Τίτλος πρωτοτύπου: Wicked Copyright © 2005 by Heather Graham Pozzessere © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.à.r.l. ISBN 978-960-620-353-4 Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη Επιμέλεια: Ιωάννα Μπουζαλά Διόρθωση: Μπέττυ Σπανοπούλου ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 19 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. Στη Φράνσι Νόλιν, με όλη την αγάπη, τις ευχαριστίες και τις θερμότερες ευχές μου
Πρόλογος
Χωρίς μάσκα Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τρέχει. Και να προσεύχεται, αφού η φυγή ήταν η σωτηρία της! Σίγουρα θα ερχόταν η αστυνομία. Μα ήταν δυνατόν να μην ερχόταν η αστυνομία, αφού είχε γίνει φόνος; Κι όμως, άδικα ήλπιζε. Ο φόνος δεν είχε γίνει στο κάστρο. Αλλά αν η Καμίλ άφηνε αυτή τη σκέψη να την κυριεύσει, θα την έπιανε πανικός. Κι αυτή τη στιγμή έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιμία της, γιατί έτρεχε. Και πού να ήξερε ότι την ακολουθούσε ο ίδιος ο διάβολος... Είχε απομακρυνθεί πολύ από το μεγάλο κάστρο του Καρλάιλ και τώρα άκουγε μόνο τη λαχανιασμένη ανάσα της. Ήταν σαν να την έσπρωχνε μπροστά ένας δυνατός άνεμος. Κάποια στιγμή θ’ αναγκαζόταν να σταματήσει. Όταν το έκανε, κατάλαβε πως ο θόρυβος που είχε ακούσει δεν προερχόταν μόνο από τα δικά της, κουρασμένα πνευμόνια. Ο άνεμος είχε δυναμώσει και σφύριζε μέσα από τα πυκνά φυλλώματα που έκρυβαν τον ουρανό πάνω από το κεφάλι της. Χάρηκε, γιατί έτσι θα διαλυόταν η ομίχλη που τύλιγε πάντα αυτό το δάσος λόγω της γειτνίασης με τα κοντινά βαλτοτόπια. Απόψε είχε και πανσέληνο. Αν η ομίχλη διαλυόταν, θα έβλεπε καλύτερα γύρω της. Αλλά κι αυτοί που την κυνηγούσαν θα έβλεπαν καλύτερα... Πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι όταν ένιωσε ότι μπορούσε να συνεχίσει, έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Ο λεπτεπίλεπτος δαντελένιος φιόγκος της φούστας της πιάστηκε σ’ ένα χαμόκλαδο κι εκείνη το τράβηξε βιαστικά, αδιάφορη για τη ζημιά που θα προκαλούσε στο φίνο ύφασμα. Στο μυαλό της υπήρχε μόνο η φυγή, η επιβίωση.
Ο δρόμος τραβούσε ανατολικά. Ο δρόμος προς το Λονδίνο, προς τον πολιτισμό, τραβούσε ανατολικά. Σίγουρα κάπου εκεί θα έβρισκε μια άμαξα που θα μετέφερε επισκέπτες πίσω στην πόλη. Αρκεί να κατάφερνε να φτάσει στο δρόμο πριν... την προλάβει ο δολοφόνος. Ήταν σίγουρη πως αυτό το παιχνίδι είχε παρατραβήξει, ήταν βέβαιη πως ερχόταν να τη σκοτώσει, να της κλείσει μια για πάντα το στόμα προκειμένου εκείνη να μην προδώσει τα μυστικά του κάστρου Καρλάιλ. Μέσα στο σκοτάδι και την πάχνη που στροβιλιζόταν στον μανιασμένο άνεμο, άκουσε το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό κάποιου λύκου, τρελαμένου από τη νύχτα, όπως κι η ίδια. Κι όμως, αυτή τη στιγμή η Καμίλ δε φοβόταν καθόλου τους λύκους του Καρλάιλ, γιατί ήξερε πως άλλος ήταν ο αληθινός κίνδυνος. Ένα κτήνος, αλλά με μορφή ανθρώπου. Ένα θρόισμα στις φυλλωσιές την προειδοποίησε πως κάποιος είχε ζυγώσει. Όρθωσε το σώμα της μπας και το ένστικτο της έδειχνε έναν τρόπο διαφυγής... Μα το θρόισμα ακούστηκε κοντά της, πολύ κοντά της. Τρέχα! Η εντολή λες και ούρλιαξε μέσα στο μυαλό της. Μάζεψε τις δυνάμεις της, μα ήταν πολύ αργά. Εκείνος βγήκε από τα σκοτάδια και όρμησε καταπάνω της. «Καμίλ!» Ήξερε πολύ καλά αυτή τη φωνή. Πάγωσε το αίμα της. Και τότε κοίταξε καταπρόσωπο τον άντρα... το πρόσωπο που υπήρχε πίσω από τη μάσκα! Τον είχε ήδη γνωρίσει με την αφή, κοιτώντας τον μόνο φευγαλέα σε στιγμές ερωτικής παραφοράς. Είχε ένα εκπληκτικό πρόσωπο, τραχύ αλλά καλαίσθητο, με δυνατό πιγούνι, αδρή, ίσια μύτη. Όσο για τα μάτια του... Τα είχε δει καθαρά εκείνα τα μάτια, πάντοτε τα έβλεπε καθαρά. Την είχαν προκαλέσει, την είχαν περιφρονήσει, την είχαν αξιολογήσει. Κι
άλλοτε πάλι είχαν καρφωθεί πάνω της με συγκλονιστική τρυφερότητα. Για κάποιες ατέλειωτες στιγμές ήταν σαν να έμειναν όλα ακίνητα, ο χρόνος, το δάσος, ο ίδιος ο άνεμος. Τώρα έβλεπε γυμνό το πρόσωπό του. Ποια ήταν λοιπόν η μάσκα; Εκείνο το αλλόκοτο δερμάτινο προσωπείο, φτιαγμένο έτσι που να θυμίζει ζώο; Ή μήπως αυτό το ανθρώπινο πρόσωπο, πολύ συγκλονιστικότερο απ’ όσο είχε φανταστεί, με τα επιβλητικά χαρακτηριστικά και την κλασική κατατομή που άνετα θα μπορούσε ν’ ανήκει σε αρχαίο θεό; Ποιο από τα δύο ήταν το αληθινό; Η αρπακτική απειλή του κτήνους ή η ενάρετη δύναμη του άντρα; «Καμίλ, σε παρακαλώ, για τ’ όνομα του Θεού! Έλα μαζί μου. Έλα τώρα μαζί μου». Καθώς της μιλούσε, βήματα ακούστηκαν πίσω του. Ήταν και κάποιος άλλος εκεί; Μήπως ο σωτήρας της; Ή κάποιος με οικείο πρόσωπο; Μήπως ένας από τους άλλους που παρίσταναν τους ήρωες της, κι ας ήταν όλοι τους μπλεγμένοι στα μυστήρια και τα πλούτη του παρελθόντος; Ο ίδιος ο λόρδος Γουίμπλι, ο Χάντερ, ο Όμπρι, ο Άλεξ... ή – Θεέ μου!– ο σερ Τζον. Στράφηκε γρήγορα και είδε τον άλλο άντρα να ξεπροβάλλει από το μονοπάτι με την οργιώδη βλάστηση, ανάμεσα σε πυκνά δέντρα και θάμνους. «Καμίλ! Δόξα τω Θεώ!» Την πλησίασε. «Αν την αγγίξεις, πέθανες», γρύλισε ο άντρας που η Καμίλ είχε γνωρίσει σαν κτήνος. «Θα σε σκοτώσει, Καμίλ», είπε τρυφερά ο άλλος άντρας. «Ποτέ», είπε ο πρώτος το ίδιο τρυφερά. «Το ξέρεις πως είναι δολοφόνος!» ξέσπασε ο άλλος. «Ξέρεις πως ένας από τους δυο μας είναι δολοφόνος», της είπε ήρεμα το κτήνος. «Για όνομα του Θεού, Καμίλ, ο άνθρωπος είναι ένα τέρας! Το έχει αποδείξει!» Κοιτούσε πότε τον ένα και πότε τον άλλο κι είχε πελαγώσει. Ό-
ντως, ένας από τους δύο ήταν δολοφόνος. «Καμίλ, γρήγορα... έλα κοντά μου», είπε ο ένας. Ο άντρας που είχε γνωρίσει σαν κτήνος την κοίταξε στα μάτια. «Σκέψου προσεκτικά, αγάπη μου. Σκέψου όλα όσα είδες, έμαθες... κι ένιωσες. Προσπάθησε να θυμηθείς, Καμίλ, κι αναρωτήσου ποιος είναι το αληθινό τέρας». Να θυμηθεί; Τι απ’ όλα; Τις φήμες και τα ψέματα; Ή τη μέρα που είχε πρωτοέρθει σ’ αυτό το δάσος, που είχε ακούσει για πρώτη φορά το ουρλιαχτό των λύκων και... τον ήχο της φωνής του; Την ημέρα που είχε γνωρίσει το κτήνος.
Κεφάλαιο 1
«Θεέ και Κύριε, τι έκανε πάλι;» ρώτησε η Καμίλ με φόβο τον Ραλφ, τον υπηρέτη, επιστήθιο φίλο και δυστυχώς, πολύ συχνά, συνένοχο του Τρίσταν. «Τίποτα!» είπε με αγανάκτηση ο Ραλφ. «Τίποτα; Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί στέκεσαι μπροστά μου λαχανιασμένος, σαν να πρόκειται άλλη μια φορά να σώσω τον κηδεμόνα μου από φυλακή, μπορντέλο ή κάποιο άλλο κακόφημο μέρος!» Ήξερε πως ακουγόταν έξαλλη από θυμό. Ο Τρίσταν ήταν αδύνατο να μείνει μακριά από μπελάδες. Μπορεί ν’ ακουγόταν αποφασισμένη να τον αφήσει να βράσει στο ζουμί του, αλλά η Καμίλ δε θα το έκανε. Ο Ραλφ το ήξερε καλά, όπως το ήξερε κι η ίδια. Ο Τρίσταν Μοντγκόμερι δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοπρεπής ως κηδεμόνας, παρά το γεγονός ότι η μοίρα τον είχε προικίσει με κάποια ανώτερη κοινωνική θέση, απόδειξη ότι ο τίτλος δε συμβαδίζει πάντα με το χαρακτήρα του ανθρώπου. Όμως δώδεκα χρόνια πριν την είχε σώσει από το φτωχοκομείο κι ίσως από κάποια άλλη, πιο σκληρή μοίρα. Ανατρίχιασε όταν σκέφτηκε τα άλλα πάμφτωχα ορφανά που ήταν αναγκασμένα να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Τα οικονομικά του Τρίσταν ουδέποτε υπήρξαν αυτό που θα έλεγε κανείς ικανοποιητικά, όμως από την πρώτη μέρα που την είδε μόνη της, δίπλα στο ζεστό ακόμα κορμί της μητέρας της, της έδωσε αμέσως την καρδιά του και την οικονομική του στήριξη, όποια κι αν ήταν αυτή. Κι η Καμίλ αυτό δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Ωστόσο εδώ και αρκετά χρόνια κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες για ν’ αποκτήσει εκείνος μια καλύτερη θέση στην κοινωνία. Ένα σπιτικό. Μια πιο αξιοπρεπή ζωή... Ευτυχώς ο Ραλφ την είχε συναντήσει διακριτικά στη γωνία αντί να έρθει στο Βρετανικό Μουσείο όπου η ατημέλητη εμφάνισή του ίσως
να της είχε στοιχίσει την πολυπόθητη δουλειά της. Η Καμίλ γνώριζε για την αρχαία Αίγυπτο πιο πολλά από τους περισσότερους άντρες που είχαν παρευρεθεί στις ανασκαφές, όμως ο σερ Τζον Μάθιους είχε έντονες αντιρρήσεις ως προς την πρόσληψη μιας γυναίκας στο μουσείο. Και με τον σερ Χάντερ Μακντόναλντ σύμφωνο σε μια τέτοια απόφαση, τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα. Η αλήθεια είναι ότι ο Χάντερ τη συμπαθούσε πάρα πολύ, αλλά το γεγονός ότι τη θαύμαζε θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει εναντίον της. Θεωρούσε τον εαυτό του έμπειρο εξερευνητή, ήταν εμφανώς επιφυλακτικός απέναντι στις χειραφετημένες γυναίκες και πίστευε ακράδαντα πως το ωραίο φύλο έπρεπε να μένει στο σπίτι. Τουλάχιστον ο Άλεξ Μίτλεμαν, ο Όμπρι Σάιζμορ, ακόμα κι ο λόρδος Γουίμπλι έδειχναν ν’ αποδέχονται την παρουσία της χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Ευτυχώς ο λόγος του λόρδου Γουίμπλι και του σερ Τζον μετρούσε περισσότερο. Μα οι κόποι και τα βάσανα της δουλειάς της δεν είχαν μεγάλη σημασία αυτή τη στιγμή. Ο Τρίσταν είχε μπλεξίματα. Ήταν ανάγκη να συμβεί αυτό Δευτέρα βράδυ, στο ξεκίνημα της εργάσιμης εβδομάδας; «Το ορκίζομαι, ο Τρίσταν δεν έκανε τίποτα». Ο Ραλφ αναψοκοκκίνισε. Ήταν μικροκαμωμένος άντρας, όχι ψηλότερος από ένα κι εξήντα πέντε, αλλά πολύ ζωηρός. Γρήγορος, ευέλικτος, και μόνος του έκανε τις δουλειές του, σαν το λύγκα. Η Καμίλ γύρισε και κοίταξε πίσω της. Οι έφοροι αρχαιοτήτων του μουσείου έβγαιναν από το μεγαλόπρεπο και όμορφο κτίριο και μπορεί να έπεφταν πάνω της. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Άλεξ Μίτλεμαν, ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον σερ Τζον. Αν την έβλεπε, θα ήθελε να μιλήσουν, να τη συνοδεύσει ως τις άμαξες. Η Καμίλ έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Έπιασε τον Ραλφ από τον αγκώνα και τον ανάγκασε να προχωρήσει. Την ίδια στιγμή μια δυνατή ριπή του ανέμου έκανε το κρύο ακόμα πιο τσουχτερό. Ίσως δεν έφταιγε μόνο αυτό. Ίσως ήταν ένα προαίσθημα φόβου αυτό που διέτρεξε σαν παγωμένο χέρι τη ραχοκοκαλιά της.
«Έλα λοιπόν, μίλα μου γρήγορα!» τον προειδοποίησε η Καμίλ. Ανησυχούσε ήδη πολύ, πάρα πολύ. Ο Τρίσταν ήταν έξυπνος, απίστευτα διαβασμένος, είχε εκπαιδευτεί στους δρόμους από διάφορους δασκάλους. Της είχε μάθει πολλά... γραφή, ανάγνωση, τέχνες, ιστορία, θέατρο... Και επίσης της είχε διδάξει ότι οι εντυπώσεις ήταν σχεδόν το παν στην κοινωνία. Αν μιλούσε σαν φτωχή μεν, αλλά ευγενικής καταγωγής κυρία κι αν ντυνόταν ανάλογα, αυτό ακριβώς θα εισέπραττε ο κόσμος. Μπορούσε να είναι εκπληκτικά διορατικός σχετικά με τα όσα συνέβαιναν γύρω του. Κι όμως, μερικές φορές έδειχνε σαν να μη διέθετε την παραμικρή κοινή λογική! «Το Ντάγκρεϊ είναι μπροστά», είπε ο Ραλφ αναφερόμενος σε μια παμπ. «Δε χρειάζεσαι τώρα τζιν!» τον μάλωσε η Καμίλ. «Κι όμως, χρειάζομαι», γκρίνιαξε ο μικροκαμωμένος άντρας. Η Καμίλ αναστέναξε. Το Ντάγκρεϊ ήταν γνωστό ως το στέκι της εργατικής τάξης κι είχε καλύτερη φήμη από πολλά άλλα μέρη όπου σύχναζαν ο Ραλφ κι ο Τρίσταν. Επίσης η συγκεκριμένη παμπ δεν αρνιόταν να σερβίρει γυναίκες, ιδίως όταν επρόκειτο για την όλο και πολυπληθέστερη εργατοϋπαλληλική τάξη της χώρας. Η Καμίλ πάντα ντυνόταν προσεκτικά λόγω της θέσης της ως βοηθού του σερ Τζον Μάθιους, ενός από τους εφόρους αρχαιοτήτων του νεοσυσταθέντος Τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων. Η φούστα της είχε σκούρο γκρι χρώμα και μικρό βολάν στον ποδόγυρο, ενώ η μπλούζα της, με το κομψό καλοραμμένο στυλ, που πλαισίωνε σεμνά το λαιμό της, ήταν σε πιο ανοιχτή απόχρωση. Η κάπα της ήταν καλής ποιότητας και αρκετά ευπρεπής. Κάποτε ανήκε σε μια κυρία της αριστοκρατίας η οποία, προφανώς, την είχε δωρίσει στο Στρατό Σωτηρίας, όταν απέκτησε μια άλλη, πιο μοντέρνα. Οι μακριές τούφες των ανοιχτοκάστανων μαλλιών της, που η Καμίλ θεωρούσε και τη μοναδική γοητεία της, ήταν μαζεμένες στην κορυφή του κεφαλιού της. Δε φορούσε άλλα κοσμήματα ή στολίδια εκτός από την απλή χρυσή βέρα που είχε βρει
ο Τρίσταν στο πτώμα της μητέρας της και που η Καμίλ φορούσε πάντα, περασμένη με μια αλυσίδα από το λαιμό της όταν ήταν παιδί και τώρα στο δάχτυλό της. Δεν της φάνηκε να τους έδωσαν σημασία όταν μπήκαν στην παμπ. «Κρυβόμαστε;» ψιθύρισε ο Ραλφ. «Έλα, σε παρακαλώ, πάμε προς το βάθος». «Αν νομίζεις ότι θα περάσεις απαρατήρητη Κάμι, θα πρέπει να ξέρεις πως όλοι οι άντρες εδώ μέσα γύρισαν και σε κοίταξαν». «Μην είσαι ανόητος». «Φταίνε τα μάτια σου». «Έχω δυο συνηθισμένα καφέ μάτια». «Όχι, κοπέλα μου, είναι χρυσά, ολόχρυσα. Και μερικές φορές παίρνουν την απόχρωση του παλιού Σμαραγδένιου Νησιού. Σπάνιο πράγμα. Φοβάμαι πως οι άντρες σε παρατηρούν με περιέργεια... τόσο οι καθωσπρέπει όσο και οι άλλοι!» της είπε κοιτώντας γύρω του θυμωμένος. «Δε μου επιτίθεται κανείς, Ραλφ. Σε παρακαλώ, προχώρα!» Τον οδήγησε γρήγορα προς το ντουμανιασμένο από καπνούς πίσω μέρος του μαγαζιού και παρήγγειλε ένα τζιν γι’ αυτόν κι ένα φλιτζάνι τσάι για τον εαυτό της. «Και τώρα», του είπε, «μίλα!» Κι αυτός της μίλησε. «Ο Τρίσταν σ’ αγαπάει πολύ, παιδί μου. Το ξέρεις αυτό», άρχισε ο Ραλφ. «Όπως κι εγώ. Και δεν είμαι πια παιδί, δόξα να ’χει ο μεγαλοδύναμος Θεός!» αντιγύρισε η Καμίλ. «Και τώρα πες μου αμέσως, από ποιους μπελάδες πρέπει να τον σώσω αυτή τη φορά;» Ο Ραλφ μουρμούρισε κάτι μέσα στο ποτήρι του τζιν του. «Ραλφ!» τον μάλωσε εκνευρισμένη εκείνη. «Βρίσκεται στα χέρια του κόμη του Καρλάιλ». Η Καμίλ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν το τελευταίο που περίμενε ν’ ακούσει. Κι άρχισε να φοβάται, πριν ακούσει και τα υπόλοιπα.
Όλοι ήξεραν πως ο κόμης του Καρλάιλ ήταν ένα τέρας. Όχι μόνο στις συναλλαγές του με τους εργάτες, τους υπηρέτες και την αριστοκρατία, αλλά και στην πραγματικότητα. Οι γονείς του, πάμπλουτοι από τις περιουσίες που κληρονόμησαν αμφότεροι, θεωρούσαν τους εαυτούς τους μελετητές, μεγάλους συλλέκτες αρχαιοτήτων και αρχαιολόγους. Το πάθος για οτιδήποτε σχετικό με την αρχαία Αίγυπτο είχε ριζώσει από νωρίς στις καρδιές τους κι όταν ήταν ενήλικες έζησαν στο Κάιρο. Έστειλαν το μοναχοπαίδι τους πίσω στην Αγγλία για μια σωστή κι ολοκληρωμένη εκπαίδευση με πανεπιστημιακές σπουδές κι εκείνο επέστρεψε αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, η οικογένεια έπεσε θύμα κάποιας θανάσιμης κατάρας. Είχαν ανακαλύψει τον τάφο κάποιου αρχαίου ιερέα, γεμάτο με πολύτιμα αναθήματα, ανάμεσα στα οποία κι ένα αγγείο με την καρδιά της πολυαγαπημένης παλλακίδας του ιερέα. Η παλλακίδα θεωρούνταν μάγισσα. Η κλοπή του αγγείου έριξε βαριά κατάρα στην οικογένεια. Γράφτηκε πως ένας από τους Αιγύπτιους ανασκαφείς άρχισε να παραληρεί, δείχνοντας τον ουρανό, δηλώνοντας πως ο εγωισμός κι η βαναυσότητα μιας τέτοιας ιεροσυλίας θα έφερναν την καταστροφή. Ο κόμης και η κόμισσα έβαλαν τα γέλια ακούγοντάς τον, μεγάλο σφάλμα προφανώς, αφού βρήκαν κι οι δυο μυστηριώδη και φριχτό θάνατο μέσα σε λίγες μέρες. Ο γιος τους, ο σημερινός κόμης, βρισκόταν μαζί με τα στρατεύματα της Αυτού Μεγαλειότητας προκειμένου να καταστείλει τις εξεγέρσεις που γίνονταν εκείνες τις μέρες στην Ινδία. Μόλις έμαθε τα νέα, παραφρόνησε στη μάχη και προκάλεσε μια αψιμαχία στην οποία τα στρατεύματα της Αυτού Μεγαλειότητας υποσκελίστηκαν από τα εχθρικά. Τελικά βγήκε νικητής, αλλά με τραύματα που τον σημάδεψαν φριχτά. Γεμάτος πικρία και φορτωμένος με μια τρομερή οικογενειακή κατάρα, παρά την περιουσία που είχε κληρονομήσει, δεν αναζήτησε ποτέ σύζυγο στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τις φήμες ο άντρας αυτός ήταν απερίγραπτα χυδαίος.
Φρικιαστικός στην όψη, παραμορφωμένος, μαυριδερός και σατανικός, σαν την καρδιά που είχε βρεθεί στο αγγείο κι είχε μεταφερθεί στο κάστρο των Καρλάιλ. Είπαν πως το λείψανο κάποια στιγμή εξαφανίστηκε, και μάλιστα πολλοί πίστεψαν πως η καρδιά ενώθηκε μ’ αυτήν του σατανικού άρχοντα του κάστρου. Που μισούσε τους πάντες. Που ζούσε σαν ερημίτης στο απέραντο εκείνο μέγαρο και παρέπεμπε τους καταπατητές, όσους δεν πυροβολούσε επιτόπου, στην εσχάτη των ποινών. Αυτά γνώριζε η Καμίλ. Αν δεν τα είχε διαβάσει στις εφημερίδες, θα είχε ακούσει έτσι κι αλλιώς την ιστορία, ωραιοποιημένη σίγουρα, αφού αποτελούσε πάντα το αντικείμενο συζήτησης του Τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων του μουσείου. Ο Ραλφ δε χρειαζόταν να της πει τίποτα περισσότερο για να πλημμυρίσει η καρδιά της με τρόμο. Παρέμεινε απαθής, αναγκάζοντας τη φωνή της ν’ ακουστεί σταθερή. «Και πώς τα κατάφερε ο Τρίσταν να έρθει αντιμέτωπος με τον κόμη του Καρλάιλ;» Ο Ραλφ αποτελείωσε το τζιν του μ’ ένα ρίγος, έγειρε πίσω και κοίταξε την Καμίλ. «Το ’βαλε σκοπό να... ε, να ληστέψει μια άμαξα από τα βόρεια». Η Καμίλ τα έχασε, τον κοίταξε έντρομη. «Εννοείς, δηλαδή, ότι ήθελε να κλέψει κάποιον, σαν κανονικός ληστής; Θα μπορούσαν να τον πυροβολήσουν... να τον κρεμάσουν!» Ο Ραλφ στριφογύρισε άβολα. «Ε, καλά δε φτάσαμε ως εκεί». Ένας πόνος την κυρίευσε, εκτός από το φόβο της. Τώρα είχε μια κανονική, απόλυτα αξιοπρεπή δουλειά. Μια εργασία που τη γέμιζε ενθουσιασμό και την πλήρωνε γενναιόδωρα. Θα μπορούσε να συντηρήσει άνετα και τους τρεις τους, χωρίς ο Τρίσταν να καταφεύγει σε μικροαπάτες. «Πες μου, σε παρακαλώ, τι εμπόδισε δυο ανόητους σαν κι εσάς να σκοτωθείτε;» ζήτησε να μάθει. Στριφογύρισε πάλι στο άβολο κάθισμά του.
«Το κάστρο Καρλάιλ», είπε με τα μάτια κατεβασμένα. «Για συνέχισε!» Οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν κι απάντησε με ύφος αμυντικό. «Επειδή ο Τρίσταν είναι τόσο αφοσιωμένος σ’ εσένα, Κάμι, ψάχνει κάποιον τρόπο να σε εντάξει στην αριστοκρατία». Η Καμίλ τον κοίταξε αμίλητη και η οργή μεγάλωνε μέσα της, μέχρι που τελικά άρχισε να διαλύεται. Δεν μπορούσε να εξηγήσει στον Ραλφ ότι δε θα αποτελούσε ποτέ μέλος αυτής της κοινωνίας. Μπορεί ο πατέρας της να υπήρξε ευγενής. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να είχε παντρευτεί κρυφά τη μητέρα της. Το δαχτυλίδι που φορούσε φανέρωνε έναν άντρα που ένιωθε τρυφερότητα απέναντι στη μητέρα της, ώστε να της χαρίσει τουλάχιστον ένα όμορφο κόσμημα. Ο κόσμος πίστευε πως η Καμίλ ήταν παιδί ενός μακρινού συγγενή του Τρίσταν, κάποιου που είχε χριστεί ιππότης για τη γενναιότητα με την οποία υπηρέτησε τη Μεγαλειότητά του στο Σουδάν. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Και ποτέ εκείνη δε θα έκανε έναν επιφανή γάμο, ούτε θα συναναστρεφόταν την αριστοκρατία ή οτιδήποτε άλλο. Κι αν πίεζε πολύ την τύχη της, η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν. Κι η αλήθεια αυτή δεν ήταν καθόλου όμορφη. Η μητέρα της υπήρξε πόρνη. Είχε πεθάνει στο Γουαϊτσάπελ. Σίγουρα κάποτε είχε ονειρευτεί μια διαφορετική ζωή. Όμως ερωτεύτηκε και βρέθηκε παραπεταμένη στο Ιστ Εντ του Λονδίνου, απόκληρη κι άφραγκη. Όποιος κι αν ήταν ο πατέρας της Καμίλ, είχε από καιρό εξαφανιστεί, όταν η Καμίλ έκλεισε τα εννέα. Και η Τες Τζάρντινελ πέθανε στους ίδιους δρόμους στους οποίους είχε δουλέψει. Αν ο Τρίσταν δεν ερχόταν εκείνη τη μέρα... «Ραλφ», είπε μ’ έναν βαθύ στεναγμό, «σε παρακαλώ, εξηγήσου». «Οι πύλες ήταν μισάνοιχτες», της είπε. «Μισάνοιχτες;» «Καλά... ήταν κλειδωμένες. Αλλά υπήρχε ένα άνοιγμα στον τοίχο κι αυτό φάνηκε δελεαστικό σ’ έναν τυχοδιώκτη σαν τον Τρίσταν». «Τυχοδιώκτη;»
Ο Ραλφ κοκκίνισε, αλλά δε διόρθωσε το χαρακτηρισμό του. «Δεν υπήρχαν σκυλιά τριγύρω. Ήταν νωρίς το βράδυ. Υπάρχουν ιστορίες για τους λύκους που τριγυρίζουν στο δάσος, όμως τον ξέρεις τώρα τον Τρίσταν. Πίστευε ότι έπρεπε να το επιχειρήσουμε». «Κατάλαβα. Μόνο και μόνο για ν’ απολαύσετε μια φεγγαρόλουστη νύχτα στους κήπους του κάστρου;» Ο Ραλφ ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Εντάξει. Ο Τρίσταν πίστευε ότι ίσως να υπήρχε κανένα μπιχλιμπίδι κάπου πεσμένο στο έδαφος, κάτι που θα εξασφάλιζε μια περιουσία αν πουλιόταν στα σωστά μέρη, στους σωστούς ανθρώπους. Αυτό είναι όλο κι όλο. Πίστευε πως ίσως βρίσκαμε κάτι που δε θα έλειπε από κάποιον σπουδαίο και τρανό σαν τον κόμη του Καρλάιλ. Και που αν πουλιόταν σωστά... θα μας έφερνε πολλά λεφτά». «Μαύρη αγορά!» «Θέλει το καλύτερο για σένα. Κι ύστερα υπάρχει κι εκείνος ο νεαρός στο μουσείο που έχει δείξει τόσο ενδιαφέρον!» Η Καμίλ είχε μείνει άφωνη. Ο Ραλφ αναφερόταν στον σερ Χάντερ Μακντόναλντ, ένα σύμβουλο του λόρδου Ντέιβιντ Γουίμπλι κι επίτιμο πρόεδρο του Τμήματος Αρχαιοτήτων, λόγω της εμπειρίας του στις αιγυπτιακές ανασκαφές και, δίχως αμφιβολία, λόγω των τεράστιων χρηματικών ποσών που είχε συνεισφέρει στο μουσείο. Ο Χάντερ ήταν ελκυστικός κι είχε κερδίσει επάξια την ιπποσύνη του στη βασιλική υπηρεσία. Ψηλός, γοητευτικός, εύγλωττος και γεροδεμένος. Αν και απολάμβανε τη συντροφιά του, η Καμίλ ήταν αρκετά επιφυλακτική απέναντί του. Παρά τη γοητεία του, τα ασταμάτητα κομπλιμέντα και τις προσπάθειές του να την προσεγγίσει, η Καμίλ δεν ξεχνούσε ποτέ την καταγωγή της. Είχε φανταστεί πολλές φορές τη μητέρα της, μοναχική και όμορφη, να εμπιστεύεται έναν τέτοιο άντρα ακολουθώντας την καρδιά της κι αγνοώντας κάθε λογική και πραγματικότητα. Ήξερε πως ο Χάντερ ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, όμως δεν είχε κανέ-
να μέλλον κοντά του. Όσα κομπλιμέντα κι ωραίες λέξεις κι αν της έλεγε, ήταν σίγουρη πως δεν ήταν η κατάλληλη γυναίκα για να την παρουσιάσει στη μητέρα του. Στη ζωή της δε θα δεχόταν τίποτα λιγότερο από μια αληθινή δέσμευση. Δεν υπήρχε περίπτωση να τυφλωθεί από έρωτα, ούτε ν’ αφήσει το πάθος να κυβερνήσει το μυαλό της. Κι η Καμίλ εννοούσε να διατηρήσει την περηφάνια, την αξιοπρέπεια και τη θέση της πάση θυσία. Δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί πως θα έχανε τη δουλειά της στο μουσείο και γι’ αυτό ήταν αποφασισμένη να είναι πολύ προσεκτική. «Δε θέλω κανέναν νεαρό, Ραλφ, που δε θα ενδιαφέρεται για μένα την ίδια». «Πολύ ωραία τα λες, Καμίλ. Μα ζούμε σε μια κοινωνία που ενδιαφέρεται μονάχα για την αριστοκρατική καταγωγή και τα πλούτη». «Ένας κηδεμόνας με ποινικό μητρώο που εκτίει ποινή στις φυλακές του Νιούγκεϊτ δε θα μου χαρίσει ούτε πλούτη ούτε αριστοκρατική καταγωγή, Ραλφ». «Αχ, έλα τώρα. Σε παρακαλώ, Καμίλ, δεν είχαμε κακό σκοπό! Άλλοι ληστές γίνονται θρύλοι επειδή κλέβουν από τους πλούσιους και δίνουν στους φτωχούς. Εμείς απλώς τυχαίνει να είμαστε οι φτωχοί». «Κι άλλοι ληστές έχουν κρεμαστεί αμέτρητες φορές!» του θύμισε έξαλλη. «Έχω προσπαθήσει με ιώβεια υπομονή να εξηγήσω και στους δυο σας ότι η ληστεία δεν είναι απλώς κάτι κακό, είναι παράνομη πράξη!» «Αχ, Κάμι, κορίτσι μου!» είπε με δυστυχία ο Ραλφ. Τα μάτια του χαμήλωσαν πάλι στο τραπέζι. «Μπορώ να έχω άλλο ένα τζιν;» «Φυσικά και δεν μπορείς! Πρέπει να διατηρήσεις το μυαλό σου καθαρό ώστε να μου τελειώσεις την ιστορία και να δω τι μπορώ να κάνω! Πού είναι τώρα ο Τρίσταν; Τον έχουν πάει στον ειρηνοδίκη; Τι στην ευχή θα μπορέσω να κάνω εγώ; Κι αφού έπιασαν τον Τρίσταν, τότε...»
«Εμένα με έσπρωξε πίσω από τα δέντρα για να συλληφθεί μόνο αυτός». «Ώστε τον συνέλαβαν;» είπε. Ο Ραλφ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, δαγκώθηκε. «Βρίσκεται στο κάστρο Καρλάιλ Τουλάχιστον εκεί νομίζω πως είναι ακόμα. Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα». «Ω Θεέ μου! Σίγουρα θα τον έχουν πάει ήδη σε κάποια φυλακή!» Προς έκπληξή της ο Ραλφ κούνησε και πάλι το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι... βλέπεις, άκουσα το κτήνος». «Συγνώμη;» «Ήταν εκεί. Ο κόμης του Καρλάιλ ήταν εκεί, καβάλα στο τεράστιο, μαύρο άλογό του! Πελώριο που ήτανε! Και φώναζε στους άντρες του, τους έλεγε να πιάσουν τον καταπατητή και...» «Και τι άλλο;» «Πως δεν έπρεπε να τον αφήσουν ν’ αποκαλύψει τι είχε δει». Τον κοίταξε σαστισμένη, νιώθοντας τώρα το κρύο να της παγώνει το αίμα. «Γιατί, τι είδατε;» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Τίποτα! Αλήθεια, τίποτα. Αλλά οι άντρες του Καρλάιλ έσυραν τον Τρίσταν μέσα στο κάστρο μαζί τους». «Και πώς το ξέρεις πως το κτήνος ήταν ο Καρλάιλ;» Ο Ραλφ ανατρίχιασε. «Από τη μάσκα!» «Φοράει μάσκα;» «Α, ναι. Ο άνθρωπος είναι ένα τέρας. Σίγουρα θα το έχεις ακουστά». «Είναι ανάπηρος, καμπούρης και φοράει και μάσκα;» «Όχι, όχι, είναι πελώριος. Πανύψηλος πάνω στη σέλα του. Και φοράει μια μάσκα. Δερμάτινη νομίζω, αλλά έχει το πρόσωπο κτήνους. Κάτι σαν λιοντάρι, ίσως. Ή λύκος. Ή μπορεί και δράκος. Είναι φριχτό, αυτό μονάχα ξέρω. Η φωνή του είναι βαθιά σαν βροντή... σαν να τον έχει στοιχειώσει ο ίδιος ο διάβολος. Ήταν σίγουρα εκείνος. Ναι, εκείνος!»
Κοίταξε αμίλητη τον Ραλφ. Ο Ραλφ κούνησε το κεφάλι του με ύφος δυστυχισμένο. «Ο Τρίσταν θα με στραγγάλιζε αν ήξερε ότι θυσίασε τον εαυτό του μόνο και μόνο για να σε ανησυχήσω, όμως... δε γίνεται να τον αφήσουμε εκεί. Ακόμα κι αν η αστυνομία τον θεωρεί ληστή...» Ναι, αυτή η επιλογή ήταν καλύτερη. Αν έφερναν τον Τρίσταν πίσω στο Λονδίνο για να δικαστεί, η Καμίλ θα έβρισκε τρόπο να πληρώσει τη νομική του υπεράσπιση. Θα παρουσιαζόταν η ίδια ενώπιον του ειρηνοδίκη και θα ισχυριζόταν πως ο Τρίσταν όσο μεγάλωνε έχανε τα λογικά του. Ή... τέλος πάντων κάτι θα μπορούσε να κάνει. Όμως, σύμφωνα με τον Ραλφ, ο Τρίσταν βρισκόταν ακόμα στο κάστρο Καρλάιλ, αιχμάλωτος ενός ανθρώπου που φημιζόταν για τη βαναυσότητά του. Η Καμίλ σηκώθηκε. «Τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Ραλφ. «Τι άλλο;» Αναστέναξε κουρασμένη. «Θα πάω στο κάστρο Καρλάιλ». Ο Ραλφ αναρίγησε. «Έκανα λάθος που σου μίλησα. Ο Τρίσταν δε θα ήθελε ποτέ να πας στο στόμα του λύκου». Τον λυπήθηκε, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; «Δεν κινδυνεύω», τον διαβεβαίωσε χαμογελώντας βεβιασμένα. «Κάτι μου έμαθε κι εμένα από την τέχνη της απάτης, Ραλφ. Θα πάω εκεί αθώα κι αφελής και θα μου δώσουν πίσω τον κηδεμόνα μου. Θα δεις». Ο Ραλφ σηκώθηκε βιαστικά. «Δεν μπορείς να πας μόνη!» «Κι ούτε σκοπεύω», τον βεβαίωσε ξερά. «Πρώτα πρέπει να πάμε στο σπίτι για ν’ αλλάξω. Κι εσύ πρέπει ν’ αλλάξεις». «Εγώ;» «Βεβαίως!» «Ν’ αλλάξω;» «Οι εντυπώσεις είναι το παν, Ραλφ», του είπε με σοφία. Εκείνος φάνηκε απορημένος. «Ξέχνα το Πάμε να φύγουμε. Πρέπει να βιαστούμε». Ξαφνικά πάγωσε και στράφηκε πάλι στον Ραλφ. «Δεν τ ξέρει κανείς, έτσι; Κανείς δεν έχει μάθει πως ο κόμης του Καρλάιλ κρατάει τον Τρίσταν,
ναι;» «Κανείς, μονάχα εγώ. Κι εσύ». Ένιωσε ένα κρύο κοκαλιάρικο χέρι να της σφίγγει την καρδιά. Για τ’ όνομα του Θεού, όσο κτήνος κι αν θεωρούνταν ο κόμης του Καρλάιλ, σίγουρα δε θα μπορούσε να... δολοφονήσει έναν άνθρωπο! «Ραλφ, πρέπει να βιαστούμε!» του είπε κι αρπάζοντας το μπράτσο του τον τράβηξε μαζί της. *** «Ο κύριος αναπαύεται ήσυχα», είπε η Ίβλιν Πράιορ μπαίνοντας στο ιδιαίτερο σαλόνι κα σωριάστηκε σε μια από τις πελώριες μπερζέρες μπροστά στη φωτιά. Δίπλα της, ο αφέντης του σπιτιού είχε βολευτεί σε μια ίδια πολυθρόνα και κοιτούσε μουτρωμένος τις φλόγες ενώ έξυνε το μεγάλο κεφάλι του ιρλανδέζικου κυνηγόσκυλου, του Έιτζαξ. Ο Μπράιν Στέρλινγκ, κόμης του Καρλάιλ, κοίταξε την Ίβλιν συνοφρυωμένος και πολύ σκεπτικός «Πόσο άσχημα είναι τραυματισμένος;» ρώτησε ύστερα από μια στιγμή. «Όχι πολύ άσχημα. Ο γιατρός είπε πως χτύπησε λίγο, δεν είδε να έσπασε κάτι, έχει μόνο κάτι μελανιές από το σκαρφάλωμα στους τοίχους και το πέσιμο. Νομίζω όμως πως σε μερικές μέρες θα αναρρώσει». «Και δε θα τριγυρίζει στο σπίτι μέσα στη νύχτα;» Η Ίβλιν χαμογέλασε. «Όχι, για όνομα του Θεού! Ο Κόργουιν κάθεται φρουρός στο διάδρομο. Και όπως ξέρεις, οι κρύπτες είναι πάντα καλά κλειδωμένες. Μόνο εσύ κι εγώ έχουμε τα κλειδιά για τις πύλες εκεί κάτω. Ακόμα κι αν περιπλανιόταν, δε θα έβρισκε τίποτα. Αλλά δε θα πάει πουθενά. Επειδή πονούσε, του χορηγήθηκε μια γερή δόση από λάβδανο». «Δε θα περιπλανηθεί λοιπόν. Ο Κόργουιν θα φροντίσει γι’ αυτό», είπε ο Μπράιαν με βεβαιότητα Το προσωπικό του στο κάστρο Καρλάιλ ήταν λιγοστό, υπερβολικά περιορισμένο για τη φροντίδα ενός τέτοιου μεγάρου. Όλοι εδώ δεν ήταν μόνο υπηρέτες, ήταν και φίλοι. Και κάθε ά-
ντρας ή γυναίκα παρέμενε πιστός ως το μεδούλι. «Έχεις δίκιο. Ο Κόργουιν θα είναι πολύ προσεκτικός στη δουλειά του», συμφώνησε η Ίβλιν. «Τι του ήρθε του ανθρώπου να κάνει κάτι τέτοιο;» Ο Μπράιαν γύρισε το βλέμμα του προς την Ίβλιν γι’ άλλη μια φορά. «Οι κήποι απέξω είναι τόσο θεριεμένοι, σαν ζούγκλα. Είναι απίστευτο ότι πήρε το ρίσκο να τους διασχίσει». «Πόσο όμορφη ήταν αυτή η γη όταν ζούσαν οι γονείς σου!» μουρμούρισε εκείνη. «Ένας χρόνος αγγλικών βροχών, αγαπητή μου, μπορεί να κάνει θαύματα», είπε ο Μπράιαν. «Ώστε λοιπόν μας περιβάλλει μια ζούγκλα με άγρια ζώα! Και τότε τι τον έσπρωξε να το τολμήσει;» «Πιστεύω ότι ήρθε απλώς να κλέψει κάποιο αντικείμενο αξίας, αυτό είναι όλο». «Λες να δουλεύει για λογαριασμό κάποιου άλλου;» τη ρώτησε εκείνος κοφτά. Εκείνη σήκωσε ψηλά τα χέρια της. «Είναι πιθανό να τον έστειλε κάποιος για να βρει αυτό που έχεις. Ναι, είναι κι αυτό πιθανό». «Θα το ανακαλύψω αύριο». Ο Μπράιαν ήξερε πως ο ήχος της φωνής του ήταν παγερός. Δεν το έκανε σκόπιμα, σε ό,τι όμως αφορούσε το κάστρο Καρλάιλ και τις δραστηριότητές του δεν έδειχνε έλεος για κανέναν. Δεν αρνιόταν πως ήταν πικραμένος κι είχε κάθε δικαίωμα γι’ αυτό. Αλλά δεν ήταν μόνο το πρόβλημα του παρελθόντος που έπρεπε να λυθεί. Υπήρχε και το μέλλον. Η Ίβλιν τον κοίταξε με αγωνία, ανήσυχη για τον τόνο της φωνής του. «Είπε πως τον λένε Τρίσταν Μοντγκόμερι. Και ορκίζεται πως δούλευε μόνος, αν και το ξέρεις ήδη, αφού ήσουν εκεί με τον Κόργουιν και τον Σέλμπι όταν τον βρήκαν». «Ναι, το ξέρω. Επίσης ισχυρίστηκε ότι απλώς έπεσε τυχαία πάνω στην ιδιωτική μου περιοχή. Τώρα πώς πέφτει κανείς τυχαία πάνω σ’ έναν τοίχο, δεν ξέρω. Αφού ισχυρίζεται πως δεν είχε καμία κακή πρόθεση,
είναι φυσικό να μην παραδέχεται κανενός είδους συνωμοσία. Αλλά αυτό θα το μάθουμε. Αύριο ο Σέλμπι θα κατέβει στην πόλη και θα δει τι μπορεί ν’ ανακαλύψει γι’ αυτό τον άνθρωπο. Φυσικά, θα παραμείνει φιλοξενούμενός μας ώσπου ν’ αποκαλυφθούν οι αληθινές του προθέσεις». «Να κατέβω κι εγώ για μερικά ψώνια;» πρότεινε η Ίβλιν. «Ίσως», είπε σκεφτικός ο Μπράιαν κι ύστερα αναστέναξε βαθιά. «Κι ίσως είναι καιρός ν’ αρχίσω ν’ αποδέχομαι μερικές προσκλήσεις που έχουν φτάσει στα χέρια μου». Η Ίβλιν γέλασε. «Σου το έλεγα κι εγώ αυτό. Σκέψου όμως το φόβο των μαμάδων που έχουν κόρες της παντρειάς!» «Ναι, είναι κι αυτό ένα θέμα». «Κρίμα που δεν έχεις μια αρραβωνιαστικιά ή μια σύζυγο δίπλα σου, για να δουν πως δεν είσαι τέρας, αλλά ένας άνθρωπος με ψυχολογικά τραύματα από μια μεγάλη οικογενειακή τραγωδία». «Έχεις δίκιο». Ο Μπράιαν την κοιτούσε επίμονα. «Ω, για τ’ όνομα του Θεού, μη με κοιτάζεις έτσι!» είπε η Ίβλιν γελώντας. «Εγώ είμαι πολύ μεγάλη για σένα, εξοχότατε!» Εκείνος χαμογέλασε. Η Ίβλιν ήταν μια όμορφη γυναίκα. Τα πράσινα μάτια της ακτινοβολούσαν εξυπνάδα και μολονότι ζύγωνε τα σαράντα, διέθετε ακόμα ένα πρόσωπο με τόσο φίνες γραμμές, που θα παρέμενε σίγουρα όμορφη μέχρι τα εκατό της χρόνια, αν ο Θεός της χάριζε τόσο πολλά. «Α, Ίβλιν! Ξέρεις την καρδιά μου όσο καμιά άλλη γυναίκα και σίγουρα καμιά δε θα τη μάθει ποτέ Κι όμως, έχεις δίκιο». Το πρόσωπό του σκλήρυνε. «Ακόμα κι αν γνώριζα μια σωστή υποψήφια νύφη, δεν θα την υπέβαλλα σ’ αυτή την οδυνηρή διαδικασία. Ένας Θεός ξέρει τι κινδύνους θ’ αντιμετώπιζε». «Σίγουρα κανείς δε θα ήθελε να παγιδέψει ένα αθώο πλάσμα!» μουρμούρισε η Ίβλιν. «Η μητέρα μου πέθανε πάντως, έτσι δεν είναι;»
«Η αγαπητή σου μητέρα ήταν ασυνήθιστος άνθρωπος κι αυτό πρέπει να το ξέρεις. Στις γνώσεις, τις επιδιώξεις, το κουράγιο της», του είπε η Ίβλιν. «Δε θα βρεις άλλη γυναίκα σαν κι αυτήν». «Όχι», συμφώνησε ο Μπράιαν. «Και το γεγονός ότι οι δαίμονες σκότωσαν μια γυναίκα κάνει την καρδιά μου πέτρα, αν και θα κυνηγούσα το στόχο μου με την ίδια αποφασιστικότητα ακόμα κι αν είχε σκοτωθεί μόνο ο πατέρας μου». Δίστασε για μια στιγμή. «Αχ, Ίβλιν, δε μου αρέσει που είσαι αναμειγμένη κι εσύ». Η Ίβλιν όμως του χαμογέλασε. «Εγώ αναμείχτηκα πριν από σένα, ξέρεις», του θύμισε ήρεμα. «Κ είμαι παραπάνω από πρόθυμη να ρισκάρω τη ζωή μου κι όλα όσα έχω. Και δεν πιστεύω πως κινδυνεύω. Δεν έχω ούτε τις γνώσεις ούτε τις ικανότητες που διέθετε η μητέρα σου. Κι ούτε πιστεύω ότι μια νεαρή γυναίκα, ένα αυτάρεσκο θηλυκό στο μπράτσο σου, θα κινδύνευε κοντά σου. Αν κάποιος κινδυνεύει, αυτός είσαι εσύ. Όποιος κι αν είναι ο εχθρός, ξέρει καλά ότι δε θα ησυχάσεις παρά μόνο όταν οι γονείς σου αναπαυτούν εν ειρήνη». «Εγώ έχω επάνω μου την κατάρα», της θύμισε. «Και πιστεύεις σε κατάρες;» τον ρώτησε χαμογελώντας. «Εξαρτάται πώς βλέπει κανείς μια κατάρα. Καταραμένος; Ναι. Ζω μέσα στην κόλαση. Μπορεί η κατάρα να λυθεί; Σίγουρα. Αλλά πρέπει να βρω εγώ τη γιατρειά», είπε ο Μπράιαν με ύφος βαρύ. Η Ίβλιν κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Τα βλέπεις; Μια όμορφη νεαρή κοπέλα, που θα ισχυρίζεται πως σ’ αγαπά παρά το σημαδεμένο σου πρόσωπο και το παρελθόν σου, θα βοηθήσει πολύ στην αλλαγή εικόνας του Καρλάιλ, του ανθρώπου και του κάστρου. Ίσως θα μπορούσαμε να... προσλάβουμε κάποια». «Σοβαρολογείς!» «Ναι. Ειλικρινά, αυτό που χρειάζεσαι είναι μια καλλονή στο πλάι σου. Κάποια που θα σε συνοδεύει στα σαλόνια της αριστοκρατίας, κάποια που θα αποδεικνύει πως είσαι άνθρωπος με σάρκα και οστά». «Και πόσο σκληρά έχω δουλέψει ως τώρα για να χτίσω αυτή την ει-
κόνα της καλοσύνης μου που ξεχειλίζει!» σάρκασε. «Κι ήταν απαραίτητο. Δεν είχαμε εισβολείς στο κάστρο... ως τώρα τουλάχιστον». «Ή δεν τους πήραμε είδηση». «Μπράιαν! Είναι καιρός για μια αλλαγή». «Δεν μπορώ ν’ αλλάξω την πορεία μου αν δε φτάσω ως το τέλος». «Ίσως να μη φτάσεις ποτέ στο τέλος». «Κάνεις λάθος. Θα φτάσω». Η Ίβλιν αναστέναξε. «Καλά. Τότε κάν’ το με τον τρόπο που σου προτείνω. Πρόσθεσε άλλη μια αγγαρεία στη λίστα σου, Μπράιαν. Ως τώρα ενήργησες όπως μπορούσες, κρυμμένος στο σκοτάδι, κι έτσι θα συνεχίσεις. Όμως πιστεύω πως είναι καιρός να εμφανιστείς ξανά στην κοινωνία. Υπάρχει εκείνη η πρόσκληση για τον φιλανθρωπικό έρανο. Είσαι σίγουρος πως έχουμε να κάνουμε με μέλη ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Ποιος θα ήταν πιο ύποπτος από τους ανθρώπους που μοιράστηκαν την αγάπη και το ζήλο των γονιών σου για τα θαύματα του αρχαίου κόσμου; Μου είπες μάλιστα ότι έχεις περιορίσει αρκετά τον κατάλογο των υπόπτων». Σηκώθηκε ανήσυχος κι άρχισε να βηματίζει μπροστά στη φωτιά. Ο Έιτζαξ, διαισθανόμενος τη νευρικότητα του αφεντικού του, αντέδρασε αμέσως κλαψουρίζοντας. Ο Μπράιαν του αφιέρωσε μια στιγμή για να τον καθησυχάσει. «Όλα εντάξει, αγόρι μου», του είπε και έστρεψε πάλι την προσοχή του στην Ίβλιν. «Ναι, ψάχνουμε κάποιον με βαθιά γνώση του αντικειμένου. Αυτό είναι δεδομένο Αλλά επίσης ψάχνουμε κάποιον που είναι ικανός για τον δόλιο και φθονερό φόνο εκ προμελέτης των γονιών μου». Η Ίβλιν έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. Παρ’ όλο που είχε ήδη περάσει ένας χρόνος, ήταν αδύνατο να μη νιώθει ένα τρομερό αίσθημα φρίκης και πόνου κάθε φορά που θυμόταν το θάνατο του κόμη και της κόμισσας. Ο Μπράιν πήγε ως το τραπέζι πίσω από τις πολυθρόνες, σέρβιρε λίγο
μπράντι σ’ ένα ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι. Ύστερα κοίταξε την Ίβλιν. «Συγχώρησε την αγένειά μου», της είπε. «Αγαπητή μου, θα ήθελες ένα μπράντι;» «Για να είμαι ειλικρινής, ναι», του είπε χαμογελώντας. Της σέρβιρε ένα ποτήρι, ύστερα ξαναγέμισε το δικό του. Ύψωσε το ποτήρι του σε μια πρόποση. «Ας πιούμε στην αποψινή νύχτα», είπε στεγνά. «Στο σκοτάδι και τις σκιές». «Όχι, στην ημέρα και το φως», του αντέτεινε με σταθερή φωνή. Ο Μπράιαν μόρφασε. «Είναι καιρός, σου λέω», επέμεινε η Ίβλιν. «Πρέπει με κάποιο τρόπο να σου βρούμε μια όμορφη νεαρή γυναίκα. Όχι καμιά πάμπλουτη ή με τίτλο. Κάτι τέτοιο θα ήταν... παράλογο. Δεδομένης... της υπόληψής σου, δε θα το πίστευε κανείς. Όμως θα πρέπει να έχει μια αξιοπρεπή κοινωνική θέση, να είναι αρκετά νέα, όμορφη, συμπονετική και να διαθέτει κι ένα βαθμό γοητείας. Με την κατάλληλη γυναίκα στο πλευρό σου, θα μπορέσεις να συνεχίσεις τις έρευνές σου χωρίς ν’ ανησυχείς για τις απελπισμένες μητέρες που είναι έτοιμες να θυσιάσουν τις κόρες τους στο κτήνος, μόνο και μόνο για τα πλούτη των Καρλάιλ». «Και πού θα βρω αυτή τη γοητευτική νεαρή;» ρώτησε χαμογελώντας. «Θα πρέπει να έχει κάποια ευφυΐα αλλά και τη γοητεία για την οποία μίλησες, αλλιώς σε τι θα ωφελούσε να την έχω στο πλευρό μου; Ούτε θα πετύχαινε η ιδέα να ψάξω στους δρόμους για να προσλάβω μια τέτοια γυναίκα. Να είσαι σίγουρη πως δε θα βρεις στο πεζοδρόμιο μια τέτοια γλυκιά, καλοαναθρεμμένη καλλονή. Κι είναι μάλλον απίθανο μια τόσο άψογη υποψήφια να έρθει να μου χτυπήσει την πόρτα!» Τότε ακριβώς ακούστηκε ένας σταθερός χτύπος στην πόρτα του μικρού σαλονιού. Ο Σέλμπι, φορώντας τη λιβρέα του, μια στολή κάπως παράξενη αλλά σίγουρα επιβλητική πάνω σ’ έναν άντρα με το δικό του ύψος και την κορμοστασιά, μισάνοιξε την πόρτα. «Μια νεαρή γυναίκα ήρθε να σας δει, λόρδε Μπράιαν». Φαινόταν κά-
πως σαστισμένος. «Μια νεαρή γυναίκα;» Ο Μπράιαν συνοφρυώθηκε. Ο Σέλμπι ένευσε καταφατικά. «Για την ακρίβεια, μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα περιμένει κάτω στις πύλες». «Μια νεαρή γυναίκα!» αναφώνησε η Ίβλιν κοιτώντας επίμονα τον Μπράιαν. «Ναι, το είπαμε αυτό», είπε ο Μπράιαν. «Πώς τη λένε; Γιατί ήρθε;» «Τι σημασία έχει; Πρέπει να την προσκαλέσεις μέσα και να μάθεις τι θέλει». «Ίβλιν, βεβαίως κι έχει σημασία. Θα πρέπει να είναι ανόητη για να έρχεται εδώ. Ή να δουλεύει για κάποιον». Η Ίβλιν ανέμισε το ένα της χέρι στον αέρα. «Σέλμπι, πρέπει να τη φέρεις μέσα. Αμέσως. Ω Μπράιαν! Σε παρακαλώ, μην είσαι πάντα τόσο καχύποπτος». Εκείνος τέντωσε το φρύδι του. «Μπράιαν, σε παρακαλώ! Δεν έχει έρθει επισκέπτης εδώ... χρόνια τώρα! Μπορώ να ετοιμάσω ένα υπέροχο γεύμα. Αχ, είναι συναρπαστικό!» είπε ενθουσιασμένη. «Συναρπαστικό», επανέλαβε ξερά ο Μπράιαν. Σήκωσε τα χέρια του. «Σέλμπι, φέρε μέσα τη νεαρή γυναίκα». Κοίταξε την Ίβλιν. «Αφού ήρθε και χτύπησε την πόρτα μας».
Κεφάλαιο 2
Η Καμίλ έκανε πολύ μελετημένες κινήσεις και για τη μεταφορά τους ως εκεί και για την εμφάνισή τους. Ο Ραλφ είχε ντυθεί όμορφα με ένα από τα πρωινά κοστούμια του Τρίσταν και με μια καθωσπρέπει μπέρτα, δίνοντας την εντύπωση ενός ατόμου πεντακάθαρου κι αξιοπρεπούς, αλλά υπηρέτη. Η ίδια είχε φορέσει το καλύτερο φόρεμά της, ένα θηλυκό ρούχο σε σκούρο καφέ χρώμα, με μπούστο ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ χαμηλό, βολάν σε μέτριο μέγεθος και μια σατέν ποδιά με λίγη δαντέλα να διακρίνεται μέσα από τα ντραπέ κοψίματα, στην μπορντούρα. Ήταν η φορεσιά μιας νεαρής αξιοπρεπούς γυναίκας που δε διέθετε μεγάλη περιουσία αλλά είχε τα φόντα να την αποκτήσει. Το σίγουρο ήταν πως δυσανασχέτησε για το ποσό που χρειάστηκε να πληρώσει στον αμαξά που τους έφερε τόσο μακριά από την πόλη, αλλά ο άνθρωπος ήταν ευγενικός κι έσπευσε να τη διαβεβαιώσει πως θα περίμενε μετά χαράς να τους επιστρέψει στο Λονδίνο. Έτσι τώρα η Καμίλ στεκόταν μπροστά στις πελώριες πύλες του κάστρου Καρλάιλ, κοιτώντας μπροστά της την πελώρια σιδερένια κατασκευή που εμπόδιζε την είσοδό τους. Γύρισε με δυσπιστία στον Ραλφ. «Κι εσείς οι δυο αποφασίσατε να σκαρφαλώσετε αυτό τον τοίχο;» Ανασήκωσε θλιβερά τους ώμους του. «Κοίτα, αν ακολουθήσεις τον τοίχο κατά μήκος, υπάρχει κάπου ένα μισογκρεμισμένο σημείο. Ήταν αρκετά εύκολο να σκαρφαλώσουμε και... ε, βοήθησα τον Τρίσταν ν’ ανέβει κι ύστερα εκείνος με τράβηξε επάνω. Θα μπορούσα στ’ αλήθεια να σπάσω κανένα κόκαλο όταν χρειάστηκε να βγω με τον ίδιο τρόπο, τη στιγμή που με κυνηγούσαν δυο μεγάλα σκυλιά. Εκτός βέβαια αν εκπαιδεύει πράγματι λύκους... τέλος πάντων. Δραπέτευσα κι ορκίζομαι πως δε με είδαν». Ο Ραλφ κοκκίνισε, ξέροντας πως η Καμίλ δεν είχε χαρεί καθόλου με τη διήγησή του.
Εκείνη είχε ήδη τραβήξει το τεράστιο κορδόνι που προφανώς ήταν το κουδούνι του κάστρου. «Ο Τρίσταν είναι μέσα», μουρμούρισε. «Κάμι, ειλικρινά, σε καμία περίπτωση δε θα τον εγκατέλειπα!» διαμαρτυρήθηκε ο Ραλφ. «Αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, εκτός από το να έρθω σ’ εσένα». «Το ξέρω πως δε θα τον εγκατέλειπες», του είπε γλυκά. «Σώπα τώρα! Κάποιος έρχεται». Άκουσαν τον ήχο από τις οπλές του αλόγου και πίσω από την πύλη εμφανίστηκε κάποιος άντρας πάνω σ’ ένα τεράστιο άλογο. Όταν ξεπέζεψε, η Καμίλ κατάλαβε γιατί ήταν πελώριο το άλογο, αφού ο άνθρωπος ήταν ένας γίγαντας. Ξεπερνούσε κατά πολύ το ένα μέτρο κι ενενήντα, ενώ οι ώμοι του έδειχναν να έχουν το πλάτος μιας πόρτας. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Αυτός λοιπόν ο άντρας πλησίασε και κοίταξε μέσα από την πύλη. «Ναι;» «Καλησπέρα», είπε η Καμίλ, σαστίζοντας μπροστά στο μπόι και τον απειλητικό τόνο του άντρα. «Σας ικετεύω να με συγχωρήσετε για την ακατάλληλη ώρα και την απροειδοποίητη επίσκεψη. Είναι μεγάλη ανάγκη να δω τον αφέντη του σπιτιού, τον κόμη του Καρλάιλ, για ένα εξαιρετικά επείγον ζήτημα». Περίμενε ερωτήσεις. Δεν άκουσε καμία. Ο άντρας την κοίταξε πίσω από τα μαύρα, φουντωτά του φρύδια κι ύστερα γύρισε να φύγει. «Με συγχωρείτε!» του φώναξε. «Θα δω αν ο αφέντης είναι διαθέσιμος», φώναξε πάνω από τον ώμο του. Ανέβηκε πάλι στο θεόρατο άλογό του κι ο καλπασμός χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού που οδηγούσε στο κάστρο. «Δε θα είναι διαθέσιμος», είπε απογοητευμένος ο Ραλφ. «Πρέπει να είναι. Θα αρνηθώ να φύγω αν δε με δει», τον διαβεβαίωσε η Καμίλ. «Για τους περισσότερους άντρες, η σκέψη μιας γυναίκας που πε-
ριμένει στην πύλη μέσα στο σκοτάδι θα ήταν δυσάρεστη. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με το Κτήνος του Καρλάιλ», της θύμισε ο Ραλφ. «Θα με δει», επέμεινε η Καμίλ κι άρχισε να βηματίζει μπροστά στην πύλη. Ο Ραλφ άρχισε ν’ αδημονεί. «Δεν έρχεται κανείς». «Ραλφ, η άμαξά μας περιμένει, αλλά δεν πρόκειται να φύγω χωρίς τον Τρίσταν. Αν δεν εμφανιστεί κανείς σύντομα, θ’ αρχίσω να χτυπάω το κουδούνι ώσπου να τους τρελάνω όλους εκεί μέσα». Στάθηκε και τον κοίταξε με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος. Ο Ραλφ άρχισε να βηματίζει. «Δεν έρχεται κανείς», ξαναείπε. «Ραλφ, είναι αρκετή η απόσταση ως το κάστρο. Ο άνθρωπος πρέπει να πάει μέσα, να βρει τον αφέντη του κι ύστερα να γυρίσει πάλι σ’ εμάς». «Θα κοιμηθούμε εδώ έξω», προειδοποίησε ο Ραλφ. «Ε, εσύ ξέρεις πώς να ξαναμπείς στην ιδιωτική περιοχή του κάστρου», του θύμισε η Καμίλ. «Αν είναι, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα». «Θα πρέπει να περιμένουμε». Η Καμίλ άρχισε να φοβάται ότι ο Ραλφ είχε δίκιο, πως θα την αγνοούσαν και θα την άφηναν να περιμένει στην πύλη. Αλλά πάνω που κόντευε ν’ απελπιστεί άκουσε πάλι ήχο από οπλές και κροτάλισμα από ρόδες. Μια μικρή άμαξα, σκεπασμένη με μια κομψή δερμάτινη οροφή και κρόσσια, εμφανίστηκε, με τον γιγαντόσωμο άντρα στη θέση του αμαξά. Πήδησε από το κάθισμά του κι ήρθε στην πύλη. Ύστερα έβαλε ένα μεγάλο κλειδί στο λουκέτο κι έσπρωξε την καγκελόπορτα ν’ ανοίξει. «Θα με συνοδεύσετε, σας παρακαλώ;» τους είπε ευγενικά αλλά αυστηρός όπως πριν. Η Καμίλ χαμογέλασε ενθαρρυντικά στον Ραλφ κι ακολούθησε τον άντρα. Το σκοτάδι κι απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου έδειχνε βαθύ κι ατέλειωτο. Η Καμίλ ήταν σίγουρη πως αν ήταν μέρα θα έβλεπαν πελώρια δέντρα κι ένα κατάφυτο δάσος να ζώνει το μονοπάτι. Ο αφέντης
του Καρλάιλ είχε απομονώσει την κατοικία του σε τέτοιο βαθμό, που θύμιζε ερημωμένο κι ακατοίκητο τοπίο. Καθώς προχωρούσαν η Καμίλ είχε την αίσθηση ότι το δάσος ανέπνεε, μια απειλητική ύπαρξη έτοιμη να καταβροχθίσει τους ανύποπτους διαβάτες, να τους κλέψει την ψυχή. «Κι εσείς οι δυο σκεφτήκατε πως θα μπορούσατε να βρείτε κάποιο θησαυρό εδώ πέρα;» ψιθύρισε στον Ραλφ. «Δεν είδες το κάστρο ακόμα», της ψιθύρισε. «Είστε και οι δύο τρελοί! Έπρεπε ν’ αφήσω τον Τρίσταν εδώ», μουρμούρισε. «Δεν έχετε ξανακάνει μεγαλύτερη ανοησία». Κι ύστερα το κάστρο υψώθηκε μπροστά της, θεόρατο. Ολόγυρά του υπήρχε μια τάφρος που πάνω της κρεμόταν μια τεράστια κινητή γέφυρα, μονίμως κατεβασμένη, όπως μάντεψε η Καμίλ, αφού δεν κινδύνευε πια να πολιορκηθεί από στρατούς. Κι όμως, φαινόταν σχεδόν σίγουρο ότι κανείς δε θα τρύπωνε στο κάστρο, έτσι όπως οι τοίχοι υψώνονταν συμπαγείς μέχρι ψηλά, έχοντας για παράθυρα μόνο λίγες στενές χαραματιές. Η Καμίλ κοίταξε τον Ραλφ με ακόμα περισσότερο θυμό κι απόγνωση. Είχαν καθόλου μυαλό εκείνος κι ο Τρίσταν; Η άμαξα κύλησε πάνω στη γέφυρα κι έτσι έφτασαν σ’ έναν πλατύ αυλόγυρο γεμάτο αρχαιότητες, συναρπαστικά αγάλματα κι έργα τέχνης. Ο Τρίσταν θα πρέπει να γνώριζε την ύπαρξή τους. Ένας αρχαίος λουτήρας, μάλλον ελληνορωμαϊκός, σκέφτηκε, είχε διαμορφωθεί πολύ όμορφα σε μια σύγχρονη ποτίστρα. Μια σειρά σαρκοφάγοι κάλυπταν ένα μέρος του εξωτερικού τοίχου, ενώ διάφοροι άλλοι θησαυροί βρίσκονταν κοντύτερα στο μονοπάτι που οδηγούσε σε μια μεγάλη πόρτα. Το κάστρο είχε υποστεί προφανώς κάποιες εργασίες εκσυγχρονισμού που το έκαναν λειτουργικό στον δέκατο ένατο αιώνα. Η είσοδος ήταν όμορφα στρογγυλεμένη κι από τον επάνω πυργίσκο κρέμονταν κληματαριές που πρόσφεραν μια ελάχιστη αίσθηση καλωσορίσματος στον επισκέπτη. Ο γιγαντόσωμος άντρας ήρθε να τη βοηθήσει να κατέβει από την
άμαξα, ενώ η Καμίλ περιεργαζόταν ακόμα την αυλή. Τέτοια έργα τέχνης θα έπρεπε να βρίσκονται σε μουσείο, σκεφτόταν αγανακτισμένη. Κατανοούσε όμως ότι πολλά από τα αντικείμενα που η ίδια θεωρούσε πολύτιμα ήταν συνηθισμένα για κάποιους πλούσιους ταξιδευτές του κόσμου. Είχε μάλιστα ακουστά πως οι μούμιες βρίσκονταν σε τέτοια αφθονία, ώστε συχνά πωλούνταν σαν προσάναμμα για τζάκια και σόμπες. Πάντως εδώ υπήρχαν πολλά εκπληκτικά αντικείμενα αιγυπτιακής τέχνης, όπως οι δυο τεράστιες ίβιδες, μερικά αγάλματα της Ίσιδας και αρκετοί, λιγότερο σημαντικοί φαραώ. «Ελάτε», είπε ο γίγαντας. Τον ακολούθησαν στο μονοπάτι που οδηγούσε ως την πόρτα. Από κει μπήκαν σε μια κυκλική αίθουσα υποδοχής, εκεί όπου κάποτε ήταν σχεδιασμένο να εγκλωβιστεί και να αιχμαλωτιστεί ο εχθρός, αν κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί. Τώρα η αίθουσα ήταν ένας προθάλαμος για τις μπότες και τα παλτά. «Επιτρέπεται;» Ο άντρας πήρε την κάπα της. Ο Ραλφ κράτησε σφιχτά τη δική του μπέρτα κι ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Ελάτε». Πέρασαν μέσα από μια δεύτερη πόρτα και βρέθηκαν σε μια εντυπωσιακή αίθουσα. Εδώ ο εκσυγχρονισμός ήταν εμφανής. Η πέτρινη σκάλα ανέβαινε κυκλικά σ’ ένα ανώτερο επίπεδο με εξώστη, ενώ τα σκαλοπάτια ήταν σκεπασμένα μ’ ένα χαλί σε ζεστή, μπλε ρουαγιάλ απόχρωση. Μια σειρά από όπλα κρέμονταν σε διάφορα σημεία των τοίχων κι ανάμεσά τους παρεμβάλλονταν όμορφες ελαιογραφίες, πορτραίτα ή μεσαιωνικές βουκολικές σκηνές. Η Καμίλ ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για πρωτότυπους πίνακες μεγάλων ζωγράφων. Σ’ ένα τζάκι τριζοβολούσε μια θεόρατη φωτιά. Τα έπιπλα τριγύρω ήταν από δέρμα σε σκούρο καφέ χρώμα και καθόλου αυστηρά. Αντίθετα, έδιναν μια αίσθηση άνεσης. «Εσείς περιμένετε εδώ», είπε ο άντρας στον Ραλφ. «Εσείς ελάτε μαζί
μου», είπε στην Καμίλ. Ο Ραλφ την κοίταξε σαν τρομαγμένο κουτάβι. Η Καμίλ έγειρε το κεφάλι για να του πει πως όλα ήταν εντάξει και μετά ακολούθησε τον άντρα επάνω στην κυκλική σκάλα. Εκείνος την οδήγησε σε κάποιο δωμάτιο μ’ ένα ογκώδες γραφείο κι ατελείωτα ράφια με βιβλία. Η καρδιά της σκίρτησε στη θέα τους. Τόσο πολλά βιβλία! Και το θεματικό αντικείμενο σ’ έναν από τους τοίχους ήταν το λατρεμένο της. Αρχαία Αίγυπτος, έγραφε σ’ έναν τεράστιο τόμο δίπλα στο Μονοπάτι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. «Ο αφέντης θα είναι σύντομα κοντά σας», είπε ο γίγαντας κι έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Έμεινε μόνη στο μεγάλο δωμάτιο κι ένιωσε για πρώτη φορά γύρω της τη σιωπή. Σε λίγο αφουγκράστηκε τους ήχους της νύχτας. Κάπου άκουσε το θρηνητικό κάλεσμα ενός λύκου. Και μετά ακούστηκε το κροτάλισμα μιας φωτιάς που έκαιγε ζωηρά στο τζάκι, στα αριστερά της εισόδου. Λες κι ήθελε να ζεστάνει την ανατριχιαστική αυτή αίσθηση. Ένα κρυστάλλινο μπουκάλι με μπράντι και μερικά ποτήρια βρίσκονταν ακουμπισμένα πάνω σ’ ένα μικρό καφέ τραπέζι. Η Καμίλ μπήκε στον πειρασμό να τρέξει προς τα εκεί, ν’ αρπάξει το κομψό μπουκάλι και να καταπιεί το μπράντι μονορούφι. Γυρίζοντας πάλι πίσω, πρόσεξε έναν μεγάλο κι όμορφο πίνακα πίσω από το γραφείο. Η γυναίκα που απεικονιζόταν φορούσε ρούχα της προηγούμενης δεκαετίας. Είχε υπέροχα ανοιχτόχρωμα μαλλιά κι ένα χαμόγελο που έδειχνε να εκπέμπει φως. Τα γαλανά της μάτια, σχεδόν στην απόχρωση του ζαφειριού, ήταν το πιο γοητευτικό στοιχείο του πίνακα. Η Καμίλ πλησίασε συνεπαρμένη. «Η μητέρα μου, λαίδη Άμπιγκεϊλ Καρλάιλ», άκουσε πίσω της μια βαθιά, αρρενωπή φωνή, τραχιά όμως κι απειλητική. Γύρισε γρήγορα, ξαφνιασμένη. Δεν είχε ακούσει την πόρτα ν’ ανοίγει και δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της, γιατί το πρόσωπο του ανθρώπου που είχε μπει στο δωμάτιο ήταν το πρόσωπο ενός κτήνους.
Φορούσε μια δερμάτινη μάσκα η οποία είχε το σχήμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Ήταν σίγουρα ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και μολονότι δεν ήταν άσχημο, ήταν με κάποιο τρόπο τρομακτικό. Στο πίσω μέρος του μυαλού της αναρωτήθηκε αν είχε φτιαχτεί σκοπίμως έτσι. Επίσης αναρωτήθηκε πόση ώρα την παρακολουθούσε πριν της μιλήσει. «Είναι ένας όμορφος πίνακας», κατάφερε να πει τελικά κι ευχήθηκε να μην είχε μείνει για πολλή ώρα με ανοιχτό το στόμα. Προσπάθησε να μην τρέμει η φωνή της, δεν ήξερε όμως αν τα κατάφερε. «Ευχαριστώ». «Πολύ όμορφη γυναίκα», πρόσθεσε η Καμίλ με ειλικρίνεια. Τα μάτια πίσω από τη μάσκα την παρακολουθούσαν. Πρόσεξε πως το στόμα του, ορατό κάτω από την άκρη του προσωπείου, είχε ένα αμυδρά κοροϊδευτικό χαμόγελο, σαν να ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους κομπλιμέντα. «Ήταν, πράγματι, όμορφη», είπε και πλησίασε κοντά της με μεγάλες δρασκελιές, έχοντας τα χέρια του ενωμένα πίσω από την πλάτη του. «Λοιπόν, ποια είστε και τι γυρεύετε εδώ;» Του χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της με χάρη, υποκρινόμενη την κοινωνική, κάτι που δεν ήταν κι ούτε θα γινόταν ποτέ. «Καμίλ Μοντγκόμερι», είπε. «Και βρίσκομαι εδώ γιατί είμαι απελπισμένη. Ο θείος μου, ο κηδεμόνας μου, αγνοείται κι εθεάθη τελευταία φορά στο δρόμο μπροστά σ’ αυτό το κάστρο». Εκείνος κοίταξε το χέρι της αρκετή ώρα πριν αποφασίσει να το δεχτεί και να υποκλιθεί. Τα χείλη πίσω από τη μάσκα ήταν καυτά όταν άγγιξαν τη σάρκα της, μα την άφησε αμέσως, σαν να ήταν εκείνος που άγγιξε αναμμένα κάρβουνα. «Αχά!» είπε μόνο περνώντας δίπλα της. Αν και δεν ήταν τόσο ψηλός όσο ο γίγαντας που είχε έρθει στην πύλη, ήταν κι αυτός γύρω στο ένα και ενενήντα και οι ώμοι του ήταν αρκετά
φαρδιοί κάτω από το κομψό σμόκιν σακάκι του. Είχε κομψή κορμοστασιά, στενή μέση, μακριά, δυνατά πόδια. Φαινόταν δυνατός και ζωντανός, σε όποια κατάσταση κι αν ήταν το πρόσωπό του. Κτήνος; Ίσως, αφού έκαιγαν έτσι τα χείλη του πάνω στο δέρμα της, αφού είχε τόσο μακριά δάχτυλα, τόσο δυνατό χέρι... Δεν της μιλούσε. Με την πλάτη του γυρισμένη στην Καμίλ παρατηρούσε κι εκείνος τον πίνακα πάνω από το γραφείο. Τελικά η Καμίλ ξερόβηξε. «Λόρδε Στέρλινγκ, σας ζητώ συγνώμη που σας ενόχλησα μια τόσο ακατάλληλη ώρα και μάλιστα χωρίς προειδοποίηση. Είμαι όμως, όπως πολύ καλά μπορείτε να φανταστείτε, πάρα πολύ απελπισμένη. Ο αγαπητός άνθρωπος που με ανέθρεψε αγνοείται κι υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι στα δάση! Μαχαιροβγάλτες, λύκοι... κάθε είδους πλάσμα μπορεί να τριγυρίζει μέσα στη νύχτα. Ανησυχώ τρομερά και γι’ αυτό ελπίζω ότι μπορώ ν’ αποταθώ για βοήθεια σ’ έναν άνθρωπο της δικής σας θέσης». Γύρισε, δείχνοντας και πάλι να διασκεδάζει. «Ω, ελάτε τώρα, αγαπητή μου! Όλο το Λονδίνο γνωρίζει τη φήμη μου!» «Ποια φήμη, κύριε;» του είπε κάνοντας την αθώα. Ήταν λάθος της. «Ότι είμαι το απαίσιο κτήνος! Αν ήμουν απλώς ο κόμης του Καρλάιλ και με αναγνώριζαν ως τέτοιον με αξιοπρέπεια αντί για φόβο, αγαπητή γυναίκα, δε θα ερχόσουν ποτέ στο κάστρο μου με την ελπίδα να σε δεχτώ». Ο τόνος του ήταν τραχύς κι επίπεδος, δεν της άφηνε άλλα περιθώρια να κάνει την ανίδεη. Η Καμίλ ήθελε να κάνει ένα βήμα πίσω, μα αρνήθηκε να το επιτρέψει στον εαυτό της. Για το χατίρι του Τρίσταν. «Ο Τρίσταν Μοντγκόμερι βρίσκεται κάπου εδώ, κύριε. Ταξίδευε μ’ ένα σύντροφό του κι εξαφανίστηκε έξω από τις πύλες σας. Θέλω να παραδοθεί στην επιμέλειά μου αμέσως». «Ώστε είστε συγγενείς με τον παλιάνθρωπο που σκαρφάλωσε σήμερα στους τοίχους μου σαν κοινός κλέφτης», είπε ατάραχος. «Ο Τρίσταν δεν είναι παλιάνθρωπος», αντέδρασε με ζέση η Καμίλ.
«Κύριε, πιστεύω πως βρίσκεται σ’ αυτό εδώ το κάστρο και δε θα φύγω χωρίς εκείνον». «Τότε ελπίζω να είστε προετοιμασμένη να μείνετε», της είπε ωμά. «Ώστε βρίσκεται όντως εδώ!» «Α, ναι. Είχε μια μικρή πτώση στην προσπάθειά του να με ξαλαφρώσει από τα υπάρχοντά μου». Η Καμίλ κατάπιε νευρικά, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Ποτέ δεν περίμενε πως αυτός ο άνθρωπος θα ήταν τόσο κυνικός, ούτε πως θα είχε μια φωνή τόσο ουδέτερη κι ανελέητη. Ένας νέος φόβος την πλημμύρισε. «Είναι τραυματισμένος; Άσχημα;» «Θα ζήσει», της είπε ξερά. «Πρέπει να με οδηγήσετε κοντά του. Αμέσως!» «Όταν έρθει η ώρα. Θα με συγχωρήσετε για μια στιγμή;» Στην πραγματικότητα δεν ήταν ερώτηση. Είχε σκοπό να φύγει από το δωμάτιο και να την αφήσει μόνη της, χωρίς να δίνει δεκάρα αν εκείνη συγχωρούσε ή όχι την αγένειά του. Πήγε προς την πόρτα. «Περιμένετε!» του φώναξε. «Πρέπει να δω τον Τρίσταν. Αμέσως». «Επαναλαμβάνω, θα τον δείτε. Όταν έρθει η ώρα». Κι ύστερα έφυγε, αφήνοντάς την για άλλη μια φορά μόνη. Η Καμίλ έμεινε να κοιτάζει τη πόρτα σαστισμένη κι έξαλλη. Γιατί συμφώνησε να τη δει, αν ήταν να εξαφανιστεί ύστερα από μια ολιγόλεπτη λογομαχία; Βημάτισε γύρω στο δωμάτιο προσπαθώντας να ηρεμήσει, μελετώντας τους τίτλους των βιβλίων για να περάσει η ώρα. Μα τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια της κι έτσι προτίμησε να καθίσει μπροστά στη φωτιά. Είχε παραδεχτεί πως ο Τρίσταν βρισκόταν εδώ. Τραυματισμένος! Πως τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω. Θεέ και Κύριε! Πώς μπορούσε να κάθεται εκεί με σταυρωμένα τα χέρια όταν ο κηδεμόνας της βρισκόταν κάπου εκεί κοντά, ίσως υποφέ-
ροντας, ίσως τραυματισμένος σοβαρά; Πετάχτηκε όρθια και κίνησε για την πόρτα, όταν όμως την άνοιξε με ορμή, πάγωσε. Μπροστά της είδε ένα σκυλί. Θεόρατο. Αν και καθισμένο, το κεφάλι του έφτανε ως τη μέση της! Το ζώο γρύλισε σιγανά. Ήταν ένας προειδοποιητικός ήχος. Έκλεισε πάλι την πόρτα και βημάτισε ως τη φωτιά, γεμάτη θυμό αλλά και φόβο. Άραγε εκείνο το σκυλί ήταν εκπαιδευμένο να κάνει κομμάτια οποιονδήποτε προσπαθούσε να τριγυρίσει στο σπίτι μόνος του; Η οργή την έσπρωξε να ξαναπάει προς την πόρτα. Πριν όμως προλάβει να φτάσει, η πόρτα άνοιξε. Δεν ήταν ο κόμης του Καρλάιλ, όπως είχε ελπίσει, αλλά μια γυναίκα. Ήταν ελκυστική και χαμογελούσε με ζεστασιά. Φορούσε ένα όμορφο γκριζωπό φόρεμα με ασημί αποχρώσεις. Το φιλικό χαμόγελο στα χείλη της ήταν παράταιρο, λόγω της κατάστασης. «Καλησπέρα, μις Μοντγκόμερι», είπε η γυναίκα σε ευχάριστο τόνο. «Καλησπέρα σας», αποκρίθηκε η Καμίλ, «αν και φοβάμαι πως δεν υπάρχει τίποτα καλό απόψε. Ο κηδεμόνας μου κρατείται εδώ αιχμάλωτος και, απ’ ό,τι φαίνεται, είμαι κι εγώ φυλακισμένη σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο». «Φυλακισμένη!» αναφώνησε η γυναίκα. «Υπάρχει απέξω ένα σκυλί... ένα τέρας με κυνόδοντες, για ν’ ακριβολογούμε», είπε η Καμίλ. Το χαμόγελο της γυναίκας έγινε πιο πλατύ. «Ο Έιτζαξ. Μην του δίνετε σημασία. Είναι πολύ τρυφερός μόλις τον γνωρίσει κάποιος. Αλήθεια». «Δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να γνωριστώ μαζί του», μουρμούρισε η Καμίλ. «Κυρία, σας παρακαλώ, πρέπει να δω τον κηδεμόνα μου». «Έχετε δίκιο. Θα τον δείτε. Μα κάθε πράγμα στον καιρό του. Θα πάρετε λίγο μπράντι; Έχω ετοιμάσει ένα ελαφρύ δείπνο για σας και τον κόμη, το οποίο θα σερβιριστεί σύντομα. Εγώ είμαι η Ίβλιν Πράιορ, η οικονόμος του κόμη. Μου ζήτησε επίσης να σας ετοιμάσω ένα δωμάτι-
ο». «Δωμάτιο;» ρώτησε με απόγνωση. «Κυρία Πράιορ, σας παρακαλώ, ήρθα να πάρω τον Τρίσταν μαζί μου. Όποια φροντίδα χρειάζεται μπορώ να του την παράσχω εγώ». «Να σας πω, μις Μοντγκόμερι», είπε η κυρία Πράιορ σε τόνο θλιμμένο, «φοβάμαι πως ο κόμης σκέφτεται να καταθέσει μήνυση εναντίον του κηδεμόνα σας». Η Καμίλ μόρφασε, κατέβασε το βλέμμα. «Σας παρακαλώ. Δεν πιστεύω πως είχε κακή πρόθεση». «Δυστυχώς ο αφέντης δεν πιστεύει ότι απλώς έπεσε από την πύλη», είπε ανάλαφρα η γυναίκα. «Τέλος πάντων, εσείς οι δυο πρέπει να κουβεντιάσετε». Η Ίβλιν Πράιορ φαινόταν πολύ όμορφη, λογική και υγιής για ένα τέτοιο περιβάλλον, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Όλα μέσα σ’ εκείνο το κάστρο φάνταζαν σκοτεινά κι απειλητικά. Εκείνη όμως ήταν αλέγρα κι ευχάριστη, σαν καλοκαιριάτικο αεράκι. Ωστόσο έδειχνε κι η ίδια να έχει αντιρρήσεις να πάρει η Καμίλ τον Τρίσταν και να φύγει. Ξεροκατάπιε. «Είμαι πρόθυμη να σας αποζημιώσω για...» «Μις Μοντγκόμερι, δε θα συζητήσετε μαζί μου για την ενοχή ή την αθωότητα του κηδεμόνα σας, ούτε για την όποια μορφή αποζημίωσης. Αν θέλετε τώρα να με συνοδεύσετε, θα σας οδηγήσω στην τραπεζαρία του αφέντη. Εν ευθέτω χρόνω θα δείτε και τον κηδεμόνα σας κι ύστερα θα οδηγηθείτε στο δικό σας δωμάτιο για τη νύχτα». «Ω, μα δεν μπορούμε να μείνουμε!» διαμαρτυρήθηκε η Καμίλ. «Φοβάμαι πως θα πρέπει. Ο γιατρός είπε πως ο κηδεμόνας σας δεν μπορεί να μετακινηθεί απόψε. Πονάει στ’ αλήθεια». «Μπορώ να τον φροντίσω εγώ», ορκίστηκε η Καμίλ. «Δε θα ταξιδέψει απόψε. Φυσικά, δεν μπορούμε να σας κρατήσουμε εδώ παρά τη θέλησή σας, δυστυχώς όμως ο κηδεμόνας σας θα πρέπει να παραμείνει φιλοξενούμενός μας».
Παρά την ευγένεια και το φιλικό χαμόγελο της γυναίκας, η Καμίλ ένιωσε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της. Πώς θα έμενε εκεί, περιτριγυρισμένη από το πιο βαθύ και το πιο σκοτεινό δάσος που είχε δει ποτέ της; Μαζί με τον άνθρωπο με τη μάσκα, το τρομερό, βλοσυρό και προφανώς αήττητο κτήνος του κάστρου; «Μα εγώ... δεν...» «Ελάτε τώρα!» είπε η γυναίκα μ’ ένα γέλιο. «Μπορεί να μας αρέσει η μοναξιά μας εδώ, αλλά δεν είναι τόσο πρωτόγονα ή άβολα όσο φαντάζεστε. Θα είστε μια χαρά αν μείνετε. Όποια φήμη κι αν έχει ο εξοχότατος, παραμένει ο κόμης του Καρλάιλ, ξέρετε. Έχει ευθύνες απέναντι στο Στέμμα και τον εμπιστεύεται η ίδια η Μεγαλειοτάτη, βασίλισσα Βικτωρία». Η Καμίλ χαμήλωσε τα βλέφαρα, θέλοντας να κρύψει το κοκκίνισμά της. Η κυρία Πράιορ είχε διαβάσει όλες της τις σκέψεις. «Έχω έρθει μ’ έναν υπηρέτη. Τον άφησαν να περιμένει στο μεγάλο χολ», είπε η Καμίλ. «Τότε θα φροντίσουμε να διανυκτερεύσει κι εκείνος με άνεση απόψε, μις Μοντγκόμερι. Και τώρα ελάτε». Η Καμίλ χαμογέλασε αδύναμα, μη έχοντας άλλη επιλογή. Έξω στο διάδρομο το σκυλί περίμενε. Κοιτούσε την Καμίλ με την ίδια καχυποψία όπως κι ο αφέντης του. Ακόμα και τα βλέφαρά του ήταν μισόκλειστα. «Καλό αγόρι!» είπε η κυρία Πράιορ χαϊδεύοντας το μεγάλο κεφάλι του σκύλου. Το τέρας κούνησε την ουρά του. Η Καμίλ έμεινε κοντά στην κυρία Πράιορ καθώς διέσχιζαν τον μακρύ διάδρομο που έφτανε ως την άκρη της ανατολικής πτέρυγας του κάστρου. Εκεί βρισκόταν μια κεντρική πόρτα κι η κυρία Πράιορ την έσπρωξε. Ο πυργοδεσπότης την περίμενε. Εδώ, στην αίθουσα υποδοχής των ιδιαίτερων διαμερισμάτων του, υπήρχαν μεγάλα συρόμενα παράθυρα που άνοιγαν αποκαλύπτοντας μια πανοραμική θέα στο σκοτεινό δάσος. Εκείνος κάτι θα πρέπει να
έβλεπε εκεί, γιατί κοιτούσε την αχανή έκταση μπροστά του με τα χέρια ενωμένα πίσω στην πλάτη του και τους ώμους στητούς, όταν η κυρία Πράιορ οδήγησε μέσα την Καμίλ. Ένα τραπέζι είχε στρωθεί με φίνο λευκό τραπεζομάντιλο, ακριβά πορσελάνινα πιάτα σκεπασμένα με ασημένια θολωτά καπάκια, αστραφτερά ασημικά και ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια. Δυο καρέκλες είχαν στηθεί αντικριστά. Η κυρία Πράιορ ξερόβηξε, όμως η Καμίλ ήταν σίγουρη ότι ο κόμης τις είχε ήδη αντιληφθεί. Απλώς δεν ήθελε να γυρίσει. «Η μις Μοντγκόμερι, κύριε», είπε. «Θα σας αφήσω μόνους». Η Καμίλ οδηγήθηκε μέσα στο δωμάτιο κι η πόρτα έκλεισε πίσω της. Επιτέλους ο αφέντης γύρισε. Σήκωσε το ένα του χέρι, έδειξε το τραπέζι κι ύστερα προχώρησε μπροστά και της τράβηξε τη μια καρέκλα. Η Καμίλ δίστασε. «Α, συγνώμη. Μήπως σας τρομάζει η ιδέα να δειπνήσετε μ’ έναν σημαδεμένο, μασκοφόρο άντρα, αγαπητή μου;» Τα λόγια ειπώθηκαν με ευγένεια, δεν περιείχαν όμως συμπόνια. Θα μπορούσαν να είναι μια πρόκληση. Ή ίσως μια δοκιμασία. «Πιστεύω πως διαλέξατε μάλλον παράξενη μάσκα, κύριε, αλλά σίγουρα είναι δικαίωμά σας. Ελάχιστα πράγματα μπορούν να χαλάσουν την όρεξή μου και κανενός είδους εμφάνιση δεν μπορεί να μ’ ενοχλήσει σ’ έναν συνάνθρωπό μου». Της φάνηκε πως είδε και πάλι εκείνο το αμυδρό χαμόγελο κάτω από τη μάσκα, ειρωνικό και χιουμοριστικό μαζί. «Πόσο σας τιμά αυτό, μις Μοντγκόμερι! Είναι όμως στ’ αλήθεια εκείνο που πιστεύει η καρδιά σας, ή μήπως τα λόγια που επιθυμώ εγώ ν’ ακούσω;» «Πιστεύω, κύριε, πως θα αμφιβάλλατε για όποια λόγια κι αν ξεστόμιζα. Σας λέω λοιπόν ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πεινούσα και χαίρομαι που θα δειπνήσουμε μαζί συζητώντας για την κατάσταση του κηδεμόνα μου».
«Τότε, αγαπητή μου...» Έδειξε με το χέρι του την καρέκλα της. Η Καμίλ κάθισε. Ο κόμης έκανε το γύρο του τραπεζιού, έκατσε στη δική του καρέκλα και σήκωσε το ασημένιο καπάκι από το πιάτο της. Ένα υπέροχο άρωμα αναδύθηκε από τις αφράτες πατάτες, τη φέτα του ψητού και τα όμορφα μικρά καρότα. Η Καμίλ δεν είχε φάει μπουκιά μετά το διάλειμμά της στις δέκα το ίδιο πρωί, όταν με το ζόρι δοκίμασε λίγο ψωμί με μαρμελάδα. «Το εγκρίνετε, μις Μοντγκόμερι; Κάπως πρόχειρο, φοβάμαι, αλλά έγινε στα γρήγορα». «Φαίνεται πράγματι εξαιρετικό, κάτω από τέτοιες απροσδόκητες συνθήκες», του απάντησε ευγενικά. Κατάλαβε ότι εκείνος την περίμενε ν’ αρχίσει πρώτη, έτσι σήκωσε το πιρούνι και το μαχαίρι της και έκοψε ένα μικρό κομμάτι από το κρέας. Ήταν νοστιμότατο, όπως ακριβώς υποσχόταν το άρωμά του. «Θαυμάσιο», τον διαβεβαίωσε. «Χαίρομαι πολύ που σας αρέσει», μουρμούρισε ο κόμης. «Όσο για τον κηδεμόνα μου», άρχισε η Καμίλ. «Τον κλέφτη, ναι». Η Καμίλ αναστέναξε. «Μιλόρδε, ο Τρίσταν δεν είναι κλέφτης. Δεν μπορώ να φανταστώ τι τον έκανε να περάσει μέσα απ’ αυτούς τους τοίχους, όμως δεν είχε κανένα λόγο να κλέψει». «Ώστε λοιπόν είστε τόσο ευκατάστατοι;» «Σίγουρα έχουμε τον τρόπο μας». «Άρα δεν ήρθε να κλέψει μικροπράγματα, αλλά αναζητούσε κάποιον συγκεκριμένο θησαυρό». «Κάθε άλλο!» διαμαρτυρήθηκε η Καμίλ συνειδητοποιώντας ότι τα λόγια της είχαν καταφέρει μόνο να τον εξοργίσουν περισσότερο και ν’ αυξήσουν τις υποψίες του. «Λόρδε Στέρλινγκ», του είπε προσπαθώντας να δείξει αγανακτισμένη, εκνευρισμένη, αλλά και σίγουρη. «Θεωρώ ότι δεν έχετε κανένα δι-
καίωμα να υπονοείτε ότι ο κηδεμόνας μου ήρθε ως εδώ για να σας κλέψει. Είναι...» «Σύμφωνα με τα λεγόμενά σας λοιπόν, έφτασε στο κάστρο τυχαία. Είδατε κι εσείς τον τοίχο. Δε συμφωνείτε πως είναι μάλλον δύσκολο να τον περάσει κανείς τυχαία;» Παρά τη μάσκα του, διέθετε άψογους τρόπους. Το κάτω μέρος του προσωπείου ήταν κομμένο έτσι ώστε να καλύπτει τα μάγουλα και τη μύτη αλλά άφηνε το στόμα ελεύθερο. Ξαφνικά η Καμίλ αναρωτήθηκε πώς να ήταν η εμφάνισή του κάτω από τη μάσκα, πόσο άσχημα είχε παραμορφωθεί, ώστε να φοράει μονίμως εκείνο το δερμάτινο κάλυμμα πάνω από το πρόσωπό του. Της μιλούσε ήρεμα, σχεδόν τη νανούριζε ο τόνος του. «Δεν έχω δει ακόμα τον Τρίσταν», του θύμισε. «Δε μου το επιτρέψατε. Και δεν έχω ιδέα τι μπορεί να τον έφερε ως εδώ. Ξέρω μόνο ότι πρέπει να τον πάρω μαζί μου στο σπίτι πολύ σύντομα και σας ορκίζομαι πως δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να κλέψει». «Έχετε κάποια μεγάλη δική σας περιουσία;» «Θα σας εξέπληττε αυτό κύριε;» Ακούμπησε το πιρούνι και το μαχαίρι του και την κοίταξε εξεταστικά. «Ναι. Το φόρεμά σας είναι πολύ όμορφο και σας ταιριάζει, όμως θα μάντευα πως είναι ντεμοντέ. Δεν ήρθατε εδώ με δικό σας μεταφορικό μέσο, αλλά με νοικιασμένη άμαξα, η οποία, επ’ ευκαιρία, στάλθηκε πίσω στο Λονδίνο». Τα λόγια του την τσίτωσαν, της θύμισαν ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να βρίσκεται στο μουσείο. Θα έπρεπε να πάρει τον Τρίσταν και να φύγει από κει γρήγορα, αλλιώς κινδύνευε να χάσει τη δουλειά της, που είχε τόσο ανάγκη. Ακούμπησε κι εκείνη το πιρούνι και το μαχαίρι της. «Μπορεί να μην έχω τεράστια περιουσία, κύριε. Τουλάχιστον όχι όπως το εννοείτε εσείς. Όμως έχω την τύχη με το μέρος μου κι είμαι ικανή και με το παραπάνω. Εργάζομαι, κύριε. Και εισπράττω μια αμοιβή κάθε εβδομάδα». Οι μαύρες βλεφαρίδες χαμήλωσαν πάνω στα γαλανά του μάτια. Η
Καμίλ τα έχασε, καταλαβαίνοντας πως εκείνος φαντάστηκε κάποια άλλη εργασιακή απασχόληση. «Πώς τολμάτε, κύριε!» «Πώς τολμώ, ποιο πράγμα;» «Δεν κάνω κάτι τέτοιο!» «Τι δεν κάνετε;» «Αυτό που νομίζετε πως κάνω!» «Και τότε τι κάνετε;» «Δεν είστε κανένα μυθικό κτήνος, μιλόρδε, είστε ένα σκέτο κτήνος!» τον πληροφόρησε κι ετοιμάστηκε να ρίξει κάτω την πετσέτα της και να σηκωθεί από το τραπέζι, ξεχνώντας πάνω στον εκνευρισμό της τον Τρίσταν. Εκείνος ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της, συγκρατώντας την. Ήταν πολύ κοντά της κι η Καμίλ ένιωθε την έντασή του, μια παράξενη έξαψη και τη δύναμη του χεριού του. «Μις Μοντγκόμερι, συζητούσαμε ένα σημαντικό ζήτημα, αν θα συλληφθεί ο κηδεμόνας σας ή όχι. Αν βρίσκετε την αλήθεια προσβλητική, τότε μπορείτε να νιώθετε προσβεβλημένη. Επαναλαμβάνω, τι ακριβώς κάνετε;» Τώρα κι ο δικός της εκνευρισμός άρχισε να φουντώνει, όμως ήταν αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσει θαρρετά και να μην αποτραβήξει το χέρι της. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο. «Εργάζομαι, κύριε, στο μουσείο. Στο Τμήμα Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων!» σφύριξε. Αν του είχε πει έξω από τα δόντια πως είναι πόρνη, ίσως να μην είχε δει τέτοια έκπληκτη κι οργισμένη αντίδραση, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Τι πράγμα;» βρυχήθηκε. Σαστισμένη από την αντίδρασή του η Καμίλ συνοφρυώθηκε κι επανέλαβε την απάντησή της. «Νομίζω πως ήμουν αρκετά σαφής. Εργάζομαι στο μουσείο, στο
Τμήμα Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων». Ο κόμης σηκώθηκε τόσο απότομα, που η καρέκλα του έπεσε πίσω. «Είναι μια απολύτως νόμιμη δουλειά και σας διαβεβαιώνω πως έχω όλα τα προσόντα!» Προς απόλυτη έκπληξή της ο κόμης έκανε το γύρο του τραπεζιού με αποφασιστικό βήμα. «Μιλόρδε!» διαμαρτυρήθηκε και σηκώθηκε κι η ίδια, όμως τα χέρια του την άρπαξαν από τους ώμους κι εκείνος την κοίταξε με τέτοιο μίσος, που η Καμίλ φοβήθηκε για τη σωματική της ακεραιότητα. «Και ισχυρίζεστε πως ήρθατε εδώ χωρίς λόγο!» της είπε. Η Καμίλ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Νομίζετε πως ήρθα εδώ για κάποιον άλλο λόγο και όχι για να πάρω μαζί μου έναν άνθρωπο που αγαπώ; Λυπάμαι αληθινά, κύριε, αλλά η αριστοκρατική σας θέση στην κοινωνία δε σας επιτρέπει να γίνεστε τόσο κακός... και τόσο βίαιος!» Τα χέρια του έπεσαν από τους ώμους της κι ο κόμης έκανε ένα βήμα πίσω. Όμως τα γαλάζια μάτια συνέχισαν να την κοιτούν βαθιά, ως την ψυχή της. «Αν ανακαλύψω, μις Μοντγκόμερι, ότι μου λέτε ψέματα, τότε σας διαβεβαιώνω πως θα με δείτε στ’ αλήθεια κακό και βίαιο». Γύρισε να φύγει από κοντά της, σαν να μην άντεχε να τη βλέπει άλλο. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο βροντώντας την πόρτα με τέτοια δύναμη, που ο απόηχος ακούστηκε σαν να τράνταξε ολόκληρο το κάστρο. Η Καμίλ έμεινε να κοιτάζει την πόρτα τρέμοντας σύγκορμη. «Είσαι στ’ αλήθεια ένα απαίσιο πλάσμα!» φώναξε τότε, σίγουρη πως δεν την άκουγε πια. Η πόρτα άνοιξε πάλι. Η Καμίλ τα έχασε. Ήταν η κυρία Πράιορ. «Φτωχό μου κορίτσι!» αναφώνησε. «Έχει όντως πολύ ευέξαπτο χαρακτήρα Του το επισημαίνω μονίμως, αλλά... ειλικρινά, μερικές φορές μπορεί να γίνει αρκετά γοητευτικός κι ευγενής». «Πρέπει να δω τον κηδεμόνα μου. Και πρέπει να τον πάρω αμέσως από δω», είπε η Καμίλ προσπαθώντας να διατηρήσει, όσο μπορούσε, την αξιοπρέπειά της. «Μακριά απ’ αυτό το τέρας».
«Ω Θεέ μου!» είπε η κυρία Πράιορ. «Να σου πω την αλήθεια, δεν είναι και τόσο τέρας. Απλώς... να, ήταν μεγάλη έκπληξη ότι δουλεύεις στο μουσείο, καλή μου». «Μα είναι μια πολύ έντιμη δουλειά!» «Ναι. Τέλος πάντων...» Η κυρία Πράιορ έγειρε το κεφάλι στο πλάι παρατηρώντας την Καμίλ. Ίσως εκείνη τουλάχιστον να ενέκρινε αυτό που έβλεπε. Χαμήλωσε τη φωνή της. «Απλώς οι εργοδότες σου... δηλαδή η ομάδα που διευθύνει το τμήμα σου, ήταν όλοι εκεί όταν...» «Όταν, τι;» «Όταν οι γονείς του λόρδου δολοφονήθηκαν! Δεν είναι δικό σου λάθος, αγαπητή μου, από την άλλη όμως... Έλα όμως, σε παρακαλώ. Θα σε οδηγήσω στον κηδεμόνα σου». Σώπασε και κοίταξε πίσω της. «Ειλικρινά, καλή μου, μπορεί να δείχνει τερατώδης κι ίσως η συμπεριφορά του να ήταν απαράδεκτη, δεν μπορούμε όμως να ξεχνάμε ότι εκείνες οι φρικτές δολοφονίες άλλαξαν εντελώς τη ζωή του».
Κεφάλαιο 3
Η Καμίλ προχωρούσε βιαστικά πίσω από την Ίβλιν. «Περιμένετε, σας παρακαλώ. Έχω ακούσει τις φήμες, όλοι στο Λονδίνο τις έχουν ακούσει. Ίσως, αν καταλάβαινα κάτι περισσότερο για όσα συνέβησαν, να μπορούσα να...» Να βοηθήσω, ήθελε να πει αλλά δεν πρόλαβε, γιατί η Ίβλιν, που προχωρούσε πιο γρήγορα μπροστά της, κοντοστάθηκε απότομα κι άνοιξε μια πόρτα. Η Καμίλ, με τη φόρα που είχε, σχεδόν έπεσε πάνω της. Η Ίβλιν της μίλησε σαν να μην είχε ακούσει λέξη απ’ όσα της έλεγε η Καμίλ. «Ορίστε, παιδί μου. Να ο κηδεμόνας σου». Όλες οι άλλες σκέψεις πέταξαν μακριά από το μυαλό της καθώς η Καμίλ κοίταξε το σκοτεινό δωμάτιο τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της. Μια φωτιά έκαιγε στο τζάκι, όλα όμως ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της όταν τελικά διέκρινε τη μορφή στο κρεβάτι. Μια μορφή, όμως, εντελώς ακίνητη. «Ω Θεέ μου!» είπε τρέμοντας ολόκληρη. Η Ίβλιν γύρισε και την έπιασε από τα μπράτσα, πριν η Καμίλ καταρρεύσει εντελώς. «Αχ, όχι, καλή μου! Ήταν τόσο ανήσυχος, που του δώσαμε λάβδανο. Δεν είναι εντελώς πεθαμένος. Τέλος πάντων, μάλλον δεν μπορεί κανείς να είναι εν μέρει πεθαμένος... Ορίστε, λέω ανοησίες. Ο κηδεμόνας σου είναι καλά. Πιθανόν θα μιλάει λίγο ασυνάρτητα, όχι πως εγώ δε λέω ασυναρτησίες». Η Ίβλιν, που είχε εμφανιστεί σαν μια συγκροτημένη γυναίκα, προφανώς τώρα είχε επηρεαστεί από την ταραχή της Καμίλ. «Καλό μου κορίτσι!» συνέχισε η Ίβλιν. «Πήγαινε κοντά του, αγκάλιασε τον. Ίσως καταφέρει να ξυπνήσει αρκετά ώστε να σε αναγνωρίσει». Δεν είναι πεθαμένος, δεν είναι πεθαμένος! Μόνο αυτό είχε καταγραφεί στο μυαλό της Καμίλ. Τα λόγια της Ίβλιν άρχισαν να καταγράφονται στο μυαλό της και βρήκε τη δύναμη να πλησιάσει ως το κρεβάτι.
Εκεί είδε ότι το πρόσωπο του Τρίσταν είχε χρώμα κι ότι ανάσαινε βαθιά. Όταν μάλιστα έσκυψε πάνω του μη τολμώντας προς στιγμή να τον αγγίξει, ο Τρίσταν έβγαλε το πιο δυνατό ροχαλητό που είχε ακούσει στη ζωή της. Γύρισε κοκκινίζοντας προς την Ίβλιν, που παρέμενε στην πόρτα. «Βλέπεις; Είναι αρκετά ζωντανός», την καθησύχασε και πάλι η Ίβλιν. Η Καμίλ έγνεψε καταφατικά, ύστερα ξανακοίταξε τον κηδεμόνα της. Ήταν ντυμένος μ’ ένα όμορφο λινό νυχτικό, ένα ρούχο που η Καμίλ ήταν σίγουρη πως δεν του ανήκε. Ήταν φανερό πως τον φρόντιζαν πολύ καλά. Απ’ ό,τι φαινόταν, το τέρας του Καρλάιλ ήθελε οι αιχμάλωτοί του να είναι σε καλή κατάσταση, όταν θα τους παρέπεμπε στη δικαιοσύνη. Γονάτισε δίπλα στον Τρίσταν, τον αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους κι έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του. «Τρίσταν!» ψιθύρισε και δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της. Όποιες αμαρτίες κι αν είχε κάνει στη ζωή του, σίγουρα είχε εξιλεωθεί όταν την έσωσε, όταν θυσίασε τα αγαθά του, με όσο άνομα μέσα κι αν τα είχε αποκτήσει, για να ταΐσει μερικά από τα παιδιά του δρόμου που είχαν γνωρίσει όσο καιρό ήταν μαζί. Γιατί όμως τώρα, τώρα που η Καμίλ είχε φτάσει σε σημείο να μπορεί να τα φροντίζει η ίδια;... Σήκωσε το κεφάλι και σκούπισε θυμωμένη τα δάκρυά της. «Μα τι στην οργή έκανες, Τρίσταν;» του ψιθύρισε με μανία. Εκείνος έβγαλε ένα ακόμα ροχαλητό, άνοιξε τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρα και την κοίταξε στα μάτια. Τα δικά του πλημμύρισαν με τρυφερότητα, μ’ εκείνη την ευγένεια που τον χαρακτήριζε πάντα. «Καμίλ, πιτσιρίκι μου! Καμίλ...» Συνοφρυώθηκε, σαν να κατάλαβε πως εκείνη δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Όμως η προσπάθεια τον εξάντλησε. Τα μάτια του έκλεισαν κι η ανάσα του ακούστηκε πάλι βαθιά. «Βλέπεις;» είπε η Ίβλιν από την πόρτα. «Ο άνθρωπος έχει την καλύτερη φροντίδα. Έλα τώρα, καλή μου. Θα σου δείξω πού μπορείς να κοιμηθείς απόψε».
