1
Όμξση Ζφή Μαςξκεσάλξς Λιλήο Λιλήο
“Inebriate of air am I and debauchee of dew «Μεθώ απ’ ρξ αέα και νεσαρώφ με δξιά»
2
Όμξση Ζφή Μαςξκεσάλξς Λιλήο Λιλήο
“Inebriate of air am I and debauchee of dew «Μεθώ απ’ ρξ αέα και νεσαρώφ με δξιά»
2
Απόπαμα βιβλίξς .
«Όρα η δύαμη δε μπξεί α βει διένξδξ, διαρέσεραι ε καραρξσική ή αςρξκαρξρξσική. Γιαρί η δύαμη θα σριάνει ή θα ταλάει…»
Τπόθεη. Για ρη ζφή ε απξύθεη , ρη αιόξπη ζφή πξς ζηρά μεραμόσφη, ρη ζφή μαο, ξι Ιδιάξι Χόπι έτξς μια λένη: κξγιαικάρι. κξγιαικάρι. Κξγιαικάρι διόλξς διόλξς ρςταία είαι κι ξ ρίρλξο - -
-
ηλεκρξικξύ πειξδικξύ Η εαή δημξιξγάσξο ρξς πειξδικξύ, η Ισιγέεια, επικέπρεραι ρξ ξειό τφιό Αγάριξ, για α μάθει πώο η Άα, μια μόη γςαίκα, μόη γςαίκα, πώη πφρεςξςιά πφρεςξςιάα, α, καράσεε α ζφραέυει μέα ε ριάρα τόια ρξ εημφμέξ Αγάριξ, ώρε α γίει πόρςπξ αμξικήο
3
ςμβίφηο παά ρη αξμξιξγέεια ρφ καρξίκφ ρξς -
-
και ξικξλξγικήο αάπρςνηο. Η έεςά ρηο θα γίει η ασξμή, μέα από ρξ αακάλεμα παλιώ ξικξγεειακώ ραγφδιώ και ρη λύη εόο « αρςξμικξύ» αιίγμαρξο, α αακαλύυει ρξ αθώπιξ κίκξ πξς ρη εώει με ρη Άα…
Από ρη ςγγασέα Με ρξ «Όμξση Ζφή», ρξ δέκαρξ μςθιρόημά μξς θα ήθελα α μξιαρώ με ρξ ααγώρη ρη πόραη μιαο ζφήο ένφ από ριο ριμερξςπόλειο ρηο αεγίαο, ρηο ακίβειαο και ρηο απξνέφηο ρη σύη κι από ρη σύη ∙
με αλληλεγγύη κι ότι αλληλξσάγφμα μια αλλαγή πλεύηο ε μέφ «κακξκαιίαο». Για κάρι ρέρξιξ ρξ διαδίκρςξ μξς σάηκε ρξ καλύρεξ ότημα.
4
ΜΕΡΟ ΠΡΩΣΟ Άα κι Ελπίδα
Κζλεσ να ξζρεσ τα πάντα γα μζνα, κζλεσ να άνεσ δά ςου τα ρόνα που δε με γνρηεσ. Το βλζμμα ςου με παρανεί να ςου μλ. α δε ρεάηομα παραίνθςθ, αλζ μου. Σου ανοίγομα με θδονι, με θδονι ς’ αινω να περπλανζςα ςτθν παλά μου ηωι, γίνομα ο δρόμοσ ςου γα να με βρεσ α τότε είνα ςαν να μθν υπάρουν άλλο ςτον όςμο παρετόσ εμείσ ο δυο. Πταν δεν είςα οντά μου , εξαολουκ να ςου μλ. Δεν μπορ να ςταματιςω το ποτάμ των αναμνιςεων που με γυρίηουν πίςω ςτο ρόνο. α βλζπω πα ολοάκαρα το ορτςά με τα οτςδάα, τα οντά ξεελωμζνα αλτςάα α το μελαρνό, πεςματάρο μουτρά. Κζλω να το ςίξω ςτθν αγαλά μου, να το υλάξω από τα μελλοφμενα. Είνα τόςο άπραγο ανυποψίαςτο, τόςο γεμάτο εμπςτοςφνθ ςτθ ηωι! α τα μάτα του ςτθν παλά ωτογραία, που ςεδόν τθν άρπαξεσ από το ομοδίνο μου, γα να ςου ρατά ςυντροά μαρά μου, είνα λαμπερά, όμωσ τυλά. Το πον το ορτςά γα τθν απφκμενθ άγνοά του α ςυγρόνωσ το αμαρνω γα τθν περθάνα του. Σίγγε τα δόντα να ςυγρατιςε το λάμα, όταν πζτε α ματνε τα γόνατα ι όταν τθν ξυλοορτνε θ μαμά τθσ, γατί « βγάηε γλςςα». αργότερα, οπελίτςα α γυναία, πζτε, ςθνετα , χαμογελά ζορισμένα και πορεφετα με το εάλ ψθλά. Δεν ικελα να ξαναγαπιςω. Εία πα βαρεκεί τσ αγάπεσ, μα εςφ με ξανάβαλεσ ςτο παγνίδ μ’ εείνο το απατθτό, τθτό λί ςου. Τ’ αναποδογφρςεσ όλα ζγνα ευάλωτθ ςτθ κζλθςι ςου. Το βλζμμα ςου είε προετομάςε τθν παράδοςι μου. ου ζμακε πωσ δεν ιμουν
5
άτρωτθ, πωσ ιμουν αόμθ γυναία. ανζνασ δεν μ’ ζε οτάξε όπωσ εςφ, Ορζςτθ. Γαλάηοσ ακρζτθσ τα μάτα ςου, με ακρετίηουν πανζμορθ αγζραςτθ. α δεν είμα οφτε το ζνα οφτε το άλλο... Γαλινθ νκω ςτθν αγαλά ςου, είνα ο τόποσ που μου ταράηε, το ξανκωπό ςου ορμί θ ωλά μου. όταν φγεσ είςα πάλ παρν, όπωσ ο αζρασ που παφε να υςά. Ζυγεσ πρν λίγο. Στο ςτρμα ζεσ αιςε ζνα βακοφλωμα α τθ μυρουδά ςου ςτα ςεντόνα. εγ λαταρντασ τθν επςτροι ςου ςοφ μλ εςφ μ’ αοφσ, όπου αν είςα. Ιρκεσ, όταν δεν ςε εία ανάγθ. Ξαναγεννθμζνθ με βριεσ. Ευτυςμζνθ. Στθ υςι μου ατάςταςθ. Γ’ αυτό μ’ αγάπθςεσ; Ι γα τσ παλζσ πλθγζσ μου; Δεν ξζρω. Ξζρω μόνο πωσ με οτάσ ανκίηω. Τον πρτο αρό εδ ςτ’ Αγνάντο, ςυγγενείσ α γνωςτοί ςολίαηαν πωσ εία κατεί ς’ αυτό το ορενό αραδό ωρό των είος μόνμων ατοίων α άποο μπαίνανε ςτον όπο να με επςετοφν, γα να ζουν να λζνε γα τθν «εν τάω ηωι» μου. Τρίβανε τα μάτα τουσ, όταν μ’ ζβλεπαν. Ιμουν μα αρά, αλφτερα από ποτζ! Ρσ ιταν δυνατόν; Ιταν. Κάτθα αναγεννικθα ςαν ζνα ςπυρί ςτάρ…. εςφ, Ορζςτθ, απορείσ που γελάω πλοφςα α που τα μάτα μου λάμπουνε ςαν να’ μα αόμθ ςτθν πρτθ μου νότθ. εσ πωσ μαγεφεςα. α εγ είμα μαγεμζνθ Τρία ρόνα ςτο ωρό όλα μου αίνοντα καυμαςτά όπωσ τον πρτο αρό: το ςπτά μου, το περβόλ μου, θ Ρουπζλα μου με τα υπζροα γατίςα τόξα τθσ, όταν ξυπνά α τανφηετα, θ άρα μου με τθ οβερι οξυδζρεά τθσ. α να ανταςτείσ ότ ςτθν Ακινα θ άρα ιταν ζνα ςυνθκςμζνο ςυλά… Υπάρουν άλλα: Ο βελανδζσ ο οξζσ που γζμςαν πρν λίγεσ μζρεσ τρνοόνα φλλα, θ βροι ςτα εραμίδα που νανουρίηε τσ νφτεσ μου, τα μεγάλα βουνά ολόγυρα που ωνεφοντα το ζνα μζςα ςτ’ άλλο α δείνουν άυλα το δελνό, τα νυτερνά ωτάα των ωρν άτω ςτθν ολάδα που μοάηουν αράβα αίνθτα ςε ανα αναμονι γα ςαλπάρςμα, ο ςυγωρανοί μου, άγνωςτθ ρα ο ακζνασ τουσ που γερνά ςυντροά μ’ αγζραςτεσ ςτορίεσ. ο αγαπθμζνεσ μου ίλεσ, θ ατερίνα θ ταβερνάρςςα α θ Ζθ. Θ Ζθ με λοξζνθςε όταν ζταςα εδ επάνω α δεν εία «ποφ τθν εαλιν λίνα». ε ρωτάνε παλοί γνρμο πσ τα αταζρνω να μθ βαρζμα ςτθν ερθμά. Σάω ςτα γζλα, εείνο ςζτοντα πωσ μάλλον μου ζε ςτρίψε. Τ’ ομολογεί ο οίτοσ ςτα μάτα τουσ, θ αμιανθ ςωπι τουσ. α πσ κα μποροφςα να βαρζμα; α βζβαα ζω ζνα ςωρό δουλεζσ να άνω, αλλά αόμθ α άεργθ, αόμθ α δίωσ ανκρπνθ παρζα, με ςυντροεφε θ ηωι που υπάρε παντοφ εδ πζρα, ο πανταοφ .
6
παροφςεσ ψυοφλεσ. Στθ ςγι α τθ γαλινθ ςαν να τσ αοφω να ψκυρίηουν, όπωσ αοφω α τθ μζςα μου «ωνοφλα», που ςτθν πόλθ τθν ζπνγε θ βαβοφρα, τθν παραμόρωνε ςε αχπνία, άγοσ, κυμό, απελπςία. α δεν ιταν αρετά γα να με ξεολλιςουν. Χρεάςτθε θ αταςτροι. Τθν ευλογ! Σου μλάω γα όλα αυτά - ςε ποον άλλον κα μποροφςα; - αοφσ ςαν να τα ξζρεσ ιδθ. Γα τθ «ωνοφλα» παρατιρθςεσ πωσ τθν άουγε ο λόςοοσ Σωράτθσ να τον αποτρζπε να άνε το ζνα α τ’ άλλο, ποτζ όμωσ να τον προτρζπε. ε πάςανε τα γζλα γα τθν τμθτι παρομοίωςθ. Γζλαςεσ εςφ. Σπάνα γελάσ. όνο αμογελάσ. ε τα μάτα. ελετάσ Ρλάτωνα αυτόν τον αρό εγ ςε περάηω «ο λόςοόσ μου». όνο μεσ ςτθ γαλινθ, λεσ, μπορεί άποτε να αξωκεί ο λόςοοσ να ατενίςε, πίςω από τον όςμο των ανομζνων α τθσ κοράσ, το όντωσ Ον. Το Κεό εννοοφςεσ ασ είςα, λεσ, άκεοσ. αταράσ τθ γαλινθ, μα αόμθ δεν τθν ζεσ βρε ασ δείνε το πρόςωπό ςου ιρεμο, ασ είνα ο νιςεσ ςου αυτουραρθμζνεσ. Εείνθ θ λεβίτςα ςτον ρόταό ςου, επάνω από το ρφδ, τυπά, αόμθ όταν με ρατάσ αγαλά. ο νυτερνοί ςου εάλτεσ;.. Γίνομα τότε μάνα ςου να ςε ςεπάςω με το ορμί μου, να ςε υλάξω… Εμζνα δε με πολυςυγνεί ο Ρλάτωνασ οφτε θ λοςοία γενά. Μςωσ ταίε το ςολείο όπου μασ τθ ςερβίρηαν άνοςτθ, ίςωσ ταίω εγ που δεν τα πάω α τόςο αλά με τθ κεωρία. ακαίνω μζςα από τθν εμπερία, πζραςα από πολλά λοφα γα να ψθλαίςω το πρόςωπο τθσ αλικεασ μου. Α, δεν ξζρω πσ να το πω... Απλνομα, αλζ μου... Π απατθτά α τθτά, αλλά αγαπθςάρα. Να, τσ προάλλεσ που εμανίςτθε ςτθν πίςω αυλόπορτά μου θ αλεπουδίτςα, θ λενάδα μου, ζαγε από τθ οφτα μου ζνωςα μα αρά! Χκεσ με τθ μπόρα ξεπόρτςα ςαν αθναςμζνθ, ανζβθα ςτο ξζωτο α όρεψα το δό μου ορό τθσ βροισ. Επζςτρεψα ζνα τρςευτυςμζνο μουςίδ. ’ αοφσ οτντασ με μ’ εείνο το τρυερά περπατό ςου βλζμμα. πορ να ςου μλ α γ’ αυτά, αλζ μου… Γα τον τρόπο που με οτάσ ς’ αγαπ! α α γα τσ ςωπζσ ςου. α γα το ςφρςμο του ουτςοφ ποδοφ ςου. Αόμθ α γα το πςτόλ άτω από το πουάμςό ςου ι πλά ςτο προςζαλό μασ, όταν ξαπλνουμε. Ροον οβάςα; ανζναν, λόγο αςάλεασ, είπεσ, αόρςτα. Δεν επζμενα, τρόμαξα όμωσ λγά. Π τόςο γα το πςτόλ, άντρα μου, όςο γατί τα μάτα ςου είαν ςτερζψε από ωσ.
7
Βρζε… Ψλόβροο. Τ’ αοφσ εςφ; ατρεφω πα τθ βροι α τθν ομίλθ που άποτε, ςτ’ αραία ρόνα τθσ εθβείασ μου, μςοφςα. Υδάτνοσ τοίοσ τότε ανάμεςα ς’ εμζνα, το επαρωτά, α τθ ςυναρπαςτι ηωι των μεγαλουπόλεων θ βροι ο μονότονοσ ιοσ τθσ ςαν να ςυρθλατοφςε αλυςίδεσ ςλαβάσ. Ρίςω από καμπά τηάμα τα αδθάγα μάτα μου προςπακοφςαν να τρυπιςουν τθν ομίλθ, γα να δαρίνουν μόνο δζντρα-ςζλεκρα α άπου άπου ανκρπουσ -αντάςματα. Ρονοφςα οργηόμουν, γατί θ δφναμι μου ζμενε αξόδευτθ θ ηωι άλπαηε αλλοφ. α δραπζτευςα από τθν ορενι ωμόπολθ τθσ βροισ, γα να’ ρκω ςτθν πολτεία του ιλου α τθσ νυτερνισ ωταψίασ. Χρόνα πάλεψα, ζανα πολλά που ιταν τίποτε ζμακα αλά πόςο απατθλι είνα θ λαμπερι νφτα α πόςο ςλθρόσ ο ιλοσ. αν δεν αυδατκθα τελείωσ, αν δε μεταμορκθα ςε ξεροτόμαρο είνα ίςωσ γατί τόςο βακά με είαν δαποτίςε τα ρόνα τθσ βροισ. Ιρκεσ ςε μζνα ζνα βροερό πρωνό, Τρίτθ ιταν, αοφω το γάβγςμα τθσ άρασ μου. Αξοςθμείωτο γεγονόσ, αοφ ςπάνα άποα αςυνικςτθ παρουςία να ταράξε τθ μααρότθτά τθσ. Ραρατ το αναάτεμα τθσ μαρμελάδασ, τρζω ςτο παράκυρο. ε το γρηόμαλλο εάλ ςου ξεςοφωτο, ςτεόςουν απζναντ, άτω από το ςτφλο τθσ Δ.Ε.Θ, α βρεόςουν. Δε ςε εία ξαναδεί, δεν ιςουν από το ωρό. Τ γφρευεσ λοπόν εδ πζρα; Γατί οίταηεσ το ςπίτ μου; Γα μζνα είεσ ζρκε; Από τθν εορεία; Από πςτωτζσ; ιπωσ εία αόμθ οελζσ; Τρόμοσ με υρίεψε α μα γελοία δάκεςθ να ρυτ. α θ άρα δε γάβγηε πα, ςε μφρηε ουνντασ λά τθν ουρά τθσ. Ζςυψεσ εςφ α τθ άδεψεσ, δόλου τςγγοφνα, γενναόδωρα πολφ, αρδά μου πιγε ςτον τόπο τθσ. Ζτρεξα ςτθν αυλόπορτα να ςε ρωτιςω μιπωσ ζψανεσ άποον. Δζςςεσ το δρομά ιρκεσ οντά μου, θ άρα ολλθμζνθ ςτα πόδα ςου. «Ζω παλά ξαναπεράςε από εδ, νομίηω..», είπεσ. «Το ςπίτ ιταν ερείπο ι άνω λάκοσ;» «Δεν άνετε λάκοσ. Το’ ταξα εγ». «Γα να μείνετε μόνμα;..». Θ ωνι ςου είε δςταγμό, το βλζμμα ςου άτ ςαν ελπίδα. «όνμα», είπα ευκφσ το πρόςωπο ςου ωτίςτθε. «Ρολφ όμορο το άνατε! Αγνρςτο...» Σε άλεςα μζςα να δεσ α το εςωτερό. Αυτό το ςπίτ είνα το αμάρ μου, ζργο μου α τθσ αλοςφνθσ που βρια εδ πζρα , λαταροφςα το καυμαςμό ςου. «α άλλθ ορά», είπεσ, όμωσ ςτεόςουν, εεί, αοφνθτοσ, ζνα εάλ ψθλότερόσ μου. «α βρεόςαςτε...» « εςείσ βρεόςαςτε. Γατί δεν μπαίνετε μζςα;» «Εςείσ γατί δε εφγετε;» ςε προάλεςα.
8
Βάλαμε μαηί τα γζλα, ςαν παδά που ςυνωμοτοφν ςαρνοντασ ςανδαλζσ, μετά μείναμε να οταηόμαςτε μζςα από το παραπζταςμα τθσ βροισ, μαγεμζνο ζπλθτο, ίςωσ α τρομαγμζνο μ’ αυτό που ξζραμε πωσ ερόταν. Ζντονθ μυρουδά αμζνου με προςγενε. Τρζω ςτθν ουηίνα, άρβουνο θ μαρμελάδα, θ ατςαρόλα τςμνζρα. λείνω το μάτ τθσ θλετρισ, γεμίηω νερό τθν ατςαρόλα, αμόσ από υδρατμοφσ. Σπεφδω ζξω να ςου αναονςω τθν αταςτροι, μα ζεσ πάρε όλασ τθν ατθόρα α προςζω πωσ ουτςαίνεσ λγά. Αν ζτρεα κα ςε προλάβανα, αν ναηα κα μ’ άουγεσ, μόλσ ζεσ προςπεράςε το παλό ξυλουργείο, μα επςτρζω ςτθν ουηίνα. Τρίβω με μανία τον πάτο τθσ ατςαρόλασ ι εόνα ςου με δυναςτεφε. Συλομεταννω που δε ςε ράτθςα οντά μου, οβάμα μιπωσ δεν ξανάρκεσ. Θ θρεμία μου ζε πάε περίπατο, ταραι με ατζε. Πμωσ θ πείρα μοφ ζε δδάξε αντίδοτα. Δε ρεάηετα να πολυςετ, αντδρ πα ςτο άγοσ ανταναλαςτά, ςυνικωσ πάνομα να μθν πνγ από τθν πο πρόερθ ςανίδα, τθ καυματουργι αςίνα. Σοφπςα, ςουγγάρςα, ξεςόνςα, αταπάςτθα με παραμελθμζνα ντουλάπα, μόνο το ρεβάτ μου δεν άγγξα, εεί ομόταν θ Ρουπζλα α ςπλανίςτθα τθ μααρότθτά τθσ. Ξεκεκθα, αταλάγαςα αρετά, άκςα ςτθν ουνςτι μου πολυκρόνα να αμαρςω το ζργο μου. Πμωσ το ςπτά μου δε με ωροφςε ζτρεξα ςτθν ατερίνα που τα ξζρε όλα όλουσ. «Α, αυτόσ…» ζανε με δοροφμενο φοσ, μόλσ τελείωςα τθν περγραι ςου, α ςυνζςε να ακαρίηε τσ πατάτεσ τθσ. «φροσ, δε λζω, αλλά παράξενοσ. ςάνκρωποσ, παδί μου… ζνε άπου οντά, μπορεί ςτο Βουνορ, δεν είνα ςίγουρο όμωσ. Τον ζουν δε αλλοφ… Ράντωσ τάνε αλό ραςί α μζλ. αμά ορά μου ζρνε… θ μου πεσ, βρε Αννοφλα μου, ότ ςου άρεςε ο τφποσ;» Ξζςπαςε ςε γζλα ςαν να’ τανε πολφ απίκανο να μου αρζςεσ , με αποτζλεςμα να τθσ ξεφγε το μααίρ α να όψε το δάτυλό τθσ. Α, γελάε πολφ θ ατερίνα! α πεκαίνοντασ κα ξεαρδίηετα. Πταν πάλ τθν πάςε το λάμα, νομίηεσ δε κα ςταματιςε ποτζ! Πμωσ πρόετα γα μπόρα. Τθ ρτθςα τ’ όνομά ςου. «Ορζςτθσ. θ μου πεσ, Άννα, βαρφ όνομα… άποτε που ζπαξα τθν Θλζτρα, Ορζςτθσ ιταν άποοσ Αναςταςίου. Χάκθε από το κζατρο όπωσ εγ…» Το επίκετό ςου δεν το ιξερε. Αρζςτθα ςτο όνομα. Σεδόν ποτζ δε ς’ ζω ωνάξε «Ορζςτθ». Δεν ξζρω γατί.
9
γόλογοσ είςα, άκε άλλο παρά επρρεπισ ςε ολαείεσ, ελρνισ δε μζρ τραφτθτασ, όμωσ όταν πρωτομπιεσ, μετά από ζναν ολόλθρο μινα από τθν πρτθ μασ ςυνάντθςθ, ςτο ςπίτ μου είπεσ πωσ είνα το πο όμορο ςπίτ του όςμου. Το κυμάςα; ακόςουν ςτθν ουνςτι πολυκρόνα, μόλσ είεσ βγάλε τσ λαςπωμζνεσ μπότεσ ςου, το τηά ζαγε αλά. « εγ κα είμα θ πο όμορθ του όςμου!» ςε πείραξα. «Αυτό να λζγετα! Το ςπίτ είνα ο ακρζτθσ ςου», α με τράβθξεσ πάνω ςου. Απατθτά α τρυερά. Είνα ο τρόποσ ςου. Οφτε που ςζτθα να ςου αντςτακ… ακρζτθσ μου! Ρόςο αλά με νκεσ… Τίποτε άλλο δεν υπιρξε ποτζ τόςο δό μου όςο αυτι θ ωλά που τθν ζτςα με ψυι, ό μόνο με ζρα. Άμακα ζρα, μθ μου άπτου, πάλεψαν με τθν πζτρα, το τςμζντο, τθ λάςπθ. ζςαψαν, λάδεψαν, ξεβοτάνςαν. εταμορκθαν. Τραά όλο άλουσ α γδαρςίματα τα τωρνά μου ζρα, τα αμαρνω ασ προαλοφν ρίθ ςτσ παλζσ ίλεσ μου. Δε μου λείπουν ο επςζπτρεσ από τθν Ακινα. Δεν τσ ζρνε μόνο θ περζργεα, τόςα ρόνα ζε πα ορεςτεί, τσ ζρνε ίςωσ θ υποςυνείδθτθ λατάρα γα μα δαορετι ηωι. Το ςπίτ το λθρονόμθςα ερείπο, όπωσ το κυμόςουν, ατοία νυτερίδων, ποντν, ερπετν. Ρεςμζνο ο τοίο, θ ςτζγθ βουλαγμζνθ, ςουραςμζνεσ α ςπαςμζνεσ ο ςωλθνςεσ, το περβόλ άβατο. Θ ατερίνα μου ςφςτθςε τον Βίτωρα το Βοφλγαρο. Εξαρετό παλάρ, δουλευταράσ α πολφ άξοσ. Του εξιγθςα πωσ δεν ιμουν ςε κζςθ να του πλθρςω πολλά μεροάματα, κα δοφλευα εγ. Δεν παραξενεφτθε. Στθν πατρίδα του ο γυναίεσ επί ομμουνςμοφ άνανε αντρζσ δουλεζσ. Αποδείτθε κθςαυρόσ ο Βίτωρασ. Τα μεςθμζρα, μετά το μεροάματό του αλλοφ, ατζκανε με το ςαραβαλά του, ζνα προαταλυςμαίο Φατά, γα να ελζγξε τ εία άνε α να ςυνείςουμε μαηί. Ζμενε μζρ που ζπετε ςοτάδ, αν α τον παρααλοφςα να φγε νωρίτερα. Δεν ικελε. Ικελε όςο εγ να τελεςε το ςπίτ. α νφτα με πανςζλθνο, το τραβιξαμε μζρ τσ δφο το πρωί. Τθν άλλθ μζρα υλοόρθςαν ουτςομπολά- θ ατερίνα μου τα πρόταςε- πωσ ιταν εραςτισ μου. Ανυπόςτατο. Ροτζ δε ςυνζβθ άτ ανάμεςά μασ. Τα ουτςομπολά δεν νομίηω να ράτθςαν πολφ. άλλον ςβιςανε, όταν ο ςυγωρανοί άρςαν, ο ζνασ μετά τον άλλον, να μου δίνουν ζνα ερά. Ρολλζσ από τσ πζτρεσ του ςπτοφ, τα πλαάα τθσ
10
ουηίνασ, τα δζντρα που υτεφτθαν τότε ςτο περβόλ μου κα μποροφςαν να ζουν τα ονόματά τουσ: Ρζτροσ, αρία, Δθμιτρθσ, Ερινθ, Κανάςθσ. Τρα απορ ποφ βρια το ουράγο να άνω ό,τ ζανα. Ζπανα δουλεά αξθμζρωτα, ςταματοφςα ςοφρουπο αν δε μου ζερνε θ ατερίνα άτ να άω, κα ζμενα νθςτι. Σόνθ, ςαατεμζνο από οφραςθ ορμί, βρμα α πλθγωμζνα ζρα, αλλά α φπνοσ γλυφτατοσ α βακφσ ιταν εείνο ο δφο μινεσ. Στθ μνιμθ μου πλζον δε μυρίηουν δρτα, ξεκφμανε θ μυρουδά του, ευωδάηουν ανκρπνθ αλλθλεγγφθ αγάπθ, αυτι θ αγάπθ είνα το αγακό ςτοεό που ςτοενε το ςπίτ μου α ςε γαλθνεφε, αλζ μου. Ζτς λεσ. Ρωσ εδ μζςα γαλθνεφεσ. Πςο βζβαα γαλθνεφεσ…. Το μπροφτηνο, ρομαντό ρεβάτ τ’ αγόραςα από παλατηίδο α ποτζ δε αντάςτθα πωσ κα το μοραηόμουν με άποον άλλον ετόσ από τθν Ρουπζλα μου. αηί με το ρεβάτ αγόραςα τθν ουνςτι πολυκρόνα, τα δφο ςαλςτά ομοδίνα α τθ μρι ββλοκιθ. Το μπαμποφ ςαλονά το ανζςυρα από τθν αποκιθ τθσ ατερίνασ, αραναςμζνο α ταλαπωρθμζνο. Το περποικθα, του’ ταξα μαξλάρεσ, ζγνε οφλα. Τα εντιματα, τα ουρτνάα, το τραπζη τθσ ουηίνασ α το υαντό ρτάρ, όλα είνα δρα. όνο τα ουηνά, τα ςεντόνα, τσ ουβζρτεσ α το πάπλωμα, τα ββλία, τα ςτερεοωνά, τουσ δυο μςοτελεωμζνουσ πίναζσ μου ζερα από τθν Ακινα. Μςωσ ςφντομα ξαναρίςω να ηωγραίηω... Ρροσ το παρόν πλζω. Θ ατερίνα μοφ ζμακε. Ρλζω το πουλόβερ ςου, μπλε ςαν τα μάτα ςου, α ςου μλ... Μςωσ άποτε ςου τάξω α το πορτρζτο…. Ζω ατοιςε ςε ωραία δαμερίςματα, με αλά α γυαλςτερά δάπεδα, μοντζρνα ζππλα άρθςτα αςθμά, όμωσ ανζνα δεν υπιρξε ςπίτ μου όςο αυτό. Ευραίνομα όταν το αντρίηω ςτθ ςτροι του δρόμου, άπωσ αποτραβθγμζνο, αλλά ανοτόαρδο. Το ατο α με ατοεί. Εδ πάνω ζω τα πάντα α τολμ να πω είμα ευτυςμζνθ, ευτυςμζνθ α πρν αόμθ ςε γνωρίςω, αόμθ πο ευτυςμζνθ τρα, αλζ μου. Δεν απατ τίποτε, μόνο ευγνωμον, όλα μου αρίηοντα αεδσ. Επζςτρεψα ςτθν αλθκνι μου φςθ α πλζον γεφομα τθ αρά να είμα ηωντανι μεσ ςτο ηωντανό όςμο. Εςφ τον λεσ όςμο των αντκζςεων, του αλοφ α του αοφ, του ωτενοφ α του ςοτενοφ, του ψυροφ α του κερμοφ, ατζλεωτα τα αντίκετα ηεφγθ, που μάοντα α γεννοφν τθν αρμονία, ςφμωνα με τον Θράλετο, άλλον ζναν ξεαςμζνο λόςοο των ςολν μου ρόνων, που εςφ μάλλον τον ζεσ περί πολλοφ.
11
Σ’ αοφω προςετά, γοθτεφομα από τθ βακά, λίγο βρανι ωνι ςου, αλλά ατά βάκοσ δεν πολυςοτίηομα γα λοςοίεσ. όνοσ του ο ακζνασ τάνε -αν ποτζ τάνε- ςτθν αλικεα του. Θ δι μου αλικεα είνα -τ άλλθ λζξθ να βρω;- θ ευτυία. Θ δι ςου αλικεα λεσ είμα εγ. Θ μςι μάλλον. Θ υπόλοπθ ρφβετα ςτθ κλίψθ που άπου άπου ςοτενάηε τα μάτα ςου. Τότε το πρόςωπό ςου πετρνε α παρατθρ πωσ δίωσ το ωσ του βλζμματόσ ςου θ υςογνωμία ςου κα ιταν μάλλον ονι. Στθν ατερίνα δεν εία προλάβε να πω λζξθ γα τθν πρτθ νφτα που πζραςεσ ςτο ςπίτ μου α τθσ το είε όλασ ςυρίξε θ γετόνςςά μου, θ Αμαλία! Φαντάςου να μθν ιταν α μςότυλθ από αταρράτθ! Ξαναμμζνθ α ουρόηα θ ατερίνα- α πότε δεν είνα;- ιρκε τάα να ποφμε αζ, ςτθν πραγματότθτα να με αποτρζψε να μπλζξω μαηί ςου. Γατί; Θ ίδα δεν είε πε πωσ ιςουν εν τάξε, αν α άπωσ δόρρυκμοσ; Τ άλλαξε; ιπωσ ςτο μεταξφ πλθροορικθε πωσ είςα αοφργοσ; Ριρε φοσ βακυςτόαςτο άναψε τςγάρο. πορεί να είςα οτδιποτε, ποοσ ξζρε. Αλλσ τ γφρευεσ ςτα βουνά; ε πάςανε άτ γζλα! εμείσ ο δυο τ γυρεφαμε; Θ ατερίνα ςτθν αρι ατςοφαςε, αλλά αμζςωσ μετά ξεαρδίςτθε. Α, δε κζλε α πολλά θ ατερίνα γα να βάλε τα γζλα ι α τα λάματα, αναλόγωσ, α μετά να μθν μπορεί να ςταματιςε. Πταν θρεμιςαμε, με ςυμβοφλεψε με μθτρό φοσ να αιςω τα παδαρίςματα α τουσ ενκουςαςμοφσ α να ςε ξεψανίςω. Να μάκω ποφ αρβσ μζνεσ α ποοσ είςα... Είπεσ, μζνεσ ς’ ζνα ςπτά, μα αλφβα μάλλον, ανάμεςα ςτο Δάςελο α το Βουνορ, πολφ οντά ςε ςπθλά, όπου αποκθεφεσ τα ραςοβάρελά ςου. αμά προκυμία δεν ζδεξεσ να με πασ ςτθ αλφβα ςου, αν α δε ςου δζυγε πόςο κα το ικελα. Πςο γα το παρελκόν ςου, τα μόνα ςτοεία που με το ςταγονόμετρο ςοφ απζςπαςα είνα πωσ είςα ιροσ α πωσ υπιρξεσ ςτζλεοσ πολυεκνισ Εταρείασ. Αυτό το τελευταίο μου αίνετα απίςτευτο. Ρσ να ςε ανταςτ, αλζ μου, βδωμζνο ς’ ζνα γραείο, μπροσ από τθν οκόνθ του υπολογςτι να ςαλίηεσ αρτά α να μλάσ ςτο τθλζωνο με πολυάςολο φοσ; Εγ ςε αποαλ ευγενι άγρο, γατί θ τραφτθτά ςου ζε αροντά. Δεν πρόετα να ςε ξαναρωτιςω, άντρα μου. ου αρεί θ παρουςία ςου. ου αρεί να ςου μλ αόμθ α ςτθν απουςία ςου..
12
Ρρν τρία ρόνα ζταςα εδ, αλζ μου. οτάηω πίςω ςτο ρόνο α καυμάηω εείνθ τθν τςαςμζνθ γυναία, με τθν ταραι ςτθν ψυι α ςτο μυαλό, που βριε το ουράγο να ορτςε τα υπάροντά τθσ ςτο παλό ςεατά τθσ α να πάρε, ςτθν υρολεξία, τα βουνά. Τρελι με είπαν τότε! εγ λζω: αάρο ο τρελοί, γατί αυτοί ζουν ελπίδα να ςωκοφνε! Κα μποροφςα να εία επδείξε ρονμάδα α να παρζμενα ςτθν Ακινα. Τ πο λογό από το να ςπαταλ τθ ηωι μου ςε ανθτοποθμζνα ςτο υλοοραό πιξμο λεωορεία, να αποομίηω το άγοσ μου με τθλεοπτζσ μποφρδεσ, να παλεφω τθ μοναξά με τθλεωνιματα εδ εεί, να βγαίνω πότε πότε με άντρεσ με τουσ οποίουσ δεν εία τίποτε να πω; Κα μποροφςα να ςυνζηα ζτς, ςε λίγο ζπανα δουλεά ςτο ςοφπερ - μάρετ. ίγα τα λετά, ο υπερωρίεσ απλιρωτεσ, αλλά ςτθν θλία μου α με τζτοα οονομι ρίςθ τ αλφτερο να περίμενα; Ζτομθ ιμουν λοπόν ν’ αρίςω «ανοφρα ηωι» ςτθν γαρςονζρα με το τυλό ουηνά, όπου εία μεταομίςε. Πμωσ δεν μποροφςα να θςυάςω. Τθ μζρα ςτρογυρνοφςα ςαν ςβοφρα, τθ νφτα, αν α αταπονθμζνθ, ομόμουνα με δυςολία, γα να ξυπνιςω τελεςίδα ςτσ τζςςερσ το πρωί. Οφτε δίατεσ οφτε τίποτε ρεαηόμουνα γα τθ ςλουζτα μου. Ζρευα. Τα παλά ροφα μου’ ρονταν γάντ, τα ανοφρα πλζανε επάνω μου. ε ηιλευαν ο γνωςτζσ που πλιρωναν τα μαλλά τθσ εαλισ τουσ ςε δατολόγουσ, γα τα νεφρα μοφ ςυνςτοφςαν λεξοτανίλ. Πλεσ τουσ παίρνανε. α εγ, ετόσ από τθν «ξεροεαλά» μου, τρζω α απζκεα ςτα αρμαευτά ςευάςματα. Το μόνο άρμαο, που, αν το ιξερα, κα το’ παρνα τότε ευαρίςτωσ, ιταν του φπνου δίωσ ξφπνο. Πμωσ θ ευκαναςία απαγορεφετα, ςυνςτάτα ο κάνατοσ ςε δόςεσ. άποεσ ςυμπτςεσ μποροφν ν’ αλλάξουν τθν αδζξοδθ πορεία μασ, να μασ βγάλουν απ’ το λαβφρνκο τθσ παραηάλθσ α του όβου, αλζ μου! Υπάρουν προμθνφματα… είνα τότε ςαν μα ςπίκα ν’ ανάβε ςτο μυαλό μασ, θ αρδά μασ ςρτά, όπωσ τότε που ιμαςταν παδά… α από είνεσ τσ ανιςυεσ μζρεσ, λοπόν, αοφω άκελά μου ςτο λεωορείο τθν ουβζντα δφο γυναν ςτθν πίςω μου κζςθ. ε επωνιματα οίτου αναςτεναγμοφσ ελεενολογοφςαν ονι γνωςτι τουσ, προανσ ςυνομιλι τουσ, γζννθμα κρζμμα Ακθναία, παλά μάλςτα ολονατςςα, που είε αυτοεξορςτεί α ηοφςε «ηωι αρςάμενθ», ατά τουσ ςυρςμοφσ τθσ, ςε ατςορ άνευ ατςν, αόμθ α μετά τθν αναρθςθ γα «τόπουσ λοεροφσ» των τελευταίων τρν ντόπων. Ιταν βζβαεσ πωσ μα ανδυνθ λόξα είε πα
13
εξελκεί ςε παραροςφνθ, αοφ θ ερθμίτςςα επζμενε να ηε ολομόναθ, με ςυντροά δυο λυόςυλα ςνομπάροντασ επδετά τθν πρωτεφουςα. Φροφςαν γα το τ τθσ επεφλαςςε το εγγφσ μζλλον αντπαρζκεταν ςαραςτά τθν απουςία μζρμνασ γα τον εαυτό τθσ με τθ ζγνοα τθσ γα τα ςυλά. Φρόντηε πάντα να τουσ ζε αρετζσ λεάνεσ γεμάτεσ νερό, ςτε, αν εείνθ ζευγε από τθ ηωι, να μθν υπζεραν από δίψα. Ο ίδεσ δεν το ουνοφςαν ροφπ από τθν Αττι. ορόδα ιταν; Εδ βρίςονταν όλα τα νοςοομεία, ο αλοί γατροί α αρείαςτεσ να’ ταν - ο μονάδεσ εντατισ κεραπείασ, ανεπαρείσ βζβαα γα τόςθ ηιτθςθ -ο Αλβανοί ωσ από ε ετοπίηουν τουσ γθγενείσ αλλά ευτυσ με αελά α «βφςμα», όλο α άτ βρίςετα. γουρεφονταν το άδεο ρεβάτ τθσ Εντατισ! Οφτε νυό ρεβάτ να’ ταν! Δεν άντεξα να μθ γυρίςω να τσ οτάξω. Ιταν δυο τυπζσ εξθντάρεσ, με ατάξανκο μαλλί, ρεςοτενςμζνο ςτο ομμωτιρο, οντρά γυαλά, μαραμζνα μάγουλα πθγμζνα ςτο ρουη, είλθ ςγμζνα, εγωεντρά, ζντονα όνα. ε τίποτε δεν ικελα να αταλιξω ςαν αυτζσ. Εγ προτμοφςα τθ λοξι ερθμίτςςα… Θ ςτορία του λεωορείου ςαν να δοφλευε μζςα μου, ςαν να με προετοίμαηε ς’ ανφποπτο ρόνο γα τα μελλοφμενα… ετά ιρκαν ο ατυίεσ α, ςαν ανγματι αντίςτξθ, θ λθρονομά ενόσ ερεπωμζνου αγροτόςπτου… Τ ιξερα ςτα ςαράντα μου από βουνά, ωρά α δζντρα; άτ ελάςτα α επανεαά. Εδρομοφλεσ ςτθν Ράρνθκα, ςτον Ραρναςςό, ςτο Ριλο ταβερνοφλεσ με λουάνα, δαοςμθτζσ γλίτςεσ α υαντά ατςία που ξάνου ξεπετοφντα μπροςτά από το αυτοίνθτο υλάμνα που βάηοντα να μαρακοφν. Πμωσ ςτθν ρφπτθ των παδν ρόνων υπιρε ςαν μςοξεαςμζνο όνερο θ ορενι ωμόπολθ τθσ βροισ α του ονοφ, του παγνδοφ παντόσ αροφ, των ξαναμμζνων μάγουλων, τθσ υςισ ηωισ. Το βράδυ τθσ μεγάλθσ απόαςθσ, κυμάμα, ομικθα ςαν πουλά α το πρωί ξφπνθςα με μα ενεργθτότθτα α αλι δάκεςθ που νόμηα πωσ εία άςε γα πάντα. Ο λγοςτοί ςυγγενείσ ο ίλεσ ρίαραν με τθν απόαςι μου. άποο πάντωσ ιταν επεείσ μαηί μου. ετά από όςα εία τραβιξε ιταν αναμενόμενο... Υπονοοφςαν ότ ιταν αναμενόμενο να ςαλτάρω, άθναν όμωσ από λεπτότθτα τθ ράςθ ατελείωτθ. ου ςυνςτοφςαν να άνω λίγθ υπομονι, μπορεί α ν’ άλλαηα γνμθ. Ζανα όςθ υπομονι μου ρεαηόταν γα να τατοποιςω τσ ερεμότθτζσ μου ζρξα μαφρθ πζτρα πίςω μου..
14
Δυνάμωςα εδ επάνω… Τότε ιρκεσ εςφ, άντρα μου. Αόμθ αν φγεσ, δε κα με ςυντρίψεσ. Εφομα να μείνεσ γα πάντα!.. Απρίλθσ ιταν, μουντόσ όμωσ, βραδυποροφςε θ άνοξθ, όλο απρίτςα α πςωγυρίςματα εείνθ τθ ρονά. εγ ξείνθςα μα Δευτζρα να’ ρκω εδ πάνω ν’ αλλάξω τθ ηωι μου ςαν να’ τανε τρμμζνο πανωόρ, που τα παλά ρόνα τθσ ζνδεασ θ μοδίςτρα κα το γφρηε το μζςα ζξω, γα να δείνε ανοφρο. ακσ το δελτίο αροφ τθσ τθλεόραςθσ απελοφςε με βροι α πτςθ κερμοραςίασ, δεόμουν ςυμβουλζσ να αναβάλω το ταξίδ. Τσ αγνόθςα υςά. Θ απόαςι μου ιταν αμεταίνθτθ, τα υπάροντά μου ιδθ ορτωμζνα ςτο Σεατά. Θ άρα, ουταβά τότε, κα’ παρνε τθ κζςθ του ςυνοδθγοφ πλά μου. ε είε πάρε ςτο ατόπ πρν μα εβδομάδα α δεν τθν απόδωξα, όπωσ ζανα πάντα με άλλα αδζςποτα, ό μόνο γατί μαγεφτθα με τα ανκρπνα μάτα τθσ, αλλά επεδι κα ηοφςαμε ςτθν εξοι. Απεκάνομα τθν δζα να αναουίηω τθ μοναξά μου με τθ ςυντροά ενόσ ηου, ζγλεςτου ςε δαμζρςμα. ε ρυκμό ελνασ βγιαμε από τθν Ακινα. Σφντομα ζνα ψλόβροο κάμπωνε τα τηάμα μου, όμωσ άθνε ανεπθρζαςτθ τθν αλι μου δάκεςθ. Χρόνα εία να νςω τόςο ηωντανι α εάτθ. Ξενοφςα γα τθ μεγάλθ περπζτεα, όλο περζργεα γα το τ κα ςυναντοφςα, α με τθν μυςτθρδθ πεποίκθςθ πωσ τίποτε δε κα με πτοοφςε. Θ βροι δυνάμωςε μετά τον Λςκμό τθσ ορίνκου, αλλά θ ίνθςθ μεκθε πολφ, θ οδιγθςθ ζγνε απόλαυςθ, αόμθ α μ’ ζνα ςαράβαλο ςαν το δό μου. Θ άρα είε μςοβγάλε το εάλ από το παράκυρο αγνάντευε τα πζρξ με αδάπτωτο ενδαζρον. Εγ τραγουδοφςα. Κεζ μου, ανεσ εία να άνω άτ τζτοο! Στθ Νεςτάνθ ζςτρψα δεξά , γα να πάρω το δρόμο, που ςφμωνα με το άρτθ, κα μ’ ζερνε ςτο Αγνάντο. Ορενόσ ο δρόμοσ, όλο ςτροζσ, α το αίναλο παραδομζνο ςε μα περπλανμενθ ομίλθ, που ζβαηε ςε δομαςία τθν όραςθ α τα νεφρα μου. Ιρκαν ηόρεσ ςτγμζσ που δεν ζβλεπα οφτε τθ μφτθ μου, αλλά θ θρεμία τθσ άρασ ιταν μεταδοτι. Χωρά ςεδόν ζρθμα, ωρά που άποτε ιταν ηωντανά α δουλευτάρα. Πμωσ ιταν γνωςτό πωσ ο νζο είαν προ πολλοφ φγε, όςο απόμεναν δεν βρίςανε οπζλα να παντρευτοφν, ο γεννιςεσ ςπάνεσ, τα ςολεία βουβά αν άποο αόμθ λετουργοφςε ιταν γατί μάηευε μακθτζσ από γφρω ωρά. ελαγολία α μορολατρία
15
ανζδδαν ο ξεκωραςμζνεσ γοφρεσ των λγοςτν γερόντων πίςω από τα καμπά τηάμα των αενείων που άπνηαν ςαν γαντηωμζνο από το τςγάρο τουσ. Τα ςπίτα ιταν ατάλεςτα, όμωσ πολλά είαν ανοφρεσ ςτζγεσ, προανσ ιταν κερνζσ ατοίεσ. ε πονοφςε θ εγατάλεψθ, με πότηε ςαν ψλόβροο. Θ αλι μου δάκεςθ είε εξατμςτεί. Ροφ πιγανα; Σε τ ερθμζσ; Ρσ κα ηοφςα Πταν επτζλουσ δάβαςα τ’ όνομα Αγνάντο ςτθν πναίδα που ζμοαηε μετζωρθ ςτθν ατανά, θ αρδά μου ςίτθε. Ρρορθςα ανάμεςα ςτα πρτα ςπίτα. Εριμωςθ. Χαλάςματα. Βουβαμάρα. Ράραρα α βγια ζξω τρζμοντασ, ό μόνο από το ρφο. Ωσ θ άρα ζδενε αταπτοθμζνθ. άςα τον εαυτό μου γα εππολαότθτα. Σουροφπωνε… Ροφ ςτθν ευι κα περνοφςα τθ νφτα μου; Βιματα ι μάλλον ποδοβολθτό. Θ άρα τεντνε τ’ αυτά τθσ, θ ςτάςθ τθσ όλο ζνταςθ. Ζνα αγόρ ξεςίηε τθν ομίλθ, ζρετα τρεάτο προσ εμάσ. όλσ με δαρίνε, πετρνε ςαν να’ ε πζςε ςε Αρεανι. Φοβάμα μιπωσ άνε μεταβολι α το βάλε ςτα πόδα, πρν προλάβω να του μλιςω. Του γνζω να πλθςάςε. Δςτατά ηυγνε. Είνα όμορο αγόρ, με οντοουρεμζνο μαλλί α όνα μάγουλα. ου ανταποδίδε ντροπαλά το αμόγελο ςίγγοντασ αμιανα τα ζρα. Ξεκαρρεφε όταν θ άρα τοφ ουνάε λά τθν ουρά α τον αινε να τθ αϊδζψε. Επωελοφμα γα να του πάςω ουβζντα. όλσ ςόλαςε, πράγματ μα ςολι τςάντα ρζμετα απ’ τουσ μουσ του, α γυρίηε ςπίτ του. ατενκουςάηομα. Εεί όπου υπάρε ςολείο, γατί να μθν υπάρε α ξεννασ; Ξεννασ δεν υπάρε α το ςολείο δεν είνα ςολείο. Είνα το ςπίτ τθσ δαςάλασ. Ζε τζςςερσ μακθτζσ. Ρζρυς ιταν ζξ, αλλά ο δφο φγανε γα αλλοφ. Πταν του ρόνου κα πάε α θ αδελι του ςτο ςολείο κα είνα πζντε α με τθ δαςάλα ζξ. Είνα αρετά ομλθτόσ, όταν όμωσ ρωτ τ’ όνομά του, ατεβάηε το εάλ α αρνε τα μάτα ςτα λαςπωμζνα ςπορτζξ του. αταλαβαίνω, ζω ξαναδεί τθν εόνα. Δεν είνα από δω; Ραίρνε αμζςωσ ωτά. Από δω είνα! Ζλλθνασ !Τον λζνε Σάλ, αλλά κα βατςτεί α κα τον λζνε Βαςίλθ. όνο ο γονείσ του είνα από τθν Αλβανία… Ο άλλο τρεσ ςυμμακθτζσ του ζουν επίςθσ γονείσ από τθν Αλβανία; Συγατανεφε ανόρετα. Ρροςκζτε πωσ ο τρεσ τουσ είνα αδζλα. α πσ δεν πιγανε ο γονείσ του ςε αμά μεγάλθ πόλθ; Υπάρουν εδ πζρα δουλεζσ; Ου, πολλζσ! Βόςουν ατςία, ροντίηουν ςπίτα α ωράα. Θ μάνα του οτάηε α μα γροφλα, που τα παδά τθσ μζνουν ςτθν Ακινα, αλλά αυτι με τίποτε δε κζλε να πάε, τθ ηαλίηουν τ’ αυτοίνθτα.
16
Ρσ! Εγ ζω ζρκε από τθν Ακινα! Γουρλνε τα μάτα από καυμαςμό ο μρόσ. Πταν μεγαλςε, κα βρε δουλεά εεί, ςγά μθν άτςε ςτο ωρό να βόςε γίδα! Θ ωνι του είνα αποαςςτι, το βλζμμα του προλθτό α μου κυμίηε το παδί που ιμουν άποτε α τθν αγωνία μου να δραπετεφςω από τθ μρι μου ωμόπολθ. ιπωσ υπάρε αμά ταβζρνα εδ πζρα; Υπάρε. Τθσ ατερίνασ. Κα με πάε αυτόσ ζε όλασ ςτρογγυλοακίςε ςτο αυτοίνθτο, ςτθ κζςθ τθσ άρασ που απρόκυμα πθγαίνε πίςω. Σταματάμε ςε μα πλατεοφλα με γυμνά πλατάνα που ο ορυζσ τουσ άνοντα ςτθν ομίλθ. Να θ ταβζρνα, πετρότςτθ, με εντθτά ουρτνάα ςτα παράκυρα α αμνάδα που απνίηε. Απζναντ υψνετα ςε ψθλό βάκρο το άγαλμα ενόσ βλοςυροφ ουςτανελά. Ρρν προλάβω να το ευαρςτιςω, το αγόρ ζε όλασ εξαανςτεί τρζοντασ. α γλυά καλπωρι με αλωςορίηε, μόλσ πατ το πόδ μου μζςα. Στο τηά τρηοβολά ηωθρι ωτά α ςπεφδω οντά να ηεςτάνω τα οαλάα μου. Θ ταβερνάρςςα άαντθ, πελάτθσ οφτε γα δείγμα, δεξά αρςτερά από το τηά, ανάμεςα ςε ςπακά α γαταγάνα, ορνηαρςμζνεσ ωτογραίεσ από κεατρζσ παραςτάςεσ: «Οδίπουσ Τφραννοσ», «Τρωάδεσ», «Βαςλάσ θρ», «Ο φλοσ με τθν μωλία». Ζω ξανά τθν εντφπωςθ πωσ επςτρζω ςτθν εποι των παραμυκν, τότε που πφργο ξεφτρωναν από το πουκενά θ μάγςςα μεταμόρωνε τθν ολοφκα ςε πολυτελι άμαξα. α να ςου ξεπροβάλλε θ μάγςςα από το πορτά ςτο βάκοσ απ’ όπου ζρετα ευωδά αςουλάδασ! Ζε μαρά, ατάμαυρα μαλλά, τεράςτουσ ρίουσ ςτ’ αυτά, πολφρωμεσ άντρεσ ςτο λαμό α ρυςά βραόλα ςτουσ αρποφσ. Αντί γα ολοφκα ρατά δυο μεγάλα οφτςουρα γα το τηά. Ραρά το ορτίο τθσ περπατάε ςτθτι, με πετατό βιμα α μα άρθ, άπωσ παράταρθ ς’ εείνθ τθν ερθμά. Σπεφδω να τθν ξεορτςω αυτι με ςίγγε ςτθν αγαλά τθσ α μου ςάε δυο λά ςτα μάγουλα. ζνω ζκαμβθ. Τζτοα κερμι υποδοι δεν τθν περίμενα, αρά με αταλφηε. ε παρατά, τρζε ςτθν ουηίνα επςτρζε ουρόηα μ’ ζνα αραά οφηο, δυο ποτθράα α ηεςτά τυροπτάα. ζραςμα, λζε, ίςα ίςα να ηεςτακ λγά οφτε αν με ρωτά πσ βρζκθα ουρανοατζβατθ εεί πζρα. Από οντά δε δείνε α πολφ νζα. Τα’ ε αυτι τα ρονάα τθσ. Τα ανερνουν ο ρυτίδεσ γφρω από τα μάτα, τα βακά δατυλίδα του λαμοφ, ο ατάλευεσ ρίηεσ των βαμμζνων μαλλν. Τα μάτα τθσ όμωσ ζουν ωτά. α μαηί ςοία. Αγζραςτα μάτα!
17
Τθσ εξιγθςα πάνω άτω τ με είε ζρε ςτο ωρό. α βζβαα ιξερε τθν λθρονομά μου, το ςπίτ τθσ κείασ μου, τθσ αμπρνισ αρατςλθ που ποτζ μου δεν εία δε. Ιταν μςοερεπωμζνο, ρόνα αατοίθτο, οφτε γα αςτείο να μείνω εεί! Κα με λοξενοφςε μζρ να τατεί. Από πάνω ιταν το ςπίτ τθσ. Π! Ενοίο δε κα δεότανε γα ζνα δωματά. Το πολφ πολφ να τθ βοθκοφςα λγά ςτθν ταβζρνα. λοφςε, ερονομοφςε, γελοφςε α τα ρεμαςτά τθσ ςουλαρία πιγαναν πζρα δκε ορεφοντασ. Τα εία απολφτωσ αμζνα. Δεν ζβρςα λόγα να τθσ εράςω τθν ευγνωμοςφνθ μου, μου ανόταν πωσ όλα είαν ςυμβεί γα ν’ ανταμςω ς’ εείνο το ομλαςμζνο βουνό αυτιν τθν πλθκωρι γυναία με τθν καρμζνθ ομορά α τθν τραγουδςτι ωνι. ’ ζαγε θ περζργεα να μάκω πσ είε βρεκεί εεί πάνω, απολείετα να ιταν ντόπα, το ακετί επάνω τθσ μαρτυροφςε μα άλλθ ηωι. Δε ρεάςτθε να τθ ρωτιςω. Θ ατερίνα ανυπομονοφςε να μου ανοίξε τθν αρδά τθσ. Ιταν θκοποόσ, ζνα δάςτθμα είε μάλςτα παίξε α ςτο Εκνό. Μςωσ δεν είε ςπουδαίο ταλζντο, ίςωσ δεν ιταν τυερι, ποτζ τθσ πάντωσ δεν ατάερε να πάρε ρόλο τθσ προοπισ, να ξεωρίςε. Πλο μρορολάα αυτά με ίλα βάςανα. α ςυνεισ αγωνία θ ηωι τθσ μιπωσ βρεκεί ζξω απ’ το παγνίδ. α θ τζνθ τθσ, παγδευμζνθ μζςα ςε ςζδα επί ςεδίων γα το πσ κα οργανςε τσ δθμόςεσ ςζςεσ τθσ, πσ κα πλθςάςε ανκρπουσ του ρου, των μζςων μαηισ ενθμζρωςθσ, αλλά α τθσ πολτισ. Δεν μπορεί ο άςετοσ να ανταςτεί από πόςα ανομενά ετερογενι ςτοεία αποτελοφντα τα λεγόμενα υλματα, πσ το ζνα παραπζμπε ςτο άλλο, μζρ να ζρκε το τθλενθμα που κα ανοίξε άποα πόρτα. Αλλά γα να ςυμβεί αυτό, αν άποτε ςυμβεί, πρζπε να μθν εθςυάηεσ. Ροτζ! Ράντα τα μάτα ορκάνοτα, τ’ αυτά τεντωμζνα, πάντα ςε ετομότθτα. Γλεψίματα, αδάοπα ουνιματα τθσ ουράσ, ςυςτθματι παρουςία ςε γελοία πάρτ, ε δυνατόν με τσ άμερεσ παροφςεσ, αγνασ γα να μπε θ ωτογραία ςου ςε ανζνα περοδό life style , απ’ αυτά που αναρωτζςα ποοσ τελοςπάντων τ’ αγοράηε. α πόςεσ ορζσ δεν είςα υπορεωμζνθ να πζςεσ ςτο ρεβάτ, να ψευτοβογιξεσ ςτθν αγαλά άποου με επρροι με τθν ελπίδα να ξενερίςεσ. Το ςεξ ζε ςυνά τθν πρωτοακεδρία ςτσ δθμόςεσ ςζςεσ. Ραραηορηόταν μ’ όλα αυτά θ ατερίνα, ζαςε τον φπνο τθσ, ζπακε ζλοσ ςτομάου, ςπου μα μζρα, ςάκθε, τα ςτίρςε όλα ιρκε εδ πάνω να ξεάςε το ςνά α τα πάντα. Δεν πιρε ξανά τθν απόαςθ. Τθν λωςοφςε ρόνα, από τότε που είε περάςε τυαία από το Αγνάντο με μα παρζα. Ιταν α ο πρθν τθσ μαηί. αγεία το ωρό
18
άνοξθ ανονι, ό ςαν τθν ατουρλάρα τθ ετνι. Τουσ είε όψε θ πείνα, ψάνανε γα ανζνα ταβερνά. άταα. Τότε άποοσ τθσ παρζασ είπε πωσ αν αποάςηε να παρατιςε το κζατρο, κ’ ανζβανε εδ πάνω να άνε τον ταβερνάρθ. Πλο α κα του τφανε ανζνασ πεναςμζνοσ. Δζα ρόνα αργότερα ξαναβρζκθε εδ πάνω, ό α τόςο τυαία αυτι τθ ορά, ζπεςε επάνω ςτο ξεκωραςμζνο πωλθτιρο ενόσ ςπτοφ ςτθν πλατεία του ωροφ. Είε άποα ριματα. Τ’ αγόραςε. Ράμκθνο. Ζτς θ ατερίνα ζανε ταβζρνα τον ςόγεο παλό ςτάβλο, τον επάνω όροο ςπίτ τθσ, εγαταςτάκθε ςτο Αγνάντο. Δεν το’ ε αποαςίςε να μείνε γα πάντα, όμωσ ο αρόσ περνοφςε α δεν τθσ ζανε αρδά να το ουνιςε. α το πο απίςτευτο! Δεότανε, τον πρτο τουλάςτον αρό, τόςεσ προτάςεσ γα να παίξε ςτο κζατρο, όςεσ δεν είε δετεί όλα εείνα τα ρόνα που τσ υνθγοφςε! «Ζτς είνα θ ηωι, Αννοφλα», ςυμπζρανε θ ατερίνα. «Ραλαβάρα. εγ είμα παλαβάρα. Ρςτεφω πωσ ζτς α φγω από δω, κα βουρςουν τα βουνά α κα ςτερζψουν ο βρυςοφλεσ, όπωσ λζνε τα δθμοτά τραγοφδα!..» Ξζςπαςε ςε γζλα, άτςαλα γζλα, αυτοςαραςτά. «Δεν ξζρω γα τα βουνά α τσ βρυςοφλεσ, αλλά εγ αν δεν ερόμουν ςτθν ταβζρνα ςου, αν δε ςε γνρηα, δεν ξζρω τ κα ζανα, ατερίνα…» είπα. «Σγά μθ βάλεσ τα λάματα τρα, Άννα… Δεν είμα δα ο μόνοσ άνκρωποσ εδ πζρα!... Θ αλικεα είνα βζβαα πωσ ζω γίνε ζνα με το ωρό. Πταν αμά ορά ατεβαίνω ςτθν Ακινα, ετόσ που δυςολεφομα ν’ αναςάνω, βαρζμα. Εδ ο μζρεσ, κα το δεσ εςφ αν τελά μείνεσ, γλςτράνε ςαν νερά. Ασ μοάηουν μονότονεσ. Πλο άτ νζο ζρνουν, ίςωσ επεδι ζουμε ρόνο να παρατθροφμε το ακετί…» Τθ λοςοι τθσ δάκεςθ δζοψε θ εμάνςθ ενόσ γεροδεμζνου, μάλλον οντοφ α ατςοφθ νζου με οντομάνο μπλουηά α ςαγονάρεσ. «Σου μάηεψα ςαλγάρα», είπε ανόρετα αοφμπθςε ςτο τραπεηά μασ ζνα αλάκ με ηωντανά ςαλγάρα. Γα τθν ατςαρόλα προορίηονταν α τα αταλυπικθα. Ο νεαρόσ ιταν ο Νίοσ, δεξί τθσ ζρ ό μόνο...Ο Νίοσ αμογζλαςε ηορςμζνα με το υπονοοφμενο, μου’ ςξε άγαρμπα το ζρ εξαανίςτθε ςτθν ουηίνα μαηί με τα άτυα ςαλγάρα. «αλό παδί!... Άξο α δυνατό. Χρεάηομα βοικεα, ζναν άντρα, αλλσ τα πράγματα είνα λγά δφςολα...» Θ ατερίνα όμπαςε ζρξε πίςω τα μαλλά τθσ. «Δεν ςόπευα ν’ αρίςω ερωτοδουλεζσ, ζε
19
τα μςά μου ρόνα α βάλε, αλλά προζυψε. Αγαπθκιαμε...» Χαμογζλαςε μ’ ζνα πρό αμόγελο που δεν ταίραηε ςτα ηουμερά, βαμμζνα όνα είλθ τθσ. «Κα φγε άποτε. Ρρζπε να φγε... Το ξζρω. Πμωσ γατί ν’ αρνθκ αυτό το δρο τθσ ηωισ; Γα να μθν πονζςω μετά; Είνα λογό αυτό;» Δε με οίταηε, ςαν να με είε ξεάςε, ςαν να μονολογοφςε. Πταν ζςτρεψε το βλζμμα τθσ επάνω μου, θ κλίψθ του με τάραξε. Πμωσ τθν άλλθ όλασ ςτγμι θ ατερίνα γελοφςε μ’ ζνα άγρο γζλο. «Δάγωςε το μιλο όςο το ρατάσ ςτο ζρ, γατί ςε λίγο κα’ ε ςαπίςε ι κα ςου ζουν πζςε τα δόντα, αυτι είνα θ λοςοία μου». ουρμοφρςα - ιμουν ελρνισ- πωσ ιταν πολφ όμορθ α κα ιταν γα πολλά ρόνα αόμθ. «Ρσ όμωσ κα αταλάβω ότ γζραςα; Εννο εγαίρωσ. Ρρν το δω ςτα μάτα του, Αννοφλα;..» Το τρίξμο τθσ πόρτασ μ’ ζβγαλε από τθν αμθανία μασ απάντθςθσ Στο άνογμα ςτεόταν ζνα μεςόοπο ηευγάρ Θ γυναία οροφςε ζνα αραίο παλτό ζνα πανάραο απελά α ςτθρηόταν βαρά επάνω ς’ ζναν μρόςωμο άντρα με αςτεία, αρδά αμπαρτίνα α τραγάςα ςτθν ορι του εαλοφ. «αλσ τθν Ζθ α το Σταφρο!» ξενθςε παραλθρντασ από ενκουςαςμό θ ατερίνα ζτρεξε να τουσ ζρε ςτο τραπζη. Άπλωςα το ζρ μου να ςίξω το ζρ τθσ Ζθσ, όμωσ εείνθ δεν ζανε τθν παραμρι ίνθςθ, μ’ όλθ τθν εγαρδότθτά τθσ. ατάλαβα ότ, παρά τα γυαλά τθσ με τουσ οντροφσ αοφσ, δεν είε δε το ζρ μου. Αργότερα μου εξιγθςε ότ ζβλεπε πολφ αμυδρά - αυτό μόνο με δυνατό ωσ- εξατίασ τθσ αποόλλθςθσ του αοφ των ματν τθσ. Τρείσ εγεριςεσ είε υποςτεί με αποτζλεςμα να είνα μςότυλθ. Είε μα ηεςτι, πλοφςα ωνι, που ς’ ζανε να ξενάσ τθν αςιμα τθσ. λοφςε γα πράγματα μάλλον αςιμαντα, γα το γλυό που είε τάξε με τθ βοικεα του άντρα τθσ, γα τθ γάτα τθσ που είε γεννιςε τζςςερα γατάα, γα τον ανψό που τθσ είε τθλεωνιςε, μα είε το άρςμα να τα άνε ν’ αοφγοντα ενδαζροντα. Ο άντρασ τθσ τθν οίταηε με αμάρ α άτ ςαν ηιλα με τςίμπθςε. Πταν ζμακε πωσ ςόπευα να μείνω ςτο ωρό είπε ςε τόνο που δε ςιωνε αντίρρθςθ: «Κα μείνε μαηί μασ, Σταφρο, θ Άννα μζρ να τατεί το ςπίτ τθσ!». Θ αντίρρθςθ ιρκε από τθ μερά τθσ ατερίνασ. Ιμουν δι τθσ λοξενοφμενθ. Τελεία α παφλα! Θ Ζθ όμωσ επζμενε με παδό πείςμα να με πάρε εείνθ. Γα αντάςου, αλζ μου! α πρθν θκοποόσ α μα μςότυλθ να τςανοντα γα το ποα κα λοξενοφςε μα γυναία που μόλσ είαν γνωρίςε α δεν ξζρανε τίποτε γα το παρελκόν τθσ! Εγ θ ξερηωμζνθ θ ανζςτα ιμουν το
20
μιλον τθσ ζρδοσ! Δεν άντεξα. άτ ζλωςε μζςα μου α μ’ ζπαςαν τα λάματα. άταα προςπακοφςα να ςυγρατθκ, τα δάρυά μου τρζανε δίωσ να λογαράηουν τθ κζλθςθ α τθ ντροπι μου. Οφτε ατάλαβα πσ βρζκθα ςτθν αγαλά τθσ Ζθσ… ε ςυνζερε το άρωμα τθσ αςολάδασ. Ζνα ξζελο πάτο με μπόλο ςζλνο άνηε μπροςτά μου εγ πενοφςα ςαν λφανα. Σου τ’ ορίηομα, Ορζςτθ, πο νόςτμο αί ςτθ ηωι μου δεν ζω ξαναάε ασ ζω ςτο παρελκόν επςετεί πανάρβα εςτατόρα. Αλλά α τ ραςί! άκε γουλά του με κζρμανε α με εφρανε α δεν εννο μόνο ςωματά. Δό ςου πρζπε να ιταν… Το’ πνα α δεν ιξερα αόμθ πσ ιταν τα ζρα ςου, τα μάτα ςου. Θ αγαλά ςου… Γλυόποτο το ραςί ςου ςτυίηε άπωσ ςτο τζλοσ, όπωσ ςτυίηε θ απουςία ςου, ό μόνο όταν λείπεσ. Είνα ςτγμζσ που, μεσ ςτο ςπίτ μου, μεσ ςτο ρεβάτ μασ, απουςάηεσ α ατοείσ αλλοφ… Θ ατερίνα ιταν απαςολθμζνθ να ςερβίρε μα παρζα από αςαρόηουσ, ηωθροφσ νζουσ. Ιταν βοςοί, με πλθροόρθςε ο Σταφροσ, εγ ξανάςτθα, γατί ςτθν παρωθμζνθ ανταςία μου ο βοςοί οροφςαν άπεσ α ρατοφςαν γλίτςεσ. Αυτοί οροφςαν μπουάν α ρατοφςαν ομπολόγα. Τατοί πελάτεσ, ςυντθροφςανε ουςαςτά τθν ταβζρνα, μασ α ιταν όλο τουσ ανφπαντρο. Ροφ να ζβρςαν ο αθμζνο εεί πάνω ςφηυγο; Δεν ζε μείνε οφτε γα δείγμα οπζλα τθσ παντρεάσ. Πλεσ άνουν ςαν παλαβζσ να ατεβοφν ςτσ πόλεσ να πάςουν δουλεά ςε ανζνα μαγαηί, ςε ανζνα γραείο, να βρουν α γαμπρό ανάλογο. αυτοί βολεφοντα με τσ αλλοδαπζσ ςτα ςυλάδα. Ζνα ςωρό παράγεσ ζουν ξευτρςε ςτθ μζςθ του πουκενά απ’ ζξω τα βράδα, εδά τα ςαββατόβραδα, τα αγροτά αυτοίνθτα ςθματίηουν ουρζσ. Ζουν προφψε α δυο τρεσ γάμο με ςυλοφδεσ, αλλά ανείσ δε ςτζρωςε. Εν θ ατερίνα εξυπθρετοφςε ςβζλτα τουσ βοςοφσ τθσ, δεν παρζλεπε να μου ςτζλνε αμόγελα ςαν να απολογόταν που δεν ιταν μαηί μου. αμά ορά μασ πλθςίαηε λετά λετά α τςοφγρηε το ποτιρ τθσ ςτα πετατά με τα δά μασ, μζρ που ξεκεωμζνθ αςκμαίνουςα, ξαναάκςε, μασ ο βοςοί β οςοί μοάηανε ορτάτο ιρεμο. ου εξιγθςε ότ θ αθμζνθ θ Ευδοία -θ βοθκόσ τθσ- ιταν αόμθ ρεβατωμζνθ με γρίπθ ο Νίοσ δεν εννοοφςε να αςολθκεί με ςερβίρςμα. Είε τθν ψωροπερθάνα του. Δεν πρόλαβε να αποτελεςε το ποτιρ τθσ θ αντροπαρζα τθν άλεςε με απατθτζσ αγροωνάρεσ να πε μαηί τουσ. Θ ατερίνα, μ’ ζναν βακφ αναςτεναγμό, αλλά α λγά ολαευμζνθ, τουσ ζγνεψε πωσ
21
ζρετα. Δεν κ’ αργοφςε, μασ παρθγόρθςε. Ζνα ποτθρά μόνο… Θ Ζθ είε ςοβαρζσ αμβολίεσ. Σγά μθν τθ γλίτωνε τόςο τθνά θ ατερίνα! Ρρόβλεπε γερό ξενφτ α ραςοατάνυξθ. α μ’ εμζνα τ κα γνόταν ; Κα περίμενα ν’ αδεάςουν τθ γωνά ο λεβζντεσ γα να αναπαφςω το ταλαίπωρο ορμά μου; ετά ιταν θ άρρωςτθ Ευδοία. Αν με ολλοφςε γρίπθ; Το ςωςτό ιταν ολοάνερο. Κα’ πρεπε να με λοξενοφςε εείνθ. ε το ποφ πιρε μα ανάςα θ ατερίνα α άκςε ςτο τραπζη μασ, θ Ζθ τθν εραυνοβόλθςε με τα ςοβαρότατα επεριματά τθσ α τθν ανάγαςε ςε προςωρνι υπορθςθ. Το άλλο πρωί ξυπνντασ ςτθν πενταάκαρθ αμαροφλα τθσ Ζθσ αντρίηοντασ από το παράκυρο ανεμπόδςτο ουρανό α μαρνά βουνά τυλγμζνα αόμθ ςτθν ατανά ζνωςα ευλογθμζνθ. Από τότε τολμ πα να ν α αινομα ςτο άγνωςτο, ν’ αινομα α ς’ εςζνα, αταδζ μου άγνωςτε, όπωσ αζκθε ςτο ρεβάτ τθσ Ζθσ το ταλαπωρθμζνο μου ορμί. Από είνο το πρωνό, αλζ μου, τολμ να το πω, ηω μζςα ς’ ζνα καφμα ι μάλλον επςτρζω ςτον αρό των καυμάτων. Ζπλθτθ α με ευγνωμοςφνθ γεφομα τθν πρωνι δροςά ςτα φλλα, αόμθ όταν δεν υπάρουν οφτε δροςά οφτε φλλα. Δεν υπιρξα ποτζ δαίτερα εφπςτθ, θ αυτοάμυνα με κωράςε με ςεπτςμό, όμωσ περνάνε ο ρεσ, ο μζρεσ, ο μινεσ α το καφμα απλνετα, εν θ επφλαξθ ςυρρννετα. Αόμθ α όταν ςωπ, εννο μζςα μου, άποοσ ςαν ν’ αουγράηετα… άποοσ ςαν να μ’ αοφε με ευμζνεα. Φτωζσ ο λζξεσ μου, ζουν τόςθ ςζςθ μ’ αυτι τθν αίςκθςθ όςο το ωσ των άςτρων με τα άςτρα. Είνα δυνατόν; αναρωτζμα. Είνα, απαντά θ μζςα μου ωνι α γεμίηω γλφα μζρ που βουρνω. Ο δρόμοσ άνοξε. Το αδφνατο γίνετα δυνατό. Θ παράδοςθ είνα αρά. Είνα δφναμθ. Δεν επδζοντα ψλοοςίνςμα τα καφματα. Σε ευλογοφν ανοίγουν δρόμο γα το επόμενο, ανοίγουν μάτα α ςυνείδθςθ. πορεί να ςυνζβαναν α πρν τθν θρωι μου ζξοδο από τθν Ακινα, όμωσ δεν τα δζρνα, όπωσ δε δζρνα τον ουρανό πίςω από το τςμζντο, τα άςτρα πζρα από τσ ωτενζσ δαθμίςεσ, τθν ευλογία μεσ ςτθν αταςτροι. Θ ψυι μου οροφςε οντροπάπουτςα, άντρα μου, μθν μου, μθν τθν ξεςίςουν τ’ αγάκα α τςαλαπατοφςε όςα τυόν καφματα φτρωναν ςτο δρόμο τθσ, μζρ που ξζςπαςε θ αταγίδα α ςάρωςε ψευτζσ αυταπάτεσ. Χτυπικθα, οργίςτθα, οργίςτθα, πόνεςα, ζμακα... Ιμουν εξόρςτθ επζςτρεψα. Από το δρόμο τθσ απελπςίασ. Φαίνετα αυτόσ είνα ο δρόμοσ...
