Arne Dahl Τα µπλουζ της Ευρώπης ____________________________________ μετάφραση από τα σουηδικά Γρηγόρης Κονδύλης
Ψηφιακή Έκδοση Μάιος 2012 Τίτλος πρωτοτύπου Arne Dahl, Europa Blues, Manpocket
© 2011, Arne Dahl © 2011, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-501-807-8 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5807 Κ.Ε.Π. 2254, Κ.Π. 2436
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόμου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 11472 Αθήνα, τηλ.:211 3003500, fax:211 3003562 http://www.metaixmio.gr e-mail:
[email protected] Κεντρική διάθεση: Ασκληπιού 18, 10680 Αθήνα τηλ.:210 3647433, fax:211 3003562
Βιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ασκληπιού 18, 10680 Αθήνα τηλ.:210 3647433, fax:211 3003562 Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 11472 Αθήνα τηλ.:211 3003580, fax:211 3003581 Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 54631 Θεσσαλονίκη τηλ.:2310 260085
Ένα
ένα βράδυ στις αρχές του Μάη. Επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Ή τανΟύτε υποψία ανέμου δεν φυσούσε πάνω από τα νερά του
Σάλτχουεν. Η στενόμακρη σημαία του κάστρου πέρα στο Καστέλχολμεν κρεμόταν εντελώς χαλαρή από τον ιστό της. Οι οδοντωτές προσόψεις της Χουέπσμπρουν έμοιαζαν με σκηνικό στο βάθος. Ούτε ένα σκίρτημα δεν έβλεπες στις σημαίες κατά μήκος του Σταντσγκόρντεν, ούτε μια δεντροκορφή δεν κουνιόταν πάνω από την οδό Φιελγκάταν, η βλάστηση πάνω στο Μουσεμπάκε ούτε καν τρεμούλιαζε. Και το μόνο που έκανε τα σκοτεινά νερά στο Στενό του Μπεκχόλμ να διαφέρουν από έναν καθρέφτη ήταν κάποιες κινούμενες, ιριδίζουσες αναλαμπές από κατάλοιπα καυσίμων των βαποριών. Για μια στιγμή το είδωλο του νεαρού άντρα περιτριγυρίστηκε από έναν σχεδόν τέλειο, ομόκεντρο, ιριδίζοντα κύκλο, όπως σε ένα τηλεσκοπικό στόχαστρο, αλλά κατόπιν ο κύκλος διαλύθηκε και γλίστρησε νωχελικά προς τη μεριά της γέφυρας του Μπεκχόλμ, προσλαμβάνοντας άλλες, σταθερά εναλλασσόμενες μορφές. Ο νεαρός άντρας τίναξε από πάνω του τη στιγμιαία ταραχή που τον είχε διαπεράσει και σνίφαρε την πρώτη γραμμούλα. Έπειτα έγειρε πίσω στο παγκάκι του πάρκου, άπλωσε τα χέρια του στη ράχη από το παγκάκι και σήκωσε το πρόσωπο προς τον καθάριο ουρανό που σκοτείνιαζε με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Περίμενε να νιώσει κάτι: μπα, καμία διαφορά. Μόνον εκείνη η ίδια και γεμάτη αυτοπεποίθηση ηρεμία που είχε διαταραχθεί προ ολίγου. Με ένα προκλητικό χαμόγελο κοίταξε την τράπουλα που ήταν απλωμένη εκεί δίπλα του, στο παγκάκι του πάρκου. Ντάμα μπαστούνι. Με την άλλη γραμμούλα έτοιμη. Τύλιξε το χαρτονόμισμα και έγλειψε τα απομεινάρια της άσπρης σκόνης. Μετά το σήκωσε και το κοίταξε. Χίλιες κορόνες. Ένα σουηδικό χιλιάρικο. Ένας γέρος με γενειάδα. Ο κωλόγερος θα φαινόταν κουρασμένος κατά τους επόμενους μήνες, σίγουρα πράγματα. Τύλιξε τον κωλόγερο και σήκωσε προσεκτικά την ντάμα μπαστούνι. Αισθάνθηκε διπλά θαρραλέος, διπλά δυνατός. Έπειτα από μία μόνον εβδομάδα σε ξένη πόλη, σε ξένη χώρα, να κάθεσαι στο παγκάκι ενός δημόσιου πάρκου και να σνιφάρεις κοκαΐνη ήταν αναμφισβήτητα πολύ θαρραλέο, αλλά ήταν δυο φορές πιο θαρραλέο όσο υπήρχε ο κίνδυνος να σου πάρει όλη τη σκόνη μια ξαφνική ριπή του ανέμου. Αν και επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Τώρα πια ήταν απαραίτητες δύο γραμμές για να φτιαχτεί. Το ότι σύντομα θα απαιτούνταν τρεις, και κατόπιν τέσσερις και πέντε, δεν ήταν κάτι το οποίο τον απασχολούσε τούτη τη στιγμή που πλησίαζε τον τυλιγμένο σε σωληνάκι κωλόγερο στα καλούδια της μαύρης κυρίας και κάλυπτε με ένα σνιφάρισμα όλη τη διαδρομή προς τον
παράδεισο. Έτσι έφτασε κι εκεί. Αν και όχι με έναν κρότο, όπως άλλοτε, μ’ εκείνη την αίσθηση ενός ροπάλου του μπέιζμπολ κατευθείαν στα δόντια, αλλά αθόρυβα, σαν μια άμεση, ακόρεστη επιθυμία για περισσότερο. Το φτιάξιμο αναπτυσσόταν αργά αλλά σταθερά και παραμόρφωνε σιγά σιγά το οπτικό του πεδίο από τα πλάγια, του προσέδιδε μια ελαφρή κλίση, δίχως ωστόσο να παράγει ριπές ανέμου. Η πόλη που όλο και σκοτείνιαζε ήταν ακόμη σε κατάσταση νηνεμίας, σχεδόν σαν σε καρτ ποστάλ. Είχαν αρχίσει ν’ ανάβουν κάποια φώτα εδώ κι εκεί στις προσόψεις των σπιτιών, οι δέσμες φωτός από τα αυτοκίνητα γλιστρούσαν αθόρυβα πέρα στο βάθος και η μυρωδιά ήπιας σαπίλας από μια ξαφνιασμένη άνοιξη ενισχύθηκε ξαφνικά κι έγινε μυρωδιά υπονόμου, περιττώματα από κάνα δυο τεράστιες καμηλοπαρδάλεις που εμφανίστηκαν ξαφνικά από πάνω του, συνοδευόμενες από τον παραμορφωμένο ήχο διαπεραστικών παιδικών κραυγών που αντηχούσαν παντού. Σ’ αυτόν έτυχαν, σ’ αυτόν που μισούσε τα ζώα. Τα ζώα τον φόβιζαν, τα μισούσε από τότε που ήταν ακόμη παιδί. Και τώρα εμφανίζονταν μπροστά του αυτές οι τεράστιες, τερατώδεις, βρόμικες και κραυγαλέες καμηλοπαρδάλεις, σαν σε εφιάλτη. Ένα φευγαλέο προαίσθημα πανικού διέτρεξε το είναι του πριν δει ότι οι καμηλοπαρδάλεις ήταν ένα ζευγάρι μεγάλων γερανών ναυπηγείου και ακούσει ότι οι παιδικές κραυγές προέρχονταν από το γειτονικό πάρκο ψυχαγωγίας που μόλις είχε ανοίξει για τη σεζόν. Χάθηκε επίσης και η δυσωδία από τα περιττώματα των πανύψηλων ζώων και ήταν ξανά ένα μικρό κομμάτι ξαφνιασμένης άνοιξης. Κι ο χρόνος κύλησε. Πολύς χρόνος. Άγνωστος χρόνος. Ήταν κάπου αλλού. Σε άλλο χρόνο. Στον χρόνο του φτιαξίματος. Σε έναν άγνωστο αρχέγονο χρόνο. Μέσα του είχε αρχίσει ένα γουργουρητό. Σηκώθηκε και κοίταξε την πόλη σαν να περιεργαζόταν κάτι εχθρικό. Στοκχόλμη, σκέφτηκε και σήκωσε το χέρι. Εσύ, βάναυσα όμορφη μικρογραφία μεγαλούπολης, σκέφτηκε και έσφιξε το χέρι του γροθιά. Τόσο εύκολο να κατακτηθείς, σκέφτηκε και σήκωσε τη γροθιά του προς την πόλη, λες και ήταν ο πρώτος που το έκανε. Στράφηκε στο σκοτάδι του λυκόφωτος που έπεφτε ακάθεκτο. Το οπτικό του πεδίο την είχε ακόμη την κλίση του, οι ήχοι και οι μυρωδιές συνέχιζαν να διατηρούν μιαν ελαφριά παραμόρφωση. Κανένας άνθρωπος στην περιοχή. Ούτε έναν δεν είχε δει όση ώρα βρισκόταν εδώ. Κι ωστόσο ένιωθε κάποια παρουσία. Αμυδρά, σαν σε αντικατοπτρισμό. Πράγματα που φαίνονταν να γλιστρούν ακριβώς έξω από το οπτικό του πεδίο. Απόδιωξε την αίσθηση αυτή. Δεν ήταν πρέπουσα για έναν άνθρωπο που θα κατακτούσε μια πόλη. Πήρε την ντάμα μπαστούνι από το παγκάκι, την έγλειψε μέχρι που έλαμψε, την έβαλε στη μέσα τσέπη, κοντά στην καρδιά, και χάιδεψε το λεπτό καλοκαιρινό σακάκι, χρώματος ροζ ανοιχτού, στο ύψος του στέρνου. Ξετύλιξε το χιλιάρικο που είχε κολλήσει στο χέρι του στον αλογάριαστο χρόνο του φτιαξίματος. Έγλειψε ξανά τα απομεινάρια της λευκής σκόνης και έπειτα έσκισε επιδεικτικά το χιλιάρικο σε μακριές λωρίδες, τις οποίες άφησε να πέσουν στο έδαφος. Έμειναν εκεί κάτω ακίνητες. Επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Όταν άρχισε να κινείται, κροτάλισε. Το συνήθιζε αυτό τώρα τελευταία. Γι’ αυτόν ο πλούτος μετρούσε ακόμη ανάλογα με το πάχος της χρυσής καδένας γύρω από τον λαιμό. Ο κόσμος θα άκουγε την επιτυχία του. Ξαφνιάστηκε που το δρομάκι Βάτουγκρεντ, το όνομα του οποίου συλλάβισε με πολύ κόπο από μέσα του διαβάζοντας την πινακίδα, ήταν εντελώς έρημο. Δεν έβγαιναν οι
Σουηδοί τα βράδια; Τότε ήταν που ένιωσε πόσο είχε προλάβει να κρυώσει ο καιρός. Και το σκοτάδι να γίνει σκέτη πίσσα. Εντελώς σιωπηλό, επίσης. Ούτε μια παιδική κραυγή από το πάρκο ψυχαγωγίας. Πόσο είχε παραμείνει εκεί κάτω στο νερό, βυθισμένος στο φτιάξιμό του; Κάτι σύρθηκε και πέρασε πλάι του, κοντά στα πόδια του. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν φίδια αυτά που σέρνονταν. Ζώα. Σύντομος τρόμος. Και μετά είδε τι ήταν. Μικρές λωρίδες από ένα χιλιάρικο. Κοίταξε γύρω του. Υπήρχαν χήνες πέρα στο Σάλτχουεν. Ο αέρας φύσηξε ψυχρός και διαπέρασε ακόμα και το μέσα του. Τα φίδια του χιλιάρικου συνέχισαν την πορεία τους προς το εσωτερικό του Γιουργκορντστάντεν. Τότε ήταν που αισθάνθηκε ξανά εκείνη την παράξενη παρουσία. Τίποτα. Τίποτε απολύτως. Κι ωστόσο ήταν εκεί. Ψυχρή παρουσία. Άνεμος παγωμένος που διαπερνούσε την ψυχή. Κι ωστόσο δεν υπήρχε καθόλου. Λες και όλη την ώρα βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου δεν έφτανε η όραση. Βγήκε στον μεγάλο δρόμο. Ούτε ένας άνθρωπος. Ούτε ένα όχημα. Τον διέσχισε και χώθηκε μέσα στο δάσος. Το ένιωθε σαν δάσος. Δέντρα παντού. Και η παρουσία όλο και εντονότερη. Κάπου ακούστηκε μια κουκουβάγια. Κουκουβάγια; σκέφτηκε. Ζώο, σκέφτηκε. Και τότε είδε με την άκρη του ματιού μια σκιά που γλίστρησε πίσω από ένα δέντρο. Κι ύστερα άλλη μία. Έμεινε ακίνητος. Η κουκουβάγια ακούστηκε ξανά. Αθηνά, σκέφτηκε. Η αρχαία μυθολογία που είχε εντυπωθεί βαθιά μέσα του από τότε που μεγάλωνε στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Αθηνά, η θεά της σοφίας. Μινέρβα την είπανε οι Ρωμαίοι σαν την κλέψανε. Στάθηκε για μια στιγμή και προσπάθησε να μοιάσει στην Αθηνά. Σοφός. Μα συμβαίνει τώρα αυτό πραγματικά; Μήπως φαντάζομαι αυτές τις σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις; Και γιατί νιώθω τρόμο; Μήπως δεν έχω βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τρελαμένους ναρκομανείς και τους άφησα αναίσθητους με μερικές γρήγορες κινήσεις; Είμαι ηγέτης ολόκληρης αυτοκρατορίας. Τι είναι αυτό που με τρομάζει; Τότε ο τρόμος παίρνει σάρκα και οστά. Κατά κάποιον τρόπο είναι καλύτερα. Όταν σπάζει το κλαδί εκεί πίσω από το έλατο και ο ήχος του καλύπτει ακόμα και τον επιταχυνόμενο άνεμο, εκείνος ξέρει ότι υπάρχουν. Κατά κάποιον τρόπο είναι υπέροχα. Είναι μια επιβεβαίωση. Δεν τους βλέπει, αλλά το βάζει στα πόδια. Είναι σχεδόν πίσσα το σκοτάδι, και νιώθει σαν να διασχίζει τρέχοντας ένα αρχέγονο δάσος. Τα κλαδιά τον μαστιγώνουν. Και η χοντρή αλυσίδα κροταλίζει ασταμάτητα. Σαν κουδούνα αγελάδας. Ζώα, σκέφτεται και ορμάει στον δρόμο. Ούτε ένα αυτοκίνητο. Λες και ο κόσμος έπαψε να υπάρχει. Μόνον αυτός και κάποια πλάσματα που δεν μπορεί να κατανοήσει. Κι άλλο δάσος. Δέντρα παντού. Ο άνεμος που τον διαπερνά σφυρίζοντας. Παγωμένος άνεμος. Και οι σκιές που γλιστρούν παντού σε όλη τη μεθόριο του οπτικού του πεδίου. Αρχέγονα πλάσματα, σκέφτεται, διασχίζει έναν μικρό δρόμο και τρέχει καταπάνω σ’ έναν σιδερένιο φράχτη με πυκνό πλέγμα. Ορμάει ν’ ανέβει στον φράχτη. Ο φράχτης ταράζεται σύγκορμος. Εκείνος όλο και σκαρφαλώνει. Τα δάχτυλα γλιστρούν. Ήχος κανένας, εκτός από τον άνεμο. Α, ναι: και η κουκουβάγια. Διαπεραστική. Κουκουβάγια με παραμόρφωση. Μια τρομακτική κραυγή που ανταμώνει με τον αμείλικτο άνεμο.
Μια κραυγή αρχέγονη. Τα μήλα των δαχτύλων του κόβονται και ματώνουν πάνω στην αιχμηρότατη πλέξη του φράχτη. Η παρουσία είναι παντού τώρα. Ένα παιχνίδι σκοτεινότερων σκιών που διασχίζουν το σκοτάδι. Βγάζει το πιστόλι από τη θήκη στη μασχάλη. Κρεμιέται από τον φράχτη με το ένα χέρι και πυροβολεί με το άλλο. Πυροβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Αδιακρίτως. Μάταιοι πυροβολισμοί στο αρχέγονο δάσος. Καμία απάντηση. Καμία αντίδραση. Και οι σκιές να συνεχίζουν να γλιστρούν γύρω του. Αμετάβλητες. Άφοβες. Ακαταμάχητες. Ψηλαφητά βάζει ξανά το όπλο στη θήκη του, μερικές σφαίρες τού έμειναν, ένα τελευταίο μέτρο προφύλαξης, και η εγγύτητα των σκιών τού δίνει υπεράνθρωπες δυνάμεις, αυτό τουλάχιστον νομίζει ο ίδιος όταν τραβιέται πάνω και προς τα έξω και αδράχνει το αγκαθωτό συρματόπλεγμα που προεξέχει σε λοξή γωνία από την κορυφή του φράχτη. Υπεράνθρωπες δυνάμεις, σκέφτεται μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, απαγκιστρώνεται από τα μεταλλικά αγκάθια που έχουν χωθεί στα χέρια του και περνάει από την άλλη πλευρά. Για να σας δω τώρα, σκέφτεται καθώς πηδάει κάτω στη βλάστηση, στην άλλη πλευρά του φράχτη. Για να σας δω να γλιστράτε κι αποδώ, αν μπορείτε. Και το κάνουν. Νιώθει την άμεση παρουσία τους. Σηκώνεται πίσω από τους θάμνους, εκεί που είχε πέσει, και βρίσκεται να κοιτάζει ένα ζευγάρι λοξά, κιτρινωπά μάτια. Ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη. Μυτερά αυτιά προβάλλουν πάνω από τα μάτια, και προς τα κάτω διακρίνει μια σειρά αιχμηρά δόντια. Ένα ζώο, σκέφτεται και πηδάει στο πλάι. Κατευθείαν σ’ ένα άλλο, παρόμοιο ζώο. Με τα ίδια λοξά, κιτρινωπά μάτια που βλέπουν έναν εντελώς άλλο κόσμο από αυτόν που ο ίδιος βλέπει. Αρχέγονα μάτια. Κι όταν συνεχίζει να πηδάει μέσα στο δάσος, έχει φτάσει σε μια εποχή πριν από την εποχή των παγετώνων. Λύκοι, σκέφτεται ξαφνικά. Θεέ μου, λύκοι ήταν; Μα είναι πόλη αυτή εδώ; ουρλιάζει το μέσα του. Πώς διάβολο μπορεί να είναι αυτή εδώ μεγαλούπολη της Ευρώπης; Κροταλίζει. Ο δρόμος του είναι ένας θορυβώδης αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας. Πιάνει τη χοντρή χρυσή καδένα και την κόβει, την πετάει πέρα στη βλάστηση. Απευθείας στη φύση. Φτάνει σ’ έναν τοίχο, όπου γαντζώνεται αμέσως με τα καταματωμένα, πονεμένα ακροδάχτυλά του που στέλνουν κατά κύματα τον πόνο σε όλο του το κορμί, και σαν ορειβάτης σκαρφαλώνει κατευθείαν πάνω στον κάθετο τοίχο, τραβιέται και φτάνει στην κορφή του, περνάει τον φράχτη πάνω από τον κήπο και από κάτω η φύση ολόκληρη μοιάζει τυλιγμένη σε ολισθαίνουσες σκιές, τα δέντρα μοιάζουν να κινούνται, ένα δάσος που πλησιάζει, οι ακίνητοι λύκοι μοιάζουν να συμμετέχουν στη διολίσθηση με όλη την αγεληδόν αρχέγονη αδιαφορία τους. Εκείνος βγάζει το πιστόλι και πυροβολεί τα ζώα, πυροβολεί όλη τη φύση που υποφέρει από σκιές. Τίποτα δεν αλλάζει. Εκτός από το ότι το πιστόλι παθαίνει αφλογιστία. Το πετάει προς τις σκιές. Όλο το οπτικό του πεδίο είναι εκτός λειτουργίας. Δεν βλέπει τι χτύπησε με το όπλο που πέταξε. Τώρα βρίσκεται σ’ έναν δρόμο. Άσφαλτος. Επιτέλους άσφαλτος. Μετά ορμάει σ’ ένα πρανές, και από παντού τον κοιτάζουν ζώα, σκοτεινά, αδιάφορα, και έρχονται η δυσωδία και οι ήχοι να γεμίσουν τον άνεμο που σφυρίζει, και εκείνος πασχίζει να βρει ένα όνομα γι’ αυτά τα διολισθαίνοντα σκιώδη πλάσματα που τον καταδιώκουν και που δεν φαίνεται να τα παρατούν ποτέ, με τίποτα.
Τα ονόματα καθησυχάζουν. Θεές της τιμωρίας, σκέφτεται καθώς τρέχει. Γοργόνες, Άρπυιες. Μπα, όχι ακριβώς. Όχι. Μα πώς τις λένε αυτές; Τις θεές της εκδίκησης; Και ξαφνικά καταλαβαίνει ότι είναι ακριβώς θεές της εκδίκησης. Ότι είναι όντως οι θεές της εκδίκησης, οι φτερωτές, οι ανίκητες αρχέγονες θεότητες. Η γυναικεία εκδίκηση. Αλλά πώς τις λένε; Μέσα στην τρέλα, αναζητά ένα όνομα. Τα ονόματα καθησυχάζουν. Τρέχει, τρέχει, αλλά είναι σαν να μη φτάνει πουθενά. Τρέχει πάνω σε κυλιόμενο ιμάντα, τρέχει σε άσφαλτο κολλώδη. Κι αυτές είναι εκεί, παίρνουν σάρκα και οστά, συνεχίζουν να κινούνται γλιστρώντας, αλλά γίνονται σάρκα και οστά. Σώματα. Νομίζει ότι τις βλέπει. Πέφτει. Τον ρίχνουν. Νιώθει να ανυψώνεται. Σκοτάδι πίσσα. Αρχέγονο σκοτάδι. Ο παγωμένος άνεμος σφυρίζει. Το κορμί του στριφογυρίζει. Ή μήπως δεν στριφογυρίζει; Δεν ξέρει. Ξαφνικά δεν ξέρει τίποτα. Ξαφνικά έγιναν όλα ένα ανώνυμο χάος δίχως δομή καμιά. Το μόνο που κάνει όλο κι όλο είναι να ψάχνει για ένα όνομα. Ένα όνομα μυθολογικών πλασμάτων. Θέλει να ξέρει ποια πλάσματα είναι αυτά που τον σκοτώνουν. Και βλέπει ένα πρόσωπο. Ίσως είναι ένα το πρόσωπο. Ίσως είναι πολλά. Γυναικεία πρόσωπα. Θεές της εκδίκησης. Και στριφογυρίζει. Όλα είναι ανάποδα. Βλέπει το φεγγάρι να βγαίνει ανάμεσα από τα πόδια του. Ακούει τα άστρα να ξεσπούν σ’ ένα τραγούδι ετών φωτός. Και βλέπει το σκοτάδι να σκοτεινιάζει. Τώρα βλέπει ένα πρόσωπο. Ανάποδα είναι. Πρόκειται για μια γυναίκα που είναι όλες οι γυναίκες που ο ίδιος έχει βλάψει, βιάσει, κακοποιήσει, εξευτελίσει. Είναι μια γυναίκα που είναι όλες οι γυναίκες που γίνονται ένα ζώο που γίνεται μια γυναίκα που γίνεται ένα ζώο. Ένα μικρό, χαριτωμένο πρόσωπο νυφίτσας που διχάζεται σε τεράστια, δολοφονικά σαγόνια. Και τα σαγόνια αυτά κλείνουν στο πρόσωπό του και νιώθει τα ματωμένα ακροδάχτυλά του να χορεύουν πάνω σε χωμάτινο έδαφος και νιώθει έναν πόνο που ξεπερνάει κάθε ίχνος λογικής, που κάνει του θεριού την επίθεση, του ζώου που τώρα φεύγει μακριά με το μάγουλό του, να μοιάζει με χάδι. Και δεν καταλαβαίνει τίποτε, απολύτως τίποτε. Εκτός από το ότι πεθαίνει. Ότι πεθαίνει από καθαρό πόνο. Και τότε, με μια ύστατη ώθηση ικανοποίησης, θυμάται το όνομα των σκιωδών χαρακτήρων. Το χώμα που απορροφάται μέσα στα καταματωμένα ακροδάχτυλα είναι το τελευταίο πράγμα που νιώθει. Αυτό τον καθησυχάζει.
Δύο
ψαράς είχε δει πολλά. Το θέμα ήταν ότι πίστευε πως τα είχε δει όλα. Κι όταν Ο γέρος τώρα, στο σούρουπο, μάζευε τον πάγκο του με τα καρπούζια, που είχαν αντικαταστήσει προ πολλού τα δίχτυα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι υπήρχαν ακόμη εκπλήξεις. Ακόμα και αυτή η παραδοχή τον εξέπληττε. Η ζωή –και κυρίως ο τουρισμός– είχαν ακόμη πολλά παράλογα πράγματα να του δείξουν. Κι ένιωσε… ασφαλής. Η ζωή δεν είχε τελειώσει ακόμη. Ήταν πριν από πολλά χρόνια που ο γέρος ψαράς αντιλήφθηκε ότι τα λεφτά που μπορούσε να κερδίζει πουλώντας φρούτα ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτά που του έδιναν τα δίχτυα. Και με πολύ λιγότερη προσπάθεια. Δεν ήταν φανατικός λάτρης της προσπάθειας. Κάτι που ένας γνήσιος ψαράς οφείλει να είναι. Ο γέρος ψαράς ατένισε το πέλαγος της Λιγουρίας, που ήταν εκεί και κυμάτιζε στο ανοιξιάτικο βράδυ, λες και το απολάμβανε εξίσου έντονα με τον παρατηρητή του. Το βλέμμα του γέρου ψαρά σκαρφάλωσε στους δασωμένους λόφους που περικύκλωναν το χωριουδάκι και μετά στο τείχος γύρω από την παλιά πόλη που ήταν κάποτε ετρουσκικό λιμάνι. Αν και ο γέρος ψαράς δεν είχε ιδέα γι’ αυτό. Αυτό που ήξερε, καθώς άφηνε την πευκομύριστη αύρα της θάλασσας να περάσει μέσα από τη στοματική κοιλότητα και να φτάσει στα πνευμόνια του, ήταν ότι το Καστιλιόνε ντέλα Πεσκάγια ήταν το σπίτι του και ότι του άρεσε εκεί. Και ότι αυτός σήμερα είχε εκπλαγεί για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όλα είχαν αρχίσει σχετικά ανώδυνα. Με την ελαφρώς ασθενική όρασή του είχε διακρίνει μια γαλανόλευκη ομπρέλα για τον ήλιο καταμεσής στην παραλία, εκεί που οι λάτρεις της ηλιοθεραπείας ρουφούσαν τον ανοιξιάτικο ήλιο χωρίς το παραμικρό προστατευτικό μέσο. Κάτω από το παρασόλι κάθονταν τρία παιδιά διαφορετικής ηλικίας, όλα κάτασπρα σαν την κιμωλία, με κορμιά εξίσου λευκόχρωμα με τα μαλλιά τους. Έπειτα ήρθε άλλο ένα παρόμοιο παιδί και κάθισε και, τέλος, μια παρόμοια γυναίκα με το μικρότερο παρόμοιο παιδί πιασμένο από το χέρι. Έξι κάτασπροι άνθρωποι κάθονταν τώρα στριμωγμένοι κάτω από το παρασόλι και μοιράζονταν τη μικρή κυκλική σκιά που εκείνο έριχνε στην ηλιόλουστη παραλία. Κι ενώ ο γέρος ψαράς κοιτούσε άφωνος το παράξενο θέαμα ξεχνώντας για μια στιγμή την εμπορική του ιδιότητα, άκουσε σαν από μακριά: «Cinque cocomeri, per favore – Πέντε καρπούζια, παρακαλώ». Η έκπληξη που είχε νιώσει βλέποντας την παράξενη οικογένεια κάτω από τη γαλανόλευκη ομπρέλα ήρθε τώρα να ανταμώσει την έκπληξη της τερατώδους παραγγελίας, η οποία ενισχύθηκε περαιτέρω στη θέα του καλοσυνάτου χαμόγελου του
πελάτη. Ανήκε σ’ έναν λιπόσαρκο, εντελώς κάτασπρο άντρα που φορούσε ένα φαρδύ λινό κοστούμι και παράξενο καπέλο για τον ήλιο μ’ ένα κατακίτρινο Πίκατσου πάνω του. Παρά την ιδιόμορφη προφορά, η παραγγελία ήταν απολύτως σαφής. Έστω κι αν ήταν παράλογη. «Cinque? – Πέντε;» αναφώνησε ο γέρος ψαράς. «Cinque» επανέλαβε γνέφοντας ο ασπρουλιάρης, παρέλαβε την παραγγελία και έφυγε παραπατώντας σαν μεθυσμένος ακροβάτης σε τεντωμένο σκοινί πέρα στην παραλία με πέντε μεγάλα καρπούζια στην αγκαλιά. Τα βύθισε στην άμμο έξω από τη σκιά της ομπρέλας, το ένα μετά το άλλο, σαν να ήταν τεράστιοι σπόροι που τους φύτεψε ένας γίγαντας που έχει πιάσει τον ντορό φασολιάς. Ο ασπρουλιάρης άντρας σχεδόν βούτηξε μέσα στη σκιά, σαν να είχε έρθει μόλις από μια ραδιενεργή ζώνη και μπήκε, επιτέλους, σε προστατευμένο από την ακτινοβολία χώρο. Ο γέρος ψαράς έμεινε για λίγο σκεφτικός υπολογίζοντας πώς θα μοίραζαν πέντε καρπούζια σε εφτά άτομα. Έπειτα διατύπωσε την αναπόφευκτη ερώτηση: Γιατί έρχεται κανείς στην Ιταλία, στην ακτή της Τοσκάνης, στη Μαρέμα, στο Καστιλιόνε ντέλα Πεσκάγια αν δεν αντέχει τον ήλιο; Ούτε ο Άρτο Σέντερστεντ είχε κάποια καλή απάντηση στην ερώτηση αυτή. Η «ομορφιά» δεν ήταν μια απάντηση που θα ικανοποιούσε, ειδικά όταν έφτανε κανείς να πάρει πέντε παιδιά από το σχολείο για έναν ολόκληρο μήνα την άνοιξη. Η «ηρεμία» πάλι δεν θα κολλούσε ως εξήγηση όταν δύο ενήλικες παίρνουν άδεια για μήνες από τις δουλειές τους στο δημόσιο, και ειδικότερα όταν κάποιος είναι ελεγκτής φορολογικών δηλώσεων και οι απλές δηλώσεις έχουν κατακλύσει τα κεντρικά της εφορίας. Διότι έτσι είχαν τα πράγματα με τη σύζυγο Άνγια. Οπότε σίγουρα υπήρχε εκεί μια συνείδηση που κέντριζε στο άκουσμα λέξεων όπως «ομορφιά» και «ηρεμία». Η μόνη συνείδηση που δεν πλήγωνε ήταν η δική του. Ο Άρτο Σέντερστεντ δεν είχε καθόλου τύψεις που είχε αφήσει προσωρινά το αστυνομικό σώμα. Η Ομάδα Άλφα, ήτοι η Ειδική μονάδα καταπολέμησης εγκλημάτων διεθνούς κλίμακας της Εθνικής Υπηρεσίας Έρευνας Εγκλημάτων, είχε βέβαια πολλή δουλειά τον περασμένο χρόνο, αλλά οι μεγάλες υποθέσεις, που ξεπερνούσαν οτιδήποτε άλλο, είχαν λάμψει διά της απουσίας τους από τότε που είχε κλείσει, έστω και παράξενα, η υπόθεση με το μακελειό στην περιοχή Σίκλα. Τότε είχαν βρεθεί πολύ κοντά σε μια καταστροφή διεθνούς κλίμακας. Αλλά είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε – και ο χρόνος έχει πάντα την τάση να γιατρεύει όλες τις πληγές. Έτσι, όταν τα λεφτά ήρθαν σαν μάννα εξ ουρανού, ο Άρτο Σέντερστεντ αντέδρασε μεμιάς. Εκτός αυτού ένιωθε καμένος, εξαντλημένος, δίχως να καταλαβαίνει πραγματικά τι σήμαινε αυτό. Όλοι ήταν καμένοι τώρα πια, όλοι εκτός από εκείνον, κι αυτό συνέβαινε επειδή δεν είχε ποτέ του καταλάβει τη σημασία του να είσαι καμένος. Προφανώς θα ήταν εξαρχής καμένος δίχως να το έχει πάρει χαμπάρι. Τώρα ήταν πάντως η σειρά του. Στον αστερισμό της «ομορφιάς» και της «ηρεμίας» επέτρεψε στον εαυτό του να θεραπεύσει την εξάντλησή του, ασχέτως αν υπήρχε ή όχι. Ομορφιά και ηρεμία υπήρχαν στην Τοσκάνη, αυτό το ήξερε καλά κι ας ήταν εκεί μόνο δύο μέρες. Η οικογένεια νοίκιασε ένα σπίτι στην εξοχή του Κιάντι, μέσα στους αμπελώνες. Δεν
ήταν βίλα –όταν λες βίλα στα ιταλικά, εννοείς κάτι περισσότερο από μια απλή μονοκατοικία που εννοούν σε άλλα μέρη– αλλά ήταν ένα χωριάτικο πέτρινο σπιτάκι σε μια πευκόφυτη πλαγιά, όχι μακριά από το χωριό Μοντεφιοράλε κοντά στην πόλη Γκρέβε. Κάτω από την πλαγιά απλώνονταν οι αμπελώνες σαν ιδιόκτητα χωράφια του απείρου, σαν να είχε αποκτήσει το εμαγέ του στερεώματος τεχνητές ρωγμές και κομμάτια τού Παραδείσου έπεσαν και σχημάτισαν ένα πάπλωμα που δεν ανήκε σ’ ετούτον τον κόσμο. Ο Άρτο Σέντερστεντ το απολάμβανε με όλη του την ψυχή κι ένιωθε ταυτόχρονα παράξενα ανάξιος, λες και ο άγιος Πέτρος είχε πάρει έναν υπνάκο τη στιγμή που ένας ασπρουλιάρης αστυνομικός επιθεωρητής άφηνε το λεπτό του σαρκίο να γλιστρήσει, αθόρυβο σαν ερπετό, στις πύλες του Παραδείσου. Πέρα για πέρα άδικο. Καθόταν λοιπόν στη βεράντα, περιμένοντας τη νύχτα μ’ ένα ποτήρι βινσάντο ή μ’ ένα πραγματικά μαγευτικό Μπρουνέλο ντι Μονταλτσίνο να αγκαλιάζει τους γευστικούς του κάλυκες. Έχαφτε εν γνώσει του και άκριτα τον μύθο της Τοσκάνης και περνούσε υπέροχα. Και από το ταξίδι στη Σιένα, σε αυτή τη μαγική πόλη, δεν θα ξεχνούσε ποτέ του ούτε λεπτό. Παρά το γεγονός ότι τα μικρά άρχιζαν να ουρλιάζουν σαν σειρήνες, εν είδει καθαρού μουσικού κανόνα, καταμεσής στον καθεδρικό. Αυλοί οργάνου, ήταν το μοναδικό που σκεφτόταν καθώς παρατηρούσε τα πέντε πλάσματα που στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο καθ’ ύψος και ούρλιαζαν σαν καταιγίδα, με όλο τους το είναι, ίδιες δρομάδες σε καραβάνι, μέχρι που ένας νεωκόρος εντελώς ξαφνικά πέταξε έξω όλη την κουστωδία. Χωρίς ίχνος τύψεων ο ίδιος αρνήθηκε την πατρότητα. Ο νεωκόρος κοίταξε με δυσπιστία την εντελώς ίδια, αν και λίγο πιο ενήλικη, εμφάνισή του. Μα να ψεύδεται κάποιος για ένα τέτοιο πράγμα στον οίκο του Θεού… Κατόπιν, μέσα σ’ ένα μισάωρο απόλυτης ηρεμίας, σουλατσάρισε μέσα στον καθεδρικό και απόλαυσε τον Ντονατέλο, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Πιντουρίκιο, τον Μπερνίνι, τον Πιζάνο. Όταν βγήκε έξω, τα παιδιά κάθονταν εντελώς ήσυχα στα σκαλοπάτια της Πιάτσα ντελ Ντουόμο και είχαν πέσει με τα μούτρα σε ιταλικά παγωτά. Ούτε καν η Άνγια, η οποία ήταν χειρότερη από τα παιδιά στην κατανάλωση παγωτών, φαινόταν ιδιαίτερα αναστατωμένη για την άρνηση της πατρότητας των παιδιών του εκ μέρους του Άρτο. Εκείνος είχε μάλιστα απενεργοποιήσει και το κινητό του. Εκεί που καθόταν κάτω από το γαλανόλευκο παρασόλι και προσπαθούσε να θυμηθεί πώς είχε σκεφτεί να κάνει τη μοιρασιά πέντε καρπουζιών σε εφτά άτομα διαφορετικού μεγέθους, η σκέψη του πέταξε στον θείο Πέρτι. Μια σκέψη ευγνωμοσύνης. Και τύψεων. Είχε ξεχάσει εντελώς ότι ο γέρος ζούσε κάποτε. Και ότι τώρα δεν ζούσε καθόλου. Ο θείος Πέρτι ήταν στην πραγματικότητα θείος της μητέρας του, και κατά την παιδική του ηλικία ο Άρτο άκουγε συνεχώς για τον θείο Πέρτι, που ήταν πραγματικός θρύλος. Ο ήρωας του Ρωσοφινλανδικού ή Χειμερινού πολέμου. Ο γιατρός που είχε γίνει ένας από τους μεγάλους στον στρατό του στρατηγού Εμίλ Μάνερχαϊμ. Ο Άρτο Σέντερστεντ δεν είχε άλλα αδέλφια –κι αυτός ήταν μάλλον ο λόγος που είχε αποκτήσει πέντε παιδιά με την επίσης ανάδελφη γυναίκα του– και το φινλανδοσουηδικό σόι του ήταν μικροσκοπικό. Οι ανάδελφοι γονείς του είχαν πεθάνει πριν από πολύ καιρό και άλλοι συγγενείς δεν υπήρχαν. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε και άλλος κληρονόμος. Ο Άρτο Σέντερστεντ κρατούσε το μαχαίρι και σκεφτόταν: πέντε διά εφτά, χμ, μηδέν κόμμα εφτακόσια δεκατέσσερα του καρπουζιού ανά άτομο, με την προϋπόθεση ότι όλοι θα φάνε το ίδιο, αλλά αν το πάμε σύμφωνα με το βάρος του σώματος… Σταμάτησε και περιεργάστηκε τη μεγάλη, υπό σκιάν οικογένειά του, η οποία με τη
σειρά της, και με τη σιελόρροιά της να αυξάνεται, περιεργαζόταν το ανενεργό μαχαίρι. Ήταν τούτοι, άραγε, οι πραγματικοί κληρονόμοι του μεγάλου ήρωα του Χειμερινού πολέμου Πέρτι Λίντρουτ, νικητή του Σουομουσάλμι, ενός από τους αρχιτέκτονες της περίφημης «μοτιτάκτικ», ήτοι της τακτικής απομόνωσης μικρών τμημάτων του εχθρού, με την οποία συνέτριψαν τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να κινούνται μόνο σε δρόμους, ενώ οι Φινλανδοί, μέσα από τα δάση, κατάφερναν να τους διασπούν σε μικρά τμήματα, τα οποία κατόπιν περικύκλωναν και συνέτριβαν; «Κόψ’ το απλώς σε κομμάτια» είπε ανυπόμονα η δεύτερη μεγαλύτερη σε ηλικία κόρη, η Λίντα. Ο Άρτο Σέντερστεντ την κοίταξε προσβεβλημένος. Τόσο τσαπατσούλικα δεν έκανε ποτέ τις δουλειές του. Όχι. Εξήντα πέντε κιλά ήταν ο Άρτο, άλλα τόσα η Άνγια περίπου, σαράντα η Μικαέλα, τριάντα πέντε η Λίντα, άλλα τόσα ο Πέτερ, είκοσι πέντε ο Στέφαν και είκοσι η μικρή Λίνα. Σύνολο διακόσια ογδόντα πέντε κιλά. Από αυτά θα πρέπει λοιπόν το είκοσι τρία τοις εκατό, εξήντα πέντε διακοσιοστά ογδοηκοστά πέμπτα, να πάει στον καθένα από τους γονείς. Το είκοσι τρία τοις εκατό από τα πέντε καρπούζια είναι… «Κόψ’ το απλώς σε κομμάτια» επανέλαβε σαν ηχώ η μικρή Λίνα. …είναι ένα κόμμα δεκαπέντε καρπούζια. Πάνω από ένα καρπούζι θα φάει ο κάθε γονιός. Να είχε, άραγε, σκεφτεί έτσι εξαρχής τη μοιρασιά; Το μαχαίρι παρέμενε ανενεργό. Όχι, όμως, και η οικογένεια. Αν όντως ήταν έτσι, τότε η μικρή Λίνα θα έπαιρνε μηδέν κόμμα τριάντα πέντε του καρπουζιού, και αυτό του φαινόταν τόσο δίκαιο. Δίκαιο. Μήπως ήταν δίκαιο ότι αυτός –ο οποίος είχε χρεωθεί όσο δεν έπαιρνε άλλο για να αγοράσει ένα μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο– βρέθηκε ξαφνικά με το αυτοκίνητο εξοφλημένο και μ’ ένα κάρο λεφτά περίσσευμα ώστε να μπορέσει να μπει αμέσως, και εν αγνοία της οικογένειας, στο διαδίκτυο και να νοικιάσει ένα σπίτι στην Τοσκάνη για δύο μήνες; Όχι, δεν ήταν ιδιαίτερα δίκαιο. Αλλά τι ήταν τελικά δίκαιο στη ζωή; Με τίποτα, λοιπόν, μηδέν κόμμα τριάντα πέντε του καρπουζιού στη μικρότερη κόρη μου, σκέφτηκε ο Άρτο με μια ξαφνική αποφασιστικότητα και έκοψε το καρπούζι σε κομμάτια, τα οποία μοίρασε απολύτως δίκαια στα μέλη της οικογένειας. Πάνω από ένα εκατομμύριο. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο γέρος θείος Πέρτι, του οποίου την ύπαρξη είχε λησμονήσει, είχε τέτοιες οικονομίες; Με τα λεφτά ήρθαν και οι αναμνήσεις, και ο Άρτο Σέντερστεντ τον θυμόταν, εδώ που τα λέμε, σαν ένα στόμα που μύριζαν τα χνότα του και είχε μισοσαπισμένα δόντια. Ένας ήρωας που είχε ξεπέσει, αλλά που η άλως του ηρωισμού του δεν έπαυε να είναι ακόμη λαμπρότατη. Οπότε είχε δικαίωμα να ξεπέσει, έτσι θυμόταν να λένε οι γαλίφηδες γονείς του. Ο Άρτο είχε πάντα την εντύπωση ότι ήταν πάντα αυτοί, οι τελευταίοι εναπομείναντες συγγενείς, που στήριζαν οικονομικά τον γέρο. Και τελικά αποδείχτηκε ότι εκείνος είχε πάνω από ένα εκατομμύριο. Τίποτα δεν είναι πραγματικά όπως φαίνεται. Όταν ανακατασκεύαζε τον χάρτη της ζωής του θείου, το αποτέλεσμα πρέπει να ήταν το εξής: νεαρός ενθουσιώδης αγροτικός γιατρός παίρνει μέρος στον Χειμερινό πόλεμο
έπειτα από την αρκετά ξαφνική επίθεση της σοβιετικής εξουσίας. Αποδεικνύεται ότι είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στον ανταρτοπόλεμο στα χιονισμένα δάση και ανεβαίνει σύντομα τα σκαλιά της ιεραρχίας. Γίνεται ήρωας έπειτα από πολλές αποφασιστικής σημασίας συγκρούσεις και με την επικράτηση των Ρώσων εξαφανίζεται μέσα στα δάση, σαν ένας γνήσιος, κλασικός αντάρτης που ήτανε. Έπειτα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο επιστρέφει, λίγο πολύ ξεπεσμένος. Πίνει όλο και περισσότερο, δυσκολεύεται να κρατήσει τη δουλειά του γιατρού σε όλο και πιο απομονωμένες περιοχές της επαρχίας, επιστρέφει τελικά στη Βάασα και γίνεται ένας εκκεντρικός που ζει μια άθλια ζωή μέχρι τα ενενήντα του. Τέλος της ιστορίας. Έτσι πίστευε ο Άρτο Σέντερστεντ. Μέχρι που ήρθε η κληρονομιά. Η οποία τώρα καταναλωνόταν με τη μορφή μιας σεβαστής ποσότητας καρπουζιών σε μια σκιά που γιγάντωνε όσο περνούσε η ώρα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος της Τοσκάνης άγγιζε αυτή την ώρα τον φανερά καμπύλο ορίζοντα του Λιγουρικού πελάγους. Σύντομα ήταν αρκετά χαμηλά ώστε να τολμήσει η οικογένεια των ασπρουλιάρηδων να μπει στη θάλασσα και να κολυμπήσει. Ήταν την ώρα που όλοι οι άλλοι, τρέμοντας από το κρύο, έφευγαν από την παραλία. Ο Άρτο Σέντερστεντ είδε τον γέρο ψαρά να μαζεύει τον πάγκο με τα καρπούζια του, να ρίχνει ένα τελευταίο απορημένο βλέμμα στην υπό σκιάν οικογένεια, να κουνάει το κεφάλι και να πηγαίνει για ένα ποτήρι κρασί στην οστερία, στην ταβέρνα όπου ήταν θαμώνας. Εκεί θα έλεγε στους άλλους για την οικογένεια που φοβόταν την έκθεση στον ήλιο και θα άφηνε στο τραπέζι λεφτά που κάποτε ανήκαν σε έναν άλλο μοναχικό και εκκεντρικό χαρακτήρα σε μια εντελώς άλλη μεριά του κόσμου. Ο Άρτο Σέντερστεντ άφησε για λίγο να συνεπάρουν τον εαυτό του οι κινήσεις, οι μεταβιβάσεις και η προέλευση των χρημάτων. Μετά έβγαλε από πάνω του το τσαλακωμένο κοστούμι και έτρεξε πρώτα σε μια αράδα παιδιών κάτω στη θάλασσα, βούτηξε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού στη θάλασσα, της οποίας η ψύχρα τού θύμισε τις φινλανδικές λίμνες των παιδικάτων του. Στην άκρη της λίμνης καθόταν ο θείος Πέρτι και κατέβαζε με το μπουκάλι τη βότκα και γελούσε βραχνά με τη δειλία του. Έτρεξε και μπήκε στο νερό. Τα παιδιά ούρλιαζαν σαν αυλοί εκκλησιαστικού οργάνου. Στο σακίδιο, κάτω από τη γαλανόλευκη ομπρέλα, το κινητό του ήταν ακόμη απενεργοποιημένο.
Τρία
τυχερή στην ατυχία της, καθόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου και έδειχνε Η κοπέλα, έκπληκτη. Πιθανότατα να μην είχε σταματήσει καν να δείχνει έκπληκτη από το προηγούμενο βράδυ. Βίωνε μια διαρκή έκπληξη. Ο Πολ Γελμ έβρισκε αυτή την έκπληξη απολύτως κατανοητή. Όταν είσαι δέκα χρόνων και κάνεις βόλτα στο πάρκο μέσα στο ανοιξιάτικο βράδυ, με τον μπαμπά σου να σε κρατάει από το χέρι, το μόνο που δεν περιμένεις να συμβεί είναι να σε πυροβολήσουν. Αλλά αυτό ακριβώς είχε συμβεί. Είχε αρχίσει να κρυώνει λίγο, μια που ξεκίνησε να φυσάει ξαφνικά – ο αέρας διαπερνούσε το λεπτό μπουφάν και πάγωνε τα σχεδόν γυμνά πόδια της. Στο ένα χέρι κρατούσε το χέρι του μπαμπά, στο άλλο ένα μπαλόνι που είχε τη μορφή ενός χαρωπού κίτρινου προσώπου. Είχε κάνει μερικά πηδηματάκια, κυρίως για να ζεσταθεί, αλλά και επειδή ήταν χαρούμενη για το σακουλάκι με τις καραμέλες που είχε ψαρέψει από τη λιμνούλα με τα ψάρια και που τώρα ήταν στην πλαστική σακούλα που κουβαλούσε ο μπαμπάς. Εκτός από το ότι έκανε λίγο κρύο, όλα ήταν υπέροχα. Τότε ήταν που την πυροβόλησαν. Από κάπου ήρθε μια σφαίρα και τη χτύπησε ακριβώς στο δεξί μπράτσο. Κι εκεί έμεινε. Τόσο το καλύτερο. Ήταν τυχερή στην ατυχία της. «Θα γίνεις καλά, Λίσα» είπε ο Πολ Γελμ και ακούμπησε το χέρι του στο δικό της. «Ένα επιπόλαιο τραύμα είναι μόνο». Ο πατέρας της Λίσα, με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα, καθόταν στην καρέκλα για τους επισκέπτες και ροχάλιζε δυνατά, εξαντλημένος πια από την αγρύπνια. Ο Πολ Γελμ τον άγγιξε απαλά στον ώμο. Τίναξε το κεφάλι του μ’ ένα ρουθούνισμα και κοίταξε απορημένος τον αστυνομικό στην άκρη του κρεβατιού. Μετά είδε την κόρη του με τους επιδέσμους στο χέρι και θυμήθηκε την κακοτυχία που τους είχε βρει. «Με συγχωρείτε, κύριε Άλτμπρατ» έκανε ο Γελμ με μειλίχιο ύφος. «Απλώς πρέπει να ξέρω αν είστε απολύτως σίγουρος ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος δράστη. Καμία κίνηση ανάμεσα στα δέντρα; Τίποτα;» Ο κύριος Άλτμπρατ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και κοίταξε προς τα κάτω, στα χέρια του. «Δεν υπήρχε ψυχή γύρω μας» έκανε χαμηλόφωνα. «Δεν ακούστηκε τίποτα. Ξαφνικά η Λίσα έβγαλε φωνή και το αίμα άρχισε να τρέχει. Μόνον όταν μίλησα με τον γιατρό κατάλαβα ότι είχε πυροβοληθεί. Την πυροβόλησαν! Τι κόσμος είναι αυτός που ζούμε;» «Περπατούσατε δηλαδή στην οδό Σιρισχοβσβέγκεν με κατεύθυνση τη
Γιουργκορντσβέγκεν; Πού είχατε πάει;» «Έχει σημασία αυτό;» Τότε χτύπησε το κινητό του Πολ Γελμ. Ατυχές γεγονός. Ευχήθηκε να μην επηρεάσει το σήμα τυχόν μηχανήματα αναπνευστικής ή καρδιακής υποστήριξης καθώς απαντούσε. Είδε τους τίτλους των πρωτοσέλιδων μπροστά του: «Μακελειό με κινητό! Έκτακτη έκδοση! Έκτακτη έκδοση! Γνωστός σε όλη τη χώρα αστυνομικός δολοφονεί τέσσερις σοβαρά ασθενείς με το κινητό του τηλέφωνο». «Γελμ» απάντησε λακωνικά, διότι πώς αλλιώς να απαντήσεις με περισσότερα λόγια σ’ ένα κινητό αν δεν είσαι ψυχικά διαταραγμένος; Ή αν δεν είσαι, πιθανότατα, αυτόματος τηλεφωνητής… Σιωπή για λίγο. Ο μπαμπάς Άλτμπρατ τον κοιτούσε λες και ο Γελμ ετοιμαζόταν να ξεπουπουλιάσει έναν αετό από ένα απειλούμενο είδος. Η κόρη Άλτμπρατ συνέχιζε απλώς να δείχνει έκπληκτη. «Στο Σκάνσεν;» ξεφώνισε ο αετοκτόνος. Αυτό είπε όλο κι όλο. Μετά σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού, χάιδεψε τη Λίσα στο κεφάλι και άπλωσε το χέρι του προς τον πατέρα. «Δυστυχώς πρέπει να φύγω. Θα επιστρέψω». Ένας πρωινός ήλιος που δεν ζέσταινε καθόλου τον υποδέχτηκε στα σκαλιά των επειγόντων περιστατικών στο νοσοκομείο Καρολίνσκα. Νοσοκομείο Παίδων Άστριντ Λίντγκρεν. Χτύπησε εξωτερικά όλες τις τσέπες του καθώς πήγαινε στον χώρο στάθμευσης. Πουθενά τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Εδώ που τα λέμε, το ’χαν συνήθειο να χάνονται, οπότε επιδόθηκε στα τελετουργικά χτυπηματάκια άλλη μια φορά, και –άμπρα κατάμπρα!– τα ψάρεψε μέσα από την τσέπη του υπερβολικά λεπτού σακακιού του. Same procedure as last year.[1] Ήταν ένα ψυχρό ανοιξιάτικο πρωί, εκείνο το αγουροξυπνημένο είδος πρωινού με το οποίο συνηθίζει να μας τρατάρει η πρώτη εβδομάδα του Μαΐου. Μία από εκείνες τις μέρες που μοιάζουν υπέροχες όταν τις βλέπεις από το παράθυρο και που αποδεικνύονται χειμωνιάτικες μέρες ύπουλα μεταμφιεσμένες. Κι ο Πολ Γελμ, που πάντα ντυνόταν ελαφριά, τώρα στην πραγματικότητα ήταν γυμνός. Τα θλιβερά του ρούχα δεν πρόσφεραν απολύτως καμία αντίσταση στους παγωμένους ανέμους. Προσπάθησε να τα τυλίξει λίγο περισσότερο γύρω από το κορμί, αλλά δεν βρήκε τίποτα να τυλίξει. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί και οι ουρές των αυτοκινήτων γύρω από τη Νότια Χάγκα και το Νορτούλ παρέμεναν εντελώς ακίνητες. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων είχε αυξηθεί δραματικά την τελευταία χρονιά. Εντελώς ξαφνικά είχε γίνει ιδιαίτερα ελκυστικό να κάθεσαι κολλημένος σε ουρές αυτοκινήτων. Φτηνή ψυχοθεραπεία, ίσως, μια σειρά κλουβιά με ένα σωρό μίστερ Χάιντ που κραύγαζαν πρωτόγονα. Υπήρχε βέβαια και η επιλογή που λεγόταν άρτι ιδιωτικοποιηθείς προαστιακός, ο οποίος δεν λειτουργούσε ποτέ, ή ωσαύτως ένα μετρό που σταματούσε αδιαλείπτως για ώρες μέσα σε σήραγγες σκοτεινές, ή ποδήλατο, με το οποίο διέτρεχες τους σαδιστικά σχεδιασμένους ποδηλατοδρόμους, τους οποίους κανείς δεν τολμούσε να χρησιμοποιήσει, επειδή φαίνονταν να έχουν σχεδιαστεί για ιδιαίτερα βαρείς τραυματισμούς. Εντάξει, ήταν γκρινιάρης. Ο ίδιος δεν είχε κανένα λόγο να παραπονιέται. Η κόκκινη γραμμή του μετρό ήταν σχετικά απαλλαγμένη από τέτοιες ανοησίες. Συνέχιζε να αφιερώνει το μεγάλο καθημερινό ταξίδι από το Νορσμπόργ στη Στοκχόλμη σε ακούσματα τζαζ που τον απομάκρυναν από
την πραγματικότητα. Έπειτα από μια εκδρομή στον κόσμο της όπερας, σαν ένας ελαφρώς εξαχρειωμένος επιθεωρητής Μορς, είχε επιστρέψει στην τζαζ. Δεν μπορούσε εύκολα να παρατήσει εκείνα τα χρόνια της μπίμποπ τζαζ από τη δεκαετία του εξήντα. Αυτή ακριβώς τη στιγμή άκουγε Μάιλς Ντέιβις, το Kind of Blue. Το κάθε κομμάτι στον δίσκο ήταν ένα θρυλικό αριστούργημα. Πέντε κλασικά κομμάτια: «So What» «Freddie Freeloader» «Blue In Green» «All Blues» και «Flamenco Sketches» – όλα τους λίγο πολύ αυτοσχεδιασμοί στο στούντιο κατά το χρυσό έτος 1959. Οι μουσικοί πήγαιναν στο στούντιο δίχως να έχουν δει ούτε μία νότα, ο Μάιλς εμφανιζόταν μ’ ένα μάτσο παρτιτούρες, και τα πέντε τραγούδια ακούγεται ότι ηχογραφήθηκαν με την πρώτη προσπάθεια. Δημιουργούνταν, κατά κάποιον τρόπο, η εντύπωση ότι αυτή εδώ ήταν μια μουσική που γεννιόταν με το παίξιμό της, και σου καθόταν αμέσως. Ένα νέο είδος μπλουζ, απείρως χοϊκό, απείρως σοφιστικέ. Κάθε δευτερόλεπτο μια απόλαυση. Αλλά στη δουλειά χρησιμοποιούσε υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Έσπρωξε το κλειδί, ανακτημένο ως εκ θαύματος, στην κλειδαριά του παλιού μπεζ Άουντι, έριξε μια ματιά προς την κυκλοφορία κι έβγαλε βαθύ αναστεναγμό. Θα έφτανε ίσως πιο γρήγορα στο Γιουργκόρντεν αν πήγαινε κολυμπώντας. Διότι εκεί κατευθυνόταν τώρα. Ο συνάδελφος και αχώριστος φίλος του Χόρχε Τσάβες είχε εκείνη τη χροιά στη φωνή του, χροιά κρυφής αισιοδοξίας, την οποία ο Πολ Γελμ λαχταρούσε ν’ ακούσει εδώ και πολύ καιρό. «Νομίζω ότι πρέπει να έρθεις από εδώ, Πολ. Στο Σκάνσεν». Το γεγονός ότι επέστρεφε τώρα από μια άλλη υπόθεση συνδεδεμένη με την περιοχή του Σκάνσεν έκανε την πρόσκληση λίγο παραπάνω ενδιαφέρουσα. Κόλλησε σε ουρές ήδη μέσα στον περίβολο του νοσοκομείου και αποφάσισε να μη μεταμορφωθεί σε μίστερ Χάιντ. Δεν άξιζε τον κόπο. Αντ’ αυτού, προτίμησε ν’ αφήσει το σιντί με το Kind of Blue να γλιστρήσει στο στέρεο του αυτοκινήτου και χαμογέλασε όταν οι πρώτες νότες άπλωσαν το μέλι τους πάνω στις μεμβράνες της ντραμς. Κι ενώ πάλευε ήρεμα να βγει από την τεράστια περιοχή του νοσοκομείου, άρχισε να ιεραρχεί στο μυαλό του παράξενα επώνυμα. Ήταν, άραγε, ο Άλτμπρατ ένας κορυφαίος υποψήφιος; Παλιότερα είχε πέσει σε διασημότητες όπως Κουνγκράντς και Ρίνταρσον, Έπελμπλουμ και Σαρκάντερ, αλλά πώς μπορούσαν αυτά να ξεπεράσουν το Άλτμπρατ; Ο Άντον Άλτμπρατ ήταν ένας εύπορος ιδιοκτήτης καταστήματος με γούνες στο Έστερμαλμ, έμενε στη Γιουργκορντστάντεν και βρισκόταν ήδη στον δεύτερο γάμο του, καρπός του οποίου ήταν η δεκάχρονη Λίσα. Είχε βεβαίως δύο ενήλικα παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του και δεν είχε μπορέσει ακόμη να βρει την καινούργια γυναίκα του, τη μαμά της Λίσα. Ήταν σε επαγγελματικό ταξίδι, με άγνωστο προορισμό. Ο Γελμ είχε την αίσθηση ότι κάπου εκεί μέσα ξετυλίγονταν περίπλοκες ερωτικές εκδηλώσεις, αλλά αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο με αυτό το θέμα. Τι μπορούσε, άραγε, να κρύβεται πίσω από τον πυροβολισμό κατά της καημένης της μικρούλας Λίσα; Υπήρχε η ελπίδα να ήταν ο μπαμπάς Άντον το υποψήφιο θύμα. Διότι, αν ήταν όντως έτσι, μπορούσε να φανταστεί κάποια ορθολογικά κίνητρα, όπως μια νεαρή σύζυγος, μια επιχειρηματική δραστηριότητα που είχε δοσοληψίες με την ανώτερη τάξη, ίσως ακόμα και μια επίθεση φανατικών χορτοφάγων σ’ έναν γουνέμπορο. Αν και το ότι δεν άκουσε κανείς τίποτα σήμαινε σιγαστήρα, κι ο σιγαστήρας με τη σειρά του σήμαινε κάποιο είδος επαγγελματία εγκληματία, ήτοι μάλλον η σύζυγος που για λόγους οικονομικούς ή σεξουαλικούς ήθελε να ξεκάνει τον σύζυγο, ή ακόμη κάποιες σκοτεινές
δοσοληψίες, όπως παράνομο εμπόριο γουναρικών, για παράδειγμα. Ή κάτι παρόμοιο. Αλλά, αν ήταν έτσι, δεν φαίνονταν άσχημα τα πράγματα. Μια σχεδιασμένη αλλά αποτυχημένη απόπειρα μιας φοράς. Αντιθέτως, αν ήταν η Λίσα το υποψήφιο θύμα, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Διότι τότε εξαφανίζονταν τα περισσότερα πιθανολογούμενα ορθολογικά κίνητρα, και ένας τρελαμένος σαν τον Άνθρωπο με το λέιζερ[2] ήταν η πλησιέστερη εκδοχή δράστη. Μόνο που ο συγκεκριμένος θα είχε ειδικότητα στα παιδιά. Αυτή τη σκέψη ο Πολ Γελμ δεν θέλησε να την ολοκληρώσει. Υπήρχε βεβαίως και μια τρίτη εκδοχή: ότι ούτε ο πατέρας ούτε η κόρη ήταν οι στόχοι, αλλά η σφαίρα, εντελώς τυχαία, βρήκε το μπράτσο της Λίσα. Στην περίπτωση αυτή αναδυόταν η εικόνα ενός ξεκαθαρίσματος στον υπόκοσμο ανάμεσα στα δέντρα του Γιουργκόρντεν. Υπήρχαν, με άλλα λόγια, κάποια πράγματα που έπρεπε να ελεγχθούν. Να ελεγχθούν οι δραστηριότητες της συζύγου κατά τη χτεσινή βραδιά, να ελεγχθεί η κατάσταση αυτής της συζυγικής σχέσης, να ελεγχθεί ποιοι γνώριζαν για το παιδικό πάρτι πέρα στο Ρούσενταλ, να ελεγχθούν ενδεχόμενες παρατυπίες στην επιχειρηματική του δραστηριότητα, να ελεγχθούν ενδεχόμενες απειλές από αγκιτάτορες χορτοφάγους ή παρόμοιες ομάδες, να ερευνηθεί η δασική περιοχή απ’ όπου προήλθε κατά πάσα πιθανότητα ο πυροβολισμός. Και τα λοιπά. Επίσης να περιμένουν να δουν αν ήταν καθαρή σύμπτωση η τέλεση δύο εγκλημάτων τόσο κοντά το ένα στο άλλο, που εξαρτιόταν βεβαίως από το τι είχε να προσφέρει ο Χόρχε πάνω στο Σκάνσεν. Ένα… δύο… τρία και… πάμε: Ο Πολ Γελμ είχε κολλήσει εκεί· η θερμοκρασία του κινητήρα του Άουντι αυξανόταν, ως συνήθως, δραματικά μόλις έπεφτε στην παραμικρή υπόνοια ουράς στον δρόμο. Ήταν ένα αυτοκίνητο χωρίς καμία απολύτως επιμονή. Κι επειδή ο οδηγός αρνούνταν να γίνει μίστερ Χάιντ, τον ρόλο ανέλαβε το αυτοκίνητο. Λες και κάθε όχημα στην ουρά ήταν, εξ ορισμού, αναγκασμένο να κρεπάρει. Ο Πολ Γελμ άνοιξε τέρμα το βεντιλατέρ και τη ζέστη στο μέγιστο και ευχαρίστησε τον δημιουργό του που είχε σχεδόν χειμωνιάτικο ψύχος και όχι καλοκαιρινό καύσωνα στη Στοκχόλμη. Με το ένα μάτι κολλημένο στον μετρητή θερμοκρασίας του κινητήρα, άφησε τις σκέψεις του να τρέξουν μαζί με τους απαράμιλλους αυτοσχεδιασμούς του Μάιλς Ντέιβις και του Τζον Κολτρέιν και του Μπιλ Έβανς και του Κάνονμπολ Άντερλι και του Γουίντον Κέλι και του Πολ Τσάμπερ και του Τζίμι Κομπ. Μια εικόνα από τη ζωή του εμφανίστηκε ξαφνικά στο μυαλό του. Ένα μάτι να παρακολουθεί στενά έναν κινητήρα που ήταν έτοιμος να κρεπάρει. Σκέψεις με τη μορφή απόκοτων αυτοσχεδιασμών. Την ίδια στιγμή που το όχημα κινείται προς τα εμπρός με εξαιρετική βραδύτητα. Ναι, ακριβώς έτσι ήταν. Αν και κάτι έλειπε για να συμπληρωθεί η εικόνα. Ακριβώς τη στιγμή που το «So What» τελείωνε και άρχιζε το «Freddie Freeloader» ένα πιο κανονικό δωδεκάμετρο μπλουζ ξεχύθηκε στη σάουνα που ήταν μασκαρεμένη σε αυτοκίνητο, φάνηκε ένα κενό στη δεξιά λωρίδα, στο ύψος του Ρούσλαγκστουλ. Έστριψε το αυτοκίνητο προς τα εκεί, πάτησε γκάζι με αποτέλεσμα να ουρλιάξουν τα λάστιχα, πρόλαβε να περάσει με το καινούργιο ευρωπαϊκό κίτρινο του φαναριού και βρήκε ξαφνικά μπροστά του όλη την Μπίργερ Γιαρλσγκάταν άδεια. Μμ, σκέφτηκε, τώρα μάλιστα, τώρα συμπληρώθηκε η εικόνα. «Freddie Freeloader» σκέφτηκε και πάτησε τέρμα το γκάζι.
Οδήγησε απρόσκοπτα μέχρι το Στούρεπλαν, όπου έπεσε στο υποχρεωτικό πρόβλημα με τους αδίστακτους αυτοκινητιστές των διαφημιστικών εταιρειών που υποστήριζαν τα δικαιώματά τους ανεξάρτητα από το πόσο λαθεμένα ήταν. Ο Πολ Γελμ τούς αγνόησε επιδεικτικά. Άσ’ τους να κάνουν τα δικά τους, σκέφτηκε και τραγούδησε χωρίς λόγια τις τελευταίες νότες της κυκλικής σύνθεσης «Blue in Green» βασισμένης σε σόλο. Επίσης και στο χάος κάτω στο Νίμπρουπλαν υπήρξε αρκετά προσεκτικός. Εκεί που τραγουδούσε σαν παλαβός, με το παράθυρο ανοιχτό, μια αγαπημένη μουσική φράση από το «All Blues» είδε τον Ίνγκμαρ Μπέργμαν να μπαίνει κουτσαίνοντας στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο με το μπαστούνι του και με τα όλα του. Αρκετά έκπληκτος στράφηκε ο γέρος και συνάντησε το βλέμμα του για μια σύντομη στιγμή. Ήταν ένα γεγονός που έμοιαζε με σκέψη. Στην οδό Στραντβέγκεν τα πράγματα ήταν χειρότερα. Φαινόταν απαίσια συμπαγής. Μπα, σκέφτηκε. Τώρα ήταν πλήρης η εικόνα. Μια γρήγορη, σύντομη και ελεύθερη διαδρομή, κι έπειτα ξανά η αργή, ανελαστική, γεμάτη εμπόδια προέλαση. Σκαμπανεβάσματα. Κατόπιν η κίνηση χαλάρωσε κάπως και, καθώς διέσχιζε τη γέφυρα για το Γιουργκόρντεν, στη Γιουργκορντσμπρούν τα πράγματα έγιναν πολύ καλύτερα. Διότι τότε η εικόνα είχε γίνει καπνός. Ακριβώς τη στιγμή που παρκάρισε, εντελώς παράνομα, έξω από την είσοδο του –πάρκου, μουσείου και ζωολογικού κήπου, μεταξύ άλλων– Σκάνσεν, ακούστηκαν οι τελευταίες νότες από το «Flamenco Sketches» με την καθαρά ισπανική επιρροή τους. Αν μιλούσες για εκτέλεση ακριβείας, σίγουρα θα είχες κάνει μια σημειολογική απομείωση, ένα σχήμα λιτότητας. Ήταν κάτι περισσότερο. Η διαδρομή από την Άστριντ Λίντγκρεν μέσω του Ίνγκμαρ Μπέργμαν στο Σκάνσεν –σαν ένα ταξίδι μέσα από την καρδιά της Σουηδίας– διήρκεσε ακριβώς όσο το Kind of Blue με τον Μάιλς Ντέιβις. Αυτό ήταν. Τρία τέταρτα μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.[3] Η ώρα ήταν λοιπόν εννέα παρά τέταρτο όταν ο Πολ Γελμ πέρασε τις πύλες του Σκάνσεν, του έδωσαν έναν μικρό χάρτη και τον παρέπεμψαν στα «άγρια ζώα» στη βορειοανατολική γωνία του μεγάλου υπαίθριου μουσείου. Καθώς πήρε τις μακριές και σκεπαστές κυλιόμενες σκάλες για ν’ ανέβει στον λόφο, σκεφτόταν ποια ζώα δεν ήταν άγρια. Ήταν, για παράδειγμα, ο άνθρωπος άγριο ζώο; Όταν έφτασε πάνω, συνάντησε έναν εντελώς διαφορετικό καιρό. Όλοι οι χειμωνιάτικοι αγέρηδες είχαν εξαφανιστεί, και βρέθηκε να διασχίζει μια τεχνητή πόλη του δέκατου αιώνα μέσα στο κατακαλόκαιρο. Απριλιάτικος καιρός, ετοιμάστηκε να πει, αλλά στην πραγματικότητα ήταν Μάιος. Πέμπτη, 4 Μαΐου του σωτηρίου έτους 2000. Κι ενώ ο ήλιος αντανακλούσε σε βαθυκόκκινους τοίχους, εκείνος σκεφτόταν τις κυκλικές εναλλαγές στην προφορά του 2000. Εξαρχής ήταν αυτονόητο να λες έτος τβότούσεν, ήτοι «έτος δύο χιλιάδες» κατόπιν – έπειτα από μια μαζική προπαγανδιστική εκστρατεία άγνωστου καθαρολόγου– έγινε επίσης αυτονόητο να λες έτος σιούγκοχούντρα, ήτοι «έτος είκοσι εκατό» ή είκοσι εκατοντάδες ή εκατονταετίες, τέλος πάντων, έστω κι αν αυτό το χώνευες έπειτα από κάποια εσωτερική διαμάχη. Ακόμα κι αν η επίσημη σιούγκοχούντρα γραμμή αποδείχτηκε επικρατέστερη, ο Πολ Γελμ άκουγε συχνά να αναφέρεται το πιο αμφιλεγόμενο τβότούσεν, στα μουλωχτά, λες και επρόκειτο για αντιστασιακή κίνηση. Λαϊκή αντίσταση. Ο ίδιος τηρούσε δική του γραμμή, την οποία αποκαλούσε «μέση» γραμμή. Αυτή προκαλούσε γενική απέχθεια και στηριζόταν στον ρυθμό. Το σιούγκοχούντρα ήταν τροχαϊκό μέτρο με
δύο ρυθμικές μονάδες, σύμφωνα με το μοντέλο άαάα, ενώ το τβότούσεν ήταν ένα μη γνήσιο μοντέλο της μορφής άάα, δηλαδή δύο εισαγωγικές τονισμένες συλλαβές ακολουθούμενες από μία άτονη. Επειδή δεν υπήρχαν οποιαδήποτε αποδεκτά επιχειρήματα υπέρ της μίας ή της άλλης γραμμής, απέμενε να αποφασίσει το μέτρο την επιλογή. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις εκδοχές εκφώνησης του 2000 ήταν, στα μάτια του Πολ Γελμ, μια εντελώς γυμνή εικόνα του καιρού μας: η επιθυμία για εξουσία στην καθαρότερη μορφή της. Ο καθένας ήθελε να έχει δίκιο, ήθελε να νικήσει, και δεν είχε καμία σημασία ούτε η ασημαντότητα του θέματος ούτε η έλλειψη επιχειρημάτων. Και οι αντίπαλοι συμφωνούσαν ακριβώς στο εξής: ότι η ισοπαλία ήταν ο χειρότερος εχθρός. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η δική του στάση ήταν η πραγματική αντιστασιακή κίνηση. Αυτά ήταν, λοιπόν, όσα σκεφτόταν ο επιθεωρητής Πολ Γελμ εκείνο το σωτήριο έτος, όταν το έθνος των Σουηδών καταγγελλόταν από τη Διεθνή Αμνηστία για σοβαρή αύξηση της αστυνομικής βίας, κατά τη διάρκεια της οποίας αστυνομικοί κρατούσαν ανάποδα τα κλομπ τους για να χτυπούν με τη σκληρή άκρη, ενώ κοσοβάροι Αλβανοί στέλνονταν αγεληδόν πίσω σε κατεστραμμένες πατρίδες με πέντε χιλιάδες γνήσιες σουηδικές κορόνες στην τσέπη. Του φάνηκε, για μια πολύ σύντομη στιγμή, ότι κάποιος του είχε κλέψει όλο το πρότυπο της σκέψης του. Αναρωτήθηκε πού είχαν πάει όλες εκείνες οι παλιές και καλές σεξουαλικές φαντασιώσεις, από τις οποίες το άτομο πρέπει να πλήττεται –σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες– τουλάχιστον δεκαπέντε φορές τη μέρα. Μια τελευταία απορία τον διαπέρασε πριν πιάσει τον ντορό των αρπακτικών ζώων: ποιος στον διάβολο ήταν αυτός ο υποδειγματικός άνθρωπος που προλάβαινε να έχει δεκαπέντε σεξουαλικές φαντασιώσεις τη μέρα; Έπειτα υπερίσχυσε η μυρωδιά από τα ζώα και ο Πολ Γελμ συνέλαβε τον εαυτό του να νιώθει μια γνήσια προσδοκία, σαν ένα παιδί μερικά λεπτά πριν από την υποτιθέμενη εμφάνιση του Αϊ-Βασίλη, εκείνη τη στιγμή που ο μπαμπάς εξαφανίζεται αθόρυβα στην τουαλέτα με μια έκφραση πολύ ψεύτικης αδιαφορίας χαραγμένη στη φάτσα. Και ο Αϊ-Βασίλης είχε ένα όνομα πολύ παράξενο, όπως Χόρχε Τσάβες, και ήταν κάτι τόσο τετριμμένο όπως αστυνομικός επιθεωρητής της ΕΥΕΕ, ήτοι της Εθνικής Υπηρεσίας Έρευνας Εγκλημάτων. Ακριβώς όπως ο ίδιος. Κατόπιν η μυρωδιά εξαφανίστηκε εξίσου ξαφνικά όπως είχε έρθει. Ο Πολ Γελμ είχε χαθεί. Αργότερα, βεβαίως, θα δήλωνε πλήρη άγνοια για το εν λόγω συμβάν, αλλά όντως είχε χαθεί μέσα στο Σκάνσεν. Είχε παιδιά που πλησίαζαν ολοταχώς τα είκοσι και είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που είχαν σταματήσει να απολαμβάνουν το φτηνό τέχνασμα της επίσκεψης στο Σκάνσεν, αυτό που χρησιμοποιεί κανείς όταν έχει ξεμείνει γενικώς από ιδέες. Από τότε που έρχονταν εδώ είχαν γίνει αλλαγές, είχαν ανακατασκευάσει το τμήμα για τα άγρια ζώα στο μεγάλο υπαίθριο μουσείο, και ο Πολ Γελμ έπιασε τον εαυτό του να συζητάει με μια πολύ νωχελική αρσενική άλκη που φαινόταν και ταριχευμένη και μηχανική. Διότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος με τον οποίο θα μπορούσε να συζητήσει. Η ώρα κόντευε δέκα και μάλλον το Σκάνσεν ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί κοντά και η μαλακισμένη η άλκη δεν είχε τίποτα να του πει. Και πάνω απ’ όλα, αυτό το αρσενικό φαινόταν, όλως παραδόξως, να αγνοεί εντελώς πού ακριβώς βρίσκονταν εκείνες οι κτηνώδεις ενυδρίδες. Στο τέλος ο Πολ Γελμ βρέθηκε μέσα στο λεγόμενο βουνό των αρκούδων, το οποίο ήταν
άγνωστο έδαφος. Ήταν ασφαλώς περιφραγμένο και ο Πολ Γελμ κατάφερε να βγει από τα δαιδαλώδη κατασκευάσματα με την αίσθηση ότι είχε ακολουθήσει κάποιο νήμα. Προσπέρασε άλογα, λύγκες, αγριόχοιρους και λύκους και, ξαφνικά, έφτασε. Στους αδηφάγους. Εκεί υπήρχαν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι που δούλευαν. Αναγνώρισε αμέσως τους ασπροντυμένους τεχνικούς του Εγκληματολογικού, οι οποίοι σαν πρωτάρηδες αναρριχητές ανεβοκατέβαιναν στους λοφίσκους μέσα στην επικράτεια των αδηφάγων. Αναγνώρισε την κίτρινη ταινία η οποία όριζε τη σκηνή του εγκλήματος, απέκλειε την προσπέλαση στον προστατευτικό φράχτη και κραύγαζε «Αστυνομία!». Αναγνώρισε τη λίγο πολύ γηραλέα ογδοντάχρονη φάτσα που ανήκε στον επικεφαλής ιατροδικαστή Σίγκβαρντ Κβάρφορτ. Αναγνώρισε μια αυστηρή τευτονική φάτσα που ανήκε στον επικεφαλής της Σήμανσης Μπρίνολφ Σβενχάγκεν. Και αναγνώρισε μια πολύ δραστήρια μελαχρινή φάτσα που ανήκε σ’ έναν στενό συνεργάτη, ο οποίος ήταν επίσης γαμπρός του επικεφαλής της Σήμανσης Σβενχάγκεν. Το όνομά του ήταν Χόρχε Τσάβες. Ο Τσάβες είδε τον Γελμ, έλαμψε ολόκληρος, πήγε στο βαθύ χαντάκι που χώριζε τον εσωτερικό χώρο των αδηφάγων από τον εξωτερικό, άνοιξε τα χέρια του και φώναξε λες και είχε κάνει πρόβα (κάτι που πιθανότατα ίσχυε όντως): «Πέτα από πάνω σου την ανθρώπινη περιβολή, ω κορυφή της δημιουργίας, και κάνε την είσοδό σου στο ζωώδες όργιό μας». Ο Πολ Γελμ αναστέναξε και είπε: «Και πώς στον διάβολο θα το κάνω αυτό;» Ο Χόρχε Τσάβες σήκωσε απορημένος τα φρύδια και κοίταξε γύρω του. Τελικά στράφηκε προς τον Μπρίνολφ Σβενχάγκεν, ο οποίος φαινόταν να κόβει, ως επί το πλείστον, βόλτες τριγύρω και να δείχνει αυστηρός. Λες και αυτό ήταν η αποστολή της ζωής του. «Εσύ τράβηξες τη σανίδα, Μπρούντε;» Ο Μπρίνολφ Σβενχάγκεν κοίταξε τον γαμπρό του με ειλικρινέστατη απέχθεια και έδωσε τη διόλου διαφωτιστική απάντηση: «Δεν ονομάζομαι Μπρούντε». Και επέστρεψε αμέσως στο να κόβει βόλτες και να δείχνει αυστηρός. Ο Τσάβες έξυσε το κεφάλι του. «Μάλλον την έκλεψαν οι τσοντομπάτσοι» είπε. «Όπου να ’ναι θα ξαμολήσουν μέσα και τους αδηφάγους». Ο Πολ Γελμ σκαρφάλωσε πάνω στον αναρριχώμενο ξύλινο φράχτη, ισορρόπησε για μια στιγμή και μετά έκανε ένα παράτολμο άλμα στο κενό. Πέταξε σαν μπαλαρίνα πάνω από τη βαθιά και γεμάτη νερό τάφρο και προσγειώθηκε ομαλά δίπλα στον συνάδελφό του. Προκάλεσε πραγματικά έκπληξη σε όλους. «Βεργολυγερός» έκανε ο Τσάβες επιδοκιμαστικά. «Ευχαριστώ» είπε ο Γελμ, ακόμη ανείπωτα έκπληκτος από το γεγονός ότι δεν είχε πέσει σε κοπριές αδηφάγων ή δεν είχε παραπατήσει για να βρεθεί στην τάφρο και να σπάσει κανένα πόδι. Κοίταξε γύρω του. Η επικράτεια των αδηφάγων ήταν αρκετά εκτεταμένη, μια έκταση με υψώματα που κατέληγε σε μια σχετικά ψηλή κορυφή. Έβλεπες εδώ κι εκεί τρύπες, πιθανώς φωλιές, και μεγάλα τμήματα του χορταριασμένου εδάφους φαίνονταν καλυμμένα από πολύ μικρά κομμάτια ύφασμα, που έμοιαζαν σχεδόν με φτερά και υπήρχαν σε
διάφορα χρώματα και υλικά. Οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τον μέτριο πρωινό άνεμο να παρασύρει κάθε ίνα που είχε απομείνει. Ο Γελμ έδειξε τις ίνες. Ο Χόρχε έγνεψε, τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε προς την πιο μακρινή γωνιά του λάκκου των αδηφάγων, εκεί όπου η τάφρος ήταν απλώς ένα κάθετο κομμάτι μπετόν που έφτανε κάτω στο μάλλον γυμνό παρά χορταριασμένο έδαφος. «Αρχίζουμε από την αρχή» έκανε ο Χόρχε. Το ζευγάρι σταμάτησε. Εδώ οι ίνες είχαν αρχίσει να παίρνουν, μερικώς τουλάχιστον, λίγο πιο συγκεκριμένες μορφές, και κυρίως ένα μπατζάκι σε χρώμα ρόδινο. Μέσα από το μπατζάκι πρόβαλλε, γύρω στους δέκα πόντους, ένα ζευγάρι κόκαλα δίχως ίχνος σάρκας πάνω τους. Πιθανώς κνήμη και περόνη. «Είναι το μεγαλύτερο οστό που απέμεινε» είπε ήρεμα ο Τσάβες και κάθισε ανακούρκουδα. Ο Γελμ έκανε το ίδιο και περίμενε τη συνέχεια. Η οποία ήρθε. «Gulo gulo είναι η επιστημονική ονομασία των αδηφάγων. Γλυκούλικα πλασματάκια. Μοιάζουν με χαριτωμένα αρκουδάκια. Ανήκουν στα ικτιδόμορφα. Οι κοντινότεροι συγγενείς τους είναι ο ασβός, το κουνάβι του δάσους, το βρομοκούναβο, η νυφίτσα, η βίδρα και το μινκ. Είναι απειλούμενο είδος και σήμερα υπάρχουν ακόμη γύρω στους εκατό στη Σουηδία. Πάνω στα βουνά. Γίνονται κάνα μέτρο σε μήκος και τρέφονται κυρίως από τρωκτικά όπως οι μίκρωτοι και οι λέμμοι. Αλλά καμιά φορά αλλάζουν λεία…» Ο Γελμ σηκώθηκε και ίσιωσε την πλάτη του. «Εντάξει» έκανε δοκιμαστικά. «Κάποιος μέθυσε, σκαρφάλωσε και μπήκε στο Σκάνσεν και έπεσε μέσα στα σαρκοφάγα. Δεν είναι δα και η πρώτη φορά». «Και νομίζεις ότι θα σε καλούσα να έρθεις, αν ήταν έτσι;» έκανε ο Τσάβες και τον κάρφωσε με το βλέμμα του. «Αυτά εδώ τα ζώα είναι δολοφονικά θηρία εξαιρετικής ακρίβειας. Μα δεν έχεις μελετήσει τον Ελρόι σου; Με την παραμικρή πρόκληση μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο κομμάτια, ειδικά όταν είναι πολλά μαζί. Τα σαγόνια τους είναι σαν κόφτες μπουλονιών. Μπορούν μεμιάς να σπάσουν τα κόκαλα και να τα θρυμματίσουν. Στην πραγματικότητα είμαστε τυχεροί που μας έχουν μείνει τόσα απομεινάρια». Με τη βοήθεια ενός μολυβιού ο Τσάβες σήκωσε προσεκτικά το ύφασμα από το κομμένο μπατζάκι. Λίγο πιο πάνω, στο μέρος που δεν φαινόταν αρχικά, υπήρχε λίγη σάρκα στα οστά και τα συγκρατούσε. Εκεί καθόταν επίσης ένας κόμπος. Σε ένα κομμάτι σκοινί. «Α, μάλιστα» έκανε ο Γελμ και ξανακάθισε ανακούρκουδα. «Μπορείς να το πεις κι έτσι» είπε ο Τσάβες και συμπλήρωσε: «Φι». «Όμικρον» έκανε ο Γελμ. «Νι» είπε ο Τσάβες. «Όμικρον» ξανάπε ο Γελμ. «Σίγμα» ολοκλήρωσε ο Τσάβες. «Αναμφισβήτητα. Και καλά θα ήταν να βρίσκαμε κι ένα κεφάλι. Κι εδώ έχουμε, εν πάση περιπτώσει, μια εκδοχή του θέματος» συνέχισε και σταμάτησε τον γηραιό ιατροδικαστή Κβάρφορτ. «Έχουμε κάτι καινούργιο, καλέ μου άνθρωπε;» ρώτησε με υπερβολική ευγένεια. «Νιξ» έκανε ο εξαιρετικά μεγαλοσυνταξιούχος και διαχειμάζων Σίγκβαρντ Κβάρφορτ και επανέφερε με μια ρουτινιέρικη κίνηση της γλώσσας του τη χαλαρή μασέλα του. «Ούτε
κεφάλι ούτε δάχτυλα. Δύσκολη η ταυτοποίηση. Βέβαια, μπορούμε να πάρουμε DNA, αλλά, όπως ξέρετε, το σύστημα δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο. Ξέρουμε ότι είναι άντρας. Ενήλικο άτομο ανδρικού φύλου δηλαδή. Ο βαθμός πήξης του αίματος δείχνει κάπου ανάμεσα στο χτεσινό βράδυ και τη νύχτα. Βέβαια, θα αποτελούσε έκπληξη αν το άτομο αυτό είχε μείνει εδώ περισσότερες ώρες. Δεν θα άρεσε καθόλου σε γονείς μικρών παιδιών και σε άλλα παρόμοια στοιχεία να καταναλωνόταν ο φίλος εδώ μέρα μεσημέρι. Κατά τα άλλα, δεν έχω κάτι άλλο να σας προσφέρω». Ακριβώς τότε ένας από τους τεχνικούς του Εγκληματολογικού πάνω στον λόφο έβαλε φωνή κραδαίνοντας κάτι που είχε βγάλει από μια τρύπα. Έμοιαζε με αδηφαγοκούραδο. Ο Πολ Γελμ δοκίμασε μερικές φορές αυτή τη λέξη στο στόμα του. Πόσες φορές στη ζωή του την είχε χρησιμοποιήσει, άραγε; Πιθανώς καμία. «Μάλλον κάνα τσουτσούνι αδηφάγου θα είναι» έκανε ο Τσάβες με έναν σκηνικό ψίθυρο. «Ας ελπίσουμε ότι ο αδηφάγος δεν ήταν ακόμη στην τρύπα» αντιγύρισε ο Γελμ με τον ίδιο ηχηρό ψίθυρο. Καθώς ο τεχνικός κατέβαινε γλιστρώντας το ύψωμα, ο Γελμ ανέλυσε για μια σύντομη στιγμή στο μυαλό του κάποιους συνειρμούς και τις σημασίες τους. Ο τεχνικός πήγε στον προϊστάμενό του, που στεκόταν και έδειχνε αυστηρός. Ο Μπρίνολφ Σβενχάγκεν πήρε το αντικείμενο, το γύρισε και το περιεργάστηκε για λίγο και κατόπιν ξεκίνησε να πάει προς το μέρος της τριάδας. Άπλωσε το χέρι του για να δείξει το αντικείμενο στον γεροΚβάρφορτ, ο οποίος το κοίταξε μυωπικά μέσα από τα ματογυάλια του πάχους μιας ίντσας και έγνεψε. «Εξαιρετικά» ήταν το μόνο που είπε. Ο αυστηρός Σβενχάγκεν στράφηκε κατόπιν απρόθυμα προς τον γαμπρό του και προς τον –τουλάχιστον εξίσου απεχθή– συνάδελφο του γαμπρού του. Κρατούσε ψηλά το αντικείμενο. Ήταν ένα δάχτυλο. «Εξαιρετικά» έκανε ο Τσάβες, δίχως να δώσει κάποιο σημάδι ότι ήθελε να το αγγίξει. «Δακτυλικά αποτυπώματα» πρόσθεσε, αχρείαστα μάλλον. Ο Σβενχάγκεν έκανε μεταβολή. Ο Τσάβες έπιασε το λευκό μανίκι που ανέμιζε και το τράβηξε προς το μέρος του. Ήταν σαν μια πρόγευση ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. «Που να πάρει ο διάβολος» έκανε ο Σβενχάγκεν με σφιγμένα δόντια. «Μπορούμε να ασχοληθούμε με την επιγραφή, Μπρούντε; Αν δεν ζητάμε πολλά δηλαδή». Ο Μπρίνολφ Σβενχάγκεν έγνεψε με βαριά καρδιά. «Αστυνομικοί είμαστε» έκανε ο Πολ Γελμ σε μια προσπάθεια να βοηθήσει. Ο Σβενχάγκεν άφησε ν’ ακουστεί άλλη μία μη λεκτική έκφραση της δυσαρέσκειάς του και ξεπέρασε τον απρόθυμο εαυτό του. Οδήγησε τους δύο επιθεωρητές στην άκρη του λάκκου των αδηφάγων, εντελώς δίπλα στο απότομο άνοιγμα που είχε βάθος τρία μέτρα από εκεί που στέκονταν και κοιτούσαν. Εκεί που το χορταριασμένο και το πετρώδες έδαφος εξαφανιζόταν και τη θέση του έπαιρνε ένα έδαφος από μαυρόχωμα, κι εκεί ακριβώς που η συγκέντρωση των πολύχρωμων ινών ήταν μέγιστη. Εκεί έβλεπες επίσης τα μοναδικά ίχνη αίματος, έναν πιο σκούρο λεκέ που είχε σχεδόν απορροφηθεί εξ ολοκλήρου από το χωμάτινο έδαφος.
«Να πατάτε προσεκτικά εδώ» έκανε ο Σβενχάγκεν. «Πόσοι αδηφάγοι ήταν;» ρώτησε ο Γελμ. «Τέσσερις» απάντησε ο Σβενχάγκεν. «Τέσσερα θηριώδη τέρατα που καταβρόχθισαν έναν άνθρωπο δίχως ν’ αφήσουν ούτε ένα ίχνος αίματος πουθενά – δεν είναι παράξενο;» Ο Σβενχάγκεν στάθηκε και έριξε στον Γελμ ένα ψυχρό, καταγάλανο βλέμμα που έλεγε: Δεν καταλαβαίνεις τίποτα; «Έβρεξε τη νύχτα» είπε κι έσκυψε κάτω. «Ευτυχώς, όμως, μας έμεινε αυτό εδώ» συνέχισε δείχνοντας. Στο χώμα, ακριβώς δίπλα στον δείκτη του Μπρίνολφ Σβενχάγκεν, ο Γελμ μπόρεσε να διακρίνει μια σειρά μικρών αυλακώσεων. Με κάποια δυσκολία αντιλήφθηκε πως ήταν γράμματα. Πέντε χαρακτήρες. Τους διάβασε. «Epivu;» έκανε. «Όπως φαίνεται» τον διαβεβαίωσε ο Σβενχάγκεν. «Αλλά μη με ρωτάς τι σημαίνει». «Αυτός το έγραψε;» «Δεν το ξέρουμε. Από το μέγεθος φαίνεται πως τα γράμματα έγιναν από ανθρώπινο δάχτυλο, αυτό μπορούμε να το πούμε με κάποια βεβαιότητα. Επίσης η ποσότητα των ινών εδώ γύρω δείχνει πως εδώ θα μπορούσε να είναι ο τόπος όπου έγινε η… πρόσληψη τροφής. Εν τοιαύτη περιπτώσει, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι το θύμα, δεμένο χειροπόδαρα, έγραψε ένα τελευταίο μήνυμα. Πήραμε δείγματα από τα γράμματα, για να δούμε αν υπήρχαν ίχνη αίματος ή απομεινάρια δέρματος στο χώμα, και ίσως αυτό εδώ το δάχτυλο να μπορέσει να ρίξει λίγο φως στον γρίφο». «Υπάρχουν οποιεσδήποτε ενδείξεις για το πώς κατέληξε εδώ;» «Όχι» είπε ο Σβενχάγκεν. «Έχουμε ένα σωρό δακτυλικά αποτυπώματα στον φράχτη, φυσικά, αλλά κατά τα άλλα τίποτα. Πρέπει να τα εξετάσουμε όλα». «Αν υποθέσουμε ότι ήταν αυτός που έγραψε “Epivu”, μάλλον δεν θα είχε καταλήξει εδώ δίχως κεφάλι. Και πώς μπορεί να εξαφανιστεί ένα κεφάλι;» «Υπάρχουν πολλές διαφορετικές πιθανότητες» είπε ο Σβενχάγκεν και περιεργάστηκε τον Γελμ. Ίσως αυτός ο άντρας να μην ήταν τόσο ηλίθιος όσο τον θεωρούσε εξαρχής. Αλλά ο Μπρίνολφ Σβενχάγκεν δεν ήταν από τους ανθρώπους που άφηνε να του ανατρέπουν στα καλά καθούμενα τις προκαταλήψεις του. Κι αυτό τον έκανε –αν ήταν δυνατόν– ακόμα πιο πείσμονα. Συνέχισε με βλοσυρό ύφος: «Μπορεί να το έφαγαν οι αδηφάγοι. Τόσο απλά. Δεν είναι καθόλου απίθανο να τραγάνισαν όλο το κεφάλι, το κρανίο, τα δόντια, τον εγκεφαλικό φλοιό και όλα τα παρελκόμενα. Οπότε μπορεί να μην ήταν καν αυτός που έγραψε αυτά εκεί τα γράμματα. Πρέπει να το ελέγξετε μιλώντας με τους εργαζόμενους στον ζωολογικό τύπο, είναι δική σας δουλειά αυτό. Ίσως ένας από τους αδηφάγους να λέγεται Epivu, τι να ξέρω κι εγώ;» Ο Γελμ δεν τον άφησε να φύγει. Κοίταξε γύρω του το κακοτράχαλο έδαφος. «Δηλαδή το κεφάλι μπορεί να βρίσκεται ακόμη εκεί μέσα; Οπότε πρέπει να συνεχιστεί η έρευνα. Επίσης, υποθέτω ότι πρέπει να αναλύσουμε μερικά αδηφαγοκούραδα αρκετά σύντομα. Ίσως να μην είναι ένας άνθρωπος, ίσως να είναι δύο ή περισσότεροι ή μια ολόκληρη ομάδα ποδοσφαίρου που την καταβρόχθισαν οι κακοί αδηφάγοι». Μόλις ανέφερε την ανάλυση των αδηφαγοκούραδων, ο Γελμ είδε ένα μικρό τικ στα μάτια του Μπρίνολφ Σβενχάγκεν. Τόσο μακριά δεν είχε πάει το μυαλό του υπεροργανωτικού επικεφαλής των τεχνικών του Εγκληματολογικού. Κι αυτό έδωσε μια μικρή
ικανοποίηση στον Γελμ. Οι μικρές και παράξενες διαμάχες για την εξουσία από τις οποίες βρίθει η κοινωνική μας ζωή… Γιατί να μην μπορούν οι άνθρωποι να συναναστρέφονται χωρίς να μεταμορφώνονται σε μωρά; Ο Σβενχάγκεν απομακρύνθηκε. Ο Γελμ κοίταξε τον Τσάβες. «Τι είναι αυτό εδώ;» τον ρώτησε ευθέως. «Δεν ξέρω» απάντησε ο Τσάβες «αλλά δεν μου φαίνονται και πολύ συνηθισμένα τα πράγματα». «Όχι» έκανε ο Πολ Γελμ. «Πολύ συνηθισμένα δεν είναι με τίποτα».
Πήγαν στον πύργο Μπρενταμπλίκ για καφέ. Κάθισαν τέρμα επάνω στο ευρύθεον,[4] έφαγαν κάτι ξεραμένα, απλά σάντουιτς με τυρί, ατένισαν το λουσμένο στον ανοιξιάτικο ήλιο Σκάνσεν και είδαν το ανθρώπινο ρεύμα να αυξάνεται κάθε στιγμή που περνούσε. Όλη η στρατιά των συνταξιούχων της Στοκχόλμης φαίνεται πως ήταν στη θέση της με θανατηφόρα κομμάτια ψωμί στα χέρια, τα οποία εντός ολίγου θα μετατρέπονταν σε τερατώδεις σβόλους που θα σκότωναν περισσότερα θαλασσοπούλια από όσα σκότωναν οι λαθροθήρες της χώρας στο σύνολό τους. Αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτά που σκέφτονταν ο Πολ Γελμ και ο Χόρχε Τσάβες. Οι δικές τους σκέψεις ήταν στραμμένες σ’ έναν φόνο. Αν ήταν φόνος. «Υπόκοσμος» είπε ο Τσάβες και προσπάθησε ανεπιτυχώς να δαγκώσει το ξερό κομμάτι τυρί. Ευχήθηκε να είχε κι αυτός κόφτες μπουλονιών για σαγόνια. «Ελρόι;» έκανε ο Γελμ και κοίταξε με βλέμμα απλανές τη μαγευτική θέα της Στοκχόλμης. «Ποιος Ελρόι;» «Ο υπόκοσμος, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο» διευκρίνισε ο Τσάβες. «Κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο: ναι. Αλλά όχι με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν είναι ένα απλό ξεκαθάρισμα για ναρκωτικά ούτε μια συνηθισμένη εκτέλεση. Αν ήταν, δεν θα το έκαναν έτσι. Αυτό εδώ είναι κάτι ιδιαίτερο. Υπάρχει ένα μήνυμα εδώ». «Epivu;» Ο Γελμ κούνησε το κεφάλι και παρέμεινε σιωπηλός. Ο Τσάβες συνέχισε να σκέφτεται φωναχτά: «Πιθανότατα τον έδεσαν και τον πέταξαν στους αδηφάγους. Εκεί κάτω πρόλαβε να γράψει το μήνυμα “Epivu”. Γιατί το κάνει, όμως; Γιατί δεν προσπαθεί να ξεφύγει; Ακόμα κι ένας τόσο μέτριος αθλητής σαν τον Πολ Γελμ κατάφερε να πηδήξει πάνω από την τάφρο δίχως σοβαρά προβλήματα». «Δεξιός βουβώνας» είπε ο Γελμ και ήπιε μια γουλιά από τον παράξενα παχύρρευστο καφέ. «Ο πόνος στον δεξιό βουβώνα. Αντανακλάται κάτω προς το γόνατο». «Σαν καρκίνος μού φαίνεται» είπε ο Τσάβες. «Βουβωνικός καρκίνος, το πιο επικίνδυνο είδος. Ενενήντα επτά τοις εκατό θνησιμότητα σύμφωνα με τελευταίες έρευνες». «Για να τον υπερασπιστώ, πρέπει να πω ότι είναι ευκολότερο να πηδήξεις από έξω μέσα παρά από μέσα έξω». «Αν πετάξεις κάποιον σε κτηνώδη αρπακτικά, το πρώτο που θα κάνει δεν είναι να καθίσει και να γράψει με το δάχτυλο στο χώμα. Θα προσπαθήσει να βγει έξω». «Κι από την άλλη, δεν το βλέπω πιθανό να τον ρίχνουν οι δολοφόνοι του στα σαρκοβόρα και μετά να φεύγουν αμέσως. Πιθανότατα παραμένουν εκεί και κοιτάζουν.
Πιθανότατα τον σημαδεύουν με όπλα. Πιθανότατα τον εμποδίζουν να ξεφύγει. Πιθανότατα στέκονται εκεί και απολαμβάνουν το θέαμα. Ρωμαϊκή αρένα». «Δεν σου φαίνεται κάπως περίπλοκο όλο αυτό;» είπε ο Τσάβες. «Κάποιος θα εκτελεστεί. Δένουν λοιπόν το εν λόγω άτομο, το σηκώνουν πάνω από τα κάγκελα και το βάζουν μέσα στο Σκάνσεν, το μεταφέρουν μέχρι τον ζωολογικό κήπο, εκεί που κάποιος καθυστερημένος υπάλληλος μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, κι όλα αυτά για να τον πετάξουν στους αδηφάγους. Αυτό δεν συνηθίζεται, αν κάποιοι δεν έχουν έναν πολύ ειδικό λόγο για να τον πετάξουν ακριβώς στους αδηφάγους». «Και με αυτό επιστρέφουμε πίσω στον Ελρόι» είπε ο Γελμ. «Πες μου τώρα, ποιος είναι αυτός ο Ελρόι;» «Ή πάλι» αναφώνησε ο Τσάβες και κοπάνησε το φλιτζάνι πάνω στο πιατάκι, με αποτέλεσμα να κοπεί σε δύο κομψά ημικύκλια, «ή πάλι κάποιος τον κυνηγάει και φτάνουν στο Σκάνσεν εντελώς τυχαία». «Και τότε» είπε ο Γελμ και έγνεψε «δεν είναι απίθανο ότι κάπου στην πορεία ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί, και μια αδέσποτη σφαίρα από την εν λόγω ανταλλαγή μπορεί κάλλιστα να χτύπησε το μπράτσο μιας δεκάχρονης». Ο Τσάβες τον κοίταξε λίγο έκπληκτος. Ο Γελμ διατήρησε αρκετά την τεχνητή παύση του ώστε να κάνει τον συνάδελφό του ν’ αρχίσει να ξεροστρίβεται ανυπόμονα στην καρέκλα του. Δεν θα διαφωνήσουμε, ήταν παιδαριώδες… «Στις 22.14´ χτες το βράδυ, η δεκάχρονη Λίσα Άλτμπρατ πυροβολήθηκε στο μπράτσο με μια σφαίρα πιστολιού διαμέτρου εννέα χιλιοστών καθώς κατέβαινε την οδό Σιρισχοβσβέγκεν». «Και πού βρίσκεται η Σιρισχοβσβέγκεν;» ρώτησε ο Τσάβες. «Είναι κάθετη στη Γιουργκορντσβέγκεν από τη μεριά του Ρούσενταλ». «Τον χάρτη του Σκάνσεν» έκανε ο Τσάβες. Ο Γελμ έβγαλε έναν χάρτη, διπλωμένο αρκετές φορές, από την εσωτερική τσέπη του λινού σακακιού του. Ο Τσάβες τον ίσιωσε με το χέρι του και άρχισε να τον κοιτάζει. «Εδώ περνάει η Σιρισχοβσβέγκεν» έκανε ο Γελμ και του έδειξε. «Και πού ήταν η Λίσα Άλστεντ όταν πυροβολήθηκε;» «Άλτμπρατ» είπε ο Γελμ. «Εδώ περίπου». Έδειξε ένα σημείο λίγο πριν από εκεί που η Σιρισχοβσβέγκεν συναντιέται με τη Γιουργκορντσβέγκεν, όχι μακριά από το μέγαρο Όακχιλ, όπου βρίσκεται η ιταλική πρεσβεία. Ακριβώς δίπλα περνούσε ο φράχτης που περιέκλειε το Σκάνσεν. «Χμ» έκανε ο Τσάβες, που είχε το κακό συνήθειο να ακούγεται σαν τον Σέρλοκ Χολμς όταν σκεφτόταν. «Η Λίσα Άλτμπρουν εδώ, βάζω ένα Χ, και ο άντρας από τους αδηφάγους εδώ, Χ». «Άλτμπρατ» ξανάπε ο Γελμ και ακολούθησε με το βλέμμα το μολύβι του Τσάβες. Ο Τσάβες συνέχισε: «Η σφαίρα;» Το δεξί του χέρι κινήθηκε κάτω προς τη Γιουργκορντσβέγκεν. «Δηλαδή κάπου μέσα από τον φράχτη του Σκάνσεν. Μπορεί να σκαρφαλώσει κανείς μέσα από αυτό εδώ το σημείο; Τι έχει εδώ μέσα;» «Τι γράφει; Λύκος;» «Ακριβώς: εκεί. Ναι, λύκος. Εκεί».
Ο Γελμ ακολούθησε το μολύβι που σηκώθηκε από τον χάρτη του Σκάνσεν προς το παράθυρο του Μπρενταμπλίκ και έξω προς το πραγματικό Σκάνσεν. Ο Γελμ διέκρινε τον λαβύρινθο του λόφου των αρκούδων και το βλέμμα του συνέχισε προσπερνώντας άλογα, λύγκες, αγριόχοιρους και βουβάλια, κινήθηκε δίπλα από την επικράτεια των αδηφάγων, όπου η κίτρινη ταινία τρεμούλιαζε από τον πρωινό αέρα, και έφτασε τελικά στο εκτεταμένο αλσύλλιο των λύκων. Ο φράχτης φαινόταν αρκετά ψηλός, αλλά δεν ήταν εντελώς αδύνατη η αναρρίχηση σε αυτόν. Αν και υπήρχε στραβωμένο αγκαθωτό σύρμα στην κορυφή του. Ο Πολ Γελμ έγνεψε. Ένα μικρό χαιρέκακο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Νομίζω πως ο Μπρούντε θα πρέπει να επεκτείνει λίγο την επιφάνεια των ερευνών του. Θα ήθελες να του το πεις εσύ;» «Με μεγάλη μου ευχαρίστηση» είπε ο Χόρχε Τσάβες και χαμογέλασε πλατιά.
Τέσσερα
καθηγητής πανεπιστημίου. Δεν είχε συνηθίσει πραγματικά τον τίτλο ακόμη, Ε πίτιμος παρόλο που τον είχε εδώ και χρόνια. Διότι τώρα πια ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος. Αν και τώρα τελευταία ήταν που είχε αρχίσει να νιώθει γέρος. Από τότε που είχαν αρχίσει όλα να επιστρέφουν. Δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς. Άλλωστε δεν είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερο. Κι ωστόσο ήταν πεπεισμένος ότι επρόκειτο να πεθάνει. Δεν τον είχε απασχολήσει ιδιαίτερα ο θάνατος παλιότερα. Ανήκε σε όλα εκείνα που έπρεπε να απωθεί. Και το είχε καταφέρει. Το είχε καταφέρει πέρα από κάθε προσδοκία. Είχε καταφέρει να τραβήξει μια γραμμή στα περασμένα και ν’ αρχίσει εκ νέου. Λες και η ζωή ήταν μια λευκή κόλλα χαρτί, έτοιμη να γεμίσει γράμματα. Σίγουρα τώρα θα ήταν γεμάτη, και μάλλον γι’ αυτό είχε αρχίσει να παρουσιάζει διαρροή το μελάνι στην πίσω σελίδα. Διότι στην πίσω σελίδα υπήρχαν όλα εκείνα τα παλιά, όλα εκείνα που μισός αιώνας δεν μπόρεσε να σβήσει. Δεν έγραφε πια. Διάβαζε μόνο. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ χειρότερο. Ξεκίνησε απλώς ως παρουσία. Μια αμυδρή, συγκεχυμένη παρουσία που μπήκε ξαφνικά στην ήσυχη και περιχαρακωμένη ζωή του. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε ευγνώμων: δεν είχαν όλοι την ευκαιρία να περιπλανηθούν για λίγο στη ζωή με τον θάνατο στο πλευρό τους πριν τελειώσουν τα πάντα, και δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα να στοχαστούν ολοκληρωμένα τι τους είχε προσφέρει η ζωή τους. Αν και, κατά κάποιον τρόπο, θα ήταν καλύτερα να πεθάνει μια κι έξω, δίχως άγχος, δίχως δεύτερη σκέψη, δίχως τύψεις συνείδησης. Απλώς να σωριαστεί νεκρός στον δρόμο και να τον μαζέψουν σαν σπασμένη μπουκάλα κρασί. The End, όπως έγραφε μια φορά κι έναν καιρό στο τέλος των αμερικάνικων ταινιών. Έτσι, για να ξέρει κανείς. Αμ δε: για κάποιον άγνωστο λόγο, είχε τιμηθεί με αυτό εδώ – την αναβολή. Και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Ή μάλλον: όσο περνούσε ο καιρός, τόσο καλύτερα καταλάβαινε. Ήταν ένα πρωινό σαν οποιοδήποτε άλλο πρωινό. Δεν ένιωθε να έχει πολλά προβλήματα υγείας, εκτός από εκείνη την άσχημη ισχιαλγία και το δυσκοίλιο έντερο. Καμία εξωτερική αλλαγή γενικώς. Εκτός από αυτή την ξαφνική παρουσία. Ναι. Την ήρεμη παρουσία του θανάτου. Εξωτερικά η ζωή συνεχιζόταν όπως πριν, όπως κάνει για έναν προ πολλού δραστήριο άντρα στην ηλικία των ογδόντα. Που σημαίνει ότι συνεχιζόταν με αργούς ρυθμούς.
Συναντιόταν με τα παιδιά ως συνήθως, πήγαινε στα κυριακάτικα γεύματά τους, που ήταν πάντα ευχάριστα, τιμούσε την αργία του Σαββάτου, γιόρταζε το Πέσαχ, το Σουκότ, το Χανουκά και το Γιομ-Κιπούρ, ως συνήθως μαζί τους. Και ήταν ακριβώς αυτή η φαινομενική κανονικότητα που το καθιστούσε τόσο ανατριχιαστικό. Διότι ανατριχιαστικό ήταν, έτσι δεν είναι; Αν και δεν ήταν εντελώς σίγουρος. Το ενοχλητικότερο ήταν ότι δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στον εγκέφαλο, στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Είχε κάνει τις έρευνές του σ’ ένα πεδίο το οποίο στην πράξη δεν υπήρχε πριν ασχοληθεί ο ίδιος μαζί του. Αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στη Σουηδία και έμαθε τη γλώσσα και μπήκε στη σουηδική κοινωνία, είχε αρχίσει την ιατρική έρευνα, και αυτό που του είχε κάνει εντύπωση ήταν το πόσο λίγα γνωρίζαμε για τους ίδιους τους εγκεφάλους μας. Σε γενικές γραμμές, αυτός ήταν που ξεκίνησε τις έρευνες για τον εγκέφαλο στη Σουηδία. Έγινε καθηγητής στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα ήδη από τη δεκαετία του πενήντα, όταν ήταν σαράντα και κάτι, και έκτοτε το όνομά του συζητιόταν σε ό,τι είχε σχέση με το βραβείο Νομπέλ. Αλλά βραβείο δεν πήρε ποτέ του. Απέκτησε, αντιθέτως, και σταδιακά, τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι ύλη και μόνον ύλη. Η «ψυχή» ήταν ένα απαρχαιωμένο κατασκεύασμα που είχε καλύψει ένα κενό στην ανθρώπινη γνώση, το κενό της γνώσης για τον εγκέφαλο. Και καθώς η κατανόηση των λειτουργιών του εγκεφάλου αυξανόταν, εξαφανιζόταν και η ανάγκη για την ψυχή, ακριβώς όπως υποχωρούν οι θεοί, οι μύθοι και τα φαντάσματα μόλις αρχίζει να κερδίζει έδαφος η επιστήμη. Παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά, έζησε όλα τα θαύματα της καθημερινότητας δίχως να κάνει έκπτωση στην πίστη του για τον υλισμό. Ο άνθρωπος καθοριζόταν καθ’ ολοκληρίαν από τα νευρικά ερεθίσματα στον εγκέφαλο. Έτσι ήταν. Κι έτσι, έχοντας περάσει σχεδόν στα ενενήντα, ένιωσε αυτή την ξαφνική παρουσία που δεν μπορούσε να εξηγηθεί ορθολογιστικά, που δεν φαινόταν να έχει κάποια θέση ανάμεσα στα νευρικά ερεθίσματα του εγκεφάλου. Ή μπορεί να μην είχε απλώς τη γνώση γι’ αυτό που του συνέβαινε. Άρχισε να ταξιδεύει· τα ταξίδια τού έγιναν μια αδήριτη ανάγκη. Δεν έκανε βέβαια τίποτα τεράστια ταξίδια με τσάρτερ πάνω από απέραντους ωκεανούς, δεν έκανε ταξίδια με τρένα σε όλη τη Ρωσία, και δεν έκανε αναβάσεις στο όρος Έβερεστ. Το θέμα ήταν να βρίσκεται πάντα σε ταξίδι. Κατά κανόνα έπαιρνε το μετρό, το ένιωθε λογικότερο. Να ταξιδεύεις δίχως να βλέπεις προς τα πού ταξιδεύεις. Καθαρή κίνηση. Να νιώθεις το ταξίδι, την κίνηση, δίχως να πηγαίνεις ουσιαστικά κάπου. Αυτή την ανάγκη είχε. Με άλλα λόγια, τούτες τις τελευταίες μέρες έπαιρνε συνεχώς το μετρό. Απλώς σηκωνόταν, δίχως σκοπό, δίχως σταθερότητα. Κατά κάποιον τρόπο αυτό το ταξίδι αντιστοιχούσε στο ταξίδι που έκανε μέσα του. Μέσα σ’ εκείνα τα απωθημένα γράμματα στην μπροστινή σελίδα του χαρτιού. Το χαρτί που είχε προσπαθήσει να γυρίσει ώστε να φαίνεται εντελώς άδειο. Πράγματα έρχονταν καταπάνω του. Ξεπετάγονταν από τις σήραγγες του μετρό, κουτρουβαλούσαν πάνω του από τις αποβάθρες, έπεφταν πάνω του από τις κυλιόμενες σκάλες. Κάποιες σκηνές μόνο, σύντομες σεκάνς, και αυτός δεν είχε καμία ευκαιρία να τις ταξινομήσει. Ήταν πολύ παράξενο. Ήταν καταδικασμένος σε περιπλάνηση, καταδικασμένος να κινείται, λες και θα πέθαινε αμέσως μόλις σταματούσε. Σαν ένας καρχαρίας. Ή σαν τον Αχασβήρο, τον περιπλανώμενο Ιουδαίο, τον καταδικασμένο σε αιώνια ζωή
και σε αιώνια ταλαιπωρία. Και υπήρχαν πολλά ακόμα να κατανοήσει – και το ήξερε. Καθόταν στο μετρό. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Αν και δεν είχε σημασία. Τα φώτα περνούσαν δίπλα του με ταχύτητα, καμιά φορά ένας σταθμός, κάποια άλλη μόνο μερικές σποραδικές λάμπες στη σήραγγα. Χέρια ακουμπούσαν πάνω του, πόδια ακουμπούσαν πάνω του, λεπτά, πολύ λεπτά πόδια και λεπτά, πολύ λεπτά χέρια, και είδε ένα αναποδογυρισμένο πρόσωπο, και είδε ένα λεπτό σύρμα να μπαίνει στο μηνίγγι, και είδε το αναποδογυρισμένο πρόσωπο να παραμορφώνεται από πόνο. Κι αυτός έγραφε σ’ ένα βιβλίο. Διάβαζε το κείμενο που ο ίδιος είχε γράψει στο βιβλίο, και το βιβλίο έγραφε για πόνο, για πόνο, για πολύ πόνο. Και κοίταξε πάνω από τον καρπό του, εκεί που ήταν το τατουάζ με το νούμερο, και οι αριθμοί ταξίδευαν μέσα του, έτοιμοι να φύγουν από αυτόν. Και συνέχιζε να ταξιδεύει, συνέχιζε διασχίζοντας τα σωθικά της πόλης, και ο θάνατος καθόταν πλάι του, και ο θάνατος κάτι ήθελε, κι αυτός δεν καταλάβαινε τι ήταν. Διότι το μόνο που έκανε ήταν να ταξιδεύει.
Πέντε
η Σάρα Σβενχάγκεν δυσκολευόταν να καταλάβει γιατί βρισκόταν σ’ ένα Ε πειδή υπηρεσιακό αυτοκίνητο της αστυνομίας που την πήγαινε από το Κουνγκσχόλμεν σ’ ένα μοτέλ κάπου στα νότια προάστια της Στοκχόλμης, άρχισε να σκέφτεται το πρωί. Η σκέψη της πέρασε από μια κομψή εξώπορτα στην Μπίρκασταν, ανέβηκε μια σκάλα γνήσιου αρ νουβό στιλ, πέρασε την πόρτα που έφερε το μοναδικό ξένο όνομα της γειτονιάς, μπήκε στην όμορφη, αλλά αρκετά ακατάστατη, κουζίνα του μικρού τριαριού και έπεσε τελικά στο κρεβάτι της παστάδας που ταρακουνιόταν βίαια, και τη στιγμή που το πρώτο σταρένιο κομμάτι δέρματος του φλογερού λατίνου εραστή αποκαλύφθηκε, το μακρόσυρτο τράβελινγκ της κάμερας διακόπηκε από ένα ιδιαίτερα επιθετικό κορνάρισμα, που μετέτρεψε το οπτικό πεδίο της θέσης του συνοδηγού ενός υπηρεσιακού οχήματος της αστυνομίας που πήγαινε από το Κουνγκσχόλμεν σε ένα μοτέλ κάπου στα νότια προάστια της Στοκχόλμης. Και έτσι μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα. Η Σέρστιν Χολμ ξεστόμισε μια ασυνήθιστη ομοβροντία προσβλητικών λέξεων, κοίταξε κατόπιν δίπλα της και είπε: «Ωχ, με συγχωρείς». Η Σάρα Σβενχάγκεν έκανε έναν μορφασμό και κατάφερε να κοιτάξει τη μεγαλύτερή της συνάδελφο που οδηγούσε. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που πρέπει να συγχωρήσω» απάντησε με ειλικρίνεια. Η Σέρστιν Χολμ την κοίταξε και χαμογέλασε μουλωχτά. «Άσε με να μαντέψω πού ήσουν» είπε και έδειξε το μεσαίο δάχτυλό της σε έναν έκπληκτο γέροντα με καρό τραγιάσκα και ασημί Φολκσβάγκεν Τζέτα. «Τι έκανε;» ρώτησε η Σάρα Σβενχάγκεν, που εξακολουθούσε να είναι αρκετά αγουροξυπνημένη. «Απέδειξε ότι το δίπλωμα οδήγησης έχει ημερομηνία λήξης. Μην προσπαθείς ν’ αλλάξεις θέμα τώρα. Πιστεύω ότι ήσουν στην κρεβατοκάμαρα ενός άρτι αποκτηθέντος τριαριού στην Μπίρκασταν. Σωστό;» Η Σάρα χαμογέλασε αχνά και ένιωσε ότι την είχαν πιάσει στα πράσα. Η Σέρστιν χαμογέλασε αυτάρεσκα, ταλαιπωρήθηκε μ’ ένα κουτί ταμπάκο για μάσημα που δεν άνοιγε εύκολα και τελικά κατάφερε να χώσει ένα κομματάκι ταμπάκου κάτω από το χείλι της. «Κι ακόμη δεν μου απάντησες πόσο κόστισε». «Κοίτα, είχε αρκετά χάλια…» «Ακριβώς. Αυτή η εκδοχή είναι καινούργια. Καλή! Έχω ακούσει βέβαια τα εξής:
“Αλλάξαμε με δύο μικρότερα διαμερίσματα”, “Η τιμή ανά τετραγωνικό ήταν αναπάντεχα χαμηλή”, όπως και το μυστηριώδες “Τα πρόσφατα στεγαστικά είναι πολύ συμφέροντα αυτή την εποχή”. Αλλά εγώ θέλω έναν αριθμό». «Δύο κόμμα δύο». «Ευχαριστώ» είπε η Σέρστιν Χολμ και πάτησε με ευγνωμοσύνη το γκάζι. «Παραχωρήσαμε και δύο επικαρπίες. Εκ των οποίων η μία πάνω στο Ρόγκσβεντ». «Ακούγεται πολύ φτηνό». «Είναι καλή τιμή. Η τιμή ανά τετραγωνικό ήταν αναπάντεχα χαμηλή. Και είχε τα χάλια του». «Τι πήρες για το δυάρι στη Σουρμπρουνσγκάταν;» «Δεν το πούλησα στη μαύρη αγορά. Αλλαγή έγινε. Μίσθωση με ιδιοκτησία μίσθωσης». [5] «Κανένας εκτός από σένα δεν ισχυρίστηκε ότι το πούλησες μαύρα. Ήταν ειλικρινής η ερώτησή μου». «Τριακόσιες χιλιάδες. Και εκείνη η αναθεματισμένη γκαρσονιέρα του Χόρχε στο Ρόγκσβεντ ήταν κάτι που εκείνοι το θεώρησαν κάτι σαν τιμωρία. Ένας σταυρός γι’ αυτούς να τον κουβαλάνε». «Οπότε έφτασε τα δυόμισι εκατομμύρια;» «Σχεδόν. Σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα πάρτι μετακόμισης το επόμενο Σαββατοκύριακο. Τι λες; Θα έρθεις;» «Μετά χαράς». «Με το ταίρι σου». Η Σέρστιν Χολμ πάτησε τώρα το γκάζι με λιγότερη ευγνωμοσύνη. «Ποπό, τι λεπτεπίλεπτη αλλαγή θέματος!» έκανε βλοσυρά. «Ποπό, τι ευέλικτη τεχνική ανάκρισης!» «Άσ’ τα αυτά και πες μου τώρα» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν και στράφηκε προς τη Σέρστιν. Δεν μπορούσε πραγματικά να ξεφύγει από την αίσθηση ότι η Σέρστιν Χολμ ήταν ο πιο περήφανος άνθρωπος που είχε συναντήσει ποτέ της. Ακόμα και το προφίλ, τα μαύρα, κομψά ατημέλητα μαλλιά, οι έντονες ρυτίδες, όλα απέπνεαν ένα είδος ανώτερης περηφάνιας την οποία η Σάρα θαύμαζε πραγματικά. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που η Σάρα Σβενχάγκεν έγινε μέλος της Ομάδας Άλφα, και είχαν δουλέψει μαζί πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν ένιωσε πραγματικά ισάξιά της. Στα μάτια της, η Σέρστιν Χολμ ήταν η καλύτερη ανακρίτρια της αστυνομίας, και είχε πολλά να μάθει από αυτή. Αλλά καμιά φορά ένιωθε άσχημα που η Σέρστιν μπορούσε να διαβάσει τον άλλο σαν να ήταν ανοιχτό βιβλίο. Ήταν σαν να μην σου είχε μείνει ούτε ένα μυστικό έπειτα από μια κουβέντα με τη Σέρστιν. Τα ξερνούσες όλα. Και με τη Σέρστιν ίσχυε ακριβώς το αντίθετο: ήταν όλη ένα μεγάλο μυστήριο, ένα μεγάλο μυστικό. Γι’ αυτό ένιωσε πολύ καλά όταν κατάφερε να την κάνει ν’ αλλάξει θέμα. Έστω κι αν η Σέρστιν αντιλήφθηκε αμέσως το τέχνασμά της. «Θα έρθω μόνη» είπε η Σέρστιν Χολμ και γκάζωσε το παλιό Βόλβο που ήταν στον αυτοκινητόδρομο Ε4, στο ύψος της εξόδου για Βεστμπέργια. «Αν γίνεται». Κι εκεί έληξε η κουβέντα αυτή. Έμειναν σιωπηλές για λίγο. Έψαχναν κι οι δύο στα τυφλά για θέματα συζήτησης. Κάτι τέτοια δεν ξεκινούσαν από μόνα τους. Μερικές φορές ήταν αρκετά περίπλοκο. Η Σάρα
ήξερε ότι κάποτε η Σέρστιν, στις αρχές όλης αυτής της ιστορίας της Ομάδας Άλφα, είχε σχέση με τον παντρεμένο Πολ Γελμ, ο οποίος ήταν ο συνεργάτης και ο καλύτερος φίλος του δικού της συζύγου Χόρχε Τσάβες. Όλα αυτά ήταν σχεδόν σαν λάκκος λεόντων. «Είναι αλήθεια ότι είναι ο μοναδικός μαυροκέφαλος στη γειτονιά;» είπε τελικά η Σέρστιν Χολμ. Αυτό έσπασε τον πάγο. Γέλασαν για λίγο. Γυναικεία γέλια. Ένιωσαν υπέροχα. «Απολύτως σωστό» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν και μετά άλλαξε ρότα: «Πού πάμε, αλήθεια;» «Δεν ξέρω πολλά» έκανε η Σέρστιν Χολμ και γέλασε βεβιασμένα. «Πηγαίνουμε στο Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα. Το κέντρο υποδοχής προσφύγων φουλάρισε και η Υπηρεσία Μετανάστευσης νοίκιασε μοτέλ. Από το Νορμπούντα Μοτέλ λείπουν μερικοί πρόσφυγες από το πρωί. Κι επειδή το όλο θέμα αναδίδει εκεί κάτω μια οσμή διεθνούς εγκληματικότητας, ανέθεσαν σ’ εμάς την υπόθεση. Αν είναι υπόθεση. Άλλες ερωτήσεις;» «Τι είδους οσμή;» «Εκείνο το μοτέλ απέκτησε, προφανώς, μια αρκετά μεγάλη οικονομική ανεξαρτησία. Πρώτα απ’ όλα συνδέθηκε με μερικές περιπτώσεις λαθραίων προϊόντων, κυρίως ανάμεσα σε Ρώσους και άλλους από τη Βαλτική. Υπήρξαν επίσης και κάποιοι υπαινιγμοί για πορνεία. Και μερικά από τα άτομα που έχουν εξαφανιστεί υπήρξαν ύποπτα ακριβώς για πορνεία». «Δηλαδή πρόκειται για ένα μάτσο πουτάνες που κρύβονται;» Η Σέρστιν Χολμ μόρφασε και προσπέρασε το Χουερχόλμεν στο ψυχρό αλλά όμορφο μαγιάτικο απόγευμα. «Πολλά δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση» παραδέχτηκε απρόθυμα. «Ποιος το κατήγγειλε;» «Ο διευθυντής, καθώς φαίνεται. Ο οποίος είναι προφανώς κι αυτός ύποπτος για ορισμένα πράγματα. Ένας Γέργκεν Νίλσον». «Τι είδους υποψίες υπάρχουν εναντίον του;» «Ότι δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν λέει τίποτα. Αλλά απαλλάχτηκε τώρα. Αυτή εδώ η καταγγελία είναι μάλλον ένας τρόπος να αποδείξει ότι είναι με τη σωστή πλευρά». Η Σάρα Σβενχάγκεν έγειρε πίσω στη φθαρμένη θέση του συνοδηγού του παλιού Βόλβο. Αναγκάστηκε να παραδεχτεί στον εαυτό της ότι δεν κατανοούσε πέρα για πέρα τις αρχές της σουηδικής πολιτικής για τους μετανάστες. Από ορισμένες χώρες, κυρίως μέσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν προφανώς εφικτό να μεταναστεύεις εδώ αρκετά ελεύθερα. Δεν χρειαζόταν πολύς καιρός για να γίνεις σουηδός πολίτης. Από άλλες χώρες φαινόταν σχεδόν αδύνατον να μεταναστεύσεις στη Σουηδία. Για να μείνει κάποιος από τις χώρες αυτές στη Σουηδία, έπρεπε να ζητήσει άσυλο και να αποδείξει ότι ήταν πρόσφυγας. Στην περίπτωση αυτή έπρεπε επίσης να φροντίσει να μην επισκεφθεί άλλες χώρες καθ’ οδόν προς τη Σουηδία. Αν κατάφερνε να ξεπεράσει κάποιος όλα αυτά τα τεχνάσματα –τα οποία απαιτούσαν όλο και περισσότερους νεκρούς πρόσφυγες από ασφυξία μέσα σε εμπορευματοκιβώτια– κατέληγε σ’ έναν καταυλισμό προσφύγων όσο εξέταζαν την υπόθεσή του. Ο συνδυασμός όλο και περισσότερων ανθρώπων που ζητούσαν άσυλο, όλο και σκληρότερων κανόνων, όλο και μεγαλύτερων περικοπών στο προσωπικό συντελούσε στο να γίνονται οι χρόνοι αναμονής όλο και πιο παράλογοι, με αποτέλεσμα να ξεχειλίζουν οι καταυλισμοί από πρόσφυγες, και να ανατίθεται η παραμονή τους σε εξωτερικούς
φορείς, συχνά σε δευτεροκλασάτα μοτέλ και ξενώνες. Εκεί λοιπόν στοιβάζονταν άνθρωποι με τρομακτικές εμπειρίες στα μπαγκάζια τους και μούχλιαζαν για χρόνια. Η Σάρα δεν μπορούσε πραγματικά να συλλάβει πώς περίμενε κανείς να γίνουν οι τελευταίοι, έπειτα από όλα αυτά, ισότιμοι πολίτες, ούτε να καταλάβει πώς τόσο πολλοί από αυτούς τελικά τα κατάφερναν. Ωστόσο είχε προσπαθήσει να μελετήσει και να μάθει όσα είχαν σχέση με το θέμα. Διότι κανείς δεν μπορούσε πια να το αποφεύγει. Η Κρατική Υπηρεσία Μετανάστευσης θα μετονομαζόταν, από την 1η Ιουλίου τούτης της χρονιάς, σε Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Το σκεπτικό ήταν να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη μετανάστευση, για τις μετακινήσεις πληθυσμών και να συμπεριλάβει στη μεταναστευτική πολιτική την πολιτική προσφύγων, μεταναστών, ένταξης και επαναπατρισμού. Αυτό το τελευταίο ήταν τέκνο της εποχής. Οι προσωρινοί πρόσφυγες ήταν μια έννοια που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται τον τελευταίο καιρό, κυρίως στο πλαίσιο των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν να μένουν για λίγο, μέχρι που να σιγουρευτούν ότι μπορούσαν να επιστρέψουν, και, όταν επέστρεφαν, έπαιρναν ένα μικρό επίδομα ως ευχαριστώ που δεν έγιναν το βάρος που θα γίνονταν αν αποφάσιζαν να μείνουν. Με αυτόν τον τρόπο η πολιτική αυτή αποκτούσε μιαν αύρα εθελούσιας συμμετοχής. Κάτι που ήταν καθαρό ψέμα. Η ουσία με τη νέα έννοια της μετανάστευσης ήταν –αν η Σάρα το είχε καταλάβει καλά– να γίνει, εν πάση περιπτώσει, ο επαναπατρισμός εξίσου σημαντικός με την ένταξη. Και από αυτή τη θέση μπορούσε να καταλάβει κανείς πολλά για τις αξίες της σύγχρονης κοινωνίας, πίστευε η Σάρα. Το παλιό Βόλβο είχε φτάσει στη Σλάγκστα, η οποία ήταν στριμωγμένη ανάμεσα στη λίμνη Μέλαρεν, σαν ένα μικρό τεχνητό ειδύλλιο, πριν από τα «βαριά» ονόματα όπως Φίτγια, Άλμπι, Νορσμπόργ και Χαλούντα. Εκεί ήταν, εν πάση περιπτώσει, το τρομακτικά κακόγουστο Νορμπούντα Μοτέλ, ένα μακρουλό κατασκεύασμα πέντε ορόφων με γνήσια αρχιτεκτονική της δεκαετίας του εβδομήντα. Οι δύο επιθεωρήτριες σταμάτησαν για λίγο έκπληκτες. Μέσα τους απαιτούσαν, και οι δυο τους, την ίδια ακριβώς στιγμή, μια άμεση εικόνα από το περιεχόμενο του εγκεφάλου του αρχιτέκτονα. Και μάλλον αυτή ακριβώς η απαίτησή τους ικανοποιήθηκε από τη στιγμή που μπήκαν στους ομοιόμορφους διαδρόμους με την αποκρουστική μοκέτα, που είχε το κίτρινο των ούρων, και με τις ταιριαστές και κιτρινισμένες από τα χρόνια ταπετσαρίες σε τοίχους και σε οροφή, από αυτές που χρησιμοποιούν γενικώς τα ιδρύματα. Αυτή ήταν, με άλλα λόγια, η εικόνα που θα έπαιρναν οι νέοι Σουηδοί από την ενδεχομένως νέα τους πατρίδα. Η οποία έπαιζε μάλλον ενεργό ρόλο στην πολιτική επαναπατρισμού. Βρήκαν το γραφείο του διευθυντή πίσω από την άδεια ρεσεψιόν· ένα δωμάτιο του μοτέλ ήταν κι αυτό ανάμεσα στα τόσα άλλα. Ο Γέργκεν Νίλσον τις υποδέχτηκε με νευρική εγκαρδιότητα. Η Σάρα σκέφτηκε ότι γνώριζε καλά κάτι τέτοιους τύπους. Ιδεαλιστής της δεκαετίας του εξήντα που είχε θελήσει ν’ αλλάξει ριζικά την κοινωνία, αλλά μεταμορφώθηκε σε δεσμοφύλακα γραφειοκράτη. Υπήρχε κι αυτή η γκριμάτσα πίκρας καταμεσής στα γένια του… Μπα, τον αδικούσε μάλλον. Σίγουρα αυτός έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Κάθισαν και οι δυο τους στις καρέκλες που τους έδειξε, μέσα στο εντελώς ανώνυμο γραφείο. Ο Γέργκεν Νίλσον κάθισε στην άκρη του γραφείου και άρχισε να μιλάει με όλη την ενέργεια που του πρόσφερε η πίστη του στους ακατάλυτους ηθικούς του κανόνες:
«Τέσσερα δωμάτια είναι άδεια. Σε κάθε δωμάτιο έμεναν δύο γυναίκες. Έχουμε δηλαδή οχτώ εξαφανισμένες γυναίκες που ζήτησαν άσυλο». «Τι σημαίνει “εξαφανισμένες”;» ρώτησε η Σάρα Σβενχάγκεν αθώα. «Σημαίνει ότι έπρεπε να είχαν εμφανιστεί το πρωί» είπε ο Γέργκεν Νίλσον και την κοίταξε απορημένος, χωρίς να πει τίποτα. «Μπήκα στα δωμάτιά τους –είναι το ένα δίπλα στο άλλο– και διαπίστωσα ότι έλειπαν». Η Σέρστιν Χολμ ένιωσε την ανάγκη να εξηγήσει. «Είμαστε από την ΕΥΕΕ» του είπε. «Κανονικά δεν ασχολούμαστε με θέματα προσφύγων». «Την ΕΥΕΕ;» ξεφώνισε ο Γέργκεν Νίλσον και χλώμιασε εμφανώς. «Μα είναι μόνο μερικές… γυναίκες που το έσκασαν. Συμβαίνει κάθε μέρα σε κάποια γωνιά της Σουηδίας». «Αν και εδώ συμβαίνει λίγο συχνότερα, έτσι δεν είναι;» «Εγώ είμαι απαλλαγμένος από κάθε κατηγορία. Ήταν πικραμένοι πρόσφυγες που τους είχαν απορρίψει την αίτηση ασύλου αυτοί που με κατηγόρησαν. Εντελώς αβάσιμα. Και το γνωρίζετε πολύ καλά». Η Σάρα Σβενχάγκεν έστριψε λίγο στην καρέκλα της και είπε: «Τι ήσουν έτοιμος να πεις αντί για “γυναίκες”;» Ο Γέργκεν Νίλσον την κοιτούσε σαν χάχας. «Τι;» ξέσπασε. «Μα τι διάβολο, δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε;» «Σκέφτηκες να πεις κάτι άλλο αντί “γυναίκες”. Έκανες μια παύση, σαν να κατάπιες κάτι που ήταν λέξη που θα σου ξέφευγε. Ποια λέξη ήταν;» Με την άκρη του ματιού της είδε το επιδοκιμαστικό βλέμμα της Σέρστιν Χολμ. Χάρηκε. «Δεν καταλαβαίνω τι λες» είπε ο Νίλσον, σηκώθηκε από την άκρη του γραφείου και άρχισε να κόβει βόλτες στα ελάχιστα τετραγωνικά. Φαινόταν κάπως πιεσμένος. Η Σέρστιν Χολμ πήρε άλλη μια δόση ταμπάκο. Μετά έβγαλε ένα σημείωμα από την τσέπη και το ξεδίπλωσε με κακόβουλη βραδύτητα. Στο τέλος διάβασε: «Μετακομίσατε εδώ πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Τον Οκτώβριο αποκαλύφθηκε μια συμμορία λαθρεμπόρων τσιγάρων αποτελούμενη από Ρώσους και Λιθουανούς. Τον Δεκέμβριο είχατε παράνομες μεταφορές αναψυκτικών από την Τουρκία. Τον Φεβρουάριο συνελήφθη ένα ζευγάρι από την Γκάμπια με μεγάλες ποσότητες κρακ σε ένα δωμάτιο. Και τον Μάρτιο έγιναν καταγγελίες για πορνεία. Τη λέξη “πουτάνες” κατάπιες, έτσι δεν είναι;» Ο Γέργκεν Νίλσον συνέχισε να γυροφέρνει μέσα στο μικρό δωμάτιο. Παρά την ταραχή του, φαινόταν ότι ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά. Πήρε τελικά μιαν απόφαση, σταμάτησε τις βόλτες και επέστρεψε στην άκρη του γραφείου. «Ναι» είπε και κάρφωσε τη Σέρστιν Χολμ με το βλέμμα του. «Πρέπει να καταλάβετε πόσο δύσκολο είναι να κρίνεις. Οι αιτούμενοι άσυλο μένουν κλεισμένοι εδώ μήνες, συχνά χρόνια. Φυσικά πρέπει να έχουν κάποια ερωτική ζωή όλον αυτόν τον καιρό. Είναι που είναι μπαρουταποθήκη ήδη από την αρχή και το να περιορίζεις τη σεξουαλική τους ζωή είναι σαν να βάζεις αναμμένο σπίρτο στο φιτίλι. Αλλά μερικές φορές ο αριθμός των ερωτικών συντρόφων γίνεται πολύ μεγάλος. Αν μπορεί να το πει κανείς έτσι. Το να τις καταγγείλεις είναι σαν να τις πετάς έξω από τη χώρα μεμιάς. Προσπαθώ να είμαι ανεκτικός. Και ναι: έκανα τα στραβά μάτια αρκετές φορές. Ήταν ο δικός μου τρόπος
πολιτικής ανυπακοής. Δεν μπορώ να είμαι φύλακας στρατοπέδου συγκέντρωσης, που να πάρει ο διάβολος!» «Κι εμείς δεν ήρθαμε για να σταυρώσουμε εσένα» είπε η Χολμ, που ένιωσε ξαφνικά συμπάθεια για εκείνον τον απογοητευμένο άντρα. «Φοβόμαστε, όμως, ότι συνέβη κάτι στις γυναίκες. Γιατί να εξαφανιστούν, να περάσουν στην παρανομία αν –με τις δικές σου ευλογίες– μπορούσαν να κάνουν ό,τι έκαναν εδώ μέσα ανενόχλητες; Μιλάμε για δωρεάν στέγη». «Αν και είναι πιθανό να πλήρωναν κάποιο είδος ενοικίου» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν και κοίταξε τη Σέρστιν Χολμ, που είχε πάρει μιαν έκφραση αποδοκιμασίας – αν και ήταν πιθανό να μην της άρεσε η σκέψη, όχι η ερώτηση. Το ξέσπασμα του Γέργκεν Νίλσον έγινε έπειτα από ένα σύντομο παίξιμο του βλέμματος. Μετά μίλησε: «Με κατηγορείτε για κάτι; Πείτε μου ευθέως τι γυρεύετε εδώ πέρα. Με κατηγορείτε σοβαρά για σεξουαλική εκμετάλλευση αυτών που περιμένουν άσυλο μήπως; Εμπρός, πείτε το! Μήπως έχετε την εντύπωση ότι κατακρεούργησα οχτώ γυναίκες και τις έφαγα ή τι ακριβώς νομίζετε;» Η Σάρα ένιωσε ότι ίσως –αλλά μόνον ίσως– να το είχε τραβήξει λίγο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Από μόνη της είχε αναλάβει να παίξει τον ρόλο του «κακού μπάτσου» χωρίς να το σκεφτεί. Ήταν σαν να έγινε από μόνο του. «Όπως είπαμε, δεν είμαστε εδώ για σένα» είπε με μελιστάλακτο ύφος. «Αλλά είναι σημαντικό να σκεφτείς πολύ προσεκτικά. Διότι τώρα θα βάλεις το μυαλό σου να σκεφτεί. Έγινε κάτι ασυνήθιστο τις τελευταίες μέρες γενικώς; Τι συνέβη χτες το βράδυ, τη νύχτα, το πρωί; Ποιοι από τους γείτονες μπορεί να είδαν κάτι; Ποιοι γνωρίζουν για τη δραστηριότητα του μπορντέλου; Ποιους πελάτες ξέρεις εσύ; Υπάρχει κάποιος νταβατζής;» Η Σέρστιν περίμενε τη Σάρα να τελειώσει. Μετά σηκώθηκε, έσπρωξε ένα μπλοκ και ένα στιλό προς τον Γέργκεν Νίλσον και είπε: «Τα κλειδιά των δωματίων παρακαλώ. Θα πάμε να κοιτάξουμε όσο εσύ θα απαντάς εγγράφως στις προηγούμενες ερωτήσεις. Επίσης θα μας δώσεις όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τις γυναίκες που λείπουν». Εκείνος έβαλε τα κλειδιά στο χέρι της, και όταν βγήκαν από το γραφείο του διευθυντή, άκουγαν καθαρά το στιλό να σέρνεται πάνω στο χαρτί, φρενιασμένα, σαν να το έκανε ένας άνθρωπος με το μαχαίρι στον λαιμό. Οι δύο αστυνομικίνες διέσχισαν τον διάδρομο με ανέκφραστα πρόσωπα, μέχρι που έστριψαν στη γωνία και έφτασαν στις σκάλες. Εκεί άρχισαν τα γελάκια σαν κοριτσόπουλα στο σχολείο. Αλλά τους πέρασε. Όταν πήραν τις σκάλες, η Σέρστιν Χολμ είπε τραχιά: «“Είναι σημαντικό να σκεφτείς πολύ προσεκτικά”». «Έτσι μου ’ρθε» είπε η Σάρα λίγο αυτάρεσκα και πέρασε το χέρι της από τα κουρεμένα ξανθά μαλλιά της. «Τι λόγο μπορεί να είχε να αποσιωπήσει τα φαινόμενα εκπόρνευσης σ’ έναν καταυλισμό προσφύγων;» «Ακριβώς τη στιγμή που είχα αρχίσει να τον συμπαθώ. Το έχαψα πραγματικά εκείνο το περί πολιτικής ανυπακοής. Εγώ, γριά γυναίκα, είμαι πιο αφελής από ό,τι εσύ. Ανατριχιαστικό». «Μην το λες. Όλα αυτά τα αίσχη που αντίκρισα όταν δούλευα με παιδεραστές… Δεν είναι για να με ζηλεύεις. Και γριά δεν είσαι με τίποτα». «Κι όμως» έκανε η Σέρστιν Χολμ με απόλυτη σοβαρότητα.