Σηκώθηκε, φίλησε τον Τρίσταν στο μέτωπο, του έφτιαξε τα σκεπάσματά του και γύρισε ν’ ακολουθήσει την Ίβλιν. Η γυναίκα την οδήγησε έξω, έκλεισε την πόρτα κι άρχισε να διασχίζει και πάλι το διάδρομο με βήμα ζωηρό. «Κυρία Πράιορ», άρχισε να της λέει η Καμίλ τρέχοντας πίσω της, «το βλέπω ότι δεν έχετε κάνει τίποτα κακό στον κηδεμόνα μου, όπως όμως μπορείτε να καταλάβετε αγωνιώ να τον μεταφέρω στο σπίτι μας». «Λυπάμαι, καλή μου, αλλά πιστεύω ότι ο Μπράιαν σκοπεύει να τον παραπέμψει σε δίκη». «Ο Μπράιαν;» μουρμούρισε μπερδεμένη. «Ο κόμης του Καρλάιλ», εξήγησε υπομονετικά η κυρία Πράιορ. «Ω, μα δεν μπορεί να το κάνει αυτό! Δεν πρέπει!» «Ίσως μπορέσετε να τον μεταπείσετε αύριο το πρωί. Ω Θεέ μου! Γιατί έπρεπε να δουλεύετε στο μουσείο;» «Ξέρω, κυρία Πράιορ, ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πέσει θύματα των φιδιών της Αιγύπτου. Είναι ένας από τους κινδύνους της περιοχής». Η κυρία Πράιορ την κοίταξε μ’ έναν τρόπο που την έκανε να νιώσει άβολα, σαν να την θεωρούσε ανόητη. «Αυτή είναι η πόρτα σας, μις Μοντγκόμερι. Το κάστρο είναι ένας μεγάλος λαβύρινθος, χτίστηκε από Νορμανδούς κατακτητές κι έκτοτε έγιναν σ’ αυτό αλλεπάλληλες προσθήκες, όχι όμως πάντα με την καλύτερη αρχιτεκτονική άποψη! Προτείνω λοιπόν ν’ αποφύγετε τις περιπλανήσεις μέσα στη νύχτα. Υπάρχει ένα αρκετά σύγχρονο μπάνιο δίπλα σ’ αυτό τον ξενώνα, αυτό μπορώ να το πω με καμάρι. Νυχτικά και καλλυντικά βρίσκονται επίσης στη διάθεσή σας. Το πρωί, καλή μου, αυτή η κατάσταση θα διευθετηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο». «Ναι... ευχαριστώ. Όμως περιμένετε! Ίσως, αν ήξερα περισσότερα...» «Ο κόμης με περιμένει, μις Μοντγκόμερι. Καλόν ύπνο». «Ω! Μα ο Ραλφ, ο υπηρέτης μας...» «Τον έχουν φροντίσει!» φώναξε η κυρία Πράιορ πάνω από τον ώμο της πριν στρίψει τη γωνία. Κάπως ενοχλημένη η Καμίλ πέρασε μέσα στο χολ
του δωματίου ενώ αναλογιζόταν την πιθανότητα να τρέξει πίσω από τη γυναίκα και ν’ απαιτήσει περισσότερες απαντήσεις. Όμως την ίδια στιγμή που η Ίβλιν Πράιορ εξαφανίστηκε, ξαναεμφανίστηκε ο σκύλος. Καθόταν στο διάδρομο και την κοιτούσε επίμονα. Η Καμίλ δεν είχε φανταστεί πως τα σκυλιά μπορούσαν να σαρκάζουν και να προκαλούν, αυτό ακριβώς όμως έκανε το συγκεκριμένο κυνηγόσκυλο. Του έτεινε το δάχτυλό της. «Εσύ, κύριε, θα μου το πληρώσεις μια μέρα». Ο σκύλος γρύλισε. Η Καμίλ μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Ύστερα έγειρε πάνω της, έκλεισε τα μάτια και πάλεψε με τα αντιφατικά συναισθήματα που την κυρίευαν. Άνοιξε πάλι τα μάτια της κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το δωμάτιο ήταν επιεικώς πανέμορφο. Είχε ένα όμορφο κρεβάτι με ουρανό, πλούσιο, κεντημένο πάπλωμα σε χρώμα ιβουάρ κι αμέτρητα μαξιλάρια. Όλα τα υπόλοιπα έπιπλα ήταν... αιγυπτιακού στυλ. Προχώρησε ξαφνιασμένη ως το κομό, όπου διαπίστωσε πως ορισμένα αντικείμενα από την αρχαιότητα είχαν αντιγραφεί και συνδυασμένα με σύγχρονες λεπτομέρειες βικτωριανού στυλ δημιουργούσαν ένα ονειρεμένο αποτέλεσμα. Η τουαλέτα συνοδευόταν από έναν τρίπτυχο καθρέφτη, σκαλισμένο μ’ ένα σύμβολο του θεού Ώρου, με φτερούγες ανοιχτές, σε μια τυπική στάση προστασίας. Ένα μεγάλο μπαούλο ήταν σκεπασμένο με ιερογλυφικά, όπως κι η ψηλή ντουλάπα. Οι καρέκλες μπροστά στις κουρτίνες είχαν επίσης σκαλιστεί με τις μεγάλες προστατευτικές φτερούγες του Ώρου. Γύρισε και ξαφνιάστηκε μπροστά σ’ ένα πελώριο άγαλμα ενός φαραώ. Πλησίασε κοντά του και το παρατήρησε. Το άγαλμα ήταν γνήσιο. Η βασίλισσα Χατσεψούτ, σκέφτηκε, η γυναίκα φαραώ που εμφανιζόταν με γενειάδα, δείχνοντας στον κόσμο ότι ήταν γυναίκα αλλά με δύναμη αντρική. Το άγαλμα ήταν σίγουρα ανεκτίμητο. Και βρισκόταν εκεί, σ’ έναν ξε-
νώνα; Ένα τέτοιο μουσειακό αντικείμενο; Από την άλλη πλευρά της πόρτας ανακάλυψε ένα ακόμα άγαλμα σε φυσικό μέγεθος, αυτή τη φορά της θεάς Άνατ. Πολεμική θεότητα η Άνατ κι ο ρόλος της ήταν να προστατεύει τον φαραώ στη μάχη. Συνήθως σκαλιζόταν σε άγαλμα ή σχεδιαζόταν πάνω σε μια ασπίδα, ένα ακόντιο ή έναν πολεμικό πέλεκυ. Αυτό το άγαλμα ήταν ελαφρώς κατεστραμμένο, ωστόσο αποτελούσε εξαιρετικό εύρημα. Ένα ανεκτίμητο λείψανο! Και να βρίσκεται μέσα σ’ έναν ξενώνα! Η Καμίλ πισωπάτησε κι αναρωτήθηκε αν της είχαν δώσει σκόπιμα αυτό το δωμάτιο. Τα αγάλματα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να φέρουν νευρικότητα στις περισσότερες γυναίκες. Ήταν σίγουρη ότι πολλές νεαρές αξιοπρεπείς κοπέλες, το είδος εκείνων που ετοιμάζονταν για την κοινωνία, θα ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα ουρλιάζοντας τρομοκρατημένες ότι τις δολοφονούσαν, σίγουρες ότι η κατάρα του κάστρου είχε κάνει τα αγάλματα να ζωντανέψουν... Η αλήθεια ήταν πως στη λάμψη της φωτιάς φάνταζαν αρκετά απόκοσμα. «Εγώ όμως δε φοβάμαι!» είπε δυνατά κι ύστερα μόρφασε. Ήταν σαν να διαβεβαίωνε κάποιο, από αιώνες, νεκρό ή μυθικό πλάσμα πως δεν τη φόβιζε. «Ανοησίες!» ψιθύρισε στον εαυτό της. Δυο λάμπες έκαιγαν πάνω στα κομοδίνα και από τις δύο πλευρές του κρεβατιού. Ήταν κι αυτά σκαλισμένα με αιγυπτιακά μοτίβα. Και, κατά παράδοξο τρόπο, απεικόνιζαν και τα δύο το θεό της γονιμότητας Μιν, με τον θεόρατο, υψωμένο φαλλό και τη διπλόφτερη καλύπτρα στο κεφάλι. Η Καμίλ δε θεωρούσε τον εαυτό της σεμνότυφο, αλλά... αυτό πήγαινε πολύ! Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της, έχοντας την αίσθηση πως δε θα της έδιναν εκείνο το δωμάτιο αν η Καμίλ δεν είχε εξοργίσει τον κόμη με τη δήλωσή της πως εργαζόταν στο μουσείο. Ήταν σίγουρη πως την έστειλαν εκεί για να την εκδικηθούν. Αυτή η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει. Πολύ καλά, είπε μέσα της. Τριγύρισε λίγο ακόμα μέσα στο δωμάτιο και στερέωσε τις κουρτίνες
πίσω από τις καρέκλες. Ήταν σίγουρη πως σε μια παλιότερη εποχή δε θα υπήρχαν παράθυρα, τουλάχιστον όχι τόσο μεγάλα. Φανέρωναν το πλάτος της κάθε πέτρας του κάστρου κι ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο εντυπωσιακά από τις αιγυπτιακές αρχαιότητες. Κάποτε εκείνοι οι τοίχοι είχαν φτιαχτεί για προστασία. Το κάστρο Καρλάιλ κάποτε είχε αψηφήσει τα εχθρικά ξίφη και βέλη, έτσι όπως τώρα ο κόμης αμυνόταν εναντίον της αγγλικής κοινωνίας πίσω από τον πέτρινο προμαχώνα του. Αναστέναξε, έχοντας την επιθυμία να τρέξει πίσω στο δωμάτιο του Τρίσταν και να του τα ψάλει για τα καλά, ακόμα κι αν δε θα την άκουγε. Ήξερε όμως ότι ο σκύλος φρουρούσε την πόρτα της κι έτσι πήγε ως το κρεβάτι, πήρε το λινό νυχτικό και ξεκίνησε να βρει το μπάνιο. Τα καλλυντικά υπήρχαν πράγματι εκεί και το μπάνιο ήταν αρκετά σύγχρονο, αφού διέθετε μπανιέρα και τρεχούμενο νερό. Ο κόμης μπορεί να είχε μια διεστραμμένη άποψη περί δικαιοσύνης, πιστεύοντας πως τα αρχαία έργα τέχνης θα μπορούσαν να ταράξουν τον ύπνο κάποιου ανθρώπου, τουλάχιστον όμως το δωμάτιο πρόσφερε πολύ περισσότερες ανέσεις απ’ αυτές που η Καμίλ είχε συνηθίσει. Μέσα στο μπάνιο έκαιγε ένα κερί και δίπλα του υπήρχε ένας δίσκος με μπράντι και ποτήρια. Δίχως να διστάσει, άφησε το καυτό νερό να τρέχει, γδύθηκε, σέρβιρε στον εαυτό της ένα μπράντι και χώθηκε μέσα στην μπανιέρα. Τι παράξενο! Η νύχτα είχε αποδειχτεί σκέτη καταστροφή, κι όμως να που η Καμίλ απολάμβανε τώρα ένα ζεστό μπάνιο, αργοπίνοντας μπράντι. Συνοφρυώθηκε και θύμισε στον εαυτό της πως η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Ξάφνου ένιωσε να ταράζεται, αλλά δεν ήξερε γιατί. Μια έκτη αίσθηση την προειδοποίησε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έμεινε εντελώς ακίνητη και της φάνηκε πως άκουσε κάτι. Μια κίνηση. Όχ θρόισμα. Ούτε βήματα. Μόνο... σαν ένα σύρσιμο πέτρας πάνω σε πέτρα. Περίμενε, αλλά δεν άκουσε τίποτε άλλο. Μήπως το είχε φανταστεί; Και τότε, έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, άκουσε ξαφνικά
ένα άγριο γάβγισμα. Ό,τι κι αν είχε πέσει στην αντίληψή της, το είχε ακούσει κι ο σκύλος. Κόντεψε να ρίξει το μπράντι της, που τελικά το ακούμπησε πάνω στο χαλί του μπάνιου. Βγήκε από την μπανιέρα και φόρεσε τη βαριά ρόμπα από μπροκάρ που κρεμόταν στην πόρτα του μπάνιου. Της πέρασε η σκέψη πως ίσως θα έπρεπε να κλειδωθεί εκεί μέσα, αλλά η Καμίλ ήξερε πως έπρεπε να βρει αμέσως την πηγή του θορύβου που τόσο την είχε τρομάξει. Βγαίνοντας με ορμή στην κρεβατοκάμαρα άκουσε να την καλούν. «Μις Μοντγκόμερι!» Ήταν ο ίδιος ο κόμης του Καρλάιλ. Έτρεξε κι άνοιξε γρήγορα την πόρτα. Κι έμειναν εκεί να κοιτάζονται. Εκείνος, με τα διαπεραστικά γαλανά του μάτια πίσω από τη μάσκα, κι εκείνη, ξαφνιασμένη κι αφόρητα ευάλωτη, ξεχτένιστη, μισοσκεπασμένη με μια ρόμπα. Έπιασε τις άκρες, αναζητώντας τον κόμπο της ζώνης. Ο σκύλος όρμησε στο δωμάτιο. Δε γάβγιζε πια, αλλά στεκόταν δίπλα στα πόδια του αφέντη του κι οσφραινόταν τσιτωμένος τον αέρα. «Χμ». Το κτήνος ξερόβηξε στ’ αλήθεια. «Είστε εντάξει;» ρώτησε. Δεν είχε φωνή να του απαντήσει κι έτσι κατένευσε. «Μήπως ακούσατε κάτι;» ζήτησε να μάθει. «Δεν... ξέρω». Ξεφύσηξε με ανυπομονησία. «Μις Μοντγκόμερι, ή ακούσατε ή δεν ακούσατε κάτι. Ήταν κάποιος εδώ;» Συνοφρυώθηκε, σαν να αμφέβαλλε για μια τέτοια πιθανότητα, αλλά ήταν υποχρεωμένος να ρωτήσει. «Όχι!» «Δεν ακούσατε κάτι;» «Δε... νομίζω». «Δε νομίζετε; Τότε γιατί δείχνετε σαν να βγήκατε από το μπάνιο κυνηγημένη απ’ όλους τους δαίμονες της κόλασης;» «Μου φάνηκε σαν... Δεν ξέρω», είπε κι ανασήκωσε το πρόσωπό της. «Από κάπου σαν να ακούστηκε ένας ήχος ξυσίματος». Ίσιωσε τους
ώμους της. «Όπως όμως βλέπετε... εσείς και το πλάσμα σας... δεν υπάρχει κανείς εδώ μέσα. Υποθέτω πως τα αρχαία κτίσματα σαν αυτό καμιά φορά τρίζουν». «Μμμ», μουρμούρισε εκείνος. Μισούσε τη μάσκα του. Άφηνε να φαίνονται μόνο τα μάτια του κι αυτό την έκανε να νιώθει διαρκώς σε επιφυλακή, σαν να μονομαχούσε χωρίς τα απαραίτητα όπλα. «Σας πειράζει, μιλόρδε; Διανυκτερεύω εδώ παρά τη θέλησή μου και θα προτιμούσα να είμαι μόνη αυτή την ώρα». Προς έκπληξή της τον είδε απρόθυμο να φύγει. «Δε βρίσκετε το δωμάτιο... ενοχλητικό;» «Όχι. Αυτό ελπίζατε;» Ανέμισε το χέρι του στον αέρα. «Δεν αναφέρομαι στο διάκοσμο». «Τότε;» «Το τρίξιμο, ή οτιδήποτε άλλο ακούσατε... εσείς κι ο τερατώδης σκύλος μου». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, νιώθοντας λίγο ανόητη. Ναι, θέλω να φύγω από δω μέσα! ούρλιαξε μέσα της μια φωνή. Όμως η Καμίλ δε θα έδειχνε ποτέ το φόβο της σ’ εκείνο τον άντρα. Σε καμία περίπτωση. «Είμαι αρκετά ικανοποιημένη εδώ», του είπε. Την παρατήρησε καλά. «Τότε θ’ αφήσω το σκυλί». «Τι;» «Σας υπόσχομαι πως δε θ’ ακουστούν άλλα τριξίματα ή βογκητά όσο ο Έιτζαξ βρίσκεται εδώ μέσα». «Ο Έιτζαξ με μισεί!» «Ανοησίες. Ελάτε. Χαϊδέψτε τον στο κεφάλι». Η Καμίλ κοιτούσε τον κόμη με δυσπιστία. Τότε τον είδε έκπληκτη να χαμογελάει. «Φοβάστε το σκύλο;» «Τώρα λέτε κι εσείς ανοησίες. Απλώς σέβομαι ένα τέτοιο πλάσμα». «Ελάτε. Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε, αφού ξέρει πως θέλω να σας
προσέχει». Προχώρησε διστακτική, αποφασισμένη για άλλη μια φορά να μη δείξει το φόβο της. Ωστόσο η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Μα όχι λόγω του σκύλου. Έφταιγε η προσέγγιση με τον αφέντη του, η Καμίλ το ήξερε καλά. Καθώς τους πλησίασε ο κόμης άρπαξε το χέρι της, όχι με βιαιότητα αλλά με απλή ανυπομονησία. Το ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του σκύλου. Το ζώο κλαψούρισε και κούνησε την ουρά του. Η Καμίλ αισθάνθηκε το μέγεθος του κόμη του Καρλάιλ, το μπόι του, το δυνατό του άγγιγμα. Φαινόταν να σφύζει από ενέργεια, σαν ένα κουλουριασμένο φίδι, με μια δύναμη έτοιμη να εκραγεί μέσα του. Ήταν υπνωτιστικό, σαν τη ζέστη της φωτιάς. Η Καμίλ πισωπάτησε κοιτώντας τον επίμονα. «Στ’ αλήθεια, δε φοβάμαι εδώ. Είμαι σίγουρη ότι ο σκύλος σας...» «Σας συμπαθεί». «Τι ωραία», μουρμούρισε η Καμίλ «Ναι, ωραία. Είναι εξαιρετικός κριτής χαρακτήρων. Κι είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον κηδεμόνα σας». Του χαμογέλασε βεβιασμένα. «Αυτό, μιλόρδε, ήταν μια υπενθύμιση πως είμαστε φυλακισμένοι εδώ μέσα; Ότι μας καλοπιάνετε, ίσως;» Περίμενε την οργή του, σίγουρα όμως δεν περίμενε το ξερό γέλιο που πήρε σαν απάντηση. «Ίσως. Θ’ αφήσω τον Έιτζαξ εδώ και να είστε σίγουρη πως θα είστε ασφαλής όλη τη νύχτα. Καληνύχτα, μις Μοντγκόμερι». «Όχι, περιμένετε!» «Καληνύχτα». Γύρισε κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του με τρόπο που δε σήκωνε καμία αντίρρηση. Η Καμίλ έμεινε να κοιτάζει την πόρτα, δύσπιστη κι οργισμένη. Άραγε της είχε αφήσει το σκυλί επειδή πίστευε πως η Καμίλ κάτι ετοίμαζε; Ή μήπως επειδή πίστευε στ’ αλήθεια πως κινδύνευε; Τώρα ο Έιτζαξ την πρόσεχε, ή τη φρουρούσε;
Ο σκύλος την κοιτούσε, κλαψούρισε και κούνησε την ουρά του. Ήρθε κοντά της κι η Καμίλ τον χάιδεψε πάλι στο κεφάλι. Τα πελώρια μάτια του ζώου την κοίταξαν με λατρεία. «Είσαι πολύ ωραίος τύπος, ξέρεις», του είπε. «Τι ήταν όλος αυτός ο σαρκασμός και τα γρυλίσματα; Προσποίηση;» Μια μάσκα. Σαν του αφέντη του... Όλα αυτά ήταν ανοησίες. Κι όμως, ξαφνικά οι φλόγες στις λάμπες τρεμόπαιξαν, σαν να υπήρχε από κάπου ρεύμα. Ένα προειδοποιητικό γρύλισμα ακούστηκε βαθιά μέσα στο λαιμό του Έιτζαξ. «Τι είναι, αγόρι μου;», ψιθύρισε. Άθελά της ένιωσε μια βαθιά ανησυχία. Όμως τα αγάλματα παρέμεναν ακίνητα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. «Νομίζω, φίλε μου, πως θ’ αποτελειώσω τώρα το μπράντι μου. Και πρέπει να παραδεχτώ πως χαίρομαι που σ’ έχω παρέα». Ο Έιτζαξ θα πρέπει να την πίστεψε. Όταν τελικά έσβησε τις λάμπες, όλες εκτός από μία που την άφησε αναμμένη δίπλα της, ο σκύλος πήδησε πάνω στα πόδια του κρεβατιού. Ευτυχώς ήταν ένα πελώριο κρεβάτι. Κι η Καμίλ χάρηκε που τον είχε εκεί, φρουρό της για τη νύχτα. *** Το πρωί συγχάρηκε τον εαυτό της που κατάφερε να πιάσει φιλίες με το σκύλο. Τώρα θα μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα στο κάστρο. Ήταν αποφασισμένη να πάει κατευθείαν στο δωμάτιο του Τρίσταν και να τα πει ένα χεράκι μαζί του πριν χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσει ξανά τον πυργοδεσπότη. Αν μάθαινε τι ακριβώς είχε κάνει ο Τρίσταν και τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους, θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει καλύτερα. Αλλά τη στιγμή που βγήκε από την πόρτα ήρθε αντιμέτωπη με το γίγαντα που την είχε φέρει στο κάστρο την προηγούμενη μέρα. «Ο αφέντης σάς περιμένει στο αίθριο», της είπε με σοβαρό ύφος. «Α, τι έκπληξη», μουρμούρισε η Καμίλ. «Οδηγήστε με σ’ εκείνον, παρακαλώ». Ο Έιτζαξ προχωρούσε δίπλα της καθώς ο άντρας τούς έδειχνε το
δρόμο μέσα στο διάδρομο, ώσπου πέρασαν στην απέναντι πλευρά, που ήταν η επόμενη πτέρυγα του αχανούς κάστρου. Εδώ, ένα απέραντο δωμάτιο που ίσως ήταν αίθουσα χορού οδηγούσε σ’ ένα άλλο. Τζάμια πλαισίωναν το μεγαλύτερο μέρος του ταβανιού κι ήταν πολύ όμορφα, έτσι όπως ο ήλιος έριχνε μέσα τις λαμπερές του αχτίδες αντανακλώντας πάνω στους κομψούς τοίχους και τα μαρμάρινα πατώματα. Ο κόμης ήταν εκεί και την περίμενε όρθιος με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, μπροστά σ’ ένα από τα μακρόστενα παράθυρα που είχε θέα κάποιον κεντρικό κήπο. «Καλημέρα, μις Μοντγκόμερι», είπε γυρίζοντας να την υποδεχτεί. Εξαιτίας της μάσκας του ήταν ακόμα πιο ευδιάκριτο το έντονο γαλανό χρώμα των ματιών του και το διαπεραστικό του βλέμμα. «Όντως, η μέρα φαίνεται πολύ όμορφη». «Μπορέσατε να κοιμηθείτε καλά μετά την ενόχληση;» τη ρώτησε ευγενικά, σαν να ήταν μια ευπρόσδεκτη φιλοξενούμενη. «Κοιμήθηκα καλά, ευχαριστώ». «Ο Έιτζαξ δεν ήταν πρόβλημα;» «Ο Έιτζαξ είναι ένα αρνί του Θεού, όπως με πληροφόρησε η κυρία Πράιορ». «Τις περισσότερες φορές», συμφώνησε καλοδιάθετα εκείνος. «Λοιπόν, ελάτε να προγευματίσουμε, μις Μοντγκόμερι. Ελπίζω να έχουμε κάτι που σας αρέσει. Ομελέτες, δημητριακά, τοστ, ζαμπόν, μπέικον, ψάρι...» «Σπανίως τρώω το πρωί, λόρδε Στέρλινγκ, αλλά σας ευχαριστώ για τη γενναιόδωρη φιλοξενία σας. Όμως δε θέλω να την καταχραστώ». Της χαμογέλασε αρκετά δύστροπα, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Σας ζητώ συγνώμη για τη χτεσινή μου αγένεια, όμως με ξαφνιάσατε. Ώστε εργάζεστε στο μουσείο;» Η Καμίλ αναστέναξε βαθιά. «Ναι». Ο κόμης πήγε ως το τραπέζι με τα αστραφτερά ασημικά, το χιονάτο τραπεζομάντιλο και τα θερμαινόμενα σκεύη. Από μια κανάτα
σέρβιρε καφέ. «Λίγο τσάι, μις Μοντγκόμερι; Ή μήπως προτιμάτε καφέ;» «Το τσάι είναι μια χαρά, σας ευχαριστώ», μουρμούρισε. «Πόσο καιρό δουλεύετε στο μουσείο;» «Έξι μήνες περίπου». «Κι η δουλειά σας εκεί δεν έχει καμία σχέση με την εμφάνιση του κηδεμόνα σας εδώ;» Τα λόγια είχαν ειπωθεί ευγενικά, αλλά έκρυβαν μέσα τους κάτι τρομακτικό. Η Καμίλ αποφάσισε πως τον συμπαθούσε περισσότερο όταν ήταν θυμωμένος. Υπήρχε κάτι εκνευριστικό στην άνεση των κινήσεών του και στην ελαφρότητα του τόνου του. Δέχτηκε το φλιτζάνι με το τσάι που της πρόσφερε και, μη έχοντας άλλη επιλογή, κάθισε στην καρέκλα που τράβηξε γι’ αυτήν ο κόμης. Ύστερα εκείνος κάθισε δίπλα της, κοντά της, σε μια απόσταση που το γόνατό του σχεδόν άγγιζε το δικό της. «Λόρδε Στέρλινγκ, σας διαβεβαιώ πως ο Τρίσταν με κανέναν τρόπο δε σχετίζεται με τη δουλειά μου!» Δεν πρόσθεσε πως κρατούσε τον κηδεμόνα της όσο πιο μακριά μπορούσε από το μουσείο. «Σας ορκίζομαι, κέρδισα τη θέση μου εκεί με τις γνώσεις, τη δουλειά και την πεισματική αποφασιστικότητά μου! Και φοβάμαι πολύ πως θα χάσω αυτή τη θέση», πρόσθεσε με πίκρα. «Ο σερ Τζον δεν ανέχεται επ’ ουδενί την αργοπορία». «Ο σερ Τζον;» «Ο σερ Τζον Μάθιους. Είναι ο προϊστάμενός μου». «Ώστε λοιπόν το τμήμα διευθύνεται από τον Ντέιβιντ, τον λόρδο Γουίμπλι», είπε απότομα ο κόμης. «Ναι, ναι. Μα ο λόρδος σπανίως...» Δε θέλησε να πει ότι ο άνθρωπος σπανίως εργαζόταν! «Παρευρίσκεται σε πολλές δραστηριότητες. Σπανίως η δουλειά του είναι στο μουσείο. Ο σερ Τζον έχει το σχεδιασμό και την επιμέλεια των εκθέσεων. Συνεργάζεται στενά με δυο ανθρώπους που έχουν
παρευρεθεί σε πολλές ανασκαφές, τον Άλεξ Μίτλεμαν και τον Όμπρι Σάιζμορ. Όταν υπάρχει ένα καινούριο έκθεμα, παρίσταται ο λόρδος Γουίμπλι κι από κοινού με τον σερ Χάντερ Μακντόναλντ κάνουν όλες τις απαραίτητες διευθετήσεις. Επίσης επιλέγουν ποιες αγορές θα γίνουν για τις γκαλερί, ενώ είναι επιφορτισμένοι και με την επίβλεψη όσων παίρνουν επιχορηγήσεις για μελέτες και νέες αποστολές». «Εσείς τι ακριβώς κάνετε;» Η Καμίλ κοκκίνισε ελαφρά. «Εγώ διαβάζω ιερογλυφικά. Και φυσικά, επειδή λατρεύω το αντικείμενό μου, δουλεύω πάνω στα ευρήματα με απέραντη υπομονή κι αγάπη». «Πώς βρήκατε αυτή τη δουλειά;» απαίτησε να μάθει. «Βρισκόμουν στο μουσείο μια μέρα που ο σερ Τζον εργαζόταν μόνος του. Είχα πάει να δω μια καινούρια έκθεση με ευρήματα από το Νέο Βασίλειο, όταν έφτασε ένα κιβώτιο. Ο σερ Τζον δεν μπορούσε να βρει τα γυαλιά του κι εγώ μπόρεσα ν’ αποκωδικοποιήσω τις πληροφορίες που χρειαζόταν, από μια πέτρα που περιείχε το κιβώτιο. Χρειαζόταν κάποιον γι’ αυτή τη δουλειά. Κλείσαμε ένα ραντεβού και με προσέλαβαν». Όλη αυτή την ώρα την παρατηρούσε προσεκτικά. Η Καμίλ συνέχισε να νιώθει αμήχανα, αφού σπανίως την παρακολουθούσαν με τέτοια ένταση. Ακούμπησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι. «Δεν ξέρω για ποιο λόγο πιστεύετε πως λέω ψέματα. Μπορείτε να ρωτήσετε όλους αυτούς τους ανθρώπους και τότε θα μάθετε πως λέω την αλήθεια. Όμως αυτή η δουλειά είναι σημαντική για μένα». Δίστασε. «Ο κηδεμόνας μου... τέλος πάντων, το παρελθόν του δεν ήταν πάντα άμεμπτο. Κάνω ό,τι μπορώ, μιλόρδε, για να ζούμε με αξιοπρέπεια. Λυπάμαι βαθιά που ο Τρίσταν έπεσε από τον τοίχο σας...» Τη διέκοψε το πνιχτό γέλιο του. «Και να φανταστεί κανείς πως ήμουν έτοιμος να πιστέψω την κάθε σας λέξη!» αναφώνησε. Ένιωσε το θυμό της να φουντώνει ξανά και το πρόσωπό της να κοκκι-
νίζει, γιατί ο κόμης είχε δίκιο που γελούσε. Σηκώθηκε όρθια. «Φοβάμαι, λόρδε Στέρλινγκ, πως το μόνο που κάνετε είναι ν’ αναζητάτε τρόπους εκδίκησης για μένα και τον Τρίσταν, γιατί είστε αποφασισμένος να τον παραδώσετε, έτσι κι αλλιώς, στη δικαιοσύνη. Σας λέω λοιπόν ότι η δουλειά μου είναι πολύ σημαντική για μένα, ότι ο Τρίσταν συχνά φέρεται ανόητα και παραστρατεί αλλά δεν είναι κακός κι ότι, αν είστε αποφασισμένος να τον παραδώσετε, κάντε το. Όσο για μένα, αν δεν εμφανιστώ σύντομα στη δουλειά μου, είναι σίγουρο πως θ’ απολυθώ. Ίσως αυτό να μην έχει πια και τόση σημασία, γιατί ποτέ δε θ’ αρνηθώ τη σχέση μου με τον Τρίσταν, οπότε μόλις τον παραδώσετε η είδηση θα μαθευτεί και θ’ απολυθώ ούτως ή άλλως». «Ω, καθίστε, σας παρακαλώ, μις Μοντγκόμερι», της είπε και ξαφνικά ακούστηκε κουρασμένος. «Παραδέχομαι πως εξακολουθώ να νιώθω κάπως... ας πούμε επιφυλακτικός απέναντι και στους δυο σας. Εντούτοις, προς το παρόν προτείνω να το ρισκάρετε. Συνεργαστείτε μαζί μου. Αν είστε έτοιμη, θα πάμε τώρα αμέσως στη δουλειά σας και θα φροντίσω εγώ προσωπικά να μη σας επιπλήξει κανείς για την αργοπορία». Η Καμίλ σώπαινε. «Καθίστε. Τελειώστε το τσάι σας». Κάθισε. Μια ρυτίδα ζάρωσε το μέτωπό της. «Μα...» «Έχω αρκετό καιρό να επισκεφτώ το μουσείο. Δεν ήξερα καν ποια είναι η ιεραρχία στο τμήμα όπου δουλεύετε. Νομίζω πως είναι σκόπιμο να κάνω μια βόλτα από κει». Σηκώθηκε. «Αν έχετε την καλοσύνη, μπορείτε να είστε στην μπροστινή είσοδο σε πέντε λεπτά;» «Κι ο Τρίσταν;» «Σήμερα πρέπει να μείνει στο κρεβάτι». «Δεν πρόλαβα ούτε καν να τον δω. Πρέπει να τον πάρω πίσω στο σπίτι». «Όχι σήμερα, μις Μοντγκόμερι. Ο Σέλμπι θα μας πάει με την άμαξα στο μουσείο την ώρα που κλείνουν οι πόρτες».
«Μα...» «Πείτε μου, τι δεν καταλάβατε;» «Πρέπει... να πάω στο σπίτι. Κι ύστερα, είναι κι ο Ραλφ». «Ο Ραλφ μπορεί να φροντίσει εκείνος τον κηδεμόνα σας σήμερα. Δε θα φύγει. Φρόντισα να εγκατασταθεί στο σπίτι του σιδηρουργού, στην αυλή». «Στ’ αλήθεια, λόρδε Στέρλινγκ, δεν μπορείτε να κρατάτε τους ανθρώπους φυλακισμένους». «Κι όμως, μπορώ. Νομίζω μάλιστα πως κι οι δυο τους θα είναι πολύ πιο άνετα εδώ απ’ ό,τι στη φυλακή, δε συμφωνείτε;» «Με απειλείτε!» ξέσπασε. «Με περιγελάτε, παίζετε κάποιο παιχνίδι μαζί μου!» «Ναι, αλλά είστε μια έξυπνη νεαρή γυναίκα, οπότε θα έπρεπε να το παίξετε με τους δικούς μου κανόνες». Γύρισε να φύγει, σίγουρος ότι η Καμίλ θα πειθαρχούσε. Μπορεί ο Έιτζαξ να είχε αποφασίσει ότι τη συμπαθούσε, όχι όμως περισσότερο από τον αφέντη του. Το γιγάντιο κυνηγόσκυλο πήρε στο κατόπι τον λόρδο Στέρλινγκ. Όταν έφυγαν κι οι δυο, η Καμίλ πετάχτηκε όρθια. «Εγώ δε θα γίνω πιόνι!» ορκίστηκε δυνατά. Ύστερα όμως ξανακάθισε βαριά στην καρέκλα κοιτώντας τον απέραντο, μακρύ διάδρομο. Ναι, θα γινόταν πιόνι. Αυτή τη στιγμή δεν είχε άλλη επιλογή. Αποτελείωσε θυμωμένη το τσάι της. Ύστερα βγήκε στο διάδρομο και διέσχισε την πτέρυγα προς τη μεγάλη σκάλα. Ο κόμης του Καρλάιλ την περίμενε κάτω. Σταμάτησε μπροστά του με το πρόσωπο ψηλά και τους ώμους τραβηγμένους πίσω. «Θα πρέπει να κάνουμε κάποια συμφωνία οι δυο μας, λόρδε Στέρλινγκ». «Μπα;» «Πρέπει να υποσχεθείτε πως δε θα προχωρήσετε σε δίωξη». «Επειδή σας μεταφέρω στο Λονδίνο, στη δουλειά σας;» τη ρώτησε.
«Με χρησιμοποιείτε, κύριε». «Τότε ας διαπιστώσουμε πόσο χρήσιμη μπορείτε ν’ αποδειχτείτε, εντάξει;» Άνοιξε την πόρτα. «Εξασφαλίζετε αρκετό χρόνο κι εφόσον ήρθατε ως εδώ με δική σας συγκατάθεση χτες βράδυ, νομίζω πως είναι ιπποτικό εκ μέρους μου να φροντίσω να διατηρήσετε την εργασία σας». Χαμήλωσε τα βλέφαρά της και πέρασε δίπλα του. Η άμαξα με οδηγό τον Σέλμπι τους περίμενε μπροστά στην πόρτα. Η Καμίλ ήταν τόσο θυμωμένη, που τράβηξε το μπράτσο της με πείσμα όταν το κτήνος του κάστρου προσπάθησε να τη βοηθήσει ν’ ανέβει. Παραλίγο μάλιστα να παραπατήσει, ευτυχώς όμως τη γλίτωσε. Σωριάστηκε στην μπροστινή θέση της άμαξας και πρόλαβε να καθίσει καλύτερα πριν ο λόρδος ανεβεί και καθίσει απέναντί της. Κρατούσε ένα μπαστούνι με ασημένια λαβή με την οποία χτύπησε την οροφή της άμαξας. Αμέσως μόλις ξεκίνησαν η Καμίλ κάρφωσε το βλέμμα της έξω στη θέα. «Τι συμβαίνει μέσα σ’ εκείνο το πονηρό μυαλουδάκι, μις Μοντγκόμερι;» τη ρώτησε. Γύρισε και τον κοίταξε. «Σκεφτόμουν, μιλόρδε, ότι χρειάζεστε έναν καινούριο κηπουρό». Ο κόμης γέλασε και παραδόξως ο ήχος του γέλιου του αντήχησε ευχάριστα. «Α, μα μου αρέσουν τα βαθιά, σκοτεινά δάση κι οι πυκνές περικοκλάδες τους!» Δεν του απάντησε, ξαναγύρισε προς το παράθυρο. «Δεν το εγκρίνετε;» Τον κοίταξε. «Λυπάμαι για όσα περάσατε», του είπε. «Λυπάμαι επίσης που ένας άντρας της δικής σας θέσης απομονώθηκε από την κοινωνία, ενώ θα μπορούσατε να κάνετε τόσο πολλά για τόσο πολλούς ανθρώπους». «Δεν ευθύνομαι εγώ για τα δεινά του κόσμου». «Ο κόσμος γίνεται καλύτερος όταν η ζωή ενός ανθρώπου βελτιώνεται, κύριε».
Χαμήλωσε το κεφάλι του κι αναστέναξε ελαφρά. Η Καμίλ δεν μπορούσε να διακρίνει το σαρδόνιο τράβηγμα των χειλιών και το έντονο γαλάζιο των ματιών του. «Τι θα μου προτείνατε να κάνω;» «Υπάρχουν δεκάδες πράγματα που θα μπορούσατε να κάνετε!» τον πληροφόρησε. «Μ’ αυτήν εδώ την αχανή έκταση». «Να την κόψω σε τεμάχια και να τη μοιράσω;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με ανυπομονησία. «Όχι, αλλά... θα μπορούσατε να φέρετε εδώ παιδιά από τα ορφανοτροφεία και να τα αφήσετε να περάσουν τη μέρα τους κάνοντας ένα όμορφο πικνίκ! Θα μπορούσατε να προσλάβετε περισσότερους ανθρώπους, να φτιάξετε όμορφες εκτάσεις, να δώσετε δουλειά σε κάποιους που τη χρειάζονται απελπισμένα. Όχι πως αυτό θα άλλαζε όλα τα δεινά της κοινωνίας, αλλά...» Σώπασε όταν ο κόμης έγειρε μπροστά. «Πώς το ξέρετε, μις Μοντγκόμερι, ότι δε συμβάλλω στην ευημερία των άλλων;» Βρισκόταν πολύ κοντά της. Η Καμίλ δεν είχε ξαναδεί τίποτα πιο έντονο, καθηλωτικό, επιβλητικό και καταδικαστικό από τα μάτια του. Και συνειδητοποίησε πως κρατούσε την ανάσα της. «Δεν το ξέρω», κατάφερε να πει τελικά. Ο κόμης έγειρε πάλι πίσω. «Όμως!» του είπε. «Ξέρω όσα έχω ακούσει για σας. Κι είστε ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στο βασίλειό μας. Έχω ακούσει ότι η βασίλισσα και οι γονείς σας ήταν αφοσιωμένοι φίλοι. Ότι είστε ένας από τους...» «Ένας από ποιους;» Κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο, φοβούμενη πως γινόταν λίγο χυδαία. Μήπως όμως δεν ήταν κόρη μιας πόρνης από το Ιστ Εντ; «Ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας. Κι εφόσον είχατε αυτή την ευλογία από τη γέννησή σας, θα έπρεπε να είστε ευγνώμων. Κι άλλοι άνθρωποι έχουν χάσει τις οικογένειές τους, αλλά δεν είναι έτσι».
«Αλήθεια;» Τον είχε θυμώσει. «Πείτε μου, μις Μοντγκόμερι, θα πρέπει οι δολοφόνοι να κυκλοφορούν ελεύθεροι;» «Φυσικά όχι! Απ’ ό,τι έχω καταλάβει όμως, οι γονείς σας σκοτώθηκαν από φίδια! Αιγυπτιακές κόμπρες. Και πάλι λυπάμαι, αλλά δεν μπορεί κανείς να κατηγορηθεί γι’ αυτό!» Δεν της απάντησε, προτίμησε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Η Καμίλ συνειδητοποίησε πως, πέρα από τη μάσκα, ο κόμης είχε υψώσει ένα συναισθηματικό τείχος γύρω από τον εαυτό του. Ήξερε πως δε θα της έλεγε ούτε κουβέντα παραπάνω. Κι όσο κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να επιμείνει πάνω σ’ αυτό το θέμα. Κοιτούσε κι εκείνη έξω από το παράθυρο, ώσπου μπήκαν στη φασαρία και την κίνηση του Λονδίνου κι ύστερα έφτασαν στο μουσείο. Αυτή τη φορά δεν της επέτρεψε ν’ αρνηθεί τη βοήθειά του όταν η Καμίλ βγήκε από την άμαξα, ενώ συνέχισε να την κρατάει από τον αγκώνα καθώς κατευθύνονταν προς το κτίριο. Πριν την πόρτα, ωστόσο, ο κόμης σταμάτησε και τη γύρισε προς το μέρος του. «Πιστέψτε με, μις Μοντγκόμερι, υπάρχει ένας φονιάς που προκάλεσε το θάνατο των γονιών μου. Πιστεύω πως ο δολοφόνος είναι κάποιος που γνωρίζουμε κι οι δυο, ίσως μάλιστα να είναι ένας άνθρωπος τον οποίο βλέπετε καθημερινά». Η καρδιά της πάγωσε. Δεν πίστευε στα λόγια του, πίστεψε όμως στον πυρετό που είδε στο βλέμμα του. «Ελάτε», είπε τότε ο κόμης προχωρώντας και πάλι. «Σε ό,τι κι αν πω ή κάνω», της είπε σχεδόν με φυσικότητα, «δε θα με διαψεύσετε, μις Μοντγκόμερι». «Λόρδε Στέρλινγκ, ίσως δεν μπορέσω να...» «Όμως θα το κάνετε!» της είπε αυστηρά κι εκείνη σώπασε, γιατί είχαν πια φτάσει έξω από το γραφείο της.
Κεφάλαιο 4
Ο λόρδος Στέρλινγκ ήξερε τα κατατόπια. Υπάλληλοι κι επισκέπτες έδειχναν να τον γνωρίζουν, αφού πολλοί απ’ αυτούς τον χαιρετούσαν με σεβασμό και δέος, ενώ όλοι απέφευγαν να κοιτάξουν τη μάσκα. Ίσως οφειλόταν στο ύψος του και στις φαρδιές του πλάτες, ίσως στον όμορφο τρόπο που ταίριαζε τα ρούχα του. Μπορεί να οφειλόταν στη γενικότερη στάση του. Ή απλώς στο ότι ήταν αυτός που ήταν. «Εργάζομαι στο πίσω γραφείο του...» «Δεύτερου ορόφου, φυσικά», μουρμούρισε. Έφτασαν στο τμήμα της κι ο κόμης την οδήγησε κατευθείαν προς τις αίθουσες που ήταν κλειστές για το κοινό. Τότε η Καμίλ ελευθερώθηκε από το χέρι του και βιάστηκε να προπορευτεί. Μέσα στο πρώτο γραφείο συνάντησαν τον σερ Τζον Μάθιους, που καθόταν πίσω από το γκισέ της εισόδου μ’ ένα σωρό χαρτιά μπροστά του. «Επιτέλους! Αγαπητή μου μις Μοντγκόμερι! Ξέρεις την άποψή μου για κείνους που δεν καταφέρνουν να φτάσουν στην ώρα τους. Δεν...» Σώπασε ξαφνικά γιατί είδε πίσω της τον κόμη του Καρλάιλ. «Λόρδε Στέρλινγκ!» αναφώνησε έκπληκτος. «Τζον, φίλε μου. Πώς είσαι;» «Είμαι... είμαι... καλά», είπε ο σερ Τζον δείχνοντας κάπως σοκαρισμένος. «Μπράιαν, εκπλήσσομαι, χαίρομαι πολύ! Μήπως η εμφάνισή σου εδώ σημαίνει πως...» Ο Μπράιαν Στέρλινγκ γέλασε ευχάριστα. «Πως θα συμμετάσχω πάλι στο Τμήμα Αιγυπτιολογίας;» Ο σερ Τζον κοκκίνισε λίγο, πράγμα που έκανε πιο λευκές τις φαβορίτες του και τα μαλλιά του. «Μα όχι, δεν εννοούσα αυτό, κάθε άλλο. Η οικογένειά σας... εσείς... όλοι ήσαστε γνώστες του χώρου. Θα ήταν εξαιρετικό να σας βλέπαμε και πάλι να δουλεύετε εδώ με τον γνωστό σας ενθουσιασμό!»
Η Καμίλ μπορούσε να δει τα χείλη του λόρδου Στέρλινγκ να τεντώνονται, και μάλιστα μ’ ευχαρίστηση. Αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατό να είχε νιώσει ποτέ του έστω κι ελάχιστη συμπάθεια για τον σερ Τζον. «Πολύ ευγενικό από μέρους σου, Τζον. Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόμουν να παραστώ κι εγώ στον φιλανθρωπικό σας έρανο αυτό το Σαββατοκύριακο». «Θεέ και Κύριε!» αναφώνησε ο σερ Τζον. «Αλήθεια;» Κοιτούσε πότε την Καμίλ πότε τον λόρδο Στέρλινγκ, δείχνοντας τελείως σαστισμένος. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει το λόγο της κοινής εμφάνισής τους εκεί, όμως δε φαινόταν να τα καταφέρνει. Ο Στέρλινγκ γύρισε προς την Καμίλ. «Θα παρευρίσκεστε κι εσείς, έτσι δεν είναι, μις Μοντγκόμερι;» «Ω, όχι!» Ένιωσε και τα δικά της μάγουλα να ροδίζουν. «Εγώ δεν ανήκω στο ανώτερο προσωπικό», μουρμούρισε. «Η μις Μοντγκόμερι δεν εργάζεται πολύ καιρό μαζί μας», σχολίασε ο σερ Τζον. «Α, μα φυσικά και θα παρευρεθείτε, μις Μοντγκόμερι, ως συνοδός μου σ’ έναν κόσμο από τον οποίο λείπω πολύ καιρό και θα ένιωθα χαμένος χωρίς εσάς». Δεν της το ζητούσε. Και μόνο εξαιτίας του επιτακτικού τόνου της φωνής του η Καμίλ πολύ θα ήθελε ν’ αρνηθεί. Αλλά ο κόμης ή τη δωροδοκούσε ή την εκβίαζε, ανάλογα με την περίσταση. Ο σερ Τζον την κοιτούσε επίμονα, στενεύοντας τα μάτια, ακόμα σαστισμένος πώς είχε βρεθεί η Καμίλ δίπλα σ’ έναν άνθρωπο σαν τον κόμη. «Καμίλ, αν ο κόμης του Καρλάιλ νιώθει πιο άνετα με τη δική σου συνοδεία, τότε θα βρίσκεσαι εδώ». Ο Στέρλινγκ διέσχισε τα λίγα βήματα που τον χώριζαν από την Καμίλ και πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Τζον!» είπε κοιτάζοντας όμως την Καμίλ. «Σε παρακαλώ! Δεν πρέπει ν’ απευθύνεσαι στο κορίτσι σαν να
το απειλείς!» Εκείνα τα διαπεραστικά γαλανά μάτια είχαν καρφωθεί πάνω της με χιούμορ. Δεν υπήρχε καμία απολύτως ανάγκη να την απειλήσει ο σερ Τζον. Η Καμίλ ήξερε πως ήδη απειλούνταν. Κι όμως, εκτός των όποιων άλλων ικανοτήτων είχε αποκτήσει με τα χρόνια, ο κόμης ήταν ένας θαυμάσιος ηθοποιός, γιατί φερόταν με τρόπο ευχάριστο και μεγαλόψυχο, όπως άρμοζε στην ανατροφή του. Προσπάθησε να τραβήξει τα χέρια της με τρόπο, το κράτημά του όμως ήταν πολύ γερό. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, λόρδε Στέρλινγκ. Φοβάμαι όμως πως θα ήμουν πολύ ταπεινή επιλογή για μια τέτοια βραδιά». «Ανοησίες. Ζούμε στην εποχή του Διαφωτισμού. Ποια θα ήταν καλύτερη επιλογή από μια νεαρή γυναίκα όμορφη, έξυπνη και τόσο καλά ενημερωμένη πάνω στο φλέγον θέμα της βραδιάς;» «Καμίλ!» μουρμούρισε παραινετικά ο σερ Τζον. Το χαμόγελο του Στέρλινγκ ήταν τυπικό, σίγουρα πάντως το διασκέδαζε. Η Καμίλ λαχταρούσε να τραβήξει τα χέρια της. Πιο συγκεκριμένα, λαχταρούσε να του δηλώσει πως θα προτιμούσε να περάσει τη βραδιά της σ’ ένα χασισοποτείο παρέα με αποβράσματα της κοινωνίας. «Μήπως φταίει... η μάσκα;» τη ρώτησε. Τι φωνή! Τώρα έβαζε και πάθος, ο υποκριτής! «Όχι», του είπε γλυκά. «Είναι η εποχή του Διαφωτισμού, όπως είπατε κι εσείς. Κανένας άντρας και καμία γυναίκα δε θα πρέπει να κρίνεται πια από την εμφάνιση και μόνο». «Μπράβο!» την παίνεψε ο σερ Τζον. Ο βασανιστής της αποφάσισε πως δε θα περίμενε την αποδοχή της. «Τότε λοιπόν ναι, Τζον, θα παρευρεθώ στη φιλανθρωπική εκδήλωση. Και μπορείς να είσαι βέβαιος ότι τόσο το ενδιαφέρον όσο και το εισόδημά μου θα επιστραφούν δριμύτερα στην επιδίωξη των εκπαιδευτικών ιδανικών μας. Λοιπόν, έχω δουλειές να κάνω και ήδη καθυστέρησα αρκετά τη δεσποινίδα. Ήταν ευχαρίστησή μου που σε ξαναείδα, Τζον...
Λίγο ακατάστατος, όπως πάντα, στις μελέτες και τον προγραμματισμό σου, φαίνεσαι όμως υγιέστατος. Μις Μοντγκόμερι, ο Σέλμπι θα έρθει εδώ με την άμαξα να σας παραλάβει... στις έξι, σωστά;» «Συνήθως τελειώνω στις έξι και μισή», μουρμούρισε η Καμίλ, έχοντας επίγνωση ότι ο σερ Τζον τους παρακολουθούσε τώρα άναυδος. Ο Στέρλινγκ αποφάσισε να του ικανοποιήσει την περιέργεια, πράγμα που ήταν βέβαιο πως θα έδινε τη χαριστική βολή στον σερ Τζον. «Ο κηδεμόνας αυτής της αγαπητής νεαράς είχε ένα ατύχημα χτες βράδυ, φαντάσου, ακριβώς έξω από την ιδιοκτησία μου. Φυσικά είναι φιλοξενούμενός μου. Κι ακόμα φυσικότερα, η μις Μοντγκόμερι έσπευσε αναστατωμένη να του συμπαρασταθεί. Προς μεγάλη μου χαρά το κάστρο Καρλάιλ έχει και πάλι φιλοξενούμενους. Καλή σας μέρα λοιπόν. Και στους δύο». «Κ... καλημέρα, Μπράιαν!» τραύλισε ο σερ Τζον κοιτώντας πάντα έκπληκτος τον Στέρλινγκ, ο οποίος έβγαινε από την αίθουσα με την άνεση και την αξιοπρέπεια του εκ γενετής αριστοκράτη. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα πριν ο σερ Τζον ξεκολλήσει το βλέμμα του από την έξοδο και γυρίσει κατάπληκτος προς την Καμίλ. «Θεέ και Κύριε!» είπε. Εκείνη μπόρεσε να του χαρίσει μόνο ένα μορφασμό κι ένα ανασήκωμα των ώμων. «Αυτό είναι απίστευτο!» «Δεν μπορούσα να το φανταστώ», μουρμούρισε. «Εγώ... πήγα απλώς να φροντίσω τον κηδεμόνα μου». «Ατύχημα;» Ο σερ Τζον συνοφρυώθηκε. «Θα γίνει καλά;» Ο σερ Τζον ήταν αξιοπρεπής άνθρωπος. Φαινόταν ενοχλημένος που είχε ξεχάσει να ρωτήσει για την υγεία ενός συνανθρώπου. «Ναι, ναι, σας ευχαριστώ. Πιστεύουμε πως έχει μόνο μερικούς μώλωπες, τίποτα το σοβαρό όμως». «Αυτοί οι οδηγοί των νοικιασμένων αμαξών!» είπε ο σερ Τζον μ’ ένα περιφρονητικό ρουθούνισμα.
«Μερικές φορές είναι απρόσεκτοι κι απερίσκεπτοι. Από την άλλη μεριά βέβαια, δε χρειάζεται και μεγάλη ικανότητα για να γίνει κάποιος αμαξάς!» Μιλούσε με αποστροφή για το γεγονός ότι δεν απαιτούνταν ειδική εκπαίδευση για τους οδηγούς, αν και πολλοί πλούσιοι από τον κοινωνικό του περίγυρο είχαν επενδύσει σε τέτοιες άμαξες, αδιαφορώντας για το ποιος τις οδηγούσε. Χαμογέλασε κι απέφυγε να τον ενημερώσει πως το συγκεκριμένο ατύχημα δεν είχε την παραμικρή σχέση με άμαξα ή οποιοδήποτε άλλο μεταφορικό μέσο. Ο σερ Τζον την κοιτούσε ακόμα προβληματισμένος. «Εξαιρετικό», είπε. «Τι να πω», μουρμούρισε η Καμίλ χαμηλώνοντας τα μάτια. «Αν είστε ευχαριστημένος, τότε...» «Ευχαριστημένος! Αγαπητό μου κορίτσι, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευεργέτησαν το μουσείο οι γονείς του λόρδου Στέρλινγκ. Κι όχι μόνο αυτό! Ήταν βαθύτατα αφοσιωμένοι στο λαό της Αιγύπτου, φιλοδοξώντας ότι, με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων, ο λαός αυτός δε θα υπέφερε. Και τι σπουδαίο έργο επιτέλεσαν!» Την παρατήρησε λίγο ακόμα, ύστερα φάνηκε να παίρνει μια απόφαση. «Έλα μαζί μου, αγαπητή μου Καμίλ. Θα σου δείξω ένα μέρος της κληρονομιάς τους». Η Καμίλ τα έχασε. Μέχρι στιγμής η δουλειά της περιλάμβανε μόνο όσα επέλεγαν να της αναθέσουν, συνήθως τις πιο βαρετές εργασίες και τίποτα περισσότερο. Τώρα όμως ο σερ Τζον σκόπευε να την ξεναγήσει στα υπόγεια του ιδρύματος, στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις του μουσείου. Συνεπαρμένη διαπίστωσε πως γι’ αυτή την ευκαιρία χρωστούσε ευγνωμοσύνη στον απειλητικό οικοδεσπότη της. Δεν της άρεσε καθόλου να νιώθει υποχρεωμένη απέναντί του, όμως είχε σκοπό να επωφεληθεί απ’ αυτή την ευκαιρία. «Σας ευχαριστώ, σερ Τζον», είπε. Πήρε μια αρμαθιά κλειδιά από το γραφείο του και την οδήγησε έξω από την αίθουσα, κάτω στις σκάλες και μέσα από διαδρόμους κατέβη-
καν ακόμα πιο κάτω. Εδώ οι διάδρομοι ήταν σκοτεινοί και τα δωμάτια γεμάτα με ξύλινα κιβώτια, μερικά κλειστά κι άλλα σε διάφορα στάδια ανοίγματος. Πέρασαν δίπλα από κάποια κιβώτια που είχαν φτάσει από την Τουρκία και την Ελλάδα, ώσπου σταμάτησαν σ’ ένα τμήμα που ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Εκεί κάποια από τα κιβώτια ήταν ανοιχτά, ορισμένα μικρότερα είχαν αφαιρεθεί, ενώ μια σειρά σαρκοφάγοι κείτονταν ακόμα μέσα σε μακρόστενα, σαν φέρετρα κουτιά. «Ορίστε!» είπε ο σερ Τζον, ανεμίζοντας γύρω τα χέρια του για να δείξει τη συλλογή από τους θησαυρούς. Η Καμίλ κοίταξε γύρω της αργά. Σίγουρα υπήρχαν πολλοί ανεκτίμητοι θησαυροί εκεί. «Είναι μόνο τα μισά, βεβαίως. Πολλά από τα τεχνουργήματα πήγαν στο κάστρο», είπε ο σερ Τζον και συνοφρυώθηκε. «Κι επίσης υπήρχαν αρκετά κουτιά που δε βρέθηκαν ποτέ». «Ίσως βρίσκονται κι αυτά στο κάστρο». «Δε νομίζω», μουρμούρισε ο σερ Τζον. «Μα φυσικά, η μεταφορά αυτών των αντικειμένων... Α, ποιος ξέρει! Πάντως ο λόρδος και η λαίδη Στέρλινγκ ήταν τρομερά σχολαστικοί με τη δουλειά τους. Όλα είχαν καταγραφεί...» Σώπασε. «Πιστεύω πως τα κιβώτια έφτασαν. Όμως δεν έχει σημασία. Η τελευταία ανακάλυψή τους ήταν τόσο πλούσια, ώστε δεν έχουμε κατορθώσει ακόμα να μελετήσουμε και να καταγράψουμε όσα έχουμε στην κατοχή μας». «Αυτά ανακαλύφθηκαν από τους γονείς του λόρδου Στέρλινγκ λίγο πριν το θάνατό τους, υποθέτω», είπε η Καμίλ. Ο σερ Τζον έγνεψε ναι. «Τα μικρά κείμενα και τα ανάγλυφα που μεταφράζεις ανήκουν στην ίδια κατηγορία», της εξήγησε. «Μια λαμπρή, λαμπρή ανακάλυψη». Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένος. «Τι θαυμάσιο ζευγάρι! Ευσυνείδητοι ως προς την ευθύνη τους απέναντι στη βασίλισσα και την ίδια στιγμή απεριόριστα αφοσιωμένοι στις μελέτες τους! Ήταν αξιοθαύμαστο που ο λόρδος Στέρλινγκ βρήκε μια τέτοια γυναίκα. Α, η λαίδη Στέρλινγκ! Τη θυμάμαι πολύ καλά.
Καμία γυναίκα δεν μπορούσε να υποδέχεται με την ίδια χάρη κι ευγένεια μια ολόκληρη αίθουσα από φίλους, παλιούς και νέους. Ήταν καταπληκτική γυναίκα, πανέμορφη. Κι όμως, αυτή η ίδια γυναίκα μπορούσε να σέρνεται μέσα στα χώματα, να δουλεύει μ’ ένα φτυάρι ή μια βούρτσα, να μελετάει κείμενα, ν’ αναζητά απαντήσεις σε μυστήρια...» Η φωνή του έσβησε. «Τεράστια απώλεια...» Τα λευκά μαλλιά του σερ Τζον λαμποκόπησαν στο χλομό φως καθώς κούνησε για άλλη μια φορά το κεφάλι του πέρα δώθε. Ύστερα μόρφασε με θλίψη. «Είχα φοβηθεί πως ο Μπράιαν θα έμενε για πάντα θαμμένος στο κάστρο του, που τώρα το έχει πνίξει η βλάστηση, να πενθεί για τους γονείς του, πιστεύοντας πως έχουν δολοφονηθεί. Φαίνεται όμως ότι επιτέλους συμφιλιώνεται με το παρελθόν κι αντιμετωπίζει τη θλίψη του. Κι εσύ, αγαπητό μου κορίτσι, αν έχεις κάποια σχέση μ’ αυτή τη θαυμάσια αναγέννηση του ενδιαφέροντός του, τότε είσαι ίσως το πιο πολύτιμο απόκτημα που έχω φέρει στο μουσείο». «Τι να πω, σας ευχαριστώ πολύ, σερ Τζον. Όμως δε νομίζω πως είχα μεγάλη επιρροή σ’ αυτό τον άνθρωπο. Καλά καλά δε γνωριζόμαστε». «Μα θέλει να τον συνοδεύσεις στο γκαλά!» «Ναι», μουρμούρισε η Καμίλ κι απέφυγε να του πει πως αυτή η πρόσκληση δεν είχε καμία σχέση με το γεγονός ότι αποζητούσε τη συντροφιά της. Ο σερ Τζον συνοφρυώθηκε. «Καμίλ, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο κόμης του Καρλάιλ; Ειλικρινά, μένω εμβρόντητος που ένας άντρας με τέτοια καταγωγή καταδέχτηκε να προσκαλέσει μια κοινή θνητή. Χωρίς παρεξήγηση, παιδί μου. Είναι που... ε, εμείς οι Άγγλοι έχουμε την υψηλή κοινωνία μας». «Μμμ. Ε, όπως συμφωνήσαμε όλοι, είμαστε στην εποχή του Διαφωτισμού, σωστά;» «Ένας κόμης, μις Μοντγκόμερι. Ακόμα και με το πρόσωπό του σοβαρά σημαδεμένο, ένα τέτοιο πράγμα είναι ανήκουστο!» Ο σερ Τζον δεν ήταν αγενής, όμως συνέχισε να την κοιτάζει παραξε-
νεμένος κι η Καμίλ άρχισε να νιώθει παράξενα. Αμφέβαλλε σοβαρά ότι ο κόμης είχε ξαναβρεί το ενδιαφέρον του για το μουσείο και πίστευε ότι απλώς και μόνο ήθελε να βρει τον υποτιθέμενο δολοφόνο των γονιών του. Και δεν έδινε δεκάρα αν η Καμίλ ήταν αριστοκράτισσα ή ένα σκουπίδι της κοινωνίας, αρκεί να εξυπηρετούσε το σκοπό του. «Μήπως τον φοβάσαι; Εξαιτίας της παραμόρφωσής του, ή λόγω της φήμης του;» θέλησε να μάθει ο σερ Τζον. «Όχι». «Δε σε απωθεί η όψη του;» «Η συμπεριφορά κι οι απόψεις ενός ανθρώπου στη ζωή μπορεί ν’ αποδειχτούν πολύ ασχημότερες από το πρόσωπό του, σερ Τζον». «Πολύ καλά τα είπες, εύγε, Καμίλ!» Ο σερ Τζον χειροκρότησε, χαμογελώντας πλατιά. «Πάμε λοιπόν! Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Όπως αντιλαμβάνεσαι, θα χαρώ πολύ να σου πω περισσότερα για τα ευρήματά τους. Φυσικά, οι τάφοι των φαραώ θεωρούνται από τους πιο μεγαλοπρεπείς. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι έχουν συληθεί εδώ και χρόνια. Το μεγαλείο της ανακάλυψης του τάφου του Νεφερσούτ είναι ότι, παρ’ όλο που επρόκειτο για έναν μεγάλο ιερέα, τον αντιμετώπιζαν με δέος κι ενώ ήταν πλουσιότερος από τον Μίδα, ο τάφος του έμεινε ανέπαφος. Κι άλλοι πολλοί θάφτηκαν μαζί του. Οι Αιγύπτιοι δεν απαιτούσαν να θάβονται οι σύζυγοι ή ο ερωμένες μαζί με τους άντρες τους, όμως κοίταξε εδώ πόσες σαρκοφάγοι υπάρχουν! Κι ύστερα, ήταν και το ζήτημα της κατάρας». Κούνησε με ανυπομονησία το χέρι στον αέρα. «Προφανώς, σύμφωνα με τη λαϊκή πεποίθηση, όλοι οι τάφοι που έρχονται στο φως συνοδεύονται από μια κατάρα. Έχουμε ανοίξει πολλούς τάφους οι οποίοι δεν είχαν σοβαρές προειδοποιήσεις στην είσοδο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, όπως και σε μερικές άλλες, υπήρχε μια κατάρα ακριβώς μέσα στον τάφο. Είθε εκείνος που ταράσσει τη Νέα Ζωή των ευλογημένων να είναι καταραμένος πάνω σ’ αυτή τη γη. Και, δυστυχώς, ο λόρδος και η λαίδη Στέρλινγκ πέθαναν».
«Πέθανε κανένας άλλος που είχε αναμειχθεί στην ανασκαφή;» ρώτησε η Καμίλ. Ο σερ Τζον ανασήκωσε αργά το φρύδι του με μια έκφραση προβληματισμού. «Δεν... δεν ξέρω. Σίγουρα όμως κανείς τόσο διάσημος όσο οι Στέρλινγκ». Η Καμίλ έκανε να γυρίσει, νομίζοντας πως άκουσε κάτι σαν ξύσιμο πίσω της, εκεί όπου κείτονταν οι μούμιες κι οι σαρκοφάγοι τους. «Καμίλ! Με ακούς;» ρώτησε αυστηρά ο σερ Τζον. Ξαφνιάστηκε κι η ίδια που είχε αποσπαστεί τόσο εύκολα η προσοχή της. Ήταν φανερό ότι ο σερ Τζον δεν είχε ακούσει κανέναν απολύτως θόρυβο. Η Καμίλ φοβόταν πως είχε αρχίσει να παρακούει, δίνοντας μεγάλες διαστάσεις στο μικρό δράμα που είχε εισβάλει ξαφνικά στη ζωή της. Αγαπούσε την ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου κι όλες τις ιστορίες που τη συνόδευαν, μέχρι τώρα όμως δεν είχε πέσει ποτέ θύμα ανόητων ρομαντισμών. Κι ούτε πίστευε πως οι μούμιες θα σηκώνονταν από τους τάφους τους για να καταδιώξουν τους ζωντανούς. «Συγνώμη. Νόμιζα πως άκουσα κάτι». «Καμίλ, σε μουσείο βρισκόμαστε. Πολλοί άνθρωποι περπατούν πάνω από το κεφάλι μας». Του χαμογέλασε. «Όχι. Νόμιζα πως άκουσα κάποιον εδώ μέσα». Ο σερ Τζον αναστέναξε. «Βλέπεις κανέναν;» «Όχι. Απλώς...» «Κι άλλοι έχουν κλειδιά για το υπόγειο, Καμίλ. Δεν είμαστε το μοναδικό τμήμα του μουσείου!» Ακουγόταν αγανακτισμένος και η Καμίλ κατάλαβε πως ήταν θυμωμένος επειδή δεν είχε την αμέριστη προσοχή της πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα. «Τα φίδια, Καμίλ! Επικίνδυνα πλάσματα. Όποιος εξερευνά την Αίγυπτο έχει επίγνωση ορισμένων κινδύνων. Ακόμα κι ο πιο κοινός τουρίστας δεν κάνει άλλο στις μέρες μας από το να διασχίζει τον Νείλο». Η Καμίλ χαμογέλασε και δεν του είπε ότι όλοι είχαν το δικαίωμα να ταξιδεύουν, να μελετούν, ν’ απολαμβάνουν τα θαύματα της αρχαιότη-
τας. Ακόμα κι οι κοινοί άνθρωποι. «Όμως», επισήμανε η Καμίλ, «αν κάποιος φρόντιζε ώστε τα φίδια να μπουν στα διαμερίσματα του λόρδου και της λαίδης Στέρλινγκ, αυτό δε θα ήταν δολοφονία;» Ο σερ Τζον φάνηκε να θορυβείται. Το συνοφρύωμά του βάθυνε και κοίταξε γρήγορα γύρω του, σαν να φοβόταν πως τους παρακολουθούσαν. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Ούτε να το σκέφτεσαι κάτι τέτοιο!» την προειδοποίησε. «Πάντως αυτή είναι η άποψη του κόμη». Ο σερ Τζον ξανακούνησε το κεφάλι του ζωηρά. «Όχι! Κι ούτε να διαδώσεις μια τέτοια υπόνοια. Δεν πρέπει να προφέρεις ξανά αυτή τη φριχτή ιδέα, Καμίλ. Ποτέ!» Φαινόταν στ’ αλήθεια εκνευρισμένος. Γύρισε να φύγει κι ύστερα, όταν είδε πως η Καμίλ δεν τον ακολουθούσε, στράφηκε πίσω. «Έλα, έλα. Αρκετό χρόνο σπαταλήσαμε». Τον ακολούθησε, μετανιώνοντας που είχε εκφράσει τη γνώμη της. Ένα πράγμα όμως ήταν σίγουρο. Στο μέλλον θα ήταν πιο σχολαστική στη δουλειά της, τώρα που ήξερε περισσότερα για τον άνθρωπο, την κατάρα και τα ευρήματα. «Βιάσου!» είπε ο σερ Τζον κοιτώντας πίσω του με ανυπομονησία, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως η Καμίλ δεν είχε μείνει πίσω. «Ναι, φυσικά, σερ Τζον», του απάντησε, ανοίγοντας το βήμα της. Το μουσείο άρχιζε να γεμίζει από κόσμο. Βρετανοί, Ιρλανδοί αλλά κι επισκέπτες από πιο μακρινά μέρη το επισκέπτονταν με ενθουσιασμό, κι όπως πάντα η Καμίλ χαιρόταν πολύ γι’ αυτό. Το αγαπούσε αυτό το μουσείο. Το θεωρούσε κάτι σαν το πετράδι του στέμματος της Αγγλίας. Είχε ανοίξει για το κοινό στις δεκαπέντε Ιανουαρίου του χίλια οχτακόσια πενήντα εννέα. Εκείνο τον καιρό ήταν ένα εντελώς νέο ίδρυμα, διοικούμενο από ένα σώμα επιτρόπων που λογοδοτούσαν στο κοινοβούλιο, του οποίου οι τεράστιες συλλογές ανήκαν στο κοινό. Η είσοδος ήταν ελεύθερη, έτσι η Καμίλ το είχε επισκεφτεί όταν ήταν μικρή, κρατώντας το χέρι της μητέρας της. Το δικό
της τμήμα ήταν τώρα γνωστό σαν Τμήμα Αιγυπτιακών και Ασσυριακών Αρχαιοτήτων και όφειλαν ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη για κάποια από τα ωραιότερα κομμάτια τους. Ο Βοναπάρτης, στην προσπάθειά του να κατακτήσει τον κόσμο, ήταν ο πρώτος που πήγε στην Αίγυπτο μαζί με μελετητές και ιστορικούς. Η βρετανική ήττα του Ναπολέοντα έφερε την πλειονότητα των συλλογών του στο Βρετανικό Μουσείο. Καθώς περπατούσαν πέρασαν μπροστά από τη Στήλη της Ροζέτας, το απίστευτο εύρημα το οποίο είχε επιτρέψει τη μετάφραση των αρχαίων αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Συνεχίζοντας μέσα από τις αιγυπτιακές αίθουσες, η Καμίλ άκουσε ένα μικρό αγόρι να ρωτάει τον πατέρα του: «Μπαμπά, γιατί το κάνουν αυτό; Δεν καταλαβαίνω γιατί ξεθάβουν τους νεκρούς, μόνο και μόνο επειδή έχουν πεθάνει πολύ καιρό. Δε φοβούνται οι άνθρωποι όταν ξεθάβουν μούμιες;» «Ναι, καλέ μου, γιατί πρέπει να ξεθάβουν τους νεκρούς;» ρώτησε κι η μητέρα του αγοριού. Ήταν όμορφη, ντυμένη μ’ ένα κομψό φόρεμα από μουσελίνα κι ένα χαριτωμένο και μοντέρνο μπονέ. «Αγάπη μου, έχουμε μετακινήσει πολλούς δικούς μας, πολύ πιο πρόσφατους νεκρούς!» αποκρίθηκε ο σύζυγος. Ήταν κι εκείνος ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας, με γκρι καπέλο και σακάκι. «Ειλικρινά! Τα κοιμητήρια των εκκλησιών, στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, έχουν βεβηλωθεί κατά τη γνώμη μου! Έργα αποκατάστασης τα λένε. Μα στην αποκατάσταση του καθεδρικού του Σόλσμπερι όλες οι ταφόπλακες μετακινήθηκαν. Είναι απρέπεια, έτσι πιστεύω εγώ. Αποκατάσταση! Αυτοί εδώ οι τύποι όμως... οι μούμιες, ε, δεν ήταν της εκκλησίας, γιε μου», απάντησε ο πατέρας. Αν και συμφωνούσε με τον άνθρωπο ότι ένα μεγάλο μέρος των λεγόμενων αποκαταστάσεων των ιστορικών μνημείων έδειχναν θλιβερή ασέβεια απέναντι σ’ εκείνους που είχαν αποδημήσει πριν απ’ αυτούς στη δική τους χώρα, η Καμίλ μπήκε στον πειρασμό να πλησιάσει και να δώ-
σει στο παιδί μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα. Να του επισημάνει το γεγονός ότι θα έπρεπε να υπάρχει σεβασμός απέναντι σε όλες τις χώρες και σε όλες τις πεποιθήσεις. Θα μπορούσε να του μιλήσει για τη λαμπρότητα της αρχαίας αιγυπτιακής μηχανολογίας, αλλά τα καθήκοντά της δεν περιλάμβαναν το ρόλο της ξεναγού. Ήταν κρίμα! Αγαπούσε πολύ το θέμα της και θα της άρεσε ιδιαίτερα να ξεναγεί τους επισκέπτες, αν της το επέτρεπαν. Από την άλλη μεριά βέβαια, δεν ανήκε στον κύκλο των λογίων, δεν είχε παραστεί ποτέ της σε ανασκαφή κι ήταν σχεδόν σίγουρη πως μετά βίας την ανέχονταν. Ο σερ Τζον της έριξε μια προειδοποιητική ματιά κι η Καμίλ συνέχισε να προχωρά, απαντώντας του μ’ ένα αδύναμο χαμόγελο. «Δουλειά τώρα», είπε ο σερ Τζον αυστηρά. Επέστρεψε στο γραφείο του κι έσκυψε αμέσως το κεφάλι του στα χαρτιά του. Η Καμίλ είχε ένα προαίσθημα πως ήταν βυθισμένος σε σκέψεις, ίσως ανήσυχος, καθόλου όμως διατεθειμένος να της δείξει την έγνοια του. Πήγε να βρει την ποδιά της, που ήταν κρεμασμένη στο πίσω μέρος της αίθουσας, κι ύστερα μπήκε στο θαλαμίσκο όπου εργαζόταν πάνω σ’ ένα κομμάτι ενός ανάγλυφου. Τοποθετημένη σ’ έναν μακρύ πάγκο εργασίας, η στήλη είχε περίπου ένα μέτρο ύψος, εξίμισι εκατοστά πλάτος κι εφτάμισι εκατοστά πάχος. Το κομμάτι ήταν πολύ βαρύ κι είχε σαν επιστέγασμα την αιγυπτιακή κόμπρα, υποδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι οι λέξεις, και πιο συγκεκριμένα η προειδοποίηση, είχαν λάβει την ευλογία κάποιου φαραώ. Κάθε σύμβολο είχε περίτεχνα κι επιμελώς σμιλευτεί πάνω στην πέτρα και καθένα απ’ αυτά ήταν πολύ μικρό, γι’ αυτό κι η κοπιαστική δουλειά είχε ανατεθεί στην Καμίλ. Η ιεραρχία του τμήματος είχε επίσης τη βεβαιότητα ότι η συγκεκριμένη στήλη απλώς επαναλάμβανε τις άλλες προειδοποιήσεις που βρίσκονταν διασκορπισμένες μέσα στον τάφο. O νεκρός που είχε ταφεί εκεί ήταν ένα πρόσωπο αγαπητό και σεβαστό. Τώρα που η Καμίλ ήξερε πως μαζί του είχαν ταφεί κι άλλοι άνθρωποι, ήταν πολύ περίεργη να μάθει περισσότερα. Μήπως οι πολλές
γυναίκες ή ερωμένες του είχαν σκοτωθεί για να τον συνοδεύσουν στο αιώνιο ταξίδι προς τη μεταθανάτια ζωή του; Κάθισε και παρατήρησε τα σύμβολα στο σύνολό τους. Ήξερε πως ο Νεφερσούτ ήταν ένας ανώτερος ιερέας, σύμφωνα όμως με όσα η Καμίλ είχε ήδη μεταφράσει, ο άνθρωπος ήταν κάτι παραπάνω, ίσως ένα είδος μάγου της εποχής του. Κοίταξε τα λόγια που είχε ήδη μεταφράσει: Γνωρίζουν όλοι όσοι έρχονται εδώ πως έχουν εισέλθει στο πιο ιερό έδαφος. Μην ενοχληθεί ο ιερέας, διότι μεταβαίνει στην επόμενη ζωή απαιτώντας όλα όσα ήταν δικά του στην τωρινή, στο χρόνο του πάνω στη γη μας, όπως εμείς τον γνωρίζουμε. Προς τιμήν του, μην τον ενοχλείτε. Διότι ο Νεφερσούτ μπορούσε να κυβερνήσει τον αέρα, το νερό. Το χέρι του διαφέντευε τον ψίθυρο των θεών και στο τραπέζι του καθόταν η Χέθρε. Η ζωή του είναι ευλογημένη πέρα από την παρούσα ζωή. Η εξουσία του επεκτείνεται καθώς εκείνη κάθεται στα δεξιά του. «Χέθρε», μουρμούρισε η Καμιλ. «Χέθρε... ποια ακριβώς ήσουν και γιατί αναφέρεσαι μόνο εσύ, αλλά όχι ως σύζυγός του;» «Ο τύπος θα πρέπει να είχε μαγικές δυνάμεις, ε;» Η Καμίλ σήκωσε ξαφνιασμένη το βλέμμα της. Δεν είχε ακούσει τον σερ Χάντερ Μακντόναλντ να έρχεται. Ίσιωσε το σώμα της κι είδε πως ένα τσουλούφι είχε ξεφύγει από τα τσιμπιδάκια της. Ήξερε πως έδειχνε πολύ ατημέλητη. Ο σερ Χάντερ ήταν εντυπωσιακός. Ψηλός, καλοντυμένος, με πλούσια μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Η Καμίλ ήξερε πως είχε τη φήμη του μποέμ και γοητευτικού άντρα. Και φυσικά είχε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Η φήμη του άσωτου όμως δεν του έδινε αρνητική εικόνα, καθώς δεν ήταν παντρεμένος, ούτε είχε αρραβωνιαστεί ποτέ. Οι οικογενειάρχες του κύκλου του σίγουρα θα σχολίαζαν πως ένας τέτοιος νεαρός άντρας μια μέρα θα θέριζε ό,τι έσπειρε. Παρ’ όλα αυτά, παρέμενε περιζήτητος γαμπρός. Η Καμίλ ήξερε πως ο Χάντερ υπήρξε πάντα ευγενικός και γοητευτικός μαζί της. Όμως δεν ήταν ανόητη, ούτε σκόπευε να ζήσει τη ζωή
που ήταν η αιτία του τόσο τραγικού τέλους της μητέρας της. Ήξερε επίσης ότι του άρεσε κι εκείνη. Δεν ανήκε φυσικά στην τάξη των γυναικών ανάμεσα στις οποίες ο Χάντερ θα διάλεγε σύζυγο, ούτε όμως ήταν το είδος της γυναίκας που θα μπορούσε να ξελογιάσει για τη διασκέδασή του και μόνο. Η Καμίλ είχε ξεκαθαρίσει με τη στάση της πως δε θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να συνεχίζει να την πολιορκεί, καθώς διέθετε αρκετά μεγάλο εγωισμό, ώστε να πιστεύει πως μπορούσε ν’ αποκτήσει όποια γυναίκα ήθελε. «Α, αγαπητή μου μις Μοντγκόμερι!» συνέχισε ο Χάντερ πλησιάζοντάς την. «Όπως πάντα, η λαμπρή, όμορφη επιστήμων μας κρυμμένη εδώ, σ’ αυτό το μικροσκοπικό δωμάτιο, φορώντας μια παλιά κι άχαρη ρόμπα εργασίας!» Έγειρε πάνω από το τραπέζι με μάτια που έλαμπαν. «Αλίμονο! Πρέπει να προσέχεις, αγαπημένη Καμίλ. Τα χρόνια θα περάσουν! Και θα τα έχεις ξοδέψει αποκτώντας όλο και μεγαλύτερη μυωπία, ξεχνώντας όλα τα θαύματα του σύγχρονου κόσμου». Η Καμίλ γέλασε σιγανά. «Θαύματα σαν τον εαυτό σας, σερ Χάντερ;» Της χαμογέλασε με θλίψη. «Τι να σας πω, θα ήμουν ευτυχής να σας συνοδεύσω στα διάφορα ενδιαφέροντα μέρη του Λονδίνου, ξέρετε». «Φοβάμαι το σκάνδαλο». «Πρέπει να ζούμε λίγο απερίσκεπτα». «Εύκολο να το λέτε εσείς αυτό, σερ Χάντερ», του είπε σεμνά. «Άλλωστε λατρεύω τη δουλειά μου! Αν είναι να γεράσω και ν’ αποκτήσω μυωπία, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από δω». «Μα η απώλεια μιας τέτοιας νιότης κι ομορφιάς είναι αληθινή τραγωδία!» «Είστε πολύ ευγενικός και το ξέρετε». Το χαμόγελό του έσβησε κι έγινε σοβαρός. «Ανησυχώ, ξέρεις». «Ανησυχείτε; Γιατί;» Έκανε το γύρο και στάθηκε δίπλα της. Με κάπως υπερβολική τρυφερότητα έσπρωξε προς τα πίσω ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά της.
«Μόλις άκουσα πως περάσατε ένα ασυνήθιστο βράδυ... και πρωί». «Ω! Το ατύχημα», μουρμούρισε η Καμίλ. «Χτες βράδυ κοιμηθήκατε στο κάστρο Καρλάιλ;» ζήτησε να μάθει. «Ο κηδεμόνας μου τραυματίστηκε. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή». «Μπορώ να μιλήσω ελεύθερα, Καμίλ;» «Αν το επιθυμείτε». «Φοβάμαι για σας! Δεν πρέπει να επιτρέψετε να σας εξαπατήσουν. Ο κόμης του Καρλάιλ είναι ένα τέρας. Διάλεξε τη μάσκα του όσο πιο ταιριαστή γινόταν με τον αληθινό του χαρακτήρα. Ο σερ Τζον μου είπε ότι σας έφερε σήμερα στο μουσείο κι ότι επιμένει να παρευρεθείτε στη φιλανθρωπική εκδήλωση μαζί του. Καμίλ, είναι επικίνδυνος». Τέντωσε το φρύδι της. «Συγχωρήστε με αν κάνω λάθος, Χάντερ, μήπως όμως κι εσείς δεν προσπαθείτε διαρκώς να γίνετε το ίδιο... επικίνδυνος;» Σοβάρεψε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Οι δικές μου προσπάθειες αφορούν την αρετή σας. Ο κόμης του Καρλάιλ είναι μισότρελος. Φοβάμαι για τη ζωή και την υγεία σας. Προφανώς έχει πάθει εμμονή μαζί σας, Καμίλ. Μπήκατε στον κόσμο του, εκεί όπου ελάχιστοι έχουν την άδεια να μπουν αυτή την εποχή». Ξερόβηξε. «Καμίλ, δε θα πλήγωνα τα αισθήματά σας για τίποτα στον κόσμο. Αντιλαμβάνεστε όμως ότι παραμένουμε μια κοινωνία τρομερά ευαίσθητη σε θέματα ταξικών διαφορών. Οι φήμες λένε ότι ο κόμης τριγυρίζει τις νύχτες στους δρόμους αναζητώντας κάθε είδους απολαύσεις, καθώς η παραμόρφωση του προσώπου του δεν του επιτρέπει να συχνάζει στα σαλόνια και να συναναστρέφεται τις δεσποινίδες της υψηλής κοινωνίας. Φοβάμαι πως παίζει μαζί σας με τον πιο βάναυσο κι απεχθή τρόπο». Αυτό ακριβώς έκανε ο κόμης, όχι όμως με τον τρόπο που πίστευε ο Χάντερ. «Παρακαλώ, μην ανησυχείτε για μένα», του είπε. «Είμαι αρκετά ικανή να προστατέψω τον εαυτό μου». Του χάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Σίγουρα το καταλαβαίνετε αυτό. Αν δεν απατώμαι, κύριε, προσπα-
θούσατε να φέρετε τα θαύματα του σύγχρονου κόσμου στο κατώφλι μου από την ημέρα που ήρθα». «Όμως δε φέρθηκα ποτέ ανάρμοστα!» διαμαρτυρήθηκε. «Όχι, επειδή είμαι αρκετά ικανή να προστατέψω τον εαυτό μου». «Ξέρω πώς θα λύσουμε αυτό το πρόβλημα με τον πιο διακριτικό τρόπο!» αναφώνησε τότε ο Χάντερ. «Μπορούμε να πούμε ότι είχατε συμφωνήσει να έρθετε μαζί μου». «Χάντερ, τι ευγενικό», του είπε ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του, επειδή πίστευε πράγματι πως ήταν ανήσυχος. «Σκεφτείτε όμως το σκάνδαλο. Όμως και πάλι θ’ αντιμετώπιζα έναν τρομερό κίνδυνο, αφού δεκάδες καλοαναθρεμμένες κοπέλες θα ήθελαν να με στραγγαλίσουν!» Τον πείραζε, όμως υπήρχαν κάποια ίχνη αλήθειας στα λόγια της. Ο Χάντερ πήρε τα δυο της χέρια και την κοίταξε με ένταση. «Καμίλ, στ’ αλήθεια, δε θα ήταν καθόλου κακό ν’ αφήσουμε τον κόμη του Καρλάιλ να πιστέψει πως συμβαίνει κάτι σοβαρό μεταξύ μας. Κι εγώ είμαι ένας ταπεινός σερ. Εκείνος είναι κόμης. Εντελώς διαφορετική περίπτωση». «Χάντερ, μου κάνετε πρόταση γάμου;» τον πείραξε. Εκείνος δίστασε. Η Καμίλ τράβηξε τα χέρια της. «Χάντερ, παρακαλώ, πιστέψτε με. Ήσαστε πολύ ευγενικός μαζί μου κι εγώ, όπως τόσες άλλες, δεν είμαι αδιάφορη απέναντι στη γοητεία σας. Αν όμως δημιουργούσα μια μικρή σχέση μαζί σας, δε θα χρησιμοποιούσαν μόνο το χαρακτηρισμό ταπεινή όταν θα αναφέρονταν στο όνομά μου». «Α, Καμίλ, σε τι πειρασμό με βάζετε να τα τινάξω όλα στον αέρα...» «Θα ήταν ανόητο», του είπε με σιγουριά. «Πιστεύω πως θα είμαι εντάξει. Πρώτος εσείς θα έπρεπε να ξέρετε ότι έχω επίγνωση της κοινωνικής μου θέσης και συνεπώς αποφεύγω οποιαδήποτε σοβαρή εμπλοκή με ανθρώπους ανώτερης τάξης». Συνέχισε να την κοιτάζει έντονα. «Καμίλ, με μαγεύετε... και όχι μόνο». «Χάντερ, αυτό που σας μαγεύει είναι το γεγονός ότι παραμένω απρόσι-
τη». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, Καμίλ. Σίγουρα το ξέρετε πως έχετε μάτια που ιριδίζουν, μαγευτικά και σαγηνευτικά, σαν της τίγρης. Κι αν δε σας λείπει η όραση κι η λογική, αντιλαμβάνεστε επίσης πως διαθέτετε ένα σώμα κλασικού αγάλματος, το οποίο συναρπάζει κάθε άντρα που έρχεται εδώ. Είστε ζωντανή, δραστήρια κι έξυπνη. Ναι, άνετα θα μπορούσατε να κάνετε έναν άντρα να φτάσει στα άκρα προκειμένου ν’ αποκτήσει το χέρι σας». Την ξάφνιασε το πάθος των λόγων του. «Μήπως υπονοείτε ότι στερώ τη συντροφιά μου από τον κόμη για να τον αναγκάσω... να με παντρευτεί;» ρώτησε με κάποια δυσπιστία. Η συγκίνησή της μετατράπηκε σε θυμό. «Καμίλ! Παρακαλώ, μιλώ από αγάπη. Ο θαυμασμός κι η έγνοια μου για σας είναι ειλικρινείς». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Χάντερ...» «Αυτό είναι; Θέλετε γάμο; Καμίλ... ναι, θα σας κάνω πρόταση». Τα λόγια του τη σόκαραν και πάλι. «Χάντερ, θα με μισούσατε. Εμένα και το σκάνδαλο. Πολύ γρήγορα θα έπαυα να είμαι τόσο γοητευτική, επειδή δε θα ήμουν πλέον απρόσιτη». «Καμίλ, με πληγώνετε». «Χάντερ, ανησυχείτε χωρίς λόγο», τον διαβεβαίωσε. «Αυτό είναι το παιχνίδι που ελπίζετε να παίξετε με τον λόρδο Στέρλινγκ; Στο κάτω κάτω είναι κόμης, κι ακόμα και βασιλιάδες έχουν παντρευτεί κοινές θνητές. Όμως, Καμίλ, πρέπει να θυμάστε τι έπαθε κάποια κοινή θνητή που παντρεύτηκε βασιλιά». «Χάντερ...» «Η ιστορία το λέει, αγαπητό μου κορίτσι, η ιστορία! Θυμηθείτε την Άννα Μπόλεϊν. Ανάγκασε τον Ερρίκο να την παντρευτεί παραμένοντας απρόσιτη. Κι όταν εκείνος ήταν έτοιμος να προχωρήσει, εκείνη έχασε το κεφάλι της!» Δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Χάντερ, κανονικά θα έπρεπε να προσβληθώ βαθύτατα. Αν ήμουν μια νεαρή αριστοκράτισσα εκπαιδευμένη
στις καλύτερες σχολές κοινωνικής αγωγής, νομίζω πως τώρα θα ήταν πρέπον να σας χαστουκίσω πολύ δυνατά. Δυστυχώς όμως έχασα τους γονείς μου σε πολύ μικρή ηλικία και δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω τέτοια σχολή. Σαν ταπεινή λοιπόν κοπέλα με απίστευτη δίψα για γνώση, πιστεύω πως έχω την πολυτέλεια ν’ αποφύγω τη βία». «Με περιγελάτε, ενώ εγώ είμαι ειλικρινής». «Ω Χάντερ, είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σας. Όμως όχι, δε θα σας παντρευόμουν ποτέ. Όχι πως δεν είστε όμορφος, συμπαθής και τόσο ιπποτικός που μου το προτείνετε». «Δεν είμαι ούτε στο ελάχιστο γοητευτικός;» θέλησε να μάθει. «Υπερβολικά γοητευτικός. Και ξέρω ότι αυτή την πρόταση γάμου δεν είναι δυνατόν να την εννοείτε. Ούτε θέλω να πιστεύετε πως τώρα είστε υποχρεωμένος να τιμήσετε το λόγο σας. Πραγματικά, ξέρω πως θα καταλήγατε να με περιφρονήσετε. Με την ίδια λογική, ούτε ο κόμης του Καρλάιλ μπορεί να με σαγηνεύσει, επειδή έχω όντως μια από τις αρετές που μου αποδώσατε. Εξυπνάδα. Θα είμαι εντάξει, λοιπόν. Θα μείνω στο κάστρο ώσπου να μπορέσω να μεταφέρω με ασφάλεια τον κηδεμόνα μου. Και θα παρευρεθώ στη φιλανθρωπική εκδήλωση, επειδή πιστεύω ότι θέλει να τον συνοδεύσω γιατί θα νιώθει πιο άνετα αν κάνει την είσοδό του με μια υπάλληλο του μουσείου στο πλευρό του. Άλλωστε θα βρισκόμαστε εδώ, θα περιτριγυρίζομαι από εσάς, τον Άλεξ και τον σερ Τζον. Και τον λόρδο Γουίμπλι φυσικά, έναν εξίσου σημαντικό ευπατρίδη». Η πόρτα άνοιξε πάλι, πριν ο Χάντερ προλάβει ν’ απαντήσει. «Καμίλ! Μόλις άκουσα πως...» άρχισε να λέει ο Άλεξ Μίτλεμαν και σώπασε απότομα, βλέποντας πως δεν ήταν μόνη μέσα στο μικρό εργαστήριο. «Χάντερ», είπε». «Άλεξ». Ο Άλεξ, ένας αδύνατος άντρας με ανοιχτόξανθα μαλλιά κι ανοιχτά γαλανά μάτια, χρώματα που τον έκαναν να φαίνεται περισσότερο σαν όμορφος νεαρός παρά σαν ώριμος άντρας, κοίταξε συνοφρυωμένος
την Καμίλ. Οι δυο άντρες συνήθως σέβονταν ο ένας τον άλλο, αν κι ο Άλεξ παραπονιόταν συχνά ότι ο Χάντερ ήταν μάλλον ένας πλούσιος δανδής παρά ένας αληθινός μελετητής. Επίσης, ο Άλεξ θεωρούσε τον εαυτό του πολύ πιο έμπιστο φίλο για την Καμίλ, αφού δεν ήταν παρά ένας έντιμος εργαζόμενος. Όπως κι εκείνη ήταν μια έντιμη εργαζόμενη. Ο Άλεξ ξερόβηξε, ύστερα κούνησε λίγο το κεφάλι του παραιτημένος, σαν ν’ αποφάσισε τελικά πως θα μιλούσε, αφού ο Χάντερ προφανώς ήταν ήδη ενήμερος για το θέμα. «Σήμερα το πρωί ήρθες εδώ με τον Μπράιαν Στέρλινγκ, τον κόμη του Καρλάιλ;» Η Καμίλ αναστέναξε σιγανά. «Ο Τρίσταν είχε ένα ατύχημα χτες βράδυ κοντά στις πύλες του κόμη Τον μετέφεραν μέσα στο κάστρο γιατί ήταν τραυματισμένος. Φυσικά, έσπευσα κοντά του. Κι έτσι... να ’μαστε. Οι δυο άντρες την κοίταξαν, ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Της είπες πως είναι...» «Επικίνδυνος κι ίσως μισότρελος», πρόσθεσε ο Χάντερ. «Όχι τόσο ωμά όσο το λέω αυτή τη στιγμή, αλλά ναι, προσπάθησα να περάσω αυτό το μήνυμα». «Καμίλ, θα πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική μαζί του», είπε ο Άλεξ πάντα συνοφρυωμένος. Φαινόταν πολύ ανήσυχος. «Με σοκάρει που το λέω, αλλά ο σερ Τζον... τι να πω, φαίνεται ευχαριστημένος!» «Ο κόμης είναι πλούσιος άνθρωπος», σχολίασε με τραχύτητα ο Χάντερ. «Το κάστρο του ξεχειλίζει από θησαυρούς τους οποίους ο σερ Τζον πολύ θα ήθελε να δει εκτεθειμένους στο μουσείο». Ο Άλεξ ξεροκατάπιε. «Θα έρθω μαζί σου, Καμίλ. Μόλις σχολάσουμε απόψε. Μπορούμε να νοικιάσουμε μια άμαξα και να μεταφέρουμε με ασφάλεια τον κηδεμόνα σου στο σπίτι του...» «Άλεξ, εγώ σίγουρα έχω μεγαλύτερη ευχέρεια να το κάνω, αφού διαθέτω δική μου άμαξα», τον διέκοψε αποφασιστικά ο Χάντερ. «Αλλά έχεις δίκιο. Πρέπει να πάρουμε την Καμίλ και τον κηδεμόνα της μακριά
απ’ αυτό το τρομερό κάστρο το συντομότερο δυνατόν». Η Καμίλ άκουγε τους δυο άντρες σαστισμένη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που της έδειχναν καλοσύνη ή φιλία, όμως τώρα στ’ αλήθεια ανταγωνίζονταν ποιος θα κερδίσει το ενδιαφέρον της. Επίσης φαίνονταν και οι δύο κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να την απομακρύνουν από το κάστρο Καρλάιλ. Ο Άλεξ σήκωσε ελαφρά το πρόσωπό του, δείχνοντας έτοιμος να θυσιαστεί για το καλό της. «Πολύ καλά. Αρκεί να φύγεις απ’ αυτό το δαιμονισμένο μέρος». «Άλεξ, Χάντερ», άρχισε να τους λέει, εκείνη τη στιγμή όμως η πόρτα άνοιξε και πάλι με ορμή. Τώρα είχε έρθει ο Όμπρι Σάιζμορ. Ήταν ο τελευταίος από τους υπαλλήλους του κεντρικού τμήματος, ένας άντρας όχι τόσο καταρτισμένος, αλλά παρ’ όλα αυτά παθιασμένος με την αιγυπτιολογία και σίγουρα εργατικός κι αποφασιστικός. Ήταν ένας μεγαλόσωμος τριανταπεντάρης, καραφλός σαν μπάλα του μπιλιάρδου κι αρκετά μυώδης. Μπορούσε με άνεση να μετακινήσει τα βαρύτερα κιβώτια, κι όμως είχε απίστευτα ελαφρύ χέρι όταν επρόκειτο για τα πιο λεπτεπίλεπτα κομμάτια μιας ανασκαφής. Κοίταξε την Καμίλ σαν να έβλεπε ένα έργο τέχνης που ξαφνικά είχε αναδειχτεί στο πιο αλλόκοτο εύρημα του αιώνα. «Ήρθες εδώ με τον κόμη του Καρλάιλ;» ζήτησε να μάθει. Η Καμίλ αναστέναξε άλλη μια φορά, έχοντας κουραστεί πια να εξηγεί. «Ναι», είπε μόνο. «Ώστε λοιπόν ξεμύτισε και πάλι από το κάστρο!» «Ναι, έτσι φαίνεται». «Βρε για φαντάσου!» είπε. «Ωραία. Θα πρέπει να περιμένουμε πολύ περισσότερο χρήμα στο μουσείο, αν αποδέχτηκε επιτέλους την κατάσταση! Θα μπορούσε να οργανώσει μια νέα ανασκαφή. Τίποτα δε συγκρίνεται με λίγη αληθινή δουλειά, εκεί, στην άμμο της ερήμου». «Δε σχεδιάζει καμία ανασκαφή ακόμα», είπε κοφτά ο Χάντερ. «Μα...» Ο Όμπρι κοίταξε την Καμίλ.
«Ήθελες κάτι άλλο, Όμπρι;» Εκείνος κατσούφιασε. «Αυτό τον καμπούρη με την γκρίζα γενειάδα, τον άνθρωπο που μόλις πήραμε από τις ασιατικές αρχαιότητες. Άρμποκ, έτσι τον λένε. Ο γερο-Τζιμ Άρμποκ! Μήπως τον έχετε δει;» «Όχι, δεν τον έχουμε δει», του απάντησε ο Χάντερ εκνευρισμένος. Δε συμπαθούσε τον Όμπρι, που όμως είχε όλα τα κατάλληλα προσόντα για να δουλεύει στο τμήμα... και τα γερά του μπράτσα ήταν σίγουρα ένα απ’ αυτά. «Έχω πει επανειλημμένως στον σερ Τζον ότι χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο με πλήρες ωράριο! Δε με πειράζει η δουλειά, με πειράζει το σκούπισμα που πρέπει να γίνει μετά! Τρώει πολύ χρόνο!» γκρίνιαξε ο Όμπρι. «Τότε ίσως δε θα πρέπει να τον σπαταλάς τόσο πολύ», συμβούλεψε ο Χάντερ. Ο Όμπρι σχεδόν γρύλισε στον Χάντερ, όμως χαμογέλασε στην Καμίλ. «Εξαίσια δουλειά, Καμίλ να ξαναφέρεις εδώ έναν τόσο λαμπρό χρηματοδότη! Παρ’ όλη την κακή του φήμη!» Της έκλεισε το μάτι και βγήκε από το δωμάτιο. Καθώς έβγαινε ο Όμπρι έμπαινε ο σερ Τζον. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» απαίτησε να μάθει σε αυστηρό τόνο. «Άλεξ, πιστεύω πως η Καμίλ είναι αρκετά ικανή να δουλεύει μόνη της πάνω σ’ αυτό το ανάγλυφο. Χάντερ, μπορεί να είσαι μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ο ρόλος σου όμως δεν περιλαμβάνει να σπαταλάς το χρόνο των υπαλλήλων μου. Ο λόρδος Γουίμπλι βρίσκεται καθ’ οδόν προς το μουσείο και δε θέλω το τμήμα μου να δίνει την εντύπωση απογευματινής συνάθροισης για τσάι!» Ο Χάντερ ανασήκωσε ξερά τους ώμους του. «Καμίλ, θα μιλήσουμε αργότερα», είπε και προχώρησε προς την πόρτα. Την άνοιξε και κοντοστάθηκε. Κοίταξε πίσω και τους τρεις τους. «Φαίνεται πως και κάποιος άλλος έρχεται για... τσάι».
«Ποιος;» ρώτησε ο Άλεξ. «Ο Μπράιαν Στέρλινγκ, κόμης του Καρλάιλ», είπε ο Χάντερ και τα μάτια του καρφώθηκαν στην Καμίλ. «Πρέπει να φυλαχτούμε, το τέρας έρχεται προς τα εδώ!»
Κεφάλαιο 5
Ο Μπράιαν άκουγε μ’ ενδιαφέρον το σούσουρο που προκάλεσε η εμφάνισή του. «Ο λόρδος Στέρλινγκ;» ρώτησε έκπληκτος ο σερ Τζον. «Νόμιζα πως είχε φύγει». Το τρομαγμένο σχόλιο ήταν του Άλεξ Μίτλεμαν. «Ε, λοιπόν δεν έφυγε. Και σας προειδοποιώ όλους...» Αυτό ειπώθηκε από τον σερ Τζον, που όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του όταν βγήκε στο διάδρομο. «Μπράιαν! Είναι, στ’ αλήθεια, μεγάλη μας τιμή! Είχαμε να σας δούμε τόσο καιρό και σήμερα... Τι να πω, είναι τιμή μας!» «Παρακαλώ, σερ Τζον, με κάνετε να νιώθω αμηχανία», του απάντησε και δέχτηκε το χέρι του άλλου άντρα. «Ώστε... δεν έφυγε καθόλου!» ψιθύρισε ο Χάντερ στο αυτί της Καμίλ. Ο Μπράιαν την κοίταξε στα μάτια. Έδειχνε να είναι επιφυλακτική. Το μικρό εργαστήρι όπου είχαν στριμωχτεί όλοι ήταν προφανώς δικό της. Εκείνη στεκόταν δίπλα στον Χάντερ Μακντόναλντ. Ο Άλεξ, λίγο πιο κει σαν τρομαγμένος κόκορας, αποφασισμένος να υπερασπιστεί το χώρο του. Ακόμα κι ο σερ Τζον είχε πάρει μια στάση αμυντική, έδειχνε όμως να είναι έτοιμος, αν και με αρκετή απροθυμία, να παραδώσει στον Μπράιαν τη νεαρή ενζενί του, αν αυτό απαιτούνταν, προκειμένου να τον ξαναφέρουν πίσω στο μουσείο. Ενδιαφέρον, σκέφτηκε ο Μπράιαν. Ο Χάντερ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Μπράιαν, γερο-κατεργάρη! Μας έλειψες». Άλλη μια φορά τα λόγια ειπώθηκαν σε τόνο πρόσχαρο κι ενθουσιώδη. Οι δυο τους είχαν υπηρετήσει μαζί στο στρατό και γνωρίζονταν αρκετά καλά. Είχαν μάλιστα τριγυρίσει μαζί και στις παμπ, θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς πως ήταν φίλοι. Ο Χάντερ αρεσκόταν να
βλέπει τον εαυτό του σαν μεγάλο ταξιδευτή, φοβερό τυχοδιώκτη και γυναικά. Του άρεσαν οι γυναίκες, κάθε μορφής και κοινωνικής τάξης. Άραγε έφταιγε η δυσπιστία απέναντι σ’ έναν άνθρωπο ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι δολοφόνος, ή μήπως ο τρόπος που έστεκε δίπλα στην Καμίλ; Ο Μπράιαν δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί τι τον έκανε να νιώθει τόσο επιφυλακτικός απέναντι στον άλλο άντρα. Πολύ θα ήθελε να τραβήξει τη γυναίκα μακριά του. Άραγε εκείνη γνώριζε πως η φήμη του ήταν απολύτως βάσιμη; Ή μήπως ήταν ήδη εραστές; Την είχε γνωρίσει μόλις την προηγούμενη νύχτα κι εξακολουθούσε να μην την εμπιστεύεται. Μήπως όμως δεν ήταν μόνο δυσπιστία αλλά και κάτι άλλο; Ο Μπράιαν ήταν αποφασισμένος ν’ ακολουθήσει το μονοπάτι που είχε χαράξει και τώρα η Καμίλ βρισκόταν κι αυτή στο ίδιο μονοπάτι. Έτσι όπως στεκόταν όμως και την παρατηρούσε, συνειδητοποιούσε τη σπάνια ομορφιά της, το χρώμα των μαλλιών της, την κρυστάλλινη καθαρότητα των ματιών της. Πράγματι, ακόμα και με την άχαρη ποδιά εργασίας και τα πεσμένα τσουλούφια της, απέπνεε μια σπάνια χάρη κι αξιοπρέπεια. Έναν ιδιαίτερο αισθησιασμό... Δεν εμπιστευόταν τον Χάντερ δίπλα της. Ακόμα χειρότερα, δεν του άρεσε να τον βλέπει δίπλα της. «Λόρδε Στέρλινγκ!» αναφώνησε ο Άλεξ πλησιάζοντάς τον. Μολονότι ο Άλεξ φαινόταν διστακτικός και καλοπροαίρετος, δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνος. «Λόρδε Στέρλινγκ!» ξαναείπε, προσφέροντας δειλά το χέρι του. Ο Μπράιαν το πήρε και το έσφιξε. «Άλεξ, παλιόφιλε. Χαίρομαι που σε βλέπω». Κοίταξε την Καμίλ. «Κι εδώ βλέπω την πιο εργατική ανάμεσα στην αξιοθρήνητη παρέα σας», τους πείραξε. Η Καμίλ δεν κολακεύτηκε καθόλου από τα λόγια του. Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Λόρδε Στέρλινγκ. Χαίρομαι που βλέπω το ενδιαφέρον σας τόσο ανανεωμένο σήμερα».
«Έχω περάσει πολύ καιρό απομονωμένος», είπε σιγανά. «Απίστευτο δεν είναι; Οι μέρες γίνονται μήνες κι οι μήνες γίνονται χρόνια. Σαν να περιπλανιέται κανείς μέσα στην ομίχλη. Κι ύστερα ένα τυχαίο περιστατικό φέρνει μια απροσδόκητη συνάντηση. Φανταστείτε, ένα ατύχημα μπροστά στο κάστρο μου έφερε στο σπίτι μου τον κηδεμόνα ενός μοναδικού δείγματος ομορφιάς που εργάζεται σ’ αυτό το τμήμα του μουσείου! Νιώθω σαν να... ξύπνησα από μακροχρόνιο λήθαργο!» Σχεδόν γέλασε δυνατά. Ακόμα κι ο σερ Τζον, που ήταν έτοιμος να θυσιάσει την όμορφη κόρη στο βωμό της λατρείας του παρελθόντος, έκανε ένα βήμα πιο κοντά στην Καμίλ. «Η Καμίλ είναι πράγματι το γνησιότερο είδος ομορφιάς που έχουμε ανακαλύψει εδώ», είπε ο Χάντερ μετρώντας τα λόγια του. «Και τη φυλάμε σαν κόρη οφθαλμού». Είδε μια παράξενη λάμψη στα μάτια της Καμίλ και μάντεψε τις σκέψεις της. Εκείνος ήξερε καλά αυτούς τους άντρες. Ήταν τυχερή που είχε βρει τη δουλειά της, ήταν τυχερή που βρισκόταν εδώ. Εκτός βέβαια αν, αντί για τις γνώσεις της, είχε χρησιμοποιήσει την ομορφιά και τις χάρες της για ν’ αποκτήσει αυτή τη θέση... Δίχως να το θέλει εξοργίστηκε. Δεν είχε δικαιώματα πάνω της, μπορούσε μόνο να την έχει στο χέρι με εκβιασμούς ή δωροδοκίες. Και η Καμίλ μπορούσε να του λέει αλήθεια ή κατάφωρα ψέματα. Όμως αυτό το ξαφνικό συναίσθημα κτητικότητας απέναντί της ήταν σχεδόν συντριπτικό. Σαν να έπαιζαν μια βίαιη παρτίδα ράγκμπι και η Καμίλ ήταν η μπάλα ανάμεσά τους. Ο σερ Τζον ξερόβηξε. «Θα σε ενδιέφερε να δεις λίγο τη δουλειά που γίνεται εδώ;» «Θα υπάρχει χρόνος γι’ αυτό. Είδα τον λόρδο Γουίμπλι κάτω. Θα συναντηθούμε αργότερα για να γευματίσουμε. Τώρα συνεργάζεται με τους υπεύθυνους τροφοδοσίας, προκειμένου να οργανώσει τη φιλανθρωπική βραδιά». «Ναι, του αρέσει να τα αναλαμβάνει μόνος του αυτά».
«Απ’ ό,τι βλέπω, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει εδώ. Όμως δεν βλέπω τον Όμπρι». «Μα δουλεύει, φυσικά!» του είπε ο σερ Τζον. «Φυσικά. Τέλος πάντων, δώστε του τα χαιρετίσματά μου». Ο Μπράιαν κοίταξε πάλι την Καμίλ. «Ώστε λοιπόν, μις Μοντγκόμερι, εσείς εργάζεστε πάνω σε ευρήματα που έχουν φέρει οι γονείς μου στο μουσείο». Δεν είχε απευθύνει αυτά τα λόγια σαν κατηγορία, όμως τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και το βλέμμα της σκλήρυνε. «Πράγματι. Υποθέτω ότι ο σερ Τζον σας προσκάλεσε να δείτε τη δουλειά που γίνεται εδώ, σωστά;» «Ναι, ήταν πολύ ευγενικό από μέρους του», μουρμούρισε και την είδε να κοκκινίζει, γιατί ήταν ξεκάθαρο πως δεν του χρειαζόταν καμία πρόσκληση για να έρθει στο μουσείο. «Έχω υποσχεθεί στον λόρδο Γουίμπλι να τον συναντήσω δίπλα στον νέο Περσέα, έτσι λοιπόν θα πρέπει να φύγω. Σας ευχαριστώ». Γύρισε να φύγει νιώθοντας με ικανοποίηση το βλέμμα της καρφωμένο στην πλάτη του. «Μις Μοντγκόμερι, η άμαξά μου θα σας περιμένει», της είπε. «Κύριε των δυνάμεων!» είπε μια βαθιά, βροντερή φωνή κι όλοι γύρισαν. Είχε καταφθάσει κι ο ίδιος ο λόρδος Γουίμπλι. «Ολόκληρο το προσωπικό μου κάθεται και χασομεράει!» είπε αλλά χαμογελούσε. Ο λόρδος Γουίμπλι ήταν αδιευκρίνιστης ηλικίας από τότε που ο Μπράιαν ήταν παιδί. Είχε πυκνά κατάλευκα μαλλιά κι έντονα, διαπεραστικά γκρίζα μάτια. Ήταν ψηλός και λεπτός, ένας λόρδος με τα όλα του. «Δικό μου το λάθος, φοβάμαι», είπε ο Μπράιαν. «Τρομερή αγένεια εκ μέρους μου, αφού ύστερα από τέτοια μακροχρόνια απουσία εισέβαλα εδώ μέσα και σπατάλησα τόσο πολύ από το χρόνο σας». «Α, μα η παρουσία σου μας ευχαρίστησε όλους πάρα πολύ!» είπε ο σερ Τζον.
«Πράγματι», συμφώνησε ξερά ο Χάντερ. Τα σκούρα μάτια του συναντήθηκαν με του Μπράιαν και κάτι ανταγωνιστικό παίχτηκε μεταξύ τους. «Ώρα να επιστρέψεις κοντά μας λοιπόν», είπε. «Εξάλλου είσαι ο κόμης του Καρλάιλ και η συμβολή σου θα είναι τρομερά σημαντική στις προσπάθειές μας». «Ευχαριστώ». Ο λόρδος Γουίμπλι τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη. «Ναι, ναι, αγόρι μου. Ας όψεται ο τραυματισμός σου, αν και διάλεξες φίλε μου μια μάσκα...» «Λόρδε Γουίμπλι!» τον διέκοψε σοκαρισμένος ο σερ Τζον. Ο Μπράιαν έβαλε τα γέλια. «Μου αρέσει η μάσκα μου». «Ναι, βρε αγόρι μου, αλλά σε λένε το κτήνος πίσω από την πλάτη σου!» ξέσπασε ο λόρδος Γουίμπλι. Εκεί ήταν λοιπόν όλοι τους. Ολόκληρη η αγέλη. Ο σερ Τζον, ο Χάντερ, ο Άλεξ και τώρα ο λόρδο Γουίμπλι. Και οι τέσσερις είχαν βρεθεί στην Αίγυπτο, μαζί με τους γονείς του. Ήταν παρόντες όταν έγιναν οι ανακαλύψεις. Ήταν παρόντες όταν πέθαναν οι γονείς του. Και τώρα, έδειχναν όλοι απίστευτα ευτυχείς με την επανεμφάνισή του. Και οι τέσσερις μελετητές τού χάριζαν κλάδο ελαίας, υπό τη μορφή ενθουσιασμού, φιλίας και κατανόησης. Κι όμως, ένας απ’ αυτούς ήταν ο δολοφόνος. «Θα έλεγα μάλλον ότι απολαμβάνω την τρομερή φήμη μου», είπε κοιτώντας την Καμίλ. «Ίσως όμως έχετε δίκιο. Είναι καιρός να τιμήσω τη μνήμη των γονιών μου επιστρέφοντας στην εργασία τους». «Πολύ σωστά!» είπε ο σερ Τζον. «Πρέπει ν’ αφήσεις πίσω σου τον πόνο και τη μοναξιά του παρελθόντος και να καταλάβεις τη θέση που σου ανήκει δικαιωματικά στην κοινωνία... επικεφαλής ενός σώματος ευπατριδών οι οποίοι μοχθούν προς όφελος της γνώσης και... της παιδείας». «Προς όφελος και των φτωχών», μουρμούρισε η Καμίλ. Ύστερα τα βλέφαρά της χαμήλωσαν βιαστικά, κρύβοντας το λαμπερό, τιγρίσιο
χρώμα των ματιών της. Όλοι την κοίταξαν σαστισμένοι. Ο Μπράιαν αμφέβαλλε αν εκείνοι οι άνθρωποι έδιναν δεκάρα για τη φτώχια που μάστιζε το Λονδίνο. Είχαν συγκλονιστεί κατά τη διάρκεια των πρόσφατων φόνων του Τζακ του Αντεροβγάλτη, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν παρά μια ομάδα μελετητές. Το κυνήγι της γνώσης, και ιδιαίτερα της γνώσης της αρχαίας Αιγύπτου, ήταν ο δικός τους κινητήριος στόχος στη ζωή. Επίσης στόχος τους ήταν τα πλούτη και η αίγλη που θα έφερνε η σχετική μελέτη. «Ναι, ναι. Η εξαθλίωση των φτωχών μαζών μας», μουρμούρισε ο λόρδος Γουίμπλι. «Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν, ε, Μπράιαν;» Άλλη μια φορά χτύπησε την πλάτη του κόμη. «Τι λες, αγόρι μου, πάμε;» O Μπράιαν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, κοίταξε την ομήγυρη και χαμογέλασε πίσω από τη μάσκα του. «Κύριοι, θα σας δω σύντομα. Καμίλ, θα είναι μεγάλη τιμή μου να σε ξανασυναντήσω αργότερα απόψε». «Φυσικά, σας ευχαριστώ πολύ», μουρμούρισε. «Με λίγη καλή τύχη ωστόσο, ο κηδεμόνας μου θα είναι αρκετά καλά ώστε να φύγουμε από το φιλόξενο κάστρο σας». «Α, μα δεν πρέπει να επισπεύσουμε την ανάρρωσή του!» «Είστε στ’ αλήθεια πάρα πολύ ευγενικός». «Κάθε άλλο. Όπως είπα, η παρουσία σας είναι πραγματική τιμή για το κάστρο Καρλάιλ. Λόρδε Γουίμπλι; Στη διάθεσή σας». «Σερ Τζον, αύριο πρωί πρωί θα έρθω να σας ενημερώσω για τους τελευταίους διακανονισμούς. Α, θα είναι ένα λαμπρό γεγονός! Λαμπρό! Και ο σκοπός ιερός, βεβαίως. Πιστεύω πως ο λόρδος Καρνάρβον θα είναι παρών και, απ’ ό,τι ακούω, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά του Κάρβερ... Κάρτερ, κάτι τέτοιο». «Κάρτερ. Χάουαρντ Κάρτερ», τον πληροφόρησε ο Άλεξ. «Ναι, ναι, αυτός! Όλοι οι σημαντικοί κι αφοσιωμένοι χορηγοί θα
είναι μαζί μας, για να μην αναφέρω κι εκείνο τον ξένο οργανισμό ο οποίος ενδιαφέρεται να επενδύσει. Το μουσείο θα πρέπει να είναι άψογο, σύμφωνοι, σερ Τζον;» «Άψογο», συμφώνησε ο σερ Τζον κάπως αφηρημένος. «Αντίο λοιπόν, συνεχίστε τη δουλειά σας», είπε ο λόρδος Γουίμπλι». Ο Μπράιαν έγειρε το κεφάλι του και γύρισε ν’ ακολουθήσει τον λόρδο. Για άλλη μια φορά ένιωσε τα βλέμματα των άλλων να τον καρφώνουν, σαν μαχαιριές, στην πλάτη του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι οι γλώσσες θα έπιαναν αμέσως δουλειά μόλις απομακρύνονταν εκείνος και ο λόρδος Γουίμπλι. Α, πόσο θα ήθελε να τους παρακολουθεί αθέατος από μια μεριά! Αν και τελευταία κατάφερνε πολύ καλά να το κάνει... *** «Στη δουλειά σας, όλοι!» είπε ο σερ Τζον, διαλύοντας το πηγαδάκι. Η Καμίλ χαιρόταν που θα συνέχιζε με ησυχία τη δουλειά στο μικρό εργαστήρι της. «Στ’ αλήθεια, κύριε...» άρχισε να λέει ο Άλεξ, αλλά ο σερ Τζον τον εμπόδισε να συνεχίσει. «Δουλειά! Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Άλεξ, πήγαινε στην αποθήκη, υπάρχουν παντού κιβώτια. Θα πρέπει να τα βάλουμε όλα στη θέση τους χωρίς ν’ απειληθούν τα έργα. Κι εσύ, Χάντερ, έλα στο γραφείο μου» Ο σερ Τζον είχε ξαναπιάσει δουλειά. Ο Άλεξ κι Χάντερ κοίταξαν την Καμίλ με έγνοια, δείχνοντας κι οι δυο απρόθυμοι να την αφήσουν. Εκείνη τους χάρισε ένα ζωηρό χαμόγελο, ύστερα γύρισε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα. Ήταν άραγε δυνατόν ο Μπράιαν Στέρλινγκ, το Κτήνος του Καρλάιλ, να τους είχε ακολουθήσει νωρίτερα στην αποθήκη και να είχε κρυφακούσει τη συζήτησή της με τον σερ Τζον σχετικά με το θάνατο των γονιών του; Γύρισε στο τραπέζι της, στη δουλειά της, κι ένιωσε μια ανατριχίλα να την τυλίγει. Να τη λοιπόν η κατάρα!
Δεν πίστευε σε κατάρες, ήξερε όμως ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να στοιχειωθούν από ζήλια και απληστία. Κι αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε ίσως ο κόμης είχε κάθε δικαίωμα να αναζητάει εκείνο το σατανικό πνεύμα. Έκλεισε τα μάτια της και οι σκέψεις της συνέχισαν να ταξιδεύουν. Όχι, ο κόμης έπρεπε να είναι παράφρονας. Σκέφτηκε τον ένα μετά τον άλλο τους άντρες στον κύκλο των φίλων, ή τουλάχιστον των επαγγελματικών συνεργατών οι οποίοι μόλις είχαν συγκεντρωθεί στο εργαστήριό της. Ο λόρδος Γουίμπλι; Θεέ και Κύριε, όχι! Ο σερ Τζον; Ποτέ. Ο Χάντερ; Ήταν ένας γοητευτικός γυναικάς, αλλ δολοφόνος; Σίγουρα όχι. Κι ο Άλεξ, ο ευγενικός Άλεξ... Ναι, όλα αυτά ήταν μια παραφροσύνη. Η Καμίλ επέστρεψε εκνευρισμένη στη δουλειά της. Ο δεισιδαιμονίες των αρχαίων Αιγυπτίων άρχισαν να φαίνονται λογικές και φυσικές, περισσότερο απ’ οτιδήποτε είχε ειπωθεί εκείνο το πρωί από ανθρώπους που ζούσαν στην εποχή του Διαφωτισμού! *** Ο Τρίσταν Μοντγκόμερι ξύπνησε σ’ ένα ευρύχωρο, πολυτελές κρεβάτι στο κάστρο του Καρλάιλ! Ήταν μεγάλο και μαλακό, με σεντόνια ονειρεμένα και κουβέρτες φίνες και ζεστές. Ύστερα θυμήθηκε πως ήταν φιλοξενούμενος εκείνου του τέρατος και ταράχτηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο άνθρωπος ήταν ένας δράκος, ότι θα μπορούσε να ψήσει τον Τρίσταν ζωντανό, όπως έκαναν την εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Αν ο κόμης το επιθυμούσε, θα μπορούσε ν’ αφήσει τον Τρίσταν να σαπίσει στη φυλακή για την υπόλοιπη ζωή του! Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Ναι;» είπε διστακτικά. Η πόρτα άνοιξε. Η γυναίκα στεκόταν εκεί. Ήταν εκείνη που φαινόταν υπεύθυνη ολόκληρου του νοικοκυριού, αν και λογοδοτούσε για όλα στον κόμη του Καρλάιλ.