22
Άραγε αν με ςυναντοφςεσ ςυναντοφςεσ εεί άτω, κα με αναγνρηεσ, Ορζςτθ; εγ; Μςωσ ν’ αναρωτόμουν ευγαλζα ποοσ να είςα , πρν εξαανςτείσ ςτο πλικοσ αινοντασ μου ζνα ερωτθματό προορςμζνο να ςβιςε ςφντομα. Σ’ αινω να εφγεσ, γα να είςα ελεφκεροσ να ξανάρεςα. Θ λφπθ μου όταν ςε άνω απ’ τα μάτα μου είνα το τίμθμα γα τθ αρά να ςε ξαναβλζπω. Είνα τυαίο άραγε που ςεδόν πάντα βρίςομα ςτθν αυλι όταν ζρεςα; Ρρν ανερωκείσ, αοφω τα βιματά ςου, όμωσ ρατζμα ςτθ κζςθ μου. Ρλθςάηεσ, δαρίνω το περίγραμμά ςου. Ραδεμζνο. Τίποτε το περίςςο δεν του ζε απομείνε. Γα τα καφματα λοπόν ςου’ λεγα, άντρα μου, που μοάηουν αταςτροζσ, γα τθν ευλογίεσ που μοάηουν ατάρεσ α μόνο όταν αταλαγάςε θ αντάρα βλζπεσ α εννοείσ... Ασ αρίςω από τον άγονο γάμο μου… Ο ρωγμζσ του όλο α άρδαναν, ο αρτωμζνεσ δαωνίεσ των πρτων ρόνων είαν παγωκεί ςε δαορετζσ ςτάςεσ ηωισ, θ ερωτι ζλξθ είε ξεπζςε ςε αναρι ρουτίνα, θ αδαορία ςωρευότανε ςαν ςόνθ ςε ξεαςμζνα ζππλα. Ο αβγάδεσ όμωσ ςπάνηαν ανάμεςα ς’ εμζνα α το ςφηυγό μου, βαρόμαςταν. Αποροφςα πσ ςτα είοςί μου με είε τόςο γοθτεφςε, ςτε να παρατιςω γα άρθ του τσ ςπουδζσ μου α να του παραδςω τθν ελευκερία μου. Ο γάμοσ μου απατοφςε ατεδάςθ, ζανα μρομερεμζτα. αυτά ανόρετα. Ιμουν βολεμζνθ, γ’ αυτό παράλυτθ. ζρ που ςυνζβθ ο ςεςμόσ. Θ άλλθ ιταν ιρα με δυο μρά παδά ο άντρασ μου γοθτεφτθε από τθν προοπτι να γίνε πατζρασ ζτομων παδν, δίωσ πλζον να υίςτατα ατρζσ εξετάςεσ α μάταεσ κεραπείεσ γα ανεπαρι γονμότθτα. Ερωτεφτθε μα άρωμθ α άοςμθ γυναία α μ’ εδικθε, γατί ιμουν γόνμθ ιμουν γόνμθ αυτόσ ςτείροσ. Ροτζ δε κα ξεάςω με πόςθ ςλθρότθτα, με πόςθ περθάνα, μοφ ηιτθςε δαηφγο! Εγ ζυνα μαφρο δάρυ, τον παρααλοφςα να μείνε, ζβαλα λυτοφσ α δεμζνουσ να τον μεταπείςουν, ζταςα ςτο ςθμείο να πςτζψω πωσ μου ιταν απαραίτθτοσ, πωσ τον αγαποφςα. Ζνα ράοσ περερόμουνα εδ εεί, με πρθςμζνα α αταόνα από το λάμα μάτα α άτςα πζνκμθ. Ο πρθν μου ευτυσ ιταν αμετάπεςτοσ. Πςο εγ τυπόμουνα, τόςο ςλιρανε εείνοσ. Στσ απαίςεσ μζρεσ μου ζδωςε τζλοσ το δαηφγο α ο αςτραπαίοσ γάμοσ του. Ζτς ξεμφτςα δελά δελά απ’ το λουβί μου, αποαςςμζνθ ν’ αποδείξω πωσ μποροφςα να πετάξω. α βζβαα ανάγθ πάςα να ερδίηω πλζον τα προσ το ηθν, θ τατι μερίδα από ανναβοφρ ανιε ςτο παρελκόν. Ζκαψα μα γα πάντα τα ςζδα γα
23
ςυνζςθ των ςπουδν μου ωσ ανεδαά, μεταόμςα ςτο δότθτο τράρ μου, πιρα δάνεο από τθν Τράπεηα α άνοξα ατάςτθμα με είδθ δρων. Άγνωςτθ ρα το εμπόρο γα μζνα, προζρομα από οογζνεα δθμοςίων υπαλλιλων, αλλά θ επτυία μου ιταν ηιτθμα ηωισ α κανάτου. Επζτυα πάνω από τσ προςδοίεσ μου. Θ πελατεία μου αφξανε, αποτοφςα ςγά ςγά όνομα, αρόμουνα να μετρ άκε βράδυ τσ εςπράξεσ μου. Γριγορα αγόραςα αυτοίνθτο α ξόδευα πλοφςα γα τθν εμάνςι μου. Εππλζον εξολοφςα το δάνεό μου με άνεςθ. Χρόνα μόκου α ανοποίθςθσ, τρεάλασ με ομμζνθ τθν ανάςα, ο αναπολιςεσ ο ενδοςοπιςεσ ομμζνεσ. Χρόνα δζα όςα ο εραςτζσ . Δεν ευαροφςα να εμβακφνω ςτσ ςζςεσ μου οφτε α ο άντρεσ είαν τζτοα δάκεςθ. Ζνα επδίωα: να αποτιςω παδί ζςτω α δίωσ γάμο. Πμωσ ςτον τομζα αυτό ο εργδεσ προςπάκεζσ μου δεν ευοδκθαν άρςα να αταλφηομα από αμβολίεσ γα τθν τενοποθτι μου ανότθτα, αοφ ο μςοί εραςτζσ μου ιταν πατζρεσ, ο ζνασ μάλςτα πολφτενοσ. Από τθν άλλθ μερά, ο γυναολογζσ μου εξετάςεσ δείνανε μα αρά. Ωςτόςο δζνυα τθν τζταρτθ δεαετία τθσ ηωισ μου α μα άμψθ γονμότθτασ ιταν, ατά τουσ γατροφσ, υςολογι. Ζανα το τόλμθμα να βάλω ςτο ρεβάτ μου ζναν ρωμαλζο εοςάρθ μιπωσ α επτευκεί ο ςοπόσ μου. θδζν. ίγο αργότερα ιρκαν τα προμθνφματα τθσ αταςτροισ... Ζνα ανοξάτο πρωνό θ γθραλζα πολυατοία απζναντ από το μαγαηί μου δζετα επίκεςθ μπουλντόηασ. Πγο τςμζντου ξεολλάνε μζςα ςε εωαντό κόρυβο, ςφννεα ςόνθσ ςθνοντα, ξεγυμνωμζνεσ ςδερόβεργεσ ρζμοντα ςτο ενό. όςμοσ βγαίνε ςτα μπαλόνα, αταςτθματάρεσ α πελάτεσ τρζουμε ςτσ πόρτεσ. Το κζαμα είνα ςυγλονςτό. Γερι αταςευι θ πολυατοία, θ ατεδάςθ προωροφςε μάλλον αργά, βουναλάα από μπάηα ορτνονταν ςτα ορτθγά προαλντασ υλοοραι ςυμόρθςθ εγ με το ξεςονόπανο ςτο ζρ πολεμοφςα να δξω τθ ςόνθ που με τρομερι ταφτθτα ςζπαηε τηάμα εμπορεφματα. Εία αρετό ρόνο γα ξεςόνςμα, μασ α ο πελάτεσ μου είαν αραςε, προςωρνά νόμηα τότε. Θ Δάνθ από το δπλανό ατάςτθμα με τσ ουρτίνεσ με πλθροόρθςε ότ κα τηόταν πολυατάςτθμα-γίγαντασ, οταροο μάλςτα. «Κα μασ αανίςε αυτό το μεγακιρο», μουρμοφρηε ακσ τφλγε με μαεςτρία τον φμα απνό τθσ ςε τςγαρόαρτο, με τθν πεποίκθςθ ότ το εροποίθτο τςγάρο είνα λγότερο τοξό από το
24
βομθανό. Δεν ςυμμερηόμουν τθν απελπςία τθσ. Κεωροφςα, τουλάςτον γα τθ δι μου περίπτωςθ, τουσ όβουσ τθσ υπερβολοφσ. Το μαγαηί μου δαρνόταν γα τθν προςωπότθτα α τθ νζτςα του, με τθν πελατεία μου εία τίςε ηεςτζσ, προςωπζσ ςζςεσ. Κα άντεα τον ανταγωνςμό του κθρίου, εν γα τθ Δάνθ α τσ ςυνθκςμζνεσ ουρτίνεσ τθσ τα πράγματα κα ιταν ςοφρα. οφνα που με οφναγε! Το κθρίο τρεόταν ακθμερνά με τόνουσ τςμζντο α υψωνόταν με γοργοφσ ρυκμοφσ, εν εγ, με νφα α δόντα, αγωνηόμουν να δατθριςω το θκό μου οργάνωνα τθν άμυνά μου. Ζλεςα αρβοπλθρωμζνθ α περηιτθτθ δαοςμιτρα να μου αναανίςε τθ βτρίνα α ςφναηα ςε εκζςεσ γα να επλζγω ό,τ πο ελετό α πρωτότυπο υπιρε, ςτε να ζω ποοτά πλεονετιματα, όταν κα λετουργοφςε το κθρίο. Στο μεταξφ θ αςαρία α θ ααταςταςία του δρόμου εξατίασ τθσ οοδομισ είαν οδυνθρό αντίτυπο ςτσ εςπράξεσ, ό μόνο τσ δζσ μου, αλλά α των υπόλοπων γετονν μαγαην. εςθμζρ Τετάρτθσ ιταν, θλόλουςτθ μζρα, μαφρθ γα μζνα. Βλζπεσ, αλζ μου, ο μόνο που είαν πατιςε ςτο μαγαηί τόςεσ ρεσ ιταν δυο ηθτάνο, ζνασ πλαςζ απορρυπαντν α τρεσ γα πλθροορίεσ. λείνοντασ αποάςςα να άνω μα μεγάλθ βόλτα ςτο οναςτθρά μιπωσ βελτωκεί θ δάκεςι μου. Γα μα αόμθ ορά δαπίςτωνα πωσ τίποτε δεν είνα πο κεραπευτό από τθν πεηοπορία. Τα πόδα μου πονοφςαν, αλλά θ αρδά μου ιταν ανάλαρθ, όταν πζτω επάνω ς’ ζνα αροτςά με μεταερςμζνα ββλία. Χρόνα δεν ευαροφςα να δαβάςω άτ άλλο ετόσ από εμποροφσ αταλόγουσ α αμά εθμερίδα ςτθ άςθ α ςτθ ζξθ, αλλά ο αροί είαν αλλάξε. Ζνα ββλίο κα μου ρατοφςε ςυντροά ςτθν απραξία α κα δαςζδαηε τσ αρνθτζσ μου ςζψεσ. Ρερθγικθα τουσ τίτλουσ, τθν προςοι μου τράβθξε ζνα μπλε εξυλλο, λγά τρμμζνο ςτσ άρεσ, με τον τίτλο: «Το ρό είνα Πμορο». Υπιρε α υπόττλοσ: «Θ Ομορά α θ Ανκρωπά τθσ ρισ Οονομίασ». Δίωσ δεφτερθ ςζψθ τ’ αγόραςα α άκςα ς’ ζνα παγά να το ξευλλίςω. Το απότθμά μου ιταν ςε άποα ςθμεία υπογραμμςμζνο. ατρεφω τσ υπογραμμίςεσ. Φαντάηομα το άγνωςτο πρόςωπο, ςτοαςτό, ςυμμζνο επάνω από τσ αράδεσ, το ζρ αωροφμενο, ζτομο να ςθμαδζψε με το ςτυλό, ό τθν ξζνθ ςζψθ, αλλά τθ δι του που με αγαλλίαςθ βλζπε τυπωμζνθ. ε τθν υπογράμμςθ τθν παραδίδε ςτον επόμενο αναγνςτθ. Σε μζνα. «Είνα γνωςτό το μρό, ζςτω α μόνο λόγω του μροφ α αποςπαςματοφ τθσ ανκρπνθσ ςοίασ». «Θ γθ ζε αρετά να ανοποιςε τθν ανάγθ του άκε ανκρπου, ό όμωσ
25
α τθν απλθςτία του». Αυτι θ δεφτερθ υπογράμμςθ ιταν λόγα του Γάντ. Εία δε τθν τανία α εία εντυπωςαςτεί.. Ζνα μςόγυμνο, οαλάρο ανκρωπά, να τα βάηε με οτηάμ βρετανι αυτορατορία α να τθν νά με τθν πακθτι αντίςταςθ! αλλοφ: «Τα γγάντα ςυγροτιματα, οςτρθλατθμζνα από το πάκοσ τθσ πλεονεξίασ προαλοφν τεράςτεσ ςυμορζσ...» Ξεάκαρεσ, ντόμπρεσ ουβζντεσ δίνανε ωνι ςτσ δζσ μου αγωνίεσ. Δεν ιμουν μόνθ... Τθν άλλθ μζρα θ Δάνθ με βριε βυκςμζνθ ςτθν ανάγνωςθ. Γζμςε το τςγαρόαρτό τθσ με απνό α ενδαζρκθε να μάκε τ μελετοφςα με τόςθ εμβρίκεα. ’ άουςε αςυγίνθτθ. «θν παραμυκάηεςα με κεωρίεσ α μπλα μπλα, ορίτς μου. Ράντα ζτς γίνετα. Το μεγάλο ψάρ τρε το μρό. όνο που τρα ο αραρίασ ιρκε απζναντί μασ α κα μασ άψε!» α αάκετθ ςυνζςε: «ίνεσ λετά εδ μζςα! Σορπάσ γα ομορζσ αλλαγζσ! αλφτερα μθν ξανοίγεςα. πορεί να ςου ρεαςτοφνε γα άτ άλλο τα λετουδάα ςου…». «Ραλεφω! » τθν αντζρουςα. «Δε κ’ αιςω το κθρίο να με βάλε άτω!» «Οφτε που κα μπε ςτον όπο. Κα μασ ρουιξε!» α ροφθξε με εραςτότθτα τον απνό του τςγάρου τθσ. Γα αντπερςπαςμό τισ αναοίνωςα πωσ κα ξαναβάτηα το μαγαηί μου μ’ ζνα όνομα που κα τραβοφςε ψαγμζνουσ πελάτεσ. Θ πλζμπα ασ πιγανε απζναντ. «Το ρό είνα Πμορο». Ζτς κα το βάτηα. Θ Δάνθ εντυπωςάςτθε τόςο που άρςε να ςταυροοπζτα, άτ που δεν είε ξαναάνε, τουλάςτον μπροςτά μου. Πταν το κθρίο άρςε να λετουργεί, δαιμςα «Το ρό είνα Πμορο» ςε υλλάδα, ςε περοδά, ςτο ραδόωνο, α άκε δεαπζντε μζρεσ άλλαηα βτρίνα. Ξεπαραδαηόμουν. Ζτρωγα από τσ ςάρεσ μου. α τ’ αποτελζςματα; θδαμνά. Ροφ ιταν ο ψαγμζνο πελάτεσ να με ςτθρίξουν; Υπιραν ι τοφσ εία ανταςτεί; α ςτο μεταξφ ζξω από τθν είςοδο του κθρίου να ςθματίηοντα ουρζσ το πρωί, πρν αόμθ ανοίξε! Πταν περίςςευε α γα μζνα ανζνασ πελάτθσ, μόνο που δεν ζβαηα τα λάματα από τθ ςυγίνθςθ, μόνο που δε οροπθδοφςα από τθ αρά μου. Αποδφκθα α ςε εμπορι αταςοπεία, αλζ μου! ολονότ ο ςοπόσ μου ιταν να εντοπίςω τσ ελλείψεσ του κθρίου ςτα ανταγωνςτά με τα δά μου είδθ, δεν ιταν λίγεσ ο ορζσ που υπζυπτα ςτθ γοθτεία τθσ ακονίασ, τθσ πολυρωμίασ, του ωτςμοφ, τθσ απαλισ μουςισ α περερόμουν ζνα με τα πλικθ ςτον
26
λαβφρνκο τθσ ατανάλωςθσ ςαν τθν Αλίθ ςτθ Χρα των Καυμάτων. Στον δεφτερο όροο, όπου ιταν ο προορςμόσ μου, με ςυνζτρβε θ ακονία α θ πολία των παγνδν, των ορνην, των γυαλν, των δαοςμθτν. α ο τμζσ τουσ, ςασ αμθλότερεσ από τσ δζσ μου. άποα είδθ πουλόντουςαν εεί πζρα όςο εγ τ’ αγόραηα! Στο μεταξφ θ Δάνθ είε λείςε το μαγαηί τθσ ξεπουλντασ όςο όςο το εμπόρευμα α είε πάςε δουλεά ςαν πωλιτρα ςτο κθρίο, ςτο τμιμα ουρτνν. Απζευγα να περν από ε. Δεν ικελα να τθ δω ςτα μάτα μου. Ιταν προδότρα. Ο αρόσ ςερνόταν, θ πελατεία μου φρανε, θ οονομι ρίςθ βάκανε, οφτε αν τθν πλθρωμι των ονοριςτων δεν εία ςίγουρθ. Άρςαν να ςωρεφοντα ρζθ! Χρωςτοφςα ςτθν εορεία, ςτον δοτιτθ του μαγαηοφ, ςτουσ προμθκευτζσ. Στθν τράπεηα. ε υνθγοφςαν, με προεδοποοφςαν, με απελοφςαν. Το ςπίτ μου, το μοναδό μου περουςαό ςτοείο, νδφνευε με ατάςεςθ. Ιμουν βουτθγμζνθ ςε μαφρεσ ςζψεσ εντρυοφςα γα παρθγορά ςε ουτςομπολίςτο περοδό, όταν άνε τθν είςοδό του ςτο μαγαηί ζνασ αλοντυμζνοσ φροσ. Ρετζμα επάνω να τον εξυπθρετιςω α το αμόγελο μζρ τ’ αυτά. Επτζλουσ να ζνασ πελάτθσ με γοφςτο α νζτςα που προτμά «το ρό είνα Πμορο»! Τον λατρεφω! Άουςα αλά ι μιπωσ τρελάκθα ζω αουςτζσ παραςκιςεσ; Αυτόσ εδ απατεί τσ εςπράξεσ μου, αλλσ με περμζνε ςάξμο! Το αςτρατερό αςαπομάαρο που ανδίωσ ζε εμανςτεί ςτο ζρ του μοάηε αροφντωσ οτερό. θ άτςα του ζε άςε άκε ίνοσ ευγζνεασ. Είνα μα αγρόατςα ελεενισ μορισ. ανονά κα εία πεκάνε από τρομάρα, αλλά θ ατάςταςθ είνα τόςο ςουρεαλςτι που με πάνουν τα γζλα. Αυτόσ τα άνε, το μααίρ εξαανίηετα ςτθν τςζπθ του. «Ψάξε, άνκρωπζ μου, ςτο ταμείο, ψάξε όπου κεσ. ετά δε δακζτω, μόνο αναδουλεά α ρζθ. Αν ζεσ ότςα, άντε, πιγανε να λθςτζψεσ το απζναντ!» του λζω. Το βάηε ςτα πόδα. άλςτα. Τον εία τρομάξε! Γίνεςα άτρομοσ α επομζνωσ τρομερόσ, όταν δεν ζεσ τίποτε να άςεσ, ςυμπεραίνω α νκω αλλόοτθ ςυμπάκεα γα τον επίδοξο λθςτι α πκανό δολοόνο μου. Σεδόν εφκυμθ ςυνείηω το ξεφλλςμα του περοδοφ α το μάτ μου πζτε ςε μα δαιμςθ γα ςεμνάρα κετισ ςζψθσ. Τθν εία ξαναδεί, αλλά τθν εία προςπεράςε αδάορα παλότερα , μάλςτα ερωνευόμουν τσ γνωςτζσ που αταγίνονταν με άτ τζτοα. Πμωσ τρα θ δαιμςθ με μαγνιτηε. Ρερζγραε το μυαλό ςαν ζνα ωρά, που, αν ζμενε αρόντςτο, αντί γα τςουνίδεσ, γζμηε με
27
μαφρεσ ςζψεσ. Ο Δάςαλοσ κα μου μάκανε πσ να τσ ξερηνω α ςτθ κζςθ τουσ να υτεφω ςζψεσ λαμπρζσ που κ’ άλλαηαν τθ ηωι μου. Τ ζανα να δομάςω; Γατί να μθ γίνε θ ςζψθ μου το όπλο μου; Τα μακιματα άρηαν το Σαββατοφραο, δθλαδι μεκαφρο. Ευτυισ ςυγυρία! Το μόνο που μου ζοβε λγά τον ενκουςαςμό ιταν τα τςουτερά δίδατρα θ πολφωρθ παραολοφκθςθ. Ωςτόςο το ζπακλο με δελζαηε ζτς Σάββατο πρωί να’ μα ςτθν αίκουςα ςυνεδρίων του ξενοδοείου «Άτλαντασ» μαηί με ζνα ςωρό άλλουσ μακθτζσ, ςτθν πλεοψθία τουσ γυναίεσ τθσ θλίασ μου, αλλά α νετερεσ. Τσ λοξοοίταηα ανιςυα μιπωσ εία μπλζξε με τίποτε ψνα, όμωσ όλο όλεσ αίνονταν μα αρά.. Το δάςαλο ςτθ ανταςία μου τον εία πλάςε αλαρό -θ αλάρα ςαν επζταςθ του μετπου δίνε πνευματότθτα ςτθν ανδρι μορι- α ντυμζνο με λαμφδα, ελεμπία ι άτ παρόμοο. Ο ουςτουμαρςμζνοσ α γραβατοορεμζνοσ φροσ που παρουςάςτθε μπροςτά μασ είε μάλλον αμθλό μζτωπο, πλοφςα ςαλωτά γρίηα μαλλά, μουςταά α πονθροφτςο βλζμμα πίςω από γυαλά με ρυςό ςελετό. Ζμοαηε μάλλον με πλαςζ παρωθμζνθσ εποισ. α πραγματά, δαβάηοντασ το βογραό του πλθροορικθα πωσ είε αρίςε τθν αρζρα του ωσ περοδεφων πωλθτισ. Γα να βελτςε τσ πωλιςεσ του είε παραολουκιςε ςεμνάρα κετισ ςζψθσ του μααρίτθ πλζον εγάλου Δαςάλου α από μακθτισ εξελίτθε ςε δάςαλο. γά απογοθτεφτθα, αλλά παρθγορικθα με τθ ςζψθ πωσ ίςωσ ιταν ο ςωςτόσ δάςαλοσ γα μζνα. ιπωσ εγ δεν ικελα να μάκω να πουλάω ςε πείςμα του κθρίου; Αποάςςα να τον εμπςτευτ. Άλλωςτε, το τόνςε ο ίδοσ ςτθ εςαγωγι του, δίωσ πίςτθ τίποτε δεν επτυγάνετα. Θ πίςτθ ανοίγε ςαλςτζσ πόρτεσ, ανερνε δρόμουσ, γατρεφε Π, ο άνκρωποσ δεν ιταν απατενασ α τα μακιματα, αν α δεν ζςωςαν το μαγαηί οφτε α είαν άμεςθ επίδραςθ επάνω μου, ίςωσ ρίξανε ζνα ςπόρο που φτρωςε εδ επάνω, ςτθν ανοφρα μου ηωι. Στσ αςιςεσ αλάρωςθσ τθσ πρτθσ μζρασ, αν μοίραηε βακμοφσ, κα μου ζβαηε ζνα ωραίο μθδενό. Τεντωμζνθ ςαν ελατιρο ςτα όρα ριξθσ ςυνεδθτοποοφςα πωσ θ ζνταςθ ιταν γα μζνα μόνμθ ατάςταςθ, τουλάςτον τουσ τελευταίουσ μινεσ, μα άμυνα μπροςτά ςε γνωςτοφσ α άγνωςτουσ νδφνουσ, θ άλλθ όψθ των όβων μου. Ζλαγα τα λετά α το ρόνο μου. Ιμουν ανεπίδετθ… Τθ δεφτερθ μζρα τα ατάερα. Απροςδόθτα. Βακζσ αναπνοζσ α πάλ, ανάποδο μζτρθμα, απαλι μουςι, θ ιρεμθ υποβλθτι ωνι του, α να επτζλουσ θ αλάρωςθ, το
28
άδεαςμα του νου από άκε ςζψθ, θ εφορθ ενότθτα, όπου ςπζρνεσ τουσ κετοφσ οραματςμοφσ, γα να κερίςεσ επτυίεσ.… Ζνα εγεαλογράθμα κα ανζρωνε πωσ ο εγεαλοί μου παλμοί ζουν γίνε πο αργοί, όπωσ ςτθν προςευι, ςτο δαλογςμό, ςτο μεταίμο ξφπνου α φπνου. Οραματίηομα το μαγαηί μου γεμάτο πελάτεσ, το κθρίο ερεπωμζνο, τα ρζθ μου ςβθςμζνα! Ξεαντνω! Ηιτω θ ανταςία. Ηιτω θ κετι ςζψθ! Σε αμά δεαπενταρά μζρεσ πάντωσ μου ονοποικθε θ δαςτι απόαςθ με τθν οποία το υποκθευμζνο ςπίτ μου ζβγανε ςε πλεςτθραςμό, γα να πλθρωκοφν τα ρζθ μου ςτθν τράπεηα α ςτουσ προμθκευτζσ μου. ου ιρκε νταμπλάσ. Εία μςοπςτζψε ότ θ κετι μου ςζψθ, αν ό τίποτε άλλο, τουλάςτον κα ακυςτεροφςε τθν ζδοςθ τθσ απόαςθσ… Απζναντ το κθρίο κράμβευε. προσ από το μαγαηί μου άνανε παρζλαςθ ο μςθτζσ τςάντεσ με τ’ όνομά του με όνα μεγάλα γράμματα ςε μαφρο όντο: HAPPYLAND. Τσ ρατοφςαν βζβαα ο αγοραςτζσ, αλλά αυτοφσ δεν τουσ ζβλεπα. Ζβλεπα μόνο τσ τςάντεσ. Το μίςοσ με πλθμμφρηε, με πότηε, ζτανε μζρ τσ άρεσ των νυν μου. Το κθρίο είε ζνα τερατδεσ ορμί από τςμζντο α ςίδερο, ζνα νευρό ςφςτθμα από θλετρά αλδα, θ αρδά του ιταν το τεράςτο, ατςάλνο ρθματοβτο, αίμα του ο πελάτεσ που μου ζλεβε. Ιταν ηωντανό α το μςοφςα! Το μίςοσ ζανε τθν αδυναμία μου δφναμθ. Ζτς μου ανόταν. Επςτρζοντασ τελείωσ αοδάκετθ ςτο υποκθευμζνο ςπίτ μου βρια να με περμζνε ο τελευταίοσ εραςτισ μου, ο Αντρζασ, ζνασ εγωεντρόσ λόλογοσ που αυόταν ότ ελάςτα αςολόταν με τουσ μακθτζσ του, γα να ζε ρόνο γα τθν πραγματι του δουλεά, τθν ποίθςθ. Ρόςο πρζπε να εία ξεπζςε τότε ςτε να υίςταμα τα άνοςτα ποιματά του α τα επίςθσ άνοςτα άδα του! Τςαλαβουτοφςα άτςαλα εδ εεί, αρπανόμουν απ’ όπου ζβρςα, να μθν γρεμοτςαςτ ςτθν άβυςςο τθσ ατάκλψθσ. Ηθτάνα ιμουν α δεόμουν ό,τ μου βάηανε ςτθ οφτα. Ικελα να μλιςω, να ξεςπάςω, αλλά εείνοσ δεν είε δάκεςθ παρά μόνο γα ςεξ. Άλλωςτε το κεωροφςε πανάεα γα τθν ατάςταςι μου. Τον ζανα πζρα. Ξανά μου άνθε ρθόσ αντπακθτόσ. Δε κυμάμα με ποα αορμι, τα’ βαλα μαηί του. Άουγα τθν τςρτι ωνι μου, αλλά αδφνατον των αδυνάτων να ςταματιςω. Σαν να’ μουνα ουρδςμζνθ, κα ςταματοφςα μόνο αν ξεουρδηόμουνα.
29
Ξεουρδίςτθα, όταν μου πζταξε ατάμουτρα ότ ιμουν τρελι γα δζςμο α βρόντθξε πίςω του τθν πόρτα. Τρελι! Σαν αμζνθ οίταηα γφρω μου ιμουν ς’ άγνωςτο τόπο, ξζνθ ανάμεςα ςε λουςτραρςμζνο ξφλο, γυαλςτερά υάςματα, ρωματςτό γυαλί, αςθμά, αλά α μπμπελό. πορεί α να ’ε δίο ο Αντρζασ. Μςωσ όμωσ γ’ αυτό επζηθςα. Δραπζτευςα από τθν ατάκλψθ αβάλα ςτθν τρζλα. ουλουράςτθα ςτον αναπζ, άνοξα τθν τθλεόραςθ, ξεάςτθα. Το πρωί ξφπνθςα ςτθν ίδα κζςθ, μ’ όλα τα όαλά μου να πονάνε. Ο ακρζτθσ του μπάνου μοφ ζδεξε μαν αξολφπθτθ άτςα! Ζβγαλα τθ γλςςα ςτον ακρζτθ, το είδωλό μοφ ανταπζδωςε. Ζβαλα τότε τα γζλα ιταν ςαν να μθ γελοφςα εγ, αλλά θ άλλθ, θ αδάμαςτθ. Ιμουν αόρθτα υλοκυμι τότε. α του φψουσ μα του βάκουσ. ε αναπτερωμζνο το θκό μαγαρίςτθα επμελσ ςγοτραγουδντασ μάλςτα. Τραγουδ υρίωσ όταν είμα παραηορςμζνθ. Θ μαμά όταν τραγουδοφςα, ηωνότανε τα μαφρα ίδα. Ιξερε ότ άτ με βαςάνηε... Σε βλζπω, ασ μθν είςα εδ, Ορζςτθ, να αμογελάσ τρυερά α λγά περπατά... Είνα το γαλάηο ςου βλζμμα που με προαλεί ςε εξομολογιςεσ. Του ξεγυμννομα, του ανοίγομα δίωσ αντίςταςθ. Δίωσ ντροπι του παραδίδομα, ξαναγίνομα εφκραυςτθ, ωμάτνθ θ θδονι μου αόμθ πο βακά από τθν ερωτι. Απλνω το ζρ να αϊδζψω το ανεμοδαρμζνο ςου πρόςωπο α άτω από τθν τραφτθτά του ψαφω παδό δζρμα... Γα να ςε ςυναντιςω, πζραςα μζςα από τα ίλα φματα. Πταν εία πε «τετζλεςτα» α παραδόκθα ςτο τελευταίο, μοραίο φμα, αυτό με ςιωςε ψθλά α, αντί γα τον πάτο, με απόκεςε ςτο ωρό μου, ςτο ςπίτ μου, με φα α οφλα ςτα μαλλά, με είλθ αλμυρά. Ιμουν ακάνατθ α δεν το’ ξερα. Το’μακα α δεν είμα πα θ ίδα. Ολόρεςοσ μου αίνετα από τότε ο όςμοσ, τον περπατ ζκαμβθ α ευγνωμονοφςα, γατί βλζπω καφματα. Καφμα εςφ, ό το μόνο. Ραλά, καρμζνθ τανία μοάηουν πλζον τα περαςμζνα με εόνεσ τρεμάμενεσ, δίωσ ερμό, ςαν παραςκιςεσ άρρωςτου μυαλοφ... Κυμάμα α δυςολεφομα ν’ αναςάνω. Ππωσ τότε... Θ «κθλά» γφρω από το λαμό μου όλο α ςίγγε, δφςολο να αταπίνω τσ μπουζσ μου ο ακςτόσ φπνοσ μπροσ ςτθν αναμμζνθ τθλεόραςθ, ταραγμζνοσ. Βοικεα από πουκενά. Ο πόρτεσ ζουν λείςε
30
θ μα μετά τθν άλλθ. Νόμηα πωσ εία ςυγγενείσ α ίλουσ, αλλά είμα ζρθμθ! α ανζςτα! Το ςπίτ μου ζε πουλθκεί ςε πλεςτθραςμό. Το κθρίο, αλόνθτο α παντοδφναμο, με οροϊδεφε. Το μς. αταρ να το αταςτρζψω! Το αντάηομα να τυλίγετα ςτσ λόγεσ α ςτουσ μαφρουσ απνοφσ, να ετνάςςετα ςε εατομμφρα ςυντρίμμα, μα μαφρθ τρφπα με αποαΐδα να άςε ςτθ κζςθ του, αοφω τσ εριξεσ α τσ ραυγζσ αγωνίασ των πελατν, δεν ζω οίτο, αντίκετα, ουρλάηω, από μζςα μου, κραμβευτά. Ζω παραδοκεί ςτθν παράνοα. Στθν τθλεόραςθ Ραλαςτίνεσ, με ςεπαςμζνα πρόςωπα, ηωςμζνεσ ερθτά, περγράουν τουσ εαυτοφσ τουσ ςαν ανκρπνεσ βόμβεσ. Τσ ηθλεφω! Φαντάηομα πωσ είμα εγ αμάη εν δράςε, πωσ τα μόρά μου αναατνοντα με τα ςυντρίμμα του κθρίου ςε μα μεγαλεδθ ζρθξθ!.. γ από ευδαμονία, αλλά ποφ να βρω ερθτά; Το παρανοϊό μου μυαλό παίρνε γριγορεσ ςτροζσ. Στο δαδίτυο κα υπάρουν ςυνταγζσ αταςευισ… ε αντάηεςα, άντρα μου, λεςμζνθ ς’ ζνα απομονωμζνο α εγαταλεμμζνο παράπθγμα που εία ανααλφψε ςτθ οφτςα, με τθ γλςςα ρεμαςμζνθ ζξω από τθν υπερζνταςθ, το ςτόμα ατάςτεγνο, να μαγερεφω το ερθτό, που, βζβαα δε κ’ ανατίναηε το κθρίο, κα το τραυμάτηε όμωσ! Θ ςυνταγι ιταν απλι. ίπαςμα γα γαηόν, πετρζλαο κζρμανςθσ ζνα υτλά! α γερι δόςθ γα άκε όροο κα’ ανε δουλεά! Τσ λεπτομζρεεσ πάντωσ δεν τσ είε αόμθ επεξεργαςτεί το ςατανό μυαλό μου. Θ ζρθξθ με ξεουαίνε, με ρίνε άτω. Ράνω μου πζτουν τοφβλα α λεγόμενα δοάρα. Βρίςω τθ δφναμθ να ςυρκ ζξω μεσ ςτα λαςπόνερα τθσ νυτερνισ βροισ. Αόμθ δεν ζω πάρε είδθςθ ότ ζω αρπάξε ωτά. Στα τζςςερα ξεμαραίνω. Το μανί μου αίγετα, τα μαλλά μου αίγοντα, ο λαμόσ μου… θ πλάτθ… Ρανόβλθτθ υλζμα ςτθ λάςπθ να ςβιςω τθ ωτά . Ξαναρίηε να βρζε. αταρρατωδσ. Το νερό πζτε επάνω μου ξζρενα. ε ςβινε. ε εξαγνίηε. λαίω με τθν ψυι μου, ανταγωνίηομα, καρρείσ, τθ βροι, ςαν να’ ω ςωρεφςε μζςα μου ποταμοφσ δαρφων. Από ευτυία λαίω. Γα το απρόςμενο ζλεοσ. Γα τθν Ραρουςία. Εία να τθ νςω από τότε που ιμουν παδί. Από καφμα ηω! Το παράπθγμα δεν υπάρε πα, είνα ζνασ ςωρόσ από ερείπα που απνίηουν. Ευτυσ ζω επάνω μου το λεδί του αυτονιτου μου, που το εία παράρε αρετά μαρά από τον τόπο τθσ αταςτροισ γα ευνόθτουσ λόγουσ.
31
εσ ςτθ νεροποντι τάνω ςτθ νοαςμζνθ γαρςονζρα μου. Τρζω να ωκ μζςα μθ με προλάβουν τίποτε περίεργα βλζμματα. Στθ ντουηζρα ξεπλζνομα με λαρό νερό. Τα εγαφματα πονάνε, αλλά ό α τόςο. Ρζτω ςτο ρεβάτ. Τα ςθμάδα εείνθσ τθσ μζρασ είνα αόμθ επάνω μου, ςτο δζρμα μου. Πταν τα πρωτοείδεσ, τ’ άγγξεσ με το λί ςου, αλλά δε ρτθςεσ… Ζεσ ποτζ, αλζ μου, βρεκεί ς’ άγνωςτο τόπο - μόλο που είνα το ρεβάτ ςου- με το ςοτάδ γφρω ςου τςμζντο α το ωσ τυλό; Ζεσ ποτζ ςου παραμονζψε ιουσ α μυρουδζσ μιπωσ ανααλφψεσ ποφ είςα; Ο πόνοσ ιταν που μοφ ξετφλξε το ουβάρ τθσ μνιμθσ όταν ξφπνθςα. Τα εγαφματα είαν αοορμίςε α πονοφςα … Σθνομα, ανοίγω τα παντηοφρα, μπαίνε μζςα λωμι θ μζρα, ανερνε πεταμζνα ροφα, ουρελαςμζνεσ εθμερίδεσ, βρόμα λτηάνα αζ. Πμωσ ζξω ςτον αάλυπτο ρο θ λγοςτι πραςνάδα είνα πενταάκαρθ α υγρζσ ςταλαγματζσ αςτράτουν ςτσ άρεσ τθσ. Κα ζε ξαναβρζξε όςο ομόμουνα α ομόμουνα δυο ολόλθρα μερόνυτα! θανά περποοφμα όπωσ όπωσ τα εγαφματα, άνω μάλςτα προςπάκεα να τατοποιςω το ςπίτ. Πμωσ το ςμα μου είνα βαρφ, ςαν να’ ω ςθωκεί από μαρόρονθ αρρςτα, θ ανάςα μοφ όβετα. Εξουκενωμζνθ ουλουράηομα ςτο ρεβάτ, βυκίηομα... Το επόμενο πάντωσ πρωί είμα αρετά δυνατι α ιρεμθ, ςτε να ξενιςω γα το μαγαηί -εία να πατιςω πάνω από μα βδομάδα- γα να τατοποιςω ερεμότθτεσ… ϋΘταν μα από είνεσ τσ ςπάνεσ μζρεσ τθσ Αττισ που ςε ξανάηουν με τθ δαφγεα α τα ηωντανά τουσ ρματα, με τσ μυρουδζσ τθσ βροισ π’ ανεβαίνουν από το ελάςτο ατςμζντωτο μα. Στο μετρό, ανάμεςα ςτο βαρεςτθμζνο, ταλαπωρθμζνο πλικοσ, ξερςα ζνα παδό προςωπά, που με ζκαμβα μάτα παραολουκοφςε από το παράκυρο τθ δαδρομι ςρτντασ από ενκουςαςμό. Θ μάνα του, μα μαραμζνθ μαυροόρα με αποαλυπτό ντεολτζ, το τραβολογοφςε να ακίςε ρόνμα. «Αιςτε το! Δεν περάηε ανζναν», τθσ είπα. ου ζρξε μα ανζραςτθ ματά άθςε ιςυο ο παδί. Ρερνντασ ζξω από το κθρίο οφτε ταράτθα οφτε εξοργίςτθα. Τα μάγα ςαν να είαν ςπάςε. .. Το γραμματοβτο του μαγαηοφ ξεείληε από δαθμςτά υλλάδα. Υπιρε ζνα ίτρνοσ άελοσ, με αποςτολζα ςυμβολαογράο, παντελσ άγνωςτό μου.
32
Το μαγαηί, λεςτό μονάα λίγεσ μζρεσ, ζδενε παρατθμζνο είε όλασ μα μυρουδά μοφλασ. Ζςπευςα ν’ ανάψω όλα τα τα, αλλά θ μελαγολία επζμενε. Άναψα ραδόωνο. Ζπεςα ςε αψουροτράγουδα, αλλά τ πείραηε; Το ςθμαντό ιταν θ ςυντροά τθσ ανκρπνθσ ωνισ. Άουςα ςτον αυτόματο τθλεωνθτι τα μθνφματά μου. πόλα! Από γνωςτζσ, ςυγγενείσ… α πελάτςςεσ. Ιμουν δθμολισ α δεν το εία πάρε είδθςθ! Φαντάςτθα ότ ςε ενδεόμενθ θδεία μου κα μάηευα αρετοφσ πενκοφντεσ α οφςωςα από αμάρ. Δε κα εία περάςε α παντελσ απαρατιρθτθ από το μάταο αυτόν όςμο!.. Σαν να μθν ζταναν όλα αυτά τα ευάρςτα, με τίμθςαν α τρεσ πελάτςςεσ! εςθμζραςε, όταν κυμικθα ν’ ανοίξω το άελο του ςυμβολαογράου. Δάβαςα α ξαναδάβαςα το περεόμενο μθ πςτεφοντασ ςτα μάτα μου. Ιμουν λθρονόμοσ άγνωςτθσ κείασ! λθρονομοφςα μα παλαά οία με περβόλ δφο ςτρεμμάτων ς’ ζνα ωρό, που ποτζ μου δεν εία ξαναοφςε. Το Αγνάντο. Ο ςυμβολαογράοσ με παρααλοφςε να επονωνιςω επεγόντωσ μαηί του, γα να δθλςω αν αποδεόμουν τθν λθρονομά. Τθλενθςα αμζςωσ... εσ πωσ λατρεφεσ το γζλο μου, Ορζςτθ. Το είπεσ α ςιμερα, πρν ξαναφγεσ. αγαρό, ορτςίςτο γζλο, λεσ. Θ αλικεα είνα πωσ γεννικθα με τθ αρά τθσ ηωισ. Ιμουν, ςφμωνα με τθ μααρίτςςα τθ μαμά, ζνα γερό α παουλό βρζοσ που κιλαηε λαίμαργα, υρολετά με ομμζνθ τθν ανάςα. Χαμογελοφςα, αντί να λαψουρίηω, α ποτζ δεν εία ξεςθςε με λάματα τουσ γονείσ μου τθ νφτα ετόσ από μα, εείνθ τθν παραλίγο μοραία. Βαρυεμωνά ιταν, το όν ζξω ςεδόν ζνα μζτρο, α θ ςτοργι, αλλά πεςματάρα γαγάα μου, παρά τθν απαγόρευςθ του μπαμπά, είε ουβαλιςε ρυά ςτθν ρεβατοάμαρά μασ ζνα μαγάλ μθ τυόν ρυςω. Τα άρβουνα δεν ζουν αλοωνζψε θ άμαρα γεμίηε δοξείδο του άνκραα. όνο εγ ξυπν α μπιγω άτ τςρίδεσ! ςοξυπν τον μπαμπά, θ μαμά είνα λπόκυμθ. ε μεγάλθ δυςολία, τρελίηοντασ α παραπατντασ, αταζρνε να τάςε μζρ το ατάλεςτο παράκυρο α να τ’ ανοίξε. Ορμά μζςα ο παγωμζνοσ αζρασ, θ ηωι. Αν ιμουν ζνα ςυςτθματά λαψάρο μωρό, ίςωσ ο πατζρασ μου να μθ ςθωνόταν... Γφρω ςτα πζντε μου ιμουν ζνα ςανταλάρο ορτςά, με πετατά οτςδάα α, ατά τθ μόδα τθσ εποισ, με μα μποφλα ςτθν
33
ορυι του εαλοφ, άτ ςαν τρίνο ντολμαδά, που αωνίωσ ατθόρηε ςτο μζτωπό μου, γα να ςτακεί ίςα ίςα επάνω από τα ρφδα μου. Τρελανόμουν να ςαρνω άρςεσ, υρίωσ ςτθ μαμά, που ςανόταν τσ άρςεσ, ασ τσ πλιρωνα με ξυλοδαρμό. Κυμάμα δυο περπτςεσ, πρν αόμθ πάω ςτο ςολείο αναγαςτ να ςοβαρευτ. Θ μαμά ετομάηετα γα επίςεψθ. Είνα βαςτι α νευρι, γατί ζε ακυςτεριςε εγ ςυλλαμβάνω τθ λαμπρι δζα να ρφψω τσ νάλον άλτςεσ τθσ άτω από το ςτρμα. Ψάνε α ψάνε είνα τόςο αςτεία που δεν μπορ πα να ρατιςω τα γζλα μου. ιπωσ ξζρω ποφ είνα ο άλτςεσ; Αρνζμα ξεαρδςμζνθ. ιπωσ τσ ζρυψα; Π εγ! Ο αλάντηαροσ! Ροφ τσ ζρυψε ο αλάντηαροσ; Ραραλθρντασ από γζλα λζω πωσ δεν ξζρω. ε αλοπάνε, με παρααλάε θ μαμά. Βράοσ εγ ασ προαςκάνομα πωσ από ςτγμι ςε ςτγμι κα ξεςπάςε μπόρα. α ξεςπά. Τρω γερό ξφλο α λαίγοντασ ξετρυπνω τσ άλτςεσ… Κυμάμα α μα άλλθ πλαίτςα που τισ ςάρωςα με επίςθσ δυςάρεςτθ ατάλθξθ. Ρεριανθ τισ δείνω ςτθ οφτα μου τσ δεαροφλεσ που μου ζδνε άπου άπου θ κεία γα αραμζλεσ εγ τσ μάηευα. Ροφ βρια τόςεσ πολλζσ; απορεί θ μαμά. Θ ζμπνευςθ μου’ ρετα ουρανοατζβατθ. Ηθτάνεψα! Θ μαμά γουρλνε τα μάτα, με οτάηε με ρίθ ςαν να’ μα τζρασ. Ηθτάνεψα! Το δό τθσ παδί ηθτανεφε! Εγ το γλεντ. Γατί; αό είνα θ ηθτανά; Αν δεν με πςτεφε να ρωτιςε τθν Ταςοφλα α τον ωςτι. ε είδαν. Να τουσ ωνάξω να μαρτυριςουν; Επαολουκεί το πο άγρο ξφλο τθσ ηωισ μου. εγαλνοντασ το ξφλο ςταμάτθςε, αλλά ο λόγο γα λάμα γίνονταν όλο α πο ςοβαροί. Ο δαωνίεσ ανάμεςα ςτον μπαμπά α τθ μαμά με τον αρό εξελίςςονταν ςε οβεροφσ αβγάδεσ. Γα τα οονομά, τα ςόγα, άποα άλλθ γυναία… Θ ατμόςαρα ςτο ςπίτ βάρανε ςε μα εποι που θ εθβεία με ζανε μυγάγγτθ. Θ οογενεαι μου δυςτυία ζγνε θ ρυι πλθγι μου. Ζλαγα πολφ, αλλά πάντα ρυά. άρςε τότε θ λατάρα γα υγι, γα το αρρενωπό, αντρό ζρ που κα με τραβοφςε μαρά από το ςπίτ. Ρερίμενα το «βαςλόπουλο» που κα μ’ ερωτευόταν τρελά α κα με ζςωηε, όπωσ αρβσ ςτα ρομάντηα που ξεοάληα. Πμωσ ςε μζνα τίποτε τζτοο δεν ζλεγε να ςυμβεί. Αντίκετα, όςο πο κλμμζνθ ιμουν, τόςο το ενό γφρω μου πλάτανε. Σαν να’ τανε θ κλίψθ ολζρα, όλο μζνανε μαρά μθν ολλιςουν. Αντίκετα όταν ιμουν αροφμενθ, όλο πζτανε επάνω μου ςαν τσ μφγεσ ςτθ ηάαρθ. Ριρα το μάκθμά μου α δεν το ξζαςα. ανείσ δε ςοτίηετα να ςε ςςε. Ο ακζνασ κζλε να
34
πάρε από ςζνα α πρζπε να ζεσ να δςεσ. Από μζνα παίρνανε αρά. ζ. Θ κλίψθ τοφσ ιταν αρείαςτθ. Ζτς λοπόν ζρυψα το ςοτάδ μου ζανα το γζλο εμπορό μου ςιμα ςτο παηάρ του όςμου. Δεν ιταν προςποίθςθ, ιταν φςθ ενςυμζνθ με απόαςθ α πείρα. α πρόλθςθ. Πταν όλα αίνονταν ςτραβά ανάποδα, αντί να ατεβάηω μοφτρα, γελοφςα. πορεί α να τραγουδοφςα. Πταν επεροφςαν άποο να με ταπενςουν, τουσ ζτυνα με το γζλο μου α νκανε εείνο ταπενωμζνο. ου ζγνε δεφτερθ φςθ το γζλο. α ατία παρανόθςθσ. ε παίρνανε γα δυνατι, θ μαμά γα αναίςκθτθ. αμάρωνα γα τθν εντφπωςθ που ζδνα, γα το πείςμα μου. Πςο εία το γζλο μου τίποτε α ανείσ δεν μποροφςε να με ςυντρίψε. Ζτς πορεφτθα μα ηωι. Γελοφςα, γλεντοφςα, πάλευα, ζπετα, ςθωνόμουν... Ππωσ όλο. Αν ςε γνρηα νωρίσ, αλζ μου, δε κα εία παραπλανθκεί α περπλανθκεί. πορεί να εία γεννιςε α μεγαλςε τα παδά μασ α να’ μουν τρα μα δαορετι γυναία. Μςωσ όμωσ αλφτερα που άργθςα να ςε γνωρίςω. Ζανα το ταξίδ μου, ζμακα ζπακα. Ζγνα αυτι που είμα, το «ορτςά» ςου. ε πονάνε όμωσ τα ρόνα που δε ηιςαμε μαηί. Γ’ αυτό ςου μλ γα τθν παδι μου θλία. αταρ να τθ γνωρίςεσ, λαταρ να είμα μπροςτά ςου αζραθ, ό ομματαςμζνθ. Εςφ δε ςυνθκίηεσ να γελάσ. όνο άπου άπου ζνα αμόγελο περνά από τα μάτα ςου αποςφρετα βαςτά ςαν να δζπραξε υπερβολι. Πμωσ προκζσ αοφγοντασ ςτθν τθλεόραςθ τον υπουργό να λζε πωσ θ τατι τθσ «πάπασ» ςτσ παραβάςεσ του εναερίου μασ ρου από τα τουρά αεροςάθ είνα θ ενδεδεγμζνθ πολτι γα τθ δατιρθςθ τθσ ερινθσ, ξζςπαςεσ ςε ςαραςτό γζλο. «Ροασ ερινθσ; Ζουμε πόλεμο εδ α αρό! Εντόσ των τεν πόλεμο…» ζλεγεσ α ξανάλεγεσ βαδίηοντασ νευρά επάνω άτω, εν θ Ρουπζλα από τθν πολυκρόνα ςε παραολουκοφςε ανιςυθ, ζτομθ να ςαλτάρε, αν τθ ηφγωνεσ. «α ποοσ είνα ο εκρόσ;» ςε ρτθςα. Σταμάτθςεσ το πιγανε-ζλα. ωτοφςα εγ; Εγ που εία αυτοεξορςτεί εδ επάνω να γλυτςω... Αοφςαμε το γάβγςμα τθσ άρασ από τθν αυλι. Ανιςυοσ ζερεσ το ζρ ςτθν τςζπθ του παντελονοφ ςου, όπου ρφβεσ το πςτόλ, ζτρεξεσ ςτο παράκυρο να οτάξεσ ζξω. «Ο εκρόσ!...» ςε πείραξα.
35
«Κα μποροφςε α να είνα...» ψκφρςεσ ανγματά είδα το πρόςωπό ςου πετρωμζνο, τα μάτα ςου ανζραςτα. Τρόμαξα α το’ δεξα. ’ αγάλαςεσ δίωσ πόκο, ακθςυαςτά. Ζβγαλεσ το πςτόλ από τθν τςζπθ, τ’ αοφμπθςεσ ςτο τραπζη. Ρρζπε να ιταν γεμάτο αναρωτικθα αν κα μποροφςεσ να ςοτςεσ. Κα μποροφςεσ. Από απελπςία. α ςε πόνεςα, αλζ μου. Ζρεςα υλωμζνοσ ωσ, τρφπο όμωσ. α ςτσ τρφπεσ, ςοτάδ. Σοτάδ που αταπίνε τα λόγα. γόλογοσ είςα α κα’ ςουν ςεδόν βουβόσ, αν δεν ιταν τόςο εφγλωττα τα μάτα ςου. ανζνα βλζμμα δε μ’ αγάπθςε, δε με πόνεςε, όπωσ το δό ςου. Γ’ αυτό δε ρωτ αν μ’ αγαπάσ… Φκαρμζνεσ ο λζξεσ τθσ αγάπθσ, τσ προδςαμε α μασ πρόδωςαν παλά. όμωσ! αμά ορά με πάνε θ λατάρα να τσ αοφςω απ’ τα είλθ ςου. Δεν ζω αόμθ ελευκερωκεί από τσ λζξεσ, πότε πότε τσ νοςταλγ. Ρεσ μου, πσ γίνετα ςτθν απουςία ςου να είςα παρν; Ο νιςεσ ςου, το περπάτθμα, ο ιοσ τθσ ωνισ ςου, το άγγγμα α προπαντόσ το βλζμμα ςου είνα εδ, αποτυπωμζνα παντοφ. Δεν είνα που ςε ανααλ ςτθ μνιμθ μου, είνα που υπάρεσ... όμωσ. Χκεσ παραλίγο να ςε δξω! Θ αορμι ιταν γελοία, πρόαςθ μάλλον γα να ραγίςω αυτό το ζλυοσ όπου αποςφρεςα είνα τότε ςαν να με ςβινεσ, ζςτω α γα ζνα δευτερόλεπτο. Κα’ πρεπε να’ μα γενναόδωρθ, μα ο όβοσ ξεείλςε ανεξζλεγτοσ. Ο όβοσ ηε αόμθ!.. Ζνωςα αδφναμθ ζγνα μρόψυθ. Δεν είμα α τόςο δυνατι. Αναγάςτθα να το παραδετ Να… Κζλθςα να ςε άςω, γα να μθν ζω τίποτε να άςω. Δε δαμαρτυρικθεσ. όνο με οίταξεσ είε τζτοα κλίψθ το βλζμμα ςου, που μου’ ρκε να πζςω ςτα πόδα ςου. ρατικθα. Σ’ άθςα να τάςεσ ςτθν αυλόπορτα, ς’ άθςα να τθν ανοίξεσ, πρν τρζξω πίςω από τθ ςυτι ςου πλάτθ. Γφρςεσ το εάλ, είδα τα μάτα ςου υγρά ζλωςα. Σ’ ζςυρα μζςα. Σου παραδόκθα, ό από πόκο, από ζλεοσ. Σε πον. Θ αγάπθ πονάε. Αποομικθεσ α ςθκθα να ςου μαγερζψω. Τζλεωςα εςφ αόμθ ομόςουν. Είεσ ζνα πρόςωπο νεανό, ςεδόν εθβό, ο ςζσ του άαντεσ. Ιμουν εγ που τσ εία εξαανίςε; Γα μα ςτγμι μπια ςτον περαςμό να ς’ ζω ολόδό μου, τα μυςτά ςου όλα ανερωμζνα. Ζδωξα αμζςωσ τθ ςζψθ… Γα να μθ ςου αλάςω τον φπνο, βγια ςτο περβόλ. Ο ιλοσ είε δφςε, αλλά το ωσ ρατότανε αόμθ από τα αρόυλλα, εν μα
36
αραι ομίλθ υλοφςε ςτθν πλαγά του βουνοφ α αταάκηε ςτσ εραμοςεπζσ. Το πεφο μου ττίβηε, ακσ τα πουλά ψάνανε λαδί να ουρνάςουν. Το αερά ζερνε ξεκυμαςμζνουσ ιουσ από ουδοφνα αρνν που επζςτρεαν ςτο μαντρί α γαβγίςματα ςφλων. ετά απότομα άκε ιοσ ζςβθςε. Σγαλά πθτι. Αλλόοτθ. ζμπανε ςτο ορμί α ςτο μυαλό μου ςαν να’ τανε νερό εγ ςτεγνό ςουγγάρ. ε γζμηε μζρ που ζγνα θ ίδα ςγι α τότε μου άνθε πωσ αξκθα ν’ αουγραςτ, γα πρτθ ορά ςτθ ηωι μου, τθν ανάςα των δζντρων. α ευροςφνθ με υρίεψε, όβοσ δεν υπιρε, μόνο θ μουςι τθσ ανάςασ… Γονάτςα αοφμπθςα το εάλ μου ςτο μα ςαν να’ κελα να βυκςτ μζςα του. Ευλογικθα με γαλινθ. Θ ωνι του ςότωςε τθ ςτγμι. Ο υρ - Ανζςτθσ Ανζςτθσ με ναηε, ο μεγάλοσ μου μπελάσ, να μου δςε όρτα του βουνοφ, τρυεροφδα, μαηεμζνα ζνα ζνα με τα ζρα του, από πάνω, ακαρςμζνα α πλυμζνα. Ο υρ- Ανζςτθσ Ανζςτθσ με αταλφηε με δρα: όρτα, βότανα, τυρί, βοφτυρο, οτόπουλα, άςτανα, αρφδα. Από τον πρτο αρό που εγαταςτάκθα εδ, εία τθν ατυία να του εμπνεφςω ςοδρότατο ζρωτα, που μου τον εξομολογικθε ςτα ίςα. αγοφα εγ, «ςτα ντουηζνα μου», οτςανάτοσ εείνοσ -να μθν οτάηω τ’ άςπρα μαλλά, τα λεψά του δόντα α τα εβδομιντα ζξ του ρόνα, άλλα άνουν τον άντρα- με γυναία ατάοτθ, γατί να μθν ευαρςτόμαςτε ο δυο μασ; Το ερωνό γζλο μου δεν τον είε αποκαρρφνε. άκε άλλο. Ζγνε τςμποφρ, τα δρα πλικαναν, μζρ που απθυδςμζνθ του διλωςα ορκά οτά να με παρατιςε ςτθν θςυία μου. Τότε ζρξε το μεγάλο του αρτί. Το ςτεάν! Κα ρηε τθ γρά, κα ζπαρνε εμζνα! Κα μ’ ζανε βαςίλςςα. ορνα ςτο εάλ του! Δεν είε μόνο γίδα, αλλά α λίρεσ α ευρ α μετοζσ. Ο όρεσ του ο αρπάτρεσ δεν τα’ ανε πάρε μυρουδά. Κα τα’ γραε ςτ’ όνομά μου. όνο να’ ανα λίγθ υπομονι, μζρ να ξεορτωκεί τθ γρά… Ε, δε κ’ αργοφςε α πολφ να του αδεάςε τθ γωνά… Του’ δωςα να αταλάβε πωσ, με ι δίωσ ςτεάν, τίποτε δεν μποροφςε να γίνε μεταξφ μασ. Σφλαςε. ’ ζβρςε «ανμαλθ» εξαανίςτθε. Ανάςανα, είπα πωσ εία ξεμπερδζψε, μα ςε δζα μζρεσ να τοσ πάλ, όμωσ άλλοσ άνκρωποσ, ταπενόσ α ντροπαλόσ, με εάλ ςυτό, μάτα αρωμζνα ςτο μα. α βρεγμζνθ γάτα μ’ ζναν τενεζ τυρί. Ραραγωγισ του. Να το αταδετ, τίποτε άλλο δε ηθτοφςε. ε τα πολλά πιρα το δρο. Από τότε δεν ξανάανε ουβζντα γα ζρωτεσ. Ρερορίηετα ςε δρα, αναςτεναγμοφσ α εραςτζσ ματζσ.
