ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
www.entoytwnika.gr
ΙΩΑΝΝΗΣ Ν.
[email protected]
ΠΡΟΛΟΓΟ Τπάρχουσιν εις την ιστορικήν σταδιοδρομίαν του Έθνους και της Εκκλησίας μερικοί σταθμοί, οίτινες δύνανται να χρησιμεύσωσιν ως γνώμων και αφετηρία κρίσεων περί της γενικής εθνικής και Εκκλησιαστικής καταστάσεως αυτών. Σα γεγονότα άτινα σημειούσιν αυτούς τους κεντρικούς σταθμούς του Έθνους και της Εκκλησίας, είναι όντως απόρροια της εθνικής και ηθικής αυτών ευεξίας ή καχεξίας, εις ήν περιπίπτουσι ταύτα, μετά μακράν και περιπετειώδη ιστορικήν σταδιοδρομίαν, κατά την διαρκεία της οποίας αναπτύσσουσιν όλας αυτών τας δυνάμεις, όπως ούτως ή άλλως αφιχθώσιν εις ένα κεντρικόν του βίου σταθμόν, προς σφυγμομέτρησιν της αντοχής δια την περαιτέρω ανάλογον πορείαν των αγώνος αυτών. Και όπως απο εθνικής απόψεως τα διάφορα ιστορικά και πολεμικά γεγονότα παρέχουσι το μέτρο της εθνικής ευρωστίας ή καχεξίας του Έθνους, ούτω και απο θρησκευτικής απόψεως Εκκλησιαστικά τινα γεγονότα παρέχουσι τον γνώμονα της υγιούς περί την πίστιν αντιλήψεως, και της ηθικής καταστάσεως της Εκκλησίας. Σα Έθνη βεβαίως ως και αί Εκκλησίαι, ως οργανισμοί καθολικοί, έχουσι την ακμήν και την παρακμήν και τας μεσαζούσας καταστάσεις και μεταπτώσεις, οίτινες έχουσιν ως κέντρον και αφετηρία αυτών έκτακτα τινά γεγονότα άτινα ως της γενικής, και πολυμερούς σημασίας αυτών αποτελούσι κεντρικούς σταθμούς δια την ζωήν και την δράσιν εν τη ιστορική σταδιοδρομία αυτών. Εις την Αρχαίαν Ελλάδα π.χ. τοιαύτα έκτακτα ιστορικά
γεγονότα υπήρξαν οι Μηδικοί πόλεμοι, οίτινες ανέδειξαν την Ελληνική Υυλήν, αναβιβάσαντες αυτήν εις τον κολόφωνα της δόξης και του πολιτισμού. Και κατ΄ αντίστροφον λόγον είναι ο τριακονταετής πελοποννησιακός πόλεμος, όστις συνέτριψε και εξουθένωσε τον Ελληνισμόν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ωδήγησε αυτόν εν τέλει και εις τον Ρωμαικόν ζυγόν. Επίσης και η Εκκλησία εις την ιστορική σταδιοδρομίαν της εσημείωσε και ενδόξους σταθμούς, αναδείξασα τους εις το στερέωμα αυτής διαλάμψαντας φαεινούς και τηλαυγείς αστέρας της θεολογίας, ως και ασήμους και ταπεινωτικάς περιόδους, καθ΄ άς ανεφάνησαν οι την ταπεινώσιν και την αφάνειαν αυτής κατειργασθέντες εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί, ούτω η ακμή και η άνθησις της Θεολογίας και της Εκκλησιαστικής Υιλολογίας συμπίπτει με την εμφάνισιν εις τον ορίζοντα της Εκκλησίας των αγίων και θεοφόρων Πατέρων και μεγάλων Ιεραρχών, οίτινες εδαδούχησαν την οικουμένην δια του φωτός της αληθινής θεογνωσίας και κατήρδευσαν τας καρδίας των πιστών δια των ζωογόνων και φερεσβίων ναμάτων της διδασκαλίας αυτών. Οι άγιοι ούτοι Πατέρες και θεόπνευστοι Ιεράρχαι, συγκροτήσαντες κατά διαφόρους καιρούς και πόλεις Οικουμενικάς και Σοπικάς υνόδους, ανέπτυξαν και δια Θεολογικών υμβόλων και δογματικών όρων απεκρυστάλλωσαν εσαεί το αγνόν και ακραιφνές πνεύμα των Δογμάτων της πίστεως, και καθώρισαν δια των θείων και ιερών Κανόνων το πολίτευμα της Εκκλησίας και το σύστημα της θείας λατρείας, περιχαρακώσαντες άμα την τήρησιν και την φυλακήν τούτων δι΄ αρών και αναθεμάτων. Αλλά διατί οι Άγιοι και Θεοφόροι ούτοι Πατέρες της Εκκλησίας απέκλεισαν πάσαν αλλοίωσιν και μεταβολήν των Δογματικών και των υνοδικών Κανόνων, ούς ούτοι εθέσπισαν και επέβαλον εις αράς και αναθέματα τους τυχόν τολμήσαντας να θίξωσι, και μέρος τι εκ των Δογματικών και υνοδικών τούτων Κανόνων της Εκκλησίας; Σούτο έπραξαν πάντως κατά θείαν οικονομίαν, ίνα μη η Δογματική Ηθική κξαι Διοικητική
υπόστασις, απομακρυνομένη της αρχικής θείας βάσεως και προελεύσεως, εκληφθή ως ανθρώπινον τι κατασκεύασμα, και καταστή ούτω παίγνιο και άθυρμα της αεί εξελισσομένης και μεταβαλλομένης ανθρωπίνου διανοίας και θελήσεως. ημειωτέον πρός τούτοις ότι οι πατέρες της Εκκλησίας δεν εδέσμευσαν το ανθρώπινον πνεύμα εις την ανάπτυξιν της δογματικής και ηθικής διδασκαλίας, αλλ΄ αφήκαν αυτό ελεύθερον πρός διασάφησιν και διαλεύκανσιν των δυσνοήτων Δογματικών, ηθικών και Κανονικών ζητημάτων της Εκκλησίας και τούτο όμως εντός του πλαισίου, του διαχαραχθέντος υπό των 7 Οικουμ. υνόδων. Διότι πάσα γενική ή μερική μεταβολή και τροποποίησις των καθορισθέντων κατ΄ αρχάς εν είδει πυρήνος υπό του Κυρίου ημών Ιησού Φριστού και είτα υπό των Αποστόλων και Αποστολικών Πατέρων αναπτυχθέντων, και κατ΄ έμπνευσιν του παναγίου Πνεύματος διατυπωθέντων, θεωρείται ασέβεια πρός την θείαν αλήθειαν και σοφίαν, και ύβρις προς αυτό το Πανάγιον Πνεύμα, το λαλήσαν δια των μαθητών και Αποστόλων του Ουρανίου και Θείου Διδασκάλου Θεανθρώπου Φριστού. Ούτω, ενω εις την σφαίραν των επιστημών και των τεχνών επαφίεται ελεύθερον το ανθρώπινον πνεύμα, εις την έρευνα και την ζήτησιν της αληθείας, δυνάμενον να μεταβάλη ού μόνον τον ρούν, αλλά και την αυτήν την κοίτην των επιστημονικών θεωριών, εις την σφαίραν όμως της αληθείας των Δογμάτων και των Κανόνων της Εκκλησίας, το ανθρώπινον πνεύμα έχει περιορισμούς, ούς δεν δύναται να υπερπηδήση αποινεί, ως ασεβούν πρός διατάξεις θείας και κατ΄ έμπνευσιν του Παναγίου Πνεύματος διατυπωθείσας και εσαεί αποκρυσταλλωθείσας εν τη ζωή και τη πράξει της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και είναι μεν αληθές ότι κατά διαφόρους καιρούς υπήρξαν εν τη Εκκλησία και πνεύματα ρηξικέλευθα και υπερφίαλα, άτινα ετόλμησαν να θίξωσι με την βέβηλον και πεφυσιωμένην διάνοια αυτών τα θεία Δόγματα και τας σεπτάς παραδόσεις των 7 Οικουμενικών υνόδων, αλλ΄ η νηφάλιος και
συντηρητική Ορθόδοξος Εκκλησία απέκοπτεν αυτά εκ του ώματος Αυτής, και απετείχιζε ταύτα κατά την έκφρασιν των Πατέρων εκ του θεοσυστάτου Κορμού της καθόλου Ορθοδοξίας πρός αποφυγήν της προσβολής και λυμάνσεως του όλου ώματός της. Μια παρόμοια περίπτωσις παρουσιάσθη και κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, εξ αφορμής της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου υπό τινών ρηξικελεύθων και εξημμένων πνευμάτων, αναφανέντων δυστυχώς εις την Ορθόδοξων Ελληνικήν Εκκλησίαν. Σα πρωταγωνιστήσαντα πρόσωπα εις την σκηνήν του Εκκλησιαστικού τούτου ζητήματος είναι κυρίως δύο, και αμφότερα δυστυχώς Έλληνες Ιεράρχαι· ο μέν, Πατριάρχης Αλεξανδρείας με την ονοματεπωνυμίαν Μελέτιος Μεταξάκης, ο δέ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με την ονοματεπωνυμίαν Φρυσόστομος Παπαδόπουλος. Οι δύο ούτοι μεγαλόσχημοι Ιεράρχαι, επιλαθόμενοι της εκκλησιαστικής αυτών αποστολής και αμνήμονες των οφειλομένων τροφείων πρός την γειναμένην και θρεψαμένην αυτούς Εκκλησίαν γενόμενοι, ετόλμησαν να θέσωσι βέβηλον χείρα επί του Εκκλησιαστικού εορτολογίου, του αποτελέσαντος δια μέσου των αιώνων ένα των συνδετικών κρίκων απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και την αλάνθαστον πυξίδα της Ορθοδόξου θεία λατρείας. Σο τόλμημα τούτο εκμαιευθέν και κυοφορηθέν εις την υπερφίαλον διάνοιαν των δύο τούτων Ιεραρχών, των ζηλωσάντων δόξα μεταρρυθμιστού, ετολμήθη υπ΄ αυτών αυθαιρέτως άνευ της συναινέσεως απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οπότε λαμβάνει μορφήν πραξικοπήματος, όπερ έδει να παταχθή ευθύς αμέσως υπό της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, πρός πρόληψιν της διασπάσεως της ενότητος Αυτής, και της διαιρέσεως των Φριστιανών εις δύο αντιθέτους μερίδας. Δυστυχώς όμως αφ΄ ενός ο διωγμός, όν υφίσταται η ορθόδοξος Ρωσσική Εκκλησία υπό των αθέων και αντιχρίστων
Μπολσεβίκων και αφ΄ ετέρου αί κρίσιμοι εθνικαί περιστάσεις και συνθήκαι, υφ΄ άς διατελούσιν αί λοιπαί ορθόδοξοι Εκκλησίαι, δεν επέτρεψαν άχρι τούδε εις την καθόλου ορθόδοξον Εκκλησίαν να επιληφθή σοβαρώς υπό του Εκκλησιαστικού τούτου ζητήματος, του συνταράξαντος την αρμονική ενότητα των ορθοδόξων Εκκλησιών και σκανδαλίσαντος δωρεάν τας ορθοδόξους συνειδήσεις των ευσεβών χριστιανών. Εν πάση δέ περιπτώσει, άν και επισήμως δεν ετέθη εισέτι επί του τάπητος το σοβαρόν και σκανδαλώδες τούτο Εκκλησιαστικόν ζήτημα υπό της καθόλου ορθοδόξου Εκκλησίας, δι΄ ούς λόγους ανωτέρω είπομεν, οι Ιεράρχαι όμως των Εκκλησιών των εμμενουσών εις το πάτριον και ορθόδοξον εορτολόγιον, θεωρούσι κατ΄ ουσίαν χισματικούς τους Ιεράρχας, τους αποδεχθέντας το Δυτικόν εορτολόγιον, αν και επισήμως αί Εκκλησίαι αμφοτέρων διατηρούσι τυπικώς τας φιλικάς σχέσεις αυτών δια την χαλεπότητα των καιρών. Είς πίστωσιν δέ τούτου αναφέρω την στάσιν ήν ετήρησαν οι αντιπρόσωποι της ερβικής και Πολωνικής ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Προσύνοδον του Αγίου Όρους, απαιτήσαντες να γράφωνται τα πρακτικά της υνόδου με την παλαιάν Εκκλησιαστικήν χρονολογίαν και υπό το πρόσχημα της ξενογλωσσίας αξιώσαντες να προσεύχωνται ούτοι ιδιαιτέρως εις το παρεκκλήσιον της Παραμυθίας, και όχι ομού μετά των αντιπροσώπων των καινοτομησασών Εκκλησιών επ΄ αθετήσει της αιωνοβίου ημερολογιακής ορθοδόξου παραδόσεως. Εις μίαν μάλιστα ανεπίσημον συζήτησιν, ως εξωδίκως επληροφορήθημεν, ο αντιπρόσωπος της ερβικής Εκκλησίας ο εβασμιώτατος Μητροπολίτης Αχριδών κύριος Νικόλαος κατέστησε, και πολυ δικαίως προσωπικώς υπευθύνους δια την ημερολογιακήν καινοτομίαν τους εμπνευστάς και πρωτεργάτας αυτής, ήτοι τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιον Μεταξάκην, και τον Αρχιεπίσκοπον Φρυσόστομο Παπαδόπουλον. Ώστε εις το πνεύμα των ορθοδόξων Ιεραρχών παρ΄ όλην την μη διακοπήν των επισήμων σχέσεων των
ορθοδόξων Εκκλησιών αμφοτέρων των παρατάξεων, υπάρχει η ιδέα ότι αί εφαρμόσασαι το νέον εορτολόγιον Εκκλησίαι, κατ΄ ουσίαν απετείχισαν εαυτάς του Καθολικού Κορμού της Ορθοδοξίας χωρισθείσαι ταύτης, συνεορτάζουσαι και συννηστεύουσι μετά της Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησία. Διό και αιρομένων των πολιτικών λόγων, των κωλυόντων την συγκρότησιν Οικουμενικής υνόδου πάντως εις πρώτην μέλλουσαν τοιαύτην θα κηρυχθώσιν αί καινοτομήσασαι Εκκλησίαι επισήμως ως χισματικαί, εαν βεβαίως δεν στέρξωσι να αποκηρύξωσι την ημερολογιακήν καινοτομίαν αυτών. Και τότε κατ΄ ανάγκην θα ευρεθώσι παρά το πλευρόν των λαυικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, των εμμενουσών εις το ορθόδοξον εορτολόγιον, και τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων και της Αντιοχείας, ως και αί Εκκλησίαι του Αγίου Όρους του Άθω και του Θεοβαδίστου Όρους ινά. Δια τούτο κατεδικάσθη εις τας πανορθοδόξους υνόδους 1583, 1587, και 1593 επί Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Βου, χαρακτηρίσαντος αυτό ως μίαν καινοτομίαν της πρεσβυτέρας Ρώμης, ως παγκόσμιον σκάνδαλον και αυθαίρετον καταπάτησιν των Ιερών Κανόνων. Ακριβώς τον κίνδυνον τούτου του χίσματος επιθυμούντες να αποσοβήσωμεν, αφού μάτην επί δωδεκαετίαν όλη προσεπαθήσαμε να επαναφέρωμεν την πλειοψηφίαν της Ιεραρχίας της Ελλάδος εις την εξ' ή εξετροχιάσθη ορθόδοξον ημερολογιακή τροχιάν, προβάλλοντες την διάσπασιν των ορθοδόξων Εκκλησιών και το δημιουργηθέν εις τους κόλπους της Εκκλησίας χίσμα υπό του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού, απεφασίσαμεν προς πρόληψιν μειζόνων κακών να αποκηρύξωμεν Αυτήν, εμμένουσαν εις την πλάνην την ημερολογιακήν και να αναλάβωμεν την ποιμαντορίαν της πολυπληθούς ήδη μερίδος του Ελληνικού Λαού, του ακολουθούντος το πάτριον και ορθόδοξον εορτολόγιον πρός ένωσιν του λαού και ειρήνευσιν της Εκκλησίας. Σούτο δέ θα εγίνετο πάντως, αν η Κυβέρνησις δε ετάσσετο σκανδαλωδώς πρός το μέρος της Διοικούσης υνόδου, ήτις κακώς, ως θα ιδώμεν, παρέστησαν ημάς ως
επαναστατήσαντας Καθεστώτος.
κατά
του
νομίμου
Εκκλησιαστικού
Έγγραφον εν τω τόπω της εξορίας τη Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου Ση 1η Ιουλίου 1935
Η Αυτοκέφαλος Ελληνική Εκκλησία υπό την έμπνευσιν και ηγεσίαν
του
Μακαριωτάτου
Αρχιεπισκόπου
Αθηνών
κ.
Φρυσοστόμου εισήγαγεν εν συνεννοήσει μόνον μετά της Διοικούσης υνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και άνευ συναινέσεως
των
λοιπών
Ορθοδόξων
Εκκλησιών
το
Γρηγοριανόν εορτολόγιον εν τη Ορθοδόξω θεία λατρεία. Σούτο, ως ήν επόμενον, γενόμενον άνευ της συναινέσεως όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών και άνευ προπαρασκευής και διαφωτίσεως του ορθοδόξου Ελληνικού λαού, εσκανδάλισε τας συνειδήσεις αυτού, και μία μερίς ολιγάριθμος μεν κατ΄ αρχήν, αλλ΄ είτα πολυπληθής απεσπάσθη εξ΄ αιτίας τούτου της Διοικούσης Εκκλησίας και απετέλεσεν ιδιαιτέραν θρησκευτικήν Κοινότητα αναγνωρισθείσα και υπό της Κυβερνήσεως υπό την επωνυμίαν «Ελληνική θρησκευτική Κοινότης των γνησίων
ορθοδόξων Φριστιανών». Πρός εξυπηρέτησιν δέ των θρησκευτικών αναγκών η Κοινότης αύτη εκάλεσε ιερείς εξ΄ Αγίου Όρους, του ακολουθούντος το πάτριον εορτολόγιον, οίτινες προθύμως έσπευσαν να εξυπηρετήσωσι τας θρησκευτικάς και πνευματικάς ανάγκας Αυτής. υν τω χρόνω δέ, πολλαπλασιαζομένων των πιστών εις το πάτριον και ορθόδοξον εορτολόγιον απεσκίρτησαν εκ της επισήμου Εκκλησίας και εντόπιοι ιερείς, οίτινες προσήλθον εις την Εκκλησίαν, την ακολουθούσαν το πάτριον εορτολόγιον. Σην καθημερινήν απόσπασιν ταύτην των χριστιανών και ιερέων η επίσημος Εκκλησία, ου μόνον έβλεπε μετ΄ απαθείας και αναλγησίας, αλλά και κατεδίωκεν αυτούς δια των Αστυνομικών Αρχών, τιμωρούσα τους αποσκίρτωντας ιερείς δια καθαιρέσεως και σωματικού πεεριορισμού εις τας Μονάς. Πλήν και δια των μέσων τούτων, των απαδόντων εις την ειρηνικήν Αυτής αποστολήν, ου μόνον δεν κατόρθωσε ουδέ έναν χριστιανόν εκ των ακολουθούντων το πάτριον εορτολόγιον να πείση όπως συμμορφωθή πρός τας διατάξεις της Εκκλησίας, αλλά και ενίσχυσε την εμμονή αυτών εις τα πάτρια, πυκνωθείσης έτι μάλλον της φάλαγγος των παλαιοημερολογιτών. Σην θλιβεράν ταύτην κατάστασιν μετά δικαίας αγανακτήσεως επί δωδεκαετίαν όλην παρακολουθούμεν ημείς, οι κατ΄ αρχήν μη εγκρίναντες την μεταβολή του ημερολογίου και μάτην εις πάσαν ύνοδον της Ιεραρχίας υπεδεικνύομεν την ανάγκην της επαναφοράς του ορθοδόξου εορτολογίου δια την ένωσιν των χριστιανών και την ειρήνευσιν των Εκκλησιών. Εις μίαν μάλιστα υνεδρίαν του 1933 ηπειλήθησαν δια καθαιρέσεως τέσσαρες Αρχιερείς, ήτοι ο Δημητριάδος Γερμανός, ο Δρυινουπόλεως Βασίλειος, ο Κασσανδρείας Ειρηναίος, και ο Δράμας Βασίλειος, εμού τότε μη παραστάντος εις την ύνοδον της Ιεραρχίας, οίτινες έσχον την ευτολμίαν να καταγγείλωσι δι΄ υπομνήματος την ημερολογιακήν καινοτομίαν, ως αντιβαίνουσαν προς αποφάσεις πανορθοδόξων υνόδων (1583, 1587 και 1593) συγκροτηθείσων εν Κωνσταντινουπόλει επί Οικ. Πατριάρχου Ιερεμίου του Β΄.