Έφτασαν στα δωμάτια, τέσσερεις πόρτες στη σειρά, καταμεσής σ’ έναν φαινομενικά ατέλειωτο διάδρομο στον δεύτερο όροφο. Τα δωμάτια 224, 225, 226 και 227. Έπειτα από κάμποση προσπάθεια να βρουν το σωστό κλειδί, μπήκαν στο πρώτο δωμάτιο, το 224. Δύο άστρωτα κρεβάτια, κατά μήκος δύο απέναντι τοίχων, ένα άδειο γραφείο, μερικές ορθάνοιχτες και άδειες γκαρνταρόμπες, απαίσιες λάμπες φθορισμού στο ταβάνι και παντού εκείνη η κατρουλοκίτρινη μοκέτα και οι απαρχαιωμένες και κιτρινισμένες ταπετσαρίες ιδρύματος. Ήταν ξεκάθαρο ότι εδώ μέσα δεν επικρατούσε ατμόσφαιρα μπορντέλου. Εδώ απλώς πουλούσαν ωμό σεξ και τίποτε άλλο. Ακόμα και τα πορτατίφ είχαν λάμπες φθορισμού. Στάθηκαν για λίγο και σκέφτηκαν. «Τι λέει η διαίσθηση;» ρώτησε η Σέρστιν τόσο τον εαυτό της όσο και τη Σάρα. «Αξίζει τον κόπο να φωνάξουμε τους τεχνικούς; Να το έσκασαν, άραγε, αυτές οι γυναίκες; Ή να τους συνέβη κάτι; Σάρα;» «Δακτυλικά αποτυπώματα, σπέρμα…» σκέφτηκε φωναχτά η Σάρα. «Μμ… Δεν κοιτάμε πρώτα και τα άλλα δωμάτια;» Τα άλλα δωμάτια ήταν αξιοπρόσεκτα πανομοιότυπα. Ήταν μάλιστα γεγονός ότι δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις. Ήταν σαν ένας κλασικός εφιάλτης: όποια πόρτα κι αν άνοιγες, έμπαινες στο ίδιο ακριβώς δωμάτιο. Ήξεραν ότι απαιτούνταν πολλές και πολύωρες ανακρίσεις για ν’ αρχίσουν να φαντάζονται τι είχε συμβεί. Και τότε θα ήταν πολύ αργά για τους τεχνικούς. Έπρεπε να δουλέψουν με τη διαίσθηση. Να οσφρανθούν την ατμόσφαιρα των δωματίων. Να προσπαθήσουν να συλλάβουν κάποιο μικρό ίχνος από ό,τι είχε συμβεί εδώ. Η σκέψη της εντολής από ανώτερα κλιμάκια –που σημαίνει από τον τομεάρχη της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Βάλντεμαρ Μέρνερ, ο οποίος απαιτούσε από το προσωπικό να μην απασχολεί τόσο πολύ το ΚΕΕ, δηλαδή το Κρατικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο, μια που οι υπηρεσίες του ήταν, όπως ακριβώς το διατύπωνε ο ίδιος, «σκέτο φαρμακείο από άποψη τιμών»– αποκλείστηκε. Χρειάστηκαν λίγη ώρα για να νιώσουν την ατμόσφαιρα. Μετά έγνεψαν και οι δύο ταυτόχρονα. «Ναι» έκανε η Σέρστιν Χολμ. «Κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ». «Μμ» έκανε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ». Και έτσι κάλεσαν τους τεχνικούς. Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Ήταν απασχολημένοι αλλού. «Σκάνσεν!» ξεφώνισε η Σέρστιν Χολμ στο κινητό. «Τι διάολο κάνουν εκεί; Αδηφαγοκούραδα; Καλά, καλά, ναι, τον έχουν μάθει τον Ελρόι τους…» Έκλεισε το τηλέφωνο στον αρχηγό της, στον αρχιεπιθεωρητή Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν, και κούνησε το κεφάλι. Την πονούσε ακόμη το κούνημα του κεφαλιού. Την είχαν πυροβολήσει πριν από έναν χρόνο περίπου και το κρανίο στο αριστερό μηνίγγι ήταν ακόμη λεπτό σαν φυλλαράκι. Κι εκεί δεν έβγαιναν μαλλιά. Έφερε τα δάχτυλά της κρυφά στο άτριχο σημείο, το οποίο μόλις και μετά βίας κάλυπταν τα ατημέλητα μαύρα μαλλιά. «Μην τα ρωτάς» ήταν το μόνο που είπε καθώς κλείδωναν ξανά τις πόρτες και άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες. Όταν μπήκαν στο γραφείο του διευθυντή, ο Γέργκεν Νίλσον είχε ήδη γεμίσει καμιά δεκαριά φύλλα Α4. Κοιτάχτηκαν και αναστέναξαν. Θα ήταν ένα μακρύ απόγευμα.
Έξι
Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν είχε πέσει σε μποτιλιάρισμα και προσπαθούσε Ο αρχιεπιθεωρητής να υπολογίσει πόση από τη ζωή του είχε σπαταλήσει σε μποτιλιαρίσματα. Όταν οι αριθμοί άρχισαν να παίρνουν αστρονομικές διαστάσεις, παράτησε την προσπάθεια. Καταπώς φαινόταν, πρέπει να είχε φάει σε μποτιλιαρίσματα σίγουρα πάνω από έναν χρόνο. Και μόνον η σκέψη ήταν ανυπόφορη. Ήταν εξήντα τριών χρόνων και από αυτά τα εξήντα τρία περισσότερα από ένα τα είχε περάσει σε ουρές. Μάλλον αυτό θα το αποκαλούσαν ανάπτυξη. Έστριψε και βγήκε στον Ε4 στο Νορβίκεν της Σολεντούνα, μια που έμενε σε μια άκρως περιζήτητη παρόχθια περιοχή της λίμνης Ραβάλεν. Τον επισκέπτονταν ακόμη μεσίτες, απατεώνες σε βαθμό κακουργήματος, που προσπαθούσαν να αγοράσουν το οικόπεδο για πενταροδεκάρες. Τον τελευταίο τον είχε κυνηγήσει με μια αιχμηρή τσουγκράνα. Ο απατεώνας μεσίτης είχε κατουρηθεί πάνω του και φώναζε έτοιμος να βάλει τα κλάματα: «Δολοφόνε με το εργαλείο!» Βέβαια ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν όλη την υπόλοιπη μέρα μετάνιωνε για την πράξη του. Δεν είχε συμπληρωθεί χρόνος από τότε που είχε σκοτώσει άνθρωπο. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Χουέβντε. Εκτός αυτού, είχε χώσει την κάννη του πιστολιού του στο στόμα ενός άοπλου άντρα και λίγο έλειψε να τον πυροβολήσει κι αυτόν. Τον είχε εμποδίσει ο Άρτο Σέντερστεντ. Ήταν ένα χρέος που θα δυσκολευόταν πολύ να αποπληρώσει. Το να του δώσουν, χωρίς πολλές ερωτήσεις, άδεια για δύο μήνες ήταν αυτονόητο, αν και αντίθετο προς όλους τους κανόνες και τις οδηγίες. Συνέβαινε συχνά –πολύ συχνά μάλιστα– να βρίσκεται ο Χουλτίν ξανά σ’ εκείνο το δωμάτιο ξενοδοχείου. Βέβαια, θα μπορούσες να το πεις όνειρο. Ίσως ήταν όνειρο. Αλλά αυτός δεν το αισθανόταν για τέτοιο. Διότι βρισκόταν πραγματικά εκεί. Ήταν πολύ παράξενο. Όλα όσα είχαν συμβεί, με την παραμικρή λεπτομέρεια, επαναλαμβάνονταν, και το περίεργο ήταν ότι αυτός ήξερε ανά πάσα στιγμή τι θα ακολουθούσε. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ήταν αναγκασμένος κάθε νύχτα –με πλήρη επίγνωση του τι έμελλε να συμβεί– να ξαναζεί όλη την πορεία των γεγονότων. Ο Πολ Γελμ πυροβόλησε και σκότωσε έναν εγκληματία και δέχτηκε μια σφαίρα στο μπράτσο, η Σέρστιν Χολμ πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Και ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν σκότωσε έναν άνθρωπο και έχωσε την κάννη του πιστολιού του στο στόμα ενός άλλου. Δεν ήταν τόσο εύκολο να σκοτώσεις άνθρωπο. Τα γεγονότα στο Χουέβντε είχαν να κάνουν με την παράξενη, περίπλοκη και αξιοσημείωτη αλληλουχία εγκλημάτων του περασμένου καλοκαιριού. Τις παλιότερες υποθέσεις της Ομάδας Άλφα τα ΜΜΕ είχαν καταφέρει να τις συνοψίσουν αρκετά εύκολα: «Φόνοι των ισχυρών», «Δολοφόνος από το Κεντάκι», αλλά η τρίτη ήταν δυσκολότερη και
ευτυχώς ο τύπος δεν είχε μπορέσει να προσαρμοστεί πλήρως στον ρυθμό των εξελίξεων. Έτσι υπήρξε ένα περίεργο συνονθύλευμα τίτλων: «Ανατίναξη στην Κούμλα», «Σφαγή στη Σίκλα», «Ανταλλαγή πυρών στο Χουέβντε», «Μακελειό στο Χούρνστουλ» – με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε ο πιο εν εγρηγόρσει αναγνώστης να παρακολουθεί και να συνδέει τα διάσπαρτα συμβάντα σε ενιαίο σύνολο. Αλλά σύνολο υπήρχε. Και δεν ήταν καθόλου όμορφο. Ήταν αρκετά δύσκολο για όλους τους να επιστρέψουν ξανά στη δουλειά. Ο ίδιος ο Χουλτίν είχε επιστρέψει ως επικεφαλής επιχειρήσεων της Ομάδας Άλφα, αφού πρώτα είχε ζητήσει μόνος του να βγει στη σύνταξη. Αυτό ήταν κάτι που δεν θα συγχωρούσε ποτέ στον Βάλντεμαρ Μέρνερ, τον επίσημο αρχηγό της ομάδας. Το μποτιλιάρισμα άρχιζε ήδη κάθε φορά που έστριβε στον Ε4 στο Νορβίκεν. Ήταν κοπιαστικά πρωινά. Αυτό το πρωί ευτυχώς η παγίδα του μποτιλιαρίσματος έκλεισε αργότερα, πάνω στο Ούλρικσνταλ. Έριχνε καρεκλοπόδαρα και ο Χουλτίν καθόταν σε μια εντελώς ακίνητη ουρά οχημάτων χωρίς να έχει καθόλου καλή διάθεση. Αν και αυτό το έκανε πολύ συχνά. Φορούσε μια ειδικά φτιαγμένη πάνα για τον σκοπό αυτόν. Είχε χρόνια ακράτεια και δεν μπορούσε να κάνει πολλά γι’ αυτό. Ή έπρεπε να τα παρατήσει και να βγει στη σύνταξη ή να το γράψει στα παλιά του τα παπούτσια. Να το αγνοήσει. Επέλεξε το τελευταίο. Αλλά, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο σαφέστερη γινόταν η σχέση ανάμεσα στην ασθένειά του και σ’ εκείνα τα ξεσπάσματα οργής, τα οποία πριν από έναν χρόνο είχαν ως αποτέλεσμα κάποια σκισμένα φρύδια, συμπεριφορά που αργότερα κλιμακώθηκε, με αποκορύφωμα τα γεγονότα στο Χουέβντε. Αν και τον τελευταίο χρόνο είχε –με εξαίρεση την περίπτωση του δολοφόνου με το εργαλείο– καταφέρει όντως να αγκιστρωθεί στην αρχή «Ζήσε κι άσε και άλλους να ζήσουν». Την αρχή αυτή την τηρούσε επίσης και για τα ζιζάνια του κήπου του, τα οποία μεγάλωναν όπως ποτέ άλλοτε. Η τελευταία υπόθεση θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει τους περισσότερους από τους συναδέλφους να τα παρατήσουν· ήταν μια υπόθεση απίστευτα απαιτητική. Ευτυχώς παρέμειναν όλοι στην ομάδα, και ήταν όλοι ζωντανοί. Σκέφτηκε ξαφνικά ότι τους έβλεπε όλο και περισσότερο σαν παιδιά του. Ήξερε ότι ήταν λάθος. Αυτός που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, είχε την ικανότητα να διαχωρίζει τη δουλειά από την προσωπική ζωή, πίστευε ότι είχε γίνει συναισθηματικός τώρα στα γεράματα. Είχαν περάσει τόσα και τόσα μαζί και είχαν δεθεί τόσο πολύ μεταξύ τους, όσο καμία άλλη ομάδα με την οποία είχε δουλέψει παλιότερα. Όταν ο διάολος γερνάει, το ρίχνει στη θρησκεία. Σε μια πολύ σύντομη στιγμή απερίσκεπτης ειλικρίνειας, διαπίστωσε ότι ο Πολ Γελμ και η Σέρστιν Χολμ, ο Χόρχε Τσάβες και ο Άρτο Σέντερστεντ, ο Βίγκο Νορλάντερ και ο Γκούναρ Νιμπέργ, ακόμα και η νιόφερτη Σάρα Σβενχάγκεν, η όμορφη κόρη του Βλοσυρού Μπρίνολφ, ήταν περισσότερο παιδιά του απ’ όσο ήταν οι γιοι του, οι οποίοι ήταν απλώς εργένηδες και λιοντάρια των επιχειρήσεων και έρχονταν για επίσκεψη μόνο τα Χριστούγεννα, το πολύ. Ακόμα και τότε κοιτούσαν τα ρολόγια τους και μιλούσαν στο κινητό όλη την ώρα. Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν βούλιαξε σε μια λασπώδη λακκούβα ανάμεικτων συναισθημάτων. Μετά σκέφτηκε: αρκετά με αυτή τη συναισθηματική γκρίνια. Είχε ήδη φτάσει στο αστυνομικό μέγαρο. Το πού είχαν χαθεί όλα αυτά τα χρόνια δεν θα κατάφερνε να το μάθει ποτέ, όσο εξαιρετικός ερευνητής κι αν ήταν. Αυτά τα κενά του
χρόνου θα παρέμεναν ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής. Στάθμευση αυτοκινήτου. Αρχιεπιθεωρητής κινείται προς το μέγαρο. Αρχιεπιθεωρητής φτάνει στο γραφείο. Τοποθέτηση χαρτοφύλακα πάνω στο γραφείο. Κοίταγμα ρολογιού. Επίσκεψη στην τουαλέτα. Αλλαγή πάνας. Αφαίρεση τσίμπλας από το μάτι. Έξοδος στον διάδρομο. Άνοιγμα πόρτας. Αρχηγείο της Ομάδας Άλφα άδειο. Στοπ. Ο κόσμος έπαιρνε τώρα πια τηλεγραφικό στιλ όταν τα πράγματα ακολουθούσαν τη ρουτίνα. Αλλά τώρα σταμάτησε. Στοπ. Πού ήταν η ομάδα του; Γιατί ήταν εντελώς άδεια ετούτη η βαρετή αίθουσα συνεδριάσεων, η οποία –όχι δίχως κάποια ειρωνεία– ήταν γνωστή με την ονομασία «Αρχηγείο»; Ο αρχιεπιθεωρητής Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν κοίταξε ξανά το ρολόι που φορούσε. Η ώρα ήταν εννέα και τριάντα τρία. Στις εννέα και τριάντα έπρεπε να είχε αρχίσει η ενημερωτική συνάντηση. Παρόλο που η Ομάδα Άλφα δεν ήταν υπόδειγμα χρονικής ακρίβειας, κάποιος τουλάχιστον έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Με αποφασιστικά βήματα ο Χουλτίν πήγε στην καθέδρα του, εκεί που συνήθιζε να κάθεται και να κουρνιάζει σαν καθηγητής γυμνασίου που αρνείται να βγει στη σύνταξη. Σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε τον αριθμό που λέει την ώρα. Άκουσε εκείνη την ανθρώπινη, υπερβολικά ανθρώπινη, φωνή: «Οχτώ και δεκαέξι και δέκα. Μπιπ». Αν και «μπιπ», δεν είπε «ακριβώς». Τώρα ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν άρχισε να σκέφτεται μαύρες τρύπες στο συνεχές του χωροχρόνου και βαρυτική διαστολή του χρόνου και άλλα τέτοια. Μήπως τελικά, εκεί που κολυμπούσε στη λασπώδη λακκούβα των ανάμεικτων συναισθημάτων, είχε μεταφερθεί σ’ έναν άλλο, παράλληλο χρόνο; Για σαράντα χρόνια το ρολόι του, ελβετικό μάρκας ΠατέκΦιλίπ, δεν είχε χάσει πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Ξαφνικά πήγαινε ένα τέταρτο μπροστά. Και αυτό συνέβαινε ακριβώς κατά τη διάρκεια εκείνου του χρόνου που έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Ανατρίχιασε και άφησε τις σκέψεις του να παρασυρθούν. Είναι ευρέως γνωστό ότι ο χρόνος κινείται αργότερα μέσα σ’ ένα πεδίο βαρύτητας από ό,τι έξω από αυτό. Όσο ασθενέστερη είναι η βαρύτητα, τόσο γρηγορότερα κινείται ο χρόνος. Ένα ρολόι που τοποθετείται στο όρος Έβερεστ πάει γρηγορότερα από ένα ρολόι στην Τάφρο των Μαριανών. Και το τι συμβαίνει με τον χρόνο σε πολύ υψηλές ταχύτητες το απέδειξε ήδη ο Αϊνστάιν με τη θεωρία της σχετικότητας – και τόσο γρήγορα σίγουρα δεν κινούνταν τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στη Στοκχόλμη. Αλλά τι θα γινόταν αν συνέβαινε το αντίθετο; Αν η ουρά ήταν τόσο αφύσικα αργή ώστε να καταργούσε για μια στιγμή τη βαρύτητα και να έκανε τον χρόνο να κινηθεί ταχύτερα; Σκέψου τι θα γινόταν αν ο Θεός έλεγε: «Τώρα, τέκνα μου, φτάνουν οι ανοησίες. Κάθεστε μόνοι σας σε αυτοκίνητα που φτύνουν διοξείδιο του άνθρακα και ερημώνουν τον κόσμο. Άλλωστε ίσα που κινείστε. Θα πρέπει να σας στείλω ένα σημάδι, για να σταματήσετε τις ανοησίες και να μπαίνετε περισσότεροι σε ένα αυτοκίνητο. Τουλάχιστον τρεις σε κάθε αυτοκίνητο, και μπορείτε να χρησιμοποιείτε τη λεωφορειολωρίδα». Έτσι μίλησε ο Παντοδύναμος στον Όχι-και-τόσοπαντοδύναμο, ο οποίος τώρα σήκωσε το βλέμμα και είδε δώδεκα λίγο πολύ προσεκτικά μάτια να είναι στραμμένα πάνω του. Κοίταξε το ρολόι. Έδειχνε εννέα και τριάντα τρία. Και ο λεπτοδείκτης κινούνταν ακριβώς όπως έκανε πάντα. Για μια σύντομη στιγμή ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν δίστασε. Αντιλήφθηκε ότι στεκόταν μπροστά σε σταυροδρόμι. Έβλεπε έναν παραλληλισμό με την ακράτεια. Μπορούσε να βυθιστεί σε αυτό. Είχε μπορέσει ν’ αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση εξηγήσεων για
το ότι ειδικά αυτός είχε πληγεί από αυτή την κακόβουλη, χλευαστική, μονίμως ενοχλητική κατάσταση. Είχε αντιληφθεί ότι θα έπεφτε σε μια ατέρμονα αλληλουχία απελπιστικών μηρυκασμών, που κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγε σε κατάχρηση ή σε αυτοκτονία. Είχε αποδεχτεί το ανεξιχνίαστο παιχνίδι της μοίρας, φόρεσε την πάνα και συνέχισε τη ζωή του. Και τώρα; Μήπως ήταν μια γνήσια μυστικιστική εμπειρία αυτό που βίωνε; Μήπως μια σύγχρονη εκδοχή του Μάιστερ Έκχαρτ ή του αγίου Φραγκίσκου; Ή μήπως ήταν απλώς το παλιό ρολόι που τα είχε παίξει; Τι ήταν αλήθεια αυτό που είχε συμβεί με τον χρόνο; Πήρε μιαν απόφαση. Θα έδινε το ρολόι να του το φτιάξουν. Κι αν συνέβαινε ξανά, θα πήγαινε να κάνει μια αξονική τομογραφία, για να δει μήπως υπήρχε κάποιο εγκεφαλικό σε εξέλιξη. Διότι η φωνή του Θεού είχε ακουστεί πολύ όμοια με τη δική του. Κάποια στιγμή, που θα ερχόταν πολύ αργότερα, θα είχε την ίδια αίσθηση, την αίσθηση παντελούς απουσίας από τη ζωή. Τότε θα είχε προλάβει να βγει στη σύνταξη τρεις ολόκληρες φορές και θα είχε ωστόσο επιστρέψει στην ηγετική θέση του με αφορμή την ανατίναξη ενός συρμού του μετρό στη Στοκχόλμη. Κι όταν θα καθόταν σ’ ένα δωμάτιο στους διαδρόμους της ΥΑ, της Υπηρεσίας Ασφαλείας, τόσο με την Ομάδα Άλφα όσο και με την ανώτατη ηγεσία της ΥΑ, θα τρύπωνε μέσα του η ίδια αίσθηση μιας εντελώς εξωπραγματικής κατάστασης. Κι όταν θα αποκαλύπτονταν κρατικά μυστικά σε ανώτατο επίπεδο, ο Χουλτίν θ’ αναγνώριζε εκείνη την αίσθηση. Αλλά αυτό αργούσε ακόμη. Τώρα κοίταξε προς τη συγκεντρωμένη Ομάδα Άλφα, καθάρισε τον λαιμό του, ξεφύλλισε τη στοίβα των εγγράφων που είχε μπροστά του στην καθέδρα και είπε με πολύ συνηθισμένη φωνή: «Λοιπόν, φίλοι μου: ημερήσιες δραστηριότητες». Τους κοίταξε μουλωχτά μέσα από τα ματογυάλια του που τον έκαναν να μοιάζει με κουκουβάγια, για να δει αν είχαν παρατηρήσει κάτι από τα δικά του. Όλα φαίνονταν συνηθισμένα, ωστόσο. Τίποτα εκεί κάτω δεν μαρτυρούσε πως κάποιος από αυτούς μπορεί να είχε παρατηρήσει κάτι ασυνήθιστο. Ξεφύσηξε ανακουφισμένος και συνέχισε: «Χτες είχαμε, ως γνωστόν, για πρώτη φορά εδώ και καιρό, κάνα δυο ασυνήθιστα συμβάντα. Κανένας από εσάς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τους τεχνικούς του Εγκληματολογικού μέχρι να τους βγει το λάδι, και ο λογαριασμός θα ανακατέψει πολύ στο στομάχι του Μέρνερ. Αλλά φυσικά κάνατε πολύ καλά. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι έχουμε τρεις υποθέσεις σε εξέλιξη, μια που ο Βίγκο και ο Γκούναρ έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου τη σύρραξη στο μετρό. Έχουμε κολλήσει εκεί, Γκούναρ;» Πριν στρέψει το βλέμμα του στον Γκούναρ Νιμπέργ, ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν πρόλαβε να ρίξει μια ματιά στο ρολόι του. Έδειχνε δέκα παρά είκοσι πέντε. Ο χρόνος είχε επανέλθει. Το επακόλουθο θέαμα της όψης του Γκούναρ Νιμπέργ ήταν σχεδόν τόσο συγκλονιστικό όπως πάντα. Αλλά μόνο σχεδόν. Σε αυτή τη φάση πλέον, ο Χουλτίν είχε, εις πείσμα των πάντων, αρχίσει να συνηθίζει το γεγονός ότι ο Πιο Μεγαλόσωμος Αστυνομικός της Σουηδίας είχε παραιτηθεί. Τα εκατόν σαράντα έξι κιλά του ήταν τώρα μόλις εκατό. Ο Γκούναρ Νιμπέργ είχε καταφέρει το ακατόρθωτο: είχε αδυνατίσει. Και επειδή ο πρώην Μίστερ Σουηδία σπανίως έκανε κάτι μισό, είχε καταφέρει να αδυνατίσει πάρα πολύ. Είχε εξαφανίσει σαράντα κιλά. Και αυτό με τη βοήθεια όλης της γκάμας: υγιεινή διατροφή, τρέξιμο, κολύμβηση και, επιπλέον, βελονισμός και ρεφλεξολογία. Ήταν πολύ εντυπωσιακό.
Ο Νιμπέργ είχε συνειδητοποιήσει με όλη την απαιτούμενη σαφήνεια ότι όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είχαν καταλάβει το βαθύτερο κίνητρό του: αυτοί τον βοήθησαν μάλιστα πολύ. Αλλά μέχρι τώρα δεν είχε πραγματική τύχη. Χρειαζόταν μια γυναίκα. Εντάξει: πολλά από τα μέλη της Ομάδας Άλφα του είχαν «κανονίσει» συναντήσεις με «ελεύθερες κυρίες» από τον κύκλο γνωριμιών τους. Είχε κανονίσει ένα κάρο «ντέιτ» και είχε αρχίσει να κουράζεται με όλες αυτές τις αγγλοαμερικανικές εκφράσεις που κατέκλυζαν τις συναντήσεις με το άλλο φύλο. Δεν ήταν καθόλου κουρασμένος με το άλλο φύλο. Το αντίθετο μάλιστα. Είχε διακόψει κάνα δυο δεκαετιών αποχή. Ο Γκούναρ Νιμπέργ δεν χρειαζόταν πλέον να αυτομαστιγώνεται σαν μεσαιωνικός καλόγερος. Είχε συμφιλιωθεί με τα παιδιά του, ακόμα και με την πρώην γυναίκα του, την οποία είχε δείρει ανελέητα την εποχή του μπόντι μπίλντιγκ και των αναβολικών. Τώρα πια συναντούσε συχνά τον εγγονό του τον Μπένι στο Εστχάμαρ, ο οποίος πλησίαζε τώρα τα τρία, και σύντομα θα αποκτούσε μια αδελφή, όπως είχε αποκαλύψει απρογραμμάτιστα το υπερηχογράφημα. Δυστυχώς, όφειλε να παραδεχτεί ότι το όνομα εκείνης της κυρίας που είχε την αμφιλεγόμενη τιμή να τον απελευθερώσει από την αγαμία τού διέφευγε. Και δεν έφτανε που δεν θυμόταν το όνομά της, δεν θυμόταν και πώς ήταν εμφανισιακά. Ήταν τότε τόσο νευρικός, που σχεδόν άρχισε να σκαρφαλώνει στους τοίχους στο παλιό εργένικο τριάρι του δίπλα στην εκκλησία της Νάκα, στην χορωδία της οποίας συμμετείχε με τη βαθύτατη μπάσα φωνή του. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι όλα αυτά τα είχε κανονίσει ο Βίγκο Νορλάντερ. Ήταν, του είχε πει, μια συνάδελφος της Άστριντ στην Κρατική Αρχειοθήκη, της καινούργιας συντρόφου του Βίγκο, μιας κυρίας σαραντάρας. Θα συναντιόνταν στο σπίτι του για να πάνε σε εστιατόριο στο κέντρο της Νάκα, μέχρι εδώ τα θυμόταν όλα, αλλά παραπέρα η μνήμη του δεν τον βοηθούσε. Δεν θυμάται να ξεκίνησαν ποτέ για το εστιατόριο. Θυμόταν, όμως, αμυδρά κάποιες άμεσες σεξουαλικές πράξεις που τον άφησαν έκπληκτο. Αλλά μέχρι εκεί τον βοηθούσε η μνήμη του. Δεν ξανασυναντήθηκαν και το μόνο πράγμα που του είχε αποτυπωθεί στη μνήμη ήταν η ατάκα του Βίγκο Νορλάντερ μερικές μέρες αργότερα, που συνοδευόταν από ένα πολυσήμαντο χαμόγελο: «Είναι ακόμη στο κρεβάτι, βρε κάθαρμα». Προφανώς αυτά τα λόγια ειπώθηκαν ως έπαινος και όχι ως μομφή, αλλά ο Γκούναρ Νιμπέργ δεν ήξερε τι να υποθέσει. Για σιγουριά, δεν συναντήθηκε άλλη φορά μαζί της. Συναντούσε ωστόσο άλλες γυναίκες, αδυνάτιζε όλο και περισσότερο και ένιωθε όλο και πιο ασφαλής, και τώρα πια ένιωθε μόνο προσμονή μπροστά στις χαρές που είχε να προσφέρει το άλλο φύλο. Ήταν έτοιμος για κάτι πιο σταθερό. Καθάρισε τον λαιμό του και είπε: «Γνωρίζετε τις λεπτομέρειες στη λεγόμενη σύρραξη του μετρό. Νυχτερινός υπόγειος από το Κούνγκσενγκεν. Τρεις επαγγελματίες στα γκράφιτι ανακαινίζουν ολοκληρωτικά ένα βαγόνι στο οποίο κάθεται μια παρέα αλκοολικών. Πέντε καθαρόαιμοι αλκοολικοί, σαραντάρηδες, οργίζονται για ηθικούς λόγους βλέποντας τον βανδαλισμό και ορμάνε στους καταστροφείς, οι οποίοι είναι γυμνασμένα παιδιά είκοσι χρόνων. Αρχίζει ένας καβγάς τρικούβερτος. Δύο αλκοολικοί υφίστανται εγκεφαλικές βλάβες, ένας από την παρέα των γκράφιτι πεθαίνει και όλοι οι υπόλοιποι είναι λίγο πολύ τραυματισμένοι. Όταν το βαγόνι φτάνει στο Καρλμπέργ, μπαίνει ένας συνταξιούχος μ’ ένα σκυλάκι στην αγκαλιά και βλέπει το λουτρό αίματος. Είναι τόσο απαίσιο όσο ακούγεται, από
αστυνομική άποψη. Ελπίζω τα νέα συμβάντα να είναι πιο τονωτικά. Με άλλα λόγια, εγώ και ο Βίγκο δεν έχουμε τίποτα καινούργιο να σας πούμε. Όλοι οι εμπλεκόμενοι συνελήφθησαν και διώκονται. Εκτός από τον συνταξιούχο, που έπαθε καρδιακή προσβολή. Τώρα είναι εκτός κινδύνου». Ο Χουλτίν έριξε άλλη μια ματιά στο ρολόι του. Όλα φαίνονταν εντάξει. Έγνεψε και ευχαρίστησε τον Νιμπέργ. «Εντάξει, λοιπόν» είπε. «Μπορούμε, νομίζω, να θεωρήσουμε τη σύρραξη στο μετρό τελειωμένη υπόθεση. Ώρα για κτηνώδεις αδηφάγους». Ο Χόρχε Τσάβες σήκωσε το κεφάλι του από τα διάφορα έγγραφα και έριξε μια ματιά στον Πολ Γελμ, που του έκανε νόημα ότι μπορούσε να μιλήσει. «Ναι» έκανε ο Τσάβες. «Έχετε υπόψη σας τον αδηφάγο;» Προφανώς κανείς δεν είχε υπόψη του τον αδηφάγο. «Το λέμε filfras στα σουηδικά, και Vielfrass στα γερμανικά, ήτοι “φαγάς”, “αδηφάγος”. Είναι παλιές ονομασίες του ικτιδομόρφου Gulo gulo. Η ονομασία στοχεύει στην απίστευτη λαιμαργία του ζώου αυτού. Τα καλοκαίρια τρώνε μικρά ζώα, αλλά τον χειμώνα καταβροχθίζουν ασμένως και κάναν τάρανδο. Προχτές το βράδυ, τέσσερις αδηφάγοι στο Σκάνσεν είχαν μάλλον χειμερινές διαθέσεις, διότι αυτά τα πλάσματα, που ζυγίζουν κάτω από τριάντα κιλά το καθένα, καταβρόχθισαν έναν άντρα ολόκληρο. Και το λέω κυριολεκτικά αυτό το “ολόκληρο”. Απέμειναν μερικές ίνες από ένα ανοιχτό ροζ κοστούμι, τμήματα από μια κνήμη, όπως και ένας κόμπος σκοινιού οχτώ χιλιοστά πάχος, ριγέ κόκκινο και μοβ σκοινί από πολυπρένιο ή πολυϊσοπρένιο, ένας δείκτης δεξιού χεριού και αυτό». Σήκωσε ψηλά ένα μάλλον τσαλακωμένο χαρτί τράπουλας. Ήταν μια ντάμα μπαστούνι. «Στο τραπουλόχαρτο αυτό υπάρχουν ίχνη της πιθανής αιτίας για την απίστευτη λαιμαργία των αδηφάγων. Κοκαΐνη. Οι αναλύσεις των υπολειμμάτων σάρκας και αίματος δείχνουν το ίδιο: ότι το θύμα μας είχε καταναλώσει πρόσφατα μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης. Επειδή το ναρκωτικό υπήρχε στο αίμα, συνέβαλε στην απίστευτη λαιμαργία των αδηφάγων. Ξέρουμε άλλωστε ότι οι χειρότερες ωμότητες κατά τη διάρκεια πολέμων, για παράδειγμα, γίνονται υπό την επήρεια ναρκωτικών. Προφανώς, ο κόσμος των ζώων δεν διαφέρει πολύ από τον κόσμο των ανθρώπων ως προς αυτό. Οι αδηφάγοι τρελάθηκαν, με άλλα λόγια, από την κοκαΐνη και κατάφεραν, καταπώς φαίνεται, να κατεβάσουν και όλο τον σκελετό, μαζί με το κρανίο. Διότι κεφάλι δεν βρέθηκε πουθενά. Ωστόσο, οι άντρες του πεθερού στο ΚΕΕ κατάφεραν να κάνουν μια ανάλυση DNA και να βρουν ένα απολύτως ικανοποιητικό δακτυλικό αποτύπωμα. Τίποτα δεν υπάρχει ωστόσο στα σουηδικά μητρώα, και γι’ αυτό στείλαμε τα αποτελέσματα στην Ιντερπόλ και στη Γιουροπόλ. Ούτε τα δακτυλικά αποτυπώματα του θύματος υπάρχουν στον ξύλινο φράχτη γύρω από τον λάκκο των αδηφάγων. Το δάχτυλο, που ήταν καταξεσκισμένο, ήταν γεμάτο χώματα, τα οποία προέρχονται από τα συσσωρευμένα χώματα που είναι κοντά στη νότια γωνιά του λάκκου, εκεί όπου υπάρχει και το πιο απότομο τοίχωμα στον λάκκο. Σε ένα συγκεκριμένο μέρος αυτού του σωρού χωμάτων βρέθηκαν και αίμα και απομεινάρια δέρματος από το θύμα, και ειδικότερα σε πέντε γράμματα τα οποία, καθώς φαίνεται, τα έγραψε αυτός ο άντρας με το δάχτυλό του στο χώμα. Η λέξη, αν είναι λέξη, είναι η εξής: “Epivu”. Κεφαλαίο Ε, τα υπόλοιπα πεζά, δηλαδή μικρά γράμματα. Λέει σε κάποιον κάτι αυτό;» Σε κανέναν δεν έλεγε κάτι.
«Όχι, λοιπόν» έκανε ο Τσάβες. «Ούτε σ’ εμάς λέει κάτι. Και δεν υπάρχει ούτε στο διαδίκτυο, μπορώ να σας πω. Ούτε ένα αποτέλεσμα». «Αυτά όσον αφορά τον λάκκο των αδηφάγων» συνέχισε ο Πολ Γελμ. «Το σκοινί γύρω από το πόδι μάς έκανε να πιστέψουμε, κάπως βιαστικά θα έλεγα, ότι τον είχαν σύρει στον τόπο του φονικού, πιθανώς αναίσθητο ή ήδη νεκρό. Στην πραγματικότητα μου πήρε πολύ χρόνο να αντιδράσω. Είχα έρθει από το νοσοκομείο παίδων Άστριντ Λίντγκρεν, όπου είχα συναντήσει μια μικρή κοπέλα η οποία πυροβολήθηκε από άγνωστο δράστη αμέσως μετά τις δέκα η ώρα προχτές το βράδυ. Στο Γιουργκόρντεν, όχι μακριά από την ανατολική πλευρά του Σκάνσεν. Αν κάποιος εκτιμήσει την πορεία της σφαίρας και την ακολουθήσει, καταλήγει στον φράχτη προς το Σκάνσεν στο ύψος του αποκλεισμένου χώρου των λύκων. Με βαριά καρδιά κάποιοι τεχνικοί μας αναγκάστηκαν, ως εκ τούτου, να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους και στον χώρο των λύκων. Στο τέλος βρέθηκαν τρία πράγματα: το αίμα του θύματός μας ψηλά στον φράχτη, όπως επίσης και στο αγκαθωτό σύρμα στην κορυφή του φράχτη, και επίσης στο τσιμεντένιο τείχος προς τη μεριά των θεατών στην άλλη πλευρά, μια χοντρή χρυσή καδένα δεκαοχτώ καρατίων και ένα πιστόλι εννέα χιλιοστών με σιγαστήρα, της παλιάς καλής μάρκας Λούγκερ. Ο γεμιστήρας ήταν άδειος. Οι δοκιμαστικές βολές απέδειξαν ότι η σφαίρα που αφαίρεσαν από το μπράτσο της δεκάχρονης Λίσα Άλτμπρατ προήλθε από αυτό το πιστόλι. Η κοπελίτσα, παρεμπιπτόντως, θα γίνει καλά και δεν θα έχει κανένα πρόβλημα». «Συνοψίζουμε, λοιπόν» έκανε ο Τσάβες. «Ποιος είναι ο άνθρωπός μας; Φοράει ένα καλοκαιρινό ανοιχτό ροζ κοστούμι και μια χοντρή χρυσή καδένα, σνιφάρει κοκαΐνη και είναι οπλισμένος μ’ ένα Λούγκερ με σιγαστήρα. Το αποτύπωμα από το μοναδικό δάχτυλο, τον δεξή δείκτη, υπάρχει και στα τρία: στο τραπουλόχαρτο, στην καδένα και στο πιστόλι. Είναι ξεκάθαρο. Ποιος είναι αυτός;» «Μπράβος;» έκανε ο Νιμπέργ. «Έμπορος ναρκωτικών;» αντιγύρισε ο Νορλάντερ. «Πορνοστάρ;» έκανε ρελάνς ο Νιμπέργ. «Νταβατζής;» ξεφώνισαν η Χολμ και η Σβενχάγκεν ταυτόχρονα. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν για λίγο. «Ας περιμένουμε με αυτό» αποφάσισε αυταρχικά ο Τσάβες. «Εν πάση περιπτώσει, αυτό βρομάει πραγματικά υπόκοσμο. Στο μητρώο εγκληματιών δεν υπάρχει, οπότε είναι μάλλον ξένος. Αν ήταν Σουηδός, θα χτυπούσε τώρα διαβολεμένος συναγερμός στα κομπιούτερ με τα δακτυλικά αποτυπώματα». «Και τι συμβαίνει τότε, λοιπόν;» συνέχισε ο Γελμ. «Τον κυνηγούν ανάμεσα στα δέντρα στο Γιουργκόρντεν. Αυτός πυροβολεί, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι τραυματίζει κάποιον άλλο εκτός από τη Λίσα Άλτμπρατ. Φτάνει στον φράχτη και επιλέγει να σκαρφαλώσει, παρόλο που περνάει ένα μονοπάτι δίπλα από τον φράχτη. Τι δείχνει αυτό; Απόγνωση, ίσως καθαρό τρόμο. Κατακόβει τα δάχτυλά του στον φράχτη, πέφτει μέσα στους λύκους, οι οποίοι ευτυχώς φαίνεται πως ήταν χορτασμένοι και ικανοποιημένοι». «Μια σκέψη κάνω» λέει η Σέρστιν Χολμ συλλογισμένη. «Υπάρχουν διώκτες; Δεν θα μπορούσε να ήταν μια προσωρινή ψύχωση από τα ναρκωτικά; Το μόνο που μας αποκαλύπτει ότι διεπράχθη κάποιο έγκλημα είναι, υποθέτω, το σκοινί γύρω από τα πόδια. Δεν θα μπορούσε να το έχει εκεί για άλλους λόγους, δεν ξέρω, σεξουαλικούς, ας πούμε, σαν ένα σημάδι λαγνείας; Ίσως να τον κυνηγούν απλώς οι δαίμονές του και πάει και πέφτει στους αδηφάγους εντελώς πανικόβλητος».
Έπεσε σιωπή για λίγο. Ο Τσάβες συμβουλεύτηκε τα έγγραφά του. «Το σκοινί ήταν κομμένο από δάγκωμα» είπε ήρεμα. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι βρισκόταν γύρω και από τα δύο πόδια. Ίσως ήταν μόνο στο ένα πόδι, σαν κόσμημα. Αλλά» πρόσθεσε με κάπως εντονότερο ύφος «πόσο πιθανό μπορεί να είναι αυτό;» «Αυτό που έχει σημασία είναι αν υπάρχουν συνολικά και άλλα ίχνη» συνέχισε η Χολμ. «Μπορεί να υπάρχουν σε πολλές μεριές, αν δεν κάνω λάθος: έξω από το Σκάνσεν, στον φράχτη, μέσα στους λύκους, στο τείχος πάνω από τους λύκους, στην άσφαλτο ανάμεσα σε λύκους και αδηφάγους, και επίσης μέσα στους αδηφάγους. Το τελευταίο μάλλον δεν είναι τόσο πιθανό, αλλά τα υπόλοιπα; Αν ο ίδιος γεμίζει αίματα τον φράχτη, γιατί δεν παθαίνουν το ίδιο και οι διώκτες του; Γιατί δεν έχουν αφήσει ούτε ένα ίχνος πίσω τους;» Ο Τσάβες έπαιζε νευρικά με τα χαρτιά του: «Ούτε αυτός αφήνει εμφανείς πατημασιές πίσω του κάπου, καθώς αποδεικνύεται. Στους λύκους έχουμε σχεδόν μόνο πέτρες ανάμεσα στον δρόμο και στο τείχος. Στην άσφαλτο δεν υπάρχουν ίχνη, ούτε και στον φράχτη που αποκλείει τον λάκκο των αδηφάγων». «Αλλά κάτω στους αδηφάγους πρέπει να υπάρχουν τα ίχνη από τις πατημασιές του» λέει η Χολμ. «Αφού φτάνει να γράψει στο χώμα. Άρα το χώμα είναι πορώδες. Έχουμε κάποια ίχνη εκεί γύρω από τα γράμματα;» Ο Τσάβες γνέφει όπως γνέφει κάποιος που έκανε γκάφα. «Έτσι είναι, Σέρστιν. Δικά του ίχνη δεν υπάρχουν. Ίχνη αδηφάγων υπάρχουν, υπάρχει ένα γενικό χάος ιχνών, προφανώς ίχνη από το μεγάλο φαγοπότι αυτό καθαυτό, αλλά δεν υπάρχουν πατημασιές. Ας σκεφτούμε, όμως, ότι έβρεξε αργότερα τη νύχτα». «Αλλά όχι αρκετά για να σβηστούν τα γράμματα…» «Τον έριξαν μέσα δεμένο γερά» έκανε ο Πολ Γελμ. «Ίσως να τραυματίστηκε όταν τον πέταξαν μέσα. Το μόνο που προλαβαίνει είναι να γράψει εκείνη τη λέξη, κάτι που είναι – για τον έναν ή για τον άλλο λόγο– σημαντικότερο από το να σηκωθεί. Και μετά έρχονται οι αδηφάγοι». «Και ίχνος κανένα από άλλους ανθρώπους;» επέμεινε η Σέρστιν Χολμ. «Ούτε καν στον φράχτη των λύκων;» «Όχι» έκανε ο Τσάβες με σφιγμένα τα δόντια. «Όπως και να ’χει, ας προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε με τη φαντασία μας τι συμβαίνει στους λύκους» είπε ο Γελμ. «Εντάξει, πετάει το πιστόλι γιατί του έχουν τελειώσει οι σφαίρες. Δεν είναι έξυπνο αυτό που κάνει, αλλά είναι κατανοητό. Τυφλή οργή. Αλλά γιατί τραβάει και κόβει την ακριβή αλυσίδα του, αυτή τη μεγαλοπρεπή προέκταση πέους, και την πετάει στους λύκους;» «Άλλο ένα σημάδι ψύχωσης από ναρκωτικά» έκανε η Χολμ και ο Γελμ, που θεωρούσε ότι τη γνώριζε αρκετά καλά, κατάλαβε ότι τώρα είχε αρχίσει να πειράζει λίγο τον Χόρχε, του οποίου η όψη είχε σκοτεινιάσει εντελώς. Και σίγουρα ο Χόρχε δεν θα ένιωσε καλύτερα όταν άκουσε τον Χουλτίν να συμπεραίνει: «Δηλαδή δεν ξέρουμε αν έχουμε έγκλημα εδώ πέρα…» «Ξέρουμε» έκανε ο Τσάβες φανερά ταραγμένος. «Αυτό εδώ είναι φόνος. Αν δεν είναι φόνος αυτό το πράγμα, σας υπόσχομαι να πηδήξω μόνος μου μέσα στους αδηφάγους». Η Ομάδα Άλφα έμεινε να τον κοιτάζει. Βέβαια, επιθυμούσαν μια καλή υπόθεση όλοι τους, τέρμα οι συρράξεις στο μετρό, αλλά κανένας δεν την επιθυμούσε πιο διακαώς από τον Τσάβες, ήταν φανερό.
«Μπορεί να γίνει διασκεδαστικό καλοκαιριάτικο σόου στο Σκάνσεν» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ και φύσηξε τη μύτη του. «Ο Λάσε Μπεργχάγκεν παρουσιάζει τον ριψοκίνδυνο αστυνομικό των αδηφάγων ανάμεσα σε όλα τα ομαδικά τραγούδια και τα άλλα νούμερα». «Σκάσε» είπε ο Τσάβες. «Μα νόμιζα ότι αυτή ήταν δική μου ατάκα» έκανε ο Νορλάντερ. «Ειλικρινά τώρα» είπε η Χολμ. «Εκείνο το ακατανόητο “Epivu” και το γεγονός ότι προτιμάει να το γράψει παρά να προσπαθήσει να σώσει το ίδιο του το τομάρι δεν δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι τρελός;» «Ναι» έκανε ο Γελμ. «Κι εγώ πιστεύω ότι είναι τρελός. Μαστουρωμένος και τρελαμένος από τον φόβο. Αλλά πιστεύω ότι ο φόβος είναι δικαιολογημένος». «Πάντως ο διώκτης, καθώς φαίνεται, δεν σκαρφάλωσε κι ούτε μπήκε στον χώρο των λύκων» είπε η Χολμ. «Υπάρχει άλλος δρόμος για να μπεις μέσα;» Ο Γελμ και ο Τσάβες αντάλλαξαν ματιές. Δεν ήταν καθόλου όμορφο θέαμα. «Θα το κοιτάξουμε πάλι» έκανε ξερά ο Γελμ. Ο Χουλτίν τεντώθηκε, έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι και συνέχισε: «Αυτό εδώ μας πήρε ώρα. Έχουμε άλλο ένα συμβάν που πρέπει να δούμε. Σέρστιν;» Η Σέρστιν Χολμ φαινόταν λίγο ράθυμη. Έφερε το δάχτυλό της στο άτριχο σημείο του κεφαλιού της και της φάνηκε για λίγο πως ένιωσε τις σκέψεις να ξεκολλούν μέσα από το κρανιακό οστό. «Μπορείς να αρχίσεις, Σάρα;» ρώτησε. Η Σάρα Σβενχάγκεν, που είχε μείνει αμίλητη όλη αυτή την ώρα, φάνηκε να εκπλήσσεται. Θεωρούσε τον εαυτό της υφιστάμενο της Σέρστιν Χολμ και περίμενε, το πολύ πολύ, να πετάξει μια δυο ατάκες. Κατέβασε μια γουλιά καφέ, που ήταν παράλογα κρύος, έκανε μια άγρια γκριμάτσα και μετά συγκεντρώθηκε: «Οχτώ γυναίκες που έχουν ζητήσει άσυλο, και που κατά πάσα πιθανότητα εργάζονταν ως ιερόδουλες, εξαφανίστηκαν προχτές τη νύχτα από ένα παράρτημα του καταυλισμού προσφύγων, το Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα, όπου έμεναν και δούλευαν. Όλες κατάγονται από την Ανατολική Ευρώπη: τρεις από την Ουκρανία, δύο από τη Βουλγαρία, δύο από τη Ρωσία και μία από τη Λευκορωσία. Στο δωμάτιο 224 έμεναν οι ρωσίδες Νατάλια Βαγκάνοβα και Τατιάνα Σκομπλίκοβα, στο δωμάτιο 225 οι ουκρανές Γκαλίνα Στένινα και Λίνα Κοστένκο, στο δωμάτιο 226 η ουκρανή Βαλεντίνα Ντοντσένκο και η λευκορωσίδα Σβετλάνα Πετρούσεβα, και στο δωμάτιο 227 οι βουλγάρες Στέφκα Νταφόβσκα και Μαρίγια Μπαγκριάνα. Είμαι σίγουρη ότι θα τις θυμάστε. Αφιερώσαμε τη χτεσινή μέρα, μέχρι αργά το βράδυ, μιλώντας με τους γείτονες από τα άλλα δωμάτια. Προφανώς ήταν κοινό μυστικό ότι ήταν πόρνες. Συγκεντρώσαμε ένα σωρό ονόματα πελατών και έχουμε συνολικά αποκτήσει μια πολύ καλή εικόνα για το πώς ήταν δυνατόν να διεξαχθεί μια τέτοια δραστηριότητα. Ο διευθυντής του παραρτήματος δεν έκανε μόνο τα στραβά μάτια για την εν λόγω δραστηριότητα, αλλά υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι συμμετείχε σε αυτή. Ως πελάτης. Δεν νομίζω ότι έχει πολλή ζωή ακόμη στον κλάδο». Η Σέρστιν Χολμ είχε συνέλθει και πήρε τον λόγο: «Δύο ερωτήματα είναι σημαντικά. Πότε εξαφανίστηκαν οι γυναίκες; Υπήρξε κάποιο προμήνυμα πριν από την εξαφάνισή τους; Περισσότερα από αυτά δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς να ξέρουμε σε αυτή τη φάση. Κι αυτά που ξέρουμε είναι τα εξής. Την τελευταία εβδομάδα περίπου, οι γυναίκες ήταν πιο ανήσυχες από πριν· μάλλον κάτι είχε
γίνει που τις έκανε νευρικές. Και επ’ αυτού συμφωνούν όλοι οι γείτονες από τα άλλα δωμάτια. Όπως φαίνεται, και οι οχτώ γυναίκες ήταν εκεί όλο το βράδυ της Τετάρτης. Ένας μάρτυρας επιμένει ότι τις άκουσε να μιλούν σε μια ξένη γλώσσα, πιθανώς ρωσικά, μέχρι τις δυόμισι το πρωί της Πέμπτης. Όταν ήταν να δηλώσουν την παρουσία τους στις εννιά το πρωί, είχαν εξαφανιστεί. Κανένας από τα γειτονικά δωμάτια –και μιλήσαμε ήδη με τους περισσότερους από αυτούς– ούτε τις είδε ούτε τις άκουσε να εξαφανίζονται. Όλα αυτά με κάποιες επιφυλάξεις, μια που οι περισσότερες καταθέσεις έγιναν μέσω διερμηνέα». «Αλλά δεν ξέρουμε αν έχει διαπραχθεί έγκλημα» έκανε ο Τσάβες εκδικητικά. Η Χολμ τον κοίταξε και φάνηκε να το διασκεδάζει. Η Σβενχάγκεν τον κοίταξε οργισμένη. Όπως κοιτάζει μια σύζυγος τον άντρα της όταν εκείνος συμπεριφέρεται σαν παιδί. «Όχι» έκανε συγκρατημένα η Σάρα. «Αλλά μπορούμε να αναρωτηθούμε αν πρόκειται για σύμπτωση ότι ένας άγνωστος που μοιάζει με νταβατζή καταδιώκεται έως θανάτου μερικές ώρες πριν γίνουν καπνός οχτώ πόρνες από έναν καταυλισμό προσφύγων. Μπορεί κάποιος να κάνει μερικές εικασίες εδώ. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να ήταν αυτός ο νταβατζής τους; Αν ναι, υπάρχει η πιθανότητα να αφάνισαν οι ανταγωνιστές όλη την ομάδα. Είναι πιθανόν να είναι και οι οχτώ νεκρές. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πραγματικό πόλεμο για το σεξ. Και οι συρράξεις ανάμεσα σε ομάδες πορνών μπορούν να σημαίνουν συνήθως και πόλεμο για ναρκωτικά. Ή να ήταν, άραγε, ο άντρας ένας ανταγωνιστής νταβατζής που τον σκότωσε ο νταβατζής των οχτώ γυναικών, ο οποίος μετά πήρε την ομάδα του και εξαφανίστηκε;» «Για περίμενε λίγο τώρα» έκανε ο Χουλτίν καθαρίζοντας πρώτα τον λαιμό του. «Τι ακριβώς κάνεις, Σάρα; Υπάρχουν κάποιες, έστω οποιεσδήποτε, συγκεκριμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο αυτές υποθέσεις – οι οποίες άλλωστε μπορεί να μην είναι καν υποθέσεις;» «Τίποτα συγκεκριμένο, όχι» έκανε η Σάρα, λίγο σαν βρεγμένη γάτα. «Απλώς ένα προαίσθημα». «Έχω αρχίσει να κουράζομαι με όλα τα ασαφή προαισθήματα» έκανε ο μεγάλος φύλαρχος με απόλυτη σαφήνεια και έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του. «Λίγο σαφέστερα τότε» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Άγνωστος άντρας μ’ εκείνη την κραυγαλέα εμφάνιση του στιλ “δεν είμαι όποιος κι όποιος στον υπόκοσμο” δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση· συνήθως τους ξέρουμε κάτι τέτοιους. Άρα αυτός ο τύπος είναι, πιθανότατα, νεοφερμένος. Εδώ και καμιά βδομάδα οι γυναίκες στη Σλάγκστα φαίνονταν κάπως ανήσυχες. Το θεωρείς παράλογο, δηλαδή, να ελέγξουμε μια πιθανή εμφάνιση ενός άντρα, χρήστη κοκαΐνης, με ανοιχτό ροζ κοστούμι και χοντρή καδένα στον λαιμό, γύρω από το Νορμπούντα Μοτέλ την τελευταία εβδομάδα; Ίσως έτσι να μας δώσουν και κάποια περιγραφή». «Αυτό ακούγεται καλύτερο» μουρμούρισε ο Χουλτίν. «Ίσως να είναι ο ίδιος ο Λάσε Μπεργχάγκεν» έκανε ο Βίγκο Νορλάντερ. «Ας αντιστρέψουμε λίγο την επιχειρηματολογία» έκανε ξαφνικά ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Μπορεί, άραγε, να είναι οι κυρίες αυτές που καταδίωξαν τον νταβατζή και τον έριξαν μέσα στους αδήριτους;» «Αδηφάγους» τον διόρθωσε πεισμωμένος ο Τσάβες. «Δύσκολο το βλέπω» είπε η Χολμ. «Ήταν στη θέση τους, στη Σλάγκστα, τουλάχιστον
μέχρι τις δυόμισι τη νύχτα. Πολλοί μάρτυρες τις άκουσαν και τις είδαν κατά τις δέκα, όταν ο άντρας μας σκαρφάλωνε στον φράχτη των λύκων». «Είχαν πελατεία τότε;» ρώτησε ο Γελμ. «Εννοώ ήταν business as usual;» Η Χολμ στράφηκε προς το μέρος του και του έριξε ένα δυσερμήνευτο βλέμμα που τον έκανε σχεδόν να κάνει προς τα πίσω. Η μεταξύ τους σχέση ήταν λίγο τεταμένη από το Χουέβντε, λιγότερο από έναν χρόνο πριν. Τότε είχαν πυροβολήσει τον Γελμ στο μπράτσο και τη Χολμ στο κεφάλι και εκεί που είχαν πέσει ο ένας δίπλα στον άλλο και αναμειγνύονταν τα αίματά τους κάτω από έναν ουρανό που είχε ανοίξει διάπλατα κι εκείνη, εντελώς ανίκανη να κουνηθεί, εντελώς μουσκεμένη κι εντελώς γεμάτη αίματα, είχε ψιθυρίσει: «Πολ, σ’ αγαπώ». Δύσκολο να το χειριστούν. Τόσο η ίδια όσο κι αυτός, ένας παντρεμένος άντρας. Στο τέλος η Χολμ απάντησε: «Δεν το διασαφηνίσαμε αυτό. Πρέπει κι αυτό να ελεγχθεί πολύ σχολαστικά. Υπάρχουν πιθανώς κάποιες ενδείξεις ότι η “δουλειά” τους βρισκόταν σε ύφεση τις τελευταίες μέρες». «Μάλιστα» έκανε ο Χουλτίν και έκλεισε τα χαρτιά του. «Αρχίζει λοιπόν να διαγράφεται το περίγραμμα των σημερινών υποχρεώσεων. Ο Πολ και ο Χόρχε επιστρέφουν στο Σκάνσεν και εξετάζουν ενδεχόμενες εναλλακτικές οδούς για την είσοδο στους λύκους πέρα από το σκαρφάλωμα. Πρέπει, με άλλα λόγια, να μάθουμε αν έχουμε μπροστά μας έναν φόνο. Η Σέρστιν και η Σάρα θα πάρουν μαζί τους τον Βίγκο και τον Γκούναρ και θα ανακρίνουν περισσότερους εμπλεκόμενους στο μπορντέλο της Σλάγκστα. Ακόμα κι εκεί πρέπει να εξετάσουμε αν έχουμε να κάνουμε με κάποια εγκληματική πράξη. Ίσως να κάνουμε εμείς λάθος, πέρα για πέρα. Επίσης πρέπει να σας ανακοινώσω ότι λάβαμε αυτό εδώ». Σήκωσε μια καρτ ποστάλ που απεικόνιζε ένα σωρό μπουκάλια κρασί. «Α, μάλιστα» έκανε ο Τσάβες, ακόμη πεισμωμένος. «Οι κληρονόμοι». «Από τον Άρτο Σέντερστεντ στο Κιάντι, ναι» έκανε ο Χουλτίν, κατέβασε τα κουκουβαγίστικα ματογυάλια στην άκρη της μύτης και διάβασε: «Μάγκες. Εδώ ο κόσμος ιδρώνει πατώντας σταφύλια για το κρασί του ενώ εσείς τεμπελιάζετε στην ανοιξιάτικη Στοκχόλμη. Άνιση η μοίρα των ανθρώπων. Μήπως ξέρετε, παρεμπιπτόντως, πώς μοιράζει κανείς πέντε καρπούζια σε εφτά άτομα; Είμαστε ευγνώμονες για όλες τις προτάσεις. Η απάντηση “σε κομμάτια” θα θεωρηθεί επιπόλαιη. Χαιρετισμούς από ένα θερμό, πευκομύριστο και ελαφρώς θολό από το βινσάντο απόγευμα της Τοσκάνης». «Μαλάκα» έκανε ο Βίγκο Νορλάντερ.
Επτά
Γλιστρούσε σαν σκουλήκι, σε ιδιόμορφους σχηματισμούς, κάτω από την πόλη. Τ αξίδευε. Είχε την εντύπωση πως αυτοί οι σχηματισμοί διαμόρφωναν μια γραφή, μια υπόγεια γραφή που αντιστοιχούσε στο κρυφό κείμενο στην πίσω όψη του δικού του χαρτιού. Του χαρτιού που γινόταν όλο και περισσότερο ευανάγνωστο. Γινόταν όλο και πιο σαφές – και γινόταν όλο και πιο αδιαπέραστο. Την ίδια στιγμή. Ήταν σχεδόν ενενήντα χρόνων και επίτιμος καθηγητής. Ως παλιός ερευνητής του εγκεφάλου είχε αποφασίσει να μην πάθει γεροντική άνοια, να μην αφήσει τα εγκεφαλικά κύτταρα να ατροφήσουν. Είχε ασχοληθεί επί τούτου με γυμναστική για το μυαλό, για να κρατάει τις έλικες του εγκεφάλου σε φόρμα. Διάβαζε καλή λογοτεχνία και καθημερινές εφημερίδες σε τέσσερις γλώσσες, έλυνε τα δυσκολότερα σταυρόλεξα της εφημερίδας Ντάγκενς Νιχέτερ, έλυνε τουλάχιστον μία διαφορική εξίσωση την ημέρα και έβλεπε τον κόσμο με νηφάλιο και αναλυτικά διεισδυτικό βλέμμα. Μέχρι πριν από μερικές μέρες. Όταν μια αόριστη, φευγαλέα παρουσία είχε εμφανιστεί στη ζωή του. Ήταν ο θάνατος. Αλλά ο θάνατος δεν συνήθιζε να προβάλλει απαιτήσεις ούτε το ’χε συνήθειο να κάθεται δίπλα σου για μέρες πολλές και να περιμένει κάτι να συμβεί. Άρχισε να καταλαβαίνει τι περίμενε ο θάνατος από αυτόν. Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από μισό αιώνα και περισσότερο, είχε γυρίσει το φύλλο της ζωής του. Ήταν γεμάτο μουντζούρες. Υπήρχε εκεί μια ιστορία που δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Είχε φτάσει στο τέλος της. Αν ήθελε να ζήσει κι άλλο, όφειλε να γυρίσει το χαρτί και να προσποιηθεί ότι ήταν άγραφο. Τότε θα ήταν δυνατόν να συνεχίσει να γράφει. Και να συνεχίσει να ζει. Και είχε γυρίσει το χαρτί. Είχε αφήσει τα περασμένα πίσω του και με αυστηρή προσήλωση στον στόχο –ασκώντας πάντα με ακρίβεια το μυαλό του– τα έσβησε εντελώς. Το κείμενο στην πίσω όψη του χαρτιού εξαφανίστηκε και μια εντελώς νέα ζωή άρχισε. Μια σουηδική ζωή. Τώρα που και η σουηδική ζωή ήταν έτοιμη να τελειώσει, κατάλαβε τι απαιτούνταν από τον ίδιο. Έπρεπε να γυρίσει το χαρτί και να διαβάσει την παλιά ιστορία. Αλλά αυτό δεν το έκανες έτσι, στα καλά καθούμενα. Η ιστορία έπεσε πάνω του σαν ένα χτύπημα, σαν τσεκουριά, σαν μεταλλικά σύρματα που έμπαιναν στα μηνίγγια του. Δεν πίστευε ότι οι γέροι άνθρωποι μπορούσαν να σκέφτονται τόσο έντονα. Αυτό ήταν κάτι που απέρριπταν οι πρόσφατες έρευνες του εγκεφάλου. Περιεργάστηκε τον βραχίονά του. Κάτω από το μανίκι του σακακιού πρόβαλαν οι αριθμοί. Οι αριθμοί πάνω από τον καρπό. Μόλις τους κοιτούσε, εκείνοι άρχιζαν να
κινούνται. Όπως κι αυτός. Ετοιμάζονταν να φύγουν μακριά του. Ήταν ένα από αυτά που δεν καταλάβαινε. Και τότε ήρθαν οι εικόνες, σαν τσεκουριά. Ένα σωρό χέρια πάνω του, ένα σωρό πόδια πάνω του, αδύναμα, λιπόσαρκα, ασθενικά πόδια, αδύναμα, λιπόσαρκα, ασθενικά χέρια. Κινούνταν μέσα σ’ έναν σωρό από ανθρώπους. Νεκρούς ανθρώπους. Είδε ένα αναποδογυρισμένο πρόσωπο, και είδε ένα λεπτό σύρμα να μπαίνει στο μηνίγγι, και είδε το αναποδογυρισμένο πρόσωπο να παραμορφώνεται από τον πόνο. Και έγραψε ένα βιβλίο. Διάβασε το κείμενο που είχε γράψει ο ίδιος στο βιβλίο – και το βιβλίο μιλούσε για πόνο, για πόνο, πόνο και πάλι πόνο. Και είδε μια νέα εικόνα. Του κόπηκε η ανάσα. Άνοιξε μια πόρτα. Άνοιξε την εξώπορτα του ίδιου του σπιτιού του. Εδώ. Στη Σουηδία. Εκείνη η εικόνα δεν ανήκε εδώ. Άνοιξε την εξώπορτα από μέσα κι εκεί στεκόταν ένας άντρας δίχως μύτη. Μετά ο άντρας δίχως μύτη κειτόταν μπροστά του νεκρός. Ξύπνησε. Ίδρωνε περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να ιδρώνει ένας ενενηντάχρονος. Ο συρμός του μετρό ταξίδευε μέσα στις σκοτεινές σήραγγες ασταμάτητα. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Αν και δεν είχε σημασία. Αυτό που μετρούσε ήταν το μοτίβο του ταξιδιού, οι σχηματισμοί. Δεν καταλάβαινε. Οι σελίδες ανακατεύονταν. Η μια σελίδα του χαρτιού μπερδευόταν με την άλλη. Γιατί άραγε; Έπειτα είδε έναν πολύ ξανθό άντρα με στολή. Ο πολύ ξανθός άντρας με τη στολή κρατούσε ένα σύρμα στο χέρι. Η εικόνα χάθηκε. Το τρένο έφτανε σ’ έναν σταθμό. Ήταν μόνος στο βαγόνι. Σφάλισε για λίγο τα μάτια. Γυμναστική για το μυαλό. Επίστρεφε. Δεν έχεις το δικαίωμα να κλείνεις τα μάτια. Δεν πρέπει να κλείνεις για τίποτα τα μάτια. Κι επέστρεψε στο μοτίβο που το ταξίδι του σχημάτιζε κάτω από την πόλη. Του άρεσαν όλο και περισσότερο οι χαρακτήρες που σχηματίζονταν, ίσως γράμματα. Το δίκτυο του μετρό της Στοκχόλμης δεν ήταν ακριβώς το οδικό δίκτυο της Νέας Υόρκης, κι ωστόσο σχηματίζονταν χαρακτήρες. Και είχαν σχηματιστεί χαρακτήρες. Εκείνος είχε ταξιδέψει, και ήξερε πώς είχε ταξιδέψει. Όχι πού, αλλά πώς. Το ταξίδι της πρώτης μέρας εμφανιζόταν αργά μπροστά του. Πρώτα μια κάθετη γραμμή. Ο συρμός του μετρό σταμάτησε στον σταθμό. Οι πόρτες άνοιξαν. Ο σταθμός ήταν εντελώς άδειος. Εκείνος δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πρώτα μια γραμμή κάθετη, έπειτα τρεις οριζόντιες. Ένα γράμμα. Την πρώτη μέρα είχε ταξιδέψει σαν ένα γράμμα. Έξω στην αποβάθρα στεκόταν μια γυναίκα μόνη και μιλούσε σ’ ένα κινητό. Από το βαγόνι που ήταν πίσω από το δικό του ξεχύθηκε μια παρέα νεαρών στην αποβάθρα. Το γράμμα ήταν Ε. Το κεφαλαίο Ε. Οι πόρτες του τρένου έκλεισαν. Οι νεαροί πλησίασαν τη γυναίκα. Μόλις το τρένο ανέπτυξε ταχύτητα, εκείνος είδε ν’ αστράφτει η λάμα ενός μαχαιριού. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. Εκτός από το να ανακατασκευάσει το γράμμα της επόμενης μέρας.
Μερικές φορές οι καταστάσεις εμφανίζονταν εντελώς απρόσμενα. Συχνότατα απαιτούνταν πολύς σχεδιασμός, σωστή στιγμή, σωστός τόπος, σωστό άτομο. Έπρεπε ν’ ακολουθεί για λίγο, να περιμένει, να καιροφυλακτεί, να κρύβεται. Έπρεπε να διασκορπίζεται και να δείχνει σαν κάποιον που δεν ανήκε εκεί. Και μετά χτυπούσε. Όταν είχε πολλά, έβγαινε αμέσως στο διαδίκτυο. Μπορούσε να πάρει λιγότερο από μία ώρα μεταξύ κλοπής και πώλησης. «Πωλείται φρεσκοκλεμμένο κινητό». Και μετά η ώρα. Πάντα έρχονταν γρήγορες απαντήσεις. Λες και ο κόσμος καθόταν και περίμενε δίπλα στον υπολογιστή. Οι μπάτσοι δεν είχαν καμία ελπίδα να προλάβουν. Αλλά μερικές φορές έρχονταν εκείνες οι νεκρές στιγμές. Στην πραγματικότητα αυτές ήταν οι συναρπαστικότερες. Μη προσχεδιασμένα ανοίγματα. Μια εντελώς μόνη γκόμενα στην αποβάθρα, για παράδειγμα. Ο Χαμίντ είδε μεμιάς την ευκαιρία. Αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά αυτός και ο Αντίμπ και βγήκαν από το βαγόνι του τρένου. Κάτι τσογλανάκια τούς ακολούθησαν. Ήταν πέντε και ήταν επικίνδυνα. Κανείς δεν αντιστάθηκε. Είχαν μάθει από την τηλεόραση να μην αντιστέκονται. Έδιναν απλώς το κινητό. Αν κάποιος φαινόταν λίγο τσαμπουκαλής, έτρωγε μια μπουνιά. Αν αντιστεκόταν, έτρωγε μαχαιριά. Υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιοι χέζονταν πάνω τους. Ήταν αηδιαστικό. Ήταν μια όμορφη γκόμενα. Εκείνος το κατάλαβε, παρόλο που τους είχε γυρισμένη την πλάτη και μιλούσε στο κινητό. Ψηλή, μαύρα μαλλιά, κόκκινο δερμάτινο μπουφάν, κολλητό μαύρο παντελόνι, μαύρα αθλητικά παπούτσια. Τώρα γύρισε και τους είδε. Έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν γαμάτη γκόμενα. Αν δεν βρίσκονταν στην αποβάθρα του μετρό και ήταν κάπου πιο απομονωμένα, θα της είχε προσφέρει μια έξτρα περιποίηση. Η αδρεναλίνη άρχισε να τρέχει σε όλο του το κορμί. Ο Χαμίντ τράβηξε το μαχαίρι. Τώρα θα έπρεπε ν’ αρχίσει να τρέμει το κάτω χείλος. Το τρένο από την άλλη κατεύθυνση ακούστηκε κάπου μακριά. «Το κινητό, καριόλα» της είπε σφυριχτά. Αλλά το κάτω χείλος δεν έτρεμε. Απλώς τεντώθηκε λίγο. Τα σκούρα μάτια μισόκλεισαν. Είδε το μαχαίρι του να πετάει. Δεν κατάλαβε γιατί. Μετά δέχτηκε μια κλοτσιά στο πρόσωπο. Είδε τη σόλα του παπουτσιού. Ρίμποκ. Κι ένιωσε τα δόντια του να κάμπτονται προς τα μέσα. Και είδε, σαν σε αργή κίνηση, όπως ήταν αναποδογυρισμένος, τον Αντίμπ να προσγειώνεται σ’ ένα παγκάκι και να σωριάζεται κατόπιν κάτω εντελώς άψυχος. Άκουσε τα τσογλανάκια να φεύγουν τρέχοντας. Βρήκε το μαχαίρι. Σηκώθηκε. Γαμώ τον διάολό μου, σκέφτηκε και πέρασε τη γλώσσα από τα δόντια του. Είχαν διπλώσει πάνω στα ούλα. Ένιωσε μια ξεκολλημένη ρίζα να διαπερνάει το πάνω χείλος του. Τα πάντα είχαν γεύση αίματος. «Θκρόφα» ψεύδισε, άρπαξε το μαχαίρι από την αποβάθρα και το κράτησε μπροστά του. Εκείνη στεκόταν ακριβώς απέναντί του, εντελώς ακίνητη. Εκείνος τινάχτηκε μπροστά και άρπαξε το κινητό. Την ίδια στιγμή δέχτηκε μια τρομακτική κλοτσιά στο στομάχι. Δίχως να μπορεί να αναπνεύσει, ένιωσε να εκτοξεύεται μακριά. Είδε τα γεμάτα χέρια του να κουνιούνται τρελά με φόντο την επιφάνεια της αποβάθρας. Άκουσε το τρένο. Είδε τα
φώτα του να λάμπουν στη σήραγγα. Πάλευε σαν μανιακός. Κουνούσε τα χέρια και γλιστρούσε με το σαγόνι πάνω στην αποβάθρα. Πάλευε για τη ζωή του. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα να χτυπήσει. Το κορμί του τιναζόταν προς τη μεριά των ραγών, αργά, αμείλικτα αργά, και ο αυξανόμενος ήχος του υπόγειου σιδηρόδρομου έγινε μια κραυγή τρέλας, η οποία ήταν και το τελευταίο πράγμα που άκουσε ποτέ του ο Χαμίντ. Ύστερα ήταν απλώς ένας άνθρωπος κομμένος στα δύο.
Οκτώ
πλασματάκια έπιναν νερό. Σαν χαριτωμένα αρκουδάκια, έσκυβαν κάπως αδέξια και Τ αρουφούσαν άπληστα νερό από τον μικρό νερόλακκο. Οι μικρές ροζ γλώσσες κινούνταν σαν να ανήκαν σε γάτες. Ήταν από αυτά τα ζώα που τα παιδιά θέλουν να τα έχουν στο σπίτι για να παίζουν. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα ήταν μια πολύ ασύνετη κίνηση από έναν γονέα. Διότι τα πλασματάκια ήταν αδηφάγοι. Ο Πολ Γελμ τα είδε να περιπλανιόνται αδέξια, κοντόχοντρα καθώς ήταν, και να κουνάνε χαρωπά την ουρά τους, που θύμιζε ουρά σκίουρου. Δυσκολευόταν πολύ να φανταστεί αυτά τα μικρά καλοκάγαθα πλάσματα να καταβροχθίζουν ένα ανθρώπινο κρανίο. «Έλα τώρα» έκανε ο Χόρχε Τσάβες ανυπόμονα. «Μην τ’ αφήνεις να σε υπνωτίζουν. Σκέψου τον Ελρόι». «Ποιος διάολος είναι ο Ελρόι;» Αλλά ο Τσάβες είχε ήδη φύγει από τον λάκκο των αδηφάγων και περπατούσε κατά μήκος του λάκκου των λύκων στην άλλη πλευρά του ασφαλτόστρωτου δρόμου. Όταν ο Γελμ τον πρόλαβε, ο Τσάβες είπε: «Ο λάκκος των λύκων είναι, καθώς βλέπεις, πολύ μεγάλος. Φτάνει μέχρι πέρα στους λύγκες. Τελειώνει ακριβώς κάτω από τους αδηφάγους. Τι συμβαίνει τότε;» Είχε σταματήσει να βρέχει, αλλά το έδαφος ήταν ακόμη επικίνδυνα βρεγμένο. Πήγαν προς τα κάτω, πέρα από τον λάκκο των λύκων, και κάθε βήμα τους αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο. Υπήρχε ένα μικρό, γλιστερό και κατηφορικό μονοπάτι γύρω από τον λάκκο των λύκων που έβγαζε στον εξωτερικό φράχτη. Δίπλα σε κάτι που θύμιζε καγκελόπορτα ήταν σκυμμένος ένας άντρας με μπλε φόρμα και προστατευτικά γυαλιά. Ήταν έτοιμος να κάνει κάποια συγκόλληση. Γαλαζωπές φλόγες πετάγονταν γύρω του σαν να ήταν μια αδέσποτη ομοβροντία πυροτεχνημάτων της πρωτοχρονιάς. Το περίμεναν να τελειώσει. Τα πυροτεχνήματα σταμάτησαν. Εκείνος σήκωσε τα προστατευτικά γυαλιά, που ήταν μάλλον μια μάσκα προσώπου με ενσωματωμένα γυαλιά. Εκείνοι καθάρισαν τον λαιμό τους. Ο άντρας γύρισε προς το μέρος τους. «Γεια σου» έκανε ο Γελμ. «Είμαστε από την αστυνομία». Ο άντρας με την μπλε φόρμα έγνεψε βιαστικά και φάνηκε έτοιμος να επιστρέψει στη δουλειά του. Ο Τσάβες τον έπιασε από τον ώμο. «Για περίμενε» του είπε. «Τι είναι αυτό που συνέβη εδώ;» Ο άντρας έβγαλε τη μάσκα, σηκώθηκε πάνω και κοίταξε τον Τσάβες από ύψος δύο μέτρων.
«Πιστεύω κι εγώ ότι ακρίβυναν οι επισκέψεις στο Σκάνσεν» είπε ο άντρας. «Και τα μικρά πρέπει να πάνε κι από εκείνο το αναθεματισμένο το ενυδρείο, μεταξύ άλλων, σ’ εκείνον τον γενειοφόρο Γιούνας από την τηλεόραση, και έτσι σου έχουν φύγει στο πιτς φιτίλι πεντακόσιες κορόνες. Μετά θα πιεις καφέ, κάνα σάντουιτς, και θα οδηγήσεις εκείνα τα γελοία αυτοκίνητα στις ράγες και θα πάρεις κάνα λαχείο μπας και κερδίσει καμιά μαλακία Πόκεμον από εκείνα που αποφέρουν στη Νιντέντο αμέτρητα εκατομμύρια σε μόνιμη βάση, και αισίως έχεις αρχίσει να πλησιάζεις στο χιλιάρικο. Τότε εύχεσαι να είχες πάει στο Γκρένα Λουντ αντί να έρθεις εδώ, αλλά μετά σκέφτεσαι ότι τότε θα είχαν γίνει καπνός πολλά χιλιάρικα. Πάντως στο Γκρένα Λουντ θα είχες τη δυνατότητα να δοκιμάσεις και την Ελεύθερη Πτώση». Οι δύο αστυνομικοί κοίταξαν πίσω τους, για να δουν αν ο άντρας μιλούσε με κάποιον που στεκόταν πίσω από τις πλάτες τους, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί. «Με συγχωρείς» έκανε ο Γελμ. «Αλλά δεν καταλαβαίνω…» «Κάποιος έκοψε τα σύρματα εδώ και μπήκε μέσα» είπε ο άντρας και έγνεψε προς τον φράχτη με το πυκνό σύρμα. «Και τους κατανοώ». «Πότε έγινε αυτό;» «Χτες το ανακάλυψαν, καθώς φαίνεται. Εγώ δεν δουλεύω εδώ». «Φαίνεται να δουλεύεις όμως…» Ο πανύψηλος άντρας με τη φόρμα αναστέναξε βαθιά. «Εγώ είμαι από την εταιρεία που έφτιαξε τον φράχτη. Τον επισκευάζω προσωρινά. Είναι Παρασκευή σήμερα και δεν μπορούμε να παραδώσουμε τον φράχτη πριν από τις αρχές της ερχόμενης βδομάδας». «Κι αυτό εδώ συνέβη, δηλαδή… πότε; Τη νύχτα προς την Πέμπτη;» «Μάλλον τότε πρέπει να ’γινε. Και δύο μέρες μετά εμφανίζονται, δηλαδή, δύο αστυνομικοί με πολιτικά για να συλλάβουν τους εισβολείς. Υπέροχες αυτές οι ωραίες προτεραιότητες σε εποχές λιτότητας. Δεν νομίζετε πως μάλλον έχουν εξαφανιστεί τώρα πια;» «Ναι» έκανε ο Πολ Γελμ. «Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα».
Ένας ένστολος αστυνομικός ανέβηκε βιαστικός από τον σταθμό του μετρό στο Ούντενπλαν και ξέρασε μπροστά στα πόδια του Βίγκο Νορλάντερ. Α, ωραία, σκέφτηκε ο Νορλάντερ, έλεγξε τα καινούργια ιταλικά παπούτσια του και αναστέναξε από μέσα του. Μία από αυτές. Όταν διαπίστωσε ότι τα παπούτσια είχαν επιβιώσει ανέπαφα και δέχτηκε τις συγγνώμες του γεμάτου ενοχές αστυφύλακα, στράφηκε προς τον Γκούναρ Νιμπέργ, ο οποίος του ανταπέδωσε το βλέμμα μ’ ένα δικό του βλέμμα που έλεγε: Α, ωραία. Μία από αυτές. Μία από αυτές τις υποθέσεις. Είχαν πάει στο Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα και έπαιρναν καταθέσεις από πρόσφυγες που περίμεναν άσυλο, όταν ο Χουλτίν τηλεφώνησε και είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να πάτε να δείτε κάτι». Κι έτσι είχαν επιστρέψει στην πόλη. Καθώς έσκυψαν να περάσουν κάτω από την κίτρινη ταινία της αστυνομίας και κατέβηκαν στον υπόγειο, συνοδευόμενοι από έναν αστυφύλακα κατάχλωμο και
μυξοκλαμένο, ο Βίγκο Νορλάντερ σκεφτόταν ξερατά. Τον τελευταίο χρόνο είχε όντως πνιγεί από αυτά. Αλλά για κοίτα, σκέφτηκε, τι διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε ξερατά μωρών και ενηλίκων. Και ειδικά οι εμετοί των βρεφών, εκείνα τα αραιά, λευκά, σχεδόν αρωματικά ζουμιά που σαν νέκταρ χύνονται πάνω σε νέους γονείς. Και που αλλάζουν ξαφνικά χαρακτήρα. Ξαφνικά αρχίζουν να μυρίζουν ξερατά. Αυτή ήταν μια αποφασιστική στιγμή στη ζωή κάθε γονέα μικρού παιδιού. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί πρόσφατα και στην οικογένεια Νορλάντερ. Ο δεδηλωμένος εργένης Νορλάντερ, ο οποίος κάπως απρόσμενα είχε γίνει οικογενειάρχης και πατέρας στα πενήντα του, πρόσεξε ξαφνικά μια μέρα ότι οι εμετοί της μικρής Σαρλότ είχαν αρχίζει να μυρίζουν άσχημα. Ήταν μια τρομακτική ανακάλυψη. Σύντομα η μικρή θα άρχιζε να περπατάει επίσης. Ο Νορλάντερ ένιωσε μεμιάς πολύ γέρος. Συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να είναι ο προπάππος της Σαρλότ. Προπάππος. Για πρώτη φορά άρχισε να σκέφτεται πώς θα ήταν η ζωή της Σαρλότ με τόσο ηλικιωμένους γονείς. Είχε μπει στη δίνη μιας κρίσης. Κράτησε μερικά λεπτά. Ήταν μια ασυνήθιστα μεγάλη κρίση για κάποιον σαν τον Βίγκο Νορλάντερ. Η αποβάθρα ήταν τελείως έρημη. Ήταν ένα απόκοσμο θέαμα. Ο σταθμός του μετρό είχε εκκενωθεί και η γραμμή εξυπηρετούνταν από εφεδρικά λεωφορεία για τη διαδρομή ανάμεσα σε Ροντμανσγκάταν και Σανκτ Έρικσπλαν. Ήταν αναγκαίο να ξεκινήσει ξανά η κυκλοφορία μέσα σε μισή ώρα. Διότι τότε άρχιζε η ώρα αιχμής στο κέντρο της Στοκχόλμης. Και τότε δεν θα έφταναν με τίποτα τα λεωφορεία. Ο Βίγκο Νορλάντερ και ο Γκούναρ Νιμπέργ είχαν, με άλλα λόγια, λιγότερο από μισή ώρα για να μάθουν πώς είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα. Ο Χουλτίν τούς είχε τηλεφωνήσει αμέσως. «Γιατί;» ρώτησε ο Νιμπέργ από το κινητό του. Έπεσε σιωπή για λίγο στη γραμμή. Μέσα στο μυαλό του Νιμπέργ αντηχούσε ακόμη η φωνή του Χουλτίν από την πρωινή ενημέρωση: «Έχω αρχίσει να κουράζομαι με όλα τα ασαφή προαισθήματα». Και ο Χουλτίν καταλάβαινε ότι έτσι είχαν τα πράγματα. «Ξέρω» είπε χαμηλόφωνα. «Είναι ασαφές. Αλλά δεν είναι καθόλου συνηθισμένη περίπτωση. Πήγαινε εκεί αμέσως». «Μπορούμε να οδηγήσουμε γρήγορα;» ρώτησε ο Νιμπέργ με προσδοκία. Ως κομμάτι της νέας ζωής του, είχε αλλάξει το παλιό, σάπιο Ρενό του με ένα εντελώς καινούργιο. Επειδή είχε από έφηβος ένα Ρενό 4, ένα επικίνδυνο “Λάβαν”[6] με λαμαρίνα σκέτο χαρτί, δεν άλλαζε ποτέ αυτή τη μάρκα. Ήταν ένας διά βίου έρωτας. «Ναι» είπε ο Χουλτίν ενδοτικά. «Πρέπει να οδηγήσετε γρήγορα». Κι αυτό έκαναν. Σλάγκστα-Ούντενπλαν σε ένα τέταρτο. Σε δρόμους με υψηλό κίνδυνο υδρολίσθησης. Κατέβηκαν γρήγορα τις κυλιόμενες σκάλες. Σε αντίθεση με τους περισσότερους σταθμούς του μετρό στη Στοκχόλμη, ο σταθμός του Ούντενπλαν ήταν ευάερος και άνετος. Είχε πολύ ψηλή οροφή και η αποβάθρα του ήταν ανοιχτή, δίχως διαχωριστικά τοιχώματα. Στη μέση περίπου της αποβάθρας καθόταν ένας νεαρός άντρας με επιδέσμους στο κεφάλι. Γύρω του στέκονταν και περίμεναν δύο άντρες από το ασθενοφόρο μ’ ένα φορείο και τρεις ένστολοι αστυνομικοί. Κοντά στην κυλιόμενη σκάλα στα αριστερά της αποβάθρας υπήρχε ένα πλαστικό κάλυμμα στο δάπεδο. Δίπλα του ένας αστυνομικός. Και κάτω στις ράγες, στα αριστερά, υπήρχαν άλλα δύο πλαστικά καλύμματα. Ένας τεχνικός
του Εγκληματολογικού τριγύριζε και φωτογράφιζε. Όταν κατέβαιναν τη σκάλα, ο αστυφύλακας –του οποίου το ξερατό είχε αστοχήσει να πετύχει τα καινούργια παπούτσια του Νορλάντερ κατά μόλις δύο εκατοστά– είπε: «Ελπίζω να είστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό εδώ». Η φωνή του δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ζωντανή. «Όχι» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ και σήκωσε το κοντινότερο πλαστικό κάλυμμα. Ο Νιμπέργ τον έβλεπε από την άλλη μεριά του καλύμματος δίχως να μπορεί να δει και τι υπήρχε εκεί από κάτω. Ο Νορλάντερ ήταν εντελώς ακίνητος. Δίχως ν’ αλλάξει έκφραση, άφησε το κάλυμμα να πέσει, σηκώθηκε αργά και ξέρασε πάνω στα καινούργια, ιταλικά παπούτσια του. Μία από αυτές τις υποθέσεις, σκέφτηκε ο Γκούναρ Νιμπέργ και έδωσε το μαντίλι του στον συνάδελφο. Επιστράτευσε όσο κουράγιο διέθετε, κάθισε ανακούρκουδα και σήκωσε το κάλυμμα. Εκεί από κάτω βρισκόταν μισό κορμί, από τη μέση και κάτω. Έμεινε ικανοποιημένος με αυτό το συμπέρασμα και σηκώθηκε. «Υπήρχε τίποτα στις τσέπες;» ρώτησε τον αστυφύλακα που στεκόταν εκεί δίπλα σκοπός. Εκείνος έγνεψε και του παρέδωσε μια κλειστή σακούλα. Ο Νιμπέργ είδε εκεί μέσα μερικά κλειδιά, ένα πορτοφόλι και έξι κινητά. «Α, μάλιστα» έκανε μόνο και πήρε τη σακούλα. «Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι» είπε ο αστυφύλακας. «Είκοσι τεσσάρων χρόνων. Από τη Φίτγια. Δύο καταδίκες για σωματικές βλάβες και σοβαρές κλοπές». «Για σκέψου» έκανε ο Νιμπέργ και συνέχισε κατά μήκος της αποβάθρας. Σ’ ένα παγκάκι καθόταν ο Νορλάντερ και σκούπιζε τα παπούτσια του. Τον άφησε εκεί. Μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε στον αστυφύλακα: «Θα ρίξουμε μια ματιά και στα υπόλοιπα, λοιπόν; Πώς σε λένε, αλήθεια;» «Άντερσον» είπε ο αστυνομικός και συνέχισε καθώς έδειχνε προς τις ράγες: «Είναι τρία κομμάτια. Το ένα χειρότερο από το άλλο». Ο Νιμπέργ πήδηξε κάτω στις ράγες, ακολουθούμενος κατά πόδας από τον Άντερσον, ο οποίος συνέχισε ξανά: «Αυτό που είναι πιο κοντά είναι και το χειρότερο. Έχει γίνει αλοιφή. Κορμός και κεφάλι. Το θέαμα του κεφαλιού δεν είναι διόλου ευχάριστο». Ο Νιμπέργ σήκωσε το πλαστικό κάλυμμα και διαπίστωσε ότι ο Άντερσον δεν έλεγε ψέματα. Δεν υπήρχαν πολλά να γίνουν εκεί. Πήγαν στο επόμενο. «Τα άλλα δύο είναι βραχίονες» εξήγησε ο Άντερσον. «Προφανώς ξεκόλλησαν και οι δύο. Είναι κάπως καλύτερα διατηρημένα». Εμφανίστηκε ο Νορλάντερ κάτασπρος. Ο Σέντερστεντ είναι; σκέφτηκε ο Νιμπέργ και τον κράτησε καθώς πηδούσε κάτω. «Στ’ άλογο ξανά» έκανε ο Νορλάντερ με ηρωικά σπασμένη φωνή. Τα δύο τελευταία καλύμματα ήταν το ένα πίσω από το άλλο, ίσως δέκα μέτρα μακριά από το κορμί. Στο πρώτο χέρι, το δεξί, υπήρχε ένα μαχαίρι. «Για κοίτα» έκανε ο Νιμπέργ. Στο άλλο χέρι ένα κινητό τηλέφωνο. «Το τελευταίο του απόκτημα» έκανε ο Νιμπέργ. «Ελπίζω να του φανεί χρήσιμο». Ο Άντερσον έριξε πάλι το κάλυμμα στο χέρι και όρμησε ν’ ανέβει με υπερβολικό ζήλο
στην αποβάθρα. Έδειχνε παράξενα ασυγκίνητος από το φρικτό θέαμα. Ο Νιμπέργ και ο Νορλάντερ ανέβηκαν κι αυτοί στην αποβάθρα, με τη χαρακτηριστική δυσκολία των πενηντάρηδων. Ο Νιμπέργ εκνευρίστηκε που δεν τα κατάφερνε τόσο καλά πια. Έπειτα από όλη τη γαμημένη την υγιεινή διατροφή. «Πάμε να μιλήσουμε με τον συνέταιρό του τώρα;» ρώτησε ο Νορλάντερ ξεφυσώντας. «Αντίμπ Ταμίρ» είπε γνέφοντας ο Άντερσον. «Ακριβώς το ίδιο παρελθόν: σωματικές βλάβες και σοβαρές κλοπές. Είκοσι τριών χρόνων. Με διάσειση εγκεφάλου». Είχαν ξεκινήσει για την άλλη μεριά της αποβάθρας, όταν χτύπησε ένα κινητό. Τόσο ο Νιμπέργ όσο και Νορλάντερ έλεγξαν τα δικά τους. Όχι, δεν ήταν αυτά. Έπειτα ο Νιμπέργ κοίταξε μέσα στην πλαστική σακούλα με τα έξι κινητά. Ακούμπησε το αυτί στη σακούλα. Ούτε από εκεί. Έριξε μια ματιά στον Άντερσον, που άνοιξε τα χέρια του δηλώνοντας άγνοια. «Μα που να πάρει ο διάβολος!» ξέσπασε ο Γκούναρ Νιμπέργ και επέστρεψε τρέχοντας από εκεί που είχαν έρθει, στην άλλη μεριά των ραγών. Ο Νορλάντερ και ο Άντερσον τον ακολούθησαν. Πήδηξαν κάτω στις ράγες. Ο Νιμπέργ τράβηξε απότομα το πλαστικό κάλυμμα από τον αριστερό βραχίονα. Το κινητό στο κομμένο χέρι χτυπούσε. Ο Νιμπέργ έσκυψε και προσπάθησε να χαλαρώσει τη λαβή των δαχτύλων στο κινητό. Ήταν σαν να το κρατούσαν νύχια αρπακτικού. Στο τέλος κατάφερε να το πάρει. Έγνεψε στον Νορλάντερ και στον Άντερσον. Έσκυψαν όλοι και τα κεφάλια τους κόλλησαν σαν μια ομάδα χάντμπολ πριν ξεκινήσει ο αγώνας. Μετά ο Νιμπέργ πάτησε το πράσινο κουμπί. Κανείς δεν είπε κουβέντα. Από το κινητό ξεπετάχτηκε ένας χείμαρρος από ακατάληπτες φράσεις. Μια γυναικεία φωνή σε μια ξένη γλώσσα. Μετά επικράτησε σιωπή για λίγο και κατόπιν ακούστηκε κάτι που ήταν πιθανώς μια βρισιά. Μετά σιωπή ξανά. Οι τρεις αστυνομικοί κοιτάχτηκαν έκπληκτοι. Τελικά ο Νιμπέργ συνήλθε και είπε: «Προσπαθήστε να το θυμάστε αυτό εδώ. Ας δούμε αν μπορέσουμε να το γράψουμε κάπου, ο καθένας το δικό του». «Γιατί;» έκανε μπερδεμένος ο Άντερσον. «Διότι αυτό ήταν ένα μήνυμα στον δολοφόνο» είπε ήρεμα ο Γκούναρ Νιμπέργ.
Εννέα
ως επί το πλείστον γράμματα συσσωρευμένα αυθαίρετα. Ένα Φ αίνονταν χαρακτήρων που έγινε τυχαία στο πόδι. Κι ούτε έμοιαζαν μεταξύ τους.
συμπίλημα
Epivu, σκέφτηκε ο αρχιεπιθεωρητής Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν. Μήπως ήταν κι αυτό μια τυχαία συνένωση γραμμάτων; Καθόταν στο αρκετά αποστειρωμένο περιβάλλον του γραφείου του, την ώρα που έριχνε καρεκλοπόδαρα έξω από το παράθυρο, και κοιτούσε τρία σημειώματα στο τρεμάμενο φως ενός λαμπτήρα που δεν προκαλούσε κανέναν οίστρο και που ετοιμαζόταν να σβήσει μια για πάντα. Η ώρα ήταν εφτάμισι, Παρασκευή βράδυ, και όπως φαινόταν, πρέπει να ήταν μόνος του στους διαδρόμους των γραφείων της Ομάδας Άλφα στην πτέρυγα του αστυνομικού μεγάρου όπου στεγαζόταν η ΕΥΕΕ, στην οδό Πούλχεμ. Μάλλον ήταν σλαβική γλώσσα. Παρά τις διαφορές και παρά την ιδιότυπη ορθογραφία, ο Χουλτίν πίστευε ότι η φωνητική τους απόδοση φαινόταν ρώσικη. Το ίδιο πίστευαν ο Νιμπέργ και ο Νορλάντερ. Ποιες άλλες σλαβικές γλώσσες υπήρχαν εκτός από τα ρώσικα; Τσέχικα; Βουλγάρικα; Σερβοκροατικά; Ήταν ακόμη γλώσσα τα σερβοκροατικά; Ή μήπως υπήρχαν τώρα πια και σερβικά και κροατικά; Δεν ήταν σίγουρος. Έπρεπε να βρουν έναν γλωσσολόγο. Δεν ήταν διόλου αξιοζήλευτο αυτό που έπρεπε να κάνει. Απροσδόκητα έξυπνο από τη μεριά του Γκούναρ Νιμπέργ, πάντως. Αλλά, εδώ που τα λέμε, ο Νιμπέργ είχε μάθει πολλά ως αστυνομικός, από τότε που ο Χουλτίν έφτιαξε την Ομάδα Άλφα για να λύσει την υπόθεση με τους «Φόνους των ισχυρών» – οι θεοί ήξεραν πόσα χρόνια πριν. Ο Νιμπέργ είχε μεταμορφωθεί από αρκούδα που είχε επιδοθεί σε ανθρωποκυνηγητό στον υπόκοσμο σ’ έναν σύγχρονο και αδυνατισμένο αστυνομικό του διαδικτύου με καθαρή σκέψη. Ο Χουλτίν άλλαξε έγγραφο. Πρωτόκολλο ανάκρισης με τον Αντίμπ Ταμίρ. Διάβασε στα γρήγορα. Μόνη, όμορφη γυναίκα μέτριου ύψους, μακριά μαύρα μαλλιά, κόκκινο δερμάτινο μπουφάν, κολλητό μαύρο παντελόνι, μαύρα αθλητικά παπούτσια. Μια παρέα «αλητάκια» ήταν παρόντα. Άγνωστα επίδοξα μαγκάκια. Έφυγαν. Εκείνη κλότσησε πρώτα τον Χαμίντ, που κρατούσε μαχαίρι. Κλοτσιά στο πρόσωπο. Μετά προσγείωσε τον επίσης μαχαιροβγάλτη Αντίμπ σ’ ένα παγκάκι με το κεφάλι πρώτα. Εκείνος λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, ο χώρος ήταν γεμάτος από ανθρώπους που ούρλιαζαν. Είδε τα πόδια του Χαμίντ και τα σπλάχνα του χυμένα μερικά μέτρα πιο πέρα στην αποβάθρα και λιποθύμησε εκ νέου. Όταν συνήλθε πάλι, η αποβάθρα ήταν άδεια, εκτός από μια ομάδα μπάτσους. Κι αυτό ήταν όλο. Δεν είχε ιδέα ποιοι ήταν οι πιτσιρικάδες. Ήταν μάλλον από αυτούς που μιμούνταν τους μεγάλους και τους έπαιρναν από πίσω. Πάντα υπάρχουν τέτοιοι. Ο
Χαμίντ και ο Αντίμπ ήταν οι επαγγελματίες. Βέβαια μπορούσε να τους βοηθήσει μ’ ένα σκίτσο, αλλά δεν την είδε σχεδόν καθόλου. Στεκόταν με την πλάτη προς το μέρος τους, μέχρι που γύρισε και έσπασε στο ξύλο τους ανίκητους μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Συμπερασματικά: «Πρέπει να ήταν μυστική πράκτορας ή κάτι τέτοιο». Ναι, Αντίμπ, σκέφτηκε ο Χουλτίν. Ποιος να ξέρει; Εν πάση περιπτώσει, έπιασε τον οπλισμένο με μαχαίρι Χαμίντ, τον πήγε καροτσάκι σε όλη την αποβάθρα και άφησε το μισό κορμί του έξω από τις ράγες τη στιγμή που ερχόταν το τρένο. Μετά εξαφανίστηκε δίχως το παραμικρό ίχνος. Με το κόκκινο δερμάτινο μπουφάν της και με τα όλα της. Αλλά το κινητό έμεινε στο χέρι του Χαμίντ. Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό ένας εκπαιδευμένος πράκτορας της Κα Γκε Μπε. Μήπως είχαν αρχίσει τα συμβάντα των τελευταίων ημερών να συγκλίνουν; Μήπως είχε αρχίσει να διαφαίνεται κάποια σχέση; Ο Αντίμπ Ταμίρ είχε πάντως κοιτάξει τις φωτογραφίες των οχτώ γυναικών που είχαν εξαφανιστεί από τον καταυλισμό προσφύγων: Γκαλίνα Στένινα, Βαλεντίνα Ντοντσένκο, Λίνα Κοστένκο, Στέφκα Νταφόβσκα, Μαρίγια Μπαγκριάνα, Ναταλία Βαγκάνοβα, Τατιάνα Σκομπλίκοβα και Σβετλάνα Πετρούσεβα. Ο Αντίμπ είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι. «Όχι» είχε πει. «Όχι, σε καμία περίπτωση». «Σε καμία περίπτωση»; Τι σήμαινε αυτό; Ο Χουλτίν άπλωσε μπροστά του στο τραπέζι τις φωτογραφίες από τα διαβατήρια οχτώ γυναικείων προσώπων και τις περιεργάστηκε. Βέβαια, παραδέχτηκε. Κατάλαβε τι σήμαινε το «σε καμία περίπτωση» του Αντίμπ. Οι γυναίκες αυτές φαινόταν φοβισμένες. Το βλέμμα τους σβηστό. Δεν είχαν καμία ζωντάνια μέσα τους. Καμία από αυτές δεν ήταν πάνω από είκοσι πέντε χρόνων, αν και όλες τους έδειχναν πολύ μεγαλύτερες. Η ζωή τις είχε παιδέψει σκληρά – φαινόταν. Προφανώς ήταν πόρνες από την εφηβεία τους, όπως και οι υπόλοιπες πόρνες που πλημμύριζαν τη Σουηδία και την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Μια τρομακτική πλημμυρίδα εξευτελισμού των γυναικών σάρωνε την Ευρώπη, και ο δυτικός κόσμος συμμετείχε ενεργά στη δραστηριότητα αυτή. Για μια πολύ σύντομη στιγμή ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν ένιωσε ναυτία. Για το φύλο του. Για την καταγωγή του. Για την υπερπροστατευμένη ζωή του. Επέστρεψε στη δουλειά του. Σύμφωνα με τους τεχνικούς του Εγκληματολογικού, δεν θα ήταν αδύνατον να εντοπίσουν τον συνδρομητή του κινητού. Η κάρτα SIM ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Βέβαια, η συνδρομή δεν ήταν σουηδική, αλλά αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο. Σίγουρα θα κατάφερναν να βγάλουν από το μητρώο κλήσεων μια λίστα εισερχόμενων και εξερχόμενων κλήσεων. Ο Χουλτίν ήλπιζε σε αυτό. Μέχρι, όμως, να γίνει, αυτός θα συνέχιζε να φτιάχνει το παζλ. Τα κομμάτια τα είχε στα χέρια του. Το ερώτημα ήταν κατά πόσο ταίριαζαν μεταξύ τους. Είχαν συμβεί πολλά σε κάτι περισσότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Βέβαια, σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα γίνονταν πολλά εγκλήματα στο βασίλειο της Σουηδίας. Δεν ήταν σίγουρο ότι τα τρία συμβάντα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Για να κυριολεκτήσουμε, δεν είχε διαπραχθεί το παραμικρό έγκλημα. Οι γυναίκες ίσως είχαν δραπετεύσει από το Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα· αυτό τουλάχιστον θα έκανε και ο Χουλτίν, αν βρισκόταν κλεισμένος εκεί. Ο άντρας στο Σκάνσεν ίσως έτρεχε απλώς μακριά από τους δικούς του δαίμονες των ναρκωτικών· ούτε κι εκείνη η τρύπα που είχαν
ανακαλύψει στον φράχτη θα έπρεπε να σημαίνει οπωσδήποτε κάτι. Ακόμα και το συμβάν στον υπόγειο θα μπορούσε να είναι καθαρή αυτοάμυνα. Εκτός αυτού δεν ήταν απαραίτητο να έχει κάποιο από τα συμβάντα αυτά σχέση με τα άλλα. Αλλά η θέληση μπορεί, ως γνωστόν, να μετακινήσει και βουνά. Γι’ αυτό και ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν συνέχιζε να φτιάχνει το παζλ του. Πρώτα απ’ όλα: γιατί συνδέονταν αυτά τα συμβάντα; Η συλλογική πείρα και η σοφία της Ομάδας Άλφα έλεγε –σχεδόν ομόφωνα– ότι έτσι είχαν τα πράγματα.
Η Σέρστιν έπαιζε, βέβαια, λίγο με τον Πολ, μέσω του Χόρχε, αλλά αυτό ήταν μέρος ενός προσωπικού παιχνιδιού για το οποίο ο Χουλτίν δεν ήθελε να ξέρει τίποτα. Του έλειπε εντελώς η περιέργεια. Κατάπληξη μπορούσε να νιώσει, επιθυμία να μάθει, λαχτάρα για γνώση, περιέργεια όμως όχι. Τουλάχιστον όσο τα προσωπικά θέματα δεν επηρέαζαν τη δουλειά, τους άφηνε να κάνουν ό,τι ήθελαν. Άλλωστε τώρα πια είχε κι ένα παντρεμένο ζευγάρι στην ομάδα, κι αυτό λειτουργούσε πολύ καλύτερα απ’ όσα έλεγαν οι φήμες περί παντρεμένων στην ίδια δουλειά. Ο Χουλτίν δεν ήταν από τους ανθρώπους που επέβαλλαν κανονισμούς και εφάρμοζαν αυστηρούς κανόνες. Αυτά τα άφηνε για τον Μέρνερ. Άλλωστε κανείς δεν ενδιαφερόταν. Άρχισε ξανά από την αρχή: γιατί υπήρχε κάποια σχέση; Επειδή όλα ανέδιδαν ένα άρωμα διεθνούς εγκληματικότητας από μακριά, και το πλησιέστερο σε κάτι σουηδικό σε όλα αυτά τα συμβάντα ήταν ο Χαμίντ και ο Αντίμπ. Διότι όλα διαδέχτηκαν το ένα το άλλο με πολύ γρήγορο ρυθμό, ενάμισι μερόνυχτο. Διότι τίποτε από αυτά δεν ήταν συνηθισμένο: φόνος από αδηφάγους, φυγή των ιερόδουλων, επιθετική και βίαιη γυναίκα. Την Τετάρτη 3 Μαΐου, στις δέκα και τέταρτο το βράδυ, καταδιώκεται ένας άντρας ο οποίος, πιθανότατα, είναι ένας σχετικά υψηλόβαθμος διεθνής εγκληματίας, και αναγκάζεται να μπει στον λάκκο με τους λύκους στο Σκάνσεν· η αξία της καδένας που φοράει εκτιμάται στις τριακόσιες χιλιάδες κορόνες περίπου. Το γεγονός ότι οι διώκτες του αποκλείουν έναν πολύ συντομότερο δρόμο από τη διαδρομή μέσω του φράχτη, δίπλα από το κλουβί των λύκων, δείχνει προσεκτικό σχεδιασμό. Τον οδηγούν αναγκαστικά στους λύκους. Υπολογίζουν ότι θα σκαρφαλώσει στον φράχτη και ότι θα βγει από την άλλη πλευρά του λάκκου με τους λύκους. Βρίσκουν έναν τρόπο να τον περιμένουν εκεί. Δηλαδή σκοπεύουν να τον οδηγήσουν στους αδηφάγους. Από ό,τι φαίνεται, όσα κάνουν είναι προσεκτικά σχεδιασμένα και το θύμα αντιδρά ακριβώς όπως το έχουν σκεφτεί. Το ερώτημα είναι αν υπολογίζουν επίσης ότι οι αδηφάγοι θα αγριέψουν περισσότερο από το γεμάτο κοκαΐνη αίμα του. Αν είναι έτσι, ο σχεδιασμός είναι απίστευτα εκλεπτυσμένος. Προφανώς ξέρουν τον Ελρόι τους. Την Πέμπτη 4 Μαΐου, κάποια στιγμή μετά τις δυόμισι το πρωί, εξαφανίζονται οχτώ εκπορνευόμενες γυναίκες ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής από ένα παράρτημα ενός καταυλισμού προσφύγων. Αυτό γίνεται, δηλαδή, μερικές ώρες αργότερα την ίδια νύχτα. Ποια μπορεί να είναι εδώ η ενδεχόμενη σχέση; Η Σάρα Σβενχάγκεν ίσως ήταν αυτή που είχε πλησιάσει περισσότερο, έστω κι αν ένας συγκεκριμένος αρχιεπιθεωρητής την κατέκρινε για «ασαφή προαισθήματα». Αν υπήρχε μια σχέση –κι αυτός ακριβώς ήταν, καταπώς το ένιωθε, ο πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας– έπρεπε να αφορά ένα από τα δύο ακόλουθα πράγματα. Πρώτον: ο άντρας στο Σκάνσεν ήταν ο προστάτης τους και,
μόλις εξαφανίζεται, τις απάγουν ή –στη χειρότερη περίπτωση– τις δολοφονούν. Δεύτερον: ο άντρας στο Σκάνσεν ήταν μια απειλή που βγήκε από τη μέση, και τώρα οι γυναίκες μπορούσαν να απολαύσουν επιτέλους την ελευθερία τους. Και στις δύο περιπτώσεις αυτός πρέπει να ήταν ο νταβατζής τους, καλός ή κακός νταβατζής. Και οι καλοί νταβατζήδες είναι ιδιαίτερα σπάνιοι… Ο Χουλτίν ξεφύλλισε τυχαία τα αντίγραφα ανακρίσεων από τη Σλάγκστα. Σαν να ήταν ένας τυπικός εργοδότης της μεταβιομηχανικής εποχής, τα μέτρησε. Δύο ο Νορλάντερ, τέσσερα ο Νιμπέργ, εφτά η Σβενχάγκεν και δώδεκα η Χολμ. Βέβαια, ο Νορλάντερ και ο Νιμπέργ είχαν φύγει από εκεί μερικές ώρες νωρίτερα, αλλά η διαφορά ανάμεσα σε δώδεκα και δύο ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακή. Εκτός αυτού, οι κυρίες είχαν παραδώσει και κάποια πρωτόκολλα από την προηγούμενη μέρα. Συνολικά καμιά τριανταριά στοίβες χαρτιών. Ευτυχώς η Σέρστιν Χολμ είχε συνοψίσει την κατάσταση σ’ ένα ξεχωριστό υπηρεσιακό σημείωμα ενόψει του Σαββατοκύριακου. Αν αυτός ο ίδιος κάποια στιγμή –παρά τα εμπόδια– έβγαινε στη σύνταξη, η Χολμ φαινόταν όλο και πιθανότερη ως φυσική του διάδοχος. Βέβαια, θα έπρεπε να είχε γίνει αρχιεπιθεωρήτρια πριν από πολύ καιρό. Αλλά τον ίδιο βαθμό θα έπρεπε να είχαν πάρει ήδη και ο Γελμ, ο Σέντερστεντ, ο Τσάβες, ο Νιμπέργ, όλοι τελικά εκτός από τον Νορλάντερ, σκέφτηκε με κάποια δόση κακίας. Μα μόνο δύο ψωροανακρίσεις; Συνόψισε και ο ίδιος τη σύνοψη της Σέρστιν. Κανένας στη Σλάγκστα δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποιον άντρα με χοντρή χρυσή αλυσίδα στον λαιμό και ανοιχτό ροζ κοστούμι. Αντιθέτως γινόταν όλο και σαφέστερη η εικόνα ότι κάτι είχε συμβεί πριν από μία εβδομάδα. Αρκετοί από τους πολύ απρόθυμους λιμοκοντόρους που ήταν θαμώνες μπορντέλων είχαν καταθέσει για μια αισθητή αλλαγή διάθεσης και στις οχτώ γυναίκες. Φαίνονταν πολύ ανήσυχες, αλλά δεν ήθελαν ν’ απαντήσουν σε οποιαδήποτε ερώτηση. «Πηδιόταν λες και ήταν καμιά γαμημένη μηχανή, χωρίς πάθος» είπε για τη Μαρίγια Μπαγκριάνα ένας εθισμένος στο σεξ σεκιουριτάς από τη διπλανή γειτονιά στη Σλάγκστα. Υπέροχη διατύπωση. Κάνα δυο γείτονες θυμούνταν τον ήχο ενός μεγάλου οχήματος τα ξημερώματα της Πέμπτης. «Ακουγόταν σαν σκουπιδιάρα» είπε μια ηλικιωμένη κυρία με τον περίεργο όνομα Έλιν Μπέλιν «αλλά γιατί να περάσει σκουπιδιάρα τόσο νωρίς; Στις τρεισήμισι το πρωί». Ο άλλος γείτονας, ένας άνεργος σφαγέας, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά του «δεν είχε κοιμηθεί πάνω από έξι ώρες το τελευταίο εξάμηνο» ισχυρίστηκε ότι η ώρα ήταν κοντά στις τέσσερις όταν άκουσε «κάτι που έμοιαζε με αστικό της Στοκχόλμης που είχε χάσει τον δρόμο του, διότι από εδώ δεν περνάει ούτε ένα νυχτερινό λεωφορείο, κι εσύ που δουλεύεις για τις αρχές ίσως να μπορούσες να μεταφέρεις τα παράπονά μου στη διοίκηση των αστικών λεωφορείων Στοκχόλμης». Αυτό προερχόταν από την ανεπαρκή συνεισφορά του Νορλάντερ στις ανακρίσεις, διότι ποιος θα μπορούσε να πάρει τον Βίγκο Νορλάντερ για εκπρόσωπο δημόσιας αρχής; Οι σημαντικότερες πληροφορίες έρχονταν ωστόσο από τον Γέργκεν Νίλσον, τον διευθυντή του μοτέλ. Έπειτα από αρκετές πιέσεις –προφανώς η Σέρστιν τον είχε στριμώξει πάρα πολύ– ομολόγησε ότι γνώριζε έναν νταβατζή. Ήδη τον Νοέμβριο τον είχε πλησιάσει ένας άντρας που ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο Νίλσον δεν θα ανακατευόταν στη δουλειά του. Του πρόσφερε δωρεάν είσοδο στα δωμάτια 224-227 αν κρατούσε το στόμα του κλειστό. Καθώς φαινόταν, ο Νίλσον είχε εκμεταλλευτεί αυτή την ελεύθερη πρόσβαση
περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. «Τακτικότατος πελάτης» είχε πει γι’ αυτόν ένας ταραγμένος οδοντίατρος από τη Σομαλία στο δωμάτιο 220, μόλις σηκώθηκε από το χαλί όπου είχε κάνει γονατιστός την προσευχή του. Στο τέλος η Χολμ είχε καταφέρει να πάει τον Νίλσον σ’ έναν σκιτσογράφο της αστυνομίας, ο οποίος έκανε μια παλιά, καλή μορφοσύνθεση του ατόμου που περιέγραψε ο Νίλσον. Αύριο θα εμφανιζόταν σε όλα τα πιθανά μητρώα. Καθώς φαινόταν, όμως, αυτός ο νταβατζής-φάντασμα δεν ήταν ίδιος με τον άντρα στους αδηφάγους. Ο ήχος του τηλεφώνου δεν τον κατατρόμαξε μόνο, αλλά του θύμισε επίσης ότι ο τρόπος που σκεφτόταν ήταν λαθεμένος. Διότι αυτή η πληροφορία, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν η σημαντικότερη. «Καλά το ψυλλιάστηκα ότι θα ήσουν ακόμη εκεί» βρυχήθηκε μια τραχιά φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Όπως κι εσύ, καθώς φαίνεται, Μπρούντε» είπε ο Χουλτίν καθώς η καρδιά του ξανάβρισκε τον κανονικό της ρυθμό. «Δεν ονομάζομαι Μπρούντε» έκανε με μεγάλη έμφαση ο επικεφαλής των τεχνικών του Εγκληματολογικού Μπρίνολφ Σβενχάγκεν. «Αυτές τις κοπριές γυρίζει και διασπείρει ο ανάγωγος γαμπρός μου;» «Συνήθως τα άλογα είναι που αφήνουν κοπριές πίσω τους» ξέφυγε του Χουλτίν. Έπεσε για λίγο σιωπή στη γραμμή. Ο Σβενχάγκεν έψαχνε σίγουρα να βρει κάποιο αποστομωτικό σχόλιο. Κι επειδή τα αποστομωτικά σχόλια δεν ανήκαν στα ατού του αυστηρού τεχνοκράτη, επικράτησε σιωπή. Μια εύγλωττη σιωπή, σκέφτηκε ο Χουλτίν. Στο τέλος, ο επικεφαλής του Εγκληματολογικού είπε, διόλου αποστομωτικά: «Θέλεις τις πληροφορίες ή όχι; Δούλεψα σκληρά για να τις ετοιμάσω. Κι όπως ξέρεις, είναι Παρασκευή βράδυ». «Πολύ ευχαρίστως να τις ακούσω» έκανε ο Χουλτίν, σταματώντας έτσι το επαπειλούμενο ξέσπασμα του Σβενχάγκεν. «Ευχαριστώ» πρόσθεσε μάλιστα. Αυτό ήταν αρκετό για να κατευνάσει τον Σβενχάγκεν, ο οποίος προχώρησε αμέσως στην εξής δήλωση: «Έχω τώρα στα χέρια μου μια πλήρη λίστα τηλεφωνημάτων που έγιναν από και προς τα δωμάτια 224, 225, 226 και 227 στο Νορμπούντα Μοτέλ της Σλάγκστα. Ακούγεται ενδιαφέρον κατά τη γνώμη σου;» Παρόλο που ως στοιχείο ήταν άκρως ενδιαφέρον, ο Χουλτίν μάλλον θύμωσε παρά χάρηκε. Διότι είχε απλώς ξεχάσει τα τηλέφωνα από τα τέσσερα δωμάτια. Μήπως είχε αρχίσει να τα χάνει; Μήπως εκείνα τα χρονικά κενά ήταν πιο ανησυχητικά από όσο τα είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος; Υπήρχε, άραγε, κάποιος θρόμβος που πλησίαζε αναπόφευκτα μια πολύ στενεμένη φλέβα στον εγκέφαλο; «Μ’ ακούς, Γιαν-Ούλοφ;» ρώτησε ανήσυχος ο Μπρίνολφ Σβενχάγκεν. «Ναι» έκανε ο Χουλτίν και σταμάτησε να χολοσκάει: «Άριστα, Μπρίνολφ. Μπορείς να τα στείλεις εδώ με φαξ;» «Είναι ήδη στο φαξ» έκανε αυτάρεσκα ο Σβενχάγκεν. Ενώ περίμενε τη συσκευή του φαξ να ξεκινήσει, ο Χουλτίν περιεργάστηκε το ρολόι στον καρπό του. Η ώρα ήταν οχτώ και δεκατρία. Σύντομα θα είχαν περάσει ακριβώς δώδεκα ώρες από τότε που το χρονικό κενό είχε χαλαρώσει το χωροχρονικό συνεχές. «Οχτώ, δεκαέξι και δέκα. Μπιπ».
Ίσως να βρισκόταν ήδη καταμεσής στο χρονικό κενό… Ακούστηκε το τρίξιμο του φαξ και επανέφερε τον καλό μας αρχιεπιθεωρητή στην πραγματικότητα. Αν και ο ίδιος δεν ήταν πραγματικά ικανοποιημένος με αυτή την έννοια. Πραγματικότητα… Ο Χουλτίν καθόταν και κοιτούσε τις αναδυόμενες σελίδες του φαξ και αναρωτιόταν αν πραγματικά βρισκόταν στην πραγματικότητα. Έμεινε αρκετή ώρα καθισμένος και κοιτούσε επίμονα το χαρτί που έβγαινε. Κρρ-κρρ-κρρ-κριιιτ! Μια στοίβα που όλο και μεγάλωνε. Ο χρόνος εξαφανιζόταν μέσα σε μια υπνωτική μονοτονία. Κρρ-κρρ-κρρ-κριιιτ! Κρρ-κρρ-κρρ-κριιιτ! Κρρ-κρρ-κρρ-κριιιτ! Κρρ-κρρ-κρρ-κριιιτ! Ένα ζευγάρι μάτια τον κοιτούσαν μέσα από το σκοτάδι. Ο Χουλτίν σκίρτησε ασυνήθιστα απότομα και έριξε μια ματιά στον καρπό του. Η ώρα ήταν οχτώ παρά είκοσι εφτά, ακριβώς όπως το πρωί, όταν στην πραγματικότητα ήταν οχτώ και δεκαέξι. Θεέ και Κύριε, σκέφτηκε. Συμβαίνει πραγματικά. Ο Πολ Γελμ στεκόταν φορώντας το εντελώς φτενό λινό σακάκι του, κρατούσε μια ομπρέλα με το έμβλημα της αστυνομίας και είχε τα ακουστικά χωμένα στ’ αυτιά του. Το χέρι που ήταν υψωμένο για αποχαιρετισμό, έπεσε αβέβαιο μέσα στον χωρόχρονο. «Μα είσαι όντως καλά;» φώναξε. «Μη φωνάζεις» είπε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν και κοίταξε το ρολόι του. Ο δευτερολεπτοδείκτης κινούνταν – αλλά μήπως κινούνταν πολύ γρήγορα; Τι έκανε εδώ ο Πολ; Μήπως είχε ξημερώσει ξαφνικά; Μήπως είχε έρθει κιόλας η ώρα για την πρωινή συνάντηση στο Αρχηγείο; Είχε, άραγε, μεταφερθεί μισό εικοσιτετράωρο στον χρόνο μέσα από μια μαύρη τρύπα; «Συγγνώμη» είπε ο Γελμ και τράβηξε τα ακουστικά από τ’ αυτιά. «Kind of Blue. Μάιλς Ντέιβις». «Μουσική να ακούς στον ελεύθερο χρόνο σου» έκανε σαστισμένος ο Χουλτίν. Ο Πολ Γελμ τον περιεργάστηκε λίγο σχολαστικότερα απ’ ό,τι συνήθιζε. «Δεν πρέπει να νιώθεις καλά, Γιαν-Ούλοφ» είπε τελικά. «Τι κάνεις εδώ τέτοια… ώρα της μέρας;» «Μόλις έφευγα για το σπίτι. Κάθισα και μελέτησα όλο το υλικό που έχουμε, και είμαι σίγουρος, διάβολε, πως υπάρχει σχέση. Αλλά μπορείς να μου πεις εσύ τι κάνεις;» Ο Χουλτίν καθόταν τελείως ακίνητος. Πέρασε το χέρι του από την άκρη του γραφείου. Ναι, σκέφτηκε, αυτό εδώ είναι πραγματικότητα. Κι αυτό εδώ είναι ύλη που μπορώ να τη νιώσω. Ο χώρος δεν είναι χρόνος. Βρίσκομαι στον χρόνο με άλλον τρόπο από αυτόν που βρίσκομαι στον χώρο. Είμαι εδώ και είμαι τώρα. Βράσε τα υπόλοιπα. Μετά στράφηκε προς τη συσκευή φαξ. Ένα τελευταίο κρρ-κρρ-κρρ-κριιιτ και ο σωρός εγγράφων ήταν πλήρης. Τον άρπαξε, χτύπησε τα φύλλα στο γραφείο για να τακτοποιηθούν και είπε αποφασιστικά: «Βαρυτική διαστολή του χρόνου. Θα ’πρεπε να το δοκιμάσεις καμιά φορά. Δίνει προοπτική στη ζωή». Ο Γελμ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Το έβρισκε πολύ διασκεδαστικό. «Πού είναι το κινητό από τον υπόγειο;» ρώτησε ο Χουλτίν απότομα. «Στο γραφείο μου» έκανε ο Γελμ υπάκουα. «Τι δουλειά έχει εκεί; Γιατί δεν το έχουν οι τεχνικοί;» «Το δανείστηκα όταν έφυγαν για Σαββατοκύριακο. Ήθελα να το δω λίγο από κοντά». «Έξοχα» έκανε ο Χουλτίν. «Πήγαινε να το φέρεις».
«Δεν υπάρχουν άλλα δακτυλικά αποτυπώματα εκτός από αυτά του Χαμίντ αλΓιαμπίρι, καθώς φαίνεται. Πώς γίνεται να μην αφήνεις δακτυλικά αποτυπώματα στο δικό σου κινητό;» «Πήγαινε να το φέρεις» επανέλαβε ο Χουλτίν. Μόλις ο Γελμ εξαφανίστηκε, ο Χουλτίν έριξε μια γρήγορη ματιά στον τεράστιο σωρό εγγράφων που είχε βγάλει το φαξ. Βρήκε αμέσως αυτό που ήξερε ότι θα έβρισκε. Ο Γελμ μπήκε με το κινητό. «Άφησέ το πάνω στο γραφείο» είπε ο Χουλτίν με το ακουστικό στο χέρι. Σχημάτισε έναν αριθμό. Το κινητό πάνω στο γραφείο χτύπησε. Δεν ήταν δα και καμιά έκπληξη. «Τώρα» είπε ο αρχιεπιθεωρητής Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν «αυτό εδώ είναι υπόθεση».
Δέκα
Σαββατοκύριακο. Η Ειδική μονάδα καταπολέμησης εγκλημάτων διεθνούς Ή ταν κλίμακας της Εθνικής Υπηρεσίας Έρευνας Εγκλημάτων είχε ρεπό. Όλοι τους. Ευτυχώς η βροχή είχε σταματήσει στην περιοχή της Στοκχόλμης και μπόρεσαν να επιδοθούν στις συνηθισμένες τους δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου τους. Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν μπήκε στο δάσος που ήταν έξω από την πόρτα του σπιτιού του δίπλα στη λίμνη Ραβάλεν, αφού διέσχισε τα φρικτά ζιζάνια στον κήπο του, τα οποία έμοιαζαν πιο δασώδη από το ίδιο το δάσος, και παρακολούθησε την επιστροφή των αποδημητικών πτηνών μέσα από ένα ζευγάρι σπασμένα κιάλια. Ήταν σαν να μοιραζόταν ο χωροχρόνος σε τμήματα. Ο Γκούναρ Νιμπέργ πήγε να επισκεφθεί την οικογένεια του γιου του Τόμι στο Εστχάμαρ. Είχε πάρει μαζί του τα παπούτσια του τρεξίματος και είχε προλάβει να κάνει μια προπόνηση, παρόλο που ο Μπένι, που σύντομα θα γινόταν τριών χρόνων, σκαρφάλωνε συνεχώς πάνω στον παππού του. Κρεμόταν από τον λαιμό του για πέντε χιλιόμετρα, κάτι που έκανε το τρέξιμο ακόμα αποδοτικότερο. Ο Βίγκο Νορλάντερ έμεινε στο κρεβάτι σχεδόν όλο το Σάββατο με τη συμβία του Άστριντ και τη μικρή Σαρλότ, η οποία ακάματα προσπαθούσε να κινείται γλιστρώντας κατά μήκος της άκρης του κρεβατιού. Δεν αναρωτήθηκε ούτε στιγμή για τις περίεργες δραστηριότητες του ελαφρώς ηλικιωμένου ζεύγους των γονιών της στο κρεβάτι. Η Σέρστιν Χολμ είχε μια μεγάλη συναυλία με ορχήστρα και με τα όλα της στην εκκλησία του αγίου Ιακώβου, εκεί όπου τραγουδούσε κοντράλτο στην εκκλησιαστική χορωδία. Κατά τη διάρκεια των υπέροχων και συμπυκνωμένων λεπτών κατά τα οποία τραγουδούσαν τις επικλήσεις από το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ένιωθε σαφώς το λεπτό τμήμα του κρανίου της να δονείται και να είναι σε άμεση επαφή με το σύμπαν. Κύριε ελέησον. Χριστέ ελέησον. Κύριε ελέησον. Αυτό ήταν όλο κι όλο το κείμενο. Το παντρεμένο ζευγάρι Χόρχε Τσάβες και Σάρα Σβενχάγκεν έκανε έναν μακρύ περίπατο γύρω από τη Βάσασταν και σταμάτησαν στο πάρκο Βάσα, όπου κάθισαν σ’ ένα παγκάκι και ξεκίνησαν να συζητούν, πολύ νηφάλια αρχικά, τα υπέρ και τα κατά της απόκτησης ενός παιδιού. Η όλη κουβέντα κατέληξε σε φωνές και σε ανταλλαγές βίαιων ύβρεων. Όταν μια ηλικιωμένη κυρία με την περούκα στραβά τηλεφώνησε στην αστυνομία μπροστά στα μάτια τους, εκείνοι πήγαν στο νέο τους τριάρι στην Μπίρκασταν και έκαναν έρωτα χωρίς αναστολές και λόγια. Εντούτοις δεν ήταν πραγματικά κανονικό Σαββατοκύριακο. Κανένας από αυτούς, ούτε καν ο Βίγκο Νορλάντερ, δεν μπόρεσε να μη σκέφτεται, τουλάχιστον μία φορά την ώρα, μια εντελώς ξεχωριστή υπόθεση. Αυτό ίσχυε εξίσου και για τον Πολ Γελμ. Η οικογένεια ήταν στο εξοχικό στο Νταλαρέ. Είχαν περάσει μερικά χρόνια από τότε που είχαν πάρει αυτό το ετοιμόρροπο μικρό
σπιτάκι, το οποίο είχε ένα απίθανο και απομονωμένο οικόπεδο και μια ιδιωτική, έστω κι αν ήταν ερειπωμένη, ξύλινη προβλήτα. Ο ιδιοκτήτης ήταν μια πολύ ζωηρή αλλά σε αναπηρική καρέκλα κυρία η οποία υπήρξε η πρώτη γυναίκα πυγμάχος της Σουηδίας, και ο Γελμ δεν αντιλήφθηκε ακριβώς εάν εκείνη σκόπιμα αγνοούσε τους καθολικούς νόμους της αγοράς ή αν η αγορά δεν είχε φτάσει ακόμη εκεί. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ήταν το τελευταίο λευκό σημείο στον παγκόσμιο χάρτη. Η Μάγια –έτσι λεγόταν η πρώην πυγμάχος– θα μπορούσε να είχε πάρει γύρω στα τρία τέσσερα εκατομμύρια μόνο για το οικόπεδο. Τώρα το νοίκιαζε στην οικογένεια Γελμ για εφτά χιλιάδες τον χρόνο και έμενε ακόμη στο μικρό της δυάρι στο κέντρο του Χάντεν. Μια φορά τον χρόνο η Μάγια τούς επισκεπτόταν και περνούσε μια νύχτα στο παλιό της υπνοδωμάτιο. Αυτό γινόταν κατά κανόνα το πρώτο Σαββατοκύριακο του Μαΐου, μια που μετά, όπως έλεγε ακριβώς, «ίδρωνε πολύ το κιλοτάκι». Τώρα καθόταν στη βεράντα, ρουφούσε την ψυχρή βραδινή αύρα της θάλασσας με βαθιές ανάσες και έλεγε: «Πραγματικά, δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή να είσαι λεσβία». Μια που κάθε επίσκεψή της σήμαινε μια καινούργια έκπληξη, ο Πολ και η Σίλα την κοίταξαν κάπως επιφυλακτικά και περίμεναν τη συνέχεια. Η οποία ήρθε. «Αμέ, τι νομίζατε;» έκανε εκείνη κι αγκάλιασε με τα κυρτωμένα αλλά πολύ δυνατά χέρια της το ζευγάρι. «Αυτό που νοικιάζετε είναι μια μικρή φωλιά σκανδάλων, παιδιά μου. Αχ, τι να σας λέω, πόσα και πόσα όργια δεν κάναμε εδώ μέσα. Κι όσο έφτανε το μάτι σου, άντρα δεν έβλεπες. Μόνον ένα σωρό γυμνά, λουόμενα νυμφίδια. Οι γυναίκες εδώ γύρω είχαν αφηνιάσει. Αλλά οι άντρες δεν διαμαρτύρονταν ιδιαίτερα παθιασμένα, μπορώ να πω». «Και βέβαια κάποιες από αυτές τις γυναίκες που έμεναν εδώ είναι ακόμη ζωντανές, υποθέτω» είπε ο Πολ Γελμ. Η Μάγια ξέσπασε σε γέλιο τρανταχτό και του έριξε μια γροθιά στο μπράτσο. Εκείνος συνειδητοποίησε αμέσως ότι θα αποκτούσε μελανιά στο σημείο εκείνο. «Ξεχνάω όλη την ώρα ότι είσαι ντετέκτιβ» έκανε εκείνη γελώντας. «Πάντως δεν μοιάζεις με ντετέκτιβ, Πάουλους». «Το αντίθετο συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου» έκανε η Σίλα με φωνή σκέτο πάγο. «Ελάτε τώρα, ελάτε» γκρίνιαξε μεγαλόφωνα η Μάγια. «Τα του γάμου σας λύστε τα μετά. Τώρα έχετε επισκέπτες. Κι εγώ θα πάρω ευχαρίστως ένα ξηρό μαρτίνι ακόμα, ευχαριστώ. Λίγο ξηρότερο αυτή τη φορά, αν γίνεται». «Αν είναι έτσι, ν’ αρχίσουμε να φτιάχνουμε σπιτίσιο» έκανε ο Πολ και κοίταξε μουλωχτά τη Σίλα. Σηκώθηκε και έριξε στο ποτήρι άλλο ένα σκέτο Μπιφίτερ για τη Μάγια που κάγχαζε. «Έχεις φυσικά απόλυτο δίκιο» έκανε εκείνη λίγο πιο νηφάλια μόλις σερβιρίστηκε το ποτό. «Αποπλανούσαν τ’ αρσενικά της ανώτερης τάξης, έριχναν άγκυρα στα χρυσοφόρα υποστατικά τους και βρίσκονταν μ’ ένα μάτσο νυμφομανείς λουόμενες για γειτόνισσες. Λίγο αναπάντεχο όταν κάνεις γάμο για να μπεις σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα και περιμένεις μια ζωή κονσέρβα. Όσο ζει ακόμη κάποια από αυτές, δεν πρόκειται να πουλήσω το σπίτι. Πάντως μην ανησυχείτε, παιδιά, κάτι τέτοιες είναι κορακοζώητες». Η Σίλα σηκώθηκε και άρχισε να ασχολείται με κάτι που δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να ασχοληθεί. Με την πλάτη στραμμένη στο τραπέζι είπε: «Να σου πω εγώ γιατί μοιάζει με ντετέκτιβ. Διότι όλη την ώρα σκέφτεται μια υπόθεση.
Εδώ πάντως δεν είναι με τίποτα». «Συγγνώμη που υπάρχω» έκανε ώριμα ο Πολ. «Μια υπόθεση;» ξεφώνισε η Μάγια ευτυχισμένη. «Συναρπαστικό! Πες μου κι άλλα, Πάουλους». «Πάουλους» έκραξε μια άχαρη εφηβική φωνή μέσα από το μικρό εξοχικό, «Είναι και τα παιδιά εδώ;» έκανε ξαφνιασμένη η Μάγια. «Νομίζω πως είπατε ότι τα είχατε αφήσει στην πόλη – ή όχι;» «Τα είχατε αφήσει στην πόλη» συνέχισε πνιχτά η φωνή. Ο Πολ Γελμ αναστέναξε. «Ζω μ’ έναν παπαγάλο» έκανε και έριξε μια ματιά στη Σίλα. Εκείνη στεκόταν ακόμη με την πλάτη γυρισμένη προς τους άλλους δύο και είπε: «Μάλλον τώρα θα ξύπνησαν». «Έναν πραγματικό παπαγάλο;» έκανε με απέχθεια η Μάγια. «Πολύ αηδιαστικό». «Έτσι δεν είναι;» έκανε δειλά ο Πολ. «Δεν μου αρέσουν τα ζώα» συνέχισε η ηλικιωμένη γυναίκα και ρούφηξε το Μπιφίτερ σαν πραγματικός θαλασσόλυκος. «Είναι κάτι που το έχω από την παιδική μου ηλικία. Υπάρχουν όντως άνθρωποι που φοβούνται τα ζώα. Δεν είναι φόβος για τα φίδια, για τις αράχνες ή για τις αγελάδες, αλλά ένας γενικός φόβος για τα ζώα. Σε πιάνει απλώς πανικός σε κάθε επαφή με το ζωικό βασίλειο. Είναι πολύ ενοχλητικό». «Δεν φαίνεσαι για άτομο που πανικοβάλλεται εύκολα» είπε η Σίλα, πάντα με την πλάτη γυρισμένη. «Πανικόβλητη ίσως να μην είναι η σωστή λέξη» παραδέχτηκε η Μάγια. «Αλλά υπάρχει. Αυθεντικός φόβος για τα ζώα. Το έχω ζήσει από κοντά. Είχα φέρει εδώ μια μικρή από την πόλη με την οποία ήμουν ερωτευμένη, πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, και μόλις έβγαλα έναν λούτσο από τον όρμο, εκείνη έβαλε πανικόβλητη τις φωνές, μέχρι που κατάπιε τη γλώσσα της. Της την τράβηξα από τον λαιμό μ’ ένα πλαστικό ψάρι που χρησιμοποιούσα για δόλωμα. Όταν τη συνάντησα μερικά χρόνια αργότερα, μου είπε ότι ένιωθε ακόμη τη γεύση του ωμού ψαριού στον λαιμό της». Ο Πολ γέλασε βραχνά, ετοίμασε ένα μεγάλο Μπιφίτερ για τον εαυτό του και είπε: «Αν δεν απαγορευόταν να συζητήσω την υπόθεση, θα σου έλεγα εγώ τι σημαίνει φόβος για τα ζώα». «Φόβος για τα ζώα» φώναξε ο παπαγάλος από το σπιτάκι. Ο Πολ και η Μάγια έβαλαν τα γέλια. Ούτε η Σίλα κατάφερε να κρατηθεί. Έβαλε τα γέλια, κάθισε μαζί τους στο τραπέζι με θόρυβο, ετοίμασε ένα γιγάντιο Μπιφίτερ, κατέβασε μια γουλιά που θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε δύο ποτήρια σναπς και είπε: «Εντάξει, γαμώτο μου. Αναγκάζομαι να άρω το απόρρητο της δουλειάς σου. Το καλύτερο είναι να το βγάλεις από μέσα σου». Και ο Πολ Γελμ τούς τα είπε. Καθώς το σκοτάδι απλωνόταν πάνω από τον όρμο του Γκρενέ και μετέτρεπε την γκρίζα και συννεφιασμένη μέρα σ’ ένα χρυσίζον σούρουπο, εκείνος τους διηγήθηκε για αδηφάγους επηρεασμένους από κοκαΐνη, για ανατολικοευρωπαίες γυναίκες, για την παράξενη μοίρα ενός κλέφτη κινητών και για αόρατους διώκτες στο Σκάνσεν, για μια γυναίκα τσαμπουκαλού με κόκκινο δερμάτινο μπουφάν και για έναν ιδιαίτερα ακατάλληλο διευθυντή καταλύματος προσφύγων. Η Μάγια άκουγε συνεπαρμένη και ήταν πολλές οι φορές που κόντεψε να πέσει από την αναπηρική καρέκλα. Πότε πότε πετούσε κάποια σχόλια που ήταν άλλοτε χοντροκομμένα
κι άλλοτε πανέξυπνα. Αλλά το πιο τονωτικό ήταν ότι φαινόταν και η Σίλα ν’ ακούει, όχι επειδή ήταν λίγο μεθυσμένη και κουρασμένη, όχι επειδή είχε υποσχεθεί ν’ ακούσει, αλλά από καθαρό ενδιαφέρον. Όταν εκείνος τελείωσε, ο ήλιος ήταν ακόμη εκεί και αιωρούνταν πάνω από το νερό. Ο Πολ έπιασε το χέρι της Σίλα και η Μάγια είπε: «Πηγαίνετε κάτω στην προβλήτα εσείς για λίγο, απολαύστε αυτή την ατμόσφαιρα. Εγώ θα πάω μέσα να ξαπλώσω». «Θα τα καταφέρεις μόνη σου;» ρώτησε η Σίλα. Η Μάγια έβαλε το χέρι της πάνω στα πλεγμένα χέρια τους. «Στη χειρότερη περίπτωση» έκανε εκείνη «θα πέσω στο πάτωμα και θα περιμένω. Το έχω ξανακάνει». Πήγαν κάτω στο νερό. Η προβλήτα, η οποία είχε αποκτήσει ξαφνικά ένα αμαρτωλό παρελθόν, ξεπεταγόταν στη μέση ενός λαμπερού πορτοκαλιού φωτός, σαν παλιό, μαύρο ναυάγιο σε πίνακα ρομαντικό. Επειδή ο όρμος του Γκρενέ απλωνόταν αρυτίδωτος μέχρι πέρα στον ορίζοντα και επειδή είχαν κατεβάσει αρκετά ξηρά μαρτίνι, δεν ένιωθαν καμία απολύτως ψύχρα στο μαγιάτικο βράδυ. Μόλις έφτασαν στην άκρη της προβλήτας, η Σίλα έβγαλε τα ρούχα της ένα προς ένα, εντελώς ήρεμα και αυτονόητα, μέχρι που έμεινε εντελώς γυμνή στο σκούρο πορτοκαλί φως. Ένας μικρός χορός ξεκίνησε μέσα στο κεφάλι του Πολ. Περιεργαζόταν το μικρό ξανθό, το τυλιγμένο στο φως κορμί που είχε σημαδέψει σε μεγάλο βαθμό τη σεξουαλικότητά του. Εκεί πέρα στεκόταν η μητέρα των δύο παιδιών του –τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα για να κάνουν δικά τους παιδιά– και ήταν νέα. Για πάντα νέα. Πέρασε αργά και αισθησιακά τα χέρια της από τα ανακατωμένα, ξανθά μαλλιά της. Ήταν ένα ανοιξιάτικο δώρο, αυτό το καταλάβαινε ο Πολ. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. Εκείνη ξεκούμπωσε τα ρούχα του· είχε πολύ καιρό να το κάνει. Στο τέλος βρέθηκε κι αυτός γυμνός και στέκονταν σφιχταγκαλιασμένοι στην παλιά, ετοιμόρροπη προβλήτα μέσα σ’ ένα φως που αργόσβηνε. Εκείνος τη σήκωσε ψηλά, εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του, εκείνη ανοίχτηκε κι εκείνος μπήκε μέσα της, και έπεσε σκοτάδι στην προβλήτα. Μεμιάς έσβησε όλος ο όρμος του Γκρενέ και έπεσε απόλυτη σιωπή στον κόσμο. Ο χρόνος χάθηκε, τα όρια αφανίστηκαν, και όλα ήταν ένα. Εκείνη τραβήχτηκε λίγο και ισορρόπησε πάνω από την άβυσσο της απώτατης κορφής του, και μετά τον δέχτηκε μέσα της, όσο βαθύτερα γινόταν, κι εκείνος τραβήχτηκε και ξάπλωσε ανάσκελα ανάμεσα στα σκόρπια ρούχα στην προβλήτα, κι εκείνη βυθίστηκε αργά από πάνω του και τον τύλιξε, και κάτι μεγαλύτερο από τους δυο τους τους συνέδεσε. Κι εκείνη άρχισε να τον ιππεύει στον ρυθμικό ήχο των μικρών κυμάτων που πάφλαζαν στην παραλία, κύματα που προκαλούσαν μόνον οι κινήσεις της προβλήτας πάνω στον ίδιο με καθρέφτη όρμο. Και η γη έμοιαζε να σηκώνεται, έμοιαζε να θέλει να σιμώσει, έμοιαζε να κολλάει πάνω τους, και ο μαύρος ουρανός βούλιαζε και ξαναβούλιαζε μέχρι που διαπεράστηκε από πολλαπλά φωτεινά σημεία και το φως ενός άλλου, ενός υποκείμενου, καλύτερου κόσμου έβαλε σφήνες στη μαυρίλα και ήρθε κοντά, κοντύτερα, πολύ κοντύτερα και ανυψώθηκε και βυθίστηκε και ήταν ήχος και κινήσεις και σχέδια που απλώθηκαν πάνω στην υδάτινη επιφάνεια και ήρθε το φεγγάρι και άπλωσε μια μικρή μεμβράνη φωτός πάνω στο σκοτάδι, μια γέφυρα φωτός που τους μετέφερε πέρα στον καλύτερο κόσμο κι εκείνοι μπήκαν μέσα του και ο κόσμος εκείνος τους χαμογέλασε και όλα ήταν φως και λάμψη και στο τέλος μία και μοναδική φωτεινή λάμψη που μιλούσε για κάτι άλλο και καλύτερο, που υπήρχε ταυτόχρονα εδώ και τώρα, και όλοι οι ήχοι ήταν μόνο ρυθμοί που άφηναν να
ρεύσει προς τα εκεί απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλα τα ανοίγματα στου ουράνιου θόλου το μαύρο κάλυμμα από φως που εκτοξεύτηκε και ήρθε και άδειασε και εξερράγη σε ήχο που ήταν φως και σε φως που ήταν ήχος και όλα τελείωσαν. Και όλα ήταν εντελώς ακίνητα πάνω στη μικρή προβλήτα. Τότε χτύπησε ένα κινητό. Τα πρόσωπά τους ήταν κολλημένα. Δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλο, απλώς ένιωθαν ο ένας τον άλλο. Εκείνος κούνησε ήρεμα το κεφάλι κι εκείνη έγνεψε. Εκείνη ήταν που έγνεψε. Και στο γνέψιμο αυτό υπήρχε μια βαθιά, πολύ βαθιά γνώση, κι εκείνος το ’νιωσε όταν ψαχούλεψε τον σωρό τον ρούχων και απάντησε. Εκείνος δεν είπε κουβέντα. Όλα όσα εκείνη άκουσε ήταν το μικρό, πολύ μικρό κλικ όταν εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο. «Η διήγησή σου δεν τελείωσε ακριβώς, έτσι δεν είναι;» έκανε εκείνη και χάιδεψε το κόκκινο σημάδι του στο μάγουλο. «Έτσι είναι» έκανε ήρεμα εκείνος. «Δεν τελείωσε ακριβώς».
Έντεκα
μέρες ταξίδευε – κι ένιωθε σαν να είχε περάσει μια ζωή. Τώρα καταλάβαινε Π έντε επιτέλους ότι οι περιπλανήσεις πλησίαζαν στο τέλος τους. Η μεταμόρφωση ήταν έτοιμη να πραγματοποιηθεί. Η παρουσία ήταν εντονότερη τώρα. Είχε αρχίσει να αποκτά φυσικές διαστάσεις, να γίνεται πιο πολύ σαν ένας παλιός φίλος τον οποίο περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Περισσότερο από μισόν αιώνα. Δύο ηλικιωμένοι, πολύ ηλικιωμένοι άντρες που είχαν ξεκινήσει για ν’ ανταμωθούν, ο καθένας από τη δική του πλευρά ενός τελείως γεμάτου φύλλου χαρτιού. Έμοιαζε έτοιμος να φτάσει, να έρθει στο σπίτι του. Εκεί περίμενε κάποιος. Αταλάντευτα πιστός. Τα πάντα ήταν εικόνες τώρα. Κάτι κελάρυζε μέσα του. Ήταν ο ποταμός του θανάτου, ο ποταμός που έπρεπε να εμφανίσει για να μπορέσει να τον διασχίσει, για να του επιτραπεί να πεθάνει. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν ο περαματάρης. Ήταν αυτός που τον περίμενε. Ήταν αυτός που θα τον περνούσε στην άλλη πλευρά. Και δεν θα σταματούσε αν δεν έφτανε στον πυθμένα της χοάνης. Αλλά όλα ήταν καλύτερα από την περιπλάνηση, άταφος στην όχθη ενός ποταμού που δεν υπήρχε. Η περιπλάνηση του Αχασβήρου. Τώρα υπήρχε το ποτάμι. Τώρα άρχιζε το αιώνιο μαρτύριο. Προσέβλεπε σε αυτόν. Πού και πού του επιτρεπόταν να ρίχνει καμιά ματιά πάνω από τη ροή των εικόνων. Για να παίρνει μιαν ανάσα. Τότε θυμήθηκε το δρομολόγιό του κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ημερών. Το ταξίδι κάθε ημέρας σχημάτιζε ένα γράμμα. Το πρώτο ήταν «Ε», κεφαλαίο έψιλον. Το ταξίδι της άλλης ημέρας σχημάτισε το «Ρ», έτσι το είχε καταλάβει. Οι εικόνες ήταν ανυποχώρητες. Δεν υπήρχε πολύς χρόνος να κοιτάξει επάνω. Η πλημμυρίδα τον σκέπαζε. Αλλά η αφήγηση δεν έγινε. Οι εικόνες δεν ταίριαζαν. Δεν υπήρχε καμία τάξη. Τη στιγμή που θα υπήρχε αυτή η τάξη, θα ήταν έτοιμος. Τότε δεν θα χρειαζόταν να ταξιδέψει άλλο. Χέρια είναι από πάνω του, πόδια είναι από πάνω του, λεπτά, πολύ λεπτά πόδια, λεπτά, πολύ λεπτά χέρια. Κινείται μέσα σ’ έναν σωρό ανθρώπων. Νεκρών ανθρώπων. Ένας από τους νεκρούς ανθρώπους είναι ένας άντρας χωρίς μύτη και κείτεται σ’ ένα καθιστικό πέρα στο Τιρεσέ, και ένα χέρι που κρατάει κουζινομάχαιρο τραβιέται και το αίμα τρέχει κάτω από τον άντρα χωρίς μύτη και στον καρπό, πιο πάνω από το μαχαίρι, υπάρχουν αριθμοί που αρχίζουν να κινούνται και ετοιμάζονται να τον εγκαταλείψουν. Και είναι αναποδογυρισμένος και βάζουν ένα σύρμα στο μηνίγγι του κι εκείνος δεν νιώθει κανέναν πόνο, αν και έπρεπε να νιώθει πόνο που δεν τον πιάνει ο νους και η λογική. Και
δεν είναι αυτός ο αναποδογυρισμένος, είναι ο άντρας που περιμένει αταλάντευτα πιστός στον όχτο που αποκαλύπτει το ποτάμι του θανάτου. Και το βιβλίο που αυτός γράφει και μιλάει για πόνο, για πόνο, πόνο, πόνο, πού πάει; Από πού έρχεται; Γράφει αυτός το δικό του βιβλίο; Ανοίγει την εξώπορτα του δικού του σπιτιού κι εκεί στέκει ένας άντρας χωρίς μύτη, και μετά ο άντρας χωρίς μύτη κείτεται νεκρός μπροστά του. Και μετά βλέπει έναν κατάξανθο άντρα με στολή. Ο κατάξανθος άντρας με τη στολή κρατάει ένα λεπτό σύρμα στο χέρι. Δίπλα στον κατάξανθο άντρα στέκεται ένας πιο μελαχρινός άντρας. Έχει ένα πορφυρό σημάδι στον λαιμό του. Μοιάζει με ρόμβο. Και πίσω από τους δύο άντρες, μέσα σ’ ένα παράξενο τεχνητό φως, διακρίνεται ένας τρίτος άντρας, και ο τρίτος άντρας κρατάει επίσης ένα λεπτό σύρμα στο χέρι, κι αυτός έπρεπε να τον βλέπει, αλλά δεν το κάνει. Κι από τον καρπό φεύγουν για ταξίδι μακρινό οι αριθμοί. Και ο άντρας χωρίς μύτη λέει «Σέινκμαν» και αυτός στέκεται εντελώς ακίνητος και τον παρακολουθεί, και ο άντρας δίχως μύτη λέει «Σέινκμαν» άλλη μία φορά και δείχνει αυτή τη φορά τον εαυτό του και σκάει ένα γιγάντιο χαμόγελο που καλύπτει όλο του το πρόσωπο, και τότε αυτός βγαίνει από τον ποταμό και βλέπει ότι ο σταθμός του μετρό λέγεται Σάντσμποργ. Τώρα είναι κοντά. Το ημερήσιο δρομολόγιο είναι ξεκάθαρο μπροστά του. Σχηματίζει ένα «U». Σήμερα ταξίδεψε σαν ένα «U». Είναι το τελευταίο γράμμα. Και πώς ταξίδεψε χτες; Πρέπει να μπει μέσα και να κάνει ξανά το ταξίδι της χτεσινής μέρας. Η οποία γίνεται αργά και σταθερά ένας χαρακτήρας. Ένα γράμμα. Όταν το τρένο αφήνει πίσω του την αποβάθρα, προσέχει ότι δεν κινείται πια μέσα σε σήραγγες. Είναι έξω στο φως. Αν και είναι βράδυ και δεν έχει πολύ φως. Πάει προς το βράδυ, σκέφτεται, και νιώθει τώρα την παρουσία πολύ έντονα. Ο θάνατος κάθεται δίπλα του και ταξιδεύει μαζί του – και είναι ένας εντελώς συνηθισμένος άνθρωπος. Αν και αυτός ο άνθρωπος ξεθωριάζει, το περίγραμμα του θανάτου ξεθωριάζει. Γιατί; Ούτε τώρα επιτρέπεται να πεθάνει δηλαδή; Ή δεν είναι ο θάνατος που τον ακολουθεί; Μήπως είναι κάποια άλλα… όντα; Τα πάντα γίνονται ξανά αδιαπέραστα. Ένα συνονθύλευμα. Χέρια, ένας άντρας χωρίς μύτη, τρεις άντρες με το φως πίσω τους, αριθμοί που ταξιδεύουν, ένα λεπτό σύρμα, ένα αναποδογυρισμένο πρόσωπο, ένα βιβλίο στο οποίο γράφονται πράγματα, πόδια λεπτά, πολύ λεπτά πόδια, μια δυσωδία πέρα από κάθε περιγραφή. Το χτεσινό γράμμα ήταν ένα «V». Είναι αρκετά σαφές όταν το τρένο σταματά στον σταθμό του Σκουγκσιρκογκόρντεν κι εκείνος βγαίνει με τρεμάμενα, άπειρα βήματα. Είναι εντελώς σαφές. Ακολουθεί έναν εσωτερικό χάρτη. Το σούρουπο πέφτει αργά γύρω του. Στηριγμένος στο μπαστούνι του, διασχίζει τον δρόμο και περνάει στη μεγάλη περιοχή του νεκροταφείου. Τα φώτα από τους φανοστάτες λάμπουν σαν φάροι στον δρόμο του, εδώ κι εκεί καίει κάποιο μικρό κερί σε κάποιον τάφο. Όλο και λιγότερη πόλη, όλο και περισσότερο δάσος. Μόνον οι αράδες των επιτάφιων πλακών κάνουν την περιοχή να διαφέρει από δάσος. Κάτω από τα πόδια του ταξιδεύουν οι νεκροί. Τα δέντρα, οι θάμνοι, τα φυτά τρέφονται με κορμιά που σαπίζουν. Για μια στιγμή τού φαίνεται ότι η βλάστηση μοιάζει διαφορετική απ’ ό,τι σε άλλα μέρη. Λες και τα φυτά που τρέφονται από πτώματα παίρνουν άλλο σχήμα. Διασχίζει κουτσαίνοντας το ανοιξιάτικο βράδυ. Η ευωδιά της προσφάτως ανθισμένης άνοιξης αναμειγνύεται με τη δυσωδία του παρελθόντος. Υπάρχει ένα σύννεφο σαπίλας πάνω από το νεκροταφείο. Οι χριστιανικοί τάφοι τον κάνουν πάντα να νιώθει άσχημα, κι
επιτέλους αρχίζει να καταλαβαίνει γιατί. Τα δέντρα με το παράξενο σχήμα είναι εντελώς ακίνητα. Απόλυτη άπνοια. Ωστόσο νιώθει ένα είδος παρουσίας που δεν ανήκει πλέον στον ασφαλή θάνατο. Ο ασφαλής θάνατος τον εγκατέλειψε. Η παρουσία είναι εντελώς χειροπιαστή, κι ωστόσο υπάρχει αμυδρά μόνο, σαν αντικατοπτρισμός. Πράγματα που φαίνεται να γλιστρούν ακριβώς έξω από το οπτικό του πεδίο. Όχι, δεν θα αφήσει τον τρόμο να τον κυριεύσει. Δεν πρέπει να βουλιάξει στον βάλτο του τρόμου. Με κόπο ανεβαίνει πάνω από την επιφάνεια. Γυμναστική του μυαλού. Έχει ταξιδέψει επί πέντε ημέρες. Λείπει ένα γράμμα από το ταξίδι του. Το μεσαίο γράμμα. Είναι το προχτεσινό ταξίδι. Το ανακαλεί στη μνήμη του καθώς διασχίζει με βήμα ασταθές το μεγάλο νεκροταφείο. Ακούγεται κάποιο ζώο. Είναι μια κουκουβάγια που φωνάζει. Θυμάται ότι κάπου πολύ βόρεια κατέβηκε από το τρένο και έκανε μια μικρή, άσκοπη περιήγηση μ’ ένα λεωφορείο. Η περιήγηση αυτή είχε το σχήμα ενός δαχτυλιδιού ή μιας τελίτσας. Η τελίτσα πάνω από το «i». Το τρίτο γράμμα είναι ένα «i». Αυτό σημαίνει ότι όλα τα άλλα γράμματα, όλα εκτός από το αρχικό «Ε» είναι μικρά γράμματα. Πεζά. Δίχως να το καταλάβει, έχει αφήσει τους χριστιανικούς τάφους πίσω του. Τώρα είναι μέσα στο Μπετ Αχαΐμ, στην περιοχή της ιουδαϊκής ενορίας. Νότιο νεκροταφείο. Υπάρχουν μικρές πέτρες σε πολλούς τάφους. Πάνω από τις ταφόπλακες υπάρχουν δύο γράμματα εβραϊκά: «Ενθάδε κείται». Παρακάτω πέντε εβραϊκά γράμματα που σημαίνουν: «Είθε η ψυχή του/της να αναληφθεί στην αιώνια ζωή». Νιώθει σαν στο σπίτι του. Κι ωστόσο δεν νιώθει σαν στο σπίτι του. Μετά βλέπει με την άκρη του ματιού μια σκιά που γλιστράει πίσω από ένα δέντρο. Κι άλλη μία. Στέκεται ακίνητος. Η κουκουβάγια φωνάζει ξανά. Είναι μια φωνή θανάτου – και είναι εντελώς λογικό. Στέκεται εκεί και βάζει στη σειρά τις πέντε μέρες του τελευταίου ταξιδιού του. Πέντε γράμματα και τα βάζει το ένα πίσω από το άλλο σαν σε τράπουλα. Πρώτα του «Ε», μετά το «p», το «i», ύστερα το «v» και τελευταίο το «u». «Epivu». Εντελώς ακατανόητο. Τραγικό να πεθαίνει κανείς με άλλο ένα δυσεπίλυτο αίνιγμα στα χείλη. Γελάει σιωπηλά. Ένα γέλιο αλλόκοτο και ειρωνικό. Αλλά τότε συμβαίνει και το περίεργο να μπουν οι εικόνες στη σειρά, σαν τραπουλόχαρτα, σε απόλυτη και σαφή σειρά. Εκείνος αρχίζει να κινείται ξανά. Δεν είναι και καμιά σοβαρή κίνηση. Πάει με βήματα ασταθή, μισογερμένος στο μπαστούνι. Όλη η φύση γύρω του είναι σαν τυλιγμένη σε διολισθαίνουσες σκιές, τα δέντρα μοιάζουν να κινούνται, ένα δάσος που πλησιάζει, κι εκείνος παίρνει το πρώτο χαρτί της τράπουλας και το κοιτάζει. Και όλη του η ζωή αλλάζει χαρακτήρα. Τότε βλέπει μέσα από το σκοτάδι ότι πολλές ταφόπλακες είναι σωριασμένες στο έδαφος. Μία είναι εντελώς σπασμένη. Και είναι φυσικά αυτή η ταφόπλακα. Αυτή στην οποία κατευθυνόταν όλο τον καιρό. Γελάει κοφτά. Ακούει το γέλιο του και είναι άδειο. Απίστευτα άδειο. Είναι εντελώς λογικό να είναι σπασμένη αυτή η ταφόπλακα. Γονατίζει δίπλα της και κοιτάζει πάνω. Πέρα μακριά διακρίνει μερικές σιλουέτες. Βρυχιόνται και πετούν μπουκάλια και σπάνε μια επιτάφια πλάκα εκεί πέρα, μακριά, και τα κεφάλια τους είναι
ξυρισμένα. Ρουθουνίζει ειρωνικά, περνάει τα δάχτυλά του από την επιφάνεια της σπασμένης ταφόπλακας. Είναι απογοητευμένος. Είναι τελικά οι σκίνχεντ η μοίρα του; Οι νεοναζιστές; Τόσο… μπανάλ. Κρυφοκοιτάζει τις –άψογα ταξινομημένες τώρα– εικόνες της ψυχής του. Μάλλον θα πρέπει να είναι εκείνη η σαφήνεια που έρχεται αμέσως πριν από τον θάνατο. Η ζωή σε επιθεώρηση. Ναι, σκέφτεται. Είναι εντελώς, τελείως σαφές. Αυτό ήταν. Και βέβαια δεν μπορείς να ζεις με αυτό. Τότε καταλαβαίνει επίσης τα γράμματα. «Epivu». Βεβαίως. Απλώς χρειάζεται μια αλλαγή οπτικής γωνίας. Δεν υπήρχε καμία τελίτσα πάνω από το «i». Και δεν ήταν οι σκίνχεντ που ήταν η μοίρα του. Κι ένιωσε ωραία. Πιο δίκαιο. «Κυνηγάτε εδώ και πολύ καιρό» λέει φωναχτά, και δεν ξέρει σε ποια γλώσσα το λέει. «Ναι» απαντάει μια γυναικεία φωνή. «Αρκετά πολύ καιρό». Νιώθει ν’ ανυψώνεται. Σκοτάδι πίσσα. Πρωτόγονο σκοτάδι. Ο παγωμένος άνεμος σφυρίζει. Το κορμί του περιστρέφεται. Έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Βλέπει το φεγγάρι να προβάλλει ανάμεσα από τα πόδια του. Ακούει τα άστρα να ξεσπούν σ’ ένα τραγούδι πολλών ετών φωτός. Και βλέπει το σκοτάδι να σκοτεινιάζει. Τώρα βλέπει ένα πρόσωπο. Είναι αναποδογυρισμένο. Είναι μια γυναίκα που είναι ο άντρας που περιμένει αταλάντευτα πιστός για πάνω από μισόν αιώνα και που τώρα τον οδηγεί πέρα μακριά από τον ποταμό του θανάτου, ο οποίος επιτέλους –επιτέλους!– έχει ξεχυθεί από μέσα του. Και είναι αυτός που είναι αναποδογυρισμένος. Τότε έρχεται ο πόνος. Καθυστερημένος κατά μισόν αιώνα. Και είναι ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί.
Δώδεκα
να πάρει και να σηκώσει!» έκανε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν. «Τζιν μυρίζεις;» «Μ α που «Μπα, όχι» αντιγύρισε ο Πολ Γελμ. «Πιθανώς λίγο ντράι μαρτίνι». Το φεγγάρι γλίστρησε αργά και βγήκε πίσω από αόρατα σύννεφα, και η τοποθεσία άλλαξε χαρακτήρα. Δεν ήταν πλέον ένα υγρό, σκοτεινό αρχέγονο δάσος που έβριθε από αόρατη ζωή, ήταν το ψυχρό και άγονο, το απάνθρωπο, το άκαμπτο ενδιαίτημα του θανάτου. Μαζί με το φεγγάρι εμφανίστηκαν και οι ταφόπλακες, η μία μετά την άλλη, μέχρι που όλα έμοιαζαν με ποίημα του Έντουαρντ Γιανγκ. Ποίηση των τάφων. «Είναι εδώ οι άλλοι;» ρώτησε ο Γελμ. «Ο μόνος που βρήκα ήταν ο Γκούναρ, κι αυτός ήταν πάνω στο Εστχάμαρ. Οι άλλοι είχαν κλειστά τα κινητά τους, και τους καταλαβαίνω. Κι εσύ πώς στον διάβολο έφτασες εδώ; Ελπίζω να μην οδήγησες…» «Με ταξί» έκανε ο Γελμ κοφτά καθώς διέσχιζαν με κόπο το στενό μονοπάτι, εκεί που το χριστιανικό νεκροταφείο γίνεται ιουδαϊκό. Οι ταφόπλακες ήταν κάπως διαφορετικές, αλλά κατά βάση επρόκειτο για το ίδιο πράγμα. Ένας τόπος για νεκρούς. «Για πες μου, λοιπόν» είπε ο Γελμ καθώς έστριψαν σε μια γωνιά και μια ομάδα ένστολων αστυνομικών φάνηκε μπροστά τους. Έδειχναν χλωμοί στο αμυδρό φεγγαρόφωτο. Γύρω τους απλωνόταν η υποχρεωτική κίτρινη πλαστική ταινία και οι δύο ανώτεροι αστυνομικοί έσκυψαν για να μπουν μέσα. «Ξεκινάω χωρίς λόγια» είπε ο Χουλτίν κι έκανε ένα σύντομο νεύμα σ’ έναν από τους ένστολους. Εκείνος κάπου άπλωσε το χέρι του μέσα στο σκοτάδι και ένας ισχυρός προβολέας άναψε. Ο Γελμ έχασε για λίγο την όρασή του. Κάπου μέσα σ’ εκείνη τη φλεγόμενη και διαβρωτική θάλασσα φωτιάς που είχε αντικαταστήσει το οπτικό πεδίο πίσω από τα βλέφαρα διέκρινε έναν άνθρωπο. Και μόλις η θάλασσα φωτιάς καταλάγιασε, ο Γελμ είδε –ακόμη πίσω από τα βλέφαρα– τον άνθρωπο να είναι αναποδογυρισμένος. Κάποια στιγμή κατάφερε επιτέλους ν’ ανοίξει τα μάτια του. Και τότε είδε σαφέστερα. Από μια βελανιδιά κρεμόταν ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας. Από τα δεμένα πόδια του ξεκινούσε ένα σκοινί που έφτανε ψηλά στο δέντρο. Τα χέρια σέρνονταν στο χαλίκι. Οι γκρίζες τούφες μαλλιών έφταναν σχεδόν στο έδαφος, δίπλα σ’ ένα μπαστούνι περιπάτου και σε μια σπασμένη ταφόπετρα. Και από το κεφάλι, στο ύψος του μηνιγγιού, έβγαινε ένα λεπτό, αλλά σταθερά καρφωμένο, σύρμα. Στο πρόσωπο του γηραλέου άντρα τρεμόπαιζε
ένα περίεργο χαμόγελο. Ήταν ένα παράξενο, απόκοσμο θέαμα αυτό εκεί, κάτω από το φως το προβολέα. Σαν τελευταία σκηνή θεατρικού έργου. Αρχαίας τραγωδίας. «Χριστέ μου» έκανε ο Πολ Γελμ. Ο Χουλτίν χτύπησε με το δάχτυλο το σκοινί μερικές φορές, σαν να ήταν χορδή κοντραμπάσου. Ένας παράτονος ήχος απλώθηκε μέσα στη νύχτα. «Τα πόδια δεμένα με γαϊδουρόκομπο μ’ ένα μοβ και κόκκινο σκοινί, πάχους οχτώ χιλιοστών, από πολυπρένιο». «Ρατσιστικός φόνος;» ρώτησε ο Γελμ και έδειξε τη σπασμένη ταφόπετρα. «Φαινομενικά» είπε ο Χουλτίν. «Υπάρχουν πολλές αναποδογυρισμένες και σπασμένες ταφόπλακες λίγο παρακάτω από εδώ. Και σπασμένα μπουκάλια σναπς». «Και κανένα ίχνος από πατημασιές» έκανε γνέφοντας ο Γελμ. «Όχι. Όχι ορατό τουλάχιστον». «Δεν υπήρχαν ίχνη από πατημασιές στον λάκκο των αδηφάγων, εννοούσα. Έτσι κρεμόταν και ο άλλος. Και έγραψε τη λέξη εκείνη με ματωμένα δάχτυλα». «Καθώς φαίνεται. Ξέρεις ποιος είναι;» «Όχι. Εβραίος;» Ο Χουλτίν σήκωσε το μανίκι του σακακιού του γέρου. Η μανσέτα του λευκού πουκαμίσου ακολούθησε. Κατά μήκους του καρπού υπήρχε μια σειρά στικτών αριθμών. Ο Γελμ ένιωσε τον εαυτό του να μορφάζει και έκανε πίσω. «Ω, γαμώτο!» ξεφώνισε. «Επίτιμος καθηγητής πανεπιστημίου Λέοναρντ Σέινκμαν» έκανε χαμηλόφωνα ο Χουλτίν. «Διεθνούς φήμης ιατρικός ερευνητής. Γεννημένος το 1912 στο Βερολίνο, δηλαδή ηλικίας ογδόντα οχτώ χρόνων». «Και τον κρέμασαν έτσι; Γαμώτο!» «Και λίγα λες». Ο Γελμ έσκυψε και περιεργάστηκε το γέρικο, ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Άγγιξε προσεκτικά το άκαμπτο σύρμα που έβγαινε από το μηνίγγι. Αναρρίγησε και σκέφτηκε μια παλιότερη υπόθεση στην οποία είχαν βάλει στην περιοχή του εγκεφάλου κάτι απαίσια μεταλλικά όργανα. Ήταν μια υπόθεση που δεν ήθελε ούτε να τη σκέφτεται. Όποιος σπέρνει μίσος θερίζει αίμα. Αν και αυτό δεν θα το έλεγαν ποτέ ξανά. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό» έκανε ο Χουλτίν κι έσκυψε πάνω του. «Αλλά σίγουρα κάτι θυμίζει». «Βασανιστήριο;» έκανε ο Γελμ. «Ίσως». Σηκώθηκαν. «Μάλλον θα πρέπει να στείλουμε πάλι τον Μπρούντε στους αδηφάγους» είπε ο Γελμ. «Μάλλον…» Ο Χουλτίν έκανε ένα καινούργιο νεύμα στον αστυφύλακα που ήταν δίπλα στον προβολέα και το φως χάθηκε. Σκοτάδι πίσσα. Η νυχτερινή όραση ήταν εντελώς εξουδετερωμένη, και το φεγγάρι είχε ξανακρυφτεί ανάμεσα στα αόρατα σύννεφα. «Μάρτυρες;» είπε ο Γελμ. «Μόλις μίλησα με μια οικογένεια που κατά τις οχτώμισι είδε μια παρέα σκίνχεντ να
φεύγουν τρέχοντας μέσα από το Σκουγκσιρκογκόρντεν». «Σκίνχεντ;» φώναξε ο Γελμ. «Είναι το δικό τους στιλ» είπε ο Χουλτίν και ανασήκωσε λίγο διφορούμενα τους ώμους. «Αναποδογυρισμένες εβραϊκές ταφόπλακες. Δεν είναι δα και η πρώτη φορά». «Αλλά αυτό εδώ» έκανε ο Γελμ και έδειξε τον ηλικιωμένο άντρα που ταλαντευόταν μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου «θα πρέπει να είναι η πρώτη φορά». «Οπωσδήποτε. Αλλά πρέπει να βρούμε τους σκίνχεντ». «Βέβαια. Φυσικά». Λέξεις σύντομες και άνευ σημασίας. Ένιωθαν τόσο άβολα. Οι ανατριχίλες έλεγαν περισσότερα από χίλιες λέξεις. Ένας ηλικιωμένος εβραίος πρώην κρατούμενος στρατοπέδου συγκέντρωσης κρεμασμένος και βασανισμένος σε ένα εβραϊκό νεκροταφείο στη Σουηδία. Δεν υπήρχαν λόγια να το περιγράψεις. Ήταν δυνατόν να τα έχουν κάνει όλα αυτά σουηδοί σκίνχεντ; Και τι σχέση είχαν –αν ήταν όντως έτσι– με τον ανώνυμο άντρα στους αδηφάγους του Σκάνσεν; Ήταν, άραγε, σκίνχεντ αυτοί που καταδίωξαν τον –καθώς φαίνεται– μελαχρινό άντρα μέσα στις δασώδεις περιοχές του Γιουργκόρντεν, κατά τον ίδιο τρόπο που πρέπει να καταδίωξαν και τον γέρο εβραίο καθηγητή μέσα στα δέντρα του δασωμένου νεκροταφείου, του Σκουγκσιρκογκόρντεν; Το ένιωθε… απίθανο. Βέβαια η Ομάδα Άλφα είχε εδώ και λίγο καιρό αντιμετωπίσει μια ακροδεξιά τρομοκρατική ομάδα με επαφές προς κατευθύνσεις στις οποίες κυριαρχούσαν αντιδημοκρατικές και απάνθρωπες δραστηριότητες· βέβαια είχαν δει όλους εκείνους τους αποκαλούμενους πατριωτικούς ιστοτόπους που κατονόμαζαν γνωστούς Σουηδοεβραίους ως συμμετέχοντες στη μεγάλη παγκόσμια συνωμοσία των Εβραίων – αλλά ετούτο εδώ ήταν κάτι άλλο. Και δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Με μια τελευταία ματιά προς τον ηλικιωμένο, κρεμάμενο άντρα, ο αρχιεπιθεωρητής Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν είπε κάπως απροσδόκητα: «Ανάσανε προς το μέρος μου». Ο Πολ Γελμ τον κοίταξε αποσβολωμένος. «Τι;» έκανε ανασαίνοντας απευθείας στο πρόσωπο του αρχηγού του. «Ευχαριστώ» έκανε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν. «Χρειαζόμουν ένα σφηνάκι».
Δεκατρία
Χολμ κοιτούσε επίμονα εκείνον τον κοντοκουρεμένο άντρα και προσπαθούσε Η Σέρστιν να δείχνει αυστηρή. Δυσκολευόταν λίγο ως προς αυτό, μια που ήταν μόλις οχτώ το πρωί της Κυριακής και την ταλαιπωρούσαν ακόμη οι επιπλοκές από το χτεσινό γερό γλέντι με μια παρέα από μέλη της χορωδίας και της ορχήστρας, η οποία ολοκλήρωσε τις εορταστικές παραδόσεις της οικογένειας Μότσαρτ. Άλλωστε δεν είχαν περάσει πάνω από πέντε λεπτά από τη στιγμή που την είχαν ενημερώσει ανελλιπώς για την υπόθεση. Κι ενώ καθόταν εκεί και προσπαθούσε να δείχνει αυστηρή, προσπαθούσε ταυτόχρονα να συνδέσει και μια σειρά πολύ αόριστα στοιχεία. Ήταν μια έντονη άσκηση ισορροπίας, η οποία γινόταν ακόμα δυσκολότερη λόγω της ναυτίας που ένιωθε. «Ξέρω ότι δεν είσαι πραγματικά προετοιμασμένη» είπε ο Χουλτίν, που της είχε τηλεφωνήσει πριν από τρία τέταρτα και την είχε ξυπνήσει για να τη φέρει αντιμέτωπη μ’ έναν καμπανιστό, λυσσασμένο πονοκέφαλο· και εφόσον δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να βγάλει πέρα τη μέρα δίχως να ξεράσει, της φαινόταν σχεδόν αδύνατη μια σοβαρή κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ενός υπόπτου ο οποίος, εξ ορισμού, ήταν απρόθυμος. «Αλλά» συνέχισε ο Χουλτίν «είσαι η καλύτερη ανακρίτριά μας. Θα είναι και ο Πολ μαζί σου». Λες και αυτό θα αποτελούσε παρηγοριά. Ο Γελμ καθόταν δίπλα της και φαινόταν χειρότερα απ’ ό,τι η ίδια. Πέρα από κάθε ελπίδα. Εκείνη διάβασε στα γρήγορα τα έγγραφα που είχε μπροστά της και προσπάθησε να δείχνει πολύ ικανή σε αυτό που έκανε. Κοίταξε τον άντρα που είχε μπροστά της, μέσα στην αποστειρωμένη αίθουσα ανακρίσεων, και προσπάθησε να τον σκεφτεί σαν έναν ξεσκολισμένο δολοφόνο. Της ήταν δύσκολο. Εκείνος έμοιαζε με μικρό παιδί, μ’ ένα κατατρομαγμένο αλητάκι. Αν και, σκέφτηκε επιστρατεύοντας όσο κουράγιο είχε, στην πραγματικότητα είναι ένας σκίνχεντ. «Λοιπόν, Αντρέας Ράσμουσον» είπε και κάρφωσε το βλέμμα της στον νεαρό. «Βρέθηκες να περιπλανιέσαι στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό τη νύχτα “σαν φάντασμα”, σύμφωνα με την προκαταρκτική αναφορά. Και το πρωί σε αναγνώρισε μια οικογένεια που είχε πάει ν’ αφήσει λουλούδια στον τάφο της γιαγιάς στο Σκουγκσιρκογκόρντεν χτες, στις οχτώμισι το βράδυ. Τότε έφευγες τρέχοντας από το εβραϊκό κοιμητήριο, όπου είχαν βεβηλωθεί και συληθεί καμιά δεκαριά τάφοι και ταφόπλακες. Τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα βρέθηκαν επίσης σ’ ένα μπουκάλι σναπς που ήταν σπασμένο εκεί πέρα. Είσαι δεκαοχτώ χρόνων και δεν έχεις ποινικό μητρώο, και τώρα πρέπει να μας πεις τι έγινε. Ίσως καταφέρεις ν’ αφήσεις λευκό το ποινικό σου μητρώο».
Ο Πολ Γελμ παρατηρούσε τη Σέρστιν Χολμ. Ο ίδιος δεν ένιωθε καλά. Εκείνη, όμως, φαινόταν ανέγγιχτη από τη δύσκολη κατάσταση, την απαίσια ώρα και τις χτεσινές δραστηριότητες. Πώς τα κατάφερνε; Η Σέρστιν Χολμ ένιωθε έτοιμη να ξεράσει. Σηκώθηκε και είπε αυστηρά – αλλά με κάπως πνιχτή φωνή: «Σκέψου αυτά που σου είπα μερικά λεπτά». Και μετά έφυγε. Α, μάλιστα, σκέφτηκε ο Πολ Γελμ. Νέα πειραματική τεχνική ανάκρισης. Όμορφα. Έριξε μια ματιά στον Αντρέας Ράσμουσον. Σε κάνα δυο χρόνια θα εγκατέλειπε, κατά πάσα πιθανότητα, τη ζωή του σκίνχεντ και θα έμπαινε στην κοινωνία. Θα έπαιρνε αποστάσεις από την προηγούμενη ζωή του, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τις ιδέες του. Θα έλεγε ένα πράγμα και θα σκεφτόταν, πάντοτε, κάτι άλλο. Θα ζούσε όντως σε μια εκρηκτική κατάσταση, η οποία αργά ή γρήγορα θα έσκαζε στο πρόσωπό του. Για μια στιγμή ο Πολ Γελμ αναλογίστηκε αυτή την Κατάσταση. Τη Σουηδική Κατάσταση. Δεν ήταν σίγουρος ότι την καταλάβαινε. Κυβερνούσε η αγορά, αυτό ήταν σίγουρο. Οι αξίες των μετοχών είχαν αντικαταστήσει τις αξίες των ανθρώπων. Το ερώτημα δεν ήταν ακριβώς κατά πόσο αυτό είχε κάποια σημασία στο παρόν, μια που το θέμα ήταν ξεκάθαρο: οικονομική αναδιανομή από φτωχούς σε πλούσιους. Αυτό που έβγαζε λεφτά ήταν τα λεφτά, όχι η δουλειά, και τα λεφτά αυτά από κάπου προέρχονταν. Οι κουβέντες για «λαϊκό καπιταλισμό» και «προγράμματα δημόσιας αποταμίευσης» αποτελούσαν ένα χλωμό άλλοθι για να μπορεί κανείς να συνεχίζει την πραγματική δραστηριότητα: για να μπορούν τα λεφτά να γεννούν λεφτά, έπρεπε να είναι χοντρά λεφτά. Και τα χοντρά λεφτά δεν τα είχαν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Απλό και ξεκάθαρο. Βέβαια, οι απλοί άνθρωποι μπορούν να κερδίζουν από καμιά δεκαριά χιλιάρικα στο χρηματιστήριο, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Εκτός από την άποψη του κοινού για την αγορά· ήταν απλώς θέμα μάρκετινγκ. Το να παίζεις στο χρηματιστήριο ήταν σαν να έπαιζες λότο. Αν είχες τύχη, έπαιρνες μερικά χρήματα. Και ως προς αυτό δεν υπήρχε απολύτως κανένα πρόβλημα. Το μάρκετινγκ είχε πετύχει. Και μάλιστα εντελώς δωρεάν. Όχι, λοιπόν, το θέμα ήταν ποια θα ήταν η σημασία του μακροπρόθεσμα. Πώς θα άλλαζε αυτό το ανήκουστο και γενικό «κόλλημα» στο χρήμα τον ίδιο τον άνθρωπο; Ο Πολ πίστευε ότι ήξερε την απάντηση. Ήταν ήδη σε εξέλιξη μια μεγάλη και βασική αλλαγή. Την είχε δει πολλές φορές στη δουλειά. Όλες οι μορφές δημοκρατίας και ανθρωπισμού βασίζονταν στην ικανότητα να μπορείς ν’ αλλάζεις θέση μ’ εκείνον με τον οποίο συνομιλούσες. Έτσι απλά. Να μπορείς να βλέπεις τον εαυτό σου στον άλλο, με τη συλλογική εμπειρία του άλλου. Διότι μόνο τότε βρισκόταν ο άνθρωπος ενώπιος ενωπίω. Αυτό που είχε δει τα τελευταία χρόνια ήταν ότι αυτή η απλή, βασική ικανότητα άρχιζε να χάνεται. Ένα είδος παραπετάσματος είχε υψωθεί ανάμεσα στους ανθρώπους και όλοι άρχιζαν να βλέπουν τους άλλους σαν αντικείμενα. Σαν αντικείμενα επενδύσεων. Προσφέρει οποιοδήποτε κέρδος η συνομιλία μου με αυτόν τον άνθρωπο; Δεν υπήρχε κανένας κόσμος έξω από την οικονομία. Και δίχως μια τέτοια ελεύθερη ζώνη το πεδίο ήταν ελεύθερο για να συμπεριφέρεσαι στους ανθρώπους κατά το δοκούν. Οι ασυνείδητοι αυξάνονταν, κι αυτό ο Πολ πίστευε ότι το ήξερε πολύ καλά. Αν και, εδώ που τα λέμε, ο Πολ πάντα πίστευε ότι ήξερε πολλά.
Η Σέρστιν Χολμ τον κοιτούσε από πάνω. «Εμπρός» του έκανε. «Είναι κανείς στο σπίτι;» «Ο άνθρωπος δεν είναι κύριος του σπιτιού του» είπε ο Πολ Γελμ και συνήλθε μονομιάς. Το βλέμμα της καθυστέρησε πάνω του μερικά δευτερόλεπτα. Μετά στράφηκε στον δεκαοχτάχρονο σκίνχεντ και είπε: «Λοιπόν, Αντρέας, το σκέφτηκες το θέμα;» «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάτε» είπε ο Αντρέας Ράσμουσον γαλανόχλωμος. Γαλανόχλωμος; σκέφτηκε ο Γελμ. Από πού προέρχονται αυτές οι περίεργες λέξεις; «Εντάξει, λοιπόν» έκανε η Σέρστιν και έβαλε σε τάξη τα χαρτιά της. «Τότε πάμε στον εισαγγελέα για να διατάξει την κράτησή σου. Μετά θα ακολουθήσει παραπομπή, αρκετά χρόνια φυλάκιση ανάμεσα σε ομάδες σκληροτράχηλων μεταναστών και μια ολόκληρη ζωή ως πρώην τρόφιμος φυλακών». Αυτά είπε και έφυγε από την αίθουσα ανακρίσεων με τα έγγραφα και με τα όλα της. Ο Πολ έμεινε για λίγο να κοιτάζει την κλειστή πόρτα. Μετά έφυγε κι αυτός. Πήγε στο πίσω δωμάτιο με τον διάφανο καθρέφτη και είδε τον Αντρέας Ράσμουσον να κάθεται στην αίθουσα ανακρίσεων και να ανοιγοκλείνει σαστισμένος τα μάτια του. Περίμενε να βρει και τη Σέρστιν εκεί, αλλά εκείνη έλαμπε διά της απουσίας της. Σταμάτησε για λίγο και παρατήρησε τον σκίνχεντ. Σαν αμυδρό περίγραμμα σε μια θάλασσα φωτιάς ήρθε στον νου του η αναποδογυρισμένη σιλουέτα του ηλικιωμένου άντρα. Οι γκρίζες τούφες μαλλιών που κρέμονταν πάνω από τη σπασμένη ταφόπλακα. Δεν ένιωθε πολύ καλά. Η Σέρστιν ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Μύριζε άσχημα. Γύρισε και την κοίταξε έκπληκτος. «Μπα, γαμώτο» φώναξε. «Εμετό έκανες;» «Γιατί νομίζεις ότι έτρεχα μέσα έξω σαν ζεματισμένος πόντικας όλο το πρωί;» ρώτησε εκείνη με το βλέμμα καρφωμένο στον καθρέφτη. «Υπολόγιζα να είμαι ελεύθερη σήμερα. Αλλά ούτε κι εσύ μυρίζεις τόσο όμορφα» συμπλήρωσε και στράφηκε προς το μέρος του. «Όχι» έκανε εκείνος. «Προφανώς όχι». «Αντέδρασε καθόλου;» ρώτησε εκείνη. «Φαίνεται πολύ τρομαγμένος». «Άλλη μία προσπάθεια;» «Έτσι λέω». Επέστρεψαν. Ο Αντρέας Ράσμουσον τους κοιτούσε δίχως κάποια αξιοπρόσεκτη αντίδραση. «Συνήθως είσαι δηκτικότερος στις ατάκες σου» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Σύμφωνα με τα χαρτιά μου, σ’ έχουν πάρει για ανάκριση δεκατέσσερις φορές και πάντα έδειχνες κάποια δυναμικότητα. Γιατί τόσο λιγομίλητος σήμερα; Επειδή είναι Κυριακή; Το χριστιανικό Σάββατο;» Εκείνος την κοιτούσε δίχως να τη βλέπει. Ο Πολ Γελμ είπε: «Σύμφωνα με τους αστυνομικούς στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, ήσουν σχεδόν για το τρελάδικο από τον φόβο όταν σε μάζεψαν. Τι ήταν αυτό που σου συνέβη;» «Θέλω δικηγόρο» είπε ο Αντρέας Ράσμουσον. Η Κυριακή 7 Μαΐου ήταν πραγματικά αξιοπρόσεκτη μέρα. Κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως παθητικό χάος επικρατούσε στους διαδρόμους των
γραφείων της Ομάδας Άλφα, στο αστυνομικό μέγαρο στο Κουνγκσχόλμεν της Στοκχόλμης. Από τη μια υπήρχαν πολλά νήματα να τραβήξει κανείς, από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, κι από την άλλη δεν υπήρχε τίποτε από το οποίο να πιαστείς. Ήταν όντως Κυριακή. Το χριστιανικό Σάββατο. Ο Βάλντεμαρ Μέρνερ, τομεάρχης της ΕΥΕΕ και επίσημος αρχηγός της Ειδικής μονάδας καταπολέμησης εγκλημάτων διεθνούς κλίμακας, ήταν στην πρίζα, που λένε. Επειδή, όμως, αυτή η Κυριακή ήταν ένα μέρος της καθημερινότητας και όχι μια ειδική εκδήλωση για το Σαββατοκύριακο, ο Μέρνερ μπορούσε να τρέχει στους διαδρόμους δίχως να του δίνει σημασία κανείς. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου του αρχιεπιθεωρητή Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν και έδειξε το ρολόι. «Συνέντευξη τύπου σε ένα τέταρτο, Γι-Ου. Ίσια πράγματα». Και η πόρτα του γραφείου έκλεισε ξανά. Το ζεύγος Χόρχε Τσάβες και Σάρα Σβενχάγκεν –που μόλις ενημερώνονταν για την κατάσταση της έρευνας, μια που τις πρωινές ώρες δεν ήταν διαθέσιμοι– σταμάτησε να σκέφτεται στο άκουσμα της εν λόγω έκφρασης. «Ίσια πράγματα»; Ποια σοφία κρυβόταν πίσω από αυτά τα πτερόεντα έπη; Ο Χουλτίν είπε μ’ έναν μικρό μορφασμό: «Ήταν όντως υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ». Δύο δευτερόλεπτα μετά άνοιξε διάπλατα η πόρτα και τα πυκνά ξανθά μαλλιά του Μέρνερ –που όλοι πίστευαν ότι ήταν ποστίς– εμφανίστηκαν ξανά. Ακόμα πιο φουριόζος τούτη τη φορά, ο ιδιοκτήτης τους έκανε φρουμάζοντας: «Ήταν όντως υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ». Η Σάρα και ο Χόρχε κοίταξαν τον Χουλτίν, ο οποίος ανασήκωσε απλώς τους ώμους του διφορούμενα. Ο Βάλντεμαρ Μέρνερ συνέχισε την πορεία του στον διάδρομο. Τώρα βιαζόταν. Άνοιξε πάλι διάπλατα μια πόρτα και κοίταξε τους δύο μεγαλόσωμους κυρίους, μεσήλικες, οι οποίοι πετούσαν μπαλάκια από χαρτί σ’ ένα καλαθάκι απορριμμάτων. «Τι κάνετε εδώ;» ξεφώνισε έκπληκτος. «Αυτό εδώ είναι το γραφείο μας» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Μας κάλεσαν εδώ κυριακάτικα» έκανε ο Βίγκο Νορλάντερ. Αυτό είχε συμβεί. Όλη η Ομάδα Άλφα είχε κληθεί στη δουλειά κυριακάτικα. Κι όταν πήγαν εκεί, δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνουν. Η απόφαση θα μπορούσε πιθανώς να χαρακτηριστεί βεβιασμένη. Και ήταν απόφαση του Βάλντεμαρ Μέρνερ. «Μα πού είναι η Χολμ;» φώναξε ο ίδιος με όλη την απορία του σύμπαντος και με φωνή που έβγαινε βαθιά μέσα από την κοιλιά του. «Δεν είναι εντελώς απίθανο» είπε ο Νιμπέργ «να είναι στο γραφείο της». «Και όχι στο δικό μας» διασάφησε ο Νορλάντερ. Ο Μέρνερ χάθηκε βιαστικά στον διάδρομο με το βλέμμα στο ολοκαίνουργιο αλλά πολύ «μαϊμού» Ρόλεξ του. Η ώρα ήταν μία παρά δεκατρία λεπτά. Και ο διεθνής τύπος περίμενε έξω από την πόρτα. Σύντομα θα γλιστρούσε έξω για να ανακοινώσει το όνομα του ατόμου που θα έπαιρνε το Νομπέλ σε έξι διαφορετικές γλώσσες. Όχι, λάθος. Άνοιξε απότομα μια πόρτα ασκώντας περισσή βία. Όχι, κι αυτό λάθος δωμάτιο ήταν. Εδώ ήταν οι γυναικείες τουαλέτες. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει την αναζήτηση και στο υπόλοιπο αστυνομικό μέγαρο, όταν
είδε ξαφνικά τη Σέρστιν Χολμ να τον κοιτάζει από τον νιπτήρα, όπου πιτσίλιζε με νερό ένα αρκετά χλωμό πρόσωπο. «Τι κάνεις εδώ;» ξεφώνισε εκείνος. «Εγώ δεν είμαι εκείνη που θα έπρεπε να το ρωτάει αυτό;» είπε εκείνη και έκανε γαργάρα. «Ναι, αλλά εγώ εσένα έψαχνα» έκανε εκείνος σαστισμένος. «Και…» έκανε εκείνη με ύφος δασκαλίστικο, καθώς σκουπιζόταν στο πρόσωπο με μια πετσέτα που φαινόταν πολυχρησιμοποιημένη. «Σε χρειάζομαι» είπε ο Βάλντεμαρ Μέρνερ σαν παθιασμένος εραστής κάτω από το μπαλκόνι. Η Σέρστιν Χολμ άφησε την πετσέτα, έκανε μια κατσούφικη γκριμάτσα και τον κοίταξε με δυσπιστία. «Συνέντευξη τύπου» εξήγησε εκείνος και έδειξε το ψεύτικο Ρόλεξ του. «Βιαζόμαστε. Έχουμε δώδεκα λεπτά. Έντεκα». «Χρειάζεσαι μια γυναίκα όμηρο» είπε εκείνη μ’ έναν τόνο που θα μπορούσε να κάνει τις φλόγες πάγο. «Ακριβώς» έκανε ο Μέρνερ δίχως να καταγράψει την παραμικρή αλλαγή θερμοκρασίας. «Είμαι άρρωστη» είπε η Σέρστιν Χολμ και συνέχισε να σκουπίζεται. «Ρώτα τη Σάρα». «Μα αυτή είναι ακόμη παιδάκι». «Ακόμα καλύτερα». Ο Βάλντεμαρ Μέρνερ έμεινε όντως αρκετά δευτερόλεπτα στις γυναικείες τουαλέτες και το σκέφτηκε. Έτσι έγινε και η Σάρα Σβενχάγκεν –δίχως να είναι ενημερωμένη πλήρως για την κατάσταση, ερχόμενη απευθείας από το κολυμβητήριο του Έρικσνταλ, όπου είχε πάει για μια βουτιά– κατέληξε στο βήμα μιας μεγάλης αίθουσας του αστυνομικού μεγάρου, ανάμεσα στον Βάλντεμαρ Μέρνερ και στον Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν και μύριζε ένα μπουκέτο από σαλιωμένα μικρόφωνα. Κοίταζε απευθείας μέσα στις κάμερες κι ένιωθε τα χλωριωμένα μαλλιά της να στέκονται όρθια. Ο Πολ Γελμ καθόταν στο γραφείο του και κρατούσε σημειώσεις με τη μορφή ενός συστήματος συντεταγμένων, όταν φάνηκε στην τηλεόραση η εικόνα των πρασινωπών κοντοκουρεμένων μαλλιών. «Πράσινο;» έκανε. «Χλώριο» είπε η Σέρστιν Χολμ, που καθόταν δίπλα του. «Κολυμπούν χίλια μέτρα κάθε Κυριακή. Έπειτα από λίγο, τα ξανθά μαλλιά παίρνουν πρασινωπό χρώμα». «Χίλια μέτρα; Ο Χόρχε;» «Είκοσι πισίνες. Πάψε τώρα». Ο Βάλντεμαρ Μέρνερ καθάρισε τον λαιμό του. Αυτό προοιωνιζόταν πάντα κάτι καλό. Τώρα ήταν η ώρα για το πανηγύρι των φιλολόγων. «Διακεκριμένα μέλη του δημοσιογραφικού σώματος και υπόλοιποι τιμής ένεκεν καλεσμένοι» έκανε το άνοιγμα ο Μέρνερ. «Επειδή θεωρούμε ότι θα τεθούν αρκετά σημαντικές απαιτήσεις στη δημόσια διαφάνεια σε σχέση με την προσφάτως διαπραχθείσα φυλετική επίθεση εναντίον ενός πολύ γνωστού σουηδού επιστήμονα στον κλάδο του εγκεφάλου –για να το θέσω έτσι– αποφασίσαμε να προλάβουμε τις άκρως δικαιολογημένες απαιτήσεις σας και να περάσουμε σε μια ήδη εγκαινιασμένη κατάσταση
διαφάνειας, αφού ζούμε σε μια ανοιχτή κοινωνία και οι πόροι της αστυνομίας είναι περιορισμένοι, και ως εκ τούτου αναμένουμε τις καλοσμιλεμένες ερωτήσεις σας αναφορικά με τον επίτιμο καθηγητή πανεπιστημίου Λέοναρντ Σέινκμαν». Τα μέλη του δημοσιογραφικού σώματος κοιτάχτηκαν διστακτικά μεταξύ τους. Ίσως υπήρχε κάποιος που είχε καταλάβει κάτι. Στο τέλος, ένας θαρραλέος νεαρός είπε: «Ποιος ήταν αυτός;» Ο Βάλντεμαρ Μέρνερ ανοιγόκλεισε νευρικά τα μάτια και είπε δυνατά: «Ήταν όντως υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ». Η εικόνα εξαφανίστηκε. Ο Πολ κοίταξε νευριασμένος τη Σέρστιν. «Δεν είναι ακριβώς στιγμή για να διασκεδάζουμε με τα φραστικά “βατράχια” του Μέρνερ» είπε εκείνη και άφησε το τηλεκοντρόλ στο γραφείο. Εκείνος αναγκάστηκε να συμφωνήσει. Είδε μια σειρά από αριθμούς σ’ έναν καρπό και ένιωσε μια ξεχωριστή δυσφορία. «Εντάξει» έκανε και έδειξε το χαρτί στο οποίο είχε σχεδιάσει ένα σύστημα συντεταγμένων που έμοιαζε με μεγάλο συν. «Τέσσερα τετράγωνα, τέσσερα συμβάντα. Η κάθετη γραμμή είναι σύνορο. Πάνω από τη γραμμή: “Σκάνσεν” και “Σκουγκσιρκογκόρντεν”. Κάτω από τη γραμμή: “Σλάγκστα” και “Ούντενπλαν”. Υπάρχει κάτι πραγματικά συγκεκριμένο που να συνδέει τα πάνω από τη γραμμή με τα κάτω από τη γραμμή;» «Αυτό που συνδέει τα δύο πάνω» είπε η Σέρστιν «είναι το σκοινί. Ένας γαϊδουρόκομπος σ’ ένα σκοινί πάχους οχτώ χιλιοστών, κόκκινο και μοβ, από πολυπρένιο. Έχεις κάτι άλλο;» «Όχι ακριβώς» είπε ο Πολ. «Πιθανώς το γεγονός ότι δεν υπήρχαν πατημασιές στον λάκκο των αδηφάγων. Μπορεί, δηλαδή, εκείνος να κρεμόταν ανάποδα και εντελώς ζαλισμένος να έγραψε στο χώμα με τα δάχτυλά του· άλλωστε και τα χέρια του καθηγητή Σέινκμαν δεν ήταν δεμένα. Πρέπει να ελέγξουμε αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο με αυτό που ανακάλυψαν οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού στους αδηφάγους». Σήκωσε ψηλά ένα μακρύ, πολύ δύσκαμπτο σύρμα, πάχους ενός χιλιοστού περίπου, με μια πολύ αιχμηρή άκρη. Η Σέρστιν Χολμ το πήρε και το κοίταξε. «Και βρέθηκε δηλαδή… πού; Στο κεφάλι;» «Μπηγμένο στον δεξή κρόταφο. Περιμένουμε περισσότερες πληροφορίες από έναν χειρουργό εγκεφάλου που βοηθάει τον Κβάρφορτ με τη νεκροψία. Δεν ξέρω αν είναι έτοιμοι». «Λες να υπάρχει κάποιο νόημα στο γεγονός ότι αυτό εδώ το σύρμα εισήχθη στον εγκέφαλο ενός ερευνητή του εγκεφάλου;» ρώτησε η Σέρστιν και άφησε, όχι χωρίς αηδία, κάτω το τρομακτικό εργαλείο. «Δεν είναι εντελώς απίθανο» είπε ο Πολ. «Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επισκεφθούμε τους συγγενείς. Τι θα έλεγες για εκδίκηση για κάποια παλιά αμέλεια; Για κάποιο ξεχασμένο νυστέρι στον εγκεφαλικό φλοιό;» Η πόρτα άνοιξε. Ο Χόρχε Τσάβες όρμησε μέσα, άρπαξε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση. Κάθισε πάνω στο σύστημα συντεταγμένων του Γελμ και το τσαλάκωσε. «Κοίτα!» είπε με κομμένη την ανάσα. Το πρόσωπο της συζύγου του γέμιζε την οθόνη. Το πεταχτά κοντοκουρεμένα μαλλιά ήταν αναμφισβήτητα κάπως πρασινωπά. «Καταλαβαίνω τι εννοείτε» έλεγε η Σάρα Σβενχάγκεν στο κοινό «αλλά προς το παρόν
δεν έχουμε κανέναν απολύτως λόγο να πιστεύουμε ότι ο Δολοφόνος από το Κεντάκι χτύπησε ξανά». «Τι ξέρει αυτή για τον Δολοφόνο από το Κεντάκι;» έκανε με σκοτεινό ύφος ο Πολ Γελμ. «Όλα όσα ξέρω εγώ» απάντησε ο Χόρχε. «Πάψε τώρα». «Δεν ξέρουμε καν αν πρόκειται για ρατσιστικό φόνο» συνέχισε η Σάρα. «Είναι ακόμη νωρίς για εικασίες». «Αν και, καθώς φαίνεται, πρόκειται για ρατσιστικό φόνο» πετάχτηκε ο Βάλντεμαρ Μέρνερ. «Έχουμε ήδη συλλάβει έναν ύποπτο». Στη δεξιά γωνία της οθόνης φάνηκε το μισό πρόσωπο του Χουλτίν. Παραμορφωνόταν λες και περνούσαν ένα κάρο πέτρες από τα νεφρά στην πάνα. «Να πάρει ο διάβολος!» είπε ο Πολ Γελμ και πέταξε το στιλό του στον τοίχο. «Συλλάβατε έναν ύποπτο;» ξεφώνισαν τουλάχιστον έξι φωνές του τύπου. Μία από αυτές, μια δηκτική κυρία από το τηλεοπτικό δελτίο Ραπόρτ, συνέχισε: «Δηλαδή κάθεστε εδώ όλη την ώρα και μας λέτε ψέματα κατάμουτρα;» Για μια στιγμή ακούστηκαν πολλά παράσιτα. Ο Χουλτίν άρπαξε όλο το μπουκέτο των μικροφώνων και το τράβηξε προς το μέρος του. «Έχουμε προσαγάγει ένα άτομο για ανάκριση» είπε με καθαρότατη φωνή. «Σε λίγο θα προσαχθούν και άλλοι. Ωστόσο κανένας δεν έχει συλληφθεί. Επαναλαμβάνω: κανένας δεν έχει συλληφθεί». «Και γιατί εσείς, κύριε Μέρνερ, είπατε ότι έχει συλληφθεί ένας ύποπτος;» συνέχισε η δηκτική κυρία από το Ραπόρτ. Ο Μέρνερ ανοιγόκλεινε έντονα τα μάτια. Μετά κουνήθηκαν και τα χείλη του, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. «Μπορούμε να πάρουμε πιο πίσω τα μικρόφωνα;» ακούστηκε η εκνευρισμένη φωνή ενός τεχνικού. Τότε έκλεισε και ο Χόρχε Τσάβες την τηλεόραση. Η τριάδα αντάλλαξε μερικά βλέμματα που ξεκινούσαν από οργή, ενόχληση και γέλιο. «Για πόσον καιρό είναι δυνατόν να μείνει στη θέση του ένα άτομο σαν τον Μέρνερ;» ρώτησε τελικά η Σέρστιν Χολμ. «Πού μπαίνουν τα όρια;» «Πολύ, πάρα πολύ μακριά από εδώ» είπε ο Χόρχε. «Μη μου πείτε, καλή δεν ήταν η Σάρα;» «Η τηλεόραση τονίζει τα χρώματα» είπε ο Πολ. «Είκοσι πισίνες;» «Say no more – Δεν χρειάζεται να πεις άλλα» έκανε ο Χόρχε με σφιγμένα τα χείλη. «Με τι ασχολείστε εσείς;» «Μήπως μπορείς να σηκωθείς;» «Αν μου πείτε με τι ασχολείστε». «Δεν μπορώ να το κάνω προτού σηκωθείς». Η κατάσταση, με άλλα λόγια, ήταν κάπως κλειδωμένη. Είχε κολλήσει. Ένας απίστευτος αγώνας επικράτησης διαδραματιζόταν τώρα ανάμεσα στα δύο αρσενικά του γραφείου. Η Σέρστιν Χολμ στέναξε βαριά. Τελικά ο Τσάβες σήκωσε τον έναν γλουτό και ο Γελμ μπόρεσε να τραβήξει το χαρτί. «Ισοπαλία» είπε ο Τσάβες, πήδηξε κάτω από το γραφείο, τράβηξε την παραπανίσια καρέκλα από τον τοίχο και κάθισε. «Ας το πούμε κι έτσι» έκανε ο Γελμ και ίσιωσε το τσαλακωμένο χαρτί. Έδειξε το
μεγάλο συν και συνέχισε: «Ένα μικρό σύστημα συντεταγμένων για τις τελευταίες ημέρες. Αναρωτιόμασταν αν υπήρχε οτιδήποτε συγκεκριμένο που να συνέδεε το πάνω με το κάτω μέρος». Ο Τσάβες περιεργάστηκε το σχέδιο. Πάνω «Σκάνσεν» και «Σκουγκσιρκογκόρντεν». Κάτω «Σλάγκστα» και «Ούντενπλαν». Ανάμεσα σε «Σκάνσεν» και «Σκουγκσιρκογκόρντεν» έγραφε «το σκοινί». «Ήταν ένα παρόμοιο σκοινί, δηλαδή;» είπε ο Τσάβες. «Το κοίταξα κι εγώ. Ο συνδυασμός χρωμάτων κόκκινου και μοβ είναι αρκετά ασυνήθιστος, αλλά κατά τα άλλα φαίνεται να είναι ένα συνηθισμένο σκοινί από πολυπρένιο που το αγοράζεις σε οποιοδήποτε κατάστημα. Ήρθα σε επαφή με πολλούς κατασκευαστές στη Σουηδία και στο εξωτερικό και θα μας έστελναν δείγματα από τα κόκκινα και μοβ σκοινιά τους πάχους οχτώ χιλιοστών και από πολυπρένιο. Θα πρέπει να τα λάβουμε μέσα στην εβδομάδα». «Ανατολική Ευρώπη;» ρώτησε ο Γελμ. «Ναι, και από εκεί. Ρωσία, Βουλγαρία, Τσεχία και μερικές χώρες ακόμα». «Ωραία» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Μετά έχουμε τη σχέση ανάμεσα στα δύο κάτω τετράγωνα, “Σλάγκστα” και “Ούντενπλαν”. Η σχέση είναι ότι ένα από τα δωμάτια του μοτέλ στη Σλάγκστα έχει τηλεφωνήσει και δέχτηκε τηλεφώνημα από τη φεμινίστρια νίντζα στην αποβάθρα του σταθμού του Ούντενπλαν. Και πήρε και δέχτηκε, δηλαδή. Το δωμάτιο ήταν το 225, εκεί όπου έμεναν οι ουκρανές Γκαλίνα Στένινα και Λίνα Κοστένκο». «Η φεμινίστρια νίντζα;» έκανε ο Γελμ. «Ήταν μια έκφραση που κυκλοφορούσε πριν από κάνα δυο χρόνια. Δεν είναι κάτι που εσείς μπορείτε να καταλάβετε, αγοράκια». «Νίνα Μπγερκ» έκανε λίγο αδιάφορα ο Τσάβες. «Κάτω από το ροζ πάπλωμα. Για την κατασκευή της θηλυκότητας. Στρέφεται κατά κάποιων εκφυλισμένων εκδοχών φεμινισμού, εναντίον ιδιαίτερων ειδών φεμινιστριών που πιστεύουν ότι υπάρχει κάποια έμφυτη μητρική στοργή στις γυναίκες, φεμινίστριες νίντζα που κλέβουν το όπλο του άντρα και το στρέφουν εναντίον του». Τόσο ο Γελμ όσο και η Χολμ τον κοίταζαν έκπληκτοι. «Δεν άρχισες μόνο την κολύμβηση, φαίνεται» έκανε ο Γελμ. «Είναι πιο πολύπλευρη άσκηση» είπε ο Τσάβες. «Εξασκούνται όλες οι μυϊκές ομάδες». «Δεν κάνουμε μια προσπάθεια να συγκεντρωθούμε τώρα;» είπε η Σέρστιν Χολμ και έστρεψε το όπλο του άντρα προς τον ίδιο. «Λίγη ορθολογική σκέψη, παρακαλώ, αγόρια. Αυτό εδώ είναι ενδιαφέρον. Το τελευταίο τηλεφώνημα μεταξύ τους έγινε από τη φεμινίστρια νίντζα στις ουκρανές Γκαλίνα Στένινα και Λίνα Κοστένκο στη Σλάγκστα, στις 22.54΄ το βράδυ της Τετάρτης. Όπως θα θυμάστε, η σφαίρα χτύπησε το μπράτσο της δεκάχρονης Λίσα Άλτμπρατ στις 22.14΄ το ίδιο βράδυ. Ίσως δεν είναι σύμπτωση». «Ή, πάλι, μπορεί να είναι» είπε ο Πολ απρόθυμα. «Σκεφτείτε λίγο τώρα» συνέχισε η Σέρστιν. «Πριν από καμιά βδομάδα, οι οχτώ κυρίες μας στον καταυλισμό προσφύγων είναι ανήσυχες. Κάτι έχει συμβεί. Τότε γίνεται το πρώτο τηλεφώνημα από τη φεμινίστρια νίντζα στο δωμάτιο 225, στην Γκαλίνα Στένινα και στη Λίνα Κοστένκο, το Σάββατο στις 29 του Απρίλη, ούτε μια βδομάδα πριν από τη μέρα που εξαφανίζονται. Ξέρουμε ότι αυτή μιλάει κάποια σλάβικη γλώσσα, αν κρίνουμε από αυτά που άκουσαν ο Γκούναρ και ο Βίγκο στο τηλέφωνο. Κατόπιν είχαν επαφή μεταξύ τους
για πέντε μέρες, συνολικά εννέα κλήσεις. Η τελευταία συνομιλία με τη Σλάγκστα, δηλαδή, γίνεται λίγο πριν από τις έντεκα το βράδυ της Τετάρτης· είναι η απολύτως τελευταία καταγεγραμμένη συνομιλία. Κατόπιν έχουμε πολλές συνομιλίες στα δωμάτια 224, 225, 226 και 227 στο Νορμπούντα Μοτέλ, τουλάχιστον μέχρι τις δυόμισι. Μετά οι οχτώ γυναίκες γίνονται καπνός. Αλλά κάποιου είδους μεγάλο όχημα γίνεται αντιληπτό από κάνα δυο γείτονες, μεταξύ τρεισήμισι και τέσσερις το πρωί. Απορριμματοφόρο ή αστικό λεωφορείο που παραστράτησε». Ο Χόρχε κουνούσε έντονα το κεφάλι του. «Μα αυτή είναι η σχέση!» ξεφώνισε. Ο Πολ έγνεψε κι αυτός. Μετά είπε: «Μπορούμε με κάποιον τρόπο να μάθουμε από πού τηλεφωνούσε η φεμινίστρια νίντζα μας; Ήταν από τη Σουηδία όλες τις φορές;» Η Σέρστιν ξεφύλλισε τα χαρτιά της. «Αυτό που θα διαβάσω τώρα προέρχεται από τις τέσσερις συνδρομές στη Σλάγκστα. Η λίστα από τον τηλεπικοινωνιακό οργανισμό Τέλια, την οποία έστειλε με φαξ ο Μπρούντε στον Γιαν-Ούλοφ το βράδυ της Παρασκευής. Εδώ δεν γίνεται να βρεις από πού έγινε το τηλεφώνημα, όχι – ειδικότερα όχι αν είχε γενικώς περιαγωγή ή κάτι τέτοιο. Οι τεχνικοί βρήκαν το νούμερο αρκετά γρήγορα, δηλαδή τον αριθμό του κινητού. Υποθέτω ότι μπορείς να το βρεις από την κάρτα SIM με κάποιον τρόπο». «Και με τι μοιάζει τότε αυτή η σύνδεση που υπάρχει;» ρώτησε ο Πολ Γελμ. «Είναι αυτή η νίντζα και φεμινίστρια που πέταξε το θύμα μας στους αδηφάγους;» «Μπορεί να το ερμηνεύσει και έτσι κανείς» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Υπάρχουν, δηλαδή, συνδέσεις, σχέσεις προς διάφορες κατευθύνσεις» είπε ο Χόρχε Τσάβες. «Αλλά η σχέση με έναν ογδοντάχρονο επίτιμο καθηγητή πανεπιστημίου που επέζησε από το Μπούχενβαλτ –αυτό ήταν, έτσι;– με τι στον διάβολο μοιάζει;» «Το Μπούχενβαλτ» είπε γνέφοντας ο Γελμ. «Λοιπόν, Σέρστιν, με τι μοιάζει αυτή η σχέση;» «Μας τα χαλάει όλα» είπε η Χολμ και πέταξε το στιλό της στον τοίχο. «Μη μαθαίνεις τέτοιες βλακείες» έκανε αυστηρά ο Τσάβες. «Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η γυναίκα;» ρώτησε ευθέως ο Γελμ. «Αν υποθέσουμε πως όλα όσα λέμε ισχύουν – ποια είναι τότε αυτή; Η φεμινίστρια νίντζα; Τι κάνει με οχτώ πόρνες; Μήπως ετοιμάζει κάνα σούπερ μπορντέλο κάπου πίσω από το πρώην σιδηρούν παραπέτασμα;» «Μα και βέβαια» είπε με ξινισμένο ύφος η Σέρστιν Χολμ. «Ένα αντισημιτικό σούπερ πορνείο με παραστάσεις αδηφάγων στην καρδιά της Μόσχας. Είναι ηλίου φαεινότερο». «Ας αφήσουμε τις ειρωνείες τώρα» είπε ο Τσάβες και ένιωσε εκ νέου σαν εργένης. «Ας αφήσουμε αυτή τη διάσταση προς το παρόν. Καλύτερα να προσπαθήσουμε να δούμε τις σχέσεις σε όλα τα άλλα, να τα συνδέσουμε, πριν ασχοληθούμε με το παιδί του Σέινκμαν. Τρία κομμάτια, έτσι δεν είναι;» «Τρία» έκανε γνέφοντας ο Γελμ. «Ένα συμβάν που μοιάζει εξωτερικά με μια ιδέα. Αλλά πρώτα παίρνουμε κάθε τμήμα του τετραγώνου σου από μόνο του. Τεταρτημόρια, όπως τα λένε. Όλα όσα θα γίνουν και όλα όσα περιμένουμε να γίνουν. Πρώτο τεταρτημόριο: “Σκάνσεν”. Απομένει: αναγνώριση. Περιμένουμε απάντηση από Ιντερπόλ για δακτυλικά αποτυπώματα. Πρέπει να φτάσει σύντομα. Κάπου θα έχει ένα ποινικό μητρώο ο άνθρωπός μας, βάζω και το κεφάλι μου
στον ντορβά γι’ αυτό. Ο σειριακός αριθμός του Λούγκερ με τον σιγαστήρα στάλθηκε επίσης στην Ιντερπόλ. Κι εκεί περιμένουμε ακόμη απαντήσεις. Άλλο;» «Το σύρμα» είπε ο Γελμ. «Οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού μάζεψαν μισό τόνο απομεινάρια από τον λάκκο των αδηφάγων. Το υλικό υπάρχει στο ΚΕΕ. Ο πρώτος που θα τελειώσει με το παιδί του Σέινκμαν θα πάει εκεί. Πιθανώς να έχει βρεθεί ήδη ένα αιχμηρό, σκληρό σύρμα δίχως να το έχουν συνδέσει με τον άντρα στους αδηφάγους». «Όσον αφορά το σκοινί, είπαμε. Ό,τι ήταν να γίνει έγινε» έκανε ο Τσάβες. «Και μετά εκείνο το “Epivu”» είπε η Χολμ. «Αχ, Θεέ μου» είπε ο Γελμ. «Αυτή η λέξη με στοιχειώνει πολλές νύχτες τώρα. Δεν καταλήγω, όμως, πουθενά». «Σύνοψη» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Δακτυλικά αποτυπώματα, πιστόλι, σύρμα, σκοινί, “Epivu”. Απαντήσεις αναμένονται για όλα εκτός από το τελευταίο. Την απάντηση γι’ αυτό πρέπει να τη βρούμε μόνοι μας. Πολ, γράψε». Και ο Πολ έγραψε. «Δεύτερο τεταρτημόριο» είπε ο Τσάβες. «Το πιο φρέσκο. Κοιμητήριο του δάσους, Σκουγκσιρκογκόρντεν, όπως είναι γραμμένο, λιγάκι λαθεμένα θα έλεγα, μια που θα έπρεπε να γράφεται “Νότιο κοιμητήριο”, αλλά ας το αφήσουμε αυτό τώρα. Επίκεινται συνομιλίες με συγγενείς. Άλλο;» Ο Γελμ πήρε τον λόγο: «Οι σπασμένες ταφόπλακες είναι ένα θέμα που μάλλον θα εξιχνιαστεί αμέσως μόλις λυθεί η γλώσσα του Αντρέας Ράσμουσον. Ίσως να μην έχουν καμία σχέση με την υπόθεσή μας. Ίσως έτυχε μια παρέα σκίνχεντ να ασχολούνται με αθλιότητες τη στιγμή που μια άλλη, μεγαλύτερη αθλιότητα συνέβαινε παράλληλα λίγο πιο πέρα. Πιθανώς ο τρόμος του Ράσμουσον να εξαρτάται από το γεγονός ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας πολύ πιο φρικιαστικής πράξης από αυτή που θα μπορούσε να είχε φανταστεί ο ίδιος». «Δύο πράγματα» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Πρώτον: modus operandi – τρόπος ενέργειας. Γιατί αυτή η πολύ παράξενη μέθοδος εκτέλεσης; Το να κρεμάς κάποιον ανάποδα από ένα σκοινί και μετά να του χώνεις στο κεφάλι ένα μακρύ βελόνι από σύρμα δεν είναι και τόσο συνηθισμένο». «Όχι» είπε ο Τσάβες. «Τόσο συνηθισμένο δεν είναι». «Αλλά θέλει μάλλον να υπαινιχθεί κάτι ιδιαιτέρως συγκεκριμένο, έτσι δεν είναι; Έχει κάποια ιστορία πίσω του αυτό. Πρέπει να ψάξουμε όλες τις πιθανές πηγές για παρόμοιες μεθόδους. Αν δεν βρούμε κάποιο ίχνος στις πηγές αυτές, να με κρεμάσετε κι εμένα ανάποδα». «Δεν επιθυμούμε κάτι τέτοιο» είπε ο Γελμ. «Αλλά ένα μπουκάλι μαλτ μπορούμε να το στοιχηματίσουμε». «Δεν βάζω στοιχήματα» έκανε η Σέρστιν Χολμ αυστηρά. «Τι μάρκα;» «Κράγκανμορ». «Εντάξει. Δεύτερον: η σκηνή του φόνου. Αν κρίνουμε από την αντίδραση του Αντρέας Ράσμουσον, είναι και το Νότιο κοιμητήριο σκηνή φόνου· μάλλον δεν χωράει αμφιβολία ότι ο τύπος έγινε μάρτυρας σε φόνο και όχι σε κάτι άλλο. Πιθανώς ο Σέινκμαν να πήγε μόνος του στη σκηνή του φόνου. Τι δουλειά είχε, όμως, εκεί; Είχε κάποιο σκοπό η επίσκεψή του στο νεκροταφείο; Θα επισκεπτόταν κάποιον τάφο; Είναι σύμπτωση ότι τον κρέμασαν ακριβώς εκεί; Τι άλλοι τάφοι υπάρχουν εκεί κοντά; Και τα λοιπά». «Ωραία» είπε ο Γελμ και συνέχισε να γράφει. «Συγγενείς, έλεγχος του τρόπου
ενέργειας, γνώμη χειρουργού εγκεφάλου για το πώς μπορεί να επηρεάσει το σύρμα τον εγκέφαλο, σκίνχεντ μάρτυρες, άλλοι μάρτυρες, έλεγχος της σκηνής εγκλήματος. Άλλο;» «Τίποτε άλλο» αποφάσισε ο Τσάβες. «Τρίτο τεταρτημόριο: “Σλάγκστα”. Να ελέγξουμε και τις υπόλοιπες εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις από το μοτέλ – κι είναι και πολλές, που να πάρει. Να διαβάσουμε προσεκτικά την αναφορά του Εγκληματολογικού από τα δωμάτια 224, 225, 226 και 227. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν είχαμε κάτι ιδιαίτερο. Πεταμένα λεφτά ήταν η παρουσία των τεχνικών εκεί. Πρέπει να κρύβεται γυναικεία λογική πίσω από αυτό». «Το όχημα» είπε η Σέρστιν και τον αγνόησε παντελώς. «Αν πέρασε, για παράδειγμα, ένα λεωφορείο από τη μικροσκοπική Σλάγκστα στις τρεισήμισι το πρωί, σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητο. Πόσο μάλλον αν περνούσε τανκς ή πυρηνικό υποβρύχιο. Θα βάλω μερικούς αστυφύλακες να το εξετάσουν αυτό». «Θαυμάσια» είπε ο Πολ. «Κατόπιν έχουμε τον νταβατζή-φάντασμα, έτσι δεν είναι;» «Ναι, βέβαια» είπε η Σέρστιν. «Ο πελάτης και διευθυντής Γέργκεν Νίλσον είχε άλλωστε επαφή με έναν νταβατζή ήδη από τον Νοέμβριο. Δεν θέλετε να ξέρετε τι έκανα για να τον υποχρεώσω να μου τα πει». «Ναι, θέλουμε» είπε ο Χόρχε και ξανά αγνοήθηκε παντελώς. «Υπάρχει ένα σκίτσο μορφοσύνθεσης που θα το συγκρίνουμε με τα μητρώα μας. Γράφεις, Πολ;» «Ασταμάτητα. Έλεγχος τηλεφωνημάτων, αναφορές τεχνικών του Εγκληματολογικού, όχημα, νταβατζής-φάντασμα». «Παρεμπιπτόντως, έχουν οι οχτώ δραπέτισσές μας τα διαβατήριά τους;» ρώτησε ο Χόρχε. «Όχι, ήταν ακόμη στο γραφείο του διευθυντή» απάντησε η Σέρστιν. «Τελευταίο τεταρτημόριο, λοιπόν» έκανε ο Χόρχε. «Περιστατικό στο μετρό. Μπορούμε να βγάλουμε τίποτα παραπάνω από τον –πώς τον είπαμε αυτόν;– Ταμίρ;» «Αντίμπ Ταμίρ» είπε ο Πολ. «Ο Γκούναρ το είχε αναλάβει αυτό, και νομίζω ότι τον στρίμωξε αρκετά τον Ταμίρ. Το χαρακτηριστικό στοιχείο στο Ούντενπλαν είναι το κινητό τηλέφωνο. Ελπίζουμε να μπορεί να προσδιοριστεί και να βγει ένα αρχείο κλήσεων. Εδώ που τα λέμε, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα μας. Και πρέπει να ομολογήσω πως κάθισα και το περιεργάστηκα το κινητό αυτό –ένα παλιό, καλό Ζίμενς Ε10 είναι– σκεφτόμενος πώς θα μπορούσε κανείς να χειριστεί ένα τηλέφωνο χωρίς ν’ αφήσει έστω και ένα δακτυλικό αποτύπωμα πάνω του». «Και μετά έχουμε τη γλωσσολόγο» είπε η Σέρστιν «που θα έχει την αμφίβολη χαρά να συζητήσει φωνητική και σλαβικές γλώσσες με τον Γκούναρ, τον Βίγκο και έναν αστυφύλακα ονόματι Άντερσον». «Έχουμε τίποτε άλλο;» ρώτησε ο Πολ Γελμ που έγραφε λες κι εξαρτιόταν η ίδια του η ζωή από αυτό. «Κινητό, αρχείο κλήσεων, γλωσσολόγος». «Αναρωτιέμαι βέβαια τι μπορούμε να συμπεράνουμε από τη συμπεριφορά της φεμινίστριας νίντζα στην αποβάθρα» έκανε ο Χόρχε Τσάβες. «Φαίνονται όλα τόσο άμεμπτα. Μπαμ, μπουμ και ξεμπερδεύει με τους επιτιθέμενους. Αλλά αφήνει το τηλέφωνο. Τι συμβαίνει; Εντάξει, της επιτίθεται άγρια ο Χαμίντ, κραδαίνει το μαχαίρι του και όλα αυτά, κι όμως… Γιατί εκείνη πρέπει να τον σύρει στην αποβάθρα σαν καροτσάκι και να τον πετάξει μπροστά στο τρένο; Δεν αρκούσε, δηλαδή, άλλη μία ίδια κλοτσιά στο πρόσωπο; Ήδη ο Χαμίντ πρέπει να ήταν ζαλισμένος. Τι συμβαίνει όμως; Μιλάμε για
καθαρό σαδισμό, άραγε;» «Εγώ όντως πιστεύω» είπε η Σέρστιν Χολμ «ότι η γυναίκα αυτή ήταν ήδη στη διαδικασία του υπολογισμού. Υπολόγιζε ότι το κινητό θα γινόταν κομμάτια. Το ότι δεν έγινε είναι πραγματικό θαύμα. Και τα δύο χέρια του, σύμφωνα με την έκθεση νεκροψίας, ήταν κάτω από το τρένο και κόπηκαν και μετά εκτινάχτηκαν κάτω από τα βαγόνια. Και τα δάχτυλα λειτούργησαν προστατευτικά γύρω από το κινητό, οπότε δεν έσπασε. Τυχαίο ήταν». «Ποιότητα Ζίμενς» έκανε ο Γελμ. «Σκεφτείτε τους φούρνους». «Ποιους φούρνους;» «Τους φούρνους των κρεματορίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Η Ζίμενς τούς κατασκεύαζε». Έπεσε σιωπή για λίγο. Τόση σιωπή που ήταν σαν να πέρασε φάντασμα από εκεί μέσα. Το φάντασμα του επίτιμου καθηγητή Λέοναρντ Σέινκμαν. Ήταν σαν κάτι να ήθελε. Ανατρίχιασαν. «Ξεχάσαμε ένα πράγμα» είπε ο Πολ Γελμ έπειτα από λίγο κι έριξε μια ματιά στο γεμάτο χαρτί του. «Τι πράγμα;» έκαναν δύο φωνές εν χορώ γεμάτες προσδοκία. «Δεν είναι δουλειά του Χουλτίν όλα αυτά που κάναμε;»
Δεκατέσσερα
Κυριακή απόγευμα και πήγαιναν με τρία διαφορετικά αυτοκίνητα σε τρεις Ή ταν διαφορετικές διευθύνσεις. Το αποφάσισαν με κλήρωση. Στο χαρτί του Τσάβες έγραφε «Χάννα Νουρντίν-Σέινκμαν, Κουνγκσχόλμεν», στης Χολμ «Ντάβιντ Σέινκμαν, Νέσμπιπαρκ» και στου Γελμ «Χάραλντ Σέινκμαν, Τιρεσέ». Και οι τρεις αυτοί ήταν προφανώς παιδιά του καθηγητή, και με το σκεπτικό ότι ήταν ογδόντα οχτώ χρόνων και δεν είχε έρθει στη Σουηδία πριν από το 1945, όταν ήταν τριάντα τριών χρόνων, τα παιδιά του έπρεπε να είναι γύρω στα πενήντα. Ίσως καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερα από τον ίδιο τον Πολ Γελμ. Μόλις στη διαδρομή προς το Τιρεσέ παρατήρησε ότι η διεύθυνση στην οποία πήγαινε – μια οδό που ονομαζόταν Μπουφίνκ, οδός Σπίνου δηλαδή, στην περιοχή Νιτόρπ– ήταν η ίδια με τη διεύθυνση όπου έμενε ο Λέοναρντ Σέινκμαν, σύμφωνα με τον τηλεφωνικό κατάλογο. Προφανώς έμενε στο σπίτι του μεγαλύτερου γιου του. Ο Πολ Γελμ πέρασε με δυσκολία από τους εποχούμενους της Κυριακής στην οδική αρτηρία Τιρεσεβέγκεν και ένιωσε μια μικρή ανακούφιση που δεν ήταν αυτός που θα πήγαινε με την είδηση του θανάτου· ο γιος σίγουρα θα είχε μάθει για τον φρικιαστικό θάνατο του πατέρα του – το διαλαλούσαν όλη τη μέρα τα ΜΜΕ. Ήλπιζε απλώς ότι τον είχε επισκεφθεί νωρίτερα η τοπική αστυνομία και τον είχε ενημερώσει. Ο ήλιος ήταν πια χαμηλά και ο ουρανός ήταν γαλανός μ’ έναν ασυνήθιστα σκοτεινό τρόπο. Εντούτοις δεν ήταν όπως όταν μεταμορφώνεται μια ύπουλη καταιγίδα σε καταγάλανο ουρανό και μ’ ένα σκοτεινό γέλιο αφήνει το βαρύ πυροβολικό της να εξαπολύσει μύδρους σε έκπληκτους ανθρώπους που κάνουν ηλιοθεραπεία. Ήταν μάλλον σαν να είχε επικολληθεί μια μπλε μεμβράνη πάνω στο στερέωμα, για να κρύψει το γεγονός ότι ο ουρανός δεν ήταν πλέον γαλανός. Υπήρχε υψηλή πίεση πάνω από το όμορφο ανοιξιάτικο τοπίο, και ένιωθες ότι το φως του ήταν τεχνητό, σαν να είχε προσπαθήσει ένας σκηνογράφος όπερας να μιμηθεί τη φύση. Ή μπορεί να ήταν απλώς ο Πολ Γελμ που βασανιζόταν. Βασανιζόταν που θα έμπαινε σ’ ένα πένθιμο σπιτικό. Βασανιζόταν που θα έκανε τις συμβατικές ερωτήσεις του σε πενθούντες ανθρώπους. Βασανιζόταν που ήταν ξανθός και εκκοσμικευμένος χριστιανός και μεγαλωμένος σε χώρα ασφαλή. Και –στο τέλος ήρθε και η αληθινή ομολογία– βασανιζόταν που έπρεπε να αγγίξει το θέμα του Ολοκαυτώματος, των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού. Διότι ήταν Σουηδός, και σ’ εμάς τους Σουηδούς δεν αρέσουν τόσο τα θέματα ταμπού. Ιδρώνουν οι μασχάλες μας. Προτιμούμε κυρίως να τα αποφεύγουμε και, αν χρειαστεί, τα
αγγίζουμε μ’ ένα αποστασιοποιημένο δέος και με κοινοτοπίες που λένε ότι δεν πρέπει να συμβεί ξανά. Το Ολοκαύτωμα είναι μια αφηρημένη έννοια για την οποία λέει κανείς παχιά λόγια από ένα βάθρο, αλλά δεν την πλησιάζει ποτέ να παλέψει μαζί της. Δεν ήμασταν εκεί, δεν πρόκειται να το κατανοήσουμε ποτέ, δεν έχουμε καμία σχέση με αυτό, ασχοληθείτε εσείς μαζί του. Η έλλειψη ιστορικής συνείδησης των Σουηδών και η ψευδής ουδετερότητά τους την περίοδο του πολέμου σε μια ανίερη συμμαχία. Ήμασταν κι εμείς εκεί, όσο δεν έπαιρνε. Έχουμε όσο δεν παίρνει σχέση με την υπόθεση. Μπορούμε όσο δεν παίρνει να το καταλάβουμε. Πρέπει. Εμείς οι πρωταθλητές απόκρυψης των σκουπιδιών κάτω από το χαλί. Έτσι είναι, παραδέχτηκε ο Πολ Γελμ. Η οργή του είχε να κάνει με τον εαυτό του. Με αυτή την αξιοθρήνητη, ρηχή γνώση του. Σπαράγματα εικόνων με νεκρά, αποστεωμένα κορμιά. Χρονολογίες. 1939. 1945. Ημέρα Η ή D-Day. Πόλεμος της Ερήμου. Το Στάλινγκραντ ως σημείο καμπής του πολέμου. Αποστειρωμένη και ρετουσαρισμένη γνώση σαν αυτή που προσφέρουν τα φυλλάδια στις θέσεις επιβατών στα αεροπλάνα για το τι κάνουμε σε περιπτώσεις βλάβης του αεροσκάφους. Υπάκουοι και χαρωποί πιάνουμε τη μάσκα οξυγόνου, αναπνέουμε ήρεμα και ωραία και κατόπιν πάμε με σειρά και τάξη στην έξοδο κινδύνου και χαμογελαστοί πέφτουμε μέσω της φουσκωτής τσουλήθρας στα γαλάζια κύματα που αργοσαλεύουν προκλητικά κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό. Και σύντομα ήταν νεκροί όλοι οι μάρτυρες. Όντως, υπήρχε μια πραγματική πίεση πάνω από το τοπίο. Το γαλανό δεν ήταν γαλανό. Το πράσινο δεν ήταν πράσινο. Κι εκείνος είχε φτάσει στο Νιτόρπ, στην οδό Σπίνου. Η βίλα όπου είχε ζήσει ο Λέοναρντ Σέινκμαν και όπου ζούσε ο γιος Χάραλντ δύσκολα μπορούσε να ταξινομηθεί στις πολυτελείς, αλλά ήταν όμορφη. Μια βίλα σε γνήσιο φονξιοναλιστικό στιλ. Κομψή μονοκατοικία της δεκαετίας του τριάντα σε απομονωμένη τοποθεσία και με όμορφη θέα προς τη θάλασσα. Πιθανώς ένα πρότυπο αρχιτεκτονικό έργο στην εποχή του, τότε που παρόμοιες κατοικίες δεν γίνονταν μόνο για νεόπλουτους που επέμεναν να τα σχεδιάζουν όλα μόνοι τους. Πάντα με το γούστο που πουλιόταν μαζικά από την ΙΚΕΑ. Βγήκε από το παλιό Άουντι, το οποίο είχε συμπεριφερθεί πολύ κόσμια στον δρόμο, αφού δεν είχε μποτιλιάρισμα, με την ελπίδα ότι οι ιδρωμένες μασχάλες του δεν θα μύριζαν. Διότι υπάρχουν, ως γνωστόν, δύο είδη ιδρωτίλας στη μασχάλη, εκείνο που μυρίζει κι εκείνο που είναι άοσμο. Το άοσμο είναι ο ιδρώτας που παράγεται από την προσπάθεια. Εκείνο που μυρίζει είναι ο ιδρώτας της νευρικότητας. Ο χρόνος θα έδειχνε ποιο είδος ήταν αυτό που πλατσούριζε στις μασχάλες του, κάτω από το λινό σακάκι και το κιτρινωπό φανελάκι. Μήπως έπρεπε να είναι λίγο πιο κόσμια ντυμένος; Τώρα το σκέφτηκες! είπε στον εαυτό του και χτύπησε το κουδούνι. Μια γλυκιά κοπέλα στην ηλικία των δεκάξι άνοιξε. Συνομήλικη της κόρης του Τούβα. Ήταν μελαχρινή, με περιποιημένο ντύσιμο και έδειχνε γνήσια θλιμμένη. «Γεια σου» είπε και έδειξε την ταυτότητά του. «Ονομάζομαι Πολ Γελμ και είμαι από την αστυνομία. Είναι οι γονείς σου στο σπίτι;» «Για τον παππού πρόκειται;» ρώτησε η κοπέλα. «Ναι». Εκείνη εξαφανίστηκε. Στη θέση της εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος άντρας πενήντα
και κάτι χρόνων. «Ναι;» έκανε εκείνος. «Πολ Γελμ, Εθνική Υπηρεσία Έρευνας Εγκλημάτων. Ο κύριος Χάραλντ Σέινκμαν;» Ο άντρας έγνεψε καταφατικά κι έκανε μια χειρονομία στον Γελμ να περάσει. Ο Πολ Γελμ μπήκε μέσα και τον οδήγησαν σ’ ένα δωμάτιο που υπέθεσε ότι ήταν η βιβλιοθήκη. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, οι τοίχοι του καλύπτονταν από βιβλία. Στο κατά τα άλλα λιτό δωμάτιο επικρατούσε ένα ευχάριστο μισοσκόταδο. Ένα μισοσκόταδο ανάγνωσης. Ένιωσε αμέσως σαν στο σπίτι του. Ένιωσε ότι ήθελε να πάει στα ράφια και να κοιτάξει τις ράχες των βιβλίων, αλλά αντ’ αυτού πήγε και κάθισε στον παλιό καναπέ. Ο Χάραλντ Σέινκμαν κάθισε ακριβώς δίπλα του. Ούτε αυτή η εγγύτητα του φάνηκε δυσάρεστη. «Ήταν σχεδόν ενενήντα» έκανε εκείνος χαμηλόφωνα. «Γνωρίζαμε φυσικά ότι θα πέθαινε κάποια στιγμή, αλλά οι περιστάσεις…» Σώπασε και κοίταξε το χαμηλό, χοντρό τραπεζάκι από πεύκο. «Τα συλλυπητήριά μου» είπε ο Γελμ κι ένιωσε μια φοβερή αμηχανία. «Εσείς τι ακριβώς θέλατε να μάθετε;» Εσείς. Ήταν προσωπικό ή γενικό «εσείς»; Θα έπρεπε κι αυτός να μιλάει στον Χάραλντ Σέινκμαν στον πληθυντικό ή στον ενικό; Επέλεξε το πρώτο. Ταίριαζε κατά κάποιον τρόπο. «Πρώτα απ’ όλα, θέλω να ξέρω αν έχετε την παραμικρή ιδέα τι έκανε στο Νότιο κοιμητήριο. Έχετε συγγενείς θαμμένους εκεί;» «Όχι. Από τη μεριά του πατέρα δεν υπήρχαν συγγενείς, φυσικά, και το σόι της μητέρας βρίσκεται στο Βόρειο κοιμητήριο. Στη Σόλνα». «Και δεν γνωρίζετε για ποιο λόγο ήταν εκεί;» «Μα δηλώσαμε την εξαφάνισή του στην αστυνομία». «Την εξαφάνισή του!» έκανε έκπληκτος ο Γελμ, ίσως κάπως απότομα. Ο Σέινκμαν τον κοίταξε. «Δεν το ξέρατε, δηλαδή; Δεν υπάρχει καμία επαφή ανάμεσα στις διάφορες αστυνομικές αρχές;» Ο Γελμ φάνηκε να σκέφτεται λίγο. «Θα ελέγξω γιατί αυτή η πληροφορία δεν έφτασε σ’ εμένα. Πάντως λυπάμαι γι’ αυτό. Ο πατέρας σας ήταν, λοιπόν, εξαφανισμένος;» «Εδώ και πέντε ημέρες». «Ήταν κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά;» «Είχε δικό του νοικοκυριό και θα έλεγα πως ήταν όντως λίγο μοναχικός, οπότε δεν είχαμε συνεχή επαφή, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, δεν είχε λείψει ποτέ άλλοτε ολόκληρη νύχτα. Όχι από τότε που πέθανε η μητέρα. Δηλώσαμε την εξαφάνισή του ήδη μετά την πρώτη νύχτα απουσίας». «Ο πατέρας σας ήταν σχεδόν ενενήντα χρόνων. Ήταν μήπως, κατά κάποιον τρόπο… μπερδεμένος; Στην ηλικία αυτή δεν είναι τόσο ασυνήθιστο κάτι τέτοιο». «Καθόλου» είπε ο Σέινκμαν και τον κοίταξε. «Ήταν ερευνητής του εγκεφάλου και εκπαίδευε σκόπιμα τον εγκέφαλό του για να αποφεύγει όλες τις μορφές γεροντικής άνοιας. Όταν εξαφανίστηκε, είχε αφήσει πίσω του το μεγάλο σταυρόλεξο της Ντάγκενς Νιχέτερ. Λυμένο μέχρι την τελευταία λέξη». «Ψάξατε γι’ αυτόν;» «Προσπάθησα. Ήμουν πάνω στο νοσοκομείο Καρολίνσκα, στην παλιά του δουλειά, και πήγα στη ΒΒ, εκεί που συνήθιζε να πηγαίνει».
«Στη Βασιλική Βιβλιοθήκη, δηλαδή;» Ο Χάραλντ Σέινκμαν χαμογέλασε αχνά. «Οι περισσότεροι με ρωτούν: ΒΒ; Βαυαρική Μπιραρία; Αλλά όχι, δεν πήγαινε ποτέ του σε ταβέρνες και τέτοια, πήγαινε, όμως, στη Βιβλιοθήκη. Περνούσε εκεί όλη τη μέρα του, απ’ ό,τι ξέρω. Αλλά εκείνο που με εξέπληξε είναι το πόσο λίγα γνώριζα για την καθημερινή του ρουτίνα. Δούλευα πολύ και τον παραμελούσα, και τώρα ήταν αργά… το κατάλαβα. Δεν ήξερα πού να τον ψάξω. Και κανείς από αυτούς που ρώτησα δεν τον είχε δει». «Και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι κάτι είχε συμβεί; Κάτι ασυνήθιστο;» «Όχι. Και ούτε μπορώ να καταλάβω γιατί ήταν κάτω στο Νότιο κοιμητήριο. Είναι γνήσιος αθεϊστής και υλιστής· οπωσδήποτε σέβεται την εβραϊκή μας παράδοση, δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω τι δουλειά είχε εκεί». «Μπορώ να ρωτήσω πώς και ο πατέρας σας ζούσε μαζί σας;» «Το αντίθετο συνέβαινε. Αυτό εδώ είναι το πατρικό μου. Αυτός ήταν που αγόρασε το σπίτι τη δεκαετία του πενήντα, απευθείας από τον αρχιτέκτονα. Από τον Άντερς Βίλγκοτσον, αν τον έχετε υπόψη σας. Ήταν πρόταση του μπαμπά να πάρω εγώ, ως μεγαλύτερος γιος, το σπίτι και αυτός θα έφτιαχνε τη σοφίτα για να μένει. Και ήταν μια καλή συμφωνία. Οικογενειακοί δεσμοί και ταυτόχρονα απόλυτη ανεξαρτησία. Ίσως τελικά έγινε πολύ απόλυτη… Εκείνος εξαφανίστηκε δίχως να το πάρω χαμπάρι. Και μετά πήγε και δολοφονήθηκε. Απίστευτο». «Τι δουλειά κάνετε, κύριε Σέινκμαν;» «Δεν αφήνουμε αυτά τα “κύριε” και τα “εσείς”; Νιώθω ότι δεν αρέσουν σε κανέναν μας. Με λένε Χάραλντ και σε λένε… Πολ;» «Ναι. Α, ναι, βέβαια». «Φοβάμαι ότι ακολουθώ τα ίχνη του πατέρα μου. Γιατρός είμαι. Αν και όχι στον εγκεφαλικό… κλάδο». Ο Γελμ κατάφερε να πνίξει το τρανταχτό γέλιο μ’ έναν βήχα και μ’ ένα ακόλουθο, ήρεμο χαμόγελο. «Θα είδες προφανώς τον εντιμότατο αρχηγό μας στην τηλεόραση». Ο Σέινκμαν παρήγαγε κι αυτός σχεδόν το ίδιο είδος χαμόγελου. «Μια όχι και τόσο αξιοπρεπής περίπτωση, για να το πω έτσι» έκανε εκείνος με μια ουδετερότητα που δεν ήταν διόλου κατώτερη από του Χουλτίν. «Όχι και τόσο, όχι ιδιαίτερα». «Αλλά εσείς είστε αρκετά καλοί. Ομάδα Άλφα, έτσι σας λένε όντως;» «Είναι το χαϊδευτικό μας. Ή το παρατσούκλι μας – πάρ’ το όπως θέλεις. Το επίσημο όνομα είναι Ειδική μονάδα καταπολέμησης εγκλημάτων διεθνούς κλίμακας της Εθνικής Υπηρεσίας Έρευνας Εγκλημάτων». «Ακούγεται σαν να είστε οι κατάλληλοι άνθρωποι γι’ αυτό εδώ». «Δυστυχώς είμαστε. Αυτό που συνέβη στον πατέρα σου πρέπει να είναι έγκλημα διεθνούς κλίμακας. Γνωρίζεις τις λεπτομέρειες;» «Ναι» είπε ο Χάραλντ Σέινκμαν και κοίταξε κάτω στο τραπέζι. «Μου φάνηκε σαν βασανιστήριο». «Πιθανώς. Είναι, όμως, κάτι που εσύ αναγνωρίζεις με κάποιον τρόπο; Ως απόγονος ενός… φυλακισμένου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης;» Ο Σέινκμαν κοίταξε τον Γελμ με μια νέα ματιά αυτή τη φορά. Ήταν σαν να αποφάσιζε
να σταματήσει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, να φιλτράρει μια κι έξω όλα τα εξωραϊστικά μικρά ψέματα. Είχε πιθανώς νιώσει ότι μπορούσε να εμπιστευτεί εκείνον τον αναιμικό αστυνομικό που ίδρωνε ακατάπαυστα στις μασχάλες και είχε ένα κόκκινο σημάδι στο μάγουλο. Είπε: «Για τον καιρό που έκανε στο στρατόπεδο ξέρω πολύ λίγα· ο πατέρας μου ήταν πολύ μυστικοπαθής, λες και ήθελε να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του σκοπίμως. Και οι ικανότητές μου ως γιατρού είναι περιορισμένες. Δούλεψα όλη μου τη ζωή ως γενικός ιατρός σε αυτές τις περιοχές που είναι γνωστές ως προβληματικές. Αναλάμβανα ανθρώπους που είχαν υποστεί βασανιστήρια και είχαν υποφέρει από την πείνα και τις κακουχίες. Συχνά ήταν μια δουλειά επί εικοσιτετραώρου βάσεως, που έφτανε στα όρια του αφόρητου. Και ήταν αδύνατον να μην κουβαλάς όλα αυτά τα προβλήματα στο σπίτι. Εκτός αυτού συμμετείχα και στους «Γιατρούς χωρίς σύνορα» και άρχισα να ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο. Στο τέλος είχα καεί. Είχα μείνει εντελώς παθητικός για πολλούς μήνες· τώρα μόλις έγινε γνωστό ότι συμβαίνει σε ανθρώπους αυτό, τώρα που άρχισαν να το παθαίνουν και μερικοί δημοσιογράφοι. Το προσωπικό των νοσοκομείων έχει πέσει σε τέτοια παθητικότητα εδώ και δεκαετίες. Η γυναίκα μου με άφησε και πήρε μαζί της την κόρη μας, δεν μπορούσα να πληρώσω τα δάνεια για το σπίτι μας στο Σέντερμαλμ και αναγκάστηκα να μετακομίσω στο σπίτι του μπαμπά. Εδώ. Ήταν πριν από δώδεκα χρόνια. Καθόμουν εδώ ξαπλωμένος, σε τούτον εδώ τον καναπέ, και ήμουν εντελώς χαμένος. Ήμουν τριάντα εννέα χρόνων και ξαφνικά τα είχα χάσει όλα. Τότε ήταν που ο πατέρας μου είχε την ιδέα να περάσει το σπίτι σ’ εμένα και να φτιάξει ένα διαμέρισμα στη σοφίτα για τον εαυτό του. Πιστεύω ότι μπορείς να πεις πως αυτό μ’ έσωσε. Άρχισα από την αρχή. Τα έχτισα όλα από το μηδέν. Μου δόθηκε το δικαίωμα να βλέπω την κόρη μου. Άρχισα να δουλεύω ξανά και άρχισα επίσης να γράφω. Τώρα έχω ξαναπιάσει τους παλιούς ρυθμούς εργασίας. Αν και είναι λίγο διαφορετικά πια. Άρχισα να γράφω αναφορές για τον τομέα υγείας και περίθαλψης στη Σουηδία και στα προάστια που βρίθουν από μετανάστες. Δυσκολεύτηκα να τα εκδώσω. Τώρα τελευταία άρχισα να γράφω… ναι, λογοτεχνία. Έχω δημοσιεύσει μερικά διηγήματα σε πολιτιστικά περιοδικά και γράφω τώρα ένα μυθιστόρημα. Μπορείς να πεις ότι πήρα τον εντελώς αντίθετο δρόμο από εκείνον του πατέρα μου». Σταμάτησε. Ο Πολ Γελμ τον κοιτούσε. Ήταν μια προειδοποίηση: πόσο εύκολο είναι να αποκομίσεις μια λαθεμένη εντύπωση για έναν άνθρωπο. Πόσο εύκολα αποφασίζει κανείς πώς μπορεί να είναι ο άλλος ως άτομο. Είχε αντιμετωπίσει τον Χάραλντ Σέινκμαν ως γιο καθηγητή πανεπιστημίου που έτρωγε από μικρός με χρυσά κουτάλια, κι έτσι ήταν κατά κάποιον τρόπο. Και κατά κάποιον άλλον τρόπο δεν ήταν καθόλου έτσι. Ένα μάθημα ζωής: ποτέ μη βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα για άλλους ανθρώπους. Τελειώνει πάντα με το κακό. Ήθελε να πει στον Χάραλντ Σέινκμαν για τις σκέψεις του γύρω από το παρόν. Ότι πρέπει να ελέγχουμε συχνά τη σύγχρονη ακροδεξιά και τις πράξεις της, αλλά και ότι η ιστορία πιθανότατα να μην επαναλαμβανόταν σε τόσο άμεσο επίπεδο. Ότι ο φασισμός θα επέστρεφε ήταν κάτι για το οποίο ήταν αρκετά πεπεισμένος, αλλά αυτό θα γινόταν, πιθανώς, μ’ έναν πολύ πιο ύπουλο και έμμεσο τρόπο –θα γλιστρούσε αθόρυβα από την πίσω πόρτα, ενώ εμείς θα κρατούσαμε ορθάνοιχτα τα μάτια μας προς τις πιο αυτονόητες, απλές μορφές του– και ξαφνικά θα καθόμασταν εκεί, απέναντι από έναν άνθρωπο και θα τον βλέπαμε ως αντικείμενο, ως πράγμα, ως μια πιθανή απόδοση. Ήταν ήδη πεπεισμένος ότι ο οικονομισμός ήταν το πρώτο στάδιο του νέου φασισμού.
Αλλά δεν είπε τίποτα. Αντιθέτως, έγινε πάλι αστυνομικός. «Με ποιον τρόπο πήρες δρόμο αντίθετο από εκείνον του πατέρα σου;» «Είμαι ο γιατρός που έγινε λογοτέχνης. Εκείνος ήταν ο λογοτέχνης που έγινε γιατρός. Πριν από τον πόλεμο ήταν λογοτέχνης, αυτό είναι το μόνο που ξέρω για το παρελθόν του. Ήρθε από το Βερολίνο και είχε οικογένεια, σύζυγο και έναν μικρό γιο, που πέθαναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης· έχω, δηλαδή, έναν ετεροθαλή αδελφό που πέθανε εδώ και πολύ καιρό. Αφανίστηκε όλο το σόι. Κι εκείνος απόμεινε μόνος. Και δεν μπορούσε να ζει έτσι. Οπότε άρχισε από την αρχή. Γύρισε σελίδα στο βιβλίο της ζωής, υποθέτω. Ήταν, λοιπόν, λογοτέχνης πριν, πολύ ονειροπόλος και λυρικός ποιητής, αν κρίνει κανείς από τα ημερολόγιά του. Αλλά μετά τον πόλεμο στράφηκε στη φυσική επιστήμη και στην ιατρική. Υποθέτω ότι χρειαζόταν κάτι πιο σταθερό και σίγουρο. Το πνεύμα πέθανε στο στρατόπεδο, αλλά η ύλη επέζησε. Έτσι μπορείς να το δεις το πράγμα». «Δηλαδή κρατούσε ημερολόγια στο Μπούχενβαλτ; Υπάρχουν ακόμη;» Ο Σέινκμαν έγνεψε καταφατικά. «Πάνω στη σοφίτα του». «Μια και μιλάμε γι’ αυτό» είπε ο Γελμ. «Πρέπει να ρίξω μια ματιά στο διαμέρισμά του». «Φυσικά» είπε ο Χάραλντ Σέινκμαν, έγνεψε και σηκώθηκε. Ο Γελμ τον ακολούθησε καθώς διέσχιζαν το σπίτι και ανέβηκαν μια σκάλα η οποία φαινόταν να έχει κατασκευαστεί πρόσφατα. Μετά έφτασαν στη μικρή γωνιά του Λέοναρντ Σέινκμαν. Ήταν ζεστή και φωτεινή. Ακόμα κι εδώ καλύπτονταν όλοι οι τοίχοι από βιβλία, κυρίως ιατρική βιβλιογραφία, αλλά και αρκετούς κλασικούς της λογοτεχνίας. Στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε όντως ένα λυμένο σταυρόλεξο της Ντάγκενς Νιχέτερ, κι αυτό ήταν όλο. Επικρατούσε καθαριότητα κλινικής. «Εσύ έπλυνες τα πιάτα;» ρώτησε ο Πολ Γελμ. «Όχι» είπε ο Σέινκμαν. «Όλα αυτά τα φρόντιζε ο ίδιος άψογα. Δεν του άρεσε η ακαταστασία, είναι άλλωστε και η πρώτη μου εντύπωση από τα παιδικάτα μου. Πάντα ήταν όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Ήταν αρκετά ενοχλητικό. Ακόμα και για τη μαμά, αν δε με απατά η μνήμη μου. Αν και τη μητέρα μου δεν τη θυμάμαι τόσο καλά. Οι εικόνες της μνήμης ξεθωριάζουν σιγά σιγά. Και σύντομα δεν σου έχει μείνει τίποτα». «Σε πειράζει να ρίξω μια ματιά στο διαμέρισμα μόνος μου; Θα στείλουμε αργότερα και μερικούς τεχνικούς του Εγκληματολογικού επίσης». «Βέβαια» είπε ο Χάραλντ Σέινκμαν και εξαφανίστηκε αθόρυβα. Ο Πολ Γελμ τον κοίταξε για λίγο όταν έφευγε. Μετά άρχισε να περιπλανιέται λίγο αδέξια μέσα στο μικρό διαμέρισμα· μέτρησε δύο δωμάτια και κουζίνα. Το φως έμπαινε από μια ολόκληρη σειρά κεκλιμένων παραθύρων οροφής. Κεκλιμένοι ήταν επίσης και όλοι οι τοίχοι. Ήταν ένα είδος κεκλιμένης ζωής. Και αναμφίβολα αυτή η κεκλιμένη ζωή ήταν άψογα νοικοκυρεμένη. Δεν υπήρχε πουθενά ούτε κόκκος σκόνης. Πρώτα ποιητής Εβραίος στο κοσμοπολίτικο Βερολίνο στις δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα. Μετά γυναίκα και παιδιά. Κατόπιν το στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί που γιος και σύζυγος και μητέρα και πατέρας και όλοι οι συγγενείς πεθαίνουν σε φρικιαστικές συνθήκες. Και μετά έρχεται αυτός ως ένας υποσιτισμένος και βασανισμένος επιζών. Κάθε αυταπάτη, πίστη και ελπίδα είχε εξαφανιστεί. Μετακομίζει σε ξένη χώρα, μακριά απ’ όλα. Αρχίζει από την αρχή, από το μηδέν. Μαθαίνει τη γλώσσα, φτιάχνει νέα οικογένεια, σπουδάζει, αποκτάει μια αξιοσέβαστη δουλειά, γίνεται ένας άξιος επιστήμονας, αγοράζει
ένα σπίτι φονξιοναλιστικό απευθείας από τον αρχιτέκτονα, σώζει έναν γιο που είναι έτοιμος να χαθεί και μένει στο σπίτι αυτό μαζί με τον γιο του μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Φαίνεται πως ο Λέοναρντ Σέινκμαν κατάφερε το ακατόρθωτο – όπως παραδόξως τόσοι άλλοι. Είχε μια καλή, νέα ζωή. Αλλά το πώς ένιωθε κατά βάθος είναι κάτι που δεν το ξέρεις. Ο ίμερος για τη νοικοκυροσύνη και την καθαριότητα ήταν εντελώς φυσικός έπειτα από τόσα και τόσα χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης· κι από αυτό δεν μπορούσες να βγάλεις συμπεράσματα. Ο Πολ Γελμ έπρεπε να διαβάσει το ημερολόγιο. Ήταν απολύτως απαραίτητο. Το βρήκε τελικά σε μια βιβλιοθήκη πάνω από μια σειρά όρθιων βιβλίων· ήταν το μοναδικό σε όλο το διαμέρισμα που ήταν τοποθετημένο κάπως στραβά. Τα κιτρινισμένα, χειρόγραφα φύλλα ήταν πολυδιαβασμένα, διπλωμένα, πολυξεφυλλισμένα και γενικώς φθαρμένα. Συνολικά το ημερολόγιο δεν είχε πάχος μεγαλύτερο από καμιά δεκαριά σελίδες. Και ήταν γραμμένο στα γερμανικά. Αυτό αποτελούσε εμπόδιο. Αλλά, συγκρινόμενο με όσα είχε καταφέρει ο Λέοναρντ Σέινκμαν, δεν ήταν τίποτε απολύτως. Απλώς έπρεπε να φρεσκάρει λίγο τα παλιά και μισοξεχασμένα γυμνασιακά γερμανικά του. Στις σελίδες του ημερολογίου είχαν προστεθεί σχολαστικά οι ημερομηνίες και οι αριθμοί σελίδων και όλα φαίνονταν στη θέση τους. Το μόνο που απέμενε ήταν ν’ αρχίσει το διάβασμα. Το μόνο… Πήρε το ημερολόγιο με τα κιτρινισμένα φύλλα και κατέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα. Ο Χάραλντ Σέινκμαν καθόταν στον καναπέ και έμοιαζε εξαντλημένος. Σηκώθηκε όταν ο Γελμ κατέβηκε και πήγε προς το μέρος του. «Αυτό εδώ πρέπει να είναι το ημερολόγιο» είπε ο Πολ Γελμ κραδαίνοντάς το λίγο. «Μπορώ να το πάρω; Θα σου το επιστρέψω, φυσικά». «Βεβαίως» είπε ο Χάραλντ Σέινκμαν. «Ξέρεις να διαβάζεις γίντις δηλαδή;» Ο Γελμ ανοιγόκλεισε τα μάτια και κοίταξε έκπληκτος τα κιτρινισμένα φύλλα. Οι λέξεις άλλαξαν χαρακτήρα μπροστά στα μάτια του. Μετά κοίταξε τον Σέινκμαν. Ένα πολύ αμυδρό χαμόγελο έπαιζε στα χείλη του άλλου. «Όχι» έκανε ο Χάραλντ Σέινκμαν. «Απλώς αστειευόμουν. Γερμανικά είναι». Ο Πολ Γελμ τον κοίταξε. Μετά άρχισε να γελάει. Του άρεσε αυτός ο άνθρωπος. «Μια ερώτηση ακόμα» είπε τελικά. «Τι άνθρωπος ήταν ο πατέρας σου;» Ο Σέινκμαν έγνεψε σαν να είχε προβλέψει την ερώτηση. «Αφιέρωσα αρκετό χρόνο και σκέψη σε αυτό το θέμα. Δύσκολο, όμως, να πω κάτι, πραγματικά. Όταν ήμασταν μικροί, είχε μεγάλες απαιτήσεις. Αρκετά σκληρός, κάπως κλασικά πατριαρχικός. Έπρεπε να γίνουμε γιατροί και οι τρεις, δεν χωρούσε άλλη κουβέντα. Η εκστρατεία του ήταν επιτυχής ως έναν βαθμό. Καλύτερα απ’ όλους τα κατάφερε ο μικρός αδελφός μας, ο Ντάβιντ· εργάζεται ως χειρουργός εγκεφάλου και επιμελητής στο Καρολίνσκα και σύντομα θα γίνει, υποθέτω, και καθηγητής. Σε μεγαλύτερη ηλικία από τον πατέρα, εντούτοις. Είναι ήδη σαράντα τριών χρόνων. Η μεσαία αδελφή μας, η Χάννα, ήταν αυτή που επαναστάτησε και έγινε ενεργό μέλος της αριστεράς της δεκαετίας του εβδομήντα· τώρα διδάσκει στη Ανώτερη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας. Κι εγώ, ως ο μεγαλύτερος γιος, σπούδασα επιτυχώς την ιατρική, αλλά μετά
αρνήθηκα να κάνω άλλη ειδικότητα πέρα από τη γενική ιατρική. Στην αρχή ο πατέρας το έφερε βαρέως, διότι με θεωρούσε ως τον εκλεκτό. Κι όταν άρχισα να δουλεύω στην Τένστα και στο Ρίνκεμπι, κουνούσε απλώς το κεφάλι του. Αλλά πιστεύω ότι, προς το τέλος, άρχισε να σέβεται αυτό που έκανα. Δεν ήταν αμετάπειστος άνθρωπος. Όταν έπεφτα σε αδιέξοδα, ήταν πραγματικός βράχος στήριξης. Όταν όλος ο κόσμος χανόταν κάτω από τα πόδια σου, εκείνος αποτελούσε το σταθερό σημείο. Τότε είχαμε μια πολύ καλή σχέση. Μόλις είχε βγει στη σύνταξη και ήταν ακόμη γεμάτος ζωντάνια, και είχε επιτέλους συνέλθει από τον θάνατο της μαμάς. Αλλά μετά κάπου χαθήκαμε πάλι, και δεν μπορώ να πω ότι τον γνώριζα πραγματικά. Ήταν ένας άνθρωπος που κάποτε είχε μιαν εντελώς άλλη ζωή – και σε αυτή τη ζωή εμείς δεν μπήκαμε ποτέ, κανένας από εμάς, ούτε καν η μαμά». Ο Γελμ έγνεψε και του έδωσε το χέρι. «Ευχαριστώ πολύ, λοιπόν» του είπε. «Θα μιλήσουμε ξανά». «Χάρηκα για την κουβέντα μας» είπε ο Σέινκμαν και πρόσθεσε: «Πολ». «Παρομοίως, Χάραλντ». Βγαίνοντας, ο Γελμ αποχαιρέτησε και την κόρη του Χάραλντ. Μετά μπήκε στο παλιό Άουντι και κάθισε εκεί για λίγο. Ξεφύλλισε τα κιτρινισμένα φύλλα του ημερολογίου. Αυτά είχαν γραφτεί, λοιπόν, σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο απαίσιο Μπούχενβαλτ. Με κάποιον τρόπο, ο Λέοναρντ Σέινκμαν, ποιητής από το Βερολίνο, είχε καταφέρει να βρει πένα και χαρτί και, επίσης, είχε καταφέρει να τα κρατήσει όλα κρυφά από τους φύλακες του στρατοπέδου. Ήταν ένα αξιοπρόσεκτο επίτευγμα. Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, άφησε πίσω του την οδό Σπίνου, Μπουφινκσβέγκεν, και βγήκε στην Μπρεβικσβέγκεν, που σύντομα θα γινόταν Τιρεσεβέγκεν. Ο ουρανός ήταν ακόμη καταγάλανος, αλλά φαινόταν λες και εκείνη η μεμβράνη είχε σκιστεί και απομακρυνθεί με τον άνεμο. Τώρα ο ουρανός ήταν όντως καταγάλανος εκεί από πίσω. Η πίεση πάνω από το τοπίο είχε εξαφανιστεί και η φύση ήταν ήρεμη και όμορφα ανοιξιάτικη. Θα ερχόταν και φέτος το καλοκαίρι, παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Το κινητό χτύπησε. Ο Χόρχε Τσάβες είπε: «Ναι, βέβαια». Τίποτ’ άλλο. Και ο Πολ Γελμ κατάλαβε αμέσως. «Υπήρχε;» έκανε. «Οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού είχαν συλλέξει ένα κάρο πράγματα από τον λάκκο των αδηφάγων, πρέπει να πω. Από κομματάκια ψωμί, λες και οι αδηφάγοι ήταν πάπιες, μέχρι ποντικοπαγίδες. Βρήκαν δύο ποντικοπαγίδες στον λάκκο. Η μία ήταν ακόμη στημένη». «Είναι καινούργια συνήθεια. Να βασανίζουν ζώα. Ξυλοκοπούν τακτικά ακόμα και άλογα στην ανοιχτή κοινωνία μας». «Επίσης, οχτώ κουτάκια μπίρας. Σ’ ένα από τα κουτάκια υπήρχε εκείνη η μακριά, αιχμηρή βελόνα. Πρέπει να ήταν κάποιος από τους αδηφάγους που είχαν επηρεαστεί από την κοκαΐνη και είχαν καταβροχθίσει το κρανίο. Μάλλον του στάθηκε η βελόνα στο στόμα, σαν ψαροκόκαλο, και με κάποιον τρόπο το έφτυσε στο κουτάκι της μπίρας». «Άγνωστοι αι βουλαί του Υψίστου» έκανε ο Γελμ και τράβηξε για την έδρα του. Στο αστυνομικό μέγαρο.
Δεκαπέντε
Δευτέρα 8 Μαΐου, στις οχτώμισι το πρωί, έγινε ένα θαύμα στο Κουνγκσχόλμεν της Τ ηΣτοκχόλμης. Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία έλαμψε ο ήλιος μέσα στο Αρχηγείο. Το ένα μετά το άλλο, τα μέλη της Ομάδας Άλφα μπήκαν στη βαρετή αίθουσα διαλέξεων και το ένα μετά το άλλο σταματούσαν στη θέα της δέσμης του ηλιακού φωτός που έπεφτε στο πάτωμα, ακριβώς πίσω από την πόρτα. Πέρασαν με ευλάβεια δίπλα της και κάθισαν στις θέσεις τους λίγο πιο μέσα στην αίθουσα. Όταν έφτασε, τελευταίος, ο Βίγκο Νορλάντερ και έκλεισε την πόρτα πίσω του, η δέσμη φωτός χάθηκε. Άνοιξε την πόρτα ξανά και να σου ξανά η δέσμη φωτός. Οι άνθρωποι στο Αρχηγείο ήταν, ωστόσο, ερευνητές της αστυνομίας και όχι αποκρυφιστές. Η αιτία έπρεπε να ερευνηθεί και το θαύμα να χαθεί. Οι κοινές τους προσπάθειες απέδωσαν την εμφάνιση της δέσμης ηλιακού φωτός σε πέντε παράγοντες. Πρώτος παράγοντας ήταν ο ήλιος που έλαμπε απέξω. Δεύτερος ότι έμπαινε από το παράθυρο στη γυναικεία τουαλέτα που είχαμε αναφέρει προηγουμένως. Τρίτος ότι η πόρτα της εν λόγω τουαλέτας είχε κολλήσει και είχε μείνει ανοιχτή λόγω ενός διπλωμένου πακέτου τσιγάρων στο πάτωμα. Τέταρτος ότι οι ηλιακές ακτίνες από το παράθυρο της τουαλέτας αντανακλούσαν στο τζάμι ενός πίνακα που αναπαριστούσε την πλατεία Χετόργετ, και έμελλε ν’ αναρτηθεί στο γραφείο του Βάλντεμαρ Μέρνερ και –αναμένοντας την άφιξη του αναφερθέντος αξιωματικού– είχαν αφήσει τον πίνακα στο πάτωμα, απέναντι από την πόρτα του Αρχηγείου. Η πόρτα έκλεισε. Το θαύμα χάθηκε. Και ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν άφησε τα κουκουβαγίστικα ματογυάλια του να γλιστρήσουν στην άκρη της τεράστιας μύτης του, μέχρι που έφτασαν σχεδόν πάνω από το άψογα ξυρισμένο άνω χείλος. Ή όπως αλλιώς το ονομάζουν εκείνο το τμήμα ανάμεσα στο στόμα και στη μύτη. «Καλά νέα» είπε ο Χουλτίν με ύφος ουδέτερο. «Αλλά ας τα αφήσουμε για μετά. Θέλω πρώτα να ζητήσω συγγνώμη από τη Σάρα που σύρθηκε στη χτεσινή φάρσα που ονόμασαν συνέντευξη τύπου. Πρέπει να είναι κανείς πολύ καλά προετοιμασμένος όταν παίρνει θέση δίπλα στον Βάλντεμαρ Μέρνερ». «Και δεν πρέπει να αρπάζει κανείς ολόκληρο μπουκέτο με μικρόφωνα». Ποιος το είχε πει αυτό; Ποιος ήταν εκείνος ο παράτολμος άνθρωπος που τόσο ασυλλόγιστα είχε βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λιονταριού; Κοίταξαν όλοι γύρω τους στην αίθουσα περιμένοντας να δουν ποιος θα έτρωγε την κεφαλιά στο φρύδι. Οι κοινές προσπάθειες εντοπισμού του ενόχου οδηγούσαν ωστόσο στον ίδιο τον ΓιανΟύλοφ Χουλτίν. Αυτοκριτική; Μια δραστική αλλαγή προσωπικότητας είχε προφανώς
αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. Εγκεφαλικό επεισόδιο; σκέφτηκαν τέσσερα άτομα, των οποίων το όνομα θα μείνει για πάντα κρυφό. «Θα έλεγα ότι ήταν όντως μια μικρή έκπληξη» έκανε με ήπιο τόνο η Σάρα Σβενχάγκεν. «Συνεχίζουμε» είπε ο Χουλτίν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Η προκαταρκτική ενημέρωση που μας έκαναν οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού από το Νότιο κοιμητήριο δεν δείχνει τίποτα σημαντικό. Ούτε ένα χρήσιμο ίχνος από πατημασιές, ούτε ένα δακτυλικό αποτύπωμα στο σκοινί ή στο κορμί. Εντούτοις βρέθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του Λέοναρντ Σέινκμαν σε πολλά κομμάτια της σπασμένης ταφόπλακας που υπήρχε από κάτω. Να το ερμηνεύσουμε τώρα αυτό ως σημάδι πόνου απλώς ή σαν να είχε εκείνη η ταφόπλακα κάποια σημασία γι’ αυτόν; Πήγαινε, άραγε, σ’ εκείνον τον τάφο;» «Το όνομα σ’ εκείνη την ταφόπλακα, μετά την ανασυναρμολόγησή της, ήταν “Στάιφ”. Αυτό μόνο. Θα μάθουμε περισσότερα για αυτό το πτώμα». «Το αναλαμβάνεις εσύ, Χόρχε» έκανε ο Χουλτίν. «Άλλο; Τι έγινε μ’ εκείνον τον σκίνχεντ, τον Αντρέας Ράσμουσον;» Η Σέρστιν Χολμ κοίταξε ένα έγγραφο. «Έπαθε προφανώς κάποιο είδος ψύχωσης τη νύχτα. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο του Σέντερ». «Τον φρουρούν;» «Εφόσον κάποιος συλληφθείς είναι ύποπτος, παραμένει ύποπτος. Ναι, ένας αστυφύλακας τον φυλάει μέρα και νύχτα. Αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες τα έχει εντελώς χαμένα». «Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε τι ήταν αυτό που είδαν εκείνοι οι σκίνχεντ» είπε ο Χουλτίν. «Δεν είναι, δηλαδή, δυνατόν να μάθουμε με ποιους συναναστρεφόταν, ποιον συνάντησε χτες και τα λοιπά και τα λοιπά; Γκούναρ;» «Εντάξει» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Αλλά μετά το πανεπιστήμιο. Εσύ, ο Βίγκο και ο αστυφύλακας Άντερσον θα συναντηθείτε με μια ερευνήτρια σλαβικών γλωσσών ονόματι Λουντμίλα Λούντκβιστ στις δέκα, στο Ινστιτούτο Σλαβικών Γλωσσών. Βρείτε τον Άντερσον και πηγαίνετε στο Φρεσκάτι». «Ντα» έκανε ο γλωσσομαθής Νιμπέργ. «Τώρα» συνέχισε ο Χουλτίν, με μια βάναυση ουδετερότητα, και σήκωσε ένα χαρτί πάνω στο οποίο υπήρχε ένα μεγάλο συν «πρέπει να πω ότι αυτό εδώ το σχέδιο έφτασε σ’ εμένα εντελώς ανώνυμα. Αποτελείται από τέσσερα τμήματα…» «Τεταρτημόρια» έκανε ο Τσάβες. Ο Χουλτίν τού έριξε μια πολύ παρατεταμένη και πολύ ουδέτερη ματιά. «… τέσσερα τμήματα που φέρουν τις ονομασίες –και τις διαβάζω κατά σειρά– “Σκάνσεν”, “Σκουγκσιρκογκόρντεν”, “Σλάγκστα” και “Ούντενπλαν”. Κάτω από τον τίτλο “Σκάνσεν” γράφει “δακτυλικά αποτυπώματα, πιστόλι, σύρμα, σκοινί, Epivu”. Κάτω από το “Σκουγκσιρκογκόρντεν” γράφει “συγγενείς, έλεγχος του τρόπου ενέργειας, γνώμη χειρουργού εγκεφάλου για το πώς μπορεί να επηρεάσει το σύρμα τον εγκέφαλο, σκίνχεντ μάρτυρες, άλλοι μάρτυρες, έλεγχος της σκηνής εγκλήματος”. Με δική μου πρωτοβουλία πρόσθεσα το “Στάιφ”. Μπορεί αυτό να γίνει δεκτό από τους ανωτέρους μου στην ομάδα;»
«Βεβαίως» έκανε ο Τσάβες. «Μπράβο, νεαρέ μου». Άλλη μία, σχεδόν ατέλειωτη ματιά. Και μετά: «Συνεχίζω. Κάτω από το “Σλάγκστα” γράφει “έλεγχος τηλεφωνημάτων, αναφορές τεχνικών του Εγκληματολογικού, όχημα, νταβατζής-φάντασμα”. Και κάτω από το “Ούντενπλαν” γράφει “κινητό, αρχείο κλήσεων, γλωσσολόγος”». Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν σηκώθηκε και πήγε στον ασπροπίνακα. Με μια θεατρική χειρονομία τον γύρισε, ώστε να έρθει μπροστά η πίσω πλευρά του. Εκεί εμφανίστηκε το ίδιο συν όπως ήταν στο χαρτί. «Ας πάρουμε, λοιπόν, αυτό το ανώνυμο αριστούργημα ως κέντρο της έρευνας. Και μην κοιτάζετε εμένα αλλά αυτό. Αν αρχίσουμε ανάποδα, είμαστε στο “γλωσσολόγος”. Αυτή η λεπτομέρεια θα ξεκαθαριστεί πάντως σήμερα. Τα επόμενα σημεία: “κινητό, αρχείο κλήσεων” τα έχουν αναλάβει οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού, οι οποίοι ελέγχουν τώρα την κάρτα SIM και τα παρόμοια. Ελπίζουμε να μάθουμε τον συνδρομητή και να πάρουμε ένα μητρώο κλήσεων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Προηγούμενο… τεταρτημόριο: “Σλάγκστα”. Ας δούμε αυτό το “νταβατζής-φάντασμα”, το πρόσωπο για το οποίο μας έδωσε πληροφορίες ο Γέργκεν Νίλσον στο Νορμπούντα Μοτέλ. Ο Βίγκο θα το αναλάβει μόλις επιστρέψει από το Φρεσκάτι. Εντάξει;» «Εντάξει» έκανε ο Τσάβες. Ο Νορλάντερ τον κοίταξε αυστηρά και είπε: «Εντάξει». «Αλλά τι σημαίνει “όχημα”; Ένας άγνωστος ήχος κινητήρα στη Σλάγκστα στις τρεισήμισι, τέσσερις το πρωί της Πέμπτης. Δεν είναι εύκολο να βρούμε τι είναι, αλλά παραμένει ενδιαφέρον. Πρέπει να μιλήσουμε με περισσότερους γείτονες, να ελέγξουμε τις εταιρείες λεωφορείων και τις αναχωρήσεις λεωφορείων από Σουηδία μέσω διαφόρων τελωνειακών σταθμών. Είναι πολλά για σένα, Σάρα Σβενχάγκεν;» «Όχι, εντάξει είναι» είπε η Σάρα και αναστέναξε από μέσα της. «Για το στοιχείο “αναφορές τεχνικών του Εγκληματολογικού” μπορώ να δώσω εγώ απαντήσεις, μια που τις διάβασα τη νύχτα. Στα τέσσερα δωμάτια του ξενοδοχείου βρέθηκαν –δώστε προσοχή σε αυτό– σπέρμα από δεκαοχτώ διαφορετικούς άντρες. (Αυτό για τον τρόπο με τον οποίο υποδέχεται η Σουηδία τους πρόσφυγες.) Επίσης εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός δακτυλικών αποτυπωμάτων, αλλά κανένα από αυτά δεν υπήρχε στα δικά μας μητρώα εγκληματιών. Οι δεκαοχτώ άντρες ήταν, καταπώς φαίνεται, συνηθισμένοι και τίμιοι Σουηδοί». «Και, πιθανώς, κάποιος από τους γείτονες των άλλων δωματίων στο Νορμπούντα Μοτέλ, επίσης» έκανε η Σέρστιν Χολμ. «Εν πάση περιπτώσει, δεν βρέθηκαν ίχνη αίματος ούτε σημάδια ότι ασκήθηκε βία. Σωματική βία, δηλαδή. Κατά τα άλλα, τίποτα. Τα δωμάτια ήταν άδεια από κάθε είδους προσωπικό αντικείμενο. Και, τέλος, το στοιχείο “έλεγχος τηλεφωνημάτων”. Είναι, άραγε, αυτό κάτι για τον Πολ Γελμ; Ως ευχαριστώ γι’ αυτό εδώ». Ο Χουλτίν έδειξε το σχέδιο με το μεγάλο συν στον ασπροπίνακα. «Αν μου δοθεί χρόνος» έκανε ο Γελμ. «Σου δίνεται χρόνος» έκανε ανέκφραστα ο Χουλτίν και συνέχισε: «Τεταρτημόριο δύο: “Σκουγκσιρκογκόρντεν”. Το καινούργιο στοιχείο “Στάιφ” ανήκει στον Χόρχε. Μετά έχουμε τα “σκίνχεντ μάρτυρες” και “άλλοι μάρτυρες”. Ο Γκούναρ θα κοιτάξει επίσης και για άλλους σκίνχεντ μάρτυρες. Περισσότερους μάρτυρες δεν έχουμε, απ’ ό,τι ξέρουμε. Τα
ΜΜΕ έχουν αναμασήσει αυτό το ερώτημα εδώ και ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο· ίσως εμφανιστούν νέοι μάρτυρες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θα δούμε. Εκείνο το ανοικονόμητο στοιχείο “γνώμη χειρουργού εγκεφάλου για το πώς μπορεί να επηρεάσει το σύρμα τον εγκέφαλο” υπάρχει τώρα στον πραγματικό, υλικό κόσμο, έστω κι αν είναι αδιαπέραστο μερικές φορές. Ο Κβάρφορτ ανακοινώνει με το σύνηθες ύφος: “Το ογδονταοχτάχρονο σώμα είναι καλοδιατηρημένο για την ηλικία του. Δεν φέρει κανένα ίχνος αθηροσκλήρωσης οιασδήποτε μορφής. Απολύτως κανένα τυπικά ηλικιακό σημάδι εγκεφαλικής μαλάκυνσης. Εγκέφαλος ασυνήθιστα μεγάλος. Στικτοί αριθμοί ακριβώς πάνω από τον αριστερό καρπό. Τάσεις αυχενικής σπονδυλίτιδας. Circumcisio postadolescent.[7] Ρευματοειδής αρθρίτιδα, σε αρχική φάση, με σημάδια σε καρπούς και αστραγάλους”. Η βοηθός νεκροψίας και χειρουργός εγκεφάλου Αν-Κριστίν Ούλσον συνεχίζει με λίγο πιο δασκαλίστικο ύφος: “Το σύρμα στον εγκέφαλο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άμεση αιτία θανάτου. Είχε εισαχθεί μέσω της μήνιγγος στον εγκέφαλο και κατόπιν εισήχθη και εξήχθη επανειλημμένως διαπερνώντας τον εγκεφαλικό φλοιό. Ο εγκεφαλικός φλοιός αποτελεί το κέντρο πόνου του εγκεφάλου. Εκεί είναι που γίνεται αισθητός ο πόνος. Ο αντίκτυπος αυτού του πλήγματος απευθείας στον εγκεφαλικό φλοιό πρέπει να προκάλεσε τη μέγιστη αίσθηση πόνου. Ενδεχομένως –αν και περί αυτού οι επιστημονικές γνώμες διίστανται– αυτή η αίσθηση πόνου μπορεί να είναι τόσο ισχυρή ώστε να οδηγήσει στον θάνατο. Ενδεχομένως μπορεί επίσης το γεγονός ότι το θύμα κρεμόταν με το κεφάλι προς το έδαφος να ενέτεινε την αίσθηση του πόνου, λόγω αυξημένης ροής αίματος στον εγκεφαλικό φλοιό. Η αιτία θανάτου είναι, ως εκ τούτου, αβέβαιη. Η καρδιά σταμάτησε. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε σοκ ή σε πόνο”». Ο Χουλτίν έκανε μια μικρή παύση. «Ένα παρόμοιο σύρμα βρέθηκε την Κυριακή το απόγευμα ανάμεσα στο υλικό από τον λάκκο των αδηφάγων στο Σκάνσεν. Αυτό σημαίνει, πιθανώς, ότι δύο άντρες δολοφονήθηκαν επειδή τους προκάλεσαν μεγάλο και αφόρητο πόνο, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατό τους. Δηλαδή πέθαναν από τον πόνο». «Αν δεν πρόλαβαν οι αδηφάγοι» είπε ο Τσάβες. «Βεβαίως» συμφώνησε ο Χουλτίν. «Αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε και αυτή την περίπτωση. Υπάρχει πάντως πολύ μίσος στην υπόθεση αυτή. Για να σχεδιαστεί ένας τόσο εκλεπτυσμένος και φρικτός τρόπος εκτέλεσης, απαιτείται και ο κατάλληλος άντρας». «Ή γυναίκα» έκανε η Χολμ. «Ή γυναίκα» συμφώνησε και πάλι ο Χουλτίν. «Με άλλα λόγια, το επόμενο στοιχείο, “έλεγχος τρόπου δράσης”, είναι άκρως ενδιαφέρον. Έχει χρησιμοποιηθεί παλιότερα μια τέτοια μέθοδος; Πότε, πού, πώς; Σέρστιν;» «Βεβαίως» έκανε η Σέρστιν Χολμ. «Θα κάνω μια προσπάθεια». «Το προηγούμενο στοιχείο –“συγγενείς”– έχει ήδη καλυφθεί. Η Σέρστιν, ο Χόρχε και ο Πολ πήγαν χτες και επισκέφθηκε ο καθένας τους ένα από τα επιζώντα παιδιά του Λέοναρντ Σέινκμαν. Οι αναφορές από τις συναντήσεις αυτές έχουν ήδη διανεμηθεί. Μπορούμε ν’ ακούσουμε μια περίληψη;» «Εγώ επισκέφθηκα το μεσαίο παιδί» είπε ο Τσάβες. «Την κόρη Χάννα ΝουρντίνΣέινκμαν στη Φριντχεμσγκάταν. Μια πολύ ριζοσπαστική γυναίκα με δυναμικές απόψεις. Παιδί του κινήματος του 1968. Είχε ελάχιστη επαφή με τον πατέρα μετά τον θάνατο της μητέρας το 1980, με δική της πρωτοβουλία. Δεν είχε και πολλά να πει, εκτός από το ότι ο πατέρας της ήταν ένας ιδιαίτερα αυταρχικός άνθρωπος από τον οποίο ήθελε να
απομακρυνθεί το συντομότερο δυνατόν. Μου είπε μάλιστα να σημειώσω ότι δεν τον πενθούσε. Το σημείωσα. Άσε που με κέρασε και μια τεράστια πίπα με χασίς. Θα ήθελα κι εγώ να σημειώσετε ότι απέφυγα να ρουφήξω. Φαινόταν να έχει πολλά βακτήρια πάνω της». «Εγώ είχα πάει στον νεότερο γιο» είπε η Χολμ. «Ντάβιντ Σέινκμαν. Μένει στο Νέσμπιπαρκ. Έχει ουσιαστικά αναλάβει τη δουλειά του πατέρα του ως χειρουργός εγκεφάλου και επίσης ως ερευνητής στο Καρολίνσκα. Έχει γυναίκα και τρία παιδιά ηλικίας από οχτώ μέχρι δεκαεφτά χρόνων. Σε αντίθεση με τον πατέρα, είναι πολύ θρήσκος και ενεργό μέλος της ιουδαϊκής κοινότητας. Είχε αναλάβει μόνος του όλη την – αρκετά περίπλοκη– διευθέτηση της κηδείας και αποκόμισα την εντύπωση ότι πενθούσε πάρα πολύ. Αν και η αγάπη προς τον πατέρα φαίνεται πως ήταν μια αγάπη εξ αποστάσεως, για να το πω έτσι. Συναντιόνταν μόνο σε μεγάλες γιορτές, αλλά κι αυτό γινόταν πολύ τυπικά. Ο Ντάβιντ μπορεί σίγουρα να χαρακτηριστεί ως πολύ τυπικός. Άνθρωπος με ζήλο για δουλειά και αυτοέλεγχο. Πιστεύω ότι ο πατέρας του ήταν αρκετά ίδιος με αυτόν. Ο Ντάβιντ Σέινκμαν είναι μάλλον όσο πιο κοντά γίνεται στον Λέοναρντ Σέινκμαν ως άτομο. Αλλά είχε πολύ λίγα να πει γι’ αυτόν ως άνθρωπο». «Φαίνεται πως η καλύτερη επαφή με τους συγγενείς περνάει από τον Χάραλντ Σέινκμαν, τον μεγαλύτερο γιο» είπε ο Γελμ. «Ο Λέοναρντ ζούσε στη σοφίτα της βίλας του, η οποία ήταν αρχικά δική του, του Λέοναρντ δηλαδή. Λόγω του χωρισμού του και επειδή ένιωθε καμένος από τη ζωή, ο Χάραλντ τα παράτησε όλα κάπου στη δεκαετία του ογδόντα. Είναι γιατρός, όχι ερευνητής, και συγγραφέας τώρα τελευταία. Ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος με δύσκολο χιούμορ. Κάτι τέτοια πρέπει να τα εκτιμάει κανείς. Έκανα μια μικρή έρευνα στο διαμέρισμα του Λέοναρντ. Μάλλον θα πρέπει να το ερευνήσουμε ξανά. Μπορώ να το κάνω μόλις μου δοθεί η ευκαιρία. Έχω επίσης μάθει αρκετά για τη ζωή του Λέοναρντ πριν από τον πόλεμο, τη ζωή του ως ποιητή και οικογενειάρχη. Έχω γράψει μια πλήρη αναφορά για όσους ενδιαφέρονται. Και έχω το ημερολόγιό του από το Μπούχενβαλτ. Σκέφτομαι να το διαβάσω. Αν και είναι στα γερμανικά». «Έξοχα» είπε ο Χουλτίν. «Στον ελεύθερο χρόνο σου, φυσικά». «Φυσικά». «Αρχίσατε να φαίνεστε κουρασμένοι. Αλλά έχουμε άλλο ένα από τα λεγόμενα τεταρτημόρια. Είναι το “Σκάνσεν”. Τώρα θα δούμε τι έχει γράψει ο ανώνυμος καλλιτέχνης. Αυτό το “Epivu”. Σε σχέση με αυτό δεν προχωρήσαμε καθόλου, μείναμε στα ίδια. Ξεκινώ με την υπόθεση ότι η λέξη υπάρχει αποθηκευμένη στον εγκέφαλό σας, κυρίως στο κέντρο πόνου. Και μετά “σκοινί”. Το σκοινί έχει αναλάβει να το ελέγξει ο Χόρχε, όπως κατάλαβα». «Και πολύ καλά κατάλαβες» έκανε ο Τσάβες. «Θα πρέπει να αρχίσουν να έρχονται ήδη σήμερα δείγματα από διάφορους κατασκευαστές». «Το “σύρμα” είναι επίσης ένα στοιχείο. Το οποίο το βρήκαμε. Συμπεριλαμβάνεται στον “έλεγχο του τρόπου δράσης” που έχει αναλάβει η Σέρστιν. Το “πιστόλι” είναι το δεύτερο στοιχείο εδώ. Καμία απάντηση προς το παρόν για τον σειριακό αριθμό του Λούγκερ. Αλλά –μια που, όταν άρχισα, σας υποσχέθηκα και μερικά καλά νέα– το πρώτιστο στοιχείο για τον ανώνυμο καλλιτέχνη λέγεται “δακτυλικό αποτύπωμα”». Όπως απαιτεί η δραματουργία, ο αρχιεπιθεωρητής Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν απέσπασε την αμέριστη προσοχή των ακροατών του. Και τους είπε:
«Από δύο χώρες: Ελλάδα και Ιταλία. Ο φαγωμένος από τους αδηφάγους ήταν Έλληνας. Ονομαζόταν Νίκος Βούλτσος και είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1968. Η πρώτη του καταδίκη για σωματικές βλάβες ήταν στην Αθήνα το 1983, όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων. Μετά ακολουθεί ολόκληρη σειρά περισσότερο ή λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων, μεταξύ άλλων και μαστροπεία. Όταν θεωρείται ύποπτος για τη δολοφονία τριών γυναικών το 1993, εξαφανίζεται. Τότε είναι που εμφανίζεται στην Ιταλία. Αν και δεν εμφανίζεται ποτέ πραγματικά. Ο Νίκος Βούλτσος είναι προφανώς μόνιμος ύποπτος για την ιταλική αστυνομία, αλλά δεν μπορούν να τον πιάσουν ποτέ. Περνάει στην παρανομία στην Ιταλία, συγκεκριμένα στο Μιλάνο, όπου διαπράττει τουλάχιστον είκοσι σοβαρά εγκλήματα: προστασία, ναρκωτικά, σωματικές βλάβες, βιασμούς, φόνους. Και φυσικά μαστροπεία ξανά. Ο άνθρωπός μας είναι, δηλαδή, νταβατζής». Η Σάρα κοίταξε τη Σέρστιν. Η Σέρστιν κοίταξε τη Σάρα. Και τα βλέμματά τους έδειχναν πολλή ικανοποίηση. «Οι πληροφορίες από την ιταλική αστυνομία είναι αρκετά ασαφείς» συνέχισε ο Χουλτίν. «Ανάμεσα στις λέξεις μπορεί κανείς ίσως να διακρίνει την έννοια “οργανωμένο έγκλημα”. Και τι σημαίνει αυτό στην Ιταλία είναι αρκετά ξεκάθαρο». «Η μαφία;» έκανε ο Τσάβες. «Αν θέλει κανείς να μιλάει κυριολεκτικά» είπε ο Χουλτίν «η μαφία είναι σικελικό φαινόμενο. Η Νάπολη έχει την καμόρα της, ως δικό της φαινόμενο. Υπάρχει επίσης και μια βορειοϊταλική αντιστοιχία, η οποία είναι εξίσου ισχυρή. Φαίνεται πως ο Νίκος Βούλτσος είχε αναπτύξει μια δραστηριότητα πορνείων για τη βορειοϊταλική μαφία. Αν την πούμε έτσι». «Και ήρθε στη μικρή Σουηδία» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Μήπως για να αναπτύξει κι εδώ τη δραστηριότητα της βορειοϊταλικής μαφίας;» «Και αντί γι’ αυτό τον έφαγαν οι αδηφάγοι» είπε ο Τσάβες. «Μπορεί κανείς να το αποκαλέσει εναλλακτική καριέρα». «Η ιταλική αστυνομία τον παρακολουθούσε συνεχώς, καταπώς φαίνεται. Τον χάσανε κάπου στα μέσα του Απριλίου. Πέθανε στο Σκάνσεν στις 3 Μαΐου. Μπορεί να φανταστεί κανείς ότι οι μεγάλοι στο Μιλάνο θεώρησαν ότι είχε μεγαλώσει πολύ η δραστηριότητα και τον έστειλαν μακριά. Περίπου όπως στον Νονό. Μάικλ Κορλεόνε. Αλλά είχε και μια αποστολή. Και δεν είναι εντελώς απίθανο να είχε η αποστολή αυτή σχέση με μαστροπεία». Η Σέρστιν Χολμ άρχισε να σκέφτεται φωναχτά: «Μια βδομάδα και παραπάνω από την εξαφάνιση ένα κύμα ανησυχίας φαίνεται να σαρώνει τις ενοίκους των δωματίων 224, 225, 226 και 227 στο Νορμπούντα Μοτέλ της Σλάγκστα. Και τότε φτάνουμε περίπου στην 25η Απριλίου. Μπορεί φυσικά να σκεφτεί κανείς ότι τότε ήταν που ήρθε εδώ ο Νίκος Βούλτσος. Η πρώτη κλήση από τη βίαιη γυναίκα στο Ούντενπλαν γίνεται προς τη Σλάγκστα το Σάββατο, 29 Απριλίου. Μέχρι τις 22.54΄ το βράδυ της Τετάρτης, όχι πολλά λεπτά μετά τον θάνατο του Βούλτσου στο Σκάνσεν, μιλάνε στο τηλέφωνο μεταξύ τους. Μερικές ώρες μετά τον θάνατό του εξαφανίζονται». «Απελευθερώνονται» έκανε η Σάρα Σβενχάγκεν με μιαν ανάσα. «Η γυναίκα αυτή είναι πραγματική φεμινίστρια νίντζα» είπε ο Χόρχε Τσάβες και δέχτηκε ένα έκπληκτο βλέμμα από τη σύζυγό του. «Αν είναι έτσι» συνέχισε η Σέρστιν «πρέπει να σκότωσε έναν άνθρωπο της μαφίας.
Και είναι αναγκασμένη να το σκάσει στα γρήγορα». «Όλα αυτά σχετίζονται» είπε ο Πολ Γελμ. «Έχουν συνάφεια. Αλλά πώς στον διάβολο μπαίνει σε αυτή την εικόνα ο Λέοναρντ Σέινκμαν; Τι σχέση έχει ο ογδονταοχτάχρονος επίτιμος καθηγητής Λέοναρντ Σέινκμαν με τον Νίκο Βούλτσο, με τα μπορντέλα της βορειοϊταλικής μαφίας και με εξαιρετικά βίαιες φεμινίστριες νίντζα; Γιατί δολοφονείται αυτός κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δολοφονείται ένας περιβόητος βιαστής και δολοφόνος γυναικών; Δεν κολλάει». «Συμφωνώ» έκανε ο Χουλτίν. «Είναι απλή σύμπτωση; Έτυχε απλώς να βρεθεί στον δρόμο τους; Δύσκολο το βλέπω. Κάποιος τον μισούσε πάρα πολύ, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορεί να είναι η γυναίκα που αποκαλείτε φεμινίστρια νίντζα. Η σχέση του με αυτή είναι πολύ ασαφής». «Υπάρχει καμιά φωτογραφία αυτού του Νίκου Βούλτσου;» ρώτησε η Σέρστιν Χολμ. «Βέβαια» έκανε ο Χουλτίν και σήκωσε μια έγχρωμη φωτογραφία ενός μελαχρινού άντρα με ψυχρά μάτια. Κλασικός γκάνγκστερ. Στραβό χαμόγελο, ανοιχτό ροζ καλοκαιρινό κοστούμι και γύρω από τον λαιμό μια πολύ χοντρή καδένα από χρυσό. «Ελπίζω να ήταν νόστιμος» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο». «Αν πας στη Σλάγκστα, Σάρα» είπε ο Χουλτίν «πάρε μαζί σου τη φωτογραφία και δείξ’ τη σε όλους και στον καθένα χωριστά. Ίσως κάποιος, παρ’ όλα αυτά, να τον έχει δει εκεί πέρα». Η Σάρα έγνεψε σιωπηλά. «Θα χρειαστούμε πιο στενή επαφή με την ιταλική αστυνομία» είπε ο Γελμ. «Λείπουν ακόμη πολλές πληροφορίες». Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν σηκώθηκε και έσκυψε πάνω από το γραφείο του. «Αυτή είναι η ομορφιά στη μαυρίλα» έκανε με σκοτεινό ύφος. «Έχουμε έναν άντρα επιτόπου».
Δεκαέξι
το είδε πολύ προτού το δει ο ίδιος. Πέντε παιδιά το είδαν πολύ προτού το δει ο Η Άνγια ίδιος. Όλοι, σε όλον τον κόσμο, το είχαν δει προτού το δει ο ίδιος. Ότι αυτός πιθανόν να είχε απολαύσει κάπως υπερβολικά πολλή «ομορφιά» και «ηρεμία». Ο Άρτο Σέντερστεντ έκοβε βόλτες στο μικρό πέτρινο σπίτι στο Κιάντι και νόμιζε ότι η απόλαυση ήταν ακόμη πολύ μεγάλη. Καθόταν στη βεράντα καθώς το ανοιξιάτικο βράδυ γυρνούσε σε ανοιξιάτικη νύχτα και έπινε βινσάντο από μικρό ποτήρι, βουτούσε το μικρό παξιμάδι κανέλας και σκεφτόταν: ω, τι απόλαυση. Και βέβαια το απολάμβανε ακόμη. Βεβαίως έφταναν τα αναγεννημένα κύματα της Αναγέννησης μέχρι μέσα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Βεβαίως άνθιζε και ευημερούσε ο γαμήλιος βίος του όπως ποτέ άλλοτε· δεν ήταν μάλιστα και τόσο σίγουρος αν η Άνγια δεν σκεφτόταν ένα έκτο παιδί. Τι να έκανε, άραγε, με τα προληπτικά αντισυλληπτικά μέτρα; Και βεβαίως ήταν ακόμη βαθιά απολαυστικό να κοιμάται όσο ήθελε το πρωί και να ασχολείται με τα βιβλία που ήθελε, τη μουσική που ήθελε, το κρασί που ήθελε, τον καφέ που ήθελε, τις μικρές ασχολίες που ήθελε. Αλλά κάπου όλα αυτά δεν ήταν αρκετά πραγματικά. Κάπου οι καρποί των χρημάτων του θείου Πέρτι δεν ήταν αρκετοί. Η Άνγια Σέντερστεντ απολάμβανε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, αλλά το έκανε σιωπηλά. Ο Άρτο είχε την τάση του αρσενικού να αναδεικνύει την ευημερία του και, όπως είναι γνωστό, η επίδειξη έχει κι αυτή την τάση να καταβροχθίζει αυτό που επιδεικνύεις. Και τελικά, η επίδειξη γίνεται το παν. Τώρα ζούσε σ’ ένα κέλυφος απόλυτης απόλαυσης της ζωής. Αν κάποιος άγγιζε λίγο απρόσεκτα το κέλυφος, εκείνο θα ράγιζε και θα θρυμματιζόταν και ο Άρτο Σέντερστεντ θα αντίκριζε τη σκοτεινότερη και βαθύτερη άβυσσο της Κόλασης. Ίσως όχι ακριβώς. Αλλά καμιά φορά, εκεί που καθόταν στη βεράντα και κοιτούσε τον όλο και μεγαλύτερο κήπο της Άνγια με τα μυρωδικά, σκεφτόταν ότι ήταν εθισμένος. Εθισμένος στην εργασία σε κλινική απεξάρτησης. Η Άνγια είχε μάλιστα ένα πάθος στη ζωή – εκτός από τον Άρτο, τον οποίο αγαπούσε βεβαίως με την ίδια ένταση που την αγαπούσε κι εκείνος. Αυτό το άλλο πάθος ήταν τα μυρωδικά, τα βότανα. Όσο ζούσαν στη μονοκατοικία στο Βεστερός, η Άνγια είχε υποκύψει σε αυτό το πάθος με φλογισμένη φρενίτιδα· στις γλάστρες που είχε τοποθετημένες στα παράθυρα στην Μπουντεγκάταν, τα βότανα αναπτύσσονταν κάπως πιο αβέβαια. Αλλά εδώ, στην Τοσκάνη, στην καρδιά του Κιάντι, σε άμεση γειτνίαση με την υπέροχη, μικρή και περιτοιχισμένη μεσαιωνική πόλη Μοντεφιοράλε, η οποία δέσποζε στους λόφους πάνω από την πρωτεύουσα του κρασιού, την Γκρέβε, εδώ λοιπόν το πάθος αναπτυσσόταν όπως ποτέ
άλλοτε. Δεν θα ήθελε ποτέ να φύγει από εδώ. Ο κήπος ανέδιδε τα πιο υπέροχα αρώματα. Τα δάχτυλά της είχαν γίνει μαγικότερα από ποτέ, και σύμφωνα με ντόπιους κριτές δεν υπήρξε ποτέ κανένας σε όλο το Κιάντι που είχε καταφέρει να καλλιεργήσει δεκαέξι είδη βασιλικού. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξεραν πως υπήρχαν τόσο πολλά είδη. Αλλά ήταν πολύ εντυπωσιασμένοι οι γείτονες. Οι γείτονες. Ένα άτομο χαιρόταν ακόμα περισσότερο από την Άνγια. Ήταν η μεγάλη κόρη, η Μικαέλα. Ήταν δεκάξι χρόνων και η ομορφότερη που υπήρχε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένα πρωί είχε καθίσει στο τραπέζι της τεράστιας τοσκανικής κουζίνας και δεν ήταν πια παρθένα. Ο Άρτο δεν θα μπορούσε με τίποτα να εξηγήσει πώς το είχε καταλάβει, αλλά ήταν σίγουρο. Η κόρη του έλαμπε ολόκληρη. Άστραφτε όλο της το είναι. Και ο Άρτο Σέντερστεντ σκέφτηκε ότι έπρεπε να παίξει τον ρόλο του ατιμασμένου πατέρα, να κόψει πέρα στις βατουλιές με το δίκαννο στο χέρι και να πυροβολήσει το κάθε ιταλιάνικο τσογλάνι που μόλις είχε βγει από της μάνας του την κοιλιά σε όλη τη γειτονιά. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Αυτό που έκανε ήταν να σκάσει ένα χαμόγελο που ήταν πιθανότατα εξίσου μακάριο με της Μικαέλα, μια που το δικό της μαράζωνε όταν ερχόταν αντιμέτωπο με τον διεφθαρμένο εαυτό της. Έτρεξε έξω στα αμπέλια σαν φοβισμένος σκύλος. Εκείνος την ακολούθησε κατά πόδας και φώναζε μες στα αμπέλια πως όλα ήταν εντάξει όσο φρόντιζε να χρησιμοποιεί ο νεαρός προφυλακτικό. Τέσσερα κατάλευκα κεφάλια σε διαφορετική απόσταση από το έδαφος στέκονταν και τον κοιτούσαν έκπληκτα να φωνάζει λέξεις από πι στα κλήματα. Ακόμα και η μικρή Λίνα γνώριζε τις λέξεις από πι, και ήξερε ότι οι λέξεις από πι δεν ήταν καλές, αλλά δεν ήξερε τι είναι οι λέξεις από πι. «Πορνιάρικες λέξεις» είπε η δεύτερη κατά σειρά κόρη με τη λάμψη του απαγορευμένου στο βλέμμα. «Α» έκανε η Λίνα, που ούτε ήξερε τι ήταν οι πορνιάρικες λέξεις. Στο τέλος η Μικαέλα ξεπρόβαλε αναψοκοκκινισμένη μέσα από τα αμπέλια, ίδια με σκαραβαίο του Κολοράντο που μόλις τον ψέκασαν. Όταν η Άνγια σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε στο λιακωτό, είδε τον άντρα της και την κόρη της να στέκονται αγκαλιασμένοι στον απαλό πρωινό ήλιο, τριγυρισμένοι από τέσσερα κατάλευκα κεφάλια σε διαφορετική απόσταση από το έδαφος. Το μυρωδάτα βότανα τύλιγαν τη σκηνή μ’ ένα ουράνιο πάπλωμα αρωμάτων και το τραγούδι των πουλιών αντηχούσε ανάμεσα στα λιόδεντρα του κήπου. Ήταν μια εικόνα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Ο Παράδεισος υπήρχε. Αλλά για τον Άρτο ήταν κι αυτό ένα κέλυφος. Η Άνγια το είδε καθαρά, και ενεργοποίησε κρυφά το κινητό. Αργά ή γρήγορα θα τηλεφωνούσαν, το ήξερε. Και έπειτα από δύο ημέρες το έκαναν. Η οικογένεια Σέντερστεντ βρισκόταν στη Φλωρεντία. Ήταν η δεύτερη φορά κατά την παραμονή τους στην Τοσκάνη. Την πρώτη φορά ο Άρτο είχε χάσει κάθε έλεγχο στο παρεκκλήσι των Μεδίκων του Μιχαήλ Αγγέλου στην εκκλησία του Σαν Λορέντσο και απλώς παρέμεινε εκεί. Έπειτα από μισή ώρα στα ελάχιστα τετραγωνικά, η οικογένεια κουράστηκε και βγήκε στην πόλη. Έφαγαν ένα πλούσιο μεσημεριανό σ’ ένα εξαιρετικό εστιατόριο κάτω στο Λουνγκάρνο Ατσιαϊόλι δίπλα στον ποταμό Άρνο και επέστρεψαν μ’ έναν αργό περίπατο από την Πιάτσα ντέλα Σινιορία και τον καθεδρικό και έφτασαν έπειτα από τρεις ώρες στο παρεκκλήσι των Μεδίκων. Εκεί είδαν τον πατέρα να στέκεται ακόμη σ’ εκείνα τα ελάχιστα τετραγωνικά με το βλέμμα καρφωμένο στα λευκοπράσινα
μάρμαρα. Είχε σκεφτεί εντελώς ξαφνικά πως –σαν σε επιφοίτηση– είχε κατανοήσει όλο το μυστικό της Αναγέννησης. Εκείνη η συγκρατημένη υπερβολή που κρυβόταν πίσω από τα πάντοτε ακριβή αριστουργήματα του Μιχαήλ Αγγέλου ήταν υπνωτιστική. Όλα ήταν πιθανά, αν και δεν γίνονταν όλα. Υπήρχε εκεί μια αποποίηση που δεν ήταν ασκητική, αλλά που αντιθέτως έδειχνε ότι μόλις τώρα, στον ύστερο δέκατο πέμπτο αιώνα στη Φλωρεντία, τα πάντα, ακριβώς τα πάντα, ήταν δυνατά. Τον τράβηξαν από εκεί με το ζόρι. Με άλλα λόγια, η οικογένεια τώρα επέστρεψε για μια πιο φυσιολογική επίσκεψη στην πόλη. Να συμπεριφερθεί κάπως περισσότερο σαν μια πραγματική οικογένεια τουριστών από τη βαρβαρική Σκανδιναβία. Κάθονταν διάσπαρτοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι σε ένα εστιατόριο στην Πιατσάλε Μικελάντζελο, στην απέναντι όχθη του ποταμού Άρνου, και κοιτούσαν την πόλη. Αν τους έβλεπε κανείς από ψηλά, μάλλον θα τους περνούσαν για ένα εντελώς κυκλικό κολιέ μαργαριταριών. Τότε ήταν που χτύπησε το κινητό. Ο Άρτο Σέντερστεντ, που είχε απελευθερωθεί από την οδήγηση, είχε παραγγείλει ένα μπουκάλι κρασί και δεν αντέδρασε. Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπά, κι εκείνος συνέχιζε να μην αντιδρά. Η οικογένεια τον κοιτούσε με αυξανόμενη ανησυχία. «Είναι πεθαμένος ο μπαμπάς;» ρώτησε η μικρή Λίνα, ίσως με τον φόβο ότι είχε ξεστομίσει κάποια λέξη από πι. «Ίσως ναι, ίσως όχι» είπε η Άνγια. «Δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά». Έπειτα εκείνος μίλησε, εντελώς μηχανικά: «Αυτό εκεί αποκλείεται να είναι το δικό μου κινητό. Το δικό μου κινητό είναι απενεργοποιημένο. Τα απενεργοποιημένα κινητά δεν χτυπάνε». Περίμεναν. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Αργότερα, με ένα πιστόλι πολύ μεγάλου διαμετρήματος στο στόμα, ο Άρτο Σέντερστεντ θα αναπολούσε αυτή εδώ τη στιγμή και θα σκεφτόταν: Τότε, ακριβώς τότε, τα πάντα ήταν δυνατά. Τότε, ακριβώς τότε, ήταν δυνατόν να απόσχεις, μια αποχή που δεν θα ήταν ασκητική. Ακριβώς τότε θα μπορούσες να απόσχεις από την απάντηση στο κινητό. Τότε θα μπορούσαν όλα να είχαν παραμείνει ως είχαν, σε μια παραδεισένια κατάσταση, στην οποία εσύ, ανήθικε, μέσα από την άγνοιά σου αποδείχτηκες ανίκανος να εκτιμήσεις. Είχες την ευκαιρία μιας αποχής και δεν την άρπαξες. Ήταν μια κακή επιλογή. Εκείνος απάντησε: «Άρτο από τον Άρνο». Έπειτα παρέμεινε σιωπηλός για δεκατέσσερα λεπτά ακριβώς. «Τώρα;» έκανε η μικρή Λίνα. «Είναι νεκρός τώρα;» Ήταν η μόνη ατάκα που ειπώθηκε. Η Άνγια έσκυψε λίγο προς την μπουκάλα με το κρασί και προσπάθησε να υπολογίσει πόσο είχε πιει ο σύζυγός της. Όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να είχε πιει πάνω από ένα ποτήρι, την τράβηξε προς το μέρος της και ήπιε όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο. Της πήρε ακριβώς δεκατέσσερα λεπτά. Όταν εκείνος τελείωσε τη συνομιλία του, εκείνη είπε, ίσως όχι πολύ καθαρά: «Δυστυχώς δεν μπορώ να οδηγήσω στην επιστροφή». Στην φράση της αυτή ο Άρτο Σέντερστεντ απάντησε με κρυστάλλινη λογική: «Πρέπει να βρούμε ένα φαξ». Η οικογένεια έφυγε παραπατώντας και πήγε σ’ ένα κοντινό ξενοδοχείο πολυτελείας, όπου ο Άρτο Σέντερστεντ εξήγησε ότι ήταν αστυνομικός και ότι ήθελε να λάβει ένα φαξ.
Ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν θα μετάνιωνε για πολύ καιρό για τη μεγάλη προθυμία του. Ο Σέντερστεντ τηλεφώνησε στον Χουλτίν από το κινητό του και του έδωσε τον αριθμό του φαξ. Έπειτα ξεχύθηκαν εξήντα τέσσερις σελίδες από τη συσκευή. Ο ρεσεψιονίστ σκεφτόταν μπουκάλια μελάνι και μπλοκαρισμένες γραμμές, αλλά διατηρούσε όλη την ώρα μια έκφραση καλοσυνάτης ανοχής την οποία είχε σπουδάσει επί μακρόν. Όταν όλα τα χαρτιά είχαν συγκεντρωθεί, έλαβε προς μεγάλη του έκπληξη εκατό χιλιάδες λιρέτες στο χέρι. «Μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις μιαν απόδειξη γι’ αυτά εδώ;» ρώτησε ο Άρτο Σέντερστεντ. Αφού είχε γράψει την πρώτη απόδειξη για φιλοδώρημα στη ζωή του, ο ρεσεψιονίστ χαιρέτησε την πιο παράξενη οικογένεια που είχε δει ποτέ του. Δεν είχε καταλάβει πώς ακριβώς είχε γίνει, αλλά ήταν πλουσιότερος κατά εκατό χιλιάδες λιρέτες.
Το Μιλάνο ήταν μεγαλούπολη με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η Φλωρεντία. Τα πάντα ακούγονταν. Ο Άρτο Σέντερστεντ έκανε πολλούς ελιγμούς μέσα στο χάος με το μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο, αλλά κατάφερνε πάντα να επιστρέφει στο ίδιο ακριβώς σημείο, έναν βρομερό τόπο καύσης απορριμμάτων με μια φλόγα που έφτανε τα δέκα μέτρα ύψος. Όπως κι αν γύριζε κι έστριβε τον χάρτη, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς αυτός ο αναθεματισμένος σκουπιδότοπος κατάφερνε να μετατρέπεται σε απόλυτο κέντρο της πόλης του ενός εκατομμυρίου και βάλε. Διότι το Μιλάνο ήταν μια πόλη που όντως διέθετε κέντρο. Ήταν χτισμένη σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον μεγαλειώδη, σχεδόν γκροτέσκο καθεδρικό ναό, στον οποίο έφτασε τελικά και τον οποίο προσπέρασε. Κινήθηκε γύρω στην περιοχή με πολύ χαμηλή ταχύτητα σαν τρομοκράτης της ρύπανσης, και ύστερα από πολλούς ενδοιασμούς και δυσκολίες είχε τη μεγάλη τύχη να βρει μια θέση στάθμευσης που απείχε λιγότερο από πέντε χιλιόμετρα από το αστυνομικό τμήμα στο Κόρσο Μονφόρτε. Διότι εκεί έπρεπε να πάει. Έπειτα από έναν περίπατο που άξιζε μάλλον να ονομαστεί «προσανατολισμός στην πόλη» πέρασε την είσοδο και... βγήκε στη δεκαετία του πενήντα. Ναι, ήταν μια μηχανή του χρόνου. Κατά κάποιον τρόπο είχε μπει σε μια τρύπα του χρόνου και είχε εκτοξευτεί πίσω στον χρόνο κατά τέσσερις δεκαετίες. Μόλις είχε περάσει, αναμφίβολα, στη δεκαετία του πενήντα. Ψυχροί άντρες με λευκά πουκάμισα και λεπτές μαύρες γραβάτες, κυρίες με φορέματα και ψηλοτάκουνα παπούτσια, σειρές γραφείων με βασικότερα εργαλεία τους το χαρτί και το στιλό. Και φυσικά σφραγίδες. Σφραγίδες, σφραγίδες και πάλι σφραγίδες. Ούτε ένας υπολογιστής στον ορίζοντα. Κατευθύνθηκε σε μία από τις κυρίες στα γραφεία και ρώτησε: «Ο επιθεωρητής Ίταλο Μαρκόνι;» Δίχως να σηκώσει κεφάλι, η κυρία έδειξε μια κλειστή πόρτα καμιά τριανταριά μέτρα μακριά. Καθώς κάλυπτε αυτά τα τριάντα μέτρα, μετρούσε τα γραφεία που περνούσε. Ήταν έτοιμος να κοιμηθεί περπατώντας. Ήταν σαν να μετρούσε πρόβατα. Στην πόρτα έγραφε όντως με μικροσκοπικά γράμματα: «Ι. Μαρκόνι». Σύντομα και περιεκτικά. Χτύπησε και άκουσε κάτι μεταξύ μουγκρητού και μουρμουρητού προς απάντηση. Μπήκε μέσα.
Αν εκεί απέξω, στην τεράστια αίθουσα με τα γραφεία από τη δεκαετία του πενήντα, επικρατούσε ζέστη, υγρασία και σκόνη, εδώ μέσα συνέβαινε το αντίθετο: είχε μια δροσερή και ευχάριστη ατμόσφαιρα. Πάνω στο τεράστιο δρύινο γραφείο αντίκα υπήρχε ένας υπερσύγχρονος υπολογιστής. Κατάλαβε. Είχε περάσει από τη ζώνη του λυκόφωτος και είχε επιστρέψει στο παρόν. Ο άντρας πίσω από το γραφείο ήταν συνομήλικος του Άρτο Σέντερστεντ, δεν είχε αγγίξει τα πενήντα, και είχε ένα μεγάλο μουστάκι. Το λεπτό κορμί του έκανε το μουστάκι να φαντάζει μεγαλύτερο, σαν τεράστια προπέλα καταμεσής στο πρόσωπο. Ο Σέντερστεντ φοβήθηκε μήπως αρχίσει να πετάει από στιγμή σε στιγμή και εξαφανιστεί από το παράθυρο. Ο άντρας τον κοίταξε για λίγο, λες και είχε μπροστά του έναν αλμπίνο δολοφόνο από κάποια πολύ κακόγουστη γκανγκστερική ταινία. Μετά, όμως, έλαμψε σαν ήλιος. «I see – Κατάλαβα» έκανε εκείνος, διανύοντας τη διόλου ευκαταφρόνητη απόσταση γύρω από το γραφείο για να τον πλησιάσει και να του δώσει το χέρι. «Mister Sadestatt from Sweden – Ο κύριος Σάντεστατ από τη Σουηδία». «That’s right – Σωστά» έκανε ο κύριος Σάντεστατ από τη Σουηδία. «And you must be Italo Marconi – Κι εσείς πρέπει να είστε ο Ίταλο Μαρκόνι». «Yes, yes. I believe you have animals who have killed one of my nastiest pimps. May we import them? – Ναι, ναι. Πιστεύω ότι έχετε ζώα που σκότωσαν έναν από τους χειρότερους νταβατζήδες μου. Μπορούμε να τα κάνουμε εισαγωγή;» Ο Άρτο Σέντερστεντ γέλασε ευγενικά και αντιμετώπισε μεμιάς μια δυσερμήνευτη λέξη στα αγγλικά. Πώς στον διάβολο έλεγαν τους αδηφάγους στα αγγλικά; Wasp; Μπα, αυτό ήταν λούτσος. Ή μήπως όχι;…[8] Τα παράτησε. «Γιες» είπε μόνο. «Εσείς ήσασταν που παρακολουθούσατε όλες τις κινήσεις του έλληνα Νίκου Βούλτσου, έτσι δεν είναι;» Το χαμόγελο του Ίταλο Μαρκόνι ξεθώριασε· όλες οι προκαταλήψεις του για κοινωνικά ανίκανους Βορειοευρωπαίους επαληθεύτηκαν. Έκανε μια χειρονομία προς την καρέκλα στην άλλη μεριά του γραφείου του και ο Σέντερστεντ κάθισε εκεί. Ή μάλλον βούλιαξε εκεί. Ήταν πολύ μαλακή. «Σωστά» είπε ο Μαρκόνι. «Ο Νίκος Βούλτσος ήταν ένας από τους ειδεχθέστερους κακοποιούς. Απολύτως καμία συνείδηση. Χαρήκαμε όταν εξαφανίστηκε και χαρήκαμε ακόμα περισσότερο τώρα που μάθαμε ότι είναι νεκρός». Νέτα σκέτα, σκέφτηκε ο Σέντερστεντ και ρώτησε: «Εσείς ήσασταν, κύριε επιθεωρητά, υπεύθυνος για τη συνοπτική έκθεση της υπόθεσης που δόθηκε στην Ιντερπόλ και εστάλη κατόπιν στη Στοκχόλμη;» «Εγώ ήμουν» είπε γνέφοντας ταυτόχρονα ο Μαρκόνι. «Θέλετε λίγο καφέ, σινιόρ Σάντεστατ;» «Πολύ ευχαρίστως» είπε ο Σέντερστεντ. «Θα πω να φέρουν» έκανε ο επιθεωρητής, σηκώθηκε και εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. Έπειτα από μερικά λεπτά επέστρεψε. Φαινόταν σαν να είχε γελάσει. «Ο καφές έρχεται εντός ολίγου» είπε εκείνος, διήνυσε ξανά την απόσταση γύρω από το γραφείο, κάθισε πάλι, έσκυψε πάνω από το γραφείο και συνέχισε: «Καταλαβαίνω ότι η έκθεσή μου μπορεί να φάνηκε ανεπαρκής, αλλά δεν χωρούν όλες οι πληροφορίες σε μια
τέτοια αναφορά. Με άλλα λόγια, είμαι απολύτως στη διάθεσή σας. Μόλις πήρα μάλιστα και την άδεια των ανωτέρων μου. Τι είναι λοιπόν αυτό που θέλετε να μάθετε;» «Ήταν ο Βούλτσος μαφιόζος;» Ο Μαρκόνι έβηξε. Πώς να εξηγήσεις εθνικές καταστάσεις σε έναν βλάκα; «Σ’ εμάς εδώ δεν υπάρχει μαφία» είπε. «Η μαφία είναι στη Σικελία. Έχουμε, όμως, αρκετές τοπικές συμμορίες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο Νίκος Βούλτσος συνδεόταν με μία από αυτές τις συμμορίες». «Πώς έγινε και μπόρεσε να διαπράξει αρκετά σοβαρά εγκλήματα χωρίς καν να μπορέσετε να τον συλλάβετε;» «Βλέπω δεν τσιγκουνεύεστε τα λόγια σας» είπε ο Ίταλο Μαρκόνι και περιεργάστηκε τον ασπρουλιάρη ομόλογό του. «Είναι, όμως, σημαντικό να κατανοήσετε μερικά βασικά πράγματα για το ιταλικό σύστημα δικαιοσύνης. Πρέπει να προχωρά κανείς πολύ προσεκτικά και να κοιτάζει πού πατάει. Πρέπει να λαμβάνει συνεχώς υπόψη του ένα σωρό πράγματα προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν μπορώ να σας πω άλλα περί αυτού. Το σημαντικό ήταν ότι παρακολουθούσαμε στενά τον Νίκο Βούλτσο». «Παρακολουθούσατε το μπορντέλο του;» Ο Μαρκόνι άφησε ένα κοφτό γέλιο. «Μπορντέλο και μπορντέλο» είπε, κάρφωσε το βλέμμα του στον Σέντερστεντ και συνέχισε: «Αντιλαμβάνομαι ότι είστε ανυπόμονος, σινιόρ Σάντεστατ. Περάσατε πολύ καιρό αδρανής και ξύνατε με το δάχτυλο του ποδιού σας την ξερή τοσκανική γη ψάχνοντας για βοσκοτόπια. Και τώρα έχετε την ευκαιρία. Είστε σαν ναρκομανής που κυνηγάει την πρώτη μαστούρα της εβδομάδας». Στον Άρτο Σέντερστεντ δεν άρεσαν καθόλου οι μεταφορές του Μαρκόνι. Μα καθόλου. Αλλά καταλάβαινε τι του έλεγε. Δίχως να υψώσει τη φωνή του, αλλά με το μουστάκι έτοιμο ν’ αρχίσει να περιστρέφεται, ο Μαρκόνι συνέχισε: «Έχετε χαρακτηριστεί από τον προϊστάμενό σας ως ένας από τους εξυπνότερους αστυνομικούς της Σουηδίας. Δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω τον σινιόρ Ουλτίν. Μου φάνηκε λογικός άνθρωπος. Τόνισε, ωστόσο, ότι εσείς πιθανώς να συμπεριφερόσασταν αρχικά όπως κάνατε μέχρι τώρα. Ξαναμμένα. Εντός ολίγου θα έρθει η γραμματέας μου με τον καφέ και μια μικρή γκράπα, για να γιορτάσουμε την τοσκανική σας ζωή, που φαίνεται και σ’ εμάς εδώ στον Βορρά παραδεισένια, έστω κι αν τη βρίσκουμε λίγο βαρετή. Ας μοιραστούμε λοιπόν αυτά τα ποτά για να φτάσουμε σ’ έναν εναλλακτικό τρόπο συζήτησης». Ο Σέντερστεντ, ο οποίος κανονικά ήταν αρκετά καλός στο να εκτιμά καταστάσεις και να μπαίνει εύκολα στο κλίμα, συνειδητοποίησε αμέσως ότι ο Ίταλο Μαρκόνι είχε δίκιο. Έγνεψε σχεδόν ανεπαίσθητα και είπε: «Έχετε δίκιο. Ζητώ να με συγχωρέσετε». Αυτό δεν συνέβαινε και υπερβολικά συχνά. Καθώς η κουβέντα οδηγήθηκε τώρα σε θέματα οικογενειακά και στεγαστικά, ο Άρτο Σέντερστεντ άρχισε να καταλαβαίνει πώς ήταν ο ιταλικός τρόπος συζήτησης. Ήταν σαν να ανάρρωνε από ένα ατύχημα. Από μια πολιτισμική σύγκρουση. Ήρθε και ο καφές. Η μικρή γκράπα αποδείχτηκε ένα ποτήρι ποτό γεμάτο μέχρι πάνω. Ο Μαρκόνι σήκωσε ανάλαφρα το ποτήρι του και ο Σέντερστεντ τον μιμήθηκε. Μετά ήπιε
μια μικρή γουλιά γκράπα, που ήταν πρώτης ποιότητας και που δεν μύριζε βιομηχανικά απόβλητα αλλά πραγματικό σταφύλι. Το ιταλικό τσίπουρο γκράπα παρασκευάζεται, ως γνωστόν, από τα υπόλοιπα της παραγωγής κρασιού. «Πολύ ωραίο» είπε ο Σέντερστεντ. «Χαίρομαι που σας αρέσει» είπε ο Μαρκόνι. «Είναι από τα δικά σας μέρη, από τον αμπελώνα Καστέλο ντι Βερατσάνο ανάμεσα στα κακοτράχαλα βουνά βορείως του Γκρέβε. Κατά τη γνώμη μου φτιάχνουν, εκτός από υπέροχη γκράπα, ένα από τα καλύτερα κρασιά του Κιάντι, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικότητα της Τοσκάνης». Έτσι ήπιαν και λίγο υπέροχο εσπρέσο, του οποίου το πολύ πηχτό καϊμάκι έδειχνε ότι το αστυνομικό τμήμα διέθετε δική του μηχανή εσπρέσο κρυμμένη κάπου στη ζούγκλα των γραφείων. «Τώρα» είπε ο Μαρκόνι και άφησε κάτω το μικρό φλιτζάνι «θα ήθελα να σας πω μερικά λόγια για τον Νίκο Βούλτσο. Πληροφορήθηκα με αρκετή σαφήνεια τα συμβάντα στη Στοκχόλμη και είναι αρκετά αυτά που συμφωνούν με όσα γνωρίζουμε κι εμείς για τον Βούλτσο και τον εργοδότη του. Αυτός που δεν χωρά στο πλαίσιο όσων γνωρίζουμε είναι, φυσικά, ο νομπελίστας σας». Υποψήφιος για Νομπέλ, σκέφτηκε ο Σέντερστεντ, αλλά δεν το είπε. Και πίστεψε ότι είχε μάθει μερικά νέα κόλπα, αν και γέρικο σκυλί. Ο Μαρκόνι συνέχισε: «Από εμάς, λοιπόν, δεν θα πρέπει να περιμένετε να σας επιβεβαιώσουμε κάποια σχέση ανάμεσα στον Νίκο Βούλτσο και…» –διάβασε από ένα έγγραφο– «… και τον Λέοναρντ Σέινκμαν. Θα δυσκολευτώ επίσης να σας δώσω κάποιες πληροφορίες όσον αφορά στην ταυτότητα του δολοφόνου. Αντιθέτως μπορώ, πιθανώς, να συνδράμω με ιδέες για το κίνητρο. Αυτό που συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη είναι ένα είδος πολέμου. Τώρα που η Ανατολή και η Δύση, ο Βορράς και ο Νότος συγκλίνουν στην Ευρώπη –με πολλές διαφορετικές μορφές εγκληματικότητας– έχουμε έναν αδιάκοπο πόλεμο για τον έλεγχο μεγάλων πεδίων δραστηριοτήτων: τα ναρκωτικά δεν είναι πλέον το σημαντικότερο, τα όπλα είναι φυσικά ακόμη σημαντικά, το αλκοόλ και τα τσιγάρα επίσης, ενώ για παράδειγμα η λαθρεμπορία δεδομένων και κλοπιμαίων προς τα ανατολικά είναι σχετικά νέα, κυρίως αυτοκίνητα και σκάφη που έχουν κλαπεί από τη Δύση. Αλλά το πραγματικά μεγάλο εμπόριο είναι γυναίκες, και κατά πλειονότητα γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη. Τα μεγάλα συνδικάτα του εγκλήματος έχουν μόλις αρχίσει να το καταλαβαίνουν αυτό και μπαίνουν πλέον σοβαρά στον κλάδο της πορνείας. Τα μπορντέλα, λοιπόν, μάλλον δεν είναι η σωστή λέξη –υπάρχουν βεβαίως, αλλά αυτό είναι δευτερεύον– και κυρίως η δραστηριότητα αφορά στον έλεγχο της πορνείας στο σύνολό της, από τις κομψότερες υπηρεσίες συνοδών μέχρι τις πιο άθλιες πόρνες στις γωνίες των δρόμων. Το σεξ είναι προφανώς αυτό στο οποίο οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να δαπανήσουν τα περισσότερα χρήματα, περισσότερα από όσα δαπανούν για αλκοόλ και ναρκωτικά. Ίσως να υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, κάποια ελπίδα ενσωματωμένη βαθιά σε αυτό το τερατώδες γεγονός. Η ελπίδα είναι, ωστόσο, κι αυτή λάθος λέξη, όσον αφορά στη δραστηριότητα αυτή καθαυτήν. Η πορνεία συμβαδίζει όλο και περισσότερο με τη διακίνηση ναρκωτικών. Κρατούν τις γυναίκες υπό έλεγχο με ναρκωτικά μέχρι να αποδειχτούν εντελώς καμένες. Τότε τις πετάνε και παίρνουν καινούργιες από κάποια ανεξάντλητα αποθέματα στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι γυναίκες καίγονται πολύ πιο γρήγορα από πριν.
Τώρα πια μια γυναίκα ιερόδουλη έχει τελειώσει στα τριάντα της. Και τότε είναι κατά κανόνα νεκρή. Τουλάχιστον αν προέρχεται από την Ανατολική Ευρώπη». Ο Μαρκόνι άναψε ένα τσιγάρο και άπλωσε το πακέτο προς τον Σέντερστεντ, ο οποίος, χωρίς να το σκεφτεί, πήρε ένα. Δεδομένου ότι είχε καπνίσει τρία τσιγάρα σε όλη τη ζωή του, ήταν μόνον η γκράπα που έκανε τα επόμενα δέκα λεπτά υποφερτά. Και ο όγκος των πληροφοριών του Μαρκόνι. «Αυτά ως υπόβαθρο» συνέχισε εκείνος. «Οι ιταλικές εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες επισκιάστηκαν λίγο από τις ρωσικές, έχουν αρχίσει τώρα την προσπάθεια να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις στο σύγχρονο εμπόριο λευκής σαρκός. Αγοράζουν έμπειρους νταβατζήδες και τους στέλνουν σε όλη την Ευρώπη, για να αναλάβουν ανεξάρτητες ομάδες ιερόδουλων. Ο Νίκος Βούλτσος ήταν ένας τέτοιος νταβατζής και στάλθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, από ένα συνδικάτο του εγκλήματος εδώ στο Μιλάνο. Από όσα ξέρουμε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το εν λόγω συνδικάτο τον βρήκε ήδη το 1993, όταν σκότωσε τρεις πόρνες που πήγαν να του φύγουν από τον Πειραιά. Η οργάνωση στο Μιλάνο, που λέγεται Γκιοτόνε, αντιλήφθηκε ότι ο Βούλτσος ήταν χρήσιμος και τον έφερε εδώ. Έχω αφιερώσει όλη την επαγγελματική μου ζωή στην παρακολούθηση αυτής της οργάνωσης, και έχω αντιληφθεί πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει στη βορειοϊταλική κοινωνία. Γι’ αυτό πρέπει να προχωρώ με άπειρη προσοχή. Τα πάντα δείχνουν ότι πολλοί μεγαλουσιάνοι τούτης της κοινωνίας μας είναι, κατά διαφορετικούς τρόπους, ανακατεμένοι στην Γκιοτόνε. Πρέπει, λοιπόν, να σας παρακαλέσω να προχωρήσετε κι εσείς το ίδιο προσεκτικά όπως εγώ. Ένα απρόσεκτο βήμα εκ μέρους σας, σινιόρ Σάντεστατ, θα κάνει δεκαετίες δουλειάς να πάνε χαμένες. Είναι σημαντικό να το γνωρίζετε αυτό. Αλλά… εσείς είστε κάτασπρος σαν πανί». «Είμαι κάτασπρος» είπε ο Σέντερστεντ και αντιλήφθηκε ότι είχε μάλλον πρασινίσει. «Είμαι έτσι από φυσικού μου». Επέτρεψε στον εαυτό του να σβήσει το τσιγάρο, έχοντας καπνίσει το μισό· μάλλον αυτό θα αρκούσε ως απόδειξη κοινωνικής δεξιότητας. Ο Μαρκόνι περιεργάστηκε σκεφτικός το τσιγάρο και το άδειο ποτήρι της γκράπας, αλλά συνέχισε απτόητος: «Έπειτα από πολλή δουλειά, εντοπίσαμε την αράχνη στον ιστό. Είμαστε αρκετά σίγουροι ότι ένας πολύ σεβαστός ηλικιωμένος τραπεζίτης εδώ στην πόλη είναι ο εγκέφαλος πίσω από το συνδικάτο του εγκλήματος Γκιοτόνε. Έχει επίσης δραστηριοποιηθεί στα τοπικά πολιτικά πράγματα και είναι τώρα μία από τις κινητήριες δυνάμεις της Λέγκα Νορντ, της Λίγκας του Βορρά, αν την ξέρετε». «Το αυτονομιστικό κόμμα του Βορρά που θέλει να μοιράσει τη χώρα σε μια πλούσια βόρεια Ιταλία και σε μια φτωχή νότια Ιταλία» έκανε ξεροκαταπίνοντας ο Σέντερστεντ. «Κάπως έτσι, ναι. Δεν θέλω να αποκαλύψω το όνομα αυτού του άντρα, αλλά ο λόγος που αφήναμε τον Νίκο Βούλτσο να κάνει τα δικά του, παρόλο που ήταν ευλόγως ύποπτος για τουλάχιστον πέντε σοβαρά εγκλήματα, είναι ότι πάμε για μεγαλύτερα ψάρια. Αποδείχτηκε, ωστόσο, τώρα ότι δεν χρειαζόταν. Οι βίδρες σας μας απάλλαξαν από αυτό το κομμάτι της δουλειάς». «Καταλαβαίνω» είπε ο Σέντερστεντ και ένιωσε ότι τουλάχιστον κάποιες χρωστικές είχαν αρχίσει να επανέρχονται στο πρόσωπό του μετά την εξορία από την έδρα του στην Τοσκάνη. Και επειδή ακόμη δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς λεγόταν ο αδηφάγος στα αγγλικά, δεν ενδιαφέρθηκε να διορθώσει τη ζωολογική ορολογία, αλλά συνέχισε: «Και το κίνητρο για τον φόνο του Βούλτσου;»
«Ανταγωνιστές» έκανε νωχελικά ο Μαρκόνι. «Διεξάγεται, όπως σας είπα, ένας πόλεμος στην Ευρώπη για τον έλεγχο της πορνείας. Καταπώς φαίνεται, υπάρχει ένα ανατολικοευρωπαϊκό συνδικάτο του εγκλήματος με βλέψεις στη Σουηδία, το οποίο του αφαίρεσε τη ζωή. Μέσω των ασβών». Ο Σέντερστεντ έγνεψε. Ο Μαρκόνι είχε προφανώς σκοπό να αναφέρει όλα τα ικτιδόμορφα που υπήρχαν σε αυτόν τον πλανήτη, εκτός από τον αδηφάγο. Αυτό τον εκνεύριζε λίγο. Ο Μαρκόνι σήκωσε ψηλά ένα έγγραφο που έμοιαζε με φαξ. «Η αποστολή σας είναι επισήμως εγκεκριμένη, σινιόρ Σάντεστατ. Φαίνεται ότι έχετε διοριστεί προσωρινά στην ευρωπαϊκή αστυνομική υπηρεσία συνεργασίας Γιουροπόλ. Αυτό σημαίνει επισήμως ότι θα πρέπει να έχετε πλήρη πρόσβαση στο υλικό των ερευνών μου. Πώς είναι τα ιταλικά σας;» «Όχι αρκετά για μια αξιοπρεπή συνομιλία» είπε ο Σέντερστεντ. «Αλλά μπορώ να τα διαβάζω αρκετά καλά». «Υπέροχα» είπε ο Μαρκόνι και παρέδωσε ένα κουτί σαν κύβο στον νέο συνάδελφό του από τη Γιουροπόλ, ο οποίος τον κοιτούσε ξαφνιασμένος. Ο Μαρκόνι συνέχισε: «Μια συλλογή σιντί με όλη την έρευνα για την Γκιοτόνε. Υποθέτω ότι έχετε υπολογιστή». Ο Σέντερστεντ έγνεψε. Είχε χρησιμοποιήσει κυρίως τον μικρό φορητό υπολογιστή του για να παίζει κούπες. Ήταν ένα μπανάλ αλλά ήρεμο παιχνίδι με χαρτιά που προσφερόταν μαζί με τα Windows. Σπάνια κέρδιζε. «Εδώ υπάρχουν όλα τα ονόματα των υπόπτων, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, του τραπεζίτη μας. Το συμβόλαιό σας απαιτεί τήρηση του απορρήτου, και οποιαδήποτε υποψία πως οποιοσδήποτε άλλος άγγιξε αυτά τα σιντί θα θεωρηθεί εγκληματική πράξη. Είναι κατανοητό αυτό;» «Κατανοητό» είπε ο Σέντερστεντ. «Ένα πράγμα μόνο. Η πολύ ιδιαίτερη μέθοδος δολοφονίας. Σας έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο;» «Εννοείτε τις νυφίτσες;» είπε ο Ίταλο Μαρκόνι και χαμογέλασε. «Όχι, εννοώ τη βελόνα στον εγκέφαλο. Εννοώ το κρέμασμα ανάποδα». Ο επιθεωρητής έγνεψε. Το είχε καταλάβει. Αυτό εκεί με τις βίδρες, τους ασβούς και τις νυφίτσες ήταν ένα είδος παιχνιδιού που ο Σέντερστεντ δεν καταλάβαινε – ακόμη. Αλλά καταλάβαινε ότι σύντομα θα το καταλάβαινε. Περίμενε. «Έχω βάλει δύο άντρες μας να το ψάξουν αυτό» είπε ο Μαρκόνι. «Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τις υποθέσεις δολοφονιών στη χώρα μας και ψάχνουμε για παρόμοιους φόνους». «Κάτι τέτοιο υποψιάστηκα» είπε ο Σέντερστεντ. Πίστευε ότι ο Μαρκόνι θα καταλάβαινε τη φιλοφρόνηση που κρυβόταν σε αυτή τη δήλωσή του. Το χαμόγελο του Μαρκόνι έδειξε ότι ήταν ακριβώς έτσι. Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του. Ο Σέντερστεντ του το έσφιξε. Ο σεβασμός του για την ιταλική αστυνομία είχε αυξηθεί σημαντικά. «Έχω την αίσθηση ότι θα τα ξαναπούμε» είπε ο Ίταλο Μαρκόνι και χάιδεψε το τεράστιο μουστάκι του. «Έχω κι εγώ την ίδια αίσθηση» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ, τράβηξε το χέρι του και στράφηκε να φύγει. Μόλις είχε φτάσει στην πόρτα, άκουσε τη φωνή του Μαρκόνι: «By the way, do you know what “ghiottone” means? – Παρεμπιπτόντως, ξέρεις τι
σημαίνει “γκιοτόνε”;» Ο Σέντερστεντ έκανε μεταβολή. «No» έκανε. «Ghiottone means wolverine – Γκιοτόνε σημαίνει wolverine στα αγγλικά» έκανε ο Ίταλο Μαρκόνι. Ο Σέντερστεντ γέλασε. Μια που wolverine ήταν η αγγλική λέξη για τον αδηφάγο.
Δεκαεπτά
μικρό όνομα του Άντερσον ήταν Χούμπαλντ. Τ οΧούμπαλντ Άντερσον. Ο Γκούναρ Νιμπέργ δεν ήξερε πώς να χειριστεί το γεγονός ότι ένας εικοσιτετράχρονος, αθλητικός, αρκετά σκληρός και πολύ καινούργιος στο επάγγελμα μπάτσος, με βλέμμα που μπορούσε να σκοτώσει, είχε το μικρό όνομα Χούμπαλντ. Όπως και να ’χε, τώρα δεν μπορούσε να βάλει τα γέλια. Η μικρόσωμη, μελαχρινή γυναίκα γύρω στα πενήντα καθόταν στο γραφείο της και φαινόταν πολύ Ρωσίδα. Σε πεντακάθαρα σουηδικά είπε: «Να ξέρετε ότι δεν με λένε Λουντμίλα Ένγκβιστ. Εκείνη τρέχει εμπόδια, και πιστεύω ότι έχει κάποιο τραύμα τώρα που δεν της επιτρέπει να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς στο Σίντνεϊ. Μέσα σε δύο μήνες θα βγει στον τύπο και θα ανακοινώσει ότι θα σταματήσει μια για πάντα. Να θυμάστε τα λόγια μου. Εμένα με λένε Λουντμίλα Λούντκβιστ και είμαι υφηγήτρια των σλαβικών γλωσσών εδώ στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Και εσείς είστε οι επιθεωρητές Γκούναρ Νιμπέργ και Βίγκο Νορλάντερ, και ο αστυφύλακας Χούμπαλντ Άντερσον. Σωστά;» «Βίγκο;» έκανε ο Χούμπαλντ Άντερσον αυθόρμητα. «Χούμπαλντ;» έκανε ο Βίγκο Νορλάντερ αυθόρμητα. Έπειτα άρχισαν και οι δυο να γελάνε τρανταχτά. Η Λουντμίλα Λούντκβιστ μίλησε στη συνέχεια αποκλειστικά με τον Γκούναρ Νιμπέργ, ο οποίος ήταν προφανώς ένας ήρεμος, όμορφος, μεγαλόσωμος άντρας στα καλύτερά του χρόνια. «Είσαι Ρωσίδα;» ρώτησε ο ήρεμος, όμορφος, μεγαλόσωμος άντρας στα καλύτερά του χρόνια. «Ναι» είπε η Λουντμίλα Λούντκβιστ και χαμογέλασε. «Από τη Μόσχα. Ερωτεύτηκα έναν σουηδό ερευνητή των αρχαίων ρωσικών, τον Χανς Λούντκβιστ, όταν είχε έρθει σ’ ένα συνέδριο στη Μόσχα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Βγήκα με τα χίλια ζόρια από τη Σοβιετική Ένωση, ήρθα να τον βρω στη Σουηδία και παντρευτήκαμε. Πριν από πέντε χρόνια πέθανε από καρκίνο των όρχεων. Δεν αποκτήσαμε ποτέ παιδιά». Ο Γκούναρ Νιμπέργ ίσως να μην περίμενε μια τόσο αναλυτική αναφορά, και ήταν ακόμη αρκετά φρέσκος στο κυνήγι των γυναικών ώστε να μπορέσει να καταλάβει ότι εκείνη τον φλέρταρε. «Λυπάμαι» είπε απλώς. «Κι εσύ; Είσαι παντρεμένος;» «Όχι» έκανε ξαφνιασμένος ο Νιμπέργ. «Χωρισμένος» πρόσθεσε.
Η Λουντμίλα Λούντκβιστ έγνεψε χαμογελαστή, έβαλε τρία σημειώματα πάνω στο γραφείο μπροστά της και είπε: «Υποθέτω ότι ήσουν εσύ, Γκούναρ, που είχες την ιδέα να καταγράψετε αυτά που ακούσατε στο κινητό». Ο Νιμπέργ δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι έτσι είχαν τα πράγματα. «Το κατάλαβα» είπε η Λουντμίλα και του έριξε ένα βλέμμα το οποίο πάνω από το ογδόντα τοις εκατό του αρσενικού πληθυσμού της χώρας άνω των σαράντα θα το αντιλαμβανόταν ως ερωτικό – ο Γκούναρ Νιμπέργ αντιθέτως ένιωθε, ως επί το πλείστον, σαστισμένος. «Θέλω να ακούσετε δύο φωνές» συνέχισε εκείνη. «Μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες που μπορεί να μοιάζουν αρκετά. Εδώ είναι η πρώτη». Πάτησε το κουμπί ενός μαγνητοφώνου στο γραφείο της. Μια αντρική φωνή άρχισε να αναμασάει διολισθαίνουσες διφθόγγους. Μετά έγινε μια διακοπή. Κατά τη διάρκεια αυτής της διακοπής η Λουντμίλα Λούντκβιστ είπε: «Σύντομα θα ακουστεί και η δεύτερη». Ακούστηκε λοιπόν και η δεύτερη φωνή. Ακουγόταν ίδια, αλλά όχι πραγματικά ίδια. Οι δίφθογγοι διολίσθαιναν κι εδώ, αλλά όχι κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όταν τελείωσε, η υφηγήτρια των σλαβικών γλωσσών είπε: «Ποια από τις δύο γλώσσες ήταν αυτή που ακούσατε;» Ο Χούμπαλντ Άντερσον έδειξε χωρίς κανένα λόγο το μαγνητόφωνο. Κατά τα άλλα, κανείς άλλος δεν κινήθηκε στο δωμάτιο. «Είναι η ίδια γλώσσα που λέει το ίδιο πράγμα σε δύο διαφορετικές γλώσσες» διευκρίνισε η Λουντμίλα Λούντκβιστ. «Γκούναρ;» Ο Νιμπέργ ακόμη δεν καταλάβαινε γιατί επέλεγε αυτόν ειδικά ως αγαπημένο μαθητή, αλλά ένιωσε την πίεση. Έκανε μια τρομακτική προσπάθεια να θυμηθεί και είπε: «Η δεύτερη. Υπάρχει κάτι με την ηχητική εικόνα εκεί στην πρώτη που δεν ταιριάζει πραγματικά. Οι δίφθογγοι» πέταξε στην τύχη. Η Λουντμίλα Λούντκβιστ έλαμψε. «Και εσείς οι άλλοι;» ρώτησε με αδιάφορη φωνή. «Ίσως» είπε ο Χούμπαλντ Άντερσον. «Πιθανώς» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ. Η υφηγήτρια πέρασε τα δάχτυλά της από τα χείλη και είπε: «Η εκτίμησή μου από τους αρκετά διαφορετικούς συνδυασμούς των γραμμάτων σας ταιριάζει με τη δική σου, Γκούναρ. Ότι είναι η δεύτερη. Η πρώτη φωνή μιλούσε ρωσικά, η δεύτερη ουκρανικά. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν ότι τα ουκρανικά είναι ξεχωριστή γλώσσα. Μιλιέται, όμως, από πενήντα εκατομμύρια ανθρώπους. Παλιότερα την έλεγαν “μικρορώσικη” και δεν την αναγνώριζαν ως ανεξάρτητη γλώσσα πριν από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Είναι φανερά επηρεασμένη από τα πολωνικά, κατά τα άλλα, και μερικοί από τους ήχους της βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα πολωνικά και στα ρωσικά. Η πιο εμφανής διαφορά στην ηχητική εικόνα της, όπως την αποκάλεσες εσύ, Γκούναρ, είναι ότι το άτονο “ο” παραμένει, ενώ στα ρωσικά υφίσταται μείωση, και ότι το “g” της ρωσικής γίνεται ηχηρό “h”». Κοίταξε τους μπερδεμένους αστυνομικούς και πάτησε ξανά το κουμπί του μαγνητοφώνου. Πριν ακουστεί κάτι, η υφηγήτρια είπε: «Αυτό που ακούσαμε ήταν οι κλασικές αρχικές αράδες από το μυθιστόρημα Το παλτό
του ουκρανού Γκόγκολ. Τώρα θ’ ακούσουμε κάτι άλλο, δηλαδή την προσπάθειά μου να ανακατασκευάσω αυτά που εσείς γράψατε στα σημειώματά σας. Διαβάζω εγώ η ίδια, μια που η φωνή που ακούσατε ήταν γυναικεία. Ακούστε προσεκτικά και προσπαθήστε να καταλάβετε αν ταιριάζει». Επικρατούσε ακόμη σιωπή. Από το μαγνητόφωνο ακουγόταν μόνον ένα βουητό. Σαν αμήχανος δημοσιογράφος σε στούντιο που περίμενε το εμβόλιμο ρεπορτάζ και δεν ερχόταν με τίποτα, η Λουντμίλα Λούντκβιστ είπε: «Έρχεται τώρα αμέσως». Και ήρθε. Ο Γκούναρ Νιμπέργ πιθανώς λόγω αυθυποβολής να πίστευε ότι είχε δίκιο, αλλά, όταν άκουσε την αισθησιακή φωνή της Λουντμίλα, θεώρησε ότι έμοιαζε αρκετά μ’ εκείνη που είχε ακούσει στο κινητό το οποίο είχε βρει στο χέρι του Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι στις ράγες του σταθμού Ούντενπλαν του μετρό. Και αυτό είπε: «Είναι αρκετά όμοια. Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν έτσι». «Ναι» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ. «Γιατί όχι;» είπε ο Χούμπαλντ Άντερσον. Η Λουντμίλα Λούντκβιστ είπε: «Αν αυτή ταιριάζει, ακούστε τι λέει σε σουηδική μετάφραση: “Οι πάντες πέρασαν εντάξει. Η τριακόσια εβδομήντα δύο στο Λούμπλιν”. Μετά ακολουθεί αυτή εκεί η παύση. Κι ύστερα εκείνη λέει: “Μουνί” και το κλείνει». «Μουνί;» ξεφώνισε κατάπληκτος ο Χούμπαλντ Άντερσον. «Όπως το είπα» έκανε αυστηρά η Λουντμίλα Λούντκβιστ. Ο Γκούναρ Νιμπέργ είπε: «Κανένα όνομα;» «Δυστυχώς όχι». «Μα το “Λούμπλιν” κάτι έπρεπε να σου λέει, Λουντμίλα…» «Και σ’ εσένα, Γκούναρ. Έχεις ακουστά τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον μοναδικό νομπελίστα της εβραϊκής γλώσσας στη λογοτεχνία; Το 1960 έγραψε ένα μικρό μαγικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Ο μάγος του Λούμπλιν. Το Λούμπλιν είναι μια πόλη στην Πολωνία. Βρίσκεται δίπλα από τον αυτοκινητόδρομο Ε372, καμιά εκατοστή χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας. Και ίσως άλλα εκατό χιλιόμετρα από τα ουκρανικά σύνορα. Η Ε372, δηλαδή, οδηγεί στην Ουκρανία». «“Οι πάντες πέρασαν εντάξει” είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ σκεφτικός. “Η τριακόσια εβδομήντα δύο στο Λούμπλιν”. Το “πέρασαν” σημαίνει λοιπόν “πέρασαν από το τελωνείο”». «Φαίνεται αρκετά πιθανό» είπε η Λουντμίλα Λούντκβιστ. «Αλλά όλα στηρίζονται στο κατά πόσο είναι αληθινή η ερμηνεία μου». «Είναι σίγουρα πολύ πειστικό» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ, σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του. Εκείνη το πήρε και το κράτησε λίγο παραπάνω. Εκείνος ένιωσε να την κοιτάζει σαν χαζός. Στέκονταν έξω στον σπαρτιάτικο διάδρομο του Φρεσκάτι. Δεν υπήρχε τίποτα να δουν, απολύτως τίποτα. Το ασανσέρ ήρθε, οι πόρτες άνοιξαν. Τότε ο Βίγκο Νορλάντερ είπε: «Δεν θα μπεις σ’ αυτό εδώ το ασανσέρ, Γκούναρ». «Τι;» έκανε ο Γκούναρ. «Θα επιστρέψεις στο γραφείο της υφηγήτριας Λουντμίλα Λούντκβιστ και θα της
ζητήσεις να βγείτε απόψε για φαγητό». «Τι είναι αυτά που λες τώρα;» Ο Βίγκο Νορλάντερ κράτησε τις πόρτες του ασανσέρ, έσκυψε προς τον Γκούναρ Νιμπέργ και ψιθύρισε: «Είσαι πιθανότατα πολύ εξυπνότερος από μένα, Γκούναρ, αλλά εγώ είμαι καλύτερος σε κάτι τέτοια. Είναι πολύ σπάνιο να βλέπεις τη γυναικεία επιθυμία να εκτίθεται έτσι». Ο Γκούναρ Νιμπέργ έμεινε να κοιτάζει για αρκετή ώρα τις κλειστές πόρτες του ασανσέρ που είχε φύγει. Μετά διέσχισε ξανά τον διάδρομο. Οι χτύποι της καρδιάς του απλώνονταν στους σλάβικους διαδρόμους σαν αφρικάνικα ταμ ταμ.
Δεκαοκτώ
άντρες με μπλε φόρμες περπατούσαν ανάμεσα στις σπασμένες ταφόπλακες και Τ ρεις απομάκρυναν τα κομμάτια με καροτσάκια. Τα μεταχειρίζονταν σαν να ήταν ζωντανά, βαριά τραυματισμένα πλάσματα που σύντομα θα δέχονταν ιατρική φροντίδα. Ο Χόρχε Τσάβες στεκόταν στον ίσκιο της βελανιδιάς όπου είχε βρεθεί κρεμασμένος ο Λέοναρντ Σέινκμαν· όταν κοίταξε προς τα πάνω, είδε τον φλοιό ενός κλαδιού που βρισκόταν στα τέσσερα μέτρα ύψος να είναι γδαρμένος. Προσπάθησε να ανακατασκευάσει μια διαδρομή αναρρίχησης στον κορμό. Δεν φαινόταν πολύ εύκολο. Τα κλαδιά ήταν λεπτά και έδειχναν εύθραυστα καθ’ όλο το μήκος της διαδρομής προς την κορυφή. Εκείνος ο οποίος είχε κρεμάσει τον ηλικιωμένο άντρα πρέπει να ήταν ασυνήθιστα ελαφρύς, ευλύγιστος και δυνατός. Και ακατανόητα σκληρός. Ο ήλιος άπλωνε ένα λυτρωτικό πέπλο φιλίας πάνω από το Νότιο κοιμητήριο. Μάλλον ήταν απλώς μια φενάκη. Μάλλον δεν επιτυγχανόταν ποτέ η εξιλέωση για ένα τόσο φρικιαστικό, δειλό, ελεεινό έγκλημα. Προφανώς ο δράστης είχε επισύρει πάνω του την αιώνια καταδίκη. Αιώνια ήταν, εν πάση περιπτώσει, και η γη σ’ ένα ιουδαϊκό νεκροταφείο. Κι αυτό το ήξερε ο Χόρχε Τσάβες. Το νεκροταφείο Μπετ Αχαΐμ είναι μόνιμο και δεν επιτρέπεται να μετακινείται. Είναι τόπος ιερός, καθαγιασμένο έδαφος, κι εκεί συμπεριλαμβάνονται αρκετοί άγραφοι νόμοι που θέλουν να τονίσουν αυτή την ιερότητα: δεν επιτρέπεται κανείς να τρώει, να πίνει ή να καπνίζει σε νεκροταφείο, απαγορεύεται να δρασκελίζει πάνω από τάφους και θα πρέπει να έχει καλυμμένο το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού. Έσκυψε και σκάλισε λίγο ανάμεσα στα απομεινάρια της ταφόπλακας που έφερε το όνομα Στάιφ. Τη σύγκρινε με τις άλλες ταφόπλακες. Ήταν περίπου όλες ομοιόμορφες. Πάνω πάνω υπήρχαν δύο εβραϊκά γράμματα που σήμαιναν «Ενθάδε κείται» και ακολουθούσε το όνομα, η ημερομηνία γέννησης, η ημερομηνία θανάτου και ένα σύμβολο, συχνά το άστρο του Δαβίδ ή η επτάφωτος λυχνία. Στο κάτω μέρος κάθε ταφόπετρας υπήρχαν πέντε εβραϊκά γράμματα που μάλλον σήμαιναν: «Είθε η ψυχή του (ή η ψυχή της) να γίνει δεκτή στην αιώνια ζωή». Υπήρχαν αρκετά ακόμα απομεινάρια από την ταφόπλακα του Στάιφ ώστε να φαίνεται πως εδώ δεν υπήρχε ούτε μικρό όνομα ούτε ημερομηνία γέννησης, μόνο «Στάιφ» και ημερομηνία θανάτου: 7 Σεπτεμβρίου 1981. Το ερώτημα ήταν, δηλαδή, αν αυτός ο μυστηριώδης «Στάιφ», πάνω από την ταφόπλακα του οποίου είχε βρει τον θάνατο ο Λέοναρντ Σέινκμαν, είχε κάποια σχέση με τον ηλικιωμένο καθηγητή. Ήταν ίσως λίγο ασαφές.
Longshot – απλή εικασία, όπως έλεγαν στις αμερικάνικες ταινίες. Αλλά ακόμα και τέτοιες αποδεικνύονταν πραγματικές καμιά φορά. Ο Τσάβες βγήκε από τη σκιά και πήδηξε άνετα πάνω από την κίτρινη ταινία που έγραφε «Αστυνομία». Οι τρεις άντρες με τις φόρμες γύρισαν και τον κοίταξαν. Είχε πηδήξει πάνω από έναν τάφο. «Με συγχωρείτε» φώναξε και σήκωσε ψηλά την αστυνομική ταυτότητα, ώστε να τη δουν οι τρεις άντρες. «Φοβάμαι πως έκανα το λάθος να πηδήξω πάνω από τάφο». Ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους τρεις τον πλησίασε. Έδειχνε Ανατολικοευρωπαίος, σαν ένας σκακιστής στον Οίκο του Πολιτισμού, σκέφτηκε ο Τσάβες προκατειλημμένα. «Δεν θα πρέπει να περνάει κανείς πάνω από τάφους» είπε με σοβαρό ύφος ο άντρας «και θα πρέπει να έχει καλυμμένο το κεφάλι του». Προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε αυτά τα λόγια, μια που έβγαλε σαν ταχυδακτυλουργός από την τσέπη του έναν μικρό σκούφο, μια καλότα. Ο Τσάβες τον πήρε και τον ευχαρίστησε. «Μήπως τυχαίνει να είσαι εσύ ο Γιτζάκ Λεμστάιν;» και έβαλε την καλότα ψηλά στο κεφάλι του. Ο ηλικιωμένος άντρας τον κοίταξε θλιμμένος. «Ναι» είπε. «Εγώ είμαι ο Χόρχε Τσάβες από την ΕΥΕΕ. Εσύ είσαι υπεύθυνος για τη φροντίδα του κοιμητηρίου;» «Ναι» είπε ο Γιτζάκ Λεμστάιν. «Το φροντίζουμε εγώ και οι γιοι μου». «Πρέπει να σας πω ότι λυπάμαι πολύ για τα αποψινά συμβάντα. Τέτοια πράγματα δεν θα πρέπει να συμβαίνουν στη Σουηδία». «Πάντα θα συμβαίνει αυτό. Πάντα και παντού στην υφήλιο». Ο Τσάβες σταμάτησε κάπως έκπληκτος. Μετά είπε: «Υπήρξαν πολλές ζημιές τα τελευταία χρόνια, απ’ ό,τι κατάλαβα». «Ναι» έκανε λακωνικά ο Λεμστάιν. «Σκεφτόμουν να σε ρωτήσω μερικά πράγματα, αν έχεις χρόνο. Ξέρεις τι συνέβη με τον καθηγητή Λέοναρντ Σέινκμαν εδώ τη νύχτα. Τον ήξερες;» «Όχι» έκανε λακωνικά ο Λεμστάιν. «Και δεν έχεις καμία ιδέα για το τι μπορεί να έκανε εδώ;» «Όχι». «Σκεφτόμουν αυτή την ταφόπλακα δίπλα στην οποία δολοφονήθηκε…» «Πότε μπορούμε να την πάρουμε;» «Τι πράγμα;» «Πότε θα μπορέσουμε να πάρουμε την ταφόπλακα που είναι μέσα από εκείνη την πλαστική ταινία; Κάθεται εκεί και δεν νιώθει καλά». Ο Τσάβες τον περιεργάστηκε για λίγο. Μετά είπε: «Δεν μπορώ να απαντήσω ευθέως σε αυτό. Προφανώς μπορείς να το κάνεις και τώρα. Μπορώ να τηλεφωνήσω και να ελέγξω με τους τεχνικούς μας μόλις μου απαντήσετε σε μερικές απορίες μου για την ταφόπλακα αυτή. Ποιος είναι ο “Στάιφ”; Και γιατί δεν υπάρχει κανένα μικρό όνομα και καμία ημερομηνία γέννησης στην πλάκα;» Τότε ο γέρος άντρας τού γύρισε την πλάτη. Πήγε με αργό και βαρύ βήμα στο καρότσι του, το πήρε και άρχισε να φεύγει. Ο Τσάβες στάθηκε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, σαστισμένος κάπως. Μετά έτρεξε
πίσω του. «Γιατί δεν θέλεις ν’ απαντήσεις σε αυτό;» «Δεν έχει καμία σχέση μ’ εσάς. Είναι εβραϊκή υπόθεση». «Μα που να πάρει η ευχή! Πιστεύουμε ότι ο Λέοναρντ Σέινκμαν μπορεί να πήγαινε σ’ εκείνη την ταφόπλακα! Κι αυτό είναι σημαντικό!» Ο Γιτζάκ Λεμστάιν σταμάτησε, άφησε με θόρυβο το καροτσάκι κάτω στο χαλίκι και κάρφωσε το βλέμμα του στον Τσάβες. «Ξέρεις από εβραϊκό χιούμορ;» τον ρώτησε εκείνος με απόλυτη σοβαρότητα. «Όχι ακριβώς» παραδέχτηκε ο Τσάβες. «Γούντι Άλεν;» Ο Λεμστάιν αναστέναξε και έπιασε ξανά τις χειρολαβές από το καροτσάκι. Ο Τσάβες έβαλε προσεκτικά το χέρι στον ώμο του άλλου και είπε: «Με συγχωρείς. Πρέπει να μου εξηγήσεις τι εννοείς». Ο γέρος στάθηκε για λίγο ακίνητος με τα χέρια στις χειρολαβές. Μετά, αφήνοντας άλλον έναν αναστεναγμό, άφησε το καρότσι και στράφηκε στον επίμονο λατινοαμερικάνο αστυνομικό. «Το χιούμορ είναι αυτό που μας βοήθησε να επιβιώσουμε» είπε ο Γιτζάκ Λεμστάιν. «Το εβραϊκό χιούμορ είναι μια ιδιαίτερη μορφή μαύρου χιούμορ, διανθισμένου συχνά με λογοπαίγνια. Υπήρξε πολύ χιούμορ στα στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος. Ήταν κι αυτό μέρος της επιβίωσης. Πίστεψέ με, ξέρω τι λέω». Έδειξε τον καρπό του στον Τσάβες. Οι μαύροι αριθμοί ήταν σχεδόν καλυμμένοι από πυκνές μαύρες τρίχες. Αλλά σίγουρα έλαμπαν μ’ ένα εντελώς σκοτεινό φως. Ο Τσάβες έγνεψε και είπε: «Το “Στάιφ” είναι δηλαδή… ένα αστείο;» «Είναι γίντις» είπε ο γέρος. «“Στάιφ” σημαίνει άκαμπτος, αλύγιστος. Stiff στα αγγλικά. Πτώμα, δηλαδή. Μπορείς να αστειευτείς και στο νεκροταφείο επίσης». «Ναι, αλλά γιατί είναι γραμμένο στην ταφόπλακα; Τι σημαίνει;» «Ότι είναι ένα πτώμα αγνώστου ταυτότητος. Τάφος του άγνωστου στρατιώτη, ας πούμε. Άγνωστος νεκρός Εβραίος». «Πέθανε το 1981 και ήταν άγνωστος;» «Ναι». «Ήσουν κι εσύ εδώ όταν τον θάψανε; Αν ήταν άντρας». «Άντρας ήταν. Και ναι, ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που τον θάψαμε. Είμαι μέλος της Χεβρά Καντισά. Είναι καθήκον μου ως φροντιστή του κοιμητηρίου». «Χεβρά Καντισά;» «Συντροφιά κοιμητηρίου». «Αν ήταν άγνωστος, πώς ξέρατε ότι ήταν ιουδαϊκής καταγωγής;» «Είχε περιτομή. Και είχε ένα από αυτά εδώ». Ξανάδειξε το τατουάζ με τους αριθμούς. Ο Τσάβες έγνεψε καταφατικά. «Πώς πέθανε;» «Δολοφονήθηκε. Μαχαιρώθηκε, νομίζω. Έχω την εντύπωση ότι είχε βρεθεί νεκρός έξω στο δάσος. Αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς. Κανείς δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Αλλά εσύ είσαι αστυνομικός, μπορείς να βρεις περισσότερα». «Ναι – και θα το κάνω. Θυμάσαι κάτι περισσότερο; Τι ηλικία είχε;» «Ήταν, υποθέτω, γύρω στα σαράντα. Α, ναι, ήταν και κάτι άλλο».
«Τι πράγμα;» έκανε ο Τσάβες. «Δεν είχε μύτη». Ο Χόρχε Τσάβες φάνηκε λίγο έκπληκτος. «Δεν είχε μύτη;» «Δεν υπήρχε». «Την είχε κόψει ο δολοφόνος, δηλαδή;» «Όχι» απάντησε ο Γιτζάκ Λεμστάιν. «Ήταν κομμένη πριν από πολύ καιρό. Υπήρχε απλώς μια μεγάλη ουλή». «Κατάλαβα» είπε ο Τσάβες δίχως να καταλαβαίνει και πολλά. «Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;» «Όχι» είπε ο Λεμστάιν. «Αλλά έχεις εσύ». Ο Τσάβες κοντοστάθηκε κι ένιωσε μπερδεμένος. Μετά σήκωσε ένα δάχτυλο προς τον ουρανό, έκανε ένα «α!» και τηλεφώνησε στο ΚΕΕ. «Μπρούντε» έκανε μ’ ένα ρουθούνισμα. «Καλέ μου γερο-πεθερέ. Έντιμε άνθρωπέ μου. Πώς πάνε τα πράγματα πέρα στο Νότιο κοιμητήριο; Τα τελειώσατε όλα;» Άκουσε τι έλεγε η άλλη φωνή για μερικά δευτερόλεπτα. Μετά έκλεισε το κινητό και στράφηκε στον Γιτζάκ Λεμστάιν μ’ ένα γνέψιμο. «Μπορείς να πάρεις την ταφόπλακα τώρα» είπε. «Τέρμα τα βάσανα του Στάιφ». Ο Γιτζάκ Λεμστάιν τον κοίταξε, έκανε μεταβολή, πήρε το καροτσάκι κι έφυγε από εκεί. Ο Τσάβες στάθηκε για λίγο εκεί κοιτώντας τον στραβοκάνη Λεμστάιν ν’ απομακρύνεται προς την ταλαιπωρημένη ταφόπετρα. Ο ίδιος κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητό του. Εκεί που οδηγούσε, τηλεφώνησε στη γυναίκα του. «Γεια σου, Σάρα» είπε. «Πού είσαι;» «Στο γραφείο» αποκρίθηκε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Μόλις επέστρεψα από τη Σλάγκστα». «Αναγνώρισε κανένας τον Έλληνά μας;» «Νίκο Βούλτσο τον έλεγαν στην πραγματικότητα. Θέλεις να σε λέω μήπως “ο Χιλιανός μου”;» «Ευχαρίστως, αν το κάνεις κατά τη διάρκεια των προσωπικών στιγμών μας, κυρία “Δεν θέλω να λέγομαι Τσάβες αλλά, ασμένως, Σβενχάγκεν, όπως ο μπαμπάς Μπρούντε”. Παρεμπιπτόντως, μίλησα με τον πατέρα σου. Ήταν αξιαγάπητος όπως πάντα». «Όχι» είπε ήρεμα η Σάρα «κανείς δεν αναγνώρισε τον Έλληνά μας. Αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Άρτο μόλις τηλεφώνησε από την Ιταλία. Απ’ όσα μάθαμε, ο Νίκος Βούλτσος ήταν στη Σουηδία ως απεσταλμένος ενός μεγάλου συνδικάτου του εγκλήματος από το Μιλάνο. Φαίνεται πως είχε έρθει για να πάρει τις οχτώ γυναίκες από τη Σλάγκστα και να τις προσθέσει σε κάποια μεγάλη ομάδα πορνών. Εκτός αυτού, το μήνυμα στο τηλέφωνο της φεμινίστριας νίντζα σου μάλλον μεταφράστηκε. Έλεγε τα εξής: “Οι πάντες πέρασαν εντάξει. Η τριακόσια εβδομήντα δύο στο Λούμπλιν”. Τώρα ψάχνω πιθανά φεριμπότ». «Λούμπλιν;» έκανε ο Χόρχε. «Στην Πολωνία». «Ναι. Είναι, υποθέτω, πολύ πιθανό να πρόκειται για τις οχτώ κυρίες μας που “πέρασαν εντάξει”. Προφανώς πρόκειται για κάποιο ανταγωνιστικό συνδικάτο από την Ουκρανία. Οι επαφές στη Σλάγκστα ήταν άλλωστε Ουκρανές και το μήνυμα στα ουκρανικά. Φαίνεται, λοιπόν, πως η φεμινίστρια νίντζα ήταν Ουκρανή και μέλος ενός
συνδικάτου που ασχολείται με πορνεία». «Δεν ξέρω αν αυτό ακούγεται καλό ή κακό» είπε ο Χόρχε, τη στιγμή ακριβώς που η Σάρα φάνηκε να αποκτά μια παράξενη μεταλλική φωνή. «Από αστυνομικής απόψεως είναι καλό, βέβαια. Αν και ακούγεται κάπως ανησυχητικό. Με ακούς; Σάρα;» Η φωνή της Σάρα είχε πλέον μετατραπεί σ’ ένα είδος βιομηχανικής διαδικασίας. Ρόμποκοπ, σκέφτηκε ο Χόρχε. Μετά η Σάρα ακούστηκε πάλι κανονικά: «… και πώς τα πας εσύ;» «Φοβάμαι ότι τείνεις να γίνεις κάτι σκληρό και ψυχρό» είπε ο Χόρχε Τσάβες. «Μα τι έχεις πάθει;» είπε μια τρομακτική μεταλλική φωνή. «Η φωνή σου είναι παράξενη. Τώρα χάνεται πάλι. Διάβολε. Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζω. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω, αν βρεις μερικά λεπτά, να κοιτάξεις για αγνώστου ταυτότητος πτώματα από τον Σεπτέμβριο του 1981. Άντρας, Εβραίος, σαράντα χρόνων περίπου. Με τατουάζ από στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά χωρίς μύτη. Επαναλαμβάνω: χωρίς μύτη». Εκείνη, όμως, δεν ακουγόταν πια. Ο Τσάβες καταράστηκε την εφεύρεση που λεγόταν κινητό και έκλεισε το δικό του. Όταν ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, είχε ακόμη μια μικρή καλότα στο κεφάλι του. Η Σάρα κοίταξε το βουβό κινητό τηλέφωνο. Κάτι σκληρό και ψυχρό; Καθόταν στο γραφείο που μοιραζόταν με τη Σέρστιν Χολμ, η οποία έλειπε εκείνη την ώρα. Δεν ήξερε πού είχε πάει. Η Σάρα Σβενχάγκεν έριξε μια γρήγορη ματιά στην οθόνη του υπολογιστή που είχε μπροστά της. Εκεί υπήρχε ένα σχηματικό χρονοδιάγραμμα. Δοκίμαζε μια χρονική περίοδο που εκτεινόταν από τις τέσσερις το πρωί της Πέμπτης 4 Μαΐου, όταν οι γυναίκες έφυγαν από τη Σλάγκστα, μέχρι τις τρεις το απόγευμα της Παρασκευής 5 Μαΐου, όταν η κλήση από το Λούμπλιν έφτασε στον κομμένο βραχίονα στον σταθμό μετρό του Ούντενπλαν. Σε τριάντα πέντε ώρες κάποιοι είχαν καταφέρει, στην περίπτωση αυτή, να μετακινηθούν από τη Στοκχόλμη στο Λούμπλιν. Αν επέμεναν στην υπόθεση ότι είχαν μεταφερθεί με κάποιο λεωφορείο –και όχι με απορριμματοφόρο– έπρεπε να δουν τα δρομολόγια των φεριμπότ. Από τη Σουηδία στην Πολωνία υπήρχαν οι γραμμές φεριμπότ Νίνεσχαμν-Γκντανσκ, Καρλσκρούνα-Γκντίνια και Ίσταντ-Σφινόιστσιε ή Σβινεμίντε. Επίσης ΚοπεγχάγηΣφινόιστσιε. Προσπαθούσε να εκτιμήσει τις επιλογές που υπήρχαν, όταν τηλεφώνησε ο Χόρχε. Προς το παρόν απέμεναν ακόμη δύο μήνες για ν’ ανοίξει η γέφυρα Ερεσούντ, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε κανέναν να πάει μέσω Δανίας, Γέτεμποργ-Φρέντρικχαβν, Χέλσινμποργ-Χέλσινγερ ή Μάλμε-Κοπεγχάγη. Μπορούσε επίσης να πάει κανείς από την Ίσταντ και το Τρέλεμποργ στη Γερμανία με φεριμπότ, Σάσνιτς, Ρόστοκ. Ή γιατί όχι Γέτεμποργ-Κίελο; Η εφιαλτική διαδρομή ήταν βεβαίως η Χέλσινμποργ-Χέλσινγερ και μετά Ρέντμπι-Πουτγκάρντεν. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε καμία καταγραφή πουθενά· σε όλες τις άλλες περιπτώσεις διαδρομών ένα λεωφορείο και μια παρέα ταξιδιωτών αποτελούμενη από οχτώ γυναίκες θα ήταν δυνατόν να εντοπιστούν. Οι περισσότερες από αυτές τις επιλογές μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε τριάντα πέντε ώρες. Στη χειρότερη περίπτωση όλες. Τώρα απέμενε να ελέγξει όλα τα δρομολόγια. Είχε έναν αρκετά απελπιστικά μεγάλο πίνακα δρομολογίων μπροστά της. Με άλλα λόγια, δεν είχε καμία αντίρρηση να φέρει εις πέρας την παράξενη αποστολή
που της είχε αναθέσει ο Χόρχε. Άντρας χωρίς μύτη. Έπειτα από την αρκετά αγχωτική θητεία της στο Τμήμα Δίωξης Παιδεραστίας της ΕΥΕΕ, το οποίο διοικούσε ακόμη ένας αδέκαστος «παρτάκιας» αρχιεπιθεωρητής ονόματι Ράγκναρ Χελμπέργ, είχε αποκτήσει μια ασυνήθιστα μεγάλη εμπειρία σε όλες τις μορφές διαχείρισης δεδομένων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Δεν είχε, δηλαδή, κανένα πρόβλημα να εντοπίσει την εν λόγω υπόθεση στο αρχείο εγκλημάτων, έστω κι αν είχε γίνει πριν από είκοσι χρόνια. Ένα άτομο αγνώστου ταυτότητος, δηλαδή ένας άγνωστος άντρας σαράντα ετών περίπου, βρέθηκε το πρωί της Τετάρτης 9 Σεπτεμβρίου 1981 γυμνός στο δάσος δίπλα στη μικρή λίμνη για κολύμπι, τη Στρόλχουεν στη Λουβισεντάλ της Έλτα, νοτιοδυτικά της Στοκχόλμης. Ο θάνατος επήλθε από δύο βαθιές μαχαιριές οι οποίες πρέπει να έγιναν κάποια στιγμή κατά τη Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου. Ο τόπος όπου βρέθηκε δεν ήταν ίδιος με τον τόπο του φόνου του, αυτό ήταν σίγουρο. Το πτώμα είχε, δηλαδή, πεταχτεί κατά πάσα πιθανότητα από αυτοκίνητο. Ο άντρας ήταν μαυρομάλλης και, σύμφωνα με τις σημειώσεις του ιατροδικαστή Σίγκβαρντ Κβάρφορτ, «με έντονη τριχοφυΐα». Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμά του ήταν η απουσία μύτης. Ο Κβάρφορτ συνέχιζε: «Απουσιάζει ακόμα και το ρινικό οστό, και το μόνο που απομένει είναι μια εξαιρετικά παραμορφωτική ουλή. Η σχετική ομαλότητα στην επιφάνεια της ουλής δείχνει ότι η μύτη αφαιρέθηκε χειρουργικά, πιθανώς να πριονίστηκε». Επίσης ο άντρας ήταν περιτετμημένος και έφερε στον βραχίονα ένα τατουάζ «από αυτά που έφτιαχναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά με μη αναγνώσιμους αριθμούς, σαν να είχε προσπαθήσει από μόνος του με κάποιο μαχαίρι να τους αφαιρέσει». Γι’ αυτό και η εβραϊκή κοινότητα της Στοκχόλμης είχε αναλάβει να θάψει τον άγνωστο. Είχαν στείλει τη φωτογραφία του, μαζί με δακτυλικά αποτυπώματα, στην Ιντερπόλ, αλλά δεν πήραν καμία απάντηση. Η υπόθεση, την οποία υπέγραφε ο Έρικ Μπρουν, ήταν ακόμη ανοιχτή. Η Σάρα αποθήκευσε τις πληροφορίες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για τον Στάιφ του Χόρχε. Έπειτα επέστρεψε στα δρομολόγια των φεριμπότ. Αν θέλω να πάω με λεωφορείο από τη Στοκχόλμη στην Ουκρανία, πρέπει να πάω οπωσδήποτε μέσω Δανίας ή ακόμα μέσω Γερμανίας; Δεν θα έπρεπε να πάω δηλαδή απευθείας από τη Σουηδία στην Πολωνία; Είναι, εν πάση περιπτώσει, μια λογική πρώτη επιλογή. Και σε αυτή την περίπτωση μάλλον θα πήγαινα στο Γκντίνια ή στο Γκντανσκ, όχι βέβαια στο Σφινόιστσιε, το οποίο βρισκόταν μακρύτερα, δίπλα στον Πομερανικό κόλπο, ακριβώς δίπλα στα γερμανικά σύνορα. Από τις δίδυμες πόλεις Γκντίνια και Γκντανσκ ξεκινούσε ο αυτοκινητόδρομος Ε77 και οδηγούσε απευθείας κάτω στη Βαρσοβία, από όπου ο Ε372 συνέχιζε μέχρι κάτω στην Ουκρανία μέσω Λούμπλιν. Η λογική έλεγε ότι θα έπρεπε να επιλέξει κανείς απολύτως πρώτα το Νίνεσχαμν, εκεί όπου η ναυτιλιακή εταιρεία Πόλσκα Ζεγκλούγκα Μπαλτίτσκα –η οποία τώρα αποκαλούνταν, λίγο πιο πιασάρικα, Πολ-φέρις– είχε ως προορισμό της το Γκντανσκ. Ως δεύτερη επιλογή θα μπορούσε κανείς να κάνει τη διαδρομή Καρλσκρούνα-Γκντίνια με τη Στένα Λάινς. Η Σάρα άρχισε από το Νίνεσχαμν. Κάποιο από τα πλοία της Πολ-φέρις, το Ρογκάλιν ή το Νιμπόροφ, έφυγε την Πέμπτη 4 Μαΐου στις 17.00΄ και έφτασε στο Γκντανσκ στις 11.30΄ την Παρασκευή. Το ερώτημα ήταν αν προλάβαινε κανείς να φτάσει από το Γκντανσκ στο Λούμπλιν μέχρι τις 14.55΄, όταν έγινε το τηλεφώνημα στο Ούντενπλαν. Έπρεπε να το υπολογίσει. Η Στένα Λάινς είχε κι αυτή το πλοίο Στένα Γιούροπ, που έφυγε από την Καρλσκρούνα στις 21.00΄ και έφτασε στο Γκντίνια στις 07.00΄. Αυτές οι δύο επιλογές έπρεπε να ελεγχθούν. Η Σάρα θεώρησε ότι χρειαζόταν βοήθεια και για μια στιγμή
σκέφτηκε πως η απουσία της Σέρστιν ήταν κάπως ανεύθυνη. Αν και αυτό ήταν σίγουρα μια άκρως εγωιστική άποψη· και ως τέτοια την απέρριψε μεμιάς. Τηλεφώνησε, όμως, στον παλιό της συνεργάτη από το Τμήμα Δίωξης Παιδεραστίας, τον βράχο στον οποίο μπορούσε πάντα να στηρίζεται. «Ναι;» απάντησε ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Είσαι στο κτίριο;» ρώτησε η Σάρα. «Θα χρειαστώ βοήθεια με κάτι». «Όχι, Σάρα» έκανε ο Νιμπέργ ασυνήθιστα απότομα. «Είμαι δυστυχώς λίγο απασχολημένος ακριβώς τούτη τη στιγμή. Θα σου τηλεφωνήσω σε μερικά λεπτά». Και μετά το έκλεισε. Η Σάρα καταράστηκε την εφεύρεση του κινητού και έκλεισε το δικό της. Ο Γκούναρ Νιμπέργ έκλεισε το κινητό του μ’ ένα τίναγμα, το έβαλε στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν και ευχήθηκε να μην το είχε σπάσει. Ευχήθηκε επίσης να μη χρειαζόταν να πάει στην αποψινή συνάντηση –όχι «ραντεβού», αρνούνταν να το ονομάσει ραντεβού– με ουλές και μελανιές. Αυτό δεν θα έκανε καθόλου καλή εντύπωση σε μια υφηγήτρια σλαβικών γλωσσών. Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε γύρω τους στο βρόμικο υπόγειο έξω από την Οκερσμπέργια που μύριζε μπίρα. Στον έναν τσιμεντένιο τοίχο υπήρχε μια σουηδική σημαία, στον άλλο μια ναζιστική και στην ορθή γωνία που σχημάτιζαν οι σημαίες υπήρχαν τέσσερις ογκώδεις σκίνχεντ που κράδαιναν κάτι ρόπαλα του μπέιζμπολ. Πίσω του υπήρχε μια πόρτα εντελώς σπασμένη. «Κατέστρεψες την πόρτα, γαμημένε μπάτσε!» γκάριξε ένας από τους σκίνχεντ. «Λυπάμαι» έκανε ευγενικά ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Αλλά έπρεπε να την είχατε ανοίξει, νεαροί μου. Άκουσα ότι ήσασταν εδώ μέσα. Εσείς, όμως, προσπαθήσατε να κρυφτείτε σαν κοριτσόπουλα». Ακούστηκαν μουγκρητά από την άλλη πλευρά. Εκείνος συνέχισε: «Ψάχνω τον Ρέινε Σάντμπεργ. Είναι εδώ; Θέλω απλώς να του μιλήσω». Ο σκίνχεντ που βρισκόταν πιο κοντά του επιτέθηκε σαν μανιακός. Κράδαινε με λύσσα το ρόπαλο του μπέιζμπολ. Στον Γκούναρ Νιμπέργ δεν άρεσε καθόλου αυτό. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μη χρησιμοποιήσει ξανά βία στην υπηρεσία. Αλλά τώρα φαινόταν ότι έπρεπε να το κάνει. Με μια καλοζυγισμένη γροθιά στο στομάχι, έστειλε τον σκίνχεντ στον τσιμεντένιο τοίχο. Οι άλλοι τρεις έκαναν λίγο πιο πίσω. Ο τύπος που είχε δεχτεί τη γροθιά διπλώθηκε στα δύο και κλαψούρισε αδύναμα. «Δεν θέλω να σας κάνω κακό» είπε εκείνος στους φουσκωτούς και γεμάτους αδρεναλίνη σκίνχεντ και στα περισσότερα χείλη μια τέτοια δήλωση θα ακουγόταν άκρως υπερβολική. Αλλά όχι όταν προερχόταν από τα χείλη του Γκούναρ Νιμπέργ. Έκανε ένα βήμα μπροστά και συνέχισε: «Κοιτάξτε, προσπαθήστε να δείξετε λίγη ευγένεια σ’ έναν γέροντα άνθρωπο τώρα. Είμαι Σουηδός εδώ και δεκατέσσερις γενιές. Οι πρόγονοί μου έτρωγαν ωμά χέλια σε αυτήν εδώ τη γη. Είναι κανένας από εσάς ο Ρέινε Σάντμπεργ;» Οι τρεις εναπομείναντες σκίνχεντ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μετά άφησαν κάτω τα ρόπαλα του μπέιζμπολ και ο πιο μεγαλόσωμος από αυτούς είπε: «Εγώ είμαι. Τι θέλεις;» «Έσπασες εσύ δύο εβραϊκές ταφόπλακες στο Νότιο κοιμητήριο χτες το βράδυ;»
Ο Ρέινε Σάντμπεργ άρπαξε το ρόπαλο του μπέιζμπολ και ετοιμάστηκε να καταφέρει ένα τρομακτικό χτύπημα κατά του Γκούναρ Νιμπέργ. Ο Νιμπέργ αναστέναξε και τον άρπαξε. Μετά βρέθηκε πίσω του και του άρπαξε το ξύλινο ρόπαλο από τα χέρια. Τον έσπρωξε κάτω και του έβαλε το ρόπαλο στον καβάλο· τον οδήγησε προς τον τσιμεντένιο τοίχο και τον σήκωσε ψηλά χρησιμοποιώντας το ρόπαλο του μπέιζμπολ σαν μοχλό. Ο Ρέινε Σάντμπεργ ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη. Ο Γκούναρ Νιμπέργ είπε στους δύο εναπομείναντες σκίνχεντ: «Έχετε την καλοσύνη να μας αφήσετε μόνους για λίγο;» Εκείνοι το έκαναν. Με μεγάλη ταχύτητα. «Προσπάθησα να είμαι ευγενικός» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ και τον σήκωσε λίγο ακόμα. «Ας προσπαθήσουμε ξανά. Ο καλύτερος φίλος σου λέγεται Αντρέας Ράσμουσον, έτσι δεν είναι;» Ο Νιμπέργ τον σήκωσε άλλο λίγο. «Ναι» είπε ο Ρέινε Σάντμπεργ. «Υπέροχα. Εσείς οι δύο και μερικοί άλλοι τα ήπιατε και πήγατε και σπάσατε ταφόπλακες στο εβραϊκό νεκροταφείο χτες το βράδυ, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Ωραία. Τι ήταν αυτό που είδατε εκεί και οδήγησε στο να μπει επειγόντως ο Αντρέας Ράσμουσον, δεκαοχτώ χρόνων, στο ψυχιατρείο, ενώ εσύ, Ρέινε Σάντμπεργ, είκοσι έξι χρόνων, κραδαίνεις ρόπαλα του μπέιζμπολ σε αστυνομικούς σαν να μην έχει συμβεί τίποτα;» «Απολύτως τίποτα» έκανε βογκώντας ο Σάντμπεργ. «Ήταν σκοτάδι». «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το πάμε έτσι; Εγώ πάντως δεν θέλω». Αυτά είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ και σήκωσε άλλο λίγο τον σκίνχεντ. Ένιωσε τον έναν όρχι του άλλου να τρίζει κάπως περίεργα πάνω στο ξύλο του ροπάλου. «Εντάξει, εντάξει, εντάξει, πάρ’ το από εκεί και θα σου πω. Πάρ’ το από εκεί!» Μια που η φωνή του σκίνχεντ είχε ανέβει πάνω από μία οκτάβα, μάλλον ήταν ώρα να σταματήσει να τον πιέζει. Ο Νιμπέργ τράβηξε το ρόπαλο από τον καβάλο του άλλου. Ο Σάντμπεργ έπεσε κάτω με τα χέρια του πιεσμένα στους όρχεις. «Εντάξει, λοιπόν» έκανε ο Νιμπέργ. «Για ν’ ακούσω». «Ήταν πολύ απαίσια φάση, γαμώτο. Μέσα από το δάσος εμφανίστηκαν, σαν να γλιστρούσαν, σαν να μην πατούσαν καθόλου, μαύρες, λεπτές σιλουέτες. Ήταν σαν να έβγαιναν γλιστρώντας μέσα από τα δέντρα. Εντελώς μαυροντυμένες, σαν να φορούσαν κολάν σε όλο το κορμί και με μαύρες, εφαρμοστές κουκούλες, σαν δήμιοι. Κρέμασαν εκείνον τον γέροντα στο δέντρο. Ανάποδα. Τότε εμείς φύγαμε. Δεν μπορείς να φανταστείς με τι ταχύτητα τρέχαμε. Κάπου πάνω στο τρέξιμο χάσαμε τον Αντρέας. Πρέπει να περιπλανιόταν μόνος του στο νεκροταφείο, εντελώς χαμένος. Έπειτα από αυτό που είδε, δεν είναι περίεργο που παλάβωσε». «Πόσες ήταν αυτές οι σιλουέτες;» «Δεν ξέρω. Είχα την εντύπωση ότι ήταν παντού. Σαν να γλιστρούσαν παντού, απλώς. Σαν μια… παρουσία». «Μια παρουσία;» «Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Ναι, γαμώτο, μια φευγαλέα παρουσία. Τουλάχιστον πέντε πιστεύω, εν πάση περιπτώσει». «Τι εννοούσες όταν είπες “λεπτές”;»
«Το αντίθετο από σένα, γαμημένε μπάτσε». Ο Γκούναρ κοίταξε το προσφάτως αδυνατισμένο κορμί του με κάποια έκπληξη. Μα ήταν δυνατόν να τον αποκαλούν ακόμη χοντρό; «Μικρόσωμα, δηλαδή; Μικρόσωμα πλάσματα;» «Όχι ακριβώς. Δεν ξέρω. Λιπόσαρκα. Λεπτά. Σαν να ξεκολλούσαν από τα δέντρα. Φλούδες από τον κορμό». «Φλούδες από τον κορμό;» «Μα δεν μπορείς να σταματήσεις να επαναλαμβάνεις απλώς ό,τι σου λένε; Φύγαμε, που να πάρει ο διάολος, τρέχοντας. Πιστεύαμε ότι έτρεχαν ξοπίσω μας, σαν πλάσματα της μυθολογίας, γαμώτο». «Πλάσματα της μυθολογίας;» «Να, τώρα το ξανάκανες» είπε προσβεβλημένος ο Ρέινε Σάντμπεργ. Ο Γκούναρ Νιμπέργ έμεινε σκεφτικός. Πλάσματα της μυθολογίας; Υπήρχε κάποιο άτομο που θα μπορούσε να τηλεφωνήσει τώρα για να μάθει, μια που έλειπε ο Άρτο; Όντως υπήρχε. «Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα» είπε ο Νιμπέργ. «Μετά θα σε συλλάβω και θα σε πάω στο τμήμα για βανδαλισμό σε εβραϊκό νεκροταφείο. Αυτό δεν θα το γλιτώσεις. Ίσως η μαρτυρία σου θεωρηθεί ελαφρυντικό στοιχείο, αλλά τι να ξέρω κι εγώ;» Ο Γκούναρ Νιμπέργ έκανε ένα τηλεφώνημα. «Πολ Γελμ» ακούστηκε από την άλλη πλευρά της γραμμής. «Πολ, ο Γκούναρ είμαι». «Γεια σου, Γκούναρ. Κάνεις το κομμάτι σου κάτω στην αγορά των σκίνχεντ τώρα;» «Πες το κι έτσι. Μόλις μίλησα μ’ έναν που υποστηρίζει ότι είδαν ένα είδος “φευγαλέας παρουσίας” ανάμεσα στις ταφόπλακες. Τουλάχιστον πέντε μαυροντυμένες, ισχνές σιλουέτες τις οποίες αποκάλεσε “πλάσματα της μυθολογίας”. Μήπως είναι κάτι για σένα, παλιέ βιβλιοφάγε;» «Μην αποκαλέσεις έτσι το “ραντεβού” σου απόψε». «Δεν το λένε ραντεβού. Και από πού το ξέρεις εσύ αυτό;» «Α, το ξέρουν όλοι στο αστυνομικό μέγαρο. Έχουμε κλείσει θέσεις στο διπλανό τραπέζι και θα κρατάμε πανό». Ο Γκούναρ Νιμπέργ καταράστηκε την εφεύρεση του κινητού τηλεφώνου και το έκλεισε. Μετά τηλεφώνησε στη Σάρα Σβενχάγκεν. Την είχε αφήσει να περιμένει για πολλή ώρα. «Ένα τηλεφώνημα είπες» φώναξε ο Ρέινε Σάντμπεργ πίσω από την πλάτη του. Ο Πολ Γελμ καθόταν στο γραφείο του στο αστυνομικό μέγαρο και πίστευε όλο και περισσότερο ότι είχε βγάλει αιμορροΐδες. Είχε την εντύπωση ότι τώρα τελευταία όλο καθόταν. Σε όλον τον χώρο ακούγονταν ασταμάτητα οι τόνοι από το Kind of Blue του Μάιλς Ντέιβις. Τώρα τελευταία ο συγκεκριμένος δίσκος είχε γίνει μάλλον έμμονη ιδέα παρά απόλαυση. Μια φυσική ανάγκη. Κοίταξε για λίγο το κινητό τηλέφωνο, σαν να είχε εκπέμψει εντελώς άγνωστα ηχητικά κύματα. Κάτι είχε αρχίσει να επουλώνεται. Τα άκρα των πληγών έκλειναν σιγά σιγά. Είχε καθίσει όλη τη μέρα ελέγχοντας τη λίστα των τηλεφωνημάτων που έγιναν από και προς τα τέσσερα δωμάτια του Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα. Έπειτα από έναν απελπιστικό έλεγχο πολλών ωρών, κάτι έκανε κλικ. Ένας τηλεφωνικός αριθμός που είδε τράβηξε την προσοχή του.
Από τη Δευτέρα 24 Απριλίου είχαν γίνει κλήσεις και προς τα τέσσερα τηλέφωνα από το ίδιο δωμάτιο του ξενοδοχείου Γκραντ, το 305. Οι κλήσεις έγιναν με διαφορά τριών λεπτών μεταξύ τους κατά τις τεσσερισήμισι το απόγευμα. Αυτό έγινε, δηλαδή, μία εβδομάδα και κάτι πριν πεθάνει ο Νίκος Βούλτσος και εξαφανιστούν οι γυναίκες. Μερικές μέρες αργότερα, το Σάββατο 29 Απριλίου, οι γυναίκες δέχονται επίσης τηλεφώνημα από τη φεμινίστρια νίντζα στο Ούντενπλαν. Ξενοδοχείο Γκραντ, λοιπόν. Πολυτέλεια. Τηλεφώνησε αμέσως εκεί και ρώτησε τον ρεσεψιονίστ: «Μπορείς να μου πεις ποιος έμενε στο δωμάτιο 305 από τις 24 Απριλίου και μετά;» Ο ρεσεψιονίστ έμεινε για λίγο σιωπηλός από την άλλη άκρη της γραμμής. Μετά είπε: «Α, μάλιστα». «Α, μάλιστα;» «Φαίνεται πως εξαφανίστηκε. Δεν τον θυμάμαι προσωπικά. Είναι καταγεγραμμένος ως Μαρσέλ Ντιμά, γάλλος πολίτης». «Εξαφανίστηκε; Τι σημαίνει αυτό;» «Καμιά φορά οι πελάτες αφήνουν το ξενοδοχείο απροειδοποίητα. Γι’ αυτό τώρα πλέον κρατάμε τον αριθμό της πιστωτικής τους ως εγγύηση». «Αντί για διαβατήριο;» «Ακριβώς». «Δηλαδή δεν έχετε το διαβατήριό του ακόμη εκεί;» «Όχι, αλλά έχουμε τον αριθμό της πιστωτικής του κάρτας». «Δηλαδή οι πελάτες μπορούν να εξαφανίζονται δίχως να ειδοποιείτε την αστυνομία επειδή εσείς έχετε τη δυνατότητα να πληρώνεστε από την κάρτα τους;» «Έτσι είναι. Η αστυνομία έχει ούτως ή άλλως πολλή δουλειά». «Οπωσδήποτε» έκανε ο Πολ Γελμ. «Αλλά σημαίνει αυτό ότι πρέπει να παίρνετε τον νόμο στα χέρια σας; Σκέψου: αν του είχε συμβεί κάτι; Σκέψου: αν τον έτρωγαν, για παράδειγμα, τίποτε αδηφάγοι;» Ο ρεσεψιονίστ δεν μίλησε. Ο Γελμ συνέχισε: «Πότε έγινε αυτό;» «Στις 5 Μαΐου. Ήρθε εδώ την Κυριακή 23 Απριλίου. Το βράδυ της Πέμπτης 4 Μαΐου άρχισαν οι υποψίες. Δεν είχε φανεί για ένα εικοσιτετράωρο. Όταν συνέχισε να λείπει για δεύτερη νύχτα κατά σειρά, αδειάσαμε το δωμάτιο και χρεώσαμε τον λογαριασμό του με όσα χρωστούσε. Δώδεκα νύχτες. Ο λογαριασμός ήταν εξήντα τρεις χιλιάδες κορόνες». «Εξήντα τρεις χιλιάδες!» «Ναι». «Τότε καταλαβαίνω γιατί δεν δηλώσατε την εξαφάνισή του στην αστυνομία». Ξανά σιωπή. «Τέλος πάντων. Μπορώ να έχω τον αριθμό της πιστωτικής του κάρτας, παρακαλώ;» «Δεν μπορούμε να τον δώσουμε έτσι». «Αστυνομικός είμαι, που να πάρει!» «Και πώς το ξέρω εγώ; Ειλικρινά τώρα: ο απρόσεκτος χειρισμός αριθμών πιστωτικών καρτών θα είναι το τέλος του πολιτισμού. Έχουμε εντολή να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τους αριθμούς πιστωτικών καρτών». «Εντάξει» είπε ο Πολ Γελμ και σκέφτηκε λίγο κι αυτή την περίπτωση συντέλειας του κόσμου· ίσως να μην ήταν εντελώς παράλογη. Ήδη κυκλοφορούσε ένας ασύλληπτος
αριθμός Visa και American Express στο διαδίκτυο για γενική χρήση. Τελικά σκέφτηκε μια γρήγορη λύση: «Θα σου δώσω τον αριθμό ενός φαξ. Μπορείς να ρωτήσεις πρώτα στις πληροφορίες συνδρομητών και να βεβαιωθείς ότι είναι αριθμός της αστυνομίας. Σου κάνει αυτό;» Ο ρεσεψιονίστ το σκέφτηκε για λίγο. Έπειτα είπε: «Μου κάνει». Ο Πολ Γελμ τού έδωσε τον αριθμό του φαξ και συνέχισε: «Τι έγιναν τα πράγματα του πελάτη;» «Τοποθετήθηκαν στη βαλίτσα του και αποθηκεύτηκαν». «Αποθηκεύτηκαν πού;» «Έχουμε μια αποθήκη για ξεχασμένα πράγματα. Αν δεν τα ζητήσει κανείς μέσα σε δύο μήνες, τα χαρίζουμε στα Μίρουρνα, που τα πουλάνε για φιλανθρωπικούς σκοπούς». «Τι άφησε δηλαδή στο δωμάτιο;» «Δεν ξέρω, δεν ήμουν εγώ που το άδειασα». «Και αυτή η αποθήκη υπάρχει στο Γκραντ;» «Ναι, στο υπόγειο». «Θα έρθει κάποιος από εμάς να πάρει τη βαλίτσα σήμερα». «Έξοχα» έκανε ο ρεσεψιονίστ. «Αλλά όχι για τα Μίρουρνα» είπε ο Πολ Γελμ. «Θα στείλω με μέιλ μια εικόνα JPEG με μια φάτσα. Θέλω να τη δώσεις –αμέσως– σε κάθε πιθανό άτομο από το προσωπικό που μπορεί να ελέγξει αν το πρόσωπο αυτό ανήκει στον εξαφανισμένο πελάτη από το δωμάτιο 305. Πώς σε λένε;» «Άντερς Γκράαφ». «Σου πάει»[9] είπε ο Πολ Γελμ. «Διεύθυνση μέιλ». Έγραψε την ηλεκτρονική διεύθυνση και αποτελείωσε τη συνομιλία με τα εξής λόγια: «Στείλε πάραυτα εκείνο το φαξ και εγώ θα σου στείλω την εικόνα επίσης πάραυτα». Ο Άντερς Γκράαφ ήταν προφανώς ένας αποτελεσματικός ρεσεψιονίστ, μια που το φαξ έφτασε μέσα στα δύο επόμενα λεπτά. Μέσα σε αυτά τα δύο λεπτά, ο Πολ Γελμ είχε προλάβει να στείλει με μέιλ τη φάτσα του Νίκου Βούλτσου και επίσης να κάνει ορισμένες σκέψεις για τους αυξανόμενους κινδύνους που εγκυμονούσε η ψηφιακή κοινωνία. Βασικά ο Γκράαφ είχε δίκιο, αλλά υπήρξε λίγο ασυνεπής. Ο Γελμ θα μπορούσε να μην ήταν αστυνομικός. Πολλές πληροφορίες δίνονταν με μεγάλη ευκολία και απερίσκεπτα. Αλλά όχι και οι αριθμοί πιστωτικών καρτών. Διότι είχαν να κάνουν με το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο: το χρήμα. Το ξενοδοχείο παρέλειψε να ειδοποιήσει την αστυνομία για την εξαφάνιση, για να μπορέσει ανενόχλητα να χρεώσει την κάρτα με εξήντα τρεις χιλιάδες, αλλά τον αριθμό της κάρτας δεν ήθελε να τον δώσει στην αστυνομία. Υπήρχαν εδώ κάποιες ενδιαφέρουσες επιπτώσεις που άξιζε να τις σκεφτεί κανείς. Το φαξ είχε έρθει. Ο αριθμός της πιστωτικής κάρτας ήταν στα χέρια του Πολ Γελμ. Τηλεφώνησε στη σουηδική Visa, και του είπαν ότι θα του τηλεφωνούσαν εκείνοι για να του δώσουν τα στοιχεία του κατόχου. Επέστρεψε στον μακρύ κατάλογο με τους τηλεφωνικούς αριθμούς. Έπειτα από μια αδιατάρακτη μισή ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Απάντησε. «Εμπρός; Μιλώ με τον επιθεωρητή Γελμ;» είπε μια γυναικεία φωνή. «The one and only – Τον έναν και μοναδικό» έκανε ο Γελμ ανεπιτήδευτα. «Με λένε Μία Μπένγκτσον. Είμαι σερβιτόρα στο ξενοδοχείο Γκραντ».
«Γεια σου» έκανε ο Πολ Γελμ γεμάτος προσδοκία. «Γεια. Ο Άντερς μού έδειξε την εικόνα εκείνου του άντρα. Αυτός είναι». Ο Πολ Γελμ ένιωσε μια βαθιά εσωτερική γαλήνη. Περίμενε τη γυναίκα να συνεχίσει: «Μου έβαλε κάνα δυο φορές χέρι όταν πήγαινα κάτι στο δωμάτιό του. Επίσης κάτω στο μπαρ. Όπως και στη γαλλική τραπεζαρία». «Μιλάμε δηλαδή για τον πελάτη που ήταν στο δωμάτιο 305 από τις 23 Απριλίου μέχρι τις 5 Μαΐου;» «Ναι, ακριβώς. Ναρκομανής πολυτελείας. Με ίχνη κοκαΐνης γύρω από τα ρουθούνια, σαν είδωλο της ροκ». «Μπορείς να συνεχίσεις να τον κακολογείς με την ησυχία σου. Είναι νεκρός». «Ωχ. Δεν πρέπει να κακολογούμε τους νεκρούς…» «Μα τότε είναι που μπορείς να τους τα σούρνεις» είπε ο Πολ Γελμ για να αναγκάσει τις φωνητικές του χορδές να πάρουν μπροστά. «Τέλος πάντων. Θα τον αποκαλούσα ασυνήθιστα απαίσιο τύπο, απλώς. Βλέπουμε τέτοιους τύπους συνεχώς στο Γκραντ. Όσοι ανακατεύονται με τα ναρκωτικά, άλλωστε, έχουν πολλά λεφτά. Εκείνο που ήταν ιδιαίτερα φρικτό ήταν η υπηρεσία δωματίου· διότι τότε είσαι μόνη σου στο δωμάτιο του πελάτη. Προσπάθησα να μιλήσω γαλλικά μαζί του, αλλά δεν καταλάβαινε ούτε κουβέντα, απλώς μου έπιανε τα στήθη και χαμογελούσε απαίσια. Γάλλος πάντως δεν ήταν». «Όχι» έκανε ο Πολ Γελμ. «Δεν ήταν Γάλλος». «Πολλά λεφτά. Τα σκόρπιζε δεξιά κι αριστερά. Μια φορά τον είδα να σκίζει ένα χιλιάρικο σε λωρίδες. Έτσι, για να φαίνεται κουλ. Πέρασαν κι αρκετές γυναίκες από το δωμάτιό του. Είμαι αρκετά σίγουρη ότι ήταν πόρνες». «Εσύ ανακάλυψες ότι είχε εξαφανιστεί;» «Εγώ ήμουν που είπα στη διεύθυνση ότι το δωμάτιο είχε μείνει άθικτο. Το τι έγινε μετά δεν το ξέρω. Είχε εξαφανιστεί όταν επέστρεψα στις 7 του μηνός. Το δωμάτιο ήταν καθαρό και άδειο». «Έχεις να μου πεις κάτι άλλο;» «Όχι ακριβώς. Αλλά δεν μπορώ να υποκριθώ ότι λυπάμαι που πέθανε». «Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια, Μία. Γεια σου». «Γεια». Ο Πολ Γελμ κάθισε εκεί ακίνητος. Η σχέση ανάμεσα στον Νίκο Βούλτσο και στη Σλάγκστα είχε επιβεβαιωθεί. Τώρα ήταν γεγονός. Σαν να μην ήταν αρκετή η σχέση με την Γκιοτόνε, εδώ που τα λέμε. Ο Πολ Γελμ γέλασε δυνατά. Το ίδιο είχε κάνει κι όταν τηλεφώνησε από την Τοσκάνη ο Άρτο Σέντερστεντ και έκανε λόγο για αδηφάγους και wolverines και ghiottoni. Μια εικόνα των δολοφόνων του Νίκου Βούλτσου πρόβαλε στο μυαλό του. Μπορούσε να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους. Το να κυνηγάς έναν άντρα που είναι μέλος της εγκληματικής οργάνωσης Αδηφάγος, Γκιοτόνε επί το ιταλικότερον, στο Σκάνσεν και να τον ρίχνεις στους αδηφάγους ήταν μια απίστευτα περίτεχνη ενέργεια. Ήταν ένας πολύ πρακτικός τρόπος να στείλεις χαιρετισμούς στο Μιλάνο. Πιθανώς να μην είχαν σκεφτεί ότι το κορμί του θα γέμιζε με τόση κοκαΐνη τους αδηφάγους ώστε να καταβροχθίσουν ξέφρενα σχεδόν όλο το σώμα. Λίγο έλειψε να μην απομείνει ούτε το παραμικρό κομμάτι για την αναγνώρισή του. Όπως και να ’χε, αυτή ήταν η πρώτη πτυχή: τα χαιρετίσματα στο Μιλάνο. Η άλλη ήταν το σύρμα στον εγκέφαλο, που φαινόταν ν’ ανήκει περισσότερο στον
εγκεφαλικό φλοιό του ερευνητή του εγκεφάλου Λέοναρντ Σέινκμαν. Αλλά ο ρόλος του παρέμενε ασαφής. Υπήρχε κι ένα ημερολόγιο στα γερμανικά που έπρεπε να διαβαστεί. Δεύτερη πτυχή της υπόθεσης, λοιπόν: σύρμα στον εγκέφαλο. Μήπως ήταν επίσης ένα είδος χαιρετισμού, μηνύματος; Είχαν σχέση μεταξύ τους αυτά τα χαιρετίσματα; Μήπως απευθυνόταν κι αυτό στο Μιλάνο; Μια τρίτη πτυχή ήταν το άτομο που είχε εμφανιστεί στον σταθμό του μετρό του Ούντενπλαν και μάλιστα τόσο στο Σκάνσεν όσο και στο Νότιο κοιμητήριο: αχαλίνωτη σκληρότητα και μεγάλη ικανότητα στην ευγενή τέχνη της εξουδετέρωσης. Γυναίκα μάλιστα, κάτι που ήταν αρκετά ασυνήθιστο. Επαγγελματισμός ή… μίσος; Ή και τα δύο; Υπήρχαν, ωστόσο, πολύ έντονα συναισθήματα. Αυτή την εντύπωση είχε. Δεν στέλνονταν μόνο μηνύματα, ήταν και κάτι παραπάνω, βαθύτερο. Ήταν και το ταξίδι στην Ουκρανία. «Οι πάντες πέρασαν εντάξει». Βέβαια αυτή ήταν η ερμηνεία μιας σλαβίστριας που στηρίχθηκε σε αρκετά ασαφείς βάσεις, κι όμως… Αν ήθελε να πιστέψει κανείς την πρόσφατη κατάθεση, από το στόμα ενός σκίνχεντ, επρόκειτο για συμμορία και όχι για έναν δολοφόνο. Αυτή η συμμορία μεταφέρει, λοιπόν, τουλάχιστον οχτώ πόρνες μέσα στην Ευρώπη. Είναι αυτό εφικτό αν τις απήγαγε και τις ανάγκασε διά της βίας να επιστρέψουν στην Ουκρανία; «Οι πάντες πέρασαν εντάξει». Μα αυτό ακούγεται μάλλον ότι το λέει κάποιος που δείχνει κάποια… στοργή, έτσι δεν είναι; Ένα συνδικάτο του εγκλήματος θα μεταχειριζόταν τις γυναίκες σαν εμπορεύματα. Υπήρχε περίπτωση να το διατυπώσουν έτσι σε αυτή την περίπτωση; «Οι πάντες πέρασαν εντάξει». Λίγο χλωμό, βέβαια, αλλά μόλις λίγο. Πας με τον ντορό. Κάτι τέτοια ίχνη δεν πρέπει να χάνονται. Επιπλέον, μιλάμε για ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα σε μια άλλη γυναίκα. «Κι όσο έφτανε το μάτι σου, άντρα δεν έβλεπες» που είχε πει και η ηλικιωμένη Μάγια πέρα στο εξοχικό στο Νταλαρέ. «Οι πάντες πέρασαν εντάξει». Πτυχή τέταρτη: το γυναικείο στοιχείο. Και έπειτα η πέμπτη πτυχή. Αυτή που άφηνε να εννοηθεί η τρελή φυγή του Νίκου Βούλτσου στο Γιουργκόρντεν. Ο τυφλός πανικός. Πυροβολούσε στα τυφλά, σκαρφάλωσε σαν μανιακός μέχρι να ματώσει, πέταξε το πιστόλι και έκοψε από τον λαιμό του τη χρυσή αλυσίδα, το σύμβολο του κυρίαρχου, αυτού που κάνει κουμάντο. Ο ίδιος πανικός που είχε κάνει μια κλίκα σκίνχεντ που βεβήλωναν το νεκροταφείο να τα παρατήσει και να διασχίσει το κοιμητήριο τρέχοντας σε χρόνο ρεκόρ. Εκτός από έναν που ξέμεινε στην κόλασή του και κατέληξε στα Επείγοντα του ψυχιατρείου. Μια σκοτεινή, φευγαλέα παρουσία ανάμεσα στους τάφους που έκανε έναν σκληρόπετσο σκίνχεντ να μιλάει για «πλάσματα της μυθολογίας». Ο Πολ Γελμ έμεινε ακίνητος. Ένιωθε κάτι να τον καλεί. Κάτι είχε αρχίσει να επουλώνεται. Τα άκρα των πληγών έκλειναν σιγά σιγά. Όλες αυτές οι γλώσσες με τις οποίες ασχολήθηκαν σε τούτη την υπόθεση… Ήταν σαν τον πύργο της Βαβέλ. Ο Θεός που λέει: «δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν ἐκεῖ αὐτῶν τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον». Ο πλούτος των ευρωπαϊκών γλωσσών. «Οι πάντες πέρασαν εντάξει» στα ουκρανικά. «Στάιφ» στα γίντις. «Γκιοτόνε» στα ιταλικά. «Γουλβερίν» στα αγγλικά. Και «Epivu» στα… Που να πάρει ο διάβολος. Δεν έγραφε «Epivu». Ο Γελμ ρίχτηκε στον υπολογιστή σαν μανιακός. Ο φάκελος με τις φωτογραφίες από την υπόθεση. Ο λάκκος με τους αδηφάγους. Οι διάσπαρτες κομμένες ίνες. Το κολόβωμα του
ποδιού με τον γαϊδουρόκομπο. Να το. Τα γράμματα στο χώμα. «Epivu». Μεγέθυνε την εικόνα. Έπιασε όλη την οθόνη. Μεγέθυνε κι άλλο. Εστίασε στο τελευταίο γράμμα: «u». Το μεγέθυνε κι άλλο. Μα τι ήταν αυτά πάνω από το αυτό το «u»; Τόνος; Βεβαίως ήταν τόνος. Και δεν ήταν «u» αυτό εκεί. Ύψιλον ήταν. Ήταν «υ». Και μια προσεκτικότερη εξέταση του μεσαίου γράμματος έδειξε ότι δεν υπήρχε τελεία πάνω από το “ι”. Ήταν ελληνικά, φυσικά. Ο Νίκος Βούλτσος ήταν Έλληνας. Κι αυτό σήμαινε ότι το «p» δεν ήταν «p» αλλά ρο, «ρ». Και το «v» δεν ήταν «v» αλλά νι, «ν». Και δεν έγραφε «Epivu» αλλά «Ερινύ», με τον τόνο στη λήγουσα. Και αυτό ήταν μια πραγματική λέξη που σήμαινε κάτι. Ο Πολ Γελμ σκέφτηκε πως η λέξη τού ήταν γνωστή. Μπήκε στο διαδίκτυο και εντόπισε ένα ελληνικό λεξικό. Δεν βρήκε τίποτα. Διάβολε. Αλλά τότε θυμήθηκε ότι υπήρχαν πολλά ελληνικά. Τα νέα ελληνικά δεν είχαν πολλά κοινά με τα αρχαία ελληνικά. Κι αυτή εδώ η λέξη έπρεπε να ήταν αρχαιοελληνική. Η αρχική γλώσσα. Έπειτα από πολύ κόπο βρήκε ένα αρχαιοελληνικό λεξικό σε έναν αμερικανικό ιστότοπο ονόματι Perseus. Πληκτρολόγησε το «Ερινύ». Πήρε απάντηση. Ήταν Ερινύες. Τώρα καταλάβαινε γιατί είχε αναγνωρίσει τη λέξη. Την είχε ξανασυναντήσει στην πρώτη κιόλας υπόθεση της Ομάδας Άλφα. Ένας νεαρός άντρας ονόματι Γκούστεν Μπέργστρεμ ήταν πεπεισμένος ότι η αδελφή του, η οποία είχε αυτοκτονήσει έπειτα από μια απόπειρα βιασμού, εκδικήθηκε από τον άλλο κόσμο μέσω των αρχαίων θεοτήτων, των Ερινύων. Οι Ερινύες ήταν οι πιο τρομακτικές αρχέγονες μορφές της αρχαιότητας. Έρχονταν από τον κόσμο των νεκρών και έπαιρναν εκδίκηση για περασμένες αδικίες και εγκλήματα. Για να αποκαταστήσουν την ισορροπία. Και δεν σταματούσαν ποτέ. Ήταν σαν τις μύγες. Οι Ερινύες ήταν θηλυκές θεότητες της εκδίκησης. Η τελευταία πράξη στη ζωή του Νίκου Βούλτσου ήταν να καταγράψει ποιοι τον σκότωσαν. Το έγραψε μάλιστα στη γλώσσα της μυθολογίας, στα ελληνικά. Ο άντρας που είχε σκοτώσει τρεις πόρνες στον Πειραιά και ήταν έτοιμος να πάρει μια ομάδα πόρνες στην κατοχή του από τη Στοκχόλμη ήταν πεπεισμένος ότι τον κυνηγούσαν θηλυκές θεότητες της εκδίκησης. Μήπως τον είχε προλάβει η ίδια του η συνείδηση; Ο Πολ Γελμ ανατρίχιασε. Τουλάχιστον πέντε ισχνές, σκοτεινές φιγούρες σαν φευγαλέα παρουσία ανάμεσα στις ταφόπλακες του Νότιου κοιμητηρίου, σαν μυθολογικές οντότητες… Όχι, σκέφτηκε. Τούτο εδώ δεν είναι ένα συνδικάτο του εγκλήματος σαν όλα τ’ άλλα. Δεν είναι καμιά μαφιόζικη συμμορία από την Ανατολική Ευρώπη που θα πουλάει γυναίκες σαν κομμάτια σάρκας. Όχι, με τίποτα. Τηλεφώνησε στη Σέρστιν. Ήταν μια καθαρά ενστικτώδης κίνηση. «Σέρστιν Χολμ» είπε εκείνη. «Είσαι στο μέρος;» «Όχι, δεν είμαι στο μέρος. Γιατί ενδιαφέρονται όλοι τόσο πολύ για τις επισκέψεις μου στην τουαλέτα; Στο γραφείο μου είμαι. Είναι και ο Βίγκο εδώ». «Για δες, λοιπόν» έκανε ο Πολ Γελμ. «Το “Epivu” είναι οι Ερινύες, οι αρχαίες θεότητες της εκδίκησης. Ο Βούλτσος έγραψε “Ερινύ”. Στα ελληνικά».
«Θεέ και Κύριε» έκανε η Σέρστιν Χολμ. «Πώς το κατάλαβες;» «Είναι μεγάλη ιστορία. Αλλά σίγουρα δεν είναι κάποια μαφιόζικη συμμορία». «Ούτε εγώ το πίστεψα ποτέ αυτό. Το είπατε και μόνοι σας. Φεμινισμός των νίντζα». «Νομίζω ότι εσύ το είπες αυτό. Εμείς απλώς το διασαφήσαμε». «Ο Βίγκο βρήκε τον νταβατζή-φάντασμα. Ο άνθρωπος που έκανε τη συμφωνία με τον Γέργκεν Νίλσον, διευθυντή στο Νορμπούντα Μοτέλ τον περσινό Νοέμβριο, ονομαζόταν Φιν Γιόχανσεν και ήταν Νορβηγός». «Είπες “ονομαζόταν” και “ήταν”». «Αυτοκτόνησε στις 24 Απριλίου. Με μια σφαίρα στο κεφάλι. Μ’ ένα πιστόλι Λούγκερ με σιγαστήρα που δεν ήταν δικό του. Αντιθέτως, ο σειριακός αριθμός του πιστολιού μοιάζει αρκετά με αυτόν που είχε το Λούγκερ του Νίκου Βούλτσου. Είναι πιστόλια “αδέλφια”, από την ίδια αποθήκη όπλων». «Τι ώρα;» «Ώρα;» «Ποια ώρα της μέρας την 24η Απριλίου;» Έπεσε σιωπή για λίγο. Μετά ακούστηκε η όχι και τόσο υπέροχη φωνή του Βίγκο Νορλάντερ: «Τι κάθεσαι και σκαλίζεις τώρα, Φρέντι Φριλόουντερ;»[10] «Πότε αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι;» «Ποτέ, θα έλεγα. Βάζω και στοίχημα». «Κι εγώ το ίδιο». «Κατά τη μία, μιάμιση το μεσημέρι, όπως φαίνεται. Στις δύο παρά τέταρτο έφτασε στο σπίτι η πόρνη φίλη του, απευθείας από το μεροκάματο και τον βρήκε να κολυμπάει στο ίδιο του το αίμα, όπως λένε συνήθως». «Ο Νίκος Βούλτσος ήρθε στη Στοκχόλμη στις 23 Απριλίου. Στις 24 Απριλίου, τεσσερισήμισι η ώρα, τηλεφώνησε και στα τέσσερα δωμάτια: 224, 225, 226 και 227. Οι κοπέλες εκεί έχουν χάσει, δύο ώρες πριν, τον νταβατζή τους Φιν Γιόχανσεν, ο οποίος πυροβολήθηκε μ’ ένα πιστόλι σχεδόν ίδιο με το πιστόλι του Βούλτσου». Ακούστηκαν μερικά παράσιτα στο κινητό. «Σε ακούω» είπε η Σέρστιν Χολμ και συνέχισε: «Είναι Κυριακή. Κυριακή 24 Απριλίου. Τότε αρχίζει να απλώνεται η ανησυχία στα τέσσερα δωμάτια του μοτέλ. Οι κοπέλες ξέρουν ότι τις έχει αναλάβει μια άλλη, πολύ μεγαλύτερη και πιθανώς σκληρότερη συμμορία από αυτή του Φιν Γιόχανσεν. Οι αδηφάγοι. Η οργάνωση Γκιοτόνε. Μερικές μέρες αργότερα τηλεφωνεί η δική σου φεμινίστρια νίντζα…» «Δεν είναι δική μου. Και δεν είναι νίντζα. Είναι μια εκδικητική θεότητα: είναι μια Ερινύς». «Τέλος πάντων. Με κάποιον τρόπο προσφέρει στις κοπέλες μια εναλλακτική λύση. Ποια ακριβώς είναι αυτή δεν έχουμε ιδέα. Περνάει μια βδομάδα, ο Νίκος Βούλτσος παγιώνει τη θέση του ως ο νέος τους νταβατζής. Ίσως έκανε κάνα δυο επιδείξεις δύναμης, κατά προτίμηση έναν συνδυασμό άγριου σεξ και ναρκωτικών. Ίσως αρπάζει κι άλλες τέτοιες ομάδες πορνών κατά τον ίδιο τρόπο· πρέπει να το ψάξουμε αυτό. Ίσως εκείνο το λεωφορείο για το Λούμπλιν είναι πραγματικό λεωφορείο και ίσως είναι γεμάτο». «Γεμάτο με τι; Απελευθερωμένες πουτάνες;» «Δεν μου αρέσει αυτή η λέξη» είπε η Σέρστιν «αλλά εντάξει. Ίσως. Κι ενώ εκείνος ασχολείται με την εκτέλεση των εντολών που έχει από την οργάνωση Γκιοτόνε στο
Μιλάνο, σχεδιάζεται η θανάτωσή του. Και πραγματοποιείται. Πέφτουν αθόρυβα πάνω του κάπου στο Γιουργκόρντεν. Προφανώς ξέρουν ότι έχει τη συνήθεια να κάθεται κάπου εκεί και να σνιφάρει κοκαΐνη. Τον στριμώχνουν και τον οδηγούν, με μεγάλη ακρίβεια, στον φράχτη του Σκάνσεν, ακριβώς εκεί που είναι οι λύκοι. Πιθανόν έχουν ανοίξει μια τρύπα στον ακριβώς διπλανό φράχτη, δίπλα δηλαδή στο μέρος όπου είναι οι λύκοι. Από εκεί μπαίνουν μέσα καθώς αυτός παλεύει να σκαρφαλώσει στον φράχτη, τα καταφέρνει, περνάει το αγκαθωτό σύρμα και πέφτει στους λύκους. Στέκονται, λοιπόν, και τον περιμένουν πάνω από τον λάκκο με τους λύκους. Τον βλέπουν να κάνει σαν τρελός, να πετάει το πιστόλι και να κόβει τη χρυσή του αλυσίδα. Τον ακολουθούν για λίγο. Μετά τον πιάνουν, του δένουν τα πόδια μ’ ένα κόκκινο και μοβ σκοινί, καρφώνουν το σύρμα στον κρόταφό του και τον πετάνε στους αδηφάγους. Εκείνοι του ρίχνουν τις πρώτες δαγκωνιές, ίσως λίγο προσεκτικά στην αρχή, αλλά στις μπουκιές τους υπάρχει μια αρκετά μεγάλη δόση κοκαΐνης που αναγκάζει τα θηριώδη ικτιδόμορφα να επιδοθούν σ’ ένα φαγοπότι που θυμίζει μακελειό. Πιθανότατα εκείνος είναι ήδη νεκρός τότε. Ίσως έχει ήδη πεθάνει κατά τον ίδιο –κάπως ακατανόητο, βέβαια– τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Λέοναρντ Σέινκμαν. Δηλαδή από καθαρό πόνο. Όταν όλα τελειώνουν, εκείνες τραβούν πάνω το σκοινί. Δεν υπάρχει τίποτα στην άκρη του. Οι αδηφάγοι έχουν καταφέρει να πηδήξουν τόσο ψηλά ώστε να δαγκώσουν και τον γαϊδουρόκομπο. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό. Παίρνουν το σκοινί και φεύγουν. Μετά τηλεφωνούν, σχεδόν αμέσως, στο Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα. Εκεί απαντάει κάποια από τις ουκρανές Γκαλίνα Στένινα και Λίνα Κοστένκο στο δωμάτιο 225. Μαθαίνουν, λοιπόν, ότι ο τύραννός τους Νίκος Βούλτσος έχει βγει από το παιχνίδι και ότι το μεταφορικό τους μέσο αναχωρεί, όπως έχει κανονιστεί, στις τέσσερις το πρωί, όταν κανείς δεν θα τις βλέπει. Χαρούμενες κάθονται και το συζητούν μέχρι να περάσει η ώρα. Είναι ελεύθερες. Είναι επιτέλους ελεύθερες. Τέρμα οι νταβατζήδες. Τέρμα τα παλιοναρκωτικά. Ποτέ πια. Καινούργια ζωή. Ώρα να γυρίσουν σελίδα στο βιβλίο της ζωής». Ναι, σκέφτηκε ο Πολ Γελμ. Βέβαια, Σέρστιν, έτσι είναι. Και είπε: «Αλλά η συμμορία, ωστόσο, παραμένει. Για να δολοφονήσει έναν γέροντα άνθρωπο». «Ναι, κι εκεί έρχεται το τράνταγμα. Ξέρεις για τι τράνταγμα μιλάω, για εκείνο που έρχεται όταν είναι όλα μια χαρά, ακολουθεί η απογοήτευση, χύνεται μέσα σου και τα θολώνει όλα». «Το ξέρω πολύ καλά αυτό» έκανε ο Πολ. «Ξέρεις τι κάνω;» ρώτησε η Σέρστιν. «Σκέφτεσαι για τη μοίρα των κοριτσιών από εδώ κι εμπρός. Από το Λούμπλιν και πέρα». «Κι εκτός από αυτό; Πρακτικά;» «Πώς να το ξέρω εγώ αυτό; Πλένεις κιλότες; Βγάζεις τον φιλέ από τα μαλλιά; Κόβεις τα νύχια σου με κλαδευτήρι;» «Κοιτάζω μια λίστα που όλο μεγαλώνει». Η Σέρστιν Χολμ καθόταν στο γραφείο της και κοιτούσε μια λίστα που όλο μεγάλωνε. Ο Βίγκο Νορλάντερ καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα της και την κοιτούσε που κοιτούσε μια λίστα που όλο μεγάλωνε. Ήταν μια όμορφη γυναίκα. Πώς και δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Αυτός που ήταν πλέον εξπέρ έπειτα από δύο χρόνων έντονες συναναστροφές με το άλλο φύλο σε όλα τα πιθανά και απίθανα μπαρ εργένηδων σε όλη τη Στοκχόλμη –
πριν μετακομίσει, εντελώς αναπάντεχα, μαζί με μια γυναίκα και γίνει πατέρας στα πενήντα του. Κι όλα αυτά έγιναν επειδή ακριβώς πριν τον είχε σταυρώσει, κυριολεκτικά, η ρωσοεσθονική μαφία σ’ ένα πάτωμα στο Ταλίν. Ήταν λίγο περίπλοκο. Ίσως είχε αρχίσει να καλοκοιτάζει ξανά το άλλο φύλο επειδή η μικρή Σαρλότ είχε αρχίσει να μαθαίνει να περπατά. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τη σχέση, αλλά έτσι ήταν. Ευτυχώς η Άστριντ τον κρατούσε απασχολημένο, οπότε οι ορέξεις του παρέμεναν στο θεωρητικό πεδίο. Η λίστα που όλο μεγάλωνε στην οθόνη του υπολογιστή ήταν απλώς η λίστα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της Σέρστιν Χολμ. Ο φάκελος των εισερχομένων αποκτούσε συνεχώς όγκο, και είδε ότι στο τέλος είχε πάρει οχτώ μηνύματα από ευρωπαϊκές αστυνομικές αρχές. «Οχτώ» είπε στο έκπληκτο κινητό της. «Για εξήγησέ μου τι γίνεται – αμέσως» την προέτρεψε το έκπληκτο κινητό. «Η σημαντική έρευνα της Γιουροπόλ και της Ιντερπόλ άρχισε να αποδίδει καρπούς. Έγινε γενική έκκληση προς όλες τις αστυνομικές αρχές της Ευρώπης. Νομίζω ότι πρόκειται για τις τριακόσιες μεγαλύτερες πόλεις σε όλη την ήπειρο. Δεν ξέρω ακόμη αν θα είναι καταφατική η απάντηση, αλλά οχτώ από αυτές τις τριακόσιες ευρωπαϊκές πόλεις κάτι έχουν να μας πουν για τον τρόπο ενέργειας των δραστών». Τα οχτώ μέιλ ήταν εκεί και ξεχώριζαν με τα έντονα τυπογραφικά τους στοιχεία. Όταν έβαζε πάνω τους το ποντίκι, τα γράμματα γίνονταν κανονικά έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα. Είχαν με κάποιον τρόπο αδειάσει το έντερό τους. Μήνυμα πρώτο: Σχόλιο από το Δουβλίνο. Επιθεωρητής Ράντκλιφ. «Αναρωτιέμαι αν έχω ακούσει κάτι παρόμοιο να γίνεται στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, τη ΓΛΔ. Ελάτε σε επαφή με τον Μπέντσιγκερ στη Βαϊμάρη. Δεν έχω ιδέα τι βαθμό έχει τώρα, αλλά είναι ευχάριστος τύπος. Κάτι που φαίνεται να ισχύει και για εσάς, δεσποινίς Χολμ». Μήνυμα δεύτερο: Εξάψαλμος από το Παρίσι. Αστυνομικός διευθυντής Μεριμέ: «Κατάχρηση πόρων της Γιουροπόλ. Θα λαμβάνονται υπόψη μόνο το ακόλουθα σημεία: διακίνηση ναρκωτικών, εγκλήματα στα οποία περιλαμβάνονται παράνομα δίκτυα μετανάστευσης, εμπόριο κλεμμένων οχημάτων, εμπόριο ανθρώπων και, μεταξύ άλλων, παιδική πορνογραφία, παραχάραξη και πλαστό συνάλλαγμα, παράνομη διακίνηση πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών, τρομοκρατία, παράνομο ξέπλυμα σε συνδυασμό με παρόμοιες μορφές εγκληματικότητας. Επιπλέον θα πρέπει να εμπλέκονται τουλάχιστον δύο από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Εσείς, μαντάμ Χολμ, φαίνεται πως χρησιμοποιείτε τους πόρους της Γιουροπόλ για εθνικά εγκλήματα ήσσονος σημασίας». Μήνυμα τρίτο: Επιβεβαίωση από Βουδαπέστη. Αστυνομικός διευθυντής του Εγκληματολογικού Μέσελι: «Πολύ ενδιαφέρον. Τον Οκτώβριο του 1999 είχαμε μια παρόμοια υπόθεση. Άντρας, 29 ετών, που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο της πορνείας βρέθηκε κρεμασμένος ανάποδα και με κάποιο είδος σύρματος στο μηνίγγι. Θα χαρούμε πολύ να μάθουμε για την έρευνά σας, κι εσείς θα έχετε πρόσβαση στη δική μας». Μήνυμα τέταρτο: Το ίδιο από Μάριμπορ, Σλοβενία. Αρχηγός της αστυνομίας Σρέματς. «Ίδια υπόθεση εδώ τον Μάρτιο. Μεγάλος εγκληματίας κρεμασμένος με τρυπημένο εγκέφαλο. Περιμένουμε περαιτέρω πληροφορίες». Μηνύματα πέμπτο, έκτο και έβδομο: Επιβεβαιώσεις από Βισμπάντεν της Γερμανίας, Αμβέρσα του Βελγίου και Βενετία της Ιταλίας, αντιστοίχως. Ο αρχιεπιθεωρητής Ρούλαντς
από την Αμβέρσα πρόσθετε: «Μην εκπλαγείτε, δεσποινίς Χολμ, αν εμφανιστούν περισσότερες επιβεβαιώσεις. Εμείς που συναντήσαμε παλιότερα αυτό το έγκλημα είχαμε εσωτερικές και άκρως ανεπίσημες επαφές για πολλούς μήνες. Η εκτίμησή μου είναι ότι κανείς από εμάς δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να διασταυρώσει συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ των υποθέσεων αυτών». Μήνυμα όγδοο: Έρευνα από τη Στοκχόλμη. Τομεάρχης Βάλντεμαρ Μέρνερ. «Για τον Θεό, ποιος ενέκρινε αυτή την ερώτηση προς όλες τις αστυνομίες; Σε ποιον προϋπολογισμό θα μπει αυτό; ΒΜ». Η Σέρστιν Χολμ τηλεφώνησε στον Πολ Γελμ. «Αυτό το πράγμα συμβαίνει σχεδόν έναν χρόνο» του είπε. «Στην Ευρώπη;» ρώτησε ο Πολ Γελμ. «Μέχρι στιγμής στη Βουδαπέστη, στο Μάριμπορ, στο Βισμπάντεν, στην Αμβέρσα και στη Βενετία. Μαζί με τα δικά μας θύματα έχουμε τώρα εφτά ανθρώπους που τους κρέμασαν και τους τρύπησαν τον εγκεφαλικό φλοιό. Σ’ αυτά τα θύματα πρέπει να προστεθεί και ο Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι στην αποβάθρα του μετρό του Ούντενπλαν. Οχτώ νεκροί. Πάντως, αδηφάγοι δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα». «Τι είναι αυτά τα θύματα;» «Φαίνεται πως είναι άνθρωποι με σοβαρή εγκληματική δραστηριότητα, όλοι τους. Όλοι εκτός από τον Λέοναρντ Σέινκμαν». «Υπάρχει κάποια από τις επαφές σου που να υποδηλώνει σχέση με την Γκιοτόνε;» «Όχι. Αλλά είναι ακόμη υποτυπώδη όσα έχουμε. Θα ανταλλάξουμε υλικό ερευνών». «Μέσω διαδικτύου. Υπάρχει ασφάλεια;» «Και τι είναι ασφαλές στις μέρες μας;» είπε η Σέρστιν Χολμ. Και μετά έκλεισε. Ο Πολ Γελμ καταράστηκε την εφεύρεση του κινητού και έκλεισε κι αυτός.
Δεκαεννέα
12 Φεβρουαρίου 1945 Βρήκα τελικά χαρτί και μολύβι. Δεν θα σπαταλήσω χρόνο και δυνάμεις για να εξηγήσω πώς τα κατάφερα· άλλωστε δεν μου περισσεύει τίποτε από τα δύο. Ο χρόνος μου λιγοστεύει, οι δυνάμεις μου χάνονται, το νιώθω, το ξέρω. Σύντομα θα έρθει η σειρά μου. Έχω δει τον κατάλογο. Στον κατάλογο είδα και το όνομά μου. Λέοναρντ Σέινκμαν έγραφε. Εγώ είμαι. Νομίζω ότι καλό είναι να το ξεκαθαρίσω εξαρχής στον εαυτό μου. Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Αυτά εδώ μπορεί να είναι τα τελευταία που γράφω στη ζωή μου, και δεν θέλω να τα σπαταλήσω σε μικροπράγματα. Το έκανα υπέρ το δέον. Σπατάλησα μια ζωή σε μικροπράγματα. Εύχομαι πραγματικά να μπορούσε να περιγραφεί η αγάπη. Συγγραφέας είμαι, να περιγράφω ξέρω, κι όμως δεν μπορώ. Και ποιος μπορεί, άραγε; Ίσως αυτό να είναι δυνατόν μόνον εκ των υστέρων, όταν είναι πλέον αργά για όλα. Και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να είναι δυνατόν τώρα. Γιε μου… Όχι. Όχι σήμερα. Σήμερα δεν γίνεται. Σήμερα μπορώ να αρκεστώ στη χαρά που έχω επειδή μπορώ να νιώσω πάλι ένα μολύβι να αναπαύεται στο χέρι, και που μπορώ, για άλλη μία φορά, να το σύρω πάνω στο ομαλό χαρτί. Κάποτε το γράψιμο με βοηθούσε να ζω. Κι αναρωτιέμαι: μόνο την ανάμνησή του θα συναντήσω όταν το μολύβι θα έρθει σε επαφή με το χαρτί; Ή θα μπορέσω να ζήσω ξανά; Σ’ ένα τελευταίο ξέσπασμα;
13 Φεβρουαρίου 1945 Είναι περίεργο να βλέπεις τον χρόνο. Έξω από το παράθυρο είναι. Οι εδώ σύντροφοί μου είναι μακριά. Δεν είναι σύντροφοι, είναι αδέλφια στην ατυχία, και τ’ αδέλφια στην ατυχία τ’ απεχθάνεται κανείς, επειδή αντανακλούν τον ίδιο του τον εαυτό. Μοιάζω μ’ αυτούς; Είμαι τριάντα τριών ετών, και ίσως να φαίνομαι σαν πτώμα μπαγιάτικο. Εδώ υπάρχουν άντρες πολύ νεότεροι από εμένα, και μοιάζουν πιο μεγάλοι από την εικόνα που εγώ έχω για τον εαυτό μου. Ελπίζω να την κρατήσω μέχρι να πεθάνω. Κι αυτό θα πρέπει να είναι εφικτό· άλλωστε δεν θ’ αργήσω να φτάσω κι εκεί.
Βλέπω τον χρόνο. Μπορεί να πιστέψει κανείς ότι είναι ένα μαύρο καμπαναριό, κάτι υλικό, ένα ρολόι με περίπλοκο μηχανισμό, ένα καμπαναριό φτιαγμένο να κρατάει το δόντι του χρόνου σφηνωμένο. Κάθε δευτερόλεπτο είναι θρίαμβος του καμπαναριού, κάθε δευτερόλεπτο αυτού του γεράσματος που συνεχίζεται αιώνες και αιώνες χαρακτηρίζεται από τη μηχανική ακρίβεια του ωρολογιακού μηχανισμού. Αλλά δεν βλέπω αυτό. Αυτό που βλέπω είναι ο χρόνος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, κι όμως πρέπει. Αλλιώς γιατί να φωλιάζει στο χέρι μου τούτο το μολύβι, γιατί όλοι αυτοί οι κόποι για να φωλιάσει εδώ ο χρόνος, ακριβώς εδώ, στο σημείο όπου το μολύβι συναντάει το χαρτί; Αυτό που βλέπω είναι ο χρόνος. Από εκεί πρέπει να αρχίσω. Ο χρόνος μου, και πώς ο χρόνος άλλαξε όταν συνάντησα τη Μάγκντα και περιπλανιόμουν μαζί της σε όλο το Βερολίνο μας. Στο Τιεργκάρτεν μας… Τόσο ελεύθερα, τόσο ειρηνικά. Πριν από αυτά ήμουν ένας βασανισμένος συγγραφέας. Έπασχα από μοναξιά. Τώρα έγινα ένας δημιουργικός συγγραφέας. Ένας δημιουργικός άνθρωπος. Νομίζω ότι δημιούργησα κάτι και στην πραγματική ζωή επίσης. Ένα σπιτικό. Μια κοινή ζωή. Μια στάλα ευτυχία. Εκείνη διάβαζε αυτά που έγραφα. Ήταν η καλύτερή μου αναγνώστρια. Μετά ήρθε το παιδί. Ο γιος μας. Τα θαύματα δεν μπορείς να τα περιγράψεις. Κάθε κίνηση ήταν ένα θαύμα. Οι απαλές κινήσεις των μικρών, παχουλών χεριών του. Το κεφάλι που γύριζε. Τα σκούρα μάτια μέσα στα οποία μίκραιναν και μεγάλωναν οι κόρες. Όλα ήταν θαύματα. Και αυτός ήταν ο χρόνος. Τώρα τον βλέπω ξανά. Είναι πάντα ένα θαύμα; Μπορεί άραγε ακόμη, εκεί που χτυπάει τόσο μηχανικά, πάνω στο μαύρο, εξάγωνο καμπαναριό, να μου προσφέρει τη γαλήνη που ανήκει στο θαύμα; Τώρα το μπορεί, για μια μικρή μικρή στιγμή, μόλις η πένα ανταμώνει το χαρτί. Νιώθω την παγωμάρα να με κυριεύει αμέσως μόλις σηκώνω το μολύβι. Τα διαστήματα μεταξύ των λέξεων είναι κομμάτια πάγου. Οι λέξεις παγώνουν και κολλάνε πάνω τους. Οι άντρες περιπλανιόνται σαν πτώματα στον διάδρομο με τα πληγωμένα κεφάλια τους κι εγώ σκέφτομαι: βλέπετε κι εσείς τον χρόνο, άνθρωποι; Είστε κι εσείς ικανοί να δείτε τον χρόνο για μια μικρή μικρή στιγμή; Αλλά τι μεθόδους διαθέτετε; Εγώ δεν διαθέτω καμία. Η γραφή τώρα ξεθωριάζει. Ο πάγος απλώνεται πάνω από τα γράμματα και παγώνει το μολύβι πάνω στο χαρτί, σαν να είναι μια γλώσσα που κολλάει σε παγωμένο μέταλλο, κι εγώ σκέφτομαι: γιατί πεθάνατε και μου φύγατε; Γιατί δεν πέθανα εγώ να φύγω μακριά σας; Το μυαλό μου θα είναι παγωμένο πέρα για πέρα. Είναι η μοναδική μου παρηγοριά και το μοναδικό μου, μικροσκοπικό ίχνος αντίστασης. Πεθαίνω.
14 Φεβρουαρίου 1945 Καινούργια μέρα. Είδα ξανά τον κατάλογο. Ο παγωμένος άνεμος έμπαινε από το παραθύρι ερχόμενος από την πλατεία, κι εγώ τον άφησα να φυσήξει από την πόρτα με τα κάγκελα και να έρθει να κουρνιάσει δίπλα στα ξυπόλυτα πόδια μου. Πιστεύω ότι πρέπει να κοπεί άλλο ένα δάχτυλο από τα πόδια. Το αριστερό μεσαίο δάχτυλο είναι μαύρο, όπως εκείνο το μαύρο, εξάγωνο καμπαναριό που με λοιδορεί εκεί
έξω με το αδιάφορο τικ τακ του. Δεν το ακούω, αλλά το βλέπω. Το βλέπω συνεχώς, αδιάκοπα. Ο κατάλογος βρισκόταν εκεί, δίπλα στο μαυρισμένο δάχτυλο του ποδιού μου, και έβλεπα το όνομά μου να αναρριχάται συνεχώς προς τα επάνω. Το δέχτηκα ως δώρο. Δώρο του παγωμένου ανέμου. Σύντομα θα τυλίξεις το καμπαναριό στον πάγο σου και ο χρόνος, ακόμα και ο χρόνος όπως κινείται μέσω του μηχανισμού του ρολογιού και όπως εκτινάσσεται με ειρωνικούς μεταλλικούς ήχους χαράς, ακόμα και αυτός ο χρόνος θα τυλιχτεί στον πάγο σου, παγωμένε άνεμε, και το άπαν του χρόνου θα σταματήσει να υπάρχει. Ο καθένας από εμάς θα κινείται μέσα από μια εντελώς παγωμένη ζωή, μέσα από μια στιγμή που πάγωσε σε κενότητα, και όλοι οι άλλοι άνθρωποι θα σταθούν μπροστά σε όλους τους ανθρώπους εντελώς ακίνητοι και εντελώς παγωμένοι, και θα υπάρξουν τόσοι χρόνοι όσοι και άνθρωποι και όλοι οι άνθρωποι θα ζουν στους εντελώς δικούς τους κόσμους, εκεί όπου όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι παγοκολόνες. Ξέρω ότι θα έπρεπε να καταγράφω γεγονότα. Να καταθέτω μαρτυρίες. Να παράγω λεπτομερείς αναφορές. Κάτι που οι επόμενες γενιές θα μπορούν να επαληθεύουν και να μαθαίνουν. Κάποια στιγμή, πολύ, πάρα πολύ καιρό μετά τον θάνατό μου, όλα αυτά που γίνονται εδώ θα καταδικαστούν, και θα έπρεπε ήδη τώρα να βρω μια μέθοδο για την επιβίωση των σημειώσεών μου, να τους βρω μονοπάτια, οδούς διαφυγής, και να εξαγάγω με κάθε κόστος όφελος από αυτό το κολοβό μολύβι και αυτά τα λιγοστά χαρτιά τα οποία ήδη, καθώς γράφω –έτσι συμπεριφέρεται ο χρόνος– έχουν προλάβει να κιτρινίσουν. Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να καταγράψω γεγονότα. Το πνεύμα μου δεν λειτουργεί έτσι. Δεν λειτουργεί καθόλου. Είναι μόνον ένας εγκέφαλος, ένας μηχανισμός. Σαν το ρολόι. Και το σώμα, αυτό είναι το καμπαναριό, χτισμένο μόνο για έναν και μοναδικό σκοπό: ν’ αντέξει. Να μην καταρρεύσει καθώς θα κατατεμαχίζεται ο μηχανισμός. Ίσως να είναι τελικά ωρολογοποιοί εκείνοι οι τρεις αξιωματικοί. Αλλά μετά βλέπω ξανά τον χρόνο, και αυτό είναι ξανά ένα θαύμα. Τώρα πιέζει τα ποδαράκια του για να μάθει να κάθεται ο γιος μου. Και η γυναίκα μου του κρατάει τα χέρια, όχι με τρόπο που ν’ αγγίζουν τη μικρή, λεπτή πλατούλα του, αλλά πολύ κοντά, και υπάρχει ένα πεδίο ανάμεσα σε χέρι και πλάτη, ένα μαγνητικό πεδίο ζωής, και αυτό που υπάρχει εκεί ανάμεσά τους υπάρχει επίσης ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ αυτούς, και ξέρω πως, όταν δεν θα υπάρχει πλέον εκείνο το μαγικό πράγμα που υπάρχει σαν πεδίο ζωής ανάμεσά μας, δεν θα υπάρχουν ούτε εκείνοι. Και δεν υπάρχουν. Εκείνοι είναι νεκροί. Εγώ είμαι νεκρός. Αλλά γιατί κινούμαι ακόμη; Τα σπαρταρίσματα του ψαριού μετά το σπάσιμο της ραχοκοκαλιάς του. Το τρέξιμο της κότας αφού της έχουν κόψει τον λαιμό. Με συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός. Πού είναι ο αυτοέλεγχός μου; Σταματάω για σήμερα. Αρκετά. Πεθαίνω.
15 Φεβρουαρίου 1945 Ζήσε.
Λίγο ακόμη. Μια μικρή ανάσα ακόμη. Εκείνα τα ναυάγια έξω στους δρόμους, οι ριπές ανέμου με τη σκόνη να μπαίνει από τα παράθυρα, έπρεπε να ξυπνούν κάποια ελπίδα. Δεν τολμώ να ελπίσω. Για μένα δεν υπάρχει πλέον καμιά ελπίδα. Η οικογένειά μου είναι νεκρή και το όνομά μου πολύ ψηλά στον κατάλογο. Το Τιεργκάρτεν μας… Περπατούσαμε. Στην άλλη μεριά του καναλιού, ο ζωολογικός κήπος. Ο Φραντς γελούσε κι έδειχνε έναν πελεκάνο. Καθόταν στην πλάτη μου. Όχι, δεν πάει. Ναι. Ο γιος μου καθόταν στους ώμους μου. Οι μικρές φτέρνες του πατούσαν στο σακάκι και άφηναν ανεξίτηλα σημάδια. Εκεί είναι ακόμη, αν και το σακάκι έχει καεί και τα παπούτσια έχουν καεί και τα μικρά μικρά πόδια του έχουν καεί. Βρίσκονται ακόμη κολλημένα στους αμφιβληστροειδείς μου και, όταν καούν οι αμφιβληστροειδείς, αυτά τα μικρά, λασπωμένα ίχνη φτερνών στο σακάκι μου, που με νευρίαζαν πολύ, θα υπάρχουν ακόμη κάπου. Είναι καταγραφές. Είναι γεγονότα. Είναι μαρτυρίες και αναφορές. Είναι ζωή. Και έδειχνε τον πελεκάνο, και ο πελεκάνος άφηνε έναν κρωγμό που ήταν αμίμητος, αλλά εκείνος τον μιμούνταν, ο Φραντς καθόταν στους ώμους μου και ακουγόταν ακριβώς σαν τον πελεκάνο στην άλλη μεριά του ποταμού, και γελούσαμε, εγώ γελούσα, η Μάγκντα γελούσε, και ο Φραντς γελούσε, αν και δεν καταλάβαινε γιατί, κι εκείνο το γέλιο, ακριβώς εκείνο το αναίτιο γέλιο με έχει κρατήσει ζωντανό στο τοπίο του θανάτου. Και σκαρφαλώνω πλησιάζοντας την κορυφή του καταλόγου. Μια μέρα, πολύ σύντομα, θα φτάσω εκεί, και τότε θα γίνει όπως με τον Έρβιν. Ο Έρβιν δεν είναι Εβραίος. Νομίζω ότι ανήκει στην κατηγορία «υποδεέστεροι άνθρωποι», με μια ελαφρή νοητική αναπηρία ως βάση, η οποία είναι μάλλον επίκτητη παρά εκ γενετής. Δεν είναι πάνω από είκοσι χρόνων. Ίσως θα μπορούσα να είμαι και πατέρας του. Η θεραπεία τον έχει σαστίσει. Στην αρχή κάναμε πραγματικά έξυπνες συζητήσεις· εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτε από το παρόν, αλλά πολύ περισσότερα για τα αιώνια ερωτήματα. Τα είχε σκεφτεί πολύ. Είχε πολύ καιρό να τα σκεφτεί. Δεν πέρασε βιαστικά τη ζωή, όπως εγώ. Τώρα δεν υπάρχει πολλή ζωή ακόμη. Όταν του μιλώ, εκείνος λείπει. Είναι ένα άδειο κέλυφος. Εκεί απ’ όπου έχει ξεχυθεί και χαθεί το περιεχόμενο, υπάρχει ένας μικρός, αθώος επίδεσμος. Είναι χειρότερα απ’ ό,τι θα ήταν αν είχε πεθάνει. Τώρα περπατάει εκεί πέρα σαν μια μόνιμη υπενθύμιση για το τι θα συμβεί με όλους εμάς. Δεν είμαστε τόσο πολλοί. Αλλά εγώ είμαι ακόμη αρκετά πολλοί. Είμαι ο Λέο, είμαι η Μάγκντα, είμαι ο Φραντς. Και είμαι ο Έρβιν. Είμαι και ο Έρβιν.
16 Φεβρουαρίου 1945 Ο γιος μου περπατούσε πλάι μου. Κρατούσε το χέρι μου και διασχίζαμε το Τιεργκάρτεν. Είχε υγρασία και έβρεχε, ήταν μια από εκείνες τις χλωμές, λασπώδεις μέρες του φθινοπώρου που προσφέρει πολύ συχνά το Βερολίνο – χλωμή, λασπώδης και
αξιοπερίεργα όμορφη. Τα φύλλα είχαν αρχίσει να πέφτουν από τα δέντρα. Ανακατεύονταν με τη λάσπη στις λακκούβες και γίνονταν ένας καφεκίτρινος χυλός. Λίγο πριν από μια λακκούβα ο Φραντς σταμάτησε ξαφνικά. Άφησε το χέρι μου, στράφηκε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε. Με έφτανε μόλις μέχρι τον αφαλό. Σταματήσαμε για λίγο στην όμορφη, δροσερή βροχή. Τον κρατούσα. Δεν είχα τίποτα να του πω. Μετά με άφησε. Πήγε προς τη λακκούβα με τον λασπώδη χυλό. Και καθώς βάδιζε προς τα εκεί, βούλιαζε στη λακκούβα, πόντο τον πόντο. Δεν έβγαλε ούτε λέξη, απλώς περπατούσε και βούλιαζε, όλο βούλιαζε, μέχρι που δεν υπήρχε τίποτα πια. Τα μαύρα του μαλλιά εξαφανίστηκαν μ’ ένα ρούφηγμα. Η επιφάνεια της λακκούβας ήταν περίεργα αδιατάρακτη. Κι εγώ, εγώ στεκόμουν απλώς εκεί και τον έβλεπα να βουλιάζει. Δεν κούνησα ούτε δαχτυλάκι για να τον σώσω. Θα μπορούσαμε να είχαμε φύγει. Η Μάγκντα το έλεγε και το ξανάλεγε. «Οι φίλοι σου φεύγουν, οι συνεργάτες σου φεύγουν, όλοι φεύγουν! Κι εμείς μένουμε εδώ. Γιατί; Γιατί θέλεις να περιμένεις τον θάνατο; Σκέψου τουλάχιστον τον Φραντς». Κι εγώ είπα: «Τόσο άσχημα δεν μπορούν ποτέ να γίνουν τα πράγματα. Έχουμε αυτοκίνητα, αεροπλάνα, μικροσκόπια. Έχουμε δημοκρατίες και αντισυλληπτικά και ψυχανάλυση και απελευθερωμένη τέχνη. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να βγάλουμε τον χειμώνα, να πέσουμε σε νάρκη όσο διαρκεί η θύελλα». Είχα δίκιο. Η θύελλα πέρασε. Και όταν χάθηκε, δεν υπήρχε τίποτα πια. Μας είχε ρουφήξει όλους. Όλους. Είχε απομείνει μόνον ένα έρημο τοπίο. Σκότωσα τον γιο μου και τη γυναίκα μου. Το πείσμα μου τους σκότωσε. Αφήστε τα πάντα να βουλιάξουν στη σιωπή. Αφήστε με να πεθάνω.
Είκοσι
ακίνητος στο κρεβάτι. Κάτι γλίστρησε δίπλα του στο σκοτάδι και τον τράβηξε Κ αθόταν μαζί του. Ίσως ένας παγωμένος άνεμος. Ίσως οι Ερινύες. Άφησε τα δάχτυλά του να χαϊδέψουν τα κιτρινισμένα φύλλα. Ένιωσε το διάστημα ανάμεσα στα μόλις και μετά βίας αναγνώσιμα γράμματα τα γραμμένα με μολύβι. Στα διαστήματα αυτά σχηματιζόταν πάγος. Ανάμεσα από τα γράμματα. Δεν θα έλιωνε ποτέ. Ο Πολ Γελμ έβγαλε τα καινούργια του ματογυάλια του διαβάσματος, τα απίθωσε στο κομοδίνο, έσβησε το πορτατίφ και κάρφωσε το βλέμμα του στο απόλυτο σκοτάδι. Ναι, σκέφτηκε και ψαχούλεψε το ζεστό κορμί της Σίλα στο σκοτάδι. Το χέρι κινήθηκε κάτω από το σκέπασμα, έφτασε ανάμεσα στις ωμοπλάτες και εκεί σταμάτησε. Εκείνη μουρμούρισε. Μια εκδήλωση ζωής. Ναι, έτσι θα μπορούσε να ήταν. Έτσι θα μπορούσε να είχε γίνει και για εκείνον επίσης. Αν είχε γεννηθεί σε λάθος εποχή και από λάθος γονείς. Τότε θα κινούνταν και οι δικές του σκέψεις με τον τρόπο που είχαν κινηθεί οι σκέψεις του Λέοναρντ Σέινκμαν εκείνες τις μέρες του Φλεβάρη του 1945. Σπασμωδικά, άτονα, αλλά μ’ ένα μεγάλο και τρομακτικό αίσθημα καταστολής. Ο Λέοναρντ Σέινκμαν ήταν πεπεισμένος ότι θα πέθαινε. Δεν πέθανε, μερικούς μήνες αργότερα ο πόλεμος τελείωσε. Εκείνος βγήκε από το στρατόπεδο. Και ήταν εντελώς, απολύτως κενός. Είχε να διαλέξει ανάμεσα στο να μείνει και να χαθεί ή να μετακομίσει και ν’ αλλάξει ζωή. Να γίνει κάποιος άλλος. Διάλεξε το δεύτερο, ήταν εφικτό. Αλλά και ποια η κατάληξη; Να βρεθεί κρεμασμένος σ’ εκείνο το εβραϊκό νεκροταφείο πενήντα πέντε χρόνια αργότερα; Πώς ήταν δυνατόν; Τι είχε συμβεί; Αυτή ακριβώς τη στιγμή ο Πολ δεν μπορούσε να συλλογιστεί αυτά που είχε διαβάσει και να βγάλει λογικά συμπεράσματα. Ήταν πολύ συγκινημένος. Ήταν περίπου ό,τι περίμενε – κι από την άλλη διόλου αυτό που περίμενε. Υπήρχε ένα άλλο ύφος. Θλίψη πέρα από κάθε θλίψη. Σαν να είχαν γραφτεί από την άλλη μεριά του τάφου. Στο στομάχι του είχε ακουμπήσει το χοντρό γερμανοσουηδικό λεξικό. Στο αριστερό χέρι κρατούσε τις διαβασμένες σελίδες, στο δεξί τις αδιάβαστες. Οι στοίβες είχαν περίπου το ίδιο πάχος. Είχε άλλο τόσο να διαβάσει. Προσδοκούσε να το κάνει – αλλά τρόμαζε κιόλας. Ένιωθε εντελώς κατεστραμμένος. Σαν κάποιος να είχε αναστατώσει κι ανακατώσει όλο του το είναι. Κι αυτό είχε γίνει, κατά κάποιον τρόπο. Το Μπούχενβαλτ, το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας, βρισκόταν εφτά χιλιόμετρα έξω από τη Βαϊμάρη της παλιάς ΓΛΔ. Η Βαϊμάρη ήταν η περυσινή πολιτιστική πρωτεύουσα της
Ευρώπης, το μέρος όπου ο Γκαίτε άλλαξε τη μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το 1919 συστάθηκε στη Βαϊμάρη η πρώτη γερμανική δημοκρατία, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το 1926 ιδρύθηκε στη Βαϊμάρη η χιτλερική νεολαία. Τον ίδιο χρόνο, το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, το NSDAP, είχε την πρώτη του κομματική συνάντηση στο Εθνικό θέατρο της Βαϊμάρης. Ανάμεσα στο 1937 και στο 1945 φυλακίστηκαν διακόσιες τριάντα οχτώ χιλιάδες άνθρωποι στο Μπούχενβαλτ. Εκεί δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων, αλλά υπήρχε βεβαίως ένα τμήμα για «ιατρική έρευνα». Στο Μπούχενβαλτ πέθαναν πενήντα έξι χιλιάδες άνθρωποι, σχεδόν σε απόσταση που να μπορούν να τους δουν από τη Βαϊμάρη του Γκαίτε. Ανάμεσα στο 1945 και στο 1950, το Μπούχενβαλτ ήταν ένα σοβιετικό στρατόπεδο αιχμαλώτων για Γερμανούς. Άλλοι εφτά χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο τόπος του ευρωπαϊκού παραδόξου. Ο Πολ Γελμ σκέφτηκε να αλλάξει πλευρό για να σβήσει το πορτατίφ. Τότε θυμήθηκε ότι ήταν ήδη σβηστό. Κοιμήθηκε αργά εκείνη τη νύχτα.
Είκοσι ένα
κούπες ήταν μια απλή ανάμνηση πια. Δεν έπαιζε πια παιχνίδια στον φορητό Ο ιυπολογιστή, στο πέτρινο σπίτι κάτω από το μεσαιωνικό χωριό Μοντεφιοράλε, έξω από το Γκρέβε, στην καρδιά του Κιάντι. Τον χρησιμοποιούσε για ανάγνωση ιταλικών. Ήταν πραγματική χαμαλοδουλειά να διαβάσεις το υλικό ερευνών του αρχιεπιθεωρητή Ίταλο Μαρκόνι σχετικά με το μιλανέζικο συνδικάτο του εγκλήματος Γκιοτόνε. Εκτός αυτού, ερχόταν όλη την ώρα νέο υλικό μέσω μέιλ, φαξ και τηλεφωνημάτων από τη Στοκχόλμη. Αλλά μια που ήταν μπάτσος της Γιουροπόλ, αυτή ήταν η δουλειά του. Ο σκοπός της ευρωπαϊκής οργάνωσης επιβολής νόμου Γιουροπόλ, η οποία είχε την έδρα της στη Χάγη, ήταν να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και τη συνεργασία ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όσον αφορούσε την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών και άλλων σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος διεθνούς κλίμακας. Η αποστολή της Γιουροπόλ ήταν να συμβάλλει σημαντικά στα μέτρα που έπαιρνε η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά του οργανωμένου εγκλήματος, με ιδιαίτερο βάρος στις διαπλεκόμενες μεταξύ τους εγκληματικές οργανώσεις. «Εντάξει» είπε ο Σέντερστεντ στον φορητό υπολογιστή, εκεί που καθόταν στη βεράντα με άλλο ένα ποτήρι βινσάντο στο χέρι. «Εντάξει, ήταν απόσπασμα μιας διάταξης. Ομολογώ, υπολογιστή. Εδώ δεν ήξερα καν ότι ήμουν μπάτσος της Γιουροπόλ όταν έφυγα για το Μιλάνο. Οπότε, βεβαίως: κάθομαι τώρα εδώ, την ώρα που έπρεπε να κοιμάμαι για μεσημέρι, και διαβάζω αποσπάσματα αστυνομικών διατάξεων με τον εαυτό μου ως μοναδικό μάρτυρα. Και φυσικά μ’ εσένα, υπολογιστή». «Με ποιον μιλάς;» φώναξε μέσα από το σπίτι η Άνγια. Μόλις είχε φυτέψει έναν αρκετά μεγαλοπρεπή μοβ και σγουρό βασιλικό στον κήπο με τα μυρωδικά και ακουγόταν, εξαιτίας αυτού, πολύ ζωηρεμένη. «Με τον υπολογιστή» της φώναξε και ο Άρτο. «Καταλαβαίνω» φώναξε η Άνγια. «Έλα να πεις καληνύχτα στα μικρά τότε». «Πού είναι η Μικαέλα;» φώναξε ο Άρτο. «Εσύ πού νομίζεις ότι είναι;» φώναξε η Άνγια. Μιλάμε για πολλή φωνή σ’ ετούτο το σπίτι. Ο Άρτο ξέχασε μεμιάς την εντολή να πάει να πει καληνύχτα στα μικρά και επέστρεψε στον υπολογιστή. Διότι, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, ο υπολογιστής ήταν το νεότερο μέλος της οικογένειας. Εντάξει, δεν τον καληνύχτιζε κιόλας.
Αλλά εκείνη τη στιγμή ο υπολογιστής μήνυσε, χωρίς προειδοποίηση, ότι το όνομα του ηλικιωμένου τραπεζίτη που ήταν ύποπτος ως ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της Γκιοτόνε ήταν Μάρκο ντι Σπινέλι. Υπήρχαν και πολλές φωτογραφίες αυτού του Μάρκο ντι Σπινέλι. Ξεχώρισε πέντε, τη μία μετά την άλλη. Ήταν ένας ηλικιωμένος αλλά σκληρός, λιπόσαρκος κύριος, που δεν θύμιζε σε τίποτα τους στερεοτυπικούς αρχηγούς της μαφίας. Αλλά βέβαια ετούτος ήταν από τη βόρεια Ιταλία. Ενεργό μέλος του αυτονομιστικού κινήματος Λίγκα του Βορρά με όλα τα συναφή. Υπήρχε μάλιστα και μια φωτογραφία του Μάρκο ντι Σπινέλι μαζί με τον Νίκο Βούλτσο. Ήταν πραγματικά ένα περίεργο δίδυμο. Ο ηλικιωμένος και αριστοκράτης, ίδια αλεπού, με μαύρο ζιβάγκο από τη μια και, από την άλλη, ο σκληρόπετσος Έλληνας με ανοιχτό ροζ κοστούμι, πουκάμισο ανοιχτό στο δασύτριχο στήθος και μια πολύ χοντρή χρυσή καδένα στον λαιμό. Χαιρετιόνταν έξω από ένα εστιατόριο πολυτελείας στο κεντρικό Μιλάνο. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι ακουμπούσε το αριστερό του χέρι στον ώμο του Νίκου Βούλτσου και ο Βούλτσος χαμογελούσε και έδειχνε πολύ υπάκουος. Ο Γελμ είχε τηλεφωνήσει και του είχε μιλήσει για Ερινύες. Εκτός αυτού, του είπε ότι ο Βούλτσος είχε αφήσει μια βαλίτσα με τα συμπράγκαλά του και έναν αριθμό πιστωτικής κάρτας. Η βαλίτσα περιείχε μόνο ρούχα. Αν υπήρξαν ποτέ ναρκωτικά στο δωμάτιο, μάλλον είχαν εξαφανιστεί σε κάποια άγνωστη τσέπη του ξενοδοχείου Γκραντ. Ωστόσο ο αριθμός παρουσίαζε ενδιαφέρον. Η σουηδική Visa τούς είχε δώσει το όνομα του κατόχου του λογαριασμού. Ήταν μια εταιρεία με την ονομασία Κόντρα Α.Ε. Ο Άρτο Σέντερστεντ τηλεφώνησε αμέσως στον αρχιεπιθεωρητή Μαρκόνι για να του το ανακοινώσει. Ο Μαρκόνι είπε: «Ακούγεται πιθανό. Η Κόντρα Α.Ε. είναι μια εταιρεία ξεπλύματος κεφαλαίων στο περιθώριο της οργάνωσης Γκιοτόνε. Οι λογαριασμοί τους χρησιμοποιούνται συχνά για διάφορες δαπάνες. Όλα αυτά δεν θα μπορούσε κανείς, φυσικά, να τα συνδέσει με την Γκιοτόνε και τον Ντι Σπινέλι». Ο Σέντερστεντ τον ευχαρίστησε και έκλεισε. Κατά τα άλλα, σκεφτόταν ότι είχε αρχίσει να μαθαίνει αρκετά για τη δομή της οργάνωσης. Όλα έδειχναν ότι όντως ο Ντι Σπινέλι ήταν στο κέντρο του ιστού σαν μια αράχνη, και ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν σε αυτόν. Όπως στη Ρώμη. Ο Άρτο Σέντερστεντ δεν μπορούσε βέβαια, όσες εξουσιοδοτήσεις κι αν είχε ως μπάτσος της Γιουροπόλ, να κάνει οτιδήποτε για την οργάνωση Γκιοτόνε ή για τον Μάρκο ντι Σπινέλι. Ήταν αυτονόητο. Εδώ υπήρχαν πάμπολλοι ντόπιοι και ικανοί αστυνομικοί που είχαν αφιερώσει χρόνια από τη ζωή τους για να διαλύσουν το συνδικάτο. Η διάλυση της Γκιοτόνε δεν ήταν δική του δουλειά. Θα ήταν σαν να έπαιρναν τα μυαλά του αέρα. Όχι, λοιπόν· δουλειά του ήταν να βοηθήσει να αποδειχτεί η ενοχή του Νίκου Βούλτσου και να πιάσουν τον δολοφόνο του Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι και του Λέοναρντ Σέινκμαν. Μόνον αυτά. Και η Γκιοτόνε αποτελούσε φυσικά έναν δρόμο προς τα εκεί. Το ερώτημα ήταν αν ο δρόμος αυτός ήταν βατός. Σκεφτόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκπληρώσει την αποστολή του. Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη. Διότι μέσα του το είχε ήδη ξεκαθαρισμένο. Αν κάποιος ήξερε καλά ποιος είχε βγάλει εκτός μάχης τον σωματοφύλακά του, αυτός ήταν ο ίδιος ο γέρος τραπεζίτης.
Εφτά άνθρωποι, από τους οποίους οι έξι σκληροί εγκληματίες –πιθανόν λίγο πολύ νταβατζήδες, σύμφωνα με τα πρόσφατα μέιλ της Σέρστιν– είχαν δολοφονηθεί με την ίδια μέθοδο σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Μαρκόνι δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι κάποιος άλλος από αυτούς τους εφτά είχε σχέση με την Γκιοτόνε, αλλά θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον Μάρκο ντι Σπινέλι να εξαφανιστούν εκείνοι που είχαν δολοφονήσει τον εκλεκτό του, έλληνα νταβατζή και δολοφόνο. Πιθανότατα ο Ντι Σπινέλι είχε ήδη επιληφθεί του θέματος προσωπικά. Πιθανότατα είχε ήδη εξαπολύσει κυνηγητό κατά των Ερινύων. Και πιθανότατα ήταν εντελώς αδύνατον για έναν μοναχικό σουηδό αστυνομικό να μιλήσει μαζί του. Όσο κι αν είχε ένα σωρό αρμοδιότητες ως μπάτσος της Γιουροπόλ. Ο Άρτο Σέντερστεντ αποφάσισε να ρωτήσει τον Μαρκόνι. «Εντάξει» είπε ο Μαρκόνι απροσδόκητα. «Ίσως αυτό να τον ξάφνιαζε λίγο. Ένας απότομος, ασπρουλιάρης, χαμηλόβαθμος σουηδός αστυνομικός τον επισκέπτεται αυτοπροσώπως. Θα μπορούσε να ξυπνήσει την περιέργειά του. Του αρέσει να παίζει με την αστυνομία». «Έχεις μιλήσει μαζί του; Αυτοπροσώπως;» «Πολλές φορές. Είμαι σχεδόν θαμώνας στο σπίτι του. Δεν συνηθίζει να κρύβεται κατά το σικελικό στιλ, που λέει “κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο Νονός”. Αντιθέτως, του αρέσει πολύ η δημοσιότητα, όσο παράξενο κι αν φαίνεται για έναν τόσο ηλικιωμένο άνθρωπο. Είναι, εδώ που τα λέμε, πολιτικός. Ή μάλλον ένα είδος πολιτικού…» «Δηλαδή, ο Μάρκο ντι Σπινέλι είναι… τι; Ενενήντα δύο χρόνων;» «Κολυμπάει διακόσια μέτρα καθημερινά, συμμετέχει σε αγώνες ιστιοπλοΐας και ενδιαμέσως σε ράλι. Λέγεται ότι εκτιμά πολύ τα δάση της Βέρμλαντ, ό,τι κι αν είναι αυτά. Σουηδικά είναι;» «Σουηδικά. Ίσως να του πω ότι μ’ ενδιαφέρει το ράλι. Είμαι Φινλανδός, άλλωστε. Λίγο πολύ, εν πάση περιπτώσει». «Θα μεταφέρω το αίτημά σου» είπε ο αρχιεπιθεωρητής Ίταλο Μαρκόνι, και ο Σέντερστεντ είχε την εντύπωση ότι είδε –απευθείας μέσα από το ακουστικό του τηλεφώνου– το μεγάλο μουστάκι του Μαρκόνι να περιστρέφεται. Ο Άρτο Σέντερστεντ άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον σκόπιμα σκιερό κήπο. Όλα τα δέντρα και οι θάμνοι είχαν φυτευτεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνουν παντού σκιά. Επρόκειτο για μια μεσογειακή στρατηγική την οποία ο Σέντερστεντ γνώριζε πολύ καλά. Καθημερινά πειθόταν όλο και περισσότερο ότι ο μαγιάτικος ήλιος ήταν ήλιος καλοκαιριάτικος και όχι απλώς ένας μικρός, ασήμαντος ανοιξιάτικος ήλιος. Η αυτοπεποίθησή του ολοένα μεγάλωνε και μαζί της η ανάγκη για μεσημεριανό ύπνο. Ο Άρτο είχε σταματήσει να μετράει πόσες φορές είχε πάει στο ένα ή στο άλλο μαγαζί και το έβρισκε κλειδαμπαρωμένο. Εκείνο που τον εξέπληττε περισσότερο ήταν ότι τα παθήματα δεν του γίνονταν μαθήματα. Σαν δραπέτης ψυχιατρείου πήγαινε σε καθημερινή βάση στο Γκρέβε, απλώς και μόνο για να αντικρίσει μια πόλη ολάκερη να έχει κατεβάσει τα ρολά. Από τη μία μέχρι και τις τέσσερις το Γκρέβε ήταν κλειστό. Μεταξύ μία και τέσσερις, λοιπόν, έφτανε ο ασπρουλιάρης Φινλανδός με το μεγάλο οικογενειακό του αυτοκίνητο, δοκίμαζε ν’ ανοίξει μια κλειδωμένη πόρτα και εκτόξευε μερικές μπαταριές ακαθόριστων ήχων. Μπορούσες μάλιστα να βάλεις και το ρολόι σου με την άφιξή του. Χρειαζόταν έναν μεσημεριανό υπνάκο, ήταν ξεκάθαρο το πράγμα. Τώρα καθόταν στον ίσκιο του λιακωτού, κάτω από ένα επιπλέον παρασόλι,
απολάμβανε ένα πολύ μικρό ποτήρι βινσάντο και κοίταζε το ρολόι του. Ήταν δύο. Καταμεσής της σιέστας. Αυτό που τον χαροποιούσε ήταν ότι ο Μαρκόνι είχε απαντήσει αμέσως στο τηλέφωνο. Τώρα, εκ των υστέρων, αντιλήφθηκε ότι είχε τηλεφωνήσει ντάλα μεσημέρι. Αλλά φαίνεται πως ο Μαρκόνι είχε παραλείψει τη σιέστα. Όπως και ο ίδιος. Δεν ήθελε σιέστα με τίποτα. Αρνούνταν. Μάλλον θα τιμωρούνταν με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο. Συνέβαινε ήδη τώρα, με τη μορφή της ελλιπούς συγκέντρωσης. Οι σκέψεις έμοιαζαν να ξεχύνονται από μέσα του. Αυτός που ήταν κατά τα άλλα πολύ καλός στο να φράζει χειμάρρους και να σκάβει κανάλια και να βάζει τη ροή των σκέψεων σε σωστή κατεύθυνση. Αλλά τώρα αυτή η ροή θύμιζε περισσότερο το δέλτα του Δούναβη. Αν του δινόταν η άδεια να συναντήσει τον Μάρκο ντι Σπινέλι, έπρεπε να είναι πολύ καλά προετοιμασμένος. Διαβασμένος σαν σπασίκλας. Αλλά όφειλε επίσης να αποκρύψει και όσα ήξερε από την ενεργή του συνείδηση, ώστε να μην μπορεί αυτή να εμποδίζει τη διαδικασία της σκέψης και την ικανότητα αντίδρασης. Διότι ήταν γνωστό ότι ο Άρτο Σέντερστεντ κατάφερνε να κάνει τους υπόπτους να λένε περισσότερα απ’ όσα ήθελαν. Συχνά με το να κάνει τον χαζό. Σε αυτό βοηθούσε και η εμφάνισή του. Δύσκολα μπορούσες να αρνηθείς ότι ο άνθρωπος έδειχνε τρομερά αφηρημένος. «Είναι πεθαμένος ο μπαμπάς;» Εκείνος γέλασε λίγο ανάλαφρα και βούτηξε προσεκτικά την άκρη της γλώσσας του στο πολύ μικρό ποτήρι. Πώς θα κέντριζε, άραγε, το ενδιαφέρον του Ντι Σπινέλι; Πώς θα τον κατάφερνε να χαλαρώσει τα δεσμά της γλώσσας; Είχε βγάλει στην οθόνη καμιά δεκαριά φωτογραφίες του και προσπαθούσε να αποκτήσει μια καθαρά οπτική εικόνα του άντρα αυτού. Άλλωστε μέχρι τώρα ήταν μόνο μια εικόνα. Ή έστω μια σειρά εικόνες. Προσπάθησε να φανταστεί την όλη κατάσταση: πώς θα γινόταν δεκτός, πώς θα ενεργούσε ο Ντι Σπινέλι, ποια θέματα συζήτησης θα ανοίγονταν και –πάνω απ’ όλα– πώς θα μπορούσε γενικώς να διατυπώσει ουσιώδεις ερωτήσεις σαν να μην ήταν διόλου ουσιώδεις. Αυτό ήταν, στην πραγματικότητα, το μεγάλο και αποφασιστικό τέχνασμα. Το οποίο είχε μάθει από τον θείο Πέρτι. Σίγουρα, ο Άρτο Σέντερστεντ ήταν ένας ασυνήθιστα μορφωμένος μπάτσος, μ’ ένα παρελθόν για το οποίο μιλούσε εξαιρετικά απρόθυμα. Δικηγόρος καριέρας στη Βάασα της Φινλανδίας στα είκοσι πέντε του. Κρατούσε τα αποβράσματα τούτου του κόσμου μακριά από την τσιμπίδα του νόμου. Ειδικεύτηκε στους πιο πλούσιους, πανούργους και αδίστακτους εγκληματίες. Κατόπιν ξέρασε πάνω σε όλη τη γεμάτη ψέματα και τρέλα ζωή του, το έσκασε από τη χώρα και κατέληξε στη Σουηδία, όπου, έπειτα από κάνα δυο χρόνια σκυλίσιας ζωής, κατόρθωσε τελικά να γίνει αστυνομικός, θεωρήθηκε πολύ πεισματάρης από τους ανωτέρους του στη Στοκχόλμη και τον μετέθεσαν στο Βεστερός, εκεί που άρχισε να ζει μια ήρεμη, άνετη και εντελώς αφόρητη επαρχιώτικη ζωή. Τότε εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα ένας αρχιεπιθεωρητής με κουκουβαγίστικα ματογυάλια να ισορροπούν σε μια πολύ μεγάλη μύτη, και η ζωή του άλλαξε ξανά κατεύθυνση. Στην Ομάδα Άλφα είχε γίνει το ατού στο παιχνίδι. Εκείνο το χαρτί που ο παίχτης με το πιο ανέκφραστο πρόσωπο πετάει αδιάφορα στο τραπέζι και φεύγει με όλα τα λεφτά. Ή κάτι τέτοιο. Παρ’ όλη αυτή τη ζωή με τις πολλές αλλαγές, παρ’ όλη την πληθώρα των πτυχίων και
των εκπαιδεύσεων που είχε πίσω του, το μεγάλο και αποφασιστικό τέχνασμα το είχε μάθει από τον θείο Πέρτι. Ο Πέρτι Λίντρουτ, ο ήρωας του Χειμερινού πολέμου, ο νικητής του Σουομουσάλμι, ο άντρας που χάρισε μετά θάνατον στην οικογένεια Σέντερστεντ αυτές τις αξέχαστες στιγμές στην Τοσκάνη, δεν ήταν κάποια θετική μορφή του παρελθόντος. Δεν ήταν από εκείνους τους συγγενείς που αποθηκεύουν ελκυστικές εικόνες του εαυτού τους στα μυαλά των μικρών παιδιών, παρατείνοντας έτσι τη ζωή τους μερικές δεκαετίες ακόμη. Ο θείος Πέρτι ήταν ένας ξεπεσμένος, κακότροπος φωνακλάς, που ήταν ολόκληρος ένα μεγάλο, δύσοσμο, ξεδοντιάρικο στόμα που όλο χαμογελούσε περιφρονητικά. Αναμνήσεις… Αλλά είχε μάθει στον μικρό Άρτο ένα πράγμα. Τον κάθιζε καμιά φορά στα γόνατά του και προσπαθούσε να του βάλει μυαλό. Κι ο μικρός Άρτο το μόνο που έκανε ήταν να προσπαθεί, όσο εξυπνότερα μπορούσε, να του ξεφύγει. Θυμόταν ακόμη, πολύ καθαρά, πώς μύριζε εκείνο το ξεδοντιάρικο στόμα. Αλλά ανάμεσα στις ανούσιες κουβέντες ακούγονταν κι εκείνα τα ουσιαστικά θέματα. Ακούγονταν κι αυτά ασαφή και λόγια του αέρα, αλλά συνδέονταν μ’ ένα βλέμμα που δεν ανήκε στο συνηθισμένο βλέμμα του θείου Πέρτι. Τότε ήταν που ο μικρός Άρτο είδε τον ήρωα του Χειμερινού πολέμου, τον αντάρτη πολεμιστή που ήταν κρυμμένος στο χειμωνιάτικο τοπίο για χρόνια. Είχε δει φωτογραφίες του θείου Πέρτι από εκείνη την εποχή, και ήταν πραγματικά κάτι άλλο. Θυμόταν ιδιαίτερα μιαν εικόνα. Η περηφάνια που εξέπεμπε το φωτεινό πρόσωπο του Πέρτι Λίντρουτ εκεί που στεκόταν σταθερά πάνω στους σωρούς των χιονιών με το χέρι στη λαβή του σπαθιού δεν ήταν απλώς εντυπωσιακή, ήταν και οικεία. Παράξενα οικεία. Οικεία σαν ένα είδωλο στον καθρέφτη. Ήταν σαν να στεκόταν ο ίδιος ο Άρτο Σέντερστεντ εκεί στους σωρούς από χιόνι με το χέρι στο σπαθί και προσπαθούσε να μη γελάει. Η ομοιότητα ήταν άμεσα δυσάρεστη. Εκείνη την τακτική της ασαφούς ομιλίας την είχε και ο Άρτο Σέντερστεντ. Αλλά όχι και το στόμα. Εντάξει, οι σκέψεις του είχαν αρχίσει να ξεχύνονται προς πάσα κατεύθυνση. Προσπάθησε να συγκεντρώσει όλα τα ρυάκια για να τα επαναφέρει στην κεντρική κοίτη. Δεν τα κατάφερε πολύ καλά. Οι φωτογραφίες του –καταπώς φαινόταν– άκρως σοφιστικέ και σκληροτράχηλου Μάρκο ντι Σπινέλι δεν μπορούσαν να συνδυαστούν σε ενιαίο πορτρέτο. Παρέμεναν επιφανειακές. Παρέμεναν μια αράδα προβολής δεδομένων χωρίς νόημα. Παρέμεναν ακατανόητες. Θα επέστρεφε σε αυτές αργότερα. Με ανανεωμένες δυνάμεις. Ο Άρτο Σέντερστεντ άδειασε το πολύ μικρό ποτήρι βινσάντο με μια γουλιά, έκλεισε τον υπολογιστή και σηκώθηκε. Μετά ξάπλωσε και πήρε έναν μεσημεριανό υπνάκο.
Είκοσι δύο
Χολμ ήταν απασχολημένη. Συνήθως της άρεσε να είναι απασχολημένη. Της Η Σέρστιν άρεσε η δουλειά της. Get a life – Ξύπνα, φύτουκλα! συνήθιζε να λέει κατά καιρούς στον εαυτό της όταν τον έπιανε να κάθεται μόνος του στο αστυνομικό μέγαρο στις εννιά το βράδυ. Αλλά τότε θυμόταν ότι είχε ήδη μια ζωή και μια δουλειά που ήταν σημαντικό κομμάτι της ζωής της. Κι αυτή η ζωή αποτελούνταν από δουλειά, χορωδιακό τραγούδι και λίγο τζόκινγκ. Και ξαφνικά αυτά δεν ήταν αρκετά. Σκέφτηκε ξαφνικά ότι ήταν κουραστικό του κερατά το να είσαι απασχολημένη. Η ζωή της ήταν, μέσα στη σιωπηλή της υπόσταση, καθ’ οδόν να υποστεί μια μεταμόρφωση. Άλλη μία. Και κανείς δεν υποψιαζόταν το παραμικρό. Είχε πλέον τη συνήθεια να μην μπερδεύει τη δουλειά με την ιδιωτική ζωή. Η περιπέτεια με τον Πολ Γελμ, πριν από μερικά χρόνια, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μέχρι τότε, όλες οι σχέσεις της ήταν με αστυνομικούς. Είχε έρθει από το Γέτεμποργ, όπου ήταν παντρεμένη με έναν συνάδελφο του οποίου η σχέση με το σεξ ήταν εξαιρετικά απλή. Όταν ήθελε εκείνος, ήθελε κι εκείνη. Αυτή ήταν η αφετηρία. Με άλλα λόγια, είχαμε περιστασιακά και κάποιον ασυνείδητο βιασμό στην αστυνομική παστάδα. Εκείνη πίστευε για πολύ καιρό ότι έτσι έπρεπε να γίνεται. Έτσι είχε σφραγιστεί η σεξουαλικότητά της. Από έναν συγγενή. Με προτίμηση σε επετείους και σε γκαρνταρόμπες. Ο συγγενής είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, και ο πρώην σύζυγος μόλις είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για αλκοολισμό. Βέβαια, το να κλοτσάει κάποιον που ήταν ήδη πεσμένος δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε. Πίστευε, ωστόσο, πως ήξερε τι ήταν η πραγματική, άγρια δίψα για εκδίκηση. Και μάλλον αυτό ακριβώς ήταν που φαινόταν να υπάρχει στο υλικό ερευνών από τη Βουδαπέστη, το Μάριμπορ, το Βισμπάντεν, την Αμβέρσα, τη Βενετία και το Μάντσεστερ. Το τελευταίο είχε έρθει την ίδια μέρα. Μέχρι τώρα ο αρχιεπιθεωρητής Ρούλαντς είχε δίκιο: δεν είχε τελειώσει ακόμη. Ένας πολύ γνωστός νταβατζής είχε, ήδη από τον Μάρτιο του προηγούμενου χρόνου, δολοφονηθεί σ’ ένα πάρκο κοντά στο Ολντ Τράφορντ, με τον ίδιο τρόπο που είχε δολοφονηθεί ο Λέοναρντ Σέινκμαν και όλοι οι άλλοι. Η υπόθεση τραβούσε σε μάκρος. Οι Ερινύες δούλευαν για πάνω από έναν χρόνο. Οι θεότητες της εκδίκησης. Πουθενά μάρτυρες. Αυτό καθιστούσε τον σκίνχεντ Ρέινε Σάντμπεργ και τη συμμορία του μοναδικούς στην Ευρώπη. Ήταν οι μόνοι που τις είχαν δει και είχαν επιζήσει. Οι ήδη
κατονομασμένοι συνεργοί του επιβεβαίωναν την ιστορία του με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν τέσσερα άτομα. Το έβαλαν στα πόδια, σαφώς πανικόβλητοι, μέσα από το Σκουγκσιρκογκόρντεν. Όταν έφτασαν στον σταθμό του μετρό, ήταν μόνο τρεις. Ο Αντρέας Ράσμουσον, ο οποίος είχε αρχίσει, με αργό ρυθμό βέβαια, να συνέρχεται στο ψυχιατρείο, είχε περιπλανηθεί ανάμεσα στους τάφους για τρεις ώρες. Μετά κατάφερε να φτάσει στο μετρό και περιπλανήθηκε επίσης στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, απ’ όπου τον περιμάζεψε η αστυνομία. Κατά κάποιον τρόπο, ήθελε πολύ να τον λυπηθεί για ό,τι του είχε συμβεί. Η Σέρστιν πίστευε ότι καταλάβαινε. Πίστευε πραγματικά ότι καταλάβαινε τι έκρυβε αυτή η υπόθεση. Ήταν αληθινή και άγρια δίψα για εκδίκηση. Οι σκοτεινές, λιπόσαρκες μαυροντυμένες σιλουέτες ήταν αναμφίβολα γυναίκες. Τι γυναίκες όμως; Ποιες είχαν λόγους να δολοφονούν νταβατζήδες; Πόρνες, φυσικά. Φαινόταν πιθανό η λεγόμενη φεμινίστρια νίντζα να ανήκει σε μια ομάδα απογαλακτισμένων και καλά γυμνασμένων πορνών. Με ντύσιμο, σύμφωνα με τον Αντίμπ Ταμίρ στο Ούντενπλαν: «κόκκινο δερμάτινο μπουφάν, μαύρο κολλητό παντελόνι, μαύρα αθλητικά παπούτσια». Είχε, άραγε, όλη τη μαύρη στολή κάτω από το κόκκινο δερμάτινο μπουφάν; Μήπως ήταν ετοιμοπόλεμη, ούτως ειπείν, όταν δέχτηκε επίθεση; Γι’ αυτό να έγινε τέτοια αιματοχυσία; Κατά κανόνα, δεν ήταν αναίτια σκληρός ο τρόπος με τον οποίο δρούσαν. Δεν σκότωναν οποιουσδήποτε ναρκομανείς μικρονταβατζήδες, αλλά νταβατζήδες που ήταν επίσης ειδεχθείς εγκληματίες. Και όλοι τους είχαν αρκετούς βιασμούς στο βιογραφικό τους. Ναι, ήταν γουρούνια. Σκέψου αν αυτό που διαδραματίστηκε στον σταθμό του μετρό στο Ούντενπλαν ήταν οι συνέπειες κάποιων ελεγχόμενων βίαιων πράξεων. Σκέψου αν αυτό ήταν το πρώτο σημάδι για το ότι η βία δεν γίνεται να χρησιμοποιείται δίχως ν’ αφήνει πίσω της ίχνη, και ότι αργά ή γρήγορα εκρήγνυται και ξεσπάει αμόκ. Σχεδόν όλοι οι βετεράνοι του Βιετνάμ είναι σκληροί χρήστες ναρκωτικών, οι άντρες που έριξαν τις ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία κατέληξαν λίγο πολύ τρελοί, και από τη βία στη Γιουγκοσλαβία αρχίζουμε μόλις τώρα να βλέπουμε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Οι βίαιοι άντρες –και επίσης, σίγουρα, οι βίαιες γυναίκες– καταβροχθίζονται στο τέλος από τις ίδιες τις βίαιες πράξεις τους. Η ιστορία έκανε πάντα λόγο για δήμιους που τρελαίνονταν. Καταβροχθίζονταν από μέσα. Ο Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι δεν ήταν κανένας νταβατζής-δολοφόνος. Δεν ήταν βέβαια και κάνας άνθρωπος του Θεού, αλλά άξιζε, άραγε, τόσο φρικτό τέλος; Να ήταν κι αυτός ένας από τους καταδικασμένους σε θάνατο; Όχι, κάπου εκεί το πράγμα ξέφυγε. Έπειτα από έναν χρόνο. Ίσως να ήταν αρκετός χρόνος για ν’ αντέξει κανείς. Μετά μάλλον δεν πήγαινε άλλο. Έπειτα η βία απέκτησε δική της ζωή. Δεν ήταν πια εντελώς ελεγχόμενη· αντιθέτως είχε αρχίσει να ελέγχει. Ήταν κι αυτή, εν πάση περιπτώσει, μια ερμηνεία. Οι Ερινύες δρούσαν έναν χρόνο τώρα. Οι βίαιες πράξεις τους ήταν αυστηρά ελεγχόμενες και δεν αφορούσαν αθώους (αν βέβαια παρέλειπε κανείς, για άλλη μια φορά, τον Λέοναρντ Σέινκμαν). Οι Ερινύες κυνηγούσαν άντρες που τους άξιζε να πεθάνουν. Και πέθαιναν με φρικτό θάνατο. Ίσως, όμως, να μην ήταν το μόνο που έκαναν. Αυτό που ήταν ενδιαφέρον ήταν το αν ενισχύονταν συνεχώς οι δυνάμεις τους. Μήπως ταυτόχρονα με την εκδίκηση στρατολογούσαν κιόλας; Μήπως οχτώ από τις –καταπώς
φαινόταν– αρκετά καταταλαιπωρημένες γυναίκες από το Νορμπούντα Μοτέλ στη Σλάγκστα ενσωματώθηκαν σε κάποιο είδος στρατού; Μήπως κι αυτές, έπειτα από την ολοκλήρωση της αποτοξίνωσης και της εκπαίδευσης, θα φορούσαν τα ολόσωμα μαύρα ρούχα και θα σκότωναν νταβατζήδες σε όλη την Ευρώπη; Ήταν, άραγε, αυτό ένας τρόπος ν’ αντιμετωπιστεί η εκρηκτικά αυξανόμενη βιομηχανία πορνείας; Ήταν οι γυναίκες της Ανατολικής Ευρώπης που έκαναν την αντεπίθεσή τους; Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Σέρστιν Χολμ ήλπιζε ότι δεν θα τις έπιαναν. Ναι, ήταν αστυνομικός. Ναι, ήταν δουλειά της να προλαμβάνει εγκλήματα και να συλλαμβάνει εγκληματίες. Και ναι, ήλπιζε να μην τις πιάσουν. Αυτό δεν σήμαινε ότι η ίδια δεν θα έκανε τη δουλειά της. Αλλά δεν ένιωθε ιδιαίτερα χαρούμενη για την αποστολή. Και όχι μόνον επειδή η ζωή της μόλις τώρα υφίστατο μια μεταμόρφωση. Μετά το διαζύγιο από τον αστυνομικό άντρα της στο Γέτεμποργ, η Σέρστιν Χολμ κατέληξε στη Στοκχόλμη. Σχηματίστηκε η Ομάδα Άλφα. Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης, έντονης σχέσης με τον Πολ Γελμ απόδιωξε όλες τις αναστολές της και του αφηγήθηκε τα πάντα. Για πρώτη φορά στη ζωή της, και αυτό έκανε τη σχέση της με τον Πολ πολύ ιδιαίτερη ακόμα και μετά τη λήξη της. Τον αγαπούσε ακόμη, αλλά όχι κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι για να ζήσει όλη της τη ζωή μαζί του. Αλλά αυτός ήταν –με τον ασυνήθιστο συνδυασμό αμηχανίας και ακρίβειας, τρυφερότητας και σκληρότητας, φρενίτιδας και παθητικότητας, διάνοιας και συναισθήματος– ένας άντρας που τον ένιωθε απίστευτα ζωντανό, απλά και ξάστερα. Τα πάντα μέσα του βρίσκονταν σε κίνηση. Δεν θα βάλτωνε ποτέ του. Ήταν απλώς τρομακτικά ίδιοι σαν άτομα. Εκείνη είχε ερωτευτεί το είδωλό της στον καθρέφτη και το είδωλό της ήταν ένας άντρας. Ήταν το λάθος βήμα. Τις τελευταίες μέρες είχε καταλάβει ότι ακριβώς αυτό ήταν το λάθος βήμα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Μετά τον Πολ είχε αρχίσει μια παράξενη, έντονη σχέση μ’ έναν εξηντάχρονο ιερέα της Σουηδικής Εκκλησίας που πέθαινε από καρκίνο. Ήταν μια εμπειρία που την αναστάτωσε, που την ανάγκασε να αναθεωρήσει τα θεμέλια της ζωής της. Κι αυτό συνέχιζε να κάνει εδώ και δύο χρόνια τώρα. Και μετά ήρθε η μεταμόρφωση. Αυτό ήταν που διήνυε τούτη την περίοδο. Αυτό που κοίταζε τώρα στην οθόνη του υπολογιστή ήταν κατά πόσον οι έρευνες από την Ουγγαρία, τη Σλοβενία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ιταλία και την Αγγλία έδειχναν, με κάποιον τρόπο, ότι είχαν εξαφανιστεί πόρνες σε συνδυασμό με φόνους νταβατζήδων. Με τη Γερμανία, την Ιταλία και την Αγγλία τα πήγε αρκετά καλά, ενώ, με τη βοήθεια ενός μικρού βοηθητικού λεξικού που είχε καταρτίσει η ίδια και περιείχε όλες τις πιθανές ορολογίες, είχε αρχίσει να λειτουργεί και η συνεργασία στα ουγγρικά, στα σερβοκροατικά και στα ολλανδικά. Όλη αυτή η δουλειά, όμως, πήγαινε πολύ αργά. Οπωσδήποτε, όλοι είχαν στείλει περιλήψεις στα αγγλικά, παραμορφωμένα λίγο πολύ, αλλά, αν ήταν να κάνει δουλειά, όφειλε να καταδυθεί στο γλωσσικό χάος των ερευνών στην πρωτότυπη γλώσσα. Άρχισε να σκέφτεται το πρώτο βιβλίο της Γενέσεως, το ενδέκατο κεφάλαιο. Τον πύργο της Βαβέλ. Πώς του ’ρθε του Θεού και αποφάσισε να κάνει χίλια κομμάτια την ενιαία ανθρώπινη γλώσσα; Γιατί του έχει έρθει να μας κάνει να μην καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο; Να είχε, άραγε, η θρησκεία κάποια λογική εξήγηση γι’ αυτό; Μπήκε στο διαδίκτυο και κοίταξε τη Βίβλο. Το μόνο που βρήκε ήταν η παλιά
μετάφραση της Βίβλου. Αρκέστηκε σε αυτή. Όλη η ιστορία για τον πύργο της Βαβέλ χωρούσε σε εννιά αινιγματικούς στίχους που άρχιζαν ως εξής: «Κα ν π σα γ χε λος ν, κα φων µία π σιν». Και τι γίνεται μετά; Οι άνθρωποι μαθαίνουν την οικοδομική τέχνη, και χτίζουν τελικά μια πόλη και έναν πύργο που θα γίνει τόσο ψηλός ώστε να φτάνει μέχρι τον ουρανό. Δεν είναι δα και τόσο κακό. Αλλά ο στόχος των ανθρώπων είναι προφανώς να εμποδιστεί η διασπορά τους σε όλη τη γη: «ποιήσωµεν αυτο ς νοµα πρ το διασπαρ ναι µ ς π προσώπου πάσης τ ς γ ς». Θέλουν να μιλάνε τη μοναδική τους γλώσσα και να μένουν σε ένα μέρος. Τότε εμφανίζεται ο Θεός και σκέφτεται περίπου τα εξής: φαίνεται πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για τους ανθρώπους. Και τότε είναι που λέει το «δε τε κα καταβάντες συγχέωµεν κε α τ ν τ ν γλ σσαν, να µ κούσωσιν καστος τ ν φων ν το πλησίον». Και τους αναγκάζει να διασπαρούν σε όλη τη γη. Δεν υπάρχει καμία άμεση εξήγηση για την πράξη του Θεού, αλλά, καταπώς φαίνεται, χρησιμοποιεί τον διασκεδασμό της γλώσσας για να διασπείρει τους ανθρώπους σε όλη τη γη, για να μην κάθονται κουρνιασμένοι στο ίδιο μέρος. Διότι, αν έμεναν εκεί, θα ήταν όλα εφικτά γι’ αυτούς. Όπως και το να χτίσουν έναν πύργο που θα έφτανε ως τον ουρανό, την επικράτεια του Θεού. Η Σέρστιν Χολμ αναρωτήθηκε αν οι άνθρωποι θα ήταν πραγματικά ισχυρότεροι αν ζούσαν σε ένα μέρος και μιλούσαν μία γλώσσα. Θα ήταν, άραγε, εφικτό για εμάς; Όμως της φαινόταν αποπνικτικό. Ο τόσο κατασυκοφαντημένος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός των Εβραίων, φαινόταν να έχει σώσει την ανθρωπότητα από τον φασιστικό ομοιομορφισμό και να έχει καταστήσει δυνατή τη συνεχή συνδιαλλαγή μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές εμπειρίες, διαφορετικό κλίμα, διαφορετικά κοσμοείδωλα. Η αιτία δεν ήταν ότι αυτός φοβόταν μήπως ο πύργος της Βαβέλ καταπατήσει την ουράνια επικράτειά του, φοβόταν όμως ότι ο πύργος της Βαβέλ θα γινόταν η καταστροφή της ανθρωπότητας μέσω της ενδογαμίας. Αν υπήρχε, λοιπόν, Θεός, τότε αυτός ο Θεός μάς είχε –με τη δημιουργία των διαφορετικών γλωσσών– σώσει από το να πνιγούμε από την ίδια την εγωιστική μας αυτάρκεια. Με αυτό το επιχείρημα ανά χείρας, καταδύθηκε στο παράξενο ουγγρικό λεξιλόγιο και αισθάνθηκε την απαιτητική ισχύ του αγνώστου να ξεχύνεται από μέσα του. Η έκθεση του αστυνομικού διευθυντή Μέσελι ήταν η τελευταία. Το θύμα στη Βουδαπέστη ήταν ένας νταβατζής είκοσι εννιά χρόνων που τον βρήκαν κρεμασμένο μέσα στο ίδιο του το σπίτι στις 12 Οκτωβρίου 1999. Η Σέρστιν έψαξε πυρετωδώς για εξαφανισμένες πόρνες κατά την ίδια περίοδο. Ο Μέσελι δεν είχε γράψει ούτε λέξη γι’ αυτό. Έξι χώρες, σκέφτηκε, τέσσερις από τις οποίες μέλη της ΕΕ. Ουγγαρία, Σλοβενία, Γερμανία, Βέλγιο, Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία. Καμία δεν φαινόταν να έχει κάνει ιδιαίτερο έλεγχο για γυναίκες από τη βιομηχανία του σεξ. Το ότι το είχε κάνει η Σουηδία ήταν μάλλον σύμπτωση· το ότι το ανακαλύψαμε οφειλόταν αποκλειστικά στο γεγονός ότι νομίζαμε πως ήταν πρόσφυγες που περίμεναν άσυλο και είχαν περάσει στη χώρα παράνομα. Τότε αντιδράσαμε. Διότι τότε κινδύνευε η χώρα να μολυνθεί. Αν είχαν εξαφανιστεί οχτώ πόρνες από τους δρόμους της Στοκχόλμης, κανείς δεν θα κουνούσε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Άλλωστε θα ήταν οχτώ λιγότερες υποθέσεις για τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Πολλοί μάλιστα θα αναστέναζαν ανακουφισμένοι. Και σίγουρα δεν θα συνέβαινε τίποτα περισσότερο.
Το ότι δεν είχαν αναφερθεί κάποια ίχνη πορνών στις έρευνες δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν. Άρα ήταν ώρα για ένα μαζικό μέιλ προς όλες τις εμπλεκόμενες αρχές των άλλων χωρών. Ξανακοίταξε τα παλιά μηνύματα. Δεν μπορούσε να χορτάσει το όγδοο μήνυμα: «Για τον Θεό, ποιος ενέκρινε αυτή την ερώτηση προς όλες τις αστυνομίες; Σε ποιον προϋπολογισμό θα μπει αυτό; ΒΜ». Όσο περισσότερο το διάβαζε, τόσο πιο υπέροχο της φαινόταν. Ήταν μια θαυμάσια σύνοψη της δραστηριότητας του Βάλντεμαρ Μέρνερ. Και το δεύτερο μήνυμα ήταν καλό. Ο εξάψαλμος του αστυνομικού διευθυντή Μεριμέ από το Παρίσι: «Εσείς, μαντάμ Χολμ, φαίνεται πως χρησιμοποιείτε τους πόρους της Γιουροπόλ για εθνικά εγκλήματα ήσσονος σημασίας». Αν σκεφτόταν κανείς τι γινόταν προς το παρόν εδώ κι εκεί στην Ευρώπη, άξιζε σχεδόν να φυλάξει αυτό το μήνυμα και με την κατάλληλη ευκαιρία να το χώσει στον πισινό του καλού αστυνομικού διευθυντή. Τέλος πάντων, ίσως να ήταν κάπως εκδικητικό αυτό. Το πρώτο μήνυμα, όμως, ήταν ανέγγιχτο. Ο κυβερνο-φλερτάκιας αρχιεπιθεωρητής Ράντκλιφ από το Δουβλίνο. «Δεν έχω ιδέα τι βαθμό έχει τώρα, αλλά είναι ευχάριστος τύπος. Κάτι που φαίνεται να ισχύει και για εσάς, δεσποινίς Χολμ». Και εκείνος που ήταν ευχάριστος ονομαζόταν, κατά τα φαινόμενα, Μπέντσιγκερ. «Αναρωτιέμαι αν έχω ακούσει κάτι παρόμοιο να γίνεται στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία, τη ΓΛΔ. Ελάτε σε επαφή με τον Μπέντσιγκερ στη Βαϊμάρη». Ναι, όντως. Το είχε ξεχάσει αυτό. Βρήκε μια ηλεκτρονική διεύθυνση για την αστυνομία της Βαϊμάρης και έστειλε ένα σύντομο ερώτημα με παραλήπτη τον παντελώς άγνωστο Μπέντσιγκερ. Έστειλε επίσης μαζικά το ίδιο ερώτημα σε έξι χώρες στις οποίες είχαν βρεθεί νταβατζήδες κρεμασμένοι ανάποδα μ’ ένα μακρύ σύρμα σφηνωμένο στο μηνίγγι. Στο μηνίγγι, ναι. Ακριβώς εκεί. Η Σέρστιν Χολμ πέρασε τα δάχτυλά της από το λεπτό σημείο του κρανίου στο μηνίγγι της, εκεί που τα μαλλιά της αρνούνταν να φυτρώσουν. Δεν ήταν αρκετά τρομακτικό το γεγονός ότι κάρφωναν αυτές τις βελόνες στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου η ίδια είχε πυροβοληθεί, εδώ και κάνα χρόνο περίπου, αποφεύγοντας μόλις κατά ένα χιλιοστό τον θάνατο; Δεν της άρεσαν οι συμπτώσεις. Διότι σπάνια παρέμεναν συμπτώσεις. Θυμόταν αχνά να κείτεται στο λασπωμένο γρασίδι και το αίμα της να ανακατεύεται με το αίμα του Πολ Γελμ, κάτω από έναν ουρανό που έριχνε ασταμάτητα βροχή και την ίδια να είναι εντελώς σαστισμένη, εντελώς μούσκεμα, εντελώς καταματωμένη όταν ψιθύρισε: «Πολ, σ’ αγαπώ». Φοβόταν πως εκείνος την είχε παρεξηγήσει. Σίγουρα τον αγαπούσε, αλλά δεν ήξερε με ποιον τρόπο. Γεγονός ήταν ότι ήταν έτοιμη να υποστεί μια μεταμόρφωση. Αλλά αυτή η μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη χειροπιαστή.
Είκοσι τρία
του αφηρημένου. Μια υπόθεση που γινόταν όλο και πιο περίπλοκη, όλο και Η ομορφιά πιο περιεκτική, συγκεντρωμένη σε ενός ανώνυμου καλλιτέχνη τα πολύ απλά, πολύ διακριτά συν. Ίσως θα έπρεπε να έχει αρνητικό πρόσημο. Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν δυσφορούσε κρυφά που δεν ήταν αυτός ο καλλιτέχνης. Τα σχέδιά του ήταν συνήθως μεγάλα και παράλογα, με γραμμές και βέλη προς όλες τις κατευθύνσεις, και στο τέλος ο ασπροπίνακας γέμιζε, με αποτέλεσμα να τον γυρίζει για να γράψει από την άλλη πλευρά. Όταν οι γραμμές και τα βέλη έφταναν τόσο μακριά ώστε να αναγκάζεται να περιστρέφει συνεχώς τον πίνακα για να διασαφείται κάθε σκέψη, τότε το ακροατήριο άρχιζε ήδη να εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια παρακολούθησης. Γι’ αυτό προτιμούσε την ομορφιά του αφηρημένου. Του οποίου το άκρως αντίθετο βρισκόταν στις στοίβες εγγράφων που είχε πάνω στην καθέδρα του. Για πρώτη φορά από τότε που άρχισαν όλα, είχε αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει πώς χειριζόταν ο τύπος την υπόθεση. Ευτυχώς το απόρρητο είχε τηρηθεί, κάτι πολύ ασυνήθιστο. Το τεταρτημόριο «Σκάνσεν». Η υπόθεση των αδηφάγων δεν ήταν, ουσιαστικά, υπόθεση. Τις πρώτες μέρες εμφανίστηκαν ένα σωρό βαρύγδουποι τίτλοι στον απογευματινό τύπο για το πόσο επικίνδυνο ήταν στην πραγματικότητα το Σκάνσεν για τα αθώα μας παιδιά. Και δώστου φωτογραφίες παιδιών να στέκονται επικίνδυνα κοντά σε αρκούδες. Η διεύθυνση του Σκάνσεν καλούνταν να λογοδοτήσει σε διάφορες τηλεοπτικές συζητήσεις, όπου έμπαινε επιτακτικά η απαίτηση της άμεσης παραίτησής της, και μια γενική απαγόρευση των αδηφάγων ήταν επικείμενη. Κάποιος υπεύθυνος υπουργός θα εξέταζε τι έλεγαν οι κανονισμοί. Τεταρτημόριο «Σλάγκστα». Για τις οχτώ εξαφανισμένες γυναίκες δεν βρήκε ούτε αράδα. Με απλά λόγια, δεν αποτελούσαν είδηση. Τεταρτημόριο «Ούντενπλαν». Ευτυχώς ο θάνατος του Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι παρέμενε δυστύχημα. Μια εφημερίδα είχε καταφέρει να τραβήξει μια φωτογραφία του κάτω μέρους του σώματος στην αποβάθρα. Τη δημοσίευσε χωρίς κανένα δισταγμό. Μια τηλεοπτική συζήτηση σχετικά με την ασφάλεια στο μετρό είχε τόσο λίγη θεαματικότητα ώστε μερικοί διαφημιστές ένωσαν τις δυνάμεις τους και έγραψαν ένα άρθρο προς συζήτηση στην Ντάγκενς Νιχέτερ. Μπήκαν πολλοί στη συζήτηση. Ένας από τους συμμετέχοντες, γενικός διευθυντής πληροφορικής σε μια ευρέως διαφημιζόμενη ζυθοποιία, εκτιμήθηκε πως κέρδισε είκοσι τρία χιλιάρικα από τα άρθρα του. Αυτό έδωσε το έναυσμα για μια καινούργια συζήτηση.
Τεταρτημόριο «Σκουγκσιρκογκόρντεν». Το άκρως επιτακτικό ζήτημα για το θλιβερό τέλος του Λέοναρντ Σέινκμαν αντιμετωπίστηκε ως ρατσιστικό έγκλημα σοβαρού μεγέθους, ειδικά μετά τις μπούρδες του Βάλντεμαρ Μέρνερ κατά τη ζωντανή αναμετάδοση της κυριακάτικης συνέντευξης τύπου. Κατά τα άλλα έγιναν πολλά σχόλια για την, πράσινη από το χλώριο, κοντοκουρεμένη κόμη της Σάρα Σβενχάγκεν, κατόπιν των οποίων η Σάρα δέχτηκε τρεις προσκλήσεις σε πρεμιέρες ταινιών και μία για την εικοστή επέτειο του καφέ Όπερα. Οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ είχαν προσπαθήσει, σαν μανιακοί, να δωροδοκήσουν νοσοκομειακό προσωπικό για να μιλήσουν με τον «συλληφθέντα ύποπτο» Αντρέας Ράσμουσον, ο οποίος σύμφωνα με μια εφημερίδα «αυτή τη φορά δεν βεβήλωσε απλώς εβραϊκούς τάφους, αλλά και δολοφόνησε με θηριώδη τρόπο έναν ηλικιωμένο εβραίο καθηγητή πυρηνικής φυσικής». Η εφημερίδα συνέχιζε: «Η σκληρή και πεισματική ανάκριση του δολοφόνου από την αστυνομία τον οδήγησε σε εισαγωγή στο ψυχιατρείο. Σύμφωνα με ανώνυμη πηγή, τον χτύπησαν με τη λαβή κλομπ». Συζητήθηκε το κρέμασμα από τα πόδια, αλλά η μακριά μεταλλική βελόνα δεν αναφέρθηκε από τα ΜΜΕ. Ένα τηλεοπτικό κανάλι είχε καταφέρει να φέρει στο στούντιό του τον ηλικιωμένο φροντιστή του κοιμητηρίου Γιτζάκ Λεμστάιν, τον οποίο έβαλαν να δείξει το χέρι του με το τατουάζ. Το κοινό στο στούντιο διάβαζε από πλακάτ ότι σε συγκεκριμένες στιγμές έπρεπε να δείχνει τον αποτροπιασμό του φωναχτά. Κι αυτό έγινε. Στην επόμενη συνέντευξη, ο Λεμστάιν ανέφερε δυστυχώς την επίσκεψη του Τσάβες και ανέφερε την ταφόπλακα που έφερε την επιγραφή «Στάιφ». Αυτή η δήλωση, ωστόσο, δεν προκάλεσε ερωτήσεις. Άλλωστε ο οικοδεσπότης της εκπομπής δυσκολευόταν πραγματικά να εντάξει στο πλαίσιο όσων λέγονταν τη λέξη «γίντις». Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν σκέφτηκε για λίγο πιθανές αιτίες που θα τον οδηγούσαν σε εγκεφαλικό επεισόδιο, έσπρωξε πέρα τον σωρό των εφημερίδων και είπε απλώς: «Πρέπει να περιμένουμε πληροφορίες για το κινητό τηλέφωνο. Η συνδρομή είναι όντως ουκρανική, αλλά η ουκρανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών δεν είναι προφανώς σε θέση να μας εφοδιάσει με λίστα κλήσεων. Η τεχνολογία τους βρίσκεται δέκα χρόνια πίσω, και αυτό που ζητάμε είναι τεχνικά αδύνατον. Τώρα έχουν αρχίσει να τους βοηθάνε σιγά σιγά οι δικοί μας τεχνικοί. Κατά τα άλλα, γνωρίζετε τις νέες εξελίξεις. Ο Άρτο είναι τώρα επίσημα συνδεδεμένος με την έρευνα, ως αστυνομικός της Γιουροπόλ. Μόλις έμαθα ότι απέκτησε πρόσβαση σε αυτόν που φέρεται ως αρχηγός της οργάνωσης Γκιοτόνε, ονομασία που εκτός από “αδηφάγος” σημαίνει και “λαίμαργος”. Αυτός ο αρχηγός είναι ένας ενενηνταδυάχρονος τραπεζίτης ονόματι Μάρκο ντι Σπινέλι. Ο Άρτο θα τον επισκεφθεί απόψε. Ας αρχίσουμε τώρα με κάποιου είδους σειρά. Χόρχε;» Ο Τσάβες άφησε έναν μικρό αναστεναγμό και κοίταξε τα χαρτιά του. «Φτάνουν δείγματα σκοινιών με μια συγκεκριμένη συχνότητα» είπε. «Αυτό που ελπίζουμε είναι να πέσουμε πάνω στο σωστό, ότι οι αντιπρόσωποι είναι λίγοι και ότι κάποιος από αυτούς θα θυμάται ποιος αγόρασε το σκοινί. Είναι λίγο τραβηγμένο και δύσκολα μπορούμε να του δώσουμε απόλυτη προτεραιότητα. Μέχρι στιγμής, πάντως, κανένα από τα δείγματα δεν συμφωνεί με το δικό μας. Το άλλο στοιχείο που έχω, ωστόσο, είναι πιο ενδιαφέρον. Το ερώτημα είναι αν ήταν καθαρή σύμπτωση το γεγονός ότι ο Λέοναρντ Σέινκμαν κρεμάστηκε ακριβώς δίπλα στον τάφο του ανώνυμου “Στάιφ”. Διότι πίσω από τον “Στάιφ” κρύβεται ένας φόνος που έγινε εδώ και είκοσι χρόνια. Το θύμα ήταν τότε γύρω στα σαράντα, πρώην κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, και μαχαιρώθηκε. Θα μπορούσε να είχε αναγνωριστεί από το τατουάζ με τους αριθμούς
στον πήχη, αλλά φαίνεται πως είχε προσπαθήσει να το ξύσει με δικό του μαχαίρι, και είναι ως εκ τούτου δυσανάγνωστο. Το πλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι δεν είχε μύτη. Κατά την άποψή μου είναι πολύ περίεργο που η έρευνα της αστυνομίας του Χούντινγκε το 1981 απέτυχε τόσο οικτρά. Κάποιος θα έπρεπε να είχε δει έναν άντρα χωρίς μύτη, η όψη του έπρεπε να είχε κάνει κάποια εντύπωση, όπου κι αν πήγαινε. Επίσης, απέτυχε και η Ιντερπόλ της εποχής να τον αναγνωρίσει. Έστειλα ξανά τη φάτσα του και τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Η Ευρώπη έγινε και μεγαλύτερη και πιο προσιτή έκτοτε». Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν δεν είχε τη συνηθισμένη ουδέτερη έκφρασή του. Επειδή, λοιπόν, κάθε μικρή αλλαγή στο πέτρινο πρόσωπό του κέντριζε αμέσως την προσοχή όλων, η Ομάδα Άλφα κράτησε την ανάσα της. Ήταν, άραγε, εκείνο το τρομερό εγκεφαλικό; «Ήταν δική μου υπόθεση» έκανε ο Χουλτίν και χάθηκε σε μια τρύπα του χρόνου. Το συνεχές του χωροχρόνου δέχτηκε μια γερή τομή, τα ρολόγια όρμησαν φρενιασμένα προς τα πίσω. Ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν ήταν σαραντάρης και βρισκόταν σ’ ένα μικρό ανακαινισμένο γραφείο του αστυνομικού μεγάρου, έγειρε πίσω και σκέφτηκε ικανοποιημένος: Επιτέλους. Η ικανοποίησή του ήταν φανερή. Επικράτησε σιωπή για λίγο. Μετά ο Τσάβες είπε: «Όχι». «Τι;» έκανε ο Χουλτίν και επέστρεψε στο παρόν μέσα από τους αιώνες. Σμήνη αστέρων περνούσαν δίπλα του με μια ταχύτητα μεγαλύτερη από του φωτός. «Κάτι άλλο ήταν γραμμένο» είπε ο Τσάβες. «Έγραφε Μπρουν. Αρχιεπιθεωρητής Έρικ Μπρουν από την αστυνομία του Χούντινγκε. Από κάπου το ξέρω όμως αυτό το όνομα, έτσι δεν είναι;» Ο Πολ Γελμ γέλασε δυνατά. Τον κοίταξαν όλοι με εμφανή σκεπτικισμό. «Ο Έρικ Μπρουν ήταν ο παλιός μου προϊστάμενος» εξήγησε. «Αυτός ήταν που μ’ έχωσε στην Ομάδα Άλφα». «Ναι, βέβαια» έκανε ο Τσάβες. «Είχαμε πάει από εκεί κάποτε. Αλλά τότε είχε βγει σε σύνταξη». «Έμφραγμα» έκανε ο Γελμ. «Πολλά πουράκια». Ο Χουλτίν είχε αρχίσει να γίνεται ξανά ο εαυτός του. Όλοι ξεφύσηξαν με ανακούφιση. Μάλλον το εγκεφαλικό κρατήθηκε κι αυτή τη φορά μακριά. Μετά είπε: «Ήταν ακριβώς τότε, τον Σεπτέμβριο του 1981, που ο Μπρουν έχωσε κι εμένα στην ΕΥΕΕ. Πήρε αποφάσεις για πολλούς στις μέρες του. Εγώ πήρα την υπόθεση στις 9 Σεπτεμβρίου και άρχισα να την κοιτάζω πολύ αφηρημένα. Ήξερα ότι από μέρα σε μέρα θα έπαιρνα απάντηση στην αίτησή μου. Τη χειρίστηκα εκείνες τις πρώτες μέρες πολύ αντιεπαγγελματικά. Το πιο μελανό σημείο στο βιογραφικό μου μέχρι που ήρθε η υπόθεση με τον Δολοφόνο από το Κεντάκι. Στις 11 Σεπτεμβρίου πήρα απάντηση και μετακόμισα απευθείας εδώ. Ο Μπρουν ανέλαβε μόνος του τη λίγο πολύ ναυαγισμένη έρευνα». «Να πάρει η ευχή» είπε ο Γελμ. «Εγώ πήγα εκεί μόλις βγήκα από τη σχολή το 1984. Δεν θυμάμαι να είχε αναφέρει ποτέ ο Μπρουν κάποια υπόθεση μ’ έναν άντρα χωρίς μύτη». «Δεν θεωρήθηκε ποτέ πραγματική υπόθεση» έκανε ο Χουλτίν. «Ένας άντρας αγνώστου ταυτότητος ήταν μεταξύ άλλων. Ούτε καν ο τύπος δεν έδειξε ενδιαφέρον. Εκείνον τον καιρό δεν ήταν δυνατόν να βγεις με μια φωτογραφία ενός πτώματος στα
ΜΜΕ. Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα». «Τι θυμάσαι;» ρώτησε ο Τσάβες. «Βρέθηκε σ’ ένα χαντάκι, δίπλα σε μια μικρή λίμνη στην Έλτα. Ακριβώς δίπλα στον δρόμο. Δεν υπήρχαν ίχνη ελαστικών που να άξιζαν τον κόπο. Ήταν γυμνός, είχε δύο τεράστιες μαχαιριές στην πλάτη, η μία από τις οποίες ήταν θανατηφόρα. Οι αριθμοί στον πήχη ήταν σχεδόν εξαφανισμένοι σε ένα συνονθύλευμα ουλών, σαν να είχε προσπαθήσει να τις αφαιρέσει με αιχμηρό αντικείμενο πάνω σε μεθύσι. Και μετά ήταν εκείνη η μύτη…» «Έχω μια φωτογραφία εδώ» είπε ο Τσάβες και έδωσε μια φωτογραφία, για να τη δουν όλοι στο Αρχηγείο. «Δεν βρήκα τίποτα στην πραγματικότητα, ούτε μάρτυρες ούτε ίχνη. Σου δινόταν η εντύπωση πως κανείς, σε όλη τη Σουηδία, δεν είχε δει τον άνθρωπο χωρίς μύτη. Βέβαια, δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα, όπως είπα». «Να ρωτήσω κάτι» είπε η Σέρστιν Χολμ με το βλέμμα στραμμένο στη φωτογραφία. «Γιατί, άραγε, δεν κάνει κάποιος κάτι για μια τόσο άσχημη ουλή; Αν ένας πλαστικός χειρουργός την έβλεπε, θα ξεφώνιζε από τη χαρά του για μια τέτοια πρόκληση». «Καλή ερώτηση» είπε ο Χουλτίν. «Φτώχεια; Καμία επαφή με υγειονομική περίθαλψη; Περιθωριακός;» «Και επίσης ξένος» είπε η Σέρστιν και έγνεψε ανεπαίσθητα. «Μήπως είναι ώρα για μια επίσκεψη στον Μπρουν;» έκανε γεμάτος προσδοκία ο Γελμ. Είχε να δει τον παλιό του προϊστάμενο από τότε που το έμφραγμα τον αντικατέστησε μ’ ένα τέρας ονόματι Στεν Λάγκνεμιρ. «Έτσι νομίζω» είπε ο Χουλτίν. «Εσύ και ο Χόρχε». «Εντάξει» είπαν Γελμ και Τσάβες εν χορώ. «Πώς πάει με τα φεριμπότ, Σάρα;» συνέχισε ο Χουλτίν, πιο ουδέτερος από ποτέ – ήταν μάλλον ώρα να αντισταθμίσει το συναισθηματικό ξέσπασμα. «Αρκετά καλά» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Οι δυνατότητες να πάει κανείς στο Λούμπλιν από τη Στοκχόλμη με λεωφορείο είναι πολλές, ειδικά αν έχει τριάντα πέντε ώρες στη διάθεσή του. Αυτός είναι, με άλλα λόγια, ο χρόνος μεταξύ της ενδεχόμενης αναχώρησης του λεωφορείου από τη Σλάγκστα και του τηλεφωνήματος από το Λούμπλιν. Το λογικότερο θα ήταν να πάρουν το κοντινότερο φεριμπότ από το Νίνεσχαμν και να πάνε από εκεί στο Γκντανσκ, που βρίσκεται στην ευθεία που οδηγεί στην Ουκρανία μέσω Λούμπλιν. Είναι νυχτερινό φεριμπότ που φεύγει στις πέντε το απόγευμα και φτάνει στο Γκντανσκ στις εντεκάμισι το επόμενο πρωί. Η απόσταση από το Γκντανσκ στο Λούμπλιν είναι περίπου πεντακόσια χιλιόμετρα. Το τηλεφώνημα στο Ούντενπλαν έγινε στις τρεις. Αν χρειάζεσαι, ας πούμε, μισή ώρα για να κατέβεις από το φεριμπότ, πρέπει να οδηγείς με εκατόν εξήντα, εκατόν εβδομήντα για να φτάσεις στο Λούμπλιν στις τρεις. Δεν γίνεται αυτό. Κάπου, λοιπόν, κάνουμε λάθος. Η άλλη λογική και άμεση επιλογή αναχώρησης από τη Σουηδία είναι από την Καρλσκρούνα. Το φεριμπότ Στένα Γιούροπ της ναυτιλιακής εταιρείας Στένα έφυγε από την Καρλσκρούνα στις εννιά το βράδυ και έφτασε στο Γκντίνια στις εφτά το πρωί της Παρασκευής. Σε αυτή την περίπτωση είχαν οχτώ ώρες μπροστά τους για να καλύψουν τα πεντακόσια χιλιόμετρα. Ακούγεται καλύτερο. Έτσι, ήρθα σε επαφή με τις Γραμμές Στένα για να ελέγξω τι λεωφορεία είχαν εκείνη την ημερομηνία. Υπήρχαν οχτώ λεωφορεία στο φεριμπότ από την Καρλσκρούνα στις 5 και 6
Μαΐου. Τέσσερα από αυτά ήταν οργανωμένα εκδρομικά γκρουπ, ένα πολωνικό, ένα γερμανικό και δύο σουηδικά. Ένα από τα σουηδικά γκρουπ ήταν μόνον εργένηδες άντρες που πήγαιναν ανατολικά προς άγραν ερωτικών συντρόφων ή αφροδισίων νοσημάτων. Ένα λεωφορείο πήγαινε να αποσυρθεί και να γίνει παλιοσίδερα σε πολωνική μάντρα και τα υπόλοιπα ήταν ιδιωτικά. Αλλά τώρα έρχεται το ενδιαφέρον σημείο. Τι είναι αυτό που περνούν λαθραία από τη Σουηδία στην Πολωνία χωρίς να ισχύει το αντίστροφο;» «Πολεμικά αεροσκάφη Γιακ;» πρότεινε ο Βίγκο. «Κέρατα από άλκες;» αντιπρότεινε ο Χόρχε. «Σχεδόν» είπε η Σάρα. «Θαλασσαετούς». «Λαθροθηρία;» ρώτησε η Σέρστιν. «Έλα στο θέμα» έκανε ο Χουλτίν. «Το ιδιόκτητο πολωνικό λεωφορείο ήταν γεμάτο με θαλασσαετούς χτυπημένους λαθραία. Προφανώς, τα σουηδικά και τα πολωνικά τελωνεία συνεργάζονται με την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος. Η υπηρεσία αυτή βιντεοσκόπησε αυτή τη σύλληψη. Έδειξαν κάνα λεπτό από το βίντεο στις ειδήσεις την Παρασκευή το βράδυ. Αλλά έχουν βεβαίως πολύ φιλμ ακόμα, το οποίο θα το στείλουν λίγο αργότερα σήμερα. Αν έχουμε τύχη, θα φανεί και κάτι από τα άλλα λεωφορεία. Εξάλλου, σκέφτηκα να πάω μια βόλτα μέχρι την Καρλσκρούνα και να μιλήσω με το προσωπικό του φεριμπότ. Είναι το ίδιο προσωπικό που θα φεύγει για το Γκντίνια το βράδυ. Αντέχει ο προϋπολογισμός ένα αεροπορικό ταξίδι μέχρι την Καρλσκρούνα;» «Για ποιο σκοπό;» ρώτησε ο Χουλτίν. «Για να δείξω φωτογραφίες των Γκαλίνα Στένινα, Βαλεντίνα Ντοντσένκο, Λίνα Κοστένκο, Στέφκα Νταφόβσκα, Μαρίγια Μπαγκριάνα, Ναταλία Βαγκάνοβα, Τατιάνα Σκομπλίκοβα και Σβετλάνα Πετρούσεβα. Να δω τι θυμάται το προσωπικό. Αν ήταν στο φεριμπότ, πρέπει να τις είδαν». «Μα έμαθες τα ονόματά τους απέξω;» έκανε ξαφνιασμένος ο Τσάβες. «Είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει κάποιος που ασχολείται με αυτή εδώ την υπόθεση» είπε η Σάρα με πολύ δηκτικό ύφος. «Το ταξίδι εγκρίνεται» έκανε κοφτά ο Χουλτίν. «Βίγκο;» Σαν να επρόκειτο για το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο, ο Βίγκο Νορλάντερ είπε: «Θα αποκτήσουμε άλλο ένα παιδί». «Που να πάρει ο διάολος, Βίγκο» ξέσπασε ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Η Άστριντ είναι σαράντα οχτώ χρόνων». «Σαράντα εφτά είναι» τον διόρθωσε ο Νορλάντερ. «Και πόσων χρόνων είναι η υφηγήτρια Λουντμίλα;» «Συγχαρητήρια, Βίγκο» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Μην ακούς αυτά τα ραμολιμέντα. Απλώς ζηλεύουν». «Προς τι ο πληθυντικός;» έκανε ο Πολ Γελμ. «Από πού ήρθε;» «Οι γυναίκες δίνουν συγχαρητήρια και οι άντρες συλλυπητήρια» έκανε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Όλα είναι όπως πρέπει. Συγχαρητήρια, Βίγκο». «Συγχαρητήρια, λοιπόν, παλιοκούνελε» είπε και ο Γελμ. Μετά ακούστηκαν μερικά συχαρίκια ακόμα, πριν συνεχίσει ο Νορλάντερ ατάραχος: «Οι συνθήκες γύρω από τον θάνατο του νταβατζή Φιν Γιόχανσεν είναι, ως γνωστόν, ασαφείς. Το πιστόλι με το οποίο αυτοκτόνησε πρέπει να κατασκευάστηκε τρία λεπτά μετά το πιστόλι του Νίκου Βούλτσου. Επίσης, οι σιγαστήρες ήταν πανομοιότυποι. I rest
my case – Είπα ό,τι είχα να πω». «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε η Σέρστιν Χολμ. «Πώς ήρθε σε επαφή με τις κοπέλες στη Σλάγκστα; Αυτός ήταν που τις έφερε εδώ;» «Ο Φιν Γιόχανσεν δεν ήταν, καταπώς φαίνεται, ο τύπος που “έφερνε εδώ” πουτάνες» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ. «Απεναντίας είχε μια συγκεκριμένη ικανότητα να οσφραίνεται καινούργια ταλέντα. Η ειδικότητά του ήταν να βρίσκει γυναίκες που δεν είχαν προστάτες. Και μάλλον έτσι έγινε. Έριξα μια ματιά στο ιστορικό του Νορμπούντα Μοτέλ. Πώς έγινε και μοιράστηκαν οχτώ πουτάνες τέσσερα διπλανά δωμάτια; Προφανώς αυτός που το αποφάσισε δεν ήταν ο Γέργκεν Νίλσον. Αυτός μπήκε στο κόλπο αργότερα, και τον έβαλε ο Φιν Γιόχανσεν. Πιστεύω ότι τα πράγματα έγιναν περίπου ως εξής: ο καταυλισμός προσφύγων στην Μπουτσίρκα γέμισε. Όταν έγινε η μετακόμιση, μπόρεσαν κάποια άτομα που ήταν μόνα και περίμεναν απάντηση για άσυλο να πουν με ποιον άλλο ήθελαν να μοιραστούν το δωμάτιο. Στον παλιό καταυλισμό έμεναν μαζί μόνον οι δύο από τις οχτώ. Νομίζω ότι τα βρήκαν η μία με την άλλη και αποφάσισαν να δουλέψουν μαζί. Είναι πολύ πιθανό κάποιες από αυτές να μην εκδίδονταν πριν έρθουν εδώ. Αν και μάλλον επρόκειτο για κλασική περίπτωση εκπόρνευσης. Εν πάση περιπτώσει, ο Φιν έμαθε ότι αυτή εδώ η προσοδοφόρα ομάδα υπήρχε, πήγε εκεί και πρόσφερε προστασία και ναρκωτικά. Στοιχηματίζω ότι έτσι έγινε. Μίλησα με μερικές πουτάνες που…» «Δεν μπορείς να σταματήσεις να λες “πουτάνες”;» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Γιατί; Πουτάνες δεν είναι;» «Υπάρχει κάτι βίαιο στη λέξη αυτή. Είναι σαν να γίνεται ένας βιασμός κάθε φορά που λέγεται». Ο Πολ Γελμ την κοίταξε κάπως επιφυλακτικά. «Θα προσπαθήσω» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ. «Αλλά τα γέρικα σκυλιά είναι γέρικα σκυλιά». «Αλήθεια είναι» είπε η Σέρστιν. «Μίλησα με κάποια κορίτσια, λοιπόν (ούτε καν μια παύση, σκέφτηκε ικανοποιημένος ο Βίγκο και συνέχισε), που ήταν στην ομάδα του Φιν. Μπορούσε να γίνεται σκληρός, φαίνεται, αλλά, αν ήσουν εντάξει, ήταν ένας από τους καλύτερους νταβατζήδες στην πιάτσα. Αυτό σημαίνει απλώς ότι τις ανάγκαζε να επισκέπτονται τον γυναικολόγο λιγότερες φορές. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχουν πολλά να πούμε». «Καλώς» είπε ειλικρινά ο Χουλτίν. «Πολ;» «Έχετε ακούσει για την παραμονή του Βούλτσου στο Γκραντ. Εξήντα τρεις χιλιάδες πλήρωσε μετά τον θάνατό του. Ή μάλλον όχι αυτός αλλά ο εργοδότης του. Ο λογαριασμός ανήκει, σύμφωνα με τον Άρτο, στη συμμορία Γκιοτόνε. Ανάμεσα στα διάφορα τηλεφωνικά νούμερα που κάλεσαν ή κλήθηκαν από τη Σλάγκστα δεν βρήκα τίποτα ενδιαφέρον. Οι εισερχόμενες κλήσεις ήταν κυρίως πελάτες, οι εξερχόμενες κυρίως από τον Φιν Γιόχανσεν, με ψευδώνυμο φυσικά. Μετά ήταν κι αυτό με τις Ερινύες. “Ερινύ”. Από λογοτεχνικής απόψεως, είναι πολύ ενδιαφέρον. Ξέρετε τον Αισχύλο;» «Τα λογοτεχνικά θέματα υποθέτω να τα φροντίζεις εκτός ωραρίου» είπε ο ΓιανΟύλοφ Χουλτίν τραχιά. «Φυσικά» είπε ο Γελμ και συνέχισε χωρίς περιστροφές: «Στην αρχαία Ελλάδα του 450 π.Χ. διαγωνίζονταν στις τραγωδίες. Οι τραγωδοί έγραφαν τρία θεατρικά με τα οποία διαγωνίζονταν με άλλους ομοτέχνους τους. Αντλούσαν θέματα από παλιότερους μύθους, και οι τρεις τραγωδίες ήταν συνήθως ενιαίες, σαν μια τριλογία. Μία τέτοια ολοκληρωμένη
τριλογία έχει διατηρηθεί. Την έγραψε ο πιο ηλικιωμένος από τους τρεις σημαντικότερους τραγωδούς, ο Αισχύλος, και ονομάζεται Ορέστεια. Η πρώτη τραγωδία λέγεται Αγαμέμνων και περιγράφει την επιστροφή του ηγέτη των Ελλήνων στην πατρίδα. Έχει μαζί του, ως τρόπαιο πολέμου, μια μάντισσα ονόματι Κασσάνδρα. Η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα έχει κι αυτή ήδη έναν εραστή, και δολοφονεί τον σύζυγό της και την αθώα ερωμένη του. Κι έτσι τελειώνει η πρώτη τραγωδία. Ακούγεται πολύ τετριμμένη υπόθεση, αλλά είναι –που να με πάρει ο διάβολος– το δηκτικότερο κείμενο που έχει γραφτεί ποτέ. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, λοιπόν, λέγεται Χοηφόροι. Εκεί ο γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, ο Ορέστης, καταδιώκει τη μητέρα του και τον εραστή της. Ο κώδικας τιμής απαιτεί να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του. Αιματηρή εκδίκηση. Με παρακολουθείτε;» «Τρόπον τινά» έκανε διστακτικά ο Χουλτίν. «Και, ως οφείλει, παίρνει εκδίκηση και σκοτώνει τη μητέρα του. End of part two – Τέλος δεύτερου μέρους. Το τρίτο μέρος λέγεται Ευμενίδες. Κι επειδή έχει βάψει τα χέρια του με αίμα μητρικό, ο Ορέστης καταδιώκεται από τις πιο τρομερές θεότητες που έχει δώσει ποτέ η μυθολογία. Έρχονται από τα πλέον αρχέγονα διαμερίσματα του Άδη. Είναι οι θεότητες της εκδίκησης, οι Ερινύες: “ἡμεῖς γάρ ἐσμεν Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα. Ἀραὶ δ’ ἐν οἴκοις γῆς ὑπαὶ κεκλήμεθα – είμαστε της Νυκτός τα τέκνα τα φρικτά κι Αρές κατάρες μάς καλούν στον Κάτω Κόσμο”.[11] Προλαβαίνουν τον Ορέστη, αλλά, πριν πάρουν την εκδίκησή τους, εμφανίζεται η Αθηνά, της πόλης των Αθηναίων η σοφή θεά, στο προσκήνιο. Στη δίκη που ακολουθεί, η Αθηνά αντικαθιστά τους αρχέγονους νόμους της εκδίκησης που διέπουν τη συμπεριφορά των Ερινύων με πιο σύγχρονους κανόνες δικαιοσύνης, οι οποίοι πρέπουν στη νεότευκτη δημοκρατία της Αθήνας. Έτσι η βαρβαρότητα καθυποτάσσεται και ο πολιτισμός βγαίνει νικητής. Και οι Ερινύες δαμάζονται. Ενσωματώνονται στην πολιτισμένη κοινωνία και αποκτούν ένα ήρεμο και ήσυχο καταφύγιο. Η εποχή της αρχέγονης λυσσαλέας εκδίκησης έχει τελειώσει. Οι νέες, λογικές θεότητες έχουν πάρει τη σκυτάλη από τις παλιές, τις τυφλές και τις γεμάτες μίσος θεότητες. Και έτσι γίνονται οι Ερινύες Ευμενίδες. Ανίσχυρες, αλλά με νου ήρεμο. Για πρώτη φορά». Ο Γελμ κοίταξε γύρω του στο Αρχηγείο. Φαίνονταν όντως όλοι τους να τον ακούνε. «Έτσι θέλουμε να τελειώσει κι αυτό εδώ;» ρώτησε. Επικράτησε σιωπή για λίγο. Κοίταξε τη Σέρστιν. Τον κοίταξε κι εκείνη. Με το ίδιο βλέμμα που την κοιτούσε κι αυτός. Ένα βλέμμα που δύσκολα, πολύ δύσκολα, το ερμήνευες. Στο τέλος μίλησε ο Χουλτίν: «Διαβάζεις και κάτι άλλο. Έτσι δεν είναι;» «Βέβαια» είπε ο Γελμ. «Το ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν. Αλλά είναι πολύ δύσκολο τώρα. Θα παρακαλέσω να επανέλθω σε αυτό». «Πολύ δύσκολο;» «Πολύ δύσκολο». «Τέλος πάντων» είπε ο Χουλτίν, δείχνοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. «Γκούναρ;» «Κάτι καινούργιο» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ. «Η ανάκριση με τους σκίνχεντ επιβεβαιώνει την περιγραφή των συμβάντων που έκανε ο Ρέινε Σάντμπεργ. Πήγαν εκεί και μέθυσαν και έσπασαν ταφόπλακες και τραγούδησαν ναζιστικά πολεμικά άσματα στο εβραϊκό κοιμητήριο. Τότε είδαν τον γέρο που πήγαινε εκεί. Παρόλο που δεν φορούσε
εκείνο το μικρό καπελάκι στο κεφάλι, κατάλαβαν ότι ήταν Εβραίος. Σκέφτηκαν να πάνε εκεί και να τον προκαλέσουν, ίσως και να τον ξυλοφορτώσουν. Σε αυτή την ξαναμμένη κατάσταση είδαν τις μαύρες σιλουέτες να γλιστρούν προς τα εκεί και τρόμαξαν, έτσι όπως τρομάζουν οι δήθεν γενναίοι και δυνατοί τύποι. Το έβαλαν στα πόδια σαν λαγοί». «Και το καινούργιο ποιο είναι;» έκανε ανέκφραστα ο Χουλτίν. «Σταμάτησε στην ταφόπλακα. Ο Λέοναρντ Σέινκμαν σταμάτησε στον τάφο του “Στάιφ”». «Ναι!» ξεφώνισε ο Τσάβες. «Το ήξερα ότι έτσι ήταν». Ο Γκούναρ Νιμπέργ συνέχισε ατάραχος: «Όταν ο Σέινκμαν είδε ότι η ταφόπλακα ήταν σπασμένη, φάνηκε σαν να έβαλε τα γέλια. Έσκυψε και χάιδεψε τα κομμάτια. Τότε εμφανίστηκαν οι σκιές. Ξεκόλλησαν από τα δέντρα σαν “φλούδες από τον κορμό”, σύμφωνα με εκείνον τον Ρέινε. Εκείνος από τους σκίνχεντ που έμεινε αρκετά εκεί ισχυρίζεται ότι μιλούσαν. Ότι ο Σέινκμαν αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τις φιγούρες αυτές. Εντελώς ήρεμα. Μετά όλα έγιναν ταχύτατα, σαν να είχαν προβάρει όλη τη διαδικασία που ακολούθησε». «Την είχαν προβάρει» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Ήταν η όγδοη φορά. Τουλάχιστον. Αλλά, αν κατάλαβα καλά τι συνέβη, αυτή η συμπεριφορά τους ξεκίνησε πέρυσι τον Μάρτιο. Στο Μάντσεστερ. Τον Ιούλιο συνέβη το ίδιο στην Αμβέρσα, τον Οκτώβριο στη Βουδαπέστη, τον Δεκέμβριο στο Βισμπάντεν, τον Φεβρουάριο στη Βενετία, τον Μάρτιο στο Μάριμπορ και… τον Μάιο στη Στοκχόλμη. Στο Σκάνσεν. Μπορεί να δει κανείς ότι ανεβάζουν τους ρυθμούς. Γίνονται όλο και ικανότερες. Δύο μήνες θέλουν για να προετοιμάσουν το χτύπημα στη Στοκχόλμη. Εδώ υπάρχουν πολλά που πρέπει να συντονιστούν. Η Στοκχόλμη αποτελεί καινοτομία σε πολλά επίπεδα. Μια περαιτέρω εξέλιξη. Από τη μία, θα πρέπει να στείλουν ένα καλομελετημένο μήνυμα στην οργάνωση Γκιοτόνε στο Μιλάνο. Από την άλλη, πρέπει να δολοφονήσουν άλλον έναν άντρα, μια εντελώς καινούργια κατηγορία θύματος: έναν γέρο καθηγητή. Και οι δύο αυτές καινοτομίες είναι αινιγματικές. Γιατί να στείλουν μήνυμα στο Μιλάνο; Γιατί να σκοτώσουν έναν άντρα που δεν έχει, λογικά, καμία σχέση με πορνεία και νταβατζήδες; Έχει το μήνυμα προς το συνδικάτο στο Μιλάνο κάποια σημασία; Δηλαδή: ξέρουμε ποιοι είστε, και ακόμη δεν έχουμε τελειώσει μαζί σας;» «Δεν είναι εντελώς απίθανο» είπε ο Πολ Γελμ. «Ίσως να εντόπισε κάποιος επιτέλους ένα από τα μεγάλα συνδικάτα του εγκλήματος που θέλει να κάνει δική του την αναπτυσσόμενη επιχείρηση πορνείας στην Ευρώπη. Και τώρα του επιτίθεται. Και αυτό θέλει να το καταλάβουν και οι τύποι του συνδικάτου». «Γιατί λέμε “κάποιος” όλη την ώρα;» έκανε η Σέρστιν. «Το λέω κι εγώ, δηλαδή. Αλλά δεν είναι “κάποιος” αυτός που χτυπάει την Γκιοτόνε. Είναι “γυναίκα”. Αλλά δεν το λέμε. Το απαγορεύει και η γλώσσα». «Και η βιολογία» έκανε ο Χόρχε. «Τι λες τώρα;» ξέσπασε η Σάρα. «Διάβασα ένα άρθρο προς συζήτηση στην εφημερίδα το πρωί, υπογεγραμμένο από έναν ερευνητή της ιατροδικαστικής ψυχιατρικής. Σύμφωνα με αυτόν, λοιπόν, η βία των αντρών έχει καθαρά βιολογικές αιτίες και καμία απολύτως σχέση με τον ρόλο του άντρα. Υπάρχει μάλιστα και ένα διάγραμμα, όπου μια καμπύλη περιγράφει τη συγκέντρωση τεστοστερόνης στο αίμα και μια άλλη την ποσότητα βίαιων εγκλημάτων που επέφεραν καταδίκες. Οι δύο καμπύλες ακολουθούν η μία την άλλη μέχρι κεραίας. Η τεστοστερόνη
προκαλεί βία. Ευνουχισμένοι άντρες έχουν μειωμένη επιθετικότητα. Η εξέλιξη τοποθέτησε αυτή την τάση επιθετικότητας στα αρσενικά γονίδια, ώστε να μπορούν οι άντρες να ανταγωνίζονται άλλους άντρες σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγή και την εξασφάλιση τροφής. Σε όλες τις γνωστές κουλτούρες, σε όλες τις εποχές, οι άντρες ήταν βιαιότεροι από τις γυναίκες. Όλοι οι άντρες είναι ένοχοι για βίαιες πράξεις, αλλά, επειδή πρέπει πρώτα να κοιτάμε το συμφέρον μας, αντιλαμβανόμαστε ότι η χρήση βίας σε αυτή την κοινωνία όπου ζούμε δεν οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό διοχετεύουμε την τάση μας για βία σε άλλες, πιο προσοδοφόρες δραστηριότητες, όπως τα αθλήματα, για παράδειγμα». «Περίμενε μέχρι να πάμε στο σπίτι και θα δεις πόση αλήθεια περιέχουν όσα λες» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν με μια τάση βίας. «Απλώς αναφέρομαι σε ένα άρθρο» είπε ο Χόρχε Τσάβες ευνουχισμένος. «Είναι ενδιαφέρον ότι τέτοιου είδους σκέψεις συζητιούνται όντως από σημαίνοντες ερευνητές. Μάλιστα ο συντάκτης δίνει και παραδείγματα από το ζωικό βασίλειο. Νόμιζα ότι κάτι τέτοιες ιδέες είχαν απορριφθεί γενικώς. Ακόμα και από θηλυκές αράχνες που σκοτώνουν τα μικροσκοπικά αρσενικά ταίρια τους αμέσως μετά το ζευγάρωμα». Η Σέρστιν Χολμ είπε: «Ο βιολογικός ντετερμινισμός είναι η ιδέα που λέει ότι ο άνθρωπος διέπεται πλήρως από βιολογικούς νόμους. Ο οικονομισμός σημαίνει ότι όλες οι ανθρώπινες πράξεις μπορούν να αποδοθούν στο ενδιαφέρον για το κέρδος. Έννοιες που θα πρέπει κανείς να τις μάθει». «Βρομάει λίγο κρανιομετρία αυτό εδώ» είπε ο Γελμ. «Ινστιτούτο Ευγονικής της Ουψάλα». «Οι Ερινύες» είπε η Χολμ. «Είναι ενδιαφέρον ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήθελαν τα πιο βίαια, αρχέγονα πλάσματά τους να είναι γυναίκες». «Δηλαδή οι δικές μας βίαιες Ερινύες δεν μπορεί να είναι γυναίκες;» είπε άχρωμα ο Χουλτίν. «Για ξανασκεφτείτε το». Τον κοίταξαν όλοι. Εκείνος δεν άλλαξε καθόλου έκφραση. «Δεν κάνουμε μια προσπάθεια να συνεχίσουμε τώρα;» είπε τελικά. Η Σέρστιν προσπάθησε να επιστρέψει στις προηγούμενες σκέψεις της. Στο τέλος κατέληξε κάπου: «Είναι πιθανόν αυτό που έγινε στη Στοκχόλμη να σημαίνει επίσης και μια ανανέωση μ’ έναν τρίτο τρόπο. Δεν έχουμε επιβεβαιώσει τη στρατολόγηση κάποιων ιεροδούλων παλιότερα. Διότι αυτό φαίνεται να συμβαίνει, να μετέφεραν δηλαδή τις κοπέλες της Σλάγκστα στη βάση τους στην Ουκρανία. Μπορεί βέβαια να είναι η πρώτη φορά που γίνεται· και στην περίπτωση αυτή το αντικείμενο είναι η απελευθέρωση πορνών. Ωστόσο, μπορεί να συνέβη και παλιότερα: η εποπτεία των ευρωπαϊκών αρχών για το θέμα των έκπτωτων γυναικών δεν είναι πάντα υποδειγματική». «Τι σόι κοπέλες είναι οι Ερινύες τελικά;» ρώτησε ο Βίγκο Νορλάντερ. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν υπάρχει μόνο μία σαν κι εκείνη την καλογυμνασμένη κοπέλα στο Ούντενπλαν αλλά πέντε, έτσι δεν είναι;» «Παραμένω, πάντως, με την εντύπωση ότι αυτή είναι η αρχηγός» έκανε η Σέρστιν Χολμ. «Αυτή είναι που έρχεται σε επαφή με τη Σλάγκστα, σε αυτήν τηλεφωνούν από το λεωφορείο στο Λούμπλιν. Αλλά σίγουρα είναι καλογυμνασμένες…» «Τουλάχιστον πέντε στο Νότιο κοιμητήριο» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Επιπλέον,
τουλάχιστον μία στο λεωφορείο, αυτή που τηλεφωνεί. Η ξεναγός, ας πούμε. Πρόκειται για αρκετά μεγάλη οργάνωση». «Κι εγώ πιστεύω ότι μεγαλώνει όλο και περισσότερο» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Κι όπως είπες, Βίγκο, τι σόι κοπέλες να ’ναι αυτές; Εδώ πρόκειται για άσκηση πολύ σοβαρής βίας. Πρέπει να υπάρχει επίσης μίσος και εκδίκηση στην εξίσωση. Πιστεύω ότι είναι μια ομάδα ανατολικοευρωπαίων πρώην πορνών που ανταποδίδουν πλήγματα». «Και μάλιστα με τον μεγαλύτερο δυνατό πόνο» είπε ο Πολ Γελμ. «Ναι. Στην αρχή κατατρομάζουν το θύμα μ’ εκείνες τις κινήσεις τους που θυμίζουν φαντάσματα. Μετά χρησιμοποιούν μια λίγο πολύ επιστημονική μέθοδο για να προκαλέσουν όσο περισσότερο πόνο μπορούν. Σίγουρα είναι κάπως ιδιαίτερα τα πράγματα». «Δεν είναι και πολύ συνηθισμένα τα πράγματα» έκανε ο Τσάβες. «Όχι» έκανε η Σέρστιν Χολμ. «Πολύ συνηθισμένα δεν είναι με τίποτα».
Είκοσι τέσσερα
είπε ο Μπιλ. «Π αλάτι» «Όπως το ’πες: παλάτι» έκανε ο Μπουλ. Δεν γινόταν να το πεις κάτι άλλο. Ήταν στη συνοικία που βρισκόταν πιο κοντά στον καθεδρικό ναό, στον εσώτερο από τους ομόκεντρους κύκλους του Μιλάνου, όπως σε ένα τηλεσκοπικό στόχαστρο. Ο Άρτο Σέντερστεντ κοίταξε ψηλά την πρόσοψη του δέκατου έκτου αιώνα με τον ίδιο ενθουσιασμό που ένιωθε πάντα μπροστά στα αναγεννησιακά έργα. Η αίσθηση του ότι τα πάντα είναι εφικτά, ότι μόλις τώρα βγήκαμε από τους σκοτεινούς αιώνες, ότι οι άνεμοι πνέουν ούριοι, ότι θα γινόμαστε όλο και καλύτεροι και ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε από κανέναν. Περίπου όπως με την επανάσταση της πληροφορικής. Μόνο που τώρα γίνονται σ’ έναν παράλληλο κόσμο όπου τα πάντα είναι δυνατά. Αυτή εδώ η πραγματικότητα είναι εξαντλημένη, αλλά η κυβερνο-πραγματικότητα είναι εντελώς ανεξερεύνητη. Ένας τεράστιος χάρτης που είναι απλώς μία και μοναδική λευκή κηλίδα που καλύπτει τα πάντα. Ο Κολόμβος, ο Βεσπούτσι, ο Κορτές, ο Βάσκο ντα Γκάμα, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος, όλοι αναστήθηκαν για να αποικίσουν έναν κόσμο για λογαριασμό των πλούσιων εξουσιαστών. Ας ελπίσουμε ότι οι γενοκτονίες στον κυβερνοχώρο θα ήταν κάπως λιγότερο αιματηρές. Αλλά η τέχνη δεν θα έφτανε σε τόσο υψηλά επίπεδα. Το παλάτι υπήρχε ακόμα και στον ταξιδιωτικό οδηγό της πόλης, είχε χτιστεί την περίοδο 1538-1564 από έναν αρχιτέκτονα ονόματι Κινκαλιέρια για το πλουσιότατο και εντιμότατο σόι Περντούτο.[12] Το γεγονός ότι το κτίριο το έλεγαν Παλάτσο Ριγκουάρντο ο Άρτο Σέντερστεντ το έβρισκε κάπως ειρωνικό. «Ριγκουάρντο» σημαίνει «έγνοια, εκτίμηση, μέριμνα, σέβας, υπόληψη, φροντίδα». Ο κήπος, που μόλις φαινόταν πίσω από την καγκελωτή πύλη του μαντρότοιχου, ήταν μεγαλειώδης αλλά ελαφρώς στριμωγμένος, όπως θα πρέπει να είναι λογικά όλοι οι ιδιωτικοί αστικοί κήποι. Ο Σέντερστεντ έκλεισε τον ταξιδιωτικό οδηγό και τον έβαλε στον χαρτοφύλακα· ταυτόχρονα πίεσε ένα κουμπί στον πέτρινο τοίχο. Τίποτα δεν ακουγόταν και τίποτα δεν φαινόταν. Με μόνη εξαίρεση μια μοναχική γάτα που, κάνοντας τις φυλλωσιές να θροΐσουν, πέρασε στον κήπο μ’ ένα θυμωμένο νιαούρισμα. Ο Άρτο περίμενε. Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό όλη τη μέρα. Η πρώτη εβδομάδα του Μαΐου είχε τελειώσει και το καλοκαίρι είχε σκαρφαλώσει στη χερσόνησο των Απεννίνων και είχε φτάσει τελικά στο Μιλάνο. Συνέχισε να περιμένει και παρακολουθούσε τον ήλιο, ο οποίος, λίγο περισσότερο φλογοκόκκινος, έριχνε ματιές ανάμεσα από δύο τραχιές
πέτρινες προσόψεις που έμοιαζαν εντελώς μαύρες στις παρυφές του ηλιακού δίσκου. Είχε βραδιάσει στη μεγάλη πόλη. Η κυκλοφορία στους δρόμους ήταν ακόμη έντονη, αλλά είχε ελαφρύνει κάπως ο αέρας και ανάσαινες ευκολότερα. Ευτυχώς που το ταξίδι με το αυτοκίνητο από τους λόφους του Κιάντι μέχρι την αιθαλομίχλη του Μιλάνου ήταν αρκετά μακρύ. Έτσι μπόρεσαν τα πνευμόνια του να συνηθίσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση. Ακόμη περίμενε. Δεν είχε σκεφτεί καν να τα παρατήσει. Στο τέλος ακούστηκε μια κοφτή φωνή: «Nome? – Όνομα;» «Άρτο Σέντερστεντ, Γιουροπόλ». Ντεμπούτο. Αλλά ένιωθε εντάξει όταν το έλεγε. «Carta d’identità? – Ταυτότητα;» Σήκωσε τη σουηδική αστυνομική ταυτότητά του μαζί με το προσωρινό σήμα της Γιουροπόλ. Δεν ήξερε προς τα πού ακριβώς έπρεπε να τα στρέψει, δεν έβλεπε πουθενά κάμερα. Τελικά η κοφτή φωνή είπε: «Avanti – Πέρασε». Η πόρτα με τα χοντρά κάγκελα άρχισε να ανοίγει εντελώς αθόρυβα. Μπήκε στον κήπο και ανέβηκε τις σκάλες. Εκεί τον περίμεναν τρεις άντρες ακίνητοι με κάτι να φουσκώνει κάτω από τα σακάκια τους. Τα γνωστά, δηλαδή. Τον έψαξαν δύο φορές στη σειρά δύο από τους άντρες. Ο τρίτος άδειασε το περιεχόμενο του χαρτοφύλακά του και έλεγξε το μπρελόκ με τον Πίκατσου από όπου κρεμόταν το κλειδί του αυτοκινήτου του. Ζούληξε τον Πίκατσου κι εκείνος έκανε μπιπ. «Πόκεμον» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ, καθώς ένας άλλος άντρας ζούληξε τα γεννητικά του όργανα. Από εκεί δεν ακούστηκε κανένα μπιπ. Οι άντρες δεν μιλούσαν. Ο Σέντερστεντ ήταν σίγουρος πως είχε βρεθεί σε γύρισμα ταινίας χαμηλού προϋπολογισμού. Η πόρτα που είχε ανοίξει αυτόματα ήταν το ξεκίνημα μιας σκηνής, και ο ίδιος πέρασε απευθείας από την πραγματικότητα στη φαντασία. Η ταινία είχε τώρα αρχίσει. Κατά το υπόλοιπο της παραμονής του στο παλάτσο του Μάρκο ντι Σπινέλι συμπεριφέρθηκε σαν να υποδυόταν τον ντετέκτιβ. Άκουγε συνεχώς τη δική του αργόσυρτη και ψύχραιμη φωνή, αλά Φίλιπ Μάρλοου, να σχολιάζει τα γεγονότα. «Ήταν μία από εκείνες τις ημέρες που θα προτιμούσα να έκοβα από τη ρίζα το χέρι μου παρά να σηκωθώ από το κρεβάτι». Οι τρεις άντρες –που απέφυγε να τους παρομοιάσει με τους τρεις Μάγους– τον οδήγησαν μέσα από διαδρόμους που αναδείκνυαν τέλεια την ομορφιά τους. Ανάμεσα στους άντρες στο πάτωμα και τα γύψινα στο ταβάνι απλωνόταν μια άπειρη απόσταση, και όχι μόνο στον χρόνο και στον χώρο. Στο τέλος έφτασαν σε έναν προθάλαμο γραμματέως που δεν υστερούσε σε ομορφιά. Είχε βέβαια περισσότερο ύψος απ’ όσο πλάτος, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα μικρό θαύμα υπέροχα ανακαινισμένης ξυλογλυπτικής. Σ’ ένα γραφείο, το οποίο ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ανήκε στα πρώτα έπιπλα της οικογένειας Περντούτο, καθόταν ένας λεπτός κύριος με σκούρο κομψό, στενό κοστούμι και ματογυάλια που ήταν στη μόδα τη δεκαετία του πενήντα. Έμοιαζε με τον Μαστρογιάνι στην Ντόλτσε βίτα. Ήταν προφανώς ο ιδιαίτερος γραμματέας. Ο άνθρωπος που φρόντιζε να ελέγχει τα πάντα. Έμοιαζε μ’ εκείνο το όλο και πιο απειλούμενο είδος που κάνει περιττούς τους υπολογιστές.
«Σινιόρ Σάντεστατ» είπε, ίσιωσε τα ματογυάλια του και άπλωσε το χέρι του. Ήταν ξεκάθαρο πως έτσι προφερόταν εδώ το όνομά του. Αν μη τι άλλο, υπήρχε κάποια συνέπεια στην προφορά. Ο σινιόρ Σάντεστατ άπλωσε το χέρι του και έγνεψε σιωπηλά. Δεν χρειαζόταν να συστηθεί. Ο άλλος προφανώς δεν είχε σκοπό να συστηθεί. Μάλλον δεν έβλεπε τον εαυτό του ως άνθρωπο αλλά ως λειτουργία. «Ο σινιόρ Ντι Σπινέλι θα σας δεχτεί σε κάνα δυο λεπτά» είπε ο γυαλάκιας. «Θα έχετε στη διάθεσή σας δεκαπέντε λεπτά. Έπειτα ο σινιόρ Ντι Σπινέλι πρέπει να φύγει, δυστυχώς, για ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Μάλιστα επέλεξε να πάρει μια επόμενη πτήση για να μπορέσει να σας εξυπηρετήσει». «Thank you very much» είπε ο σινιόρ Σάντεστατ και ένιωσε σαν ζελές. Κυριολεκτικά. Ένιωθε σαν να ήταν μέσα σε βαζάκι με ζελέ, με το καπάκι κλειστό και δεν μπορούσε να βγει έξω. Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν αποκοιμισμένα. Κινούνταν αργά, σαν σιρόπι. Σαν ζελές. Κι αυτός μέσα τους να προσπαθεί να κουνήσει τα μέλη του. Οι κινήσεις ήταν πολύ αργές. Έπειτα από μια απερίγραπτη χρονική περίοδο, το καπάκι άνοιξε μ’ έναν σκαστό ήχο, τον έβγαλαν και όλα επανήλθαν στο κανονικό. Αν εξαιρούσες βέβαια το γεγονός ότι μιλούσε με έναν ιταλό αρχιμαφιόζο. Οι φωτογραφίες δεν είχαν πει ψέματα. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι φορούσε όντως μαύρο ζιβάγκο με ημίψηλο λαιμό και από πάνω μαύρο κοστούμι απολύτως τελευταίας μόδας. Ο Σέντερστεντ υπέθεσε ότι ήταν Αρμάνι. Το πρόσωπο ήταν βεβαίως ρυτιδιασμένο, αλλά το βλέμμα δεν ανήκε σε άντρα ενενήντα δύο χρόνων. Ήταν διαυγέστατα καστανό και ταίριαζε εξαιρετικά με την γκρίζα, περιποιημένη κόμη του. Θα μπορούσε να τον παρομοιάσει κανείς με ρενάρ αρζαντέ, ήτοι με σιβηριανή αλεπού με ασημόχρωμο τρίχωμα. Μπορούσε κάποιος, αλήθεια, να διατηρεί όλα του τα μαλλιά στην ηλικία των ενενήντα δύο ετών; Ήταν φυσιολογικό; Το γραφείο ήταν απαράμιλλο. Ο Σέντερστεντ δεν είχε δει ποτέ του κάτι παρόμοιο. Τρεις από τους τοίχους ήταν ντυμένοι με πολύχρωμες ταπισερί που απεικόνιζαν ένα τεράστιο, παραδεισένιο τοπίο με βοσκούς, βοσκοπούλες, πρόβατα και κεφαλάρια. Πάνω από ένα τεράστιο τζάκι, στον τέταρτο και τελευταίο τοίχο, υπήρχαν δύο πίνακες πολύ οικείου στιλ. Ο ένας, που απεικόνιζε μια όμορφη γυναίκα καθισμένη σε μια μάντρα, πρέπει να ήταν γνήσιος Λεονάρντο. Ο άλλος, ένα κομψότατο διπλό πορτρέτο, ήταν μάλλον Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα. Πάνω από αυτές τις φαινομενικά ζωντανές φιγούρες ηλικίας εξακοσίων ετών, αψιδωνόταν η οροφή σε μια σειρά καμάρες που, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν επενδυμένες με φύλλα καθαρού χρυσού. Στο μέσο της οροφής οι καμάρες μετατρέπονταν σε έναν μεγάλο πολυέλαιο με χιλιάδες κρύσταλλα σε ποικίλα σχέδια που διαπλέκονταν και σχημάτιζαν ένα εκλεπτυσμένο, κουδουνιστό δίκτυο, επειδή όλο το φως κινούνταν πάνω, προς την οροφή. Κάτω από αυτές τις χρυσαφιές, δικτυωμένες καμάρες, ακριβώς κάτω από αυτόν τον κινητό, εκθαμβωτικό πολυέλαιο, πρέπει να καθόταν ο πρόγονος Περντούτο και μέσα από τα πανύψηλα παράθυρα με τις βαθιές κόγχες να κοιτούσε το Μιλάνο του δέκατου έκτου αιώνα, καθώς άφηνε την πένα να ησυχάσει πάνω στο μελανοδοχείο. Έπειτα συνέχιζε να γράφει με χέρι ανάλαφρο και στιλ καλλιγραφικό το προσεγμένο σονέτο του. Η εικόνα ήταν του Ντι Σπινέλι.
Στεκόταν μπροστά σ’ έναν από τους ντυμένους με ταπισερί τοίχους με το χέρι πίσω από το υφαντό. Υπήρχε ένα άνοιγμα στην κρεμασμένη ταπισερί, και στο άνοιγμα φαινόταν ο γυμνός, πέτρινος τοίχος. Ένα παράταιρο κόκκινο κουμπί φάνηκε στον τοίχο. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι το κρατούσε πατημένο. Η ηχηρή άνοδος του πολυελαίου προς την οροφή είχε τελειώσει. Ο ηλικιωμένος, αδροκομμένος άντρας άφησε το κουμπί και άπλωσε το χέρι του προς τον Σέντερστεντ χαιρετώντας τον σιωπηλά. Αντί για κάποια σύσταση ή χαιρετισμό, τα πρώτα λόγια του Ντι Σπινέλι ήταν: «Έχετε υπόψη σας, σινιόρ Σάντεστατ, ότι σε αυτό εδώ το γραφείο καθόταν κάποτε ο μαρκήσιος Περντούτο και συνέθετε τα περίφημα σονέτα του στη μικρή Αμέλια, την οποία είχε συναντήσει σε ηλικία οχτώ χρόνων και δεν ξέχασε ποτέ του;» Η φωνή ήταν στεγνή και τα αγγλικά του άψογα. Με αριστοκρατική, βρετανική προφορά. «Μου φαίνεται οικεία η εικόνα» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ και κάθισε στην πολυθρόνα που του είχε δείξει ο οικοδεσπότης, απέναντι από το τζάκι. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι γέλασε ανάλαφρα, γέμισε δίχως περιστροφές δύο μικρά ποτήρια με καλβαντός, τα οποία άφησε στο μικρό τραπέζι ανάμεσα στις πολυθρόνες και κάθισε κι αυτός. «Τέτοιοι καιροί ήταν» είπε. «Όταν το ρεύμα του πετραρχισμού σάρωνε όλη την Ευρώπη. Όλοι έγραφαν σονέτα λατρείας σε κάποια μικρή κοπέλα την οποία πίστευαν πως είχαν συναντήσει στα παιδικάτα τους και που δεν ξέχασαν ποτέ τους. Μια εποχή μαζικής ψύχωσης. Περίπου σαν την παρούσα. Δεν συμφωνείτε;» «Ναι, κατά μία έννοια» είπε ο Σέντερστεντ και πήρε το ποτήρι με το καλβαντός που του πρόσφερε τώρα ο άλλος. Οσφράνθηκε το περιεχόμενο με ύφος γνώστη και είπε: «Γκραν Σολάζ Μπουλάρ, θέλω να πιστεύω». Ο Μάρκο ντι Σπινέλι ανασήκωσε το ένα φρύδι και είπε: «Είστε γνώστης, σινιόρ Σάντεστατ;» «Κρυφοκοίταξα το μπουκάλι» είπε ο σινιόρ Σάντεστατ. «Ξέρω» είπε ο Ντι Σπινέλι. «Το αντιλαμβάνομαι» είπε ο Σέντερστεντ. «Το αντιλαμβάνομαι κι εγώ ότι το αντιλαμβάνεστε» είπε ο Ντι Σπινέλι. Με άλλα λόγια, αυτό θα μπορούσε να τραβήξει πολύ μακριά. Ο πάγος είχε σπάσει, εν πάση περιπτώσει, και ο Σέντερστεντ είχε καταλάβει περίπου πού είχε τον Ντι Σπινέλι. Εκεί που ακριβώς περίμενε να τον έχει. «Πρέπει να ομολογήσω» έκανε η γέρικη σιβηριανή αλεπού «ότι σοκαρίστηκα κάπως όταν μπήκατε στο δωμάτιο, σινιόρ Σάντεστατ». «Δεν φάνηκε» είπε ο Σέντερστεντ. «Μου θυμίζετε όντως έναν άνθρωπο που γνώριζα πριν από μια αιωνιότητα, στην αρχή των πάντων». «Κατά τη διάρκεια του πολέμου, εννοείτε; Είχατε πολλές επαφές με ξανθούς άντρες κατά τη διάρκεια του πολέμου;» Ο Μάρκο ντι Σπινέλι χαμογέλασε θλιμμένα και είπε: «Ας επιστρέψουμε στο παρόν, επειδή κι εγώ έχω, δυστυχώς, άλλες υποχρεώσεις που περιμένουν. Είναι φοβερό που δεν μαθαίνουμε ποτέ να χαλαρώνουμε». «Τότε θα είμαι σύντομος» είπε ο Σέντερστεντ. «Ένας Έλληνας, ονόματι Νίκος Βούλτσος, κατάφερε προσφάτως το ακατόρθωτο, δηλαδή να φαγωθεί από αδηφάγους σε
έναν ζωολογικό κήπο της Στοκχόλμης. Το γνωρίζετε;» «Ναι, άκουσα γι’ αυτό» έκανε γνέφοντας ο Ντι Σπινέλι. «Μια παράξενη μοίρα». «Έχω μια φωτογραφία με εσάς τους δύο μαζί. Ένα στιγμιότυπο μιας χειραψίας σας, κι εσείς, σινιόρ Ντι Σπινέλι, έχετε ακουμπήσει το άλλο χέρι σας στον ώμο του Βούλτσου. Φαίνεται ότι ήταν μια στιγμή μεγάλης εγκαρδιότητας. Αν και ο Νίκος Βούλτσος δεν ήταν εγκάρδιο άτομο». Ο Μάρκο ντι Σπινέλι άνοιξε τα χέρια του σαν να μην είχε τι να πει. «Ήρθατε απλώς για να επαναλάβετε όλα όσα ήδη είπε η ιταλική αστυνομία καμιά εκατοστή φορές; Ήλπιζα ότι θα ήσασταν λίγο πιο… πρωτότυπος…» «Θέλω απλώς να ακούσω πώς εξηγείτε το γεγονός ότι εσείς, ένας τίμιος τραπεζίτης και πολιτικός, γνωρίζετε αυτόν τον κατ’ επανάληψη δολοφόνο και βιαστή». «Δυσαρεστήθηκα πολύ όταν έμαθα ότι ήταν εγκληματίας. Έτυχε απλώς να συναντηθούμε σ’ ένα καφέ κάποιο πρωί κι αρχίσαμε να μιλάμε. Δεν επεκτάθηκε περισσότερο η γνωριμία μου με αυτόν τον άντρα. Πώς είπαμε τον έλεγαν; Βάλτορς;» «Ακριβώς» είπε ο Σέντερστεντ και συνέχισε στα σουηδικά: «Βάλτχουρν». Ο ηλικιωμένος άντρας τον περιεργάστηκε συνοφρυωμένος. Ο Σέντερστεντ συνέχισε: «Πώς εξηγείτε εσείς το γεγονός ότι ο Νίκος Βούλτσος αναγκάστηκε από κάποιους άγνωστους εγκληματίες να πέσει μέσα στους αδηφάγους, τους γκιοτόνι, και να εκτελεστεί εκεί με παραδειγματικό τρόπο;» «Α, έτσι;» έκανε ο Ντι Σπινέλι φανερά έκπληκτος. «Τα σουηδικά ΜΜΕ το αποκαλούν δυστύχημα. Πιστεύω να μην ήρθατε εδώ για να αποκαλύψετε πράγματα απαγορευμένα; Δεν πιστεύω να πρόκειται για απόρρητες πληροφορίες;» «Χαίρομαι που ακούω ότι είστε ενημερωμένος για τον τρόπο που χειρίστηκαν τα σουηδικά ΜΜΕ τον θάνατο αυτής της τυχαίας σας γνωριμίας. Διαβάζετε σουηδικά δηλαδή; Ίσως να μιλήσουμε στα σουηδικά τότε». «Με ενημέρωσε ο Μαρκόνι. Γνωρίζετε, υποθέτω, τον ευγενικό αρχιεπιθεωρητή με το τεράστιο μουστάκι. Είναι ένας πολύ καλός φίλος. Πάρα πολύ καλός φίλος». «Πάντως πρέπει να συμφωνείτε ότι ήταν πολύ ειδεχθείς αυτοί οι τύποι. Αναρωτιέται κανείς ποιοι να ήταν αυτοί που ξεπάστρεψαν με τέτοια ευκολία τον σκληρό Νίκο Βούλτσο. Πρόβλημα μηδέν, δηλαδή. Μια, δυο και βρέθηκε κομμένος σε πολύ μικρά κομματάκια. Βέβαια, και από τις πόρνες που σκότωσε εκείνος δεν έμεινε κομματάκι. Απλώς εξαφανίστηκαν. Μια κι έξω». «Τώρα αρχίζετε να γίνεστε χυδαίος, σινιόρ Σάντεστατ. Και ο χρόνος περνά». «Τι κάνατε κατά τη διάρκεια του πολέμου;» «Θα το έχετε διαβάσει στον φάκελό μου. Μην υποκρίνεστε τον χαζό». «Απλώς θα ήθελα να ακούσω εσάς να τα λέτε». «Δεν έχω και πολλά να πω. Αυτοεξορίστηκα για να γλιτώσω από τους φασίστες. Στην Ελβετία. Γιατί όμως σας ενδιαφέρουν οι βαρετές εμπειρίες μου από τον πόλεμο;» «Αυτό, δυστυχώς, δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω» έκανε αδιάφορα ο Σέντερστεντ και συνέχισε: «Πώς γίνεται να μην υπάρχει ούτε ένα ίχνος σας στην Ελβετία;» «Μα γιατί μηρυκάζετε όλα αυτά τα οποία λέει η αστυνομία εδώ και χρόνια; Ζούσα με διαφορετικά ψευδώνυμα επειδή με κυνηγούσαν οι φασίστες». «Σας κυνηγούσαν οι φασίστες, λέτε. Και τώρα είστε ενεργός στη Λίγκα του Βορρά; Σε ένα αυτονομιστικό κόμμα που συνεργάζεται στενά με τους νεοφασίστες;» «Είναι ένα αναγκαίο κακό. Πολιτική τακτική. Δεν είμαστε φασίστες. Θέλουμε απλώς
να εδραιώσουμε ένα όριο το οποίο ήδη υπάρχει». «Μια Βόρεια Ιταλία και μια Νότια Ιταλία;» «Όλα τα κέρδη από εδώ διοχετεύονται εκεί κάτω. Εμείς θέλουμε να μένουν εδώ και να γίνουμε μια χώρα με κανονικά ευρωπαϊκά πρότυπα». Ο Άρτο Σέντερστεντ σήκωσε απότομα μια φωτογραφία. Κι άρχισε να μελετάει προσεκτικά την έκφραση στο πρόσωπο του Ντι Σπινέλι. «Γνωρίζετε αυτόν τον άντρα;» «Όχι». «Αυτόν εδώ;» έκανε ο Σέντερστεντ και σήκωσε άλλη μια φωτογραφία. «Όχι». «Στην πρώτη ήταν ο Λέοναρντ Σέινκμαν ως ογδονταπεντάχρονος και στην άλλη ο Λέοναρντ Σέινκμαν ως τριανταπεντάχρονος». «Λέοναρντ Σίνκμαν; Δεν ξέρω κανέναν Λέοναρντ Σίνκμαν». «Σέινκ και Σινκ» έκανε λίγο ειρωνικά ο Σέντερστεντ. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι τον κοίταξε με καχυποψία. «Ευχαριστώ τότε» είπε ο Σέντερστεντ, κατέβασε το καλβαντός και σηκώθηκε. «Τελειώσατε;» έκανε ο Ντι Σπινέλι ξαφνιασμένος. «Εσείς είστε που βιάζεστε. Δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να σταθώ εμπόδιο στο σημαντικό ταξίδι σας στη Νέα Υόρκη. Έμαθα όλα όσα ήθελα. Ευχαριστώ. Ελπίζω να τα πούμε ξανά». Και με τα λόγια αυτά βρέθηκε έξω στον προθάλαμο του γραμματέα, πριν καλά καλά προλάβει να σηκωθεί ο Μάρκο ντι Σπινέλι. Ο γυαλάκιας, που καθόταν και ξεφύλλιζε ένα σωρό έγγραφα, τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Ο Σέντερστεντ συνέχισε και βγήκε στον διάδρομο. Εκεί κάθονταν οι τρεις φουσκωτοί και έτρωγαν μήλα. Πέταξαν τα μισοφαγωμένα φρούτα τους σε ένα καλάθι των αχρήστων εκεί κοντά και τα χέρια τους κινήθηκαν προς τα εξογκώματα κάτω από τα σακάκια τους. Ήταν σαν να έκαναν συγχρονισμένη κολύμβηση. Τρεις άντρες που είχαν συντονιστεί να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις. Γκαπ-γκαπ-γκαπ, έπεσαν τα μήλα στον κάλαθο των αχρήστων. «Ομαδική δουλειά» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ και διέσχισε τους λαμπερούς διαδρόμους. Ο ένας φουσκωτός μπήκε μπροστά, ο άλλος τον ακολουθούσε καταπόδας. Φαίνεται πως, αν δεν ακολουθούσαν αυτή τη διαδικασία, έπαιρναν πόδι. Κι αντί για αποζημίωση απόλυσης, κέρδιζαν μια τσιμεντένια βάση γύρω από τα πόδια τους. Ανήκε κι αυτό στις ομορφιές της δουλειάς. Όντως, ο Άρτο Σέντερστεντ συμπεριφερόταν παράξενα. Σταμάτησε στο πεζοδρόμιο και έριξε μια ματιά στον κόκκινο ήλιο που μόλις χανόταν πίσω από τις μιλανέζικες στέγες. Συμπεριφερόταν παράξενα επειδή ένιωθε –αν και ήταν μια ασαφής αίσθηση, κάτι σαν μια ιδέα, σαν μια πρώτη μικρή νύξη– ότι είχε μάθει αυτό ακριβώς που ήθελε. Η διάσημη τακτική με τα μασημένα λόγια του θείου Πέρτι είχε λειτουργήσει. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι αναγνώρισε τον Λέοναρντ Σέινκμαν. Ίσως όχι ως ογδονταπεντάχρονο, αλλά οπωσδήποτε ως τριανταπεντάχρονο. Και τριανταπεντάχρονος ήταν το 1947.
Είκοσι πέντε
Νορλάντερ θα παρακολουθούσε μια βιντεοταινία μαζί με δύο κυρίες που δεν Ο Βίγκο σήκωναν πολλά. Μόνος με τις κυρίες σ’ ένα πολύ στενό, αχνιστό δωμάτιο, ένιωσε μια κάποια σεξουαλική διέγερση όταν πάτησε το κουμπί του βίντεο. Το πρασινωπό κούρεμα ήταν βέβαια κάτι που δεν μπορούσε να το χωνέψει, αλλά κατέληξε να είναι εντελώς άσχετο με τη σκέψη πως αυτή η κόμη στόλιζε ένα πρόσωπο το οποίο ήταν ένα θαύμα νεανικής ομορφιάς. Αντιθέτως, τα ανακατωμένα καστανά μαλλιά ήταν απίστευτα προκλητικά. Και η κυρία στην οποία ανήκαν ήταν απερίγραπτα όμορφη. Εκείνος μπορούσε να δει μέσα από τα ρούχα της. Ήταν φανταστικό. «Κόφ’ το, Βίγκο» έκανε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Θα σου πεταχτούν έξω σε λίγο». «Μα τι λες;» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ με καλά μασκαρεμένη ντροπή. «Είναι όπως το λένε» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Μόλις ένας άντρας αντιληφθεί ότι έχει αποκτήσει παιδί, τριγυρίζει πιο καυλωμένος από ποτέ». «Μα τι γίνεται μ’ εσάς;» έκανε ο Βίγκο και κοκκίνισε για πρώτη φορά εδώ και τρεις δεκαετίες. «Τι έκανα;» «Ξεκίνα το βίντεο κι άσ’ τα τα άλλα» είπε η Σάρα. «Το έχω κάνει ήδη» έκανε σαστισμένος ο Βίγκο. Το κοκκίνισμα του άφηνε μια παράξενη αίσθηση. Πέρασαν από το μυαλό του εικόνες από τα παλιά που δεν ήθελε καν να τις ξέρει. Ωστόσο, η εμφάνισή τους του έκανε καλό. Τις είχε απωθημένες πολύ καιρό. «Τώρα έρχεται, όπου να ’ναι» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν, και ο Βίγκο δεν μπόρεσε να μη δώσει στη φράση της όλες τις πιθανές ερμηνείες. Πάγο, σκέφτηκε. Δεν υπάρχουν πουθενά παγάκια να τα ρίξω μέσα στο παντελόνι μου; «Η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος είχε φιλμ τεσσάρων ωρών» συνέχισε εκείνη. «Είχαν παρακολουθήσει τον κυνηγό θαλασσαετών πάνω από το αρχιπέλαγος της Αγίας Άννας στην Εστεργέτλαντ, εκεί όπου κάποιος είχε αναφέρει πως είχε δει ένα λεωφορείο γεμάτο φτερά. Βιντεοσκόπησαν το λεωφορείο όταν μπήκε στο φεριμπότ στην Καρλσκρούνα. Βιντεοσκόπησαν τον λαθροθήρα όταν κάθισε να πιει καφέ στο φεριμπότ. Κι όταν πήγε να αποβιβαστεί και τον έπιασαν οι πολωνοί τελωνοφύλακες, τράβηξαν κι αυτή εδώ τη σεκάνς». Η εικόνα εμφανίστηκε ταρακουνημένη. Τελικά καθάρισε. Έδειχνε την πλώρη ενός μεγάλου φεριμπότ. Άνοιξε ο καταπέλτης. Τα λεωφορεία άρχισαν να γλιστρούν αργά έξω. Πρώτα βγήκαν δυο μεγάλα τουριστικά λεωφορεία, ένα με γερμανικές πινακίδες, ένα σουηδικό. Ακολούθησε ένα λίγο μικρότερο, αρκετά ταλαιπωρημένο. Κινήθηκαν όλα προς την κάμερα. Η κάμερα τα ακολούθησε. Μετά χτύπησαν οι τελωνειακοί. Σκληρόπετσοι
ένστολοι Πολωνοί κλότσησαν την πόρτα του λεωφορείου, όρμησαν μέσα και έσυραν έξω τον οδηγό. Κόλλησαν τον λαθροθήρα με τα μούτρα στην άσφαλτο. Η κάμερα τον έπαιρνε καθώς περνούσε δίπλα του. Η πόρτα του λεωφορείου ήταν ορθάνοιχτη. Η κάμερα ανέβηκε στα σκαλιά του λεωφορείου και, όταν μπήκε μέσα, έστριψε αριστερά. Σάρωσε τις θέσεις επιβατών. Καμιά δεκαριά θαλασσαετοί ήταν απλωμένοι πάνω στις θέσεις. Η κάμερα κινήθηκε προς την αριστερή πλευρά του λεωφορείου. Εκεί η εικόνα πάγωσε. «Εδώ» είπε η Σάρα και έδειξε στην οθόνη της τηλεόρασης. Πάνω από τους σκοτωμένους θαλασσαετούς έβλεπε κανείς τα παράθυρα του λεωφορείου. Κι από το παράθυρο φάνηκε η μπροστινή πλευρά ενός άλλου, μικρότερου λεωφορείου, από τα αριστερά. Η Σάρα Σβενχάγκεν προχωρούσε το βίντεο όσο πιο αργά γινόταν, μέχρι που φάνηκαν καθαρά τα πλαϊνά τζάμια του άλλου λεωφορείου. Πίσω από το τζάμι φάνηκε ένα πρόσωπο. Εκεί η εικόνα πάγωσε ξανά. «Αυτή εδώ» είπε η Σάρα «είναι η Σβετλάνα Πετρούσεβα, η Λευκορωσίδα από το δωμάτιο 226 στο Νορμπούντα Μοτέλ της Σλάγκστα». Ο Βίγκο Νορλάντερ και η Σέρστιν Χολμ κοίταξαν τη φωτογραφία διαβατηρίου της Σβετλάνα Πετρούσεβα και τη σύγκριναν με το λίγο θολό πρόσωπο στην οθόνη. «Ναι» έκανε ο Βίγκο. «Σίγουρα αυτή είναι». «Έτσι φαίνεται» είπε η Σέρστιν. «Αλλά το ερώτημα είναι αν αυτό μπορεί να σταθεί ως αποδεικτικό στοιχείο». «Έρχονται κι άλλα» είπε η Σάρα. Το λεωφορείο συνέχισε σε αργή κίνηση πίσω από τα παράθυρα του λεωφορείου του λαθροθήρα. Τη στιγμή που περνούσε ακριβώς δίπλα, η κάμερα έστριψε λίγο, έτσι ώστε να φανεί η πίσω πλευρά του άλλου λεωφορείου. Εκεί ξαναπάγωσε η εικόνα. Αυτό που φαινόταν τώρα ήταν το πίσω παράθυρο του άλλου λεωφορείου. Δύο πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τα έξω και παρακολουθούσαν την επιδρομή των τελωνειακών. Το ένα το αναγνώρισαν αμέσως. Ήταν ξεκάθαρο πως επρόκειτο για τη Λίνα Κοστένκο, την Ουκρανή από το δωμάτιο 225, το δωμάτιο με το οποίο είχε έρθει σε επαφή η φεμινίστρια νίντζα. Το άλλο πρόσωπο ανήκε σε μια άγνωστη μελαχρινή γυναίκα, στο χέρι της οποίας διακρινόταν ένα κινητό τηλέφωνο. «Για κοίτα να δεις» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Από εκείνο το κινητό έγινε μια κλήση μερικές ώρες αργότερα σ’ ένα κομμένο χέρι στο μετρό του Ούντενπλαν». «Αυτό εδώ είναι το πρώτο και μοναδικό πορτρέτο ενός μέλους της συμμορίας» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού δουλεύουν διπλές βάρδιες με αυτό. Όπως δουλεύουν και για αυτό εδώ επίσης». Το δάχτυλο της Σάρα γλίστρησε στο κάτω μέρος της οθόνης, προς μια θολή, μισοκομμένη πινακίδα κυκλοφορίας. «Είναι σουηδική» είπε. «Δεν μπορούμε να δούμε περισσότερα προσώρας». «Σουηδική πινακίδα κυκλοφορίας…» έκανε ο Βίγκο. Η Σάρα είπε: «Το να διασχίσεις τη μισή Σουηδία, από τη Στοκχόλμη στην Καρλσκρούνα, μ’ ένα λεωφορείο με ουκρανικές πινακίδες θα ήταν σίγουρα δύσκολο. Θα έβγαζε μάτι. Πιθανόν να είναι νοικιασμένο». «Να υποθέσουμε» είπε ο Βίγκο «ότι και οι κυρίες είχαν σουηδικά διαβατήρια; Ότι έκαναν όλη τη διαδρομή ως Σουηδές; Υποθέτω ότι τα γνήσια διαβατήριά τους τα άφησαν
πίσω, έτσι δεν είναι;» «Ναι» είπε η Σέρστιν, σηκώθηκε και τεντώθηκε. «Είναι πολύ πιθανό να τους έδωσαν πλαστά σουηδικά διαβατήρια, βεβαίως. Εν πάση περιπτώσει, δυτικοευρωπαϊκά διαβατήρια. Έτσι δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα στο τελωνείο. Θα δημοσιεύσουμε τη φωτογραφία εκείνης της κοπέλας και θα ελέγξουμε τις πινακίδες κυκλοφορίας του λεωφορείου αμέσως μόλις τελειώσουν οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού. Κι εσύ, Σάρα, θα πας ούτως ή άλλως στην Καρλσκρούνα, έτσι δεν είναι;» «Τώρα είναι αργά» είπε η Σάρα και κοίταξε το ρολόι. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες, είναι η ίδια βάρδια που θα πάει αύριο στο Γκντίνια. Θα τους προλάβω στην Καρλσκρούνα». «Πάρε μαζί σου τον Βίγκο» είπε η Σέρστιν. «Δεν φαίνεται να έχει πολλά να κάνει. Εξάλλου πιστεύω ότι λίγος θαλασσινός αέρας θα τον δρόσιζε». Ο Βίγκο Νορλάντερ έγνεψε ανυπόμονα. Θα έπρεπε να περάσουν άλλες τρεις δεκαετίες για να κοκκινίσει ξανά.
Είκοσι έξι
είχε φτάσει. Ο Τσάβες δεν καταλάβαινε γιατί ο Γελμ μιλούσε με τόσο σεβασμό Η ώρα γι’ αυτό. Βρίσκονταν σ’ ένα βαρετό εργένικο τριάρι στο Έρικσμπεργ νότια της Στοκχόλμης. Ο οικοδεσπότης σερβίριζε καφέ και έμοιαζε ένας συνηθισμένος γέρος. Αλλά για τον Πολ Γελμ ήταν μια ιερή στιγμή. Προφανώς θα ένιωθε το ίδιο πράγμα, αν του επιτρεπόταν να μπει στο θρυλικό σπίτι του Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν, δίπλα στη λίμνη Ραβάλεν στο Νορβίκεν. Αν και, βέβαια, είχε δουλέψει πολύ περισσότερο υπό τον Έρικ Μπρουν. Γεγονός ήταν ότι είχε μάθει πολλά από τον Μπρουν· και δεν χρειάζονταν άλλες κουβέντες περί αυτού. Αλλά δεν τον αναγνώριζε. Δεν ήταν ακριβώς μια τραγική εμπειρία, σαν να βλέπεις, δηλαδή, ένα παλιό αστέρι του αθλητισμού να σέρνεται αποδώ και αποκεί μ’ ένα κορμί έτοιμο να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Τούτη εδώ η κατάσταση ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Ο αρχιεπιθεωρητής Έρικ Μπρουν υπήρξε πάντα ένας ιδιαίτερα εύσωμος κύριος με σταχτοκόκκινα γένια διασκορπισμένα στα διπλοσάγονα. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του ήταν ότι πάντα είχε ένα ασυνήθιστα δύσοσμο, μαύρο, ρώσικο πουράκι ανάμεσα στα χείλη του. Το γραφείο του στο αστυνομικό τμήμα του Χούντινγκε, γνωστό ως Καφετί Δωμάτιο, ήταν μόνιμος στόχος των υγειονομικών αρχών. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που εμπόδιζε έναν τόσο υπέροχο αστυνομικό να ανέβει, όπως έπρεπε, τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Αν κατά τις τελευταίες δεκαετίες είχαν τον Έρικ Μπρουν αρχηγό της αστυνομίας, πάρα πολλά πράγματα θα ήταν πάρα πολύ καλύτερα. Ο Γελμ ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό. Τώρα ήταν ένας ηλικιωμένος, αδυνατισμένος κύριος δίχως διπλοσάγονα, δίχως σταχτοκόκκινα γένια, δίχως μαύρα πουράκια. Φαινόταν πολύ υγιέστερος, αλλά και λίγο πιο βαρετός. Και το θρυλικό εργένικο τριάρι στο Έρικσμπεργ έμοιαζε σαν οποιοδήποτε διαμέρισμα συνταξιούχου. Και ο συνταξιούχος κερνούσε τώρα κουλουράκια κανέλας. «Ξέρεις ότι ξέρω ακριβώς τι σκέφτεσαι» είπε και κάθισε. «Πιθανότατα» είπε ο Πολ Γελμ. «Ήταν αναγκαίο» είπε ο Έρικ Μπρουν. «Θα είχα πεθάνει αλλιώς. Θα είχε ζήσει ο θρύλος και θα πέθαινα εγώ. Προτιμώ να πεθάνει ο θρύλος και να ζήσω εγώ». «Το καταλαβαίνω» είπε ο Πολ Γελμ. «Βεβαίως» είπε ο Μπρουν και έσκυψε μπροστά. «Βεβαίως και το καταλαβαίνεις. Αλλά δεν το αποδέχεσαι. Δεν αποδέχεσαι ότι έγινα ένας συνηθισμένος συνταξιούχος που
φοράει παντόφλες και προσφέρει αποψυγμένα κουλουράκια με υψηλό ποσοστό μούχλας. Θα ήταν καλύτερα να έμενα θρύλος. Γεγονός είναι ότι ακριβώς αυτή τη στιγμή κάθομαι και παραπονιέμαι που δεν πέθανα από έμφραγμα». «Δεν είσαι συνηθισμένος συνταξιούχος» τον διαβεβαίωσε ο Γελμ, δάγκωσε ένα κουλουράκι και συνέχισε: «Αν και όντως είναι υψηλός ο δείκτης μούχλας, που να πάρει ο διάβολος». «Τι είναι ένας συνηθισμένος συνταξιούχος;» είπε ο Τσάβες, σε μια προσπάθεια να συμμετάσχει σε κάτι που έμοιαζε με την Εταιρεία του Αμοιβαίου Θαυμασμού. «Είναι κάτι σαν συνηθισμένος μετανάστης;» «Κάτι τέτοιο» είπε ο Έρικ Μπρουν με μια ουδετερότητα που έκανε τον Τσάβες να καταλάβει αμέσως. Να κατανοήσει τις ρίζες του Χουλτίν, να κατανοήσει τις ρίζες του Γελμ. Ήταν μια άκρως διαφωτιστική στιγμή. Ο Μπρουν συνέχισε: «Παιδιά μου, παιδιά μου, μην ξεχνάτε ότι έχετε έναν προϊστάμενο που είναι πρώην συνταξιούχος. Και κάτι τέτοιο δεν το έχουν όλοι. Όταν ο Γιαν-Ούλοφ ήταν συνταξιούχος, παίζαμε σκάκι στον Οίκο Πολιτισμού μία φορά την εβδομάδα. Ήταν από τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μου. Αλλά δεν γίνεται πια. Εγώ είμαι μόνος μ’ έναν τρόπο που μόνον ένας παλιός αστυνομικός μπορεί να είναι μόνος. Παντελώς μόνος». Ο Γελμ και ο Τσάβες κοιτάχτηκαν και κατάλαβαν ότι εδώ τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα. «Απλώς μην ξεχνάτε ότι ξέρω τι σκέφτεστε» συνέχισε ο Μπρουν και χαμογέλασε αδύναμα. «Και οι δύο». «Εμένα δεν με ξέρεις» είπε ο Τσάβες ενοχλημένος. «Πώς μπορείς να λες ότι ξέρεις τι σκέφτομαι;» «Επειδή ξέρω τι σόι αστυνομικοί είστε». «Σταμάτα» έκανε ο Τσάβες. «Νομίζατε πως όσα ακούσατε ήταν η αρχή ενός θρήνου. Αλλά δεν είναι έτσι. Είμαι εντελώς μόνος – και θέλω να είμαι εντελώς μόνος. Μου ταιριάζει μια χαρά. Ελπίζω να έχω τη δυνατότητα να πεθάνω εντελώς μόνος. Θέλω να βρουν το κουφάρι μου μόνον όταν αρχίσει να βρομάει. Θέλω να με ψαρέψουν μέσα από μια θάλασσα άσπρων σκουληκιών». Το σύνολο των γλωσσικών εικόνων σε συνδυασμό με το ποσοστό μούχλας στα κουλουράκια ήταν ενοχλητικό. «Τι εννοείς;» είπε ο Γελμ. «Ξέρεις πολύ καλά. Σαν εμένα είσαι κι εσύ, παρά τη γυναίκα, τα παιδιά, τον σκύλο και τη γάτα». «Παπαγάλο» είπε ο Γελμ. Ο Τσάβες άφησε ένα γέλιο, κοφτό και απότομο. Σαν παπαγάλος. Ένιωθε ακόμη εκνευρισμένος με τον γέρο. Ήταν ένας ξερόλας, σίγουρα πράγματα. «Χόρχε Τσάβες» είπε ο Μπρουν και τον κοίταξε λίγο λοξά. «Πιστεύεις ότι είμαι ξερόλας, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι» είπε ο Τσάβες και προσπάθησε να δείχνει ατάραχος. «Απλώς πιστεύω ότι η ευτυχία έχει γίνει αρκετά προβλέψιμη. Ξέρουμε εκ των προτέρων τι περιέχεται στην έννοια “ευτυχία”, και στο κατώτατο σημείο της λίστας υπάρχει η μοναξιά. Μετά την ψυχική διαταραχή και τον εθισμό στα ναρκωτικά. Τους ψυχικά διαταραγμένους και τους ναρκομανείς μπορούμε να τους καταλάβουμε εμείς τα
κοινωνικώς εκπαιδευμένα πλάσματα, αλλά τους μοναχικούς δεν θα τους καταλάβουμε ποτέ. Η μοναξιά είναι μια ενόχληση που προσπαθούμε να την ξεπερνάμε με κάθε κόστος. Υποφέρουμε τα πάνδεινα για να αποφύγουμε να είμαστε μόνοι». «Θέλεις, λοιπόν, να προσδώσεις τιμή στη μοναξιά και να τη σώσεις;» έκανε με σκεπτικισμό ο Τσάβες. «Η τιμή δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Ζούμε απλώς σε μια κοινωνία που περικλείει τον φόβο της μοναξιάς και της σιωπής. Θέλω να είμαι μόνος και θέλω να επικρατεί σιωπή γύρω μου. Εσάς σας γνωρίζω με τον τρόπο που θέλω να γνωρίζω ανθρώπους. Πολύ λεπτομερώς, αλλά από μεγάλη απόσταση». «Τι εννοείς; Με ποιον τρόπο θα μας γνωρίσεις;» «Πώς νομίζεις ότι περνούσαμε την ώρα μας κατά τη διάρκεια εκείνων των παρτίδων σκακιού; Όπως κάνουν οι συνταξιούχοι: αφηγούμασταν παλιές αναμνήσεις». «Δηλαδή καθόσασταν εκεί στον Οίκο Πολιτισμού και συζητούσατε εντελώς ανοιχτά τις προσωπικότητες συγκεκριμένων αστυνομικών;» «Είχατε κρυπτογραφημένα ονόματα. Εσύ, Χόρχε, ήσουν ο Σόλι. Κι εσύ, Πολ, ο Κέβε». «Κέβε Γελμ» έκανε ο Πολ Γελμ. «Πολύ απρόσβλητο κρυπτογράφημα». «Ο Κέβε Γελμ ήταν ο πρώτος ηθοποιός που έπαιξε τον επιθεωρητή Μάρτιν Μπεκ σε ταινία» είπε ο Έρικ Μπρουν και κοίταξε τον πρώην προστατευόμενό του. «Δεν είμαι ακριβώς ο Μάρτιν Μπεκ» έκανε ο Γελμ συνεσταλμένα. «Όχι ακριβώς, όχι» έκανε με αινιγματικό ύφος ο Μπρουν. «Και Σόλι;» ρώτησε ο Τσάβες. «Τι είναι Σόλι;» «Το πιο χαρακτηριστικό έργο του μεξικάνου συνθέτη Κάρλος Τσάβες». «Φαίνεται πως το διασκεδάσατε για τα καλά» έκανε με ξινισμένο ύφος ο Τσάβες. «Τι λέγατε για μένα, λοιπόν, για τον… Σόλι;» «Είναι άκρως εμπιστευτικό» είπε ο Έρικ Μπρουν με το κεφάλι ψηλά. «Αλλά συγκρουστήκατε και εκτεθήκατε τόσο πολύ, ώστε μπορώ να λέω ότι περίπου καταλαβαίνω πώς σκέφτεστε». Δίχως να το σκεφτεί, ο Γελμ δάγκωσε ένα κομματάκι από το κουλουράκι. Το μετάνιωσε αμέσως και το μετάνιωνε για πολλή ώρα μετά. «Τι ξέρεις γι’ αυτή εδώ την υπόθεση, λοιπόν;» ρώτησε και ένιωσε το μουχλιασμένο ζυμάρι να κολλάει στον ουρανίσκο. Κάθε προσπάθεια να το διώξει με τη γλώσσα απέτυχε. «Πολύ λίγα» είπε με απολογητικό ύφος ο Έρικ Μπρουν. «Ο Γιαν-Ούλοφ δεν ήταν πραγματικά ο εαυτός του. Λέτε να αρρωστήσει;» «Αποκλείεται» είπε ο Γελμ. «Αλλά κάτι τον απασχολεί σοβαρά. Συνήθως δεν είναι έτσι». «Όχι» συμφώνησε και ο Έρικ Μπρουν. «Δεν είναι έτσι συνήθως». Ο Χόρχε Τσάβες είχε κουραστεί από το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Είπε: «Γνωρίζεις, πάντως, ότι ενδιαφερόμαστε να μάθουμε για έναν άντρα χωρίς μύτη». «Βεβαίως» είπε ο Μπρουν. «Έψαξες στις τράπεζες μνήμης;» «Δεν χρειάστηκε. Τα θυμάμαι όλα». «Πολύ αναπάντεχο» είπε ο Τσάβες ψυχρά. Ο Έρικ Μπρουν γέλασε. «Σόλι, Σόλι» έκανε σαν να μιλούσε σε ατίθασο αλλά πολύ αγαπητό του παιδί.
«Και τι είναι αυτό που θυμάσαι;» πίεσε ο Τσάβες. «Υπήρχε, στην πραγματικότητα, μόνον ένα στοιχείο που άξιζε τον κόπο» είπε ήρεμα ο Μπρουν. «Ήταν το 1981. Το φαινόμενο “πειρατικό ταξί” μόλις είχε εμφανιστεί. Ένας πειρατής ταξιτζής, λοιπόν, ονόματι Όλι Πέλτονεν, καθόταν σ’ ένα μπαρ-ρεστοράν, διάβαζε τα άρθρα της Αφτονμπλάντετ για τον φόνο και κόμπαζε φωναχτά ότι είχε κάνει ένα δρομολόγιο μ’ εκείνο το χωρίς μύτη πτώμα. Τον άκουσε μια γυναίκα και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Όταν πήγαμε εκεί, είχε ήδη φύγει, αλλά αυτοί που κάθονταν δίπλα μάς είπαν ποιος ήταν. Αποδείχτηκε ότι ο Πέλτονεν είχε ήδη απασχολήσει τον νόμο και παλιότερα, και μάλιστα τον αναζητούσαμε ως υπεύθυνο για τον πρώτο μεγάλο κύκλο ταξί χωρίς άδεια, “μαύρων” ταξί. Δείξαμε τη φωτογραφία του παντού, αλλά ήταν σαν να τον είχε καταπιεί η γη». «Γιατί δεν υπάρχει ούτε λέξη γι’ αυτό στην αναφορά σου για την έρευνα;» «Πρόσθεσα μια παραπομπή στην αναφορά για την έρευνα των πειρατικών ταξί» είπε ο Μπρουν. «Υποθέτω ότι εξαφανίστηκε κατά τη μεταφορά στο νέο σύστημα μηχανογράφησης. Δυστυχώς τα ψιλά γράμματα έχουν την τάση να εξαφανίζονται. Ειδικά σε έρευνες για τις οποίες δεν ενδιαφέρεται κανένας». Ο Έρικ Μπρουν έκανε μια παύση και κάρφωσε το βλέμμα του στο ταβάνι. Επιτέλους μια κίνηση που ο Γελμ αναγνώριζε. Μετά ο Μπρουν συνέχισε, με το πρόσωπο ακόμη στραμμένο προς το ταβάνι: «Έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Είναι περίεργο πόσο οξύνει κανείς τη μνήμη για πρόσωπα όταν κάνει αστυνομική έρευνα. Είδα τον Πέλτονεν στην εφημερίδα πριν από κάμποσο καιρό. Ήταν κατά τη διάρκεια της απεργίας των οδηγών ταξί στο αεροδρόμιο της Αρλάντα, αν θυμάστε. Μια αρκετά ενδιαφέρουσα κίνηση από κοινωνική άποψη. Μια ομάδα μικρών καπιταλιστών που συνδέονται με συνδικαλιστές έκαναν απεργία επειδή οι θέσεις για ταξί κοντά στο αεροδρόμιο προορίζονταν για τρεις μεγάλες εταιρείες ταξί. Οι συνδικαλισμένοι μικροκαπιταλιστές να διαμαρτύρονται κατά των μεγαλοκαπιταλιστών. Ίσως να πήραμε μια πρόγευση από τη μελωδία του μέλλοντος». «Και;» έκανε ο Τσάβες με μεγαλύτερη ανυπομονησία. «Ένας από αυτούς ήταν ο Όλι Πέλτονεν. Τον είδα σε μια φωτογραφία να κλοτσάει ένα όχημα της εταιρείας ταξί Στοκχόλμη. Υπήρχε ένα όνομα κάτω από τη φωτογραφία και δεν ήταν Όλι Πέλτονεν. Φαίνεται πως τώρα πια ονομάζεται Χένρι Μπλουμ. Διευθύνει μια μικρή εταιρεία ταξί με μια ονομασία που εμπνέει εμπιστοσύνη: Χιτ Καμπ». «Και γιατί δεν ενημέρωσες την αστυνομία;» ρώτησε ο Τσάβες. Ο Έρικ Μπρουν έσκυψε μπροστά και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. «Κρατάω τις αποστάσεις μου τώρα πια» είπε.
Ο Γελμ είδε ότι ο Τσάβες έβραζε από τον θυμό του. Έβγαιναν μικρά σήματα καπνού από τα αυτιά του. Θα ήταν ενδιαφέρον αν μπορούσε να τα ερμηνεύσει. «Διαθέτει ακόμη, εν πάση περιπτώσει, ένα πράγμα» είπε ο Γελμ. «Τι πράγμα;» μούγκρισε ο Τσάβες. «Την ικανότητα να κάνει τον άλλο να σκάει από τον θυμό του». Ο Τσάβες κάτι μουρμούρισε – που ευτυχώς δεν ακούστηκε. Οδηγούσαν προς το κλειστό στάδιο Γκλόμπεν. Η τεράστια σφαίρα είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται στο βάθος σαν απειλητικό μπαλάκι του πινγκ πονγκ. The Globe, η υδρόγειος,
όπως έλεγαν στα αγγλικά. Ο μπαμπούλας. Ο Γελμ οδηγούσε, ο Τσάβες καθόταν στη θέση του συνοδηγού μουτρωμένος. Σόλι, Σόλι, σκέφτηκε ο Γελμ και προσπάθησε να μη βάλει τα γέλια. Είχαν εντοπίσει πολύ γρήγορα την εταιρεία ταξί Χιτ Καμπ. Ήταν κοντά στο Γκλόμπεν. Ο Γελμ τηλεφώνησε. Ο Χένρι Μπλουμ απάντησε σε άσχημα σουηδικά. Ο Γελμ ισχυρίστηκε ότι λεγόταν Χάρισον και ήταν οικονομικός διευθυντής της Κλαμ Ινβέστ ΑΕ, η οποία επένδυε κυρίως στον κλάδο των θαλασσινών. Ο Χάρισον, λοιπόν, ισχυρίστηκε επίσης ότι ενδιαφερόταν για τις υπηρεσίες της εταιρείας Χιτ Καμπ σε τακτική βάση. Ρώτησε αν ο Χένρι Μπλουμ θα ήταν εκεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όχι, δεν θα ήταν ο Χένρι Μπλουμ εκεί, αλλά σκεπτόμενος βέβαια το μέγεθος της πιθανής συμφωνίας είπε ότι θα μπορούσε να ρυθμίσει κάπως διαφορετικά την ατζέντα του. Ο Χάρισον απάντησε πως ήταν μια εξαιρετική ιδέα. Αυτός και ο βοηθός του –θυμωμένο βλέμμα από τον Τσάβες– θα έφταναν στη Χιτ Καμπ σε μια ώρα. Ο Χάρι Μπλουμ έδωσε στον Χάρισον μια λεπτομερή περιγραφή της διαδρομής και γεμάτος προσδοκία έκλεισε το τηλέφωνο. «Είσαι πολύ μοχθηρός άνθρωπος» είπε ο Τσάβες. «Καμιά φορά» είπε ο Γελμ. Έτσι, λοιπόν, ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας θαλασσινών Κλαμ Ινβέστ ΑΕ Χάρισον έφτασε, συνοδευόμενος από τον βοηθό του, στην εταιρεία Χιτ Καμπ, που γειτόνευε με αυτό που αποκαλούσαν The World Famous Globe, ήτοι με την Παγκοσμίως Γνωστή Υδρόγειο Σφαίρα. Ο Χένρι Μπλουμ ήταν ένα φαλακρός άντρας στα πενήντα του που μιλούσε άσχημα τα σουηδικά με βαριά προφορά. Χαιρέτησε δουλικά τους μεγαλουσιάνους που κάθισαν και σερβιρίστηκαν καφέ από μια κοπέλα που δεν φαινόταν να είχε προλάβει να βγάλει το γυμνάσιο. Ο Χένρι Μπλουμ είχε ήδη μοιράσει φτηνιάρικα φυλλάδια στους μεγαλοπελάτες, όταν εκείνοι –εντελώς ξαφνικά– του έχωσαν στη μούρη αστυνομικές ταυτότητες και του είπαν: «Ο Όλι Πέλτονεν, υποθέτω, ο πατέρας του μαύρου ταξί». Εκείνος κοίταξε σαν μαγεμένος τους δύο άντρες, που μπροστά στα μάτια του άλλαξαν μορφή. «Πρέπει, δυστυχώς, να καταστρέψουμε το μέλλον του Χιτ Καμπ, μια για πάντα» είπε ο Χάρισον που ονομαζόταν Γελμ. «Δεν φτάνει που είσαι προ πολλού καταζητούμενος για τις δραστηριότητές σου με τα πειρατικά ταξί, δεν φτάνει που ξεκίνησες την καινούργια σου επιχείρηση με ψεύτικα στοιχεία, αλλά πας επίσης και προσλαμβάνεις κοπέλες που είναι πολύ νέες για να προσληφθούν». «Παιδική εργασία το λένε αυτό» έκανε ο βοηθός που λεγόταν Τσάβες. «Και για κάτι τέτοιο οι ποινές είναι πολύ αυστηρές». «Αλλά» έκανε ο Χάρισον-Γελμ. «Υπάρχει μια επιλογή». Ο Χένρι Μπλουμ που λεγόταν Όλι Πέλτονεν ένιωσε το ιδιωτικό τζετ της ζωής του να κάνει αναγκαστική προσγείωση. Όλος ο κορμός του αεροσκάφους πονούσε αφάνταστα. «Ποια επιλογή;» τραύλισε. «Να μας πεις όσα ξέρεις για έναν άντρα χωρίς μύτη». Οι μάσκες είχαν πέσει. Ο άντρας που ανοιγόκλεινε νευρικά τα μάτια του λεγόταν Όλι Πέλτονεν και τίποτε άλλο. Στο τέλος έγνεψε, σαν να είχε πλέον αντιληφθεί τι γινόταν. «Κατάλαβα» είπε. «Και αν σας τα πω;»
«Τότε θα κρίνουμε εμείς τι θα γίνει» έκανε ο Τσάβες με ύφος αινιγματικό. «Πιθανώς η κατάσταση τότε να έχει βελτιωθεί σημαντικά». «Τι;» έκανε ο Πέλτονεν. «Εσύ μιλάς. Εμείς κλείνουμε τα μάτια». «Εντάξει, εντάξει. Ήταν αυτός που δολοφονήθηκε, έτσι δεν είναι;» «Ακριβώς». «Χίλια εννιακόσια ογδόντα… μπορεί να ήταν… δύο;» «Ένα» είπε ο Γελμ. «Σεπτέμβριος 1981». «Τον είχα πάρει για ένα αγώγι, έτσι ακριβώς είναι. Τον θυμάμαι αρκετά καθαρά. Ήταν φρικτό. Φαινόταν απαίσιος. Μια πολύ περίεργη ουλή». «Από πού τον πήρες;» «Από το Φριχάμνεν. Πρέπει να είχε έρθει με πλοίο». «Και πώς επέλεξε εσένα; Τότε δεν είχες καπέλο ταξί στο αμάξι, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Το “μαύρο” ταξί δεν είχε καπέλο». «Αυτό είναι που λέμε εξωραϊστική περιγραφή. Πώς σε βρήκε λοιπόν;» «Θα έκανα απλώς βόλτες εκεί κάτω. Έτσι κάνουν ακόμη, νομίζω. Δεν ξέρω, δεν έχω σχέση με αυτά τα πράγματα τώρα. Ρωτάς απλώς τους ανθρώπους που φαίνονται πως ψάχνουν για μεταφορικό μέσο αν θέλουν να πάνε κάπου». «Και πότε έγινε αυτό;» «Ημερομηνία δεν θυμάμαι». «Τον βρήκαν Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου. Ήταν σε όλα τα πρωτοσέλιδα των απογευματινών εφημερίδων εκείνη την Κυριακή. Ήταν τότε που καθόσουν σ’ ένα μπαρ και κόμπαζες ότι τον είχες πάει κάπου». «Πρέπει να ήταν την Παρασκευή τότε. Παρασκευή 7 του μηνός. Το βράδυ, μια που οδηγούσα κυρίως τα βράδια. Μετά τις εφτά». «Τι θυμάσαι από αυτόν; Πώς ήταν ντυμένος; Τι εντύπωση έδινε; Τι γλώσσα μιλούσε;» «Κάθισε πίσω. Η μόνη εντύπωση ήταν ότι δεν είχε καθόλου μύτη. Αυτό κάλυπτε οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που είπε ήταν η διεύθυνση όπου θα τον πήγαινα. Πολύ σπαστά σουηδικά, νομίζω. Πολύ λιγότερο Σουηδός απ’ ό,τι εγώ». «Και πού τον πήγες;» «Δεν θυμάμαι». «Έλα τώρα, μικρέ μας Όλι. Σκέψου». «Δεν είναι παιδική εργασία» έκανε με έντονο ύφος ο Πέλτονεν. «Είναι η εγγονή μου. Κάνει κοπάνα από το σχολείο καμιά φορά και τότε την παίρνω εδώ για να βοηθάει. Καλύτερα αυτό παρά να κάθεται ανάμεσα στους ναρκομανείς στο κέντρο του Χεγκντάλεν». «Είναι, δηλαδή, ένα είδος κοινωνικής βοήθειας;» «Εγγονή μου είναι. Την αγαπώ. Δεν θα μπορέσετε να με κατηγορήσετε ποτέ για παιδική εργασία». «Ούτε που το σκεφτήκαμε. Έλα τώρα. Πού πήγες τον άντρα χωρίς μύτη; Πού σου είπε ότι ήθελε να τον πας;» «Πρέπει να ξέρω ότι δεν θα μου τη φέρετε. Δεν μπορείτε να μου υπογράψετε ένα χαρτί ή κάτι;» «Φυσικά όχι. Έχεις διαπράξει παρανομία με το όνομα Χένρι Μπλουμ; Να είσαι ειλικρινής, γιατί θα το ψάξουμε».
«Όχι, όχι. Η εταιρεία Χιτ Καμπ ήταν ο τρόπος μου να επιστρέψω στη ζωή. Μέχρι τότε κρυβόμουν, είχα χαθεί. Ήταν ανυπόφορο. Μετά αντιλήφθηκα ότι μπορούσα να βρω μια νέα ταυτότητα. Πήρε χρόνο και ήταν δύσκολο, αλλά άξιζε τον κόπο. Είμαι τίμιος τώρα. Δεν βγάζω πολλά χρήματα, και οι μεγάλες εταιρείες μάς κλέβουν τα περισσότερα αγώγια. Ήμουν κάτω στην Αρλάντα και διαμαρτυρήθηκα εναντίον τους». «Πότε άλλαξες ταυτότητα;» «Πριν από τρία χρόνια». «Και δεν σκέφτηκες πώς όλα όσα έκανες ήταν ήδη παραγεγραμμένα;» Ο Όλι Πέλτονεν τους κοιτούσε μ’ ένα τρελό βλέμμα. «Είναι κάπως ειρωνικό» είπε ο Τσάβες. «Για να ξεφύγεις από ένα έγκλημα, κάνεις ένα πολύ σοβαρότερο, και αυτό είναι το μόνο για το οποίο μπορούμε να σε συλλάβουμε. Για το ότι πήρες το όνομα Χένρι Μπλουμ». «Μα τι λέτε; Είναι αλήθεια;» «Βέβαια» είπε ο Γελμ. «Κρυβόσουν τόσο πολύ καιρό, ώστε κάποτε ο νόμος σε αγνόησε. Αλλά ο νόμος δεν αγνοεί τον φόνο. Εκεί ο χρόνος παραγραφής είναι πάρα πολύ μεγάλος. Οπότε, βοήθησέ μας τώρα. Κι έτσι θα μπορείς να λέγεσαι Χένρι Μπλουμ σε όλη σου τη ζωή, και κανείς δεν θα διαμαρτυρηθεί. Έχεις τον λόγο μου». Ο Όλι Πέλτονεν καθόταν αμίλητος και σκεφτόταν τις ειρωνείες της ζωής. Μετά είπε: «Νότια πήγαμε». Κι αυτό ήταν. «Έλα τώρα» είπε ο Τσάβες. «Ταξιτζής είσαι. Ξέρεις και το παραμικρό δρομάκι στην ευρύτερη περιοχή της Στοκχόλμης καλύτερα από την παλάμη σου. Πού πήγες τον άντρα χωρίς μύτη;» Ο Πέλτονεν σκεφτόταν. Ήταν αναγκασμένος να καλύψει μια πολύ μεγάλη και τρομακτική τρύπα στον χρόνο. Ισορροπούσε στη στενή σανίδα πάνω από την αβυσσαλέα τρύπα. Βήμα το βήμα, παραπαίοντας, κινήθηκε προς τα πίσω στον χρόνο. Και ο Όλι Πέλτονεν πήδηξε τελικά στην άλλη πλευρά. «Νιτόρπ» έκανε με νεανική χροιά στη φωνή του. «Τι διάβολο είναι το Νιτόρπ;» είπε ο Τσάβες, που δεν ήξερε και το παραμικρό δρομάκι στην ευρύτερη περιοχή της Στοκχόλμης καλύτερα από την παλάμη του. «Το Νιτόρπ είναι στο Τιρεσέ» έκανε με περηφάνια ο Πέλτονεν. Τιρεσέ, σκέφτηκε ο Πολ Γελμ. «Θυμάσαι τη διεύθυνση;» ρώτησε. «Την οδό;» Ο Πέλτονεν ξανασκέφτηκε. Πήρε κάμποση ώρα. «Είχε το όνομα ενός πουλιού» είπε. Πάλι παύση. «Ένα συνηθισμένο πουλί. Ένα πολύ συνηθισμένο σουηδικό πουλί». Καινούργια παύση. «Δεν ήταν σπουργίτι» έκανε. «Ούτε παπαδίτσα». Ξανά παύση. Μετά ο Όλι Πέλτονεν πετάχτηκε και φώναξε: «Οδός Σπίνου». Ο Πολ Γελμ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Είχε πάει εκεί πρόσφατα. Σε έναν γιο που είχε χάσει τον πατέρα του.
Στην οδό Σπίνου στο Τιρεσέ έμενε ο Λέοναρντ Σέινκμαν.
Είκοσι επτά
17 Φεβρουαρίου 1945 Σκάνε δυνατά τώρα. Το νιώθεις σχεδόν πραγματικό. Αν και ακόμα πιο πραγματικό από το όνομά μου που θρονιάζει στην κορυφή της λίστας. Σήμερα πίστευα ότι το ταβάνι θα έπεφτε. Πέσανε κάποια κομμάτια του πάνω μας. Έμοιαζαν με κομμάτια πάγου σε ποτάμι. Κουνήθηκε όλο το κτίριο. Δεν ξέρω τι συμβαίνει εκεί έξω. Αλλά αναρωτιέμαι αν θα επιζήσουμε τελικά. Εντάξει, ξέρω βέβαια τι συμβαίνει. Φυσικά πρόκειται για βόμβες. Οι βόμβες των απελευθερωτών σκοτώνουν τους έγκλειστους. Τολμά κανείς να κάνει λόγο για ειρωνεία; Ναι, τολμά. Πρέπει να τολμά. Πώς θα μπορούσε αλλιώς ν’ ανασαίνει; Η τελευταία αναπνοή θα πρέπει να παρθεί μέσα από ένα φίλτρο χιούμορ. Λέω όποιο ανέκδοτο στα γίντις μού περνάει από το μυαλό. Δεν είναι και τόσο πολλά. Ποτέ μου δεν τα είχα καταφέρει καλά ως θρήσκο άτομο. Είχα μεγάλο σεβασμό για την ψυχή. Περπατούν εκεί πέρα στον διάδρομο, τους βλέπω μέσα από το παραθυράκι του κελιού, περιφέρονται σαν χαμένες ψυχές μέσα από μια ύπαρξη που έχει ήδη τελειώσει. Αναρωτιούνται γιατί ξέμειναν στον όχτο του ποταμού του θανάτου. Κλυδωνίζονται στον ποταμό του θανάτου σαν μεθυσμένα καράβια. Οι επίδεσμοι λάμπουν σαν φανάρια πάνω στα αδειασμένα κεφάλια. Ναι, δεν μπορώ ν’ αγγίξω αυτή τη μοίρα που με περιμένει. Δεν γίνεται. Είναι μακριά απ’ όλα. Δεν θα έπρεπε να νιώθω τρόμο. Είναι ένα σημάδι ζωής. Και δεν έχω το δικαίωμα να δίνω σημάδια ζωής. Δεν έχω δίκιο. Η βροχή. Το απόγευμα που πνίγηκε στο γκρίζο. Κι εκείνοι μεταφέρονται μακριά για να εκτελεστούν. Όχι. Από την άλλη μεριά. Αφήστε με να σας πω για τον χρόνο… Όχι. Όχι αυτή τη φορά. Μίλα καθαρά. Στέκεσαι στο κατώφλι του θανάτου, άνθρωπε. Μίλα καθαρά. Η γυναίκα σου και ο γιος σου μεταφέρθηκαν μακριά για να εκτελεστούν. Τους είδες να χάνονται πέρα στη γωνία. Θα τους πήγαιναν στον τόπο εκτέλεσης του στρατοπέδου και θα τους τουφέκιζαν. Θα τους σκότωναν. Η Μάγκντα είχε κλέψει φαγητό από τους στρατώνες για τον Φραντς που λιμοκτονούσε. Γι’ αυτό σκότωσαν τη γυναίκα μου. Και τον
γιο μας επίσης, ως παράδειγμα προς αποφυγή. Κι εγώ κατέληξα εδώ. Αλλά ήμουν ήδη στην κόλαση.
18 Φεβρουαρίου 1945 Νομίζεις ότι δεν θα μπορέσεις να σηκώσεις ξανά την πένα. Πιστεύεις ότι έγραψες όλα εκείνα που μπορούσες να γράψεις. Ποιος ο λόγος λοιπόν να συνεχίσεις; Κι όμως το κάνεις. Διότι πάντα θα υπάρχει μια καινούργια μέρα. Οι βόμβες πέφτουν με αυξανόμενη ένταση. Είδα με τα μάτια μου τον χρόνο να τρέμει. Θα περιγράψω τον χρόνο. Αλλά νομίζω ότι το έκανα ήδη. Ο χρόνος αποτελείται από δύο πράγματα: ένα ρολόι κι ένα καμπαναριό. Το καμπαναριό υπάρχει για να δουλεύει το ρολόι. Το ρολόι υπάρχει για να γεμίζει τον πύργο. Το ρολόι είναι η ψυχή μας και το καμπαναριό το κορμί μας. Αν και είμαστε εδώ για να αποδείξουμε ότι το ρολόι είναι ύλη. Ότι το ρολόι είναι απλώς ο μηχανισμός που σπρώχνει τους δείκτες μπροστά. Η ίδια κίνηση ανά τους αιώνες. Ή μέχρι να πέσει το καμπαναριό. Και εγώ το είδα να τρέμει. Μια βόμβα παρά λίγο να το ρίξει. Μια βόμβα παρά λίγο να ρίξει τον χρόνο. Αφήστε με να σας περιγράψω τον χρόνο. Ο χρόνος έχει μια λευκή βάση. Η λευκή βάση είναι ίσως τετράγωνη. Μετά ακολουθεί το μαύρο. Το μαύρο αποτελείται από τρία κομμάτια. Το κάτω μαύρο κομμάτι είναι εξαγωνικό. Σε τρεις από τις έξι επιφάνειες, ανά δεύτερη, υπάρχουν δύο παράθυρα το ένα πάνω από το άλλο. Το κάτω είναι λίγο μεγαλύτερο από το πάνω. Και λίγο παραπάνω από το πάνω παράθυρο αρχίζει το επόμενο κομμάτι, το μεσαίο. Είναι εξίσου μαύρο και μοιάζει με μικρό θολωτό καπάκι. Εκεί βρίσκεται το ρολόι. Τέλος, έχουμε την κορυφή. Είναι κι αυτή μαύρη και φαίνεται πολύ αιχμηρή. Είμαι Εβραίος. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι εκκλησίες πρέπει να απολήγουν σε τέτοιες αιχμές. Οι συναγωγές δεν είναι έτσι. Πάντα είχα την εντύπωση ότι έμοιαζαν με στήθη. Με μητρικά στήθη. Γιατί περιγράφω τόσο λεπτομερώς τον χρόνο; Διότι σύντομα δεν θα υπάρχει πια. Διότι η επόμενη βόμβα θα τον ρίξει. Διότι τρέμει ήδη ακόμα και μ’ έναν ασθενικό άνεμο. Διότι ο χρόνος είναι έτοιμος να πεθάνει.
19 Φεβρουαρίου 1945 Ο Έρβιν είναι νεκρός. Ήταν μια ευγενική ψυχή. Μου το είπε ένας από τους τρεις αξιωματικούς. Ο φιλικότερος από αυτούς. Είναι λιγότερο Γερμανός από μένα και κατάξανθος. Και φαίνεται πολύ λυπημένος. Σκοτώνει με τη λύπη στα μάτια. Όχι όμως και οι άλλοι δύο. Ο ένας σκοτώνει από ενδιαφέρον. Δεν είναι σκληρός, ψυχρός είναι. Περιεργάζεται, παρακολουθεί, κρατάει ημερολόγιο. Αλλά εκείνος που έχει ένα εκ γενετής σημάδι στον λαιμό, που είναι σαν ρόμβος, είναι ανελέητος. Εκείνος θέλει
να σκοτώνει. Έχω ξαναδεί αυτό το βλέμμα. Θέλει να βλέπει τον άλλο να υποφέρει. Μετά τον σκοτώνει. Και μόνο τότε μένει ικανοποιημένος. Ονόματα δεν γνωρίζω. Δεν λένε ποτέ ονόματα. Πρόκειται για τρεις ανώνυμους δολοφόνους. Αλλά δεν είναι ίδιοι. Ούτε οι δολοφόνοι δεν είναι ίδιοι. Ο Έρβιν πέθανε από τον πόνο. Δεν ζει πια μέσα μου. Τον ένιωσα να πεθαίνει εκεί μέσα, και τότε ένιωσα και τον εαυτό μου να πεθαίνει. Αύριο, αν υπάρχει ακόμη χρόνος, θα σας πω πότε πέθανα.
20 Φεβρουαρίου 1945 Η φωνή της μου μιλάει κάθε βράδυ. Και λέει πάντα τα ίδια λόγια: «Γιατί θέλεις να περιμένεις τον θάνατο; Σκέψου τουλάχιστον τον Φραντς». Νόμιζα ότι σκεφτόμουν τον Φραντς. Είναι η μοναδική μου άμυνα. Μέχρι τον αφαλό με έφτανε. Μπορούσαμε να μιλάμε. Τον ρωτούσα: «Θέλεις να το σκάσουμε, Φραντς; Αλλά πρέπει να τα αφήσουμε όλα». Εκείνος έλεγε: «Όχι». Κι εγώ άκουγα. Φυσικά ψεύδομαι. Είναι παθητικό να συζητάς με το ένα πόδι στον τάφο. Δεν ξέρω γιατί το έγραψα. Γιατί το έγραψα αυτό, Θεέ; Όχι. Δεν απαντάς. Ο Φραντς είπε αυτό που ήθελα να πει. Έκανα έτσι την ερώτηση ώστε να απαντήσει μόνον αρνητικά. Πώς θα μπορούσε να είχε απαντήσει κάτι άλλο; Εγώ ήμουν που ήθελα να μείνω. Δεν μπορούσα να αφήσω το Βερολίνο. Ήταν η πόλη μου, η χώρα μου, η ζωή μου. Κι έτσι τους απαρνήθηκα. Τότε ήταν που πέθανα. Είχα υποσχεθεί να τα αφηγηθώ σήμερα. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου. Πήραν τη Μάγκντα και τον Φραντς για να τους τουφεκίσουν. Έπιασαν τη Μάγκντα όταν έκλεβε ψωμί από τους στρατώνες. Τους σκότωσαν. Κι εγώ δεν κούνησα ούτε το δαχτυλάκι μου. Γιατί θα με σκότωναν κι εμένα τότε. Δεν καταλαβαίνω τι ήταν αυτό το παράξενο ένστικτο για την επιβίωση. Ήξερα ήδη από τότε πως είχα πεθάνει. Γιατί όμως επέλεξα έναν μακροχρόνιο, παρατεταμένο και βασανιστικό θάνατο αντί να πεθάνω συμφιλιωμένος με την οικογένειά μου, μαζί τους; Τώρα ο χρόνος καταρρέει. Τώρα, μπροστά στα μάτια μου. Ακριβώς τη στιγμή που γράφω. Το μαύρο καμπαναριό με το παλιό ρολόι ακριβείας, με την χτιστή πέτρα που στεκόταν για αιώνες τώρα καταρρέει. Τα παράθυρα της εκκλησίας κροταλίζουν εύθραυστα από τον βρόντο των βομβών και, πλαισιωμένο από τον σταχτή καπνό που παραπέμπει σε Ημέρα Κρίσεως, ένα πολύχρωμο σύννεφο από σπασμένα γυαλιά ανηφορίζει στα ουράνια. Θα μπορούσε να ήταν όμορφο.
21 Φεβρουαρίου 1945
Το όνομά μου είναι πρώτο στη λίστα. Ο χρόνος έχει πέσει. Τον είδα άλλωστε να πέφτει. Ο φιλικότερος από τους τρεις αξιωματικούς ήρθε μέσα και μου το ανακοίνωσε. Είχα στη διάθεσή μου μία ώρα να προετοιμαστώ. Σύντομα θα μπει και στον δικό μου κρόταφο ο μικρός επίδεσμος. Κάποιος θα με κοιτάζει από το παράθυρο του κελιού και θα σκέφτεται πως λάμπω σαν πλευρικό φανάρι. Δεν ξέρω τι να πω. Σύντομα θα έρθει να με συναντήσει ο πόνος με μια δύναμη που δεν είχα ονειρευτεί. Είναι το τίμημα για την προδοσία μου.
Είκοσι οκτώ
αναγκασμένος να το παραδεχτεί. Ήδη λάτρευε ετούτη εδώ την υπόθεση. Είχαν Ή ταν περάσει κάνα δύο μέρες και οι πληροφορίες έρχονταν συνεχώς τόσο από το Μιλάνο όσο και από τη Στοκχόλμη. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι αυτή εδώ η υπόθεση δεν ήταν από τις πολύ συνηθισμένες υποθέσεις. Αλλά ούτε και ο αρχιεπιθεωρητής Ίταλο Μαρκόνι ήταν συνηθισμένος τύπος. Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει. «Ένας πολύ καλός φίλος;» είπε και κάρφωσε με το βλέμμα του τον άντρα από την άλλη πλευρά του γραφείου. Ο άντρας από την άλλη πλευρά του γραφείου είπε: «Αυτά ήταν τα λόγια του. Και φρόντισε να το τονίσει μάλιστα». Ο Μαρκόνι κούνησε για λίγο το κεφάλι του. Τα μουστάκια του κουνήθηκαν σαν λυγαριά που τη φυσάει η θαλασσινή αύρα. «Σινιόρ Σάντεστατ» είπε τελικά. «Πιστεύετε, δηλαδή, ότι εγώ είμαι ο πολύ καλός φίλος του Μάρκο ντι Σπινέλι;» «Όχι, καθόλου» είπε ο Σέντερστεντ. «Αλλά ήθελε να το πιστέψω. Γιατί;» «Επειδή πιο παλιά είχε καταφέρει να με στρέψει εναντίον ενός άλλου αστυνομικού» είπε ο Μαρκόνι με θλίψη στη φωνή. «Εγώ τότε κατηγόρησα τον αστυνομικό για πουλημένο. Έκανα λάθος. Μόνον όταν αυτοκτόνησε αποδείχτηκε ότι δεν ήταν πουλημένος». «Του αρέσει να παίζει με την αστυνομία» είπε γνέφοντας ο Σέντερστεντ και προσπάθησε να σκεφτεί τον εαυτό του σε μια ανάλογη κατάσταση. Ο Άρτο Σέντερστεντ κατηγορεί τον Πολ Γελμ για πουλημένο. Ο Γελμ αυτοκτονεί. Ο Άρτο Σέντερστεντ ανακαλύπτει ότι ο Πολ Γελμ είναι αθώος. Δεν του έβγαινε. Η κατάσταση ήταν τόσο τρομακτικά διαφορετική. Και ήλπιζε να παραμείνει τέτοια. «Λυπάμαι. Ειλικρινά» είπε και του φάνηκε κάπως αξιολύπητη η δήλωσή του. «Κι εγώ» είπε ο Μαρκόνι και ίσιωσε το κορμί του. «Δηλαδή μ’ εμένα δεν θέλει να παίξει άλλο;» είπε ο Σέντερστεντ. «Δεν φαίνεται να θέλει να παίξει. Αρνείται να σας συναντήσει. Εξάλλου, τι είναι αυτό που θέλετε να πετύχετε με μια νέα συνάντηση;» «Θα ήθελα να τον πιέσω λίγο ακόμα». «Δεν πιέζεις τον Μάρκο ντι Σπινέλι». «Ναι, τον πιέζεις» είπε ο Σέντερστεντ. «Αλλά δεν πρέπει να προσέξει ότι τον πιέζεις».
«Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος τι πιστεύετε ότι επιτύχατε την τελευταία φορά. Μήπως γνώριζε αυτόν τον ηλικιωμένο Εβραίο, τον Λέοναρντ Σέινκμαν;» «Είμαι πολύ σίγουρος ότι τον συνάντησε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σίγουρα δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη για το τι έκανε τότε;» «Διαβάσατε και ο ίδιος τον φάκελό του. Η ζωή του είναι καλά τεκμηριωμένη. Εκτός από την περίοδο του πολέμου. Δεν ήταν ποτέ μέλος του φασιστικού κόμματος. Όλως παραδόξως. Είναι ένας αυτοδημιούργητος άντρας από τις φτωχογειτονιές του Μιλάνου. Διακρίθηκε σ’ ένα μοναστηριακό σχολείο και τον ανέλαβε ένας καθολικός ιερέας που τον βοήθησε να κάνει ανώτερες σπουδές. Έγινε τραπεζικός πολύ νωρίς στη ζωή του, και αμέσως μετά τον πόλεμο ανέλαβε μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της πόλης. Τώρα το πότε ακριβώς και με ποιον τρόπο αυτή η –αρχικά– τόσο αξιοσέβαστη τράπεζα άρχισε να χρησιμοποιείται για εγκληματικές δραστηριότητες παραμένει αναπόδεικτο. Ψάχνουμε αποδείξεις. Αλλά δεν βρίσκουμε αποδείξεις. Και είμαστε πολύ εκνευρισμένοι που δεν μπορούμε να βρούμε αποδείξεις». Ο Άρτο Σέντερστεντ κούνησε αργά το κεφάλι. Μετά είπε: «Θα πήγαινε στη Νέα Υόρκη;» «Όχι» είπε ο Μαρκόνι. «Τώρα δεν εγκαταλείπει ποτέ το παλάτσο του. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που βγήκε από εκεί μέσα». «Κάτι τέτοιο κατάλαβα κι εγώ» είπε ο Σέντερστεντ. Συλλογίστηκε για λίγο. Μετά συνέχισε: «Θα ήθελα να έχω ένα σχέδιο του Παλάτσο Ριγκουάρντο». Ο Ίταλο Μαρκόνι τον κοίταξε καχύποπτα. «Θα θέλατε ένα σχέδιο του Παλάτσο Ριγκουάρντο;» «Ναι, σας παρακαλώ». «Είναι πιθανόν να μπορείτε να πιέσετε τον Ντι Σπινέλι δίχως να το αντιληφθεί» είπε ο Μαρκόνι. «Αλλά εμένα δεν με ξεγελάτε δίχως να το αντιληφθώ. Σκέφτεστε να κάνετε κάποια μπαγαμποντιά που θα θέσει σε κίνδυνο όλη την έρευνά μου;» «Με τίποτα» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ και ένιωσε αμέσως ύποπτος – αλλά κάτι τέτοια τα ένιωθε συχνά. «Και τι σκέφτεστε τότε, για όνομα του Θεού, να κάνετε μ’ ένα σχέδιο του παλάτσο του Μάρκο ντι Σπινέλι;» είπε ξεσπώντας ο αρχιεπιθεωρητής, που συνήθως δεν έχανε την αυτοκυριαρχία του. Το μουστάκι του κινούνταν σαν στροφείο ελικοπτέρου. Σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε στο παράθυρο. Εκεί πέρα φάνηκε να ηρεμεί. Με την πλάτη γυρισμένη στον συνάδελφό του από τη Γιουροπόλ, συνέχισε δύσθυμος: «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σκέφτεστε να κάνετε, Σάντεστατ, κι αυτό με ενοχλεί. Φοβάμαι πολύ πως θα δω δουλειά πολλών ετών να πηγαίνει χαμένη λόγω των δικών σας λαθών. Τι κερδίσατε που πήγατε και αποκαλύψατε στον Ντι Σπινέλι απόρρητες πληροφορίες;» «Έχω ήδη προσπαθήσει να το εξηγήσω αυτό» έκανε υπομονετικά ο Σέντερστεντ. «Τα γνωρίζει ήδη όλα. Δεν του αποκάλυψα τίποτα καινούργιο. Ξέρουμε ότι τα ξέρει και του λέμε ακριβώς ότι ξέρουμε ότι τα ξέρει. Ότι άγνωστοι δολοφόνοι πέταξαν το πρωτοπαλίκαρο της οργάνωσης των Αδηφάγων στους αδηφάγους. Ότι το πρωτοπαλίκαρο είχε πάει να ξεκινήσει στη Στοκχόλμη μια δραστηριότητα με πορνεία για λογαριασμό των Αδηφάγων. Ότι αυτές οι πόρνες κατόπιν εξαφανίστηκαν. Όλα αυτά τα ξέρει πολύ καλά.
Και ήδη έχει εξαπολύσει κυνηγητό εναντίον τους. Καλό είναι να ξέρει ότι τα ξέρουμε κι εμείς αυτά». «Και πιστεύετε ότι δεν τα καταλαβαίνει όλα αυτά;» είπε ο Μαρκόνι και γύρισε προς το μέρος του, δείχνοντας τώρα κάποιο ενδιαφέρον. «Και βέβαια τα καταλαβαίνει» είπε ο Σέντερστεντ. «Κι αυτό τον κάνει να αισθάνεται ικανοποιημένος. Πιστεύω ότι μόλις τώρα κατάλαβε ότι ένιωσε ικανοποιημένος κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. Γι’ αυτό δεν θέλει να με ξανασυναντήσει. Τον έκανα να αισθανθεί ικανοποιημένος. Τώρα μετανιώνει γι’ αυτό. Κι αυτή η ανασφάλεια είναι καλή, πιστεύω». «Εμένα μου φαίνεται πως παίζετε το παιχνίδι του» είπε ο Μαρκόνι και κάθισε κάτω απότομα. «Καλό είναι να φαίνεται έτσι» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ και πήρε ένα χαζό ύφος. Ο Μαρκόνι περιεργάστηκε την έκφραση του συνομιλητή του και τη βρήκε πολύ επίπλαστη. Έγνεψε και χαμογέλασε. «Και γι’ αυτό χρειάζεστε ένα σχέδιο του παλάτσο του; Απολύτως λογικό». Ο Άρτο Σέντερστεντ χαμογέλασε κι αυτός. «Ακριβώς» είπε. «Λογικότατο, θα έλεγα πιο σωστά». Ο Μαρκόνι συνέχισε να γνέφει: «Πιστεύετε δηλαδή…» «Ναι, ότι κινδυνεύει». «Ότι κινδυνεύει ο Μάρκο ντι Σπινέλι; Έχετε ιδέα τι εξαιρετικό σύστημα ασφαλείας έχει εκείνο το παλάτι; Ξέρετε πόσους σωματοφύλακες έχει; Το να μπεις εκεί μέσα είναι σαν να μπαίνεις στο Φορτ Νοξ». «Ξέρετε καλά ότι συμφωνείτε μαζί μου, κύριε αρχιεπιθεωρητά» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ. «Θα τον κυνηγήσουν». «Ποιοι θα τον κυνηγήσουν;» ρώτησε ο Ίταλο Μαρκόνι, δίχως στην πραγματικότητα να κάνει ερώτηση. Και η απάντηση του Άρτο Σέντερστεντ δεν ήταν απάντηση στην πραγματικότητα: «Οι Ερινύες» είπε.
Είκοσι εννέα
Παρασκευή 12 Μαΐου. Ο χρόνος είχε γίνει πιο δυσκίνητος. Μάλλον θα υπήρχε Ή ταν δυνατότητα για ρεπό το Σαββατοκύριακο. Ο χρόνος ήταν μπελαλίδικος. Δεν συμπεριφερόταν όπως συνήθως. Προφανώς είχε εξαρθρωθεί. Ο Πολ Γελμ υποψιαζόταν πως αυτό συνέβαινε επειδή είχε μπει χαλίκι στον μηχανισμό. Όταν είναι ξεκάθαρο το προοίμιο μιας αλληλουχίας γεγονότων, ο χρόνος κυλάει ως συνήθως. Όταν το παρελθόν είναι εντάξει, όταν οι συγκρούσεις και οι αδικίες ανακαλύπτονται και αποκαλύπτονται, όταν οι πληγές στον χρόνο έχουν επουλωθεί, τότε προβλέπεται ένας κάποιος βαθμός συμφιλίωσης, τότε μπορεί ο χρόνος να κινηθεί ικανοποιητικά γραμμικά. Αλλά, όταν το παρελθόν είναι, τρόπον τινά, ψευδές, επίπλαστο, τότε σαπίζει της ιστορίας ο ρους, τότε κολλάνε σκουπιδάκια στο μάτι της ιστορίας, τότε μπαίνουν χαλίκια στον μηχανισμό του χρόνου, και τότε ο χρόνος συμπεριφέρεται παράξενα. Ήταν, εν πάση περιπτώσει, μια θεωρία. Ο χρόνος είχε εξαρθρωθεί. Και ποιος ήταν, τελικά, ο Πολ Γελμ που θα τον έστριβε για να τον φέρει ξανά στα σωστά του; Επιπλέον, κάτι τέτοιο θα πονούσε πολύ. Χαλεπούς καιρούς τούς έλεγαν παλιά. Τότε αποταμίευαν και καταχώνιαζαν, οχυρώνονταν και δεν άφηναν κανέναν κερατά να περάσει τη γέφυρα. Και ήλπιζαν ότι τα παιδιά θα γεννιόνταν με ένα κεφάλι αντί για δύο. Και δεν καταλάβαιναν ποτέ ότι γι’ αυτό τα παιδιά έβγαιναν, ενίοτε, με δύο κεφάλια αντί για ένα. Ακριβώς επειδή δεν άφηναν κανέναν κερατά να περάσει τη γέφυρα. «Ξύπνα τώρα». Τώρα ο χρόνος καταρρέει. Τώρα, μπροστά στα μάτια μου. Ακριβώς τη στιγμή που γράφω. Τα λόγια του Λέοναρντ Σέινκμαν είχαν μπήξει βαθιά τα νύχια τους στον Πολ Γελμ. Είχε σκοπίμως αποφύγει να επιστρέψει στο ημερολόγιο. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να το διαβάσει με νηφάλιο, καθάριο και αναλυτικό βλέμμα – και αυτό ήταν που απαιτούνταν. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να επιστρέψει ξανά σε αυτόν. Ήταν γεγονός ότι τον κατέτρεχαν συνεχώς σκόρπιες φράσεις του Σέινκμαν. Αλλά μόνο σκόρπιες φράσεις. Η ολότητα ήταν ακόμη άπιαστη. «Ξύπνα λοιπόν!» Η μοίρα του Λέοναρντ Σέινκμαν… Πρώτα πείθει την οικογένειά του να μείνει στη Γερμανία, αντί να φύγει. Μετά τους
βλέπει να τους παίρνουν μακριά του για να τους τουφεκίσουν – και δεν λέει κουβέντα. Και ο ίδιος καταλήγει σε ένα στρατόπεδο, όπου αναγκαστικά περιμένει τον δικό του επώδυνο θάνατο, τον οποίο βλέπει, κυριολεκτικά, να τον πλησιάζει συνεχώς. Σε αυτή την κατάσταση βρίσκεται όταν γράφει. Και σε αυτή την κατάσταση είναι ακόμη όταν απελευθερώνεται. Σε αυτή την κατάσταση φτάνει στη Σουηδία. Δεν είναι παράξενο που έχει την ανάγκη να γυρίσει σελίδα στο βιβλίο της ζωής, όπως το έθεσε ο υιός Χάραλντ όταν μίλησαν στο σπίτι της οδού Σπίνου. Ο νεοφερμένος Λέοναρντ Σέινκμαν πρέπει να διαγράψει το παρελθόν. Πρέπει να το εξαφανίσει με αυθυποβολή. Και γίνεται ερευνητής. Μαθαίνει να καταλαβαίνει πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος. Επιδίδεται σκοπίμως σε πνευματικά γυμνάσματα. Και καταφέρνει να γυρίσει σελίδα. Η σελίδα στην οποία ξεκινάει να γράφει την καινούργια του ζωή είναι εντελώς άδεια. Ίσως να διακρίνει πού και πού ένα αόριστο, ασαφές, ανάποδο κείμενο στο χαρτί. «Ξύπνα πια, που να πάρει ο διάβολος!» «Τι;» έκανε ο Πολ Γελμ. Ένα ολόκληρο Αρχηγείο τον κοιτούσε. Και ήταν πολλά μάτια. Μέτρησε μέχρι το δώδεκα πριν ξυπνήσει για τα καλά. «Ωχ!» έκανε. «Νομίζω ότι εξαφανίστηκα σε μια τρύπα του χρόνου». «Αυτό αποτελεί όντως μάστιγα τούτες τις στιγμές» είπε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν με απολύτως ουδέτερο ύφος. Ο Γελμ κοίταξε έναν σωρό πάνω στο γραφείο του Χουλτίν. Ο Τσάβες στεκόταν δίπλα στον σωρό. Και ο σωρός ήταν αρκετά πολύχρωμος, αλλά τα επικρατέστερα χρώματα ήταν το κόκκινο και το μοβ. «Οι μέχρι στιγμής συνεισφορές από την Ευρώπη» είπε ο Χόρχε Τσάβες. «Το σαράντα τοις εκατό αυτών των κομματιών σκοινιού δεν είναι καν κόκκινα και μοβ. Μερικοί κατασκευαστές στέλνουν ολόκληρους τόμους με δείγματα. Από μια τσέχικη εταιρεία παραλάβαμε σκοινί πάχους ενός εκατοστού που χρησιμοποιείται για την πρόσδεση πετρελαιοφόρων. Ήταν άσπρο και φτιαγμένο από κάνναβη και τα ταχυδρομικά τέλη έφτασαν τις οχτακόσιες κορόνες». «Ειδικά κατασκευασμένο για τις τσέχικες ακτές» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ. Τον κοίταξαν όλοι. «Δεν υπάρχουν» διευκρίνισε εκείνος. Ο Τσάβες καθάρισε τον λαιμό του κάπως σαστισμένος. Μετά συνέχισε: «Τρία δείγματα μοιάζουν να κάνουν. Οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού εξετάζουν τη χημική τους σύνθεση, για να δουν αν πρόκειται για το δικό μας είδος σκοινιού». Μετά μάζεψε τα δείγματα, τα έριξε μέσα σε μια τσάντα του χόκεϊ και επέστρεψε στη θέση του. «Υποδειγματικά σύντομος» είπε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν και ξεσκόνισε την καθέδρα του από ανύπαρκτη σκόνη. Ο Γελμ κοίταξε το ρολόι. Τα πόδια του κρέμονταν ακόμη στην τρύπα του χρόνου. Ήταν τρεις. Τρεις και απόγευμα Παρασκευής. Σαββατοκύριακο σύντομα. Τότε θα προσπαθούσε να επιστρέψει στο ημερολόγιο. «Μήπως θα μπορούσες να μας πεις κάνα δυο λόγια, Πολ;» έκανε ο Χουλτίν με μια ηπιότητα που μάλλον δυσοίωνη ήταν. Ο Γελμ προσπάθησε να συμμορφωθεί: «Ξέρετε ήδη τον Χένρι Μπλουμ, γνωστό και ως Όλι Πέλτονεν. Εγώ και ο Γκούναρ
δουλέψαμε, όπως είναι γνωστό, με το Φριχάμνεν για κάμποσο καιρό. Εκεί που ήταν, δηλαδή, το “μαύρο” ταξί του Πέλτονεν που πήρε τον φίλο μας τον χωρίς μύτη, μετά τις εφτά το βράδυ στις 7 Σεπτεμβρίου 1981. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρούμε τα παλιά αρχεία του λιμανιού. Εν πάση περιπτώσει, τα βρήκαμε. Εκείνη την ημέρα είχε αφιχθεί μεγάλος αριθμός πλοίων. Αν τώρα δεχτούμε ότι ο Πέλτονεν είχε δίκιο στο ότι το δρομολόγιο έγινε λίγο μετά τις εφτά το απόγευμα, μειώνεται ελαφρώς ο αριθμός των αφίξεων. Ίσως μπορούμε να υποθέσουμε πως ο άντρας χωρίς μύτη –ο γνωστός πλέον Στάιφ του Νότιου κοιμητηρίου– δεν στεκόταν κι έκανε ηλιοθεραπεία όλη τη μέρα κάτω στο Φριχάμνεν, αλλά ξεκίνησε σχεδόν αμέσως να πάει στον τελικό του προορισμό. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν τρία πλοία που μας ενδιαφέρουν. Γκούναρ;» Ο Γκούναρ Νιμπέργ είχε κρατήσει ένα πολύ χαμηλό προφίλ ύστερα από την αντιπαράθεση με τους σκίνχεντ στην Οκερσμπέργια. Αλλά αυτό ελάχιστη σχέση είχε με τους σκίνχεντ. Είχε όμως μεγάλη σχέση με μια υφηγήτρια σλαβικών γλωσσών. Καθόταν και αναρωτιόταν απλώς τι ήταν εκείνα τα παράξενα συναισθήματα που διέτρεχαν το τεράστιο σώμα του. Ήταν όντως έρωτας; Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός και –αν ήθελε να είναι ειλικρινής– ούτε κι αυτός ήξερε καλά καλά αν είχε νιώσει ποτέ αγάπη στη ζωή του. Ίσως για τα παιδιά του, βέβαια, τα τελευταία χρόνια, όταν ήταν ήδη ενήλικα, αλλά πριν; Ήταν, άραγε, ποτέ ερωτευμένος με την κακόμοιρη την Γκουνίλα; Καυλωμένος; Ναι. Ερωτευμένος; Όχι. Ενδεχομένως να ήταν τώρα πραγματικά ερωτευμένος με την υφηγήτρια Λουντμίλα Λούντκβιστ. Είχαν πάει σ’ ένα μικρό ρώσικο εστιατόριο στην Ντροτνινγκάταν. Ο Γκούναρ είχε φάει για πρώτη φορά στη ζωή του μπορς και ψητό αρκούδας. Πιθανόν να είχε πιει και κάνα σφηνάκι βότκα. Μετά πήγαν στο σπίτι της, στη Λουντμακαργκάταν· τους φάνηκε εντελώς αυτονόητο. Πέρασαν μια υπέροχη νύχτα. Έπειτα ο Γκούναρ δεν θυμόταν καθόλου αν είχαν «κάνει σεξ», όπως το εξέφραζαν πολύ κομψά σήμερα. Όλα ήταν πια ένα συναίσθημα, αισθήματα που σάρωναν το τεράστιο σώμα του. Μετά συναντήθηκαν άλλη μια φορά, στο σπίτι του. Και τότε ήταν απολύτως σίγουρος ότι είχαν «κάνει σεξ». Και ήταν οπωσδήποτε μια θεϊκή εμπειρία. Εκείνη είχε καθίσει στον εξώστη της εκκλησίας στη Νάκα κι άκουσε την πρόβα της εκκλησιαστικής χορωδίας. Ο μαέστρος είπε, όταν τελείωσαν την πρόβα, ότι εκείνη την ημέρα η μπάσα φωνή είχε μια ασυνήθιστη καθαρότητα και διαύγεια. Μετά πήγαν στο σπίτι και έκαναν έρωτα. Με ασυνήθιστη καθαρότητα και διαύγεια. Όχι, δεν είχαν «κάνει σεξ». Είχαν κάνει έρωτα. Τώρα ο Γκούναρ Νιμπέργ μίλησε ασυνήθιστα καθαρά: «Τα τρία εν λόγω πλοία στο Φριχάμνεν εκείνο το βράδυ ήταν: το γαλλικό μότορσιπ Μαρί Κιουρί που έφτασε με ετερογενές φορτίο από τη Χάβρη στις 16.15΄, το σοβιετικό μότορσιπ Κοσμοπολίτ που αφίχθη με ετερογενές φορτίο από την Οδησσό στις 18.25΄, και το γερμανικό μότορσιπ Μερτσέντες, που έφτασε μ’ ένα φορτίο αυτοκινήτων από το Κίελο στις 19.35΄. Τώρα προσπαθούμε να εντοπίσουμε αυτά τα πλοία, έπειτα από είκοσι χρόνια και έναν χάρτη της Ευρώπης που έχει αλλάξει. Δεν φαίνεται εύκολη δουλειά. Μπορούμε ίσως να πούμε ότι τόσο ο χρόνος όσο και ο τόπος δείχνουν προς το Κοσμοπολίτ». «Από την Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης» είπε ο Πολ Γελμ. «Σήμερα Οδησσό της Ουκρανίας» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ. Έπεσε σιωπή για λίγο. Ένα σύστημα συντεταγμένων που έμοιαζε με μεγάλο συν εμφανίστηκε σε μερικούς αμφιβληστροειδείς. Ένα τεταρτημόριο που κρεμόταν ανεξάρτητο απορροφήθηκε από τους τρεις άλλους αμφιβληστροειδείς.
«Ώρα για υποθέσεις» είπε ο Πολ Γελμ. «Αν ο “Στάιφ χωρίς μύτη” έρχεται από την Ουκρανία και πάει στον Λέοναρντ Σέινκμαν, έχουμε τη σχέση που αναζητούσαμε. Είναι, βέβαια, ακόμη πολύ ασαφής, αλλά στην περίπτωση αυτή έχουμε μια πιθανή σύνδεση ανάμεσα στις ουκρανόφωνες Ερινύες μας και στον επίτιμο καθηγητή μας. Και σίγουρα γίνεται πιο ενδιαφέρουσα από το γεγονός ότι ο Στάιφ δολοφονείται την ίδια μέρα που επισκέπτεται τον Σέινκμαν και τον βρίσκουν στη μικρή λίμνη Στρόλχουεν στην Έλτα, η οποία βρίσκεται ακριβώς στα βορειοδυτικά του Τιρεσέ. Και επίσης ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο Σέινκμαν, δεκαεννιά χρόνια αργότερα, πάει ως προσκυνητής στον τάφο του Στάιφ και εκεί, πάνω από αυτόν, συναντά τον θάνατο». «Ναι, ακούγεται όντως ενδιαφέρον» είπε ο Χουλτίν. «Αλλά τι διάβολο είναι αυτό; Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος που λείπει;» «Ίσως να κάνουμε λάθος κάπου» είπε ο Γελμ. «Έχω μια αόριστη αίσθηση ότι κάπου κάνουμε ένα λογικό λάθος». «Ναι, αλλά οι αόριστες αισθήσεις δεν αποτελούν εργαλεία της δουλειάς μας». «Μην το λες αυτό;» «Έχετε κάτι άλλο;» «Όχι» έκανε ο Γελμ. «Εγώ και ο Γκούναρ θα συνεχίσουμε με τα πλοία. Επόμενο καθήκον είναι ο εντοπισμός του σοβιετικού φορτηγού Κοσμοπολίτ. Επίσης θα ρίξω μια προσεκτικότερη ματιά στο ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν». «Δεν έκανες τίποτα ακόμη; Είναι ακόμη “πολύ δύσκολο”;» «Ναι» είπε ο Πολ Γελμ. Ο Χουλτίν έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και στράφηκε στη Σέρστιν Χολμ: «Σέρστιν;» Εκείνη κοίταξε στον παράλογο σωρό χαρτιών που κρατούσε και είπε: «Συνεχίζω όπως είπαμε με τους απαγχονισμούς στην Ευρώπη. Διαβάζω πολύ προσεκτικά έρευνες σε διάφορες γλώσσες. Δεν μας ήρθαν άλλες έρευνες, και είναι κάπως παρηγορητικό. Αντιθέτως οι πιέσεις μου προς τον Ρόμπινς στο Μάντσεστερ, τον Μέσελι στη Βουδαπέστη, τον Σρέματς στο Μάριμπορ, τον Ρούλαντς στην Αμβέρσα, τον Φον Βαϊστσέκερ στο Βισμπάντεν και τον Γκρόνκι στη Βενετία έδωσαν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Από τις πόλεις αυτές, το Μάριμπορ είναι η μικρότερη. Είναι επίσης και ο απαγχονισμός που προηγήθηκε στη Στοκχόλμη, τον Μάρτιο. Η σλοβενική αστυνομία είναι εκείνη που προσπαθεί περισσότερο να φανεί σαν καλός ευρωπαίος εταίρος, και το Μάριμπορ είναι, όπως είπα, μια πολύ μικρή πόλη. Φαίνεται πως όντως εξαφανίστηκαν αρκετές πόρνες από το Μάριμπορ τον Μάρτιο. Έχουν γίνει κάποιες νύξεις από τον αρχιεπιθεωρητή Γκρόνκι στη Βενετία, αλλά είναι λίγο πιο αβέβαιες. Η Βενετία προηγήθηκε του Μάριμπορ. Εκεί έγινε τον Φεβρουάριο. Ούτε το Βισμπάντεν είναι τόσο μεγάλο, και ο επιθεωρητής Φον Βαϊστσέκερ είναι πολύ σίγουρος: από εκεί δεν εξαφανίστηκαν πόρνες. Ήταν τον Δεκέμβριο. Πιθανόν αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ότι οι Ερινύες μας άρχισαν να προελαύνουν μόλις φέτος. Τώρα έχουν φτάσει στο σημείο εκείνο όπου μπορούν να διευρύνουν τις δυνάμεις τους. Και στην περίπτωση αυτή είδαμε μόνο την αρχή. Επιπλέον, έχω επιτέλους πάρει απάντηση από έναν επιθεωρητή Μπέντσιγκερ στη Βαϊμάρη της Γερμανίας. Ο αρχιεπιθεωρητής…» «Έχουν αλήθεια τέτοιους τίτλους;» ρώτησε ο Βίγκο Νορλάντερ. «Συνηθισμένους και καλούς σουηδικούς τίτλους;» «Φυσικά όχι» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Είναι κατά προσέγγιση μεταφράσεις. Για να
καταλάβεις τίτλους και επετηρίδες προαγωγών και ιεραρχίες σε εθνικές αστυνομικές αρχές, απαιτούνται μεγάλες και λεπτομερείς γνώσεις. Είναι αρκετά δύσκολα ήδη τα πράγματα. Δυσκολεύομαι κι εγώ να καταλάβω τι τίτλο έχω και δεν είμαι καθόλου σίγουρη πώς θα πρέπει να τον μεταφράσω. Μπορώ να συνεχίσω;» «Άσε με να το σκεφτώ» έκανε αστειευόμενος ο Νορλάντερ. «Ναι. Ναι, εντάξει, μπορείς να συνεχίσεις». «Ευχαριστώ. Ο επιθεωρητής Ράντκλιφ από το Δουβλίνο πρότεινε να έρθω σε επαφή μ’ εκείνον τον Μπέντσιγκερ. Απάντησε πριν από καμιά ώρα περίπου. Διαβάζω: “Αγαπητή φροϊλάιν Χολμ. Λυπάμαι ειλικρινά που δεν μπόρεσα να απαντήσω νωρίτερα στο μέιλ σας. Ήμουν σε αποστολή εκτός έδρας. Ο Τζίμι έκανε πολύ καλά που σας παρέπεμψε σ’ εμένα. Ο Τζέιμς Ράντκλιφ, δηλαδή. Σε ένα διεθνές συνέδριο προσφάτως, του ανέφερα ότι έπεσα πάνω σε μια μέθοδο δράσης που θυμίζει πολύ την υπόθεσή σας. Ωστόσο, γνωρίζω πολύ λίγα περί αυτού, μια που δεν πρόκειται για αστυνομική υπόθεση. Από την άποψη αυτή πρέπει να σας παραπέμψω στον πανεπιστημιακό καθηγητή Ερνστ Χέρσελ στο Ινστιτούτο Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Ιένας. Με θερμούς χαιρετισμούς, επιθεωρητής Γιόζεφ Μπέντσιγκερ, Βαϊμάρη”». «Ήρθες σε επαφή με αυτόν τον Χέρσελ;» ρώτησε ο Χουλτίν. «Όχι» είπε η Χολμ. «Κανείς δεν απαντά στο τηλέφωνο. Έστειλα ένα μέιλ». «Ευχαριστώ. Κάτι άλλο;» «Προσώρας όχι». «Τότε μπορούμε να ολοκληρώσουμε την ενημέρωση με μια ταινία, έτσι δεν είναι;» «Μα και βέβαια» είπε χαρωπά ο Βίγκο Νορλάντερ. «Εγώ και η σύζυγός σου, Χόρχε, κάναμε ένα ταξίδι μαζί. Κάτι σαν ταξίδι του μέλιτος. Μοιραστήκαμε μάλιστα και ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Καρλσκρούνα». «Δεν κάναμε τίποτα τέτοιο» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν ήρεμα. «Ίσως όχι» συνέχισε ο Νορλάντερ ατάραχος. «Αλλά την τράβηξα ταινία σε όλες τις πιθανές στάσεις». «Αν δεν σταματήσεις, μπορεί να μη σε καλέσουμε στο πάρτι» είπε ο Τσάβες, σχετικά ατάραχος, καθώς ψαχούλευε τα δείγματα σκοινιών. «Ποιο πάρτι;» «Ωχ» έκανε ο Χόρχε και έφερε την παλάμη στο στόμα του. «Μάλλον δεν είναι καλεσμένος». «Το πάρτι μετακόμισης στο καινούργιο σπίτι» είπε η Σάρα και σηκώθηκε. «Υποθέτω ότι όλοι θα έρθουν. Αύριο το βράδυ στις εφτά. Μη φάτε πριν. Στην Μπιρκαγκάταν της Μπίρκασταν. Και όλοι όσοι θα έρθουν έχουν δώσει ιερό όρκο: να μη βγάλουν ούτε λέξη για την τρέχουσα υπόθεση». «Και γιατί δεν είπατε τίποτα σ’ εμένα;» παραπονέθηκε ο Βίγκο. «Ταξιδέψαμε τόσο πολύ οι δυο μας, Σάρα». «Δεν είσαι καλεσμένος, Βίγκο» είπε ο Χόρχε. «Τόσο απλό είναι. Τους καλέσαμε όλους εκτός από σένα». «Σταμάτα πια» έκανε η Σάρα. «Ξέρεις πολύ καλά ότι είσαι καλεσμένος, Βίγκο. Η Άστριντ απάντησε ήδη θετικά. Θα έρθει και η Σαρλότ. Κατά τα άλλα, όλοι απάντησαν θετικά, νομίζω. Μ’ εσένα τι γίνεται, Γιαν-Ούλοφ; Θα έρθει η σύζυγός σου;» «Βέβαια» είπε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν, που έδειχνε για πρώτη φορά ότι είχε ιδιωτική ζωή. Και πρόσθεσε: «Στίνα τη λένε».
«Και επίσης δεν ξέρουμε πόσοι θα είστε, Βίγκο». «Δύο» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ με μπάσα φωνή, καθαρή και διαυγή. «Θα έρθουν όλοι, δηλαδή;» είπε ο Χόρχε. «Ω, διάολε. Πρέπει να προλάβω την κρατική κάβα και να αγοράσω λίγο περισσότερο Ντούκα». «Τι σόι λατινοαμερικάνικη μαλακία είναι αυτό πάλι;» επέμενε ο Βίγκο. «Είναι ένα ιταλικό κόκκινο κρασί με πολύ σώμα. Ντούκα ντ’ Αραγκόνα 1993. Και σίγουρα δεν είναι μαλακία. Αντιθέτως τελειώνει πάντα πολύ γρήγορα. Μάλλον θα πρέπει να πάω στη Νάκα για να το βρω. Αλλά θα το κάνω ευχαρίστως για χατίρι σας». Ο Χόρχε Τσάβες ήταν, με άλλα λόγια, ένα θαύμα υπομονής. Ο Γελμ τον παρατηρούσε με σκεπτικισμό. Πρέπει να ήταν μια μάσκα αυτό που έβλεπε. Σίγουρα πράγματα. Τόσο απότομα δεν άλλαζε ποτέ κανένας. «Δεν θα έρθουν, όμως, όλοι» είπε για να τον δοκιμάσει. «Ο Άρτο λείπει». «Μην είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό» είπε αινιγματικά ο Χόρχε. «Τι λέτε; Δεν φροντίζουμε να προλάβει ο φίλος μας να πάει να βρει το κρασί του σύντομα;» έκανε ο Χουλτίν. «Ξεκίνα την ταινία, Βίγκο». Το τηλεχειριστήριο στο χέρι του Βίγκο Νορλάντερ έκανε το βίντεο μπροστά στον ασπροπίνακα να ξεκινήσει. Συνοδευόμενη από ένα αργό, πολύ αργό πλάνο σ’ ένα βαρετό λιμάνι, η Σάρα είπε: «Καθώς βλέπετε εικόνες από όλο το λιμάνι της Καρλσκρούνα, μπορώ να ξεκινήσω λέγοντας ότι ο Βίγκο κι εγώ κοιτάξαμε ξανά όλη την επική ταινία της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος για τον πολωνό λαθροθήρα Βόιτσεκ Μπιένεκ. Αποδείχτηκε ότι οι πελάτες ήταν, παρεμπιπτόντως, Γερμανοί, Ιάπωνες και Αμερικανοί. Παρακολουθήσαμε ιδιαίτερα τις εικόνες από το εσωτερικό του φεριμπότ. Εκεί δεν είδαμε καμία από τις μετανάστριες κοπέλες της Σλάγκστα». Μετά τα πλάνα από το λιμάνι της Καρλσκρούνα ακολούθησε μια εκτεταμένη, τρεμάμενη σεκάνς που απεικόνιζε λιθόστρωτα. Ενδιαμέσως φάνηκε ένα καινούργιο ιταλικό δεξί παπούτσι με εμφανείς λεκέδες πάνω του. Στο βάθος ακούστηκε ένα μουρμουρητό: «Μα πού στον διάβολο πήγε εκείνο το λαχανικό;» Ο Βίγκο Νορλάντερ καθάρισε ηχηρά τον λαιμό του. «Αυτό εδώ έπρεπε να είχε κοπεί, Σάρα» είπε μουτρωμένος. «Έτσι νομίζω κι εγώ» ακούστηκε και η ουδέτερη φωνή του Χουλτίν. Στην οθόνη εμφανίστηκε τώρα το λαχανικό. Το κοντοκουρεμένο και χλωριωμένο κεφάλι της Σάρα Σβενχάγκεν βρισκόταν απέναντι από έναν ένστολο με αργασμένο πρόσωπο που καθόταν σε μια στενή καμπίνα με λιγδωμένους θαλάσσιους χάρτες στους τοίχους. Κοίταξε ένα χαρτί και είπε: «Όχι, δεν υπάρχει καμία απολύτως πληροφορία για αυτό εδώ το λεωφορείο ή τους επιβάτες του. Εκτός του ότι παρήγγειλαν τρεις καμπίνες». «Φαίνεται πως υπάρχουν ωστόσο κάποιες πληροφορίες» είπε ενθαρρυντικά το λαχανικό. «Για πόσα άτομα είχε γίνει η κράτηση;» Το αργασμένο πρόσωπο κοίταξε το χαρτί που είχε μπροστά του, όχι δίχως κάποια δυσκολία. «Έντεκα ενήλικες» είπε τελικά. «Ενήλικες;» έκανε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Όχι παιδιά» διευκρίνισε ο άντρας.
Κατόπιν η έκφρασή του πάγωσε, διατηρώντας μια παράξενη γκριμάτσα στις άκρες των χειλιών του. «Ευχαριστώ, Βίγκο» είπε η Σάρα και στράφηκε προς τους παρευρισκομένους στο Αρχηγείο: «Έντεκα ενήλικες σημαίνει άλλα τρία άτομα, εκτός από τα οχτώ δικά μας από τη Σλάγκστα. Δύο από αυτά ξέραμε ήδη ότι υπήρχαν: ένας οδηγός και εκείνη με το κινητό τηλέφωνο, στους οποίους θα επανέλθουμε. Αλλά τώρα αποδεικνύεται ότι ήταν τρεις. Φαίνεται πως αυξάνεται η συνένωση των Ερινύων μας όλο και περισσότερο. Συνεχίζουμε παρακάτω, Βίγκο. Προσέξτε καλά τώρα, έχουμε κάποιες πολύ γρήγορες σεκάνς. Αισθητική τύπου MTV». Ο Νορλάντερ πάτησε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο. Ο άντρας με το αργασμένο πρόσωπο εξαφανίστηκε, μαζί του και η γκριμάτσα. Σύντομη μετάβαση σε μια νεαρή, ασπροντυμένη γυναίκα με σλάβικα χαρακτηριστικά μπροστά από ένα σωρό κουζινικά που κρέμονταν στον τοίχο: «Μόνο γυναίκες, ναι» είπε εκείνη σε πολύ προσεγμένα σουηδικά. «Τρεις καμπίνες. Τρεις στη μία, από τέσσερις στις δύο άλλες. Καμπίνες τετράκλινες. Μπορείς όμως να μιλήσεις στη Βισλάβα. Νομίζω πως αυτή ήταν που εξυπηρετούσε αυτές τις τρεις καμπίνες». Άμεση μετάβαση σε μια ακόμα νεότερη, μελαχρινή κοπέλα με μπικίνι που καθόταν και λιαζόταν στο κατάστρωμα. «Από πού κατάγεσαι, Βισλάβα;» ακούγεται η φωνή της Σάρα εκτός εικόνας. «Είμαι Πολωνέζα» είπε η κοπέλα με το μπικίνι σε καλά σουηδικά. «Τις άκουσες να μιλάνε εκεί μέσα;» «Ναι. Διάφορες γλώσσες. Λίγα ρώσικα, λίγα βουλγάρικα». «Ουκρανικά;» «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα ρώσικα από τα ουκρανικά. Τα βουλγάρικα είναι διαφορετικά, αλλά δεν τα καταλαβαίνω. Ρώσικα ξέρω λίγα». «Άκουσες τι λέγανε μεταξύ τους;» «Όχι, δεν μιλούσαν καθόλου όσο ήμουν παρούσα. Άκουγα τις φωνές τους έξω από τον διάδρομο. Αλλά δεν ξεχώριζα λέξεις. Αλλά εγώ απλώς καθάριζα, η Γιαντβίγκα ήταν που σερβίριζε». Νέα μετάβαση σε άλλη μία νεαρή κοπέλα, πιο ξανθιά, με φανελάκι και τζιν. Ήταν έτοιμη να βγει στη στεριά μαζί μ’ ένα αγόρι με γυαλιά ηλίου, όταν τη σταμάτησαν στη γέφυρα αποβίβασης. Η εικόνα έτρεμε πολύ και ένας λαχανιασμένος ήχος ακουγόταν στο υπόβαθρο όλης της ακόλουθης συνομιλίας: «Είσαι η Γιαντβίγκα;» «Ναι» έκανε η κοπέλα και πισωπάτησε. «Πάρε από εδώ αυτή την κάμερα. Τι κάνεις εδώ, πορνόγερε;» «Είμαστε από τη σουηδική αστυνομία» είπε η Σάρα και της έδειξε την αστυνομική της ταυτότητα. «Κι αυτός εδώ;» είπε η Γιαντβίγκα και έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. «Περίεργο, έτσι δεν είναι;» έκανε με ουδέτερη φωνή η Σάρα. «Πρέπει να ξεφυσάς έτσι;» είπε η Γιαντβίγκα διαμαρτυρόμενη. «Είμαι γέρος άνθρωπος» είπε η λαχανιασμένη φωνή. «Αναγνωρίζεις αυτές εδώ τις γυναίκες;» έκανε η Σάρα.
Η Γιαντβίγκα περιεργάστηκε ένα χαρτί με φωτογραφίες. «Βέβαια» είπε. «Οι περισσότερες ήταν στο πλοίο, ίσως όλες. Έμεναν σε τρεις καμπίνες. Νομίζω ότι έμειναν στις καμπίνες τους σε όλο το ταξίδι. Ποτέ δεν βγήκαν έξω. Τους σερβίρισα βραδινό και πρόγευμα το πρωί». «Η σημαντικότερη είναι αυτή εδώ» είπε η Σάρα και έδειξε μία από τις φωτογραφίες. «Μπορείς να μας πεις κάτι γι’ αυτή;» Η Γιαντβίγκα έξυσε το κεφάλι της και είπε: «Ρωσίδα ήταν, νομίζω. Κάποια ρώσικη διάλεκτο μιλούσε. Αλλά τα ρωσικά μου δεν είναι τόσο καλά». «Δηλαδή δεν άκουσες τι έλεγαν;» «Ίσως, μερικά πράγματα. Όταν ήμουν μικρή, τα ρώσικα ήταν υποχρεωτικά στο σχολείο. Έκανα κάνα δυο χρόνια, κι εκεί που άρχισα να καταλαβαίνω τα βασικά, αρχίσαμε ξαφνικά τα αγγλικά». «Μιλάς πολύ καλά σουηδικά» είπε η Σάρα. «Ευχαριστώ». «Γαμώτο!» ακούστηκε ένας βρυχηθμός, μετά ένας κρότος και φάνηκε η εικόνα του ουρανού, παρμένη πίσω από την κουπαστή ενός πλοίου. Νέα εικόνα. Ξανά η Γιαντβίγκα, μ’ ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της και ανθρώπους που έπιναν κι αυτοί τον καφέ τους πίσω της. «Ας προσπαθήσουμε πάλι» είπε η φωνή της Σάρα. «Είσαι σίγουρος ότι δεν έπαθε ζημιά, Βίγκο;» «Βίγκο;» είπε η Γιαντβίγκα και φάνηκε να το διασκεδάζει. «Ναι» είπε η φωνή του Νορλάντερ, που δεν ήταν πια λαχανιασμένη. «Γλίστρησα». «Εντάξει λοιπόν, Γιαντβίγκα. Πού είχαμε μείνει;» «Αυτή εκεί» είπε εκείνη και έδειξε το χαρτί με τις φωτογραφίες. «Μιλούσε κάποια παράξενη ρώσικη διάλεκτο με τις άλλες δύο στην καμπίνα. Άκουσα κάτι λίγα όσο τους σερβίριζα το πρωινό. Όταν τους πήγα φαγητό το προηγούμενο βράδυ, ήταν εντελώς σιωπηλές». «Δηλαδή έμεναν μόνον οι τρεις τους σ’ εκείνη την καμπίνα;» «Ναι» είπε η Γιαντβίγκα. «Μήπως θα μπορούσες να μας περιγράψεις τις άλλες δύο σ’ εκείνη την καμπίνα;» «Ναι, νομίζω ότι μπορώ. Ήταν γύρω στα τριάντα, ίσως. Κάπως νοτιοσλαβική εμφάνιση. Αν θεωρηθεί ότι εγώ έχω βορειοσλαβική». «Κι αυτές οι δύο ταιριάζουν με κάποιο από τα πρόσωπα στις φωτογραφίες;» «Όχι, αυτές έμεναν στις άλλες δύο καμπίνες. Από τέσσερις στην καθεμιά. Έκαναν φασαρία. Ναρκομανείς». «Κι εκείνες οι τρεις στην τρίτη καμπίνα δεν ήταν ναρκομανείς;» «Όχι. Νόμισα ότι ήταν κοινωνικές λειτουργοί ή κάτι τέτοιο. Που συνόδευαν μια παρέα ναρκομανών. Ταξίδι αποτοξίνωσης». «Θα μπορούσες να αναγνωρίσεις εκείνες τις δύο γυναίκες στην καμπίνα με τα τρία άτομα; Ή να μας βοηθήσεις να κάνουμε το σκίτσο τους;» «Ίσως». «Και τι έλεγαν αυτές εκεί;» «Τι πράγμα;» «Τι είπες ότι άκουσες όσο τους σερβίριζες το πρωινό;»
«Να δω αν μπορώ να θυμηθώ. Στην αρχή είπαν κάτι για τον καιρό, ότι ήταν υπέροχο που πέρασαν μια ήσυχη νύχτα. Μετά κάτι για τα κορίτσια που τα κατάφεραν μια χαρά. Κάποια είπε ότι ήταν περήφανη για τα κορίτσια. Μετά κάτι για κάποιον με τον οποίο έπρεπε να έρθουν σε επαφή όταν περνούσαν. Μετά με ρώτησαν αν είχαμε παξιμάδια σικάλεως. Μετά κάποια τους ρώτησε πότε ελέγχθηκαν πρόσφατα. Και κάποια άλλη απάντησε ότι έγινε πριν από δέκα λεπτά. Μετά ρώτησαν εμένα αν πέρασα από τις γειτονικές καμπίνες. Απάντησα ναι. Και τότε με ρώτησαν αν οι άλλες ήταν ευγενικές μαζί μου. Απάντησα ναι. Μετά κάποια ζήτησε ένα επιπλέον φλιτζάνι καφέ. Της το έδωσα. Και μετά έφυγα». «Χριστέ μου» έκανε η φωνή της Σάρα. «Έχεις καλή μνήμη». «Ευχαριστώ». «Θα ερχόταν σε επαφή με κάποιον όταν θα περνούσαν; Έτσι είπαν;» «Κι εσύ έχεις καλή μνήμη». «Ποιος; Ανέφεραν κάποιο όνομα;» «Ναι, είπαν ένα όνομα. Αλλά δεν το θυμάμαι». Αλλαγή εικόνας ξανά. Η Γιαντβίγκα καθόταν σ’ ένα γραφείο με έναν υπολογιστή. Ένας χοντρός άντρας με στολή καθόταν και πατούσε πλήκτρα και κουνούσε το ποντίκι. Φαινόταν η μισή Σάρα που καθόταν δίπλα. «Ναι, δεν ξέρω» είπε η Γιαντβίγκα και έδειξε στην οθόνη. «Κάτι τέτοιο. Λίγο λοξότερα μάτια ίσως». «Βίγκο» έκανε η Σάρα με κάπως κουρασμένη φωνή. «Δεν υπάρχει λόγος να το τραβάς αυτό εδώ». «Και βέβαια υπάρχει» είπε μια ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή, καθώς η κάμερα έκανε τον γύρο του τραπεζιού και σταμάτησε στη Γιαντβίγκα, η οποία έκανε ενοχλημένη μια άσεμνη χειρονομία. «Μην την ενοχλείς» έκανε η Σάρα ακόμα πιο κουρασμένα. «Μοιάζει με τη Μαγκνταλένα Φορσμπέργ»[13] είπε ο ένστολος με προφορά Καρλσκρούνα και κοίταξε απογοητευμένος την οθόνη του υπολογιστή. Ξαφνικά η Γιαντβίγκα έδειξε νευρικότητα. «Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς» είπε η ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή. «Κανείς δεν πιστεύει ότι μόλις κάρφωσες την καλύτερη διαθλήτρια του κόσμου». Η Γιαντβίγκα σηκώθηκε. Η κάμερα την ακολούθησε. «Μα έτσι ήταν» ξεφώνισε εκείνη. Η Σάρα Σβενχάγκεν φάνηκε στο πλάι της και είπε: «Τι εννοείς, Γιαντβίγκα;» «Το όνομα» είπε η νεαρή Πολωνή. «Αυτή με την οποία θα έρχονταν σε επαφή». «Η Μαγκνταλένα Φορσμπέργ;» έκανε η ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή. «Η Μάγκντα» είπε η Γιαντβίγκα. Μετά εμφανίστηκε μια άλλη σκηνή που έμοιαζε με προαύλιο ενός γκαράζ. Ένας άντρας με μουστάκι και τζόκεϊ στεκόταν και σκούπιζε τα λαδωμένα χέρια του μπροστά από ένα σωρό λίγο πολύ χαλασμένα λεωφορεία. Ο άντρας κοίταξε καχύποπτα την κάμερα. «Τι είναι αυτό εδώ τώρα;» είπε με έντονη προφορά της Σμόλαντ. «Sind Sie deutsch? Sie können hier nicht fotografieren – Γερμανοί είστε; Ξέρετε, εδώ δεν φωτογραφίζουμε». «Συγγνώμη» είπε η φωνή της Σάρα. Το χέρι της απλώθηκε από το πλάι της εικόνας
με την αστυνομική ταυτότητα υψωμένη. «Εδώ είναι η Άντερστορπ Αυτοκίνητα και Λεωφορεία ΑΕ;» «Ναι. Και πάρε από εδώ την κάμερα. Δεν χρειάζεστε άδεια γι’ αυτό το πράγμα;» «Έχει ένα δίκιο σε αυτό» είπε δυνατά ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν. «Σσστ» έκανε η Σάρα καθώς η εικόνα της στην οθόνη ρωτούσε: «Εσύ είσαι ο Άντερς Τορπ;» «Ναι» είπε ο μουστάκιας, ακόμη καχύποπτος αλλά και φανερά περήφανος. «Άντερς Τορπ στο Άντερστορπ». «Νοικιάζεις λεωφορεία;» «Ναι» είπε ο Άντερς Τορπ στο Άντερστορπ. «Συμβαίνει». «Νοίκιασες ένα λεωφορείο με αυτόν εδώ τον αριθμό κυκλοφορίας;» Ένα μπλοκ σημειώσεων εμφανίστηκε στην εικόνα. Ο Άντερς Τορπ το κοίταξε και έγνεψε καταφατικά. «Ένα παλιό λεωφορείο Βόλβο από τα μικρά μοντέλα» είπε. «Το νοίκιασαν για έναν μήνα. Εδώ και κάνα δυο βδομάδες». «Υπέροχα» έκανε μια ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή. «Είναι κι αυτός αστυνομικός;» είπε ο Άντερς Τορπ και έδειξε απευθείας στο κέντρο της οθόνης. «Όντως αναρωτιέμαι αν μπορείτε πραγματικά να τραβάτε έτσι ταινία χωρίς άδεια. Ίσως θα πρέπει να σταματήσω να απαντάω σε ερωτήσεις». «Αν έχεις κάτι να κρύψεις, προτείνω να το κάνεις» είπε η Σάρα. «Υποδειγματική απάντηση» είπε ο Χουλτίν. «Σσστ» έκανε η Σάρα. «Δεν έχω τίποτα να κρύψω» έκανε με ύφος προσβεβλημένου ο Άντερς Τορπ. «Τότε συνεχίζουμε το ταξίδι» είπε η Σάρα. «Όπως λένε και στο “Yellow Submarine”». «Το άκουσες κι εσύ αυτό;» έκανε ο Άντερς Τορπ και έλαμψε ολόκληρος. «Κάπου στη μέση, εκεί που επικρατεί χάος για λίγο. Οι Eagles συνήθιζαν να κρύβουν τα μηνύματά τους και τα άκουγες όταν έπαιζες τον δίσκο τους προς τα πίσω, οι Beatles έβαλαν μέσα τη φωνή ενός σουηδού εκφωνητή. Μεγαλειώδη πράγματα». «Ποιος νοίκιασε το λεωφορείο;» ρώτησε η Σάρα κοφτά. Ο Άντερς Τορπ την κοίταξε εξεταστικά. Ήταν φανερό πως η Σάρα είχε γκρεμίσει το τείχος της δυσπιστίας του. «Μια κοπέλα» είπε εκείνος. «Δεν ήταν Σουηδέζα». «Από πού ήταν; Ανατολική Ευρώπη;» «Όχι, διότι τότε δεν θα της το νοίκιαζα. Διότι τότε ξέρεις ότι το λεωφορείο θα εξαφανιστεί». «Πρέπει να σου έδειξε δίπλωμα οδήγησης…» «Και διαβατήριο» είπε ο Άντερς Τορπ. «Πρέπει να το έχει κανείς, αν είναι ξένος. Νομίζω ότι ήταν Γερμανίδα. Μπορώ να κοιτάξω». Εξαφανίστηκε για λίγο από την οθόνη. Η κάμερα στράφηκε στη Σάρα. Η ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή είπε: «Yellow Submarine;» Η Σάρα έδειξε προς τον τοίχο του γκαράζ με τα λεωφορεία. Η κάμερα έκανε ζουμ και φάνηκε μια παλιά και φθαρμένη αφίσα με ψυχεδελικά σχέδια και τις λέξεις Beatles και Yellow Submarine. Μετά η κάμερα επέστρεψε στη Σάρα. «Έξυπνο» έκανε η ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή.
«Ε» έκανε η Σάρα και φάνηκε πολύ ικανοποιημένη. Ο Άντερς Τορπ επέστρεψε από το Άντερστορπ. Είχε μαζί του ένα χαρτί. Ανέμιζε έντονα στον αέρα του πρωτοκαλόκαιρου της Σμόλαντ. «Εδώ» είπε και της έδειξε το ατίθασο χαρτί. «Αριθμός διπλώματος οδήγησης και αριθμός διαβατηρίου». Η Σάρα έγνεψε και είπε: «Θα το φωτοτυπήσουμε αυτό μετά. Ήταν κάποια από αυτές εδώ;» Σήκωσε το χαρτί με τις φωτογραφίες. Ο Άντερς Τορπ κοίταξε αργά και με προσοχή τις εννιά φωτογραφίες. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι» είπε. Τότε η Σάρα τού έδειξε δύο ακόμα φωτογραφίες, λίγο μεγαλύτερες. Ο Άντερς Τορπ κοίταξε την πρώτη. Μετά πήρε τη δεύτερη και το πρόσωπό του φωτίστηκε, ακριβώς όπως είχε κάνει όταν αναφέρθηκε το Yellow Submarine. «Αυτή εδώ η φωτογραφία τής μοιάζει πολύ» είπε και έγνεψε. Η Σάρα Σβενχάγκεν σήκωσε πάνω τον αντίχειρά της προς την κάμερα. Η κάμερα τινάχτηκε και έπεσε στο έδαφος. Προλάβαινες να δεις τον ήλιο να κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο πριν μετατραπεί η εικόνα σε παράσιτα εικόνας που συνήθως ονομάζουμε «χιόνια». Επικράτησε σιωπή για λίγο. Έπειτα ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν είπε: «Δεν είμαι σίγουρος ότι το βίντεο είναι πραγματικά καλό εργαλείο για μια αστυνομική έρευνα…» Η Σάρα Σβενχάγκεν σήκωσε τον αντίχειρα στον Βίγκο Νορλάντερ. Εκείνος έκανε χαρωπός την ίδια κίνηση. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κάμερα να του πέσει. Ήταν απολύτως φανερό ότι πίστευε πως η συμβολή του στην υπόθεση ήταν ανεκτίμητη. Έπειτα η Σάρα είπε: «Αυτή η λεγόμενη φεμινίστρια νίντζα μπορεί επιτέλους να αποκτήσει όνομα. Μάγδα». «Επιπλέον» είπε ο Βίγκο Νορλάντερ «έχουμε αυτές εδώ». Σήκωσε τρεις φωτογραφίες και τις κράτησε σαν βεντάλια. Μία από αυτές ήταν κανονική φωτογραφία, δηλαδή ήταν μια φωτογραφία που είχαν βγάλει οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού βελτιώνοντας το καρέ από το φιλμ της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος, το οποίο απεικόνιζε τη γυναίκα με το κινητό τηλέφωνο. Έπειτα ακολουθούσαν δύο αρκετά χαρακτηριστικές μορφοσυνθέσεις, δηλαδή συνθετικές απεικονίσεις χαρακτηριστικών στον υπολογιστή. «Αυτές εδώ» είπε ο Βίγκο «έγιναν από έναν παχουλό αστυνομικό της Καρλσκρούνα σε συνεργασία με την πολωνή Γιαντβίγκα, σερβιτόρα στο φεριμπότ Στένα Γιούροπ». Άφησε κάτω μία από τις μορφοσυνθέσεις, κράτησε την άλλη ψηλά και συνέχισε: «Σε αυτήν εδώ τη γυναίκα νοίκιασε ο Άντερς Τορπ στο Άντερστορπ το λεωφορείο του. Πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτή εδώ είναι η σοφερίνα των Ερινύων». «Το διαβατήριο και το δίπλωμα ήταν γερμανικά» είπε η Σάρα. «Είναι πλαστά πέραν πάσης αμφιβολίας. Μπορείτε να φανταστείτε σε τι όνομα είχαν εκδοθεί;» «Όχι» είπαν όλοι μαζί. «Εύα Μπράουν» είπε η Σάρα Σβενχάγκεν. «Δυστυχώς όμως η κάμερα είχε σπάσει όταν μας το είπε αυτό ο Άντερς Τορπ» έκανε ο Βίγκο Νορλάντερ με την ανεπίδεκτη παραγνώρισης αντρική φωνή. «Κακή ποιότητα» είπε με τον γνωστό ουδέτερο τόνο φωνής ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Χουλτίν απάντησε. «Ναι» είπε. «Ναι, ναι. Τι δύσκολο; Α, μάλιστα. Εντάξει. Καλά. Ευχαριστώ». Μετά κατέβασε το ακουστικό και είπε: «Ήταν ο επικεφαλής των τεχνικών του Εγκληματολογικού Μπρίνολφ Σβενχάγκεν. Ήταν αναστατωμένος». «Τι άλλο θα μας βρει;» έκανε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο ο Χόρχε Τσάβες και έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι· η κρατική κάβα φαινόταν όλο και πιο απρόσιτη. Ο Χουλτίν είπε: «Ήρθε μια απάντηση για τον άντρα χωρίς μύτη». Η ενοχλητική ομήγυρη έστρεψε ξαφνικά την προσοχή της προς το μέρος του σαν τα παιδιά την πρώτη μέρα που πατούν το πόδι στο σχολείο. «Και γιατί είναι τότε αναστατωμένος ο Μπρούντε;» ρώτησε ο Πολ Γελμ και δέχτηκε τη θυμωμένη ματιά της Σάρα Σβενχάγκεν. «Επειδή η απάντηση είναι πολύ αόριστη. Ισχυρίζονται ότι δεν έχουν κανένα πρωτόκολλο συνεργασίας με τη Γιουροπόλ. Αρνούνται να του δώσουν το όνομα και απαιτούν να στείλουμε κάποιον εκεί κάτω». «Να στείλουμε κάποιον εκεί κάτω;» έκανε ο Τσάβες. «Δεν έχουν ακούσει τίποτα για το ίντερνετ;» «Μόλις και μετά βίας, πιστεύω» είπε ο Χουλτίν και σήκωσε το ακουστικό. «Δεν πιστεύω να στείλεις κάποιον εκεί;» «Ναι» είπε ο Χουλτίν και σχημάτισε έναν αριθμό με πάρα πολλά ψηφία. «Έχουμε ήδη έναν ταξιδευτή στην Ευρώπη. Ο Άρτο θα πρέπει να πάει εκεί μετά το Σαββατοκύριακο». «Πού είναι αυτό το “εκεί”;» ρώτησε ο Πολ Γελμ. «Από πού ήρθε αυτός ο χωρίς μύτη τύπος;» «Γι’ αυτό ακριβώς τους κάνω το χατίρι χωρίς πολλά πολλά» είπε ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν και σήκωσε το βλέμμα του. «Ο Στάιφ είναι από την Οδησσό. Ουκρανία».
Τριάντα
βράδυ Σαββάτου στην Τοσκάνη. Η οικογένεια Σέντερστεντ καθόταν στη βεράντα Ή ταν ενώ ο ήλιος κατηφόριζε αργά πέρα στα υψώματα. Οι κοκκινωπές ηλιαχτίδες βυθίζονταν κάτω στ’ αμπέλια και χάραζαν ρίγες χρυσαφιές στους λόφους. Μια αρωματική ριπή από δεκαεφτά διαφορετικά είδη βασιλικού ερχόταν από τον κήπο με τα μυρωδικά και η ημερήσια ζέστη –που ξεχνιόταν εκεί τα βράδια– έκανε τον πευκομύριστο βραδινό αέρα να πάλλεται ανάλαφρα στο σούρουπο. Τα τελευταία απομεινάρια του θρυλικού ειδικού πέστο της Άνγια, με βάση το νέο απόκτημα, τον σκούρο οπαλιοειδή βασιλικό, γλιστρούσαν τώρα μόλις στον οισοφάγο, σε μια τέλεια μείξη μ’ ένα γνήσιο Μπρουνέλο. Και όλα –ακριβώς όλα– ήταν πολύ καλά. Ο Άρτο Σέντερστεντ κοίταξε γύρω στο τραπέζι. Ανάμεσα στα όλο και πιο άσπρα κεφάλια υπήρχε και ένα μαύρο. Ανήκε σ’ έναν δεκαεφτάχρονο γιο αμπελουργού ονόματι Τζόρτζιο. Ήταν αυτός που είχε πάρει από τη μεγαλύτερη θυγατέρα του την παρθενιά της. Η Μικαέλα τον είχε φέρει μια μέρα στο σπίτι και τους τον είχε συστήσει. Ο Άρτο ένιωσε ότι ήταν κάτι μεγάλο, ότι είχε τιμηθεί κάπως, ότι τον ευχαρίστησαν που είχε καταφέρει να την πείσει ότι δεν υπήρχε τίποτα για το οποίο έπρεπε να ντρέπεται. Με την ελπίδα πάντα ότι αυτή η επίγνωση θα την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή. Διότι έπρεπε να ντρέπεται κανείς μόνον όταν προκαλούσε ζημιά σε κάποιον. Μόνο τότε. Ο Τζόρτζιο ήταν ένας πολύ ντροπαλός νεαρός που ζούσε με την πεποίθηση ότι ο πατέρας της καλής του ήταν εξ ορισμού έξω φρενών. Ότι ήταν καθήκον του να είναι έξω φρενών. Αλλά ούτε ο ίδιος ο πατέρας του Τζόρτζιο φαινόταν ιδιαίτερα θυμωμένος μαζί του. Ένα βράδυ κάλεσαν τον αμπελουργό με τη σύζυγό του. Έδειχναν και οι δύο νευρικοί, σαν να στέκονταν ενώπιον δικαστηρίου. Διότι μπροστά τους είχαν το ζευγάρι του οποίου την κόρη είχε διακορεύσει ο χαραμοφάης που είχαν για γιο. Το ζεύγος Σέντερστεντ έπρεπε να επιστρατεύσει όλη την ευγένεια και καλοσύνη του για να τους πείσει ότι όλα ήταν εντάξει και αργά, πάρα πολύ αργά, το ζεύγος των αμπελουργών είχε καταφέρει να χαλαρώσει, και όλα τελείωσαν με όλους τους παρακαθήμενους να συναγωνίζονται ποιος θα επαινέσει περισσότερο τον έρωτα, το κρασί και τη ζωή. Κάποια σε αυτό εδώ το τραπέζι είναι έγκυος. Γκαπ! Αυτή η διαίσθηση ήρθε σαν τσεκουριά μέσα του. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα. Εκείνη η ιδιαίτερα γυναικεία, εντελώς σιωπηλή τηλεπάθεια εξέπεμπε τα κύματά της γύρω στο τραπέζι. Είχε νιώσει κάτι ανάλογο και παλιότερα. Πέντε φορές, για να είμαστε ακριβείς. Που σημαίνει ότι ανήκε πραγματικά στους ειδικούς επί του θέματος.
Το βλέμμα του έπεσε πρώτα στη Λίντα, τη δεύτερη μεγαλύτερη κόρη του. Ήταν δεκατεσσάρων ετών. Αυτό τον έκανε να τη θεωρεί ακίνδυνη. Και αυτό ήταν εδώ που τα λέμε. Καταβρόχθιζε τα ζυμαρικά, κοιτούσε μουλωχτά και έδειχνε να είναι ο εαυτός της. Απίστευτα περίεργη για τον Τζόρτζιο κυρίως. Μ’ ένα αχνό χαμόγελο αναρωτήθηκε ποιο δρόμο είχαν πάρει οι σκέψεις της. Και πού κολλούσαν συνήθως. Έπειτα ήρθε η κρίσιμη στιγμή. Επιστράτευσε το θάρρος του και στράφηκε προς τη Μικαέλα. Εκείνη σπινθηροβολούσε. Αλλά ήταν το σπινθηροβόλημα του έρωτα και τίποτα περισσότερο, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Μάλιστα, σκέφτηκε και ξεφύσηξε. Λάθος έκανα. Είχα πιστέψει επίσης ότι δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ να πάρω παιδιά από το νηπιαγωγείο. Αλλά δεν ήταν έτσι. Στράφηκε προς την Άνγια, εκεί που καθόταν και απολάμβανε το πέστο της με τον σκούρο οπαλιοειδή βασιλικό. Έλαμπε. Υπήρχε οπωσδήποτε διαφορά μεταξύ σπινθηροβολήματος και λάμψης. Ήταν πολύ μεγάλη η διαφορά. «Μου κάθεσαι, λοιπόν, εκεί και είσαι έγκυος, δηλαδή;» της είπε και κατέβασε άλλη μια γουλιά κρασί. Το πέστο τής κάθισε στον λαιμό. Εκείνος αναγκάστηκε να σηκωθεί, να πάει γύρω από την Άνγια, να σταθεί πίσω της και να εφαρμόσει την παλιά, καλή και γνωστή λαβή Χάιμλιχ. Την έπιασε με τα δυο του χέρια κάτω από τα στήθη της και πίεσε απότομα. Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι πέστο τινάχτηκε πάνω στο τραπέζι. Ο Τζόρτζιο έκανε έναν μορφασμό αηδίας. Η Μικαέλα δεν ήξερε πού να κρυφτεί από την ντροπή της. Δεν είχε μάθει ακόμη καλά τη ζωή. Η Άνγια σκούπισε τα δάκρυα με μια χαρτοπετσέτα την οποία χρησιμοποιούσε για να καθαρίζει τα υπολείμματα του πέστο από το τραπέζι. Ήταν εντελώς ανέκφραστη. Μετά κάθισε και άρχισε να ατενίζει το τοπίο μέσα στο σούρουπο. Κάθισε και ο Άρτο. Την παρακολουθούσε για να δει αν θα επέστρεφαν τα τηλεπαθητικά κύματα. Ο Τζόρτζιο κοιτούσε το μισοφαγωμένο πιάτο του με το πέστο, αναποφάσιστος για το τι έπρεπε να κάνει. «You don’t have to eat it – Δεν είναι ανάγκη να το φας» είπε η Άνγια δίχως να πάρει το βλέμμα της από το άπειρο. Τα κύματα ήταν ακόμη απόντα όταν η Μικαέλα και ο Τζόρτζιο ξεγλίστρησαν μακριά από την υπόλοιπη παρέα για να μπορέσουν να κακολογήσουν τους μεγάλους σε μια πιο οικεία βάση, παρέμειναν απόντα όταν η Λίντα και ο Πέτερ το έσκασαν για να χωθούν στο ελκυστικό σκοτάδι όπου μπορούσαν να κατατρομάξουν ο ένας τον άλλο, και συνέχιζαν να είναι απόντα όταν ο Στέφαν πήρε το χέρι της μικρής Λίνα και το έσκασε μαζί της για να παρακολουθήσουν παιδικά προγράμματα στην ιταλική τηλεόραση. Αλλά όταν το ζευγάρι έμεινε μόνο του στη βεράντα, όταν το σούρουπο είχε πέσει για τα καλά και τα τζιτζίκια έδωσαν περισσότερη ένταση στο τραγούδι τους, τότε επέστρεψαν και τα τηλεπαθητικά κύματα. Εξαφανίστηκε επιτέλους και το ατενίζον βλέμμα και η Άνγια συνάντησε το δικό του βλέμμα που ήταν επίμονα καρφωμένο πάνω της. Έμεινε εκεί καθισμένη για κάνα δυο λεπτά και περιεργάστηκε τον παράξενο άντρα της. Μετά, μ’ ένα σύντομο κούνημα του κεφαλιού, χαμογέλασε επίσης σύντομα και μετά έφυγε. Ναι, κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθούσαν κι άλλα παιδιά. Εκείνος πήγε στην αγαπημένη του, απομονωμένη γωνιά της βεράντας και άνοιξε τον υπολογιστή. Το μηχάνημα κροτάλισε και βούιξε. Ο Άρτο ζούσε με τον μόνιμο φόβο ότι ο
υπολογιστής του θα πάθαινε πληροφοριακό έμφραγμα και θα του πέθαινε. Όλα αυτά τα σιντί που έβαζε μέσα, όλες αυτές οι πληροφορίες που στοιβάζονταν στον σκληρό δίσκο – μέχρι πού έφταναν, άραγε, τα όρια της αντοχής του; Ο Άρτο Σέντερστεντ βρήκε και άνοιξε το αρχείο με το σχέδιο του Παλάτσο Ριγκουάρντο, το οποίο του είχε δώσει ο αρχιεπιθεωρητής Μαρκόνι κάπως απρόθυμα. Έπειτα ο καλός αρχιεπιθεωρητής, ακόμα πιο απρόθυμα, τον ενημέρωσε για τα κρίσιμα σημεία του κτιρίου με τα τριάντα δύο δωμάτια. Στο τέλος έβαλε τα χέρια του στη μέση και με αυστηρό ύφος είπε: «Πιστεύω ότι πρέπει να με πληροφορήσετε τι το θέλετε αυτό εδώ, σινιόρ Σάντεστατ». Ο σινιόρ Σάντεστατ απάντησε: «Ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος για να μπεις μέσα;» Φυσικά ο σινιόρ Μαρκόνι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο. Ο Σέντερστεντ διευκρίνισε: «Όχι για μένα, για τις Ερινύες». Ο Μαρκόνι τον κοίταξε καλά. Αφού σταθεροποίησε το πιγούνι του, έκανε το ίδιο και με το βλέμμα του. «Δεν θα μπορέσουν να τον πλησιάσουν πουθενά αλλού πέρα από το σπίτι» συνέχισε ο Σέντερστεντ. «Δεν έχει βγει από το παλάτσο του εδώ και –πόσο είπατε;– έναν χρόνο;» Ο Μαρκόνι έγνεψε σιωπηλά, όχι όμως και αδιάφορα. «Άρα θα πρέπει να μπει κανείς στο παλάτσο, αν θέλει να τον πλησιάσει». «Και είστε σίγουρος ότι αυτές οι… Ερινύες είναι στο κατόπι του;» «Νιώθω όλο και πιο σίγουρος γι’ αυτό, ναι». «Γιατί;» «Διότι το συμβάν με τους αδηφάγους ήταν τόσο υπέροχα σαφές. Επειδή υπάρχει κάποιου είδους άμεση σχέση ανάμεσα στον Λέοναρντ Σέινκμαν στη Στοκχόλμη και στον Μάρκο ντι Σπινέλι στο Μιλάνο. Διότι ο συνδυασμός αδηφάγος-γέρος δείχνει απευθείας στο Παλάτσο Ριγκουάρντο. Διότι ο Ντι Σπινέλι είναι η αράχνη στον ιστό. Σε αυτόν συναντιόνται όλα τα νήματα. Κι από αυτόν ξεκινούν όλα τα νήματα. Ύφανε ο ίδιος τον ιστό στον οποίο θα καταλήξει να παγιδευτεί. Και ο ίδιος δημιούργησε αυτά τα πλάσματα που θα τον καταβροχθίσουν». «Ακούγεται αρκετά πειστικό» είπε ο Μαρκόνι ενθαρρυντικά και αμέσως μετά έβαλε σε σκοτσέζικο ντους τον Φινλανδοσουηδό που έβραζε: «Είναι όμως δυνατόν να υπάρχει έστω και μία λογική σχέση ανάμεσα στον Σέινκμαν και στον Ντι Σπινέλι;» «Τον ήξερε». «Αυτό λέτε εσείς, ναι. Όλα αυτά ξεκινούν από μια διαίσθηση που είναι μόνο δική σας. Εκτός αυτού, δεν θα έπρεπε να είναι ο Σέινκμαν το θύμα και ο Ντι Σπινέλι ο δήμιος; Γιατί να δολοφονήσουν και το θύμα και τον θύτη;» «Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Ντι Σπινέλι είναι ο δήμιος. Ίσως να είναι αδελφοί εν ατυχία». «Ο Μάρκο ντι Σπινέλι ως κρατούμενος στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλτ; Θα αστειεύεστε». «Η δήλωσή σας, σινιόρ Μαρκόνι, δείχνει ότι έχετε διαφορετική άποψη παρά την προηγούμενη ουδετερότητά σας». «Μα κοιτάξτε τον Μάρκο ντι Σπινέλι, σινιόρ Σάντεστατ. Σας φαίνεται σαν ο άντρας
που βασανίζεται από ένα παρελθόν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ταπεινωμένος από μια ψυχρή, δολοφονική ναζιστική μηχανή; Είναι αυτός ένας άντρας που παίρνει εδώ και μισό αιώνα ψυχοφάρμακα για να μπορεί να κοιμάται έστω και μία ώρα τη νύχτα; Είναι αυτός ένας άνθρωπος που υπέστη τα πλέον φρικιαστικά ιατρικά πειράματα;» Εδώ ο Άρτο Σέντερστεντ σταμάτησε απότομα την αντιπαράθεση. Ο διακεκριμένος αρχιεπιθεωρητής, ο οποίος ήταν υπόδειγμα αυτοελέγχου υπό κανονικές συνθήκες, εξέθεσε για μια πολύ σύντομη στιγμή τα κίνητρα του πείσματός του. Ήταν προσωπικό. Ήταν προσωπικό κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο. «Ο πατέρας σας;» αποτόλμησε ο Σέντερστεντ. «Μεγάλωσα με αυτό» είπε ο Ίταλο Μαρκόνι και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. «Όλη η παιδική ηλικία μου με δυο λόγια. Δεν μπορούν να κοιμηθούν. Δεν μπορούν ποτέ να κοιμηθούν». Ο Σέντερστεντ ήταν σιωπηλός. Περίμενε τον Μαρκόνι, ο οποίος συνέχισε με περισσότερο αυτοέλεγχο αλλά με τρεμάμενη φωνή: «Το Μπούχενβαλτ ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας. Προς το τέλος του πολέμου υπήρχαν μόνο μη Γερμανοί εκεί. Οι Γερμανοεβραίοι είχαν ήδη μεταφερθεί στα στρατόπεδα εξόντωσης στην Πολωνία, όσοι δεν υποβλήθηκαν σε ιατρικά πειράματα, και το Μπούχενβαλτ γινόταν όλο και περισσότερο ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αλλοδαπών κρατουμένων. Ο πατέρας μου ήταν ιταλός κομμουνιστής. Εξέταζαν την κίνηση του αίματος στη μυϊκή μάζα παρακολουθώντας το λάιβ, για να το πω έτσι. Ανατομή ζωντανού δεξιού βραχίονα. Δίχως αναισθητικό, φυσικά. Έμεινε με το χέρι κατακρεουργημένο και σαπισμένο σχεδόν έναν χρόνο, μέχρι που τον βρήκαν μονάδες της 3ης Αμερικανικής Στρατιάς που έφτασαν στο Μπούχενβαλτ στις 11 Απριλίου 1945 και άνοιξαν τις πύλες». Ο Άρτο Σέντερστεντ τον κοιτούσε. Του ήταν δύσκολο να χειριστεί μια τέτοια κατάσταση. «Λυπάμαι» έκανε άτονα. «Κι εγώ» είπε ο Μαρκόνι και ανακάτεψε διάφορα χαρτιά στο γραφείο του. «Όλη η πείρα μου λέει επίσης ότι ο Μάρκο ντι Σπινέλι ποτέ δεν κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στοιχηματίζω ακόμα και τη ζωή μου σε αυτό». «Έχετε δίκιο, φυσικά» είπε ο Σέντερστεντ. «Ήταν μια φευγαλέα ιδέα». «Συμπληρώστε, ωστόσο, το σκεπτικό σας» είπε ο Μαρκόνι, που ήταν ξανά ο παλιός εαυτός του. «Όποιος σκοτώνει έναν ογδονταοχτάχρονο και πρώην κρατούμενο στρατοπέδου συγκέντρωσης κρεμώντας τον ανάποδα και τον μεταχειρίζεται τόσο περιφρονητικά ώστε να του χώσει ένα σύρμα στο μηνίγγι είναι εξ ορισμού φασίστας. Πιστεύω ότι οι συνάδελφοι στη Στοκχόλμη, κάπως επιπόλαια, αποδέχτηκαν ότι αυτές εδώ οι Ερινύες εκτελούν κάποιο είδος αποστολής. Να απελευθερώνουν εκμεταλλευόμενες γυναίκες. Πιστεύω ότι δίνουν την εντύπωση φασιστοειδών. Παρόλο που είναι γυναίκες». Ο Ίταλο Μαρκόνι κούνησε για λίγο το κεφάλι. Μετά είπε: «Υπάρχει ένας τρόπος να μπεις». Ο Άρτο Σέντερστεντ τον κοιτούσε καθώς εκείνος έσκυβε πάνω από το μεγάλο, παλιό σχέδιο του παλάτσο που ήταν ανοιχτό πάνω στο γραφείο. Μόλις τώρα άρχισε ο Σέντερστεντ να καταλαβαίνει πόσο λεπτομερώς χαρτογραφημένο ήταν κάθε δωμάτιο του
μεγάρου. «Ξέρουμε, στην πραγματικότητα, κάθε γωνιά του Παλάτσο Ριγκουάρντο» συνέχισε ο Μαρκόνι. «Από εδώ ξεκινάει μια δραστηριότητα που πρόκειται να ρίξει τη χώρα μας και όλη την ήπειρο στον βούρκο. Η δραστηριότητα του Μάρκο ντι Σπινέλι είναι η ελεύθερη οικονομία της αγοράς στην πλέον γνήσια μορφή της. Η ανεξέλεγκτη οικονομία της αγοράς σε ένα μέγαρο, του οποίου τους διαδρόμους εξουσίας έχουν φιλοτεχνήσει οι μεγαλύτεροι δυτικοί καλλιτέχνες όλων των αιώνων. Είναι μεγαλειώδης και τέλεια ομορφιά, είναι μόρφωση, είναι ιστορική αίσθηση και, φυσικά, είναι καθαρή, ωμή εξουσία». Ο Άρτο Σέντερστεντ άρχισε να καταλαβαίνει γιατί ήταν τόσο θεμελιωδώς χαρτογραφημένο. Κατανοούσε κανείς όλον τον μηχανισμό, αλλά δεν μπορούσε να τον σταματήσει. «Το παλάτσο είναι κατασκευασμένο με έναν τρόπο που θυμίζει κρεμμύδι» συνέχισε ο Μαρκόνι και έκανε σαρωτικές κινήσεις με το χέρι πάνω από το σχέδιο του μεγάρου. «Με την εξαίρεση ότι υπάρχει ένας πυρήνας. Και ο πυρήνας είναι το γραφείο του Μάρκο ντι Σπινέλι. Πρέπει να περάσει κανείς όλες τις φλούδες, όλα τα κελύφη, το ένα μετά το άλλο. Όταν το σόι Περντούτο έχτιζε το παλάτι τον δέκατο έκτο αιώνα, απειλούνταν από κάθε πλευρά. Το παλάτι, λοιπόν, χτίστηκε σαν μια σειρά από τείχη, όπου το ένα προστάτευε το άλλο. Δεν το βλέπεις όταν διασχίζεις τους διαδρόμους, αλλά είναι γεγονός ότι περνάς από γέφυρα σε γέφυρα, όλες κινητές, και μπορούν να τις σηκώνουν πολύ γρήγορα ώστε να πέφτεις μέσα στην τάφρο, αν μου επιτρέπεις να το παρουσιάσω έτσι. Παρόλο, λοιπόν, που το παλάτι φαίνεται τόσο ανοιχτό και ευρύχωρο, υπάρχει μόνο μία πύλη σε κάθε κέλυφος, και σε κάθε πύλη υπάρχει μια καλά φρουρούμενη γέφυρα που σηκώνεται πολύ γρήγορα. Οπότε το να προσπαθήσεις να περάσεις το κέλυφος από αυτές τις πύλες δεν έχει νόημα. Αλλά υπάρχει μια εναλλακτική διαδρομή. Την αποκαλούμε “Η στενή πύλη”». Ο Σέντερστεντ άκουσε να του ξεφεύγει ένα μικρό γέλιο. Είπε: «Ε σέλθετε δι τ ς στεν ς πύλης· τι πλατε α πύλη κα ε ρύχωρος δ ς πάγουσα ε ς τ πώλειαν, κα πολλοί ε σιν ο ε σερχόµενοι δι’ α τ ς· τ στεν πύλη κα τεθλιµµένη δ ς ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν». Ο Μαρκόνι τού έριξε μια σύντομη ματιά. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε για λίγο στο πρόσωπό του και έγνεψε: «Κατά Ματθαίον, έβδομο κεφάλαιο, στίχοι 13 και 14. Όντως είναι ένας στενός δρόμος, και λίγοι αυτοί που τον βρίσκουν. Το έχουμε σαν άσο στο μανίκι. Και πρέπει να μπούμε μέσα αμέσως. Εδώ είναι». Ο Σέντερστεντ ακολούθησε αυτό που του είχε δείξει ο Μαρκόνι, σε ψηφιακή μορφή τώρα. Εκτεινόταν έξω στο θεοσκότεινο πλέον τοσκανικό τοπίο σαν το χνάρι που αφήνει στον αμφιβληστροειδή το πέρασμα μιας πυγολαμπίδας. Του φάνηκε πως η γραμμή σχημάτιζε μια δυσανάγνωστη γραφή. Όταν ο Μαρκόνι είχε τελειώσει τη σχεδίαση της γραφής, ο Σέντερστεντ τον είχε ρωτήσει: «Και τι πιστεύετε εσείς ότι έκανε ο Μάρκο ντι Σπινέλι κατά τη διάρκεια του πολέμου;» Ο Μαρκόνι άφησε κάτω το μολύβι και κοίταξε καλά τον σκανδιναβό συνάδελφό του. «Μα είναι ηλίου φαεινότερο» έκανε. «Ήταν ναζί». Ένα σμήνος πυγολαμπίδες, σαν παρακινημένο από την παραβολή, όρμησε στον κήπο και επιδόθηκε σ’ έναν φευγαλέο χορό, ο οποίος παρέμεινε εκεί για ώρα αρκετή, πολύ
μετά την εξαφάνιση των εντόμων. Ένας κύκλος από φωτεινά νήματα, που δεν μπορούσες να τα διώξεις με το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, σε εμπόδιζε παντελώς να διακρίνεις τη στενή πύλη του Μαρκόνι. Ο Άρτο Σέντερστεντ έμεινε για αρκετή ώρα εκεί και κοιτούσε το τίποτα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διαβάσει τη γραφή των πυγολαμπίδων. Συνέχισε την προσπάθεια μέχρι που το κείμενο άρχισε να αργοσβήνει μπροστά στα μάτια του. Στο τέλος είχε απομείνει μόνο η φωτεινή γραμμή του Ίταλο Μαρκόνι. Ήταν χαραγμένη σαν φίδι μέσα στο σχέδιο, σαν μια τρεμάμενη γραμμή με μολύβι που τραβάει ένα παιδί πασχίζοντας να βρει την άκρη στον λαβύρινθο-σπαζοκεφαλιά ενός περιοδικού. Φαντάστηκε τις Ερινύες, ίσως αυτή κιόλας τη στιγμή, να στέκονται σκυμμένες πάνω από το ίδιο σχέδιο και να δείχνουν την ίδια ακριβώς γραμμή που έδειχνε κι αυτός. Ήταν καθ’ οδόν, το ένιωθε. Του φάνηκε πως ο κήπος ξάφνου ταρακουνήθηκε, σαν να τον είχε διασχίσει μια φευγαλέα παρουσία. Είδε με την άκρη του ματιού του μια σκιά που γλίστρησε πίσω από ένα δέντρο. Και μετά άλλη μία. Κι όλη η φύση έδινε την εντύπωση να τυλίγεται από φευγαλέες σκιές, τα δέντρα φάνηκαν να κινούνται, το δάσος να πλησιάζει. Ο Άρτο Σέντερστεντ ρίγησε και προσπάθησε να διώξει από πάνω του αυτή τη δυσάρεστη αίσθηση. Ποια ήταν αυτά, αυτά τα αδυσώπητα πλάσματα από τα ξεχασμένα βάθη του μύθου; Ο πολιτισμός πίστευε ότι τις είχε τιθασεύσει πριν από κάνα δυο χιλιετίες. Ορμούσαν κρυφά στα θύματά τους. Ανάγκαζαν, με μεγάλη ακρίβεια, τα όλο και πιο τρομοκρατημένα θύματά τους να πάρουν τον δρόμο για την προμελετημένη σκηνή του φόνου. Κι όταν έφταναν εκεί, τα θύματα ήταν ήδη πρόσφορα, έτρεμαν μέχρι το βαθύτερο φυλλοκάρδι τους. Εκείνες έκαναν τα βάθη του τρόμου να σειστούν και μετά κρεμούσαν τα θύματα ανάποδα και τους έχωναν ένα τρομερό βελόνι στον εγκέφαλο. Μέχρι αυτό το στάδιο είχαν ολοκληρώσει την κατατρομοκράτηση των θυμάτων τους. Όλων των θυμάτων τους, εκτός βέβαια του Λέοναρντ Σέινκμαν. Εκείνος τους είχε μάλιστα μιλήσει. Απλά και ήρεμα. Ήταν σαν να τις περίμενε. Σαν να τις περίμενε πάρα πολύ καιρό. Σαν να ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα έρχονταν. Τι ήταν αυτό που περίμενε; Ήταν κάτι που είχε δει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης; Ήταν η δική του προδοσία, την οποία είχε εξηγήσει ο Πολ Γελμ αφού διάβασε το ημερολόγιό του; Η διπλή του προδοσία; Ήταν τα εκδικητικά πνεύματα της γυναίκας και του γιου που περίμενε; Όχι, η προδοσία του δεν ήταν τέτοιου είδους. Σίγουρα θα μπορούσε να είχε πάρει την οικογένειά του και να φύγει για την Αμερική, και το ότι δεν το έκανε ήταν ένα είδος προδοσίας. Σίγουρα θα μπορούσε να είχε διαμαρτυρηθεί με όλη του τη δύναμη όταν η γυναίκα και ο γιος του εκτελέστηκαν, αλλά δεν θα είχε καταφέρει τίποτα ουσιαστικό. Όχι, αυτό εδώ ήταν κάτι άλλο, κάτι πολύ σοβαρότερο. Επ’ αυτού συμφωνούσε απολύτως με τον Πολ. «Έχω μια αόριστη αίσθηση ότι κάπου κάνουμε ένα λογικό λάθος», όπως του είχε πει στο τηλέφωνο. Και μετά ακολούθησε το επόμενο τηλεφώνημα. Από τον Χουλτίν. «Τι λες για την απόκοσμα όμορφη Οδησσό;» Θα έφευγε αύριο. Θα άφηνε τον απολεσθέντα παράδεισό του για να μπει στο στόμα
του λύκου, να αποφύγει να τον ληστέψουν, να παρακάμψει επιθετικούς και επίμονους επαίτες και να προσπαθήσει να καλοπιάσει απρόθυμους ανατολικοευρωπαίους αστυνομικούς δίχως υπολογιστές. Αλλά μόνος του την είχε κάνει την επιλογή. Και δεν το μετάνιωνε ούτε στιγμή. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν ώρα. Έκλεισε το αρχείο με το σχέδιο του Παλάτσο Ριγκουάρντο και άλλαξε το σιντί μ’ ένα άλλο που είχε αγοράσει πρόσφατα. Ξεκίνησε την εγκατάσταση ενός προγράμματος και άρχισε να ανοίγει ένα μικρό χαρτόκουτο που βρισκόταν δίπλα στον υπολογιστή, πάνω στο τραπέζι στην απομονωμένη γωνιά της βεράντας. Τα τζιτζίκια συνέθεταν το περίγραμμα ενός σκοταδιού που θύμιζε πίσσα. Έβγαλε ένα μαραφέτι που έμοιαζε με μικρό φακό. Συνέδεσε το μικρό μαραφέτι στον υπολογιστή και το στερέωσε στην κορυφή της ανοιχτής οθόνης. Η εγκατάσταση είχε τελειώσει. Αποδέχτηκε όλες τις μυστηριώδεις αδειοδοτήσεις και είδε τον εαυτό του στην οθόνη. Ήταν κατάμαυρος. Έφερε μπροστά το λαμπατέρ που βρισκόταν πίσω του και κατηύθυνε τη δέσμη φωτός προς το πρόσωπό του. Την ίδια ακριβώς στιγμή φωτίστηκε και το πρόσωπο στην οθόνη. Για μια σύντομη στιγμή νόμιζε ότι έβλεπε τον θείο Πέρτι, τον νεαρό θείο Πέρτι με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του. Ο οποίος φαινόταν τόσο γελοίος όσο και ο ίδιος ο Άρτο Σέντερστεντ. Τι έκανε εκεί; Τον διαπέρασε ένα ρίγος. Ο Άρτο τού έβγαλε τη γλώσσα. Ο θείος Πέρτι από την οθόνη έβγαλε κι αυτός τη γλώσσα. Η μαγεία είχε χαθεί. Ο Άρτο Σέντερστεντ επέστρεψε στα τεχνικά. Τώρα έπρεπε να λειτουργεί. Έσβησε την εικόνα του από τον υπολογιστή. Δική του ήταν και κανενός άλλου. Μόλις μπήκε στο διαδίκτυο, τα έντομα άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω από τη μοναδική πηγή φωτός. Ένιωθε ότι το πρόσωπό του ήταν γεμάτο από άγνωστα έντομα, αλλά ξεχώρισε επιτέλους ένα εντελώς άλλο, αν και εξίσου οικείο, πρόσωπο στην οθόνη και είπε: «Γεια σας, μεροκαματιάρηδες».
Τριάντα ένα
φαινόταν γεμάτη προσδοκίες καθώς το ψυχικά σκληραγωγημένο ζευγάρι Η Σίλα περνούσε από μια κομψή πόρτα στην Μπίρκασταν. Η έκφραση στα πρόσωπα δεν άλλαξε, ακόμα και όταν ανέβηκαν τις σκάλες –γνήσιου αρ νουβό ρυθμού– κι έφτασαν στην πόρτα που διακοσμούνταν από το μοναδικό ξένο όνομα της γειτονιάς, αλλά τότε τόλμησε και ο Πολ Γελμ να νιώσει προσδοκία. Παρόλο που η ώρα ήταν σχεδόν εφτάμισι. Εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο μ’ έναν τρόπο που ο ίδιος τον θυμόταν από τα κοινά τους νεανικά χρόνια. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε νιώσει αυτό το άγγιγμα και συγκινήθηκε κάπως. «Επιτέλους θα τους συναντήσω όλους» είπε εκείνη καθώς ο Πολ ξετύλιγε με προσοχή το χαρτί από το μπουκέτο που είχαν πάρει από την μπουτίκ Σέβεν-Ιλέβεν στη γωνία. «Μα το έχεις ήδη κάνει, έτσι δεν είναι;» έκανε εκείνος έκπληκτος. «Όχι» αντιγύρισε εκείνη και του έσφιξε το μπράτσο. Εκείνος πάτησε το κουδούνι. Άνοιξε η Σάρα. Φορούσε ένα μέικαπ που μόλις διακρινόταν κάτω από το πρασινωπό κούρεμα, το οποίο φαινόταν λίγο πιο πεταχτό, για την περίσταση μάλλον, και το απλό, κολλητό, σκούρο μπλε φόρεμα άφηνε ανεπιτήδευτα να φανούν όλες οι καμπύλες. Τους αγκάλιασε και τους καλωσόρισε. Το ελαφρώς μαραζωμένο μπουκέτο από το ΣέβενΙλέβεν συνοδευόταν, ευτυχώς, και από ένα μπουκάλι ουίσκι μαλτ. Εκείνη το κοίταξε, έγνεψε και ψιθύρισε στον Πολ: «Δεν ξεχνάς, υποθέτω, την ιερή υπόσχεση». Ο Πολ γέλασε ανάλαφρα και κούνησε το κεφάλι. Να μην αναφέρει ούτε λέξη για την τρέχουσα έρευνα. Θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει αυτή την υπόσχεση. Αλλά δεν θα ήταν εύκολο. Ο Χόρχε ήρθε κοντά τους από το βάθος του διαμερίσματος. Φορούσε μπλε πουκάμισο και ένα εντελώς καινούργιο, μπεζ λινό κοστούμι. Αν και φαινόταν ακριβώς ίδιο όπως το παλιό. «Τώρα πάει το δείπνο» έκανε και τους έβαλε δύο ποτήρια Μαρτίνι Ρόσο στα χέρια. «Ωχ» έκανε η Σίλα καθώς κρεμούσε το πανωφόρι της. «Αργήσαμε τόσο;» «Έλα τώρα» είπε ο Χόρχε. «Λάμπεις ολόκληρη, Σίλα». «Λάμπω;» έκανε εκείνη και τον αγκάλιασε. Μετά ο Χόρχε κοίταξε το μπουκάλι με το ουίσκι που του έδωσε η Σάρα. «Γκράγκανμορ;» έκανε.
«Ιδανικό όταν σε έχουν κουράσει οι υπερβολές» είπε ο Πολ. «Περάστε μέσα να ρίξετε μια ματιά» είπε ο Χόρχε με μια χειρονομία γαλαντομίας προς το καθυστερημένο ζευγάρι. «Ούτε καν εσύ πέρασες αποδώ, Πολ. Αυτό είναι που αποκαλώ κοινωνική μιζέρια». Πέρασαν από το στενό χολ, παραμερίζοντας μια κουρτίνα από ινδιάνικα σκοινιά με μπιχλιμπίδια. «Από τη Χιλή» είπε ο Χόρχε. Μια μυρωδιά φαγητού πνιγμένου στο σκόρδο τον πήρε στο κατόπι μέχρι μέσα στο καθιστικό. Καθώς πήγαιναν προς τα εκεί, ο Πολ έριξε μια ματιά στην κουζίνα. Ήταν μεγάλη και παλιά και έδειχνε πολύ οικεία και ζεστή. Το ξύλινο πάτωμα στην κουζίνα τού φάνηκε λίγο ασυνήθιστο. Κατσαρόλες σιγόβραζαν στην κουζίνα του γκαζιού. «Γκάζι» είπε και έδειξε. «Αξεπέραστο» είπε ο Χόρχε. «Αλλά σταμάτα να κρυφοκοιτάζεις τώρα». Οι κυρίες είχαν ήδη περάσει στο καθιστικό. Στέκονταν σκυφτές πάνω από μια συντροφιά ανθρώπων γύρω από ένα μικρό, χαμηλό τραπεζάκι με γυάλινη επιφάνεια που έμοιαζε ινδικό. Όλοι φαίνονταν να κρατούν ποτήρια με ένα κοκκινωπό υγρό μέσα. Εκτός από ένα άτομο, που κρατούσε μπουκάλι με μπιμπερό. Αυτή καθόταν στα γόνατα του Βίγκο Νορλάντερ. Ο Πολ έκανε ένα γενικό νεύμα και έριξε μια γρήγορη ματιά σε όλο το καθιστικό. Ήταν αρκετά μεγάλο, με ετερόκλητη και αρκετά πλούσια επίπλωση. Δεν υπήρχε πολύς άδειος χώρος – κάτι που πρέπει να οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στο παράλογα μεγάλο, στρογγυλό και στρωμένο τραπέζι που στεκόταν καταμεσής στο δωμάτιο και μπλόκαρε όλον τον χώρο. Ένας καταπληκτικός αριθμός βιβλίων, κάνα δυο πίνακες στους τοίχους που έμοιαζαν γνήσιοι. Έδιναν μια καλόγουστη, αν και ελαφρώς χαοτική εντύπωση. Κάτι που αντιπροσώπευε αρκετά καλά τόσο τον Χόρχε όσο και τη Σάρα. Λίγο αφηρημένος χάιδεψε τα ελάχιστα ξανθά μαλλιά της μικρής Σαρλότ. Κατόπιν άπλωσε το χέρι στην κυρία που καθόταν δίπλα στον Βίγκο. Είχε ίδια μαλλιά με τη θυγατέρα της, φορούσε ένα αρκετά αυστηρό ροζ λουλουδάτο φόρεμα και έμοιαζε να πλησιάζει τη γραμμή των πενήντα με μεγάλες δρασκελιές. «Πολ» συστήθηκε. «Άστριντ» έκανε εκείνη και συνέχισε: «Ώστε εσύ είσαι ο περίφημος Πολ Γελμ. Ο ικανότατος ντετέκτιβ». Ο Πολ έριξε μια έκπληκτη ματιά στον Βίγκο, ο οποίος ανασήκωσε λίγο διφορούμενα τους ώμους και πέταξε στον αέρα τη Σαρλότ, που κόντευε να πνιγεί από τα γέλια. «Επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ» είπε ο Πολ. «Για τι πράγμα;» έκανε η Άστριντ. Ο Πολ έριξε άλλη μια ματιά στον Βίγκο, λίγο πιο ανήσυχη, αλλά ο Βίγκο συνέχιζε να πετάει την κόρη του στον αέρα. «Που θα αυξηθείτε» έκανε. «Α, μάλιστα» αντιγύρισε η Άστριντ ξαφνιασμένη, αλλά όχι θυμωμένη. «Ναι, βέβαια. Ευχαριστούμε». Εκείνος στράφηκε στον Βίγκο, έδειξε τη μικρή Σαρλότ και είπε: «Πιστεύω ότι την τράβηξες αρκετά με την κάμερα». «Μα σε αυτήν εκπαιδεύτηκα» είπε ο Βίγκο με απόλυτη σοβαρότητα. Ο Πολ συνέχισε προς τις άλλες θέσεις του καναπέ. Είδε με την άκρη του ματιού του τη
Σίλα να συζητάει με τη Σέρστιν Χολμ· ένιωσε λίγο περίεργα. Μια μικρόσωμη, μελαχρινή, μαυροντυμένη γυναίκα άπλωσε το χέρι προς το μέρος του και είπε: «Λουντμίλα». Δεν κατάφερε ακριβώς να τη συνδέσει με την ομήγυρη. Ένιωθε δυσκίνητος και αδέξιος. Σαν ψάρι στη στεριά. «Πολ» είπε και της κούνησε τα βράγχια του. «Γεια σου». Μια βιβλιοθήκη παραμέρισε και εμφανίστηκε ένα τεράστιο κορμί που προσπαθούσε να βγει από πίσω. «Διάβολε, τι μικρή τουαλέτα» είπε ο Γκούναρ Νιμπέργ και ήρθε προς το μέρος τους. Πήγε απευθείας στη Σίλα και χαιρέτησε ευγενικά σαν απόστρατος αξιωματικός της παλιάς σχολής. «Ναι, ναι» είπε δυνατά ο Χόρχε. «Αυτό είναι το πρόβλημα μ’ ετούτο εδώ το διαμέρισμα. Δεν έχουμε χώρο για πλυντήριο». Μόλις είδε τον Γκούναρ ο Πολ, κατάφερε να κάνει τον συσχετισμό. Αμέσως μετά ξεφώνισε με το χέρι της μικρόσωμης μελαχρινής γυναίκας ακόμη στο δικό του: «Βέβαια. Η Λουντμίλα. Η υφηγήτρια». «Οι τίτλοι είναι σημαντικοί, κύριε επιθεωρητά» είπε η Λουντμίλα με ήπια ειρωνεία. Ο Πολ χαμογέλασε με τον εαυτό του. Μια χαρά τα πήγαινε. Ο Γκούναρ Νιμπέργ άφησε ένα παρατεταμένο και βροντερό γέλιο σε μπάσο ήχο. Ο Πολ αναρωτήθηκε ήρεμα τι να του είχε πει η Σίλα και προκάλεσε αυτό το τρανταχτό γέλιο. Ο ίδιος δεν γελούσε συχνά έτσι. Μετά έφτασε στην κάτω γωνία του καναπέ. Μια πιο ηλικιωμένη κυρία, με τα μισά μαλλιά γκρίζα και μια έντονη συλλογή από ρυτίδες γύρω από τα μάτια, άπλωσε το χέρι της με ουδέτερο ύφος. Αυτό του έφτανε για να καταλάβει ποια ήταν. Τα πήγαινε όλο και καλύτερα. Είχε αρχίσει να νιώθει πολύ βολικά. «Η κυρία Χουλτίν, υποθέτω» έκανε παλιομοδίτικα. «Στίνα» είπε η κυρία ανέκφραστα. «Πολ» έκανε αυτός και πρόσθεσε εντελώς περιττά: «Γελμ». Ήταν κι αυτό με τα μικρά ονόματα και τα επίθετα. Δυσκολευόταν μ’ έναν πολύ γελοίο τρόπο να αποκαλεί τον Χουλτίν κάτι άλλο πέρα από Χουλτίν. Άρα η γυναίκα του δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο πέρα από «κυρία Χουλτίν». Οτιδήποτε άλλο θα ήταν υπέρβαση του ίδιου του του εαυτού. Μακάρι να ήξερε γιατί το έκανε αυτό. Μάλλον θα ήταν κάποιο είδος ιεραρχικού αποτυπώματος, από το οποίο δεν θα γλίτωνε ποτέ του. Η ώρα της δοκιμασίας είχε φτάσει, ωστόσο. Ο Χουλτίν καθόταν στριμωγμένος στη γωνία μ’ ένα ποτήρι που ήταν τόσο άδειο, που σχεδόν νόμιζες πως το είχε γλείψει. Χαιρετήθηκαν. «Γιαν-Ούλοφ» είπε ο Πολ κάνοντας την καθαρή υπέρβαση του εαυτού του. «Το ποτήρι είναι άδειο, καθώς βλέπω». «Ήρθαμε πριν από τρία τέταρτα» είπε ο Χουλτίν. «Δεν τα πάω καλά με την έκφραση “όσο αργότερα…”». «Ούτε κι εγώ» είπε ο Πολ. «Αλλά καταλήγω πάντα να έρχομαι τελευταίος». Τότε εμφανίστηκε η Σάρα στην πόρτα της κουζίνας και χτύπησε παλαμάκια σαν παλιά καλή οικοδέσποινα. «Εντιμότατοι προσκεκλημένοι» είπε με δυνατή, σταθερή φωνή. «Πάρτε θέσεις στο
τραπέζι. Χόρχε. Έλα να βοηθήσεις». «Άντε να βοηθήσω πάλι» έκανε ο Χόρχε και σηκώθηκε από τη συντροφιά πολύ απρόθυμα. «Εγώ ήμουν που μαγείρεψα». «Κι εγώ είμαι πρωθυπουργός της Σουηδίας» είπε η Σάρα και εξαφανίστηκε προς την περιοχή της κουζίνας. Οι επισκέπτες σηκώθηκαν λίγο αναποφάσιστοι, μια που ελάχιστοι είναι εκείνοι που θέλουν να καθίσουν πρώτοι σ’ ένα άδειο τραπέζι. Ειδικά όταν δεν έχουν οριστεί οι θέσεις τους, κάτι που προφανώς συνέβαινε. Καθ’ οδόν προς το τραπέζι ο Πολ συναντήθηκε με τη Σίλα και τη Σέρστιν. Αγκάλιασε τη Σέρστιν. Η Σίλα στεκόταν δίπλα τους και τους παρακολουθούσε. Ο Πολ ένιωθε ακόμη κάπως περίεργα. Παρόλο που τα χρόνια είχαν περάσει και είχαν απλώσει το απαλό κάλυμμά τους πάνω στο τοπίο του παρελθόντος. Αν ήθελε κανείς να πνίγεται στα κλισέ. «Όλα καλά, Σέρστιν;» έκανε. «Βεβαίως» είπε εκείνη. Άλλο τίποτα δεν είπαν. Ο Γκούναρ ανέβηκε σε μια καρέκλα. Το έπιπλο έβαλε τα δυνατά του για να αποδείξει ότι μπορούσε να πάει κόντρα σε όλους τους πιθανούς νόμους της φύσης. Και τα κατάφερε. Άντεξε. Ο τεράστιος άντρας πάνω στην καρέκλα μέτρησε φωναχτά. «Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι κυρίες. Επτά με τη Σαρλότ. Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε κύριοι. Σαφής αναντιστοιχία». «Εμείς μπορούμε να καθίσουμε μαζί» είπαν η Σέρστιν και η Σίλα. Ο Πολ τις κοίταξε με δυσπιστία. «Τότε θα κάνουμε το εξής» είπε ο Γκούναρ, ο οποίος μέσα στη γενική ευφορία του φαινόταν να έχει αρπάξει και το ψώνιο του αρχηγού. «Δίπλα σ’ εμένα η Άστριντ, έπειτα ο Γιαν-Ούλοφ, η Σάρα, ο Πολ, η Στίνα, ο Βίγκο, η Λουντμίλα, ο Χόρχε, η Σίλα και η Σέρστιν. Και η Σαρλότ θα καθίσει με…» «Την Άστριντ» είπε ο Βίγκο, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε η Άστριντ να λέει: «Τον Βίγκο». «Υπέροχα» είπε ο Γκούναρ και κάθισε με τη νεοαποκτηθείσα ευλυγισία του αδυνατισμένου. «Τότε λύθηκε κι αυτό». Η Σαρλότ κατέληξε πράγματι να καθίσει στα γόνατα του Βίγκο σε όλη τη διάρκεια του γεύματος. Αυτό που σερβίρισαν ήταν κρέας κατσαρόλας από τη Χιλή με απίστευτες ποσότητες σκόρδου. Το κρασί, Ντούκα ντ’ Αραγκόνα 1993, ταίριαζε απόλυτα με το σκόρδο και καταναλώθηκε, ως εκ τούτου, σε βακχικές ποσότητες. «Η κατανάλωση κρασιού είναι ένα σημάδι εξευρωπαϊσμού» είπε η Λουντμίλα μόλις τελείωσαν το φαγητό με έναν τόνο που δεν άφηνε περιθώρια για αντεπιχειρήματα. «Τι εννοείς;» έκανε ο Χουλτίν, που είχε καταπλήξει τη συντροφιά καταναλώνοντας τη μερίδα του λέοντος από το ίδιο. Από το κρασί, δηλαδή. «Όταν ήρθα στη Σουηδία για πρώτη φορά» συνέχισε η Λουντμίλα «ήσασταν κολλημένοι στη ζώνη της βότκας, σαν εμάς τους Ρώσους, αν και όχι με την ίδια ένταση. Περάσατε σταδιακά στο κρασί. Από το δικό σας σναπς, το brännvin-μπρενβίν όπως το λέτε, στο vin-βιν, δηλαδή στο κρασί». «Βιν το ένα, βιν και το άλλο» είπε ο Βίγκο και χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης του που είχε αποκοιμηθεί εδώ και ώρα.
Η Λουντμίλα τον αγνόησε εντελώς. «Στη Ρωσία, αντιθέτως, και σε όλη την Ανατολική Ευρώπη εδώ που τα λέμε, η ζώνη της βότκας σφίγγει όλο και περισσότερο. Τείνουμε να γίνουμε ένα χαμένο έθνος». «Και όχι μόνο γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;» έκανε ο Πολ, αγγίζοντας επικίνδυνα το όριο παραβίασης του ιερού όρκου. Δέχτηκε μερικές λοξές ματιές. Γυναικείες ματιές. «Είμαι απολύτως πεπεισμένη» συνέχισε η Λουντμίλα «ότι η κατάσταση ενός έθνους μπορεί να μετρηθεί από την κατανάλωση κρασιού στη συνολική κατανάλωση οινοπνευματωδών. Όσο περισσότερο το κρασί, τόσο μεγαλύτερη η ψυχική ευφορία στη χώρα». «Υπάρχει επίσης ένας αριθμός μη καταγεγραμμένων περιπτώσεων, κρυφές στατιστικές» έκανε ο Γκούναρ, που φαινόταν εντελώς ανεπηρέαστος από το κρασί. «Θέλω να πιστεύω ότι η Σουηδία έχει τις περισσότερες κρυφές στατιστικές στον κόσμο». «Εννοείς το σπιτικό μπρενβίν;» ρώτησε ο Πολ. «Και το λαθραίο αλκοόλ. Αλλά κυρίως το σπιτικό μπρενβίν». «Γιατί το λένε μπρενβίν;» ρώτησε ο Βίγκο, δίχως να σταματήσει καθόλου να χαϊδεύει την κόρη του στα μαλλιά. «Δεν είναι κρασί, διάβολε». Η Λουντμίλα λήστεψε τις γλωσσολογικές τράπεζες δεδομένων και βρήκε μια λεία: «Η λέξη έφτασε στα σουηδικά κατά τον μεσαίωνα. Τότε το έλεγαν “brännevin” και το είχαν πάρει από τα κάτω γερμανικά “bernewin”, το οποίο σήμαινε “bränt”, καμένο, δηλαδή αποσταγμένο, κρασί. Στα ολλανδικά λέγεται “brandewijn”, λέξη που κατέληξε σε “brandy”». Ο Πολ είδε ότι ο Γκούναρ κοιτούσε εντυπωσιασμένος τη φιλενάδα του. Έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια αποδεικνυόταν ότι ακριβώς αυτές ήταν οι γυναίκες του γούστου του. «Μα αυτό δεν είναι απάντηση» επέμεινε ο Βίγκο. «Στεκόμαστε ακόμη στο ίδιο σημείο. Σημειωτόν κάνουμε. Γιατί το λέγανε βιν, κρασί, αφού ήταν οινόπνευμα;» «Διότι η λέξη για το οινόπνευμα, sprit, δεν υπήρχε» είπε η Λουντμίλα. «Η λέξη αυτή ήρθε στη Σουηδία στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα και ήταν γαλλική, όχι γερμανική. Προέρχεται απευθείας από το γαλλικό “esprit”, ήτοι “πνεύμα”». «Δηλαδή vin σημαίνει sprit και sprit δεν σημαίνει τίποτα, μπιτ» έκανε τη ρίμα του ο Βίγκο αναπάντεχα επιθετικά. «Η γλώσσα αλλάζει συνεχώς, Βίγκο» είπε η Λουντμίλα ήρεμα. «Και να μη φωνάζεις στη γυναίκα μου» είπε ο Γκούναρ εξίσου ήρεμα. Το γεγονός ότι από την εκκλησία Γκούσταβ Βάσα ακούστηκαν εννιά βαριά κι απόμακρα χτυπήματα δεν ήταν ακριβώς αυτό που έκανε τη συζήτηση, η οποία έπαιρνε διαστάσεις αντιπαράθεσης, να σταματήσει. Ήταν το γεγονός ότι ο Χόρχε έβαλε ξαφνικά έναν φορητό υπολογιστή στη μέση της τραπεζαρίας. Ωστόσο εκείνα τα εννιά χτυπήματα αντήχησαν στο μυαλό του Πολ. Με κάθε χτύπημα προκαλούνταν μια τόσο απότομη όσο και παράλογη διορατικότητα. Στο τέλος αυτή η διορατικότητα έγινε τόσο πλήρης και τόσο συναρπαστική και τον ανάγκασε να γεμίσει ένα ποτήρι με κρασί Ντούκα ντ’ Αραγκόνα για να μην παραβιάσει τον ιερό όρκο. Ο Χόρχε στερέωσε ένα μαραφέτι που έμοιαζε με μικρό φακό στην κορυφή της ανοιχτής οθόνης. Έπειτα έστρεψε τον φορητό υπολογιστή προς τη δική του θέση στην τραπεζαρία, κάθισε και τους κάλεσε όλους κοντά του. «Συγκεντρωθείτε, άνθρωποι!»
Οι άνθρωποι σηκώθηκαν απρόθυμα και αργά. Ο Χουλτίν έκανε μερικά κομψά παραπατήματα και χαμογέλασε στραβά. Η γυναίκα του Στίνα τον στήριξε και είπε με ουδέτερο ύφος: «Λέγεται ότι το κρασί προλαμβάνει τα εγκεφαλικά. Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω». Ο Γκούναρ χαμήλωσε το πρώην τεράστιο σώμα του πίσω από την καρέκλα της Λουντμίλα και τη χάιδεψε απαλά στον αυχένα. Η Σέρστιν έγειρε μπροστά από τη Σίλα, η οποία γέλασε δυνατά και, κατά την άποψη του Πολ, εντελώς αδικαιολόγητα. Η Άστριντ πήγε στον Βίγκο και τον χτύπησε με αγάπη στο κεφάλι. Ο ίδιος απλώς συνέχιζε να χαϊδεύει τα ανακατωμένα μπουκλάκια της κοιμισμένης κόρης του. Ο Πολ πήγε προς τα εκεί και στάθηκε πίσω πίσω. Η Σάρα πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε με το ένα χέρι. Εκείνος ούτε που το πρόσεξε. Στην οθόνη εμφανίστηκαν κάποια παράσιτα και μετά μια παράξενη φιγούρα. «Γεια σας, μεροκαματιάρηδες» είπε η παράξενη φιγούρα. «Κοιτάξτε, που να πάρει ο διάολος!» ξεφώνισε ο Βίγκο. «Το καμάρι της Φινλανδίας!» «Άρτο» έκανε ο Χόρχε και φάνηκε για λίγο εντελώς νηφάλιος. «Πώς είσαι, αγόρι μου; Έχουμε παρτάκι μετακόμισης εδώ πέρα». «Το κατάλαβα» είπε η κάπως τρεμάμενη εικόνα του Άρτο Σέντερστεντ. «Εγώ, πάλι, μόλις σταμάτησα να απέχω από την ημερήσια δόση του βινσάντο. Σήμερα ξεκίνησα. Έφτασα σε αυτή τη δραστική απόφαση έπειτα από τρία ποτήρια κρασί». Ένα γενικό μουρμουρητό εξαπλώθηκε σε όλο το τριάρι της Μπιρκαγκάταν. Ο Χόρχε το σταμάτησε με μεγάλη αποφασιστικότητα. «Πώς είσαι;» επανέλαβε. «Όλα υπέροχα είναι, ευχαριστώ» είπε ο Άρτο. «Και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν δεν υπήρχε αυτό το επικείμενο ταξίδι. Στην Ουκρανία δεν είναι που σε ληστεύουν συνεχώς;» «Έδωσες κι εσύ τον ιερό όρκο, έτσι δεν είναι;» «Ναι, βέβαια. Συγγνώμη. Εντάξει, όπως είπα, όλα καλά. Αν εξαιρέσουμε βέβαια ότι η κόρη μου έχασε την παρθενιά της, ότι εγώ θ’ αποκτήσω κι άλλο ένα παιδί και ότι κάποιες πανάρχαιες θεότητες της εκδίκησης κόβουν βόλτες ανάμεσα στους βασιλικούς μας». Η Σέρστιν και η Σάρα καθάριζαν τον λαιμό τους με θόρυβο. Το είδωλο του Σέντερστεντ έφερε το χέρι στο στόμα και σταυροκοπήθηκε. «Λυπάμαι» είπε. «Slip of the tongue – Παραδρομή της γλώσσας». «Κι άλλο παιδί;» φώναξε ο Βίγκο. «Τι διάβολο, γερο-τράγο! Κι εμείς περιμένουμε παιδί». «Τράγος, ε;» έκανε ο Άρτο. «Συγχαρητήρια, πάντως. Έχουμε κι ένα σωρό μπέιμπι σίτερ, επίσης». «Καλά είναι η οικογένεια;» ρώτησε ο Χόρχε. «Βεβαίως» είπε ο Σέντερστεντ. «Είχαμε πάντως ένα μικρό επεισόδιο Χάιμλιχ πριν από καμιά ώρα, αλλά κατά τ’ άλλα είμαστε εντάξει. Δείξε λίγο από το διαμέρισμα». Ο Χόρχε έβγαλε τη μικρή κάμερα από την κορυφή της οθόνης και την περιέστρεψε στον χώρο. «Ω!» έκανε ο Άρτο. «Τι ωραία πράσινα μαλλιά!» «Είκοσι πισίνες κάθε Κυριακή» είπε λακωνικά η Σάρα. «Αν και για αύριο δεν ξέρουμε» είπε ο Χόρχε. «Φαίνεται πάντως υπέροχο το διαμέρισμα. Έχετε ετοιμάσει το παιδικό δωμάτιο;» «Τι διάολο σας έπιασε με τα παιδιά;» έκανε ο Χόρχε.
Η Σάρα αντιθέτως είπε: «Σύντομα». Παράτησαν αμέσως το θέμα δίχως άλλες αντεγκλήσεις. Μετά χαιρέτησε ο καθένας τον Άρτο προσωπικά και με τη σειρά. Η Άνγια εμφανίστηκε για μια στιγμή στην οθόνη και είπε με δυσπιστία: «Τα θαύματα της τεχνολογίας». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εξαφανίστηκε η εικόνα πίσω από ένα σωρό παράξενα, πολύχρωμα τετράγωνα, κάνοντας όλη την οθόνη να φαίνεται σαν βιτρό εκκλησίας. Έτσι φάνηκε τουλάχιστον στον Πολ. Οι καμπάνες της εκκλησίας αντηχούσαν ακόμη μέσα του. Ήταν έτοιμος να κρεπάρει. Η βακχική συντροφιά κατόπιν μετακόμισε κάπως άτακτα σε καναπέδες και πολυθρόνες δίπλα στο ινδικό τραπεζάκι με τη γυάλινη επιφάνεια. Καθώς πήγαινε προς τα εκεί, ο Πολ κοντοστάθηκε στη βιβλιοθήκη. Για μια σύντομη στιγμή χάθηκαν οι καμπάνες της εκκλησίας στο μυαλό του και αντικαταστάθηκαν από κάτι άλλο. Τράβηξε και έβγαλε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Είχε τον τίτλο Το μεγάλο πουθενά. Και ο συγγραφέας λεγόταν Ελρόι. Ο Χόρχε στεκόταν πίσω του και ρουφούσε ένα τσιγάρο με ύφος άπειρης μαθήτριας. Γέλασε και έδειξε: «Εκεί έχεις τους αδηφάγους σου. Τζέιμς Ελρόι». «Αν και δεν είναι αδηφάγοι» είπε η Σέρστιν, ρουφώντας κι αυτή ένα τσιγάρο με την ίδια απειρία, ενώ είχε τουλάχιστον μια δόση ταμπάκο στο στόμα. «Wolverine Blues» είπε ο Χόρχε και έδωσε στη Σάρα ένα υγρό και γεμάτο καπνό φιλί. Ανοίχτηκε ένα μπουκάλι Γκράγκανμορ και τα ασύμμετρα κύματα της κουβέντας σάρωναν το μικρό τριάρι μέχρι που άρχισε να ξεχύνεται μουσική σάλσα από ηχεία αόρατα και βηματισμοί άρρυθμοι άρχισαν να ταλαιπωρούν τα ταβάνια των γειτόνων. Ο Χουλτίν και η Στίνα χόρευαν βαλς υπό τον ήχο της σάλσα. Έμοιαζαν μ’ ένα ζευγάρι τραυματισμένων λέμμων που τραβούσαν για την άκρη του βράχου. Ο Χόρχε κάλεσε με κομψό τρόπο τη Σίλα για χορό και διέσχισαν με κινήσεις επαγγελματιών χορευτών τον χώρο. Σε μερικά λεπτά εκείνη μεταμορφώθηκε από ξανθό ξυλάγγουρο σε μια μελαχρινή και μυστηριώδη βασίλισσα του χορού. Ίσως να ήταν απλώς ο φωτισμός πολύ αμυδρός. Ο Γκούναρ και η Λουντμίλα χόρευαν κολλητά. Έδειχνε πολύ επικίνδυνο. Μια γάτα στην αγκαλιά μιας γκρίζας αρκούδας. Μια σαρδελίτσα πάνω σε καρχαρία. Ένα αρνάκι στο θανάσιμο αγκάλιασμα ενός ανακόντα. Ο Βίγκο με την Άστριντ άφησαν απρόθυμα τη Σαρλότ στη Σάρα –η οποία τώρα καθόταν και τη χάιδευε με αργές, μακρόσυρτες κινήσεις– και πήγαν στην «πίστα» σαν ένα μέτριο χορευτικό ζευγάρι. Μόνον ο Πολ και η Σέρστιν παρέμεναν αμήχανοι κι αδέξιοι και παρακολουθούσαν το θέαμα από μακριά. Εκείνος είχε ένα ξαφνικό όραμα ενός ετοιμοθάνατου πολιτισμού που παραπατούσε χορευτικά πάνω από μια άβυσσο, είδε τις σιλουέτες ως κενά περιεχομένου και ιστορίας κελύφη, που σαν μαριονέτες εκτελούσαν αυτά τα τσαλίμια πάνω από ένα βάθος που δεν το πλησίαζαν ποτέ, αν δεν άφηνε λάσκα τα νήματα ο μαριονετίστας, και πήγαιναν να πέσουν ανερμάτιστες στην άβυσσο. Και τότε ήταν ήδη πολύ αργά. Κράτησε για πολύ λίγο και δεν ήταν, εδώ που τα λέμε, ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Η
απόσταση είναι απλώς δειλία, σκέφτηκε μπερδεμένος, έπιασε το χέρι της Σέρστιν και την οδήγησε στην πίστα, κι εκείνη αφέθηκε να την οδηγήσει. Αν και μάλλον εκείνη ήταν που έσερνε τον χορό, ενώ εκείνος απλώς φανταζόταν ότι το έκανε ο ίδιος. Όταν βύθισε το μάγουλό του στα ανακατωμένα, σκούρα μαλλιά και οσφράνθηκε ευωδιές που δεν είχε νιώσει εδώ και πολλά χρόνια, εκτοπίστηκαν οι επίμονες καμπάνες από μέσα του, και όταν ακούμπησε το κεφάλι του στο λεπτό, πολύ λεπτό κρανίο, στον αριστερό της κρόταφο, του φάνηκε πως είχε έρθει σε άμεση επαφή με τις σκέψεις της. Και αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Δεν είχε ιδέα πώς βρέθηκαν στο ταξί, αλλά εκεί που καθόταν και είχε τα ξανθά μαλλιά της Σίλα απλωμένα ξανά στον ώμο του, την άκουσε να του λέει: «Ξέρω ότι είχατε σχέση». Έπρεπε να είχε αναστατωθεί, αλλά δεν ένιωσε έτσι. Απλώς τη χάιδεψε στα μαλλιά και παρέμεινε σιωπηλός. «Δεν τρέχει τίποτα» είπε η Σίλα. «Έγινε πριν από πολύ καιρό, το ξέρω». «Σου το είπε η ίδια;» «Είπε πολλά. Αλλά μου αρέσει πολύ η Σέρστιν». «Το ήξερες από πριν;» «Το υποψιαζόμουν. Αλλά έχω καταλάβει επίσης ότι τελείωσε εδώ και πολύ καιρό». «Εσύ ήσουν που τη ρώτησες;» «Όχι. Μόνη της το είπε. Φαίνεται πως έχει αρχίσει το ξεκαθάρισμα με το παρελθόν της. Κλείνει όλες τις πιθανές τρύπες στον χρόνο, όπως είπε και η ίδια». Ο Πολ χαμογέλασε. Είχε έρθει σε άμεση επαφή με τις σκέψεις της και παλιότερα. Ίσως οι σκέψεις του να ήταν σκέψεις της Σέρστιν. Ίσως γι’ αυτό κι εκείνη να επέτρεψε τη λέπτυνση του κρανίου της. Για να φτάνουν λίγο ευκολότερα σ’ εκείνον οι λογικές σκέψεις της. Η Σίλα συνέχισε: «Εντάξει είναι, Πολ. Είχα κι εγώ μια σχέση. Τότε». Και τώρα; σκέφτηκε εκείνος. Μήπως πρέπει να δείξω ότι αναστατώθηκα τώρα; «Όταν ήμασταν σε διάσταση;» ήταν το μόνο που ρώτησε. Για να επιφέρει κάποια τάξη. «Ναι, εκείνη την άνοιξη, αν και δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν. Ήταν μια σχέση εξίσου σύντομη σαν τη δική σας. Αλλά, όλως παραδόξως, δεν μετανιώνω γι’ αυτό». «Ούτε κι εγώ» είπε ο Πολ. «Έχεις προσέξεις ότι κάτι αρχίζει να συμβαίνει μ’ αυτή;» «Με τη Σέρστιν; Όχι ακριβώς, όχι». «Μου είπε ότι πέρασε μια κρίση. Μια μεταμόρφωση, έτσι το ονόμασε. Δεν ήθελε ούτε η ίδια να το παραδεχτεί στην πραγματικότητα, είπε». «Σου είπε τι ήταν;» «Όχι ακριβώς. Αλλά πιστεύω ότι τείνει να γίνει θρήσκα». Σώπασαν. Αυτή ήταν, λοιπόν, η άμεση επαφή, σκέφτηκε ο Πολ και ένιωσε την καθημερινότητα να ορμάει μέσα στο ταξί. Θρήσκα; Όταν ξάπλωσαν στο κρεβάτι και ένιωσαν πολύ κουρασμένοι και εξαντλημένοι για να πραγματοποιήσουν όσα είχαν σκεφτεί στο ταξί, επέστρεψαν οι καμπάνες στο μυαλό του Πολ. Λίγο πριν αποκοιμηθεί, σκέφτηκε ότι δεν ήταν πια υποχρεωμένος να τηρεί το
απόρρητο. Είχε περάσει ο χρόνος για τον ιερό όρκο που είχε δώσει. Έτσι τα είπε όλα στη Σίλα. Το γεγονός ότι κοιμόταν και ροχάλιζε δεν είχε καμία σημασία. Διότι τα αφηγούνταν όλα κυρίως για να μην κρεπάρει. Ίσως και να κοιμόταν και ο ίδιος όταν άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Μα δεν υπήρχε εκκλησία στο Μπούχενβαλτ».
Τριάντα δύο
για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους, αναγκαζόμαστε να αποσιωπήσουμε Ε πειδή, συνέβη την Κυριακή, κάνουμε ένα χρονικό άλμα και φτάνουμε στη Δευτέρα.
ό,τι
Τη Δευτέρα 15 Μαΐου. Τα δευτεριάτικα πρωινά μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά. Για ορισμένους είναι καθαρή ευτυχία η επιστροφή στη δουλειά έπειτα από ένα μακρύ και βαρετό Σαββατοκύριακο παρέα με τη μοναξιά ή με την οικογενειακή μιζέρια. Για άλλους είναι ένα ατέλειωτο μαρτύριο το να σηκωθούν με τα χίλια βάσανα από το κρεβάτι και να έχουν ολόκληρη άχρηστη και αντιπαραγωγική εβδομάδα μπροστά τους. Επίσης για κάποιους άλλους είναι πραγματικό μαρτύριο να σκέφτονται ότι τώρα όλοι οι άλλοι πάνε στη δουλειά, όλες οι ευτυχισμένες ψυχές που έχουν τελικά μια δουλειά να κάνουν. Υπάρχει και άλλη μία κατηγορία. Είναι οι τυχεροί που –παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει ένα πολύ ευχάριστο Σαββατοκύριακο– προσβλέπουν στη δουλειά με παιδική προσμονή. Ένας από αυτούς τους τελευταίους ονομαζόταν Πολ Γελμ. Επέστρεψε στο ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν από εκείνη την τρομακτική εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1945. Το ημερολόγιο ήταν ακόμη στο αστυνομικό μέγαρο, κι αν δεν ήταν, η Κυριακή του δεν θα μπορούσε να είχε περάσει τυλιγμένη στη σιωπή. Βρήκε πάρα πολλά. Άρχισε κάπως νωθρά. Αν και «νωθρά» δεν θα έλεγες ότι ήταν η σωστή λέξη. Μάλλον με αυτοπεριφρόνηση άρχιζε. Ένιωθε σαν βιαστής. Οι κιτρινισμένες σελίδες του ημερολογίου, καμιά δεκαριά όλες κι όλες, ήταν απλωμένες πάνω στο γραφείο. Εκεί που το μολύβι είχε αγγίξει το χαρτί σχηματιζόταν μια γραφή. Αυτή η γραφή δεν ήταν απλώς αποθηκευμένες πληροφορίες για ένα αντικειμενικώς αναδομημένο συμβάν στο παρελθόν. Ήταν λέξεις από το χείλος του θανάτου, και οι λέξεις αυτές είχαν αντηχήσει μέσα του και τον είχαν πετάξει στην άβυσσο. Είχε κλάψει με αυτές τις λέξεις, ένα κλάμα που ερχόταν από τις πιο βαθιές πτυχές της ψυχής. Αυτές οι λέξεις είχαν επαναφέρει στη μνήμη μια χρονική περίοδο και μια εμπειρία οι οποίες είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν. Τις ένιωθες, κατά κάποιον τρόπο, ιερές. Αυτό το κείμενο βρισκόταν τώρα μπροστά του, γδαρμένο σαν θύμα βιασμού, και τώρα θα έπεφτε πάνω του με όλο το οπλοστάσιο λογικών δομών που αποτελούσε τη δυτική κοινωνία της προόδου: λογική, αναλυτική καθαρότητα, αυστηρή διείσδυση. Με άλλα λόγια, επρόκειτο να βιάσει το κείμενο. Όπως όφειλε να κάνει ένας καλός ευρωπαίος, λευκός, μεσήλικος και ετεροφυλόφιλος
άντρας. Αντιθέτως, αν το άφηνε να αναπαύεται ανενόχλητο στο κουκούλι του, θα ήταν σαν να απέφευγε την αλήθεια, σαν να απείχε από τη γνώση, σαν να αποδεχόταν μια μυθική, αμετάβλητη κατάσταση δέους και να επέστρεφε σε μια σκοτεινή εποχή, ανοίγοντας τον δρόμο σε σκοτεινές, απάνθρωπες δυνάμεις. Να μην υπήρχε, άραγε, τρόπος να αναλύσει με νηφαλιότητα και οξυδέρκεια και έστω –ίσως και μέσω αυτού– να κρατήσει το επιθετικό μυστήριο ζωντανό; Έμοιαζε σαν να ήταν το άμεσα καίριο ζήτημα. Και όχι μόνο για το ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν, ούτε μόνο για αυτήν εδώ την υπόθεση στο σύνολό της, ούτε καν για το επάγγελμά του ως σύνολο, αλλά και για την κοινωνία στο σύνολό της. Τι ήταν αυτό που είχε ανακαλύψει η Σέρστιν; Μήπως είχε ανακαλύψει ότι δίχως το μυστήριο είμαστε απλώς άδειοι κάλυκες; Αυτή ακριβώς τη στιγμή ο Πολ Γελμ ξεπέρασε τον εαυτό του –όπως λένε συνήθως όταν πράγματα και καταστάσεις επιστρέφουν σε παλιές πεπατημένες– και ασχολήθηκε με το κείμενο. Με τη βοήθεια της λογικής, της αναλυτικής καθαρότητας και της αυστηρής διείσδυσης συνέχισε να διαβάζει το ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν από μια αποφασιστική για τη ζωή του εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1945, που δεν απείχε πολύ από το τέλος του πολέμου. Ο Λέοναρντ Σέινκμαν δεν βρισκόταν στο Μπούχενβαλτ, το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γερμανίας, το οποίο χτίστηκε εφτά χιλιόμετρα έξω από την κοιτίδα πολιτισμού που λέγεται Βαϊμάρη τον Ιούλιο του 1937, σ’ έναν ερημικό λόφο με την ονομασία Έτερσμπεργκ. Διότι εκεί δεν υπήρχε απολύτως καμία εκκλησία έξω από το παράθυρο. Δύο επιλογές μπορούσαν να υπάρχουν: είτε η εκκλησία ήταν απλώς μια εικόνα, μια εικόνα για να «βλέπει τον χρόνο», για τον οποίο μιλούσε συνεχώς ο Σέινκμαν, είτε όντως υπήρχε, και ήταν ταυτόχρονα μια εικόνα για να «βλέπει τον χρόνο». Αυτό που λειτουργούσε υπέρ της δεύτερης επιλογής ήταν το γεγονός ότι η εκκλησία αυτή περιγραφόταν τόσο λεπτομερώς και μάλιστα σε συνδυασμό με τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων, οι οποίοι εντάθηκαν κατά τον Φεβρουάριο του 1945. Όλα έδειχναν πως ο Σέινκμαν βρισκόταν σε μια πόλη και όχι σε έναν ερημικό λόφο. Γιατί, όμως, υποστήριζε σε όλη του τη ζωή ότι βρισκόταν στο Μπούχενβαλτ; Γιατί είχε πει στα παιδιά του ότι ήταν κρατούμενος στο Μπούχενβαλτ και όχι κάπου αλλού; Και σε αυτό το ερώτημα εμφανίζονταν δύο επιλογές: είτε αυτά που υπέστη σ’ εκείνη την πόλη ήταν τόσο φοβερά ώστε ακόμα και ο εφιαλτικός τόπος που λεγόταν Μπούχενβαλτ να μοιάζει σαν μια ηπιότερη και βολικότερη επιλογή, είτε… κάτι ήθελε να κρύψει. Ο Πολ Γελμ άφησε αυτή τη σκέψη στην άκρη προσώρας. Άφησε επίσης και τη σκέψη μιας άλλης πόλης στην άκρη, μια που προς το παρόν δεν μπορούσε να την εντοπίσει. Ασχολήθηκε, ωστόσο, με την ίδια την τοποθεσία. Προφανώς πρόκειται για κάποιου είδους ίδρυμα. Οι κρατούμενοι κάθονται μέσα σε χώρους που είναι κάτι σαν κελιά. Υπάρχει μια λίστα, κι όταν βρίσκεται κανείς στην κορυφή αυτής της λίστας, υφίσταται κάτι φοβερό. Το αποτέλεσμα είναι ότι η προσωπικότητα διαγράφεται. Άλλωστε αυτό συμβαίνει με τον σύντροφό του Έρβιν: «Όταν του μιλώ, εκείνος λείπει. Είναι ένα άδειο κέλυφος. Εκεί από όπου έχει ξεχυθεί και χαθεί το περιεχόμενο, υπάρχει ένας μικρός, αθώος επίδεσμος». Αυτός ο επίδεσμος επιστρέφει.
«Οι επίδεσμοι λάμπουν σαν φανάρια πάνω στα αδειασμένα κεφάλια». Και μετά ξανά: «Σύντομα θα μπει και στον δικό μου κρόταφο ο μικρός επίδεσμος». Κρόταφος, σκέφτηκε ο Πολ Γελμ και έκλεισε τα μάτια. Φυσικά.
Ένας λεπτός τοίχος χώριζε τον Πολ Γελμ από τη Σέρστιν Χολμ. Στην άλλη πλευρά αυτού του τοίχου διεξαγόταν μια τηλεφωνική συνομιλία με την Ευρώπη. Συγκεκριμένα με τον καθηγητή Ερνστ Χέρσελ του Ινστιτούτου Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Ιένας. Ο καθηγητής ήταν πολύ απρόθυμος. Αποτελούσε αυτό που λέμε πρόκληση. «Ήταν λάθος να το αναφέρω αυτό στον Γιόζεφ» είπε εκείνος με τα ακαδημαϊκά του αγγλικά. Σπαστά, αλλά γραμματικώς άψογα. «Στον Γιόζεφ;» απόρησε η Σέρστιν Χολμ. «Στον Γιόζεφ Μπέντσιγκερ στη Βαϊμάρη. Τον είχα φοιτητή για λίγο. Ήταν ένας πολύ ελπιδοφόρος φοιτητής. Δεν καταλαβαίνω πώς μπόρεσε και έγινε αστυνομικός». «Πώς έγινε και το αναφέρατε αυτό στον Γιόζεφ;» «Συναντηθήκαμε και ήπιαμε μια μπίρα. Τον μάλωσα που δεν είχε συνεχίσει μεταπτυχιακές σπουδές ως ερευνητής. Και τότε έκανα το λάθος να του αναφέρω το νέο μου ερευνητικό πρόγραμμα. Κυρίως για να του πω τι ακριβώς είχε χάσει». «Πρόκειται, δηλαδή, για το νέο σας ερευνητικό πρόγραμμα;» Σιωπή από την Ιένα. Η Σέρστιν συνέχισε: «Τι σας εμποδίζει να μιλήσετε για αυτό το νέο πρόγραμμα;» «Είναι πολλοί και διαφορετικοί οι λόγοι, φράου Χολμ». «Φροϊλάιν» έκανε με νεανικό ύφος η Χολμ. «Είναι ένα πολύ ευαίσθητο πρόγραμμα, φροϊλάιν Χολμ. Ελπίζω ότι μέσα σε έναν χρόνο η ομάδα των ερευνητών μου θα είναι έτοιμη να δημοσιεύσει τα αποτελέσματά της. Αυτή τη στιγμή όλο το πρόγραμμα βρίσκεται σε μια μάλλον αρκετά μη ικανοποιητική κατάσταση από επιστημονικής απόψεως». Ακαδημαϊκές επικράτειες, σκέφτηκε η Σέρστιν Χολμ. Εδώ έπρεπε να ζυγίζει πολύ προσεκτικά τα λόγια της. Πιθανότατα ο καθηγητής ονειρευόταν κάποια θέση επισκέπτη καθηγητή στην Αμερική, την οποία δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να θυσιάσει. Ούτε καν για να βοηθήσει σε μια διεθνή έρευνα φόνου. Μπορούσε, ωστόσο, να τον αναγκάσει. Μπορούσε να πάρει αυστηρά μέτρα εναντίον του, να ζητήσει απόφαση δικαστηρίου για να τον αναγκάσει να μιλήσει. Αλλά από τη μία αυτό θα της έπαιρνε πολύ καιρό και από την άλλη θα χάνονταν πολύ σημαντικές πληροφορίες, πληροφορίες που τις έδινε κανείς μόνον εμπιστευτικά. Ήταν υποχρεωμένη να τον καλοπιάσει. «Δεν πρόκειται να αποκαλύψουμε οποιαδήποτε επιστημονικά συμπεράσματα» τον διαβεβαίωσε. Ο καθηγητής Ερνστ Χέρσελ γέλασε. «Μα τι μου λέτε, φροϊλάιν Χολμ;» έκανε εκείνος. «Είμαστε και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι. Ξέρουμε πόσο λίγα κερδίζουμε σε σχέση με ένα οποιοδήποτε παιδί για θελήματα σε όλον τον ιδιωτικό τομέα. Ο κόσμος είναι προς το παρόν πολύ άδικος και δεν
θα σας κατηγορούσα καθόλου αν πουλούσατε τις πληροφορίες στην Μπιλντ για πολλά εκατομμύρια. Αλλά ξέρουμε και οι δύο ότι γίνονται απίστευτες διαρροές από τον δημόσιο τομέα. Δεν υπάρχει κάτι που να γνωρίζουν οι αστυνομικοί και να μην το μαθαίνουν τα ΜΜΕ μέσα στις επόμενες δύο ώρες». «Έχετε απολύτως δίκιο» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Πώς θα το κάνουμε όμως αυτό; Έχετε κάποια πρόταση;» Νέα σιωπή από Ιένα. Αν και αυτή τη φορά η Σέρστιν ένιωθε πως επρόκειτο για διαφορετική σιωπή. Μια σιωπή για σκέψη. «Υπάρχει κάτι άλλο» είπε ο Χέρσελ. «Ξέρω πως σκέφτεστε ότι πρόκειται απλώς για ακαδημαϊκές επικράτειες. Το ακούω στη φωνή σας. Υπάρχει, όμως, μια πολύ σημαντικότερη πλευρά. Έχετε πάει στο καταφύγιο του Χίτλερ στο Βερολίνο;» «Όχι» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Είναι ελάχιστοι αυτοί που έχουν πάει. Κι αυτό θέλουν, εξάλλου. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να γίνει τόπος προσκυνήματος για τον αναδυόμενο νεοναζισμό. Η ιστορία και η επιστημονική αλήθεια πρέπει να σταθμίζονται με την πρακτική. Είναι ένα καθαρά πραγματιστικό θέμα. Τι συμφέρει περισσότερο τη δημοκρατία; Η αλήθεια ή η σιωπή;» «Μιλάμε, δηλαδή, για έναν πιθανό νέο τόπο προσκυνήματος των νεοναζιστών;» «Ναι» είπε ο Ερνστ Χέρσελ. «Καταλαβαίνω» είπε η Σέρστιν Χολμ. Επικράτησε σιωπή για λίγο. Ο Χέρσελ σκεφτόταν την ταχεία εξάπλωση του νεοναζισμού στην πρώην ΓΛΔ, η οποία υπήρξε ξεσκολισμένη στον μη δημοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης. Η Χολμ σκεφτόταν τις Ερινύες. Αναρωτήθηκε αν η εικόνα που είχε σχηματίσει γι’ αυτές είχε αρχίσει να αλλάζει. Στο τέλος είπε: «Καταλαβαίνω πραγματικά την ανησυχία σας, κύριε καθηγητά. Είναι μια απολύτως δικαιολογημένη ανησυχία για το μέλλον. Αλλά ακόμα και το μέλλον θα πρέπει να σταθμίζεται με το παρόν. Και η δική σας υποχρέωση περί απορρήτου πρέπει να σταθμίζεται με τη δική μου. Τώρα πρόκειται να πω κάτι που είναι άκρως απόρρητο». Νέα σιωπή από Ιένα. Νέου είδους ξανά. Μια σιωπή κάποιου που περιμένει να ακούσει. Η Σέρστιν Χολμ συνέχισε: «Συνεργάζομαι τώρα με πολλές χώρες στην Ευρώπη στο πλαίσιο μιας κοινής έρευνας. Μέχρι τώρα έχουν δολοφονηθεί, μέσα σε έναν χρόνο, εφτά άνθρωποι σε Σουηδία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Αγγλία, Ιταλία και Γερμανία. Όλοι δολοφονήθηκαν με τον εξής τρόπο: τους κρέμασαν ανάποδα από ένα σκοινί και μετά έχωσαν μια ιδιαίτερη, άκαμπτη βελόνα στον κρόταφό τους η οποία έφτασε μέχρι το κέντρο πόνου στον εγκεφαλικό φλοιό». Νέα σιωπή από την Ιένα. Σιωπή αργής αποδοχής, σιωπή μιας όλο και μεγαλύτερης ετοιμότητας και προθυμίας. «Καταλαβαίνω» είπε τελικά ο Ερνστ Χέρσελ. «Το μέλλον είναι ήδη εδώ». «Μπορείτε να το διατυπώσετε κι έτσι». «Ποιοι κρύβονται από πίσω;» «Δεν το ξέρουμε, αλλά αποκαλούμε αυτά τα άτομα Ερινύες». Νέα σιωπή από την Ιένα. Σιωπή της προετοιμασίας. Και μετά το ξέσπασμα: «Η Βαϊμάρη, όταν έπεσε το Τείχος, ήταν μια παλιά δόξα της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» άρχισε να λέει ο καθηγητής. «Δέκα χρόνια αργότερα ήταν –με τις εξήντα
χιλιάδες κατοίκους της– η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Εδώ δημιούργησε ο Κράναχ, ο Μπαχ, ο Γκαίτε, ο Σίλερ, ο Χέρντερ, ο Βίλαντ, ο Λιστ, ο Νίτσε, ο Στράους, ο Μπέκλιν, οι αρχιτέκτονες του Μπάουχαους. Εδώ ιδρύθηκε η Πρώτη Γερμανική Δημοκρατία. Εδώ έγινε η απολύτως πρώτη συνεδρίαση του ναζιστικού κόμματος. Εδώ ιδρύθηκε η Νεολαία του Χίτλερ. Εδώ χτίστηκε το Μπούχενβαλτ, που ήταν πρώτα το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας και κατόπιν των Σοβιετικών. Εδώ χωρούν τα καλύτερα και τα χείριστα της ευρωπαϊκής κουλτούρας». Ο καθηγητής έκανε μια παύση και συνέχισε: «Λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, άνοιξαν ένα ετοιμόρροπο και κλειδωμένο κτίριο στις παρυφές του κέντρου της Βαϊμάρης. Όχι μακριά από το πάρκο του Βαϊμάρχαλεν. Το κτίριο είχε παραμείνει κλειστό μετά τον πόλεμο. Στο υπόγειο ανακάλυψαν απομεινάρια ενός ιατρικού ερευνητικού κέντρου. Καθώς φαίνεται, το είχαν εγκαταλείψει πολύ βιαστικά. Στο μέτρο του δυνατού, είχαν προσπαθήσει να εξαφανίσουν τα ίχνη τους. Τα αρχεία ήταν σκισμένα και εν μέρει καμένα στο υπόγειο. Υπήρχαν κελιά με πολύ χοντρά τζάμια στα παράθυρα και κάνα δυο κεντρικά, ηχομονωμένα δωμάτια ερευνών. Με κάλεσαν αμέσως εκεί, φρόντισαν να μη διαρρεύσει τίποτα στα ΜΜΕ και συγκέντρωσαν έναν μικρό κύκλο ερευνητών. Εξετάσαμε λεπτομερώς κάθε τετραγωνικό εκατοστό του κτιρίου. Πήρε πολλά χρόνια. Τώρα πια επεξεργαζόμαστε τα αποτελέσματα της έρευνας. Το κτίριο ανακαινίστηκε πριν από κάνα δυο χρόνια». «Και τι ίδρυμα ήταν αυτό;» έκανε η Σέρστιν Χολμ με κομμένη την ανάσα. «Το αποκαλούσαν Κέντρο Πόνου» είπε ο Ερνστ Χέρσελ.
Στην άλλη πλευρά του λεπτού τοίχου ο Πολ Γελμ συνέχιζε να διαβάζει το ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν. Γινόταν όλο και σαφέστερο. Οι άνθρωποι στο κτίριο στέκονταν στην ουρά για να εκτεθούν σε ένα πείραμα που άδειαζε τις ψυχές τους μέσα από μια μικρή τρύπα στον κρόταφο, εκεί όπου αρκούσε ένας επίδεσμος για να καλύπτει την πληγή. «Ο Έρβιν πέθανε από τον πόνο». Ταυτόχρονα πέφτουν εκεί παραδίπλα οι βόμβες των Συμμάχων. Ο Λέοναρντ Σέινκμαν πλησιάζει όλο και περισσότερο στην κορυφή της λίστας. Στο τέλος φτάνει εκεί. Το ημερολόγιο σταματάει ακριβώς τη στιγμή που πάνε να τον πάρουν. Αλλά απελευθερώνεται. Τον σώζει το κουδούνι. Μεταναστεύει στη Σουηδία και αφανίζει το τρομακτικό παρελθόν του. Δύο σημαντικά πράγματα αναφέρονται, σκέφτηκε ο Πολ Γελμ με την οξυδέρκεια της δυτικής λογικής. Πρώτον η εκκλησία και δεύτερον οι βασανιστές. Οι βασανιστές φαίνεται να είναι τρεις. Ο Σέινκμαν μιλάει γι’ αυτούς τη 19η Φεβρουαρίου. Είναι λίγο διαφορετικοί ως προς τον χαρακτήρα, προφανώς. «Ονόματα δεν γνωρίζω. Δεν λένε ποτέ ονόματα. Πρόκειται για τρεις ανώνυμους δολοφόνους. Αλλά δεν είναι ίδιοι. Ούτε οι δολοφόνοι δεν είναι ίδιοι». Ο Σέινκμαν έρχεται σε επαφή με έναν από αυτούς. «Είναι λιγότερο Γερμανός από μένα και κατάξανθος. Και φαίνεται πολύ λυπημένος. Σκοτώνει με τη λύπη στα μάτια». Αυτός είναι ο πρώτος. Και μετά συνεχίζει: «Όχι όμως και οι άλλοι δύο. Ο ένας σκοτώνει από ενδιαφέρον. Δεν
είναι σκληρός, ψυχρός είναι. Περιεργάζεται, παρακολουθεί, κρατάει ημερολόγιο». Είναι ο δεύτερος. Και υπάρχει ένας τρίτος: «Αλλά εκείνος που έχει ένα μικρό εκ γενετής σημάδι στον λαιμό, που είναι σαν ρόμβος, είναι ανελέητος. Εκείνος θέλει να σκοτώνει. Έχω ξαναδεί αυτό το βλέμμα. Θέλει να βλέπει τον άλλο να υποφέρει. Μετά τον σκοτώνει. Και μόνο τότε μένει ικανοποιημένος». Ο Πολ Γελμ έγραφε ακολουθώντας ένα σύστημα. «Βασανιστής 1: κατάξανθος, μη Γερμανός, λυπημένος. »Βασανιστής 2: ψυχρός, αφοσιωμένος επιστήμονας. »Βασανιστής 3: ανελέητος, σαδιστής, με ένα μικρό εκ γενετής σημάδι στον λαιμό σε σχήμα ρόμβου». Δεν μπόρεσε να βγάλει περισσότερα στοιχεία από εκεί. Αλλά υπήρχε η εκκλησία. Η πόλη. Πού ακριβώς εκτελούνται η σύζυγος και ο γιος του Λέοναρντ Σέινκμαν; Είναι ένα στρατόπεδο. «Θα τους πήγαιναν στον τόπο εκτέλεσης του στρατοπέδου και θα τους τουφέκιζαν. Θα τους σκότωναν». Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται πραγματικά για το Μπούχενβαλτ. Μετά τον μεταφέρουν. «Κι εγώ κατέληξα εδώ». Στα παιδιά του λέει ότι είχε κρατηθεί στο Μπούχενβαλτ. Αν όντως δεν μεταφέρθηκε πολύ μακριά, μπορούσε κάλλιστα να πίστευε ακόμη ότι ήταν στο Μπούχενβαλτ. Σε ένα παράρτημα του Μπούχενβαλτ. Στη Βαϊμάρη, δηλαδή. Η εκκλησία. 18 Φεβρουαρίου. Εκείνη η παράξενη περιγραφή της συγκεκριμένης όψης του χρόνου. «Ο χρόνος έχει μια λευκή βάση. Η λευκή βάση είναι ίσως τετράγωνη. Μετά ακολουθεί το μαύρο. Το μαύρο αποτελείται από τρία κομμάτια. Το κάτω μαύρο κομμάτι είναι εξαγωνικό. Σε τρεις από τις έξι επιφάνειες, ανά δεύτερη, υπάρχουν δύο παράθυρα το ένα πάνω από το άλλο. Το κάτω είναι λίγο μεγαλύτερο από το πάνω. Και λίγο παραπάνω από το πάνω παράθυρο αρχίζει το επόμενο κομμάτι, το μεσαίο. Είναι εξίσου μαύρο και μοιάζει με μικρό θολωτό καπάκι. Εκεί βρίσκεται το ρολόι. Τέλος, έχουμε την κορυφή. Είναι κι αυτή μαύρη και φαίνεται πολύ αιχμηρή». Ο Πολ Γελμ μπήκε στο διαδίκτυο και αναζήτησε τη Βαϊμάρη. Όντως, οι βόμβες των Συμμάχων έπεσαν τον Φεβρουάριο του 1945 στη Βαϊμάρη. Βρήκε τις εκκλησίες της πόλης. Υπήρχαν φωτογραφίες. Ο καθεδρικός ναός της πόλης, η Στατκίρχε, ήταν ένα μεγάλο οικοδόμημα που είχε καταστραφεί στον πόλεμο, αλλά δεν ήταν αυτός. Κανένας αριθμός δεν ταίριαζε. Η άλλη μεγάλη εκκλησία της πόλης βρισκόταν λίγο βορειότερα. Ονομαζόταν Εκκλησία του Ιακώβου, Γιακομπσκίρχε. Ήταν μια λευκή εκκλησία με μαύρο καμπαναριό σε τρία τμήματα, πρώτα ένα εξάγωνο με κάθε δεύτερη επιφάνεια διακοσμημένη με δύο παραθύρια το ένα πάνω από το άλλο, με το κάτω λίγο μεγαλύτερο από το πάνω. Το επόμενο τμήμα είχε το σχήμα ενός μικρού θολωτού καπέλου με ένα ρολόι. Πάνω πάνω ήταν η απόληξη, που φαινόταν πολύ αιχμηρή. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν η Γιακομπσκίρχε της Βαϊμάρης που έβλεπε ο Λέοναρντ Σέινκμαν έξω από το παράθυρο και την ταύτιζε με τον ίδιο τον χρόνο.
Από την άλλη πλευρά του λεπτού τοίχου συνεχιζόταν η συνομιλία της Σέρστιν Χολμ –όλο και πιο ενδιαφέρουσα, όλο και πιο φρικιαστική– με τον Ερνστ Χέρσελ στην Ιένα. «Κέντρο Πόνου;» έκανε η Χολμ. «Το έλεγαν Κέντρο Πόνου» απάντησε εκείνος. «Έκαναν πειράματα με το κέντρο του πόνου στον εγκέφαλο. Στον εγκεφαλικό φλοιό. Στόχος τους ήταν να πετύχουν τη μέγιστη αίσθηση πόνου στα αντικείμενα του πειράματός τους. Η πειραματική διαδικασία γινόταν σταδιακά. Καθώς φαίνεται, άρχισαν με απλές δοκιμές πόνου πάνω στο Μπούχενβαλτ. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά και έφτιαξαν το παράρτημα, πιθανόν κατόπιν άμεσης εντολής του ίδιου του Χίμλερ. Και τότε τα πειράματα επιταχύνθηκαν στα σοβαρά. Έπειτα από λίγο καιρό ανακάλυψαν ότι η αυξανόμενη ροή του αίματος στον εγκέφαλο συντελούσε στην ενίσχυση του πόνου κι έτσι άρχισαν να κρεμούν ανάποδα τα “πειραματόζωα”. Άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν το μακρύ βελόνι. Είχαν πλησιάσει πάρα πολύ σε μια μεγάλη ανακάλυψη, όταν τα αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βαϊμάρη. Τα αρχεία τους σταματούν να γράφονται απότομα στα τέλη Μαρτίου. Οι Αμερικανοί ήρθαν στις αρχές Απριλίου. Ίσως να είχαν ενδείξεις ότι το τέλος πλησίαζε, κι έτσι μάζεψαν τα πράγματά τους και έγιναν καπνός. Κανένας υπεύθυνος δεν λογοδότησε ποτέ. Γεγονός είναι ότι η ύπαρξη του ιδρύματος, γενικώς, δεν ήταν γνωστή πριν ανοίξουμε τις πόρτες. Όλα τα άλλα ίχνη έχουν εξαφανιστεί». «Έχει μαθευτεί ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι;» ρώτησε η Σέρστιν Χολμ – ούτε η ίδια δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει την, κατά τα άλλα μελωδική κοντράλτο, φωνή της. «Όχι εντελώς» είπε ο Ερνστ Χέρσελ. «Αυτά που γνωρίζουμε εμείς έχουν αναφερθεί στο Ιουδαϊκό Κέντρο Τεκμηρίωσης στη Βιέννη. Ξέρετε, στο Κέντρο Σίμον Βίζενταλ». «Ναι» είπε η Σέρστιν με την ίδια παράξενη φωνή που ακουγόταν σαν κρώξιμο. «Και τι γνωρίζετε;» «Ότι υπήρχαν τρεις υπεύθυνοι αξιωματικοί και η φρουρά. Όλοι από τα Ες Ες». «Ονόματα;» «Μόνο δύο από τα τρία, δυστυχώς». «Ποια ονόματα έχετε;» «Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω εξηγώντας τη δομή της ιεραρχίας. Δύο από τους τρεις ήταν γιατροί. Γιατροί των Ες Ες, αν καταλαβαίνετε το μέγεθος ενός τέτοιου τίτλου. Γιατροί και αξιωματικοί, βεβαίως. Ο τρίτος δεν ήταν γιατρός. Ήταν ο αρχηγός. Όλο το ίδρυμα, όλο το Κέντρο Πόνου ήταν δικό του έργο. Ονομαζόταν Χανς φον Χάιλμπεργκ. Φρόντισε βέβαια να κάψει όλο το υλικό που αφορούσε τον ίδιο, και η ύπαρξή του είναι πλέον πολύ σποραδικά τεκμηριωμένη σε άλλα πολεμικά αρχεία. Μετά τον πόλεμο δεν έχουμε ούτε ένα ίχνος του. Πάντως δεν θα τον αναγνωρίζαμε, δεν θα ξέραμε ποιος ήταν ο επικεφαλής του ιδρύματος, αν δεν τον είχε υποβάλει σε θεραπεία ένας από τους γιατρούς. Είχε ένα μικρό εκ γενετής σημάδι που άρχισε να αιμορραγεί και φοβήθηκε για καρκίνο του δέρματος. Ήταν τον Αύγουστο του 1944. Ο φόβος του καταγράφηκε από τον γιατρό ως “χρόνια υποχονδρία”». «Ένα εκ γενετής σημάδι;» «Ένα εκ γενετής σημάδι στον λαιμό. Σύμφωνα με πληροφορίες, είχε σχήμα ρόμβου. Είναι το μόνο που ξέρουμε για την εξωτερική εμφάνιση του Χανς φον Χάιλμπεργκ». «Και οι γιατροί;» «Για έναν από αυτούς γνωρίζουμε πολύ λίγα. Φρόντισε κι αυτός να εξαλείψει όλα τα γραπτά στοιχεία. Αλλά, όλως παραδόξως, ξέχασε μια φωτογραφία. Τον έχουμε σε
φωτογραφία. Ο άλλος γιατρός των Ες Ες ήταν στην πραγματικότητα Σουηδός». «Σουηδός;» «Γι’ αυτόν έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες. Δεν φρόντισε με την ίδια προσοχή να εξαλείψει τα ίχνη του όπως οι άλλοι δύο. Ίσως να πίστευε ότι δεν θα επιβίωνε. Ίσως να ήταν αδιάφορος για όλα. Τον έλεγαν Άντον Έρικσον». «Χριστέ μου!» έκανε η Σέρστιν. «Ξέρω ότι μόλις αρχίσατε να ανακαλύπτετε την εθνική κληρονομιά σας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, φροϊλάιν Χολμ. Βρήκαμε λίγη τροφή για κανόνια στα Βάφεν Ες Ες και τα παρόμοια. Αλλά Σουηδό και Ες Ες τέτοιας εμβέλειας δεν είχατε συναντήσει παλιότερα. Ήταν κι αυτός ένας λόγος για την αρχική μου απροθυμία. Αναρωτιόμουν μήπως έπρεπε να θέσω το ζήτημα σε κάπως υψηλότερο επίπεδο πρώτα. Αλλά τώρα το είπα. Κάντε ό,τι νομίζετε με αυτή την πληροφορία». «Θα το κάνω» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Σας στέλνω με φαξ το υλικό» είπε ο Χέρσελ.
Συναντήθηκαν στον διάδρομο ακριβώς στο ύψος του λεπτού τοίχου που χώριζε τα γραφεία τους. Ο ένας έδειχνε με το χέρι του τον άλλο. «Βαϊμάρη» είπαν με μια φωνή. Κι έτσι ο Πολ Γελμ και η Σέρστιν Χολμ πήγαν στο γραφείο της δεύτερης. Ενημέρωσαν στα γρήγορα ο ένας τον άλλο για τις αντίστοιχες προόδους τους. Βρέθηκαν ξαφνικά να κοιτάζουν ένα φαξ που έβγαινε από το μηχάνημα. Αφορούσε τον Άντον Έρικσον. Κι εκεί ανάμεσα υπήρχε μια πολύ θολή, σχεδόν μαύρη φωτογραφία του τρίτου άντρα. «Τρεις άντρες» είπε ο Πολ Γελμ. «Ο βασανιστής 3 έπρεπε να είχε αναγνωριστεί. “Ανελέητος, σαδιστής, μ’ ένα μικρό εκ γενετής σημάδι στον λαιμό σε σχήμα ρόμβου”. Χανς φον Χάιλμπεργκ. Ο ίδιος ο αρχηγός». «Αυτή εδώ η φωτογραφία δεν λέει πολλά» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Αλλά η σύνοψη του βασανιστή 1 που έκανες μοιάζει να παραπέμπει σε έναν πιθανό σουηδό Άντον Έρικσον. “Κατάξανθος, μη Γερμανός, λυπημένος”. Το ότι αυτός ο θλιμμένος τύπος ήταν εκείνος που δεν φρόντισε να εξαλείψει τα ίχνη του φαίνεται πιθανό. Υποθέτω ότι τον έτυπτε ήδη η συνείδησή του». «Να υποθέσουμε τότε ότι ο βασανιστής 2 –ο “ψυχρός επιστήμονας”– είναι ο μοναδικός άγνωστος στη φωτογραφία; Το γεγονός ότι εξάλειψε όλα τα άλλα ίχνη είναι μάλλον δείγμα ψυχρού ορθολογισμού, έτσι δεν είναι;» Κάθισαν για λίγο και σκέφτηκαν, ο καθένας μόνος του. Με κοινές, ωστόσο, σκέψεις. Ήταν σαν να μη χωρίζονταν τα μυαλά τους από οστά και χόνδρους. «Τι είναι τότε αυτό εδώ;» είπε ο Πολ Γελμ στο τέλος. «Πώς μπόρεσαν οι Ερινύες μας να μάθουν γι’ αυτή τη μέθοδο εκτέλεσης; Γιατί χρησιμοποιούν ακριβώς αυτή τη μέθοδο όταν εκτελούν νταβατζήδες; Και πού κολλάει σε όλα αυτά ο Λέοναρντ Σέινκμαν; Έπρεπε να είχε εκτελεστεί. Ήταν στην κορυφή της λίστας. Κι όμως γλίτωσε. Πώς γλίτωσε;» Η Σέρστιν πήρε τον λόγο και συνέχισε τη σκέψη: «Και γιατί δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό; Αν είχε ενημερώσει τον κόσμο για το ότι αυτό το γαμημένο, τρομακτικό ίδρυμα υπήρχε, θα είχαν συλληφθεί και οι τρεις. Τουλάχιστον θα είχαν αρχίσει να τους καταζητούν αμέσως μετά τον πόλεμο. Αλλά αυτός το κράτησε κρυφό για πάνω από μισό αιώνα».
«Γύρισε σελίδα στο βιβλίο της ζωής» είπε ο Πολ. «Εξαφάνισε όλο το παρελθόν του. Δεν ήθελε ούτε ν’ ακούει γι’ αυτό. Το αφαίρεσε. Σαν να ήταν όγκος». «Πρέπει να το έμαθαν από τον Χέρσελ» είπε η Σέρστιν και σηκώθηκε. «Ποιοι;» «Οι Ερινύες μόνο μια πηγή πληροφοριών μπορούσαν να έχουν για το ανάποδο κρέμασμα και εκείνη τη βελόνα στο μηνίγγι, και αυτή είναι η ομάδα ερευνητών στη Βαϊμάρη». «Τηλεφώνησε και ρώτα ποιοι γνώριζαν γι’ αυτό. Όλους γενικώς. Ποιος μπήκε πρώτος στο κτίριο; Ποιους ενημέρωσε; Πώς έφτασαν οι πληροφορίες στον Χέρσελ; Με ποια κριτήρια έβαλε τους ερευνητές στην ομάδα του; Ποιοι συμμετείχαν; Τι άλλο προσωπικό χρησιμοποιήθηκε; Πώς ελήφθη η απόφαση να ανακαινιστεί εντελώς το κτίριο;» «Δίκιο έχεις» είπε η Σέρστιν και σήκωσε το ακουστικό. «Έχω και δεν έχω» είπε ο Πολ. «Υπάρχουν και άλλες πιθανές πηγές. Αφού επέζησε ο Σέινκμαν, μπορεί να επέζησαν κι άλλοι. Οι στρατιώτες της φρουράς στο Κέντρο Πόνου. Και φυσικά άλλοι τρεις». «Τρεις εγκληματίες πολέμου που πέρασαν στην παρανομία πριν από πενήντα χρόνια και βάλε» είπε γνέφοντας η Σέρστιν. «Τηλεφώνησε όπως και να ’χει». Η Σέρστιν μίλησε για λίγο με τον Ερνστ Χέρσελ. Εκείνος υποσχέθηκε να προσπαθήσει να κάνει μια λίστα με όλα τα πιθανά ονόματα, για το πότε και το πώς θα μπορούσαν να είχαν μάθει για τη μέθοδο. «Και κάτι άλλο» είπε η Σέρστιν στο ακουστικό. «Υπήρχε οποιαδήποτε καταγραφή για τα αντικείμενα του πειράματος;» «Ναι» είπε ο Ερνστ Χέρσελ. «Αν και είναι μόνο συνδυασμοί γραμμάτων. Καθόλου ονόματα. Καθόλου άτομα. Μόνο γράμματα. Μάλλον ήταν ευκολότερο έτσι». «Πιθανόν» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Και πάλι ευχαριστώ για τη βοήθεια. Και ετοιμαστείτε για μια επίσκεψη». «Γιατί;» είπε ο καθηγητής. «Θα στείλουμε κάτω έναν άντρα» είπε η Σέρστιν και το έκλεισε. «Τον Άρτο;» ρώτησε ο Γελμ. «Τον πολυταξιδεμένο φίλο μας» είπε η Σέρστιν. Μετά άρχισαν –με ένα και μόνο ζευγάρι μάτια και με τέσσερα ενωμένα εγκεφαλικά ημισφαίρια– να διαβάζουν τον φάκελο του σουηδού γιατρού των Ες Ες Άντον Έρικσον. Ήταν πραγματικό Κέντρο Πόνου.
Τριάντα τρία
ήταν μια ξεπεσμένη καλλονή. Ακουγόταν σαν απόσπασμα από τουριστικό Η Οδησσός φυλλάδιο. Ο Άρτο Σέντερστεντ αισθανόταν απογοητευμένος που επιβεβαιώνονταν όλες οι προκαταλήψεις του. Σε κάθε αλκοολικό, ρημαγμένο από τη βότκα έβλεπε έναν πιθανό ληστή –δεν ήταν και λίγοι– ενώ δεχόταν συνεχώς επιθετικές προσεγγίσεις από επαίτες, κυρίως παιδιά, που ήθελαν να τον αναγκάσουν ν’ αγοράσει βρόμικες καρτ ποστάλ σε απίστευτα υψηλές τιμές. Και η πόλη μύριζε κατά έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Σαν υπερήλικη πουτάνα, σκέφτηκε αδίστακτα. Φτηνό άρωμα που έκρυβε την παρακμή. Αντιθέτως, δεν του είχε δοθεί ευκαιρία ν’ αρχίσει τα καλοπιάσματα στους δίχως υπολογιστές απρόθυμους ανατολικοευρωπαίους αστυνομικούς. Ακόμη τους περίμενε να ανοίξουν. «Ίσως λίγο αργότερα», όπως είπε ένας που ήταν γείτονας του αστυνομικού μεγάρου σε σκουριασμένα γερμανικά. Δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να επιστρέψει στο ξενοδοχείο, το οποίο μέσα από έναν συνδυασμό υπερβολής και παρακμής στεκόταν εκεί σαν μια κουραστική υπενθύμιση της Οδησσού. Έτσι άρχισε να περπατάει. Έφτασε μέχρι την ακτή, η οποία δεν υπήρχε. Διότι η Οδησσός ήταν ένα λιμάνι που είχε τη μικρή ιδιαιτερότητα να βρίσκεται καμιά εκατοστή μέτρα κάθετα πάνω από το νερό. Το μόνο που συνέδεε την πόλη με το νερό ήταν, στην πραγματικότητα, η παγκοσμίως γνωστή σκάλα, εκεί όπου το καρότσι με το μωρό είχε αρχίσει να κατεβαίνει ανεξέλεγκτο και χοροπηδώντας τα σκαλοπάτια στο Θωρηκτό Ποτέμκιν του Αϊζενστάιν. Μόνον όταν κατασκευάστηκε αυτή η σκάλα, τον δέκατο ένατο αιώνα, υπήρξε απευθείας σύνδεση ανάμεσα σε πόλη και νερό, ανάμεσα στην Οδησσό και στη Μαύρη Θάλασσα. Κάποτε ήταν πόλη ισχυρή, και πιθανόν να έδινε ακόμη αυτή την εντύπωση από τη θάλασσα. Αλλά, όταν περπατούσες στους δρόμους, ένιωθες την πενιχρότητά της. Κατάλοιπο αλλοτινών και μεγαλειωδών εποχών. Φυσικά οι μεταφορές προς το σημαντικότερο λιμάνι της Ουκρανίας γίνονταν πια μέσω άλλων οδών, αλλά εκείνη την εποχή η ζωή στη σκάλα δεν θα μπορούσε να είναι πιο χειροπιαστή. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι στην ταινία του Αϊζενστάιν πήρε τον ρόλο του συμβόλου της καπιταλιστικής οικονομίας. Εν πάση περιπτώσει, έτσι το ερμήνευε ο Άρτο Σέντερστεντ. Τώρα η σκάλα αποτελούσε στέκι των κάθε λογής λούμπεν στοιχείων, ζητιάνων και τοξικομανών, και το να τη διασχίσεις σήμαινε άμεσο κίνδυνο για την υγεία. Πριν το κάνει, λοιπόν, αυτό, πήγε πίσω από κάτι θάμνους και έκοψε ένα κλαδί. Έμοιαζε με μπαστούνι περιπάτου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν όπλο. Ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί τον
εαυτό του. Αλλά δεν έπρεπε να δίνει τέτοια εντύπωση. Ανέβηκε και κατέβηκε τη σκάλα. Μέτρησε δεκαεπτά επιθέσεις από ζητιάνους μεταμφιεσμένους σε πωλητές καρτ ποστάλ. Επίσης μέτρησε –παρ’ όλες τις προσπάθειες να προστατεύσει τον εαυτό του με το κλαδί– τρεις γουλιές βότκα πάνω στα ρούχα του. Ευτυχώς κανένα ξερατό. Όταν έφτασε στην κορυφή της σκάλας, στάθηκε με το κλαρί στο χέρι. Στην κοντινότερη βιτρίνα στεκόταν ο θείος Πέρτι με το χέρι στη λαβή του σπαθιού του. Ο Άρτο τον κοίταζε μαγεμένος. Εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα. Ο Άρτο άφησε το κλαρί. Το ίδιο έκανε και ο θείος Πέρτι με το σπαθί. Ο Άρτο τού έβγαλε τη γλώσσα. Έβγαλε και ο θείος Πέρτι τη δική του. Η μαγεία είχε χαθεί. Τι να ήθελε, άραγε, ο παλιόγερος; σκέφτηκε ο Άρτο Σέντερστεντ και τον άφησε μόνο του ανάμεσα στις μπότες της βιτρίνας. Γιατί τέτοια επιμονή; Διέσχισε με βήμα βαρύ τον περίεργο περίπατο, εκατό μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού, και ατένισε την ακίνητη, σκοτεινή επιφάνεια της Μαύρης Θάλασσας που στραφτάλιζε πανέμορφη από τον πρωινό ακόμη ήλιο. Πρόσεξε πως είχε αρχίσει να τηρεί μια όλο και πιο συμφιλιωτική στάση απέναντι στην πόλη. Υπήρχε μια ομορφιά εδώ που δεν σε καλόπιανε, όπως συνέβαινε ενίοτε με την ιταλική ομορφιά. Μια ομορφιά που δεν προσπαθούσε να κρύβει τα ψεγάδια της. Αντ’ αυτού η πόλη έμοιαζε να λέει: έτσι είμαι εγώ, είτε το δέχεσαι είτε όχι. Περίπου σαν τον θείο Πέρτι. Προσπέρασε το περίφημο μέγαρο της όπερας και το πανεπιστήμιο. Τα κτίρια ήταν πραγματικά όμορφα. Δεν ήταν πλέον σίγουρος ότι η παρακμή ήταν τόσο τραγική. Ίσως το πέρασμα του χρόνου θα έπρεπε να αποτυπωθεί σε κάποιο έργο τέχνης. Ίσως να μην έπρεπε να ανακαινιστεί, να καλλωπιστεί και να φτιασιδωθεί, για να προσπαθήσει να φανεί σαν κάτι που δεν ήταν. Διαβρωμένη από τον χρόνο, όπως καθετί άλλο στη γη. Γιατί έπρεπε η τέχνη να αποδεσμεύεται από τον χρόνο και να αποκτά μια διαχρονική αξία που θα ήταν κατά βάση λαθεμένη; Και τι γινόταν στην περίπτωση που η άλλη επιλογή ήταν ο αφανισμός; Αν, δηλαδή, ο χρόνος ήταν απλώς ένας δολιοφθορέας, ένας καταστροφέας αιώνιων αξιών; Δεν θα έπρεπε να εμποδίζεται; Το επιχείρημα του πλαστικού χειρουργού… Κι εκεί που ένιωσε πως είχε εντοπίσει κάτι πραγματικά ουσιαστικό, βρέθηκε –δίχως να έχει αυτή την πρόθεση– ξανά στο μέγαρο της αστυνομίας. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Περιπλανήθηκε σε ερειπωμένους διαδρόμους και αντιλήφθηκε ότι χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά τη λέξη «ερείπια». Αν αυτοί εδώ οι διάδρομοι βρίσκονταν στη Σουηδία ή στη Φινλανδία, θα τους θεωρούσε, άραγε, ερειπωμένους; Ή μήπως αυτή η λέξη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή εδώ την πόλη; Μήπως δεν μπορούσε να υπάρχει ξεχωριστά από την Οδησσό; Και τότε σκέφτηκε ότι η Οδησσός δεν ήταν απλώς μια πόλη. Ήταν και μια οργάνωση. Μια πολύ τρομακτική οργάνωση. Organisation der ehemaligen SS-angehörigen – Οργάνωση για πρώην άντρες των Ες Ες. Είχε ιδρυθεί το 1947 για να βοηθήσει υψηλόβαθμους ναζί να αποκτήσουν νέες ταυτότητες στη Νότια Αμερική ή στη Μέση Ανατολή. Το 1952 αντικαταστάθηκε από το Kameradenwerke – Εργαστήρι Συντρόφων. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τη συσχέτιση, αλλά σίγουρα υπήρχε. Του φάνηκε λίγο σαφέστερη όταν χτύπησε το κουδούνι μιας πόρτας πάνω στην οποία υπήρχε κάτι που έμοιαζε με «Αρχιεπιθεωρητής Αλεξέι Σβιτλίνσνι» γραμμένο με κυριλλικά γράμματα.
Όπως και να ’χαν τα πράγματα, αυτόν ήθελε να συναντήσει. Ο Αλεξέι Σβιτλίνσνι καθόταν πίσω από το γραφείο του και είχε ειδοποιηθεί. Όπως είχε υποψιαστεί ο Σέντερστεντ, δεν υπήρχε υπολογιστής πάνω στο μεγαλοπρεπές γραφείο. Υπήρχε όμως ένα περίεργο, στριφτό τσιγάρο που φαινόταν σχεδόν κολλημένο στο στόμα του μεγαλόσωμου, γεροδεμένου άντρα που φορούσε ένα άψογο ανατολικοευρωπαϊκό κοστούμι. Έμοιαζε με τα κοστούμια που φορούσαν οι σοβιετικοί ηγέτες όταν στέκονταν στους εξώστες της Κόκκινης Πλατείας και χαιρετούσαν άκαμπτοι τα παρελαύνοντα στρατεύματα. Ο Άρτο Σέντερστεντ είχε τη μόνιμη υποψία ότι ήταν βαλσαμωμένοι και τηλεχειριζόμενοι. Αλλά αυτό δεν ίσχυε για τον Σβιτλίνσνι. Αντιθέτως φαινόταν αρκετά νωχελικός. Εντούτοις τα αγγλικά του ήταν απίστευτα υψηλού επιπέδου. «Εξέτασα το θέμα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης» είπε εκείνος όταν τελείωσαν με τις συστάσεις. «Εσείς ως εκπρόσωπος της Γιουροπόλ μπορείτε κάλλιστα να έχετε πρόσβαση στο υλικό των ερευνών μας. Το να το στείλουμε, όμως, σε μια απόσταση μισού ημισφαιρίου, στη σουηδική αστυνομία ήταν κάτι που δεν γινόταν». «Δηλαδή αναγνωρίσατε τον άντρα χωρίς μύτη;» είπε ο Σέντερστεντ. Ο Σβιτλίνσνι έγνεψε βαριά, σαν γέρικη καφετιά αρκούδα. Σαν μαϊμουδάκι που χτυπάει πιατίνια είναι, σκέφτηκε ο Σέντερστεντ και χάρηκε για την παρομοίωση αυτή, που δεν την είχε χρησιμοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν από εκείνα τα μαϊμουδάκια με σκληρή γούνα και κινητό κεφάλι που άρχιζαν να χτυπάνε τα πιατίνια και να χοροπηδούν μόλις τα κούρδιζες. «Σωστά» είπε ο Σβιτλίνσνι τελικά και του έδωσε έναν φθαρμένο καφετή φάκελο που είχε πάνω του τυπωμένο το σφυροδρέπανο. «Από την εποχή των Σοβιέτ» πρόσθεσε με ένα νεύμα προς το σφυροδρέπανο. «Συνέβαλε κι αυτό στο ζήτημα της παράδοσης των εγγράφων». Ο Σέντερστεντ άνοιξε τον φάκελο και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δάσος κυριλλικών γραμμάτων. «Είναι στα ρώσικα» είπε απερίσκεπτα. «Δεν είναι καθόλου στα ρώσικα» είπε ο Σβιτλίνσνι. «Είναι ουκρανικά. Μια γλώσσα που μιλιέται από επταπλάσιο αριθμό ατόμων σε σχέση με τα σουηδικά». «Συγγνώμη» έκανε ο Σέντερστεντ απολογητικά. «Γυρίστε σελίδα» είπε ο Σβιτλίνσνι. «Θα βρείτε μια φωτογραφία». Ο Σέντερστεντ έκανε ό,τι του είπε. Είδε ένα πολύ παράξενο πλάσμα να τον κοιτάζει με σκοτεινό βλέμμα. Δεν είχε μύτη. «Τον λένε Κούσμιν» είπε ο αρχιεπιθεωρητής και τράβηξε μια ρουφηξιά στο κολλημένο τσιγάρο, το οποίο σε αυτή τη φάση είχε περίπου τέσσερα χιλιοστά μάκρος. Ο Σέντερστεντ αναρωτιόταν πού θα κατέληγε αυτό. Ήταν πραγματικό θρίλερ. Θα κατάφερνε να τραβήξει άλλη μια ρουφηξιά; Η συνέχεια στο επόμενο. «Κούτσμιν;» έκανε μια προσπάθεια να το προφέρει. Ο Σβιτλίνσνι κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι και έκανε μια γυριστή χειρονομία με την παλάμη του. «Περίπου έτσι» είπε. «Φραντς Κούσμιν. Το ποινικό του μητρώο δεν είναι πολύ εκτεταμένο. Συνδέεται κυρίως με παρατεταμένη και μεγάλη κατάχρηση βότκας. Ψιλοπράματα. Διάρρηξη, κλεπταποδοχή, μέθη. Δεν είναι δα και κάνας μεγάλος
εγκληματίας. Η εξαφάνισή του δηλώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1981 από την κόρη του. Ήταν προφανώς χήρος». «Γράφει τίποτα για τη μύτη;» ρώτησε ο Σέντερστεντ. «Η απούσα μύτη» είπε ο Σβιτλίνσνι και σηκώθηκε· του πήρε περίπου μισό λεπτό. «Μπορώ να προτείνω να περάσουμε στο δωμάτιο υπολογιστών;» Μυστήριο, σκέφτηκε ο Σέντερστεντ. Το μικροσκοπικό τσιγάρο είχε εξαφανιστεί δίχως ίχνη. Στα ίδια χείλη υπήρχε τώρα ένα καινούργιο στριμμένο και αναμμένο τσιγάρο. Είχε γίνει δίχως αυτός, ο έμπειρος φινλανδοσουηδός ντετέκτιβ, να το πάρει χαμπάρι. «Έχετε δωμάτιο υπολογιστών;» έκανε αφηρημένος και σηκώθηκε. Ο Σβιτλίνσνι γέλασε κακαριστά για λίγο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο. «Δεν το πιστεύατε, ε;» έκανε. Βγήκαν στον διάδρομο και περιπλανήθηκαν στην απεραντοσύνη του. «Περνάμε όλα τα παλιά αρχεία στο καινούργιο μηχανογραφικό σύστημα» είπε ο αρχιεπιθεωρητής. «Και ταυτόχρονα μεταφράζουμε όλους τους φακέλους στα αγγλικά. Αυτό παίρνει κάμποσο καιρό. Έχουμε φτάσει στο γράμμα Λ. Είστε τυχερός». «Με τη μύτη τι έγινε;» επέμεινε ο Σέντερστεντ. «Την απούσα μύτη» επέμεινε και ο Σβιτλίνσνι και άνοιξε μία από τις πόρτες του διαδρόμου. Μπήκαν σ’ έναν παράδεισο των χάκερ. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός σε υπολογιστές φαινόταν να είναι απολύτως τελευταίας τεχνολογίας. Πολλοί άντρες και γυναίκες κάθονταν και πληκτρολογούσαν σε μοντέρνα τερματικά που αναβόσβηναν. Ήταν σαν να βρισκόσουν σε αμερικάνικη χρηματιστηριακή εταιρεία. «Φαίνεστε λίγο εμβρόντητος» είπε ο Σβιτλίνσνι και χαμογέλασε. «Το αντέχετε αυτό οικονομικά;» ξεφώνισε ο Σέντερστεντ διόλου διπλωματικά. «Λεφτά της μαφίας» είπε ο αρχιεπιθεωρητής με σοβαρό ύφος. Αν και πολλοί άλλοι μέσα στην αίθουσα ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. «Επιτρέψτε μου να σας καθοδηγήσω» συνέχισε ο Σβιτλίνσνι ήρεμα και το έκανε. Έπειτα ο Άρτο Σέντερστεντ διάβασε με την ησυχία του –και σε άψογα αγγλικά– τον φάκελο του Φραντς Κούσμιν. Η δωδεκάχρονη κόρη, η οποία ζούσε σε ορφανοτροφείο, είχε δηλώσει την εξαφάνισή του στα τέλη του Σεπτεμβρίου, όταν έκανε τη μηνιαία επίσκεψή της. Η σύζυγός του φαίνεται ότι είχε πεθάνει από καρκίνο δύο χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης τους και, όταν η κατάχρηση οινοπνευματωδών χειροτέρεψε, πήραν την κόρη μακριά του και την έβαλαν σε ορφανοτροφείο. Υπήρχε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη μαζί της. Είχε πει: «Ο μπαμπάς είχε σταματήσει πρόσφατα το ποτό. Είχε έναν μήνα να βάλει έστω και σταγόνα στο στόμα του. Και ήταν πολύ, πάρα πολύ χαρούμενος». Αλλά δεν ήξερε γιατί. Εντάξει, σκέφτηκε ο Σέντερστεντ και στάθηκε εκεί. Ο Κούσμιν σταμάτησε να πίνει και ήταν χαρούμενος, γεμάτος προσδοκία. Σαν κάποιον που θα έκανε ένα ταξίδι. Στη Σουηδία. Προφανώς κάτι είχε βρει και αυτό το κάτι τον έκανε να αγωνιστεί για να βγει από μια μακροχρόνια κατάχρηση οινοπνευματωδών και να επιβιβαστεί στο φορτηγό Κοσμοπολίτ με προορισμό το Φριχάμνεν στη Στοκχόλμη. Συνέχισε να διαβάζει. Εξηγήθηκε στη συνέχεια και το θέμα της μύτης. Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Έπρεπε
να το είχαν καταλάβει όλοι. Ο Φραντς Κούσμιν υιοθετήθηκε από μια Ουκρανή που είχε αναλάβει τη φροντίδα του στο Μπούχενβαλτ, εκεί που είχαν πεθάνει οι γονείς του. Ο ίδιος συμμετέσχε αναγκαστικά σε ένα ιατρικό πείραμα που είχε να κάνει με την αναπνοή. Πόσο σημαντικές ήταν οι αναπνευστικές οδοί της μύτης για την ανθρώπινη ικανότητα αναπνοής; Για να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση, οι γιατροί των Ες Ες είχαν κόψει τη μύτη του μικρού Φραντς. Αποδείχτηκε ότι ο άνθρωπος μπορούσε να ζει χωρίς μύτη. Αυτό ήταν καλό να το ξέρουν. Μετά τα πράγματα δυσκόλεψαν. Αν έκοβε κανείς και τη δική μου μύτη, σκέφτηκε ο Άρτο Σέντερστεντ, θα γινόμουν κι εγώ αλκοολικός. Και μετά εμφανίστηκε. Ένα όνομα. Πάγωσε ολόκληρος και τηλεφώνησε αμέσως στη Στοκχόλμη από το κινητό. Απάντησε ο αρχιεπιθεωρητής Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν, που είπε: «Μόλις σκεφτόμουν να σε πάρω, Άρτο. Πρέπει να πας στη Βαϊμάρη». Ο Άρτο Σέντερστεντ τον αγνόησε παντελώς. «Άκουσε προσεκτικά αυτό που θα σου πω τώρα» είπε κοιτώντας την οθόνη μπροστά του. «Ακούω» είπε ο Χουλτίν. «Ο Στάιφ στο Νότιο κοιμητήριο, ο άντρας δίχως μύτη, ονομάζεται Φραντς Κούσμιν. Αν και δεν γεννήθηκε με αυτό το όνομα. Γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια στο Βερολίνο το 1935. Το όνομά του ήταν Φραντς Σέινκμαν». Σιωπή απόλυτη στη γραμμή. «Θεέ και Κύριε!» «Μπορείς να το πεις κι έτσι» είπε ο Σέντερστεντ. «Πες μου κι άλλα». «Ήταν χήρος και αλκοολικός και μόλις είχε σταματήσει να πίνει. Ευτυχής, το σκάει από τη Σοβιετική Ένωση και πάει στη Σουηδία, και πιο συγκεκριμένα στον πατέρα του Λέοναρντ Σέινκμαν στην οδό Σπίνου στο Τιρεσέ. Είχε καταφέρει, με κάποιον τρόπο, να ανακαλύψει τη διεύθυνση του πατέρα του. Αυτό τον κάνει να σταματήσει το ποτό. Ο πατέρας του τον θεωρεί νεκρό, ότι εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του στο Μπούχενβαλτ. Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Αντίθετα τον πήραν και τον χρησιμοποίησαν ως πειραματόζωο σε ιατρικά πειράματα, κατά τα οποία του έκοψαν τη μύτη. Το βράδυ της 7ης Σεπτεμβρίου 1981, φτάνει στο σπίτι του πατέρα του στην οδό Σπίνου. Το τι συμβαίνει στη συνάντηση δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι το ίδιο βράδυ τον δολοφονούν με μαχαίρι και βρίσκουν το πτώμα του σε μια κοντινή λίμνη». «Καταλαβαίνω» είπε ο Χουλτίν. «Τι είναι αυτό που καταλαβαίνεις;» «Ότι έκανες υπέροχη δουλειά. Μπορείς να στείλεις με μέιλ τον φάκελο; Θα σου το επιτρέψουν;» «Έτσι πιστεύω» είπε ο Σέντερστεντ ρίχνοντας μια ματιά στον μεγαλόσωμο Αλεξέι Σβιτλίνσνι – το τσιγάρο του ήταν τώρα πάλι πολύ μικροσκοπικό, αλλά όφειλε να ομολογήσει ότι το ενδιαφέρον του γι’ αυτό είχε χαθεί. «Τότε πρέπει να πας στη Βαϊμάρη» είπε ο Χουλτίν. «Για να συναντήσεις έναν
καθηγητή Ερνστ Χέρσελ στο Ινστιτούτο Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Ιένας. Πήγαινε όσο γρηγορότερα μπορείς. Θα σου δώσω περισσότερες πληροφορίες καθ’ οδόν». «Δώσε μου κάτι για το περί τίνος πρόκειται» παρακάλεσε ο Σέντερστεντ. «Το ίδρυμα όπου πειραματίζονταν με τη βελόνα στον εγκέφαλο». «Α» είπε ο Σέντερστεντ και έκλεισε. Ο Σβιτλίνσνι ρούφηξε το μικροσκοπικό τσιγάρο στα χείλη του, το έσβησε γρήγορα με λίγο σάλιο, το έφτυσε και έβγαλε αμέσως ένα καινούργιο στριφτό τσιγάρο, το οποίο άναψε καθώς έσκυβε πάνω από τον υπολογιστή για να βοηθήσει τον Άρτο Σέντερστεντ με τα κυριλλικά γράμματα στην οθόνη. Σε λίγο ο φάκελος του Φραντς Κούσμιν-Σέινκμαν είχε ξεκινήσει για την Ευρώπη μέσω των ηλεκτρονικών οδών του κυβερνοχώρου. Ο Σέντερστεντ είχε την εντύπωση ότι τον είχαν καλέσει στη Οδησσό μόνο για να θαυμάσει τον εξοπλισμό τους σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και για να γίνει μάρτυρας της καλής τους θέλησης για συνεργασία μέσα στην πανευρωπαϊκή αστυνομική κοινότητα. Είπε: «Θα ήθελα να αντιγράψω τον φάκελο για να τον έχω κι εγώ». Του έδωσαν μια δισκέτα, και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής τον ρώτησε: «Αποθήκευση Κούσμιν;» Εκείνος απάντησε: «Ναι». Κατηγορηματικά.