37
Τελευταία τα ζρα του τρζμουν α ςυνά μπερδεφε τα λόγα του. Τον λυπάμα. αμά ορά τον αλ α λ μζςα γα αεδά. Τον άλεςα αυτι τθ ορά. ου’ ρξε μα λοξι ματά, ςαν ςφλοσ που περμζνε λοτςά, αλλά ελπίηε α ςε όαλο. «α είνα αυτόσ μζςα…», μουρμοφρςε δςτατά. Ζμενα άναυδθ. Ρσ το ιξερε; αταςοπεφε το ςπίτ; πιε τελά με μρά, προςετά βθματάα ςαν να οβόταν μιπωσ πατιςε νάρθ. ακςμζνοσ ζξω ζξω ςτθν αρζλα του, ρίνοντασ ολόγυρα οβςμζνεσ ματζσ, ιπε τον αζ ζαγε το γλυό του. Σθκθε να φγε, οντοςτεόταν όμωσ ζςγγε αμιανα τα ζρα του. Τον ρτθςα τ ζτρεε. Δίςταηε, ξεροατάπνε, ξεροατάπνε, αναςτζναηε. Στο τζλοσ ξζςπαςε ψκυρςτά μθ ςε ξυπνιςε. ε τθν Ζθ τα είε, τθ ςτραβάδω, που όπου πάε όπου ςτακεί τον ατθγορεί πωσ τρζε πίςω απ’ τα κθλυά. Άδθ ατθγόρα πζρα γα πζρα. Αλλά θ Ζθ του’ ε άτ, επεδι αυτι τον κζλε, εν εείνοσ με τίποτε. Πλο γλφεσ α ςερμπζτα τρζουνε απ’ το ςτόμα τθσ, Ανζςτθ μου, λεβζντθ μου, τζτοα, οφτε λογαράηε τον άντρα τθσ, που τον ζε ςοφηα! Αν δε μου ππίληε το μυαλό με ατθγόρεσ εναντίον του, αυτόσ κα ομότανε τρα ςτο ρεβάτ μου ρεβάτ μου ό ο άλλοσ! ϋΕβαλε τα λάματα. Χοντρά δάρυα τρζανε ςτα ςαμμζνα του μάγουλα α άνονταν ςτο γρίηο του μουςτά. Ζβγαλε από τθν τςζπθ του ζνα βρομομάντλο να τα ςουπίςε. Φφςθξε α τθ μαρουλι του μφτθ. Θ ατάςταςθ ιταν τραγελαι. Ο υρ Ανζςτθσ ηοφςε ςε μα αυταπάτθ, αλλά δεν εία δάκεςθ να γελάςω. ιπωσ όλο μασ δεν ταξδεφουμε ςτθ ηωι μζςα ςε μα ρωματςτι ςαπουνόουςα; Σπάε α πονάμε, ςπάε α ςπάμε, ςπάε α βλζπουμε… β λζπουμε… Τον δαβεβαίωςα πωσ θ Ζθ ποτζ δεν τον είε ατθγοριςε όςο γα τον τρόπο που του μλοφςε να μθ βάηε δζεσ. Αυτόσ ιταν ο τρόποσ τθσ προσ τον ακζνα. «Πλο είνα αλοί γα ςζνα. Πλο ετόσ από μζνα!» μου πζταξε πρόολα ζυγε ςζρνοντασ τα βιματά του, ζνα αμπουραςτό, αοτράαλο γεροντά. Θ Ζθ είνα ίλθ μ’ όλθ τθ ςθμαςία τθσ λζξθσ. Τθ καυμάηω. εππλζον βρίςω γοθτευτι τθν αςιμα τθσ. ςότυλθ α ταλαπωρθμζνθ από τθν αρρςτα, ςου μεταδίδε ζ αγάπθ γα τθ ηωι. ουράγο α αρτερία. Ραίρνω δφναμθ απ’ τθ δφναμι τθσ. οντά τθσ γίνομα αλφτερθ α ςίγγετα θ ψυι μου ςτθ ςζψθ πωσ μπορεί να τθ άςω. Πμωσ θ Ζθ ζε λοςοιςε αυτό το ενδεόμενο. Το αντμετωπίηε με υςότθτα, μόνθ τθσ ζγνοα ο Σταφροσ, ο άντρασ τθσ.
38
Ζνασ απίςτευτοσ ζρωτασ δζνε το ηευγάρ. Είνα ίςωσ θ ςά του κανάτου που τον ρατά λαμπερό Είαν γνωρςτεί ςτα αλάβρυτα, όταν θ Ζθ υπθρετοφςε εεί ωσ πρωτοδόρςτθ ακθγιτρα Γαλλν ο Σταφροσ ωσ θλετρολόγοσ τθσ ΔΕΘ. Εξατίασ μασ θλετρισ βλάβθσ ςτο ςπίτ τθσ ζνασ ςυνάδελοσ τισ ςφςτθςε τον Σταφρο. Ράε ο Σταφροσ απογευματά μετά τθ δουλεά, επδορκνε τθ βλάβθ, τον ερνάε θ Ζθ ανταΐ ταγμζνο απ’ τα ζρα τθσ –εδότθτά τθσ τα γλυά ταψοφ ταψ οφ- πάνουνε τθν ουβεντοφλα, ςουρουπνε, ζε ξεςπάςε ςτο μεταξφ δυνατι βροι. Θ Ζθ ςτρνε τραπζη γα δυο. αανοντολμάδεσ του ςερβίρε α του Σταφρου του αίνετα πωσ ποτζ του δεν ζε γευτεί νοςτμότερουσ. Βάηουν άτω αόμθ α τθσ μάνασ του!... Ο Σταφροσ ζυγε γφρω ςτσ δζα ςγοτραγουδντασ ςτο ψλόβροο με τθ δανει ομπρζλα τθσ Ζθσ ρματοσ πορτοαλί. Σοτάδ ερθμά ζξω, ανείσ δεν πρόςεξε τθ γυναεία ομπρζλα. Τθν επόμενθ θμζρα τισ τθν επζςτρεψε α ξανάαγε ανταΐ. Αυτό ιταν. όλλθςαν. Κζλανε να παντρευτοφνε γριγορα, να μθ δίνουνε λαβι ςε ουτςομπολά, όμωσ ο Σταφροσ ιταν ατά το νόμο ζγγαμοσ. Νεαρόσ είε παντρευτεί μα γυναία πολφ μεγαλφτερι του λόγω εγυμοςφνθσ. Άτυοσ γάμοσ, ανόταν αυτό από τθν αρι, το ηευγάρ αταίραςτο, θ ςφηυγοσ ηθλάρα, τυραννι αρπατι. Άντεξε ο Σταφροσ δεαοτ ολόλθρα ρόνα γα το ατίρ του μοναογοφ τουσ, μετά ηιτθςε δαηφγο. Θ γυναία αρνικθε. Ζτς εείνοσ ζυγε. Π μόνο από το ςπίτ του, αλλά α από τθ άρςα, τον τόπο του. Πςο αν το λαταροφςε, ςπάνα ζβλεπε το γο του, γατί θ μάνα είε βάλε τα δυνατά τθσ να ενςταλάξε το δό τθσ μίςοσ ςτθν ψυι του παδοφ. Στθν αρι υπζερε πολφ, μετά ςυνικςε άπωσ... Θ Ζθ δεν ζδνε δεάρα αν παντρεφονταν ι ό. Είτε ζτς είτε αλλσ κα γερνοφςαν μαηί. Τον πιγε ςτουσ γονείσ τθσ. αταάρθαν. Δεν πίςτευαν ςτα μάτα τουσ ο άνκρωπο. Εμανίςμοσ ο γαμπρόσ α να’ ε τζτοα λατρεία ςτθν Ζθ τουσ! Πταν όμωσ πλθροορικθαν ότ ο Σταφροσ ιταν «αλφτρωτοσ»- ζτς λζγανε τότε όςουσ δεν μποροφςαν να πάρουν δαηφγο- αρμακθαν. Α, ο όςμοσ! Τ κα’ λεγε ο όςμοσ!. Πμωσ θ επμονι τθσ Ζθσ α βζβαα θ ςζψθ πωσ, ενάρετθ θ όρθ τουσ, δφςολα κα’ βρςε ςφηυγο, τοφσ οδιγθςε ςε ςυνκθολόγθςθ. Ζτς γίνανε ο δυο τουσ ηευγάρ ρατντασ όμωσ τα προςιματα α ωρςτά ςπίτα, γα να μθ δίνουν λαβι ςε περςςότερα αόμθ ςόλα. Άλλωςτε τότε ιταν ανιουςτο να ςυηεί μα ανφπαντρθ, αόμθ ερότερα, αν ιταν επαδευτόσ. Ρενοφςαν όμωσ ο ζνασ γα τον άλλον
39
ζτς τα Σαββατοφραα τα περνοφςαν ςε άποο ξενοδοείο τθσ Ράτρασ. Τόςο δεν μποροφςαν να ξεολλιςουν που ςθνονταν απ’ το ρεβάτ μόνο γα να τςμπιςουν άτ. Πςο αν προςπακοφςαν να μθν προαλοφν, το ουτςομπολό οφντωνε. άδ ςτθ ωτά ζρνε θ αςιμα τθσ Ζθσ. Ρσ τα είε αταζρε να ξετρελάνε τον Σταφρο; ε μάγα; ε τσ ρυζσ τθσ άρεσ; ζγα μυςτιρο! Θ Ζθ, ςτα εξιντα τθσ πλζον, ςίγουρα δε πολυξεωρίηε από τσ άποτε όμορεσ ςυνομιλζσ τθσ. Εείνεσ ο ρόνοσ τουσ ζε λζψε ό,τ θ ίδα ποτζ τθσ δεν είε. Ιταν, ζλεγε, τυςτι ο αςθμάντρασ ο πατζρασ τθσ, ο ψυοπονάρθσ, ο αξαγάπθτοσ. Από τθν ωραία μάνα τθσ τίποτε δεν είε πάρε. Θ ωραία λάτρευε τον άςθμο, ανταποδίδοντάσ του τθ δι του λατρεία. απετάνοσ ο πατζρασ τθσ ζλεπε πολφ επζςτρεε όλο δρα α αμόγελα. Άνογαν τότε το ςπίτ, άρηαν τα τραπεηματα α τα γλζντα. Άρηαν ο ζξοδο. Κζατρο, νθματογράοσ, ταβζρνεσ, εδρομοφλεσ. ρό ορτςά θ Ζθ είε ατά τφθ ρυαοφςε τον απετάνο να ευαρςτεί τθ γυναία του γα τα ευτυςμζνα ρόνα που είε ηιςε μαηί τθσ. Είε γεμίςε αρά. Το βράδυ, ςτθν προςευι τθσ, παραάλεςε να αξωκεί αυτι ζναν τζτοο ζρωτα. α εςαοφςτθε! Ετά ρόνα εραςτζσ με τον Σταφρο παίρνανε προυλάξεσ μθ τυόν α ςυμβεί θ εγυμοςφνθ που ατά βάκοσ τόςο λαταροφςαν. Πταν επτζλουσ ψθίςτθε ο νόμοσ που λφτρωνε τουσ «αλφτρωτουσ» α παντρεφτθαν, το μωρό αρνικθε να ζρκε. Αντί γα εείνο, ιρκε θ αρρςτα. ζμενε. Χτφπθςε πρτα τα μάτα τθσ. Αποόλλθςθ αοφ. Εν παδευόταν με τθν όραςθ, να ςου ο αρίνοσ μαςτοφ, ο ονάσ τθσ αδελισ τθσ. Ααίρεςθ, θμεοκεραπεία, ατνοκεραπεία. Ρζςμο μαλλν, εξάντλθςθ, πόνο. Τα υπζςτθ όλα δίωσ να μεμψμορεί. Ο Σταφροσ πάντα δίπλα τθσ. Εν τω μεταξφ είε άςε ςε αυτονθτςτό ατφθμα τον μοναογό του, που μόλσ τελευταία, με παρότρυνςθ τσ Ζθσ, είε προςεγγίςε. Δεν του απζμενε άλλοσ δόσ του άνκρωποσ ετόσ από τθν άρρωςτθ γυναία του. Τρία ρόνα ο αρίνοσ τουσ άθςε ιςυουσ. Τον τζταρτο να τοσ πάλ ςτο άλλο ςτικοσ. Ξανά τα ίδα. ετά μα ανάςα, μζρ να εμανςτεί ςτθν ωοκιθ. Θ Ζθ ζοψε το άπνςμα, αλλά δεν ξζυγε τθ μετάςταςθ ςτα πνευμόνα. Ο γατρόσ τισ πρότενε μα περαματι, γονδαι κεραπεία, δομαςμζνθ ςε ποντία, με ενκαρρυντά αποτελζςματα. Μςωσ γατρευόταν, αλλά οπωςδιποτε κα υπθρετοφςε τθν επςτιμθ α τθν ανκρωπότθτα. Θ Ζθ νοαηόταν α γα τθν επςτιμθ α τθν ανκρωπότθτα, αλλά λαταροφςε
40
να πεκάνε ιςυα μαρά από γατροφσ α νοςοομεία. Ο Σταφροσ ιταν ςφμωνοσ. Το ςπίτ ςτο ωρό τοφσ το είε από ρόνα παραωριςε γα αλοαρνζσ δαοπζσ, με αντάλλαγμα να το ςυντθροφν, ζνασ ίλοσ τουσ που ηοφςε ςτθν Ακινα. Αποάςςαν να εγαταςτακοφν εεί... Ρζραςε ο πρτοσ ρόνοσ θ Ζθ ιταν ηωντανι. ο δεφτεροσ. ο τρίτοσ. Ετά ρόνα ηε α βαςλεφε εδ επάνω, μζρα μπαίνε, μζρα βγαίνε. Ρολλοί ίλο α ςυγγενείσ από τθν Ακινα τθ νομίηουν μααρίτςςα όταν μακαίνουν πωσ δεν είνα πζτουν απ’ τα ςφννεα. Ξεαρδίηετα θ Ζθ με το πάκθμά τουσ, μζρ που τθσ όβετα θ ανάςα. Να, τσ προάλλεσ είε όρεξθ να πάρε ςτο τθλζωνο μα παλά ςυνάδελό τθσ, μα μόλσ είπε τ’ όνομά τθσ, θ άλλθ ζαςε τθ λαλά τθσ. Πταν τθν ξαναβριε, ψκφρςε ξεψυςμζνα: «Συγγνμθ, Ζθ, αλλά ηεσ;». ζλεςε. Θ Ζθ ξαναπιρε να τθ βεβαςε πωσ, να, ηε, αλλά εείνθ δατθροφςε αμβολίεσ, μζρ που μπιε ςτθ μζςθ ο Σταφροσ α τθν δαβεβαίωςε πωσ δεν ιταν ιροσ. Θ ςυνάδελοσ βάλκθε ζτοτε να δαλαλεί παντοφ το «καφμα»… Από τότε το τθλζωνό τθσ ουδουνίηε αςταμάτθτα. Τθσ τθλεωνοφν α άγνωςτο που πλθροορικθαν τθν ςτορία τθσ. Είνα ο ίδο αρνοπακείσ ι άποοσ ςυγγενισ τουσ α ηθτάνε να μάκουν το μυςτό τθσ επβίωςισ τθσ. Θ Ζθ κζλε να τουσ ανοποιςε, αλλά δεν το ξζρε. ιπωσ είνα το νερά από τθ βουνίςα πθγι; Ο αζρασ; Θ θςυία; ιπωσ τα άγρα όρτα α τα λαανά που αλλεργεί ο Σταφροσ ςτο περβόλ; Θ εξοι γενσ; «πορεί να είνα α ο προςευζσ ςου, Ζθ», τθσ λζε ο Σταφροσ. Θ Ζθ δαμαρτφρετα. Ροτζ δεν ζε παρααλζςε γα τον εαυτό τθσ. Ροτζ! όνο ευαρςτεί… Ζξω θ Ζθ ρεάηετα βοικεα, αλλά μζςα ςτο ςπίτ νείτα με ςβελτάδα α ςγουρά. Δεν είμα ςίγουρθ αν ξεωρίηε τα αρατθρςτά του προςπου μου ι αν με αναγνωρίηε από τθ ωνι, τθ μυρουδά ι άτ άλλο. Ράντωσ τα τερλία που μου ζε πλζξε ζουν υπζροο ςζδο. Ρσ τα ατάερε; ετρντασ, λζε, τουσ πόντουσ. Δεν είνα απαραίτθτο να βλζπε.ου πλζε ζνα ρτάρ με νιματα που τθσ ζουν περςςζψε.Ρλζε ςυνζεα ευλογεί τθ γαγά τθσ που τθσ ζμακε. Πςο όμωσ τα μάτα τθσ ιταν γερά, ποφ αρόσ γα πλζξμο!.. Στθσ Ζθσ λοξενικθα μζρ να ετομαςτεί το ςπίτ μου. Σου το ζω πε, καρρ, άντρα μου… Συγατοίθςα μαηί τθσ α με το Σταφρο α γίναμε αδζλα. Είαμε ρόνο ν’ ανοίξουμε τσ αρδζσ μασ, να ποφμε τσ ςτορίεσ μασ, να δεκοφμε α ν’ αγαπθκοφμε. Χρεάηετα ρόνο θ αγάπθ. Δίωσ ρόνο θ αγάπθ μζνε λεψι.
41
Ο Σταφροσ είνα δουλευταράσ α οβερά επτιδεοσ ςε ότ ζε ςζςθ με τθν οοδομι, ό μόνο με τα θλετρολογά. ε βοικθςε πολφ με το ςπίτ… Ρσ κα τθσ ανεί τθσ Ζθσ αν μάκε πωσ ο υρ Ανζςτθσ κεωρεί ότ δεν τρφπωςε ςτο ρεβάτ μου εξατίασ τθσ; Κα μείνε μ’ ανοτό το ςτόμα α μετά κα βάλε τα γζλα. «Βρε, το ουαρά, τον αρψεφταρο!» κα πε. α δε κα του ρατιςε αία. Ρρωνό ξφπνθμα όπωσ άκε μζρα πετάγομα με τσ πηάμεσ ςτο περβόλ να επκεωριςω τθ δουλεά τθσ νφτασ: πόςο μεγάλωςαν ο ολουκζσ, τ ανοφργα φλλα ξεπετάτθαν, αν οίνςαν ο ντομάτεσ, αν ωρίμαςε ανζνα ροφτο. αλθμερίηω τα λαανά α τα δζντρα, τα αμαρνω. Αόμθ μα ορά απορ εξίςταμα πσ τόςο ρόνα ατάερνα να ηω μζςα ςτο τςμζντο. Αποομμζνθ. Πμωσ εείνθ θ αλλόοτθ ανθςυία, άτ ςαν πείνα μεσ ςτθ όρταςθ, μιπωσ ιταν μεταμεςμζνθ λατάρα γα το αμζνο δεςμό;… Το ωσ είνα καμπό αόμθ, βουτθγμζνο ςτθν ατανά. Τζτοα αςαι τοπία ςαν αυτό εδ ςυνάηουν ςτα όνερα α μου ζρνουν ςτο νου τα λόγα ςου ι μάλλον του Ρλάτωνα, που καυμάηεσ: «Ο όςμοσ των αςκιςεων είνα αδφναμο αντζγγςμα του ανου α αγζννθτου Πντοσ. Πποοσ αξωκεί να ατενίςε το Ον, ζςτω α ςτγμαία, γεμίηε τζτοα ευρόςυνθ που όλα τ’ άλλα ςβινουν...». Εςφ ζεσ γευτεί αυτι τθν ευροςφνθ, αλζ μου; ου αίνετα αγενζσ να ςε ρωτιςω. Σ’ αοφω μόνο γοθτευμζνθ ασ ςζτομα πωσ εμζνα μου αρεί ό,τ βλζπουν τα μάτα μου αγγίηουν τα ζρα μου... όμωσ, τοφτθ τθ δοροφμενθ ρα είνα ςαν να’ ω γυμνωκεί από το ςμα μου. Ελευκερία α γαλινθ... Α, αλζ μου. Πταν γζρνεσ επάνω μου, όταν αγαλάηεσ το ορμί μου, τθν ψυι μου ποκείσ, το ξζρω. όταν αμά ορά, ανάμεςα ςτο ςοβαρό αςτείο, ςου λζω πωσ μου πζτε λγά βαρά θ λοςοία, τόςα ρόνα ζμποροσ, λετά μετροφςα θ αθμζνθ, εςφ δόλου δε ςυμωνείσ. Ρςτεφεσ πωσ είμα από τθ φςθ μου προςμζνθ να «δω» το Ον. Ροτζ δε λεσ «το Κεό» α μπερδεφομα... Να... Αερά ςθκθε, παραςζρνε τθν ομίλθ, τα περγράμματα πα δαρίνοντα ακαρά εγ γονατίηω αγγίηω με τσ παλάμεσ μου το υγρό μα. Σίγγω ζνα ςβόλο ςτθ οφτα μου, ζνα ςουλθά ςαλεφε ανάμεςα ςτα δάτυλά μου. Το μα τθσ Ακινασ δεν ζε ςουλια, μόνο αλδα α ςωλινεσ άτω από το τςμζντο α τθν άςαλτο. Φυλαςμζνο, αταδαςμζνο ςε αςυξία α ςτερότθτα, μα. Υποταγμζνο. Το ςπλανίηομα
42
Ξαπλνομα μπροφμυτα ςτθ γθ, δε νοάηομα γα τσ πηάμεσ μου, το μυρίηω άπλθςτα. Ζε τθ μυρουδά τθσ γονμότθτασ... ρατ το ωμάτνο ςβλο ςτθ οφτα μου. Το ςουλι ζε μάλλον δραπετεφςε. Σβλοσ μα εγ α ςτο ζντρο μου μα ςταγονίτςα ωσ. Υπομονετό ανκετό ωσ... Σθνομα επάνω, αρετ τον νεαρό ιλο. α εδωλολάτρςςα… ζρ να ςε γνωρίςω το παρελκόν μου ομόταν φπνο βακφ. Εςφ το ξφπνθςεσ, εςφ αναάτεψεσ το βοφρο ιρκαν ςτθν επάνεα τα παλά α τα λθςμονθμζνα. α βλζπω το ορτςά που λαίε α ξεαρδίηετα με το παραμρό, που μθ αντζοντασ να περπατά, οροπθδά α τρζε. αηί τθσ τρζε ο άνεμοσ που ςτροβλίηε αρτοςαοφλεσ α ξερόυλλα, τθσ ουςνε τθ αρδά ουςτίτςα, τθ ςθνε ψθλά. α να, πετά πάνω από γυμνά δζντρα, ςτζγεσ α ιπουσ με ρυςάνκεμα, επάνω από ωματόδρομουσ α ςυτοφσ ανκρπουσ!... Είνα το μυςτό τθσ αυτό. Αμοίραςτο ανείπωτο… Ξθμεροβραδάηετα ολομόναθ ςτον ξεροπόταμο απζναντ απ’ το ςπίτ, τθσ ομοτθνισ. ε το ςδερζνο τθσ τυαρά, πλαςτά δεν υπιραν τότε, αναςαλεφε τθν άμμο. Αοφραςτα. Ρακαςμζνα. Αναηθτά τουσ ρυςαζνουσ όουσ που τθ καμπνουν. Θ ζξαψθ τισ βάε όνα τα μάγουλα, δίνε γυαλάδα ςτα μάτα. Το ουβαδά γεμίηε. Τ’ αδεάηε ςε ρυψνα, το ξαναγεμίηε. άλλο αμοίραςτο ανείπωτο μυςτό! Στσ εθμερίδεσ, μετά από δεαετίεσ δάβαςα πωσ ςτθν οίτθ εείνου του ποταμοφ –ςεπαςμζνου πλζον από ρόνα - υπιραν μθ αξοποιςμα οτάςματα από ρυςά... Σου μλάω γα τ’ ανείπωτα. Αναςφρω από τον πάτο τθσ μνιμθσ τα ξεαςμζνα. Αναατεφω ρυςοφσ όουσ μ’ αζρθδεσ, πετάγματα α ρυςάνκεμα. Τα μάτα ςου μ’ αοφν, αυτά που ποτζ δεν παφουν να με οτάνε. Φοράσ εςφ, αλζ μου, οντά παντελονάα, ζεσ το εάλ ουρεμζνο, τα γόνατα πλθγαςμζνα. Σε πάνω από το ζρ. Τρζουμε μαηί. Γελάμε. Ρετάμε. Σε παίρνω μαρά από τθ μαυρίλα που άπου άπου ςοτενάηε το βλζμμα ςου, αυτι που ςε ρατάε μαρά μου τσ μζρεσ που δε αίνεςα, αυτι που ςου λζε να μθν ξανάρκεσ. Δεν τθν αοφσ όμωσ… Ρετοφμενο α ρυςοκιρασ ζπαψα να είμα όταν πιγα ςτο Δθμοτό. Στθν πρτθ τάξθ το μςοφςα, γατί ιμουν οφτςουρο. Δεν το πςτεφεσ, αλζ μου; Ο λόγοσ πρζπε να ιταν που δε ςιωνα εάλ από τσ παδζσ αρρςτεσ. Τζλεωνε θ μα άρηε θ άλλθ. άκε ορά που επζςτρεα ςτθν τάξθ, τα ενά μου ιταν μεγαλφτερα ο τρόμοσ μου γα
43
τθν ορκογραία α τθν προπαίδεα πο δυνατόσ. α μζρα με ςιωςε θ δαςάλα ςτον πίναα να γράψω ορκογραία α μζςα ςε μα προταςοφλα ατάερα να άνω ετά λάκθ! Αν κυμάμα αλά θ πρόταςθ είε εννά λζξεσ. Από τότε αρνόμουνα τθ δομαςία του πίναα. Άουγα τθ δαςάλα να ωνάηε τ’ όνομά μου α γνόμουνα πζτρα. Σφντομα βαρζκθε α με παράτθςε ςτθν θςυία μου. Δεν ξζρω αν ζτρεμα το ςολείο, επεδι αρρςτανα ι αρρςτανα επεδι το’ τρεμα. Φαφλοσ φλοσ. Το κρανίο μου ιταν θλετρι αρζλα, το ρεβάτ όμωσ τθσ αρρςτασ μου παράδεςοσ. ε απορροοφςε το ταβάν θ ρα υλοφςε νερά. Σιμερα δεν υπάρουν τζτοα ταβάνα. Ιταν ξφλνο, με τσ ςανίδεσ του αγωμζνεσ από τθν πολυαρία α το ςαρά. α τ δεν ζβλεπα εεί πάνω! Ρολτείεσ, δάςθ, κθρία, ανκρπουσ, μάεσ, περπζτεεσ. Ολόλθρα μυκςτοριματα α ςυναρπαςτζσ τανίεσ εξελίςςονταν ςτο ταβάν μου. Ιταν ςνεμά α ββλίο. Πταν πα δε γνόταν να παρατακεί άλλο θ αρρςτα, βρια δζξοδο ςτο ςαςαρείο. Τθν πρτθ ορά δεν το εία ςεδάςε. Άργθςα γα το μάκθμα α οβικθα να μπω ςτθν τάξθ μθ με μαλςε θ δαςάλα. Πλο το πρωί τργυρνοφςα ςτουσ δρόμουσ, άηευα εδ εεί, ζοβε ρυά λουλοφδα από τουσ ιπουσ, μα το ρόλο τθσ πλατείασ αργοφςε απελπςτά να τυπιςε τθν ρα τθσ ςόλθσ. Εμανίςτθα νωρίτερα απ’ ότ ζπρεπε ςτο ςπίτ τρζμοντασ από το ρφο, με μα ανκοδζςμθ ςτο ζρ. Τθν πρόςερα ςτθ μαμά. Ευαρςτικθε πολφ α δεν πρόςεξε τθν ρα. Τθν επόμενθ γφρςα αόμθ νωρίτερα. Δεν άντεα το ψλόβροο α τον ποδαρόδρομο. Θ μαμά παραξενεφτθε, όμωσ βρια τθ δαολογία. Ιμουν ρόνμθ θ δαςάλα με απόλυςε νωρίτερα! Πλο α νωρίτερα γφρηα, μζρ που θ μαμά μπιε ςτο νόθμα. ε πιρε μαλαά από το ζρ α με οδιγθςε ςτθ δαςάλα. άτ τθσ είπε θ δαςάλα οφνθςε το εάλ. ατάλαβα ότ δεν επρόετο να με μαλςε ζτς ζγνε. ου άδεψε τα μαλλά α μ’ ζβαλε να ακίςω ςτο πρτο κρανίο με τθν αρίνα. αλι μακιτρα α ψυοφλα. ε βοικθςε πολφ. Ζγνε ίλθ, δαςάλα, αδελι. ου ζδωςε εμπςτοςφνθ ςτον εαυτό μου. Τθν αγάπθςα απολεςτά α τθτά. ου αοανόταν να ζε πολλά πάρε-δςε μ’ άλλεσ. Τθν ζαςα ςτθν ζτθ Δθμοτοφ. Από περτονίτδα. Ρονοφςε, αλλά δε οβόταν. πιε ςτο νοςοομείο γα εγείρθςθ. Ικελα να μείνω όλθ νφτα πλά τθσ, αδφνατον να μ’ αιςουν. Ζυγε ςτσ πζντε το πρωί. Γα ρόνα πίςτευα αράδαντα ότ, αν ζμενα οντά τθσ, κα τθν ρατοφςα. Στθν θδεία τθσ τθ κρινθςε όλο το ςολείο, όλθ θ πόλθ. Εγ οφτε δάρυ.
44
α βδομάδα δεν ζαγα, δεν ιπα, δεν ζβγαλα τςμουδά. ετά ομικθα τρία ςυνεόμενα μερόνυτα. Πταν ξφπνθςα, αντίρςα το περίτρομο βλζμμα τθσ μάνασ μου. ε ςιωςε απ’ το ρεβάτ, με άκςε ςτο τραπζη, με οίταηε αποςβολωμζνθ, ςαν να αμζβαλλε ότ ιμουν εγ. οίταηα εγ τα αλαμάα που ρζμονταν από το τραπζη. Τα πόδα μου… Θ αρίνα πιρε μαηί τθσ τθν παδι μου θλία. α τθν πίςτθ μου ςτο Κεό. Τότε δεν το ατάλαβα, αλλά οτάηοντασ πίςω το βλζπω ακαρά. Εριμωςα ζταξα αβοφ να ρφψω τθν ερθμά μου. Φλοδόξθςα να γίνε αδαπζραςτο, μα ςυντρίτθε. Ευτυσ. Σαν γυμνοςάλαγασ ατάερα να τάςω εδ πάνω γα να ξαναρίςω τθ ηωι μου. Τθ νφτα ς’ ονερεφτθα, άντρα μου. Ρσ όμωσ; Δεν μπορ να κυμθκ. Πταν ς’ ονερεφομα, ζρεςα. Π πάντα. α αν δεν ζρεςα, ςίγουρα με ςζτεςα. Γ’ αυτό εγ ςου μλ… Ονερεφτθα α τθ αρίνα. ακόταν, λζε, πλά μου ςτο κρανίο. Τα μαλλά τθσ ιταν παςμζνα πίςω ςε αλογοουρά, θ ατατομι τθσ λεπτι α ακαρι. Σζτθα ςτον φπνο μου πωσ πρζπε να ςου τθ γνωρίςω… α γατί αργείσ; Βραδάηε εςφ δεν ιρκεσ. Ρζντε ολόλθρεσ μζρεσ να ανείσ!... Επτζλουσ ζλα! Άουςζ με ζλα. Σβινοντα λίγο λίγο τ’ αποτυπματα του ορμοφ ςου ςτθν πολυκρόνα, ςβινετα ο απόθοσ τθσ ωνισ ςου. Τθλζωνο δεν ζεσ οφτε α περμζνω να τθλεωνιςεσ. Ροτζ δεν το’ εσ άνε. Το ςπίτ το γεμίηε θ απουςία ςου, από ωλά ζγνε υλαι. Στο περβόλ είνα αλφτερα, όμωσ ςοτενάηε. Τ υπεροψία να πςτζψω πωσ ζω αλλάξε! πα, ατά βάκοσ εξαολουκ να είμα εείνο το πανόβλθτο πλάςμα που ςτρογφρηε α τυπόταν ςτθν Ακινα. Αυταπάτθ θ ανεξαρτθςία μου! Τα βάηω με τον εαυτό μου. Γατί να μθν τυλτ επάνω ςου; Γατί να μθν ςε ρατιςω οντά μου παρά να ς’ αινω να εφγεσ με τθν δζα πωσ ςε ρατ; ε βριεσ πλοφςα ςτθν αυτάρεά μου. ε λιςτεψεσ α μ’ ζανεσ ηθτάνα με τα μάτα ολλθμζνα ςτο δρόμο. Δουλεζσ με περμζνουν: να ράψω ουρτίνεσ, να τάξω μαρμελάδα, να ακαρίςω τα ντουλάπα μου, ό όμωσ α τα τηάμα, γατί ξανάρςε θ βροι. Τίποτε δεν πρόετα να άνω. Το ςπίτ απόψε δε με ρατά. Βρζε ξεβρζε, κα πάω ςτθν ατερίνα.
45
Τθ βρια ςτθν ουηίνα να ακαρίηε επμελσ πατάτεσ -ποτζ μου δεν ζω αταζρε να αποςπάςω, ζςτω α γα μα ορά, τζτοεσ λεπτεπίλεπτεσ λουδίτςεσ ςαν τσ δζσ τθσ- α μου βάηε τσ ωνζσ. Χρςτζ Απόςτολο! Τ άλα είνα αυτά; ουςίδ το εάλ μου. Στάηε. Τ τθν ζω τθν ουοφλα; Γα μόςτρα; Τζτοα αμματα ςτθν θλία μου! Κ’ αρπάξω αμά ποφντα α ποοσ κα με γατροπορζψε; Το γατρουδά που άνε το αγροτό του τράντα λόμετρα μαρά από εδ α μακαίνε τθν τζνθ του ςτου αςίδα το εάλ; Ρσ να τολμιςω, αλζ μου, να τθσ πω γα τθν θδονι να με τυπά θ βροι αταπρόςωπο α να ποτίηε τσ ρίηεσ των μαλλν μου; Ρσ να τθσ αποαλφψω πωσ είνα ο τρόποσ μου να επςτρζω ςτο ορτςά που οροπθδά αντί να περπατά, γα να δςε δζξοδο ςτθν πλθμμφρα τθσ ηωισ; ε αγροωνάρεσ προςτάηε τθν Ευδοία να ζρε αμζςωσ μα πετςζτα. Τθν τυλίγε ςαν ςαρί γφρω απ’ το εάλ μου α με ταράηε ςτο τρίψμο. Δε κα πάκω τίποτε, τθ δαβεβανω, αρετά με περποικθε. Ρακαίνε υςτερία. α τ νομίηω; Ρωσ είμα άτρωτθ; Το’ ω αβαλιςε το αλάμ! α δως’ του να τρίβε ςαν να το’ ε βάλε ςοπό να ξεολλιςε το πετςί μου από το ρανίο. Πταν λααναςμζνθ με παρατά, αντμετωπίηω το ανιςυο βλζμμα τθσ. όνο θ μαμά μου με οίταηε ζτς!... Γα αντπερςπαςμό αρπάηω μα πατάτα να ακαρίςω. ου τθν ααρεί. Ασ ςυνζλκω πρτα με το αυτό τςά με ονά που μου ετομάηε θ Ευδοία α μετά πάνω δουλεά. ονίμωσ θαίςτεο θ ατερίνα ζτομο να εραγεί. Ξεελίηε ενζργεα. Ρλθκωρι ςε όλα τθσ. Σε αμπφλεσ, ςε αςκιματα, ςε πάκθ. Γενναόδωρθ πολφ. πορεί να ςε πνίξε ςε άδα α περποιςεσ. Τθν αγαπ, αλλά δε κ’ άντεα να ηιςω μαηί τθσ γα πολφ… Είνα από τθ φςθ τθσ μα οβερι α υπζροθ μάνα που προςζρε τα πάντα α αναπόευτα ςε οδθγεί ςε αςυξία. Νομίηω γ’ αυτό είνα ρεσ ρεσ ο Νίοσ τόςο ατςοφθσ. Τον πνίγε με τθν αγάπθ τθσ. Κα τθσ φγε άποτε, ό μόνο γατί γερνά. Κα’ πρεπε να’ ε μεγαλςε αμά δεαρά παδά μιπωσ α ατάερνε να ξοδζψε τθ μθτρι τθσ ενζργεα, μα ζε μονάα μα παντρεμζνθ όρθ ςτθν Αμερι. ου ζε δείξε τθ ωτογραία τθσ α των δφο εγγονν τθσ. Συτι θ Ευδοία όβε γα τθγάνςμα τσ πατάτεσ με αργζσ νιςεσ. Τθ ρωτ από ποφ είνα. Αλααςμζνθ, ςαν να ξυπνά από φπνο, ςθνε το εάλ α με οτά με ακα, μάλλον ανζραςτα μάτα. Τ’ όνομα του ωροφ τθσ δεν το’ ω ξαναοφςε. «ου τθ ςφςτθςε ο παπάσ», λζε θ ατερίνα. «Είνα ορανι. Αν είνα αλι εργατι, κα τθν ρατιςω».
46
«Κα είμα αλι εργατι, υρία ατερίνα», απαντά ςαν θ θ Ευδοία, μα θ ατερίνα τθν αγνοεί. «ατουρλόαροσ!» αναςτενάηε. «ου τθ δίνε. εςφ να μου’ ρκεσ ςτάηοντασ. Σαν το πετενό τ’ ουρανοφ...» «Δεν ιρκα ατευκείαν. Ρερπάτθςα...» «α ξεςοφωτθ! Τ ς’ ζπαςε; Δε άνθε αυτόσ;» Το παραδζομα. «Α, α ςε βάρεςε αταζαλα θ αγαμθςά!» «Δεν είνα αυτό… » «Τότε είνα το ερότερο. Τον αγαπάσ!» «α λοπόν; Απαγορεφετα;» «Τα’ ουμε ξαναπεί... Πταν ξανάρκε, να ξεακαρίςεσ τθν ατάςταςθ ι να τον δξεσ. Δεν είςα ξζραγο αμπζλ!». «Ρσ το ξζρεσ ότ κα ξανάρκε;» «Α, αηοποφλ. Φοβάςα πσ δε κα ξανάρκε; α ποφ κα βρε αλφτερο ρεβάτ απ’ το δό ςου;» «Ζεσ πολφ ωραία μαλλά», λζε θ Ευδοία α μου αϊδεφε τα μαλλά. Επίμονα, ςεδόν ενολθτά. «Άςε τα μαλλά τθσ Άννασ α ςτρςε τα τραπζηα ! Γριγορα! Ρερμζνουμε όςμο!...» Θ οπζλα με παρατάε απρόκυμα α ςπεφδε βραδζωσ προσ τθν ουηίνα. «Ψυοφλα είνα, αλλά δεν τθσ πολυόβε. άλλον επεδι δεν τθσ πολυόβε είνα ψυοφλα. Το πολφ μυαλό ταΐηε δαβόλουσ α τρβόλουσ, το λγοςτό αγγζλουσ», αποαίνετα θ ατερίνα. Ζξω το’ ε γυρίςε ςε όν. Στο ωσ του ανοςτάτθ πυνζσ α λεπτζσ νάδεσ πζτουν ςε λοξι ςτοίςθ. Θ ατερίνα ανθςυεί μιπωσ παραοντρφνουν α δεν ζρκε θ παρζα που περμζνε. εγάλθ παρζα, αμά δεαρά νζο α αλοαγάδεσ, εργάτεσ α τενίτεσ, από είνουσ που τίηουν το ξενοδοείο οντά ςτο ονοδρομό ζντρο. Ζρκουν δεν ζρκουν, λζε, κα μείνω μαηί τθσ το βράδυ. Θ απόαςι τθσ δεν επδζετα αντίρρθςθ, αλλά εγ δεν πολυζω όρεξθ να επςτρζψω ςτο ςπίτ μου. Ζε παραςοτενάςε θ παρζα άαντθ αόμθ. Ζνα μονάα τραπζη είνα παςμζνο από τρεσ μουλωτοφσ βοςοφσ, ακθμερνοφσ πελάτεσ. Ο ενευρςμόσ τθσ ατερίνασ ζε τάςε ςτο απόγεο. Αν δεν ζρκουν, ποοσ κα αταναλςε τόςο ορνό ςελνάτο, ρα ο μεηζδεσ, α τα δφο ταψά μπαλαβά; Σζτετα να ςτείλε τον Νίο με το αγροτό ορτθγά να δε μιπωσ ο αναμενόμενο ζουν ολλιςε άπου α ρεάηοντα βοικεα, όταν θ άρα παρατάε ξάνου τθν
47
ξάπλα α πάνε το γάβγςμα. Σε λίγα λεπτά αοφμε εμείσ κόρυβο από μθανι αυτονιτου, μετά ωνζσ α γζλα. Θ ατερίνα λάμπε από αρά. Ρετάε τθν ποδά τθσ, τνάηε πίςω τα μαλλά τθσ α φνετα ςτουσ πελάτεσ με αλωςορίςματα, αγαλζσ α λά. Θ ατςαρόλα αδεάηε εν ρπι οκαλμοφ, ο ραντηόλεσ εξαανίηοντα, ο ραςοανάτεσ πθγανοζροντα! Ασ είε άκε μζρα τζτοουσ πελάτεσ α κα’ ανε λετά, λζε θ ατερίνα! Αλλά άνουν ποτζ λετά ο άνεμοσ ο είμαρροσ, αλζ μου; Ο πελάτεσ μάσ αλοφνε ςτθ ςυντροά τουσ να ποφμε μαηί. Θ ατερίνα προςπακεί να παραςφρε α τον Νίο τραβντασ τον απ’ το μανί, μα τθσ ξεεφγε. Κα’ ρκε όταν αυτόσ κζλε! Ρίνω τόςο ςτε να ρατθκ ςτο ςφνορο πρν το μεκφς, εεί όπου το παρελκόν είνα ςζσ, το παρόν ποφπουλο, το μζλλον αδάορο. Φλαράα τουσ νκω όλουσ, όποα αν είνα θ πατρίδα τουσ. Συμπακθτά μου αίνοντα τα τραά τουσ πρόςωπα, τα μάτα τουσ ζουν ηωντάνα, δφναμθ τα ζρα. Δεάρα τςαςτι δε δίνω αν ο δυο ουμάνο είνα δραπζτεσ υλαν υψίςτθσ αςαλείασ, όπωσ ζε αουςτεί. Αν μου τυποφςαν τθν πόρτα, νφτα ι μζρα, κα τουσ άνογα ςίγουρθ πωσ δεν επρόετο να περάξουν οφτε μα τρία τθσ εαλισ μου. Σζψεσ του ραςοφ; εσ να μζκυςα, αλζ μου; Εφολα μεκ. ε τον αζρα α τθ βροι. ε τθν ανατολι α το θλοβαςίλεμα. ε τα ρματα α τ’ αρματα. ε τθν ελευκερία μου πάνω απ’ όλα, όταν πζτουν ο τοίο απλνομα α ςμίγω μ’ όλα. Πλα μζςα μου εγ μζςα ς’ όλα. Τότε από ςζνα ελευκερνομα. Μςωσ γ’ αυτό να ιρκα εδ επάνω, γα ν’ ανααλφψω τθν ελευκερία. Εςφ είπεσ άποτε πωσ είνα βαρά θ ελευκερία, αλλά θ ςωπι που ςεπάηε το μυςτό ςου είνα βαρά. πορείσ να είςα ελεφκεροσ με τόςο βάροσ;… Το ραςί ζε ςωκεί. Θ ατερίνα δίνε εντολι ςτθν Ευδοία να ζρε άλλο. «Από το αλό!... Του Ραράξενου…» πετάγετα ο Νίοσ που από τθ ςτγμι που ζε ακίςε ανάμεςα ςτουσ άλλουσ, πίνε αςταμάτθτα. Ξζρω πωσ ςτο ωρό ςε λζνε ο «Ραράξενοσ», όπωσ α θ ατερίνα άλλωςτε, αλλά να τ’ αοφω από το Νίο! Ράε πολφ!... H K ατερίνα τραγουδάε το «Δελίν δελνά μου». ωμαλζα, ελαρά βρανι θ ωνι τθσ α όλθ θ παρζα τθν ςεοντάρε ετόσ από τον Νίο. Τθσ ηθτάνε α δεφτερο τραγοφδ. ζε ζνα από τα ωραότερα δθμοτά, το «Ζνασ αετόσ ακότανε ςτθν πζτρα α λαηότανε...» Αολουκεί το «Α, κάλαςςα μου...» α παρά τα παραάλα να ςυνείςε, θ ατερίνα αρνζτα. .. Ε, αρόσ να μασ αδεάηουν τον τόπο. Ρεραςμζνα προ πολλοφ μεςάνυτα.
48
Θ Ευδοία ζε τελεςε το πλφςμο των πάτων α με μουςεμζνθ τθν ποδά τθσ α ονςμζνα τα ζρα τθσ μςοομάτα. Το εάλ τθσ, ςτεανωμζνο με ξανκωπά, υματςτά μαλλά, γζρνε όλο α πο αμθλά προσ το μρό ςτικοσ που ανεβοατεβαίνε ρυκμά. ε τα μςάνοτα, αράτα είλθ τθσ , τα ρόδνα μάγουλα α τθν παδι ζραςθ μοάηε με τ’ αγγελοφδα που ςτόληαν άτ παλά αναγνωςτά. Ράνω το λοξό βλζμμα του Νίο αρωμζνο επάνω τθσ. Βλζμμα αρπατό. θ ατερίνα το πάνε. Τραντάηε απότομα το ορίτς α ατςουαςμζνθ το ςτζλνε γα φπνο. α να μθν ξεάςε να λεδςε τθν πόρτα τθσ... Θ αναρθςθ τθσ Ευδοίασ δίνε το ςφνκθμα α ςτθν παρζα. Θ ατερίνα δαυτότατθ τουσ ξεπροβοδίηε μζρ ζξω. Χονίηε αόμθ μ’ ζνα ψλό, ορευτό ονά. Εγ θ ατερίνα δεν ζουμε δάκεςθ γα φπνο. Ο Νίο μασ αλθνυτίηε με μςό ςτόμα. Ζω τθν εντφπωςθ πωσ δε με πολυςυμπακεί, ίςωσ επεδι δαςκάνετα τθν αντπάκεά μου γ’ αυτόν. ζνουμε μόνεσ θ ατερίνα τρζε ςτθν ουηίνα να ψιςε αζ. Κα το ξενυτίςουμε… «Ωραία ρα αυτι!», λζε αναςαίνοντασ τθν ευωδά του αζ πρν ζρε το λτηάν ςτα είλθ τθσ. «Ϊρα των ξενφτθδων, των κεατρίνων. Ρόςεσ ορζσ δεν ζω δε τθν ανατολι μετά τθν παράςταςθ πρν πάω ςτο ρεβάτ! Τρα βζβαα ςυμβαίνε το ανάποδο. Ωραία είνα ζτς. Δεν παραπονζμα. Πλα τα’ ανα ςτθ ηωι μου. Πλα! α ταβερνάρςςα ζγνα α ωράτςςα...Ε, μπορεί να γίνω άποτε α πάπςςα», α γελάε μ’ ζνα πλοφςο γζλο που πρίηε. α δεν νοςταλγεί αμά ορά τα παλά; ουνά αρνθτά το εάλ. «ε τίποτε, Άννα!» Σωπαίνε α ρφβε το πρόςωπο με τα δυο τθσ ζρα ςαν να κζλε να προυλατεί από τφπθμα. «Δεν ςου τα’ ω πε όλα, Αννοφλα…» Τθν αγαλάηω α νκω τθ ηεςταςά τθσ, μυρίηω τσ μυρουδζσ τθσ… «Τρελάκθα εεί άτω, Άννα. υρολετ. Τρεσ μινεσ ζγλεςτθ ςτο τρελάδο! Ρολφ κζλε ο άνκρωποσ;. .. ε μποφωναν απάα. Άλλθ ίςωσ γνότανε υτό, εγ ζγνα αμνιμων. Ωραία λζξθ, ε; Αραία. Αμνιμων. αν άτ κυμόμουνα, ιταν ςαν να ’ε ςυμβεί ςε μα άλλθ ηωι. Ζμενα τάμπουλα ράηα, άγραοσ πίναασ. εεί επάνω ιρκε α όλλθςε θ εόνα. Του ωροφ. α δεν ζευγε... ε αλοφςε ιρκα. όλσ μπόρεςα... Εδ βρια τθν Ζθ α το Δθμιτρθ. Ιρκεσ εςφ...»
49
Σωπαίνε θ ςωπι μάε επάνω μου απελθτι. Τεντνω τ’ αυτά γα άποο ςωτιρο κόρυβο. Ανααλφπτω μ’ ευγνωμοςφνθ το τρίξμο των ξφλων ςτο τηά α τ’ απόμαρο ουρλατό ενόσ λφου. Τουσ αγαπάσ τουσ λφουσ, αλζ μου, γατί είνα ανεξάρτθτο α ςυγρόνωσ ςυντροοί, λεσ, αλλά ξζρω πωσ πο πολφ τουσ αγαπάσ, γατί είνα υνθγθμζνο α είδοσ υπό εξαάνςθ. Θ ατερίνα απνίηε. Θ ςωπι θ ανθςία τθσ ζουν άτ το τροματό. «Δε μ’ αγαπάε», λζε ξανά με μα αςυνικςτα επίπεδθ ωνι. «Ϊρεσ ρεσ μάλςτα με μςεί..» Εννοεί βζβαα τον Νίο. άτ πάω να πω, άτ ψεφτο α ακθςυαςτό, αλλά με προλαβαίνε. «Άςε, μθν πεσ τίποτε, Άννα... Τον ζω ανάγθ τον τςόγλανο!.. . Π μόνο ςτο ρεβάτ. α ςτθ δουλεά. Βγάηε δουλεά. α με τον τρόπο του με κζλε… Να ανταςτείσ, ξυπνάε μεσ τθ νφτα α ολλά επάνω μου. Π ςαν άντρασ, ςαν βρζοσ ςτθ μάνα. α ςαν μάνα με μςεί. Ροοσ δεν μςεί ρεσ ρεσ τθ μάνα του;.. Κζλε να παντρευτοφμε». αγάηε.«Αοφ πρτα του γράψω το ςπίτ α τθν ταβζρνα! ου το ξεοφρνςε τσ προάλλεσ ςτο ρεβάτ. Του το όβω μααίρ! α τ άνε το τζρασ; ου βγάηε τα μαλλά! Να ζτς!» ε μα κεατρνίςτθ ίνθςθ αδράνε από τθν ορυι του εαλοφ τθσ τθν πλοφςα, μαφρθ όμθ τθσ α τθν πετάε ςτο τραπζη. Ρεροφα είνα! α δοφ το ρανίο τθσ μςοαλαρό, με άτ τουίτςεσ τρίεσ εδ εεί! Χρόνα, λζε, ορά περοφα. Είνα το μυςτό τθσ. Το πσ ζαςε τα μαλλά τθσ είνα μεγάλθ ςτορία… Ξαναβάηε τθν περοφα, λγά ςτραβά. όπωσ γζρνε προσ το ζνα τθσ ρφδ, τθν άνε να μοάηε με λιςταρο. Ωςτόςο δεν ζω δάκεςθ γα γζλα. Θ ατερίνα ανάβε τςγάρο. Μςωσ άποτε να μθν το ζε ανάγθ το παλοτόμαρο! Οφτε α το τςγάρο. Τόςα α τόςα ξεπζραςε. Το κζατρο πάνω απ’ όλα. Μςωσ άποτε πετάξε τα δεανία τθσ α περπατιςε ελεφκερθ. Ρροσ το παρόν δεν μπορεί να ηιςω μόνθ τθσ. υρίωσ, δεν μπορεί να ομθκεί… ε τα ρόνα εροτερεφε θ ατάςταςθ, αντί να βελτνετα. Ροφ κα πάε αυτό α τ κα τθσ ζρε, δεν ξζρε… Απλνε τα ζρα α πάνε τα δά μου. Ζξω από τα τηάμα το άςπρο του ονοφ ζε όντο ςοφρο μπλε, ςεδόν μαφρο. Ξθμερνε. «Εςφ δε οβάςα τθ μοναξά, Άννα», λζε με παράπονο.
50
Μςωσ ζε δίο… Δεν είμα πα απολεςμζνθ, ο ρωγμζσ άρδυναν, άποεσ ςτγμζσ ο τοίο πζτουν… Μςωσ μου αρίςτθε το προνόμο να ςυνομλ με αλεποφδεσ α δζντρα. Το τςγάρο γλςτρά από τα δάτυλα τθσ ατερίνασ, τα μάτα τθσ γλαρνουν. Αποομζτα... Τθ ςεπάηω μ’ ζνα ράμ α τθν αινω… Ζξω άνε παγωνά θ ανάςα μου ρουςταλλάηε. Ζτς ρουςτάλλαηε θ ανάςα του μροφ ορτςοφ ακσ πθγανοερότανε από τθν αποκθοφλα τθσ αυλισ ςτο ςπίτ ουβαλντασ ξφλα γα τθν ξυλόςομπα. ε όνα μάγουλα α μελαναςμζνα ζρα πθγανοερόμουνα ζτανα ποιματα που γράονταν ςτον παγωμζνο αζρα. Ανδοτελι ποιματα α ποφ να ηουν τρα; άταςπρα τα πάντα. Σγαλά. Τθν αναςαίνω θδονά. Ξανά κυμάμα. Χρόνα πρν αωροφμενθ ςτο ονοδρομό άκςμα επάνω από τθ ονςμζνθ βουνοπλαγά εία τθν τφθ ν’ αοφςω τθ μουςι τθσ ςγισ α να γίνω ζνα με τθ ηςα γαλινθ. Τρζω γα το ςπίτ μου όςο μου επτρζπε το όν… Τα μάγουλα μου αίνε, ςίγουρα κα είνα αταόνα. Θ άρα οροπθδάε ςτα πόδα μου. Είμα μεκυςμζνθ από ηωι. Αόμθ να ανείσ, ηωι μου! Ζλα επτζλουσ ι ςτείλε μου άποο μινυμα. Α, ζτς α ξανάρκεσ, ςου τ’ ορίηομα, δε κα ς’ αιςω να μου ξαναφγεσ! Κα ςε υλαίςω μεσ ςτθν αγάπθ μου! Βιματα ςτθν αυλι. Ζω επίτθδεσ αιςε ανοτι τθν αυλόπορτα γα ςζνα. Π, δε κα τρζξω να πζςω ςτθν αγαλά ςου. Κα ς’ αιςω να τάςεσ μζρ το ατλ μου. Ο, ο υρ- Ανζςτθσ! Τα άρβυλά του ουβαλάνε λάςπθ, το ςαά του, δάςττο από λεζδεσ, πλζε επάνω του, τα τςμπλαςμζνα μάτα του με οτάηουν με ςυλίςα αοςίωςθ. ρατάε μα νάλον ςαοφλα. ου’ ερε μυηικρα. Ολόρεςθ. Να τθν ρατιςε, του λζω, αόμθ είνα αάγωτθ θ προθγοφμενθ. Αδφνατον, λαψουρίηε, αν δε τθ κζλω να τθ δςω ςτθ άρα. Στρογγυλοάκετα, ανάβε τςγάρο, αναςτενάηε ε βακζων. ου ηθτάε αεδά. Βαρφ γλυό. Ππωσ πάντα. ουάε τον αζ με μςόλεςτα μάτα ανανενε τουσ αναςτεναγμοφσ. Τελοςπάντων, τ κα γίνε μ’ εμάσ τουσ δυο; Ρλαντάηε. θ γρά του ςτα τελευταία τθσ. Ππου να’ να ςυγωρζτα. Τον μαλνω. Ράλ τα ίδα;.. α ο άλλοσ δεν ζρετα πα! μου πετά. Τον αποπαίρνω άγρα. Να πάρε τθ μυηικρα του α δρόμο! Αμζςωσ. α να μθν ξαναπατιςε! Ροτζ!
51
Ρζτε ςτα πόδα μου! λαίε ρουντασ τθ μφξα του απλνε τα ζρα ν’ αγαλάςε τα γόνατά μου. Αποτραβζμα αυτόσ ςωράηετα ςτο πάτωμα. ακσ τον βοθκ να ςθωκεί, βογάε. Τον τραβολογ προσ τα ζξω. Α, ηαλίηετα α πονάε! Να μείνε λίγο να ςυνζλκε; Ανζνδοτθ τον βγάηω ςτο δρόμο α βάηω ςφρτθ ςτθν αυλόπορτα. ε απελεί πωσ κα ςατεί εεδά α κα το’ ω ρίμα ςτο λαμό μου. Να ςατεί! αμά αντίρρθςθ. Δε ςάηετα όμωσ α το παίρνε απόαςθ να φγε. α μόλσ εξαανίηετα ο υρ - Ανζςτθσ, να θ λενάδα μου θ αλεπουδίτςα! Γεμίηω ζνα παλό ατςαρόλ με τον κεςνό τραανά, ανοίγω ςγά ςγά τθν πόρτα μθν τθν τρομάξω, δεν νείτα αυτι, μόνο με παραολουκεί προςετά. Τθσ αινω το ατςαρόλ αποςφρομα. Αοφω το πλατάγςμα τθσ γλςςασ τθσ, ακσ αταβροκίηε το αΐ. Ζπετα γλείε α ξαναγλείε το άδεο ςεφοσ. Ζρετα πάντα, όταν θ άρα λείπε. Τθ οβάτα. ονωνι ανιςυο πνεφμα θ άρα το ςάε ςυνά. ατρεφε τσ επςζψεσ α τσ εξερευνιςεσ. Από τσ πρτεσ επςτρζε με ολά τοφμπανο από τα εράςματα, από τσ δεφτερεσ εξαντλθμζνθ. Εείνοσ ο οβερόσ ονάσ -ιταν πρν δυο ρόνα;- θ πείνα είαν πρωτοζρε τθν αλεπουδίτςα ζξω από το ςπίτ μου. Ραςπαλςμζνθ όν. Ξθμερματα. Δε με οβικθε. Στφλωςε πάνω μου τα ρυςαά τθσ μάτα ςαν γα να με μαγνθτίςε. Δε ηθτάνευε. Ιταν περιανθ όςο επίμονθ. Θ άρα ομόταν μζςα αγαλά με τθν Ρουπζλα. α αλλόοτθ αρά με ατζλυςε. α μα νοςταλγία γα άτ αμζνο α πολφτμο … Σαν αςτραπι μου πζραςε θ ςζψθ πωσ ο πρωτόγονο ξζρανε αυτό που εμείσ αγνοοφμε: πωσ όλο όλα είμαςτε ζνα. Γ’ αυτό όρευαν ορντασ μάςεσ ηων, γ’ αυτό πίςτευαν ότ ατάγονταν από άποο ηο-τοτζμ, γ’ αυτό θ μυκολογία είνα γεμάτθ από μεταμορςεσ ανκρπων ςε ηα. Πλα αυτά τα γνρηα, όμωσ μου δζευγε το νόθμα… Από το μςάνοτο παράκυρο μπαίνε με όρα ζνα λευό πουλί. Βολίδα. Φτεροοπά νευρά, τυπά επάνω ςε τοίουσ ζππλα, παραλίγο να ςπάςε τον ακρζτθ του ομοδίνου. Τζλοσ πζτε εξαντλθμζνο ςτο ρεβάτ, όπου είνα ξαπλωμζνθ θ Ζθ. Γυρνάε αυτι το εάλ να δε μιπωσ είνα πλθγωμζνο. Βλζπε τθ μεγάλθ τθσ αδελι , ρόνα ευγάτθ από αρίνο. «Τ κζλεσ εδ;» τθ ρωτά ξαναςμζνθ. «Κζλω να μείνω οντά ςου. Δε κζλω να ξαναγυρίςω ςτο ςοτενό μου ςπίτ». «Δε γίνετα αυτό, αδελι, α το ξζρεσ», λζε θ Ζθ. «Τότε ζλα
52
εςφ μαηί μου. Γα παρζα».» «Φφγε, φγε! Άςε με!» ραυγάηε ζντρομθ θ Ζθ α ξυπνάε άκδρθ. ου δθγείτα το όνερό τθσ, ακσ πίνουμε τον απογευματνό μασ αζ ςτο ςπίτ τθσ. Τθν παρθγορ πωσ είνα μόνο ζνα όνερο, δθμοφργθμα του μυαλοφ τθσ , μα εείνθ πςτεφε πωσ πραγματά τθ ηθτάε θ αδελι τθσ, θ οφλα. «θ νομίςεσ πωσ οβάμα το κάνατο. Δε τον οβάμα. Κα είνα ςίγουρα γλυόσ. Αλλσ πσ είνα τόςο γαλινα τα πρόςωπα των νερν; Σαν να αντρίηουν άτ υπζροο... όνο τον Σταφρο ςζτομα. Τ κα άνε μόνοσ;...» ε βάηε να τθσ υποςεκ πωσ, αν θ ίδα φγε, κα τον ροντίςω. Το ίδο κα ηθτιςε, λζε, από τθν ατερίνα. Το ρίνουμε ςτο πλζξμο. Θ Ζθ πλζε ζνα πουλόβερ του Σταφρου, εγ ζνα μαρφ γαλάηο αςόλ να το τυλίγεσ ξανά α ξανά γφρω από το λαμό ςου, να ηεςταίνεςα. Θ Ζθ είνα αςυνικςτα ςωπθλι απόψε, βρίςετα αλλοφ. εγ κυμάμα τουσ δοφσ μου: τον πατζρα μου, ζνα απολεάδ ςτα τελευταία του, να παλεφε με νφα α δόντα, να μθν παραδοκεί, με παραδομζνθ ιδθ τθν υπερθάνεα του ςε οροφσ, ακετιρεσ, πάνεσ. Εείνον τον αςυνικςτο Φλεβάρθ ο δρόμο ςτθν Αγία Ραραςευι ιταν αδάβατο από το πολφ όν α το ορείο που τον πιρε γα το νοςοομείο δυςολεφτθε πολφ να τάςε μζρ τθν πολυατοία μασ. Αρνότανε να φγε από το ςπίτ ο αθμζνοσ, ψυανεμηόταν τθ ςυνζεα, μα ιταν αδφναμοσ ο γατρόσ του, αγωμζνοσ να αποςείςε τσ όποεσ ευκφνεσ από πάνω του, επζμενε πωσ κα ιταν γα το αλό του το νοςοομείο. Ραγωμζνο, ατζλεωτο δάδρομο μζρ να τάςουμε ςτα επείγοντα εγ να ρατ το ατάρυο, ςελετωμζνο ζρ του. Ο εθμερεφων γατρόσ ζδωςε εντολι ςτθ βαρεςτθμζνθ νοςοόμα να του πάρε αίμα γα εξετάςεσ. Τάα δεν είε ξαναδεί ετομοκάνατο, δε γνρηε το περττό των εξετάςεων; Τα μόνα ρεαηοφμενα ςτθν περίςταςθ ιταν μα αλι ουβζντα, ζνα ςίξμο του εροφ, ζνα άδ. Μςωσ α μα παραπανίςα ουβζρτα. α θ επςτιμθ οροφςε άςπρθ ποδά υποτίκετα ιξερε τθ δουλεά τθσ. Ο γατρόσ ζπρεπε να δράςε ο γζροσ να βαςανςτεί, μζρ να παραδςε το πνεφμα. Αόμθ όταν θ νοςοόμα, μετά από αλλεπάλλθλα τρυπιματα ςτα μελαναςμζνα ζρα, ατάερε να πζςε επάνω ςε άςπαςτθ λζβα, αίμα δεν πιρε. Θ λζβα ιταν ατάςτεγνθ. Κα ξαναεπεροφςε ασ βογοφςε, ασ παρααλοφςε ο γζροσ να ςταματιςε το μαρτφρο. Ετόσ εαυτοφ ναξα να τον παρατιςουν ςτθν θςυία του. ε πζταξαν ζξω. Σε λίγο με ναξαν
53
μζςα. Ο πατζρασ ιταν αςάλευτοσ ακζατοσ άτω από το άςπρο, λγά ματωμζνο ςεντόν. Να ποφ του είε απομείνε αίμα! Σιωςα το ςεντόν, είδα το βαςανςμζνο πρόςωπο επτζλουσ γαλινο! Θ μθτζρα τον αολοφκθςε μετά ζνα ρόνο. ζνε ότ αυτό ςυμβαίνε ςτα αγαπθμζνα ηευγάρα, όμωσ ο δυο τουσ μα ηωι αυγάδηαν. Το πο προςλζσ κζμα ςυηιτθςθσ τθσ μθτζρασ ιταν ο δοτροπίεσ του άντρα τθσ α ο ταλαπωρίεσ που τθσ προαλοφςε. Πταν όμωσ τον ζαςε, μα μεγάλθ τρφπα άνοξε ςτθ ηωι τθσ. Εεί βριε πρόςορο ζδαοσ θ άνοα α πρόοψε. Από πολφ νωρίσ το ενό τθσ βλζμμα άποεσ ςτγμζσ υπονοοφςε πωσ το ταξίδ είε αρίςε. Πταν πλζον το μυαλό τθσ μεταβλικθε ςε τρυπθτό που δε ςυγρατοφςε τίποτε ςεδόν, ζγνε μαναι με τα πράγματά τθσ. Αρπάτθε απ’ αυτά ςαν από ςανίδα ςωτθρίασ. Αλίμονο αν άτ άλλαηε κζςθ, ζςτω ελάςτα. Ζβαηε τσ ωνζσ, τα λάματα, γνόταν κθρίο. Ιταν ανι να το ψάνε άυπνθ όλθ νφτα. Ϊρεσ α μζρεσ αγωνοφςε να αναςυνκζςε τθ ηωι τθσ. Δαρσ ζανε ομμάτα ι αδυνατοφςε να τα ςυνδζςε μεταξφ τουσ α τθν ζπανε απόγνωςθ Γα να μθν ξενά τα ακθμερνά, ρατοφςε ςθμεςεσ. Ζγραε με τον ωραίο πλαγαςτό αρατιρα τθσ τα άρμαά τθσ, το όνομα α τθν εκνότθτα τθσ γυναίασ που τθν περποόταν, τθ δεφκυνςθ του ςπτοφ τθσ αργότερα τα δά μα σ ονόματα. όνο ωσ προσ ζνα ςθμείο δατθροφςε ρυςτάλλνθ δαφγεα, ωσ προσ τθ γνςθ πωσ το μυαλό τθσ αταςτρεόταν. Ασ μθν πονοφςε ςωματά, αυτι θ επίγνωςθ τθσ προαλοφςε αόρθτο ψυό πόνο. Δίαα, καρρ. Ρεκαίνεσ πρν το κάνατο, όταν άςεσ τθ μνιμθ ςου. Τα τελευταία τθσ Χρςτοφγεννα άκςε ςτο γορταςτό τραπζη, ανάμεςά μασ, με φοσ επυλατό α άπωσ ντροπαλό. « ε ςυγωρείτε», είπε ευγενά « που δεν ξζρω ανζναν ςασ. Εγ είμα ξζνθ εδ πζρα!» ίγο πρν το τζλοσ με ναηε «μάνα». ιπωσ δε γίνοντα α τα παδά γονείσ των γονν τουσ; Ζτς πορευόμαςτε ςτθ ηωι. ζςα από απλεεσ. Πλο άτ άνουμε. αλλά, δόντα, εγεαλά φτταρα, ανκρπουσ, όνερα... Μςωσ όμωσ τα ανόμενα να απατοφν, ίςωσ τίποτε δε άνετα... Από τσ μάλλον μάταεσ ςζψεσ μου με αποςπά το λαρά μου, ο Βαςίλθσ. Σου ζω ξαναμλιςε γ’ αυτόν… Είνα το πρτο ανκρπνο πλάςμα που ςυνάντθςα, όταν πρωτοπάτθςα το πόδ μου εδ. Τότε όμωσ τον λζγανε Σάλ Τελευταία τον βοθκ ςτα μακιματα, του άνω αγγλά. Απολαμβάνω το δαςαλίςτο ρόλο μου, γατί ο μακθτισ είνα ςπίρτο.