Ο Τρίσταν τράβηξε τα σκεπάσματα πιο σφιχτά πάνω του κι αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε τόσο άβολα. Ντρεπόταν! Ναι, θα έπρεπε στ’ αλήθεια να ντρέπεται. Όμως είχαν περάσει χρόνια από τότε που ήταν αναγκασμένος να τα βγάζει πέρα μονάχα με την εξυπνάδα του... και να δανείζεται πότε πότε λίγα από τα πλούτη των άλλων. Δεν ήταν εντελώς εγωιστής, ούτε κακός με τα παράνομα κέρδη του! Από τη μέρα που βρήκε την Καμίλ να κλαίει πάνω από το πτώμα της μητέρας της, ο Τρίσταν είχε αναλάβει ν’ αναθρέψει ένα παιδί. Επίσης είχε να φροντίσει τον Ραλφ. Και πάρα πολλές φορές κάποια εξουθενωμένη, αξιοθρήνητη πόρνη, που είχε βγει να δοκιμάσει την τύχη της όταν τριγύριζε στους δρόμους ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Έτσι, ο Τρίσταν είχε γίνει κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών, που έκλεβε από τους πλούσιους κι έδινε στους φτωχούς. Απλώς δεν τύγχανε της ίδιας εκτίμησης όπως ο Ρομπέν... Κάθε άλλο μάλιστα! «Κύριε Μοντγκόμερι», είπε η γυναίκα ευγενικά. Πράιορ, αυτό ήταν το όνομά της. Προχώρησε μ ένα θρόισμα μεταξιού κι ένα μικρό σύννεφο αρώματος, όπως πάντα αριστοκρατική και πάντα μ’ εκείνα τα μάτια που τον κοιτούσαν σαν να ήταν... χειρότερος απ’ όσο θα έπρεπε! «Ναι;» ρώτησε με τα σκεπάσματα τώρα ως το λαιμό του. «Πώς νιώθετε;» Ένιωθε αρκετά καλά. Όμως βόγκηξε λίγο, για καλό και για κακό. «Πονάω λίγο, κοπέλα μου, σαν να μην έχουν ισιώσει ακόμα τα κόκαλά μου». Δίστασε. «Το κορίτσι μου, η Καμίλ μου... ήταν εδώ». Ξαφνικά ανακάθισε με μια τρομερή ανησυχία, ενώ κάθε σκέψη προσποιητού πόνου έφυγε από το μυαλό του. «Ήταν εδώ! Η Καμίλ ήταν εδώ! Αν αυτό το τέρας έχει πειράξει και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά της, θα... θα του ξεριζώσω την καρδιά, μα το Θεό!» Η γυναίκα χαμήλωσε γρήγορα το κεφάλι της. Ο Τρίσταν αντέδρασε εκνευρισμένος, σίγουρος ότ τον περιγελούσε. «Αν έκανε το παραμικρό κακό στο κορίτσι μου...» «Ελάτε, ηρεμήστε, κύριε Μοντγκόμερι. Ο κόμης του Καρλάιλ δεν εί-
ναι κτήνος, ό,τι κι αν λένε ο φήμες γι’ αυτόν». «Μπα; Ε, εμένα για κτήνος μού φάνηκε», μουρμούρισε ο Τρίσταν. «Πού είναι η Καμίλ;» «Ακόμα στη δουλειά της, νομίζω». Ο Τρίσταν συνοφρυώθηκε. «Ήταν εδώ;» «Ναι, ήταν εδώ. Και θα επιστρέψει». «Εδώ;» Συνοφρυώθηκε πάλι. «Μα φυσικά. Θα επιστρέψει στο κάστρο, αφού είστε κι εσείς εδώ, κύριε Μοντγκόμερι. Είστε αρκετά τυχερός. Σας έχει σε μεγάλη υπόληψη». Πήγε ως τα παράθυρα και άνοιξε τις κουρτίνες, αφήνοντας το φως της ημέρας να πλημμυρίσει το πολυτελές δωμάτιο. Ο Τρίσταν ζάρωσε ακόμα περισσότερο μέσα στα σκεπάσματα, συνειδητοποιώντας πως ήταν αξύριστος και κατά πάσα πιθανότητα είχε την όψη ενός γερο-μεθύστακα. Κάτι που δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, αλλά... «Αν κι ένας Θεός ξέρει γιατί σας εκτιμά τόσο!» είπε η γυναίκα πλησιάζοντας τώρα περισσότερο στο κρεβάτι, κοιτώντας τον καλύτερα στο φως της ημέρας. Ο Τρίσταν ανασήκωσε το φρύδι του. «Μήπως ο κόμης του Καρλάιλ σας έχει αναθέσει μια πιο ήπια μορφή μαρτυρίου γιατί ο ίδιος είναι απασχολημένος;» Η γυναίκα γέλασε κι ο ήχος του γέλιου της ήταν ένας παράξενα ευχάριστος ήχος. «Κύριε, σκαρφαλώσατε στους τοίχους του σαν κοινός κλέφτης». «Απλώς έπεσα, το ορκίζομαι. Τίποτα περισσότερο». «Εντυπωσιακό! Πόση επιδεξιότητα πρέπει να διαθέτετε!». Ο Τρίσταν χαμογέλασε με αυταρέσκεια. «Ευκίνητος σαν γάτα, κυρία μου. Πραγματικά. Με πολλούς τρόπους». «Ναι, αλλά τώρα πονάτε». «Πονάω και τα έχω χαμένα». Αναστέναξε. «Αν ο κόμης θέλει να με παραδώσει στην αστυνομία, είναι ελεύθερος να το κάνει. Μπορεί και να
είναι καλύτερη μια νύχτα στη στενή από το να με ψήσει ζωντανό ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν! Θεέ και Κύριε! Δεν ήρθα δα να κλέψω και τα πετράδια του Στέμματος!» «Αν θέλατε τα πετράδια του Στέμματος, δε θα είχε θυμώσει τόσο», σχολίασε η κυρία Πράιορ. «Ω, μα για το Θεό! Τυχαίνει να ξέρω ένα δυο καλά αιγυπτιακά κομμάτια, χάρη στην προστατευόμενη μου. Αυτό το κορίτσι ξέρει τα πάντα για τις διάφορες δυναστείες της Αιγύπτου! Εγώ βέβαια δε βλέπω παρά ένα μάτσο αξιοθρήνητα πτώματα, που κράτησαν με πείσμα πάνω τους το άχρηστο χρυσάφι που δεν ξόδεψαν εν ζωή. Για να πω την αλήθεια, ξέρω καλά πως ακόμα κι ένα μικρό κομμάτι μπορεί να πιάσει καλά λεφτά, εσείς όμως θα με καταδικάζατε σαν να συνωμότησα σε φόνο!» «Ναι, κάτι τέτοιο», μουρμούρισε η κυρία Πράιορ φεύγοντας από κοντά του. «Να σας πω, πιστεύω πως ο κόμης δεν έχει καμία διάθεση να καταγγείλει το περιστατικό, ιδίως εφόσον πονάτε ακόμα τόσο πολύ. Πονάτε, έτσι δεν είναι;» Ο Τρίσταν συνοφρυώθηκε. Δεν τον ρωτούσε, του το δήλωνε. Και το δωμάτιο ήταν απίθανο. Ποτ του δεν είχε ξανακοιμηθεί σε τόσο άνετο κρεβάτι, ούτε καν στα νιάτα του, όταν χρίστηκε ιππότης για τη γενναιότητά του στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας στην Ινδία. Κι όσο για το φαγητό εδώ... Παρατήρησε την κυρία Πράιορ. Φαινόταν έξυπνη γυναίκα και μάλλον ήταν κάτι περισσότερο από οικονόμος. Όσο καιρό θα ήταν τραυματισμένος ή άρρωστος, θα έμενε εκεί. Και η κυρία Πράιορ τον ήθελε να μείνει. Η καρδιά του χτύπησε γρήγορα και η λογική του επενέβη αμέσως για να τον συνεφέρει. Ίσως πριν από καιρό μια γυναίκα σαν κι αυτή θα μπορούσε να γίνει δική του. Τώρα, ήταν σίγουρος πως τον αντιμετώπιζε με τον ίδιο σεβασμό όσο κι έναν αρουραίο των υπονόμων. Αλλά πάλι...
Ανακάθισε, στητός και περήφανος. «Θα έδινα και τη ζωή μου γι’ αυτό το κορίτσι. Δε θα επιτρέψω αυτή αντί για μένα ν’ αντιμετωπίσει ένα κτήνος!» ορκίστηκε. Προς έκπληξή του η γυναίκα ήρθε και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού. Είχε ύφος σοβαρό όταν του μίλησε. «Είναι ευέξαπτος, σας το βεβαιώνω. Αλλά σας ορκίζομαι στη ζωή μου, δε θα έβλαπτε ποτέ την προστατευόμενη σας. Δεν είναι κτήνος. Παραδόξως, κύριε Τρίσταν, ίσως μας κάνατε καλό που πέσατε από κείνο τον τοίχο των τριών μέτρων». «Δε θα την έβαζα σε κίνδυνο». «Είναι μια καλλονή, σερ Τρίσταν. Καλόκαρδη και δυνατή. Θα τη βάζατε σε κίνδυνο αν την αφήνατε να ντυθεί όμορφα και να πάει σ’ ένα χορό δίπλα σ’ έναν από τους ισχυρότερους άντρες της χώρας;» «Η δύναμη και τα πλούτη δε μετρούν, αν ο άνθρωπος είναι κτήνος». «Τα φαινόμενα μπορεί ν’ απατούν». «Πάντως βρυχάται σαν τίγρη». Άλλη μια φορά η κυρία Πράιορ χαμογέλασε. Ύστερα, προς μεγάλη του έκπληξη, φάνηκε σαν να τον εκλιπαρούσε. «Δώστε μου μερικές μέρες καιρό. Μόνο λίγες μέρες», του είπε. Την κοίταξε εξεταστικά, σμίγοντας τα φρύδια. «Σας ορκίζομαι, θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να τη βάλω σε οποιονδήποτε κίνδυνο», του δήλωσε η γυναίκα. Εκείνο το διακριτικό άρωμά της τον χάιδεψε σαν μια ανάλαφρη αύρα. Τον κοιτούσε στα μάτια. «Ώστε λοιπόν... η Καμίλ θα επιστρέψει εδώ», είπε ο Τρίσταν προσεκτικά. «Κι ο άνθρωπός μου, ο Ραλφ; Μήπως εκείνος βρίσκεται αιχμάλωτος σε κανένα μεσαιωνικό μπουντρούμι του κάστρου;» «Λέτε αστεία πράγματα». «Δεν υπάρχει μεσαιωνικό μπουντρούμι;» «Φυσικά και υπάρχει. Αυτό εδώ είναι ένα ιστορικό κάστρο, όμως δεν κρατάμε εκεί τον άνθρωπό σας. Πιστεύω πως έχει βολευτεί αρκετά και βοηθάει τους άντρες του κόμη σε μερικές δουλειές».
«Καταναγκαστικά έργα;» «Νομίζω πως του χρειαζόταν λίγη απασχόληση, αφού δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει. Όχι, σερ Μοντγκόμερι, δε βγάλαμε τα μαστίγια και τις αλυσίδες! Αυτό που χρειαζόμαστε είναι λίγος χρόνος. Μερικές μέρες μόνο!» «Μερικές μέρες», επανέλαβε επιφυλακτικός. Η κυρία Πράιορ σηκώθηκε. «Θα στείλω ένα μπάνιο και μια καμαριέρα να σας ξυρίσει. Σίγουρα υπάρχουν κάπου μερικά καθαρά ρούχα για σας. Είστε ψηλός και λεπτός, περίπου σαν τον πατέρα του λόρδου Στέρλινγκ. Και θα πρέπει να πεινάτε σαν λύκος». «Για να το λέτε κι εσείς». Του χαμογέλασε και πάλι υπεροπτικά κι έφυγε από κοντά του. Ο Τρίσταν έπλεξε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του κι έγειρε πίσω. Δεν ήταν παρά ένας κοινός κλέφτης, στο έλεος του πυργοδεσπότη. Και τώρα τον παρακαλούσαν να μείνει. Δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει. «Κυρία Πράιορ;» Ήταν έτοιμη να φύγει από το δωμάτιο, όμως δίστασε και στράφηκε πίσω. «Μήπως έχω επιλογή στο μενού;» «Ψητό μοσχάρι ή ψάρι;» «Μπορώ... λίγο κι απ’ τα δυο;» Έγειρε το κεφάλι της. «Όπως επιθυμείτε». Η πόρτα έκλεισε πίσω της κι εκείνη έφυγε μ’ ένα θρόισμα μεταξιού. Ο Τρίσταν χαμογελούσε πανευτυχής, ύστερα από μια στιγμή όμως σοβαρεύτηκε. Υπήρχε ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ για μια μάγισσα που ήταν καλή κι ευγενική και καλόπιανε τον Χάνσελ και την Γκρέτελ επειδή... τους τάιζε για να παχύνουν και να τους σκοτώσει. *** Ο λόρδος Γουίμπλι επέμενε να δειπνήσουν στη λέσχη του. Οι γονείς του Μπράιαν σύχναζαν κ εκείνοι σ’ αυτό το ίδρυμα, όπου ο Μπράιαν διατηρούσε ακόμα την ιδιότητα μέλους. Όμως μετά το θάνα-
τό τους απέφευγε να επισκέπτεται τη λέσχη, γιατί μπορούσε ακόμα να τους δει όπως άλλοτε, καθισμένους σ’ εκείνα τα πολυτελή δερμάτινα καθίσματα. Είχε περάσει πολύς καιρός. Κι εφόσον η Ίβλιν πίεζε την κατάσταση και η Καμίλ Μοντγκόμερι είχε πέσει στην αγκαλιά του, είτε τυχαία είτε ενός πιο δόλιου σχεδίου, ο Μπράιαν ήξερε πως ήταν πια καιρός να ξαναμπεί στο κοινωνικό παιχνίδι. Τον υποδέχτηκαν παλιοί φίλοι και γνωστοί, σερβιτόροι και στελέχη της διεύθυνσης, όλοι άνθρωποι που είχαν γνωρίσει τους γονείς του. Ορισμένοι απ’ αυτούς κοιτούσαν επίμονα τη μάσκα του. Άλλοι προσπαθούσαν να υποκριθούν πως δεν την έβλεπαν. Κάποιοι παλιοί στρατιώτες με σημάδια του πολέμου, ουλές ή ακρωτηριασμένα μέλη, τον συμπόνεσαν αυθόρμητα, ενώ μερικοί γερο-παράξενοι, σαν τον ίδιο τον Γουίμπλι, έσπευσαν να τον προειδοποιήσουν να διαλέξει διαφορετική εμφάνιση, γιατί είχε γίνει πια γνωστός σαν Κτήνος. Μίλησε σε όλους με ευγένεια και τους διαβεβαίωσε πως θα λάμβανε υπόψη του τις συμβουλές τους, αλλά ομολόγησε πως τον ικανοποιούσε αρκετά η μοναξιά του. «Μπα!» του είπε ο υποκόμης Λέτζερ, ένας παλιός στρατιώτης του ιππικού. «Πρέπει να αδράξουμε τον σύγχρονο κόσμο σαν τον ταύρο από τα κέρατα! Ποτέ πριν η Αγγλία δεν κυβέρνησε μια πιο λαμπρή αυτοκρατορία! Εσείς, καλέ μου φίλε, περνάτε τις ημέρες σας αναζητώντας το παρελθόν. Τώρα ξέρω πως ενεργείτε κατόπιν εντολών της βασίλισσας. Και σας επαινεί πολύ, ξέρετε, ανεμίζοντας αδιάφορα το χέρι όποτε κάποιος σχολιάζει πως έχετε γίνει ερημίτης. Μα η αγαπητή μας λαίδη έχει μετατρέψει κι η ίδια τη ζωή της σε πένθος. Και μάλιστα σε βαθμό που έχει εισαγάγει έναν νέο τρόπο ζωής στην ίδια την κοινωνία! Μπράιαν Στέρλινγκ, είστε ένας νεαρός άντρας, δε χρειάζεται να κρύβετε το πρόσωπό σας! Είστε όμορφος, ψηλός, γεροδεμένος!» «Και αρκετά πλούσιος», συμπλήρωσε δίπλα του ο σερ Μπαρθόλομιου Γκριρ.
«Ναι, πλούσιος. Αυτό αναπληρώνει τα πάντα, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε κάπως διασκεδάζοντας ο λόρδος Γουίμπλι. «Έχω κι εγώ μια κόρη σε ηλικία γάμου», είπε ο σερ Μπαρθόλομιου. «Η οποία είναι κακάσχημη», ψιθύρισε στον Μπράιαν ο υποκόμης Λέτζερ. Μα ο Μπαρθόλομιου θα πρέπει να τον άκουσε, γιατί τσιτώθηκε. «Δυστυχώς, φοβάμαι ότι ο λόρδος Στέρλινγκ δε φοράει τη μάσκα του χωρίς λόγο». «Ναι, ευτυχώς», έσπευσε να προσθέσει ο Γουίμπλι, «που ο Μπράιαν είναι ο κόμης του Καρλάιλ». «Ναι, βέβαια, υπάρχει ο τίτλος σας», είπε ο σερ Μπαρθόλομιου. «Συγχωρήστε με, Μπράιαν, αλλά δεν παύετε ωστόσο να φοράτε μια μάσκα». «Όμως είστε κόμης, ένας πλούσιος κόμης», είπε ο υποκόμης Λέτζερ στρίβοντας το μουστάκι του. «Ειλικρινά, Μπράιαν, ακόμα κι αν ήσουν γέρος κι ανήμπορος, πάλι θα έβρισκες την κατάλληλη σύζυγο, ξέρεις». Εκείνος γέλασε με άνεση και δέχτηκε το μπράντι που τους σέρβιρε διακριτικά ένας σερβιτόρος. «Όποιος ή ό,τι κι αν είμαι, παραμένω κόμης. Και πλούσιος. Δεν έχω βγει σε αναζήτηση συζύγου, οφείλω να σας πω. Δεν πιστεύω πως είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Αλλά ακόμα κι αν αναζητούσα νύφη, θα προτιμούσα να αγαπήσει εμένα και όχι το κάστρο μου». «Μην ξεχνάτε πως έχουμε να σκεφτούμε και την κοινωνία!» είπε ο Λέτζερ. «Άλλο η κοινωνία κι άλλο η ζωή. Έχω άδικο;» μουρμούρισε ο Μπράιαν. «Το θέμα όμως, προς το παρόν, είναι άνευ αντικειμένου. Μόλις αποφάσισα να βγω και πάλι από τα τείχη μου, να μάθω περισσότερα για το Λονδίνο και την Αγγλία. Κι όπως ήδη με συμβούλεψαν, θα πρέπει να γίνω ένα πιο χρήσιμο μέλος της κοινωνίας». Ο Μπράιαν χάρηκε που εκείνη τη στιγμή τους διέκοψε ο οικοδεσπότης
της λέσχης πληροφορώντας τους διακριτικά πως το τραπέζι τους ήταν έτοιμο. Ο Γουίμπλι κι εκείνος ζήτησαν συγνώμη. Όταν κάθισαν, ο λόρδος Γουίμπλι εξέφρασε και πάλι την ικανοποίησή του που ο Μπράιαν αποφάσισε ν’ αναμειχθεί ξανά στα ζητήματα του μουσείου. «Δεν υπάρχει λόγος ένας άνθρωπος με τέτοια μέσα κι επιρροή να κλείνεται ερμητικά σ’ αυτό το μεσαιωνικό κάστρο εξαιτίας μιας δήθεν κατάρας! Μπράιαν, η αυτοκρατορία βρίσκεται τώρα στην ακμή της! Και μολονότι έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τους Γάλλους, η επιρροή μας στην Αίγυπτο είναι μνημειώδης». Ο Μπράιαν ήπιε μια γουλιά από το εξαιρετικό κόκκινο κρασί. «Λόρδε Γουίμπλι», του θύμισε, «χωρίς τους Γάλλους, σήμερα δε θα είχαμε τη Στήλη της Ροζέτας, ούτε θα είχαμε αποκτήσει τις γνώσεις και τις πηγές που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας». «Ναι, ναι, τέλος πάντων... Η αυτοκρατορία, αγόρι μου. Η αυτοκρατορία!» Ύψωσε το ποτήρι του. Συνέχισε να μιλάει για την καταπληκτική δουλειά που είχαν κάνει οι γονείς του Μπράιαν στην Αίγυπτο, αναζητώντας τη γνώση και μαθαίνοντας να ζουν ανάμεσα στον κόσμο. «Και βρίσκοντας θησαυρούς», μουρμούρισε ο Μπράιαν. «Πράγματι! Είναι τραγικό, εντούτοις, πως κανένας θησαυρός δεν είναι πολυτιμότερος από τη ζωή. Ήταν τόσο ωραίοι, τόσο έξυπνοι, δυο λαμπεροί φάροι γνώσεως! Από σένα εξαρτάται να συνεχίσεις τώρα το έργο τους, τιμώντας έτσι τη μνήμη τους». Ο Μπράιαν χαμογέλασε. Είχε ελπίσει ν’ αντλήσει κάτι περισσότερο σ’ αυτό το γεύμα από μια απλή υπενθύμιση του παρελθόντος κι από νουθεσίες για το μέλλον. Όταν έφτασε ο λογαριασμός, ο Γουίμπλι δε διαμαρτυρήθηκε ακούγοντας τον Μπράιαν να δηλώνει πως θα πλήρωνε εκείνος. Στο βεστιάριο χωρίστηκαν. Ο Μπράιαν βρισκόταν λίγο πιο πίσω από τον λόρδο Γουίμπλι, όταν άκουσε κάποιον να μιλάει στον λόρδο,
ρωτώντας τον σιγανά για κάποιο χρέος. Ο Γουίμπλι απάντησε το ίδιο σιγανά, η δική του φωνή όμως ακούστηκε περισσότερο. «Αχ, καλέ μου άνθρωπε. Τι παράλειψη! Ξέχασα να φέρω το καρνέ των επιταγών μου. Όμως δεν έχω ξεχάσει το παιχνίδι μας». Κοίταξε γρήγορα γύρω του. Ο Μπράιαν καμώθηκε πως κοιτούσε αλλού. «Θα γίνει κι άλλο παιχνίδι. Τα διπλά ή τίποτα, τι λες;» είπε γελώντας πρόσχαρα. Όταν ο άντρας απομακρύνθηκε από τον λόρδο Γουίμπλι, ο Μπράιαν προσπάθησε να τον δε καλύτερα. Είχε ένα γκριζοκίτρινο πρόσωπο και βάδιζε κουτσαίνοντας. Θα πρέπει να ήταν στρατιώτης, ίσως είχε πολεμήσει με τα βρετανικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή, γιατί το πρόσωπό του έδειχνε εκτεθειμένο ώρες στον ήλιο και το κουτσό του πόδι μαρτυρούσε τραυματισμό. Ο Μπράιαν δεν τον γνώριζε. Όμως, καθώς έφευγε από τη λέσχη, είχε ένα παράξενο προαίσθημα πως είχε ανακαλύψει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που φαινόταν. Κι ότι το γεύμα τελικά δεν του είχε απλώς σπαταλήσει το χρόνο. *** Η Καμίλ έγειρε πίσω, ξέροντας πως έπρεπε να κινηθεί. Οι ώμοι της ήταν σφιγμένοι κι ήταν σίγουρη πως η νεαρή ηλικία της δε δικαιολογούσε τέτοια πιασίματα στον αυχένα της. Στάθηκε όρθια, τεντώθηκε και κοίταξε τριγύρω της τον μικροσκοπικό χώρο όπου δούλευε. Μέχρι στιγμής οι αρχαίοι δεν της είχαν αποκαλύψει κάτι που δεν ήξερε ήδη. «Κι εγώ δεν πιστεύω σε κατάρες!» είπε δυνατά. Βγήκε από τον μικρό της θάλαμο. Ο σερ Τζον δε βρισκόταν στο γραφείο του, έτσι έβγαλε την ποδιά της αποφασισμένη να κάνει μια μικρή βόλτα τριγύρω πριν επιστρέψει και πάλι στη δουλειά. Σκέφτηκε με κάποιον αυτοσαρκασμό πως αυτή τη στιγμή ήταν το χαϊδεμένο παιδί το μουσείου κι όσο ο κόμης του Καρλάιλ εκδήλωνε το ενδιαφέρον του για το άτομό της, αυτό δε θ’ άλλαζε. Όμως στην πραγματικότητα η Καμίλ δεν ήταν παρά ένα πιόνι στη σκακιέρα του, αυτό το ήξερε κα-
λά. Περιπλανήθηκε έξω στα δωμάτια με τις αιγυπτιακές αρχαιότητες. Όπως συνήθως, ένας μεγάλος αριθμός επισκεπτών κοιτούσαν συνεπαρμένοι τις μούμιες, οι οποίες ανέκαθεν προσέλκυαν την προσοχή. Το μουσείο είχε κάνει εξαιρετική δουλειά εξηγώντας τις διαφορετικές πεποιθήσεις των ανθρώπων στη διάρκεια των διάφορων δυναστειών. Ορισμένοι από τους νεκρούς εξετίθεντο ακάλυπτοι, άλλοι μισοτυλιγμένοι, κάποιοι εντελώς σκεπασμένοι και, τέλος, μερικοί βρίσκονταν ακόμα στις σαρκοφάγους. Η Στήλη της Ροζέτας, ένα από τα αγαπημένα κομμάτια τους, ήταν άλλος ένας πόλος έλξης του ενδιαφέροντος των επισκεπτών. Μα ο κόσμος την έβλεπε απλώς κι ύστερα απομακρυνόταν. Δεν ήταν, άλλωστε, παρά μια πέτρα, ένα άψυχο αντικείμενο. Δεν είχε ζήσει ποτέ, δεν είχε περπατήσει, γελάσει, κλάψει ή αγαπήσει. Μόνο οι μούμιες προσέλκυαν κόσμο. Μαζί με τα υπόλοιπα εκθέματα υπήρχε και μια παρουσίαση της ζωής της Κλεοπάτρας. Με τα πάθη, την αποφασιστικότητά της να κυβερνήσει και την ξακουσμένη ομορφιά της, η βασίλισσα τραβούσε κι εκείνη μεγάλο αριθμό επισκεπτών, αν και δεν είχαν τη δική της μούμια σε έκθεση. Είχαν όμως ένα εξαιρετικό κέρινο εκμαγείο της θρυλικής βασίλισσας του Νείλου, πολλά στοιχεία για τα έργα και τις ημέρες της και για να ολοκληρωθεί η παρουσίαση υπήρχε και μια αιγυπτιακή κόμπρα, σαν εκείνη που είχε βάλει τέλος στη δραματική ζωή της βασίλισσας. Η Καμίλ έπιασε τον εαυτό της να πλησιάζει αφηρημένη την κόμπρα στο γυάλινο δοχείο της, παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη περικυκλωμένη από μια ομάδα φαφλατάδων μαθητών. «Είναι μόνο ένα φίδι!» είπε ένας. «Θα μπορούσα να το αρπάξω από το λαιμό και να το πνίξω στη στιγμή», καυχήθηκε ένας άλλος. «Έχει λαιμό;» αναρωτήθηκε ένας τρίτος. Κάποιος χτύπησε με το δάχτυλο το τζάμι. Το φίδι, που ως εκείνη την
ώρα δε βρισκόταν σε στάση επίθεσης, ξαφνικά υψώθηκε και φούσκωσε ο λαιμός του. Τινάχτηκε προς τα αγόρια και χτύπησε το τζάμι. Τα παιδιά τραβήχτηκαν αστραπιαία προς τα πίσω. «Πάμε να φύγουμε από δω!» φώναξε εκείνος που ήθελε να μάθει αν είχε λαιμό. «Αν δεν το πειράζετε, είναι αρκετά ασφαλές να το παρακολουθείτε», τους είπε η Καμίλ πλησιάζοντάς τους. Η κόμπρα στην πραγματικότητα ήταν όμορφη. «Ξέρετε», είπε η Καμίλ στα αγόρια, «σύμφωνα με το θρύλο, η Κλεοπάτρα ζήτησε να της φέρουν ένα καλάθι σύκα και να βάλουν μέσα μια κόμπρα. Δεν ήθελε απλώς ν’ αυτοκτονήσει, βλέπετε. Η κόμπρα ήταν σύμβολο βασιλικής θεότητας και πίστευε πως αν τη δάγκωνε μια κόμπρα και πέθαινε, θα γινόταν αθάνατη». «Ήταν αλήθεια αυτό;» «Να σας πω, η Κλεοπάτρα έγινε θρύλος, άρα κατά κάποιο τρόπο έγινε πράγματι αθάνατη. Σε ό,τ αφορά όμως την κόμπρα, είμαι σίγουρη ότι απλώς πέθανε». Τους χαμογέλασε. «Τα μουσεία είναι μέρη για να δει και να μάθει κανείς διάφορα πράγματα, όχι για να πειράζει ή να καταστρέφει τα εκθέματα». Γύρισε να φύγει, κάτι σκέφτηκε και κοντοστάθηκε. «Και ναι, τα φίδια έχουν λαιμούς». «Και πού ξέρεις πού είναι ο λαιμός;» ρώτησε ένα αγόρι. «Πίσω από το κεφάλι». «Μα όλο το σώμα είναι πίσω από το κεφάλι!» «Ακριβώς πίσω από το κεφάλι», διευκρίνισε η Καμίλ. «Υπάρχουν κι άλλα φίδια στο μουσείο;» «Μόνο αυτό. Κι όταν μετακομίσει από δω η έκθεση της Κλεοπάτρας, θα φύγει κι αυτό». «Ποπό! Είναι το καλύτερο σ’ όλο το μουσείο!» είπε ένα από τα παιδιά. «Υπάρχουν πολλά συναρπαστικά πράγματα. Απλώς διαβάστε τις επιγραφές και χρησιμοποιήστε τη φαντασία σας». Τα παιδιά συνοφρυώθηκαν. «Γιατί δε μας ξεναγείτε εσείς;» ρώτησε εκείνος με τις πολλές α-
πορίες. «Σας παρακαλούμε;» πρόσθεσε βιαστικά. «Δε γίνεται. Πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου». «Να μας μεταφράζετε». «Μπορείτε να διαβάζετε τις επιγραφές πάνω στους τάφους;» Τους χαμογέλασε κι έγνεψε καταφατικά. «Αλήθεια, πηγαίνετε και διαβάστε τις μικρές ετικέτες τριγύρω. Θα είναι διασκεδαστικό, αρκεί να χρησιμοποιείτε τη φαντασία σας. Σας το υπόσχομαι!» «Πάμε να δούμε τη Στήλη της Ροζέτας», είπε ένα από τα μεγαλύτερα αγόρια. Έφυγαν κι η Καμίλ στράφηκε πάλι προς το φίδι. Ήξερε πως οι κόμπρες είχαν σκοτώσει πολλούς ανθρώπους. Αλλά είχε μάθει ότι ποτέ δεν εξαπέλυαν επίθεση χωρίς λόγο. Η Καμίλ παρακολούθησε για λίγο το ερπετό κι ένιωσε ξαφνικά να το λυπάται. Σίγουρα είχε χτυπήσει όταν επιτέθηκε στο τζάμι. Κι αν το τζάμι δεν ήταν εκεί, να προστατεύει την Καμίλ απ’ αυτό το πλάσμα; Αναρωτήθηκε πώς είχαν νιώσει ο λόρδος και η λαίδη Στέρλινγκ. Είχαν δει τα φίδια που προκάλεσαν τον φριχτό θάνατό τους; Ήταν ένα θλιβερό ατύχημα ή μήπως ήταν φόνος;
Κεφάλαιο 6
Η Καμίλ το έβρισκε απίστευτο που την προηγούμενη μέρα την είχε γλιτώσει τόσο εύκολα από τη δουλειά της. Απόψε είχε συντροφιά. Ο Χάντερ, ο οποίος σπανίως χασομερούσε στους διαδρόμους του μουσείου, τώρα βρισκόταν στο ένα της πλευρό, ενώ ο Άλεξ στο άλλο. Ο σερ Τζον ακολουθούσε λίγα βήματα πιο πίσω. Όταν έφτασαν στο δρόμο, η μεγάλη άμαξα που ανήκε στον κόμη του Καρλάιλ ήταν εκεί και την περίμενε. «Μην πας!» της ψιθύρισε ο Άλεξ με κάποια απόγνωση στη φωνή. «Καμίλ...» ψιθύρισε αμήχανα κι ο Χάντερ. Ύστερα έσκυψε για να τον ακούσει μόνο εκείνη. «Θα σε παντρευτώ. Ειλικρινά». «Δε θα έπρεπε να το κάνει αυτό!» είπε ο Άλεξ στον σερ Τζον. «Μια γυναίκα μόνη, συντροφιά μ’ ένα... κτήνος!» «Α», τον αποδοκίμασε ο σερ Τζον κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. «Μιλάμε για τον κόμη του Καρλάιλ! Έναν άνθρωπο σεβαστό, έναν ήρωα του πολέμου, τον αλλοτινό φίλο όλων μας!» «Έναν άνθρωπο που τραυματίστηκε, σημαδεύτηκε και μίσησε τον κόσμο», του θύμισε ο Χάντερ. «Δεν πρέπει να πάει». «Και βέβαια πρέπει», είπε ο σερ Τζον. «Εκείνη θα το αποφασίσει!» είπε η Καμίλ. Ο Σέλμπι κατέβηκε από τη θέση του αμαξά και της χαμογέλασε σαν ευγενικός γίγαντας. Υποκλίθηκε και της άνοιξε την πόρτα για να καθίσει. Η Καμίλ ένιωσε έναν πανικό και κάτι παραπάνω. Ο Χάντερ Μακντόναλντ της είχε πει πως θα την παντρευόταν! Δέξου την προσφορά του, αιφνιδίασέ τον, σκέφτηκε. Ήταν ένας άντρας ελκυστικός, χαρισματικός. Κι η ίδια ένιωθε γοητευμένη δίπλα του... Όμως ο κόμης του Καρλάιλ, ό,τι κι αν ήταν, κρατούσε στο κάστρο του τον Τρίσταν. Και, κατά παράδοξο τρόπο, είχε κάτι πάνω του που
επίσης τη γοήτευε. Δεν έδειχνε να μεροληπτεί έναντι του φύλου, της ηλικίας ή της εμφάνισής της. Ακόμα και στα ξεσπάσματα του θυμού του και παρά την προσποίησή του, είχε μια εντιμότητα που έλκυε την Καμίλ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Της κέντριζε το ενδιαφέρον κι ήθελε απαντήσεις στα ερωτήματά της, ό,τι κι αν αυτές της αποκάλυπταν. Γύρισε προς τους άντρες που τη συνόδευαν. «Σας ευχαριστώ όλους. Ο κόμης του Καρλάιλ φιλοξενεί τον κηδεμόνα μου και πρέπει να πάω». Καθώς η άμαξα απομακρυνόταν, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί ποιες αληθινές σκέψεις κρύβονταν πίσω από τα λόγια τους. *** Η Ίβλιν βρήκε τον Μπράιαν να δουλεύει απορροφημένος στη βιβλιοθήκη του, για άλλη μια φορά να μελετάει το ημερολόγιο που κρατούσε η μητέρα του στη διάρκεια του τελευταίου, μοιραίου ταξιδιού της στην Αίγυπτο. «Μπράιαν, κοντεύεις να τρελαθείς μ’ αυτή την ιστορία», του είπε τρυφερά. Την κοίταξε αφηρημένος, σαν να είχε ξεχάσει πως της έδωσε την άδεια να μπει στο ιδιωτικό βασίλειό του. Ο Έιτζαξ, φυσικά, της είχε γαβγίσει φιλικά και κουνούσε την ουρά του. Ως συνήθως, λαγοκοιμόταν στα πόδια του αφεντικού του, διαρκώς σε επιφυλακή εναντίον των πάντων, αφού το αγαπημένο αφεντικό του δεν έδειχνε ικανό να προσέχει τίποτα γύρω του όταν εργαζόταν. Ο Μπράιαν την κοίταξε, σαν να ζύγιζε τα λόγια του. Είχε αποκτήσει τη συνήθεια να φοράει τη μάσκα παντού και πάντα, εφόσον είχαν φιλοξενούμενους. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Είμαι κοντά στην αλήθεια, Ίβλιν. Το ξέρω. Είμαι πολύ κοντά». «Ναι», του είπε μαλακά. «Αλλά έχεις διαβάσει αυτό το ημερολόγιο εκατοντάδες φορές». Τέντωσε το φρύδι του. «Νόμιζα πως θα ήσουν ευχαριστημένη. Βγή-
κα, γευμάτισα στη λέσχη μαζί με τον λόρδο Γουίμπλι. Και είμαι στην ευχάριστη θέση να σου πω ότι έκανα κάποιες συνεννοήσεις για τον φιλανθρωπικό χορό που θα γίνει αυτό το Σαββατοκύριακο». «Αλήθεια;» «Μα ναι, ναι!» είπε ανυπόμονος. «Θα συνοδεύσω τη μις Μοντγκόμερι. Αν κι οφείλω να πω ότι αυτή η γυναίκα είναι ένα αίνιγμα. Ο κηδεμόνας της μπορεί να χρίστηκε ιππότης για τις υπηρεσίες του στο Στέμμα, αλλά δεν παύει να είναι ένας κοινός κλέφτης. Πού απέκτησε λοιπόν τις εξαιρετικές γνώσεις της στην αιγυπτιολογία;» «Έχω μια ιδέα πώς να το μάθεις». «Ναι, σκόπευα να βάλω κάποιον άνθρωπο να ερευνήσει το παρελθόν της». «Η δική μου ιδέα είναι ευκολότερη». «Αλήθεια; Παρακαλώ λοιπόν, μοιράσου τις σκέψεις σου μαζί μου». «Ρώτα την», είπε η Ίβλιν. Της χαμογέλασε με θλίψη. «Και θα μου πει την αλήθεια;» «Από κάπου θα πρέπει να ξεκινήσεις. Ο Σέλμπι όπου να ’ναι θα τη φέρει από το μουσείο. Κανόνισα να δειπνήσετε εδώ μόνοι σας, στις οχτώ». «Δεν μπορώ να την αναγκάσω διά της βίας να μείνει». Η Ίβλιν χαμογέλασε. «Μα ο κηδεμόνας της είναι ακόμα σε άσχημη κατάσταση». «Νόμιζα πως είχε μόνο μερικούς μώλωπες». «Φρόντισα όμως να τον πονούν ακόμα». «Για τ’ όνομα του Θεού, Ίβλιν, μη μου πεις ότι τον χτύπησες;» Η Ίβλιν γέλασε. «Αμάν πια, Μπράιαν. Απλώς είχαμε μια συζήτηση οι δυο μας, αυτό είναι όλο». Την κοίταξε και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Είσαι απίθανη, ξέρεις». «Απλώς προσπαθώ να σε υπηρετώ όσο καλύτερα μπορώ». Το βλέμμα της σοβάρεψε. «Σοβαρά όμως, Μπράιαν. Ρώτησέ την όσα θέλεις να μάθεις. Ίσως σου πει την αλήθεια για τον εαυτό της. Κ αν δε σου πει την αλήθεια, είμαι σίγουρη ότι θα το καταλάβεις εύκολα».
«Ίσως. Αλλά...» «Αλλά;» «Να, την πρώτη φορά που μιλήσαμε έκρυβε την αλήθεια με πολύ μεγαλύτερο ζήλο απ’ ό,τι την κρύβω εγώ». «Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι η μις Μοντγκόμερι συνωμοτεί εναντίον σου!» «Το μόνο που ξέρω, Ίβλιν, είναι ότι όλοι παίζουν κάποιο παιχνίδι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι ότι η μις Μοντγκόμερι σίγουρα έχει κι αυτή τα μυστικά της». *** Μόλις άνοιξε την πόρτα, η Καμίλ άκουσε το απαλό βογκητό. Ο φόβος τρύπωσε αμέσως στην καρδιά της. «Τρίσταν;» «Κάμι, εσύ είσαι, αγάπη μου;» Η φωνή του ακουγόταν αδύναμη. Η Καμίλ έτρεξε κοντά στο κρεβάτι και κάθισε στο πλευρό του Τρίσταν, κοιτώντας τον με αγωνία. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε. «Καλύτερα από ποτέ, παιδί μου, τώρα που σε βλέπω!» της είπε. Και πάλι όμως μόρφασε καθώς μιλούσε. «Πού πονάς, Τρίσταν; Ίσως έχεις σπασμένα κόκαλα. Νομίζω ότι πρέπει να σε πάρω από δω μέσα και να σε μεταφέρω σε κάποιο νοσοκομείο!» είπε η Καμίλ ανήσυχη. «Όχι, Κάμι. Όχι!» Άρπαξε το χέρι της. Όσο αδύναμος κι αν φαινόταν, όσο κι αν έδειχνε να υποφέρει, το κράτημά του ήταν εκπληκτικά δυνατό. «Όχι, κορίτσι μου, δεν έχουν σπάσει τα κόκαλά μου. Το καταλαβαίνω, γιατί μπορώ να κουνάω τα γέρικα μέλη μου χωρίς να σφαδάζω. Όχι, παιδί μου, απλώς πονάω, κατάλαβες;» Η Καμίλ έγειρε πίσω και τον κοίταξε προσεκτικά, μη ξέροντας αν έπρεπε να γίνει έξω φρενών ή ν’ ανησυχήσει. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του. «Πάντως δεν έχεις πυρετό», του είπε.
«Ορίστε, τα βλέπεις; Απλώς... είμαι λίγο αδύναμος. Και πονάω. Θα γίνω περδίκι, αν μου δοθεί λίγος χρόνος ν’ αναρρώσω». Της χαμογέλασε διστακτικά. «Δεν απειλείται η ζωή μου, παιδί μου, γι’ αυτό είμαι σίγουρος». «Ω, μπορεί και να απειλείται, ξέρεις!» τον προειδοποίησε. «Ίσως σε στραγγαλίσω εγώ όταν φύγουμε από δω μέσα!» «Α, μα κοίταξε τώρα...» «Τρίσταν, ίσως έβαλες σε κίνδυνο τη δουλειά μου». «Τα κορίτσια δεν πρέπει να δουλεύουν», της είπε κι η δυστυχία του ακούστηκε αρκετά αληθινή. Η Καμίλ αναστέναξε. «Δε θα σε στραγγαλίσω, υπό έναν όρο». «Και ποιος είναι αυτός, αγάπη μου;» «Ποτέ δε θα ξανακάνεις κάτι τόσο απίστευτα ανόητο! Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα τέρας, Τρίσταν. Δεν ξέρω αν θα σ’ έστελνε στην κρεμάλα, αλλά θα μπορούσε να σε κλείσει στη φυλακή για πολύ μεγάλο διάστημα», τον μάλωσε η Καμίλ. «Α, μα αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο πολλά!» «Και σκοπεύει να τα κρατήσει. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη πως έχει τα λογικά του». Ξαφνικά ο Τρίσταν έδειξε ν’ αποκτάει δυνάμεις. Ανακάθισε στο κρεβάτι και συνοφρυώθηκε έντονα. «Λοιπόν, κορίτσι μου, αν ακούμπησε έστω κι ένα δάχτυλο πάνω σου...» «Τρίσταν! Τίποτα τέτοιο. Απλώς... ω, ξέχασέ το. Είναι αναμειγμένος στο μουσείο, ξέρεις, μέσω των γονιών του και της βαθιάς ενασχόλησής τους με την αιγυπτιολογία. Και είναι πεπεισμένος πως δολοφονήθηκαν!» «Σκοτώθηκαν από φίδια, απ’ όσο ξέρω». «Ναι, μάλλον δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί την αλήθεια. Αν είναι αυτή η αλήθεια». «Τι είναι αυτά που λες;» Ακούμπησε τα χέρια της στον ώμο του και ξαφνικά φοβήθηκε πως
του είχε αποκαλύψει πολλά. «Ξέχασέ το, Τρίσταν. Απλώς αγωνιώ να γίνεις καλά κι είμαι τόσο θυμωμένη μαζί σου! Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό!» «Καμίλ, λυπάμαι πολύ. Αλλά θα έπρεπε εγώ να σε συντηρώ. Είναι πολύ θλιβερό, κορίτσι μου, που είσαι αναγκασμένη... να δουλεύεις για το ψωμί σου!» «Τρίσταν, μου αρέσει αυτό που κάνω. Λατρεύω αυτό που κάνω. Και δεν είναι καθόλου θλιβερό. Εσύ με φρόντιζες όσο ήμουν πολύ μικρή. Τώρα πρέπει να μου επιτρέψεις να σου το ανταποδώσω. Και πάψε να με βοηθάς! Δεν πρέπει να με βοηθάς πια, το κατάλαβες; Αυτό που κάνεις δεν είναι καθόλου καλό!» «Στην πραγματικότητα», μουρμούρισε ο Τρίσταν, «είμαι πολύ καλός κλέφτης». «Τρίσταν! Θα πρέπει να μου ορκιστείς τώρα στο Θεό ότι ποτέ δε θα ξανακάνεις κάτι παρόμοιο!» «Αχ, έλα τώρα, κορίτσι μου...» «Τρίσταν!» Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια σαν μουτρωμένο παιδί. «Μα είμαι στ’ αλήθεια καλός!» «Τρίσταν!» «Έλα τώρα, μέχρι σήμερα τα καταφέραμε χάρη στις ικανότητές μου». «Κι αυτό δε χρειάζεται να συνεχιστεί! Ορκίσου μου ότι δε θα σκαρώσεις ποτέ ξανά τέτοιο ανόητο σχέδιο!» Ο Τρίσταν κάτι μουρμούρισε. «Ορκίσου!» Την κοίταξε στα μάτια. «Το ορκίζομαι, κορίτσι μου. Ορίστε, είσαι ευχαριστημένη; Ποτέ δε θα σκαρώσω ξανά τέτοιο ανόητο σχέδιο». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Δεν αρκεί». «Γιατί;» «Γιατί θα σκαρώσεις κάτι άλλο και μετά θα πεις ότι δεν ήταν τόσο
ανόητο όσο αυτό. Ξέρεις τι ακριβώς θέλω να μου πεις... και να το εννοείς. Ότι ποτέ ξανά δε θα κλέψεις, δε θα διαπράξεις απάτη ή οποιαδήποτε άλλη παρανομία!» «Καμίλ!» διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένος. «Τώρα!» του είπε αυστηρά. Κι έτσι επανέλαβε τα λόγια της, γέρνοντας πίσω στα μαξιλάρια και σταυρώνοντας τα χέρια πάνω στο στήθος του. Φαινόταν στ’ αλήθεια ηττημένος κι έμοιαζε πολύ μ’ ένα αυθάδικο παιδί. «Δε θα ’πρεπε να δουλεύεις», επέμεινε κι αναστέναξε. «Θα ’πρεπε να παντρευτείς, παιδί μου, μ’ έναν καλό άντρα που θα σου χαρίζει όλα τα ωραία πράγματα της ζωής». «Δε θέλω τα ωραία πράγματα της ζωής», του είπε τρυφερά. «Τρίσταν, αγαπώ εσένα και τον Ραλφ. Χαίρομαι να σας φροντίζω...» Κατάλαβε πως είχε πει την πιο ακατάλληλη φράση. Ο Τρίσταν είχε την περηφάνια του. Γι’ αυτό θεωρούσε προτιμότερο να κλέβει για να τη συντηρεί παρά να τον συντηρεί εκείνη με το έντιμο επάγγελμά της. «Καμίλ! Δεν είναι δίκαιο για μια κοπέλα να συντηρεί έναν άντρα». «Τρίσταν, μήπως νομίζεις πως ζούμε ακόμα στο Μεσαίωνα;» αντιγύρισε. «Εσύ καλλιέργησες την αγάπη μου για τη γνώση, όπως και...» Τη διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Χωρίς να περιμένει άδεια, η Ίβλιν Πράιορ μισάνοιξε την πόρτα. «Μις Μοντγκόμερι, επιστρέψατε», είπε με ευχάριστο ύφος. «Ναι. Ο Σέλμπι με άφησε έξω από την πόρτα κι ήρθα αμέσως να δω τον Τρίσταν». «Φυσικά. Ωστόσο ο κόμης σάς περιμένει στο καθιστικό της σουίτας του, όπου έχει σερβιριστεί το δείπνο». Η Καμίλ χαμογέλασε γλυκά. «Είχα σκεφτεί να δειπνήσω με τον Τρίσταν, ώστε να μην καταχραστώ τη... φιλοξενία του κόμη». «Α, μα εκείνος ήδη σας περιμένει». «Εγώ δείπνησα ήδη», της είπε ο Τρίσταν.
Η Καμίλ τον κοίταξε θυμωμένη. «Είμαστε εντελώς τυχαία επισκέπτες εδώ, κύριε!» του υπενθύμισε. «Μις Μοντγκόμερι, αν έχετε τη καλοσύνη, παρακαλώ...» επέμεινε η κυρία Πράιορ. Η Καμίλ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε χολωμένη τον Τρίσταν. Μα εκείνος της χαμογέλασε. «Πρέπει να πας, κορίτσι μου. Ο κόμης του Καρλάιλ επιμένει». «Είσαι σίγουρος ότι ξαναβρίσκεις τις δυνάμεις σου εδώ; Ότι δεν υπάρχει ανάγκη να σε μεταφέρουμε σ’ ένα νοσοκομείο;» Της φάνηκε ότι ο Τρίσταν κοίταξε κάπως ανήσυχος προς την κυρία Πράιορ. «Καμίλ, είμαι σίγουρος ότι δε χρειάζομαι νοσοκομείο. Μόνο λίγο χρόνο χρειάζομαι για να γιάνω». Η Καμίλ γύρισε τότε απότομα προς την άλλη γυναίκα. Εκείνη έδειχνε απλώς να περιμένει ευγενικά και τίποτα παραπάνω. «Όπως επιθυμείτε», μουρμούρισε η Καμίλ. Φίλησε τον Τρίσταν στο μέτωπο κι ακολούθησε την κυρία Πράιορ έξω από το δωμάτιο. «Δείχνει πως αναρρώνει καλά», της είπε η κυρία Πράιορ χαμογελώντας, σαν να ένιωθε αληθινά ανακουφισμένη. Η μέρα είχε αρχίσει τώρα να φαίνεται πολύ κουραστική και τραυματική για την Καμίλ. Ήταν εξουθενωμένη και καθόλου σίγουρη πως ήθελε να περάσει τη βραδιά με τον άντρα που τόσο απροκάλυπτα τη χρησιμοποιούσε για τους σκοπούς του. Προφανώς η κυρία Πράιορ αντιλήφθηκε την απροθυμία της για κουβέντα κι έτσι έμεινε σιωπηλή καθώς διέσχιζαν τον μακρύ διάδρομο προς τα διαμερίσματα του αφέντη της. Για άλλη μια φορά ο Μπράιαν Στέρλινγκ την περίμενε με τα χέρια ενωμένα πίσω από την πλάτη του καθώς κοιτούσε έξω από τα παράθυρα το σκοτεινό τοπίο. Ο Έιτζαξ καθόταν μπροστά στο τζάκι. Απόψε, ωστόσο, το σκυλί απηύθυνε στην Καμίλ κάτι σαν κλαψούρισμα καλωσορίσματος και χτύπησε την ουρά του στο πάτωμα. Δε σηκώθηκε. Δε θα την πλησίαζε,
εκτός αν ο αφέντης του του έδινε αυτό το πρόσταγμα. «Η μις Μοντγκόμερι, μιλόρδε», μουρμούρισε η Ίβλιν. Έκανε να φύγει, ο κόμης όμως στράφηκε απότομα και τη φώναξε. «Ίβλιν!» Η κυρία Πράιορ προχώρησε μέσα στο δωμάτιο, όπως την είχε διατάξει. Τα καταγάλανα μάτια του κόμη περιεργάστηκαν εξεταστικά την Καμίλ από την κορυφή ως τα νύχια. «Πρέπει να βρούμε κατάλληλα ρούχα για τη μις Μοντγκόμερι», είπε τελικά. «Υπάρχουν σίγουρα κάποιες φορεσιές εδώ που μας καλύπτουν. Θα το φροντίσω αμέσως», είπε η κυρία Πράιορ. Ο κόμης έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Για τη δουλειά της, ναι. Σίγουρα θα βρεθεί κάτι... πρακτικό. Αν όμως παρευρεθεί στον φιλανθρωπικό χορό μαζί μου, θα πρέπει να είναι σωστά ντυμένη». «Είναι αρκετά αδύνατη», σχολίασε η κυρία Πράιορ σκεφτική. Η Καμίλ ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά. Αυτό ήταν απολύτως αγενές, ακόμα κι αν ο άνθρωπος δεν ήταν κόμης, αλλά ο ίδιος ο πρίγκιπας της Ουαλίας. «Με συγχωρείτε, αλλά εκείνη για την οποία μιλάτε είναι εδώ», τους πληροφόρησε και τους δύο. «Και αν μου δώσετε το χρόνο να πάω στο σπίτι μου, έχω δικά μου, πολύ πρακτικά ρούχα εκεί». Το γνωρίζω καλά πως είστε εδώ, μις. Ζητούμε ταπεινά τη συγνώμη σας», μουρμούρισε ο κόμης. Δε ζητούσε ταπεινά απολύτως τίποτα, η Καμίλ ήταν βέβαιη γι’ αυτό. «Φοβάμαι ότι δε βρέθηκε η κατάλληλη στιγμή για να πάτε στο σπίτι σας. Πιστεύω όμως ότι, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση της τελευταίας στιγμής, οι αδερφές θα μπορούσαν να ράψουν κάτι υπέροχο για τη μις Μοντγκόμερι. Ίβλιν, σε παρακαλώ, να πάτε αύριο στην αγροικία του δάσους, πριν έρθετε εδώ». «Ο Σέλμπι θα μπορούσε να με πάει ως το δικό μου σπίτι», διαμαρτυρήθηκε η Καμίλ. «Μις Πράιορ ζητήστε του, σας παρακαλώ, να κάνει αυτή
τη στάση». «Φοβάμαι πως θα είναι πολύ επίσημο γκαλά, μις Μοντγκόμερι. Και θα χαρώ βαθύτατα να σας δω κατάλληλα ντυμένη». «Λόρδε Στέρλινγκ...» «Πώς είναι ο κηδεμόνας σας απόψε; Τον είδατε, έτσι δεν είναι;» είπε σε ευχάριστο τόνο ο κόμης. Η Καμίλ έτριξε τα δόντια της. «Είναι καλά», απάντησε ψυχρά. «Θα πάω να βρω τον Σέλμπι», είπε η κυρία Πράιορ και τους άφησε μόνους. Η πόρτα έκλεισε. Η Καμίλ παρέμεινε ακίνητη, κοιτώντας τον κόμη και βράζοντας από θυμό. «Πεινάτε;» τη ρώτησε στο ίδιο πάντα ευχάριστο ύφος. «Στ’ αλήθεια είστε ένα τέρας, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη μάσκα!» «Πάντως το δείπνο έχει σερβιριστεί», της ανταπάντησε δείχνοντας το τραπέζι με το κατάλευκο τραπεζομάντιλο και τα ασημένια σκεπαστά σερβίτσια. «Μπορεί να είμαι ένα τέρας, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως πρέπει να φάμε. Πείτε μου, παρακαλώ, είμαι τέρας που θέλω να σας δω καλοντυμένη;» «Δε δέχομαι φιλανθρωπίες». «Όχι, όμως ο κηδεμόνας σας... αρέσκεται να παίρνει τα υπάρχοντα των άλλων». «Μήπως τον πιάσατε επ’ αυτοφώρω να κλέβει κάτι; Βρήκατε δικά σας αντικείμενα στα χέρια του;» «Όχι». «Τότε πώς ξέρετε πως δεν έπεσε στ’ αλήθεια από τον τοίχο; Ίσως ήταν απλώς περίεργος και ήθελε να κοιτάξει την ιδιοκτησία σας». «Παρακαλώ, ας μην προσβάλλουμε ο ένας τον άλλο, μις Μοντγκόμερι». «Γιατί όχι; Εσείς δεν έχετε κανένα πρόβλημα να προσβάλλετε εμένα». «Και πώς στην οργή το κάνω αυτό; Σας προσκάλεσα σε μια εκδήλωση. Η τουαλέτα δεν είναι για σας, αλλά για μένα. Συνεπώς δεν πρόκειται για φιλανθρωπία». Με μια κραυγή απόγνωσης η Καμίλ παραιτήθηκε και γύρισε να πάει
προς το τραπέζι. Με μια σβέλτη κίνηση ο κόμης βρέθηκε πίσω της και τράβηξε την καρέκλα της πριν προλάβει να το κάνει η ίδια. Έμεινε σιωπηλή όση ώρα τη βοηθούσε να καθίσει κι ύστερα έκανε το γύρο του τραπεζιού για να καθίσει απέναντί της. Της σέρβιρε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κι ύστερα σήκωσε το ασημένιο καπάκι από το πιάτο της. Εκείνο το βράδυ το μενού περιλάμβανε τρυφερά ψημένο αρνί σερβιρισμένο με μπιζέλια και μικρές πατάτες. Το άρωμά του την έκανε να πεινάσει στη στιγμή. Ο κόμης ύψωσε το ποτήρι του. «Παρακαλώ. Στο μουσείο, μις Μοντγκόμερι». «Ώστε λοιπόν το ξαφνικό κι ανανεωμένο ενδιαφέρον σας για το μουσείο είναι αληθινό;» τον ρώτησε σηκώνοντας και το δικό της ποτήρι για να πιει μια γουλιά κρασί. «Ποτέ δεν έχασα το ενδιαφέρον μου για το μουσείο, αγαπητή μου. Ποτέ». «Νομίζω πάντως πως γελοιοποιήσατε αρκετά τους άλλους που το θεωρούν πάθος τους». «Ναι, τους άλλους», είπε σκεφτικός και στριφογύρισε το κρασί μέσα στο ποτήρι του. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. «Πώς ήταν οι άλλοι σήμερα; Σχεδόν άκουγα τους ψιθύρους και τις διαμαρτυρίες τους μέχρι έξω στο δρόμο». «Τι περιμένατε;» «Α! Μα ότι θα έφριτταν, φυσικά. Είστε το χαϊδεμένο παιδί τους, σας θαυμάζουν και σας εποφθαλμιούν πολλοί, σας προστατεύουν λιγότεροι και σας περιβάλλουν με το ενδιαφέρον και τα πειράγματά τους ελπίζοντας πως θα παραμείνετε δική τους. Ώσπου έρχεται ο λύκος, το κτήνος με τον τίτλο ευγενείας και τα χρήματα! Για να δούμε αν μπορώ να μαντέψω πώς έγιναν τα πράγματα. Ο καλός μας σερ Τζον θα ήθελε να κυλήσουν όλα ομαλά και χωρίς αντιπαραθέσεις. Τώρα σας βλέπει με άλλα μάτια, διερωτάται πώς μπορεί να τραβήξατε την προσοχή μου
σε τέτοιο βαθμό. Φυσικά ξέρει πως έχει στην ομάδα του μια όμορφη νεαρή γυναίκα, αλλά... τέλος πάντων, η ομορφιά είναι ένα πολύ κοινό αγαθό. Και πάλι, αφού αυτό με ευχαριστεί, ο σερ Τζον είναι ικανοποιημένος. Από τη μια προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τι το ξεχωριστό έχετε κι από την άλλη νιώθει πως του χαρίζουν ένα γάιδαρο και τον κοιτάει στα δόντια». «Η κολακεία σας θα μου πάρει τα μυαλά». «Χωρίς παρεξήγηση βεβαίως. Απλώς σας λέω πώς πιστεύω πως έγιναν τα πράγματα από τη στιγμή που έφυγα. Ο λόρδος Γουίμπλι στην πραγματικότητα δε θα έκανε κάποιο σχόλιο, αφού του είχα αναφέρει πως θα σας συνοδεύσω. Βλέπετε, αρκετοί από τους συναδέλφους μου είναι πεπεισμένοι πως θα πρέπει ν’ αναζητήσω μια σύζυγο, αλλά στην κατάλληλη κοινωνική τάξη. Και πιστεύουν επίσης ότι ο τίτλος και τα πλούτη μου είναι αρκετά για να με βοηθήσουν να βρω μια γυναίκα- υπόδειγμα αρετής, παρά τη μάσκα μου. Ύστερα είναι ο Άλεξ, που έχει πάντα επίγνωση της ταπεινής του καταγωγής, αλλά που θεωρεί τον εαυτό του κατάλληλο για σας. Δεν είναι επίμονος ή ευφραδής τύπος, με αποτέλεσμα να είναι και βαθύτατα απογοητευμένος. Τελευταίος μα όχι έσχατος ο Χάντερ, ο οποίος στοιχηματίζω πως εξεπλάγη και τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ όταν έμαθε πως σας φιλοξενώ, ώστε ήταν πρόθυμος να σας προσφέρει τις δικές του υπηρεσίες για αντιπερισπασμό... Να τολμήσω να μαντέψω ότι σας πρότεινε γάμο; Μόνο και μόνο για ν’ απομακρυνθείτε από κοντά μου!» Προσπάθησε να μην του δείξει την έκπληξή της για τις τόσο σωστές κρίσεις του. «Ποτέ δε θα παντρευόμουν τον Χάντερ», του είπε χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα της. «Α! Ώστε λοιπόν έκανε πράγματι πρόταση». «Δεν είπα αυτό. Είπα ότι δε θα τον παντρευόμουν ποτέ». «Γιατί όχι; Ο άνθρωπος διαθέτει εμφάνιση και γοητεία. Τολμώ να πω επίσης ότι έχει κάποια στοιχεία που τον κάνουν ανδροπρεπή,
περιπετειώδη, είδος που έχει μεγάλη πέραση στις καλοαναθρεμμένες κοπέλες». «Τον κοροϊδεύετε;» «Κάθε άλλο. Απλώς είμαι περίεργος γιατί ένας τέτοιος τύπος δε σας ελκύει. Από την άλλη μεριά βέβαια, εσείς δεν είπατε πως δε σας ελκύει. Είπατε μόνο πως δε θα τον παντρευόσαστε». «Τι ακριβώς υπονοείτε;» «Δεν υπονοώ τίποτα. Προσπαθώ να μη βάζω λόγια στο στόμα σας, αφού σπεύδετε διαρκώς να με διορθώνετε». «Ω λόρδε Στέρλινγκ! Και βέβαια κάνετε υπαινιγμούς. Του χειρίστου είδους μάλιστα». «Λοιπόν, θα σκεφτόσασταν σοβαρά μια σχέση μ’ αυτό τον άντρα;» τη ρώτησε ωμά. Η Καμίλ μπήκε στον πειρασμό να του πετάξει το ακριβό κρασί στο πρόσωπό του, κάτι όμως την εμπόδισε να το κάνει. «Ειλικρινά», του είπε σε παγερό τόνο, «το θέμα δε σας αφορά». «Σας ζητώ συγνώμη, Καμίλ. Αλλά θεωρώ πως με αφορά έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα». «Εγώ πάλι όχι». Είδε το αργό χαμόγελό του πίσω από τη μάσκα κι ένιωσε ένα παράξενο ρίγος να τη διαπερνάει απ’ άκρη σ’ άκρη. Ήταν αγενής, απολύτως άξεστος. Ένα κτήνος. Κι όμως... όσο κι αν την εξόργιζε, έκανε κάτι μέσα της ν’ αναστατώνεται. Τα μάτια του, εκείνο το αργό χαμόγελο... Αναρωτήθηκε πώς ήταν αυτός ο άνθρωπος πριν η ζωή... κι ο θάνατος τον γεμίσουν με πίκρα. «Είμαι ο κόμης του Καρλάιλ», της θύμισε. «Και θα σας συνοδεύσω σ’ έναν φιλανθρωπικό χορό. Τα κουτσομπολιά θα οργιάσουν. Είναι πολύ σημαντικό να μη γελοιοποιηθώ για τέτοια ζητήματα». «Τότε, λόρδε Στέρλινγκ, αυτό θα έπρεπε να το είχατε σκεφτεί πριν αναγγείλετε ότι θα εμφανιστείτε στο γκαλά μ’ εμένα στο μπράτσο σας». «Μα έχουμε κάνει μια συμφωνία».
«Δεν έχουμε κάνει καμία συμφωνία. Με δωροδοκείτε, ή με απειλείτε. Ή και τα δύο». «Και τα δύο, πιστεύω. Σας κάνω μια εξυπηρέτηση. Μου κάνετε κι εσείς άλλη μια». « Είναι εξυπηρέτηση να μην καταγγείλετε έναν άνθρωπο; Σκεφτείτε το, λόρδε Στέρλινγκ. Το δικαστήριο ίσως να τον έκρινε αθώο». «Ω, πολύ αμφιβάλλω. Και θαρρώ το ίδιο κι εσείς», της είπε με κάθε φυσικότητα. Η Καμίλ έγειρε πίσω, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και προσπάθησε να πάρει ένα ύφος γεμάτο αξιοπρέπεια και περιφρόνηση. «Εσείς αρχίσατε πρώτος αυτό το θέατρο». «Κι ακόμα αξιολογώ την ηθοποιό μου». «Φαίνεται πως αξιολογείτε όσους συναντάτε στο δρόμο σας... όπως αξιολογούσατε σήμερα τους κυρίους στο μουσείο». Η νέα του επίθεση την ξάφνιασε. «Πείτε μου, Καμίλ, πείτε μου την αλήθεια. Πού αποκτήσατε τις γνώσεις σας πάνω στην ιστορία και την αιγυπτιολογία; Και πώς στην οργή μάθατε να διαβάζετε ιερογλυφικά;» Για μια στιγμή η Καμίλ κράτησε την ανάσα της. «Από τη μητέρα μου», είπε. «Τη μητέρα σας;» «Όταν ήμουν παιδί, πηγαίναμε καθημερινά στο μουσείο». «Έτσι καταλήξατε να δουλεύετε εκεί; Γνώριζε τον σερ Τζον;» Τα βλέφαρά της χαμήλωσαν. «Με κουράζει αυτή η ανάκριση, λόρδε Στέρλινγκ». «Τότε μιλήστε μου». «Ανησυχείτε για τη σχέση που μπορεί να έχω με τον Χάντερ Μακντόνταλντ; Ε, λοιπόν δεν υπάρχει καμία σχέση». «Αυτό το ήξερα ήδη». Έπαιζε μαζί της. Ξαφνικά η Καμίλ θύμωσε τόσο πολύ, ώστε αποφάσισε να του πει όλη την αλήθεια. «Ο Χάντερ, μιλόρδε, είναι η μικρότερη από τις έγνοιες σας σε ό,τι με αφορά. Θέλετε την αλήθεια για
μένα; Ορίστε ποια είναι η αλήθεια. Η μητέρα μου ήταν μια πόρνη του Ιστ Εντ. Ω, μα δε ξεκίνησε έτσι! Ελάχιστες γυναίκες, κύριε, είναι γεννημένες πόρνες. Ήταν το έβδομο παιδί ενός αγγλικανού ιερέα στο Γιορκ, συνεπώς πήρε καλή μόρφωση. Μου είπαν πως ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος επιφανής, ακόμα όμως και στον μεγάλο αιώνα του Διαφωτισμού παραμένει το γεγονός πως είμαι νόθα. Η μητέρα μου, ξέροντας πως η κοινωνία θα την απέρριπτε, έσπευσε στο Λονδίνο με την ελπίδα να βρει μια αξιοπρεπή δουλειά με τη μόρφωση που διέθετε. Όμως αυτή ήταν μια μάταιη προσπάθεια για μια γυναίκα μ’ ένα παιδί. Παρά τις θλιβερές συνθήκες της ζωής της, η μητέρα μου ήθελε για μένα μια καλύτερη ζωή». Η Καμίλ σώπασε για μια στιγμή κι αναρωτήθηκε μέχρι πού θα έφτανε η ίδια για την υπεράσπιση της δικής της οικογένειας. « Έκανε ό,τι μπορούσε για να μου κρύψει την ασχήμια της ζωής της. Την ημέρα με δίδασκε. Διάβαζε, τραγουδούσε, με πήγαινε σε μουσεία. Περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου, μαθαίνοντας ιστορία και γλώσσα... για την αρχαία Αίγυπτο. Διάβαζε πολύ έτσι άρχισα κι εγώ να διαβάζω με πάθος. Κι έτσι έμαθα όλα όσα ξέρω. Είπατε ότι δε θέλετε να γελοιοποιηθείτε; Λοιπόν, μιλόρδε, πιστέψτε με, κάποιος θ’ ανακαλύψει την αλήθεια! Αν έχετε καθόλου μυαλό πίσω απ’ αυτή τη μάσκα που φοράτε, θα σταματήσετε αμέσως αυτή την κωμωδία. Κι αν έχετε μια στάλα έλεος πίσω από τα αρπακτικά σας νύχια, θ’ αφήσετε τα πράγματα να ξαναγίνουν φυσιολογικά όπως πριν, έτσι ώστε να μη χάσω τη δουλειά μου!» Όταν τελείωσε τον εξάψαλμο είχε μείνει με τις παλάμες κολλημένες στο τραπέζι και γερμένη προς το μέρος του. Έτρεμε ολόκληρη, μόνο που δεν ούρλιαζε. Η οργή την είχε κατακλύσει και μόνο όταν τα λόγια βγήκαν από μέσα της άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο Στέρλινγκ την είχε κάνει να μιλήσει. Εκείνος όμως δεν έδειχνε να ζαρώνει με φρίκη. Καθόταν απλώς και την παρακολουθούσε. Άλλη μια φορά την ξάφνιασε εκείνο το χαμόγε-
λο πίσω από τη μάσκα, μια λάμψη χαράς και όχι απλώς χιούμορ, ίσως μάλιστα και κάποιος θαυμασμός μέσα στα μάτια του. Σηκώθηκε από την καρέκλα της, πισωπάτησε. «Πες κάτι», μουρμούρισε. «Μόνη σου έμαθες ιερογλυφικά;» «Δεν άκουσες τι είπα;» φώναξε αγανακτισμένη. «Απολύτως. Και μένω κατάπληκτος. Μπόρεσες να μάθεις μόνη σου ιερογλυφικά;» Τίναξε τα χέρια της ψηλά, τελείως σαστισμένη. «Χάνεις την ουσία, ανόητε!» φώναξε. «Η μητέρα μου ήταν πόρνη! Αν αρχίσουν να ψάχνουν, αυτό θα μαθευτεί!» «Θα πρέπει να ήταν καταπληκτική γυναίκα», μουρμούρισε ο κόμης. Η Καμίλ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δε σου είπα να πάψεις αυτή την κωμωδία;» Τότε σηκώθηκε κι εκείνος, θυμίζοντάς της πάλι το ύψος του και την κορμοστασιά του. Εκείνη αρνήθηκε να πτοηθεί από τη θέα του, όμως έπιασε τον εαυτό της να τυλίγει τα δάχτυλα μέσα στις γροθιές της και να κάνει άλλο ένα βήμα πίσω. «Δε θ’ ανεχτώ να με αποκαλέσεις ξανά ανόητο στο μέλλον», της είπε απερίφραστα. «Ποτέ!» Άπλωσε το χέρι του δείχνοντας το τραπέζι. «Θα σας αφήσω, μις Μοντγκόμερι, γιατί είμαι αρκετά σίγουρος ότι χρειάζεστε τροφή κι η κτηνώδης παρουσία μου σας εμποδίζει να φάτε». Γύρισε προς την πόρτα, έτοιμος ν’ αποχωρήσει. «Σταματήστε!» στρίγκλισε σχεδόν. Ο κόμης γύρισε και την κάρφωσε με το βλέμμα του. «Τι έγινε πάλι, μις Μοντγκόμερι;» «Επιτρέψτε μου να σας πω και τα υπόλοιπα, λόρδε Στέρλινγκ, αφού επιμείνατε τόσο πολύ! Υπάρχουν ελάχιστα πράγματα στον κόσμο που δε θα έκανα για τον Τρίσταν Μοντγκόμερι. Μου έσωσε τη ζωή, χωρίς να θέλει τίποτα γι’ αντάλλαγμα. Μου έδωσε ό,τι καλύτερο είχε να μου δώσει. Γι’ αυτό λοιπόν θα παίξω στην παρωδία σας, θα
πάω μαζί σας όπου θέλετε. Αλλά δε θ’ ανεχτώ να γευματίσω ξανά μαζί σας σ’ αυτό το σπίτι αν πιστεύετε ότι κρίνω τον άνθρωπο από την εμφάνισή του. Άλλωστε δεν είναι η εμφάνισή σας που σας κάνει κτηνώδη!» «Υπέροχος λόγος», της είπε, χωρίς όμως να προδώσει τα συναισθήματά του. «Είναι η διαρκής καχυποψία και η βαναυσότητα των τρόπων σας που σας κάνουν ένα φριχτό τέρας. Γι’ αυτό, αν θέλετε οποιαδήποτε συνεργασία από μένα, θα πρέπει να σταματήσετε τους υπαινιγμούς και τις καχυποψίες σε ό,τι με αφορά». Έκανε μια μεγάλη δρασκελιά προς το μέρος της και για μια στιγμή η Καμίλ μπήκε στον πειρασμό να οπισθοχωρήσει κι άλλο. Τον είχε φτάσει στα άκρα. Τώρα θα ανακάλυπτε τη βίαιη πλευρά που κρυβόταν πίσω από την ευπρεπή όψη, μια πλευρά πάντα τιθασευμένη αλλά πάντα υπαρκτή, σαν υπόγειο ηλεκτρικό ρεύμα. Πλησίασε κοντά της, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. «Κάθισε, Καμίλ», της είπε. «Σε παρακαλώ». Υπάκουσε. Όχι επειδή της το είχε ζητήσει, αλλά επειδή φοβόταν ότι τα γόνατά της δε θα την κρατούσαν άλλο. Ο κόμης έσκυψε πάνω της, ακούμπησε τα χέρια του αριστερά και δεξιά της. Η Καμίλ ανάσανε το άρωμα του σαπουνιού και της κολόνιας του, μια αμυδρή μυρωδιά από δέρμα κι ακριβό καπνό. Ένιωσε το διαπεραστικό γαλάζιο των ματιών του να την καρφώνει κι αισθάνθηκε την έξαψη που παραμόνευε. «Τι;» κατάφερε να πει ξέπνοη. «Έχω όνομα». «Λόρδος Στέρλινγκ, κόμης του Καρλάιλ». «Μπράιαν. Να το χρησιμοποιείς, σε παρακαλώ». Ξεροκατάπιε. «Ευχαρίστως, αρκεί να...» «Αρκεί να; Κι άλλος όρος; Ποιος είναι τώρα αυτός που δωροδοκεί και απειλεί;» «Θα πρέπει να πάψετε να είστε τέτοιο τέρας!»
Για μια στιγμή βρισκόταν πολύ κοντά της. Και, προς μεγάλο της τρόμο, η Καμίλ αναστατώθηκε, ταράχτηκε, συγκλονίστηκε. Τότε εκείνος έφυγε μακριά. «Το φαγητό σου θα κρυώσει», είπε. «Και το δικό σου επίσης». «Σκοπεύω να σε αφήσω στην ησυχία σου». «Με προσκάλεσες σε δείπνο. Θα ήταν εξαιρετική αγένεια να φύγεις». Τότε ο κόμης γέλασε δυνατά, έκανε το γύρο του τραπεζιού και κάθισε στη θέση του. Δε σήκωσε όμως αμέσως το πιρούνι του, αλλά συνέχισε να την κοιτάζει. «Τρώγε», της είπε. «Θα φάω όταν φας κι εσύ». «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι για την καταγωγή σου, ξέρεις. Οι αμαρτίες των γονέων δε μεταφέρονται στα παιδιά τους». Η Καμίλ δαγκώθηκε. «Δεν πιστεύω ότι αμάρτησε», ψιθύρισε. «Νομίζω ότι απλώς... αγάπησε πολύ, αγάπησε απερίσκεπτα». «Τότε φοβάμαι πως ο πατέρας σου ήταν ένας βλάκας». «Να που συμφωνούμε σε κάτι». Το χέρι του σκέπασε το δικό της, παράξενα ζεστό και καθησυχαστικό. «Όπως είπα, δεν πρέπει να ντρέπεσαι». Τα λόγια του τη συγκίνησαν απροσδόκητα, το ίδιο και η ζεστασιά του χεριού του πάνω στο δικό της. «Αυτή, λόρδε Στέρλινγκ, δεν είναι η γνώμη των περισσότερων ανθρώπων. Όμως σας προειδοποίησα. Και σας ικετεύω, θυμηθείτε ετούτο... μπορεί να μου κοστίσετε το βιοπορισμό μου». «Αν συμβεί ποτέ κάτι τόσο γελοίο, θα μπορούσα κάλλιστα να σας αποζημιώσω μ’ ένα επίδομα». «Ο βιοπορισμός μου τυχαίνει επίσης ν’ αποτελεί το πάθος μου». «Έχω τεράστια επιρροή στο μουσείο», της θύμισε. Τα μάτια της χαμήλωσαν. Το χέρι του σκέπαζε ακόμα το δικό της. Είχε την παράλογη παρόρμηση να το φέρει στο πρόσωπό της, να νιώσει την παλάμη του πάνω στο μάγουλό της. Η έξαψη που την είχε κυριεύ-
σει είχε απλωθεί παντού στο σώμα της. Τράβηξε πίσω το χέρι της τρομαγμένη, όχι τόσο από τον ίδιο τον άντρα, αλλά από την αντίδρασή της στην επαφή του. «Να με συγχωρείτε. Είμαι εξαντλημένη», του είπε. «Σας παρακαλώ... πρέπει ν’ αποσυρθώ». «Θα σας συνοδεύσω ως το δωμάτιό σας». «Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το βρω». Ο τζέντλεμαν των προηγούμενων λεπτών μεταμορφώθηκε απότομα. «Θα σας συνοδεύσω», της επανέλαβε κατηγορηματικά. Πήγε ως την πόρτα, την άνοιξε και περίμενε. Η Καμίλ πέρασε δίπλα του, βαθιά αναστατωμένη από την παρουσία του. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι μπορούσε ν’ ακούσει την ανάσα του, το χτύπο της καρδιάς του... Ένιωσε πάλι τη συγκρατημένη οργή που ίσως ξεσπούσε ανά πάσα στιγμή. Ο Έιτζαξ βγήκε μαζί τους στο διάδρομο. Παραδόξως έμεινε πλάι στην Καμίλ, αντί να τρέξει πίσω από το αφεντικό του, που προπορευόταν. Διέσχισαν τον μακρύ διάδρομο, ώσπου τέλος έφτασαν μπροστά στην πόρτα της. Ο κόμης την άνοιξε για λογαριασμό της. «Ευχαριστώ», του είπε σφιγμένη. «Παρακαλώ». «Θα μπορούσα να βρω και μόνη μου το δρόμο». «Όχι», της είπε σκληρά. «Όχι. Και ποτέ, ξαναλέω, ποτέ, μην περιπλανηθείς μόνη σ’ αυτούς τους διαδρόμους νυχτιάτικα. Κατάλαβες; Ποτέ!» «Καληνύχτα, λόρδε Στέρλινγκ». «Καληνύχτα. Έιτζαξ!» Το σκυλί μπήκε πειθήνια στο δωμάτιο της Καμίλ. Ύστερα από μια τελευταία, αυστηρή ματιά, ο λόρδος Στέρλινγκ έκλεισε την πόρτα. Άκουσε τα βήματά του ν’ αντηχούν στο διάδρομο. Και τότε έκανε τη σκέψη ότι παρ’ όλο που αυτά τα βήματα ακούγονταν για ώρα, τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του κόμη θα μπορούσαν να καταλήγουν στο δικό της δωμάτιο.
Κεφάλαιο 7
Η Καμίλ Μοντγκόμερι ήταν ντυμένη στα μπλε όταν ο Μπράιαν τη συνάντησε στο αίθριο. Προφανώς η Ίβλιν είχε βρει ορισμένα ρούχα τα οποία θα μπορούσαν να της παράσχουν την κατάλληλη εμφάνιση για την εργάσιμη ημέρα της. «Υπέροχο», την πληροφόρησε. Τα μάτια της, εκείνα τα υπέροχα καστανά μάτια με τους ιριδισμούς, άστραψαν με το κομπλιμέντο του. «Μ’ ευχαριστεί αφάνταστα που το εγκρίνετε, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, μου είναι αδύνατο να επιστρέψω στο σπίτι μου, όπου έχω τα δικά μου ρούχα». Δεν ήταν ευχαριστημένη ούτε στο ελάχιστο, φυσικά. Αλλά ο Μπράιαν δε θ’ αντιδικούσε τώρα μαζί της. Καθώς της σέρβιρε τον καφέ αναρωτήθηκε αν η Καμίλ είχε ιδέα πόσο θελκτική μπορούσε να γίνει. Είχε τέλεια κατατομή προσώπου και μια πλούσια χαίτη με θεσπέσιο χρώμα. Ήταν λεπτή, με όμορφες καμπύλες και μικροσκοπική μέση, λεπτούς γοφούς και τέλεια στήθη. Αλλά δεν ήταν μόνο η εμφάνισή της που απέπνεε τέτοια σαγήνη. Ήταν η κάθε της έκφραση, η αποφασιστικότητά της να μην πτοείται ακόμα και μπροστά σε έναν άντρα σαν τον Μπράιαν. Στη λάμψη των ματιών της υπήρχε ιδιαίτερη ευφυΐα και περηφάνια. Έκανε μερικά βήματα μακριά της. Ναι, της είχε κάνει κάποιες ερωτήσεις. Κι εκείνη του είχε απαντήσει με τέτοια οργή και πάθος, που ο Μπράιαν δεν αμφέβαλε στιγμή για τα λόγια της. Εκείνος την είχε παρασύρει σ’ αυτό το παιχνίδι. Η πείρα του του είχε δείξει ότι μπορούσε να την εμπιστεύεται. Κι όμως, μέχρι στιγμής ούτε μπορούσε να την εμπιστευτεί ούτε ήθελε να νιώθει αυτή την ολοένα και μεγαλύτερη έλξη που βασάνιζε ανελέητα τις αισθήσεις του. Ακούμπησε το φλιτζάνι του καφέ του, έσφιξε τα χείλη και επέμεινε στην απόφασή του. «Ο Σέλμπι θα έρθει να σας παραλάβει στις τέσσερις
το απόγευμα». «Δεν μπορώ να φύγω από τις τέσσερις!» «Ναι, μπορείτε. Ο σερ Τζον θα σας δώσει άδεια. Οι αδερφές έχουν σπουδαίο ταλέντο, Καμίλ, όμως χρειάζονται μερικές μέρες για να δημιουργήσουν μια τουαλέτα χορού». Η Καμίλ φάνηκε σαν να πάλευε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Λόρδε Στέρλινγκ, όλη αυτή η υπόθεση είναι κάπως γελοία. Έχετε επιδοθεί σ’ ένα κυνήγι, δικαιολογημένα ή όχι, δεν το ξέρω! Αυτή η παρωδία όμως πρέπει να τελειώσει κι εγώ δε θέλω να χάσω τη δουλειά μου!» «Έχετέ μου εμπιστοσύνη. Έχω γράψει μια επιστολή την οποία ο Σέλμπι θα παραδώσει στον σερ Τζον. Θα σας επιτρέψει να φύγετε νωρίτερα». «Λόρδε Στέρλινγκ...» Εκείνος όμως γύρισε να φύγει, τον περίμεναν πολλές δουλειές εκείνη τη μέρα. Η παρουσία της τον τάραζε με πολλούς τρόπους, σαν ένα τριαντάφυλλο... με αγκάθια. «Καλημέρα, Καμίλ. Θα σας δω απόψε το βράδυ στη σουίτα μου για το δείπνο, όπως συνήθως. Και θα το εκτιμούσα αν μου δίνατε μια αναφορά για τα τεκταινόμενα στο μουσείο». Σηκώθηκε εκνευρισμένη και του φώναξε. «Τα γεγονότα στο μουσείο! Θα φορέσω μια ποδιά και θα χωθώ μέσα στη σκόνη αιώνων! Ορίστε. Σας έδωσα αναφορά για τα γεγονότα που με αφορούν». Σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει. «Ω, μις Μοντγκόμερι. Είστε πολύ πιο παρατηρητική κα έξυπνη απ’ όσο θέλετε να δείχνετε!» Δεν της έδωσε το χρόνο ν’ απαντήσει, γιατί κατευθύνθηκε γρήγορα προς την έξοδο. *** Εκείνο το πρωί η Καμίλ δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Κοιτούσε τη δουλειά της και τα σύμβολα μπερδεύονταν μπροστά στα μάτια της. Δεν είχε καταφέρει να προχωρήσει σε μια ακριβή
μετάφραση της συνέχειας του κειμένου, απ’ ό,τι φαινόταν όμως, η προειδοποίηση δεν απευθυνόταν μόνο σε όσους εισέβαλαν και βεβήλωσαν τον τάφο, αλλά και στους απογόνους τους. Αν κι αυτό δε φαινόταν τόσο τρομακτικό, αφού το επονομαζόμενο Κτήνος του Καρλάιλ είχε τη φήμη του καταραμένου. Ξέροντας πως χρειαζόταν ένα διάλειμμα, βγήκε από το μικρό εργαστήριό της και κοίταξε προς το γραφείο του σερ Τζον, θέλοντας να τον ρωτήσει αν μπορούσε να πάει για ένα φλιτζάνι τσάι, για να καλμάρουν τα νεύρα της. Όμως ο σερ Τζον δεν ήταν εκεί. Περιπλανήθηκε ανήσυχη τριγύρω στο δωμάτιο κι ύστερα κάθισε στο γραφείο του. Το επάνω συρτάρι του ήταν μισάνοιχτο κι όταν προσπάθησε να το κλείσει, ανακάλυψε πως ήταν κολλημένο. Τραβώντας δυνατά κατάφερε να το ανοίξει, πριν όμως το ξανακλείσει είδε ένα απόκομμα εφημερίδας πάνω στις πένες, τα μολύβια και τα άλλα χαρτικά. Ήταν από ένα πρωτοσέλιδο των Τάιμς πριν από ένα χρόνο και κάτι. Και ο τίτλος σίγουρα τραβούσε την προσοχή. Κατάρα από τον Τάφο Αφαιρεί τις Ζωές των Επιφανέστερων του Λονδίνου Από κάτω υπήρχε μια φωτογραφία. Αν και ήταν αρκετά θαμπή, η Καμίλ μπόρεσε ν’ αναγνωρίσει στο πρόσωπο της γυναίκας τη λαίδη Άμπιγκεϊλ Στέρλινγκ. Ο άντρας στο πλευρό της, ο εκλιπών λόρδος Στέρλινγκ, ήταν αρκετά ψηλός κι επιβλητικός, με όμορφο, αδρό πρόσωπο. Στέκονταν κι οι δυο στην τοποθεσία της ανασκαφής και χαμογελούσαν πανευτυχείς. Το μπράτσο του λόρδου ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Εκείνη φορούσε μια ανάλαφρη μπλούζα και μακριά φούστα, ενώ εκείνος σακάκι τουίντ. Γύρω τους υπήρχαν κι άλλοι, Αιγύπτιοι εργάτες κι άλλοι Ευρωπαίοι αρχαιολόγοι. Η Καμίλ έψαξε μέσα στο συρτάρι για να βρει τον μεγεθυντικό φακό κι ύστερα συνέχισε να μελετά τη φωτογραφία. Καθισμένη πάνω σε μια πλάκα από αιγυπτιακό μάρμαρο είδε την κυρία Πράιορ. Δυο άντρες
βρίσκονταν κοντά στην είσοδο του τάφου και καταπιάνονταν με τη μεταφορά τεχνουργημάτων τα οποία είχαν τυλιχτεί προσεκτικά. Ήταν ο Χάντερ κι ο Άλεξ. Στην είσοδο του ίδιου του τάφου στεκόταν ο σερ Τζον, ενώ, παρατηρώντας καλύτερα, η Καμίλ διέκρινε τον Όμπρι Σάιζμορ να δίνει εντολές στους Αιγύπτιους εργάτες, οι οποίοι μετέφεραν ένα φέρετρο πάνω σε κάποιο λόφο. Κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε μια λεζάντα: Από την αγαλλίαση στην τραγωδία: Ο λόρδος και η λαίδη γίνονται βορά στις κόμπρες της Αιγύπτου. Ακόμα και η βασίλισσα θρηνεί, ενώ το σκελετωμένο χέρι της εκδίκησης βγαίνει από τον τάφο κι επιφέρει δυο τρομερούς θανάτους. Κάποιος ερχόταν! Η Καμίλ θα ήθελε να διαβάσει όλο το άρθρο, όμως δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει να τη βρουν στο γραφείο του σερ Τζον. Έβαλε γρήγορα το άρθρο και τον μεγεθυντικό φακό στη θέση τους, έκλεισε το συρτάρι και πετάχτηκε όρθια. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και δεν ήξερε γιατί. Δεν είχε κάνει κάτι κακό. Πήγε να κλείσε καλύτερα το συρτάρι, είδε το άρθρο και το διάβασε. Σίγουρα το είχε δει όταν πρωτοδημοσιεύτηκε, όμως ένα χρόνο νωρίτερα δεν εργαζόταν στο μουσείο. Διάβαζε διαρκώς εφημερίδες και η είδηση αυτή θα πρέπει να είχε ξεθωριάσει στη μνήμη της. Ο σερ Τζον μπήκε στο γραφείο κάπως αφηρημένος στην αρχή, όταν όμως την είδε εκεί συνοφρυώθηκε. «Συμβαίνει κάτι, Καμίλ;» τη ρώτησε. Η σιωπηρή ερώτησή του φυσικά ήταν γιατί δεν είσαι στη δουλειά σου; «Με συγχωρείτε, σερ Τζον. Έχω προχωρήσει αρκετά, όμως νιώθω λίγο κουρασμένη. Ήλπιζα να έβγαινα λίγο για ένα φλιτζάνι τσάι. Δε θα διακόψω αργότερα για μεσημεριανό. Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σας που συμφωνήσατε με τον λόρδο Στέρλινγκ να φύγω νωρίτερα για την πρόβα του φορέματός μου». Προς έκπληξή της ο σερ Τζον έκανε μια ανέμελη χειρονομία και ξαναπήρε το αφηρημένο ύφος που είχε και πριν. «Ακόμα κι αν δεν ερχόσουν
καθόλου όλη την εβδομάδα, αγαπητή μου, δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μας έχεις κάνει μεγάλη προσφορά μέσα σε μία μόνο μέρα. Πήγαινε, απόλαυσε το τσάι σου. Η δουλειά σου μπορεί να περιμένει». «Σας ευχαριστώ. Δε θα παραμελήσω ωστόσο το καθήκον μου με κανέναν τρόπο!» «Ακόμα κι εγώ χρειάζομαι ένα φλιτζάνι τσάι κάπου κάπου. Ή λίγο ουίσκι! Κάτι για να καθαρίσει το μυαλό». Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να κάνει ακριβώς αυτό. «Τσάι... Και κάτσε όσο θέλεις». Έτσι, η Καμίλ έβγαλε την ποδιά της, πήρε το μικρό μπλε τσαντάκι που τόσο όμορφα ταίριαζε με το σεμνό αλλά κομψό φόρεμα που της είχε δώσει η κυρία Πράιορ κι έφυγε από τα γραφεία. Διασχίζοντας την αίθουσα με τα εκθέματα η Καμίλ κοντοστάθηκε. Η κόμπρα ήταν κουλουριασμένη και κοιμόταν. Δεν υπήρχαν παιδιά τριγύρω για να την πειράξουν. Περπάτησε ως το τζάμι κι αναρωτήθηκε αν ήταν συνετό να κρατούν ένα τέτοιο πλάσμα για έκθεμα. Στο κάτω κάτω, το γυαλί μπορούσε να σπάσει. Την ευθύνη της κόμπρας την είχε ο Όμπρι. Εκείνος είχε κάποιες γνώσεις γύρω από τα ερπετά –που τις απέκτησε στις αποστολές στην Αίγυπτο. Μια ανησυχία την κυρίευσε. Είχε δει τον Όμπρι στη φωτογραφία, όπως είχε δει και τους υπόλοιπους. Γύρισε να φύγει μα κοντοστάθηκε, νιώθοντας κάτι παγωμένο να σεργιανάει στη σπονδυλική στήλη της. Στράφηκε γρήγορα από την άλλη, δεν είδε όμως τίποτα κι απόρησε με τον εαυτό της. Ήταν στ’ αλήθεια δυνατόν το φίδι να τινάχτηκε από τη θέση του και να την πλησίασε; Κι όμως, είχε νιώσει κάποιον... να την παρακολουθεί. Μα δεν έβλεπε κανέναν. Μη μπορώντας ν’ απαλλαγεί από την αλλόκοτη αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν, η Καμίλ βγήκε γρήγορα από το κτίριο και τράβηξε προς το υπαίθριο τεϊοποτείο, απέναντι από το μουσείο. *** Ο Γκρέγκορι Άλθορπ ήταν καθισμένος σ’ ένα σκαμνί, βαθιά προση-
λωμένος στο αντικείμενο κάτω από το μικροσκόπιό του. Ο Μπράιαν ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή του. Ο Γκρέγκορι σήκωσε το βλέμμα. «Μπράιαν!» είπε έκπληκτος. «Ε, συγνώμη, λόρδε Στέρλινγκ». «Το Μπράιαν μου αρκεί, ευχαριστώ», του είπε εκείνος, πλησίασε και του έσφιξε το χέρι. Οι δυο άντρες είχαν υπηρετήσει μαζί στην υπηρεσία του Στέμματος. Για τον Μπράιαν, αυτό ήταν αρκετό για να τους κάνει να μιλούν στον ενικό. Ο Γκρέγκορι ήταν τόσο ψηλός κι αδύνατος, ο σωστός χαρακτηρισμός ήταν ψηλόλιγνος. Είχε διαλέξει να κάνει την ιατρική του εξάσκηση στα πεδία του πολέμου, ώσπου ένα βλήμα στην κνήμη τον έστειλε στο σπίτι του. Έκτοτε βρισκόταν στο πανεπιστήμιο, γιατί η ιατρική πάντα τον συνάρπαζε. Κάποτε είχε πει στον Μπράιαν ότι αν εργαζόταν κάθε λεπτό της ζωής του, και πάλι δε θα είχε αρκετό χρόνο για να ερευνήσει τους τομείς που τον ενδιέφεραν, τους τομείς που χρειάζονταν έρευνα. Ένας σκελετός κρεμόταν από ένα πλαίσιο, πιο δίπλα. Καθώς το πάθος του Γκρέγκορι ήταν η ανακάλυψη της αληθινής πηγής του θανάτου, συνήθως συνεργαζόταν με κάποιο από τα εργαστήρια ανατομίας. Ένα πτώμα ήταν σκεπασμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι, περιμένοντας τα κρύα νυστέρια των καθηγητών ή των φοιτητών. Αν και η ψυχή του πεθαμένου είχε σίγουρα αναχωρήσει από καιρό, ο Μπράιαν δεν μπόρεσε να μη νιώσει κάποια συμπόνια για τη σορό του. Στο παρελθόν είχε δημιουργηθεί μείζον θέμα γύρω από την προμήθεια πτωμάτων στις ιατρικές σχολές. Είχαν παρατηρηθεί περιστατικά φρικιαστικών φόνων, αφού πολλοί άνθρωποι άξιζαν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί. Η δίκη των Μπερκ και Χερ, των κλεφτών πτωμάτων του Εδιμβούργου, είχε τραβήξει την προσοχή για τους κινδύνους που προκαλούσε αυτή η πρακτική της αξιοποίησης των πτωμάτων. Τα πτώματα εξακολουθούσαν να είναι πολύτιμα, αν και η κυβέρνηση είχε δουλέψει σκληρά ώστε να γίνονται πιο εύκολα διαθέσιμα. Κατά
συνέπεια ο Γκρέγκορι θα χρησιμοποιούσε κάθε εκατοστό του νεκρού άντρα, έτσι όπως ένας φτωχός κυνηγός θα χρησιμοποιούσε και το τελευταίο κομμάτι από το σφάγιό του. Ο στόχος του Γκρέγκορι όμως ήταν να προωθήσει το δικό του πάθος, την κατανόηση του ανθρώπινου σώματος, των λειτουργιών του και των δυνάμεων εκείνων οι οποίες μπορούσαν να επιφέρουν το θάνατο. «Πώς είσαι;» Ο Γκρέγκορι παρατήρησε τα μάτια του Μπράιαν. «Σίγουρα οι πληγές σου έχουν γιατρευτεί αρκετά ώστε να μην είσαι πλέον τόσο τρομακτικός χωρίς τη μάσκα σου!» «Ίσως τώρα είμαι αυτή η μάσκα», είπε ο Μπράιαν αδιάφορα κι ανασήκωσε τους ώμους. Ο Γκρέγκορι συνέχισε τη μελέτη του. «Πάει καιρός που έχεις να μ’ επισκεφτείς. Λυπάμαι που δεν έχω ερευνήσει περισσότερο κάποια από τα ερωτήματά σου. Δυστυχώς η αστυνομία έχει ζητήσει τη βοήθειά μου πολλές φορές μέσα στους τελευταίους μήνες. Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα, Μπράιαν. Φαίνεται όμως πως σου δημιούργησα περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Γι’ αυτό μάλλον λυπάμαι που σε επιβάρυνα με τις ανησυχίες μου όταν... πέθαναν οι γονείς σου». Ο Μπράιαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Έκανες το σωστό». «Σε έστειλα σε μια τρομερή αναζήτηση, στην οποία δε φαίνεται να υπάρχει απάντηση. Γιατί, αν υπήρχε, τώρα δε θα ήσουν εδώ». «Πάντα παρατηρητικός», χαμογέλασε με θλίψη ο Μπράιαν. «Αλλά θα ήθελα να ρίξω μια ακόμα ματιά στις σημειώσεις σου, αν μπορώ». «Σου δημιούργησα εμμονή», είπε λυπημένος ο Γκρέγκορι. «Εμμονή η δικαιοσύνη;» «Δικαιοσύνη η εκδίκηση;» «Πιστεύω ότι κάποιοι είναι τόσο πωρωμένοι με τα πλούτη και τη δόξα, ώστε δε διστάζουν μπροστά στο φόνο. Δεν είναι εκδίκηση να φροντίσω να μην επαναληφθεί ποτέ παρόμοιο έγκλημα». «Αχ, Μπράιαν!» μουρμούρισε ο Γκρέγκορι.
«Η αλήθεια είναι ότι είμαι θυμωμένος. Κι ίσως αναζητώ όντως κάποιο είδος εκδίκησης. Όμως έχει περάσει καιρός κι ο θυμός μου τώρα είναι ψυχρός και συνειδητοποιημένος». «Ύστερα από τόσο καιρό... Μιλάμε για κόμπρες! Πώς θα μπορέσεις ποτέ να το αποδείξεις;» «Ίσως να μην μπορέσω». «Τότε...» «Ή ίσως ν’ αναγκάσω το φονιά ν’ αποκαλυφθεί μόνος του». «Δεν μπορώ να σε μεταπείσω;» «Εσύ με έβαλες σ’ αυτό το μονοπάτι». Ο Γκρέγκορι αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος. Μια ψηλή φιγούρα με λευκή ποδιά ανάμεσα σε λύχνους Μπούνσεν, δοκιμαστικούς σωλήνες, χημικά, ένα σκελετό κι ένα πτώμα. «Πάω να φέρω τις σημειώσεις μου». *** Η υπόλοιπη μέρα κύλησε αρκετά γρήγορα. Η Καμίλ δούλευε καλύτερα μετά το διάλειμμά της και τα σύμβολα τώρα είχαν ξεκαθαρίσει αρκετά, πιστοποιώντας αυτό που ήδη υποψιαζόταν. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Μπράιαν είχε αποκτήσει τη φήμη του Κτήνους, αφού η κατάρα υποτίθεται πως έπεφτε αιώνια επάνω στους κληρονόμους εκείνων οι οποίοι τολμούσαν να βεβηλώσουν. Ήταν φυσικό οι προλήψεις του κόσμου να τον μετατρέψουν σε τέρας, αν και ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβεβαιώσει τη φήμη του! Ο Άλεξ πέρασε από το γραφείο της νωρίς το απόγευμα, μη έχοντας πολλά να της πει, αλλά κοιτώντας την κακότροπα. «Μπορεί να είναι θεότρελος, ξέρεις», της είπε από την πόρτα. «Συγνώμη;» «Ο κόμης του Καρλάιλ. Καμίλ, πόσο φοβάμαι για σένα!» Αναστέναξε. «Όχι, δε νομίζω πως είναι παράφρονας». «Εσύ το θεωρείς λογικό να φοράει μια τέτοια μάσκα, να έχει μετατρέψει το δάσος γύρω από το κάστρο του σε ζούγκλα και να ζει απο-
μονωμένος σαν ένα φυλακισμένο αγρίμι;» Πίσω του η Καμίλ είδε τον ηλικιωμένο που ο Όμπρι έψαχνε την προηγούμενη μέρα. Σκυφτός, με μακριές γκρίζες φαβορίτες και γενειάδα, ο Τζιμ Άρμποκ ήταν απασχολημένος με το σκούπισμα του εξωτερικού γραφείου. «Κάθε άντρας έχει το δικαίωμα να είναι εκκεντρικός», είπε η Καμίλ στον Άλεξ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Έχει τα πάντα. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αν ήμουν εγώ κόμης, αν είχα τόσα χρήματα...» «Άλεξ, δεν κάνει τίποτα το φοβερό. Προτιμά να ζει μια ήσυχη ζωή κλεισμένος μέσα στο σπίτι του». «Δεν αποκτάς τη φήμη του τέρατος χωρίς λόγο». «Άλεξ, τον έχεις δει εδώ. Μπορεί να γίνει πολύ ευγενικός». «Αχ, Καμίλ! Ακόμα κι εσύ!» «Ακόμα κι εγώ... τι;» τον ρώτησε θυμώνοντας. «Φταίει ο τίτλος του. Σ’ έχει σαγηνέψει ο τίτλος του». «Άλεξ, είσαι φίλος μου», του είπε μαλακά. «Σου προτείνω να φύγεις από δω πριν τα λόγια σου μου δείξουν ότι είσαι κάτι άλλο. «Ω Καμίλ!» της είπε απογοητευμένος. «Συγνώμη». «Δεκτή η συγνώμη σου». Μπήκε στο γραφείο της, εμφανώς απελπισμένος. «Αν ήμουν πλούσιος;» «Συγνώμη;» «Αν ήμουν... ένας άντρας που είχε τον τρόπο του. Θα νοιαζόσουν τότε για μένα;» «Άλεξ! Νοιάζομαι για σένα». «Δεν εννοώ αυτό, Καμίλ, το ξέρεις». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Άλεξ, επαναλαμβάνω, είσαι φίλος μου και νοιάζομαι για σένα. Αλλά σ’ αυτό το στάδιο της ζωής μου ανησυχώ πολύ για τη δουλειά μου. Ξέρεις ότι ήταν δύσκολο για μένα ν’ αποκτήσω αυτή τη θέση. Είμαι αποφασισμένη να κάνω ό,τι μπορώ για να
την κρατήσω!» «Τότε γιατί ζεις μ’ αυτό τον άνθρωπο;» «Δε ζω μ’ αυτό τον άνθρωπο!» ξέσπασε αγανακτισμένη. «Γιατί μένεις εκεί; Πάρε τον Τρίσταν και φύγετε. Σίγουρα τώρα μπορεί να μεταφερθεί, αφού δεν τραυματίστηκε πολύ σοβαρά». «Δεν ξέρω τι υπονοείς, Άλεξ, αλλά με προσβάλλουν πολύ τα λόγια σου». «Νοιάζομαι πάρα πολύ για σένα... και δεν αντέχω να βλέπω αυτό που σου συμβαίνει». «Τι μου συμβαίνει, Άλεξ;» «Θα δημιουργηθεί τεράστιο σκάνδαλο». «Μπα; Και γιατί;» «Είσαι μια απλή κοπέλα, Καμίλ. Χωρίς παρεξήγηση, αλλά είναι η πραγματικότητα. Και μένεις στο ίδιο σπίτι με τον κόμη του Καρλάιλ. Θα σε συνοδεύσει στο γκαλά. Δεν μπορεί να μην καταλαβαίνεις ότι οι γλώσσες θα πάρουν φωτιά». «Ας πάρουν», του είπε κοφτά και σηκώθηκε έξω φρενών. «Άλεξ, θα πρέπει να σου ζητήσω να φύγεις. Ο κόσμος αποκαλεί τον λόρδο Στέρλινγκ τέρας. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν είναι. Μου ζήτησε να παρευρεθώ σε μια εκδήλωση του μουσείου μαζί του και θα το κάνω. Δε φοβάμαι να είμαι μαζί του. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εσύ και ο Χάντερ έχετε συμπεριφερθεί με πολύ λιγότερη ευπρέπεια κι ευγένεια. Γι’ αυτό λοιπόν άσε τις γλώσσες να πουν ό,τι θέλουν. Εγώ θα τον υπερασπιστώ. Έχει τραυματιστεί, σωματικά και ψυχικά. Αυτό είναι όλο. Δεν τον βρίσκω αποκρουστικό, ούτε τον θεωρώ τέρας με κανέναν τρόπο. Σου λέω λοιπόν για άλλη μια φορά, αν θέλεις η φιλία μας να συνεχιστεί, καλύτερα να φύγεις τώρα, πριν ανταλλάξουμε λόγια που θα μας χωρίσουν». «Καμίλ!» «Άλεξ, πήγαινε!» Γύρισε και την κοίταξε δυστυχισμένος. Η Καμίλ τον άκουσε να
μουρμουρίζει καθώς έφευγε. «Τίτλοι και πλούτη!» Μ’ έναν αναστεναγμό η Καμίλ ξαναγύρισε στη δουλειά της. *** Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια τη χαρά που νιώσαμε μετά την ανακάλυψή μας! Ούτε μπορώ να εξηγήσω τη γοητεία που κυρίευσε τον Τζορτζ κι εμένα καθώς αναδιφούσαμε το παρελθόν και το παρόν αυτής της εκλεκτής, αλλά πολύπαθης χώρας. Οι αρχαίοι κληροδότησαν τεράστιους θησαυρούς, ενώ ο λαός σήμερα ζει σε απόλυτη φτώχια. Η πιο θερμή μου ελπίδα είναι, απ’ όσα αρχαία πλούτη ανακαλύψαμε, να μπορέσουμε να επιστρέψουμε ορισμένα σ’ εκείνους οι οποίοι τόσο απελπισμένα χρειάζονται τη βοήθειά μας. Εφόσον είμαστε μια λαμπρή αυτοκρατορία, δε θα πρέπει να κλέψουμε απ’ αυτόν το λαό την κληρονομιά του. Πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να τους δοθούν όλα όσα τους είναι απαραίτητα για να εισέλθουν στον ραγδαία επερχόμενο εικοστό αιώνα. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ας προσπαθήσω να καταγράψω μερικά στοιχεία σχετικά με την εξέχουσα εκείνη πρώτη μέρα κι όλα τα θαύματα που έκτοτε συνέβησαν! Ήταν νωρίς όταν ο Αμπντούλ βρήκε τα πρώτα σκαλοπάτια. Σκάψαμε γεμάτοι ζήλο, κι εγώ μαζί! Κ εκεί, σιγά σιγά, βρήκαμε τη σφραγισμένη πόρτα! Φυσικά υπήρχε μια προειδοποίηση πάνω απ’ αυτήν. Ένας από τους φτωχούς ανασκαφείς τρομοκρατήθηκε, σίγουρος πως είχαμε φέρει στο φως κάτι ανίερο. Ένιωσα τέτοιον οίκτο για τον καημένο τον άνθρωπο, ώστε του πλήρωσα διακριτικά το ημερομίσθιό του και τον άφησα να φύγει. Ο λόρδος Γουίμπλι ενοχλήθηκε κάπως με την ενέργειά μου, λέγοντας πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν ανόητοι προληπτικοί και δε θα έπρεπε ν’ ανταμείβω τέτοια συμπεριφορά. Ο Χάντερ φυσικά αδιαφόρησε, είπε πως έπρεπε να κάνω ό,τι νόμιζα σωστό. Όπως πάντα, εκείνος νοιάζεται μόνο για το επόμενο βήμα του! Νομίζω πως κι ο Άλεξ αναστατώθηκε, αλλά αρρώσταινε συχνά ο καημένος. Προσπαθώ να τον ευθυμήσω, καθώς αντιλαμβάνομαι ότι συχνά
τον στενοχωρεί το γεγονός πως δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να χρηματοδοτεί τις ανασκαφές που θα ήθελε ο ίδιος. Άλλοι εργάτες επιστρατεύτηκαν για να σπάσουν τη σφραγίδα. Και τότε, να! Ο τάφος ήρθε στο φως. Μείναμε έκθαμβοι, γιατί μολονότι γνωρίζαμε ότι δεν είχαμε ανακαλύψει τον τάφο κάποιου μεγάλου φαραώ, είχαμε βρει το επόμενο καλύτερο εύρημα... Τον τόπο ανάπαυσης ενός μεγάλου αξιωματούχου, προφήτη ή ιερέα. Και, καθώς μπαίναμε πολύ προσεκτικά στον τάφο, διαπιστώσαμε πως είχαμε κάνει μια τεράστια ανακάλυψη. Ο σερ Τζον μοιράστηκε την έκστασή μας, ενώ ο Όμπρι ήταν τόσο ανυπόμονος, που έσκαβε μέσα στον τάφο σαν ελέφαντας. Ξέραμε πως καθένα από τα ευρήματα θα έπρεπε να μετακινηθεί με μεγάλη προσοχή. Ύστερα έπρεπε να παρθούν μια σειρά από αποφάσεις. Τα ευρήματα πρέπει να πάνε στο μουσείο του Καΐρου, γιατί πιστεύω από καρδιάς ότι αυτοί οι θησαυροί ανήκουν στον αιγυπτιακό λαό. Κι από την άλλη, τα ευρήματα θα πρέπει να πάνε στο δικό μας λαμπρό κέντρο κουλτούρας και μάθησης, γιατί πιστεύω από καρδιάς ότι από το παρελθόν αντλούμε γνώσεις για το μέλλον. Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να ευχαριστήσω το Θεό για την ευλογημένη ζωή που μου χάρισε, είναι να δώσω αυτό το δώρο της γνώσης στο λαό μας... σε όλους τους λαούς. Και μολονότι εξερευνήσαμε, ξεσκονίσαμε, καθαρίσαμε, καταγράψαμε και συσκευάσαμε τα πάντα, μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε τους θησαυρούς. Είμαι εξουθενωμένη αλλά απερίγραπτα ενθουσιασμένη. Ο καημένος ο Τζορτζ! Ακόμα κι εδώ τον προβληματίζουν τα μυστήρια που υπάρχουν πίσω στην πατρίδα. Ενώ εγώ είμαι τόσο απορροφημένη με την εδώ δουλειά μας, εκείνος μιλάει για το Καρλάιλ και για την αγωνία του να επιστρέψει για να διαπιστώσει αν τελικά είναι σωστή η θεωρία του σχετικά με το όμορφο κάστρο μας! *** Ο Μπράιαν ακούμπησε κάτω το ημερολόγιο της μητέρας του. Το είχε διαβάσει αμέτρητες φορές, ψάχνοντας απεγνωσμένα ανάμεσα στις
γραμμές ν’ ανακαλύψει αν η μητέρα του είχε αντιμετωπίσει κάποια σοβαρά προβλήματα με τους λόγιους οι οποίοι βρίσκονταν μαζί τους στην τελευταία αποστολή. Όμως στα γραπτά της, όπως και στον προφορικό της λόγο, η λαίδη Άμπιγκεϊλ ήταν πάντα ευγενική. Πήρε τις αναφορές των νεκροψιών και προσπάθησε να μη σκέφτεται σε ποια κατάσταση βρίσκονταν οι σοροί των γονιών του όταν είχαν φτάσει στην Αγγλία. Πού ακριβώς βρίσκονταν άραγε οι κόμπρες όταν οι γονείς του έπεσαν πάνω τους; Έκλεισε τα μάτια του. Μήπως σε κάποιο συρτάρι; Η μητέρα του είχε δαγκώματα και στα δυο τις μπράτσα. Άραγε οι κραυγές της είχαν ειδοποιήσει τον πατέρα του; Θα έτρεχε αμέσως κοντά της, θα την είχε πάρει απελπισμένος στην αγκαλιά του. Η μητέρα του πρέπει να είχε πέσει. Αυτό εξηγούσε το κάταγμα στο πίσω μέρος του κρανίου της. Άρα φώναξε πράγματι, έπεσε κι ύστερα ήρθε ο πατέρας του. Πώς όμως ο πατέρας του είχε κι ο ίδιος δαγκώματα στα μπράτσα του; Αν τα φίδια βρίσκονταν μέσα σε κάποιο συρτάρι κι αν η μητέρα του είχε πέσει, μέχρι να έρθει ο πατέρας του τα φίδια... ή θα είχαν παραμείνει μέσα στο συρτάρι ή θα βρίσκονταν στο έδαφος, οπότε θα δάγκωναν τον πατέρα του στις κνήμες ή στους αστραγάλους. Μελέτησε πάλι τις αναφορές της νεκροψίας. Υπήρχε ένα κόψιμο στο λαιμό του πατέρα του. Από το ξύρισμα; Και τι ήταν εκείνη η παράξενη μελανιά στον ώμο της μητέρας του; Ακούμπησε τις σημειώσεις κι έτριψε το πρόσωπό του, απαλλαγμένος καθώς ήταν από τη μάσκα. Απόμεινε να χαϊδεύει αφηρημένος την ουλή στο μάγουλό του. Ήταν σίγουρος ευθύς εξαρχής ότι οι γονείς του είχαν δολοφονηθεί. Πάντοτε πίστευε ότι ο φόνος είχε εκτελεστεί από κάποιον που τοποθέτησε τις κόμπρες σε σημείο ώστε αυτές να επιτεθούν ενστικτωδώς πριν γίνουν ορατές. Τώρα όμως αναρωτιόταν μήπως ο ίδιος ο δολοφόνος είχε πάει στο δωμάτιό τους. Άραγε είχαν δει το πρόσωπο του
φονιά τους και ήξεραν τι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν; Ανατρίχιασε γι’ άλλη μια φορά, συγκλονισμένος από τις ίδιες τις εικασίες του. Η οργή τον είχε πλημμυρίσει και μαζί με την οργή επέστρεφε και το ερώτημα που ταλάνιζε το μυαλό του. Γιατί; Η απάντηση βρισκόταν κάπου. Κι είχε δώσει όρκο στο Θεό πως θα την έβρισκε. *** «Ω Θεέ μου, τι όμορφη!» αναφώνησε η γυναίκα που δέχτηκε την Καμίλ μέσα στην αγροικία της. «Σέλμπι, χρυσέ μου, θα περάσεις κι εσύ φυσικά, έτσι;» Η Καμίλ γύρισε προς τον γιγαντόσωμο συνοδό της, λίγο έκπληκτη που τον είχαν αποκαλέσει Σέλμπι, χρυσέ μου! «Α, Μαίρη! Μα και βέβαια, αν δε σε πειράζει. Ποτέ δε θα έφευγα χωρίς ένα φλιτζάνι από το φίνο τσάι σου κι εκείνα τα λαχταριστά ψωμάκια που μου έχουν σπάσει τη μύτη!» Ξερόβηξε. «Μαίρη, από δω η μις Καμίλ Μοντγκόμερι, μια μελετήτρια από το μουσείο. Καμίλ, να σου παρουσιάσω τη Μαίρη και τις άλλες κοπελιές, την Ίντιθ και τη Βάιολετ». Η Καμίλ χαμογέλασε. Οι κοπελιές ήταν όλες περασμένα εξήντα. Όμως ο χαρακτηρισμός του Σέλμπι τους ταίριαζε θαυμάσια, γιατί ήταν όλες όμορφες και ζωηρές, με νεανικά χαμόγελα. Όσο για την Καμίλ, η ίδια δε θα χαρακτήριζε τον εαυτό της μελετήτρια. Δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα για ν’ αποκαλείται έτσι. Η Βάιολετ ήταν ψηλή κι αδύνατη, ενώ η Μαίρη κοντή και κάπως στρουμπουλή, με πληθωρικό στήθος. Η Ίντιθ ήταν κάτι ανάμεσα. «Καμίλ... τι όμορφο όνομα. Τολμώ να μαντέψω πως κάποιος αγαπούσε την όπερα!» σχολίασε η Ίντιθ. «Ίσως απλώς το όνομα να άρεσε στη μητέρα της», είπε η Μαίρη χαμογελώντας ευχάριστα. «Η Ίντιθ, αγαπητή μου, υπήρξε δασκάλα για χρόνια κι ακόμα ακούμε καθημερινά όπερα στο θαυμάσιο μηχάνημα που έχουμε εδώ». Γύρισε στις αδερφές της. «Δεν είναι πανέμορφη;» Ύστερα στράφηκε πάλι στην Καμίλ. «Θα είναι τόσο ευχάριστο!»