Αλλ΄ οι ειρημένοι Αρχιερείς τότε δεν ηθέλησαν να επιμείνωσιν εις την καταγγελία αυτών, και ούτω αφέθη και πάλιν η αυτή κατάστασις. Εντεύθεν πεισθέντες πλέον, ότι η πλειοψηφία της Ιεραρχίας υπό την έμπνευσιν του Μακαριωτάτου Προέδρου δεν προτίθεται να επαναφέρη το πάτριον εορτολόγιον αφ΄ ενός, και αφ΄ ετέρου ιδόντες ότι το χίσμα εδημιουργήθη εις τους κόλπους της Εκκλησίας και μάλιστα ότι εξετρέπετο τούτο εις ακρότητας, θιγούσας το κύρος το Εκκλησιαστικόν, απεφασίσαμεν τρείς Ιεράρχαι, ήτοι ο Δημητριάδος Γερμανός, ο Γράφων πρ. Υλωρίνης Φρυσόστομος και ο Ζακύνθου Φρυσόστομος να δηλώσωμεν δι΄ ενός εγγράφου υπό ημερομηνίαν 27 Μαίου 1935 εις την Διοικούσα ύνοδον, ότι αποκηρύττομεν Αυτήν, εφ΄ όσον εμμένει εις την πλάνην την ημερολογιακήν και αναλαμβάνομεν την ποιμαντορίαν της μερίδος του ορθοδόξου Ελληνικού λαού, της ακολουθούσης το πάτριον εορτολόγιον. Εξεφράζομεν δέ εις το τέλος του εγγράφου τούτου και την ελπίδα, ότι η Διοικούσα Εκκλησία, σταθμίζουσα τας κολοσσιαίας ευθύνας, ας υπέχει ενώπιον της Εκκλησίας δια την πράξιν της ημερολογιακής καινοτομίας, θα ηυδόκει να επανορθώση ταύτην πρός αποσόβησιν του χίσματος δια τςη επαναφοράς του ορθοδόξου εορτολογίου. Και τούτο διότι δεν επιθυμούμεν και εν τη υστάτη στιγμή να αποκλείσωμεν πάσαν απόπειραν συζητήσεως και συνεννοήσεως μετά της Διοικούσης Εκκλησίας. Αλλ΄ η Διοικούσα Εκκλησία, χωρίς να δώση ουδεμίαν απάντησιν εις το έγγραφον ημών, προέβη εις την παύσιν του Δημητριάδος και του Ζακύνθου εκ των θρόνων αυτών και τον διορισμόν Σοποτηρητών, εν ταίς επαρχίαις αυτών. υγχρόνως δέ κατήρτισε και υνοδικόν Δικαστήριον, όπερ δικάσας ημάς ερήμην, κατεδίκασεν εις καθαίρεσιν και πενταετή σωματικόν περιορισμόν εις διαφόρους Μονάς, εις ας και απήχθημεν βία υπό της Αστυνομίας. Σο ζήτημα του Εκκλησιαστικού ημερολογίου έχει βαθύτερα τα αίτια και ελατήριά του. Οι εμπνευσταί και πρωτεργάται τούτου, οίοι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Φρυσόστομος, στερούμενοι δυστυχώς βαθέως
ορθοδόξου πνεύματος, εγένεντο εν γνώσει ή ανεπιγνώστως όργανα ξένων επιθυμιών και σκοπών, δι ων επιδιώκεται η διάσπασις της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ελληνικής ιδεολογίας απο της Ορθοδοξίας. Οι δύο ούτοι Σαγοί των Ορθοδόξων Εκκλησιών του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και της Ελλάδος αμιλλώμενοι εις δόξαν μεταρρυθμιστού και συγχρονισμένου Κληρικού, ανεπετάσαν ελαφρά τη συνειδήσει την σημαίαν των Εκκλησιαστικών μεταρρυθμίσεων, αρχήν ποιησάμενοι απο της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου, όπερ αποτελεί ένα των ενωτικών κρίκων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την πυξίδα της θείας λατρείας και των έργων της πατρώας πίστεως και ευσεβείας. Η ιδέα της εισαγωγής του Γρηγοριανού ημερολογίου και εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ως δήθεν τελειοτέρου, συνεζητήθη προ τινών ετών και εις το Εκκλησιαστικόν υνέδριον, όπερ συνεκάλεσεν εν Κωνσταντινουπόλει ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος και όπερ κακώς απεκλήθη πανορθόδοξον, διότι δεν αντεπροσωπεύθησαν εν αυτώ παρά μόνον τρείς αυτοκεφάλοι ορθόδοξοι Εκκλησίαι.... Εκείνο όπερ καθιστά ύποπτον την σύγκλησιν του Εκκλησιαστικού τούτου υνεδρίου είναι ότι παρεκάθισαν εν αυτώ και δύο Κληρικοί ετεροδόξου Εκκλησίας, καθ΄άς έχομεν εξωδίκους πληροφορίας, ως και η αντορθόδοξος και προτεσταντισμού όζουσα απόφασις αυτού, να μη θεωρηθή η αποδοχή του Γρηγοριανού ημερολογίου υπό τινών Εκκλησιών ως λόγος χίσματος υπό των άλλων, των εμμενουσών εις το πάτριον Ιουλιανόν ημερολόγιον. Είπομεν δέ, ότι η αρχή αύτη είναι αντορθόδοξος και προτεσταντική, διότι αφίνουσα ελευθερίαν εις τας επί μέρους ορθοδόξους Εκκλησίας να κανονίζωσι ζητήματα γενικής Εκκλησιαστικής φύσεως και σημασίας κατά το δοκούν αυταίς, υποθάλπει την διάσπασιν των ορθοδόξων Εκκλησιών και την διαίρεσιν των χριστιανών. Καθ΄ όσον πως δύναται να τηρηθή η ενότης των ορθοδόξων Εκκλησιών εν τη προκειμένη περιπτώσει, όταν τινές εκ τούτων εορτάζωσι την εορτήν των
Φριστουγέννων και των Θεοφανείων, καθ΄ όν χρόνον αι άλλαι διατρέχουσιν εισέτι το στάδιον της μετανοίας και τεσσαρακοστής δι΄ ων προετοιμάζονται δια τον εορτασμόν των μεγάλων τούτων εορτών; Έπειτα πως δύναται η εκκλησιαστική αύτη καινοτομία να μην αποτελή λόγον χίσματος αφού πραγματικώς αποσχίζει τας καινοτομησάσας Εκκλησίας των άλλων και κάμνει αυτάς να εορτάζωσιν και να νηστεύσωσιν, ουχί μετά των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά μετά των ετεροδόξων και αιρετικών Δυτικών Εκκλησιών; Πρός αποφυγήν δ΄ ακριβώς της διασπάσεως της ενότητος των ορθοδόξων Εκκλησιών οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες, όπως ώρισαν δια των θείων και ιερών Κανόνων (ΝΓ΄ Αποσ. 52,56,79 της Σ΄ Οικ. υνόδου, 19,20 της εν Γάγγρα, 37,51 της εν Λαοδικεία) τας διατάξεις των εορτών και των νηστειών σεβαστάς δι΄ όλας τας Εκκλησίας, ούτω καθώρισαν δια Κανόνων (56 της Σ΄ Οικ. και 19 της εν Γάγγρα) όπως επικρατή η αυτη τάξις, ως πρός τον χρόνον των εορτών και των νηστειών δι΄ όλας τας Εκκλησίας επί απειλή μάλιστα καθαιρέσεως των Κληρικών και αφορισμού και αναθέματος των Λαικών.... Είναι λοιπόν δυνατόν να υποθέσωμεν, ότι ο Οικουμενικός τότε Πατριάρχης Μελέτιος και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Φρυσόστομος ηγνόουν τους θείους και ιερούς τούτους Κανόνας, τους κατοχυρούντας επί ποινή καθαιρέσεως, αφορισμού , και αναθέματος, τον ταυτόχρονον εορτασμόν των εορτών και την ταυτόχρονην τέλεσιν των νηστειών υφ΄ όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών δια την ενότητα του χριστιανικού πνεύματος και τον σύνδεσμον της ειρήνης των πιστών; Ιδού που έγκειται η αχίλλειος ξενική πτέρνα του Πατριάρχου Μελετίου και του Αρχιεπισκόπου Φρυσοστόμου, οίτινες εισάγοντες μίαν αρχήν προτεσταντικήν εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν, προάγουν αυτήν εις την οδόν του Προτεσταντισμού, όστις αφήνει πλήρην ελευθερίαν εις τους οπαδούς αυτού, ου μόνον εις τας λιτάς διατάξεις της λατρείας, αλλά και εις αυτήν την πίστιν και την αντίληψιν των
Δογμάτων, μη έχων δια την εξήγησιν τούτων Κριτήριον Εκκλησιαστικόν. Σοιαύτα όντως κατετόλμησαν ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Φρυσόστομος Παπαδόπουλος, οι δύο ούτοι Λούθηροι της ορθοδόξου Εκκλησίας, οίτινες υπο το πρόσχημα του συγχρονισμού δεν εδειλίασαν ουδ΄ απερρίγησαν να καταπατήσωσιν αποφάσεις πανορθοδόξων υνόδων και Αποστολικούς και υνοδικούς Κανόνας, ίνα προσεγγίσωσι πρός τας Εκκλησίας της Δύσεως δια της ημερολογιακής καινοτομίας επί διασπάσει της Ορθοδοξίας και επ΄ αθετήσει της αιωνοβίου πράξεως της Μιάς Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. «Απέναντι της αυθαιρεσίας τούτων ωρθώθημεν ημείς οι τρείς Ιεράρχαι, ήτοι ο Δημητριάδος Γερμανός, ο γράφων πρ. Υλωρίνης Φρυσόστομος, και ο Ζακύνθου Φρυσόστομος οίτινες εμφορούμενοι
βαθέως
Εκκλησιαστικού
πνεύματος,
και
αισθανόμενοι τον αδιάρρηκτον σύνδεσμον της Ορθοδοξίας μετά της Ελληνικής Εκκλησίας, ανεπετάσαμεν ευθαρσώς και μεγαλοφρόνως, ουχί την σημαίαν της ανταρσίας κατά της Ορθοδοξίας και της διαιρέσεως των Φριστιανών, όπως εκείνοι, αλλά το ένδοξον και τετιμημένον λάβαρον της ενώσεως της διασπασθείσης Ορθοδοξίας και της ειρηνεύσεως της Εκκλησίας εν τω εδάφει των σεπτών παραδόσεων και των θείων και Ιερών Κανόνων. Εφ΄ώ και δια του αποκηρυκτικού ημών εγγράφου προς την Διοικούσαν ύνοδον εκαλούμεν Αυτήν, όπως επανέλθη επι του εδάφους της ορθοδοξίας δια της επαναφοράς του ορθοδόξου εορτολογίου εν τη θεία Λατρεία. υγχρόνως δέ απεφύγομεν επι δεκαήμερον να τελέσωμεν λειτουργικήν τινα πράξιν ίνα μη αποκλείσωμεν και εν τη υστάτη στιγμή την ελπίδα της προσεγγίσεως και της συνεννοήσεως μετά της Διοικούσης υνόδου προς πρόληψιν
των συνεπειών του επισήμου πλέον χίσματος, αλλ΄ εις μάτην. Διό και ότε επείσθημεν ότι η Διοικούσα ύνοδος επέκλεισε πάσα ελπίδα συνεννοήσεως μεθ΄ ημών δια της πράξεως της παύσεως του Αγίου Δημητριάδος και του Αγίου Ζακύνθου εκ των θρόνων, και της παραπομπής πάντων ημών εις Δίκην, προέβημεν και ημείς εις τον καταρτισμόν ημών, ως υνόδου της Εκκλησίας των παλαιοημερολογιτών αριθμούντων τότε υπερ το εν εκατομμύριον πιστών. Εκ των πρώτων μελημάτων ημών εθεωρήσαμεν επείγον και απαραίτητον
να
συμπληρώσωμεν
την
ύνοδον
ημών
ψηφίσαντες και χειροτονήσαντες κατά τους θείους και ιερούς Κανόνας τέσσαρας νέους Επισκόπους εν τω προσώπω τεσσάρων
Κληρικών
φερόντων
όλα
τα
προσόντα,
και
ακολουθούντων το πάτριον εορτολόγιον. Και ούτω, ενω εσκεπτόμεθα δια τον καταρτισμόν και άλλων ανωτέρω στελεχών και την λοιπήν οργάνωσιν της Εκκλησίας ημών, είδομεν
παρά
πάσαν
πρροσδοκίαν
ημάς
αυτούς
πολιορκημένους εν τω Αρχιεπισκοπή της Εκκλησίας ημών υπό δυνάμεως Αστυνομικής, και στερουμένους, ου μόνον της προσωπικής ελευθερίας αλλά και της επικοινωνίας μετά του ποιμνίου ημών, και αυτών ακόμη των συγγενών. Διεμαρτυρήθημεν,
ως
εικός,
κατά
της
αυθαιρέτου
και
μεσαιωνικής ταύτης πράξεως της Κυβερνήσεως, προβάσης εις τον περιορισμόν και την στέρησιν της Ελευθερίας και αυτού του υντάγματος, αλλά η πολιορκία και η απομόνωσις ημών εν τη εν τη Αρχιεπισκοπή κατ΄ απαίτησιν της Διοικούσης επισήμου υνόδου εξηκολούθησε μέχρι της ερήμην δίκης και καταδίκης ημών υπό υνοδικού Δικαστηρίου, εις καθαίρεσιν και πενταετή σωματικόν περιορισμόν εις διαφόρους του Κράτους Μονάς, ως εις φυλακάς. Μάτην διεμαρτυρήθημεν εις την Κυβέρνησιν, δια την όλως παράνομον, αντικανονικήν, και
άδικον
ταύτην
καταδίκη
ημών
υπό
Εκκλησίας,
ήν
απεκηρύξαμεν ως χισματικήν και μεθ΄ ής προηγουμένως απεκόψαμεν πάσαν σχέσιν και πάσαν επομένως δοσιδικίαν μετ΄ Αυτής. Εις μάτην επίσης εφεστήσαμεν την προσοχή της Κυβερνήσεως όπως μη θελήση να εκτελέση μίαν τοιαύτην εξωφρενικήν και μεσαιωνικήν απόφασιν, αντιστρατευομένην, ου μόνον προς τους ιερούς Κανόνας, και τον Καταστατικόν Φάρτην της Εκκλησίας, αλλά και προς αυτό το ύνταγμα, όπερ σέβεται την θρησκευτικήν ελευθερίαν του Έλληνος πολίτου. Δυστυχώς η Κυβέρνησις, ταχθείσα αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με την Δ. ύνοδον δια της προηγουμένης υποσχέσεως, ότι θα εγκρίνη και θα εκτελέση την απόφασιν αυτής, οιαδήποτε και αν ή αυτή, ευρέθη εις την ανάγκη να εκτελέση ταύτην, και να απαγάγη ημάς εις την εξορίαν παρά πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. Σο παράνομον και αντικανονικόν της αποφάσεως ταύτης θα απασχολήσει ημάς εν τω μέλλοντι, νύν επειγόμεθα να εξετάσωμεν τους λόγους, οίτινες ηνάγκασαν την Κυβέρνησιν να ταχθή με το μέρος της υνόδου, και να εκτελέση την εμπαθή ταύτην και ασυνείδητον απόφασιν του υνοδικού Δικαστηρίου,
και
μάλιστα
με
τον
κίνδυνον
να
ίδη
διασαλευομένην την δημοσίαν τάξιν μη ανεχομένης της Ελληνικής συνειδήσεως μίαν τόσω κατάφωρον αδικίαν και ασεβή βιαιοπραγία εις βάρος σεβαστών και επιλέκτων Ιεραρχών. Δια την τοιαύτην στάσιν της Κυβερνήσεως πολλά ελέχθησαν αλλ΄ ημείς, αφίνοντες τας αδεσπότους φήμας εις τους ευφαντάστους
και
φυλυπόπτους,
θα
κρίνωμεν
ταύτην
εξετάζοντες τα βαθύτερα αίτια και την πολιτικήν σκοπιμότητα της Κυβερνήσεως. Δυστυχώς η Κυβέρνησις, ούτε εμελέτησε την έντυπον
διαμαρτυρίαν
ημών
και
την
διασάφησιν
του
ημερολογιακού ζητήματος, αλλ΄ ούτε και ηθέλησε να μας εννοήση, ότε και προφορικώς ανεπτύξαμεν εις αυτήν τους λόγους και τα ευγενή ελατήρια, άτινα ώθησαν ημάς εις το μέγα τούτο διάβημα. ημειωτέον δ΄ ότι προ πάσης ημών ενεργείας μετέβημεν 5 Αρχιερείς, ήτοι ο Δημητριάδος, ο γράφων, ο Δράμας, ο άμου, και ο Ακαρνανίας παρά τω Τπουργώ της Παιδείας και των Θρησκευμάτων, και εκθέσαντες εις αυτόν την οικτράν κατάστασιν, εις ήν περιήλθεν απο διοικητικής και ηθικής απόψεως η διοικούσα ύνοδος, φθάσασα και μέχρι του κακουργοδικείου Πειραιώς εξ αιτίας της διοικητικής και ηθικής ανεπαρκείας του προκαθημένου, παρακαλέσαμεν Αυτόν όπως προβή
εις
την
υπό
της
Εκκλησιαστικής
Δικονομίας
προβλεπομένην σύγκλησιν εκτάκτου υνοδικού Δικαστηρίου, επί
τω
τέλει
να
δικάση
την
Διοικούσαν
ύνοδον,
καταγγελθείσαν υπό του Αγίου Δημητριάδος επί παραβάσει του Καταστατικού χάρτου, και των θείων και ιερών Κανόνων, κατά την παράνομον και αντικανονικήν προαγωγήν του πρωτοσυγκέλλου του Μακαριωτάτου Ιακώβου Βαβανάτσου εις βοηθόν Επίσκοπον. υγχρόνως δε παρεκαλέσαμεν αυτόν, όπως εις το υνοδικόν τούτο Δικαστήριον δοθή και το δικαίωμα να εκκαθαρίση και τον Κλήρον παντός βαθμού εκ των φαύλων και ανηθίκων στοιχείων, άτινα εισεχώρησαν εις τον περίβολον της Εκκλησίας υπό την εγκληματικήν όντως ανοχήν και υποστήριξιν του προκαθημένου. Έν τέλει εδηλώσαμεν εις τον Κύριον Τπουργόν, ότι εαν η Κυβέρνησις δι΄ ένα ή δι΄ άλλον λόγον ολιγωρήση να λάβη τα μέτρα ταύτα δια την εκκαθάρισιν της Εκκλησιαστικής καταστάσεως, θα επιχειρήσωμεν ταύτην ημείς δι΄ όλων των Κανονικών μέσων, διότι η αρχιερατική ημών συνείδησις και η συναίσθησις των ευθυνών, ας υπέχομεν ενώπιον του Θεού και Εκκλησίας, δεν μας επιτρέπει της επί
πλεόν ανοχήν της Εκκλησιαστικής ταύτης ακαταστασίας και αθλιότητος. Ο Κύριος Τπουργός είναι αληθές, ότι δεν ηρνήθη την ανάγκην της εκκαθαρίσεως των Εκκλησιαστικών πραγμάτων, και μας υπεσχέθη, ότι θα συνεννοηθή μετά του Κυρίου Πρωθυπουργού δια την λήψιν των ενδεδειγμένων μέτρων, αλλ΄ αί υποσχέσεις αυτού
εμείναν
ανεκπλήρωτοι.
Ούτω,
αφού
εις
μάτην
ανεμείναμεν την σχετικήν ενέργειαν του Κυρίου Τπουργού, βαυκαλίζοντος ημάς εις υποσχέσεις, μετέβημεν 3 Αρχιερείς ήτοι ο γράφων, ο Δράμας και ο Ζακύνθου και παρά τω κυρίω Πρωθυπουργώ υποδείξαντες και εις αυτόν την επείγουσαν ανάγκην της εκκαθαρίσεως της Εκκλησιαστικής καταστάσεως. Και ο κύριος Πρωθυπουργός όντως ευρέθη σύμφωνος εις όσα τω
είπομεν
περί
Αρχιεπισκόπου,
της
Διοικητικής
προσθέσας
κομματικήν
αυτού
συνεννοηθή
μετά
χροιάν, του
ανεπάρκειας
μάλιστα
ο
και
υπεσχέθη,
μας
αρμοδίου
ίδιος
Τπουργού
και ότι δια
του την θα την
αποκατάστασιν των Εκκλησιαστικών πραγμάτων. Παρ΄ όλας τας υποσχέσεις αμφοτέρων η Κυβέρνησις εις ουδέν σχετικόν μέτρον προέβη προφασιζομένη τας εκλογικάς απασχολήσεις της, καθ΄ όν χρόνον αύται ουδαμώς ημπόδιζον Αυτήν να προβαίνη εις την εκκαθάρισιν των διαφόρων κλάδων της Διοικήσεως και της Εθνικής Οικονομίας. Διό και ότε πλέον επείσθημεν περί της αδιαφορίας και ασυγγνώστου ολιγωρίας της Κυβερνήσεως δια την Εκκλησιαστικήν
εκκαθάρισιν,
απεφασίσαμεν να προβώμεν ημείς εις ταύτην, ως άλλως τε είχομεν
δηλώσει
και
εις
τον
αρμόδιον
Τπουργόν.
Σα ζητήματα άτινα ώθησαν ημάς εις την Εκκλησιαστικήν εκκαθάρισιν, ήσαν τρία
α) η ένωσις του ορθοδόξου Ελληνικού λαού, όν εχώρησεν εις δυο αντιθέτους θρησκευτικάς μερίδας η υπό της Ιεραρχίας μονομερής και αντικανονική εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου εν τη Εκκλησία
β) η απομάκρυνσις εκ του θρόνου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου
του
εμπνευστού
και
πρωτεργάτου
της
ημερορολογιακής ταύτης καινοτομίας, και πρώτου αίτιου της Εκκλησιαστικής εν γένει κακοδαιμονίας
γ) η εκκαθάρισις του Κλήρου παντός βαθμού εκ των αναπήρων και αναξίων λειτουργών της Εκκλησίας.
Σα τρία ταύτα υπήρξαν τα μόνα ελατήρια των περαιτέρω ενεργειών ημών.