54
ζε τζτοα όρεξθ να μάκε! Εππλζον πάνουν α τα ζρα του. Ζτς α δε άτ αλαςμζνο ςτο ςπίτ μου, δεν θςυάηε αν δεν το τάξε. Τελευταία μοφ δόρκωςε τθ βρφςθ που ζςταηε. Θ Ελβίρα, θ μάνα του, μου ςτζλνε πότε αυγά από τσ ότεσ τθσ, πότε ανζνα οτόπουλο, τραανά α υλοπίτεσ. Τθ υραι μου’ ανε το τραπζη όλθ θ οογζνεα ςοτκθε να με περποθκεί. Θ Ελβίρα ιταν ςτθν Αυλνα λογίςτρα ςε εργοςτάςο, ο άντρασ τθσ γυμναςτισ. Εδ ροντίηουν λεςτά ςπίτα, ζρθμουσ γζροντεσ, ηωντανά, τιματα. Το ςπίτ το ζουν δωρεάν με τθν υπορζωςθ να το ςυντθροφν. οφλα το’ ουνε άνε. Στο περβόλ αλλεργοφν ηαρηαβατά. ετόσ από τσ τράντα ότεσ, ζουν τρεσ ατςίεσ α πζντε γουροφνα. Τουσ αρζςε θ ιςυθ ηωι ςτθν εξοι εππλζον ξοδεφουν ελάςτα. άνουν ομπόδεμα. Ονερεφοντα να επςτρζψουν άποτε ςτθν Αυλνα α ν’ ανοίξουν εςτατόρο. Ο Βαςίλθσ, λζε, κα μείνε εδ…. Ιρκεσ όταν δε ςε περίμενα, άντρα μου, όταν εία απθυδιςε να ςε περμζνω. ε βριεσ ςτο τραπζη με τθ ζνα α τον Αποςτόλθ α τον ιλο να περνά λοξά μζςα απ’ το παράκυρο α να λαμπυρίηε μεσ ςτο ραςί ςου ςτθ γυάλνθ ανάτα.. Γα τθ ζνα ςου εία άποτε μλιςε. Ζε το περίθμο μαγαηά ςτον Ρφργο που πουλάε, ανάμεςα ςτα άλλα, τσ μαρμελάδεσ μου α το γλυά ουταλοφ. Ο Αποςτόλθσ δδάςε αγγλά α παλεφε μ’ ζνα νοαςμζνο τθματά. Δραπζτεσ τθσ Ακινασ ο δυο… Ππωσ ςε βλζπω ξανά μπροςτά μου -θ πόρτα ιταν ανοτι γα το ατίρ τθσ άρασ- θ αρδά μου πάε να ςπάςε από αρά α μαηί τρομάηω. Αλλτοσ είςα! Εξαντλθμζνοσ! Το παντελόν ςου δείνε άδεο ςαί, τα όαλα προεξζουν ςτο τυραννςμζνο ςου πρόςωπο. Ο ίλο μου ςτθν αρι είνα λγά αμιανο, όταν όμωσ ζπαςεσ να τουσ εξθγείσ πσ τάνεσ το περίθμο ραςί ςου, θ ατμόςαρα ζγνε αλαρι α ςεδόν ευάρςτθ… Δεν είνα θ πρτθ ορά που δαβάηεσ, άντρα μου, τθ ςζψθ μου! Να! Τουσ ηθλεφω γα μα ςτγμι εείνουσ τουσ δυο, ποκ με μα ζνταςθ που μου ζρνε πόνο, όταν τσ νφτεσ ξυπν, ν’ απλνω το ζρ α να ς’ αγγίηω. Ροκ να γεράςουμε εμείσ μαηί!.. ου αϊδεφεσ το ζρ, με οτάσ μ’ εείνο το δαίτερο βλζμμα ςου που ςορπίηε όλεσ μου τσ αμβολίεσ α με άνε ανάλαρθ άοβθ.
55
εσ ςτο βλζμμα ςου ξεαντνω, αλζ μου! Τραγουδ α ορεφω. Αόμθ αν άποτε ξεάςω τθν αίςκθςθ του ορμοφ ςου, τ’ άγγγμα των ερν ςου, τον ιο τθσ ωνισ α των βθμάτων ςου, αυτό το βλζμμα κα το κυμάμα πάντα. α κα’ ω τθν αίςκθςθ ότ ευλογοφμα. Δε κυμάμα αρβσ πσ ιρκε θ ουβζντα ςτθν ελευκερία ζγνεσ ξανά ό μόνον ομλθτόσ, αλλά α άπωσ επκετόσ. Μςωσ είεσ πε αρετά είεσ λγά μεκφςε. Το ηεφγοσ – εγ μαηίυποςτθρίηαμε πωσ θ ελευκερία είνα το πο πολφτμο πράγμα ςτον όςμο. Εςφ όμωσ, αλζ μου, ζλεγεσ πωσ βλζπεσ παντοφ ανκρπουσ να λαταράνε να ξεορτωκοφν τθν ελευκερία τουσ, να τθν αουμπιςουν άπου: ςτο όμμα, ςτθν ομάδα, ςτον παπά, ςτο γατρό, ςτθν αυκεντία, ςτον ψυολόγο… Θ ελευκερία ν’ αποαςίηεσ είνα ςαν ζνα πιδθμα ςτο ενό! Αν τςαςτείσ; Αν άνεσ λάκοσ με ποον κα τα βάλεσ; Θ ςλαβά, αντίκετα, είνα αναουςτι. Άλλοσ αποαςίηε! Τ μαλαό μαξλάρ ν’ αποομζςα επάνω τθσ! Τ ξαγρφπνα, τ μοναξά θ ελευκερία! α ατζλθξεσ πωσ ο πραγματά ελεφκεροσ άνκρωποσ είνα ςπάνοσ, τουλάςτον ς’ αυτι τθ άςθ τθσ εξζλξισ μασ. Τα λόγα ςου τάνουν ςτα ςωκά μου. Σε νκω. Θ ελευκερία ςου ςε πονάε α ςε ματνε, όπωσ με πόνεςε α με μάτωςε θ δι μου ελευκερία. «Ρολφ μαφρα μασ τα λζτε...» άνε θ ζνα μαςουλντασ. Δεν τθσ δίνεσ αμά ςθμαςία. Σ’ ζε πάςε άτ ςαν αμό. Τα λόγα ςου ξεελίηουν. «Ο Λθςοφσ επζλεξε το ςταυρό κάνατο. Ελεφκερα. όταν ςε ςτγμι αδυναμίασ παρααλεί: «απελκζτω απ’ εμοφ το ποτιρον τοφτο», δεν είνα ςαν να λζε: «απελκζτω θ ελευκερία μου»; Γατί θ ελευκερία είνα Σταυρόσ…» α ςυνείηεσ αάκετοσ. «Το τινοσ δεν μπορεί να είνα ελεφκερο. Υπόετα απόλυτα ςτθ υςι αναγαότθτα. Ρρζπε να άε, να ηευγαρςε, να προςτατζψε τα μρά του. ετά γα λίγο θςυάηε. Ο άνκρωποσ δεν θςυάηε ποτζ. ατατρφετα από αόρεςτθ πείνα. Γα όλα.. Είνα πείνα του μυαλοφ. Τθσ ψυισ… Θ τενολογία τθν ερεκίηε, τθ μεγεκφνε ςε τερατδθ βακμό. Θ απλθςτία απομυηά τα πάντα. Γεννά κάνατο α ριμα! ανελευκερία. πορεί να είνα ελεφκεροσ ο ανα πεναςμζνοσ; Ροτζ μου δεν ς’ ζω αοφςε να μλάσ με τόςο πάκοσ, αλζ μου. Σζτομα πωσ ο μζρεσ τθσ εξαάνςισ ςου τροοδότθςαν μα ζνταςθ που βρίςε τρα δζξοδο... «Σαν εροιρυασ μλάτε!..» πετά, μςοερωνά, μςοκαυμαςτά, θ ζνα
56
Το ηευγάρ μάσ αλθνυτίηε άπωσ απορθμζνο. Τουσ ξεπροβοδίηω μζρ τθν αυλόπορτα. Στον ουρανό ταξδεφε μα λοφδα εγγάρ, το ρφο είνα τςουτερό εγ, αν α μόνο μ’ ζνα πουλοβερά, αίω. Γυρν ς’ εςζνα αποαςςμζνθ να ςου ηθτιςω να μείνεσ, ίςωσ α γα πάντα, οντά μου. Δεν προλαβαίνω. ’ αρπάηεσ α με ςίγγεσ τόςο βίαα επάνω ςου που πον. Τρζμεσ ολόλθροσ, τα λά ςου ζουν απελπςία. Γατί; Δεν το ξζρω, ζνα μόνο ξζρω. Είμα το παν γα ςζνα! α βακά μζςα μου ξζρω α άτ άλλο: με αποαρετάσ!.. Το πρωί μςοομςμζνθ απλνω το ζρ μου να ς’ αγγίξω. Άδεο το μαξλάρ ςου. Ξυπν αλααςμζνθ. Κόρυβοσ από πατά. Α, αλζ μου, πλζνεσ τα κεςνοβραδνά πάτα να τα βρω εγ ακαρά!.. Σε δαρίνω από τθν μςάνοτθ πόρτα τθσ ουηίνασ ςυτό επάνω από το νεροφτθ, ηωςμζνο τθν ποδά μου, τόςο αρρενωπό μζςα ςτθν τζλεα αδαορία ςου γα τθ «γυναεία» δουλεά που άνεσ. Το βλζμμα μου ςε άνε να γυρίςεσ το εάλ προσ τθ μερά μου. Ραρατάσ τα πάτα, ςουπίηεσ βαςτά τα ζρα ςτθν ποδά ζρεςα να ακίςεσ πλά μου, ςτο ρεβάτ. ου αϊδεφεσ τα μαλλά α λεσ πωσ είμα από τσ ελάςτεσ γυναίεσ που ξυπνντασ το πρωί είνα όμορεσ. Σε πςτεφω. άτω απ’ το βλζμμα ςου, μεσ ςτα ζρα ςου, ομοραίνω. Τραγουδ α ορεφω ασ είμα ςωπθλι αίνθτθ. Επμζνεσ να μου ζρεσ το πρωνό ςτο ρεβάτ. Κζλεσ, λεσ, να μ’ ζεσ ςτα ποφπουλα! Γελάσ, πράγμα τόςο ςπάνο! αταβροκίηω το ρυγανςμζνο ψωμί με το λωμζνο πάνω του βουτυρά α το δό ςου ρεόμελο εςφ με αμαρνεσ. Είμα μα πολυαϊδεμζνθ πργίπςςα! «Σου ζω μα ζπλθξθ, ορτςά!» α τραβάσ απότομα τθν ουρτίνα. Χοντρζσ α πυνζσ νάδεσ ονοφ πζτουν α πζτουν, εξαανίηουν τα πάντα… ατρεφω το όν α το ξζρεσ. Χτυπάε το νθτό μου. Θ ατερίνα. Ανιςυθ α υπερπροςτατευτι. Ο ονάσ κα ρατιςε πολφ, άγνωςτο πόςο, το λζε θ τθλεόραςθ. Ζω τα απαραίτθτα; Αν ό να τρζξω να τα πάρω από εείνθ, πρν απολεςτ α ξεμείνω «ωσ πετενόν του ουρανοφ». Δε ζω αμία ζλλεψθ. εππλζον ζω εςζνα! ζνε άναυδθ. Τθ αντάηομα με το ςτόμα ανοτό α το τςγάρο να απνίηε ανάμεςα ςτα δάτυλά τθσ. Πταν μλά ςτο τθλζωνο, θ ατερίνα απνίηε απαρατιτωσ. «θ μου πεσ!» λζε επτζλουσ. «Ο άςωτοσ επανζαμψε… ράτα τον γερά μθ ςου ξαναφγε, ορίτς μου. α ςτείλε τον από δω να ςου ουβαλιςε άτ. Ο άντρεσ δεν είνα μόνο γα το ρεβάτ».
57
Επαναλαμβάνω πωσ τα’ ουμε όλα α τθ ρωτ αν ςοπεφε να μαγερζψε γα μεςθμζρ να’ ρκουμε να άμε ςτθν ταβζρνα. α βζβαα κα μαγερζψε. Ταβερνάρςςα παντόσ αροφ είνα. Θ ωνι τθσ μου αοφγετα λγά ςτυι. Ραρά τθν αλι τθσ αρδά, ηθλεφε. Ζω προςζξε πσ βαραίνε το βλζμμα τθσ, όταν ςε πάνε να με οτάσ μ’ εείνον το μοναδό ςου τρόπο! Σε λγά να ςου θ Ζθ ςτο τθλζωνο. ατενκουςαςμζνθ. Τ μεγάλεσ νάδεσ, κεζ μου! Σωςτζσ πεταλοφδεσ! Τσ βλζπε! Το αντάηομα; Τσ βλζπε να ορεφουν α να υνθγάε θ μα τθν άλλθ α δεν τσ ορταίνε! Ο Σταφροσ, αντίκετα, τσ κεωρεί μπελά α τθν οροϊδεφε. Ρρν λίγο του ξζυγε του ζρβερου α βγιε ςτο μπαλόν να τσ νςε επάνω ςτο πρόςωπό τθσ. Κα ικελε να ζμενε γα πολφ ζτς, ιταν τόςο ευτυςμζνθ, αλλά ο Σταφροσ τθν ςυνζλαβε επ’ αυτοόρω α τθν τράβθξε μζςα ουρλάηοντασ πωσ κα πλευρτςε α κα πλθρνε εείνοσ τα ςπαςμζνα. Ραραλίγο μάλςτα να τθσ ςτραμπουλίξε το ζρ μεσ ςτθ μανία του. Πταν θρζμθςε, του είπε: «Βρε αγάπθ μου, μπορεί αυτό να είνα το τελευταίο μου όν. Να μθν το αρ;» Τ ικελε να το πε; Ξεςπά ο Σταφροσ ςε λάματα αδφνατο να τον παρθγοριςε. Δεν αντζε να τον βλζπε ςε τζτοο άλ ολόλθρο άντρα –αντεμενά πρόετα γα μςι μερίδα- α με παρααλεί να ςπεφςω ςτο ςπίτ τθσ, πρν παραψθλςε το όν. Είνα ςίγουρθ πωσ εγ κα του αλλάξω τθ δάκεςθ. α εννοείτα κα με λζψε. Ζε μαγερζψε αζσ με μπόλο ςόρδο α λαςτι ντομάτα. Α, Είςα μαηί μου; Υπζροα! εγαλνε θ παρζα. Τθσ λζω πωσ ζω ανονίςε να πάμε ςτθσ ατερίνασ. Θ Ζθ δεν το βάηε άτω.. Κα’ ρκουνε αυτοί. ζςα απ’ το τθλζωνο αοφω τθν αγροωνάρα του Σταφρου. Ζαςε το μυαλό τθσ; Να γλςτριςε α να ςπάςε τα όαλά τθσ; Θ Ζθ περνά ςε αντεπίκεςθ. Ο ςατράπθσ ασ λζε ό,τ κζλε! Δεν τον ζε ανάγθ. Να περάςουμε να τθν πάρουμε εμείσ! Τελά ο αθμενοφλθσ ο ςατράπθσ δζετα να ςυνοδζψε τθν ξεροζαλθ ςυμβία του. εςφ αμογελάσ, άντρα μου, με τα αμματα των ίλων μου α δείνεσ τόςο τρωτόσ που πον από αγάπθ… . Δε ςου ηιτθςα να μείνεσ οντά μου. Δε ρεάςτθε. Το όν ςε ράτθςε! Χακιαμε τότε, αλζ μου, απ’ τον υπόλοπο όςμο, α το ςπίτ μασ, αίνθτο αράβ, να ταξδεφε δφο ολόλθρεσ εβδομάδεσ ςτον ωεανό των νάδων με τθν αμνάδα να απνίηε μζρ αργά τθ νφτα. Ρσ μπορ να μθ δω ςτθν απλοερά τ’ ουρανοφ τθν πραγμάτωςθ τθσ
58
λατάρασ μου να ςε ρατιςω; α απλι ςφμπτωςθ ιταν μου λζε θ λογι. Ασ λζε… Εγ λζω πωσ ζλαβα Δρο… Δυςολεφομα να γράψω γα εείνεσ τσ μζρεσ του ονοφ που αγαπθκιαμε ςαν δυο αμζνα παδά ςτθν απαρι του ρόνου. Στγμζσ ςτγμζσ με πονοφςε θ ευτυία, με πονοφςε θ αγάπθ. Βακά μζςα μου ιξερα πωσ κα πλιρωνα αρβό τίμθμα, όμωσ ευγνωμονοφςα το όν που γνόταν το ουοφλ μασ α κα ευγνωμον γα πάντα τθν ρα τθσ αγάπθσ που ρίηωςεσ μζςα μου. Πταν πρωτοείδα από το παράκυρο εείνουσ τουσ δφο άντρεσ, το όν είε λςε αρετά. Στζονταν άτω από το ςτφλο τθσ ΔΕΘ, όπου εία πρωτοδεί εςζνα, α παρατθροφςαν το ςπίτ. Ο ζνασ μάλςτα τραβοφςε ωτογραίεσ. Ταράτθα πολφ. Ζανα να τρζξω ζξω να τουσ ρωτιςω τ δουλεά είαν εεί πζρα, μζρ όμωσ να ρίξω μα ρόμπα πάνω από το νυτό μου, είαν εξαανςτεί. Εςφ, άντρα μου, ομόςουν α δε ςε ξφπνθςα. Το πρόςωπό ςου ιταν γαλινο αλλόοτα ακο ςαν παδοφ α το πςτόλ ςτο ομοδίνο πλά ςου ςαν να προςτάτευε τθ γαλινθ ςου. Πλο ανζβαλλα να ςου άνω ουβζντα γα τουσ δφο, μζρ που με ρτθςεσ αν άτ μου ςυμβαίνε. Δεν μπορ, βλζπεσ, να ςου ρυτ… Σου είπα. Δεν ζδεξεσ ταραι, ετόσ από είνθ τθ λεβίτςα π’ άρςε να τυπάε ςτο δεξί ςου ρόταο. Ανάβεσ τςγάρο. Σπάνα απνίηεσ, όμωσ πάντα ουβαλάσ μαηί ςου παζτο αναπτιρα. εσ ςτθν αγωνία μου ςε ηορίηω να μου πεσ αν άτ τρζε. Επςτρατεφω παραάλα, απελζσ, παδάςτουσ εβαςμοφσ α το μόνο που αταζρνω είνα να ςε άςω, εν είςα αόμθ οντά μου. Δπλολεδνεςα ςτον εαυτό ςου, γίνεςα παγερόσ απόμαροσ. Ερθμνω. Χλομεταννω που ςε πίεςα…. Τ να άνω; Να πζςω ςτα πόδα ςου να ηθτιςω ζλεοσ; Δεν τολμ. Στρογυρν γφρω ςου ςαν ςυλί που περμζνε άδ. άταα. Δεν παίρνω τίποτε. αλφτερα να ς’ αιςω γα λίγο μόνο, να πάω να δω τθν ατερίνα.. Σ’ αινω… Ρόςο ηορίηομα να ρατθκ, γα να μθν άνω μεταβολι επςτρζψω οντά ςου! Ραίρνω βακζσ ανάςεσ α προωρ. Τα πόδα μου βαρά αςιωτα. όμωσ! Απομαρφνομα τςαλαβουτντασ ςτο μςολεωμζνο όν. Επςτρζοντασ βρίςω ςτρωμζνο το τραπζη ανςτι τθν οτόςουπα που μαγείρεψεσ. Ρεν α τρω μ’ όρεξθ. Πλα μου αίνοντα αλά εςφ ιρεμοσ. Αποαςίηω να αγνοιςω εείνουσ τουσ τφπουσ, να αγνοιςω το μυςτό ςου…. Πμωσ τθ νφτα ςτο ρεβάτ μασ, μαηί με τα λά μου, γεφεςα τα δάρυά μου…
59
Το πρωί ςε παρατθρ από το παράκυρο να εξετάηεσ, ςυτόσ, το παγωμζνο όν ζξω από το ςπίτ. Γα ίνθ εείνων των δφο ψάνεσ… Δεν ξζρω τ βριεσ, όμωσ μου δθλνεσ ςτεγνά πωσ εφγεσ! Σε μα ρα περνάε το λεωορείο… Κα ζρκω μαηί ςου! Οφτε να τ’ αοφςεσ! Αρνζςα ςτεγνά δίωσ άποα, ζςτω ψεφτθ, δαολογία. αηεφεσ τα λγοςτά πράγματά ςου. ακσ τα τατοποείσ ςτο μρό ςαβουαγάη ςου, ξεςπ ςε λάματα. Άγρα. Ανεξζλεγτα. Ουρλάηω α δεν ντρζπομα. Κρθν α δε ςε βλζπω. Τα ζρα ςου γφρω μου, το πρόςωπό ςου ςτο πρόςωπό μου, θ ανάςα μου ζνα με τθν ανάςα ςου. Χάνομα. Σπαράηω από θδονι α πόνο. Σε λίγο ςε ςυνοδεφω μζρ τθ ςτάςθ, ιρεμθ ςαν πεκαμζνθ. Σ’ αινω να φγεσ… Θ ατερίνα λζε πωσ γα αρό μετά ιμουν τελείωσ αμζνθ. Ξενοφςα να ςθωκ από το ρεβάτ, να άω, να πλυκ, να ταΐςω τθ άρα α τθν Ρουπζλα… α μζρα, λζε, περνοφςα α ξαναπερνοφςα ζξω από το ςπίτ τθσ Ζθσ, αλλά δεν ζμπανα, επεδι δεν τ’ αναγνρηα, μζρ που με είδε ο Σταφροσ α μ’ ζβαλε μζςα… Βρια τθν Ζθ να λαίε… Γα μζνα ζλαγε!.. . Από τθν αςτυνομία είπαν πωσ αυτοτόνθςεσ, οντά ςτο αλφβ ςου, ςτο Βουνορ. Τθν ατάκεςι μου γα εείνουσ τουσ δυο που αταςοπεφανε το ςπίτ μου τθν αγνόθςαν! Στο μεταξφ βοφηε ο τόποσ πωσ ς’ είαν δολοονιςε, εγ δεν άουγα τίποτε. Απουςίαηα παροφςα.. Θ ατερίνα τα λζε αυτά που με ςυνόδεψε α ςτθν αςτυνομία. Εγ δε κυμάμα… ιταν θ ατερίνα που πρόςεξε τθν ολά μου α με ουβάλθςε άρον άρον ςε γυναολόγο, ςτον Ρφργο. Ιμουν ζγυοσ! Στο παδί μασ! Εγ θ άγονθ Άννα! Σε μεροφσ μινεσ κα γεννιςω, αλζ μου. Θ αγάπθ ςου τσ μζρεσ του ονοφ μ’ ευλόγθςε ασ είμα ςαράντα πζντε ρονν… Κα τθ βγάλω Ελπίδα τθν όρθ μασ!..
Θ Άννα αοφμπθςε το παλό τετράδο με το πλαςτό μπλε εξυλλο ςτο ομοδίνο πλά τθσ ιπε τθν τελευταία γουλίτςα του ρφου πα αζ τθσ. αμά εοςπενταρά ρόνα τθ ρηαν από τσ
60
τελευταίεσ αράδεσ του τετραδίου! α ολόλθρθ ηωι. Ρόςεσ ηωζσ είε ηιςε; Ρολλζσ! Επάλλθλεσ, παράλλθλεσ, αλλθλοςυμπλεόμενεσ. θ ανάγνωςθ του τετραδίου τσ είε ξάνου αυπνίςε. Στρογφρηαν ανιςυεσ γφρω τθσ, μζςα τθσ, αςκμαίνουςεσ δεδοφςαν ανάςεσ απ’ τθν ανάςα τθσ, δε κζλανε πα να είνα ςζσ... Το ρολό του τοίου τφπθςε ζξ ορζσ. Ζξ θ ρα, απόγευμα, α το ωσ αλά ρατοφςε… Τελευταία ο μζρεσ όλο α ξεείλωναν, το ςοτάδ βραδυποροφςε, ο νφξεσ τθσ υοοροφμενθσ αλλαγισ ιταν παντοφ. Χαμογζλαςε. Εβδομθντάρα αόμθ τθν ξεςιωνε θ άνοξθ! Ο Ορζςτθσ κα’ τανε εβδομιντα πζντε α τθν οίταηε αγζραςτοσ από το αςπρόμαυρο πορτρζτο του μ’ εείνο το μοναδό του βλζμμα. ατόρκωμά τθσ που το είε ςυλλάβε! Αλλά α το άςαρο, αςθτό πρόςωπο, ο ρυτίδεσ ςτο μζτωπο, το ςτόμα, το πετατό αρφδ του λαμοφ, όλα, ιταν Ορζςτθσ. όμωσ. Τον πρτο αρό το ζργο τθσ δεν τθν ανοποοφςε… ετά το κάνατό του ςυνζβθ ζνα παράδοξο! ζρα με τθ μζρα, το πορτρζτο τοφ’ μοαηε όλο α πο πολφ! Σαν να βρςόταν ςε εξζλξθ μα μυςτθρδθσ δαδαςία δαπίδυςθσ ανάμεςα ςτθν ψυοφλα του α τ’ άψυο αρτί… Το τετράδο όλα αυτά τα ρόνα δεν το’ ε δαβάςε οφτε αν το’ ε αγγίξε. α μάλλον κα’ μενε ξεαςμζνο ςτο μπαοφλο, άτω από ουβζρτεσ α ςεντόνα, αν δεν είε εμανςτεί ςτο προςινο θ δθμοςογράοσ, θ Λγζνεα αρζσ. Ικελε, λζε, ν’ ανζβε ςτο Αγνάντο, να μάκε πωσ αυτι, μα μόνθ γυναία, μζςα ςε τράντα ρόνα, είε αταζρε να ηωντανζψε ζνα ωρό-ψοίμ. Το ρεπορτάη τθσ κα δθμοςευόταν ςτο περοδό «ογανςάς». Δεν ιταν από τα ςυνθκςμζνα, λζε, περοδά που ρζμοντα ςτα περίπτερα ορτωμζνα δωράα. Ιταν θλετρονό. Το παράξενο όνομά του ςιμανε, ςτθ γλςςα άποασ νδάνθσ υλισ, ηωι δαλυμζνθ, ανςόρροπθ, που ηθτά αλλαγι. Ηωι ςαν τθ δι μασ, είε δευρνίςε θ δθμοςογράοσ. Ο άροσ, ο ςυνεργάτθσ τθσ, είε εμπνευςτεί τον τίτλο από τθν ομόττλθ τανία του ζτηο, μα τανία δίωσ ανκρπνο λόγο, μόνο με μουςι, α με πρωταγωνςτζσ τσ υςζσ δυνάμεσ απ’ τθ μα α τον ςφγρονο άνκρωπο απ’ τθν άλλθ να παλεφε να τσ εμεταλλευτεί, μα προςπάκεα που τον αλλοτρίωνε. Το περοδό, ατά τθ δθμοςογράο, λοδοξοφςε να άνε ςυνεδθτι ςτουσ αναγνςτεσ τθ δαςτρζβλωςθ τθσ ςφγρονθσ ηωισ, αλλά α να αναδείξε τα όποα ςθμάδα αναγζννθςθσ. Το Αγνάντο
61
ανιε ςασ ςτθ δεφτερθ περίπτωςθ. Τθν φπαρξι του -α το ρόλο τθσ Άννασ- τθν είε πλθροορθκεί από αναγνςτθ… Από ρόνα δεν ιταν πα διμαροσ θ Άννα, αλλά τθ ναηαν αόμθ δθμαρίνα ο τωρνόσ διμαροσ που ατοοφςε ςτο δπλανό ωρό, τθν Ρζρδα, τθ ςυμβουλευότανε ςε όλα. αλόσ α δουλευταράσ ο ωνςταντίνοσ ερωτευμζνοσ ρόνα με τθν Ελπίδα, αλλά θ όρθ τθσ είε προτμιςε να πάρε τον Βαςίλθ. ε τσ ευλογίεσ τθσ βζβαα. Του είε θ ίδα αδυναμία. Ιταν εείνο το Αλβανά που είε εμανςτεί ςαν από μθανισ κεόσ, μεσ ςτθν ομίλθ α τθν ερθμά, όταν είε πρωτοπατιςε το πόδ τθσ ςτο ωρό γα να τθν οδθγιςε ςτθν ταβζρνα τθσ ατερίνασ. Είε μεγαλςε ςτο ςπίτ τθσ ο μρόσ. Ιταν υςό ν’ αγαπθκοφν αυτόσ θ Ελπίδα. Σουροφπωνε, τα ρματα ξεκραηαν, τα ωτάα πζρα από τα ςοτενά δζντρα ςτο περβόλ τθσ πλικαναν, αλλά δεν μπιε ςτον όπο να πατιςε το δαόπτθ του θλετροφ. εσ ςτο θμίωσ ταξίδευε πο γριγορα ςτθ ηωι τθσ, ς’ αυτόν το δρόμο νοφμενθσ άμμου που είε πάρε βιμα βιμα μετά το αμό του Ορζςτθ, πρωτοβάδςτο δρόμο ς’ άγνωςτθ ρα ασ ιταν ρηωμζνθ ςτ’ Αγνάντο. Αδζξα προωροφςε, επίμονα όμωσ α, μεσ ςτουσ όβουσ τθσ, τολμθρι, μ’ ζνα εξγαμο ςτθν αγαλά. Ρολλζσ ορζσ είε νδυνζψε να πζςε ςτθν απογοιτευςθ, ςτθν παραίτθςθ. Ο παγίδεσ ο αντξοότθτεσ, θ αογλωςςά ο κόνοσ δε λείπανε, αόμθ πο αποαρδωτι ιταν θ δυςίνθτθ αδάορθ γραεορατία, μα τθν εμψφωναν ο δοί τθσ άνκρωπο α τ’ όνερο να ηιςε θ όρθ τθσ ς’ ζναν τόπο ηωντανό, με παδά να τθ ςυντροεφουν ςτο παγνίδ, ς’ ζναν τόπο πρόςορο ν’ ανκίςε θ μροφλα ηωι τθσ. Ευτυςμζνθ τθν ονερευόταν. Στσ πρτεσ πάντωσ τάξεσ του δθμοτοφ θ Ελπίδα άκε άλλο παρά ευτυςμζνθ ζδενε. Ιταν ζνα μουτρωμζνο α μονόνοτο ορτςά, ζνα αγρμά, που επζςτρεε ςτθ μάνα με μελανζσ α πλθγζσ από ςολοφσ αβγάδεσ. Αδάρυτα τα μάτα τθσ, πεςματά ςραγςμζνο το ςτόμα, τθν ατθγοροφςαν ανελζθτα. Εείνθ. Επεδι ιταν «μπάςταρδο». Ζτς τθ ναηαν τα παδά θ Ελπίδα μοφςε με τυλι μανία να τα ξεςίςε. όνθ αυτι εναντίον πολλν… Δφςβατα ρόνα… ίγεσ αρζσ, πίρα μπόλθ. θ πίρα άρπςε… Ωςτόςο ποτζ τθσ δεν είε ανταςτεί πωσ το Αγνάντο κα μεταμορωνόταν τόςο ρηά α πωσ κα ελεγόταν διμαροσ γα τόςεσ τετραετίεσ. Αν ικελε, κα παρζμενε ςόβα. Οφτε βζβαα είε ανταςτεί τσ λυςςαλζεσ αντδράςεσ… Θ ςαίρα που είε
62
περάςε ςφρηα πλά απ’ το εάλ τθσ μάλλον δεν ιταν τυαία… α τθν πείςμωςε… Γίνανε «ςθμεία α τζρατα» ςτο ωρό… θ Ελπίδα ςποφδαςε δαςάλα, δδάςε, παντρεφτθε, ζγνε μάνα. Ρρζπε να είνα πλζον ευτυςμζνθ, αλλά ζνασ κεόσ ξζρε αν είνα... Τθσ είε άποτε εξομολογθκεί πωσ λαταροφςε τθ ηωι τθσ Ακινασ, πωσ πενοφςε γα εμπερίεσ. α γα τα τα, τθν ίνθςθ, το κόρυβο, τθν ελευκερία τθσ ανωνυμίασ… α πωσ αυτι, θ μάνα τθσ, τθν είε υλαίςε ςτο ωρό, ςε μα ηωι προβλζψμθ… ετά είε ξεςπάςε ςε νευρά γζλα λζγοντασ πωσ υπιρε άτ το ανανοποίθτο μζςα τθσ, θ αλικεα ιταν πωσ πουκενά αλλοφ δε κα μποροφςε να ηιςε, τουλάςτον ό γα πολφ. Τθ μεμόταν παλότερα α γα τθν «ανωτερότθτά» τθσ που τθσ είε ςτεριςε τον πατζρα! Γατί να μθν τον είε ρατιςε πάςθ κυςία; Γατί να τον αινε να ζρετα α να εφγε, όποτε ικελε. Τ παρίςτανε; Τθν ανεξάρτθτθ; Τθν ελεφκερθ; Κα’ πρεπε να’ ε πζςε ςτα πόδα του, γα να τον αναγάςε να μείνε οντά τθσ. Να γίνε «γυναοφλα» α να τον απελιςε πωσ κα όψε τσ λζβεσ τθσ, αν ζευγε. α να μεταερςτεί όλα τα κθλυά τενάςματα γα να τθσ πε το μυςτό του. α τθν εμπόδηε θ αλαηονεία. Από ακαρι αλαηονεία άλλωςτε τθν είε ζρε ςτον όςμο. Γα να δείξε πωσ όλα τα μποροφςε… α μετά το κάνατό του πσ αυτι θ τόςο ανι α δραςτιρα δεν ζαγε τον όςμο γα να ανααλφψε ποο τον είαν ακαρίςε; Ρσ είε αταπεί τθν εδοι τθσ αςτυνομίασ γα αυτοτονία; Ιταν τουλάςτον αατανόθτο το επείρθμα ότ είε ςεβαςτεί το μυςτό που τον ςότωςε, επεδι ζτς κα’ κελε ο ίδοσ! Είε τάςε θ Ελπίδα ςτο ςθμείο να τθν άνε να λαίε, αλλά ποτζ δεν είε δε τα δάρυά τθσ… Αν τθσ ζδνε να δαβάςε το τετράδο; Να τθν γνωρίςε αλφτερα, να τθν αταλάβε… α κα’ ε θ όρθ τθσ όρεξθ να το δαβάςε; άλλον ό… Μςωσ το’ δνε ςτθν Λγζνεα. Τθσ είε άνε μα ςετι νφξθ εείνθ είε δείξε ηωθρό ενδαζρον. Άγνωςτθ;.. Πμωσ τθν είε νςε παράδοξα οεία ςτο τθλζωνο. Άλλωςτε κα γνωρίηονταν από οντά. Ππου να’ να κα εμανηόταν… Τισ είε ξανοτεί θ δθμοςογράοσ ςτο τθλζωνο. οναοφλα. Δεν είε οφτε μάνα οφτε πατζρα οφτε αδζλα. Θ μάνα τθσ τθν είε εγαταλείψε βρζοσ ςτθ κεία τθσ -πεκαμζνθ πα- είε εξαανςτεί άπου ςτθν Αρι. Τον πατζρα τθσ δεν τον είε δε ποτζ οφτε ιξερε το παραμρό γ’ εείνον ετόσ από το επνυμό του που ιταν α δό τθσ.
63
αρζσ. Ηοφςε με τον άρο, τον ςυνεργάτθ τθσ, τον «οντροφλθ τθσ». Ερωτόσ ςφντροοσ ι απλόσ ίλοσ δεν είε αταλάβε, πάντωσ όταν μλοφςε γ’ αυτόν θ ωνι τθσ γλφανε. Άθςε μα τρομαγμζνθ ωνοφλα θ Άννα ακσ ζγνε άπλετο ωσ ςτο ακςτό. α ςτο ωσ ςτεότανε θ Ελπίδα. Ψθλι, με ροδαλά μάγουλα, ςουρόξανκα μαλλά παςμζνα πίςω ςε αλογοουρά α γαλάηα μάτα. Πμορθ οπζλα. Σργθλι. «αμά, τ ζπακεσ α άκεςα ςτα ςοτενά; Ρερνοφςα απ’ ζξω, δεν είδα ωσ ανθςφθςα…» «Ξεάςτθα, Ελπίδα… αό είνα;» «Ζλα, αλζ μαμά! θν πάνεςα από το παραμρό… Δεν εννο ότ γζραςεσ α τα ςετά. Αλλά γατί να μζνεσ μόνθ; Ζλα μαηί μασ! Θ μοναξά δεν είνα α το αλφτερο…» «Δε νκω μοναξά, Ελπίδα». «Δεν το παραδζεςα, μαμά. Από εγωςμό…» Δεν απάντθςε α ξανά ζνωςε ενολθμζνθ με τθν εςβολι τθσ όρθσ τθσ α τθν επβολι του ωτόσ ςτο ςοτάδ τθσ. Τα δάτυλά τθσ άδεψαν το τετράδο. Ρσ μπορεί ζνα παδί να ξζρε τ περςτάςεσ ζαναν τον γονό του αυτό που είνα; Ρσ μπορεί να ανταςτεί τθ ηωι του πρν γίνε γονόσ; «αμά, μθν ατεβάηεσ μοφτρα!» ζανε θ Ελπίδα. «Ανθςυ. Ραράλογο είνα; Ρεσ μου, ςε είε πάρε ο φπνοσ α δεν άναψεσ ωσ;» «Σετόμουνα, Ελπίδα. Τθ ηωι μασ…» «ε αορμι αυτιν τθ δθμοςογράο, υποκζτω…» «άλλον» «Ακθναία!» ζανε ςτυά θ Ελπίδα. «Ο Ακθναίο λυαροφν γα τα αλά τθσ εξοισ, αλλά δεν ξεολλάνε από τθν Ακινα. α επτζλουσ, μαμά, γατί δε ςου ακορίηε πότε αρβσ κα’ ρκε; Ροα νομίηε πωσ είνα; Εςφ ζεσ ςςτεί να ετομάςεσ το ςπίτ γα να τθν λοξενιςεσ, να αταςτρςεσ το πρόγραμμά τθσ… Τθν ζεσ πάρε με πολφ αλό μάτ, αλλά εμζνα μου αίνετα πωσ ζε αβαλιςε το αλάμ! Τ κα πε «ζρομα αυτζσ τσ μζρεσ…» Σεδόν τρζοντασ επζςτρεε ςτο ςπίτ τθσ θ Ελπίδα. Ο άντρασ α ο γοσ τθσ κα τθν περίμεναν… Πταν μροφλα οροπθδοφςε ςτον ίδο δρόμο, τα παράκυρα ιταν αταςότενα, τα ςπίτα βουβά. Χρόνο με το ρόνο ωτίηονταν περςςότερα παράκυρα, περςςότερα ςπίτα βοφηαν από ωνζσ... όλα αυτά ιταν ζργο τθσ μάνασ τθσ. Γεγονόσ… Το ςπίτ τθσ ιταν ςτθν άρθ του ωροφ α γα να τάςεσ εεί, άθνεσ τθν άςαλτο α περπατοφςεσ λγά ςε ωματόδρομο,
64
λαςπωμζνο το εμνα, ςονάρο το αλοαίρ. Ιταν όμωσ ελεποφρ το ςπίτ. Το είαν αγοράςε γα «ζνα ομμάτ ψωμί» από τουσ λθρονόμουσ του δοτιτθ, που είε πεκάνε μετανάςτθσ ςτθν Αυςτραλία. Ζνα μρό τραπεηό δάνεο θ ςυλίςα εργαςία του Βαςίλθ είαν μεταμορςε το ρθμάδ ς’ ζνα από τα πο όμορα ςπίτα του ωροφ. Φωτςμζνο αταφγαηε το ςοτάδ. Ο Βαςίλθσ είε αιςε ανοτό γα εείνθ α το ωσ τθσ εξπορτασ. εσ ςτθν θςυία άουςε το γζλο του Τάςου, του γου τθσ, όμωσ δε βάςτθε να μπε μζςα. οίταξε προσ τα επάνω. Ρυνά άςτρα α νεελματα γαλαξν αναροφςαν ςεδόν το μαυρίλα, πο πζρα όμωσ το μαφρο ιταν ατάμαυρο. Τα βουνά τισ ρφβανε τ’ άςτρα, τα βουνά που ρεσ ρεσ τθν πνίγανε. Στθν Ακινα τα πολλά τα ο ρωματςτζσ δαθμίςεσ ςβινανε τ’ άςτρα, ο πολυατοίεσ αταβρόκηαν τον ουρανό. Αναρωτικθε αν κα μποροφςε να ηιςε γα πολφ αρό άτω από ζναν λεψό ουρανό, αν κα τθν παρθγοροφςαν ο τενθτζσ ωταψίεσ γα τθν απλεα των άςτρων. «θ μ’ αιςεσ ποτζ, Ελπίδα», τθσ είε ψκυρίςε τθν προθγοφμενθ νφτα ο Βαςίλθσ, ακσ αϊδευόντουςαν άτω από το πουπουλζνο πάπλωμα που τθσ είε ουβαλιςε με αμάρ από τον Ρφργο. «Ρσ ςου πζραςε άτ τζτοο απ’ το μυαλό, αγάπθ μου;» είε δαμαρτυρθκεί με απόλυτθ ελρίνεα. «πορ να ηιςω ωρίσ εςζνα;» Δεν μποροφςε! Ιταν ςίγουρθ. αυτόσ, ασ ζδενε μαλαόσ, ιταν απατθτόσ. απόλυτοσ. Ροτζ δε κα τθσ επζτρεπε να πθγανοζρετα, όπωσ ζανε θ μάνα τθσ με τον πατζρα τθσ. Ροτζ δε κα τθσ ζδνε τζτοεσ ελευκερίεσ. αν τολμοφςε να άνε του εαλοφ τθσ, ο Βαςίλθσ κα’ ευγε. Γα πάντα! Αν όμωσ ιταν άπωσ ανετόσ, κα’ ανε ότ ο πατζρασ τθσ. Κα πθγανοερότανε. «Ϊρεσ ρεσ μοφ εφγεσ, Ελπίδα…» Θ ανάςα του αυτι ςτο λαμό τθσ, το ςλθρό ορμί του ζνα με το δό τθσ. ε το εάλ ςτραμμζνο προσ τ’ αςτζρα θ Ελπίδα αναγνρςε πωσ ο άντρασ τθσ είε άποο δίο. άτ απελθτό α ςοτενό τρεότανε από τθν ευτυία τθσ. πορεί να ιταν λθρονομά του πατζρα τθσ, ωλαςμζνθ βακά ςτα φτταρά τθσ.
65
ΜΕΡΟ ΔΕΤΣΕΡΟ
Ισιγέεια και Μάκξο
Τθσ Λγζνεασ, ρόνο με το ρόνο, τισ ςυνζβανε δυςτυσ όλο α πο ςπάνα. Να πετά. Να ουνά ζρα α πόδα ςαν τερά α να υψνετα, όλο να υψνετα.∙O άνκρωπο από άτω να μραίνουν όλο να μραίνουν… Απόλυτθ ελευκερία. εκφς αράσ. To νθτό τθσ απ’ το ομοδίνο ιθςε επίμονα. Βίαα τθν απόςπαςε απ’ τ’ όνερο ασ λαταροφςε να ξαναωκεί μζςα του, ςαν ςε ηεςτό πάπλωμα ςτθν αρδά εμωνάτθσ νφτασ. Θ γρνάρθ ωνι τθσ Ελεονόρασ, τθσ πρθν ςυγατοίου τθσ ςτθν πολυατοία όπου παλά ηοφςε με τθ κεία τθσ, τθν προςγείωςε ςτα τετρμμζνα. «Αοφ δε ςου άνε ζ, Μθ, να περάςεσ από μζνα, εντάξε. Θ λία κζλε δφο, μόνθ μου εγ τ να άνω; Ρζρνα όμωσ από το δαμζρςμα τθσ κείασ ςου να πάρεσ το αρτομάν ςου. Το πζραςα μζςα από τθ αραμάδα τθσ πόρτασ...» «Αοφ ξζρεσ, βρε Ελεονόρα, γατί αποεφγω να ζρομα…» ψζλλςε ηαλςμζνθ. «Ε, αλά τρα… Κζλεσ να πςτζψω ότ οβάςα το άνταςμα τθσ κείασ; άλλον δε ςου περςςεφε ρόνοσ γα μζνα… Ασ είνα. Δε ςου ρατ αία. άου, υπάρε ζνα γράμμα ανάμεςα ςτα αρτά. Ραράξενο αίνετα». θ Ελεονόρα ζλεςε απότομα μ’ ζνα ξνό «άντε, γεα». Ζνα γράμμα! Θ Λγζνεα ξφπνθςε τελείωσ α οίταξε ξαναςμζνθ το άγνωςτο δωμάτο με τσ αίςεσ ποδοςαρςτν α γυμνν ορτςν ςτουσ τοίουσ. Ο βαρζσ ουρτίνεσ δεν εμπόδηαν το
66
ωσ, άρα ιταν προωρθμζνθ θ ρα. Στθν άλλθ άρθ του δπλοφ ρεβατοφ ομόταν μπροφμυτα ο κεςνοβραδνόσ. Ξυρςμζνο εάλ, οντρό ςβζρο, άτςα δεν αλοκυμόταν. Κυμόταν όμωσ τθν Β MW του με τα δερμάτνα μπεη ακίςματα. Τα υπόλοπα κολά α μπερδεμζνα, πλθν ολοάνερα… Ζνα παράξενο γράμμα!.. Σαν να τθσ ςκθε θ ανάςα, ζνασ πόνοσ άπου ςτο ςτομά –ι μιπωσ πο πάνω;- τθν άρωςε. Επεδι ποτζ τθσ δεν λαίε; άπου το’ ε δαβάςε πωσ το εμποδςμζνο λάμα εδείτα. Αλλά ποο λόγο είε γα λάματα; ανζνα. Να πάρε τθν Ελεονόρα να ρωτιςε από ποον είνα το γράμμα… Π. Δεν πρόετα! Από ανζναν από πουκενά δεν περμζνε γράμμα ςτθν παλά τθσ δεφκυνςθ. Οφτε βζβαα από εείνθ… Τθν ζε προ πολλοφ ξεγραμμζνθ τθ μάνα τθσ. Ζρξε μα ματά ςτον ομςμζνο. Δεν το ςυνικηε πα να πζτε ςτο ρεβάτ από τθν πρτθ όλασ νφτα, αλλά είε φγε από το μπαρ ςταγαλαςμζνθ μ’ αυτόν εδ, τον πσ τον λζνε, μόνο α μόνο επεδι ο βρομοάθσ, μπροσ ς’ όλθ τθν παρζα, ζανε αμά ςτθν ονομάλλα. ετά ζτρεε βζβαα ο άθσ ξοπίςω τουσ παρααλντασ τθν να γυρίςε… Αν ιταν ποτζ δυνατόν! «Άντε, πνίξου!» είε τςρίξε. Ανιε πλζον αυτόσ ςτουσ πρθν. άπωσ μαρφσ ο ατάλογοσ όλουσ αυτι τουσ ζε παρατιςε. Σγά μθν τουσ επζτρεπε να τθν παρατάνε εείνο! Νίο πρζπε να τον λζνε ετοφτον εδ α μάλλον ανιε όπου ο άθσ. Στο παρελκόν... οίταξε ςτο νθτό τθσ τθν ρα. Δδεα α τζταρτο. Α, είε μινυμα. Απ’ τον άρο. «Ρρόςεε με τθ μθανι, ορίτς μου. Ευαρςτ που με εδοποίθςεσ ότ δε κα δανυτερεφςεσ ςπίτ»... Ανθςυοφςε ο αθμενοφλθσ, τθ νοαηόταν. Τυερι που τον ζε! Τ κα ιταν ωρίσ εείνον; α «αμζνθ, ζνα «ρεμάλ», όπωσ προιτευε θ κεία τθσ; Ι μπορεί α ν’ αρπαηότανε από ανζνα γόμενο τθσ ςυμοράσ… Αυτιν τθν ρα ςίγουρα κα ομάτα ο άροσ μπροσ ςτον υπολογςτι, με τα πάθ του να ξεελίηουν από τθν πολυκρόνα α τσ ελάρεσ του μςάνοτεσ, παςαλεμμζνεσ ςοολάτα. Πλθ νφτα δουλεφε γα το «ογανςάς», αποομζτα το ξθμζρωμα. Π! Δε κα περνοφςε να πάρε τα αρτά από το δαμζρςμα τθσ κείασ. Σαςίλα τθσ α γα το γράμμα! Κα πιγανε ατευκείαν ςτο άρο, να ετομαςτεί γα το ταξίδ τθσ ςτο Αγνάντο.
67
Ελαρό τφπθμα ςτθν πόρτα α να ςτο άνογμα ξανκά αακόρςτθσ θλίασ ντυμζνθ με άτ ςαν μονό ρατντασ δίςο με αζδεσ α ρουαςάν. Ρολφ λεπτι, ςεδόν άυλθ, απόπνεε εκελοντι, περιανθ πείνα… «Α, ομάτα αόμθ ο Ντίνοσ!» ψκφρςε. «Ο Νίοσ…» «Ντίνοσ!» τθ δόρκωςε μ’ ζνα αμόγελο περρονθτισ ςυγατάβαςθσ. Είμα θ μαμά του!.» Ντίνοσ! α βζβαα… Αυτοςυςτικθε. Λγζνεα! Θ ξανκά οφνθςε ςωπθλι το εάλ. Στο ξεκωραςμζνο τθσ πρόςωπο, αμορραγοφςα πλθγι τα αταόνα βαμμζνα είλθ. Να τον ξυπνιςε; Θ μαμά τρομορατικθε. Π, προσ Κεοφ! Γα να ομάτα τόςο βαρά, κα είνα πολφ ουραςμζνοσ ο αθμζνοσ. όλσ ζυγε, θ Λγζνεα πετάτθε επάνω. Ρρόλαβε να λαμπυρίςε ςτο μςόωτο εθβι- ασ μθν ιταν πα ζθβθ- θ γφμνα τθσ, πρν ςβζλτα ορζςε το εαρμοςτό μπλουηά τθσ, το δερμάτνο μπουάν, το ολάν, τσ μπότεσ. Δυςόρθςε ζτς ντυμζνθ. Είε πάςε ηζςτθ, αλλόοτθ απότομθ ηζςτθ γα τθν εποι, αρζσ άθ… ’ ζνα μάλλον απότομο ςοφντθμα ξφπνθςε τον νεαρό εείνοσ αντίρςε μα μνατοφρα γυναίασ, ντυμζνθσ ςτα ατάμαυρα, με αψεγάδαςτο ςαν από πορςελάνθ δζρμα, μαρά μαλλά ςτο ρμα του μελοφ, μάτα ςτο ίδο ρμα, ωτςμζνα από μα ερωνι λάμψθ. γά ςαςτςμζνοσ άπλωςε αδζξα τα ζρα να τθν τραβιξε οντά του, αλλά αυτι τον απκθςε. Ηεςτανόταν α βαηόταν, είπε, α του ηιτθςε με επτατό φοσ να τθν πετάξε με τ’ αυτοίνθτό του μζρ το μπαρ, ςτθ Γλυάδα, όπου είε αιςε τθν προθγοφμενθ νφτα τθ ρζλλα. Ροα ιταν θ ρζλλα; α θ μθανι τθσ... Τθν υπάουςε. Σθκθε νωκρά, ιπε μα γουλά αζ α ντφκθε ανόρετα. Από το αλαμά μζρ τθ Γλυάδα ςεδόν δε βγάλανε μλά, όταν όμωσ θ Λγζνεα ετομάςτθε, ζξω από το μπαρ, να ανζβε ςτθ μθανι τθσ, ο νεαρόσ τθν ζςξε ςεδόν βάναυςα ςτθν αγαλά του νκοντάσ τθν όλασ ευγάτθ. «Ρότε κα ςε ξαναδ;» «Α, κα λείψω... Γα δουλεά…» «Τ δουλεά;» «επορτάη…» ζανε ν’ αποςπαςτεί απ’ τα ζρα του. «θ μου πεσ! Δθμοςογράοσ! Αλλά δεν ς’ ζω δε ςτθν τθλεόραςθ…»
68
«Το «ογανςάς» το ξζρεσ; Εεί γράω…» Δεν είε βζβαα δζα θ Λγζνεα δεν μπιε ςτον όπο να του δςε εξθγιςεσ. Γα ποο λόγο; Ροτζ δε κα γνόταν αναγνςτθσ τουσ. «α ποφ κα πασ;» «Στο Αγνάντο, ζνα ωρό ςτο αίναλο...» ζανε ορντασ το ράνοσ τθσ. «Χωρό!» «Γα να ςυναντιςω μα αταπλθτι γυναία». «α ωράτςςα!» «Ρρθν Ακθναία που ατάερε να ηωντανζψε ζνα ζρθμο ωρό!» Το πόδ τθσ ιταν όλασ ςτο γάη. «α πότε επςτρζεσ, Λθ;» Ζπλθξθ! Κυμόταν τ’ όνομά τθσ! Αλλά α τ μ’ αυτό; «Α, δεν ξζρω…» «Κα μου τθλεωνιςεσ, ζτς;» « πα! Δε νομίηω…» «Δε νομίηεσ! Δε μετρ λοπόν ακόλου γα ςζνα;..» όλσ του ξζυγαν ο λζξεσ, δαγκθε. Ροτζ δεν πρζπε να δείνεσ αδυναμία ςτα ορίτςα. Κα το εμεταλλευτοφν α κα ςε τςαλαπατιςουν. αυτι αςογελοφςε ςαν να είε αοφςε ανζνα οβερό αςτείο. Ιξερε τ τθσ ρεαηόταν, όμωσ δεν μποροφςε να άνε τίποτε άλλο ετόσ από το να τθν παρατθρεί με βουβι λφςςα να πατά γάη. Τθν ποκοφςε μςντασ τθν.
Αν δεν υπιρε ςτθ ηωι τθσ ο άροσ, θ Λγζνεα κ’ αγαποφςε μόνο τθ ρζλλα τθσ. Ιταν το αμάρ τθσ. Ρανζμορθ ανι να τα βγάηε πζρα α ςτσ πο αντίξοεσ ςυνκιεσ, Kawasaki ZX 1000. Σοτςτρα τθν αποαλοφςαν άτ ξενζρωτο που οφτε αν μποροφςαν να δανοθκοφν, υλαςμζνο αυτοί ςτα Λ.Χ τουσ, πσ είνα να ταξδεφεσ με μα τζτοα μθανι, τ αίςκθςθ ελευκερίασ ςου δίνε! όςο γα ςοτςτρα… Σοτνε μόνο τουσ ανάξουσ. Χρεάηεςα αξοςφνθ γα να ςου παραδοκεί. Τον ανάξο τον αναγνωρίηε α ροντίηε να τον ξεορτωκεί.
69
Ιταν δίαθ θ ρζλλα. α πςτι. Ο άνκρωπο – αόμθ α το αίμα ςου- προδίδουν, θ ρζλλα ποτζ. αμά ορά τθσ μλά θ ρζλλα αοφε εννοεί. ζε αυτι τον τρόπο τθσ να εδοποεί α να προεδοποεί… ολλθτζσ ο δυο τουσ α ςυνεννοοφντα απόλυτα. Είε πραγματοποιςε τ’ όνερό τθσ ν’ αποτιςε μα τζτοα μθανι με τον πο ανζλπςτο τρόπο. ετά τθν θδεία τθσ κείασ είε ανεβεί ςτο πατάρ να τ’ αδεάςε από τθ ςαβοφρα προεμζνου να ζρκε υδραυλόσ να επδορκςε τον κερμοςίωνα. Κα είε πετάξε ςτθ ςαοφλα των απορρμμάτων εείνα τα όνα γοβάα με τα αγωμζνα ταοφνα α τσ γδαρμζνεσ μφτεσ, αν δεν τθν υρίευε θ τρελι επκυμία να τα δομάςε… Ιταν ςίγουρθ πωσ δεν ιταν τθσ κείασ. Τα παραμορωμζνα μα ηωι πόδα τθσ τθν ανάγαηαν να ορά άτ άαρα παλοπάπουτςα. Α, ιξερε α αλοιξερε ποασ ιταν!.. Τθσ μάνασ τθσ… ζτρεμε ολόλθρθ από ταραι α μςοφςε τον εαυτό τθσ, ακσ ρατοφςε τθ γόβα, ζτομθ να τθν προβάρε… Το πόδ τθσ όμωσ ςυναντά εμπόδο. Το μπροςτνό μζροσ του παπουτςοφ είνα παραγεμςμζνο με άτ ςλθρό, τυλγμζνο ςε εθμερίδα. Το ξετυλίγε ανφποπτθ… αςοφρα με λίρεσ! α ςτθν άλλθ γόβα επίςθσ!.. α μρι περουςία… Τθν επόμενθ όλασ μζρα αγόραςε τθν ρζλλα. Σαν να’ ε δι τθσ βοφλθςθ, δά τθσ ςζδα, θ ρζλλα, αντί να ςυνείςε ανονά τθν πορεία τθσ ςτθ Βουλαγμζνθσ γα το ζντρο, πιρε μα απότομθ ςτροι α μπιε ορμθτά ςτθ Φλολάου. Σταμάτθςε ζξω από τθν παλά, γρηωπι πολυατοία, νοφμερο 118. Θ Λγζνεα, μετά από ςφντομο δςταγμό, ξεαβάλθςε α με το ράνοσ παραμάςαλα ατευκφνκθε προσ τθν είςοδο. Γατί να μθ δε λγά τθν παραπονάρα Ελεονόρα; ατά βάκοσ τθν είε επκυμιςε. Ρίεςε το ουδοφν τθσ, αλλά θ Ελεονόρα δεν άνοξε. Ρροανσ δοφλευε πρωνι βάρδα. Αλλά μασ είε τάςε μζρσ εεί, δε κα’ τανε δελία να φγε, δίωσ ν’ ανζβε ςτο δαμζρςμα τθσ κείασ να μαηζψε τα αρτά; Ζξω από το δαμζρςμα οντοςτζετα, παίρνε άνα δυο βακζσ ανάςεσ ταγγςμζνου αζρα να επβλθκεί ςτον εαυτό τθσ. Στο άτω άτω τ οβάτα αυτι θ δικεν ατρόμθτθ; Ξελείδωςε νευρά, μπιε. Αίνθτθ, ςτο μςοςόταδο, αουγράςτθε τον κόρυβο που γλςτροφςε ξεκυμαςμζνοσ απ’ τθν λεςτι μπαλονόπορτα. Ιταν θ μόνμθ μουςι υπόρουςθ τθσ
70
παδισ τθσ ηωισ... Τθν ζτανε αόμθ α ςτο δό τθσ πίςω δωματά, με κζα τθ μαραηωμζνθ νεραντηά του αάλυπτου ρου α τ’ απζναντ μπαλόνα με τσ ςουγγαρίςτρεσ, τ’ απλωμζνα ροφα α τα πλαςτά ντουλάπα. Οφτε ςζψθ να ομθκεί εεί ζςτω α μα νφτα! α αρά είε βολευτεί ςτο αναπεδά, ςτθ γαρςονζρα του άρου. Πταν μςοξυπνοφςε τθ νφτα, ο ιοσ του πλθτρολογίου του, ακσ δοφλευε ςτον υπολογςτι, τθσ ζδνε ζνα γλυό αίςκθμα αςάλεασ. Γονατίηε. Ανυπόμονα τα δάτυλά τθσ παραμερίηουν δαθμςτά α λογαραςμοφσ, αρπάηουν τον ςτραπατςαρςμζνο άελο με τα ςτραβοολλθμζνα γραμματόςθμα. ε τθν ψυι ςτο ςτόμα ψάνε γα τον αποςτολζα, ψάνε τ’ όνομα εείνθσ… α υπάρουν μόνο τα ςτοεία του παραλιπτθ, τθσ κείασ, γραμμζνα με ξεκωραςμζνα εαλαία γράμματα α τελείωσ ανορκόγραα. Σίηε το άελο αναςφρε ζνα φλλο αρτοφ, μάλλον από ςολό τετράδο. Ο γραόσ αρατιρασ, επίςθσ με εαλαία, είνα ίδοσ με του αζλου. Δαβάηε το επίςθσ ανορκόγραο α ξεκωραςμζνο είμενο μθ εννοντασ ςτθν αρι τίποτε. ΑΔΕΛΥΙ ΕΛΑ ΑΜΕΟ . ΑΤΣΟΙ ΛΕΝΕ ΠΕΘΑΝΕ . ΟΛΟ ΧΕΜΑΣΑ ΛΕΝΕ . ΕΓΟ
«
ΕΦΑΑ
ΜΙΑΛΟ ΥΟΒΑΜΕ
ΟΜΟ
ΜΗΝ
ΦΑΟ .
ΚΑΜΙΑ
ΥΟΡΑ
ΔΕΝ
ΒΙΝΟΤΝ ΟΛΑ ΚΑΙ
ΓΚΡΕΜΙΖΟΜΕ . ΠΟΝΑΕΙ ΑΤΣΟ ΠΟΛΤ . ΑΜΑ ΠΙΑΟ ΚΑΣΙ ΟΜΟ ΚΡΑΣΙΕΜΑΙ . ΠΙΑΝΟ ΣΟ ΦΕΡΙ ΣΗ ΝΑΣΑΑ . ΚΑΛΗ ΠΟΛΤ ΑΠΟ ΣΗΝ ΓΕΟΡΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΖΙ ΕΔΟ . ΑΤΣΙ ΓΡΑΥΙ ΣΟ ΓΡΑΜΑ ΕΜΕΝΑ ΦΕΡΙ ΣΡΕΜΕΙ ΠΟΛΤ . Η ΝΑΣΑΑ ΒΡΙΚΕ ΔΙΕΥΘΙΗ ΟΤ ΣΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΟΤ . ΕΓΟ
ΔΕ
ΘΙΜΟΜΟΤΝΑ . ΑΝ
ΔΕΝ
ΕΡΘΙ ΑΔΕΛΥΙ ΘΑ ΜΕ ΚΟΣΟΟΤΝ ΝΑ ΠΑΡΟΤΝΕ ΠΙΣΙ
ΜΟΤ . ΕΣΙ ΓΙΝΕΣΕ ΣΕΛΕΥΣΕΑ ΜΕ ΣΟΤ ΓΕΡΟΤ ΠΟΤ ΚΑΝΙ
ΔΕΝ
ΣΟΤ ΝΙΑΖΕΣΕ .
ΔΕΝ
ΕΦΟΤΝΕ ΚΑΝΕΝΑ ΝΑ ΥΟΒΙΘΟΤΝΕ . Ε ΠΑΡΑΚΑΛΙ Ο ΑΔΕΛΥΟ ΟΤ ΓΕΡΑΙΜΟ ».
