία πολιτική, Ε-202 Φιλοσοφία πρώτη, Ε-203 Φιλοσοφία της γλώσσας, Ε-203 Φιλοσοφία της εκπαίδευσης, Ε-203 Φιλοσοφία της επιστήμης, Ε-204 Φιλοσοφία της ζωής, Ε-204 Φιλοσοφία της θρησκείας, Ε-206 Φιλοσοφία της ιστορίας, Ε-206 Φιλοσοφία της φύσης, Ε-207 Φιλοσοφία του δικαίου, Ε-208 Φιλοσοφία του κοινού νου, Ε-209 Φιλοσοφία του νου, Ε-209 Φιλοσοφία του πολιτισμού, Ε-210 Φιλοσοφικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, Ε-211 Φιλοσοφικά περιοδικά, Ε-212 "Φιλοσοφικά τετράδια", Ε-213 Φιλοσοφική ανθρωπολογία, Ε-214 Φιλοσοφική λίθος, Ε-214 Φιλοσοφική ψυχολογία, Ε-214 Φιλοσοφικο-ανθρωπολογική σχολή, Ε-214 Φιλοσοφικοί σύνδεσμοι και οργανώσεις, Ε-214 Φιλοσοφικός διάλογος, Ε-215 Φιλόστρατος, Ε-216 Φιλότης, Ε-216 Φίλων Αλεξανδρεύς, Ε-216 Φίλων Λαρισαίος, Ε-217 Φιλωνίδης, Ε-217 Φιναλισμός, Ε-217 Φινιτιαμός, Ε-217 Φιντεισμός, Ε-217 Φιξιοναλισμός, Ε-218 Φιόντοροφ, Ε-218 Φίρκαρντ, Ε-218 Φίσερ, Ε-218 Φιτσίνο Μαρτσίλιο, Ε-219 Φίχτε Ε-219 Φλορένσκι, Ε-219 Φο - χι, Ε-219 Φογκτ Καρλ, Ε-220 Φόλκερτ, Ε-220 Φονξιοναλισμός, Ε-220 Φοντενέλ, Ε-220 Φόρλαιντερ. Ε-221 Φορμαλισμός, Ε-221 Φορμαλισμός (λογ. - μαθημ.), Ε-221 Φορμαλισμός (λογοτ.). Ε-222 Φόρρεστερ. Ε-222
Φουγιέ, Ε-222 Φόυερμπαχ, Ε-223 Φουκουγιάμα, Ε-223 Φουκώ. Ε-224 Φουλμπέρ, Ε-224 Φουραστιέ, Ε-224 Φουριέ, Ε-224 Φουτουρισμός, Ε-225 Φρόιερ, Ε-225 Φράιμπουργκ οχολή, Ε-225 Φρανκ, Ε-225 Φράνκλιν, Ε-225 Φρανκφούρτης σχολή, Ε-226 Φρέγκε, Ε-227 Φρέιζερ, Ε-227 Φριντμάν, Ε-227 Φρομ, Ε-227 Φρουδισμός, Ε-228 Φρόυντ, Ε-229 Φυλές ανθρώπων, Ε-230 Φυλετικής ανθρωπολογίας σχολή, Ε-230 Φυλή, Ε-231 Φυλογένεση, Ε-231 "Φυσική ακρόαοις' του Αριστοτ., Ε-233 Φυσικαλιομός, Ε-233 Φυσική θρησκεία, Ε-234 Φυσική πραγματικότητα, Ε-235 Φυσική φιλοσοφία, Ε-235 Φυοικισμός, Ε-235 Φυσικό δίκαιο. Ε-235 Φυσικοεπιστημονικός υλισμός, Ε-236 Φυσικοί νόμοι, Ε-236 Φυσιογνωμική, Ε-236 Φυσιοκρατία, Ε-237 Φυσιολογικός ιδεαλισμός, Ε-237 Φώτιος, Ε-237 Φωτισμού θεωρία, Ε-238
Χ. Χάιζενμπεργκ, Ε-239 Χαίκελ, Ε-239 Χάιντεγγερ, Ε-240 ΧαλδαϊκοΙ χρησμοί, Ε-242 Χαλκοκονδύλης, Ε-242 Χαλμπβάξ, Ε-242 Χάμαν, Ε-242 Χαμελέν, Ε-243 Χάμιλτον, Ε-243 Χάμπερμας, Ε-243 Χαν Γιου, Ε-244 ΧανΦέιΤσε. Ε-244 Χαντσερής, Ε-244 Χάξλεύ, Ε-244 Χάος, Ε-245 Χαουσχόφερ, Ε-245 Χαρακτήρας, Ε-245 Χαρακτηρολογία, Ε-246 Χάρισμα, Ε-246 "Χαρμίδης", Ε-246 Χάρτλεϋ, Ε-246 Χάρτμαν ΐντουαρντ, Ε-247 Χάρτμαν Νικολάι, Ε-247 Χασχάτσιχ, Ε-248 Χατζόπουλος, Ε-248 Χάτσεσον, Ε-248
329
Χέαρ, Ε-248 Χέγκελ, Ε-249 Χεγκελιανιομός, Ε-254 Χειραγώγηση, Ε-254 Χέλινγξ, Ε-254 Χέρμπαρτ, Ε-255 Χέρντερ, Ε-256 Χέρσκοβιτς, Ε-257 Χέρτσεν, Ε-257 Χίλμπερτ, Ε-257 Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, Ε-258 Χιναγιάνα, Ε-258 Χιουμ, Ε-258 Χιούμορ, Ε-260 Χόκινγκ, Ε-261 Χόλευ, Ε-261 Χόλμπαχ, Ε-261 Χόμανς, Ε-262 Χομιακόφ, Ε-262 Χομπς, Ε-263 Χόμπσον, Ε-264 Χομπσμπόουμ, Ε-264 Χόμπχαουζ, Ε-265 Χορκχάιμερ, Ε-265 Χορν, Ε-266 Χόροβιτς, Ε-266 Χούμνος, Ε-266 Χούμπολντ, Ε-267 Χουρουφίσμός, Ε-267 Χούσσερλ, Ε-267 Χούπεν, Ε-269 Χρήμα. Ε-269 Χρησιμοθηρία, Ε-269 Χριστιανική φιλοσοφία, Ε-269
330