Σο πρώτο ζήτημα, ήτοι η ένωσις των δυο αντιθέτων θρησκευτικών μερίδων είμεθα βέβαιοι ότι δεν θα επιτυγχάνετο, παρά δια της επαναφοράς εις την Εκκλησία του πατρίου και Ορθοδόξου εορτολογίου. Αλλά την επαναφοράν ταύτην η Διοικούσα ύνοδος υπό την έμπνευσιν του Μακαριωτάτου διαρρήδην ηρνείτο και ηπείλει δια της καθαιρέσεως ως είδομεν εν τοίς πρόσθεν πάντα Ιεράρχην, όστις θα επέμενεν εις ταύτην. Σούτου ένεκα ευρέθημεν εις την ανάγκην να αποκηρύξωμεν την Διοικούσαν ύνοδον ως αποσχίσασαν εαυτήν εκ του κορμού της καθόλου Εκκλησίας δια της ημερολογιακής καινοτομίας. Ο λόγος ούτος παρείχεν εις την ενέργειαν ημών βάσιν Κανονικήν, δυναμένην να εξουδετερώση ή και να καταστήση άκυραν πάσαν καθ΄ ημών πράξιν και αντίδρασιν
της Διοικούσης υνόδου, μη δικαιουμένης πλέον να ασκήση εφ΄ ημάς ως μη υπαγομένους υπό την δοσιδοκίαν Αυτής, την πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας. Ενω τα δυο άλλα ζητήματα ως προσωπικά και ηθικά δεν παρείχον ημίν βάσιν Κανονικήν δια την άμεσον δράσιν και ενέργειαν πρός εκκαθάρισιν της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ταύτα έχρηζον πρωτίστως δικαστικής διαδικασίας, ήν θα εξετέλει βεβαίως η Διοικούσα ύνοδος δια των δικαστικών οργάνων της, και θα εκήρυττεν πάντα ένοχον και αθωότερον περιστεράς. Διό και πρός εξασφάλισιν και επιτυχίαν του ιερού ημών αγώνος ηρχίσαμεν τούτον δια της αποκηρύξεως της Διοικούσης υνόδου, ως χισματικής, και της ανακηρύξεως ημών ως υνόδου της Ελληνικής Εκκλησίας της ακολουθούσης τα πάτρια, και συνεχιζούσης την παράδοσιν της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας.
Κατά του διαβήματος ημών τούτου είπομεν προηγουμένως πως αντέδρασεν η Διοικούσα ύνοδος, έχουσα δια την εκτέλεσιν των αποφάσεων Αυτής σύμφωνον και σύμμαχον και την Κυβέρνησιν. Και ούτω ερχόμεθα μετά την παρέκβασιν ταύτην εις εξέτασιν των λόγων, οίτινες ώθησαν την Κυβέρνησιν Σσαλδάρη να ταχθή παρά το πλευρόν της Διοικούσης υνόδου σκανδαλωδώς και καθ΄ ημών. Σους λόγους τούτους δυνάμεθα να
συνοψίσωμεν
εις
πέντε·
είναι
δέ
ούτοι
οι
εξής
Α) Ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, το ευθαρσές και Ορθόδοξον τούτο διάβημα ημών παρουσίασε εις τα όμματα της Κυβερνήσεως ως ανταρσίαν κατά της επισήμου Εκκλησίας του Κράτους.
Β) Ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος ειδικός περί την εξύφανσιν συκοφαντιών, παρέστησε το καθαρώς Ορθόδοξον διάβημα ημών ως υποκινούμενον υπό ξένης θρησκευτικής προπαγάνδας. Γ) Ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, παρέστησεν εις την Κυβέρνησιν την αλληλεγγύην και το συνυπεύθυνον της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις το ζήτημα της μεταβολής του ημερολογίου. Δ) Ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος με την ειδικότητα, ήν έχει
περί
του
ραδιουργείν,
κατώρθωσε
να
πείση
την
Κυβέρνησιν, ότι το Κίνημα ημών ορμάται και εκ προσωπικών λόγων και συμφεροντολογικών ελατηρίων. Ε) Και τελευταίον ότι το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον δεν έχει καμμίαν σχέσιν ούτε με την πίστιν ούτε με την Εκκλησιαστικήν παράδοσιν. Όθεν προβαίνοντες εις την ανασκευή των 5 τούτων λόγων λέγομεν τα εξής: Α) Σο ιστορικόν τούτο διάβημα ημών δεν δύναται να λογισθή ως ανταρσία κατά της Εκκλησίας αλλά παν τουναντίον ως υπεράσπισις και ενίσχυσις Αυτής εν τη εννοία της ορθοδοξίας, μεθ΄ής αναποσπάστως είναι συνδεδεμένη απ΄ αιώνων η έννοια της Ελληνικής Εκκλησίας και εξηγούμεθα. Σην έννοιαν της ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, δεν αποτελεί ο αριθμός των Ιεραρχών
αλλά
τα
Δόγματα
και
αί
παραδόσεις
ας
παρελάβομεν ημείς παρά των 7 Οικουμενικών υνόδων, αίτινες αποτελούσι το αλάνθαστον της ορθοδοξίας Κριτήριον. Διό και πάσα παρέκκλισις εκ των παραδεδομένων υπό των 7 Οικουμενικών υνόδων, αποτελεί δια πάσαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, επομένως και δια την Αυτοκέφαλον Ελληνικήν Εκκλησίαν, και μίαν ανταρσίαν ανεξαρτήτως όλως του αριθμού της μερίδος, ήτις επιχειρεί την παρέκκλισιν ταύτην και
της μερίδος ήτις μένει πιστή εις τας παραδόσεις. Και ερωτώμεν νυν τον αμερόληπτον Κριτήν, ποίοι αποτελούν την ανταρσία της
Εκκλησίας,
ημείς
οίτινες
δια
του
διαβήματος
της
αποκηρύξεως των καινοτόμων Ιεραρχών επιδιώκομεν να επανορθώσωμεν μίαν παρέκκλισιν της Ιεραρχίας εκ των παραδόσεων και των Θείων και Ιερών Κανόνων και να ενώσωμεν την ορθοδοξίαν μετά της Ελληνικής Εκκλησίας, ως και το διαιρεθέν Φριστεπώνυμον πλήρωμα Αυτής ή εκείνοι οίτινες δια της μονομερούς και αντικανονικής εισσαγωγής του ημερολογίου ου μόνον εξετροχίασαν την Εκκλησίαν εκ της τροχιάς των 7 Οικουμενικών υνόδων και των αιωνοβίων Εκκλησιαστικών παραδόσεων, εφ΄ ών εδράζεται η έννοια και η κυριαρχία τςη ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και προς τη διασπάσει της ενότητος Αυτής, διήρεσαν τους Φριστιανούς εις δυο αντιθέτους θρησκευτικάς μερίδας; Σι σημαίνει δια την πραγματικήν και ορθόδοξον έννοιαν της Εκκλησίας ο πολύς αριθμός των Αρχιερέων οίτινες έρχονται και παρέρχονται απέναντι των απαρασαλεύτων και αναλλοιώτων Θείων Δογμάτων και των αιωνοβίων Εκκλησιαστικών Παραδόσεων της ορθοδόξου πίστεως ημών; Τπήρξεν εποχή εν τη ιστορία της ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, καθ΄ ήν την μυσαράν αίρεσιν του Αρείου ησπάσθησαν, εκτός του επισήμου Κράτους, και
τα
εννενήκοντα
περίπου
εκατοστά
της
Ιεραρχίας,
ελαχίστων ιεραρχών εμμεινάντων εν τη ορθοδοξία, και όμως δεν εκλήθησαν υπό της Εκκλησίας ως αντάρται οι ολίγοι Ιεράρχαι, οίτινες έμειναν πιστοί εις την ορθοδοξίαν, αλλ΄ οι πλείστοι Ώστε
οπαδοί
κατά
του
ταύτα
Αρείου
οίτινες
επαναστάσται
της
εξέκλιναν
ταύτης.
πραγματικής
και
ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας δεν είμεθα ημείς οι ολίγοι οι μένοντες εις τα Δόγματα και τας σεπτάς παραδόσεις των 7 Οικουμενικών υνόδων, εξ΄ ών αρύεται η Εκκλησία την ορθόδοξον έννοιαν και Κυριαρχικήν αυτής υπόστασιν, αλλ΄ ο
Μακαριώτατος εκκλίναντες
εκ
ημερολογιακής
και
οι
του
ομόφρονες
θριγγού
καινοτομίας.
της Ότι
τούτω
Αρχιερείς
ορθοδοξίας δέ
δια
πράγματι
οι της
ούτοι
απεμάκρυναν την Ελληνικήν Εκκλησίαν απο της ορθοδοξίας δια της ημερολογιακής καινοτομίας, τούτο θα αναπτύξωμεν και θα αποδείξωμεν εν των οικείω κεφαλαίω της απολογίας ημών. Β) Ο δεύτερος λόγος αφορά την ξενικήν δήθεν θρησκευτικήν προπαγάνδαν, ήτις ώθησε ημάς εις το εγχείρημα τούτο, όπως εκ τούτου καρπωθή αύτη ωφέλη. Βεβαίως κατ΄ αρχήν μια ξένη θρησκευτική προπαγάνδα έχει πάντα λόγον να υποθάλψη και να ενισχύση εκείνον εξ΄ ημών των ορθοδόξων όστις παρίσταται εύθετος εις την αθέτησιν των ορθοδόξων θεσμών και την καταπάτησιν των Εκκλησιαστικών παραδόσεων, ίνα εαν μεν η ξενική αύτη προπαγάνδα τυγχάνη ετερόδοξος καρπωθή ωφέλη εις την πίστιν, εαν δέ ομόδοξος καρπωθή ωφέλη όσον αφορά την διεκδίκηση πρωτείων επι του πνευματικού εδάφους. Και ερωτώμεν νυν, ποίον λόγον θα είχεν η ξενική αύτη θρησκευτική προπαγάνδα να υποκινήση και βοηθήση ημάς εις το διάβημα ημών τούτο όπερ εσκόπει να επαναφέρη την Ελληνικήν Εκκλησίαν εις την εξ΄ ης εξετροχιάσθη ορθόδοξον ημερολογιακήν τροχιάν και να ενώση και ταύτην μετά της καθόλου ορθοδοξίας και τους διαιρεθέντας χριστιανούς της εξ΄ αιτίας της ημερολογιακής καινοτομίας; Διό αύτη είτε είναι ετερόδοξος είτε ομόδοξος, τότε μόνον θα είχε καρπωθή ωφέλη, όταν δια της επιδράσεως και της βοηθείας αυτής κατώρθου να εξασθενήση το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής
Εκκλησίας,
ορθοδοξίας
και
των
απομακρύνουσα παραδόσεων
των
αυτάς 7
εκ
της
Οικουμενικών
υνόδων, εξ΄ ών αρύονται αύται την εκκλησιαστικήν δύναμιν και την ορθόδοξον υπόστασιν αυτών.
Σούτων ούτως εχόντων, λογικώτερον και δικαιότερον θα ηδύνατο τις να πιστεύση παν τουναντίον, ότι δηλ. ο Μακαριώτατος και οι συν Αυτώ έπεσαν εις την ενέδραν της ξενικής ταύτης θρησκευτικής προπαγάνδας, εν γνώσει ή εν αγνοία, ουκ οίδα αυτοί ίσασιν, καθ΄ όσον είναι και τυφλώ φανερά η ωφέλεια, ήν εκαρπώθη η Δυτική Εκκλησία εκ της εισαγωγής του Γρηγοριανού ημερολογίου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τουθ΄ όπερ επεδίωξε κατά τους χρόνους της δουλείας, και δεν επέτυχε, παρ΄ όλας τας προσπαθείας και τας θυσίας της η Καθολική Εκκλησία. Εις το δίκαιον και λογικόν τούτο συμπέρασμα συντρέχει και η προσωπική φυσιογνωμία των αντιπάλων ημών, ως και η Αρχιερατική δράσις αυτών εις το παρελθόν. Είναι δέ γνωστή εις τους Εκκλησιαστικούς κύκλους η εκκλησιαστική δράσις των πρωτεργατών της ημερολογιακής καινοτομίας οίοι είναι ο Μελέτιος Μεταξάκης , και ο Φρυσόστομος Παπαδόπουλος, αρχηγοί κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, ο μεν της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων, ο δέ της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ούτοι εκδιωχθέντες ως εξεδιώχθησαν εκ της γειναμένης και θρεψαμένην αυτούς Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, επεκάθησαν επι των θρόνων των Ελληνικών Εκκλησιών με τον απροκάλυπτον σκοπόν να οδηγήσωσιν αυτάς εις τον συγχρονισμόν, δηλαδή εις τον Καθολικισμόν και τον προτεσταντισμόν. Διότι εις τίνα άλλον σκοπόν αποβλέπουσιν αί Εκκλησιαστικαί μεταρρυθμίσεις ας εισηγήθησαν εν τω κακώς ονομασθέντι Πανορθοδόξω υνεδρίω της Κωνσταντινουπόλεως οι δυο ούτοι μεταρρυθμισταί, περί της ενδυμασίας των Κληρικών, της αγαμίας των Αρχιερέων, μη δευτερογαμίας των χηρευόντων Ιερέων, της τροποποιήσεως των νηστειών, της συντομίας των ακολουθιών, της διαρρυθμίσεως του Πασχαλίου Κανόνος, της
προσαρμογής
του
Ιουλιανού
ημερολογίου,
και
της
αναθεωρήσεως της όλης Εκκλησιαστικής νομοθεσίας και της προσαρμογής ταύτης προς τας συγχρόνους ανάγκας της ορθοδόξου χριστιανικής κοινωνίας; Σαύτα πάντα τι άλλο σημαίνουσιν, παρά το νεωτεριστικόν πνεύμα των δυο τούτων Εκκλησιαστικών ανδρών, οίτινες εν τη επιπολαίω αντιλήψει της Εκκλησιαστικής αυτών αποστολής, ενόμισαν ότι δύνανται να μετακινήσωσι τα αιώνια όρια α έθεντο οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες ημών; Σους ρηξικελεύθους και κενοδόξους τούτους μεταρρυθμιστάς άριστα χαρακτηρίζει ο μέγας εν Πατριάρχαις και Αγίοις Νικηφόρος ο ομολογητής, λέγων τα εξής «ούτοι τους οσίους Πατέρας ημών και Διδασκάλους της Εκκλησίας κατευτελίζουσι και φαυλίζουσι κατά μηδέν των άλλων ανθρώπων προς τε αρετήν και την εις Θεόν οικείωσιν διενηνυχέναι, αλλ΄ ωσεί τινα και των πολλών ένα αυτών έκαστον είναι περιθρυλούντες... οφούς δέ χειροτονούσιν εαυτούς οι σαρκοφιλόσοφοι και παρά των σπουδαστών εξιούσι καλείσθαι θεολόγοι οι κενολόγοι και Φρυσόστομοι οι αισχρόστομοι... ούτω πάντα της Εκκλησίας κατασείοντες έθη τε νόμους, και Μυστήρια, τας οδούς Κυρίου τας ευθείας διαστρέφουσι» (Απολογητ. Μινις Σ. 100). Όντως ο έχων βαθύ Εκκλησιαστικόν πνεύμα και συνειδητήν Ορθόδοξον
αντίληψιν
Ιεράρχης
ποτέ
δεν
σκέπτεται
μεταρρυθμίσεις και τροποποιήσεις ορθοδόξων θεσμών και Κανόνων
Εκκλησιαστικών,
καθιερωθέντων
υπο
των
Αποστόλων και θεσπισθέντων υπο των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων των 7 Οικουμενικών υνόδων, αίτινες αποτελούσι την στάθμη της θείας αληθείας και την λυδίαν λίθον της ορθοδοξίας. Άλλως τε αν η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία έχει απαράθραυστον κύρος και ασκεί απόλυτον σεβασμόν εις την παγκόσμιον χριστιανικήν συνείδησιν τούτο οφείλει εις την
Αποστολικότητα Αυτής, και την συντηρητικότητα ήν δεικνύει Αύτη εις την πίστιν και τας παραδόσεις, άτινα φυλάττει αναλλοίωτα και απαραχάρακτα ως ταύτα παρέλαβε παρά των Αποστόλων και Αποστολικών Πατέρων, εν αντιθέσει προς την Καθολικήν
και
Προτεσταντικήν
Εκκλησία,
απεμακρύνθησαν
των
Αποστολικών
Διατάξεων.
όσον
δέ
Καθ΄
μια
και
Φριστιανική
αίτινες υνοδικών Εκκλησία
απομακρύνεται απο την στάθμην της ορθής πίστεως των δογμάτων και των παραδόσεων, ήν μας έδωκαν οι Θείοι Απόστολοι και θεοφόροι Πατέρες των Οικουμενικών υνόδων, επι τοσούτον απόλλυσι αύτη το κύρος και την αυθεντίαν υπό έποψιν της θείας αληθείας και της ακραιφνούς ορθοδοξίας. Εκ της τάσεως δέ ταύτης του συγχρονισμού και της προσαρμογής των δογματικών και ηθικών διδασκαλιών της Εκκλησίας προς την απαίτησιν των επιστημονικών πορισμάτων και θεωριών, προήλθον αί διάφοροι Αιρέσεις και τα χίσματα εις την Εκκλησίαν του Φριστού. Ιδού διατί πάς νεωτεριστής εν τη Εκκλησία δικαίως χαρακτηρίζεται ως εστερημένος βαθέως εκκλησιαστικού πνεύματος, και βαθείας ορθοδόξου πίστεως και συνειδήσεως. Υέρε εξετάσωμεν αν και κατα πόσο οι νεωτερισταί ούτοι της Ορθοδόξου
Ελληνικής
Εκκλησίας
εμπνέονται
εις
τας
καινοτομίας αυτών υπό μιάς τουλάχιστον εθνικής ιδεολογίας. Άν και η άποψις αύτη κατ΄ αρχήν δεν συμβιβάζεται προς το πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις καταδικάζει τον φυλετισμόν, ουχ΄ ήττον πρός απογύμνωσιν των αντιπάλων ημών εκ παντός ευγενούς, ελατηρίου δια τας καινοτομίας αυτών, επιτραπήτω μοι η εξέτασις και της εθνικής ταύτης πλευράς. Η χριστιανική πίστις και λατρεία, απλή και στοιχειώδη εις τους πρώτους χρόνους του Φριστιανισμού διετηρήθη απλή και ενιαία
εις την διατύπωσιν και την εκδήλωσιν αυτής υπό των Αποστόλων. Μετ΄ αυτούς ήλθον ως διάδοχοι οι Αποστολικοί Πατέρες, οίτινες εις την διατύπωσιν και την ανάπτυξιν των Δογμάτων
και
την
διατύπωσιν
της
Θείας
Λατρείας
ενεφορούντο μεν υπό του Αγίου Πνεύματος, αλλά και δεν εξηφανίζετο τελείως και η προσωπική αυτών αντίληψις και ο εθνικός χαρακτήρ, όν απετύπωσαν κατά την ανάπτυξιν της χριστιανικής διδασκαλίας εις τε τα δόγματα και τον τύπο της Θείας Λατρείας. Ούτω παρήχθη το Ανατολικόν και το Δυτικόν πνεύμα του Φριστιανισμού,
όπερ
εχώρισεν
την
μίαν
Φριστιανικήν
Εκκλησίαν εις Ανατολικήν και Δυτικήν τοιαύτην. Σης Ανατολικής Εκκλησίας τον τύπον και την σφραγίδα έδωκε το Δογματικόν και θεωρητικόν Ελληνικόν πνεύμα, της δέ Δυτικής τον τύπον και την σφραγίδα έδωκε το κοσμοπολίτικον και το νομικόν Ρωμαικόν πνεύμα. Ούτω εκ των πρώτων Αποστολικών Πατέρων της Εκκλησίας και ομολογητών της πίστεως, όσοι ήσαν Έλληνες ούτοι, ως μύσται και των ιδεών της Ελληνικής φιλοσοφίας, ήτις είναι απαύγασμα της θείας αληθείας εις την διατύπωσιν των Δογμάτων και την ανάπτυξιν της
χριστιανικής
διδασκαλίας,
δεν
ηδύναντο
παρά
να
συνδυάσωσι το πνεύμα της Ελληνικής φιλοσοφίας προς το πνεύμα της Φριστιανικής θρησκείας, ούτως ώστε εκ του συνδυασμού
και
εναρμονισμού
αμφοτέρων
τούτων
των
πνευματικών, ήτοι του θείου και του ανθρωπίνου να παραχθή, εν και το αυτό ενιαίον και αδιαίρετον το Ελληνοχριστιανικόν καλούμενον πνεύμα, όπερ εξεπροσώπησε την ορθοδοξίαν εν τη Εκκλησία του Θεανθρώπου Φριστού. Όσοι δέ πάλιν εκ των Αποστολικών Πατέρων και ομολογητών της πίστεως ήσαν Ρωμαίοι την εθνικότητα, έδωκαν εις την
διατύπωσιν των Δογμάτων και την ανάπτυξιν της Φριστιανικής διδασκαλίας τον τύπον του κοσμοπολίτικου και απολυταρχικού Ρωμαικού πνεύματος, όπερ εις τους μετά ταύτα χρόνους παρήγαγε την αίρεσιν και την κακοδοξίαν εις την χριστιανικήν Εκκλησίαν. Εντεύθεν παρήχθησαν αί δύο αύται θεμελιώδεις αρχαί και αντιλήψεις της Φριστιανικής θρησκείας, καθ΄ άς εις μεν την πρώτην, την θεωρητικήν και την φιλελευθέραν επεκράτησεν η ιδέα του θείου νόμου και του φιλελευθέρου Ελληνικού πνεύματος, εξ΄ών η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, εις δέ την δευτέραν την κοσμοπολίτικην και την νομικήν επεκράτησεν η ιδέα του ανθρωπίνου νόμου και το απολυταρχικόν Ρωμαικόν πνεύμα, εξ΄ών η υποδούλωσις της θρησκευτικής συνειδήσεως. Ούτω εκατέρα των Εκκλησιών τούτων διαμορφωθείσα εν τω οικείω εθνικώ περιβάλλοντι , και εν τω πλαισίω των ιδίων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, απετέλεσε και ίδιον τύπον της αντιλήψεως της πίστεως και της εκδηλώσεως της θείας λατρείας, καθιερωθέντος δι΄ εκατέραν των Εκκλησιών και αναλόγου Εκκλησιαστικού πολιτεύματος και
διοικητικού
συστήματος,
υνταγματικού
μεν
και
κοινοβουλευτικού δια την Ανατολικήν Εκκλησίαν, Μοναρχικού δέ
και
αριστοκρατικού
δια
την
Δυτικήν
Εκκλησίαν.