Η Καμίλ κοκκίνισε. «Σας ευχαριστώ». «Μαίρη, καλή μου, εσύ φτιάξε το τσάι», είπε η Ίντιθ. «Η Βάιολετ κι εγώ θα πάρουμε τα μέτρα Έλα, καλή μου». Η Βάιολετ έπιασε το μπράτσο της και την οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος της μικρής αγροικίας, όπου υπήρχε μια ραπτομηχανή, μια κούκλα για πρόβες, ράφια γεμάτα με τόπια ύφασμα, κουβαρίστρες κι ένα σωρό είδη μοδιστρικής. Οι γυναίκες ήταν αξιαγάπητες, συζητούσαν μεταξύ τους ή έκαναν ερωτήσεις στην Καμίλ χωρίς να περιμένουν απαντήσεις. Πριν το καταλάβει και προτού αισθανθεί την παραμικρή αμηχανία, στεκόταν εκεί φορώντας μόνο το μεσοφόρι της, ενώ οι γυναίκες μετρούσαν εδώ κι εκεί με τις μεζούρες τους. Κάποια στιγμή τόλμησε να κάνει κι η ίδια μια ερώτηση. «Ίντιθ, ήσουν δασκάλα;» «Ω, ναι, καλή μου. Και λάτρευα τη διδασκαλία!» «Τώρα όμως... είστε όλες μοδίστρες;» «Ω, όχι!» της είπε η Βάιολετ. «Βέβαια αγαπάμε πολύ το ράψιμο, όπως μπορείς να δεις. Αλλά είμαστε τρεις αδερφές... όλες χήρες, δυστυχώς». «Τι όμορφο να έχετε η μια την άλλη!» μουρμούρισε η Καμίλ. «Θαυμάσιο!» συμφώνησε η Βάιολετ. «Ω, μα έχουμε πολύ περισσότερα», της είπε η Ίντιθ. «Η Μαίρη έχει έναν καταπληκτικό γιο, που τώρα βρίσκεται με τα στρατεύματα της Αυτού Μεγαλειότητας στην Ινδία». «Κι έχει τρεις γιους!» συμπλήρωσε η Βάιολετ. «Κατάλαβα. Έτσι γνωρίσατε τον λόρδο Στέρλινγκ;» Η Ίντιθ γέλασε γοητευτικά. «Ω, όχι, καλή μου. Έχουμε αυτή την αγροικία εδώ και... είκοσι χρόνια δεν είναι, Βάιολετ;» «Ναι». Η Καμίλ θα πρέπει να φάνηκε κάπως μπερδεμένη, γιατί η Βάιολετ έσπευσε να συνεχίσει. «Αγαπητή μου, βρισκόμαστε στην επικράτεια του κόμη του Καρλάιλ. Φυσικά, μετακομίσαμε εδώ όταν ο Τζορτζ και η
καλή του λαίδη ζούσαν ακόμα... Εμείς ράβαμε όλα τα ρούχα της λαίδης Στέρλινγκ. Τώρα φτιάχνουμε μόνο πουκάμισα για τον Μπράιαν. Πόσο μου λείπει η αγαπημένη του μητέρα! Όχ πως δεν είναι ο πιο γενναιόδωρος άνθρωπος του κόσμου απέναντί μας. Έχει μεγάλη αίσθηση της ευθύνης αυτό το παλικάρι. Και τώρα γύρνα από την άλλη μεριά, καλή μου». Η Καμίλ υπάκουσε, αλλά ξαφνιάστηκε βλέποντας ένα παιδάκι να στέκεται στην πόρτα. Ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι τεσσάρων πέντε χρονών. Είχε υπέροχες μαύρες μπούκλες, πελώρια μάτια και λακκάκια στα μάγουλα. Δε φαινόταν καθόλου ντροπαλή καθώς κοιτούσε την Καμίλ. «Ε... γεια σου», της είπε η Καμίλ. Η Βάιολετ γύρισε απότομα. «Άλι! Γιατί, παιδί μου, δε βρίσκεσαι στο κρεβάτι σου;» Η Άλι χαμογέλασε συνωμοτικά στην Καμίλ. «Διψούσα!» είπε γλυκά. «Και πεινάω, θεία Βι!» «Α, της μύρισαν τα ψωμάκια, αυτό είναι!» είπε η Ίντιθ χωρίς καμία αυστηρότητα. «Ω, μα πού πήγαν οι τρόποι μου; «Άλι, να σου συστήσω τη μις Μοντγκόμερι. Μις Μοντγκόμερι, από δω η Άλι!». Δεν ανέφεραν επίθετο. «Γεια σας, μις!» είπε η Άλι κι έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση. «Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία, μις Άλι», της είπε η Καμίλ. Κοίταξε τη Βάιολετ. «Ένα από τα εγγόνια της Μαίρης;» «Όχι! Όλα τα εγγόνια ζουν με τις μητέρες τους». «Η Άλι είναι η αγαπημένη μας προστατευόμενη», είπε η Ίντιθ διπλώνοντας τη μεζούρα της. «Ορίστε, τελειώσαμε. Ω, καλή μου, πρέπει να δεις το ύφασμα». Τράβηξε ένα τόπι από κάποιο ράφι «Αυτό είναι για την ποδιά, βλέπεις. Ελπίζω να σου αρέσει. Είμαστε τόσο ενθουσιασμένες μ’ αυτή την τουαλέτα!» Η Καμίλ θαύμασε το ύφασμα. Φαινόταν υφασμένο με χρυσό, αλ-
λά με μια αδιόρατη πινελιά πράσινου στο φόντο. Η Άλι πέρασε μέσα στο δωμάτιο κι άγγιξε διστακτικά το ύφασμα. Χαμογέλασε πονηρά και το όμορφο λακκάκι της αποκαλύφθηκε στην Καμίλ. «Σαν τα μάτια σου». «Ακριβώς!» είπε η Βάιολετ. «Αυτό δε μας είπε κι ο λόρδος Στέρλινγκ, Ίντιθ;» «Ω, ναι. Ταιριάζει πράγματι». «Έλα, καλή μου, να σε βοηθήσουμε τώρα να ξαναφορέσεις τα ρούχα σου κι ύστερα πάμε για το τσάι!» «Ναι! Τσάι!» είπε η Άλι χτυπώντας ενθουσιασμένη τα χέρια της. Η Βάιολετ φόρεσε το δανεικό μπλε φόρεμα στην Καμίλ, ενώ η Ίντιθ τη βοήθησε με τα κορδόνια και τα μεσοφόρια. Οι δυο γυναίκες ήταν απίστευτα γρήγορες κι επιδέξιες στις κινήσεις τους. Όμως, ενώ την έντυναν, η Καμίλ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί τίνος παιδί ήταν εκείνο. Και γιατί ζούσε μαζί με τις θείτσες; Μήπως το όμορφο αυτό κορίτσι ήταν παιδί του... Μπράιαν Στέρλινγκ; Το νόθο παιδί του; «Έλα, έλα, τσάι!» είπε η Βάιολετ κι έσβησε τη λάμπα ενώ η Ίντιθ ήδη προπορευόταν. Η Άλι ήρθε κοντά και γλίστρησε το χεράκι της μέσα στο χέρι της Καμίλ. «Μις, τσάι! Πάμε παρακαλώ! Τα ψωμάκια είναι τόσο, τόσο νόστιμα!» Κι ήταν, πράγματι. Ήταν μια πολύ όμορφη σκηνή, να πίνουν τσάι στην κουζίνα του μικρού αγροτόσπιτου. Ήταν ζεστά και τους τύλιγε το άρωμα από τα φρεσκοψημένα ψωμάκια. Ο γίγαντας ο Σέλμπι ήταν προφανώς ο αγαπημένος φίλος των θειάδων αλλά και της Άλι. Η μικρή τσίριζε χαρούμενη όταν την πήρε στην πλάτη του κι έπαιξε μαζί της το αλογάκι τριγύρω στο δωμάτιο. Η Καμίλ ένιωσε να ξεχνάει για λίγο όλα τα άλλα κι απόλαυσε με την ψυχή της το γέλιο του παιδιού, τη ζεστασιά του τσαγιού και τα νοστιμότατα ψωμάκια.
Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να φύγουν. «Θα πρέπει να ξανάρθεις αύριο, καλή μου, για μια πρόβα», της είπε η Βάιολετ. «Ναι, όλα θα πρέπει να είναι τέλεια. Ξέρουμε τι κάνουμε!» πρόσθεσε η Ίντιθ και χαμογέλασε «Όμως θέλουμε να γίνει τέλειο, γι’ αυτό πρέπει να έρθεις για μια πρόβα». «Όμως θα είσαι πολύ όμορφη, μις», της είπε η Άλι. Για κάποιο λόγο, το γεμάτο θαυμασμό κομπλιμέντο του παιδιού έφερε ξαφνικά δάκρυα στα μάτια της Καμίλ, χωρίς να ξέρει γιατί. Ίσως επειδή θυμήθηκε τον εαυτό της σ’ αυτή την ηλικία κι ύστερα λίγο μεγαλύτερη... Η ίδια δεν είχε ανατραφεί από τρυφερές γυναίκες. Όμως είχε τον Τρίσταν. Εκείνος δεν ήταν μια στοργική θείτσα και σίγουρα δεν ήξερε να ψήνει ψωμάκια, όμως της είχε δώσει όλη του την καρδιά. Τη ζωή του. «Σ’ ευχαριστώ», είπε συγκινημένη στο μικρό κορίτσι. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσε θυμωμένη. Διχασμένη. Ώστε λοιπόν ο λόρδος Στέρλινγκ φρόντιζε να μεγαλώνει σωστά το παιδί του! Δεν ήταν καλύτερος από τους άλλους πλούσιους αριστοκράτες που χρησιμοποιούσαν νεαρές φτωχές γυναίκες για να τις αφήσουν ύστερα ν’ αντιμετωπίσουν μόνες έναν κόσμο χωρίς όνομα, χωρίς αξιοπρέπεια. Τόλμησε ν’ αγκαλιάσει σφιχτά το κοριτσάκι. «Σ’ ευχαριστώ!» της επανέλαβε. Η Άλι την έσπρωξε μαλακά και κοίταξε μέσα στα μάτια της. «Φοβάσαι να πας στο χορό;» «Ε... όχι, όχι», είπε η Καμίλ. «Και δεν είναι ακριβώς χορός. Είναι ένας φιλανθρωπικός έρανος για το μουσείο». «Αν φοβάται; Ανόητο παιδί», είπε η Βάιολετ ανακατεύοντας τρυφερά τα μαλλιά του κοριτσιού. «Και είναι χορός, ένα μεγαλειώδες γκαλά για το μουσείο. Θα είναι μια όμορφη εκδήλωση και η μις Μοντγκόμερι θα χορεύει μέχρι την τελευ-
ταία στιγμή!» «Θα είσαι η πιο όμορφη απ’ όλες», της είπε η Άλι παίρνοντας τα μάγουλα της Καμίλ στα μικρά στρουμπουλά της χέρια. «Σαν πριγκίπισσα». «Είσαι πολύ, πολύ γλυκιά, αλλά δεν είμαι πριγκίπισσα. Δουλεύω για το μουσείο, βλέπεις». «Κι αυτό σε εμποδίζει να χορέψεις ως το πρωί σαν μια πριγκίπισσα;» ζήτησε να μάθει η Μαίρη. «Ω, όχι, καλή μου! Θα φορέσεις το χρυσό φόρεμά σου και για μια νύχτα θα είσαι μαγική. Ανυπομονώ να σε δούμε ντυμένη κι έτοιμη να φεύγεις». «Όπως ακριβώς πρέπει να φύγουμε και τώρα», τις διέκοψε ο Σέλμπι. «Ο λόρδος Στέρλινγκ θα περιμένει». «Ω, πολύ σωστά! Βεβαίως. Έξω! Έξω!» είπε πρόσχαρα η Μαίρη. «Και μην ξεχάσεις, αύριο μι τελική πρόβα!» Η Καμίλ δίστασε. «Δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να κανονιστεί κάτι τέτοιο. Όπως σας είπα εργάζομαι στο μουσείο». «Ο λόρδος Στέρλινγκ μπορεί να κανονίσει τα πάντα», είπε η Βάιολετ. «Και τώρα πηγαίνετε!» Τους οδήγησαν έξω και πριν το καταλάβει η Καμίλ βρέθηκε μέσα στην άμαξα με το τεράστιο έμβλημα του οίκου των Στέρλινγκ. Καθώς προχωρούσαν, αναρωτιόταν σε ποιο βαθμό έφταναν τα πλούτη των Στέρλινγκ. Για άλλη μια φορά αναρωτήθηκε για το παιδί και για τον τρόπο που ο λόρδος μπορούσε να κανονίζει τα πάντα. Μέχρι την ώρα που επέστρεψαν στο κάστρο έβραζε από το θυμό της. Χωρίς να ξέρει το λόγο. *** Ο Μπράιαν ανακάλυψε πως αδημονούσε να έρθει το βράδυ. Ο Σέλμπι τον πληροφόρησε αμέσως ότι είχαν επιστρέψει με την Καμίλ κι ο Μπράιαν της έδωσε λίγο χρόνο να επισκεφτεί πρώτα τον Τρίσταν και να φρεσκαριστεί, πριν στείλει την Ίβλιν να τη συνοδεύσει άλλη μια
φορά στη σουίτα του για το δείπνο. Η μέρα δεν είχε φέρει τίποτα καινούριο στην αναζήτησή του για την αλήθεια, ωστόσο επιφύλασσε μερικές ευχάριστες κι αναζωογονητικές εκπλήξεις. Συνειδητοποιούσε ότι η Καμίλ τον διασκέδαζε. Ήταν εύστροφη κι ετοιμόλογη, ήξερε να υπερασπίζεται τη θέση της. Όχι, έκανε κάτι παραπάνω από το να τον διασκεδάζει. Όταν άκουσε την πόρτα, γύρισε γρήγορα. «Καλησπέρα, μις Μοντγκόμερι». «Είναι;» «Δεν είναι;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος. Η Καμίλ στεκόταν όπως πάντα με ολόισια την πλάτη – όταν περπατούσε ήταν σαν να κυλούσε. Απόψε όμως προχωρούσε με μια αυτοκρατορική περιφρόνηση. «Είναι εσπέρα, αυτό σίγουρα», συμφώνησε. «Συνέβη κάτι;» «Ο κηδεμόνας μου βρίσκεται εδώ, κατά συνέπεια κι εγώ». Άπλωσε το χέρι δείχνοντας προς το τραπέζι. «Φοβάμαι ότι δε συνέβη τίποτα στο μουσείο το οποίο θα μπορούσα ν’ αναφέρω, επομένως το δείπνο σας πάει χαμένο». «Πιστεύω ότι κάνετε λάθος. Πολλά μπορεί να έχουν συμβεί στο μουσείο, για τα οποία ίσως να μην έχετε επίγνωση». «Η μέρα μου ήταν πληκτική». «Μιλήστε μου γι’ αυτήν. Μπορεί να μη συμφωνήσω». Της τράβηξε την καρέκλα της. Η Καμίλ πέρασε δίπλα του κι ο Μπράιαν συνοφρυώθηκε, απορώντας με την εχθρότητά της. Έτσι όπως κάθισε η Καμίλ, το φόρεμά της τον χάιδεψε, η άκρη των μαλλιών της άγγιξε αδιόρατα τα δάχτυλά του. Τον ξάφνιασε η ταραχή που τον συνεπήρε κι ήταν ευγνώμων για τη στραμμένη πλάτη της, αφού δεν ήταν σίγουρος ότι η μάσκα θα μπορούσε να κρύψει τις αισθήσεις που τον συγκλόνιζαν. Αισθήσεις ενστικτώδεις, σαρκικές. Ήταν μια όμορφη νεαρή γυναίκα. Τέτοιες σκέψεις δε θ’ απείχαν
από το μυαλό οποιουδήποτε άντρα. Τέτοιες σκέψεις υπήρχαν συχνά, χωρίς όμως να τις συνοδεύει αυτή η άγρια αντίδραση μέσα του. Έσφιξε τα δόντια, οργισμένος με τον εαυτό του. Μαζεύοντας ξανά την αυτοκυριαρχία του έκανε το γύρο του τραπεζιού και τράβηξε τη δική του καρέκλα. «Μήπως σας δυσκόλεψαν οι αδερφές; Θα μου ήταν δύσκολο να το πιστέψω». «Ήταν γλυκύτατες. Παραμένω ωστόσο δυσαρεστημένη, επειδή με αναγκάζετε να ράψω αυτή την τουαλέτα». «Γιατί;» «Δεν είμαι αντικείμενο φιλανθρωπίας». «Δε σας πρόσφερα το φόρεμα μ’ αυτό το σκεπτικό». «Αν δεν ήμουν αναγκασμένη να παρευρεθώ στον φιλανθρωπικό χορό, δε θα χρειαζόμουν τουαλέτα». «Όμως θα παρευρεθείτε. Συνεπώς τη χρειάζεστε. Θα παρευρεθείτε επειδή σας το ζήτησα εγώ. Συνεπώς η τουαλέτα είναι δική μου ευθύνη. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για φιλανθρωπία». Της σέρβιρε κρασί. Η Καμίλ σήκωσε το ποτήρι της, κάπως υπερβολικά γρήγορα, όπως του φάνηκε. Ήπιε αμέσως μια γουλιά. Γερή γουλιά. Μήπως προσπαθούσε να πάρει κουράγιο; Ή την ενοχλούσ κάτι σοβαρό; «Μιλήστε μου για την ημέρα σας». «Πήγα στη δουλειά. Ο Σέλμπι ήρθε στις τέσσερις. Μετά πήγα για πρόβα». Πήρε μια αργή ανάσα για να συγκρατήσει την υπομονή του. «Τι συνέβη στη δουλειά;» «Δούλεψα». «Μις Μοντγκόμερι...» «Συνέχισα τη μετάφρασή μου. Δυστυχώς τα σύμβολα υπόσχονταν αιώνια κατάρα γι’ αυτούς που βεβήλωσαν τον τάφο αλλά και για τους απογόνους τους». Της χαμογέλασε ψυχρά. «Γνωρίζω καλά ότι η κατάρα υποτίθεται πως
είναι αιώνια. Δεν πιστεύω σε κατάρες, μις Μοντγκόμερι. Πιστεύω στην κακία, αυτή όμως προέρχεται από ανθρώπους. Νόμιζα πως το είχα διευκρινίσει αυτό. Λοιπόν, δουλέψατε, μεταφράσατε. Τι άλλο;» Η Καμίλ δίστασε, ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. «Είδα... ένα απόκομμα εφημερίδας. Έδειχνε τους γονείς σας και τους υπόλοιπους στον τόπο της ανασκαφής». «Και πού το είδατε αυτό το απόκομμα;» «Μέσα στο συρτάρι του σερ Τζον», του απάντησε αργά. «Βλέπετε λοιπόν; Η μέρα σας πράγματι διαφωτίζει το ζήτημα που καίει μέσα στην καρδιά μου». «Ο σερ Τζον δεν είναι δολοφόνος». «Αχά! Πιστεύετε δηλαδή πως μπορεί να είναι κάποιος άλλος;» Τα βλέφαρά της χαμήλωσαν. Ξαφνικά η Καμίλ έγειρε μπροστά. «Ας υποθέσουμε ότι κάποιος φρόντισε πράγματι να βρεθούν οι κόμπρες εκεί όπου βρίσκονταν οι γονείς σας. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το μάθετε με σιγουριά! Κανένας τρόπος ν’ αποδείξετε φόνο εκ προμελέτης. Απλώς βασανίζετε τον εαυτό σας και τίποτα περισσότερο». Για μια στιγμή οι άμυνες που είχε υψώσει γύρω της απόψε έδειχναν να υποχωρούν. Όμως ίσιωσε αμέσως την πλάτη της, σαν να είχε εκνευριστεί με τη στιγμιαία αδυναμία της. «Και οι υπόλοιποι επιφανείς συνάδελφοί μου;» τη ρώτησε. «Τι εννοείτε;» «Ο σερ Τζον ήταν εκεί. Οι άλλοι;» Η Καμίλ αναστέναξε. «Ο Άλεξ εργαζόταν. Είδα τον Όμπρι κάποια στιγμή. Ούτε ο Χάντερ ούτε λόρδος Γουίμπλι είχαν έρθει σήμερα, τουλάχιστον εγώ δεν τους είδα». «Κι ο Άλεξ;» «Τι, ο Άλεξ;» «Είπε ή έκανε κάτι ασυνήθιστο; Συζητήσατε καθόλου;» Η Καμίλ συνοφρυώθηκε. «Δουλεύουμε στο ίδιο τμήμα. Εφόσον είμαστε δύο ευγενικοί κα πολιτισμένοι άνθρωποι, είναι φυσικό να συ-
ζητάμε». «Είπε τίποτα ιδιαίτερο; Κι εσείς, του απαντήσατε;» Η Καμίλ αποτελείωσε το κρασί της. Ο κόμης συνέχισε να την κοιτάζει στα μάτια καθώς περίμενε την απάντησή της και ξαναγέμιζε το ποτήρι της. «Δεν είπε τίποτα καινούριο. Φοβάται για μένα». «Επειδή πιστεύει πως είμαι ένα τέρας;» Σήκωσε τα χέρια της, αρνούμενη να του πει αν ο Άλεξ χρησιμοποίησε αυτές τις λέξεις. Ο κόμης χαμήλωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Τι του είπατε;» ρώτησε. «Τι σημασία έχει; Εγώ πιστεύω ότι όλοι οι άντρες είναι τέρατα!» «Κι αυτό σίγουρα θα συμπεριλαμβάνει κι εμένα», μουρμούρισε. «Πάντως έχετε προσπαθήσει σκληρά για ν’ αποκτήσετε αυτόν το χαρακτηρισμό, έτσι δεν είναι;» Πήρε πάλι το ποτήρι της. «Όμως μερικές φορές δε χρειάζεται και τόση προσπάθεια. Ένας άνθρωπος γεννημένος μέσα στα πλούτη και τα προνόμια είναι ελεύθερος να παίζει με τους ανθρώπους!» «Α, ναι. Είπαμε πως θα πρέπει ν’ ανοίξω την ιδιωτική μου περιοχή στα ορφανά, το θυμάμαι». Σηκώθηκε εξαγριωμένη και μ’ ένα επιφώνημα αγανάκτησης έριξε την πετσέτα της στο τραπέζι. Ύστερα γύρισε και προχώρησε ως την πόρτα. Την άφησε να προχωρήσει μέχρι εκεί, τότε όμως φώναξε κοφτά το όνομά της. «Μις Μοντγκόμερι!» Εκείνη κοκάλωσε και γύρισε αργά προς το μέρος του. «Συγχωρήστε με, αλλά δεν πεινάω απόψε. Άλλωστε σας είπα όλα όσα ήξερα για τα σημερινά γεγονότα στο μουσείο». Ο κόμης σηκώθηκε, πλησίασε κοντά της. «Δεν μπορείτε να με αναγκάσετε να δειπνήσω διά της βίας!» του φώναξε. Εκείνος σταμάτησε μπροστά της. Ένιωθε όλους τους μυς του να καίγονται από ένταση. Χρειάστηκε κάθε ίχνος αυτοελέγχου για να μην
την αρπάξει από τους ώμους και την τραβήξει πάνω του... «Δε θα περιπλανηθείτε μόνη στο κάστρο», της είπε μέσα από σφιγμένα δόντια. Άνοιξε την πόρτα με ορμή και την περίμενε να βγει, κοιτώντας τη με βλέμμα που πετούσε φωτιές. Η Καμίλ τον προσπέρασε ανασηκώνοντας αγέρωχα το πρόσωπό της. Όταν έφτασαν έξω από την πόρτα της, ο κόμης επανέλαβε την προειδοποίησή του. «Ποτέ, ποτέ ξανά μην περιπλανηθείς μόνη στο κάστρο! Κατάλαβες;» «Ναι! Κατάλαβα». «Αλήθεια;» «Και πολύ καλά μάλιστα!» Και προς μεγάλη του έκπληξη, η Καμίλ είχε το θράσος να του κλείσει την πόρτα κατάμουτρα.
Κεφάλαιο 8
Το σκυλί δεν έμεινε μαζί της εκείνο το βράδυ. Ο κόμης ή δεν το θεωρούσε απαραίτητο να τη φρουρεί άλλο ή δεν πίστευε ότι το κάστρο χρειαζόταν, πια, προστασία από την Καμίλ. Ήταν μια πολύ κουραστική μέρα και της χρειαζόταν ένα χαλαρωτικό μπάνιο. Όταν τελείωσε, κανονικά θα έπρεπε να νιώθει εξουθενωμένη, οι σκέψεις της όμως συνέχιζαν να στριφογυρίζουν στο κεφάλι της και δεν την άφηναν να κοιμηθεί. Ο κόμης δεν ήταν πάντα ένα τέρας... Είχε προσπαθήσει να φερθεί ευγενικά στο δείπνο. Μα ήταν τόσο αναίσθητος, ώστε να πιστεύει ότι η Καμίλ δεν είχε δει το παιδί στην αγροικία; Μετά τη γεμάτη οργή εξομολόγησή της το προηγούμενο βράδυ, ο κόμης θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί ότι η Καμίλ είχε στ’ αλήθεια πρόβλημα με τους άντρες που αποκτούσαν παιδιά αλλά αρνιόνταν να φανούν υπεύθυνοι απέναντί τους. Δεν είχε γνωρίσει τον βιολογικό της πατέρα, τουλάχιστον όμως ήταν ευλογημένη που υπήρχε ο Τρίσταν στη ζωή της... Αν κι η λέξη ευλογημένη δεν ταίριαζε καθόλου με τη συμπεριφορά του κηδεμόνα της, που εξαιτίας του είχαν βρεθεί τώρα σ’ αυτή την κατάσταση. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο και συνοφρυώθηκε. Όμως... δεν ήταν και σίγουρη πως είχε ακούσει κάτι. Αναρωτήθηκε αν το είχε φανταστεί, ο θόρυβος όμως της είχε φανεί σαν να προερχόταν μέσα από το ίδιο το δωμάτιό της. Ανακάθισε, άναψε τη λάμπα στο κομοδίνο της. Απέναντί της τα γυάλινα μάτια της αιγυπτιακής πήλινης γάτας την κοιτούσαν ακίνητα. Η Καμίλ τα αγνόησε. Είχε μελετήσει πολλά πράγματα γύρω από την Αίγυπτο από την εποχή ακόμα που ήταν μικρό παιδί. Το παρελθόν δεν την τρόμαζε. Αλλά αυτός ο ήχος... Σηκώθηκε από το κρεβάτι της κι έκανε ένα γύρο στο δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει την πηγή του ήχου. Τελικά κατέληξε πως δεν προ-
ερχόταν από το δωμάτιο αλλά κάτω απ’ αυτό. Δίστασε. Μετά προχώρησε ξυπόλητη ως την πόρτα. Δίστασε κι εκεί, αναρωτήθηκε αν θα την έβρισκε κλειδωμένη απ’ έξω. Δεν ήταν. Την άνοιξε προσεκτικά και κοίταξε έξω στο διάδρομο. Δεν είδε τίποτα και κανέναν. Οι λάμπες του διαδρόμου ήταν χαμηλωμένες, διαισθάνθηκε όμως ότι κανείς δε βρισκόταν κοντά της. Ύστερα... ο ήχος ακούστηκε και πάλι από κάτω. Βγήκε στο διάδρομο, χωρίς να έχει την πρόθεση να κατέβει τις σκάλες. Αλλά ο ήχος την έσπρωχνε προς τα εκεί. Κόλλησε ενστικτωδώς στον τοίχο, κατέβηκε τη σκάλα κι έφτασε στην είσοδο του κάστρου. Στον λιγοστό φωτισμό τα όπλα στους τοίχους φάνταζαν απειλητικά. Διέσχισε τη μεγάλη αίθουσα συνειδητοποιώντας ότι δεν ήξερε τίποτα για την αρχιτεκτονική διάταξη του κάστρου. Είχε ανεβοκατέβει αρκετές φορές τις σκάλες, είχε περάσει αρκετές φορές από το διάδρομο του επάνω ορόφου, αλλά δεν ήξερε τι βρισκόταν αριστερά ή δεξιά της μεγάλης εισόδου. Στο τέρμα της σκάλας έστριψε δεξιά, αφού ήταν σίγουρη ότι ο παράξενος ήχος ξυσίματος είχε ακουστεί κάτω από το δωμάτιό της. Ευτυχώς η πελώρια πόρτα κάτω από τη νορμανδική αψίδα ήταν μισάνοιχτη και πέρασε εύκολα στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί το φως ήταν ακόμα χαμηλότερο. Μόνο μια λάμπα έκαιγε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Η Καμίλ έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, για να προσαρμοστούν τα μάτια της. Είχε φτάσει σε μια άλλη, μακρόστενη αίθουσα, που σε καλύτερες εποχές ίσως ήταν η αίθουσα χορού. Εκεί υπήρχαν ανάκλιντρα και καναπέδες δίπλα στον τοίχο. Ένα μεγάλο πιάνο δέσποζε σε μια άκρη, ενώ δίπλα του μια άρπα και αρκετά έγχορδα στέκονταν πάνω στα στηρίγματά τους. Διέσχισε την αίθουσα με μια δυσοίωνη αίσθηση να την κυριεύει όλο και περισσότερο. Προσπάθησε να μην τρέμει. Η άδεια αίθουσα του χορού, ωστόσο, φαινόταν να της ψιθυρίζει για φαντάσματα του
παρελθόντος. Στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας σταμάτησε απότομα και γύρισε πίσω της, γιατί ένιωσε πως την ακολουθούσαν. Όμως δεν υπήρχε κανένας πίσω της. Ήταν ολομόναχη μέσα στον αχανή εκείνο χώρο. Συνέχισε να προχωρά, ώσπου έφτασε σε δύο ξύλινες πόρτες, όμορφα σκαλισμένες κάτω από μια αρχαία καμάρα. Δίστασε, ύστερα διάλεξε την αριστερή. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, πίεσε την πόρτα. Κάποιος θα πρέπει να τη χρησιμοποιούσε συχνά, γιατί άνοιξε χωρίς να τρίξουν οι μεντεσέδες της. Το δωμάτιο στο οποίο μπήκε τώρα ήταν ένα παρεκκλήσι, μικρό αλλά εντυπωσιακό. Της φάνηκε πως παρέμενε έτσι αναλλοίωτο επί αιώνες. Το ιερό ήταν πέτρινο κι από πάνω υπήρχε ένας σιδερένιος εσταυρωμένος. Πάνω στο σταυρό είχαν τοποθετηθεί λουλούδια και το έντονο άρωμά τους έφτασε αμέσως στα ρουθούνια της. Η Καμίλ δίστασε και πάλι, λαχταρούσε να γυρίσει πίσω, ν’ ανέβει γρήγορα τα σκαλιά και να κλειδωθεί στο δωμάτιό της. Αλλά κάτι πιο δυνατό την τράβηξε μπροστά, σε μια άλλη πόρτα που υπήρχε στο βάθος του παρεκκλησιού. Βλαστημώντας τον εαυτό της σε κάθε βήμα που έκανε, ήξερε πως έπρεπε ν’ ανακαλύψει πού οδηγούσε αυτό. Αργά, προσεκτικά, άνοιξε την πόρτα. Από κάπου έκαιγε ένα φως. Σκέφτηκε πως εφόσον βρισκόταν μέσα σε παρεκκλήσι τα σκαλοπάτια πιθανόν να οδηγούσαν σε μια οικογενειακή κρύπτη. Γιατί όμως έκαιγε φως; Μην πας κάτω! την ικέτεψε η λογική της. Αλλά τα πόδια της ήδη προχωρούσαν προς τα εκεί. Τα πέτρινα σκαλοπάτια ήταν παλιά, εκατοντάδων ετών, φθαρμένα, λεία και γλιστερά. Και κρύα, σαν πάγο τα ένιωθε κάτω από τα πόδια της. Το τρεμάμενο φως την τραβούσε κοντά του σαν τη νυχτοπεταλούδα. Τα σκαλοπάτια κατέβαιναν κυκλικά και η Καμίλ είπε στην καρδιά της που βροντοχτυπούσε ότι ήθελε απλώς να κατεβεί αρκετά ώστε να ρίξει μια ματιά κάτω και ν’ ανακαλύψει από πού προερχόταν το φως. Ύ-
στερα θα υπάκουγε στη λογική και θα έτρεχε πίσω στο δωμάτιό της. Μόνο λίγα βήματα ακόμα... Έφτασε στο τέρμα της σκάλας αλλά ένα πέτρινο τοιχίο εμπόδιζε τη θέα της. Τα χέρια της ακούμπησαν την υγρή πέτρα. Ξαφνικά, το φως έσβησε κι ο κόσμος βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Ακούστηκε ένας γρήγορος ήχος... από πίσω της άραγε; Ή μήπως μπροστά της; Πάγωσε, όλες της οι αισθήσεις τέθηκαν σ’ επιφυλακή, προσπαθώντας να εντοπίσουν τον κίνδυνο. Ύστερα κάποια χέρια απλώθηκαν και την άγγιξαν. *** Ήταν αργά τη νύχτα, πολύ αργά. Όμως η ώρα δεν είχε καμία σημασία για τον σερ Τζον Μάθιους. Το υπόλοιπο μουσείο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Μόλις πρόσφατα, στα χίλια οχτακόσια ενενήντα οι αίθουσες είχαν φωτιστεί με ηλεκτρισμό. Αλλά κόστιζε πολύ ακριβά κι όταν το μουσείο έκλεινε, έσβηναν και τα περισσότερα φώτα. Εκείνος εργαζόταν στο γραφείο του και το απαλό φέγγος από τη λάμπα πάνω στο γραφείο του έριχνε απόκοσμες σκιές στο πρόσωπό του. Μπροστά του βρίσκονταν σκόρπιες σημειώσεις κι αποκόμματα εφημερίδων. Κάτι μουρμούρισε μόνος του διαβάζοντας προσεκτικά ένα από τα άρθρα, το πέταξε κάτω, συνοφρυώθηκε και το σήκωσε ξανά. Κάπου από το σωρό των χαρτιών τράβηξε ένα μικρό ημερολόγιο. Ήταν το δικό του. Από τότε. Από την αποστολή τους στην Αίγυπτο. Όλα εκεί ήταν ξεχωριστά. Όλοι τους διέφεραν. Και φυσικά διαφωνούσαν! Ήταν όλοι τους λόγιοι ισχυρογνώμονες κι ευρυμαθείς. Κι ο καθένας είχε τις δικές του απόψεις. Διάβασε μια σελίδα από το ημερολόγιό του, ύστερα έκλεισε τα μάτια του και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του με θλίψη. Μπορούσε ακόμα να δει μπροστά του την Άμπιγκεϊλ Στέρλινγκ, με την απλή φούστα της, τόσο τέλεια για την άμμο της ερήμου! Το ανοιχτόχρωμο πουκάμισό της ήταν εξίσου πρακτικό, μα το κέντημα τού χάριζε μια όμορ-
φη νότα θηλυκότητας. Άκουγε τον ήχο του γέλιου της. Η Άμπιγκεϊλ πάντα χαμογελούσε και τους έλεγε πως η επόμενη μέρα θα ήταν καλύτερη. Ποτέ δεν υπέκυπτε στην εξάντληση, ούτε έχανε τον ενθουσιασμό της. Γλυκιά κι ευγενική, ήταν μια γυναίκα που για χάρη της οι εργάτες θα μετακινούσαν ολόκληρα βουνά. Και στο τέλος κόντεψαν να το κάνουν. Ύστερα υπήρχε κι ο λόρδος Στέρλινγκ... ο Τζορτζ. Δεν ξεγελιόταν εύκολα. Λάτρευε την αποστολή όπως όλοι τους, ποτέ όμως δεν ξεχνούσε ποιος ήταν. Ο λόρδος Στέρλινγκ ήταν ένας άντρας με ευθύνες απέναντι στη χώρα του και τη βασίλισσα, απέναντι στο ίδιο του το σπιτικό. Τον απασχολούσε η γη και οι κολίγοι του, όπως τον απασχολούσαν και οι υποχρεώσεις του απέναντι στο κοινοβούλιο. Όπου κι αν πήγαινε, είχε ένα κινητό γραφείο. Οι τηλεφωνικές γραμμές έπεφταν διαρκώς, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να βλέπει και να μαθαίνει τα πάντα. Ο άνθρωπος ήταν προικισμένος με εξαιρετική παρατηρητικότητα. Κρατούσε έναν νοερό κατάλογο μέσα στο κεφάλι του και αντιλαμβανόταν αμέσως αν είχε μετακινηθεί και το μικρότερο αντικείμενο. Η λαίδη Άμπιγκεϊλ ήταν η γλύκα προσωποποιημένη. Ο λόρδος Τζορτζ ήταν ένας άντρας από ατσάλι. Να όμως που είχαν πεθάνει κι οι δυο. Κανένας δεν μπορούσε να νικήσει το θάνατο. Όλοι το γνώριζαν αυτό, όλοι είχαν δει τα αξιοθρήνητα λείψανα των αρχαίων Αιγυπτίων οι οποίοι πίστεψαν πως μπορούσαν να ξεγελάσουν το θάνατο και να πάρουν τους θησαυρούς τους μαζί, στον κάτω κόσμο. Ο λόρδος Τζορτζ ήταν ο πρώτος που μπήκε στον τάφο, έχοντας τη λαίδη Άμπιγκεϊλ στο πλευρό του. Κι εκεί, στον τάφο, υπήρχε μια κατάρα. Ξαφνικά ο σερ Τζον άρχισε να ψάχνει με μανία τα αποκόμματα, αναζητώντας ένα συγκεκριμένο άρθρο από μια αιγυπτιακή εφημερίδα. Ένας θόρυβος τον ξάφνιασε. Κοίταξε γύρω του μέσα στο σκοτάδι αλ-
λά δεν είδε τίποτα. «Θεέ και Κύριε, γέρο μου!» μάλωσε τον εαυτό του. «Τι νόμιζες, ότι οι μούμιες ξύπνησαν κι άρχισαν να περπατούν;» Έφταιγε η εξάντλησή του. Ήταν ανοησία του να έρθει εδώ απόψε, όμως ο φόρτος της δουλειάς είχε γίνει πολύ μεγάλος τελευταία. Ήταν ώρα να φύγει. Έσπρωξε τα χαρτιά και τα σημειωματάρια μέσα στο συρτάρι του και το έκλεισε με βρόντο. Σηκώθηκε, διαπιστώνοντας κατάπληκτος ότι φοβόταν. Φοβόταν, στ’ αλήθεια. «Τώρα φεύγω!» ανήγγειλε δυνατά. Βγήκε βιαστικά, χωρίς να χασομερήσει με το κλείδωμα της πόρτας του γραφείου του. Δε σταμάτησε να προχωρά, μέχρι που βγήκε στο δρόμο. Εκεί, όπως απαιτούσε η θέση του, βεβαιώθηκε ότι οι μεγάλες πόρτες της εισόδου του Βρετανικού Μουσείου ήταν καλά ασφαλισμένες. Χαιρέτησε τον αστυφύλακα που είχε νυχτερινή βάρδια. Τέλος, γύρισε κι απομακρύνθηκε γρήγορα από το μεγάλο κτίριο. Πολύ αργότερα, όταν έφτασε στο άνετο μικρό διαμέρισμά του κι απολάμβανε τσάι με ουίσκι, συνειδητοποίησε πως το είχε βάλει στα πόδια σαν να τον είχε απειλήσει κάτι, ενώ ήταν χρέος του να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν είχε εισβάλει λαθραία μέσα στους ιερούς χώρους του μουσείου. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε το ημερολόγιό του και καθώς τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν το φλιτζάνι κροτάλισε πάνω στο πιάτο του. *** Προς μεγάλη της έκπληξη η Καμίλ δεν ούρλιαξε. Τουλάχιστον όχι δυνατά. Αλλά βέβαια ο τρόμος της ήταν τόσο μεγάλος, που κανένας ήχος δεν μπόρεσε να βγει από τα χείλη της. Ήταν σίγουρη πως ολόκληρο το κάστρο μπορούσε ν’ ακούσει το βρόντο της καρδιάς της. Παρά το απόλυτο σκοτάδι οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί. Κάτι άγγιζε τους ώμους της. Αρθρώσεις πέρασαν ξυστά από τα στήθη της, τα ελάχιστα σκεπασμένα στήθη της με το λεπτό ύφασμα του νυχτικού της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε καταλάβει ότι η μορφή που την
είχε πλησιάσει ήταν γνωστή. Το ήξερε από ένστικτο, πριν ακόμα ο άγριος και τραχύς ψίθυρός του φτάσει στ’ αυτιά της. «Καμίλ!» Ήταν έξαλλος. Και δε φορούσε μάσκα. Κατά περίεργο τρόπο δε φοβόταν πια, καθώς όμως την πλημμύριζε εκείνη η αίσθηση ανακούφισης κι ασφάλειας, μια άλλη φωνή ξυπνούσε μέσα της. Το ένστικτο της φώναζε πως έπρεπε να τον εμπιστεύεται, μα η λογική την καταδίκαζε. Άπλωσε τα χέρια στα τυφλά κι άγγιξε με τη σειρά της το πρόσωπό του, ένιωσε την υφή του δέρματός του. Τα δάχτυλά της ανέβηκαν σε δυο ψηλά ζυγωματικά, μια δυνατή μύτη, δυο σαρκώδη χείλη. Ήταν έτοιμη να του μιλήσει, όταν εκείνος έπιασε το χέρι της και της ψιθύρισε. «Όχι!» Η Καμίλ κατάπιε νευρικά. Της έδειξε πως έπρεπε να μείνει εκεί που βρισκόταν. Ύστερα εξαφανίστηκε. Περίμενε ότι τις επόμενες στιγμές το δωμάτιο θα πλημμύριζε από φως, όμως τίποτα τέτοιο δε συνέβη. Η Καμίλ παρέμεινε ακίνητη σαν τους κρύους πέτρινους τοίχους του κάστρου. Σκέφτηκε ότι εκείνος θα πρέπει να έψαχνε κάποιο φως. Θα ήξερε, σίγουρα, πού ήταν. Σαν αφέντης του κάστρου που ήταν. Κι όταν το φως θα άναβε, τότε θα έβλεπε το πρόσωπό του. Θα έβλεπε επιτέλους τι το φριχτό και τερατώδες κρυβόταν κάτω από τη μάσκα του... Όμως το σκοτάδι παρέμενε πηχτό. Η Καμίλ παραλίγο να φωνάξει όταν την ξανάγγιξε, γιατί δεν τον είχε ακούσει να την πλησιάζει. Παρ’ όλα αυτά, λίγα δευτερόλεπτα πριν την αγγίξει, κάτι μέσα της την προειδοποίησε πως βρισκόταν κοντά της. Η μυρωδιά, η θέρμη του κορμιού του, ένας ψίθυρος στον αέρα. Ίσως το απόλυτο σκοτάδι σάστιζε το νου της, γιατί όταν ένιωσε και πάλι το άγγιγμά του, όσο ανόητο κι αν ήταν αυτό, η Καμίλ κόλλησε πάνω του τρέμοντας. Κάτω από το βαμβακερό ύφασμα του ρούχου που σκέπαζε τα μπράτσα και την τάλια του, ένιωσε την ένταση και τη δύναμη στους μυς του. Έγειρε πάνω της. Η
Καμίλ ένιωσε την ανάσα του στο αυτί της κι αυτόν να της ψιθυρίζει μια λέξη μόνο. «Πάνω». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Πάντα κολλημένη στο μπράτσο του γύρισε από την άλλη μεριά. Στ’ αριστερά της βρισκόταν ο παγωμένος πέτρινος τοίχος, ενώ στα δεξιά της η ζεστασιά κι η ζωτικότητα της μορφής του, η καθησυχαστική πίεση των δαχτύλων του στον καρπό της. Έφτασαν στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε μέσα στο παρεκκλήσι. Μπήκαν κι εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Δεν έφυγε από κοντά της για να βρει φως, αλλά για να προμηθευτεί μια μάσκα. Θα πρέπει να είχε αρκετές, γιατί ετούτη ήταν διαφορετική. Μια απλή, λεπτή μάσκα από σκούρο δέρμα, χωρίς την παραμικρή ομοιότητα με οποιοδήποτε κτήνος, αληθινό ή μυθικό. Το φως εδώ στο παρεκκλήσι ήταν, όπως και πριν, χαμηλό. «Γιατί το έκανες αυτό;» τον ρώτησε, νιώθοντας ασφαλής τώρα που οι κρύπτες είχαν μείνει πίσω τους. «Σου είπα να μην περιπλανιέσαι τη νύχτα μόνη σου στο κάστρο!» της απάντησε. «Μα...» «Σου είπα να μην περιπλανιέσαι τη νύχτα μόνη σου στο κάστρο!» Τράβηξε μακριά το χέρι της κι άρχισε να βγαίνει γρήγορα από το παρεκκλήσι. Εκείνος ερχόταν πίσω της με μεγάλες δρασκελιές. Όταν την πρόφτασε, η Καμίλ γύρισε απότομα. Με μια αναπάντεχη κίνηση εκείνος τη σήκωσε και την έριξε πάνω από τον ώμο του. Της κόπηκε η ανάσα, για μερικά δευτερόλεπτα δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Στο μεταξύ, τα μεγάλα του βήματα τους έφεραν ως τη σκάλα. Καθώς ανέβαινε τα πρώτα σκαλοπάτια η Καμίλ προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, μα η δύναμη των αγριεμένων κινήσεών του την έκανε να ξαναπέσει στην πλάτη του, ξέπνοη για μια ακόμη φορά. Προσπέρασαν την πόρτα του δωματίου της κι έφτασαν στη σκαλιστή είσοδο των διαμερισμάτων του. Έσπρωξε την πόρτα με το πόδι του, τη βρόντηξε πίσω του με πα-
ρόμοιο τρόπο κι ακούμπησε άγαρμπα την Καμίλ σε μια από τις πολυθρόνες μπροστά στο τζάκι. Η Καμίλ έτρεμε σύγκορμη από το θυμό της. Έσφιγγε τα δόντια της κι αρπάχτηκε από τα μπράτσα της πολυθρόνας κοιτώντας τον με λύσσα. «Πώς τολμάς! Δε με νοιάζει αν είσαι κόμης κι εγώ το παιδί μιας πόρνης! Πώς τολμάς!» Κάθισε στις φτέρνες του μπροστά της, κοιτώντας την με ανάλογη οργή. «Εσύ πώς τολμάς! Σου είπα να μην τριγυρίζεις στο κάστρο. Πώς είναι δυνατόν μια επισκέπτρια να παραβιάζει κατάφωρα τη θέση της;» «Επισκέπτρια! Αιχμάλωτη είμαι, όχι επισκέπτρια!» «Σου είπα να μην τριγυρίζεις. Ποιος λογικός άνθρωπος θα έψαχνε σε οικογενειακές κρύπτες μέσα στη μαύρη νύχτα... ακόμα κι αν δεν του το είχαν απαγορεύσει!» «Άκουσα... ένα θόρυβο». «Α! Κάτι κακό θα πρέπει να συνέβαινε. Εσύ όμως έπρεπε να πας να το αντιμετωπίσεις;» Η Καμίλ δεν ήξερε γιατί είχε κάνει αυτό που έκανε, ούτε μπορούσε να του εξηγήσει το λόγο που είχε πάει ως εκεί ενώ η λογική της την απέτρεπε. Τα επόμενα λόγια του την ξάφνιασαν. «Τι γύρευες στ’ αλήθεια εκεί;» «Τι;» «Για ποιο από κείνα τα καθάρματα δουλεύεις;» «Τι;» «Υπάρχει μια είσοδος, σωστά;» «Δεν έχω ιδέα τι εννοείς!» φώναξε, ξαφνικά πανικοβλημένη. Ο κόμης βρισκόταν εκτός εαυτού, η οργή του την τρόμαζε. Η Καμίλ ζάρωσε στην πολυθρόνα της. «Θεέ και κύριε! Ύστερα απ’ όλα αυτά μη μου κάνεις τώρα την αθώα!» Τότε η Καμίλ ξεφύσηξε, κατάλαβε τι ακριβώς σήμαιναν τα λόγια του. «Δεν είσαι μόνο κτήνος ή τέρας, είσαι και παράφρων!» του είπε παγερά.
«Έχεις πάθει μανία καταδίωξης, πιστεύεις ότι το κακό σε καταδιώκει παντού. Δε δουλεύω για κανέναν... Δουλεύω μόνο για το μουσείο». «Για ποιο λόγο τριγυρνάς γυμνή μέσα στη νύχτα;» «Δεν είμαι γυμνή!» «Σχεδόν». Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο διάφανο ήταν το νυχτικό της, ούτε πως τα λόγια του μπορούσαν να έχουν τέτοια άμεση επίδραση πάνω της. Ξαφνικά η Καμίλ ένιωσε ότι καιγόταν, σαν να είχαν αρπάξει φωτιά η σάρκα της, το αίμα της, τα κόκαλά της. Και η αίσθηση αυτή τη συγκλόνισε. Τότε αναρωτήθηκε αν ήταν τα λόγια του που της προκαλούσαν αυτή την αντίδραση ή το γεγονός πως τα είχε προφέρει εκείνος... Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε τέτοιον ορμητικό πόθο, τέτοια λαχτάρα. Ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του, να λιώσει μέσα στα μπράτσα του, ν’ ακούσει τον ψίθυρό του να την καθησυχάζει αντί να την απειλεί. Ποθούσε να μάθει την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από τη μάσκα, να γνωρίσει τον άντρα με όλη τη φλόγα, την οργή και την αποφασιστικότητά του. «Εγώ...» «Εσύ, τι;» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της ανήμπορη, τυλίγοντας τα μπράτσα γύρω από το στήθος της. «Δεν ξέρω τι να σου πω. Δεν ξέρω πώς να σου αποδείξω ότι δεν έχω κακές προθέσεις. Πανάθεμά σε! Θα σε βοηθούσα αν μπορούσα, αν υπήρχε τρόπος... δεν το βλέπεις; Όμως δεν υπάρχει κανένας τρόπος! Δεν μπορούμε να δικάσουμε τα ερπετά. Δεν μπορούν να καταθέσουν τίποτα. Ούτε ανήκω στην ιεραρχία του μουσείου. Και δε βρισκόμουν εκεί τον καιρό της ανασκαφής. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ!» Έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα κι όταν τελικά κινήθηκε, η Καμίλ πάγωσε, φοβήθηκε κάποιο καινούριο του ξέσπασμα. Εξεπλάγη όμως
όταν εκείνος άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Εκείνη αυτό είχε ευχηθεί, αυτό ποθούσε... Κάθισε κι ο ίδιος στην πολυθρόνα και συνέχισε να την κρατάει τρυφερά. «Τρέμεις σαν το φύλλο στον άνεμο, μικρή ανόητη», της είπε με τραχιά φωνή. «Να πάρει η ευχή, κορίτσι μου, μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε κάνω κομμάτια. Απλώς προσπαθώ να σε ζεστάνω!» Κούνησε το κεφάλι της καθησυχασμένη, ανίκανη να μιλήσει. Άλλη μια φορά ο σφυγμός της επιταχύνθηκε. Δε χρειαζόταν άλλη ζεστασιά, πυρκαγιά ολόκληρη είχε ανάψει μέσα της. Έκλεισε τα μάτια της, παρακάλεσε εκείνος να μην το καταλάβαινε, να πίστευε πως έτρεμε από το κρύο. Δε θα το άντεχε αν εκείνος μάντευε την αλήθεια. Αν εκείνος καταλάβαινε ότι είχε σαρώσει με το άγγιγμά του τη λογική της και την είχε κάνει να πιστέψει πως ο κόσμος ολόκληρος μπορούσε να ξεχαστεί, πως δεν υπήρχε αύριο, πως καθετί σημαντικό βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του και μόνο. Ήταν παράλογο, ένιωθε σαν να είχε μεθύσει. Κι αυτό κανονικά θα έπρεπε να την τρομάζει, αλλά δεν τη φόβιζε καθόλου. Τότε τα δάχτυλά του βρήκαν το πιγούνι της και το ανασήκωσαν. Τα μάτια της ενώθηκαν με το απέραντο γαλάζιο των δικών του. Κι αίφνης όλα χειροτέρεψαν, όταν ο αντίχειράς του άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλό της. «Ή είσαι η πιο υπέροχη, ειλικρινής και θαρραλέα γυναίκα που έχω γνωρίσει ή η καλύτερη ψεύτρα». Τα λόγια του την έκαναν ν’ αντιδράσει, πάλεψε την επιθυμία της να παραμείνει κι άλλο στην αγκαλιά του. «Μη θυμώνεις, Καμίλ. Θέλω να πιστέψω το πρώτο. Όπως λένε όλοι, είμαι πικρόχολος, οργισμένος και συγχυσμένος. Ο χρόνος δεν το έχει αλλάξει αυτό». «Μήπως όμως κάνεις λάθος;» του ψιθύρισε. «Ίσως...» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και χαμογέλασε με θλίψη. «Όχι. Αν ήταν μόνο ένα φίδι, μόνο ένα δάγκωμα, ναι, θα έκανα λάθος. Αλλά να σκοτωθούν κι οι δυο γονείς μου; Και δεν είναι μόνο αυτό. Χάθηκαν πο-
λύτιμα ευρήματα. Κι ύστερα υπάρχουν κι αυτοί οι θόρυβοι». Τον κοιτούσε απορημένη. «Υπάρχει ένα πελώριο τείχος γύρω απ’ αυτό το κάστρο. Ένα πυκνό δάσος. Κι έχεις και το σκυλί. Αν υπάρχουν θόρυβοι...» «Το ξέρεις ότι υπάρχουν», της θύμισε. «Μα θα πρέπει να είναι ήχοι από τη στατικότητα του κτιρίου. Αυτό το κάστρο χτίστηκε το Μεσαίωνα. Άλλωστε, ποιος μπορεί να μπει εδώ μέσα;» «Ο κηδεμόνας σου τα κατάφερε». «Ναι, αλλά τον έπιασες αμέσως». Ο κόμης μετακινήθηκε αμυδρά, θέλοντας να την κοιτάξει καλύτερα στα μάτια. Η Καμίλ ένιωθε πόσο παράδοξη ήταν η στάση τους, εκεί, στην πολυθρόνα. Όμως υπήρχε κάτι περισσότερο από οικείο στον τρόπο που κάθονταν μαζί, που μιλούσαν ψιθυριστά, που ζεσταίνονταν μπροστά στη φωτιά, σαν... Δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί το σαν. Τα μάγουλά της θα άρπαζαν αμέσως φωτιά. «Τι σ’ έκανε να τριγυρίζεις μέσα στη νύχτα;» τη ρώτησε. «Ένας... ήχος. Εσύ δε με πιστεύεις, φυσικά. Δεν μπορείς να πιστέψεις κανέναν πια...» «Πιστεύω πως υπάρχει ένα πέρασμα κάτω από τα υπόγεια προς το σπίτι», είπε εκείνος κοιτώντας τη φωτιά. «Ένα πέρασμα;» «Μια υπόγεια σήραγγα». «Ναι, αλλά δε θα το ήξερες;» Σήκωσε τους ώμους του. «Υπάρχουν πολλές ιστορίες γύρω από το κάστρο Καρλάιλ. Οι πρώτο τοίχοι χτίστηκαν λίγο μετά τη νορμανδική εισβολή. Διάφορα πολεμικά στρατόπεδα βρήκαν εδώ άσυλο στη διάρκεια του Πολέμου των Ρόδων. Υποτίθεται πως οι βασιλικοί κρύβονταν εδώ μέσα τον καιρό του Κρόμγουελ. Λέγεται ακόμα ότι ο πρίγκιπας Κάρολος δραπέτευσε κάποτε στη Σκοτία έχοντας πρώτα βρει καταφύ-
γιο στο κάστρο. Είναι πολύ πιθανό να υπάρχει μια μυστική δίοδος». «Όμως εσύ είσαι κόμης. Δε θα το ήξερες;» «Δεν έχουμε εμφύλιες συγκρούσεις εδώ και πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου πίστευε κι εκείνος ότι υπήρχε τέτοιο πέρασμα. Ήταν εξερευνητής, λάτρευε τα μυστήρια. Κι ένας Θεός ξέρει τι μπορεί ν’ ανακάλυπτε εδώ μέσα. Εγώ έλειπα στο στρατό για μεγάλο διάστημα πριν πεθάνουν. Πάντα μου έγραφε με τρομερό ενθουσιασμό, πιστεύοντας πως βρισκόταν στα πρόθυρα μιας ανακάλυψης που θα έκανε πάταγο. Κάποτε μοιραζόμουν κι εγώ τον δικό τους ενθουσιασμό για την ιστορία, για τους χαμένους πολιτισμούς. Όμως ο πατέρας μου ήταν ένας Άγγλος κόμης, μην το ξεχνάς. Αυτό σημαίνει πως είχαμε ευθύνες. Εγώ υπηρετούσα την αυτοκρατορία από τη δική μου θέση, στο στρατό. Πέρασα πολλά χρόνια μακριά από την Αγγλία και κάποιες φορές τους είχα συναντήσει στην Αίγυπτο. Δεν ξέρω λοιπόν αν ο πατέρας μου βρήκε ποτέ τη μυστική σήραγγά του. Πιστεύω όμως πως αν την είχε βρει, θα μου το είχε γράψει». Παρατηρούσε τη φωτιά με στενεμένα μάτια. Για μια στιγμή της φάνηκε πως την είχε ξεχάσει, έτσι χαμένος που ήταν στις σκέψεις του. Φοβόταν να κουνηθεί, μήπως τον ενοχλήσει, φοβόταν να δημιουργήσει μεγαλύτερη επαφή ανάμεσά τους, με δική της πρωτοβουλία. Είχε κυριευτεί όμως από μια σφοδρή επιθυμία να μη φύγει από κοντά του, ενώ τα λόγια που της είχε πει νωρίτερα τη στοίχειωναν. Ένιωθε γυμνή, σαν να βρίσκονταν οι δυο τους σάρκα με σάρκα. Άλλη μια φορά προσπάθησε να θυμίσει στον εαυτό της ότι αυτός ο άνθρωπος ίσως να ήταν παράφρονας, ότι η οργή του είχε την ίδια καταστρεπτική δύναμη με τις πελώριες φλόγες στο τζάκι. Αλλά αυτές οι λογικές σκέψεις έσβηναν όσο ανάσαινε τη μυρωδιά του, όσο ένιωθε το δυνατό του κορμί κάτω από το δικό της. «Θα μου έγραφε», μουρμούρισε πάλι ο κόμης. Ύστερα ξανακοίταξε την Καμίλ. «Κάπου θα πρέπει να υπάρχει μια τέτοια ανολοκλήρωτη επιστολή. Η μητέρα μου κρατούσε ημερολόγιο. Ο πατέρας μου έγραφε
επιστολές. Έστελνε τη μία κι αμέσως ξεκινούσε την επόμενη. Όταν όμως πέθανε, δε βρέθηκε τίποτα». Η Καμίλ κατάπιε νευρικά, προσπαθώντας να ξεκολλήσει το μυαλό της από την ερωτική αίσθηση, ν’ απαντήσει με λογική κι ευφυΐα. «Μόλις είχαν κάνει την ανακάλυψη, σωστά; Μόλις είχαν ανοίξει τον τάφο. Ήταν ζήτημα ημερών. Ίσως ο πατέρας σου απλώς δεν είχε βρει το χρόνο να γράψει», πρότεινε. «Ίσως. Αλλά είχε έμμονη ιδέα». «Δε σε πιστεύω!» μουρμούρισε εκείνη σιγανά. «Μις Μοντγκόμερι!» Τον κοίταξε και τον είδε να χαμογελάει κάτω από τη μάσκα του. «Πιστεύω πως αν βρισκόσουν στη θέση μου θα είχες κι εσύ την ίδια αποφασιστικότητα. Άλλωστε μήπως δε βρίσκεσαι εδώ μέσα, σε καταναγκαστική φιλοξενία, προκειμένου να σώσεις έναν άθλιο κλέφτη από τη δίκαιη τιμωρία του;». Ετοιμάστηκε ν’ αντιδράσει στα λόγια του, όμως είδε ότι ο κόμης είχε μιλήσει έτσι για να την πειράξει, χωρίς κακία. «Έναν κλέφτη...» «Ναι, έναν κλέφτη! Το θέμα όμως είναι ότι ούτε κι εσύ θα έκανες λιγότερα. Δε θα μπορούσες να συμβιβαστείς αν αγνοούσες την αλήθεια. Καταλαβαίνεις τη θέση μου;» Τώρα είχε γείρει πάνω της με ένταση, πάντα όμως με το ίδιο αδιόρατα πειρακτικό ύφος. Άλλη μια φορά η καρδιά της σκίρτησε, η αναπνοή της βάρυνε. Λαχταρούσε να σηκώσει τα χέρια και ν’ αγγίξει τα μάγουλα κάτω από τη μάσκα, να νιώσει τη σάρκα του. Βρισκόταν τόσο κοντά της... και τα χείλη του σίγουρα θ’ ακουμπούσαν τα δικά της από στιγμή σε στιγμή. Λες και της είχαν κάνει μάγια, λες και την είχαν μεθύσει. Ήθελε, ποθούσε... Ο κόμης τότε με μια σβέλτη κίνηση σηκώθηκε από την πολυθρόνα και την άφησε να πατήσει στα πόδια της. Χρειάστηκε όμως να τη συγκρατήσει. Αν δεν το έκανε, η Καμίλ μπορεί να παραπατούσε.
«Σε ξαγρύπνησα. Τώρα θα σε συνοδεύσω στο δωμάτιό σου». Πήγε ως την πόρτα του δείχνοντας πιο άκαμπτος και σοβαρός από ποτέ, απόλυτα αξιοπρεπής αλλά συνάμα απίστευτα τρυφερός πίσω από την πολιτισμένη του εμφάνιση. Έφτασαν στην πόρτα της. «Καμίλ, εννοώ πραγματικά κάθε λέξη. Μην τριγυρίσεις ποτέ ξανά στους διαδρόμους τη νύχτα. Εύχομαι να έγινα αρκετά κατανοητός ως προς το πόσο επικίνδυνο θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο». Έγνεψε ναι με το κεφάλι της. «Μου άρεσε... η συντροφιά του Έιτζαξ». «Λείπει σε υπηρεσία. Έξω στο κτήμα». «Α». «Καμίλ...» Το όνομά της ακούστηκε σαν ένας ζεστός ψίθυρος μέσα στη γλυκιά ατμόσφαιρα της νύχτας. Η φωνή του ίσως περιείχε και μια νότα τρυφερότητας. Κάτι βαθύ κι ερωτικό άγγιξε την ψυχή της. Άλλη μια φορά βρέθηκε κοντά της, το κεφάλι του έσκυψε πάνω της. Κι εκείνη που είχε πάρει όρκο πως δεν υπήρχαν αυτά, βρέθηκε τώρα να λαχταρά κάτι περισσότερο... «Καλόν ύπνο», μουρμούρισε τότε ο κόμης και πισωπάτησε. «Αύριο θα είναι μια ακόμα ατέλειωτη μέρα για σένα». Γύρισε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. «Περίμενε!» του φώναξε. Ο κόμης κοντοστάθηκε. «Κι αν ακούσω πάλι κάτι μέσα στη νύχτα;» Της χαμογέλασε. «Ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορείς». «Και θα μ’ ακούσεις;» Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. «Θα σε ακούσω». «Τόσο κοντά είσαι λοιπόν;» «Εκείνο το πορτραίτο... της Νεφερτίτης...» «Ναι;» «Είναι μια πόρτα. Που βγάζει στο δωμάτιό μου. Δεν έχεις παρά να τραβήξεις τον πίνακα από την αριστερή πλευρά της κορνίζας. Καληνύ-
χτα, μις Μοντγκόμερι», της είπε. Κι έφυγε.
Κεφάλαιο 9
Η Καμίλ μόλις είχε φύγει από το κάστρο όταν ο Μπράιαν δέχτηκε μια απροσδόκητη επίσκεψη την ώρα που έπινε τον καφέ του. Ο Τρίσταν, ξυρισμένος, καθαρός και περιποιημένος σαν αληθινός τζέντλεμαν, προχωρούσε προς το μέρος του. Βάδιζε με δυνατή, σίγουρη περπατησιά, το κεφάλι σηκωμένο ψηλά και τα δάχτυλα να σφίγγουν και να ξεσφίγγουν τις γροθιές του στα πλευρά του. Σταμάτησε μπροστά στον Μπράιαν και σήκωσε το κεφάλι ακόμα ψηλότερα. «Καλημέρα, λόρδε Στέρλινγκ». «Καλημέρα», απάντησε χωρίς να σηκωθεί και περίμενε τη συνέχεια. Ο άνθρωπος έδειχνε να χαίρει άκρας υγείας. «Δε χρειάζεται να κοροϊδευόμαστε», είπε ο Τρίσταν ύστερα από μια στιγμή. «Πολύ σωστά», είπε ο Μπράιαν χαμηλώνοντας το κεφάλι του, καταλαβαίνοντας πόσο κουράγιο είχε χρειαστεί ν’ αντλήσει ο άλλος άντρας γι’ αυτή την αντιπαράθεση. Ο Τρίσταν ίσιωσε τους ώμους του πριν συνεχίσει. «Ήρθα εδώ πέρα πιστεύοντας πως δε θα το προσέχατε αν έλειπε κάποιο μικρό αντικείμενο που θα μπορούσε να πληρώσει το νοίκι κάμποσων ημερών». «Μάλιστα». «Αλλά το κορίτσι μου αξίζει τα δεκαπλάσια από ένα», είπε ο Τρίσταν και μια τρυφερή ταπεινότητα χρωμάτισε τη φωνή του. «Δε θα δεχτώ ποτέ να πληρώσει εκείνη οποιοδήποτε τίμημα για μένα. Γι’ αυτό...» «Γνωρίζετε λίγα πράγματα για τον υπόκοσμο, σωστά;» «Δε συχνάζω στα καταγώγια και τα μπορντέλα της πόλης!» διαμαρτυρήθηκε με αγανάκτηση, ύστερα συνοφρυώθηκε. «Αλλά μάλιστα», παραδέχτηκε μ’ έναν αναστεναγμό. «Ξέρω ένα δυο μέρη όπου μπορούν να βρεθούν μερικά αποβράσματα». Ο Μπράιαν έγειρε πίσω, παρατηρώντας τον άλλο άντρα. Ήταν λε-
πτός και σφριγηλός. Κάποιος εύκολα αντιλαμβανόταν πως μια εποχή είχε υπάρξει καλός στρατιώτης, άξιος για το χρίσμα της ιπποσύνης του. «Καθίστε, κύριε Μοντγκόμερι. Υπάρχει καφές και φαγητό, αν δεν έχετε προγευματίσει ακόμα». Ο Τρίσταν κατσούφιασε με επιφυλακτικότητα. «Θα με δεχτείτε στο τραπέζι σας;» «Παρακαλώ». Πιο επιφυλακτικός από ποτέ, ο Τρίσταν σέρβιρε στον εαυτό του λίγο καφέ με χέρια που ξαφνικά έτρεμαν τόσο πολύ, ώστε ο Μπράιαν ανέλαβε να συνεχίσει το σερβίρισμα. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε εκείνος παίρνοντας το φλιτζάνι κι ύστερα κάθισε στη θέση που του είχε υποδείξει ο Μπράιαν. «Ξέρετε, αυτό το κορίτσι είναι τα πάντα για μένα», ομολόγησε σιγανά. Ο Μπράιαν χαμογέλασε, χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι του. «Δε σκοπεύω να της κάνω κακό». «Αυτό που για κάποιον δεν είναι κακό για κάποιον άλλο μπορεί να είναι η ντροπή μιας ολόκληρης ζωής». «Α, κατάλαβα». «Δεν πρέπει να την υποτιμάτε, μιλόρδε». Ο Μπράιαν έγειρε μπροστά, κοιτάζοντας κατευθείαν μέσα στα μάτια του μεγαλύτερου άντρα. «Σερ Τρίσταν, σας διαβεβαιώ, κανένας άνθρωπος δε θα υποτιμούσε την προστατευόμενή σας». «Ειλικρινά πάντως, κύριε, νιώθω άσχημα!» «Δουλεύει για το μουσείο... στο Τμήμα Αιγυπτιολογίας». Ο Τρίσταν έγνεψε ναι, πάντα συνοφρυωμένος. «Κι είναι αυτοδίδακτη, ξέρετε». «Θα τη συνοδεύσω σ’ ένα χορό, ένα φιλανθρωπικό γκαλά». «Μάλιστα, το άκουσα». «Ομολογώ ότι έχει ταλέντα». «Κύριε!» «Στην αιγυπτιολογία, εννοώ, σερ Τρίσταν. Όπως πιστεύω πως έχετε κι
εσείς τα δικά σας ταλέντα». Άλλη μια φορά η επιφυλακτικότητα κι ο φόβος σκίασαν τα μάτια του Τρίσταν. «Προφανώς τα δικά μου δεν είναι τα ίδια όπως κάποτε. Αφού με τσακώσατε». Ο Μπράιαν γέλασε σιγανά. «Τι σκοπεύετε να κάνετε, λόρδε Στέρλινγκ; Όσο κι αν τρομάζω, δε σκοπεύω να κρυφτώ άλλο κάτω από τις φούστες της προστατευόμενής μου». «Σκοπεύω να σας κάνω μια επαγγελματική πρόταση». «Κύριε!» «Η οποία δεν έχει καμία σχέση με την προστατευόμενή σας», τον διαβεβαίωσε ο Μπράιαν. «Τότε;» «Θα σας δώσω ένα κομμάτι να το πουλήσετε». «Τι;» «Θέλω να βγείτε στους δρόμους, για λογαριασμό μου». Ο Τρίσταν αργόπινε τον καφέ του σαστισμένος. «Ήρθα να κλέψω ένα κομμάτι αρχαίας τέχνης αλλά τώρα σκοπεύετε να μου δώσετε ένα για να το πουλήσω;» «Ακριβώς». «Αχ, λόρδε Στέρλινγκ! Αν θέλετε να μου δώσετε ένα μάθημα, να στείλετε ξοπίσω μου τους αστυνόμους μόλις φύγω, μην μπείτε στον κόπο. Έχω παραδεχτεί την ενοχή μου». Ο Μπράιαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Τρίσταν, δε μ’ ακούς που σου μιλάω. Σου προσφέρω μια δουλειά. Θέλω να βγεις στους δρόμους, να πας σε μέρη που εγώ δεν ξέρω και να βρεις αν υπάρχουν κάποια αντικείμενα τα οποία πωλούνται στη μαύρη αγορά». Ο Τρίσταν ίσιωσε την πλάτη του, τα μάτια του φωτίστηκαν. «Σοβαρολογείτε;» «Απολύτως». «Θα δουλέψω για λογαριασμό σας;» «Υποθέτω ότι μαζί με τον άνθρωπό σου, τον Ραλφ, είστε γνωστοί σε
μερικά απ’ αυτά τα στέκια, σωστά;» «Ε, κάτι ξέρω κι εγώ για τα κατατόπια αυτής της πόλης. Και ξέρω ακόμα κάνα δυο πράγματα για τα αιγυπτιακά κειμήλια, φυσικά. Εγώ μεγάλωσα το κορίτσι, ξέρετε!» «Κι εσύ της δίδαξες όλα όσα ξέρεις;» Ο Τρίσταν συνοφρυώθηκε, δεν του άρεσε καθόλου ο υπαινιγμός ότι η Καμίλ δεν ήταν υπόδειγμα ηθικής. Ο Μπράιαν τσιτώθηκε κι ο ίδιος. Μπορούσε άραγε η Καμίλ να ήταν αυτό ακριβώς που έδειχνε, όχ μόνο αθώα από κάθε συνωμοσία με τους συναδέλφους της αλλά κι ανεπηρέαστη από τη φριχτή μάσκα και τη φήμη του; Ήξερε τη θέση της και τον τίτλο της... Του είχε διηγηθεί πρόθυμα την καταγωγή της, προειδοποιώντας τον πως ίσως ν’ άνοιγε το κουτί της Πανδώρας αν την ανάγκαζε να εκτεθεί στα βλέμματα της κοινωνίας. Ο Μπράιαν τότε δεν έδινε δεκάρα για την καταγωγή της. Άλλωστε απλώς τη χρησιμοποιούσε. Τώρα όμως... Σηκώθηκε ταραγμένος. Την προηγούμενη νύχτα είχε νιώσει και πάλι ζωντανός, ανθρώπινος. Είχε να νιώσει έτσι από τότε που είχε μάθει τα τρομερά νέα, από τότε που πολεμούσε στη μάχη για να ξεσπάσει την οργή του και να νιώσει το σκίσιμο της σάρκας του απ’ το ατσάλι. Ένας παγωμένος χειμώνας τύλιγε έκτοτε την καρδιά του, όπου κι αν βρισκόταν, ό,τι κι αν έκανε, μέχρι χτες βράδυ. Δεν είχε αντιληφθεί τι θα μπορούσε εκείνη να τον κάνει να νιώσει. Ό,τι κι αν ήταν πάντως, είχε συμβεί αργά, κι όμως πολύ ξαφνικά. Ο Μπράιαν δεν είχε ζήσει τις μέρες του σαν καλόγερος, ούτε όμως ένιωθε μέσα του το παραμικρό. Η προηγούμενη νύχτα ήταν μερικά δευτερόλεπτα ατόφιας, καθαρής λαγνείας. Κι ο πειρασμός ν’ αγγίξει, ν’ αγκαλιάσει, να ξεχάσει τον κόσμο μέσα σε μια θάλασσα από φωτιά κι ενέργεια τον είχε σχεδόν συγκλονίσει. Έβγαλε ένα επιφώνημα εκνευρισμού, θυμωμένος με τον εαυτό του που είχε αφήσει τις σκέψεις του να ξεμακρύνουν τόσο. Γύρισε και κοί-
ταξε τον Τρίσταν. «Να περάσετε τη μέρα σας με τον υπηρέτη σας, τον Ραλφ. Σκεφτείτε, συζητήστε, σχεδιάστε πού θα μπορούσατε να πάτε για την αποστολή που σας αναθέτω. Όμως τη νύχτα να επιστρέψετε στο κρεβάτι σας. Θ’ αφήσω τον κόσμο να πιστεύει πως θα είστε σε κακή κατάσταση μέχρι αύριο. Μετά τον φιλανθρωπικό χορό μπορείτε να σηκωθείτε, νιώθοντας επιτέλους κάπως θεραπευμένος. Θα διαδοθεί πως ανυπομονείτε να πιείτε μερικά ποτήρια για να γιορτάσετε την ανάρρωσή σας». Ο Τρίσταν σηκώθηκε, θυμίζοντας στον Μπράιαν ένα αγριεμένο μικρό τεριέ. «Θα μάθω αυτά που θέλετε, λόρδε Στέρλινγκ», ορκίστηκε. «Θα τα μάθω». *** Σήμερα η κίνηση προς το μουσείο ήταν φριχτή. Ένα κάρο είχε ανατραπεί στη Ράσελ Σκουέαρ κι ένα φορτίο λαχανικά είχαν σκορπιστεί εδώ κι εκεί. Παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας, κόσμος βρισκόταν παντού, μερικοί προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον τραυματισμένο αμαξά κι άλλοι να μαζέψουν την πραμάτεια του. Μεγαλύτερες και μικρότερες άμαξες, ποδήλατα, όλα είχαν μπλεχτεί σ’ ένα κυκλοφοριακό πανδαιμόνιο. Διάφοροι περαστικοί είχαν σταματήσει και κοιτούσαν, ενώ οι περισσότερο βιαστικοί προσπαθούσαν να τους προσπεράσουν για να πάνε στις δουλειές τους. Η Καμίλ έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο κι είπε στον Σέλμπι πως θα συνέχιζε με τα πόδια. Πριν εκείνος προλάβει να τη σταματήσει, κατέβηκε από την άμαξα και χάθηκε στο πλήθος. Φτάνοντας καθυστερημένη στο μουσείο είδε πως οι πόρτες είχαν ήδη ανοίξει για το κοινό. Διέσχισε βιαστικά την αίθουσα με τα εκθέματα κι είδε πως ένα μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω από το τεράριουμ, το γυάλινο δοχείο με την κόμπρα. Ο Όμπρι την είχε μόλις ταΐσει. Με μια ανατριχίλα έφυγε βιαστικά για το γραφείο της. Ο σερ Τζον βρισκόταν στο δικό του, όμως δεν την επέπληξε για την καθυστέρηση.
Απλώς της χαμογέλασε αδύναμα. «Γίνεται χαλασμός εκεί έξω, ε;» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Κάθε μέρα και χειρότερα! Αχ, πόση κίνηση έχει αυτή η πόλη!» Ύστερα έστρεψε και πάλι την προσοχή του στα γραφήματα και τα αρχεία του. Τα σύμβολα στριφογύριζαν μπροστά στα μάτια της και η Καμίλ δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο πριν, οι άντρες που δούλευαν στο τμήμα της βρίσκονταν σε αποστολή στην Αίγυπτο. Στην αρχή είχε φανεί πως όλα θα τελείωναν με μια λαμπρή ανακάλυψη. Κι ύστερα ο θρίαμβος μετατράπηκε σε τραγωδία. Άφησε τη δουλειά της και βγήκε από το γραφείο της. Ο σερ Τζον βρισκόταν ακόμα εκεί. Την κοίταξε. «Ναι;» «Χμ... σερ Τζον. Τι έγινε όταν πέθαναν οι Στέρλινγκ;» τον ρώτησε. «Τι εννοείς, τι έγινε;» «Ήσασταν όλοι εκεί, έτσι δεν είναι;» Κάτι σκοτεινό σκέπασε τα μάτια του σερ Τζον. «Ναι». «Τους έφεραν πίσω στην Αγγλία για την ταφή, αλλά οι ανακαλύψεις μόλις είχαν γίνει. Σίγουρα υπήρχαν πολλά να γίνουν μετά το θάνατό τους». Ο σερ Τζον την κοίταξε για μια στιγμή, ύστερα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. Κοίταξε πάλι τα χαρτιά του. «Δεν ήταν κάτι βιαστικό. Τα πιο σημαντικά ευρήματα είχαν αφαιρεθεί, πολλά ήδη ετοιμάζονταν για τη μεταφορά τους με το πλοίο. Στάλθηκε ένα τηλεγράφημα στον Μπράιαν, ο οποίος, προφανώς, έμαθε για το θάνατο των γονιών του λίγο πριν από μια μάχη. Τραυματίστηκε, αλλά και πάλι κατάφερε να φτάσει έγκαιρα στο Κάιρο. Οι σοροί τους είχαν διατηρηθεί σε πάγο. Εκείνος φρόντισε για την επιστροφή τους στην Αγγλία, ανυπομονώντας να γίνουν το γρηγορότερο οι νεκροψίες, ένας Θεός ξέρει γιατί. Η αιτία του θανάτου τους ήταν προφανής». «Βρήκε ποτέ κανείς τα φίδια;» «Συγνώμη;»
«Τις κόμπρες που τους σκότωσαν». «Δε νομίζω. Είμαι σίγουρος πως με κάποιο τρόπο είχαν φωλιά μέσα στα δωμάτιά τους. Μόλις τα φίδια τούς σκότωσαν, το πιθανότερο είναι ότι έφυγαν από κει. Καμίλ, πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από δάγκωμα κόμπρας. Είναι ένας κίνδυνος εγγενής στην έρημο». «Φυσικά...» Εκείνος ξανακοίταξε τα χαρτιά του, σαν να έδινε έτσι τέρμα στη συζήτηση, η Καμίλ όμως πλησίασε στο γραφείο του. «Έγινε καμία έρευνα;» «Μα φυσικά! Οι αιγυπτιακές και οι αγγλικές αρχές κλήθηκαν αμέσως. Για όνομα του Θεού, παιδ μου, ο Τζορτζ ήταν κόμης του Καρλάιλ!» «Ναι, ναι, φυσικά». «Έχω δουλειά, Καμίλ. Το ίδιο κι εσύ». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά κι επέστρεψε στο μικρό εργαστήρι της. Αυτό όμως που συνήθως τη συνάρπαζε σήμερα της φαινόταν αδιάφορο. Το μυαλό της στριφογύριζε αδιάκοπα. Μετέφρασε ένα ακόμα κομμάτι της απειλής. Και τότε έφτασε σε μια σειρά από σύμβολα που της προκάλεσαν ζωηρό ενδιαφέρον. Μάθε ότι η Μεγάλη Κόμπρα, που έχει μάτια από φλόγα και φως, φτιάχτηκε από τη θέληση και τη δύναμη της Χέθρε κι απ’ τα δικά της χέρια θα έρθει η τιμωρία των επιφανέστερων ευγενών. Κοίταξε το κείμενο πολύ προσεκτικά. Ύστερα αναπήδησε κι έτρεξε έξω, στο γραφείο του σερ Τζον. Ο προϊστάμενός της είχε φύγει. Το απόκομμα της εφημερίδας για το θάνατο των Στέρλινγκ βρισκόταν πάνω στα άλλα χαρτιά του. Ήταν καρφωμένο με κάτι πάνω στο τραπέζι. Η Καμίλ έκανε το γύρο του γραφείου. Ένας μικρός σουγιάς είχε καρφώσει την εφημερίδα πάνω στο ξύλο, τρυπώντας ένα από τα πρόσωπα της φωτογραφίας. Αυτό του σερ Τζον. *** Παρά την κατακραυγή που είχε ξεσηκωθεί στη διάρκεια των φόνων
του επονομαζόμενου Τζακ του Αντεροβγάλτη, το Ιστ Εντ δεν είχε αλλάξει πολύ. Βρόμικα, κοκαλιάρικα παιδιά με πελώρια μάτια κάθονταν στα σκαλοπάτια των σπιτιών ή έπαιζαν στο δρόμο. Κανένα απ’ αυτά δεν πλησίασε τον Μπράιαν. Κοίταξαν προς το μέρος του και σκορπίστηκαν. Αν και φορούσε τη μεταμφίεση του Τζιμ Άρμποκ, παρέμενε ένας άντρας σωματώδης μέσα στη φόρμα εργασίας του και πάντα με μάτια που φαίνονταν απειλητικά. Η ιδέα να γίνει Τζιμ Άρμποκ είχε γεννηθεί πριν από τρεις μήνες, όταν προέκυψε η θέση στο μουσείο. Ήταν πρόθυμος να σκουπίζει τα γραφεία των εφόρων που ασχολούνταν με τα ασιατικά εκθέματα και σίγουρος ότι θα μπορούσε να κερδίσει χρόνο και να οργανώσει μια μεταφορά χωρίς να κινήσει υποψίες. Αν αυτό είχε συμβεί λίγο νωρίτερα, ίσως να αναγνώριζε την Καμίλ Μοντγκόμερι όταν την είδε στο κάστρο. Όμως είχε πλησιάσει στο τμήμα της, πριν τη συναντήσει στο σπίτι του, όταν κατάφερε να τρυπώσει στις αποθήκες και ν’ αρχίσει μια αργή και μεθοδική έρευνα. Χρειαζόταν μεγάλη υπομονή, αν ήθελε να είναι σίγουρος για τις κατηγορίες που θα απηύθυνε. Και, σαν Άρμποκ, είχε μάθει να είναι ένας υπομονετικός άνθρωπος. Φτωχές αλλά τίμιες ράφτρες πηγαινοέρχονταν με φούρια στο δρόμο μαζί με χασάπηδες με ματωμένες ποδιές κι εργάτες εργοστασίων με τα καπέλα κατεβασμένα στα μάτια τους. Πλανόδιοι πουλούσαν τζιν και μικρές κρεατόπιτες, οι περισσότερες δεν περιείχαν κρέας, αλλά δελέαζαν τους αγοραστές με μια επικάλυψη σάλτσας. Νόμιμες επιχειρήσεις προσλάμβαναν μετανάστες με αργασμένα από την κούραση πρόσωπα για μερικές πένες, ενώ πόρνες με τσιμπλιασμένα μάτια και σπασμένα δόντια βολτάριζαν έξω από τις πολλές παμπ. Η διάχυτη μπόχα στην περιοχή ήταν αρκετή για να φέρει ναυτία σε οποιονδήποτε. Σέρνοντας τα βήματά του στο χαρακτηριστικό πια βάδισμα του Άρμποκ, ο Μπράιαν βιάστηκε να προλάβει τις μορφές που προχωρούσαν μπροστά του, κρατώντας πάντα μια απόσταση ασφαλείας. Οι δυο τύ-
ποι που ακολουθούσε μπήκαν σ’ ένα κτίριο με την επιγραφή Η Παμπ του Μακνάλι - Είστε Όλοι Ευπρόσδεκτοι. Ύστερα από λίγο μπήκε κι ο ίδιος. Υπήρχε πολύς κόσμος μέσα στο μπαρ και το τζιν έρρεε άφθονο. Έτσι έπρεπε, αφού οι εργαζόμενες γυναίκες που ασκούσαν την τέχνη τους δε βρίσκονταν πια στις μέρες της δόξας τους. Τα περισσότερα μάγουλα ήταν ξαναμμένα από το τζιν και μερικές μύτες φαίνονταν να είχαν σπάσει περισσότερες από μία φορές. Όμως υπήρχαν πολλά σκοτεινά δρομάκια, μέρη για να κλείσει κανείς τα μάτια και ν’ αναζητήσει την ευχαρίστηση της στιγμής. Και το γεγονός ότι μερικές από τις πόρνες μπορούσαν ακόμα να δελεάσουν τους εξαντλημένους από τη δουλειά κι εξαθλιωμένους από τα βάσανα θαμώνες τις έκανε ελκυστικές στα μάτια του ιδιοκτήτη της παμπ. Μερικά τραπέζια από ακατέργαστο ξύλο, σπασμένα και στραβά, γέμιζαν το χώρο απέναντι από το μπαρ. Προχώρησε ανάμεσα στο πλήθος, αγόρασε ένα τζιν κι αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τραπέζια. Και παρακολουθούσε. Ο Τρίσταν Μοντγκόμερι δεν ήταν ανόητος. Είχε αλλάξει τα ρούχα του πριν βγει σ’ αυτή την αποστολή και τώρα φορούσε το σακάκι και το καπέλο ενός λιμενεργάτη. Ο Ραλφ ήταν κι αυτός ντυμένος ανάλογα. Ο Τρίσταν παρήγγειλε το τζιν του, διαμαρτυρήθηκε για την τιμή και φλέρταρε με τη μοναδική πόρνη που έδειχνε να έχει όλα τα δόντια της. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες θα μπορούσε να θεωρηθεί νέα. Ήταν μικροκαμωμένη, αρκετά ευκίνητη και έδειχνε ν’ απολαμβάνει το τζιν που της είχε αγοράσει ο Τρίσταν. «Το λοιπόν, έχουμε να κουβεντιάσουμε δουλειές οι δυο μας, αφεντικό;» τον ρώτησε παίζοντας με το γιακά του σακακιού του. Ο Τρίσταν κοίταξε τη μικροκαμωμένη μελαχρινή με τα μαύρα μάτια και το χαριτωμένο χαμόγελο. Η γυναίκα είχε μυριστεί πως ο Τρίσταν, παρά το ντύσιμο και τους τρόπους του, διέφερε από την πλειονότητα της πελατείας μέσα στην άθλια, ντουμανιασμένη απ’ τους καπνούς παμπ.
«Δουλειές, ναι!» είπε σιγανά ο Τρίσταν βγάζοντας ένα γυαλιστερό νόμισμα. Κανείς τριγύρω δεν πρόσεξε τη συναλλαγή. Αυτά τα πράγματα γίνονταν συνέχεια. «Πάμε έξω; Ή μήπως θα πιεις άλλο ένα τζιν, αγάπη;» Ο Τρίσταν έπιασε τη γυναίκα από το μπράτσο και την οδήγησε μακριά από την περιοχή του μπαρ, κοντά στο τραπέζι που καθόταν ο Μπράιαν με το καπέλο κατεβασμένο στα μάτια του. «Έχω αληθινές δουλειές, δουλειές με χρήμα. Και θα ’χει και για σένα λίγο από δαύτο αν με βοηθήσεις σ’ αυτό που γυρεύω». «Μπα;» Η πόρνη έγειρε μ’ ενδιαφέρον το κεφάλι της στο πλάι. «Έχω κάτι να πουλήσω». «Α!» Μούτρωσε. «Αν είναι κοσμήματα, τότε ξάφρισες κάναν πλούσιο...» «Κάτι καλύτερο. Αλλά χρειάζομαι έναν ξεχωριστό αγοραστή. Έχω κάτι από...» Πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί. Η πόρνη αποτραβήχτηκε λίγο και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι αηδιασμένη. «Μη μου λες εμένα για μούμιες και τέτοια! Άχρηστα πράματα, προσάναμμα για τη φωτιά! Ένας τύπος πούλησε μια τέτοια, πάει λίγος καιρός τώρα, κι όλα τα φυλαχτά και τα πολύτιμα που ’πρεπε να βρίσκονται μέσα έλειπαν!» Ο Τρίσταν έφερε το δάχτυλο στα χείλη του. «Αυτό που έχω εγώ είναι χρυσάφι», είπε. «Το καλύτερο που μπορεί να βρεθεί στην αγορά». «Και τι ξέρεις εσύ για την αγορά;» Ο Μπράιαν πρόσεξε ότι η προφορά της είχε αλλάξει λίγο. Είχε ένα προαίσθημα πως η συγκεκριμένη γυναίκα της νύχτας ερχόταν στην παμπ όχι μόνο για να προσφέρει τα κάλλη της στους πελάτες. «Ώστε... πουλάνε κι άλλοι τέτοια αρχαία;» «Αχά! Κι είναι πρώτης ποιότητας πράμα». «Ποιος τα πουλάει;» Ο Τρίσταν έπιασε σφιχτά τον καρπό της. Εκείνη πάλεψε να ελευθερωθεί, συνειδητοποιώντας πως δεν είχε να κάνει μ’ ένα μεθύστακα. «Δεν είναι εδώ τώρα!» διαμαρτυρήθηκε.
«Θα ξανάρθω αύριο», είπε ο Τρίσταν. Γλίστρησε ένα νόμισμα στο χέρι της κι έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω του. «Έχω μια δουλειά στα σκαριά», της είπε. «Τώρα εσύ μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά βοηθώντας με να βρω αγοραστές και να δω τον ανταγωνιστή μου, ή.... «Ή;» «Ε, είναι σκληρή η ζωή, έτσι;» «Αυτό το νόμισμα δε φτάνει», του είπε ωμά. Της χαμογέλασε πλατιά. «Τότε συνεννοηθήκαμε». Ο Τρίσταν έβγαλε κι άλλο νόμισμα. Κοίταξε τη γυναίκα, ύστερα ένευσε στον Ραλφ κι οι δυο τους βγήκαν από το μαγαζί. Η πόρνη επέστρεψε στο μπαρ και ψιθύρισε κάτι στον μεγαλόσωμο άντρα που σκούπιζε ποτήρια πίσω από την μπάρα. Ο τύπος της απάντησε κάτι και η γυναίκα του έδωσε στραβομουτσουνιάζοντας το ένα από τα νομίσματά της. Ύστερα ο άντρας κοίταξε προς την έξοδο, εκεί απ’ όπου είχαν μόλις εξαφανιστεί ο Τρίσταν με τον Ραλφ. Πήγε ως την άλλη άκρη του μπαρ και ψιθύρισε κάτι σε κάποιον άλλο. Ήταν λεπτός, με σουβλερή, γαμψή μύτη. Ο άντρας σηκώθηκε και βγήκε από την παμπ. Ο Μπράιαν τον μιμήθηκε. *** Η Καμίλ στεκόταν δίπλα στο γραφείο του όταν ο σερ Τζον επέστρεψε. Η Καμίλ σήκωσε το βλέμμα. «Τι κάνεις εδώ;» ζήτησε να μάθει ο σερ Τζον. «Ήρθα... να σας μιλήσω». «Τι γυρεύει αυτή η εφημερίδα πάνω στο γραφείο μου; Με το μαχαίρι μου!» Η Καμίλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Εγώ μόλις τώρα βγήκα. Η εφημερίδα ήταν εδώ. Κα το μαχαίρι». Ο σερ Τζον πλησίασε συνοφρυωμένος το γραφείο του. Τράβηξε με θυμό το σουγιά από το ξύλο, τον δίπλωσε και τον ξανάβαλε στην τσέπη του. Ύστερα άνοιξε το μεσαίο συρτάρι κι έριξε μέσα την εφημερίδα. Γύρισε προς την Καμίλ.
«Ποιος ήταν εδώ;» «Δεν ξέρω». Τώρα ο σερ Τζον έδειχνε καχύποπτος. «Πώς δεν ξέρεις;» Ακουγόταν οργισμένος, η φωνή του ήταν άγρια. Η Καμίλ σκέφτηκε πως υπήρχε και κάτι ακόμα στον τόνο του εκτός από οργή. Υπήρχε φόβος. «Ήμουν στο δωμάτιό μου και δούλευα. Λυπάμαι, αληθινά λυπάμαι. Μόλις τώρα βγήκα να σας μιλήσω και το είδα». «Είχα μια διάλεξη...» είπε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του ο σερ Τζον σαν να μονολογούσε. «Στην αίθουσα αναγνώσεων. Μίλησα για τα θαύματα του Νείλου στην τελευταία αποστολή. Δεν έλειψα περισσότερο από μία ώρα». Ξαφνικά σωριάστηκε στην καρέκλα του πιάνοντας τους κροτάφους του. «Έχω πονοκέφαλο, έναν τρομερό πονοκέφαλο. Θα πάω στο σπίτι μου, δεν μπορώ να δουλέψω άλλο σήμερα». Σηκώθηκε πάλι και ξαφνικά φαινόταν πιο δυνατός. Έφυγε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην Καμίλ. Εκείνη τον παρατηρούσε ανήσυχη. Δεν την είχε ρωτήσει για ποιο πράγμα ήθελε να του μιλήσει. Μήπως επειδή φοβόταν; Γύρισε να επιστρέψει στο δωμάτιό της, αλλά το πόδι της σκούντηξε κάτι. Κοίταξε και είδε πως πάνω στη βιασύνη του σερ Τζον του είχαν πέσει τα κλειδιά του. Η Καμίλ τα μάζεψε κι έτρεξε πίσω του. «Σερ Τζον!» Μα εκείνος είχε φύγει. Ολόκληρο το γραφείο ήταν βυθισμένο σε μια απόκοσμη σιωπή. Ο Χάντερ δεν είχε έρθει σήμερα, αν κι αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο. Ούτε όμως ο Όμπρι ή ο Άλεξ είχαν εμφανιστεί καθόλου. Ακόμα κι ο γέρος που καθάριζε τα γραφεία ήταν άφαντος. Η Καμίλ στάθηκε για μια στιγμή μέσα στην απόλυτη σιωπή. Δεν προλάβαινε να βρει τον σερ Τζον. Απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν ολομόναχη. Έσφιξε τα κλειδιά μέσα στο χέρι της. Ήταν καιρός να επισκεφτεί ξανά την αποθήκη. *** Ο Μπράιαν δεν άργησε να καταλάβει ότι ο άντρας με τη γαμψή μύτη,
από το μπαρ, είχε προλάβει τον Τρίσταν και τον Ραλφ. Οι δυο τους προχωρούσαν μέσα από σκοτεινά σοκάκια ή πολυσύχναστους δρόμους, ύστερα πέρασαν μέσα από μια γειτονιά με περισσότερα στενά σοκάκια, ώσπου έφτασαν κοντά στο ποτάμι και το παλιό ρωμαϊκό τείχος. Ο Μπράιαν διέκρινε τον Λευκό Πύργο απέναντι από τον ποταμό. Ύστερα αυτή η εικόνα εξαφανίστηκε. Έστριψαν σ’ έναν ακόμα πολυσύχναστο δρόμο. Τότε είδε τον άντρα με τη γαμψή μύτη να τρέχει πίσω από τον Τρίσταν και να τον σπρώχνει σ’ έναν στενό, σκοτεινό δρόμο. Ο Μπράιαν ακολούθησε γρήγορα. Ο γαμψομύτης είχε όπλο. Την ώρα που ο Μπράιαν έφτασε στη μικρή πλατεία στο τέρμα του στενού δρόμου, ο τύπος είχε τραβήξει το όπλο του και σημάδευε τον Τρίσταν και τον Ραλφ. «Τι έχεις και πού το βρήκες;» απαίτησε να μάθει ο άντρας. Ο Μπράιαν ήρθε πίσω του. Είδε τα μάτια του Τρίσταν να γουρλώνουν και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, καθώς όμως ο τύπος γύριζε να δει τι ήταν πίσω του, ο Μπράιαν κατάφερε μια συντριπτική γροθιά στο δεξί μπράτσο του άντρα. Το όπλο τινάχτηκε πέρα μακριά, στον βρόμικο, γεμάτο σκουπίδια δρόμο. Ο άντρας έσκυψε να τραβήξει το μαχαίρι από τη γάμπα του αλλά ο Μπράιαν του έριξε άλλη μια γροθιά ρίχνοντάς τον πίσω. Τότε ακριβώς ένας πυροβολισμός έσκισε τον αέρα. *** Σφίγγοντας τα κλειδιά η Καμίλ έτρεξε προς την αίθουσα των εκθέσεων. Υπήρχε πολύς κόσμος και μεταξύ τους διέκρινε μερικά ζευγάρια, φοιτητές ή ακαδημαϊκούς που κρατούσαν σημειώσεις μπροστά σε διάφορα αγάλματα ή ανάγλυφα. Η κόμπρα, χορτασμένη από το πρόσφατο γεύμα της, κοιμόταν κουλουριασμένη. Ο Όμπρι δε φαινόταν πουθενά. Με μια βαθιά ανάσα ακολούθησε την ίδια διαδρομή που είχε ακολουθήσει μερικές μέρες νωρίτερα με τον σερ Τζον, προς τα έγκατα του
μουσείου και τις αποθήκες. Ο φωτισμός ήταν πολύ χαμηλός και της πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να συνηθίσει. Μόλις όμως τα μάτια της προσαρμόστηκαν στις σκιές, η Καμίλ έβλεπε αρκετά καλά. Πέρασε μέσα από διαδρόμους και στοίβες με κιβώτια, ώσπου έφτασε στις αιγυπτιακές αρχαιότητες και συγκεκριμένα σ’ εκείνα τα κιβώτια που είχαν μεταφερθεί εκεί από την τελευταία αποστολή των Στέρλινγκ. Υπήρχε μια σειρά από μούμιες που δε βρίσκονταν μέσα στις σαρκοφάγους τους, είτε επειδή είχαν ήδη ανοιχτεί είτε επειδή προέρχονταν από κάποιον ομαδικό τάφο και δεν είχαν ταφεί σε χωριστά φέρετρα. Κοίταξε προσεκτικά τις μορφές, παρατηρώντας πως οι περιτυλίξεις είχαν γίνει προσεκτικά κι ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Σε κατοπινές δυναστείες, πολλοί από τους ταριχευτές έδειχναν μικρότερη θρησκευτική προσήλωση στη δουλειά τους, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στις γήινες απολαβές, κάνοντας όμως έτσι χαμηλότερης ποιότητας δουλειά για τους πελάτες τους. Η Καμίλ ωστόσο δεν ενδιαφερόταν τώρα για τις μούμιες. Πήγαινε από κιβώτιο σε κιβώτιο, διαβάζοντας τα περιεχόμενα κι αναζητώντας κάποια αναφορά για μια χρυσή κόμπρα. Αν το αντικείμενο είχε τοποθετηθεί στον τάφο σαν ένα ξεχωριστό φυλαχτό, φτιαγμένο στο χέρι από κάποια ευλαβική ιέρεια ή μάγισσα, τότε θα πρέπει να ήταν ένα εξαιρετικό δείγμα τέχνης. Πιθανόν κατασκευασμένο από ατόφιο χρυσάφι, με... ρουμπίνια ή διαμάντια στη θέση των ματιών... Ή τουλάχιστον άλλους πολύτιμους λίθους. Όμως, όσο κι αν έψαχνε, δεν έβρισκε καμία αναφορά για τέτοιο κομμάτι. Και μολονότι έψαξε προσεκτικά μέσα στα ανοιγμένα κιβώτια, δεν μπόρεσε να βρει τίποτα παρεμφερές με μια τέτοια περιγραφή. Επέστρεψε στα κιβώτια με τις μούμιες, διερωτώμενη αν επρόκειτο ίσως για κάτι μικρότερο, κάτι που είχε ταφεί με την ίδια τη Χέθρε. Δεν πίστευε ότι η Χέθρε θα μπορούσε να είναι μια από τις μούμιες που ανοίχτηκαν τυχαία. Κανένας αιγυπτιολόγος άξιος να φέρει τον τίτλο
του δε θ’ άνοιγε μια σαρκοφάγο τόσο ξακουστής προσωπικότητας χωρίς τη σωστή φροντίδα και προφύλαξη. Όπως όμως ένας τάφος μπορούσε να περιέχει διάφορες παγίδες για την προστασία του από μελλοντική βεβήλωση, το ίδιο συνέβαινε και μ’ ένα φέρετρο. Η Καμίλ στάθηκε να παρατηρήσει μία από τις μούμιες, θλιμμένη που καμία ανθρώπινη προσπάθεια δεν ήταν ικανή να εμποδίσει τον αδυσώπητο θάνατο και την αποσύνθεση. Τότε, οι λιγοστές λάμπες που φώτιζαν την αποθήκη ξαφνικά έσβησαν. Κι έτσι όπως η Καμίλ στεκόταν ανάμεσα στις μούμιες, τα πάντα έγιναν μαύρα. *** «Πέστε κάτω!» βρυχήθηκε ο Μπράιαν κι αφού έπεσε κι ο ίδιος στο έδαφος κύλησε πίσω από μια ποτίστρα ζώων, νομίζοντας ότι θα προφυλαχτεί κάπως. Ένιωσε το κάψιμο στο μπράτσο του και κατάλαβε πως είχε χτυπηθεί ξυστά από μια σφαίρα. Τότε, ξαφνικά, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Σύρθηκε γύρω από την ποτίστρα. «Έι! Έι, εδώ, φιλαράκο!» Ήταν η φωνή του Τρίσταν κι ο Μπράιαν αναστέναξε ανακουφισμένος. Κοίταξε προσεκτικά από την άκρη της ποτίστρας κι είδε τον Τρίσταν και τον Ραλφ να βγαίνουν πίσω από τις ρόδες μιας σπασμένης άμαξας. Ο άντρας που τους είχε ακολουθήσει βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος. Ο Μπράιαν πλησίασε κ έσκυψε πάνω του. Μια σφαίρα είχε καρφωθεί στο μέτωπό του. Ήταν νεκρός. Ο Μπράιαν έψαξε γρήγορα στις τσέπες του. Ο Τρίσταν κι ο Ραλφ στέκονταν δίπλα του κα κοιτούσαν με μάτια γουρλωμένα, σαν παιδιά που είχαν μπλεχτεί σ’ έναν άσχημο καβγά στην αυλή του σχολείου. «Φύγετε γρήγορα από δω και οι δυο σας», τους είπε. «Τι πράγμα;» Ο Μπράιαν κατάλαβε ότι οι δυο άντρες δεν είχαν ιδέα ποιος ήταν.
«Φύγετε από δω πριν έρθει η αστυνομία και σας ρωτήσουν τι γυρεύατε εδώ και ποια είναι η σχέση σας μ’ αυτό τον τύπο». «Σωστά, σωστά...» μουρμούρισε ο Τρίσταν. «Μα ποιος τον πυροβόλησε;» απόρησε ο Ραλφ. «Η σχέση μας μ’ αυτόν...» μουρμούρισε ο Τρίσταν. «Μα δεν τον ξέρω τον τύπο!» «Ήταν στην παμπ», είπε ο Ραλφ. «Καθόταν στην άκρη της μπάρας, απέναντί μας». «Αν όμως μας ρωτήσει η αστυνομία, εμείς δεν ξέρουμε τίποτα!» είπε ο Τρίσταν. «Όχι, δεν ξέρουμε», συμφώνησε ο Ραλφ. «Θέλετε να σας ρωτήσουν;» απόρησε ο Μπράιαν. «Όχι!» είπε ο Ραλφ. Ο Μπράιαν συνέχισε να ψαχουλεύει στις τσέπες του άντρα, δε βρήκε όμως κανένα στοιχείο ταυτότητας. Μόνο μερικά νομίσματα κι ένα μάτσο καπνό. Σήκωσε το βλέμμα του. Οι δυο άντρες παρέμεναν εκεί, κοιτώντας τον απορημένοι. «Φύγετε Γρήγορα!» Στάθηκε όρθιος κι εξέτασε γύρω του τη μικρή πλατεία. Ήταν περικυκλωμένη από σπίτια, αυτά όπου άλλοτε κατοικούσαν Φλαμανδοί υφαντές, μα τώρα ήταν τα τυπικά, εξαθλιωμένα σπίτια των φτωχών, όπου συχνά συνωστίζονταν πολυμελείς οικογένειες μέσα σ’ ένα και μοναδικό δωμάτιο. Κάθε κτίριο θα πρέπει να είχε τουλάχιστον εφτά ή οχτώ δωμάτια. Δύο κτίρια ήταν τριώροφα, ενώ καθένα διέθετε ένα πίσω μπαλκόνι ή ταράτσα. Οι δυο τους στέκονταν ακόμα εκεί, περιμένοντας. «Φύγετε!» προειδοποίησε ο Μπράιαν. Ξεκίνησαν προς το σοκάκι, όταν ο Μπράιαν άκουσε τις σφυρίχτρες της αστυνομίας. Υπήρχε ένα μονοπάτι μεταξύ των δυο σπιτιών, πίσω και δεξιά του.
«Από δω». Ο Μπράιαν σηκώθηκε κι έσπρωξε τους δυο άντρες μπροστά. Ο ίδιος χρειαζόταν λίγο ακόμα χρόνο, ούτε κι εκείνος όμως ήθελε ν’ ανακριθεί απ’ την αστυνομία. Σπρώχνοντας τον Ραλφ και τον Τρίσταν μπροστά, ο Μπράιαν έφτασε μαζί τους στην μπροστινή αυλή ενός σπιτιού. Τους έσπρωξε προς το πλήθος κι εκείνος χάθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. *** Η Καμίλ στεκόταν κρατώντας σφιχτά το κιβώτιο με τη μούμια που τόσο πολύ σπλαχνιζόταν μέχρι πριν από λίγες στιγμές. Στην αρχή απόλυτη σιωπή, ύστερα ακούστηκε ένα θρόισμα. Ο ήχος σαν να ερχόταν μέσα από το κουτί. Αλλά δεν ήταν δυνατόν! Όσο κι αν η καρδιά της βροντοχτυπούσε, η Καμίλ αρνιόταν να πιστέψει πως μια μούμια είχε επιστρέψει στη ζωή. Αφού όμως δε συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε κάποιος βρισκόταν εκεί. Κάποιος βρισκόταν μαζί της στο σκοτάδι, στεκόταν από την άλλη πλευρά του κιβώτιου και προσπαθούσε να την τρομάξει... Στο μυαλό της ήρθε ξάφνου η εικόνα από το απόκομμα της εφημερίδας με το σουγιά μπηγμένο στο πρόσωπο του σερ Τζον. Αυτός ο άνθρωπος ήθελε κάτι περισσότερο από το την τρομάξει. Προσπάθησε να είναι αθόρυβη, ν’ απομακρυνθεί πισωπατώντας από το κιβώτιο. Τότε άκουσε τη φωνή. Τον ψίθυρο. Τον τραχύ ήχο. «Καμίλ...» Δεν είχε τίποτα κοντά της για όπλο. Το μισούσε να νιώθει τρομαγμένη και δεν πίστευε ούτε λέξη για κατάρες, αυτή η φωνή όμως... Ήταν σαν να έξυνε από πάνω ως κάτω τη σπονδυλική της στήλη. Σαν να τρυπούσε την ίδια της τη σάρκα. Υπήρχε κάτι... διαβολικό σ’ αυτή τη φωνή. Έπρεπε να το βάλει στα πόδια, αλλά ήταν αδύνατο ανάμεσα σε τόσα κιβώτια, μέσα στο σκοτάδι. «Καμίλ...» Ακούστηκε ξανά, σαν γυαλόχαρτο στον αέρα... Περιπαιχτική. Προειδο-
ποιητική. Θανάσιμη. Έσφιξε τα δόντια και γύρισε, τυφλή μέσα στο σκοτάδι. Σκόνταψε πάνω σ’ ένα κουτί. Άκουσε πίσω της κίνηση. Κάποιος απέφυγε κυκλικά το κιβώτιο αναζητώντας την, τυφλωμένος κι αυτός από το σκοτάδι. Η Καμίλ ψαχούλεψε μέσα στο κουτί με την ελπίδα να βρει κάτι σαν όπλο. Έπιασε κάτι σκονισμένο, μακρύ και σκληρό. Ένα σκήπτρο, ίσως. Τύλιξε γύρω του τα δάχτυλά της, κρατήθηκε στα τυφλά από το κουτί και γύρισε από την άλλη μεριά. Κάτι θυμόταν από τη διάταξη των κιβωτίων κι άρχισε να προχωρά ανάμεσά τους. Τώρα τα βήματα ακούγονταν πιο τολμηρά, στο κατόπι της. Κι άλλη μια φορά η ίδια φωνή. «Καμίλ...» Είδε την πόρτα της εξόδου! Ήταν εκεί, μπροστά της, πλαισιωμένη από αδιόρατες φωτεινές σχισμές. Έτρεξε προς τα εκεί. Άκουσε τα βήματα, ένιωσε κάτι πάνω της... σκελετωμένα δάχτυλα... ν’ αρπάζουν τα μαλλιά της. Ούρλιαξε, γύρισε με το όπλο της και χτύπησε δυνατά, ύστερα έτρεξε γρήγορα προς την πόρτα και το φως.
Κεφάλαιο 10
«Τρίσταν, μα τι κάνεις φίλε μου;» θέλησε να μάθει ο Ραλφ. Ο Τρίσταν είχε σταματήσει. Βρίσκονταν τρία τετράγωνα πιο πέρα απ’ την πλατεία, ανάμεσα στο πλήθος. Άλλοι έτρεχαν προς τα εκεί όπου ακούγονταν οι σφυρίχτρες της αστυνομίας, άλλοι συνέχιζαν το δρόμο τους συνηθισμένοι στον ήχο. Ο φόνος δεν ήταν κάτι σπάνιο σ’ αυτή την περιοχή. «Έλα, πρέπει ν’ απομακρυνθούμε. Άκουσες τι είπε εκείνος ο γέρος με τη γενειάδα». Ο Τρίσταν κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Ραλφ! Θεέ και Κύριε, δεν μπορεί να μην έχει καταλάβει ποιος ήταν!» Ο Ραλφ τον κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι. Κοίταξε γύρω του ανυπομονώντας να συνεχίσουν Ήταν ασυνήθιστος στις καταστάσεις αυτές, από τότε που ο Τρίσταν είχε τη λαμπρή ιδέα να δανειστεί λίγα από τα υπάρχοντα του λόρδου Στέρλινγκ. Μέχρι σήμερα εκείνο το φιάσκο τού είχε βγει σε καλό. Άραζε στα φίνα δωμάτια που του είχαν παραχωρήσει μέσα στα διαμερίσματα των υπηρετών του κάστρου, έτρωγε καλά, ζούσε με την άνεση ενός τζέντλεμαν. Αλλά αυτό παραπήγαινε! Να τον πυροβολούν! Ο Τρίσταν αναστέναξε. «Ήταν ο λόρδος Στέρλινγκ». «Όχι!» «Ναι». «Όχι!» «Ναι!» «Ο λόρδος Στέρλινγκ! Μα, αν ήταν εκεί, έτσι μεταμφιεσμένος, εμάς γιατί μας έστειλε;» «Επειδή ξέρουμε τα κατατόπια σ’ αυτά τα μέρη κι είναι γνωστό πως κάνα δυο φορές έχουμε πουλήσει κλοπιμαία». «Εντάξει. Καλά ως εδώ. Τώρα πάμε να φύγουμε».
Ο Τρίσταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Τα μάτια του έλαμπαν. «Πάω πίσω». «Πίσω! Εκεί όπου παραλίγο να μας σκοτώσουν μπροστά του!» Ο Ραλφ προσπαθούσε όσο μπορούσε να δείξει αξιοπρέπεια κι επιβολή. «Μα, αν ήταν πράγματι ο λόρδος Στέρλινγκ όπως λες, μας διέταξε ορθά κοφτά να φύγουμε!» «Φυσικά, αφού δεν ήθελε να μπλεχτούμε σε ανάκριση». Ο Τρίσταν ανασήκωσε τους ώμους «Μάλλον απίθανο ο φόνος ενός τέτοιου τύπου να τραβήξει πολλή προσοχή, αν όμως η υπόθεση φτάσει ως τις εφημερίδες, ο Στέρλινγκ δε θα θέλει να έχουμε ανάμειξη». «Σωστά. Γι’ αυτό ας μην αναμειχθούμε». «Δεν κινδυνεύουμε πια. Τώρα είμαστε μέσα στο περίεργο πλήθος. Σκότωσαν έναν άντρα στην πλατεία! Ήδη θα έχει μαζευτεί ένα σωρό κόσμος στη σκηνή του φόνου, κανείς δε θα μας πάρει είδηση». «Εγώ δε θέλω να γυρίσω να δω έναν νεκρό να αιμορραγεί στο πλακόστρωτο!» «Α, μα ο κόσμος αυτό ακριβώς θέλει. Δεν τους έχεις δει που μαζεύονται για να παρακολουθήσουν έναν δημόσιο απαγχονισμό; Έλα, φίλε μου. Δε θα μας προσέξουν. Κι ίσως κάτι να πάρει το αυτί μας». «Ω Τρίσταν», βόγκηξε ο Ραλφ. «Πρέπει να μάθουμε ό,τι μπορούμε για τον λόρδο Στέρλινγκ», του είπε ο Τρίσταν αποφασιστικά. Ύστερα γύρισε κι απομακρύνθηκε προς τα εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Βογκώντας ξανά ο Ραλφ τον ακολούθησε. *** Η πόρτα έκλεισε πίσω από την Καμίλ κι ο κόσμος ξαφνικά πλημμύρισε με φως. Ο προθάλαμος της αποθήκης ήταν άδειος κι έτρεξε γρήγορα προς τα σκαλιά. Βγήκε με φόρα σε μια από τις αίθουσες εκθεμάτων όπου εκείνη τη στιγμή περιφέρονταν λιγοστοί επισκέπτες. Γύρισαν και την κοίταξαν.
Μια γυναίκα έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα. Όλοι την κοιτούσαν σοκαρισμένοι. Για μια στιγμή η Καμίλ έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της, σαστισμένη. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα στο αντικείμενο που είχε αρπάξει από το κιβώτιο της μούμιας. Στο χέρι της κρατούσε ένα βραχίονα. Τυλιγμένο μ’ ένα λινό πανί, σκούρο από τους τόσους αιώνες ενταφιασμού κι αποσύνθεσης, το λείψανο έμοιαζε όντως μ’ ένα παράξενο και φρικαλέο τρόπαιο. Το άφησε να πέσει από το χέρι της με φρίκη. Ύστερα κατάλαβε πως θα γινόταν σκηνή μέσα στην αίθουσα του μουσείου, χαμογέλασε θλιβερά, έστρωσε πίσω τα μαλλιά της και ξανάπιασε το αρχαίο μέλος. «Με συγχωρείτε πολύ. Καινούριο έκθεμα», εξήγησε. Έφυγε γρήγορα προς τις σκάλες που οδηγούσαν στα γραφεία με το μυαλό της να δουλεύει πυρετωδώς. Το πιο λογικό ήταν να τρέξει κοντά σ’ έναν από τους αστυνομικούς οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια του μουσείου. Τότε όμως θα έπρεπε να εξηγήσει πώς βρέθηκε η ίδια στην αποθήκη. Όμως ο άνθρωπος που την είχε απειλήσει μπορεί να βρισκόταν ακόμα εκεί. Ήταν καιρός να συλληφθεί ο ένοχος! Έτρεχε προς τα γραφεία αποφασισμένη να ζητήσει βοήθεια, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες, ώσπου φρέναρε απότομα βλέποντας τον άνθρωπο που βρισκόταν στο γραφείο του σερ Τζον. Η Ίβλιν Πράιορ περίμενε καθισμένη στην καρέκλα. «Να σε λοιπόν, αγαπητή μου!» αναφώνησε. «Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ... Εργάσιμη μέρα κι ούτε ψυχή στο γραφείο. Καμίλ... τι τρέχει; Μοιάζεις λες κι είδες φάντασμα». Ανασήκωσε το φρύδι. «Που του έχεις πάρει ένα γήινο λείψανο». «Καλά... είμαι», μουρμούρισε. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά. Δεν είχε ιδέα γιατί... αφού συμπαθούσε πολύ την Ίβλιν, γιατί ξαφνικά ένιωσε πολύ επιφυλακτική. Ήταν δυνατόν να είχε συναντηθεί με την Ίβλιν Πράιορ κάτω στο υπόγειο; Μήπως ήταν εκείνη που είχε ψιθυρίσει
το όνομα της Καμίλ και τώρα καθόταν στο γραφείο για να μην προκαλέσει υποψίες; «Α, αυτό!» Χαμογέλασε με το ζόρι. «Ναι... τρομερό εκ μέρους μου. Πρέπει να το επιστρέψω στη θέση του. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά είδα έναν αρουραίο και πανικοβλήθηκα. Θα περίμενε κανείς να είμαι εξοικειωμένη με τέτοια πράγματα, αλλά... Συγνώμη, πρέπει να...» Σώπασε απότομα. «Ίβλιν τι κάνεις εδώ;» «Είναι περασμένες τέσσερις, αγαπητή μου. Ήρθα με τον Σέλμπι για να σε πάρω να πάμε στο σπίτ των αδερφών, για την πρόβα. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι το φόρεμα θα είναι τέλειο για τον αυριανό χορό». «Περασμένες τέσσερις;» μουρμούρισε η Καμίλ. «Φυσικά. Χρειάζομαι μόνο ένα λεπτό... σε πειράζει να με περιμένεις λίγο; Με συγχωρείς, Ίβλιν, θα επιστρέψω αμέσως». Βγήκε από τα γραφεία κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ήταν παράλογο να σκέφτεται ότι η Ίβλιν την καταδίωκε μέσα στην αποθήκη! Η γυναίκα ήταν το δεξί χέρι του Μπράιαν Στέρλινγκ, ή έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Κι είχε φανεί ήρεμη κι ατάραχη, μόνο που τα έχασε βλέποντας την Καμίλ να μπαίνει κρατώντας το βραχίονα μιας μούμιας. Γύρισε γρήγορα, συνειδητοποιώντας πως είχε σίγουρα ένα λόγο ν’ αναζητήσει κάποιον αστυνομικό. Κρατούσε ακόμα το μπράτσο της μούμιας κι έπρεπε να το επιστρέψει. Προσπάθησε να το κρύψει ανάμεσα στις πτυχές της φούστας της, μη θέλοντας να σοκάρει κι άλλο τους επισκέπτες του μουσείου. Κατάλαβε όμως πως το ζήτημα ήταν ακόμα σοβαρότερο. Κάπου της είχαν πέσει τα κλειδιά του σερ Τζον. Κι είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Βρήκε το φρουρό να ξεκουράζεται σε μια καρέκλα στην αίθουσα με τη Στήλη της Ροζέτας. Ο αξιωματικός της βάρδιας ήταν γνωστός σαν Γκραμπς, αν και το αληθινό του όνομα ήταν Τζέιμς Σμίθφιλντ. Ήταν ένας ψηλός, λεπτός άντρας, με αραιά γκρίζα μαλλιά κάτω από το καπέλο του. Τα ανοιχτογάλανα μάτια του ήταν ξεθωριασμένα αλλά ευγενικά κι είχε θαυμάσιες ιστορίες να διηγηθεί για τα νεανικά χρόνια της υπη-
ρεσίας του στην αστυνομία. «Τζιμ!» είπε η Καμίλ κουνώντας τον ελαφρά στον ώμο. Φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί ελαφρά. Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Είδε το πρόσωπό της, θυμήθηκε πως δεν έπρεπε να έχει αποκοιμηθεί εν ώρα υπηρεσίας και πετάχτηκε όρθιος. «Καμίλ!» Κοίταξε τριγύρω του, σίγουρος πως θα έβρισκε τον μπελά του. Η Καμίλ βρήκε το κουράγιο να του χαμογελάσει. «Χρειάζομαι βοήθεια, σε παρακαλώ». «Ναι, ναι, φυσικά. Τι τρέχει, μικρή μου;» «Έπρεπε να τσεκάρω κάτι στην αποθήκη. Νομίζω πως κάποιος ήταν εκεί. Θα ’θελα να βεβαιωθώ πως ο χώρος είναι άδειος και να ξανακλειδώσω». Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Κάποιος τριγύριζε κρυφά;» «Είμαι σίγουρη πως δεν είναι τίποτα. Μάλλον της φαντασίας μου. Αλλά, αν δε σε πειράζει, μπορείς να έρθεις μαζί μου;» «Φυσικά, μικρή μου! Αυτή είναι η δουλειά μου!» Νιώθοντας λίγο πιο ασφαλής μαζί του, παρ’ όλο που ο Τζέιμς Σμίθφιλντ είχε περίπου την ίδια ηλικία με μερικά από τα εκθέματα του μουσείου, η Καμίλ προπορεύτηκε του αστυνομικού. Η πόρτα της αποθήκης ήταν ακόμα κλειστή, αλλά ξεκλείδωτη. Κι όταν η Καμίλ την έσπρωξε ν’ ανοίξει, τα χαμηλά φώτα ήταν και πάλι αναμμένα, σαν να μην είχαν σβήσει ποτέ. Ακολούθησε τα ίδια βήματα όπως και πριν, έχοντας πίσω της τον Τζιμ να ψαχουλεύει εδώ κι εκεί κάποια κιβώτια. Η Καμίλ βρήκε το κιβώτιο με τη μούμια που της έλειπε ο βραχίονας κι έκανε ό,τι μπορούσε για να ξαναβάλει το μέλος στη θέση του. Τα κλειδιά βρίσκονταν στο πάτωμα, δίπλα στον πελώριο κλωβό. Τα σήκωσε. Ο Τζιμ την κοιτούσε μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη. «Ορίστε λοιπόν, μικρή μου, όλα είναι στη θέση τους και κανείς δεν τριγυρίζει. Μήπως σ’ επηρέασαν κι εσένα αυτές οι ιστορίες με τις μούμιες; Α, μα εσύ είσαι πολύ νέα, εύκολο ν’ αφήσεις το φόβο να τρυπώσει μες στο νου σου, ε;»
Του χαμογέλασε βεβιασμένα. «Όχι, νομίζω πως κάποιος ήταν όντως εδώ. Όμως συμφωνώ, όποιος κι αν ήταν, τώρα έχει φύγει». «Πιθανόν κάποιος από άλλο τμήμα», είπε ο Τζιμ χαμογελώντας ευχάριστα, διασκεδάζοντας, αλλά χωρίς κακία. Ήταν καλός άνθρωπος, μα δεν καταλάβαινε γιατί ορισμένα πράγματα είχαν τόση σημασία για τους ανθρώπους του μουσείου, όταν τα ποσά που κόστιζαν μπορούσαν να θρέψουν δεκάδες οικογένειες για ολόκληρες βδομάδες. Όμως είχε κατανόηση. Μια φιγούρα σχεδόν πατρική. «Σ’ ευχαριστώ, Τζέιμς». «Στη διάθεσή σου όποτε με χρειάζεσαι, Καμίλ». «Σ’ ευχαριστώ». Όταν έφυγαν από την αποθήκη, η Καμίλ φρόντισε να κλειδώσει καλά την πόρτα, αν και αναρωτήθηκε σε τι ωφελούσε κάτι τέτοιο. Ήταν κλειδωμένη όταν κατέβηκε εδώ για πρώτη φορά! Είχαν κι άλλοι άνθρωποι κλειδιά, υπεύθυνοι άλλων τμημάτων που είχαν επίσης πρόσβαση στις αποθήκες. Ποιος υπεύθυνος τμήματος όμως θα έσβηνε όλα τα φώτα; Η Καμίλ ήταν βέβαιη πως ήταν και κάποιος άλλος μαζί της στο σκοτάδι. Γύρισαν πίσω. Καθώς πλησίαζαν στη Στήλη της Ροζέτας ο Τζέιμς κοντοστάθηκε. «Δε θα πω κουβέντα γι’ αυτό, ξέρεις». Της έκλεισε το μάτι. Η Καμίλ πήγε να του πει ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, ύστερα όμως αποφάσισε πως η σιωπή του θα ήταν προτιμότερη. «Σ’ ευχαριστώ, Τζιμ», του είπε κι έφυγε για τα γραφεία. *** Μόλις ο Μπράιαν τελείωσε τη φροντίδα της πληγής από τη σφαίρα που είχε ξύσει το μπράτσο του, άκουσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Ο Έιτζαξ, φρουρός καθιστός μπροστά στο τζάκι, σήκωσε το κεφάλι και χτύπησε την ουρά του στο πάτωμα. «Ναι;» «Είμαι ο Κόργουιν, μιλόρδε».