Στο άτω μζροσ του αρτοφ υπιρε αποτφπωμα ςραγίδασ με τθ δεφκυνςθ: Γθροομείο «Θ Γαλινθ», οδόσ όδων 66, Ραανία. Ξζςπαςε ςε γζλα. Ιταν από το κείο Γεράςμο αυτι να αντάηετα άλλα!.. Τον είε γα πεκαμζνο από ρόνα ι μάλλον είε ξεάςε τθν φπαρξι του! Ξαναοίταξε πο προςετά το γράμμα. Υπιρε θμερομθνία. Είε γρατεί πρν τρεσ μινεσ, άρα ο κείοσ ιταν ηωντανόσ τότε. Ηωντανόσ ι πεκαμζνοσ, το γράμμα δεν τθν αοροφςε. Άλλωςτε οφτε που τον ιξερε αλά αλά. Δυο ορζσ όλεσ όλεσ τθν είε ουβαλιςε πτςρία, ςεδόν με το ηόρ, θ κεία ςτο ςπίτ του, ςτο Χαλάνδρ. Ο Γεράςμοσ οφτε που τθσ είε δςε ςθμαςία, οφτε αν τθν οτοφςε ςαν να ιταν αόρατθ. όνο τθν είε ςτείλε να βγάλε από τθν ντουλάπα άτ αγορίςτά παγνίδα, αυτονθτάα, μπουλντόηεσ, ςτρατωτάα, γα να παίξε. Αυτι δψοφςε γα μα ςτάλα προςοι, ζνα αλό λογά, γα να μπορζςε να πε ςτον εαυτό τθσ, ό με τυλό πείςμα, αλλά με ςγουρά, πωσ δεν ιταν τζρασ, όπωσ ζλεγε θ κεία, αλλά ζνα ανονό 71
ορτςά. Πταν όμωσ οίταηε το ςοτενό α ατςοφο πρόςωπό τθσ ςτον ακρζτθ, με τα μαλλά να πζτουν άτςαλα ςτο μζτωπο, ςεδόν να τθσ ρφβουν τα μάτα, εννοοφςε πωσ δεν είε ελπίδα να τθν ςυμπακιςε ανείσ, οφτε ο κείοσ Γεράςμοσ οφτε αν ο Λθςοφσ Χρςτόσ. Δυο τρία ρόνα πρν αρρωςτιςε θ αδελι του, ο Γεράςμοσ το’ ςαγε από το ςπίτ του, αμά ορά μάλςτα αινοντασ ορκάνοτθ τθν εξπορτα, α περπλανότανε εδ εεί, ρυπαρόσ, νθςτόσ α δψαςμζνοσ. Αλτςάμερ, ζλεγε θ κεία, είε αταζρε να τον βάλε ςτο γθροομείο να γλυτςε από τθν ζγνοα του ασ ςυρηότανε ο αθμζνοσ πωσ ο αποδράςεσ του είαν ψυαγωγό α περπετεδθ αρατιρα. Τον είε ξεγελάςε πείκοντάσ τον πωσ θ «Γαλινθ» ιταν νοςοομείο, όπου κα’ ανε μόνο γενζσ εξετάςεσ. Θ αρδά τθσ τυπάε αανόνςτα α δυνατά.. Ππωσ τότε. Γα μα αόμθ ορά αναρωτζτα αν όντωσ ζουν επωκεί εείνα τα λόγα ι είνα τθσ ανταςίασ τθσ… Ξεαςμζνθ ςτο ςαλόν του κείου παίηε ανόρετα με τα ςτρατωτάα, όταν αοφε από τθν ουηίνα τθ κεία να λζε με τθν αντπακζςτατθ, τςρτι ωνι τθσ: «Γεράςμε, θ Φοίβθ ςτθν ουςία ςότωςε τον Δθμιτρθ μασ! Αυτι!..» Φοίβθ είνα θ μάνα τθσ! Είνα θ όρθ του Δθμιτρθ, του παπποφ που δεν ζε προλάβε να γνωρίςε. Ο Δθμιτρθσ είνα –ιταν μάλλον αδελόσ τθσ κείασ α του Γεράςμου! Αυτι, μρανεψά τουσ. περδεμζνα α ςαμζνα ςυγγενολόα!.. Ράντωσ όταν πρωτόδε τθ μάνα τθσ, άκε άλλο παρά πατροτόνοσ τθσ είε ανεί. Ιταν όμορθ. Ψθλι, αεράτθ α γελαςτι. Ξαναεφγοντασ γα τθν Αρι τθν είε ρατιςε ςτά ςτθν αγαλά τθσ α τθσ είε υποςεκεί πωσ ςε μεροφσ μινεσ κα ιταν ξανά οντά τθσ, μπορεί α γα πάντα. Δεν ξαναάνθε, μόνο τθσ ζςτελε τα Χρςτοφγεννα μα άρτα μ’ ευζσ α λά. ετά τίποτε… Από τότε τθ μίςθςε. Αμετάλθτα. Θ κεία κράμβευε. Τθν είε πςτζψε τθ Φοίβθ; Ρο ανεφκυνθ, πο εππόλαθ, πο μεγάλθ ψεφτρα απ’ αυτιν οφτε γεννικθε οφτε ποτζ κα γεννθκεί! Αυτι ςωποφςε. όνο τθν οίταηε. Ραγερά επίμονα. Εείνο το βλζμμα ζανε πάντα τθ κεία να άνε τελείωσ τον αυτοζλεγό τθσ. αταρότανε τθ μαφρθ τθσ τφθ να ορτωκεί το ςτραβόξυλο τθσ ανψάσ α οφρλαηε πωσ θ όρθ ιταν τυςτι θ μάνα! Στθν ομορά οπωςδιποτε ό.. Δυςτυσ! Ρίεςε τον δαόπτθ α προσ ζπλθξι τθσ -μινεσ ζε να πλθρςε τθ Δ.Ε.Θ.- το λερό αμπαηοφρ τςε το ςαλονά: το τραπεηά με το γρηωπό από τθ ςόνθ αρεδά α το βάηο με τα πλαςτά τραντάυλλα, τσ τθνζσ πολυκρόνεσ με τα λουλουδάτα αλφμματα, τα
72
γελοία μπμπελό, το βουλαγμζνο ςτθ μζςθ αναπεδά. Τίποτε το τρομερό δεν υπιρε, μόνο μροαςτι μηζρα… θ κεία, ωματά πα… α ελαράδα τθν πλθμμφρςε, μα ευκυμία. Τθν ξανάπαςαν τα γζλα, γζλα που αντιθςαν αλλόοτα ςτο άδεο ςπίτ. Θ κεία γνόταν ζξαλλθ όταν τθν ζδερνε- ό ςυνά α μόνο μζρ τα δζα τθσ, μετά δεν τολμοφςε- αυτι ξεαρδηόταν, όταν τθν ζβρηε αυτι αμογελοφςε, όταν τθν λείδωνε νθςτι ςτο δωμάτό τθσ αυτι τραγουδοφςε. Θ κεία ευτυσ ιταν ςτερθμζνθ από ανταςία α δεν κα τθσ είε ποτζ περάςε από το μυαλό τ προςπάκεα ατζβαλλε να ρατάε το λάμα τθσ… ζρ που επτζλουσ ξζμακε να λαίε ζγνε αυτό που είνα... Πταν θ κεία είε μπε ςε ελεενι ατάςταςθ ςτο νοςοομείο, αυτι περνοφςε ρεσ ςτο πλευρό τθσ να τθ ρωτά τ ρεάηετα, να τθσ βρζε με υγρό βαμβά τα ξεραμζνο είλθ, να τθσ ρατά το ζρ. Ο άλλο άρρωςτο, το προςωπό, ο επςζπτεσ, ζκαμβο με τθν τόςθ αοςίωςθ, α τόςο αςυνικςτθ μάλςτα ςτθ νεολαία του αροφ, να μααρίηουν τθ κεία! Εείνθ μόραηε αλλόοτα, ακσ δεν ιταν ςε κζςθ να εξθγιςε πωσ θ μρανεψά ιταν μα υπορίτρα, που βρςότανε εεί μόνο α μόνο γα να απολαμβάνε τθν ανθμπορά τθσ. Θ κεία πλθρκθε αλά. Θ μάνα τθσ όμωσ που τθ γζννθςε γα να τθν παρατιςε; Ασ ζλεγε ότ ικελε ο άροσ γα ςυγρεςθ α μαλαίεσ. Το μίςοσ γα τθ μάνα τθσ τθν ρατά ηωντανι ετομοπόλεμθ. Είνα θ πθγι τθσ δφναμισ τθσ. Δίωσ αυτό κα ιταν ζνα μθδενό. ε τίποτε δε κζλε να το άςε. Το υλάε βακά μζςα τθσ α το κρζε γα να’ να αποτελεςματό, αν ποτζ ζρκε θ ρα του. Το νθτό τθσ. Ο, ο πάμπθσ. Τ’ άθςε να τυπά. Δεν είε ςοπό ν’ απαντιςε. Κα’ κελε πάλ να τον ςυνοδεφςε ςε αμά ζκεςθ ηωγραισ. Σπουδαςτισ τθσ Σολισ αλν Τενν ο πάμπθσ α ανατόσ αναγνςτθσ του «ογανςάτς», από τότε που είαν άνε ζρωτα. Θ ςτορία ράτθςε πολφ, περςςότερο από εξάμθνο, ίςωσ ρατοφςε α περςςότερο, αν ο πάμπθσ δε γνότανε τόςο τθτόσ. Δε κα μποροφςε να μπε ςε ςζςθ δάρεασ, πολφ περςςότερο μονμότθτασ. Ραντοτνόσ είνα μόνο ο άροσ. Ράντωσ ο περςςότερο από τουσ πρθν γόμενουσ ατζλθγαν λαράα. Ππωσ ο πάμπθσ... Πλο ο ίλο τθσ ανιαν ςτο ανδρό φλο ετόσ από τθν Ελεονόρα. Το δζςμό τουσ είε γίνε όταν τθν είε ςυνοδεφςε ςτθ γυναολογι λνι γα ζτρωςθ. Ο αςάπθσ του ρεοπωλείου ςτο ςοφπερ μάρετ που δοφλευε θ Ελεονόρα τισ είε ςαρςε τθ δουλεά. Ρενθντάρθσ α βάλε, με
73
ςφηυγο α τρία παδά, τθν είε ςτρμξε πίςω από τα ψυγεία τθσ αποκιθσ. όνο μα ορά όλθ όλθ, μξόλαγε θ Ελεονόρα. Θ Λγζνεα τθν είε βάλε να τθσ ορςτεί πωσ δε κα του ξαναακότανε, αλλσ να τθν ξζγραε από ίλθ. Θ Ελεονόρα, με πρθςμζνα από το λάμα μάτα α μφτθ που ζςταηε, ορίςτθε. Ιταν τότε ςτα δεαοτ τθσ, τρία ρόνα μεγαλφτερθ από τθν Λγζνεα. Δυνατόσ κόρυβοσ από το δρόμο. Αντρζσ, κυμωμζνεσ ραυγζσ. Γυναείεσ ςτργλζσ. άποο τραάρςμα ςίγουρα. Δε κα ζανε τον όπο να βγε ςτο μπαλόν. Τςαλάωςε α πζταξε τα δαθμςτά ςτον άλακο των αριςτων, αοφμπθςε τουσ λογαραςμοφσ ςτο τραπεηά τθσ τθλεόραςθσ. Ασ περίμεναν τθν επςτροι τθσ απ’ τ’ Αγνάντο… Ζανε να πετάξε α το γράμμα του Γεράςμου –τ παρτίδεσ είε αυτι με το γεροξεοφτθ;- όμωσ μετάνωςε. Κα το’ δενε ςτο άρο ςαν αξοπερίεργο.
ςοςότενο το δαμζρςμα του άρου. Ππωσ ςυνικωσ. αυτόσ ακςμζνοσ ςτθν περςτρεόμενθ πολυκρόνα μπροσ ςτθ ωτενι οκόνθ του υπολογςτι. Ππωσ ςυνικωσ. Το εάλ όμωσ πεςμζνο ςτο ςτικοσ, τα ζρα ρεμαςμζνα ςτο πλά! Αίνθτα! Θ Λγζνεα παγνε με το ράνοσ παραμάςαλα, το ςαίδο ςτθν πλάτθ, το λεδί που μόλσ ξελείδωςε τθν πόρτα, ςτο ζρ. Το Αγνάντο, ςόνθ που ςόρπςε ςτον άνεμο. Ζε λοπόν αυτό ςυμβεί;.. α βλζπε τον εαυτό τθσ ζρθμο μεσ ςτον μεγάλο όςμο. άρο, αγάπθ μου!.. Αναςαίνε βακά να ρατθκεί να μθν ουρλάξε. Φοβθτςάρο ποντί, εππλιττε τον εαυτό τθσ, ό,τ α να’ να, ουνιςου! Ρλθςάηε… Γφρω από τθν πολυκρόνα του το ςυνθκςμζνο ντεόρ από τςαλαωμζνα αρτά α γυαλςτερά περτυλίγματα ςοολάτασ. άρο! άρο! Ψκυρίηε τ’ όνομά του ξανά α ξανά. Δεν είνα οκαλμαπάτθ… Ευτυσ δεν είνα. άτω από το πουλόβερ α το αςόλ που μόνο το μεςοαλόαρο αποωρίηετα, το ςτικοσ του άρου ανεβοατεβαίνε ελαρά! Αναςαίνε ανονά ζνα αετί αυλά, ςάλο αναατεμζνο με ςοολάτα, υλά αόμθ από τθν άρθ του μςάνοτου ςτόματόσ του. Άρα μόλσ κα ζε αποομθκεί. όνο ομςμζνοσ δεν τρε ςοολάτεσ. Είτε πλθτρολογεί είτε ςεράρε ςτο δαδίτυο είτε ςζτετα, ζνα ομμάτ ςοολάτασ λνε απαρατιτωσ ςτο ςτόμα του. Φαγθτό δεν πολυτρε,
74
θ ςοολάτα υρίωσ ςωρεφε το λίποσ ςτο ορμί του, με αποτζλεςμα θ λερι, ςαραβαλαςμζνθ πολυκρόνα του να τον ςίγγε όλο α πο πολφ, να ζε πα γίνε ζνα με τθ ςάρα του, αβοφ. Τον ςοφντθςε ελαρά. «Ζλα, ρε άρο, ξφπνα! ε οψοόλαςεσ, ποφ να ςε πάρε!..» Σάλεψαν τα οντρά είλθ του. Τθσ όπθε θ ανάςα. Κα τα ατάερνε να μλιςε; «Ζλα, Ελεαντοφλθ μου! Εγ είμα… Θ Τςλβίκρα ςου… ίλα μου επτζλουσ!» Τα ματάα του πίςω από τα γυαλά μυωπίασ με τον βυςςνι ςελετό άνοξαν ζπλθτα. «Το παραξενφτθςα α με πιρε ο φπνοσ, Λά… Συγνμθν!» Απ’ τθ αρά τθσ του’ ςαςε δυο λάα ςτα ουςωτά, αξφρςτα μάγουλα. ακετί επάνω του τ’ αγαποφςε. Τθ οτςίδα του, τθν πλαουτςωτι μυτοφλα του, τθν ολάρα με τσ δίπλεσ, τα τρωτά ζρα με τα οντόοντρα δάτυλα, το ξεοφμπωτο λεαςμζνο πουάμςο… Απζναντ, ςτο λόο του υαβθττοφ, ζνασ οντροφλθσ με ςορτςά ανζβανε τρζοντασ τθν ανθορά. Τον είε ξαναδεί, αλλά αυτι τθ ορά τθσ άνθε ςασ ομψότεροσ.. Μςωσ άποτε ο άροσ να ξεολλοφςε από τθν πολυκρόνα, να’ βαηε όρμα α ςπορτζξ α να’ ανε τηόν. «ου’ λεψεσ, αροφλθ», μουρμοφρςε αδάρα. «Π πάντωσ από υπατότθτά μου, ξενφτςςά μου…» Τα ματάα του πίςω από τα γυαλά γελοφςαν α ςπίκηαν. «α τ να άνω; Να μθ βγαίνω; Αοφ εςφ δε με ςυνοδεφεσ ζξω;» «Δε κα ντρεπόςουνα να ςζρνεσ μαηί ςου ζναν οντρομπαλά ςαν εμζνα». «Π, α το ξζρεσ!» «Το ξζρω, βρε Λά, αλλά είνα α το άλλο…» «πορείσ να πίνεσ λίγθ μπρίτςα ι μόνο όα όλα, Ελεαντοφλθ… Άλλωςτε εγ κα ςε προςζω…» Ο άροσ ξανά ςυκρπαςε. «Φοβάςα αόμθ, άρο;» Θ ωνι τθσ μόλσ αοφςτθε, τα ζρα γραπωμζνα ςτα ζρα του. «Φοβάμα να ρςάρω, Μθ. Ζανα τόςο δρόμο…» «Ρζραςαν ρόνα, άρο…» «Ρζντε. ετά ςτθ μαφρθ τρφπα, Μθ…» Τθσ είε εξςτοριςε ο άροσ πσ είε ακεί ςτουσ λαβφρνκουσ του αλοολςμοφ, πσ είε οδθγθκεί ςτθ λφτρωςθ. Θ ςτορία του, μάλλον ονότυπθ. ετά τθ δουλεά, ςπίτ. α ποτό. Π,τ βρςόταν.
75
Π πολφ α μόνο αργά. Χαλάρωνε, ςυντροευόταν… ετά από λίγο αρό άρηε το γλζντ από το απόγευμα α ςφντομα από το πρωί. Στο γραείο τα πιγανε από το αό ςτο ερότερο, αλλά δεν ικελε με ανζνα τρόπο να παραδετεί το λόγο. Ζβρςε ίλεσ δυο ψευτοδαολογίεσ. Ρίςτευε -μάλλον ξεγελοφςε τον εαυτό του- πωσ απλά ζανε το ζ μου, πωσ είε τον ζλεγο. Ζαςε τθ δουλεά του. Ζαςε α δεφτερθ δουλεά. Χρωςτοφςε παντοφ. Πταν ιταν νθάλοσ αναγνρηε το αδζξοδο. Ρονοφςε τότε α οβότανε… α ξανάπνε ν’ αντζξε. α μα νφτα… Ραγωμζνθ νφτα, γεναράτθ... Είε αποαςίςε να πθδιξε από τθν ταράτςα, ζμενε τότε ς’ ζνα πρθν πλυςταρό. Πμωσ ξθμζρωςε α δεν είε τολμιςε. Οφτε να πεκάνε οφτε να ηιςε ιταν ανόσ. Σάκθε τελείωσ τον εαυτό μου ιπε μζρ αναςκθςίασ. Ζπεςε ςε μα. Συνιλκε ιταν ςε μαφρο άλ. Γα πρτθ ορά πόκθςε βακά μεσ ςτθν ψυι του, πόκθςε απελπςμζνα, να λυτρωκεί. Ζλαψε από τθ λατάρα του γα λφτρωςθ. Τθν ίδα μζρα πιγε ςτουσ Αννυμουσ Αλοολοφσ. Ιξερε γ’ αυτοφσ από αρό. Τον αγάλαςαν αμά δεαρά άνκρωπο, ανονοί άνκρωπο, μόνο πο αμογελαςτοί α ηεςτοί από τουσ ανονοφσ. Κα βρομοφςε ςίγουρα απλυςά, αλλά αυτοί τον αγάλαςαν. Τουσ άουγε να δθγοφντα πσ τα’ ανε αταζρε να απεξαρτθκοφν, αλλά α πσ ξανάπεταν, πσ ξαναςθνονταν, πσ πάλευαν. Νίεσ, αλλά α ιττεσ. εσ ςτο ςοτάδ τθσ απελπςίασ του, αμυδρζσ ςτθν αρι ελπίδεσ α ςπκίτςεσ πίςτθσ ςτθν Αντερθ Δφναμθ άνθαν… Δεν ζνωκε πα μόνοσ ο άροσ. Υπιρε ςυντροότθτα α μοίραςμα. Ζγνε τατόσ ςτσ ςυνεδράςεσ… Αν πςωγφρηε, τον βοθκοφςαν ο άλλο να το ξεπεράςε α να ςυνείςε. Άρςε να προςεφετα. Αθρθμζνα α μθανά ςτθν αρι, μετά με όλο α με μεγαλφτερθ ηζςθ. α λάβανε βοικεα. Ρροςευότανε α γα εείνθ, υρίωσ μθν πάκε τίποτε με τθ μθανι. Ρσ αλλσ κ’ άντεε; Τθσ το’ ε μα ορά εξομολογθκεί α τθν είε ξανάςε. Νόμηε πωσ μόνο αυτι αγωνοφςε μιπωσ τον άςε… Βζβαα το αρδογράθμα που ςεδόν τον είε αναγάςε να άνε δεν είε δείξε τίποτε, όμωσ τα πονάα ςτο ςτικοσ του επζμεναν. Ο άροσ ωςτόςο ανζβαλλε το ςπνκθρογράθμα α το τεςτ οπςεωσ μιπωσ αοφςε τθν ατρι ετυμθγορία που κα αταδίαηε τσ λατρευτζσ του ςοολάτεσ. Ο ςοολατοζρωτάσ του είε αρίςε ςτο ζντρο Ρερίκαλψθσ Αγρίων Ηων ςτθν Αίγνα, όπου είαν πρωτογνωρςτεί.
76
Ξαγρυπνοφςε ο άροσ πλά ς’ ζναν ςταυραετό με τςαςμζνα τερά. Ο τθνίατροσ δεν μποροφςε να εξθγιςε πσ του είε ςυμβεί αυτό. Τουϋ βαλε νάρκθα ζπρεπε να μζνε ατά το δυνατόν αίνθτοσ μιπωσ α ατάερνε να ξαναπετάξε. Τ κα ιταν ζνασ ανάπθροσ αετόσ; Ο άροσ, πράγμα πρωτοανζσ γ’ αυτόν, ξενοφςε να άε, το αλοόλ ζτς αλλσ δεν υπιρε οφτε ςτο μυαλό του πα. όνο ο αετόσ. Ζνασ εκελοντισ, λαρά του, βάλκθε να του προμθκεφε ςοολάτεσ. Του’ δναν ενζργεα, τον ρατοφςανε ξφπνο. α βζβαα του άρεςαν. Από μρό του άρεςαν, αλλά ό πακαςμζνα. Ο αετόσ ζγανε α τα ατάερε να πετάξε. Ο άροσ όμωσ όλλθςε με τσ ςοολάτεσ άρςε να πααίνε. Ο ιοσ του νθτοφ τθσ τθν ξάναςε. Ιταν ο Ντίνοσ. Τον είε ξεάςε. «Δε κ’ απαντιςεσ, Μθ;» «Δεν υπάρε λόγοσ, αροφλθ». «Φλερτ, Λά;» Ζανε ζνα δοροφμενο μοραςμό α δεν απάντθςε. «Βρε Τςλβίκρα, αντί να το αίρεςα, ατςουάηεσ από πάνω!..» Χαμογζλαςε ανόρετα α ξεόλλθςε από τθν αγαλά του. Αςυναίςκθτα ζςξε τα δόντα, όπωσ το ςυνικηε τον αρό τθσ κείασ. Ιταν ο τρόποσ τθσ να ςυγρατεί τον πόνο, ο τρόποσ τθσ να ςταματά τα δάρυα, εν το αμόγελο ςυνζηε να παραμζνε ολλθμζνο ςτα είλθ τθσ. Ο Ντίνοσ κα ερεκηόταν α μόνο που τθν αλοφςε ςτο νθτό, ο άροσ τίποτε. Νζρα. Νόμηε πωσ είε ςυνθκίςε α μάλςτα πωσ είε βολευτεί με τθν ατάςταςθ, αλλά ο πόνοσ δεν λζε ψζματα. Το’ ε μάκε αλά. Στο παραμφκ «θ Βαςλοποφλα ο Βάτραοσ» θ βαςλοποφλα ερωτεφετα ζναν βάτραο, ςτθν πραγματότθτα όμωσ μεταμορωμζνο βαςλόπουλο, κφμα αάσ μάγςςασ που μόνο θ αγάπθ μπορεί να ςπάςε τα μάγα α να του ξαναδςε τθν ανκρπνθ μορι του. Θ ερωτευμζνθ οπζλα λάε τον ςαμζνο βάτραο ςτο ςτόμα α το καφμα γίνετα. Γατί να μθν μποροφςε να μεταμορςε αυτι τον άρο ςε αλθκνό άντρα; Το είε επεριςε πζρυς με οτρά αποτελζςματα. Επςτρζοντασ από το εξοό του ανλθ ςτο άτ, με μελανζσ ςτο λαμό από τα λά του, είε βρε το άρο ςτθ γνωςτι του κζςθ, τθσ ανθςίασ. Τθσ είε ρίξε μα λετι ματά αμίλθτοσ είε ξαναπροςθλωκεί ςτθν οκόνθ. Δεν ιταν θ ςυνθκςμζνθ του αντίδραςθ
77
α τθν ερμινευςε ςαν ευπρόςδετθ ζνδεξθ ηιλεασ. Θ ελπίδα ςίρτθςε μζςα τθσ… ϋΛςωσ είε ερκεί άτςαλα. Βαηότανε μθν άςε το ουράγο τθσ α τον είε ανδάςε τον αθμζνο μ’ ζνα άγρο λί ςτο ςτόμα. Δεν τθσ ζανε όπο. Το ςτόμα του ιταν γλυό ευωδίαηε ςοολάτα. Ο άροσ ςαν να αζκθε γα λίγο, αλλά μετά ζανε μα απότομθ ίνθςθ να τθν απωκιςε. Είε μα ζραςι αμζνθ, τα γυαλά τοφ είανε φγε α ψαοφλευε με απόγνωςθ να τα βρε. Αυτι δεν τα παράτθςε. Τςτςδκθε ςτο π α α κρονάςτθε με το ζτς κζλω ςτθν αγαλά του. Ο ηιλοσ τθσ ατζλθξε ςε άςο. Γα μα ολόλθρθ μζρα μετά ο άροσ οφτε τθσ μλοφςε οφτε τθν οίταηε αν. ίςωσ τελά να τα αλοφςαν αυτι να επζςτρεε ςτο μςθτό δαμζρςμα τθσ κείασ, αν δεν ςυνζβανε τθν επόμενθ μζρα να πζςε με τθ μθανι επάνω ςε άδο απορρμμάτων. ερά ράμματα ςτο πόδ ξανάεραν οντά τθσ τον άρο, ζναν άρο που ζτρεμε από αγωνία, παςαλεμμζνο ςοολάτα, που προανσ δεν είε ςετεί να ςουπίςε. Από τότε θ ςζςθ τουσ είε οροκετθκεί. Ξανά κυμικθε το ςθμείωμα του κείου Γεράςμου. Ο άροσ αναςτατκθε. Ρσ! Δεν ςόπευε να πάε ςτθ «Γαλινθ»; α ιταν ποτζ δυνατόν αυτι θ απεγνωςμζνθ επίλθςθ γα βοικεα να μείνε αναπάντθτθ; Αδάοροσ ι ό ο κείοσ τθσ ιταν άνκρωποσ! Να πάε οπωςδιποτε να τον βρε! Τ’ Αγνάντο μποροφςε να περμζνε. «Τα’ ε αμζνα, αν βζβαα αόμθ ηε… Τθσ ανταςίασ του είνα όλα, άρο…» «πορεί.. Αν όμωσ όντωσ ξεπαςτρεφοντα ο γζρο, γα να τουσ πάρουν τθν περουςία; Άλλωςτε γα να είνα ςε κζςθ να αντδράςε, ςθμαίνε ότ δεν είνα α τόςο άλα.. Το ίδρυμα τον λθρονομεί;» «Δεν ξζρω… Ράντωσ είε ζνα μεγάλο ςπίτ ςτο Χαλάνδρ. Αν το ζε αιςε ςτο ίδρυμα, γατί να κζλουν να τον βγάλουν από τθ μζςθ;» «Από βαςφνθ, ορτςά μου. Πςο ηε, το ίδρυμα κα ζε μόνο τθν επαρπία οπότε δε κα μποροφν ο επτιδεο που άνουν ουμάντο να ρευςτοποιςουν το ςπίτ α να τςεπςουν τα λετά». «α τ είνα; ιςταρο α δολοόνο; Θ ανταςία ςου αλπάηε, άρο». «πορεί… Ράντωσ θ απλθςτία είνα ανυπόμονθ…» «Ζςτω… Αόμθ ζτς, εμζνα δε με νοάηε!» «υνό μου Λά, δεσ το α δθμοςογραά. άτ τζτοεσ ςτορίεσ ςυνά αποεφγουν να τσ ξεςεπάςουν τα ςυμβατά ..Ε., εν εμείσ αντκζτωσ… Σζψου λοπόν α τθν πκανότθτα ενόσ ,
78
αποαλυπτοφ ρεπορτάη… Κα μπορζςεσ ίςωσ με τθν ευαρία να ρωτιςεσ το κείο α γα τθ μθτζρα ςου…» «Αόμθ αν ιταν ςτα αλά του, δε κα ρωτοφςα!» αγρίεψε. «Φοβάςα, Μθ…» «Τ να οβθκ;» «ιπωσ τθν αγαπιςεσ…» «Τθ μς! Ρόςεσ ορζσ ςου το’ ω πε;..» «Είςα βολεμζνθ ςτο μίςοσ ςου. Ρρζπε όμωσ να μάκεσ, Μθ…» «Ραράτα με τα «πρζπε» ςου! Τα ςαίνομα τα «πρζπε». Σαν ν’ αοφω τθ κεία!..» άροσ δεν ζβγαλε άνα. Ξανά είε προςθλωκεί ςτθν οκόνθ του υπολογςτι. Απόμαροσ. εμάσ θ οργι τθσ εξατμίςτθε. «Τ παραπάνω να μάκω, βρε άρο; ε εγατζλεψε! Εςφ δεν ξζρεσ πσ είνα να βλζπεσ τ’ άλλα παδά με τσ μανάδεσ τουσ… Στο πάρο… Στα μαγαηά… Στο δρόμο… Κεζ μου! Ρζκανα από ηιλεα. Ικελα τθ μάνα μου ασ μ’ ζδερνε από το πρωί μζρ το βράδυ. α μζρα είδα μα μαμά να ρίνε ζνα γερό μπάτςο ςτθν όρθ τθσ α μ’ ζπαςε μα λφςςα, μα ηιλεα… Γα το μπάτςο! Εςζνα ςε μεγάλωςε θ μάνα ςου. Ηοφςεσ με πατρό, αλλά ςε μεγάλωςε θ μάνα ςου, άρο!» Τςμουδά ο άροσ α το βλζμμα του επίμονα προςθλωμζνο ςτθν οκόνθ. Γυάλνο. «Τ ζπακεσ, άρο; οίταξζ με!» Ο άροσ τθσ ζρξε μα ευγαλζα ματά. «Εςφ είεσ τθ μάνα ςου. Τθν είεσ!» επανζλαβε. «Τθν εία…» παραδζτθε αυτόσ άρωμα α μετά ςπαςε. Ζνωςε ξανά ζνοθ μθ ξζροντασ γατί. «Εντάξε, άρο, αφρο κα πάω ςτο κείο… Κ’ αναβάλω το Αγνάντ. Γα το ατίρ ςου!..» Ο άροσ οφνθςε αόρςτα το εάλ… Ραδευότανε θ Λγζνεα ςτο ουηνά να τάξε το βραδνό τουσ, ρολά ςτον ατμό, νζηθ ςυνταγι, ξεςθωμζνθ από τθν τθλεόραςθ. Εν ψλόοβε τα ρεμμφδα, ο άροσ τθ ναξε ανυπόμονα να δε το είμενο που μόλσ τουσ είε ζρκε με το θλετρονό ταυδρομείο. ε μάτα κολά, που τςοφηανε από τθν αψάδα των ρεμμυδν, ζςπευςε οντά του. Τθσ άνθε αναςτατωμζνοσ, ςεδόν αλλόρων. «Δάβαςε!» ζανε επτατά.
79
«Αγαπθτοί πολίτεσ του όςμου, θ πράξθ μου, ο «Ρυρςόσ», είνα δαρονι δαμαρτυρία ενάντα ςτο αό που επρατεί α γίνετα ανετό ςτον όςμο μασ, ενάντα ςτθν ψευτοελευκερία που ναρνε ςυνεδιςεσ. Ροοσ είνα ελεφκεροσ ςιμερα; Ελεφκεροσ είνα ο ζμποροσ ναρωτν να πουλά θρωίνθ ζξω από το ςολείο μου, ελεφκεροσ είνα ο εργολάβοσ να αταςτρζε τα δάςθ γα να υψνε εμπορά ζντρα, ελεφκεροσ είνα ο δθμόςοσ υπάλλθλοσ να ρθματίηετα γα να άνε το ακιον του. Ελεφκεροσ είνα ο πολτόσ να εξαπατά τουσ ψθοόρουσ. Ελεφκεροσ ο εμεταλλευτισ να εμεταλλεφετα το τωό, ελεφκερο το αεντό να ςτφβε τον εργάτθ, ελεφκεροσ ο δυνατόσ να αταπατάε τον αδφναμο. Ελεφκερεσ θ αςυδοςία, θ αγυρτεία, θ αδία, θ ψευτά, θ αγοροπωλθςία ψυισ α ςματοσ. Στον υπαρτό ςοςαλςμό ο κεόσ επςιμωσ ιταν νερόσ, ςτθ δθμορατία μασ κεόσ είνα το ριμα, ναοί του ο τράπεηεσ α ο πςτοί αναρίκμθτο. Θ δθμορατία μασ είνα ζνα ψζμα. Δθμορατία κα πε να βρίςε ο αδφναμοσ το δίο του ό να άνε ουμάντο το δίαο του ςυροφ. Δθμορατία δεν είνα ο ψιο με ανταλλάγματα, τα τενάςματα, ο οφεσ υποςζςεσ, τα ρουςζτα. Δεν είνα θ υραρία των γραεορατν, των δυνατν α τουσ ριματοσ επάνω ςτο λαό. Ολόλθροσ ο όςμοσ δακείρετα α αταςτρζετα από το ριμα. α το περβάλλον; ε τα απόβλθτά μασ μολφνουμε τθ γθ, τον αζρα, το νερό. Σε μερά ρόνα, αν ςυνείςουμε ζτς, κα περπατάμε με αςυξογόνεσ μάςεσ. Είμαςτε επάνω από ζξ δςεατομμφρα άνκρωπο ςτθ γθ όλο μασ ροανίηουμε το λαδί επάνω ςτο οποίο ακόμαςτε. Ο πολτςμόσ μασ μάσ οδθγεί ςε αυτοαταςτροι. Αν το ανκρπνο γζνοσ δεν αλλάξε ρηά, κα εξαανςτεί. α ο ςζςεσ ανάμεςα ςτουσ ανκρπουσ; οτάξτε γφρω ςασ. Αςταμάτθτθ βία, άκε μζρα όνο, άςτεγο ςτσ μεγάλεσ πόλεσ, ναρομανείσ ςτουσ δρόμουσ, μίηεσ, δακορά παντοφ. φςθ ςτα προβλιματα κα ιταν θ άμεςθ δθμορατία που κα δαςάληε τθν υραρία του λαοφ. Εάν θ υβζρνθςθ κα ικελε να επβάλε άποα μζτρα ι νζο νόμο, κα γνόταν δθμοψιςμα.. Τα αποτελζςματα κα γίνονταν γνωςτά μζςα ςε λίγα λεπτά. Θ ςθμερνι τενολογία τα άνε δυνατά όλα αυτά. Ζτς θ πολτι κα ςτθρηόταν ςτο λαό ό ςτουσ λίγουσ που ενδαζροντα γα ιμθ, δφναμθ α ριμα. Κα ςποφδαηα υςι γα να αςολθκ με τθν ζρευνα, όμωσ πολφ πκανόν να ατζλθγα αλοπλθρωμζνοσ λαζσ των εαλαοφων ρθματοδοτν μου, γα να υπθρετ τθν ερδοςοπία. Οπότε ίςωσ με ςότωνε θ αθδία γα τον εαυτό μου με τθ μορι άποο αρνοφλθ.
80
Ο «Ρυρςόσ» μου κα ανάψε ςε λίγεσ ρεσ ςτθν πλατεία Wenceslas , ςτθν Ρράγα... Κα ρεαςτοφν δυςτυσ πολλοί «Ρυρςοί» ςτον αρό τθσ ψευτοδθμορατίασ γα να ξυπνιςουν τα νυτωμζνα μυαλά. Θ αςτυνομία κα πάρε ατακζςεσ από τουσ ακθγθτζσ α τουσ ςυμμακθτζσ μου, γα να υποςτθρίξε πωσ θ πράξθ μου οείλετα ςε ψυολογά προβλιματα. Κα κελιςε να απορφψε, υποκζτω, ότ με εξεβίαηε α με απελοφςε εδ α μινεσ, γα να παραδετ ότ ανιω ςτθν αναρι ομάδα των «Συςοτςτν» α επομζνωσ ενοοποοφμα γα θλετρονζσ παρεμβάςεσ ςτα δίτυα δανομισ του θλετροφ ρεφματοσ α ςυςότςθ ολόλθρων ςυνον, πράγμα τελείωσ αναλθκζσ. Θ ατάςεςθ του υπολογςτι μου από τθν αςτυνομία α το ξετίναγμα των αρείων μου το απζδεξε. Θ μόνθ αλικεα είνα ότ ζω λοξενιςε ςτθν ςτοςελίδα μου άποεσ απόψεσ των «Συςοτςτν» α ότ άποτε ζςπαςα τουσ ωδοφσ υπουργείου άρν περαματςμοφ. Δεν είνα ο όβοσ τθσ υλαισ που κα ανάψε τον «Ρυρςό» μου. Είνα θ αθδία. Αθδάηω να μαςτουρνω ςτα πάρτ, αθδάηω να επδενφω τ μάρασ ροφα α παποφτςα ορ, αθδάηω να μλ γα λετά, γα αυτοίνθτα, γα γόμενεσ. Αυτό που ςε λίγο κα ςυμβεί κα είνα θ τυςά μου από ακαρι αθδία ςτθν απάτθ τθσ ψευτοδθμορατίασ». Γαν Ηίτε, μακθτισ τελευταίασ τάξθσ υείου.» «Ροοσ το’ ςτελε, άρο;» ρτθςε τραά. «Ζνασ αναγνςτθσ μασ, οτθτισ ςτθν Ρράγα. Το βριε ςτο blog του Γαν Ηίτε α μασ το’ ςτελε μεταραςμζνο. Ρςτεφε ότ κα αποςωπθκεί θ αυτοτονία από τα εδ ..Ε…» «ιπωσ το πράγμα ζμενε μόνο ςτα λόγα;» «Σιμερα το πρωί ςτσ ζξ ο νεαρόσ λαμπάδαςε!» «α τ περμζνεσ τρα, άρο; Να λάψω;» ζανε προλθτά ζςξε τα είλθ τθσ πεςμωμζνθ. «Ζλα τρα, Μθ, ςταμάτα να το παίηεσ ςλθρι!» «Ο τφποσ με ενευρίηε. Ναρςςεφετα, άρο..» «Ο οτθτισ γράε πωσ ο Γαν ιταν ευαίςκθτοσ α προςμζνοσ. Στα πζντε του ζλυνε αλγεβρζσ εξςςεσ, ςτα δδεα μελετοφςε τθ κεωρία τθσ ςετότθτασ. Ζπαηε βολί ςαν βρτουόηοσ. Αλλά το μεγάλο του πάκοσ ιταν θ πλθροορι. οναοπαίδ. οναό παδί εςωςτρεζσ. Ρολφ πο ρμο από τουσ ςυνομθλίουσ του…» «Ρου κα του’ αναν τθ ηωι δφςολθ, αν ό όλαςθ!» «Είνα το τίμθμα, Μθ…»
81
«πορεί να ιταν δουία, δεν ξζρω… Πμωσ ιταν ζςτθσ..» «Ιρωασ, Μθ!» «Ιρωασ είνα αυτόσ που ηε αγωνίηετα, άρο! Ππωσ εςφ. εςφ είςα ευαίςκθτοσ α προςμζνοσ…» Ο άροσ γζλαςε μ’ ζνα βρανό γζλο. «ε υπερετμάσ, Τςλβίκρα μου! Εγ ςαπίηω… Είμα ζνα ομματά τθσ ςαπίλασ. Ζνα οβςμζνο βρομοπόντο ςτον υπόνομο του όςμου μασ! άνω αυτό που άνω, γατί δεν ζω ότςα γα άλλα… Βρίςω ζτς μα πρόαςθ να ηω…» «Ράψε, άρο! Δεν μπορ να ς’ αοφω να μλάσ ζτς! Είςα επθρεαςμζνοσ από αυτόν…» Τθν αγνόθςε. «Εςφ όμωσ, Μθ, δεν ανιεσ ςτθ ςαπίλα. Απ’ όπου αν πζραςεσ, τίποτε δεν όλλθςε επάνω ςου! Σαν να ζρεςα από αλλοφ… Σε οτάηω α βλζπω ζνα αλουροεδζσ… Ο τρόποσ που νείςα, ο τρόποσ που ρατάσ το εάλ ςου ψθλά, τθν πλάτθ ςου ίςα… όταν είςα επάνω ςτθ ρζλλα!.. Α, Μθ! Είςα τςλβίκρα, αλλά ζεσ δφναμθ… Είςα φςθ. πορεί να μθν ζεσ ηιςε ςτθ φςθ, αλλά είςα!..» Θ Λγζνεα πιρε βακά ανάςα. Το γαμθμζνο το λάμα είε ανεβεί ςτο λαρφγγ τθσ α τθν ζπνγε. Αν ο άροσ – οποοςδιποτε άλλοσ τθν τςάηε ςτο ξφλο, δε κα νδφνευε να λάψε. Πμωσ αυτόσ ο καυμαςμόσ, αυτι θ αγάπθ τθν ζαναν λμα. «όνο εςφ με βλζπεσ ζτς, Ελεαντοφλθ μου… Στα δεαετά, δεαοτ, εφολα αυτοτονεί ανείσ, άρο. εγ το εία ςετεί, τ νομίηεσ; Αλλά υπάρε α το Αγνάντο… Θ Άννα…» Δεν τθν άουγε. «Ριραμε άλλο παρόμοο είμενο, Μθ. Από ςυμπατρτθ μασ αυτόερα... Ρρν δυο τρεσ εβδομάδεσ. Αλλά εςφ αρνικθεσ να του ρίξεσ ζςτω α μα ματά…» «Δε γουςτάρω τουσ δελοφσ, άρο…» «Δεν τουσ γουςτάρεσ!» ζανε ο άροσ αποδομαςτά. «Ο δελοί ςε άνουν να δελάηεσ..» «Τουσ οβάςα, λοπόν! Αλλά το όβο μασ πρζπε να τον οτάμε ατάματα! Εςφ το είπεσ αυτό…» Θ ωνι του ιταν επρτι. Αςυνικςτα ςλθρι. «Εντάξε… Κα το δαβάςω τρα, άρο… Γα να μθ λεσ ότ οβάμα…» Ο άροσ αμογζλαςε μςοερωνά μςοτρυερά. «ουράγο, λοπόν! Εγ είμα εδ!»
82
«Αποαρετ. Πλουσ όλα. Γατί; Βαρζκθα, μωρζ. Αρετά. α το ογανςάτς το βαρζκθα. αλαίεσ. αλαηόμαςτε ανονά α νομίηουμε άτ άνουμε. Τίποτε δε γίνετα οφτε α κα γίνε. Πποοσ ζε μάτα βλζπε, εννο μάτα ζξω α μζςα. Εγ μάλλον ζω. α μάλλον δυςτυσ. Ρροςμζνοσ. Ασ γελάςω. α ςτο ςολείο λζγανε προςμζνο το παδί, του όβε, μόνο δε δαβάηε. θ μάνα μου τ’ άουγε α με ηόρηε ν’ αοςωκ ςτθ μελζτθ μιπωσ γίνω άνασ γατρόσ αελάασ, άνασ μαοδθγόροσ, άνκρωποσ τελοςπάντων αξοςζβαςτοσ με πςνάτθ βίλα ςτα β. προάςτα. Απογοιτευςα τθ μανοφλα από τότε μ’ μ ’ ζβλεπε μθδενό. πορεί να μθν ζε πζςε α πολφ ζξω. Μςωσ είμα μθδενό. εν πάςθ περπτςε όταν εςείσ κα δαβάηετε τσ μαλαίεσ μου, κα είμα ανονό μθδενό. Νρβάνα, δθλαδι. Θ νρβάνα είνα το τίποτε. Αυτό λαταρ, να γίνω το τίποτε. άλλον να ξαναγίνω… θν ταράηεςτε, τ αράηεςτε, ρε παδά! Το τίποτε είνα τίποτε. α δε λοδοξ να βρω μμθτζσ, γ’ αυτό δε ςασ αποαλφπτω τον τρόπο που βρια να τθν άνω. Γλυοφλθσ τρόποσ. Το ζω δαςταυρςε. αλοπεραςάασ αόμθ α ςτο κάνατο; Δεν το αρνζμα. οπόν, ο κάνατοσ ςτθ μυκολογία είνα αδελά του φπνου. α τ αλφτερο από τον φπνο; άκε νφτα δεν πεκαίνουμε ωραία ωραία; α άκε πρωί δε λζμε, να’ να ’ μα πάλ εδ; Εγ δε κα το ξαναπ. Αυτό είνα όλο όλο. Ι μιπωσ ξυπνιςω ςε ανζνα άλλο μζροσ πολφ ωραότερο απ’ αυτό το αμαρά; ζτε; α να’ μα ςζτθ ψυι, δίωσ ζντερα, πόδα, ποφτςο .λ.π….! Χα, α, α! Αυτι θ ςζψθ με τάνε, πάντωσ ταγμζνοσ ι άτατοσ, παίρνω δρόμο. Θ δαδαςία ζε μάλλον αρίςε. Ράε αργά. Το μοφδαςμα είνα αόμθ ανεπαίςκθτο. θ ηάλθ. Ρρολαβαίνω… α ςτο άτω άτω ό,τ προλάβω. Τα θμτελι είνα ενδαζροντα. Τα ςυμπλθρνε ο άλλοσ όπωσ κζλε. Ο άνκρωποσ είνα θμτελισ, είτε τον ζταξε ζτς ο Κεόσ είτε θ εξζλξθ. Αλλόοτο πλάςμα! Τα υπόλοπα, ηα α υτά, είνα ολολθρωμζνα. Ο άνκρωποσ ά νκρωποσ λεψόσ. λεψόσ. Το δαςκάνετα δαςκάνετα α λυςςάε. Το ρίνε ςτουσ ςοτωμοφσ, ςτσ κρθςείεσ, ςτσ κεωρίεσ… Τ γυρεφουμε εδ πζρα; Γατί δεν ζουμε ςτγμι θςυία; Είμαςτε θ παραωνία τθσ δθμουργίασ, θ ςυμορά τθσ, αλλά μασ είπαν πωσ είμαςτε θ ορωνίδα. Άου ορωνίδα!.. Ξζυγα πάλ… Μςωσ ταίε αυτό το μοφδαςμα ςτο εάλ… Τα τα αμθλνουν, ρε παδά. Σε λίγο κα πζςε ςοτάδ. Το ςφςτθμα κα αταρρεφςε. Ράντωσ εγ είμα αυτόσ που αποάςςε να γυρίςε τουσ δαόπτεσ. Είμα το αεντό! Τρα κα μου πείτε, οορεφεςα από πάνω, ρε ζςτθ. είνε ςτθν ολοηωι α πάλεψε, αν ζεσ αρίδα. Ράλεψα, ρε παδά. ζρ επδείξεσ πλυντθρίων ςε οντροζαλεσ νοουρζσ ζανα, αλλά με τθν ρίςθ πάε θ δουλίτςα! Θ μάνα μου τότε αναςουμπκθε να με ςε
83
υπάλλθλο ςτο δθμαρείο. Ζτρεξε, ίλθςε «ατουρθμζνεσ ποδζσ», α να’μα ςυμβαςοφοσ πρωτοολλθτισ! εγαλεία! Αλλά με τσ ελογζσ βγαίνε νζοσ διμαροσ α θ ςφμβαςι μου δεν ανανενετα. Θ μάνα μου ςε ατάκλψθ, θ γόμενα άαντθ, μου’ μενε ο φπνοσ. Απογευματά ξυπνοφςα. Άντε να πω δυο τρεσ ραπζδεσ, άντε να δω αμά τανία, άντε ανζνα τθλενθμα, νφτωνε, ρα γα μπαρά, γα οτδιποτε. Ρερνοφςαν ο μζρεσ. ομπολό. Π άςθμα. Ιταν α το αρτηλί τθσ μαμάσ ςτθ μζςθ. όνο που τελευταία δεν εία όρεξθ να ςθωκ ςθ ωκ από το ρεβάτ. Ωσ α το «πιδθμα» το ψλοβαρόμουνα. ιρκε ο αρόσ που δεν ικελα να βγω από τθν γαρςονζρα. Ζανα παρζα μόνο με τον υπολογςτι. Τα γνωςτά... Ρορκθα γα ζνα δάςτθμα. Τότε αναάλυψα το «ογανςάτς». άπωσ μου άνθε… άτ, λζω, προςπακοφν να άνουν τα παδά. ετά δυςτυσ πιρα είδθςθ ότ άνετε ψυοκεραπεία γα να μθν αυτοτονιςετε. α αλά άνετε δθλαδι, αμά αντίρρθςθ. Πςο ρατιςε…. ετά μπορεί να βρείτε άλλο παραμφκαςμα. Εγ τζλοσ μ’ αυτά. Δεν τα αταδζομα. Εγωςτισ; Το’ ω το τ ο ουςοφρ. Μςωσ οξυδερισ. Μςωσ α γερι μφτθ. Ραντοφ βρόμα. Ωσ α το όρτο πουλζτα πο αρβά από τθν θρωίνθ, να γίνουμε πρεηάθδεσ, να άνουμε πζρα να περάςουν ο ανκετοί. Εγ αποωρ οεοκελσ. Δαςζδαςα πολφ με τθν προετομαςία. ινεσ εία να νςω τόςο δραςτιροσ. Αοφ, να ανταςτείτε, αναςουμπκθα α ακάρςα το αοφρ μου. άμπε τρα α μοςομυρίηε βολζτα! α τθ μπανζρα μου που είε πάςε πουρί τθν ζανα λαμπίο. Γα να αρ το μπάνο μου μ ου με μ ε αρωματά ζλαα, μουςι αναμμζνα ερά. Βαςλάσ. οςοβολάω τρα. Ωραίοσ κα’ μα! Αυτοαταςτροόσ λζτε... Ε, α; Αυτόσ ο όςμοσ κζλε άψμο να ξαναγεννθκεί από τθν αρι. Ακοσ. α να μθν ξζρε, να μθ κυμάτα. Θ ςτορία του να’ ε γίνε μυκολογία. . α ανζνασ Ρρομθκζασ να μθν δςε ωτά ςτο ηωάνκρωπο να τον επολτίςε. Ο Δίασ ιξερε. Ιξερε τ κα επαολουκοφςε. Ο Ρρομθκζασ άξηε το άρωμά του ςτο βράο α τον αετό που του’ τρωγε το ςυτ! Ιταν ζνασ λαοπλάνοσ, ζνασ φπουλοσ πολτάντθσ. Ο Δίασ είε νιςε τουσ Ττάνεσ, μα ο πονθρόσ Ττάνασ Ρρομθκζασ, με το δζλεαρ τθσ ωτάσ, ικελε να του πάρε τθν εξουςία εξουςία επάνω ςτο ανκρπνο γζνοσ. γζνοσ. Ε, μθ μου πείτε, από μυκολογία ςίηω! Ο, τρα μου μπαίνε ο περαςμόσ: να γράψω, λζε, μα μελζτθ α να αποδείνω πωσ ο Ρρομθκζασ δεν ιταν ευεργζτθσ τθσ ανκρωπότθτασ, αλλά αταςτροζασ τθσ, υπεφκυνοσ γα τθ Χροςίμα, το Τςζρνομπλ, τθν αταςτροι τθσ φςθσ λπ. Συνεντεφξεσ, δθμοςεφματα, ο Δίασ ςτα επάνω του, ο Ρρομθκζασ γα τφςμο. Ζω δζεσ, βρε παδά, ατεβάηε δζεσ αυτό το εάλ, ίςωσ ζουν δίο εείνο που λζνε πωσ το άθςα ςε αρθςτία. αλά, άρςα
84
πάλ τσ μαλαίεσ μου. α ηωι ζτς. Το μοφδαςμα προωράε, τρζε, άντε, να πατιςω save… Ηωι ςε ελόγου ςασ, που λζνε, μαλάεσ μου!»
«οπόν, Μθ;» τθν λοξοοίταξε ο άροσ. «Φανταςμζνοσ ψευτοουλτουράρθσ ο τφποσ!» Ο άροσ τθν οίταξε αποςβολωμζνοσ. «εροί δεν αντζουν, Μθ… Είνα γα περρόνθςθ θ ευαςκθςία; Κα τα βάλουμε με τα κφματα ό με τουσ κφτεσ;» Το ατελο του άρου ζτρεμε. «Κφματα… Κφτεσ… ονοτοπίεσ! Αν δεν μπορείσ να ηεσ αόμθ α μεσ ςτα ςατά, δε ςου αξίηε να ηεσ! Ο τφποσ πιγανε ρί ρί να γίνε ατακλπτόσ. α τα ατάερε! Ο αομοίρθδεσ ασ μασ αδεάηουν τθ γωνά…» Ιταν ολόλθρθ μα γροκά. Νεφρα α ςάρα. « Ζεσ κυμό εναντίον μου, Μθ. α περρόνθςθ!» «α τ λεσ; Το πιρεσ προςωπά;.. Ραραλογίηεςα, άρο. Άου, κυμό α περρόνθςθ! Αυτό ατάλαβεσ;..» «Ζεσ απόλυτο δίο να νκεσ ζτς…» «Δίο!» «Να! Επεδι δεν είμα γα ςζνα αυτό που κζλεσ…» «Κζλω! Εςφ τ κζλεσ; Τ κζλεσ επτζλουσ;» αγρίεψε. «Εγ…» «Τ άνεσ γα ν’ αλλάξεσ, ε; Τίποτε. Δε κζλεσ ν’ αλλάξεσ. Σ’ αρζςε το άλ ςου!» Ιταν ζξαλλθ. Τον μςοφςε εείνθ τθ ςτγμι. Ικελε να ξεςπάςε επάνω του με μανία, να τον γρονκοοπιςε ςτα τυλά. Ριρε βακζσ ανάςεσ να αλαρςε λγά Ο άροσ είε ςφψε το εάλ ςαν δαρμζνο ςυλί. Μςωσ είε βουρςε. Δεν ιταν θ πρτθ ορά που τον πλιγωνε. άπου άπου ζμπανε ςτον περαςμό να άνε αυτόν τον ρεάτνο όγο ουρζλ. ετά τθν ζπνγαν ο τφψεσ. θ αγάπθ… «Συγγνμθ, αροφλθ δεν το εννοοφςα…» «Άου, λοπόν, Μθ…» Θ ωνι του ζςπαςε. «Μςωσ με ςακείσ γα πάντα, αλλά πρζπε να ςου το πω…» όμπαςε ζανε ν’ ανοίξε ζνα ςοολατά, όμωσ μετάνωςε ζςπρωξε πζρα ολόλθρο το ουτί. εγάλωςα με πατρό…» «Το ξζρω. Ροτζ δεν μλάσ γ’ αυτόν». «ε βίαηε! » Θ Λγζνεα πάγωςε. Αυτό το ςυμμζνο εάλ μπροςτά τθσ τισ άνθε ξανά ξζνο. ιπωσ όμωσ είε παραοφςε;
85
«Δε λεσ τίποτε, Μθ;» Ο παλόσ, ξεαςμζνοσ πόνοσ άδραξε το ςτομά τθσ, μα μεταλλι γεφςθ τισ πλθμμφρςε το ςτόμα. Αναγοφλα. Εείνθ θ παλά γαςτρίτδα παραμόνευε… οίταξε ζξω από το παράκυρο τσ ορυζσ των πεφων. Αίνθτεσ. Γαλινεσ. αμπερζσ ςτσ τελευταίεσ ατίδεσ του ιλου. Να ξυπνοφςε, λζε, δζντρο αυτι ανάμεςα ςτ’ άλλα του άλςουσ α το μςοςότενο δωμάτο με τον αξολφπθτο οντροφλαα να ιταν ζνα αό όνερο! «Ρόςο ρονν ιςουν; » Δεν αναγνρηε τθν ίδα τθσ τθ ωνι, ζτς επίπεδθ άρωμθ που αοφςτθε. «ρόσ… Δε κυμάμα πότε αρβσ άρςε… Γνότανε όταν θ μάνα ζλεπε. Δεν εία όνομα γ’ αυτό, ιξερα όμωσ πωσ ιταν αό, υπόερα από εμετοφσ α πονοεάλουσ, ωςτόςο ζνα δάςτθμα πίςτευα πωσ ζτς ςυμβαίνε με τουσ πατζρεσ α τουσ γουσ. Τσ νφτεσ ζβλεπα εάλτεσ, ζβρεα το ρεβάτ μου. Στο ςολείο απζευγα τ’ άλλα παδά. Στα δαλείμματα λενόμουνα ςτσ τουαλζτεσ να περάςε θ ρα». Δεν τθν οίταηε ατάματα. Ιταν ςαν να μλοφςε ςτθν οκόνθ του υπολογςτι. «α θ μθτζρα ςου;» «Δεν είμα ςίγουροσ πότε άρςε να υποπτεφετα…» «Δεν τθσ μίλθςεσ;» «Π. Δεν ιξερα πσ να το πω… Δεν ιξερα τ ιταν… Άλλωςτε νόμηα πωσ εγ ζταγα… Θ μάνα μάσ τςάωςε! Επ’ αυτορω… Δεν είπε λζξθ. όνο οίταηε. Αν οτάηε μα πζτρα... ’ ζβαλε ςτο ορανοτροείο… Σαν να το’ ξερε πωσ ςε λίγο κα πζκανε. Ρσ πζραςα ςτο ορανοτροείο; Δεν ξζρω… Βλζπω μπροςτά μου γρίηουσ τοίουσ, όταν ςζτομα εείνα τα ρόνα. Σποφδαςα πλθροορι. Ζυγα από το ίδρυμα, όταν πιγα ςτο ςτρατό… Ζνα εγγάρ ζανα ψυοκεραπεία. Αναάλυψα πωσ το πάοσ μου είνα θ άμυνά μου, το μεγάλο μου τζναςμα. Γα να γλυτνω από το ςεξ. Μθ! Το ςμα, βλζπεσ, κυμάτα α δε κζλε. α το μυαλό επίςθσ. Δεν το ξεπζραςα αόμθ. Αυτό δεν το ξεπζραςα. όνο τον αλοολςμό, το ςφμπτωμα, ξεπζραςα!» Ο άροσ ζλαγε με λυγμοφσ α ςυμπόνα ατζλυςε τθν Λγζνεα. Τθσ αζκθε, όπωσ αθνόταν ςτθ κάλαςςα ζνωςε το εγ τθσ να λνε, να δαζετα. Θ ςυμπόνα τθν ζνωνε με τον άρο όλα τα πλάςματα, αόμθ α με τα δζντρα του πάρου. Γαλινθ αοβία φκθαν εντόσ τθσ. Χάδεψε το ςυμμζνο εάλ. «Κα τα αταζρουμε, άρο… Κα τα αταζρεσ…» ψκφρςε.
86
Ο άροσ αναςιωςε το εάλ. Τθν οίταξε ατάματα με τα λαμζνα ματάα του. ετά πιρε το ζρ τθσ α το ίλθςε. «Το ερά ςου ζε δφναμθ, Μθ. Είςα ευλογθμζνθ!» «Ευλογθμζνθ!..» Δεν ξζςπαςε ςε ερωνά γζλα, μόνο αμογζλαςε. Ιταν αλικεα. Ρσ α γατί δεν ιξερε, αλλά ιταν ευλογθμζνθ! Στο δρόμο άποοσ πλανόδοσ μουςόσ ζπαηε ςτο αορντεόν ζνα παλό τραγουδά. Ξετρφπωςε από τθν τςάντα τθσ ζνα ευρ, ζτρεξε ςτο μπαλόν, του το πζταξε. Εείνοσ τ’ άρπαξε ςτον αζρα α τθν ευαρίςτθςε με μα κεαματι υπόλςθ. Ο άροσ είε αιςε τθν πολυκρόνα του ανζπτυςςε δραςτθρότθτα ςτο ουηνά. «Φτάνω αζ, Μθ. Να τάξω α γα ςζνα;» «Εννοείτα. Δπλό α με μπόλθ ηάαρθ, άρο». άκςαν ςτον αναπζ με τ’ ανςτά λτηάνα ςτο ζρ. Θ Λγζνεα μετανικθε λγά να εξαανίςε το ενό ανάμεςά τουσ. «αλά ζανεσ α μου μίλθςεσ, άρο…» «Φοβόμουν ότ κα με ςανόςουν, Μθ. αόμθ το οβάμα…» «Είμα ςοαρςμζνθ. Κζλω άποο ρόνο να το ωνζψω… Αλλά ς’ αγαπ αόμθ περςςότερο τρα, γατί ςε αταλαβαίνω αλφτερα, Ελεαντοφλθ. Θ αλικεα πονάε, αλλά μάλλον βγαίνε ςε αλό…» Του άδεψε το μαλλαρό ζρ ο άροσ τθν τράβθξε προσ το μζροσ του. Το εάλ τθσ αοφμπθςε ςτο ςτικοσ του άουςε τουσ αργοφσ τφπουσ τθσ αρδάσ του, μασ αρδάσ πνγμζνθσ ςτα ξφγα. «ορτςά μου!.. Είςα το ςτιργμά μου!» «ποφρδεσ! Εςφ με ςτθρίηεσ, άρο! Από ςζνα αντλ δφναμθ, τουλάςτον τθν περςςότερθ… α να το ξζρεσ… Γα το ατίρ ςου α μόνο κα πάω αφρο ςτο γθροομείο». Είε ςθωκεί αζρασ α τα λαδά των πεφων απζναντ τεροφγηαν απεγνωςμζνα ςαν να’ ανε ξανά επαναςτατιςε ενάντα ςτο πεπρωμζνο τθσ ανθςίασ τουσ.