Χριστιανικός σοσιαλισμός, Ε-269 Χριστιανισμός, Ε-269 Χριστόδουλος Παμπλέκης, Ε-271 Χρόνος, Ε-272 "Χρυσό έπη·, Ε-272 Χρυσάνθιος, Ε-272 Χρύσιππος ο Σολεύς, Ε-272 Χρυσολωράς, Ε-273 •Χρυσός κανόνας", Ε-273 Χυδαίος κοινωνιολογισμός, Ε-273 Χυδαίος υλισμός, Ε-274 Χώρος και χρόνος, Ε-274 Ψ. Ψαλίδας, Ε-277 Ψελλός, Ε-277 Ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Ε-278 Ψευδαίσθηση, Ε-278 Ψεύδος, Ε-278 Ψυχανάλυση, Ε-278 Ψυχή 1, Ε-280 Ψυχή 2, Ε-280 Ψυχή του παντός ή του κόσμου, Ε-261 Ψυχισμός, Ε-281 Ψυχοδυναμική, Ε-282 Ψυχοκρατία, Ε-282 Ψυχολογία. Ε-282 Ψυχολογία αναλυτική, Ε-285 Ψυχολογία ατομική, Ε-285 Ψυχολογία γενετική, Ε-286 Ψυχολογία γνωστική, Ε-286 Ψυχολογία δομική, Ε-286 Ψυχολογία εξελικτική, Ε-286
Ψυχολογία εφαρμοσμένη, Ε-287 Ψυχολογία λειτουργική, Ε-287 Ψυχολογία παιδαγωγική, Ε-288 Ψυχολογία πειραματική, Ε-288 Ψυχολογία της μάθησης, Ε-289 Ψυχολογία της μορφής, Ε-290 Ψυχολογία του βάθους, Ε-290 Ψυχολογία των λαών, Ε-290 Ψυχολογία των μαζών, Ε-291 Ψυχολογία των ορμών, Ε-292 Ψυχολογία υπαρξιακή, Ε-292 Ψυχολογίας ιστορική - πολιτισμική σχολή, Ε-292 Ψυχολογισμός στη λογική, Ε-292 Ψυχολογισμός στην κοινωνιολογία, Ε 293 Ψυχομετρία, Ε-293 Ψυχοπάθεια, Ε-294 Ψυχοσωματική, Ε-294 Ψυχοφυσική, Ε-295 Ψυχοφυσικό πρόβλημα, Ε-295 Ψυχοφυσικός παραλληλισμός, Ε-296 Ψύχωση, Ε-296 α Ωραίο, Ε-297 Ωριγένης, Ε-299 Ως εάν, Ε-300 Ωφελιμισμός, Ε-300 ΣΥΜΠΑΗΡΟΜΑ Συμπλήρωμα, Ε-303 έως 312
ΔΥΟ Ε Κ Λ Ε Κ Τ Ε Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Μ Α Σ
T I M E - L I F E BOOKS
1) ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ Από την Αυγή της Ανθρωπότητας ως το 1990. 21 καταπληκτικοί τόμοι εξ ολοκλήρου έγχρωμοι, με τα καλύτερα έργα πολιτισμού σε πλήρη εικονογράφηση. Μια ιστορία που τα λέει όλα με συντομία, με σαφήνεια, με ακρίβεια. Μια ιστορία γραμμένη από τους καλύτερους ειδικούς επιστήμονες για να τη διαβάζετε. Ένα έργο απαραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη.
2) ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ Οι κατακτήσεις της ανθρώπινης γνώσης ως το 1990. Με όλες τις εικόνες της ΝΑΣΑ από το Διάστημα. Επτά (7) τόμοι Αστρονομία, Αστροφυσική, Αστροναυτική, Διαστημική. Συνεργάστηκαν διακεκριμένοι αστρονόμοι και επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων για να προσφερθεί ολοκληρωμένα και συνοπτικά η ανθρώπινη γνώση που κατακτήθηκε με αγώνες αιώνων και συμπληρώθηκε με τις κατακτήσεις της νέας τεχνολογίας.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Εκδοτική επιμέλεια: ΠΑΝΟΣ Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ Τόμος Ε': Σκεπτικισμός - ωφελιμισμός (Συμπλήρωμα - Κατάλογος λημμάτων) Σελίδες: 336, χαρτί γραφής Σαμοά των 100 γρ., σχήμα 70*100 -1/16 Φωτοσύνθεση - φιλμ: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΤΡΙΤΣΗΣ Αθήνα, Θεμιστοκλέους 53, τηλ. 36 47 131 - 38 11 806 Μοντάζ: ΣΥΜΒΟΛΟ Ν. Λιόσια, Δολιανών 18 & Σάσωνος 2, τηλ. 26 91 397 Εκτύπωση - Offset: ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΚΑΡΕΝΤΖΟΣ Περιστέρι, Μονή Δαμάστας 6, τηλ. 57 33 244 Βιβλιοδεσία: I. ΜΟΥΤΣΗΣ
Αιγάλεω, Εμμ. Παπά 6. τηλ. 34 63 702 - 34 75 445
Ο πέμπτος τόμος δόθηκε στην κυκλοφορία τον Δεκέμβριο 1995