«Πέρασε, σε παρακαλώ». Έδεσε τη μάσκα πίσω από το κεφάλι του κι ο άνθρωπος μπήκε στο δωμάτιο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μπράιαν. «Αυτός ο τύπος, ο σερ Τρίσταν Μοντγκόμερι, θέλει να σας δει». «Στείλ’ τον μέσα». Ο Κόργουιν έγνεψε καταφατικά κι ο Τρίσταν πέρασε μέσα. «Καλησπέρα, λόρδε Στέρλινγκ. «Καλησπέρα. Λοιπόν... Έχετε κάτι να μου αναφέρετε; Βρήκατε κάποιο μέρος όπου πωλούντα αντίκες στη μαύρη αγορά;» «Ξέρετε πολύ καλά την απάντηση», είπε ο Τρίσταν ήρεμα και με αξιοπρέπεια. Ο Μπράιαν τον κοίταξε αμίλητος για μια στιγμή κι ύστερα ανασήκωσε τους ώμους. «Να συμπεράνω λοιπόν ότι εσείς κι ο σύντροφός σας προλάβατε ν’ απομακρυνθείτε πριν έρθει η αστυνομία;» «Απομακρυνθήκαμε, αλλά ξαναγυρίσαμε». «Μπα;» Ο Μπράιαν ξαφνιάστηκε. Ένας άνθρωπος με το παρελθόν του Τρίσταν συνήθως δεν επιδίωκε πάρε δώσε με την αστυνομία. «Σκέφτηκα πως θα θέλατε το όνομα του τύπου», είπε ο Τρίσταν. Εμφανώς ξαφνιασμένος, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη του, ο Μπράιαν πλησίασε σ’ ένα μικρό τραπέζι κι έβαλε μπράντι σε δυο ποτήρια. «Πράγματι», είπε δίνοντας το ένα ποτήρι στον Τρίσταν. «Ήταν ένα μούτρο, γνωστό στους αστυνομικούς. Τζόζεφ Μπάτονγουντ. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε μπει ποτέ στη στενή. Προφανώς αυτό έκανε τους αστυνόμους να τον ψυλλιαστούν. Απ’ ό,τι φαίνεται, υποψιάζονταν πως έκανε μια βρομοδουλειά για κάποιον της ανώτερης τάξης, γιατί είχε δώσει τα κλοπιμαία του στο Μέιφερ». «Κατάλαβα», μουρμούρισε ο Μπράιαν. «Την υπόθεση ανέλαβαν οι μπόμπηδες του Σίτι, έγινε στην περιοχή τους», συνέχισε ο Τρίσταν. «Πάντως δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο ντετέκτιβ που έφτασε
στον τόπο του εγκλήματος είναι ένας ταλαίπωρος φουκαράς, ο υπαστυνόμος Γκαρθ Βίκφορντ. Πιστεύει ότι είναι θετικό που λείπε το στοιχείο του εγκλήματος, γιατί έτσι αποφεύγουν τη δίκη και γλιτώνουν τα χρήματα του Στέμματος και των φορολογουμένων. Δε νομίζω ότι θα γίνει έρευνα». «Εσείς τα ανακαλύψατε όλα αυτά;» Ο Τρίσταν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Ξέρω πώς να πλησιάζω και να στήνω αυτί». Ο Μπράιαν κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα, μπροστά στο τζάκι. Για μια στιγμή δεν απάντησε. Παρά το συγκλονιστικό γεγονός πως πρώτη φορά πλησίαζε τόσο κοντά στην αλήθεια, ο νους του ταξίδεψε μακριά. Σ’ αυτή την ίδια πολυθρόνα είχε καθίσει ξανά, κρατώντας την Καμίλ στην αγκαλιά του. Μπορούσε να θυμηθεί το άρωμά της, την απαλότητα της επιδερμίδας της και τον τρόπο που τα μάτια της κοιτούσαν τα δικά του. Μάτια λαμπερά και γεμάτα ιριδισμούς, φλόγες χρυσαφιές, μάτια σμαραγδένια, μάτια που αδιαφορούσαν για τη μάσκα και για τη φήμη του κτήνους, του καταραμένου και σημαδεμένου πέρα από κάθε ελπίδα... «Θα έλεγα», συνέχισε ο Τρίσταν, «πως ο νεκρός δεν ήταν παρά ένας λαθρέμπορος. Και η επίθεσή του σ’ εμένα και τον Ραλφ πιθανόν μια ανοησία. Γι’ αυτό και κάποιος, ίσως αυτός για τον οποίο δούλευε ή απλώς κάποιος ανώτερος στην ιεραρχία της σπείρας, αποφάσισε πως έπρεπε να του κλείσει το στόμα». «Ναι, ναι», είπε ο Μπράιαν και σηκώθηκε. «Ευχαριστώ. Σήμερα μου κάνατε μία σημαντική εκδούλευση. Δε μου χρωστάτε τίποτα πια. Δεν είχα σκεφτεί πως θα έβαζα τις ζωές σας σε κίνδυνο». «Μα ήσασταν εκεί. Και τραυματιστήκατε στο μπράτσο». «Μια γρατζουνιά είναι, τίποτα σπουδαίο. Κι εφόσον δεν μπορώ να εγγυηθώ πως θα βρίσκομαι πάντοτε εκεί όταν υπάρχει πρόβλημα, επαναλαμβάνω, μου κάνατε μία σημαντική εκδούλευση. Και δε μου οφείλετε τίποτα πια».
Ο Τρίσταν όρθωσε όλο του το ανάστημα. «Λόρδε Στέρλινγκ, είναι γνωστό ότι ηγηθήκατε αντρών στη μάχη και πολεμήσατε επικεφαλής τους και όχι στα μετόπισθεν. Υπήρξα όμως κι εγώ στρατιώτης για την Αυτού Μεγαλειότητα. Δεν είμαι δειλός, ούτε αγαπώ τη ζωή μου πιότερο απ’ την τιμή. Χαίρομαι που πρόσφερα μια μεγαλύτερη υπηρεσία». «Αν γινόμουν η αιτία να τραυματιστείτε, η Καμίλ θα με μισούσε και δε θα με συγχωρούσε ποτέ». «Αν αρνιόμουν τη δίκαιη αποστολή που μου ανέθεσε ένας άντρας σαν εσάς για να ξεφύγω από τη ζωή που ζούσα, η Καμίλ θ’ απελπιζόταν εντελώς μαζί μου», αντέτεινε ο Τρίσταν. «Ίσως να μην έκανα πολύ καλή εντύπωση σήμερα, λόρδε Στέρλινγκ. Ίσως, ακόμα, να μην είχα πιστέψει απόλυτα την αλήθεια σ’ αυτό που αναζητάτε. Όμως μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου και θα το κάνω. Μη μου ζητάτε ν’ αποσυρθώ τώρα. Μπήκα στο παιχνίδι και νιώθω όπως έχω να νιώσω εδώ και χρόνια». Ο Μπράιαν έγειρε μπροστά και χάιδεψε το μεγάλο κεφάλι του Έιτζαξ, ύστερα σηκώθηκε και κοίταξε πάλι τον Τρίσταν. «Εντάξει. Αλλά θα ζητήσω να μην αναλαμβάνετε πρωτοβουλίες. Τίποτα δε θα γίνεται χωρίς να είμαι ενήμερος και θα έχετε πάντα σαν πρώτη προτεραιότητα τη ζωή σας και τη σωματική σας ακεραιότητα». Ο Τρίσταν χαμογέλασε πλατιά. «Τότε λοιπόν να γυρίσω στο κρεβάτι μου, έτσι εξαντλημένος και μωλωπισμένος που είμαι! Μπορεί η Κάμι να γυρίσει νωρίτερα!» Χαιρέτησε στρατιωτικά κι έφυγε από το δωμάτιο. Ο Μπράιαν κάθισε και χάιδεψε πάλι το κεφάλι του Έιτζαξ. «Τι έχω κάνει;» μουρμούρισε. *** Οι αδερφές, σκεφτόταν η Καμίλ, δεν ήταν μόνο θαυμάσιες, ήταν τρεις καλές νεράιδες. Παρά τα γεγονότα της ημέρας και την παρουσία της Ίβλιν στο μουσείο, η Καμίλ δεν μπόρεσε να μη νιώσει ενθουσιασμένη με το ρούχο. Ποτέ δεν είχε ξαναφορέσει κάτι παρόμοιο. Σίγουρα είχαν κάνει κάτι μαγικό
στο ράψιμό του, αφού μέσα σε μια μέρα είχαν δημιουργήσει μια τουαλέτα όχι μόνο συγκλονιστικά όμορφη, αλλά και με τέλεια εφαρμογή. Φυσικά, είχαν φροντίσει και για τα κατάλληλα εσώρουχα. Κορσές με δαντελένια τελειώματα, ασορτί μεσοφόρια, εσώρουχο στο τέλειο μέγεθος. Η Καμίλ ήταν κατάπληκτη με τον εαυτό της, γιατί ένιωθε ζωντανή, ένιωθε ν’ ακτινοβολεί μέσα στο καινούριο φόρεμα. Το χρώμα των μαλλιών της αναδεικνυόταν εντονότερο και τα μάτια της έλαμπαν υπέροχα. Όταν γύρισε από την άλλη πλευρά, ένιωσε στ’ αλήθεια σαν βασίλισσα. Το ντεκολτέ ήταν χαμηλό, μα όχι υπερβολικά. Τα μικρά μανίκια ξεκινούσαν από το μπούστο και σχημάτιζαν τόξο στους ώμους της. Το ύφασμα άστραφτε πάνω από μια αέρινη φούστα και το κορσάζ με τις χάντρες εφάρμοζε όμορφα στις καμπύλες της. «Ω μις! Είστε πολύ όμορφη!» της είπε η μικρή Άλι. Η Καμίλ χαμογέλασε στο παιδί. «Σ’ ευχαριστώ», της είπε. «Βοήθησα κι εγώ, ξέρετε», καμάρωσε η Άλι. «Αλήθεια;» «Ε, μόνο λίγο. Αλλά με άφησαν να κάνω μερικές βελονιές στο στρίφωμα». «Μπράβο. Στ’ αλήθεια, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!» Οι αδερφές είχαν συγκεντρωθεί όλες μαζί κι επιθεωρούσαν το επίτευγμά τους με πονηρά χαμόγελα. Η Ίβλιν Πράιορ έκανε ένα γύρο να τη θαυμάσει κι εκείνη, γνέφοντας με επιδοκιμασία. Όμως η Καμίλ ένιωσε σαν να ήταν ένα νέο έπιπλο που είχε παραγγελθεί για κάποιο δωμάτιο. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν ν’ αποκτήσει μια νέα εμφάνιση κι έχοντας συμφωνήσει σ’ αυτό, είχε γίνει πράγματι αγνώριστη. «Πανέμορφη, πανέμορφη», είπε η Ίβλιν και χαμογέλασε στις αδερφές. «Λοιπόν... ας της το βγάλουμε τώρα. Πρέπει να το συσκευάσουμε πολύ προσεκτικά για το κάστρο. Ο αφέντης θα περιμένει». «Δε θα μείνετε για τσάι;» ρώτησε απογοητευμένη η Ίντιθ. «Φοβάμαι πως όχι. Ο λόρδος Στέρλινγκ περιμένει τη μις Μοντγκόμερι
πριν από το δείπνο του». «Αχ, τι κρίμα», είπε η Άλι. Η Ίβλιν χαμογέλασε στο παιδί με ειλικρινή τρυφερότητα. «Άλι, καλή μου, μπορούμε να ξανάρθουμε, ξέρεις». Η Άλι έγνεψε καταφατικά, με υπερβολική για την ηλικία της σοφία. Όταν βγήκαν από το σπίτι ο Σέλμπι περίμενε δίπλα στην πόρτα της άμαξας για να βοηθήσει την Καμίλ. Της χαμογέλασε. «Καμία άλλη, λαίδη ή απλή γυναίκα του λαού, δε θα είναι ομορφότερη από σας στον αυριανό χορό». «Ευχαριστώ θερμά για την καλοσύνη σας», του απάντησε. Η Ίβλιν ήρθε βιαστικά πίσω τους. Απορώντας ακόμα για την ξαφνική δυσπιστία της απέναντι στην οικονόμο, η Καμίλ μπήκε στην άμαξα. *** «Δεν είμαι τόσο σίγουρη γι’ αυτό», μουρμούρισε η Ίβλιν. «Δεν είμαι καθόλου σίγουρη». Είχε έρθει στα διαμερίσματά του, αμέσως μετά την επιστροφή της από την αγροικία. Η Καμίλ είχε κάνει μια στάση να δει τον Τρίσταν, ο οποίος βρισκόταν και πάλι στο κρεβάτι του. Ο Μπράιαν ανασήκωσε το φρύδι του κάτω από τη μάσκα. «Δεν είσαι σίγουρη; Μα εσύ επέμενες να ξαναμπώ στην κοινωνία, να εμφανιστώ με μια γυναίκα στο μπράτσο μου. Κι ενθουσιάστηκες όταν η Καμίλ ήρθε στις ζωές μας». «Ναι, αλλά...» «Αλλά τι;» «Αυτό το κορίτσι είναι πολύ παράξενο!» «Τι εννοείς, παράξενο;» «Δεν ήταν στο εργαστήρι της όταν έφτασα. Περίμενα στο γραφείο του σερ Τζον. Κι ύστερα την είδα...» «Ναι;» «Κρατούσε ένα μπράτσο μούμιας στα χέρια της!» «Ίβλιν, είναι το Τμήμα Αιγυπτιολογίας». «Ναι, ναι, αλλά ποια φυσιολογική γυναίκα περιφέρεται κρατώντας αν-
θρώπινα μέλη;» «Θα πρέπει να το κρατούσε για κάποιο λόγο». «Ίσως, αλλά η συμπεριφορά της ήταν αλλόκοτη. Ήταν εντελώς ξεχτένιστη, σκονισμένη, χλομή. Και τριγύριζε μ’ ένα απολιθωμένο μπράτσο». «Ίβλιν, ήσουν κι εσύ εκεί όταν ανακαλύπτονταν μεγάλοι τάφοι. Τόσο οι ντόπιοι όσο κι οι ξένοι χρησιμοποιούσαν τις απολιθωμένες μούμιες για καυσόξυλα». «Ναι, αλλά ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να τις αγγίζω!» είπε ανατριχιάζοντας. «Πώς πήγε η πρόβα;» άλλαξε θέμα ο Μπράιαν. Η Ίβλιν έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Συνέβη τίποτα;» «Όχι. Όλα ήταν εντάξει. Απίστευτα εντάξει», μουρμούρισε η Ίβλιν. «Τότε;» «Δεν ξέρω. Υποθέτω πως ανησυχώ. Λοιπόν, άσε με τώρα να πάω να σου φέρω τη μικρή λάτρισσα των μουμιών». Σηκώθηκε και τον άφησε, αφού πρώτα κοντοστάθηκε μια τελευταία στιγμή στην πόρτα. «Λυπάμαι, Μπράιαν. Ναι, ήταν δική μου ιδέα, αλλά αυτό το κορίτσι είναι αλλόκοτο». Παρακολούθησε μπερδεμένος την Ίβλιν να φεύγει. Αφότου επέστρεψε ως Άρμποκ στο μουσείο, ο Μπράιαν παρατήρησε τους υπαλλήλους και τη δουλειά τους, χωρίς ωστόσο τίποτα να του φανεί παράξενο. Όμως κάτι θα πρέπει να είχε συμβεί σήμερα! Ένα χτύπημα στην πόρτα σηματοδότησε την άφιξη της Καμίλ. Της φώναξε να περάσει. «Καλησπέρα, μις Μοντγκόμερι», την υποδέχτηκε με ύφος βαρύ. «Καλησπέρα». Πρόσεξε πως τα μαλλιά της ήταν νωπά. Ήταν φανερό πως είχε πλυθεί μετά την επιστροφή της στο κάστρο, κλέβοντας πολύτιμες στιγμές από τον λιγοστό χρόνο που θα περνούσε με τον κηδεμόνα της πριν από το
βραδινό τους γεύμα. Τόσο πολλή να ήταν η σκόνη πάνω της; Ο Μπράιαν τράβηξε μια καρέκλα, σέρβιρε το κρασί, ύστερα πήρε τη θέση του απέναντί της στο τραπέζι. «Κουραστική μέρα;» «Ναι, έτσι φαίνεται», μουρμούρισε εκείνη. «Έγινε τίποτα το ασυνήθιστο;» «Όλα ήταν ασυνήθιστα σήμερα». «Ναι, ε;» «Κανείς δεν ήρθε στη δουλειά σήμερα». «Ούτε ο σερ Τζον;» «Όχι, εκείνος ήρθε, μα έφυγε. Ξαφνικά», τον πληροφόρησε κοιτώντας τον κατάματα. «Έπρεπε να δώσει μια διάλεξη στην αίθουσα αναγνώσεων. Βγήκα να του μιλήσω για ένα κομμάτι που συνάντησα στο κείμενο των ιερογλυφικών. Δεν τον βρήκα εκεί, όμως ένα απόκομμα εφημερίδας από την τελευταία αποστολή των γονιών σας βρισκόταν πάνω στο γραφείο του. Ο μικρός σουγιάς του σερ Τζον ήταν καρφωμένος πάνω στο χαρτί, τρυπώντας το πρόσωπό του στη φωτογραφία». «Ενδιαφέρον. Συνεχίστε». «Ε, τότε ο σερ Τζον επέστρεψε κι αναστατώθηκε πολύ. Ύστερα έφυγε». «Πιστεύετε πως τον απειλούν;» «Να τον απειλούν;» «Ναι, συμβαίνει κι αυτό. Όπως ξέρετε». «Ναι», μουρμούρισε ξερά η Καμίλ. «Νομίζετε πως γνωρίζει κάτι και δέχεται απειλές;» «Πιθανόν». «Ξέρετε κάτι για μια χρυσή κόμπρα με πολύτιμους λίθους αντί για μάτια;» «Χρυσή κόμπρα; Όχι. Ποτέ δεν είδα τέτοιο αντικείμενο καταχωρημένο, ούτε στα κιβώτια που έφτασαν εδώ στο κάστρο ούτε σ’ εκείνα που μεταφέρθηκαν στο μουσείο. Η κόμπρα ήταν βασιλικό σύμβολο, φυσικά, αλλά δεν έχω ακούσει να μιλούν για πολλά τέτοια κομμάτια.
Υποτίθεται πως ήταν ένα από τα ταφικά ευρήματα;» «Δε νομίζω. Δεν ξέρω. Όμως αναφέρεται μέσα στο κείμενο που μεταφράζω». Ξάφνου η Καμίλ έγειρε μπροστά, κοιτώντας τον επίμονα. «Σκεφτόμουν, προσπαθούσα απεγνωσμένα να βγάλω κάποια άκρη. Πιστεύετε πως οι γονείς σας δολοφονήθηκαν κι ίσως αυτό να συνέβη. Αλλά θα πρέπει να υπήρχε ένας λόγος, κάποιο...» «Κίνητρο;» «Ναι, ακριβώς. Αν κάποιος που εργάζεται στο μουσείο ήθελε να κλέψει κάτι πολύτιμο... υπάρχουν πολλά αντικείμενα που αξίζουν μια περιουσία. Όμως το να πουληθεί κάτι εδώ, στην Αγγλία, ακόμα και παράνομα... θα ήταν παρακινδυνευμένο. Γιατί λοιπόν ν’ αποκτήσει κάποιος ένα θησαυρό τον οποίο δε θα μπορεί να επιδεικνύει;» «Θα μπορούσε αυτός ο κάποιος να βρει ένα τέτοιο κομμάτι και να το μεταφέρει στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή σε κάποια άλλη χώρα». Η Καμίλ ένευσε καταφατικά. «Και πάλι όμως, αν μιλάμε για άνθρωπο του μουσείου, θα έχει την ευκαιρία να κλέψει πολλά αντικείμενα». «Όσα όμως εκτίθενται είναι καταχωρημένα», της θύμισε. «Σειρά μου τώρα. Τι άλλο συνέβη σήμερα;» Έγειρε πίσω στην καρέκλα της κι ανασήκωσε τους ώμους. Του φάνηκε ότι η Καμίλ τον παρακολουθούσε προσεκτικά, μετρούσε τα λόγια της. «Ο σερ Τζον ξέχασε τα κλειδιά του. Τα πήρα και μπήκα στην αποθήκη». «Κι εκεί αποφασίσατε να εξετάσετε το μπράτσο μιας μούμιας;» Τον κοίταξε κατάπληκτη. «Μου το είπε ένα πουλάκι με μεγάλο ράμφος». «Ήταν κάποιος εκεί. Και τα φώτα έσβησαν». Ο Μπράιαν αντέδρασε έντονα, οι μύες του συσπάστηκαν. «Ξέρετε πως ήταν κάποιος άλλος εκεί Και τα φώτα έσβησαν; Είστε βέβαιη;» «Ναι. Για την ακρίβεια, νομίζω πως ήταν η κυρία Πράιορ. Άρα να υ-
ποθέσω πως η ίδια ήταν και το μικρό πουλί με το μεγάλο ράμφος». «Τι;» Ταράχτηκε τόσο, που πετάχτηκε όρθιος κι έγειρε επάνω της απειλητικά. Η Καμίλ πάγωσε. Όμως δε δείλιασε, ούτε οπισθοχώρησε. «Σας είπα, κανένας από τους υπαλλήλους δε βρισκόταν στο μουσείο. Μόνο η κυρία Πράιορ». «Ναι, ήρθε να βρει εσάς στα γραφεία. Να σας θυμίσω όμως ότι η Ίβλιν δεν ήταν απλώς η καμαριέρα της μητέρας μου, ήταν κι η καλύτερή της φίλη». Η Καμίλ σηκώθηκε κι εκείνη, έσφιξε τα δόντια της κι έγειρε μπροστά με μάτια που πετούσαν φωτιές. «Πολύ καλά! Εσείς το ξεκινήσατε αυτό, φέρνοντάς με εδώ καθημερινά για να με ανακρίνετε. Κι εγώ απλώς προσπαθώ να δίνω όσο πιο ειλικρινείς απαντήσεις μπορώ. Ρωτάτε, απαντώ. Λυπάμα αν δε σας αρέσουν οι απαντήσεις μου!» «Έπρεπε να βρίσκεστε σ’ εκείνη την αποθήκη;» Τα έχασε με την ερώτησή του. «Μην ξαναπάτε εκεί. Μην ξαναπάτε πουθενά στο μουσείο όπου δε θα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι και φώτα, καταλάβατε;» «Συνεχώς με ρωτάτε αν καταλαβαίνω!» φώναξε. «Ναι, καταλαβαίνω! Χάσατε ανθρώπους που αγαπούσατε πολύ. Τους χρωστάτε την αλήθεια. Ναι, καταλαβαίνω! Επίσης καταλαβαίνω πως κάποιος μπορεί να είναι επικίνδυνος. Πως εσείς με χρησιμοποιείτε για τους σκοπούς σας κι αυτό το καταλαβαίνω. Είστε ο άγριος, πλούσιος, ευγενής κόμης του Καρλάιλ, κι αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά βαρέθηκα να μου φωνάζετε μουγκρίζοντας σαν κτήνος. Εσείς το καταλαβαίνετε;» Το παθιασμένο της ξέσπασμα τον άφησε άφωνο. Έχοντας όμως πει όλα όσα είχε μέσα της ένιωσε σαν χαμένη. Δεν ήξερε πια αν ήθελε να παλέψει κι άλλο ή να υποχωρήσει. Διάλεξε μια αξιοπρεπή υποχώρηση. «Συγχωρήστε με, λόρδε Στέρλινγκ», του είπε ρίχνοντας την πετσέτα της στο τραπέζι. Είχα μια πολύ κουραστική μέρα». Γύρισε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Να κλειδωθείτε απόψε», της είπε με τραχύτητα. Στην πόρτα η Καμίλ κοντοστάθηκε. Γύρισε. «Ναι, καταλαβαίνω. Και να μην ξεμυτίσω όλη νύχτα, γιατί ένας θεός μόνο ξέρει τι συμβαίνει εδώ πέρα!» «Αυτό ακριβώς προσπαθώ κι εγώ ν’ ανακαλύψω, μις Μοντγκόμερι». «Με κάθε κόστος!» του είπε και βγήκε, χωρίς να βροντήξει όμως την πόρτα, αλλά κλείνοντάς τη σταθερά πίσω της. Ο Μπράιαν έμεινε κατάπληκτος με την ξαφνική παγωμάρα, την απώλεια ζωντάνιας που σκέπασε το δωμάτιο. Μπήκε στον πειρασμό να τρέξει πίσω της, να τη σταματήσει στο διάδρομο και να τη φέρει πίσω, εν ανάγκη με τη βία. Η Καμίλ δεν καταλάβαινε... Κι ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να καταλάβει. Βλαστήμησε άγρια. Ο Έιτζαξ κλαψούρισε μπροστά στο τζάκι. «Συγνώμη, γέρο μου», του είπε ο Μπράιαν ξαναβρίσκοντας τον αυτοέλεγχό του. Θύμισε στον εαυτό του πως εκείνη δεν ήταν παρά η προστατευόμενη ενός κλέφτη, πως βρισκόταν στο κάστρο του τυχαία. Εκείνος όμως ήταν ο καταραμένος κόμης του Καρλάιλ! Ένα κτήνος. Που συντηρούσε μ’ επιτυχία την εικόνα που είχε δημιουργήσει για τον εαυτό του.
Κεφάλαιο 11
Ήταν χωρίς αμφιβολία το πιο εξοργιστικό πλάσμα σ’ όλη τη γη. Η Καμίλ ήταν σίγουρη πια. Δεν είχε βροντήξει την πόρτα του, βγήκε με όση αξιοπρέπεια μπόρεσε να επιστρατεύσει, κοπάνησε όμως τη δική της πόρτα, απλώς και μόνο γιατί αυτό την έκανε να νιώσει ωραία. Μακάρι να την έσπαζε, να την ξεκολλούσε από τους μεντεσέδες της! Μα, φυσικά, δεν μπορούσε να το κάνει. Οι μεντεσέδες της πόρτας ήταν αμετακίνητοι. Αρχαίοι Δούλευαν επί αιώνες και θα συνέχιζαν να δουλεύουν. Τριγύριζε ανήσυχη στο δωμάτιο, έξαλλη από θυμό, χωρίς να ξέρει γιατί. Της είχε ζητήσει να γίνει τα μάτια και τα αυτιά του, κι ούτε καν την εμπιστευόταν! Εντάξει, ήξερε την πολύτιμη Ίβλιν του χρόνια. Ήταν η καλύτερη φίλη της μητέρας του. Ήταν... τι άλλο; Μήπως ήταν και κάτι παραπάνω Άλλη μια ερωμένη; Μήπως εκείνο το παιδί, η Άλι... «Και ποιος νοιάζεται;» ψιθύρισε δυστυχισμένη στον εαυτό της. Έλα όπως που νοιαζόταν. Όσο έξω φρενών κι αν είχε γίνει μαζί του, γνώριζε απέξω τη μορφή του, την τόσο επιβλητική κι αδάμαστη. Γνώριζε πια πολύ καλά τον ήχο της φωνής του, το μήκος των δαχτύλων του. Είχε παρατηρήσει πολλές φορές τα χέρια του. Όσο για τα μάτια του... «Ναι, είναι στ’ αλήθεια τέρας», είπε δυνατά, ήξερε όμως ότι το πρόβλημά της ήταν πως τον καταλάβαινε. Και επίσης σ’ εκείνον την έλκυε το πάθος του και η οργή του, όσο και η ευγενική, τρυφερή πλευρά που, ελάχιστες φορές, της είχε αποκαλύψει. Συνέχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο, ομολογώντας στον εαυτό της ότι ίσως δεν έπρεπε να έχει κατηγορήσει ένα πρόσωπο που ο κόμης αγαπούσε κι εμπιστευόταν τόσο. Άλλωστε δεν ήταν παρά μια υποψία από μεριάς της, τίποτα το απτό. Η φωτιά στο τζάκι της έσβηνε. Σκάλισε τα κούτσουρα και τις στά-
χτες, πήρε μια βαθιά ανάσα κι είπε στον εαυτό της ότι η αυριανή μέρα θα ήταν δυσκολότερη. Ο φιλανθρωπικός χορός θα κρατούσε μέχρι αργά τη νύχτα. Κι είχε το φόρεμά της, το υπέροχο εκείνο φόρεμα... Για λίγα λεπτά η Καμίλ θα είχε την ευκαιρία να λάμψει, να χορέψει μέσα στην αγκαλιά του. Δαγκώνοντας τα χείλη της έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε το νυχτικό και τρύπωσε στο κρεβάτι της. Φοβόταν να σβήσει όλα τα φώτα, έτσι άφησε τη μικρή λάμπα δίπλα στο κομοδίνο της να καίει. Χτύπησε το μαξιλάρι της, αποφασισμένη να κοιμηθεί. Έμεινε ξάγρυπνη. Δε φοβόταν τις μούμιες, ούτε τις κατάρες. Εκείνη την ημέρα όμως είχε ανατριχιάσει από φόβο. Κ εκείνη η φωνή... Στριφογύρισε, χτύπησε το μαξιλάρι της ξανά κι ύστερα κοκάλωσε. Να τος πάλι... εκείνος ο ήχος. Σαν ένα ξύσιμο πάνω σε βράχο, βαθιά κάτω. Θα ’λεγε κανείς ότ ολόκληρο το κάστρο ήταν μια ζωντανή ύπαρξη, που μούγκριζε από τα βάθη της. Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι αφουγκράστηκε. Τίποτα. Ύστερα... ξανά. Δίσταζε, φοβόταν, όμως είχε βαρεθεί τόσο πολύ το φόβο της, ώστε ήθελε να τρέξει έξω στο διάδρομο, ν’ ανάψει όλα τα φώτα, να δηλώσει φωναχτά την παρουσία της και να ρωτήσει γιατί δεν ήταν όλοι στο πόδι να ψάχνουν. Όμως όχι! Δεν μπορούσε να βγει στο διάδρομο. Κάτι την προειδοποιούσε να μην το κάνει. Τότε τα μάτια της έπεσαν στο πορτραίτο της Νεφερτίτης και θυμήθηκε τα λόγια του. Αν με χρειαστείς, απλώς τράβηξε την αριστερή πλευρά του πίνακα. Δίστασε. Θυμήθηκε πώς είχαν χωριστεί. Αλλά δεν άντεχε άλλο, έτσι προχώρησε αποφασιστικά ως το πορτραίτο, ακούμπησε την αριστερή πλευρά του και την τράβηξε. Ο τοίχος άνοιξε μπροστά της. Ήταν σκοτάδι μέσα στο δωμάτιό του, όμως μια απαλή λάμψη φώτιζε από το τζάκι του. «Μπράιαν;» ψιθύρισε.
Ξαφνικά κατάλαβε γιατί δεν ήθελε να βγει ουρλιάζοντας στο διάδρομο. Ήθελε να πάει μόνο σ’ εκείνον. Αν και δεν είχε σιγουρευτεί απόλυτα για την πνευματική του ισορροπία... «Καμίλ;» Η φωνή του έφτασε στ’ αυτιά της πλούσια και καθησυχαστική μέσα από το σκοτάδι. Κάθε ίχνος από το θυμό της εξαφανίστηκε. Πέρασε μέσα στο δωμάτιο μισοτυφλωμένη ακόμα από το σκοτάδι. Εκείνος είχε σηκωθεί και τώρα ερχόταν κοντά της, τυλίγοντας γύρω του μια ρόμπα. «Το άκουσες;» του ψιθύρισε. «Έλα μέσα», της είπε και η Καμίλ υπάκουσε τρέμοντας σύγκορμη. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε το πελώριο κρεβάτι με τον ουρανό και μια ντουλάπα. Στα δεξιά υπήρχε ένα γραμμόφωνο, ενώ βιβλία κι εφημερίδες βρίσκονταν σκορπισμένα παντού, πάνω σε διάφορα κομό και τραπέζια. «Το άκουσες;» τον ξαναρώτησε. «Ναι», της είπε. Ύστερα: «Μείνε εδώ». «Όχι!» «Καμίλ, σε εκλιπαρώ, άκουσέ με, σε παρακαλώ». Τότε είδε το σκύλο στο πλευρό του κι άκουσε το σιγανό κλαψούρισμά του. Είδε τον Μπράιαν να περνάει δίπλα της και ν’ ασφαλίζει την κρυφή πόρτα. Τώρα δε διακρινόταν ο πίνακας απ’ όπου είχε μπει. Τα χέρια του ακούμπησαν τους ώμους της. Τότε η Καμίλ κατάλαβε ότι ο Μπράιαν, πριν ακόμα φορέσει τη ρόμπα του, είχε βάλει τη μάσκα. Τσάκωσε τον εαυτό της ν’ αναρωτιέται πόσο παραμορφωμένο μπορεί να ήταν το πρόσωπό του. Πόσο σκληρό. «Μείνε, σε παρακαλώ». «Μα...» «Καμίλ, κάποιος εδώ δεν αστειεύεται». «Δε θέλω να μείνω μόνη!» «Θα σου αφήσω το σκύλο».
«Όχι! Χρειάζεσαι μαζί σου τον Έιτζαξ». «Πολύ αμφιβάλλω αν θα καταφέρω να βρω κάτι. Ο ήχος σταματάει πάντοτε πριν βρω από πού προέρχεται. Σε παρακαλώ, Καμίλ, περίμενε εδώ. Και κλείδωσε». Θα πρέπει ν’ αποφάσισε να την εμπιστευτεί, επειδή έφυγε πριν εκείνη συμφωνήσει, περνώντας μέσα από το διπλανό καθιστικό. Η Καμίλ τον ακολούθησε και κλείδωσε την πόρτα, όπως της είχε πει. Κοίταξε γύρω της. Εδώ υπήρχε περισσότερο φως. Μπορεί οι εξωτερικοί χώροι του κάστρου να έμοιαζαν με άγρια ζούγκλα, το δωμάτιο όμως είχε καθαριστεί μετά το δείπνο τους και τώρα ήταν πεντακάθαρο. Είδε σ’ ένα μικρό τραπέζι ένα μπουκάλι μπράντι και πήγε γρήγορα ως εκεί θέλοντας να πιει ένα ποτήρι. Κι όσο αργόπινε το ποτό της αναρωτήθηκε αν ο Μπράιαν υποπτευόταν πως ο κίνδυνος προερχόταν μέσα από το ίδιο του το σπίτι. Για ποιον άλλο λόγο όμως θα της ζητούσε συνέχεια να κλειδώνει την πόρτα της; Ξαφνιάστηκε ακούγοντας ένα θόρυβο, πιο κοντά αυτή τη φορά. Γύρισε. Κι ύστερα της φάνηκε.. πως είδε το πόμολο να γυρίζει. Μήπως το είχε φανταστεί; Και... δεύτερη φορά; *** Ο Μπράιαν κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια με τον ΄Ειτζαξ στο κατόπι του. Χρειάστηκε κάμποσους μήνες για να το καταλάβει, τώρα όμως ήξερε με σιγουριά ότι ο θόρυβος ερχόταν από τις κρύπτες. Διέσχισε τη μεγάλη αίθουσα, την αίθουσα του χορού, μπήκε στο παρεκκλήσι κι από κει, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Στις κρύπτες, έφτασε πρώτα στον μεγάλο, κρύο, εξωτερικό προθάλαμο. Κάποτε, πολύ παλιά, εκεί μέσα υπήρχαν όργανα βασανισμού. Μετά έγινε εργαστήριο και αποθήκη για τους γονείς του. Υπήρχαν δύο γραφεία, του πατέρα και της μητέρας του, αρχειοθήκες, κουτιά και αντικείμενα τέχνης που είχαν κρατήσει οι ίδιοι για μελέτη. Κιβώτια από την τελευταία αποστολή βρίσκονταν στοιβαγμένα ως πάνω, μερικά ο
Μπράιαν τα είχε ήδη ψάξει. Όλα είχαν καταχωρηθεί με ακρίβεια. Πίσω από τον κυρίως χώρο υπήρχαν οι οικογενειακές κρύπτες. Οι γονείς του δε βρίσκονταν εκεί. Αναπαύονταν στην Εκκλησία Καρλάιλ, στο κέντρο του αγροκτήματος που περιέβαλλε το κάστρο. Κανείς δεν είχε ταφεί στις οικογενειακές κρύπτες τα τελευταία εκατό χρόνια και παραπάνω. Οι πελώριες σιδερένιες πύλες που χώριζαν τους χώρους ταφής από το εργαστήριο δεν είχαν λαδωθεί εδώ κι αιώνες. Ο Έιτζαξ οσμίστηκε τον αέρα και γάβγισε γύρω του στο εργαστήρι. Τέλος, σταμάτησε, κάθισε και κοίταξε τον Μπράιαν. Ο ήχος δεν ακούστηκε ξανά. «Ευτυχώς που δεν πιστεύω ότι οι πρόγονοί μου βρικολάκιασαν, έτσι, αγόρι μου;» Είχε ψάξει παντού μέσα στο χώρο και τώρα κοιτούσε τις σκουριασμένες σιδερένιες πύλες. «Αύριο θα φέρουμε εδώ ένα σιδερά», είπε σιγανά. «Έλα, αγόρι μου. Απόψε δεν υπάρχει τίποτα εδώ». Ο Έιτζαξ τον ακολούθησε κι ανέβηκαν πάλι τα σκαλοπάτια. Το κάστρο φαινόταν άδειο και κάπως σαν να τον περιγελούσε καθώς ο Μπράιαν επέστρεφε στα μεγάλα δωμάτια. Έξω από τη δική του πόρτα χτύπησε ελαφρά. Αυτή άνοιξε με ορμή. Στεκόταν εκεί, με μάτια λαμπερά, μαλλιά να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της. Και το νυχτικό της... διάφανο, αέρινο, ανέμιζε γύρω της σαν σύννεφο. Του φάνηκε πως έβλεπε το χτύπο της καρδιάς της πάνω στο στήθος της. Την τράβηξε πάνω του πριν ακόμα κλείσει την πόρτα. «Τι συμβαίνει;» μουρμούρισε. Δεν αποτραβήχτηκε. Έμεινε κολλημένη στο στέρνο του. Τελικά ο Μπράιαν την ένιωσε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. «Νύχτα, σκοτάδι, η ανθρώπινη φαντασία...» του ψιθύρισε. Ύστερα αποτραβήχτηκε και τον κοίταξε πάλι στα μάτια. «Δεν υπήρχε... κανείς, έτσι;» «Ω, υπάρχει κάποιος. Δεν τον βρήκα απόψε, αλλά θα τον βρω». Έ-
σπρωξε προς τα πίσω τα μαλλιά της. Μια τεράστια αγωνία τον κυρίευσε ξαφνικά. Θα έπρεπε ν’ απομακρυνθεί από κοντά της, μα δεν το έκανε. «Κρυώνεις», της είπε. Η Καμίλ έτρεμε από υπερδιέγερση και το κάθε ρίγος της πάνω του ήταν ένα γλυκύτατο άγγιγμα, μια φωτιά που θα μπορούσε να τους κάψει και τους δυο. «Κρυώνεις», μουρμούρισε πάλι, αλλά η λέξη που αντήχησε στο νου του δεν είχε καμία σχέση με το κρύο. Τα μαλλιά της, τόσο διακριτικά αρωματισμένα, γαργαλούσαν το πιγούνι και τη μύτη του. Και μόνο που τα μύριζε, μεθούσε. Η Καμίλ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με μάτια φωτεινά. Ο Μπράιαν ένιωσε πως θα μπορούσε να πνιγεί μέσα στο χρώμα τους, σ’ εκείνους τους σμαραγδένιους και χρυσαφένιους ιριδισμούς, μάτια σαν δυο μαγικά κρύσταλλα που τον υπνώτιζαν. Άγγιξε το μάγουλό της με τις αρθρώσεις του θέλοντας να την καθησυχάσει, όμως καμιά φωνή δεν μπόρεσε να βγει από το λαιμό του. «Όχι όταν είμαι κοντά σου», του ψιθύρισε. Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη του. Αγκάλιασε το πιγούνι της, ο αντίχειράς του χάιδεψε τα χείλη της κι ύστερα το στόμα του χαμήλωσε πάνω της. Όλη η ένταση που έβραζε μέσα του έγινε μια έκρηξη πόθου και λαχτάρας. Το στόμα της είχε μια γλυκιά γεύση από μπράντι και μέντα. Τα χείλη της για μια στιγμή δεν αντέδρασαν, ύστερα αμέσως υποχώρησαν. Άλλη μια φορά ένιωσε πως θα πνιγόταν στα βάθη της παράφορης και υγρής ζεστασιάς που υποσχόταν το στόμα της. Εκείνος, ένας άντρας συγκροτημένος, έχανε τη λογική του. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά της κι η μεταξένια υφή τους ήταν άλλη μια αβάσταχτη αίσθηση πάνω στη σάρκα του. Το χέρι του κατέβηκε και χάιδεψε την τέλεια γραμμή της πλάτης της, αγκάλιασε τους γοφούς, κουλουριάστηκε πάνω από τους γλουτούς της και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του. Τα δικά της δάχτυλα σκαρφάλωσαν στο λαιμό του κι ο Μπράιαν κατάλαβε ότι κι εκείνη ήθελε να εκμηδενίσει τον λιγοστό χώρο μεταξύ τους. Λαχταρούσε την ερωτική επαφή της σάρκας με τη σάρκα, λαχταρούσε τα δυο κορμιά να γίνουν ένα. Φωνές προειδοποιητικές έ-
καναν την εμφάνισή τους στο πίσω μέρος του μυαλού του, μα γρήγορα σβήστηκαν μέσα σ’ ένα νέο κύμα ανόθευτου πόθου. Τη σήκωσε και τη μετέφερε στο άλλο δωμάτιο με το πελώριο κρεβάτι που φωτιζόταν ελάχιστα από τα αποκαΐδια στο τζάκι. Πεινούσε γι’ αυτή, σαν να είχε ξυπνήσει μέσα του μια βίαιη κι ασυγκράτητη ενέργεια ύστερα από λήθαργο ετών. Τα δάχτυλά του έπαιξαν με το πρόσωπό της. Άλλη μια φορά συνάντησε τα χείλη της. Οι παλάμες του κατέβηκαν προς το διάφανο ύφασμα του νυχτικού και βρήκαν τη φωτιά που έκαιγε από μέσα. Τα δάχτυλά του έπαιξαν με το κόκαλο της κλείδας κι ύστερα σεργιάνισαν στην πλούσια καμπύλη του στήθους της. Η Καμίλ κινήθηκε πάνω του ζωηρά, μια μικρή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της μέσα στον φρενήρη ρυθμό των φιλιών του. Ο Μπράιαν τραβήχτηκε πίσω, τα κόκαλα κλείδωσαν, οι μύες συσπάστηκαν, καθώς ένα ίχνος λογικής βρήκε το δρόμο μέσα στο λαβύρινθο του μυαλού του. «Πρέπει να επιστρέψεις», της είπε και τα λόγια του ήταν τραχιά, γιατί έτσι ένιωθε. Εκείνη όμως δεν κινήθηκε κι ο Μπράιαν ένιωσε το ανεξέλεγκτο χτύπημα της καρδιάς του, τον άγριο ήχο της ανάσας της. Τα χέρια της άγγιξαν το πρόσωπό του. «Η μάσκα», του ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ... για μένα δεν είσαι κτήνος». Ήταν χαμένος και το ήξερε. Η ιπποσύνη είχε εξαφανιστεί, η συνέπεια δε σήμαινε τίποτα. Τράβηξε βίαια τη μάσκα από το πρόσωπό του και την έριξε στο πάτωμα. Τη φίλησε ξανά και τότε άρχισε να πνίγεται στ’ αλήθεια. Τα δάχτυλά της κινήθηκαν τρυφερά πάνω στο πρόσωπό του, αναζήτησαν αυτό που τα μάτια της δεν μπορούσαν να δουν. Χάιδεψαν την ουλή σ’ όλο της το μήκος, η κίνηση ανάλαφρη σαν ψίθυρος, ύστερα μπλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά του και τον τράβηξαν κοντά της. Φίλησε τα χείλη της, το λαιμό της, το χώρισμα ανάμεσα στα στήθη της. Η τρυφερότητα έγινε γρήγορα ξέφρενο πάθος, χείλη και γλώσσα έπαιζαν και διεκδικούσαν. Η επιθυμία ήταν σαν εκρηκτική ύλη μέσα
στο κεφάλι του, κι όμως τη συγκρατούσε, τα φιλιά του ακόμα την εξερευνούσαν πάνω από το ύφασμα, σ’ όλο το μήκος της, υγρές φωτιές που άγγιζαν το στομάχι της, τους γοφούς της, τους μηρούς της. Εκείνη άρχισε να στριφογυρίζει ανήσυχα, να τεντώνεται, διάφοροι ήχοι ξέφευγαν από τα χείλη της και τον παρότρυναν να συνεχίσει, ενώ το βροντοκόπημα της καρδιάς του έκανε ολόκληρο το σώμα του να δονείται σαν δαιμονισμένο τύμπανο. Τα δάχτυλά του προχώρησαν ως το στρίφωμα του φορέματός της, γλίστρησαν από κάτω και βρήκαν τη γυμνή σάρκα. Άρχισε να χαϊδεύει, να εξερευνά, να λαφυραγωγεί. Τα δικά της χέρια γλίστρησαν μέσα στην ανοιχτή ρόμπα του και τον αγκάλιασε έτσι που το ρούχο του τύλιξε και τους δυο τους. Η ανάγκη του να την αγγίξει παντού ήταν επιτακτική, ήθελε να γευτεί το γυμνό της δέρμα με όλες του τις αισθήσεις. Σάλος ξεσηκώθηκε στο αίμα του όταν τα χείλη του ταξίδεψαν στους μηρούς, στους γοφούς και στη κοιλιά, παίζοντας με κυκλικές κινήσεις πάνω στο ίδιο το σημείο του φύλου της, στέλνοντας μια καυτή ανάσα στο κέντρο του πόθου και της ερωτικής απαντοχής της. Το κορμί της καμπυλώθηκε με μια άγρια κίνηση, ψίθυροι κατρακύλησαν από τα χείλη της. Το βουητό μέσα του είχε δυναμώσει σε χορωδία εκκωφαντική, ενώ όταν άκουσε την απαλή κραυγή να βγαίνει από τα χείλη της, υψώθηκε από πάνω της και τιθασεύοντας απελπισμένα την ορμή του πόθου του παραμέρισε τους μηρούς της και βυθίστηκε μέσα της... Σ’ εκείνη την απόμακρη γωνιά του νου του ήξερε ότι εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα μπορούσε να τραβηχτεί, να τη διώξει από κοντά του. Τότε όμως εκείνη τον άγγιξε μέσα στο σκοτάδι, έπαιξε πάλι με το πρόσωπό του, έμπλεξε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του και αναζήτησε με δίψα το φιλί του. Είχαν χάσει κι οι δυο κάθε έλεγχο. Τύλιξε γύρω του τα μέλη της. Μόλις εκείνη άρχισε να κινείται, το αίμα του κύλησε βίαια πλημμυρίζοντας τα μέλη του, κινητοποιώντας τους μυς, ηλεκτρίζοντας τη σάρκα του. Τα δάχτυλά της έσφιξαν την πλάτη του με μια εκπληκτική δύναμη
και τα χείλη της βρήκαν τα δικά του ξανά και ξανά. Ύστερα η έκρηξη του οργασμού του ξέσπασε με μανία, συνταράσσοντας σάρκα και μυς, συντρίβοντας την καρδιά του και το μυαλό του. Την έσφιξε πάνω του, κύλησε δίπλα της και την κράτησε δυνατά στην αγκαλιά του καθώς τα ρίγη συγκλόνιζαν και τους δυο, ώσπου οι φωτιές τους να γίνουν στάχτη κι ο ρόγχος της ανάσας να καταλαγιάσει. Έμεινε σιωπηλή, γερμένη πάνω στο στήθος του. Και μολονότι η λογική του είχε επιστρέψει με βάναυση ορμή, η Καμίλ δεν τραβήχτηκε από πάνω του. Η μυρωδιά και η αφή της ήταν απόλαυση για τις αισθήσεις του, όπως κι ο τρόπος που τώρα ξάπλωνε πάνω του. «Γλυκέ Χριστέ... Καμίλ!» της είπε τότε, ξεμπλέκοντας τρυφερά το άγριο κουβάρι των μαλλιών της. «Θεέ μου, λυπάμαι πολύ! Όχι, δε θέλω να πω αυτό, ποιος άντρας θα λυπόταν; Μα...» «Μη μιλάς!» τον ικέτεψε. «Έχω δουλέψει σκληρά για να κερδίσω τη φήμη μου σαν κτήνος, αλλά δεν είναι επιθυμία μου να...» Ήρθε πάνω του βίαια, πίεσε με θυμό το δάχτυλο της στα χείλη του. «Μη μιλάς!» του ξαναείπε. «Καμίλ, είμαι ο κόμης του Καρλάιλ, δε συνηθίζω να...» «Πάντα έκανα μόνη μου τις επιλογές μου!» του είπε άγρια. «Θα έπρεπε να...» «Σε παρακαλώ, πάψε». «Αν φοβόσουν...» «Κύριε των δυνάμεων, δεν είχα τίποτα να φοβηθώ! Δική μου ήταν η επιλογή! Δεν είμαι ούτε μεθυσμένη ούτε ανόητη», του είπε. Του φάνηκε πως ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα. Όχι γι’ αυτό που είχε γίνει, αλλά για τα λόγια του. Σαστισμένος, ανήμπορος να μετανιώσει για την πράξη του, τη χάιδεψε τρυφερά. «Ησύχασε». Την πήρε πάλι στην αγκαλιά του. «Είσαι στ’ αλήθεια μοναδική», της ψιθύρισε κι ήξερε πως ήταν αλήθεια. Η Κα-
μίλ είχε καταφέρει να του ξυπνήσει όλες του τις αισθήσεις. Κι όχι μόνο... «Θα σε φροντίζω πάντα». Πάλι έκανε λάθος. Η Καμίλ ανασηκώθηκε απότομα από πάνω του και τον κοίταξε με περηφάνια. Μέσα στο μισοσκόταδο η εξωτική ομορφιά της ήταν συγκλονιστική, γιατί οι σκιές τόνιζαν ακόμα περισσότερο το μήκος του λαιμού της, τη λεπτή γραμμή του κορμιού της και την πληθωρικότητα του στήθους της, που πάνω του έπεφταν τώρα οι μπλεγμένες μπούκλες των πλούσιων μαλλιών της. «Ποτέ δε θα χρειάζομαι να με φροντίζουν!» τον διαβεβαίωσε. «Μπορώ να φροντίσω η ίδια τον εαυτό μου!» «Καμίλ!...» Μπήκε στον πειρασμό να γελάσει μ’ αυτή την ευέξαπτη μικρή καλλονή, ήξερε όμως ότι αυτό θα την εξόργιζε ακόμα περισσότερο. Κατάφερε να χαμογελάσει μέσα στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και γι’ άλλη μια φορά την τράβηξε κοντά του, παρά τις άγριες διαμαρτυρίες της. «Όλοι χρειαζόμαστε φροντίδα πότε πότε», της είπε τρυφερά και την ξαναφίλησε. Εκείνη πάλεψε, αλλά μονάχα για μια στιγμή, ύστερα η έκσταση από το θαύμα τούς συνεπήρε πάλι. Όμως και πάλι εκείνη αποτραβήχτηκε μουρμουρίζοντας. «Θα πρέπει να γυρίσω στο δωμάτιό μου». «Όχι», της είπε. «Μικρή μου, η ζημιά έχει ήδη γίνει». Φαίνεται πως είχε προφέρει και πάλι λάθος λόγια. «Ζημιά! Δεν έπαθα καμιά ζημιά!» Την τράβηξε πάλι κοντά του. «Όχι. Είσαι η τελειότητα προσωποποιημένη», της ψιθύρισε κι ήξερε πως οι διαμαρτυρίες της δεν απευθύνονταν σ’ εκείνον αλλά στον εαυτό της. Ήξερε ακόμα πως είχε όντως επιλέξει να είναι μαζί του, παρά τη λογική που της υπαγόρευε το αντίθετο, παρά την καταγωγή της. «Είσαι η απόλυτη τελειότητα», της είπε ξανά κι άρχισε αργά, με απέραντη τρυφερότητα, να κάνει και πάλι έρωτα μαζί της, θέλοντας να τη σαγηνέψει και να τη λατρέψει. Εκείνη του ανταπέδιδε ό,τι έπαιρνε, με
την ίδια γλύκα, με τον ίδιο αισθησιασμό. Ίσως είχε δίκιο απ’ την αρχή. Δεν έπρεπε να μιλούν. Γιατί όταν ενώνονταν οι δυο τους, η φυσική ομορφιά του έρωτά τους δε ζητούσε καμία απολύτως εξήγηση. «Είσαι στ’ αλήθεια τέλεια, Καμίλ», της ψιθύρισε αργότερα, καθώς εκείνη είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του. «Κι εσύ, μιλόρδε», του αντιγύρισε, «δεν είσαι κτήνος». Το πρωί, όταν οι απαλές, σαν χάδι, αχτίδες από το φως τρύπωσαν στα σκοτάδια του δωματίου, ο Μπράιαν σηκώθηκε προσεκτικά και βρήκε τη μάσκα του. Η νύχτα είχε φύγει, η μέρα ήταν βάναυση. *** Η Καμίλ είχε κάνει τις επιλογές της, αυτό όμως δε σήμαινε πως δεν έκανε και λάθη. Μα όταν ξύπνησε, θυμήθηκε όσα είχαν γίνει τη νύχτα και ήξερε πως είχε κάνει αυτό που ήθελε. Και τότε κατάλαβε, για πρώτη φορά, τη μητέρα της. Το πρώτο συναίσθημα που ένιωσε για τον Μπράιαν Στέρλινγκ ήταν οργή. Μέσα σε λίγες στιγμές όμως ένιωσε να διεγείρεται. Δεν έμοιαζε με κανέναν άντρα που είχε γνωρίσει στη ζωή της. Το χάδι των δαχτύλων του είχε ανάψει φωτιά πάνω στη σάρκα της, ο ήχος της φωνής του είχε αποτυπωθεί μέσα στο νου της. Και, τελικά, η θύελλα που της προκάλεσε έφτασε μέχρι την καρδιά της. Κι η φωνή της λογικής και της σύνεσης την εγκατέλειψε για πρώτη φορά και η Καμίλ βρέθηκε να κάνει έρωτα μ’ αυτό τον άντρα. Ακόμα κι έτσι, ξαπλωμένη μέσα στο σκοτάδι, προσπάθησε ν’ αρνηθεί την πιθανότητα ενός τέτοιου συναισθήματος. Ήθελε εκείνον. Και τώρα... Είχε γίνει σαν τη μητέρα της. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της για τη γυναίκα που την αγάπησε με απέραντη αφοσίωση, ώσπου η σκληρή πραγματικότητα της ζωής σάρωσε για πάντα τα όνειρά της, την υγεία της και στο τέλος τη ζωή της. Ο Τρίσταν είχε σταθεί δίπλα της. Αν όμως η Καμίλ απόκτούσε κι εκεί-
νη ένα παιδί, ποιος θα ήταν δίπλα του; Σηκώθηκε γρήγορα, βρήκε το νυχτικό της κι έτρεξε πίσω από το πορτραίτο. Στο δωμάτιό του το πορτραίτο απεικόνιζε τον Ραμσή τον Β΄ και χρειάστηκε να το πιάσει γερά από τη δεξιά πλευρά και να σπρώξει την κρυφή πόρτα για ν’ ανοίξει. Όταν πλύθηκε, έτρεμε σύγκορμη, βρισκόταν σε πάλη με τον ίδιο της τον εαυτό προσπαθώντας να τον πείσει ότι μια νύχτα που η καρδιά κι οι αισθήσεις της έκαναν εκείνες κουμάντο δε σήμαινε απαραίτητα και το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Στον καθρέφτη πάνω από το νιπτήρα είδε το πρόσωπό της να την κοιτάζει χλομό και πένθιμο. Ναι, είχε κάνει την επιλογή της. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο, ό,τι κι αν της επιφύλασσε πλέον το μέλλον της. Σήμερα είχε μπροστά της μια μεγάλη μέρα, μια πολύ μεγάλη βραδιά. Θ’ αναγκαζόταν να τον αντικρίσει και πάλι, εκείνον, τον άντρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, τον άντρα που γνώριζε πάρα πολύ καλά και ταυτόχρονα δε γνώριζε καθόλου. Τότε θυμήθηκε κάτι. Είχε βγάλει τη μάσκα του... γι’ αυτήν. Αν και δε φαινόταν καλά μέσα στο σκοτάδι, η Καμίλ κατάλαβε τώρα πως ο κόμης ζούσε ένα ψέμα. Δεν ήταν καθόλου κτήνος. *** «Να το!» είπε η Ίβλιν. «Υπάρχει μια μικρή στήλη για τον πυροβολισμό ενός κακοποιού, στη σελίδα εφτά της Ντέιλι Τέλεγκραφ. Ο δημοσιογράφος μάλλον γράφει πράγματα της φαντασίας του!» Κοίταξε απέναντί της τον Μπράιαν. Μόνο τότε εκείνος έδειξε ν’ ακούει τα λόγια της, αφηρημένος καθώς ήταν αυτό το πρωί. «Μπράιαν!» του είπε αυστηρά. «Βρήκα ένα άρθρο για τον νεκρό στην εφημερίδα!» «Με συγχωρείς. Για να το δω, σε παρακαλώ». Πήρε την εφημερίδα από το χέρι της, βρήκε το μικρό άρθρο και το διάβασε δυνατά. «Βίαιος θάνατος στο Γουαϊτσάπελ. Ληστής δέχεται πυροβολισμό στην πλατεία. Δε βρέθηκαν μάρτυρες». Το άρθρο συνέχιζε αναφέροντας πως ο ντετέκτιβ που ανέλαβε την
υπόθεση ήταν σίγουρος ότι ο άντρας είχε πυροβοληθεί από έναν άλλο κακοποιό. Τα λόγια του δημοσιογράφου υπαινίσσονταν πως όπως στρώνει κανείς θα κοιμηθεί. Θα έπρεπε να επιστρέψει στην παμπ, όμως σιχαινόταν αυτή την ιδέα. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα έπρεπε να βρίσκεται στο μουσείο. Άραγε ήταν στ’ αλήθεια κάποιος μέσα στην αποθήκη με την Καμίλ; Προσπαθούσαν να τη φοβίσουν, ή μήπως κάτι χειρότερο; Κι όμως, η Καμίλ πίστευε πως αυτός ο κάποιος ήταν η Ίβλιν! Κι η Ίβλιν με τη σειρά της έδειχνε να πιστεύει πως η Καμίλ ή είχε χάσει τα λογικά της ή σκάρωνε κάτι κακό. Στην αρχή ήταν κι ο ίδιος καχύποπτος, τώρα όμως ήξερε πως η Καμίλ ήταν απολύτως έντιμη. Μια ενοχλητική σκέψη τρύπωσε στο μυαλό του. Μήπως τα συναισθήματά του τον τύφλωναν, μήπως αυτό ακριβώς ήταν το σχέδιό της; Έδιωξε γρήγορα αυτή τη σκέψη. Όλη του τη ζωή είχε ζήσει μέσα στην καχυποψία και δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους. Ξαφνικά όμως ένιωθε έναν πρωτόγνωρο φόβο. Φοβόταν για την Καμίλ. Δεν τολμούσε να μάθει περισσότερα πράγματα για τα γεγονότα της παμπ, ούτε να μάθει κι άλλες πληροφορίες για τον νεκρό άντρα. Θα έπρεπε να πει στον Τρίσταν και τον Ραλφ να μην ξαναπάνε εκεί απόψε. Ούτε τις δικές τους ζωές τολμούσε να ρισκάρει. Έπρεπε να πάει στο μουσείο. Σηκώθηκε απότομα. «Ίβλιν, πες στον Σέλμπι να φροντίσει ώστε η μις Μοντγκόμερι να φύγει από το μουσείο το αργότερο στις τέσσερις. Πρέπει να ντυθούμε και να επιστρέψουμε εκεί στις οχτώ και μισή». «Μπράιαν, τι...» άρχισε να λέει η Ίβλιν, αλλά εκείνος είχε ήδη φύγει, ήθελε να βρίσκεται στο μουσείο όταν θα έφτανε εκεί η Καμίλ. Μια νέα αίσθηση του επείγοντος τον είχε κυριεύσει. Μέχρι σήμερα, οι προσπάθειές του δεν τον είχαν οδηγήσει πουθενά. Όμως τώρα εκείνη είχε μπει στη ζωή του. ***
Ευτυχώς, σήμερα η Καμίλ είχε τόσο πολλή δουλειά, ώστε δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Εκθέματα μετακινούνταν, φροντιστές οργάνωναν το χώρο μέσα στην αίθουσα των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων και οι φρουροί πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα. Ενώ την προηγούμενη μέρα απουσίαζαν οι πάντες, σήμερα δεν έλειπε κανείς. Ακόμα κι ο λόρδος Γουίμπλι δούλευε, ήθελε να τοποθετηθούν στην εντέλεια τα καθίσματα για την αποψινή βραδιά, πράγμα που σήμαινε πως όσοι θα έδιναν τις υψηλότερες δωρεές για τις μελλοντικές αρχαιολογικές αποστολές και τη συντήρηση του ίδιου του μουσείου θα έπρεπε να έχουν και τις καλύτερες θέσεις. Ο Όμπρι συντόνιζε τις χειρονακτικές αγγαρείες, φωνάζοντας διαρκώς στον φουκαρά ηλικιωμένο, που έδειχνε ωστόσο αρκετά σωματώδης ώστε να καταφέρνει όλα όσα χρειαζόταν να γίνουν, αλλά που ήταν τόσο σκυφτός και γκριζομάλλης, ώστε φαινόταν εγκληματικό να τον υποχρεώνουν σε μια τόσο σκληρή δουλειά. Ο Όμπρι είχε κακή διάθεση και μόνο όταν ήταν παρών ο λόρδος Γουίμπλι προσπαθούσε να μη δείχνει κακόκεφος. Κάποια στιγμή έγινε μεγάλος καβγάς για την κόμπρα. «Δεν πρέπει να βρίσκεται σε δημόσια θέα απόψε», επέμενε ο σερ Τζον. «Μη λες ανοησίες, Τζον!» διαμαρτυρήθηκε ο λόρδος Γουίμπλι. «Τα εκθέματα αφορούν την Κλεοπάτρα. Ο μύθος της προσελκύει μεγάλο ενδιαφέρον σχετικά με την Αίγυπτο. Το τεράριουμ είναι απολύτως ασφαλές!» «Το φίδι πρέπει να φύγει», επέμεινε ο σερ Τζον. «Πιστεύω πως εγώ είμαι ο άνθρωπος που πρέπει να πάρει αυτή την απόφαση», είπε ο λόρδος Γουίμπλι. «Απόψε θα παρευρίσκεται εδώ κι ο λόρδος Στέρλινγκ». Όλοι γύρισαν και κοίταξαν την Καμίλ, που εκείνη τη στιγμή ασχολιόταν μ’ ένα αρχαίο αγγείο. Ο σερ Τζον γύρισε πάλι στον λόρδο Γουίμπλι. «Θα πρέπει να του θυμίσουμε το παρελθόν;» ρώτησε ήρεμα.
Ο Γουίμπλι κοίταξε τον Όμπρι. «Εντάξει. Η κόμπρα θα μεταφερθεί στα γραφεία», είπε κοφτά θέλοντας να δείξει πως εκείνος είχε τον έλεγχο των εργασιών. «Η κόμπρα πρέπει να μεταφερθεί», μουρμούρισε ο Όμπρι κι έσφιξε τα δόντια, σαν να θυμήθηκε ότι η δουλειά του εξαρτιόταν από τον λόρδο Γουίμπλι. «Έχουν μείνει πολλά για την τελευταία στιγμή, μα θα το φροντίσω». «Μπορώ να μετακινήσω εγώ το τεράριουμ», είπε ο Άλεξ. «Ο γεροΆρμποκ θα με βοηθήσει». Είχαν φέρει πρόσθετη βοήθεια για κείνη τη μέρα, όσοι όμως εργάζονταν στο τμήμα ήταν αποφασισμένοι ν’ ασχοληθούν οι ίδιοι με τα πολύτιμα αντικείμενά τους. Κάποια στιγμή η Καμίλ είχε εντολή να πάει στο γραφείο να φέρει έναν κατάλογο από το τραπέζι του σερ Τζον. Ξαφνιάστηκε όταν τον βρήκε εκεί, με τα χέρια διπλωμένα κάτω από το πιγούνι σαν να προσευχόταν και το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. «Σερ Τζον;» τον ρώτησε ήρεμα. «Είστε καλά;» «Α, Καμίλ». Την ξάφνιασε το ύφος του. Την έβλεπε καθημερινά, σήμερα όμως έδειχνε σαν να περίμενε να δει κάτι καινούριο επάνω της. «Αγαπητή μου Καμίλ. Ναι, ναι, φυσικά και είμαι καλά». «Φαίνεστε ανήσυχος». «Αλήθεια; Μάλλον φταίει ότι ζω συνέχεια το παρελθόν, τώρα που ο λόρδος Στέρλινγκ μπήκε πάλι στις ζωές μας». «Μήπως αρχίσατε να πιστεύετε ότι...» «Ότι κάποιος μπορεί να σκότωσε τους γονείς του;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι... όχι. Μου είναι πολύ απεχθής μια τέτοια σκέψη. Για ποιο λόγο θα ήθελε κάποιος να βλάψει τους Στέρλινγκ; Το μόνο που έκαναν ήταν να δίνουν στο μουσείο». «Σωστά. Στο μουσείο...» μουρμούρισε η Καμίλ. «Τι εννοείς;» τη ρώτησε απότομα ο σερ Τζον. «Ορισμένα από τα αντικείμενα που βρέθηκαν είναι ανεκτίμητα. Τα
ανεκτίμητα αντικείμενα είναι δέλεαρ για τους κλέφτες. Και κάποιοι κλέφτες είναι ικανοί να σκοτώσουν για ν’ αποκτήσουν αυτό που θέλουν». «Τα αντικείμενα είναι καταχωρημένα, Καμίλ. Κανείς δεν μπορεί, έτσι απλά, να τα εξαφανίσει». «Δεν έχουν καταχωρηθεί αν δε βρέθηκαν μέσα στα κιβώτια που συσκευάστηκαν στην Αίγυπτο». «Μα, αγαπητή μου, γιατί κάποιος θα σκότωνε για κάτι που δεν έχει ανακαλυφθεί;» «Επειδή είναι γνωστό ότι υπάρχει κάπου». Δίστασε. «Σερ Τζον, βρήκα μια αναφορά σε ένα αντικείμενο το οποίο δεν είναι καταχωρημένο πουθενά. Μια χρυσή κόμπρα. Ακόμα κι ένα κομμάτι της να ξεκολλούσαν... ε, θα ήταν ανεκτίμητο». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει καμία χρυσή κόμπρα». «Εγώ πιστεύω ότι υπήρχε». Τους διέκοψε ο Χάντερ, που μπήκε με φούρια στο γραφείο. «Καμίλ, γιατί αργείς τόσο; Ο λόρδος Γουίμπλι έχει αρχίσει να αγριεύει εκεί έξω. Δε θέλεις να ξεσπάσει πάνω σου, έτσι δεν είναι; Ή μήπως... δε σε νοιάζει πια;» Ακουγόταν πικρόχολος και πληγωμένος, η Καμίλ όμως μπήκε στον πειρασμό να τον χαστουκίσει. Ο Χάντερ κι ο Άλεξ συμπεριφέρονταν με τρόπο απαράδεκτο απέναντί της. Η φιλία τους δεν τους έδινε τέτοιο δικαίωμα. «Χάντερ!» διαμαρτυρήθηκε για λογαριασμό της ο σερ Τζον. «Συγνώμη, Καμίλ», είπε ο Χάντερ, αλλά δεν το εννοούσε. «Μένει στο κάστρο του κτήνους!» υπενθύμισε στον σερ Τζον. «Πάρε τον κατάλογο. Πήγαινέ τον στον Γουίμπλι». Ο σερ Τζον σηκώθηκε, έδωσε τη λίστα στον Χάντερ κι εκείνος έφυγε μουτρωμένος. «Πιστεύω πως είναι ερωτευμένος μαζί σου, αγαπητή μου», μουρμούρισε ο σερ Τζον. «Έλα!»
«Πού να έρθω; Σερ Τζον, πρέπει να πάμε στην αίθουσα...» «Στην αποθήκη». «Σερ Τζον, χτες πήρα τα κλειδιά σας και κοίταξα μέσα στην αποθήκη, διαβάζοντας τα περιεχόμενα όλων των κιβωτίων». Συνοφρυώθηκε. «Πήρες τα κλειδιά μου;» «Λυπάμαι. Τα είχατε ξεχάσει κι όταν βρήκα την αναφορά...» Ξεκίνησε με τα κλειδιά του στο χέρι. Η Καμίλ τον ακολούθησε, πιστεύοντας ότι θα σταματούσαν όταν θα έμπαιναν στην αίθουσα. Όμως δεν πέρασαν μέσα από την αίθουσα των εκθέσεων. Διαπίστωσε πως υπήρχε κι άλλος δρόμος προς τις αποθήκες, γιατί ο σερ Τζον την οδηγούσε μέσα από άλλα δωμάτια και διαδρόμους, ώσπου κατέβηκαν μια σκάλα κι έφτασαν μπροστά στην πόρτα. «Σερ Τζον», του είπε λαχανιασμένη. «Κάποιος με ακολούθησε εδώ κάτω χτες. Τα φώτα έσβησαν όταν βρισκόμουν μέσα. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει εδώ». Την αγριοκοίταξε κι άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά έμοιαζε με άνθρωπο δαιμονισμένο έτσι όπως άρχισε να πηγαίνει από κιβώτιο σε κιβώτιο. Τα άνοιγε κι έψαχνε άτσαλα μέσα, κουνώντας κάθε τόσο το κεφάλι του αρνητικά. «Θα το ήξερα!» είπε. Άλλη μια φορά η Καμίλ τρόμαξε από ένα θόρυβο. Εκείνος ο ηλικιωμένος, ο Άρμποκ, βγήκε πίσω από τα μεγάλα κιβώτια της αποστολής και ξερόβηξε, σαν να είχε μόλις φτάσει. «Σας θέλουν επάνω, σερ Τζον», είπε. Ο σερ Τζον φάνηκε να ξαναβρίσκει τα λογικά του. «Ναι, φυσικά! Πάμε, Καμίλ. Αύριο... είμαστε ανοιχτά κι αύριο. Ναι, θα ξανάρθω αύριο». Σαν να μην πρόσεχε αν η Καμίλ τον ακολουθούσε, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο ηλικιωμένος προπορευόταν σέρνοντας τα βήματά του. Επέστρεψαν στην αίθουσα εκθέσεων, όπου τα πράγματα φαίνονταν να είχαν ηρεμήσει. Ο λόρδος Γουίμπλι είχε φύγει, θέλοντας να περάσει λίγο χρόνο με τον προσωπικό του κουρέα και τον αμπιγιέρ του πριν αρχίσει η φιλανθρωπική εκδήλωση.
«Φεύγω», τους είπε κι ο Χάντερ. «Πρέπει να ετοιμαστώ». Έριξε μια ματιά στην Καμίλ πάνω από τον ώμο του σερ Τζον. «Σου ζητώ συγνώμη, Καμίλ», της είπε. «Θα μου παραχωρήσεις ένα χορό απόψε;» τη ρώτησε μ’ ένα θλιμμένο, αληθινά απολογητικό χαμόγελο. «Με δική σας ευθύνη», τον διαβεβαίωσε, ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο. «Το ορκίζομαι, αγαπητή μου, θα τα καταφέρεις ν’ ακολουθήσεις τα βήματά μου», της είπε ανάλαφρα κι ύστερα γύρισε κι έφυγε. Άκουσε κάποιον πίσω της και γύρισε. Ήταν ο Άλεξ. Στεκόταν εκεί με πρόσωπο σφιγμένο κα χλομό. «Κι εγώ, Καμίλ; Εγώ που δεν έχω ούτε ένα σερ μπροστά στο όνομά μου;» «Άλεξ! Μα φυσικά και θα χορέψω μαζί σου», του είπε μ’ έναν αναστεναγμό. «Μπορεί να μην είμαι αριστοκράτης», της είπε ήρεμα, «όμως ζούμε σ’ έναν σπουδαίο αιώνα και μια μέρα μπορεί να γίνω πλούσιος και δυνατός». Το χαμόγελό του όμως της φάνηκε μελαγχολικό. «Άλεξ, σου ορκίζομαι, η θέση μου εδώ είναι σημαντική για μένα ακριβώς επειδή δε νοιάζομαι για τους τίτλους και τα πλούτη των άλλων. Είσαι φίλος μου και η οικονομική σου κατάσταση δε θα έχει ποτέ σημασία για μένα. Και ναι, θα χαρώ να χορέψω μαζί σου απόψε». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Όμως...» «Όμως, τι;» «Θα σε συνοδεύσει ο λόρδος Στέρλινγκ». «Μου το ζήτησε». «Αλλά ο τίτλος του δεν έχει καμία σημασία για σένα; Υπακούς στις προσταγές ενός κτήνους;» Η Καμίλ αναστέναξε, προσπάθησε να συγκρατήσει τον εκνευρισμό της. «Ο τίτλος του δε σημαίνει τίποτα για μένα, Άλεξ. Ούτε τα πλούτη του. Ούτε και το σημαδεμένο πρόσωπό του! Αυτή η μάσκα κρύβει έναν αξιοπρεπή άνθρωπο».
«Εγώ δεν το πιστεύω», μουρμούρισε ο Άλεξ. «Σου λέω ότι...» «Όχι! Καμίλ, σε παρακαλώ, σε ικετεύω! Άσε με να σου πω... μάλλον όχι! Να σε προειδοποιήσω Έχεις μαγευτεί απ’ αυτό τον άνθρωπο και στην πραγματικότητα δεν τον ξέρεις καν. Είναι εκδικητικός. Έρχεται εδώ για να μας καταστρέψει όλους και όχι γιατί ξαφνικά ενδιαφέρεται για το μουσείο». Η Καμίλ κοίταξε γύρω της. Μόνο οι φροντιστές κι οι μουσικοί τριγύριζαν αυτή την ώρα κι όλοι βρίσκονταν πιο πέρα. Την ίδια στιγμή όμως έμπαινε ο Σέλμπι. «Πρέπει να φύγω, Άλεξ. Πίστεψέ με, σε παρακαλώ, ο Μπρά-ιαν Στέρλινγκ δεν επιδιώκει να καταστρέψει κανέναν μας». «Α, ο Μπράιαν Στέρλινγκ. Ώστε τώρα απέκτησες κι οικειότητα μαζί του...» Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. «Πρέπει να φύγω», είπε στον Άλεξ. «Καμίλ, περίμενε, σε παρακαλώ!» «Τι θέλεις, Άλεξ;» Στεκόταν ταπεινός μπροστά της, ανήμπορος να σχηματίσει τις λέξεις. Τότε άπλωσε το χέρι κι άγγιξε τα μαλλιά της. «Νοιάζομαι πολύ για σένα. Ονειρεύτηκα ότι μια μέρα... ίσως να ήμουν ο κατάλληλος άντρας για σένα. Έχουμε κοινά ενδιαφέροντα. Βρισκόμαστε στην ίδια κοινωνική στράτα. Πάντα ήμουν... Ω Θεέ μου, πόσο δύσκολο μου είναι! Πάντα ήμουν... ερωτευμένος μαζ σου, από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Και πίστευα ότι μια μέρα θα ήμουν σε θέση να ζητήσω το χέρι σου. Να παντρευτούμε. Νόμιζα ότι έτσι ένιωθες κι εσύ. Μα τώρα...» κατέληξε δυστυχής. Έπιασε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά. «Άλεξ, νοιάζομαι πάρα πολύ για σένα. Είσαι ο καλός, ο αγαπημένος φίλος μου!» «Αλλά δε θα με αγαπήσεις ποτέ, έτσι; Ίσως να μ’ αγαπούσες δηλαδή, αν δεν ήταν εκείνος». «Είμαι φιλοξενούμενη στο κάστρο του, Άλεξ». Την κοίταξε με ένταση.
«Και στο κρεβάτι του;» «Άλεξ, δε θ’ ανεχτώ άλλο την αγένειά σου». «Σου ζητώ συγνώμη για την αγένειά μου, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Φοβάμαι πολύ για σένα. Θα προτιμούσα να είχες σχέση με τον Χάντερ! Όμως, Καμίλ, εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό σου, πάντα! Και σ’ το ορκίζομαι, μια μέρα θα γίνω πλούσιος. Κι αυτοί που τώρα προσκυνώ θα μάθουν το όνομά μου!» «Άλεξ...» Γύρισε να φύγει, απευθύνοντάς της τα τελευταία λόγια πάνω από τον ώμο του. «Πρόσεχε το πολύτιμο κτήνος σου, Καμίλ. Ο άνθρωπος είναι καταραμένος. Κι η κατάρα που τον στοιχειώνει θα πέσει και πάνω σου αν δε φύγεις γρήγορα από κοντά του». Στράφηκε απότομα. «Έχει εμμονές. Είναι σακατεμένος, πικρόχολος, αποφασισμένος να θυσιάσει τους πάντες για το στόχο του. Καμίλ, θα γίνεις η θυσία του, είτε το βλέπεις είτε όχι! Πίστεψέ με, είναι επικίνδυνος! Και πολύ φοβάμαι ότι θα επιβεβαιωθώ, Καμίλ!».
Κεφάλαιο 12
Η Καμίλ περίμενε με αδημονία στην είσοδο. Μέσα της γινόταν πάλη. Η Ίντιθ κι η Μαίρη είχαν έρθει να τη βοηθήσουν με το φόρεμα και τελικά μαζί τους πέρασε υπέροχα. Οι αδερφές ήταν πολύ γλυκές κι ενθαρρυντικές, τόσο... φυσιολογικές! Ευχήθηκε ολόψυχα να έμεναν μαζί της, να τις έβρισκε εκεί όταν θα επέστρεφε από το γκαλά. Αλλά όσο ευγενικές κι αφοσιωμένες ήταν στη δουλειά τους, τόσο δεν έβλεπαν την ώρα να επιστρέψουν στο αγροτόσπιτό τους, μέσα στο δάσος. Πάντως το φόρεμα που της είχαν φτιάξει ήταν μαγικό. Όταν επιτέλους η Καμίλ ντύθηκε πήγαν όλες μαζί να βρουν τον Τρίσταν. Ο κηδεμόνας της τη θαύμασε και την έκανε να νιώσει σαν να ήταν όντως η πριγκίπισσα της βραδιάς. Η Ίντιθ κι η Μαίρη καμάρωναν σαν περήφανες μαμάδες. Ύστερα όμως έφυγαν και την άφησαν μόνη. Ο Τρίσταν, μετά τα παινέματά του, της φάνηκε εξασθενημένος κι η Καμίλ τον συμβούλεψε να γυρίσει στο κρεβάτι του. Ποτέ της δεν είχε φορέσει κάτι τόσο εξαίσιο στη ζωή της. Όταν είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, ένιωσε αληθινά όμορφη. Το μοναδικό πράγμα που την έκανε να διστάζει ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από τοπάζι που είχε βρει πάνω στο κομοδίνο της. Δίπλα τους υπήρχε η σημείωση: Σε παρακαλώ, φόρεσέ τα απόψε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Δεν είχε δει τον Μπράιαν καθόλου αφότου... κοιμήθηκε δίπλα του Αισθανόταν κάπως άβολα, σχεδόν αποφάσισε να μη φορέσει τα σκουλαρίκια. Αυτά τα κοσμήματα φάνταζαν σαν... πληρωμή. Μα το σημείωμα δεν υπαινισσόταν πως επρόκειτο για πληρωμή, αλλά για δάνειο. Στάθηκε δίπλα στο τζάκι με τη θεριεμένη φωτιά, κι όμως ένιωθε να κρυώνει. Η βραδιά ξανοιγόταν μπροστά της σαν άβυσσος. Όλα στη ζωή της φαίνονταν σαν μια τεράστια αγγαρεία, ένα ψέμα, γιατί κάθε κίνηση
που έκανε ο Μπράιαν Στέρλινγκ ήταν μια προσπάθεια ν’ αποκαλύψει ένα δολοφόνο. Και τώρα υπήρχε άλλο ένα μυστήριο. Γιατί ο Άλεξ ήταν τόσο σίγουρος πως θα γινόταν πλούσιος; Συμμετείχε κι εκείνος στην αποστολή. Είχε ελεύθερη πρόσβαση στο μουσείο. Δεν ήταν ο κλειδοκράτορας, μα, όπως είχε αποδειχτεί, ήταν εύκολο να βάλει κάποιος χέρι στα κλειδιά του σερ Τζον. Κι η παράξενη συμπεριφορά του τελευταίου; Το απόκομμα της εφημερίδας πάνω στο γραφείο του; Ποιος μπορεί να είχε καρφώσει το σουγιά πάνω στη φωτογραφία; Μήπως ο Άλεξ; Απέστρεψε το βλέμμα της από τη φωτιά, ταραγμένη από τα αμέτρητα ερωτήματα. Και τον είδε. Παρά τη μάσκα, ο κόμης ήταν η επιτομή της αντρικής γοητείας. Φορούσε επίσημο σμόκιν, κατάλευκο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο και γραβάτα, ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα ζευγάρι άσπρα δερμάτινα γάντια. Τα κουμπιά του ήταν χρυσά, όπως κι η αλυσίδα του ρολογιού που κρεμόταν σχηματίζοντας τέλεια γωνία από την τσέπη του. Κατέβαινε τα σκαλοπάτια με τη φυσικότητα ενός ανθρώπου που ήξερε να ντύνεται. Στο τέταρτο σκαλοπάτι σταμάτησε και την κοίταξε. «Θεέ μου!» ψιθύρισε. Η Καμίλ ένιωσε να την πλημμυρίζει έξαψη, η θύμηση της προηγούμενης νύχτας την κατέκλυσε. Από τη μια λαχταρούσε να τρέξει κοντά του, από την άλλη ήθελε να το βάλει στα πόδια. «Καλησπέρα», μουρμούρισε. Εκείνος συνέχισε να κατεβαίνει, ώσπου ήρθε κοντά της, πήρε τα χέρια της και πισωπάτησε για να την εξετάσει καλύτερα. Ήταν σίγουρη πως είχε γίνει κόκκινη σαν παπαρούνα, έτσι που ένιωθε το δέρμα της να ζεματάει. «Και τα σκουλαρίκια...» μουρμούρισε ο Μπράιαν. «Είναι τέλεια». «Θα φροντίσω να σας επιστραφούν αμέσως μόλις γυρίσουμε», του είπε και μόρφασε, γιατί δεν είχε σκοπό να μιλήσει τόσο απότομα. Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Δε με πειράζει να τα κρατήσεις».
«Όπως σας έχω ξαναπεί, δε θέλω φιλανθρωπία». «Η αξία τους δεν είναι τόσο μεγάλη». «Ωστόσο δεν επιθυμώ τέτοιο δώρο». Τα μάτια του, που τόσο έντονα είχαν λάμψει από θαυμασμό λίγα λεπτά πιο πριν, τώρα πήραν μια σκληρή όψη. «Καταλαβαίνω. Τα βλέπεις σαν κάτι διαφορετικό από μια απλή προσφορά για την αποψινή βραδιά;» «Δε δέχομαι δώρα», τον πληροφόρησε σφιγμένη. Την τράβηξε κοντά του. «Αγαπητή μου, αν ήθελα να σου δώσω ένα δώρο εκτίμησης, πίστεψέ με, θα ήταν κάτι με απείρως μεγαλύτερη αξία». Προσπάθησε να ξεφύγει, το κράτημά του όμως ήταν σταθερό. Η φωνή του ήταν σιγανή, σαν να πρόσεχε μην τον ακούσουν. «Τι στην οργή σ’ έπιασε;» «Τίποτα. Απλώς ξέρω πώς ακριβώς είναι ο κόσμος». «Και πώς είναι δηλαδή;» «Είναι... Ο καθένας μας έχει τη θέση του σ’ αυτόν!» του είπε με κάποια απόγνωση. «Η θέση μας, μερικές φορές, είναι εκεί όπου διαλέγουμε να είμαστε, μις Μοντγκόμερι», της είπε. «Δεν είχα την πρόθεση να σας προσβάλω. Εντάξει για το ύφασμα του φορέματος, αλλά τα σκουλαρίκια ανήκουν στην οικογένειά μας εδώ και δεκαετίες. Συγχωρήστε με, όμως πίστεψα πως είχαμε φτάσει στο σημείο όπου θα μπορούσαμε να θεωρούμαστε έστω φίλοι». Η Καμίλ ξεφύσηξε αργά κι αναρωτήθηκε μήπως τελικά τα λόγια του Άλεξ την είχαν επηρεάσει στ’ αλήθεια. Ναι, τον είχε ποθήσει στ’ αλήθεια. Και μάλιστα παράφορα. Τόσο, ώστε να επιτρέψει να συμβούν όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Άλεξ όμως είχε άδικο. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχαν σχέση με τον τίτλο ή τα πλούτη. Κι ίσως τα σκουλαρίκια είχαν υποδηλώσει μια τέτοια πιθανότητα. «Δεν μπορώ να δεχτώ δώρα», είπε ξανά, πιο ευγενικά όμως τώρα, ίσως λόγω της επίδρασης που είχε η επαφή τους. Ευχόταν να μην της
άρεσε το άγγιγμα των χεριών του, να μη λαχταρούσε την τρυφερότητα των λόγων του ή το θαυμασμό που είχε δει στα μάτια του. «Συνέβη τίποτα στο μουσείο;» τη ρώτησε. «Σήμερα; Τίποτα άξιο να ειπωθεί». Αποτραβήχτηκε προς τα πίσω, σαν να έγινε ξάφνου δύσπιστος μαζί της. «Τίποτα;» «Ετοιμάζονταν για το βράδυ», του είπε. Τι άξιζε άραγε να του πει; Την παράξενη συμπεριφορά του σερ Τζον; Ή τη λογομαχία μεταξύ του λόρδου Γουίμπλι και του σερ Τζον σχετικά με την απομάκρυνση ή όχι της κόμπρας; «Ω Θεέ μου!» Απομακρύνθηκαν αμέσως ο ένας από τον άλλο μόλις άκουσαν τη φωνή της Ίβλιν από τις σκάλες. Είχε ντυθεί κι εκείνη με εξαιρετική κομψότητα. Φορούσε μια τουαλέτα σε σκούρο μπλε χρώμα που από μέσα κάλυπτε μια θάλασσα από γαλάζια μεσοφόρια. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα ψηλά κι ένα μικρό διαμάντι κρεμόταν στο λαιμό της. Η Ίβλιν είχε σταθεί στα μισά της σκάλας, όπως ακριβώς έκανε κι ο Μπράιαν. Χτύπησε τα χέρια μεταξύ τους και χαμογέλασε ακτινοβολώντας. «Θεέ μου! Ελπίζω να έχουν κανονίσει να έρθει φωτογράφος. Να μπορούσατε να δείτε τους εαυτούς σας μαζί! Είστε πανέμορφοι στ’ αλήθεια». «Σ’ ευχαριστούμε, Ίβλιν», είπε ο Μπράιαν. «Φοβάμαι πως το επίσημο αντρικό ένδυμα δεν κρύβει εκπλήξεις στον κύκλο μας, αλλά εσείς οι κυρίες...» Έγειρε το κεφάλι του προς την Καμίλ. «Δεν έχω ξαναδεί πιο εκθαμβωτικό θέαμα, μις Μοντγκόμερι και Ίβλιν...» «Ξέρω. Δεν έχεις ξαναδεί πιο εκθαμβωτική γυναίκα στην ηλικία μου... αυτό δεν ήθελες να πεις, Μπράιαν;» Η Ίβλιν κατέβηκε τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και πλησίασε την Καμίλ. «Με συγχωρείς, φάνηκες λίγο ξαφνιασμένη. Δεν ήθελα να σας γίνω βάρος μια τέτοια βραδιά, όμως ο Μπράιαν επέμενε». «Ίβλιν, νομίζω ότι εγώ είμαι το βάρος απόψε».
«Ω, μη λες ανοησίες! Απλώς συγχώρησε την παρουσία μου. Ξέρω αρκετά καλά τους ανθρώπους του μουσείου κι εφόσον ψήθηκα κι εγώ στον ήλιο και στην καυτή άμμο μαζί τους, είναι δίκαιο να παρευρεθώ στο χορό». «Φυσικά», είπε η Καμίλ. Η πόρτα άνοιξε. Ακόμα κι ο Σέλμπι είχε αλλάξει για τη βραδιά. Η λιβρέα του ήταν άψογα ραμμένη και το καπέλο του άστραφτε. «Λόρδε Στέρλινγκ; Η άμαξα είναι έτοιμη, όποτε το επιθυμείτε». «Θαυμάσια. Πηγαίνουμε, κυρίες μου;» *** Το μουσείο ήταν κατάφωτο και μπροστά στην είσοδό του βρίσκονταν αραδιασμένες οι κομψότερες άμαξες. Η μια μετά την άλλη αποβίβαζαν τους επιβάτες τους. Γυναίκες απαστράπτουσες μέσα στα κοσμήματά τους κι άντρες ψηλοί και κοντοί, λεπτοί και χοντροί, όλοι με επίσημο ένδυμα, ανέβαιναν τα σκαλοπάτια κι έκαναν τη μεγάλη τους είσοδο. Ο Μπράιαν Στέρλινγκ έγινε αντιληπτός την ίδια στιγμή που βγήκε από την άμαξα κι ένα βουητό από ψιθύρους έκπληξης έφτασε ως τ’ αυτιά τους. «Θεέ και Κύριε! Είναι ο κόμης του Καρλάιλ!» «Βγήκε τελικά απ’ το καβούκι του!» «Θα πρέπει να τον έκοψε πολύ βαθιά εκείνο το ξίφος. Ακόμα φοράει τη μάσκα». «Αλλά όμως πόσο του πάει!» σχολίασε κάποια από τις γυναίκες. «Να σου πω, θα ’χεις γερό ανταγωνισμό μ’ όλες αυτές τις πλουσιοκόρες που θα μαζευτούν, ε, Ρούπερτ;» Το τελευταίο ειπώθηκε σε τόνο πειραχτικό. Ενώ ο Μπράιαν χαιρετούσε όσους του μιλούσαν, η Καμίλ έγινε κι η ίδια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ελάχιστα διακριτικών εκείνων ψιθύρων. «Ποια στην οργή είναι τούτη; Ποπό, υπέροχη είναι!» «Η Ίβλιν Πράιορ, η παλιά φίλη της μαμάς του».
«Όχι η Ίβλιν, χοντροκέφαλε! Το εκθαμβωτικό πλάσμα με τα χρυσά!» «Κάποια ξένη αριστοκράτισσα, μάλλον». «Ίσως είναι συγγενής του, άρα έχω ελπίδες». «Όχι! Άκουσα ότι ο κόμης θα συνοδευόταν από μια κοινή θνητή. Μια υπάλληλο του μουσείου, μπορείς να το φανταστείς;» Κοντά στην είσοδο συνάντησαν τη συντροφιά που είχε εκφέρει αυτά τα σχόλια, όπως δεν άργησε να βεβαιωθεί η Καμίλ. «Μπράιαν! Θεέ και Κύριε, Μπράιαν! Καλά το άκουσα πως θα ερχόσουν! Δεν πίστευα πως ήτα αλήθεια!» είπε ένας τύπος πλησιάζοντάς τον. Ντυμένος κι αυτός με επίσημο κοστούμι, ήταν ένας όμορφος ξανθός άντρας. «Ρόμπερτ, χαίρομαι που σε βλέπω», του είπε ο Μπράιαν δίνοντάς του το χέρι του. «Ρούπερτ, Λαβίνια, τι ευχαρίστηση». Στράφηκε προς την Καμίλ. «Αγαπητή μου, να σου συστήσω μερικούς παλιούς, καλούς φίλους. Ήμασταν μαζί στην Οξφόρδη, ενώ ο Ρούπερτ κι εγώ υπηρετήσαμε ένα διάστημα μαζί στο Σουδάν. Κόμης Ρόμπερτ Όφενμπαχ, πρίγκιπας Ρούπερτ και η αδερφή του, λαίδ Λαβίνια Έστες. Να σας παρουσιάσω τη μις Καμίλ Μοντγκόμερι. Και πιστεύω ότι όλοι γνωρίζετε την κυρία Πράιορ». Καθώς οι συστάσεις συνεχίζονταν η Καμίλ χαμογελούσε βεβιασμένα. Οι άντρες την κοιτούσαν με απροκάλυπτη περιέργεια, ενώ η λαίδη Λαβίνια την παρατηρούσε κάπως αφ’ υψηλού. Ήταν μια εντυπωσιακή γυναίκα, μικροκαμωμένη και ξανθή, με πελώρια γαλανά μάτια και όμορφο πρόσωπο. Άστραφτε μέσα σε μια λευκή τουαλέτα στολισμένη με στρας και χάντρες, ενώ ένα διαμαντένιο περιδέραιο στόλιζε το λαιμό της. «Μπράιαν! Άρχισες και πάλι να ενδιαφέρεσαι για το μουσείο», σχολίασε ο Ρόμπερτ κι ακούστηκε ικανοποιημένος. «Αυτό είναι θαυμάσιο! Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να φανταστώ το τμήμα χωρίς τη συμμετοχή ενός Στέρλινγκ». «Σωστά, σωστά», συμφώνησε ο Ρούπερτ. «Για να πω την αλήθεια, εγώ
φοβόμουν πως θα φορούσες πάλι μια στολή και θα γύριζες στην Ινδία, στο Σουδάν ή στη Νότια Αφρική. Είναι θαυμάσιο που σε ξαναβλέπουμε». «Ναι, ε, δεν είναι εύκολο να είσαι μια μεγάλη αυτοκρατορία, σωστά;» είπε ο Μπράιαν. «Αν δε μου ζητηθεί κάτι διαφορετικό, σκοπεύω να παραμείνω στην Αγγλία γι’ αρκετό διάστημα». «Καημενούλη μου», του είπε η Λαβίνια. «Πόσο άσχημα τραυματίστηκες». «Δεν ήταν τίποτα, απλώς δεν είναι όμορφο το θέαμα, Λαβίνια», της είπε ο Μπράιαν. «Έφυγα αρτιμελής κι είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Πολλοί από τους συντρόφους μου έπεσαν θύματα τυφοειδούς πυρετού και δυσεντερίας. Τέλος πάντων, αυτή δεν είναι κατάλληλη συζήτηση γι’ απόψε. Πάμε μέσα;» Κι έτσι πέρασαν μέσα. Οι αίθουσες ήταν ολόλαμπρες. Η ορχήστρα είχε πάρει τη θέση της ανάμεσα σε δυο γιγάντια αρμένικα αγάλματα. Τραπέζια είχαν στρωθεί δίπλα στους τοίχους, ενώ από το κέντρο της αίθουσας είχαν απομακρυνθεί τα εκθέματα έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια μεγάλη πίστα για το χορό της βραδιάς. Καθώς έμπαιναν, ακούγονταν οι μελωδικές νότες από ένα βαλς του Στράους. Πριν ακόμα πλησιάσουν τους συγκεντρωμένους ο Μπράιαν γύρισε προς την Καμίλ. «Χορεύουμε Ίβλιν, θα σε πείραζε;» «Φυσικά όχι, παιδιά μου. Εμπρός, χορέψτε!» τους ενθάρρυνε. «Περίμενε!» φώναξε η Καμίλ, όμως ήταν πολύ αργά. Ήδη βρισκόταν στην αγκαλιά του και στροβιλιζόταν στην πίστα σ’ έναν γρήγορο ρυθμό. Ευχαρίστησε το Θεό για τις φαρδιές φούστες της, γιατί χρειαζόταν ν’ ανησυχεί πολύ για τα βήματά της. Ο Μπράιαν την κρατούσε σχεδόν σαν να τη σήκωνε στον αέρα. Η Καμίλ ένιωθε ευτυχισμένη είχε ένα αίσθημα ευφορίας έτσι όπως την έσφιγγε στα μπράτσα του. Ήταν μια υπενθύμιση από τον πυρετό της προηγούμενης βραδιάς, από την αίσθηση οικειότητας μαζί του, από την έξαψη που την είχε πυρπολήσει.
«Χαλαρώστε, αγαπητή μου μις Μοντγκόμερι». «Εύκολο να το λες εσύ!» του είπε κι ανασήκωσε το πρόσωπό της. «Διδάχτηκα αιγυπτιολογία. Μεγάλωσα μέσα σ’ ένα μουσείο. Και λυπάμαι που το λέω, αλλά δε δίδαξαν ποτέ χορό εδώ μέσα!» «Δεν έχεις χορέψει ποτέ;» «Μα βέβαια, αλλά όχι σε πίστα», μουρμούρισε κοκκινίζοντας. «Πού έχεις χορέψει;» «Στο αξιοθρήνητο διαμέρισμά μας, μαζί με τον Τρίσταν και τον Ραλφ». «Όμως χορεύεις πολύ καλά. Φαίνεται πως είναι κι οι δυο τους εξαίρετοι δάσκαλοι». «Ξέρω μονάχα μερικά βήματα!» «Με ακολουθείς πολύ όμορφα». «Είσαι ευγενικός». Ο Μπράιαν γέλασε. «Γιατί ν’ αρχίσω ξαφνικά να γίνομαι ευγενικός; Λέω μόνο την αλήθεια». «Α, την αλήθεια. Τώρα βρισκόμαστε εδώ επειδή απολαμβάνεις το σάστισμα των φίλων σου που σε βλέπουν να χορεύεις με μια υπάλληλο του μουσείου;» Ανασήκωσε τους ώμους του και την κοίταξε διασκεδάζοντας. «Εν μέρει». «Εν μέρει; Τότε και για ποιον άλλο λόγο;» «Επειδή είστε η πιο εκτυφλωτική καλλονή και σας το ορκίζομαι, μις Μοντγκόμερι, θα προτιμούσα να χορεύω μαζί σας παρά με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα εδώ μέσα». «Τώρα μιλάς από ευγένεια». «Δε θα κατέστρεφα μια τόσο ειλικρινή σχέση βάζοντας την ευγένεια μπροστά από την αλήθεια, μις Μοντγκόμερι!» της είπε. «Η τόση κολακεία θα μου πάρει τα μυαλά». «Α, όχι, αγαπητή μου μις Μοντγκόμερι. Ποτέ. Είστε πολύ προσγειωμένη για να σας πάρουν τα μυαλά τα σχόλια κάποιου άντρα». «Ίσως όχι τα σχόλιά του», μουρμούρισε η Καμίλ.
Ξαφνικά ο Μπράιαν σταμάτησε να χορεύει και η Καμίλ συνειδητοποίησε πως τον είχε σκουντήξει κάποιος στον ώμο. Ήταν ο Χάντερ. «Συγχωρήστε με, λόρδε Στέρλινγκ, όμως μπορώ να φανώ ειλικρινής; Φοβάμαι ότι η θέα της μις Μοντγκόμερι που με τόση χάρη στροβιλίζεται στην πίστα γρήγορα θα τραβήξει την προσοχή όλων των αντρών εδώ μέσα. Θα την κλέβουν διαρκώς κάθε ώρα και στιγμή, όσο θα προχωρά η νύχτα. Επειδή λοιπόν είναι αγαπητή μου φίλη και συνεργάτις, θα εκλιπαρούσα τη συγνώμη, την υπομονή σας κι... αυτόν το χορό». Ο Μπράιαν παραμέρισε ευγενικά, σκύβοντας το κεφάλι του. «Φυσικά, Χάντερ». Κι έτσι, η Καμίλ, που δεν ήταν καθόλου σίγουρη για την ικανότητά της να στροβιλίζεται με χάρη στην πίστα, απομακρύνθηκε, αυτή τη φορά, στην αγκαλιά του νέου καβαλιέρου της. «Είσαι απίστευτα όμορφη απόψε», της είπε ο Χάντερ. «Η σεμνή μικρή λόγια αναγεννήθηκε». «Μια τουαλέτα χορού είναι μόνο, Χάντερ. Δεν αλλάζει το ποια είμαι». «Μμμ. Μπορεί και να το αλλάζει. Λοιπόν, τι λες;» «Νομίζω πως δε χορεύω πολύ καλά. Και πρέπει να είμαι συγκεντρωμένη για να μην πατήσω τα πόδια σου». Ο Χάντερ γέλασε. «Πάντα πραγματίστρια! Μην ανησυχείς για τα πόδια μου. Τι λες, πώς σου φαίνεται η αίθουσα, με όλα αυτά τα φώτα και την αφρόκρεμα της κοινωνίας;» «Θαυμάσια. Ελπίζω να συγκεντρώσουμε τα χρήματα που προσδοκά ο σερ Τζον». «Κι εσύ;» «Τι κι εγώ;» «Αγωνιάς να συγκεντρωθούν οι απαραίτητοι πόροι, αγωνιάς για μια νέα αποστολή στον Νείλο;» «Δε νομίζω ότι θα με προσκαλέσει κανείς». «Αλήθεια; Μα ούτε εδώ περίμενες να προσκληθείς».
«Όχι. Φαίνεται όμως ότι είμαστε όλοι παρόντες. Βλέπω τον Άλεξ να μιλάει εκεί πέρα με τον λόρδο Γουίμπλι, ούτε εκείνος πιστεύω πως βρισκόταν από την αρχή στη λίστα των καλεσμένων». «Εσύ δεν εξαιρέθηκες ποτέ». «Ούτε και προσκλήθηκα». «Ίσως ο λόρδος Γουίμπλι πίστευε ότι δε θα είχες την οικονομική δυνατότητα να αγοράσεις μια τέτοια τουαλέτα». Είπε τα λόγια αυτά μ’ ένα ευχάριστο χαμόγελο. Αμέσως όμως το χαμόγελό του έσβησε. «Φύγε από κοντά του, Καμίλ. Σου ορκίζομαι, αυτός ο άντρας δεν πρέπει να είναι στα λογικά του. Σου είπα ότι θα σε παντρευτώ». «Χάντερ, δε νομίζεις ότι γίνεσαι υπερβολικός;» «Ο γάμος μας θα σε έσωζε». «Χάντερ, ποτέ δε θα παντρευτώ για να σωθώ», τον διαβεβαίωσε. «Καμίλ! Ξέρεις ότι πάντα σε έβρισκα γοητευτική. Κι απόψε, μ’ αυτό το φόρεμα...» «Χάντερ...» Ύστερα όμως ο Χάντερ σταμάτησε να χορεύει. Τον είχαν χτυπήσει στον ώμο. Πίσω του βρισκόταν ο Άλεξ. Φαινόταν κάπως αβέβαιος, αλλά αποφασισμένος. «Μπορώ;» ρώτησε. «Φυσικά», είπε με θλίψη ο Χάντερ. Κι έτσι η Καμίλ άρχισε να χορεύει με τον Άλεξ. Έχαναν κι οι δυο τα βήματά τους. «Με συγχωρείς», είπε ο Άλεξ. «Ήταν δικό μου λάθος». Και μάλλον έτσι ήταν. Γιατί τώρα έβλεπε τον Μπράιαν να χορεύει με την υπέροχη κι αριστοκρατική Λαβίνια. «Εμείς οι δυο δεν ανήκουμε εδώ, έτσι δεν είναι;» «Και βέβαια ανήκουμε», του απάντησε χαμογελώντας αφηρημένη. Ο Μπράιαν δε χόρευε πια με τη Λαβίνια. Μια μεγαλύτερη γυναίκα μ’ ένα όμορφο κορίτσι δεκαεννέα ή είκοσι χρονών τον είχε πλευρίσει και συζητούσαν ζωηρά.
«Όχι, διαφωνώ». «Για ποιο πράγμα;» «Δεν ανήκουμε εδώ». «Μα δουλεύουμε εδώ». Ο Άλεξ αναστέναξε. «Δεν προσέχεις τι λέω, έτσι; Ω, έλα τώρα, Καμίλ, θα πρέπει να το περίμενες αυτό! Κτήνος ή όχι, ήταν πάντα ο πιο περιζήτητος γαμπρός σ’ όλη την Αγγλία πριν φύγει να πολεμήσει για το Στέμμα! Ο μεγάλος, δυνατός, όμορφος γιος του κόμη του Καρλάιλ και τώρα κόμης ο ίδιος. Ένας άντρας που φοράει μια μάσκα σαν δαίμονας και καταφέρνει να φαίνεται ακόμα πιο ελκυστικός κι αινιγματικός μ’ αυτήν! Τι περίμενες όταν ήρθες μαζί του; Εσύ παραμένεις πάντα μια απλή κοπέλα του λαού, μια υπάλληλος του μουσείου. Υπάρχουν δεκάδες μαμάδες που θα πούλαγαν πρόθυμα τις κόρες τους στον ίδιο το διάβολο για να κάνουν γαμπρό έναν κόμη. Όπως σου είπα, Καμίλ, εμείς δεν ανήκουμε εδώ!» «Άλεξ, αφού ένιωθες τόσο άβολα, δεν έπρεπε να έρθεις». «Την τελευταία στιγμή ο Γουίμπλι αποφάσισε πως έπρεπε να είμαστε όλοι εδώ. Δεν αποδέχτηκα μια πρόσκληση, υπάκουσα σε μια εντολή». «Γι’ αυτό λοιπόν φρόντισε να περάσεις όμορφα!» «Προσπαθώ». «Χαμογέλασε λοιπόν!». «Ξέρεις πώς νιώθω». «Και τι σε πειράζει να χαμογελάς;» του είπε με αγανάκτηση. «Ξέρεις ποιος άλλος δεν ανήκει εδώ;» «Όχι, αλλά φαντάζομαι πως θα μου πεις». «Η Ίβλιν. Η πολύτιμή του κυρία Πράιορ». «Συμμετείχε στην τελευταία αποστολή, ήταν παρούσα όταν ανακαλύφθηκε ο τάφος». «Α, ναι. Ήταν εκεί. Σου το είπε η ίδια;» «Όχι. Την είδα σε μια από τις φωτογραφίες της εφημερίδας». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, ύστερα το έγειρε στο πλάι.
«Σου είπε κανείς ότι ήταν η τελευταία που είδε ζωντανούς τους Στέρλινγκ;» Η Καμίλ έγνεψε αρνητικά. «Δεν... όχι, δεν ξέρω». «Είχε μια μικρή αγροικία, σαν το σπίτι του επιστάτη, λίγο πιο πέρα από τα διαμερίσματα που είχαν πιάσει οι Στέρλινγκ. Συνήθως βρισκόταν μαζί τους, όμως είχε βγει για τσάι σ’ ένα κοντινό ξενοδοχείο. Σκέψου, αν δεν έλειπε, θα μπορούσε ν’ ακούσει τις φωνές τους, θα μπορούσε να τους σώσει». «Αν οι Στέρλινγκ έπεσαν πάνω σε μια φωλιά από κόμπρες ίσως να είχε πεθάνει κι η ίδια», αντέτεινε η Καμίλ. «Απ’ όσα έχω διαβάσει, οι αιγυπτιακές κόμπρες χτυπούν επανειλημμένως μόλις νιώσουν ν’ απειλούνται. Και το δηλητήριό τους φέρνει παράλυση. Στις περισσότερες περιπτώσεις σταματάει η αναπνοή και ο θάνατος επέρχεται μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, εκτός αν αφαιρεθεί αμέσως το δηλητήριο. Ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση όμως, η πιθανότητα ανάρρωσης είναι...» «Έχουν επιζήσει αρκετοί άνθρωποι από δαγκώματα κόμπρας επειδή δέχτηκαν βοήθεια. Κοίτα», μουρμούρισε ο Άλεξ σταματώντας να χορεύει στην πίστα. «Ο λόρδος Γουίμπλι ετοιμάζεται να μιλήσει. Θα σου φέρω λίγη σαμπάνια για να τον ακούσουμε. Έχουμε ένα τραπέζι κοντά στο πόντιουμ. Προφανώς ο λόρδος Στέρλινγκ ζήτησε να βρίσκεται το προσωπικό στο ίδιο τραπέζι μαζί του». Καθώς ο Άλεξ διέσχιζε μαζί της την πίστα, η Καμίλ ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε. Ήξερε πως ήταν το επίκεντρο πολλών κουτσομπολιών. Τελικά ο Άλεξ την οδήγησε σ’ ένα τραπέζι στρωμένο με κατάλευκο λινό τραπεζομάντιλο, ασημένια σερβίτσια και κρύσταλλα. Ο Μπράιαν, η Ίβλιν, ο σερ Τζον, ο Χάντερ κι ο Όμπρι είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους σ’ αυτό. Όταν ο Άλεξ ετοιμάστηκε να πάει για τη σαμπάνια, ο Μπράιαν του επισήμανε πως υπήρχε ένα μπουκάλι μέσα σε ασημένια σαμπανιέρα δίπλα στο τραπέζι τους. Κομψά ψηλά ποτήρια σαμπάνιας είχαν ήδη σερβιριστεί για λογαριασμό τους.
Ο λόρδος Γουίμπλι ανέβηκε στο κέντρο της σκηνής και μίλησε για το ρόλο του μουσείου και για τη δική του δουλειά, καθώς και για τη μεγάλη σημασία εύρεσης πόρων οι οποίοι θα στήριζαν ένα τόσο μεγαλεπήβολο έργο. Ήταν αρκετά εύγλωττος και μέχρι να ολοκληρώσει το λόγο του όλοι εκεί μέσα ένιωθαν πως συνέβαλαν στον μοναδικό αληθινό βωμό γνώσης και πολιτισμού που υπήρχε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο σερ Τζον κλήθηκε στη συνέχεια να πει κι εκείνος μερικά λόγια. Όμως ο λόρδος Γουίλμπι τον διέκοψε κάπως γρήγορα, για να μιλήσει για τις ανασκαφές και τους εγγενείς κινδύνους. Ύστερα ο λόρδος παρουσίασε τον Μπράιαν Στέρλινγκ, τον κόμη του Καρλάιλ. Η Καμίλ αναρωτήθηκε αν ο Μπράιαν ήξερε πως θα τον καλούσαν, γιατί δίστασε μια στιγμή πριν σηκωθεί. Το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Επάνω στο πόντιουμ χαμογέλασε, ύψωσε τα χέρια κι ευχαρίστησε τους φίλους του. Ήταν ευγενής και γοητευτικός, εξέφρασε την εκτίμησή του για την υπομονή τους στη διάρκεια του πένθους του. Αστειεύτηκε με τον όρο Κτήνος του Καρλάιλ και παραδέχτηκε πως έχει αφήσει μια όμορφη τοποθεσία, ένα θησαυρό που ανήκε τόσο στη Βρετανία όσο και στον ίδιο, να παραδοθεί στη φθορά. Όμως τον καταδίωκε μια κατάρα. «Αν η κατάρα προέρχεται από κάποια αρχαία μορφή μαγείας, μια τρομερή αιγυπτιακή προειδοποίηση, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, τότε είναι απολύτως φυσικό να λυθεί από τις δυνάμεις μιας ακόμα ισχυρότερης μαγείας. Ως εκ τούτου, δράττομαι της ευκαιρίας για να κάνω μια αναγγελία». Παρά τη μάσκα και την κτηνώδη όψη της, το χαμόγελό του ήταν προφανές. «Μια αληθινή μορφή κατάρας δημιούργησε το σκοτάδι που με σκέπασε, αλλά μια αληθινή μορφή μαγείας διέλυσε αυτό το σκοτάδι. Φίλοι μου, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τη μνηστή μου, το φως που μπήκε στη ζωή μου. Τη μις Καμίλ Μοντγκόμερι!» Δε θα την είχε σοκάρει περισσότερο αν είχε πλησιάσει κοντά της και
την είχε χαστουκίσει ενώπιον όλων. Η Καμίλ ήταν σίγουρη πως ο Μπράιαν δεν είχε σκοπό να πει αυτά τα λόγια πριν του ζητήσουν ν’ ανέβει στο πόντιουμ. Η οργή την κυρίευσε. Δεν ήταν παρά μια ακόμα πλεκτάνη του, λόγια που είχαν ειπωθεί για να σοκάρει κάποιον. Η Καμίλ ήταν μόνο το εξιλαστήριο θύμα. Σίγουρα τώρα θα έχανε τη δουλειά της κι ο Τύπος θ’ άρχιζε να σκαλίζει το παρελθόν της. Τα λόγια του την πόνεσαν σαν μαχαιριά στην καρδιά της! «Αγαπητή μου, το στόμα σου είναι ορθάνοιχτο. Νομίζω ότι πρέπει να το κλείσεις», της ψιθύρισε ξερά η Ίβλιν. Κατάφερε να κλείσει το στόμα της. Οι γροθιές της ήταν σφιγμένες. Μπήκε σε μεγάλο πειρασμό να σηκωθεί και να τον διαψεύσει δημοσίως. «Άρα η δική μου πρόταση ήταν άνευ νοήματος», μουρμούρισε ο Χάντερ από την άλλη πλευρά της. Ο Άλεξ είχε μείνει επίσης με ανοιχτό το στόμα. Το κεφάλι του λόρδου Γουίμπλι γύριζε αριστερά και δεξιά, σαν να ήταν μαριονέτα. Ακούστηκε ένα ηχηρό, συλλογικό ξάφνιασμα. Ύστερα η αίθουσα βυθίστηκε στη σιωπή. Ο λόρδος Γουίμπλι ήταν εκείνος που μίλησε πρώτος. «Μα το Δία! Συγχαρητήρια, φίλε μου!» είπε χτυπώντας το χέρι του στην πλάτη του Μπράιαν. Ύστερα πλησίασε προς την Καμίλ, πήρε τα χέρια της και την ανάγκασε να σηκωθεί. Τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Τι να πω, θερμά συγχαρητήρια και στους δυο σας!» Κάποια ευγενική ψυχή άρχισε να χειροκροτεί και μολονότι υπήρχαν αρκετοί που πίστευαν ότι δεν άρμοζε κανένα χειροκρότημα στη συγκεκριμένη περίσταση, ο ήχος άρχισε να πλημμυρίζει την αίθουσα. Ο Μπράιαν ήρθε πίσω από τον λόρδο Γουίμπλι. Κι εκεί, μπροστά σε όλους, την τράβηξ στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα γρήγορο φιλί στα χείλη. «Ένα βαλς!» φώναξε η Ίβλιν και σηκώθηκε όρθια. Ακούστηκε ένα ελαφρύ κροτάλισμα οργάνων κι ύστερα η μουσική άρχισε ξανά.