Εντεύθεν ο αδιάρρηκτος και αδιάσπαστος σύνδεσμος της ορθοδοξίας και της Ελληνικής ιδεολογίας ούτως ώστε, να μη δύναται τις να λογισθή ακραιφνής Έλλην εάν δεν είναι και ορθόδοξος χριστιανός. Σούτων ούτως εχόντων, πως δύναται Έλλην Ιεράρχης γαλουχηθείς με τα ζωογόνα νάματα της ορθοδοξίας και φερέσβια ρείθρα της εθνικής μυσταγωγίας να ρέπη εις Εκκλησιαστικάς μεταρρυθμίσεις και καινοτομίας εξυπηρετούσας
σκανδαλωδώς
τους
μυχίους
και
ανομολογήτους πόθους των προαιωνίων και ασπόνδων της ορθοδοξίας εχθρών;
Μόνον όσοι των Ελλήνων Ιεραρχών επιψαύδην και επιπολαίως εμυήθησαν
της
μυσταγωγίας
της
ορθοδοξίας
και
ερραντίσθησαν μόνον χωρίς να βαπτισθώσιν εις τα ζείδωρα και φερέζωα νάματα της Ελληνικής Κασταλίας, μόνον ούτοι δύνανται να διισχυρίζωνται ότι εξυπηρετούσι την εθνικήν ιδέαν, προσεγγίζοντες την ορθόδοξον ομολογίαν προς την αιρετικήν κακοδοξίαν ουχί δια της προσχωρήσεως ταύτης προς εκείνην, αλλά δια τας θυσίας του ελευθέρου πνεύματος της ορθοδοξίας εις το κοσμοπολίτικον και απολυταρχικόν ή και το άκρως
δημοκρατικόν
πνεύμα
της
Καθολικής
και
Προτεσταντικής Εκκλησίας. Ιδού οι βαθύτεροι λόγοι, δι΄ ούς δεν δύναται τις να πιστεύση ότι οι εν λόγω Έλληνες Ιεράρχαι, ο Μελέτιος Μεταξάκης και ο Φρυσόστομος
Παπαδόπουλος
ορμώνται
τουλάχιστον
εξ΄
εθνικής ιδεολογίας όταν δια νεωτερισμών και καινοτομιών αυτών υποσκάπτωσιν αυτά τα θεμέλεια τα αρραγή και Θεοπαγή της ορθοδοξίας, μεθ΄ ής απ΄ αιωνίων αδιαρρήκτως και αναποσπάστως συνεδέθη το ζωογόνον πνεύμα της Ελληνικής Εκκλησίας. Ερχόμεθα εις την εξέτασιν του τρίτου λόγου, όστις είναι το αλληλέγγυον
και
συνυπεύθυνον
του
οικουμενικού
Πατριαρχείου μετά της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας εις το ζήτημα της ημερολογιακής καινοτομίας. Εις το σημείον τούτο εκ πρώτης όψεως φαίνεται έχων δίκιο ο Μακαριώτατος, αλλ΄ όταν υποβάλωμεν τούτο εις την βάσανον της αναλυτικής ερεύνης και της αιτιολογικής εξετάσεως θα εύρωμεν αυτόν και μόνον υπαίτιον της καινοτομίας ταύτης εις ήν κατώρθωσε δια της ψευδολογίας και της επιρροής της επαναστατικής τότε Κυβερνήσεως να παρασύρη και την ύνοδον του Οικουμ. Πατριαρχείου,
και
ούτω
να
καταστήση
και
ταύτην
αλληλέγγυον και συνυπεύθυνον δια το Εκκλησιαστικόν τούτο
πραξικόπημα της αλλαγής του ημερολογίου. Και εξηγούμεθα. Ο Μακαριώτατος κατά την ιστορική υνεδρίαν της Ιεραρχίας της Ελλάδος της 27 Δεκεμβρίου 1923 επέτυχε μεν να υφαρπάση την γνώμην της πλειοψηφίας της Ιεραρχίας, μειοψηφισάντων τεσσάρων μόνον, όπως θέση ούτος εις εφαρμογήν το νέον ημερολόγιον , αλλ΄ υπο την προυπόθεσιν να έχη προς τούτο και την συμφωνίαν των λοιπών Εκκλησιών απαραιτήτως δέ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η μεθ΄ού συμφωνία ήτο εκ των ών ουκ άνευ και δια το πρωτεύον κύρος Αυτού, αλλά και διότι αί Εκκλησίαι των νέων χωρών της Ελλάδος εξηρτώντο τότε εξ Αυτού. Εφ΄ ώ και ο Μακαριώτατος κατέβαλε όπως προσελκύση πρός τας απόψεις αυτού την Ιεράν ύνοδον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι δέ γνωστόν εξ επισήμων εγγράφων ότι η ύνοδος
του
Οικουμενικού
Πατριαρχείου
δεν
απεδέχθη
ευμενώς κατ΄ αρχήν την υπό του Μακαριωτάτου προταθείσα γνώμην
περί
μεταρρυθμίσεως
του
Εκκλησιαστικού
ημερολογίου. Ιδού τι έγραφεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο αείμνηστος Γρηγόριος προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. Φρυσόστομον Παπαδόπουλον. «Η μεταρρύθμισις την οποίαν πρόκειται να κάμωμεν δεν πρέπει να επιφέρη σκανδαλισμόν εις το χριστεπώνυμον πλήρωμα· λαμβάνομεν σοβαρώς υπ΄όψιν, ότι δεν είναι τι αδιάφορον το πως θα
διατεθώσιν αί μάζαι των χριστιανών μας απέναντι
μεταρρυθμίσεως αποδεχομένης το Γρηγοριανόν σύστημα». Είναι δέ επίσης, γνωστόν ότι η ύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρεπείσθη υπό του Μακαριωτάτου, όστις δι΄ επανειλημμένων γραμμάτων παρίστα την μεταβολήν του ημερολογίου ως μέλλουσαν να εξυπηρετήση ύψιστα εθνικά συμφέροντα και ούτω απεφάσισε να δεχθή κατ΄ αρχήν την
πρότασιν αυτού, αλλ΄ υπό τον όρον της κοινής συμφωνίας απασών των ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτω εκ της απαντήσεως ταύτης
του
Οικουμενικού
Πατριαρχείου
αριδήλως
καταφαίνεται ότι τούτο εθεώρει απαραίτητον την συμφωνίαν πασών των αδελφών Εκκλησιών δια την μεταβολή του ημερολογίου. Άλλ΄ επειδή ο Μακαριώτατος εγνώριζεν ότι όλαι αί άλλαι ορθόδοξοι Εκκλησίαι ηρνήθησαν διαρρήδην να προσχωρήσωσιν εις την μεταρρυθμιστικήν άποψιν Αυτού και θέλων να προκαταλάβη και να εξασφαλίση πρός εφαρμογήν του νέου ημερολογίου την γνώμην μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτις τω ήτο απαραίτητος κατά την σχετική απόφασιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος, απηύθυνε προς τον αοίδιμο
Οικουμενικόν
Πατριάρχην
Γρηγόριον
το
εξής
έγγραφον υπ΄ αρ. 70 και χρονολογίαν 3 Ιανουαρίου 1924. «Η Ιερά ύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του ημερολογιακού έκρινε χάριν του Ορθοδόξου Ελληνικού λαού την προσαρμογήν
του
Εκκλησιαστικού
προς
το
πολιτικόν
ημερολόγιον. Επειδή δέ δυσεπίτευκτος εν γε τω παρόντι φαίνεται η συμφωνία πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών φρονεί, ότι μετά την αφομοίωσιν των ημερολογίων και μέχρι της επιτεύξεως τοιαύτης ποθητής συμφωνίας και της οριστικής διαρρυθμίσεως του πασχαλίου, το Πάσχα, και αί μετ΄ αυτού συνδεόμεναι εορταί δύνανται να εξακολουθήσωσι, τελούμεναι κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον εν ταίς αντιστοίχοις ημέραις του πολιτικού ημερολογίου. Ούτω δέ το Πάσχα του 1924, συμπίπτον κατά το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον τη 14η Απριλίου εορτασθήσεται τη 27η του αυτού μηνός. Και τούτο ίνα μηδεμία απολύτως εν τω Πασχαλίω επέλθη μεταβολή ως πρός τας κινητάς εορτάς εκτός της ονομασίας των ημερομηνιών... Σην μέσην ταύτην λύσιν μέχρι της οριστικής προτείνουσα η Ιερά ύνοδος, παρακαλεί την Τμετέραν Παναγιότητα, όπως αποδέξηται αυτήν... Ου διαφεύγει
πάντως
την
σύνεσιν
της
Τμετέρας
Παναγιότητος
ή
τε
σπουδαιότης του ζητήματος και η ανάγκη της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον
επιλύσεως
αυτού.
Καίτοι
δέ
απαραίτητον
και
επιβεβλημένην θεωρούμεν την μεταβολήν του ημερολογίου, όμως απαραίτητον ωσαύτως και επιβεβλημένην κρίνομεν και την συμφωνίαν της Τμετέρας Παναγιότητος δια τε το τη καθόλου Εκκλησία μέγα κύρος Οικουμενικού Θρόνου, και διά την εν τω θεοσώστω
Βασιλείω
της
Ελλάδος
ύπαρξιν
Μητροπόλεων
εχουσών έτι την αναφοράν αυτών προς τον Οικουμενικόν θρόνον. Λυπηρόν ότι οι λοιποί Πατριάρχαι της Ανατολής ουδαμώς απεδέχθησαν την μεταβολήν του ημερολογίου, ως αύτη ιδίως προυτάθη
υπό
του
εν
Κωνσταντινουπόλει
Πανορθοδόξου
υνεδρίου. Η Ιερά ύνοδος τςη Εκκλησίας της Ελλάδος θερμήν υποβάλλουσα παράκλησιν πρός την Τμετέραν Παναγιότητα, ὀπως σπουδαίως μεριμνήση περί του ημερολογίου απεκδέχεται, είτε την συμφωνίαν πρός την προταθείσα υπ΄ Αυτής λύσιν, είτε νέαν ενέργειαν πρός οριστικωτέραν διευθέτησιν του σοβαρού τούτου ζητήματος. Πόθω δέ Αυτήν κατασπαζόμενοι...». Σις αναγινώσκων την επιστολήν ταύτην δεν πείθεται περί του ηθικού εκβιασμού, όν ήσκησε ο Μακαριώτατος επί του πνεύματος της Ιεράς υνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως υφαρπάση την γνώμην αυτής δια την ποθεινήν υπ΄ Αυτού μεταβολήν του Εκκλησιαστικού ημερολογίου; Αλλ΄ επίσης
χαρακτηριστική
είναι
και
η
σχετική
προς
τον
Μακαριώτατον απάντησις του Οικουμενικού Πατριάρχου έχουσα ούτω:
«Αριθ. 221-20 Ιανουαρίου 1924 Μακαριώτατε,
Ληφθείσα, μετά προσηκούσης, ανεγνώσθη προσοχής ή απο 3ης λήγοντος μηνός επιστολής της Τμετέρας Μακαριότητος, εν ή ανακοινοί της υπό της Ιεράς υνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ληφθείσαν
απόφασιν
και
διατυπωθείσαν
πρότασιν
και
παράκλησιν περί του ημερολογίου... Έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της
αδελφής
Εκκλησίας
της
Ελλάδος εισηγούμενην
γνώμην.... και προτείνομεν ως ημέραν κοινής υπό πάντων των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου ημερολογίου την 10ην του μηνός Μαρτίου του αρξαμένου έτους 1924... Σαύτα ούν τα ούτως υφ΄ ημών υνοδικώς της Ελλάδος εγκριθέντα και αποφασισθέντα γνωρίζοντες την απάντησιν, παρακαλούμεν την Τμετέραν Μακαριότητα, εί που νομίζει πρόσφορον, ενεργήση, ίνα και υπό άλλων Εκκλησιών ομοία εξενέχθη απόφασις και ταχέως φθάση πρός ημάς η αναγκαία δήλωσις της συναινέσεως αυτών. Επί τούτοις και αύθις εν Κυρίω κατασπαζόμενοι Αυτήν διατελούμεν... Σης υμετέρας εβασμίας Μακαριότητος αγαπητός εν Φριστώ αδελφός και όλως πρόθυμος». Εκ του απαντητικού τούτου γράμματος του Πατριάρχου τις δεν πείθεται, ότι την πρωτοβουλίαν εν τω ζητήματι τούτω είχεν ο Μακαριώτατος και η Εκκλησίας της Ελλάδος, και όχι ο Πατριάρχης και η ύνοδος του Πατριαρχείου, μετά πολλού κόπου ενδώσασα εις την παράκλησιν του Μακαριωτάτου και προσχωρήσασα εις την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος; Και όμως ο Μακαριώτατος είχε την τόλμην, ίνα μη τι άλλο είπω να δηλώση δημοσία ότι την έμπνευσιν και την πρωτοβουλίαν εις
το
ζήτημα
της
διορθώσεως
του
Εκκλησιαστικού
ημερολογίου είχεν ο Οικ. Πατριάρχης και το Πατριαρχείου και όχι ο ίδιος και η Εκκλησίας της Ελλάδος. Άλλωστε τούτο μοι επεβεβαίωσεν προφορικώς και ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος, όν επισκεφθείς εν νέα Υιλαδελφεία ένθα εφησύχαζε μετά την παραίτησιν του εκ του θρόνου και
ερωτήσας έλαβον της εξής απάντησιν παρ΄ Αυτού απάντησιν: ερώτησις «Πως
Παναγιώτατε
το
Οικουμενικόν
Πατριαρχείον
το
Πρυτάνειον τούτο και ο Άρειος Πάγος της Ορθοδοξίας έσπευσε πρώτον εις την Εκκλησιαστικήν ταύτην μεταρρύθμισιν άνευ της συναινέσεως μάλιστα των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, και δή των τριών πατριαρχείων της Ανατολής»;
απάντησις «Η ύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρεπείσθη υπό του Μακαριωτάτου
Αρχιεπισκόπου
Αθηνών,
όστις
δι΄
επανειλημμένων γραμμάτων παρίστα εις την ύνοδον την διόρθωσιν του ημερολογίου ως πάγκοινον πόθον του Ελληνικού λαού, και ως επιβεβλημένην υπό υψίστων εθνικών συμφερόντων και αναγκών», προσθέσας μάλιστα ότι ούτος, ως Μητροπολίτης Δέρκων τότε, εμειοψήφισε κατ΄ αρχήν εις την σχετικήν απόφασιν. Ούτω ο Μακαριώτατος αποσπάσας κατ΄ αρχήν την γνώμην του Οικουμενικού Πατριάρχου και της υνόδου δια την μεταβολήν του ημερολογίου και θέλων να προκαταλάβη ενεδεχομένην αναθεώρησιν
της αποφάσεως ταύτης του Οικουμενικού
Πατριαρχείου εξ΄ αιτίας της μη συναινέσεως των λοιπών Εκκλησιών, και της διαμαρτυρίας μάλιστα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, έσπευσε να τηλεγραφήση προς τον Οικ. Πατριάρχη τα εξής: Αριθ.
320-14
Κωνσταντινουπόλεως
Υεβρουαρίου
1934
Πατριαρχείον
«υμφώνως εγγράφω νέου ημερολογίου 10η μηνός Μαρτίου ονομασθήσεται 23η Μαρτίου και παρακαλούμεν αναγγείλατε Μητροπολίταις Νέων χωρών Ελλάδος σχετικήν αποφάσιν Οικουμενικού Πατριαρχείο και γνωρίσατε ημίν αμέσως τούτο προς
συμμόρφωσιν
και
ενέργειαν
δεόντων!!
Αθηνών
Φρυσόστομος».
υγχρόνως δέ ο Μακαριώτατος θέλων αφ΄ ενός μέν να κατοχυρώση
την
ουτωσεί
εκμαιευθείσαν
απόφασιν
της
εφαρμογής του νέου ημερολογίου και δια του Κυβερνητικού κύρους απέναντι του Πατριαρχείου και αφ΄ ετέρου να πείση τας άλλας Εκκλησίας, ότι εις την μεταρρύθμισιν ταύτην του ημερολογίου ηγείται το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επ΄ ελπίδι να παρασύρη και αυτάς εν τέλει εις την καινοτομίαν ταύτην, απηύθυνε τα εξής εις το Τπουργείον των Εξωτερικών εν τη 4η Μαρτίου 1924: «Παρακαλούμεν ειδοποιήσατε επειγόντως τηλεγραφικώς τους Μακαριωτάτους
Πατριάρχας
Ιεροσολύμων,
Αντιοχείας,
Αλεξανδρείας, ερβίας, και τους Αρχιεπισκόπους Ρουμανίας και Κύπρου
ότι
Εκκλησία
Ελλάδος
απεδέχθη
απόφασιν
Οικουμενικού Πατριαρχείου περί συνταυτισμού εκκλησιαστικού ημερολογίου και πολιτικού τοιούτου, οριζομένης 10ης Μαρτίου ως 23ης. Σον δέ Οικουμενικόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ότι έθηκεν εις εφαρμογήν την περί ημερολογίου σχετικήν απόφασιν Αυτού. Ο Αθηνών Φρυσόστομος».
Ούτω
ο
Μακαριώτατος
παρενέβαλεν
εις
καθαρώς
Εκκλησιαστικόν ζήτημα και την Κυβερνητικήν μεσολάβησιν, το μεν ίνα θέση την Ιεραρχίαν της Ελλάδος προ τετελεσμένου
γεγονότος εγκριθέντος και υπό της Κυβερνήσεως, το δέ ίνα αποκλείση πάσαν ενδεχομένην αναβολήν της εφαρμογής εκ μέρους
του
Οικουμενικού
Πατριαρχείου,
λόγω
της
μη
συναινέσεως των λοιπών Εκκλησιών, και της διαμαρτυρίας του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας
αποστείλαντος
εις
τον
Οικουμενικόν Πατριάρχην το εξής τηλεγράφημα:
Αριθ. 23. Πατριάρχη Γρηγορίω Κωνσταντινούπολιν
«υνεπεία
τηλεγραφήματος
Τμετέρας
Παναγιότητος
συνελθούσα σήμερον η Ιερά καθ΄ ημάς ύνοδος έγνω τα εξής Έχοντες υπ΄ όψει γράμματα των Εκκλησιών Ρουμανίας, και ερβίας εμμένομεν εν προδεδογμένοις εν προτέραις υνοδικαίς υνεδριάσεσι και αποκρούομεν πάσαν προσθήκην ή πάσαν μεταρρύθμισιν ημερολογίου πρό συγκλήσεως μόνης αρμοδίας εις συζήτησιν
αυτού
Οικουμενικής
υνόδου
ής
σύγκλησιν
προτείνομεν ταχίστην». Κάιρον 15 Ιανουαρίου (παλαιά ημερομηνία) 1924 Πατριάρχης Υώτιος». ημειωτέον δ΄ ότι την απάντησιν ταύτην ο Πατριάρχης Υώτιος ανεκοίνωσε
και
προς
τους
Πατριάρχας
Αντιοχείας,
Ιεροσολύμων, και τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, οίτινες και απήντησαν πρός τον Πατριάρχην Υώτιον, αποκρούοντες και ούτοι την μεταρρύθμισιν. Κατόπιν πάντων τούτων τις λογικός και αμερόληπτος Κριτής δύναται να αμφισβητήση ότι ο Μακαριώτατος εξεβίασε την ερμαφρόδιτον ταύτην, ήν εκείνος απεκάλει
μέσην
λύσιν
του
ημερολογιακού
ζητήματος,
επωφεληθείς της ψυχολογικής καταστάσεως του Πατριαρχείου
και χρησιμοποιήσας όλως ακαίρως και ανοήτως και την επιρροή της Ελληνικής Κυβερνήσεως; Εκ πάντων τούτων, νομίζομεν επαρκώς κατεδείχθη, ότι ο Μακαριώτατος κατώρθωσε να θέση ως επικάλυμμα και προμετωπίδα της αρχεβούλου εισηγήσεως αυτού περί της μεταβολής του ημερολογίου, οιχί βεβαίως την έννοιαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Παλλαδίου τούτου της ορθοδοξίας, αλλά την δωδεκαμελή ύνοδον Αυτού, ήν εξεβίασε ηθικώς
εις
την
αντορθόδοξον
ταύτην
Εκκλησιαστικήν
μεταρρύθμισιν. Εποιησάμεθα δέ την διαστολήν ταύτην της εννοίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου απο την διαρκή δωδεκαμελή ύνοδον Αυτού, διότι δεν είναι ούτε ορθόν, αλλ΄ ούτε κανονικόν και δίκαιον να αποδώσωμεν την πράξιν ταύτην της υνόδου εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όπερ αποτελεί, ου μόνον η δωδεκαμελής, ήτις εκλέγεται δια την τρέχουσα διοικητικήν υπηρεσίαν , αλλ΄ η υπερεβδομηκοντάριθμος χορεία της Ιεραρχίας του Οικουμενικού θρόνου, ής η γνώμη, ου μόνον δεν ελήφθη πρός τούτο, αλλ΄ ουδέ καν ηρωτήθη. Σούτου ένεκα η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου εν τω οικουμενικώ Πατριαρχείω δεν φέρει την σφραγίδα και το Εκκλησιαστικόν κύρος του Πατριαρχείου, διότι αύτη εγένετο υπό μόνης της δωδεκαμελούς υνόδου αρμοδίας μόνον δια την τρέχουσαν διοικητικήν υπηρεσίαν του θρόνου, και ουχί υφ΄ όλης της Ιεραρχίας του θρόνου μόνης δικαιουμένης να επιλαμβάνηται εγκύρως της λύσεως ζητημάτων γενικής Εκκλησιαστικής φύσεως, οίον είναι και το ζήτημα του Εκκλησιαστικού ημερολογίου. Η μεταβολή τού Εκκλησιαστικού ημερολογίου εκτός τού ότι στερείται
πανορθοδόξου
κύρους,
ως
μή
γενομένη
δι'
οικουμενικής υνόδου, στερείται καί τού Εκκλησιαστικού
κύρους τού θρόνου τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι αύτη δεν έγένετο ύφ' όλης τής Ιεραρχίας συνερχομένης εις ύνοδον καί εν Άγίω πνεύματι αποφαινομένης κατά τά θέσμια τής Όρθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Διό καί τήν εύθύνην τής καινοτομίας
ταύτης
Εκκλησιών
τών
Οικουμενικών
απέναντι
ισταμένων
υνόδων
των
επί
υπέχει
λοιπών
τού ουχί
ορθοδόξων
εδάφους τό
τών
7
Οικουμενικόν
Πατριαρχείον, τό άκαθαίρετον τούτο πύργωμα καί ή στάθμη τής ορθοδοξίας, άλλ η δωδεκαμελής ύνοδος προσωπικώς, ως υπερβάσα τά όρια τής δικαιοδοσίας Αυτής. Σο ότι δέ κατόπιν οί Ίεράρχαι
τού
Οικουμενικού
θρόνου,
ευρεθέντες
πρό
τετελεσμένου γεγονότος έδέχθησαν τήν Έκκλησιαστικήν ταύτην μεταβολήν κατ οικονομίαν διά τήν χαλεπότητα τών καιρών
ους
διήρχετο
ό
οικουμενικός
θρόνος
καί
ύπό
ύποφύλαξιν, όπως έν ευκαιρία συνερχόμενοι εις ύνοδον ύπό τήν προεδρίαν τού Πατριάρχου, άσκήσωσι τόν έλεγχον καί διατυπώσωσιν εγκύρως τήν έπί τού ζητήματος τούτου γνώμην των, τούτο δέν δύναται νά προσδώση κύρος Έκκλησιαστικόν εις τήν άντικανονικήν τής Ιεράς υνόδου πράξιν. Παρασιωπώ δ' ότι τινές τών Αρχιερέων τού θρόνου, έν οίς ό Σραπεζούντος Φρύσανθος, ό Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ό Κασσανδρείας
Ειρηναίος,
ό
Ίωαννίνων
πυρίδων,
ό
Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, καί ό 'Ελευθερουπόλεως ωφρόνιος ίσως καί άλλοι, γράψαντες αυθορμήτως έφέστησαν τήν προσοχήν τής υνόδου έπί τού σοβαρού τούτου ζητήματος, ου η μονομερής καί αντικανονική λύσις θά είχε δυσάρεστους συνεπείας
διά
τήν
είρήνην
της
καθόλου
Εκκλησίας.