Τριάντα τέσσερα
Έρικσον γεννήθηκε το 1913 σε μια μικρή πόλη βορείως της Ουψάλα που Ο Άντον ονομάζεται Έρμπιχιους. Όταν έγινε είκοσι και κάτι, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα και έπειτα από σπουδές στις οποίες περιλαμβάνονταν η ιατρική, τα γερμανικά και η ανθρωπολογία, γράφτηκε σ’ ένα ανεξάρτητο ινστιτούτο το οποίο ήταν το πιο υψηλού προφίλ ίδρυμα της φημισμένης πόλης. Το 1922, την ίδια χρονιά που οι Σοσιαλδημοκράτες υποστήριξαν τη στείρωση ανθρώπων με διανοητικά προβλήματα λόγω των «προβλημάτων ευγονικής όταν αναπαράγονται οι διανοητικά καθυστερημένοι», ξεκίνησε τις δραστηριότητές του το πρώτο ινστιτούτο ευγονικής στην Ουψάλα, το Κρατικό Ινστιτούτο Φυλετικής Βιολογίας, το οποίο έγινε πρότυπο για το Ινστιτούτο Φυλετικής Υγιεινής Κάιζερ Γουλιέλμος στο Βερολίνο. To Ινστιτούτο Φυλετικής Υγιεινής Κάιζερ Γουλιέλμος υπήρξε με τη σειρά του σημαντική προϋπόθεση του Ολοκαυτώματος. Αν και η ιστορία ήταν σαφώς πολύ μεγαλύτερη. Οι αρχές του εικοστού αιώνα σημαδεύτηκαν από τεράστιες αλλαγές. Η Σουηδία πέρασε από το στάδιο της αγροτικής στο στάδιο της βιομηχανικής κοινωνίας. Σε εποχές μεγάλων ανακατατάξεων υπάρχει η ανάγκη των αποδιοπομπαίων τράγων. Οι Εβραίοι ήταν οι κατάλληλοι αποδιοπομπαίοι τράγοι επειδή μπορούσαν να τους καταδικάζουν τόσο για μπολσεβικισμό και καπιταλισμό όσο και για αντιπατριωτισμό, ήτοι σιωνισμό – διάλεγες και έπαιρνες. Αυτή η φυλετική ιδέα ήταν συνδεδεμένη με τις επιστήμες του συρμού, την ανθρωπολογία και τη γενετική. Η Σουηδική Εταιρεία Ευγονικής ιδρύθηκε το 1909, και υπήρχε μια διεθνής φυλετική εταιρεία που συζητούσε πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν υπεράνθρωπο. Όταν, το 1912, οργάνωσε ένα μεγαλειώδες παγκόσμιο συνέδριο ευγονικής στο Λονδίνο, στις διαδικασίες προέδρευε ο ίδιος ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Το 1918, ένας καθηγητής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα πρότεινε να ιδρυθεί ένα ίδρυμα Νομπέλ για την ευγονική· αλλά τότε δεν είχαν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες. Το 1921 συντάχθηκε, ωστόσο, ένα νομοσχέδιο, που υπογράφηκε από τους εκπροσώπους όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, για την ίδρυση κρατικού ιδρύματος ευγονικής και πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία στη σουηδική βουλή. Το ίδρυμα εγκαινιάστηκε την πρωτοχρονιά του 1922. Επικεφαλής ετέθη ο Χέρμαν Λούντμποργ. Το ίδρυμα είχε επτά υπαλλήλους και προϋπολογισμό εξήντα χιλιάδες κορόνες. Ο Χέρμαν Λούντμποργ θεωρούσε ότι η σκανδιναβική φυλή ήταν ανώτερη από όλες τις άλλες και με τον καιρό υιοθέτησε όλο και προφανέστερες αντισημιτικές τάσεις. Επίσης το ινστιτούτο διαποτίστηκε ταυτόχρονα από τις γερμανόφιλες ιδέες του Λούντμποργ. Πολλοί Γερμανοί επισκέφθηκαν το ινστιτούτο για να δώσουν διαλέξεις, μεταξύ άλλων και ο Χανς
Φ. Γκίντερ, ο οποίος έγινε ο ιδεολόγος των ναζί σε φυλετικά θέματα. Το 1932, η Διεθνής Εταιρεία Ευγονικής έκανε το παγκόσμιο συνέδριό της στη Νέα Υόρκη. Ο Χέρμαν Λούντμποργ ήταν εκεί. Εκεί ήταν επίσης και όλη η αμερικανική ανώτερη τάξη, με τις οικογένειες των Κέλογκ, Χάριμαν και Ρούσβελτ στο κέντρο. Πρόεδρος των εργασιών του συνεδρίου ήταν ο Ερνστ Ρίντιν. Ο άνθρωπος που σύντομα θα προΐστατο του τεράστιου προγράμματος στειρώσεων του Χίτλερ. Σε αυτή τη φάση, το Κρατικό Ινστιτούτο Ευγονικής της Ουψάλα είχε αρχίσει να βαλτώνει, παρά τη γερά θεμελιωμένη διεθνή φήμη του. Ο προϋπολογισμός του είχε μειωθεί στις τριάντα χιλιάδες κορόνες, και ο Λούντμποργ γινόταν όλο πιο ανυπόφορος ως διευθυντής. Τον Ιούνιο του 1936 αντικαταστάθηκε από τον Γκούναρ Νταλμπέργ, ο οποίος άλλαξε σε κάποιο βαθμό την κατεύθυνση του ιδρύματος, από ευγονική σε ανθρώπινη γενετική και κοινωνική μηχανική. Αυτό οδήγησε σε λίγο στις περίφημες υποχρεωτικές στειρώσεις των ανθρώπων με διανοητικά προβλήματα. Ο Άντον Έρικσον αναμείχθηκε στις δραστηριότητες του ιδρύματος κατά το τέλος της θητείας του Χέρμαν Λούντμποργ. Απορροφήθηκε κυριολεκτικά από τις ιδέες της ρατσιστικής βιολογίας και του αντισημιτισμού και, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση ο Νταλμπέργ, ο Έρικσον θεώρησε την αλλαγή κατεύθυνσης προδοσία της κληρονομιάς του Χέρμαν Λούντμπεργ. Αυτόν τον ενδιέφερε ο ιατρικός και χειρουργικός τομέας της ευγονικής. Στο υλικό από τη Βαϊμάρη υπήρχε ένα σύντομο κείμενο του Άντον Έρικσον, το οποίο είχε δημοσιευτεί την άνοιξη του 1936 στην απογευματινή εφημερίδα Αφτονμπλάντετ, ιδιοκτησίας του γερμανόφιλου Τόρστεν Κρίγκερ. Στο άρθρο αυτό ο Έρικσον προσπαθεί, με μια πολύ κλινική προσέγγιση, να αποδείξει τη βιολογικά εξαρτημένη κατωτερότητα των Εβραίων. Για να αποδείξει τη θέση του, χρησιμοποιεί τα περίφημα σκίτσα ανθρώπινων προφίλ του Χέρμαν Λούντμποργ. Στις αρχές του 1937 ο Άντον Έρικσον φεύγει από τη Σουηδία, για να σπουδάσει ιατρική στο Βερολίνο. Το τελευταίο που ακούγεται γι’ αυτόν είναι ότι έχει σχέση με το Ινστιτούτο Φυλετικής Υγιεινής του Βερολίνου και ότι έγινε δεκτός στη σχολή αξιωματικών των Ες Ες. Μετά επικρατεί σιωπή για τον ακαδημαϊκά προικισμένο νέο από το Έρμπιχιους. Απόλυτη σιωπή. Η Σέρστιν Χολμ και ο Πολ Γελμ διάβαζαν τον φάκελο παρέα. Ήταν απολύτως σιωπηλοί και δεν υπήρχε καμία απόσταση μεταξύ τους. Ένιωθαν ότι η σουηδική ιστορία άλλαζε μπροστά στα μάτια τους. Ποιος τους τα είχε πει αυτά στο σχολείο; Ποιος τους είχε διαφωτίσει για τη σκοτεινή κληρονομιά της διακριτικά ουδέτερης σκανδιναβικής χώρας; Κανένας. Η μαύρη τρύπα στο συνεχές του χωροχρόνου είχε αρχίσει να γεμίζει. Και πλησίαζαν το χαλίκι στον μηχανισμό, τη βασική ελαττωματική ιδέα. Ο χρόνος άρχιζε να μπαίνει στη θέση του. Αν μη τι άλλο, χάρη στα φρέσκα και αξιοπερίεργα στοιχεία του Άρτο Σέντερστεντ από την Οδησσό. Τίποτε από αυτά που είχαν αποκαλυφθεί δεν υποδήλωνε ότι ο υποψήφιος γιατρός των Ες Ες Άντον Έρικσον θα μπορούσε να είχε δείξει τάσεις μετάνοιας και τύψεων. Αντιθέτως, εμφανιζόταν ως «ψυχρός επιστήμονας».
Ο βασανιστής 2. Αλλά γιατί αυτός ο τόσο ορθολογιστής και κλινικά δραστήριος αντισημίτης άφησε πίσω του ενοχοποιητικά στοιχεία στο Κέντρο Πόνου της Βαϊμάρης; Όχι τίποτα φωτογραφίες βέβαια, αλλά πολύ άλλο υλικό. Γιατί; Υπήρχε μόνον ένας πιθανός λόγος. Ότι είχε έναν απολύτως ασφαλή δρόμο διαφυγής. «Πότε τελειώνει το ημερολόγιο του Λέοναρντ Σέινκμαν;» ρώτησε η Σέρστιν. «21η Φεβρουαρίου 1945» είπε ο Πολ γνέφοντας. «Και πότε μπαίνουν οι Αμερικανοί στη Βαϊμάρη;» «Το Μπούχενβαλτ απελευθερώνεται στις 11 Απριλίου». Η Σέρστιν Χολμ έσκυψε πάνω από το τραπέζι, έβαλε μια δόση ταμπάκο στο στόμα και είπε: «Περνάει ενάμισης μήνας από τότε που ο Λέοναρντ Σέινκμαν οδηγείται στο χειρουργείο για να τον κρεμάσουν ανάποδα και να εισαγάγουν μια βελόνα στον εγκέφαλό του μέχρι τη μέρα που απελευθερώνεται η Βαϊμάρη. Κι όταν βγαίνει έξω, φαίνεται πως ο εγκέφαλός του δεν έχει πειραχτεί καν. Αντιθέτως μαθαίνει σουηδικά σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα, γίνεται καθηγητής πανεπιστημίου και υποψήφιος για Νομπέλ». «Τι είναι αυτό που συμβαίνει μέσα σε ενάμιση μήνα, μεταξύ 21ης Φεβρουαρίου, όταν τελειώνει το ημερολόγιο, και 11ης Απριλίου, όταν έρχεται η απελευθέρωση;» «Φυσικά» είπε η Σέρστιν Χολμ «ο Λέοναρντ Σέινκμαν πεθαίνει. Ο βερολινέζος ποιητής πεθαίνει από τα φρικιαστικά βασανιστήρια σε έναν υπόγειο χώρο της Βαϊμάρης. Ακριβώς κάτω από την καρδιά της ευρωπαϊκής κουλτούρας». Ο Πολ Γελμ σηκώθηκε, πήγε στον υπολογιστή και άρχισε να πληκτρολογεί. «Το είχαμε μπροστά στα μάτια μας όλη την ώρα» είπε τελικά και έδειξε την οθόνη. «Οι απεγνωσμένες σημειώσεις του Κβάρφορτ από τη νεκροψία του Λέοναρντ Σέινκμαν. Το λογικό σφάλμα. “Τάσεις αυχενικής σπονδυλίτιδας. Circumcisio postadolescent. Ρευματοειδής αρθρίτιδα, σε αρχική φάση, με σημάδια σε καρπούς και αστραγάλους”». «Circumcisio postadolescent» είπε βλοσυρά η Σέρστιν. «Μετεφηβική περιτομή». «Χαθήκαμε στα λατινικά» είπε ο Πολ. «Στη σύγχυση των γλωσσών» είπε η Σέρστιν. Κάθισαν σιωπηλοί για λίγο καθώς όλα έμπαιναν στη θέση τους μέσα τους. Η μία μετά την άλλη εμφανίζονταν οι φρικιαστικές επιπτώσεις της επίγνωσής τους. Ο ψυχρός αντισημίτης και βασανιστής Εβραίων Άντον Έρικσον συμμετέσχε στα πειραματικά βασανιστήρια του εβραίου ποιητή Λέοναρντ Σέινκμαν. Η πρώτη φορά είναι η 21η Φεβρουαρίου 1945. Πιθανόν ο Σέινκμαν να επέζησε κάνα δυο βασανιστηρίων και να περιπλανιόταν στους διαδρόμους σαν χαμένη ψυχή. Ίσως όμως και να πέθανε αμέσως. Εν πάση περιπτώσει, είναι νεκρός όταν το προσωπικό το σκάει από το ίδρυμα στα τέλη Μαρτίου, αρχές Απριλίου. Πιθανότατα ο ψυχρός Έρικσον γνωρίζει, από τον Φεβρουάριο ήδη, ότι οι μέρες του ιδρύματος και όλης της ναζιστικής Γερμανίας είναι μετρημένες. Πιθανότατα έχει ήδη επιλέξει το κατάλληλο θύμα με το οποίο θα άλλαζε ταυτότητα όταν θα τελείωνε ο πόλεμος. Και το θύμα αυτό είναι ο συνομήλικός του Λέοναρντ Σέινκμαν. Ο αντισημίτης γίνεται Εβραίος. Ο θύτης δολοφόνος ιδιοποιείται την ταυτότητα του θύματος.
Μετά τον θάνατο του Σέινκμαν ο Έρικσον κρατά τα χαρτιά του πρώτου, αν διαθέτει κάποια, και στην αντίθετη περίπτωση ετοιμάζει καινούργια. Κάνει τατουάζ τον αριθμό κρατουμένου στρατοπέδου του Σέινκμαν στον πήχη του και κάνει περιτομή. Πρέπει να καλύψει όλα τα κενά. Ξέρει –όχι μόνο από το ημερολόγιο του Σέινκμαν, το οποίο βρίσκεται, φυσικά, στα χέρια του, ότι ο γιος και η σύζυγος πέθαναν στο Μπούχενβαλτ– ότι οικογένεια δεν υπάρχει. Πιθανόν κάνει και κάποια πλαστική επέμβαση για να αποφύγει την αναγνώρισή του στη Σουηδία. Έχουν περάσει, βέβαια, δέκα χρόνια και ένας παγκόσμιος πόλεμος από τότε που ο Άντον Έρικσον εγκατέλειψε τη χώρα και το ρίσκο να ανακαλύψουν ποιος είναι πραγματικά είναι ελάχιστο. Φτάνει στη Σουηδία, μαθαίνει τη γλώσσα σε χρόνο ρεκόρ, κάτι που δεν είναι τόσο παράξενο, μια που μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα. Σπουδάζει ιατρική σε χρόνο ρεκόρ, κάτι που επίσης δεν είναι παράξενο, αν σκεφτεί κανείς ότι είναι ήδη γιατρός. Γίνεται και ερευνητής του εγκεφάλου, πάλι σε χρόνο ρεκόρ, διόλου παράξενο επίσης, μια και έχει ήδη πειραματιστεί σε μεγάλη κλίμακα με ανθρώπινους εγκεφάλους. Και κανένας δεν τον αναγνωρίζει. Τα έχει καταφέρει. Μεταμορφώθηκε και ζει τώρα ως Εβραίος. Πηγαίνει στη συναγωγή, γιορτάζει το Σάββατο, το Πέσαχ, το Σουκότ, το Χανουκά, το Γιομ Κιπούρ και παντρεύεται μια Εβραία. Και επιπλέον ο ναζιστής αποκτά παιδιά Εβραίους. Δεν ήταν αναγκαίο να συζητήσουν τίποτε από αυτά. Αλλά χρειαζόταν να κάνουν την εξής ερώτηση: «Πώς μπορούσε να ζει με όλα αυτά;» Κοιτάχτηκαν. «Δεν νομίζω ότι μπορούσε» είπε ο Πολ Γελμ. «Πιστεύω ότι προπονούσε συστηματικά τον εγκέφαλό του να το μπλοκάρει. Πιστεύω πραγματικά ότι ο Άντον Έρικσον έγινε ο Λέοναρντ Σέινκμαν. Πιστεύω ότι κατάφερε μάλιστα να κάνει τον εαυτό του να πιστέψει ότι ήταν ο ίδιος που έγραψε το ημερολόγιο». «Αν και το παρελθόν τον επισκέπτεται δύο φορές» είπε η Σέρστιν Χολμ. «Η πρώτη φορά είναι στις 7 Σεπτεμβρίου 1981. Είναι τότε σχεδόν εβδομήντα χρόνων. Στο κατώφλι της ωραίας κατοικίας στην οδό Σπίνου στο Τιρεσέ στέκεται ένας περιχαρής και νηφάλιος ουκρανός Εβραίος χωρίς μύτη και ισχυρίζεται ότι είναι ο γιος του. Ο Φραντς Σέινκμαν. Είναι τρελό. Τον σκοτώνει, λοιπόν, με ένα κουζινομάχαιρο. Δύο γερές μαχαιριές που κρύβουν μέσα τους όλη τη δύναμη των πράξεών του, όλο το εύρος της επίγνωσής του. Μεταφέρει το πτώμα στο δάσος και το πετάει σε μια μικρή λίμνη εκεί κοντά». «Η δεύτερη φορά είναι όταν νιώθει την παρουσία των Ερινύων» είπε ο Πολ Γελμ. «Τότε επιστρέφουν όλα με φοβερή ορμή. Αναγκάζεται να αλλάξει πάλι σελίδα στο βιβλίο της ζωής. Υποχρεώνεται να διαβάσει το κείμενο στην πίσω μεριά του χαρτιού, αυτό που πίστευε πως είχε εξαφανιστεί. Αυτό τον οδηγεί στον ανώνυμο τάφο του Φραντς Σέινκμαν. Του Στάιφ. Η ταφόπλακα είναι κομμάτια. Από νεοναζί. Πρέπει να νιώθει την ειρωνεία σε όλα αυτά. Αλλά τότε παίρνουν σάρκα και οστά οι Ερινύες. Οι θεότητες της εκδίκησης από τα αρχέγονα βάθη. Πριν τον σκοτώσουν –με εκείνες ακριβώς τις μεθόδους που ο ίδιος μετήλθε για να σκοτώσει αναρίθμητους ανθρώπους στο Κέντρο Πόνου της Βαϊμάρης– μιλάει μαζί τους. Προφανώς, σε αυτήν εκεί τη φάση έχει ήδη αναλογιστεί την απίστευτη έκταση των εγκλημάτων του και λέει κάτι σαν “επιτέλους” ή “πολύ αργήσατε”. Ακριβώς όπως ο Νίκος Βούλτσος στο Σκάνσεν, που νομίζει ότι έχει να κάνει με πραγματικές θεότητες της εκδίκησης, με αληθινές Ερινύες». Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν πάρα πολλά για τα οποία έπρεπε να υπάρξει
εκδίκηση. «Και σε αυτή την περίπτωση απομένει πάλι η απορία για το τι είναι αυτό που ενώνει τα δύο είδη εκδίκησης. Η εκδίκηση που παίρνουν οι πόρνες από τους μαστροπούς τους και η εκδίκηση που παίρνουν τα θύματα του στρατοπέδου συγκέντρωσης από τους δημίους τους. Ποιος είναι όμως ο συνδετικός κρίκος;» «Για να δούμε πρώτα τι ονόματα θα μας δώσει ο καθηγητής Χέρσελ από τη Βαϊμάρη» έκανε ο Πολ Γελμ. Μετά δεν είπαν και πολλά πράγματα. Ένιωθαν ότι οι λέξεις ήταν πολύ φτωχές.
Τριάντα πέντε
Σέντερστεντ πάντα ήθελε να δει τη Βαϊμάρη. Η επιθυμία αυτή ανήκε στα κρυφά Ο Άρτο του όνειρα, εκείνα τα οποία θα υλοποιούσε με τα χρήματα του θείου Πέρτι. Κάποια στιγμή, στο εγγύς μέλλον, θα πήγαινε εκεί. Αυτό εδώ το ταξίδι, πάντως, δεν το είχε υπολογίσει. Βρισκόταν στο τρένο από τη Λιψία, εκεί όπου είχε φτάσει με το αεροπλάνο από την Οδησσό το προηγούμενο βράδυ. Είχε διανυκτερεύσει στο ξενοδοχείο Φίρστενχοφ, αποκοιμήθηκε δίχως να απολαύσει την ομορφιά του παλιού ανακτόρου των πατρικίων και έπαθε λόξιγκα όταν του έδωσε τον λογαριασμό μια πανέμορφη ξανθιά, την οποία δεν του έκανε καρδιά να επιπλήξει. Πλήρωσε υπάκουα, με την κρυφή ελπίδα ότι το οικονομικό τμήμα της ΕΥΕΕ δεν θα του έβαζε τις φωνές. Ή μήπως θα έπρεπε να τολμήσει να στείλει τον λογαριασμό στη Χάγη, στην έδρα της Γιουροπόλ; Μετά περπάτησε ελάχιστα κατά μήκος του δακτυλίου Τρέντλινγκ, στο θαυμάσιο, ανοιξιάτικο και ήπιο φως της Κεντρικής Ευρώπης και πήρε το τρένο για τη Βαϊμάρη, το οποίο τώρα διέσχιζε ένα πεδινό τοπίο και προσπερνούσε τα σύνορα ανάμεσα στη Σαξονία και στη Θουριγγία της πρώην ΓΛΔ. Καθώς προσπερνούσε πόλεις όπως η Μπαντ Κέζεν, στο Μπαντ Ζούλτσα και Απόλντα διάβασε το πρόσφατο μέιλ από τον Χουλτίν, το οποίο είχε παραλάβει στο ξενοδοχείο Φίρστενχοφ της Λιψίας, από μια σύνδεση ίντερνετ για την οποία είχε πληρώσει μια παράλογα υψηλή τιμή. Μήπως έπρεπε να πάει και αυτός ο λογαριασμός στη Χάγη; Πού βρίσκονταν τα πανευρωπαϊκά όρια για κατάχρηση θέσης; Άφησε κατά μέρος τις απορίες του και άρχισε να διαβάζει. Ο Λέοναρντ Σέινκμαν δεν ήταν ο Λέοναρντ Σέινκμαν. Ήταν κάτι πολύ απαίσιο, όπως ένας σουηδός γιατρός των Ες Ες ονόματι Άντον Έρικσον. Αυτός ήταν, με άλλα λόγια, ο πυρήνας του θέματος. Όπως έγραψε ο Γκαίτε στη Βαϊμάρη. Σε ένα άλλο μέρος του Φάουστ, ο Γκαίτε αποκαλούσε τη Λιψία Μικρό Παρίσι, κι όταν το τρένο μπήκε στον Χαουπτμπάνχοφ, στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Βαϊμάρης, η Λιψία φάνταζε αναντίρρητα μητρόπολη. Η Βαϊμάρη δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από μια μικρή επαρχιακή πόλη. Κι όμως αυτή η πόλη ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης την περασμένη χρονιά. Συμπληρώνονταν μάλιστα διακόσια πενήντα χρόνια από τη γέννηση του Γκαίτε. Still going strong – Ακόμη καλοστεκούμενος. Στην αποβάθρα περίμενε μια μικρόσωμη μελαχρινή γυναίκα που ήταν δεν ήταν καμιά
τριανταριά χρόνων. Στο χέρι της κρατούσε μια χειρόγραφη πινακίδα με τις λέξεις «χερ Σέντερστατ». Καλά το πάνε, σκέφτηκε σέρνοντας την αδικαιολόγητα βαριά βαλίτσα του προς το μέρος της και απλώνοντας το χέρι του. Εκείνη του έριξε ένα γρήγορο, έντονο και νευρικό βλέμμα. «Ονομάζομαι Ελένα Μπάσεντοβ» είπε εκείνη στα αγγλικά με αναπάντεχα βαθιά φωνή. «Είμαι από το επιτελείο εργαστηριακών βοηθών του καθηγητή Χέρσελ». «Άρτο Σέντερστεντ» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ. «Όχι Στατ;» έκανε η Ελένα Μπάσεντοβ και κοίταξε τη χειρόγραφη πινακίδα της. «Όχι ακριβώς» είπε εκείνος. «More of a small village – Μάλλον κάτι σαν μικρό χωριό».[14] Εκείνη χαμογέλασε κάπως νευρικά. «Like Weimar – Σαν τη Βαϊμάρη» είπε εκείνη και έδειξε προς την πόλη. «Hopefully – Ας το ελπίσουμε» έκανε κάπως αδέξια ο Σέντερστεντ. Ξεκίνησαν να περπατούν. Ήταν ακόμη ένα πολύ όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα της Κεντρικής Ευρώπης. «Επιτελείο;» έκανε ο Σέντερστεντ. «Έχει πολλούς βοηθούς ο καθηγητής;» «Όχι ακριβώς» είπε η Ελένα Μπάσεντοβ. «Τώρα είμαστε πλέον μια καθαρή ομάδα ερευνητών. Οι βοηθοί είναι υποψήφιοι διδάκτορες. Παλιότερα ήμασταν πολύ περισσότεροι». «Κατά τη διάρκεια των ερευνών στο Κέντρο Πόνου;» «Ναι, ακριβώς. Μέχρι το φθινόπωρο του 1998 υπήρχαν πολλοί εθελοντές φοιτητές. Άμισθοι φοιτητές ιστορίας και αρχαιολογίας». «Χμ» έκανε ο Άρτο Σέντερστεντ. Έφτασαν σ’ ένα παλιό Φολκσβάγκεν Βέντο που στεκόταν και τους περίμενε έξω από τον σταθμό. Η Ελένα Μπάσεντοβ του άνοιξε την πόρτα για να μπει και σήκωσε εντελώς μόνη της την αδικαιολόγητα βαριά βαλίτσα και την έβαλε στο πορτμπαγκάζ. «Πρώτα θα πάμε εκεί» είπε εκείνη και έκλεισε δυνατά το πορτμπαγκάζ, με αποτέλεσμα να ταρακουνηθεί όλο το αυτοκίνητο. «Μας περιμένει εκεί». Επειδή η δήλωσή της ακούστηκε κάπως αινιγματική, ο Σέντερστεντ είπε: «Πού;» «Στο Κέντρο Πόνου. Είναι εντελώς ανακαινισμένο τώρα. Μια εταιρεία πληροφορικής πήρε το κτίριο χωρίς να έχουν ιδέα τι συνέβαινε εκεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όχι ότι θα τους ένοιαζε βέβαια…» «Αλλά εσύ νοιάζεσαι» είπε ο Σέντερστεντ καθώς το αυτοκίνητο έστριβε έξω από τον χώρο του σταθμού και κινούνταν νότια προς το μικρό κέντρο της πόλης. Του έριξε ένα γρήγορο, λίγο νευρικό βλέμμα. «Ναι» είπε. «Νοιάζομαι». «Είσαι Εβραία» είπε ο Σέντερστεντ. «Είμαι οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς» είπε η Ελένα Μπάσεντοβ. «Είμαι εν μέρει απόγονος του επηρεασμένου από τον Ρουσό παιδαγωγού Γιόχαν Μπέρνχαρτ Μπάσεντοβ, ο οποίος έζησε κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα. Εν μέρει είμαι μισή Ελληνίδα. Και εν μέρει Εβραία. Μάλιστα». «Ένα μείγμα από ό,τι καλύτερο υπάρχει» είπε ο Σέντερστεντ και αισθάνθηκε ενοχλητικά καθαρός φυλετικά.
Εκείνη του έριξε άλλο ένα από εκείνα τα σύντομα, νευρικά βλέμματα. «Εκεί είναι» είπε εκείνη και έδειξε. Σ’ έναν λίγο απομονωμένο δρόμο, βορείως του απόλυτου κέντρου της πόλης, υπήρχε ένα κτίριο που έμοιαζε σχεδόν πλαστικό, σαν να ήταν λαμπερά γκλασαρισμένο με ζάχαρη. Λίγο πιο πέρα υψωνόταν η Γιακομπσκίρχε με το μαύρο, εξαγωνικό, ανακαινισμένο καμπαναριό της. Βλέπω τον χρόνο. Από το παράθυρο του υπογείου του γκλασαρισμένου κτιρίου το καμπαναριό ήταν πολύ εμφανές. Έξω από το γκλασαρισμένο κτίριο, εκεί όπου μια λαμπερή πινακίδα φώναζε OUDdata, περίμενε ένας ευθυτενής, καλοντυμένος άντρας με κοστούμι. Πήγε απευθείας στην πόρτα συνοδηγού του Βέντο και την άνοιξε για να βγει ο επισκέπτης. «Καθηγητής Ερνστ Χέρσελ» είπε και άπλωσε το χέρι. Μόλις, όμως, είδε τον Άρτο Σέντερστεντ, πάγωσε – μόνο για μια στιγμή, αλλά αρκετά για να αντιδράσει ο αστυνομικός μέσα στον Σέντερστεντ. Επειδή η έκφραση του καθηγητή επανήλθε αμέσως μετά στο κανονικό, ο Σέντερστεντ αποφάσισε να περιμένει. Αλλά ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πρόσφατα κάποιος είχε πει: «Πρέπει να ομολογήσω ότι σοκαρίστηκα κάπως όταν μπήκατε στο δωμάτιο». Με τις ανησυχίες κατά νου, βγήκε από το αυτοκίνητο και ακολούθησε με το βλέμμα τον δείκτη του καθηγητή που ήταν στραμμένος προς το γκλασαρισμένο κτίριο. «Έτσι μοιάζει τώρα πλέον» είπε ο Ερνστ Χέρσελ με άνετο ύφος. «Η νέα εποχή τα παρασέρνει όλα και τα τυλίγει στα χρυσά ελάσματα της λήθης». Μετά μπήκε και κάθισε στο πίσω κάθισμα. Ο Σέντερστεντ μπήκε κι αυτός ξανά στο αυτοκίνητο. Το Βέντο ξεκίνησε. «Πηγαίνουμε προς την Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Οικοδομικών Έργων» εξήγησε ο Χέρσελ. «Έχω ακόμη εκεί το παλιό μου γραφείο. Ανήκω, με άλλα λόγια, στην πανεπιστημιακή πόλη Ιένα που βρίσκεται είκοσι χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Στη Βαϊμάρη δεν υπάρχει πραγματικό πανεπιστήμιο, αλλά υπάρχουν μερικές μικρότερες ανώτερες σχολές. Μία από αυτές μας παραχώρησε γραφεία για τη δουλειά μας». Το αυτοκίνητο προσπέρασε το τεράστιο κάστρο, το οποίο έδινε την εντύπωση ότι ανήκε σε μια πολύ μεγαλύτερη πόλη. Ή γιατί όχι σε μια αυτοκρατορία; Έφτασαν τελικά στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Οικοδομικών Έργων. Καθώς ανέβαιναν μια σκάλα που φαινόταν πολύ παλιά, ο Άρτο Σέντερστεντ αναρωτιόταν τι να έλεγε το προσωπικό της αρχιτεκτονικής για το γκλασαρισμένο σπίτι στη γειτονιά. Μπήκαν σ’ ένα αρκετά κρύο αλλά πολύ κομψό γραφείο. Η Ελένα Μπάσεντοβ άναψε αμέσως και ενστικτωδώς την καφετιέρα. Μετά πέρασε ξανά την πόρτα και εξαφανίστηκε. Το επιτελείο των βοηθών, σκέφτηκε ο Σέντερστεντ και κάθισε σε μια καρέκλα που του έδειξαν. Ο Χέρσελ κάθισε πίσω από το γραφείο. «Έρχομαι πολύ σπάνια εδώ πια» είπε εκείνος. «Η τελική εργασία με το Κέντρο Πόνου γίνεται στο Ινστιτούτο Ιστορίας στην Ιένα». Σήκωσε μια λίστα προς το μέρος του Σέντερστεντ. «Μόλις έστειλα αυτό εδώ με φαξ στη Στοκχόλμη. Είναι μια λίστα με όλο το προσωπικό και όλα τα πιθανά άτομα τα οποία, όσον καιρό δούλευε η ερευνητική ομάδα στη Βαϊμάρη, μπορεί να άκουσαν κάτι για… το είδος του πειράματος. Ορίστε, πάρτε κι
εσείς μια λίστα». «Ευχαριστώ» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ. «Και ευχαριστώ για τη συνεργασία γενικά. Ήταν ανεκτίμητη». «Η συνάδελφός σας Σέρστιν Χολμ κατάφερε να με πείσει πως έπρεπε να συνεργαστώ. Ήμουν αρχικά κάπως διστακτικός. Αλλά δεν τα κατάλαβα όλα, πραγματικά. Υπάρχει όντως κάποιο είδος συμμορίας που γυρίζει στην Ευρώπη και σκοτώνει με τέτοιες βελόνες;» Ο Χέρσελ άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου, έβγαλε μια σκουριασμένη, μακριά, λεπτή και αλύγιστη βελόνα και την έδωσε στον Σέντερστεντ. «Χριστέ μου» έκανε ο Σέντερστεντ και την πήρε. Κουβαλούσε μια βαριά κληρονομιά, το ένιωθε. Ήταν σχεδόν δύσκολο να τη σηκώσει. «Ναι» συνέχισε καθώς έστριβε στα χέρια του τη βελόνα. «Έτσι είναι. Αλλά δυσκολευόμαστε πολύ να καταλάβουμε ποιοι είναι». «Οι Ερινύες» είπε ο Ερνστ Χέρσελ. Ο Σέντερστεντ τον κοίταξε. Να του το είχε πει κι αυτό η Σέρστιν, άραγε; Είχαν τόσο στενή επαφή; Ο Χέρσελ συνέχισε: «Σύμφωνα με τον μύθο, γίνονται Ευμενίδες όταν τις εκπολιτίζει η Αθηνά. Ενσωματώνονται σε μια σύγχρονη κοινωνία δικαίου. Πιστεύετε ότι θα συμβεί και τώρα κάτι ανάλογο;» «Υπάρχει μια σύγχρονη κοινωνία να τις ενσωματώσει;» ρώτησε ο Άρτο Σέντερστεντ. Ο Χέρσελ τον κοίταξε για μια στιγμή. Μετά άρχισε να γελά, δυνατά και σχεδόν άγρια. Όταν ο παροξυσμός γέλιου τελείωσε, είπε: «Είναι κάτι που ξέχασα να αναφέρω στη γοητευτική φροϊλάιν Χολμ. Μια και μιλάμε για σύγχρονη κοινωνία δικαίου. Έχετε υπόψη σας τι έπαιρναν ως μισθολογικό μπόνους οι τρεις αρχηγοί του Κέντρου Πόνου;» Ο Σέντερστεντ δεν το ήξερε. «Χρυσά δόντια» είπε ο Χέρσελ. Έκανε μια παύση και συνέχισε: «Μοιράζονταν τα υπάρχοντα των θυμάτων τους. Ο χρυσός από τα δόντια ήταν η σημαντικότερη πηγή εσόδων. Φαίνεται πως συγκέντρωσαν πολλά. Όσο περισσότερους Εβραίους σκότωναν, τόσο περισσότερο χρυσάφι έβγαζαν. Καθαρή επιστήμη». Ο Σέντερστεντ ένιωσε ναυτία. Στο τέλος είπε: «Μου έκανε εντύπωση ένα πράγμα. Στείλατε με φαξ ένα πλούσιο υλικό για τον Άντον Έρικσον. Αλλά είχατε και αρκετό υλικό για τον Χανς φον Χάιλμπεργκ, επικεφαλής του Κέντρου Πόνου. Δεν νομίζω ότι έφτασε ποτέ αυτό το υλικό στη Στοκχόλμη. Εν πάση περιπτώσει, δεν έφτασε ποτέ σ’ εμένα». Ο Χέρσελ έγνεψε καταφατικά: «Μάλλον έχετε δίκιο» είπε. «Έστειλα προφανώς μόνο το υλικό του Έρικσον. Εδώ είναι ο φάκελος του Χανς φον Χάιλμπεργκ». Ο φάκελος εμφανίστηκε σαν να τον είχαν μόλις παραγγείλει. Ο Σέντερστεντ περίμενε λίγο πριν κοιτάξει τον φάκελο του Χανς φον Χάιλμπεργκ. Ήταν αρκετά σίγουρος για το τι θα έβρισκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βυθίστηκε στην ανάγνωση. Και το βρήκε αμέσως. Ήταν τόσο απλό, τόσο ξεκάθαρο.
«Χάιλμπεργκ, Χανς φον. Γεννηθείς 18-7-1908 στο Μαγδεμβούργο. Πατέρας από γερμανική αριστοκρατική οικογένεια, μητέρα από ιταλική αριστοκρατική οικογένεια». Τα υπόλοιπα δεν χρειαζόταν να τα διαβάσει. Ο Χανς φον Χάιλμπεργκ ήταν ο Μάρκο ντι Σπινέλι. Αυτό ήταν. Στο μυαλό του ο Άρτο Σέντερστεντ ήταν ήδη καθ’ οδόν προς το Μιλάνο. Έσπρωξε το έγγραφο προς τον έκπληκτο Χέρσελ και ετοιμάστηκε να σηκωθεί. Αλλά τότε θυμήθηκε κάτι. «Αλήθεια» είπε. «Στη Στοκχόλμη ισχυρίστηκαν ότι η φωτογραφία του τρίτου άντρα δεν φαινόταν πολύ καλά, σχεδόν καθόλου, μετά την αποστολή της με φαξ. Θα ήθελα, λοιπόν, να τη δω». Για μια στιγμή ο Ερνστ Χέρσελ πάγωσε. Ακριβώς η ίδια κίνηση όπως έξω από το αυτοκίνητο. Η φωνή του Μάρκο ντι Σπινέλι αντηχούσε ακόμη στο μυαλό του Σέντερστεντ: «Πρέπει να ομολογήσω ότι σοκαρίστηκα κάπως όταν μπήκατε στο δωμάτιο, σινιόρ Σάντεστατ. Μου θυμίζετε όντως έναν άνθρωπο που γνώριζα πριν από μια αιωνιότητα, στην αρχή των πάντων». Και μετά είδε μια εικόνα, μια φωτογραφία ενός ευθυτενούς άντρα κατάξανθου που στεκόταν πάνω σ’ έναν σωρό χιονιού με το χέρι στη λαβή του σπαθιού. Και η εικόνα αυτή δεν ήταν απλώς εντυπωσιακή, ήταν επίσης πολύ οικεία. Παράξενα οικεία. Αναστέναξε βαριά καθώς η φωτογραφία του τρίτου άντρα στο Κέντρο Πόνου έφτασε στα χέρια του. Κατάλαβε ότι θα συναντούσε τον εαυτό του. Και αυτό έκανε. Ο άντρας στην εικόνα ήταν ο ίδιος ο Άρτο Σέντερστεντ. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. «Πολύ παράξενη ομοιότητα» είπε ο Ερνστ Χέρσελ. Ο Άρτο Σέντερστεντ σηκώθηκε και όρμησε έξω από το δωμάτιο.
Τριάντα έξι
από τη Λιψία προς το Μιλάνο έβαλε τελικά σε κάποια τάξη τις σκέψεις Σ τοτου.αεροπλάνο Τότε είχε περάσει η περισσότερη οργή και ο περισσότερος τρόμος. Αλλά όλα ήταν εντελώς σαφή. Δεν υπήρχαν πια καθόλου υπεκφυγές. Ένιωθε σαν έκπτωτος από τον Παράδεισο. Στη Φινλανδία, οι φινλανδοί άντρες των Ες Ες είχαν τα ίδια δικαιώματα όπως και άλλοι βετεράνοι του πολέμου. Μια που ο φινλανδικός Χειμερινός Πόλεμος ήταν ένας αγώνας κατά των εισβολέων Σοβιετικών, ήταν φυσικό να στραφούν οι αντιστασιακοί προς την αντίπαλο της Σοβιετικής Ένωσης, τη Γερμανία. Πολλοί από τους αγωνιστές του Χειμερινού πολέμου κατατάχτηκαν στη συνέχεια στα Ες Ες. Λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν, είχε ξεσπάσει σκάνδαλο διεθνών διαστάσεων όταν η Ένωση Μνήμης των Πεσόντων εξέφρασε την πρόθεση να ανεγείρει ένα μνημείο για τους φινλανδούς και τους γερμανούς άντρες των Ες Ες που έχασαν τη ζωή τους στην Ουκρανία, και εντελώς πρόσφατα η εβραϊκή κοινότητα του Ελσίνκι είχε διαμαρτυρηθεί για ένα πολύ ιδιαίτερο συμβάν: οι βετεράνοι της Φινλανδίας είχαν καλέσει επίσημα γερμανούς συναδέλφους τους σε μια φινλανδική τελετή για τα Ες Ες. Επιτρεπόταν, άραγε, να καλεί η Φινλανδία επισήμως γερμανούς βετεράνους των Ες Ες, παλιούς γερμανούς ναζιστές από εκείνη την οργάνωση που ευθυνόταν για τη συστηματική εξόντωση εκατομμυρίων Εβραίων στην Ευρώπη; Η εβραϊκή κοινότητα θεώρησε αυτή την πρόσκληση ιδιαίτερα προκλητική. Δεν ήταν, με άλλα λόγια, ασυνήθιστο να προσχωρούν στα Ες Ες φινλανδοί μαχητές του Χειμερινού πολέμου. Η προσχώρησή τους είχε την επίσημη έγκριση της φινλανδικής κυβέρνησης. Ο θείος της μητέρας του Άρτο Σέντερστεντ, ο Πέρτι Λίντρουτ, ήταν ένας νεαρός και ενθουσιώδης επαρχιακός γιατρός που πήρε μέρος στον Χειμερινό πόλεμο μετά την αρκετά αιφνιδιαστική επίθεση της σοβιετικής πολεμικής μηχανής. Αποδείχτηκε ότι είχε μεγάλες ικανότητες στον ανταρτοπόλεμο στα φινλανδικά δάση και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ιεραρχίας. Έπειτα από πολλές αποφασιστικές μάχες έγινε ήρωας και εξαφανίστηκε μετά τη νίκη των Ρώσων χωρίς να αφήσει ίχνη. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια, είχε κρυφτεί στα φινλανδικά δάση, όπως θα έκανε ένας πραγματικός, κλασικός αντάρτης. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο επέστρεψε, λίγο πολύ ράκος. Έπινε όλο και περισσότερο, δυσκολευόταν να κρατήσει τη δουλειά του γιατρού σε όλο και πιο απομονωμένες περιοχές, επέστρεψε τελικά στη Βάασα και έγινε ένας εκκεντρικός τύπος που ζούσε μια θλιβερή ζωή μέχρι που έγινε ενενήντα χρόνων.
Τώρα ο Άρτο Σέντερστεντ ήξερε με τι είχε ασχοληθεί ο θείος Πέρτι μετά τη σοβιετική νίκη στον Χειμερινό πόλεμο. Ο νεαρός επαρχιακός γιατρός είχε γίνει αξιωματικός των Ες Ες. Είχε γίνει ένας από τους υπευθύνους του Κέντρου Πόνου της Βαϊμάρης. Και έμοιαζε πολύ, πάρα πολύ, στον γιο της κόρης της αδελφής του. Και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Ο βασανιστής 1, σύμφωνα με το σχέδιο του Πολ Γελμ: «κατάξανθος, μη Γερμανός, λυπημένος». Τα όσα έγραφε ο Λέοναρντ Σέινκμαν πριν αντικρίσει τον θάνατο: «Ο φιλικότερος από αυτούς. Είναι λιγότερο Γερμανός από μένα και κατάξανθος. Και φαίνεται πολύ λυπημένος. Σκοτώνει με τη λύπη στα μάτια». Στον θείο Πέρτι δεν θα άρεσε αυτό, αλλά τα χρυσά δόντια τα πήρε. Και τα κληροδότησε αλλού. Στη βάση αυτών των εξαχθέντων χρυσών δοντιών των Εβραίων είχε τώρα χτίσει ο Άρτο Σέντερστεντ τον τοσκανικό του παράδεισο. Ένιωσε να χλωμιάζει. Ο παράδεισός του πληρωνόταν από τα βγαλμένα δόντια εκατοντάδων δολοφονημένων Λέοναρντ Σέινκμαν. Αναγκάστηκε να πάει τρέχοντας στην τουαλέτα του αεροπλάνου και να ξεράσει. Ένιωσε σαν να έβγαιναν τα ξερατά κατά κουβάδες. Ξέρασε όλη την απέχθειά του, όλη τη φρίκη του, όλο το άγχος του, όλη την κουρελιασμένη συνείδησή του. Πατάω πάνω στα πτώματά τους, ούρλιαζαν τα ξερατά. Βρυχιόνταν: Πατάω στα πτώματά τους για να βγάλω τη μύτη μου πάνω από τα σκατά. Νιώθω τη δυσωδία, ξεφώνιζαν τα ξερατά. Φώναζαν: Νιώθω τη δυσωδία και κοιτάζω πέρα από τον ορίζοντα και προσποιούμαι ότι τον θεωρώ όμορφο και ότι μυρίζει δεκαεφτά είδη βασιλικού και όχι σκατά και θάνατο και πτώματα. Κατόπιν η αίσθηση της καταστροφικής απογοήτευσης μετατράπηκε σε κάτι άλλο. Αυτό που ένιωθε να ανεβαίνει μέσα του δεν ήταν πια τα ξερατά της αυτοαπέχθειας. Δεν ήταν πια η φρίκη για τη μεταμόρφωση του θείου Πέρτι από ήρωα του πολέμου σε βασανιστή και δολοφόνο. Δεν ήταν πια η αηδία που ένιωθε επειδή κυκλοφορούσε στο δικό του σώμα το μιαρό αίμα ενός εγκληματία πολέμου και ναζιστή. Δεν ήταν οι εμετικοί σπασμοί επειδή χρησιμοποίησε τα βρόμικα χρήματα του εγκληματία πολέμου. Ήταν οργή. Καθαρή και γνήσια οργή, και στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον ενός και μόνον ατόμου. Κατά του Χανς φον Χάιλμπεργκ, γνωστού και ως Μάρκο ντι Σπινέλι. Ο Άρτο Σέντερστεντ επέστρεψε στη θέση του. Κάποια ανατάραξη έκανε το αεροπλάνο να τρανταχτεί. Τράνταγμα που ήταν δικό του. Κοίταξε την οθόνη. Εκεί υπήρχε ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο ενός παλάτσο. Και μια μικρή, τεθλασμένη φωτεινή γραμμή που απλωνόταν μέσα από την κατασκευή. Θα τον καλούσε να λογοδοτήσει. Τόσο απλό ήταν. Θυμήθηκε το τέλος της πρόσφατης συνάντησής του με τον αρχιεπιθεωρητή Ίταλο Μαρκόνι. Ήταν παράξενο. Ο αρχιεπιθεωρητής ολοκλήρωσε την τεθλασμένη γραμμή του που διέσχιζε όλο το σχέδιο. Έμοιαζε με την αβέβαιη και τρεμάμενη γραμμή που τραβά ένα παιδί πασχίζοντας να βρει την άκρη στον λαβύρινθο-σπαζοκεφαλιά ενός περιοδικού. Ο Σέντερστεντ τον είχε
ρωτήσει τότε: «Και τι πιστεύετε εσείς ότι έκανε ο Μάρκο ντι Σπινέλι κατά τη διάρκεια του πολέμου;» Ο Μαρκόνι είχε αφήσει κάτω το μολύβι και είχε κοιτάξει καλά τον σκανδιναβό συνάδελφό του. «Μα είναι ηλίου φαεινότερο» έκανε. «Ήταν ναζί». Ο Σέντερστεντ τον κοίταξε κι αυτός καλά, έγνεψε αργά και είπε: «Μα για τ’ όνομα του Θεού, Ίταλο. Θέλεις να τον πιάσω». «Θέλω να βρεις ποιος είναι πραγματικά, βέβαια. Πιθανόν να τα καταφέρεις καλύτερα από ό,τι εγώ, Άρτο, με νέες προσεγγίσεις και λιγότερο αυστηρούς περιορισμούς». «Δεν εννοώ αυτό» είπε ο Σέντερστεντ. «Θέλεις να μπω μέσα από τον δρόμο που σχεδίασες». Ο Μαρκόνι τού έριξε ένα πολύ σύντομο βλέμμα, πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από το μεγάλο μουστάκι και είπε μ’ ένα δάχτυλο του άλλου χεριού να κινείται πάνω από το σχέδιο: «Καθαρά θεωρητικά –και μιλάω μόνο καθαρά θεωρητικά– είναι μια άκρως χαρακτηριστική δουλειά ενός ατόμου. Μπαίνεις από ένα άνοιγμα στο δωμάτιο με τα σκουπίδια. Το άνοιγμα βλέπει σε ένα σοκάκι πίσω από το παλάτσο. Από αυτό το άνοιγμα αδειάζουν τα σκουπίδια μια φορά την εβδομάδα με μια συσκευή με κενό αέρος. Το άνοιγμα είναι κλειδωμένο με μια πολύ γερή κλειδαριά. Επίσης ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα, και πρέπει να ακολουθήσει κανείς τη συγκεκριμένη γραμμή κίνησης, επειδή οι κάμερες ασφαλείας στον απέναντι τοίχο κινούνται πολύ συγκεκριμένα». «Μου φαίνεται ότι το παλάτσο είναι εντελώς απροσπέλαστο» είπε ο Σέντερστεντ. «Ναι, θα μπορούσε να είναι απροσπέλαστο» είπε ο Μαρκόνι. «Στην περίπτωση που δεν γνώριζε κανείς το πρόγραμμα κινήσεων, αν δεν γνώριζε τα χρονικά όρια και αν δεν είχε ένα προσφάτως κατασκευασμένο αντικλείδι». Ένας καφετής φάκελος έπεσε πάνω στην επιφάνεια του γραφείου· κροτάλισε ανάλαφρα. Ο Σέντερστεντ τον κοίταξε με δυσπιστία. «Σκέφτεσαι πραγματικά και σκόπιμα να βάλεις έναν αθώο σουηδό αστυνομικό να χώσει το κεφάλι του στο στόμα του λιονταριού;» «Πολλά κλισέ σε μία και μόνο φράση» είπε ο Ίταλο Μαρκόνι μ’ ένα αχνό, σχεδόν ανεπαίσθητο, χαμόγελο. «Συνέχισε» είπε ο Άρτο ανέκφραστος. «Μέσα στο δωμάτιο σκουπιδιών τα πράγματα είναι ευκολότερα. Εκεί δεν έχει τουλάχιστον κάμερες ασφαλείας. Πετούν τα σκουπίδια από τρεις μεριές του παλάτσο και αυτά πέφτουν μέσα από μεγάλα πηγάδια απευθείας στο κοντέινερ των σκουπιδιών στο δωμάτιο». «Για να δω αν κατάλαβα καλά, εντελώς θεωρητικά δηλαδή. Αυτό το κοντέινερ είναι, με άλλα λόγια, εντελώς καλυμμένο από ένα καπάκι;» «Εντελώς, σωστά. Ένα καπάκι με τέσσερις αγωγούς. Ο αγωγός βγαίνει στο σοκάκι: από εκεί μπαίνει κανείς. Και βρίσκεται στο καλυμμένο κοντέινερ». «Στο καλυμμένο, δυσώδες και εντελώς σκοτεινό κοντέινερ σκουπιδιών». «Η δυσωδία και η κλεισούρα είναι πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, δυστυχώς. Αλλά ένας φακός λύνει το πρόβλημα του σκοταδιού. Όταν μπαίνεις μέσα στο κοντέινερ, υπάρχουν τρεις αγωγοί που οδηγούν προς τα πάνω μέσω τριών φρεατίων
και σε τρία διαφορετικά μέρη του παλατιού. Το κοντινότερο βγάζει στην κουζίνα, και είναι πάρα πολύ μακριά από τον πυρήνα του κρεμμυδιού που λέγαμε. Το φρεάτιο που βρίσκεται πιο μακριά βγάζει στην αίθουσα υποδοχής προς το μεγάλο σαλόνι, αλλά είναι κι αυτό μακριά, αν και από διαφορετική πλευρά. Το μεσαίο φρεάτιο, αντιθέτως, καταλήγει σε μια μικρή κουζίνα που ανήκει στους πλέον μυστικούς χώρους του Ντι Σπινέλι. Οι τρεις προσωπικοί του σωματοφύλακες το γνωρίζουν, κι αυτούς τους έχεις συναντήσει, όπως επίσης και ο προσωπικός του γραμματέας». «Ο γυαλάκιας» έκανε ο Σέντερστεντ. «Ακριβώς» απάντησε απροσδόκητα. «Το μυστικό δωμάτιο του Ντι Σπινέλι είναι, δηλαδή, ο χώρος όπου όλα αυτά τα χρόνια δεχόταν τις πόρνες. Η ερωτική του φωλιά. Εκτός από το κουζινάκι, υπάρχει μόνο άλλη μία πόρτα για την ερωτική φωλιά και αυτή βγάζει στο γραφείο του». «Είδα μόνο μία πόρτα στο γραφείο του και αυτή οδηγούσε στο δωμάτιο του προσωπικού γραμματέα. Αυτή από την οποία μπήκα». «Η πόρτα που σου λέω βρίσκεται πίσω από τις μεγάλες ταπισερί του δέκατου έκτου αιώνα». «Και για να μπεις εκεί, πρέπει να σκαρφαλώσεις δέκα μέτρα ψηλά μέσα από ένα φρεάτιο για σκουπίδια;» «Εφτά» είπε ο Ίταλο Μαρκόνι. «Εφτά εντελώς κάθετα μέτρα και επίσης καμιά δεκαριά μέτρα με κλίση στην αρχή και στο τέλος. Εντελώς θεωρητικά θα συνιστούσα γερά ορειβατικά μποτάκια και ένα πολύ χοντρό πουλόβερ με υψηλή αντοχή στις τριβές και ενισχυμένους αγκώνες. Το καπάκι του φρεατίου πρέπει να ανοιχτεί από μέσα με γαλλικό κλειδί». «Και τι διάβολο θα πάω να κάνω εκεί;» «Εσύ;» έκανε ο Μαρκόνι και κάρφωσε το βλέμμα του στον Σέντερστεντ. «Μα ποιος μίλησε για σένα, που να πάρει ο διάβολος;» Έκανε μια παύση, αναστέναξε και συνέχισε: «Κατάφερες κάτι που δεν έχει καταφέρει κανείς εδώ και πολύ καιρό. Έκανες τον Μάρκο ντι Σπινέλι να χάσει τον αυτοέλεγχό του. Δεν ξέρω πώς το έκανες, αλλά το έκανες. Πρέπει να ταράξουμε τα νερά και θα μπορούσες να είσαι η κουτάλα που ψάχναμε εδώ και πολύ καιρό. Εντελώς θεωρητικά, δηλαδή». «Και οι Ερινύες;» «Τι να πω; Για μας παραμένουν μια πολύ αφηρημένη υπόθεση. Ίσως να τις διαγράψεις κι εσύ από τη γενικότερη εξίσωση». Όταν ο Άρτο Σέντερστεντ έφυγε από το γραφείο του Ίταλο Μαρκόνι εκείνη την ημέρα, δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να προμηθευτεί γερά ορειβατικά μποτάκια και ένα πολύ χοντρό πουλόβερ με αντοχή στις τριβές και ενισχυμένους αγκώνες. Αυτά ήταν πράγματα με τα οποία ασχολούνταν ο Βίγκο Νορλάντερ και ο Γκούναρ Νιμπέργ. Αλλά τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Είχε ήδη προμηθευτεί από τη Λιψία γερά ορειβατικά μποτάκια κι ένα πολύ χοντρό πουλόβερ με αντοχή στις τριβές και ενισχυμένους αγκώνες. Και τώρα είχε καταλάβει επίσης πώς είχε καταφέρει να βγάλει τον Μάρκο ντι Σπινέλι από τα νερά του. Εν μέρει ανήκε στον ίδιο η τιμή αυτή. Επίσης, αυτό που είχε παίξει ρόλο ήταν η εμφάνισή του. Διότι εμφανίστηκε στο σπίτι του Χανς φον Χάιλμπεργκ –που δεν ήταν ο Χανς φον Χάιλμπεργκ εδώ και μισό αιώνα– και του έδειξε τους δύο
συναδέλφους του από το Κέντρο Πόνου: πρώτον, με την ίδια του την όψη, τον Πέρτι Λίντρουτ, και μετά, με την αναφορά στον Λέοναρντ Σέινκμαν, του έδειξε και τον Άντον Έρικσον. Όπως ήταν τότε. Φυσικό ήταν να βγει από τα νερά του ο άλλος. Στο πρόσωπο του Μάρκο ντι Σπινέλι συναντιόνταν δύο κίνητρα εκδίκησης. Ως Χανς φον Χάιλμπεργκ, επικεφαλής του Κέντρου Πόνου στη Βαϊμάρη, είχε δολοφονήσει και εξευτελίσει πλήθη ανθρώπων. Ως Μάρκο ντι Σπινέλι, αρχηγός του εγκληματικού συνδικάτου Γκιοτόνε στο Μιλάνο, είχε επίσης δολοφονήσει και εξευτελίσει πλήθη ανθρώπων. Ήταν ένας βαθιά δυσάρεστος άνθρωπος. Και οι Ερινύες επίσης συνδύαζαν δύο μοτίβα εκδίκησης, αυτό ήταν φανερό. Πώς όμως; Αυτό που έλειπε ήταν μια γυναίκα η οποία είχε νιώσει δύο φορές τη μοχθηρία του αρχηγού της Γκιοτόνε. Μία όταν αυτός παρουσιαζόταν ως Χανς φον Χάιλμπεργκ, και μετά ως Μάρκο ντι Σπινέλι. Η γυναίκα αυτή γνώριζε επίσης και τον γέρο καθηγητή στη Στοκχόλμη που δεν λεγόταν Λέοναρντ Σέινκμαν και τον γέρο αρχιμαφιόζο στο Μιλάνο που δεν λεγόταν Μάρκο ντι Σπινέλι. Η αρχηγός των Ερινύων ήταν μια Ουκρανοεβραία, πρώην πόρνη, που είχε σχέση με την ερευνητική ομάδα στη Βαϊμάρη. Ο Άρτο Σέντερστεντ κάθισε για λίγο ακίνητος. Έπρεπε να τα χωνέψει όλα. Μετά έγνεψε και έβαλε μια δισκέτα στον φορητό υπολογιστή. Μια δισκέτα από την Οδησσό. Ο φάκελος Κούσμιν. Η θλιβερή ζωή του Φραντς Κούσμιν εμφανίστηκε στην οθόνη, και ο Σέντερστεντ συμπλήρωσε μόνος του τα κενά. Κούσμιν, Φραντς. Γεννηθείς ως Φραντς Σέινκμαν σ’ ένα εβραϊκό σπιτικό στο Βερολίνο στις 17 Ιανουαρίου 1935. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλτ από τον Αύγουστο του 1940. Καταναγκαστική εργασία στην πολεμική βιομηχανία. Η μητέρα εκτελέστηκε τον Νοέμβριο του 1944. Ο πατέρας μεταφέρθηκε στο Κέντρο Πόνου στη Βαϊμάρη, όπου πέθανε τον Φεβρουάριο του 1945. Ο εννιάχρονος Φραντς χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο σε ιατρικά πειράματα. Του αφαιρούν τη μύτη τον Ιανουάριο του 1945. Αναλαμβάνει να τον φροντίζει μια Ουκρανή ονόματι Ελένα Κούσμιν, η οποία κατόπιν τον υιοθετεί και τον παίρνει μαζί της στη γενέτειρά της, στη λεηλατημένη από τον πόλεμο Οδησσό. Η οικογένεια ζει μέσα στην αθλιότητα. Ο Φραντς μεγαλώνει ως υιοθετημένο φτωχόπαιδο, εβραιόπουλο χωρίς μύτη. Φυσικά όλοι τον κατατρέχουν στο σχολείο και σύντομα γίνεται αλκοολικός. Το 1967, σε ηλικία τριάντα δύο ετών, παντρεύεται μια επίσης αλκοολική. Το 1969 αποκτούν μια κόρη. Το 1971 η σύζυγος πεθαίνει από καρκίνο του οισοφάγου που συνδέεται με την κατανάλωση αλκοόλ. Το 1974 η κόρη μπαίνει σε ορφανοτροφείο. Κάποια στιγμή, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, ο Φραντς συνέρχεται και αρχίζει να αναζητά επιζώντες συγγενείς στην Ευρώπη. Κατά το καλοκαίρι του 1981 εντοπίζει το όνομα του πατέρα του. Στη Σουηδία. Τον Αύγουστο επιβιβάζεται στο μότορσιπ Κοσμοπολίτ και πάει στη Σουηδία για να ξαναγνωριστεί με τον πατέρα του, και προφανώς με στόχο να πάρει αμέσως μετά και την κόρη του από το ορφανοτροφείο. Θυμάται αόριστα τον πατέρα του σαν μια (αν κρίνει κανείς από το ημερολόγιο) τρυφερή φιγούρα από το μακρινό παρελθόν. Στις 18.25΄ της 7ης Σεπτεμβρίου, το Κοσμοπολίτ φτάνει στο Φριχάμνεν της Στοκχόλμης. Ο Φραντς αποβιβάζεται και παίρνει ένα πειρατικό
ταξί που το οδηγεί ένας Φινλανδός ονόματι Όλι Πέλτονεν. Αυτός τον πάει στην οδό Σπίνου στο Τιρεσέ. Χτυπά το κουδούνι στο πατρικό σπίτι. Ανοίγει ο πατέρας. Δεν αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο. Δεν είναι παράξενο. Έχει περάσει μισός αιώνας από τότε που συναντήθηκαν την τελευταία φορά. Αστράφτοντας από χαρά, ο Φραντς μπαίνει στο ωραίο σπίτι του πατέρα του. Ο άντρας τον οποίο θεωρεί πατέρα του του καρφώνει ένα κουζινομάχαιρο στην πλάτη. Το τι περνά από το μυαλό του τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του είναι κάτι που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς. Στην Οδησσό η κόρη επιστρέφει στα τέλη Σεπτεμβρίου. Το σπίτι είναι άδειο τότε. Δηλώνει την εξαφάνιση στην αστυνομία. Τα τελευταία λόγια που λέγονται για τον Φραντς Κούσμιν ανήκουν στη δωδεκάχρονη κόρη του: «Ο μπαμπάς είχε σταματήσει πρόσφατα το ποτό. Είχε έναν μήνα να βάλει έστω και σταγόνα στο στόμα του. Και ήταν πολύ, πάρα πολύ χαρούμενος». Εκεί ο φάκελος έπρεπε να τελειώνει. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να ειπωθεί για τον δύσμοιρο Φραντς Κούσμιν. Αλλά υπήρχαν κάνα δυο σελίδες ακόμα στο ντοκουμέντο. «Αποθήκευση Κούσμιν;» «Ναι». Ήταν ένας άλλος Κούσμιν. Και ο φάκελος του ατόμου αυτού βγήκε μαζί με τον προηγούμενο όταν έκαναν αντίγραφα. Η Μάγκντα Κούσμιν. Η κόρη. Κούσμιν, Μάγκντα. Γεννηθείσα το 1969 στην Οδησσό, από τον Φραντς Κούσμιν, πρώην Σέινκμαν, και την Λισαβιέτα Κούσμιν, το γένος Σιάτοβ. Η μητέρα πέθανε το 1971, ορφανοτροφείο για τη μικρή πεντάχρονη. Ο πατέρας πεθαίνει όταν γίνεται δώδεκα. Πρόωρες καταχρήσεις. Πρώτη σύλληψη για πορνεία το 1984, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, και μετά καμιά τριανταριά φορές μέχρι το 1997. Επίσης υπέστη σωματικές βλάβες καμιά εικοσαριά φορές, καταλήγοντας πάντα στο νοσοκομείο. Το 1987 περνάει σε μια ομάδα πορνών που εξυπηρετεί κομματικά στελέχη. Σύμφωνα με πληροφορίες τα κομματικά στελέχη την εκτιμούν ιδιαίτερα. Μαρτυρία: «Απίστευτα καλή στη δουλειά της. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τέτοια απόλαυση». Με την πτώση του Τείχους την ομάδα πορνών αναλαμβάνει η αναδυόμενη ουκρανική μαφία, η οποία με τη σειρά της, τον Φεβρουάριο του 1996, περνάει στον έλεγχο μιας –άγνωστης για τις ουκρανικές αρχές– διεθνούς οργάνωσης με την ονομασία Γκιοτόνε. Η κοπέλα υφίσταται σωματικές βλάβες επτά φορές από τον Φεβρουάριο του 1996 μέχρι τον Αύγουστο του 1997. Δηλώνεται εξαφανισμένη, μαζί με άλλες δύο πόρνες, από τον μαστροπό τους Αρτέμι Τολκατσένκο τον Αύγουστο του 1997. Ο Τολκατσένκο μετακόμισε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας το 1998, όπου δολοφονήθηκε, κοντά στο γήπεδο ποδοσφαίρου Ολντ Τράφορντ, στις 13 Μαρτίου 1999. Η περαιτέρω μοίρα της Μάγκντα Κούσμιν παραμένει άγνωστη. Μάγκντα. Είχε πάρει το όνομα της γιαγιάς της, μητέρας του πατέρα της και συζύγου του Λέοναρντ Σέινκμαν. Μάγκντα. Δέχτηκε τηλεφώνημα από το Λούμπλιν στο μετρό του Ούντενπλαν της Στοκχόλμης. Μάγκντα. Η αρχηγός των Ερινύων. Μάγκντα. Η εγγονή του Λέοναρντ Σέινκμαν. Τον Φεβρουάριο του 1996 η οργάνωση Γκιοτόνε αναλαμβάνει την ομάδα πορνών στην οποία συμμετέχει η Μάγκντα. Τα πράγματα γίνονται ακόμα σκληρότερα από πριν. Εφτά περιπτώσεις σωματικών βλαβών που έχουν αναφερθεί στη αστυνομία σημαίνουν στην
πραγματικότητα τουλάχιστον είκοσι. Τον Αύγουστο εκείνη δεν αντέχει άλλο. Δεν πάει άλλο. Μαζί με δύο άλλες πόρνες το σκάνε. Είναι είκοσι οχτώ χρόνων και σε κακά χάλια. Υπάρχουν δύο επιλογές. Ή πεθαίνει ή αλλάζει σελίδα στο βιβλίο της ζωής. Αλλάζει σελίδα, αλλά χωρίς να ξεχνάει την προηγούμενη. Αντιθέτως μάλιστα, η προηγούμενη σελίδα είναι αποφασιστική για όλο το μέλλον της. Αυτή γίνεται η κινητήρια δύναμή της κατά τη διάρκεια της αποτοξίνωσης και της άσκησης. Οι δύο πρώην συνάδελφοί της είναι μαζί της συνεχώς. Ασκούνται έχοντας συγκεκριμένο στόχο για περισσότερο από έναν χρόνο. Μετά σημαίνει η ώρα της εκδίκησης. Στρέφονται πρώτα κατά του παλιού τους βασανιστή Αρτέμι Τολκατσένκο, του νταβατζή της Γκιοτόνε από την Οδησσό. Αυτός έχει μετατεθεί στην Αγγλία, προφανώς για να –όπως ο Νίκος Βούλτσος στη Στοκχόλμη έναν χρόνο αργότερα– αναλάβει κάποιες ομάδες πορνών. Τον σκοτώνουν. Ίσως να έσωσαν ήδη τότε μερικές συναδέλφους τους. Κάτι έχει συμβεί. Εμφανίζονται ευκαιρίες. Αντιλαμβάνονται πόσος πόνος και πόσο μαρτύριο υπάρχει στον κλάδο της πορνείας σε όλη την Ευρώπη. Μπορούν όντως να κάνουν κάτι. Γίνονται θεότητες της εκδίκησης. Ερινύες. Αλλά γιατί χρησιμοποιούν ήδη από τον πρώτο φόνο τη μέθοδο εκτέλεσης από τη Βαϊμάρη; Μήπως η Μάγκντα Κούσμιν έχει καταλάβει τη σχέση της Γκιοτόνε με το Κέντρο Πόνου; Γνωρίζει ήδη τότε τον Μάρκο ντι Σπινέλι; Πρέπει να συνέβη και κάτι άλλο μεταξύ της φυγής τους τον Αύγουστο του 1997 και του πρώτου φόνου τον Μάρτιο του 1999. Έμαθε τι συνέβαινε στο Κέντρο Πόνου στη Βαϊμάρη. Μιμείται, λοιπόν, τη μέθοδο. Αλλά πώς το έμαθε; Και το συνέδεσε ήδη με αυτό που είχε συμβεί στον πατέρα της; Ίσως όχι. Πιθανόν να το έμαθε αργότερα, φέτος ίσως. Όταν στρέφεται κατά του ατόμου που παρουσιάζεται ως Λέοναρντ Σέινκμαν. Από πού ήξερε η Μάγκντα Κούσμιν τη μέθοδο εκτέλεσης πριν από τον Μάρτιο του 1999; Υπήρχε μόνον ένας τρόπος. Η ερευνητική ομάδα του Ερνστ Χέρσελ. Ο Άρτο Σέντερστεντ είχε πάρει μια λίστα από τον Χέρσελ. Έψαξε στην τσάντα του λάπτοπ για να τη βρει. Τι ήταν αυτό που είχε ειπωθεί στη Βαϊμάρη; «Μέχρι το φθινόπωρο του 1998 υπήρχαν πολλοί εθελοντές φοιτητές. Άμισθοι φοιτητές ιστορίας και αρχαιολογίας». Η Μάγκντα σταμάτησε τη ζωή της ιερόδουλης τον Αύγουστο του 1997. Δύσκολο να λειτουργήσει ως «άμισθη φοιτήτρια ιστορίας και αρχαιολογίας» πάνω στη φούρια εκείνη. Η κατάσταση ήταν χαοτική. Δραπέτευσαν από μια τρομακτική μαφιόζικη οργάνωση και έπρεπε να κρύβονται. Επίσης έπρεπε να αποτοξινωθούν και να πάρουν κάποιες αποφάσεις για το μέλλον τους. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να έγινε πριν από την αλλαγή του 1997 προς το 1998. Υπήρχαν άμισθοι φοιτητές της ιστορίας και της αρχαιολογίας μέχρι το φθινόπωρο του 1998. Αυτό περιόριζε τις επιλογές σ’ ένα χρονικό διάστημα κατά το –ας πούμε– πρώτο μισό του 1998. Ο Σέντερστεντ συνέχιζε να ψάχνει τη λίστα. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Χέρσελ, οι εθελοντές φοιτητές δεν είχαν, βέβαια, πρόσβαση σε ιδιαίτερα πολλές πληροφορίες, αλλά, αν ήθελαν, μπορούσαν να τις βρουν. Η ίδια δεν θα μπορούσε να παρουσιάζεται ως αναγνωρισμένη ερευνήτρια ιστορικός. Αλλά τι είδους προσωρινοί εργαζόμενοι υπήρχαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 1998; Εφτά άτομα είχαν αρχίσει κατά την άνοιξη του 1998 και εξαφανίστηκαν όταν το κτίριο
έκλεισε για την γκλασέ ανακαίνισή του. Από αυτά οι πέντε ήταν γυναίκες. Ονομάζονταν Στέφι Πριτς, Μεριάν Ρόλινς, Ίνκα Ρότμαν, Ελένα Μπάσεντοβ και Χάιντι Νόιμαν. Ο Άρτο Σέντερστεντ παρατήρησε για λίγο τα ονόματα. Την Ελένα Μπάσεντοβ την είχε ήδη συναντήσει. Δούλευε ακόμη στο λεγόμενο «επιτελείο βοηθών» του Χέρσελ. Η ζωηρή και μικροκαμωμένη κοπέλα που τον είχε υποδεχτεί στο Χαουπτμπάνχοφ της Βαϊμάρης. «Ο κύριος Σέντερστατ;» Αυτή μπορούσε να την παραλείψει. Αλλά, καθώς παρατηρούσε τα υπόλοιπα τέσσερα ονόματα, κάτι πέρασε από το μυαλό του. Ήταν αυτό το πράγμα με τα μικρά ονόματα. Μάγκντα από τη γιαγιά. Αλλά υπάρχει κι άλλη μία γιαγιά. Η γιαγιά Κούσμιν που είχε φροντίσει τον ορφανό Φραντς Σέινκμαν στο Μπούχενβαλτ. Πώς την έλεγαν αλήθεια; Ελένα Κούσμιν. Ο Άρτο Σέντερστεντ κοκάλωσε. Ελένα. Την είχε συναντήσει. Την είχε συναντήσει μόλις πριν από δύο ώρες. Ένα παγωμένο κύμα διαπέρασε ορμητικά το κορμί του. Η αρχηγός των Ερινύων τον είχε πάρει με το αυτοκίνητό της. Ένα Φολκσβάγκεν Βέντο. Στη Βαϊμάρη. Η Ελένα Μπάσεντοβ ήταν η Μάγκντα Κούσμιν. Η γυναίκα που τάισε τους αδηφάγους με τον Νίκο Βούλτσο, που άρπαξε σαν καρότσι τον Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι και τον έσυρε από τη μια μεριά της αποβάθρας του μετρό στην άλλη στο Ούντενπλαν και κρέμασε ανάποδα τον Άντον Έρικσον, γνωστό επίσης και ως Λέοναρντ Σέινκμαν, από μια βελανιδιά στο Νότιο κοιμητήριο. Τηλεφώνησε αμέσως τον Ερνστ Χέρσελ και τον ρώτησε: «Η Ελένα Μπάσεντοβ που με συνάντησε στον σταθμό πόσον καιρό δούλευε για εσάς;» «Δεν δουλεύει για μένα». «Τι πράγμα;» «Ήρθα στη Βαϊμάρη ήδη από χτες για να κοιτάξω μερικά πράγματα στο γραφείο μου. Έμεινα σε ξενοδοχείο τη νύχτα. Έτυχε να συναντηθούμε το βράδυ και τη θυμήθηκα από την ερευνητική δουλειά στο Κέντρο Πόνου. Το πρωί με ρώτησε αν μπορούσε να έρθει αυτή να σας πάρει από τον σταθμό με το αυτοκίνητό μου, επειδή εγώ είχα μερικές δουλειές να κάνω». «Πώς ήταν;» «Τι πράγμα;» «Πώς ήταν στο κρεβάτι;» «Μα τι λέτε; Προς Θεού!» «Μιλάω πολύ σοβαρά» είπε ο Σέντερστεντ. «Πώς ήταν στο κρεβάτι; Είναι σημαντικό». Έπεσε σιωπή για λίγο. «Ποτέ μου δεν ξανάνιωσα τέτοια απόλαυση» είπε ο καθηγητής Ερνστ Χέρσελ. Ο Σέντερστεντ τον ευχαρίστησε και κατέβασε το ακουστικό. Κάθισε για λίγο και σκέφτηκε. Τι έκανε εκεί; Τι συμπληρωματικά στοιχεία έψαχνε;
Ανακάλεσε στη μνήμη του όλα όσα είχαν συμβεί ανάμεσά τους. Άλλωστε όλα είχαν γίνει πριν από πέντε ώρες, και λιγότερο ίσως. Πώς ήταν το βλέμμα της εκεί στην αποβάθρα; Το πρώτο βλέμμα; Ένα σύντομο, έντονο και νευρικό βλέμμα. Αν στο πρόσωπο του Άρτο Σέντερστεντ είχε αναγνωρίσει –όπως ο Ντι Σπινέλι και ο Χέρσελ– τον Πέρτι Λίντρουτ, πρέπει να το είχε κρύψει καλά, πάρα πολύ καλά. Και φυσικά αυτό είχε κάνει. Ποιο ήταν το επόμενο βήμα; Τότε άκουσε μια οργισμένη γυναικεία φωνή: «Έχουμε κουραστεί να σας ειδοποιούμε συνεχώς». Ο Άρτο Σέντερστεντ σήκωσε το κεφάλι του και είδε μια θυμωμένη αεροσυνοδό με τα χέρια στη μέση. «Συγγνώμη;» έκανε έκπληκτος. Η αεροσυνοδός τού είπε: «Το αεροπλάνο προσγειώθηκε εδώ και μισή ώρα».
Τριάντα επτά
Σέντερστεντ φορούσε χοντρά ορειβατικά μποτάκια και ένα πολύ χοντρό Ο Άρτο πουλόβερ, ανθεκτικό στις τριβές και με ενισχυμένους αγκώνες. Επιπλέον παντελόνι στρατιωτικό, πράσινο, μ’ ένα σωρό τσέπες. Είχε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο πολύ κοντά στο Παλάτσο Ριγκουάρντο. Καθόταν στο δωμάτιό του. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν τέσσερις. Βγήκε στη μιλανέζικη νύχτα. Σκοτάδι πίσσα. Το Μιλάνο κοιμόταν ακόμη τον ύπνο της ομορφιάς του. Πού και πού άκουγες κάποια μηχανή αυτοκινήτου ν’ αντηχεί στη νύχτα της μεγαλούπολης. Τα άστρα έριχναν ματιές από τα βάθη του ουράνιου στερεώματος, το φεγγάρι ήταν απλώς μια μικροσκοπική ημισέληνος. Διέσχισε ένα μικρό πάρκο και βρέθηκε να στέκεται στην άκρη ενός σοκακιού. Στη μία του πλευρά υπήρχε μια λεία επιφάνεια σπιτιού. Λίγο παραπάνω στο σοκάκι υπήρχαν δύο κάμερες ασφαλείας. Στην άλλη πλευρά του σοκακιού ήταν η πίσω πλευρά του Παλάτσο Ριγκουάρντο. Τα ελάχιστα παράθυρα που έβλεπαν προς τα εκεί ήταν πολύ ψηλά στο κτίριο. Αυτό που φαινόταν ήταν μια κυκλική θυρίδα με μια μεγάλη κλειδαριά. Ήταν βαθιά χωμένη στον χοντρό, ροζ τοίχο του μεγάρου. Ο Σέντερστεντ κοίταξε τις δύο κάμερες ασφαλείας, οι οποίες κινούνταν πολύ αργά γύρω από τον άξονά τους. Περίμενε. Όταν οι κάμερες έφτασαν στο τέρμα της κίνησής τους, εκείνος όρμησε μέσα στο σοκάκι και κόλλησε πάνω στη λεία πρόσοψη απέναντι από το παλάτσο. Κοίταξε το ρολόι του και περίμενε. Οι κάμερες γύρισαν και άρχισαν να κινούνται ξανά, η καθεμία προς τη δική της, διαφορετική κατεύθυνση. Το κλειδί που κρεμόταν από το χέρι έτρεμε ανάλαφρα στην ανοιξιάτικη νύχτα. Το βλέμμα ήταν κολλημένο στο ρολόι. Τέσσερα, τρία, δύο, ένα. Μηδέν. Έφυγε. Διέσχισε το σοκάκι. Έβαλε γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά. Άνοιξε τη θυρίδα και μετά μπήκε μέσα. Στο άγνωστο. Καθώς μεταφερόταν μέσω ενός θεοσκότεινου αγωγού καθοδικής κλίσης, άκουσε τη θυρίδα να κλείνει ξανά πάνω από το δρομάκι. Μετά έπεσε στο κοντέινερ με πάταγο. Βρέθηκε τυλιγμένος από μια ανυπόφορη δυσωδία. Σάπιου ψαριού. Το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο και ο αέρας ανεπαρκής σε οξυγόνο. Παρέμεινε εκεί στα σκουπίδια σαν ένας άμορφος σωρός και προσπάθησε να ανασάνει ήρεμα. Τοποθέτησε το κλειδί σε μια τσέπη του παντελονιού που έκλεινε με σκρατς. Ακούμπησε το χέρι σε μια άλλη τσέπη και ένιωσε το περίγραμμα ενός μικρού πιστολιού που υπήρχε μέσα στον φάκελο που του είχε δώσει
ο Μαρκόνι. «Ένα εντελώς θεωρητικό πιστόλι, καθώς αντιλαμβάνομαι» όπως είχε τονίσει ο ίδιος ο Σέντερστεντ. Πήρε το χέρι από εκεί και το άφησε να κινηθεί σε μια άλλη τσέπη. Από μέσα έβγαλε έναν μικρό φακό. Τον άναψε. Βρισκόταν σ’ ένα βουνό από σκουπίδια. Μυρμήγκια έτρεχαν πέρα δώθε στα απομεινάρια του μπαγιάτικου ψαριού. Κάνα δυο μικρά μαύρα σκουλήκια γλιστρούσαν μέσα έξω στις οφθαλμικές κόγχες από τα κεφάλια των ψαριών. Ένιωσε τάσεις ναυ–τίας στο στομάχι, αλλά κατάφερε να μην ξεράσει. Επιλογή άλλη δεν είχε. Έστρεψε την ισχυρή δέσμη φωτός προς την οροφή του κοντέινερ σκουπιδιών. Εκεί υπήρχαν όντως οι άκρες τεσσάρων αγωγών που είχαν διάμετρο κάτι παραπάνω από μισό μέτρο. Εντόπισε τον αγωγό από τον οποίο μπήκε. Ήταν πίσω του. Σηκώθηκε αργά. Μπορούσε να σταθεί αν παρέμενε σκυφτός. Προσπέρασε το πρώτο από τα τρία στόμια των αγωγών στο απέναντι μισό του κοντέινερ. Σταμάτησε στο δεύτερο και έβαλε το κεφάλι του μέσα. Σήκωσε τον φακό και έφεξε προς τα πάνω. Ο αγωγός κατέληγε σ’ ένα φρεάτιο, το οποίο αρχικά στρεφόταν λοξά προς το πλάι, με μια κλίση εξήντα μοιρών ίσως. Περίπου οχτώ μέτρα πιο πάνω είδε ότι το φρεάτιο υψωνόταν κατακόρυφο. Από εκεί θα άρχιζε, δηλαδή, η κάθετη αναρρίχηση για εφτά ολόκληρα μέτρα. Ήλπιζε βαθιά μέσα του να μην πετάξει κανείς σκουπίδια από το κουζινάκι στις τέσσερις τη νύχτα. Ωστόσο ήταν πολύ πιθανό να τον ακούσει κάποιος. Ο αγωγός ήταν μεταλλικός, πιθανόν από κάποιο κράμα αλουμινίου. Απρόσεκτες κινήσεις θα προκαλούσαν, κατά πάσα πιθανότητα, αρκετά δυνατό αντίλαλο, παρόλο που ο αγωγός ακουμπούσε απευθείας πάνω στους χοντρούς πέτρινους τοίχους, που έπνιγαν αρκετά τους ήχους. Ένιωσε ότι έζεχνε ολόκληρος. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσαν να τον οσφρανθούν μεμιάς. Μαρκόνι: «Προσπάθησε να πάρεις μαζί σου μια πλήρη αλλαξιά ρούχα. Πάρε παντελόνι με πολλές και μεγάλες τσέπες. Εντελώς θεωρητικά, βέβαια». Το να φτάσει εκεί πάνω ήταν το δυσκολότερο σημείο. Χώθηκε στον αγωγό μέχρι λίγο πιο κάτω από τους ώμους. Έπρεπε, με άλλα λόγια, να πηδήξει όσο ψηλότερα μπορούσε, να σφηνωθεί, να κρατήσει κόντρα με τους ενισχυμένους αγκώνες και να συρθεί αργά προς τα επάνω μέχρι που να έρθουν και τα πόδια του σ’ εκείνη τη θέση. Η κλίση διευκόλυνε κάπως την προσπάθεια. Πήδηξε και πιάστηκε γερά. Κράτησε κόντρα με τους αγκώνες και σύρθηκε αργά προς τα πάνω μέχρι που τράβηξε και τα πόδια του μέχρι εκεί. Τα κατάφερε. Τώρα καθόταν κολλημένος στο κεκλιμένο φρεάτιο. Έστρεψε τον φακό πάνω και φώτισε τον χώρο. Τα οχτώ μέτρα τού φαίνονταν σαν οχτακόσια. Τώρα έπρεπε να εξοικονομήσει δυνάμεις. Θα τις χρειαζόταν για την κατακόρυφη αναρρίχηση. Μέχρι εδώ ήταν όλα ένα προκαταρκτικό παιχνίδι. Του πήρε χρόνο. Προχωρούσε σιγά σιγά προς τα πάνω. Ένιωσε ότι κατανάλωνε περισσότερες δυνάμεις απ’ όσες έπρεπε. Τα οχτώ μέτρα τού πήραν σχεδόν ένα τέταρτο. Κάθισε στην κούρμπα εκεί όπου το κεκλιμένο φρεάτιο έπαιρνε κατακόρυφη κατεύθυνση και διογκωνόταν προς τα έξω. Άνοιξε άλλη μία από τις πολλές τσέπες του παντελονιού και έβγαλε ένα μπουκάλι ισοτονικό αναψυκτικό. Το κατέβασε, το έβαλε ξανά στην τσέπη και περίμενε μέχρι να
γίνει κανονική η αναπνοή του. Οι δυνάμεις του ανανεώθηκαν. Φώτισε το κάθετο φρεάτιο. Είδε ότι απέμεναν πάρα πολλά μέτρα μέχρι πάνω, ίσως εφτακόσια, έτσι του φάνηκε, όπου το φρεάτιο έκανε ξανά κούρμπα και συνέχιζε λοξά. Το τελικό σπριντ σε μαραθώνιο. Μετά άρχισε τη σκληρή και επίπονη ανάβαση. Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά σύντομα βρήκε έναν ρυθμό που μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Πάλευε σκληρά, αν και παρά τις προσπάθειες κατάφερνε να κάνει πολύ λίγο θόρυβο. Μέσα στα διασταυρούμενα πυρά των κοφτών, ελαφρώς ηχηρών αναπνοών ένιωθε ικανοποίηση που δεν ακουγόταν. Και τότε ήταν που ήρθε η σακούλα με τα σκουπίδια. Άκουσε τη θυρίδα από πάνω να ανοίγει, οπότε ήταν έτοιμος. Κράτησε την ανάσα του και πίεσε το κορμί του με όλη του τη δύναμη στο τοίχωμα του φρεατίου. Περίμενε όσο ο ήχος γινόταν εντονότερος. Έσφιξε τους κοιλιακούς του στο έπακρο. Και μετά η σακούλα έπεσε στο κεφάλι του με θόρυβο. Ένιωσε τη βρόμα. Υπόλοιπα οστρακοειδών. Σε αυτή την ατυχή θέση που είχε βρεθεί, κατάφερε να σκεφτεί. Δεν ήθελε να αφήσει τη σακούλα να πέσει κάτω από το κεφάλι του, γιατί θα μπορούσε να σφηνώσει κάπου μεταξύ προσώπου και αγωγού ή μεταξύ στήθους και αγωγού. Καλύτερα θα ήταν να την κουβαλήσει πάνω στο κεφάλι μέχρι ψηλά στην κούρμπα και από εκεί να την αφήσει να περάσει και να πέσει κάτω. Σε μια κούρμπα υπήρχε αυτομάτως περισσότερος χώρος. Έτσι σκαρφάλωσε τα τρία τελευταία μέτρα με μια σακούλα σκουπιδιών στο κεφάλι, σαν μια χωλαίνουσα αφρικανή κοπέλα που κουβαλάει νερό. Στην κούρμπα όντως μπόρεσε να αφήσει τη σακούλα να γλιστρήσει δίπλα του. Κάθισε στην κούρμπα με τα πόδια πιεσμένα δυνατά στο απέναντι τοίχωμα του φρεατίου και κρατούσε τη σακούλα πάνω από την απύθμενη άβυσσο. Θα έπρεπε να την αφήσει να πέσει; Σίγουρα θα ήταν αποκοτιά. Αν ακουγόταν, αυτή η καθυστέρηση τόσων λεπτών θα τραβούσε την προσοχή. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, ήδη βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα στην τοιχοποιία. Την άφησε να πέσει. Δεν έκανε πολύ θόρυβο κατά τη διαδρομή της προς το κοντέινερ. Μετά έστρεψε τον φακό προς τα πάνω. Είδε τον αγωγό να παίρνει ξανά μια κλίση, αυτή τη φορά γύρω στις εβδομήντα μοίρες. Ίσως εκεί ψηλά, στα έξι μέτρα, να διέκρινε το μέσα μέρος της θυρίδας του φρεατίου. Πριν από λίγα λεπτά αυτή η θυρίδα είχε ανοίξει. Αν άνοιγε ξανά, θα τον ανακάλυπταν, κατά πάσα πιθανότητα θα τον πυροβολούσαν και θα έπεφτε κάτω στο κοντέινερ σαν ένα σκουπίδι ανάμεσα στα πολλά. Ίσως να είχαν κιόλας γεμίσει άλλη μια σακούλα με σκουπίδια. Βέβαια, τώρα πια δεν υπήρχε πραγματική πιθανότητα να κάνει πίσω. Πίεσε όλο το κορμί του ν’ αναρριχηθεί, σπιθαμή προς σπιθαμή. Οι αγκώνες σ’ εκείνο το χοντρό πουλόβερ είχαν αρχίσει να τρίβονται. Ένιωθε τα τραχιά πέτρινα τοιχώματα του φρεατίου να γδέρνουν άπληστα το όλο και πιο γυμνό δέρμα. Τώρα είχε φτάσει ήδη αρκετά ψηλά ώστε να μπορεί να κοιτάζει τη θυρίδα χωρίς να πιάνεται ο σβέρκος του. Άνοιξε την τσέπη του παντελονιού με το σκρατς, εκεί όπου είχε το πιστόλι. Αναρωτήθηκε πόσο γρήγορα θα μπορούσε να το βγάλει. Δίχως να γλιστρήσει και να πέσει κάτω στο φρεάτιο. Εκατοστό το εκατοστό, χιλιοστό το χιλιοστό, όλο και πιο κοντά, πιο κοντά. Το δέρμα γδερνόταν από τους αγκώνες. Ένιωθε το αίμα να πιέζεται ασφυκτικά. Κι όμως συνέχισε,
εκατοστό το εκατοστό, χιλιοστό το χιλιοστό, μέχρι που έφτασε στη θυρίδα. Ακούμπησε προσεκτικά τα ακροδάχτυλά του στη μεταλλική επιφάνεια, έβγαλε ένα γαλλικό κλειδί από μια άλλη τσέπη και το στερέωσε στο εσωτερικό του μηχανισμού ανοίγματος με όση επιδεξιότητα μπορούσε να επιστρατεύσει. Τα χέρια έτρεμαν πολύ. Για μερικά δευτερόλεπτα το γαλλικό κλειδί κροτάλισε ανάλαφρα πάνω στον μηχανισμό. Μετά μπήκε στη θέση του. Πήρε βαθιά ανάσα και κράτησε το κλειδί εντελώς ακίνητο. Μετά το έστριψε αργά αντίστροφα από τη φορά των δεικτών του ρολογιού. Καθώς το έστριβε, σκεφτόταν τις επιπτώσεις. Πριν από ένα τέταρτο κάποιος είχε μπει εκεί μέσα και είχε πετάξει σκουπίδια. Ποιος τον εξασφάλιζε ότι αυτός ο κάποιος δεν ήταν ακόμη εκεί; Βέβαια δεν ακουγόταν κανένας ήχος από εκεί μέσα, αλλά θα ήταν αρκετό αν ο Ντι Σπινέλι βρισκόταν στην ερωτική του φωλιά, ακριβώς στο διπλανό δωμάτιο; Δεν ήταν, φυσικά, το κανονικό υπνοδωμάτιό του, αλλά ίσως να είχε κάποια πόρνη εκεί για τη νύχτα. Ίσως να είχαν φάει αστακό και είχαν πιει σαμπάνια. Τυχερός ήταν που δεν του είχε έρθει καμία μπουκάλα σαμπάνιας στο κεφάλι. Τότε δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί. Άνοιξε ελάχιστα τη θυρίδα. Είδε το περίγραμμα ενός τζακιού με το παραγώνι του. Κατά τα άλλα τίποτα. Μετά άνοιξε απότομα η θυρίδα και βρέθηκε με την κάννη ενός μεγάλου σιδερικού στο στόμα. Το φως στην κουζινούλα άναψε κάνοντας τα μάτια του, που είχαν ήδη συνηθίσει το σκοτάδι, να πονέσουν. Ένιωσε να τον τραβούν άγαρμπα από τον αγωγό και να τον πετούν στο πάτωμα. «Καινούργιο άρωμα;» ρώτησε ο Μάρκο ντι Σπινέλι. Μετά δέχτηκε μια κλοτσιά στο στομάχι, τον άρπαξαν από τα μαλλιά και τον πέταξαν σε μια καρέκλα. Οι τρεις φουσκωτοί στέκονταν σε κύκλο γύρω του. Ένας από αυτούς έβαλε ξανά ένα πιστόλι μεγάλου διαμετρήματος στο στόμα του Σέντερστεντ. Εκείνος σκέφτηκε: τότε, ακριβώς τότε, όταν το κινητό χτύπησε στο ρεστοράν στην Πιατσάλε Μικελάντζελο της Φλωρεντίας, τότε ήταν όλα δυνατά. Τότε, ακριβώς τότε, όταν είχε γεμίσει το ποτήρι με κρασί και καθόταν και απολάμβανε τους ανοιξιάτικους αέρηδες και ατένιζε πέρα τον Άρνο και όλη η Φλωρεντία ήταν σαν παράδεισος ανθρώπινης κατασκευής μπροστά του, ακριβώς τότε ήταν που θα μπορούσε να μην είχε απαντήσει στο κινητό τηλέφωνο. Τότε θα είχες τον παράδεισό σου άθικτο. Λίγο βαρετό, ίσως, αλλά βαρετό με παραδεισένιο τρόπο. Το πιστόλι βγήκε από το στόμα του. Με την πλάτη στον τοίχο, πίσω από τους φουσκωτούς, στεκόταν ο Μάρκο ντι Σπινέλι ευθυτενής. Ενενήντα δύο χρόνων και απολύτως πεπεισμένος για την ανωτερότητα των γονιδίων του. «Πλάκα δεν είχε το κόλπο με τη σακούλα απορριμμάτων;» είπε εκείνος και συνέχισε ζαρώνοντας τη μύτη του: «Δεν μυρίζετε καθόλου όμορφα, σινιόρ Σάντεστατ». Ένας από τους φουσκωτούς πήρε το μικρό πιστόλι του Σέντερστεντ και το έδωσε στον Ντι Σπινέλι, ο οποίος το κοίταξε με ενδιαφέρον. «Ένα από αυτά που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί όταν δεν θέλουν να φαίνονται για αστυνομικοί. Για κάποιο λόγο, είναι πάντα το ίδιο». Έδωσε ξανά το πιστόλι στον φουσκωτό και είπε αδιάφορα: «Υποθέτω ότι ήταν μέσα στον φάκελο».
Ο Άρτο Σέντερστεντ ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια και κατάλαβε. Ένιωσε το αίμα να τρέχει από το στόμα του και αναρωτήθηκε πόσα δόντια τού είχαν σπάσει. Και τότε αντιλήφθηκε με μια ψυχρότατη σαφήνεια ότι ποτέ δεν θα έβλεπε το μικρό που θα γεννιόταν. «Αλλά καταλαβαίνετε» είπε ο Ντι Σπινέλι «ότι βιντεοσκοπούμε εκείνον τον ενοχλητικά αδιάφθορο Μαρκόνι εδώ και χρόνια. Εσάς σας παρακολουθούσαμε στην Οδησσό, στη Λιψία, στη Βαϊμάρη, και επίσης όταν επιστρέψατε στο Μιλάνο. Θα μπορούσατε να έχετε τραυματιστεί». «Χανς φον Χάιλμπεργκ» βρυχήθηκε ο Σέντερστεντ. «Εντάξει, εντάξει» είπε ο Ντι Σπινέλι αδιάφορα. «Αλλά ο Μαρκόνι έχει απολύτως δίκιο όταν λέει πως με ξαφνιάσατε στην προηγούμενη επίσκεψή σας. Είχα δει βέβαια την ταινία από το γραφείο του Μαρκόνι, αλλά εσείς καθόσασταν με την πλάτη προς την κάμερα, και έτσι δεν είδα το πρόσωπό σας. Με ξάφνιασε αυτό. Άλλωστε φαινόσασταν τόσο ασυνήθιστα ασήμαντος. Μετά κατάλαβα ότι επρόκειτο για μάσκα. Δεν ήσασταν κανένας ασυνήθιστα μέτριος τύπος, απλώς μέτριος. Κι αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο πιο βαρετό». «Και οι Ερινύες;» έκανε με δυσκολία ο Σέντερστεντ. «Ανταγωνισμός από Ανατολική Ευρώπη» έκανε ο Ντι Σπινέλι και ανασήκωσε τους ώμους. «Γίνονται πολλά τέτοια τώρα. Αλλά το χειριζόμαστε. Θα τους πιάσουμε σύντομα. Συνήθως χάνουν την υπομονή τους. Αλλά έχουμε ένα σημαντικότερο ζήτημα στα χέρια μας, σινιόρ Σάντεστατ». «Πώς γίνεται και μοιάζω τόσο πολύ με τον γιατρό τον Ες Ες Πέρτι Λίντρουτ στο Κέντρο Πόνου της Βαϊμάρης;» «Ναι. Πώς γίνεται αυτό;» «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα» είπε ο Σέντερστεντ. «Είναι νεκροί και οι δύο τώρα. Ο Πέρτι Λίντρουτ αφιέρωσε μια ζωή στο μεθύσι. Ο Άντον Έρικσον έγινε εβραίος καθηγητής πανεπιστημίου, τον κρέμασαν ανάποδα και του έχωσαν μια μεταλλική βελόνα στον εγκέφαλο». «Κοίτα να δεις πράγματα» έκανε ο Ντι Σπινέλι. «Αλλά δεν απάντησες στην ερώτηση». «Ούτε σκοπεύω να το κάνω» είπε με απλότητα ο Άρτο Σέντερστεντ. Και ένιωσε ξαφνικά κάποιου είδους φευγαλέα παρουσία στο παλάτσο. Χαμογέλασε πλατιά για το επικείμενο σάλτο μορτάλε του Ντι Σπινέλι στο χείλος της καταστροφής. «Σε αυτή την περίπτωση είναι μάλλον ώρα να ξυπνήσουμε μερικές παλιές μνήμες» είπε ο Χανς φον Χάιλμπεργκ και έβγαλε ένα μικρό κουτί από αυτά όπου φυλάνε ακριβά κολιέ. «Ένα κόσμημα για συλλέκτες» είπε και έβγαλε από το κουτί μια μακριά, λεπτή και σκληρή μεταλλική βελόνα. Τη λύγισε λίγο, όπως λυγίζει ένας ξιφομάχος το ξίφος του πριν από τον αγώνα. Μετά πέθαναν οι τρεις γορίλες του. Η βελόνα τινάχτηκε και ο Μάρκο ντι Σπινέλι έμεινε να κοιτάζει κατάπληκτος τους τρεις πυροβολημένους φουσκωτούς του. Πέρασαν φευγαλέα από την πόρτα που οδηγούσε στην ερωτική φωλιά. Σαν αντικατοπτρισμοί. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω. Το μόνο που είχε συμβεί ήταν μια φευγαλέα κίνηση. «Κινείστε πολύ γρήγορα, Μάγκντα» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ προς το κενό.
Όλα παρέμειναν κενά και σιωπηλά. Ο Μάρκο ντι Σπινέλι κοιτούσε το βουβό σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο όπου υποδεχόταν εδώ και πολλές δεκαετίες τις πόρνες. Ίσως να υπήρχε τουλάχιστον ένα μικρό ίχνος τρόμου στα χαλυβδόγκριζα μάτια. Άρπαξε το πιστόλι μεγάλου διαμετρήματος από τον έναν φουσκωτό και κινήθηκε αθόρυβα προς την ερωτική φωλιά. Εξαφανίστηκε πίσω από τη γωνία. Ο Σέντερστεντ τον άκουσε. Τον άκουσε να πεθαίνει. Δεν έβγαλε κραυγή, δεν ταίριαζε στην αξιοπρέπειά του, αλλά άφησε έναν ρόγχο και ο ρόγχος έλεγε ότι είχε ήδη ζήσει για πολύ καιρό. Για πάρα πολύ καιρό. Κρεμόταν ανάποδα από τον πολυέλαιο στο υπέροχο γραφείο του. Κρεμόταν εκεί σαν ένα πολύ πιο σύγχρονο αριστούργημα τέχνης δίπλα στα αριστουργήματα του Λεονάρντο και του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα και στις μεγάλες ταπισερί του δέκατου έκτου αιώνα. Ένα πολύ αδύναμο φεγγαρόφωτο μπήκε από το παράθυρο στο οποίο καθόταν ο μαρκήσιος Περντούτο και συνέθετε τα περίφημα σονέτα του στη μικρή Αμέλια, την οποία είχε συναντήσει όταν ήταν οχτώ χρόνων και δεν είχε μπορέσει να ξεχάσει ποτέ του. Ο Άρτο Σέντερστεντ στεκόταν δίπλα του. Το μικρό πιστόλι κρεμόταν από το χέρι του με τον ίδιο τρόπο που κρεμόταν και ο Μάρκο ντι Σπινέλι από τον τέλειο πολυέλαιο. Ταλαντευόμενο. Δεν υπήρχε κάτι προς το οποίο θα μπορούσε να στρέψει το πιστόλι του. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Σε άλλες μεριές του μεγάρου κάθονταν ομάδες σωματοφυλάκων και έπαιζαν χαρτιά. Δεν ήξεραν ακόμη ότι ήταν άνεργοι. Έσκυψε και κοίταξε το πρόσωπο του Χανς φον Χάιλμπεργκ. Όπως είχε κοιτάξει και εκείνος εκατοντάδες θύματα των οποίων τα χρυσά δόντια είχαν θεμελιώσει την τραπεζική του δραστηριότητα στο Μιλάνο και εν συνεχεία είχαν θεμελιώσει και την ίδια την αυτοκρατορία του εγκλήματος της οποίας ηγείτο. Όλα συνδέονταν. Ο γυριστός γιακάς στο ζιβάγκο του Χανς φον Χάιλμπεργκ ήταν κομμένος. Ένα μικρό, ρομβοειδές εκ γενετής σημάδι ξεχώριζε πάνω στη λευκή επιδερμίδα. Από τον κρόταφο πρόβαλλε μια μακριά, αιχμηρή και σκληρή βελόνα και το χαλυβδόγκριζο χρώμα των ματιών του φαινόταν σπασμένο από τον πόνο. Και ο χρόνος είχε αρχίσει να κινείται αργά προς τη σωστή κατεύθυνση ξανά. «Είσαι εκεί, Μάγκντα;» είπε ο Σέντερστεντ, παρατηρώντας το χυμένο γκρίζο στο ασπράδι των ματιών. Μια ανάλαφρη, διολισθαίνουσα κίνηση πίσω του επιβεβαίωσε την παρουσία της. Εκεί ήταν όλες. Αλλά, όταν γύρισε να δει, δεν φαινόταν τίποτα. Χαμογέλασε. Μετά είπε προς το δωμάτιο, προς την κατεύθυνση του ακατανόητου: «Ευχαριστώ».
Τριάντα οκτώ
κατακαλόκαιρο στη Στοκχόλμη. Ο ήλιος ήταν χαμηλά και ο ουρανός γαλανός με Ή ταν έναν ασυνήθιστα ασαφή τρόπο. Ωστόσο δεν έμοιαζε καθόλου σαν να ήθελε ένας σκηνογράφος όπερας να μιμηθεί τη φύση. Ίσως να μην ήταν πραγματικά φύση, αλλά σίγουρα έμοιαζε περισσότερο με φύση από κάθε άλλη φορά. Όπως πριν από κάνα δυο εβδομάδες. Και η φύση είναι η τρομακτικά σκληρή αλήθεια. Την προηγούμενη φορά που ο Πολ Γελμ βρισκόταν στην οδό Σπίνου στο Τιρεσέ είχε κάνει μια μεγάλη, περιεκτική και ειλικρινή συζήτηση με τον γιο του Λέοναρντ Σέινκμαν. Αν και ο μοναδικός γιος του Λέοναρντ Σέινκμαν είχε πεθάνει ακριβώς εδώ πριν από είκοσι χρόνια. Ο άντρας με τον οποίο μιλούσε δεν ήταν ο γιος του Λέοναρντ Σέινκμαν. Ήταν ο γιος του Άντον Έρικσον, του ναζιστή που είχε επιδοθεί σε μαζικές δολοφονίες. Ήταν ένας άντρας Εβραίος ονόματι Χάραλντ Σέινκμαν και τώρα ο Πολ Γελμ θα τον ενημέρωνε για το πώς είχε πραγματικά η κατάσταση. Ότι ο πατέρας του δεν ήταν Εβραίος αλλά ναζί. Ότι ο πατέρας του δεν ήταν θύμα αλλά δήμιος. Ότι ο πατέρας του δεν είχε γράψει το δικό του ημερολόγιο, αλλά το είχε κλέψει για να το χρησιμοποιήσει για μελέτη ιστορικού και για αυθυποβολή. Ότι ο πατέρας του είχε πειραματιστεί για να επιτύχει τον χειρότερο δυνατό πόνο με το να σκοτώνει το ένα μετά το άλλο πειραματόζωα σ’ ένα εφιαλτικό υπόγειο της Βαϊμάρης. Ότι ο πατέρας του είχε σκοτώσει παιδιά και γυναίκες. Πόσο μεγάλες μπορούσαν, άραγε, να είναι οι δυνατότητες της εξιλέωσης; Το Κέντρο Πόνου. Οι τόνοι από το Kind of Blue του Μάιλς Ντέιβις ξεχύνονταν μέσα στο παλιό Άουντι. Και έτσι ακριβώς ένιωθε ο Πολ Γελμ. Kind of Blue. Είπε: «Τι είναι αυτό που περνάς;» Η Σέρστιν Χολμ γύρισε και τον κοίταξε. Η προσωπική της κρίση είχε παραμεριστεί. Τις σκέψεις της είχαν καταλάβει οι Ερινύες. Δεν υπήρχε χώρος για πολλά άλλα. Απένεμαν δικαιοσύνη, τη δική τους μορφή δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη αυτή περιλάμβανε εκδίκηση· τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Εκδικούνταν ανεκδίκητες αδικίες.
Αλλά τι ήταν αυτό που τις ξεχώριζε από το κράτος που επέβαλλε θανατικές ποινές; Δεν ήξερε. Πότε έδιναν την εντύπωση φασιστοειδών. Και πότε την εντύπωση νόμιμων εκδικητών. Άλλοτε φαίνονταν σαν οι μόνοι αληθινοί αγωνιστές της ελευθερίας στη σύγχρονη εποχή. Και άλλοτε σαν απωθημένες αλλά ζωτικής σημασίας μυστηριώδεις δυνάμεις. Ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο: οι Ερινύες δεν θα γίνονταν ποτέ Ευμενίδες. Δεν θα επέτρεπαν ποτέ στον εαυτό τους να εξουδετερωθούν από τη σύγχρονη κοινωνία, που ήταν ελαφρών βαρών. Τέτοιος ήταν ο δυτικός τρόπος ζωής: ελαφρός στα βάρη, ελαφρός στο ζην, ελαφρός στο χώνεμα και ελαφρός στο σεξ. Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι. Μια αμερικάνικου τύπου «λάιτ» ζωή. Με χημικά γλυκαντικά που σκοτώνουν πολύ γρηγορότερα από την πραγματική ζάχαρη. Και τέτοια ήταν η κρίση της. Η δική της… μεταμόρφωση. Έστω κι αν η λέξη ακουγόταν κάπως υπερβολική. Επιτηδευμένη, κι αν υπήρχε κάτι που δεν πρέπει κάποιος να είναι, ήταν ακριβώς αυτό: επιτηδευμένος. Εκεί έμπαιναν όλα τα όρια. Αυτό που αναζητούσε ήταν εκείνη η ελεύθερη ζώνη όπου οι αρχέγονες δυνάμεις θα φούσκωναν ελεύθερα. Εκείνη η φούσκα που πάντοτε φροντίζουμε να σκάσει πριν μεγαλώσει ανεξέλεγκτα. Εκείνο που ένιωθε στην εικονική ύπαρξη της κάθε φοράς που στεκόταν στην εκκλησία και άφηνε τους τόνους να υψώνονται προς τους πανύψηλους θόλους, τους τόνους που την περιέζωναν σαν μια θερμή, πολύ θερμή αγκαλιά. Θρήσκα; Μπα. Αλλά και χωρίς την αίσθηση του θείου, πεθαίνει η αίσθηση του μη θείου. Κι αυτή πρέπει να τη διατηρούμε. Αλλιώς πεθαίνουμε εμείς. Περίπου έτσι είχαν τα πράγματα. Πώς να το πει κανείς καλύτερα; Ίσως έτσι: «Είναι λίγο δύσκολο να το εξηγήσω. Αλλά δεν τρέχει τίποτα. Απλώς αφήνω τις σκέψεις μου να τρέχουν χαοτικές σε μια συνομιλία με τον εαυτό μου». Ο Πολ Γελμ γέλασε ανάλαφρα. «The story of my life – Η ιστορία της ζωής μου» είπε. Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Η απόσταση μεταξύ τους δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Δεν υπήρχαν στεγανά ανάμεσά τους. Πάντα κάτι διέρρεε. Όχι, δεν μπορούσαν να κατανοούν ο ένας τον άλλο εντελώς. Αλλά μήπως κατανοεί κανείς ποτέ τον εαυτό του εντελώς; So what? – Και τι έγινε; όπως ακουγόταν από τα ηχεία. Πάντως οι εικόνες στους αμφιβληστροειδείς ήταν ίδιες. Ο ασπροπίνακας του Χουλτίν. Πρώτα πέντε ονόματα: από κάτω τα δύο που είχαν ξεφύγει από την Γκιοτόνε και την Οδησσό μαζί με τη Μάγκντα τον Αύγουστο του 1997. Πάνω πάνω τρία ονόματα με κεφαλαία και κόκκινο μαρκαδόρο: Μάγκντα Κούσμιν, Μάγκντα Σέινκμαν, Ελένα Μπάσεντοβ. Τρία ονόματα, ένας άνθρωπος. Επίσης μια μορφοσύνθεση που είχαν κάνει ο Άρτο Σέντερστεντ με τον Ερνστ Χέρσελ. Ο Άρτο είχε μηνύσει εμπιστευτικά ότι ο Χέρσελ είχε περισσότερες δυνατότητες να περιγράψει τον κόλπο της παρά το πρόσωπό της, αλλά κατέληξαν εν πάση περιπτώσει σε μιαν εικόνα. Ένα πρόσωπο και τίποτε άλλο. Την είχαν δείξει και στον Αντίμπ Ταμίρ κι εκείνος την ενέκρινε. Έτσι έμοιαζε εκείνη η γκόμενα που είχε κόψει στα δύο τον Χαμίντ. Ο Άρτο Σέντερστεντ ήταν, με άλλα λόγια, μια χαρά. Είχε βέβαια χάσει τέσσερα δόντια και φορούσε ακόμη κάτι παράξενα συρματάκια στα δόντια και ρουφούσε πολύ προσεκτικά το βινσάντο με καλαμάκι. Μιλούσε επίσης πολύ παράξενα. Κατά τα άλλα
ακουγόταν πιο χαρούμενος από ποτέ. Δύσκολο να πεις αν θα επέστρεφε ποτέ στη Σουηδία. Δίπλα από τη μορφοσύνθεση της Μάγκντα υπήρχαν τώρα τέσσερις φωτογραφίες, δηλαδή τρεις μορφοσυνθέσεις και μια πραγματική φωτογραφία. Ήταν απλώς μία ακόμη Ερινύς που είχε αποτυπωθεί σε φωτογραφικό φιλμ, και ήταν εκείνη με το κινητό στο λεωφορείο στο Γκντίνια. Δύο ήταν μορφοσυνθέσεις που είχε βοηθήσει να γίνουν η Γιαντβίγκα από το φεριμπότ Στένα Εξπρές, και η τρίτη είχε γίνει με τη βοήθεια ενός πωλητή σ’ ένα παζάρι στην Μπρόμα, όπου ο Χόρχε, με φινέτσα περισσή, είχε καταφέρει να εντοπίσει το κόκκινο και μοβ σκοινί. Ο πωλητής θυμόταν μια μαυροντυμένη γυναίκα, την οποία είχε κόψει για Ανατολικοευρωπαία, και στην οποία επίσης τα είχε ρίξει. Πληρώθηκε όσα έπρεπε να πληρωθεί: εκατόν είκοσι κορόνες και μια κλοτσιά στον καβάλο. Γι’ αυτό και τη θυμόταν καλά, και δεν ήταν καμία από τις τέσσερις ήδη γνωστές. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να ήταν μία από αυτές που συμμετείχαν στους απαγχονισμούς στο Σκάνσεν και στο Νότιο κοιμητήριο. Και πιθανότατα και στο Παλάτσο Ριγκουάρντο. Η κλοτσιά στον καβάλο φάνταζε ξαφνικά πολύ ήπια αντίδραση, σχεδόν χάδι. Εν πάση περιπτώσει, εκεί ήταν τώρα, πέντε έντονα γυναικεία πρόσωπα με μια μικρή δόση σλάβικων χαρακτηριστικών. Όλες τους αγνώστων στοιχείων, εκτός από τη Μάγκντα Κούσμιν. Όλη η Ευρώπη ήταν τώρα στο κατόπι τους, και αυτό ήταν δικό τους λάθος. Δηλαδή λάθος της Ομάδας Άλφα. Ούτε ο Πολ ούτε η Σέρστιν ήταν σίγουροι ότι αυτό ήταν καλό. Αυτή εδώ ήταν μια υπόθεση κατά την οποία αποκαλύφθηκαν πολλοί ένοχοι και δεν είχε συλληφθεί κανένας. Αντιθέτως, ο χρόνος είχε ρυθμιστεί κάπως, ερχόμενος σε αντιστοιχία με τον εαυτό του. Και ο Γιαν-Ούλοφ Χουλτίν φαινόταν πολύ καλά. Ούτε ένα εγκεφαλικό στον ορίζοντα. Ούτε μια μαύρη τρύπα στο χωροχρονικό συνεχές. Ίσως μια αρτιγέννητη αίσθηση διόρασης, αλλά αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να αντέξει κανείς. Ακόμα και ο Χουλτίν. Είχε έρθει απάντηση από τον βραδυκίνητο οργανισμό επικοινωνιών στην Ουκρανία. Το κινητό από το Ούντενπλαν είχε τηλεφωνήσει αρκετές φορές σε δύο διαφορετικούς αριθμούς στο Μιλάνο. Ο ένας ανήκε στο Παλάτσο Ριγκουάρντο, προφανώς κάποιο απειλητικό τηλεφώνημα θα ήταν, και ο άλλος ανήκε στο δωμάτιο ενός γειτονικού ξενοδοχείου, εκεί όπου δεν ήταν καθόλου απίθανο να σκεφτεί κανείς ότι κάθονταν κάνα δυο Ερινύες και χαρτογραφούσαν τη ζωή του Ντι Σπινέλι. Κατά τα άλλα είχαν γίνει πολλά τηλεφωνήματα από και προς τη Σλάγκστα. Τίποτε άλλο άξιο προσοχής. «Πάμε μέσα, λοιπόν;» είπε ο Πολ Γελμ. «Πάμε μέσα να καταστρέψουμε τη ζωή του Χάραλντ Σέινκμαν ακριβώς τη στιγμή που ξαναστάθηκε στα πόδια του;» Δουλειά τους ήταν. Κοίταξαν το όμορφο σπίτι στην οδό Σπίνου στο Τιρεσέ. Είδαν μπροστά τους πώς ένας άντρας δίχως μύτη διέσχιζε βιαστικά το υπέροχο οικόπεδο, χάιδευε με την άκρη του χεριού του τις τριανταφυλλιές και ρουφούσε τις ευωδιές του κήπου μέσα από τις τρύπες που είχε αντί για μύτη και σκεφτόταν: Κοίτα πόσο ωραία περνούσε ο μπαμπάς όσο εγώ τραβούσα τα πάνδεινα. Αλλά τώρα, τώρα θα γιάνουν όλες οι πληγές μου. Αμέσως μόλις συναντηθώ με τον μπαμπά, τον οποίο αγαπούσα όταν ζούσαμε στο Βερολίνο, που με παρηγορούσε κάθε βράδυ στο φρικτό Μπούχενβαλτ. Μετά θα επιστρέψω στην Οδησσό να πάρω τη Μάγκντα από εκείνο το απαίσιο ορφανοτροφείο, απ’ όπου όλοι βγαίνουν
τοξικομανείς και πόρνες, και θα μετακομίσουμε εδώ, στην όμορφη Σουηδία, και θα γίνουμε μια πραγματική οικογένεια επιτέλους. Μερικά λεπτά αργότερα ήταν νεκρός. Θα έπρεπε, άραγε, να καταστρέψει ο Άντον Έρικσον τη ζωή και των δικών του παιδιών; Μετά θάνατον; «Δεν πάει στον διάολο!» είπε η Σέρστιν Χολμ και φόρεσε ξανά τη ζώνη της. «Και η αλήθεια;» έκανε ο Πολ Γελμ και φόρεσε ξανά τη ζώνη του. «Υπάρχουν και όρια» είπε η Σέρστιν Χολμ. Ο Πολ Γελμ γέλασε, γύρισε το κλειδί και έστριψε για να βγει από την οδό Σπίνου στο Τιρεσέ. Ο Άντον Έρικσον θα παρέμενε αυτό που πίστεψε ότι ήταν τη μισή του ζωή. Ο επίτιμος καθηγητής Λέοναρντ Σέινκμαν. Ο υποψήφιος για Νομπέλ. Μακάρι να είχε συμβιβαστεί, με κάποιον τρόπο, με την ψεύτικη ζωή του πριν πεθάνει. Ο Πολ Γελμ πάτησε γκάζι και ανέβασε την ένταση της μουσικής. Έτσι ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Ακριβώς έτσι. Kind of Blue. Κάπως μελαγχολικός.
Τριάντα εννέα
λοιπόν αυτό το οποίο απλώς ονειρευόταν. Έ γινε Εκείνη ήρθε επίσκεψη. Μια «ηλιαχτίδα», όπως
είπε η Άνγια το βράδυ. Απλώς εμφανίστηκε. Ο Άρτο καθόταν στη βεράντα και ρουφούσε βινσάντο με καλαμάκι και απολάμβανε τη ζωή. Πήγε η Άνγια να ανοίξει. Μετά ήρθε στη βεράντα και είπε: «Συνάδελφος από την ιταλική αστυνομία». Ο Μαρκόνι; σκέφτηκε εκείνος. Μα δεν αποχαιρετηθήκαμε ήδη; Γύρισε να δει και τότε την είδε να στέκεται εκεί πέρα. Ήταν ακριβώς ίδια όπως και στη Βαϊμάρη. Έδειχνε λίγο νευρική και κρατούσε σφιχτά μια μικρή τσάντα χειρός. «Χερ Σέντερστατ» έκανε διστακτικά. Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν όντως εκείνη. Η Μάγκντα Κούσμιν. Η Μάγκντα Σέινκμαν. Η Ελένα Μπάσεντοβ. Δεν άντεξε να μη γελάσει λίγο, ελάχιστα. Δεν έδειχνε ιδιαίτερα βίαιη και δολοφονική. Ερινύς στο φως της ημέρας. Την κάλεσε να καθίσει. Εκείνη τον ευχαρίστησε και κάθισε. Εκείνος δεν ήξερε από πού και πώς ν’ αρχίσει. Ούτε κι εκείνη προφανώς. Κάθισαν για λίγο σιωπηλοί και κοιτούσαν τα παιδιά που έτρεχαν γύρω και έμοιαζαν σαν κινούμενη σκακιέρα μέσα στην πρασινάδα. Πέντε λευκά και τώρα πια τέσσερα μαύρα. Ο κύκλος των φίλων μεγάλωνε αργά και σταθερά. «Σε ζηλεύω» είπε εκείνη. «Ζεις. Εγώ κάνω κάτι άλλο». «Ο θείος της μητέρας μου δολοφόνησε τον παππού σου» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ. Υπάρχουν διαφόρων ειδών εισαγωγικές φράσεις… Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του και χαμογέλασε. «Κατάλαβα ότι ήταν συγγενής». «Πέθανε πρόσφατα. Τον κληρονόμησα. Αυτό που βλέπεις εδώ μπροστά σου είναι ένας ψεύτικος παράδεισος. Είναι δικά σου χρήματα. Και πολλών, πάρα πολλών άλλων. Ακόμη δεν ξέρω αν πρέπει να πω στον κόσμο ότι ο ήρωας πολέμου Πέρτι Λίντρουτ ήταν ένα γουρούνι. Δεν ξέρω… Πρέπει να θυσιάσω, άραγε, την ευτυχία των παιδιών μου γι’ αυτό;» «Ούτε εγώ ξέρω» έκανε εκείνη. «Πέρτι Λίντρουτ;» «Ναι. Από τη Φινλανδία». «Ο τρίτος άντρας» έκανε εκείνη μ’ ένα νεύμα. «Δεν μπορούσαμε να βρούμε ποιος
ήταν. Ήταν αδύνατον. Στο τέλος ανακάλυψα ότι υπήρχε τέλος πάντων μια φωτογραφία, και ότι ήταν στου Χέρσελ στη Βαϊμάρη. Πήγα εκεί, έκανα έρωτα μαζί του και φωτοτύπησα τη φωτογραφία. Αμέσως μετά ήρθα στον σιδηροδρομικό σταθμό και συνάντησα έναν άντρα που μόλις μια ώρα πριν τον είχα δει σε μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί πριν από εξήντα χρόνια. Ήταν κάπως παράξενο». «Το καταλαβαίνω» είπε ο Σέντερστεντ. «Πέθανε από το ποτό, αργά αλλά σταθερά. Το μόνο που έδωσε κάποιο λόγο στη ζωή του». «Ίσως» είπε η Μάγκντα Κούσμιν διστακτικά. «Βρήκα επίσης την ευκαιρία να επιβεβαιώσω εκείνο το εκ γενετής σημάδι στον λαιμό». «Πώς μπήκατε στο Παλάτσο Ριγκουάρντο;» «Από τον ίδιο δρόμο που μπήκες κι εσύ, η μία μετά την άλλη, όμορφα και ήσυχα. Κάνα δυο ώρες νωρίτερα. Ήταν εντελώς απρόσεκτοι. Εσένα περίμεναν, όχι εμάς. Εσένα παρακολουθούσαν. Σε παρακολουθούσαν όλη την ώρα». «Πώς το ξέρεις;» «Τους παρακολουθούσαμε κι εμείς». «Δηλαδή εκείνοι παρακολουθούσαν εμένα κι εσείς αυτούς;» «Ναι. Αλλά αυτό που θέλω να μάθω τώρα είναι το εξής: πώς με αναγνώρισες;» Εκείνος την κοίταξε. Μήπως τελικά είχε έρθει εδώ για δουλειά; Δεν θα ήταν καλό κάτι τέτοιο. Και ότι δεν το έβλεπε καλό αυτός το είδε κι εκείνη. «Με συγχωρείς» είπε. «Δεν είχα την πρόθεση να σκαλίσω πράγματα. Στην πραγματικότητα σκέφτηκα απλώς να ρωτήσω για τις σελίδες ημερολογίου του παππού». «Σου ανήκουν δικαιωματικά» είπε ο Σέντερστεντ. «Αλλά εγώ έχω μόνο αντίγραφα. Μπορώ να σου τα δώσω». «Ευχαριστώ». Μετά εκείνος της εξιστόρησε τα γεγονότα. Καλόπιστα. «Σε βρήκα μέσω του πατέρα σου» είπε. «Τότε ήταν που κατάλαβα τι είχες περάσει». «Η μοίρα μου δεν είναι μοναδική» είπε εκείνη. «Είναι… ευρωπαϊκή». Εκείνος άφησε ένα θλιμμένο γέλιο που ακούστηκε σαν κακάρισμα και είπε: «Σειρά μου να περάσω σε τεχνικές λεπτομέρειες. Πώς μάθατε για τη μέθοδο; Γιατί μπήκες στην ερευνητική ομάδα της Βαϊμάρης;» «Η Γκιοτόνε ανέλαβε την ομάδα με τις πόρνες στην Οδησσό. Ήταν εκείνη την εποχή που ο Μάρκο ντι Σπινέλι έβγαινε από το παλάτσο του. Μας επισκέφθηκε. “Δοκίμαζε τα κορίτσια”, όπως είπε. Εγώ του άρεσα τόσο πολύ, που πάνω στον ερωτικό του οίστρο άρχισε να καυχιέται για πραγματικά φρικιαστικά εγκλήματα πολέμου. Τότε ήταν που καύλωνε περισσότερο. Και τότε ανέφερε τη Βαϊμάρη. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να του ανταποδώσω τα ίσα. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Στόχος μου ήταν να καθαρίσω τον Ντι Σπινέλι. Αυτή ήταν η αφετηρία. Και η μέθοδος που μου περιέγραψε ήταν ό,τι έπρεπε. Μετά μας ξυλοφόρτωνε συνεχώς το βρόμικο πρωτοπαλίκαρό του, ο Αρτέμι Τολκατσένκο, γι’ αυτό μετά, όταν το αποφασίσαμε, μας φάνηκε λογικό ν’ αρχίσουμε από αυτόν. Όπου κι αν βρισκόταν. Αποδείχτηκε ότι ήταν στην Αγγλία. Στο Μάντσεστερ. Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε τους πολύ βίαιους νταβατζήδες μόνο. Αλλά κύριος στόχος παρέμενε πάντα ο Μάρκο ντι Σπινέλι». «Δηλαδή τέρμα τώρα; Οι Ερινύες έγιναν Ευμενίδες;» «Θα το δούμε αυτό» είπε η Μάγκντα και χαμογέλασε σκεφτική. «Όταν φύγαμε από
την Οδησσό και ξεφύγαμε από τα ναρκωτικά, εγώ πήγα στη Βαϊμάρη, για να δω με τι είχε ασχοληθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπήρχε πολύ μυστικότητα εκεί πέρα, αλλά τελικά μπήκα με ψεύτικα χαρτιά στο Κέντρο Πόνου, όπου έκανα τη βοηθό σε χαμαλοδουλειές. Κατάλαβα ότι εκείνο ήταν το μέρος όπου είχε δράσει. Εν τω μεταξύ έκανα κι εγώ τις δικές μου έρευνες. Έμενα συχνά μόνη εκεί τις νύχτες. Τελικά βρήκα μία από αυτές τις βελόνες και άρχισα να καταλαβαίνω πώς λειτουργούσε. Βρήκα επίσης ένα έγγραφο από ένα αρχείο. Εκεί ήταν που σοκαρίστηκα για τα καλά. Το όνομα Λέοναρντ Σέινκμαν αναφέρθηκε σε σχέση με κάποιο ημερολόγιο. Εκεί έγραφε κατηγορηματικά ότι ήταν νεκρός και ότι ο λεγόμενος “Σουηδός” είχε πάρει το ημερολόγιό του. Κατάλαβα ότι ήταν ο πραγματικός μου παππούς. Ο μπαμπάς μού είχε πει ότι λεγόταν κι ο ίδιος Σέινκμαν όταν ήταν παιδί και ότι ο μπαμπάς του είχε οδηγηθεί μακριά από το Μπούχενβαλτ. Έκαψα, λοιπόν, το έγγραφο, γιατί τα είχα καταγράψει στη μνήμη μου. Τη μνήμη έχω μόνο. Δουλεύω με τη μνήμη. Μετά έβγαλα την κληρονομιά του μπαμπά, μερικά χύμα φύλλα χαρτί μόνο. Εκεί υπήρχαν λίγες σημειώσεις για ένα πλοίο με προορισμό τη Στοκχόλμη. Στον τηλεφωνικό κατάλογο της Στοκχόλμης βρήκα το όνομα Λέοναρντ Σέινκμαν. Το όνομα του παππού. Κατάλαβα ότι ήταν ο λεγόμενος “Σουηδός”, που προσποιούνταν πως ήταν ο παππούς. Και ότι είχε σκοτώσει τον μπαμπά. Και τον μπαμπά και τον παππού. Ο ίδιος άντρας είχε σκοτώσει και τον μπαμπά και τον παππού». «Τον κρεμάσατε πάνω από την ταφόπλακα του πατέρα σου. Εκεί κατευθυνόταν κι αυτός άλλωστε». «Α, έτσι; Δεν το ήξερα» είπε η Μάγκντα και φάνηκε πραγματικά έκπληκτη. «Ταξίδευε με το μετρό για πολλές μέρες, πέρα δώθε, λες και κάπου πήγαινε. Μάλλον έφευγε μακριά από τον εαυτό του και τα εγκλήματά του». «Μια που ανέφερες το μετρό» είπε ο Άρτο Σέντερστεντ. «Δολοφονούσατε μόνο πραγματικά σοβαρούς εγκληματίες, δολοφόνους και άτομα που εξευτέλιζαν και ξυλοφόρτωναν γυναίκες. Εκείνοι οι τρεις φουσκωτοί στο Παλάτσο Ριγκουάρντο είχαν βαρύ ποινικό μητρώο και το ξέρατε, υποθέτω, από πριν, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Ναι, αλλά τι έγινε με τον σταθμό του μετρό στη Στοκχόλμη; Στο Ούντενπλαν; Εκεί ήταν μόνο ένα παιδί μεταναστών που έκλεβε κινητά. Τον έλεγαν Χαμίντ αλ-Γιαμπίρι. Του άξιζε να γίνει φέτες;» «Όχι» είπε η Μάγκντα με βαριά καρδιά. «Αυτό απλώς συνέβη». «Αδρεναλίνη;» «Μάλλον». «Δεν βλέπεις ότι αυτό πάει να βγει εκτός ελέγχου; Σύντομα η βία θα καταλήξει να είναι εγγενής αξία. Σύντομα θα έχετε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, όπως οι Μπάαντερ-Μάινχοφ ή η ΕΤΑ ή ο ΙΡΑ. Καταλήγουν να είναι όλοι εχθροί σας. Σε όλους, εκτός από εσάς, αξίζει ο θάνατος». Ο Άρτο Σέντερστεντ σταμάτησε και ακούμπησε το χέρι του στο χέρι της Μάγκντα. Φρόντισε να διατυπώσει όσα είχε να πει με τον καλύτερο τρόπο. Διότι από αυτό εξαρτιόνταν πιθανώς πολλές ζωές. «Σταμάτα το τώρα» της είπε. «Δεν χρειάζεται πια. Τελειώσατε με τον Ντι Σπινέλι. Όλοι όσοι ενεπλάκησαν στον θάνατο του παππού σου είναι νεκροί. Έσωσες τη ζωή μου και τώρα σε παρακαλώ: σταμάτα το εδώ. Διότι μας οδηγεί σ’ ένα άλλο είδος κοινωνίας.
Τόσο η κοινωνία όσο και οι εχθροί της γίνονται όλο και πιο αντιδημοκρατικοί. Αυτό είναι το μόνο που θα συμβεί. Το μόνο που δολοφονείται είναι η δημοκρατία. Είναι ευαίσθητη και είναι σημαντική. Παρά τα όσα γίνονται που δείχνουν κάτι άλλο. Σταμάτα τώρα». Ο Άρτο Σέντερστεντ ένιωθε σαν την Αθηνά στην Ορέστεια του Αισχύλου: οὔτοι καµοῦµαί σοι λέγουσα τἀγαθά, ὡς µήποτ’ εἴπ÷ης πρὸς νεωτέρας ἐµοῦ θεὸς παλαιὰ καὶ πολισσούχων βροτῶν ἄτιµος ἔρρειν τοῦδ’ ἀπόξενος πέδου. Δε θ’ αποστάσω ποτέ τα καλά να μελετώ, Για να μην πεις ποτέ πως παλαιές θεές Απ’ τις νεώτερες και τους πολίτες μου Απόξενες διωχτήκανε κι άτιμες απ’ τη γη μου. Στο τέλος απαντά η αρχηγός των Ερινύων: «θέλξειν µ’ οικας κα µεθίσταµαι κότου – Με µάγεψες θαρρώ κι αφήνω την οργή µου». Και οι Ερινύες γίνονται Ευμενίδες. Αλλά αυτό ήταν το θεατρικό έργο. Τούτο εδώ ήταν κάτι άλλο. «Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν πια» είπε η Μάγκντα και χαμογέλασε αχνά. «Ακόμα κι αν το ήθελα». Εκείνος έγνεψε. «Προσπάθησα, πάντως» είπε. Κάθισαν αμίλητοι για λίγο ακόμη. Είχε υψωθεί ξανά ο τοίχος ανάμεσά τους. «Πάω να φέρω το ημερολόγιο» είπε εκείνος κι έφυγε. Η Μάγκντα έμεινε για λίγο ακόμη στη βεράντα. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο παραδεισένιο τοπίο, και κανένας, απολύτως κανένας, σε όλον τον κόσμο δεν θα μπορούσε να ξέρει τι σκεφτόταν. Εκείνος επέστρεψε και της παρέδωσε το ημερολόγιο. Χώρισαν αμίλητοι. Έμεινε να την κοιτάζει καθώς εκείνη κατηφόριζε το στενό, απότομο, φιδωτό δρομάκι προς το Γκρέβε. Το Κιάντι έδειχνε την καλή του πλευρά. Ο ήλιος έπαιζε πάνω από την πλάτη της και έκανε τα μαύρα ρούχα της σχεδόν αυτόφωτα. Εξαφανίστηκε πίσω από την κορυφή σαν ένα κομμάτι φωτεινής μαυρίλας. Του φάνηκε πως η σκιά της παρέμεινε πίσω για παράλογα πολύ χρόνο. Μάλλον δεν θα εξαφανιζόταν ποτέ. Εκείνος στεκόταν εκεί μέσα στις ευωδιές από δεκαεφτά είδη βασιλικού. Ένα θερμό αγέρι τού χάιδεψε απαλά το μάγουλο. Οι αμπελουργοί κινούνταν νωχελικά πάνω κάτω στους ηλιόλουστους λόφους. Τα παιδιά έτρεχαν τριγύρω σε έναν όλο και πιο ξέφρενο χορό, και το μαύρο δεν το ξεχώριζες πια από το λευκό, το λευκό πια από το μαύρο, και ο απόηχος των φωνών τους υψωνόταν σαν παιάνας προς τα μικρά κι αυτόφωτα κρόσσια των νεφών ενός καταγάλανου ουρανού. Όλα ήταν υπέροχα. Και όλα ήταν ψεύτικα. Πατούσε πάνω σε πτώματα για να δει τον Παράδεισο. Και δεν ήταν μόνος. Ήταν μια ήπειρος ολόκληρη.
Η Άνγια εμφανίστηκε μέσα από τον κήπο με τους βασιλικούς της, σαν μια παράταιρη κολοκύθα. Ήρθε και στάθηκε δίπλα του στη βεράντα και ήπιε μια μικρή γουλιά από το βινσάντο του με το καλαμάκι. «Είναι πανέμορφα, έτσι;» έκανε. «Ναι» είπε εκείνος και της χάιδεψε την κοιλιά. Έτσι έμειναν για λίγο. Τελικά εκείνος είπε: «Τι κάνει το μικρό κάθαρμα;» Η Άνγια γέλασε δυνατά και του έριξε μια με τα γάντια κηπουρικής. «Μα τι σ’ έχει πιάσει εσένα;» ξεφώνισε. «Δεν είμαι έγκυος».
Σημειώσεις του μεταφραστή
[1] Χαρακτηριστική ατάκα από το χριστουγεννιάτικο κωμικό σκετς Δείπνο για έναν (Dinner for One) με τους κωμικούς Φρέντι Φρίντον και Μέι Γουόρντεν. [2] Ο Άνθρωπος με το λέιζερ (Lasermannen) ήταν ο Γιον Αουσόνιους (John Ausonius) που πυροβόλησε δέκα μετανάστες και σκότωσε έναν κατά τη διάρκεια των επιδρομών του στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα στη Σουηδία. [3 ]Πρέπει να σημειώσουμε ότι όλες οι παράγραφοι από το Ένα… δύο… τρία και… πάμε μέχρι το Αυτό ήταν βασίζονται σε πέντε εικόνες, σε πέντε ρυθμικές δομές, στα πέντε τραγούδια του Kind of Blue. [4] Αρχιτεκτονικός όρος που σημαίνει «κορυφή του πύργου από την οποία έχει κανείς ευρεία θέα». Άλλωστε η σουηδική ονομασία του πύργου σημαίνει ακριβώς αυτό: bred = ευρύς και blick = ματιά, άποψη, θέα. [5] Λέμε ιδιοκτησία μίσθωσης επειδή στη Σουηδία, όταν αγοράζει κανείς διαμέρισμα, πληρώνει στην εταιρεία που το πουλάει ένα μηνιαίο μίσθωμα που αντιστοιχεί στη συντήρηση και στα τρέχοντα έξοδα του σπιτιού, αλλά και σε οποιεσδήποτε αλλαγές θέλει να κάνει στο σπίτι, πάντα μέσα στο πλαίσιο του προϋπολογισμού των ενοίκωνιδιοκτητών. Όταν το νοικιάζει, αυτά όλα περιέχονται στο ενοίκιο. Έτσι, όταν μιλάμε για μίσθωση ή επικαρπία, εννοούμε νοικιασμένο σπίτι από εταιρεία κατασκευαστική-στεγαστική, και όταν μιλάμε για ιδιοκτησία μίσθωσης, εννοούμε αγορασμένο διαμέρισμα όπου ισχύουν τα προαναφερθέντα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν αντιστοιχίες στα καθ’ ημάς. [6 ]Θείος του Ιακώβ, αδελφός της μητέρας του Ρεβέκκας (Γένεσις 27-31). Το όνομα αυτό φαίνεται συμβολικό ως προς το εξής: σημαίνει «λευκός», εκπροσωπεί την αγνότητα, χωρίς ορατούς σπίλους και συμβολίζει όσους δεν έχουν κανένα φανερό κακό σκοπό, αλλά οι πράξεις τους μπορούν να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. [7] Μετεφηβική περιτομή. [8] Φυσικά ο Σέντερστεντ φαίνεται να κάνει λάθος σε όλα. Μάλλον τα αγγλικά του δεν είναι τόσο καλά, όπως θέλει να δείξει ο συγγραφέας. Κατ’ αρχάς wasp είναι η σφήκα, το ψάρι λούτσος λέγεται pike και ο αδηφάγος wolverine. [9] Προφανώς το λέει ειρωνικά, μια που η λέξη graaf στα ολλανδικά σημαίνει «κόμης». [10] Αναφορά σε ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Γελμ από το Kind of Blue του Μάιλς Ντέιβις. Μια άλλη ανάγνωση είναι ωστόσο ότι το Freeloader σημαίνει τον σελέμη, τον τρακαδόρο, αυτόν που επωφελείται από τους άλλους. [11] Όλες οι μεταφράσεις κειμένων από την Ορέστεια είναι του Κ.Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), 5η έκδοση (2005), από τις Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1989. [12] Οι ονομασίες είναι φυσικά επινοήματα του συγγραφέα. Το Chincaglieria σημαίνει «μαγαζί που πουλάει μπιχλιμπίδια», και το Perduto σημαίνει «χαμένος». [13]Magdalena «Magda» Forsberg, σουηδέζα αθλήτρια του σκι. Κέρδισε την πρώτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο Διάθλου γυναικών (σκοποβολή και χιονοδρομία) έξι φορές στη σ ειρά.
[14] Η λέξη «Stadt» (στατ) στα γερμανικά σημαίνει «πόλη», ενώ η κατάληξη «-stedt» του ονόματος του Σέντερστεντ είναι παλαιό αντίστοιχο της πόλης στα σουηδικά (stad), που σήμαινε όμως, ως επί το πλείστον, «μικρός οικισμός».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ARNE DAHL ΤΑ ΜΠΛΟΥΖ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ , ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΟΝΔΥΛΗ, ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2012 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ. ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΔΕΛΗ. Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΩ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ/Α4 ART DESIGN. Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ DTP ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΛΜ ΕΤΟΙΜΑΣΕ Η ACCESS ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ Α.Ε. ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΕΛΗ. Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ.
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ αστυνομικό