Καθώς στροβιλίζονταν στην πίστα η Καμίλ βρήκε την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί. «Μπορείς να μου πεις τι κάνεις;» απαίτησε να μάθει. «Τους ενημερώνω όλους ότι είμαι ευτυχής κι ερωτευμένος». «Είσαι τσαρλατάνος και ψεύτης, αυτό είσαι! Κι εγώ είμαι το εξιλαστήριο θύμα σου!» Τα μάτια του στένεψαν. «Αν μη τι άλλο, Καμίλ, μόλις σου πρόσφερα την προστασία και τη δύναμη του ονόματός μου». «Μα πώς τολμάς! Δεν είχες κανένα δικαίωμα να κάνεις κάτι τέτοιο. Ποτέ δε συζήτησες μαζί μου αυτό το καινούριο κόλπο σου. Δεν είχες δικαίωμα!» «Κόλπο;» «Προφανώς!» «Ίσως εννοούσα όσα είπα. Ίσως δεν ήταν καθόλου ψέμα. Μόνο σωστό». Ένιωσε τα μάγουλά της να καίγονται. «Όχι! Δεν είναι καθόλου σωστό, δεν υπάρχει... καταναγκασμός!» ξέσπασε. «Σου είπα...» «Ναι. Κάνεις μόνη σου τις επιλογές σου». «Και δε θα επέλεγα ποτέ να κάνεις μια τέτοια γελοία αναγγελία!» «Κι εγώ κάνω τις επιλογές μου, Καμίλ». «Δεν είναι επιλογή σου όταν περιλαμβάνει εμένα!» του φώναξε. «Μου καταστρέφεις τα πάντα. Λατρεύω τη δουλειά μου. Η ζωή μου έγινε επιτέλους ευυπόληπτη. Μα δεν καταλαβαίνεις; Όλοι ο θαυμάσιοι δήθεν φίλοι σου θα βαλθούν ν’ ανακαλύψουν ποια αχρεία απατεώνισσα σε τύλιξε στα δίχτυα της! Δεν το βλέπεις; Θα σύρουν στη λάσπη εμένα και τον Τρίσταν. Θα γίνω η ύπουλη καιροσκόπος που σαγήνεψε ένα κτήνος για ν’ αναρριχηθεί κοινωνικά. Θα...» «Τελικά δεν είσαι έτοιμη να σταθείς δίπλα σ’ ένα κτήνος, ε;» «Τι;» Εκείνη ήταν ανήμπορη να συνεχίσει. Κι εκείνος είχε κοκαλώσει. Ξαφνικά πίσω του ήρθε ο Ρούπερτ. «Συγχαρητήρια, Μπράιαν! Έχω σκάσει από ζήλια. Μπορώ;»
«Σ’ ευχαριστώ, Ρούπερτ. Ναι, φυσικά». Ο Ρούπερτ πήρε τη θέση του σαν καβαλιέρος της. «Αγαπητή μου μις Μοντγκόμερι. Τα βαθύτερα και πιο ειλικρινή μου συγχαρητήρια! Είναι καταπληκτικό! Επιτέλους ένα κορίτσι κατάφερε να τυλίξει τον Μπράιαν! Έλεγαν ότι καμιά δε θα πετύχαινε να διαπεράσει το τείχος που είχε υψώσει γύρω του, εσείς όμως το κάνατε και μπορώ να δω γιατί! Πρέπει να ομολογήσω ότι απόψε σαγηνέψατε τους πάντες! Δηλαδή, ακόμα και πριν την αναγγελία, τώρα όμως...» «Φίδι!» ούρλιαξε κάποιος. «Ω Θεέ μου!» είπε κάποιος άλλος. «Είναι η βασιλική κόμπρα της Κλεοπάτρας!» Οι χορευτές στριμώχτηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Το βαλς διακόπηκε απότομα. Μέσα στη γενική αναταραχή η Καμίλ έχασε τον Ρούπερτ από δίπλα της. Ήταν σίγουρη ότι τον είδε να το βάζει στα πόδια. «Είναι μια κόμπρα!» Δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Οι μουσικοί παράτησαν τα όργανά τους. Όμορφες γυναίκες κατάφορτες με κοσμήματα, έτρεχαν πανικόβλητες. Ψηλοί, ρωμαλέοι και κομψοί άντρες ακολουθούσαν ξοπίσω τους. Ακόμα κι οι αστυνομικοί φρουροί που είχαν προσληφθεί αυτό το βράδυ για επιπλέον ασφάλεια έτρεχαν τρομαγμένοι να σωθούν! «Θεέ και κύριε! Θα την πιάσω εγώ... Θα την πιάσω!» Αναγνώρισε τη φωνή. Ήταν ο Άλεξ. Ξαφνικά μια καινούρια κραυγή έσκισε τον αέρα. Μια δυνατή κραυγή πόνου. Ενώ όλοι ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλο για να σωθούν, η Καμίλ έτρεξε να βρει το φίλο της. Κι εκεί, ανάμεσα σε αναποδογυρισμένες καρέκλες και σπασμένα γυαλιά, κειτόταν αναίσθητος ο Άλεξ. Δίπλα του η κόμπρα έστεκε σε στάση επιθετική, ορθωμένη πάνω από το έδαφος με το λαιμό της φουσκωμένο. Τινάχτηκε μια μπροστά, αλλά το χτύπημα δε βρήκε κανέναν, όλοι είχαν τραβηχτεί πίσω, μακριά της. Το πλάσμα ήταν σίγουρα τρομοκρατημένο.
«Σκοτώστε το!» φώναξε κάποιος όταν το ερπετό άρχισε να σέρνεται τριγύρω σαν τρελό, μη ξέροντας προς ποια κατεύθυνση να πάει. «Ιησού Χριστέ!» Ήταν ο Μπράιαν. Βγήκε μπροστά με βήμα σβέλτο και πρόλαβε την κόμπρ ακινητοποιώντας τη με την μπότα του πάνω στο λαιμό της. Ύστερα έσκυψε κι άρπαξε το πλάσμα με χέρι δυνατό και σταθερό. Αυτό σφύριζε και πάλευε μανιασμένα. «Εδώ!» κραύγασε κάποιος. Ήταν ο Όμπρι, που πλησίαζε γρήγορα κρατώντας ένα τσουβάλι στα χέρια του. Το φίδι γλίστρησε μέσα κι ο Όμπρι το απομάκρυνε. «Σκοτώστε το! Σκοτώστε το!» φώναζε ακόμα ο κόσμος. «Θεέ και Κύριε, γιατί είχαν εδώ μέσα ένα τέτοιο πλάσμα!» Η Καμίλ ήξερε ότι το φίδι δεν είχε κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να είναι φίδι. Μοναδικός φταίχτης ήταν εκείνος που δεν είχε ασφαλίσει σωστά το γυάλινο δοχείο του. Ο Άλεξ! Έτρεξε μπροστά, έπεσε στα γόνατα δίπλα στο φίλο της κι άρχισε να ψάχνει το σημείο όπου τα δόντια του ερπετού είχαν τρυπήσει τη σάρκα του. Βρήκε τα σημάδια στο αριστερό του χέρι. Στο πάτωμα είδε ένα μαχαίρι από το δείπνο. Έσκισε γρήγορα τη σάρκα, έβαλε τα χείλη της πάνω στα σημάδια κι άρχισε να ρουφά και να φτύνει το δηλητήριο. Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο της τραβώντας την επάνω. Η Καμίλ διαμαρτυρήθηκε κοιτώντας τα έντονα γαλανά μάτια του Μπράιαν μέσα από τη δερμάτινη μάσκα του. «Άφησέ με, ξέρω τι κάνω». «Καμίλ! Βάζεις σε κίνδυνο και τη δική σου ζωή». «Ξέρω τι κάνω, το ορκίζομαι...» «Πώς ξέρεις;» Σήκωσε περήφανα το πρόσωπό της. «Από τα βιβλία! Φυσικά!» Μα ο Μπράιαν την παραμέρισε, ούτως ή άλλως. «Εγώ μπορώ να τραβήξω καλύτερα όσο δηλητήριο έχει απορροφηθεί», είπε ωμά κι έπεσε στα γόνατα για να επαναλάβει κι εκείνος την ίδια διαδικασία.
«Ένα γιατρό! Θα πρέπει να υπάρχει ένας γιατρός ανάμεσά μας!» φώναξε ο λόρδος Γουίμπλ διασχίζοντας έξω φρενών την αίθουσα. «Έδωσα σαφείς εντολές να κρύψουν καλά το ερπετό γι’ απόψε. Όμπρι, πώς βγήκε; Καταστροφή! Πάει ο φιλανθρωπικός έρανος!» Η Καμίλ τον κοιτούσε άναυδη, ένιωθε σαν να κυλούσε στις φλέβες της παγωμένο νερό. Ο Άλεξ μπορεί να πέθαινε κι ο λόρδος Γουίμπλι ανησυχούσε για τον φιλανθρωπικό του έρανο. «Όμπρι! Πανάθεμά σε, άνθρωπε!» «Λόρδε Γουίμπλι, ο Άλεξ ήταν εκείνος που θα φρόντιζε ν’ απομακρυνθεί η κόμπρα από την αίθουσα!» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Όμπρι. Μέσα στον καβγά ο Μπράιαν συνέχιζε να τραβάει δηλητήριο και να το φτύνει, ξανά και ξανά. Τελικά σηκώθηκε όρθιος. «Βρέθηκε γιατρός;» Είχαν βρει. Ένας κάπως φοβισμένος άνθρωπος πλησίασε κοντά τους. Μόρφασε όταν συνειδητοποίησε πως γονάτισε πάνω στο δηλητήριο πριν το δει. «Ο άνθρωπος πεθαίνει!» φώναξε η Καμίλ ταραγμένη. «Θα κάνω ό,τι μπορώ, θα κάνω ό,τι μπορώ», ψέλλισε ο άντρας. Έβγαλε ένα στηθοσκόπιο από τη μαύρη τσάντα του κι αφουγκράστηκε το στήθος του Άλεξ. Ύστερα κοίταξε τη μικρή ομάδα γύρω του και κούνησε θλιβερά το κεφάλι του πέρα δώθε. «Όχι!» φώναξε η Καμίλ. «Όχι!» Έπεσε πάλι στα γόνατα δίπλα στον Άλεξ κι έγειρε κι η ίδια στο στήθος του, ν’ αφουγκραστεί. Τίποτα.
Κεφάλαιο 13
Η Ίβλιν στεκόταν έξω από το μουσείο με τον Ρούπερτ. «Το έπιασαν και το απομάκρυναν», είπε η λαίδη Λαβίνια τρέχοντας κοντά τους. «Δεν έχει πια σημασία, έχει; Το πάρτι σχόλασε, θα έλεγα εγώ», είπε ο Ρούπερτ ανασηκώνοντας τους ώμους. «Ρούπερτ! Εκείνος ο μελετηρός ανθρωπάκος που έτρεξε μπροστά για να μας σώσει όλους είναι νεκρός!» τον μάλωσε η Λαβίνια. «Ο φουκαράς. Ελπίζω να πέθανε γρήγορα. Λένε πως είναι φριχτός θάνατος». «Ναι, φριχτός», μουρμούρισε η Ίβλιν. Ο Ρούπερτ την κοίταξε προσεκτικά. «Ω Ίβι! Με συγχωρείς. Ήσουν η πρώτη που βρήκε τους γονεί του Μπράιαν, έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να ήταν συγκλονιστικό». Προσέχοντας τη σοκαρισμένη έκφρασή της, έσπευσε να διορθώσει την γκάφα του. «Λυπάμαι, δεν ήθελα να σου θυμίσω το παρελθόν. Δύσκολο να μην το θυμηθούμε όμως απόψε. Κρίμα, ήταν ωραίο πάρτι. Υπέροχα κουτσομπολιά. Ίβλιν, κορίτσι μου! Δε μας είπες τίποτα!» «Ούτε κι εγώ το ήξερα». «Αστειεύεσαι!» είπε η Λαβίνια. «Έστειλα να φέρουν την άμαξα. Πιστεύω πως είναι αυτή που έρχεται τώρα, Ρούπερτ». «Κρίμα», είπε ο Ρούπερτ. «Ήλπιζα ν’ ανακρίνω λίγο ακόμα την Ίβι! Να μάθουμε κάτι παραπάνω για τη μικρή άγνωστη καλλονή του Μπράιαν. Το κορίτσι είναι εκθαμβωτικό, δε βρίσκεις, Λαβίνια;» «Μμμ». «Λοιπόν, Ίβι, από πού ξεφύτρωσε;» Η Ίβλιν δίστασε. «Μπήκε μάλλον τυχαία στις ζωές μας». «Πώς έτσι;»
«Έγινε ένα ατύχημα. Ο κηδεμόνας της τραυματίστηκε». Τα μάτια του Ρούπερτ στένεψαν. «Ο κηδεμόνας της; Ποιος είναι ο κηδεμόνας της;» «Κάποιος σερ Τρίσταν Μοντγκόμερι». «Μοντγκόμερι!» είπε κατάπληκτος ο Ρούπερτ. «Τον ξέρεις;» «Τον έχω ακουστά!» Η Ίβλιν ήταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. «Ο τύπος ήταν θρύλος στο ιππικό. Κέρδισε το χρίσμα του ιππότη στην Ινδία». Η Ίβλιν ξεφύσηξε. Άλλα περίμενε ν’ ακούσει. «Τέλος πάντων, έγινε κάποιο ατύχημα. Ο σερ Τρίσταν ανάρρωνε... ακόμα αναρρώνει δηλαδή, στο κάστρο. Φυσικά η προστατευόμενή του δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει». «Απίθανο!» είπε ο Ρούπερτ με μάτια που πετούσαν σπίθες. Ξάφνου το αντικείμενο της συζήτησης όρμησε καταπάνω τους με ύφος απελπισμένο, ξεχτένιστα μαλλιά κι ωστόσο ομορφότερη από ποτέ. «Ίβλιν! Σε παρακαλώ! Πρέπει να βρεις γρήγορα τον Σέλμπι. Χρειαζόμαστε κι άλλη άμαξα, ένα ασθενοφόρο!» «Ασθενοφόρο;» «Είναι ζωντανός! Ίσα που αναπνέει δηλαδή, αλλά ζει». «Χρειάζεται νοσοκομείο!» είπε η Ίβλιν. Η Καμίλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με έξαψη. «Θα τον μεταφέρουμε στο κάστρο». «Ο Μπράιαν το είπε αυτό;» ρώτησε σοκαρισμένη η Ίβλιν. «Ναι, ναι! Η κατάστασή του είναι πολύ κρίσιμη, Ίβλιν. Στο νοσοκομείο μπορεί ν’ αρπάξει ένα σωρό αρρώστιες που θα μειώσουν τις πιθανότητές του να ζήσει. Σε παρακαλώ, Ίβλιν, ενημέρωσε γρήγορα τον Σέλμπι!» «Θα βρω εγώ τον άνθρωπό σας», προθυμοποιήθηκε ο Ρούπερτ ενώ η Καμίλ έκανε μεταβολή κι επέστρεφε μέσα στην αίθουσα. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε η Ίβλιν. «Με συγχωρείτε, λαίδη Λαβίνια...»
Η Ίβλιν ακολούθησε την Καμίλ μέσα στο μουσείο, έκανε το γύρο της μεγάλης αίθουσας και κατευθύνθηκε γρήγορα προς τις σκάλες. Όταν ανέβηκε, έσπρωξε την πόρτα του γραφείου κι έψαξε να βρει το διακόπτη του ηλεκτρικού. Το τεράριουμ βρισκόταν πίσω από το γραφείο του σερ Τζον. Η κόμπρα τώρα κοιμόταν. Πλησίασε και διάβασε τη μεταλλική πλάκα μπροστά στο τζάμι. Νάγια η Βασιλική, αιγυπτιακή κόμπρα, ασπίς. Σύμβολο του Ήλιου, της κυριαρχίας, της δύναμης και της εξουσίας, κυρίως όμως σύμβολο της βασιλείας. Τμήμα του Ουραίου, ηλιακού δίσκου στηριζόμενου από δύο ερπετά. Σηματοδοτεί την εξουσία, το μάτι του Ρα, του θεού Ήλιου. Δηλώνει την καταστροφή των εχθρών καθώς επίσης και το φως, τη ζωή και το θάνατο. Τη ζωή και το θάνατο. Ο Άλεξ Μίτλεμαν ήταν ακόμα ζωντανός. Γεροί μεντεσέδες ασφάλιζαν τώρα το καπάκι του τεράριουμ. Η Ίβλιν άπλωσε τα χέρια της εκεί. Ύστερα γύρισε κι έφυγε από το γραφείο, φροντίζοντας να σβήσει προσεκτικά τα φώτα. *** Η Καμίλ αποφάσισε να συνοδεύσει τον Άλεξ στο ασθενοφόρο, οπότε έκανε κι ο Μπράιαν το ίδιο Το όχημα του το είχε δώσει το διοικητικό συμβούλιο του Μητροπολιτικού Ασύλου κι ο Μπράιαν διαπίστωσε με ανακούφιση ότι είχε καθαριστεί επιμελώς. Ο άνθρωπος που τους συνόδευε αποδεικνυόταν αρκετά ικανός, αν και στην αρχή δεν του είχε δώσει την εντύπωση του γιατρού. Περιποιήθηκε την πληγή με φαινόλη, την ίδια ουσία που έσωσε τη ζωή του Μπράιαν όταν είχε τραυματιστεί στην Ινδία. Επίσης είχε δώσει εντολή στον Μπράιαν και την Καμίλ να ξεπλύνουν το στόμα τους με ουίσκι αλλά και να πιουν αρκετό απ’ αυτό, μολονότι ήταν πολύ πιθανό η τοξίνη να είχε ήδη εισχωρήσει στο αίμα τους. Μέσα στο ασθενοφόρο ο χώρος ήταν περιορισμένος. Τέτοιες άμαξες δεν είχαν κατασκευαστεί σαν μεταφορικά μέσα για επιβάτες, ενώ στη θέση των καθισμάτων υπήρχε ένα στρώμα. Υπήρχε χώρος για έναν επιβάτη δίπλα στον οδηγό κι αυτή τη θέση είχε καταλάβει ο Μπράιαν,
ενώ η Καμίλ κι ο γιατρός, ένας κύριος Ίθαν Μόρτον που ασκούσε ιδιωτικά το επάγγελμά του, είχαν στριμωχτεί μέσα στην καμπίνα δίπλα στον ασθενή. Καθώς προχωρούσαν, ο Μπράιαν αναρωτιόταν γιατί δεν είχε σκοτώσει την κόμπρα. Αυτά τα πλάσματα είχαν θανατώσει τους γονείς του, είτε κάποιος τα είχε βάλει να το κάνουν είτε όχι. Όμως με έκπληξή του συνειδητοποιούσε πως είχε λυπηθεί το φίδι κι ήταν βέβαιος πως κάποιος το είχε απελευθερώσει σκόπιμα. Ο Άλεξ θα είχε σίγουρα δηλωθεί νεκρός και θα είχε σταλεί για νεκροψία, αν η Καμίλ δεν επέμενε ότι ο άνθρωπος ανέπνεε ακόμα. Πάντως παρέμενε αναίσθητος και δεν είχε διαφύγει ακόμα τον κίνδυνο. «Κάθεστε άβολα για μια τόσο μακρινή διαδρομή», απολογήθηκε ο αμαξάς. «Συνήθως πηγαίνουμε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο μ’ ετούτα εδώ τα οχήματα. Λυπάμαι, μιλόρδε». «Έχω ταξιδέψει πολύ πιο άβολα», τον διαβεβαίωσε ο Μπράιαν. «Ξέρετε, η κοπελιά σας δεν έχει δίκιο. Υπήρχε εποχή που η καλύτερη φροντίδα για τον ασθενή ήταν πράγματι στο σπίτι, τώρα όμως έχουμε προοδεύσει! Αποστείρωση, αντισηπτικά! Ο άνθρωπος θα είχε μια χαρά φροντίδα και στο νοσοκομείο. Φανταστείτε, κάποτε οι πλούσιοι φοβούνταν ακόμα και τη θέα ενός τέτοιου χώρου, πιστέψτε με όμως, στις μέρες μας οι άνθρωποι γιατρεύονται εκεί, κι όχι μονάχα επειδή είναι φτωχοί και δεν έχουν πού αλλού να πάνε». «Είμαι σίγουρος. Όμως δεν ξέρω αν ο άνθρωπος θα γίνει καλά. Η κατάστασή του παραμένε κρίσιμη. Όσο όμως αναπνέει, το σπίτι μου είναι αρκετά μεγάλο για να του παρέχει την καλύτερη φροντίδα». «Κοτζάμ κάστρο! Λόρδε Στέρλινγκ, συμφωνώ, έχετε μπόλικο χώρο!» του είπε ο οδηγός. Όταν έφτασαν στο εξωτερικό τείχος, ο αμαξάς σταμάτησε το όχημα. Ο Κόργουιν περίμενε κι ο Σέλμπι προφανώς είχε ήδη φτάσει με την Ίβλιν. Οι πύλες ήταν ανοιχτές. «Με το συμπάθιο, μιλόρδε, αν όμως χρειάζεστε βοήθεια με τους κή-
πους σας... ε, μπορώ να σας συστήσω έναν κηπουρό!» «Σ’ ευχαριστώ. Θα το έχω υπόψη μου». Διέσχισαν την τάφρο και μπήκαν στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου. Εκεί ο Μπράιαν κατέβηκε από την άμαξα. Ο γιατρός άνοιξε τις πόρτες κι ο Μπράιαν σήκωσε τον Άλεξ Μίτλεμαν και τον μετέφερε ως το κάστρο. Η Ίβλιν περίμενε στην είσοδο. «Το δυτικό δωμάτιο είναι έτοιμο», είπε στρώνοντας τα μαλλιά της. Ο Μπράιαν έγνεψε καταφατικά και κατευθύνθηκε στις σκάλες κουβαλώντας το φορτίο του. Ο Σέλμπι περίμενε στο δωμάτιο αλλά ο Μπράιαν αρνήθηκε τη βοήθειά του. Το κρεβάτι είχε στρωθεί με καθαρά σεντόνια, μια δυνατή φωτιά έκαιγε στο τζάκι κι υπήρχαν καθαρά ρούχα και φρέσκο νερό σ’ ένα μικρό τραπέζι. Ο Μπράιαν ακούμπησε προσεκτικά τον αναίσθητο άντρα στο στρώμα. «Θα βοηθήσω το γιατρό να τον εξετάσει», είπε ο Σέλμπι. Ο Μπράιαν ένευσε καταφατικά και γύρισε να φύγει. Η Καμίλ στεκόταν στην είσοδο του δωματίου με μάτια πελώρια, σιωπηλή και σαστισμένη. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο τώρα», της είπε. «Θα καθίσω δίπλα του όλη τη νύχτα». «Θα τον φροντίσω εγώ», της είπε η Ίβλιν. «Ευχαριστώ, αλλά θέλω να καθίσω μαζί του», επέμεινε η Καμίλ αποφασιστικά. Δεν τον κοιτούσε όσο μιλούσε. Η γυναίκα που είχε μπει στο δωμάτιό του δεν υπήρχε. Αυτή εδώ ήταν απόμακρη, ξένη. Έκλεισε την πόρτα αναγκάζοντάς τη να πισωπατήσει. «Πρέπει να δώσουμε στο γιατρό λίγο χρόνο για να τον φροντίσει». Καταλάβαινε ότι η Καμίλ τον κατηγορούσε για ό,τι είχε γίνει. Ξαφνικά θύμωσε. «Κάνε ό,τι σε ευχαριστεί», της είπε κι έφυγε προς τα δικά του διαμερίσματα. Ναι, έπρεπε να το έχει σκοτώσει το αναθεματισμένο το φίδι! Γιατί αυτό το περιστατικό θα μπορούσε να επαναληφθεί. ***
Η Καμίλ ένιωθε σαν χαμένη, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Άλλωστε ο Άλεξ βρισκόταν σε καλά χέρια. Έτρεξε στο δωμάτιο του Τρίσταν. Πήγε να χτυπήσει, ύστερα δίστασε, κάνοντας τη σκέψη πως ίσως ο κηδεμόνας της να κοιμόταν. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα. Βρισκόταν εκεί, ξαπλωμένος στα μαξιλάρια του. Αλλά δεν κοιμόταν. «Καμίλ;» τη ρώτησε νυσταγμένος. «Τρίσταν, με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω». «Πέρασε μέσα! Τι συνέβη;» Κατέβηκε από το κρεβάτι του με το μακρύ νυχτικό και το σκούφο του κι ήρθε στην πόρτα να τη συναντήσει. «Έλα, έλα. Έφυγες από δω κι έλαμπες ολόκληρη, τι τρέχει τώρα;» «Η κόμπρα ελευθερώθηκε. Δάγκωσε τον Άλεξ. Είναι εδώ, μερικές πόρτες πιο κάτω». «Είναι ζωντανός;» Του έγνεψε ναι, απέφυγε όμως να του πει πως είχε ρουφήξει η ίδια το δηλητήριο από την πληγή του. Το ίδιο ακριβώς έκανε κι ο Μπράιαν... θύμισε στον εαυτό της με μια μικρή ενοχή. Όσο όμως κι αν εμπιστευόταν εκείνον, δεν ήταν πια σίγουρη ότι εμπιστευόταν το προσωπικό του. Πόσο καχύποπτη υπήρξε με τον Άλεξ! Και τώρα εκείνος πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. «Είναι πολύ αδύναμος», μουρμούρισε. «Το σκότωσαν το καταραμένο το φίδι;» ζήτησε να μάθει ο Τρίσταν. «Όχι. Το ξαναέβαλαν στο τεράριουμ». Η Καμίλ προχώρησε με νευρικότητα ως το τζάκι. «Κάποιος το άφησε να βγει, Τρίσταν. Δεν μπορεί να έγινε διαφορετικά». «Ω Κάμι, δεν ξέρω». Ο Τρίσταν έξυσε το πιγούνι του σκεφτικός. «Ένα φίδι μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα... Πώς ήξεραν δηλαδή σε ποιον θα επιτεθεί;» Η Καμίλ ξεφύσηξε αργά. «Μάλλον έχεις δίκιο. Ω Τρίσταν! Θα είναι τρομερό αν πεθάνει ο Άλεξ Θα είναι σαν...»
«Σαν να υπάρχει πράγματι μια κατάρα, έτσι, μικρή;» Κούνησε σαστισμένη το κεφάλι της. «Ίσως». «Καμίλ!» «Τίποτα τρομερό δεν είχε συμβεί στο μουσείο πριν επιστρέψει εκεί ο Μπράιαν Στέρλινγκ». Ο Τρίσταν κοίταξε μακριά της. «Δεν μπορείς να ξαναπάς εκεί». «Τι είπες;» «Δεν μπορείς να ξαναπάς στο μουσείο». «Αυτό είναι παράλογο! Είναι η δουλειά μου. Ποτέ δε θα ξαναβρώ κάτι τέτοιο...» «Μπορώ να σε φροντίσω εγώ, Κάμι!» «Τρίσταν! Τέρμα οι παρανομίες», του είπε. «Το ξέρω! Πήρα το μάθημά μου, κορίτσι μου. Αλλά νομίζω ότι εσύ δεν πρέπει να γυρίσεις εκεί». «Ίσως δε θα έπρεπε να βρισκόμαστε εδώ», μουρμούρισε η Καμίλ. «Είσαι καλύτερα, Τρίσταν, πολύ καλύτερα. Μπορούμε πια να πάμε στο σπίτι μας...» Σώπασε ξαφνικά, γιατί της ήρθαν κλάματα. Δεν ήθελε να φύγει! Δεν ήθελε να είναι θυμωμένη. Ούτε ήθελε να την περιγελούν ή να τη χρησιμοποιούν σαν πιόνι. Γιατί αυτό ακριβώς συνέβαινε, όποιος πειρασμός κι αν την είχε ρίξει στην αγκαλιά ενός άντρα... που λίγο πριν έκανε γελοίες αναγγελίες περί αρραβώνα τους! «Το σπίτι μας!» «Ναι, στο μικρό διαμέρισμά μας, εκεί που ζούμε!» Ο Τρίσταν έδειχνε αρκετά καλά απόψε. Τώρα όμως ο Άλεξ βρισκόταν κι αυτός στο κάστρο κι η Καμίλ δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει. Ιδιαίτερα εφόσον είχε αποφασίσει πως δεν εμπιστευόταν την Ίβλιν Πράιορ. Ο Τρίσταν έμεινε σιωπηλός. «Δεν μπορείς να ξαναπάς εκεί». «Πού; Στο διαμέρισμά μας;» «Στο μουσείο!» «Τρίσταν, η δουλειά μου είναι θείο δώρο». Ξαφνικά μετάνιωσε που εί-
χε έρθει να τον δει. Φυσικά ο Τρίσταν θα μάθαινε τι είχε συμβεί. Όλο το Λονδίνο θα τα μάθαινε ως το πρωί. Αλλά θα έπρεπε να τον αφήσει ήσυχο τουλάχιστον απόψε. Άλλωστε ο κηδεμόνας της βρισκόταν ακόμα στην ανάρρωση. Είχε βιαστεί να του μιλήσει. Η Καμίλ δεν μπορούσε να φύγει από το κάστρο όσο ο Άλεξ βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου! «Καμίλ, σου το λέω, κορίτσι μου... «Τρίσταν, λυπάμαι πολύ που σ’ ενόχλησα απόψε. Θέλω να καθίσω δίπλα στον Άλεξ, να τον προσέχω όλη νύχτα. Θα μιλήσουμε πάλι το πρωί, εντάξει;» Ο Τρίσταν πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος, που η Καμίλ δε θυμόταν να είχε ξαναδεί στο πρόσωπό του. «Ας ελπίσουμε ότι μέχρι το πρωί ο Άλεξ θα έχει διαφύγει τον κίνδυνο». «Καμίλ, θα έρθω να καθίσω μαζί σου». «Για όνομα του Θεού, όχι! Εσύ πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι σου, χρειάζεσαι ξεκούραση». Την κοίταξε πάλι επίμονα. Της φάνηκε ένοχος, γιατί όμως να νιώθει ένοχος; Μάλλον ήταν η φαντασία της. Είχε κουραστεί πολύ, ένιωθε απογοητευμένη. Έτσι όπως ήταν τώρα, μπορεί και να πίστευε ότι ο Τρίσταν συμμετείχε σε μια συνωμοσία! «Μπορώ να μείνω μαζί σου...» «Θα είμαι εντάξει, λίγο πιο κάτω σ’ αυτόν το διάδρομο», τον καθησύχασε. «Τρίσταν, σε παρακαλώ, ξάπλωσε πάλι, πριν χτυπήσεις ή αρρωστήσεις ξανά. Σε παρακαλώ!» Ο Τρίσταν αναστέναξε, ύστερα της κούνησε το δάχτυλο. «Θα κοιμάμαι ελαφριά, κορίτσι μου. Αν με χρειαστείς, αν χρειαστείς οτιδήποτε, βάλε μια φωνή! Φώναξέ με». Του χαμογέλασε. Ο Τρίσταν δεν κοιμόταν ποτέ ελαφριά κι είχε πάρει υπνωτικά αρκετές νύχτες. Γι’ αυτό οι νυχτερινοί ήχοι του κάστρου δεν είχαν φτάσει ποτέ στ’ αυτιά του. «Θα σε φωνάξω αν σε χρειαστώ, σου το υπόσχομαι». Φίλησε το μέ-
τωπό του, τον έσπρωξε ως το κρεβάτι του και τον σκέπασε καλά. «Για να πω την αλήθεια, μου φαίνεσαι πάρα πολύ καλά, ξέρεις», του είπε. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Εσύ όμως μη διανοηθείς να πας αύριο στο μουσείο!» Του χαμογέλασε χωρίς να του απαντήσει. Δεν πήγαινε πολύς καιρός που το μουσείο έμενε κλειστό τα Σάββατα. «Καληνύχτα», του είπε. Όταν βγήκε στο διάδρομο, είδε ότι ο Σέλμπι στεκόταν φρουρός δίπλα στην πόρτα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. «Είναι...» του ψιθύρισε. «Ακόμα αναπνέει, μις Καμίλ. Ακόμα αναπνέει», τη διαβεβαίωσε. Του χαμογέλασε. «Πηγαίνετε μέσα. Ο γιατρός θα μείνει κι εκείνος απόψε. Κι εγώ θα βρίσκομαι εδώ». «Σ’ ευχαριστώ». Μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ο Άλεξ φαινόταν πολύ νέος κι ευάλωτος. Του είχαν φορέσει ένα μακρύ λευκό νυχτικό, το πρόσωπό του ήταν χλομό και τα μαλλιά του ανακατεμένα. Πλησίασε ως το κρεβάτι του. Ο δόκτωρ Ίθαν Μόρτον είχε βολευτεί σε μια φαρδιά πολυθρόνα και φαινόταν ήδη να κοιμάται. Καθώς η Καμίλ πλησίαζε προσεκτικά προς το κρεβάτι όμως, τον άκουσε να της μιλάει. «Σκεπάζετέ τον, αν θέλετε να βοηθήσετε. Δεν πρέπει να του ανέβει πυρετός. Μέχρι στιγμής αναπνέει κι ο σφυγμός του έχει σταθεροποιηθεί. Κάντε τον να νιώθει άνετα και κρατήστε το μέτωπό του δροσερό». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Σας ευχαριστώ». «Κι εσείς;» «Εγώ τι;» «Ρουφήξατε το δηλητήριο». «Είμαι καλά. Το έφτυσα όλο αμέσως». «Και σας καλούν συχνά να σώσετε θύματα από δαγκώματα φιδιών;»
«Ποτέ δεν έχω ξανακάνει κάτι παρόμοιο». Ανασήκωσε το φρύδι του. «Διαβάζω πολύ», του είπε. Της έγνεψε καταφατικά, με βλέφαρα μισόκλειστα. «Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνατε, νεαρή μου. Αν είχατε κάποια αμυχή στο στόμα... ε, το δηλητήριο θα είχε μπει στον οργανισμό σας ως τώρα». «Νιώθω μια χαρά, ειλικρινά. Και σας ευχαριστώ». Δρόσισε το μέτωπο του Άλεξ όπως της είχε πει ο γιατρός, θέλοντας πολύ να πιστέψει πως βοηθούσε. Και θα πρέπει πράγματι να βοηθούσε, γιατί κάθε λίγα λεπτά εμφανιζόταν μια λάμψη από ιδρώτα κι οι φροντίδες της την περιόριζαν. Κάποια στιγμή την πήρε ο ύπνος γερμένη πάνω στο μπράτσο της, που ήταν ακουμπισμένο στο στήθος του. Ξύπνησε αναπηδώντας όταν άκουσε ένα γουργουρητό. Στην αρχή την έπιασε πανικός, νόμιζε πως οι πνεύμονες του Άλεξ κατέρρεαν. Όμως δε συνέβαινε αυτό. Ήταν ανήσυχος και τα χείλη του κινούνταν. Η Καμίλ έριξε μια ματιά στον δόκτορα Μόρτον, που όμως κοιμόταν. Άγγιξε το μάγουλο του Άλεξ. Δεν ήταν ζεστό. «Άλεξ, όλα είναι εντάξει. Θα γίνεις καλά», μουρμούρισε. «Τα κρύβει», είπε ο Άλεξ γυρίζοντας το κεφάλι αριστερά και δεξιά. «Τα κρύβει... μέσα στην κρύπτη. Η κρύπτη... επικίνδυνο...» «Τι λες Άλεξ; Τι είναι επικίνδυνο;» «Φίδια... στην κρύπτη». Τα μάτια του ξαφνικά άνοιξαν διάπλατα και κάρφωσαν τα δικά της. «Κόμπρες... στην κρύπτη. Κι όταν είναι έτοιμος... θα σκοτώσει. Θα μας σκοτώσει όλους». Τα μάτια του έκλεισαν ξανά. Η Καμίλ έτρεμε σύγκορμη μέσα στην παγερή σιωπή, φοβισμένη από το άγριο παραμιλητό του. Κοίταξε πάλι προς τον δόκτορα Μόρτον. Τα μάτια του παρέμεναν κλειστά. Η Καμίλ έγειρε κοντά στον Άλεξ. «Τι είναι αυτά που λες, Άλεξ;» τον ρώτησε σιγανά. Άρχισε πάλι να τινάζει εδώ κι εκεί το κεφάλι του κι η Καμίλ δα-
γκώθηκε, φοβήθηκε πως αυτό χειροτέρευε την κατάστασή του. Τα μάτια του άνοιξαν και πάλι διάπλατα. Στην αρχή δεν έδειχνε να βλέπει το πρόσωπό της, μετά όμως την κοίταξε κατάματα. Τα δάχτυλά του κινήθηκαν πάνω στα σεντόνια. «Το Κτήνος!» ξέσπασε μ’ έναν άγριο ψίθυρο. «Το Κτήνος του Καρλάιλ! Πρόσεχε το Κτήνος! Έχε κακό σχέδιο. Θέλει εκδίκηση. Θέλει να μας σκοτώσει όλους!» Μετά έκλεισε τα μάτια του, τα δάχτυλά του έμειναν ακίνητα κι ήταν σαν να μην είχε μιλήσει ποτέ. Από κάπου ένα ρολόι σήμανε τρεις. Ο δόκτωρ Μόρτον έβγαλε ένα ροχαλητό κι αναδεύτηκε στην πολυθρόνα του. Κι ύστερα απόλυτη σιωπή. *** Ο Μπράιαν ξαγρυπνούσε στο σκοτάδι κι αφουγκραζόταν. Απόψε δεν υπήρχαν παράξενοι θόρυβοι για να τον ξυπνήσουν και να τον οδηγήσουν στις κρύπτες. Ο Έιτζαξ κοιμόταν γαλήνιος δίπλα στο τζάκι. Ο Μπράιαν βλαστήμησε τον εαυτό του όταν θυμήθηκε πως σκόπευε να φέρει κάποιον για να καθαρίσει και να λαδώσει τους μεντεσέδες. Η βραδιά είχε καταλήξει σε καταστροφή. Άλλη μια φορά αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε σκοτώσει την κόμπρα. Ίσως επειδή συνειδητοποίησε πως ήταν ένα ζώο κι όσο δολοφονικές για τους ανθρώπους κι αν ήταν οι άμυνές του, πιθανόν να είχε τρομοκρατηθεί πολύ περισσότερο από τους αριστοκράτες που το έβαλαν στα πόδια στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του. Πώς όμως βρέθηκε το φίδι εκεί, ανάμεσα στον κόσμο; Η φτώχια του Άλεξ τον καθιστούσε πιθανό ύποπτο, τώρα όμως είχε χτυπηθεί. Κόντευε να πεθάνε με τον ίδιο τρόπο που ο λόρδος και η λαίδη Στέρλινγκ είχαν βρει το θάνατο. Μισοσηκώθηκε κι έδωσε μια γροθιά στο μαξιλάρι του. Ύστερα υπήρχε ο λόρδος Γουίμπλι, ο οποίος προφανώς είχε χρέη απ’ τη χαρτοπαιξία. Θα ρίσκαρε όμως τόσο πολύ ένας άντρας με τη δική του θέση; Κι ο Όμπρι; Ήταν ο άνθρωπος που είχε την ευθύνη της κόμπρας στο
μουσείο, αλλά όλο όσοι δούλευαν εκεί είχαν βρεθεί στην Αίγυπτο, εκτός απ’ την Καμίλ. Όσοι είχαν ζήσει στην έρημο, στις πόλεις και τα χωριά του Νείλου, είχαν πείρα από την αιγυπτιακή κόμπρα. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Μήπως ο σερ Χάντερ, ο μεγάλος εξερευνητής; Ακόμα κι ο Μπράιαν όμως αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως το σημαντικότερο πρόβλημα με τον Χάντερ ήταν το ενδιαφέρον του για την Καμίλ. Εξακολουθούσε να μην έχει καμία ένδειξη ποιος μπορεί να ήταν ο ένοχος, πίστευε όμως ότι όποιος κι αν ήταν, διέθετε πληροφορίες που ο Μπράιαν αγνοούσε. Πληροφορίες που ο πατέρας του είχε ανακαλύψει λίγο πριν το θάνατό του. Υπήρχε ένα κομμάτι τεράστιας αξίας το οποίο δεν είχε καταχωρηθεί, αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχε κάπου. Κι αν δε βρισκόταν στο μουσείο, τότε ίσως βρισκόταν ανάμεσα στα ανάγλυφα και τα τεχνουργήματα στο υπόγειο του κάστρου. Είχε αφήσει το χώρο να μετατραπεί σε ζούγκλα κι ήταν γνωστό πως εκεί μέσα ζούσαν ακόμα και λύκοι. Είχε επιτρέψει σε γιατρούς να πλησιάσουν το χώρο, αλλά μόνο όταν κρίθηκε αναγκαίο. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτές, η Ίβλιν είχε φέρει κατά καιρούς κάποιες ντόπιες για να τη βοηθήσουν στο καθάρισμα. Μόνο εκείνοι στους οποίους θα εμπιστευόταν ακόμα και τη ζωή του είχαν αληθινή πρόσβαση στο κάστρο και τους γύρω χώρους, παρά το αχανές μέγεθός του... ο Σέλμπι, ο Κόργουιν, η Ίβλιν. Κι απ’ αυτούς τους τρεις, μόνο η Ίβλιν είχε βρεθεί στην Αίγυπτο. Με κάποιον αναπάντεχο τρόπο εκείνος ο κατεργάρης ο Τριστάν είχε αποδειχτεί αρκετά χρήσιμος κι αυτό φάνηκε όταν ακολούθησαν εκείνο τον άνθρωπο από το μπαρ που τελικά σκοτώθηκε. Λογικά αυτό θα έπρεπε να είναι απλό και ξεκάθαρο, έλα όμως που ήταν περίπλοκο. Είχε επιτρέψει στην Καμίλ και τον κηδεμόνα της να μείνουν στο κάστρο επειδή είχε σκοπό να τους χρησιμοποιήσει και τους δυο τους, χωρίς να υπολογίζει τα δικά του συναισθήματα. Τώρα όμως...
Σηκώθηκε, ο Έιτζαξ πετάχτηκε κι αυτός όρθιος. Το μεγάλο κυνηγόσκυλο τον κοίταξε, κούνησε την ουρά του και περίμενε. «Ξαφνικά είναι πολύ κρύο κι άδειο αυτό το δωμάτιο, έτσι, αγόρι μου;» είπε. «Ας το εξερευνήσουμε λοιπόν». Κάθε πράγμα στην ώρα του. Διέσχισε αθόρυβα το διάδρομο. Ο Σέλμπι είχε κοιμηθεί στη θέση του μπροστά στην πόρτα. Ο πιστός φίλος του, όμως, άνοιξε τα μάτια και πετάχτηκε ξαφνιασμένος από την άφιξη του Μπράιαν. «Εγώ είμαι», τον καθησύχασε ο Μπράιαν. Ο Σέλμπι ένευσε καταφατικά κι έγειρε πάλι στον τοίχο. Ο Μπράιαν τρύπωσε από την πόρτα στο δωμάτιο όπου κειτόταν ο Άλεξ Μίτλεμαν, δίνοντας μάχη για τη ζωή του. Ο γιατρός κοιμόταν στην πολυθρόνα του. Η Καμίλ είχε αποκοιμηθεί κι εκείνη, γερμένη πάνω στον Άλεξ, φορώντας ακόμα το κομψό χρυσό φόρεμά της. Κανείς από τους δυο δεν κουνήθηκε όταν μπήκε ο Μπράιαν. Ακούμπησε ένα του δάχτυλο πάνω σε μια φλέβα, στο λαιμό του Άλεξ. Ο σφυγμός του ήταν δυνατός. Απομάκρυνε τρυφερά ένα τσουλούφι από το πρόσωπο της Καμίλ. Ένιωσε ένα κύμα ζεστασιάς κι ύστερα τα μέλη του σφίχτηκαν, καθώς την παρατηρούσε με θαυμασμό κι επιθυμία, αλλά και με μια έντονη αίσθηση αμφιβολίας για τον εαυτό του. Η Καμίλ νοιαζόταν γι’ αυτό τον άντρα. Επειδή ήταν συνάδελφός της, ή μήπως υπήρχε κάτι σοβαρότερο μεταξύ τους; Σήκωσε ένα ριχτάρι από την πολυθρόνα δίπλα στη φωτιά και το τύλιξε προσεκτικά γύρω από τους ώμους της. *** Ο Άλεξ αναδεύτηκε κίνησή του ξύπνησε την Καμίλ. Για μια στιγμή έμεινε σαστισμένη κοιτώντας τη φωτιά, ανήμπορη να θυμηθεί πού βρισκόταν. Ύστερη η φρίκη της νύχτας επανήλθε με ορμή στη μνήμη της και αναπήδησε, κοιτώντας γρήγορα τον άνθρωπο στο κρεβάτι. Το χρώμα του φαινόταν καλό. Το πρόσωπό του δε γυάλιζε από ιδρώτα.
Ακούμπησε το δάχτυλό της στο λαιμό του κι ένιωσε τον σταθερό χτύπο του σφυγμού του. Ανακάθισε καλύτερα, ανακουφισμένη. Ο δόκτωρ Μόρτον ροχάλιζε. Ύστερα από μια στιγμή η Καμίλ σηκώθηκε και τεντώθηκε, τρίβοντας το λαιμό της γιατί είχε πιαστεί. Ξαφνικά είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι το κάστρο είχε ζωντανέψει. Μια δυσάρεστη ανησυχία την κυρίευσε όταν θυμήθηκε τα παραληρηματικά λόγια του Άλεξ. Οι κρύπτες εδώ, είχε πει, ήταν γεμάτες φίδια. Ήταν γελοίο, πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Και τι τον είχε κάνει να το υποπτευτεί; Κοίταξε στην πόρτα, ξέροντας πως ο Σέλμπι φρουρούσε το δωμάτιο, αν και δεν ήταν σίγουρη γιατί συνέβαινε αυτό. Εκτός αν ο Μπράιαν είχε κι εκείνος τις αμφιβολίες του για την Ίβλιν Πράιορ... Ή για την ίδια, τον μισοπεθαμένο Άλεξ και τον δόκτορα Μόρτον. Πήγε ως την πόρτα και την άνοιξε αθόρυβα. Ο Σέλμπι πετάχτηκε. «Εγώ είμαι», του ψιθύρισε. «Πώς είναι ο ασθενής;» «Ο σφυγμός του είναι δυνατός». «Δόξα τω Θεώ!» Η Καμίλ καμώθηκε πως έπνιγε ένα χασμουρητό. «Πιστεύω πως είναι αρκετά καλά για να πάω λίγο στο δικό μου κρεβάτι. Σέλμπι, είσαι καλά εκεί; Να σου φέρω ένα μαξιλάρι, μια κουβέρτα;» «Ω, όχι, μις Καμίλ. Έχω κοιμηθεί και χειρότερα... στην Ινδία, στο Σουδάν. Είμαι μια χαρά, σα ευχαριστώ». «Καληνύχτα λοιπόν». Έφυγε από κοντά του και διέσχισε γρήγορα το διάδρομο προς το δωμάτιό της. Μπήκε, αλλά δεν έκλεισε εντελώς την πόρτα. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά αναρωτήθηκε τι ακριβώς ήταν αποφασισμένη να κάνει. Ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχαν κόμπρες στις κρύπτες. Περίμενε. Ο χρόνος φαινόταν ατέλειωτος, όμως ήθελε να σιγουρευτεί
ότι ο Σέλμπι ξανακοιμήθηκε πριν βγει και πάλι στο διάδρομο για να κατέβει τις σκάλες χωρίς να γίνει αντιληπτή. Σκέφτηκε να πάρει μαζί της μια λάμπα, μαζί μ’ ένα κουτί σπίρτα. Έφτασε στην πόρτα και κρυφοκοίταξε έξω. Ο Σέλμπι έδειχνε να έχει ξανακοιμηθεί, με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στα μπράτσα του, που ήταν διπλωμένα πάνω στα γόνατά του. Η Καμίλ ξεπόρτισε αθόρυβα, σαν φάντασμα, ακροπάτησε ως τις σκάλες, κοίταξε κάτω, ύστερα ξανακοίταξε στο διάδρομο. Ο Σέλμπι δεν είχε κουνηθεί. Κατέβηκε βιαστικά. Φτάνοντας κάτω πέρασε στη διπλανή αίθουσα κι από κει στο μικρό παρεκκλήσι. Άνοιξε την πόρτα της σκοτεινής κυκλικής σκάλας που φαινόταν να κατεβαίνει στο κενό. Καθώς όμως τα μάτια της προσαρμόζονταν, συνειδητοποίησε ότι από κάπου έλαμπε ένα αμυδρό φως. Δίστασε, ακούμπησε τη δική της λάμπα και ξεκίνησε να κατεβαίνει. Πόντο τον πόντο, ακούγοντας τον ήχο της ανάσας της, μπήκε ακόμα πιο βαθιά σ’ εκείνο τον αχνοφωτισμένο λάκκο. Επιτέλους τα πόδια της πάτησαν το τελευταίο σκαλοπάτι κι έστριψε στη γωνία. Το πρώτο δωμάτιο από τις κρύπτες δεν ήταν αυτό που περίμενε. Παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα και τις σκιές που δημιουργούσε η μοναδική λάμπα στο έδαφος, η Καμίλ μπορούσε να διακρίνει κάτι από τον περιβάλλοντα χώρο. Δεν υπήρχαν θολωτές κρύπτες των αρχαίων νεκρών, ούτε μουχλιασμένοι τάφοι σκεπασμένοι από ιστούς αράχνης. Ήταν ένα γραφείο. Το πάτωμα ήταν πέτρινο και φαινόταν να έχει σκουπιστεί πρόσφατα. Προσπάθησε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Απέναντί της, εκεί όπου ανοιγόταν ένα αληθινά αδιαπέραστο σκοτάδι, ορθώνονταν πελώριες σιδερένιες πύλες. Ήταν σίγουρη ότι αυτές θα οδηγούσαν προς τους νεκρούς προγόνους, αλλά όχι και σ’ έναν αρχαίο αιγυπτιακό κόσμο. Εδώ στο γραφείο υπήρχαν συνηθισμένα πράγματα. Γραφεία, αρχεία, κιβώτια. Κάποια σημεία του απέραντου χώρου έμοιαζαν πολύ με την
αποθήκη του μουσείου. Ανάγλυφα που ίσως είχαν τεράστια αξία συσκευάζονταν πάντα με μεγάλη προσοχή κι ανοίγονταν με ακόμα μεγαλύτερη φροντίδα. Βρισκόταν μπροστά στα αντικείμενα που είχαν σταλεί κατευθείαν στο κάστρο Καρλάιλ αντί για το μουσείο! Τα έχασε όταν είδε πως ένα από τα κιβώτια ήταν ανοιγμένο. Πλησίασε προς τα εκεί, μετανιώνοντας που δεν είχε φέρει μαζί της τη λάμπα πετρελαίου. Προχωρώντας σαν μαγνητισμένη, αλλά ανήμπορη να διατάξει τα πόδια της να κινηθούν γρηγορότερα, ήρθε αργά δίπλα στο κιβώτιο. Ήταν πελώριο. Τα καρφιά είχαν αφαιρεθεί από το ξύλινο καπάκι και το κουτί έχασκε ανοιχτό. Αργά αργά, μη τολμώντας σχεδόν ούτε ν’ αναπνεύσει, πλησίασε περισσότερο και κοίταξε το θησαυρό που κρυβόταν μέσα σ’ εκείνο το κιβώτιο. Μέσα στο πελώριο εκείνο ξύλινο κιβώτιο μεταφοράς υπήρχε μια σαρκοφάγος. Η όμορφα ζωγραφισμένη και διακοσμημένη νεκροθήκη είχε ανοιχτεί κι αυτή. Το καπάκι της ήταν ακουμπισμένο δίπλα στο μεγάλο καπάκι του κιβώτιου. Ζυγώνοντας προσεκτικά είδε ότι η μούμια παρέμενε στη θέση της. Σκούρα από το χρόνο και το ρετσίνι που χρησιμοποιούνταν για να εξασφαλιστεί η αθανασία, η μούμια κειτόταν σε τυπική στάση, τυλιγμένη σωστά και με τα χέρια διπλωμένα πάνω στο στήθος. Τότε κάτι πέρασε τρέχοντας από δίπλα της. Η Καμίλ παραλίγο να φωνάξει, είδε όμως έναν αρουραίο να τρέχει γρήγορα προς μια μικρή τρύπα στον τοίχο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Γιατί; Απόψε δεν ακούγονταν θόρυβοι. Κι ούτε πίστευε στ’ αλήθεια πως υπήρχε μια φωλιά από κόμπρες κάτω από το φέρετρο του αρχαίου νεκρού. Τι γύρευε λοιπόν εκεί; Τι ήλπιζε ν’ αποδείξει; Ότι δεν υπήρχε κανένα σκοτεινό, σατανικό εργαστήριο εκεί μέσα. Ότι ο Μπράιαν Στέρλινγκ δεν είχε τρελαθεί κι ούτε έκρυβε κόμπρες μέσα στα υπόγειά του. Ωραία. Είχε ανακαλύψει αυτό που ήθελε. Τώρα μπορούσε να φύγει από κει μέσα. Ξαφνικά το καπάκι από το κιβώτιο τινάχτηκε μακριά. Μια σκοτεινή
μορφή όρμησε καταπάνω της. Πριν η Καμίλ προλάβει να ουρλιάξει, ένα χέρι σκέπασε το στόμα της κι ένας εξαγριωμένος, τραχύς ψίθυρος άγγιξε τ’ αυτιά της. «Τώρα θα πληρώσεις για όλα!»
Κεφάλαιο 14
Απαλότητα... Δροσερά, καθαρά σεντόνια. Ένα κρεβάτι. Μια φωτιά έκαιγε εκεί κοντά. Ο Άλεξ Μίτλεμαν άνοιξε τα μάτια του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν έβγαλε παρά έναν ήχο σαν κρώξιμο. «Έλα, έλα, γιε μου. Νερό. Πιες μια γουλιά». Ο Άλεξ κοίταξε τον ξένο στα μάτια. Έπαιξε τα βλέφαρα και δέχτηκε μερικές γουλιές νερό. Ο λαιμός του ήταν κατάξερος. «Αργά αργά, αγόρι μου. Πρόσεχε». Ο Άλεξ έγνεψε καταφατικά και μολονότι λαχταρούσε να το καταπιεί όλο, ήπιε αργά μερικές γουλιές. Το πιγούνι του πονούσε. Τα πάντα τον πονούσαν. Η όρασή του ήταν θολή. «Είσαι τυχερός που ζεις», τον διαβεβαίωσε ο ξένος. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και συνοφρυώθηκε, μπερδεμένος. «Είμαι ο δόκτωρ Μόρτον», είπε ο ξένος. «Θυμάσαι τίποτα; Σε δάγκωσε ένα φίδι, μια αιγυπτιακή κόμπρα στο μουσείο». Ο Άλεξ ένευσε αργά. Κατάπιε, δείχνοντας πως ήθελε κι άλλη μια γουλιά. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε τέλος. «Στο κάστρο Καρλάιλ». Το κορμί του έκανε έναν αυθόρμητο σπασμό. Το συνοφρύωμά του έγινε πιο έντονο. «Η Καμίλ... νόμιζα... Της μίλησα, την είδα, είδα το πρόσωπό της». «Ήταν εδώ, γιε μου. Ξαγρύπνησε δίπλα σου ώρες, σου δρόσιζε το μέτωπο για να μην ανέβει ο πυρετός σου. Καημένο κορίτσι. Θα πρέπει να ξύπνησε και να πήγε να ξαπλώσει λίγο κι η ίδια». Ο γιατρός ξερόβηξε. «Σου έσωσε τη ζωή. Δηλαδή εκείνη κι ο κόμης του Καρλάιλ. Φαίνεται πως ήξεραν κι οι δυο κάποια πράγματα για το δηλητήριο του φιδιού». «Η Καμίλ... έσωσε τη ζωή μου;»
«Ναι, γιε μου. Εκείνη κι ο κόμης». Ο κόμης του Καρλάιλ του είχε σώσει τη ζωή! «Τώρα πρέπει να ξεκουραστείς. Θα έλεγα ότι η επιβίωσή σου, ακόμα και με τη γρήγορη επέμβαση εκείνων των δύο, είναι κάτι σαν θαύμα». «Καμίλ...» «Όχι, όχι, πρέπει ν’ αφήσεις την κοπέλα να ξεκουραστεί τώρα, να κοιμηθείς κι εσύ. Εγώ θα μείνω ως το μεσημέρι, γιε μου. Ως τότε θα έχεις αναρρώσει κι η κοπέλα θα μπορεί να σε φροντίσει και πάλι». Ο Άλεξ έγνεψε καταφατικά και βολεύτηκε στα σκεπάσματά του. Τον είχε δαγκώσει μια κόμπρα. Αλλά βρισκόταν στο κάστρο Καρλάιλ. Κι η Καμίλ θα τον φρόντιζε. Η ζωή επιφύλασσε θαύματα. *** Η Ίβλιν Πράιορ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε, βρήκε τη ρόμπα της, άναψε τη λάμπα στο κομοδίνο της και δίστασε. Ύστερα άνοιξε αργά την πόρτα της και διέσχισε το διάδρομο. Η πόρτα του Άλεξ ήταν κλειστή. Ο Σέλμπι κοιμόταν, γερμένος πάνω στον τοίχο. Γνώριζε πολλα χρόνια αυτό τον άντρα. Πλησίασε μερικά βήματα και δίστασε. Σχεδόν αναπήδησε από την τρομάρα της όταν άκουσε πίσω της μια φωνή. «Έι, κυρία Πράιορ!» Στράφηκε γρήγορα. Ο Τρίσταν στεκόταν ακριβώς πίσω της με το μακρύ νυχτικό που του είχε δώσει. Ο άνθρωπος είχε κινηθεί εντελώς αθόρυβα. Αλλά βέβαια ήταν ένας διαρρήκτης. Η Ίβλιν δ θα έπρεπε να ξαφνιάζεται μ’ αυτή του την ικανότητα. «Είστε καλά;» τη ρώτησε ευγενικά. Όπως ήταν φυσικό, ο Σέλμπι ξύπνησε. «Τι; Τι συμβαίνει;» γρύλισε. «Ήρθα να δω πώς τα πηγαίνει ο ασθενής μας», είπε η Ίβλιν κοιτώντας τον Σέλμπι με το κεφάλι ψηλά. «Αυτό που δεν ξέρω είναι τι γυρεύει εδώ ο επισκέπτης μας!»
«Άκουσα θορύβους στο διάδρομο», είπε ο Τρίσταν μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. «Κι η προστατευόμενή μου μένει εδώ. Έπρεπε να βεβαιωθώ πως είναι καλά!» «Πηγαίνετε στα κρεβάτια σας κι οι δυο!» τους μάλωσε ο Σέλμπι, φανερά ενοχλημένος που είχαν διακόψει τον ύπνο του. «Ο ασθενής τα πηγαίνει μια χαρά, απ’ ό,τι φαίνεται θα ζήσει. Και κάτω από τέτοιες συνθήκες αυτό είναι μεγάλη τύχη. Όσο για τη μις Καμίλ κοιμάται βαθιά... κανείς από τους δυο σας να μην την ενοχλήσει!» «Ίσως θα πρέπει να ρίξω μια ματιά στον Άλεξ Μίτλεμαν», είπε η Ίβλιν. «Ελεύθερα», της απάντησε ο Σέλμπι. «Αλλά ο γιατρός είναι ακόμα μαζί του. Πήγαινε να κοιμηθείς και κράτα τις δυνάμεις σου. Ο γιατρός θα φύγει αύριο το μεσημέρι κι έτσι θ’ αναλάβεις εσύ την περισσότερη φροντίδα του». Την αγριοκοίταξε. «Πηγαίνετε πίσω στο δωμάτιό σας!» είπε η Ίβλιν στον Τρίσταν, μη θέλοντας να δείξει πτοημένη από τον Σέλμπι. «Επιτρέψτε μου να σας συνοδεύσω πρώτα στο δικό σας», πρότεινε ευγενικά εκείνος. «Όπως επιθυμείτε». Η Ίβλιν όμως στράφηκε πάλι στον Σέλμπι. «Φρόντισε ο σερ Τρίσταν να μη ξαναβγεί από το δωμάτιό του, σε παρακαλώ». «Κανείς σας δε θα ξαναβγεί από το δωμάτιό του!» είπε εκείνος, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και ξανακάθισε στην καρέκλα του. Έγειρε τους πελώριους ώμους του στον τοίχο, αυτή τη φορά όμως δεν έκλεισε τα μάτια του. Παρακολουθούσε. *** Η Καμίλ κόντεψε να λιποθυμήσει απ’ την τρομάρα της. Ένα φως έλαμψε ξαφνικά μέσα στα μάτια της και πισωπάτησε τυφλωμένη. «Καμίλ!» Η ανάσα ξεχύθηκε με ορμή απ’ τα πνευμόνια της. Ήταν ο Μπράιαν. «Ω Θεέ μου!» Ήταν τέτοια η ανακούφισή της, που έπεσε στα γόνατά της φέρνοντας το ένα χέρι στο λαιμό της.
Όμως τι έκανε ο Μπράιαν εκεί κάτω στο σκοτάδι, γιατί κρυβόταν δίπλα στη μούμια; «Σήκω!» Ακούμπησε τη λάμπα του στο έδαφος, έπιασε τα χέρια της και την ανάγκασε να σηκωθεί. Η Καμίλ κατάπιε νευρικά, τον κοίταξε σαστισμένη, είδε καθαρά το πρόσωπό του. Το αληθινό του πρόσωπο. Κι αυτό την τρόμαξε περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί. « Τι στην οργή κάνεις εδώ;» ρώτησε άγρια ο Μπράιαν. «Ιησού Χριστέ, τι θα κάνω μαζί σου; Θα πρέπει να σε δένω τις νύχτες;» Δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο στο πρόσωπό του, τίποτα απολύτως. Μόνο μια ουλή που ξεκινούσε από το μέτωπο και διέτρεχε το αριστερό του μάγουλο, κι αυτή όμως δεν ήταν παρά μια αμυδρή άσπρη γραμμή. Σε τίποτα δεν αλλοίωνε την οστέινη δομή του προσώπου του, τα ψηλά ζυγωματικά, το δυνατό πιγούνι, τη σχεδόν αετίσια μύτη και το ψηλό, καλοφτιαγμένο μέτωπο. Ήταν εντυπωσιακός, όμορφος, με μια τραχιά και κλασική έννοια, χωρίς να έχει τίποτα το κτηνώδες ή τερατώδες στην εμφάνισή του. Ήταν όλα ένα ψέμα. Μια παρωδία. «Τι κάνεις εδώ;» του φώναξε. Τα χέρια του κατέβηκαν από πάνω της. Ήταν ντυμένος μόνο μ’ ένα λευκό εσώρουχο, το στήθος του έλαμπε στο φως του κεριού, ενώ οι μυώδεις ώμοι και το σφιχτό στομάχι του πάλλονταν σε κάθε του ανάσα. «Είμαι ο κόμης του Καρλάιλ», της θύμισε ψυχρά. «Αυτό το κάστρο μού ανήκει. Εδώ ζω, Καμίλ! Και πέραν αυτού, ξέρεις πολύ καλά ότι τις νύχτες πάντοτε ψάχνω για την αιτία του θορύβου!» Η Καμίλ ξεροκατάπιε συνειδητοποιώντας πως κι η δική της εμφάνιση δεν ήταν ευπρεπέστερη. Τα μαλλιά της ήταν μισά πιασμένα ψηλά και μισά λυμένα, το κομψό φόρεμά της τσαλακωμένο. Θα της ήταν ευκολότερο να του εξηγήσει την παρουσία της εκεί κάτω αν είχε πιο αξιοπρεπή εμφάνιση. Ο Μπράιαν σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και τα μάτια του έλαμψαν κοιτώντας την. «Απ’ ό,τι θυμάμαι, ήθελες να ξαγρυπνήσεις δίπλα στο φίλο σου όλη τη νύχτα. Συμπεραίνω λοιπόν ότι είναι πολύ
καλύτερα. Εκείνος σε έστειλε εδώ;» «Όχι!» διαμαρτυρήθηκε έντονα η Καμίλ, αμέσως όμως σκέφτηκε ότι με κάποιο τρόπο αυτό ακριβώς είχε γίνει. Η Καμίλ είχε κατέβει να ψάξει για κόμπρες. Πράγμα καθόλου συνετό από μέρους της, όταν μάλιστα έναν άντρα τον είχε δαγκώσει ένα τέτοιο φίδι. Όμως ήταν σίγουρη πως ακόμα κι αν ο κόμης του Καρλάιλ είχε τη διαστροφή να εκτρέφει εκεί μέσα φίδια, και πάλι δε θα τ’ άφηνε να τριγυρίζουν ελεύθερα. «Κάτι... κάτι συμβαίνει εδώ», του είπε. «Προφανώς. Αυτό το ξέρουμε». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Άκουσα πάλι θορύβους». «Και δεν ήρθες για μένα; Παράξενο. Απόψε είναι η μοναδική φορά που εγώ δεν άκουσα τίποτα». «Τότε θα πρέπει ν’ άκουσα εσένα». Τα λόγια της είχαν μια εξαίσια νότα αλήθειας μέσα τους, αλλά η Καμίλ έσπευσε να ξαναγίνει προσβλητική. «Εσείς, μιλόρδε; Ξαφνικά, μέσα στη μαύρη νύχτα αποφασίσατε ν’ αρχίσετε ν’ ανοίγετε σαρκοφάγους;» Ο Μπράιαν δεν πτοήθηκε ούτε στο ελάχιστο. «Σου επαναλαμβάνω, αγαπητή μου, το κάστρο αυτό μου ανήκει. Με όλα τα ψέματα που περιέχει μέσα του. Αν αποφασίσω ν’ ανοίγω κιβώτια μέσα στη νύχτα, αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο εμένα». «Πρέπει να παραδεχτείς όμως ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ παράξενο!» Η Καμίλ πισωπάτησε. «Κι εσύ! Ολόκληρη η ύπαρξή σου είναι ένα ψέμα! Γιατί φοράς τη μάσκα; Γιατί υποκρίνεσαι; Το πρόσωπό σου δεν έχει τίποτα!» Πλησίασε κοντά της κι άπλωσε να πιάσει το μπράτσο της. Εκείνη οπισθοχώρησε. «Όχι!» Ο Μπράιαν την έπιασε. «Πάψε επιτέλους! Θα ξυπνήσεις όλο το σπίτι». Η Καμίλ σώπασε, τον κοιτούσε αμίλητη. Και καθώς το έκανε, ένιωσε πάλι τον απίστευτο μαγνητισμό που είχε την ικανότητα να εκπέμπει. Ήθελε ν’ απλώσει το χέρι της και ν’ αγγίξει το πρόσωπό του, να το θαυμάσει. Ήθελε να είναι ψέματα όλα τα άσχημα πράγματα που είχαν
ειπωθεί γι’ αυτόν. Κι ήθελε να είναι αλήθεια πως εκείνη μπήκε στη ζωή του και την άλλαξε. Και πως ο Μπράιαν αδιαφορούσε για την κοινωνική της θέση, όπως κι εκείνη είχε αδιαφορήσει για το σημαδεμένο του πρόσωπο. Ήθελε να πιστέψει... «Πάμε να φύγουμε από δω», της είπε. Έσβησε τη λάμπα και την άφησε πάνω στα γραφεία. Ύστερα την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στις σκάλες. Μέσα στο παρεκκλήσι ασφάλισε γερά πίσω τους την πόρτα. Συνοφρυώθηκε. «Δε σε πήρε είδηση ο Σέλμπι;» «Μην τολμήσεις να του θυμώσεις γι’ αυτό». «Δε θυμώνω. Είμαι σίγουρος ότι επέδειξες ιδιαίτερη προσοχή... κι απίστευτη πανουργία όταν αποφάσισες να κατέβεις ως εδώ». Γύρισε κι απομακρύνθηκε από κοντά του. Καθώς η Καμίλ ανέβαινε τη σκάλα προς τον δεύτερο όροφο ένιωθε πως ο Μπράιαν ακολουθούσε λίγα εκατοστά πίσω της. Φτάνοντας επάνω δίστασε. Ο Σέλμπι έδειχνε να κοιμάται ακόμα. Πάτησε στις μύτες των ποδιών της και άρχισε να κατευθύνεται προς το δωμάτιό της, όμως ο Μπράιαν ήρθε αμέσως πίσω της. Την κράτησε σταθερά από τη βάση της πλάτης της και την οδήγησε γρήγορα προς το δικό του δωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα κι έσπρωξε απαλά την Καμίλ να μπει μέσα. Εκείνη γύρισε απότομα. «Δεν είχες κανένα δικαίωμα να συμπεράνεις ότι...» «Δε συμπεραίνω τίποτα. Απλώς δε σκοπεύω να σε ξαναφήσω μόνη τη νύχτα. Ποτέ. Κι ούτε με ενδιαφέρει ποιος από τους δήθεν φίλους σου αναρρώνει δίπλα ή για ποιο λόγο!» «Θεέ μου! Ξεχνάς, φαίνεται, πως ο καημένος δέχτηκε το δάγκωμα όταν προσπάθησε να σώσει τους άλλους, όσο οι μεγάλοι και τρανοί φίλοι σου γίνονταν λαγοί!» «Δεν ξεχνάω τίποτα. Σου δηλώνω απλώς ότι δε θα σε ξαναφήσω μόνη σου τις νύχτες!» Ξαφνικά η Καμίλ άρχισε να τρέμει, ξέροντας ότι το εννοούσε, ξέροντας
ότι θα της ήταν αβάσταχτο να βρίσκεται τόσο κοντά του χωρίς να... «Όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι, έτσι;» τον ρώτησε σιγανά. «Ένα θανάσιμο παιχνίδι». Η Καμίλ πισωπάτησε. «Δεν μπορώ να παίζω πια αυτό το παιχνίδι μαζί σου!» Ο Μπράιαν της έκλεισε το δρόμο προς την πόρτα. Δεν υπήρχε καμία έξοδος προς αυτή την κατεύθυνση. Γύρισε, αλλά δεν πρόλαβε να πάει πουθενά, γιατί μέσα σε δευτερόλεπτα εκείνος ήταν πίσω της. Την έπιασε και τη γύρισε τρυφερά προς το μέρος του. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο ένταση, οι μύες του είχαν πετρώσει. Την κοιτούσε σαν να ποθούσε να της μιλήσει, όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Κι ύστερα την κόλλησε πάνω του, έπιασε το πιγούνι της και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. Η Καμίλ ένιωσε σαν να εξερράγη πάνω του. Ξάφνου ήξερε τι αναζητούσε ο Μπράιαν. Σωστά ή λάθος, άρχισε πάλι να τρέμει, αφέθηκε πάνω του κι ένιωσε τη γλώσσα του να βυθίζεται μέσα στο στόμα της, το συγκλονιστικό του πάθος. Τα χέρια της υψώθηκαν ως το στήθος του, απόλαυσαν την αφή της γυμνής σάρκας. Τα δάχτυλά της σκαρφάλωσαν ως τους ώμους του και γαντζώθηκαν από κει όσο φιλιούνταν. Ύστερα κατέβηκαν πίσω στην πλάτη του κι άρχισαν να ιχνηλατούν τη γραμμή της σπονδυλικής στήλης, άλλη μια φορά αγαλλιάζοντας από την αίσθηση του κορμιού του. Τα χείλη του τελικά αποσπάστηκαν από τα δικά της, τη γύρισε μέσα στην αγκαλιά του κι άρχισε να λύνει το κορδόνι του κορσάζ της. Μια βλαστήμια του ξέφυγε όταν ακούστηκε το ελαφρύ σπάσιμο του κορδονιού μέσα στα δάχτυλά του, αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Της ήταν δύσκολο ν’ αναπνεύσει κι η βιασύνη του είχε μεγαλύτερη σημασία από το φόρεμά της. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχε απαλλαγεί από το σφιχτό κορσάζ και τα χέρια του τράβηξαν ολόκληρο το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της.
Ο Μπράιαν βλαστήμησε ξανά όταν άρχισε να καταπιάνεται με τα κορδόνια του κορσέ, γιατί κατάφερε να τα σπάσει κι αυτά. Όταν επιτέλους την απελευθέρωσε κι από τον κορσέ, η Καμίλ δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Γύρισε μέσα στην αγκαλιά του κι έλιωσε πάνω στο στήθος του, νιώθοντάς το να τρίβεται πάνω της, ξέροντας πως θα μπορούσε να ζήσει και να πεθάνει εκεί. Άλλη μια φορά το στόμα του βρήκε το δικό της, ενώ τώρα τα χέρια του άρχισαν ν’ ασχολούνται με το φιόγκο του μεσοφοριού. Όταν έπεσε κι αυτό το ρούχο στα πόδια της, ο Μπράιαν γονάτισε μπροστά της. Η Καμίλ γαντζώθηκε από τους ώμους του ενώ εκείνος έβγαζε τα κομψά γοβάκια και τις ζαρτιέρες της. Ξαφνικά το άγγιγμά του έγινε πιο αργό, τα δάχτυλά του χάιδευαν τους μηρούς και τις κλειδώσεις πίσω από τα γόνατά της, κατρακυλούσαν πάνω στις μεταξωτές κάλτσες. Η Καμίλ αναριγούσε, λαχταρούσε να γονατίσει κι εκείνη κοντά του. Τα χείλη του ακούμπησαν τα γόνατά της, την εσωτερική πλευρά των μηρών, τις γάμπες... Η μια κάλτσα βγήκε. Τα χέρια του άρχισαν να κατεβάζουν και την άλλη. Για άλλη μια φορά χέρια, χείλη, γλώσσα, έπαιζαν με τη σάρκα της καθώς την ξεγύμνωνε αργά. Ο Μπράιαν μισοσηκώθηκε, βύθισε το πρόσωπό του στην κοιλιά της, έπαιξε με τους μηρούς, τους γοφούς, τη φίλησε παντού. Επιτέλους εκείνη γονάτισε να τον συναντήσει. Τα μπράτσα του την έσφιξαν πάνω του, το στόμα του κόλλησε στο δικό της να το καταβροχθίσει. Η λάμψη της φωτιάς έπαιζε πάνω τους, μεθώντας τους με τη θέα, την αφή, τη γεύση και τη μυρωδιά τους. Καθώς καίγονταν μαζί με τις φλόγες, η Καμίλ ήξερε πως ήταν χαμένη. Ο Μπράιαν ήταν όλα όσα ποθούσε στη ζωή της, όλα όσα χρειαζόταν, όλα όσα... αγαπούσε. Ο ψίθυρός του άγγιξε το αυτί της. «Πώς είναι δυνατόν να μου το κάνεις αυτό;» Ήταν μια ανάσα, τα λόγια του σχεδόν δε διακρίνονταν αλλά συνέχιζαν. «Ξεχνώ τον κόσμο, τη λογική μου...» Ήταν λόγια που θα έπρεπε να του είχε πει η ίδια, εκείνη όμως αρνή-
θηκε να τα αφήσει ν’ ανέβουν ως τα χείλη της, αρνήθηκε να τα αφήσει να μπουν μέσα στην καρδιά της. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά του, κατέβηκαν στον αυχένα του, γλίστρησαν πιο χαμηλά, στην πλάτη του. Εξερεύνησαν τους λεπτούς γοφούς και τους μυώδεις, δυνατούς γλουτούς του και τον πλησίασαν. Εκείνος την ανασήκωσε και την έβαλε πάνω του. Η ύπαρξή της ολόκληρη επικεντρώθηκε στην αίσθηση της διείσδυσής του. Δεν μπορούσε να τον πλησιάσει περισσότερο, δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να νιώσει κάτι πιο διεισδυτικό, πιο παράφορο και εκστατικό. Την προηγούμενη φορά τον είχε ακολουθήσει. Τώρα μπορούσε να τον οδηγήσει. Κι αυτό έκανε. Γαντζωμένη από τους ώμους του ένιωθε καθεμιά λυτρωτική αίσθηση, τα ακροδάχτυλά της πάνω στη σάρκα του, τα στήθη της να τρίβονται πάνω στο τρίχωμά του, τα μπράτσα της να τον σφίγγουν δυνατά. Τα χέρια του την έπιασαν, άδραξαν τους γοφούς της, προσθέτοντας περισσότερη έκσταση, αγγίζοντας, καθοδηγώντας. Στο ξέσπασμά της τη γύρισε στην αγκαλιά του και την έφερε από κάτω. Ο κόσμος άστραφτε από τις πελώριες φλόγες στο τζάκι κι οι άνεμοι σάρωναν τα δάση τριγύρω τους. Κι ύστερα, καθώς ο άνεμος κόπασε κι έγινε ήρεμος σαν την ανάσα της, η Καμίλ σήκωσε το χέρι κι άγγιξε το πρόσωπό του. «Γιατί;» ρώτησε μαλακά. Νόμιζε πως ο Μπράιαν θ’ απομακρυνόταν, αλλά αυτό δεν έγινε. Το σώμα του έγερνε ακόμα από πάνω της, τα μέλη του μπλεγμένα με τα δικά της. «Στην αρχή... επειδή ήμουν τερατώδης». «Μα... δεν υπάρχει παρά μόνο μια ουλή». «Είναι τόσο τρομερή;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μα είναι ψέμα!» «Δεν είναι ψέμα. Δεν είμαι έτοιμος ν’ αντικρίσω τον κόσμο». «Δεν είσαι εσύ αυτή η μάσκα!» επέμεινε η Καμίλ. Τότε ο Μπράιαν γέλασε, βρήκε τα χείλη της και τη φίλησε ξανά. «Όλοι
έχουμε τα μυστικά μας». «Δυστυχώς, λόρδε Στέρλινγκ, εγώ είμαι ανοιχτό βιβλίο». «Με πολύ βαθύ περιεχόμενο». «Πάλι παίζεις παιχνίδια». «Πάντα θα είναι ένα παιχνίδι. Ένα θανάσιμο παιχνίδι», της είπε και σηκώθηκε. Και τότε, γυμνή πάνω στη στοίβα των ρούχων της, η Καμίλ ένιωσε όλα όσα είχε πιστέψει με πάθος στη ζωή της να στρέφονται εναντίον της. Τι έκανε; Προσπάθησε να σηκωθεί. Εκείνος δεν την άφησε να σηκωθεί μόνη της, κατέβηκε από πάνω της, την πήρε στα χέρια του και τη σήκωσε όρθια. Τα δάχτυλά του αγκάλιασαν το κεφάλι της και την τράβηξε πάνω του, έφερε τα χείλη της στα χείλη του. «Πρέπει να φύγω». Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μα δεν μπορώ... να μείνω εδώ». «Γιατί όχι;» Αποτραβήχτηκε. «Είσαι ο κόμης του Καρλάιλ». «Κι εσύ είσαι η πλανεύτρα που της αρέσει να περιφέρεται διαρκώς μέσα στο κάστρο του κόμη». Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στο διπλανό δωμάτιο, όπου ξάπλωσε μαζί της πάνω στα δροσερά, καθαρά σεντόνια του μεγαλόπρεπου κρεβατιού του. Την κράτησε στην αγκαλιά του. «Στ’ αλήθεια, δεν μπορείς να τριγυρίζεις στο κάστρο τις νύχτες». «Δε θα τριγυρίζω». «Το ξανάπες κι άλλες νύχτες». «Έχω ξαναπάρει τέτοιον όρκο;» «Δείχνεις ν’ αποστρέφεσαι τους όρκους». «Μπορούν να παίρνονται μόνο όταν τους εννοούμε». «Ορίστε, βλέπεις; Θα γυρίσεις στο δωμάτιό σου ή θα πας να ξαγρυπνήσεις δίπλα στον καλό σου φίλο Άλεξ... μέχρι να προκύψει κά-
ποιος πειρασμός και τότε θα κατέβεις πάλι στις κρύπτες. Κι ύστερα λες εμένα παράξενο!» Άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε το πρόσωπό του χαϊδεύοντας με το δάχτυλό της την ουλή. «Είναι σχεδόν αόρατη», μουρμούρισε. «Λυπάμαι. Προφανώς δεν ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες σου». Τον κοίταξε εξεταστικά. «Δεν έχω προσδοκίες. Αλλά δε μ’ αρέσει να με εξαπατούν». «Δεν είχα σκοπό να σ’ εξαπατήσω». «Όχι, έπαιζες χρόνια αυτή την παρωδία. Όμως απόψε έσωσες τον Άλεξ και σου είμαι ευγνώμων». «Εσύ τον έσωσες». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ήσουν πολύ πιο αποτελεσματικός από μένα». «Είχα κι άλλες φορές την ευκαιρία ν’ αντιμετωπίσω δαγκώματα φιδιών», της είπε. «Στην Ινδία... στο Σουδάν». Ανασήκωσε τους ώμους του, γυρίζοντας ξαφνικά από την άλλη μεριά. «Ακόμα και στο Κάιρο», πρόσθεσε με πίκρα. Τα λόγια του της έφεραν μια ξαφνική ανησυχία. «Όμως ποτέ δεν είχες ο ίδιος φίδια, σωστά;» Την κοίταξε κατάπληκτος. «Γιατί θα έκανα κάτι τέτοιο; Είναι πολύ επικίνδυνα... όπως διαπίστωσες απόψε». Γύρισε κι έπλεξε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του, κοιτώντας το ταβάνι. «Ο Άλεξ ήταν τρομερά τυχερός. Εκείνο το δηλητήριο είναι εξαιρετικά τοξικό. Φαίνεται πως γλίτωσε, αν και φοβάμαι πως αύριο θα πονάει και θα ζαλίζεται λίγο. Αφού όμως αναρρώνει τόσο καλά...» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Το πρωί έχω δουλειές. Υποθέτω πως εσύ θα φροντίσεις τον καλό σου φίλο». Η Καμίλ δεν απάντησε. Τον άφησε να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ωστόσο είχε κι η ίδια κάποια σχέδια για την επόμενη μέρα. Ο Μπράιαν κατάλαβε τη σιωπή της. «Καμίλ, πιστεύω ότι ο Άλεξ θα επιβιώσει. Κι άλλες φορές έχουν γλιτώσει από τέτοια δαγκώματα».
«Ναι, νομίζω πως θα επιβιώσει». «Είναι πολύ καλός σου φίλος, έτσι δεν είναι;» Τον κοίταξε έντονα, ένα μικρός θυμός φτερούγισε μέσα στην καρδιά της. Ο Μπράιαν Στέρλινγκ σίγουρα ήξερε πως δεν τη συνέδεε τίποτα περισσότερο με τον Άλεξ. «Ναι, ο Άλεξ είναι φίλος μου». Τώρα ήταν η στιγμή να του πει ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να κάνει εκείνη τη γελοία αναγγελία για τους αρραβώνες τους. Όμως ήταν ο κόμης του Καρλάιλ, όπως τόσο συχνά της θύμιζε. Ένας αριστοκράτης, πρώην στρατιώτης, ταξιδευτής. Θα ήταν πολύ εύκολο να μιλήσει. Πάρα πολλά πράγματα μπορούσαν να λυθούν με τη συζήτηση. Όμως δεν ήταν σίγουρη πως ήθελε ν’ ακούσει όσα είχε να της πει. Άλλωστε τον είχε διαβεβαιώσει πως έκανε μόνη της τις επιλογές της. «Σ’ ευχαριστώ που συμφώνησες να έρθει εδώ ο Άλεξ», του είπε κάπως σφιγμένη. Η φωνή της ακουγόταν σαν ψίθυρος, δεδομένου ότι κειτόταν γυμνή δίπλα του. Όμως ήταν λόγια ειλικρινή. Φυσικά θα φρόντιζε τον Άλεξ. Αλλά ο σερ Τζον θα βρισκόταν στο μουσείο κι ήθελε να είναι και η Καμίλ εκεί. Και θ’ αποδεικνυόταν πολύ ευκολότερο απ’ όσο ήλπιζε, εφόσον ο Μπράιαν θα έλειπε. «Καμίλ, σοβαρά τώρα...» «Σοβαρά, είμαι εξουθενωμένη», μουρμούρισε. «Άφησε το παιχνίδι σου γι’ απόψε, σε εκλιπαρώ». Ο Μπράιαν σώπασε. Για μια στιγμή η Καμίλ ήθελε απεγνωσμένα ν’ αποφύγει κάθε συζήτηση, ερωτήσεις, κατηγόριες κι αναφορές στο μέλλον, έτσι άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του. «Νόμιζα πως ήσουν κουρασμένη». «Κουρασμένη για διαφωνίες. Μας είναι πολύ εύκολο να διαφωνούμε». Γύρισε στο πλευρό του, την κοίταξε στα μάτια, χάιδεψε το πρόσωπό της. «Α, αγαπητή μου μις Μοντγκόμερι, φοβάμαι πως μου είναι πολύ εύκολο να μη διαφωνώ». Είχε δίκιο. Γιατί όταν την άγγιζε, η Καμίλ δε σκεφτόταν ούτε το μέλ-
λον, ούτε το νόθο παιδί στο δάσος, ούτε την παρωδία που έπαιζε ο Μπράιαν. Δε σκεφτόταν την καχυποψία του απέναντί της. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από το παρόν.
Κεφάλαιο 15
Όπως ήταν φυσικό, το περιστατικό στο μουσείο έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Και βέβαια όλες οι συζητήσεις σχετικά με την κατάρα ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο. Κάθε δημοσιογράφος επισήμαινε επιμελώς ότι το δάγκωμα του φιδιού προέκυψε όταν ο λόρδος Στέρλινγκ επέστρεψε στα τεκταινόμενα του ιδρύματος ύστερα από ένα χρόνο πένθους κι ανήγγειλε τους αρραβώνες του. Και μάλιστα με μια κοινή θνητή. Μια υπάλληλο του μουσείου. Μέχρι στιγμής τα σημεία που ο Μπράιαν είχε διαβάσει στα γρήγορα δεν ανέφεραν το παραμικρό για το παρελθόν της Καμίλ. Οι δημοσιογράφοι ήταν επικεντρωμένοι στην αναζήτηση της πιθανότητας να είναι αληθινή η κατάρα, ενώ δεν παρέλειψαν ν’ αναφέρουν ότι τόσο ο λόρδος όσο κι η μνηστή του έσπευσαν να φροντίσουν το θύμα. Οι εφημερίδες επιπλέον επαινούσαν τον Άλεξ Μίτλεμαν για το κουράγιο του ν’ απομονώσει το φίδι, ενώ στη συνέχεια ενημέρωναν τους αναγνώστες ότι ο νεαρός πάλευε απεγνωσμένα να κρατηθεί στη ζωή. Μόλις ο Μπράιαν τελείωσε το διάβασμα των άρθρων ο Σέλμπι μπήκε στο αίθριο και του ανέφερε ότι ο σερ Τρίσταν ζητούσε να του μιλήσει. Ο κόμης απόρησε που ο Τρίσταν δεν είχε έρθει ο ίδιος να τον βρει. Μέσα στο δωμάτιο του Τρίσταν ο Μπράιαν εντυπωσιάστηκε και διασκέδασε κάπως με τη λογική του άλλου άντρα. «Δεν ήθελα να έρθω να σας βρω δείχνοντας εντελώς υγιής!» είπε στον Μπράιαν. «Η Καμίλ είναι εδώ σήμερα το πρωί, έτσι δεν είναι;» «Ναι, πιστεύω πως θα περάσει τη μέρα της φροντίζοντας τον Άλεξ». Ο Τρίσταν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Το λοιπόν, σκεφτόμουν εγώ κι ο Ραλφ να ξεγλιστρήσουμε σήμερα. Να γυρίσουμε σ’ εκείνη την παμπ, στο Ιστ Εντ, να κάνουμε άλλη μια κουβέντα με την πόρνη». Ο Μπράιαν χαμογέλασε. «Εκτιμώ την προθυμία σας να μου προ-
σφέρετε τις υπηρεσίες σας, σερ Τρίσταν. Αληθινά το εκτιμώ. Αλλά όχι σήμερα. Έχω κι εγώ εξωτερικές δουλειές και θα προτιμούσα να μένατε εδώ. Η Καμίλ θα βρίσκεται στο κάστρο, όπως είπατε κι εσείς». «Ναι, μα θα φροντίζει τον Άλεξ. Εγώ αναρρώνω». «Το ίδιο κι ο Άλεξ, απ’ ό,τι ξέρω. Τρίσταν, δε θα βγείτε σήμερα, εντάξει; Θα εξετάσουμε πάλι το θέμα την επόμενη εβδομάδα». Ο Τρίσταν συνοφρυώθηκε αλλά έγνεψε καταφατικά. «Ξέρω καλά τα κατατόπια τριγύρω, λόρδε Στέρλινγκ. Τις προάλλες πιάστηκα κάπως απροετοίμαστος, αλλά είμαι παλιά καραβάνα εγώ. Μπορώ να τα βγάλω πέρα». «Δεν αμφιβάλλω», τον διαβεβαίωσε ο κόμης. «Αλλά θα με βοηθήσετε πολύ περισσότερο αν σήμερα έχετε το νου σας στα όσα συμβαίνουν εδώ, στο κάστρο». «Δεν την εμπιστεύεστε, έτσι;» «Ποια; Την Καμίλ;» «Μα όχι την Καμίλ, βέβαια! Εκείνη τη γυναίκα, την κυρία Πράιορ. Που τριγυρίζει τις νύχτες». «Τι πράγμα;» «Η κυρία Πράιορ. Χτες το βράδυ τριγύριζε στους διαδρόμους». Ο Μπράιαν αναστέναξε. «Τρίσταν, είναι η οικονόμος του κάστρου. Έχει κάθε δικαίωμα να τριγυρίζει στους διαδρόμους». «Μέσα στη μαύρη νύχτα;» «Εσείς γιατί τριγυρίζατε στους διαδρόμους;» «Άκουσα θορύβους. Κι ήταν εκείνη. Πήγαινε κρυφά σ’ εκείνο το δωμάτιο όπου έχετε τον νεαρό Άλεξ». «Μάλλον ήθελε να δει πώς είναι η υγεία του». «Αυτό ισχυρίστηκε. Μήπως όμως προσπαθούσε ν’ αποτελειώσει ό,τι άρχισε το φίδι;» «Τρίσταν, η Ίβλιν ήταν η καλύτερη φίλη της μητέρας μου. Μου συμπαραστάθηκε σε πάρα πολλές καταστάσεις. Την εμπιστεύομαι». Ο Τρίσταν ρουθούνισε. «Ώστε την πατήσατε, έτσι;» μουρμούρισε.
«Είναι ελκυστική γυναίκα κα μπορώ να καταλάβω ότι μέσα στη μοναξιά σας... Τέλος πάντων, η γυναίκα μπορεί να χειριστεί πολύ καλά έναν άντρα, έτσι;». Ο Μπράιαν δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει ή να διασκεδάσει με το σχόλιο του Τρίσταν. «Δεν υπάρχει τίποτα μεταξύ της κυρίας Πράιορ κι εμένα, Τρίσταν. Μόνο φιλία». «Ίσως είναι μάγισσα». «Δεν πιστεύω στη μαγεία». «Ίσως θα έπρεπε, νεαρέ μου. Ίσως θα έπρεπε». «Τώρα μιλάει μια παλιά καραβάνα;» Ο Τρίσταν κοκκίνισε αμήχανος. «Ζητώ συγνώμη, εσείς είστε ο κόμης του Καρλάιλ, μιλόρδε. Αλλά δε θα ωφελούσε κανέναν να μην πω τη γνώμη μου!» «Δεκτή η προειδοποίηση. Ορίστε λοιπόν, Τρίσταν. Σας χρειάζομαι εδώ σήμερα». «Ίσως με χρειάζεστε, πραγματικά», μουρμούρισε εκείνος. «Είδατε την Καμίλ μου σήμερα το πρωί;» Ο Μπράιαν δίστασε. Την είχε δει; Ναι, κοιμόταν γλυκά, το όμορφο γυμνό σώμα της ανέπνεε ήρεμα, τα θεσπέσια μαλλιά της ήταν απλωμένα στα σεντόνια και το μαξιλάρι. «Δε μίλησα μαζί της. Και φεύγω αμέσως για τις δουλειές μου. Λοιπόν, σας αφήνω να φυλάτε το κάστρο. Ο Σέλμπι θα με πάει με την άμαξα, όμως ο Κόργουιν θα είναι εδώ, αν χρειαστείτε οποιαδήποτε βοήθεια». *** «Ακούμε, λόρδε Γουίμπλι». Ο λόρδος Γουίμπλι ξερόβηξε. Η βασίλισσα του είπε πως τον άκουγε, όμως δεν τον κοιτούσε Μελετούσε την αλληλογραφία πάνω στο γραφείο της. Κάποτε η Βικτωρία ήταν νέα κι όμορφη. Κι όταν ζούσε ο Αλβέρτος, η βασίλισσα ήταν γεμάτη ενέργεια και πάθος για πολλά πράγματα. Τώ-
ρα, αν κι ο βασιλιάς είχε πεθάνει πολλές δεκαετίες πριν, η Βικτωρία διάλεγε ακόμα σκούρα χρώματα κι εξακολουθούσε να ζει πάντα σύμφωνα με τις δικές του ηθικές αρχές. Εν ζωή, ο Αλβέρτος υπήρξε ο αγαπητός της σύζυγος, όμως μετά το θάνατό του είχε τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα βάθρο απ’ όπου τίποτα δεν μπορούσε να τον ανατρέψει. Έτσι, η βασίλισσα είχε δημιουργήσει γύρω από τον εαυτό της έναν αποπνικτικό κόσμο καταναγκαστικής ευπρέπειας και δεν αντιλαμβανόταν ότι ο κοινός άνθρωπος είχε ανάγκη κάπου κάπου να γελάει, να πίνει καμιά μπίρα... Να επιτρέπει λίγη ακολασία στη ζωή του! «Ο τομέας δε χρειάζεται να κλείσει για κανένα χρονικό διάστημα. Φυσικά, επέστρεψα στο μουσείο σήμερα πρωί πρωί. Και διαπίστωσα, Μεγαλειοτάτη, ότι ο τομέας είναι κλειστός. Όμως ο νεαρός επέζησε της επίθεσης και... Θεέ μου, Βικτωρία!» είπε επιστρέφοντας για μια στιγμή στο παρελθόν, όταν ήταν κι οι δυο νέοι, πριν εκείνη γίνει βασίλισσα της Αγγλίας. Η Βικτωρία τον κοίταξε απότομα με το φρύδι αυτοκρατορικά ανασηκωμένο κι ο Γουίμπλι κατάλαβε πως είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. «Συγχωρήστε με!» ικέτεψε. «Ίσως όμως θα πρέπει να συστήσετε στον κόμη του Καρλάιλ ν’ αποσυρθεί και πάλι απ’ το μουσείο. Χάρηκα που τον είδα, φυσικά, όταν εκδήλωσε το ανανεωμένο ενδιαφέρον του για τον πολύτιμο εθνικό θησαυρό μας, αλλά... ίσως ο άνθρωπος είναι καταραμένος!» Παραλίγο να προσθέσει, στο διάβολο όλα! Ευτυχώς μπόρεσε να συγκρατηθεί. Σίγουρα οι βλαστήμιες του θα προκαλούσαν αποπληξία στη βασίλισσα. «Ο κόμης του Καρλάιλ έχει υποφέρει πολλά. Εκείνος κι οι γονείς του μ’ έχουν υπηρετήσει άξια». Έσφιξε για μια στιγμή τα δόντια της. «Ούτε ένας από τους πρωθυπουργούς μου δεν έχει πει ποτέ αρνητική λέξη για τους Στέρλινγκ και για τη συνεισφορά τους, είτε τη στρατιωτική είτε την οικονομική». Τον κοίταξε για μια στιγμή με βλέμμα κοφτερό, ύστερα έστρεψε την προσοχή της στα χαρτιά της και φάνηκε να αφαιρείται. Ο Γουίμπλι είχε ακούσει ότι ο γιατρός τής χορηγούσε εδώ και
χρόνια κάνναβη για τα έμμηνά της. Ο λόρδος αναρωτήθηκε αν η βασίλισσα είχε εθιστεί στην ουσία. «Μεγαλειοτάτη, έχω ήδη φροντίσει ν’ αφαιρεθεί το έκθεμα από το μουσείο. Η κόμπρα θα δοθεί στον ζωολογικό κήπο». «Μια κόμπρα δεν έπρεπε ποτέ ν’ αποτελεί μέρος της έκθεσης!» Ναι, η παλιά του φίλη είχε θυμώσει για τα καλά. Δεν ήταν καλή μέρα για να συζητήσει με τη βασίλισσα, όμως δεν το είχε επιλέξει εκείνος. Η ίδια τον είχε καλέσει. Και φυσικά ο Γουίμπλι το περίμενε, ύστερα από τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. «Μεγαλειοτάτη, επαναλαμβάνω, το φίδι απομακρύνθηκε». Δίστασε. Ήθελε απελπισμένα την ανάπτυξη του Τμήματος Αιγυπτιολογίας του μουσείου. Με τα χρέη που τον βάραιναν... Κατέφυγε στο παλιό τέχνασμα. Πήγε ως το γραφείο της, έπεσε στο ένα γόνατο. Η Βικτωρία, παρά την προχωρημένη ηλικία της, μπορούσε ακόμα να κολακευτεί. «Ευγενική Μεγαλειοτάτη, σας ικετεύω. Μην αφήσετε αυτή τη μεγαλειώδη έκθεση της μεγάλης αυτοκρατορίας μας να μείνει στην αφάνεια! Πιστεύω πως... συγχωρήστε με, αλλά ήταν ο αγαπητός σας πρίγκιπας Αλβέρτος εκείνος που μας χάρισε τη Μεγάλη Έκθεση, ένα ναό γνώσης, επιμέλειας, εφευρετικότητας... αλλά και ιστορίας! Αφήστε με να προετοιμάσω το έδαφος γι’ ακόμα μεγαλύτερες εκθέσεις χωρίς να αφαιρεθεί τίποτα απ’ όσα έχουμε!» Τα χείλη της ήταν ακόμα σφιγμένα, όμως η κολακεία, αλλά κι η αναφορά στον αγαπητό εκλιπόντα Αλβέρτο και τη δίψα του για γνώση φάνηκε να βοηθάνε. «Θα σας δώσουμε την άδεια ν’ ανοίξετε τον τομέα σας τη Δευτέρα», του είπε. «Και θα είναι στην αποκλειστική σας ευθύνη». Χαμήλωσε το κεφάλι του. «Σας ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη!» «Τώρα κουραστήκαμε αρκετά», του είπε. «Ναι, φυσικά, συγχωρήστε με! Απασχόλησα πολύ από το χρόνο σας αυτό το πρωινό Σαββάτου». Η βασίλισσα ξαναγύρισε στην αλληλογραφία της και δεν του έδωσε
άλλη σημασία. Ο λόρδος Γουίμπλι βγήκε γρήγορα. Το Τμήμα Αιγυπτιολογίας θα παρέμενε ανοιχτό! Τώρα μάλιστα ο Γουίμπλι είχε και βασιλική διαταγή να ξοδεύει αποκλειστικά το χρόνο του σ’ αυτό! *** Στην παμπ του Μακνάλι ο Μπράιαν παρήγγειλε το κακό τζιν που σέρβιρε το μαγαζί και διάλεξε ένα από τα βρόμικα τραπέζια που έβλεπαν στο δρόμο. Ύστερα από λίγο είδε τη μικρή πόρνη με την οποία είχε μιλήσει τις προάλλες ο Τρίσταν. Έπαιζε κι αστειευόταν με τους άντρες του μπαρ, άφηνε μερικούς απ’ αυτούς να τη χαϊδολογούν και να την τραβούν πότε από δω και πότε από κει. Απ’ όσο έβλεπε όμως ο Μπράιαν, η γυναίκα δεν έκλεινε ραντεβού για γρήγορες συνευρέσεις στα πίσω σοκάκια. Κάποια στιγμή η γυναίκα τον είδε να την παρατηρεί απ’ το τραπέζι του. Πλησίασε, κάθισε απέναντί του κι έγειρε πάνω στο τραπέζι. Τα στήθη της ξεχύθηκαν πληθωρικά εμπρός του. «Λοιπόν, παλιόφιλε! Τι γυρεύεις εδώ; Κοίτα όσο θες, τσάμπα είναι, αρκεί να μη σταματάς να πίνεις. Λες να καταφέρεις και τίποτα περισσότερο γι’ απόψε;» Το πόδι της γλίστρησε πάνω στη γάμπα του. Ο Μπράιαν κοίταξε το ποτήρι του. «Δε θα χρειαστώ ψυχαγωγία, αγαπούλα», της είπε. Η πόρνη έγειρε πίσω κοιτώντας τον με πανουργία. «Δε φαίνεσαι τύπος που πλερώνει για να το κάνει, γέρο μου. Πάντως να ξέρεις ότι φημίζομαι για το ταλέντο μου, αν με εννοείς, δηλαδή». Περίμενε την αντίδρασή του, παρακολουθώντας τον στενά. «Χρειάζομαι κι εγώ λεφτά», της είπε. «Κι έχεις τρόπο να τα βγάλεις;» Άλλη μια φορά η ιδιαίτερη προφορά της γυναίκας εξαφανίστηκε. «Έχω πράγματα για πούλημα». Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα. Το ψεύτικο μούσι του βρόμικο. «Δεν έχω καιρό για ’λόγου σου, γέρο μου», του είπε. «Συμπάθα με, αλ-
λά έτσι είναι τα πράγματα». Πήγε να σηκωθεί. «Δουλεύω στο μουσείο», της είπε. Η γυναίκα ξανακάθισε. Τα μάτια της στένεψαν και πάλι. «Κι έκλεψες κάτι από κει;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποιος υποψιάζεται ένα γέρο που μετά βίας σέρνει τη σκούπα του;» «Θα μπορούσα να σε καταδώσω, ξέρεις». Άλλη μια φορά σήκωσε τους ώμους του. «Θα προτιμούσες όμως να βγάλεις λίγα λεφτά. Και δεν πιστεύω ότι οι αγοραστές που ξέρεις είναι απ’ αυτά τα μέρη». «Τι έχεις;» Έσκυψε μπροστά και της ψιθύρισε κάτι. Η γυναίκα έγειρε πίσω γουρλώνοντας τα μάτια. «Ίσως... ίσως μπορώ να κανονίσω κάτι». «Δε θέλω ίσως. Είδα το πτώμα εκείνου του τύπου τις προάλλες που ήμουν εδώ». «Φόνοι γίνονται συνέχεια στα μέρη μας». Ξαφνικά το χέρι του τινάχτηκε μπροστά κι άρπαξε τον καρπό της. «Ήρθαν κι άλλοι εδώ που γύρευαν να πουλήσουν πράγματα. Ο άνθρωπός σου... γιατί άνθρωπός σου ήτανε, βάλθηκε να τους κλέψει, κάποιος όμως τον σκότωσε. Ξέρω ότι δε θα μου απαντήσεις. Αλλά όταν κανονίσεις τη δική μου αγοραπωλησία δε θα υπάρχουν κλέφτες τριγύρω μου. Θέλω όνομα και μέρος. Θα πληρώσω ό,τι μου ζητήσεις. Αν όμως με ακολουθήσει κανείς, σ’ το υπόσχομαι ότι θα γίνουν κι άλλοι φόνοι. Μην το ξεχνάς». Και μ’ αυτή την προειδοποίηση άφησε ελεύθερο το χέρι της. Η γυναίκα το έτριψε κοιτώντας τον επίμονα. «Είμαστε σύμφωνοι;» Του έγνεψε ναι. Είδε το μίσος στα μάτια της κι αφού έψαξε στην τσέπη του έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα που έσπρωξε μέσα στην παλάμη της. Αν τους είχε δει κανείς, θα φαινόταν ότι κανόνιζαν να βρεθούν στο
σοκάκι. Της χαμογέλασε. «Θα παρακολουθώ... και θα περιμένω», της είπε και βγήκε από την παμπ. Απέξω ο Μπράιαν κοντοστάθηκε. Ήθελε να της δώσει αρκετό χρόνο για να στείλει ξοπίσω του κάποιον μπράβο. Ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα πίστευε ότι αυτό που είχε για πούλημα ο Μπράιαν το κουβαλούσε πάνω του. Τώρα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να προχωρά αργά. *** Το να βγει από το σπίτι η Καμίλ ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο περίμενε. Ο Σέλμπι έλειπε κάπου με τον κόμη, ο γιατρός ετοιμαζόταν να φύγει κι εκείνος. Και μολονότι ο Άλεξ έδειχνε να καταπολεμάει με επιτυχία τις τοξίνες που είχαν απομείνει στον οργανισμό του, η Καμίλ φοβόταν να τον αφήσει μόνο του. Πρόσεξε ότι ο Κόργουιν είχε πάρει τη θέση του Σέλμπι έξω από την πόρτα του Άλεξ. Τη χαιρέτησε ευγενικά όταν την είδε να μπαίνει. Κι όταν ήταν έτοιμη να φύγει από το δωμάτιο, η Καμίλ του μίλησε. «Κόργουιν, λείπει ο κόμης;» «Μάλιστα, μις». «Πρέπει να με μεταφέρεις στο Λονδίνο». «Μις, δεν μπορώ ν’ αφήσω το πόστο μου. Κι ούτε πιστεύω ότι ο κόμης θα ήθελε να κατεβείτε στην πόλη». «Κόργουιν, μήπως είμαι φυλακισμένη;» «Όχι φυσικά». «Έχω... ένα ραντεβού. Σήμερα. Για εξομολόγηση». «Εξομολόγηση;» «Είμαι καθολική, Κόργουιν». Όσο περίμενε, αναρωτιόταν αν ο Θεός θα την τιμωρούσε για το ψέμα. Όμως ήταν σίγουρη ότι μια δύναμη ανώτερη απ’ αυτούς ήξερε πως οι προθέσεις της ήταν έντιμες. «Α, καθολική», μουρμούρισε ο Κόργουιν. «Μα είναι Σάββατο!» «Ναι, Κόργουιν, ξέρω τι μέρα είναι. Εξομολογείσαι το Σάββατο ώστε
να είσαι έτοιμος για τη Θεία Χάρη την Κυριακή. Μπορείς να με πας στο Λονδίνο, σε παρακαλώ; Και φυσικά», πρόσθεσε αποφασισμένη να τον πείσει για το απερίφραστο ψέμα της, «να περιμένεις για να με φέρεις πίσω;». «Δε θέλω ν’ αφήσω τον κύριο Μίτλεμαν». «Δε θα τον αφήσεις. Θα τον προσέχουν ο Ραλφ κι ο Τρίσταν». Ο Κόργουιν το σκέφτηκε. «Πρέπει να πάω στην εξομολόγηση!» του είπε σε τόνο απελπισμένο. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Όπως αγαπάτε. Και θα σας περιμένω, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείτε». Η Καμίλ βρήκε τον Τρίσταν στο δωμάτιό του, να παίζει σκάκι με τον Ραλφ. Είχε σηκωθεί, είχε ντυθεί και φαινόταν μια χαρά. Τον καλημέρισε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο και του ψιθύρισε μια κίνηση στη σκακιέρα. Τα μάτια του Τρίσταν γούρλωσαν με ευχαρίστηση. Έκανε την κίνηση κι ο Ραλφ έξυσε το κεφάλι του. «Α, Κάμι, δεν είναι καθόλου δίκαιο! Τον είχα στο χέρι τον άθλιο, αλήθεια τον είχα!» «Ω Ραλφ, έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να τον βοηθήσω. Αλλά είναι πάνω στην ανάρρωση και πρέπει να ξαναβρεί τις δυνάμεις του, δε συμφωνείς;» «Πώς είναι ο φίλος σου ο Άλεξ;» ρώτησε ο Τρίσταν. «Γι’ αυτό ήρθα να σου μιλήσω. Θα ήθελα... πολύ να πάω στην εκκλησία». «Στην εκκλησία; Μα είναι Σάββατο!» «Το ξέρω, μα...» Έλεγε ψέματα, και μάλιστα για την εκκλησία. Αυτό δεν ήταν καλό. Όμως ήταν σημαντικό. «Έχω ένα ραντεβού για να μιλήσω». «Μπορείς να μιλήσεις σ’ εμένα». «Θέλει να μιλήσει σε κάποιον αγιότερο από τα μούτρα μας!» είπε ο Ραλφ. «Νομίζω ότι είναι σημαντικό για την ψυχή μου».
«Πιστεύω, Κάμι, πως η ψυχή σου δε χρειάζεται τίποτε απολύτως!» Του χαμογέλασε. «Είναι σκοτισμένη, δυστυχώς. Κι εσείς οι δυο σίγουρα βοηθήσατε αρκετά να σκοτιστεί η ψυχή μου!» του είπε αλλά χωρίς επίπληξη. «Ζήτησα από τον Κόργουιν να με μεταφέρει ως το Λονδίνο, φοβάμαι όμως ν’ αφήσω μόνο του τον Άλεξ. Θέλω να πω δηλαδή...» Δίστασε. «Δ θέλω να μείνει μόνος του ούτε λεπτό». Ο Τρίσταν την κοίταξε σοβαρός. «Θα τον φροντίσω εγώ», υποσχέθηκε. «Ραλφ, αν φύγει ο Τρίσταν, θα πρέπει να πάρεις εσύ τη θέση του». Ο Ραλφ έγνεψε εξίσου σοβαρός. Η Καμίλ τους ευχαρίστησε και τους δυο. Τώρα δεν είχε παρά να φύγει από το σπίτι χωρίς να την πάρει είδηση η Ίβλιν Πράιορ! *** Αμέσως μόλις άρχισε να διασχίζει το δρόμο και παρά το θόρυβο γύρω του από την κίνηση της αγοράς του Σαββάτου, ο Μπράιαν κατάλαβε ότι τον παρακολουθούσαν. Φρόντισε να μπει στο πλήθος κι έστεκε κάθε τόσο να χαζέψει τα λαχανικά. Οι ψαράδες διαλαλούσαν τη φρέσκια ψαριά τους κι οι αγρότες διαφήμιζαν τη γεύση των προϊόντων τους. Εξέτασε τα φρούτα που είχαν φτάσει το ίδιο πρωί από το Νότο και κάθε φορά που κοντοστεκόταν παρατηρούσε πίσω του τον ίδιο άντρα. Αγόρασε μια τσάντα φρέσκα πορτοκάλια απ’ τη Μεσόγειο, αν ο πωλητής τους έλεγε την αλήθεια. Η τσάντα του ήταν βαριά. Τέλεια. Συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε σ’ ένα δρόμο γεμάτο σοκάκια, όπου σκόνταφτε πότε πότε σε κανέναν μεθυσμένο ή έριχνε μερικά νομίσματα στα παιδιά που ζητιάνευαν. Επιτέλους βρήκε αυτό που αναζητούσε. Μια κατάφυτη πλατεία γεμάτη σκουπίδια, κυκλωμένη από σπίτια με σφαλιστά παραθυρόφυλλα. Κι όταν μπήκε στην πλατεία, ο τύπος τον ακολούθησε. ***
«Έχω μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου», είπε η Καμίλ στον Κόργουιν. «Αν θέλεις να πιεις ένα τσάι ή καμιά μπίρα, προλαβαίνεις. Θ’ αργήσω τουλάχιστον μία ώρα». «Όπως επιθυμείτε, μις Καμίλ. Θα είμαι εδώ», της υποσχέθηκε και την άφησε στην είσοδο της εκκλησίας της Παρθένου Μαρίας. Η Καμίλ ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια και μόλις βρέθηκε μέσα στο ναό ένιωσε αμέσως να την κυριεύει η ενοχή για το ψέμα της. Δεν ήταν καθολική, όμως έκανε το σταυρό της μπροστά στο ψηλό εικονοστάσι, ύστερα διέσχισε τρέχοντας την αψιδωτή στοά και βγήκε από την πίσω έξοδο. Εκεί βρήκε μια άμαξα. Όταν έφτασε στο μουσείο, ο κόσμος ήδη συνωστιζόταν έξω από το κτίριο. Το φιάσκο της προηγούμενης βραδιάς δεν τους είχε κρατήσει μακριά και τώρα φαίνονταν πιο περίεργοι από ποτέ για τα κειμήλια της αρχαίας Αιγύπτου. Η κατάρα λειτουργούσε σαν αφροδισιακό για τους επισκέπτες. Το αυτί της έπιασε κάποιες σκόρπιες κουβέντες καθώς διέσχιζε την αίθουσα όπου την προηγούμενη νύχτα είχαν τοποθετηθεί τα στολισμένα τραπέζια. Όλα ήταν και πάλι όπως πριν, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ η φιλανθρωπική βραδιά. Μόνο το τεράριουμ έλειπε από τη θέση του. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και μπήκε στα γραφεία. Ο σερ Τζον δεν ήταν εκεί, όμως το παλτό του ήταν ριγμένο στην πλάτη μιας καρέκλας. Ξέροντας καλά πού ήταν, η Καμίλ κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και τράβηξε για τις αποθήκες. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα. «Σερ Τζον;» Δεν πήρε απάντηση. Προχώρησε περισσότερο, σίγουρη πως εκείνος βρισκόταν κάπου εκεί. «Σερ Τζον!» Άρχισε να κινείται ανάμεσα στους μεγάλους διαδρόμους με τα κιβώτια, ώσπου έφτασε εκεί που υπήρχαν τα τεράστια κιβώτια με τις σαρκοφάγους από την τελευταία αποστολή. Τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν ανοιγμένα. Μ’ έναν μικρό θόρυβο το λιγοστό φως από τη λάμπα έσβησε.
«Σερ Τζον;» «Καμίλ!...» Η φωνή άρχισε πάλι να την καλεί. Ύστερα μέσα από ένα απ’ τα κιβώτια κάτι άρχισε αργά να υψώνεται. «Καμίλ!...» Σκόνη χιλιάδων ετών ξάφνου σχημάτισε ένα σύννεφο. Η μούμια σηκώθηκε αργά από τη σαρκοφάγο, ύστερα στάθηκε παραπατώντας στα πόδια της και ξεκίνησε να πλησιάζει... Ήταν πολύ σκοτεινά. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή καθώς η Καμίλ οπισθοχωρούσε, λέγοντας στον εαυτό της ότι ήταν αδύνατον να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και τότε ακούστηκε πάλι ο τραχύς και φριχτός εκείνος ψίθυρος. «Καμίλ...» *** Τη στιγμή που διαισθάνθηκε τον άνθρωπο πίσω του, ο Μπράιαν γύρισε απότομα και τον άρπαξε απ’ το λαιμό. «Περίμενε! Σταμάτα, για τ’ όνομα του Θεού!» Ο Μπράιαν τον κρατούσε σφιχτά ενώ τα δάχτυλα του άντρα πάσχιζαν απεγνωσμένα ν’ απομακρύνουν τα δικά του. Διαπίστωσε γρήγορα ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν βρόμικος και μολονότι τα ρούχα του ήταν φτωχικά, δεν ήταν κουρελιασμένα. Ούτε φαινόταν τύπος που σύχναζε σε παμπ. «Μίλα!» τον διέταξε. «Δεν ήρθα να σου κάνω κακό», είπε πνιχτά ο άντρας. «Γιατί με ακολουθούσες;» Ο τύπος δίστασε. «Ας πάμε στην αστυνομία λοιπόν, εντάξει;» «Τι;» «Πάμε στην αστυνομία. Τώρα!» Ο άντρας ξεφύσηξε παραιτημένος. «Εγώ είμαι η αστυνομία». Ήταν σειρά του Μπράιαν να σαστίσει. «Τι είπες;» «Είμαι ο ντετέκτιβ Κλάνσι, Σκότλαντ Γιαρντ!» είπε ο άνθρωπος και πισωπάτησε τρίβοντας το λαιμό του.