Σούτων πάντων ένεκα λίαν ευλόγως καί δικαίως ως εξωδίκως έπληροφορήθημεν
καί
ό
έρβιος
Μητροπολίτης
ό
εβασμιώτατος 'Αχριδών Νικόλαος κατά τάς ανεπισήμους συζητήσεις κατά τήν προσύνοδον τού Αγίου ΄Ορους διά τήν
ήμερολογιακήν ταύτην καινοτομίαν, κατέστησε υπευθύνους ουχί τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον τό προαιώνιον τούτο "Αλκαρ τής ορθοδοξίας καί τήν Έλληνικήν Έκκλησίαν, αλλά τόν Πατριάρχην Μελέτιον Μεταξάκην καί τόν Άρχιεπίσκοπον Αθηνών
Φρυσόστομον
Παπαδόπουλον.
Ήμεϊς δέ κατά δεύτερον λόγον καί ύπό ελαφρυντικός περιστάσεις
θεωρούμεν
συνυπεύθυνους
καί
τάς
παραπεισθείσας ύπό τού Μακαριωτάτου υνόδους τόσω τού Οικουμενικού
Πατριαρχείου,
όσω
καί
τής
Αυτοκεφάλου
Εκκλησίας τής Ελλάδος προσωπικώς, αίτινες ώφειλον νά μή παραπεισθώσι... Διό
καί
ήμείς
προβάντες
εις
τήν
άποκήρυξιν
τού
Μακαριωτάτου καί τών υνοδικών Αρχιερέων, έκηρύξαμεν τούτους χισματικούς ως πρόσωπα καί όχι ώς εκπροσώπους τής εννοίας τής Εκκλησίας. Καί τούτο έπράξαμεν δικαίως καί καθ' ίεράν όφειλήν, ίνα προασπίσωμεν τήν Όρθοδοξίαν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τής Ελληνικής Εκκλησίας έξ ενδεχομένου φόβου καί κινδύνου νά άποδοθή εις Αύτάς ή ευθύνη τού Εκκλησιαστικού τούτου πραξικοπήματος καί νά κηρυχθώσιν
Αύται
έν
μελλούση
Οικουμενική
υνόδω
χισματικαί ύπό τών λοιπών Όρθοδόξων Εκκλησιών, τών έχομένων
στερρώς
τού
Όρθοδόξου
εορτολογίου.
Σόν φόβον τούτον τού μέλλοντος χίσματος εκφράζει καί εις εκ των διαπρεπών Ιεραρχών τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ό Κασσανδρείας Ειρηναιος εις έν έκτυπωθέν σοβαρόν καί άξιον μελέτης υπόμνημα του προς τήν Ίεραρχίαν τής Ελλάδος λέγων τά έξης έν σελίδι εικοστή όγδόη. «Ή Ανατολική Όρθόδοξος Εκκλησία διά τής τελευταίας Αυτής προς τόν Άγγλικανισμόν ροπής., διά τής καταπροδώσεως τού ένδοξου περικαλλεστάτου καί
σεβαστού
Αυτής
παρελθόντος
καί
των προτεσταντινισμού όζουσών καί άκράτητον προς τά
σαρκικά ροπή προδιδουσών προσφάτων καινοτομιών αυτής, κινδυνεύει νά άποκηρυχθή ώς χισματική ύπό τών λαυικών ιδία όρθοδόξων Εκκλησιών». ΄Αν δέ αί Έκκλησίαι, αί μείνασαι πισταί εις τό πάτριον καί όρθόδοξον έορτολόγιον δέν άπεκήρυξαν άχρι τούδε ώς χισματικάς τάς άποδειχθείσας τό Δυτικόν έορτολόγιον διά τάς ακίνητους έορτάς, τούτο οφείλεται εις περιστάσεις καιρικάς μή έπιτρεπούσης ώς καί προηγουμένως είπομεν τήν συγκρότησιν Οικουμενικής υνόδου..... Νύν προβαίνομεν εις τό νά άποδείξωμεν ότι τό Εκκλησιαστικόν ήμερολόγιον έχει άμεσον μέν σχέσιν μέ τάς παραδόσεις καί τήν θείαν λατρείαν, έμμεσον δέ τοιαύτην καί μέ τό Δόγμα τής μιας Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τόν Πασχάλιον Κανόνα τής Εκκλησίας. Έκκλησιαστικήν παράδοσιν βεβαίως άποκαλούμεν πάσαν άγραφον διδασκαλίαν ην παρελάβομεν παρά τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτις διά μέσου τών αιώνων έτηρήθη ύπό πασών τών όρθοδόξων Εκκλησιών αλώβητος καί αναλλοίωτος, άποκτήσασα ούτω δύναμιν καί ισχύν νόμου έν τή συνειδήσει τών Εκκλησιών καί τών Φριστιανών. Ούτω καί ή καθιέρωσις τού Ιουλιανού ήμερολογίου έπί τή βάσει τής εαρινής ισημερίας τού οποίου συνετάχθη καί ο Πασχαλιάς Κανών ύπό τής Αης Οικουμενικής υνόδου, ώς καί ό σεβασμός τούτου ύπό τών 7 Οικουμενικών υνόδων καί τής αιωνοβίου πράξεως τής Εκκλησίας, απετέλεσε μίαν Έκκλησιαστικήν παράδοσιν ην έσεβάσθησαν και διετήρησαν άναλλοίωτον καθ' όλους τους διαρρεύσαντας αιώνας άπασαι αί ορθόδοξοι Έκκλησίαι. Σούτου ένεκα ή άθέτησις καί παραβίασις του Ιουλιανού εορτολογίου είναι
άθέτησις
καί
παραβίασις
μιας
Εκκλησιαστικής
παραδόσεως καί επομένως υπόκεινται οί άθετούντες αυτήν εις
τό ανάθεμα τής Ζης Οικουμενικής υνόδου, ορίζουσα έν τή 8η Αυτής πράξει τά εξής: «είτις παράδοσιν έκκλησιαστικήν έγγραφον ή άγραφον άθετεί ανάθεμα» καί άλλαχού «Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιείσθαι τής ευσεβώς εν ημιν κεκρατηκυίας συνήθειας. Σά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία ούτε προσθήκην ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ
τόν
προστιθέντα
ή
αφαιρούνται
τιμωρία
δεσμοί·
έπικατάρατος γάρ φησίν ός μετατίθησιν όρια Πατέρων αυτού». (Ζη Οικ. ύνοδος πράξις 8η). Σό ημερολόγιον έχει σχέσιν καί προς τόν ύπό τής Αης Οικουμενικής υνόδου καθιερωθέντα Πασχάλιον Κανόνα, διότι όπως ούτος συνταχθή ελήφθη ώς βάσις καθώς καί ανωτέρω ελέχθη ή ισημερία τού Ιουλιανού ημερολογίου, έφ ω καί πάσα μεταβολή τού Ιουλιανού εορτολογίου θίγει κατ ανάγκην καί τόν ένιαύσιον κύκλον τών εορτών τών Ευαγγελικών καί Αποστολικών περικοπών καί τόν καθορισμόν τών νηστειών, καί δή τής τών Αγίων Αποστόλων, ήτις ενίοτε εξαφανίζεται τελείως μέ τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου. Ό καθορισμός δέ πάντων τούτων έγένετο ύπό τών Πατέρων τής Εκκλησίας έπί τή βάσει τού Πασχαλίου Κανόνος, όστις όσω καί αν δέν θίγεται βεβαίως εις τήν έορτήν τού Πάσχα καί τών έξ" αυτού εξαρτωμένων κινητών
εορτών,
αίτινες
εορτάζονται
καί
ύπό
τών
νεοημερολογιτών κατά τό Ίουλιανόν ήμερολόγιον, ούχ' ήττον σαλεύεται εις αυτήν τήν βάσιν του διότι αί νεοημερολογιακαί Εκκλησίαι, εκτός του ότι αναγκάζονται νά έχωσι δυο ημερολόγια, ήτοι τό παλαιόν διά τό Πάσχα καί τάς κινητάς έορτάς, καί τό νέον διά τάς ακίνητους έορτάς, έορτάζουσι καί τό άγιον Πάσχα ουχί άπαξ τό έτος, ώς ορίζει ή Αη Οικουμενική ύνοδος καί ό Πασχάλιος Κανών, άλλ' άπαξ εις έν έτος και 13 ημέρας, αφού αύται γεννώσι τον Φριστόν 13 ημέρας ενωρίτερον ημών καί τόν άνιστώσι μαζί μέ ημάς. Καί ούτω μετά πάροδον αιώνων, αύξανομένης της όιαφορας των ημερών αμφοτέρων
τών ημερολογίων θά έλθη καιρός, καθ΄ όν αί καινοτομήσασαι Έκκλησίαι θά έορτάζωσι συγχρόνως Φριστούγεννα καί Πάσχα. Σό ήμερολόγιον έχει άμεσον σχέσιν καί μέ τήν θείαν λατρείαν διότι, εκτός τής συγχύσεως, ην προκαλεί ή αλλαγή τούτου εις τήν τάξιν τής θείας λατρείας και τού Συπικού τής Εκκλησίας, διά τής καταργήσεως ιερών ύμνων καί ιερών ακολουθιών, χωρίζει τάς ορθοδόξους Εκκλησίας εις τάς ημέρας τών εορτών καί τών νηστειών καί κάμνει τινάς έξ αυτών νά συνεορτάζωσι καί νά νηστεύωσιν ουχί μετά των άλλων άλλά μετά των Δυτικών Εκκλησιών των κακοδόξων, και Αιρετικών, παρά τήν παράδοσιν τής Μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας καί τους Ιερούς Κανόνας (156 τής Σ. Οικουμενικής καί τόν 19ον τής έν Γάγγρα), (Ν Γ Άποστολ. Κανών 52, 56 καί 79ος τής Σης Οικ. 37 καί 59 τής έν Λαοδικεία 50 καί 64 τής έν Καρθαγένη). Καί μάλιστα ό 56ος τής Σης Οικ. καί ό 19ος τής έν Γάγγρα
ρητώς παραγγέλλουσιν
έπί
ποινή
καθαιρέσεως
αφορισμού καί αναθέματος όπως έπικρατή ή αυτή τάξις εις όλας τάς Εκκλησίας, ίνα έορτάζωσι καί νηστεύωσιν όλαι ομού τάς ιδίας ημέρας. Ιδού λοιπόν ή σχέσις τού ημερολογίου καί προς τους ιερούς Κανόνας. Σό έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον όπερ, τό σοβαρώτατον πάντων έχει σχέσιν έμμεσον καί προς αυτό τό Δόγμα τής μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας συνεπεία τής μονομερούς τούτου μεταβολής. Βεβαίως ή ένότης τού Δόγματος τούτου έγκειται κατ ούσίαν καί βάσιν εις τό ενιαίον τών Δογμάτων τής πίστεως καί τής θείας λατρείας. 'Αλλ' ή πίστις καί ή θεία λατρεία δέν είναι μόνον γνώσις καί θεωρία, άλλα καί βίωσις καί πράξις, καί έκδήλωσις. Δι' ό καί, έφ' όσον ή κατά θεωρίαν καί γνώσιν μία καί ή αυτή πίστις, καί λατρεία βιούται καί έκδηλούται ύπό τών χριστιανών ουχί κατά τόν αυτόν χρόνον καί τρόπον, άλλ' έτεροχρόνως καί
άνομοιομόρφως
ή
ιδιότης
τού
ενιαίου
τού
Δόγματος
μεριζομένου κατά χρόνον καί τρόπον δέν διασώζεται πλέον. Διότι πώς δύνανται λογικώς καί ορθώς νά άνήκωσιν εις μίαν καί τήν αυτήν Έκκλησίαν οι έχοντες μέν τήν αυτήν πίστιν καί τήν αυτήν θείαν λατρείαν, άλλα μή βιούντες ταύτην καί έκδηλούντες ταυτοχρόνως καί όμοιομόρφως τινών έξ αυτών έορταζόντων καί πανηγυριζόντων διανυόντων
εισέτι
τό
στάδιον τής μετανοίας καί τής νηστείας όπως μετά 13 ημέρας έορτάσωσι τάς έορτάς ταύτας; Ούτος ακριβώς καί ό κυριώτερος λόγος, δι' όν οί Πατέρες τής Εκκλησίας, ώρισαν καί διά τών θείων καί ιερών Κανόνων καί έθέσπισαν όπως πάσα μεταβολή καί τροποποίησις ενός θεσμού γενικής Εκκλησιαστικής σημασίας καί εννοίας, μή γίνηται μονομερώς άλλα συγχρόνως ύφ' όλων τών Έκκλησιών συνερχομένων εις ύνοδον. Καί τούτο ίνα μή διασπάται ή ένότης αυτών καί ό σύνδεσμος τής ειρήνης τών Φριστιανών. Καί τέλος τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον έχει έμμεσον σχέσιν καί μέ αυτήν τήν Φριστιανικήν ήθικήν, τόν έτερον τούτον παράγοντα τής ψυχικής σωτηρίας ημών, συνεπεία τής δημιουργούμενης διαιρέσεως τών πιστών. Διότι είς έκ τών λόγων, δι' ους έθέσπισαν οί Αγιοι Πατέρες νά έορτάζωσι καί νά συμπροσεύχωνται οι χριστιανοί ταυτοχρόνως καί ομοθυμαδόν είναι ού μόνον ή ένίσχυσις τής πίστεως καί ή άμιλλα τού ζήλου προς τήν προσευχήν, άλλα καί ή έπίρρωσις τής ηθικής αλληλεγγύης καί τής Φριστιανικής αγάπης μεταξύ τών πιστών. Έφ' ω καί πάν, ό, τι επιφέρει τήν διάσπασιν τών θρησκευτικών αισθημάτων
καί
τήν
διαφωνίαν
τού
εκκλησιαστικού
φρονήματος αυτών περί τήν πίστιν καί τήν υείαν Λατρείαν, συνεπιφέρει κατ' άναπόδραστον φυσικόν λόγον καί τήν διάσπασιν τής ηθικής αλληλεγγύης καί τής χριστιανικής αγάπης μεταξύ τών χριστιανών.....