Το γθροομείο «Γαλινθ» ςτθν Ραανία ιταν τελείωσ ακζατο από το δρόμο. Δεν το ζρυβε μόνο ο μαντρότοοσ, αλλά υρίωσ τα ψθλά δζντρα τθσ αυλισ, πεφα, ουουναρζσ, υπαρίςςα, όλα ηωςμζνα με κραςεμζνα αναρρμενα. Σπαςμζνα τςμεντζνα παγάα
87
ξεφτρωναν ανάμεςα ς’ απάτθτα αγρόορτα. Το δροο τίρο ςτο βάκοσ ζδνε αυτό τθν εντφπωςθ τθσ εγατάλεψθσ με τα λεςτά παντηοφρα του α τουσ λεαςμζνουσ από τθν υγραςία τοίουσ. Εν θ αυλόπορτα είε υποωριςε μ’ ζνα απλό ςπρξμο, θ ςδερζνα πόρτα του τρίου άνοξε μόνο μετά από το τρίτο, εξαρετά επίμονο, ουδοφνςμα τθσ Λγζνεασ. Στο άνογμα ξεπρόβαλε μα γυναία απροςδόρςτθσ θλίασ με αφποπτο φοσ, που ςτο αίτθμά τθσ να επςετεί τον κείο τθσ, Γεράςμο αραηιςθ, γυρόερε αμιανα τθν μαδθμζνθ ςουγγαρίςτρα τθσ επάνω ςτο καρμζνο μωςαϊό δάπεδο. Αυτι ιταν ακαρίςτρα, το επςεπτιρο ιταν μόνο υραι. Τσ ακθμερνζσ άδεα επίςεψθσ δίνε θ δευκφντρα, αποφςα δυςτυσ εείνθ τθ ςτγμι… Δεν επρόετο να φγε άπρατθ! Στθν ανάγθ, κα’ ψανε μόνθ τθσ να βρε το κείο! Θ ακαρίςτρα τθσ ζρξε ζνα τρομαγμζνο βλζμμα. Ασ περίμενε λοπόν ςτο ςαλονά αναμονισ… Υπιρε μα μρι πκανότθτα θ δευκφντρα να ιταν αόμθ εεί. Οπότε κα τθν εδοποοφςε… υκμόσ ιοσ από ψθλοτάουνα θ άτοόσ τουσ εμανίηετα αωροφμενθ επάνω τουσ. Φορά μα εαρμοςτι ουςτίτςα που αποαλφπτε παραμορωμζνα γόνατα α ροη, ςτενό μπλουηά. Από οντά το θλοαμζνο δζρμα δείνε τςαςμζνο, τα ξανκά μαλλά αςπρίηουν ςτσ ρίηεσ τουσ. «Δευκφντρα», ςυςτινετα μ’ ζνα ψευτοαμόγελο. Βλζμμα δφςπςτο, ερευνθτό. Τον ζε ξαναεπςετεί τον φρο αραηιςθ; Θ Λγζνεα ξεουρνίηε το ψεματά τθσ. Ρρν αρό. Ζλεπε ςτο εξωτερό. Θ δευκφντρα λυπάτα πολφ, αλλά αόμθ αν ιταν μζρα επςεπτθρίου, δε κα μποροφςε να δε το κείο τθσ. Θ ατάςταςθ τθσ υγείασ του δεν επτρζπε ςυγνιςεσ. Σίγουρα θ παρουςία τθσ κα τον ταράξε, αόμθ αν, λόγω του αλτςάμερ, δεν τθν αναγνωρίςε. οπόν, να πθγαίνε! οφνα που τθν οφναγε! Θ Λγζνεα τθν παραμερίηε α τρζε προσ το ςοτενό δάδρομο, απ’ όπου δαζετα ατουρλίλα ανάατθ με λωρίνθ. Τθν ςταματά ζνασ αςπροντυμζνοσ όγοσ, ζνασ νοςοόμοσ βουνό. Αναγάηετα να οπςκοωριςε α πζτε επάνω ςτθν δευκφντρα που τθν απελεί με τςρτι ωνι πωσ κα εδοποιςε τθν αςτυνομία. Δεν είνα το ίδρυμα ξζραγο αμπζλ. Υπάρουν ανονςμοί…
88
Ρσ! Είνα δθμοςογράοσ! α γατί να μθ δείξε από τθν αρι τθ δθμοςογραι τθσ ταυτότθτα; Επεδι δεν ζε ζρκε εδ ωσ δθμοςογράοσ, αλλά ωσ απλι επςζπτρα. Γ’ αυτό. Θ δευκφντρα δίνε εντολι ςτο νοςοόμο να τθν οδθγιςε ςτο δωμάτο του αραηιςθ. αμάρωνε πωσ ιταν ςλθρό αρφδ, μα ο γζρεσ ςζσ ζξω από τσ πόρτεσ των καλάμων, τ’ απλωμζνα ζρα γα τςγάρα ι γλυά, τα ετευτά μουρμουρθτά, θ ανθμπορά ο όβοσ τουσ μπροσ ςτο νοςοόμο, δοίμαηαν τσ αντοζσ τθσ. Τθσ ερότανε να ουλουραςτεί ςε μα γωνά α να ξεράςε τα ςωκά τθσ. Μςωσ, ςζτθε, να είνα πο ευαίςκθτο το ςτομά, αυτό το ταπενό ςαοφλ με τσ μςοςάπεσ τροζσ, απ’ ότ θ αρδά α ξανά ςυμπόνεςε το νοςοόμο που γα ζνα μςκό ιταν αναγαςμζνοσ να περνά τόςεσ ρεσ ςτον τόπο των πεκαμζνων πρν το κάνατο. Ηαληότανε. Κυμικθε πωσ είε υπόταςθ α λποκυμζσ τάςεσ. Γα αντάςου να ςωραηότανε άτω α να ξυπνοφςε ς’ ζνα λοατουρθμζνο ρεβάτ, ανάμεςα ςε δφο λερά παραβάν, ξανά εςατόγρα! «Ξζρετε, δεςπονίσ», κερθςε ακιον του να απολογθκεί ο νοςοόμοσ. «Το προςωπό εδ είνα πολφ περορςμζνο. άνουμε ότ μποροφμε γα τουσ γζρουσ μασ, αλλά ο πο πολλοί δεν αυτοεξυπθρετοφντα. Σε τζτοεσ περπτςεσ αναλογεί ζνασ νοςθλευτισ ςε τρεσ αςκενείσ. Εμείσ είμαςτε ζνασ ςε τράντα». Τον δζοψαν βογγθτά πίςω από τσ λεςτζσ πόρτεσ. «Ρσ αντζετε;» «Ε, ςυνθκίηεσ, δεςπονίσ…» O νοςοόμοσ άνοξε τθν τελευταία λεςτι πόρτα. Σοτάδ πίςω τθσ. πόα. Τθν υρίεψε θ λατάρα να το βάλε ςτα πόδα ασ μζνανε τα μυςτιρα μυςτιρα, όμωσ τα πόδα τθσ ιταν ρηωμζνα εεί. Ο νοςοόμοσ πάτθςε το δαόπτθ ο γυμνόσ γλόμποσ τθσ οροισ τςε ζνα ςζλεκρο. Ιταν γυμνό, ετόσ από τθν πάνα ανάμεςα ςτα άςαρα ςζλα, ο αρποί των ερν δεμζνο με λουρί ςτα άγελα του ρεβατοφ. Ζνασ αανόνςτοσ ιοσ, ςαν ρόγοσ, ζβγανε από το αοφτο ςτόμα. Τα βουλαγμζνα μάτα, λεςτά. Ο κείοσ! «Δεμζνοσ! Τον ζετε δεμζνο!» Ο νοςοόμοσ ζςυψε ελευκζρωςε τα ζρα του γζρου π’ άθςε ζνα μαρόςυρτο βογθτό. «Δεν μασ είνα ευάρςτο, αλλά…»
89
Ο εμετόσ τθν ζπνξε. Θ πόρτα τθσ τουαλζτασ ιταν ανοτι. Κα προλάβανε να ξεράςε ςτθ λεάνθ;. «Δεν ζε αζρα εδ μζςα. Δεν υπάρε παράκυρο. Δεν μπορ να αναςάνω!» «Υπάρε εξαερςμόσ. Σε λίγο κα ςυνθκίςετε. Να ςασ ζρω αζ ι μιπωσ όα όλα;» Δεν ικελε τίποτε, μόνο να τελενε γριγορα α να βρεκεί ζξω. Ηιτθςε από το νοςοόμο να τθν αιςε γα λίγο μόνθ με τον κείο τθσ, αν α το άκλο γερόντο δεν ζμοαηε ακόλου μ’ εείνον τον γεροδεμζνο, μάλλον εμανίςμο άντρα, που παλά δεν τθσ πολυζδνε ςθμαςία Το ζρ του γζρου, ζνα αυδατωμζνο οφτςουρο, όλο αετοφσ λεζδεσ εξογματα, με πλθγαςμζνο τον αρπό από το λουρί, ρεμόταν ζξω από το ρεβάτ. Αν το άδευε; Ζνωςε αποτροπαςμό ςτθ ςζψθ, όμωσ θ θτζρα Τερζηα μάηευε ετομοκάνατουσ, άγνωςτοφσ τθσ Λνδοφσ από τα βρόμα ςοάα τθσ αλοφτασ, ό γα να τουσ γατρζψε – πολφ αργά πλζον γ’ αυτό - αλλά γα να τουσ ρατά το ζρ ακσ ψυορραγοφςαν, να μθν πεκάνουν ολομόναο. Δςτατά άγγξε το γζρο ζρ. Τα οαλάρα δάτυλα τυλίτθαν γφρω από τα δά τθσ. Τα μάτα του ιταν τρα ανοτά α προςθλωμζνα ςτα δά τθσ. Ανκρπνα μάτα. Νοιμονα. ελωδία βολοφ! άποοσ πολφ οντά ζπαηε βολί μζςα ς’ εείνθ τθ ωματερι. Άουγε με ομμζνθ ανάςα. Π με τα αυτά μόνο, με όλο τθσ το είνα λαταρντασ να μθ ςταματιςε. Το βλζμμα τθσ ζπεςε ςτο γζρο. Άουγε αυτόσ. Ιταν ολοάνερο. Γαλινθ είε ανταταςτιςε τθν οδφνθ του προςπου του. Τα βογθτά είανε ςταματιςε. Αποτράβθξε απαλά το ζρ τθσ άθςε τθ μουςι να τθν οδθγιςε ςτο παραδίπλα αμαρά. Από το άνογμα τθσ μςόλεςτθσ πόρτασ είδε ζναν αλαρό γζροντα με ατάλευα, μαρά μαλλά να παίηε βολί. Ρροςθλωμζνοσ ςτθν ίνθςθ του δοξαροφ οφτε που τθν πρόςεξε. Τθσ άνθε πωσ το πρόςωπό του ιταν μουςεμζνο ςτα δάρυα. Επζςτρεψε ςτο κείο ζςυψε επάνω του. «Είμα θ Λγζνεα, θ μρανεψά ςου, κείε. ε κυμάςα; Δάβαςα το γράμμα ςου ςτθ κεία… Τθν αδελι ςου… ιρκα». Ο γζροσ τθν οίταξε με γουρλωμζνα μάτα. Ρρόςεξε πωσ το αςπράδ του ματοφ του ιταν δάςττο από όνεσ λεβίτςεσ α τα βλζαρά τελείωσ απογυμνωμζνα από βλεαρίδεσ. Από το αοφτο ςτόμα που ανογόλενε ςπαςμωδά, ςαν να’ κελε να γραπςε αζρα,
90
βγαίνανε αατανόθτα μουρμουρθτά α τρζανε ςάλα. Ζςυψε αόμθ περςςότερο επάνω του. Θ ανάςα του τθσ ζερε αναγοφλα. «Αυτόσ ζε μόνο ζνα βολί... Ραλό!.. Τον αινουν.. Εγ… άπα τα τφνω. Φονάδεσ!.. Να με ςοτςουν…». Γραπκθε με δφναμθ απ’ τα άγελα του ρεβατοφ του ανζλπςτα ατάερε να αναςθωκεί. «Να φ… φγω!..» τραφλςε. «Εν τάξε, κείε. όνο να δυναμςεσ λγά…» τον ακθςφαςε. Ο δυνάμεσ του τον εγατζλεψαν. Ραράτθςε τα άγελα α ξανάπεςε ςτο ςτρμα. «Ροα, ποα είςα εςφ;» «Σου είπα, κείε. Θ μρανεψά ςου, θ Λγζνεα» «Θ Νατάςςα;.. Ροφ είνα θ Νατάςςα;» ρτθςε με αγωνία, ο εξογωμζνεσ λζβεσ του λαμοφ του ζτομεσ να δαρραγοφν «Κα’ ρκε αργότερα. Τρα είμα εγ εδ» «Είςα θ αδελι μου;» «Θ μρανεψά ςου… Θ εγγονι του Δθμιτρθ, του αδελοφ ςου. Θ αδελι ςου ζε πεκάνε…» πιε μα νοςοόμα με το μεςθμερανό αγθτό: οτόπουλο με πουρζ, ρυηόγαλο α μιλο ομπόςτα. Σ’ ζνα πατά υπιραν τρία απάα. Τα δφο άςπρα, το τρίτο ροη. «Να άε το αί του α μετά να πε α τα άπα του. θν τα πετάξε πάλ!..» Θ προορά τθσ ιταν ςασ ξενι θ ζραςι τθσ αδάορθ α βαρεςτθμζνθ. «Είςα θ Νατάςςα;» τθ ρτθςε ο γζροσ με ωνι τρεμάμενθ από λατάρα. «Θ ουντμίλα. Θ Νατάςςα ζυγε. Σου’ ανε τα ατίρα, αλλά ζυγε. Βριε αλλοφ δουλεά. μαάρ εγ!». «Κζλω τθ Νατάςςα! Να… να’ ρκε!» «Ρρτθ ορά μλάε ο παπποφσ τόςο αλά. Επεδι ιρκατε», είπε θ νοςοόμα λείνοντασ πίςω τθσ τθν πόρτα. είνανε μόνο ο δυο τουσ. «Να πασ ςτον Αναςτάςθ να πεσ… Τ γίνετα εδ να πεσ… Εςφ…» μουρμοφρςε ξεψυςμζνα ο γζροσ ζλεςε τα μάτα ςαν να τον είε εξαντλιςε θ προςπάκεα. όνο αουςτά είε θ Λγζνεα, τον πο μεγάλο από τ’ αδζλα του παπποφ τθσ, τον Αναςτάςθ. Ιξερε πωσ ηοφςε άπου ςτα Άνω Ρατιςα, αλλά δεν τον είε δε ποτζ. Χρόνα ιταν ςτο εξωτερό. Θ κεία τον αντπακοφςε δαίτερα α τον είε ξεγράψε από αδελό, αοφ οφτε μα αρτοφλα με ευζσ δεν τθσ είε ςτείλε ποτζ.
91
Τα δάτυλα του γζρου βάλκθαν να ηαρνουν νευρά το ςεντόν, το ςτόμα ανογόλεςε ςπαςμωδά μιπωσ α ξελζψε λίγο αζρα. Θ αγωνία τςίτωςε αόμθ περςςότερο το γρηωπό πετςί επάνω ςτα όαλα του προςπου. «α ποφ είνα το ςπίτ του κείου Αναςτάςθ;» «Θ αυλι ζε δυο πεφα… οφνα… Το πθγάδ…» «Αλλά θ δεφκυνςθ;» Από το μςάνοτο ςτόμα, μαηί με το βρόμο ντο, ζβγανε πλζον ζνασ ρόγοσ. Ζμοαηε να ζρετα από ςοτενά ζγατα. θ ψυι; Υπιρε μα ψυι που αδθμονοφςε γα ελευκερία, υλαςμζνθ ς’ αυτό το αξοκρινθτο περίβλθμα; α πσ να είνα αυτι θ ψυι; α ανάςα αζρα ι ζνασ όοσ ωτόσ; Ενζργεα, τθσ είε πε άποτε ο άροσ, αυτό είνα θ ψυι, ωτόνα ίςωσ που όταν αποδεςμευτοφν από το ςμα δατθροφν ςυνείδθςθ α μνιμθ. Τθσ είε μάλςτα αποαλφψε ότ ο ίδοσ είε οραματςτεί τθν ψυι του. Ιταν τότε με τουσ μεγάλουσ ςεςμοφσ, όταν ατζρρευςαν ό μόνο τίρα κάβοντασ ανκρπουσ, αλλά α ο μφκοσ ότ θ Ακινα ιταν απρόςβλθτθ ςτον Εγζλαδο. Στζετα λοπόν ο άροσ ςτο παράκυρο τθσ ουηίνασ α βλζπε ζναν πφρνο τροό να δατρζε με λγγδθ ταφτθτα τον ορίηοντα α να ατατργε τα πάντα ςτο πζραςμά του. όλσ που προλαβαίνε να ςετεί «τετζλεςτα» ο τροόσ τον ζε αταβροκίςε. όμωσ, παραδόξωσ υπάρε! Υπάρε μετά απ’ αυτό… α ξζρε τ ζε ςυμβεί α ποοσ είνα, κυμάτα τα πάντα όςα ζηθςε. είνα απόλυτα γαλινοσ, απόλυτα ευτυςμζνοσ όςο ποτζ πρν… Αυτό είνα θ ψυι, είε πε, ο άροσ. Φωσ. ααρότθτα. Συνείδθςθ. Δεν μπορεί να είνα τίποτε άλλο! Ξανά το βολί... Ροοσ νοφςε το δοξάρ που αποςποφςε ιουσ παράδεςου από τθν όλαςθ; Θ ψυι ι το ζρ; άραγε κα κυμότανε αυτι τθ μουςι, όταν θ ίδα άποτε αποςταηότανε ςε ωσ; Ο κείοσ ιταν ιςυοσ. Ρολφ ιςυοσ. Από το ανοτό ςτόμα ανζνασ ιοσ δεν ζβγανε πα, το βουλαγμζνο ςτικοσ ανθτοφςε. Το βαςανςμζνο πρόςωπο είε μα ζραςθ γαλινθσ, τα μυτερά αρατθρςτά ςαν να είανε άπωσ ςτρογγυλζψε. Νερόσ! Δεν ζνωςε τίποτε θ Λγζνεα, απολφτωσ τίποτε. όνο ζνα ενό. ζςα τθσ α γφρω τθσ. Απαλά ζλεςε τα μάτα του γζρου. Να εδοποοφςε τθ δεφκυνςθ; Αρζςτθε να τον ςεπάςε με τθν ουβζρτα μζρ το λαμό α βγιε ςτο δάδρομο. Θ μουςι είε ςταματιςε α κα’ κελε να τθν ξαναοφςε. Τθν είε ανάγθ.
92
Βριε τον βολςτι ςτθν ίδα κζςθ επάνω ςτο ρεβάτ του, μόνο που το βολί αναπαυότανε ςτα πόδα του. «Συγνμθ, αν ενολ, αλλά ικελα να ςασ πω ότ παίηετε πολφ ωραία!..» Ο γζροσ οφνθςε ελαρά το εάλ. «πορείτε να ξαναπαίξετε το ίδο ομμάτ που παίηατε πρν λίγο;» «Το ίδο, ό. Αυτοςεδάηω, δεςπονίσ». Θ ωνι του ιταν ανζλπςτα αρρενωπι α ρωμαλζα, δεν ταίραηε με τθν εόνα του. «Τ ρίμα! Ο κείοσ μου ο Γεράςμοσ μόλσ πζκανε, πζκανε εν παίηατε. Ρολφ ιςυα. Τον βοικθςε θ μουςι ςασ…» «Κεόσ ςωρζς’ τον!» ζανε ατάραα ο γζροσ «Φοβότανε ότ κα τον ςότωναν… α είπε, αν ατάλαβα αλά, πωσ εςείσ γλυτνετε επεδι ζετε μόνο το βολί!.. Είνα τίποτε απ’ αυτά αλικεα;..» Ο γζροσ δεν ζβγαλε άνα, όμωσ θ ζραςι του ζγνε ανιςυθ. Ζρξε μα ματά προσ τθν μςάνοτθ πόρτα α τθσ ζανε νόθμα να πάε οντά του. α πο οντά του… «Δωμάτο τρία, δεφτεροσ όροοσ. τα εεί! » ψκφρςε μεσ ςτ’ αυτί τθσ α με μα ίνθςθ του εροφ του τθν ξαπζςτελε. Ο δεφτεροσ όροοσ ιταν περποθμζνοσ α ωτενόσ, με αλογυαλςμζνο δάπεδο α πόρτεσ βαμμζνεσ ςε απορςεσ του μπλε. Χτφπθςε ςτον αρκμό τρία, ξανατφπθςε, δεν ζλαβε απάντθςθ α μπιε. Το δωμάτο αμά ςζςθ δεν είε με τα προθγοφμενα. Ιταν ευάρςτο ευρφωρο, με κζα ςτον ιπο, εππλωμζνο με δαρτό γοφςτο. Ροφ να’ ταν ο ζνοόσ του; α τ να’ ξερε άραγε; Άουςε γριγορα βιματα ςτο δάδρομο α ςε λίγο μα νοςοόμα τθν οίταηε αυςτθρά α αφποπτα από το άνογμα τθσ πόρτασ. Ο τρόμοσ αλμζρθσ ιταν ετόσ. Κα ερόταν ςτο τζλοσ τθσ εβδομάδασ. Συγγενισ του α δεν το ιξερε; Τθν οδιγθςε προσ τθν ζξοδο. Θ Λγζνεα αολοφκθςε πεκινα με ςτόμα πρό απ’ τθ δίψα α τθν απογοιτευςθ. ρίμα να μθ βρε τον μυςτθρδθ τρόμο να τον ρωτιςε αν ο ατθγορίεσ του κείου είαν ίνθ ζςτω αλικεασ. Τουλάςτον όμωσ γνρηε τ’ όνομά του… οντά ςτθν ζξοδο οντοςτάκθε δςτατι. Δε κα’ πρεπε να ενθμερςε τθ νοςοόμα γα τον πεκαμζνο;.. αλφτερα ό. πορεί να ζμπλεε α να ακυςτεροφςε… Κα τον ζβρςαν άλλωςτε ςφντομα.
93
Ζξω θ ηζςτθ τθν ανδίαςε. ο αζρασ ςαν να’ ε δυναμςε. Χτφπθςε το νθτό τθσ. Ξανά ο Ντίνοσ! Σγά μθν απαντοφςε. Τθν υνθγοφςε, γατί τον ζτυνε. Ζτς είνα το παγνίδ. Ανελζθτο. Πποοσ αντζξε. Πποοσ λςε τον άλλο. Το’ ε πλθρςε πανάρβα το μάκθμα. Στα δεαπζντε τθσ. Δάςαλοσ ο Κανάςθσ, τρία ρόνα μεγαλφτερόσ τθσ, που, αοφ τθν ξεπαρκζνεψε, του’ υγε θ αψοφρα α βάλκθε να υνθγά τθ ερόπθ. θ ίδα άυπνθ τρία μερόνυτα. Τελείωσ. α βδομάδα νθςτι. Τελείωσ. Σελετόσ. Ρερερόμενο ουρζλ. Επζηθςε πάντωσ από τότε ποτζ ανείσ δεν τθν ζε παρατιςε. Τουσ παρατά πρτθ. ερά «πθδθματάα» α μετά πζταμα. Στα αηιτθτα. Ζνασ τουσ μάλςτα πιγε ν’ αυτοτονιςε θ μάνα του τθν ζβρςε τθλεωνσ. Ασ αυτοτονοφςε! Ζνασ μαλάασ λγότεροσ. αβάλθςε τθ ρζλλα, αλλά το πόδ τθσ ζμενε μετζωρο επάνω από το γάη… Π! Π! Το ςτομά τθσ ιταν ςαζσ. Είε γίνε μα ςγμζνθ γροκά. Δεν είε αμά απολφτωσ όρεξθ να ξαναπάε ςτο δαμζρςμα τθσ Φλολάου. Γα να βρε, τ; Τθ δεφκυνςθ του κείου Αναςτάςθ βζβαα… ο λόγοσ; Να τον ενθμερςε –αν ηοφςε αόμθ- γα το κάνατο του αδελοφ του α γα τσ υποψίεσ του πωσ τον δθλθτθρίαηαν… Βλαείεσ! Αόμθ αν ιξερε τ του γνόταν ο Γεράςμοσ, αυτι τουσ ςυγγενείσ τθσ, ηωντανοφσ α πεκαμζνουσ αδαρίτωσ, τουσ ζε γραμμζνουσ α …ξεγραμμζνουσ. Θ ωνι του άρου μεσ ςτο εάλ τθσ: «Να πασ, τςλβίκρα! Να ψάξεσ! α μθ οβάςα τόςο!..» Σζτεσ μαλαίεσ ! Ρσ ςτο αλό του’ ε ολλιςε θ δζα πωσ από τθ μα αγόταν να μάκε γα τθ μάνα τθσ, από τθν άλλθ ζτρεμε! Οφτε οβόταν οφτε νοαηόταν γα τθ Φοίβθ! Γάηωςε αποαςςτά. Γραμμι λοπόν γα τθ Φλολάου, γραμμι γα τα μςθτά άδυτα τθσ κείασ… Ρανζξυπνοσ ο άροσ, αλλά αμά ορά ζπετε ζξω…
Τα πάντα ςτθν ρεβατοάμαρα τθσ κείασ, με εξαίρεςθ το παφ ςτρμα ςόνθσ που τα ςζπαηε, ιταν αρβσ όπωσ τα’ ε αιςε τθ μζρα που’ ε μπε ςτο νοςοομείο γα να βγε πτμα: το ςτενό ρεβάτ με τα δυο εντθτά μαξλαράα, ο νουδωτζσ, ςτραβοπατθμζνεσ παντόλεσ, τα πρεςβυωπά γυαλά με το μαφρο ορδονά, το 94
μςοαμζνο ερί α τα ςπίρτα –γα τθν περίπτωςθ δαοπισ του θλετροφ ρεφματοσ- το ανογμζνο ουτά ντεπόν. Εππλζον, δυο πολυκρόνεσ με βυςςνά αλφμματα α τα θλοτρόπα του Βαν Γογ ρεμαςμζνα ςτον τοίο. Τα είε αγοράςε θ κεία, ςε μα ζρθξθ λότενθσ δάκεςθσ, ςε ρολό, από τθ αϊι Αγορά μαηί με αςουλάα α ντομάτεσ. Θ ορνίηα τισ είε ςτοίςε τρεσ ορζσ τθν αξία του πίναα. H Λγζνεα άνοξε τθν εντοςμζνθ ντουλάπα. Απογυμνωμζνεσ ξφλνεσ ρεμάςτρεσ... Πλα τα ροφα τθσ κείασ τα’ ε ξεορτωκεί τον αρό που εείνθ ιταν ςτο νοςοομείο. Αν από καφμα γνόταν αλά, δε κα’ ε τίποτε να βάλε επάνω τθσ! Κα τργυρνοφςε με τθ νυτά. Πμωσ θ ντουλάπα δεν ιταν εντελσ άδεα. Στρμωγμζνα άρθ άρθ ρζμονταν δυο ουςτάνα, το γαλάηο με τα τραντάα α το αζ με το γυρςτό γαά. Τθσ μάνασ τθσ! Ζνασ κεόσ ξζρε γατί τα’ ε ρατιςε! άλςτα μετά τθν θδεία είε τθν ζμπνευςθ να τα προβάρε. Τθσ πζτανε λίγο αρδά α πολφ μαρά. Θ Φοίβθ ιταν γυναάρα, αυτι αδφνατθ α οντοςτοφπα. Κα’ ε πάρε απ’ αυτόν τον αρζσ, τον ςπερμοδότθ… α αλφτερα! Αν ζμοαηε τθσ μάνασ τθσ , κα μςοφςε τον ίδο τθσ τον εαυτό. Άλλωςτε του άρου του αρζςε πολφ που είνα ζτς μροαμωμζνθ. Τθ ωνάηε, ετόσ από «τςλβίκρα», αμά ορά α «πορςελάννθ ουλίτςα». Τθν ζε γα όμορθ, εντάξε, το «πορςελάννθ» όμωσ τθν είε βάλε ςε ςζψεσ. ιπωσ εννοοφςε εφκραυςτθ;. πα! άκε άλλο! Ρζτρα ιταν! τθν είε ακθςυάςε. Θ πορςελάνθ είε να άνε μόνο με τθν τζλεα επδερμίδα τθσ. Αυτι θ πζτρα μζςα τθσ, ι οτδιποτε άλλο ιταν, τθν είε άνε να ςτυλςε δυνατά ςτο πάτωμα τα οαλάρα ποδαράα τθσ α να ςτακεί με το εάλ ψθλά, το πθγοφν πεταγμζνο προσ τα ζξω α το βλζμμα ατρόμθτο μπροσ ςτο αό, ζνα πραγματά μα ςταλά, οφτε τρν ρονν αλά αλά, ςτθ ωτογραία που υλά ςτο πορτοόλ τθσ. αμαρνε γα εείνο το ορτςά, δίωσ γα το βλζμμα του… Το βλζμμα είνα θ ίδα, αυτι που δεν το βάηε ποτζ άτω... Από το επάνω μζροσ τθσ ντουλάπασ ατζβαςε αράδαςε ςτο ρεβάτ αρτά, παςμζνα με ςυνδετιρεσ, ατηζντεσ, ςυνταγζσ μαγερισ. άπου εεί μζςα πκανόν να ιταν τρυπωμζνθ θ δεφκυνςθ του Αναςτάςθ. Ροφ να πάρε! Τθσ όβετα θ ανάςα. Θ αρδά τθσ ςεδόν ςταματά. «Φωτογραίεσ Φοίβθσ» γράε απ’ ζξω με μαφρο μαραδόρο ο μεγαλοφτςοσ άελοσ. Να τον πετάξε αμζςωσ δίωσ να τον ανοίξε! Αυτό πρζπε να άνε! Αυτό! α τα ζρα τθσ δεν υπαοφν. Τα ζρα τθσ
95
άνουν άλλα. Τρεμάμενα ανοίγουν το άελο... αίμαργα τα μάτα οτάνε… Να θ Φοίβθ μωρό!.. Σωςτό αγγελοφδ, μόνο τα τερά τισ λείπουνε. Τζτοα ορτςάα τα υνθγάνε ο δαθμςτζσ, γα να τα βάλουν ςτσ δαθμίςεσ τουσ. Γοθτευτά πλαςματάα που ςε άνουν να λαταράσ ν’ αγοράςεσ τα πάμπερσ που οράνε, τσ ρεμοφλεσ που τρνε, το γαλατά που πίνουνε. Ρόςο ρονν άραγε να είνα ς’ αυτιν τθ ωτογραία που απλνε τα ζρα ςαν γα να αγαλάςε άτ ι άποον που δε αίνετα α μοάηε να αγνοεί πωσ ο αόσ τθ ςθμαδεφε; Δεαετά; Είος; Ζε άτ το άπαςτο α ρευςτό ςαν να είνα από νερό. Ακα δείνε α πονετι, μα ταυτόρονα αδάορθ, ό από προαίρεςθ ίςωσ, αλλά μάλλον από ανανότθτα να δε α ν’ αγγίξε τον όςμο. Θ Λγζνεα δεν ξεολλά τα μάτα από επάνω τθσ. Σαν να ’ε υπνωτςτεί. Ανοφρωτθ είνα, αφλατθ πόρτα! Ράνε με τα δυο τθσ ζρα το εάλ, το ςίγγε δυνατά, ςαν να κζλε να το ςυντρίψε. Από ποεσ αδόρατεσ ρωγμζσ τρυπνε εεί μζςα θ Φοίβθ; Τθν ζε εγαταλείψε όμωσ τθν υνθγά! ζρ πότε; ααρςτό γζλο! Τθν οροϊδεφε... Τθν προαλεί... Θ ςρόα θ μάνα τθσ!.. α ποφ ρφβετα; Ρετάγετα επάνω. οτά γφρω. Ξανά το γζλο, ξεκυμαςμζνο αρετά. Βγαίνε ςτο μπαλόν. Θ γετόνςςα ςτο δπλανό μπαλόν είνα που γελά μλντασ ςτο νθτό… Π άλλεσ ωτογραίεσ. Αρετά!.. Ραγωμζνθ, με ςγμζνα δόντα, τσ ςίηε πρν ξευλλίςε τθν τελευταία ατηζντα. Είε ςεδόν απελπςτεί ότ κα’ βρςε άτ γα τον Αναςτάςθ, όταν το μάτ τθσ ζπεςε ςτο ξεκωραςμζνο από τθν πολυαρία όνομά του. Δευρνςτά υπιρε πλά θ λζξθ «αδελόσ». Το τθλεωνό του νοφμερο ιταν παραδόξωσ ευανάγνωςτο. Μςυε όμωσ; Βάλκθε να το δαπςτςε αμζςωσ. Τθσ απάντθςε μα γυναεία ωνι, αόρςτα εκρι, με ςασ ξενι προορά. άλςτα. Αυτό ιταν το τθλζωνο του Αναςτάςθ αραηιςθ, αδφνατο όμωσ να μλιςε! Ιταν ξαπλωμζνοσ. Άρρωςτοσ. Π πολφ βαρά, αλλά άρρωςτοσ. Ροα υρία τθλεωνοφςε;…H ανψά του, θ Λγζνεα; Ροα Λγζνεα; Ροτζ δεν είε αοφςε τζτοο όνομα. Οφτε α γα αμά ανψά είε αοφςε τρία ρόνα παντρεμζνθ με τον Αναςτάςθ! Ρρν θ Λγζνεα προλάβε να πε λζξθ γα το κάνατο του Γεράςμου, θ ςφηυγοσ τισ ζε λείςε ατάμουτρα το τθλζωνο.
96
Από τον Ο.Τ.Ε. πλθροορικθε τθ δεφκυνςθ του Αναςτάςθ: ελενίου 7, Άνω Ρατιςα. Κα πιγανε οπωςδιποτε να τον βρε. Από πείςμα υρίωσ! Σγά μθν επζτρεπε ςτθ αότροπθ ςτρίγγλα να άνε το δό τθσ!
Στουσ πθγμζνουσ δρόμουσ θ ρζλλα ελςςόταν αινοντασ πίςω τθσ αργοίνθτεσ πομπζσ από λεωορεία, δωτά αυτοίνθτα, βοκρατηίδα, βυτοόρα, ορτθγά, μπετονζρεσ, γερανοφσ. Αγζρωθ περνοφςε από λερζσ πολυατοίεσ, αετά υτά ςτα μπαλόνα, ςυνεργεία αυτονιτων, προποτηίδα, ςουβλατηίδα, μαρμαράδα, βενηνάδα, δαθμςτζσ ταμπζλεσ, παρανόμωσ παραρςμζνα οιματα, άδουσ απορρμμάτων με ξζελα, παρά τθν οονομι ρίςθ, ςουπίδα. Τςαπατςουλά παντοφ, να ςυνθκίηε το μάτ, να μθν επαναςτατεί θ ψυι ςτθν αςιμα… Ζξω από το νεροταείο τθσ Λγζνεασ τθσ ιρκε θ επκυμία να μπε μζςα ν’ αναπνεφςε λίγο ακαρό αζρα. Γατί τα νεροταεία να τα ρατοφν ο νεροί, να μθν είνα αυτζσ ο οάςεσ θρεμίασ α πράςνου ανοτζσ όλο το εοςτετράωρο ςτουσ ηωντανοφσ γα ρομαντοφσ περπάτουσ ενατενίςεσ τθσ ςελινθσ, γα παγνίδα των παδν α υραάτα πνί; Στρίβοντασ ςτθ ελενίου βρζκθε απροςδόθτα ς’ ζναν άλλον όςμο, ξεαςμζνο από τουσ εργολάβουσ α τα κζλγθτρα τθσ αντπαροισ, ς’ ζναν δρομάο, όπου ο ρόνοσ είε ςταματιςε, άγνωςτο πσ α γατί! Ο παλζσ μονοατοίεσ με τσ αυλίτςεσ, ο πυνζσ νεραντηζσ ςτα πεηοδρόμα, τα παδά με τα ποδθλατάα, ο νωελζσ γάτεσ ανζδδαν άρωμα γαλινθσ… Το νοφμερο ετά ιταν μςοςβθςμζνο α ςτο ουδοφν τθσ αυλόπορτασ δεν υπιρε τ’ όνομα του Αναςτάςθ αραηιςθ. Ετόσ από ζνα ομμάτ βεράντασ, μ’ απλωμζνα ροφα α δυο πάννεσ πολυκρόνεσ, το ςπίτ ιταν ςεδόν ακζατο. Αποτραβθγμζνο ςτο βάκοσ τθσ αυλισ αςυτοφςε μζςα ςε πυνά, αρόντςτα δζντρα α κάμνουσ. Τα δφο πεφα ιταν εεί, αλλά οφνα δεν υπιρε… Οφτε α το πθγάδ ατάερε να δαρίνε. όνο το τρίτο τθσ ουδοφνςμα, πεςματά παρατεταμζνο, ζερε αποτζλεςμα. α ξανκά, γεματοφτςθ νζα γυναία, εμανίςτθε ςτθν βεράντα. οίταξε προσ τθν αυλόπορτα αναποάςςτθ 97
γα τθν επόμενθ ίνθςι τθσ. Θ Λγζνεα ζβαλε τσ ωνζσ ηθτντασ να τθσ ανοίξε. Τα τςόαρα τθσ γυναίασ βροντοφςαν ςτα ςαλά, ακσ τα ατζβανε. ε νωελό, βαρεςτθμζνο βιμα α βλοςυρό φοσ ηφγωνε τθν αυλόπορτα. Από τθν άρθ τθσ οφςτασ τθσ ιταν γραπωμζνο ζνα ξανκό, ξυπόλθτο παδά, περίπου τρν ρονν. Γοσ τθσ αναμίβολα. Θ ομοότθτά τουσ ζβγαηε μάτ. Θ γυναία ιταν ανζνδοτθ. Ανψά ι οτδιποτε άλλο, δεν μποροφςε να δε τον Αναςτάςθ. Δεν τθσ το είε πε ςτο τθλζωνο; Ιταν ςτο ρεβάτ. Ασ ερόταν μα άλλθ ορά! Δεν επρόετο να φγε. Κα’ μενε εεί ζξω α κα τυποφςε το ουδοφν μζρ το βράδυ. αν ρεαηόταν, όλθ τθ νφτα. Φαρμά το βλζμμα τθσ ξανκάσ, τα είλθ ςγμζνα, δυο άκετεσ ρυτίδεσ ςθμάδευαν το λείο μζτωπο. «Ραντρευτιαμε α το μυαλό του είνα εντάξε. Εςφ δεν ζεσ δαίωμα! όνο εγ α το παδί…» Θ Λγζνεα ξζςπαςε ςε γζλα. «Ϊςτε αυτό είνα; Νομίηεσ ότ ιρκα γα λθρονομζσ; Ρζτεσ ζξω!» «Χαηι είμα να ςε πςτζψω; Δεν ξζρω τ τραβάνε ο οπζλεσ ςαν εμζνα; Από εςάσ!» «Κζλω μόνο να δω το κείο μου. Να μλιςουμε λγά. Γα οογενεαά... Ρζκανε ο αδελόσ του ςτο γθροομείο…» Θ ξανκά ζμενε αςυγίνθτθ. «Το ξζρουμε!..ασ τθλενθςαν πρν λίγο…» Τθσ γφρςε τθν πλάτθ α ξεμάρυνε με τον μρό παςμζνο από τθ οφςτα τθσ. Θ Λγζνεα πίεςε μαναά το ουδοφν. Στθν ανάγθ κα πθδοφςε α μζςα. Ο μαντρότοοσ δεν ιταν τόςο ψθλόσ. Άπρατθ πάντωσ απολεόταν να φγε. Δεν παραδεόταν λεςτζσ πόρτεσ. Ζνασ γζροντασ με ωτοςτζανο άςπρων μαλλν γφρω από το γυμνό του ρανίο ξεπρόβαλε ςτθ βεράντα. Θ γυναία βάλκθε να τον τραβολογά προσ το εςωτερό του ςπτοφ. Αυτόσ αντςτεόταν ςκεναρά. Θ Λγζνεα ζβαλε τσ ωνζσ. «Αν δεν μου ανοίξεσ αμζςωσ, τθλεων τρα ςτθν αςτυνομία ότ αοποείσ το κείο μου. Κα ςε λείςω ςτθ υλαι!» Θ απελι τθσ ζερε άμεςο αποτζλεςμα…. ζςα από τσ αραμάδεσ των ματν του, άτω από τα πρθςμζνα του βλζαρα, ο γζροσ τθν οίταηε ανζραςτα θ Λγζνεα αναρωτικθε, αν, παρά τθν επίμονθ προςιλωςι τουσ, εείνα τα μάτα
98
εξυπθρετοφςαν ανοποθτά τον άτοό τουσ. Το πρόςωπό του ιταν πλατφ, ςεδόν αρυτίδωτο, με πλαουτςωτι μφτθ επίπεδα αρατθρςτά ςαν να’ αν περάςε από πρζςα. Σε τίποτε δεν ζμοαηε με το πρόςωπο του Γεράςμου, αλλά βζβαα εείνο ιταν ζνα πρόςωπο ςμλεμζνο από το κάνατο, μα μάςα κανάτου… «Ϊςτε είςα θ Λγζνεα, θ εγγονι του αδελοφ μου του Δθμιτρθ! α να ςε γνωρίηω τρα!.. Αλλά άλλο αργά παρά ποτζ… ιρκεσ να μου πεσ γα το κάνατο του Γεράςμου… ασ εδοποίθςαν, ορίτς μου, αλλά θ Βζρα δε κα μ’ αιςε να πάω ςτθν θδεία!» «Γα το αλό ςου!..» «Να! Σ’ ζπαςε μεγάλοσ πόνοσ! Αοφ αυτό περμζνεσ, να τα ααρςω, γα να άνεσ ουμάντο εδ μζςα α να ςυλοπθδζςα ελεφκερα!» «Άδα ηθλεφεσ. Είμα υρία εγ! » «Ξζρεσ πολφ αλά τ είςα!.. α ο γοσ ςου είνα μπάςταρδο. Του υδραυλοφ. Σασ άουςα εγ. Δεν ομόμουν!» «Εςφ είςα μπάςταρδοσ!» ξεμφτςε ο μρόσ από τθ οφςτα τθσ μάνασ του «Να άνουμε εξζταςθ να δεσ ότ είνα γοσ ςου». «Άντε παράτα με, πονθρι αλεποφ, α τάξε μασ δυο αεδάα. Φζρε α τα ουλουράα. Του βουτφρου…» Θ Βζρα εξαανίςτθε ο γζροσ ςτράθε ςτθν Λγζνεα. «αό μπελά ζβαλα ςτο εάλ μου, ανψά. Τθ ςυμπόνεςα, βλζπεσ.. αυτι παρίςτανε τθν Ραναγία! Τθν πιρα να με ροντίηε α μου αρίηε τσ λάψεσ. Α, δεν ζω άδεα παραμονισ αλίμονο αν μ’ απελάςουν! Θ μάνα μου είνα ατάοτθ, ο αδελόσ μου άνεργοσ. Εγ τουσ ταΐηω. Κα πεκάνουν από τθν πείνα! όλο να αϊδολογζτα επάνω μου τάα γα παρθγορά. όςο αν αίνομα οφταλο, βαςτ αόμθ… Οπότε πάνε το ψθςτιρ τθσ γα παντρεά. Ρσ αλλσ κα εξαςάληα ότ δε κα τθν ξαπόςτελναν ςτθν Ουρανία; Είπα να άνω ζνα ψυό, ιμουν α τςμπθμζνοσ, τθ ςτεανκθα. α μόλσ μπιε το ςτεάν, ζδεξε ποα είνα. Οά!.. Ο, ζρετα…» Ραγερι θ Βζρα αοφμπθςε το δίςο με τουσ αζδεσ α τα ουλουράα ςτο ςδερζνο τραπεηά α διλωςε πωσ κα πιγανε μαηί με το παδί ςτο Χαλάνδρ να επςετεί τθ ίλθ τθσ, τθν Αλεξάνδρα. «Στον αγφρςτο!» μουρμοφρςε ο γζροσ μζςα απ’ τα δόντα του, όταν θ γυναία του εξαανίςτθε από το οπτό του πεδίο. οφθξε δυνατά τον αζ του α πλατάγςε ανοποθμζνοσ τθ γλςςα του. «Επτζλουσ, ζμακε να τάνε αζ θ υρία! άτ είνα αυτό». Ανζςυρε από τθν τςζπθ τθσ ργωτισ πηάμασ του ζνα παζτο άναψε
99
τςγάρο. « ου απαγορεφε να απνίηω, τάα γα τθν υγεία μου. Σγά!.. όνο α μόνο γα να με βαςανίηε. Ρροτζσ άπλωςε α ζρ επάνω μου. Τόλμθςε! Αλλά δεν είμα αόμθ ψοίμ. Τθσ τραβ μα ςαλάρα ανοίγε θ μφτθ τθσ. Βρε, οίτα πσ τα ζρνε θ άτμθ θ ηωι, τ γυρίςματα ζε! Γνρςα τόςα α τόςα κθλυά, ςτεάν δεν ζβαλα, ικελα τθν ελευκερία μου α ςτο τζλοσ λοφηομα τθ ερότερθ!.. Εςφ τρα νομίηεσ πωσ τθν ξζρεσ τθ ηωι, αλλά δεν ξζρεσ τίποτε. Τίποτε!» είπε με πείςμα θ Λγζνεα πρόςεξε πωσ ο ςςμζσ των ματν του είαν αρδφνε α τα ματάα του ζλαμπαν από ηωντάνα. «Ρσ αποάςςεσ να με βρεσ; όνο γα να μου πεσ πωσ ο αδελόσ μου πζκανε;.. » «α γ’ αυτό…» «α τ άλλο;» «Ρρν ξεψυιςε, ο κείοσ Γεράςμοσ μου ηιτθςε…» όμπαςε. «Να, είε ςτείλε ζνα γράμμα ςτθ κεία μου ζλεγε πωσ του δίνανε άρμαα να τον ξεάνουν α να του πάρουνε το ςπίτ… Τθν παρααλοφςε να τον βγάλε από τθ «Γαλινθ», να τον ςςε… Του είπα πωσ δε ηοφςε θ κεία… ε παραάλεςε τότε να βρω εςάσ …Αν κζλετε να το ψάξετε το κζμα, υπάρε άποοσ τρόμοσ που μπορεί ίςωσ να βοθκιςε. Τον λζνε…» Ο γζροσ τθ δζοψε ανυπόμονα. «Βρε, ορίτς μου, τον πιρεσ ςτα ςοβαρά τον ουαρά! Είε ξεουτάνε. Ρζκανε από αναοπι αρδάσ…» « αν θ αναοπι προλικθε, επίτθδεσ, από μεγάλθ δόςθ θρεμςτν;..» «Ασ ποφμε ότ είνα ζτς. α λοπόν;» «Δε ςασ νοάηε;» «ακόλου, ορίτς μου. Ζτς αλλσ ο αδελόσ μου τα’ ε άε τα ψωμά του. Το μόνο που με νοάηε είνα πσ κα ξεορτωκ αυτι τθ ςφλα, πσ κα τθν ξεδοντάςω. όνθ αρά μοφ ζμενε να ξυπν πρωί πρωί α να άκομα ιςυα ςτθ βεράντα, εν αυτι ψοολογά! Στον παράδεςο βρίςομα. ε το ποφ κα ςθωκεί το τζρασ, μεταομίηω ςτθν όλαςθ!» Άναψε τςγάρο α γζλαςε μ’ ζνα ςαρδόνο γζλο. «Εμζνα που με βλζπεσ ζω άνε πράγματα α κάματα! Οφτε τα βάηε ο νουσ τ’ ανκρπου!.. α να’ ω τρα αυτό το γφναο επάνω απ’ το εάλ μου!» Βφκςε το βλζμμα του ςτθ ςοτενά που όλο πφνωνε απλωνόταν ςτθν αυλι ςαν υμζνο μελάν. α νεαρι με τηίν, αλογοουρά α μωρό ςε αροτςά πζραςε από το δρόμο.. «Ζηθςα ςτορίεσ να ςου ςθνετα θ τρία εγ, ανψά! Στθν αρι, πρν αόμθ αταλάβω τ ίδ ηζςτανα ςτον όρο μου, τθσ τσ ζλεγα.
100
Συλοβαρότανε αυτι οφτε που ζμπανε ςτον όπο να το ρφψε. Το’ ραψα λοπόν. Αλλά άμα δεν μπορείσ να πεσ τσ ςτορίεσ ςου, είνα ςαν να μθν τσ ζεσ ηιςε. είνα ςαν να μθν ζεσ ηιςε εςφ!.. » Θ Λγζνεα είδε τσ ανείπωτεσ ςτορίεσ του γζρου να μαραηνουν μεσ ςτθ ςωπι. Τον λυπικθε. «Εγ κα ικελα να αοφςω τσ ςτορίεσ ςασ, κείε…» Ο γζροσ αμογζλαςε ανοποθμζνοσ, τράβθξε βακά ρουθξά απνοφ άρςε: Γερμανι ατοι. αυτόσ υλαςμζνοσ ςτο οβερό Άουςβτσ εξατίασ τθσ αντςταςαισ του δράςθσ, υρίωσ ςαμποτάη ςε τρζνα. Ρόςο ζουν δραπετεφςε από το Άουςβτσ; Ελάςτο. Ιταν ζνασ απ’ αυτοφσ! Επεδι δεν παραδεόταν το αδφνατο. Θ Βζρα βζβαα δεν τον πίςτευε. Ζλεγε πωσ όλα ιταν ςενάρα του περαγμζνου μυαλοφ του. ε μςόλεςτα τα μάτα, το εάλ λγά γερτό προσ τα πλάγα ο γζροσ ιταν ςαν να μλοφςε ςτον εαυτό του. Είε δραπετεφςε λοπόν ρεμαςμζνοσ άτω από ζνα αμόν που ουβαλοφςε τρόμα ςτο ςτρατόπεδο. ε τα πολλά βρζκθε ς’ ζνα ωρουδά. Ηθτάνεψε νερό α ψωμί από μα αγρότςςα που ηοφςε ολομόναθ ς’ ζνα απομονωμζνο ςπτά. Τθ λζγανε Οφρςουλα, ιρα, ο άντρασ τθσ είε ςοτωκεί ςτθ ωςία. Ζμενε μαηί τθσ οντά εξάμθνο, μζρ που θ Οφρςουλα ατάερε τον ξάδελό τθσ τον νταλζρθ να τον πάε μζρ τα ταλά ςφνορα… Ο ωρανοί είαν αρίςε να τουσ ουτςομπολεφουν. νδφνευαν ο δυο… Τα ατάερε! Ρζραςε τα ςφνορα, πζραςε α τσ Άλπεσ. Ρείνα, ςςμζνα πόδα, λφο, ρφο. Ρρόωρα όνα μινα Αφγουςτο. όμωσ! Ζταςε ςτο λάνο! ουρζλ, αλλά ηωντανόσ. ε το τζλοσ του πολζμου επςτρζε ςτθ Γερμανία αςολείτα με επεριςεσ ςτο ατεςτραμμζνο Βερολίνο, όπου υπιρε οργαςμόσ ανοοδόμθςθσ α αναςυγρότθςθσ. Ράε αλά. Στο μεταξφ όμωσ είε αποτιςε το πάκοσ τθσ ρουλζτασ. Αποτζλεςμα; Οονομι αταςτροι… Ωςτόςο «ουδζν αόν αμγζσ αλοφ». Γατρεφτθε απ’ το πάκοσ του α βριε δουλεά ςε αςαλςτι εταρεία. Πταν ςυνταξοδοτικθε, άρςε θ νοςταλγία επζςτρεψε ςτθν Ακινα, ςτο πατρό ςπίτ. α αρά τα πιγανε, μζρ που ςτθ ηωι του μπιε αυτι θ ςτρίγγλα!.. Σταμάτθςε να πάρε ανάςα α να βρζξε το ςτόμα του με λίγο νερά. Άναψε α τςγάρο. «Ράντα αροβατοφςα ςτθν όψθ του ξυραοφ, μα ανονι ηωι κα ιταν θ αταδίθ μου, αλλά εία τθ ςγουρά πωσ ςτο τζλοσ κα τθν
101
ζβγαηα ακαρι… ’ ζναν αλό δθγόρο κα αταζρω α τρα να τθ δξω! Ε, Λγζνεα;» «Κα τα αταζρετε, κείε! Ζετε τςαγανό!» Ο γζροσ αμογζλαςε ανοποθμζνοσ. «Κα ςου δείξω ωτογραίεσ από τα νάτα μου. Τσ ζω λεδωμζνεσ μθ μου τσ πετάξε αυτι. ου ζε εξαανίςε ζνα ςωρό ενκφμα, τάα ότ τατοποεί. Από αία το άνε. Να μου όψε κζλε τσ ρίηεσ, να μθν είμα παρά ζνασ παλόγεροσ, ζνα ζρμαο. Κα δεσ τ λεβζντθσ ιμουν!» «Γα όνομα του κεοφ, ό άλλεσ ωτογραίεσ!» τθσ ιρκε να ωνάξε, αλλά ο γζροσ είε όλασ εξαανςτεί με απροςδόθτθ ςβελτάδα ςτο εςωτερό του ςπτοφ. Επζςτρεψε μ’ ζνα βυςςνί άλμπουμ με καρμζνεσ γωνίεσ ζνα ςαραβαλαςμζνο αρτόουτο με ωτογραίεσ φμα αποόμματα εθμερίδων. Ρροςετά, ςεδόν ευλαβά, αοφμπθςε τα πάντα ςτο τραπζη Ο ωτογραίεσ του άλμπουμ ιταν υρίωσ από τα ρόνα του ςτθ Γερμανία. Ο αλοντυμζνοσ ομοράντρασ, ατά ανόνα με γυναεία ςυντροά, ςυνά ςε τρυερι ςτάςθ, μόλσ α μετά βίασ κφμηε τον γζροντα μπροςτά τθσ με τσ ργζ πηάμεσ α τσ ςτραβοπατθμζνεσ παντόλεσ. Ολόλθρθ τθν τελευταία ςελίδα ζπανε θ αςπρόμαυρθ ωτογραία μασ οπελίτςασ με λεπτό, μελαγολό πρόςωπο ζνα ανεπαίςκθτο αμόγελο που μάλλον τόνηε παρά ελάρυνε τθ μελαγολία του. Ιταν θ Οφρςουλα! Τον αρό ποφ ιταν μακιτρα. Τθν είε πάρε μαηί του εφγοντασ τθ ωτογραία να τθ κυμάτα α τθν είε μεγεκφνε. «Α, μόνο αυτι μ’ αγάπθςε αλθκνά, ανψά! Το ατάλαβα τρα τελευταία. ίςαρε τα πάντα γα μζνα α ποτζ δε ηιτθςε άτ ς’ αντάλλαγμα. Τθ βλζπω ςυνά ςτον φπνο μου, μλάμε… Δε μλοφςαμε γ’ αγάπθ τότε. Ιταν μουγοί ο αροί…» «Πταν ξαναπιγατε ςτθ Γερμανία κα τθ βριατε…» «πα! Οφτε ποφ τθν ζψαξα, ορίτς μου. ε πιρε θ ηωι ςβάρνα. α γνρςα τόςεσ άλλεσ γυναίεσ!.. Ραράξενθ είνα θ ηωι! ζε ζνα οφμορ! Σπάε όαλα. Εγ ζπρεπε να μςοςτραβωκ από τα γεράματα γα να δω… Άλλο λζνε «Ραναγά μου», εγ λζω πα «Οφρςουλά μου…» Θ ωνι του ζτρεμε, θ Λγζνεα κα’ κελε να τον αγαλάςε, όμωσ ζμενε ακθλωμζνθ αμιανθ.
102
ουδοφνςε το τθλζωνο. Ο κείοσ απρόκυμα ξαναμπιε ςτο εςωτερό του ςπτοφ ν’ απαντιςε. Θ ςυνομλία μάρανε, αν α δεν ιταν αρβσ ςυνομλία. Ο γζροσ ςεδόν δε μλοφςε, μόνο άουγε. Θ Λγζνεα βάλκθε να ςαλίηε το αρτόουτο να περάςε θ ρα. Ανάμεςα ςτθ ςυνθκςμζνθ αρτοφρα που ο γζρο δυςολεφοντα να αποωρςτοφν τθν προςοι τθσ τράβθξε ζνασ άελοσ με εξωτά γραμματόςθμα. ετά πρόςεξε τον αποςτολζα: Ελλθνι Ρρεςβεία του ονγό. ονγό! Αρι! Σαν να τθ τφπθςε ξανά θλετρι εζνωςθ… Ζανε να βγάλε το επςτολόαρτο από το ςςμζνο άελο, αλλά το ζρ ζμενε μετζωρο. «Ρρορα, επτζλουσ, οβθτςάρο ποντί!» μάλωςε τον εαυτό τθσ. Επζλαςθ λζξεων… αυρδερά ςτίγματα ςτο τρνςμζνο αρτί να ηωντανεφουν ξανά, να τάνουν εόνεσ αλλόοτεσ α τρομερζσ, να ςυροοποφν το μυαλό, να γρεμίηουν δίωσ πάταγο. Δάβαςε γα δεφτερθ ορά τθν επςτολι, αργά α ψκυρςτά. «Αξότμε . Αναςτάςε αραηιςθ, βρςόμαςτε ςτθν εξαρετά δυςάρεςτθ κζςθ να ςασ πλθροοριςουμε ότ θ ανψά ςασ, Φοίβθ αραηιςθ, δεν ευρίςετα πλζον ςτθ ηωι. Θ δαερμζνθ ατβίςτρα, μζλοσ τθσ δεκνοφσ ανκρωπςτισ οργάνωςθσ «Γάντ», που ςυνδράμε υρίωσ Αρανοφσ πάςοντεσ, ςυνελικθ, εν προςζερε τσ υπθρεςίεσ τθσ ςτο υποτυπδεσ νοςοομείο του ωροφ ροφμπα, από μζλθ παραςτρατωτισ ομάδασ, από τσ πολλζσ δρςεσ ςτθ εμαηόμενθ από τον εμφλο πόλεμο ρα. Σφμωνα με πλθροορίεσ μασ θ ανψά ςασ ατθγορικθε ότ ςυνωμοτοφςε γα τθν ανατροπι τθσ παροφςασ υβζρνθςθσ α αταδάςτθε από δικεν λαϊό δαςτιρο ςε κάνατο δά αποεαλςμοφ, ο οποίοσ δυςτυσ ζλαβε ρα τθν δεάτθ πρωνι, τθν ενδεάτθ αρτίου τρζοντοσ ζτουσ. Ο Υπουργόσ Εξωτερν τθσ ρασ ατεδίαςε επςιμωσ τθν ετζλεςθ ωσ προβοατορι ενζργεα με ςαι ςτόο τθν υπονόμευςθ τθσ υβζρνθςθσ α εξιρε το ζργο α τθν προςωπότθτα τθσ απελκοφςασ. Ο ντόπο εξεδιλωςαν αυκορμιτωσ αςκιματα ευγνωμοςφνθσ με τριμερο πζνκοσ α αυτοςζδα μορολόγα, ατά τθν τοπι ςυνικεα, ςτα οποία θ ανψά ςασ απελικθ θτζρα. α πράγματ ςτθν Αρι ζηθςε μα ηωι υπζρτατθσ προςοράσ προσ τον Ράςοντα Συνάνκρωπο. Αναμετρικθε με τθν πείνα, τθν αρρςτα, τθ ρίθ του πολζμου, πάντα ςτθν πρτθ γραμμι, εεί όπου το ζνςττο τθσ επβίωςθσ αντπαρατίκετα ςτο πάκοσ τθσ προςοράσ. Θ Φοίβθ αραηιςθ ενταάςτθε ςτθ γθ τθσ Αρισ που τόςο αγάπθςε α ςυγερμζνα ςτο ωρό ροφμπα, ατόπν τθσ
103
τθλεωνισ ςασ διλωςθσ ότ αδυνατείτε να παραλάβετε τθ ςορό τθσ α εόςον ουδείσ άλλοσ ςυγγενισ τθσ ανευρζκθ…» Ουδείσ! Τθν μααίρωςε θ λζξθ. Αδφνατο να υραριςε ςτο τρζμουλο του ορμοφ α ςτουσ αανόνςτουσ τφπουσ τθσ αρδάσ τθσ. Τουσ παραδόκθε, όπωσ θ μάνα τθσ είε παραδςε το λαμό τθσ ςτον ετελεςτι! Ρσ είνα να ςου όβουν το εάλ; α τ ςζτεςα περμζνοντασ το τφπθμα; Μςωσ τίποτε. Μςωσ όλασ να’ εσ πεκάνε πρν το κάνατό ςου, τελευταία πρόνοα τθσ Δφναμθσ που ςε πζταξε μζςα από μα ματωμζνθ μιτρα ςτον όςμο. Ζψαξε μανωδσ να βρε α άτ άλλο γα τθ μάνα τθσ, μα ωτογραία ίςωσ, πρν το τζλοσ… Δε βριε τίποτε. όμωσ. Τθν είδε! Ιταν μα αποςτεωμζνθ γυναία με ςβθςμζνα, αακόρςτα αρατθρςτά. Γα μα ςτγμοφλα μάλςτα ςυνάντθςε το βλζμμα τθσ, ζνα βλζμμα πζρα από τθ ηωι… Ζςξε τα δόντα. Π! Δε κα ζλαγε εεί πζρα. Αν υπιρε ςτον όςμο ζνα μζροσ να λάψε, αυτό ιταν θ αγαλά του άρου! Ρότε είε γρατεί θ επςτολι; Ροφ ιταν θ θμερομθνία; Τθ επτζλουσ βριε ςτα δεξά, ςτο επάνω μζροσ του επςτολόαρτου. Ρρν ετά ρόνα… Ο Γεράςμοσ επζςτρεψε ατθισ. «Θ Βζρα ιταν… Να μου πε ότ κ’ αργιςε… Να μθ γυρίςεσ ακόλου, τθσ λζω, αλλά άνε τθν ουι α μετά, τςα, πάνε τθν λάψα. Ρωσ ο δοί τθσ ψωμολυςςάνε ςτθν Ουρανία α πωσ πρζπε να’ ρκουνε εείνο εδ πζρα!.. Φαντάςου, ορίτς μου, να μου ουβαλθκεί α το ςό τθσ! Αλλά δε κα τθσ περάςε!» Σταμάτθςε να πάρε ανάςα α μςόλεςε τα μάτα ςαν γα να τθ δε αλφτερα. «Τ ζπακεσ εςφ;.. Δε αίνεςα αλά…» «Το δάβαςα!.. Αυτό!» Σιωςε ψθλά τθν επςτολι. «Τ!.. Τ είνα αυτό;» «Από τθν πρεςβεία του ονγό, κείε!» Ο γζροντασ γοφρλωςε τα μάτα, τρζλςε α ρατικθε από τα άγελα του μπαλονοφ μθν πζςε. «Δεν ιξερεσ;..» ψζλλςε. «Π!» Ζανε ζνα δυο ετομόρροπα βθματάα μ’ απλωμζνα ζρα, ίςωσ να ικελε να τθν αγαλάςε, μα ςαν να τον εγατζλεψε το ουράγο, ςωράςτθε ςτθν πολυκρόνα. «Κεζ μου, νόμηα πωσ θ ςτρίγγλα το’ ε πετάξε αυτό… αάρ να το’ ε άνε! !.. αθμζνο ορίτς! Δεν ιξερεσ, λοπόν!..»
104
«Τρα ξζρω…» ψζλλςε α τθσ άνθε πωσ θ ωνι τθσ ιταν μα θ. «Θ μθτζρα ςου, Λγζνεα, ιταν μα θρωίδα! α αγία! Κυςάςτθε…» Τα ζρα τθσ ζτρεμαν α μόνο με τθν τρίτθ προςπάκεα ατάερε ν’ ανάψε τςγάρο από το παζτο του κείου. «Κυςάςτθε, ό όμωσ γα μζνα!.. Αγαποφςε τουσ Αρανοφσ, αλλά ό εμζνα!..» «Κα τθ ςυγωριςεσ όταν μάκεσ…» Ιο ταμ ταμ… Ουρλατά κθρίων… Ροοσ ςυντροεφε το ομμζνο εάλ με τα λαςπωμζνα μαλλά που ρφβουν τα μάτα;.. ανείσ. Ζρθμο είνα… α το ςτόμα, βουβό γα πάντα, ποτζ δε κα τθσ εξθγοφςε… «Το’ ανε γα να εξλεωκεί… α να ξεφγε…» «Από τ;» ψζλλςε. «αλά, θ αδελι μου δε ςου είπε τίποτε;.. Θ Φοίβθ ιταν κφμα…» «Κφμα! Τ κφμα;» Ο γζροσ αναςτζναξε α ξανάναψε τςγάρο. «Θ μάνα ςου ιταν ζνα άπερο ορίτς. Ακο. Σίγουρα εππόλαο α παρορμθτό…» Ραρορμθτι! Ζνασ ανεμοςτρόβλοσ ιταν, μα τρυμία. Ρζραςε μζςα απ’ τθ ηωι τθσ, τθν τςάςε α άκθε. Θ αναςυγρότθςθ ιταν αργι. Βιμα βιμα, ανάςα ανάςα. Ζτς όμωσ ατςάλωςε. Τθσ το ρωςτοφςε αυτό. Το μόνο. «α λοπόν;» «Θ Φοίβθ είε τθν ατυία να ερωτευτεί μα λζρα…» «’ αυτόν μ’ ζανε;» «Ευτυσ ό. Ο λεγάμενοσ ιταν ναρζμποροσ. Τθν ζβαλε ςτθν πρζηα γα να τθν ρθςμοποεί α ςαν βαπορά. Θ Φοίβθ τον είε ερωτευτεί, ιταν υρολετά υποείρό του. Δεάξ ρονν, βλζπεσ.. Το άκαρμα είε δαςυνδζςεσ… Ρλάτεσ… Ε, τα ξζρεσ αυτά, όλο πα τα ξζρουν. Άλλωςτε εςφ είςα α δθμοςογράοσ. Ο αδελόσ μου, ο Δθμιτρθσ, ζανε τ’ αδφνατα δυνατά να τθ ςυνεζρε. Γα λίγο άτ ατάερνε, μετά ξαναυλοφςε. Ο άλλοσ, βλζπεσ, δεν τθν άθνε ιςυθ. Τθν υνθγοφςε. Θ ηωι του Δθμιτρθ ιταν όλαςθ. Θ μάνα τθσ, θ γαγά ςου, δεν άντεξε. Ζυγε με ακολό αρίνο. Ζμενε μόνοσ ο αδελόσ μου να παλεφε. Εγ τότε ιμουν ςτθ Γερμανία. Ιρκε α με βριε. ουρζλ! Τον αταλυπικθα. αταςτρςαμε ςζδο να ςςουμε το ορίτς μασ. Κα ζμπανε ςε λνι απεξάρτθςθσ ςτο Βερολίνο. ετά κα τθν λοξενοφςα όςο ρεαηόταν. ογαράηαμε ωρίσ τον ξενοδόο. Θ
105
Φοίβθ αρνικθε να φγε, υποςζκθε να μπε ςε κεραπευτό πρόγραμμα ςτθν Ακινα. Ψζματα. Είε γίνε ατςίδα ςτα ψζματα. Ριγανε από το αό ςτο ερότερο. Ο Δθμιτρθσ βριε τον παλάνκρωπο. Τον ζτευςε ν’ αιςε ιςυο το ορίτς, του υποςζκθε ριματα. Ριρε υποςζςεσ. Ψεφτεσ όλεσ. Τον ατιγγελε τότε ςτθν αςτυνομία, ζπεςε όμωσ ςε τοίουσ. Το ορίτς ςτο μεταξφ είε γίνε ςά… Ο Χρςτόσ ςταυρκθε μα ορά, ο αδελόσ μου ςταυρωνόταν άκε μζρα…» Ο γζροσ ςταμάτθςε ζπαςε το εάλ με τα δυο του ζρα. «Α, αλφτερα να μθν ερόςουν!..» ψκφρςε. « Θ Βζρα είε δίο ς’ αυτό!» «Ο άροσ κα’ λεγε ότ αρβσ γ’ αυτό ιρκα. Γα να μάκω… να μάκω γα τθ μάνα μου…» ψκφρςε είε τθ εντφπωςθ πωσ όςα ζβλεπε άουγε δεν ιταν παρά ζνα αλλόοτο όνερο. «Θ κεία είε πε άποτε πωσ θ μάνα μου ςότωςε τον πατζρα τθσ…» «Εννοοφςε ότ… Ο αδελόσ μου…» ςταμάτθςε απότομα ο γζροντασ ζανε μα ίνθςθ με το ζρ ςαν να’ δωνε από μπροςτά του ςίγγεσ. «Άςε! Άςε.. Αρετά γα ςιμερα… Θ Φοίβθ όμωσ άλλαξε! Αναςτικθε…» «Αναςτικθε!» επανζλαβε ςαν θ θ Λγζνεα ζρξε μα ματά προσ το ςοτενό πράςνο ςαν να επρόετο να ξεπροβάλε από ε «θ αναςτθμζνθ»… «Βριε επτζλουσ τθ δφναμθ να ξεφγε… πιε ς’ αυτιν τθν οργάνωςθ που λζε θ επςτολι. Από τότε ιταν πάντα ςτθν πρτθ γραμμι. α αγωνίςτρα, μα εραπόςτολοσ ασ μθν ιταν δαίτερα κριςα…» « ο πατζρασ μου;» «Ρρζπε να ιταν άποοσ ατβςτισ. Λςπανόσ, νομίηω. άλλον δεν είαν παντρευτεί, αλλά ςε αναγνρςε. Δε κζλω να τθ δαολογιςω που ςε παράτθςε, αλλά ςτθν Αρι λυτρκθε…» « εγ;..» Τον οίταηε με ζνταςθ ατάματα ςαν να περίμενε ν’ αοφςε τθν ετυμθγορία που κα αποάςηε γα τθ ηωι τθσ. «Εςφ… Ε, εςφ δε άκθεσ, παδί μου…» πλε α όνα ποτάμα τροοόρων υλάνε ανάμεςα ςε πολφρωμεσ όκεσ ωτενν επγραν, ςυνθκςμζνο βζβαα νυτερνό ςθνό, όμωσ θ Λγζνεα ζε τθν εντφπωςθ ότ το πρωτοβλζπε. άλςτα άποα ςτγμι δεν ξζρε ποφ βρίςετα ασ δαςίηε τθν Ρατθςίων. Σεδόν δεν οδθγεί αυτι τθν ρζλλα, θ ρζλλα πάε από μόνθ τθσ όντρα ςτο δυνατό νοτά. από μόνθ τθσ αταζρνε, μ’ ζναν επδζξο ελγμό τθσ τελευταίασ ςτγμισ, να μθν τυπιςε επάνω ςτο θμορτθγό.
106
Θ αλικεα είνα πωσ δεν αλοβλζπε. Πμωσ άκε άλλο παρά ψαλίηε οφτε θ ηελατίνα του ράνουσ τθσ είνα πο βρόμθ από ςυνικωσ. Τα δάρυα είνα που τθσ κολνουν τθν όραςθ! Ρσ μπορεί ν’ αμβάλλε, αοφ τα γεφετα με τθν άρθ τθσ γλςςασ τθσ; υλάνε ςτα μάγουλά τθσ εριμθν τθσ αυτι βρίςετα ς’ ζναν τόπο πο αλλόοτο από το ροφμπα, τόπο άρωσ επίνδυνο. ενό. Δεν τθσ είνα τελείωσ ανοίεοσ, τον ζε ξαναεπςετεί. Σταμάτθςε ςε μα γωνά να ςουπίςε τα μάτα τθσ, όμωσ τα μάτα δε λζγανε να ςτεγνςουν α το μζςα τθσ ενό πλάτανε, απελοφςε… Ράτθςε αποαςςτά γάη ασ μθν αλόβλεπε.. Ο άροσ με το που τθν είδε να μπαίνε, ζανε άτ μάλλον αςυνικςτο. Ξεόλλθςε απ’ τθν πολυκρόνα του ζτρεξε οντά τθσ. Τ τθσ είε ςυμβεί; ιπωσ είε τςαωκεί με τθ γυναία του κείου; Αλλά μποροφςε μα Ουράνα να άνε το Λά του να λάψε; λαμζνα δείνανε τα μάτα τθσ, ετόσ αν οδθγοφςε δίωσ ράνοσ ερεκίςτθαν... Ξεςπντασ ς’ αναλθτά ρεμάςτθε ςτο λαμό του. Στον άρο τθσ μποροφςε να μλάε δαορετά απ’ ότ ςτον υπόλοπο όςμο, με λόγα άοβα ααλλπςτα, λόγα ταγμζνα από ςάρα αίμα. όμωσ! Δάανα, ανάλαρα α ωτενά. Δεν ιξερε από ποφ ζρονταν, κα’ λεγε από τθν ψυι τθσ, αλλά τθσ ανόταν πωσ θ ψυι τθσ δεν ιταν μία, αλλά πολλζσ, δάςπαρτεσ μζςα τθσ. Τθν μςοπιρε ο φπνοσ ςτθν αγαλά του, ςτο άςτρωτο ρεβάτ, με το βουθτό του αζρα να τθ νανουρίηε α ξφπνθςε δρωμζνθ, αλλά με μα ςεδόν ευάρςτθ δάκεςθ. Να τθν προαλοφςε μόνο θ ευωδά του αζ; α ξανά κυμικθε!.. Ατία ιταν το μωρό ςτθν αγαλά τθσ… Αλλά τ μωρό! Ραρά τα ξανκά μαλλάα, τα γαλάηα ματάα α τα όνα ελάα του, ιταν τελείωσ αλλόοτο. όνο εάλ α τίποτε άλλο! Τφλξε τα ζρα γφρω από το ςτικοσ τθσ λαταρντασ να ξανανςε εείνθ τθ γλφα, τθν εμπςτοςφνθ δίωσ όρα, τθν ζνωςθ. Ο άροσ ζςπευςε οντά τθσ με τον ανςτό αζ α δφο μουςτοοφλουρα από τον ευνοοφμενο οφρνο του. «ου ανόταν πολφ υςό, άρο, το μωρό ςτο όνερό μου να είνα μόνο εαλά!.. ανονά κα ιταν τροματό!.. Πμωσ ιταν γλφα!..» «Βρε, Τςλβκρά, κζλεσ να ςου άνω τον ονερορίτθ; Αοφ ξζρεσ τ λζε τ’ όνερό ςου… Τθ ςυγρεςεσ, Μθ!» Ζωςε το εάλ τθσ ςτο ςτικοσ του ςαν γα να προςτατευτεί. Φοβόταν ξανά.
107
«Π!» ζανε με πείςμα. « Είμα μόνο μπερδεμζνθ!..» «Συγλονςμζνθ, Τςλβίκρα μου!.. α με το δίο ςου… Ζλα άε ζνα ςοολατά τρα. Ελβετά είνα. Τ’ αγαπθμζνα ςου». Τον άθςε να τθσ το βάλε ςτο ςτόμα. «ε παρααϊδεφεσ, αροφλθ!» ζανε ςτρογυρίηοντάσ το θδονά ςτο ςτόμα. «Αλλα δε κα ς’ αιςω α να με αλάςεσ. Αφρο πάνω δουλεά. Φεφγω γα τ’ Αγνάντο. Κα τθλεωνιςω ςτθν Άννα. Αρετά ακυςτζρθςα». ετά το τθλενθμα είπε να ξαναπζςε μόνο γα λίγο ςτο ρεβάτ, μα βυκίςτθε ςε λικαργο. Ξφπνθςε αράματα. Ο άροσ, τεράςτοσ α μεγαλόπρεποσ, ομόταν ανάςελα ςτο δό τθσ ντβανά ςτο δάδρομο α ροάληε με τθν ψυι του. Ζτς όμωσ α γυρνοφςε ςτο πλά, κα ουτρουβαλοφςε ςτο πάτωμα. Του’ ςτρωςε ζνα ςλίπνγ μπαγ άτω. Αν ζπετε, να’ πετε τουλάςτον ςτα μαλαά. Τον οίταηε α τα κεςνά ςαν να ξεμάραναν, όπωσ ξεμαραίνε ο πο άγροσ νυτερνόσ εάλτθσ μπροσ ςτθν ακθςυαςτι ακθμερνότθτα. Γα μα ςτγμοφλα μάλςτα αναρωτικθε αν πράγματ δεν τα’ ε όλα ονερευτεί. Τθσ απάντθςε ο πόνοσ. Δεν ξζςηε πα τόςο, όμωσ ιξερε πωσ είε ζρκε γα να μείνε. Του μςοαμογζλαςε α ςεδόν τον αλωςόρςε μθ μπορντασ να άνε αλλσ.
108
ΜΕΡΟ ΣΡΙΣΟ
Αγάριξ κι απξκαλύυειο
Γρίηα ορδζλα που ξετυλίγετα ταφτατα άτω από τσ ρόδεσ τθσ ρζλλασ θ εκνι οδόσ, θ Λγζνεα, ζνα με τθ μθανι, αινε πίςω τθσ τα λόμετρα, τουσ ωταιδεσ, τα ορτθγά… Τα γαντοορεμζνα ζρα τθσ ςτακερά ςτο τμόν, το γάη πατθμζνο τζρμα, το οντζρ δείνε 240 α δεν αοφε μεσ ςτο μυαλό τθσ, όπωσ άλλεσ ορζσ, τθν παράλθςθ του άρου να μθν το παραάνε. Αζρασ είνα μεσ ςτον αζρα, το ςυμπαγζσ ςμα τθσ δαλυμζνο ςε μόρα άτομα που ςτρογυρίηουν γφρω από μα εντρομόλο δφναμθ, ζναν πυρινα ωτόσ. Ρετντασ αινε επτζλουσ πίςω τθσ το ομμζνο εάλ, τον ςουβλερό πόνο… εκυςμζνθ από τον ίλγγο τθσ ταφτθτασ προαλεί α περπαίηε τον ζγα Ελευκερωτι… ετά τθ ςιραγγα του Αρτεμςίου ςτρίβε δεξά ςτον περερεαό δρόμο, αναγαςτά όβε ταφτθτα α ξαναςυμπυννετα ςε όαλα, ςάρα, αίμα. α το λάμα τθσ ςτεγνό, θ ραυγι τθσ βουβι γα όςα ζε πα ωνζψε θ αρανι γθ. Απελπςμζνα νοςτάλγθςε το μίςοσ τθσ. Τρωτι ιταν δίωσ αυτό, νφμθ εντόμου, που μόλσ αποωρίςτθε το ουοφλ τθσ.. Ανθόρηε θ μθανι, ςτο βάκοσ υψωνόταν το αίναλο τυλγμζνο ςε αραι ομίλθ, θ βλάςτθςθ πφνωνε, θ άνοξθ γνόταν όλο α πο ευδάρτθ, όλο α πο τολμθρι. Ρανδαςία ρωμάτων, ευωδζσ, παγνδίςματα ωτοςάςεων, πραςνωπά λαμπυρίςματα, τρεοφμενα
109
νερά… Ο αςκιςεσ τθσ πανθγφρηαν με πρωτοανι ζνταςθ, δεν άντεε άλλο το ράνοσ. Το ξεορτκθε αζκθε ςτο αερά. Να’ ταν άραγε αμυγδαλζσ εείνθ θ ςυςτοία δζντρων με τα λευά λουλοφδα; «τθςαν άποτε μα μυγδαλά ποφ είνα ο Κεόσ αυτι άνκςε!» Ροφ το’ ε αοφςε αυτό;.. Ραλότερα ζνωκε αμζνθ α ςεδόν άρρωςτθ ςτθν εξοι, δίωσ τθν άνοξθ, ό μόνο γατί ιταν αλλεργι ςτθ γφρθ. Θ αλλεργία ιταν ζνα τίποτε μπροςτά ςτθν ψυι δυςανεξία που τθσ προαλοφςε αυτι θ ζρθξθ ηωισ. Αςκανόταν παρείςατθ, μετανάςτρα ςε ξζνο τόπο, όπου μλόταν άγνωςτθ γλςςα. Θρεμοφςε, όταν επζςτρεε ςτο τςμζντο α ςτθν άςαλτο. Ο άροσ ζλεγε πωσ ατία τθσ δυςορίασ τθσ ιταν θ νοςταλγία! Νοςταλγία! Γα τ; α γα αυτό που είε άςε, τθ ηωι τθσ προ,προ,προ… γαγάσ τθσ που ηοφςε ςτα δζντρα του δάςουσ α πθδοφςε από λαδί ςε λαδί… Ρερατιρ ο άροσ α τθν πείραηε πωσ ιταν ατά βάκοσ μα πρωτόγονθ, μα μπατηίνα… Ερθμωμζνα τα ωρά που ςυναντοφςε, αν α δε λείπανε τα νεότςτα ςπίτα ο ανοφρεσ ςτζγεσ. ατοίεσ κερνζσ προανσ, ατάλεςτεσ αόμθ, με παραμελθμζνεσ αυλζσ. Χωρά μελαγολά, με λίγουσ γζροντεσ αργόςολουσ νζουσ πίςω από ςονςμζνα τηάμα αενείων. Ο δρόμοσ ατθόρηε ανθόρηε, το τοπίο θ βλάςτθςθ άλλαηαν, τα ωρά αραίωναν, τ’ Αγνάντο δε κ’ αργοφςε… Επτζλουσ άνθε! Ρετρότςτα ςπτάα ςτθν πλαγά του βουνοφ, εραμδζνεσ ςτζγεσ, ανθορά δρομάα, ζνα ωρό ςαν τ’ άλλα, όμωσ ηωντανό α αςαρόηο. Απόγευμα αντθοφςε από ωνζσ παδν που παίηανε α μαρνά ουδουνίςματα οπαδν που επζςτρεαν ςτο μαντρί… Στα ατλα των ςπτν γυναίεσ λυαροφςαν εντντασ α πλζοντασ, άντρεσ παίηανε τάβλ. Π,τ αν ζαναν, θ εμάνςθ τθσ Λγζνεασ επάνω ςτθ μθανι τραβοφςε αμζςωσ τθν προςοι τουσ. αμά δεαρά παδά προκυμοποικθαν με ενκουςαςμό να τθν οδθγιςουν ςτο ςπίτ τθσ «υράννασ τθσ δθμαρίνασ», μετά τθν πλατεία με τα αωνόβα πλατάνα. Τθν βριανε ςτο περβόλ τθσ να λαδεφε. Θ θλωμζνθ, με τθν ακλθτι όρμα α τα γρηωπά οντοομμζνα μαλλά, ζωςε το λαδευτιρ ςτθν τςζπθ τθσ α υποδζτθε τθν επςζπτρά τθσ μ’ ορκάνοτθ αγαλά… Γελοφςε
110
ολόλθρθ ζλαμπε από ενκουςαςμό. α παρααλοφςε τθν Λγζνεα να τθσ μλά ςτο ενό… Δεν τθσ ιταν δφςολο. Ράντα εμπςτευόταν τθν εντφπωςθ τθσ πρτθσ ςτγμισ, τθν ααραία γνςθ τθσ δαίςκθςθσ, θ Άννα τθν είε όλασ ερδίςε. Ωςτόςο τα’ ε λγά αμζνα. Αλλσ τθν είε ανταςτεί από το τθλζωνο, με δαςτάςεσ ανάλογεσ με τσ δραςτθρότθτεσ τθσ, αλλά ιταν μροαμωμζνθ α δόλου ψθλότερι τθσ. Στο βάκοσ του περβολοφ το ςπίτ. Γρίηα πζτρα, ντυμζνθ με πράςνουσ αταρράτεσ αναρρθτν, με λουλοφδα ροη, μοβ α όνα. όνα α τα παντηοφρα θ εραμδοςεπι. Το εςωτερό είε άτ από τθν ανεμελά α τθν αρμονία που αταζρνε, μζςα από το τυαίο, να δθμουργεί θ φςθ. Ρολυκρόνεσ από μπαμποφ, τοίο βαμμζνο ςε πολία ρωμάτων, εντθτά μαξλάρα, πορτοαλζσ λοάτεσ, ηωγραςμζνα ντουλάπα, αγρολοφλουδα ςε βάηα, ράα με ββλία α ςντί, γυάλνα βαηάα με γλυά ουταλοφ, ζνα αρδφ μπροφτηνο ρεβάτ με μα ομςμζνθ μαφρθ γάτα επάνω, αορνηάρςτεσ ελαογραίεσ με κζματα ςίγουρα τθσ περοισ. α ςαν παράταρο ανάμεςά τουσ, ςαν να’ ε επορκιςε τθ κζςθ του επάνω από το αναμμζνο τηά, το πορτρζτο ενόσ άντρα, ηωγραςμζνο με άρβουνο. Τα αρατθρςτά του ιταν ςτςαρςμζνα με αδρζσ γραμμζσ ο δυνατζσ γωνίεσ τουσ δίνανε ςτο πρόςωπο ζνταςθ, μα ζνταςθ που δυνάμωνε το βλζμμα του. Τολμθρό α τρυερό. Ωςτόςο ο άρεσ των ελν γζρνανε μα ςτάλα προσ τα άτω υπονοντασ, αν ό ομολογντασ, ματαίωςθ, παραίτθςθ ίςωσ. λεςτι μορι. «Ο Ορζςτθσ…» ψκφρςε θ Άννα μ’ ζνα άπωσ ντροπαλό αμόγελο που ξάναςε α γοιτευςε τθν Λγζνεα. «Ο άντρασ ςου…» «Δεν είαμε παντρευτεί με τον Ορζςτθ… Τον ζαςα, πρν γεννθκεί θ όρθ μασ…» θ ωνι τθσ Άννασ ιταν ιρεμθ, αλλά τα μάτα τθσ ςαν να’ αν βουρςε. «H Ελπίδα ανυπομονεί να ςε γνωρίςε. Ππου να’ να ατατάνε… Οογενεασ. Ελπίηω να μθν είςα πολφ ουραςμζνθ, Μθ… » άκε άλλο παρά ουραςμζνθ ιταν α κα αρόταν δαίτερα να γνωρίςε όλθ τθν οογζνεα. Ευγενά λόγα, ψεφτα όμωσ. Το μόνο που ικελε ιταν να μείνε μόνθ με τθν Άννα. Π τόςο γα τσ ανάγεσ του ρεπορτάη -είε μπροςτά τθσ ρόνο γ’ αυτό - όςο γατί ψυανεμηότανε πωσ ς’ αυτιν τθν θλωμζνθ γυναία με τθ νεανι εμάνςθ α το ακάρο βλζμμα κα μποροφςε ν’ ανοτεί. Είε ανάγθ να μλιςε, να ξαλαρςε. ουβαλοφςε τόςα α τόςα…
111
Φτάνοντασ θ Ελπίδα γζμςε α τςε το ακςτό τθσ μάνασ τθσ αινοντασ ςτθ ςά, ςεδόν απαρατιρθτα, τα δυο αρςενά που τθ ςυνόδευαν, τον Βαςίλθ α τον Τάςο, ςφηυγο α γο αντίςτοα… Δεν ζμοαηε τθσ μάνασ τθσ, ετόσ από τα γεμάτα είλθ, το ψθλό μζτωπο α τα λαάα ςτα μάγουλα, όταν αμογελοφςε, οφτε ιταν εφολο να τθ ςυςετίςεσ, τουλάςτον ςε πρτθ ματά, με τον γεννιτορά τθσ ςτο πορτρζτο. Θ Λγζνεα δεν αζκθε ςτο αγάλαςμά τθσ, όπωσ είε αεκεί πρν λίγο ςτθν Άννα. Σγμζνθ, με τα νεφρα τςτωμζνα ζνα ψευτοαμόγελο ολλθμζνο ςτο πρόςωπο παραολουκοφςε τον αό τθσ εαυτό – τον είε υποςτεί ωσ ο άροσ- να ξυπνά α να ορζγετα να ςτραπατςάρε, να «αρςε»… Θ Ελπίδα, ατά ζναν ανεξιγθτο τρόπο, τθν προαλοφςε α τθν ερζκηε. «… Ρρωτά λοπόν ο Βαςίλθσ πζτε επάνω ςτθ μαμά, που μόλσ είε ατατάςε ςτο ωρό α τα’ ε αμζνα!» δθγόταν ηωθρά θ Ελπίδα. «Ο Βαςίλθσ γφρηε ςπίτ του από το μάκθμα ςτο ςπίτ τθσ δαςάλασ. Το ςολείο λεςτό. Ρσ να ζμενε ανοτό, με τζςςερσ μακθτζσ; Σιμερα το Δθμοτό ζε οδόντα παδά άρθ ςτθ μαμά βζβαα! Γατί να μθν αρίςεσ το ρεπορτάη ςου από το ςολείο μασ, Μθ; Ζλα αφρο. Εγ δδάςω ςτθ Δευτζρα τάξθ». «Είςα δαςάλα! Ρότε πρόλαβεσ να ςπουδάςεσ α να άνεσ α οογζνεα;» «Τα’ ανα ςυγρόνωσ. Άλλωςτε είμα είος τεςςάρων…» Ιταν είος πζντε θ ίδα ζνωςε μεγάλθ. Γρά ςεδόν. Ρόνεςε εξαγρκθε. «Εγ ποτζ δε κα γνόμουν δαςάλα. Κα είνα πολφ βαρετό…;» «Αντίκετα! Τα παδά ζουν πάντα ενδαζρον». « ο αοί μακθτζσ;» «Αυτοί αν ζουν ενδαζρον!.. Αλλά ςτθν τάξθ μου ζω μόνο αλοφσ α πολφ αλοφσ μακθτζσ». «πράβο! Κα πρζπε να’ ςα ατφπθτθ δαςάλα!..» Θ Ελπίδα δεν ζπαςε τθν ερωνεία ι τουλάςτον δεν το’ δεξε. «Απλά ενκαρρφνω τα παδά, Μθ. ατά ανόνα ο αοί μακθτζσ πςτεφουν ότ δεν μποροφν να μάκουν. Είνα ο όβοσ που εμποδίηε…» Φόβοσ! Το ςτομά τθσ ςίτθε. α ξανάγνε γα μα ςτγμι εείνο το αδφνατο α λωμό ορτςά, π’ αρνότανε πεςματά ν’ ανοίξε ββλίο από τον τρόμο του ότ δε κα τα’ βγαηε πζρα με τσ τυπωμζνεσ λζξεσ, εείνα τα ςαμερά ηωφα με τα ποδαράα α τσ
112
εραίεσ. Ιταν παντοδφναμα. Πποοσ τα’ ερνε βόλτα, ιταν γα τθ δαςάλα κεόσ. Αλλσ, ςζτο μθδενό. «Ϊςτε ο μακθτζσ ςου δε οβοφντα…» ζανε με επκετό φοσ. «Το ίδο τουσ αγαπ α τουσ το δείνω είτε ξζρουν είτε δεν ξζρουν το μάκθμα…» «ε τθν αγάπθ λοπόν ο αόσ μακθτισ γίνετα αλόσ… Γα αντάςου! α τ ςυμβαίνε με το αό; Γενά…» «Το αό;..» «Μςωσ εςφ εδ πάνω να μθν ξζρεσ αν ότ υπάρε…» Άβγαλτθ τθσ ανόταν θ δαςαλίτςα, θ ηωι τθσ ατςαλάωτο φαςμα α λυςςοφςε να το τςαλαςε. «Ξζρω α παραξζρω... Ο πατζρασ μου…» Ψίκυροσ θ ωνι τθσ Ελπίδασ, το βλζμμα τθσ ςτραμμζνο ςτθ μάνα τθσ ςαν γα βοικεα. Θ Λγζνεα μζςα τθσ κράμβευε. Ρρζπε να’ ε τυπιςε λζβα. «Ο πατζρασ ςου;..Τ;..» Θ Ελπίδα ζςυψε το εάλ. Σωπι ςτο ακςτό. ζνταςθ. Ρρόγευςθ άτ ςυνταρατοφ ίςωσ. «Α, τίποτε… Να… Δεν τον γνρςα…» «Οφτε εγ γνρςα τον δό μου, αλλά πολφ που με νοάηε! Οφτε α τθ μάνα μου γνρςα αλά αλά!.. ε μεγάλωςε θ κεία μου μςντασ με…». Τα μάτα όλων είαν αρωκεί επάνω τθσ. Θ προςοι τουσ τθν θλζτρςε, θ Ελπίδα ξεάςτθε. Ζανε μα μρι παφςθ, όςο γα ν’ απολαφςε τθν αδθμονία του αροατθρίου, πρν ςυνείςε αςυγράτθτθ. Πταν μεγάλωςε α δε οβότανε τθ κεία, ζανε ό,τ ικελε. Ξενυτοφςε. Ερότανε το πρωί ι δεν ερότανε. Ρράγμα παράξενο όμωσ, ποτζ δεν τθν είε δξε απ’ το ςπίτ θ κεία , μόνο τθν αταρότανε. Δυο τρεσ ορζσ μάλςτα είε πάε ςτθν αςτυνομία, μιπωσ «θ ανψοφλα» είε πάκε άτ! Αλλά «αό ςυλί ψόο δεν ζε», ζβγαηε το ςυμπζραςμα α, πράγμα περίεργο, ςαν να αρότανε… Κεοφςα επζμενε να τισ αγοράηε αλογερίςτα ροφα. Ζπαρνε το ψαλίδ αυτι α ραπ, τα ςυμμόρωνε. Από τθν πρτθ όλασ τάξθ του Γυμναςίου είε αναδετεί ςε πζτρα ςανδάλου με μαλλά βαμμζνα πότε αροτί α πότε πράςνα, τατουάη ςε ανερά απόρυα μζρθ, ςουλαρία ς’ αυτά, μφτθ, ρφδ, ααλό α γλςςα. Θδονηότανε να ςπάε τα νεφρα τθσ κείασ α των ακθγθτν τθσ επίςθσ, που, εννοείτα, είαν οβερά παράπονα μαηί τθσ. Ρροςπακοφςαν να τθν εξαποςτείλουν
113
ς’ άλλο ςολείο, αλλά ςγά μθν τουσ ζανε το ατίρ! Είε αποτιςε οπαδοφσ α ιμθ εεί, ποφ να ξανάρηε, του, απ’ τθν αρι! Ιταν «δαλυτό» ςτοείο! Στσ αταλιψεσ πάντα πρτθ α αλφτερθ α το ςολείο τθσ είε ρεόρ αταλιψεων. Φυςά δεν άνογε ββλίο, ό,τ ζπανε από τθν παράδοςθ τσ ςπάνεσ ορζσ που πρόςεε λγά, αλλά αντζγραε με τθν ψυι τθσ ςτσ εξετάςεσ. Θ επαίδευςι τθσ ςεδόν περορηότανε ςτθν αντγραι. Ο ακθγθτζσ άνανε ςυνικωσ τα ςτραβά μάτα, ό από αλοςφνθ, από υπολογςμό. Κζλανε να περνά τσ τάξεσ γα να τθν ξεορτωκοφν μα ρα αρφτερα. Ζτς πζραςε τθν εθβεία τθσ. ε αρότθτεσ α προλιςεσ. άπνηε ςαν «αράπθσ». Οφτε τ’ αγόρα τθ τάνανε ςτο κεραλί. α μπάουσ ζανε. ζςταςθ απάα ατάπνε ςτα ρζθβ πάρτ γα να οροπθδά μζρ το πρωί. α τμοφςε δεόντωσ τα «ςθνάα». Τρεσ ορζσ τθν είαν ουβαλιςε ςτο νοςοομείο γα πλφςθ ςτομάου. Απαίςα εμπερία, αλλά μετά τθν ξενοφςε. Γενά ξεςάλωνε, αλλά δεν ζαςε τάξθ… Στθν Τρίτθ υείου παράτθςε τθ κεία ζπαςε δουλεά ςε μπαρ γα να τα βγάηε πζρα. Το ςολείο το ςυνζηε ουτςά ςτραβά, αλλά ςτθν τάξθ είε μεταμορωκεί ςε αρνά, νυςταλζο αρνά. ωμζνθ από το ξενφτ τθσ δουλεάσ λαγοομόταν ςτο κρανίο προσ μεγάλθ αναοφςθ των ακθγθτν που ρόντηαν να μθν τθν ενολοφν. Αποοίτθςε, ζδωςε πανελλινεσ, πιρε βακμοφσ άλα α πζτυε ς’ ζνα απίκανο Τ.Ε.Λ., ςε μα μαρνι πόλθ που δεν είε ξαναοφςε τ’ όνομά τθσ, από εείνα που είαν δρυκεί γα τθν ενίςυςθ τθσ τοπισ οονομίασ μάλλον παρά γα τθν προαγωγι τθσ γνςθσ. Αγνόθςε το Τ.Ε.Λ. α ςυνζςε τθ δουλεά ςτο μπαρ. Σγά ςγά όμωσ θ μανία τθσ γα προλιςεσ άρςε να εξανεμίηετα, ακσ ςτθ νζα τθσ ηωι περνοφςαν απαρατιρθτεσ. Δεν ικελε να το ομολογιςε οφτε ςτον εαυτό τθσ, όμωσ δεν μποροφςε να γλυτςε από μα βαρεμάρα, μα αίςκθςθ επανάλθψθσ. Θ ελευκερία τθσ είε αρίςε να ςτυίηε. Ραραλίγο τότε να’ ε αταφγε ςτθν πρζηα, ιταν τζτοα θ παρζα. Πμωσ τθν τελευταία ςτγμι τθν ράτθςε θ αρία, το πρεηόν, με τα τεράςτα μάτα α το μαρουλό, ωρότατο πρόςωπο, ςαν εείνα ςε παλζσ βυηαντνζσ εόνεσ. Τθν ξανάδε ζνα παγωμζνο, εμωνάτο πρωνό, ακσ ςολοφςε από το μπαρ. Ιταν ουλουραςμζνθ πίςω από τον άδο τθσ αναφλωςθσ. Ζτρεξε να τθ ςθςε μθν ξεπαγάςε. Αδφνατον! Είε οαλςε. Τθν παράτθςε μθν μπλζξε. Μςωσ να είε αταλιξε αυτι άπωσ ζτς, αν δεν ζπετε επάνω ςτο λαβωμζνο πουλί εξατίασ του ςτο άρο.
114
Ζνα ξθμζρωμα ακσ επζςτρεε από το μπαρ βλζπε ςτθν άςαλτο ζνα γλάρο με τςαςμζνθ τεροφγα. υςτιρο πσ είε βρεκεί εεί α καφμα πσ δεν τον είε λςε ανζνα αυτοίνθτο! Γονάτςε α τον πιρε ςτθν αγαλά τθσ. Αδφνατον να τον αιςε, όμωσ δεν ιξερε α τ να το άνε. Να ςου ζνασ περαςτόσ α τθ ςυμβουλεφε να το πάε ςτθν Αίγνα, ςτο ζντρο Ρερίκαλψθσ άγρων ηων. Ραίρνε ατευκείαν το αράβ. Εεί δοφλευε εκελοντισ ο άροσ, οντρόσ μεν, αλλά ό ατάοντροσ όπωσ τρα. Γίνανε με τθν πρτθ λαράα α δεν ξαναγφρςε ςτθν Ακινα. Ζμενε ςτο ζντρο ωσ εκελόντρα. Φαί, ςτζγθ, όλα εξαςαλςμζνα, ζνα μρό αρτηλί από τσ δωρεζσ των λόηωων. α αλι παρζα. Ρζραςε εεί ζναν ωραίο ρόνο. Δυςτυσ όμωσ θ οςτι επζταςθ α τα δαβιματα των δοτθτν λείςανε το ζντρο. Ο άροσ αποάςςε να επςτρζψε ςτθν Ακινα α να βγάλε το «ογανςάτς». Τθσ ηιτθςε να ςυνεργαςτοφνε! Δεν πίςτευε ςτ’ αυτά τθσ. Ο άροσ είε αρτί πανεπςτθμίου, εν αυτι ιταν μα αμόρωτθ απόοτοσ υείου. Πμωσ τθν ικελε!.. Ξανά ζβαλε τα γζλα. «Πταν αρίηω να μλ γα τα παλά, άτ με πάνε α δε ςταματ. Ο άροσ λζε να ξεςπ, αλό μου άνε, αρεί να μθν το παραάνω. α ςτο γράψμο λυαρ. Ο άροσ δουλεφε τα είμενά μου, τα ςυμμαηεφε. Δε κζλε όμωσ να αυτολογορίνομα. Κζλε να γράω ελεφκερα αυκόρμθτα. Ρρτα πρτα, επεδι, λζε, το απολαμβάνε… επεδι μα δόςθ αυκορμθτςμοφ ςπάε, λζε, τθν παγερότθτα τθσ θλετρονισ δθμοςογραίασ. άνε το είμενο ηεςτό. Γενά ο άροσ αγαπάε ότ αν άνω…» Σταμάτθςε να πάρε ανάςα α περζερε τθ ματά τθσ ςτα πρόςωπα γφρω τθσ. Ιταν ολοάνερο. Τουσ είε εντυπωςάςε όλουσ ετόσ από τον Τάςο, που ζπαηε ξαπλωμζνοσ ςτθ λοάτθ. Ραρατιρθςε πωσ ο μρόσ είε τα ςγουρά μαλλά, τα άπωσ βακουλωτά μάτα α το πεςματάρο ςτόμα του πατζρα του. Ζβγαλε από το πορτοόλ τθσ τθ ωτογραία ενόσ παουλοφ νζου, με οντρά, μυωπά γυαλά α μα αλεπουδίτςα ςτθν αγαλά του. «Ο άροσ! Στθν Αίγνα. Τρα πα αλάρυνε λγά. α παραόντρυνε…» Χτφπθςε το τθλζωνο τθσ Άννασ. Θ ατερίνα θ ταβερνάρςςα, θ πο παλά τθσ ίλθ τθσ ςτο ωρό α νουνά τθσ Ελπίδασ, τουσ προςαλοφςε να τουσ άνε το τραπζη. Ανυπομονοφςε να γνωρίςε α τθ δθμοςογράο…
115
«Εμάσ να μασ ςυγωρζςε θ νουνά, δε κα’ ρκουμε. Ξζρε πωσ ομόμαςτε νωρίσ…» «Είνα αόμθ οτ!..» «Ο Βαςίλθσ ξυπνάε από τσ πζντε, Μθ. εγ μαηί του. ου αρζςε αυτι θ ρα. Άλλωςτε προλαβαίνω να άνω όλεσ μου τσ δουλεζσ, μζρ να φγω γα το ςολείο… Ζεσ ζνα φοσ! Σαν ν’ αοφσ άτ απίςτευτο!» «Το ξενφτ είνα ζνα υποπροϊόν του αταναλωτςμοφ που ζε γίνε πανδθμία. Θ απλθςτία γα περςςότερο ρόνο απόλαυςθσ, γα περςςότερθ ηωι, υπονομεφε τθν ίδα τθ ηωι, αοφ μασ αταλθςτεφε από τον ηωοδότθ φπνο α αταλιγουμε να ςερνόμαςτε μςοπεκαμζνο, εξοφ α το βαςίλεο του ραπζ ςτσ πιτρα αετζρεσ...» όγα του άρου αυτά που ο ίδοσ ομότανε πάντα με τθν ανατολι! όνο που είε ανταταςτιςε τον ραπζ με τθ ςοολάτα! «Να ςε περμζνω λοπόν αφρο ςτο ςολείο μασ, Μθ;..» Ζγνεψε αταατά. «Αν εία δαςάλα τθν Ελπίδα, μπορεί να εία γίνε εγ δάςαλοσ, δεςπονίσ Μθ!» πζταξε ξεάρωτα ο Βαςίλθσ. «Σε παρααλ, όψε αυτό το δεςπονίσ, Βαςίλθ!» . «α είςα α δάςαλοσ, Βαςίλθ… Ο άντρασ μου είνα αγρότθσ, Μθ, αλλά άνε α ςεμνάρα, ό μόνο ς’ αγρότεσ. α ςε οτθτζσ γεωπονισ… άκε ρόνο ζροντα όλο α περςςότερο. Υπάρε μεγάλο ενδαζρον» «Τ είδουσ ςεμνάρα;» «Βολογισ α βοδυναμισ αλλζργεασ. Πλο ςτθν περοι αλλεργοφμε βολογά, γ’ αυτό α τα προϊόντα μασ πάνουν πολφ αλζσ τμζσ. Βοθκά ο ςυνεταρςμόσ μασ. Αλλά ο άντρασ μου ζε πάε α μερά βιματα παραπζρα, εαρμόηε μεκόδουσ α βοδυναμισ αλλζργεασ » «Βοδυναμισ; Ρρτθ ορά αοφω τθ λζξθ!» «Κα ςου εξθγιςε ο ίδοσ, Μθ». Ο Βαςίλθσ οίνςε ζδεξε αμιανοσ. «Εμείσ ο βοαλλεργθτζσ ρθςμοποοφμε υςοφσ τρόπουσ γα να λπαίνουμε τθ γθ α να προςτατεφουμε από τσ αρρςτεσ τα υτά μασ. Δυναμνουμε τθ φςθ, δεν τθ δθλθτθράηουμε οφτε τθν ξεηουμίηουμε. Ο βοδυναμόσ αλλεργθτισ εππλζον ςυνεργάηετα με τσ δυνάμεσ του ςφμπαντοσ γα να βοθκιςε τα υτά…» Σταμάτθςε πάλ μ’ ζνα ντροπαλό αμόγελο. « Αοφγετα παράξενο, αλλά είνα άτ υςό. α δουλεφε. «α τ άνεσ; αγά;»
116
«εκαφρο, Μθ, κα ζρκουν ςτο τιμα μασ με τσ εραςζσ άποο οτθτζσ γεωπονισ που ενδαζροντα γα όλα αυτά. Ζλα εςφ…» Το υποςζκθε.
Θ πλατεία του ωροφ νυτάτα είε άτ το εξωπραγματό μ’ εείνα τα ρωματςτά λαμπόνα τθσ που μετεωρίηονταν ςε ςερζσ επάνω από το άγαλμα του ουςτανελοόρου ιρωα του `21. Τθσ άνθαν τθσ Λγζνεασ ςαν λλποφτεο πλανιτεσ που το’ ανε ςάςε από το παγερό δάςτθμα, γα να αηζψουν τα παδά που υνθγόντουςαν γφρω από το βάκρο του ιρωα α τον όςμο που τσ αρετοφςε ανοτόαρδα. Στθν πραγματότθτα είαν ξεμείνε από τθ ρςτουγεννάτθ δαόςμθςθ. α μαδθμζνθ γρλάντα από λευά ωτάα τηε τθν ξφλνθ ταμπζλα επάνω από τθν πόρτα τθσ ταβζρνασ τθσ ατερίνασ. Θ ταμπζλα ζγραε άποτε « Θ αλι αρδά», αλλά λείπανε τόςα πολλά γράμματα που θ ανάγνωςθ απατοφςε μαντι ανότθτα. οντά ςτθν είςοδο ιταν αραδαςμζνα τραπεηάα με ςςμζνα πλαςτά τραπεηομάντλα, μα ουτςι αρζλα, άλλθ μα με τρφπα ψάκα α μα ραγςμζνθ ηαρντνζρα που, αντί γα υτά, λοξενοφςε δυο τρία άδεα μπουάλα μπφρασ. Το εςωτερό πάντωσ ιταν αρετά ροντςμζνο α αλαίςκθτο με τ’ αναμμζνα εράα ςτα τραπζηα, τσ ορνηαρςμζνεσ αςπρόμαυρεσ ωτογραίεσ α τσ ςπάκεσ ςτουσ τοίουσ. Το τηά ςτο βάκοσ τρηοβολοφςε με ηωθρζσ λόγεσ ορετι μυρουδά ςτάδου ξευνότανε από τθν ουηίνα, αλλά ψυι πουκενά. «Θ ατερίνα κα ξεάςτθε με τθ μαγερι ο Σταφροσ, ο άντρασ τθσ, κα τθ βοθκά. Κα τουσ ωνάξω…” Δεν πρόλαβε θ Άννα. Θ πόρτα τθσ ουηίνασ ανοίγε με όρα α μα γυναάρα με μαρά, οραάτα μαλλά, ορκάνοτα μπράτςα α αρδά μανία που υματίηουν ςαν τερά, τρζε προσ τθ μερά τουσ. Τθν άλλθ ςτγμι βρίςοντα μεσ ςτθν αράτθ αγαλά τθσ. Θ ατερίνα είνα ζνα εάλ ψθλότερι τουσ α αρδά όςο ο δυο μαηί. ε τα ζρα περαςμζνα γφρω από τουσ μουσ τουσ τσ οδθγεί ςτο τραπζη οντά ςτο τηά.
117
«Ϊςτε εςφ είςα θ Μθ, θ περίθμθ δθμοςογράοσ μασ! εγάλθ μασ τμι που κα γράψεσ γα το ωρό μασ! α γα τθν Άννα μασ! Το ωρό μασ είνα θ Άννα μασ. Θ ψυι του. Πλα αυτι τα’ ε τάξε, ό μόνο όςο ιταν διμαροσ. α κα ιταν ςόβα διμαροσ, αλλά δεν ικελε… Τ ιταν το ωρό όταν ιρκεσ, βρε Αννοφλα; Ζρθμοσ τόποσ. ερά γερόντα εγ, νζα αόμθ. Τρα υπάρε όςμοσ. Ηωι. Άντε, παράτα με, Άννα, με τθ ςεμνότθτά ςου! θ μου άνεσ νόθμα να ςταματιςω. Να μθν πω τθν αλικεα; Γ’ αυτιν δεν ιρκε το ορίτς εδ πάνω; Α, αν τθν ζβλεπεσ, βρε Μθ, τθν Άννα να ςτζετα τρζμοντασ ςτο ατλ μου! Ρόςα ρόνα από τότε; Ροφ να κυμάμα; Φφρανε το ζρμο το μυαλό μου, μου άνε λατάρεσ. Αν τθν ζβλεπεσ, που λεσ, Μθ, ζτς μροφλα που ιταν…» «Ε, ό α μροφλα, βρε ατερίνα!» «Εγ πάντωσ είδα μα μροφλα. α τ φοσ, κεζ μου! Χαμζνο. Σαν ναυαγόσ ςε ξερονις ζμοαηε. Τθν πόνεςα αμζςωσ. Από ποφ να’ πεςε θ οπελίτςα, αναρωτικθα. Απ’ όπου α να’ πεςε, πάντωσ γα το αλό μασ ζπεςε. Ζτς ςζτθα. Τ’ ορίηομα. πορεί να ξεν, αλλά αυτό το κυμάμα. Εία ςωςτό προαίςκθμα. Γα το αλό μασ πραγματά είε ζρκε. Αλλά πόςο μεγάλο κα ιταν το αλό, πσ να το ανταςτ;» Θ ατερίνα ςταμάτθςε αςκμαίνουςα με το πλοφςο ςτικοσ τθσ να ανεβοατεβαίνε θ Λγζνεα αναρωτικθε πόςο ρονν να ιταν. Το πρόςωπό τθσ, με τα ζντονα βαμμζνα μάγουλα, ιταν γεμάτο ρυτίδεσ α μαυρδεροφσ λεζδεσ, ο λαμόσ ηαρωμζνοσ, τα μάγουλα ρεμαςμζνα. Πμωσ τα είλθ, απ’ όπου το ραγόν είε ξετίςε λόγω λν, δείνανε αόμθ λιδονα α τα μάτα ςτγμζσ ςτγμζσ λαμπφρηαν. α γρά άρμεν, ςζτθε θ Λγζνεα, α τθ αντάςτθε ντυμζνθ ςτα αταόνα, μ’ ζνα όνο γαρφαλλο ςτ’ αυτί, να ποδοροτεί, τνάηοντασ με το ζρ τθν αναςθωμζνθ οφςτα τθσ. Ολζ! «Ρο, πο! Καϋεσ τρομάξε, Μθ, με τθ λυαρία μου, αλλά δεν είμα πάντα τόςο λφαρθ. άλςτα τα τελευταία ρόνα το ρίνω α ςτθ μοφγγα. Να. Ζω α τσ λεςτζσ μου. Αλλά αμά ορά με πάνε μα αγωνία να τα πω όλα. Αλλά τ να πρωτοπ γα τθν Άννα; Εντάξε, Άννα, το ράβω επί του παρόντοσ. Ράω να ωνάξω τον Σταφρο. Τον άθςα ςτθν ουηίνα να οτάξε λίγο το αί. α δυο βράςεσ ικελε αόμθ. Αλλά ο αομοίρθσ παραγζραςε. πορεί α να τον πιρε ο φπνοσ… Εεί ποφ άκετα, αρίηε α ροαλίηε… Αλλά γατί δεν ιρκαν μαηί ςασ θ βατςμά μου με τον Βαςίλθ;» «ομοφντα πολφ νωρίσ. Το ξζρεσ ».
118
«άλςτα! ε τσ ότεσ..» ζανε αποδομαςτά θ ατερίνα. Ασ ερότανε μόνο θ Ελπίδα. Ασ πάε γα φπνο α μα ορά μόνοσ του ο Βαςίλθσ. Δε κα αλάςε ο όςμοσ!..» Σθκθε με προςπάκεα απομαρφνκθε με βαρά αυτι τθ ορά βιματα προσ τθν ουηίνα. «Ρσ ςου αίνετα θ ατερίνα, Μθ;» «αταπλθτι, Άννα! Δεν ζω ξαναδεί τόςο ηεςτό άνκρωπο!» «Ρραγματά, είνα μοναδι. Ψυοφλα! Τα δίνε όλα, τίποτε δεν ρατά γα τον εαυτό τθσ. ου ςτάκθε αλφτερα από μάνα απ’ αδελι. Ππωσ θ Ζθ…» ζδεξε με το βλζμμα τθν τεράςτα ζγρωμθ ωτογραία, ςε επίρυςθ, λγά ξετςμζνθ ορνίηα, μασ μεςόοπθσ. Αςθμοφλα ιταν με πολφ αρδά μφτθ α οντρά γυαλά. Τουσ αμογελοφςε τρυερά α άπωσ ςανταλάρα «ζνε ςτο ωρό θ Ζθ; Κα τθ γνωρίςω;» «Δε κα τθ γνωρίςεσ, Μθ. ασ άθςε εδ α ρόνα… Α, να ο Σταφροσ!» Ζνασ ςουντοφλθσ γεροντάοσ, με αξφρςτα άςπρα γζνα α όνο τηόεϊ ςτο εάλ, αολουκοφςε τθν ατερίνα. ρατοφςε ζνα δίςο με ποτθράα α μα αράα ραςί ςε αςτακι ςορροπία. «Δεν είε αποομθκεί ο αθμζνοσ. Άδα τον ατθγόρθςα. Ζοβε τθ ςαλάτα…» «Ζλεγα ςτθν Μθ γα τθν Ζθ μασ… Ρόςο εςείσ ο δυο μοφ ςυμπαραςτακιατε!» «Θ Ζθ είνα θ πρτθ γυναία του Σταφρου, ορίτς μου. Ρρν πεκάνε μ’ ζβαλε να τθσ ορςτ ότ κα ρόντηα τον Σταφρο τθσ. ζτς τον παντρεφτθα, τ άλλο να ζανα;» άθςε ζνα ςαςτό γελά θ ατερίνα βοθκντασ το γζρο να ξεορτωκεί ποτιρα α αράα. «Θ μααρίτςςα με νοαηόταν. Δε ςετότανε τον εαυτό τθσ. Εμζνα ςετότανε. Τ κα γίνω μετά… ’ άθςε ςε αλά ζρα. Δόξα τω Κε!» Θ ωνι του Σταφρου αοφςτθε μπουωμζνθ, το βλζμμα του ςτυλωμζνο με ςυλίςα αοςίωςθ ςτθ ςυμβία του. «Βζβαα, εςζνα ς’ άθςε ςε αλά ζρα …» Ο Σταφροσ ζπαςε το υπονοοφμενο α πιρε ζνα περίλυπο φοσ, εν το πθγοφν του τρεμοφλαςε. «Χρεαηόςουνα όμωσ εςφ ζναν άντρα, ατερίνα…» «Να, ρεαηόμουνα. Είμα απ’ αυτζσ που ρεάηοντα. θ Ζθ το’ ξερε αλά». Θ ατερίνα γφρςε ηωθρά προσ τθν Λγζνεα. « Θ Ζθ ιρκε εδ επάνω γα να πεκάνε, Μθ. Ο γατροί τθσ είανε δςε το πολφ ζξ μινεσ ηωι. Αποάςςε να ςταματιςε τθ θμεοκεραπεία α να ηιςε,
119
όςο ηοφςε, ςτο ωρό. α τ ζγνε; Ζηθςε δζα ρόνα! Ζβαλε τα γυαλά ςτθν υρία Επςτιμθ!» Πςο μλοφςε θ ατερίνα, ο Σταφροσ ουνοφςε το εάλ επδομαςτά, τα τςμπλάρα ματάα του βουρωμζνα. Πταν ςταμάτθςε, ζπεςε ςωπι. « ο άλλεσ ωτογραίεσ;» ρτθςε θ Λγζνεα να ελαρςε τθν ατμόςαρα. «Α, ο άλλεσ…» ζανε μ’ ζνα μςοαμόγελο θ ατερίνα. « Ο άλλεσ… Δε βαρζςα… Ρεραςμζνα ξεαςμζνα…» «Είνα θ ατερίνα, Μθ, ςε κεατρζσ παραςτάςεσ ςτθν Ακινα. Ιταν θκοποόσ. α πολφ αλι μάλςτα!» «Τα παραλζσ, Άννα…» ζανε αμιανθ, αλλά λάμποντασ από ευαρίςτθςθ θ ατερίνα. «α παράτθςεσ το κζατρο, ατερίνα, γα να’ ρκεσ εδ πάνω;» «Ρνγόμουνα εεί άτω, Μθ. Τόςθ βρομά, τόςθ ςυναλλαγι γα λίγθ ρα ευτυίασ ςτο ςανίδ! Δεν εία τσ αντοζσ… Δεν ιμουν αρετά ςλθρόπετςθ. Ζπρεπε να φγω…» Σπαςε α ξανά ζδεξε γρά. «Είνα πολφ ακαρόσ άνκρωποσ θ ατερίνα, Μθ!» «Δεν ξζρω τ αρβσ είμα, Άννα, αλλά είνα πράγματα που δεν τα μπορ. Δεν είνα αρβσ ότ αποαςίηω… Είνα ςαν άποοσ άλλοσ ν’ αποαςίηε γα μζνα, ςεδόν να μ’ αναγάηε επί πονι κανάτου …» «E ίνα θ ψυι ςου, ατερίνα. Θ ψυι ςου είνα θ αλθκνι ατερίνα…» «πορεί να’ να ζτς, Άννα. Δεν είμα α τόςο δυνατι ςτσ αναλφςεσ…» «Ζροντα όμωσ α ςτγμζσ που μεταννεσ που παράτθςεσ το κζατρο, ατερίνα;» Θ ατερίνα αναςτζναξε άναψε τςγάρο. «Τον πρτο αρό, Μθ… Π ότ μετάνωνα… Νοςταλγοφςα όμωσ… α πονοφςα. Ράντωσ εδ α ρόνα α παίηω α ςθνοκετ. Ζουμε το κίαςό μασ. Το ςολείο μασ ζε α κεατρά! Δίνουμε παραςτάςεσ α ςτο ωρό μασ α ςτα γφρω ωρά. ασ αλοφν πα α ςτσ πόλεσ. όλα αυτά άρσ ςτθν Άννα…» «άλλον άρσ ς’ εςζνα, ατερίνα. Ρόςα ξενφτα δεν ζεσ άνε γα να βρεσ τα ατάλλθλα ζργα. Ρόςθ δουλεά δεν ζεσ πατιςε ςτσ πρόβεσ!» «Δεν το κεωρ δουλεά. ’ αρζςε τόςο! Α, οτάξτε τον Σταφρο.. ομικθε! Ζτς α άτςε άτω, τον παίρνε ο φπνοσ. Ο μόνοσ τρόποσ να μζνε ξφπνοσ, είνα να τον ρατ απαςολθμζνο. α ςτο
120
κζατρο ομάτα βζβαα. Τα Χρςτοφγεννα είαμε ανεβάςε τθ «άνα, ουράγο!» Εγ ιμουνα θ μάνα ο Σταφροσ, ςτθν πρτθ πρτθ ςερά, να ροαλίηε του αλοφ αροφ!» Ξζςπαςε ςε γζλα. « Ε, παραγζραςε ο αθμζνοσ! Τ ταίε;» Γζμςε τα ποτθράα ραςί α τον ςοφντθςε ελαρά. « Ζλα, ξφπνα, Σταφρο μου, να τςουγρίςουμε τα ποτιρα μασ α μετά να ςερβίρουμε». Ο Σταφροσ τίναξε απότομα το εάλ α το τηόεϊ πιρε μα πλάγα ςτροι. «Ξφπνοσ είμα!» δαμαρτυρικθε. « Ζλεςα λγά τα μάτα μου, γατί με τςοφηουνε…» «Εντάξε, εντάξε, ξφπνοσ ιςουν αοφ το λεσ», ζανε ςυγαταβατά θ ατερίνα. «Άντε, ςτθ υγεά ςου!» Θ Λγζνεα ποτζ δεν είε γευτεί, οφτε α μυρίςε, τζτοο ςτάδο. ρατοφςε άκε μπουά γα ρα ςτο ςτόμα τθσ γα να τθν απολαφςε, αυτι που ατάπνε βαςτά α ςεδόν αμάςθτα. ατάρθςε να’ τανε ο άροσ ςτθν παρζα να αρεί ζνα τζτοο αρςτοφργθμα, αντί γα τσ πίτςεσ α τα ςουβλάα που ςυνικωσ τργανε ο δυο τουσ. «Δεν είνα ουνζλ. Είνα λαγόσ. υνιγ!. Γ’ αυτό πιρε πολλι ρα να μαλαςε», είπε με φοσ εμπςτευτό θ ατερίνα μλντασ ςγά ςαν να οβότανε μιπωσ τθν αοφςε α άποοσ άλλοσ πελάτθσ α ηθτιςε το προορςμζνο μόνο γα τουσ λίγουσ ελετοφσ ζδεςμα. Πμωσ δεν υπιρε ανείσ οφτε εμανίςτθε ασ είαν απολαφςε α τον εξίςου καυμαςτό με το ςτάδο μπαλαβά τθσ ατερίνασ, θ οποία όςο περνοφςε θ ρα τόςο πο ζντονα ςθμάδα ενευρςμοφ ζδενε. Στρογφρηε ςτθν αρζλα τθσ, ζρνε ανιςυα βλζμματα προσ τθν πόρτα, δίωσ όταν άποο περνοφςαν απ’ ζξω, άναβε νζο τςγάρο ξενντασ ςτο ταςά μςοαπνςμζνο το προθγοφμενο. «Δεν ξζρω ποφ κα πάε αυτό το βολί», ξζςπαςε απότομα τνάηοντασ πίςω τα μαλλά τθσ. «Τελευταία θ δουλεά μου πάε ατά δαόλου! Θ πελατεία μου όλο αρανε. Αόμθ α το αλοαίρ… όλσ α μετά βίασ βγάηω τα ζξοδά μου, αν δεν μπαίνω α μζςα. Τρα ο πελάτεσ, ντόπο α ξζνο, προτμάνε τον Νντα. α τ προςζρε αυτόσ; όνο τθσ ρασ, τίποτε μαγερευτό. Το μαγερευτό είνα τζνθ. Είνα α ηόρ. ο Νντασ δε ηορίηετα από τζνθ είνα άςετοσ. Αλλά ζε τθλεόραςθ τελευταίο μοντζλο, ολόλθρο τοίο πάνε, α δικεν μοντζρνα δαόςμθςθ. άτ πλαςτά, άτ ωτςτά, ςζτθ τςαρία! Α, α μα ςερβτόρα μςοτςίτςδθ, αόμθ α μεσ ςτο αταείμωνο! Εγ δεν πρόετα να τον μμθκ, να άνω τθν ταβζρνα μου μπορντζλο α να παρςτάνω τθν τςατςά!»
121
«Στο λζω α ςτο ξαναλζω, βρε γυναία, να το λείςουμε το ρθμάδ, μα εςφ που ν’ αοφςεσ!» ζανε γρνάρα ο Σταφροσ ανοίγοντασ τα μάτα. «Ε, γεράςαμε, άγαμε τα ψωμά μασ. Δεν είνα ρα να ξαποςτάςουμε εμείσ; Άλλωςτε μασ το ηθτάνε. Ρροκζσ αόμθ…» «Τ λεσ εεί, βρε ακεόοβε! Να πουλιςω εγ το μαγαηί! Ροτζ! Αν βζβαα ιταν δό ςου, κα το είεσ ξεορτωκεί προ πολλοφ. Ευτυσ, οφτε ζνα ποτιρ εδ μζςα δε ςου ανιε…» «Εντάξε, βρε ατερίνα. Εγ μα ουβζντα είπα…» «α ουβζντα! Πλο ουβζντεσ μου πετάσ. ’ ζεσ πριξε! άου να ςου πω, εςφ μπορεί να τα’ αγεσ τα ψωμά ςου, όπωσ λεσ. Εγ ό αόμθ. Εγ το κζλω το μαγαηί. Ρζραςα μα ηωι εδ μζςα, δε κα παραδςω τθ ηωι μου ςε ξζνα ζρα, γα να μπω μα ρα αρφτερα ςτο τάο μου! Πςο βαςτάνε τα ποδαράα μου, όςο είμα ορκι…» «Εςφ δε λεσ, ατερίνα, πωσ τηάμπα ςοτνεςα;» αποτόλμθςε ο Σταφροσ. «Το λζω! Επάνω ςτθν αγανάτθςι μου. Γατί είνα αδία να’ ω το αλφτερο μαγαηί α τελευταία να υνθγ τουσ πελάτεσ με το ντουζ! Ράντωσ, να τα παρατιςω, οφτε να το ςζτεςα!» Στράθε ςτθν Λγζνεα. «Γα μζνα θ δουλεά είνα δαςζδαςθ. Ξεν πωσ είμα επαγγελματίασ. Είμα οοδζςπονα α περποοφμα τουσ ίλουσ μου. Ζτς νκω. εςζνα, Σταφρο, πόςο αρό ςου λζω α ςου ξαναλζω να πετάξεσ τθν παλατςαρία από το πεηοδρόμο; Ρσ κα μπε, βρε, ο άλλοσ μζςα, αν βλζπε ζξω τζτοο άλ; Σιμερα μετρά θ εόνα, ό θ ουςία. ιπωσ πρζπε όλα να τα άνω μόνθ μου; Να το πάρω αυτό απόαςθ;» «Κα τα πετάξω τρα, ατερίνα! θ ωνάηεσ!» Ο Σταφροσ ζανε μα θρωι προςπάκεα να ςθωκεί, αλλά τα πόδα του δεν τον ρατοφςαν α ξαναάκςε ντροπαςμζνοσ. «Ριγανε γα φπνο αλφτερα…» «Αφρο πρωί πρωί, ατερίνα… Σου δίνω το λόγο μου!» άτ πιγε ν’ απαντιςε θ ςυμβία του, αλλά δεν πρόλαβε. Απότομα το πρόςωπό τθσ γλφανε α τα μάτα τθσ ωτίςτθαν. «Ζροντα. Εδ! Τουσ αοφτε;» πιε μα πενταμελισ παρζα. Δυο ηευγάρα ζνα παδά. Θ ατερίνα πετάτθε επάνω ζτρεξε να τουσ υποδετεί. «Αοφςαμε πωσ ζετε τθν αλφτερθ ουηίνα ςτθν περοι», είπε ο άντρασ με το ςτρατωτό μπουάν. «Ρσ τα μάκατε;» Θ ωνι τθσ ατερίνασ ζτρεμε από ςυγίνθςθ. «Α, ρωτιςαμε…»
122
«Ζω λαγό ςτάδο. ανονό λαγό! Κα γλείετε α τα δάτυλά ςασ!» Ρερνντασ πλά από τον άντρα τθσ ςτο δρόμο γα τθν ουηίνα θ ατερίνα οντοςτάκθε λγά γα να του ξαναπεί να πάε γα φπνο. «Να μθ ςε βοθκιςω;» ζανε εείνοσ ουτουλντασ από τθ νφςτα. «Ρσ κα τα αταζρεσ μόνθ ςου;» «Αν ρεαςτ βοικεα, κα βοθκιςουν θ Άννα α θ Μθ. θ νοάηεςα!». α πράγματ ρεάςτθε βοικεα, γατί ςφντομα ατζταςαν άλλεσ δυο μεγάλεσ παρζεσ «Γουρλίδθ είςα, βρε Μθ! Τόςο όςμο είαν βδομάδεσ να δοφνε τα ματάα μου εδ μζςα! α ςαν ςερβτόρα τα αταζρνεσ μα αρά!» «Ζω δουλζψε α ςε μπαρ, ατερίνα. Ζω πείρα…» «Είςα κθςαυρόσ! Ζλα, όποτε κζλεσ, να ςε λοξενιςω. ε τθν παρζα ςου. Ζω μπόλο ρο…» Τθν ευαρίςτθςε είε ςτο νου τθσ τον άρο. Κα του άρεςε εδ επάνω, αρεί να τον ξεουνοφςε. Φεφγοντασ από τθν ταβζρνα θ Άννα θ Λγζνεα άκςαν ς’ ζνα από τα παγάα τθσ άδεασ πλζον πλατείασ. Το μαφρο τ’ ουρανοφ οςμοφςαν ςμινθ αςτερν α πζρα μαρά, ςτθν ολάδα, ςαν αςτρζσ ανταναλάςεσ, τρεμόςβθναν, μζςα ςε πζλαγοσ ςοτενάσ, τοφεσ τοφεσ ωτάα. Ιταν ωρουδάα θ Λγζνεα αναρωτικθε αν ςτζλνανε μινυμα απόγνωςθσ ι ελπίδασ. Θ Άννα πζραςε το ζρ τθσ γφρω από τουσ μουσ τθσ ςαν γα να τθν προυλάξε από τθν ψυροφλα. Σωποφςε με μα γαλινα ςωπι, ανοτι ςε ουβζντεσ που θ μζρα δεν αντζε. «Α, τ αλά να ςε εία μθτζρα μου, Άννα!» τθσ ξζυγε ςεδόν τθσ Λγζνεασ. « εγ όρθ μου!..» «Ζεσ τθν Ελπίδα, Άννα…» «Γατί να μθν ζω α μα δεφτερθ όρθ, Μθ;.. Αν ατάλαβα αλά από το τθλζωνο, θ μθτζρα ςου βρίςετα ςτθν Αρι…» «Π πα…» ψζλλςε α ςίτθε επάνω ςτθν Άννα. Θ Άννα δεν είπε λζξθ, μόνο τθσ άδεψε τα μαλλά. Ρερίμενε… αυτι, με ομμζνθ τθν ανάςα, ςαν να τθν υνθγοφςαν τα λόγα ο εόνεσ, ςαν να τθν υνθγοφςε ο ρόνοσ, τθσ εξςτόρθςε όλα όςα είε μάκε τελευταία γα τθ μάνα τθσ. Πταν τελείωςε, το ομμζνο εάλ εξαολουκοφςε να είνα ρτό αλλόοτο, αλλά δεν τθ βάρανε πα τόςο.
123
«Άννα, τθ μςοφςα τθ μάνα μου! Αν εία άτ ςτακερό ςτθ ηωι μου, ιταν το μίςοσ μου. Αυτό μ’ ζκρεε α με ανζκρεψε. Χωρίσ το μίςοσ δεν ξζρω ποα είμα. Κα’ κελα να τθ μς γα πάντα, αλλά πάνω τον εαυτό μου να τθ λυπάτα! Δεν τθ ςυγωρ όμωσ!.» «Κα ζρκε θ ςυγρεςθ, Μθ. αηί με τθν ατανόθςθ… Κα τθν αγαπιςεσ…» «Να τθν αγαπιςω… Αυτό δε κα γίνε! ου’ ανε τόςο αο!» «Σου άρςε τθ ηωι. ζγνεσ αυτό που είςα. α καυμάςα οπζλα… Θ Φοίβθ εξλεκθε. Σταυρκθε… α κα αναςτθκεί άποτε μζςα ςου, Μθ… α τότε κα’ ςα υπεριανθ γα εείνθ. αόμθ πο δυνατι, πο ελεφκερθ… Θ ςυγρεςθ ελευκερνε…» Ενάντα ςτθ κζλθςι τθσ να ρατθκεί, δάρυα φλθςαν απ’ τα μάτα τθσ α παραδόξωσ δεν ντράπθε γ’ αυτά. «λάσ ςαν άγα, Άννα!» Θ Άννα γζλαςε μ’ ζνα δροςερό γζλο. «Θ όρθ μου μάλλον δε κα ςυμωνοφςε γα τθν αγοςφνθ μου…» «Να ςου πω άτ παράξενο, Άννα; ε το που τθν είδα, μοφ άνθε μα ςτγμοφλα ςαν να’ βλεπα τθ μάνα μου… Ζε άτ από τον αζρα τθσ…» «οάηε του πατζρα τθσ… Ο Ορζςτθσ ιταν ψθλόσ α γαλανομάτθσ… Αλλά αυτά βζβαα δεν αίνοντα ςτο πορτρζτο…» «Οφτε εγ ζμοαςα τθσ μάνασ μου… Ιταν όμορθ…» « εςφ είςα όμορθ, Μθ! » Άθςαν το παγά, πιραν το δρόμο γα το ςπίτ.. Πποεσ δεν τσ γνρηε, κα τσ ζπαρνε γα μάνα α όρθ. Ξυπνντασ μεσ ςτθ νφτα θ Λγζνεα απόρθςε που βρςόταν ςτο μεγάλο ρεβάτ του ακςτοφ με το εάλ αουμπςμζνο ςτο ςτικοσ τθσ Άννασ π’ ανεβοατζβανε ελαρά ςτο ρυκμό του φπνου. Το αμπαηοφρ είε ξεαςτεί αναμμζνο ο αυςτθρόσ Ορζςτθσ απ’ το πορτρζτο του ςαν να τσ παρατθροφςε με ρυι επδομαςία. άλλον το’ ε παραάνε! Είε άςε άκε ζλεγο. Ιταν ο τρόποσ που τθν οίταηε θ Άννα, ο τρόποσ που τθν άουγε, που τθν είανε άνε λμα. υρολετά λμα! Δάρυα να τρζουν απ’ τθ μάτα τθσ, ηουμά απ’ τθ μφτθ, υγρά αρτομάντλα, εξομολογιςεσ όλο α πο βακζσ, μζρ που εξουκενωμζνθ είε βουλάξε ςτον φπνο… Επί τόπου. Επάνω ςτο δπλό ρεβάτ. Στο ρεβάτ τθσ Άννασ. Σίτθε επάνω ςτθν Άννα. «ανοφλα…» ψκφρςε αμζςωσ τθν ξαναπιρε ο φπνοσ.
124
Ξυπνντασ το πρωί άουςε τθν Άννα να ετομάηε το πρωνό ςτο ουηνά. Δε βάςτθε να ςθωκεί. Στο ωσ τθσ μζρασ, ζνωκε άπωσ άβολα γα τα κεςνοβραδνά… «Ζτομο το πρωνό μασ, Μθ!» άουςε εάτθ τθ ωνι τθσ Άννασ. Να άμε αλά γα ν’ αντζξουμε το πρόγραμμά μασ. ασ περμζνουν το ςολείο ο ςυνεταρςμοί».
Κροναςμζνο το Δθμοτό Σολείο ςτθν ορι του λοίςου δζςποηε ςτο αταπράςνο τοπίο. Θ Λγζνεα, άρςτθ μοτοςλετίςτρα, αλλά μετρότατθ πεηοπόροσ, ηορηότανε λγά ςτθν ανθορά να ςυγρονίςε το βιμα τθσ με το ςβζλτο ανάλαρο βιμα τθσ Άννασ που τθσ περζγραε ςε ποα ατάςταςθ είε βρε το ςολείο πρν τράντα ρόνα. Ζνα ερείπο ιταν που λοξενοφςε μόνο άγρα βλάςτθςθ, νυτερίδεσ αγροπερίςτερα. Τ όπο, τ τρεξίματα από αρμόδο ςε αρμόδο, τ γραεορατά μαρτφρα είε περάςε γα να επαναλετουργιςε! Ρζρα, ς’ ζναν γυμνό λόο, πίςω από άλλα αμθλότερα υψματα, θ Λγζνεα δζρνε ανεμογεννιτρεσ ςε λετουργία. Τσ μζτρθςε. Δδεα. Είαν άτ το εξωπραγματό, ακσ αίνονταν ςαν να αωροφνταν μζςα ςτθν αραι πρωνι ομίλθ. «Το αολό μασ πάρο!» είπε με ανερό αμάρ θ Άννα. Το είαν ςτιςε με ευρωπαϊζσ επδοτιςεσ α με ανάδοο ςπανι εταρεία. Το παραγόμενο ρεφμα τροοδοτοφςε το ωρό α τθ γφρω περοι α το πλεόναςμα τ’ αγόραηε θ ΔΕΘ εξαςαλίηοντασ ςτο ωρό ό ευαταρόνθτα ζςοδα. Ετόσ από το γραεορατό αρτολαβφρνκο θ Άννα ςαν διμαροσ ζπρεπε να ξεπεράςε α τσ λυςςαλζεσ αντδράςεσ άποων τοπν παραγόντων. Είε όμωσ μάκε να μθν υποωρεί. Επάνω ςε υψωματά ανατολά δαρνότανε ν’ αςτράτε ςτον ιλο ο τεράςτοσ λζβθτασ, που τροοδοτοφςε το ωρό, μζςα από υπόγεουσ αγωγοφσ, με ηεςτό νερό γα ριςθ α κζρμανςθ. Γα να ηεςταίνετα το νερό, ρθςμοποοφςαν βομάηα, δθλαδι οπρζσ, ξερά, φλλα άυρα. Ζτς θ οονομι επβάρυνςθ γα άκε ςπίτ ιταν ελάςτθ.
125
Θ Λγζνεα ενκουςαςμζνθ τραβοφςε ωτογραίεσ α ατζγραε όςα ζλεγε θ Άννα. Στο ςπίτ κα τθσ ηθτοφςε λεπτομζρεεσ αρκμοφσ γα το άκετ. Το ρεςοβαμμζνο με ρα δροο ςολείο βρςόταν ςτο βάκοσ μασ μεγάλθσ αυλισ, ωρςμζνθσ ςτα δυο. Από τθ μα ιταν γιπεδα μπάςετ α βόλεϊ απ’ τθν άλλθ ιποσ με δζντρα α λουλουδαςμζνα παρτζρα. Ραρατιρθςε με ζπλθξθ θ Λγζνεα πωσ ςε άκε παρτζρ υπιρανε ταμπελίτςεσ με ονόματα: Γάννθσ, ίτςα, άνκοσ α τα παρόμοα. Ο κάμνο α τα λουλοφδα είαν ονόματα ανκρπων! Θ Άννα τθσ εξιγθςε πωσ ιταν τα ονόματα των παδν που τα είαν υτζψε α τα ρόντηαν. Ζμενε άναυδθ. Τα παδά να ροντίηουν τον ιπο! Στο δό τθσ ςολείο όςεσ ορζσ ο Διμοσ είε επεριςε να υτζψε άτ, το τςαλαπατοφςανε ο μακθτζσ. Ρρτθ α αλφτερθ θ ίδα! Ρζτυαν τθν Ελπίδα ςτο μάκθμα ηωγραισ. Τα παδά, παςαλεμμζνα μπογζσ, ηωγράηαν με μεγάλθ όρεξθ όταν μάκανε τθν δότθτά τθσ ζγνε ςοτωμόσ ποεσ από τσ ηωγραζσ τουσ κα δάλεγε θ δθμοςογράοσ γα να τσ παρουςάςε ςτο «ογανςάς». Το πρόβλθμα λφκθε με λιρωςθ. πιαν α ς’ άλλεσ τάξεσ α άκε ορά θ Λγζνεα δεν πίςτευε ςτα μάτα τθσ. Τα πολλά ςθωμζνα εράα α τα πρόκυμα μουτράα, ανάμεςά τουσ μαφρα α μελαμψά, ιταν απόδεξθ πωσ τα παδά δαςζδαηαν, αντί να ςυλοβαροφντα! α να’ τανε μόνο αυτό! Ραντοφ ο τοίο ιταν πενταάκαρο. Οφτε μουντηοφρεσ από μαραδόρουσ, οφτε δατυλζσ, οφτε αποτυπματα παπουτςν από λοτςζσ. Ρσ αυτό; α απλοφςτατα, τα ίδα τα παδά, με τθ βοικεα επτιρθςθ των δαςάλων, βάανε το ςολείο τουσ! ορόδα ιταν να το λερνουνε; Ξεναγικθε ςτσ αίκουςεσ πλθροορισ α μουςισ α ςε δφο εργαςτιρα ανφπαρτα, απ’ όςο ιξερε, ςε άλλα ςολεία: ςτο υπερςφγρονο αςτρατερό από τθν ακαρότθτα εργαςτιρο μαγερισ α ηααροπλαςτισ ακσ α ςτο εργαςτιρο τενν εαρμογν, εξοπλςμζνο με όλα τα απαραίτθτα εργαλεία γα οαζσ επςευζσ. ο επλιξεσ τθσ δεν τελείωςαν εεί. Συνείςτθαν με το κζατρο -ανονό κζατρο- ό τίποτε τθσ ςυμοράσ, το ςεπαςτό ολυμβθτιρο α τθν πλοφςα ββλοκιθ. όλα αυτά γα παδάα του Δθμοτοφ! Π μόνο, τθσ εξιγθςε θ Άννα. Το ςολείο ιταν ανοτό α δακζςμο α ςτα μεγαλφτερα παδά που οτοφςαν ςτο Γυμνάςο α
126
ςτο φεο τθσ οντνισ ωμόπολθσ -- μζρ να τςτοφν τζτοα ςολεία α ςτ’ Αγνάντο- αλλά α ς’ όλουσ τουσ Αγνανττεσ άκε θλίασ που είαν όρεξθ να μάκουν, να ολυμπιςουν, να ςυμμετάςουν ςε αλλτενζσ εδθλςεσ… Φοβερι ηιτθςθ είαν τα μακιματα πλθροορισ. Είαν αταλάβε ο Αγνανττεσ ότ το δαδίτυο, ςυνδζοντάσ τουσ μ’ όλον τον όςμο, εμθδενίηε τσ αποςτάςεσ α το μεονζτθμα τθσ απομόνωςθσ. Ρολλοί νζο - άλλο ό τόςο νζο- ςποφδαηαν δαδτυαά, παραγωγοί α ςυνεταρςμοί δαιμηαν α πουλοφςανε τθν παραγωγι τουσ ωσ α ςτο εξωτερό α μοντζρνεσ Αγνανττςςεσ παράγγελναν μοντελάα ςτθν Ακινα. Θ πο θλωμζνθ μακιτρα ιταν θ υρία Ευρυδίθ, ετν ογδόντα δφο! Το «ιταν» δε ςιμανε αποδθμία. Απλσ είε πάψε να είνα μακιτρα α ξθμεροβραδαηότανε να παίηε από το ςπίτ τθσ θλετρονό ςά με ςάξουσ ίλουσ τθσ, ζναν Λνδό ςτθ Βομβάθ α μα υρία ςτθ Βζννθ. Στο Αγνάντο δεν ζβρςε αντάξο αντίπαλο. Κα ικελε να τθ ωτογραίςε α να τθσ πάρε ςυνζντευξθ θ Λγζνεα, αλλά είε πάε ςτθ Σπάρτθ, ςτθν αδελι τθσ. Άθςαν το ςολείο μεςθμεράτα α ςυνζςαν γα το Γυναείο Συνεταρςμό ςτο ζντρο του ωροφ που ςτεγαηόταν ς’ ζνα παλό πζτρνο οίθμα, πρόςατα αναανςμζνο. Γελαςτζσ γυναίεσ άκε θλίασ, ανςτζσ ατςαρόλεσ, γαργαλςτζσ μυρουδζσ, τθγάνα, λεάνεσ με ηφμθ, ταψά, ουτάλεσ, ηεςτά αλωςορίςματα, εράςματα… α ςτα ράα του αλαίςκθτου εκετθρίου τα ζργα των γυναν: βαηάα με γλυά ουταλοφ α μαρμελάδεσ, υλοπίτεσ α τραανάσ, ουλουράα, μπαλαβαδάα, ανταΐα, ορτόπτεσ, γαλατόπτεσ, όλα παρουςαςμζνα με γοφςτο, όλα με ετζτεσ με τσ παραδοςαζσ ςυνταγζσ α τα ντόπα υλά από τα οποία είαν τατεί. Να α τα εντιματα, τα υαντά, τα πλετά, τα ξυλόγλυπτα!.. Θ Λγζνεα ωτογράηε… Ο Συνεταρςμόσ, τθν πλθροόρθςε θ Ευτυία, θ ςτρουμπουλι που είε αναλάβε α τα λογςτά, αρκμοφςε εατόν είος μζλθ α πραγματοποοφςε αξόλογο ετιςο τηίρο πουλντασ ςτουσ περαςτοφσ α ςε αταςτιματα οντνν πόλεων. άκε μζλοσ, ατά μζςο όρο, ζρδηε 4.600€ το ρόνο. Στον τθνοτροό Συνεταρςμό, λίγο ζξω από το ωρό, ζταςε ορντασ τθν μοβ πλετι εςάρπα με τα μαρά ρόςςα που τθσ είαν αρίςε αποαρετντασ τθν ο γυναίεσ. Ράντα με τθν Άννα δίπλα τθσ επςζτθε το τυροομείο α το εμαλωτιρο γάλατοσ. Ραντοφ βαςίλευε άμεμπτθ ακαρότθτα ο εξοπλςμόσ ιταν τθσ τελευταίασ
127
τενολογίασ, όπωσ τθσ εξιγθςε με αμάρ ο Σωράτθσ, πτυοφοσ τυροόμοσ. Τα προϊόντα τουσ, όλα βολογά με επίςθμθ πςτοποίθςθ, ιταν περηιτθτα ςτθν αγορά τθσ Ακινασ. Εξίςου εντυπωςαό όμωσ ιταν α το βρόμο παραςινο πίςω από το ζργο. Θ Άννα είε υποςτεί απελζσ, εβαςμοφσ, ςυοαντίεσ, απόπερεσ δωροδοίασ α πολτζσ πζςεσ γα να μθ τατοφν ο ςυνεταρςμόσ α το τυροομείο. Τθσ είε θρφξε πόλεμο το αρτζλ του γάλατοσ! Θ Άννα υποςζκθε να τθσ δείξε τα ντοουμζντα αυτοφ του αγνα… Ο Γεωργόσ Συνεταρςμόσ αρκμοφςε τα περςςότερα μζλθ, αοφ ςυμμετείαν ςεδόν όλο ο Αγνανττεσ, αόμθ όςο αλλεργοφςαν μόνο τον ιπο τουσ ι ζνα ςτρεματά, αλλά είαν περίςςευμα παραγωγισ γα ποφλθμα. Πλο ιταν βοαλλεργθτζσ α τα προϊόντα τουσ ιταν ανάρπαςτα ςτσ μεγάλεσ πόλεσ. Ο Συνεταρςμόσ ςυλλογισ α ξιρανςθσ βοτάνων πρωτοτυποφςε, επεδι τα περςςότερα μζλθ του ιταν παδά! άηευαν αμομιλ, ρίγανθ, κυμάρ, τςά του βουνοφ αοφ τα ξζραναν τα βάηανε ςε δαανι ςαουλάα που τα ζδεναν με ρωματςτζσ ορδελίτςεσ. Δαςεδαςτι δουλεά α τα αρτηλίωνε! Συςτεγαηόταν με τον Συνεταρςμό Συλλογισ α Δάδοςθσ παραδοςαν ςπόρων. Ο εωνίδασ, ο πρόεδρόσ του, τθσ εξιγθςε ότ ο ςυνεταρςτζσ ςυγζντρωναν αντάλλαςςαν ντόπουσ ςπόρουσ με άλλουσ παραγωγοφσ, ό απολεςτά τθσ περοισ τουσ. Το ίνθτρο; Να μθ ακοφν ο ντόπεσ πολίεσ ςπόρων, να μθν ρζμοντα από τσ πολυεκνζσ εταρείεσ που πουλάνε μεταλλαγμζνουσ, πατενταρςμζνουσ ςπόρουσ με αντοι μεν ςτα υτοάρμαα –που ο βοαλλεργθτζσ ζτς αλλσ δεν ρθςμοποοφν- αλλά δυςπροςάρμοςτουσ ςτο ζδαοσ α ςτο λίμα άκε τόπου. α ςτείρουσ! Απίςτευτο όμωσ αλθκνό! Ο αλλεργθτισ, που αλλεργεί μεταλλαγμζνα υτά είνα αναγαςμζνοσ ν’ αγοράηε άκε ρόνο α νζο ςπόρο, πάντα ςτείρο. αηί με τα υτοάρμαα. Ράνε παζτο αυτά. Χρυςζσ δουλεζσ ο εταρείεσ! ο αλλεργθτισ πλθρνε α δε ςνε. Ρσ να μθν αταρεωκεί; Ρσ να μθν ανεβάςε τσ τμζσ του; Ραραμφκα τθσ Χαλμάσ ότ τα μεταλλαγμζνα κα εξαάνηαν τθν πείνα. Συνά αάνηαν τον μροαλλεργθτι, γατί θ παραγωγι του γνόταν ζτς πανάρβθ. Στο τζλοσ όλο κα αταντοφςαν εξαρτθμζνο από τσ πολυεκνζσ! Υποδουλωμζνο δίωσ πόλεμο, ζλεγε με πάκοσ ερονομντασ ζντονα ο εωνίδασ. Θ Λγζνεα τον παραάλεςε να γράψε οπωςδιποτε γα το περοδό. Τθσ το υποςζκθε.
128
Θ μζρα τουσ δεν εξαντλικθε μόνο ςτουσ ςυνεταρςμοφσ. Ετόσ από το Δθμοτό Λατρείο, όπου υπιρε εγατεςτθμζνο α ςε λετουργία ςφςτθμα τθλεϊατρισ, πλοφςο υλό γα ρεπορτάη τισ πρόςεραν ο ίδο ο Αγνανττεσ με τσ ςτορίεσ τουσ. Θ ηεςταςά θ αγάπθ τουσ γα τθν Άννα ζτανε α μζρ τθν ίδα. Το βραδά ςτο ςπίτ, ακσ πίνανε τςά του βουνοφ α ουβζνταηαν, θ Άννα τθσ ηιτθςε τθ γνμθ, τθ γνμθ «ενόσ νζου ζξυπνου ανκρπου γα ςοβαρό κζμα». Να γα τ επρόετο. α αυςτραλανι εταρεία, εξεδευμζνθ ςτθ δθμουργία οολογν ωρν, ηθτοφςε ν’ αγοράςε ςτθν περοι μα μεγάλθ ζταςθ, γα να τίςε οολογά ςπίτα, ςφμωνα με τθν τοπι αρτετονι. Κα τα πουλοφςαν ςε πελάτεσ απ’ όλον τον όςμο που είαν γυρίςε τθν πλάτθ ςτο αταναλωτό μοντζλο ηωισ επκυμοφςαν να ηοφνε λτά, με αυτάρεα α γεωργι εργαςία… Θ πρόταςθ είε γίνε ςτον νυν διμαρο που ζμενε ςτο δπλανό ωρό, ςτο αυρορζμα. Ο διμαροσ ικελε τθ γνμθ τθσ. Ράντα τθ ρωτοφςε… «Ϊςτε το Αγνάντο είνα δάςθμο, Άννα, αλλά εςφ δεν είςα α τόςο ενκουςαςμζνθ που άνκρωπο από τόςο μαρά κζλουν να ηιςουν μαηί ςασ! α γατί;»! «Γατί…» αναςτζναξε θ Άννα ουνντασ το εάλ. «Το Αγνάντο είνα βζβαα πολυεκνό, πολυπολτςμό ότ άλλο πολυτζτοο μπορείσ να ανταςτείσ, Μθ… Ρρν μερά ρόνα ζκνε. Χρεαηότανε νζο αίμα. α τουσ μετανάςτεσ… Πμωσ δεν ιταν α τόςο εφολθ υπόκεςθ θ αρμονι ςυμβίωςθ ντόπων α ξζνων οφτε είνα. Υπιρε ρατςςμόσ αόμθ υπάρε. Το ρμα, θ αταγωγι, θ κρθςεία, ο προαταλιψεσ επάνω απ’ όλα, παίηουνε το ρόλο τουσ. αά τα ψζματα. Ο ρατςςμόσ ζε πολφ βακζσ ρίηεσ, δφςολο να εξαανςτεί. Ρατά ςτθν ανάγθ γα ψυολογι αςάλεα. Το δαορετό ανοίγε το μυαλό, αλλά λονίηε τθν αςάλεα τθσ ομοομορίασ. α μζρ να δθμουργθκεί θ νζα ςορροπία, θ ςορροπία τθσ ανκρωπάσ… Τελοςπάντων, ζουμε αταζρε να ςορροπιςουμε ανοποθτά… Πμωσ αυτοί ο ανοφρο τ κα μασ ζρουν άραγε;.. ιπωσ αναςτάτωςθ;.. Αν εςφ ιςουν ςτθ κζςθ μου, Μθ;...» «Κα τουσ αλωςόρηα, Άννα! Ζνα παγόςμο ωρό με ατοίουσ που ζουν δαλζξε τθν απλι, υςι ηωι! Φαντάςου τ μινυμα κα ζςτελναν!.. α αντάςου άλλα παρατθμζνα ωρουδάα να ξαναηωντάνευαν όπωσ τ’ Αγνάντο! Αυτό αν κα ιταν επανάςταςθ, Άννα!..» «άλλον ζεσ δίο, αλλά βλζπεσ, ορτςά μου, ςτα εβδομιντα ςοφ λγοςτεφε θ όρεξθ γα το άγνωςτο. Θ γροφλα οβικθε!..»
129
Θ Λγζνεα τθν αγάλςε. «Γροφλα εςφ, Άννα! Είνα αςτείο…» Αοφςτθε άτ ςαν ουρλατό. Θ Λγζνεα πετάτθε επάνω.. «φοσ…» ζανε απαλά θ Άννα. φοσ! Θ Λγζνεα όρμθςε ςτθν πόρτα με τεντωμζνα τ’ αυτά ορκάνοτα μάτα. Σοτάδ. Σγι. α δυνατζσ ευωδζσ που θ αγφμναςτθ όςρθςι τθσ τθν εμπόδηε να ξεωρίςε, άποεσ ωςτόςο οείεσ. Στθν ευωδαςτζσ νφτεσ μποροφςαν να ωλάηουν λφο! οτερά δόντα πείνασ ζρυβε θ νφτα, πο οτερά αόμθ θ μζρα, τα ουοφλωνε όμωσ το ωσ… «Το εμνα ίςωσ ο λφοσ πλθςίαηε... Τρα είνα μαρά, Μθ..» Θ Άννα ιταν πλά τθσ α τθσ αμογελοφςε. α το πρωί ο Βαςίλθσ κα τθν περίμενε ςτο τιμα με τσ εραςζσ…
Δεν εία δε ποτζ ςτθ ηωι μου, λαράα αναγνςτεσ, ανκςμζνεσ εραςζσ, μόνο μα ψωραλζα αμυγδαλά, αν ιταν αμυγδαλά, πζταγε ανζνα ανκά ςτθν παλά μου γετονά α να με πρωί πρωί μζςα ςε μα κάλαςςα από λευά λουλουδάα που, με το πο ελαρό αερά, γίνονταν βροι α με ζραναν. Αν υπάρε παράδεςοσ ζτς κα’ να α ρίμα να μθν ζω το ταλζντο να ςασ τον περγράψω με λεπτομζρεεσ. Αεντό α υπθρζτθσ ς’ αυτόν τον παράδεςο είνα ο Βαςίλθσ, ο γαμπρόσ τθσ Άννασ. Δά του είνα ςαράντα ςτρζμματα, τα υπόλοπα εατό τα νοάηε. Τον εία πάρε γα μάλλον λγομίλθτο, αλλά ςτο τιμα θ γλςςα του πιγανε ροδάν. α δε μλοφςε μόνο με τθ γλςςα, αλλά α με τα μάτα, τα ζρα, μ’ ολόλθρο το ορμί. α να τον αοφν μ’ ανοτό το ςτόμα τα γεωπονάα, ςαν να’ ανε μπροςτά τουσ αμά ακθγθτάρα να τουσ μλά γα τθ βοδυναμι γεωργία! άλλον δεν ζετε δζα τ είνα αυτό, αλλά εντάξε, μθν το παίρνετε α ατάαρδα, λαράα. ιπωσ εγ ιξερα; Ζλεγε λοπόν ο Βαςίλθσ πωσ το ςφμπαν –ο μαρόοςμοσ μρόοςμοσ- είνα φλθ ενζργεα α πωσ το ζνα μεταμορνετα ςυνεσ ςτο άλλο, όπωσ μασ ζδεξε ο ςοόσ Einstein με τθν εξίςωςι του: e=m.c2. Δουλεά του βοδυναμοφ αλλεργθτι είνα να ευολφνε τθ ςυμπαντι ενζργεα να ρζε ςτο τιμα, να το ποτίηε, να ποφμε. Το αταζρνε αν ξζρε ποεσ νιςεσ α κζςεσ των πλανθτν είνα
130
ενεργεαά ευνοϊζσ γα το φτεμα, τθ μεταφτευςθ, τθ ςυγομδι. Υπάρουν εδά θμερολόγα που γράουν τσ ςωςτζσ μζρεσ γα άκε γεωργι δουλεά. Αολουκεί λοπόν τσ οδθγίεσ γα αλά αποτελζςματα. Δεν άνε του εαλοφ του. ο ίδοσ ςτζλνε ενζργεα ςτα δζντρα του α παίρνε ενζργεα απ’ αυτά. α μεταξφ μασ, λζε, παίρνουμε α δίνουμε ενζργεα. Είνα άτ υςό, μα πραγματότθτα, άλλο αν δεν τθ ςυνεδθτοποοφμε. Υπερβολζσ; Ράντωσ εγ ποτζ ςτθ ηωι μου δεν ιμουν τόςο ηωντανι, λαράα, όςο άτω από τσ εραςζσ. Υποψάηομα πωσ το τςμζντο α το αυςαζρο μάσ λζβουνε ενζργεα, γ’ αυτό νκουμε ψόο α ρουάμε ραπζ μιπωσ α ηωντανζψουμε λγά! Ο όςμοσ είνα φλθ ενζργεα, αλλά ο ατίεσ του είνα πνευματζσ, μασ ζλεγε ο Βαςίλθσ. Ζτς α το τιμα. Δεν είνα μόνο μα α υτά. Σζτθ φλθ. Είνα άτ ηωντανό, όπου όλα, από το πο μρό βατιρο ςτο μα μζρ το εραςά α τσ οςμζσ δυνάμεσ, βρίςοντα ςε μόνμθ αλλθλοεξάρτθςθ. Ο Βαςίλθσ ςζβετα τθ φςθ, ςυνεργάηετα μαηί τθσ, τθν αινε να τον δδάςε, αντί να τθσ βάηε τρλοποδζσ με θμά παραςτοτόνα α λπάςματα που μπορεί να αυξάνουν τθν παραγωγι προςωρνά, αλλά μαρορόνα αδυνατίηουν το ζδαοσ αρρωςταίνουν τα υτά, ζτς που να ρεάηοντα, όλο α περςςότερα θμά –πλουτίηοντασ τσ θμζσ εταρείεσ - γα να παράγουν όλο α λγότερο κρεπτά, αόμθ επίνδυνα γα εμάσ, προϊόντα. εμείσ, όταν, αντί να άνουμε τα ςωςτά γα τθν υγεία μασ, αταπίνουμε άρμαα α ψυοάρμαα α τ αποτελζςματα ζουμε, λαράα; ουτςοηοφμε. Λδρυτισ τθσ βοδυναμισ γεωργίασ είνα άποοσ οφντολ Στάνερ. ακθματόσ, υςόσ α λόςοοσ που ζηθςε ςτσ αρζσ του εοςτοφ ανα. Αν λοπόν ο Βαςίλθσ ιταν ςυμβατόσ αλλεργθτισ, τ κα’ ανε; Κα ράντηε με θμά εντομοτόνα, γα να εμποδίςε τα ζντομα να γεννιςουν μεσ ςτον αρπό τ’ αυγά τουσ, απ’ όπου κα ζβγαναν λαίμαργα ςουλθάα, ανυπόμονα να άνε γα να γίνουν επίςθσ ζντομα. Π ότ αινε ανυπεράςπςτεσ τσ εραςζσ του. Τσ ραντίηε με ςαπουνόνερο πράςνου ςαπουνοφ! Χρθςμοποεί α βότανα με προςτατευτζσ α κεραπευτζσ δότθτεσ. Γα τσ τςουνίδεσ π.. που τσ εία γα αζσ άρθςτεσ, άουςα τόςο αλά λόγα που ςεδόν τσ αγάπθςα. Τσ αινε λοπόν να μουλάηουν γα μζρεσ μζςα ςε νερό α ραντίηε με τςουνδόνερο! Εππλζον το ηουμί ο μςοςάπεσ τςουνίδεσ είνα μα αρά λίπαςμα.
131
αλοκρεμμζνα τα δζντρα του – α τα λαανά του. Το μα παουλό αράτο. Το δυναμνε με ομπόςτ, μθν πάε ο νουσ ςασ ςτθν γνωςτι ομπόςτα. Είνα ζνα βουναλά από υςό λίπαςμα ςτθν άρθ του τιματοσ. Θ ςυνταγι του; Αγελαδνζσ οπρζσ –τρζε αρετζσ αγελάδεσ ςε γετονό ρο -, λοφδεσ δζντρων, φλλα, αγρόορτα, λεπτά λαρά ψλοομμζνα, αποάγα, όλα από το τιμα α το ςπίτ. Ο Βαςίλθσ ροντίηε το τιμα να ζε αυτάρεα, τα πάντα να αναυλνοντα α να αλλθλοβοθκοφντα, όπωσ αρβσ ςε ζναν υγι οργανςμό. Το περίεργο ιταν πωσ το ομπόςτ δε βρομοφςε ακόλου. φρηε ςαν δάςοσ. Επεδι είε ωνζψε. Είε γίνε θ ηφμωςθ, γα να το πω πο επςτθμονά. α ξζρετε ποο άνουν τθ δουλεά; άτ ςαμερά ςουλια α ηωφα! α ποοσ άλλοσ δθλαδι κα τθν ζανε; Γφρω από το τιμα ζε υτζψε ζνα ράτθ από υπαρίςςα, αγροουντουζσ, παςαλζσ α δάορουσ κάμνουσ που προςτατεφουν τσ εραςζσ από τουσ δυνατοφσ ανζμουσ, αλλά α δίνουν αταφγο ςε πουλά α ηωάα, όπωσ ςτθ νυίτςα, ςτο ςαντηόορο, ςτο ςακάρ που ζουν γα μεηεδά τσ ψείρεσ των υτν α τα βλαβερά ζντομα. Ζε άλλουσ ςυμμάουσ: τσ παςαλίτςεσ, τσ ψαλίδεσ, τσ ςιεσ, τσ αγρομζλςςεσ. ασ ξεναγοφςε ςτο τιμα α μασ μλοφςε εμείσ δεν ορταίναμε ν’ αοφμε. ασ είε μαγζψε. Σεδόν μασ είε υπνωτίςε. Δεν ιταν ο Βαςίλθσ που εία πρωτογνωρίςε ςτο ςπίτ τθσ Άννασ. Ιταν ζνασ άλλοσ. Είε μεταμορωκεί Ιταν ζνασ μάγοσ! Α, α να τον βλζπατε πσ ερόταν ςτσ εραςζσ! Σαν ερωτευμζνοσ! Ρσ τσ άγγηε… Ρσ τσ οίταηε… Εγ νόμηα πωσ θ αγάπθ, ετόσ του ότ ςπανίηε, υπάρε μόνο ανάμεςα ςτουσ ανκρπουσ ι ζςτω ανάμεςα ςε ανκρπουσ α ηα, μα ο Βαςίλθσ αγαπάε τα δζντρα, αγαπάε το μα, αγαπάε τσ παπαροφνεσ, το αμομιλ, τσ ντομάτεσ του. όλα του επςτρζουν αγάπθ. Ζτς αίνετα ασ μλοφςαν ο ανκςμζνεσ εραςζσ. άποα ςτγμι μοφ άνθαν λουςμζνεσ ςτο ωσ, μα ςαν να ιταν ωσ εςωτερό, ό του ιλου. Μςωσ να εία το προνόμο να δω αυτιν τθν περίθμθ ενζργεα. Ρράνα τθν λζνε ο Λνδοί ο αραίο μασ ακζρα. Από το Βαςίλθ το’ μακα. θ βαςτείτε, λαράα, να αμογελάςετε με τσ «ανταςοπλθξίεσ» μασ γενσ προςγεωμζνθσ. Θ βοδυναμι γεωργία δεν είνα ανταςίωςθ. Στο άςςελ τθσ ςοβαρισ Γερμανίασ δδάςετα ςε δφο γεωργζσ ςολζσ, αλλά α ςτο πανεπςτιμο. Εεί τθ ςποφδαςε ο Βαςίλθσ, αοφ τελείωςε ζναν πρτο φλο ςπουδν μζςα από το δαδίτυο.
132
Α, μαάρ να ςασ μεταδςω άτ απ’ όςα ζμακα α υρίωσ ζνωςα ςτο τιμα! α μαάρ ο εραςζσ να είνα πάντα μαηί μου, δζσ μου, ςε δφςολεσ ρεσ! Πταν τζλεωςε λοπόν θ βόλτα ςτο τιμα – πεντάωρθ, παρααλτα’ αμε τφςε όλο, ετόσ από τον Βαςίλθ που μασ πρότενε πνί με ψωμοτφρ α ντομάτεσ. Άλλο που δε κζλαμε! Είαμε λυςςάξε από τθν πείνα… Ρσ ζγνε α με πιρε ο φπνοσ, επάνω ςτο ορτάρ, μπροςτά ς’ όλθ τθν παρζα, μυςτιρο! Πταν άνοξα τα μάτα είδα από πάνω μου μα λαμπερι ανκοκάλαςςα με γαλάηα υματάα ουρανοφ ανάμεςα α γα μα ςτγμοφλα ιμουν μα ςταγόνα τθσ. Μςωσ, λαράα, ςυναντθκοφμε άτω από τσ εραςζσ. ζςα Λουνίου ο Βαςίλθσ ο άλλο εραςοπαραγωγοί μάσ προςαλοφν να βοθκιςουμε ςτο μάηεμα των εραςν. εροάματο είος ευρ α εράςα όςα αντζε το ςτομά. εταορά α αγθτό δά τουσ. Σπεφςτε να δθλςετε ςυμμετοι ςτο περοδό μασ.. πορεί να ζρκε ο άροσ. Κα γνωρςτοφμε όλο από οντά α κα το γλεντιςουμε… θ δςτάηετε να ξεβολευτείτε, λαράα. Πποοσ ξεβολεφετα, προωρά τθ ηωι του. Πποοσ βολεφετα, αό τθσ εαλισ του. Αν είςτε εργαηόμενο, ξεολλιςτε από το ςαββατουραάτο ουηοφρ ελάτε ςτσ εραςζσ, ό μόνο γα το μεροάματο α τθν εδρομι, αλλά επεδι ο εραςζσ ζουν νόθμα…. μθ μου πείτε πωσ δεν ψάνουμε γα νόθμα! Είμαςτε δθμουργοί, λαράα. θν πςτζψετε ότ είμαςτε αταςτροοί από τθ φςθ μασ ι από δαςτροι. ποφρδεσ, ό πάντωσ ακεσ. Πταν θ δφναμθ δεν μπορεί να βρε δζξοδο, δαςτρζετα ςε αταςτροι ι αυτοατοςτροι. Γατί θ δφναμθ κα τάξε ι κα αλάςε… Γα ρόνα δεν ιξερα τ να τθν άνω τθ δφναμι μου. ε βάρανε, ικελα να ξαλαρςω. Δεν τθν άντεα. ’ αρρςτανε. Ρροςπακοφςα να γλυτςω αταςτρζοντάσ τθν. ε ίλουσ τρόπουσ. Μςωσ το άνετε εςείσ ι το’ ετε περάςε το λοφ… Γ’ αυτό ςασ λζω, ανεβείτε εδ επάνω! Μςωσ πετφετε ζνα ξθμζρωμα ςαν αυτό που αόμθ δεν το βλζπω, μόνο τ’ αοφω. Ζξω από το παράκυρό μου τα πουλά τα’ ε πάςε αμό. Σοτάδ αόμθ αυτά να τεροοποφν α να ελαθδοφν ςαν παλαβά! Ρανθγυρίηουν που το ξθμζρωμα τα βρίςε ηωντανά ι μιπωσ που γα μα αόμθ ορά ξθμερνε; πορεί α γα τα δφο. Σοά πλάςματα. Ξζρουν πωσ όλα είνα δρα. Αυτό το είπε θ Άννα α το ρατ.
133
Σταμάτθςε να πλθτρολογεί θ Λγζνεα α ξαναδάβαςε το είμενό τθσ. Ζπλθτθ. Ρρτθ τθσ ορά αποαλοφςε «λαράα» τουσ αναγνςτεσ ςαν να τουσ γνρηε προςωπά ζναν ζναν. Ζτς τθσ είε ζρκε ο άροσ ασ ζανε ότ ικελε. Αλλά το πο παράξενο ιταν πωσ αμζβαλλε αν άποεσ ςζψεσ ιταν δζσ τθσ! Ο άροσ είε μα εξιγθςθ γ’ αυτό: Γράοντασ ανείσ αυκόρμθτα, ςεδόν αυτόματα, εγαταλείπε το αντλθπτό επίπεδο τθσ ακθμερνότθτασ, γα να αταδυκεί ς’ ζνα βακφτερο, όπου ο εγζαλοσ επζμπε θλετρομαγνθτά φματα ςε αμθλότερεσ ςυνότθτεσ α το υποςυνείδθτο ελευκερνετα επτρζποντασ να ζρκουνε ςτθν επάνεα αυτά που ξζρουμε δίωσ να’ ουμε επίγνωςθ ότ τα ξζρουμε, δθλαδι ο βακζσ αλικεεσ μασ. Είνα μα ατάςταςθ αλάρωςθσ ζμπνευςθσ... Γ’ αυτό αρβσ τθσ ηθτοφςε ο άροσ να μθν πολυτενίηε το γρατό τθσ μιπωσ ζανε άτ από τθ «γοθτεία» του, αοφ ιταν πκανόν μαηί με τθ ςαβοφρα να πετοφςε α ανζνα «δαμαντά»! όνο ο άροσ ς’ όλον τον όςμο τθν πίςτευε αδαμαντωρυείο! Εντοφτοσ, τα γρατά τθσ τα περνοφςε από ψλό όςνο. Αναμίβολα το ίδο κα γνότανε α μ’ αυτό. α ςίγουρα κα το πλοφτηε με περςςότερα ςτοεία α πλθροορίεσ ίςωσ τ’ άλλαηε λγά. Ιταν πολφ ζξυπνοσ ζπανε αμζςωσ τθ ουςία. Τ κα’ λεγε άραγε θ «Αράδνθ» γα τσ « Ανκςμζνεσ εραςζσ» τθσ; Θ «Αράδνθ» ζβρηε α μςοφςε τσ λζξεσ. Είε αποκθζψε το ςετό εμενά από το blog τθσ ςτα «αγαπθμζνα τθσ» α το ξαναδάβαςε. Ξαναδάβαςε λζξεσ που αταδίαηαν τσ λζξεσ. «Γεννικθεσ α δε ςου όρεςαν εροπζδεσ. Σου όρεςαν τσ λζξεσ. Φρζςεσ δείνανε, αλλά είνα ταςδωμζνεσ γεροπουτάνεσ. Τςάςζ τεσ! Άρςε μ’ αυτζσ… Τςάςζ τεσ όπου αν ςυνάηουν. Δεξά, αρςτερά, επάνω, άτω. θν τουσ επτρζπεσ να παγδζψουν το μυαλό α τθν αρδά ςου. Ελεφκεροσ-θ! Είςα ςτ’ αλικεα ελεφκεροσ -θ; α το υρότερο, αντζεσ να είςα ελεφκεροσ -θ, μζρα μπαίνε μζρα βγαίνε; ‘Κζλε αρετι α τόλμθ θ ελευκερία’, δεν είνα παίξε γζλαςε. Ανάπτυξθ! εςφ ςυρρννεςα.. Ρολτςμόσ! α παντοφ βαρβαρότθτα… Ερινθ! α δαρισ, αμουλαρςμζνοσ πόλεμοσ… Δθμορατία! Θ μεγάλθ αυταπάτθ… Λατρά καφματα! α ίςα τα νοςοομεία… Ανεργία! α τα ωράα ζρςα… Τόλμθςε να δαρριξεσ τσ λζξεσ! Κ’ αοφςω το γζλο ςου, όταν, άτω από το περίβλθμα, ανααλφψεσ μοφμεσ α λείψανα. θν τα υποτμιςεσ όμωσ! Τα λείψανα ζουν δφναμθ!» Τα μάτα τθσ τςοφηανε, ςίγουρα κα ιταν αταόνα, αλλά δε νφςταηε. Ιταν ςε υπερζνταςθ. ’ ζνα τςγαρά κα αλάρωνε!... α είε όψε το άπνςμα.
134
προσ! Βακζσ ανάςεσ. Το είε ξεςθςε το όλπο από άποο περοδό α παραδόξωσ ζπανε. Θ λατάρα γα νοτίνθ αταλάγαηε. Ελεφκερθ. Ιταν γεννθμζνθ γα να’ να ελεφκερθ, όποα αν ιταν θ γνμθ τθσ «Αράδνθσ». Από τότε που κυμότανε τον εαυτό τθσ αυτό ικελε. Ελευκερία… Ο άροσ τθν ελευκζρωςε, τθν ζανε αυτι που είνα, δίωσ ςυμβουλζσ α θρφγματα. Δίωσ λζξεσ. Άλλωςτε τ να τθσ πε ο οντροφλαασ που δε ηε οφτε ςτγμι δίωσ ςοολάτα ςτο ςτόμα. Αρεί που τθν εμπςτεφετα… Ο πρτοσ άνκρωποσ! α πα δε ρεάηετα οφτε τρυπιματα γα να μπιγε ςουλαρία οφτε τςτςδματα οφτε ςθνάα οφτε αν τςγάρο. Τα’ ε όλα ξεορτωκεί. α ςτο ςεξ επδίδετα με μζτρα ςυνότθτα. όνο α μόνο γα να ζε τθ αρά να τουσ παρατά τουσ βλάεσ…
«Ζεσ μα πρόςλθςθ, Μθ. Από τον νεροκάτθ μασ. ου παραπονζκθε ο Στζλοσ πωσ τόςουσ επςζτθεσ αυτόν ό. Επεδι είνα νεροκάτθσ ι επεδι το ςπίτ του είνα ζξω από το ωρό; Φυςά εμζνα άρωνε… Ριγανε, αν δεν είςα ουραςμζνθ... Αξίηε τον όπο». «Δεν είμα ουραςμζνθ, Άννα, αλλά ανυπομον να δαβάςω το τετράδό ςου.Να μάκω πο πολλά γα ςζνα… Ι μιπωσ μετάνωςεσ;.. Θ Άννα αμογζλαςε. «ακόλου. Αλλά ζουμε αρό γα το τετράδο… Εν του Στζλου μπορεί να του τφε ξανά δουλεά…» «Δθλαδι τ το ξεωρςτό ζε;» «Κα δεσ μόνθ ςου!.. Δε κα ςου πω, γα να μθ ςου αλάςω τθν ζπλθξθ. Ράντωσ είνα δόρρυκμθ οογζνεα α καυμαςτι. Ζντεα παδά. α τ παδά! ο Στζλοσ παλαβοφτςοσ, αλλά άγοσ άνκρωποσ. Θ Στζλλα, θ γυναία του, ψυοφλα. Δεν είνα μα τυπι οογζνεα του ωροφ, άλλωςτε αμβάλλω αν υπάρε παρόμοα ς’ όλον τον όςμο, όμωσ ενςαρνε το ανοτό πνεφμα του τόπου μασ…» ε εξθμμζνθ τθν περζργεά τθσ, αβάλθςε θ Λγζνεα τθν ρζλλα, πιρε το ωματόδρομο μετά το ελθςά τθσ Ραναγίασ, α ατθόρςε προσ μα μαρόςτενθ αταπράςνθ ολάδα. Στθ μζςθ ξερςε ζνα μαρνάρ με δωμάτα υπόςτεγα, όλα ςε παράταξθ, άτ ςαν αποςυρμζνο τρζνο, αθμζνο γα ρόνα ςτο ζλεοσ του ονοφ, τθσ
135
βροισ α του αζρα. Ο πόρτεσ όμωσ α τα παντηοφρα λαμποοποφςαν ρεςοβαμμζνα. όνα, πράςνα, ίτρνα, γαλάηα, ροη, μοβ… Αυτό ιταν το ςπίτ! Εφκυμο αλλόοτο… Ο Στζλοσ ιταν πανφψθλοσ, ξεραανόσ, με μαρά, γρίηα μαλλά παςμζνα πίςω ςε οτςίδα, αλά ςτ’ αυτί α όνο ανελά που αποάλυπτε τατουάη ςτα μπράτςα α τθν πλάτθ. Τα παδά τον ωνάηουν «μπαμπά», άρα ιταν μπαμπάσ τουσ. Κα μποροφςε να του είε προφψε θ πολία των παδν -αςπράα, μαυράα, ςςτομάτα- από πολυυλετό αρζμ, όμωσ είε άπου είος ρόνα γυναία του τθ Στζλλα, μα οντοφλα, αρετά θλοαμζνθ, πάντωσ τθσ λευισ υλισ. Από παντοφ τθ ναηαν «μαμά»… Πλα, μα όλα, ιταν υοκετθμζνα, απάντθςε ςτθ βουβι τθσ απορία ο Στζλοσ! α ηωι νομάδεσ του όςμου ο ίδοσ θ γυναία του, είανε ανααλφψε τα παδά ςε δυςτυςμζνεσ ρεσ είαν τθν τόλμθ ι τθν αποοτά να τα υοκετιςουν α να τθν θ Λγζνεα να τραβά ωτογραίεσ περτργυρςμζνθ από ζνα τςοφρμο παδά από πζντε ζωσ δεαπζντε περίπου ρονν, που οροπθδοφςαν αλάλαηαν από ενκουςαςμό γα τθν παρουςία τθσ! Θ Μντρα, μακιτρα υείου, ζνα μελαρνό ορίτς, με εραςτά μαφρα μάτα, ιταν το πρτο τουσ παδί. Τθν είαν βρε παρατθμζνθ ς’ ζνα δρομά τθσ Ντάα ςτο παγλαντζσ. ωρουδά. Γυμνό α άτςνο. ποροφςαν να τθν αιςουν; Ι μιπωσ μποροφςαν ν’ αιςουν τον οάντ ςτο βομβαρδςμζνο ςπίτ του ςτθ Βαγδάτθ, ανάμεςα ςτα πτματα των δν του; Ο Βλαντμιρ ιταν Ουρανόσ, θ αρλίηα Ταχλανδζηα, ο Χοςζ Βραηλάνοσ. Είε μόνο ζνα νερό, το άλλο τοφ το είανε λζψε γα να το μεταμοςεφςουν ς’ άλλο ςμα ξεγελντασ τον μ’ ζνα πάτο αί!.. άκε παδί είε πίςω του μα τραγι ςτορία, όμωσ λίγο λίγο ξενοφςαν… Γζλο, παγνίδ, δάβαςμα ιταν αλά γατρά. α δουλεά. Πλα βοθκοφςαν τουσ γονείσ τουσ α τα μεγαλφτερα τα μρότερα. ε το δάτυλο ωμζνο ςτο ςτόμα ζνα μωρό ομότανε γαλινα ςτθν αγαλά τθσ Στζλλασ. Στα ροη μαγουλάα δαρίνονταν ίνθ από ξεραμζνα δάρυα. Ιταν ο Γωργάθσ τουσ. Ελλθνόπουλο. «Α, όλο γεννόμαςτε Γεωργάθδεσ, δεςπονίσ Μθ… Απίςτευτο! ετά ς’ αρπάηε θ πουτάνα θ ηωι α ποφ ςε πονεί α ποφ ςε ςάηε!» λοςόθςε ο Στζλοσ αϊδεφοντασ με το’ να ζρ το εαλά του Γωργάθ, με τ’ άλλο τθ ουςωτι ολά τθσ Στζλλασ. Ιταν ζγυοσ! Τόςα ρόνα ηευγάρ α ποτζ δεν είε πάςε παδί. ζπαςε οντά ςτα
136
πενιντα τθσ! Αν δεν τθν ιξερε αλά τθ γυναία του, άλλα κα’ βαηε ςτο νου του, μζρ α ςε εξζταςθ DNA κα’ τανε. Θ όρθ τουσ κα γεννότανε αυγουςτάτα, όπωσ ο αυτόσ. πορεί α ςτα γενζκλά του… Ο Στζλοσ είε γεννθκεί ς’ ζνα πάμτωο βουνίςο ωρό τθσ Θπείρου, πολυπόκθτο μοναοπαίδ μετά από πζντε επανωτζσ αποβολζσ τθσ μάνασ του που ςε λίγο ιρεψε. Ρερίμενε θ ιρα να’ ε το γο ςτιργμα α παρθγορά, τθσ βγιε αθμόσ α βάςανο. Ατίκαςοσ, ξεροζαλοσ, ανοονόμθτοσ ς’ όλα του, ηωολζτθσ από τα οτ του, με τίποτε δε δεότανε αλνάρ. Θ μάνα του τθ μζρα τον αταρότανε α πρόβλεπε πωσ κα ατζλθγε ςτα ςίδερα ι μααρωμζνοσ ςε ανζνα αντά, το βράδυ προςευότανε να τον υλάε θ Ραναγά. Επάνω ςτθν απελπςία τθσ τον είε ουβαλιςε ςε θμςμζνο ξορςτι να του βγάλε τα δαμόνα από μζςα του. Αλλά ο «δαμονςμζνοσ» οπάνθςε ςτο εάλ του παπά το άγο δςοπότθρο α πιρε τα βουνά. Ιταν ςτα δδεα. ζρεσ περπλανότανε. Ρεναςμζνοσ, παγωμζνοσ, υνθγθμζνοσ από τα ςτοεά τθσ φςθσ α τα κθρία. Ράλεψε με λφο ο λφοσ υπορθςε αινοντάσ του ενκφμο το ςθμάδ από δαγωνά ςτο ςτικοσ. άποτε τάνε ςτα Γάννενα. Ηθτανεφε, λζβε, μπαίνε ςτθ υλαι. Δυο ρόνα. αλό του ζανε. Πταν βγιε, δοφλεψε τίμα. Δουλεζσ του ποδαροφ. πάραρε α ςε γαηάδο ςτον Ρεραά ασ μθν ιξερε από κάλαςςα. Το πλιρωμα ιταν άκε αρυδάσ αρφδ, λίγο Ζλλθνεσ, ο περςςότερο ςο, Βαλάνο, Φλππνζηο. Πλο ξζρανε αγγλοφλα, εείνοσ τίποτε, όμωσ ςε λίγουσ μινεσ ςυνεννοείτα τςάτρα πάτρα ςτα εγγλζηα, βρίηε ςτα ρςα α αταλαβαίνε τα λππνζηα. ακαίνε α βλζπε πολλά ςτο αράβ α ςτα λμάνα, λίγο λίγο ανοίγουν τα μάτα α το μυαλό του εννοεί πωσ μα μεγάλθ αδία ορίηε τσ ηωζσ των μρν ανκρπων. αταμεςισ ουρανοφ α κάλαςςασ αναρωτζτα τ ςό πράγμα είνα αυτόσ ο όςμοσ, όπου ο ίδοσ βολοδζρνε, ποεσ δυνάμεσ τον νοφν. Σζτετα α ςζτετα θ κάλαςςα δεν τον ωρά, το αράβ τον πνίγε. Ξεμπαράρε με τον Σζρβο τον αμαρότο να πάνε να πολεμιςουν ςτθ Σερβία εναντίον του ΝΑΤΟ, αλλά αταλιγε ςε ςερβι υλαι με τθν ατθγορία τθσ αταςοπείασ! Είνα ςίγουροσ πωσ κα τον τουείςουν, αλλά τον αινουν ελεφκερο. Ελλάδα α πάλ Ελλάδα, τζρμα ο ρομαντςμοί. Ράνε δουλεά ψιςτθ ςε ςουβλατηίδο τθσ Ακινασ. άνε λία με κρθςόλθπτο πελάτθ α βρίςετα μαηί του ςτο Άγο Προσ, μάλςτα ςτθ μονι Εςγμζνου, τθν πο ηόρθ. αταγοθτεφετα με τσ αγρφπνεσ, τσ
137
ψαλμωδίεσ, τθ δουλεά ςτα ωράα, το ςλθρό ρεβάτ, το βακφ φπνο… αταλαβαίνε πωσ ς’ όλθ του τθ ηωι αυτό που ζψανε ιταν ο Κεόσ. Πλο Τον ηυγνε ςτθ μονι όλο του ξεεφγε. «θν Τον υνθγάσ. Δεν αταζρνεσ τίποτε ζτς. Άςε Τον να’ ρκε Εείνοσ ς’ εςζνα…» τον ςυμβοφλεψε ζνα γεροντά, με ςάπο από το ηάαρο πόδ, που αρνότανε πεςματά ατρι βοικεα, ςίγουροσ πωσ κα τον γάτρευαν ο προςευζσ. Το γεροντά πζκανε ςφντομα ο Στζλοσ πιρε δρόμο. Γα τθ Βομβάθ! πιε ςε βουδςτό μοναςτιρ, ξφρςε γουλί το εάλ, όρεςε τθν πορτοαλά ρόμπα αοςκθε με ηιλο ςτο δαλογςμό. Θ αναηιτθςθ του κείου τοφ είε γίνε εμμονι. Σε μοναςτιρ ιταν που γνρςε τθ Στζλλα. ε το ποφ τθν πρωτοβλζπε να δαλογίηετα ςτθ ςτάςθ του λωτοφ άτω από το άγαλμα του Βοφδα, ςτο ωσ των ερν, ξζρε ότ το ορίτς με τθ μαρά μαφρθ πλεξοφδα α το ςτρόγγυλο πρόςωπο είνα γα είνον… Τρελόσ ο ζρωτασ τουσ α ςτο μοναςτιρ δεν είαν πα κζςθ. Ζτς ξείνθςαν τθ νομαδι ηωι τουσ, άνανε ότ δουλεά ζβρςαν μπροςτά τουσ απζτθςαν τα παδά τουσ μζςα από τον πόνο του όςμου… Στο μεταξφ ο αρόσ περνοφςε, θ οογζνεα είε παραμεγαλςε, θ ηωι δυςόλευε θ υρά ικελε μα ςτακερότθτα ςτθ ηωι τουσ. Νςά ο περπλανιςεσ… Βάλκθε ο Στζλοσ να ψάνε γα ςτακερι δουλεά μζρ που ζπεςε επάνω ςτθν αγγελία: Το Αγνάντο ηθτοφςε νεροκάτθ, ζδνε α ςπίτ. Αμζςωσ πιρε τθν απόαςθ. Δεν το είανε μετανςαμε. Στο ωρό κα ηοφςανε, εεί κα κάβονταν. αάρ άποο απ’ τα παδά να ςυνζηε τθ δουλεά! αλι δουλεά. Ξεοφραςτθ. Σου αινε αρό γα γεωργζσ εργαςίεσ α γα όμπ. Το όμπ του Στζλου ιταν το λάουτο. ετά τα εράςματα α τσ ςτορίεσ του, ο Στζλοσ τθσ ζπαξε λάουτο. Τα παδά μαηεφτθαν γφρω του άουγαν… Αποαρετντασ τουσ υποςζκθε να ξανάρκε. Οπωςδιποτε.
Θ Λγζνεα, μςοξαπλωμζνθ ςτο ρεβάτ τθσ Άννασ, ιταν βυκςμζνθ ςε μα αςυνικςτθ γα είνθ ονεροπόλθςθ. Είε ρουιξε το τετράδο τθσ Άννασ ονερευόταν πωσ ηοφςε θ ίδα ζναν παρόμοο ζρωτα, ζρωτα πζρα από το κάνατο. Ο δζσ τθσ περπετεοφλεσ τισ
138
αίνονταν πο ανοφςεσ από ποτζ, αγνεσ άγονο γα ςποραδοφσ οργαςμοφσ α ψευδαςκιςεσ δφναμθσ. Α, να γνόταν αυτι ν’ απολεςτεί με τον αλό τθσ απ’ το όν μεσ ςτθν ερθμά! Να άνουν ζρωτα ςτο δπλό ρεβάτ, με τσ ανταφγεεσ του αναμμζνου τηαοφ να τουσ μςοωτίηουν! α να του μλά ρεσ ατελείωτεσ γα τθ ηωι τθσ αυτόσ να τθν οτά με το βλζμμα που οίταηε ο Ορζςτθσ τθν Άννα, λγόλογοσ ο ίδοσ, ςεδόν ςωπθλόσ, με εφγλωττα όμωσ ζρα, είλθ, μάτα! Απορροικθε να οτάηε το πορτρζτο του ςαν να’ κελε να του αποςπάςε το μυςτό που δεν είε μάκε θ Άννα. Αυτόσ ο απόμαροσ άντρασ μποροφςε να είνα τρυερόσ εραςτισ, γατί είε πονζςε. Θ αυςτθρότθτά του ιταν δαμαςμζνθ απόγνωςθ. Θ αρρενωπότθτά του είε ςυρθλατθκεί με πίρα. Ερμινευε το πορτρζτο μζςα από το τετράδο… ε φοσ ντροπαλό α λγά αμιανο θ Άννα τθσ το είε παραδςε είε φγε γα δουλεζσ, μάλλον α γα να τθν αιςε να δαβάςε με τθν θςυία τθσ. ε τθ ςερά τθσ τισ είε εμπςτευτεί ζνα πολφ ςθμαντό ομμάτ τθσ ηωισ τθσ, τσ πο μφεσ ςζψεσ τθσ α τισ ιταν ευγνμων… Είε τρα δυο ανκρπουσ ν’ αγαπά. Τον άρο α τθν Άννα. Ζνωκε πλοφςα Γα τθν Άννα κα’ γραε ςίγουρα το ωραότερο ομμάτ τθσ ηωισ τθσ. Κα ζδενε τ μπορεί να αταζρε ζςτω α μόνο ζνασ άνκρωποσ. Ο άροσ κα’ τρβε τα μάτα του ο αναγνςτεσ τουσ κα ςυνζρεαν ςτο Αγνάντο να τθ γνωρίςουν! Ρσ να’ τανε άραγε ο Ορζςτθσ; γνό α ψθλό τον περζγραε θ Άννα. α οφτςανε λγά… Γα οίτα! Δεν οφτςανε ο παπποφσ τθσ ο Δθμιτρθσ; Δεν είε πε άποτε θ κεία πωσ α γα τθν ουτςαμάρα του -ετόσ από το κάνατό του- ζταγε θ Φοίβθ; Τθσ ιρκε ξανά ςτο νου άλλθ μα μςοξεαςμζνθ ουβζντα τθσ κείασ, πωσ βρζοσ οφτε τρν μθνν τθν είε δε, γα πρτθ του α τελευταία ορά ο παπποφσ τθσ, ςαν να’ ξερε πωσ ςε λίγο κα πζκανε. Αλλά τότε ο παπποφσ τθσ ο Ορζςτθσ κα’ ανε εγαταλείψε τα εγόςμα περίπου τον ίδο αρό! Θ Ελπίδα είε γεννθκεί εννά περίπου μινεσ μετά το κάνατο του Ορζςτθ, εείνθ, ζνα περίπου ρόνο πρν τθν Ελπίδα… Άρα… Δεν άουςε τα βιματα τθσ Άννασ οφτε α το τρίξμο τθσ πόρτασ. Τθν είδε ξανά μπροςτά τθσ, μα θλωμζνθ ζθβθ, με τηθν, ςπορτζξ α τηόε. «Φαίνετα, Μθ, ςε νφςταξε το τετράδο α ςε πιρε ο φπνοσ! Σαν αγουροξυπνθμζνθ μοφ αίνεςα…»
139
«άκε άλλο!» δαμαρτυρικθε. «Το πιρα μονοροφ! Τ ςτορία! α γράεσ τόςο ωραία… Σ’ ευαρςτ πολφ, Άννα!..» «Είςα ο πρτοσ άνκρωποσ που το δαβάηε!» «Θ Ελπίδα;» Το αμόγελο ξεκραςε ςτο πρόςωπο τθσ Άννασ. «Τθ ρτθςα, πρν ςου το δςω, μιπωσ ικελε να το δαβάςε πρτθ. Αλλά δεν ενδαζρετα, Μθ…» όμπαςε λγά. «Ξζρεσ, θ όρθ μου δε μου ςυγωρεί άποα πράγματα ςετά με τον πατζρα τθσ…» «Δε ςε ςυγωρεί! Εςζνα, Άννα!..» «Ρου δεν τον ράτθςα με άκε τρόπο οντά μου… Ρου δεν τον πίεςα να μου μλιςε… Ρςτεφε πωσ, αν το εία άνε, κα τον ζςωηα. επεδι δεν ζμακα ποτζ πσ πζκανε… Ζε δίο. άλλον δε κζλθςα… Επεδι εείνοσ δε κα ικελε…» Το βλζμμα τθσ αρκθε ςτο πορτρζτο, το βλζμμα μασ ερωτευμζνθσ, υποταγμζνθσ γυναίασ. «Βλζπεσ, Μθ, δεν είςα θ μόνθ που τα’ ε με τθ μάνα τθσ!» «α ςυγρίνεςα εςφ με τθ δι μου μάνα;» δαμαρτυρικθε. Θ Άννα τθσ άδεψε τρυερά το μάγουλο. «Είεσ μα υπζροθ μάνα, παδί μου! Ιταν πλθγωμζνθ α ςε πλιγωςε. Κα γατρευτείσ…» «Ρσ;» «Συγωρντασ τθν!» «Συγωρντασ τθν…» επανζλαβε ςαν θ. «Είςα δυνατι. Ο δυνατόσ μπορεί να ςυγωρεί, Μθ!» «Ζτς λζε ο άροσ…» ψζλλςε. α τρελι δζα τθσ πζραςε ξάνου απ’ το μυαλό. «Άννα, ποο ιταν το επνυμο του Ορζςτθ;» Θ Άννα τθσ ζρξε μα παραξενεμζνθ ματά. «Αυξεντίου. Γατί;..» «Αυξεντίου…» επανζλαβε απογοθτευμζνθ. «Αλλά ιταν ψευδνυμο… α το Ορζςτθσ επίςθσ… Ζτς είπε θ αςτυνομία. Να. Το κυμάμα αυτό…» «α το πραγματό του όνομα, Άννα;» ρτθςε με τθν ψυι ςτο ςτόμα. Θ Άννα ςαν να ταράτθε. «Το πραγματό του;.. Δεν ξζρω… Δε κυμάμα να μου το είπαν ςτθν αςτυνομία… Θ Ελπίδα προςπάκθςε να μάκε άτ, αλλά τα αρεία είαν αταςτραεί…» «Το Δθμιτρθσ αραηιςθσ ςου λζε άτ;» Άουςε τθ ωνι τθσ, τραά. Αγνρςτθ. Θ Άννα οφνθςε αρνθτά το εάλ. Απορθμζνθ. Ρσ α τθσ είε ζρκε αυτό τ’ όνομα;
140
«Α, ζτς… Στθν τφθ το είπα», μουρμοφρςε α με τθν πρόαςθ πωσ είε άτ να γράψε επεγόντωσ, παράτθςε τθν Άννα ςφξυλθ α λείςτθε ςτο δωμάτό τθσ. Ζπρεπε αμζςωσ α ωρίσ να τθν αοφςε, να τθλεωνιςε ςτο κείο τθσ τον Αναςτάςθ. Σαν ανταπόρςθ ςτθ λατάρα τθσ τισ απάντθςε ο ίδοσ. «Κείε, πεσ μου, ςε παρααλ, ο παπποφσ μου είε ψευδνυμο;» Ο γζροσ δεν άουγε αναγάςτθε να δυναμςε τθ ωνι τθσ «Ρσ ςου ατζβθε τρα αυτό;» γρίναξε. «Κα ςου εξθγιςω… Πταν ζρκω…» «Να’ ρκεσ ελεφκερα! Αυτιν τθ Βζρα τθν ζδωξα. Τα ατάερα! Ριρε α το μπαςταρδά τθσ…» «πράβο, κείε! Αλλά ςε ρτθςα…» «Τ κεσ α ςαλίηεσ τρα…» «Είε ψευδνυμο; Ρεσ μου!» «Ε, να… » Τθσ όπθε θ ανάςα. «Ροο ιταν;» «Ρολλά ηθτάσ! Ροφ να κυμάμα…» «ιπωσ Ορζςτθσ Αυξεντίου;» Θ ςωπι του τθσ άνθε ατελείωτθ. ιπωσ τθσ είε λείςε το τθλζωνο; «Ρσ ςτθν ευι το’ μακεσ εςφ;» «Κα ςου εξθγιςω, αλλά ό τρα. Ρεσ μου, τον δολοόνθςαν;» «Ραράτα με, επτζλουσ ! Τ τα κζλεσ αυτά;..» «Είνα απόλυτθ ανάγθ να μάκω! Σε παρααλ!» Άουςε το γζρο ν’ αναςτενάηε. «Ε, λοπόν, αοφ είςα τόςο ξεροζαλθ α κζλεσ ςνε α αλά να μάκεσ άλλα γα το ςό ςου, μάκε τα όλα να ξεμπερδεφω μαηί ςου!.. Ο παπποφσ ςου ςότωςε τον ναρζμπορο εραςτι τθσ Φοίβθσ α τον ςυνεργάτθ του! Ραραδόκθε. Δάςτθε. Του βριανε ελαρυντά. όγω εξαίρετθσ δαγωγισ ζμενε ςτθ υλαι δυο ρόνα… Πταν βγιε, πιγε να ηιςε μαρά από τθν Ακινα. Νομίηω ς’ ζνα ωρό, επάνω ςτο αίναλο. Πμωσ τον ξετρφπωςαν άποο τθσ ςπείρασ α τον ςότωςαν… Αντεδίθςθ… Αν πάςτθαν; Α, μπα. Ο ατροδαςτισ γνωμάτευςε, βλζπεσ, αυτοτονία! Ο δολοόνο του ιταν α αζδεσ τθσ αςτυνομίασ. αταλαβαίνεσ… Πταν γφρςα, α βζβαα το’ ψαξα το ηιτθμα. Άλλωςτε, αν α μαρά, μόνο εγ ρατοφςα επαι με τον παπποφ ςου, θ αδελι μου ο Γεράςμοσ είαν αποξενωκεί. ζςα από ζναν παλό μου ίλο, ςυνταξοφο δοθτι τθσ αςτυνομίασ, βρια τθν αλικεα. Αλλά τ μποροφςα να άνω; Το ζγλθμα είε προ πολλοφ
141
παραγραεί. Γατί οφτςανε; Ρρν αταζρουν να τον ξεπαςτρζψουν, τον είαν πυροβολιςε, αλλά τον είαν μόνο τραυματίςε. Στο πόδ. οπόν τρα ξζρεσ ό,τ ξζρω α μαάρ να ςου βγε ςε αλό! » ζλεςε απότομα το τθλζωνο. Είε ςωςτά μαντζψε! Ορζςτθσ α παπποφσ ιταν το ίδο πρόςωπο! Ξανάςτθε με τον ίδο τθσ τον εαυτό που δεν ζτρεξε να το ανερςε αμζςωσ ςτθν Άννα. Στεόταν εεί, ςτθ μζςθ τθσ άμαρασ, ςε απερίγραπτθ ςφγυςθ. Τ είε ζρκε να άνε ςτ’ Αγνάντο; Τ είε ζρκε να άνε ς’ αυτόν τον αατανόθτο όςμο που τθσ γλςτροφςε α τθσ ξζευγε, απατθλά όμοροσ, ταγμζνοσ από ονά απελπςία; Σεδόν αυτόματα άλεςε ςτο νθτό τον άρο. Ανθςφθςε εείνοσ με τον τόνο τθσ ωνισ τθσ. Τ ζτρεε; Ιταν αλά; Αςκμαίνοντασ του τα είπε μζςεσ άρεσ. Συμπζραςμα. Δεν ιταν μόνο θ όρθ μασ αποεαλςμζνθσ, αλλά θ εγγονι δολοόνου α δολοονθμζνου. Ο παπποφσ τθσ ιταν ο εραςτισ τθσ Άννασ, θ Ελπίδα θ όρθ τουσ επομζνωσ δι τθσ κεία! Ο άροσ ςωποφςε α νόμςε πωσ θ ςφνδεςθ είε οπεί. «άρο, μ’ αοφσ;» « Σ’ αοφω, λζε!» «α δε λεσ τίποτε;..» «Τα’ ω τελείωσ αμζνα… Ρροςπακ να τα ωνζψω όλα αυτά. Ράντωσ, Τςλβίκρα, βριεσ μα οογζνεα!» «Π,τ βρια, το βρια εξατίασ ςου, άρο! Εςφ επζμενεσ να επςετ το κείο ςτο γθροομείο!» «Ζπαξε ρόλο υρίωσ το αςτυνομό ςου δαμόνο, το δαμόνό ςου γενότερα… Ε, τρα που ζεσ τθν Άννα α τουσ άλλουσ, ελπίηω να μθν ξεάςεσ α τον Ελεαντοφλθ ςου!» Ο άροσ προςπακοφςε να δςε ανάλαρο τόνο ςτθ ωνι του, ςαν να πετοφςε ανζνα απ’ τ’ αςτεάα του, όμωσ εείνθ άουςε μζςα τθσ τον ςπαςμζνο ιο του όβου. Φοβότανε μθν τθ άςε! Ρσ του περνοφςε άτ τζτοο απ’ το μυαλό; «άρο, άςε τσ μαλαίεσ! Σου’ ρομα αφρο! «Αλικεα, Λά;.. Αφρο!» Δονιςεσ αμβολίασ ελπίδασ ςτθ ωνι του. Τα ματάα του κα λάμπανε από αρά. Το αμόγελό του κα ξεμφτηε. Δελαςμζνο ςτθν αρι. Ρονθροφτςο α παγνδάρο μετά. Τον ιξερε αλά τον άρο τθσ. «Ε, τ να άνω; Τελείωςα τθ δουλεά μου. ς’ επκφμθςα, βρε Ελεαντοφλθ!»
142