«Ήσουν στην παμπ», είπε ο Μπράιαν. «Κι εσύ ήσουν», του είπε ο άλλος. «Και συλλαμβάνεσαι», πρόσθεσε με νευρικότητα. «Για ποιο πράγμα;» «Για ληστεία... και φόνο!» *** Η Καμίλ κοίταξε έντρομη το φάντασμα κι ο πανικός ξεχείλισε στο στήθος της. Ήταν έτοιμη να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια. Και τότε, ξαφνικά, η λογική κι η οργή υπερτέρησαν του φόβου της. Οι μούμιες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αξιοθρήνητα λείψανα ανθρώπων που πίστεψαν πως τα κορμιά τους θα μπορούσαν να τους χρησιμέψουν σε μια μεταγενέστερη ζωή. Δεν ξαναζωντάνευαν. Κάποιος όμως που ήταν πρόθυμος να υποδυθεί τη μούμια θα ήταν κάλλιστα ικανός και για φόνο, αν κι έτσι τυλιγμένος, δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Ήταν λοιπόν η ευκαιρία της. Έπαιξε το παιχνίδι του, γυρίζοντας να φύγει τρομαγμένη. Καθώς όμως το πλάσμα προχωρούσε παραπατώντας πίσω της η Καμίλ κοίταξε τριγύρω της για κάποιο όπλο. Πέρασε δίπλα από το κιβώτιο όπου είχε ψαχουλέψει την προηγούμενη φορά. Και φυσικά, ο βραχίονας της μούμιας ήταν ήδη σπασμένος. Έβαλε το χέρι μέσα στο κιβώτιο, άρπαξε το λείψανο και στρίβοντας αστραπιαία χτύπησε με όλη της τη δύναμη το πλάσμα στα πλευρά του. «Κατάρα!» είπε μια φωνή με πόνο. Η μορφή διπλώθηκε στα δυο. Για καλό και για κακό, η Καμίλ του έδωσε άλλη μια γερή στο κεφάλι. Το πλάσμα σωριάστηκε στο έδαφος κρατώντας τώρα το κεφάλι με τα τυλιγμένα χέρια του. Το αρχαίο μπράτσο είχε κι αυτό δεχτεί πολλή κακομεταχείριση κι έπεσε κομματιασμένο στο πάτωμα. «Θεέ και Κύριε!» βλαστήμησε το ον από το πάτωμα. «Ποιος στο διάβολο είσαι;» ξέσπασε με οργή η Καμίλ χωρίς να φοβάται καθόλου πια.
«Εγώ είμαι, Καμίλ. Προσπαθούσα να σε τρομάξω». «Ποιος εσύ;» Το πλάσμα πάσχιζε ν’ ανακαθίσει. Η Καμίλ άπλωσε το χέρι και τράβηξε μια άκρη από τις κουρελιασμένες λωρίδες πανιού που τον τύλιγαν. «Άου! Πιο αργά, σε παρακαλώ!» Ο άντρας άρπαξε το χέρι της κι ύστερα έπιασε το πανί. «Χάντερ!» «Ναι, εγώ είμαι». «Ηλίθιε! Θα μπορούσα να σε σκοτώσω!» Μέσα στο σκοτάδι ο Χάντερ της έριξε μια ειρωνική ματιά. «Ε, όχι και με το μπράτσο μιας μούμιας αν και παραδέχομαι ότι με ξάφνιασες κι έχεις πολύ βαρύ χέρι!» «Χάντερ, τι στην οργή κάνεις;» «Σου είπα! Προσπαθούσα να σε τρομάξω». «Γιατί;» «Για να φύγεις μακριά από τον Μπράιαν Στέρλινγκ και την κατάρα που έφερε πάλι στις ζωές μας! Βοήθησέ με να σηκωθώ, σε παρακαλώ. Και, σε ικετεύω, μην πεις σε κανέναν ότι μ’ έβγαλε νοκ άουτ μια... γυναίκα». «Νοκ άουτ! Χάντερ, το θέμα είναι πολύ πιο σοβαρό!» «Ναι, είναι. Μένεις μαζί μ’ αυτό τον άνθρωπο. Κι είσαι κι αρραβωνιασμένη μαζί του!» «Χάντερ, σήκω πάνω. Έλα να βγάλουμε και τις υπόλοιπες λωρίδες». «Ναι, μάλλον πρέπει να βιαστούμε πριν καταφθάσει ο σερ Τζον». «Πού είναι; Είδα το παλτό του στο γραφείο». Μόλις τελείωσαν με το περιτύλιγμα της μούμιας, μισό αληθινό, από κάποια κακόμοιρη μισοξεγυμνωμένη μούμια, μισό φτιαγμένο πρόχειρα από λωρίδες τσουβαλιών, η Καμίλ αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να την ξεγελάσει έστω και για μια στιγμή. «Τον είδα νωρίτερα, αλλά τώρα δεν ξέρω πού βρίσκεται», είπε ο Χά-
ντερ. «Ε, είσαι ανόητος. Ο σερ Τζον κάπου εδώ γύρω βρίσκεται. Και πού ήξερες δηλαδή ότι θα περνούσα σήμερα από το μουσείο;» «Ήμουν σίγουρος. Ύστερα από τα χτεσινά». «Ύστερα από τα χτεσινά δε θα έπρεπε να βρίσκομαι ούτε σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από το μουσείο!» Ξαφνικά ο Χάντερ έγινε βλοσυρός. «Πώς είναι ο φουκαράς ο Άλεξ;» «Κοιμόταν βαθιά όταν τον άφησα, αλλά ο γιατρός είπε πως τα πηγαίνει μια χαρά. Σταθερός σφυγμός, καλή αναπνοή... Είναι ένα θαύμα». «Μμμ». Ο Χάντερ τύλιξε όλες τις λωρίδες μαζί και τις ακούμπησε σ’ ένα από τα κιβώτια. «Πώς είναι τα μαλλιά μου; Φαίνονται πολύ λερωμένα;» «Μια χαρά φαίνεσαι, για ενήλικας που παρίστανε τη μούμια», του είπε. «Χάντερ, ήταν πολύ κακόγουστο από μέρους σου! Και τι περίμενες δηλαδή να καταφέρεις;» Ο Χάντερ αναστέναξε. «Καμίλ, δεν μπορώ να σου πω πόσο ανησυχώ. Ίσως δε σε πείθω πως υπάρχει όντως κατάρα. Όμως κάτι δεν πάει καλά με το κάστρο Καρλάιλ και με τον Μπράιαν Στέρλινγκ. Όσο έμενε μακριά από το μουσείο, όλα ήταν εντάξει. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε, η κόμπρα δάγκωσε τον Άλεξ, η βασίλισσα κάλεσε τον λόρδο Γουίμπλι...» «Ω, όχι!» «Ω, ναι!» «Φαίνεται ότι κι ο σερ Τζον έχει αρχίσει να τρελαίνεται. Δεν ακούει κανέναν, δεν είναι ποτέ στο γραφείο του... Καμίλ, σε παρακαλώ. Σου ορκίζομαι, φοβάμαι πολύ για σένα». Ήταν τόσο ειλικρινής, που τη συγκίνησε. Όμως η Καμίλ εξακολουθούσε να είναι αγανακτισμένη. «Θα μπορούσα να πάθω καρδιακή προσβολή, ξέρεις». «Μάλλον απίθανο! Πήγες να το σκάσεις, αλλά συνειδητοποίησες ότι οι
μούμιες δε σηκώνονται». «Ίσως θα έπρεπε να φύγουμε τώρα», του είπε η Καμίλ. Ύστερα τον κοίταξε μπερδεμένη. «Μα πώς το έκανες να σβήσει η λάμπα;» ζήτησε να μάθει. «Δεν το έκανα εγώ. Ήταν μάλλον μια βολική συγκυρία». Η Καμίλ αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Χάντερ, αν ποτέ ξανά...» «Καμίλ, σε παρακαλώ, πες μου ότι τουλάχιστον θα σκεφτείς αυτά που σου λέω», την εκλιπάρησε. «Έχεις δίκιο, Χάντερ. Δεν πιστεύω σε κατάρες. Δεν έπρεπε όμως να κρατάμε μια κόμπρα στο μουσείο. Φαντάζομαι ότι ο λόρδος Γουίμπλι θ’ ακούσει γερό κατσάδιασμα γι’ αυτό που έγινε. Πιστεύω όμως ότι τελικά όλα θα λυθούν». «Πάντως κάτι διαβολικό ετοιμάζεται, είτε πρόκειται για κατάρα είτε για το έργο ενός τρελού», της είπε. Η Καμίλ αναστέναξε πάλι και χαμήλωσε τα μάτια. Ο Χάντερ πλησίασε και της ανασήκωσε το πρόσωπο απ’ το πιγούνι. «Μη μου πεις, είσαι ερωτευμένη μ’ αυτό το κάθαρμα, έτσι δεν είναι;» «Χάντερ...» άρχισε να του λέει, όμως ξαφνικά πάγωσε. Έμειναν κι οι δυο ακίνητοι όταν άκουσαν εκείνο το ανατριχιαστικό βογκητό μέσα στο μισοσκόταδο.
Κεφάλαιο 16
Ο Μπράιαν καθόταν σ’ ένα από τα λίγα ιδιωτικά γραφεία του κεντρικού αστυνομικού σταθμού, μαζί με τον ντετέκτιβ Κλάνσι και τον υπαστυνόμο Γκαρθ Βίκφορντ, που είχε φτάσει στον τόπο του εγκλήματος την προηγούμενη μέρα. Αν και δεν είχε βγάλει τα ψεύτικα μαλλιά και τη γενειάδα, ο Μπράιαν είχε δηλώσει τα αληθινά του στοιχεία στην πλατεία. Στην αρχή ο Κλάνσι είχε δυσκολευτεί να τον πιστέψει. Αφού όμως ο Μπράιαν ήταν εκείνος που είχε το πάνω χέρι εκεί, τελικά αναγκάστηκε να τον ακούσει. Ο Μπράιαν δεν ήθελε να μείνουν άλλο στην πλατεία, γιατί δεν ήταν σίγουρος ότι δεν τους είχαν ακολουθήσει κι άλλοι από την παμπ. Ούτε ήθελε κάποιος ελεύθερος σκοπευτής να πυροβολήσει εκείνον ή τον Κλάνσι, έτσι επέμεινε να κατευθυνθούν στο αστυνομικό τμήμα για να συνεχίσουν την κουβέντα τους. «Ξέρουμε ότι ο τύπος που σκοτώθηκε στην πλατεία ήταν ο ίδιος που οργανώνει τις πωλήσεις αντικειμένων στη μαύρη αγορά», εξήγησε στον Μπράιαν ο ντετέκτιβ Κλάνσι. «Το όνομά του, όπως μάθαμε, είναι Γουίλιαμ Γκριν, ή τουλάχιστον αυτή φέρεται να είναι η αληθινή του ταυτότητα. Εκείνη η γυναίκα στου Μακνάλι προφανώς άλλαξε επάγγελμα στις μέρες του Τζακ του Αντεροβγάλτη, αν και φαντάζομαι πως εξακολουθεί να δέχεται πελάτες κάπου κάπου. Κυρίως όμως υποκρίνεται την πόρνη κι ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ των πάσης φύσεως κακοποιών. Ξέραμε πως υπήρχε ένα τέτοιο μέρος, δεν ξέραμε όμως πού ακριβώς γίνονταν οι παράνομες αγοραπωλησίες των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων, ώσπου σκοτώθηκε ο Γκριν και κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν πως είχε έρθει από το μαγαζί του Μακνάλι». «Ανέκαθεν γίνονταν δοσοληψίες στη μαύρη αγορά», είπε ο Μπράιαν. «Γιατί αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον του τμήματός σας;»
Ο Κλάνσι κοκκίνισε και κοίταξε τον Βίκφορντ. «Η εντολή ήρθε από ψηλά, βλέπετε». Ξερόβηξε. «Όλοι γνωρίζουμε ότι η καλή μας βασίλισσα Βικτωρία πίστευε κάποτε στον υπνωτισμό και τα τοιαύτα. Κι όσο ζήλο κι αν επιδεικνύει για την αυτοκρατορία της, για τα συμφέροντα της Βρετανίας στην Αίγυπτο και την Κοινοπολιτεία, φαίνεται πως άλλο τόσο πιστεύει σε καταραμένους τάφους κι όλα τα σχετικά. Προσφάτως όμως ανακάλυψε πως κάποιοι θησαυροί που προορίζονταν για τη Βρετανία κατέληξαν στη Γαλλία. Τίποτα δεν την ενοχλεί περισσότερο από το να έχουν οι Γάλλοι το πάνω χέρι στα πράγματα, ξέρετε. Υπάρχει κάποιος Γάλλος που έχει διπλωματική ασυλία. Τον λένε Λακρουάς, Ανρί Λακρουάς. Πιστεύουμε πως ψάχνει ν’ αγοράσει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που του υποσχέθηκε κάποιος. Όταν πυροβόλησαν τον Γκριν, καταφέραμε να προσαγάγουμε μερικούς μάρτυρες. Σε δύο περιπτώσεις, όταν τους δείξαμε τα σκίτσα, αναγνώρισαν τον Ανρί Λακρουάς ως τον άνθρωπο που τριγύριζε συχνά στους δρόμους με τον Γκριν». «Αν τον υποψιάζεστε για φόνο, γιατί δεν τον συλλαμβάνετε;» «Είναι Γάλλος διπλωμάτης», του απάντησε ο Βίκφορντ κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. «Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Άλλωστε δεν πιστεύουμε πως αυτός σκότωσε τον Γκριν. Ερευνήσαμε όμως διακριτικά για να εντοπίσουμε πού βρίσκεται». Ο Μπράιαν κοίταξε τους δυο αστυνομικούς. «Ο αγοραστής δε θα σκότωνε τον αγγελιοφόρο του» είπε. «Φυσικά», είπε με σεβασμό ο ντετέκτιβ Κλάνσι. «Αλλά και πάλι έπρεπε να βεβαιωθούμε. Το συμπέρασμά μας είναι πως ο άνθρωπος με το θησαυρό είτε σκότωσε ο ίδιος τον Γκριν είτε έβαλε κάποιον άλλο να τον σκοτώσει. Ένας Θεός ξέρει γιατί. Ίσως απείλησε να μιλήσει για να γλιτώσει το τομάρι του. Τελικά πλήρωσε για τα εγκλήματά του και δε χρειάστηκε να τον στείλουν στην κρεμάλα». «Γνωρίζει η βασίλισσα ή ο μαρκήσιος του Σόλσμπερι ότι υποπτεύεστε αυτό τον Λακρουάς;»
Ο Κλάνσι φάνηκε αμήχανος. «Μέχρι στιγμής είχα μόνο υποψίες. Ξέρετε τώρα τη Μεγαλειοτάτη Όσο εξαιρετικά κι αν κυβερνά μια συνταγματική μοναρχία, παραμένει... πάντα η βασίλισσα. Ο πρωθυπουργός είναι πολύ πιο πραγματιστής. Και πάλι όμως, χωρίς αποδείξεις τα χέρια μας είναι δεμένα. Αυτή τη στιγμή η βασίλισσα εξακολουθεί να είναι βαθιά ενοχλημένη με τους ψιθύρους γύρω από τον βασιλικό οίκο κατά την περίοδο της τρομοκρατίας του Αντεροβγάλτη και δεν πρόκειται να μας επιτρέψει να κατηγορήσουμε τον Λακρουάς χωρίς αποδείξεις. Όμως ο Λακρουάς δε θα μπορούσε βέβαια ν’ αγοράζει θησαυρούς αν κάποιος δεν τους πουλούσε. Δυστυχώς, λόρδε Στέρλινγκ, ήλπιζα ότι βρήκα τον άνθρωπό μου όταν σας ακολούθησα από την παμπ. Τώρα φοβάμαι ότι ξαναγυρίζουμε στην αρχή». «Ίσως όχι», είπε σκεφτικός ο Μπράιαν. «Πώς όχι;» ρώτησε ο Κλάνσι. Ο Μπράιαν σηκώθηκε. «Ίσως, ντετέκτιβ Κλάνσι, το διπλωματικό πρωτόκολλο εμποδίζει εσάς ν’ ανακρίνετε αυτό τον μεσιέ Λακρουάς. Αλλά δεν εμποδίζει εμένα να του ζητήσω να δειπνήσουμε με τους εφόρους και το προσωπικό του μουσείου». *** Η Καμίλ γύρισε και ακολούθησε εκείνο το βογκητό. «Καμίλ! Περίμενε, μπορεί να... πάθεις κακό!» της φώναξε ο Χάντερ και την ακολούθησε τρέχοντας πίσω της. Εκείνη όμως δε φοβόταν μήπως πάθαινε κακό. Αυτός που βόγκηξε πονούσε. Προσπέρασε μια σειρά από κιβώτια και σαρκοφάγους, ύστερα πήρε το διάδρομο προς τα δεξιά. Και τότε είδε στο πάτωμα έναν άνθρωπο. Ήταν ο σερ Τζον. «Ω!» φώναξε κι έτρεξε να γονατίσει δίπλα του. Ο σερ Τζον πάλευε ν’ ανασηκωθεί κι η Καμίλ τον έπιασε από τους ώμους. «Σερ Τζον...» Θα ήταν ανόητο να τον ρωτήσει αν ήταν καλά. Σίγουρα δεν ήταν. Όμως έπαιζε τα βλέφαρα προσπαθούσε να στηριχτεί. «Τι συνέβη; Έχε-
τε χτυπήσει;» τον ρώτησε με αγωνία. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, ξεροκατάπιε, έκλεισε τα μάτια του και συνοφρυώθηκε. «Βοήθησέ με να σηκωθώ!» είπε. Τότε ήρθε δίπλα της ο Χάντερ. «Σερ Τζον, ελάτε, στηριχτείτε από το μπράτσο μου». «Ίσως δεν πρέπει να σηκωθείτε ακόμα! Μα τι σας συνέβη;» «Πόση ώρα ήμουν... αναίσθητος;» «Ε... θα πρέπει να ήταν κάμποσο», είπε ο Χάντερ αμήχανος, μη μπορώντας να παραδεχτεί πως βρισκόταν κι ο ίδιος στις αποθήκες από ώρα. «Σερ Τζον! Τι σας συνέβη;» τον ρώτησε αποφασιστικά η Καμίλ. «Ας τον ανεβάσουμε πάνω, να του δώσουμε λίγο νερό», πρότεινε ο Χάντερ. Η Καμίλ τον αγριοκοίταξε. «Μήπως σας επιτέθηκε κανείς;» ρώτησε τον σερ Τζον και πιάνοντάς τον μαζί με τον Χάντερ από τα μπράτσα τον βοήθησαν να προχωρήσει ως την πόρτα. «Δεν...» Ο σερ Τζον σταμάτησε να προχωράει. «Δεν ξέρω! Ήμουν εδώ κι έψαχνα. Πρέπει να υπάρχει, ξέρετε». «Ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Χάντερ. «Μα η κόμπρα, φυσικά!» «Σερ Τζον, νομίζω πως πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία», είπε η Καμίλ. «Ποια κόμπρα;» ρώτησε ο Χάντερ. «Αστυνομία!» είπε θορυβημένος ο σερ Τζον. «Όχι... όχι!» Κούνησε με έμφαση το κεφάλι του αρνητικά, τράβηξε τα χέρια του από τον Χάντερ και την Καμίλ και πισωπάτησε. «Όχι. Ήταν το καπάκι του κιβωτίου. Κανείς δε με ακολούθησε. Ήμουν ανόητος, απρόσεκτος. Και θυμωμένος. Είχα θυμώσει μ’ εκείνον το γέρο που καθαρίζει, φοβάμαι πως ήμουν κάπως απότομος μαζί του. Κι έχασα την υπομονή μου. Είναι ένα από κείνα τα καπάκια με τους μεντεσέδες. Το έβαλα στη θέση του αλλά
δεν το ασφάλισα. Κι έπεσε πάνω στο κεφάλι μου!» Η Καμίλ δεν τον πίστευε. Και ξάφνου άρχισε να υποπτεύεται τον καθαριστή. Ήταν αλήθεια πως έκανε πολύ περισσότερα πράγματα από το να σκουπίζει τους χώρους! «Ο Άρμποκ ήταν εδώ;» ρώτησε. «Ναι. Καταλαβαίνεις, μετά τη χτεσινή βραδιά όλα ήταν άνω κάτω». «Σερ Τζον, ίσως σας χτύπησε αυτός ο άνθρωπος», είπε η Καμίλ. «Καμίλ, σου είπα τι ακριβώς συνέβη». «Ποια κόμπρα;» ξαναρώτησε ο Χάντερ. Η Καμίλ αναστέναξε, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Στο ανάγλυφο που ερμηνεύω γίνεται λόγος για μια χρυσή κόμπρα με πολύτιμους λίθους, αυτό είναι όλο. Και δεν είναι καταχωρημένη σε κανέναν από τους καταλόγους». «Όμως είμαι σίγουρος ότι υπάρχει!» είπε ο σερ Τζον. «Και θα πρέπει να βρεθεί. Πρέπει να τη βρω πριν... πριν χαθεί για πάντα». «Σερ Τζον, ίσως την επόμενη βδομάδα θα πρέπει να συγκεντρώσουμε εδώ την αστυνομία κι όλο το προσωπικό, έτσι ώστε να βρούμε μια άκρη». Την κοίταξε αφηρημένος. «Πρέπει να βρεθεί». Άγγιξε το μέτωπό του κι έκλεισε τα μάτια του. Φαινόταν έτοιμος να λιποθυμήσει και πάλι. Η Καμίλ άπλωσε το χέρι κι άγγιξε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Σερ Τζον!» φώναξε. «Έχετε ένα πελώριο καρούμπαλο στο κεφάλι σας. Χρειάζεστε γιατρό...» «Όχι, καρούμπαλο είναι, θα φύγει. Δε θέλω γιατρό. Δε χρειάζεται να τραβήξουμε περισσότερο την προσοχή στο μουσείο, τέρμα οι συζητήσεις περί κατάρας!» «Τότε πρέπει να πάτε στο σπίτι σας», του είπε αποφασιστικά. «Ναι, πρέπει», συμφώνησε ο Χάντερ. «Εντάξει, εντάξει. Θα φύγω αμέσως». Κατάφερε να μαζέψει τις δυνάμεις του και να προχωρήσει μπροστά τους. «Θα στείλω έναν από
τους αστυνομικούς εδώ κάτω για να φρουρεί την αποθήκη. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν τα κλειδιά της αποθήκης». Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα και γύρισε να τους κοιτάξει. Το βλέμμα του ξαφνικά έγινε καχύποπτο. «Θα έρθετε;» «Ναι, ναι φυσικά», μουρμούρισε η Καμίλ και κοίταξε ανήσυχη τον Χάντερ. Ύστερα έριξε μια ματιά στο μενταγιόν με το ρολόι που κρεμόταν από το στήθος της και μόρφασε. Είχε αργήσει πολύ, τόση ώρα θα πρέπει να είχε εξομολογηθεί ένα βουνό από αμαρτίες! «Χάντερ, πρέπει να φύγω...» είπε. «Θα φροντίσεις, σε παρακαλώ, να βάλεις τον σερ Τζον σε μια άμαξα; Πρέπει να πάει στο σπίτι του!» «Θα το φροντίσω». Βγήκε τρέχοντας από το μουσείο και στάθηκε στην είσοδο για να βρει κι η ίδια μια άμαξα. *** Ο σερ Τζον πονούσε, ήταν τόση η αναστάτωσή του, που δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Ο Χάντερ βρισκόταν εκεί, μαζί του. Στέκονταν σε μια από τις αίθουσες εκθέσεων και το μυαλό του ήταν ακόμα ζαλισμένο. Έπρεπε να μείνει για ν’ αποτελειώσει ό,τι είχε αρχίσει. Όχι, έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του. Ν’ απαλλαγεί από τον βασανιστικό εκείνο πονοκέφαλο. «Ελάτε, σερ Τζον. Πρέπει να φύγετε από δω, το υποσχέθηκα στην Καμίλ». «Ναι... Και τώρα θα γίνει κόμισσα, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε ο σερ Τζον. «Το πιστεύετε αυτό; Εγώ όχι», είπε με τραχύτητα ο Χάντερ. «Τη χρησιμοποιεί. Το μόνο που θέλει είναι εκδίκηση. Εναντίον μας». «Όχι... όχι...» είπε ο σερ Τζον. «Θα το διαπιστώσει κι η ίδια πολύ σύντομα. Μα δε θα τον αφήσω να συνεχίσει να τη χρησιμοποιεί... για να μας εκδικηθεί». «Τι θα κάνεις;» τον ρώτησε ο σερ Τζον ανήσυχος. «Θα τον ξεσκεπάσω».
«Θα μας καταστρέψεις όλους». «Ω, ελάτε τώρα, σερ Τζον. Δεν είναι ο μοναδικός πλούσιος άνθρωπος στην Αγγλία! Και δε στέκει καλά στα λογικά του, όποιο ρόλο και να παίζει. Ελάτε, πάμε να φύγουμε». Παρά τον πόνο ο σερ Τζον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Χρειάζομαι λίγο χρόνο». «Σερ Τζον, υποσχέθηκα στην Καμίλ να σας συνοδεύσω στο σπίτι σας!» «Τότε περίμενέ με εδώ. Έχω κάτι να κάνω πρώτα». «Θα έρθω μαζί σας». «Όχι!» Κοίταξε τον Χάντερ καχύποπτα. «Εσύ περίμενε εδώ!» «Εδώ, στα εκθέματα του Παλαιού Βασιλείου;» «Περίμενέ με», τον διέταξε ο σερ Τζον κι έφυγε γρήγορα προς τις σκάλες. *** Η Καμίλ επέστρεψε στην εκκλησία, διέσχισε τρέχοντας την αψιδωτή στοά κι έπεσε πάνω σ’ έναν ιερέα που κόντεψε να τον ρίξει κάτω. Σταμάτησε μια στιγμή για ν’ απολογηθεί ταπεινά. Έξω στο δρόμο η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Δεν έβλεπε πουθενά τον Κόργουιν ανάμεσα στο πλήθος. «Μις Καμίλ!» της φώναξε κι εκείνη γύρισε και κατευθύνθηκε με ευγνωμοσύνη προς την άμαξα. Ο Κόργουιν τη βοήθησε ν’ ανέβει, δίχως να σχολιάσει τη μεγάλη καθυστέρησή της. Η διαδρομή πίσω στο κάστρο μέσα από την έντονη κίνηση των δρόμων τής φάνηκε ατελείωτη. Αναρωτήθηκε ποια δουλειά είχε να κάνει ο Μπράιαν και προσευχήθηκε να μην είχε επιστρέψει πρώτος στο κάστρο. Κόντευε να σκοτεινιάσει όταν έφτασαν στις εξωτερικές πύλες. Καθώς η άμαξα περνούσε μέσα, η Καμίλ άκουσε τις κραυγές των λύκων από το δάσος, κραυγές που προμηνούσαν τον ερχομό της νύχτας. Οι οπλές των αλόγων κροτάλιζαν ρυθμικά πάνω στην κινητή γέφυρα. Στην πόρτα του κάστρου ευχαρίστησε τον Κόργουιν και μπήκε μέσα
βιαστικά. Ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιο του Άλεξ κι ανακουφίστηκε όταν τον βρήκε εκεί μαζί με τον Τρίσταν και τον Ραλφ που είχαν μεταφέρει εκεί το σκάκι τους. «Πώς είναι;» τους ρώτησε με αγωνία. «Ξυπνάει πότε πότε. Ήπιε λίγο τσάι κι ύστερα λίγο ζωμό. Νομίζω πως πάει καλά», είπε ο Τρίσταν. «Εκείνη έφερε το ζωμό», είπε ο Ραλφ. «Και τον μυρίσαμε πρώτα καλά, κι ύστερα τον δοκιμάσαμε», της είπε ο Τρίσταν. «Και δεν τα έχουμε τινάξει ακόμα!» Η Καμίλ συνοφρυώθηκε. Είχαν πάρει πολύ σοβαρά τα καθήκοντά τους σαν φρουροί. Η Ίβλιν Πράιορ μπορεί να ήταν ύποπτη, αλλά δε θα τολμούσε να δηλητηριάσει κανέναν μέσα στο σπίτι του κόμη! «Τώρα θα μείνω εγώ μαζί του, εσείς μπορείτε... ε, να κάνετε ό,τι θέλετε», τους είπε. Δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά. Τώρα που ο Τρίσταν είχε αναρρώσει θα μπορούσαν να φύγουν όλοι από το κάστρο. Μόνο που τώρα βρισκόταν εδώ κι ο Άλεξ. Και μάλιστα κατόπιν δικής της προτροπής. Τι θα έκανε αν δεν υπήρχε εκεί ο Άλεξ; Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της; Ήταν άλλο πράγμα να τη χρησιμοποιεί ένας ευγενής κυριευμένος από πίκρα, αποφασισμένος να μάθει την αλήθεια, κι εντελώς διαφορετικό πράγμα ν’ ανακοινώνει έναν ανύπαρκτο αρραβώνα μεταξύ τους. Κι η Καμίλ... να τον έχει ερωτευτεί. «Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα», είπε ο Τρίσταν στον Ραλφ. «Ωραία θα ήταν μια βόλτα», συμφώνησε εκείνος. «Αν εξαιρέσεις τους λύκους». «Ε, οι λύκοι βρίσκονται από την απέναντι πλευρά της γέφυρας. Θα περπατήσουμε λίγο στην αυλή κι ύστερα θα ξαναγυρίσουμε εδώ. Και τότε θα σε κατατροπώσω πάλι, Ραλφ!» Ο Ραλφ έβγαλε ένα επιφώνημα περιφρόνησης και κοίταξε την Καμίλ. «Όταν κέρδιζα, ο σερ Τρίσταν είχε πάθει ένα παράξενο τικ στο πόδι του. Φανταστείτε, αναποδογύρισε τη σκακιέρα, το έκανε, μα την
αλήθεια!» «Τρίσταν, ελπίζω να παραχώρησες την παρτίδα στον Ραλφ», του είπε η Καμίλ. Ο Τρίσταν χαμογέλασε με θλίψη. «Εντάξει, ήταν δικό του το παιχνίδι! Λοιπόν, πάμε; Για να δούμε αν θα προσπαθήσει να μας σταματήσει η φοβερή Σιδηρά Κυρία!» «Ας προσπαθήσει!» είπε ο Ραλφ. Οι δύο άντρες έφυγαν, όμως η Καμίλ είχε την αίσθηση πως αν έβλεπαν έστω κι από μακριά την Ίβλιν Πράιορ, θα γύριζαν τρέχοντας πίσω στο δωμάτιο. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα στον Άλεξ, παρατηρώντας ότι ο χρώμα του είχε επανέλθει κι ο σφυγμός του ήταν αρκετά δυνατός. Καθώς κρατούσε τον καρπό του ο Άλεξ άνοιξε τα μάτια του. Προσπάθησε να της χαμογελάσει αδύναμα. «Καμίλ». «Εδώ είμαι. Πώς νιώθεις;» «Πιο δυνατός». Δίστασε και προσπάθησε ν’ ανακαθίσει. Η Καμίλ τον έπιασε από τους ώμους και τον έβαλε πάλι να ξαπλώσει. «Σε δάγκωσε μια κόμπρα, Άλεξ. Μη βιάζεσαι να σηκωθείς». «Καμίλ», της είπε πάλι, κι ήταν σαν να τον κούρασε πολύ η προσπάθεια να μιλήσει. «Εδώ είμαι». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Πρέπει... να φύγουμε. Όλοι μας. Εσύ, εγώ, ο Τρίσταν, άνθρωπός του, ο Ραλφ... Δεν μπορώ να μείνω. Δεν πρέπει να είμαι εδώ». «Άλεξ, πρέπει να γίνεις καλά πρώτα». «Θα προσπαθήσει πάλι να με σκοτώσει». «Ποιος;» «Ο κόμης του Καρλάιλ». Η φωνή του ήταν τόσο τραχιά και βραχνή, που της έφερε ανατριχίλα. «Άλεξ, ο Μπράιαν δεν προσπάθησε να σε σκοτώσει. Σε δάγκωσε μια
κόμπρα». «Εκείνος... την άφησε ελεύθερη». «Άλεξ, ήρθα στο μουσείο μαζί με τον Μπράιαν. Δε βρισκόταν εκεί πριν από μένα». «Ήταν εκεί. Το ξέρω πως ήταν εκεί». Η φωνή του ήταν αδύναμη, ύστερα ξαφνικά έπιασε το χέρι της με δύναμη. «Καμίλ, αυτό είναι, δεν το βλέπεις; Μας κατηγορεί όλους. Οι γονείς του πέθαναν και κατηγορεί εμάς. Όσους ήμασταν εκεί. Και σκοπεύει να μας σκοτώσει όλους, έναν έναν, με τρόπους που δε θα μπορούν ν’ αποδειχτούν... όπως συνέβη με τους γονείς του». «Άλεξ, αυτό είναι τρελό!» «Ναι, τρελό!» «Άλεξ, άκουσε. Ο Μπράιαν δεν ήταν στο μουσείο!» «Εκεί ήταν. Το ξέρω καλά. Και θέλει να βρει τρόπους για να πεθάνουμε όλοι. Γιατί εκείνοι πέθαναν κι εμείς όχι». «Άλεξ...» «Πρέπει να φύγουμε από δω, Καμίλ». Η Καμίλ αναστέναξε. «Άλεξ, δεν μπορούμε να φύγουμε. Είσαι ακόμα πολύ αδύναμος κι εγώ ήμουν εκείνη που επέμενα να σε φέρουν εδώ». «Ποτέ δε θα σε παντρευτεί στ’ αλήθεια, ξέρεις», της είπε ο Άλεξ αφηρημένος. Το ξέρω! κραύγασε μέσα της. «Είχε κάτι το ξεχωριστό πάνω του, πάντα έτσι ήταν. Τώρα φυσικά είναι ο κόμης του Καρλάιλ. Μα οι άνθρωποι πάντοτε τον πίστευαν, πίστευαν σ’ εκείνον. Σε παρασύρει στην τρέλα, Καμίλ. Πρέπει να το καταλάβεις». «Άλεξ! Σε παρακαλώ...» Σώπασε ακούγοντας ένα χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε ν’ ανοίξει. Είδε μπροστά της την Ίβλιν Πράιορ. «Ώστε επέστρεψες λοιπόν, αγαπητή μου». «Ναι».
«Και τώρα φροντίζεις τον Άλεξ». «Ναι. Και θα τον φροντίσω η ίδια όλη τη νύχτα, κυρία Πράιορ». «Φυσικά. Μπορώ να τον φροντίσω εγώ αύριο, όταν θα πάτε στη λειτουργία». «Ποια λειτουργία;» «Αγαπητό μου παιδί, είναι πολύ φυσικό να θέλετε να πάτε στην αυριανή λειτουργία. Όλες αυτές οι ώρες εξομολόγησης σήμερα... Δεν είχα καταλάβει πόσο πραγματικά θρησκευόμενη είστε. Ο κόμης, βεβαίως, είναι αγγλικανός. Οι πεποιθήσεις μας διαφέρουν λίγο από τις δικές σας». «Ύστερα απ’ όλες αυτές τις ώρες που πέρασα σήμερα στην εκκλησία, κυρία Πράιορ, πιστεύω πως ο Θεός θα με συγχωρήσει αν δεν παρευρεθώ αύριο στη θεία λειτουργία. Ο Άλεξ είναι φίλος μου. Θα τον φροντίσω εγώ». «Μπορείτε θα βάλετε τον Τρίσταν να τον κάνει». «Είναι δική μου ευθύνη». «Κατάλαβα. Να σας φέρω εδώ το δείπνο σας λοιπόν;» «Θα ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας», είπε η Καμίλ κι ύστερα δίστασε για λίγο. «Έχει επιστρέψει ο λόρδος Στέρλινγκ στο κάστρο;» «Δεν τον έχω δει». «Σας ευχαριστώ». «Το δείπνο σας θα έρθει σύντομα», είπε η κυρία Πράιορ και με μια τελευταία, εξεταστική ματιά προς την Καμίλ γύρισε επιτέλους κι έφυγε. Η Καμίλ επέστρεψε κοντά στον Άλεξ. Εκείνος όμως είχε βυθιστεί ήδη σ’ έναν ταραγμένο ύπνο. Η Καμίλ έσυρε μια από τις βαριές πολυθρόνες δίπλα στο κρεβάτι και βολεύτηκε εκεί. Παρά τις παράλογες σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό της, δεν άργησε ν’ αποκοιμηθεί κι η ίδια. *** Ο σερ Τζον το περίμενε ότι θα του χτυπούσαν την πόρτα. Έτριψε το καρούμπαλο στο κεφάλι του, δίστασε για μια στιγμή και μετά χάιδεψε το μικρό πιστόλι που είχε μπροστά του, πάνω στο γραφείο του σαλο-
νιού του. Το χτύπημα ακούστηκε ξανά. Δυνατό. Έριξε το πιστόλι μέσα στο συρτάρι του, πάνω στα χαρτιά του, απ’ όπου θα μπορούσε να το πιάσει εύκολα. «Πέρασε», είπε. «Δεν είναι κλειδωμένα». Ο επισκέπτης μπήκε. Η πόρτα έκλεισε. Μερικά λεπτά αργότερα, αν περνούσε κάποιος από το δρόμο, θα άκουγε μια πνιχτή πιστολιά. *** Ο Σέλμπι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του στον Μπράιαν Στέρλινγκ. Είχε υπηρετήσει μαζί του στην Ινδία, τον είχε ζήσει κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, τον είχε παρακολουθήσει να ρισκάρει τη ζωή του πριν διακινδυνεύσει οποιοσδήποτε άλλος τη δική του. Τον είχε ακολουθήσει μέχρι το Κάιρο, στάθηκε πλάι του σ’ όλη τη διάρκεια της αγωνίας του, των εκρήξεων οργής του, της απώλειάς του. Τον είχε υπηρετήσει όχι τόσο επειδή χρειαζόταν τη δουλειά αλλά επειδή ο Μπράιαν Στέρλινγκ δεν είχε υποτιμήσει ποτέ του κανέναν άνθρωπο εξαιτίας της κοινωνικής του θέσης. Τη συγκεκριμένη στιγμή ωστόσο ο Σέλμπι αναρωτήθηκε για την πνευματική ισορροπία του Μπράιαν. «Είναι αδύνατο να γίνει αυτή η δουλειά». «Αδύνατο; Τίποτα δεν είναι αδύνατο». «Ήταν μια απίστευτη μέρα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να εμφανιστώ όταν το θύμα στην πλατεία αποδείχτηκε αστυνομικός», είπε ο Σέλμπι. «Τώρα, λόρδε Στέρλινγκ, έχετε ένα χειροπιαστό στοιχείο, μια ευκαιρία ν’ ανακαλύψετε τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν μπορείτε να ξεκουραστείτε μια νύχτα; Πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα;» «Σέλμπι, κάθε νύχτα που περνάει, κάποιος πλησιάζει όλο και περισσότερο. Το κάστρο είναι γεμάτο από πόρτες και σκάλες. Ο πατέρας μου είχε τη βεβαιότητα πως υπήρχε μια υπόγεια σήραγγα, το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Η έκταση κατά μήκος του τείχους είναι τεράστια. Αλλά κάπου θα υπάρχουν σημάδια παραβίασης». Χαμογέλασε κι έξυσε το ψεύτικο
γένι στο πιγούνι του, που είχε αρχίσει να τον τρελαίνει στη φαγούρα. «Δεν έχεις ακούσει ποτέ την ιστορία για τον μικρό σκίουρο μέσα στο χειμώνα, Σέλμπι;» «Δεν άκουγα πολλές ιστορίες μεγαλώνοντας σ’ ένα σπίτι με δέκα παιδιά, λόρδε Στέρλινγκ. Οι γονείς μου δούλευαν απ’ το πρωί ως το βράδυ». Αναστέναξε. «Εσείς όμως θα μου την πείτε την ιστορία, έτσι;» «Πράγματι, Σέλμπι. Όταν έρχεται ο χειμώνας, μήπως ο μικρός σκίουρος προσπαθεί να κουβαλήσε είκοσι βελανίδια στη φωλιά του; Όχι, τα παίρνει ένα ένα. Απόψε λοιπόν θα ξεκινήσουμε κι από τις δύο άκρες. Εσύ θα αρχίσεις από την πύλη και θα προχωράς κάθε νύχτα, λίγο λίγο, μέχρι να διατρέξεις όλη την περίμετρο του τείχους. Μόλις απαλλαγώ απ’ αυτό το σιχαμερό γένι θα βρούμε τον Κόργουιν κι οι δυο σας θα ξεκινήσετε αμέσως μόλις ανέβει το φεγγάρι. Εγώ θα ξεκινήσω από την άλλη άκρη. Πρώτα όμως, στα δωμάτιά σας. Αν παραμείνω Άρμποκ για ένα λεπτό ακόμα, θα γίνω στ’ αλήθεια τέρας, έτσι που θ’ αρχίσω να γδέρνω το δέρμα από το πρόσωπό μου!» Ο Σέλμπι κοίταξε για μια στιγμή τον Μπράιαν κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Τι συμβαίνει;» «Έχετε περάσει μήνες ψάχνοντας μέσα στις κρύπτες». «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω μπει ακόμα στις κρύπτες. Έψαχνα μονάχα στο χώρο του γραφείου, στο παλιό δωμάτιο των βασανιστηρίων». Ο Σέλμπι βόγκηξε σιγανά. «Και πρέπει να το κάνετε νύχτα;» «Τότε δουλεύουν οι κλέφτες κι οι δολοφόνοι, Σέλμπι». Ο Σέλμπι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Εντάξει λοιπόν. Θα ξεκινήσουμε όποτε νομίζετε». *** Η Καμίλ ξύπνησε τρομαγμένη και κοίταξε τον Άλεξ. Εκείνος συνέχιζε να κοιμάται. Αναρωτήθηκε τι την είχε ξυπνήσει, ώσπου κατάλαβε. Οι πέτρινοι τοίχοι του αρχαίου κάστρου έκαναν πάντα το θόρυβο ν’ ακούγεται μακρινός και πνιχτός, και πάλι όμως ακουγόταν. Σαν ξύ-
σιμο, μερικές φορές πιο έντονο. Ή άλλες φορές σαν ένα βογκητό. Άγγιξε το μέτωπο του Άλεξ και το βρήκε δροσερό. Ο σφυγμός του ήταν δυνατός. Τότε είδε πως η πόρτα ήταν αδιόρατα ανοιχτή και κάποιος κρυφοκοίταζε μέσα στο δωμάτιο. Πριν η Καμίλ προλάβει να κουνηθεί η πόρτα έκλεισε. Νιώθοντας να κυλάει κάτι παγωμένο στις φλέβες της σηκώθηκε, πήγε ως την πόρτα, την άνοιξε ελάχιστα και κοίταξε έξω στο διάδρομο. Η Ίβλιν Πράιορ απομακρυνόταν προς τη σκάλα. Φορούσε το νυχτικό και τη ρόμπα της, άσπρα και τα δυο, κι έμοιαζε με φάντασμα που κυλούσε στον αέρα. Δεν κρατούσε λάμπα, όμως η Ίβλιν δεν τη χρειαζόταν. Ήξερε καλά το σπίτι μέσα στο σκοτάδι. Η Καμίλ ήθελε πολύ να την ακολουθήσει. Κοίταξε πίσω της τον Άλεξ. Κοιμόταν ακόμα, όμως φοβόταν να τον εγκαταλείψει. Γιατί φοβόταν; Επειδή την είχε επηρεάσει ο δικός του φόβος... Κανένας απ’ αυτούς τους φόβους δε θα μπορούσε να είναι αληθινός. Μα η Καμίλ δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τη φοβερή σκέψη πως αν ο Άλεξ έμενε μόνος, κάποιος θα τρύπωνε μέσα στο δωμάτιο για ν’ αποτελειώσει ό,τι είχε αρχίσει η κόμπρα. Γύρισε στην πολυθρόνα της και κάθισε ξανά. Μόλις το έκανε, έπιασε τον εαυτό της να λαχταρά το άγγιγμα του Μπράιαν, την αγκαλιά του, εκεί που ξεχνούσε τα πάντα, εκτός από κείνον... Εκεί που η πραγματικότητα χανόταν μέσα στο πάθος. Ο Μπράιαν Στέρλινγκ βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα κάτω στις κρύπτες, αναζητώντας όπως πάντα τις απαντήσεις του, αφοσιωμένος στη μανιώδη αποστολή του. Αν έπεφτε πάνω του η Ίβλιν... Ήταν μια παράλογη σκέψη. Γιατί η Ίβλιν ζούσε χρόνια εκεί, μαζί του. Κι ο Έιτζαξ ήταν σίγουρα κι εκείνος κοντά. Κάτι μέσα της ούρλιαζε Μα πού ήταν ο Μπράιαν όλη μέρα; Και το σημαντικότερο, γιατί δεν είχε έρθει καθόλου να τη βρει, να την πείσει και πάλι να τον ακολουθήσει ως το δωμάτιό του;
*** Όταν άνοιξαν οι σκουριασμένες πύλες ακούστηκε ένας ήχος σαν θρήνος αερικού. Ο Μπράιαν βλαστήμησε τον εαυτό του που ανέβαλλε τόσο καιρό να φέρει τους εργάτες να λαδώσουν τους μεντεσέδες. Οι κρύπτες, ανέγγιχτες τόσο πολλά χρόνια, ήταν εκπληκτικά καθαρές από σκόνη. Τίποτα εκεί μέσα δεν είχε ταράξει την απόλυτη ακινησία. Υπήρχαν τάφοι σε όλο το μήκος του κεντρικού διαδρόμου αλλά και κρύπτες μέσα στον τοίχο. Είχαν σχεδιαστεί σταυρωτά, έτσι ώστε μια δεύτερη αίθουσα να διασχίζει την πρώτη περίπου στα τρία τέταρτα του μήκους της. Ο παλιότερος τάφος χρονολογούνταν από τα χίλια τριακόσια δέκα κι ανήκε σ’ έναν από τους προγόνους του, τον κόμη Μόργουιθ Στέρλινγκ, αργότερα πρώτο κόμη του Καρλάιλ. Στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα μια από τις επιμελείς προ-προπρογιαγιάδες του είχε ξεκινήσει ανακαίνιση στις κρύπτες, έτσι οι πέτρες ήταν καθαρά χαραγμένες όπου δεν υπήρχαν οι μπρούντζινες επιγραφές των μνημείων και δεν υπήρχαν ανοιχτές κρύπτες με τους προγόνους τοποθετημένους απλώς πάνω σε ράφια, όπως συνέβαινε σε πολλούς νεκροθαλάμους παλιών οικογενειών. Εδώ κι εκεί κρέμονταν κάποιοι ιστοί αράχνης και κάθε τόσο ακουγόταν το τσίριγμα κάποιου αρουραίου. Άκουσε κάτι σαν βογκητό και γύρισε, γέλασε όμως δυνατά με τον εαυτό του. Ο Έιτζαξ βρισκόταν στην άλλη άκρη της πύλης και κλαψούριζε σιγανά, σαν να προειδοποιούσε τον Μπράιαν να μην προχωρήσει περισσότερο. «Είναι απλοί συγγενείς, αγόρι μου», είπε στοργικά στο σκυλί. Ύστερα ο Μπράιαν συνοφρυώθηκε και βγήκε πάλι στα γραφεία κι από κει στις σκάλες. Εκεί έμεινε ακίνητος, αφουγκράστηκε. «Κάποιος είναι εκεί, έτσι, αγόρι μου;» ρώτησε σιγανά κι ο Έιτζαξ άρχισε να γαβγίζει. Ο Μπράιαν ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες, αλλά όποιος κι αν ήταν εκεί, τώρα είχε φύγει. Να ήταν άραγε η Καμίλ, σε μια νέα νυχτερινή εξερεύνησή της;
Ανέβηκε γρήγορα ως τον δεύτερο όροφο. Όλα εκεί ήταν σιωπηλά, μα ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Προχώρησε ως την πόρτα που πίσω της ανάρρωνε ο Άλεξ Μίτλεμαν. Η Καμίλ καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του, με τα μάτια κλεισμένα και το κεφάλι της γερμένο πάνω στα χέρια της, στο μπράτσο της πολυθρόνας. Λαχταρούσε να πάει κοντά της. Άραγε υποκρινόταν; Μήπως είχε κατέβει ακροπατώντας τις σκάλες για να δει τι έκανε ο Μπράιαν στο υπόγειο; «Πρόσεχέ τους, Έιτζαξ», είπε στο σκυλί. Ύστερα γύρισε και κατέβηκε να συνεχίσει τη δουλειά του. *** Η Καμίλ ξαφνιάστηκε ακούγοντας τόσο πολλές φωνές από το δωμάτιο του προγεύματος όταν έφτασε κι η ίδια, αργοπορημένη και νιώθοντας σ’ όλο της το κορμί πόνους ύστερα από μια ολόκληρη νύχτα στην πολυθρόνα, πόνους που ούτε το καυτό πρωινό της μπάνιο δεν είχε καταφέρει ν’ ανακουφίσει. Ήταν προφανώς η τελευταία που είχε κατέβει για πρωινό. Ο Μπράιαν Στέρλινγκ καθόταν με τις εφημερίδες του, όπως πάντα. Η Ίβλιν Πράιορ βρισκότα απέναντί του. Ο Τρίσταν κι ο Ραλφ κάθονταν κι εκείνοι στο τραπέζι παινεύοντας ευγενικά τα γλυκίσματα της Ίβλιν. Ο Ραλφ, αν και τον θεωρούσαν μέλος της οικογένειας ύστερα από τόσα χρόνια συμβίωσης με τον Τρίσταν και την Καμίλ, κοιτούσε γύρω του με δέος τη μεγαλόπρεπη αίθουσα του αιθρίου. Ακόμα κι ο Άλεξ, χλομός κι αδύναμος, είχε καταφέρει να κατέβει για το πρωινό. Σήμερα είχαν έναν ακόμα επισκέπτη. Τον λόρδο Γουίμπλι. Το πιάτο του ήταν γεμάτο ως επάνω με παχιές φέτες μπέικον κι αφράτη ομελέτα και μολονότι έδειχνε να μιλάει διαρκώς, ο λόρδος απολάμβανε παράλληλα το πρόγευμά του. «Πάνω στην ώρα», είπε στον Μπράιαν καθώς η Καμίλ έμπαινε στο δωμάτιο. «Κυρία Πράιορ, είστε εξαιρετική μαγείρισσα!» «Σας ευχαριστώ πολύ, λόρδε Γουίμπλι», του απάντησε σεμνά και ση-
κώθηκε από την καρέκλα της όταν είδε τη Καμίλ να μπαίνει. «Λίγο καφέ, αγαπητή μου; Ή μήπως τσάι;» «Καφέ, παρακαλώ». Ο Μπράιαν σήκωσε απότομα το βλέμμα από την εφημερίδα του. Δε φαινόταν ευχαριστημένος καθώς την παρατηρούσε. Ωστόσο σηκώθηκε και τράβηξε μια καρέκλα για την Καμίλ. «Καλημέρα, Καμίλ». «Καλημέρα, αγαπητό μου παιδί!» είπε ο λόρδος Γουίμπλι. «Καμίλ!» Ο Τρίσταν την κοίταξε με πολύ αυστηρό ύφος. «Θα παντρευτείς!» «Δεν...» Κοίταξε τον Μπράιαν. «Ο λόρδος Στέρλινγκ, πολύ σωστά, ζήτησε την ευλογία μου. Αλλά δε μου είπες λέξη για την αναγγελία που έγινε στο γκαλά!» τη μάλωσε ο κηδεμόνας της. «Ε... ναι, ο Άλεξ κόντεψε να πεθάνει!» Ο Άλεξ χαμογέλασε αδύναμα. «Αλλά παραμένει... ένα μνημειώδες γεγονός!» καμάρωσε ο Τρίσταν. Κι είναι όλα ένα ψέμα! ήθελε να ουρλιάξει. «Πότε θα γίνει ο γάμος;» ρώτησε ο λόρδος Γουίμπλι. «Θα είναι ένα μεγαλειώδες γεγονός φαντάζομαι. Χρειάζεται χρόνος, προγραμματισμός», κατέληξε με ρεαλισμό. Η Ίβλιν έδωσε στην Καμίλ ένα φλιτζάνι καφέ. «Πράγματι, χρειάζονται πολλά σχέδια και συζητήσεις, εφόσον ο λόρδος Στέρλινγκ είναι αγγλικανός κι η μέλλουσα νύφη ρωμαιοκαθολική». «Δεν είμαστε καθολικοί», είπε ο Τρίσταν απορημένος. «Ανήκουμε κι εμείς στην αγγλικανική εκκλησία». «Μπα;» είπε η Ίβλιν κοιτώντας με νόημα την Καμίλ. Είχε πετύχει το στόχο της. «Επισήμως παρακολουθούσαμε πάντα την αγγλικανική εκκλησία», συμφώνησε, «αλλά φοβάμαι πως εγώ πάντοτε προτιμούσα το ρωμαιοκαθολικό τελετουργικό κι έτσι... ακολουθώ πολλές από τις πρακτικές τους». Ο Θεός θα έπρεπε στ’ αλήθεια να τη συγχωρήσει.
«Τέλος πάντων, ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου απαιτείται ανοχή. Και πάλι όμως, θα παντρευτείτε τον κόμη του Καρλάιλ», είπε η Ίβλιν. «Κι άλλοι βασιλιάδες παντρεύτηκαν καθολικές», πετάχτηκε ο Ραλφ. «Και μερικοί απ’ αυτούς έχασαν τα κεφάλια τους», είπε γλυκά η Ίβλιν. «Μόνο ο Κάρολος ο Α΄ έχασε το κεφάλι του!» διαμαρτυρήθηκε ο Τρίσταν. «Α, κι όμως, πολλοί άλλοι γαλαζοαίματοι ανέβηκαν στο ικρίωμα», διαφώνησε η Ίβλιν. «Ανοησίες! Ζούμε στον μεγάλο αιώνα, υπό τη διακυβέρνηση μιας από τις πιο εξαίρετες συνταγματικές μοναρχίες που έχουν υπάρξει ποτέ», είπε ο λόρδος Γουίμπλι. «Ειλικρινά, στην αποψινή συνάντηση, όσο σοβαρή κι αν είναι, Μπράιαν, θα πρέπει στ’ αλήθεια να γιορτάσουμε τον αρραβώνα σας με την αγαπητή μας Καμίλ!» «Την αποψινή συνάντηση;» ρώτησε εκείνη. «Ναι». Το βλέμμα του Μπράιαν παρέμεινε σκληρό. Θα πρέπει να είχε ακούσει τις αναφορές για τα όσα έκανε η Καμίλ την προηγούμενη μέρα κι ήταν θυμωμένος όσο και καχύποπτος. Εκείνος όμως πού είχε εξαφανιστεί όλη μέρα; «Θα δώσουμε ένα δείπνο», την πληροφόρησε ο Μπράιαν. «Ευτυχώς ο Άλεξ θα είναι αρκετά καλά ώστε να παραστεί κι εκείνος. Θα έρθει επίσης ο σερ Τζον, ο λόρδος Γουίμπλι, ένας Γάλλος διπλωμάτης, ο μεσιέ Λακρουάς, και μερικοί τζέντλεμεν από το συμβούλιο των επιτρόπων. Φυσικά θα είναι καλεσμένος κι ο Όμπρι, καθώς κι ο σερ Χάντερ. Μετά τα γεγονότα στο φιλανθρωπικό γκαλά ήταν ανάγκη ν’ ανασυνταχτούμε». Ν’ ανασυνταχτούν... «Αβγά, αγαπητή μου;» ρώτησε η Ίβλιν. «Όχι, ευχαριστώ, φοβάμαι ότι δεν πεινάω πολύ». «Πάντως θα είναι μια πολυάσχολη μέρα σήμερα, θα έχουμε πάρα πολλά να κάνουμε, θα έρθουν ένα σωρό προμηθευτές!» είπε η Ίβλιν με έξαψη. Φαινόταν πολύ χαρούμενη. «Όπως τον παλιό καιρό», συ-
μπλήρωσε διστακτικά. «Ναι, λοιπόν εγώ καλύτερα να πηγαίνω!» είπε ο λόρδος Γουίμπλι. Ακουγόταν κι εκείνος ευχαριστημένος. «Έχω πολλά να κάνω πριν επιστρέψω για το δείπνο. Μπράιαν, πρέπει να σου πω πως είμαι ικανοποιημένος. Ήταν λαμπρή η λύση που έδωσες για το δείπνο προκειμένου να συζητήσουμε για το μέλλον, λαμπρή!» «Χαίρομαι που το εγκρίνετε, λόρδε Γουίμπλι», είπε ο Μπράιαν και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Θα σας δω απόψε λοιπόν», είπε ο λόρδος στην ομήγυρη κι έφυγε. «Πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα να πάω να ξεκουραστώ λίγο, αν είναι να εμφανιστώ απόψε σε καλή κατάσταση», είπε ο Άλεξ. «Θα καθίσω μαζί σου», του είπε η Καμίλ. «Όχι», είπε ο Μπράιαν κοφτά. «Ο Τρίσταν κι ο Ραλφ έχουν κάτι σαν τουρνουά στο σκάκι Σκοπεύουν να κρατήσουν εκείνοι συντροφιά στον Άλεξ. Θα ήθελα να σου μιλήσω, αγαπητή μου». Κούνησε πρόθυμα το κεφάλι της αλλά η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Πόσες δουλειές πρέπει να γίνουν!» μουρμούρισε η Ίβλιν. «Ω Θεέ μου, έμειναν τόσα αβγά. Τέλος πάντων, υποθέτω πως κάνουν καλό στο τρίχωμα του Έιτζαξ! Έιτζαξ, έλα μαζί μου». Το σκυλί σηκώθηκε από τα πόδια του Μπράιαν. Μην πας μαζί της! ήθελε να του φωνάξει η Καμίλ. Όμως έμεινε σιωπηλή. Το μεγάλο κυνηγόσκυλο κούνησε την ουρά του προσδοκώντας το πρωινό του κέρασμα. «Καμίλ, έχεις την καλοσύνη, αγαπητή μου;» είπε ο Μπράιαν. Μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο τον ακολούθησε έξω από το αίθριο και πέρα στο διάδρομο. Στην είσοδο της σουίτας του ο Μπράιαν άνοιξε την πόρτα, αφήνοντάς τη να περάσει. Μόλις όμως βρέθηκαν μέσα στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα κι έγειρε πάνω της. Τα μάτια του ήταν παγερά πίσω από τη μάσκα. «Πού ήσουν χτες για όνομα του Θεού;» απαίτησε να μάθει. «Εσύ πού ήσουν;» «Είχα δουλειά. Πού ήσουν;»
«Είχα δουλειά». «Εξομολόγηση;» «Έχω πολλά να εξομολογηθώ», μουρμούρισε. «Τότε δες με σαν εξομολογητή. Πού ήσουν;» «Πήγα στο μουσείο». «Τι;» Η Καμίλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πήγα στο μουσείο», επανέλαβε. «Είσαι τρελή;» «Εκεί δουλεύω!» «Εκεί επίσης κυκλοφορούσε ελεύθερη μια κόμπρα προχτές. Τι σ’ έκανε να πας εκεί; Ήξερες βέβαια πως ήταν επικίνδυνο, γι’ αυτό είπες ψέματα στον Κόργουιν. Κι εκείνος, εύπιστος καθώς είναι, κάθισε έξω από την εκκλησία και σε περίμενε με τις ώρες». «Πήγα πράγματι στην εκκλησία». «Γιατί πήγες στο μουσείο;» «Για να βρω την κόμπρα. Τη χρυσή κόμπρα. Το αντικείμενο που φαίνεται πως ενδιαφέρει όλους περισσότερο από καθετί άλλο!» «Δε θα ξαναπάς στο μουσείο πια», της είπε θυμωμένος. «Θα ξαναπάω όπου θέλω!» του αντιγύρισε. «Δεν είμαι κρατούμενή σου. Ούτε μπορείς να κρατάς άλλο εδώ τον Τρίσταν!» Η φωνή της άρχισε να τρέμει. Ήξερε πως, ως κόμης του Καρλάιλ, ο Μπράιαν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε. «Θέλεις λοιπόν τόσο πολύ να φύγεις; Τόσο πολύ απεχθάνεσαι αυτό το μέρος;» «Μόνο εγώ αποφασίζω τι θα κάνω στη ζωή μου!» του υπενθύμισε. «Και δεν μπορείς να με διατάζεις. Εσύ πού ήσουν; Γιατί εξαφανίζεσαι συνέχεια; Ποια τρέλα σού έχει καρφωθεί στο μυαλό;» «Δεν είναι τρέλα. Καμίλ, σου το είπα, είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Δεν έπρεπε να σε μπλέξω σ’ αυτό. Όμως ούτε καν υποψιαζόμουν ποια τροπή θα έπαιρνε. Δεν περίμενα... Ανάθεμά σε, Καμίλ!» Πλησίασε ένα βήμα και την έπιασε από τους ώμους.
«Ανάθεμά σε, Καμίλ. Ανάθεμά σε!» «Ανάθεμα σ’ εσένα!» του φώναξε κι εκείνη. Τα δάχτυλά του την έσφιγγαν. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, έσφιξε τα δόντια του. Μια βλαστήμια ξέφυγε από τα χείλη του. Ξάφνου το στόμα του βρέθηκε πάνω στο δικό της, μ’ όλο το πάθος της οργής του, αλλά και με μια ερωτική ένταση που έβαλε μέσα της φωτιά. Ο πυρετός ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά, ίσως επειδή τώρα η Καμίλ είχε εξοικειωθεί με το άγγιγμα, με τη γεύση του, ίσως επειδή ήξερε τι να προσμένει. Ή ίσως επειδή δεν άντεχε το γεγονός πως δεν είχε ξαπλώσει πλάι του την προηγούμενη νύχτα. Ένα ένστικτο πρωτόγονο, γλυκό κι αγνό φώλιασε μέσα στην καρδιά της. Ανταποκρίθηκε στο αγκάλιασμά του με τρυφερότητα και βία, με οργή κι ορμή εκρηκτική, φιλώντας τον με πάθος. Έλιωσε πάνω του, τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα μαλλιά του, ύστερα χαμήλωσαν στους ώμους του ηλεκτρίζοντάς τον, τραβολογώντας το πουκάμισό του... Μόνο μία σκέψη την έκανε ν’ απομακρυνθεί. «Η μάσκα!» ψιθύρισε. Για μια στιγμή δίστασε. Ύστερα έβγαλε τη μάσκα του. Με τα μέλη τους μπλεγμένα πέταξαν ρούχα μέσα σε μια παραζάλη ερωτικής έξαψης κι οργής. Λίγο πριν, η Καμίλ θα χλεύαζε μια τέτοια απελπισμένη παραφορά. Τώρα όμως ήθελε μόνο να βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του, να νιώθει τη γυμνή του σάρκα πάνω στη δική της, να αισθάνεται τη φωτιά του και τη δύναμή του καθώς την άγγιζε. Τα χέρια του βρίσκονταν παντού, ρούχα συνέχισαν να πετάγονται μακριά και δε σταματούσε να τη φιλάει, να τη χαϊδεύει, όλο και πιο κοντά στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς του. Τελικά βρέθηκαν μπροστά στο πελώριο κρεβάτι κι η Καμίλ έπεσε μ’ εκείνον από πάνω της. Εκεί, η Καμίλ ανακάλυψε τη δική της τόλμη, όταν τα χείλη της βρήκαν το λαιμό του, το φαρδύ του στέρνο, όταν τα χέρια της απόλαυσαν την αφή του άντρα από κάτω της. Κόλλησε πάνω του, το ένα ξαναμμένο κορμί δίπλα στο άλλο, δέρ-
μα που έκαιγε και χείλη που φιλούσαν με μια παραφορά απελπισμένη όσο κι ενστικτώδη. Άγγιζε, φιλούσε κι έπαιζε, ώσπου ένιωσε την έκρηξή του εκεί χαμηλά. Ύστερα τα χέρια του την έπιασαν και τη μεταχειρίστηκαν όπως αυτός ήθελε, τη σαγήνεψαν ξανά ώσπου η μαγική ηδονή ξεχείλισε, όπως το περίμενε ότι θα συνέβαινε, κάθε φορά ωστόσο ακόμα πιο συγκλονιστικά. Με τρόπο μαγικό την ανέβαζε όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο κοντά στην έκσταση και την εκπλήρωση. Όταν την άγγιξε, όταν βρέθηκε μέσα της, όταν τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της... δεν υπήρχε κανένας άλλος κόσμος γύρω τους. Μόνο η πληθωρική, εκρηκτική εκείνη κορύφωση, ο συγκλονιστικός οργασμός που τίναζε τα πάντα στον αέρα. Έμεινε πολλή ώρα μέσα στην αγκαλιά του, νιώθοντας μόνο το σώμα του, ακούγοντας μόνο τη μουσική απ’ τις καρδιές τους, τις ενωμένες ανάσες τους. Ήταν μια στιγμή πολύτιμη, μια γλυκιά, ονειρεμένη στιγμή. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τρυφερά τα μαλλιά της. Τα χείλη του φίλησαν το μέτωπό της. Κι ύστερα, ήρθαν τα λόγια. «Δεν μπορείς να ξαναπάς πια στο μουσείο». «Πρέπει να ξαναπάω». «Δε θα ξαναπάς». «Δε θα μου πεις τι θα κάνω». «Είμαι ο κόμης του Καρλάιλ». «Δε βρισκόμαστε στη φεουδαρχική Αγγλία. Δεν είμαι υποτελής σου. Παίρνω μόνη μου τις αποφά...» «Δε θα πάρεις μόνη σου απόφαση σ’ αυτό». «Ανάθεμά σε!» «Ανάθεμά σε!» Κι ύστερα βρέθηκε πάλι τυλιγμένη στην αγκαλιά του, με τα άγρια φιλιά του και τη δική της άγρια ανταπόκριση σ’ αυτά. Πολύ αργότερα, ο Μπράιαν αναστέναξε. «Δυστυχώς δεν μπορούμε να περάσουμε έτσι όλη τη μέρα μας».
«Η συζήτησή μας δεν τελείωσε!» «Αυτό είναι αλήθεια», της είπε και σηκώθηκε. «Έχουμε πολλά να κάνουμε. Πάρα πολλά» μουρμούρισε. Την άφησε πάνω στο κρεβάτι κι άρχισε να μαζεύει τα ρούχα που είχε σκορπίσει. Αν και δεν τον έβλεπε, η Καμίλ ήξερε πως πρώτα απ’ όλα είχε φορέσει τη μάσκα του. «Πρέπει να συναντηθούμε στην είσοδο σε μία ώρα». «Μα είπες πως υπάρχουν πολλά να γίνουν!» «Όντως. Αλλά χτες βράδυ ανήγγειλα έναν αρραβώνα. Σήμερα είναι Κυριακή. Κι εφόσον ένιωσες αυτή την απελπισμένη ανάγκη για εξομολόγηση κι η άμαξα σε άφησε μπροστά στην εκκλησία, πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε μια εμφάνιση στον ενοριακό ναό. Δε πρέπει να αμφισβητήσει κανένας τις προθέσεις μας. Και σίγουρα δε θέλεις να χάσεις την αγνότητα ψυχής που απέκτησες χτες! Μια εμφάνιση λοιπόν είναι αναμενόμενη!» «Μα...» Πολύ αργά. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και να κλείνει, ύστερα άκουσε τη φωνή της Ίβλιν έξω στο διάδρομο. Η Καμίλ πετάχτηκε βιαστικά, μάζεψε στα γρήγορα τα ρούχα της από το πάτωμα και ντύθηκε. Της πήρε λίγο περισσότερη ώρα να διορθώσει τα μαλλιά της. Επιτέλους όμως μπόρεσε να βγει στο διάδρομο με αξιοπρεπή εμφάνιση και την καρδιά της να χτυπάει τρελά. Αλλά τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Έτρεξε ως το δωμάτιο του Άλεξ και κρυφοκοίταξε μέσα. Ο Άλεξ είχε ξαπλώσει πάλι. Ο Τρίσταν κ ο Ραλφ έπαιζαν σκάκι μπροστά στο τζάκι και σιγοψιθύριζαν ο ένας στον άλλο, ρίχνοντας πότε πότε καμιά ματιά στον Άλεξ για να βεβαιωθούν ότι κοιμόταν. Ήταν έτοιμη να δηλώσει την παρουσία της, όταν άκουσε τα λόγια του Τρίσταν. «Δεν πρόκειται για τρέλα. Σκοτώθηκε ένας άνθρωπος στη μέση του δρόμου κι ο κόμης του Καρλάιλ ήταν εκεί... μεταμορφωμένος σε Άρμποκ βέβαια, και μας παρακολουθούσε». Η Καμίλ πάγωσε στη θέση της. «Είναι καιρός να πάρουμε το κορίτσι και να φύγουμε από δω, Τρίσταν.
Σου το λέω». «Την αρραβωνιάστηκε!» Ο Ραλφ κοίταξε θλιμμένος τον Τρίσταν. «Ρισκάρει τη ζωή του. Τώρα ρισκάρει και τη δική της». «Έχει το νου του γι’ αυτή στο μουσείο, παριστάνοντας το γέρο», είπε ο Τρίσταν. Ο Άρμποκ! Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της. Ο Μπράιαν ήταν ο Άρμποκ και δεν της το είχε πει ποτέ. Ήταν κι εκείνος στο μουσείο όταν ο σερ Τζον τραυματίστηκε στο κεφάλι. Ο Μπράιαν Στέρλινγκ ήταν ο Τζιμ Άρμποκ. Και σύμφωνα με τα λόγια του Τρίσταν, οι άνθρωπο σκοτώνονταν όταν εκείνος βρισκόταν κοντά τους. Έκλεισε την πόρτα κι έτρεξε στο δωμάτιό της. Προχώρησε σαν μανιασμένη ως το τζάκι κι ακούμπησε πάνω του, τρέμοντας σύγκορμη. «Θέλει εκδίκηση», της είχε πει ο Άλεξ όταν η τοξίνη της κόμπρας κυλούσε ακόμα στον οργανισμό του. «Θέλει να μας σκοτώσει όλους». Και μολονότι η καρδιά της το αρνιόταν, ήταν αναγκασμένη να παραδεχτεί ότι ο κόμης του Καρλάιλ ήταν πάντα ένας άνθρωπος μεταμφιεσμένος, είτε φορούσε μάσκα είτε όχι.
Κεφάλαιο 17
Ευτυχώς η εξόρμησή τους στην εκκλησία ήταν σύντομη και δημόσια. Πίσω στο κάστρο η Καμίλ πέρασε το υπόλοιπο απόγευμα προσπαθώντας να οργανώσει απελπισμένα τις σκέψεις και τα συναισθήματά της γύρω απ’ όσα γνώριζε. Σημείο πρώτο: Ο Μπράιαν Στέρλινγκ ήταν ο Τζιμ Άρμποκ. Κι όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο κάτι την ενοχλούσε. Ο Άρμποκ ήταν η λέξη κόμπρα γραμμένη ανάποδα. Το όνομα δεν ήταν παρά ένας αναγραμματισμός. Σημείο δεύτερο: Ο Τρίσταν είχε αναμειχθεί σε όσα είχαν συμβεί χωρίς να της πει απολύτως τίποτα Αυτό σήμαινε πως απόψε ή πρωί πρωί της επόμενης μέρας θα έπρεπε να τα πει ένα χεράκι μαζί του! Σημείο τρίτο: Είχε διαβάσει πάνω στο ανάγλυφο μια αναφορά για μια χρυσή, γεμάτη πολύτιμους λίθους κόμπρα. Κι υπήρχαν κιβώτια της αποστολής σε δύο μέρη, στο μουσείο και στο κάστρο. Σημείο τέταρτο: Όλοι τους ήταν εκεί όταν πέθαναν ο λόρδος και η λαίδη Στέρλινγκ. Ποιος ήταν όμως ο δικός της ρόλος σ’ όλα αυτά; Η Καμίλ ήξερε πως δεν ήταν παρά ένα πιόνι! Φυσικά ο Μπράιαν είχε δηλώσει εξαρχής την πρόθεσή του να τη χρησιμοποιήσει. Κι η Καμίλ έκανε η ίδια τις επιλογές της. Γιατί όμως τον εμπιστευόταν; Εκείνος την ανέκρινε ανελέητα, δίχως ν’ αποκαλύπτει το παραμικρό για τον εαυτό του. Αρκετοί άνθρωποι τον θεωρούσαν παράφρονα. Κι η αλήθεια ήταν πως είχε αρκετή πίκρα μέσα του. Τριγύρισε ανήσυχα στο δωμάτιο, αδημονώντας περισσότερο από ποτέ να γυρίσει στη δουλειά της. Η Χέθρε ήταν η παλλακίδα, μια μαιτρέσα με εξουσία. Το δικό της όνομα είχε χρησιμοποιηθεί για να σκορπίσει τον τρόμο στις καρδιές των επίδοξων τυμβωρύχων. Η Καμίλ σταμάτησε να βηματίζει. Ξαφνικά ήξερε πού βρισκόταν η πολύτιμη κόμπρα.
Δεν έβλεπε την ώρα ν’ αποδείξει τη θεωρία της. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει αυτό το βράδυ να φύγει από το κάστρο. Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένει. Αν οι Στέρλινγκ είχαν στ’ αλήθεια δολοφονηθεί, αυτό σίγουρα είχε γίνει για τη χρυσή κόμπρα. Και ποιος καλύτερος και σαδιστικότερος τρόπος να δολοφονηθούν παρά με δαγκώματα από κόμπρες; Μ’ αυτή τη σκέψη στο μυαλό η Καμίλ κατέβηκε επιτέλους τα σκαλιά. *** Στην είσοδο οι καλεσμένοι σερβίρονταν σαμπάνια. Η Ίβλιν, παίζοντας το ρόλο της οικοδέσποινας, πρόσφερε στην Καμίλ ένα ποτήρι φλουτέ με σαμπάνια. Την ίδια στιγμή την κάλεσε ο Μπράιαν, κομψά ντυμένος γι’ άλλη μια φορά, θέλοντας να τη συστήσει σε κάποιον ξένο δίπλα στην πόρτα. Ο Μπράιαν τύλιξε το χέρι του γύρω από τον ώμο της. Ήταν μια κίνηση εντελώς φυσική, σαν ν’ αγκάλιαζε την αγαπημένη του, τη γυναίκα που μαζί της σκόπευε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του. Η Καμίλ ένιωσε υπέροχα. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσε και λίγο... άρρωστη. Ήταν ερωτευμένη μαζί του και τον φοβόταν, τον έτρεμε! «Αγαπητή μου, να σου συστήσω τον μεσιέ Λακρουάς. Είναι ένας διπλωμάτης από τη Γαλλία κι ένας άνθρωπος από τους πλέον αφοσιωμένους στο δικό μας, εξαιρετικό μουσείο, καθώς ενδιαφέρεται για καθετί που αφορά την αρχαία Αίγυπτο. Μεσιέ, από δω η μνηστή μου, μις Καμίλ Μοντγκόμερι». Ο Γάλλος ήταν ωραίος, ψηλός και κομψός, με λεπτά, καλαίσθητα χαρακτηριστικά, μουστάκι κι ένα μικρό, καλοφροντισμένο γενάκι. Υποκλίθηκε με σπουδή πάνω από το χέρι της Καμίλ. «Γοητευμένος, μαντεμουαζέλ». Ο λόρδος Γουίμπλι ήρθε προς το μέρος τους. «Ανρί! Συγχαρητήρια! Λένε ότι κατάφερες ν’ αποκτήσεις ένα από τα πιο εξαιρετικά κομμάτια στην πρόσφατη ιστορία, μια γιγάντια προτομή της Νεφερτίτης. Δε συνάντησες δυσκολίες με το Τμήμα Αρχαιοτήτων στο Κάιρο;»
«Συνεργάζομαι συχνά μαζί τους», είπε ο Γάλλος. «Η προτομή αγοράστηκε μ’ όλες τις νόμιμες διαδικασίες, και μάλιστα υπήρχαν αρκετές μέσα στην κρύπτη». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τουλάχιστον εμείς, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, πληρώνουμε. Πολύ συχνά όμως οι αιγυπτιακές αρχές αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τους δικούς τους, φτωχούς ανθρώπους, οι οποίοι είναι απελπισμένοι να πουλήσουν οτιδήποτε. Υπάρχει μια ολόκληρη πόλη τυμβωρύχων, ξέρετε, οικογένειες που επιβίωσαν αιώνες ολόκληρους τρυπώνοντας κρυφά σε αρχαίους τάφους και πουλώντας ό,τι έβρισκαν σε ξένους. Όμως, λόρδε Γουίμπλι, εσείς και η ομάδα των συνεργατών σας, εφόρων, διαχειριστών κι εξερευνητών, είστε πολύ πιο άξιοι συγχαρητηρίων. Κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει ανταγωνιστεί το έργο του λόρδου και της λαίδης Στέρλινγκ!» «Πολύ σωστά», είπε ο λόρδος Γουίμπλι. «Α, να κι ο αληθινός μας εξερευνητής, ο σερ Χάντερ Μακντόναλντ. Χάντερ, έχεις γνωρίσει τον Ανρί;» Ο Χάντερ πλησίασε στην παρέα τους. «Όχι, δεν είχα την τιμή», είπε σφίγγοντας το χέρι του Γάλλου. Ο Όμπρι Σάιζμορ πλησίασε κι εκείνος. «Εγώ πιστεύω πως έχουμε γνωριστεί στο μουσείο του Καΐρου, μεσιέ Λακρουάς. Είμαι ο Όμπρι Σάιζμορ». Ο Λακρουάς φάνηκε για μια στιγμή μπερδεμένος. «Ναι, ναι... φυσικά. Σας θυμάμαι». Το ύφος του όμως μαρτυρούσε το αντίθετο. «Μα πού είναι ο σερ Τζον;» ρώτησε η Ίβλιν. «Λόρδε Γουίμπλι, πήγατε στο διαμέρισμά του για να τον καλέσετε απόψε εδώ, έτσι δεν είναι;» «Μα φυσικά και πήγα, Ίβλιν. Ο σερ Τζον δεν ήταν εκεί, ή τουλάχιστον δεν άνοιξε την πόρτα του Πάντως του έριξα ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα». «Ίσως δεν έλαβε την πρόσκληση», είπε σκεφτική η Ίβλιν. «Όμως αυτό είναι ασυνήθιστο για τον σερ Τζον! Όταν δε βρίσκεται στο μουσείο, εργάζεται στο σπίτι του».
«Θα καθυστερήσουμε το δείπνο λίγα λεπτά παραπάνω», είπε ο Μπράιαν. «Είναι ευφυής. Ευφυέστατος άντρας!» σχολίασε ο λόρδος Γουίμπλι για τον σερ Τζον. «Ένας απίστευτος ομιλητής», συμφώνησε ο Χάντερ. «Με συγχωρείτε, σας παρακαλώ», μουρμούρισε η Καμίλ. Δεν είχε δει ακόμα τους Τρίσταν κα Ραλφ, ούτε τον Άλεξ Μίτλεμαν. Και της φαινόταν ότι ο ενθουσιασμός των υπολοίπων για τον αγνοούμενο σερ Τζον ήταν κάπως βεβιασμένος κι υπερβολικός. «Θα πάω να βρω τον Τρίσταν». «Καμίλ», μουρμούρισε ο Μπράιαν συνοφρυωμένος. Εκείνη όμως τον αγνόησε κι ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Ο Άλεξ δε βρισκόταν στο δωμάτιό του. Ούτε μπόρεσε να βρει τον Τρίσταν ή τον Ραλφ. Όταν όμω επέστρεψε στο ισόγειο, η ομήγυρη άρχιζε να συγκεντρώνεται στη μεγάλη αίθουσα. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τους ακολουθήσει. Η μεγάλη αίθουσα του χορού είχε μεταμορφωθεί εντελώς. Ένα μακρύ τραπέζι, στρωμένο με πολύ κομψότερα σερβίτσια απ’ αυτά που υπήρχαν τις προάλλες στο φιλανθρωπικό γκαλά, είχε στηθεί στη μέση μ’ ένα άψογο τραπεζομάντιλο, ντελικάτες πορσελάνες και πιάτα με ασημένια σχέδια. Είχαν προσληφθεί αρκετοί σερβιτόροι για τη βραδιά κι όλο το προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων και των Σέλμπι, Κόργουιν, Ραλφ και Ίβλιν Πράιορ, είχε καθένας το δικό του σερβίτσιο. Ο Μπράιαν ήταν καθισμένος στη μια κεφαλή του μακρόστενου τραπεζιού ενώ η Καμίλ ήταν καθισμένη απέναντί του. Είχαν έρθει κι άλλοι προσκεκλημένοι, διαχειριστές από το μουσείο τους οποίους η Καμίλ δεν ήξερε, αρκετοί με συζύγους και κόρες. Δύο σερβίτσια είχαν αφαιρεθεί. Το ένα, φυσικά, ανήκε στον σερ Τζον. Η Καμίλ κοίταξε τριγύρω και διαπίστωσε πως έλειπε κι ο Σέλμπι. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Υπήρχαν κάποιες διαφωνίες ως προς το θάνατο της Χατσεψούτ, για το αν είχε οδηγηθεί ή όχι στο θά-
νατο από τον προγονό της, τον Τούθμωση τον Γ΄, ο οποίος πίστευε πως η βασίλισσα είχε σφετεριστεί το θρόνο του τον καιρό που ο ίδιος έπρεπε να γίνει φαραώ. Συζητήθηκε επίσης η περίοδος της βασιλείας του στην Αίγυπτο. Ήταν ένας μεγάλος πολεμιστής, ο οποίος επέκτεινε πάρα πολύ την αυτοκρατορία του. Το ενδιαφέρον για τη συζήτηση ήταν μεγάλο, επειδή τα ευρήματα των Στέρλινγκ αφορούσαν την περίοδο της βασιλείας του Τούθμωση του Γ΄, καθώς και τον ισχυρό άντρα που βρισκόταν πίσω από τον φαραώ, εκείνον που τον ακολουθούσε στη μάχη και σύμφωνα μ’ έναν αρχαίο θρύλο έθετε στη διάθεση του βασιλιά του τις μαγικές του ικανότητες. «Κανείς ως τώρα δεν έχει αναγνωρίσει τη μούμια της Χατσεψούτ», είπε συλλογισμένος ο Ανρί Λακρουάς. «Αυτό κι αν θα ήταν ανακάλυψη!» «Πολλοί αναγνωρίστηκαν στην κρύπτη με τις μούμιες η οποία ανακαλύφθηκε στα χίλια οκτακόσια ογδόντα κοντά στο Ντέιρ ελ Μπαχάρι, στις Θήβες», είπε ο λόρδος Γουίμπλι προς ενημέρωση της Καμίλ, αφού οι υπόλοιποι, τουλάχιστον όσοι γνώριζαν το θέμα, είχαν βρεθεί στην Αίγυπτο. «Τόσο πολλοί φαραώ από το Νέο Βασίλειο, κρυμμένοι από ιερείς δύο χιλιάδες χρόνια πριν! Και πάλι όμως, η μούμια είναι μούμια κι ως εκ τούτου συναρπαστική. Κάθε μεγάλος τάφος που βρέθηκε ανέπαφος... είναι μεγαλείο! Α, αγαπητή μου! Δεν μπορείς να φανταστείς τον καύσωνα, την αγωνία, τις τρομερές συνθήκες, κι ύστερα την αγαλλίαση της ανακάλυψης! Ίσως, μόλις παντρευτείτε, ο σύζυγός σου να ξεκινήσει κάποια νέα αποστολή προς τιμήν κι εις ανάμνησιν των γονέων του!» Η Καμίλ κοιτούσε αμίλητη τον Γουίμπλι, ο οποίος προφανώς είχε καταλήξει πως δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο στην αιφνίδια κι απροσδόκητη αναγγελία της προηγούμενης βραδιάς. Ο Μπράιαν την παρακολουθούσε κι εκείνος από την άλλη άκρη του τραπεζιού. Η Καμίλ είδε τα δάχτυλά του να σφίγγουν τόσο πολύ το
πόδι του ποτηριού του, ώστε της φάνηκε πως θα το έκανε κομμάτια. «Μια τέτοια αποστολή θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από την απόφαση της Καμίλ, λόρδε Γουίμπλι», είπε. Άρχισαν κάποιες ενθουσιώδεις συζητήσεις γύρω από την πιθανότητα μιας νέας αποστολής. Ο Χάντερ φαινόταν απορροφημένος στις σκέψεις του, ο Άλεξ ήταν χλομός. Ο Όμπρι έδειχνε ν απολαμβάνει το φαγητό του, ενώ ο σερ Τζον παρέμενε άφαντος. Η Καμίλ ήθελε να βάλει τις φωνές, ένιωθε πως η βραδιά δε θα τελείωνε ποτέ. Ο Μπράιαν ήταν ένας εξαιρετικά ευγενικός οικοδεσπότης και παρέσυρε τον Γάλλο καλεσμένο του σε διάφορες συζητήσεις σχετικά με τις γαλλοβρετανικές σχέσεις αλλά και τις συναλλαγές με τους Αιγυπτίους. Τέλος, ήρθε η στιγμή ν’ αποχωρήσουν οι κύριοι για πούρα και μπράντι και οι κυρίες για καφέ ή τσάι στο πανέμορφο αίθριο του πάνω ορόφου. Το μυαλό της δούλεψε πυρετωδώς. Σηκώθηκε χαμογελαστή και μαζί με την Ίβλιν οδήγησαν τους καλεσμένους τους στον επάνω όροφο. Στην πραγματικότητα όμως όλα αυτά ήταν μια φάρσα σκηνοθετημένη από τον άντρα με τη μάσκα. Επιτέλους οι καλεσμένοι άρχισαν ν’ αποχωρούν. Η Καμίλ βρισκόταν με τους υπόλοιπους στην είσοδο, ενώ η Ίβλιν Πράιορ είχε αναλάβει τα τακτικά καθήκοντά της, μοιράζοντας παλτά κι εσάρπες κι αποχαιρετώντας τους προσκεκλημένους. Μέσα στη γενική αναταραχή η Καμίλ σκέφτηκε πως ίσως είχε μια ευκαιρία. Διέσχισε τη μεγάλη αίθουσα όπου οι υπεύθυνοι τροφοδοσίας είχαν αρχίσει να καθαρίζουν και τρύπωσε στο πλαϊνό παρεκκλήσι. Η πόρτα προς τη στριφογυριστή σκάλα για τις κρύπτες ήταν κλειστή. Την έσπρωξε κι άρχισε να κατεβαίνει. Σχεδόν αμέσως σταμάτησε. Κάποιος βρισκόταν ήδη κάτω. Όχι ένας, δύο άνθρωποι. Και ψιθύριζαν με μανία. «Ξέρει πάρα πολλά! Κάτι πρέπει να κάνουμε!» «Θεέ και Κύριε, εννοείς...»
«Ακριβώς!» «Μη λες ανοησίες. Ήδη οι νεκροί είναι πολλοί!» «Ναι, αλλά υπάρχει και μια κατάρα, έτσι; Και δεν είναι δύσκολο να συμβεί ένα ατύχημα». Πώς είχαν κατέβει εκείνοι οι δύο στις κρύπτες; Από τη στριφογυριστή σκάλα, όπως η Καμίλ; Ή υπήρχε κι άλλη είσοδος; Η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Υπήρχε η πιθανότητα να είχαν κατέβει κρυφά ως εκεί και το μόνο που είχε να κάνει η Καμίλ ήταν να περιμένει στην πόρτα του παρεκκλησιού, κοντά στους υπεύθυνους που πηγαινοέρχονταν τριγύρω, όπου μια κραυγή θα τραβούσε την προσοχή κι ο δολοφόνος... οι δολοφόνοι θ’ αποκαλύπτονταν. Καθώς στεκόταν εκεί άκουσε ένα ξαφνικό βουητό μέσα από το σπίτι. Κραυγές διαπέρασαν τους παλιούς πέτρινους τοίχους του κάστρου σκίζοντας τη σιωπή της νύχτας. Δυνατές κραυγές άρνησης. Οι ψίθυροι κάτω στις κρύπτες έπαψαν. Από στιγμή σε στιγμή οι συνωμότες θα ανέβαιναν τα σκαλιά και θα την έβρισκαν να στέκεται εκεί. Γύρισε σαν τρελή κι άρχισε ν’ ανεβαίνει. Ο ήχος από τα βήματα και τους χτύπους της καρδιάς της έπνιξαν τον ήχο εκείνου που ερχόταν πίσω της. Έφτασε στο παρεκκλήσι κι όρμησε στην πόρτα της αίθουσας χορού. Και τότε δέχτηκε την επίθεση. Τυφλώθηκε. Κάτι σκέπασε το κεφάλι της... ένα σεντόνι. Κάποιο σάβανο, σκέφτηκε, κλεμμένο από κάτω. Ούρλιαξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Την έριξαν με δύναμη στο πάτωμα. Πάλεψε μέσα από το αρχαίο ύφασμα που την έπνιγε, πάσχισε να σταθεί στα πόδια της. Χτύπησε πάνω σε κάτι. Μήπως στην Αγία Τράπεζα; Άκουσε αμυδρά κάποια βήματα, κάποιος έτρεχε. Συνέχισε να παλεύει πανικόβλητη με το πανί που σκέπασε το κεφάλι της, στριφογυρίζοντας φρενιασμένα για ν’ αποφύγει το επόμενο χτύπημα που θα της έριχναν. Δυο μπράτσα τυλίχτηκαν γύρω της, κάποιος τη σήκωσε ψηλά. Κι ύστερα η Καμίλ άρχισε να πέφτει.
*** «Ο σερ Τζον είναι νεκρός!» Ο Τρίσταν είχε απολαύσει απίστευτα τη βραδιά, καθισμένος δίπλα σε μια όμορφη χήρα που είχε προσκληθεί επειδή ο γιος της ήταν στο συμβούλιο των επιτρόπων. Και τη συνόδευε ως την άμαξά της όταν έγινε η ανακοίνωση. Ο Σέλμπι, έχοντας προφανώς σταλεί για να διαπιστώσει τι είχε απογίνει ο σερ Τζον, επέστρεψε φέρνοντας τη δραματική είδηση τη στιγμή ακριβώς που όλοι χασομερούσαν στην πόρτα κι ετοιμάζονταν να φύγουν για τις άμαξές τους. «Νεκρός!» αναφώνησε η όμορφη χήρα. «Μα πώς;» ρώτησε κάποιος άλλος. «Η αστυνομία δεν το έχει διαπιστώσει ακόμα», είπε ο Σέλμπι. Για μερικά λεπτά δεν μπορούσε να προσθέσει τίποτε άλλο μέσα στο πανδαιμόνιο ερωτήσεων κι επιφωνημάτων φρίκης που επακολούθησε. «Θεέ μου! Είναι δυνατόν;» «Ήταν φυσικός θάνατος;» «Η αστυνομία δεν ξέρει». «Σίγουρα δολοφονήθηκε». «Ίσως ήταν πάλι δάγκωμα κόμπρας». «Ήταν καταραμένος!» «Ω Θεέ μου!» φώναξε η χήρα του Τρίσταν. «Ίσως είναι πράγματι όλοι καταραμένοι, όλοι όσο πήραν μέρος σ’ εκείνη την τρομερή αποστολή! Ω! Μπορεί να έχουμε κι εμείς αυτή την κατάρα, όσοι έχουμε κάποια σχέση με το μουσείο!» «Τίποτα δε συνέβη πριν ο Στέρλινγκ αναμειχθεί ξανά!» φώναξε κάποιος. Ο Τρίσταν κοίταξε τριγύρω του. Ο Μπράιαν Στέρλινγκ δε βρισκόταν εκεί για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ύστερα όμως όρμησε κι αυτός στην είσοδο, ψηλός και παράξενα επιβλητικός με την κτηνώδη μάσκα και το κομψό επίσημο ντύσιμό του.
«Δεν υπάρχουν κατάρες!» φώναξε οργισμένος. «Μόνο άνθρωποι με μοχθηρούς σκοπούς». Τα γαλανά του μάτια πετούσαν φλόγες καθώς κοιτούσε το πλήθος γύρω του. «Οι γονείς μου δεν ήταν καταραμένοι. Δολοφονήθηκαν». «Θεέ μου, το πιστεύει!» ψιθύρισε κάποιος κοντά στον Τρίσταν. «Λέτε να βγήκε από το πένθος κα την απομόνωσή του για να τους σκοτώσει όλους, έναν έναν;» Ο Τρίσταν δεν μπόρεσε να διακρίνει ποιος είχε εκφέρει την εμπρηστική αυτή πρόταση. «Άνθρωποι, δεν υπάρχουν κατάρες!» επανέλαβε ο Μπράιαν Στέρλινγκ. Κοίταξε τριγύρω του τον κόσμο. «Όμως υπάρχουν δολοφόνοι κι η αστυνομία θα μάθει ποιος κρύβεται πίσω από το θάνατο του σερ Τζον. Κι όταν ξεσκεπαστεί, ο δολοφόνος θα έχει ν’ αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και τη θηλιά του δήμιου!» *** Η Καμίλ κειτόταν στο κάτω μέρος της ελικοειδούς σκάλας, ζαλισμένη και χτυπημένη από το πέσιμο. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε πως όλα γύρω της ήταν σιωπηλά. Πάλεψε μανιασμένα ν’ απελευθερωθεί από το πανί που ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω της. Μια μικρή λάμπα έκαιγε πάνω σ’ ένα γραφείο, κατά τα άλλα όμως το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Βρισκόταν εκεί μόνη της, παγιδευμένη. Και θα ήταν ήδη νεκρή αν εκείνες οι φωνές δεν είχαν ξεσηκώσει την κατάλληλη στιγμή ολόκληρο το κάστρο. Ίσως εκείνοι που την πέταξαν ήλπιζαν πως είχε τσακιστεί, έτσι κι αλλιώς, από την πτώση της στην απότομη σκάλα. Μ’ αυτή τη σκέψη τινάχτηκε όρθια. Το σχέδιό της να ψάξει στα κιβώτια για τη μούμια της Χέθρε τώρα φάνταζε παράλογη κι επικίνδυνη. Έπρεπε να φύγει γρήγορα από κει μέσα. Εδώ κάτω, μέσα στα σκοτεινά έγκατα του κάστρου, ήταν παγιδευμένη και διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Πέταξε από πάνω της το αρχαίο λινό σάβανο κι άρχισε ν’ ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια, προσπαθώντας όσο μπορούσε να ελέγχει
τα βήματά της για να μην παραπατήσει και ξαναβρεθεί στον πάτο της σκάλας. Κάποιος είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει, κάποιος που ήξερε για τις κρύπτες του Μπράιαν Στέρλινγκ, για το γραφείο, για τα κιβώτια. Και για όσα ακόμα συνέβαιναν εκεί κάτω! Έπρεπε να φύγει από κει μέσα, γρήγορα. Όμως όταν ανέβηκε διαπίστωσε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και μανταλωμένη απ’ έξω. Ο πανικός την κυρίευσε ξανά. Τολμούσε να χτυπήσει δυνατά; Και με τόση φασαρία στην είσοδο του κάστρου, μήπως θα την άκουγε κανείς, εκτός από κείνους που την είχαν ρίξει εκεί; Έφυγε από την πόρτα κι επέστρεψε πάλι στο γραφείο και τους χώρους αποθήκευσης, κοιτώντας τριγύρω της απεγνωσμένα για κάποια έξοδο διαφυγής, για κάποιο όπλο. Έτρεξε στο γραφείο όπου έκαιγε η μοναδική λάμπα κι έψαξε γρήγορα τα συρτάρια. Τίποτα! Εκτός κι αν μπορούσε να προστατευτεί από έναν πανούργο δολοφόνο με μια πένα! Γύρισε να κοιτάξει στο δωμάτιο, προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμη κι αντικειμενική. Οι σιδερένιες πόρτες προς τις κρύπτες ήταν μισάνοιχτες. Πήγε προς το μέρος τους κι είδε πως το άνοιγμα ήταν αρκετό για να τη χωρέσει. Από πίσω ήταν θεοσκότεινα. Γύρισε και πήρε τη λάμπα από το γραφείο, ύστερα μπήκε πάλι στην περιοχή των τάφων και προχώρησε κατά μήκος των μνημείων. Εκεί μέσα έκανε κρύο, πολύ κρύο. Ένιωθε την παγωνιά να την περονιάζει. Αυτές εκεί δεν ήταν αρχαίες μούμιες κάποιας διαφορετικής κοινωνίας, ενός κόσμου χαμένου από αιώνες. Ήταν οι νεκροί της οικογένειας του Μπράιαν Στέρλινγκ, ιππότες, λόρδοι και λαίδες του παλιού καιρού. «Λαίδη Ελενόρα, σύζυγος του Τζέιμς, πέμπτου κόμη του Καρλάιλ», μουρμούρισε δυνατά σηκώνοντας τη λάμπα. Άκουσε ένα μικρό τσίριγμα και παραλίγο να ρίξει τη λάμπα. Γύρισε απότομα, ανατριχιάζοντας ολόκληρη. Προς μεγάλη της φρίκη είδε μια νυχτερίδα να πεταρίζει πάνω στις πέτρες, προσπαθώντας να βρει μια
κούρνια. Νυχτερίδα! Αφού όμως υπήρχε νυχτερίδα... τότε θα υπήρχε κι άλλη έξοδος. Κράτησε τη λάμπα ψηλά κοιτώντας τους τάφους που βρίσκονταν αραδιασμένοι κατά μήκος του τοίχου. Ύστερα, αφού ακούμπησε τη λάμπα στο πάτωμα, άρχισε να πιέζει τις πέτρινες πλάκες που πλαισίωναν κάθε τάφο. Ο χρόνος κυλούσε. Άραγε είχαν προσέξει την απουσία της; Μήπως οι συνωμότες επέστρεφαν για να την αποτελειώσουν; Συνέχισε να πιέζει εδώ κι εκεί βιαστικά, να σπρώχνει, να χτυπάει. Τότε είδε τη σχισμή, μικρή, αδιόρατη. Όμως κάτι δεν ήταν σωστό, κάτι δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους τάφους. Υπήρχε ένα όνομα γραμμένο πάνω στην πέτρα, αλλά καμία ημερομηνία. Δεν έγραφε τίποτα εκτός από το όνομα Σάρα. Πίεσε την πέτρα. Και να, ο θόρυβος που είχε ακούσει τόσες και τόσες φορές. Ένας ήχος σαν ξύσιμο πέτρας πάνω σε πέτρα. Έσπρωξε με μεγαλύτερη δύναμη. Η πέτρα υποχώρησε κι η Καμίλ βρέθηκε μπροστά σε μια άδεια, σκοτεινή τρύπα. Έπιασε διστακτικά τη λάμπα. Την ακούμπησε μέσα στην τρύπα κι ανέβηκε. Άρχισε να μπουσουλάει, μα ήταν πολύ δύσκολο γιατί έπρεπε να προχωρά αργά, να μετακινεί τη λάμπα, να προσπαθεί να διακρίνει εμπρός της. Η σήραγγα ήταν αποπνικτική. Στήριξε τα χέρια της στους τοίχους, προσπαθώντας να διατηρήσει μια αίσθηση του χώρου. Δίστασε, πήρε μια βαθιά εισπνοή κι ο πανικός άρχισε να την κυριεύει, καθώς το πηχτό σκοτάδι κι η έλλειψη οξυγόνου είχαν αρχίσει να την πνίγουν. Συνειδητοποίησε πως ήταν στ’ αλήθεια παγιδευμένη αν κάποιος έμπαινε εκεί μέσα από... από πού αλήθεια; Δεν ήξερε πού οδηγούσε αυτό το πέρασμα. Η λάμπα δεν τη βοηθούσε να βλέπει αρκετά. Συνέχισε να μπουσουλάει, ώσπου κατάλαβε πως προχωρούσε ανεβαίνοντας. Σταμάτησε για λίγο, πάλεψε με τη ζαλάδα που της προκαλούσε η έλλειψη καθαρού αέρα. Κάποια στιγμή στήριξε το χέρι στ’ αριστερά της κι ο τοίχος υποχώρησε, γκρεμίστηκε από την άλλη μεριά. Η Καμίλ είδε φως πίσω από το άνοιγμα που μόλις είχε αποκαλυφθεί.
Φύσηξε τη λάμπα της και συνέχισε να μπουσουλάει προς εκείνη την κατεύθυνση. Κάτι σκέπαζε το φως, όμως το φως υπήρχε. Η Καμίλ βιαζόταν, αγωνιούσε ν’ αναπνεύσει, να ελευθερωθεί από τη στενή εκείνη πέτρινη δίοδο που μπορούσε να τη διασχίζει μόνο έρποντας. Το φως έγινε ζωηρότερο. Η Καμίλ έφτασε στο τέρμα του διαδρόμου. Υπήρχε φως, ναι, κάτι όμως έκλεινε την έξοδο εκεί. Έσπρωξε με δύναμη. Λίγο λίγο, το εμπόδιο υποχωρούσε. Η Καμίλ άλλαξε στάση, έσπρωξε με τα πόδια της. Άκουσε έναν ήχο σαν βογκητό, ένα δυνατό ξύσιμο. Το εμπόδιο κουνήθηκε αδιόρατα. Συνέχισε να το σπρώχνει όλο και πιο δυνατά και το εμπόδιο υποχωρούσε πόντο πόντο. Τελικά είχε ανοίξει αρκετά ώστε να τη χωράει. Η Καμίλ κατάφερε να τρυπώσει μέσα από το στενό άνοιγμα που είχε δημιουργήσει. Και τότε κοίταξε γύρω της με τρόμο, συνειδητοποιώντας πού βρισκόταν. *** Ο Μπράιαν δεν εξεπλάγη καθόλου που η ανακοίνωση του Σέλμπι δημιούργησε τέτοια αναταραχή Όταν όμως τους δήλωσε πως η αστυνομία θ’ ανακάλυπτε την αλήθεια για τα παλιά και τα νέα εγκλήματα, η φασαρία κόπασε. Τώρα ο κόσμος ανυπομονούσε να φύγει. Και τότε ο Μπράιαν συνειδητοποίησε πως είχε ώρα να δει την Καμίλ. Ο Τρίσταν στεκόταν δίπλα στην είσοδο και κοιτούσε τις άμαξες που αποχωρούσαν. «Πού είναι η Καμίλ;» τον ρώτησε. «Τι πράγμα; Δεν ξέρω. Θεέ μου, πρέπει να τη βρω! Αυτή η είδηση θα την αναστατώσει πολύ Δούλευε καθημερινά με τον σερ Τζον. Είναι τρομερό!» Χαμήλωσε τη φωνή του. «Εκείνος ο άντρας στην πλατεία, τώρα ο σερ Τζον... Πρέπει να βρω την Καμίλ!» Ο Τρίσταν έτρεξε προς τις σκάλες. Ο Μπράιαν έφυγε γρήγορα προς την αίθουσα του χορού, όταν όμως δεν την είδε πουθενά, πήγε να γυρίσει. Όμως δίστασε, ξαναγύρισε και κατευθύνθηκε προς το παρεκκλήσι. Εκεί άνοιξε την πόρτα και κοίταξε κάτω προς τις κρύπτες.
Γύρισε γρήγορα στην αίθουσα χορού, πήρε ένα από τα κομψά κηροπήγια από την τραπεζαρία κι επέστρεψε βιαστικά στο παρεκκλήσι. Κατέβηκε αργά τις σκάλες, έχοντας επίγνωση πως θα μπορούσε να τον περιμένει κάποια παγίδα. Όταν έφτασε στο γραφείο δεν είδε κανέναν, μερικά κιβώτια όμως είχαν μετακινηθεί. Χαμήλωσε το κερί του κι είδε τις πατημασιές στη σκόνη του πατώματος. Πιο δίπλα ένα σκονισμένο σάβανο ήταν ριγμένο στο έδαφος. Όρθωσε την πλάτη του και κοίταξε προς τις σιδερένιες πύλες που οδηγούσαν στις κρύπτες. Είχαν ανοίξει αρκετά ώστε να περνάει ένα σώμα. Ο Μπράιαν πέρασε μέσα στις κρύπτες. Εκείνο που αναζητούσε επί έναν συνεχή χρόνο τώρα υπήρχε ξεκάθαρο μπροστά του. Μία από τις πέτρινες πλάκες που κάλυπταν τους τάφους ήταν ανοιχτή. Είχε προσαρτηθεί έξυπνα πάνω σε μεντεσέδες, μηχανισμός που φαινόταν παλιός, εκατοντάδων χρόνων πριν, αλλά ήταν στοιχειώδης και λογικός, σαν να είχε φτιαχτεί στον μεγάλο αιώνα της βιομηχανίας. Πίσω από την πέτρα δεν υπήρχε κανένας τάφος, μόνο ένα πέρασμα. Σύρθηκε μέσα κι άρχισε να προχωρά. Η πορεία ήταν δύσκολη, η δίοδος στενή και δυσκολευόταν να κουβαλάει το κερί. Ο εξαερισμός ήταν ανύπαρκτος κι η φλόγα του κεριού, λόγω της έλλειψης οξυγόνου σύντομα έσβησε. Μαύρο σκοτάδι κατάπιε τον Μπράιαν. Ύστερα... ένα αμυδρό μακρινό φως εμφανίστηκε μπροστά του. Το ακολούθησε κι ο τρόμος άρχισε να τον κατακλύζει. Στο τέρμα η δίοδος ήταν κλειστή. Υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα, όμως δεν ήταν αρκετό ώστε να χωρέσει τον Μπράιαν. Έσπρωξε δυνατά το αντικείμενο που εμπόδιζε την έξοδό του, ξέροντας ακριβώς τι ήταν και βλαστημώντας τον εαυτό του χίλιες φορές. Πώς ήταν δυνατόν να μην το έχει καταλάβει; *** Η Καμίλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε τριγύρω της. Ύστερα άρχισε να τρέχει. Κατεβαίνοντας με φόρα τις σκάλες άκουσε φωνές. Προέρχονταν
από την αίθουσα του χορού. Ακροπάτησε προς τα εκεί, σταμάτησε και κοίταξε έντρομη. Δεν ήξερε πια ποιον να εμπιστευτεί. Τον Τρίσταν; Μα ο Τρίσταν δε βρισκόταν στην αίθουσα. Ούτε κι ο Ραλφ. Κρυφοκοίταξε μέσα κι είδ τον Χάντερ και την Ίβλιν Πράιορ. Ήταν μόνοι τους. Και ψιθύριζαν. «Και τώρα η είδηση ότι ο σερ Τζον είναι νεκρός! Χωρίς η αστυνομία να λέει το πώς και το γιατί», έλεγε ο Χάντερ. Ο σερ Τζον... νεκρός! Την κατέλαβε τρόμος. Όχι! Πήγε να φωνάξει, αλλά έκλεισε το στόμα με την παλάμη της. Ο σερ Τζον νεκρός... Ο Χάντερ βρισκόταν μαζί του στο μουσείο όταν ο σερ Τζον υποτίθεται πως είχε χτυπήσει το κεφάλι του με το καπάκι απ’ το κιβώτιο. Κι ο γερο-Άρμποκ ήταν επίσης εκεί. Θεέ μου... «Τέλος πάντων, ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά;» είπε η Ίβλιν. Τα κεφάλια τους ήταν σκυμμένα, είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλο. Η Καμίλ δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τη συνέχεια, όμως ξαφνικά η Ίβλιν σήκωσε το κεφάλι, σαν να διαισθάνθηκε πως τους παρακολουθούσαν. Η Καμίλ πισωπάτησε από την πόρτα. Δεν μπορούσε να τρέξει επάνω στις σκάλες, ούτε και να εμπιστευτεί το ζευγάρι μέσα στην αίθουσα του χορού. Μονάχα μια λύση υπήρχε. Έτρεξε προς την έξοδο. Είδε μια άμαξα να διασχίζει την κινητή γέφυρα με κατεύθυνση το δάσος που περιέβαλλε την ιδιοκτησία του κάστρου. Μάζεψε τις φούστες της κι άρχισε να τρέχει. Ανέπνεε με δυσκολία, πονούσε σε χίλια δυο σημεία. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στην προσπάθειά της να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όμως η άμαξα προχωρούσε πολύ πιο γρήγορα. Η Καμίλ έκοψε ταχύτητα, πάσχιζε ν’ αναπνεύσει. Τότε άκουσε ένα κλαδί να σπάζει πίσω της. Γύρισε τρομαγμένη αλλά δεν είδε κανέναν. Όμως εκεί, πίσω στην είσοδο του κάστρου, υπήρχε κάποιος. Και την είχε δει. Τώρα ερχόταν προς το μέρος της. Πάγωσε το αίμα της κι άρχισε να τρέχει προς το δάσος.