Οθεν συνοψίζοντες τά ανωτέρω λέγομεν, ότι ού μόνον έδικαιούμεθα άλλα καί ύποχρεούμεθα νά κηρύξωμεν τόν Μακαριώτατον καί τους όμόφρονας τούτω Αρχιερείς ώς χισματικούς διά τους εξής θρησκευτικούς καί Κανονικούς λόγους: Α) Διότι, καθιερώσαντες ούτοι έν τή όρθοδόξω θεία λατρεία τό Δυτικόν έορτολόγιον, δέν έορτάζουσι τάς δεσποτικάς καί θεομητορικάς ακινήτους εορτάς μεθ' όλων τών Όρθοδόξων Έκκλησιών συμφώνως προς τήν γραπτήν καί άγραφον παράδοσιν τής Μίας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Έκκλησίας. Β) Διότι, τάς έορτάς ταύτας έορτάζουσι μετά τών αιρετικών παραβιάζοντες ούτω τόν 56ον Κανόνα τής Σ' Οικ. καί τόν 19ον τής έν Γάγγρα υνόδου. Γ) Διότι, επιφέρουν σύγχυσιν έν τή θεία λατρεία, καταργούντες πολλούς
ιερούς
ύμνους
καί
ιεράς
ακολουθίας,
καί
παραβιάζοντες τό Συπικόν τής Εκκλησίας καθ' ο άπαντες οί ορθόδοξοι όφείλουσι μια ψυχή καί μια φωνή ταυτοχρόνως καί όμοιομόρφως νά λατρεύωσι τόν Θεόν. Δ) Διότι, καί παρ' όλον τόν έορτασμόν τού Πάσχα κατά τό παλαιόν ήμερολόγιον δέν άφίνουν άθικτον καί τόν ύπό τής Αης Οικουμενικής υνόδου καθιερωθέντα Πασχάλιον Κανόνα διά τής παραβιάσεως τού ενιαυσίου κύκλου τών εορτών τού Κυριακοδρομίου καί τών ημερών τών νηστειών. Ε) Διότι άθετούσι τους θείους καί Ιερούς Κανόνας καί τάς σεπτάς Έκκλησιαστικάς Παραδόσεις. Σ) Διότι, ούτοι καίπερ, έχοντες έν χρήσει καί τά δύο ημερολόγια, τό έν διά τάς ακίνητους, καί τό άλλο διά τάς κινητάς έορτάς, δέν έορτάζουσι τό Αγιον Πάσχα, άπαξ τού
έτους, άλλ' εις έν τό έτος καί δεκατρείς ημέρας, έορτάζοντες τά Φριστούγενα 13 ημέρας πρό ημών καί τό Πάσχα μεθ ημών. Καί ούτω παραβαίνουσιν ούτοι καί τάς διαταγάς τών Αποστολικών διακελευόντων «Δεί υμάς αδελφοί τάς ημέρας του Πάσχα ακριβώς ποιείσθαι μετά τροπήν ισημερινήν όπως μή δίς του ένιαυτού ενός παθήματος μνείαν ποιείσθαι, άλλ' άπαξ του έτους του άπαξ αποθανόντος». Ζ) Καί τελευταίον διότι, διασπώντες τήν ενότητα τών Έκκλησιών καί τόν σύνδεσμον τής ειρήνης καί τής αγάπης τών πιστών, παραβιάζουσιν εμμέσως καί αυτό τό Δόγμα τής Μίας, Αγίας,
Καθολικής
καί
Αποστολικής
Εκκλησίας,
καί
καταστρέφουσι τήν ηθικήν άλληλεγγύην καί τήν χριστιανικήν άγάπην μεταξύ των πιστών..... Κατόπιν πάντων τούτων επαφίεται εις τήν κρίσιν τής Ελληνικής Κυβερνήσεως νά άποφανθή ποιοι έγένοντο όργανα ξένων εισηγήσεων, έάν βεβαίως υπάρχωσι τοιαύτα εν τη προκείμενη περιπτώσει..... Διό καί ας μήν άπατάται ή Ελληνική Κυβέρνησις ύπό τών υποκριτών καί τών επιτηδείων, καί ας μή διώκη τους άμύντορας
τών
Εκκλησιαστικών
παραδόσεων
καί
τών
Δογμάτων της πίστεως θερμούς υπερασπιστάς, άλλά τους νεωτεριστάς άπεμπολητάς,
καί
τών
Μελέτιον
Εκκλησιαστικών Μεταξάκην
καί
παραδόσεων Φρυσόστομον
Παπαδόπουλον, ων ό μύχιος πόθος καί σκοπός είναι νά προσεγγίσωσι πάση θυσία τήν Όρθόδοξον Έκκλησίαν μέ τάς Εκκλησίας τής Δύσεως.... Καί ήμείς αναντιρρήτως έπιθυμούμεν καί δέν άποστέργομεν, ούδ' άπαναινόμεθα ποσώς τήν προσέγγισιν, ώς καί αυτήν τήν ένωσιν τών Εκκλησιών, τούθ' όπερ άλλως τε καθ' έκάστην εύχεται καί ή Ορθόδοξος 'Εκκλησία ημών, άλλ' ό
πόθος ούτος καί ή ευχή δέν πρέπει ποτέ νά έπιδιωχθή μέ τήν θυσίαν καί τήν άπεμπόλησιν τής Ορθοδοξίας, προσχωρούσης προς τό μέρος τής κακοδοξίας, άλλα μέ τήν θυσίαν ταύτης προσχωρούσης εις τήν Ορθοδοξίαν.... Ο σκοπός των δύο τούτων μεγαλόσχημων Ελλήνων Ιεραρχών είναι ή οπωσδήποτε προσέγγισις τών δύο Έκκλησιών τής Ανατολής καί τής Δύσεως μέ τήν θυσία τών ορθοδόξων
θεσμών,
καί
αιωνοβίων
παραδόσεων,
ας
καθιέρωσαν οί "Αγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες εις τάς 7 Οικουμενικάς υνόδους.... Δυστυχώς εις τήν ήμερολογιακήν καινοτομίαν ήτις έκ βάθρων διέσεισεν έν τη συνειδήσει του Όρθόδοξου Φριστιανικού κόσμου τό κύρος καί τήν αύθεντίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
δσω
καί
αν
φαίνηται
τούτο
έχον
τήν
πρωτοβουλίαν ό κύριος όμως μοχλός καί πρωτεργάτης αυτής τυγχάνει ό Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ως έφθην ειπών. Βεβαίως δεν θέλομεν με τούτο νά άπαλλάξωμεν πάσης προσωπικής ευθύνης καί τήν ύνοδον τού Οικουμενικού Πατριαρχείου,
ήτις
Πατριαρχείου
άρχων,
πνευματικής
επιρροής
ζητημάτων,
ώφειλεν
μνήμων καί
τής
τούτου αντί
τών
νά
συντηρητικών
ηθικής
έπί
τών
δυνάμεως
τού καί
Εκκλησιαστικών
ρυμουλκηθή
υπό
τών
μεταρρυθμιστικών σχεδίων τού Μακαριωτάτου νά έπιβάλη εις αυτόν τό κύρος τό Πατριαρχικόν καί τήν αύθεντικήν αυτής γνώμην εις τό ζήτημα τό ήμερολογιακόν. Διό καί έφ' όσον ή ύνοδος προέβη καθ' ύπέρβασιν τών ορίων τής δικαιοδοσίας Αυτής, έστω καί παραπεισθείσης υπό του Μακαριωτάτου, υπέχει καί Αύτη εύθύνην προσωπικήν διά τήν καινοτομίαν τήν ήμερολογιακήν. ΑΛΛά μήπως ό Μακαριώτατος εις τό ζήτημα τούτο δεν
παρέπεισε καί δέν έξεβίασε καί τήν Ίεραρχίαν τής Ελλάδος άποκρύψας σκοπίμως, καίπερ προκληθείς κατά τήν συνεδρίαν τής 17ης Δεκεμβρίου 1924, υπό τού Άγίου Δημητριάδος κ. Γερμανού, νά ανακοίνωση τάς αρνητικάς απαντήσεις τών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, τής ερβίας καί τής Ρουμανίας, ίνα παρασύρη τήν Ίεραρχίαν εις τό πραξικόπημα τής ήμερολογιακής μεταβολής καί καταστήση καί ταύτην άλληλέγγυον καί συνυπεύθυνον μετ Αυτού; Μήπως ούτος προς έπιτυχίαν τών μεταρρυθμιστικών σχεδίων του δέν έφθασεν εις τοιούτον ασυνειδησίας σημείον ώστε εις τήν ύνοδον τής Ιεραρχίας κατ Όκτώβριον τού 1933, καθ' ην κατηγγέλθη ύπό τών Ιεραρχών Δημητριάδος, Κασσανδρείας, Δράμας, καί Δρυϊνουπόλεως ή ημερολογιακή καινοτομία, ως αντικείμενη προς αποφάσεις Πανορθοδόξων υνόδων νά ψευσθή έν γνώσει, βεβαιώσας ως ιστορικός τήν Ίεραρχίαν ότι καμμία ύνοδος δέν κατεδίκασε τό Γρηγ. ήμερολόγιον ένώ διά τής ιδίας αυτού υπογραφής βέβαιοι τό εναντίον εις μίαν μεγάλην
πραγματείαν
του
περί
τής
Εκκλησίας
τής
'Αλεξανδρείας, δημοσιευθείσαν είς τήν Μεγάλην Έλληνικήν Έγκυκλοπαίδειαν
Μακρή,
(Σόμος
Γ'
σελ.
562)...
Ή κατ' άνοχήν όμως παραδοχή τού νέου ημερολογίου ύπό τής Ιεραρχίας τής Ελλάδος αφορά ταύτην ως πρόσωπα καί ουχί ως εκπροσωπούσαν τήν έννοιαν τής Εκκλησίας, συνερχομένην εις ύνοδον καί έν Άγίω πνεύματι άποφαινομένην κατά τά θέσμια τής Όρθοδόξου Εκκλησίας. Ευτυχώς ότι ό γράφων καί οί συναγωνισταί
του
Δημητριάδος
καί
Ζακύνθου
δέν
συγκατελέγοντο εις τήν πλειοψηφίαν τής Ιεραρχίας τής έξουσιοδοτησάσης τόν Μακαριώτατον Πρόεδρον διά τήν έφαρμογήν τού νέου ημερολογίου. Ιδού διατί τό διάβημα ημών προβάντων εις τήν άποκήρυξιν τής Ιεραρχίας διά τό τόλμημα τής ημερολογιακής καινοτομίας, δέν
δύναται νά χαρακτηρισθή ώς ανταρσία κατά τής Εκκλησίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί τής Ελλάδος, ώς καί προηγουμένως
είπομεν,
άλλ'
ώς
άποκήρυξις
μιας
άντικανονικής αποφάσεως τής υνόδου άντιστρατευομένης προς τους ιερούς Κανόνας καί τάς σεπτάς παραδόσεις τής Εκκλησίας. Παρ όλα όμως ταύτα ή Διοικούσα ύνοδος, καίπερ άποκηρυχθείσα
υφ
ημών
δι
επίσημου
έγγραφου
ως
χίσματική, προέβη όλως άναρμοδίως νά δικάση ημάς, ώς εγείροντας δήθεν πτέρναν κατά της Εκκλησίας καί νά καταδικάση ημάς μή υπαγόμενους πλέον ύπό τήν δικαιοδοσίαν καί τήν δοσιδικίαν Αυτής εις καθαίρεσιν, εις ύποβιβασμόν, εις τήν τάξιν τών Μοναχών καί πενταετή σωματικόν περιορισμόν εις διαφόρους Μονάς. Σού λόγου ενταύθα γενομένου ας μοί επιτραπή καί ή ανασκευή τής αποφάσεως ταύτης. Ή άπόφασις αύτη έστηρίχθη έπί όλως εσφαλμένως βάσεως, ην, όταν τις άρη, πίπτει άφ' εαυτής ή ισχύς καί τό κύρος αυτής, μή δυναμένη
έπ'
ουδεμιάς
άλλης
βάσεως
νά
στηριχθή.
Σό δίκασαν ημάς υνοδικόν Δικαστήριον έκ τού υποβληθέντος τη Διοικούση υνόδω άποκηρυκτικού ημών εγγράφου, κακώς ήγαγε τό συμπέρασμα, ότι ήμείς έπαναστατήσαμεν κατ' Αυτής πειραθέντες
δι'
επαναστατικών
δήθεν
προκηρύξεων
νά
έξεγείρωμεν τόν Κλήρον καί τόν λαόν κατά τής Εκκλησίας. Λέγομεν δέ κακώς καί εσφαλμένως ίνα μή είπωμεν έπί κακοβούλω προθέσει, διότι τό υνοδικόν Δικαστήριον άνιί νά εξέταση, νά κρίνη καί νά άνασκευάση δι'έπιχειρημάτων τους Εκκλησιαστικούς
καί
δικαιολογούμεν και
Κανονικούς
λόγους,
κατωχυρούμεν
τήν
δι'
ων
άποκήρυξιν
ήμείς τής
Διοικούσης υνόδου ώς χισματικής, παρέρχεται τούτους διά τελείας
σιγής
διότι
είναι
άνεπίδεκτοι
ανασκευής,
καί
επιλαμβάνεται ώς σανίδα σωτηρίας τήν άνταρσίαν δήθεν κατά τής Εκκλησίας καί τό χίσμα Αυτής, όπερ δημιουργηθέν ύπό
τής Ιεραρχίας διά τής εισαγωγής τού Παπικού ημερολογίου, μάτην πειράται νά άποδώση εις ημάς έπιδιώξαντες ακριβώς διά τής επαναφοράς τού όρθοδόξου εορτολογίου τήν ειρήνευσιν τής Εκκλησίας, καί τήν ένωσιν τών διαιρεθέντων χριστιανών έν τω έδάφει τών Εκκλησιαστικών παραδόσεων ημών. Σοσούτω δέ μάλλον ώφειλεν ή Διοικούσα ύνοδος καί τό δίκασαν ημάς υνοδικόν Δικαστήριον νά λάβη ύπ' όψιν τά εκκλησιαστικά καί Κανονικά επιχειρήματα έφ' ων έστηρίξαμεν τήν άποκήρυξιν καί τήν άπόσχισιν Αυτής, όσω έν τω τέλει τού άποκηρυκτικού ημών έγγραφου έξεφράζομεν καί τήν ελπίδα ότι ή Διοικούσα ύνοδος σταθμίζουσα τάς σοβαράς εύθύνας ας υπέχει Αύτη ενώπιον
Θεού
καί
Εκκλησίας
διά
τό
τόλμημα
τής
ημερολογιακής καινοτομίας, θά εύδοκήση νά άρη τό συνεπεία ταύτης προκληθέν χίσμα τών χριστιανών προς ένωσιν αυτών. Διό καί ήμείς, όσω καί αν δέν έλπίζωμεν άπό τήν Διοικούσαν ύνοδον νά άρη έκ τού περιβόλου τής Εκκλησίας τό αίτιον τού σκανδάλου καί τού χίσματος τού όρθοδόξου χριστεπωνύμου ποιμνίου,
όσω
καί
άν
άποκηρύπωμεν
Αυτήν,
ώς
άποτειχισθείσαν έκ τού καθολικού κορμού τής ορθοδοξίας διά τής ημερολογιακής καινοτομίας, ούχ' ήττον άφήσαμεν δι' Αυτήν καί μίαν θύραν άνοικτήν διά τήν προσέγγισιν καί συνεννόησιν μεθ' ημών προς ειρήνευσιν καί άποσόβησιν τών όλεθρίων συνεπειών τού χίσματος. 'Αλλ' ή Διοικούσα ύνοδος αντί νά μελετήση σοβαρώς τό έγγραφον ημών, δι' ου άπεκηρύττομεν αυτήν διά τήν πλάνην τήν ήμερολογιακήν καί διαβεβαίωση ημάς περί τών αγνών καί ειλικρινών Αυτής διαθέσεων προς συνεννόησιν έστω καί προς διαφώτισιν ημών έπί τω τέλει, όχι πλέον νά μή έπισημοποιηθή τό χίσμα δι' ημών άλλα νά άρθή τελείως τούτο δι' ημών, έξευρισκομένης άπό κοινής συσκέψεως καί συνεννοήσεως μιας λύσεως τού
ζητήματος ίκανοποιούσης τήν έννοιαν τής ορθοδοξίας τής Εκκλησίας καί διααωζούσης τήν άξιοπρέπειαν τής Ιεραρχίας, έθεώρησε καλόν νά περιφρόνηση ημάς διά τής σιωπής καί νά κηρύξη ύποδίκους ενώπιον υνοδικού Δικαστηρίου. Διό καί ότε είδομεν ότι ή Διοικούσα ύνοδος ού μόνον δέν ηθέλησε
νά
κόμη
χρήσιν
τών
μέσων
τού
ειρηνικού
συμβιβασμού τοσούτω μάλλον όσω ήμεϊς άπεφύγαμεν νά προβώμεν έπί δεκαήμερον εις λειτουργικήν τίνα πράξιν, ϊνα μή άποκλείσωμεν τήν ελπίδα τής ειρηνικής διευθετήσεως τού ζητήματος, άλλα καί προέβη άνευ ουδεμιάς προηγουμένως νομίμου διαδικασίας εις τήν παύσιν έκ τών θρόνων αυτών τού Δημητριάδος
καί
τού
Ζακύνθου,
καί
τόν
διορισμόν
Σοποτηρητών έν ταϊς έπαρχίαις αυτών, συνηγάγομεν πλέον τό λογικόν συμπέρασμα ότι ή Διοικούσα ύνοδος, άποκλείσασα πάσαν ελπίδα συνεννοήσεως, ανεγνώρισε διά τής πράξεως αυτής ταύτης τήν ύφ' ημών γενομένην άποκήρυξιν Αυτής καί άπόσχισιν ημών έκ τής Εκκλησίας.Έν τη περιπτώσει ταύτη έθεωρήσαμεν ήμείς αυτούς ελευθέρους νά ένεργήσωμεν διά τήν Έκκλησίαν τών άκολουθούντων τό πάτριον έορτολόγιον έπί κεφαλής τής οποίας έτάχθημεν, πάν, ό,τι άπητείτο διά τήν όργάνωσιν αυτής. Καί έκ τών πρώτων έθεωρήσαμεν καλόν νά απαρτίσωμεν
τήν
ύνοδον
τής
Εκκλησίας
τών
παλαιοημερολογιτών καί νά συμπληρώσωμεν τά Μέλη Αυτής, προβάντες καθ' ό είχομεν καθήκον καί δικαίωμα έκ τών υνοδικών Διατάξεων καί τών ίερών Κανόνων είς ψήφισιν καί χειροτονίαν τεσσάρων νέων Επισκόπων διά τήν πλήρωσιν τών θρησκευτικών αναγκών τού ποιμνίου τής Εκκλησίας ήμών. Ή άπόφασις του υνοδικού Δικαστηρίου τυγχάνει καθαρόν άπαύγασμα
προσωπικής
έχθρας
καί
έμπαθείας
των
ίεροδικαστών προς ίκανοποίησιν της οποίας δεν ώκνησαν, ουδέ όρρώδησαν νά καταπατήσωσιν ου μόνον τόν Καταστατικόν της
Εκκλησίας νόμον, καί τους θείους καί ιερούς Κανόνας, αλλά καί αυτό τό ύνταγμα. Σήν Καλογηρικήν ταύτην έμπάθειαν μή δυνάμενος
νά
φαντασθή
ό
διάσημος
Καθηγητής
τού
Εκκλησιαστικού Δικαίου εν τω Έθνικώ Πανεπιστήμιω κύριος Κ. Ράλλης έχαρακτήρισε τήν άπόφασιν ταύτην τού υνοδικού Δικαστηρίου ώς Κλασσικήν άμάθειαν των Δικαστών.... ....Σήν Φριστιανικήν έν γένει κοινωνίαν καί πάντοτε, μεν, άλλα κυρίως κατά τήν μεταπολεμικήν ταύτην έποχήν τής ηθικής έκλύσεως καί διαφθοράς, λυμαίνονται διάφοροι οργανώσεις καί έταιρείαι κρύφιαί τε καί φανεραί, αίτινες υπό τό πρόσχημα τής κοινωνικής άλληλεγγύης τής προόδου, καί τής ελευθερίας, προσπαθούσι διά θεμιτών καί άθεμίτων μέσων νά προσεταιρισθώσιν αυτήν καί νά καταστήσωσιν όργανον τών καταχθονίων καί εγωιστικών αυτών σχεδίων καί σκοπών. "Απασαι αύται αί οργανώσεις καί έταιρείαι όρμώνται άπό εγωιστικά καί υλικά ελατήρια καί προς ένα καί τόν αυτόν κατευθύνονται στόχον, πώς δηλότι προς έπιτυχίαν τών κατάχθονίων αυτών σκοπών νά έκμεταλλευθώσι τάς μάζας τών λαών ας βαυκαλίζουσι καί διαβοκολούσι μέ διάφορα προσχήματα καί δελεάσματα. Αί καταχθόνιοι καί ατανικαί αύται οργανώσεις έπεξέτειναν τούς δρακτικούς καί δηλητηριώδεις πλοκάμους αυτών εις άπασαν τήν Φριστιανικήν Εύρώπην καί ώς κύριον καί μοναδικόν αυτών σκοπόν έχουσι νά καταρρίψωσιν, ένθεν μέν τό
βασίλειον
τών
Φριστιανικών
ιδεών,
ένθεν
δέ
τήν
στρατιωτικήν δύναμιν τών Κρατών, ίνα ούτω αύται, έχουσαι εις χείρας αυτών τόν τύπον καί τόν χρυσόν δυνηθώσιν εις τό τέλος νά κυριαρχήσωσι τής Ευρώπης διά τής υλικής δυνάμεως αυτών.... Δυστυχώς ούκ' ολίγος αριθμός έκ τού επιστημονικού καί διανοουμένου κόσμου τής Ελλάδος έπιλήσμων γενόμενος τών
Εκκλησιαστικών
καί
Εθνικών
αυτού
παραδόσεων
προσεταιρίσθη τάς όθνείας καί αντιχριστιανικάς θεωρίας τών μυστικών τούτων εταιρειών καί γίνεται άνεπιγνώτως όργανον αυτών προς καταπολέμησιν τών χριστιανικών καί εθνικών ιδεωδών! Έγκατέλιπον ούτοι τήν χριστιανικήν όρθόδοξον θρησκείαν, ήτις ώς ίδρυμα θείον άπαυγάζει όντως θεσπέσιον μεγαλείον εις τε τό δογματικόν καί ηθικόν περιεχόμενον τής διδασκαλίας
αυτής,
ώς
καί
εις
τάς
θαυμασίας
καί
μεγαλοπρεπείς έκκλησιαστικάς τελετάς καί μυσταγωγίας καί ήσπάσθησαν τά χρεωκοπήσαντα δόγματα καί τάς γελοίας τελετάς τάς έν κρύπτω καί παραβύστω τελούμενος εις τάς διαφόρους στοάς. Σά μυστικά αυτών καί ανομολόγητα Δόγματα, συγκρινόμενα προς τά φανερά καί θεσπέσια δόγματα τής χριστιανικής θρησκείας άποτελούσιν όντως μίαν παρωδίαν καί παράκρουσιν διά τήν Έλληνικήν διάνοιαν καί ψυχήν. Εντεύθεν καί ή λυσσαλέα άντίδρασις, ην συνηντήσαμεν έκ μέρους τής έπισήμου Εκκλησίας καί τής πολιτείας τής ανωτάτης
εκπαιδεύσεως
τών
έμποροβιομηχανικών
καί
χρηματιστικών κύκλων, όπως άναστηλώσωμεν τήν όρθοδοξίαν ην άπεμπόλησεν ό Μακαριώτατος, εισαγαγών έν τή Εκκλησία όθνείας καί άντορθοδόξους παραδόσεις καί συνηθείας. Διά τού αγώνος τούτου έσκοπούμεν συγχρόνως καί όπως άποκαθάρωμεν τόν Ελληνικόν Κλήρον άπό τά φαύλα καί ανήθικα στοιχεία άτινα εισεχώρησαν εις τόν περίβολον τής Ελληνικής
Εκκλησίας, υπό
τήν
προστασίαν
τού
προκαθημένου, καί νά παράσχωμεν συνάμα καί εις τόν ακραιφνή Όρθόδοξον Ελληνικόν Λαόν, έν έναυσμα διά τήν έκκλησιαστικήν
άναγέννησιν
καί
έθνικήν
αυτού
έξανάστασιν.... Οί κύκλοι ούτοι προσποιούμενοι τόν συγχρονισμένον καί τόν μεμορφωμένον, τό ζήτημα τού ημερολογίου, έθεώρησαν
καθαρώς ώς ζήτημα χρονικόν καί άστρονομικόν, έφ' ω καί έσπευσαν νά ταχθώσι μέ τό νέον τό επιστημονικώς δήθεν τελειότερον
καί
τούς
μέν
καινοτόμους
Αρχιερείς
νά
έκθειάσωσιν ώς συγχρονισμένους καί προοδευτικούς, ημάς δέ νά καυτηριάσωσιν ώς άσυγχρονίστους καί οπισθοδρομικούς. Μάτην
προσεπαθήσαμεν
νά
πείσωμεν
αυτούς
δι'όσων
έξετυπώσαμεν καί εις τόν ήμερήσιον τύπον έδημοσιεύσαμεν, ότι τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον δεν σκοπει νά καθορίση επιστημονικώς τήν άκριβείαν τού χρόνου τούθ' όπερ είναι έργον τών αστρονόμων καί τών μαθηματικών, άλλά νά χρησιμεύση ώς εις ενωτικός κρίκος διά τόν ταύτόχρονον κάι όμοιόμορφον έορτασμόν τών διαφόρων εορτών ύφ' όλων τών Εκκλησιών καί ώς αλάνθαστος πυξίς τής Όρθοδόξου Θείας Λατρείας δι' όλας τάς Εκκλησίας.... Όθεν επανερχόμενοι εις τήν κεντρικήν ημών ιδέαν λέγομεν ότι αιτία
όλης
Κοινωνικής
αυτής
τής
Εκκλησιαστικής
ακαταστασίας
καί
Πολιτικής
άθλιοτητος,
καί είναι
αί καταχθόνιοι αύται οργανώσεις αϊτινες άπό ετών δρώσαι καί έν Ελλάδι, έξέτειναν τούς δηλητηριώδεις πλοκάμους αυτών εις τάς ανωτέρας καί κατωτέρας κοινωνικάς τάξεις, υπό τό έμβλημα τού Σεκτονισμού διά τάς πρώτας, υπό τό δέλεαρ δέ τού
Κομμουνισμού
διά
τάς
δευτέρας....