*** Ο Μπράιαν βγήκε από το πέρασμα και βρέθηκε μέσα στο ίδιο του το δωμάτιο. Η ογκώδης ντουλάπα του, τοποθετημένη στη θέση αυτή από το χίλια εξακόσια, ήταν το βαρύ αντικείμενο που έκλεινε τη μικρή, τετράγωνη είσοδο της σήραγγας. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Μόνο ένα πρόσωπο θα μπορούσε να έχει ξετρυπώσει από τόσο μικρό άνοιγμα. Η Καμίλ! Τι μπορεί να είχε βάλει τώρα στο μυαλό της; Κι είχε ακούσει άραγε την είδηση για το θάνατο του σερ Τζον; Πού διάολο βρισκόταν; Έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιό του και κατέβηκε τις σκάλες. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, μα τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Λιγοστές άμαξες παρέμεναν έξω στην αυλή κι οι αμαξάδες τους το πιθανότερο ήταν να κοιμούνταν. Τότε, κοιτώντας στην απέναντι πλευρά της κλειδωμένης γέφυρας, ο Μπράιαν είδε μια σκιά να τρέχει μέσα στη νύχτα. Η καρδιά του βούλιαξε. Η Καμίλ! Έτρεχε σαν τρελή, σαν να προσπαθούσε να γλιτώσει. Να γλιτώσει από κείνον! Σίγουρα ήταν έτοιμη να ριχτεί στην αγκαλιά οποιουδήποτε γνώριζε κι εμπιστευόταν. Έτρεχε μέσα στο δάσος. Κινδύνευε. Υπήρχε ένας δολοφόνος κι αυτός ο δολοφόνος θα μπορούσε να κρύβεται οπουδήποτε. Καθώς ο Μπράιαν άρχισε να τρέχει προς το μέρος της είδε κάποια άλλη μορφή να ξεπροβάλλει απ’ τα φυλλώματα. Κάποιον που τώρα κυνηγούσε την Καμίλ... Καθώς έτρεχε, η Καμίλ συνειδητοποίησε ότι ο Τρίσταν κι ο Ραλφ βρίσκονταν πίσω στο κάστρο... και κινδύνευαν. Όμως δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω! Έπρεπε να ξεφύγει από τον άνθρωπο που την καταδίωκε, όποιος κι αν ήταν αυτός! Δε θα μπορούσε να βοηθήσει τα αγαπημένα της πρόσωπα αν σκοτωνόταν η ίδια! Ο τρόμος τής έσφιγγε το λαιμό, την έπνιγε. Ο Μπράιαν ήταν ο Άρμποκ κι ο Άρμποκ βρισκόταν στ μουσείο την ημέρα που ο σερ Τζον είχε τραυματιστεί. Δεν είχε επιστρέψει... Θα μπορούσε να έχει πάει στο δι-
αμέρισμα του σερ Τζον. Γιατί όμως; Επειδή όλοι έπρεπε να πληρώσουν ένα τίμημα. Μα όχι! Ο Μπράιαν δεν ήταν δολοφόνος. Ήτα μόνο αποφασισμένος να λύσει ένα γρίφο. Πόσο απεγνωσμένα ήθελε να τον πιστέψει! Μα της είχε πει ψέματα και κρυβόταν πίσω από μια μάσκα, με τόσο πολλούς τρόπους! Το πέρασμα από τις κρύπτες οδηγούσε μέσα στη δική του κρεβατοκάμαρα! Μια κραυγή αντήχησε στο δάσος. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Εκείνος την καλούσε προσπαθούσε να τη βρει. Η Καμίλ έπρεπε να πάψει να τρέχει, έπρεπε να πάει κοντά του. Δε θα τολμούσε να τη σκοτώσει εκεί, μέσα στο δάσος του! Όμως ήξερε ότι δεν μπορούσε να του μιλήσει. Γιατί αν την άγγιζε ξανά, φοβόταν πως θα έχανε κάθε λογική σκέψη. Άκουσε ξανά να φωνάζουν το όνομά της. Της φάνηκε πως ήταν η φωνή του Χάντερ. Για μια στιγμή σταμάτησε, στηρίχτηκε σ’ ένα δέντρο. Ο Χάντερ! Μα ο Χάντερ σιγοψιθύριζε με την Ίβλιν λίγο νωρίτερα στην αίθουσα χορού. Αλλά και κάποιοι άλλοι ψιθύριζαν κάτω στις κρύπτες, ψιθύριζαν πως ήξερε πολλά! Οι λύκοι ούρλιαζαν. Άρχισε πάλι να τρέχει, σαν να την έσπρωχναν εκείνες οι θρηνητικές κραυγές προς το φεγγάρι. *** Ο Μπράιαν γνώριζε τα μονοπάτια του δάσους. Η Καμίλ όμως όχι. Όρμησε προς τα εκεί που είχε διακρίνει το κεφάλι της. Μέσα στο φεγγαρόφωτο ήταν εύκολο ν’ ακολουθήσει τα ίχνη από το ξέφρενο τρέξιμό της. Καθώς όμως έτρεχε με φόρα λίγο έλειψε να πέσει προς τα πίσω, όταν η κορδέλα στο πίσω μέρος της μάσκας του πιάστηκε σ’ ένα κλαδί. Βλαστήμησε, τράβηξε την καταραμένη μάσκα από το πρόσωπό του και συνέχισε το τρέξιμο. Άκουγε την κραυγή των λύκων, ήξερε πως βρίσκονταν κάπου κοντά. Ο ίδιος είχε αφήσει αυτά τα άγρια πλάσματα να ζήσουν στα δάση του. Ήταν κι αυτά μέρος της πικρής, τερατώδους και μοναχικής ζωής του. Στην πραγματικότητα οι λύκοι φοβούνταν τους ανθρώπους. Δε θα
έκαναν κακό στην Καμίλ. Δε θα την πλησίαζαν. Θ’ άκουγαν βήματα στο δάσος και θα έφευγαν μακριά. «Καμίλ!» Να την επιτέλους, μπροστά του. Στράφηκε απότομα και τον κοίταξε. Το βλέμμα της πάγωσε την καρδιά του. Ο Μπράιαν σταμάτησε, δεν τη ζύγωσε άλλο. «Καμίλ! Καμίλ, σε παρακαλώ, για τ’ όνομα του Θεού, έλα μαζί μου. Έλα τώρα μαζί μου». Μίλησε μαλακά, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Άκουσαν κι οι δυο λίγο πιο κει να σπάνε κάτι ξερόκλαδα. Κι αμέσως εμφανίστηκε ο Χάντερ στο ξέφωτο. «Καμίλ, δόξα τω Θεώ!» Προχώρησε κοντά της γρήγορα κι ο Μπράιαν αντέδρασε στη στιγμή. «Αν την αγγίξεις, πέθανες». Ο Χάντερ τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Κάθε πρόσχημα φιλίας, ευγένειας και πολιτισμού είχε χαθεί. Γύρισε προς την Καμίλ. «Θα σε σκοτώσει, Καμίλ». Ο Μπράιαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, ο τόνος του κι η στάση του ήταν σκέτο ατσάλι. «Ποτέ!» Ο Χάντερ του έριξε τότε μια φαρμακερή ματιά. «Ξέρεις πως ένας από τους δυο μας είνα δολοφόνος», είπε στην Καμίλ. «Για τ’ όνομα του Θεού! Καμίλ, ο άνθρωπος είναι ένα τέρας και το έχει αποδείξει. Γρήγορα, προσεκτικά, έλα σ’ εμένα». Κι η Καμίλ, με τα μαλλιά ένα μπερδεμένο κουβάρι στους ώμους της, με το όμορφο φόρεμά της σκισμένο και βρόμικο και το πρόσωπό της μουντζουρωμένο, κοιτούσε πότε τον ένα και πότε τον άλλο, με μάτια που έλαμπαν κάτω από το φως του φεγγαριού. Φάνηκε έτοιμη να πάει κοντά στον Χάντερ! Οι μύες του Μπράιαν συσπάστηκαν οδυνηρά. Η Καμίλ δεν ήξερε ποιον να εμπιστευτεί. «Σκέψου, προσεκτικά, αγάπη μου», της είπε. «Σκέψου όλα όσα είδες, έμαθες κι ένιωσες. Προσπάθησε να θυμηθείς, Καμίλ, και ρώτησε τον ε-
αυτό σου, ποιος είναι το αληθινό τέρας;»
Κεφάλαιο 18
«Δεν εμπιστεύομαι κανέναν απ’ τους δυο σας!» φώναξε. Ο Χάντερ έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, την άρπαξε άγρια από το χέρι της. «Καμίλ, κοίταξέ τον! Δεν έχει τίποτα να κρύψει στο πρόσωπό του. Φοράει τη μάσκα για να παίξει το ρόλο του. Είναι φανερό πως έχει παραφρονήσει!» Ο Μπράιαν όρμησε κοντά του και τράβηξε με δύναμη την Καμίλ από το χέρι του τινάζοντας τον Χάντερ μακριά. Εκείνος του έριξε μια δυνατή γροθιά. Ήταν μυώδης και δυνατός, είχε πολεμήσει με τα βασιλικά στρατεύματα κι είχε ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, ήξερε πώς ν’ αμυνθεί. Όμως το χτύπημά του ήταν πολύ γρήγορο και μανιασμένο κι ο Μπράιαν έσκυψε και το απέφυγε. Όταν ο Μπράιαν ίσιωσε το κορμί του ο Χάντερ ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει ξανά. Ο Μπράιαν όμως τον πρόλαβε με μια δυνατή γροθιά στο πιγούνι, μια στιγμή πριν το χτύπημα του Χάντερ τον βρει πάνω από τον ώμο. Ο Χάντερ παραπάτησε προς τα πίσω κι ο Μπράιαν βρήκε την ευκαιρία να τον ρίξει στο χώμα. «Θέλεις να μας σκοτώσεις όλους!» βρυχήθηκε ο Χάντερ. «Κάθαρμα! Το μόνο που θέλω είναι η αλήθεια». «Ο σερ Τζον είναι νεκρός!» «Δεν τον σκότωσα εγώ», αντιγύρισε ο Μπράιαν. «Μα εσύ άνετα θα μπορούσες...» «Άθλιε! Δεν τον σκότωσα εγώ!» Ο Χάντερ προσπάθησε να σηκωθεί, όμως ο Μπράιαν τον έριξε πάλι, αρπάζοντάς τον αυτή τη φορά απ’ το λαιμό. «Σταμάτα!» Άκουσε την κραυγή της Καμίλ κι ένιωσε τα δάχτυλά της να τον τραβούν απ’ τα μαλλιά. «Σταμάτα, θα τον σκοτώσεις!» Πάλεψε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του και χαλάρωσε τα χέρια του πάνω στον Χάντερ. Σηκώθηκε όρθιος τη στιγμή που μια δυ-
νατή δέσμη από φως ξεχύθηκε στο δάσος. Ο Σέλμπι είχε έρθει ιππεύοντας. «Λόρδε Στέρλινγκ!» φώναξε. Ο Χάντερ σηκώθηκε κι ο ίδιος, τινάζοντας από πάνω του το χώμα. Κι άλλο άλογο ήρθε πίσω από τον Σέλμπι. Ο Τρίσταν κι ο Ραλφ είχαν έρθει μαζί του. «Καμίλ!» Ο Τρίσταν ξεπέζεψε αστραπιαία, έτρεξε κοντά στην Καμίλ και την πήρε στην αγκαλιά του. Ο Χάντερ κι ο Μπράιαν αγριοκοίταζαν ο ένας τον άλλο κι ο Τρίσταν όταν γύρισε προς το μέρος τους ήταν σαν να έβλεπε δυο τίγρεις σ’ έναν ζωολογικό κήπο. Ύστερα κοίταξε καλύτερα τον Μπράιαν και συνοφρυώθηκε. «Δεν έχει τίποτα το πρόσωπό σου!» «Ακριβώς!» φώναξε ο Χάντερ. «Όλη η βλάβη υπάρχει στη μαύρη ψυχή του!» Η Καμίλ έφυγε από την αγκαλιά του κηδεμόνα της κι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της, σαν να μπορούσε μ’ αυτό τον τρόπο ν’ αλλάξει το γεγονός πως ήταν καλυμμένη παντού με λεπτή άσπρη σκόνη, ξερόκλαδα και χώμα. «Πώς πέθανε ο σερ Τζον;» απαίτησε να μάθει με παγερό ύφος. Όλοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Τελικά, της απάντησε ο Σέλμπι. «Από δάγκωμα». «Κόμπρας;» «Ναι». «Πώς έγινε;» «Κανείς δεν ξέρει», είπε τελικά ο Μπράιαν. «Τουλάχιστον όχι ακόμα. Η κόμπρα βρισκόταν στο διαμέρισμά του. Προφανώς ο σερ Τζον ήξερε πως το φίδι ήταν εκεί, μαζί του. Το πυροβόλησε και το σκότωσε, εκείνο όμως είχε προλάβει να του επιτεθεί». Η Καμίλ προχώρησε θυμωμένη ως τον Μπράιαν και κόλλησε το χέρι της πάνω στο στήθος του. Το βλέμμα της πετούσε φλόγες. «Ήσουν κι
εσύ εκεί! Ήσουν στο μουσείο μαζί του το Σάββατο. Σαν Άρμποκ! Τι ανόητοι που ήμαστε όλοι μας! Κανείς δε σε κατάλαβε!» «Πήγα νωρίς. Δε συνάντησα τον σερ Τζον». «Γιατί πήγες;» «Για να ρίξω μια ματιά στο τεράριουμ και να διαπιστώσω αν κάποιος το είχε πειράξει». Δίστασε για λίγο. «Εξάλλου ο Άρμποκ είχε προσληφθεί σαν χειρώνακτας. Έπρεπε να καθαρίσω για μερικές ώρες το χώρο μετά την προηγούμενη βραδιά». «Μου έλεγες ψέματα!» «Σε όλους λέει ψέματα», συμφώνησε ο Χάντερ. Όμως ο Μπράιαν συνέχισε να κοιτάζει την Καμίλ. «Όχι, ποτέ δε σου είπα ψέματα. Δε σου ανέφερα μερικά πράγματα επειδή έπρεπε να βεβαιωθώ ότι μπορούσα να σε εμπιστεύομαι, ότι όντως δε συνεργαζόσουν με κανέναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους». «Δε συνεργαζόταν!» επανέλαβε ο Χάντερ. «Σε ποιο πράγμα;» Επιτέλους ο Μπράιαν γύρισε προς το μέρος του. «Στην ανακάλυψη του αντικειμένου για το οποίο σκοτώθηκαν οι γονείς μου. Υπάρχει, βλέπεις, μια μεσαιωνική δίοδος στο κάστρο και σήραγγες που ξεκινούν από τις κρύπτες προς αυτή την κρυφή είσοδο. Πιστεύω ότι ο πατέρας μου είχε ανακαλύψει αυτά τα κρυφά περάσματα πριν πεθάνει. Και κάποιος άλλος γνωρίζει την ύπαρξή τους και τρυπώνει κρυφά στο κάστρο». Μη μπορώντας να εμποδίσει τον εαυτό του προχωρούσε και πάλι προς τον Χάντερ. «Μπορώ να φανταστώ τι έγινε στην Αίγυπτο. Κι όταν το σκέφτομαι, αρρωσταίνω. Ο δολοφόνος απείλησε πρώτα τη μητέρα μου, ώσπου ο πατέρας μου του είπε όλα όσα μπορούσε. Είχαν ήδη μεταφερθεί κάποια κιβώτια με το πλοίο από την Αίγυπτο. Πιθανόν υπήρχαν και πράγματα που δεν ήξερε ν’ απαντήσει. Όμως θα πρέπει να είπε στο δολοφόνο, ή τους δολοφόνους, πού ακριβώς πίστευε πως υπήρχε η εξωτερική, μυστική είσοδος προς τις σήραγγες και κατά συνέπεια προς τις κρύπτες. Αν τα κιβώτια βρίσκονταν εδώ, στο κάστρο,
κι αν κάποιος ήξερε αυτή την πληροφορία, θα μπορούσαν να μπουν κρυφά χωρίς να τους πάρει είδηση κανένας. Ο πατέρας μου θα έκανε ή θα έλεγε τα πάντα για να σώσει τη μητέρα μου. Έτσι μίλησε, πιθανόν γι’ αρκετή ώρα, ώστε να κερδίσει χρόνο, προσπαθώντας μ’ αυτό τον τρόπο να σώσει τη ζωή της. Θα πρέπει να κατάλαβε πως, ό,τι και να τους έλεγε, εκείνοι δε θα τους άφηναν να ζήσουν. Όμως, παρ’ όλα αυτά, ήλπιζε μέχρι τέλους ότι θα ερχόταν κάποια βοήθεια...» Ο Μπράιαν αναγκάστηκε να διακόψει για μια στιγμή πριν συνεχίσει, ο πόνος ήταν εξοντωτικός. «Δεν πέθαναν εύκολα. Πρώτα βασανίστηκαν. Η νεκροψία που έγινε εδώ δείχνει καθαρά τους μώλωπες στα μπράτσα της μητέρας μου. Οι δολοφόνοι δεν ήθελαν να ρισκάρουν. Τα δαγκώματα ήταν επανειλημμένα. Αν θέλω εκδίκηση; Ναι, μα το Θεό! Αν έχω την επιθυμία να σκοτώσω στα τυφλά; Όχι, ανόητε! Θέλω την αλήθεια. Θέλω να γίνει η δίκη, έτσι ώστε οι δολοφόνοι να ξέρουν κάθε μέρα μέχρι την εκτέλεσή τους ότι θα πεθάνουν, όπως το ήξερε κι ο πατέρας μου όταν κατάλαβε πως η βοήθεια που τόσο απελπισμένα περίμενε δε θα ερχόταν». Ακολούθησε σιωπή. Ύστερα ο Χάντερ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μπράιαν, αυτά που λες... δεν μπορεί να είναι αλήθεια». «Να μελετήσεις την αναφορά της νεκροψίας, Χάντερ», του είπε ο Μπράιαν. «Έχω ένα παράξενο προαίσθημα ότι ο σερ Τζον γνώριζε. Δεν ξέρω τι ακριβώς υποψιαζόταν, αλλά υπήρχε κάτι στο μυαλό του. Και γι’ αυτό ακριβώς πέθανε κι εκείνος». Η σπαρακτική κραυγή ενός λύκου υψώθηκε ως τον ουρανό. «Θα πρέπει να επιστρέψουμε στο κάστρο», είπε ο Τρίσταν. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εδώ έξω, καταμεσής του δάσους». Ο Μπράιαν ξαφνικά φοβήθηκε πως η Καμίλ θ’ αρνιόταν να γυρίσει στο κάστρο. Πως θα επέμενε να φύγουν για το ταπεινό σπιτικό τους, μακριά απ’ όλα αυτά. Αλλά εκείνη τον διέψευσε. «Ναι», είπε. «Είναι ώρα να γυρίσουμε». Κατευθύνθηκε προς τον Ραλφ, που καθόταν ακόμη στη ράχη του αλόγου του. «Θα μου δώσεις
ένα χέρι, Ραλφ; Είμαι στ’ αλήθεια κατάκοπη, δεν έχω καμία επιθυμία να γυρίσω περπατώντας». Ο Ραλφ έσκυψε, έπιασε το χέρι της και τη βοήθησε ν’ ανέβει πλαγιαστά στη σέλα εμπρός του. Ο Τρίσταν πήγε κι αυτός να ανέβει στο δικό του άλογο. Ο Μπράιαν αντιλήφθηκε με κάποιον αυτοσαρκασμό πως, αν και κόμης του Καρλάιλ, ήταν αναγκασμένος να επιστρέψει με τα πόδια στο κάστρο, όπως εξάλλου κι ο Χάντερ. Κι αν στη διαδρομή αποφάσιζαν να αλληλοσκοτωθούν, ήταν ελεύθεροι να το κάνουν. Ο Μπράιαν γύρισε κι άρχισε να προχωρά προς την κατεύθυνση του κάστρου. Ο Χάντερ τον ακολούθησε. «Μυστική είσοδος, είπες;» «Από κάποια οικογενειακά ημερολόγια ο πατέρας μου έμαθε πως κάποτε είχε σκαφτεί μια σήραγγα. Κάποιος πρόγονος ήταν αφοσιωμένος υποστηρικτής του Καρόλου του Α΄. Πιστεύω πως μ’ αυτό τον τρόπο πηγαινοέρχονταν μηνύματα κι άνθρωποι εκείνο τον καιρό. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Ούτε έγινε καμία αναφορά γι’ αυτό την εποχή της Άννας Στιούαρτ και κατά την Ένωση με τη Σκοτία, το χίλια επτακόσια πενήντα. Η ιστορία τον συνάρπαζε. Το πάθος του ήταν η αρχαία Αίγυπτος, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι υπήρχαν πολλά ν’ ανακαλύψουμε εδώ, στο ίδιο μας το σπίτι». Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Αν είχε παραμείνει εδώ». Προχωρούσαν γρήγορα. Διέσχισαν την κινητή γέφυρα κι έφτασαν στο κάστρο περνώντας μέσα από τον αυλόγυρο. Ο Χάντερ έδειξε την άμαξα που περίμενε στο πλάι. «Θα φύγω. Στ’ αλήθεια... πίστεψα πως θα έκανες κακό στην Καμίλ», του είπε. Δεν ήταν ακριβώς απολογία. «Μάλλον φέρθηκα ανόητα. Από τη στιγμή που τη γνώρισα... ε, να, δεν ήταν μόνο όμορφη, αλλά απίστευτα έξυπνη και σίγουρη για τον εαυτό της. Ίσως μάλιστα φλέρταρε λίγο μαζί μου, αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να δημιουργήσει οποιαδήποτε σχέση. Πίστευα πως έπρεπε να παντρευτώ κάποια γυναίκα από υψηλότερη κοινωνική
τάξη, όντας ο ίδιος ένας ταπεινός σερ! Αλλά τότε έκανες την αναγγελία των αρραβώνων και συνειδητοποίησα πως ήμουν ένας αληθινός βλάκας! Ναι, ήξερε πως ήμουν γοητευμένος μαζί της. Αλλά σκεφτόμουν πως η θέση μου δεν επέτρεπε να της προσφέρω περισσότερα, εφόσον η καταγωγή της... Τέλος πάντων, τελικά εγώ είμαι ο χαμένος. Αλλά θα παραμείνω ο πιο θερμός υπερασπιστής της! Και, λόρδε Στέρλινγκ, αν δεν έχετε τις σοβαρότερες προθέσεις απέναντί της... αν σκοπεύετε να τη βλάψετε με οποιονδήποτε τρόπο, το ορκίζομαι πως θα γίνω ο χειρότερος εχθρός σας!» Ο Μπράιαν ξαφνιάστηκε από την αναπάντεχη κι αληθινά παθιασμένη δήλωση του Χάντερ. «Βλέπετε, έβαλα πια μυαλό», πρόσθεσε ο Χάντερ. «Και θα την παντρευόμουν. Και θα την αγαπούσα για την υπόλοιπη ζωή μου». Άραγε ήταν όλα μια προσποίηση; Ο Μπράιαν αναρωτήθηκε γι’ αυτό. Ο Χάντερ υποκρινόταν, όλο τους υποκρίνονταν. Μήπως όμως αυτή ήταν μια αληθινή δήλωση; Ή μήπως ήταν μια καλά υπολογισμένη σκηνή ώστε ν’ απομακρύνει κάθε υποψία από πάνω του; «Μείνε ήσυχος, Χάντερ, δε θα άφηνα ποτέ να συμβεί κάτι κακό στην Καμίλ. Κι αν ανακαλύψω ποτέ πως κάποιος προτίθεται να τη βλάψει, θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, ακόμα κι αν με στείλουν στην κρεμάλα». Τα ενωμένα βλέμματά τους ηλέκτρισαν τον αέρα γύρω τους. «Λοιπόν, τι γίνεται τώρα; Φαίνεται πως όλοι πετάξαμε το γάντι, όλοι υποψιαζόμαστε όλους τους άλλους. Θα πρέπει να δοθούν κάποιες απαντήσεις, να τακτοποιηθούν λογαριασμοί. Ο σερ Τζον είναι νεκρός», είπε ο Χάντερ. «Κι ο Θεός να μας βοηθήσει, το μουσείο παραμένει ένα εξαιρετικό ίδρυμα. Θα το καταστρέψουμε μόνοι μας αν δε βρούμε μια διέξοδο απ’ αυτή την παραφροσύνη!» «Παραφροσύνη; Και ναι και όχι. Κάποιος πουλάει θησαυρούς σε μια ξένη χώρα. Είναι παράφρονας; Όχι, όταν παίζεται μια τόσο μεγάλη περιουσία».
«Ο Λακρουάς! Υποψιάζεστε ότι ο Λακρουάς αγοράζει... από ποιον όμως;» «Αν το ήξερα, θα είχα βρει τον ένοχο». Ο Μπράιαν τον κοιτούσε επίμονα. «Ποτέ δε θα έκανα κακό στη μητέρα σου!» του είπε ο Χάντερ και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Ούτε εγώ θα δολοφονούσα στα τυφλά τον κόσμο!» ανταπάντησε ο Μπράιαν. «Πιστεύω πως η αστυνομία θ’ αρχίσει να μας ανακρίνει όλους». «Αν είμαστε τυχεροί, θα βρουν εκείνοι τις απαντήσεις». «Όχι. Αν οι δολοφόνοι είναι τυχεροί! Γιατί αν τους ανακαλύψω εγώ πρώτος... φοβάμαι πως θα θυμηθώ πώς ακριβώς πέθαναν οι γονείς μου. Καληνύχτα λοιπόν, Χάντερ», είπε ο Μπράιαν και προχώρησε με βήμα κουρασμένο ως το κάστρο. *** Ο Τρίσταν ήταν ιδιαίτερα αναστατωμένος και πρότεινε να γυρίσουν τα άλογα και να φύγουν μια για πάντα από κει. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό», του είπε η Καμίλ. «Γιατί όχι;» «Οι απαντήσεις βρίσκονται εδώ μέσα». «Μα κινδυνεύουμε! Σκοτώνονται άνθρωποι», είπε ο Ραλφ. Η Καμίλ κατέβηκε από το άλογο όταν έφτασαν στην αυλή και τη μεγάλη είσοδο του κάστρου. «Ραλφ, αν ανησυχείς, θα πρέπει να φύγεις για το σπίτι». «Καμίλ, ο Ραλφ μιλάει λογικά», είπε ο Τρίσταν. «Ο Άλεξ δέχτηκε επίθεση κόμπρας, τώρα είναι νεκρός κι ο σερ Τζον! Δεν ανησυχώ για μένα και τον Ραλφ, εμείς ζήσαμε τις ζωές μας. Όμως, Καμίλ, κορίτσι μου... Ξέρω πως είσαι αρραβωνιασμένη μ’ έναν κόμη, Θεέ μου, όμως η ζωή σου, παιδί μου, αξίζει πολύ περισσότερο απ’ οποιονδήποτε τίτλο!» «Τρίσταν, δεν έχει καμία σχέση ο τίτλος! Απόψε δόθηκαν μερικές απαντήσεις. Και κοντεύουμε να φτάσουμε στη λύση του γρίφου. Δεν
μπορούμε να φύγουμε», είπε αποφασιστικά. «Εγώ πάντως δε φεύγω. Ίσως όμως εσείς οι δύο θα έπρεπε...» «Δε σ’ αφήνουμε εδώ!» «Ούτε εγώ θα ήθελα να πάθετε εσείς κακό». «Καμίλ...» «Με συγχωρείτε. Πάω να κάνω ένα μπάνιο», είπε στον Τρίσταν κι ύστερα έφυγε και τους άφησε μόνους. Μπήκε στο σπίτι κι αγνόησε την Ίβλιν που βημάτιζε ανήσυχη στο χολ. «Καμίλ!» της είπε έντρομη μόλις την είδε. «Τι συνέβη; Πού είναι ο λόρδος Στέρλινγκ... ο Χάντερ; Είπε ότι σε είδε να βγαίνεις τρέχοντας από το σπίτι. Να πηγαίνεις προς το δάσος!» «Ναι, πήγα στο δάσος. Ο Μπράιαν κι ο Τρίσταν έρχονται τώρα κι εκείνοι. Καληνύχτα. Πάω στο δωμάτιό μου». «Καμίλ!» φώναξε πίσω της η γυναίκα με φωνή γεμάτη αγωνία. «Καληνύχτα!» επανέλαβε η Καμίλ Όταν έφτασε επάνω κλείδωσε την πόρτα της κι άρχισε να βγάζει τα βρόμικα ρούχα της. Άφησε το νερό να τρέξει στο μπάνιο, ευγνώμων για τη μεγάλη θερμαινόμενη μπανιέρα. Η θερμάστρα κάτω από το σιδερένιο δάπεδό της δεν επέτρεπε σε κάποιον να καθίσει εκεί για πολλή ώρα, όμως το ζεστό νερό ήταν μεγάλη πολυτέλεια! Δυστυχώς χρειαζόταν αρκετή ώρα για να ζεσταθεί καλά το νερό κι η Καμίλ δεν άντεχε άλλο τη σκόνη και το χώμα πάνω της. Βυθίστηκε στο νερό, ξέροντας πως εκείνος θα ερχόταν. Και ήρθε. Δεν τον άκουσε να μπαίνει στο δωμάτιό της, ώσπου τον είδε να στέκεται στην είσοδο του μπάνιου και να την παρακολουθεί γερμένος πάνω στο πλαίσιο της πόρτας. «Νόμιζα πως θα έφευγες τρέχοντας, μακριά από δω», της είπε σιγανά. «Νόμιζα πως θα ήσουν ακόμα θυμωμένη». Η Καμίλ έτριψε επιμελώς τον αγκώνα της. «Είμαι έξω φρενών. Κάτι παραπάνω από θυμωμένη. Κ η καρδιά μου σπαράζει για τον σερ Τζον. Ο μικρός μου κόσμος καταστρέφεται. Κι εσύ είσαι ένα τέρας!»
«Όμως είσαι ακόμα εδώ». Τον κοίταξε καλά. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τεντωμένα, τα μάτια του σκοτεινά. «Ανήκω στην ομάδα του μουσείου», του είπε. «Ο σερ Τζον είναι νεκρός, λόρδε Στέρλινγκ. Στην πραγματικότητα, αν και μου λείπουν τα πτυχία κι η εμπειρία των αντρών σ’ αυτό τον τομέα, είμαι κι εγώ μια μελετήτρια, κι ας μην έχω ασχοληθεί τόσο πολλά χρόνια με την αρχαία Αίγυπτο». «Α». Άφησε το σαπούνι και το πανί της να πέσουν και σηκώθηκε στάζοντας, ψάχνοντας για την πετσέτα της. Τον πλησίασε με βλέμμα καχύποπτο. «Είσαι... υποκριτής!» του είπε χτυπώντας τον στο στήθος, όπως είχε κάνει και νωρίτερα. «Ήξερες πως πίσω από την ντουλάπα σου υπήρχε ένα τούνελ!» «Δεν το ήξερα», ορκίστηκε, πιάνοντάς την απ’ τους καρπούς. «Σου το ορκίζομαι, δεν ήξερα τίποτα, μέχρι που το ανακάλυψα απόψε!» Η Καμίλ καταλάβαινε πως ήταν απίθανο να το ήξερε. Αφού κι η ίδια είχε βρει την έξοδο τυχαία, σπάζοντας έναν σάπιο τοίχο. Τον κοίταξε με μάτια που μαρτυρούσαν φόβο. «Αυτό δεν ήταν το μοναδικό τούνελ. Υπήρχε κι άλλη δίοδος. Για την ακρίβεια, το βρήκα τυχαία, σπάζοντας τον τοίχο. Μπράιαν, κάποιος θα μπορούσε να μπει, ν’ ανέβει τώρα ως εδώ!» Κούνησε το κεφάλι του καθησυχάζοντάς την. «Όχι. Όχι πια». «Μα...» «Ο Σέλμπι κι ο Κόργουιν βρίσκονται αυτή τη στιγμή στις κρύπτες και σφραγίζουν τη σήραγγα με τούβλα και ασβεστολάσπη». Τον κοίταξε στα μάτια κι αναστέναξε. «Άρα λοιπόν... όταν άκουσες εκείνον το θόρυβο, κάποιος βρισκόταν κάτω στις κρύπτες». «Έτσι πιστεύω. Απόψε σίγουρα ήταν κάποιος εκεί». Το ύφος του έγινε αυστηρό. «Εσύ τι γύρευες εκεί κάτω απόψε; Ανόητη μικρή! Με τέτοιους επισκέπτες που είχαμε, πήγες να κατέβεις εκείνα τα σκαλιά;»
«Κάποιος με πέταξε από τις σκάλες». «Τι πράγμα;» Ήταν σίγουρη πως δεν το έκανε σκόπιμα να της σφίξει τόσο δυνατά τους καρπούς. «Άκουσα ψιθύρους». «Μέσα στις κρύπτες; Κι εσύ πού ήσουν όταν τους άκουσες;» «Εντάξει, σκόπευα να κατέβω κι εγώ. Αλλά κοντοστάθηκα και περίμενα». Σώπασε, παρατήρησε το πρόσωπό του. Ναι, πίστευε πως ο Μπράιαν ήταν ειλικρινής. Είχε δει την αλήθεια στα μάτια του λίγο νωρίτερα στο δάσος, όταν είπε εκείνα τα παθιασμένα λόγια. Κι όμως, η Καμίλ θα έπαιρνε όρκο πως κι ο Χάντερ ήταν ειλικρινής στην πρόθεσή του να τη σώσει. Ετοιμάστηκε να του πει την υποψία της για το πού μπορεί να βρισκόταν η χρυσή κόμπρα, το αντικείμενο που έδειχνε να σπρώχνει το δολοφόνο σε όλο και μεγαλύτερη απερισκεψία. Κι είχε επίσης σκοπό να του πει ότι οι ψίθυροι που είχε ακούσει ήταν απειλές εναντίον της ζωής της. Όμως δεν πρόλαβε. «Καμίλ, θα σε πάρω μακριά απ’ αυτό το κάστρο». «Τι;» «Αύριο. Κανείς δε θα το ξέρει. Θα σε πάω να μείνεις με τις αδερφές στο αγρόκτημα». Τράβηξε βίαια τα χέρια της. «Μαζί... με το παιδί σου;» Την κοίταξε άγρια συνοφρυωμένος. «Το παιδί μου;» «Το δικό σου παιδί μεγαλώνουν, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, είναι αξιαγάπητες γυναίκες αλλά όχι, δε θα πάω να μείνω μαζί τους, δε θα γίνω άλλη μια ευθύνη που απαιτείς ν’ αναλάβουν για σένα!» Αφού την αγριοκοίταξε για μια στιγμή, γύρισε κι έφυγε προς το δωμάτιό του. Η Καμίλ δίστασε, αλλά τον ακολούθησε ως εκεί. «Από τότε που σε γνώρισα, δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να παίζεις παιχνίδια μαζί μου και να μου λες ψέματα!» του φώναξε. «Όχι, Καμίλ, δε σου έχω πει ποτέ ψέματα». «Απλώς αποφεύγεις να μου πεις την αλήθεια».
«Δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ», της είπε. «Είναι πολύ επικίνδυνο για σένα». «Ε, λοιπόν, δε θα φύγω!» Γύρισε απότομα, ήρθε κοντά της. Μ’ ένα βογκητό άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε πάνω του. «Άλλη μια νύχτα!» μουρμούρισε. Κι όταν ανασήκωσε το πρόσωπό της απαιτώντας να μάθει τι σήμαινε αυτό, βρέθηκε κολλημένη πάνω του, με το στόμα του να φιλάει με πάθος το δικό της, σαν να ήθελε να της στερήσει κάθε δυνατότητα διαμαρτυρίας ή άρνησης. Θύελλα σηκώθηκε μέσα της κι ενώθηκε με τη δική του πυρετώδη ταραχή. Άφησε την πετσέτα της να πέσει στο πάτωμα και χώθηκε στην αγκαλιά του, τον έσφιξε πάνω της. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν μέσα στα υγρά μαλλιά της και κατέβηκαν στην πλάτη της, ώσπου αγκάλιασαν τη γυμνή καμπύλη των γλουτών πιέζοντάς την περισσότερο πάνω του. Ξάφνου απομακρύνθηκε από κοντά της, παρατήρησε τα μάτια της, έψαξε να βρει λέξεις κι αφού κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, έσκυψε και τη φίλησε ξανά. Εκείνη τραβήχτηκε μακριά του και με βλέμμα σοβαρό κατέβασε το σακάκι από τους ώμους του, έλυσε τον άψογο κόμπο της λευκής γραβάτας του κι άρχισε να ξεκουμπώνει ένα ένα τα μαργαριταρένια κουμπιά του γιλέκου του και του πουκαμίσου του. Εκείνος, εξακολουθώντας να κοιτάει το πρόσωπό της, άφησε το πουκάμισο να γλιστρήσει από τους ώμους του κι ύστερα την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του. Η Καμίλ έσκυψε για μια στιγμή το κεφάλι της, αναρωτήθηκε αν εκείνος ήξερε πως ήταν πρόθυμη να ρισκάρει τη ζωή της γι’ αυτόν, μ όνο και μόνο για να νιώθει τη ζεστασιά και την ενέργεια του κορμιού του πάνω της, μόνο και μόνο για να τον νιώθει ν’ αναπνέει. Η τραχιά υφή της παλάμης του βρήκε το πιγούνι της, σήκωσε πάλι το πρόσωπό της και τα χείλη του σκέπασαν ξανά τα δικά της, τιθασεύοντας όσο ήταν δυνατόν την απεγνωσμένη ανάγκη του, με μια τρυφερότητα που συνόδευε τη φλόγα και το πάθος του. Εκείνη ήταν γερμένη πάνω
του κι οι κινήσεις του ήταν αργές καθώς φιλούσε τα χείλη, τους λοβούς των αυτιών της, τους ώμους της, το λαιμό της. Χάδια προκλητικά κι ανεπαίσθητα, που έδειχναν να της αποστερούν τα τελευταία ίχνη αυτοσυγκράτησης. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν την πλάτη του, έπαιξαν με τη σπονδυλική του στήλη, κύλησαν ως τη μέση και το κομψό, μαύρο μεταξωτό παντελόνι του, ώσπου βρήκαν επιτέλους τα κουμπιά κι άρχισαν να τα ανοίγουν. Η τρυφερότητά του έγινε έξαψη και δράση. Την έπιασε γερά στα χέρια του, λύγισε το σώμα του και δίχως να διακόψει το φιλί του τίναξε πέρα πρώτα το ένα του παπούτσι κι ύστερα το άλλο. Το παντελόνι του πετάχτηκε κι αυτό στο πλάι και το σώμα της κόλλησε πάνω στην παλλόμενη διέγερσή του, ενώ ο νους της έκανε τη σκέψη πως η τρελή ήταν μόνο εκείνη. Μα αυτό δεν την ένοιαζε καθόλου καθώς τα δυο τους κορμιά έπεφταν στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι. Το στόμα του ενός σχημάτιζε υγρά μονοπάτια στο σώμα του άλλου, ώσπου τα δυο κορμιά γίνανε ένα από την παραφορά της ανάγκης τους να ενωθούν. Και καθώς εκείνη κινούνταν πάνω του, καταλάβαινε πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο ανόητα είχε φερθεί και πόσο πρόθυμα θα διακινδύνευε τη ζωή της για κείνον. Γιατί εκείνος είχε καταφέρει να γίνει η ζωή της κι εκείνη τη στιγμή δεν είχε σημασία τι ήταν ψέμα και τι αλήθεια, αφού η μοναδική αλήθεια, για την Καμίλ, ήταν αυτό που μοιράζονταν οι δυο τους. Όμως εκείνη τη νύχτα δεν έμεινε κοντά της. Όταν το ταβάνι έγινε ουρανός και γέμισε με αστέρια, όταν το δωμάτιο πλημμύρισε από ένα πάθος που όμοιό του δεν μπορούσε να υπάρχει σ’ όλη την υφήλιο, ο Μπράιαν δεν έμεινε μέσα της, δίπλα της, αλλά σηκώθηκε απότομα. «Αύριο θα φύγεις», είπε με τραχιά φωνή. Και προς μεγάλη της έκπληξη έφυγε για το δικό του δωμάτιο, κλείνοντας πίσω του καλά την κρυμμένη πόρτα. Έμεινε να κοιτάζει σαστισμένη το ταβάνι, που τώρα πια είχε ξανα-
γίνει ένα κανονικό ταβάνι. Η σάρκα της έκαιγε ακόμα, ο χτύπος της καρδιάς της δεν είχε ηρεμήσει... Τελικά ανακάθισε. Βρήκε το νυχτικό της, το φόρεσε κι έμεινε να κοιτάζει το πορτραίτο της Νεφερτίτης. Ο Μπράιαν της είχε πει κάποτε πως, αν ποτέ τον χρειαζόταν, δεν είχε παρά να τραβήξει την αριστερή πλευρά εκείνου του πίνακα. Δίστασε για λίγο πριν πλησιάσει. Μετά όμως ακούμπησε το χέρι της πάνω στην κορνίζα κι η κρυμμένη πόρτα άνοιξε ξανά. Δεν τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρά του, αλλά στο δεύτερο δωμάτιο της σουίτας του, ντυμένο με μια ρόμπα που είχε επάνω κεντημένο το έμβλημα της οικογένειάς του. Καθόταν στο γραφείο του και μελετούσε κάποιες σημειώσεις, όμως σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε σαν να ήταν μια ανεπιθύμητη ξένη. «Δε φεύγω από δω», του είπε. «Δε φεύγω τώρα που έχω τις απαντήσεις». «Κανείς δεν έχει τις απαντήσεις», της είπε κοφτά. «Η αστυνομία τώρα ξέρει τι συμβαίνει. Ερευνούν πωλήσεις αρχαιοτήτων από την Αγγλία σε αγοραστές άλλων χωρών. Ξέρουν ότι έχουν δολοφονηθεί άνθρωποι. Η υπόθεση βρίσκεται πια στα χέρια τους». «Μα ξέρω...» «Πάψε! Οτιδήποτε κι αν ξέρεις, μάθε αυτό... κινδυνεύεις! Μικρή ανόητη, θα μπορούσες να σκοτωθείς απόψε. Εσύ όμως το ’βαλες σκοπό να κατέβεις έτσι κι αλλιώς στα σκοτάδια, να πας να ψάξεις μέσα στους νεκρούς!» «Και βρήκα κάτι που εσύ δεν μπόρεσες να βρεις έναν ολόκληρο χρόνο!» «Αλήθεια; Και πώς βρήκες λοιπόν το άνοιγμα, το μνήμα απ’ όπου ξεκινούσε η σήραγγα;» «Το βρήκα επειδή είχα κλειδωθεί μέσα στις κρύπτες κι έπρεπε να βγω από κει μέσα. Αυτός που τριγυρίζει κρυφά στο κάστρο σου δεν είχε ξανακλείσει σωστά την πέτρινη πλάκα!»
«Αυτό είναι το θέμα. Είχες κλειδωθεί μέσα στις κρύπτες». «Εσύ δε με έβαλες σ’ αυτή την ιστορία για να με χρησιμοποιήσεις;» απαίτησε να μάθει. «Ακριβώς. Κι η χρησιμότητά σου ολοκληρώθηκε». Ένα χτύπημα στην πόρτα ξάφνιασε και τους δυο. Ο Μπράιαν ανασήκωσε το φρύδι του. Η Καμίλ σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. «Είμαστε αρραβωνιασμένοι». «Όχι. Ο αρραβώνας διαλύεται. Για το Θεό, Καμίλ, τι νόμισες; Είσαι μια απλή και ταπεινή κοπέλα!» Τα λόγια του ήταν το σκληρότερο χτύπημα που είχε δεχτεί ποτέ της, μολονότι ήταν εκείνη που αρνιόταν τόσο καιρό ότι ο Μπράιαν σκόπευε στ’ αλήθεια να την παντρευτεί. Μα η ιδέα ότι θα ζούσε μαζί του, θα ξυπνούσε δίπλα του, θα κοιμόταν μαζί του κάθε νύχτα, είχε γίνει ένα μέρος του ονείρου της. «Θεέ και Κύριε! Μη με κοιτάζεις έτσι. Ο αρραβώνας διαλύεται. Θ’ αποζημιωθείς καλά», της είπε κοφτά. «Όμως δε θα ζεις πια σ’ αυτό το κάστρο!» «Μπράιαν;» Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε ξανά. Ήταν η Ίβλιν Πράιορ. «Μπράιαν, με συγχωρείς, αλλά ο Έιτζαξ βρισκόταν στο δωμάτιό μου. Είχε τρελαθεί, έξυνε συνέχεια την πόρτα». Μη θέλοντας να προδώσει τα συναισθήματά της η Καμίλ γύρισε να φύγει. Μα δεν το έκανε αρκετά γρήγορα. Ίσως πάλι ο Μπράιαν να ήταν στ’ αλήθεια ένα σκληρόκαρδο τέρας και δεν τον ενδιέφερε. Σηκώθηκε απότομα από το γραφείο του κι άνοιξε με ορμή την πόρτα. Ο Έιτζαξ μπήκε χοροπηδώντας κι έτρεξε στον αφέντη του. «Κάτω, Έιτζαξ, κάτω!» Ο Μπράιαν καθησύχασε το σκύλο του χαϊδεύοντας τα αυτιά του μεγάλου κυνηγόσκυλου. Η Ίβλιν κοιτούσε αμίλητη την Καμίλ. Η Καμίλ της αντιγύρισε το βλέμμα. Και τότε ο Έιτζαξ όρμησε πάνω της. Δεν ήταν έτοιμη και παραλίγο να τη ρίξει κάτω. «Ω Μπράιαν, λυπάμαι πολύ», μουρμούρισε η Ίβλιν.
«Δεν πειράζει, τώρα ο Έιτζαξ είναι εδώ. Ας προσπαθήσουμε επιτέλους να κοιμηθούμε λίγο απόψε, για τ’ όνομα του Θεού!» είπε ανυπόμονος. «Α, ναι. Να κοιμηθούμε», μουρμούρισε η Ίβλιν κι έφυγε. «Γιατί το έκανες αυτό;» φώναξε η Καμίλ έξω φρενών κι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Ο Τρίσταν θα σε καλέσει σε μονομαχία, να ξέρεις!» «Δε θα έφευγες αλλιώς», της είπε. «Τι να έκανα; Και μην ανησυχείς για τον Τρίσταν. Δεν ζούμε πια στο Μεσαίωνα. Μπορεί να μου ρίξει το γάντι όσες φορές θέλει, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Δε θα κάνω κακό στον κηδεμόνα σου». Στεκόταν εμβρόντητη. Ήταν έτοιμη να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια. Τότε όμως ο Μπράιαν βόγκηξε, ήρθε κοντά της, την πήρε αγκαλιά και την έφερε να καθίσει μαζί του μπροστά στο τζάκι, όπως είχε ξανακάνει κι άλλοτε. Χάιδεψε τα μαλλιά της, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Πρέπει να σε κρύψω. Δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή σου». «Είναι δική μου επιλογή...» «Όχι! Αυτή τη φορά δεν είναι δική σου επιλογή!» «Πιστεύω πως ξέρω πού βρίσκεται η χρυσή κόμπρα», του είπε. «Ή τουλάχιστον ξέρω πού να ψάξω για να τη βρω». Αποτραβήχτηκε και την κοίταξε προσεκτικά. «Πού;» «Συχνά έθαβαν τις μούμιες μαζί με φυλαχτά, τυλίγοντάς τα μαζί τους», του είπε. «Ναι, φυσικά. Αλλά για να είναι τόσο πολύτιμη αυτή η κόμπρα, δεν μπορεί να είναι τόσο μικρή όσο ένα φυλαχτό». «Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Κι ούτε είμαι σίγουρη αν ξέρει κάποιος άλλος, αφού αυτή η κόμπρα δεν καταχωρήθηκε ποτέ. Μα αν την αφαίρεσαν από τον τάφο μαζί με τους άλλους θησαυρούς, θα είχε σίγουρα καταχωρηθεί». «Δε σε παρακολουθώ. Λες ότι ίσως να μην είναι φυλαχτό. Τότε;» «Είναι ένα μεγαλύτερο κομμάτι, όμως πιστεύω πως βρίσκεται μαζί με τη μούμια». Ο Μπράιαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Το σώμα του
ιερέα ξετυλίχτηκε». «Κι η μούμια της Χέθρε; Βρίσκεται εδώ ή στο μουσείο;» «Πουθενά. Απ’ όσο γνωρίζουμε, τουλάχιστον. Η μούμια της Χέθρε δε βρέθηκε ποτέ. Ή τουλάχιστον δεν έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα». «Ίσως δεν έχει αναγνωριστεί επειδή εκείνοι που την έθαψαν προσπάθησαν να μην την κάνουν αναγνωρίσιμη. Η χρυσή κόμπρα μπορεί να υπήρξε ένα αντικείμενο με τεράστια δύναμη, όχι μόνο για να κρατήσει μακριά τους τυμβωρύχους αλλά πιθανόν και για να προστατέψει τους ανθρώπους». «Από τι;» «Από τη Χέθρε. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ίσως να φοβούνταν τη δύναμή της. Κι έτσι τη έθαψαν χωρίς στοιχεία αναγνώρισης, αλλά με ένα φυλαχτό που θα τους εξασφάλιζε ότι η Χέθρε δε θα επέστρεφε για να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της εναντίον τους».
Κεφάλαιο 19
Θα πρέπει να κοιμόταν πολύ βαριά, γιατί το χτύπημα στην πόρτα άργησε να την ξυπνήσει. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν αντέδρασε, ώσπου ο ήχος έγινε ενοχλητικός. Τότε κατάλαβε πως χτυπούσαν την πόρτα της δικής της κρεβατοκάμαρας και πως η ίδια κοιμόταν στο δωμάτιο το Μπράιαν. Εκείνος όμως δε βρισκόταν δίπλα της. Πετάχτηκε πάνω, έκλεισε την κρυφή πόρτα, βρήκε μια ρόμπα και πήγε ν’ ανοίξει. Ήταν ο Κόργουιν. «Πρέπει να σας πάω στο δάσος, μις Καμίλ», της είπε. «Τι είπες;» «Πρέπει να ετοιμαστείτε και να σας πάω στο δάσος. Στην αγροικία των αδερφών», εξήγησε με κάποια ανυπομονησία. Η Καμίλ προσπάθησε να μείνει ανέκφραστη, αλλά η καρδιά της βούλιαζε στο στήθος της. Μέσα της αρνιόταν αυτό που έλεγε ο Κόργουιν. Γιατί η Καμίλ είχε πιστέψει ότι ο Μπράιαν νοιαζόταν γι’ αυτήν. Ότι την είχε ανάγκη. Εκείνος όμως ποτέ δεν το είπε αυτό. Και τώρα η Καμίλ ένιωθε ανόητη, μια παγωνιά τύλιγε την καρδιά της. Ο Μπράιαν είχε πει την αλήθεια. Την απλή αλήθεια. Ήταν κόμης. Κι εκείνη μια κοινή κοπέλα. Φυσικά νοιαζόταν γι’ αυτήν. Αλλά σίγουρα πολλοί άντρες σαν αυτόν είχαν ψυχαγωγηθεί με κοινές θνητές κοπέλες! «Στο δάσος». Ο Κόργουιν έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του και κοίταξε την ώρα. «Σε μία ώρα, μις Καμίλ;» Του έγνεψε καταφατικά, συλλογισμένη. Μία ώρα! Κι ύστερα θα την έστελνε στο δάσος, σαν... ένα ανεπιθύμητο παιδί. Έγινε έξω φρενών. Ώστε λοιπόν ο κόμης του Καρλάιλ, όποια κι αν ήταν τα κίνητρά του, ήθελε να διώξει την Καμίλ από το κάστρο του. Πολύ καλά. «Μία ώρα, εντάξει, Κόργουιν. Τι θα γίνει με τον Τρίσταν και τον Ραλφ;»
«Ο σερ Τρίσταν είπε πως θα σας ακολουθήσει όπου κι αν πάτε, δεν τον νοιάζει πού θα είναι αυτό». «Η αγροικία στο δάσος δεν είναι και τόσο μεγάλη, έτσι δεν είναι, Κόργουιν;» «Α, ο σερ Τρίσταν κι ο άνθρωπός του θα είναι μια χαρά. Υπάρχει ένα πολύ άνετο δωμάτιο στον αχυρώνα, μις». «Μαζί με τα ζώα;» «Ω, όχι, δεν υπάρχουν ζώα! Οι αδερφές δε χρειάζεται να φροντίζουν ζώα, μις. Έχουν ένα παιδί ν’ αναθρέψουν!» Ούτε ζώα ούτε άλογα... Μόλις η Καμίλ βρισκόταν εκεί, θα ζούσε σαν κανονική εξόριστη. «Κι ο Άλεξ;» ρώτησε. «Μις Καμίλ, τα πηγαίνει πολύ καλά. Αύριο θα φροντίσουν να τον στείλουν πάλι στο σπίτι του». «Σε μία ώρα λοιπόν, Κόργουιν. Σ’ ευχαριστώ», του είπε συναινώντας. Κι ύστερα έκλεισε την πόρτα, ενώ το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Είχε στη διάθεσή της μία ώρα. Δίστασε μόνο για μια στιγμή. Κοίταξε τριγύρω της. Φυσικά δεν είχε αποσκευές να ετοιμάσει. Της τα είχαν παραχωρήσει όλα εκεί, στο κάστρο, κι όποιος τη γνώριζε καλά θα ήξερε πως η Καμίλ δε σκόπευε να πάρει τίποτα μαζί της. Όμως θα περίμεναν να τη δουν να μεταφέρει κάτι. Ο κόμης δεν την έστελνε πίσω στο σπίτι της, αλλά σε μια αγροικία στο δάσος. Άνοιξε γρήγορα την πόρτα. «Κόργουιν!» Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ στο διάδρομο. «Θα... θα πρέπει να πάρω μερικά ρούχα, μάλλον. Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου βρεις ένα σάκο ή κάτι τέτοιο;» Ο Κόργουιν φάνηκε πολύ ανακουφισμένος κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, ναι, φυσικά, μις Καμίλ Αμέσως». Επέστρεψε γρήγορα. Κι ύστερα η Καμίλ πλύθηκε και ντύθηκε βιαστικά, πέταξε μερικά πράγματα μέσα στην τσάντα κι έγραψε στα γρήγορα ένα σημείωμα που άφησε πάνω στο κρεβάτι. Ύστερα μισάνοιξε την
πόρτα. Αναστέναξε ανακουφισμένη. Ο διάδρομος ήταν άδειος. *** Ο Μπράιαν χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Την επόμενη στιγμή είδε το μάτι μέσα από τη μικροσκοπική τρύπα και μετά η πόρτα άνοιξε. «Λοιπόν;» ζήτησε να μάθει ο σερ Τζον. «Μαθεύτηκε παντού. Ο Σέλμπι ανακοίνωσε πως είσαι νεκρός, πως σε δάγκωσε μια κόμπρα. Όποιος έβαλε το φίδι στο διαμέρισμά σου θα πιστέψει πως πέθανες. Οι εφημερίδες θα δημοσιεύσουν την είδηση του θανάτου σου. Άρα το μόνο που απομένει είναι να περιμένουμε να δούμε ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις. Όποιος κι αν κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά, θα αρχίσει ν’ αδημονεί. Στη διάρκεια του χτεσινού δείπνου κάποιοι βρίσκονταν στις κρύπτες. Αυτό δεν είναι κάτι νέο, ξέρω πως κάποιος μπαινοβγαίνει, αφού υπάρχει κρυφή σήραγγα, όπως υποπτευόταν ο πατέρας μου. Αλλά τώρα η είσοδος έχει χτιστεί». Σώπασε για λίγο. «Χτες βράδυ κάποιος πέταξε την Καμίλ από τις σκάλες». Ο σερ Τζον τα έχασε. «Καμίλ! Θεέ μου, ελπίζω να είναι καλά το κορίτσι...» «Είναι καλά, σερ Τζον. Και φρόντισα να τη μεταφέρουν αλλού, ώστε να μην ξαναγίνει άλλη απόπειρα εναντίον της». «Είσαι σίγουρος;» Ο σερ Τζον φαινόταν ιδιαίτερα νευρικός. «Τώρα βρίσκεται ήδη εκεί;» «Θα πάει σύντομα. Κι επίσης υπάρχουν αστυνομικοί στην πύλη του κάστρου». Ο Μπράιαν είχε φύγει χωρίς να της πει άλλη λέξη. Είχε δώσει οδηγίες στον Κόργουιν να τη μεταφέρουν στο σπίτι των αδερφών, στο δάσος. Κι είχε τονίσει στον Κόργουιν να τη μεταφέρει εκεί είτε με το καλό είτε με το ζόρι. Ο σερ Τζον έγνεψε καταφατικά. «Κι ο Λακρουάς;» «Πιστεύω πως η είδηση του θανάτου σου τον τρόμαξε κι αυτόν, δεν ξέρω όμως αν τρόμαξε αρκετά ώστε να μιλήσει στην αστυνομία ή σ’ ε-
μένα. Άνθρωποι σαν τον Λακρουάς δεν ανοίγονται εύκολα. Και, φυσικά, η κοινωνική του θέση στη Γαλλία μπορεί να καλύπτει τις ενέργειές του». «Δεν μπορείς απλώς να... τον απειλήσεις;» πρότεινε ο σερ Τζον με ελπίδα. «Ναι. Αλλά ήθελα πρώτα να τρομάξει πραγματικά. Και ξέρεις καλά πως όσα είπα είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Ξέρω πως δεν ήθελες να πιστέψεις ότι οι γονείς μου δολοφονήθηκαν, αλλά αν μπορείς να θυμηθείς κάτι, οτιδήποτε που δε μου έχεις πει, έχω ανάγκη να το ακούσω». Ο σερ Τζον αναστέναξε και του έδειξε να καθίσουν στις πολυθρόνες του νοικιασμένου δωματίου. «Υπάρχει ένας αστυνομικός έξω από την πόρτα, σωστά;» ρώτησε ταραγμένος. «Αν δεν είχες έρθει την κατάλληλη στιγμή... Νόμιζα πως ήμουν προετοιμασμένος. Είχα έτοιμο το παλιό μου όπλο στο συρτάρι αλλά δεν είδα το φίδι. Αν δεν το είχες πυροβολήσει...» «Σερ Τζον, αυτά τελείωσαν τώρα. Πρέπει να μου μιλήσεις». «Εκείνη τη μέρα...» Ο σερ Τζον έγειρε πίσω και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Ε, ξέρεις τ συμβαίνει ύστερα από κάθε ανακάλυψη. Όλοι είναι ενθουσιασμένοι. Κι υπήρχαν τόσο πολλοί θησαυροί! Πολλά κομμάτια περιφράχτηκαν για να δοθούν στο μουσείο του Καΐρου κι ο πατέρας σου πλήρωσε ένα απίθανο ποσό για όσα σκόπευε να πάρει από τη χώρα, ακόμα περισσότερα χρήματα απ’ όσα συνηθίζονταν». «Ήταν δίκαιος σε όλες τις δοσοληψίες του», είπε ο Μπράιαν. «Ναι, ένας εξαίρετος ευπατρίδης της Αγγλίας, αληθινά εξαίρετος άντρας. Μου λείπει οδυνηρά». «Σ’ ευχαριστώ. Παρακαλώ όμως, συνέχισε». «Λοιπόν... δουλέψαμε σκληρά και συσκευάστηκαν σχεδόν τα πάντα. Οργανώναμε ένα πανηγυρικό δείπνο για κείνο το βράδυ, αργά φυσικά, όλοι είχαμε ανάγκη από ένα γερό μπάνιο πρώτα!» «Φύγατε μαζί από την τοποθεσία της ανασκαφής;»
«Όχι, ο Όμπρι έφυγε πρώτος. Είχε κάνει όλη τη βαριά δουλειά κι ήταν εξαντλημένος. Είπε πως ήθελε να ξαπλώσει λίγο. Κι ύστερα ο Άλεξ. Ο Άλεξ ήταν ανέκαθεν κάπως ευαίσθητος. Είχ αρρωστήσει και μολονότι δε δούλευε πολύ στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, έδειχνε να έχει τα χάλια του. Ήθελε κι εκείνος να ξεκουραστεί. Ο Χάντερ ήταν ακριβώς πίσω του. Όσο για τον λόρδο Γουίμπλι... ω, περίμενε! Ο λόρδος Γουίμπλι είχε φύγει πρώτος. Ήθελε να ταχυδρομήσει ένα γράμμα, είπε πως ήταν πολύ σημαντικό. Η Ίβλιν κι εγώ μείναμε πίσω με τους γονείς σου και τους Αιγύπτιους συναδέλφους, ώσπου έφυγε και το τελευταίο κιβώτιο. Χωριστήκαμε στο κέντρο του Καΐρου. Η Ίβλιν φυσικά έφυγε με τους γονείς σου κι εγώ επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Είχαν εγκατασταθεί σ’ ένα παλιό παλάτι, ξέρεις, το οποίο είχε ανακαινιστεί μόνο για Άγγλους επισκέπτες, σαν εμάς. Η Ίβλιν έμενε στη μικρή αγροικία του επιστάτη». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Στ’ αλήθεια, νομίζω ότι θα πρέπει να μιλήσεις με την Ίβλιν. Εκείνη τους βρήκε». «Όμως συναντηθήκατε στο εστιατόριο για το γιορταστικό σας δείπνο, έτσι;» «Ναι, εμείς οι υπόλοιποι. Ώσπου... έφτασε η Ίβλιν με κάποιους άντρες απ’ την πρεσβεία. Καημένη γυναίκα, ήταν συντετριμμένη». «Ο Χάντερ βρισκόταν μαζί σας μέχρι τέλους;» «Ναι». «Αλλά και πάλι έφυγε πριν από σας;» Ο σερ Τζον σήκωσε το χέρι του. «Ναι, ναι, σου τα είπα αυτά». «Ποιος έφτασε πρώτος στο εστιατόριο;» «Εγώ». Μόρφασε. «Πεινούσα αρκετά και δεν πίστευα ότι θ’ αντέξω να μείνω για πολλή ώρα ακόμα ξύπνιος!» «Και μετά;» «Ω Μπράιαν, πάει τόσος καιρός!» «Σε παρακαλώ, σερ Τζον». «Εντάξει. Για να σκεφτώ... Μήπως ήταν ο Όμπρι εκείνος που έφτα-
σε πρώτος; Ναι, ναι ήταν ο Όμπρι. Όχι! Ο Άλεξ. Τώρα θυμάμαι, γιατί μιλούσαμε για τη θέση του στο μουσείο. Ύστερα ήρθαν ο Όμπρι, ο Χάντερ κι ο λόρδος Γουίμπλι. Ο λόρδος Γουίμπλι έφτασε τελευταίος». Κούνησε πάλι τ κεφάλι του εδώ κι εκεί. «Δεν ξέρω σε τι θα σου χρησιμέψουν όλα αυτά». «Προσπάθησε να θυμηθείς. Ποιον είδες τη μέρα που βρήκες το απόκομμα της εφημερίδας πάνω στο γραφείο σου;» «Ο Όμπρι βρισκόταν στο μουσείο. Αλλά δεν είμαι σίγουρος για τους υπόλοιπους. Ήσουν κι εσύ εκεί, ξέρεις. Κι η Καμίλ, φυσικά. Και...» Σώπασε, πήρε ύφος προβληματισμένο, ύστερα αναστέναξε. «Αρνιόμουν να πιστέψω ότι εκείνοι οι θάνατοι μπορεί να είχαν προκληθεί σκόπιμα. Από τη μέρα όμως που ήρθε η Καμίλ στο κάστρο κι έδειξε να σε πιστεύει, άρχισα να συνειδητοποιώ πως ήμουν καχύποπτος απ’ την αρχή». «Ποιον όμως υποψιαζόσουν στ’ αλήθεια, σερ Τζον;» Ο σερ Τζον δίστασε. «Υπήρξαν ένα δυο πράγματα...» είπε. «Σε εκλιπαρώ, μίλησέ μου γι’ αυτά». «Μα μπορεί να κάνω λάθος!» «Ναι, αν όμως μοιραστείς μαζί μου τις σκέψεις σου...» «Πιστεύω ότι ο λόρδος Γουίμπλι είχε ένα χρέος σε κάποιον. Σοβαρό χρέος. Φυσικά όμως αυτό είναι γελοίο! Μιλάμε για τον λόρδο Γουίμπλι». «Ναι, είναι χρεωμένος», συμφώνησε ο Μπράιαν. «Αλλά ο Γουίμπλι σιχαίνεται όλων των ειδών τα φίδια. Στην πραγματικότητα μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να τα χειριστεί». «Ο Όμπρι Σάιζμορ». Ο σερ Τζον έγνεψε καταφατικά. *** Κατά τρόπο θαυμαστό η Καμίλ κατάφερε να διασχίσει κρυφά το διάδρομο, να κατέβει τις σκάλες και να περάσει μέσα από την αίθουσα χορού δίχως να τη δει ψυχή. Έτρεμε μια πιθανή συνάντηση με την ΊΒλιν,
ευτυχώς όμως δεν την είδε πουθενά. Η αλήθεια είναι ότι το κάστρο φαινόταν έρημο. Από την αίθουσα χορού τρύπωσε στο παρεκκλήσι κι από κει στις κρύπτες. Τα σκαλοπάτια ήταν κατασκότεινα. Όποια δουλειά κι αν είχαν κάνει εκεί ο Σέλμπι κι ο Κόργουιν, την είχαν ολοκληρώσε την προηγούμενη νύχτα. Η Καμίλ ένιωσε περήφανη που είχε την πρόνοια να πάρει μαζί της μια λάμπα και μ’ αυτήν αναμμένη κατέβαινε τώρα εύκολα την ελικοειδή σκάλα. Μόλις έφτασε κάτω κινήθηκε όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα μπορούσε. Αλλά τα κιβώτια ήταν πάρα πολλά! Δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανοίγει ένα ένα τα καπάκια. Αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Ήταν σίγουρη ότι ο Μπράιαν τα είχε ήδη ψάξει όλα. Τουλάχιστον δέκα από τα μεγάλα κιβώτια περιείχαν μούμιες. Δεν είχε παρά να... ξετυλίξει καθεμιά απ’ αυτές, δουλειά που θα έκανε πολλούς αιγυπτιολόγους ν’ ανατριχιάσουν από φρίκη. Η Καμίλ όμως είχε αποφασίσει ότι οι παρούσες ζωές άξιζαν πολύ περισσότερο από την ιστορία. Κι έτσι ξεκίνησε να δουλεύει συστηματικά, μέσα σε φτερνίσματα αλλεργίας από την αρχαία σκόνη και την αποσύνθεση. Θα μπορούσε ν’ αποκλείσει τις αρσενικές μούμιες, όμως δε φαινόταν να υπάρχουν τέτοιες. Αντίθετα, ήταν σίγουρη πως είχε πέσει πάνω στο χαρέμι του μεγάλου ιερέα. Σήκωσε το ρολόι στο μενταγιόν της και κοίταξε την ώρα. Ο χρόνος της τελείωνε. Σύντομα θ’ άρχιζαν να την αναζητούν. Η Καμίλ ευχήθηκε πως το σημείωμά της θα γινόταν πιστευτό. Είχε ακόμα άλλες τρεις μούμιες κι ύστερα δε θα είχε πια καμία σημασία. Η μούμια της Χέθρε θα βρισκόταν στο μουσείο κι η Καμίλ θα σταματούσε την αναζήτηση. Δίστασε. Η ανακάλυψή της δε θα ξεσκέπαζε το δολοφόνο, αλλά θα σταματούσε την απόπειρα της κλοπής και πιθανόν θ’ απέτρεπε νέες δολοφονίες. ***
Η άμαξα διέσχιζε κροταλίζοντας τους δρόμους, ώσπου τελικά έφτασε στην αστική κατοικία του λόρδου Γουίμπλι. Ο Μπράιαν άφησε τον Σέλμπι μόνο του και κατέβηκε να χτυπήσει την πόρτα. Ο υπηρέτης του λόρδου, ο Ζακ, άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε τον Μπράιαν με καχυποψία, όμως είχ λάβει άψογη εκπαίδευση στο ρόλο του, σαν δεξί χέρι του λόρδου Γουίμπλι. «Λόρδε Στέρλινγκ. Ο λόρδος Γουίμπλι αναπαύεται, λυπάμαι. Είχατε κάποιο ραντεβού;» «Όχι». Ο Μπράιαν πέρασε μέσα αναγκάζοντας τον υπηρέτη να παραμερίσει. «Λόρδε Στέρλινγκ! Σας είπα, ο λόρδος Γουίμπλι δεν έχει σηκωθεί, αναπαύεται ακόμα στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του! Δε με κάλεσε ούτε μία φορά σήμερα το πρωί». Ο Μπράιαν δίστασε για μια στιγμή, ύστερα ξεκίνησε για τις σκάλες. «Λόρδε Στέρλινγκ!» φώναξε έντρομος ο Ζακ κι έτρεξε πίσω του. «Κάνε πίσω!» τον προειδοποίησε ο Μπράιαν κι άνοιξε με ορμή την πόρτα. Όπως το φοβόταν, ο λόρδος Γουίμπλι κειτόταν στο πάτωμα. Ο Μπράιαν διέσχισε το δωμάτιο προσέχοντας τα βήματά του. Πίσω του ο Ζακ έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή. «Πάψε!» τον διέταξε ο Μπράιαν κι έσκυψε πάνω από το σώμα του λόρδου για να βρει το σφυγμό του. Όμως η καρδιά του λόρδου Γουίμπλι είχε από ώρα πάψει να χτυπάει. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και το κουδούνι που θα μπορούσε να καλέσει τον Ζακ είχε πέσει μερικά εκατοστά μακριά από το χέρι του. Ήταν νεκρός από ώρες. Ο Μπράιαν εξέτασε το πτώμα επιμελώς κι ύστερα σηκώθηκε. Ο Ζακ άρχισε πάλι να ουρλιάζει. «Η κατάρα! Ω Θεέ μου, η κατάρα! Μια κόμπρα... τον δάγκωσε μι κόμπρα! Θεέ και Κύριε, υπάρχουν φίδια στο σπίτι. Πρέπει να φύγω, πρέπει...» «Ζακ, σταμάτα!» του είπε πάλι ο Μπράιαν πιάνοντάς τον από τους
ώμους. «Δεν πέθανε από δάγκωμα φιδιού. Σε διαβεβαιώ, θα έβρισκα σημάδια. Με τον τρόπο που έμεινε ανοιχτό το στόμα του κι έτσι όπως είναι ξαπλωμένος, νομίζω πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα εντελώς διαφορετικό δηλητήριο. Ειδοποίησε την αστυνομία. Γρήγορα. Μ’ ακούς; Βρες τον ντετέκτιβ Κλάνσι στο αστυνομικό τμήμα. Αυτός ο θάνατος μοιάζει με καρδιακή προσβολή, όμως πρέπει να γίνει νεκροψία. Ο Γουίμπλι δολοφονήθηκε». «Δολοφονήθηκε! Ω Θεέ μου! Δολοφονήθηκε. Όμως ήμουν στο σπίτι διαρκώς, απ’ όταν επέστρεψε ο λόρδος χτες βράδυ. Κανείς δεν μπήκε, λόρδε Στέρλινγκ, κανείς. Ω Θεέ μου! Ο λόρδος Γουίμπλ είναι νεκρός! Ω!... Ήμουν εδώ. Θα νομίσουν πως εγώ... Ω, δε θα το έκανα ποτέ αυτό! Τι θα κάνω τώρα; Τι θα σκεφτεί η αστυνομία; Θα με συλλάβουν! Είναι η κατάρα! Ο λόρδος έπρεπε να είχε μείνει στην Αίγυπτο!» «Ήταν νεκρός πριν έρθει στο σπίτι, απλώς δεν το ήξερε», είπε ο Μπράιαν. «Η αστυνομία δεν πρόκειται να σε συλλάβει. Κι εγώ τώρα πρέπει να φύγω. Κάνε ό,τι σου είπα, Ζακ. Τώρα!» Ο Μπράιαν κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες κι όρμησε έξω από το σπίτι. Ήξερε ποιος έκανε τις δολοφονίες και για ποιο λόγο. Έπρεπε όμως να κινηθεί γρήγορα. *** Άλλη μια μούμια, βιαστικά και πρόχειρα ξετυλιγμένη. Οι αληθινοί ιστορικοί μελετητές θα έπρεπε να τη θεωρούν άξια βασανισμού για τα επόμενα διακόσια χρόνια. Η Καμίλ άρχισε να ξετυλίγει την τελευταία. Πριν ακόμα αρχίσει ένιωσε ένα ρίγος ενθουσιασμού. Η βαλσάμωση είχε γίνει με φροντίδα, φίνα λινά υφάσματα κι εξαιρετική ρητίνη. Η μάσκα που είχε τοποθετηθεί πάνω από το πρόσωπο ήταν αυτή ενός αγοριού, όμως η μούμια δεν ανήκε σε άντρα, όποιο κι αν ήταν το τέχνασμα των βαλσαμωτών. Το ύφασμα περιτύλιξης είχε συσσωρευτεί το περισσότερο στο στήθος, πιθανόν για να φαίνεται επίπεδο, ή ίσως για να κρυφτεί το γεγονός πως κάτι άλλο είχε τυλιχτεί κάτω από τις ταινίες. Ήταν τόσο αφοσιωμένη στη δουλειά της, που δεν άκουσε τα βήματα
στη σκάλα. Κι αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι την παρακολουθούσαν. Πήρε ένα ψαλίδι κι έκοψε τις υφασμάτινες ταινίες, στο σημείο που είχαν σκληρύνει απ’ το ρετσίνι, κι ύστερα άρχισε να σκίζει το αρχαίο λινό. Μόνο τότε άκουσε τη φωνή κι αντιλήφθηκε πως δεν ήταν μόνη. «Βρήκες κάτι!» Ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Χάντερ να έρχεται πίσω της. Φοβήθηκε. «Όχι... δε νομίζω. Νόμιζα πως μπορούσα ν’ ανακαλύψω κάτι, αλλά, όπως βλέπεις, απλώς τα έκανα όλα μαντάρα. Αν υπήρχε Τμήμα Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων κι αν ο σερ Τζον ήταν ακόμα ζωντανός, σίγουρα θα με απέλυε». Τα μάτια του Χάντερ άνοιξαν διάπλατα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, Καμίλ, είχες δίκιο! Ξέρω τι σκεφτόσουν. Ναι, μα το Θεό! Ήταν μια μάγισσα. Η Χέθρε ήταν μια μάγισσα, που τη λάτρευαν αλλά και τη μισούσαν. Και θάφτηκε έτσι όπως θάφτηκε επειδή ήθελαν η ψυχή της να κλειδωθεί μέσα στον κόσμο των νεκρών!» Σώπασε. «Να το!» Η Καμίλ πράγματι το είχε βρει, όμως ήταν ο Χάντερ που τράβηξε το αντικείμενο μέσα από το στήθος της μούμιας. Οι αιώνες δεν είχαν αφαιρέσει ούτε στο ελάχιστο τη μεγαλοπρέπειά του. Δεν ήταν το χρυσάφι πάνω στο γλυπτό, ήταν οι πολύτιμες πέτρες. Αναπαριστούσε την κόμπρα με το λαιμό της φουσκωμένο. Τα μάτια ήταν πελώρια κι άστραφταν στο χρώμα των πετραδιών τους. Στο λαιμό όμως του ερπετού λαμπίριζαν διαμάντια, ζαφείρια και ρουμπίνια, όλα δεμένα μεταξύ τους. Ο Χάντερ βρισκόταν δίπλα της. Η Καμίλ έπρεπε να φύγει από την κρύπτη, μακριά του, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Καμίλ!» της ψιθύρισε. Δεν την κοιτούσε. Είχε μαγευτεί από το μεγαλειώδες αντικείμενο. Η Καμίλ απομακρύνθηκε από κοντά του κι εκείνος δεν έδειξε να το προσέχει.
«Χάντερ, τι κάνεις εδώ;» «Τι πράγμα;» Τότε την ξανακοίταξε. «Ήρθα να δω τον Μπράιαν, να τον πιέσω να με ενημερώσει για όσα συμβαίνουν». «Κι έτσι... ήρθες στις κρύπτες;» Της χαμογέλασε. Το χαμόγελό του την τρομοκράτησε. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Στην πύλη όμως υπήρχε αστυνομία. Δήλωσα τι ήθελα και με άφησαν να περάσω». «Δεν είναι κανείς επάνω;» «Δεν ανέβηκα επάνω». «Ήρθες κατευθείαν εδώ;» «Ναι». «Γιατί;» «Επειδή...» «Έι! Ποιος είναι εκεί;» Η φωνή από την κορυφή της σκάλας ανακούφισε την Καμίλ τόσο πολύ, ώστε άρχισε να τρέμει. Έφυγε γρήγορα μακριά από τον Χάντερ. «Εδώ κάτω, Άλεξ!» φώναξε. Συνέχισε να οπισθοχωρεί μακριά από τον Χάντερ ενώ ο Άλεξ άρχισε να κατεβαίνει. Φορούσε ένα καθημερινό κοστούμι και κουβαλούσε ένα μικρό σακίδιο. Ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι του. Ένιωθε αρκετά καλά και μια και τους έδιωχναν όλους από το κάστρο, ετοιμάστηκε κι εκείνος να φύγει. Η Καμίλ βρέθηκε μεταξύ των δύο αντρών. Ο Άλεξ στεκόταν περίεργος στη σκάλα. Η Καμίλ γύρισε προς τον Χάντερ που κρατούσε την κόμπρα πίσω από την πλάτη του. «Άλεξ», του είπε νιώθοντας άρρωστη, «κάλεσε τον Κόργουιν, σε παρακαλώ!» Ο Χάντερ συνοφρυώθηκε. «Άλεξ!» Η Καμίλ άρχισε ν’ ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα. Μα ο Άλεξ της έκλεισε το δρόμο. «Καμίλ! Φύγε από κοντά του!» την προειδοποίησε ο Χάντερ. Και τότε ο Άλεξ χαμογέλασε. «Α, ναι! Ο μεγάλος και περιπετειώδης ε-
ξερευνητής, ο πάντα γοητευτικός σερ Χάντερ Μακντόναλντ! Πόσο βολικό είναι που βρίσκεσαι εδώ!» Σοκαρισμένη η Καμίλ έκανε αυτό που της είπε ο Χάντερ κι άρχισε να πισωπατεί. «Άλεξ, πάντα ήξερα πως ήσουν αξιοθρήνητος. Απλώς δεν ήξερα πόσο άθλιος και φονικός μπορούσες να γίνεις!» του είπε ο Χάντερ. «Φονικός, ναι, καλέ και γενναίε ιππότη και φίλε μου!» είπε ο Άλεξ φτύνοντας τις λέξεις. «Βλέπω ότι βρήκες το θησαυρό μου, Καμίλ. Χάντερ, φέρ’ το εδώ». «Άλεξ, αν δε φύγεις τώρα αμέσως από τη μέση», προειδοποίησε ο Χάντερ, «θα ξεριζώσω την καρδιά μέσα από το στήθος σου». «Θα το κάνεις, αλήθεια;» Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου ο Άλεξ άρπαξε την Καμίλ απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε κοντά του. Την ίδια στιγμή άφησε να του πέσει η τσάντα που κρατούσε κάνοντας το ζωντανό περιεχόμενό της να ξεχυθεί στις σκάλες. Μια ντουζίνα κόμπρες γλίστρησαν σφυρίζοντας στο πάτωμα, ακριβώς στα πόδια της Καμίλ. Εκείνη ούρλιαξε καθώς ο Άλεξ την κόλλησε πάνω του ενώ την ίδια στιγμή έσκυβε κι άρπαζε απ’ το λαιμό ένα από τα εξαγριωμένα πλάσματα με τα απειλητικά δόντια γυμνά στο ορθάνοιχτο στόμα του. Έφερε τα δόντια κοντά στο λαιμό της Καμίλ. «Θα πάρω εγώ το θησαυρό τώρα, Χάντερ», είπε. «Πέταξέ τον! Ύστερα θα πετάξω κάτω αυτό και θα σας αφήσω μόνους. Τουλάχιστον έτσι θα έχετε μια ευκαιρία να παλέψετε». Ο Χάντερ πέταξε την κόμπρα με τα πολύτιμα πετράδια. Ο Άλεξ αναγκάστηκε να ρίξει το φίδι κάτω ώστε ν’ αρπάξει το αντικείμενο στον αέρα. Έσπρωξε την Καμίλ μακριά. Εκείνη ούρλιαξε καθώς έπεφτε πάνω στα φίδια. *** Αντί για την άμαξά του ο Μπράιαν πήρε ένα από τα εκλεκτά άλογα του λόρδου Γουίμπλι κι έδωσε οδηγίες στον Σέλμπι. Ύστερα κάλπασε
γρήγορα ως το κάστρο Καρλάιλ και καθώς πλησίαζε εκεί βλαστήμησε τους προγόνους του. Ένα κάστρο περιτειχισμένο, περικυκλωμένο από μια τάφρο! Από τα ψηλά τείχη μπορούσαν κάποτε να ρίξουν καυτό λάδι πάνω στα κεφάλια των εχθρών τους. Σήμερα όμως το κάστρο είχε γίνει ευπρόσβλητο. Στις πύλες σταμάτησε για να μιλήσει σ’ έναν από τους αστυνομικούς φρουρούς. «Έφυγε ο άνθρωπός μου με τη μις Μοντγκόμερι;» «Όχι, λόρδε Στέρλινγκ. Όμως ο σερ Χάντερ Μακντόναλντ βρίσκεται στο κάστρο. Του είπα πως λείπατε. Είπε πως ήταν σημαντικό και πως θα σας περίμενε». Ο Μπράιαν δεν είπε τίποτα περισσότερο, σπιρούνιασε το κατάκοπο άλογό του κι όρμησε στο δασωμένο μονοπάτι, τραβώντας προς την κινητή γέφυρα και το σπίτι. *** Με κάποιο τρόπο η Καμίλ προσπέρασε τα φίδια κι ήρθε πίσω από τα κιβώτια με τις μούμιες για να σταθεί δίπλα στον Χάντερ. Τότε άκουσαν τη φωνή. «Καμίλ!» Ο Άλεξ σταμάτησε εκεί που βρισκόταν στη σκάλα και χαμογέλασε. «Στέρλινγκ!» φώναξε. «Στέρλινγκ, βοήθεια! Βοήθησέ μας! Είναι ο Χάντερ! Έχει τρελαθεί, προσπαθεί να μας σκοτώσει!» «Όχι!» ξεφώνισε η Καμίλ. «Μπράιαν, μην κατέβεις εδώ...» Πολύ αργά. Ο Μπράιαν βρισκόταν πάνω στη σκάλα και κατέβαινε γρήγορα προσπερνώντας τον Άλεξ... Τότε κοκάλωσε, βλέποντας τα φίδια που σπαρταρούσαν στο πάτωμα. *** «Σκότωσέ τον! Σκότωσε τον Χάντερ!» φώναξε ο Άλεξ. «Μπράιαν, πρόσεχέ τον!» ούρλιαξε η Καμίλ. Πίσω του ο Άλεξ ετοιμαζόταν να σπρώξει τον Μπράιαν προς το
υπόγειο. Η κραυγή της δεν εμπόδισε τον Άλεξ, όμως ο Μπράιαν δεν έπεσε. Συγκρατήθηκε, πιο δυνατός καθώς ήταν από τον Άλεξ, κι αφού τον άρπαξε απ’ τις σκάλες τον έσπρωξε μπροστά. Μα ο Άλεξ δεν έπεσε μόνος του. Πρόλαβε κι άρπαξε τον Μπράιαν από τα πέτα και μαζί κατρακύλησαν στα λίγα σκαλιά που απέμεναν μπροστά τους. «Θεέ και Κύριε! Φέρε κάτι!» φώναξε η Καμίλ στον Χάντερ. «Τι;» Έβαλε το χέρι της μέσα στο κοντινότερο κιβώτιο και ξεκόλλησε την κνήμη μιας μούμιας. Κατά περίεργο τρόπο, μέχρι στιγμής τα φίδια είχαν απομακρυνθεί από τους άντρες που πάλευαν. Από στιγμή σε στιγμή θα εξαφανίζονταν όλα τους πίσω από κιβώτια, κάτω από τα γραφεία... Ειδάλλως θ’ άρχιζαν να επιτίθενται. Ο Άλεξ, αν και πιο αδύναμος, ήταν πολύ απελπισμένος. Πρόλαβε και τράβηξε ένα μαχαίρι μέσα από κάποια τσέπη του και το πλησίασε στο λαιμό του Μπράιαν. Οι δυο τους πάλεψαν μανιασμένα, ώσπου τα δάχτυλα του Μπράιαν τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από τον καρπό του Άλεξ. Μία από τις κόμπρες σύρθηκε κοντά τους και υψώθηκε σε στάση αμυντική. «Όχι!» στρίγκλισε η Καμίλ κι αφού όρμησε μπροστά χτύπησε το ζώο με το μουμιοποιημένο πόδι. Το μαχαίρι έπεσε από το χέρι του Άλεξ. Ο Μπράιαν σηκώθηκε στα πόδια του κι έσυρε τον Άλεξ δίπλα του. Εκείνος πήγε ν’ αρπάξει τη λεπίδα αλλά ο Μπράιαν τον έσπρωξε δυνατά. Ο Άλεξ έπεσε πίσω, χτύπησε με δύναμη στον τοίχο και βούλιαξε στο πάτωμα. Ακριβώς δίπλα σε μία από τις κόμπρες. Εκείνη σφύριξε και του επιτέθηκε, βρίσκοντάς τον στο λαιμό. Ο Άλεξ σχεδόν πήγε να χαμογελάσει. Τότε όμως η κόμπρα τον χτύπησε ξανά κι ύστερα ξανά και ξανά. Ο Άλεξ έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή. Κι ύστερα σώπασε. Η Καμίλ παρακολουθούσε έντρομη. «Καμίλ!» Ο Χάντερ ήρθε δίπλα της, κλοτσώντας μακριά κάτι που είχε πλησιάσει επικίνδυνα τα πόδια της.
«Βγείτε έξω, τώρα!» φώναξε ο Μπράιαν κι ύστερα έβγαλε ένα όπλο κι άρχισε να σημαδεύει και να πυροβολεί ένα ένα τα φίδια. Οι πυροβολισμοί τράνταζαν τον αέρα. Ανοίχτηκε ένα μονοπάτι κι η Καμίλ άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, με τον Χάντερ ξοπίσω της. Στην πρώτη στροφή της σκάλας γύρισε απότομα να κοιτάξει πίσω της κι ο Χάντερ έπεσε πάνω της. «Μπράιαν!» στρίγκλισε. Ένας ακόμα πυροβολισμός έσκισε τον αέρα. Μια στιγμή αργότερα ο Μπράιαν βρέθηκε πίσω της και την έσπρωχνε βίαια ν’ ανέβει τα υπόλοιπα σκαλιά. Και μάλιστα βάζοντάς της τις φωνές! «Πότε, για το Θεό, θα μάθεις επιτέλους να με ακούς;» «Σε άκουσα!» του φώναξε κι εκείνη. «Μία ώρα... ο Κόργουιν μου έδωσε μία ώρα. Απλώς σκέφτηκα ν’ αξιοποιήσω το χρόνο μου και... Ω Θεέ μου!» Έπεσε στην αγκαλιά του. «Πώς διάβολο ήξερες πως δεν έπρεπε να σκοτώσεις εμένα;» ζήτησε να μάθει ο Χάντερ. «Είναι μεγάλη ιστορία. Και δεν ξέρω τι μπορεί να βρούμε ακόμα στο υπόλοιπο σπίτι. Ελάτε, πρέπει να βρούμε τους άλλους. Ύστερα θα μιλήσουμε». *** Ο επιτακτικός τρόπος του Μπράιαν ξύπνησε νέο πανικό μέσα στην Καμίλ. Με τον Χάντερ πάντα πίσω της έτρεξε πάνω στις σκάλες. Άκουσε τα βροντοχτυπήματα στην πόρτα καθώς πλησίαζε το δωμάτιο του Τρίσταν. Κάποιος προσπαθούσε να τη σπάσει, χτυπώντας την προφανώς με μια καρέκλα. Ο Τρίσταν κραύγαζε δυνατά, ζητώντας βοήθεια από τη μια και βρίζοντας την Ίβλιν από την άλλη... αποκαλώντας την προδότρα σκύλα, λεξιλόγιο που δε συνήθιζε να χρησιμοποιεί. Ο Χάντερ τράβηξε το παμπάλαιο μάνταλο κι ο Τρίσταν με τον Ραλφ κουτρουβάλησαν στο διάδρομο. «Πού είναι αυτή;» ρώτησε ο Τρίσταν κρατώντας ακόμα την καρέκλα στα χέρια του. «Μας κλείδωσε μέσα, το ξέρω ότι το έκανε αυτή!»
«Δε σας κλείδωσα εγώ, ανόητε άνθρωπε!» είπε η Ίβλιν Πράιορ πλησιάζοντας στο διάδρομο αναστατωμένη. Ήταν έξω φρενών, τα μάτια της πετούσαν σπίθες. «Εδώ και μία ώρα ήμουν κι η ίδια κλειδωμένη μέσα σε μια λινοθήκη, αν θέλετε να ξέρετε!» Ο Μπράιαν έφτασε πίσω της με ύφος εξαιρετικά ανήσυχο. «Ο Κόργουιν αγνοείται». «Μήπως είναι στους στάβλους;» πρότεινε ο Χάντερ. Ο Μπράιαν κατένευσε βλοσυρός κι έφυγε προς τις σκάλες. Όλοι οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Η αποθήκη ήταν κι εκείνη κλειδωμένη εξωτερικά. Ο Μπράιαν την άνοιξε και όρμησε μέσα, κοιτώντας τριγύρω του. Άκουσαν ένα βογκητό. «Ζει!» είπε με ανακούφιση η Ίβλιν κι έτρεξε πίσω από τον Μπράιαν προς τις αχυρόμπαλες, απ’ όπου είχε ακουστεί το βογκητό. Εκεί βρήκαν τον Κόργουιν που προσπαθούσε ν’ ανασηκωθεί. Μόλις είδε τον Μπράιαν κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, συντετριμμένος. «Σας απογοήτευσα. Ήμουν στο πατάρι... ήρθε πίσω μου και μ’ έσπρωξε. Θα είχα σκοτωθεί αν δεν έπεφτα πάνω στο άχυρο. Ω Ιησού Χριστέ!» αναφώνησε κα σηκώθηκε παραπατώντας. «Σας απογοήτευσα, το κορίτσι...» Η φωνή του έσβησε όταν είδε την Καμίλ. «Δε μείνατε λοιπόν στο δωμάτιό σας, μις». «Είναι πολύ ξεροκέφαλη για ν’ ακούει τι της λένε», είπε ο Μπράιαν. «Ναι, δεν είναι υπέροχο! Πόσο ταιριαστή είναι μια τέτοια γυναίκα για έναν λόρδο Στέρλινγκ!» είπε η Ίβλιν κι η Καμίλ γύρισε έκπληκτη να την κοιτάξει. Η Ίβλιν της χαμογέλασε. «Θα συμπαθούσες πολύ την Άμπιγκεϊλ, καλή μου. Ήταν κι εκείνη ξεροκέφαλη μέχρι το κόκαλο». Η Καμίλ αισθάνθηκε ένα κύμα ενοχής. Χαμογέλασε κι εκείνη, μα δεν της φάνηκε κατάλληλη στιγμή για να πληροφορήσει την Ίβλιν ότι ο λόρδος Στέρλινγκ δεν είχε σκοπό να παντρευτεί μια κοινή θνητή. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Δυσκολεύομαι να... καταλάβω. Ο Άλεξ τα έκανε όλα αυτά; Μα δεν είχε δεχτεί κι ο ίδιος δάγκωμα; Ήταν
άρρωστος, έμενε στο κάστρο. Πού βρήκε τα φίδια; Πώς τα έκανε όλα αυτά; «Ίσως να μη βρούμε ποτέ όλες τις απαντήσεις, έχουμε όμως μερικές», της είπε ο Μπράιαν. «Πρέπει να πούμε στον αστυνομικό στην πύλη να πάει ως το Λονδίνο και να ειδοποιήσει τον ντετέκτιβ Κλάνσι να έρθει εδώ. Ίβι, πρέπει να κάνουμε κάτι με το κεφάλι του καημένου του Κόργουιν». «Θα πάω εγώ στην πύλη», είπε ο Κόργουιν. «Όχι, δε θα πας εσύ», του είπε ο Χάντερ. «Εγώ θα πάω. Είσαι τυχερός που ζεις, φίλε μου». «Κι εσύ το ίδιο», είπε ο Μπράιαν στον Χάντερ. «Σ’ ευχαριστώ», πρόσθεσε. «Δεν ξέρω τι στο δαίμονα γυρεύεις εδώ, σίγουρα όμως βοήθησες αρκετά». «Επιτρέψτε μου να πάω σ’ εκείνο τον αστυνομικό. Νομίζω πως από την περιέργειά μου σύντομα θα εκραγώ». «Ζήτησέ του να φέρουν εδώ και τον σερ Τζον», είπε ο Μπράιαν. «Ο σερ Τζον είναι νεκρός», του θύμισε η Καμίλ. «Μάλλον εννοείς τον λόρδο Γουίμπλι. «Όχι», είπε ο Μπράιαν. «Ο λόρδος Γουίμπλι είναι νεκρός. Ο σερ Τζον ζει και βασιλεύει. Θα σας τα εξηγήσω όλα σύντομα. Κόργουιν, στηρίξου στον ώμο μου. Πρέπει να σε πάμε στο σπίτι». Βοήθησε τον Κόργουιν να σηκωθεί στα πόδια του. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους με την Καμίλ διασταυρώθηκαν. Της χαμογέλασε με απέραντη τρυφερότητα και γεμάτος υποσχέσεις. Εκείνη δίστασε, ύστερα άπλωσε το χέρι και τράβηξε τη μάσκα του. «Αυτό δεν το χρειάζεσαι πια», του είπε. «Τα έχω ακόμα εντελώς χαμένα, φαίνεται όμως πως δε χρειάζονται πια τέρατα για να φρουρούν το κάστρο του Καρλάιλ. Πιστεύω πως η κατάρα λύθηκε».
Κεφάλαιο 20
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς ο Άλεξ μπόρεσε να τα κάνει όλα αυτά», είπε η Καμίλ αργοπίνοντας το υπέροχο τσάι με λίγες σταγόνες μπράντι που είχε φτιάξει η Ίβλιν, νιώθοντας ζεστασιά από τη φωτιά στο τζάκι κι από τη συντροφιά που είχε συγκεντρωθεί μέσα στην αίθουσα. «Και σε ποιον ψιθύριζε κάτω στις κρύπτες όταν μου επιτέθηκε για πρώτη φορά;» «Δεν το κατάλαβες ακόμα;» τη ρώτησε ο σερ Τζον μ’ ένα θλιβερό χαμόγελο στα χείλη του. «Ήταν ο λόρδος Γουίμπλι;» «Ποτέ δε θα μάθουμε την αλήθεια», είπε ο Μπράιαν, που στεκόταν δίπλα στο τζάκι στηρίζοντας τον αγκώνα του πάνω στο ράφι. «Και οι δύο είναι νεκροί. Και μολονότι είχα ακούσει την ιστορία δέκα φορές από δέκα διαφορετικές πηγές, δεν κατάλαβα τι συνέβη παρά μόνο σήμερα το πρωί, καθώς μιλούσα στον σερ Τζον». «Εγώ σε βοήθησα; Σήμερα το πρωί;» «Ήταν η αναφορά σου στην αρρώστια του Άλεξ. Είχα διαβάσει κάτι σχετικό και στο ημερολόγιο της μητέρας μου». «Δε σε καταλαβαίνω», είπε ο σερ Τζον. «Πιστεύω ότι ο Άλεξ ήταν άρρωστος επειδή τότε είχε δεχτεί το πρώτο δάγκωμα. Ίσως ύστερα απ’ αυτό άρχισε να πειραματίζεται με τα φίδια. Γι’ αυτό τόλμησε ν’ αφήσει την κόμπρα να τον δαγκώσει τη βραδιά του φιλανθρωπικού χορού. Ήξερε πως ήταν παρόντες αρκετοί άνθρωποι που θα ήξεραν πώς να του βγάλουν το δηλητήριο. Ίσως και να το ρίσκαρε λίγο, όμως είχε δίκιο σ’ ένα πράγμα. Οι υποψίες μας επικεντρώθηκαν στους άλλους επειδή ο Άλεξ, ο φτωχός υπάλληλος που προσπάθησε να τους σώσει, κόντεψε να πεθάνει από τη γενναιότητά του». «Μα πώς μπόρεσε να φέρει τις κόμπρες σήμερα στο κάστρο;» ρώτησε η
Καμίλ. «Τις προμηθεύτηκε χτες το βράδυ». «Χτες το βράδυ! Μα ήταν εδώ». «Ήταν, σίγουρα; Υπήρχε μεγάλη φασαρία κι αναταραχή. Εσύ είχες φύγει προς το δάσος. Ο Χάντερ κι εγώ ριχτήκαμε ο ένας στον άλλο». «Ο Άλεξ! Ποιος θα το φανταζόταν», μουρμούρισε ο Χάντερ. «Αλλά δεν ήταν μόνος», είπε η Καμίλ. «Συνεργαζόταν με τον λόρδο Γουίμπλι. Γιατί όμως να σκοτώσει τους γονείς σου ο λόρδος Γουίμπλι, ένας ευπατρίδης κι ο ίδιος;» «Οι τίτλοι ευγενείας δεν απαλλάσσουν τους ανθρώπους απ’ τα χρέη», την πληροφόρησε ο Τρίσταν. «Ήταν χαρτοπαίκτης, έτσι δεν είναι, Μπράιαν;» Ο Μπράιαν ένευσε προς τον ντετέκτιβ. «Ο ντετέκτιβ Κλάνσι άρχισε να ψάχνει κάποια αρχεία μετά τον πυροβολισμό του Γκριν στην πλατεία». «Ποιος ήταν ο Γκριν;» ρώτησε η Καμίλ. «Ένα παλιόμουτρο κι αδίστακτος εγκληματίας!» απάντησε ο Τρίσταν. «Ο Ραλφ κι εγώ βάλαμε κ εμείς το χέρι μας σ’ εκείνη την υπόθεση!» καμάρωσε. «Πράγματι, το βάλατε», είπε ο Μπράιαν χαμογελώντας του. «Τι έκανε λέει;» Η Καμίλ κοίταξε επίμονα τον Τρίσταν. «Μα εσύ ήσουν πολύ άρρωστος για να βγεις από το κάστρο! Πότε ανακατεύτηκες σ’ όλα αυτά; Κι εσύ, Μπράιαν! Πώς μπόρεσες να βάλεις σε κίνδυνο τη ζωή του Τρίσταν;» «Αγαπητό μου κορίτσι!» τη διέκοψε ο Τρίσταν. «Είμαι ένας ενήλικος άντρας που πολέμησε στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας. Ο Ραλφ κι εγώ μπορούμε να κουμαντάρουμε μια χαρά τους εαυτούς μας, μην ανησυχείς καθόλου». «Ποτέ δεν είχα σκοπό να τους βάλω σε κίνδυνο», είπε ο Μπράιαν κοιτώντας την Καμίλ. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Όμως σου μοιάζει πολύ, προφανώς, γιατί δε γίνεται να μην ανακατευτεί, κι ας του λένε το αντίθετο!»
«Ίσως θα πρέπει να τα πάρουμε όλα απ’ την αρχή», είπε ο Όμπρι ξεροβήχοντας. «Ο λόρδος Γουίμπλι διαφωνούσε πότε πότε με τον πατέρα σου, Μπράιαν. Κάτι που δεν ήταν σημαντικό, αφού όλοι διαφωνούσαμε τι θα πάει πού, πώς θα γινόταν κάθε ανασκαφή, πώς θ’ αντιμετωπίζαμε τις αιγυπτιακές αρχές και τους αρχαιοσυλλέκτες, τη γαλλική επιρροή... πολλά πράγματα. Ήταν φυσικό. Καμία αποστολή, εξάλλου, δε στερείται τέτοιων συζητήσεων». «Διαφώνησα κι εγώ με τον πατέρα σου», παραδέχτηκε ο Χάντερ. «Ήταν πεποίθησή μου ότι νοιαζόταν υπερβολικά για την απόδοση της αιγυπτιακής ιστορίας στους Αιγυπτίους». «Φαντάσου», μουρμούρισε ξερά η Καμίλ. «Πιστεύω», είπε ο σερ Τζον, «ότι ο πατέρας σου πλήρωσε μερικές φορές το χρέος του λόρδου Γουίμπλι. Μία μέρα πριν πεθάνουν, η λαίδη Άμπιγκεϊλ είχε ενθουσιαστεί με κάτι που νόμισε πως είχε διαβάσει σε μια από τις επιγραφές». «Κάτι σχετικό με μια χρυσή κόμπρα;» ρώτησε η Καμίλ. «Τότε δεν ήξερα. Τώρα ξέρω, φυσικά. Κι ο Άλεξ θα πρέπει να ήταν μαζί της όταν το διάβασε. Συνεπώς γνώριζε την ύπαρξη της κόμπρας... όπως γνώριζε επίσης ότι δεν είχε καταχωρηθεί στον κατάλογο των ευρημάτων. Δεν είχε παρά να ψάξει κι ήταν πεπεισμένος πως θα την έβρισκε», είπε ο σερ Τζον. «Όσο για εμάς τους υπόλοιπους... δεν είχαμε ιδέα για όλα αυτά!» Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένος. «Δυστυχώς εμείς δεν είδαμε ποτέ εκείνη την επιγραφή». «Στη διάρκεια της περσινής χρονιάς», τους είπε ο ντετέκτιβ Κλάνσι, «ο Άλεξ είχε καταφέρει να παραδώσει κάποια μικρά αντικείμενα στον μεσιέ Λακρουάς, με την υπόσχεση ενός μεγάλου ευρήματος που θ’ ακολουθούσε. Ο λόρδος Γουίμπλι τον πίεζε πολύ. Βλέπετε, ο Γουίμπλι ήταν εκείνος που είχε επαφή με τις κοινωνικές και διεθνείς σχέσεις της βασίλισσας». «Μα...» είπε η Καμίλ. «Ξέρω τι θα πείτε», είπε στην Καμίλ ο ντετέκτιβ. «Πώς τα κατάφερε
όλα αυτά ο λόρδος Γουίμπλι Εκείνος έκανε μόνο τις επαφές. Ο Άλεξ διέθετε τα αντικείμενα κι είχαν προσλάβει τον άντρα που σκοτώθηκε στην πλατεία, τον Γκριν, σαν διαμεσολαβητή τους». «Για μισό λεπτό!» διαμαρτυρήθηκε ο Τρίσταν. «Ποιος πυροβόλησε τον Γκριν;» «Ο ίδιος ο λόρδος Γουίμπλι», είπε ο Κλάνσι. «Και πάλι δεν καταλαβαίνω πώς ο Άλεξ έφυγε από δω χτες βράδυ, πήγε ως το Λονδίνο και προμηθεύτηκε όλες αυτές τις κόμπρες!» είπε η Καμίλ. «Δε χρειάστηκε να πάει ως το Λονδίνο», της είπε ο Μπράιαν. «Κανείς απ’ τους δυο μας δεν ακολούθησε την κεντρική σήραγγα από τις κρύπτες. Είναι ένα πολύ μακρύ και στενό πέρασμα, φαντάζομαι όμως πως είναι θέμα συνήθειας να μάθει κανείς να το διασχίζει. Ακόμα δεν έχουμε στείλει κανέναν να περάσει από κει μέσα, αλλά πιστεύω πως θ’ ανακαλύψουμε ότι το τούνελ οδηγεί σε κάποιο δρόμο, κάπου όπου υπάρχουν σπίτια. Ο Άλεξ Μίτλεμαν πιθανόν να είχε νοικιάσει κάποιο απ’ αυτά και να το χρησιμοποιούσε σαν βάση για τις επιχειρήσεις του». Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Πιστεύω ότι βασάνισε τους γονείς μου για ν’ αντλήσει έστω και την παραμικρή πληροφορία πριν πεθάνουν». Ο Τρίσταν κοίταξε την Ίβλιν. «Ώστε δεν είχες βαλθεί να πνίξεις τον Άλεξ μέσα στη νύχτα!» «Όχι, πώς τολμάς!» «Πρέπει να παραδεχτώ ότι κι εγώ σε υποψιάστηκα», της είπε η Καμίλ. «Εσύ ήσουν που βρήκες τους Στέρλινγκ, Ίβλιν», της θύμισε ο Χάντερ. «Ναι. Υποθέτω πως ήξερα να κρατάω τα μυστικά μου». Κοίταξε τον Μπράιαν απολογητικά. «Ήτα ζωντανοί όταν τους βρήκα. Αλλά όχι για πολύ. Και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, αλήθεια σου λέω. Είχα τρομοκρατηθεί, φυσικά, φοβόμουν πως οι κόμπρες τριγύριζαν ακόμα κάπου εκεί». «Όμπρι, ήσουν κι εσύ ύποπτος, αφού έπιασες την κόμπρα στο μουσεί-
ο», είπε ο Μπράιαν. Ο Όμπρι βόγκηξε. «Ενώ εσύ! Δεν είχα ιδέα πως ήσουν ο Άρμποκ!» Η Ίβλιν γύρισε προς τον ντετέκτιβ Κλάνσι. «Κι εκείνος ο Γάλλος, ο Λακρουάς; Αυτό είνα εξοργιστικό! Πρέπει να ήξερε πως τα αντικείμενα που του παραδίδονταν είχαν αποκτηθεί παράνομα!» Ο Κλάνσι αναστέναξε. «Θα ήθελα να τον δω να σαπίζει στη φυλακή για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Πιστεύω πως ήξερε ότι είχαν χαθεί ζωές σε όλες αυτές τις έρευνες. Αλλά το καλύτερο που κατάφερα είναι να μεταφερθεί κάθε σχετική πληροφορία τόσο στη βασίλισσα όσο και στον λόρδο Σόλσμπερι. Ο Λακρουάς θ’ απελαθεί από τη χώρα. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω». «Όλα αυτά μου φαίνονται απίστευτα», είπε η Ίβλιν. «Μια αδιανόητη συνωμοσία», είπε ο Κλάνσι. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, λόρδε Στέρλινγκ, η βασίλισσα έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τους γονείς σας. Θα πρέπει σύντομα να έχετε μια συνάντηση μαζί της σχετικά με όλα αυτά, καθώς έχει ήδη ενημερώσει όλους τους αστυνομικούς της πράκτορες πως πρέπει να βρίσκονται σ’ επιφυλακή για τέτοιες παράνομες δραστηριότητες. Μόνο που... είναι σαν να ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα!» «Κι εγώ αμφέβαλλα για την ικανότητα της αστυνομίας να κάνει ανακαλύψεις, τη στιγμή που ούτε ο ίδιος τα κατάφερνα πολύ καλά», απολογήθηκε ο Μπράιαν. «Με συγχωρείτε», είπε τότε η Καμίλ κουνώντας απορημένη το κεφάλι της. «Μα πώς πέθανε ο λόρδος Γουίμπλι;» «Ο καλός μου φίλος θα διενεργήσει νεκροψία, αλλά υποπτεύομαι ότι ο Άλεξ είχε αρχίσει να δυσπιστεί απέναντι στο συνεργάτη του. Στο κάτω κάτω, ο λόρδος έδρεπε όλους τους καρπούς, ενώ ο Άλεξ τριγύριζε κρυφά στο μουσείο κάνοντας όλη τη δύσκολη δουλειά ή περνούσε τις νύχτες του ψάχνοντας την είσοδο στο τούνελ, έτσι ώστε να ξεψαχνίσει τα κιβώτια εδώ όπως και στο μουσείο. Όταν ολοκληρωθούν οι έρευνες νομίζω ότι θα διαπιστώσουμε πως λείπουν πολλά
κομμάτια, τόσο από το κάστρο όσο κι από το μουσείο, αντικείμενα ήδη καταγεγραμμένα στον κατάλογο. Όμως τόσο ο Γουίμπλι όσο κι ο Άλεξ ήταν σίγουροι πως μόνο η κόμπρα θ’ απάλλασσε τον λόρδο από το χρέος του και θα χάριζε στον Άλεξ μια εντελώς νέα ζωή». «Μα πώς πέθανε;» «Νομίζω πως πήρε μια τεράστια δόση αρσενικού, που ο Άλεξ κατάφερε να τη χορηγήσει στον Γουίμπλι ενώ βρίσκονταν κι οι δυο τους εδώ. Υποψιάζομαι ότι ο Άλεξ φοβόταν πως ο λόρδος δε θ’ άντεχε την υπερβολική πίεση κι επίσης είχε αποφασίσει ότι ο αριστοκράτης φίλος του τον έριχνε στη μοιρασιά, ενώ ο ίδιος έπαιρνε όλο το ρίσκο». Η Καμίλ γύρισε προς τον σερ Τζον. «Κι εσείς! Πώς μας αφήσατε να πιστέψουμε ότι πεθάνατε!» Ο σερ Τζον ξερόβηξε. «Ήταν ιδέα του λόρδου Στέρλινγκ, αγαπητή μου. Θα πρέπει να το συζητήσεις μαζί του. Ωστόσο θα ήμουν στ’ αλήθεια νεκρός αν δεν είχε φτάσει έγκαιρα στο σπίτι μου για να με ανακρίνει!» «Ποτέ δε χάρηκα περισσότερο, κύριε, για την αθωότητα κάποιου». «Θα μπορούσες να μου το πεις!» διαμαρτυρήθηκε θυμωμένη η Καμίλ στον Μπράιαν. «Λυπάμαι», της είπε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους. «Ειλικρινά λυπάμαι. Δεν μπορούσα όμως να το ρισκάρω. Μόνο αν ο κόσμος πίστευε ότι ο σερ Τζον ήταν νεκρός, δε θα γίνονταν άλλες απόπειρες εναντίον της ζωής του». «Θα μπορούσαμε να τα αναλύουμε για μια ζωή όλα αυτά», μουρμούρισε ο Χάντερ. «Πάντως, τώρα που είναι νεκροί ο Γουίμπλι, ο Άλεξ κι εκείνος ο άντρας, ο Γκριν, μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ ολόκληρη την αλήθεια». Η Ίβλιν σηκώθηκε θυμωμένη. «Ίσως είναι πολύ κακό από μέρους μου, λυπάμαι όμως που ο Άλεξ δεν υπέφερε όσο ο λόρδος και η λαίδη Στέρλινγκ. Πέθανε με τον ίδιο τρόπο, αλλά πολύ πιο γρήγορα, είμαι σίγουρη. Επιπλέον γλίτωσε την κρεμάλα, την αληθινή τιμωρία για την
απληστία και τη βαναυσότητά του». Ο Τρίσταν σηκώθηκε και πλησίασε κοντά της. «Όμως τώρα τελείωσε, καλή μου κυρία Πράιορ Αυτό πρέπει να μας αρκεί». «Δεν αρκεί απλώς. Είναι το παν», είπε ήσυχα ο Μπράιαν και στράφηκε προς τον ντετέκτιβ Κλάνσι «Τώρα θα έρθω μαζί σας στην πόλη. Έχουν πάρει το πτώμα από δω;» «Ναι», είπε ο Κλάνσι. «Μην κατηγορείτε τους άντρες μου... οι καημένοι φοβούνταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπαν μπροστά τους κι άλλες κόμπρες! Έμοιαζαν με μια παρέα γυναικών που φοβούνται τα ποντίκια!» «Δε φοβούνται όλες οι γυναίκες τα ποντίκια!» είπε η Καμίλ και ξαφνιάστηκε που πρόφερε τα λόγια ταυτόχρονα με την Ίβιν Πράιορ. Γέλασαν μαζί με νευρικότητα. Όλοι ένιωθαν ανακούφιση, αλλά και μια θλίψη για την απώλεια τόσων ζωών, εξαιτίας της απληστίας. «Θα έρθω μαζί σου», είπε η Καμίλ στον Μπράιαν. Εκείνος άγγιξε αφηρημένος την ουλή στο μάγουλό του κι η Καμίλ ήξερε πως θα του έπαιρνε καιρό να συνηθίσει μια ζωή χωρίς προσωπείο. «Καμίλ, δεν είναι απαραίτητο», της είπε. «Εγώ επιλέγω να έρθω μαζί σου», του είπε αποφασιστικά. «Σε παρακαλώ», πρόσθεσε ύστερα. «Θα ήθελα στ’ αλήθεια να είμαι μαζί σου». Νόμιζε πως εκείνος θ’ αρνηθεί ξανά. Άλλωστε αυτή ήταν η δική του αναζήτηση, για πολύ καιρό. Ο πόνος, η θλίψη, η απώλεια. Μα τώρα όλα είχαν τελειώσει. Τώρα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει ο κόμης του Καρλάιλ, να βρει τη θέση του στην κοινωνία. Κι εκείνη θα επέστρεφε στην παλιά της ζωή. Αυτή τη στιγμή όμως ήθελε να είναι μαζί του. «Μπράιαν», μουρμούρισε. «Όπως επιθυμείς, αγάπη μου», της είπε. *** Ήταν αργά όταν έφυγαν από το αστυνομικό τμήμα, έχοντας διηγηθεί ξανά και ξανά όλη την ιστορία. Ο Μπράιαν κι ο Κλάνσι είχαν ετοιμάσει
μια δήλωση για τον Τύπο, με την οποία καταρρίπτονταν όλες οι φήμες για κατάρες, αποδίδονταν ευθύνες εκεί που έπρεπε κι εγκωμιάζονταν η βασίλισσα, η χώρα και η γνώση. Στην επιστροφή προς το κάστρο Καρλάιλ, έμειναν επιτέλους μόνοι μέσα στην άμαξα. «Λοιπόν, τι θα κάνεις τώρα;» Γύρισε και της χαμογέλασε. «Να προσλάβω έναν κηπουρό; Να παραχωρήσω για μερικές μέρες ανοιχτή πρόσβαση στο κοινό; Να φέρω μερικές δεκάδες ορφανά για πικνίκ και αθλοπαιδιές;» Του χαμογέλασε. «Ε, όσο για μένα, πιστεύω πως έχω ακόμα τη δουλειά μου. Ο σερ Τζον σίγουρα θα παραμείνει επικεφαλής του τμήματος. Αναρωτιέμαι όμως ποιος θα προταθεί για τη θέση του λόρδου Γουίμπλι». Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Εγώ». Η Καμίλ ξαφνιάστηκε. «Και θα... δεχτείς;» «Βεβαίως. Οι γονείς μου δολοφονήθηκαν από ανθρώπους και όχι από τη γνώση, ούτε από τα θαύματα της ιστορίας και του αρχαίου κόσμου». «Ε, τότε τουλάχιστον θα έχω εξασφαλισμένη δουλειά». «Όχι». «Θα με απέλυες;» «Δε βλέπω πώς θα μπορέσεις να κρατήσεις την παλιά σου θέση». «Μπα;» Ένιωθε πως η καρδιά της είχε ανέβει ως το λαιμό της κι έμεινε εκεί. «Μια αποστολή στον Νείλο μπορεί να πάρει μήνες». «Θες να πεις ότι θα με προσλάβεις για μια τέτοια αποστολή;» «Να σε προσλάβω; Όχι, για τ’ όνομα του Θεού!» Ακόμα και στο χαμηλό εκείνο φως η Καμίλ έβλεπε τα καταγάλανα μάτια του να λάμπουν. «Λοιπόν, λόρδε Στέρλινγκ; Τι ακριβώς μου προτείνετε;» «Σαν μελετήτρια αιγυπτιακών αρχαιοτήτων, αγάπη μου, οι γνώσεις
σου με ξεπερνούν αμέτρητες φορές. Όσο για το να σε προσλάβω όμως, δε νομίζω πως μπορεί κανείς να προσλάβει τη σύζυγό του για το μήνα του μέλιτος!» Η καρδιά της σκίρτησε. Μήνας του μέλιτος! Και μάλιστα στον Νείλο, σε μια αρχαιολογική αποστολή, κάτι που δεν είχε τολμήσει ποτέ της να ονειρευτεί... Ξάφνου δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Δε χρειάζεται να αστειεύεσαι, ξέρεις. Δήλωσες ήδη καθαρά πως δε θα παντρευόσουν ποτέ μια κοινή θνητή. Μπορεί να έλυσα τους γρίφους σου, αλλά παραμένω κοινή θνητή. Κι όταν κοπάσει αυτή η ταραχή, κάποιος δαιμόνιος δημοσιογράφος θ’ ανακαλύψει πως η μητέρα μου ήταν μια πόρνη του Ιστ Εντ και.... «Καμίλ;» «Τι; Απλώς λέω την...» «Μην το κάνεις». «Ποιο; Εσύ είσαι που ...» «Ω Θεέ μου, τι πνεύμα αντιλογίας που είσαι! Θα πρέπει να το συνηθίσω, αλλιώς θα πρέπει να βρω έναν τρόπο για να σε κάνω να σωπαίνεις. Α! Ίσως ξέρω έναν!» είπε. Και πριν η Καμίλ προλάβει ν’ αντιδράσει, το στόμα του σκέπασε το δικό της. Όταν τελείωσε το τρυφερό και παθιασμένο αυτό φιλί, της ήταν αδύνατο να θυμηθεί τι ήθελε να του πει. «Ωραία, σ’ έκανα να σωπάσεις! Ποτέ δεν εννοούσα λέξη απ’ αυτά που είπα. Λυπάμαι που δε γνώρισες ποτέ τους γονείς μου. Είχαν ευλογηθεί με πλούτη, αλλά ήταν κι άνθρωποι που αδιαφορούσαν εντελώς για τις κοινωνικές τάξεις. Η μητέρα μου θα σε λάτρευε. Θα σε θαύμαζε κι εσένα και τη μητέρα σου, επειδή δεν είχες τίποτα και δημιούργησες μόνη σου τον εαυτό σου. Η Άμπιγκεϊλ, καλή μου, ήταν πάνω απ’ όλα μια μητέρα, ένας υπέροχος γονιός. Θα ένιωθε μεγάλο θαυμασμό και συμπόνια για όσα έκανε η μητέρα σου για σένα και το μέλλον σου». «Όμως δε χρειάζεται να με παντρευτείς μόνο για το λόγο...»
Το δάχτυλό του ακούμπησε τα χείλη της. «Για τ’ όνομα του Θεού, άφησέ με να τελειώσω!» Της χαμογέλασε. «Δε σε παντρεύομαι μόνο για κάποιο λόγο. Αχ, Καμίλ! Είσαι τόσο έξυπνη, τόσο παθιασμένη, κι όμως τόσο τυφλή σε μερικά πράγματα! Σε λατρεύω. Είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου, με την αποφασιστικότητά σου, με το πείσμα σου, με την ευφυΐα σου... αλλά και με την τόλμη σου ν’ ακολουθείς πάντα αυτό που λέει η καρδιά σου. Όμως θα πρέπει να πάψεις πια να βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου. Σ’ αυτό θα επιμείνω σθεναρά! Καμίλ, δεν το βλέπεις; Δε φορούσα απλώς μια μάσκα. Όλα στη ζωή μου ήταν άσχημα, πικρά και καταραμένα. Κι ύστερα ήρθες εσύ κι αφαίρεσες τη μάσκα και την κατάρα. Χωρίς εσένα φοβάμαι πως θα ξανακυλήσω στην ίδια κατάσταση, θα είμαι αιώνια καταδικασμένος. Δε θα σου το επιτρέψω λοιπόν, κατάλαβες;» Της ήταν αδύνατο να μιλήσει. «Τώρα σου ζητάω εγώ να μιλήσεις», της είπε. Του χαμογέλασε. Και μέσα στον περιορισμένο χώρο της άμαξας η Καμίλ ρίχτηκε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τον φιλάει όσο πιο παθιασμένα μπορούσε. «Το εννοείς λοιπόν... θα με παντρευτείς;» «Μόνο αν μ’ αγαπάς κι εσύ». «Ω Θεέ μου!» «Ζητάω πολλά, το ξέρω, σου ζητάω ν’ αγαπήσεις ένα κτήνος». «Μα σ’ αγαπώ!» του ψιθύρισε με πάθος και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Μ’ όλη μου την καρδιά. Και θ’ ανοίξουμε τους γύρω χώρους στα ορφανά παιδιά, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε όσους γεννήθηκαν μέσα στη φτώχια και την αθλιότητα. Κι ο Νείλος! Ω Θεέ μου θα πάμε στον Νείλο! Όμως, Μπράιαν», του είπε σοβαρεύοντας ξαφνικά, «θα πρέπει να φέρουμε το παιδί στο κάστρο, να μεγαλώσει εκεί!» «Ποιο παιδί;» «Την Άλι! Οι αδερφές βέβαια είναι υπέροχες, όμως πρέπει εσύ ν’ ανα-
λάβεις την ευθύνη». Προς έκπληξή της ο Μπράιαν ξέσπασε σε γέλια. «Δεν είναι αστείο!» του είπε αυστηρά. «Τολμώ να πω ότι οι αδερφές θα σου κόψουν τα χέρια, αγαπητή μου, αν προσπαθήσεις να τους πάρεις την Άλι μακριά τους». «Μα...» «Λυπάμαι, Καμίλ, έπρεπε να σου το έχω πει νωρίτερα. Η Άλι δεν είναι παιδί μου». «Μα...» «Δεν έχω παιδιά, αγάπη μου, αν κι είμαι πρόθυμος να κάνω όλες τις απαιτούμενες προσπάθειες για να γίνω πατέρας. Θα μου άρεσε πολύ ένα κοριτσάκι σαν την Άλι». «Μα τότε ποιος...» «Οι αδερφές είχαν πολύ στενή φιλία με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου τους παραχωρούσε αρκετά επιδόματα και συνεπώς είναι σαν θείες για μένα. Ξέρω ποιος μπορεί να είναι ο πιθανός πατέρας της Άλι, όμως είναι μονάχα μια υποψία κι αρκετά εμπιστευτική. Πρέπει να σου ζητήσω να μου έχεις εμπιστοσύνη και να μας αγαπάς και τους δύο, αν μπορείς. Δεν είναι δικό μου παιδί, όμως με αποκαλεί θείο Μπράιαν. Ούτε είναι παιδί του πατέρα μου. Υπάρχει μια πιθανή βασιλική συγγένεια, αυτό όμως είναι κάτι που δεν πρέπει να επαναλάβεις ποτέ σε κανέναν. Πολλοί πιστεύουν πως ίσως αυτό κοστίσει τη ζωή του παιδιού». «Θεέ και Κύριε!» «Θα πρέπει λοιπόν να μείνει για πάντα μυστικό», της είπε σοβαρός. «Φυσικά!» «Είναι ένα αξιολάτρευτο παιδί και πολύ αγαπητό. Ποτέ της δεν τρόμαξε με τη μάσκα». «Ούτε κι εγώ!» «Ποτέ;» «Ε, ίσως μόνο για λίγο». Ο Μπράιαν γέλασε και τη φίλησε. Όταν έφτασαν στο κάστρο μπήκαν πιασμένοι χέρι χέρι. Η Ίβλιν βγήκε
με αγωνία από την αίθουσα του χορού. «Λοιπόν, οι υπόλοιποι επέστρεψαν στις ζωές τους ή προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους!» είπε. «Και τώρα, επιτέλους, να ’στε κι εσείς! Ο Ραλφ έφυγε μαζί με τον Κόργουιν, πάνε σε κάποια παμπ. Ο Τρίσταν κι εγώ σερβίραμε δείπνο και σας περιμέναμε. Όμως δεν ερχόσασταν και μόλις αρχίσαμε». «Συγχώρεσε μας, Ίβλιν. Παρακαλώ, συνεχίστε το δείπνο σας». Ο Μπράιαν ξερόβηξε και κοίταξε την Καμίλ, ανήμπορος να κρύψει την ευτυχία που έλαμπε στα μάτια του. «Φοβάμαι πως νιώθω την ανάγκη ν’ αποσυρθώ αμέσως». «Ε, τότε... Καμίλ», μουρμούρισε η Ίβλιν. «Εξαντλημένη! Πολύ εξαντλημένη», της είπε η Καμίλ κι ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Μπράιαν ήρθε πίσω της. Κι ύστερα η Καμίλ βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τα ρούχα τους πετάχτηκαν μακριά κι απόλαυσε κάθε εκατοστό από το γυμνό κορμί του κτήνους. *** Μέσα στη μεγάλη αίθουσα του χορού η Ίβλιν αναστέναξε, πήρε πάλι τη θέση της και κοίταξε τον Έιτζαξ, που κοιμόταν ευτυχής μπροστά στη φωτιά. Ύστερα κοίταξε τον Τρίσταν. «Λοιπόν, Τρίσταν, πιστεύω πως πρέπει να οργανώσουμε γρήγορα αυτόν το γάμο!» «Τον δικό μας γάμο;» την πείραξε. «Με τίποτα!» «Μα θα γίνει». Η Ίβλιν σώπασε σοκαρισμένη. «Ω, έλα τώρα, Ίβλιν!» της είπε και σηκώθηκε. «Για το Θεό, γυναίκα! Μπορεί να χρησιμοποιείς αυτό το μικρό ανασήκωμα της μύτης σου και να παραπλανείς τους άλλους, αλλά όχι κι εμένα». «Με τίποτα!» του ξαναείπε με φωνή πνιχτή. Ο Τρίσταν έκανε το γύρο του τραπεζιού, ήρθε και στάθηκε πίσω της.
Τα χέρια του ακούμπησαν μαλακά στους ώμους της κι έσκυψε να ψιθυρίσει στο αυτί της. «Γιατί, δε θέλεις;» «Μιλούσα για τον δικό τους γάμο!» «Φυσικά. Κι ύστερα για τον δικό μας». «Θα το συζητήσουμε», του είπε σεμνά. «Κι όχι μόνο!» Η Ίβλιν γύρισε, έτοιμη να διαμαρτυρηθεί και πάλι, ο Τρίσταν όμως τη φίλησε. Αν και δεν ήθελε να προκαλέσει την τύχη του... Όταν κάποια στιγμή απομακρύνθηκε, την είδε να μένει σιωπηλή. «Θα το συζητήσουμε», τη διαβεβαίωσε. Και τότε επιτέλους η Ίβλιν παράτησε τις ευπρέπειες. «Κι όχι μόνο!» του ψιθύρισε κι εκείνος έκρινε πως έπρεπε να τη φιλήσει ξανά.
Περιεχόμενα Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 12 Κεφάλαιο 13 Κεφάλαιο 14 Κεφάλαιο 15 Κεφάλαιο 16 Κεφάλαιο 17 Κεφάλαιο 18 Κεφάλαιο 19 Κεφάλαιο 20