Βεβαίως ή άντίδρασις ην συνηντήσαμεν ήμείς οί Ίεράρχαι διά τήν άνόρθωσιν τής Εκκλησίας έκ μέρους τών προαιωνίων έχθρων τής ορθοδοξίας είναι έν προμήνυμα τής αντιδράσεως ην θά συναντήσωσιν οι πολιτικοί ήγέται, οι μέλλοντες νά άναπετάσωσι τό ένδοξον λάβαρον τής Εθνικής αναγεννήσεως έκ
μέρους
τών
παγκοσμίων
τούτων
συνωμοτών
τών
πνευματικών ιδεών καί τού Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. 'Αλλ' ούτοι δεν πρέπει νά δειλιάσωσιν εις τήν πρώτην άντίξοον περίστασιν καί νά έγκαταλίψωσι τόν άναπλαστικόν καί
έθνικόν
αγώνα.
Ούτοι
έχοντες
παράδειγμα
ημάς
τούς
Αρχιερείς τούς μή όκνήσαντας καί περί τάς δυσμάς τού βίου νά άντιμετωπίσωμεν εύσθενώς καί μεγαλοψύχως καί αυτήν τήν έξορίαν χάριν τής πίστεως καί τής όρθοδοξίας, ας δείξωσι καί ούτοι ύπομονήν καί έγκαρτέρησιν εις τόν αγώνα καί ας μή διστάσωσι
μηδέ
απορριγήσωσι
εν
έσχατη
ανάγκη
να
προσφερωσι και αυτήν την ζωήν των ως καλλιέρημα σεπτόν εις τόν
ιερόν
τής
εθνικής
αναγεννήσεως
βωμόν....
"Αν δέ επιχείρηση τις καί μίαν ακριβή στατιστικήν τής Ελληνικής κοινωνίας θά εύρη ουκ ολίγους Σέκτονας καί Κομμουνιστάς μεταξύ τών ανωτέρων καί τών κατωτέρων στρωμάτων αυτής. 'Όθεν μέ μίαν τοιαύτην Έκκλησιαστικήν Κρατικήν καί Κοινωνικήν κατάστασιν πάσα προσπάθεια μονομερής προς έξυγίανσιν καί άνύψωσιν τής Πολιτείας καί τής Εκκλησίας αποβαίνει αδύνατος έάν μή προηγουμένως καθαρθή ό εθνικός καί πολιτικός ορίζων άπό τά ζοφερά καί απαίσια καρκινώματα τού Σεκτονισμού καί τού Κομμουνισμού, τών
δύο
τούτων
φονικών
και
ειδεχθών
όψεων
ύφ'ας
έμφανίζονται αί καταχθόνιαι αύται Όργανώσεις αί άπειλούσαι τόν άθάνατον Έλληνισμόν, όστις καί έν μέσω τών εθνικών κατακλυσμών ώς ασκός έπέπλευσεν έπί τών τρικυμιωδών ώκεανών χάρις εις τήν ζωτικότητα καί τό σθένος τό ηθικόν, όπερ
ήρύετο
ούτος
άπό
τήν
άκένωτον
πηγήν
τών
Εκκλησιαστικών παραδόσεων καί τών Εθνικών ιδεωδών.... Μέ τήν άκράδαντον ταύτην πίστιν καί τήν γλυκεράν ελπίδα τερματίζω τήν παρούσαν πραγματείαν ευχόμενος όπως Κύριος ό θεός φωτίζη καί ένισχύη τούς αγωνιζόμενους υπέρ τής αναστηλώσεως τών Εκκλησιαστικών καί Εθνικών παραδόσεων, έπιβραβεύων τήν νίκην εις αυτούς προς δόξαν Φριστού καί διαιώνισιν
τού
αθανάτου
κλέους
τού
Ελληνισμού.
Έγγραφον έν τή Ί.Μονή Αγίου Διονυσίου 1/14 Ιουλίου 1935 ο ΠΡ. ΥΛΩΡΙΝΗ ΦΡΤΟΣΟΜΟ
Απευθυνόμενοι προς τους διανοουμένους ορθοδόξους "Ελληνας, έχομεν ύπ' όψιν εκείνους έξ αυτών, οίτινες δέν έπαυσαν νά πιστεύωσιν εις τά ιδεώδη της θρησκείας καί της Πατρίδος. Σούτους προτιθέμεθα νά διαφωτίσωμεν περί της σπουδαίας σημασίας, ην ενέχει τό ζήτημα τού Εκκλησιαστικού ήμεολογίου διά τήν όρθοδοξίαν καί τήν Έθνικήν ιδεολογίαν. "Εκαστον "Εθνος έχει καί ίδιον τρόπον του σκέπτεσθαι, τού αισθάνεσθαι καί τού ένεργείν καί ούτω δημιουργείται κατά γενικόν κανόνα τό διασκεπτικόν, τό θυμικόν καί τό βουλητικόν εκάστου έθνους. Προς δημιουργίαν δέ τών τριών τούτων δυνάμεων τών εθνών, ήτοι της σκέψεως, τής συναισθήσεως καί της βουλήσεως, συντελούν λόγοι κλιματολογικοί,
κληρονομικοί,
ιστορικοί,
παιδαγωγικοί.
Διό καί έκαστον "Εθνος αναλόγως τού κλίματος τής γενεαλογίας, τής ίστορίας καί τής παιδαγωγικής του, άνάλογον δημιουργεί θέσιν εν τή εθνική σταδιοδρομία αυτού. "Εκαστον δέ "Εθνος σταδιεύον τόν δίαυλον τής εθνικής ζωής, αναλόγως τών εμφύτων καί επίκτητων προσόντων καί ιδιοτήτων του, άναλογον δημιουργεί καί τόν ίδιον πολιτισμόν. Καί ούτω έχομεν τους διαφόρους πολιτισμούς τών Εθνών, ους δυνάμεθα κατά τους θεμελιώδεις χαρακτήρας αυτών νά συμπτύξωμεν εις δύο· τόν Άνατολικόν καί τόν Δυτικόν πολιτισμόν. Καί τόν μέν Άνατολικόν πολιτισμόν έδημιούργησαν τά "Εθνη τής Ανατολής, τόν δέ Δυτικόν τά "Εθνη τής Δύσεως. Σήν συνισταμένην τού μέν Ανατολικού πολιτισμού άπετέλεσεν ή Ελληνική διάνοια καί ιδεολογία, τού δέ Δυτικού ή Ρωμαϊκή διάνοια καί νομολογία. Ό Ανατολικός πολιτισμός, λόγω τής ευκρασίας τού κλίματος, τής πατριαρχικής γενεαλογίας καί τής ιστορικής καταγωγής, ως βάσιν έχει τήν ήθικήν ιδέαν τού άτομου καί τής οικογενείας καί τήν προσέγγισιν τού ανθρωπίνου προς τό θείον. Ένώ ό Δυτικός λόγω τής δυσκρατίας τού κλίματος, τής φεουδαρχικής γενεαλογίας καί τής ιστορικής μεγαλομανίας του, ως βάσιν έχει τήν πολιτικήν ιδέαν τού άτομου, τήν Κρατικήν δεσποτείαν καί τήν προσαρμογήν τού θείου προς τό άνθρώπινον.
Σούτου ένεκα, ότε έλθόντος τού πληρώματος τού χρόνου, κατήλθεν ο Χριστός εις τόν κόσμον, ή Ανατολή έχρησίμευσεν ώς τόπος τής Γεννήσεως Αυτού, ώς έχουσα πλησιεστέραν τήν συγγένειαν προς τό θείον, προς ό ήλθεν ο Χριστός νά συμφιλίωση καί νά προσάρμοση τό άνθρώπινον, έφ' ώ Θεός ων καί άνθρωπίνην προσέλαβε μοφήν καί ύπόστασιν. Ούτω ή θρησκεία τού Χριστού σκοπόν έχουσα νά αναβίβαση τόν άνθρωπον εκ τής γής προς τόν Ούρανόν καί νά συμφιλίωση αυτόν μέ τόν Θεόν καί άπαλλάττουσα τού τυραννικού ζυγού τής αμαρτίας καί τού κακού, νά άνυψώση αυτόν εις τάς ιδεώδεις σφαίρας τής αθανασίας καί τού αγαθού, ένεκολπώθη τόν Άνατολικόν καί δή τόν Έλληνικόν πολιτισμόν, όστις υπέρ
πάντα
άλλον
έφθασε
πλησιέστερον
προς
τόν
Θεόν.
Διό καί ή θεία Πρόνοια, ήτις πόρρωθεν προκαταβάλλει τάς άφορμάς τών μεγάλων κοσμοϊστορικών γεγονότων, πρίν ή κατέλθη ό Χριστός εις τόν κόσμον, προελείανε τό έδαφος τής υποδοχής Αυτού διά τής έπικρατήσεως εν τή Ανατολή, ένθα έμελλε νά γεννηθή διά τής Ελληνικής γλώττης καί τού Ελληνικού πολιτισμού όν έσπειρε κατά τήν προσφυά έκφρασιν τού Πλουτάρχου, καθ' άπασαν τήν έώαν ό δορυκτήτωρ Μέγας Αλέξανδρος. "Οντως μόνον ή λιγυρά καί εύστροφος Ελληνική διάλεκτος καί ή εμβριθής καί φιλοσοφική διάνοια τού "Ελληνος καί ή εύπτερος καί μεγαλόπνους ελληνική φαντασία, ήδύνατο νά άντιληφθή πληρέστερον τό θείον καί ιδεώδες πνεύμα τής Χριστιανίκης θρησκείας καί νά διατύπωση τά ύπερφυή καί θεσπέσια Δόγματα καί τάς μυστηριώδεις αυτής διδασκαλίας. Καθ' όσον ό κόσμος κατά τήν έποχήν τής γεννήσεως τού Χριστού έκυλίετο εις τόν βόρβορον τών παθών καί τής άκολαοίας καί αν ούτος υπό τήν έπήρειαν τών ακολάστων καί έγωϊστικών παθών δέν έξωμοιώθη τελείως προς τήν τάξιν τών αλόγων κτηνών, τούτο οφείλεται εις τόν Έλληνικόν πολιτισμόν, όστις οσάκις ή ανθρωπότητα εκινδύνευε νά άποκτηνωθή καί άποθηριωθή, συνεκράτει αυτήν εις τά όρια τού ανθρωπισμού καί τού ιδεαλισμού διά μιας ενέσεως καί ενός εμβολιασμού τού ιδεώδους Ελληνικού ορρού. Σούτου ένεκα ό Χριστιανισμός ώς θείος εμβολιασμός τής ανθρωπίνου ψυχής, ίνα μεταγγισθή καί επικρατήση εις αυτήν, έπρεπε νά εύρη ου μόνον πρόσφορον έδαφος, άλλα καί τά κατάλληλα όργανα καί μέσα προς μετάγγισιν αυτού εις πάντα τά "Εθνη, τά καθήμενα εν χώρα καί σκιά θανάτου. Καί ώς τοιαύτα έχρησίμευσαν ή Ελληνική γλώσσα καί Ελληνική διάνοια. Διό καί ότε προσήλθον εις τόν Χριστόν οί πρώτοι "Ελληνες έν Ιερουσαλήμ, άνεφώνησεν ό Κύριος «νύν έδοξάσθη ό υίός τού άνθρωπου», προσημαίνων τήν διά τού Ελληνικού πνεύματος καί τής
λιγυράς καί ήδυφθόγγου Ελληνικής γλώσσης, άνάπτυξιν καί διάδοσιν τής χριστιανικής θρησκείας καί τήν θαυματουργικήν έπικράτησιν αυτής άνά τά πέρατα τής γής. Ούτω ό Χριστιανισμός διατυπωθείς διά τής αθανάτου καί λιγυράς Ελληνικής γλώττης καί αναπτυχθείς διά τού φιλοσοφικού ιδεώδους τού ελληνικού πνεύματος, προσηρμόσθη τόσον μετ' αυτού καί έξοικειώθη, ώστε απετέλεσαν ένα ιδιάζοντα τύπον πολιτισμού, τόν Έλληνοχριστιανικόν λεγόμενον πολιτισμόν, έξ ου έξεμαιεύθη καί έκυοφορήθη
ή
μεγάλη
Ελληνική
Βυζαντινή
Αυτοκρατορία.
Ό
Χριστιανισμός ενώ εις τήν Άνατολήν εύρεν οικείον καί φιλικόν τό έδαφος, διότι έπεκράτει έν αύτη τό συγγενές προς τό θείον έλληνικόν πνεύμα, εις τήν Δύσιν τουναντίον εύρε τό έδαφος ού μόνον δυσμενές, άλλα καί πολέμιον. Είναι γνωστοί έκ τής Έκκλησιαστικής ιστορίας οί διωγμοί, ούς ήγειραν κατά τού Χριστιανισμού οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έν τή Δύσει καί έν αύτη ακόμη τή Ανατολή, άλλα καί ή έπαίσχυντος ήττα, ην υπέστησαν ούτοι ύπό τής θείας δυνάμεως αυτού καί ην ώμολόγησεν ό τελευταίος διώκτης αυτού ό Ιουλιανός ό Παραβάτης άναφωνήσας όταν εδέχθη τό πάρθιον βέλος εις τήν καρδίαν «νενίκηκάς με Ναζωραίε». Καί όταν επεκράτησε διά τής θείας δυνάμεως του έν τή Δύσει ό Χριστιανισμός, άνελθών εις τους θρόνους τών Καισάρων καί περιβληθείς τήν άλουργή πορφύραν τών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, δέν κατώρθωσε νά διαπεράση τήν τετανώδη ψυχήν τής δύσεως καί νά μεταγγίση εις τους κόλπους αυτής τόν χυμόν τής θείας ιδιότητος αυτού, όπως εις τήν ψυχήν τής Ανατολής. Διό καί ή Δύσις αντελήφθη ώς Εκκλησία βεβαίως καί όχι ώς άτομον, άντελήφθη τόν χριστιανισμόν μάλλον ύπό τήν παιδαγωγικήν καί νομοκρατικήν αυτού ιδιότητα, παρά ύπό τήν θείαν καί έξαγιαστικήν αυτού δύναμιν καί άποστολήν. Σούτου ένεκα εις τήν Δύσιν, ό ανώτατος θρησκευτικός Αρχηγός καί Ποντίφηξ τής Καθολικής εκκλησίας ό Πάπας, ήτο καί Αρχηγός τής Πολιτείας καί διεχειρίζετο άπολυταρχικώς τήν τε θρησκευτικήν καί τήν πολιτικήν έξουσίαν. Ένώ εις τήν Άνατολήν ένθα έπεκράτησεν ή θεία καί ηθική ιδιότης τής χριστιανικής θρησκείας, ό Αρχηγός τής Εκκλησίας είχε καθαρώς πνευματικήν καί ήθικήν έξουσίαν ακολουθών τό Εύαγγελικόν παράγγελμα· «'Απόδοτε τά τού Καίσαρος τω Καίσαρι καί τά τού Θεού τω Θεώ». (Ματθ. 22 21). Εις τήν βασικήν ταύτην διαφοράν
τής
αντιλήψεως
τής
χριστιανικής
θρησκείας
ύπό
τής
Ανατολικής καί τής Δυτικής Εκκλησίας, οφείλεται ή έπικράτησις εις ταύτην μέν τού πνεύματος τής αίρέσεως καί τής κακοδοξίας, εις έκείνην δέ τού πνεύματος τής συντηρητικότητος καί τής ορθοδοξίας. "Ωστε ή
αίρεσις καί ή κακοδοξία έν τή Δυτική Εκκλησία ώς αρχήν καί πηγήν έχει τήν ιδιάζουσαν άντίληψιν αυτής περί τού Χριστιανισμού ώς θρησκείας προωρισμένης νά συμμορφώση τάς ιδέας τού θείου προς τάς ιδέας τού ανθρωπίνου περιεχομένου αυτής καί νά ύποτάξη αύταρχικώς τάς ανθρωπίνους ψυχάς καί τά σώματα ύπό τήν άπολυταρχικήν κυριαρχίαν τού ανωτάτου Ποντίφικος τής Εκκλησίας καί τού ανωτάτου "Αρχοντος τής Πολιτείας τού Πάπα. Ένώ ή συντηρητικότης καί ή ορθοδοξία έν τή Ανατολική Εκκλησία ώς αρχήν καί βάσιν έχει νά προσαρμόση τάς ιδέας τού άνθρωπου προς τάς ιδέας τού Θεού, καί νά ύποτάξη έκουσίως καί ελευθέρως τήν άνθρωπίνην ψυχήν καί τό σώμα ύπό τήν κυριαρχίαν τού θείου καί ύπερκοσμίου πνεύματος τού Χριστού. Εντεύθεν συμβαίνει εις μέν τήν Δυτικήν Έκκλησίαν τό Έκκλησιαστικόν πολίτευμα νά ή άπολυταρχικόν καί Δεσποτικόν, εις δέ τήν 'Ανατολικήν Έκκλησίαν φιλελεύθερον καί υνταγματικόν. "Ωστε ό λόγος τής συντηρητικότητος καί τής ορθοδοξίας τής 'Ανατολικής Εκκλησίας, άφ' ενός καί τής αιρέσεως καί τής κακοδοξίας τής Δυτικής Εκκλησίας, άφ' ετέρου, ό απορρέων κατ' αρχήν
έξ
αυτής
τής
διαφόρου
άντιλήψεως
τού
πνεύματος
τού
Χριστιανισμού ύφ' έκατέρας τών Έκκλησιών, κέκτηται πολύ μεγάλην σημασίαν καί σπουδαιότητα καθ' όσον έκ τής υπεροχής ταύτης ή εκείνης τής απόψεως εξαρτάται ή έπικράτησις τής θείας, ή τής άνθρωπίνου ιδιότητος τής χριστιανικής θρησκείας έν τω κόσμω. Σούτου ένεκα ή μέν εκκλησία
τής
Δύσεως
προσπαθεί
πάντοτε
νά
προσαρμόζη
τάς
θρησκευτικάς διατάξεις καί τάς εκκλησιαστικάς παραδόσεις, εις ας άπεκρυσταλλώθη τό ακραιφνώς όρθόδοξον καί θείον πνεύμα τής Χριστιανικής θρησκείας. Ούτος είναι καί ό λόγος δι' δν ή μέν Εκκλησία τής Δύσεως θεωρείται καί λέγεται προοδευτική, ή δέ εκκλησία τής Ανατολής συντηρητική καί εφεκτική. Βεβαίως άπό απόψεως κοινωνικής κρίνοντες τήν θρησκείαν έχει δίκαιον νά χαρακτηρίζη έκείνην μεν ως προοδευτικήν καί συγχρονισμένην, ταύτην δε ως συντηρητικήν καί άσυγχρόνιστον. 'Αλλ' όταν τις Λάβη ύπ' όψιν τήν θείαν υπόστασιν καί ιδιότητα τής χριστιανικής θρησκείας, τήν μή έπιδεχομένην καμμίαν έξέλιξιν ώς φέρουσαν τήν σφραγίδα τής θείας τελειότητας, απαλλάσσει τότε τήν όρθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν τής αδίκου μομφής τής στασιμότητος καί αποδίδει εις Αυτήν τόν τίτλον τής θείας Άποστολικότητος. Διότι όσον μία Χριστιανική Εκκλησία προσεγγίζει προς
τήν
αρχαιότητα
καί
Άποστολικότητα,
τόσον
ευρίσκεται
πλησιέστερον προς τήν θείαν αυτής άλήθειαν, ήτις αποτελεί τήν ακριβή
στάθμην καί τήν λυδίαν λίθον τής ορθοδοξίας Αυτής. Σούτου οϋτως έχοντος άπό θρησκευτικής απόψεως προοδευτικοί πρέπει νά λογιζώμεθα ήμείς οι ορθόδοξοι, οίτινες εμμένοντες πιστοί προς τάς αρχαίας Άποστολικάς καί υνοδικάς Διατάξεις καί τάς σεπτάς εκκλησιαστικός παραδόσεις, ευρισκόμεθα έγγύτερον προς τήν θείαν άλήθειαν τής θρησκείας, ή οί Δυτικοί οίτινες άκολουθούντες τήν προοδευτικήν έξέλιξιν άπεμακρύνθησαν του θείου πνεύματος του χριστιανισμού, εισαγαγόντες νέα ανθρώπινα Δόγματα, ώς τό άλάθητον τού πάπα καί τήν άσπιλον σύλληψιν τής Αγίας ΄Αννης κατά τήν γέννησιν τής Θεοτόκου καί νέας ανθρωπίνους παραδόσεις ώς τά άζυμα, τάς όστιας καί διαφόρους άλλας καινοτομίας. Όθεν εκ τής έπικρατήσεως έν τω χριστιανικώ κόσμω τής ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας ή τής Δυτικής τής κακοδόξου καί Αιρετικής, θά έξαρτηθή ή έπικράτησις ή του θείου καί ύπερκοσμίου ή του ανθρωπίνου καί κοσμικού περιεχομένου τής χριστιανικής θρησκείας. Σό μέν πρώτον εγγυάται ή συντηρητικότης καί τό ακραιφνώς όρθόδοξον καί θείον πνεύμα τής Ανατολικής Εκκλησίας, τό δέ δεύτερον προμνηστεύεται τό συγχρονισμένον καί έξελικτικόν άλλ' αιρετικόν καί κακόδοξον πνεύμα τής Δυτικής Εκκλησίας. Κατά ταύτα καί οι διανοούμενοι "Ελληνες δέν πρέπει νά θεωρηθώσι καί έκλαμβάνωσιν ώς οπισθοδρομικούς καί άσυγχρονίστους τους Κληρικούς εκείνους εξ ημών, οίτινες έχονται στερρώς τών έκκλησιαστικών παραδόσεων καί της ορθοδοξίας καί τουναντίον ώς προοδευτικούς καί συγχρονισμένους εκείνους, οίτινες μή πιστεύοντες κατά βάθος εις τήν θείαν ύπόστασιν τής Εκκλησίας καί μή αισθανόμενοι ποσώς τόν άνώτερον παλμόν τής ορθοδοξίας, προσπαθούν διά διαφόρων καινοτομιών νά συγχρονίσωσι καί νά προσαρμόσωσι τάς θρησκευτικάς διατάξεις τής Εκκλησίας προς τάς προοδευτικάς δήθεν αντιλήψεις τής κοινωνίας έπί μειώσει τού θείου κύρους τής ορθοδοξίας. Διότι κατά τήν όρθήν άντίληψιν υπό έποψιν θρησκευτικήν προάγουσι τήν Έκκλησίαν καί λέγονται προοδευτικοί, ουχί οί διά μιας καινότομίας υπό τό πρόσχημα τής εξυπηρετήσεως τής κοινωνίας άπομακρυνόμενοι τής αληθείας καί τής ορθοδοξίας, άλλ' οί έχόμενοι ταύτης στερρώς καί προσαρμόζοντες τάς σκέψεις καί τάς ενεργείας αυτών προς τό όρθόδοξον πνεύμα τών Αποστολικών καί υνοδικών Διαταγών. Σό πνεύμα τής θρησκείας καί τής ορθοδοξίας διετύπωσαν οί θείοι Απόστολοι εις τάς Αποστολικάς αυτών διαταγάς καί ανέπτυξαν είτα οί "Αγιοι Θεοφόροι Πατέρες καί άπεκρυστάλλωσεν τό ακραιφνές πνεύμα τής ορθοδοξίας διά Δογματικών υμβόλων καί τών θείων καί ίερών κανόνων, ους έθέσπισαν
εις διαφόρους υνόδους Σοπικάς καί Οικουμενικός, καταθωρακίσαντες τήν άπαραμείωτον τήρησιν τούτων δι' άρών. αναθεμάτων καί αφορισμών. Οί θεόπνευστοι Απόστολοι καί οί
πνευματέμφοροι Πατέρες τής
Εκκλησίας άπηγόρευσαν έπί ποινή αφορισμού καί άναθέματος πάσαν άλλοίωσιν καί τροποποίησιν τών Δογματικών καί λειτουργικών τής Εκκλησίας παραδόσεων, διότι αύται ώς έμπνευσθείσαι υπό τού 'Αγίου Πνεύματος είναι θείαι καί τέλειαι καί επομένως ανεπίδεκτοι οιασδήποτε μεταβολής καί τροποποιήσεως υπό τού ανθρωπίνου πνεύματος. Καί τούτο, διότι πάσα άλλοίωσις καί τροποποίησις ύπό τού ανθρωπίνου πνεύματος είς τά κατά θείαν έμπνευσιν θεσπιθέντα καί νομοθετηθέντα ύπό τών αγίων καί θεοφόρων πατέρων εις τάς 7 Οικουμενικάς υνόδους, αποβαίνει πάντοτε προς μείωσιν του θείου κύρους τής θρησκείας, καθ' όσον δέν δύναται ποτέ τό άνθρώπινον πνεύμα νά επινόηση τι τελειότερον εκείνου όπερ έθεσπίσθη καί ένομοθετήθη κατ έμπνευσιν τού παναγίου πνεύματος. Διό καί ή Ζη 'Αγία καί Οικουμενική ύνοδος, ιδού πώς θωρακίζει τάς εκκλησιαστικάς παραδόσεις.«Μή καινοτομίαν καί άφαίρεσιν ποιήσασθαι τής ευσεβούς έν ύμίν κεκρατηκυίας συνηθείας. Τά γάρ παραδοθέντα έν τή Καθολική Εκκλησία, ούτε προσθήκην, ούτε μείωσιν επιδέχεται. Μεγίστη γάρ τόν προστιθέντα καί τόν άφαιρούντα τιμωρία δεσμοί. Έπικατάρατος γάρ φησίν, ός μετατίθησιν όρια πατέρων αυτού», καί άλλαχού, «ήμείς τους θεσμούς
τών
Πατέρων
φυλάττομεν.
Ήμείς
τους
προστιθέντας
ή
άφαιρούντας εκ τής Καθολικής Εκκλησίας άναθεματίζομεν»· καί άλλαχού ή αυτή ύνοδος λέγει: «ήμείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι καί παρά τού ενός πνεύματος λαβόντες χάριν άκαινοτομήτως καί άμειώτως πάντα τά τής Εκκλησίας έφυλάξαμεν». (Ζη Οικουμενική Σύνοδος). "Οθεν κατόπιν πάντων τούτων έρωτώμεν τους διανοουμένους "Ελληνας τους πιστεύοντας καί σεβόμενους τάς σεπτάς παραδόσεις τής ορθοδόξου Εκκλησίας, ποιοί εκ τών Κληρικών είναι πιστοί καί προοδευτικοί εκείνοι, οίτινες
προσπαθούσι
παραδόσεις
καί
νά
νά
ύποκαταστήσωσι
προσαρμόσωσι
ταύτας
τάς
εκκλησιαστικός
προς
τάς
εκάστοτε
μεταβαλλόμενος κοινωνικάς αντιλήψεις έπί ζημία τής θεοπνευστίας καί τής θείας αυθεντίας αυτών, ή εκείνοι οίτινες σέβονται ταύτας ώς θεοπνεύστους καί διατηρούσιν άκαινοτομήτους καί άπαραμειώτους, ίνα μή θίξωσι τήν θείαν αύθεντίαν αυτών;..... Διό καί οι ίεράρχαι εκείνοι καί πατριάρχαι ακόμη, οίτινες έκ πόθου ηθέλησαν νά προσεγγίσωσι τήν ορθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν προς
τήν Αίρετικήν καί κακόδοξον Δυτικήν, άπεμπολούσι τάς ορθοδόξους παραδόσεις φορώνται ού μόνον ώς μή έχοντες όρθόδοξον συνείδησιν, άλλα καί ώς μή αισθανόμενοι τόν άνώτερον παλμόν τού Ελληνικού πολιτισμού, όστις πάλλει, εις τήν καρδίαν τής ορθοδοξίας. Κατά ταύτα πάς, όστις προδίδει τήν όρθοδοξίαν, προδίδει καί τήν έθνικήν ιδεολογίαν. υνεπώς καί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όστις ελαφρά τή συνειδήσει εισήγαγεν έν τή Όρθοδόξω θεία λατρεία τής Αύτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας τό Γρηγοριανόν έορτολόγιον, όπερ έχαρακτήρισαν πανορθόδοξοι ύνοδοι ώς μίαν καινοτομίαν τής Πρεσβυτέρας Ρώμης, ως παγκόσμιον σκάνδαλον καί ώς αύθαίρετον καταπάτησιν τών θείων καί ίερών Κανόνων καί τών ορθοδόξων εκκλησιαστικών παραδόσεων, ίνα προσεγγίση τήν όρθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν προς τήν Αίρετικήν καί κακόδοξον Δυτικήν Έκκλησίαν, δικαίως αποκαλείται άπεμπολητής ού μόνον τής Όρθοδοξίας άλλα καί τής εθνικής ημών ιδεολογίας, τής συνυφασμένης μετά τής ιδέας τής Όρθοδοξίας. Ποσάκις όντως έπί Βυζαντινής εποχής, ώς καί κατά τόν χρόνον τής στυγερός καί άτεράμνου Σουρκικής δουλείας, ή Καθολική Έκκλησία τής Δύσεως διά τών πολιτικών οργάνων Αυτής, δέν έπεβουλεύθη τήν έθνικήν ημών ιδεολογίαν καί κληρονομίαν καί δέν ήγειρεν ολόκληρους ταυροφορίας, δι' ων κατέλαβε καί αυτήν ακόμη τήν βασιλίδα τών πόλεων, τό εύριζον τούτο έθνικόν άγαλίαμα καί κατεσπίλωσε τήν άγνήν καί άμωμον Ιδέαν τής όρθοδοξίας ύπ' αυτούς τους ούρανίους θόλους τού πανσέπτου ναού τής Αγίας οφίας; Κατόπιν πάντων τούτων έρωτώμεν τους λογίους καί διανοουμένους όρθοδόξους "Ελληνας· ποιοι εξυπηρετούν τήν έθνικήν ενότητα καί ιδεολογίαν, οι Ιεράρχαι εκείνοι, οίτινες διά τού Παπικού εορτολογίου, ού μόνον διέσπασαν τήν καθόλου ενότητα τών Όρθοδόξων Εκκλησιών, άλλα καί διήρεσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς εις δύο ημερολογιακός μερίδας, ή ήμείς οίτινες προσπαθούμεν νά άρωμεν τό αίτιον τής διαιρέσεως διά τής επαναφοράς τού πατρίου καί ορθοδόξου εορτολογίου καί προς άναστήλωσιν τού ορθοδόξου χριστεπωνύμου πληρώματος τής Ελληνικής Εκκλησίας; 'Άς μή παρασύρωνται οί διανοούμενοι καί λόγιοι "Ελληνες
άπό
τάς
ψευδείς
καί
ασυνείδητους
διακηρύσεις
του
Μακαριωτάτου, ότι τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον δέν έχει καμμίαν σχέσιν μέ τήν όρθοδοξίαν καί τήν έθνικήν ιδεολογίαν, διότι ό ίδιος, ώς θεολόγος καί ιστορικός ώμολόγησεν ότι τούτο έχει τόσω σοβαράν έκκλησιαστικήν σημασίαν, ώστε ή μονομερής τούτου μεταβολή αποτελεί
λόγον Έκκλησιαστικού χίσματος καί ζημιοί σπουδαίως καί τά Εθνικά συμφέροντα. Καί προς περισσοτέραν πίστωσιν τών λεγομένων ύφ' ημών παραθέτομεν τήν γνωμοδότησιν τής προς μελέτην τού Εκκλησιαστικού ημερολογίου διορισθείσης ειδικής Επιτροπής, ης Μέλος ετύγχανε καί ό τότε θεολόγος Καθηγητής τού Εθνικού Πανεπιστημίου, καί νύν Μακαριώτατος
Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών
κ.
Χρυσόστομος
Παπαδόπουλος. «Λαβόντες ύπ' όψιν, ότι ή Εκκλησία τής Έλλάδος ώς καί αί λοιπαί ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Έκκλησίαι, αν καί ανεξάρτητοι εσωτερικώς είναι όμως στενώς συνδεδεμένοι προς άλλήλας καί ηνωμέναι διά τής Αρχής τής πνευματικής ενότητας τής Εκκλησίας, άποτελούσαι μίαν καί μόνην τήν όρθόδοξον Έκκλησίαν καί συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται νά χωρισθή τών λοιπών καί άποδεχθή νέον ήμερολόγιον χωρίς νά καταστή Σχισματική απέναντι τών άλλων. "Οθεν καί ή Εκκλησία τής Έλλάδος, όπως μετάβάλη τό Έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον είναι άπαραίτητον καί οφείλει, ίνα μή άποσχισθή τών λοιπών όρθοδόξων Εκκλησιών καί τούθ' όπερ ού μόνον τήν ενότητα καί άρμονίαν τής ορθοδόξου Εκκλησίας θέλει καταστρέψει καί τήν δύναμιν αυτής μειώσει, άλλα καί άπό Εθνικής απόψεως είναι άσύμφορον καί έπιζήμιον». υνεπεία δέ τής γνωμοδοτήσεως ταύτης εξεδόθη καί έπί Βασιλέως Γεωργίου τού Βου καί τό Βασιλικόν Διάταγμα τής 18ης Ιανουαρίου 1923, δι' ου αναγνωρίζεται μέν τό νέον ήμερολόγιον διά τήν Πολιτείαν, άλλα διά τήν Έκκλησίαν αναγνωρίζεται τό ανέκαθεν καθιερωμένον Ίουλιανόν ήμερολόγιον. Σούτων, ούτως εχόντων επαφίεται είς τήν εύθυδικίαν των λογίων καί διανοουμένων Ελλήνων νά κρίνωσι, άφ' ενός μέν τήν στάσιν καί τήν πολιτείαν τού Μακαριωτάτου, όστις άνευ ουδεμιάς σπουδαίας ανάγκης καί σοβαρού έκκλησιαστικού καί εθνικού λόγου εισήγαγε τό παπικόν έορτολόγιον έν τή Εκκλησία προς σκανδαλισμόν καί διαίρεσιν τών Όρθοδόξων Ελλήνων, άνοίξας ούτω μίαν πυορροούσαν πληγήν εις τήν καρδίαν τής Ελληνικής Έκκλησίας καί άφ' έτερου τήν στάσιν καί τήν πολιτείαν ημών, οίτινες άγωνιζόμεθα, ϊνα άρωμεν τό αίτιον τού σκανδάλου καί τής διαιρέσεως, έπαναφέροντες τό όρθόδοξον έορτολόγιον προς άναστήλωσιν τής όρθοδοξίας καί ένωσιν παντός τού ορθοδόξου Χριστεπωνύμου πληρώματος τής Εκκλησίας. Έν εϊδει επιλόγου προβάλλομεν εις τόν Μακαριώτατον Άρχιεπίσκοπον τά έξης ερωτήματα:
Α) Διατί αί μετά την πρώτην Οικουμενικήν ύνοδον τήν καθορίσασαν τήν έορτήν του Πάσχα τήν πρώτην Κυριακήν μετά τήν έαρινήν πανσέληνον, ληφθείσης ώς βάσεως της ισημερίας του Ιουλιανού ημερολογίου, αί λοιπαί εξ Οικουμενικαί ύνοδοι δέν προέβησαν εις τήν διόρθωσιν δήθεν τού λάθους τού Ιουλιανού ημερολογίου μολονότι οί Πατέρες έγίνωσκον τήν πλημέλειαν τούτου;
Β) Διατί καί μετά ταύτα, όταν ό Πάπας έπειράθη νά έπιβάλη τό Γρηγοριανόν ήμερολόγιον καί εις τήν Όρθόδοξον Έκκλησίαν, αϊ πανορθόδοξοι ύνοδοι αί συνελθούσαι έν Κων/πόλει (1583, 1587, 1593) έπί Οικουμενικού Πατριαρχάρχου Ιερεμίου τού Β’ κατεδίκασαν αυτό, χαρακτηρίσασαι ώς μίαν καινοτομίαν της πρεσβυτέρας Ρώμης ώς παγκόσμιον σκάνδαλον καί ώς αύθαίρετον καταπάτησιν των θείων καί ιερών Κανόνων; (Ιστορία Μελετίου 16ου αιώνος. Σόμ. 3, σ. 402, παρ. 9), (Έκκλ. Ίστορ. Φιλ. Βαφειάδου 1453-1908 τόμ. Γ’ σελ. 124-125), (Σόμος αγάπης Δοσιθέου σελ. 538), (Κανονικαί Διατάξεις Μ. Χαρτ. Μ. Γεδεών, σελ. 34), (Ιστορία περί Ιεροσολύμων Χρυσ. Παπαδοπούλου τού νύν Αρχιεπισκόπου τού Μακαριωτάτου περί ημερολογίου «Έκκλησ. Κήρυξ Αθηνών» έτος Η’ σελίδες 129, 134, 135, 173, 175, 189, 190, 230), (Πραγματεία Αρχιεπισκόπου Αθηνών περί της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας Μεγάλης Έλλην. Έγκυκλοπ. Μακρή τόμ. Γ’ σελ. 562).
Γ) Διατί o αυτός Μακαριώτατος απεφάνθη ώς θεολόγος καί ιστορικός εις τήν έκθεσιν της προς μελέτην τού ημερολογιακού ζητήματος καταρτισθείσης ύπό τού υπουργείου τών Θρησκευμάτων επιτροπής, ότι ή μονομερής άποδοχή νέου ημερολογίου ύπό της Εκκλησίας τής Ελλάδος αποτελεί λόγον χίσματος καί ζημιοϊ σπουδαίως καί τά εθνικά συμφέροντα;
Δ) Διατί έπί Οικ. Πατριάρχου Ιωακείμ τού Γ’ άπασαι αί ορθόδοξοι Έκκλησίαι απέκρουσαν τό Γρηγοριανόν ήμερολόγιον ώς άντορθόδοξον και αντίκανονικόν πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου;
Ε) Διατί ό Αρχιεπίσκοπος εις την έορτήν του Πάσχα έρχεται μαζί μας να έορτάση και περιμένει ημάς δύο Κυριακάς, ίνα άνοίξη μαζί μας το Σριώδιον και δεν ξεύρει ποιον Εύαγγέλιον και ποιον Άπόστολον να ανάγνωση κατά τάς δύο ταύτας Κυριακάς, διότι δεν προβλέπει περί τούτων ό Πασχάλιος Κανών; Σ) Διατί ό Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος απέκρυψε από την ύνοδον της Ιεραρχίας την διαμαρτυρίαν, ην άπηύθυνεν εις Αυτόν ως έμπνευστήν και πρωτεργάτην της ημερολογιακής καινοτομίας, ό αείμνηστος Πατριάρχης ‘Αλεξαν)ρείας Φώτιος, χαρακτηρίσας αυτήν ως Δογματικώς και Κανονικώς άποκρουστέαν και άπόβλητον;
Ζ) Διατί και με ποιον δικαίωμα ό Μακαριώτατος προέβη εις την έξαφάνισιν της νηστείας των Αγίων Άποστόλων, τούθ’ όπερ γίνεται όταν το Πάσχα κατά το νέον ήμερολόγιον συμπίπτη κατά Μάϊον όπως εφέτος;
Η) Διατί ό Μακαριώτατος και οι οπαδοί του έχωρίσθησαν, παρά την ρητήν άπαγόρευσιν των θείων και ιερών Κανόνων (56ος της 6ης Οικ., 19ος της έν Γάγγρα και 17ος της έν Λαοδικεία) διά της αποδοχής του νέου ήμερολογίου άπό τους Όρθοδόξους και συνεορτάζουσι μετά των έτεροδόξων τάς έορτάς του Αγίου Δωδεκαημέρου και πάσας τάς ακίνητους τοιαύτας των Αγίων Άποστόλων και της Θεομήτορος;
Θ) Διατί παρέβη ό Μακαριώτατος Αποστολικός και υνοδικός Διατάξεις, έπενεγκών διά του νέου ημερολογίου μίαν σύγχυσιν εις τον ύπό του Πασχαλίου Κανόνος καθορισθέντα ένιαύσιον Κύκλον των Κυριακών, ούτως ώστε να άγνοή ό ιερεύς όποιον Εύαγγέλιον να ανάγνωση κατά τάς Κυριακάς αϊτινες άφηρέθησαν διά του νέου ημερολογίου μέχρι της ανοίξεως του Σριωδίου, να διαγραφή εκκλησιαστικός ακολουθίας και άλλας να άναβάλη;
Ι) Διατί ό Μακαριώτατος να μη δείξη μίαν άλληλεγγύην, ένα σεβασμόν προς την γνώμην των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών και δή των κατ’ Άνατολάς Πατριαρχών και έξαιρέτως του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπερ άπεξένωσε τόσων νεοημερολογιτών προσκυνητών κατά τάς Αγίας
ημέρας των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, καθ’ ας έβαπτίζοντο οί προσκυνηταί μετά του Σιμίου ταυρού εις τον Ίορδάνην ποταμόν;
ΙΑ) Διατί ό Μακαριώτατος περιεφρόνησε την άπόφασιν της Ιεραρχίας, όπως θέση εις έφαρμογήν το νέον ήμερολόγιον, αφού συνεννοηθή πρώτον μετά των λοιπών Όρθοδόξων Εκκλησιών και έν έτος άργότερον άπό της λήψεως της αποφάσεως προς διαφώτισιν και προπαρασκευήν του Όρθοδόξου Ελληνικού λαού;
ΙΒ) Και τελευταϊον διατί ό Μακαριώτατος δεν έσεβάσθη την ύπό την προεδρίαν Αυτού ληφθεϊσαν άπόφασιν της υνόδου της Ιεραρχίας, ήτις κατεδίκασέ την χρήσιν δύο ημερολογίων ύπό Κανονικών Ιερέων, ως πλήττουσαν εις τά καίρια την θρησκευτικήν και έθνικήν ενότητα του ορθοδόξου λαού άποφανθεϊσα περί τούτου ως εξής: «Ή παραδοχή δύο τυχόν ημερολογίων έστω και αν το έν έξ αυτών θεωρηθή ήμερολόγιον οικονομίας και ανοχής, αποτελεί πλήγμα καιριώτατον κατά της θρησκευτικής και εθνικής ενότητας του λαού. Δεν είνε δυνατόν ή αυτή εορτή να έορτάζηται δίς εντός δεκατριών ήμερων ύπό των αυτών λειτουργών, έφ’ όσον ούτοι ως χριστιανοί και Μέλη της Ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας είναι υποχρεωμένοι να μετέχουν ψυχικώς άπαξ εις τά της εορτής. Κατά δε την δευτέραν τυχόν επανάληψιν της αυτής εορτής και πανηγύρεως θα έκινδύνευον να λαμβάνουν μέρος μηχανικώς άνευ σεβασμού προς τά τελούμενα, άνευ εσωτερικού θρησκευτικού ψυχισμού. (Βλέπε έγγραφον της τελευταίας υνόδου της Ιεραρχίας προς τον Πρόεδρον της τότε Κυβερνήσεως).
Ό πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος