Τ ΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤ ΟΤ ΥΠΟΥ: SALAMINA Από τις Εκδόσεις Espaca Calpe, Μαδρίτη 2009 Τ ΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Σαλαμίνα ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Javier Negrete ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Χρύσα Θ. Μπανιά ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ελένη Γεωργοστάθη ΕΞΩΦΥΛΛΟ: CalderόnStudio ΗΛΕΚΤ ΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά
© Javier Negrete, 2008 © Espasa Libros, S.L., 2008 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2010
Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Νοέμβριος 2010
ISBN 978-960-496-055-2
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. Έδρα: T ατοΐου 121 144 52 Μεταμόρφωση Βιβλιοπωλείο: Μαυρομιχάλη 1 106 79 Αθήνα Τηλ.: 2102804800 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr e-mail:
[email protected]
PSICHOGIOS PUBLICAT IONS S.A. Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Metamorfossi, Greece Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 Αthens, Greece Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr e-mail:
[email protected]
Στη Μαριμάρ. Την ακούραστη συνταξιδιώτισσα, οδηγό μου στην κατάβαση στον Άδη και στην εξύψωση στον Όλυμπο που ζω μέσα από κάθε βιβλίο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αθήνα, 514 π.Χ. EΚΕΙΝΟ το καλοκαίρι που ο Θεμιστοκλής έκλεισε τα εννέα, ένα ζευγάρι εραστών δολοφόνησε τον τύραννο Ίππαρχο. Αυτό το έγκλημα ήταν η αρχή μιας σειράς από γεγονότα που άλλαξαν ριζικά την πολιτική της Αθήνας. Παρότι δεν το υποψιαζόταν καν, ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, γιος ενός εμπόρου, έμελλε να γίνει ένας από τους πρωταγωνιστές μιας μακράς αλυσίδας συμβάντων που θα αφαιρούσαν το μονοπώλιο της ισχύος από τα χέρια των Αθηναίων ευγενών. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν όμως, η πιο ζωντανή ανάμνηση που θα διατηρούσε ο Θεμιστοκλής από εκείνο το καλοκαίρι δε θα ήταν η τυραννοκτονία που διαπράχθηκε στους πρόποδες της Ακρόπολης αλλά η ταπείνωση που υπέστη ο ίδιος μπροστά στους συμμαθητές του.
Ο Φοίνικας, ο γραμματιστής, επαναλάμβανε κάθε μέρα ότι η αλήθεια είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της αρετής. Εκείνο το πρωί, παραμονές της εορτής των Παναθηναίων, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. «Για να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι να αποφεύγετε το ψέμα, θα σας πω ότι ακόμα και οι βάρβαροι Πέρσες διδάσκουν στα παιδιά τους δύο πράγματα: να ρίχνουν με το τόξο και να λένε την αλήθεια». Ο γραμματιστής έκανε μια παύση κι έσφιξε το δεξί γόνατο. Ο ίδιος διαβεβαίωνε ότι τον πονούσε από μια παλιά πληγή στη μάχη εναντίον των Θηβαίων, αλλά τα παιδιά υποπτεύονταν ότι οφειλόταν μάλλον σε κάποια πάθηση της ηλικίας. Αν ο Φοίνικας διέθετε τέτοιου είδους πολεμική κληρονομιά, δε θα ήταν αναγκασμένος να βγάζει το ψωμί του με τα χρήματα που του έδιναν οι συμπολίτες του για να διδάσκει στα παιδιά τους τα στοιχειώδη της ανάγνωσης. Άλλωστε όλοι ήξεραν ότι ο μικρός που άλεθε το μελάνι του Φοίνικα, κέρωνε την ξύλινη καρέκλα του και σκούπιζε τη σκόνη και τα ξερόφυλλα
από το πάτωμα του σχολείου ήταν ο εγγονός του, γιατί ο γραμματιστής δεν έβγαζε αρκετά χρήματα από τα μαθήματα ώστε να αγοράσει σκλάβο. «Το κυνήγι με το τόξο είναι μια ευγενής τέχνη, την οποία προστατεύει η Άρτεμη», συνέχισε ο Φοίνικας. «Μα η χρήση του στη μάχη είναι για τους λιπόψυχους. Μια ορδή από Πέρσες τοξότες μπορεί να νικήσει μια ελληνική φάλαγγα, μα ποτέ δε θα μπορέσει να συγκριθεί σε γενναιότητα και τόλμη με τους δικούς μας οπλίτες». Εκείνη την εποχή ο Θεμιστοκλής ήταν ένα μελαχρινό, αδύνατο αγόρι με μεγάλα μαύρα μάτια που ρουφούσαν ορθάνοιχτα τα πάντα γύρω του. Σαν άκουσε τα λόγια του Φοίνικα, έσκυψε προς το φίλο του Ευφορίωνα, που καθόταν στο σκαμνί στα δεξιά του, και του ψιθύρισε: «Τ ι να την κάνεις την ευγένεια και το θάρρος αν είναι να σε νικήσουν;» Ο Ευφορίωνας έπλεξε τα δάχτυλα νευρικός, δίχως να ξέρει τι να απαντήσει. Πίσω του όμως, μια άλλη φωνή είπε: «Εγώ προτιμώ μια ένδοξη ήττα παρά μια επονείδιστη νίκη». Ο Θεμιστοκλής γύρισε το κεφάλι κι έριξε μια λοξή ματιά προς τα πίσω. Το αγόρι που είχε μιλήσει ήταν το αντίθετό του. Τον περνούσε πάνω από μία παλάμη στο ύψος, αν και ο ίδιος ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος. Το δέρμα του ήταν πολύ ανοιχτόχρωμο και κόκκινο από τον ήλιο· τα μάτια του είχαν το χρώμα του ζαφειριού και τα μαλλιά του ήταν τόσο ξανθά ώστε το κεφάλι του ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα σαν ένα μοναχικό στάχυ από σιτάρι μέσα σ’ ένα θερισμένο χωράφι. Τα υπόλοιπα παιδιά τον ακολουθούσαν όπως τα αρνιά το τσοπανόσκυλο και τον διάλεγαν για αρχηγό στα παιχνίδια τους, δικαστή στις δίκες τους, στρατηγό στις μάχες με τα παιδιά των άλλων σχολείων και κορυφαίο στους χορούς και στα τραγούδια των παραστάσεων. Ο Θεμιστοκλής τον απεχθανόταν. Λεγόταν Αριστείδης και ήταν γιος του Λυσίμαχου: ένας ευπατρίδης, ευγενής Αθηναίος, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, που πάντα κοίταζε τον Θεμιστοκλή με προτεταμένο πιγούνι και μισόκλειστα μάτια. Κι όλα αυτά γιατί ο πατέρας του Θεμιστοκλή ήταν νεόπλουτος.
Το πρόδιδε ως και το όνομά του: Νεοκλής, «εκείνος που δοξάστηκε πρόσφατα». Αντί να έχει κτήματα και ενοικιαστές να τα δουλεύουν, όπως έκαναν οι ευπατρίδες από καταβολής κόσμου, ο Νεοκλής διέπραττε ένα αποτρόπαιο αμάρτημα: ναύλωνε πλοία που διέσχιζαν το πέλαγος για να κάνουν εμπόριο με τα νησιά του Αιγαίου και τις πόλεις των ακτών της Μικράς Ασίας. Επιπλέον, είχε ενοικιάσει αρκετά αργυρωρυχεία στο Λαύριο και δεν περιοριζόταν να εισπράττει τα ενοίκια, μα τα διαχειριζόταν αυτοπροσώπως. Φυσικά, οι ευγενείς δεν αντιτάσσονταν στη συσσώρευση του πλούτου, απλώς δεν τους ευχαριστούσε να μιλούν γι’ αυτή. Προτιμούσαν το ασήμι να μπαίνει από μόνο του στα σεντούκια τους, με την ίδια φτερωτή μαγεία που είχε κάνει τις συμφορές του κόσμου να πετάξουν από το κουτί της Πανδώρας. «Η ειλικρίνεια είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός άνδρα», επέμεινε ο Φοίνικας, που δεν είχε αντιληφθεί τους ψιθύρους των μαθητών του. «Ούτε οι θεοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση να λένε την αλήθεια. Πρέπει να σέβονται το λόγο που δίνουν όταν ορκίζονται στα ιερά νερά της Στύγας. Τ ι συμβαίνει αν ένας αθάνατος διαπράξει επιορκία;» Ο Θεμιστοκλής σήκωσε το χέρι, παρόλο που η ερώτηση ήταν ρητορική. Ο Φοίνικας έκανε ότι δεν τον είδε, μα το παιδί κράτησε το χέρι ολόρθο σαν κατάρτι τριήρους. Τελικά, ο γραμματιστής δεν είχε άλλη επιλογή από το να του δώσει το λόγο, δείχνοντάς το με το ραβδί που κρατούσε. Εκείνο σηκώθηκε από το σκαμνί του, πήρε βαθιά ανάσα και απάγγειλε με την αδιαμόρφωτη ακόμη φωνή του: «Όποιος απ’ τους αθάνατους αφού κάνει σπονδή σ’ αυτήν πάρει όρκο ψεύτικο, / απ’ αυτούς που εξουσιάζουν τις κορυφές του χιονισμένου Ολύμπου, / μένει άπνοος για ένα ολόκληρο χρόνο και ποτέ δεν πάει / κοντύτερα, για να φάει αμβροσία και να πιει νέκταρ, αλλά μένει / ξαπλωμένος χωρίς να αναπνέει και χωρίς να μιλά σ’ ένα στρωμένο / κρεβάτι, αλλά τον σκεπάζει κακός βαθύς ύπνος».* * Ἡσίοδος, Θεογ ονία, στον τόμο Ἡσίοδος, Θεογ ονία, Ἔργ α καὶ ἡμέραι,
Ἀσπίς Ἡρακλέους, Ἀπολλώνιος ὁ Ρ όδιος, Ἀργ οναυτικά, μτφρ. Θ. Γ. Μαυρόπουλος, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 55. (Σ.τ.Μ.)
Όταν τελείωσε, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Πρώτη φορά έπαιρνε το λόγο μπροστά σε τόσα άτομα, γιατί στην τάξη υπήρχαν πάνω από είκοσι μαθητές. Ήξερε όμως ότι είχε απαγγείλει καλά. Παρόλο που εκείνη η διάλεκτος ήταν πολύ διαφορετική από την αττική και μερικές λέξεις ήταν τόσο παλιές ώστε μετά βίας τις καταλάβαινε, δεν είχε λαθέψει στο μέτρο ούτε μίας συλλαβής. Παρ’ όλα αυτά, ο Φοίνικας μόρφασε σαν να είχε μυρίσει ξίδι: «Αυτό δεν είναι από τον Όμηρο». Ο Θεμιστοκλής, που δεν περίμενε εκείνο το σχόλιο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Το ξέρω, δάσκαλε. Είναι από τον Ησίοδο». «Τ ι μαθαίνουμε εμείς;» ρώτησε ο Φοίνικας απευθυνόμενος στους άλλους μαθητές. Ο Ξάνθιππος, τον οποίο τα παιδιά φώναζαν «Αγγούρι» γιατί το κεφάλι του ήταν κάπως μακρόστενο, έσπευσε να απαντήσει: «Τα ποιήματα του Ομήρου, δάσκαλε». Και πρόσθεσε φαρμακερά, κοιτώντας τον Θεμιστοκλή: «Τον Ησίοδο δεν τον έχουμε κάνει ακόμη». Από τότε άρεσε στον Ξάνθιππο να φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση. Ο Φοίνικας γύρισε προς τον Θεμιστοκλή: «Πού τον έμαθες εσύ τον Ησίοδο, γιε του Νεοκλή;» Ποτέ δεν τον έλεγε με το όνομά του. «Τόσο κακός δάσκαλος σου φαίνομαι, ώστε ο πατέρας σου πληρώνει άλλον, πιο ακριβό, τα απογεύματα;» Τα άλλα παιδιά είχαν αρχίσει να ανταλλάσσουν αγκωνιές και πνιχτά γελάκια. Ο Θεμιστοκλής ένιωσε το αίμα του να έχει ανέβει στο πρόσωπό του. Ευτυχώς ήταν τόσο μελαχρινός που δε φαινόταν ότι είχε αναψοκοκκινίσει. «Όχι, δάσκαλε», απάντησε με σιγουριά. «Άκουσα ένα ραψωδό να το απαγγέλλει στην Αγορά».
«Α, έτσι; Ώστε άκουσες ένα ραψωδό να το απαγγέλλει;» «Μάλιστα», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Ύστερα θυμήθηκε να προσθέσει: «Δάσκαλε». «Και πόσες φορές το άκουσες μέχρι να μπει στο κουφιοκέφαλό σου;» «Μία, δάσκαλε». «Τον ψευταρά», μουρμούρισε ο Ξάνθιππος. Ακούγοντας εκείνο το σχόλιο, ο γραμματιστής κούνησε το κεφάλι. «Χαζομάρες! Κάτσε κάτω αμέσως και μη με ξαναδιακόψεις». Ο Φοίνικας συνέχισε το μάθημα. Εκείνες τις μέρες αποστήθιζαν τους στίχους που αφηγούνταν πώς ο Πολύφημος είχε αρχίσει να καταβροχθίζει έναν έναν τους συντρόφους του Οδυσσέα ώσπου εκείνος κατάφερε να τον μεθύσει με άκρατο οίνο, ανέρωτο κρασί, και, μόλις ο γίγαντας αποκοιμήθηκε, ο Οδυσσέας εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και τον τύφλωσε. Ο Θεμιστοκλής την ήξερε εκείνη την ιστορία· μάλιστα είχε προλάβει να απομνημονεύσει και τις περιπέτειες του Οδυσσέα με την Κίρκη, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τις Σειρήνες και τα Βόδια του Ήλιου. Τα ταξίδια και οι περιπλανήσεις της Οδύσσειας του άρεσαν πολύ περισσότερο από τις μάχες της Ιλιάδας. Από μικρός ονειρευόταν να διασχίσει την απέραντη θάλασσα, να ρίξει άγκυρα σε άγνωστες χώρες και να ακούσει τις χίλιες δυο γλώσσες που μιλούσαν οι άνθρωποι όλου του κόσμου. Άλλωστε θαύμαζε πολύ περισσότερο την πονηριά του Οδυσσέα από την τυφλή, ωμή οργή του Αχιλλέα. Όταν διέκοψε την απαγγελία, ο γραμματιστής, χωρίς να σηκωθεί από την έδρα, έδειξε με το μπαστούνι τον Αριστείδη. «Για λέγε, Αριστείδη, γιατί νομίζεις ότι ο Οδυσσέας τύφλωσε τον Πολύφημο;» «Γιατί... γιατί του έχωσε έναν πάσσαλο στο μάτι», τραύλισε ο Αριστείδης. Άξαφνα φάνηκε να συνειδητοποιεί μια λεπτομέρεια και πρόσθεσε με χαμόγελο αυτοπεποίθησης: «Κι επειδή οι κύκλωπες έχουν μόνο ένα μάτι, ο Πολύφημος τυφλώθηκε». «Πολύ σωστό το συμπέρασμά σου, αλλά δεν εννοούσα αυτό. Θέλω να πω, πιστεύεις ότι ο Πολύφημος άξιζε αυτό που έπαθε;»
Ο Αριστείδης δίστασε ξανά. «Ναι». «Επειδή παραβίασε τους κανόνες της φιλοξενίας, ασέβησε προς τους ιερούς νόμους του Ξένιου Δία κι έδειξε αλαζονεία και σκληρότητα; Επειδή υπέπεσε σε ύβρι;» Ο Αριστείδης έμεινε για λίγο σκεφτικός και τελικά απάντησε: «Ναι». Ο δάσκαλος άνοιξε τα χέρια για να απευθυνθεί σε όλα τα παιδιά της τάξης. «Βλέπετε; Έτσι πρέπει να μαθαίνετε τους στίχους του θεϊκού Ομήρου. Δεν αρκεί να τους απαγγέλλετε από μνήμης, χωρίς ψυχή, σαν το λάλημα του πετεινού». Έδειξε τον Θεμιστοκλή με ένα εύγλωττο νόημα. «Πρέπει να καταλαβαίνετε τα διδάγματα που κλείνουν μέσα τους για να τους δίνετε νέα ζωή κάθε φορά που τους απαγγέλλετε. Ακολουθήστε το παράδειγμα του συμμαθητή σας του Αριστείδη, που δεν περιορίζεται στη στείρα απομνημόνευση μα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα όσα διαβάζει». Ο Θεμιστοκλής δάγκωσε τα χείλη αγανακτισμένος από εκείνη τη μεροληψία. Μα ένα μήνα νωρίτερα, λίγο μετά τις εορτές των Αρρηφορίων, είχε γίνει μάρτυρας ενός ακόμα παραδείγματος, ακόμα πιο κατάφωρου, της προτίμησης που έδειχνε ο δάσκαλος για τον Αριστείδη. Εκείνη την ημέρα έκανε πολλή ζέστη και μια κολλώδης υγρασία, προάγγελος της καταιγίδας, πλανιόταν στον αέρα. Οι μύγες ζουζούνιζαν οργισμένες κι ενοχλούσαν με τα τσιμπήματά τους τα παιδιά, που ήταν ανήσυχα σαν κι εκείνες. Ενώ χάραζαν τα γράμματα στα αλειμμένα με κερί δίπτυχά τους και προσπαθούσαν να αποδιώξουν τις μύγες, ο Φοίνικας διάβαζε χαμηλόφωνα τους στίχους που είχε σημειώσει σε ένα ρολό από καραβόπανο και τους οποίους οι μαθητές του θα απομνημόνευαν αργότερα. Την ώρα που διάβαζε έγειρε στο ένα πλευρό, σίγουρα για να ξεκουράσει το πονεμένο του γόνατο. Παρότι ο Αριστείδης ήταν από τους πιο υπάκουους μαθητές, μάλλον δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο θέαμα του δασκάλου που είχε ανασηκώσει τον ένα γλουτό· έφερε στο στόμα την ανάστροφη της παλάμης και μιμήθηκε μια ηχηρότατη πορδή, τόσο τέλεια
συγχρονισμένη με την κίνηση του Φοίνικα, ώστε φάνηκε ότι ο δάσκαλος είχε γυρίσει τη λεκάνη για να ανακουφιστεί από τα αέρια. Και ο Θεμιστοκλής είχε γελάσει με τους συμμαθητές του, γιατί το πείραγμα του Αριστείδη ήταν πραγματικά αστείο. Ο δάσκαλος όμως μάλλον είχε αντίθετη άποψη· σηκώθηκε κατακόκκινος από οργή και ντροπή κι άρχισε να χτυπά το πάτωμα με την άκρη του μπαστουνιού για να επιβάλει σιωπή. «Ποιος το έκανε;» Ο Αριστείδης σηκώθηκε όρθιος χωρίς να διστάσει. Εκείνη η υπνωτισμένη κίνηση μαρτυρούσε ότι ούτε ο ίδιος καταλάβαινε ποιο κακό πνεύμα, ποιος δαίμων, τον είχε σπρώξει να διαπράξει τέτοια ατιμία. «Εγώ, δάσκαλε», είπε με σταθερή φωνή. Ο Θεμιστοκλής θυμόταν στην εντέλεια ότι στην όψη του δασκάλου είχαν αρχίσει να παλεύουν η οργή, ο φόβος κι ένα άλλο συναίσθημα, που δεν ήξερε να ερμηνεύσει, γιατί ήταν ακόμη πολύ μικρός. Ο δάσκαλος είχε σηκώσει τη γροθιά πάνω από το κεφάλι του Αριστείδη, μα, όταν όλα έδειχναν ότι πήγαινε να τον χτυπήσει, άνοιξε τα δάχτυλα, τα έχωσε στις χρυσές μπούκλες και του χάιδεψε το κεφάλι. Ο Θεμιστοκλής δε θα αργούσε να καταλάβει ότι ο γραμματιστής τους ήταν ερωτευμένος με τον Αριστείδη. Παρά τα πενιχρά έσοδά του, καμιά φορά τού έκανε δώρο κανέναν κόκορα, με τη μάταιη ελπίδα να κερδίσει την εύνοιά του. Προς το παρόν όμως ο Θεμιστοκλής δεν καταλάβαινε. «Είπες την αλήθεια», είπε τελικά ο Φοίνικας με μαλακή φωνή. «Είπες την αλήθεια παρόλο που ήξερες ότι θα μπορούσα να σε τιμωρήσω για την αταξία σου. Και το έκανες γιατί γνωρίζεις ότι η ειλικρίνεια είναι η μεγαλύτερη αρετή». Ο Αριστείδης είχε κουνήσει το κεφάλι χωρίς να σηκώσει τα μάτια. «Αυτή τη φορά σε συγχωρώ. Αυτό πρέπει να γίνει μάθημα σε όλους σας», είχε προσθέσει ο Φοίνικας απευθυνόμενος στους υπόλοιπους δείχνοντάς τους με το ραβδί. «Ένας πραγματικός άνδρας, ένας κύριος, ένας καλός καγαθός,
οφείλει να αναγνωρίζει τα σφάλματά του και να κρατά το λόγο του. Η αλήθεια μόνο καλά θα σας φέρει». Τότε ο Φοίνικας ανέφερε για πρώτη φορά τον όρκο στη Στύγα. Ο Θεμιστοκλής, που ήθελε κι εκείνος να κερδίσει την εύνοια του δασκάλου του, ζήτησε από τη μητέρα του μισό οβολό και πλήρωσε το ραψωδό στην Αγορά για να του απαγγείλει τους στίχους του Ησιόδου. Η μοναδική φορά που τους άκουσε ήταν αρκετή για να τους μάθει από μνήμης, μα δεν είχε βρει την ευκαιρία να τους επαναλάβει μέχρι σήμερα. Και τώρα, ένα μήνα αργότερα, διαπίστωνε απελπισμένος ότι είχε σπαταλήσει το χρόνο και τα χρήματά του. Σκέφτηκε ότι, αφού η Θεογονία δεν του είχε χρησιμεύσει σε τίποτα, έπρεπε να λάβει πιο δραστικά μέτρα για να κερδίσει την εύνοια που άξιζε. Δεν είχε πει ο γραμματιστής ότι του άρεσαν οι άνθρωποι που έλεγαν την αλήθεια; Θα αποδείκνυε, λοιπόν, ότι στην ειλικρίνεια δεν τον παράβγαινε ούτε ο Αριστείδης ούτε κανένας άλλος ευπατρίδης. Και μαζί θα κατακτούσε και τους υπόλοιπους συμμαθητές με την τόλμη του.
Τα παιδιά έτρωγαν στο σχολείο κι έφερναν εναλλάξ φαγητό από το σπίτι και για το δάσκαλο. Εκείνη τη μέρα ήταν η σειρά του Ευφορίωνα, που είχε φέρει έναν έγχυτον, μια ζουμερή τηγανητή πίτα με τυρί και σιμιγδάλι. «Μην του το δώσεις ακόμη», είπε ο Θεμιστοκλής στο φίλο του. Ενώ τα υπόλοιπα παιδιά άνοιγαν τα δισάκια τους για να βγάλουν το φαγητό, ο Θεμιστοκλής βγήκε τρέχοντας στην αυλή. Δεν άργησε να εντοπίσει τη σαλαμάνδρα που συνήθως λιαζόταν στον βορινό τοίχο και τη χτύπησε με ένα κλαδί, προσέχοντας όμως να τη βρουν μόνο τα φύλλα, γιατί δεν ήθελε παρά μόνο να τη ζαλίσει. Όταν η σαλαμάνδρα έπεσε στο έδαφος, την πήρε στα χέρια του και ξαναμπήκε στο σχολείο κρυφογελώντας. «Τ ώρα μπορείς να του το δώσεις», είπε στον Ευφορίωνα.
«Τ ι θα κάνεις; Πρόσεχε, μπορεί να μπλέξεις άσχημα». «Βάζεις στοίχημα ότι δε θα μπλέξω;» Ο Ευφορίωνας έξυσε τον κρόταφό του κι έγειρε το κεφάλι προς τα αριστερά μια-δυο φορές. Από τότε είχαν αρχίσει να τον ταλαιπωρούν τα τικ που θα τον βασάνιζαν σε όλη την ενήλικη ζωή του και θα του χάριζαν το παρατσούκλι Νευρόσπαστο. «Δε βάζω κανένα στοίχημα», είπε. «Αλλά να ξέρεις ότι αν σε πιάσουν εγώ θα πω ότι δεν ήξερα τίποτα». Πλησίασε δυσανασχετώντας το γραμματιστή και του έδωσε το δισάκι με το φαγητό. Σαν είδε την πίτα, εκείνος έγλειψε τα χείλη, και τα μάτια του άστραψαν· η χαρά του μεγάλωσε όταν ο Ευφορίωνας του έδωσε μια γαβάθα με μέλι για να περιχύσει την πίτα. Ενώ ο δάσκαλος έβαζε το φαγητό πάνω στο σκαμνί που είχε φέρει ο εγγονός του για τραπέζι, ο Θεμιστοκλής πέρασε νυχοπατώντας από πίσω του. Σε έναν χάλκινο τρίποδα κοντά στην έδρα ο Φοίνικας είχε έναν μικρό αμφορέα με νερωμένο κρασί, από τον οποίο έπινε απευθείας. Αν και ο δάσκαλος έβαζε πάντα ένα πώμα για να μην μπαίνουν μύγες, το παιδί κινήθηκε αστραπιαία, σήκωσε το πώμα κι έριξε μέσα τη σαλαμάνδρα. Μερικοί μαθητές τον είδαν κι άρχισαν τις αγκωνιές προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια. Για μια στιγμή ο Θεμιστοκλής ένιωσε σαν μικρός στρατάρχης κι έριξε μια ματιά γεμάτη αψηφισιά στον Αριστείδη. Ο Φοίνικας δεν άργησε να καταβροχθίσει το γλυκό. Ύστερα έγλειψε το μέλι από τα δάχτυλά του, τα σκούπισε στην άκρη του χιτώνα και γύρισε να πάρει το κανάτι. Στην τάξη έπεσε μια σιωπή σαν αυτή που προηγείται της καταιγίδας. Το αστείο βγήκε καλύτερο απ’ ό,τι είχε προβλέψει ο Θεμιστοκλής. Φαίνεται ότι το μέλι είχε γδάρει το λαιμό του Φοίνικα, γιατί ο γραμματιστής έβγαλε το πώμα από τον αμφορέα, το σήκωσε και ήπιε μια καλή γουλιά. Άξαφνα, το μήλο του σταμάτησε στα μισά του δρόμου· με μια κραυγή τρόμου πέταξε στο πάτωμα τον αμφορέα, που έγινε θρύψαλα στις πλάκες. Για μια στιγμή η ουρά της σαλαμάνδρας ξεπρόβαλε από το στόμα του γραμματιστή
σπαρταρώντας σαν μικροσκοπικό μαστίγιο. Ύστερα ο Φοίνικας έφτυσε το ερπετό μαζί με έναν πίδακα κρασιού κι έφερε τα χέρια στο στομάχι για να συγκρατήσει την αναγούλα. Ενώ τα παιδιά ξεκαρδίζονταν στα γέλια και το ζωύφιο κατέφευγε σε πιο ασφαλή εδάφη, ο Φοίνικας, μελανιασμένος, ρώτησε: «Ποιος το έκανε;» Ο Θεμιστοκλής ξερόβηξε κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Αλλά ακριβώς τη στιγμή που απαντούσε περήφανα: «Εγώ, δάσκαλε», ένας λύχνος φώτισε το μυαλό του. Κατάλαβε ότι ο δάσκαλος δεν επρόκειτο να τον ανταμείψει βγάζοντας λόγο για την αξία της ειλικρίνειας. Για να κάνει την τιμωρία του πιο ταπεινωτική, ο Φοίνικας ζήτησε τη βοήθεια των χειρότερων εχθρών του: έβαλε τον Αριστείδη να του πιάσει τα χέρια και τον Ξάνθιππο, το «Αγγούρι», να του σηκώσει το χιτώνα. Με τα οπίσθια σε κοινή θέα, ο Θεμιστοκλής είχε νιώσει μεγαλύτερη ταπείνωση απ’ ό,τι αν ο δάσκαλος τον είχε διατάξει να γδυθεί εντελώς. Ο Φοίνικας ξεθύμανε με ένα χλωρό κλαρί ελιάς. Εκείνο όμως που τον πόνεσε πολύ περισσότερο και από τα χτυπήματα ήταν τα χάχανα των συμμαθητών του, ακόμα και του πιστού Ευφορίωνα. Ούτε τότε ούτε ποτέ άλλοτε σκέφτηκε ότι αν ήταν στη θέση του θα είχε γελάσει κι εκείνος με το πάθημα ενός άλλου. Το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι εκείνοι, οι ευπατρίδες, κορόιδευαν τον Θεμιστοκλή, το γιο του εμπόρου Νεοκλή, και πίστεψε ότι τα γέλια τους έλεγαν: «Δεν είσαι παρά ένας κοινός δημότης. Ποτέ δε θα γίνεις ένας από εμάς».
Όταν ο Θεμιστοκλής γύρισε στο σπίτι, η Ευτέρπη, η μητέρα του, που μπορούσε να ερμηνεύσει και την παραμικρή σιωπή του, ρώτησε τι συνέβαινε. Το παιδί, που ως εκείνη τη στιγμή είχε κρατήσει τα δάκρυα, ξέσπασε σε κλάματα ενώ της διηγιόταν τι είχε συμβεί. Η Ευτέρπη του έδωσε ένα χαστούκι, σκίζοντας το χείλος του με το πετράδι του δαχτυλιδιού της. Ο Θεμιστοκλής χλόμιασε και κράτησε
την ανάσα του. «Μην ξανακλάψεις ποτέ για κάποιο πάθημά σου», είπε ψυχρά η μητέρα του. «Κλάψε από συγκίνηση ακούγοντας μια ωδή ή από χαρά για την ευημερία των δικών σου. Αλλά μην κλαις ποτέ επειδή σου συνέβη κάτι κακό». «Γιατί, μητέρα;» «Γιατί είσαι δικός μου γιος», απάντησε εκείνη σηκώνοντας το πιγούνι. Στις φλέβες της κυλούσε αίμα από την Καρία· ήταν εξαδέλφη με τον Λύγδαμι, τύραννο της Αλικαρνασσού, και την ενοχλούσε το γεγονός ότι η ευγενής καταγωγή της δεν είχε καμία βαρύτητα στην Αθήνα. «Και τώρα πες μου τι έγινε. Χωρίς κλάματα». Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι, αν υπήρχε η θεά Θέμις, τότε σίγουρα για εκείνον ήταν όχι μόνο τυφλή αλλά και κουφή. Ωστόσο κατάπιε τα δάκρυα και τα είπε όλα στη μητέρα του. Η Ευτέρπη έκανε να σηκώσει τις άκρες των χειλιών ακούγοντας για την ουρά της σαλαμάνδρας, αλλά δε χαμογέλασε· όταν ο γιος της τελείωσε την αφήγησή του, τον φιλοδώρησε με άλλα δυο χαστούκια: το πρώτο για την αταξία του και το δεύτερο επειδή στάθηκε τόσο ηλίθιος ώστε να σκεφτεί πως θα γλίτωνε τις συνέπειες του εγκλήματός του μόνο και μόνο επειδή το είχε ομολογήσει. Εκείνη τη νύχτα, σαν ξάπλωσε στο κρεβατάκι του, έμεινε με τα μάτια ανοιχτά και το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Ανάμεσα στις σκιές των καδρονιών είδε ξανά τα περιπαικτικά βλέμματα των συμμαθητών του, τα αλλοιωμένα πρόσωπά τους από τα χάχανα. Για πρώτη φορά τον βασάνισε μια αϋπνία που δεν επρόκειτο να τον αφήσει ήσυχο στην υπόλοιπη ζωή του. Τ ις ατέλειωτες ώρες εκείνης της νύχτας ορκίστηκε να αποδείξει στους γιους των ευπατρίδων ποιος ήταν ο Θεμιστοκλής, ο γιος του εμπόρου. Μια μέρα όλοι θα τον έδειχναν ξανά με το δάχτυλο, αλλά αυτή τη φορά με θαυμασμό. Θα κάνω σπουδαία πράγματα, υποσχέθηκε στον εαυτό του. Χωρίς να ξέρει το γιατί, οι σκέψεις του πέταξαν ξανά στους Πέρσες και στα λόγια του Φοίνικα: το μόνο που δίδασκαν στα παιδιά τους εκείνοι οι βάρβαροι ήταν να λένε την αλήθεια. Αν ήταν έτσι, τότε
τους δίδασκαν κάτι ελάχιστα χρήσιμο. Εκείνος είχε νιώσει στα οπίσθια και στο πρόσωπό του τις συνέπειες της ειλικρίνειας και τις είχε σημειώσει για μελλοντική χρήση. Οι Πέρσες, επανέλαβε από μέσα του. Οι Πέρσες... Όταν επιτέλους αποκοιμήθηκε, ονειρεύτηκε απέραντες πεδιάδες, χιονισμένα βουνά και πόλεις με τοίχους από ίασπι και χρυσές στέγες που εκτείνονταν όσο έβλεπε το μάτι, κοντά στην κατοικία του θεού Ήλιου. Τη στιγμή που ο Θεμιστοκλής ονειρευόταν, οι Πέρσες κάρφωναν τη ματιά τους στη Δύση. Για πρώτη φορά τα στρατεύματα του Δαρείου περνούσαν τη θάλασσα κι έστηναν στην Ευρώπη τις πολυτελείς σκηνές και τα λάβαρα του φτερωτού θεού Αχουραμάζντα για να πολεμήσουν τους βάρβαρους Θράκες. Χωρίς να το υποψιάζονται οι Έλληνες, είχε αρχίσει να απλώνεται πάνωθέ τους το μελανό νέφος ενός πολέμου που όμοιό του δεν είχαν φανταστεί ποτέ.
Πρώτη πράξη Μαραθώνας, 490 π.Χ.
Ερέτρια, νύχτα της 29ης Αυγούστου Η Απολλωνία άνοιξε τα μάτια και είδε δίπλα στο κρεβάτι της τη θεά· κρατούσε ένα δόρυ με χάλκινη άκρη που έφτανε ως τα ξύλινα δοκάρια της οροφής. Στην κάμαρα έκαιγε μόνο ένας μικρός λύχνος με λάδι, μα η θεότητα άστραφτε σαν γυάλινο κανάτι από τη Σιδώνα, φωτισμένη από μια εσωτερική φλόγα. «Απολλωνία», είπε, «πάρε την κόρη και τους υπηρέτες σου και φύγε από αυτή την καταραμένη πόλη για να μην περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σκλάβα ενός Πέρση σε κάποιο ξεχασμένο χωριό. Μην περιμένετε τα παιδιά μου, δεν πρόκειται να έρθουν να σας σώσουν». Η Απολλωνία προσπάθησε να σηκωθεί, μα το κορμί της είχε παραλύσει κάτω από τη λεπτή κουβέρτα. Τα τεράστια αμυγδαλωτά μάτια της θεάς την κοίταζαν θλιμμένα. «Πολύ πριν λαλήσει ο πετεινός, οι προδότες θα ανοίξουν τις πύλες της Ερέτριας στους Πέρσες. Πήγαινε να βρεις το πλοίο του Θεμιστοκλή του Αθηναίου, πέρασε μαζί του το στενό και δέξου την προστασία της πόλης μου. Και τώρα ξύπνα, Απολλωνία». Η θεά σήκωσε το δόρυ και ύστερα το χτύπησε με δύναμη στο πάτωμα. Οι κερωμένες τάβλες έτριξαν και το όραμα χάθηκε.
Σαν αποτίναξε το μαρασμό του ύπνου, η Απολλωνία πετάχτηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι. Πάρε την κόρη σου. Σαν κοίταξε αριστερά και είδε ότι η κούνια δεν ήταν εκεί, η καρδιά της κόντεψε να σταματήσει. Ύστερα θυμήθηκε ότι η ίδια είχε στείλει τη μικρή Μνησιπτολέμη στο δωμάτιο της τροφού, γιατί ήθελε να πλαγιάσει με το σύζυγό της. Το στέρνο της πονούσε· έμεινε μερικές στιγμές κοντανασαίνοντας τυλιγμένη στις σκιές, που μετά βίας απόδιωχνε η αδύναμη φλόγα του λαδιού. Ύστερα ένιωσε τις θηλές της σκληρές σαν βόλους και
σκέπασε τα στήθη της με την κουβέρτα. Ήταν ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και οι νύχτες είχαν αρχίσει να γίνονται πιο μακριές και ψυχρές. Ή ίσως ήταν η ψύχρα που ανάδινε η θεά, μια παγωνιά που είχε χωθεί ως τα σωθικά της Απολλωνίας και την είχε κάνει να ανατριχιάσει. Το όραμα ήταν τόσο αληθινό που είχε αφήσει στον αέρα την οξεία οσμή που αναγγέλλει την καταιγίδα. Τα παιδιά μου δεν πρόκειται να έρθουν να σας σώσουν. Η παρθένος θεά δεν είχε παιδιά. Δεν μπορούσε παρά να εννοεί το στρατό της Αθήνας, τον οποίο οι Ερετριείς περίμεναν εδώ και έξι μέρες. Ήταν η στερνή ελπίδα που διατηρούσαν για να αποκρούσουν την πολιορκία των Περσών. Η Απολλωνία γύρισε στο δεξί πλευρό για να μιλήσει στο σύζυγό της, μα ο Ιάσονας δεν ήταν εκεί. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι ένιωσε το σπόρο του να αναδεύεται μέσα της. Η παρουσία της θεάς είχε εξαφανιστεί από τον αέρα ή τη μνήμη της. Στη θέση της είχε μείνει μόνο η κολλώδης οσμή του καμένου λαδιού και το γλυκερό άρωμα της συνουσίας. Δεν είναι καλή εποχή να πιάσω παιδί, σκέφτηκε, αν την ίδια νύχτα της σύλληψής του αυτό το παιδί αναγκάζεται να γίνει άπατρις κατ’ εντολήν της θεάς. Προσευχήθηκε να μην πιάσει εκείνος ο σπόρος. Ήταν περίεργο που ο Ιάσονας είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Όταν μοιραζόταν το υπνοδωμάτιο με τη γυναίκα του, σχεδόν πάντα τον έπαιρνε ο ύπνος μετά τη συνουσία και ξημερωνόταν στην ίδια θέση που είχε αποκοιμηθεί. Αυτή τη φορά όμως, αντί να παραδοθεί στον Μορφέα, είχε μείνει να κοιτά το ταβάνι με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ήταν η τελευταία εικόνα που είχε από τον άντρα της πριν βυθιστεί στα χλιαρά νερά του ύπνου. Ο Ιάσονας είχε καιρό να κοιμηθεί καλά. Από τότε που μαθεύτηκε ότι η μεγάλη στρατιά των Περσών κατευθυνόταν προς την Ερέτρια, ήταν διαρκώς ανήσυχος, πεταγόταν με τον παραμικρό θόρυβο, είχε αρχίσει να χάνει βάρος και ξαγρυπνούσε όλο και πιο συχνά. Η Απολλωνία έκανε ό,τι μπορούσε για να τον καθησυχάσει, μα ήξερε ότι ο άντρας της είχε λόγους να ανησυχεί. Ανήκε στους ρήτορες που
λάμβαναν το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου για να υπερασπιστούν το δημοκρατικό κόμμα ενάντια στους αριστοκράτες και τους ολιγαρχικούς. Εξαρχής είχε στηρίξει την εξέγερση των ιωνικών πόλεων ενάντια στον Δαρείο, γι’ αυτό και, αν οι Πέρσες εισβολείς κατάφερναν να κυριεύσουν την πόλη, θα ήταν από τους πρώτους που θα διέτρεχαν κίνδυνο. Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν ψηφίσεις υπέρ της βοήθειας προς την εξέγερση των Ιώνων, σκεφτόταν η Απολλωνία όταν τον έβλεπε τόσο αγχωμένο. Δεν είχε διανοηθεί, βέβαια, να τον μεμφθεί ανοιχτά, μα αυτό δεν την εμπόδιζε να σχηματίζει τη δική της γνώμη. Παρότι ήταν γυναίκα και δεν μπορούσε να παρευρεθεί στα συμβούλια και στις συγκεντρώσεις, ήξερε να παρατηρεί και να ακούει προσεκτικά, και από μικρή κατάφερνε να πληροφορείται για τα όσα συνέβαιναν εντός κι εκτός των τειχών. Γι’ αυτό θυμόταν καλά από πού προέρχονταν όλα εκείνα τα δεινά.
Η ρίζα του κακού έφτανε μακριά, οχτώ χρόνια νωρίτερα, όταν η Απολλωνία ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών· ο πατέρας της και ο Ιάσονας μόλις είχαν συμφωνήσει το γάμο. Εκείνο το καλοκαίρι οι Ίωνες υποτελείς του Δαρείου ξεσηκώθηκαν εναντίον του σε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας και ζήτησαν βοήθεια από τους Έλληνες στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Οι Σπαρτιάτες, επειδή ήταν πιο θεοσεβούμενοι ή, όπως αποδείχτηκε αργότερα, πιο σώφρονες, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο. Οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς όμως είχαν απαντήσει καταφατικά και είχαν στείλει στρατό και πλοία για μια κοινή εκστρατεία ενάντια στο σατράπη της Λυδίας. Όταν μαθεύτηκε ότι η ελληνική συμμαχία είχε καταλάβει και παραδώσει στις φλόγες την πρωτεύουσα του Μεγάλου Βασιλιά, στους δρόμους της Ερέτριας άρχισαν οι πανηγυρισμοί. Τελικά, είπαν όλοι, οι Πέρσες δεν ήταν τόσο ισχυροί και ανίκητοι όσο τους περιέγραφαν. Η Απολλωνία δεν καταλάβαινε το λόγο εκείνου του
ενθουσιασμού. Τ ι γύρευαν οι Ερετριείς στην άλλη άκρη του πελάγους; Όταν άκουγε τον πατέρα της να μιλά με τόση θέρμη για την εξέγερση ενάντια στους Πέρσες, είχε την εντύπωση ότι εκείνος είχε μετατραπεί σε έφηβο και ότι μόνο η ίδια έβλεπε τα πράγματα με κάποια ωριμότητα. Ωστόσο, παρότι ήταν πεπεισμένη ότι εκείνη η περιπέτεια μόνο προβλήματα θα τους έφερνε, από μικρή είχε αποδεχτεί την ιδέα ότι αυτά τα ζητήματα δεν είναι για γυναίκες, γι’ αυτό δάγκωνε τη γλώσσα και δεν έλεγε τίποτα. Τα πανηγύρια πάγωσαν αμέσως μόλις οι πιο πληροφορημένοι και ταξιδεμένοι, όπως ο Ιάσονας, εξήγησαν στους υπόλοιπους ότι οι Σάρδεις, η πόλη που είχαν κάψει οι σύμμαχοι, δεν ήταν παρά μια επαρχιακή πρωτεύουσα. Η πραγματική έδρα της ισχύος του Δαρείου βρισκόταν πολύ πιο ανατολικά, στα Σούσα και στη Βαβυλώνα, δυο πόλεις που βρίσκονταν σε απόσταση τριών μηνών στην ενδοχώρα, απόσταση που φάνταζε ασύλληπτη στην Απολλωνία και την έκανε να φαντάζεται μια μακρινή χώρα, όπου ο ήλιος ψηλά στον ουρανό τσουρούφλιζε τα παλάτια του Μεγάλου Βασιλιά. Για να ενοχλήσουν ακόμα περισσότερο τον Πέρση βασιλιά, οι Ερετριείς δεν είχαν περιοριστεί στη συμμετοχή στην εκστρατεία. Τον ίδιο σχεδόν καιρό που οι Αθηναίοι και οι λοιποί Ίωνες πραγματοποιούσαν την εισβολή τους, ένας ισχυρός στόλος από την Ερέτρια αντιμετώπισε στη θάλασσα μια κυπριακή και φοινικική αρμάδα που διοικούνταν από Πέρσες στρατηγούς. Νίκησαν οι Ερετριείς, που εδώ και χρόνια καυχιόνταν ότι ήταν οι κυρίαρχοι των θαλασσών. Μα οι απώλειες ήταν τόσο μεγάλες ώστε έκτοτε η πόλη δεν είχε ανακάμψει. Και οι χειρότερες συνέπειες δεν είχαν φανεί ακόμη.
Η εκδίκηση των Περσών ήταν αργή μα ανελέητη. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Μεγάλος Βασιλιάς ήταν να συντρίψει τους επαναστάτες, να σαρώσει τη Μίλητο, που είχε πρωτοστατήσει στον ξεσηκωμό, και
να πάρει σκλάβους όλους τους κατοίκους της. Μόνο τότε, οχτώ χρόνια αφότου είχε ξεσπάσει η επανάσταση, όταν ο Δαρείος είχε τακτοποιήσει τα ζητήματα της αυτοκρατορίας του και οι Ερετριείς είχαν εφησυχάσει ότι θα έμεναν ατιμώρητοι για το επιφανειακό ράμφισμα που είχαν καταφέρει στο περσικό παχύδερμο, ο Δαρείος αποφάσισε να στρέψει το βλέμμα στην άλλη άκρη του Αιγαίου. Στις αρχές του Αυγούστου οι έμποροι που επέστρεφαν από την Ανατολή έφεραν ανησυχητικά νέα. Ένας τεράστιος στόλος είχε σαλπάρει από τις ακτές της Κιλικίας, στα νότια της Μικράς Ασίας, και διέτρεχε το Αιγαίο υποτάσσοντας νησιά, καταλαμβάνοντας πόλεις και κατακαίοντας ναούς. Μόνο το τέμενος του Απόλλωνα στη Δήλο είχε γλιτώσει από τις φλόγες. Δε χωρούσε αμφιβολία σχετικά με τις προθέσεις των Περσών, όπως είχε αναλάβει να τις διακηρύξει ο αρχηγός τους, ο Μήδος Δάτις. Ήθελαν να εκδικηθούν την Ερέτρια και την Αθήνα για τη βοήθεια που είχαν προσφέρει στους Ίωνες και για το κάψιμο των Σάρδεων. Η εντολή του Δαρείου ήταν να γίνουν στάχτη και συντρίμμια. Επί πολλές ημέρες οι Ερετριείς ικέτευαν τους θεούς να αποφασίσουν οι Πέρσες να επιτεθούν πρώτα στην Αθήνα. Στο κάτω κάτω, οι Αθηναίοι, παρότι δεν είχαν μεγάλο στόλο, μπορούσαν να παρατάξουν στο πεδίο της μάχης τριπλάσιους οπλίτες σε σχέση με εκείνους. Ωστόσο, παρά τις ικεσίες και τις θυσίες, οι Ερετριείς δεν άργησαν να μάθουν ότι είχαν επιλεγεί ως το πρώτο θήραμα. Στα μέσα Αυγούστου οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στη νότια Εύβοια και από εκεί άρχισαν να διατρέχουν τη δυτική ακτή του νησιού λεηλατώντας ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους. Για να τους εμποδίσουν να φτάσουν στην πόλη, τα υπολείμματα του στόλου των Ερετριέων, κάμποσες τριήρεις και πεντηκοντόρους που δεν έφταναν τα τριάντα πλοία, σάλπαραν για να τους συναντήσουν. Κανείς δεν ξανάκουσε ποτέ για εκείνο το στόλο. Μια-δυο μέρες αργότερα, στη μακρόστενη παραλία των Αιγιλίων είχε εμφανιστεί ένα νέφος από πλοία, μια αρμάδα πολύ πιο πολυάριθμη απ’ ό,τι θα φαντάζονταν ποτέ οι Ερετριείς. Πεντακόσια,
εξακόσια πλοία, ίσως και χίλια. Η Απολλωνία τα είχε δει από τον ξύλινο πύργο που είχε προσαρτηθεί στην πρόσοψη του σπιτιού της. Εκείνα τα παρατηρητήρια ήταν πιο συνηθισμένα στις εξοχικές κατοικίες, μια και κατασκευάζονταν σαν μικρά φρούρια, για να προστατεύουν τα σπίτια από κλέφτες και εισβολείς. Μα ο Ιάσονας είχε επιμείνει να σηκώσει τον πύργο, παρότι το σπίτι του ήταν στο κέντρο της πόλης, γιατί του άρεσε να κοιτάζει από ψηλά τα πλοία που έφταναν στο λιμάνι, ώστε να σπεύδει το συντομότερο δυνατόν να υποδεχτεί τα δικά του. Εκείνη την ημέρα ανέβηκαν μαζί για να παρακολουθήσουν την προσάραξη του υπέρογκου στόλου, που σκέπαζε όλο το στενό. Αμέτρητοι σαν σμάρι εντόμων, οι Πέρσες είχαν αποβιβαστεί στα ανατολικά της πόλης και μέσα σε μερικές ώρες είχαν στήσει στην πεδιάδα μια απέραντη κατασκήνωση. «Τ ι θα γίνει τώρα;» είχε ρωτήσει η Απολλωνία το σύζυγό της. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκε εκείνος, με πρόσωπο γκρίζο σαν τη στάχτη. Όταν οι Έλληνες δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό σε ανοιχτό πεδίο μάχης, είτε επειδή υπολείπονταν αριθμητικά είτε για κάποιον άλλο λόγο, κλείνονταν πίσω από τα τείχη και περίμεναν να περάσει η καταιγίδα. Αν οι αντίπαλοι ήταν άλλοι Έλληνες, είτε έφευγαν είτε κατασκήνωναν γύρω από την πόλη και περίμεναν μέχρι να παραδοθούν οι πολιορκούμενοι λόγω πείνας –κάτι που δε συνηθιζόταν– ή ώσπου κάποιος προδότης από μέσα να τους ανοίξει την πόρτα τυλιγμένος στο σκοτάδι της νύχτας. Και προδότες δεν έλειπαν ποτέ, γιατί, μόλις βρεθούν μαζί τρεις Έλληνες, αμέσως σχηματίζουν τουλάχιστον δύο φατρίες και αρχίζει η μία να συνωμοτεί κατά της άλλης. Οι Πέρσες όμως είχαν έναν πιο μεθοδικό τρόπο δράσης. Την πρώτη μέρα της πολιορκίας έσκαψαν ένα λάκκο για να προστατεύσουν τον καταυλισμό. Ύστερα άρχισαν να εκχερσώνουν το έδαφος προς το ανατολικό τείχος της Ερέτριας και ύψωσαν ράμπες από πατημένο χώμα. Οι αμυνόμενοι εξαπέλυαν βέλη, μα τα τόξα
τους δεν είχαν το βεληνεκές των περσικών. Οι Ερετριείς έριχναν με τον ελληνικό τρόπο, τεντώνοντας τη χορδή μέχρι το στέρνο, ενώ οι Ασιάτες έφερναν το φτερό της σαΐτας ως το αυτί και τους ξεπερνούσαν σε απόσταση κατά τριάντα μέτρα. Επιπλέον, έριχναν μαζικά, προστατευμένοι από στρατιώτες που τους κάλυπταν από τα πλάγια με ασπίδες σχεδόν στο ύψος ενός ανθρώπου, και τα βέλη τους έπεφταν στα τείχη σαν αδιάκοπο χαλάζι. Όταν σουρούπωσε η τρίτη μέρα, οι Ερετριείς επιχείρησαν μια έξοδο για να διαλύσουν τις γραμμές των τοξοτών που τους σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα. Η Απολλωνία είχε δει τη μάχη με τα ίδια της τα μάτια, γιατί εκείνη τη μέρα είχε ανέβει στο μικρό τέμενος της Ολυμπίας Αρτέμιδας, στην ακρόπολη, για να ετοιμάσει τα Θεσμοφόρια του επόμενου μήνα. Τοποθετούσε επάνω στο βωμό τα χοντρά κομμάτια κρέας που θα ψήνονταν στον ήλιο και θα θάβονταν για έναν ολόκληρο μήνα ώστε να προσφερθούν ύστερα στη θεά. Πάσχιζε να συγκεντρωθεί για να μην προσβάλει την Άρτεμη, μα τα μάτια της ταξίδευαν διαρκώς προς τα ανατολικά, εκεί που διεξαγόταν η συμπλοκή. Ακόμα και η ιέρεια που επέβλεπε τις κινήσεις της είχε αφαιρεθεί· με το δίκιο της, γιατί οι κραυγές που έρχονταν από εκεί κάτω έμοιαζαν με το μούγκρισμα της θάλασσας μέσα στην καταιγίδα. Πάνω από πεντακόσιοι Ερετριείς ιππείς, το ιππικό για το οποίο τόσο περήφανοι ήταν οι ευπατρίδες της πόλης, είχαν βγει από την ανατολική πύλη για να επιτεθούν στους Πέρσες. Στην αρχή, η αλλόκοτη εφόρμησή τους τρόμαξε τους τοξότες και τους ασπιδοφόρους, και οι υπερασπιστές των τειχών τούς εμψύχωναν κραυγάζοντας. Μα, σαν άνοιξαν οι γραμμές του εχθρού, εμφανίστηκε ένα πλήθος από Πέρσες τοξότες δύο και τρεις φορές περισσότερους από τους Έλληνες, που όρμησαν κατά των Ερετριέων και διέλυσαν την άμυνά τους σαν χέρι που αποδιώχνει μύγα. Από την ακρόπολη όλα έμοιαζαν με μια παλίρροια από ανθρώπους και άλογα. Η στριγκή κλαγγή του μετάλλου πάνω στο μέταλλο και το χλιμίντρισμα των ζώων σκέπαζαν ακόμα και τις κραυγές των στρατιωτών που ψυχορραγούσαν. Αργότερα η Απολλωνία έμαθε ότι
μόλις διακόσιοι άντρες είχαν καταφέρει να επιστρέψουν στα τείχη προτού οι αμυνόμενοι κλείσουν τις πύλες. Τους υπόλοιπους τους είχε καταβροχθίσει η επίθεση των Περσών. Το βραδάκι τέσσερις ιππείς επέστρεψαν στην πόλη μεταφέροντας τη διαταγή για παράδοση από τον Δάτι. Η διαταγή ήταν χαραγμένη στις πλάτες τους. Μα εκείνο που εντυπωσίασε περισσότερο τους αμυνόμενους δεν ήταν το μήνυμα που είχε γραφεί με αίμα. Οι βάρβαροι είχαν ευνουχίσει τους τέσσερις άνδρες και τους είχαν κόψει τη μύτη, τα αυτιά, τη γλώσσα και τα χείλη, έτσι ώστε το μόνο που κατάφερναν να αρθρώσουν ήταν ένα ακατανόητο γουργούρισμα πνιγμένο στο αίμα. «Αν δεν ανοίξετε τις πύλες αμέσως και δεν παραδώσετε τα όπλα, όλοι οι άνδρες της πόλης θα έχουν την ίδια τύχη», έλεγε η ιωνική γραφή. Βλέποντας τα αποτελέσματα της πρώτης μάχης και τα παθήματα των αιχμαλώτων, οι Ερετριείς δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο. Παρακολουθούσαν ανήμποροι τους Πέρσες που συνέχιζαν να κατασκευάζουν τις ράμπες και να πλησιάζουν όλο και περισσότερο το τείχος. Τ ι οχήματα σκόπευαν να πλησιάσουν σε εκείνα τα υψώματα; αναρωτιόνταν με σφιγμένη καρδιά. «Οι Αθηναίοι θα έρθουν», επέμενε ο Ιάσονας τις ελάχιστες στιγμές που άφηνε τα τείχη για να γυρίσει στο σπίτι και να ξεκουραστεί. «Δε θα μας αφήσουν μόνους». «Είσαι σίγουρος; Γιατί να διακινδυνεύσουν για μας;» τον ρωτούσε η Απολλωνία. «Αν δεν το κάνουν, μόλις οι Πέρσες ξεμπερδέψουν με την Ερέτρια, θα στραφούν εναντίον τους. Οι Αθηναίοι ξέρουν ότι είναι καλύτερο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας αντί να μαχόμαστε χωριστά». Περίπου δέκα χιλιόμετρα από κει, βορειοδυτικά της πόλης, σε μια περιοχή που μέχρι πρότινος ανήκε στην πόλη της Χαλκίδας, αιώνιας αντιπάλου της Ερέτριας, ζούσαν χίλιοι κληρούχοι, έποικοι από την Αθήνα, που είχαν εγκατασταθεί σε εκείνα τα χωράφια με τις
οικογένειές τους. Θα έπρεπε να είχαν τρέξει πρώτοι για βοήθεια, ως εμπροσθοφυλακή των Αθηναίων, μα, όσο κι αν οι Ερετριείς σάρωναν με τα μάτια τον ορίζοντα, δεν εμφανιζόταν κανείς.
Τελικά, την έκτη ημέρα, την προηγουμένη του οράματος της Απολλωνίας, οι Πέρσες ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες και πραγματοποίησαν μαζική επίθεση ενάντια στα τείχη. Στην αρχή πλησίασαν στο τείχος οχτώ κατασκευές που έμοιαζαν με πολιορκητικούς κριούς, πολύ πιο εξεζητημένες από αυτές που κατασκεύαζαν οι Έλληνες. Αντί να καταλήγουν σε σφαίρες από χαλκό ή σίδερο, οι κατασκευαστές τις είχαν οπλίσει με μεταλλικά φύλλα που έμοιαζαν με τεράστιες σπάτουλες, τις οποίες οι χειριστές τους έφερναν κοντά στα τείχη και τις κινούσαν σαν μοχλούς για να τα καταστρέψουν, κατατρώγοντας λίγο λίγο την εξωτερική πέτρινη στρώση και πλησιάζοντας στη χωμάτινη καρδιά του τείχους. Εκείνοι οι πολιορκητικοί κριοί ήταν σχεδόν άτρωτοι, γιατί τους μετέφεραν σε μεγάλα τροχήλατα πλαίσια, επάνω στα οποία προστατεύονταν από στρώσεις από ξύλο και βρασμένο δέρμα. Έτσι, οι στρατιώτες που τους έσπρωχναν προστατεύονταν κι αυτοί από τα βέλη που εξαπέλυαν οι πολιορκούμενοι από τα τείχη. Ο Χάρμωνας, ο στρατηγός των Ερετριέων, διέταξε τους άνδρες του να τοποθετήσουν στουπί και πίσσα στα βέλη για να βάλουν φωτιά στις μηχανές· ούτε αυτό όμως έφερε αποτέλεσμα, γιατί πίσω από το μπροστινό κάλυμμα κάθε κριού ήταν κρυμμένοι σκλάβοι, που έσβηναν τις φλόγες ρίχνοντας νερό από μεγάλα χάλκινα δοχεία. Ενώ οι κριοί σφυροκοπούσαν το τείχος, τέσσερις ξύλινοι πύργοι πλησίασαν τρεκλίζοντας πάνω στις τεράστιες ρόδες τους. Τα τείχη της Ερέτριας είχαν ύψος εφτά μέτρα, μα εκείνοι οι κινητοί πύργοι είχαν ύψος δέκα μέτρα και οι τοξότες και οι σφενδονιστές που κρύβονταν μέσα μπορούσαν να βάλλουν κατά βούληση εναντίον των υπερασπιστών της πόλης από παράθυρα και πολεμίστρες.
Ο Ιάσονας πολεμούσε όλο το απόγευμα απέναντι σε ένα από εκείνα τα κυκλώπεια τέρατα. Κουλουριασμένος πίσω από το τείχος, έβγαζε το κεφάλι όσο μπορούσε ώστε να ρίξει κανένα βέλος βιαστικά, γιατί, αν έμενε ακάλυπτος πάνω από ένα δευτερόλεπτο, έρχονταν καταπάνω του βέλη τόσο από τους πύργους όσο και από τις γραμμές των τοξοτών που έριχναν από το έδαφος. Όταν είδε τι έπαθε ο άνδρας που μαχόταν πλάι του στο τείχος, άρχισε να προσέχει πολύ περισσότερο. Για έναν οπλίτη με πανοπλία, τα βέλη δεν ήταν τόσο επικίνδυνα αν η πορεία τους ήταν καμπύλη ή αν τον έβρισκαν από τα πλάγια· μα ο συμπολεμιστής του είχε την ατυχία να τον βρει μία περσική σαΐτα από μπροστά. Ακούστηκε ένα ξερό τρίξιμο και η τριγωνική άκρη του βέλους πέρασε τις στρώσεις του λινού και καρφώθηκε ίσια στην καρδιά του. Η πανοπλία του Ιάσονα, αποτελούμενη από δύο χάλκινα κομμάτια που έμπαιναν το ένα μέσα στο άλλο, ήταν πιο ανθεκτική. Μετά την ολοήμερη μάχη ωστόσο, κάμποσα βαθουλώματα και γρατζουνιές είχαν ασχημίσει την καλογυαλισμένη επιφάνειά της. Ενώ οι πολιορκητικοί κριοί και οι πύργοι εφορμούσαν στα τείχη, το πεζικό των Περσών έστηνε ξύλινες σκάλες και εξαπέλυε ταυτόχρονες επιθέσεις από περισσότερα από δέκα σημεία. Δύο ομάδες πολεμιστών κατόρθωσαν να πατήσουν στα τείχη, στο ύψος της πύλης της Καρύστου, ωστόσο οι αμυνόμενοι, ύστερα από αιματηρές μάχες σώμα με σώμα, κατόρθωσαν να τους απωθήσουν. Τελικά, σαν έπεσε ο ήλιος, οι Πέρσες σαλπιγκτές έδωσαν εντολή στο στράτευμα να αποσυρθεί. Ένας στεναγμός κούρασης και πόνου ακούστηκε στα τείχη. Ο στρατηγός Χάρμωνας έδωσε άδεια στους περισσότερους άνδρες να γυρίσουν στα σπίτια τους για να περάσουν τη νύχτα, γιατί φοβόταν ότι αν δεν τους άφηνε να αναπαυθούν δε θα άντεχαν τις επιθέσεις της επομένης. Εντωμεταξύ, ομάδες σκλάβων, άνδρες και γυναίκες, βάλθηκαν να υποστυλώνουν με δοκάρια τα τείχη, εκεί όπου οι κριοί είχαν ανοίξει ρωγμές. Μπορούσαν όμως να ενισχύσουν μόνο το εσωτερικό μέρος, γιατί απ’ έξω φυλούσαν σκοπιά εφεδρείες Περσών τοξοτών, που έβαλλαν προς οτιδήποτε
κινούνταν. Ο στρατηγός είχε δώσει άδεια στον Ιάσονα, ο οποίος κατάφερε να δειπνήσει με τη γυναίκα του ξαπλωμένος στο ανάκλιντρο και να της διηγηθεί τη φρίκη που είχε ζήσει. Η Απολλωνία είχε καθίσει σε ένα σκαμνί, τον άκουγε και κάπου κάπου έκανε νόημα στη νεαρή σκλάβα Φίλη να γεμίσει με κρασί τα δύο ποτήρια. «Είναι σαν την παλίρροια», επανέλαβε ο Ιάσονας. «Όσο και να τους αποδιώχνουμε, έρχονται πάντα όλο και περισσότεροι. Φέρνουν κι εκείνες τις διαβολικές μηχανές που όμοιές τους δεν έχει ξαναδεί κανείς». Η ματιά του εμπόρου ήταν χαμένη κάπου μακριά, λες και αντί για το πρόσωπο της συζύγου του έβλεπε ακόμη τις ατέλειωτες σειρές των Περσών που ορμούσαν κατά κύματα στα τείχη της Ερέτριας. Ήταν τόσο κουρασμένος που δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του, παρότι είχε ήδη αδειάσει το ποτήρι με το κρασί τέσσερις φορές. «Δε νομίζω ότι θα αντέξουμε άλλη μέρα. Εμείς είμαστε απλοί πολίτες, φοράμε μια πανοπλία κάθε καλοκαίρι για να ασκηθούμε μερικές ημέρες και καμιά φορά μαχόμαστε ενάντια σε άλλους οπλίτες, εξίσου ερασιτέχνες. Αυτοί είναι επαγγελματίες στρατιώτες. Θα μας κάνουν σκόνη. Η μοναδική μας ελπίδα είναι να φτάσουν εγκαίρως οι Αθηναίοι». «Γιατί το λες αυτό;» Ακούγοντας τα λόγια του και βλέποντας τους μαύρους κύκλους και τα κρεμασμένα του μάγουλα, η Απολλωνία είχε την εντύπωση ότι καμία ελληνική πόλη, ούτε μόνη ούτε μαζί με κάποια άλλη, δε θα μπορούσε να νικήσει εκείνους τους διαβόλους. «Μήπως οι Αθηναίοι έχουν επαγγελματίες στρατιώτες ή είναι περισσότεροι από τους Πέρσες;» Ο Ιάσονας κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν είναι. Σε καμία περίπτωση δε θα τους κέρδιζαν στο πεδίο της μάχης. Αν όμως ενωθούν με μας, ίσως όλοι μαζί καταφέρουμε να υπερασπιστούμε την περίμετρο των τειχών και να αντέξουμε περισσότερο. Ίσως οι Πέρσες μείνουν χωρίς προμήθειες και τερματίσουν την πολιορκία...»
Ούτε εκείνος, που μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια για την Αθήνα, δεν πίστευε στα λόγια του. Η Απολλωνία σκέφτηκε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να φύγουν από την Ερέτρια. Μα πού να πάνε; Τ ι πιο θλιβερό από τον ξεριζωμένο που περιπλανιέται μακριά από τους τάφους των προγόνων και των ηρώων της πόλης του; Για να αποδιώξει εκείνη την πένθιμη σκέψη, πήρε το ποτήρι με το κρασί από το χέρι του και του είπε: «Γιατί δεν έρχεσαι να πλαγιάσεις μαζί μου; Είναι νύχτα. Αυτές οι ώρες ανήκουν στην Αφροδίτη, όχι στον άσπλαχνο Άρη». Ανέβηκαν μαζί στο υπνοδωμάτιο κι έκαναν έρωτα. Και ύστερα εμφανίστηκε η γλαυκομάτα θεά με την προειδοποίησή της.
Η Απολλωνία πήρε το χιτώνα που είχε αφήσει διπλωμένο πάνω στο σεντούκι και τον έριξε πάνω της. Συνήθως τη βοηθούσε να ντυθεί η Φίλη, μα η Απολλωνία δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν πριν μιλήσει με τον Ιάσονα. Γι’ αυτό κούμπωσε μόνη της τις ασημένιες πόρπες που κρατούσαν το χιτώνα στους ώμους της. Χωρίς να καθυστερήσει για να φορέσει πανωφόρι, βγήκε από το υπνοδωμάτιο και κατέβηκε το διάδρομο ξυπόλυτη, νυχοπατώντας, για να μην ξυπνήσει η Μνησιπτολέμη από το τρίξιμο των σκαλιών. Σαν κατέβηκε τις σκάλες κι έφτασε στην εσωτερική αυλή, άκουσε τον Ιάσονα να μιλά με κάποιον. Η πρώτη της σκέψη ήταν να κάνει μεταβολή και να ανέβει πάλι τρέχοντας για να μην τη δει άλλος άνδρας. Ύστερα όμως σκέφτηκε ότι το μήνυμα της θεάς ήταν πιο σημαντικό από οποιονδήποτε κανόνα συνετής συμπεριφοράς, γι’ αυτό και πλησίασε με προσεκτικά βήματα. Οι δύο άνδρες μιλούσαν κάτω από το λυχνάρι, γιατί η νύχτα ήταν μαύρη σαν κατράμι. Απορροφημένοι στην κουβέντα τους, δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία της Απολλωνίας, που στάθηκε μερικά βήματα πιο πέρα, κρυμμένη μέσα στις σκιές. Ο επισκέπτης ήταν ο Αισχίνης, φίλος του συζύγου της και
ρήτορας στην Εκκλησία του Δήμου. Η Απολλωνία τον γνώριζε γιατί όταν είχε πεθάνει ο πατέρας της είχε έρθει στην κηδεία και την είχε συλλυπηθεί και στο δρόμο. Ήταν ψηλός και κομψός, μα είχε επάνω του κάτι που την απωθούσε. «Μην περιμένεις τους Αθηναίους», έλεγε. «Μου το επιβεβαίωσαν οι ίδιοι. Έχουν αρχίσει να φεύγουν από την Εύβοια». «Αδύνατον!» απάντησε ο Ιάσονας. «Υποσχέθηκαν να μας βοηθήσουν. Μου έδωσε το λόγο του ο ίδιος ο Θεμιστοκλής». Η Απολλωνία θυμήθηκε τα λόγια της θεάς: Βρες το πλοίο του Θεμιστοκλή. Δε γνώριζε προσωπικά εκείνο τον άνθρωπο, μα είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν. Ήταν πρόξενος του άνδρα της, κάτι που σήμαινε ότι όταν ο Ιάσονας επισκεπτόταν την Αθήνα έμενε στο σπίτι του Θεμιστοκλή και όταν εκείνος ερχόταν στην Ερέτρια –κάτι που δεν είχε γίνει ακόμη μετά το γάμο της Απολλωνίας–, τον φιλοξενούσε ο Ιάσονας. Ο Θεμιστοκλής, όπως και ο Ιάσονας, ασχολούνταν με το εμπόριο με πόλεις και νησιά σε όλο το Αιγαίο και πιο μακριά, και τα πλοία του είχαν φτάσει μέχρι την Ιταλία και τη Σικελία. Ωστόσο, από τα σχόλια του συζύγου της, η Απολλωνία υποπτευόταν ότι εκείνος ήταν πολύ πιο φιλόδοξος στην πολιτική απ’ ό,τι ο Ιάσονας. «Ο Θεμιστοκλής έχει αναλάβει την εκκένωση των εποίκων προς την ενδοχώρα», απάντησε ο Αισχίνης. «Τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια». «Δεν μπορεί! Με διαβεβαίωσε ότι θα έσπευδαν να μας βοηθήσουν αν οι Πέρσες επιτίθεντο πρώτα εναντίον μας». «Τη βοήθειά του Θεμιστοκλή να την ξεχάσεις. Δεν υπάρχει λύση. Δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε μόνοι». Παρόλο που ο Ιάσονας είχε πει ακριβώς το ίδιο στο δείπνο, τώρα κούνησε το κεφάλι αρνούμενος να παραιτηθεί. «Σκέψου το», επέμεινε ο Αισχίνης. «Με αυτές τις πολεμικές μηχανές, οι Πέρσες θα πάρουν τα τείχη. Και θα είναι έξαλλοι, θα βαλθούν να σφάζουν τους άνδρες και να βιάζουν τις γυναίκες. Αν όμως μια επιτροπή από επιφανείς Ερετριείς συμφωνήσει μαζί τους
την εθελοντική παράδοσή μας, το πιο πιθανό είναι να μας συγχωρήσουν». «Βέβαια, αφού πρώτα μάς κόψουν τη μύτη και τα αυτιά». Κρυμμένη στις σκιές, η Απολλωνία ρίγησε. Δεν είχε δει τους άτυχους στρατιώτες που είχαν φέρει το μήνυμα των Περσών, μα είχε στο μυαλό της μια εικόνα τόσο σκληρή ώστε μια νύχτα είχε ονειρευτεί τα ακρωτηριασμένα τους πρόσωπα. Κάποιος της είχε πει ότι δύο από αυτούς είχαν ήδη κόψει τις φλέβες τους. «Αυτά τα κάνουν για να σπείρουν το φόβο και να μας κάνουν να παραδοθούμε», αντέτεινε ο Αισχίνης. «Δεν είναι τόσο σκληροί όσο νομίζεις. Όσο και αν διαμαρτύρονται οι ελληνικές πόλεις στα παράλια της Μικράς Ασίας, ζουν πολύ καλά υπό την κυριαρχία του Δαρείου». «Δεν το πιστεύω ότι τα λες εσύ αυτά! Πώς γίνεται να ζουν καλά υποταγμένοι σε έναν τέτοιο τύραννο;» «Η περσική κυβέρνηση δεν είναι τυραννία. Όντως, αυτές οι πόλεις είναι αναγκασμένες να πληρώνουν πάνω από τετρακόσια τάλαντα φόρο στον Μεγάλο Βασιλιά. Σε αντάλλαγμα όμως, η ειρήνη του Δαρείου τους επιτρέπει να ευημερούν και να κάνουν εμπόριο με χίλια δυο μακρινά μέρη. Γι’ αυτό, λοιπόν, οι ίδιοι Ίωνες που διαμαρτύρονται για τον περσικό ζυγό πλουτίζουν τόσο ώστε να αποζημιώνονται για τους φόρους και με το παραπάνω». «Αυτά τα επιχειρήματα τα έχω ξανακούσει στην Εκκλησία του Δήμου», του απάντησε ο Ιάσονας. «Μα ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα έβγαιναν από τα χείλη σου». Ο Αισχίνης σήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να παραιτηθούμε. Μπροστά στον Πέρση γίγαντα δεν είμαστε παρά μια χούφτα μυρμήγκια. Πρέπει να αλλάξουμε συμπεριφορά, γιατί αλλιώς θα μας συνθλίψει». «Και τι προτείνεις εσύ; Τ ώρα είναι αργά. Όλοι ξέρουν με ποιου το μέρος είμαστε». «Δεν είναι καθόλου αργά! Έχω μιλήσει με ορισμένα άτομα από το κόμμα των ολιγαρχικών και θα συναντηθούμε στο σπίτι μου πριν ξημερώσει. Μου πρότειναν μια συμφωνία».
«Τ ι είδους συμφωνία;» ρώτησε ο Ιάσονας. «Ξέρουν ότι είσαι μετριοπαθής κι έχεις ισχύ στους εμπόρους και στους τεχνίτες. Αν στηρίξουμε στην Εκκλησία την πρόταση για παράδοση, θα εγγυηθούν ότι οι Πέρσες δε θα μας πειράξουν». Ο Αισχίνης έβαλε το ένα χέρι στον ώμο του Ιάσονα, τον οποίο περνούσε σχεδόν ένα κεφάλι. «Έλα, πάμε στο σπίτι μου κι εκείνοι θα σε πείσουν». «Όχι!» φώναξε η Απολλωνία βγαίνοντας στο φως. Οι δύο άνδρες γύρισαν προς το μέρος της. Η κίνηση του Ιάσονα φανέρωνε έκπληξη. Του Αισχίνη κάτι περισσότερο. Άξαφνα η Απολλωνία συνειδητοποίησε ότι, με την υγρασία της νύχτας, οι θηλές της είχαν σκληρύνει ξανά. Κάτω από τον ψιλό λινό χιτώνα, ένιωσε πιο γυμνή κι απ’ ό,τι αν δε φορούσε καθόλου ρούχα. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους ώμους· ήξερε ότι η μαύρη κόμη της τραβούσε τους άνδρες τόσο όσο και η ψηλόλιγνη κορμοστασιά, οι φαρδιοί γοφοί και τα λευκά, ίσια δόντια της. Ο Αισχίνης έστεκε ένα βήμα πίσω από τον Ιάσονα, ο οποίος δεν έβλεπε πού κοιτούσε ο συνομιλητής του. Άδραξε λοιπόν την ευκαιρία και την έφαγε με τα μάτια, σταματώντας το βλέμμα του στα στήθη της. Ύστερα την κοίταξε κατάματα χαμογελώντας ξεδιάντροπα. Η Απολλωνία θα έπρεπε να γυρίσει τρέχοντας στο γυναικωνίτη, μα δεν το έκανε. Άξαφνα, σε μια αναλαμπή, κατάλαβε τι θα συνέβαινε αν δεν έκανε τίποτα. Ο Ιάσονας θα συνόδευε τον Αισχίνη στο σπίτι του. Οι ολιγαρχικοί θα τον δολοφονούσαν. Οι Πέρσες θα έμπαιναν στην πόλη, θα έκαιγαν και θα κατέσφαζαν. Ο Αισχίνης θα έπαιρνε τη θέση του Ιάσονα στο κρεβάτι της, ίσως ως σύζυγος ή ως κύριος και αφέντης του κορμιού της. Όχι, αυτό δε θα συνέβαινε αν περνούσε από το χέρι της. «Τ ι κάνεις ξύπνια, Απολλωνία;» ρώτησε ο Ιάσονας. «Σε ξύπνησαν οι φωνές μας;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Δεν ήθελε να μιλήσει για το όραμα μπροστά στον Αισχίνη. «Τότε, λοιπόν, τι συμβαίνει;» επέμεινε ο σύζυγός της κάπως
ανυπόμονα. «Δε θέλω να βγεις από το σπίτι», απάντησε η Απολλωνία. Ύστερα πρόσθεσε λίγο πιο μελιστάλαχτα: «Όχι απόψε». «Αφήνεις τη γυναίκα σου να σου λέει τι να κάνεις; Δεν ήξερα ότι την είχες τόσο κακομαθημένη», επενέβη ο Αισχίνης. Ο Ιάσονας στράφηκε και του έριξε μια λοξή ματιά. Σφάλμα του, κατάλαβε η Απολλωνία. Το σχόλιό του είχε ακουστεί πολύ φαρμακερό. «Σε αυτό το σπίτι, η γυναίκα μου έχει μεγαλύτερο δικαίωμα να μου πει τι θα κάνω απ’ ό,τι εσύ», απάντησε ο Ιάσονας και η Απολλωνία ένιωσε ένα κύμα ευγνωμοσύνης, που ζέστανε κάπως τα σωθικά της. «Πήγαινε να συναντήσεις αυτούς τους ανθρώπους αν θέλεις. Εγώ πρέπει να σκεφτώ». «Μην το σκεφτείς πολύ. Δεν προλαβαίνουμε». Ο Αισχίνης έριξε μια τελευταία ματιά στην Απολλωνία, που σταύρωσε τα χέρια μπροστά στα στήθη της για να τα κρύψει από τα μάτια του, και ύστερα έφυγε χωρίς να χαιρετήσει. Ο Ιάσονας κάθισε, ή μάλλον σωριάστηκε, σε έναν πέτρινο πάγκο στην αυλή. Πόσο κουρασμένος φαίνεται, σκέφτηκε η Απολλωνία, ξεχνώντας για μια στιγμή την προειδοποίηση της θεάς. Ο Ιάσονας είχε παντρευτεί μεγάλος, είχε σχεδόν τα διπλά της χρόνια· μα τώρα τα είκοσι χρόνια που την περνούσε έδειχναν να έχουν γίνει τριάντα. Η νέα τον αγαπούσε, μα όταν πλάγιαζε μαζί του δεν ένιωθε ποτέ την υγρή ζεστασιά στην κοιλιά ούτε την τρεμούλα στα πόδια για την οποία μιλούσαν τα επιθαλάμια. Ο έμπορος ήταν μόλις ένα δάχτυλο ψηλότερος από εκείνη, τα πόδια του ήταν πλαδαρά και τριχωτά, το πιγούνι του μαλακό και σκιαγμένο και η κορυφή του κεφαλιού του είχε αρχίσει την αγρανάπαυση. Όσο και αν πλενόταν και αρωμάτιζε τις μασχάλες του με μέντα, ο ιδρώτας που ανάδινε το δέρμα του είχε μια ταγκή μυρωδιά. Ήταν όμως καλός πατέρας κι ευγενικός σύζυγος και όταν οργάνωνε συμπόσια στο σπίτι δεν καλούσε αυλητρίδες και πόρνες. Όσο για το τι έκανε στα συμπόσια που τον καλούσαν οι φίλοι του, η Απολλωνία προτιμούσε να μην
ξέρει. Η κοπέλα πήρε ανάσα και είπε: «Είδα ένα όραμα». Ο Ιάσονας σήκωσε τα φρύδια και μισόκλεισε τα μάτια. Εκείνη έσπευσε να του διηγηθεί το όνειρο και τα λόγια της θεάς χωρίς να αφήνει κενό ανάμεσα στις φράσεις για να μην προλάβει αυτός να εκφράσει τις ενστάσεις του. «Πιστεύεις ότι θα βγει αληθινό;» ρώτησε ο σύζυγός της. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Όταν κανείς ξυπνά, οι εικόνες των ονείρων τείνουν να εξανεμίζονται σαν την πρωινή ομίχλη όταν ανεβαίνει ο ήλιος. Μα η εικόνα της πάνοπλης Αθηνάς ήταν τόσο ζωντανή όσο εκείνη του Ιάσονα μπροστά της, ίσως μάλιστα και περισσότερο. Αν έκλεινε τα μάτια, μπορούσε σχεδόν να μετρήσει τις πτυχές του πέπλου της. «Νομίζω ότι θα βγει πέρα για πέρα αληθινό», απάντησε. «Ήρθε να μας ειδοποιήσει η ίδια η θεά. Πρέπει να φύγουμε από δω». Ο Ιάσονας έμεινε για λίγο με το κεφάλι σκυφτό. Η Απολλωνία θαρρούσε πως διάβαζε τις σκέψεις του. Αν έφευγε, θα λιποτακτούσε από τη θέση του στο τείχος. Η γυναίκα του όμως του είχε δώσει έναν έντιμο λόγο για να εγκαταλείψει: ένα μήνυμα από τους θεούς. Και τώρα, χωρίς καν την ελπίδα των ενισχύσεων από τους Αθηναίους, δεν είχαν καμία πιθανότητα να νικήσουν. Στήριξε τα χέρια στους μηρούς και σηκώθηκε με ένα πονεμένο γρύλισμα. «Ξύπνα τους υπηρέτες», είπε. «Μάζεψε ό,τι πολύτιμο μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Πάω να ειδοποιήσω μερικούς άλλους. Άργη! Άργη, ξύπνα!» Ο μονόφθαλμος σκλάβος ανέβηκε από το κελάρι, όπου είχε αποκοιμηθεί αφού είχε επιδιορθώσει τις ατέλειες στην πανοπλία και στην ασπίδα του κυρίου του και είχε αντικαταστήσει την υφασμάτινη λαβή της λόγχης με καινούργια. Ο Ιάσονας τον πρόσταξε να πάει στο σπίτι του φίλου του Αμμώνιου και του έδωσε μερικά ακόμα ονόματα. Η Απολλωνία δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε ο σύζυγός της από τον Αμμώνιο, αλλά το υποπτευόταν: ο χαλκουργός έμενε
λίγα βήματα από το δυτικό τείχος, και η δύση ήταν η μοναδική κατεύθυνση προς την οποία θα μπορούσαν να φύγουν. Ενώ ο Ιάσονας ετοίμαζε την πανοπλία και συγκέντρωνε προμήθειες, η Απολλωνία ανέβηκε στο επάνω πάτωμα, ξύπνησε τις σκλάβες και τις πρόσταξε να βάλουν τα καλύτερα ρούχα σε ένα μπαούλο. Ό,τι πολύτιμο έχουμε, σκέφτηκε. Πώς μετριέται κάτι τέτοιο; Τ ι αξία είχε η χοντροκομμένη κούνια της Μνησιπτολέμης, που ο Ιάσονας είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια; Και η κούκλα από βαμμένη τερακότα που της είχε χαρίσει ο πατέρας της; Ο Πήγασος, το ξύλινο αρθρωτό αλογάκι με το οποίο η ίδια έπαιζε μικρή και τώρα είχε περάσει στην κόρη της; Πρέπει να σκεφτώ πρακτικά, σκέφτηκε. Χρυσός και ασήμι πάνω απ’ όλα. Με αυτά θα μπορούσε να αγοράσει στην κόρη της δεκάδες κούκλες και αλογάκια. Φόρεσε όσα κοσμήματα μπορούσε και φύλαξε σε μια κασετίνα ένα σωρό ασημένιες δραχμές από την Κόρινθο και την Ερέτρια, αλλά και στατήρες, ακόμα και δαρεικούς, περσικά χρυσά νομίσματα που είχαν φτάσει στα χέρια του Ιάσονα από τις εμπορικές του συναλλαγές με την Ανατολή. Ύστερα διέταξε τις υπηρέτριες να φορτωθούν ένα τρίτο μπαούλο, πιο βαρύ από τα άλλα δύο, όπου φυλούσε τα σερβίτσια και τα κηροπήγια από ασήμι και ήλεκτρο. Ήταν πολύ βαρύ, αλλά αυτός ο πλούτος θα τους εγγυάτο ότι θα μπορούσαν να αρχίσουν μια νέα ζωή στην Αθήνα με μια κάποια αξιοπρέπεια. Οι φωνές, τα βήματα και το κουδούνισμα των νομισμάτων ξύπνησαν τη Μνησιπτολέμη, που άρχισε να φωνάζει τη μητέρα της. «Πηγαίνω αμέσως στο δωμάτιό της, δέσποινα», είπε η Ιδυία. «Όχι, άφησε, θα πάω εγώ». Η Απολλωνία μπήκε στο δωμάτιο της τροφού και σήκωσε την κόρη της από την κούνια. Άξαφνα ένιωσε την ανάγκη να σφίξει στην αγκαλιά της εκείνο το κορμάκι που ήταν ακόμη ζεστό από τον ύπνο και να χώσει τη μύτη στις ξανθές του μπούκλες. Υποπτευόταν ότι με τον καιρό τα μαλλιά της μικρής θα γίνονταν καστανά σαν του πατέρα
της, αλλά προς το παρόν απολάμβανε να χαϊδεύει τους μελένιους βοστρύχους που μύριζαν μαντζουράνα. «Τ ι έγινε, μαμά;» ρώτησε η μικρή. «Τ ίποτα, Μνήση μου». Όλοι την έλεγαν έτσι, γιατί το όνομά της, προς τιμήν της νεκρής γιαγιάς της, ήταν υπερβολικά ηχηρό και πομπώδες για ένα τόσο μικρό κοριτσάκι. «Θα πάμε βόλτα όλοι μαζί. Θα δεις τι διασκεδαστικό που θα είναι. Μπορεί και να μπούμε σε ένα πλοίο». «Νυστάζω, μαμά», άρχισε να κλαψουρίζει η Μνήση. «Τότε, κοιμήσου λίγο ακόμη», είπε η Απολλωνία ενώ την έδινε στην Ιδυία. Θα είχε κρατήσει την κόρη της στην αγκαλιά, αλλά αυτή μόνη ήξερε πού βρίσκονταν τα πράγματα και θα καθοδηγούσε καλύτερα τις υπηρέτριες. Την ώρα που έκλειναν το τελευταίο σεντούκι, νόμισε ότι άκουσε μια κραυγή από μακριά και πρόσταξε τις σκλάβες να σωπάσουν. Στ’ αυτιά τους έφτασε ο χτύπος μιας καμπάνας και οι τέσσερις γυναίκες κοιτάχτηκαν αλαφιασμένες. Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ, μα δεν είχε φέξει ακόμη. «Πολύ πριν λαλήσει ο πετεινός, ένας προδότης θα ανοίξει τις πύλες της Ερέτριας στον Πέρση». Άραγε είχε βγει κιόλας αληθινή η προειδοποίηση της θεάς; Η Απολλωνία έτρεξε στη σκάλα κι ανέβηκε στον πύργο από τον οποίο είχε παρακολουθήσει την αποβίβαση των Περσών. Πριν καλά καλά φτάσει στην κορυφή, άρχισε να μυρίζει καμένο· μόλις έφτασε στο μικρό παρατηρητήριο, πρόσεξε ότι στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, κοντά στην πύλη της Καρύστου, είχαν εμφανιστεί φλόγες που πηδούσαν από στέγη σε στέγη. Η καρδιά της σταμάτησε. Η φωτιά βρισκόταν λιγότερα από χίλια μέτρα από το σπίτι της. Λιγότερα από χίλια μέτρα από την κόρη της. Κατέβηκε τρέχοντας στην αυλή. Εκεί περίμεναν η Ιδυία με τη μικρή, η Φίλη και η Λαμπώ, που είχαν κατεβάσει τα σεντούκια με τη βοήθεια του θυρωρού και του οικονόμου. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως!» φώναξε.
Ο Ιάσονας κούνησε το κεφάλι. Μάλλον είχε ακούσει κι εκείνος την καμπάνα. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο Άργης· μαζί με τον Ιάσονα φορτώθηκε τον εξοπλισμό του οπλίτη. Η Απολλωνία πήρε στην αγκαλιά της τη Μνήση. Οι σκλάβοι μετέφεραν τα κοφίνια με τις προμήθειες και τα τρία σεντούκια. Βγήκαν από την πόρτα στο φως των πυρσών που κρατούσαν ο Άργης, ο θυρωρός κι ο Ιάσονας. Η Απολλωνία γύρισε κι έριξε μια στερνή ματιά. Αν και δεν ήταν το πατρικό της, είχε αγαπήσει την κατοικία εκείνη, που ο σύζυγός της είχε αφήσει στα χέρια της κι αυτή την είχε οργανώσει όπως ήθελε. Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα θα είχε παραδοθεί στις φλόγες. Φαντάστηκε τον Πήγασο να καίγεται μέσα σε ένα σωρό από κατεστραμμένα έπιπλα. Τ ι θα έλεγε στην κόρη της όταν τη ρωτούσε πού ήταν, πώς θα της εξηγούσε ότι υπήρχαν άνθρωποι τόσο άσπλαχνοι ώστε να κάψουν ένα ξύλινο αλογάκι; Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Πρέπει να σκεφτείς πρακτικά, επανέλαβε, και σφούγγισε τα δάκρυά της για να μην τα δει η Μνησιπτολέμη. Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να σώσει την κόρη της. Διέσχισαν ένα στενό δρομάκι και βγήκαν στη λεωφόρο. Στις πόρτες είχαν αρχίσει να βγαίνουν οι γείτονες και να ρωτούν τον Ιάσονα τι συνέβαινε. Εκείνος, χωρίς να κόψει το βήμα, τους έλεγε ότι οι Πέρσες είχαν μπει στην πόλη. Μερικοί τού φώναζαν να γυρίσει πίσω, να επιστρέψει στα τείχη και να πολεμήσει. Ο Ιάσονας τους απάντησε: «Μην είστε ανόητοι! Φύγετε όσο είναι καιρός. Η πόλη είναι καταδικασμένη!» Δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι του Αμμώνιου, που ήταν μεγαλύτερο από το δικό τους. Η Απολλωνία το γνώριζε γιατί είχε έρθει μια-δυο φορές να επισκεφθεί τη σύζυγο του χαλκουργού μετά τη γέννηση του τελευταίου της παιδιού. Βγήκε ο ίδιος να τους προϋπαντήσει και τους έκανε νόημα να περάσουν. «Γιατί μπαίνουμε στο σπίτι του;» ρώτησε η Απολλωνία τον Ιάσονα. «Πρέπει να βγούμε από την πόλη». «Μην ανησυχείς», απάντησε εκείνος. Η φωνή του ήταν τσιτωμένη, έμοιαζε με χορδή λύρας έτοιμη να σπάσει. «Όλα αυτά τα
είχαμε προετοιμάσει από τότε που μάθαμε ότι έρχονταν οι Πέρσες. Ανέκαθεν ξέραμε ότι ίσως να υπήρχαν προδότες ανάμεσά μας». «Αυτοί οι προδότες έχουν καταλάβει ήδη τη γέφυρα της δυτικής πύλης», παρενέβη ο Αμμώνιος. «Εμάς όμως δε θα μας δουν». Στην εσωτερική αυλή είχαν μαζευτεί ήδη άνδρες φορτωμένοι με τις βαριές τους πανοπλίες, γυναίκες, παιδιά και σκλάβοι που κουβαλούσαν στην πλάτη όσα οικιακά αντικείμενα είχαν καταφέρει να μαζέψουν βιαστικά. Οι καμπάνες είχαν σταματήσει να χτυπούν, μα ο αέρας της νύχτας έφερνε στ’ αυτιά τους ένα μπερδεμένο κουβάρι από φωνές και θρήνους. Η Απολλωνία είδε στο μυαλό της αποκεφαλισμένους φρουρούς και γιγαντιαίους πολεμιστές να βάζουν φωτιά στα σπίτια. Κούνησε το κεφάλι πασχίζοντας να αποδιώξει εκείνη την εικόνα. Δεν είχε καιρό για τέτοιες σκέψεις. Το άρωμα από το ρετσίνι του πεύκου που έκαιγε στις δάδες μετά βίας σκέπαζε τη στυφή δυσωδία του φόβου. Οι άνδρες ψιθύριζαν σοβαροί, τα μικρότερα παιδιά κλαψούριζαν και μερικές γυναίκες τραβούσαν τα μαλλιά κι έμπηγαν τα νύχια στο πρόσωπό τους, θρηνώντας για όλα όσα είχαν αφήσει στα σπίτια τους. Η Απολλωνία έσφιξε στην αγκαλιά της τη Μνησιπτολέμη και είπε μέσα της ότι το πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή ήταν το ότι βρισκόταν μαζί της. Η μυρωδιά του καπνού γινόταν όλο και πιο έντονη και πάνω από την αυλή είχαν αρχίσει να πετούν αποκαΐδια. Ο Αμμώνιος και ο Ιάσονας αντάλλαξαν μερικές λέξεις και ύστερα ο χαλκουργός διέταξε τους πάντες να τον ακολουθήσουν. Πίσω από τους υπηρέτες τους, οι φυγάδες κατέβηκαν δυο δυο στη σειρά μια σκάλα που οδηγούσε σε ένα κελάρι. Στο βάθος, σε έναν τοίχο από πωρόλιθο, μια ανοιχτή πόρτα οδηγούσε σε μια στοά. Εκεί, ένας σκλάβος που κρατούσε έναν πυρσό έκανε νόημα στον Ιάσονα και στην οικογένειά του να τον ακολουθήσουν. «Αυτό το πέρασμα βγάζει παραπάνω από δύο στάδια πέρα από τα τείχη», εξήγησε ο Ιάσονας στην Απολλωνία. «Το έσκαψαν πριν από πολύ καιρό, όταν ολοκλήρωσαν τα έργα αποξήρανσης της πεδιάδας κι έστρεψαν τον ποταμό στην κοίτη του».
Η σήραγγα ήταν τόσο στενή ώστε αναγκάζονταν να περπατούν ο ένας πίσω από τον άλλο, αλλά τουλάχιστον δε χρειαζόταν να σκύψουν και τα τοιχώματα ήταν πιο στεγνά απ’ όσο περίμενε η Απολλωνία. Προχωρούσαν σαν απόκοσμη λιτανεία, στο φως των πυρσών και των μικρών λύχνων, σαν να κατέβαιναν στα έγκατα της γης για να παρευρεθούν στον εορτασμό μιας μυστικής τελετουργίας προς τιμήν της Περσεφόνης. Περπάτησαν αρκετή ώρα, με μόνη συντροφιά τον υπόκωφο ήχο των βημάτων στο στερεό έδαφος, την απαλή μεταλλική κλαγγή των όπλων, το θρόισμα των μακριών χιτώνων των γυναικών και το αγκομαχητό των υπηρετών που ήταν φορτωμένοι τα σεντούκια και τους μπόγους. Κάπου κάπου ακουγόταν κανένας λυγμός, καμιά κατάρα ή θραύσματα από καμιά ψιθυριστή κουβέντα. Η Απολλωνία είχε αναγνωρίσει πολλά πρόσωπα στην αυλή του Αμμώνιου και ήξερε ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι ήταν μέλη της μέσης τάξης της Ερέτριας, που ζούσαν στη βορειοδυτική συνοικία της πόλης. Ανάμεσά τους δεν υπήρχαν ιπποβότες, γαιοκτήμονες που υποστήριζαν ότι κατάγονταν από τους ίδιους τους θεούς και καυχιόνταν για τη συμμετοχή τους στους αγώνες της Νεμέας και της Ολυμπίας με τα άλογα και τα άρματά τους. Υποπτευόταν ότι εκείνοι είχαν ανοίξει τις πύλες της πόλης στους Πέρσες. Όχι, τη σήραγγα διέσχιζαν μόνο τεχνίτες κι έμποροι που θεωρητικά ανήκαν στο δήμο μα είχαν ευημερήσει αρκετά ώστε να αποκτήσουν τις ακριβές πανοπλίες που χρειάζονταν για να υπηρετήσουν ως οπλίτες και να πολεμήσουν στις γραμμές του βαρέος πεζικού. Η Απολλωνία αναρωτήθηκε τι να συνέβαινε κοντά στο λιμάνι, στο νότιο μέρος της πόλης, εκεί όπου ζούσαν οι πιο ταπεινοί κάτοικοι, οι μισθωτοί, οι απελεύθεροι δούλοι και οι μεροκαματιάρηδες. Κι εκείνοι θα προσπαθούσαν να ξεφύγουν· από θαλάσσης όμως ήταν αδύνατον· ο απέραντος στόλος των Περσών είχε αποκλείσει την είσοδο του λιμανιού. Η μοίρα που περίμενε εκείνους τους δυστυχείς ήταν ο θάνατος, ο σφαγιασμός και η σκλαβιά. «Πού είναι οι Αθηναίοι;» θρηνούσε μια γυναίκα που περπατούσε
λίγο πιο πίσω της. «Είναι δειλοί, μας εγκατέλειψαν». «Σταμάτα, γυναίκα. Μου το έχεις πει χίλιες φορές», την έκοψε ο σύζυγός της. Η Απολλωνία τους γνώριζε. Ήταν ο Θηραμένης, έμπορος αρωμάτων, που είχε στηρίξει τον ιωνικό ξεσηκωμό και την αποστολή πλοίων σε συμμαχία με την Αθήνα, και η γυναίκα του, η Ζωσίμη. Ήταν παντρεμένοι τριάντα χρόνια και δεν είχε περάσει μέρα χωρίς να καβγαδίσουν. «Και θα το ξαναπώ άλλες χίλιες!» Μια άλλη γυναίκα ρωτούσε αν αλήθευαν αυτά που είχε ακούσει για τον ανασκολοπισμό, κι ένας άνδρας άρχισε να δίνει αποτρόπαιες λεπτομέρειες. Οι Πέρσες γύμνωναν τους αιχμαλώτους, τους σήκωναν στον αέρα και τους χαμήλωναν πάνω σε μακριούς μυτερούς πασσάλους, οι οποίοι έμπαιναν σιγά σιγά στον πρωκτό, ξεσκίζοντας τα σωθικά τους και υποβάλλοντάς τους σε ένα μαρτύριο που μπορούσε να διαρκέσει πάνω από πέντε ημέρες. Η Απολλωνία ρίγησε κι έκλεισε τα αυτιά της Μνησιπτολέμης, αν και η μικρή είχε αποκοιμηθεί και μάλλον δεν καταλάβαινε τι έλεγαν οι μεγάλοι. «Πάψτε πια!» διέταξε ο Αμμώνιος με στεντόρεια φωνή. Για μερικά δευτερόλεπτα έπεσε σιωπή. Ύστερα η Φίλη ρώτησε την Ιδυία αν πίστευε ότι οι Πέρσες θα τις βίαζαν όλες και η τροφός τής είπε να κλείσει το στόμα της. Η Απολλωνία ρίγησε. Λίγο πριν παντρευτεί, είχε ονειρευτεί πολλές φορές έναν πολύ όμορφο άνδρα, ίσως θεό, που εμφανιζόταν στον κοιτώνα της, έσκιζε το χιτώνα της και την έπαιρνε με τη βία. Κάθε φορά που έβλεπε αυτό το όνειρο ξυπνούσε με μια περίεργη ζεστασιά στην κοιλιά και όλη την υπόλοιπη μέρα περίμενε, με τρόμο και νοσηρή ανυπομονησία μαζί, να ξαναφτάσει η νύχτα, λαχταρώντας την επαφή με εκείνα τα πανίσχυρα δάχτυλα. Μα τώρα που αυτή η συγκεχυμένη φαντασίωση μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, δεν ένιωθε πια καμία θέρμη, μόνο ένα φόβο κρύο και γλιστερό σαν την κοιλιά ενός βατράχου. Αν κάποιος Πέρσης επιχειρούσε να τη βιάσει, θα κάρφωνε η ίδια στο κορμί της το μαχαίρι που κουβαλούσε κάτω από το χιτώνα της.
Με το αριστερό χέρι ψηλάφισε το σημείο κάτω από το στέρνο όπου θα έμπαινε η κρύα λεπίδα. Και τότε μια φωνή μέσα της είπε: Η κόρη σου τι θα γίνει; Επιτέλους βγήκαν από τη στοά και χωρίστηκαν σε ομάδες. Η Απολλωνία γύρισε να κοιτάξει πίσω. Ο ουρανός ήταν ακόμη σκοτεινός και γεμάτος αστέρια. Προς το βορρά διαγραφόταν μια σκιά ακόμα πιο μελανή: το όρος Όλυμπος, που πύργωνε πάνω από την πόλη σαν τον μικρότερο αδελφό του άλλου Ολύμπου, στην ηπειρωτική Ελλάδα, με τις χιονοσκεπείς κορυφές για τις οποίες της είχε μιλήσει ο σύζυγός της. Πήρε βαθιά ανάσα. Στον αέρα έπλεε ένα κολλώδες άρωμα, ίσως από κάποιο κοντινό λιοτρίβι· ανακατεμένη μαζί του ήρθε η μυρωδιά του καπνού και του καμένου ξύλου. «Προχωρούμε!» διέταξε ο Αμμώνιος. «Πάμε δυτικά!» «Γιατί δεν ανεβαίνουμε στο βουνό;» ρώτησε ο Θηραμένης. «Το ιππικό των Περσών δε θα μας ακολουθήσει μέχρι εκεί, και όταν φύγουν από το νησί θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στην πόλη». «Όχι», αποκρίθηκε ο Ιάσονας. «Εμφανίστηκε στον ύπνο μου η Αθηνά και είπε να βρούμε το πλοίο του Θεμιστοκλή και να περάσουμε το στενό». «Και ποιος μας λέει ότι το όραμα θα βγει αληθινό;» «Αυτό το όραμα μας ειδοποίησε έγκαιρα ότι οι Πέρσες θα έμπαιναν στην πόλη», αντέτεινε ο Αμμώνιος. «Σταματήστε τα σχόλια, λοιπόν, και συνεχίστε το περπάτημα». Την Απολλωνία την πείραξε που ο σύζυγός της παρουσίασε το όραμά της σαν δικό του, μα κατάλαβε ότι οι άνδρες δε θα το είχαν πάρει στα σοβαρά αν ήξεραν ότι η Αθηνά είχε μιλήσει σε κείνη. Ξαναπήραν το δρόμο σχηματίζοντας αυτή τη φορά μια ακανόνιστη σειρά τριών-τεσσάρων ατόμων. Η Απολλωνία, που προχωρούσε κοντά στην εμπροσθοφυλακή, γύρισε προς τα πίσω και υπολόγισε ότι η ομάδα τους αποτελούνταν από καμιά διακοσαριά άτομα, αν και δεν ήταν εύκολο να υπολογίσει στο φως των πυρσών. Πάνω από τα κεφάλια τους, στον σκοτεινό όγκο της ακρόπολης, είχαν εμφανιστεί λάμψεις που στην αρχή τρεμόπαιξαν σαν πυγολαμπίδες και ύστερα
αγκαλιάστηκαν, σχηματίζοντας γλώσσες φωτιάς. Η Απολλωνία φαντάστηκε το ναό της Ολυμπίας Αθηνάς παραδομένο στις φλόγες και σκέφτηκε: Δε θα ξαναγυρίσω ποτέ στην Ερέτρια. Καθώς οι σβόλοι του χώματος από τον αμπελώνα στον οποίο βάδιζαν έτριζαν κάτω από τα πόδια της, συνειδητοποίησε ότι πρώτη φορά πατούσε το πόδι της έξω από τα τείχη της πόλης. Ο πατέρας της είχε ένα εργαστήρι όπου έφτιαχνε θηκάρια, πανοπλίες και δερμάτινα κράνη, γι’ αυτό δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για την ύπαιθρο. Όσο για τον Ιάσονα, το πιο μακρινό σημείο που την είχε πάει ήταν το λιμάνι, για να δει κάποιο από τα πλοία του να σαλπάρει. «Μαμά, κρυώνω», γκρίνιαξε η Μνήση μισοκοιμισμένη. Η Απολλωνία την τύλιξε καλύτερα σε μια πτυχή του χιτώνα της και την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της. Διέσχισαν κι άλλα αμπέλια κι ένα χωράφι με συκιές, ώσπου έφτασαν σε χωράφια σπαρμένα με κριθάρι και σιτάρι, που περίμεναν τους θεριστές του επόμενου μήνα. Οι αγροικίες ήταν έρημες και στον κάμπο δεν υπήρχαν πρόβατα, κατσίκες κι αγελάδες, γιατί οι Ερετριείς είχαν μεταφέρει τα κοπάδια στην πόλη ή στα βουνά. Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει ένα σταχτί χρώμα. Στο ψυχρό φόντο του η Απολλωνία διέκρινε ένα παρακλάδι του Ολύμπου που κατέβαινε από τα δυτικά. Ο Ιάσονας της είπε ότι, περνώντας ανάμεσα σε εκείνη την πλαγιά και στη θάλασσα, θα έμπαιναν στο Ληλάντιο Πεδίο, την εύφορη γη που παλιότερα ανήκε στη Χαλκίδα και τώρα την είχαν υπό την κυριαρχία τους οι Αθηναίοι έποικοι. Αν όλα πήγαιναν καλά και τα λόγια της θεάς έβγαιναν αληθινά, θα έβρισκαν κάποιο πλοίο που θα τους μετέφερε στην άλλη άκρη του στενού. «Εκεί θα είμαστε ασφαλείς», είπε ο άνδρας της. Προς το παρόν, σκέφτηκε η Απολλωνία. Οι Πέρσες έκαψαν την Ερέτρια, μα δεν έχουν εκδικηθεί ακόμη την Αθήνα. Αλλά η όψη του συζύγου της ήταν τόσο κατηφής ώστε δε θέλησε να τον αποθαρρύνει ακόμα περισσότερο. Κάπου στην ουρά της πομπής ένα παιδί έβγαλε μια στριγκή φωνή.
Η Απολλωνία γύρισε να δει, όπως και οι υπόλοιποι. Πάνω από την πόλη διακρίνονταν μαύρα σύννεφα καπνού, ανάμεσα στα οποία ξεπετάγονταν κάπου κάπου γλώσσες φωτιάς. Πιο μπροστά από τις φλόγες όμως σηκωνόταν άλλη μια στήλη, λευκή σχεδόν, που έδειχνε να πλέει πάνω από τα δέντρα. Η Απολλωνία χρειάστηκε μερικές στιγμές για να καταλάβει ότι δεν ήταν καπνός, αλλά σκόνη. Ο Άργης έπεσε στο έδαφος και κόλλησε το αυτί στο χώμα. Δεν άργησε να σηκωθεί και να πει σοβαρός στον Ιάσονα: «Είναι το ιππικό». Πριν πέσει αιχμάλωτος πολέμου και πουληθεί στο σκλαβοπάζαρο, ο Άργης είχε υπηρετήσει μισθοφόρος και ανιχνευτής στη Θράκη. Ήξερε λοιπόν τι έλεγε. Τα λόγια του μεταφέρθηκαν σαν αστραπή ανάμεσα στους φυγάδες. Οι άνδρες πίεσαν τις γυναίκες και τα παιδιά να ανοίξουν το βήμα. Κάποιες γυναίκες είχαν αρχίσει να παραπονιούνται έντονα ότι πονούσαν τα πόδια τους. Η Απολλωνία είχε βγάλει μια φουσκάλα στο δεξί πόδι, στο πέλμα του αριστερού ένιωθε κάτι υγρό και χλιαρό, που μάλλον ήταν αίμα, και τα μπράτσα της είχαν μουδιάσει από το βάρος της μικρής. Μα δεν είπε τίποτα και προσπάθησε να προχωρήσει πιο γρήγορα. «Μας ακολουθούν;» ρώτησε κάποιος. Ο Αμμώνιος κοίταξε προς τα πίσω και προσπάθησε να τους καθησυχάσει. «Δεν ξέρουν ότι είμαστε εδώ. Θα είναι κάποια ομάδα που ερευνά τα περίχωρα της πόλης ψάχνοντας για άλλους φυγάδες». Ενώ όμως το περίγραμμα του βουνού βαφόταν με μια ψυχρή μαβιά πατίνα, όλοι κατάλαβαν ότι η στήλη της σκόνης πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Η Απολλωνία σκέφτηκε τον Αισχίνη· λεπτό με το λεπτό βεβαιωνόταν περισσότερο ότι εκείνος είχε ανοίξει τις πύλες της Ερέτριας στους Πέρσες. Άραγε ο Ιάσονας είχε κάνει την απερισκεψία να του μιλήσει για τη στοά που έβγαινε από το σπίτι του Αμμώνιου; Γνωρίζοντας το σύζυγό της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απάντηση ήταν ναι. Της φάνηκε ότι άκουσε την οξεία κραυγή κάποιου πουλιού, μα όταν τέντωσε τα αυτιά κατάλαβε ότι ήταν χλιμίντρισμα αλόγου. Άξαφνα εμφανίστηκε στο μυαλό της η εικόνα ενός Πέρση να της
σκίζει τα ρούχα, τόσο ζωντανή, ώστε νόμισε πως άκουσε το ξερό θρόισμα του υφάσματος που το έσκιζαν αιματοβαμμένα δάχτυλα. Ενστικτωδώς έσφιξε τη Μνήση στην αγκαλιά της, περισσότερο για να σκεπάσει τα στήθη της παρά για να προστατέψει το παιδί. «Έρχονται ξοπίσω μας, Αμμώνιε!» φώναξε ο Θηραμένης. «Πρέπει να βιαστούμε», αποκρίθηκε ο χαλκουργός κι άρχισε να χειρονομεί για να ανοίξουν όλοι το βήμα. Ο Ιάσονας όμως τον έπιασε από τον ώμο και του είπε: «Δεν έχει νόημα. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το ιππικό. Θα μας έφταναν ακόμα και αν δεν είχαμε μαζί μας τα γυναικόπαιδα». «Και, τότε, τι θα κάνουμε;» «Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε», απάντησε ο Ιάσονας κι ύστερα έριξε μια λοξή ματιά στην Απολλωνία. Στα μάτια του η κοπέλα είδε ένα κατάμαυρο πηγάδι και θυμήθηκε τα λόγια της θεάς: Πάρε την κόρη και τους υπηρέτες σου. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι η θεά δεν είχε πει τίποτα για το σύζυγό της. Τα γυναικόπαιδα είχαν φύγει μαζί με τους ηλικιωμένους σκλάβους και είχαν μείνει μόνο οι πολίτες και οι πιο έμπιστοι υπηρέτες τους. Ο Ιάσονας φόρεσε τις χάλκινες περικνημίδες κι ύστερα σήκωσε τα χέρια για να σφίξει ο Άργης τα πλαϊνά λουριά της πανοπλίας του. «Μπορείς να φύγεις, Άργη», είπε στο σκλάβο του ενώ φορούσε μόνος του τον τσόχινο σκούφο και τον κατέβαζε ως τα αυτιά. «Δεν έχω να πάω πουθενά, Ιάσονα. Θα μείνω μαζί σου». Ο Άργης δεν είχε διακριθεί ποτέ για την ευσέβειά του και σπάνια αποκαλούσε τον Ιάσονα «δέσποτα» ή «κύριε». Μα τον είχε υπηρετήσει πιστά για περισσότερα από δέκα χρόνια και τώρα κατάφερνε να κρύψει το φόβο του καλύτερα και από τον ίδιο. «Δε θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα. Το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να κερδίσουμε λίγο χρόνο. Φύγε», επέμεινε ο Ιάσονας. «Το ξέρω», αποκρίθηκε ο Άργης. «Γι’ αυτό το λέω: όσο περισσότεροι είμαστε, τόσο περισσότερο χρόνο θα κερδίσουμε». Ο Ιάσονας έβαλε το χέρι στον ώμο του σκλάβου και τον έσφιξε
με δύναμη. «Άκουσέ με, Άργη. Αν θέλεις στ’ αλήθεια να με υπηρετήσεις, τρέξε να προφτάσεις τη γυναίκα και την κόρη μου. Τ ώρα που δεν έχουν πόλη, χρειάζονται κάποιον να τις προστατεύει. Τους άλλους υπηρέτες δεν τους εμπιστεύομαι. Είσαι ο μόνος που μπορεί να το κάνει». Ο Άργης έσκυψε το κεφάλι κι έμεινε σκεφτικός για μερικά δευτερόλεπτα. Όταν σήκωσε ξανά τα μάτια, η έκφρασή του φανέρωνε σχεδόν ανακούφιση. Ο κύριός του του είχε προσφέρει μια έντιμη δικαιολογία για να τρέξει να σωθεί. «Κάνε αυτό που σου λέω», επέμεινε ο Ιάσονας. Ο Άργης κούνησε το κεφάλι και γύρισε να φύγει. Πριν αρχίσει να τρέχει όμως, του ήρθε μια ιδέα. «Αν είναι μόνο ιππικό, κρατήστε το σχηματισμό», είπε μισογυρνώντας το κορμί προς το μέρος του. «Μην αφήσετε να σας κυριεύσει ο Φόβος, γιατί, αν πανικοβληθείτε κι εγκαταλείψετε τις σειρές σας, είστε χαμένοι». «Τ ις οδηγίες να τις δίνεις σ’ εκείνους που τις ζητούν, σκλάβε», απάντησε ο Αντίοχος, ένας μαρμαροτεχνίτης που είχε παραταχθεί στα δεξιά του Ιάσονα. «Εμείς ξέρουμε να μαχόμαστε σαν ελεύθεροι πολίτες». Ο Άργης τον κοίταξε με περιφρόνηση μα δεν είπε τίποτα κι απομακρύνθηκε τρέχοντας. Ο Ιάσονας συνειδητοποίησε ότι είχε μείνει μόνος· τώρα πια ήταν το τελευταίο προπύργιο ανάμεσα στους Πέρσες και στην οικογένειά του. Σώσε τους δικούς μου, θεά, προστάτεψέ τους κάτω από την αιγίδα σου, ικέτευσε την Αθηνά. Κοίταξε τριγύρω μελετώντας τη θέση τους. Βρίσκονταν στο στενότερο σημείο που χώριζε τα εδάφη της Ερέτριας από το Ληλάντιο Πεδίο. Σε απόσταση τριάντα-σαράντα βημάτων στα αριστερά τους άρχιζε μια πετρώδης πλαγιά, κατάσπαρτη με πεύκα και ρείκια, που ανέβαινε σιγά σιγά προς τα παρακλάδια του Ολύμπου. Στα δεξιά τους εκτεινόταν μια παραλία με παχιά, σκούρα άμμο. Για να καλύψουν την έκταση που ανοιγόταν ανάμεσα στο νερό και στους
πρόποδες του βουνού θα χρειάζονταν δέκα φορές περισσότερους άνδρες. Ο Αμμώνιος μάλλον διάβασε τις αμφιβολίες στο μυαλό του Ιάσονα, γιατί του είπε: «Μην ανησυχείς. Οι Πέρσες δεν πρόκειται να μας προσπεράσουν για να κυνηγήσουν τις γυναίκες μας. Εμείς και τα όπλα μας είμαστε πιο ένδοξα λάφυρα. Θα πολεμήσουν». «Ακριβώς. Θα πολεμήσουν», είπε ο Ιάσονας. Ο ήλιος, που επιτέλους είχε ανατείλει πίσω από τον Όλυμπο, έκανε τα κύματα να αστράφτουν πάλλευκα, μα δε ζέσταινε ακόμη. Ο στεριανός άνεμος της νύχτας είχε πέσει, δίνοντας τη θέση του στο θαλασσινό αεράκι. Ο Ιάσονας πήρε βαθιά ανάσα· η μυρωδιά του αλατιού χτύπησε τα ρουθούνια του κι έκανε τα μάτια του να δακρύσουν. Σαν καλός θαλασσοπόρος και ταξιδευτής, έλεγε πάντα ότι ήθελε να πεθάνει πλάι στη θάλασσα, όχι μέσα στα νερά της. Και τώρα, σκέφτηκε με πικρία, η επιθυμία του θα εκπληρωνόταν. Μερικοί σκλάβοι είχαν μείνει στην αρχή κοντά στους κυρίους τους, μα τώρα είχαν τραβηχτεί προς τα ρείκια, οπλισμένοι με ακόντια και πέτρες. Μόλις έμειναν μόνοι οι ελεύθεροι πολίτες, ο Ιάσονας τους μέτρησε. Σαράντα οπλίτες. Δε χρειάστηκε να σκεφτούν ποιος θα ήταν ο αρχηγός· ο Αμμώνιος έδινε τις διαταγές από την αρχή. Για να καλύψουν περισσότερο έδαφος, ο χαλκουργός τούς οργάνωσε σε δύο σειρές των είκοσι. Στην πρώτη σειρά τοποθέτησε όσους φορούσαν μεταλλική πανοπλία, όπως ο Ιάσονας, ή τουλάχιστον πανοπλία από λινό ενισχυμένο με χάλκινες φολίδες· στη δεύτερη σειρά μπήκαν όσοι φορούσαν πιο λεπτές πανοπλίες από λινό ή απλούς θώρακες από βρασμένο δέρμα. Αν επρόκειτο για επίσημη μάχη, ο στρατηγός θα είχε κάνει θυσία στους θεούς. Εκεί όμως δεν είχαν σφάγια, γι’ αυτό ο Αμμώνιος αρκέστηκε να υψώσει τα χέρια στον ουρανό και να απευθύνει μια ικεσία στον Δία, στον Ενυάλιο και στην Άρτεμη. Ύστερα στράφηκε στους υπόλοιπους. Παρότι ήταν άνθρωπος με επιρροή, ποτέ δεν είχε ξεχωρίσει για τη ρητορική του δεινότητα. Ο λόγος του ήταν σύντομος: «Αυτά τα καθάρματα δεν πρόκειται να αγγίξουν τις
γυναίκες και τα παιδιά μας! Θα τους δώσουμε να καταλάβουν τι εστί Ερέτρια!» Οι διώκτες τους είχαν φανεί σε απόσταση μικρότερη από δύο στάδια. Πλησίαζαν καλπάζοντας ο ένας πίσω από τον άλλο στην παραλία και ήταν δύσκολο να φανεί πόσοι ήταν. Μα, σαν είδαν παραταγμένους τους Ερετριείς, τράβηξαν τα χαλινάρια των αλόγων. Ένας ιππέας που επέβαινε σε ένα μαύρο άτι και ακολουθούνταν από έναν σημαιοφόρο πέρασε μπροστά από τους υπόλοιπους για να τους παρατάξει ή να τους εμψυχώσει πριν από τη μάχη. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι Πέρσες ξετυλίχτηκαν σε ένα μέτωπο που αποδείχτηκε πολύ ευρύτερο από τη μικροσκοπική φάλαγγα των Ερετριέων. Ύστερα άρχισαν να πλησιάζουν. Τ ώρα που είχαν παραταχθεί, ήταν προφανές ότι οι εχθροί ήταν πολλοί, ίσως διπλάσιοι από τους ίδιους. Στο κέντρο της ίλης, γύρω από τον αρχηγό, ήταν εφτά ή οχτώ τεράστια πολεμικά άτια, που πέρασαν μπροστά από τα υπόλοιπα. Τα ζώα προστατεύονταν από μεταλλικούς θώρακες και περικεφαλαίες που άστραφταν σαν ήλεκτρο κάτω από τον ανατέλλοντα ήλιο. Και οι ιππείς τους κάλπαζαν προστατευμένοι από την κορυφή ως τα νύχια. Όταν άκουσε το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγισμα των μεταλλικών φολίδων, η ελληνική φάλαγγα θορυβήθηκε. Στα ρουθούνια του Ιάσονα έφτασε μια έντονη οσμή και κατάλαβε ότι κάποιος είχε αφοδεύσει πάνω του από τον τρόμο. Κανείς δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο· όλοι είχαν πολεμήσει στα τείχη αρκετές ημέρες ώστε να ξέρουν ότι αυτές οι αντιδράσεις ήταν ανεξέλεγκτες. Ο ίδιος ο Ιάσονας κατόρθωσε με δυσκολία να πνίξει έναν ξαφνικό πόνο στην κοιλιά· λες και τα έντερά του ήταν γεμάτα από ποντικούς των αμπαριών που προσπαθούσαν να ξεφύγουν βλέποντας το επερχόμενο ναυάγιο. «Μη δειλιάζετε!» φώναξε ο Αμμώνιος περνώντας για τελευταία φορά εμπρός από τη μικροσκοπική παράταξη. «Τα άλογα δεν μπορούν να επιτεθούν σε ένα τείχος από δόρατα. Θυμηθείτε το ρητό του σκαντζόχοιρου κι αδράξτε γερά τις ασπίδες σας!»
Ο Ιάσονας απήγγειλε χαμηλόφωνα τους στίχους του Αρχίλοχου: «Πολλά ξέρει η αλεπού· ένα ο σκαντζόχοιρος, μα μέγα!»* Πολύ σύντομα θα διαπίστωναν αν ο ποιητής από την Πάρο είχε δίκιο. * Αρχαίοι λυρικοί, Δ΄ Ιαμβογ ράφοι, μτφρ. εισαγ ., σχόλια Γ. Δάλλας, Άγ ρα, Αθήνα 20073, σελ. 71. (Σ.τ.Μ.)
Ο Αμμώνιος στάθηκε στο δεξί άκρο, το πιο ένδοξο μα και πιο επικίνδυνο σημείο της φάλαγγας, εκεί όπου κανείς δε θα προστάτευε το ανυπεράσπιστο πλευρό που χειριζόταν το δόρυ. Έδωσε το σήμα και όσοι δεν είχαν καλύψει ακόμη το κεφάλι το έκαναν. Βάζοντας την περικεφαλαία, ο Ιάσονας ένιωσε ξανά μια γνώριμη αίσθηση: λες και είχε βάλει τα αυτιά του στο καβούκι ενός σαλιγκαριού. Οι εξωτερικοί ήχοι πνίγονταν κάτω από ένα κάλυμμα από τσόχα και χαλκό, μα οι χτύποι της καρδιάς του ακούγονταν δυνατοί και φρενήρεις σαν τα τύμπανα της ακολουθίας προς τιμήν του Διονύσου. Παρότι εκείνο το σπαρτάρισμα ήταν από φόβο, ο Ιάσονας ηρέμησε κάπως, γιατί η περικεφαλαία δημιουργούσε μιαν αλλόκοτη φυσαλίδα, μια αίσθηση απομόνωσης και άτρωτου που ήξερε ότι δεν ήταν παρά μια πλάνη. Ο Ιάσονας σήκωσε την ασπίδα, βόλεψε τον αριστερό ώμο κάτω από το κοίλωμά της και σήκωσε το ακόντιο. Οι αρθρώσεις των χεριών του διαμαρτυρήθηκαν, μα έσφιξε τα δόντια και άντεξε ενώ προσπαθούσε να προσαρμόσει καλύτερα την ασπίδα του σε εκείνη του Αντίοχου, του οπλίτη στα δεξιά του, και του Θηραμένη, στα αριστερά του. Εκείνη τη στιγμή οι επικεφαλής της ίλης σταμάτησαν περίπου στα εκατό μέτρα από τη φάλαγγα και ο άνδρας πάνω στο μαύρο άτι σήκωσε το χέρι και γάβγισε μια ξερή εντολή. Οι ίλες που έστεκαν στις δυο πλευρές άρχισαν να τροχάζουν και ύστερα να καλπάζουν, συγκλίνοντας προς τους οπλίτες. Το οπτικό πεδίο του Ιάσονα περιοριζόταν αρκετά από το στενό άνοιγμα της κορινθιακού τύπου περικεφαλαίας, μα υπολόγισε ότι ορμούσαν πάνω τους τουλάχιστον
εξήντα εχθροί. Τα άλογά τους δεν ήταν προστατευμένα και, αν οι ιππείς φορούσαν πανοπλία, τότε θα ήταν κάτω από τα παντελόνια και τα καφτάνια τους με τα έντονα χρώματα. Ο Αμμώνιος άρχισε τον παιάνα και οι υπόλοιποι Ερετριείς ένωσαν τη φωνή τους στο πολεμικό άσμα για να εμψυχωθούν. Μα ο αλαλαγμός των Ασιατών, η αντήχηση στις περικεφαλαίες και το χλιμίντρισμα των αλόγων έπνιξαν τις φωνές τους. Σώπασαν πριν φτάσουν στον τελευταίο στίχο. «Κρατήστε!» βρυχήθηκε ο Αμμώνιος, που είχε συνηθίσει να ακούγεται πάνω από τον πάταγο του σιδηρουργείου. «Μην εγκαταλείψετε την παράταξη! Σας είπα ότι τα άλογα δεν επιτίθενται σε έναν τοίχο από ασπίδες!» Ο Ιάσονας έσφιξε τα δόντια και στύλωσε τα πόδια στο έδαφος. Οι εχθροί είχαν πλησιάσει τόσο, ώστε έβλεπε τα πρόσωπά τους· διέκρινε μάλιστα τα ανοιχτά ρουθούνια των αλόγων. Μα οι Πέρσες, όπως είχε προλέξει ο Αμμώνιος, δεν τους επιτέθηκαν κατά μέτωπο. Όταν βρέθηκαν σε απόσταση μικρότερη των τριάντα βημάτων, τα άλογα γύρισαν προς τα αριστερά, τέλεια συντονισμένα, ενώ οι ιππείς έστριβαν τη μέση για να συνεχίσουν να κοιτούν τους Ερετριείς. Ο Ιάσονας τους είδε να οπλίζουν τα τόξα και ξεροκατάπιε σαν φαντάστηκε το παραπονιάρικο τρίξιμο του τεντωμένου ξύλου και του δέρματος. Εδώ δεν υπήρχε πέτρινο τείχος για να τον προστατεύσει· μόνο η ασπίδα του, τρεις πιθαμές από ξύλο δρυός και μια χάλκινη επίστρωση. «Κρατήστε τις γραμμές!» επέμεινε ο Αμμώνιος. Ενώ οι ιππείς του εχθρού περνούσαν γοργά μπροστά τους, έξω από το βεληνεκές των δοράτων τους, η πρώτη ομοβροντία από βέλη έσκισε τον αέρα. Ο Ιάσονας κουλουριάστηκε κι έσκυψε το κεφάλι κάτω από την ασπίδα. Οι δύο άνδρες που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά του τον μιμήθηκαν. Ακούστηκε η μεταλλική βροχή των βελών πάνω στις ασπίδες, μαζί με τις κατάρες που μουρμούρισαν κάποιοι άνδρες. Μετά την πρώτη ριπή ο Ιάσονας δεν ένιωσε καμία επαφή. Σαν κοίταξε δεξιά κι αριστερά, του φάνηκε ότι δεν είχε πέσει
κανείς, αν και τα κορμιά του Αντίοχου και του Θηραμένη του έκρυβαν τη θέα. «Βλέπετε;» φώναξε ο Αμμώνιος. «Τα βέλη τους δεν καταφέρνουν να τρυπήσουν τις ασπίδες μας! Κρατήστε!» Μετά την πρώτη ομοβροντία οι εχθροί άρχισαν να βάλλουν κατά βούληση χωρίς να σταματήσουν τον καλπασμό. Χειρίζονταν τα τόξα με τόση δεξιότητα, ώστε τον αέρα έσκιζαν διαρκώς τουλάχιστον είκοσι βέλη. Ο Ιάσονας ένιωσε μια πρόσκρουση στην ασπίδα του, μα το βέλος εξοστρακίστηκε κι έπεσε εμπρός του άψυχο. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι είχαν πράγματι πιθανότητες να αντισταθούν, να γίνουν αδιαπέραστοι σαν το σκαντζόχοιρο του Αρχίλοχου. Δυστυχώς όμως ο σκαντζόχοιρος που είχαν σχηματίσει οι Ερετριείς ήταν πολύ μικρός. Τη στιγμή που ο τελευταίος τοξότης της εχθρικής παράταξης περνούσε μπροστά από τον Ιάσονα, ακούστηκε μια κραυγή συναγερμού από τον Εύδημο, τον άνδρα που έστεκε πίσω του. Ο Ιάσονας γύρισε το κεφάλι και είδε ότι οι Πέρσες ιππείς είχαν φτάσει στην οπισθοφυλακή της φάλαγγάς τους και έβαλλαν εναντίον τους και από εκεί. Είχαν προσπεράσει εύκολα το αριστερό πλευρό της μικρής παράταξης και τώρα είχαν βαλθεί να καλπάζουν σε κύκλο γύρω τους δίχως να σταματούν να εκτοξεύουν βέλη. Όπως και οι υπόλοιποι οπλίτες της πρώτης σειράς, ο Ιάσονας έκανε να γυρίσει για να προστατευτεί από τα βέλη που τώρα έρχονταν από πίσω. Η ασπίδα του πιάστηκε σε αυτή του Αντίοχου και κόντεψαν να πέσουν στο έδαφος και οι δύο. «Μην το κάνετε αυτό!» φώναξε ο Αμμώνιος. «Στην πρώτη σειρά, οι ασπίδες προς τα εμπρός! Στη δεύτερη, οι ασπίδες στην οπισθοφυλακή! Έχετε εμπιστοσύνη στους συντρόφους σας!» Μα το να ζητά κανείς από γανωτήδες, εμπόρους, αγγειοπλάστες, αρωματοπώλες και ταβερνιάρηδες να σχηματίσουν φάλαγγα δύο μετώπων ήταν υπερβολικό. Μερικοί άνδρες υπάκουσαν στις εντολές του Αμμώνιου, άλλοι στράφηκαν να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή και κάποιοι τρίτοι, όπως ο Ιάσονας, πάσχιζαν να κρατήσουν μια επισφαλή ισορροπία ανάμεσα στα δύο, γυρίζοντας νευρικοί από τη
μία και από την άλλη πλευρά. Οι Πέρσες συνέχιζαν να καλπάζουν σε κύκλο και είχαν πλησιάσει πια τόσο, ώστε μερικά βέλη τρυπούσαν τη μεταλλική στρώση των ασπίδων και τις πιο λεπτές πανοπλίες. Μέσα στο σφύριγμα των βελών, τις βρισιές και τις κατάρες στα ελληνικά, το βήχα από τη σκόνη που σήκωναν τα άλογα και τους βρυχηθμούς του Αμμώνιου, είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται κραυγές πόνου και ο ρόγχος της επιθανάτιας αγωνίας. Από παντού έβρεχε βέλη και πολλοί οπλίτες είχαν γονατίσει στο έδαφος για να προστατευτούν κάτω από τις ασπίδες τους. Όταν το ίδιο έκανε και ο Θηραμένης, ο Ιάσονας κοίταξε στα αριστερά του και διαπίστωσε ότι η οργανωμένη σειρά των είκοσι ανδρών είχε μεταβληθεί σε ένα χάος και αρκετοί άνδρες είχαν σωριαστεί στο έδαφος. Τότε άκουσε μια βλαστήμια πλάι του και κάτι ζεστό τον πιτσίλισε στο λαιμό. Όταν κοίταξε στα δεξιά του, είδε ένα βέλος καρφωμένο στο μέτωπο του Αντίοχου, που άφησε τα δυο χέρια να πέσουν στα πλευρά του και σωριάστηκε μπρούμυτα σαν κουρέλι, σπάζοντας τη λαβή του βέλους με το βάρος του. Ένας Πέρσης ιππέας τραβήχτηκε από τον κύκλο των επιτιθέμενων, πλησίασε τους οπλίτες σε απόσταση μικρότερη από δέκα μέτρα κι έστρεψε το τόξο στον Ιάσονα. Εκείνος είδε το βέλος να κατευθύνεται προς το πρόσωπό του και τράβηξε το κεφάλι σε μια καθαρά αντανακλαστική κίνηση. Το βέλος πέρασε ξυστά από την περικεφαλαία του με ένα δυσάρεστο μεταλλικό θρόισμα. «Κάθαρμα!» μουρμούρισε ο έμπορος και με μεγάλη του χαρά είδε το άλογο να σκοντάφτει και να πέφτει. Ο Θηραμένης, που είχε μείνει γονατιστός, σηκώθηκε κι έτρεξε προς τον Πέρση κραδαίνοντας το σπαθί πάνω από το κεφάλι. Κάμποσοι ακόμα άνδρες τον ακολούθησαν. «Όχι!» φώναξε ο Αμμώνιος. «Μην εγκαταλείπετε τις γραμμές!» Η εντολή του ήταν μάταιη. Ήταν πιο εύκολο να πολεμήσει κανείς το φόβο όταν κινούνταν παρά όταν έμενε στη θέση του, και ο Ιάσονας διαπίστωσε ότι τα πόδια του τον πήγαιναν από μόνα τους προς τον Πέρση που είχε πέσει στο έδαφος. Όταν όλα έδειχναν ότι οι Ερετριείς θα σκότωναν τον πρώτο εχθρό, το άλογο σηκώθηκε
ξαφνικά και ο ιππέας πήδηξε πάνω στα καπούλια του. Απέφυγε το δόρυ του Θηραμένη κι απομακρύνθηκε χαχανίζοντας. Ο αρωματοπώλης έμεινε για μια στιγμή να βλαστημά· σαν σήκωσε το δεξί μπράτσο, ένα βέλος καρφώθηκε κάτω από τη μασχάλη του. Ο Ιάσονας, που είχε πάρει φόρα από το τρέξιμο, στάθηκε δίπλα του και προσπάθησε να τον καλύψει με την ασπίδα. Εκείνη τη στιγμή ένας τεράστιος χρυσόμαυρος όγκος αναδύθηκε μέσα από το σύννεφο της σκόνης. Ο Ιάσονας γύρισε ενστικτωδώς κι έβαλε μπροστά του την ασπίδα, όταν οι μπροστινές οπλές του αλόγου όρμησαν επάνω του. Οι δρύινες τάβλες άντεξαν, μα ο ώμος του εξαρθρώθηκε και ο Ιάσονας έπεσε ανάσκελα. Μέσα από το άνοιγμα της περικεφαλαίας διέκρινε τη μορφή του εχθρού να διαγράφεται στο γαλάζιο του ουρανού, ψηλή και απρόσιτη όπως ο Δίας στο θρόνο του. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ήταν ένα μεταλλικό άγαλμα που είχε πάρει ζωή, μα ύστερα συνειδητοποίησε ότι ο Πέρσης φορούσε μια χρυσή μάσκα με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Πάνω από τη μυτερή περικεφαλαία ανέμιζε ένα λάβαρο με έναν φτερωτό ήλιο. «Μαρίγια, ντουσμαρτίγια!» Μια κατάμαυρη σκιά κάλυψε το οπτικό του πεδίο και ο Ιάσονας κατάλαβε ότι τα φτερά του λάβαρου ανήκαν στις Κήρες. Τα πουλιά του θανάτου είχαν έρθει να πάρουν την ψυχή του. Απολλωνία, Μνησιπτολέμη, είθε να σας προστατεύουν οι θεοί...
Η Απολλωνία ήθελε να τρέξει αλλά δεν την άφηναν οι πνεύμονες και τα πόδια της. Είχαν φτάσει στο Ληλάντιο Πεδίο περνώντας μέσα από τα θερισμένα χωράφια που μάταια θα περίμεναν τη φθινοπωρινή σπορά. Στα δεξιά τους είχαν περιβόλια με συκιές και αμπέλια που κανείς δεν είχε τρυγήσει. Η Μνήση κλαψούριζε και γκρίνιαζε ότι πεινούσε και διψούσε. Σαν πέρασαν δίπλα από έναν μισογκρεμισμένο φράχτη, η Απολλωνία έκοψε ένα-δυο τσαμπιά. Ύστερα, σαν πουλί
που ταΐζει το μικρό του, έβγαλε τα κουκούτσια από τις ρώγες με τα δόντια της κι έδωσε τη σάρκα στη Μνήση. «Πού είναι ο μπαμπάς;» ρώτησε η μικρή. «Έμεινε πίσω, γιατί δεν μπορεί να περπατήσει τόσο γρήγορα όσο εμείς», απάντησε η Απολλωνία με έναν κόμπο στο λαιμό. «Είδες πόσο γρήγορες είμαστε;» Μάλλον όμως δεν ήταν τόσο γρήγορες, γιατί εκείνη τη στιγμή τις έφτασε ο Άργης, που κοντανάσαινε κάθιδρος. Σαν άκουσε ότι οι Πέρσες τους ακολουθούσαν κατά πόδας, η Απολλωνία γύρισε να κοιτάξει πίσω. Προς το παρόν οι βάρβαροι δε φαίνονταν· έβλεπε μόνο τη θλιβερή ουρά της πομπής των φυγάδων, ενώ τα κενά ανάμεσα στις ομάδες μεγάλωναν διαρκώς. Πάνω από τα κεφάλια τους όμως αιωρούνταν ακόμη το σύννεφο της σκόνης και μαζί με το χλιμίντρισμα των αλόγων ακούγονταν πια και ανάκατες φωνές και κραυγές. «Κοιτάξτε! Πλοία!» φώναξε η Ζωσίμη δείχνοντας μπροστά τους. Εκεί, μπροστά από έναν κάβο που εκτεινόταν προς τα νοτιοανατολικά, μια σειρά από πλοία παρέλαυνε προς την ηπειρωτική χώρα. «Θα είναι οι Αθηναίοι», είπε ο Άργης. «Πρέπει να βιαστούμε, να τους προλάβουμε πριν φύγουν». Αν και εξουθενωμένοι, άνοιξαν το βήμα και σύντομα βρέθηκαν να κατηφορίζουν μια μικρή πλαγιά. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας κόλπος με διάφανα νερά και λευκή άμμο. Είχαν μείνει αγκυροβολημένα πέντε μεταγωγικά πλοία με μαύρο κύτος, στρογγυλό και φουσκωτό, και δύο πολεμικά με την πρύμνη χωμένη στην άμμο. Το ένα ήταν μια μακρόστενη πεντηκόντορος και το άλλο μια γαλάζια τριήρης με δυο τεράστια μάτια στην πλώρη. Στα πανιά και των δύο ανέμιζαν λάβαρα με έμβλημα τη γλαύκα της Αθηνάς. Η Απολλωνία ευχαρίστησε τη θεά και, ξεχνώντας τις πληγές και τις φουσκάλες στα πόδια, έτρεξε κατευθείαν προς την τριήρη. Μπροστά σε κάθε πλοίο ομάδες κόσμου έκαναν ουρά για να ανέβουν. Μπροστά στην τριήρη περίμεναν περίπου σαράντα άτομα,
άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Είχαν μαζί τους πρόβατα, κατσίκες, μουλάρια και κάμποσα βόδια. Τα κάρα είχαν μείνει εγκαταλειμμένα στην όχθη και τα υπάρχοντά τους κρέμονταν τώρα στους ώμους των εποίκων μέσα σε μεγάλα κοφίνια ή ισορροπούσαν σε ογκώδεις μπόγους πάνω στα κεφάλια των γυναικών. «Για πού το έβαλες εσύ;» Η Απολλωνία, που κόντευε να φτάσει στη σκαλίτσα του πλοίου, γύρισε να δει ποιος της μιλούσε. Μια γυναίκα με ώμους λιμενεργάτη είχε βάλει τα χέρια στους γοφούς και την κοιτούσε. Για μια στιγμή έμεινε άλαλη. Είχε χαρεί τόσο πολύ σαν είχε δει τα πλοία ώστε δεν πέρασε από το μυαλό της η πιθανότητα να μην έχουν χώρο για εκείνους. «Μας κυνηγούν οι Πέρσες. Πρέπει να βιαστούμε, δε θα αργήσουν να φτάσουν». «Ποιοι να βιαστούμε; Ποια είσαι εσύ που μας δίνεις οδηγίες;» είπε η γυναίκα. Ο άνδρας της, ένας ανθρωπάκος με ντροπαλή όψη, την πλησίασε και την έπιασε από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι, μα η γυναίκα τον απόδιωξε λέγοντας: «Εσύ να μην ανακατεύεσαι». «Είστε Αθηναίοι;» ρώτησε η Απολλωνία. «Από πού αλλού να είμαστε;» «Τότε, πρέπει να μας βοηθήσετε. Το υποσχεθήκατε!» «Εγώ δε θυμάμαι να σου υποσχέθηκα τίποτα, κοπέλα μου». Η Απολλωνία έδειξε τις στήλες του μαύρου καπνού που σηκώνονταν στην ανατολή. Το αεράκι τις έσπρωχνε προς την ενδοχώρα και το βουνό. «Εκείνη εκεί ήταν η πόλη μας. Οι Πέρσες την έκαψαν όσο περιμέναμε τη βοήθειά σας. Δεν μπορείτε να μας εγκαταλείψετε τώρα!» «Αφού δεν έχεις πια πόλη», παρενέβη άλλος ένας έποικος, «τι μας ζητάς τώρα;» Η Απολλωνία κοίταξε γύρω της απελπισμένη. Οι υπόλοιποι Ερετριείς φυγάδες είχαν μοιραστεί στις διάφορες ουρές και σε όλες αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα.
«Τ ι στο δαίμονα συμβαίνει εδώ;» Η Απολλωνία γύρισε προς τη σκαλίτσα που ανέβαινε ως την κουπαστή. Είδε να κατεβαίνει ένας νέος, ψηλός άνδρας που φορούσε μια αστραφτερή πανοπλία με ένα σκάλισμα το οποίο αναπαριστούσε ένα λιοντάρι. Τον ακολουθούσαν ένας ακόμα στρατιώτης κι ένας ναύτης που κρατούσε σημειώσεις με ένα καλέμι σε μια μικρή κερωμένη πλάκα. «Μας κυνηγούν οι Πέρσες», του είπε η Απολλωνία. «Πρέπει να μας βοηθήσετε!» Ο Αθηναίος στάθηκε μπροστά της με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Η Απολλωνία υπολόγισε ότι δε θα ήταν πάνω από είκοσι χρόνων κι όμως ανάδινε έναν αέρα σιγουριάς που δεν ταίριαζε σε κάποιον τόσο νέο. Ίσως είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήταν τόσο ελκυστικός. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τέλεια και το παράστημά του αντάξιο του Απόλλωνα: ώμοι φαρδιοί και τετράγωνοι, μέση λυγερή και πόδια μακριά και μυώδη. Το μούσι του ήταν κοντοκομμένο και οι μακριές, μαύρες κοτσίδες των μαλλιών του έπεφταν στους ώμους του. Μα το γκρίζο βλέμμα του ήταν παγωμένο σαν τη θάλασσα κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό. «Είστε από την Ερέτρια;» ρώτησε. «Ναι», αποκρίθηκε η Απολλωνία. «Ποιος ξέρει, μπορεί να είμαστε οι μόνοι που βγήκαν ζωντανοί από την πόλη. Πάρτε μας από δω, σας παρακαλώ!» «Λυπάμαι, γυναίκα. Δε χωράτε». «Σε παρακαλώ», είπε η Απολλωνία, δείχνοντάς του τη μικρή με ύφος ικετευτικό. «Κύριε, όποιος κι αν είσαι, μην επιτρέψεις να πέσουμε στα χέρια των Περσών». «Λέγομαι Κίμωνας και είμαι γιος του Μιλτιάδη», απάντησε περήφανα ο νέος, ενώ έπαιρνε αδέξια στα χέρια του το κοριτσάκι και το περιεργαζόταν σαν να ήταν κουτάβι. «Λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη στην πόλη σου, αλλά, όπως σου είπα, δεν έχουμε χώρο στα πλοία». Η Απολλωνία γύρισε κι έδειξε τους υπόλοιπους Ερετριείς, που
περίμεναν με προσμονή το αποτέλεσμα εκείνης της διαπραγμάτευσης. «Κοίταξέ μας, γιε του Μιλτιάδη. Δεν είμαστε πάνω από εκατό. Δεν έχετε χώρο για δεκαπέντε-είκοσι επιβάτες ακόμα σε κάθε πλοίο; Δε θα είναι για πολύ. Μέχρι την άλλη πλευρά η απόσταση δεν είναι πάνω από είκοσι στάδια», είπε δείχνοντας προς την ηπειρωτική χώρα. Ο Κίμωνας συνοφρυώθηκε σκεφτικός. Εκείνη τη στιγμή η Μνησιπτολέμη άρχισε να κλαίει. Αντί να τη δώσει πίσω στη μητέρα της, ο νεαρός τη σήκωσε πάνω από το κεφάλι του και άρχισε να την ταρακουνά, πιστεύοντας ότι έτσι θα την ηρεμούσε· μα στη μικρή δεν άρεσαν καθόλου τα ύψη και άρχισε να φωνάζει ακόμα πιο δυνατά. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι Ερετριείς φυγάδες ένωσαν τις φωνές τους στον ικετευτικό χορό και άρχισαν να φιλονικούν με τους έποικους. Μέσα στην αναστάτωση είχαν αρχίσει να χειρονομούν τόσο, ώστε τα χέρια του ενός άγγιζαν τα χέρια του άλλου, σαν να επρόκειτο να ξεσπάσει καβγάς ανά πάσα στιγμή, και η Απολλωνία, όσο κι αν ζητούσε από τον νεαρό Αθηναίο να της δώσει πίσω τη μικρή της κόρη, δεν κατάφερνε να ακουστεί. Ένα στριγκό, παρατεταμένο σάλπισμα αντήχησε στο κατάστρωμα της τριήρους. Όλοι σώπασαν και κοίταξαν προς το πολεμικό πλοίο. Από τη σκαλίτσα κατέβαινε άλλος ένας άνδρας. Φορούσε πανοπλία από λευκό λινό με κόκκινες μπορντούρες και ενίσχυση από μεταλλικές πλάκες. Ο αξιωματικός πλησίασε τον Κίμωνα απλώνοντας τα χέρια. «Δώσε μου το παιδί». Ο νεαρός τού έδωσε τη Μνήση. Ο άνδρας την πήρε με άνεση αλλά και προσοχή. Η μικρή μάλλον διέκρινε κάτι επάνω του που την έκανε να τον εμπιστευτεί, γιατί τύλιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του και σταμάτησε το κλάμα. «Πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε ο Κίμωνας. «Εύκολο είναι. Έχω τέσσερα παιδιά». Ο αξιωματικός προσπέρασε τον νεαρό, που παραμέρισε λίγο. Πριν αφήσει τη μικρή στην αγκαλιά της μητέρας της, τη χάιδεψε με το
δάχτυλο στην άκρη της μύτης και της χαμογέλασε. Η Απολλωνία πήρε βαθιά ανάσα για να ελέγξει τη φωνή της και είπε: «Σ’ ευχαριστώ, κύριε. Εσύ είσαι επικεφαλής αυτών των πλοίων;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Είμαι ο ταξίαρχος της Λεοντίδας φυλής. Ήρθα να πάρω από εδώ τους έποικους της Αθήνας κατ’ εντολήν των δέκα στρατηγών». Θα ήταν μεταξύ τριάντα και σαράντα χρόνων, όχι τόσο ψηλός όσο ο Κίμωνας, και, παρότι αδύνατος, δεν είχε εξίσου ωραίο παράστημα. Η Απολλωνία όμως βρήκε τα χαρακτηριστικά του ευχάριστα. Είχε μύτη λεπτή και κάπως αετίσια, χείλη σαρκώδη και μεγάλα, σκούρα μάτια που ρουφούσαν τα πάντα γύρω τους. «Πρέπει να μας πάρετε από την Εύβοια», είπε η Απολλωνία, προσπαθώντας να κρατήσει χαμηλό τον τόνο της φωνής της. Κάτι της έλεγε ότι σε αυτόν περνούσε περισσότερο η επιχειρηματολογία παρά οι φωνές και τα κλάματα. «Αν μας αφήσετε εδώ, θα πέσουμε στα χέρια των βαρβάρων και θα μας σκοτώσουν ή θα μας πάρουν σκλάβους». Ο ταξίαρχος ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κάπως κουρασμένος. Η κοπέλα μάντεψε ότι κάτω από εκείνο το πρόσωπο κι εκείνα τα μάτια συνυπήρχαν μια ψυχρή ευφυΐα και μια παθιασμένη αισθαντικότητα. Έστεκε τόσο κοντά της ώστε μύριζε το άρωμά του, στο οποίο αναγνώριζε μια σταγόνα μύρο ανακατεμένο με σαφράν. Ένιωσε ένα πετάρισμα στον αφαλό και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν από φόβο. Μα την Ήρα, τι σκέψεις είναι αυτές; έψεξε τον εαυτό της. Ο σύζυγός της θα ήταν πια νεκρός· και, στο μεταξύ, αυτή τολμούσε να κοιτάζει κατάματα εκείνο τον άνδρα. «Δε θα μείνετε εδώ». Ο ταξίαρχος στράφηκε προς τον ναυτικό που κρατούσε την πλάκα και το καλέμι. «Γρύλε, σε παρακαλώ, προσπάθησε να βρεις θέση γι’ αυτούς τους ανθρώπους το συντομότερο. Το σύννεφο σκόνης πλησιάζει». «Πώς θα χωρέσουμε όλοι στα πλοία;» διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα με τους φαρδιούς ώμους. «Εσύ είπες ότι ο χώρος φτάνει ίσα ίσα για εμάς».
«Είναι πολύ απλό», αποκρίθηκε ο ταξίαρχος χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του. «Τα ζώα θα μείνουν εδώ». «Τ ι πράγμα;» κλαψούρισε ο σύζυγος της γυναίκας. «Αν αφήσω εδώ τα βόδια μου, δε θα είμαι πια οπλίτης, θα ξαναγίνω ένας άθλιος εργάτης της τέταρτης τάξης!» Στα μάτια του ταξίαρχου άστραψε μια σπίθα οργής, μα την κατανίκησε αμέσως και απάντησε με ήρεμη φωνή: «Αυτό είναι το θέλημα των θεών». Οι υπόλοιποι έποικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και απείλησαν να μηνύσουν τον αξιωματικό όταν θα έφταναν στην Αθήνα αν τους στερούσε τα υπάρχοντά τους. Εκείνος συνοφρυώθηκε· προφανώς τον ανησυχούσε το ότι θα τον πήγαιναν σε δίκη. «Μπορούμε να πληρώσουμε για τα βόδια», είπε η Απολλωνία. «Έχουμε μαζί μας χρήματα!» «Δεν είναι καλή ιδέα να το λες, κυρά», ψιθύρισε ο Άργης. «Δε θα σας τα κλέψει κανείς», απάντησε ο ταξίαρχος. «Ακούσατε;» ρώτησε απευθυνόμενος στους κληρούχους. «Αυτοί οι άνθρωποι θα σας πληρώσουν για τα ζωντανά σας. Όταν φτάσετε στην Αθήνα, θα αγοράσετε άλλα και θα έχετε και την ικανοποίηση ότι δεν τους εγκαταλείψατε στη δύσκολη ώρα». Η γυναίκα ζήτησε πενήντα δραχμές για κάθε βόδι. Ο ταξίαρχος της απάντησε ότι έπρεπε να συμβιβαστούν με τριάντα πέντε, που ήταν η τιμή η οποία δινόταν στην Αττική. Τα υπόλοιπα ζώα θα κόστιζαν λιγότερο. Η γυναίκα φώναξε και βλαστήμησε, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι ατάραχος. Η Απολλωνία άκουσε οπλές αλόγου πίσω της και γύρισε ανήσυχη. Δεν ήταν όμως οι βάρβαροι, μα δύο έφιπποι Έλληνες ανιχνευτές. «Θεμιστοκλή, πλησιάζει μια ίλη Περσών ιππέων!» φώναξε ο ένας από αυτούς. «Πόσοι είναι;» «Περισσότεροι από πενήντα και λιγότεροι από εκατό!» Ο Θεμιστοκλής! Η Απολλωνία ένιωσε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα σαν άκουσε ότι εκείνος ο άνδρας ήταν ο πρόξενος του
συζύγου της. Η Αθηνά είχε οδηγήσει σωστά τα βήματά της. Ο Θεμιστοκλής στράφηκε στον οικονόμο της τριήρους του και τον διέταξε να επισπεύσει την επιβίβαση. «Γρύλε, ανέβασέ τους όλους αμέσως. Θα βρούμε καιρό για τους λογαριασμούς αργότερα». «Έχουμε αρκετούς άνδρες, Θεμιστοκλή. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους Πέρσες», διαμαρτυρήθηκε ο Κίμωνας. «Δεν προλαβαίνουμε να τους παρατάξουμε κανονικά. Είναι πολύ πιο βολικό να βάλουμε τη θάλασσα ανάμεσά μας. Έλα, λιονταράκι, πάμε», είπε και του έσφιξε το μπράτσο. «Έχεις μπροστά σου πολλές μέρες για να πολεμήσεις». Στην Απολλωνία και τους υπηρέτες της έλαχε να ανέβουν στην τριήρη. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο. Οι επιβάτες έπρεπε να καθίσουν και να κρατηθούν απ’ όπου έβρισκαν, γιατί το πλοίο δεν είχε κουπαστές, ενώ το πιτσίλισμα από το θαλασσινό νερό είχε κάνει το ξύλο γλιστερό και με το παραμικρό κούνημα μπορούσε να καταλήξει κανείς στη θάλασσα. Έβαλαν τους Ερετριείς φυγάδες να κατέβουν στο μέρος του πλοίου όπου συνήθως ήταν οι πάγκοι των δύο τελευταίων σειρών των κωπηλατών, τις οποίες τώρα είχαν ξηλώσει για να κάνουν χώρο. Από εκεί κάτω αναδυόταν ένα μείγμα οσμών: λιμνάζον νερό, ξινισμένος ιδρώτας, ούρα, πρόβειο λίπος, που χρησίμευε για να λιπαίνουν τα κουπιά και να αδιαβροχοποιούν τα λουριά του σκαλμού. Η Απολλωνία ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. «Μαμά, μυρίζει άσχημα», διαμαρτυρήθηκε η Μνησιπτολέμη. Για να καθυστερήσει την κάθοδο στο αμπάρι, η Απολλωνία είδε τον ταξίαρχο να περνά δίπλα της και άδραξε την ευκαιρία. «Είσαι ο Θεμιστοκλής που νομίζω, ο γιος του Νεοκλή;» «Ναι, γιατί;» «Εγώ είμαι η σύζυγος του Ιάσονα, γιου του Ευφόρβου». Για μια στιγμή ο Θεμιστοκλής άνοιξε τα μάτια έκπληκτος, μα αντέδρασε αμέσως. «Πού είναι ο σύζυγός σου, Απολλωνία;»
«Παρατάχθηκε με τους υπόλοιπους πολίτες της Ερέτριας για να καθυστερήσουν τους Πέρσες και να κερδίσουμε λίγο χρόνο». Ο Θεμιστοκλής έσκυψε το κεφάλι και δάγκωσε τα χείλη· αμέσως όμως την ξανακοίταξε στα μάτια. «Ο Ιάσονας στάθηκε πολύ γενναίος. Δεν υπάρχει πιο ένδοξος άνδρας από εκείνον που δίνει τη ζωή του για τους δικούς του». «Θέλεις να πεις ότι...;» Με ένα νεύμα γεμάτο θλίψη, ο Αθηναίος έδειξε προς την ενδοχώρα. Το σύννεφο σκόνης είχε πάρει σχήμα και είχε μεταμορφωθεί σε ένα έφιππο στράτευμα που κάλπαζε προς τον όρμο με κραυγές και χλιμιντρίσματα. Ο Ιάσονας, ο Αμμώνιος και οι υπόλοιποι οπλίτες είχαν καθυστερήσει τους Πέρσες ακριβώς όσο χρειάστηκαν οι οικογένειές τους για να ανέβουν στα πλοία. Ευλογημένη Αθηνά, είθε να ήταν γοργός ο θάνατός του, ικέτευσε η Απολλωνία, προσπαθώντας να αποδιώξει τις εικόνες των βασανισμένων αιχμαλώτων που ήρθαν αμέσως στο μυαλό της. Η πεντηκόντορος απομακρυνόταν ήδη από την ακτή και τα μεταγωγικά πλοία είχαν σηκώσει τις άγκυρες. Μόνο η τριήρης είχε μείνει ακόμη αγκυροβολημένη. Κάμποσοι ναυτικοί άρχισαν να τη σπρώχνουν με μοχλούς μέχρι να ξεκολλήσει η πρύμνη της από την άμμο και ύστερα πιάστηκαν από τα παλαμάρια και σκαρφάλωσαν στο κατάστρωμα. Ο επικεφαλής των κωπηλατών, ο κελευστής, έδωσε μια εντολή και εκείνοι κατέβασαν τα κουπιά. Το πλοίο άρχισε να κινείται με βαριεστημένα τριξίματα αλλά σιγά σιγά ξεκόλλησε από την ακτή. Τα μάτια της Απολλωνίας θόλωσαν σαν σκέφτηκε το σπίτι της, την καμένη πόλη, τους τάφους των γονιών της. Τον Ιάσονα, που δε θα μπορούσε καν να τον θάψει. Όλα έμεναν πίσω, χαμένα σε κείνο το νησί. Ωστόσο έσφιξε στην αγκαλιά της την κόρη της κι ετοιμάστηκε να κατέβει στο αμπάρι με τους υπόλοιπους. «Όχι», είπε ο Θεμιστοκλής. «Μείνε εδώ, στο κατάστρωμα. Από δω και στο εξής, εσύ και οι δικοί σου βρίσκεστε υπό την προστασία μου».
«Σ’ ευχαριστούμε, κύριε». «Μη με λες έτσι, σε παρακαλώ. Ο σύζυγός σου ήταν καλός μου φίλος. Δε θα σας λείψει τίποτα, Απολλωνία. Όταν έρθει η ώρα, θα προικίσω την κόρη σου όπως θα το είχε κάνει ο πατέρας της». Σαν είδε τον Θεμιστοκλή να χαϊδεύει τις μπούκλες της Μνήσης, η Απολλωνία πήρε το χέρι του και το φίλησε. Τα δάχτυλά του ήταν λεπτά και μακριά και μύριζαν αμυγδαλέλαιο. Εξεπλάγη όταν ένιωσε τους κάλους στην παλάμη του χεριού, γιατί δεν έμοιαζε άνθρωπος που είχε ανάγκη να δουλεύει για να βγάζει το ψωμί του. «Θα τα πας καλά με την Αρχίππη, τη σύζυγό μου», πρόσθεσε εκείνος, κάπως ταραγμένος από την κίνηση της νέας. Εκείνα τα λόγια έπεσαν πάνω της σαν παγωμένο νερό. Ώστε είχε σύζυγο. Βέβαια, προ ολίγου είχε πει ότι είχε τέσσερα παιδιά. Πώς μπορείς να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο τώρα; μέμφθηκε τον εαυτό της. Μια άλλη φωνή μέσα της όμως είπε ότι δεν έκανε άσχημα. Μόλις είχε χηρέψει. Ήταν ορφανή από χρόνια και δεν είχε αδέρφια· ακόμα κι αν είχε όμως, σίγουρα αυτή τη στιγμή θα ήταν νεκροί ή σκλάβοι των Περσών. Ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει για το ότι έψαχνε έναν νόμιμο προστάτη για την ίδια και την κόρη της; Έναν νόμιμο προστάτη ναι. Ένα σύντροφο στο κρεβάτι σου όχι, είπε τραγουδιστά μια τρίτη φωνούλα. Ο Άργης ρώτησε τον ταξίαρχο: «Γιατί δεν ήρθατε να μας βοηθήσετε; Μέχρι την τελευταία στιγμή περιμέναμε ενισχύσεις από την Αθήνα». Η Απολλωνία φοβήθηκε ότι ο Θεμιστοκλής θα απαντούσε απότομα σε εκείνο το σκλάβο που είχε τολμήσει να του μιλήσει τόσο ξεδιάντροπα. Μα ο ταξίαρχος κοίταξε τον Άργη στα μάτια και, χωρίς να βλεφαρίσει ή να αλλάξει τον τόνο της φωνής, απάντησε: «Το είπα και πριν. Ήταν απόφαση των στρατηγών έπειτα από πρόταση του Μιλτιάδη, του πατέρα του Κίμωνα». Έδειξε τον όμορφο νέο που είχε σταθεί στην πλώρη και μιλούσε με ένα στρατιώτη. Ύστερα στράφηκε στην Απολλωνία και πρόσθεσε: «Λυπάμαι για ό,τι συνέβη στην πόλη σου. Τ ώρα όμως πρέπει να παλέψω για να μη συμβεί το
ίδιο και στη δική μου». Οι Πέρσες είχαν φτάσει στην παραλία και οι περισσότεροι τράβηξαν τα γκέμια των αλόγων τους εκεί που έσκαγε το κύμα. Ένας από εκείνους όμως, που ήταν καβάλα σ’ ένα μαύρο άτι με μεταλλική πανοπλία, έβαλε το ζώο στο νερό ως τα καπούλια, έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα που κρεμόταν στο ένα πλευρό του αλόγου και τέντωσε το τόξο. «Φοράει μάσκα», μουρμούρισε ο Θεμιστοκλής. Η Απολλωνία δεν έβλεπε τόσο μακριά, μα είχε προσέξει μια παράξενη λάμψη στο πρόσωπο του ιππέα, που έμοιαζε βαμμένο χρυσό. Ο Πέρσης άφησε τη χορδή, και το βέλος σφύριξε στον αέρα. Η Απολλωνία και ο Άργης κουλουριάστηκαν πίσω από την πρύμνη, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, μαζί και ο καπετάνιος, έσκυβαν όπως μπορούσαν. Ο μόνος που δεν κουνήθηκε από τη θέση του ήταν ο Θεμιστοκλής. Μόνον όταν άκουσε το υπόκωφο τρίξιμο του βέλους πάνω στο ξύλο, η Απολλωνία άφησε τη Μνήση στην αγκαλιά ενός σκλάβου και τόλμησε να ξεμυτίσει. Ο Αθηναίος ακουμπούσε ακόμη στην κουπαστή. Το βέλος του εχθρού είχε καρφωθεί ανάμεσα στα δυο του χέρια και το μαύρο φτερό της σαΐτας έτρεμε ακόμη. «Θα τα ξαναπούμε, Πέρση», είπε ο Θεμιστοκλής με τα μάτια καρφωμένα στην ακτή. «Και την επόμενη φορά δε θα μας χωρίζει η απόσταση του βέλους, μα της λόγχης». Αν είχαν ειπωθεί από κάποιο άλλο άτομο, αυτά τα λόγια θα είχαν ακουστεί σαν κομπασμός· μα η Απολλωνία σκέφτηκε ότι, αφού είχαν βγει από τα δικά του χείλη, η απειλή θα γινόταν πραγματικότητα. Κοντά του η κόρη μου θα είναι ασφαλής, είπε μέσα της. Τα επόμενα λόγια δεν τα σκέφτηκε, μα τα ένιωσε στην κοιλιά και σκανδαλίστηκε. Γιατί, αν το κορμί της μπορούσε να μιλήσει, θα είχε πει: Και τα παιδιά που θα κάνεις μαζί του θα είναι κι αυτά ασφαλή.
Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου «Ο Κλεισθένης πεθαίνει». Η είδηση του Μνησίφιλου έβαλε τον Θεμιστοκλή σε δίλημμα. Είχε ετοιμαστεί για να πάει στην Εκκλησία του Δήμου. Παρότι δεν είχε ξημερώσει ακόμη, του άρεσε να φτάνει από τους πρώτους στην Πνύκα για να μαθαίνει τα θέματα της ημέρας, αλλά και τις φήμες και τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πιο πρωινούς. Ήξερε πως όταν θα έβγαινε ο ήλιος θα έκανε ζέστη, μα είχε ρίξει πάνω από το χιτώνα έναν πολύ ψιλό μάλλινο μανδύα από το Χαλέπι. Αν χρειαζόταν να εξηγήσει στους Αθηναίους τα όσα είχε δει στην Εύβοια, έπρεπε να δείχνει κομψός, και τίποτα δεν τόνιζε τα λόγια ενός ρήτορα όσο ένας μανδύας καλά μαζεμένος στο αριστερό μπράτσο. «Δε θα βγάλει την ημέρα», πρόσθεσε ο φίλος του, που είχε διαβάσει στην όψη του την αμφιβολία. Ο Θεμιστοκλής ζύγισε τις επιλογές του. Η σημερινή συγκέντρωση στην Εκκλησία του Δήμου ίσως ήταν η πολυπληθέστερη στην ιστορία της πόλης. Το δίχως άλλο, τον πρώτο λόγο θα είχε ο Μιλτιάδης, γιατί γνώριζε πολύ καλά τους Πέρσες. Ωστόσο και άλλοι ρήτορες, όπως ο Θεμιστοκλής, θα είχαν την ευκαιρία να κερδίσουν κύρος ανάμεσα στους πολίτες. Από την άλλη, δεν ήθελε να αφήσει τον Κλεισθένη να πεθάνει στο σπίτι όπου είχε αποσυρθεί, στη Σαλαμίνα, χωρίς να τον επισκεφτεί. Ο ηλικιωμένος ήταν παππούς της συζύγου του, Αρχίππης, από τη μεριά της μητέρας της, μα ο δεσμός που ένωνε τους δύο άνδρες ήταν παλαιότερος και στενότερος. Όταν ο Θεμιστοκλής δεν ήταν παρά ένας έφηβος, ο Κλεισθένης άρχισε να καλλιεργεί τη φιλία τους σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποιοι έφτασαν να πουν ότι ήταν εραστές. Δεν ήταν όμως το κάλλος του Θεμιστοκλή εκείνο που είχε ελκύσει τον μεγάλο πολιτευτή, αφού στην παλαίστρα υπήρχαν άλλοι νέοι πολύ πιο όμορφοι, που επεδείκνυαν χωρίς την παραμικρή αιδώ τα αθλητικά κορμιά τους που γυάλιζαν αλειμμένα με λάδι. Εκείνο που είχε
τραβήξει την προσοχή του Κλεισθένη ήταν η εξυπνάδα του Θεμιστοκλή, η οξυδέρκεια και το ταλέντο να μελετά τις καταστάσεις και να προβλέπει το μέλλον. Ο ίδιος είχε ομολογήσει ότι τον έβλεπε ως ένα αντίγραφο του εαυτού του όταν ήταν νέος. Γι’ αυτό είχε αποφασίσει να τον μυήσει στα μυστικά της πολιτικής· ήθελε να βεβαιωθεί ότι όταν ο ίδιος πέθαινε κάποιος θα συνέχιζε το έργο του. «Θα πάω να τον δω», αποφάσισε ο Θεμιστοκλής βγάζοντας το μανδύα. «Και θα λείψεις από την Εκκλησία του Δήμου;» «Είμαι σίγουρος ότι ο Μιλτιάδης φτάνει και περισσεύει για να πείσει το λαό να μην παραδοθεί στους Πέρσες». Ο Θεμιστοκλής διάλεξε μια πιο άνετη κάπα και ύστερα διέταξε ένα σκλάβο: «Ξύπνα, σε παρακαλώ, τον Σίκιννο και πες του να έρθει το συντομότερο δυνατόν». «Τ ι τον θέλεις τον Πέρση;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Ξέρω ότι πιο εύκολα σκοτώνει κανείς τον Σίσυφο παρά τον Σίκιννο, μα δε νομίζω να μπορεί να μεταδώσει την τύχη του στον Κλεισθένη. Με διαβεβαιώνουν ότι είναι στα τελευταία του». «Αυτή τη φορά δε με ενδιαφέρει η τύχη του, μα οι γροθιές του», αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής. «Σήμερα ο Πειραιάς δε θα μοιάζει διόλου με ακύμαντη λιμνούλα». Ο Φόβος είχε φτάσει στην πόλη σχεδόν ταυτόχρονα με τον Θεμιστοκλή κι έφερνε πάντα μαζί του ταραχές και βία.
Την προηγουμένη, όταν πλησίαζαν στην Αθήνα, είχαν αρχίσει να ανάβουν οι φωτιές στις κορυφές του Πεντελικού Όρους. Ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε ακόμη να ξεδιαλύνει το μήνυμα που μετέφεραν οι πυρσοί, όταν ένας έφιππος αγγελιαφόρος τούς προσπέρασε τόσο βιαστικά ώστε αναγκάστηκαν να βγουν από το δρόμο για να μην τους παρασύρει. Όταν τον ρώτησαν ποιο ήταν το μήνυμά του, εκείνος γύρισε πάνω στο άλογό του και είπε: «Οι
Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα!» Αργότερα, καθώς έπεφτε το σούρουπο, η πορεία τους άρχισε να δυσκολεύει όλο και περισσότερο από τις μακριές ουρές των οδοιπόρων που κατευθύνονταν προς την πόλη προερχόμενοι απ’ όλους τους δήμους της περιοχής: τις Αφίδνες, τη Δεκέλεια, την Εκάλη, την Ικαρία, αλλά και τους δήμους του Μαραθώνα και του Ραμνούντα, που είχαν καταληφθεί από τους Πέρσες. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες είχαν συγκληθεί από τις πιο απομακρυσμένες γωνιές της Αττικής για μια συνέλευση που θα λάμβανε χώρα το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας στο λόφο της Πνύκας. Η κινητοποίηση ήταν γενική. Όλοι κουβαλούσαν όπλα στην πλάτη τους, στην πλάτη των σκλάβων τους ή στα υποζύγιά τους. Κάποιοι έρχονταν συνοδευόμενοι από τις οικογένειές τους, ενώ άλλοι τις είχαν στείλει στην Πάρνηθα ή στην Πεντέλη, έχοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην προστασία που θα μπορούσαν να προσφέρουν τα όρη παρά στα παμπάλαια, στενά τείχη της Αθήνας. Η διάθεση που κυριαρχούσε στο δρόμο ήταν πένθιμη. Πολλοί περπατούσαν με τους ώμους σκυφτούς και το βλέμμα χαμένο σε κάποιο σημείο του μελανού μέλλοντος. Συζητούσαν ψιθυριστά, λες και φοβούνταν πως ο άνεμος θα μετέφερε τα λόγια τους ως τα αυτιά των Περσών στον Μαραθώνα. Μόλις εκείνοι που πορεύονταν προς την πόλη κατάλαβαν ότι η ομάδα που συνόδευε τον Θεμιστοκλή ήταν επιζώντες από την Ερέτρια, άρχισαν να τους κατακλύζουν με ερωτήσεις. Οι απαντήσεις που εισέπραξαν έκαναν τις καρδιές τους να σφιχτούν ακόμα περισσότερο. Το ηθικό ανέβηκε λίγο όταν εμφανίστηκαν στο δρόμο οι πολίτες των Αχαρνών. Αντί να αφήσει καθέναν να πορευτεί για λογαριασμό του, ο επικεφαλής του δήμου είχε συγκεντρώσει τους πολίτες για να κατευθυνθούν όλοι μαζί προς την Αθήνα και τώρα παρέλαυναν ετοιμοπόλεμοι, κραδαίνοντας τα δόρατα και ψάλλοντας άσματα πολεμικά όσο και άσεμνα. Οι Αχαρνείς συνεισέφεραν πεντακόσιους οπλίτες, που είχαν τη φήμη των πιο πολεμοχαρών αλλά και φανφαρόνων ανδρών της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής θα πλήρωνε αρκετά
χρήματα για να τους στρατολογήσει στις γραμμές της φυλής του. Μα εκείνοι είχαν βρει έναν καλό αρχηγό στο πρόσωπο του Μιλτιάδη, του στρατηγού της Οινηίδας φυλής, που, αν και δεν ήταν Αχαρνέας, τους παράβγαινε άξια στη φανφαροσύνη. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι οι Αθηναίοι, χωρίς να καταφύγουν στους ανεκπαίδευτους κληρωτούς ή στους βετεράνους που ήταν πια πάνω από πενήντα χρόνων, μπορούσαν να κινητοποιήσουν σχεδόν δέκα χιλιάδες οπλίτες. Για άλλες ελληνικές πόλεις, αυτός ο αριθμός ήταν εντυπωσιακός. Ούτε οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τον ανταγωνιστούν, εκτός και αν ενώνονταν μαζί τους οι περίοικοι, οι κατ’ ανάγκην σύμμαχοί τους που κατοικούσαν κοντά στην πόλη τους. Ωστόσο, κρίνοντας από τις ειδήσεις που είχαν φτάσει στ’ αυτιά του αλλά και από τα σχόλια των προσφύγων, δε χωρούσε αμφιβολία ότι οι Πέρσες ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτό το νούμερο. Ορισμένοι διαβεβαίωναν ότι είχαν καταφτάσει με διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι αυτός ο αριθμός ήταν αδύνατος· ούτε ο παμπόνηρος Ερμής δε θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα της μετακίνησης μιας τόσο μεγάλης στρατιάς. Πολύ φοβόταν όμως ότι οι Πέρσες στρατιώτες ήταν διπλάσιοι, ίσως και τριπλάσιοι, από τους οπλίτες της Αθήνας. Όταν πλησίαζαν στην πόλη, συντάχθηκαν μαζί τους όσοι έρχονταν από τους δήμους της Παλλήνης και του Χολαργού. Έτσι, την ώρα που ο ήλιος έπεφτε πίσω από τις κορυφές της Πάρνηθας, έφτασαν στην πόλη έχοντας γίνει μέρος μιας πλατιάς ανθρωποθάλασσας. Ο Θεμιστοκλής κάρφωσε τα μάτια στην έκφραση της Απολλωνίας. Η νεαρή χήρα έδειχνε απογοητευμένη. «Περίμενες ότι η Αθήνα θα ήταν πιο μεγάλη;» τη ρώτησε. Εκείνη χαμογέλασε δειλά, μα δεν απέφυγε τη ματιά του. «Νόμιζα ότι ήταν τέσσερις ή πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ερέτρια. Και... την περίμενα πιο καθαρή». Σίγουρα η Απολλωνία είχε φανταστεί μια πρωτεύουσα πιο εντυπωσιακή· δεν υποπτευόταν ότι το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού της Αττικής ζούσε σκορπισμένο στους εκατόν σαράντα δήμους της. Ο Θεμιστοκλής καταλάβαινε την απογοήτευσή της καθώς διέσχιζαν εκείνα τα στριφογυριστά, κατασκονισμένα δρομάκια. Σε κάποια σημεία οι δρόμοι ήταν τόσο στενοί ώστε οι κάτοικοι αναγκάζονταν να ειδοποιήσουν τους περαστικούς ότι έβγαιναν από το σπίτι χτυπώντας την πόρτα, για να μην ανοίξουν μαζί και το κεφάλι κανενός συμπολίτη τους. Και όλα αυτά παρότι ο τύραννος Πεισίστρατος, στο ζήλο του να εξωραΐσει την πρωτεύουσα, είχε δώσει διαταγή να μην κατασκευάζονται πόρτες που άνοιγαν προς τα έξω, να μη χτίζονται μπαλκόνια πάνω από τους δρόμους και να μην τοποθετούνται αγωγοί που έχυναν το νερό έξω από το σπίτι αντί για την εσωτερική αυλή. Μα στους ταραγμένους καιρούς που είχαν ακολουθήσει την πτώση του γιου του Ιππία ο κόσμος έδειχνε να έχει ξεχάσει εκείνους τους κανόνες και η πόλη είχε αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται άναρχα. «Το μόνο που αξίζει τον κόπο στο άστυ», είπε ο Θεμιστοκλής, «είναι η Ακρόπολη». Όταν είδε ότι, αντί να περάσουν την πύλη των Αχαρνών, έστριψαν δεξιά για να μπουν στο δήμο της Μελίτης, όπου ήταν το σπίτι του Θεμιστοκλή, η νέα ρώτησε: «Δε θα μπούμε στα τείχη;» Στα μάτια της διακρινόταν η ανησυχία. Ο Θεμιστοκλής δεν παραξενεύτηκε: η Απολλωνία ήταν μάλλον συνηθισμένη να ζει πίσω από την προστασία της γερής οχύρωσης της Ερέτριας. Και ο ίδιος πίστευε ότι η Αθήνα είχε ανάγκη από ένα τείχος που να περικλείει όσα προάστια είχαν ενωθεί σιγά σιγά με τον πυρήνα της πόλης. Έπρεπε να είναι ένα τείχος χτισμένο με καλούς ογκόλιθους από δουλεμένη πέτρα, όχι με χώμα και τούβλα ψημένα στον ήλιο. Εκείνο που είχαν τώρα μόλις που αγκάλιαζε την Αγορά, την Ακρόπολη, τον Άρειο Πάγο και τις γύρω περιοχές. Ορισμένα τμήματα ήταν γκρεμισμένα εδώ και χρόνια και τα είχαν επιδιορθώσει πολύ πρόχειρα, με πασσάλους από κορμούς δέντρων. Εννοείτο πως δεν επρόκειτο να αντέξουν στα χτυπήματα των περσικών πολεμικών μηχανών, ενώ, όσο και αν στοιβαζόταν ο κόσμος, δε θα ήταν
δυνατόν να βρει καταφύγιο στα τείχη ούτε το ένα τέταρτο των εκατόν πενήντα χιλιάδων ατόμων που κατοικούσαν στην Αττική. Ο Θεμιστοκλής όμως είχε κοιτάξει την Απολλωνία στα μάτια και την είχε διαβεβαιώσει: «Μείνε ήσυχη. Δε θα αφήσω τους Πέρσες να ξανακάνουν κακό στους δικούς σου».
Και τώρα, την επομένη, κατηφορίζοντας προς τον Πειραιά, ο Θεμιστοκλής γύρισε να κοιτάξει πίσω του και σκέφτηκε ξανά το τείχος και την υπόσχεση που είχε δώσει στην Απολλωνία. Η Ακρόπολη έμοιαζε ακλόνητη. Η υπόλοιπη πόλη όμως φαινόταν τόσο ανυπεράσπιστη κι αδύναμη όσο τα κάστρα στην άμμο που έφτιαχνε μικρός στο Φάληρο. «Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε ο Μνησίφιλος. «Μα, όσο γερό κι αν είναι ένα τείχος, υπάρχει πάντα ένας προδότης πρόθυμος να ανοίξει τις πύλες του. Είδες τι έπαθαν οι Ερετριείς». «Δε χρειάζεται να μου το θυμίζεις», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Εδώ στην Αθήνα οι προδότες περισσεύουν. Ποιος ξέρει πόσο περσικό χρυσάφι κρύβεται στα κελάρια και στα υπόγεια της πόλης». Κατέβαιναν στον Πειραιά με δύο άλογα που ανήκαν στον Θεμιστοκλή κι ένα μουλάρι που τους είχε δανείσει ένας γείτονας. Ο Θεμιστοκλής προτιμούσε να μην ανεβαίνει στο άλογο όταν τον έβλεπαν οι Αθηναίοι των κατώτερων στρωμάτων, γιατί δεν ήθελε να τον ταυτίσουν με τους ευγενείς. Ωστόσο είχαν πάρει τα ζώα από φόβο μήπως καθυστερούσαν να φτάσουν στη Σαλαμίνα και δεν προλάβαιναν τον Κλεισθένη ζωντανό. Στο δρόμο διασταυρώθηκαν με ομάδες πολιτών που ανέβαιναν στην πόλη για να παρευρεθούν στη συνέλευση και τους κοιτούσαν παραξενεμένοι. Ο Θεμιστοκλής ήταν αρκετά γνωστός και ο κόσμος εκπλησσόταν που τον έβλεπε να τραβά προς την αντίθετη κατεύθυνση από το σημείο όπου παιζόταν η ουσία της πολιτικής. Τα βήματά τους όμως ακολουθούσε και κάποιος άλλος. Σαν
άκουσε πατημασιές πίσω του, ο Θεμιστοκλής γύρισε να δει. Πίσω τους έτρεχε ένας αγγελιαφόρος, που δεν άργησε να τους φτάσει. Ο Θεμιστοκλής τον ρώτησε: «Πού πας τόσο πρωί, Φειδιππίδη;» Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε με τον ημεροδρόμο, μα τον γνώριζε εξ όψεως. Η σχεδόν τέλεια μνήμη του Θεμιστοκλή, μια τεράστια πνευματική αποθήκη οργανωμένη σε πιθάρια και ράφια με κέρινες σφραγίδες, δε χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για την απομνημόνευση των ονομάτων μαζί με τα πρόσωπα. Είχε καταλάβει ότι έτσι κέρδιζε πολλούς υποστηρικτές, κυρίως μεταξύ των ανθρώπων του λαού, που λαχταρούσαν να νιώσουν τόσο σημαντικοί όσο και οι ευγενείς. «Πηγαίνω στη Σπάρτη!» απάντησε ο αγγελιαφόρος, που είχε φτάσει πια κοντά στον Θεμιστοκλή. Έτρεχε δίχως να πασχίζει ιδιαίτερα, σηκώνοντας καλά τα γόνατα και πατώντας τα πόδια τόσο ελαφρά ώστε τα βήματά του ακούγονταν ελάχιστα. Ήταν πολύ αδύνατος και τα πόδια του ήταν τόσο πετσί και κόκαλο ώστε όποιος τον έβλεπε έκανε να του δώσει ελεημοσύνη. «Και ποιο μήνυμα πηγαίνεις στους Σπαρτιάτες, αν επιτρέπεται;» «Να έρθουν να μας βοηθήσουν, όπως υποσχέθηκαν στη συμφωνία μας». «Σκοπεύεις να συνεχίσεις με τόσο γοργό βήμα, φίλε μου;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Δε νομίζεις ότι θα κουραστείς πολύ πριν φτάσεις στα Μέγαρα;» Αντί για απάντηση, ο Φειδιππίδης ρουθούνισε κι επιτάχυνε για να τους αφήσει πίσω. Ο Θεμιστοκλής ξέσπασε σε γέλια. Ο Φειδιππίδης είχε τη φήμη ανθρώπου κάπως δυσάρεστου, μα δεν υπήρχε άλλος δρομέας με τη δική του αντοχή. Θα μπορούσε να γίνει ολυμπιονίκης, μα ο μακρύτερος δρόμος των αγώνων ήταν τα είκοσι στάδια και του έπεφτε πολύ μικρός.
Ο Πειραιάς κόχλαζε από φήμες και κόσμο. Σαν να μην έφτανε αυτό,
οι μύγες που τον κατέκλυζαν πάντα έμοιαζαν να έχουν υποταχθεί στην άφιξη του Φόβου και ήταν πιο ενοχλητικές από ποτέ. Με αρκετή δυσκολία κατάφεραν να ανοίξουν δρόμο μέσα στον κόσμο που στοιβαζόταν στις προσβάσεις προς το λιμάνι του Κανθάρου και να φτάσουν ως το τραπέζι του Ξενοκλή, του αργυραμοιβού. Ο Ξενοκλής, παρότι χρησιμοποιούσε ελληνικό όνομα, ήταν στην πραγματικότητα Εβραίος, συνεργάτης του Θεμιστοκλή σε κάποιες επιχειρήσεις και επίσημος εκπρόσωπός του σε άλλες, αφού στις πολιτικές φιλοδοξίες του Θεμιστοκλή δε θα έκανε καθόλου καλό να είναι δημόσια γνωστός ως τραπεζικός και εφοπλιστής. «Έχουν τρελαθεί όλοι», του είπε ο Ξενοκλής. «Θέλουν να φύγουν από την πόλη και δεν έχουν άλλη κουβέντα από παλουκώματα και κομμένα αυτιά». Έκανε μια παύση για να λιώσει μια μύγα πάνω στο τραπέζι και να τινάξει το χέρι του. Ύστερα πρόσθεσε στα αραμαϊκά, μια γλώσσα που ο ίδιος είχε διδάξει στον Θεμιστοκλή: «Αποκλείεται να είναι αλήθεια όλα αυτά. Οι Πέρσες δεν είναι τόσο βάρβαροι όσο λέτε». Ο Ξενοκλής μιλούσε έτσι γιατί έτρεφε για τους Πέρσες ένα θαυμασμό που μετά βίας κατάφερνε να κρύψει. Ο Κύρος, ιδρυτής της αυτοκρατορίας, είχε ελευθερώσει τους Εβραίους που είχαν απελαθεί εδώ και πενήντα χρόνια στη Βαβυλώνα, κάτι που του είχε εξασφαλίσει την αιώνια ευγνωμοσύνη εκείνου του λαού. «Ίσως να μην είναι συνήθως τόσο σκληροί», απάντησε ο Θεμιστοκλής, «μα τώρα είναι πολύ θυμωμένοι μαζί μας». «Έχουν τους λόγους τους. Δεν ήταν και τόσο λαμπρή ιδέα να σκοτώσετε τους πρεσβευτές τους». Οι απεσταλμένοι του Δαρείου είχαν διατρέξει τις πόλεις της Ελλάδας ζητώντας γη και ύδωρ, τα συνηθισμένα σύμβολα υποταγής στον Μεγάλο Βασιλιά. Οι Αθηναίοι τους είχαν εκτελέσει με την πρόφαση ότι είχαν βεβηλώσει την ελληνική γλώσσα, μια και την είχαν χρησιμοποιήσει για να τους ζητήσουν να απαρνηθούν την ελευθερία τους. Οι Σπαρτιάτες είχαν ρωτήσει τους πρεσβευτές: «Νερό είπατε ότι θέλετε;» και τους είχαν ρίξει σε ένα πηγάδι.
Φαίνεται πως οι Πέρσες δεν είχαν εκτιμήσει το μαύρο χιούμορ των Λακεδαιμονίων. «Κι εσύ; Δε σκέφτεσαι να φύγεις;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. Ο Εβραίος κούνησε το κεφάλι. «Έχω εμπιστοσύνη στους γενναίους στρατιώτες σας, θα απωθήσουν σίγουρα τους εισβολείς. Κι αν δεν τα καταφέρουν», πρόσθεσε με πονηρό χαμόγελο, «οι Πέρσες θα χρειαστούν κόσμο για να κάνουν τις δουλειές τους». Για να προλάβει την περίπτωση που έβγαιναν αληθινές οι πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις, ο Θεμιστοκλής έδωσε εντολή στον αργυραμοιβό να βγάλει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του από τον Πειραιά και να το μεταφέρει διακριτικά στην Τ ροιζήνα. Ύστερα στράφηκε προς τις αποβάθρες του Εμπορίου, του εμπορικού λιμανιού. Η απόσταση από το τραπέζι του Ξενοκλή ως την προβλήτα δεν ξεπερνούσε κατά πολύ τα είκοσι μέτρα, μα ήταν τόσο μεγάλο το πλήθος που σπρωχνόταν για να φτάσει στην αποβάθρα, ώστε η διαδρομή τούς φάνηκε μακριά σαν την πομπή προς τιμήν της Αθηνάς. Ο Θεμιστοκλής διέταξε τον Σίκιννο να μπει μπροστά, και ο ίδιος και ο Μνησίφιλος εκμεταλλεύτηκαν το κενό που άνοιγαν οι τεράστιοι ώμοι του Πέρση, όμοιοι με κυματοθραύστη. Από καιρό ο Θεμιστοκλής είχε ζητήσει από το σκλάβο να φροντίσει το γένι του σύμφωνα με τις ελληνικές συνήθειες και να αντικαταστήσει το παντελόνι και το καφτάνι με έναν αμάνικο μανδύα· αν ο κόσμος γύρω τους ήξερε ότι ο Σίκιννος ήταν Πέρσης, θα τον είχε λιντσάρει επιτόπου, παρά το παράστημά του. Επιτέλους έφτασαν στην άκρη μιας προβλήτας που ανήκε στον Θεμιστοκλή. Μια σειρά στρατιωτών συγκρατούσε το πλήθος που συνωστιζόταν για να βρει θέση σε οποιοδήποτε πλοίο έφευγε. Οι στρατιώτες, που ανήκαν στη Λεοντίδα φυλή, άνοιξαν δρόμο για να περάσει ο ταξίαρχός τους. Στην αποβάθρα ήταν δεμένα δύο φορτηγά πλοία ασφυκτικά γεμάτα και μια μικρή λέμβος. Ο καπετάνιος της χρωστούσε στον Θεμιστοκλή αρκετές χάρες και κάποια χρήματα, γι’
αυτό και, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, έδιωξε από τη βάρκα μερικούς Μακεδόνες τους οποίους είχε υποσχεθεί να μεταφέρει στην Αίγινα κι άφησε να μπαρκάρουν οι δύο Αθηναίοι και ο Πέρσης. Έλυσαν τους κάβους υπό τη συνοδεία προσβολών και ύβρεων στα συριακά, στα παφλαγονικά, στα θρακικά, στα καρικά και σε είκοσι ακόμα γλώσσες. Μια γυναίκα με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, μάλλον Αιγύπτια, τους πέταξε μια πέτρα πάνω από την παράταξη των οπλιτών. Ο Μνησίφιλος αναγκάστηκε να σκύψει κάτω από την κουπαστή για να μην του ανοίξει το κεφάλι. Φοβούμενος μήπως αρχίσει πάλι να βρέχει δώρα, ξεμύτισε ελάχιστα πάνω από την κουπαστή και σχολίασε: «Οι ξένοι δε στοιχηματίζουν υπέρ μας. Έχουν πεθάνει από το φόβο τους». «Ούτε εγώ θα στοιχημάτιζα υπέρ της Αθήνας αν ήμουν στη θέση τους», αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, που έστεκε ακόμη όρθιος, απτόητος από τις προσβολές. «Αν όμως ο Φειδιππίδης είναι τόσο γρήγορος όσο λένε, και οι Σπαρτιάτες φτάσουν στην ώρα τους, τα πράγματα θα αλλάξουν». «Και ποιος μας λέει ότι οι Σπαρτιάτες θα θελήσουν να μας συνδράμουν;» «Έχουμε υπογράψει σύμφωνο αμοιβαίας άμυνας. Πρέπει να το τιμήσουν». «Εσύ το λες αυτό; Περίεργο μου φαίνεται». «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε χαμηλόφωνα τον Μνησίφιλο. «Εμείς δε βοηθήσαμε τους Ερετριείς», απάντησε ο Μνησίφιλος σηκώνοντας τους ώμους. «Πώς περιμένουμε ότι οι άλλες πόλεις θα βοηθήσουν τώρα εμάς;» Ο Θεμιστοκλής ήξερε τι εννοούσε ο φίλος του. Ο Μιλτιάδης είχε πείσει τους υπόλοιπους εννέα στρατηγούς ότι ήταν επικίνδυνο να τρέξουν σε βοήθεια της Ερέτριας, γιατί οι δυνάμεις των Αθηναίων θα βρίσκονταν αποκομμένες από την πόλη τους, στην άλλη όχθη του στενού που χώριζε την Αττική από την Εύβοια. Δεν είχαν δεχτεί ούτε το αίτημα των Ερετριέων, οι οποίοι είχαν ζητήσει τουλάχιστον τη βοήθεια των Αθηναίων εποίκων που είχαν εγκατασταθεί στο νησί.
Έτσι, η Αθήνα είχε εγκαταλείψει στην τύχη της τη σύμμαχο πόλη. Ο Θεμιστοκλής θα ορκιζόταν σε οποιονδήποτε ότι υπεύθυνος για εκείνη την απόφαση ήταν ο Μιλτιάδης. Αρχικά όμως ο Μιλτιάδης δεν ήταν τόσο αποφασισμένος όσο είχε φανεί στη συνέλευση. Ήταν ο Θεμιστοκλής εκείνος που του είχε προτείνει να αφήσουν τους Πέρσες να σπαταλήσουν τις δυνάμεις τους προσπαθώντας να πάρουν τα γερά τείχη της Ερέτριας. Οι Αθηναίοι θα κέρδιζαν χρόνο και, αν η Ερέτρια έπεφτε, δε θα ήταν πια μια ανταγωνιστική δύναμη στη θαλασσοκρατορία της Αθήνας. «Μου είπαν ότι έχεις δώσει καταφύγιο σε μια γυναίκα από την Ερέτρια και στην οικογένειά της. Ξέρει ότι ήσουν εσύ εκείνος που...» «Όχι, και δεν πρέπει να το μάθει ποτέ», απάντησε ο Θεμιστοκλής μέσα από τα δόντια του. Ξαφνικά ήρθε στο μυαλό του η εικόνα των Ερινύων με τις δάδες, τα μαλλιά που έμοιαζαν φίδια και τα μάτια τους, κόκκινα σαν κάρβουνα, που έλεγαν: «Πρόδωσες τον ίδιο τον φιλοξενούμενό σου». Να πάνε στα κομμάτια οι Ερινύες. Σαν να μην έφτανε που είχε να σκεφτεί την περσική απειλή. «Φαίνεται αρκετά όμορφη γυναίκα», συνέχισε ο Μνησίφιλος. «Πώς αντέδρασε η Αρχίππη όταν σε είδε να τη βάζεις στο σπίτι σας;» «Πώς να αντιδράσει; Το σπίτι είναι μεγάλο. Έχουμε χώρο για όλους», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Και ήταν αλήθεια, γιατί μετά τη γέννηση του τέταρτου γιου του είχε αγοράσει τη διπλανή ιδιοκτησία και είχε γκρεμίσει ένα μέρος του τοίχου που τη χώριζε από τη δική του. «Ακριβώς επειδή είναι μεγάλο το λέω. Δεν πιστεύω να χαθείς κανένα βράδυ και να καταλήξεις στο λάθος κρεβάτι». «Η Αρχίππη μπορεί και να με ευγνωμονούσε γι’ αυτό», απάντησε κάπως κυνικά ο Θεμιστοκλής. «Μου ξεκαθάρισε ότι αυτή η εγκυμοσύνη είναι η τελευταία της». «Τέσσερα παιδιά, και τα τέσσερα με μεγάλο κεφάλι, σαν κι εσένα», σχολίασε ο Μνησίφιλος. «Δε χωρά αμφιβολία ότι δε θα σου λείψουν οι απόγονοι, αλλά δε θα ήθελες το πέμπτο παιδί να είναι
κορίτσι;» Ο Θεμιστοκλής δεν απάντησε· ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα του θα έφερνε στον κόσμο άλλο ένα αγόρι. Τότε θυμήθηκε τα μεγάλα μάτια της Μνήσης, της κόρης της Απολλωνίας, τις ξανθές της μπούκλες και τα χεράκια που είχε τυλίξει γύρω από το λαιμό του: ήταν ζεστά και τόσο στρουμπουλά που έκαναν λακκάκια στους αγκώνες. Ένιωσε κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να εξηγήσει. Ίσως, πάλι, εκείνη η αίσθηση και είχε να κάνει περισσότερο με τα λακκάκια που σχηματίζονταν στα μάγουλα της μητέρας της όταν χαμογελούσε, αν και το χαμόγελό της ήταν σπάνιο και γεμάτο θλίψη. Η Απολλωνία ήταν όμορφη γυναίκα. Όχι όσο η Αρχίππη, αλλά η όψη της ήταν πιο ζεστή. Για μια στιγμή ο Θεμιστοκλής έπαιξε στο μυαλό του με την ιδέα να την πάρει ως παλλακίδα. Κάποιες σύζυγοι αποδέχονταν εκείνες τις λύσεις γιατί τις απάλλασσαν από την εκτέλεση ενός καθήκοντος που τους φαινόταν ενοχλητικό ή, έπειτα από κάποια ηλικία και κάμποσες γέννες, αρκετά επικίνδυνο. Η Αρχίππη όμως, που από τη μεριά της μητέρας της είχε στις φλέβες της το αίμα των Αλκμεωνιδών, δεν ήταν από εκείνες. Ο Θεμιστοκλής απόδιωξε την ιδέα γιατί δεν ήταν από τους ανθρώπους που χάνουν τον καιρό τους με σκέψεις που δεν οδηγούν πουθενά, κι έμεινε να κοιτά τις αποβάθρες που άφηναν στα αριστερά τους. Βρίσκονταν στον Κάνθαρο, ένα από τα τρία φυσικά λιμάνια που, μαζί με τη Ζέα και τη Μουνιχία, αποτελούσαν τον Πειραιά. Από αμνημονεύτων χρόνων οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για λιμάνι τη μακρόστενη παραλία του Φαλήρου, λίγο πιο ανατολικά. Μα πριν από τρία χρόνια ο Θεμιστοκλής, που είχε εκλεγεί επώνυμος άρχων, βάλθηκε να πείσει το λαό να φροντίσει τον Πειραιά και να σηκώσει τείχος, γιατί οι όρμοι του ήταν πιο προφυλαγμένοι από τον άνεμο και, αν έκλειναν το στόμιο του λιμανιού με κυματοθραύστες και αλυσίδες, θα τους έκαναν απόρθητους. Η πλειοψηφία των επώνυμων αρχόντων περιοριζόταν συνήθως στην άσκηση των καθηκόντων δημοσίου υπαλλήλου υπό τις εντολές του συμβουλίου και της Εκκλησίας· το μόνο που άφηναν στην
υστεροφημία ήταν το γεγονός ότι έδιναν το όνομά τους στην αντίστοιχη χρονιά. Μα ο Θεμιστοκλής, που εκείνη την εποχή μόλις είχε κλείσει τα τριάντα, ήταν υπερβολικά ανήσυχος και λάτρης των καινοτομιών, νεοχμός, όπως έλεγαν οι Αθηναίοι, και δε συμβιβαζόταν με το γεγονός ότι θα λεγόταν: «Αυτό συνέβη τη χρονιά της διακυβέρνησης του Θεμιστοκλή». Έτσι, παρουσίασε και στήριξε προσωπικά ενώπιον του λαού το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεών του. Όπως ήταν φυσικό, οι αριστοκράτες αντιτάχθηκαν σχεδόν μαζικά, γιατί είχαν νοοτροπία γαιοκτημόνων και απεχθάνονταν όλα τα σχετικά με τη θάλασσα και το ναυτικό εμπόριο. Η τύχη όμως χαμογέλασε στον Θεμιστοκλή, και μάλιστα δύο φορές. Κατ’ αρχάς, εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήταν πολύ ξηρός και η άνοιξη έφερε απανωτούς παγετούς και χαλαζοπτώσεις, που έδειραν αλύπητα τα χωράφια με το σιτάρι και το κριθάρι. Η σοδειά ήταν τόσο περιορισμένη ώστε χρειάστηκε να εισαγάγουν την τριπλάσια ποσότητα σίτου απ’ ό,τι συνήθως, κάτι που ευνόησε τον Θεμιστοκλή και την πολιτική του, που ήταν στραμμένη προς τη θάλασσα. Ταυτόχρονα άφησε χωρίς δουλειά στους αγρούς έναν μεγάλο αριθμό εργατών, οι οποίοι, μην έχοντας τι άλλο να κάνουν, ψήφισαν υπέρ των έργων στον Πειραιά για να συμμετάσχουν σε αυτά. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής είχε κάνει χρυσές δουλειές. Η εξέγερση ενάντια στον Δαρείο είχε σημάνει ένα στιγμιαίο απόγειο για την εμπορική δραστηριότητα με τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας που μόλις είχαν αποτινάξει τον περσικό ζυγό. Ο Θεμιστοκλής όμως είχε προβλέψει ότι ο άνεμος δε θα αργούσε να αλλάξει και άρχισε να υφαίνει ένα δίκτυο επαφών με την Ιταλία και τη Σικελία, μακριά από την Περσική Αυτοκρατορία. Έτσι λοιπόν, τη χρονιά των παγετών, όταν οι Αθηναίοι χρειάζονταν όσο ποτέ το σιτάρι, που άλλοτε έφτανε στα χέρια τους από τις απέραντες πεδιάδες στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου και τη μαύρη γη της Αιγύπτου, βρέθηκαν να το στερούνται. Οι Πέρσες είχαν αρχίσει να ελέγχουν ξανά τα στενά που έδιναν πρόσβαση στον Πόντο
και είχαν απαγορεύσει στους Αιγύπτιους να στείλουν έστω κι ένα σακί σιτάρι στην Αθήνα. Ο στόλος των Φοινίκων είχε λάβει εντολή να επιτίθεται στους Έλληνες εμπόρους, εκτός κι αν προέρχονταν από τις πόλεις που είχαν παραδώσει γη και ύδωρ στον Μεγάλο Βασιλιά. Τα πλοία που έρχονταν φορτωμένα δημητριακά από την Ιταλία και τη Σικελία χάρη στον Θεμιστοκλή κατέφτασαν στην Αθήνα σαν ευλογία της θεάς Δήμητρας. Εκείνος αρνήθηκε να καιροσκοπήσει με το σιτάρι, και μάλιστα μήνυσε τους μεσάζοντες που προσπαθούσαν να συμφωνήσουν κάποια άνοδο των τιμών. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο το καλοκαίρι έβγαλε ουκ ολίγα ασημένια τάλαντα. Η δεύτερη ευτυχής συγκυρία ήταν η εμφάνιση του Μιλτιάδη. Το γέρικο λιοντάρι, που μέχρι πρότινος ήταν στην υπηρεσία του Δαρείου, είχε φτάσει στην Αθήνα για να γλιτώσει από την οργή του αλλοτινού του αφέντη. Μόλις έφτασε, ο Ξάνθιππος τον κατηγόρησε ενώπιον του λαού ότι είχε κυβερνήσει τυραννικά την περιοχή γύρω από το στενό των Δαρδανελλίων. Τότε ο Θεμιστοκλής προσφέρθηκε να συνηγορήσει υπέρ του, χρηματίζοντας μαζί και ορισμένα άτομακλειδιά ανάμεσα στους ενόρκους. Ο Μιλτιάδης αθωώθηκε και τώρα ο Θεμιστοκλής είχε έναν προστάτη στη γενιά των Φιλαϊδών, μια από τις παλαιότερες και ισχυρότερες των Αθηναίων αριστοκρατών. Η παλιά έχθρα του Ξάνθιππου για τον Θεμιστοκλή, αντίθετα, είχε αναζωπυρωθεί. Και επειδή το «Αγγούρι» συνδεόταν εξ αγχιστείας με τους Αλκμεωνίδες, είχε ξεσηκώσει εναντίον του το μεγαλύτερο μέρος τους εκτός από τον Ευφορίωνα το Νευρόσπαστο, που ήταν παλιός του φίλος από την εποχή του σχολείου του Φοίνικα. Το δικαστήριο είχε σπείρει τη διχόνοια ακόμα και μέσα στο σπίτι του Θεμιστοκλή. Η Αρχίππη, εξαδέλφη και στενή φίλη της γυναίκας του Ξάνθιππου, είχε εξοργιστεί τόσο με το σύζυγό της ώστε έφτασε στο σημείο να κλειδώσει την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της για έναν ολόκληρο χρόνο. Για τον Θεμιστοκλή, το χειρότερο ήταν οι κατηγορίες της ίδιας του της μητέρας. Όχι επειδή είχε υπερασπιστεί τον Μιλτιάδη, αλλά επειδή δεν είχε καταφέρει να επιβληθεί στην Αρχίππη. «Πώς
περιμένεις να κυβερνήσεις μια ολόκληρη πόλη αν δεν είσαι ικανός να κάνεις την ίδια σου τη γυναίκα να σε υπακούει;» τον κατηγορούσε. Κάτι που, με τη σειρά του, είχε και μια δόση ειρωνείας, γιατί η Ευτέρπη δεν είχε υπακούσει ποτέ κανέναν, ούτε καν τον ίδιο της το σύζυγο. «Πώς τα πήγε το λιονταράκι στο ταξίδι στην Εύβοια;» ρώτησε ο Μνησίφιλος, λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του Θεμιστοκλή και ήξερε ότι συλλογιζόταν τον Μιλτιάδη και την οικογένειά του. «Ο Κίμωνας; Καλά. Αν σκεφτείς ότι κατάγεται από οικογένεια γαιοκτημόνων, πάλι καλά που ξέρει ότι δεν πρέπει να φτύνει κόντρα στον άνεμο. Όταν πάψει να θεωρεί τον εαυτό του τη μετεμψύχωση του Απόλλωνα, ίσως γίνει καλός στρατιωτικός». «Τόσο ο ίδιος όσο και ο πατέρας του σε περιφρονούν. Ξέρεις τι λένε για σένα;» «Φίλτατε Μνησίφιλε, σε όλη την Αττική δεν υπάρχει ίχνος πληροφορίας ή φήμης που να μην έχει φτάσει στα αυτιά μου πριν καν πλησιάσει τα δικά σου», αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής. «Ξέρω πάρα πολύ καλά ότι ο Μιλτιάδης και ο γιος του νομίζουν πως με χρησιμοποιούν στη φιλονικία τους με τους υπόλοιπους οίκους των ευπατριδών». «Αυτό δεν κάνουν; Εμένα μου φαίνεται ότι πατέρας και γιος σε χρησιμοποιούν όπως τους κάνει κέφι». «Ας πούμε ότι αλληλοχρησιμοποιούμαστε». «Αλληλοχρησιμοποιείστε; Αφού εσύ δίνεις συμβουλές στον Μιλτιάδη κι εκείνος παίρνει όλη τη δόξα». Και όλη την ευθύνη, είπε μέσα του ο Θεμιστοκλής, σκεπτόμενος τον τρόπο με τον οποίο είχαν εγκαταλείψει τους Ερετριείς στην τύχη τους. «Ας πάρει ο Μιλτιάδης όση δόξα θέλει», απάντησε. «Για μένα το πιο σημαντικό είναι η εξουσία. Και την εξουσία την ασκεί κανείς πολύ καλύτερα από τα παρασκήνια». «Αλλού αυτά, Θεμιστοκλή! Εγώ σε ξέρω από μικρό παιδί. Λαχταράς τη δόξα όσο και ο Μιλτιάδης, ίσως και περισσότερο».
Ο Θεμιστοκλής συνοφρυώθηκε. Ο Μνησίφιλος έμοιαζε με τον τρυποκάρυδο που ροκανίζει λίγο λίγο το φλοιό του κορμού της φτελιάς ώσπου να φτάσει στην καρδιά του ξύλου. Καμιά φορά έλεγε να τον στείλει στον κόρακα, μα ήταν οικογενειακός του φίλος εδώ και πολύ καιρό. Επειδή ανήκε στη Λεοντίδα φυλή, στην πράξη ήταν υποχρεωμένος να τον υπακούει, γιατί ο Θεμιστοκλής είχε οριστεί ταξίαρχος της φυλής, δεύτερος τη τάξει μετά το στρατηγό. Μα ο Μνησίφιλος είχε κλείσει πια τα πενήντα και για να χρειαστεί να πιάσει την ασπίδα του οπλίτη τα πράγματα έπρεπε να φτάσουν σε πολύ άσχημο σημείο. Άσχημο; διόρθωσε τη σκέψη του. Γιατί; Μπορούσαν να γίνουν ακόμα χειρότερα; Λοξοκοίταξε το φίλο του προσπαθώντας να τον φανταστεί με την πανοπλία. Ο Μνησίφιλος είχε κάνει κοιλιά, μάλλον από χαλάρωση παρά από κατάχρηση στο φαγητό, οι ώμοι του ήταν πεσμένοι και οι γάμπες του χαλαρές και κάπως στραβές. Για να ολοκληρώσει την ελάχιστα στρατιωτική εικόνα, είχε φορέσει κατάσαρκα τον παλιό γκρίζο μανδύα του, και τα σανδάλια του ήταν τόσο φθαρμένα που καλύτερα να πήγαινε ξυπόλυτος. Παρότι το εισόδημα που απέδιδαν τα κτήματά του άγγιζε τις οχτακόσιες δραχμές ετησίως, ποσό που έφτανε και περίσσευε για ένα χήρο χωρίς παιδιά, ο Μνησίφιλος περιφρονούσε κάθε πολυτέλεια και στολίδι. Η μόνη ματαιοδοξία που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν ότι ήταν δισέγγονος του Σόλωνα. Μάλιστα ο Μνησίφιλος ήταν ο μοναδικός εν ζωή άμεσος άρρην απόγονος του Σόλωνα και κάπου κάπου εξέπληττε τον Θεμιστοκλή λέγοντάς του κάποια άγνωστη ιστορία για τον προπάππο του. Η οικογένειά του είχε διατηρήσει με μεγάλο ζήλο τις ιστορίες του Σόλωνα, ενός ανθρώπου που είχε ταξιδέψει στον μισό κόσμο, είχε γνωρίσει τα μυθικά πλούτη του βασιλιά Κροίσου, είχε κατέβει τον Νείλο μέχρι τον πρώτο καταρράκτη και είχε ακούσει ιστορίες για τη δόξα και την ισχύ των παλαιών Ατλάντων. «Η δόξα», απάντησε ο Θεμιστοκλής, με ύφος σχεδόν ονειροπόλο.
«Ναι, τη λαχταρώ. Μα όχι όπως οι ευπατρίδες, που θέλουν να μεθούν με αυτή κάθε μέρα. Όχι, εγώ θέλω τη δόξα για μία και μόνη φορά, σε μια αποφασιστική στιγμή, για μια καθοριστική ενέργεια. Δε θέλω να κερδίσω τη φήμη του Αχιλλέα, που σφαγίαζε εχθρούς μέρα με τη μέρα κάτω από τα τείχη της Τ ροίας. Προτιμώ τη φήμη του Οδυσσέα, που κατάφερε να κυριεύσει τα ίδια τείχη με μια έξυπνη κίνηση». «Ωραίο λόγο έβγαλες. Μην ξεχνάς όμως ότι ο Οδυσσέας πλήρωσε και ένα τίμημα. Θαλασσοδερνόταν επί δέκα χρόνια μακριά από την πατρίδα του». «Όταν φτάσει η στιγμή, θα πληρώσω συνειδητά το τίμημα που θα μου ζητηθεί». Εκείνη τη στιγμή περνούσαν μπροστά από τα οπλοστάσια που είχαν στηθεί στο νότιο τμήμα του λιμανιού. Εκεί, κάτω από τα μακρόστενα υπόστεγα με τα κόκκινα κεραμίδια, φυλάσσονταν οι τριήρεις που είχαν βγει από το νερό για να στραγγίξουν από την υγρασία τα πορώδη κύτη τους, από ξύλο πεύκου και ελάτου. Λίγο πιο πέρα, στο νεώριο, κατασκεύαζαν τρία πολεμικά πλοία· ή, καλύτερα, είχαν αρχίσει να τα κατασκευάζουν. Ο Θεμιστοκλής απελπιζόταν με την οκνηρία με την οποία αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι τη ναυτική πολιτική του. Οι ευπατρίδες προσπαθούσαν διαρκώς να βάλουν τροχοπέδη στις προτάσεις του για την κατασκευή και άλλων πλοίων. Τα έργα στον Πειραιά, αν και είχαν ξεκινήσει με ενθουσιασμό, συνεχίζονταν τώρα με τόσο αργό ρυθμό ώστε θύμιζαν το σάβανο που ύφαινε η Πηνελόπη για τον πεθερό της. «Αν είχαμε ένα στόλο άξιο να αποκαλείται έτσι», είπε ο Θεμιστοκλής, «δε θα είχαμε επιτρέψει στους Πέρσες να βεβηλώσουν τα εδάφη μας. Θα τους είχαμε σταματήσει πολύ νωρίτερα, όταν επιχειρούσαν να περάσουν τις Κυκλάδες. Τ ώρα θα αναγκαστούμε να θέσουμε εν αμφιβόλω την επιβίωσή μας στα εδάφη μας απέναντι σε ένα στρατό με μεγάλη αριθμητική υπεροχή». «Όταν φτάσουν οι ενισχύσεις από τη Σπάρτη, η κατάσταση θα ισορροπήσει κάπως. Το είπες και μόνος σου».
Ναι, το είπα και μόνος μου, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Αν όμως ήταν εκείνος στη θέση των Σπαρτιατών, θα έσπευδε να σώσει τη μοναδική πόλη που ήταν ικανή να αμφισβητήσει την ηγεμονία τους στην Ελλάδα; Πέρασαν δίπλα από έναν κυματοθραύστη υπό κατασκευή. Εκεί, οι δημόσιοι σκλάβοι συνέχιζαν τη δουλειά. Μεγάλα κάρα μετέφεραν πέτρινους ογκόλιθους με μήκος τρία μέτρα και βάρος δυόμισι τόνους. Ύστερα τους κατέβαζαν στο νερό με τη βοήθεια ενός γερανού που βρισκόταν στην άκρη του μόλου και διέθετε έναν μεγάλο τροχό που έτριζε ολόκληρος από την προσπάθεια, ενώ οι εργάτες που βρίσκονταν μέσα στις βάρκες καθοδηγούσαν τους ογκόλιθους ώσπου να φτάσουν στην ακριβή θέση τους, σπρώχνοντάς τους με κοντάρια. Βγήκαν επιτέλους στην ανοιχτή θάλασσα. Σιγά σιγά οι μυρωδιές του λιμανιού –η πίσσα, η ψαρίλα, το σάπιο ξύλο, το στοιβαγμένο πλήθος– έμειναν πίσω. Όπως περίμενε ο Θεμιστοκλής κρίνοντας από την καταχνιά και την κουφόβραση της προηγούμενης μέρας, σηκώθηκε από τα νοτιοανατολικά ένας άνεμος που φούσκωσε τα πανιά και άρχισε να τους σπρώχνει προς το στενό της Σαλαμίνας. Η θάλασσα είχε βάλει λίγο κύμα και ο Μνησίφιλος, που δεν ήταν από τη φύση του θαλασσινός, χλόμιασε κι έφερε το χέρι στο στόμα. Ο Θεμιστοκλής χαμογέλασε, όχι χωρίς κάποια κακία. Έτσι τουλάχιστον ο φίλος του θα κρατούσε το στόμα του κλειστό για λίγο. Άφησαν πίσω την Ψυττάλεια, ένα μακρόστενο, γυμνό νησί, και πλησίασαν το μακρύ ύψωμα της Κυνόσουρας, που έβγαινε από τη Σαλαμίνα σαν μυτερό ανάχωμα από ανατολάς προς δυσμάς. Στα δεξιά τους, η ακτή της ενδοχώρας είχε αρχίσει να γίνεται πιο απότομη και να ανηφορίζει στο ύψωμα του Αιγάλεω. Τελικά, όταν έστριψαν προς το νησί και μπήκαν στον όρμο των Σεληνίων, τα νερά ηρέμησαν κάτω από την προστασία του υψώματος. Ο Θεμιστοκλής έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη του Μνησίφιλου, που από χλομός είχε γίνει σταχτής. «Υπομονή! Όπως έλεγε ο προπάππος σου, “ Πάμε στη Σαλαμίνα να πολεμήσουμε για το αγαπημένο μας νησί και να απαλλαγούμε από
αυτή τη θλιβερή αισχύνη”». Πράγματι, ο Σόλωνας είχε παροτρύνει τους Αθηναίους να κατακτήσουν ξανά τη Σαλαμίνα περίπου εκατό χρόνια νωρίτερα. Γιατί πώς ήταν δυνατόν να επιτρέψει η Αθήνα στη γειτονική πόλη των Μεγάρων να έχει υπό την κατοχή της ένα νησί που φαινόταν ολοκάθαρα από την Ακρόπολη;
Αποβιβάστηκαν στο βάθος του κόλπου και ο Θεμιστοκλής ζήτησε από τον καπετάνιο να περιμένει εκεί μέχρι να επιστρέψουν. Στο λιμάνι της Σαλαμίνας κυριαρχούσε σχετική ηρεμία σε σύγκριση με τον Πειραιά, μα είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες για την άφιξη των Περσών. Κάποιοι γνωστοί του Θεμιστοκλή τον πλησίασαν ζητώντας να τους πει τα νέα. Εκείνος, χωρίς να κοντοσταθεί, τους εξήγησε εν τάχει πώς είχαν τα πράγματα και τους ζήτησε να μεταφέρουν την είδηση στους υπόλοιπους γιατί ο ίδιος βιαζόταν πολύ. Διέσχισαν τη μικρή Αγορά κοντά στο λιμάνι και άρχισαν την ανάβαση στην πλαγιά της Κυνόσουρας. Ο Κλεισθένης είχε αποσυρθεί σε ένα σπίτι με θέα στον κόλπο που έφτανε ως τον Πειραιά και την Αθήνα. Ο Θεμιστοκλής μπήκε κατευθείαν στο σπίτι. Εκεί τον περίμενε ο Ευφορίωνας το Νευρόσπαστο, που ήταν ανιψιός του Κλεισθένη. «Χαίρομαι που είσαι μαζί του», είπε ο Θεμιστοκλής αγκαλιάζοντας τον παλιό του φίλο. «Τ ι σκατά, νόμιζες ότι θα τον άφηνα μόνο του;» απάντησε ο Ευφορίωνας και το κεφάλι του πήρε να στρίβει προς τα αριστερά. Για να αποφύγει τους σπασμούς, ένωσε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού και χτύπησε πρώτα το μέτωπο, ύστερα τις δύο κλείδες και τέλος το στέρνο. Από παιδί ήταν πολύ νευρικός, αλλά με το πέρασμα των χρόνων τα τικ του είχαν επιδεινωθεί, λες και τον καταλάμβανε κάποιος σκανταλιάρης δαίμων που κυρίευε μαζί και τη γλώσσα του και τον έκανε να ξεστομίζει κοπρολαλικές εκφράσεις τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Εκτός από τον Ευφορίωνα, όλα τα άλλα μέλη της γενιάς των Αλκμεωνιδών είχαν γυρίσει την πλάτη στον Κλεισθένη όταν έπεσε άρρωστος. Στην πραγματικότητα είχαν εκμεταλλευτεί μια στιγμή αδυναμίας του για να του χρεώσουν τις πολιτικές του μεταρρυθμίσεις. Στην αρχή όλοι είχαν σκεφτεί ότι είχε προτείνει εκείνα τα μέτρα για να φέρει το λαό με το μέρος των Αλκμεωνιδών και να τον απομακρύνει από τις αντίπαλες φατρίες. Εκείνο που είχε κάνει όμως ξεπερνούσε κατά πολύ τις διαμάχες μεταξύ των φατριών. Η παραχώρηση πλήρους ισχύος στην Εκκλησία του Δήμου και η επέκταση της ισονομίας σε όλους τους Αθηναίους πολίτες ήταν πια μη αναστρέψιμες και οι ευγενείς διαμαρτύρονταν ότι έκτοτε η υπεροψία του απλού λαού δε γνώριζε όρια. Παρ’ όλα αυτά, το πλέον επαναστατικό μέτρο του Κλεισθένη ήταν τόσο περίπλοκο ώστε στην αρχή είχε περάσει εντελώς απαρατήρητο. Είχε καταργήσει τις τέσσερις παραδοσιακές φυλές των ιωνικών πόλεων και είχε δημιουργήσει άλλες δέκα, δίνοντας στην καθεμία το όνομα ενός παραδοσιακού ήρωα. Μα αυτές οι φυλές δεν είχαν γενεαλογική βάση, ούτε καν γεωγραφική, γιατί σε καθεμία ανακατεύονταν άτομα από διαφορετικά μέρη της Αττικής. Με τόσο πολυποίκιλη προέλευση και συμφέροντα, οι δέκα φυλές αποτελούσαν τον πυρήνα της διακυβέρνησης της Αθήνας: μέσα από αυτές εκλέγονταν οι πρυτάνεις, οι βουλευτές και οι δέκα στρατηγοί. Τα αλλοτινά τοπικιστικά συμφέροντα και οι φιλονικίες ανάμεσα στους κατοίκους του βουνού, της ακτής και της πεδιάδας δεν είχαν πλέον κανένα νόημα, ενώ η τοπική εξουσία που ασκούσαν οι φατρίες των αριστοκρατών είχε διαλυθεί σαν μια σταγόνα λάδι σε ένα μεγάλο κανάτι με νερό. Τ ώρα πια, όσοι ευγενείς ήθελαν να διακριθούν στην πολιτική έπρεπε να πείσουν όλους τους πολίτες. Εκείνο το μείγμα που είχε δημιουργήσει ο Κλεισθένης είχε καταφέρει να κάνει τους πάντες να ενδιαφέρονται για μία και μόνη ενότητα: την Αθήνα. Οι μεταρρυθμίσεις του όμως είχαν προκαλέσει το μίσος των αριστοκρατών. Όπως είχε ομολογήσει στον Θεμιστοκλή ο ίδιος ο Κλεισθένης σε μια κατ’ ιδίαν συζήτησή τους, το καθεστώς που είχε
εγκαθιδρύσει στην Αθήνα ισοδυναμούσε με πραγματικό κράτος του δήμου. Ο Θεμιστοκλής είχε αρχίσει να επαναλαμβάνει εκείνες τις λέξεις και να παίζει μαζί τους ώσπου αναμείχθηκαν κι έγιναν μία. Κράτος του δήμου. Δήμου κράτος. Δημοκρατία. Δημοκρατία. Εκείνη η νέα λέξη ηχούσε καλά στ’ αυτιά του. Κυρίως επειδή ήξερε πόσο θα ενοχλούσε κάποιον σαν τον Αριστείδη.
Ο Ευφορίωνας οδήγησε τον Θεμιστοκλή στην κάμαρα του θείου του, μα πριν τον αφήσει να περάσει χτύπησε πέντε φορές το ανώφλι της πόρτας με τους κόμπους των δαχτύλων του, μουρμουρίζοντας «σκατά» κάθε φορά που χτυπούσε. Μόνο τότε, αφού είχε ξεφορτωθεί τις ακαθαρσίες που έβαζε στο στόμα του το δαιμόνιο, μπήκε στο μικρό δωμάτιο. «Κοίτα ποιος ήρθε να σε δει, θείε», είπε χαμηλόφωνα. Σε ένα χάλκινο μαγκάλι έκαιγε ξύλο κέδρου και κλαδάκια από δεντρολίβανο και θυμάρι. Ο καπνός όμως δεν κατάφερνε να σκεπάσει τη μυρωδιά των γηρατειών και της αρρώστιας. Ο Κλεισθένης είχε καταπέσει από καιρό και, παρόλο που η σκλάβα του τον φρόντιζε με μεγάλη αφοσίωση, ήταν αδύνατον να αποφύγει τις πληγές. Ο Κλεισθένης ήταν γύρω στα εβδομήντα μα έδειχνε πολύ πιο γερασμένος. Την άνοιξη που ο Θεμιστοκλής είχε παντρευτεί την εγγονή του, την Αρχίππη, ο πολιτευτής είχε πάθει αποπληξία. Ως συνέπεια, είχε παραλύσει το αριστερό μέρος του προσώπου του, μετά βίας μπορούσε να κουνήσει το χέρι από εκείνη την πλευρά και κούτσαινε αξιοθρήνητα. Αν και με το πέρασμα του χρόνου είχε ανακτήσει όλη σχεδόν τη διαύγεια του πνεύματός του, ήταν μεγάλη ταπείνωση να τον βλέπουν σε τέτοια κατάσταση, με το ένα μάτι ανέκφραστο και τα σάλια να τρέχουν από την άκρη των χειλιών του όταν μιλούσε. Γι’ αυτό είχε αποφασίσει να αποσυρθεί από την πολιτική και να αγοράσει εκείνο το σπίτι στη Σαλαμίνα. Εκεί τα είχε κουτσοκαταφέρει, δεχόμενος τις επισκέψεις του Θεμιστοκλή και
χαρίζοντάς του τις συμβουλές του. Μα τρία χρόνια νωρίτερα, τη χρονιά της εκλογής του μαθητευόμενού του, είχε πάθει άλλη μια αποπληξία και από τότε δεν είχε ξανασηκώσει κεφάλι. Ο Θεμιστοκλής κάθισε σε ένα σκαμνί πλάι στον Κλεισθένη και του έπιασε το χέρι. Οι παλάμες του ήταν λεπτές και γλιστερές, σαν το δέρμα ενός ντεφιού που πάει να σκιστεί. Ο ηλικιωμένος ανάσαινε με έναν στριγκό ήχο που άγχωνε τον Θεμιστοκλή, λες και ασφυκτιούσε ο ίδιος. Μια κρεατόμυγα πάσχιζε να καθίσει πάνω στο κρανίο του γέρου, που είχε αραιά μαλλιά και ήταν διάστικτο από λεκέδες. Ο Θεμιστοκλής την απόδιωξε με το χέρι. Σαν ένιωσε το άγγιγμα του Θεμιστοκλή, ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και τον κοίταξε στο πρόσωπο. Οι ίριδες των ματιών του ήταν πολύ σκούρες, μαύρες σχεδόν, μα τώρα ήταν στεφανωμένες από ένα αλλόκοτο γαλάζιο περίγραμμα. Παρ’ όλα αυτά, ο Θεμιστοκλής συνειδητοποίησε ότι η ματιά του ήταν πιο διαυγής απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη επίσκεψή του και ο νους του πήγε σε αυτό που συμβαίνει πριν από το μπουρίνι, τότε που ο αέρας γίνεται τόσο διάφανος ώστε φαίνονται ξεκάθαρα οι λεπτομέρειες ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα νησιά και τα βουνά. «Έλα πιο κοντά», του είπε ο Κλεισθένης. Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε από το σκαμνί και κάθισε στο κρεβάτι. Ο Κλεισθένης στράφηκε στον ανιψιό του και του έκανε νόημα να τους αφήσει μόνους. Πίσω από τον Ευφορίωνα βγήκε και η σκλάβα. «Έχω να σου πω κάτι σημαντικό, γιε μου». Η φωνή του ήταν αδύναμη, μα ακουγόταν καθαρή. «Σε ακούω». «Θέλω να γίνεις ο κληρονόμος μου», είπε ο Κλεισθένης σφίγγοντάς τον με τις ελάχιστες δυνάμεις που του είχαν απομείνει στο δεξί χέρι. Ο Θεμιστοκλής τραβήχτηκε λιγάκι κάπως μπερδεμένος και ελευθερώθηκε από το αδύναμο σφίξιμο του γέρου. Αμέσως όμως το μετάνιωσε και του ξανάπιασε το χέρι. «Ξέρεις ότι έχω πλούτη με το παραπάνω. Γιατί δεν τα αφήνεις
στους...;» «Σσστ. Ξέρεις τι εννοώ. Τ ώρα πια δε με ενδιαφέρουν ούτε τα κτήματά μου ούτε τα κοπάδια ούτε τα άλογα. Όχι, η κληρονομιά που σου αφήνω είναι άλλη. Γιε μου, ξέρω πως οι Πέρσες είναι προ των πυλών. Αυτές οι πύλες δεν είναι πολύ γερές και άλλωστε υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να τις ανοίξουν από μέσα. Εννοώ κάποιους από τη γενιά μου, που βρίσκονται πολύ πιο κοντά μας απ’ ό,τι φαντάζεσαι», πρόσθεσε με έναν αέρα μυστηρίου. «Πάντα υπάρχει ένας προδότης πρόθυμος να ανοίξει τις πόρτες», του είχε πει ο Μνησίφιλος. Και πράγματι, η καλύτερη λέξη με την οποία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την πολιτική των Αλκμεωνιδών απέναντι στους Πέρσες ήταν «διφορούμενη». Ξαφνικά ο Θεμιστοκλής μετάνιωσε που δεν είχε πάει στην Εκκλησία του Δήμου. Άραγε θα συνειδητοποιούσαν οι πολίτες ότι δεν μπορούσαν να ταμπουρωθούν πίσω από τα τείχη, ότι έπρεπε να βγουν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό για να μην έχουν την ίδια μοίρα με τους Ερετριείς; Θα είχε άραγε ο Μιλτιάδης το όραμα που χρειαζόταν για να το καταλάβει και να τους πείσει; «Οι Πέρσες δεν είναι η μοναδική απειλή», συνέχισε ο Κλεισθένης. «Ακόμα κι αν βγούμε από αυτή την κρίση, θα είμαστε αναγκασμένοι να ανεχόμαστε τη ζήλια των γειτόνων μας και το φόβο που νιώθει η Σπάρτη βλέποντάς μας να προοδεύουμε. Η Αθήνα μπορεί να επιβιώσει μόνο αν γίνει μεγάλη». «Εσύ την έκανες μεγάλη, Κλεισθένη». «Όχι εντελώς, γιε μου. Το μυστικό του πραγματικού μεγαλείου κρύβεται σε δύο θεμέλια: στην ενότητα και στον αριθμό. Δημιούργησα τις δέκα φυλές για να ενώσω τους κατοίκους όλης της Αττικής. Και για να αυξήσω τον αριθμό έκανα ζαβολιές με τις λίστες της απογραφής κι έβαλα να εγγράψουν στους δήμους όσο περισσότερους πολίτες μπορούσα, όσο αμφίβολη και αν ήταν η καταγωγή τους». Στο πρόσωπο του γέρου εμφανίστηκε ένα κατεργάρικο χαμόγελο, που το έκανε να σπάσει σε χίλιες ακόμα ρυτίδες. «Έτσι», συνέχισε, «τώρα μπορούμε να κινητοποιήσουμε
περισσότερους οπλίτες ακόμα και από την ίδια τη Σπάρτη. Άφησέ τους να αναλώνονται στους νόμους περί φυλετικής καθαρότητας και θα δεις ότι θα λιγοστεύουν όλο και περισσότερο οι ασπίδες των Λακεδαιμονίων στα πεδία της μάχης». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. Σε εκείνον τα έλεγε, το γιο μιας γυναίκας από την Καρία, που, αν το καλοσκεφτόταν, δεν ήταν παρά μια βάρβαρη; «Η φυλή και το αίμα δεν είναι παρά μια ανοησία», συνέχισε ο Κλεισθένης. «Σου το λέω εγώ, που μπορώ να αριθμήσω τους προγόνους μου μέχρι είκοσι γενιές πριν από εμένα κι ακόμα περισσότερες. Ένα σωρό χαλκεύματα! Ο παππούς μου, ο Αλκμέων, πέραν του ότι ήταν φιλάργυρος, είχε κάτι κέρατα πιο μεγάλα κι από του βασιλιά Μίνωα. Φαντάσου, λοιπόν, από τι αίμα μπορεί να κρατάω εγώ. Ίσως έχω στις φλέβες μου το αίμα κάποιου σκλάβου από τη Θράκη». Ήταν η πρώτη φορά που ο Θεμιστοκλής άκουγε αυτή την εξομολόγηση. Ένιωσε δυσαρεστημένος και ενοχλημένος, γιατί, αν στις φλέβες του παππού της συζύγου του κυλούσε παράνομο αίμα, το ίδιο θα συνέβαινε και με τα τέσσερα παιδιά του. Γι’ αυτό είχε παντρευτεί μια γυναίκα από τους Αλκμεωνίδες, παραιτούμενος από την καλή προίκα που θα μπορούσε να έχει πάρει από κάπου αλλού; Τότε συνειδητοποίησε πόσο ηλίθιο ήταν αυτό που σκεφτόταν, μια και ο ίδιος περιφρονούσε ανέκαθεν τους ευπατρίδες. Ήταν προφανές πως ο Κλεισθένης είχε δίκιο. Το μόνο σημαντικό ήταν ότι το αίμα που κυλούσε στις φλέβες των παιδιών του ήταν το δικό του, του Θεμιστοκλή, που ήταν γόνος των έργων του. Τ ων έργων που είχε κάνει και που θα έκανε στο μέλλον. «Το αίμα συχνά ξεγελά», συνέχισε ο Κλεισθένης. «Οι Αθηναίοι δεν πρέπει να είναι Αθηναίοι λόγω της φυλής στην οποία ανήκουν, αλλά εκ πεποιθήσεως. Πρέπει να είναι Αθηναίοι λόγω του πολιτισμού τους, του σεβασμού στα τεμένη της γης τους και της αφοσίωσης στη θεά μας». «Αυτό έχει αρχίσει πια να συμβαίνει. Και το χρωστάμε σε σένα».
«Ναι, αλλά πρέπει να συνεχίσεις τις μεταρρυθμίσεις μου, γιε μου. Εγώ φοβήθηκα να αλλάξω εντελώς τους νόμους του Σόλωνα, δεν τόλμησα να παραχωρήσω στους πολίτες της τέταρτης τάξης τα προνόμια των άλλων, γι’ αυτό οι εργάτες δεν μπορούν να γίνουν άρχοντες, ούτε στρατηγοί. Αυτοί όμως είναι περισσότεροι απ’ ό,τι οι άλλες τρεις τάξεις μαζί. Αν η Αθήνα θέλει να γίνει πραγματικά μεγάλη, έχει ανάγκη από όλους τους πολίτες της, όσο ταπεινοί κι αν είναι. Χρειαζόμαστε όλα τα χέρια! Η φτώχεια δεν πρέπει να γίνει εμπόδιο για κανέναν αν αυτός μπορεί να ωφελήσει την πόλη με κάποιο τρόπο!» Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. Αν ο Κλεισθένης στην εποχή του είχε εκφράσει εκείνες τις επαναστατικές ιδέες ενώπιον των άλλων ευγενών, θα τον είχαν διώξει από την Αθήνα με τις πέτρες. Όταν τα μέλη της τέταρτης τάξης θα είχαν πρόσβαση σε όλες τις θέσεις, τότε η δημοκρατία θα ήταν τόσο πραγματική και στέρεη όσο οι γκρίζοι προμαχώνες της Ακρόπολης. Άξαφνα ο Θεμιστοκλής είχε ένα όραμα. Τ ριάντα χιλιάδες καρδιές ενωμένες κάτω από μια κοινή δέσμευση. Εξήντα χιλιάδες χέρια. Μια δύναμη που θα μπορούσε να γίνει ανίκητη μέσα στην Ελλάδα, μια ισχύς που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα και τον Πέρση γίγαντα. Μα εκείνα τα εξήντα χιλιάδες χέρια δεν κρατούσαν ασπίδες από δρυ, ούτε ακόντια από φλαμουριά. Όχι. Τα δάχτυλά τους τυλίγονταν γύρω από κουπιά.
Ήταν περασμένο μεσημέρι όταν επέστρεψαν στον Πειραιά. Ο Θεμιστοκλής δεν είχε πάψει στιγμή να κοιτά τους κωπηλάτες της λέμβου και να σκέφτεται το όραμά του. Διακόσιες νέες τριήρεις, ένας στόλος που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η Ελλάδα, μια πλωτή πολιτεία προστατευμένη από ξύλινα τείχη και οπλισμένη με χάλκινα έμβολα. Μα πώς θα έπειθε τους Αθηναίους των τριών πρώτων τάξεων να απαρνηθούν τα ακόντια και
να αδράξουν τα κουπιά; Κοίταξε τα χέρια του και ψηλάφισε τους κάλους στα δάχτυλα και στις παλάμες. Εκείνον δεν τον ένοιαζε, είχε τη θάλασσα στο αίμα του. Τα άλλα μέλη της τάξης των οπλιτών δεν ήταν σαν εκείνον, έπρεπε όμως να καταφέρει να τους πείσει. Θυμήθηκε τα τελευταία λόγια του Κλεισθένη πριν εκείνος βυθιστεί σε ένα λήθαργο από τον οποίο δεν είχε ξαναβγεί: «Το μεγαλύτερο αγαθό που έχει ένας άνθρωπος είναι η ελευθερία. Οι άνθρωποι οφείλουν να είναι ελεύθεροι. Πρέπει να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις, να επιλέγουν με τη θέλησή τους να πάρουν τα όπλα και να παλέψουν για την πόλη που οι ίδιοι κυβερνούν. Δε συμφωνείς, Θεμιστοκλή;» «Ναι», είχε νεύσει εκείνος, όχι ιδιαίτερα πεπεισμένος. «Ένας πατέρας, όταν καλείται να υπερασπιστεί τη γυναίκα και τα παιδιά του, γίνεται δυο φορές πιο δυνατός απ’ ό,τι όταν πολεμά για τον κύριό του. Κάνε όλους τους Αθηναίους ελεύθερους ανθρώπους, Θεμιστοκλή, και θα τους κάνεις ανίκητους». Ελεύθερους ανθρώπους, ναι, σκέφτηκε εκείνος τώρα. Να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις. Αυτές οι αποφάσεις όμως πρέπει να είναι οι δικές μου. Οι μόλοι του λιμανιού είχαν σχεδόν αδειάσει και το μοναδικό πλεούμενο που έμπαινε ήταν η λέμβος που τους μετέφερε. Όταν πάτησαν το πόδι τους στην προκυμαία, ένας στρατιώτης τούς είπε: «Ο στρατηγός Μηλόβιος ζητά να παρουσιαστείς ενώπιόν του». Ο Μηλόβιος είχε εκλεγεί στρατηγός της Λεοντίδας φυλής χάρη στους χειρισμούς και τα χρήματα του Θεμιστοκλή, ο οποίος προς το παρόν προτιμούσε να μένει σε δεύτερο πλάνο. «Τελείωσε η Εκκλησία του Δήμου;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Ναι», αποκρίθηκε ο στρατιώτης. «Και ποια απόφαση ελήφθη;» «Να αντιμετωπίσουμε ανοιχτά τους Πέρσες». Καλά τα κατάφερε ο Μιλτιάδης, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. «Πόσοι κληρωτοί θα καταταγούν;» ρώτησε. «Όλοι οι οπλίτες που είναι κάτω των πενήντα χρόνων πρέπει να
πάρουν προμήθειες για τρεις ημέρες και να σπεύσουν στον Μαραθώνα».
Σπάρτη, 3 Σεπτεμβρίου Λίγο πριν από το μεσημέρι ο Φειδιππίδης αντίκρισε από μακριά τις στέγες των σπιτιών της Σπάρτης. Ακόμα και για εκείνον, που ήταν επαγγελματίας ημεροδρόμος και μετέφερε μηνύματα ανάμεσα στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, όπως η Θήβα, η Κόρινθος ή οι Δελφοί, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, ήταν μεγάλο κατόρθωμα. Είχε ξεκινήσει το ξημέρωμα της προηγούμενης ημέρας και δεν είχε σταματήσει το ταξίδι ούτε τις πιο σκοτεινές ώρες της νύχτας. Στα δεξιά του πύργωναν οι απόκρημνες, δασοσκεπείς κορυφές του Ταϋγέτου. Στην άλλη πλευρά της πρώτης κορυφογραμμής που διαγραφόταν στον ουρανό, στο κέντρο της οροσειράς, υπήρχε μια περιοχή που ονομαζόταν η Κοιλάδα των Σκιών, γιατί τα ελάχιστα χωριά που ήταν διάσπαρτα μέσα στην πυκνή βλάστηση εκείνου του τόπου ήταν περικυκλωμένα από σχεδόν κάθετες κορυφές και δεν έβλεπαν το φως του ήλιου πάνω από μερικές ώρες την ημέρα. Προς τη Δύση, υψωνόταν η κορυφή του Ταϋγέτου, ενός πυραμιδόσχημου βουνού που, σύμφωνα με τους ντόπιους, είχε λαξεύσει ο ίδιος ο Δίας με τους κεραυνούς του όταν πολέμησε εναντίον των Γιγάντων. Ο Φειδιππίδης γνώριζε την περιοχή αλλά δε θα δεχόταν να πλησιάσει ξανά. Στην πρώτη του αποστολή στη Σπάρτη είχε χάσει το δρόμο στα νότια της Τεγέας και, αντί να συνεχίσει να κατεβαίνει την κοίτη του Ευρώτα, είχε χωθεί στην καρδιά του Ταΰγετου. Στη μοχθηρή Κοιλάδα των Σκιών είχε απαντήσει αγέλες από λύκους και άγριες αρκούδες μεγάλες όσο ένα βόδι. Επιπλέον, τον είχαν αιχμαλωτίσει τα μέλη της Κρυπτείας, μιας αδελφότητας νέων Σπαρτιατών που σκέπαζαν το κεφάλι με κουκούλες και μυούνταν στον ενήλικο βίο με ανθρωποκυνηγητά στα οποία τα θηράματα ήταν είλωτες. Η πλειοψηφία τους επέμενε να τον σκοτώσουν γιατί είχε πατήσει απαγορευμένη περιοχή. Ένας από αυτούς τους νεαρούς όμως κατάφερε να πείσει τους υπόλοιπους ότι ο φόνος ενός κήρυκα αποτελούσε ιεροσυλία.
«Μην ξαναπατήσεις το πόδι σου σε αυτά τα μέρη», τον είχε προειδοποιήσει ο νέος. «Δεν είναι για τους ξένους, ακόμα και αν κρατούν το κηρύκειο». Έκτοτε ο Φειδιππίδης πρόσεχε ιδιαίτερα. Στον Φειδιππίδη δεν άρεσαν οι Σπαρτιάτες· βέβαια, ούτε οι Αθηναίοι του ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς. Στην πραγματικότητα, δεν έβλεπε κανέναν με καλό μάτι. Ήταν ένας μισάνθρωπος που διατηρούσε ελάχιστες σχέσεις με την οικογένειά του και που στα τριάντα του δεν είχε βρει ακόμη σύζυγο. Ένιωθε ευχαριστημένος μόνον όταν βρισκόταν μόνος· γι’ αυτό είχε διαλέξει εκείνο το επάγγελμα, που του είχε δώσει ένα δίκαιο παρατσούκλι. Γιατί το πραγματικό του όνομα δεν ήταν Φειδιππίδης αλλά Φιλιππίδης και σήμαινε «εκείνος που αγαπά τα άλογα». Λίγα χρόνια πριν, όταν είχε κλείσει η συμφωνία κοινής άμυνας μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας για την περίπτωση περσικής εισβολής, το συμβούλιο θέλησε να στείλει έναν έφιππο κήρυκα για να μεταφέρει το συντομότερο τους όρους της συμφωνίας. Ο Φιλιππίδης διαβεβαίωσε τους βουλευτές ότι ο ίδιος μπορούσε να φτάσει πιο γρήγορα, και οι πρυτάνεις, δύσπιστοι, τον προκάλεσαν να το αποδείξει. Οι δύο αγγελιαφόροι έφυγαν ταυτόχρονα. Ο έφιππος κήρυκας προσπέρασε τον Φιλιππίδη μόλις βγήκαν από την πόλη. Τα μικρά παιδιά του Κεραμεικού ακολούθησαν για λίγο τον αγγελιαφόρο λούζοντάς τον διαρκώς με χαρακτηρισμούς όπως «ευνουχισμένη χελώνα» και «κερατάδικο σαλιγκάρι». Εκείνος όμως συνέχισε με το ρυθμό του ώσπου άφησε πίσω τα παιδιά και τα χωρατά τους. Ο Φιλιππίδης συνέχισε τροχάδην με σταθερό ρυθμό και προσπέρασε στο ύψος της λίμνης Στυμφαλίας τον ανταγωνιστή του την ώρα που εκείνος κοιμόταν. Το άλογο έφτασε στη Σπάρτη μισή μέρα μετά τον Φιλιππίδη, και μάλιστα οι οπλές του ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση ώστε αναγκάστηκαν να το θυσιάσουν. Έκτοτε κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ότι θα μπορούσε κάποιος να μεταφέρει τα μηνύματα στα τραχιά εδάφη της Πελοποννήσου καλύτερα από τον Φειδιππίδη. Χάρη στην έμπνευση του ποιητή
Φρύνιχου, άρχισαν να τον αποκαλούν Φειδιππίδη, που σήμαινε «εκείνος που φείδεται των ίππων». Ο Φειδιππίδης είχε δεχτεί το παρατσούκλι ως έναν μικρό φόρο τιμής, μα σε αντάλλαγμα είχε ζητήσει να τον πληρώνουν κι αυτόν όσο και τους έφιππους αγγελιαφόρους. «Τ ι σας νοιάζει εσάς αν τους οβολούς για το κριθάρι τούς ξοδεύω σε κάτι άλλο;» είχε πει στους βουλευτές.
Ο Φειδιππίδης κοντοστάθηκε μια στιγμή και πλησίασε την όχθη του ποταμού. Έπλυνε το πρόσωπό του για να νικήσει την εξάντληση που ένιωθε και ήπιε όσο τραβούσε η ψυχή του. Στον δερμάτινο σάκο που κρεμόταν στην πλάτη του είχε ένα μπουκάλι δυνατό κρασί, σχεδόν ξίδι, για να εξαγνίζει το νερό από τις πηγές και τις λιμνούλες που έβρισκε στο διάβα του. Αυτή τη φορά ωστόσο δεν το χρησιμοποίησε γιατί ήξερε ότι τα νερά του Ευρώτα ήταν καθαρά και δε θα του προκαλούσαν δυσεντερία. Σηκώθηκε και τέντωσε λίγο τους μυς. Ύστερα έδεσε ξανά το λουρί του καπέλου του· αντί για τον συνηθισμένο πέτασο του περιπατητή, που ήταν πλατύγυρος και πρόβαλλε μεγάλη αντίσταση στον αέρα, φορούσε ένα καπέλο σαν εκείνα που είχαν οι Φρύγες. Ύστερα σήκωσε το χιτώνα κι έσφιξε καλά το περίζωμα που φορούσε από κάτω. Οι δρομείς των Ολυμπιακών Αγώνων μπορούσαν να αγωνίζονται ολόγυμνοι αν ήθελαν, μα εκείνος ήταν αναγκασμένος να προστατεύει την περιοχή. Ολοκλήρωσε τη συνηθισμένη προετοιμασία ξαναδένοντας τα κορδόνια στις μπότες του από ψιλή περγαμηνή. Κόστιζαν είκοσι δραχμές, όσο και το εφεδρικό ζευγάρι που κουβαλούσε στο σάκο του. Ένας εξειδικευμένος τεχνίτης θα είχε αναγκαστεί να δουλέψει έναν ολόκληρο μήνα για να τις αγοράσει· εκείνου όμως του τις πλήρωνε η πόλη. Ικανοποιημένος, άδραξε το κηρύκειο. Εκείνο το ραβδί από φλαμουριά που κατέληγε σε δυο κεφάλια ερπετού καταδείκνυε ότι
ήταν ιερός κήρυκας. Κανείς Έλληνας στα συγκαλά του δε θα τολμούσε να του επιτεθεί. Τα άγρια ζώα όμως ήταν άλλη περίπτωση. Πάνω από μία φορά είχε αναγκαστεί να σκιάξει έναν πεινασμένο σκύλο με την κοφτερή χάλκινη μύτη του ραβδιού, ενώ τις φορές που είχε έρθει αντιμέτωπος με μεγαλύτερα ζώα, όπως αρκούδες, αγριογούρουνα ή κανέναν εξαγριωμένο βόνασο, είχε αναγκαστεί να το βάλει στα πόδια ή να σκαρφαλώσει σε κανένα θεόσταλτο δέντρο. Συνέχισε τροχάδην, με τον σταθερό ρυθμό που κρατούσε στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Κάθε δέκα χιλιόμετρα περίπου σταματούσε, έπαιρνε μερικές βαθιές ανάσες και ύστερα περπατούσε άλλα δύο χιλιόμετρα πριν αρχίσει ξανά να τρέχει. Έκοβε ταχύτητα όταν ανέβαινε απότομες πλαγιές, ή ακόμα και όταν τις κατέβαινε, γιατί είχε διαπιστώσει ότι καμιά φορά, αν κατέβαινε κάποια πλαγιά πολύ γρήγορα, έπειτα ουρούσε αίμα. Είχε περάσει πια τον Θόρνακα και το μικρό τέμενος του Απόλλωνα κι έβλεπε μπροστά του τα περίχωρα της Σπάρτης. Στο δρόμο πηγαινοέρχονταν χωρικοί με κοφίνια, ολόγιομα κάρα που τα έσερναν βόδια και μουλαράδες με υποζύγια που μετέφεραν τρόφιμα στην πόλη της Λακεδαίμονας. «Από πού έρχεσαι, αγγελιαφόρε;» τον ρωτούσαν σαν τον έβλεπαν να περνά. «Από την Αθήνα!» απαντούσε εκείνος. «Και ποιες ειδήσεις μάς φέρνεις από εκεί;» «Έφτασαν οι Πέρσες!» Σαν έδινε αυτή την είδηση στα Μέγαρα ή στην Κόρινθο, οι ντόπιοι απαντούσαν με κραυγές τρόμου και ικεσίες στους θεούς. Στα ορεινά, οπισθοδρομικά εδάφη της Αρκαδίας, κάμποσοι βοσκοί σήκωσαν τους ώμους και ρώτησαν: «Και ποιοι είναι αυτοί οι Πέρσες;» ενώ ο Φειδιππίδης συνέχιζε το δρόμο του. Μα εδώ ο κόσμος περιοριζόταν να κουνήσει το κεφάλι με ύφος σοβαρό, γιατί το λακωνίζειν είχε μεταδοθεί ακόμα και στους περίοικους. Βλέποντας τα πρώτα σπίτια της πόλης, ο Φειδιππίδης άνοιξε το βήμα χωρίς να το καταλάβει. Οι Σπαρτιάτες καυχιόνταν ότι ήταν οι
καλύτεροι αθλητές στον κόσμο. Για να δούμε αν κάποιος από εσάς θα άντεχε να τρέξει περισσότερο από αυτόν εδώ τον Αθηναίο, είπε μέσα του. Η Σπάρτη δεν είχε τείχη, ούτε καν γύρω από τη μικρή ακρόπολη. Οι Σπαρτιάτες διαβεβαίωναν ότι η καλύτερη οχύρωση ήταν η ανδρεία των πολιτών τους· για καλό και για κακό πάντως, είχαν εγκαταστήσει φρουρές σε όλη την κοιλάδα. Ο Φειδιππίδης ήξερε ότι τον παρακολουθούσαν πολλά μάτια κρυμμένα μέσα στις σκιές. Αν δεν τον είχε συλλάβει κανείς, ήταν επειδή κρατούσε το κηρύκειο. Οι δρόμοι της Σπάρτης ήταν πολύ διαφορετικοί από εκείνους της Αθήνας. Ήταν λιγότερα τα παιδιά που έτρεχαν εδώ κι εκεί κάνοντας σκανταλιές, γιατί οι Σπαρτιάτες έπαιρναν τα παιδιά τους από την πόλη στην ηλικία των εφτά ετών και τα έστελναν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης. Ο Φειδιππίδης δεν είδε πολλούς άεργους πολίτες να κόβουν βόλτες στην Αγορά, όπως συνέβαινε στην Αθήνα. Οι Σπαρτιάτες ήταν στρατιώτες και, όταν δε βρίσκονταν σε κάποια εκστρατεία, προτιμούσαν να ασκούνται. Και, φυσικά, εδώ δεν υπήρχαν βάρβαροι σαν εκείνους που συνωστίζονταν όλο και περισσότερο στα περίχωρα του Πειραιά: η Σπάρτη δεν τους δεχόταν. Αντιθέτως έβλεπε κανείς πολλές γυναίκες, σκλάβες αλλά και ελεύθερες. Φορούσαν δωρικά πέπλα που καμιά φορά αποκάλυπταν τους μηρούς τους, περπατούσαν με το κεφάλι ψηλά και τα μαλλιά λυτά και συνήθως ήταν πιο όμορφες και καλλίγραμμες από τις Αθηναίες. Ο Φειδιππίδης πρόσεξε ότι αυτή τη φορά κυκλοφορούσαν λιγότεροι άνδρες απ’ ό,τι συνήθως. Αναρωτήθηκε μήπως είχαν πάει σε καμιά από εκείνες τις τόσο περίεργες συνελεύσεις τους, στις οποίες οι αποφάσεις λαμβάνονταν διά βοής και υπερίσχυε όποια πρόταση γινόταν δεκτή με περισσότερες κραυγές. Ή μπορεί να βρίσκονταν εν τω μέσω κάποιου πολέμου με τους είλωτες της Μεσσηνίας, μια από τις ατέλειωτες διαμάχες που οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να κρατήσουν μυστικές από τους υπόλοιπους Έλληνες.
Στη μία άκρη της Αγοράς υψωνόταν η Εφορία, ένα μικρό κτίριο με τοίχους από γκρίζο τούβλο, αδιάφορο όσο και τα υπόλοιπα που υπήρχαν σε εκείνη την πλατεία. Εκεί μαζεύονταν οι πέντε έφοροι, που κατεύθυναν την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης. Στην πόρτα φυλούσε σκοπιά μια ομάδα στρατιωτών. «Φέρνω ένα μήνυμα από το συμβούλιο της Αθήνας», τους είπε. «Περίμενε εκεί», απάντησε ο ένας, δείχνοντας με την άκρη του δόρατος μια στοά εκεί κοντά. Ο Φειδιππίδης κάθισε στη σκιά ενός πλατάνου και άρχισε να τρίβει τους μηρούς και τις γάμπες του. Σε λίγο τον πλησίασε ένας υπηρέτης που έφερνε ένα κανάτι με νερό, λίγο φρέσκο κατσικίσιο τυρί και μια λεπτή φέτα ψωμί με μέλι. Ενώ ο Φειδιππίδης τα καταβρόχθιζε, ο σκλάβος τού έβγαλε τις μπότες και του έπλυνε τα πόδια μέσα σε μια λεκάνη με χλιαρό νερό αρωματισμένο με ροδοπέταλα. Ο ημεροδρόμος μόλις είχε προλάβει να τελειώσει το γεύμα του όταν οι Σπαρτιάτες τον φώναξαν να περάσει στο κτίριο. Στο εσωτερικό της Εφορίας έκανε περισσότερο κρύο και κυριαρχούσαν οι σκιές, γιατί τα παράθυρα ήταν πολύ στενά. Σε δύο δοχεία έκαιγε άρωμα λεβάντας και σε μια γωνιά το τεράστιο άγαλμα ενός γυμνού νέου παρατηρούσε τον Φειδιππίδη με ένα αινιγματικό χαμόγελο. Οι έφοροι δε χαμογελούσαν. Από τους πέντε είχαν παρουσιαστεί οι τρεις, κάτι που παραξένεψε τον Φειδιππίδη. Κάθονταν σε έναν μακρόστενο πάγκο από γυμνή πέτρα. Δεν ήταν οπλισμένοι, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν, και φορούσαν τον τρίβωνα, τον χαρακτηριστικό χιτώνα των Λακεδαιμονίων. Και οι τρεις είχαν τα μακριά μαλλιά τους πλεγμένα σε κοτσίδες, μια μόδα που μιμούνταν στην Αθήνα οι φιλοσπαρτιάτες νέοι. «Καλώς ήρθες στην πόλη μας, αγγελιαφόρε», είπε ο μεγαλύτερος από τους τρεις. Οι κοτσίδες του έμοιαζαν με μια πάλλευκη χαίτη. «Εγώ είμαι ο Δαμάτριος, ο γιος του Εύδαμου. Ποιο είναι το μήνυμα που μας φέρνεις;» Ο Φειδιππίδης απήγγειλε το μήνυμά του. «Πριν από δυο μέρες τα
περσικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην παραλία του Μαραθώνα. Τ ιμώντας τη συμφωνία που έχει υπογραφεί ανάμεσα στις δύο πόλεις, οι Αθηναίοι σας ζητούν να στείλετε βοήθεια και να μην επιτρέψετε να υποταγεί στο ζυγό των βαρβάρων μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας. Οι Πέρσες έκαψαν την Ερέτρια και πήραν σκλάβους τους κατοίκους της· αν δε μας βοηθήσετε, η Αθήνα κινδυνεύει να έχει την ίδια τύχη». Οι έφοροι τον άκουσαν σιωπηλοί και σοβαροί. «Πότε έφυγες από την Αθήνα, αγγελιαφόρε;» ρώτησε ο πιο νέος από τους τρεις. «Χθες το ξημέρωμα, κύριε». «Και έφτασες σήμερα πριν από το μεσημέρι. Έκανες ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως εκτός από εντυπωσιακό είναι και αδύνατον». «Για τον μεγάλο Φειδιππίδη, τον καλύτερο δρομέα όλης της Ελλάδας, δεν είναι αδύνατον». Όταν άκουσε εκείνη τη δυνατή φωνή, βραχνή σαν το βρυχηθμό αρκούδας του Κιθαιρώνα, ο Φειδιππίδης γύρισε να δει ποιος ήταν. Μόλις είχε μπει στην Εφορία ένας άνδρας μάλλον μικρόσωμος, με τετράγωνη πλάτη και πρόσωπο αργασμένο από τον ήλιο. Γύρω από τα μάτια και το στόμα του διαγράφονταν οι ρυτίδες ενός ανθρώπου που χαμογελούσε συχνά. Στο γένι και στα μαλλιά του οι γκρίζες τρίχες ήταν περισσότερες από τις μαύρες, μα οι κινήσεις του είχαν ακόμη το σφρίγος ενός παλικαριού. «Χαίρε, Λεωνίδα», είπε ο Δαμάτριος. Ακούγοντας αυτό το όνομα, ο Φειδιππίδης κατάλαβε ότι βρισκόταν μπροστά σε έναν από τους βασιλείς της Σπάρτης κι εξεπλάγη που οι έφοροι δεν αξιώθηκαν να σηκωθούν από τη θέση τους σε ένδειξη σεβασμού· όλοι όμως ήξεραν ότι οι Σπαρτιάτες είχαν πολύ περίεργες συνήθειες. «Χαίρετε, ευγενείς έφοροι», αποκρίθηκε ο Λεωνίδας, όχι χωρίς κάποιο σαρκασμό. «Έχετε την απάντηση στο αίτημα των Αθηναίων;»
«Ξέρεις ποια είναι η απάντησή μας», αποκρίθηκε ο Δαμάτριος. «Η μοναδική που μπορούμε να δώσουμε. Αυτή που απαιτεί η τιμή του σπαρτιατικού λόγου και ο σεβασμός στους θεούς». Στα αυτιά του Φειδιππίδη ο πρώτος λόγος έπεσε καλά. Ο δεύτερος όμως τον έκανε να νιώσει δυσπιστία. Μάλλον δεν είχε μεγάλο άδικο, γιατί και ο Λεωνίδας πλατάγισε τη γλώσσα. «Μάλιστα». «Η Λακεδαίμονα θα τιμήσει τη συμφωνία», συνέχισε ο έφορος. «Την επόμενη μέρα της πανσελήνου θα στείλουμε ένα στράτευμα για να βοηθήσει τους Αθηναίους». Ο Φειδιππίδης έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό. Με το αθηναϊκό ημερολόγιο ήταν η ένατη μέρα του Βοηδρομιώνα, άρα υπολείπονταν ακόμη έξι ημέρες για την πανσέληνο. Σε αυτές έπρεπε να προσθέσει τουλάχιστον άλλες τρεις, όσες δηλαδή θα χρειάζονταν οι Σπαρτιάτες για να φτάσουν στην Αθήνα με γρήγορο βήμα. Συνολικά εννέα μέρες. «Ως τότε οι Πέρσες θα έχουν κάνει την Αθήνα στάχτη», είπε κοιτώντας κατάματα τον Δαμάτριο. Ο έφορος κουνήθηκε στη θέση του λες και τον είχε τσιμπήσει σφήκα. «Οι αγγελιαφόροι της πατρίδας σου συνηθίζουν να έχουν τη δική τους γνώμη;» «Λες και δε γνωρίζεις τους Αθηναίους, Δαμάτριε», παρενέβη Λεωνίδας. «Στην Αθήνα δεν έχουν δύο βασιλείς, όπως εδώ· έχουν τριάντα χιλιάδες. Λοιπόν, έφοροι, πείτε στον αγγελιαφόρο αν αυτή είναι η οριστική σας απάντηση». «Ξέρεις πως αυτή είναι», αποκρίθηκε ο Δαμάτριος. «Σε αυτή την περίπτωση, θα μου επιτρέψετε να εξηγήσω στον Φειδιππίδη τους λόγους μας. Δε θέλω να μεταφέρει στην Αθήνα την εντύπωση ότι εμείς οι Σπαρτιάτες είμαστε αγροίκοι και παράλογοι». «Διόλου δε με απασχολεί ποια εντύπωση έχουν για μας οι Αθηναίοι». «Εντάξει, φίλτατε Δαμάτριε», είπε ο Λεωνίδας με ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Εσένα μπορεί να μη σε απασχολεί, γιατί μόλις μπει το
νέο έτος θα παραιτηθείς από τη θέση σου. Εγώ όμως σκοπεύω να είμαι βασιλιάς για κάμποσο καιρό ακόμη και δε θέλω να δώσω άσχημη εντύπωση στους συμμάχους μας». Ο βασιλιάς πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους του Φειδιππίδη και τον τράβηξε. «Έλα μαζί μου, φίλε μου. Ανέκαθεν μου άρεσε το τρέξιμο, και θέλω να μου πεις μερικά πράγματα». Βλέποντας τη σωματική διάπλαση του Λεωνίδα, ο Φειδιππίδης αμφέβαλλε πολύ για τα λεγόμενά του. Ίσως ήταν ικανός για τον αγώνα του ενός σταδίου, ή το πολύ των δύο. Ένα μυώδες κορμί σαν του βασιλιά όμως δε θα άντεχε σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Έξω τους περίμεναν δέκα στρατιώτες της βασιλικής φρουράς. Ο Λεωνίδας τον πήρε να κάνουν μια βόλτα και του έδειξε κάποια από τα κτίρια της Αγοράς, όπως το σημείο συνάθροισης της Γερουσίας και το ναό του Διός και της Γαίας. Ο Φειδιππίδης είδε περισσότερο ξύλο παρά πέτρα και περισσότερο γύψο παρά μάρμαρο, ενώ τα χρωματιστά αγάλματα στα αετώματα ήταν αρκετά χοντροκομμένα. Έφτασαν σε ένα άλσος κατάφυτο με ψηλά, πυκνά πλατάνια, τριγυρισμένο από έναν τέλεια κλαδεμένο ροδώνα κι ένα κανάλι με δύο γέφυρες. Στην πρώτη ορθωνόταν ένα άγαλμα του Ηρακλή, τον οποίο οι Σπαρτιάτες τιμούσαν ως πρόγονό τους, ενώ στη δεύτερη ένα άγαλμα του Λυκούργου, του νομοθέτη που είχε εγκαθιδρύσει τη σκληρή σπαρτιατική πειθαρχία η οποία είχε μετατρέψει ολόκληρη την πόλη σε στρατόπεδο πολεμιστών. Ο Φειδιππίδης, που είχε ξαναπάει σε εκείνο το μέρος, παραξενεύτηκε γιατί δεν είδε κανέναν νεό να προπονείται εκεί. «Υποσχέθηκα να σου εξηγήσω τους λόγους της απάντησής μας», είπε ο βασιλιάς. «Είμαστε στο μήνα Κάρνειο και αυτή τη στιγμή τελούμε τις εορτές προς τιμήν του Απόλλωνα. Όσο διαρκούν, η πόλη μας πρέπει να παραμείνει αγνή. Δεν μπορούμε να συμμετάσχουμε σε κανένα πόλεμο, αλλιώς θα πέσει στη Σπάρτη κάποιο μίασμα». Ο Φειδιππίδης κοίταξε τον Λεωνίδα στα μάτια μα δεν είπε λέξη. Είναι παράλογο, σκέφτηκε, μια πόλη τόσο πολεμόχαρη όσο η Σπάρτη
να υποτάσσεται σε μια τέτοια απαγόρευση το καλοκαίρι, την καλύτερη εποχή για τη διεξαγωγή των μαχών. Για έναν περίεργο λόγο, εκείνος που τράβηξε πρώτος τα μάτια ήταν ο βασιλιάς και όχι ο αγγελιαφόρος. Σαν καλός μισάνθρωπος, ο Φειδιππίδης δεν είχε μεγάλη εμπειρία στην ερμηνεία των κινήσεων των γύρω του. Κατάλαβε όμως ότι ο Λεωνίδας του έλεγε ψέματα. «Μόλις το φεγγάρι κάνει τον κύκλο του, εγώ ο ίδιος θα οδηγήσω τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο», συνέχισε ο βασιλιάς, σηκώνοντας ξανά το βλέμμα. «Στο μεταξύ, πες στους στρατηγούς να κρατήσουν αμυντική στάση και να περιμένουν την άφιξή μας. Λένε ότι οι Πέρσες διαθέτουν έξοχο ιππικό». «Αυτό έχω ακούσει κι εγώ». «Μην τους αντιμετωπίσετε σε ανοιχτό πεδίο. Παραταχθείτε σε ένα υπερυψωμένο μέρος, γεμάτο πέτρες και σκληρές ρίζες, για να σπάζουν εύκολα οι οπλές και τα πόδια των αλόγων. Και, κυρίως, μην τους επιτεθείτε». «Εκπλήσσομαι που ακούω αυτή τη συμβουλή από τα χείλη ενός Σπαρτιάτη. Έχετε τη φήμη γενναίου λαού». Ο Λεωνίδας ξέσπασε σε γέλια. «Βλέπω ότι μιλάς χωρίς περιστροφές, Αθηναίε. Μη γελιέσαι όμως. Υπάρχει ένα θάρρος που ξεγελά τους οπλίτες και τους κάνει να βγαίνουν από τις γραμμές τους και να επιτίθενται στον εχθρό. Στην πραγματικότητα δεν είναι θάρρος, είναι η έξαψη της μάχης, την οποία προκαλεί περισσότερο ο Φόβος παρά ο πατέρας του, ο θεός Άρης. Η πραγματική ανδρεία σημαίνει ότι ο καθένας στυλώνει τα πόδια στη θέση του και σφίγγει τα δόντια μέχρι οι στρατηγοί του να τον προστάξουν το αντίθετο. Στον πόλεμο είναι πιο δύσκολο να μείνεις στη θέση σου παρά να κινηθείς». «Καταλαβαίνω», είπε ο Φειδιππίδης και σκέφτηκε: Γιατί ο βασιλιάς της Σπάρτης μπαίνει στον κόπο να τα εξηγήσει όλα αυτά σε έναν απλό αγγελιαφόρο; Η υποψία ότι ο Λεωνίδας ένιωθε τύψεις ενισχύθηκε. Ήταν ηλίου φαεινότερον ότι επρόκειτο για έντιμο άνδρα. Θυμήθηκε ότι ο Λεωνίδας είχε γίνει βασιλιάς πριν από μόλις ένα
χρόνο. Εκείνος ο άνδρας που πλησίαζε τα πενήντα δεν προοριζόταν να ανέβει στο θρόνο, μα οι Σπαρτιάτες είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν σε εκείνον όταν ο θετός αδελφός του Κλεομένης είχε βρει το θάνατο κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Στην Αθήνα έλεγαν ότι η κατάχρηση του άκρατου οίνου τον είχε τρελάνει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Σπαρτιάτες είχαν αναγκαστεί να τον αλυσοδέσουν και να τον κλείσουν σε ένα κελί. Ο Κλεομένης όμως είχε καταφέρει να βρει ένα μαχαίρι, με το οποίο βάλθηκε να κατακρεουργεί μεθοδικά το κορμί του ώσπου πέθανε. Ίσως εκείνη η αποτρόπαια ιστορία να ήταν αληθινή, σκέφτηκε ο Φειδιππίδης· με τους Λακεδαιμονίους, όμως, ήταν αδύνατον να είναι κανείς απόλυτα βέβαιος. Η Σπάρτη έμοιαζε με το αίνιγμα της Σφίγγας, τυλιγμένο στην καταχνιά του πέπλου της Αφροδίτης και σκεπασμένο με το αδιαπέραστο κράνος του Άδη. «Φάε και ξεκουράσου μέχρι αύριο, Φειδιππίδη. Σε περιμένει ο μακρύς δρόμος του γυρισμού». Ο Φειδιππίδης σήκωσε το πιγούνι. «Αδύνατον, κύριε. Οι καλές ειδήσεις πρέπει να φτάνουν γρήγορα, μα οι άσχημες πρέπει να φτάνουν ακόμα γρηγορότερα». Ο Λεωνίδας του έσφιξε το χέρι. «Θα σου άξιζε να είσαι Σπαρτιάτης, γιε του Ερμή. Όταν φτάσεις στην Αθήνα, πες στους στρατηγούς σου να κάνουν υπομονή και να μας περιμένουν. Μέσα σε εννέα μέρες θα δείτε τις ασπίδες μας με το λάμδα της Λακεδαίμονας».
Μαραθώνας, 5 Σεπτεμβρίου Πεδίο μάχης ανάμεσα στα ελληνικά και στα περσικά στρατεύματα Ο Μιθράνης, στον οποίο ο Θεμιστοκλής είχε επιβάλει το καρικό όνομα Σίκιννος για να καλύψει την περσική καταγωγή του, τοποθέτησε μια χούφτα φύλλα και ξερούς κάρδους πάνω στη βάση που είχε πάντα μέσα στον δερμάτινο σάκο ο οποίος κρεμόταν από τη ζώνη του. Ύστερα έσκυψε και πλησίασε τον μικρό θησαυρό που του είχε χαρίσει ο κύριός του για να μπορεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του όπου κι αν βρισκόταν: έναν ύαλο, ένα λίθινο κρύσταλλο τόσο στρογγυλεμένο, γυαλισμένο και διάφανο, που έμοιαζε με μια παχιά στερεοποιημένη σταγόνα νερού. Ήταν σχεδόν μεσημέρι και, παρόλο που το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του, ο ήλιος έκαιγε ακόμη με δύναμη. Οι ακτίνες του διαπέρασαν την πέτρα, ενώθηκαν σε μια δέσμη φωτός ακολουθώντας τη μαγεία που έκλεινε μέσα του το κρύσταλλο και συγκεντρώθηκαν σε ένα πολύ αστραφτερό, ζεστό σημείο, το οποίο άρχισε αμέσως να καπνίζει. Από το προσάναμμα ξεπήδησε μια φλόγα. Παρότι ήταν πολύ μικρή, ήταν φωτιά, και του Σίκιννου του έκανε. Έβγαλε ένα κυβάκι λιβάνι, έτριψε ένα κομματάκι ανάμεσα στο δείκτη και στον αντίχειρα και το έριξε στις φλόγες. Μια και ο κύριός του είχε φανεί τόσο γενναιόδωρος ώστε να του προσφέρει ένα πανάκριβο άρωμα για να λατρέψει τον μοναδικό θεό με τον τρόπο που του άρμοζε, ο Σίκιννος προσπαθούσε να κάνει όσο περισσότερη οικονομία μπορούσε. Αφού ανάσανε το άρωμα του λιβανιού, ο Σίκιννος σηκώθηκε όρθιος μπροστά στη βάση κι έλυσε το κούστι, το κορδόνι που έσφιγγε το χιτώνα του. Δεν του άρεσε διόλου να φορά εκείνο το αμάνικο ρούχο και, κυρίως, να μην μπορεί να καλύψει τα πόδια του με παντελόνι. Μα ο κύριός του επέμενε ότι έπρεπε να ντύνεται σαν Έλληνας, γιατί δεν ήταν καλοί καιροί για τους Πέρσες της Αθήνας. Τουλάχιστον ο Σίκιννος άφηνε το χιτώνα να καλύπτει τα γόνατά του και φορούσε από μέσα ένα πάνινο κάλυμμα που έσφιγγε κατά
συνείδηση. Πολλοί Έλληνες δε φορούσαν τίποτα κάτω από το χιτώνα και τον μάζευαν τόσο πολύ στη μέση ώστε όταν κάθονταν ή με την παραμικρή ριπή ανέμου επιδείκνυαν τα γεννητικά τους όργανα με κάθε φυσικότητα. Μόλις έλυσε το κορδόνι, ο Σίκιννος κάρφωσε το βλέμμα στις φλόγες και ικέτευσε τον Αχουραμάζντα, τον μοναδικό θεό και κύριο της σοφίας, να τον βοηθήσει να κρατηθεί όσο το δυνατόν πιο αγνός και να τον συγχωρέσει αν κάποια στιγμή είχε διαπράξει κάποιο ατόπημα. Γιατί δεν του έμενε άλλη λύση παρά να μένει ανάμεσα στους γιάουνα, τους άπιστους με τα ακάθαρτα έθιμα, τους ακολούθους του ψεύδους, που βεβήλωναν διαρκώς τη γη, το νερό και τη φωτιά, τα ιερά στοιχεία. Ύστερα τύλιξε ξανά το κορδόνι στη ζώνη του, φροντίζοντας να το γυρίσει τρεις φορές και να κάνει τους κόμπους που όριζε το τελετουργικό. Δεν τηρούσε πάντα τα καθήκοντά του με τόση θέρμη. Στη μακρινή του πατρίδα, όταν τον αποκαλούσαν ακόμη Μιθράνη, ο πατέρας του ο Μπαγκαμπίγκνα του είχε μάθει τις διδασκαλίες του προφήτη Ζαρατούστρα. Εκείνος όμως ήταν νέος και ανέμελος και όλα αυτά τα έπαιρνε χλιαρά, γιατί τον ενδιέφερε περισσότερο να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής. Όταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων... Η φωνή του κυρίου του δεν τον άφησε να ξετυλίξει για μία ακόμα φορά το κουβάρι των αναμνήσεών του. «Έλα εδώ, Σίκιννε! Θέλω να μου εξηγήσεις τι βλέπω».
Όταν διαπίστωσε ότι ο γιγαντόσωμος σκλάβος του πλησίαζε, ο Θεμιστοκλής έστρεψε και πάλι το βλέμμα προς την πεδιάδα. Παρασυρμένος από την έμφυτη περιέργειά του, είχε αφήσει το στρατόπεδο των Αθηναίων, είχε διακινδυνεύσει να βγει σε ανοιχτό πεδίο και ύστερα είχε στρίψει αριστερά και είχε ανέβει την πλαγιά του όρους Κοτρώνι για να έχει καλύτερη θέα του εχθρού. Τ ώρα καθόταν σε μια μεγάλη πέτρα, από την οποία ατένιζε ολόκληρο τον
όρμο. Απέναντί του, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων, η θάλασσα χάιδευε απαλά τη μακριά παραλία του Μαραθώνα. Στα δεξιά του, στα ριζά του βουνού ανάμεσα στην πεδιάδα και στο Αγριελίκι, το όρος που έκλεινε την πεδιάδα από δυσμάς, οι Αθηναίοι είχαν παραταχθεί λίγο μετά το ξημέρωμα κοιτώντας προς την ανατολή και υπομένοντας τoν ήλιο που τους χτυπούσε κατάματα. Η πιο κοντινή πλευρά, η αριστερή, γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το σημείο όπου έστεκε, προστατευόταν από τις πλαγιές του Κοτρωνιού. Απέναντι από το μέτωπο, στην περιοχή με τους αγρούς και τα λιβάδια που εκτεινόταν ανάμεσα στις γραμμές των δύο στρατών, οι Αθηναίοι είχαν στήσει έναν αυτοσχέδιο φράχτη. Οι σκλάβοι και οι φτωχοί πολίτες που συνόδευαν τους οπλίτες είχαν κόψει νεαρά πεύκα από την πλαγιά του βουνού και τα είχαν αραδιάσει στο έδαφος με τις κορυφές προς το μέτωπο. Αν οι Πέρσες ιππείς επιχειρούσαν να επιτεθούν από εκείνη την πλευρά, τα άλογά τους θα βρίσκονταν αντιμέτωπα με ένα πυκνό φράγμα από σγουρά βελονωτά κλαδιά. Λίγο πιο μακριά, στο τέλος της γραμμής που σχημάτιζαν τα τάγματα των δέκα φυλών, η δεξιά πτέρυγα των Αθηναίων έφτανε ως το τέμενος του Ηρακλή, τον ιερό ελαιώνα στον οποίο είχαν εγκαταστήσει τη βάση τους, αρκετά κοντά στη θάλασσα. Κατά τη γνώμη του Θεμιστοκλή, η θέση τους ήταν ισχυρή αρκεί να μην έβγαιναν από αυτή. Το ελληνικό στρατόπεδο έκλεινε το δρόμο προς την Αθήνα, που περνούσε ανάμεσα στην παραλία και στο αλσύλλιο, έστριβε σε ορθή σχεδόν γωνία και κατευθυνόταν προς το νότο, περνώντας κάτω από το Αγριελίκι. Από εκεί είχαν έρθει με βήμα ταχύ οι εννέα χιλιάδες τετρακόσιοι Αθηναίοι οπλίτες, συνοδευόμενοι από έναν λίγο μικρότερο αριθμό βοηθών, δηλαδή σκλάβων και πολιτών της τέταρτης τάξης. Το άνθος του πληθυσμού της Αττικής βρισκόταν εκεί, πάνω από σαράντα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, ενώ οι πιο ανεκπαίδευτοι και οι βετεράνοι είχαν μείνει πίσω για να φρουρήσουν τα αδύναμα τείχη. Εννοείται ότι δεν ήταν το μοναδικό μονοπάτι για να φτάσει κανείς
στην Αθήνα. Οι Πέρσες μπορούσαν να χωθούν στο δρόμο που περνούσε ανάμεσα στα δύο βουνά, το Αγριελίκι και τον Κοτρώνι. Ήταν όμως μια τραχιά διαδρομή, απροσπέλαστη για το ιππικό και εκτεθειμένη σε ενέδρες. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να μπει στη θέση του στρατηγού του εχθρού. Ήταν σίγουρος ότι ο Δάτις δε θα προσπαθούσε να πάρει διά της βίας την εναλλακτική διαδρομή. Το δίχως άλλο, με εκείνη την απόβαση σκόπευε να τραβήξει τον αθηναϊκό στρατό στο πεδίο που κατά τον ίδιο ήταν το καλύτερο για να τον νικήσει σε μία αποφασιστική μάχη. Γιατί ανάμεσα στις γραμμές Ελλήνων και Περσών εκτεινόταν η πεδιάδα του Μαραθώνα, το προσχωματικό έδαφος της οποίας ήταν από τα πλέον εύφορα της Αττικής. Είχαν κάνει το μεγαλύτερο μέρος του βοσκοτόπια για τα κοπάδια, και όσο για τα αγροτεμάχια με το σιτάρι και το κριθάρι, ήταν θερισμένα αλλά δεν είχε περάσει από πάνω τους ούτε το αλέτρι ούτε το λίπασμα. Έμενε λοιπόν ελεύθερο ένα ευρύ πεδίο για στρατιωτικές επιχειρήσεις, στο οποίο το ιππικό των Περσών θα μπορούσε να αναπτυχθεί κατά πλάτος αν οι Έλληνες έκαναν την απερισκεψία να βγουν στην πεδιάδα. Οι Πέρσες βρίσκονταν στα αριστερά του Θεμιστοκλή, πέρα από την ουδέτερη ζώνη και σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τις ελληνικές γραμμές. Παρά τη ζέστη, είχαν αναπτύξει κι εκείνοι το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματός τους, σχηματίζοντας ένα ευρύ μέτωπο που πρακτικά έφτανε ως την παραλία, διαγράφοντας μια ευθεία γραμμή, παράλληλη προς εκείνη του αθηναϊκού στρατού. Πίσω τους εκτεινόταν ο καταυλισμός τους, φτάνοντας ως το μεγάλο έλος που έκλεινε το ανατολικό άκρο της πεδιάδας. Ο στόλος είχε αραδιαστεί σε όλη την ακτογραμμή, στη μακρόστενη παραλία του σημερινού Σχινιά. Οι Πέρσες είχαν φέρει τόσα πλοία ώστε ήταν αδύνατον να προσαράξουν όλα μαζί στην άμμο, και τα μισά είχαν αναγκαστεί να ρίξουν άγκυρα στον όρμο. Για κακή τύχη των Ελλήνων, τα πλοία του εχθρού δε διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, γιατί από το άλλο άκρο της πεδιάδας εξείχε η χερσόνησος της Κυνόσουρας,
που έκλεινε το μεγάλο αγκυροβόλιο σαν μόλος. «Διάλεξαν το τέλειο σημείο για να αποβιβαστούν», σχολίασε ο Κυναίγειρος. «Σαν ψέματα μου φαίνεται ότι κατάφεραν να τα σχεδιάσουν όλα με τόση λεπτομέρεια από την Περσία». Ο Κυναίγειρος, ταξίαρχος της Αιαντίδας φυλής και αδελφός του ποιητή Αισχύλου, είχε αποφασίσει να συνοδεύσει τον Θεμιστοκλή σε εκείνη τη μικρή εξερεύνηση φέρνοντας μαζί κι ένα σκλάβο. Μαζί τους είχε έρθει και ο Ευφορίωνας το Νευρόσπαστο, που ύστερα από κάμποσα τικ απάντησε στον Κυναίγειρο: «Μην το λες. Εδώ είναι σκατομέρος. Θα τους βόλευε περισσότερο το Φάληρο. Αν είχαν αποβιβαστεί εκεί, τώρα θα τους είχαμε μέσα στην Αθήνα». «Στο Φάληρο θα είχαμε φτάσει πριν αποβιβαστούν», απάντησε ο Κυναίγειρος. «Πίστεψέ με, για ένα σωρό ανθρώπους που είναι στριμωγμένοι πάνω στο στενό κατάστρωμα ενός πλοίου, δεν είναι τόσο εύκολο να πατήσουν το πόδι τους σε μια παραλία όταν τους περιμένει επιτροπή υποδοχής. Με τους μισούς άνδρες απ’ όσους έχουμε εκεί κάτω, θα μπορούσαμε να τους εμποδίσουμε». «Δεν είναι τυχαίο το ότι επέλεξαν τόσο καλά το σημείο», σχολίασε ο Θεμιστοκλής. «Κάποιος πρέπει να τους πληροφόρησε». Ο Κυναίγειρος πρόφερε το όνομα που είχαν όλοι κατά νου: «Ο Ιππίας». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. Είχαν διαδοθεί φήμες ότι οι Πέρσες είχαν έρθει συνοδευόμενοι από τον τύραννο που οι Αθηναίοι είχαν εξορίσει είκοσι χρόνια νωρίτερα. Όταν ήταν πολύ νεότερος, ο Ιππίας είχε αποβιβαστεί στην ίδια παραλία με τον Πεισίστρατο, τον πατέρα του. Από εκεί είχαν καλπάσει μέχρι την Αθήνα στρατολογώντας στο δρόμο τόσους οπαδούς ώστε τελικά κατάφεραν να πάρουν την πρωτεύουσα χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουν. «Ίσως συμβούλεψε τον Δάτι να επιλέξει τον Μαραθώνα ελπίζοντας να επαναλάβει την επιτυχία του πατέρα του», είπε ο Θεμιστοκλής. «Αν πάντως νομίζει ότι μπορεί να φτάσει ως την Αθήνα χωρίς μάχη, είναι πολύ γελασμένος», είπε ο Κυναίγειρος. «Οι καιροί έχουν
αλλάξει. Ο κόσμος αγριεύει και μόνο που ακούει τη λέξη “ τυραννία”. Οι Πέρσες δε θα βρουν οπαδούς του Ιππία ανάμεσά μας». Θα βρουν όμως προδότες που θα τους ανοίξουν τις πύλες, όπως στην Ερέτρια, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής κοιτώντας λοξά το Νευρόσπαστο. Ανάμεσα στους συγγενείς του, τους Αλκμεωνίδες, οι οποίοι τον περιφρονούσαν για την αδυναμία που ταλαιπωρούσε το πνεύμα του, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν κρατήσει μια μάλλον συγκεχυμένη στάση από την αρχή της σύγκρουσης με την Περσία. Ευτυχώς, οι περισσότεροι βρίσκονταν τώρα εκεί κάτω, μαζί με τον υπόλοιπο στρατό, όπου θα έκαναν πολύ λιγότερο κακό απ’ ό,τι αν ενέδρευαν πίσω από τα τείχη των Αθηνών. Οι γέροι που έμειναν πίσω δε θα μπορέσουν να αδράξουν τα δόρατα, τον προειδοποίησε άλλη μια φωνούλα, μα έχουν ακόμη αρκετή δύναμη ώστε να σηκώσουν την αμπάρα μιας πόρτας και να την ανοίξουν στους Πέρσες. Απόδιωξε εκείνη τη σκέψη. Αυτό που προείχε τώρα ήταν να εμποδίσουν τους Πέρσες να φτάσουν στην πόλη. «Σίκιννε», είπε και στράφηκε προς το σκλάβο του, «δώσε μου, σε παρακαλώ, τη διόπτρα». Ο Πέρσης, που τους ακολουθούσε σιωπηλός εδώ και κάμποση ώρα, άνοιξε το δερμάτινο σακούλι που είχε στη ζώνη κι έβγαλε από μέσα ένα περίεργο τεχνούργημα που αποτελούνταν από ένα μακρύ κούφιο καλάμι από σίλφιο με ένα λαξεμένο κρύσταλλο από χαλαζία προσαρμοσμένο σε κάθε άκρη. Η διόπτρα είχε τη θαυμάσια αρετή τού να πλησιάζει τα αντικείμενα στο μάτι, σαν να βρίσκονταν δέκα ή δεκαπέντε φορές πιο κοντά. Σε αντάλλαγμα όμως, είχε ένα άλλο, ιδιαίτερα ενοχλητικό χαρακτηριστικό: όταν κοιτούσε κανείς μέσα από αυτή, όλα εμφανίζονταν ανάποδα, λες και ο κόσμος είχε γυρίσει τα πάνω κάτω. Ο Θεμιστοκλής είχε προσέξει ότι κάποιοι ζαλίζονταν σαν τη χρησιμοποιούσαν. Εκείνος όμως, με μεγάλη πειθαρχία, είχε συνηθίσει να αναστρέφει την εικόνα μέσα στο μυαλό του για να αναλύει αυτό που έβλεπε. «Πού το βρήκες αυτό;» τον ρώτησε ο Κυναίγειρος. «Σε κανένα
από τα εξωτικά ταξίδια σου στην Ανατολή;» Ο αδελφός του Αισχύλου ένιωθε μιαν αλλόκοτη έλξη για καθετί ανατολίτικο και ακόμα περισσότερο για οτιδήποτε περσικό. Στα συμπόσια που διοργάνωνε στο σπίτι του, ο Κυναίγειρος στολιζόταν συχνά σύμφωνα με την ασιατική μόδα, σγούραινε το μούσι του και φορούσε έναν πολύχρωμο μανδύα από βαμβάκι που είχε φτάσει από τη μακρινή Ινδία. Μα οι καιροί δεν ευνοούσαν αυτές τις μόδες και ο χιτώνας που φορούσε τώρα ο Κυναίγειρος ήταν από απλό λινό, χωρίς σχέδια. Ένα ρούχο αδιαμφισβήτητα ελληνικό. «Ακριβώς το αντίθετο», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Μου το πούλησε ένας καπετάνιος από τη Φοινίκη σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ιταλία». Ο Κυναίγειρος χαμογέλασε σαρκαστικά. «Ναι, ε; Ώστε σου το πούλησε ένας Φοίνικας. Και πόσα χρήματα σου πήρε, αν επιτρέπεται;» «Τον πλήρωσα πεντακόσιες πενήντα δραχμές», απάντησε ο Θεμιστοκλής χωρίς να διστάσει. Από τη ζαβολιάρικη λάμψη στα μάτια του Κυναίγειρου, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι ο φίλος του κάτι υποπτευόταν. Ωστόσο προτίμησε να μην του ομολογήσει την αλήθεια. Πριν από τέσσερα χρόνια, στα ανατολικά της Σικελίας, είχε πέσει πάνω σε ένα πλοίο που επέστρεφε στις φοινικικές πόλεις της Ανατολής, κατά πάσα πιθανότητα στην Τύρο. Τα πανιά του ήταν σκισμένα και ήταν προφανές ότι κάποια καταιγίδα το είχε χωρίσει από τα υπόλοιπα του στόλου του. Ο Θεμιστοκλής, αντιθέτως, ταξίδευε με μια μικρή συνοδεία από τρία μεταγωγικά κι ένα πολεμικό πλοίο, και με τέτοια αριθμητική υπεροχή ο πειρασμός να λεηλατήσει το εμπορικό από τη Φοινίκη ήταν υπερβολικά ζουμερός για να αντισταθεί. Στο κάτω κάτω, οι Φοίνικες θα έκαναν το ίδιο αν η κατάσταση ήταν η αντίστροφη. Στα αμπάρια του πλοίου βρήκαν πάνω από έναν τόνο ράβδους κασσίτερου, που ύστερα πούλησαν σε καλή τιμή, αλλά και χοντρά
δέρματα από αρκούδες και κάστορες, κομμάτια ακατέργαστου ήλεκτρου κι ένα-δυο πιθάρια γεμάτα με ένα γκριζωπό, παχύρρευστο λάδι που μύριζε άσχημα. Εκείνο όμως που λαχταρούσε πραγματικά ο Θεμιστοκλής του είχε ξεφύγει. Ο καπετάνιος του εμπορικού πλοίου, σαν είδε ότι τον είχαν πλευρίσει, έβαλε φωτιά στο σεντούκι στο οποίο φύλασσε τα έγγραφά του, έδεσε στα πόδια του την άγκυρα του πλοίου και ρίχτηκε στη θάλασσα. Ο Θεμιστοκλής ήταν σίγουρος ότι εκείνο το μπαούλο έκρυβε χάρτες και περίπλους των ακτών που βρίσκονταν πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες, ίσως της διαδρομής για τις μακρινές Κασσιτερίδες, ακόμα και για τη μυθική Θούλη. Τουλάχιστον όμως είχε πέσει στα χέρια του εκείνη η διόπτρα με την οποία τώρα παρατηρούσε το στρατόπεδο του εχθρού. «Πρόσεχε, μην το γυρίζεις στον ήλιο αυτό το σκατόπραμα», τον προειδοποίησε ο Ευφορίωνας, τεντώνοντας τα δάχτυλα για να αγγίξει τον εξωτερικό φακό. Ο Θεμιστοκλής, παρότι συνήθως επιδείκνυε υπομονή με τις αταξίες του φίλου του, τράβηξε τη διόπτρα γιατί φοβήθηκε μήπως τη σπάσει ή μήπως λερώσει το κρύσταλλο. Ο Ευφορίωνας τίναξε δυο φορές το λαιμό προς τα αριστερά, μουρμούρισε «σκατά» για μία ακόμα φορά και πρόσθεσε: «Μπορεί να σου κάψει τα μάτια». «Ευχαριστώ για τη συμβουλή σου, Ευφορίωνα, αλλά δεν τη ζήτησα», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Πλησίασε το δεξί μάτι στη διόπτρα και την έστρεψε πρώτα προς την παραλία. Όπως υποπτευόταν, τα καράβια που είχαν αράξει στην άμμο και μέσα από τη διόπτρα έδειχναν να κρέμονται από αυτή ήταν οι τριήρεις. Με δεδομένο ότι το κυριότερο όπλο εκείνων των πλοίων ήταν η ευκινησία, το πλήρωμά τους τα έβγαζε στην άμμο όποτε είχε ευκαιρία, ώστε το ξύλο από έλατο ή, στην περίπτωση των φοινικικών πλοίων, από κέδρο να στεγνώνει όσο το δυνατόν περισσότερο και να είναι πιο ελαφρύ. Ο Θεμιστοκλής υπολόγισε ότι στην παραλία θα υπήρχαν κοντά στις διακόσιες τριήρεις, ενώ διπλάσια μεταγωγικά πλοία είχαν αγκυροβολήσει στον όρμο. Συνολικά εξακόσια πλοία.
Στράφηκε προς τον Σίκιννο. Ο γίγαντας είχε πιαστεί αιχμάλωτος στην αποτυχημένη εκστρατεία που είχε επιχειρήσει κατά της βόρειας Ελλάδας ο στρατηγός Μαρδόνιος τρία χρόνια νωρίτερα. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι ο σκλάβος του παρέμενε πιστός στον Μεγάλο Βασιλιά. Γνώριζε όμως και ότι, όντας πεπεισμένος και υπερήφανος για την ισοπεδωτική υπεροχή του στρατού του Δαρείου, δεν είχε κανένα πρόβλημα να αποκαλύψει κάποια πληροφορία σχετικά με αυτόν. «Πού μεταφέρουν τα άλογα, Σίκιννε;» Ο νεαρός Πέρσης του απάντησε με τα ελληνικά του, γεμάτα συριστικούς ήχους. «Όταν ταξίδεψα με τον Μαρδόνιο, κάναμε χώρο για τα άλογα προσαρμόζοντας τις τριήρεις: ξεμοντάραμε τις δύο κατώτερες σειρές των κωπηλατών». «Πόσα άλογα μπορεί να φορτώσει κανείς με αυτό τον τρόπο;» ρώτησε ο Κυναίγειρος. «Δεκαπέντε, είκοσι;» «Τ ριάντα, κύριε». Όπως το είχα φανταστεί, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Ήταν δύσκολο να υπολογίσει πόσο ιππικό διέθετε ο Δάτις, γιατί οι μονάδες του κινούνταν διαρκώς ανάμεσα σε εκείνες του πεζικού και μερικές περνούσαν μπροστά καλπάζοντας στο κενό ακόμη πεδίο της μάχης για να πλησιάσουν τις θέσεις των Ελλήνων οπλιτών και να τους προκαλέσουν με τις κραυγές τους. Μα ο Θεμιστοκλής παρακολουθούσε τις ίλες εδώ και μια-δυο ώρες και τις είχε εντοπίσει. Απ’ ό,τι είχε πει ο Σίκιννος, οι Πέρσες ήταν πολύ σχολαστικοί και οργάνωναν το στρατό τους σε πολλαπλάσια του δέκα, του εκατό και του χίλια. Στοιχημάτιζε ότι τώρα είχαν φέρει δύο χαζαραμπάμ ιππικού. «Δύο χιλιάδες άλογα», μετέφρασε δυνατά. Κανείς στην Ελλάδα δεν είχε τέτοια δύναμη, ούτε καν οι Θεσσαλοί, που φημίζονταν για τα άλογά τους. «Σκατά κι απόσκατα, την πατήσαμε», μουρμούρισε ο Ευφορίωνας και εκτέλεσε τρεις απανωτές φορές το γνωστό τελετουργικό, χτυπώντας τους ώμους, το στέρνο και το μέτωπο.
Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι ο φίλος του δε φοβόταν. Αν μιλούσαν για γυναίκες, θα αράδιαζε τις ίδιες βρισιές και θα έκανε τις ίδιες γκριμάτσες. Ίσως βέβαια να έκανε χειρότερες, γιατί ο κακόμοιρος ο Ευφορίωνας είχε περισσότερους λόγους να φοβάται τις γυναίκες παρά τους πολεμιστές του εχθρού. Ο Θεμιστοκλής είχε προσπαθήσει να τον παντρέψει με την αδελφή του Νικομάχη, εκείνη όμως του απάντησε πάνω-κάτω: «Όσο νόμιμος προστάτης μου και να είσαι, δεν πρόκειται να με παντρέψεις με αυτό τον παλαβό». Η Νικομάχη είχε κληρονομήσει τη μισή ισχυρογνωμοσύνη της μητέρας της, που ήταν ήδη αρκετή, γι’ αυτό και η κουβέντα είχε λήξει εκεί. «Ε, καλά, έφεραν άλογα...» είπε ο Κυναίγειρος. «Τ ι είναι δύο χιλιάδες μεγάλοι γάιδαροι απέναντι στους καλύτερους οπλίτες της Ελλάδας;» «Ποτέ δεν υπήρξαμε οι καλύτεροι οπλίτες της Ελλάδας», είπε ο Ευφορίωνας. Έδειξε την πεδιάδα –δεν μπόρεσε να αντισταθεί κι έφερε προηγουμένως το χέρι μια-δυο φορές στο αυτί– και πρόσθεσε: «Ξεχνάς το πεζικό τους με τα σκατοτόξα που κουβαλάνε. Σκατά, την πατήσαμε, θα φάμε χώμα». Ο Θεμιστοκλής έστρεψε ξανά τη διόπτρα προς τα αριστερά, μα αυτή τη φορά την κάρφωσε στις γραμμές των στρατιωτών που έστεκαν όρθιοι και είχαν παραταχθεί στην πεδιάδα. Στην πτέρυγα που ήταν πιο κοντά τους διέκρινε ένα συνονθύλευμα στρατού: Ίωνες, Κάρες, Παμφύλιοι και άλλοι υποτελείς του Μεγάλου Βασιλιά. Μα το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος αποτελούνταν από Πέρσες με στολές σε έντονα χρώματα. Στην πρώτη γραμμή έστεκαν στρατιώτες που κρατούσαν ασπίδες ψηλές σχεδόν όσο ένας άνδρας, που από την πίσω πλευρά μάλλον είχαν αντερείσματα, γιατί, παρότι μερικοί Πέρσες είχαν πάψει να τις κρατούν, έστεκαν όρθιες. Πίσω από το τείχος των ασπίδων έστεκε μεγάλο πλήθος τοξοτών που φορούσαν κόκκινα και είχαν παραταχθεί σε βάθος δέκα ή δώδεκα γραμμών. Κρατούσαν μόνο τόξα και βέλη και σπαθιά και μακριά μαχαίρια για τη μάχη σώμα με σώμα. Όταν ο Θεμιστοκλής περιέγραψε στο σκλάβο του τον εξοπλισμό
εκείνων των ανδρών, ο Σίκιννος απάντησε: «Αυτοί που προστατεύουν τους τοξότες είναι οι σπαραμπάρα». Ο νέος δίστασε κι ύστερα αποτόλμησε να μεταφράσει στα ελληνικά: «Ασπιδοφόροι;» «Κάτι τέτοιο», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Συνέχισε να διατρέχει τις γραμμές των Περσών με τη διόπτρα. Οι μονάδες ήταν ξεκάθαρα χωρισμένες με φαρδιούς διαδρόμους, που χρησίμευαν για να περνούν ανάμεσά τους οι ίλες του ιππικού. Όταν έφτασε στο κέντρο, ο Θεμιστοκλής διαπίστωσε ότι υπήρχαν πέντε ένστολα τάγματα μιας άλλης φρουράς. Και εδώ, στην πρώτη γραμμή έστεκαν σπαραμπάρα, με τις μεγάλες, φανταχτερές, πολύχρωμες ασπίδες τους· πίσω τους όμως είχαν παραταχθεί στρατιώτες που φορούσαν γαλάζια καφτάνια και μίτρες στο κεφάλι και κρατούσαν δόρατα και πιο ελαφριές ασπίδες. Εκτός από τα δόρατα, κρατούσαν και τόξα και φαρέτρες. Ο παλιός του δάσκαλος, ο Φοίνικας, δεν υπερέβαλλε όταν έλεγε ότι το πρώτο πράγμα που μάθαιναν οι Πέρσες ήταν ο χειρισμός του τόξου. Ο Θεμιστοκλής φαντάστηκε όλους εκείνους τους τοξότες να εξαπολύουν ταυτόχρονα δεκάδες χιλιάδες βέλη. «Ποιοι είναι αυτοί οι στρατιώτες με τα δόρατα;» «Είναι οι αρστίκα», απάντησε ο Σίκιννος και πρόσθεσε περήφανος: «Κι εγώ ήμουν κάποτε αρστίκα». Ο Θεμιστοκλής φαντάστηκε εκείνο το γίγαντα οπλισμένο με δόρυ και ασπίδα και με τη μίτρα στο κεφάλι και σκέφτηκε ότι ούτε ο κολοσσός Αίας κάτω από τα τείχη της Τ ροίας δε θα προκαλούσε τέτοιο πανικό. Κι εκείνη τη στιγμή ακόμα, που φορούσε έναν απλό χιτώνα και είχε τα μπράτσα γυμνά, ο Σίκιννος ενέπνεε τρόμο. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αρμονικά, θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι ήταν ωραίος. Μα, όταν είχε καταρρεύσει το ορυχείο, είχε σπάσει το διάφραγμα της μύτης του και ο κεραυνός που τον είχε χτυπήσει του είχε αφήσει στη δεξιά πλευρά του προσώπου μια καταχθόνια μπλάβα ουλή που ξεκινούσε στον κρόταφο κι έφτανε ως το πιγούνι. Σαν να μην έφταναν αυτά, από το άλλο του ατύχημα, στη θάλασσα, του είχε μείνει μια άσχημη δαγκωνιά στο σχήμα του
μισοφέγγαρου, που κοσμούσε την αριστερή του γάμπα. «Ήμασταν το δεύτερο καλύτερο στράτευμα του Μεγάλου Βασιλιά», συνέχισε ο Σίκιννος. «Μετά τους ανουσίγια». «Ανούσα; Ποιοι είναι πάλι αυτοί;» ρώτησε ο Κυναίγειρος. «Η προσωπική φρουρά του Μεγάλου Βασιλιά», απάντησε ο Σίκιννος. «Ανήκουν όλοι σε καλές οικογένειες και είναι σπουδαίοι πολεμιστές με το δόρυ και το τόξο». Έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή και ύστερα πρόσθεσε: «Και είναι δέκα χιλιάδες». Ο Ευφορίωνας σφύριξε μέσα από τα δόντια κι επανέλαβε το τελετουργικό του. Κλείδες, στέρνο, μέτωπο. Ύστερα τέντωσε το χέρι σαν να ήθελε να αγγίξει τους κόμπους στο ζωνάρι του Σίκιννου, μα ο Θεμιστοκλής του έδωσε μία και τον απομάκρυνε. «Σκατά κι απόσκατα», μουρμούρισε ο δαίμων του Ευφορίωνα. «Ο Δαρείος έχει περισσότερους στρατιώτες στην προσωπική του φρουρά απ’ όλο το σκατοϊππικό που έχουμε φέρει εμείς». «Δέκα χιλιάδες είπες; Μήπως εννοούσες χίλιους;» ρώτησε ο Κυναίγειρος. «Δέκα χιλιάδες είναι, κύριε, ούτε ένας λιγότερος. Όταν κάποιος αρρωσταίνει ή αποχωρεί, τον αντικαθιστούν αμέσως με κάποιον που περιμένει τη σειρά του, για να υπάρχουν πάντα δέκα χαζαραμπάμ. Ήμουν κι εγώ σε αυτή τη λίστα· όταν έφυγα από τη Βαβυλώνα, είχα το νούμερο δύο χιλιάδες τετρακόσια τρία». Ο Θεμιστοκλής μάθαινε περσικά με το σκλάβο του εδώ και κάμποσο καιρό και επανέλαβε κατ’ ιδίαν το όνομα της προσωπικής φρουράς του Δαρείου. Άθελά του όμως, αντί να τους αποκαλέσει «βασιλικούς συντρόφους» ή ανουσίγια, παρασύρθηκε από τη λανθασμένη προφορά του Κυναίγειρου και μουρμούρισε ανάουσα, που σήμαινε «αθάνατοι». Του άρεσε εκείνη η μεταφορά: ένα μεγάλο τάγμα, του οποίου τα επιμέρους μέλη πέθαιναν μα το ίδιο ως σύνολο ήταν αθάνατο. «Είναι και άνδρες από αυτό το σώμα εκεί κάτω, Σίκιννε;» ρώτησε το σκλάβο του. «Όχι, κύριε. Εκείνοι πηγαίνουν στον πόλεμο μόνον όταν
συνοδεύουν τον Μεγάλο Βασιλιά». «Χαίρομαι που το ακούω», είπε ο Κυναίγειρος. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε ξανά από τη διόπτρα. Στο βορινό μέρος της πεδιάδας μια ομάδα ιππικού από τριάντα με σαράντα ιππείς είχε ξεκολλήσει από το τείχος των ασπίδων. Τους παρατήρησε προσεκτικά και τους περιέγραψε στον Σίκιννο. Ο σκλάβος τού είπε ότι μάλλον ήταν Σάκες πολεμιστές· ήταν ένας λαός που ζούσε στα βόρεια της Περσίας, στις όχθες της Κασπίας Θάλασσας. Μιλούσαν μια γλώσσα συγγενική με τα περσικά και τα έθιμά τους ήταν παρόμοια. «Αυτοί όμως είναι βάρβαροι, δεν ακολουθούν τις εντολές του Αχουραμάζντα». Γιατί πάντα οι πιο κοντινοί μας γείτονες φαίνονται οι πιο βάρβαροι; αναρωτήθηκε ο Θεμιστοκλής χωρίς να αφήσει τη διόπτρα. Μερικοί από εκείνους τους ιππείς κρατούσαν μικρές ασπίδες· άλλοι πάλι όχι, μα τα ρούχα τους έβγαζαν μια μεταλλική λάμψη στον ήλιο, άρα μάλλον προστατεύονταν από κάποιο είδος πανοπλίας. Ένας ιππέας έδειξε απειλητικά προς το μέρος του και ύστερα απευθύνθηκε στους συντρόφους του χειρονομώντας. Ο Θεμιστοκλής ταράχτηκε και άφησε τη διόπτρα. Ως διά μαγείας, οι Σάκες φάνηκαν πάλι να πατούν στο έδαφος, σε μιαν απόσταση που τον καθησύχαζε κάπως. Συνέχισαν όμως να καλπάζουν προς το Κοτρώνι. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι ίσως ο ήλιος είχε κάνει αντανάκλαση στο κρύσταλλο της διόπτρας και είχε προδώσει την παρουσία τους. «Μπορεί να μη μας είδαν», ευχήθηκε μεγαλόφωνα. «Εγώ τους βλέπω», απάντησε ο Κυναίγειρος. «Τ ι σε κάνει να νομίζεις ότι εκείνοι δε μας βλέπουν;» «Σκατά κι απόσκατα», μουρμούρισε ο Ευφορίωνας. «Μήπως πρέπει να γυρίσουμε πίσω αμέσως;» «Μου φαίνεται εξαιρετική ιδέα», είπε ο Θεμιστοκλής. Κατέβηκαν την πλαγιά σκοντάφτοντας και γλιστρώντας ανάμεσα στις πέτρες και στα σκόρπια χαλίκια. Τους χώριζε ακόμη αρκετή απόσταση από το απόσπασμα που είχε αποκοπεί και για να φτάσουν στο φράχτη των πεύκων δε θα έλειπαν πάνω από πεντακόσια μέτρα.
Ήταν προφανές όμως ότι οι Σάκες τους είχαν ανακαλύψει, γιατί άρχισαν να μαστιγώνουν τα άλογά τους και να τους πλησιάζουν καλπάζοντας μέσα από ένα βοσκοτόπι. «Τ ρέξτε!» φώναξε ο Κυναίγειρος. Η εντολή δεν ήταν απαραίτητη: οι πέντε άνδρες είχαν αρχίσει να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Πίσω τους ακούγονταν ήδη οι φωνές των ιππέων και ο καταιγισμός των οπλών στο έδαφος. Κάτι πέρασε σφυρίζοντας δίπλα από το αυτί του Θεμιστοκλή. Ένιωσε σαν να τον είχε τσιμπήσει σφήκα. Για μια παράλογη στιγμή σκέφτηκε ότι αυτό ακριβώς είχε συμβεί, μα αμέσως είδε ένα βέλος που είχε καρφωθεί στο έδαφος λίγα μέτρα πιο πέρα. Έφερε το χέρι στον κρόταφό του και είδε ότι είχε ματώσει· το αυτί τουλάχιστον ήταν ακόμη στη θέση του. Χωρίς να σταματήσει να τρέχει, γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων πίσω τους, ήταν μια μικρή ομάδα ιππέων, πέντε ή έξι άνδρες που είχαν ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους. Οι Σάκες ιππείς μπορούσαν να καλπάζουν και να βάλλουν μαζί με δαιμονισμένη ευκολία. Τα βέλη περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους βουίζοντας σαν γιγάντιες κρεατόμυγες. Ο Θεμιστοκλής ξαναγύρισε να κοιτάξει λοξά και είδε ότι ένας από τους διώκτες του προηγούνταν τόσο πολύ των άλλων που είχε βρεθεί σχεδόν από πάνω τους. «Προσέξτε!» φώναξε. Ένα βέλος καρφώθηκε στο μηρό του βοηθού του Κυναίγειρου. Ο άνδρας έβγαλε μια κραυγή πόνου, έκανε δυο-τρεις ακόμα δρασκελιές και σωριάστηκε στο έδαφος. Σαν είδε ότι ο Κυναίγειρος οπισθοχωρούσε για να βοηθήσει το σκλάβο του, ο Θεμιστοκλής διέταξε τον Σίκιννο να τον βοηθήσει. Ο Πέρσης κοντοστάθηκε για μια στιγμή, σήκωσε τον πληγωμένο σαν να ήταν πούπουλο, τον έβαλε στον ώμο και συνέχισε να προχωρά σαν βοσκός που είχε φορτωθεί ένα αρνί το οποίο είχε ξεστρατίσει από το κοπάδι. Έτρεχαν σε ζιγκ ζαγκ για να αποφύγουν τα βέλη. Ο φράχτης
βρισκόταν πια σε λιγότερα από εκατό μέτρα, μα ο Θεμιστοκλής έσφιγγε τα δόντια πεπεισμένος ότι ανά πάσα στιγμή θα ένιωθε μια παγωμένη μαχαιριά στην πλάτη. Ένιωθε τους πνεύμονές του να σφυρίζουν και είχε γεύση από αίμα στο στόμα. Παρότι ήταν καλός δρομέας, πρώτη φορά στη ζωή του ζόριζε τόσο πολύ τα πόδια του. Στα δεξιά του άκουσε τον καλπασμό ενός αλόγου ακόμα πιο κοντά. Έστριψε το κεφάλι και είδε ότι ο ιππέας που είχε προσπεράσει τους άλλους τον είχε πλησιάσει. Το άλογό του ήταν μάλλον μικρόσωμο και είχε κοντά πόδια, μα τα κουνούσε με τόσο δαιμονισμένη ταχύτητα που μετά βίας φαίνονταν. Ο ιππέας γύρισε πάνω στη σαγή του σφίγγοντας τα γόνατα για να ανακόψει λίγο το βήμα του αλόγου και τον σημάδεψε με το τόξο μισοτεντωμένο κι ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο στα χείλη. Ήταν προφανές ότι ο Σάκας έπαιζε μαζί του, σαν να του έλεγε: «Βλέπεις; Μπορώ να σε σκοτώσω ανά πάσα στιγμή». Ο Θεμιστοκλής δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από πάνω του. Όταν δω το βέλος να έρχεται, θα πέσω στο έδαφος, σκέφτηκε, ξέροντας όμως ότι από τόσο μικρή απόσταση δε θα κατάφερνε να αντιδράσει αρκετά γρήγορα. Ο εχθρός φώναξε κάτι στη γλώσσα του και τέντωσε τη χορδή του τόξου ώσπου έφτασε δίπλα στο αυτί του. Όταν όλα έδειχναν ότι θα έριχνε, το χαμόγελό του πάγωσε κι ένα βέλος εμφανίστηκε στο λάθος σημείο, διαπερνώντας το λαιμό του απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Θεμιστοκλής, σαστισμένος, νόμισε για μια στιγμή ότι επρόκειτο για μια άστοχη βολή από τους ίδιους τους διώκτες τους, μα το φτερό του βέλους έδειχνε προς το αθηναϊκό στρατόπεδο. Τα μπράτσα του εχθρού έπεσαν άτονα κι άφησαν το τόξο. Ο ιππέας γλίστρησε από τη σέλα και σωριάστηκε από την άλλη πλευρά του αλόγου με τα πόδια προς τα πάνω. Επιτέλους ο Θεμιστοκλής κατάφερε να τραβήξει τα μάτια από τον βάρβαρο και να κοιτάξει μπροστά του. Οι δικοί τους είχαν τρέξει για βοήθεια, σκαρφαλώνοντας στα σωριασμένα δέντρα του φράχτη. Ήταν πάνω από εκατό άνδρες, πελταστές του ελαφρού ιππικού, που
πετούσαν πέτρες και δόρατα, και οπλίτες, που έσειαν πάνω από το κεφάλι τους μακριά δόρατα από φλαμουριά απειλώντας τους Σάκες. Ένας ψηλός, εύσωμος άνδρας με πυκνή γενειάδα είχε σκαρφαλώσει στον κορμό ενός πεύκου και προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του για να μην πέσει, ενώ έβαζε ένα ακόμα βέλος στο τόξο του κι έβριζε σε κακά περσικά. Εκείνος του είχε σώσει τη ζωή. Ο Μιλτιάδης. Για να δούμε τι θα μου ζητήσει για αντάλλαγμα, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, που γνώριζε καλά το στρατηγό. Παρόλο που το στέρνο του έκαιγε και το στόμα του είχε τη γεύση του αίματος, κατάφερε να ζορίσει τα πόδια του μια τελευταία φορά και να φτάσει στο φράχτη λίγα βήματα πίσω από τον Ευφορίωνα. Τα πόδια του γρατζουνίστηκαν από τις βελόνες και τα κλαδιά, μα δε σταμάτησε· άρχισε να πηδά ανάμεσα στα κενά μέχρι να διανύσει μια συνετή απόσταση. Μόνο τότε γύρισε και είδε ότι ο Κυναίγειρος τον ακολουθούσε κατά πόδας. Ο Σίκιννος, που εμποδιζόταν από το βάρος του άλλου σκλάβου, είχε ξεμείνει πίσω. Μα οι Σάκες είχαν κοντοσταθεί και, αφού περιέλουσαν με προσβολές τους υπερασπιστές του φράχτη, γύρισαν τα άλογά τους και αποσύρθηκαν. Όταν ο Σίκιννος έφτασε στο φράχτη, διαπίστωσαν ότι ο άνδρας τον οποίο είχε βοηθήσει ήταν νεκρός. Με το θάνατό του, όμως, είχε σώσει τη ζωή του Πέρση. Ο Σίκιννος τον είχε φορτώσει στον ώμο με τέτοιο τρόπο ώστε το κορμί του άλλου σκλάβου να σκεπάζει την πλάτη του, προστατεύοντάς τον σαν ανθρώπινη ασπίδα. Ο άτυχος άνδρας είχε τρία βέλη καρφωμένα στο κορμί κι ένα στο κεφάλι. Ενώ ο Κυναίγειρος είχε σκύψει πάνω από το άψυχο κορμί του βοηθού του και του έβγαζε τα βέλη, ο Θεμιστοκλής είχε ακουμπήσει τα χέρια στα γόνατα και προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Το αριστερό πλευρό τον πονούσε σαν να του είχαν δώσει κλοτσιά κι ένιωθε σαν να του είχαν τρίψει το αυτί με γυαλόχαρτο. Μα ήταν ζωντανός. Ξαφνικά αισθάνθηκε να τον κυριεύει μια αλλόκοτη ευφορία και ξέσπασε σε γέλια. Για μια στιγμή ο Κυναίγειρος τον κοίταξε
σοβαρός. Μάλλον όμως κατάλαβε αμέσως κι εκείνος ότι είχαν ξεφύγει παρά τρίχα από το θάνατο. Κάθισε στο έδαφος και ξεκαρδίστηκε στα γέλια μαζί με το φίλο του. Ο Ευφορίωνας τους κοίταξε σαν να είχαν τρελαθεί και οι δύο και ξέσπασε τη νευρικότητά του σε έναν καταιγισμό από τικ. «Πώς στο κέρατο καταφέρνετε να γελάτε; Τα πράγματα είναι σοβαρά. Αυτοί οι σκατο-Πέρσες κόντεψαν να μας σκοτώσουν όλους με τα ρημαδοτόξα τους». «Ο θάνατος δεν είναι καθόλου σοβαρός», απάντησε ο Κυναίγειρος. «Δεν έχεις προσέξει ότι όλες οι νεκροκεφαλές γελάνε;» Παρά τα λόγια του, ο Κυναίγειρος ηρέμησε και σταμάτησε τα γέλια. Ύστερα ζήτησε από μερικούς άλλους σκλάβους να αναλάβουν το κορμί του βοηθού του και τους έδωσε νομίσματα για το νεκρικό τελετουργικό. Ο Μιλτιάδης τους πλησίασε. Όταν τον είδε, ο Θεμιστοκλής ίσιωσε την πλάτη. «Σ’ ευχαριστώ, Μιλτιάδη. Δεν ήξερα ότι σημάδευες τόσο καλά με το τόξο». «Πέρασα πολλά χρόνια κυνηγώντας μαζί μ’ αυτούς τους αχρείους στα άλση της πατρίδας τους», απάντησε ο στρατηγός. «Πιο δύσκολα πετυχαίνει κανείς μια πέρδικα παρά έναν Πέρση». Ύστερα πρόσθεσε με κατήφεια: «Σε έψαχνα. Πού ήσουν; Έβγαζες τα μάτια καμιάς κατσίκας πίσω από καμιά ελιά;» Είχα ανέβει σε εκείνο το βουνό για να μετρήσω τους στρατιώτες των Περσών. Μην ξεχνάς ότι η νοοτροπία μου είναι εκείνη του λογιστή, όχι του κτηνοτρόφου. Εσείς οι ευγενείς ξέρετε καλύτερα να βατεύετε τις κατσίκες και τα πρόβατα. Η απάντηση πέρασε από το μυαλό του Θεμιστοκλή λέξη προς λέξη, μα σκέφτηκε ότι δε θα κέρδιζε τίποτα με το σαρκασμό και αποφάσισε να μη μιλήσει. Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Μιλτιάδης είχε αρχίσει να περπατά με μεγάλες δρασκελιές. Ο Θεμιστοκλής τον ακολούθησε όπως μπορούσε ενώ σφούγγιζε το αίμα με ένα φύλλο. Ο Μιλτιάδης, που έβαφε το γένι και τα μαλλιά του για να φαίνεται νεότερος,
πλησίαζε τα εξήντα και είχε μια αξιοπρόσεκτη κοιλιά, που ερχόταν σε αντίθεση με τα καλαμοπόδαρά του, αν και αυτό δεν τον εμπόδιζε να περπατά γρήγορα σαν παλικαράκι. Οι άνδρες που φύλασσαν το φράχτη άνοιγαν στο πέρασμά του σαν να ήταν το χάλκινο έμβολο μιας τριήρους. Ο Μιλτιάδης, που είχε περάσει όλη του τη ζωή μαθημένος στην τυφλή υπακοή των υφισταμένων του, είχε τη συνήθεια να περνά πάνω από τους άλλους και να τους τσαλαπατά. Τ ώρα, στη νέα Αθήνα, είχε αναγκαστεί να απαλύνει τους τρόπους του για να μιλά στην Εκκλησία του Δήμου. Το έκανε με όση ευχαρίστηση νιώθει εκείνος που κάθε πρωί παίρνει για καθαρτικό μια δόση ρετσινόλαδο, γιατί περιφρονούσε το λαό, στον οποίο αναφερόταν πάντα στις ιδιωτικές του συζητήσεις ως ο «όχλος».Ούτε ο λαός αγαπούσε τον Μιλτιάδη, κι όμως τον είχε εκλέξει στρατηγό επί δύο συνεχόμενα χρόνια. Ήταν ο μόνος άνδρας στην Αθήνα που γνώριζε τόσο καλά τους Πέρσες, αφού είχε υπάρξει για πολύ καιρό υποτελής του Μεγάλου Βασιλιά. Πολλά χρόνια πριν, κατά την πρώτη εκστρατεία των Περσών στην Ευρώπη, ο Δαρείος είχε κατασκευάσει μια μεγάλη γέφυρα από βάρκες για να περάσει τον Δούναβη με το στρατό του. Η γέφυρα είχε μείνει υπό τη φύλαξη των υποτελών του, των Ιώνων, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Μιλτιάδης. Όταν μαθεύτηκε ότι ο Δαρείος αντιμετώπιζε δυσκολίες, ο Μιλτιάδης πρότεινε στους άλλους Έλληνες αρχηγούς να κόψουν τα χοντρά σκοινιά που κρατούσαν ενωμένες τις βάρκες ώστε να απομονώσουν τους Πέρσες σε εχθρικό έδαφος, διαβεβαιώνοντας ότι έτσι θα απάλλασσαν τους Έλληνες από πολλά προβλήματα στο μέλλον. Οι υπόλοιποι όμως αρνήθηκαν κι έτσι ο Δαρείος κατάφερε να επιστρέψει ασφαλής. Αυτή τουλάχιστον ήταν η ιστορία που είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Μιλτιάδης για να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στις κατηγορίες ότι ήταν υποστηρικτής των Περσών ή μηδίζων, σύμφωνα με τον όρο που είχε εφεύρει ο κατήγορός του, ο Ξάνθιππος. Παρότι κανείς δεν μπορούσε ούτε να υποστηρίξει ούτε να αντικρούσει την ιστορία της γέφυρας, ο Μιλτιάδης την είχε διηγηθεί με τόσο πάθος και
τόση ακρίβεια ώστε οι δικαστές τον πίστεψαν. «Λοιπόν;» επέμεινε τώρα ο Μιλτιάδης. «Πού στο δαίμονα ήσουν;» Ο Θεμιστοκλής θυμήθηκε το ρητό που του είχε μάθει η μητέρα του («Μη λες ποτέ αυτό που σκέφτεσαι προτού το επαναλάβεις τρεις φορές μες στο μυαλό σου») και δάγκωσε τη γλώσσα του για δεύτερη φορά. Δε φοβόταν να καβγαδίσει με τον Μιλτιάδη, μα ήξερε ότι ήταν αδύνατον να τον πείσει για το παραμικρό. Γι’ αυτό μπήκε αμέσως στο θέμα. «Οι Πέρσες έχουν είκοσι πέντε χιλιάδες άνδρες πεζικό και δύο χιλιάδες ιππικό». Επιτέλους ο Μιλτιάδης τον κοίταξε στο πρόσωπο, μισοκλείνοντας τα μάτια. «Είσαι σίγουρος;» «Έχε εμπιστοσύνη στον Θεμιστοκλή», παρενέβη ο Κυναίγειρος, που δεν είχε κάνει βήμα από κοντά τους. «Είναι από εκείνους που ξέρουν να μετρούν ως και την άμμο της θαλάσσης». «Είναι τριπλάσιοι από εμάς», πρόσθεσε ο Θεμιστοκλής. «Στην πραγματικότητα δεν είναι. Έχουμε περίπου οχτώ χιλιάδες βοηθητικούς στρατιώτες που θα μας...» «Όχλο έχουμε», συμπλήρωσε τη φράση ο Θεμιστοκλής. Ο στρατηγός ξεφύσηξε σαν άλογο. «Δίκιο έχεις». Το ελαφρύ ιππικό που τους είχε συνοδεύσει στον Μαραθώνα δε μετρούσε, και το ήξεραν. Το είχαν αποδείξει οι αψιμαχίες της πρώτης μέρας. Τα τόξα των Περσών είχαν πολύ μεγαλύτερο βεληνεκές από τα δόρατα και τις σφεντόνες των Ελλήνων. Πριν καταφέρουν οι πελταστές να πλησιάσουν αρκετά ώστε να μπορέσουν να εξαπολύσουν τις πέτρες τους, οι Πέρσες τους είχαν γαζώσει με τα βέλη τους, είχαν σωριάσει πολλούς και είχαν τρέψει σε φυγή τους υπόλοιπους. Μόνο τα ασπιδοφόρα στρατεύματα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν εκείνη τη βροχή των βελών, αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν ήξεραν πόσοι οπλίτες θα έφταναν ζωντανοί ως τη σύγκρουση με το τείχος των ασπίδων των σπαραμπάρα. Το συμπέρασμα ήταν ότι σε
κάθε Αθηναίο οπλίτη αντιστοιχούσαν τρεις στρατιώτες του εχθρού, πράγμα εξαιρετικά κακό. Οι Έλληνες δεν είχαν νικήσει ποτέ σε ανοιχτό πεδίο τις δυνάμεις των Περσών και τώρα, σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, είχαν να αντιμετωπίσουν μια αριθμητική υπεροχή που απειλούσε να τους τσακίσει. Πλησίαζαν στο τέμενος του Ηρακλή όταν τους έφτασε ο Κίμωνας. Βλέποντάς τον δίπλα στον Μιλτιάδη, με τα ίδια γκρίζα μάτια, το ίδιο ύψος και τους εξίσου φαρδιούς ώμους, κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ήταν πατέρας και γιος. Τα χαρακτηριστικά του Κίμωνα όμως ήταν πιο λεπτά και τα μυώδη πόδια του έκαναν τις αναλογίες του πιο αρμονικές. Σαν άκουσε την αναφορά του Θεμιστοκλή, ο Κίμωνας σήκωσε τους ώμους και είπε: «Μη φοβάσαι, πατέρα. Όταν φτάσουν οι Σπαρτιάτες, η κατάσταση θα ισορροπήσει». Ο νέος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Σπάρτης. Είχε μακρύνει τα μαλλιά του και τα είχε πλέξει σε δύο κοτσίδες, το μούσι του ήταν κοντό και μυτερό και το μουστάκι ξυρισμένο, όλα κατά τη μόδα των Λακεδαιμονίων. Ο Θεμιστοκλής ήξερε μάλιστα ότι είχε αγοράσει ένα μάγειρα από τη Λακεδαίμονα για να του ετοιμάζει τον μέλανα ζωμό. «Είναι οι καλύτεροι στρατιώτες που έχουν υπάρξει ποτέ», είπε ο νέος. «Όταν έρθουν, θα είμαστε σχεδόν είκοσι χιλιάδες άνδρες και τότε θα δούμε τι μούτρα θα κάνουν οι Πέρσες». «Μέχρι να έρθουν οι Σπαρτιάτες πάντως, έχουμε συνάντηση με τον εχθρό», είπε ο Μιλτιάδης και πρόσθεσε κοιτώντας τον Θεμιστοκλή: «Γι’ αυτό σε έψαχνα. Θέλω να με συνοδεύσεις και να παρατηρήσεις προσεκτικά ό,τι δεις». «Έχουν στείλει κήρυκες;» Ο Μιλτιάδης κούνησε το κεφάλι. «Θα πάμε να τους συναντήσουμε τώρα αμέσως, σε ουδέτερο πεδίο. Ο αρχηγός τους θα μας προτείνει τους όρους της παράδοσης». «Τότε, δεν πρέπει να τους συναντήσουμε, πατέρα», είπε ο Κίμωνας. «Μπορεί να ερμηνευθεί ως προδοσία». «Όχι μόνο θα τους συναντήσουμε, αλλά, στην ανάγκη, θα τους
κάνουμε να πιστέψουν ότι το σκεφτόμαστε κιόλας», απάντησε ο Μιλτιάδης ανυπόμονα. «Το είπες και μόνος σου. Μέχρι να έρθουν αυτοί οι μακρυμάλληδες αλήτες», πρόσθεσε τραβώντας τη μια κοτσίδα του γιου του, «θα πρέπει να κερδίσουμε χρόνο ακόμα και αν χρειαστεί να διαπραγματευτούμε με τα σκυλιά της Εκάτης». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι μα δεν είπε λέξη. Αν ο Δάτις ήθελε να κάνει διαπραγματεύσεις, ήταν γιατί, παρά την ανωτερότητά του, μάλλον δεν τον ενθουσίαζε η ιδέα να επιτεθεί στις θέσεις των Αθηναίων. Με λίγη τύχη, θα κατάφερναν να τον καθυστερήσουν σήμερα, και αύριο, το πολύ μεθαύριο, θα έφταναν οι Σπαρτιάτες. Και τότε η ζυγαριά θα ήταν πιο ισόρροπη. Φυσικά, δεν ήξερε ότι ο Φειδιππίδης είχε φτάσει το ίδιο πρωί στην Αθήνα, όπου είχε σταματήσει μόλις μία ώρα για να πληροφορήσει τους πρυτάνεις που είχαν θητεία, ούτε ότι τώρα τα ακούραστα πόδια του τον έφερναν στον Μαραθώνα για να ανακοινώσει τα άσχημα νέα. Υπολείπονταν ακόμη τέσσερις μέρες για την πανσέληνο. Και μόνο τότε θα ξεκινούσαν οι Σπαρτιάτες.
Μαραθώνας, την ίδια μέρα Περσικό στρατόπεδο Την Αρτεμισία δεν την πείραζε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ήταν παντρεμένη με το θείο της Σανγκόδο, τύραννο της Αλικαρνασσού, ούτε ότι εκείνος είχε τα διπλά της χρόνια. Εκείνο που την ενοχλούσε ήταν ότι το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις ξυπνούσε κάθε πρωί ήταν να ζητήσει από εκείνη ή από όποιο σκλάβο βρισκόταν εκεί κοντά το κανάτι με το κρασί και το ασημένιο ποτήρι, και δε σταματούσε να μπεκροπίνει όλη μέρα, ώσπου στο τέλος το πιοτό τον νικούσε και αποκοιμιόταν. Και την πονούσε που ο σύζυγός της, άλλοτε άνδρας έξυπνος, μιλούσε εδώ και τόσα χρόνια με μια φωνή και μια λογική όλο και πιο μαλθακή. Την ανικανότητα από κάθε άποψη του θείου και συζύγου της την είχε συνηθίσει πια. Έχοντας υπόψη ότι το χνότο του μύριζε πάντα ξινισμένο κρασί και ότι από την έλλειψη της άσκησης και την ηλικία οι μύες του είχαν χαλαρώσει και κρέμονταν, σχεδόν τον ευγνωμονούσε γι’ αυτό. Τ ώρα που τον έβλεπε σωριασμένο στο ντιβάνι, χωμένο στα μαξιλάρια και με το χιτώνα μαζεμένο πάνω από τα γόνατα, και τον άκουγε να ροχαλίζει σαν το γάιδαρο, η Αρτεμισία θυμήθηκε ότι η τελευταία φορά που είχαν κάνει έρωτα ήταν πριν από τρία χρόνια. Δεν ήταν διόλου περίεργο που δεν είχαν κάνει ακόμη το διάδοχο. «Αν ζούσαμε στους παλιούς καιρούς», της έλεγε η γιαγιά της η Τύχη, εκεί στην Αλικαρνασσό, «δε θα είχες ανάγκη κανέναν απόγονο. Θα ήσουν η δικαιωματική ηγεμόνας και ο θείος σου δε θα ήταν παρά ένας βασιλικός σύζυγος». Η γιαγιά της μιλούσε πάντα για τους παλιούς καιρούς. Από τότε που η Αρτεμισία ήταν μικρή, προσπαθούσε να ενσταλάξει μέσα της το πνεύμα του μακρινού παρελθόντος. Γι’ αυτό είχε διδάξει στην εγγονή της την πανάρχαια γλώσσα της Κρήτης, του νησιού στο οποίο είχε γεννηθεί· μια γλώσσα απόκρυφη, πιο παλιά από τα ελληνικά.
Μάλιστα της είχε μάθει να διαβάζει τα αινιγματικά σύμβολά της. «Κανείς δε μιλά έτσι τώρα πια, γιαγιά», διαμαρτυρόταν η Αρτεμισία, γιατί ήταν μικρή και προτιμούσε να βγει για παιχνίδι στον καθαρό αέρα, να τρέξει και να ρίξει με το τόξο για να εκτονώσει την ανεξάντλητη ενέργειά της, παρά να καθίσει σε έναν σκοτεινό θαλαμίσκο στο φως ενός λύχνου και να διαβάζει εκείνες τις μικρές πήλινες μαυρισμένες τάβλες που έμοιαζαν να έχουν σκαλιστεί από τα πόδια ενός σπουργιτιού. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε, Αρτεμισία», αποκρινόταν η γιαγιά. «Η κακόμοιρη η μητέρα σου πέθανε όταν σε γέννησε. Εγώ δε θα ζήσω πολύ ακόμη», πρόσθετε και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. «Αν δε θέλεις να μάθεις αυτά που σου διδάσκω, όταν πεθάνω ποιος θα θυμάται τη χρυσή εποχή των γυναικών, πριν έρθουν οι Έλληνες με τα σιδερένια όπλα και τους ουράνιους θεούς τους; Ποιος θα θυμάται ότι υπήρξε μια εποχή που τον κόσμο κυβερνούσε η Μεγάλη Θεά, η πραγματική, η γόνιμη Άρτεμη, από την οποία σου έδωσα το όνομά σου;» Η γιαγιά διαβεβαίωνε ότι η ιστορία πως η Άρτεμη ήταν παρθένα δεν ήταν παρά ένα κατασκεύασμα των ανδρών. Οι άνδρες εφεύρισκαν παρθένες θεές γιατί φοβούνταν το φύλο των γυναικών και έβλεπαν με αηδία τους κύκλους της φύσης τους, τους οποίους καθόριζε η σελήνη της ίδιας θεάς. Μάλιστα χλεύαζαν τα γυναικεία γεννητικά όργανα και προσπαθούσαν να τα απομονώνουν, να τα κρατούν μακριά από τα μάτια τους μέχρι τη φευγαλέα στιγμή που τους ερχόταν η όρεξη να τα απολαύσουν. Ναι, η αυθεντική Άρτεμη ήταν μια άγρια κυνηγός που έτρεχε γυμνή στα δάση κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού, ακριβώς όπως έλεγαν οι μύθοι. Ήταν όμως και μητέρα, γιατί καμία γυναίκα, ούτε καν μια θεά, δε θα παραιτούνταν από το προνόμιο της μητρότητας, που οι άνδρες δεν μπορούσαν ούτε να μοιραστούν ούτε να καταλάβουν. «Πρέπει να κάνεις κόρες και να τους διδάξεις αυτές τις μνήμες, Αρτεμισία», επέμενε η γιαγιά της. «Κάποια μέρα ο τροχός του
μεγάλου χρόνου θα γυρίσει, και η θεά, είτε λέγεται Γαία, είτε Δήμητρα, είτε Άρτεμη, είτε όποιο όνομα διαλέξει για να τη λατρεύουμε κάθε στιγμή, θα κυβερνήσει ξανά τον κόσμο. Εκείνη τη μέρα θα υπάρχουν μόνο ιέρειες, γιατί οι θυσίες των ανδρών δεν ευχαριστούν τη Μεγάλη Θεά. Οι βασιλείς και οι πολέμαρχοι θα τη συμβουλεύονται για να πάρουν τις αποφάσεις τους. Εκείνη τη μέρα», πρόσθετε ψιθυριστά, κοιτώντας γύρω της μήπως την άκουγε ο γαμπρός της, ο τύραννος της Αλικαρνασσού, «η κληρονομιά θα μεταδίδεται από το αίμα των γυναικών, που είναι το μοναδικό το οποίο μπορεί να αποδειχτεί. Εκείνη την ημέρα, Αρτεμισία, εσύ θα είσαι η βασίλισσα». Η Αρτεμισία είχε μεγαλώσει ακούγοντας όλα αυτά από τη γιαγιά της, ωστόσο καμιά φορά αμφέβαλλε αν όντως είχε υπάρξει ποτέ μια εποχή σαν αυτή που περιέγραφε εκείνη. Δεν ήταν ότι οι άνδρες κυβερνούσαν με τη δύναμη, αν και, βέβαια, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες γυναίκες, η αθλητική Αρτεμισία έμοιαζε με ανίκητη Αμαζόνα. Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα στους στρατιώτες που είχαν έρθει στον Μαραθώνα με το ίδιο πλοίο υπήρχαν κάμποσοι πολεμιστές καλύτεροι από εκείνη. Δεν ήταν αυτό όμως το θέμα. Αν υπήρχε μια παγκόσμια αλήθεια, τουλάχιστον με βάση τα όσα είχε διαπιστώσει η Αρτεμισία στα είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής της, ήταν η εξής: τον κόσμο κυβερνούσε η ανοησία. Ο Ηράκλειτος, ένας μυστικιστής σοφός από την Έφεσο που κάπου κάπου επισκεπτόταν την αυλή της Αλικαρνασσού και σάστιζε τους πάντες με τα σκοτεινά του λόγια, υποστήριζε ότι ο πόλεμος ήταν ο πατέρας του σύμπαντος. Αν εννοούσε τον Άρη, τον ηλίθιο, βίαιο Θρακιώτη θεό, τότε η Αρτεμισία συμφωνούσε. Και γι’ αυτό ακριβώς, επειδή τον κόσμο κυβερνούσε η ανοησία και η άκριτη βία ήταν η αρχή των πάντων, ήταν πεπεισμένη ότι οι γυναίκες δε θα μπορούσαν ποτέ να κυβερνήσουν. Γι’ αυτό αλλά και γιατί οι γυναίκες περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους γεννώντας τα παιδιά των ανδρών και φροντίζοντάς τα. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όταν οι άνδρες
γερνούσαν και αχρηστεύονταν τόσο ώστε ούτε η παρέα ούτε η φιλία τους ενδιέφεραν τους άλλους, οι γυναίκες αναλάμβαναν να τους φροντίζουν και να καθαρίζουν τα σάλια και τον πισινό τους στα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Για κάτι τέτοιο όμως καλά θα έκαναν να μην υπολογίζουν την Αρτεμισία. Όταν θα έκανε παιδί, άλλοι θα το φρόντιζαν, θα αναλάμβαναν εκείνο τον ανεπιθύμητο απόγονο που όμως της ήταν απαραίτητος για να συνεχίσει να είναι η κυρίαρχος της Αλικαρνασσού μετά το θάνατο του συζύγου της. Ένα γεγονός που, λαμβανόμενου υπόψη του ρυθμού με τον οποίο έπινε εκείνος, δεν επρόκειτο να αργήσει πολύ. «Ο Δάτις θέλει να σε δει», του είπε τώρα. Σαν είδε πως δεν της έδινε σημασία, προσπάθησε να τον κουνήσει με την άκρη του ποδιού. Ο σύζυγός της, που για μια στιγμή είχε πάψει να αναπνέει, ροχάλισε δυνατά. Η σκηνή ήταν γεμάτη βάσεις επάνω στις οποίες έκαιγε λιβάνι και άγριο θυμάρι και ζεσταινόταν ροδέλαιο, γιατί την Αρτεμισία την ενοχλούσε η μυρωδιά του βούρκου και των σάπιων βούρλων που αναδυόταν από το βάλτο ο οποίος γειτόνευε με το στρατόπεδο των Περσών. Παρ’ όλα αυτά, η εκπαιδευμένη όσφρησή της έπιασε στο ρέψιμο του συζύγου της μια οσμή αχώνευτου ακόμη κρασιού, που έκανε το στομάχι της να ανακατευτεί. Ήταν προφανές ότι μάταια προσπαθούσε. Δεν επρόκειτο να ξυπνήσει. Έπρεπε όμως να παραβρεθεί κάποιος από τον οίκο της Αλικαρνασσού· ο Δάτις δεν ήταν άνθρωπος που τον παράκουγε κανείς ελαφρά τη καρδία. Η Αρτεμισία κροτάλισε τα δάχτυλα. Ο Ζώσιμος, ο οποίος περίμενε όρθιος στην άλλη μεριά της ελαφριάς κουρτίνας που χώριζε το ιδιαίτερο δωμάτιο του Σανγκόδο από την υπόλοιπη σκηνή, έτρεξε αμέσως. Η Αρτεμισία είχε φέρει μαζί της τέσσερις σκλάβες, δύο για να τη φροντίζουν και να πλένουν τα ρούχα της, μία για να τη χτενίζει και άλλη μία για να τη μακιγιάρει και να της φτιάχνει τα νύχια. Εκείνη την ώρα όμως δεν είχε κατά νου να στολιστεί για κανένα
συμπόσιο. «Βλέπεις σε τι κατάσταση είναι», είπε στο σκλάβο. «Θα πάω εγώ στη θέση του». Ο Ζώσιμος συνοφρυώθηκε για μια στιγμή, μα είχε συμβιβαστεί πια με τις εκκεντρικότητες της κυράς του και τους κινδύνους που διέτρεχε. «Μάλιστα, δέσποινα. Θα σε βοηθήσω». Η Αρτεμισία άνοιξε τις πόρπες του φορέματός της με κάθε φυσικότητα. Ο μεταξωτός χιτώνας γλίστρησε κι έπεσε από το κορμί της και η νεαρή γυναίκα έμεινε γυμνή, με εξαίρεση το περίζωμα γύρω από το φύλο της. Όταν σήκωσε τα χέρια για να της φορέσει ο Ζώσιμος τον ανδρικό χιτώνα, διαπίστωσε ότι τα μάτια του σκλάβου σταμάτησαν για μια στιγμή στα στήθη της και ύστερα αποτραβήχτηκαν νευρικά. Ίσως πολύ σύντομα σου ξανακάνω ένα δώρο, καλέ μου Ζώσιμε, είπε μέσα της η Αρτεμισία. Ο Ίωνας σκλάβος όχι μόνο φρόντιζε προσωπικά τον κύριό του, αλλά και τον αντικαθιστούσε στο κρεβάτι όταν τον διέταζε η Αρτεμισία. Ο Ζώσιμος ήταν όμορφος, είχε μυώδες κορμί και δάχτυλα που ήξεραν να χαϊδεύουν μαλακά και να κάνουν δυνατό μασάζ. Επιπλέον, ήταν σιωπηλός και υπάκουος. Τ ι άλλο να ζητήσει κανείς; Κάτι διαφορετικό, έδινε την απάντηση η ίδια η Αρτεμισία. Ή μάλλον κάποιον διαφορετικό. Έναν άνδρα που να μην τρέχει πρόθυμος επειδή εκείνη τον πρόσταζε, να μην υπακούει σε όλες τις εντολές της και να τη φιλά και να τη χαϊδεύει ακριβώς όπου και όποτε επιθυμούσε εκείνη. Όχι, η Αρτεμισία ήθελε στο κρεβάτι της κάτι το απρόσμενο, κάτι που να την εκπλήξει. Και ίσως όχι μόνο στο κρεβάτι της, αλλά και στη ζωή της. Παρόλο που έκανε ζέστη, ο Ζώσιμος της έβαλε πάνω από το χιτώνα ένα χοντρό αμάνικο κοντογούνι. Ο σύζυγός της ήταν αδύνατος, μα, ακόμα κι έτσι, η πανοπλία του έπεφτε μεγάλη στην Αρτεμισία, που χρειαζόταν το παραγέμισμα από αρνίσιο δέρμα για να τη γεμίσει. Ο Ζώσιμος έκλεισε τα δύο χάλκινα κομμάτια στο
αριστερό πλευρό της κυράς του με δύο πόρπες και ύστερα μετακίνησε λίγο την πανοπλία για να την προσαρμόσει καλύτερα πάνω στους ώμους της. «Εντάξει, καλά είναι», είπε η Αρτεμισία. Ο θώρακας ήταν από σκαλιστό χαλκό και αναπαριστούσε τους μυς του στέρνου και της κοιλιακής χώρας, ενώ η πλάτη έδειχνε μια φτερωτή Νίκη που είχε σχεδιαστεί με τις λεπτές γραμμές μιας σμίλης. Το κομμάτι είχε βάρος περίπου δεκαπέντε κιλά, μα η Αρτεμισία ένιωθε πιο δυνατή σαν το φορούσε, μάλιστα αισθανόταν πιο ελαφριά, λες και οι θεές του πολέμου εμφυσούσαν διπλό σφρίγος στα πόδια της. Δεν είχε νόημα να φορέσει τις άβολες περικνημίδες, μια και πήγαινε σε μια απλή συνάντηση με τους Αθηναίους και όχι στη μάχη. Οι γάμπες της Αρτεμισίας όμως, λεπτές και άτριχες, μάλλον θα τραβούσαν την προσοχή· ζήτησε λοιπόν από τον Ζώσιμο να τη βοηθήσει να τις φορέσει. Ύστερα πήρε το ψεύτικο γένι που της έτεινε ο σκλάβος και το στερέωσε με ένα κορδόνι πίσω από τα αυτιά. Κοιτάχτηκε στον χάλκινο καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι το είχε βάλει καλά και ξέσπασε σε γέλια. Παρ’ όλο το γένι, κανείς δε θα πίστευε ότι εκείνα τα ψηλά ζυγωματικά και η λεπτή, ανασηκωμένη μύτη ανήκαν σε έναν άνδρα. Το μόνο αρσενικό χαρακτηριστικό στο πρόσωπό της ήταν μια μικρή ροδαλή ουλή κοντά στο περίγραμμα του αριστερού ματιού. Είχε γίνει πριν από πέντε χρόνια από τον Φείδωνα, τον επικεφαλής των στρατευμάτων της Αλικαρνασσού, ενώ τη μάθαινε να χειρίζεται το σπαθί. Η Αρτεμισία ήταν τόσο περήφανη για την ουλή της σαν να ήταν πραγματικό τραύμα από τον πόλεμο. Η κοπέλα μάζεψε τα μαλλιά σε μια σφιχτή κοτσίδα. Συνήθως τη στερέωνε με μια χάλκινη φουρκέτα, μια βελόνα τόσο σουβλερή που έμοιαζε με στιλέτο και χρησίμευε και για όπλο. Κάτω από την περικεφαλαία όμως η φουρκέτα ήταν πολύ άβολη· άλλωστε θα έπαιρνε το σπαθί, γι’ αυτό περιορίστηκε να δέσει τον κότσο με μια κορδέλα. Στο τέλος έβαλε την κορινθιακή περικεφαλαία με το ψηλό λοφίο και τα λευκά και μαύρα φτερά και κοιτάχτηκε ξανά στον
καθρέφτη. Αυτή τη φορά όλα ήταν διαφορετικά. Το μόνο που φαινόταν ήταν η άγρια λάμψη που ξεπηδούσε από τα γαλάζια μάτια της· η μύτη της είχε χαθεί πίσω από τις σκιές, και κάτω από την περικεφαλαία ξεπρόβαλλαν οι μαύρες μπούκλες του γενιού. Μπορούσε πλέον να υποδυθεί τον άνδρα. Ο Ζώσιμος έσφιξε πάνω από την πανοπλία τη λωρίδα του θηκαριού από το οποίο κρεμόταν το σπαθί με τη φιλντισένια λαβή και της έδεσε την πορφυρή χλαμύδα πάνω στους ώμους. «Έτοιμη, κυρά μου». «Κύριέ μου», είπε εκείνη με έμφαση. «Να το θυμάσαι καλά αυτό».
Η Αρτεμισία συνάντησε τους υπόλοιπους Πέρσες αξιωματούχους έξω από τη σκηνή του Μήδου στρατηγού. Η σκηνή του ήταν πελώρια, ένα κινητό παλάτι με χοντρούς τοίχους από γαλάζιο και κίτρινο καραβόπανο, πάνω από το οποίο κυμάτιζε ένα λάβαρο με το φτερωτό σύμβολο της μίας και μοναδικής θεότητας. Γιατί φαίνεται ότι ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε βαλθεί να κάνει όλους τους Πέρσες να ασπαστούν τις διδαχές ενός αρχαίου προφήτη που λεγόταν Ζωροάστρο ή κάπως έτσι και που υποστήριζε ότι στην πραγματικότητα εκείνοι που οι άνθρωποι θεωρούσαν θεούς ήταν δαιμόνια και ότι υπήρχε μόνο ένας αληθινός θεός, ο κύριος του ουρανίου φωτός. Και, όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο, αυτός ο θεός ήταν άνδρας. Ως Έλληνας αξιωματικός, που κατά συνέπεια ανήκε σε μια φυλή κατώτερη της περσικής αφρόκρεμας, η Αρτεμισία προσπάθησε να μείνει στη δεύτερη γραμμή, πίσω από τους Πέρσες διοικητές, ενώ άκουγε τις οδηγίες του στρατηγού. Ο Δάτις μιλούσε πολύ γρήγορα στα περσικά και άνοιγε ελάχιστα το στόμα για να αρθρώσει τις λέξεις, γι’ αυτό η κοπέλα δυσκολευόταν να καταλάβει τι έλεγε. Μα οι εκφράσεις όπως αβαχαντανάι χαμιτσιγιάμ, «σκοτώστε τους εχθρούς»
και βιμαρντατανάι γάστα γιάουνα, «εξολοθρεύστε τους καταραμένους Έλληνες», επαναλαμβάνονταν διαρκώς. Ο Δάτις ήταν ένας άνδρας αδύνατος και μάλλον μικρόσωμος. Η Αρτεμισία ήταν μια πιθαμή ψηλότερή του. Τα μάγουλά του ήταν ρουφηγμένα, τα μάτια του πολύ κοντά μεταξύ τους και βαθιά χωμένα στις κόχες τους και τα χείλη λεπτά σαν μεταλλικές λωρίδες. Φαινόταν ότι στις φλέβες του έτρεχε μηδικό αίμα. Οι Μήδοι ήταν λαός συγγενικός με τους Πέρσες, ακριβώς όπως θα μπορούσαν να είναι οι Δωριείς και οι Ίωνες, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που πολλοί Έλληνες συνέχεαν τους δύο λαούς. Η Αρτεμισία δεν ήταν ανάμεσά τους, γιατί είχε φροντίσει να πληροφορηθεί επαρκώς την ιστορία και τα ήθη της φυλής στην οποία ήταν υποχρεωμένη να αποδίδει φόρο τιμής. Γι’ αυτό ήξερε ότι πριν από την εποχή του μεγάλου Κύρου οι Μήδοι είχαν κατακτήσει τη Μεσοποταμία, είχαν εξολοθρεύσει τις δυνάμεις των Ασσυρίων και είχαν καταστρέψει τη Νινευί, την πρωτεύουσά τους. Ύστερα όμως είχε έρθει η σειρά του Κύρου να τους υποτάξει και να τους εκτοπίσει στη δεύτερη θέση της αυτοκρατορίας του, πίσω από τους καθαρόαιμους Πέρσες. Ο Δάτις είχε και αρκετούς δυσφημιστές. Πολλοί αξιωματικοί ήταν της άποψης ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν η εκστρατεία γινόταν υπό τις εντολές του Μαρδόνιου, ενός στρατηγού που όχι μόνο ήταν νεότερος και ικανότερος από τον Δάτι, αλλά και Πέρσης από τη μεριά και των τεσσάρων παππούδων του. Ωστόσο, τρία χρόνια νωρίτερα, ο Μαρδόνιος είχε αποτύχει στην εκστρατεία του ενάντια στη βόρεια Ελλάδα, τότε που οι τρομερές καταιγίδες του όρους Άθω είχαν καταποντίσει τον μισό στόλο του. Ο ίδιος είχε επιστρέψει από την εκστρατεία με ένα σοβαρό τραύμα και, το κυριότερο, είχε πέσει στη δυσμένεια του Δαρείου, που είχε αποφασίσει να παραχωρήσει στον Δάτι την ύπατη διοίκηση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας του. Ο Αριαβίγνης, ο σατράπης της Ιωνίας, είχε προειδοποιήσει το σύζυγο της Αρτεμισίας για τον Δάτι. «Να είσαι προσεκτικός μαζί του. Μη διανοηθείς να δείξεις ποτέ το παραμικρό σημάδι
ανυπακοής». Ο Αριαβίγνης είχε καλές σχέσεις με την οικογένεια που κυβερνούσε την Αλικαρνασσό, στην οποία ήταν ευγνώμων γιατί δεν είχε στηρίξει την επανάσταση των ιωνικών πόλεων. Γι’ αυτό είχε επισκεφθεί τον τύραννο της πόλης πριν από την εκστρατεία για να του προσφέρει κάμποσες συμβουλές. Η Αρτεμισία ήταν παρούσα σε εκείνη τη συζήτηση και θυμόταν ότι κάπου κάπου ο σατράπης την κοιτούσε σαν να της έλεγε: «Σημείωσε καλά τα λόγια μου, γιατί ο μπεκρής ο άνδρας σου θα τα ξεχάσει». «Είναι εξαιρετικά άσπλαχνος άνθρωπος», είχε προσθέσει ο Αριαβίγνης. «Μπορεί ως στρατηγός να είναι ψευδευλαβής και αναποφάσιστος, μα, όταν έρθει η ώρα να εφαρμόσει μια τιμωρία, το χέρι του δεν τρέμει. Νομίζω ότι έχει ασσυριακό αίμα». Η Αρτεμισία το είχε διαπιστώσει και μόνη της. Είχε δει με τα μάτια της τους δήμιους να εκτελούν τις εντολές του στρατηγού: έδεσαν κάμποσους Ερετριείς αιχμαλώτους σε ένα ξύλινο δόκανο για να τους ακινητοποιήσουν και να μπορέσουν έτσι να τους κόψουν τα αυτιά, τη μύτη και τα χείλη. Ύστερα τους είχαν ευνουχίσει σφίγγοντας κορδόνια γύρω από τα γεννητικά τους όργανα. Άλλους τους είχε βασανίσει με ποικίλους τρόπους. Εκείνο που είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στην Αρτεμισία ήταν το θέαμα των δημίων που είχαν κρεμάσει ανάποδα από ένα δέντρο δύο άνδρες και τους έγδερναν τραβώντας μεγάλα κομμάτια από το δέρμα τους. Ο σύζυγός της, που παρατηρούσε τα πάντα με μια κούπα κρασί στο χέρι και ένα περιπαικτικό χαμόγελο στα χείλη, της εξήγησε: «Ο Δάτις είναι καλλιτέχνης. Αν τους έγδερνε κρεμασμένους με το κεφάλι προς τα πάνω, θα έχαναν τις αισθήσεις τους». Ορισμένοι Πέρσες αξιωματικοί είχαν αποστρέψει το πρόσωπο ταραγμένοι, μα ο Δάτις παρατηρούσε το θέαμα με μια φανατισμένη λάμψη στα μικροσκοπικά του μάτια. Τ ώρα τα ίδια εκείνα μάτια είχαν σταθεί για μια στιγμή πάνω στην Αρτεμισία. Ωστόσο, ο Δάτις ένιωθε τόσο βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες που τράβηξε αμέσως το βλέμμα από πάνω της και δεν
μπήκε καν στον κόπο να χαιρετήσει τους άλλους δύο Ίωνες αξιωματικούς που είχαν παρευρεθεί στη συγκέντρωση. Ο μοναδικός Έλληνας στον οποίο έδειχνε κάποιο σεβασμό ήταν ο Ιππίας. Ο αλλοτινός τύραννος της Αθήνας ήταν κι εκείνος εκεί. Ήταν πολύ ηλικιωμένος και το σώμα του ήταν πια δυσκίνητο, μα διατηρούνταν ολόρθο με μεγάλη αξιοπρέπεια. Η Αρτεμισία είχε μιλήσει κάποιες φορές μαζί του. Οι γνώσεις του ήταν απέραντες και η συνομιλία μαζί του πολύ ευχάριστη. Μάλιστα, παρά τα ρευματικά που ταλαιπωρούσαν τα δάχτυλά του, ήταν ακόμη σε θέση να παίζει μαγευτικές μελωδίες στη λύρα. Μα, όταν η κουβέντα στρεφόταν στην Αθήνα, τα μάτια του, κατάλευκα σχεδόν, φλογίζονταν από πάθος. Ήταν αποφασισμένος να κάνει το παν για να κυβερνήσει ξανά εκείνη την πόλη. Μια μέρα που βρίσκονταν στη Νάξο, ο Σανγκόδο και η Αρτεμισία δειπνούσαν με τον Ιππία. Βλέποντας τον όλεθρο που έσπερνε ο περσικός στόλος στις Κυκλάδες, η κοπέλα τον είχε ρωτήσει αν είχε καταλάβει ότι ο Δάτις είχε ορκιστεί να σαρώσει την Αθήνα και ότι θα τον άφηνε να κυβερνήσει ένα σωρό από στάχτες. «Καλύτερα», είχε πει ο Ιππίας. «Έτσι, θα μπορέσω να την ξαναχτίσω από την αρχή και να φτιάξω τη χρυσή και μαρμαρένια πόλη που ονειρευόταν ο πατέρας μου». Εκείνη την ώρα ο Ιππίας σώπαινε. Τη μέρα που αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα τον έπιασε ένας βήχας τόσο βίαιος που του έφυγε ένας από τους επάνω κοπτήρες. Το δόντι έπεσε στην άμμο και δεν κατάφερε να το βρει όσο κι αν έψαξε. Ο αλλοτινός τύραννος το εξέλαβε ως κακό οιωνό. Ο Δάτις τελείωσε επιτέλους τις οδηγίες. Οι αξιωματικοί της επιτροπής, δώδεκα άνδρες μαζί με την Αρτεμισία και τον Ιππία, ανέβηκαν στα άλογα και με τη συνοδεία ισάριθμων ακολούθων κατευθύνθηκαν προς το σημείο της συνάντησης με τους Έλληνες. Οι γραμμές των τοξοτών και των ασπιδοφόρων άνοιξαν και τους άφησαν να περάσουν. Για λίγα λεπτά διέσχισαν το πεδίο της μάχης μέσα στα αγριόχορτα και τα θερισμένα χωράφια. Το αεράκι έφερνε τη μυρωδιά του σανού και του θυμαριού. Κάτω από αυτό το άρωμα
όμως η Αρτεμισία έπιασε την οσμή του μεγάλου βάλτου, το μείγμα του αλατιού με τη λάσπη, τη σάπια, γλυκερή μυρωδιά της ψαρίλας και των βούρλων που αργοσάπιζαν. Το σημείο δεν ήταν τόσο καλό όσο είχε πει ο Ιππίας. Μπορεί να είχε βοσκοτόπια και νερό για τα άλογα, μα, αν έμεναν για πολύ ακόμα εκεί, δε θα αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι αρρώστιες. Ενώ κάλπαζαν η Αρτεμισία έμεινε λίγο πίσω για να κοιτάξει τριγύρω. Μπροστά της πήγαινε ο Αρταφέρνης, ο νεαρός σατράπης της Λυδίας, ανιψιός του Δαρείου και επικεφαλής του ιππικού. Ήταν νέος, με ευχάριστα χαρακτηριστικά, αν και κάτω από το γένι του είχε κάνει την εμφάνισή του ένα προγούλι εν τη γενέσει του, ενώ το πάχος σχημάτιζε μαξιλαράκι γύρω από τη μέση του. Μα ο άνθρωπος που ήθελε να παρατηρήσει η Αρτεμισία δεν ήταν ο Αρταφέρνης, αλλά ο άνδρας που κάλπαζε πίσω του. Λεγόταν, ή μάλλον τον έλεγαν, Πατικάρα και καβαλούσε ένα πελώριο μαύρο άτι. Το παράστημα του αλόγου ήταν αντάξιο του ιππέα του, γιατί ο Πατικάρα είχε ύψος σχεδόν ένα μέτρο και ενενήντα και αθλητική κορμοστασιά. Οι περισσότεροι Πέρσες φορούσαν χιτώνα πάνω από την πανοπλία τους, εκείνος όμως άφηνε να φαίνονται οι λεπτές χρυσαφιές φολίδες. Τους ώμους του κάλυπτε μια μακριά γαλάζια κάπα με κουκούλα, με την οποία σκέπαζε το κεφάλι του. Παρότι εκείνη τη στιγμή ο Πατικάρα βρισκόταν πίσω της, η Αρτεμισία ήξερε τι κρυβόταν κάτω από την κουκούλα: μια μάσκα από σφυρήλατο χρυσάφι που είχε τα χαρακτηριστικά ενός άνδρα με λεπτό σγουρό γένι και περιπαικτικό χαμόγελο. Δεν είχε ιδέα γιατί τη φορούσε. Στο στρατό που συνόδευε την Αρτεμισία κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες. Καποιοι βεβαίωναν πως φορούσε τη μάσκα για να κρύβει την παραμόρφωση που είχε υποστεί το πρόσωπό του από τη λέπρα, μια τρομερή ασθένεια άγνωστη στην Περσία, την οποία είχε κολλήσει στην Ινδία. Άλλοι διηγούνταν μια ανατριχιαστική ιστορία σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του, αμφιβάλλοντας αν ήταν πράγματι δικός του γιος, του είχε κάψει το πρόσωπο με ένα μαγκάλι όταν ήταν ακόμη μικρός. Και οι πιο πλακατζήδες τολμούσαν να πουν ότι, πολύ
απλά, ήταν τόσο άσχημος ώστε το πρόσωπό του δεν ήταν αντάξιο του κορμιού του, γι’ αυτό προτιμούσε να το κρύβει. Ο Πατικάρα έδειχνε να βρίσκεται υπό τις εντολές του Αρταφέρνη, αν και εκείνος του φερόταν με μεγάλη υπακοή, με φόβο σχεδόν. Η Αρτεμισία δεν είχε καταλάβει ποια ακριβώς ήταν η θέση του και αναρωτιόταν μήπως ήταν από εκείνους τους στρατιώτες που ήταν το φόβητρο όλων γιατί εξαρτώνταν άμεσα από τον Δαρείο και τους αποκαλούσαν «τα Μάτια του Βασιλιά». Όπως και να είχε, ο μασκοφόρος ήταν άνδρας τον οποίο έπρεπε να προσέχει κανείς. Σαν να μην έφτανε το επιβλητικό παράστημά του, ήταν και τέλειος τοξότης. Κατά την πολιορκία της Ερέτριας, η Αρτεμισία τον είχε δει να πετυχαίνει δύο Έλληνες στρατιώτες με ισάριθμες βολές από απόσταση μεγαλύτερη των εκατό μέτρων από τα τείχη. Ύστερα είχε ξαναβάλει το τόξο στο δερμάτινο θηκάρι και είχε γυρίσει στη σκηνή του λες και ο πόλεμος ήταν μια υπόθεση που δεν τον αφορούσε καθόλου. Ήταν μεσημέρι και η ζέστη είχε αρχίσει να σφίγγει. Η Αρτεμισία ένιωθε λες και η περικεφαλαία της συγκέντρωνε όλες τις αχτίδες του ήλιου. Θα την έβγαζε με μεγάλη ευχαρίστηση κι αναρωτήθηκε αν ο Πατικάρα ένιωθε την ίδια ζέστη κάτω από τη μάσκα. Επιτέλους έφτασαν στο σημείο της συνάντησης, μια εκατόχρονη ελιά που έστεκε μονάχη κοντά σε μια καλύβα με χωμάτινους τοίχους. Εκεί, πλάι σε ένα γαλάζιο λάβαρο, οι κήρυκες των δύο παρατάξεων περίμεναν στη σκιά. Είχαν φτάσει και οι Έλληνες αξιωματικοί, εφτά άνδρες στο σύνολο. Οι Πέρσες θα μπορούσαν να τους συνθλίψουν με τις οπλές των αλόγων τους, μα κάτι τέτοιο θα ήταν ιεροσυλία. Αν και αυτή η σκέψη δεν είχε εμποδίσει Αθηναίους και Σπαρτιάτες να δολοφονήσουν τους πρέσβεις του Δαρείου πριν από μερικά χρόνια. Συγκρίνοντας τις δύο αντιπροσωπείες, η Αρτεμισία δεν είχε αμφιβολία για το ποιος επρόκειτο να κερδίσει εκείνο τον πόλεμο. Εκείνοι είχαν φτάσει έφιπποι, πάνω στα εξαιρετικά νησαία άτια. Οι Αθηναίοι, αντιθέτως, έρχονταν πεζή.
«Καλά, δεν έχουν άλογα;» ρώτησε ο Ζώσιμος, που βρισκόταν στο πλευρό της ως ιπποκόμος. Η Αρτεμισία δεν απάντησε για να μην την προδώσει η φωνή της, μα υποπτευόταν το λόγο για τον οποίο οι Αθηναίοι είχαν έρθει στη συνάντηση με τα πόδια. Όχι γιατί δεν είχαν άλογα, μα για να μη φανούν γελοίοι· σε σύγκριση με τα νησαία άλογα, τα δικά τους θα έμοιαζαν περισσότερο με γαϊδούρια με κομμένα αυτιά. Οι Αθηναίοι ήταν οπλισμένοι, μα με τις περικεφαλαίες υπό μάλης. Η Αρτεμισία υπέθεσε ότι ήταν οι στρατηγοί, αν και μάλλον δεν είχαν έρθει όλοι. Ένας από αυτούς έκανε μερικά βήματα προς τα εμπρός, σήκωσε το δεξί χέρι και χαιρέτησε τους Πέρσες στα ελληνικά. Παρότι η Αλικαρνασσός είχε ιδρυθεί από Δωριείς, η διάλεκτος που ομιλούνταν στην πόλη ήταν ιωνική, και μάλιστα παρεμφερής με εκείνη της Αθήνας, γι’ αυτό η Αρτεμισία κατάλαβε το στρατηγό χωρίς δυσκολία. «Χαίρε, ευγενή Δάτι», είπε ο άνδρας. «Είμαι ο Καλλίμαχος, ο πολέμαρχος της Αθήνας». Ενώ συστήνονταν και οι άλλοι στρατηγοί, η Αρτεμισία τους παρατηρούσε σαν να τους ζύγιζε με το βλέμμα. Ανάμεσά τους υπήρχαν δύο εξαιρετικοί άνδρες. Ο ίδιος ο Καλλίμαχος είχε τέλειες αναλογίες και κατά πάσα πιθανότητα ήταν αθλητής και είχε αγωνιστεί στην Ολυμπία. Πλάι του έστεκε άλλος ένας άνδρας, με χρυσαφένια μαλλιά, που συστήθηκε ως Αριστείδης. Ήταν ψηλός σαν τον Καλλίμαχο και δεν υπολειπόταν σε παράστημα. Αντικρίζοντάς τους, η Αρτεμισία ένιωσε μια παράξενη περηφάνια. Χαιρόταν που οι Αθηναίοι είχαν στείλει εκείνους τους δύο άνδρες για να αποδείξουν στον Δάτι τη γενναιότητα των Ελλήνων. Ο Δάτις έσπευσε να απαριθμήσει τους όρους του. Το πρώτο πράγμα που απαίτησε από τους Αθηναίους ήταν να αποσυρθούν από τη θέση που είχαν καταλάβει και να επιστρέψουν στην πόλη τους, αφήνοντας το δρόμο ανοιχτό στους Πέρσες. «Μόλις φτάσετε στην Αθήνα», είπε ο διερμηνέας, που προσπαθούσε να απαλύνει λίγο τον τόνο και τα πιο σκληρά λόγια του
Μήδου, «θα πρέπει να μας παραδώσετε όσους αρχηγούς υποστήριξαν την επανάσταση των Ιώνων υποτελών ενάντια στον Δαρείο για να εκτελεστούν. Ύστερα θα ανοίξετε τις πόρτες της πόλης σε μια περσική φρουρά και θα δεχτείτε ως νόμιμο κυβερνήτη σας τον Ιππία, ο οποίος θα δρα εις το όνομα του Βασιλέα των Βασιλέων». Οι Αθηναίοι μαζεύτηκαν και άρχισαν να ψιθυρίζουν για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα ο πολέμαρχος απάντησε: «Δυστυχώς, θα έπρεπε να σας παραδώσουμε τριάντα χιλιάδες πολίτες. Εμείς οι Αθηναίοι δεν έχουμε αρχηγούς ούτε βασιλείς ούτε τυράννους. Αυτή είναι η απάντηση και στο δεύτερο αίτημά σας». Ενώ ο διερμηνέας πάσχιζε να εξηγήσει στον Δάτι την έννοια του «πολίτη», ο εύσωμος στρατηγός με τα σκουρόχρωμα γένια που είχε συστηθεί ως Μιλτιάδης πλησίασε τον πολέμαρχο για να του πει κάτι. Τότε η Αρτεμισία είδε έναν άλλο άνδρα, που ως εκείνη τη στιγμή έκρυβε ο εύσωμος Μιλτιάδης· ήταν ένας αξιωματικός με έναν φτερωτό δράκο ζωγραφισμένο στην ασπίδα. Και, σαν αναγνώρισε τον Θεμιστοκλή, το γιο της Ευτέρπης, η καρδιά της έκανε έναν πήδο και το αίμα της ανέβηκε ξαφνικά στα μάγουλα.
Ο Θεμιστοκλής αντελήφθη ότι ένας από τους Ίωνες απεσταλμένους που έστεκαν πίσω από τους Πέρσες ταράχτηκε προς στιγμήν, αλλά δεν του πέρασε από το μυαλό ότι αυτή η αντίδραση μπορούσε να σχετίζεται με το άτομό του. Άλλωστε εκείνη την ώρα δε θα πρόσεχε έναν Έλληνα, γιατί παρατηρούσε από κοντά τις πανοπλίες και το ρουχισμό των Περσών. Το έμπειρο μάτι του εκτιμητή είχε αρχίσει να υπολογίζει πόσες εκατοντάδες ή χιλιάδες δραχμές άξιζαν όσα φορούσε ο καθένας τους. Εκτός από την αξία των όπλων τους, ήταν όλοι στολισμένοι με άφθονο χρυσάφι και ήλεκτρο: δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, φαρδιά βραχιόλια, αλυσίδες και περιδέραια που τυλίγονταν αρκετές φορές γύρω από το λαιμό τους. Οι χιτώνες τους, μακριοί και αμάνικοι, ήταν πορφυροί, εκτός από τις λευκές και
γαλάζιες κορδέλες στο κέντρο. Ο Θεμιστοκλής γνώριζε καλά εκείνο τον σκούρο, κομψό τόνο και ήξερε ότι δεν επρόκειτο για μια φτηνή απομίμηση, αλλά για αυθεντική πορφύρα από φοινικικό κοχύλι, που μπορούσε να διατηρηθεί για εκατό χρόνια χωρίς να χάσει το χρώμα της και κόστιζε περισσότερο από το βάρος της σε χρυσάφι. Με την παραμικρή κίνησή τους ακουγόταν ένα μεταλλικό θρόισμα πιο βαρύ από τον ήχο των κοσμημάτων, κάτι που έκανε τον Θεμιστοκλή να συμπεράνει ότι κάτω από τα καφτάνια φορούσαν πανοπλίες από φολίδες ή διχτυωτά πλέγματα. Του φάνηκε μάλλον περίεργο το ότι οι Πέρσες προτιμούσαν να επιδεικνύουν αυτά τα ρούχα και να σκεπάζουν τα όπλα τους. Ο μοναδικός ανάμεσά τους που επιδείκνυε την πανοπλία του ήταν ο αξιωματικός με τη χρυσή μάσκα. Εκείνος που του είχε εξαπολύσει ένα βέλος κατά την εκκένωση της Ερέτριας. Σαν να μην έφτανε η μάσκα για να τον αναγνωρίσει, ήταν αδύνατον να μη θυμηθεί το μεγαλόπρεπο μαύρο άτι που καβαλούσε. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα προληπτικός, ένιωσε ρίγος και για κάποιο λόγο φαντάστηκε τον Πέρση να χαμογελά κάτω από τη μάσκα σαν να του έλεγε: «Το πεπρωμένο σου είναι δεμένο με το δικό μου». Ο Δάτις συνέχιζε να απαριθμεί αιτήματα. Ο Θεμιστοκλής δεν καταλάβαινε όλα όσα έλεγε εκείνος ο μικροκαμωμένος σμιχτοφρύδης άνδρας με τα ρουφηγμένα μάγουλα, γιατί ήταν έξαλλος και μιλούσε πολύ γρήγορα. Ήταν όμως προφανές ότι δεν επιθυμούσε κανένα συμβιβασμό και ότι πρόθεσή του ήταν να προκαλέσει τους Αθηναίους να βγουν επιτέλους και να πολεμήσουν στην πεδιάδα στην οποία βρίσκονταν. «Ο κύριός μας ο Δαρείος, Βασιλέας των Βασιλέων», μετέφραζε ο διερμηνέας, «απαιτεί δύο χιλιάδες αργυρά τάλαντα ως αποζημίωση για την πυρκαγιά των Σάρδεων». «Μα αυτό είναι το πενταπλάσιο από το φόρο υποτέλειας που δίνουν όλες μαζί οι πόλεις της Ιωνίας!» απάντησε ο Μιλτιάδης. «Εξήγησε στον αφέντη σου ότι για την πυρκαγιά των Σάρδεων δε φταίνε οι Αθηναίοι, ούτε καν οι Ίωνες· φταίνε οι σοδομιστές οι
Λυδοί, που έφτιαξαν τις στέγες των σπιτιών τους με ξερά καλάμια και όχι με κεραμίδια, όπως ο κόσμος που έχει τα λογικά του». Ο διερμηνέας μετέφρασε τα λόγια του Μιλτιάδη παρακάμπτοντας την αναφορά στην υποτιθέμενη σοδομία των Λυδών. Αντίστοιχα, όταν μετέφερε τις φράσεις του Μήδου, προσπαθούσε να αποφύγει τους προσβλητικούς όρους, όπως «φίδια», «διπρόσωπα σκουλήκια» ή «αποτρόπαιες κατσαρίδες», που όμως ο Θεμιστοκλής καταλάβαινε. Όπως και ο Σίκιννος, ο στρατηγός μάλλον ήταν οπαδός του θεού Αχουραμάζντα, γιατί οι πιστοί του απεχθάνονταν κάθε έντομο και πλάσμα που είρπε στο έδαφος. «Ο κύριός μου», συνέχισε ο διερμηνέας, «λέει ότι, αφού αρνείστε να δεχτείτε τους δίκαιους και μετριοπαθείς όρους μας, σας καλεί σε αυτό ακριβώς το μέρος αύριο μετά το ξημέρωμα με όλο το στρατό σας, για να επιλύσουμε μια για πάντα αυτή τη διαφωνία σαν πραγματικοί άνδρες». Ο Καλλίμαχος έπιασε τον Μιλτιάδη από το μπράτσο για να του πει κάτι στο αυτί, μα το γέρικο λιοντάρι είχε παρασυρθεί από την έπαρση και απάντησε σαν να ήταν ο ένας και μοναδικός εκπρόσωπος της βούλησης της Αθήνας. «Να πεις στον κύριό σου ότι έχουμε βολευτεί μια χαρά στο στρατόπεδό μας, στη σκιά, και ότι δε μας αρέσει να πολεμάμε στον ήλιο. Αν θέλετε λοιπόν, ελάτε εσείς να μας επισκεφθείτε. Βιαστείτε όμως, γιατί αύριο κιόλας περιμένουμε κι άλλους καλεσμένους και δεν ξέρω αν θα χωρέσουμε όλοι μαζί. Όταν φτάσουν οι δέκα χιλιάδες Σπαρτιάτες, θα στριμωχτούμε πολύ στο στρατόπεδό μας». Σαν άκουσε τον υπηρέτη να μεταφράζει, ο Δάτις έσφιξε τα χείλη ώσπου το στόμα του έγινε μια λεπτή σχισμή. Σαν άκουσε όμως τις λέξεις ντάθα χαζαραμπάμ, «δέκα χιλιάδες», γούρλωσε τα ματάκια του για μια στιγμή. Δεν το περίμενε αυτό, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Ο Δάτις μίλησε ξανά, μα αυτή τη φορά δεν απευθύνθηκε στους Αθηναίους· έκανε νόημα να τον πλησιάσει ένας ιππέας που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μείνει κρυμμένος πίσω από τους υπόλοιπους. Ο Θεμιστοκλής τον είχε δει μερικές φορές όταν ήταν μικρός και μάλλον
από μακριά, μα τον θυμόταν παρά τις ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό του. Τα μαλλιά και τα γένια του ήταν λευκά σαν τον αφρό της θάλασσας: ήταν ο Ιππίας. «Δεν έχει νόημα να κουβεντιάζουμε με αυτά τα σκυλιά», του είπε ο Δάτις στα περσικά, μιλώντας αργά, για να τον καταλαβαίνει ο ηλικιωμένος τύραννος. «Θα τους σκοτώσω όλους και θα αφήσω τα κουφάρια τους να σαπίσουν σε τούτη τη μιαρή γη. Ύστερα θα βάλω φωτιά στην Αθήνα και θα τη σαρώσω συθέμελα. Διάλεξε άλλη πόλη της Ελλάδας να κυβερνήσεις, φίλε μου· από αυτή δεν πρόκειται να μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα». Ο Ιππίας χαμήλωσε τα μάτια και δεν είπε τίποτα, αν και ο Θεμιστοκλής είδε, ή ίσως θέλησε να δει, ότι τα μάτια του είχαν θολώσει από τα δάκρυα. Ο Δάτις μίλησε ξανά στο διερμηνέα, ο οποίος απευθύνθηκε στους Αθηναίους. «Ο κύριός μου λέει ότι αυτή η παράλογη συνάντηση θεωρείται λήξασα γιατί είναι αδύνατον να συνεννοηθεί με βαρβάρους που δε σέβονται την αλήθεια. Λέει επίσης ότι είναι η τελευταία φορά που προσφέρει ιερή εκεχειρία και ότι από εδώ και στο εξής η επικοινωνία δε θα γίνεται με κήρυκες, αλλά με βέλη και δόρατα». Χωρίς να περιμένει να ακούσει τα τελευταία λόγια του διερμηνέα, ο Δάτις τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου για να κάνει μεταβολή κι έφυγε χωρίς να χαιρετήσει. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Μόνο ένας Έλληνας αξιωματικός, ο μόνος που δεν είχε βγάλει την περικεφαλαία κορινθιακού τύπου παρά τη ζέστη, κοντοστάθηκε για μια στιγμή σαν να ήθελε να πει κάτι στους Αθηναίους. Στο τέλος όμως γύρισε μαζί με τους υπόλοιπους και απομακρύνθηκε προς το στρατόπεδο του εχθρού. «Τ ι είπε ο Πέρσης στον Ιππία;» ρώτησε ο Αριστείδης τον Μιλτιάδη. Ο στρατηγός έμεινε σκεφτικός για μερικές στιγμές, είτε για να μεταφράσει στο μυαλό του όσα είχε ακούσει είτε για να βρει κάτι να πει. Τελικά, μη θέλοντας να παραδεχτεί ότι δεν ήξερε, κούνησε το κεφάλι.
«Τ ίποτα σημαντικό. Πάμε να φύγουμε από δω. Μόνο ένας Πέρσης θα μπορούσε να έχει την ιδέα να συγκαλέσει συνάντηση την ώρα που μεσουρανεί ο ήλιος». Ο Θεμιστοκλής θα μπορούσε να τους μεταφέρει τα λόγια του Δάτι, μα δεν είπε τίποτα. Δεν είχε πει σε κανέναν ότι ήξερε περσικά, ούτε σκόπευε να το κάνει. Από πολύ νέος είχε διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να επιδεικνύουν μεγαλύτερη εξουσία και περισσότερες γνώσεις από αυτές που έχουν. Μια αλάνθαστη μέθοδος για τη βραχυπρόθεσμη επιτυχία και τη μακροπρόθεσμη αποτυχία. Ήταν πολύ καλύτερο το αντίθετο, γιατί, όπως έλεγε μια παλιά παροιμία, τα αυτιά είναι καλύτεροι δάσκαλοι από το στόμα.
Ενώ επέστρεφαν στο στρατόπεδο, η Αρτεμισία δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο εκτός από τον Θεμιστοκλή και την εντύπωση που της είχε κάνει ξανά ύστερα από τόσα χρόνια. Είχε αφαιρεθεί τόσο, ώστε μόλις που πρόσεξε ότι είχαν διασχίσει εκ νέου τις γραμμές των ασπιδοφόρων. Λίγο παρακάτω κοντοστάθηκαν κοντά σε μια περίφραξη όπου μερικοί υπηρέτες ασκούσαν κάμποσα άλογα με φωνές, χλιμιντρίσματα και χάχανα. Τότε ο πολεμιστής με τη μάσκα έμεινε λίγο πίσω ώσπου έφτασε κοντά στην Αρτεμισία και της είπε σε πολύ εμφατικά και ορθά, ποιητικά σχεδόν, περσικά: «Είναι σκληρό να κρατάς την όψη σου κάτω από το φλογισμένο μέταλλο όταν οι αχτίδες του ήλιου πέφτουν από τα ουράνια». Η Αρτεμισία έκανε νόημα στον Ζώσιμο να απομακρυνθεί. Ύστερα ξεροκατάπιε και ξερόβηξε. Αφού ένας Πέρσης ευγενής είχε απευθυνθεί ανοιχτά σ’ εκείνη, δεν της έμενε άλλη λύση παρά να μιλήσει. Η φωνή της ήταν αρκετά βαριά για γυναίκα, ωστόσο χαμήλωσε ακόμα περισσότερο τον τόνο και προσπάθησε να την κάνει βραχνή. «Πράγματι, κύριέ μου». «Εγώ έχω τους λόγους μου για να κρύβω το πρόσωπό μου από τους υπόλοιπους. Φαντάζομαι ότι το ίδιο ισχύει και για σένα».
«Έτσι είναι, κύριέ μου». «Οι δικοί σου λόγοι όμως δεν μπορεί να είναι ίδιοι με τους δικούς μου. Γιατί ένα πρόσωπο τόσο όμορφο όσο το δικό σου δεν μπορεί να προσβάλει ποτέ κανέναν». Η Αρτεμισία στριφογύρισε νευρική πάνω στη σέλα της. Ίσως είχε παρατραβήξει το παιχνίδι. Ο μασκοφόρος πλησίασε το χέρι του στο μπράτσο της μα δεν την άγγιξε. Το μανίκι του καφτανιού ανασηκώθηκε με την κίνησή του και η κοπέλα παρατήρησε ότι τα χέρια του ήταν κατάλευκα και πολύ περιποιημένα. «Μείνε ήσυχη. Ποιος είμαι εγώ για να σε κρίνω; Όταν οι άνδρες μετατρέπονται σε γυναίκες, τότε οι γυναίκες οφείλουν να μετατρέπονται σε άνδρες». «Δεν καταλαβαίνω τα λόγια σου, κύριέ μου. Οι λέξεις σου είναι αινίγματα για μένα». Ο μασκοφόρος ξέσπασε σε γέλια. «Ξέρεις καλά ότι δεν είναι έτσι. Πες μου, ωραία Αρτεμισία, δε θα σου άρεσε να πας στον πόλεμο χωρίς αυτό το ψεύτικο γένι, με το πρόσωπο ακάλυπτο, και να διατάζεις τους άνδρες σου υπηρετώντας το Βασιλέα των Βασιλέων;» Δεν είχε νόημα να συνεχίσει να κρύβει την ταυτότητά της μπροστά σε εκείνο τον άνδρα. Η Αρτεμισία έπαψε να υποκρίνεται τη βραχνάδα στη φωνή της και απάντησε: «Θα ένιωθα μεγάλη τιμή αν γινόταν έτσι. Ανάμεσα στους Έλληνες δε θα βρεις κανέναν υποτελή πιο πιστό στον Μεγάλο Βασιλιά από εμένα». «Μου έχεις εμπιστοσύνη, Αρτεμισία;» Είναι παράλογο. Αυτόν τον άνθρωπο ούτε που τον γνωρίζω, σκέφτηκε εκείνη, μα απάντησε: «Σου έχω εμπιστοσύνη, κύριέ μου». Ο Πέρσης πλησίασε το άλογό του στο δικό της τόσο, ώστε τα πόδια του άγγιξαν τα δικά της. Το μαύρο άτι ήταν τόσο ψηλό ώστε το γόνατο της Αρτεμισίας μετά βίας έφτανε στη μέση της γάμπας του μασκοφόρου. Ο Πατικάρα χαμήλωσε τη φωνή και είπε: «Όταν φτάσει η στιγμή, θα σου ζητήσω να κάνεις κάτι. Η ζωή σου θα διατρέξει κίνδυνο, μα η αμοιβή σου θα είναι μεγάλη, Αρτεμισία. Πολύ μεγάλη. Θα κάνεις αυτό που θα σου ζητήσω;»
Το στομάχι της Αρτεμισίας έγινε κόμπος κι ένιωσε την παγωμένη πνοή των Κηρών να χαϊδεύει τα αυτιά της· ήταν σίγουρη ότι ο Πατικάρα σχεδίαζε κάτι πίσω από την πλάτη του στρατηγού, και είχε δει με τα μάτια της πώς τιμωρούσε τους εχθρούς του ο Δάτις. Την ίδια στιγμή όμως φαντάστηκε τον εαυτό της όπως τον είχε περιγράψει ο Πατικάρα, χωρίς το ψεύτικο γένι, με το πρόσωπο ακάλυπτο, να διατάζει τους στρατιώτες της στη μάχη πάνω από τη γέφυρα της Καλλιστούς, της ναυαρχίδας του στόλου της Αλικαρνασσού. Η οπτασία έβαλε φωτιά στο αίμα της. «Θα το κάνω, κύριέ μου». «Ωραία, Αρτεμισία», απάντησε ο μασκοφόρος. «Θα έρθει να σε βρει κάποιος που θα σου πει: “ Έφτασε η ώρα να διαβείς τη Γέφυρα του Κριτή”. Αυτός ο άνθρωπος θα σου μεταφέρει τις οδηγίες μου. Το μήνυμα που θα σου δώσει θα είναι προφορικό, γιατί δεν πρέπει να μείνει καμία απόδειξη. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα, κύριέ μου». «Μην ξεχνάς: δε θα μείνει καμία απόδειξη του γεγονότος ότι εσύ κι εγώ είχαμε την παραμικρή συνομιλία». Ο Πατικάρα απομακρύνθηκε χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο. Ο Ζώσιμος έτρεξε αμέσως δίπλα στην Αρτεμισία και πήρε τα γκέμια του αλόγου της με έκφραση ανήσυχη, μα δεν είπε τίποτα. Δε νομίζω να μας άκουσε, σκέφτηκε η κοπέλα. Απ’ ό,τι ήξερε άλλωστε, ο Ζώσιμος δε μιλούσε περσικά. Κάποιος άλλος όμως τα μιλούσε μα το έκρυβε. Όσο κράτησε η η συνάντηση με τους Αθηναίους, η Αρτεμισία δεν είχε τραβήξει τα μάτια της από τον Θεμιστοκλή. Ενώ μιλούσε ο Δάτις, οι υπόλοιποι είχαν το χαμένο βλέμμα εκείνου που δεν καταλαβαίνει τι ακούει. Τα μάτια του Θεμιστοκλή όμως άστραφταν και τα αυτιά του ήταν τεντωμένα. Ήταν προφανές ότι καταλάβαινε τι άκουγε. Σαν θυμήθηκε τον Θεμιστοκλή, ξανασκέφτηκε τον κίνδυνο που θα διέτρεχε. Ο Πατικάρα την είχε εμπλέξει σε μια συνωμοσία της οποίας το βεληνεκές αγνοούσε. Πήρε λοιπόν μιαν απόφαση. Αν ο θάνατος κοντοζύγωνε, πριν φτάσει θα φρόντιζε να απολαύσει τους
καρπούς της ζωής.
Μαραθώνας, σούρουπο της ίδιας μέρας Στρατόπεδο των Ελλήνων Μόλις ο Φειδιππίδης μετέφερε το μήνυμα των Σπαρτιατών στους στρατηγούς και στους ταξίαρχους που είχαν μαζευτεί στη σκηνή, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος του επέτρεψε να καθίσει δείχνοντάς του τη θέση του, ένα κάθισμα από κυπαρισσόξυλο με σκαλιστά στηρίγματα για τα χέρια. Ένας σκλάβος έφερε στον Φειδιππίδη ένα σκαμνί για να ξεκουράσει τα πόδια του και ήταν έτοιμος να του λύσει τα κορδόνια στις μπότες, μα ο Καλλίμαχος του είπε: «Αργότερα. Τ ώρα άφησέ μας μόνους». Μετά τα λόγια του Φειδιππίδη, στη σκηνή είχε πέσει μια σιωπή τόσο απόλυτη ώστε ακούγονταν ολοκάθαρα οι θόρυβοι από το εξωτερικό: οι φωνές των στρατιωτών, το γκάρισμα των υποζυγίων, το βέλασμα των προβάτων και των κατσικιών που είχαν φέρει για τις θυσίες. Οι δέκα στρατηγοί είχαν σταθεί σε κύκλο γύρω από τον αγγελιαφόρο και πιο πίσω έστεκαν οι κατώτεροί τους, οι ταξίαρχοι. Ο μόνος που καθόταν ήταν ο κήρυκας. Δεν ένιωθε άνετα όντας το επίκεντρο της προσοχής, μα δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί. Είχε διανύσει διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μέχρι τη Σπάρτη και άλλα τόσα επιστρέφοντας στην Αθήνα και είχε αναγκαστεί να καταβάλει μια τελευταία προσπάθεια για να φτάσει ως τον Μαραθώνα και να συναντήσει το στράτευμα. Παρότι είχε πάρει τον πιο σύντομο δρόμο, αφήνοντας στα δεξιά του το Πεντελικό Όρος και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα ανάμεσα στο Αγριελίκι και στο Κοτρώνι, εκείνα τα τριάντα πέντε χιλιόμετρα του είχαν φανεί περισσότερα από όλα τα υπόλοιπα μαζί. Πόσες μέρες είχε κάνει; Τέσσερις, πέντε; Χίλιες; Οι μέρες και οι νύχτες είχαν χάσει το νόημά τους για εκείνον. «Το έκανες σε τρεισήμισι μέρες. Ένας άθλος αντάξιος του Ερμή». Ο Φειδιππίδης τινάχτηκε ακούγοντας τη φωνή του Θεμιστοκλή, που είχε βγει από τον κύκλο για να του προσφέρει μια κούπα κρασί με νερό. Κόντευε να αποκοιμηθεί και χωρίς να το καταλάβει μάλλον
είχε αρχίσει να σκέφτεται δυνατά. «Κύριοι», είπε ένας ταξίαρχος του οποίου το όνομα δε θυμόταν αλλά ήξερε ότι ήταν αδελφός ενός νεαρού ποιητή, του Αισχύλου. «Νομίζω ότι έχουμε ζητήσει πολλά από τον Φειδιππίδη. Μάλλον πρέπει να του επιτρέψουμε να αποσυρθεί για ξεκούραση όσο εμείς θα συσκεπτόμαστε». Ο στρατηγός της Αντιοχίδας φυλής, ο Αριστείδης, διαφώνησε. «Όλοι θαυμάζουμε και ευχαριστούμε τον Φειδιππίδη για την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε. Μα κανείς δεν πρέπει να βγει από εδώ αν δεν αποφασίσουμε τι θα πούμε στους υπόλοιπους πολίτες». «Αν τόσο με θαυμάζετε και με ευχαριστείτε, αφήστε με να πλαγιάσω ή σκοτώστε με», μουρμούρισε ο Φειδιππίδης. Η ματιά του έμεινε καρφωμένη στο σκαμνί, στις φθαρμένες και σκονισμένες μπότες του, στις γάμπες και στους αστραγάλους του, που έδειχναν πιο αδύνατα από ποτέ. Τη λίγη σάρκα που είχε την είχε αφήσει στο δρόμο. Πολύ φοβόταν ότι το ίδιο είχε συμβεί και με τα λογικά του. Ο Φειδιππίδης πάντα σούφρωνε τα χείλη με δυσπιστία όταν κάποιος του μιλούσε για θεϊκές εμφανίσεις, μα τώρα είχε ζήσει ο ίδιος μία τέτοια θεϊκή εμφάνιση. Είχε συμβεί στην επιστροφή, όταν διέσχιζε την περιοχή στα όρια της Αρκαδίας με την Αργολίδα, που ήταν το πιο μοναχικό μέρος του ταξιδιού του. Είχε πέσει η νύχτα και είχε σταθεί κοντά σε μια φλαμουριά για να αδειάσει τις λίγες πηχτές σταγόνες ούρων που είχε στην κύστη του, σαν άκουσε κάποιον να προφέρει το όνομά του: «Φειδιππίδη! Φειδιππίδη!» Ο Φειδιππίδης γύρισε τρομαγμένος και είδε σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα βράχο έναν μαύρο τράγο με λευκά γένια που έμοιαζαν να πλέουν μπροστά στο πρόσωπό του σαν απόκοσμο φως. Ο τράγος πήδηξε στο έδαφος και πλησίασε τον Φειδιππίδη τρέχοντας. Σαν βρέθηκε τέσσερα-πέντε βήματα μακριά του, σηκώθηκε ορθός και άξαφνα βρέθηκε να έχει χέρια αντί για μπροστινά πόδια και πρόσωπο που έμοιαζε ανθρώπινο. Ο αγγελιαφόρος κατάλαβε ότι είχε μπροστά
του το θεό Πάνα κι έπεσε στα γόνατα. «Φειδιππίδη», του είπε ο θεός, ανάμεσα σε κανονική, ανθρώπινη άρθρωση και σε κατσικίσια βελάσματα, «θέλω να δώσεις ένα μήνυμα στους Αθηναίους». «Στις διαταγές σου, Πάνα». Η οσμή του αρσενικού σε έξαψη ήταν τόσο έντονη που ο Φειδιππίδης ένιωσε αναγούλα, μα έσκυψε το κεφάλι και σκέπασε το στόμα με το χέρι. «Ρώτησέ τους γιατί δε με τιμούν, ενώ τους έχω βοηθήσει τόσες φορές. Πες τους ότι αν το κάνουν όπως μου αξίζει θα τους βοηθήσω ξανά». Όταν ο κήρυκας τόλμησε να ξανασηκώσει τα μάτια, ο τραγόμορφος θεός είχε χαθεί. Ο Φειδιππίδης όρθωσε τη ράχη και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τ ώρα, καθισμένος στη σκηνή των στρατηγών, ο αγγελιαφόρος αναρωτιόταν αν έπρεπε να τους δώσει το μήνυμα του Πάνα ή αν όλα εκείνα δεν ήταν παρά ένα ντελίριο που είχε προκαλέσει η κούραση. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι επρόκειτο για το δεύτερο, μα η μυρωδιά... ακόμη είχε στα ρουθούνια του εκείνη τη διαπεραστική, γλυκερή οσμή. Είχε αφήσει την ανάμνηση να τον νανουρίσει, μα οι ταραγμένες φωνές των στρατηγών τον ξύπνησαν ξανά. «Σήμερα ο μήνας έχει έντεκα», έλεγε ο Ξάνθιππος, στρατηγός της Ακαμαντίδας φυλής. Ο τόνος της φωνής του ήταν πολύ ψιλός και μιλούσε κοφτά και εκνευριστικά. «Η πανσέληνος είναι στις δεκαπέντε. Μένουν ακόμη τέσσερις μέρες, τέσσερις μέρες», είπε τονίζοντας τις λέξεις, «για να ξεκινήσουν οι Σπαρτιάτες από την πόλη τους». «Το ακούσαμε όλοι αυτό, Ξάνθιππε», απάντησε ο Αριστείδης. «Θέλω να πω ότι δεν τρέχουν τόσο γρήγορα όσο ο Φειδιππίδης». Αυτό ξαναπές το, σκέφτηκε ο αγγελιαφόρος χωρίς καμία έπαρση. «Ακόμα κι αν έρθουν με ταχύ ρυθμό, θα χρειαστούν τουλάχιστον τρεις ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε εφτά». «Αν δεν υπάρχει άλλη λύση, θα τους περιμένουμε», απάντησε ο
Αριστείδης. «Μα πώς θα αντέξουμε τόσον καιρό;» παρενέβη ο στρατηγός Μεγακλής, από τους Αλκμεωνίδες. Ακριβώς απέναντι από το κάθισμα του Φειδιππίδη έστεκε ο στρατηγός της Λεοντίδας φυλής, κάποιος Μηλόβιος. Πίσω του βρισκόταν ο Θεμιστοκλής, που του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο Μηλόβιος κούνησε το κεφάλι και ύστερα πήρε το λόγο. «Να περιμένουμε όσο χρειαστεί, αρκεί να ελέγχουμε το δρόμο για την Αθήνα και να ανεφοδιαζόμαστε χωρίς προβλήματα». «Οι πολίτες της τέταρτης τάξης παραπονιούνται ότι χάνουν μεροκάματα και ότι πρέπει να ταΐσουν τις οικογένειές τους», απάντησε ο Ξάνθιππος. «Πώς θα καταφέρουμε να τους κρατήσουμε εδώ άλλες εφτά ημέρες;» «Πόσα χρήματα κερδίζει την ημέρα ένας εργάτης ή ένας τεχνίτης;» Είχε μιλήσει ο Μιλτιάδης, ο άνθρωπος που είχε υπαγορεύσει στον Φειδιππίδη το μήνυμα για τους εφόρους. «Τ ρεις, τέσσερις οβολούς; Μία δραχμή; Ο Ξάνθιππος εννοεί τους ανθρώπους που υπηρετούν ως βοηθοί των οπλιτών, έτσι δεν είναι; Τότε, λοιπόν, ας τους πληρώσουν οι οπλίτες! Δε θα καταστραφεί κανείς αν δώσει εφτά δραχμές!» «Έτσι, ε; Δε φτάνει που βάζουμε σε κίνδυνο τη ζωή μας, πρέπει να πληρώσουμε κι από πάνω;» διαμαρτυρήθηκε ο Ξάνθιππος. «Μιλάμε για την πόλη σου», του απάντησε ο Μιλτιάδης. «Θα λυπηθείς μερικά αργυρά νομίσματα την ώρα που όλοι εμείς εδώ είμαστε διατεθειμένοι να χύσουμε μέχρι και τη στερνή σταγόνα του αίματός μας;» «Καλά τα λέει ο Μιλτιάδης!» φώναξε ο αδελφός του Αισχύλου και κάμποσοι ταξίαρχοι και στρατηγοί τον υποστήριξαν. Ο Θεμιστοκλής ψιθύρισε ξανά κάτι στο αυτί του Μηλόβιου κι εκείνος πρότεινε: «Μπορούμε να διώξουμε τους ελεύθερους πολίτες και να κρατήσουμε μόνο τους σκλάβους. Αρκεί να έχουμε ένα βοηθό για κάθε δύο οπλίτες. Αν μας...» «Αυτό είναι αναξιοπρεπές!» διαμαρτυρήθηκε ο Μεγακλής. «Εγώ
δε μοιράζομαι τους σκλάβους μου με κανέναν! Αρνούμαι!» Ο Μηλόβιος ήθελε να προσθέσει κάτι ακόμα, μα έκλεισε το στόμα φοβισμένος εμπρός στον Αλκμεωνίδη. Ο Μιλτιάδης όμως, που δε θα σώπαινε ούτε αν ο Δίας του έριχνε κατακέφαλα κανέναν κεραυνό, είπε: «Φέρνεις διαρκώς αντιρρήσεις στα πάντα, Μεγακλή. Για πες μας, τι προτείνεις εσύ; Να δεχτούμε τις προτάσεις των Περσών; Τ ι έγινε, τα έκανες πάνω σου σαν άκουσες τις απειλές του ή μήπως είναι αλήθεια αυτό που ακούγεται για τους Αλκμεωνίδες;» Τα λόγια του Μιλτιάδη προκάλεσαν σούσουρο. Όλος ο κόσμος άκουγε εδώ και χρόνια ότι οι Αλκμεωνίδες λάμβαναν χρυσάφι από τους Πέρσες. «Πάντως το μόνο που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να διαπραγματευόμαστε με μεσολαβητή έναν αγροίκο φωνακλά σαν κι εσένα!» τσίριξε ο Ξάνθιππος, που ήταν πολιτικός συγγενής του Μεγακλή. «Αν μας δει διατεθειμένους να διαπραγματευτούμε μαζί του, ο Δάτις θα μετριάσει τις απαιτήσεις του. Προτείνω να στείλουμε άλλη μια πρεσβεία, μα να μην είναι σε αυτή ο Μιλτιάδης!» Ο Φειδιππίδης μάζεψε τα πόδια ενστικτωδώς σαν είδε τον Μιλτιάδη να εισβάλλει στον κύκλο των στρατηγών και να περνά μπροστά από το κάθισμά του για να ορμήσει στον Ξάνθιππο. Ο πολέμαρχος παρενέβη και τον σταμάτησε βάζοντας τα χέρια στο στέρνο του Μιλτιάδη, ενώ ο Αριστείδης τον πλησίασε από πίσω και τύλιξε τα χέρια γύρω από τους ώμους του για να τον ηρεμήσει. Ο Μηλόβιος φώναξε με όση δύναμη είχαν οι πνεύμονές του. «Κύριοι! Κύριοι! Κύριοι!» Στο τέλος έγινε ησυχία και ο Μιλτιάδης πισωπάτησε, αφού πρώτα έδειξε τον Ξάνθιππο με το δάχτυλο και έκανε μια χειρονομία με την οποία απειλούσε να του κόψει το λαιμό. «Κύριοι!» επέμεινε ο Μηλόβιος σηκώνοντας το αριστερό χέρι, από το οποίο έλειπαν δύο δάχτυλα. «Προτείνω να πάρουμε όρκο!» Εκείνη η πρόταση κατάφερε να κάνει τους πάντες να σωπάσουν. Η σοβαρή φωνή του Μηλόβιου τράβηξε την προσοχή ακόμα και του Φειδιππίδη, που κατέβασε τα πόδια από το σκαμνί κι έσκυψε προς τα
εμπρός για να ακούσει καλύτερα. «Κανείς έξω από αυτή τη σκηνή δεν πρέπει να μάθει ότι οι Σπαρτιάτες δε θα φύγουν από την πόλη τους πριν από την πανσέληνο», άρχισε ο Μηλόβιος. «Γι’ αυτό, πρέπει να δεσμευτούμε ότι δεν...» «Θεμιστοκλή!» παρενέβη ο Αριστείδης. «Σταμάτα να ψιθυρίζεις στο αυτί του Μηλόβιου και να του υπαγορεύεις τα λόγια του! Αν θέλεις να πεις κάτι, μπορείς να το κάνεις και μόνος σου». Ο Θεμιστοκλής κοίταξε για μια στιγμή τον Μηλόβιο και ύστερα τον Μιλτιάδη, ο οποίος κούνησε ελαφρά το κεφάλι επιδοκιμάζοντας. Τότε ο ταξίαρχος έκανε δύο βήματα εμπρός, μπήκε στον κύκλο και απευθύνθηκε σε όλους. «Ξέρετε πώς είναι οι φήμες που κυκλοφορούν στα στρατόπεδα. Αν μάθει τα νέα οποιοσδήποτε αξιωματικός ή στρατιώτης, αν μας ξεφύγει μπροστά σε ένα σκλάβο έστω και μισή λέξη απ’ όσα είπαμε σήμερα εδώ, θα το μάθει αμέσως όλο το στράτευμα. Το ηθικό των ανδρών θα πέσει αν μάθουν ότι οι ενισχύσεις που περιμένουμε θα αργήσουν να φτάσουν. Άλλωστε μπορεί να συμβεί κάτι ακόμα πιο σοβαρό: να διαρρεύσει η πληροφορία στους Πέρσες και ο Δάτις να αποφασίσει να επιτεθεί πριν...» «Τ ι ανοησία είναι αυτή; Πώς μπορεί να διαρρεύσει το παραμικρό;» τον διέκοψε ο Ξάνθιππος. «Είμαστε πολύ μακριά από το στρατόπεδό τους». «Αγαπητέ μου Ξάνθιππε», απάντησε ατάραχος ο Θεμιστοκλής, «από τους Πέρσες μας χωρίζουν μόλις είκοσι στάδια. Ένα βέλος ίσως δεν μπορεί να καλύψει αυτή την απόσταση· για μια φήμη όμως δεν είναι καθόλου δύσκολο. Στον πόλεμο υπάρχουν πάντα λιποτάκτες ή άνθρωποι που εκμεταλλεύονται τις ώρες της νύχτας και ραδιουργούν με τον εχθρό. Γι’ αυτό, αν δε θέλουμε να μάθουν οι Πέρσες πως οι Σπαρτιάτες θα αργήσουν ακόμη να φτάσουν, πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία να βγει η πληροφορία από αυτήν εδώ τη σκηνή». «Πρέπει να ορκιστούμε!» βρυχήθηκε ο Μιλτιάδης. «Ο Θεμιστοκλής έχει δίκιο! Τ ι λες κι εσύ, Καλλίμαχε;»
Ως πολέμαρχος, ο Καλλίμαχος δεν είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει μόνος του σε θέματα τακτικής. Σε ό,τι είχε να κάνει με ψηφοφορίες, θυσίες και οιωνούς όμως είχε κάθε αρμοδιότητα. «Λέω ότι μου φαίνεται καλή ιδέα», απάντησε. Ο Καλλίμαχος πλησίασε στην είσοδο της σκηνής για να ζητήσει ένα σφάγιο και μέχρι να το φέρουν έβαλε ο ίδιος κρασί στις κούπες των παρευρισκομένων. Δεν άργησαν να καταφτάσουν δύο σκλάβοι με ένα μαύρο κατσικάκι που μόλις έβγαζε κέρατα. Ο Καλλίμαχος διέταξε τους υπηρέτες να βγουν από τη σκηνή. Ύστερα έσυρε το ζώο στο κέντρο του κύκλου, του σήκωσε το κεφάλι και του έκοψε το λαιμό με τη λεπίδα του σπαθιού του. Το αίμα άρχισε να μουλιάζει το έδαφος κι ο πολέμαρχος δήλωσε με σοβαρή φωνή: «Στο όνομα του Δία, της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, των θεών του ουρανού, της γης και της θάλασσας». «Στο όνομα του Δία, της Δήμητρας και του Ποσειδώνα!» επανέλαβαν όλοι οι παριστάμενοι. «Όλοι όσοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ ορκιζόμαστε ότι κανείς δε θα αποκαλύψει όσα ειπώθηκαν σε αυτή τη σκηνή. Αν κάποιος δε σεβαστεί αυτό τον όρκο, είθε τα μυαλά του να χυθούν στο χώμα όπως αυτός ο οίνος». Όλοι σήκωσαν τις κούπες τους κι έχυσαν λίγο κρασί επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Καλλίμαχου. Έπειτα, βλέποντας ότι η σοβαρότητα του όρκου είχε ηρεμήσει λίγο τα πνεύματα, ο ίδιος ο πολέμαρχος κήρυξε τη συνάντηση λήξασα. Ο Φειδιππίδης αποσύρθηκε από τη σκηνή σέρνοντας τα πόδια. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει, να κλείσει τα μάτια και να τα ξεχάσει όλα για μια-δυο μέρες. «Περίμενε ένα λεπτό, Φειδιππίδη». Ο αγγελιαφόρος γύρισε να δει ποιος ήταν, πρόθυμος να τον στείλει στον κόρακα. Μα ο Θεμιστοκλής δεν τον άφησε να μιλήσει· του έβαλε στο χέρι ένα δερμάτινο σακουλάκι κι έκλεισε τα δάχτυλά του γύρω του. «Όσο και να σε πληρώνει και να σε τιμά η πόλη, δε θα μπορέσει
να σου ξεπληρώσει ποτέ αυτό που έκανες. Γι’ αυτό σε παρακαλώ να δεχτείς ένα δείγμα της προσωπικής μου ευγνωμοσύνης». Ο Φειδιππίδης κούνησε το σακουλάκι. Από το βάρος και το κουδούνισμα των νομισμάτων υπολόγισε ότι θα έφταναν τις είκοσι δραχμές. Αρκούσαν για να αγοράσει καινούργιες μπότες. Όχι, τις μπότες τού τις πλήρωνε η πολιτεία. Μέσα στην ομίχλη του μυαλού του σκέφτηκε κάτι πολύ καλύτερο. Με είκοσι δραχμές μπορούσε να πάει μέχρι και πέντε φορές στα λουτρά του Πειραιά και να ζητήσει από τη γενναιόδωρη Φανώ να του τρίψει την πλάτη, τα πόδια και άλλα πολλά. Αν βέβαια κατάφερνε να επιστρέψει ποτέ στον Πειραιά. Αν οι Πέρσες δεν τους σκότωναν όλους στην πεδιάδα του Μαραθώνα. «Σ’ ευχαριστώ, Θεμιστοκλή». Γύρισε την πλάτη κι ετοιμαζόταν να φύγει, όταν ο ταξίαρχος τον έπιασε από τον αγκώνα. «Επίτρεψέ μου να εκμεταλλευτώ λίγο ακόμα την υπομονή σου, Φειδιππίδη. Έχω να σου κάνω μια ερώτηση. Όταν μας είπες ότι οι έφοροι σου παραχώρησαν ακρόαση, ίσως μου διέφυγε κάτι. Πόσοι ήταν;» «Δεν το είπα;» ρώτησε μπερδεμένος ο Φειδιππίδης. Νύσταζε τόσο, που το κεφάλι του είχε αρχίσει να τον πονά περισσότερο από τα πόδια. «Όχι, δε νομίζω». «Ήταν τρεις». «Είσαι σίγουρος;» «Ξέρω να μετράω μέχρι το τρία», απάντησε δύσθυμος ο Φειδιππίδης. «Με συγχωρείς, φίλε μου. Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ. Μήπως πρόσεξες τίποτε άλλο περίεργο στη Σπάρτη;» «Τ ι εννοείς; Μπες στο θέμα». «Αναφέρομαι στους δρόμους της πόλης. Είναι η εποχή των εορτασμών προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνα. Οργανώνουν έναν αγώνα δρόμου στον οποίο κυνηγούν έναν νέο ντυμένο με λωρίδες από μαλλί προβάτου. Είδες μήπως πομπές, στολισμούς στις
προσόψεις των σπιτιών, αγώνες, κόσμο στους δρόμους;» Παρά την κούρασή του, ο Φειδιππίδης ένιωσε το ενδιαφέρον του να ξυπνά. «Καλή ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι δεν είδα πολύ κόσμο. Και οι άνδρες ήταν λιγότεροι από τις άλλες φορές». Ο Θεμιστοκλής τον έσφιξε στον ώμο. «Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου. Αυτό μόνο ήθελα να μάθω. Και τώρα ξεκουράσου όσο θέλεις. Κι αν κάποια στιγμή χρειαστείς κάτι από μένα, μη διστάσεις να έρθεις να με βρεις. Άνδρες σαν κι εσένα, που έχουν τα μάτια ανοιχτά, το στόμα κλειστό και τα πόδια ελαφρά, είναι πάντα χρήσιμοι στην πόλη μας». Να δω ποιος από τους δύο θα χρειαστεί τον άλλο, σκέφτηκε ο Φειδιππίδης.
«Εσύ δεν είσαι από εκείνους που κάνουν δώρα χωρίς λόγο. Τ ι σου είπε ο αγγελιαφόρος;» ρώτησε ο Μιλτιάδης. Ο ουρανός είχε γίνει λουλακής. Οι άνδρες που είχαν επιστρέψει από τη γραμμή του μετώπου είχαν αρχίσει να ανάβουν φωτιές για το δείπνο, ενώ το απόσπασμα από την Αιαντίδα φυλή, που είχε αναλάβει τη φρουρά, περιπολούσε στα όρια του στρατοπέδου και στο φράχτη. Σαν είδαν τον Θεμιστοκλή και τον Μιλτιάδη να περνούν μαζί, πολλοί στράφηκαν προς το μέρος τους με τη φυσική περιέργεια που διακρίνει τους στρατιώτες. Μα ο Μιλτιάδης είχε πιάσει τον ταξίαρχο από τον αγκώνα και περπατούσαν πολύ κοντά, με τα κεφάλια σχεδόν κολλητά και μιλώντας ψιθυριστά. «Το περασμένο καλοκαίρι επισκέφτηκα τη Σπάρτη για τρεις ημέρες, καλεσμένος του προξένου που έχω εκεί, του Παυσανία», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Και λοιπόν;» «Θυμάμαι ότι στην Αθήνα ήταν ο μήνας Μεταγειτνιών και οι Σπαρτιάτες γιόρταζαν τα Κάρνεια». Ο Μιλτιάδης συνοφρυώθηκε. Ο Θεμιστοκλής τον άφησε να σκεφτεί μόνος του για μερικές στιγμές. Επιτέλους, τα μάτια του
στρατηγού άστραψαν. «Κατάλαβα. Έλα, πάμε στη σκηνή μου. Είναι εδώ κοντά». Ο Μιλτιάδης είχε το πιο πολυτελές κατάλυμα σε όλο το ελληνικό στρατόπεδο, αν και στον καταυλισμό των Περσών οποιοσδήποτε αξιωματικός με μεσαίο βαθμό θα είχε πιο μεγάλη σκηνή. Ο στρατηγός άνοιξε τα φύλλα που οδηγούσαν στη σκηνή και πέρασε πρώτος στο εσωτερικό. Μέσα στη σκηνή βρισκόταν ο Κίμωνας· ήταν καθισμένος σε μια πτυσσόμενη καρέκλα και είχε βαλθεί να τροχίζει τη λεπίδα του σπαθιού του με ένα ακόνι, ενώ ένας σκλάβος είχε γονατίσει και καθάριζε τα χάλκινα σκαλίσματα των περικνημίδων του με ζεστό λάδι. Και οι δύο σηκώθηκαν σαν είδαν τον Μιλτιάδη να μπαίνει. Ο στρατηγός έδιωξε το σκλάβο με ένα νόημα, μα, όταν έκανε να διώξει και το γιο του, ο Θεμιστοκλής του είπε: «Άφησέ τον. Μια μέρα ο Κίμωνας θα γίνει στρατηγός, σαν κι εσένα. Καλό είναι εκείνοι που κάποτε θα γίνουν μεγάλοι να μάθουν να αναλαμβάνουν ευθύνες από νέοι». Ο Μιλτιάδης το σκέφτηκε για μια στιγμή και ύστερα κούνησε το κεφάλι, ενώ το πρόσωπο του Κίμωνα έλαμψε. Ο Θεμιστοκλής επέτρεψε στον εαυτό του να χαμογελάσει από μέσα του και σκέφτηκε ότι ίσως ο Μνησίφιλος είχε δίκιο· ίσως όντως ο Μιλτιάδης και ο γιος του να τον χρησιμοποιούσαν. Μα, όσο εκείνοι οι δύο ευπατρίδες αναλώνονταν στη ματαιοδοξία τους, θα χρησίμευαν στα χέρια του σαν το ελατήριο μιας κλειδαριάς. Άλλωστε ο ίδιος ο Μνησίφιλος δεν του είχε διδάξει εκείνη την αρχή; Μη φοβάσαι τις προσβολές των εχθρών σου. Πολύ περισσότερο πρέπει να φυλάγεσαι από τις κολακείες των φίλων σου. «Κάθισε, Θεμιστοκλή», τον προέτρεψε ο Μιλτιάδης δείχνοντάς του το παχύ χαλί που σκέπαζε το έδαφος, ενώ ο ίδιος βολευόταν σε ένα ανάκλιντρο, που έτριξε κάτω από το βάρος του. «Όχι, ευχαριστώ. Δε θα μείνω πολύ. Δεν πρέπει να σκεφτούν ότι συνωμοτούμε». «Τ ι τρέχει, πατέρα;» ρώτησε ο Κίμωνας, κάνοντας να φυλάξει το σπαθί μέσα στο θηκάρι του.
«Συνέχισε να τροχίζεις», του απάντησε ο Μιλτιάδης. «Όσο περισσότερο θόρυβο έχουμε μέσα στη σκηνή τόσο το καλύτερο». Και πρόσθεσε χαμηλώνοντας τη φωνή: «Καθώς φαίνεται, πέρυσι οι φίλοι σου οι Σπαρτιάτες είχαν τα Κάρνεια το μήνα Μεταγειτνιώνα. Φέτος τα γιορτάζουν ένα μήνα αργότερα, τον δικό μας Βοηδρομιώνα». «Δεν καταλαβαίνω, πατέρα». «Εξαιτίας αυτών των εορτασμών δεν μπορούν να έρθουν να μας βοηθήσουν πριν από την πανσέληνο». Το πρόσωπο του Κίμωνα άλλαξε χρώμα. Ο Θεμιστοκλής, από την πλευρά του, χαμήλωσε το βλέμμα και δεν είπε τίποτα. Αποκαλύπτοντας εκείνη την πληροφορία στο γιο του, ο Μιλτιάδης μόλις είχε παραβεί τον όρκο που είχαν πάρει. Μα δεν είχε σκοπό να τον προδώσει. Ή τουλάχιστον όχι ακόμη. Μέσα στη σκηνή οι σκιές είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν και απλώθηκαν σε κάθε γωνιά. Ο Κίμωνας άφησε για μια στιγμή το σπαθί του και χρησιμοποίησε τη φωτιά ενός μικρού μαγκαλιού όπου έκαιγαν αρωματικά βότανα για να ανάψει τους λύχνους με το λάδι. Φωτισμένο από εκείνες τις αμυδρές φλόγες που έφεγγαν από κάτω, το πρόσωπό του έδειχνε πιο ώριμο και γωνιώδες, σμιλεμένο με χάλκινες γραμμές. «Είμαι σίγουρος ότι έχουν κάποιο καλό λόγο γι’ αυτό», είπε ανάβοντας τον τελευταίο λύχνο. «Ίσως το ημερολόγιό τους έχει προχωρήσει πολύ κι έχουν αναγκαστεί να εισαγάγουν άλλον ένα μήνα». Κάτι τέτοιο δεν ήταν τόσο ασυνήθιστο. Ακόμα και οι Αθηναίοι το έκαναν κάπου κάπου, γιατί ήταν αδύνατον να διατηρήσουν το χρόνο των δώδεκα σεληνιακών μηνών για πολύ καιρό σε αρμονία με τον κύκλο του ήλιου και τις εποχές. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, τη χρονιά που διατέλεσε άρχων, είχε διατάξει έναν εμβόλιμο μήνα. Παρ’ όλα αυτά... «Είναι πολύ βολική αυτή η σύμπτωση», είπε ο Μιλτιάδης. «Κι εγώ δεν πιστεύω στις συμπτώσεις. Έχουμε κάνει μια συμφωνία μαζί
τους», πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Θεμιστοκλή. «Γιατί πιστεύεις ότι αρνούνται να έρθουν;» «Ο Φειδιππίδης μου είπε ότι είδε μόνο τρεις από τους πέντε εφόρους κι έναν από τους δύο βασιλείς». «Τ ι σημαίνει αυτό;» «Πατέρα...» παρενέβη ο Κίμωνας. «Λέγε». «Όταν οι Λακεδαιμόνιοι διεξάγουν πόλεμο, πηγαίνει μόνον ο ένας από τους δύο βασιλείς, ενώ ο άλλος μένει στην πόλη. Και το βασιλιά που πηγαίνει στον πόλεμο τον συνοδεύουν δύο έφοροι για να ελέγχουν όλες τις πράξεις του». «Θέλεις να πεις ότι...» «Ότι αυτή τη στιγμή η Σπάρτη βρίσκεται σε πόλεμο». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Το λιονταράκι ήταν προικισμένο με οξυδέρκεια. «Με ποιον, αν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Μιλτιάδης. «Πάλι ξεσηκώθηκαν οι είλωτες; Γιατί δεν αφήνουν τις σαχλαμάρες και δεν το παραδέχονται ανοιχτά;» «Προτιμούν να κρατούν τις υποθέσεις τους μυστικές, πατέρα. Έχουν πολλούς εχθρούς και πρέπει να...» «Ακόμα περισσότερους εχθρούς θα αποκτήσουν αν δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους!» Ο Μιλτιάδης άρχισε να σφίγγει τις γροθιές ώσπου έτριξαν όλοι οι κόμποι των δαχτύλων του. «Τα καθάρματα! Τ ώρα μάλιστα, την έχουμε άσχημα. Τ ι θα κάνουμε;» «Θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε χρόνο», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Αν είναι ανάγκη να περιμένουμε εφτά ημέρες, θα περιμένουμε. Ο Ξάνθιππος και ο Μεγακλής δεν ήθελαν να κάνουν νέες διαπραγματεύσεις; Ωραία λοιπόν, ας τις κάνουν. Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να κυλήσουν οι μέρες». «Και τι θα κερδίσουμε; Αν οι Σπαρτιάτες έχουν ξεκινήσει πόλεμο με τους είλωτες, δεν πρόκειται να φανούν κατά δω όχι σε εφτά μέρες αλλά ούτε σε εφτά μήνες». Ο Κίμωνας ανασήκωσε τα φρύδια και κοίταξε τον Θεμιστοκλή
ικετευτικά, σαν να του έλεγε: «Υπερασπίσου τους εσύ, σε παρακαλώ». «Όχι, αυτό αποκλείεται», είπε ο Θεμιστοκλής. «Ο βασιλιάς Λεωνίδας έδωσε στον αγγελιαφόρο μας το εξής μήνυμα: “ Πες στους στρατηγούς σου ότι μέσα σε εννιά μέρες θα αντικρίσουν τα λάμδα των ασπίδων μας”. Και από τότε έχουν ήδη περάσει δύο μέρες». Ο Μιλτιάδης τέντωσε το χέρι για να πιάσει ένα κανάτι με κρασί από ένα κοντινό τραπεζάκι και ήπιε κατευθείαν από εκεί. «Και λοιπόν;» γρύλισε σκουπίζοντας τα γένια με την ανάστροφη του χεριού και τείνοντας το κανάτι στον Θεμιστοκλή. «Εγώ δεν εμπιστεύομαι πια αυτό το λαό που αλλάζει το ημερολόγιο όποτε του κατέβει». Ο Θεμιστοκλής μόλις που έβρεξε τα χείλη του με το κρασί και πέρασε το κανάτι στον Κίμωνα. «Γνωρίζω καλά τον Λεωνίδα. Είναι θείος του Παυσανία και άνδρας που κρατά το λόγο του. Θα έρθει». Αυτό που δεν ξέρω είναι πόσους άνδρες θα μπορέσει να φέρει μαζί του. Πριν αποφασίσει αν έπρεπε ή όχι να εκφράσει μεγαλόφωνα τη σκέψη του, έξω από τη σκηνή ακούστηκε δυνατή οχλοβοή. Ο Μιλτιάδης και ο γιος του πετάχτηκαν πάνω κι έπιασαν αμέσως τα σπαθιά τους, φοβούμενοι μια απροειδοποίητη επίθεση των Περσών. Αμέσως όμως κατάλαβαν ότι ήταν φωνές χαράς και άκουσαν τις σάλπιγγες και τα άσματα ενός στρατού που παρήλαυνε. «Είδες, πατέρα;» Η έκφραση του Κίμωνα είχε αλλάξει εντελώς. «Οι Σπαρτιάτες είναι! Αστειεύονταν όταν μιλούσαν για εννέα μέρες! Έφτασαν κιόλας!» Ο Μιλτιάδης βγήκε από τη σκηνή μουρμουρίζοντας και ο Κίμωνας τον ακολούθησε. Ο Θεμιστοκλής βγήκε τελευταίος, κουνώντας το κεφάλι. Όσο κι αν το ήθελε κι εκείνος, ήξερε πως ήταν αδύνατον να φτάσουν οι Σπαρτιάτες στον Μαραθώνα ακριβώς μετά τον καλύτερο δρομέα της Ελλάδας. Έξω, όλοι είχαν σηκωθεί κι έτρεχαν με κραυγές χαράς προς το βόρειο μέρος του στρατοπέδου, από όπου ερχόταν το μεταλλικό
κάλεσμα της σάλπιγγας. Στο δρόμο που περνούσε ανάμεσα στο Αγριελίκι και στο Κοτρώνι φαινόταν μια πομπή από δάδες, σαν ποτάμι από πυγολαμπίδες που κατέβαινε από το βουνό στην πεδιάδα. Ο Θεμιστοκλής ακολούθησε τον Μιλτιάδη, που άνοιγε δρόμο μέσα στον κόσμο. Δεν άργησε όμως να τον χάσει από τα μάτια του. Ύστερα, χωρίς να καταλάβει πώς, συνάντησε τον Κυναίγειρο, που τον αγκάλιασε. «Ήρθαν ενισχύσεις!» «Από πού; Μη μου πεις ότι οι Σπαρτιάτες...» «Όχι, όχι. Είναι οι σύμμαχοί μας οι Πλαταιείς. Ήρθαν σχεδόν όλοι, με τον Αρίμνηστο». «Πόσοι είναι;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής. «Εξακόσιοι οπλίτες». Ο Θεμιστοκλής χαμογέλασε. «Με αυτούς τους εξακόσιους, είμαστε δέκα χιλιάδες στο σύνολο», είπε. «Ωραία. Μ’ αρέσουν οι στρογγυλοί αριθμοί».
Μαραθώνας, 9 Σεπτεμβρίου Ελληνικό στρατόπεδο Επιτέλους έφτασε η πανσέληνος. Παρά τον όρκο να κρατηθεί το μυστικό, εκείνες τις τέσσερις μέρες είχαν διαδοθεί διάφορες φήμες στο στρατόπεδο. Κάποιες ήταν αβάσιμες θεωρίες, άλλες όμως πλησίαζαν περισσότερο την αλήθεια. Ήταν πολύ πιθανό ένας σκλάβος να είχε ακούσει κάποιο κομμάτι της συζήτησης που είχε γίνει στη σκηνή, μα ο Θεμιστοκλής υποπτευόταν περισσότερο την αδιακρισία όσων είχαν ακούσει το μήνυμα του Φειδιππίδη. Πάντως εκείνη τη νύχτα, μόλις το ολόγιομο φεγγάρι σηκώθηκε πάνω από την Κυνόσουρα και η κοκκινωπή του όψη καθρεφτίστηκε στη θάλασσα, από το αθηναϊκό στρατόπεδο ακούστηκε ένας ψίθυρος, που έμοιαζε, θαρρείς, με στεναγμό ανακούφισης. Οι Σπαρτιάτες όμως θα κάνουν άλλες τρεις ημέρες να φανούν, αναλογίστηκε ο Θεμιστοκλής. Ήταν ξαπλωμένος στην ψάθα του και παρατηρούσε την όψη της σελήνης. Ο Μηλόβιος κοιμόταν στη σκηνή του και ακόμα και ο Ευφορίωνας είχε δικό του κατάλυμα· εκείνος όμως προτιμούσε να μοιράζεται το έδαφος με τους στρατιώτες του. Οι περισσότερες φωτιές είχαν σβήσει πια και οι στρατιώτες κοιμούνταν, αν και ακούγονταν ακόμη νευρικοί ψίθυροι εδώ κι εκεί. Οι μέρες της αναμονής είχαν σπάσει τα νεύρα όλων. Οι άνδρες επιθυμούσαν κι έτρεμαν μαζί τη μάχη που δεν έλεγε να γίνει. Είχαν σημειωθεί ορισμένες αψιμαχίες στην άκρη του φράχτη, μα επρόκειτο μάλλον για ανταλλαγή ύβρεων ανάμεσα σε ίλες του περσικού ιππικού και αθηναϊκές περιπόλους παρά για οτιδήποτε άλλο. Οι οπλίτες είχαν πια αρχίσει να επικρίνουν ανοιχτά τους επικεφαλής τους. Κάθε Αθηναίος πολίτης ήταν ένας εν δυνάμει στρατηγός ή ταξίαρχος. Κάποιοι από εκείνους που τώρα υπηρετούσαν στις γραμμές ως απλοί στρατιώτες είχαν απολαύσει την εξουσία τα προηγούμενα χρόνια και ήταν εκείνοι που στόλιζαν τους σημερινούς επικεφαλής με τις σκληρότερες μομφές. Όλοι έδειχναν να
ξέρουν τι έπρεπε να γίνει για να βγουν από το τέλμα στο οποίο είχαν κολλήσει Έλληνες και Πέρσες. Το πρόβλημα ήταν ότι δε συμφωνούσαν στη λύση: ήταν άραγε καλύτερο να προχωρήσουν σε κατά μέτωπο επίθεση, κάνοντας το γύρο των βουνών που έκλειναν την πεδιάδα από το βορρά και να αιφνιδιάσουν τους Πέρσες από την πλευρά του έλους –δεν εξηγούσαν όμως πώς σκόπευαν να το διασχίσουν χωρίς να βυθιστούν στη λάσπη, μια και θα ήταν φορτωμένοι με τριάντα κιλά οπλισμό ο καθένας–, ή να αποσυρθούν στην πόλη και να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη; Υπήρχαν, βέβαια, και οι ηττοπαθείς, εκείνοι που πρότειναν να συνάψουν συμμαχία με τους Πέρσες, να τους καταβάλουν αποζημίωση και να τους παραδώσουν τους πολιτικούς και τους στρατηγούς της πόλης, αν ήταν απαραίτητο. Αυτοί όμως απέφευγαν να λένε τη γνώμη τους, γιατί ο Μιλτιάδης είχε αναλάβει να τσακίσει τα πλευρά όποιου πρότεινε έστω κι ένα συνώνυμο της παράδοσης. Οι δύσκολες συνθήκες του στρατοπέδου δε συνέβαλλαν στην ανύψωση του ηθικού. Κάποιοι άνδρες διέθεταν σκηνές εκστρατείας, ενώ άλλοι έμεναν στα σπίτια του κοντινού δήμου του Μαραθώνα. Οι περισσότεροι όμως κοιμούνταν εδώ και κάμποσες νύχτες στο ύπαιθρο και διαμαρτύρονταν για την υγρασία, αλλά και για τις πέτρες και τις ρίζες που μπήγονταν στα νεφρά τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν άνδρες ως πενήντα ετών, ορισμένοι μάλιστα και μεγαλύτεροι, οι οποίοι κάθε πρωί καλημέριζαν τους γύρω τους με συγχορδίες από βήχα, πτύελο, βογκητά και τριξίματα των αρθρώσεων. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πριν από δύο νύχτες είχε πέσει μια νεροποντή που είχε μουλιάσει τους πάντες, είχε βρέξει τα ξύλα για το μαγείρεμα και είχε μετατρέψει το στρατόπεδο σε βάλτο για μια ολόκληρη μέρα. Οι μόνοι που διατηρούσαν ακόμη την καλή διάθεση της πρώτης μέρας ήταν οι Αχαρνείς. Κάθε φορά που ο Θεμιστοκλής πλησίαζε την ίλη της Οινηίδας φυλής για να μιλήσει με τον Μιλτιάδη, κοντοστεκόταν για λίγο στον τομέα των Αχαρνέων κι εκείνοι τον καλούσαν να πιει μαζί τους κρασί και να φάει ψητά λουκάνικα. Μόλις βγήκε το φεγγάρι εκείνο το βράδυ, οι πιο νέοι ανάμεσά
τους πήραν τις ασπίδες και τα ακόντια, φόρεσαν τις περικεφαλαίες και χόρεψαν τον πυρρίχιο προς τιμήν της Άρτεμης. Σαν τους είδε να πηδούν και να λογχίζουν τον αέρα, να κραδαίνουν τις ασπίδες τους και να ξεστομίζουν τις λαρυγγικές κραυγές του πολέμου, ο Θεμιστοκλής αναθάρρησε λιγάκι. Εκείνοι οι νεαροί δεν ήταν επαγγελματίες, σαν τους Σπαρτιάτες, μα ήξεραν να χειρίζονται τα όπλα, και μάλιστα απολαμβάνοντάς το αρκετά. «Γιατί δεν επιτιθέμεθα στους Πέρσες;» τον ρώτησαν αργότερα, σαν τελείωσαν την επίδειξή τους. «Αυτό θα κάνουμε μόλις φτάσουν οι Σπαρτιάτες», αποκρίθηκε εκείνος. «Γιατί; Για να πάρουν εκείνοι όλη τη δόξα και να νομίσουν οι υπόλοιποι Έλληνες ότι δεν είμαστε παρά ένα κοπάδι κότες που χρειάζονται τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων για να ελευθερώσουν την ίδια τους τη γη;» είπε ένα ξανθόμαλλο παλικάρι που στο χορό είχε πηδήξει πιο ψηλά από τους άλλους. Ο Θεμιστοκλής έμεινε σκεφτικός. Στο όραμα της μεγάλης Αθήνας που του είχε κληροδοτήσει ο Κλεισθένης, η πόλη δεν έπρεπε να μοιραστεί τη δόξα της με τη Σπάρτη· πολλώ δε μάλλον να της την παραχωρήσει εξολοκλήρου. «Σε αυτό έχεις δίκιο, Μίμνερμε, μα δεν είναι στο συμφέρον μας να βιαστούμε», απάντησε. «Αν καταφέρουμε να φτάσουμε σε μάχη σώμα με σώμα με τους Πέρσες, μπορούμε να τους συντρίψουμε», επέμεινε ο Μίμνερμος λιώνοντας ένα λουκάνικο ανάμεσα στα δάχτυλά του για να το αποδείξει. «Δεν αμφιβάλλω. Καλά το είπες όμως: αν καταφέρουμε να φτάσουμε κοντά τους. Το πρόβλημα είναι τα βέλη τους. Σε καθέναν μας αντιστοιχούν τρεις Πέρσες. Και όλοι, ακόμα και οι ακοντιστές, έχουν βέλη και ξέρουν να τα εξαπολύουν με τόση ταχύτητα ώστε, πριν το πρώτο βέλος φτάσει στο στόχο του, το δεύτερο να είναι ήδη στον αέρα και το τρίτο δίπλα στη χορδή». «Λένε ότι είναι ικανοί να πετύχουν ένα μήλο από απόσταση ενός
σταδίου», είπε άλλος ένας στρατιώτης. Κάποιοι τον γιουχάισαν για την υπερβολή του. Ο Μίμνερμος όμως είπε σοβαρός: «Τότε, πρέπει να τρέξουμε ένα στάδιο. Είναι απλό: αν τρέξουμε δύο φορές πιο γρήγορα, θα δεχτούμε τα μισά βέλη». Ο Θεμιστοκλής έκανε ένα μορφασμό αμφιβολίας. Θα έτρεχαν σχεδόν διακόσια μέτρα φορτωμένοι με όλο τον οπλισμό; «Όλοι έχουμε τρέξει την οπλιτοδρομία», επέμεινε ο Μίμνερμος. «Κι εκείνος ο δρόμος είναι δύο στάδια, όχι ένα». «Έτσι είναι, νεαρέ μου φίλε», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Μα στην οπλιτοδρομία τρέχουμε κουβαλώντας μόνο την ασπίδα, την περικεφαλαία και το δόρυ. Πρόσθεσε την πανοπλία, τις περικνημίδες και το σπαθί. Όλα αυτά ζυγίζουν τα διπλά, αν έχω υπολογίσει καλά». Μιλώντας σε άλλους στρατιώτες, δε θα είχε τολμήσει να φέρει τόσες αντιρρήσεις· οι Αχαρνείς όμως ήταν τόσο φανφαρόνοι ώστε, παρουσιάζοντας τα πράγματα τόσο δύσκολα, το μόνο που κατάφερνε ήταν να τους ανάψει ακόμα περισσότερο. «Τότε, λοιπόν, είναι απλούστατο!» παρενέβη άλλος ένας στρατιώτης. «Το βάρος είναι διπλό μα η απόσταση μισή. Όλα ταιριάζουν. Θα τα καταφέρουμε». «Θα το έχω υπόψη μου, Παλαμήδη», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Χάιδεψε το γένι του ενώ στο μυαλό του ερχόταν μια τρελή εικόνα. «Θα το έχω υπόψη μου». Κι ενώ γύριζε την πλάτη και απομακρυνόταν προς την ίλη του, άκουσε τους στρατιώτες να λένε: «Μα καλά, ετούτος εδώ μας γνωρίζει όλους;» Αφού δεν τον έβλεπε κανείς, επέτρεψε στον εαυτό του ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο.
Εκείνη τη στιγμή, ξαπλωμένος κοντά στη θράκα της φωτιάς, δεν έπαυε να ξαναφέρνει τη συζήτηση στο μυαλό του και να την αναμασά. Πότε θα έφταναν οι Σπαρτιάτες, πόσοι θα ήταν; Άραγε θα προσπαθούσαν να αναλάβουν τα ηνία, με τον αέρα ανωτερότητας που τους χαρακτήριζε; Τ ι θα έλεγαν στην υπόλοιπη Ελλάδα αν
κατάφερναν να νικήσουν τους Πέρσες με τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων; Ποιος έπαινος θα αντιστοιχούσε στην Αθήνα ύστερα από μια υποθετική νίκη; Στην περίπτωση των ζηλόφθονων γειτόνων τους, όπως της Θήβας, της Κορίνθου, των Μεγάρων ή της Αίγινας, ο έπαινος θα ήταν μηδενικός. Ας υποθέσουμε ότι μαχόμαστε μόνοι. Η γενναία στάση των Αχαρνέων τον γοήτευε, μα πόσες πιθανότητες είχαν να νικήσουν τους Πέρσες; Αν έτρεχαν κάτω από τη βροχή των βελών που θα εξαπέλυε ο εχθρός, όσοι επιζούσαν θα έφταναν στη γραμμή της μάχης τσακισμένοι και τότε θα είχαν να αντιμετωπίσουν σώμα με σώμα είκοσι πέντε χιλιάδες άνδρες του πεζικού. Στο μεταξύ, τι θα έκανε το περσικό ιππικό; Πώς θα κατάφερναν οι Αθηναίοι να μην τους υπερφαλαγγίσουν οι ιππείς, να μην τους επιτεθούν από πίσω, να μη βρουν ελεύθερο το πεδίο της μάχης και αρχίσουν να τους σφυροκοπούν από όποιο σημείο βόλευε περισσότερο τον Δάτι; Τη στιγμή που στις γραμμές τους θα κυριαρχούσε η αταξία και οι άνδρες θα έπαυαν να είναι μια συμπαγής φάλαγγα, θα ήταν χαμένοι. «Σταμάτα πια να σκέφτεσαι», είπε ο Μνησίφιλος, που είχε ξαπλώσει πλάι του, τυλιγμένος στην κάπα, που χρησίμευε και για ρούχο. «Τόσο πολύ φαίνεται;» «Το μυαλό σου κάνει θόρυβο λες και είναι ο μεντεσές καμιάς παλιάς πόρτας. Εξαιτίας σου δεν ακούω τους γρύλους». Ο Θεμιστοκλής ξέσπασε σε γέλια. Η πανσέληνος, η οποία είχε ανατείλει σχεδόν τη στιγμή που έδυε ο ήλιος, είχε διανύσει σχεδόν το ένα τέταρτο του στερεώματος και τον κοιτούσε περιπαικτικά. Ο Ωρίων και ο λαμπρός Σείριος είχαν ανέβει ως τη μέση του ουρανού: ήταν η εποχή στην οποία ο ποιητής Ησίοδος σύστηνε να τρυγούν τα αμπέλια. «Γιατί δεν κοιμάσαι επιτέλους;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. Ο Θεμιστοκλής αναστέναξε κι έπλεξε τα χέρια πίσω από το σβέρκο. «Ανέκαθεν δυσκολευόμουν να κοιμηθώ. Και όταν τα καταφέρνω, κοιμάμαι χωρίς τάξη και ξυπνάω κάμποσες φορές μέσα
στη νύχτα». «Πού να φτάσεις τα χρόνια μου. Εγώ, όταν ήμουν νέος, κοιμόμουν του καλού καιρού. Θυμάμαι ότι καμιά φορά έκλεινα τα μάτια και την επόμενη στιγμή άκουγα το λάλημα του πετεινού. Τ ώρα όμως... άτιμα γηρατειά!» «Ακόμη αργούν πολύ τα γηρατειά. Όπως θα έλεγε ο προπάππος σου, βρίσκεσαι στην όγδοη επταετία σου. Η ευφυΐα και η γλώσσα είναι ακόμη εξαιρετικά». «Ναι, αλλά ο Σόλωνας δεν είχε πει τίποτα για τη μέση και τα γόνατα!» Ο Μνησίφιλος δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε από την αναπνοή του φίλου του ότι είχε κλείσει τα μάτια και σε λίγο τον άκουσε να ροχαλίζει. Εκείνος δεν κατάφερνε καν να κλείσει τα βλέφαρά του. Προσπαθούσε, μα έπρεπε να πασχίσει με όλη του τη δύναμη για να τα κρατήσει κλειστά και μόλις αφαιρούνταν άνοιγαν ξανά μόνα τους. Σκέφτηκε πως ήταν περίεργο το γεγονός ότι, παρόλο που κοιμόταν τόσο λίγο, ονειρευόταν τόσο πολύ. Δεν περνούσε νύχτα που να μην έβλεπε τρία ή τέσσερα όνειρα, αν και τα περισσότερα ήταν τόσο παράλογα ώστε τα απέρριπτε την επόμενη μέρα. Είχε φτάσει να σκεφτεί ότι ήταν κάποιο θεόσταλτο χάρισμα, ή ίσως μια κατάρα. Ύστερα, αφού το συζήτησε με περισσότερο κόσμο, συμπέρανε ότι απλώς θυμόταν τα όνειρα της μισής νύχτας γιατί ξυπνούσε κάμποσες φορές, ενώ άλλοι άνθρωποι τα ξεχνούσαν γιατί βυθίζονταν στην ομίχλη του Μορφέα μέχρι το ξημέρωμα. Κάπου εκεί κοντά ακούστηκε να σπάζει ένα κλαδάκι. Δεν ήταν η θράκα της φωτιάς, ήταν μια πατημασιά. Ο Θεμιστοκλής ανακάθισε. Μερικοί στρατιώτες πλησίαζαν περπατώντας ανάμεσα στους κοιμισμένους, με προσοχή για να μην πατήσουν τα κορμιά και σκύβοντας για να δουν από κοντά τα πρόσωπα στο φως του φεγγαριού. «Ποιον γυρεύετε;» ψιθύρισε. «Τον Θεμιστοκλή», απάντησε ένας από εκείνους.
Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε, αφού πρώτα έπιασε το σπαθί του από το έδαφος. «Ποιος τον ζητά;» «Ο στρατηγός Αριστείδης». «Εγώ είμαι ο Θεμιστοκλής». Σύμφωνα με την κλήρωση και τη σειρά που είχε οριστεί μετά την άφιξή τους στον Μαραθώνα, εκείνη τη μέρα το γενικό πρόσταγμα είχε η Αντιοχίδα φυλή, άρα ο στρατηγός που είχε βάρδια ήταν ο Αριστείδης. Ενώ αναρωτιόταν τι να ήθελε ο αλλοτινός του αντίπαλος, ο Θεμιστοκλής έσφιξε το χιτώνα και φόρεσε τα σανδάλια του. «Έρχομαι». Οι στρατιώτες τον οδήγησαν ως τον μικρό ελαιώνα και από εκεί στην παραλία. Ο Θεμιστοκλής χάρηκε που απομακρύνθηκε από τις οσμές του στρατοπέδου. Είχαν μείνει ήδη πολλές μέρες εκεί, περιτριγυρισμένοι από γαϊδάρους, κατσίκες, πρόβατα και κάπου κάπου κανένα γουρούνι, και παρότι η θάλασσα ήταν τόσο κοντά, δεν εκμεταλλεύονταν όλοι οι στρατιώτες την ευκαιρία για να πλυθούν. Ολόκληρο το στρατόπεδο έζεχνε σαν τους στάβλους του Αυγεία. Ο Αριστείδης έστεκε στην παραλία με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη, σε μια χαρακτηριστική στάση για εκείνον, και κοιτούσε τη θάλασσα αφήνοντας τον αφρό των κυμάτων να χαϊδεύει τα ξυπόλυτα πόδια του. Ο Θεμιστοκλής πάτησε γερά στην άμμο για να την κάνει να τρίξει κάτω από τα πόδια του, μα ο Αριστείδης δεν μπήκε στον κόπο να γυρίσει. Σαν έφτασε δίπλα στον ευπατρίδη, στάθηκε όπως εκείνος και κοίταξε το ολόγιομο φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στα σκοτεινά νερά. «Εξαιρετική νύχτα». Επιτέλους ο Αριστείδης καταδέχτηκε να δώσει σημασία στην παρουσία του. Στο φως του φεγγαριού, τα ξανθά μαλλιά του έδειχναν χρυσαφένια. Εξακολουθούσε να είναι ψηλότερος από τον Θεμιστοκλή, μα με τα χρόνια τα αναστήματά τους είχαν πλησιάσει λίγο και τώρα τον περνούσε μόνο μισή πιθαμή· δεν τον φόβιζε πια. Τ ι ανοησία, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Δεν είχε φοβηθεί τον
Αριστείδη ούτε όταν πήγαιναν στο σχολείο του Φοίνικα, τότε που ο άλλος τον περνούσε ένα κεφάλι. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει. «Ήρθες». «Προφανώς. Δεν είμαι όραμα. Γιατί ζήτησες να με δεις;» «Έχει έρθει να σε δει κάποιος». «Οι άνδρες σου. Εννοείται». «Κάποιος από το στρατόπεδο των Περσών». Άθελά του, ο Θεμιστοκλής ένιωσε το ενδιαφέρον του να ξυπνά. «Ποιος;» «Αυτό περιμένω να μου το πεις εσύ». «Θα είναι δύσκολο, γιατί δεν ξέρω». «Ποια σκοτεινή κατασκοπεία ετοιμάζεις, Θεμιστοκλή;» «Μη γίνεσαι γελοίος, Αριστείδη. Για ποια κατασκοπεία μιλάς; Τ ι μπορώ να πω στους Πέρσες που δεν το ξέρουν ήδη; Η οργάνωσή μας είναι πασίγνωστη, το ίδιο και οι τακτικές μας. Ή μάλλον η μοναδική τακτική μας», πρόσθεσε δηκτικά. «Μπαίνουμε στη σειρά, κατεβάζουμε τα δόρατα, ψάλλουμε τον παιάνα και εξαπολύουμε κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στον εχθρό. Αυτό φοβάσαι μην τους αποκαλύψω;» Ο Αριστείδης πλατάγισε τη γλώσσα. Καυχιόταν ότι ήταν αμερόληπτος και ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι ο ίδιος είχε δώσει στον εαυτό του το προσωνύμιο «ο Δίκαιος», με το οποίο ήταν γνωστός. Μα δεν του άρεσαν οι δολοπλοκίες, γιατί δεν ήταν ικανός να τις χειριστεί. Κάθε φορά που έβλεπε κάποιον πολύπλοκο χειρισμό, υποπτευόταν προδοσίες και ανομολόγητα κίνητρα. Σε γνωρίζω λες και σ’ έχω γεννήσει, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής καθώς διάβαζε την αμφιβολία στα μάτια του Αριστείδη. Με αυτό τον άνθρωπο είχε ένα πρόβλημα. Όταν διαφωνούσε με τους άλλους, ήξερε να δαγκώνει τη γλώσσα, να υποκρίνεται τον ευγενή, ακόμα και να παίρνει το φταίξιμο πάνω του αν αυτό επρόκειτο να του αποφέρει κάποιο όφελος. Ο Αριστείδης, αντιθέτως, είχε κάτι, ίσως εκείνη την ολύμπια σχεδόν υπεροψία, που τον έκανε να χάνει τον συνήθη
έλεγχο και να κάνει κατάχρηση του σαρκασμού. «Ξέρεις ότι έχουμε δεσμευτεί να μην αποκαλύψουμε ορισμένες πληροφορίες», είπε ο Αριστείδης κοιτώντας λοξά τους στρατιώτες που περίμεναν μερικά βήματα πιο πέρα. «Δεν έχω πατήσει τον όρκο που πήρα. Άκουσε», είπε ψέματα ο Θεμιστοκλής, «κοιμόμουν ειρηνικά όταν ήρθαν οι στρατιώτες σου και με ξύπνησαν. Δεν είμαι τόσο ανυπόμονος όσο νομίζεις ώστε να τρέξω σε μια συνάντηση με τον εχθρό που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι παγίδα. Σκέψου κάτι όμως. Δε νομίζεις ότι υπάρχει η πιθανότητα να είμαι εγώ εκείνος που θα πάρει μια πολύτιμη πληροφορία από τους Πέρσες αντί να τους τη δώσει;» Ο Αριστείδης δίστασε. Ο Θεμιστοκλής καταλάβαινε την πάλη που γινόταν μέσα του. Από τη μία εκείνος, ο μεγάλος του αντίπαλος, είχε πει «να είμαι εγώ εκείνος που θα πάρει». Από την άλλη, ο Δίκαιος δε θα μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να αποκτήσει κάποια πληροφορία που ίσως ευνοούσε τον αγώνα των Ελλήνων. «Εντάξει. Πήγαινε». Ο Θεμιστοκλής έκανε να φύγει όταν ο Αριστείδης τον έπιασε από το μπράτσο. Τα δάχτυλά του ήταν ζεστά, ευγενικά σχεδόν, και ο τόνος της φωνής του τον εξέπληξε. «Να προσέχεις, Θεμιστοκλή».
Ο Θεμιστοκλής περπάτησε κατά μήκος της παραλίας και μπήκε στο πεδίο της μάχης που άρχιζε στα ανατολικά του τεμένους του Ηρακλή. Σε απόσταση είκοσι περίπου μέτρων, τον περίμενε ένας άνδρας. Αντί να τον περιμένει σε εκείνο το σημείο όμως, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατά με ταχύ βήμα. Ο Αθηναίος τον ακολούθησε από κάποια απόσταση, με την προστασία των τριών φρουρών που του είχε δώσει ο Αριστείδης. Σε λίγο διέκρινε στην ακτή μια σκιά που δεν άργησε να πάρει το σχήμα μιας μικρής βάρκας. Σαν πλησίασε, ο Θεμιστοκλής είδε ότι ήταν μια
λέμβος με την πλώρη χωμένη στην άμμο και το πανί μαζεμένο στο κατάρτι. Είχε οχτώ κουπιά και οι κωπηλάτες βρίσκονταν στη θέση τους. Στην όχθη έστεκε ένας μόνο άνδρας. Ο οδηγός που είχε φέρει τον Θεμιστοκλή τον πλησίασε και αντάλλαξαν μερικές λέξεις. Ύστερα ο άνδρας που είχε μείνει κοντά στη βάρκα πλησίασε τον Θεμιστοκλή, σήκωσε τα μπράτσα κι έδειξε τα ανοιχτά του χέρια για να φανεί ότι δεν ήταν οπλισμένος. «Μείνετε εδώ», είπε ο Θεμιστοκλής στους φρουρούς. «Δε νομίζω να υπάρχει κίνδυνος». Και ο Θεμιστοκλής σήκωσε τα χέρια και πλησίασε με βήμα προσεκτικό. Ο άνθρωπος που είχε συγκαλέσει εκείνη την αλλόκοτη συνάντηση φορούσε μακρύ μανδύα και περικεφαλαία οπλίτη χωρίς λοφίο. Ο Θεμιστοκλής, απογοητευμένος, κατάλαβε ότι δεν ήταν Πέρσης αλλά Ίωνας. Σαν πλησίασε, ο Θεμιστοκλής έπιασε ένα ευχάριστο, πολύ έντονο άρωμα. Όταν όμως εισέπνευσε για να το μυρίσει ξανά και να καταλάβει τι ήταν, το άρωμα είχε χαθεί. «Ήρθα. Γιατί με...;» Ο οπλίτης τού έκανε νόημα να σωπάσει και να τον ακολουθήσει. Αφού απομακρύνθηκαν από την ακτή, διέσχισαν μια έκταση γεμάτη θάμνους και ανέβηκαν μια πλαγιά από αμμοχάλικο που οδηγούσε σε μια μικρή συστάδα δέντρων αποτελούμενη από δέκα μικρά πεύκα που έστεκαν μοναχά στο ίσιωμα. Ο Θεμιστοκλής δεν είχε πάψει να παρατηρεί την πλάτη του άλλου άνδρα. Το περπάτημά του φαινόταν παράξενα γατίσιο και τα γυμνά του πόδια μετά βίας έκαναν την άμμο και τα βότσαλα στο έδαφος να τρίζουν. Από την ευκινησία με την οποία κινούνταν, δεν έδειχνε να φορά πανοπλία, αν και, το δίχως άλλο, είχε κάποιο όπλο κάτω από το μανδύα. Για καλό και για κακό, ο Θεμιστοκλής έσφιξε τη λαβή του σπαθιού και ζύγισε τις πιθανότητες να βγει ζωντανός από μια μάχη σώμα με σώμα. Ο άλλος είχε το ίδιο ανάστημα με εκείνον και δεν έδειχνε εύσωμος. Όπως και να είχε όμως, τι λόγους μπορούσε να έχει ο άγνωστος να τον βγάλει από το στρατόπεδό του και να τον φέρει ως εκείνο το μικροσκοπικό
πευκοδάσος για να τον σκοτώσει; Τελικά, σαν έφτασαν στο δασάκι, ο άνδρας σταμάτησε. Ύστερα γύρισε προς τον Θεμιστοκλή, άνοιξε το μανδύα, του έδειξε ξανά τα ανοιχτά του χέρια και του ζήτησε να πλησιάσει. Εκείνος το έκανε γεμάτος περιέργεια. Ο Ίωνας πλησίασε ακόμα περισσότερο και τον έπιασε από τη μέση. Ξαφνικά, το άρωμα που είχε μυρίσει πριν γέμισε ξανά τον αέρα. «Άκουσε, φίλε μου», είπε ο Θεμιστοκλής και τραβήχτηκε λιγάκι. «Εγώ δεν είμαι από αυτούς». Με γέλιο κρυστάλλινο σαν την τρίλια του αηδονιού, ο Ίωνας πισωπάτησε ένα βήμα κι έβγαλε την περικεφαλαία. Ένας χείμαρρος από μαύρα μαλλιά έλουσε τους ώμους του. Ήταν γυναίκα. Στο φως του φεγγαριού, τα χαρακτηριστικά της του φάνηκαν γνωστά. «Τ ίνων ουκ ει, Θεμιστοκλή;»* ρώτησε, τονίζοντας την προφορά του ονόματός του με ένα ελαφρό λαχάνιασμα. Το μυαλό του Θεμιστοκλή σαν να φωτίστηκε από μια σπίθα. Μα η γυναίκα πήρε τα χέρια του, τα έβαλε πάνω στους γοφούς της και πλησίασε πρώτα την κοιλιά και ύστερα το πρόσωπό της. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη και τα δόντια της άστραφταν στο φως του φεγγαριού. Όταν του πρόσφερε το στόμα της, ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερε να πει όχι. * « Από ποιους δεν είσαι, Θεμιστοκλή;»
Όταν τελείωσαν, ξάπλωσε ανάσκελα κι έμεινε να κοιτά τον ουρανό. Ένα πουλί, ή ίσως καμιά νυχτερίδα, πέταξε κοντά στα κλαδιά του πεύκου κάτω από το οποίο είχαν πλαγιάσει. Δεν ήταν άνετα: είχαν χρησιμοποιήσει για κρεβάτι το μανδύα της γυναίκας, που μετά βίας τούς προφύλασσε από τα χαλίκια και τις πευκοβελόνες. Μα ο Θεμιστοκλής συνειδητοποίησε ότι το είχε ανάγκη από καιρό. Η Αρχίππη είχε μπει στον έβδομο μήνα και από τότε που κατάλαβε ότι ήταν έγκυος δεν είχε θελήσει να πλαγιάσει ξανά μαζί του. Δεν ήταν μόνο οι ενοχλήσεις της κύησης, ήταν μια
καινούργια ψυχρότητα. Φυσικά, εκείνος δεν είχε περιοριστεί να περάσει τόσους μήνες στην αναβροχιά. Ωστόσο, παρότι είχε καταφύγει τρεις ή τέσσερις φορές στη συντροφιά της Χρυσηίδας, μιας όμορφης, ξεμυαλισμένης εταίρας με χρυσούς βοστρύχους, οι εναγκαλισμοί της δεν κατάφερναν να τον γεμίσουν. Εκείνη η άγνωστη, αντιθέτως, του είχε μεταδώσει το πάθος της, μια λαγνεία υγρή και χλιαρή, ακράτητη, σχεδόν βίαιη. Δεν ήταν διόλου παράξενο που φορούσε ανδρικά ρούχα, αφού είχε τη δύναμη ενός πολεμιστή. Είχε καλπάσει πάνω στον Θεμιστοκλή σαν Αμαζόνα, και μετά, όταν τον είχε αφήσει να τη ρίξει ανάσκελα, είχε τυλίξει τα πόδια της γύρω από τα πλευρά του τόσο σφιχτά που παραλίγο να του κόψουν την ανάσα. Γύρισε να την κοιτάξει. Έδειχνε νέα· δεν θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα είκοσι. Τ ώρα που είχε κλείσει τα μάτια και χαμογελούσε με μια αίσθηση υπέροχης γαλήνης, ο Θεμιστοκλής την παρατήρησε με την ησυχία του. Το κορμί της είχε την απαλότητα του γυναικείου δέρματος μα ήταν πιο αθλητικό. Ενώ κινούνταν πάνω του, εκείνος χάιδευε την πλάτη της με τα ακροδάχτυλά του ακολουθώντας τη γραμμή της ραχοκοκαλιάς, συνεπαρμένος από την αυλακιά που σχηματιζόταν στο κέντρο. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν από τη Σπάρτη, γιατί έλεγαν ότι οι Σπαρτιάτισσες αθλούνταν γυμνές στο ύπαιθρο, όπως οι άνδρες. Άνοιξε την παλάμη του χεριού του και την πέρασε πάνω από τα στήθη της, αγγίζοντάς τα ελάχιστα. Ήταν μάλλον μικρά και φαίνονταν κάπως απομακρυσμένα, λες και κάποιος είχε γεμίσει με μαλακή, χλιαρή σάρκα το θώρακα ενός εφήβου. Κάτω από το χέρι του, οι θηλές της σκλήρυναν σαν πρώιμα σταφύλια. «Έχεις κάλους στα χέρια», είπε εκείνη χωρίς να ανοίξει τα μάτια. «Σε ενοχλούν;» «Όοοοχι...» απάντησε η γυναίκα γουργουρίζοντας. «Από το κουπί είναι. Είμαι άνθρωπος της θάλασσας». «Το ξέρω». «Πώς το ξέρεις;»
Εκείνη γύρισε προς το μέρος του, στηρίχτηκε στον ένα αγκώνα και τον κοίταξε στα μάτια. «Ξέρεις ότι όταν ήμουν μικρή ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, εξάδελφε;» Εκείνο το φευγαλέο άρωμα επέστρεψε στη μύτη του, μαζί με το φως που πάλευε να φωτίσει το μυαλό του. Ο Θεμιστοκλής τράβηξε τα μαλλιά από το πρόσωπό της, την έπιασε από το πιγούνι και σήκωσε το πρόσωπό της. Ποτέ δεν ξεχνούσε πρόσωπα, ούτε ονόματα. Τα πρόσωπα όμως αλλάζουν με τα χρόνια· αυτό τον είχε αποπροσανατολίσει. Τ ώρα την είχε θυμηθεί. Ήταν η Αρτεμισία, η κόρη του νεκρού τυράννου της Αλικαρνασσού και σύζυγος του σημερινού κυβερνήτη. Οι δύο άνδρες ήταν αδέρφια της μητέρας του, της Ευτέρπης, άρα η κοπέλα έλεγε αλήθεια. Ήταν εξαδέλφια. Ο Θεμιστοκλής είχε πάει στην Αλικαρνασσό πριν από... πόσα χρόνια; Δεκατέσσερα; Ήταν το τελευταίο ταξίδι που είχε κάνει με τον πατέρα του, ο οποίος είχε αρχίσει να υποφέρει από το κακό που κατέτρωγε το στομάχι του και τον είχε οδηγήσει στο θάνατο. Παρά τους πόνους και τις αιμοπτύσεις, ο Νεοκλής είχε επιμείνει να πάρει μαζί του τον Θεμιστοκλή για να γνωρίσει τον Λύγδαμι, ώστε να συνάψουν προσωπικές σχέσεις, που θα εδραίωναν καλύτερα τις εμπορικές. Εκείνη την εποχή η Αρτεμισία ήταν ένα αδύνατο κοριτσάκι με μακριά, άχαρα πόδια κι έμοιαζε με νεογέννητο πουλάρι. Έχοντας στρέψει όλη την προσοχή του στις πολιτικές και εμπορικές μηχανορραφίες που κατάστρωναν ο πατέρας του, ο τύραννος της Αλικαρνασσού και οι κυριότεροι μεγιστάνες της πόλης, ο Θεμιστοκλής δεν την είχε προσέξει ιδιαίτερα. Τ ώρα που τα ξαναθυμόταν όμως, εκείνη η μικρή φαινόταν πανταχού παρούσα. Την έβρισκε μπροστά του ανά πάσα στιγμή, όταν κατέβαινε τους διαδρόμους του παλατιού, όταν διέσχιζε την εσωτερική αυλή ή ανέβαινε στις επάλξεις της στέγης. Εκείνη του χαμογελούσε πάντα, μα ύστερα κατέβαζε το βλέμμα κι έφευγε τρέχοντας. Υπήρχε όμως κάτι που είχε προσέξει από τότε. Το κορίτσι είχε
μεγάλα δόντια, μα ήταν κατάλευκα και πολύ ίσια, και τα μάτια της είχαν ένα χρώμα γαλάζιο σαν τα βαθιά νερά που μαστίγωναν το όρος Άθω. «Έκανα πως έπεφτα πάνω σου τυχαία», ομολόγησε η Αρτεμισία. «Μα ύστερα ντρεπόμουν να σου μιλήσω. Ήμουν πολύ μικρή». Τ ώρα που είχε καταλαγιάσει η φλόγα της συνουσίας, είχαν αρχίσει να νιώθουν την ψύχρα της νύχτας. Η κοπέλα τράβηξε τη μια άκρη του μανδύα και σκεπάστηκαν και οι δύο. «Εκείνη η μικρή έγινε πολύ τολμηρή γυναίκα», είπε ο Θεμιστοκλής. «Που αναγκάζεται να ντυθεί άνδρας», απάντησε εκείνη με ένα γελάκι. «Θυμάσαι τον Ίωνα ιππέα που στεκόταν πλάι στον Πέρση με τη χρυσή μάσκα; Εγώ ήμουν. Δεν πρόσεξες πώς σε κοιτούσα;» «Όχι», παραδέχτηκε ο Θεμιστοκλής και μισόκλεισε τα μάτια. «Όμως... θυμάμαι ότι εκείνος ο αξιωματικός είχε γένι. Βάζεις ψεύτικο μούσι;» Εκείνη γέλασε ξανά, τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε στη μύτη με την άκρη του πιγουνιού. «Μόνον όταν πάω στον πόλεμο». Η κουβέντα γύρισε στον πόλεμο. «Τ ι κάνεις εδώ με τους Πέρσες; Γιατί δεν έμεινες στο παλάτι σου;» τη ρώτησε ο Θεμιστοκλής. «Δε θα διέτρεχες κανένα κίνδυνο». «Μου αρέσει ο κίνδυνος», απάντησε η Αρτεμισία. Δεν ήθελε να μείνει κλεισμένη, ούτε καν στο μεγάλο ανάκτορο της Αλικαρνασσού, από το οποίο φαινόταν η θάλασσα. Ήθελε να μυρίζει το αλάτι και το κατράμι, να νιώθει τον αφρό της θάλασσας να της πιτσιλά το πρόσωπο, να ακούει το τρίξιμο της καρίνας του πλοίου και των εξαρτημάτων του. Μα, πάνω απ’ όλα, ήθελε να ζήσει τη συγκίνηση της μάχης, να ορμήσει στις γραμμές του εχθρού κραδαίνοντας το δόρυ και ψάλλοντας τον παιάνα. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε να της πει ότι ήταν πολύ μικρή για να ξέρει τι ήταν στ’ αλήθεια ο πόλεμος. Κατάλαβε όμως ότι η Αρτεμισία σκεφτόταν ακριβώς σαν εκείνον και για μια στιγμή τη φαντάστηκε στο πλευρό του, τους είδε μαζί στην πλώρη της ναυαρχίδας του
στόλου που είχε ονειρευτεί μετά τη συζήτηση με τον Κλεισθένη. Αρτεμισία, σκέφτηκε. Θα ήταν ωραίο όνομα για εκείνο το πλοίο. Ευκίνητο, γοργό. Με πλώρη εύστοχη σαν τα βέλη της θεάς. «Γιατί είσαι με το πλευρό των Αθηναίων;» τον ρώτησε άξαφνα εκείνη. Ο Θεμιστοκλής αποτραβήχτηκε λιγάκι για να δει καλύτερα το πρόσωπό της. Η κοπέλα έδειχνε να μιλά σοβαρά. «Τ ι θέλεις να πεις; Αφού είμαι Αθηναίος». «Μόνο κατά το ήμισυ. Από το άλλο μισό κρατάς από αίμα καρικό και ιωνικό, και οι Κάρες και οι Ίωνες είναι με το μέρος του Δαρείου. Κι εσύ θα έπρεπε να υπηρετείς τον Μεγάλο Βασιλιά. Θα ήταν το καλύτερο για σένα». «Και γιατί θα έπρεπε να είμαι με το μέρος του Δαρείου;» «Γιατί είναι ο πιο ισχυρός βασιλιάς του κόσμου και όπου να ’ναι θα σαρώσει την πόλη σου». «Μήπως ήρθες να με εξαγοράσεις, Αρτεμισία;» ρώτησε εκείνος προσεκτικά. Αντί να απαντήσει, η κοπέλα άρχισε να παίζει με τις ελάχιστες τρίχες στο στέρνο του. Εκείνος έκανε να απομακρυνθεί κι άλλο, μα η Αρτεμισία τύλιξε τα πόδια της στα δικά του, κόλλησε πάνω στην κοιλιά του και όταν ένιωσε το μέλος του να ανταποκρίνεται ξέσπασε σε γέλια. Ο Θεμιστοκλής την αγκάλιασε και τη μύρισε ξανά. Το άρωμά της πήγαινε κι ερχόταν, μα επιτέλους κατάλαβε το λόγο. Η Αρτεμισία φορούσε άρωμα βιολέτας. Ήταν μια έντονη μυρωδιά που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα προξενούσε κορεσμό στην όσφρηση κι έπαυε να γίνεται αντιληπτή, για να ξανακάνει σε λίγο την εμφάνισή της. Δεν υπήρχε πιο σαγηνευτικό άρωμα: ήταν φευγαλέο και άπιαστο σαν τις αχτίδες της πανσελήνου που τους έλουζαν εκείνη την ώρα. «Για άλλο σκοπό ήρθα, εξάδελφε», απάντησε εκείνη όταν πια ο Θεμιστοκλής κόντευε να ξεχάσει την ερώτηση. «Και τον πέτυχα». «Αφού λοιπόν σου έδωσα αυτό που ήθελες, γιατί είσαι ακόμη εδώ;» απάντησε ο Θεμιστοκλής ανοίγοντας την αγκαλιά του.
«Δεν είμαι πια ερωτευμένη μαζί σου», είπε εκείνη κοιτώντας τον ίσια στα μάτια. Αν έλεγε ψέματα, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, το έκανε τόσο καλά όσο κι ο ίδιος. Ίσως το είχαν και οι δύο στο αίμα τους. «Άρα γιατί σε απασχολεί τι θα μου κάνει ο Μεγάλος Βασιλιάς σου;» «Γιατί ξέρω ότι είσαι έξυπνος και μου φαίνεται κρίμα να σπαταλάς τα χαρίσματά σου σε μια πόλη που την κυβερνά ο όχλος». «Επειδή ακριβώς κυβερνά ο όχλος, όπως τον λες, άνθρωποι σαν κι εμένα, που δεν έχουν ευγενική καταγωγή, έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν την εξυπνάδα και τα χαρίσματά τους». «Εσύ, ο γιος της Ευτέρπης, δεν έχεις ευγενική καταγωγή; Και τότε τι είμαστε εμείς, οι κυρίαρχοι της Αλικαρνασσού;» ρώτησε εκείνη πειραγμένη. «Για τους Αθηναίους δεν είστε απολύτως τίποτα. Οι συμπατριώτες μου πιστεύουν ότι γεννήθηκαν απευθείας από τη γη στις απαρχές του χρόνου και ότι ποτέ δεν έφυγαν από την Αττική. Για εκείνους η Αθήνα είναι το κέντρο του κόσμου και όλοι όσοι κατοικούν σε άλλα μέρη δεν είναι παρά αγροίκοι και τυχάρπαστοι». «Η Αθήνα είναι ένα βρομοχώρι. Δε φτάνει ούτε στην άκρη του παπουτσιού της Αλικαρνασσού». Ο Θεμιστοκλής δεν απάντησε στην πρόκληση. «Σε αυτό έχεις δίκιο. Είναι το δικό μου βρομοχώρι όμως, και θα το υπερασπιστώ απέναντι σε οποιονδήποτε εισβολέα θελήσει να μου το αρπάξει». Εκείνη τον χάιδεψε ξανά στο στέρνο και χαμογέλασε. «Έλα μαζί μου, έλα στο στρατόπεδό μου, εξάδελφε», είπε η Αρτεμισία με μελιστάλαχτη φωνή. «Θα φροντίσω να γίνεις μεγάλος αρχηγός. Στο πλάι του Δαρείου θα γίνεις πλούσιος και δυνατός». «Είμαι αρκετά πλούσιος, τουλάχιστον για τα μέτρα ενός Αθηναίου. Και όσο για τη δύναμη, προτιμώ να την κατακτήσω με τα δικά μου μέσα παρά να υποταγώ σε άλλον, όσο Μεγάλος Βασιλιάς και αν είναι».
«Προτιμάς να είσαι η κεφαλή του ποντικού παρά η ουρά του λιονταριού; Με απογοητεύεις. Ένας δικός μου εξάδελφος θα έπρεπε να είναι άνθρωπος με πραγματικές φιλοδοξίες». «Ίσως ο ποντικός της Αθήνας να καταφέρει να δώσει μια καλή δαγκωνιά στην ουρά του λιονταριού». Ο Θεμιστοκλής μετάνιωσε αμέσως για την κουβέντα του. Ένας από τους κανόνες που ακολουθούσε στη ζωή του ήταν ότι για την εξουσία δεν πρέπει να καυχιέται κανείς· πρέπει να την εξασκεί, και, ει δυνατόν, σιωπηλά. Τ ραβήχτηκε από την κοπέλα και σηκώθηκε, αν και με δυσκολία, γιατί οι μηροί και οι γάμπες του ήταν ακόμη ζεστοί και μαλακοί. Η Αρτεμισία κάθισε και τυλίχτηκε με το μανδύα. Είχε αφήσει τον δεξή ώμο γυμνό και φαινόταν το στήθος της, με την κορυφή της θηλής να διαγράφεται ακριβώς στην άκρη της σκιάς. «Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, εξαδέλφη», είπε κι έσκυψε να σηκώσει το μανδύα του. «Με ευχαριστείς αλλά φεύγεις». «Τ ι άλλο να κάνω; Δε θέλω να θεωρήσουν οι Αθηναίοι ότι λιποτάκτησα και να μου αφαιρέσουν τα δικαιώματά μου ως πολίτη». «Προς τι όλο αυτό το ενδιαφέρον για να είναι κανείς πολίτης; Ο Δάτις δεν το καταλάβαινε, και δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ». «Όποιος είναι πολίτης δεν υποτάσσεται σε κανέναν άλλο. Είναι αλήθεια ότι οι υποτελείς του Δαρείου είναι υποχρεωμένοι να τον προσκυνούν;» «Φυσικά. Είναι δείγμα σεβασμού προς τον Μεγάλο Βασιλιά». «Εγώ είμαι Αθηναίος πολίτης. Αυτό σημαίνει ότι είμαι ελεύθερος, δεν πρόκειται να γονατίσω ποτέ μπροστά σε κανέναν». «Για μερικά πράγματα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος». Η Αρτεμισία άφησε το μανδύα της στην άκρη, έπεσε στα γόνατα, έπιασε τον Θεμιστοκλή από τα λαγόνια και πήρε στο στόμα της εκείνο που λίγο πριν είχε χαϊδέψει με το χέρι. Αυτός κατέβαλε μια τιτάνια προσπάθεια και τραβήχτηκε. «Καμιά φορά εκείνος που είναι στα γόνατα έχει μεγαλύτερη
δύναμη από εκείνον που στέκεται όρθιος», είπε η Αρτεμισία γελώντας. «Πιστεύεις ότι αυτό είναι δύναμη; Εγώ θα έλεγα ότι είναι μάλλον δουλικότητα», απάντησε ο Θεμιστοκλής ενώ φορούσε το χιτώνα του. «Σε σκανδάλισα, εξάδελφε; Απάντησέ μου σε ένα πράγμα: αν ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει σε κάποιον άλλο κάτι που εκείνος θέλει, ποιος από τους δύο έχει περισσότερη δύναμη και ποιος είναι υποταγμένος στη δουλικότητα;» Ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι η κοπέλα είχε δίκιο. Ποτέ δεν είχε μιλήσει έτσι με την Αρχίππη· και, φυσικά, η σύζυγός του δε θα είχε διανοηθεί ποτέ να χρησιμοποιήσει το στόμα της σαν παλλακίδα ή σαν γυναίκα από τη Λέσβο. Κατάλαβε ότι η Αρτεμισία τον ερέθιζε όλο και περισσότερο κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο έπρεπε να μείνει μακριά της. «Σε χαιρετώ, εξαδέλφη», είπε ενώ έσφιγγε τη ζώνη κι έφτιαχνε τις πτυχές του χιτώνα του. «Χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα». «Αν επιμείνεις να πολεμήσουμε σε αντίπαλα στρατόπεδα, ίσως την επόμενη φορά να μη χαρείς και τόσο πολύ». «Σκοπεύεις πράγματι να ντυθείς οπλίτης και να βγεις στο πεδίο της μάχης;» «Αν το κάνω, θα με σκοτώσεις, όπως έκανε ο Αχιλλέας με την Πενθεσίλεια;» Ο Θεμιστοκλής ρίγησε. Σκέφτηκε ότι, στην απίθανη περίπτωση που συναντιούνταν στη μάχη κι ο ίδιος δίσταζε έστω και μια στιγμή, η Αρτεμισία δε θα δίσταζε να τον τρυπήσει με το δόρυ της. «Εγώ δεν είμαι ο Αχιλλέας, εξαδέλφη. Ποτέ στη ζωή μου δεν τον θαύμασα», είπε με ειλικρίνεια. Και, στον ίδιο τόνο, πρόσθεσε ένα ψέμα: «Ποτέ δε θα σου έκανα κακό». Επιτέλους κατάφερε να της γυρίσει την πλάτη και να κατευθυνθεί προς την παραλία. Προς στιγμήν ένιωσε τα μάτια της Αρτεμισίας καρφωμένα στο σβέρκο του. Χωρίς να ξέρει γιατί, φαντάστηκε ότι εκείνα τα μάτια μεταμορφώνονταν σε βέλη και ανατρίχιασε
σύγκορμος.
Σούσα, 10 Σεπτεμβρίου Όταν στη Σπάρτη και στην Αθήνα η αυγή δεν είχε βάψει ακόμη γκρίζο τον ορίζοντα, στα Σούσα, χειμερινή πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας, ήταν ήδη μέρα. Η πόλη, με ηλικία πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια, ήταν η αρχαιότερη πόλη του κόσμου. Αυτό τουλάχιστον διαβεβαίωναν οι κάτοικοί της, αν και εκείνοι της Ιεριχούς και της Δαμασκού σίγουρα θα είχαν κάποια ένσταση. Οι γηγενείς στα Σούσα μιλούσαν ελαμιτικά, μια παράξενη γλώσσα που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Εκείνη η λαλιά είχε ένα αλλόκοτο κύρος για τους Πέρσες, που ένιωθαν κάποιο σύμπλεγμα απέναντι στην αρχαιότητα και στον πολιτισμό του βασιλείου των Σούσων, που ήταν ήδη αρχαίο όταν ο μυθικός Γκιλγκαμές ταξίδευε σε όλο τον κόσμο αναζητώντας το φυτό της αθανασίας. Ίσως γι’ αυτό οι Αχαιμενίδες βασιλείς είχαν κάνει τα ελαμιτικά μία από τις επίσημες γλώσσες της περσικής διακυβέρνησης. Η αυλή μόλις είχε μεταφερθεί στα Σούσα και στο παλάτι κυριαρχούσε ακόμη το χάος. Από τα Εκβάτανα συνέχιζαν να φτάνουν κάρα, μουλάρια και καμήλες, φορτωμένα μπαούλα με τα βασιλικά υπάρχοντα. Στους περισσότερους αυλικούς η μετακόμιση είχε φανεί αρκετά πρόωρη και διαμαρτύρονταν μέσα από τα δόντια τους. Δεν είχε φτάσει ακόμη η φθινοπωρινή ισημερία και την ημέρα ο άνεμος σταματούσε να φυσά στην πεδιάδα και ο ήλιος μαστίγωνε ανελέητα τους δρόμους της πόλης. Μα ο Δαρείος κόντευε να κλείσει τα εβδομήντα και το κορμί του είχε περάσει από χίλιες εκστρατείες, πρώτα ως στρατηγός του Καμβύση, ύστερα στη μάχη κατά των σφετεριστών που αμφισβητούσαν την κυριαρχία του και αργότερα στους πολέμους για την επέκταση των συνόρων της αυτοκρατορίας. Όταν άλλαζε ο καιρός, τον πονούσαν οι ουλές του, και οι αρθρώσεις του υπέφεραν πολύ με τα κρύα του χειμώνα. Η ζέστη στα Σούσα του ήταν ευπρόσδεκτη σαν ευλογία. Η πόλη των Ελαμιτών απολάμβανε κι άλλα προνόμια. Το νερό
του ποταμού Χοάσπη, που πήγαζε από τα όρη του Ζάγρου και έλουζε τα Σούσα πριν συναντήσει τον Τ ίγρη, ήταν το μόνο που έπινε ο Μεγάλος Βασιλιάς. Ο βασιλικός υδροφόρος το μετέφερε όπου και αν ταξίδευε ο Δαρείος, είτε επρόκειτο για επίσημη επιθεώρηση είτε για πολεμική εκστρατεία. Για να μην μπορέσει κανείς να δηλητηριάσει το Βασιλέα των Βασιλέων, το αποθήκευε σε ασημένια δοχεία που έκλειναν με ένα κλειδί το οποίο κρεμούσε από το λαιμό του και το υπερασπιζόταν με την ίδια του τη ζωή. Οι ταξιδιώτες που επισκέπτονταν τα Σούσα εκπλήσσονταν σαν μάθαιναν ότι ο Δαρείος έπινε μόνο εκείνο το νερό, γιατί ο Χοάσπης, αφού διέσχιζε τα βουνά μέσα στα οποία λάξευε βαθιά φαράγγια, κατέβαινε ταραγμένος και γεμάτος λάσπη. Μα οι γιοι του υδροφόρου ανέβαιναν τακτικά στις πηγές του ποταμού και εκεί, στις κορυφές του Ζάγρου, μάζευαν το νερό που κυλούσε γάργαρο σαν ορεία κρύσταλλος. Ύστερα το παρέδιδαν στον πατέρα τους, ο οποίος το έβραζε για να το εξαγνίσει από κάθε κακό, άρα χανόταν κάθε ιδιαίτερη γεύση που ίσως είχε. Βρασμένο λοιπόν ήπιε εκείνο το πρωί ο Δαρείος το νερό που του είχε σερβίρει ο υπηρέτης του. Ύστερα έκανε ένα ανεπαίσθητο σχεδόν νεύμα να φέρουν μέσα τον αγγελιαφόρο που περίμενε στην άλλη άκρη της πόρτας. Ο Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ακόμη μισοκοιμισμένος, γιατί είχε περάσει άσχημη νύχτα· είχε όμως τη συνήθεια να σηκώνεται με το χάραμα και ήταν άνθρωπος πολύ μεθοδικός. Ο Δαρείος καθόταν στην αίθουσα στην οποία ρύθμιζε τα καθημερινά θέματα, ένα χώρο πολύ πιο ταπεινό από την τεράστια απαντάνα των ακροάσεων. Παρ’ όλα αυτά, ο αγγελιαφόρος στάθηκε πέντε μέτρα μακριά του, έπεσε στα τέσσερα πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στον συμπαγή βασιλικό θρόνο και, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το έδαφος, τέντωσε το χέρι για να παραδώσει την επιστολή στον ευνούχο Αρτασύρα. Εκείνος τράβηξε την πήλινη βούλα με τη σφραγίδα των Αχαιμενιδών, ξετύλιξε την πορφυρή κορδέλα που έκλεινε τον πάπυρο και τον άνοιξε. Πλησίασε τον Δαρείο και του τη διάβασε με κανονική φωνή. Το γράμμα ερχόταν από τη Βαβυλώνα και είχε την υπογραφή του
κυβερνήτη της Ξέρξη, γιου του Δαρείου και της Άτοσσας και διαδόχου του θρόνου. Ο Ξέρξης ζητούσε συγγνώμη που δεν είχε επισκεφτεί τον πατέρα του, όπως ήταν κανόνας και συνήθεια όταν ο Μεγάλος Βασιλιάς επέστρεφε από τα θερινά ανάκτορα. Ισχυριζόταν ότι υπέφερε από πυρετό που είχε ανεβάσει λόγω του ακάθαρτου αέρα ο οποίος αναδυόταν από τα έλη γύρω από την πόλη και τον διαβεβαίωνε ότι μόλις ανάρρωνε θα ταξίδευε στα Σούσα για να του υποβάλει τα σέβη του. «Μάλιστα», μουρμούρισε ο Δαρείος. «Ο γιος μου είναι γερός σαν ταύρος, δεν έχει αρρωστήσει ποτέ του. Αναρωτιέμαι ποια μηχανορραφία να ετοιμάζει». Ο Αρτασύρας απάντησε: «Μεγάλε Βασιλιά, δεν έχουν παρατηρηθεί ασυνήθιστες κινήσεις στη Βαβυλώνα. Στην πόλη επικρατεί ηρεμία. Οι Εγίβι συσσωρεύουν ακόμη χρήματα στις τράπεζές τους, οι ιερόδουλες προσφέρουν απόλαυση στους άνδρες και οι ιερείς κάνουν θυσίες στους κίβδηλους θεούς τους στον πύργο του Ετεμενάνκι. Οι πράκτορές μου με πληροφόρησαν ότι δεν υπάρχει καμία κινητικότητα στα στρατεύματα. Ο γιος σας είναι άρρωστος όλο το καλοκαίρι και δεν έχει βγει καθόλου από το παλάτι». Ο Δαρείος χαμογέλασε με την κακία του ηλικιωμένου που βλέπει το θάνατο να κοντοζυγώνει. Ο Ξέρξης ήταν νέος, στο άνθος της ηλικίας του, κομψός όσο και ο ίδιος ο Δαρείος στα καλύτερά του χρόνια, και μάλιστα μια πιθαμή πιο ψηλός. Παρ’ όλα αυτά, από ιδιοτροπία του Αχουραμάζντα, ίσως καλούνταν να διαβεί τη Γέφυρα του Κριτή και να περάσει από την κρίση του Μίθρα πριν από τον πατέρα του. «Ίσως χρειαστεί να σκεφτούμε άλλο κληρονόμο», είπε ο Δαρείος. «Θέλετε να το συζητήσετε σήμερα, Μεγάλε Βασιλιά;» «Όχι, όχι. Έχουμε καιρό. Άλλωστε ο γιος μου μπορεί να γίνει καλά». Όταν ο Δαρείος τελείωσε την υπαγόρευση του γράμματος στο οποίο ευχόταν στο γιο του σύντομη ανάρρωση και του έδινε κάμποσες συμβουλές για να φροντίζει την υγεία του, ειδοποιήθηκαν
ότι είχε φτάσει άλλος ένας αγγελιαφόρος. Ο αρχιθαλαμηπόλος τον έφερε μέσα. Ο άρτι αφιχθείς πέρασε στην αίθουσα και γονάτισε στο χαλί, γεμίζοντάς το σκόνη. Οι αγγελιαφόροι της ταχυδρομικής υπηρεσίας της Βασιλικής Οδού όφειλαν να παρουσιάζονται ενώπιον του ίδιου του Δαρείου χωρίς να πλυθούν ούτε να αλλάξουν ρούχα και περηφανεύονταν ότι έδειχναν όσο πιο βρόμικοι γινόταν για να αποδείξουν τον κόπο που κατέβαλλαν για να μεταφέρουν τα νέα στον Μεγάλο Βασιλιά με την ταχύτητα του ανέμου. Η Βασιλική Οδός ήταν οργανωμένη έτσι ώστε οι ταχυδρόμοι να διαδέχονται ο ένας τον άλλο καθημερινά στους ταχυδρομικούς οίκους που ήταν διάσπαρτοι στη διαδρομή και ο καθένας χρησιμοποιούσε μέχρι και έξι διαφορετικά άλογα την ίδια μέρα. Ο αρχιθαλαμηπόλος έσπασε τη σφραγίδα του μηνύματος, που είχε σταλεί από την Ερέτρια πριν από έντεκα ημέρες. Ο Δαρείος κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Δύο χιλιάδες εφτακόσια χιλιόμετρα χώριζαν τα Σούσα από τις Σάρδεις, όπου κατέληγε η Βασιλική Οδός. Σε αυτά έπρεπε να προσθέσει κανείς την απόσταση που χώριζε τις Σάρδεις από την ακτή και το γεγονός ότι οι αγγελιαφόροι είχαν διασχίσει το Αιγαίο. Επειδή αυτή τη φορά η επιστολή ήταν επίσημη, ο αρχιθαλαμηπόλος τη διάβασε μεγαλόφωνα. Οι υπάλληλοι που κάθονταν διακριτικά κοντά σε έναν τοίχο και έκαναν τους διερμηνείς και τους γραφείς ταυτόχρονα μετέφρασαν το πρωτότυπο κείμενο από τα περσικά στα αραμαϊκά και στα ελαμιτικά για να το αποθηκεύσουν στα αρχεία του παλατιού. «Προς τον Δαρείο, Μεγάλο Βασιλέα, Βασιλέα των Βασιλέων, Βασιλέα της Γης, γιο του Υστάσπη του Αχαιμενίδη. Ο υποτελής σου Δάτις, γιος του Αρταβάνη, στρατηγός των στρατευμάτων στα δυτικά του ποταμού Άλυ, έχει την τιμή να ανακοινώσει ότι σήμερα κατέλαβε, λεηλάτησε και έκαψε την πόλη των Ερετριέων, ενόχων για την καταστροφή των Σάρδεων. Οι κάτοικοι της πόλης αιχμαλωτίστηκαν ως σκλάβοι εις το όνομα του Μεγάλου Βασιλέως και ο ίδιος ο υποτελής σου θα τους μεταφέρει στα Σούσα για να σε
υπηρετούν, όπως διέταξες. Ο υποτελής σου παρακαλεί τον Αχουραμάζντα να τον βοηθήσει ώστε στο επόμενο μήνυμα να μπορέσει να σου ανακοινώσει την καταστροφή της μισητής πόλης των Αθηναίων». Ο βασιλιάς ένευσε ικανοποιημένος και σταύρωσε τα δάχτυλα. Αφού το σκέφτηκε λιγάκι, υπαγόρευσε την απάντηση. Εκείνος, ο Δαρείος, Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς των Βασιλέων και τα λοιπά, συνέχαιρε τον Δάτι για την εκπλήρωση του πρώτου μέρους της αποστολής του και ήλπιζε ότι ο Αχουραμάζντα θα του έδινε τη χάρη του για να φέρει εις πέρας και το δεύτερο. Αφού πρόσθεσε αρκετά ακόμα συγχαρητήρια και φιλοφρονήσεις, έριξε ο ίδιος μια τελευταία ματιά στην επιστολή και τη σφράγισε. «Του χρόνου», είπε χαμηλόφωνα στον αρχιθαλαμηπόλο του, «όταν ανοίξουν οι θάλασσες για τα πλοία μας, θα πάμε στην Ελλάδα. Πάνω στα ερείπια της Αθήνας θα διατάξουμε να χτιστεί ένα παλάτι για την πρωτεύουσα της καινούργιας μας σατραπείας». «Κύριέ μου, το ταξίδι είναι μακρύ και λένε πως η Ελλάδα έχει μόνο ελαιώνες και ρακένδυτους βοσκούς». «Ο κόσμος είναι μεγάλος», απάντησε ο Δαρείος. «Στα δυτικά της Ελλάδας εκτείνονται κι άλλες χώρες, με μεγαλύτερο πληθυσμό και περισσότερα πλούτη». Ο αρχιθαλαμηπόλος κούνησε το κεφάλι. Σαν είδε το ανεπαίσθητο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του Δαρείου, κατάλαβε ότι μόλις είχε μάθει για την αρρώστια του γιου του ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε ξανανιώσει ξαφνικά είκοσι χρόνια.
Μαραθώνας, 10 Σεπτεμβρίου Περσικό στρατόπεδο Μια πρώτη φορά εδώ και καιρό, εκείνο το πρωί η Αρτεμισία σηκώθηκε μετά το σύζυγό της. Όταν ξύπνησε, τανύστηκε σαν τη γάτα και κατάλαβε ότι χαμογελούσε. Πριν από λίγες ώρες είχε κάνει έρωτα με τον Θεμιστοκλή κάτω από την πανσέληνο· ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι και τυλίχτηκε με τα σεντόνια για να ξαναφέρει στο μυαλό τις αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας. Ήταν όπως το περίμενε αλλά και διαφορετικό μαζί. Είχε νιώσει πληρότητα αλλά και απελπισία, σαν να είχε στα ακροδάχτυλά της μιαν ακόμα πιο τέλεια έκσταση, που της είχε ξεφύγει. Υπέθεσε όμως ότι μάλλον ήταν πάντα έτσι, ακόμα και στις καλύτερες στιγμές· κατά κάποιο τρόπο, η συνεύρεση μάλλον έμοιαζε με το μαρτύριο του Ταντάλου στον Άδη, που ήταν καταδικασμένος να βλέπει τον άνεμο να παίρνει από τα χέρια του τους καρπούς που τόσο λαχταρούσε ακριβώς τη στιγμή που άγγιζαν τα χείλη του. Έκλεισε τα μάτια και, ενώ χάιδευε με τα ακροδάχτυλα την κοιλιά κι έτριβε τον ένα αστράγαλο με τον άλλο, προσπάθησε να θυμηθεί πώς ήταν το άγγιγμα του κορμιού του Θεμιστοκλή. Δεν είχε τους μυς του Ζώσιμου, που ασκούνταν καθημερινά για να ικανοποιεί τους αφέντες του – η Αρτεμισία ήξερε ότι και ο σύζυγός της ζητούσε κάπου κάπου τις υπηρεσίες του σκλάβου του. Και, φυσικά, δεν ήταν πλαδαρό και μαλλιαρό σαν του άνδρα της. Ήταν απαλό και ταυτόχρονα αυστηρό. Ένα κορμί βολικό. Εύχρηστο. Της ξέφυγε ένα γελάκι. Το επίθετο «εύχρηστο» ήταν σίγουρα το χειρότερο που θα μπορούσε να δώσει κανείς στην προσωπικότητα του Θεμιστοκλή. Εκείνη τη στιγμή όμως διάλεξε να συνεχίσει να θυμάται το κορμί του. Η ομορφιά του δεν ήταν σαν εκείνων των δύο εξαιρετικών Ελλήνων που είχε δει στη συγκέντρωση με τον Δάτι, του πολέμαρχου Καλλίμαχου και του στρατηγού Αριστείδη. Και τους δυο θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει ως μοντέλα οποιοσδήποτε
γλύπτης και σίγουρα στην παλαίστρα είχαν περισσότερους θαυμαστές από τον Θεμιστοκλή. Μα το γυναικείο ένστικτό της έλεγε με σιγουριά ότι η ομορφιά του εξαδέλφου της ίσως να μη σαγήνευε τόσο τους άνδρες μα άρεσε περισσότερο στις γυναίκες. Γιατί η έκφρασή του, που φαινόταν τόσο ψυχρή, έκρυβε ένα μυστήριο, γιατί κάτω από την πειθαρχημένη εκείνη φωνή διαφαινόταν ένα συγκρατημένο πάθος που θα μπορούσε να πάρει φωτιά ανά πάσα στιγμή. Και, πάνω απ’ όλα, γιατί όταν την κοιτούσε με τα μαύρα μάτια του την έκανε να νιώθει γυναίκα. Η Αρτεμισία πλενόταν καθημερινά, είτε μπαίνοντας στην μπανιέρα είτε περνώντας ένα σφουγγάρι στο κορμί της. Εκείνη την ημέρα όμως αποφάσισε να μην το κάνει. Κόλλησε τη μύτη στα μπράτσα της και ανακάλυψε ότι είχε μείνει ακόμη στο δέρμα της το άρωμα του Θεμιστοκλή, ένα μείγμα από σαφράν και μύρο που έπλεε πάνω σε μια βάση αλμυρή, σαν τη θάλασσα που μαντεύει κανείς πίσω από ένα βουνό. Μεγάλωσες πια, κατσάδιασε τον εαυτό της. Δεν ήταν δυνατόν να είναι ακόμη ερωτευμένη μαζί του. Αργότερα, όσο περνούσαν οι ώρες και το φως της ημέρας διέλυε τις ομιχλώδεις φαντασίες της νύχτας, η Αρτεμισία άρχισε να θυμώνει όλο και περισσότερο. Ωραία, είχε καταφέρει να πλαγιάσει με τον Θεμιστοκλή κοντά στην παραλία και όταν το θυμόταν η κοιλιά της ριγούσε ακόμη. Μα εκείνος δεν είχε θελήσει να αλλάξει στρατόπεδο, παρότι θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ήταν Αλικαρνασσεύς όσο και Αθηναίος, και παρότι η Αλικαρνασσός ήταν εδώ και πολλά χρόνια πιστή υποτελής στον Μεγάλο Βασιλιά. Ενώ οι κωπηλάτες της βάρκας τραβούσαν κουπί σιωπηλοί μεταφέροντάς τη στον τόπο της λαθραίας συνάντησης, η Αρτεμισία έπαιζε στη φαντασία της με την ιδέα να φέρει τον εξάδελφό της μαζί της, στο στρατόπεδο των Περσών και από εκεί στην Αλικαρνασσό. Όχι μόνο από ιδιοτροπία, ούτε από έρωτα, αλλά και γιατί, δυστυχώς, είχε ανάγκη από έναν άνδρα στο πλευρό της. Όταν πέθανε ο πατέρας της, ο τύραννος της πόλης, εκείνη, όντας μοναχοκόρη, θα έπρεπε κανονικά να γίνει κληρονόμος του. Αλλά οι άνδρες δεν μπορούσαν να
δεχτούν να τους κυβερνά μια γυναίκα, γι’ αυτό και είχε αναγκαστεί να παντρευτεί τον ίδιο της το θείο. Από τον οποίο για κακή της τύχη δεν υπήρχε τρόπος να μείνει έγκυος. Αν τουλάχιστον γεννούσε ένα αναθεματισμένο παιδί, εκείνος θα μπορούσε να πιει ώσπου να σκάσει, κάτι για το οποίο η ίδια αδιαφορούσε. Αν γεννούσε αγόρι, η Αρτεμισία θα μπορούσε να κυβερνήσει εξ ονόματός του μέχρι να ενηλικιωθεί. Γι’ αυτό ονειρευόταν να πάρει τον Θεμιστοκλή μαζί της. Οι δυο τους είχαν το ίδιο αίμα, το αίμα του πατέρα της και του θείου της, άρα, αν έμενε έγκυος από εκείνον, το παιδί θα έμοιαζε στην οικογένεια και δε θα προκαλούσε κουτσομπολιά. Και αν τον παντρευόταν αργότερα, όταν θα έμενε επιτέλους χήρα; Όχι, καλύτερα όχι, αποφάσισε. Καλύτερα να τον έχει ως εραστή. Αν παντρευόταν τον Θεμιστοκλή, τότε εκείνος θα ήθελε να γίνει ο τύραννος της Αλικαρνασσού, να χειρίζεται την πολιτική της πόλης και να την κλείσει στην κουζίνα. Μα τι ανοησίες σκεφτόταν; Αφού ο Θεμιστοκλής είχε επιστρέψει στο αθηναϊκό στρατόπεδο, ήταν εκτός του βεληνεκούς της. Εκτός και αν γινόταν επιτέλους η μάχη. Δεν πέθαιναν όλοι οι άνδρες ενός στρατού που είχε ηττηθεί. Μερικοί αιχμαλωτίζονταν, και θα μπορούσε να απαιτήσει τον Θεμιστοκλή, ως συγγενή της. Για ένα μεγάλο κομμάτι της ημέρας ήταν τόσο αφηρημένη με τις αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας και τα σχέδια για το μέλλον ώστε μετά βίας πρόσεχε τι έλεγε ο σύζυγός της. Μόνο αρκετά μετά το μεσημέρι, όταν οι υπηρέτες άρχισαν να βάζουν τα πράγματα στα σεντούκια και να ξεκρεμούν τις κουρτίνες και τα παραπέτα που χώριζαν τη σκηνή σε διαμερίσματα, τον ρώτησε: «Τ ι γίνεται; Φεύγουμε;» Εκείνος χαμογέλασε, την πλησίασε και της χάιδεψε το πιγούνι. Εννοείται πως ήταν μεθυσμένος· του έφτανε η πρώτη κούπα κρασί για να ξαναπέσει στη συνηθισμένη, μαλθακή του μέθη. Ποτέ όμως δεν της έδειχνε έλλειψη σεβασμού. «Τ ι σου έλεγα όλο το πρωί;»
«Μα... φεύγουμε όλοι; Σηκώνουμε το στρατόπεδο; Τόσο πολύ φοβήθηκε ο Δάτις σαν άκουσε ότι έρχονται οι Σπαρτιάτες;» Ο σύζυγός της σήκωσε τους ώμους. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι εμείς τουλάχιστον φεύγουμε. Δεν ξέρω τι εντολές μπορεί να έχουν λάβει οι υπόλοιποι». «Επιστρέφουμε στο σπίτι; Δηλαδή περάσαμε ολόκληρη θάλασσα για το τίποτα;» μουρμούρισε η Αρτεμισία συγχυσμένη. Οι άνδρες τους δεν είχαν καταφέρει καν να πάρουν μέρος στις μάχες κάτω από τα τείχη της Ερέτριας. «Όχι, Αρτεμισία, δεν επιστρέφουμε στο σπίτι. Λίγο πριν ξημερώσει, όταν κατέβει το φεγγάρι, θα σαλπάρουμε για την Αθήνα». «Για την Αθήνα; Γιατί, λες να μας ανοίξουν τις πύλες της πόλης;» Ο άλλος σήκωσε ξανά τους ώμους. «Από πότε μας λένε οι Πέρσες γιατί παίρνουν τις αποφάσεις τους; Εγώ περιορίζομαι να κάνω αυτό που μου λένε». Η Αρτεμισία βγήκε από τη σκηνή. Είχαν κατασκηνώσει στη δυτικότερη σχεδόν άκρη του καταυλισμού, σε ένα σημείο από το οποίο φαίνονταν από πίσω τα περσικά στρατεύματα που είχαν παραταχθεί σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη των τριακοσίων μέτρων και προκαλούσαν σε μάχη, όπως κάθε μέρα. Μια μάχη που οι Αθηναίοι απέρριπταν διαρκώς. Ωστόσο στο στρατόπεδο διακρινόταν μια δραστηριότητα πιο νευρική από άλλες μέρες. Αγγελιαφόροι έτρεχαν από τον ένα τομέα στον άλλο· σκλάβοι μετέφεραν δέματα στα πλοία· υπηρέτες σκούπιζαν τα πλευρά των σκηνών, όπως έκαναν κάθε φορά πριν τις μαζέψουν. Η Αρτεμισία πήγε να μιλήσει με τον Διογένη, τον καπετάνιο της ναυαρχίδας, και τον Φείδωνα, τον αρχηγό του στρατεύματος. Ήταν και οι δύο άνδρες της εμπιστοσύνης της, γιατί καταλάβαιναν ότι αν ήθελαν τα πράγματα να γίνουν σωστά ήταν καλύτερο να τα συζητούν μαζί της παρά με το σύζυγό της. «Απ’ όσο ξέρω», είπε ο Φείδωνας, «δεν είμαστε οι μόνοι Ίωνες που έλαβαν εντολή να τα μαζέψουν. Πιθανόν να έχουν πει το ίδιο και στους Πέρσες, δεν ξέρω. Μας ζήτησαν όμως να ετοιμαστούμε
“ διακριτικά”. Απαγορεύεται να ξεστήσουμε τις σκηνές μέχρι να νυχτώσει». Κοίταξε δεξιά-αριστερά και χαμήλωσε τη φωνή. «Είναι και κάτι άλλο, κυρά». «Πες μου». «Εγώ δεν το είδα με τα μάτια μου, αλλά λένε ότι σήμερα το πρωί, όχι πολύ μετά την ανατολή, είδαν φώτα εκεί πέρα», είπε δείχνοντας στα νοτιοδυτικά, προς το βουνό που υψωνόταν πάνω από το στρατόπεδο των Αθηναίων. «Φώτα; Το πρωί; Αντανακλάσεις εννοείς;» «Ναι, κυρά. Καθώς φαίνεται, κάποιος από το εχθρικό στρατόπεδο χρησιμοποίησε μια ασπίδα κάνοντας σήματα για να επικοινωνήσει μαζί μας». «Και τι υποτίθεται ότι μας είπε με αυτή την επικοινωνία;» «Δεν ξέρω, κυρά. Ίσως όμως να έχει σχέση με αυτή την τόσο βιαστική απόφαση». Η Αρτεμισία κούνησε το κεφάλι σκεφτική. Ζήτησε από τον Φείδωνα μια μικρή φρουρά και με τη συνοδεία της διέτρεξε το στρατόπεδο. Γύρω από τη σκηνή του στρατηγού είχε σχηματιστεί ένας κύκλος ακοντιστών που δεν άφηναν κανέναν να περάσει. Γι’ αυτό η Αρτεμισία αποφάσισε να επισκεφθεί τον Ιππία. Ο αλλοτινός τύραννος τη δέχτηκε ευγενικά, όπως πάντα. Την κέρασε μια κούπα κρασί και γλυκά με μέλι και μάλιστα έπαιξε τη λύρα του ενώ εκείνη τραγουδούσε μια εορταστική ωδή του Ανακρέοντα. Μα, σαν προσπάθησε να του αποσπάσει κάποια πληροφορία σχετικά με τα όσα συνέβαιναν, η γέρικη αλεπού χαμογέλασε δείχνοντας το κενό που είχε αφήσει στην οδοντοστοιχία του το δόντι που είχε χάσει στην παραλία και της χάιδεψε το μηρό. Η Αρτεμισία δεν προσβλήθηκε. Ο Ιππίας το έκανε χωρίς κάποια υπόνοια λαγνείας, σαν το γλύπτη που ψηλαφίζει γεμάτος θαυμασμό το χάλκινο έργο ενός ομότεχνού του. «Δεν ξέρω τίποτα για κανένα φωτεινό σήμα, ωραία Αρτεμισία. Σου λέω όμως ότι σύντομα θα ανεβούμε μαζί στην Ακρόπολη. Ο Δάτις μου υποσχέθηκε ότι θα είναι το μοναδικό μνημείο που δε θα
καεί. Ύστερα θα βάλω να χτίσουν μια Αθήνα ωραιότερη από ποτέ, όπως ήταν η επιθυμία του πατέρα μου». «Είπες ότι θα πάμε σύντομα. Πόσο σύντομα; Αύριο;» «Μπορεί». Ο Ιππίας σήκωσε τους ώμους. Η Αρτεμισία υποπτευόταν ότι ήξερε περισσότερα απ’ όσα έλεγε, μα ο αλλοτινός τύραννος δεν ήταν από τους άνδρες που είχε του χεριού της. Γι’ αυτό παραιτήθηκε από την προσπάθεια και, αφού κουβέντιασαν μερικά λεπτά ακόμη, τον αποχαιρέτησε.
Είχε νυχτώσει. Τ υλιγμένη με έναν λεπτό πράσινο μανδύα και με τα χέρια σταυρωμένα, παρακολουθούσε τους σκλάβους να ξεστήνουν τη σκηνή. Είχαν βγάλει από το έδαφος τα μεγάλα χάλκινα καρφιά και τα έβαζαν μέσα σε σάκους μαζί με τα σκοινιά, ενώ άλλοι τύλιγαν το καραβόπανο και μάζευαν τους πασσάλους. Ο άντρας της είχε ξυπνήσει για να επιβλέψει την εργασία, αλλά δεν είχε αργήσει να δυσθυμήσει και ζήτησε κρασί για να νιώσει καλύτερα. Εκείνη τη στιγμή ροχάλιζε πάνω σε μια ψάθα από φύλλα φοίνικα, σκεπασμένος με μια κουβέρτα, ενώ η Αρτεμισία έδινε εντολές για να μεταφερθούν τα σεντούκια και τα μπαούλα στα πλοία. Το φεγγάρι είχε σηκωθεί πάνω από τη θάλασσα εδώ και ώρες, μα το φως του κρυβόταν πού και πού πίσω από τα ψηλά σύννεφα που περνούσαν μπροστά του σαν μαύρα κουρέλια. Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, ακούγονταν κατάρες, γιατί τους είχαν απαγορεύσει να ανάψουν φωτιές. Ο Δάτις δεν ήθελε να καταλάβουν οι Αθηναίοι ότι εγκατέλειπαν το στρατόπεδο. Αν όντως το εγκαταλείπουμε, είπε μέσα της η Αρτεμισία. Γιατί λίγο πιο πέρα, προς το μεγάλο έλος, στο τμήμα που κατάφερνε να διακρίνει από τον τομέα των Σακών και των Περσών, δε φαίνονταν σημάδια δραστηριότητας. Ποιες ήταν άραγε οι προθέσεις του στρατηγού; Να απομακρύνει τους Ίωνες υποτελείς για να μην
αυτομολήσουν προς τους Αθηναίους ή λιποτακτήσουν; Μα όχι: ο Ιππίας της είχε πει ξεκάθαρα ότι σύντομα θα βρίσκονταν μαζί στην Ακρόπολη των Αθηνών. Σαν κοίταξε καλύτερα, διέκρινε κάποιον να πλησιάζει από εκεί όπου βρίσκονταν τα καταλύματα των Περσών. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Τόσο οι στρατιώτες της όσο και εκείνοι των άλλων ιωνικών πόλεων είχαν πολλή δουλειά. Ο άνδρας πλησίαζε όλο και περισσότερο. Η Αρτεμισία κατάλαβε ότι ερχόταν για εκείνους. Ο άγνωστος μίλησε με τους δύο στρατιώτες και ύστερα με τον Φείδωνα. Εκείνος τον άκουσε για λίγο και ύστερα τον άφησε κοντά στους δύο άνδρες του και πλησίασε την Αρτεμισία. «Κυρά, αυτός ο άνθρωπος λέει ότι έχει να παραδώσει ένα μήνυμα προσωπικά σ’ εσένα». «Ποιος είναι;» «Δεν τον ξέρω. Λέει ότι ονομάζεται Κόραξ». Κοράκι. Ωραίο όνομα, σκέφτηκε εκείνη. Ποιον οιωνό να έφερνε άραγε εκείνο το πουλί; Καλό ή κακό; «Του είπα να μη σε ενοχλήσει, κυρά, αλλά επιμένει», συνέχισε ο Φείδωνας. «Φέρνει ένα μήνυμα για μια γέφυρα, λέει, που κάποιος πρέπει να διαβεί». Η γέφυρα. Το μήνυμα του Πατικάρα. Το στομάχι της έγινε κόμπος και σκέφτηκε να διατάξει τον Φείδωνα να διώξει από μπροστά τους τον Κόρακα και να ξεχάσει τη συζήτηση με τον μασκοφόρο. Μα, αν η περιέργεια έσπρωξε στον όλεθρο την Πανδώρα, η Αρτεμισία δεν επρόκειτο να της γλιτώσει. «Πες του να πλησιάσει». «Κυρά, δεν ξέρω αν...» «Μείνε ήσυχος, Φείδωνα. Ξέρω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου». Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Η Αρτεμισία αναρωτήθηκε ποιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Ο στρατιωτικός, ένας μισθοφόρος από Σπαρτιάτισσα μητέρα, ήταν άνθρωπος κλειστός, όπως ταίριαζε στη λακωνική του καταγωγή. Την προηγούμενη νύχτα
είχε συνοδεύσει την Αρτεμισία στη βάρκα και, παρότι δεν είχε πει τίποτα όταν την είδε να βγαίνει από τα πεύκα διώχνοντας βελόνες από τα μαλλιά, ήταν προφανές ότι υποπτευόταν τι είχε κάνει. Μα τη γνώριζε από μικρή. Εκείνος της είχε μάθει να ρίχνει με το τόξο και να χειρίζεται το ακόντιο και ήξερε ότι δεν τον συνέφερε να την κρίνει ή να αντιτάσσεται στη θέλησή της. Πήγε να βρει τον Κόρακα και τον έφερε ξανά μπροστά τους. Ήταν πιο κοντός από την Αρτεμισία, με έντονα χαρακτηριστικά. Δεν ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη, ίσως γιατί το πρόσωπό του έμοιαζε υπερβολικά με εκείνο μιας νυφίτσας. «Έφτασε η ώρα να διαβείς τη Γέφυρα του Κριτή», της είπε. Από την προφορά του φαινόταν ότι τα περσικά δεν ήταν η μητρική του γλώσσα. Μα το μήνυμά του είχε μία και μοναδική ερμηνεία. «Καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου;» τον ρώτησε η Αρτεμισία. Ο άνδρας απάντησε καταφατικά. Μιλούσε τα ελληνικά με ευχέρεια, αν και με μια υφή σημιτική ή ίσως βαβυλωνιακή. Η Αρτεμισία του υπέδειξε να την ακολουθήσει και οι δυο τους απομακρύνθηκαν από τις σκηνές πηγαίνοντας προς την παραλία. Ο Φείδωνας έκανε να τους ακολουθήσει, μα η Αρτεμισία τον διέταξε να μείνει στη θέση του. Δε θεωρούσε απειλή εκείνο τον τόσο μικροκαμωμένο άνδρα και δεν ήθελε κανένας να ακούσει έστω και μία λέξη από τη συζήτηση. Άφησαν πίσω τα πλοία του μικρού στόλου της Αλικαρνασσού, πέντε πολεμικά και δύο μεταγωγικά, τα τελευταία των περσικών γραμμών. Συνέχισαν να περπατούν για λίγο ακόμη, ώσπου έφτασαν σε μερικούς μικρούς αμμόλοφους σπαρμένους με θάμνους. Εκεί κοντοστάθηκε η Αρτεμισία· γύρισε προς τα πίσω και είδε ότι, παρά τις οδηγίες της, ο Φείδωνας κι ένας-δυο στρατιώτες τούς είχαν ακολουθήσει από μακριά και τώρα είχαν σταματήσει κοντά στα εκατό μέτρα πιο πέρα. Εκεί είναι αδύνατον να ακούσουν το παραμικρό, σκέφτηκε. Ο άνεμος φυσούσε προς τη θάλασσα, παρασύροντας τις ενοχλητικές
οσμές του βάλτου. «Και τώρα μίλα». «Νομίζω πως είπες σε κάποιον ότι θα κάνεις κάτι γι’ αυτόν, κυρά μου», είπε ο ανθρωπάκος. «Έφτασε η ώρα». «Το φαντάστηκα. Συνέχισε», είπε η Αρτεμισία κοφτά κι αυταρχικά για να κρύψει τη νευρικότητά της. «Ο κύριός μου λέει ότι όταν πεθάνει ο σύζυγός σου δε θα είσαι υποχρεωμένη να παντρευτείς κανέναν αν δεν το επιθυμείς. Θα είσαι η ίδια κυρίαρχος της Αλικαρνασσού και των νησιών που κυβερνά ο σύζυγός σου και θα αποκαλείσαι “ βασίλισσα” αν το θελήσεις». «Τ ι πρέπει να κάνω σε αντάλλαγμα;» ρώτησε η Αρτεμισία. Ο ανθρωπάκος την πλησίασε περισσότερο και ψιθύρισε στο αυτί της μια σειρά από οδηγίες. Η Αρτεμισία τον άκουσε με προσοχή νιώθοντας την ανάσα του να τη γαργαλάει. Όσο άκουγε, τόσο πιο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά της. Προδοσία. Αυτό που της ζητούσε ο Πατικάρα ήταν μια ολοκληρωτική, κατάφωρη προδοσία στον Μεγάλο Βασιλιά. Την πρότεινε ένας Πέρσης σε μια Ελληνίδα. Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα του ήταν εύκολο να την κατηγορήσει για τα πάντα, επικαλούμενος την πλάνα φύση των Ελλήνων και την απιστία στην οποία έρεπαν οι γυναίκες. Τ ι θα της έκαναν αν την έπιαναν; Βασάνιζαν άραγε και τις γυναίκες; Θα διέταζε ο Δάτις να την ανασκολοπίσουν, θα την κρεμούσε και θα την έγδερνε, θα ακρωτηρίαζε το πρόσωπό της; Αν ο Πατικάρα ήταν σε θέση να της εγγυηθεί το αξίωμα της βασίλισσας, το δίχως άλλο ήταν άνθρωπος πάρα πολύ ισχυρός. Ωστόσο της είχε ξεκαθαρίσει ότι αν την ανακάλυπταν δε θα έβγαινε μπροστά για να την υπερασπιστεί. Όταν θυμήθηκε την προειδοποίηση του Πατικάρα, κατάλαβε τι ήταν εκείνο που έπρεπε να κάνει και σε ποιον έπρεπε να προστρέξει για να εκπληρώσει την αποστολή. Σε κάποιον που δε ζητούσε ανταλλάγματα, που ήταν δεμένος μαζί της όχι μόνο με την πίστη του υπηρέτη αλλά και με τους δεσμούς της σάρκας. Τον Ζώσιμο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Τ ώρα πια δεν έπαιζε, όπως έκανε
μέχρι τώρα στη ζωή της. Δεν επρόκειτο να ντυθεί στρατιώτης για να αντικαταστήσει το σύζυγό της ή να πάει για κυνήγι με άλλους άνδρες. Όχι, τώρα έπρεπε να πάρει μια αμετάκλητη απόφαση που θα άλλαζε το μέλλον της. Έπρεπε να δράσει πραγματικά και να το κάνει μόνη της. Και μάλιστα γρήγορα. Ο ανθρωπάκος την κοιτούσε στα μάτια περιμένοντας κάτι. Αλλά και με τους δεσμούς της σάρκας, επανέλαβε μέσα της η Αρτεμισία. Η συνουσία δεν ήταν μόνο ένας καλός τρόπος να διασφαλίσει την πίστη κάποιου· χρησίμευε και ως κίνηση περισπασμού. «Έκανες καλά. Ο κύριός σου μου είπε ότι πρέπει να σε ανταμείψω εγώ η ίδια». «Έτσι είναι, κυρά μου». Η Αρτεμισία άφησε το μανδύα της να πέσει στο έδαφος. Ο άνδρας γούρλωσε τα μάτια και δεν πετάρισε καν τα βλέφαρα όταν η γυναίκα άρχισε να ξεκουμπώνει μια-δυο πόρπες στον αριστερό ώμο, όσο έφτανε για να ανοίξει το χιτώνα και να ξεγυμνώσει το στήθος. Από τη δροσιά της νύχτας, ή ίσως από την έξαψη του φόβου, η θηλή της είχε σκληρύνει τόσο, που σχεδόν την πονούσε. «Η βασίλισσα Αρτεμισία ξέρει να ανταμείβει γενναιόδωρα», είπε και άρπαξε τον Κόρακα από το σβέρκο με το αριστερό χέρι για να τον σφίξει κοντά στο στήθος της. Για μια στιγμή ο Βαβυλώνιος έμεινε ακίνητος, δίχως να ξέρει τι να κάνει. Ύστερα όμως μάλλον ένιωσε τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της Αρτεμισίας και τους εξέλαβε ως επιθυμία, γιατί άρχισε να της φιλά το στήθος και να γλείφει τη θηλή σαν να του είχαν προσφέρει ένα γλυκό με μέλι. Η Αρτεμισία πήρε βαθιά ανάσα και τον άφησε να συνεχίσει. Η γλώσσα του ήταν από γυαλόχαρτο, το σάλιο κολλώδες και χλιαρό, το χνότο του μύριζε φτηνό κρασί και τώρα είχε αρχίσει να πασπατεύει με τα χέρια τους γλουτούς της σαν να ζύμωνε ψωμί. Ωραία, είπε μέσα της η Αρτεμισία. Ενώ με το αριστερό χέρι συνέχιζε να σφίγγει το κεφάλι του Κόρακα στο στήθος της, με το δεξί
έβγαλε τη φουρκέτα από τα μαλλιά της. Πολύ αργά την πλησίασε στο αυτί του και πήρε βαθιά ανάσα. Ύστερα έσπρωξε με όλη της τη δύναμη. Μια σύντομη αντίσταση, άλλο ένα σπρώξιμο και, με ένα ξερό τρίξιμο, το μυτερό όργανο χώθηκε μέχρι τη σεντεφένια σφαίρα της λαβής. Παρότι είχε μια φουρκέτα χωμένη στο κρανίο, εκείνο το κάθαρμα της έδωσε μια τελευταία δαγκωνιά πριν πεθάνει. Η Αρτεμισία τον τράβηξε από κοντά της με αηδία και τον πέταξε χάμω. Έφερε το χέρι στη θηλή και διαπίστωσε ότι δεν είχε ματώσει, αλλά την πονούσε πολύ. Σήκωσε τα χέρια για να φωνάξει τον Φείδωνα. Όταν το έκανε, ο πόνος ήταν τόσο έντονος που ζαλίστηκε. Διπλώθηκε στα δύο και έκανε εμετό πάνω στην άμμο. Σαν έφτασε ο Φείδωνας με τους άνδρες του, τη βοήθησε να σταθεί όρθια. «Είσαι καλά, κυρά;» Η Αρτεμισία σκούπισε το στόμα με την άκρη του χιτώνα. Μόνο τότε κατάλαβε ότι δεν είχε κλείσει τις πόρπες κι έδειχνε το γυμνό της στήθος στον στρατιωτικό. Δεν πειράζει, σκέφτηκε ενώ σκεπαζόταν. Έτσι η ιστορία μου θα είναι πιο πιστευτή. «Πάρτε τον και θάψτε τον στην άμμο. Προσπάθησε να με βιάσει». Ο Φείδωνας την κοίταξε με μια βουβή ερώτηση στα μάτια. Η Αρτεμισία ήξερε ότι ποτέ δε θα την εξέφραζε μεγαλόφωνα. Ύστερα, ενώ οι στρατιώτες έπαιρναν το πτώμα σέρνοντας, σκέφτηκε ότι ήταν η πρώτη φορά που σκότωνε κάποιον. Εκείνος ο άμοιρος ήταν το πρώτο της θύμα. Τ ώρα, για να τελειώσει εκείνο που είχε αρχίσει, χρειαζόταν τον Ζώσιμο. Και τον Θεμιστοκλή, φυσικά.
Ελληνικό στρατόπεδο Όταν ξύπνησαν τον Θεμιστοκλή φέρνοντάς του το μήνυμα να πάει στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη νύχτα, εκείνος αναρωτήθηκε αν τον περίμενε άλλος ένας γύρος συνεύρεσης. Είτε από τη θέρμη είτε από το σκληρό έδαφος, τον πονούσαν τα κόκαλα της λεκάνης και είχαν πιαστεί τα μπράτσα και τα λαγόνια του. Κόντευε να πατήσει τα τριάντα πέντε και δεν μπορούσε πια να συνουσιάζεται σαν έφηβος, σκέφτηκε ενώ διέσχιζε τον ελαιώνα και τη λωρίδα της παχιάς άμμου που οδηγούσε στην παραλία. Αυτή τη φορά δεν τον περίμενε ο Αριστείδης, αλλά ο Μηλόβιος, ο στρατηγός της φυλής του. Η Λεοντίδα φυλή είχε βάρδια μέχρι το ξημέρωμα και ο Μηλόβιος ήταν επικεφαλής. Αυτό σήμαινε ότι ο Θεμιστοκλής ασκούσε τον έλεγχο. Κοντά στον Μηλόβιο έστεκε μια ομάδα έξι στρατιωτών γύρω από έναν άνδρα. Ο Θεμιστοκλής τον αναγνώρισε. Ήταν ο υπηρέτης της Αρτεμισίας, εκείνος που τον είχε οδηγήσει από την παραλία ως τη βάρκα όπου τον περίμενε εκείνη. Ο σκλάβος είχε έρθει ξυπόλυτος, φορούσε μόνο έναν κοντό χιτώνα και, όπως τον πληροφόρησε ο Μηλόβιος, το μοναδικό όπλο που του είχαν βρει ήταν ένα μαχαίρι στο ζωνάρι. «Λέει ότι είναι λιποτάκτης από το ιωνικό στρατόπεδο», πρόσθεσε ο στρατηγός. «Θέλει να μιλήσει μαζί σου. Επιμένει ότι το μήνυμά του είναι σημαντικό». «Και ποιο είναι το μήνυμά του;» «Δεν έχω ιδέα. Σου είπα, θέλει να μιλήσει μόνο μαζί σου». Ο Θεμιστοκλής έπιασε έναν τόνο ενόχλησης στη φωνή του στρατηγού. Κάρφωσε τα μάτια στα δικά του χωρίς να βλεφαρίζει, ώσπου ο Μηλόβιος δεν είχε άλλη επιλογή από το να χαμηλώσει το βλέμμα. Μην ξεχνάς τη θέση σου, του είχε πει ο Θεμιστοκλής με εκείνη τη ματιά. Ο Μηλόβιος του χρωστούσε πολλά. Είχε εκλεγεί στρατηγός χάρη
στην επιρροή του Θεμιστοκλή στη Λεοντίδα φυλή· ειδικά στους δήμους του νότου, κοντά στην περιοχή των ορυχείων, όπου οι κάτοικοι πρακτικά έτρωγαν από το χέρι του. Άλλωστε, όταν θα ολοκλήρωνε τη στρατηγία, είχε δεσμευθεί να πληρώσει στον Μηλόβιο τα χρέη που είχε συσσωρεύσει στοιχηματίζοντας στα άλογα και παίζοντας κύβους στα μισά καταγώγια του Πειραιά, και που είχαν φτάσει τις οχτώ χιλιάδες τριακόσιες δραχμές. Ο Θεμιστοκλής προσπαθούσε να μην εκμεταλλεύεται την κατάσταση γιατί ήξερε καλά ότι ο άνθρωπος που χρωστά χάρη είναι συνήθως μνησίκακος. Όταν βρίσκονταν μπροστά σε κόσμο, του φερόταν με σεβασμό και είχε τη λεπτότητα να μην αναφέρει ποτέ την υποχρέωση που τους είχε φέρει κοντά. Δε χρειαζόταν να θυμίσει κανείς στον Μηλόβιο ότι, αν ο Θεμιστοκλής απέσυρε την προστασία του, οι πιστωτές του θα έστελναν ξανά τους μπράβους από τον Πειραιά. Την πρώτη φορά τού είχαν δώσει τέτοιο ξύλο ώστε του έσπασαν δύο πλευρά, ενώ του είχαν κόψει το μικρό δάχτυλο και τον παράμεσο του αριστερού χεριού, αν και ο ίδιος βεβαίωνε ότι τα είχε χάσει πριονίζοντας μια σανίδα στο σπίτι του. «Την επόμενη φορά θα σε πετάξουμε στο φούρνο του καρβουνιάρη», τον απείλησαν όταν τον άφησαν σωριασμένο σε ένα δρομάκι που έβγαζε στα παραπήγματα της Μουνιχίας. Εκείνο που αγνοούσε ο Μηλόβιος ήταν ότι τους μπράβους τούς είχε προσλάβει ο Θεμιστοκλής. Ο ακρωτηριασμός των δύο δαχτύλων ήταν μια ακρότητα που είχε αποδοκιμάσει και λόγω της οποίας είχε αφαιρέσει πέντε δραχμές από την αμοιβή τους. Αν και δεν του είχαν κάνει και τόσο μεγάλο κακό· ο Μηλόβιος ήταν ακόμη σε θέση να κρατά την ασπίδα με τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα και, από την άλλη, ήταν ένας ευγενής εισοδηματίας που δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του χειρωνακτική εργασία. Ο Θεμιστοκλής στάθηκε μπροστά στο δούλο. Βλέποντάς τον από πιο κοντά, διαπίστωσε ότι ήταν νέος και ευπαρουσίαστος. Τον κοιτούσε στα μάτια, δίχως να σκύβει το κεφάλι, με την
αυτοπεποίθηση εκείνου που ξέρει ή πιστεύει ότι έχει να εκτελέσει μια σημαντική αποστολή. Δεν έδειξε ότι τον γνώριζε, και αυτός έκανε το ίδιο. «Είμαι ο Θεμιστοκλής, γιος του Νεοκλή, από το δήμο των Φρεαρρίων. Εμένα ψάχνεις;» «Μάλιστα, κύριε». «Ποια είναι η πληροφορία που μας φέρνεις και που θέλεις να αποκαλύψεις μόνο σ’ εμένα;» «Οι Πέρσες αυτή τη στιγμή που μιλάμε φορτώνουν στα πλοία το ένα τρίτο του πεζικού τους και όλο σχεδόν το ιππικό». «Και τι σκοπεύουν να επιτύχουν με αυτό;» «Έμαθαν ότι οι Σπαρτιάτες θα αργήσουν δυο-τρεις μέρες ακόμη κι αποφάσισαν να επιτεθούν και να καταστρέψουν την Αθήνα πριν εμφανιστούν οι σύμμαχοί σας». Ο Θεμιστοκλής χάιδεψε το μούσι του. Μέχρι τώρα η μόνη απειλή που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Πέρσες ήταν ότι οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να φτάσουν ανά πάσα στιγμή. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή ακριβώς η απειλή είχε εμποδίσει τον Δάτι να πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Τ ώρα όμως ο Πέρσης στρατηγός ήξερε ότι θα είχε περιθώριο μια-δυο μέρες πριν χρειαστεί να αντιμετωπίσει τους Σπαρτιάτες. Όσο για το πώς είχε λάβει αυτή την πληροφορία, για τον Θεμιστοκλή ήταν ηλίου φαεινότερο. Εκείνο το πρωί, την ώρα που ο Αριστείδης και ο Μηλόβιος πραγματοποιούσαν την αλλαγή φρουράς, κάποιος είχε δείξει προς το Αγριελίκι. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και στην πλαγιά του βουνού, πολύ κοντά στην κορυφή, το φως του είχε προκαλέσει την αντανάκλαση από ένα αντικείμενο που έδειχνε μεταλλικό. Προς στιγμήν νόμισε ότι δεν ήταν παρά μια μεμονωμένη λάμψη, η αντανάκλαση στην περικεφαλαία ή στην άκρη του δόρατος κάποιου ανιχνευτή. Η λάμψη όμως επαναλήφθηκε κάμποσες φορές και ήταν προφανές ότι ακολουθούσε κάποιο σχέδιο, αν και κανείς απ’ όσους την παρακολουθούσαν δεν αναγνώρισε τον κώδικα. Ο Θεμιστοκλής διέταξε να ανέβει στο βουνό κάποιος από την ίλη τους για να
ερευνήσει. Οι άνδρες του δεν είχαν προλάβει να φτάσουν στους πρόποδες της πλαγιάς όταν η ακολουθία των αντανακλάσεων διακόπηκε. Ίσως εκείνος που έκανε τα σήματα είχε δει τους στρατιώτες να ανεβαίνουν και είχε φοβηθεί. Ή ίσως είχε ολοκληρώσει τη μετάδοση του μηνύματός του. Όπως και να είχε, πενήντα άνδρες από τη Λεοντίδα φυλή πέρασαν το μισό πρωί ψάχνοντας εξονυχιστικά το βουνό. Τελικά ο Ευφορίωνας εμφανίστηκε μπροστά στον Θεμιστοκλή λαχανιασμένος και καταγρατζουνισμένος και του έδειξε τι είχε ανακαλύψει μέσα στα βάτα. Ήταν μια ασπίδα με μικρότερη διάμετρο και πιο επίπεδη από εκείνες που χρησιμοποιούνταν στη μάχη και η χάλκινη επιφάνειά της, λεία και στιλπνή, αντανακλούσε τις εικόνες σχεδόν σαν καθρέφτης. «Κάποιο κάθαρμα χρησιμοποίησε αυτό το σκατόπραγμα για να κάνει σήματα», είπε το Νευρόσπαστο. Εκείνη τη στιγμή ο Θεμιστοκλής είχε υποπτευθεί ότι το μήνυμα του κατασκόπου ίσως είχε σχέση με τη Σπάρτη, τα Κάρνεια και την πανσέληνο. Τ ώρα όμως, έχοντας ακούσει το σκλάβο της Αρτεμισίας, ήταν σίγουρος. Είχαν έναν προδότη στις γραμμές τους. Δεν είχε νόημα να λυπηθεί για το συμβάν. Τ ώρα πια εκείνο που προείχε ήταν να μπει στη θέση του αντιπάλου. Ποια απόφαση θα έπαιρνε ο ίδιος αν ήταν ο στρατηγός του εχθρού; Ο Δάτις είχε μάθει ότι για τις επόμενες μια-δυο μέρες έπρεπε να υπολογίζει μόνο στους δέκα χιλιάδες Αθηναίους, από τους οποίους είχε σχεδόν τριπλάσιους άνδρες, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί για τους Σπαρτιάτες. Ωστόσο, μάλλον εξακολουθούσε να μη θέλει να κάνει κατά μέτωπο επίθεση κοντά στους πρόποδες του βουνού, εκεί όπου τους Αθηναίους προστάτευαν ο φράχτης και οι ανωμαλίες του εδάφους. Ακόμα και αν στο τέλος νικούσε, πιθανότατα θα έχανε πολλές δυνάμεις στην πορεία. Τ ι να έκανε για να βγάλει τους Αθηναίους από την κρυψώνα τους; Έπρεπε να κινηθεί σαν κυνηγός και να αναζητήσει το πραγματικό λαγούμι τους, το μέρος όπου είχαν κρύψει τα μικρά τους. Αν δεν ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει Αθηναίους και Σπαρτιάτες
μαζί, ο Δάτις διέθετε αρκετά στρατεύματα για να αφήσει ένα μέρος στον Μαραθώνα και να στείλει άλλο ένα μέρος με το στόλο να καταλάβει την Αθήνα. Αν ήμασταν κυρίαρχοι της θάλασσας, αυτό δε θα συνέβαινε, επανέλαβε από μέσα του ο Θεμιστοκλής τρίζοντας τα δόντια. Αυτό όμως ήταν κάτι που θα έπρεπε να διορθώσει στο μέλλον. Προς το παρόν το ερώτημα ήταν άλλο: τι θα έκαναν; Η κατάσταση ξεπερνούσε τις δυνατότητες του Μηλόβιου και ο ίδιος δεν ήταν στρατηγός ούτε είχε το βαθμό και τη δύναμη που απαιτούνταν για να τη χειριστεί με τους υπόλοιπους στρατηγούς, γι’ αυτό διέταξε ένα στρατιώτη να πάει να ξυπνήσει τον Μιλτιάδη. «Πες του να έρθει να μας δει στο ξέφωτο του ελαιώνα, κοντά στον μικρό ναό». Ο Μιλτιάδης έφτασε στο ξέφωτο λίγο αργότερα, συνοδευόμενος από το γιο του. Ο Κίμωνας είχε προλάβει να αρωματίσει και να χτενίσει τις μακριές κοτσίδες του σε χρόνο μηδέν, ενώ ο Μιλτιάδης ερχόταν με έκφραση διόλου φιλική, αναμαλλιασμένος και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Μα όταν ο Θεμιστοκλής του εξήγησε τι συνέβαινε, ο στρατηγός ξύπνησε στο λεπτό και στάθηκε μπροστά στο σκλάβο. «Ποιος σε στέλνει;» «Οι Ίωνες, κύριε». «Ποιοι Ίωνες; Γίνε λίγο πιο σαφής. Ποιος συγκεκριμένα;» «Δεν μπορώ να σας πω τίποτε άλλο, κύριε». Ο Μιλτιάδης γύρισε στο πλάι και ύστερα, χωρίς καμία προειδοποίηση, του έδωσε ένα ανάστροφο χαστούκι που τον έκανε να τρικλίσει και κόντεψε να τον σωριάσει. Ο νέος ίσιωσε το κορμί, έφερε το χέρι στο σχισμένο χείλος και κοίταξε το στρατηγό με μοχθηρία, μα δεν είπε τίποτα. Ο Θεμιστοκλής έπιασε τον Μιλτιάδη από το μπράτσο και του ζήτησε να απομακρυνθούν λίγο. «Νομίζω ότι η πληροφορία είναι αξιόπιστη», είπε κοιτώντας λοξά το λιποτάκτη, που ήταν ακόμη περιτριγυρισμένος από τους άνδρες του Μηλόβιου. Εκείνος έστεκε σε κάποια απόσταση ώστε να αφήσει
τον Θεμιστοκλή και τον Μιλτιάδη να μιλήσουν μόνοι. «Θα προτιμούσα κάτι πιο βέβαιο από τη γνώμη σου». «Πρέπει να δράσουμε γρήγορα, Μιλτιάδη. Αν οι Πέρσες στέλνουν το ένα τρίτο του στρατού και του στόλου τους στην Αθήνα, θα φτάσουν πριν από το σούρουπο». «Και γιατί να στείλουν μόνο ένα μέρος του στρατού;» «Αν έστελναν όλες τις δυνάμεις και εγκατέλειπαν το στρατόπεδο στον Μαραθώνα, εμείς θα επιστρέφαμε άρον άρον στην Αθήνα. Εκείνοι θα έπρεπε να διανύσουν μέσα σε μία μέρα σχεδόν εκατόν πενήντα χιλιόμετρα, πλέοντας πρώτα προς τα νότια και ύστερα προς τα βορειοδυτικά. Εμείς, αντιθέτως, θα είχαμε να καλύψουμε σαράντα χιλιόμετρα πεζή για να φτάσουμε στην πόλη πριν από αυτούς και να εμποδίσουμε την απόβασή τους. Αν όμως εκείνοι αφήσουν εδώ τον μισό στρατό...» «Δε θα μπορούσαμε να τραβήξουμε περιχαρείς για την Αθήνα αφήνοντας τόσους Πέρσες στα μετόπισθεν», συμπλήρωσε ο Μιλτιάδης κουνώντας το κεφάλι. «Πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε, και μάλιστα γρήγορα». «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να πείσεις το φίλο σου τον Μηλόβιο να μου παραχωρήσει τον έλεγχο. Αυτή η υπόθεση παραείναι μεγάλη για εκείνον». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Αυτό άφησέ το επάνω μου». «Και, δεύτερον, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι η πληροφορία είναι αξιόπιστη. Αν πρόκειται για καμιά παγίδα που έχει σκοπό να μας κάνει να εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας, θα την έχουμε πατήσει για τα καλά. Θα πάω λοιπόν να μάθω ποιος έχει στείλει αυτό το σκλάβο, ακόμα και αν χρειαστεί να του ξεριζώσω ένα ένα όλα τα νύχια».
Ο Θεμιστοκλής αποφάσισε να απομακρυνθεί. Ήθελε να διαπιστώσει κάτι με τα ίδια του τα μάτια, και άλλωστε προτιμούσε να μην είναι
παρών όταν βασάνιζαν το σκλάβο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο Μιλτιάδης ακολουθούσε ακόμα μια αθηναϊκή συνήθεια. Στις δίκες στις οποίες ο κατηγορούμενος ήταν κάποιος πολίτης, όταν ένας σκλάβος κατέθετε υπέρ ή κατά του κυρίου του, η μαρτυρία του δε γινόταν δεκτή αν δεν είχε αποσπαστεί με βασανισμό. Η θεωρία των Αθηναίων ήταν ότι, αφού οι σκλάβοι είχαν εκ φύσεως τάση για το ψέμα, μόνον ο πόνος μπορούσε να τους κάνει να πουν την αλήθεια. Και ο ίδιος ο Θεμιστοκλής είχε εμπλακεί σε μια τέτοια κατάσταση τη χρονιά που ήταν άρχοντας, όταν ένας συκοφάντης τον κατηγόρησε για μη ομαλή λειτουργία των αργυρωρυχείων που είχε ενοικιάσει στο Λαύριο. Ο Γρύλος, ο διαχειριστής των ορυχείων, είχε καταθέσει υπέρ του κυρίου του, μα μόνο αφού τον είχαν μαστιγώσει με ένα δεμάτι χλωρά κλαδιά και του είχαν σφίξει τους αντίχειρες με μικρά δόκανα. Εννοείται πως ο Θεμιστοκλής του είχε εγγυηθεί μια αρκετά σημαντική αποζημίωση, και ένα-δυο χρόνια αργότερα, όταν το θέμα είχε πια ξεχαστεί, χάρισε στον Γρύλο την ελευθερία του. Τ ώρα, ενώ επέστρεφε στο σημείο όπου είχε καταλύσει η φυλή του, ξανάφερε στη μνήμη του εκείνη τη δίκη. Σε μια επίσκεψη που έκανε στα ορυχεία, κατέρρευσε μια στοά. Έβγαλαν μέσα από τα συντρίμμια δεκαπέντε πτώματα κι έναν άνδρα που, ως εκ θαύματος, ήταν ακόμη ζωντανός. Ήταν ο Σίκιννος. Ύστερα από αυτό ο Θεμιστοκλής είχε αποφασίσει να ρευστοποιήσει τις οικογενειακές επενδύσεις στα ορυχεία, παρότι αναγκάστηκε να πουλήσει όσο όσο κι έχασε χρήματα. Δεν ήθελε άλλες δίκες, ούτε άλλους εφιάλτες σαν εκείνους που τον βασάνιζαν όταν σκεφτόταν τους ανθρώπους που δούλευαν στα σπλάχνα της γης και κινδύνευαν να βρουν έναν τόσο τρομακτικό θάνατο. «Περίμενε, Θεμιστοκλή!» του είπε ο Κίμωνας, τρέχοντας ξοπίσω του. «Για πού το ’βαλες;» «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να διαπιστώσουμε αν οι πληροφορίες που μας έφερε αυτός ο προδότης είναι αυθεντικές». «Θα έρθω μαζί σου». Ο Θεμιστοκλής αποφάσισε να ξυπνήσει τον Σίκιννο και διέταξε
δέκα ακόμα στρατιώτες να τους συνοδεύσουν· ο προδότης που είχε κάνει τα σήματα με την ασπίδα ίσως παραμόνευε ακόμη ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Άρχισαν να ανεβαίνουν την πλαγιά. Όταν ο Θεμιστοκλής αποφάσισε ότι είχαν φτάσει σε ένα σημείο από το οποίο θα είχε καλή θέα, γύρω στα εκατό μέτρα πάνω από την πεδιάδα, οι υπόλοιποι είχαν λαχανιάσει. «Είσαι σε πολύ καλή φόρμα, Θεμιστοκλή», αναγνώρισε ο Κίμωνας, που, αν και αθλητής, κοντανάσαινε ελαφρά. Ο Θεμιστοκλής συνειδητοποίησε ότι σε εκείνη την πλαγιά δεν τον είχαν ανεβάσει τα πόδια αλλά το μυαλό του. Ένιωθε ανήσυχος, ανυπόμονος και παράξενα ζωντανός μαζί. Είναι η αμβροσία της εξουσίας, σκέφτηκε. «Τη διόπτρα, Σίκιννε», διέταξε απλώνοντας το χέρι. Με μιαν απλή ματιά δύσκολα διέκρινε κανείς το παραμικρό. Το περσικό στρατόπεδο, σε απόσταση σχεδόν τεσσάρων χιλιομέτρων, παρουσίαζε την ίδια εικόνα με όλες τις άλλες νύχτες: έμοιαζε με σμάρι από σκόρπια φώτα μέσα στη μάζα του σκοταδιού. Κάτω από το φως του φεγγαριού, τα αγκυροβολημένα πλοία έμοιαζαν με σκοτεινές κηλίδες πάνω στην ασημόγκριζη θάλασσα. Σαν κοίταξε από τη διόπτρα, ένιωσε το συνηθισμένο σάστισμα, αφού τα πάντα φάνηκαν ανάποδα. Μόλις συνήθισε, την έστρεψε προς τα πλοία που είχαν ρίξει άγκυρα γιατί του φάνηκε ότι είχε διακρίνει κάποια κίνηση. Ναι, ανάμεσα στα καράβια κινούνταν βάρκες και άκατοι. Έστρεψε τη διόπτρα προς την παραλία. Είδε μια λωρίδα άμμου πιο λευκή, στην οποία οι μορφές διαγράφονταν καλύτερα. Και εκεί παρατηρούνταν κινήσεις. Εκείνη τη στιγμή ένα σύννεφο σκέπασε τη σελήνη. Το φως του φεγγαριού ήταν ήδη αρκετά χλομό για να το στερηθούν κιόλας. «Που να πάρει!» «Άφησέ με να δω κι εγώ», του ζήτησε ο Κίμωνας. Συνήθως οι γύρω του δίσταζαν τόσο να πλησιάσουν το μάτι τους σε εκείνο το κατασκεύασμα όσο δίσταζε κι ο ίδιος ο Θεμιστοκλής να τους το δανείσει. Παρ’ όλα αυτά, το έτεινε στον Κίμωνα. «Πρόσεχε»,
πήγε να πει, μα σκέφτηκε ότι η συμβουλή ήταν ανώφελη και σίγουρα θα ενοχλούσε τον νεαρό ευπατρίδη. «Μα την Εκάτη!» αναφώνησε ο Κίμωνας. «Η γη είναι πάνω και ο ουρανός κάτω!» «Είναι θέμα συνήθειας». «Όχι. Μου φαίνεται ότι θα κάνω κάτι άλλο». Ο Κίμωνας του επέστρεψε τη διόπτρα. Ύστερα, προς μεγάλη έκπληξη όχι μόνο του Θεμιστοκλή αλλά και των υπολοίπων, πλησίασε ένα πεύκο, από το οποίο προεξείχε ένα χοντρό κλαδί, σχηματίζοντας σχεδόν ορθή γωνία, πήδηξε για να πιαστεί από αυτό και να κρεμαστεί, τραβήχτηκε πάνω, έκανε ένα γύρο στον αέρα, τύλιξε το πίσω μέρος των γονάτων του στο κλαδί κι έμεινε κρεμασμένος με το κεφάλι προς τα κάτω. «Για δώσε μου αυτό το πράγμα!» Αυτή τη φορά ο Θεμιστοκλής του ζήτησε να προσέχει. Σε εκείνη την ακροβατική στάση, ο Κίμωνας έφερε τη διόπτρα στο μάτι. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή το σύννεφο που είχε σκεπάσει το φεγγάρι προσπέρασε κι έφυγε. «Είναι απίστευτο, Θεμιστοκλή!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο νέος. «Ποιος το κατασκεύασε αυτό το θαύμα, ο ίδιος ο Ήφαιστος;» «Κοίταξε τα πλοία που έχουν αγκυροβολήσει στην ακτή και πες μου τι βλέπεις». «Περίμενε μια στιγμή. Τ ι ζαλάδα είναι αυτή, κινούνται όλα πολύ γρήγορα... Ναι, τώρα τα βλέπω!» Για μερικά δευτερόλεπτα ο Κίμωνας δε μίλησε· οι υπόλοιποι παρατηρούσαν την περίεργη εικόνα που συνέθετε κρεμασμένος από το δέντρο, με το κεφάλι προς τα κάτω και το χιτώνα μαζεμένο στη μέση. Ο νέος δε φορούσε τίποτα γύρω από τα λαγόνια. Για τους Έλληνες, που γδύνονταν και ξύνονταν με την ίδια φυσικότητα, το θέαμα ήταν σύνηθες. Ο Σίκιννος όμως τράβηξε το βλέμμα και ο Θεμιστοκλής τον είδε και χαμογέλασε. Δύο πράγματα δεν επρόκειτο να συνηθίσουν ποτέ οι βάρβαροι: την ελευθερία και τη θέα του ίδιου τους του κορμιού.
Ο Κίμωνας επέστρεψε τη διόπτρα στον Θεμιστοκλή και ύστερα ξεκρεμάστηκε γυρνώντας πάνω στους ώμους του. «Ο σκλάβος έλεγε αλήθεια», είπε ο Κίμωνας όταν πάτησε στο έδαφος. «Οι Πέρσες φορτώνουν τα άλογα στα πλοία». «Τότε, πάμε να το πούμε στον πατέρα σου πριν τον γδάρει τον άμοιρο».
Μα όταν επέστρεψαν στον ελαιώνα ήταν αργά. Ο Μιλτιάδης είχε βαλθεί να διαπιστώσει ποιος κρυβόταν πίσω από εκείνη τη μυστική πληροφορία, όμως ο λιποτάκτης αρνούνταν να το αποκαλύψει. Στην αρχή ο στρατηγός είχε αφήσει την ανάκριση στα χέρια των στρατιωτών, μα ύστερα έχασε την υπομονή του και άρχισε να χτυπά το σκλάβο ενώ τον κρατούσαν οι άνδρες του. Κάποια από τις γροθιές πρέπει να ήταν τόσο δυνατή που του είχε σπάσει κάποιο σπλάχνο. Τ ώρα ο νέος κείτονταν άψυχος στο έδαφος, με το πρόσωπο μέσα σε μια λιμνούλα από αίμα. Ο Θεμιστοκλής αναρωτήθηκε τι είδους πίστη ενέπνεε η Αρτεμισία σε εκείνους που την υπηρετούσαν ώστε να προτιμούν να πεθάνουν παρά να αποκαλύψουν το όνομά της και σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να μη βρεθούν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης. «Ποιος στο δαίμονα μας πληροφόρησε;» καταριόταν ο Μιλτιάδης, ενώ έτριβε τους πονεμένους κόμπους των δαχτύλων του. Προς στιγμήν ο Θεμιστοκλής ζύγισε την πιθανότητα να του μιλήσει για την Αρτεμισία. Μα κανείς δε θα κέρδιζε πολλά με αυτή την αποκάλυψη. Αντίθετα, αν κρατούσε το στόμα του κλειστό, θα είχε στη διάθεσή του ένα ζάρι για να ρίξει στο μέλλον. «Ίσως υπάρχουν προδότες ανάμεσά τους, όπως και ανάμεσά μας», απάντησε. «Σημασία έχει ότι η αναφορά του λιποτάκτη είναι αληθινή. Οι Πέρσες ετοιμάζουν τα πλοία και φορτώνουν το ιππικό». Για μερικά δευτερόλεπτα ο Μιλτιάδης έμεινε να κόβει βόλτες πάνω-κάτω στο ξέφωτο με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη.
Ύστερα φάνηκε να συνειδητοποιεί κάτι και, δείχνοντας το πτώμα, διέταξε: «Πάρτε τον από δω. Αποτελεί μίασμα για το τέμενος». Ύστερα γύρισε προς τον Θεμιστοκλή και ρώτησε: «Και τώρα τι κάνουμε;» Προς μεγάλη έκπληξη του Θεμιστοκλή, ο Κίμωνας τον πρόλαβε: «Είναι φανερό, πατέρα. Πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία και να μπούμε στη μάχη με τους Πέρσες». «Με ποιους Πέρσες; Με αυτούς που θα φύγουν ή με αυτούς που θα μείνουν; Όχι, περιμένετε! Αυτό που είπα είναι παράλογο. Προφανώς με αυτούς που θα μείνουν...» Ο Μιλτιάδης άρχισε να ψευτοδαγκώνει το μούσι του. Ύστερα στράφηκε στον Θεμιστοκλή. «Πόσους άνδρες θα αντιμετωπίζαμε σε αυτή την περίπτωση;» Ο Θεμιστοκλής έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό. «Αν οι πληροφορίες του λιποτάκτη είναι ακριβείς, δεκαπέντε με δεκαέξι χιλιάδες». «Ακόμη έχουμε ενάμιση Πέρση για κάθε δικό μας οπλίτη». «Ναι, αλλά χωρίς ιππικό. Αυτό θα ήταν μεγάλο πλεονέκτημα». «Αν είναι παγίδα και βγούμε στην πεδιάδα, θα μας κάνουν σκόνη». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι παγίδα. Νομίζω ότι έχω καταλάβει τι σκέφτεται ο Δάτις. Στέλνοντας τα πλοία του να επιτεθούν στην Αθήνα, μας προσφέρει μια σατανική εναλλακτική. Υποθέτει ότι θα τρέξουμε να βοηθήσουμε την πόλη μας και σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το υπόλοιπο στράτευμά του για να μας επιτεθεί πισώπλατα». Ο Μιλτιάδης ξεφύσηξε ανακατεύοντας τα μαλλιά του. «Ένας στρατός οπλιτών δεν είναι σε θέση να αμυνθεί όταν έχει παραταχθεί για πορεία, πολλώ δε μάλλον όταν οι εχθροί διαθέτουν τοξότες». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. Είχε γνωρίσει κάποιους επιζήσαντες από την εκστρατεία στις Σάρδεις. Όταν σάρωσαν την πόλη, νόμιζαν ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Κατά την αποχώρησή τους όμως, ένα περσικό στράτευμα τους καταδίωξε και οι άνδρες του, με πιο ελαφρύ εξοπλισμό από εκείνον των Ελλήνων, τους θέρισαν με τα
βέλη και τις ενέδρες τους ως τη θάλασσα. Όταν έφτασαν στην Έφεσο, οι σύμμαχοι είχαν χάσει στο δρόμο πάνω από τους μισούς άνδρες τους, που είχαν σκοτωθεί ή είχαν πέσει αιχμάλωτοι. «Γι’ αυτό πρέπει να επιτεθούμε πρώτοι, πατέρα!» επέμεινε ο Κίμωνας. «Να βγούμε από τη θέση μας, να επιτεθούμε στους Πέρσες κατά μέτωπο και να τους νικήσουμε». «Και μετά τι θα κάνουμε; Θα γυρίσουμε στην Αθήνα τρέχοντας για να φτάσουμε πριν από τους υπόλοιπους Πέρσες;» «Πολύ φοβάμαι ότι δε μας μένει άλλη λύση», είπε ο Θεμιστοκλής. «Σαράντα χιλιόμετρα τροχάδην ύστερα από μια μάχη στην οποία το πιθανότερο είναι να ηττηθούμε». Ο Μιλτιάδης χαμογέλασε. «Αν τα καταφέρουμε, θέλω να δω τα μούτρα των Σπαρτιατών». Όσο οι στρατηγοί και ο πολέμαρχος συζητούσαν μέσα στη σκηνή, ο Θεμιστοκλής περίμενε απ’ έξω. Λόγω ρητής απαγόρευσης του Ξάνθιππου, του Αριστείδη και ενός-δύο ακόμα στρατηγών, οι ταξίαρχοι δεν είχαν γίνει δεκτοί στη συνέλευση. «Μην έχεις αυταπάτες, φίλε μου», του είπε ο Κυναίγειρος. «Καρφάκι δεν τους καίγεται για τους υπόλοιπους ταξίαρχους. Για σένα το κάνουν. Δε θέλουν να είσαι παρών και να τους πείσεις όλους». «Ελπίζω ο Μιλτιάδης να τα καταφέρει μόνος του», απάντησε ο Θεμιστοκλής ανήσυχος. Πιθανότατα ο προδότης που κρυβόταν πίσω από τα φωτεινά σήματα να βρισκόταν κι εκείνος στη σκηνή. Ο Μεγακλής των Αλκμεωνιδών ήταν προφανής υποψήφιος. Ο ίδιος ο Κλεισθένης είχε προειδοποιήσει τον Θεμιστοκλή για τους σκοπούς της φάρας του. «Μείνε ήσυχος. Αν επιμείνουν να ψηφίσουν κατά του σχεδίου, θα αρχίσει να μοιράζει γροθιές δεξιά κι αριστερά μέχρι να του δώσουν δίκιο». Ικανό τον έχω, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής σαν θυμήθηκε τα ίχνη αίματος που είχε αφήσει στο έδαφος ο σκλάβος της Αρτεμισίας όταν τον πήραν σέρνοντας από το ξέφωτο. Οι στοιχειωμένες σκιές των δέντρων έδειχναν προς ανατολάς. Ο
Θεμιστοκλής σήκωσε το βλέμμα. Το φεγγάρι είχε αρχίσει να κατεβαίνει προς το Αγριελίκι, μα ο Αρκτούρος δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του. Θα έμεναν ακόμη δυο ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Τα σκυλιά του στρατοπέδου είχαν αρχίσει να γαβγίζουν σαν να ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί. Στον ουρανό είχαν απομείνει μερικά βιαστικά σύννεφα, σκοτεινά σαν αγέλη λύκων που βγήκε για κυνήγι. Ο Θεμιστοκλής φαντάστηκε τον Βορέα να βρυχάται εκεί ψηλά και να περιμένει την έλευση του χειμώνα και την άδεια του πατέρα Δία για να κατέβει στη γη και να αρχίσει να μαστιγώνει την πεδιάδα. Πάνω από τη σκηνή των στρατηγών το λινό λάβαρο με τη γλαύκα της Αθηνάς, που κατά τη διάρκεια της ημέρας κρεμόταν μαραμένο, είχε αρχίσει να κυματίζει δειλά. Κατασκοπεύοντας το περσικό στρατόπεδο, ο Θεμιστοκλής είχε παρατηρήσει μια πελώρια σημαία να κυματίζει πάνω από την επίσης πελώρια σκηνή του στρατηγού των Περσών, παρόλο που φυσούσε ελάχιστα. Θα ήταν από μετάξι, εκείνο το ύφασμα που ήταν ελαφρύ και λεπτό σαν τα όνειρα και σπάνιο σαν να είχε κατασκευαστεί με ασημένια κλωστή. «Δώσε μας τη μάχη και τη νίκη, ω Άρτεμη», μουρμούρισε κοιτώντας το φεγγάρι, «και σου υπόσχομαι ότι η γυναίκα μου θα υφάνει ένα μεταξωτό λάβαρο αντάξιό σου». Βλέποντας τη γλαύκα να πλαταγίζει ακόμη, ο Θεμιστοκλής σάλιωσε το δάχτυλο και το σήκωσε ψηλά. Είχε σηκωθεί βορινός άνεμος, οι ετησίαι, που θα βοηθούσε τα περσικά πλοία να φτάσουν πιο γρήγορα στο Σούνιο. Μόλις το περνούσαν, ήταν πολύ πιθανό να συναντήσουν κάποιον άλλο τοπικό άνεμο, που θα φυσούσε από το νότο και θα τους έσπρωχνε προς την Αθήνα. Έπρεπε να βιαστούν. «Άκουσε τι θα κάνουμε, Κυναίγειρε», είπε στο φίλο του. «Θα πάμε αμέσως να ξυπνήσουμε τους άνδρες. Θα τους διατάξουμε να φάνε κάτι ελαφρύ και να έχουν όλο τον οπλισμό ανά χείρας». «Κι αν οι στρατηγοί αποφασίσουν να μην κατεβούμε σε μάχη;» διαμαρτυρήθηκε ένας άλλος ταξίαρχος. Ο Κυναίγειρος όμως ένευσε καταφατικά. «Θα κάνουμε ό,τι λέει ο Θεμιστοκλής. Αν όλα πάνε καλά, θα είναι έτοιμοι έγκαιρα».
Ενώ το υπόλοιπο στρατόπεδο ξυπνούσε με ένα μείγμα δισταγμού, κακής διάθεσης και ανυπομονησίας, οι στρατηγοί συνέχιζαν τη συζήτηση. Οι φωνές τους ήταν τόσο ταραγμένες ώστε οι λέξεις ακούγονταν ξεκάθαρα· κυρίως όταν έβγαιναν από τα χείλη του Μιλτιάδη. «Άντε, γενειοφόρε ομορφονιέ!» φώναξε. Μάλλον εννοούσε τον Καλλίμαχο. Ο πολέμαρχος είχε τόσο αραιό γένι ώστε προτιμούσε να το ξυρίζει με ένα σουγιά. «Πάρε επιτέλους μιαν απόφαση! Ψήφισε υπέρ ή κατά!» «Μα δεν είναι αυτό το καθήκον μου», ακούστηκε η αδύναμη διαμαρτυρία του Καλλίμαχου. «Εγώ είμαι εδώ για να διασφαλίσω την εύνοια των...» «Ψήφισε επιτέλους, που να σε πάρει και να σε σηκώσει!» Οι φωνές των στρατηγών έγιναν ξανά ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό και ύστερα ακούστηκε μια κραυγή χαράς. Ο αναμφίβολος βρυχηθμός του λιονταριού. Το ένα φύλλο της πόρτας της σκηνής άνοιξε και εμφανίστηκε ο Μιλτιάδης. Κατευθύνθηκε ίσια στον Θεμιστοκλή και στο γιο του και τους έσφιξε πάνω του με ένα χέρι τον καθένα, σηκώνοντάς τους σε μια αγκαλιά αντάξια αρκούδας. «Πάρτε τα όπλα σας! Πάμε για μάχη!»
Μαραθώνας, 11 Σεπτεμβρίου Ο Θεμιστοκλής παρατήρησε με κριτική ματιά τον οπλισμό του Φειδιππίδη. Ο δρομέας έτρωγε σαν λύκος εδώ και κάμποσες μέρες. Τα καλαμοπόδαρά του είχαν γεμίσει λίγο με σάρκα, όπως και τα ζυγωματικά του, τα οποία, όταν είχε φτάσει στο στρατόπεδο φέρνοντας το μήνυμα των Σπαρτιατών, ήταν βυθισμένα σαν πανέρια. Ήταν όμως ακόμη τόσο αδύνατος ώστε, όταν στεκόταν πίσω από τη δρύινη ασπίδα του, αντί για ένα ακόντιο κι έναν πολεμιστή, θαρρούσε κανείς ότι έβλεπε δύο ακόντια μαζί. «Δεν έχεις φορέσει περικνημίδες». «Μου πέφτουν», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. Ο Θεμιστοκλής παραμέρισε λίγο την ασπίδα και εξέτασε την πανοπλία. Ήταν από βρασμένο δέρμα και είχε μεταλλικές πλάκες στο μέγεθος μισής παλάμης, δεμένες στην περιοχή γύρω από την κοιλιά. Από την πανοπλία έλειπαν τρεις-τέσσερις τέτοιες φολίδες. Ο Θεμιστοκλής έβαλε τα δάχτυλα ανάμεσα στο κομμάτι που προστάτευε τους ώμους και την κλείδα του Φειδιππίδη και κούνησε το θώρακα. «Πλέει αρκετά. Θα σου κάνει γρατζουνιές». «Είμαι συνηθισμένος στις γρατζουνιές», απάντησε εκείνος, ισχυρογνώμων. «Πού τα βρήκες αυτά τα όπλα;» τον ρώτησε ο Θεμιστοκλής, που είχε αρχίσει να παρατηρεί την ασπίδα. Δεν είχε μεταλλική ενίσχυση, μόνο μια σιδερένια προεξοχή στο κέντρο. Της έλειπε και το πλαίσιο, ενώ στην άκρη του ξύλου διακρίνονταν κάμποσες δαγκωνιές. Το μεγάλο κεφάλι της Γοργόνας που είχαν ζωγραφίσει με μαύρο μελάνι πάνω στο κόκκινο φόντο είχε ξεφτίσει. «Μου τα έκαναν δώρο γιατί είμαι όμορφος». Ο Θεμιστοκλής έπιασε το δόρυ. Εκείνο τουλάχιστον ήταν από ξύλο έλατου, λίγο πιο παχύ από έναν αντίχειρα, και η σιδερένια αιχμή δεν ήταν σκουριασμένη. Στην άλλη άκρη, αντί για τον μπρούτζινο
γάντζο που κατέληγε σε μύτη για να χώνεται στο έδαφος, το δόρυ είχε ένα απλό σουβλί μπηγμένο στο ξύλο. Όταν πήγαιναν σε κάποια εκστρατεία, πάντα όλο και κάποιος οπλίτης χρειαζόταν να επιδιορθώσει μια ξεχαρβαλωμένη ασπίδα, ένα σπασμένο δόρυ ή καμιά περικεφαλαία που είχε κλέψει – μερικές επιδέξιες σφυριές κι ένα καινούργιο λοφίο την έκαναν αγνώριστη στα μάτια του παλιού ιδιοκτήτη της. Γι’ αυτό οι οπλουργοί έκαναν χρυσές δουλειές ακολουθώντας το στρατό· υπήρχαν μερικοί όμως που πουλούσαν όπλα τόσο χαμηλής ποιότητας ώστε ευκολότερα τα χαρακτήριζε κανείς παλιοσιδερικά. «Ελπίζω να μην ξόδεψες όλα τα χρήματα που σου έδωσα για να αγοράσεις αυτά εδώ τα όπλα», του είπε. «Γιατί, αν είναι έτσι, σε κορόιδεψαν». Ο δρομέας έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας αλλά δεν είπε λέξη. Είχε κάνει την εμφάνισή του στις γραμμές των Αθηναίων τη στιγμή που ο στρατός περνούσε το φράχτη και παρατασσόταν στην ανοιχτή πεδιάδα, όταν ο ουρανός είχε αρχίσει να γκριζάρει στην ανατολή και ο Αρκτούρος είχε αναγγείλει επιτέλους την έλευση του ήλιου. Ο Φειδιππίδης είχε επιμείνει να παραταχθεί με τους υπόλοιπους οπλίτες, αν και, ως κήρυκας, εξαιρούνταν της μάχης. «Μα δεν ανήκεις καν στη φυλή μου», του είπε ο Θεμιστοκλής, που προσπαθούσε να τον συνετίσει και είχε απελπιστεί. «Είσαι γραμμένος στην Κεκροπίδα». «Καλά, εσύ θυμάσαι απέξω τους καταλόγους ολόκληρης της πόλης;» «Πολύ φοβάμαι πως ναι». «Ωραία λοιπόν, τότε προτιμώ να πολεμήσω πλάι σε κάποιον που ξέρει τι του γίνεται παρά να ακολουθήσω τις οδηγίες του φωνακλά του Ξάνθιππου». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. «Μάλλον πρέπει να κολακευτώ. Γιατί επιμένεις τόσο να πολεμήσεις;» Ο Φειδιππίδης στράφηκε προς το μέρος του κι έδειξε με το δόρυ τη σειρά των ανδρών που εκτεινόταν και από τις δύο πλευρές,
αριστερά και δεξιά. Ένα μέτωπο χιλίων πεντακοσίων ασπίδων είχε παραταχθεί στην πεδιάδα και εκτεινόταν από τη λωρίδα με το χαλίκι που όριζε την παραλία σχεδόν μέχρι τις πλαγιές του όρους Κοτρώνι. Μπροστά τους, οι ταξίαρχοι και οι στρατηγοί έκαναν επιθεώρηση κι έδιναν τις τελευταίες οδηγίες, όπως έκανε τώρα ο Θεμιστοκλής. Στο κέντρο, σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων από κοντά τους, οι δέκα στρατηγοί και ο πολέμαρχος τελείωναν τις συσκέψεις τους κι ετοιμάζονταν για τη θυσία που θα προηγούνταν της μάχης. «Τέτοια μάχη δεν έχει ξαναγίνει», απάντησε ο δρομέας. «Όταν γεράσω και με ρωτούν πού βρισκόμουν τη μέρα της Μάχης του Μαραθώνα, δε θέλω να απαντώ ότι την παρακολουθούσα από ένα λόφο». Το ίδιο τού είχε πει και ο Μνησίφιλος όταν είχε εμφανιστεί με την πανοπλία του. Τουλάχιστον ήταν καλύτερη από του Φειδιππίδη. «Είσαι πενήντα τριών ετών. Τ ι κάνεις εδώ;» του είχε πει ο Θεμιστοκλής. «Αυτή την τρέλα δεν τη χάνω για τίποτα στον κόσμο. Θέλω να δω αν το σχέδιό σου άρεσε στους θεούς ή αν σκοπεύουν να μας εξολοθρεύσουν όλους», του είχε απαντήσει ο Μνησίφιλος.
Το σχέδιό του ήταν όντως τρελό. Το είχε κουβεντιάσει με τον Μιλτιάδη πριν από μία ώρα, ενώ οι στρατιώτες έτρωγαν ένα κρύο πρωινό όσο πιο βιαστικά μπορούσαν. Μερικοί καταβρόχθιζαν λες και δεν επρόκειτο να ξαναφάνε στη ζωή τους· και ίσως είχαν δίκιο. Είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι εκείνη την ημέρα δε θα παρατάσσονταν όπως κάθε φορά που στήνονταν επί ώρες στον ήλιο πίσω από το φράχτη, αλλά θα γινόταν πραγματική μάχη. Πολλοί έτρεχαν πίσω από τα πεύκα και τους θάμνους για να ανακουφίσουν το στομάχι τους. Οι περισσότεροι έπιναν περισσότερο απ’ όσο έτρωγαν και δε νέρωναν πολύ το κρασί τους. Μέχρι στιγμής δεν τους είχε λείψει, γιατί βρίσκονταν κοντά στα σπίτια τους και κάθε μέρα κατέφταναν
καραβάνια μουλαριών με προμήθειες. Τ ώρα όμως χρειάζονταν ακόμα περισσότερο για να πάρουν θάρρος πριν από τη μάχη, ή απλώς για να αποκοιμίσουν τη συνείδησή τους και να μη σκέφτονται πολύ αυτό που τους περίμενε. Ο Θεμιστοκλής δεν τους κατηγορούσε, μα ο ίδιος έπινε μόνο βρασμένο νερό. Είχε ανάγκη από καθαρό μυαλό. Στη σκέψη του δεν είχαν πάψει να τρέχουν οι αριθμοί, που πετάγονταν από τη μία άκρη στην άλλη σαν τις χρωματιστές χάντρες του άβακα. Το μήνυμα του υπηρέτη της Αρτεμισίας ήταν ξεκάθαρο και ο Θεμιστοκλής, από το λίγο που γνώριζε τη νεαρή από την Αλικαρνασσό, ήταν βέβαιος ότι η πηγή της πληροφορίας του ήταν ακριβής και αξιόπιστη. Ο σκλάβος είχε πει ότι ο Δάτις έστελνε στην Αθήνα το ένα τρίτο του πεζικού του. Το ένα τρίτο των είκοσι πέντε χιλιάδων ήταν περίπου οχτώ χιλιάδες πεντακόσιοι άνδρες. Στρογγυλεύοντας τους αριθμούς, αν οι αρχηγοί των Περσών ήταν στ’ αλήθεια τόσο σχολαστικοί με το δεκαδικό σύστημα, ήταν εννέα χιλιάδες. Άρα στο πεδίο της μάχης θα έμεναν δεκαέξι χιλιάδες. Καθώς οι Πέρσες παρατάσσονταν σε βάθος δέκα ανδρών, το αποτέλεσμα ήταν ένα μέτωπο χιλίων εξακοσίων πολεμιστών. Στη συνηθισμένη παράταξη με βάθος οχτώ ανδρών, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς μπορούσαν να αντιτάξουν ένα μέτωπο χιλίων διακοσίων πενήντα ασπίδων, κάτι που σήμαινε ότι η περσική παράταξη υπερέβαινε τη δική τους κατά τριακόσιους πενήντα άνδρες. Υπολογίζοντας ένα μέτρο χώρο για τον καθένα, κάθε πλευρό του εχθρού εκτεινόταν εκατόν εβδομήντα πέντε μέτρα περισσότερο από τις πτέρυγες της ελληνικής παράταξης. Αυτό ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο από τα δεξιά, όπου παρατασσόταν ο πολέμαρχος, γιατί οι άνδρες σε εκείνη τη ζώνη δεν είχαν προστασία για το πλευρό του δόρατος. Μία λύση ήταν να προχωρήσουν μετακινούμενοι προς το πλάι, ένας ελιγμός στον οποίο συνήθιζαν να καταφεύγουν όλοι οι στρατοί των οπλιτών εκτός από τους πειθαρχημένους Σπαρτιάτες. Έτσι όμως, θα έμενε εντελώς προσπελάσιμο για τον εχθρό το αριστερό πλευρό των Πλαταιέων: θα δημιουργούνταν ένα τεράστιο
χάσμα ανάμεσα σε εκείνους και στο βουνό, από το οποίο θα χωρούσαν να περάσουν κάμποσα περσικά τάγματα, να περικυκλώσουν τους Αθηναίους και να τους επιτεθούν από πίσω. Αν η φάλαγγα περικυκλωνόταν, χωρίς καν τη δυνατότητα να αποσυρθεί στην περίπτωση που δεχόταν ένα τέτοιο χτύπημα, η αναπόφευκτη μοίρα της θα ήταν η εξολόθρευση. Ο Θεμιστοκλής φαντάστηκε τις τρεις πρώτες τάξεις της Αθήνας, την αφρόκρεμα της πόλης, να κείτονται στη σκόνη, μέσα σε σύννεφα από μύγες και λιμνούλες από πηχτό μαύρο αίμα. Είδε τους Πέρσες να περνούν πάνω από τα πτώματά τους και να μπαίνουν σε μια ανυπεράσπιστη πόλη. Είδε τους ναούς να παραδίδονται στις φλόγες, τους τάφους να βεβηλώνονται, τα λείψανα των πανάρχαιων ηρώων σκόρπια στον ήλιο, το σπίτι του λεηλατημένο. Είδε τους Πέρσες να δολοφονούν τη μητέρα του, να βιάζουν την Αρχίππη, την Απολλωνία και τις υπηρέτριες και ύστερα να τις στέλνουν παλλακίδες στο χαρέμι κάποιου ισχυρού Πέρση. Είδε τα παιδιά του πουλημένα στα σκλαβοπάζαρα, καμωμένα ευνούχους, ίσως βιασμένα κι αυτά. Αθηνά, αφέντρα της εξυπνάδας, δείξε μου το δρόμο, όσο στενός κι αν είναι, όσο παρακινδυνευμένος κι αν φαίνεται, ικέτευσε. Στο μυαλό του ερχόταν μόνο μία λύση. Μα ήταν άλλο πράγμα να τη σχεδιάσει με ένα κλαδί στην άμμο και άλλο να την εφαρμόσει με αληθινούς στρατιώτες, και μάλιστα κάτω από μια βροχή από βέλη. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχαν άλλη επιλογή, γι’ αυτό πλησίασε τον Μιλτιάδη και ζήτησε να του μιλήσει. Το γέρικο λιοντάρι κουβέντιαζε έντονα με τους υπόλοιπους στρατηγούς. Το δίχως άλλο, φιλονικούσαν σχετικά με τον τρόπο ανάπτυξης των στρατευμάτων. Σαν είδε ότι ο Θεμιστοκλής ήθελε να του μιλήσει, ο Μιλτιάδης απομακρύνθηκε από την ομάδα και τους άφησε να τσακώνονται μεταξύ τους. «Όταν βγει ο ήλιος, το πρόσταγμα θα έχει η Πανδιονίδα φυλή, μα ο Ευκλείδης μου το παραχωρεί», είπε στον Θεμιστοκλή. «Δεν μπορούν να πάρουν καμία απόφαση αν δεν είμαι εγώ παρών». «Χαίρομαι».
«Στο κάτω κάτω, οι μόνοι Πέρσες που έχουν δει από κοντά αυτοί οι μωρόπιστοι είναι οι ζωγραφιές στον πάτο της κούπας τους. Η μόνη λύση που τους απομένει είναι να καταφύγουν στην εμπειρία μου». Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε πώς να διατυπώσει την ερώτηση. Ο Μιλτιάδης δεν είχε απόσχει από το κρασί, όπως εκείνος. Ήταν αρκετά εύσωμος και δύσκολα μεθούσε, μα το νέκταρ του Διονύσου είχε ζεστάνει υπέρ το δέον τόσο τη διάθεση όσο και τη γλώσσα του. Ήταν καλή ευκαιρία. Ο Μιλτιάδης είχε πιει αρκετά και ήταν από εκείνους που ποτέ δεν απαντούσαν αρνητικά στην ερώτηση: «Έχεις τα κότσια να...;» «Ποιο νομίζεις ότι θα είναι το ισχυρότερο σημείο του εχθρού;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής, αν και γνώριζε την απάντηση γιατί την είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. «Οι Πέρσες πάντα τοποθετούν τους καλύτερους άνδρες τους στο κέντρο. Γι’ αυτό ακριβώς καβγάδιζα με αυτούς τους άχρηστους». Ο Μιλτιάδης έσκυψε και πήρε από το έδαφος ένα χοντρό κλαδί που είχε πέσει από ένα σωρό ξύλα. «Πρέπει να ενισχύσουμε το κέντρο μας για να τσακίσουμε τη ραχοκοκαλιά τους». Τσακ! Το κλαδί έσπασε στα χέρια του σαν οδοντογλυφίδα. «Ακριβώς εκεί όπου νιώθουν πιο δυνατοί». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι σαν να εξέταζε πράγματι την ιδέα. «Σίγουρα θα πιάσει απροετοίμαστο τον Δάτι...» «Φαντάσου την έκφρασή του όταν δει την αφρόκρεμα των ακοντιστών του να το βάζουν στα πόδια». «Με ανησυχεί λιγάκι όμως το τι μπορεί να συμβεί στα πλάγια. Αν καταφέρουν να μας υπερκεράσουν από δεξιά και αριστερά, θα μας περικυκλώσουν, και τότε όσες γραμμές οπλιτών κι αν έχουμε συγκεντρωμένες στο κέντρο δε θα χρησιμεύσουν σε τίποτα. Θα μας συντρίψουν με την καθαρή δύναμη του αριθμού τους». Ο Μιλτιάδης μισόκλεισε τα μάτια. «Εσύ κάτι έχεις σκεφτεί. Ξέρασέ το επιτέλους! Τ ι προτείνεις;» «Να τους περικυκλώσουμε εμείς».
Ο Μιλτιάδης γούρλωσε τα μάτια και ξεροκατάπιε. Για μια στιγμή ο Θεμιστοκλής νόμισε ότι θα άκουγε τα εξ αμάξης, μα το γέρικο λιοντάρι ξέσπασε σε γέλια, του έδωσε μια στην πλάτη και κόντεψε να τον σωριάσει χάμω. «Έχεις καρύδια εσύ! Δεν έχω ξανακούσει πιο παράλογο πράγμα στη ζωή μου. Για καλό και για κακό όμως, για λέγε, πώς θα περικυκλώσουμε τους Πέρσες όντας λιγότεροι από αυτούς;»
Το σχέδιο του Θεμιστοκλή είχε αρέσει στον Μιλτιάδη, ο οποίος επέστρεψε αμέσως κοντά στους στρατηγούς για να τους πει τι είχε σκεφτεί. Εκείνος, φυσικά. Για να μην μπορέσουν να τους υπερφαλαγγίσουν τα πλευρά του εχθρού, εξήγησε ο Μιλτιάδης, θα επέκτειναν το δικό τους μέτωπο. Φυσικά, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν όλοι ήταν να «αδυνατίσουν» τα πλευρά, γιατί εκεί οι Πέρσες διέθεταν τα στρατεύματα στα οποία είχαν τη λιγότερη εμπιστοσύνη, ενώ οι ίδιοι συγκεντρώνονταν στο κέντρο. Η πρόταση του Μιλτιάδη τους εξέπληξε. «Δε θα επεκτείνουμε τα πλευρά αλλά το κέντρο», κατέληξε, σχεδιάζοντας στην άμμο την ανάπτυξη του στρατού. Τ ώρα οι δύο γραμμές, Ελλήνων και Περσών, είχαν το ίδιο μήκος, μα το κέντρο του αθηναϊκού στρατού έδειχνε αξιολύπητα εύθραυστο. «Θα μας κόψουν στα δύο αν το κάνουμε αυτό!» τσίριξε σκανδαλισμένος ο Ξάνθιππος. Ο Μιλτιάδης γύρισε προς τον Αριστείδη. «Στο κέντρο θα βρίσκεται η δική σου φυλή. Τ ι λες, θα αντέξουν;» Και, φυσικά, ο Αριστείδης έδωσε τη μοναδική απάντηση που θα μπορούσε να περιμένει κανείς από εκείνον: «Αφού το προστάζει η πόλη μας, θα αντέξουν».
Αυτό ήταν το πρώτο μέρος του σχεδίου του Θεμιστοκλή. Οι δύο
φυλές που βρίσκονταν στο κέντρο και θα αντιμετώπιζαν την αφρόκρεμα της Περσικής Αυτοκρατορίας είχαν παραταχθεί με βάθος μόλις τεσσάρων ανδρών, αντί για οχτώ, όπως συνηθιζόταν. Το πρόβλημα του Θεμιστοκλή ήταν ότι η δική του φυλή έπρεπε να παραταχθεί εκεί μαζί με του Αριστείδη. Η κλήρωση που είχε πραγματοποιηθεί με την άφιξή τους στον Μαραθώνα για να αποφασιστεί η θέση των φυλών και η σειρά ανάληψης της αρχηγίας των στρατηγών είχε ορίσει ότι οι φυλές Λεοντίδα και Αντιοχίδα θα ήταν η πέμπτη και η έκτη αντίστοιχα. Έτσι, οι άνδρες των δύο αλλοτινών αντιπάλων είχαν σταθεί πλάι πλάι. Το σχέδιο του Θεμιστοκλή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των συντρόφων του και θα προκαλούσε τη μεγαλύτερη θνησιμότητα ανάμεσά τους. Γι’ αυτό, παρότι ο εξοπλισμός του Φειδιππίδη ήταν αξιοθρήνητος, δεν μπορούσε να τον βάλει στην όγδοη σειρά, αλλά το πολύ πολύ στην τέταρτη. «Εντάξει λοιπόν, δε θα τη χάσεις την ευκαιρία», είπε τώρα στο δρομέα και τον έβαλε σε μια γραμμή στο κέντρο του τάγματος, εκεί όπου θα παρατασσόταν και ο ίδιος. Πίσω από το κενό που δεν είχε καταλάβει ακόμη ο Θεμιστοκλής έστεκε ο πιστός Ευφορίωνας. Προς το παρόν, με την ασπίδα ακουμπισμένη στο έδαφος και στους μηρούς, το κεφάλι ακάλυπτο και το αριστερό χέρι ελεύθερο, το Νευρόσπαστο πασπάτευε διαρκώς τον εξοπλισμό του, χειρονομούσε ενάντια στις κατάρες και στη βασκανία κι έβγαζε τους συντρόφους του από τα ρούχα τους. Μα ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι μόλις άρχιζε η δράση ο φίλος του θα κατάφερνε να αδράξει τα όπλα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον και να ξεχάσει τα τικ του. Πίσω από τον Ευφορίωνα είχε παραταχθεί ο Μνησίφιλος, ενώ τέταρτος στη σειρά ήταν ο Ξενοφάνης, ένας αξιόπιστος βετεράνος που δε διαμαρτυρήθηκε όταν ο Θεμιστοκλής τον διέταξε να αλλάξει θέση δίνοντας τη δική του στον Φειδιππίδη. Ο Θεμιστοκλής επιθεώρησε το τάγμα, αφού ο Μηλόβιος συνέχιζε να μιλά με τους άλλους στρατηγούς. Είχε οχτακόσιους ογδόντα
οπλίτες και τους γνώριζε όλους με το όνομα και το πατρώνυμό τους, αλλά και με το όνομα του δήμου τους. Καθώς περνούσε ανάμεσά τους, διάβαζε στα πρόσωπά τους την έξαψη πριν από τη μάχη, για την οποία ευθυνόταν εν μέρει και το κρασί, αλλά και το φόβο. Ήταν λογικό. Οι οπλίτες της πρώτης σειράς, στην οποία υπήρχαν αρκετοί ευγενείς και μέλη των δύο πιο εύπορων τάξεων της Αθήνας, κοιτούσαν πίσω κι έβλεπαν μόνο τρεις άνδρες. Το θέαμα μιας μακράς γραμμής στρατιωτών πίσω τούς έδινε συχνά περισσότερο ηθική υποστήριξη, μα ήταν σημαντικό. Όσο για εκείνους που βρίσκονταν στο τέλος, που δε φορούσαν περικνημίδες και είχαν μόνο δερμάτινους θώρακες, ή ούτε καν αυτά, ή ίσως μόνο μια ασπίδα κι ένα κράνος, εκείνοι οι άνδρες, που σε μια κανονική μάχη δε θα είχαν καταφέρει καν να διασταυρώσουν τα ξίφη τους με εκείνα του εχθρού, τώρα έβλεπαν τον εαυτό τους σε μικρή απόσταση από τη γραμμή της μάχης και καταλάβαιναν ότι ίσως δε θα ξανάβλεπαν άλλο σούρουπο. «Μια χαρά φαίνεσαι, Επιμενίδη. Μάλλον κοιμήθηκες καλά. Πώς φαίνεται ότι έχεις αφήσει τη γυναίκα σου στην Αθήνα», έλεγε σε έναν άνδρα που αστειευόταν διαρκώς για το πόσο αυταρχική ήταν η γυναίκα του, και οι υπόλοιποι, που λαχταρούσαν να γελάσουν για οποιονδήποτε λόγο, γελούσαν. «Κι εσύ, Κινδυνόφοβε, ήρθε η ώρα να δείξεις ότι ο πατέρας σου έκανε λάθος με το όνομα που διάλεξε για σένα». Κι άλλα γέλια και μια πολεμική ιαχή από τον Κινδυνόφοβο. «Καλλισθένη, κοίταξε να βγεις ζωντανός από τη μάχη. Υποσχέθηκες να με κεράσεις ένα γουρουνόπουλο». «Δύο θα σε κεράσω, Θεμιστοκλή, ένα για τον καθένα!» Ο Θεμιστοκλής περπατούσε με την περικεφαλαία κάτω από το αριστερό μπράτσο. Ο Σίκιννος κουβαλούσε το δόρυ και την ασπίδα του, κι έτσι ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να σφίγγει χέρια και να μοιράζει χαμόγελα, αν και δεν ήθελε να υπερβάλει. Ούτε εκφράσεις ανησυχίας ούτε υπέρμετρη ευφορία. Προσπαθούσε μόνο να τους μεταδώσει γαλήνη πριν από την τρικυμία. Μάλιστα, σε μια χειρονομία που έδειχνε ανεμελιά, δεν είχε δέσει τις λινές επωμίδες, που ορθώνονταν αλύγιστες και λευκές, σαν τα φτερά του γλάρου.
Στην πραγματικότητα δεν ένιωθε τόσο ήρεμος όσο έδειχνε. Η καρδιά του χτυπούσε μέσα στο στέρνο του σαν τα σφυριά στο καμίνι του Ηφαίστου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε μέρος σε μάχη, μα μέχρι τότε το είχε κάνει ως απλός οπλίτης. Δεν είχε δεχτεί ούτε ένα χτύπημα στη λεπτή χάλκινη επίστρωση που επικάλυπτε την ασπίδα του πατέρα του, ούτε είχε χαλάσει τον φτερωτό δράκοντα του θυρεού, γιατί οι αντίπαλοι το είχαν βάλει στα πόδια πριν δεχτούν την τελευταία επίθεση της φάλαγγάς του. Τ ις πιο αιματηρές μάχες τις είχε δώσει στη θάλασσα, πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου του, μα επρόκειτο για πειρατικές επιχειρήσεις, για τις οποίες προτιμούσε να μην καυχιέται μπροστά στους άνδρες του. Αυτή η μάχη θα ήταν πολύ διαφορετική. Κοιτώντας κατά μήκος των αθηναϊκών γραμμών, το βλέμμα του χανόταν στις ασπίδες και στα δόρατα, οι αναρίθμητες άκρες των οποίων κυμάτιζαν σαν τα στάχυα ενός σιτοβολώνα στον άνεμο. Δέκα χιλιάδες οπλίτες, ένας αριθμός που η πόλη του δεν είχε ξαναρίξει ποτέ στο πεδίο της μάχης. Και, παρ’ όλα αυτά, επρόκειτο να αντιμετωπίσουν πολύ περισσότερους άνδρες, ξένους, που, υποταγμένοι στη βούληση ενός βασιλιά καθισμένου σε ένα θρόνο πολύ μακριά από εκεί, ήταν διατεθειμένοι να εξαπολύσουν μια σιδερένια βροχή από τον ουρανό. Τέτοια μάχη δεν είχε ξαναγίνει σε ελληνικό έδαφος. Και ο φόβος του ήταν διαφορετικός. Δεν ήταν εκείνος που έκανε τους άνδρες του να κουβαριάζονται για να συγκρατήσουν τους σπασμούς στα έντερά τους, να πιάνουν συνέχεια τα φλασκιά με το κρασί που είχαν κρεμάσει στην πλάτη ή να τρίβουν τα χέρια στα πανιά και στα κουρέλια που είχαν τυλίξει στο κέντρο των δοράτων τους για να σφουγγίσουν τον ιδρώτα. Εκείνος φοβόταν μονάχα την αποτυχία. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα μάτια εκείνων των οχτακοσίων ογδόντα ανδρών που τον κοιτούσαν αναζητώντας στο πρόσωπό του σιγουριά και πίστη στη νίκη, και ικέτευε την Αθηνά, την οξυδερκή, γενναία Αθηνά, να του χαρίσει κουράγιο κι εξυπνάδα για να μην τους απογοητεύσει. Κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης, όταν έφτασε στην άκρη
σχεδόν της φυλής του, ο Θεμιστοκλής παρατήρησε κάτι παράξενο. Οι περισσότεροι στρατιώτες περίμεναν ως την τελευταία στιγμή για να φορέσουν τα τελευταία κομμάτια του οπλισμού τους. Οι ασπίδες περίμεναν στο έδαφος, πολλές πανοπλίες ήταν ακόμη ξεκούμπωτες και κανείς σχεδόν δεν είχε σφίξει το λουρί της περικεφαλαίας. Βρίσκονταν πολύ μακριά από τους Πέρσες για να διατρέχουν άμεσο κίνδυνο, αν και με το πρώτο χάραμα είχαν δει έφιππους ανιχνευτές που τους γύριζαν την πλάτη, το δίχως άλλο για να πληροφορήσουν τον Δάτι ότι ο ελληνικός σκαντζόχοιρος είχε αποφασίσει να βγει από το λαγούμι του. Στην πρώτη γραμμή όμως ένας στρατιώτης είχε φορέσει κιόλας το κράνος του. Ο Θεμιστοκλής τον αναγνώρισε από τη ζωγραφιά στην ασπίδα του, έναν λευκό κόκορα με κόκκινο ράμφος και λειρί. Ήταν ο Αρίφρονας, από τη γενιά των Κοδριδών, των απογόνων των αρχαίων βασιλέων της Αθήνας. Καθώς φαινόταν, ήθελε να σκεπάσει το πρόσωπό του, μα η περικεφαλαία του ήταν παρόμοια με εκείνη του Θεμιστοκλή και άφηνε να φαίνονται τα χοντρά δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του. Τα μάτια του τον κοιτούσαν μεγάλα και υγρά, όπως εκείνα ενός μικρού αρνιού πριν από τη θυσία. Ο Θεμιστοκλής του έκανε νόημα να βγει από την παράταξη και απομακρύνθηκαν μερικά βήματα οι δυο τους. «Βγάλε την περικεφαλαία, Αρίφρονα. Τ ι έπαθες;» «Φοβάμαι, ταξίαρχε». «Όλοι φοβόμαστε». Το παλικαράκι, που δε θα ήταν πάνω από είκοσι χρόνων, είχε τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Το ξέρω, κύριε. Μα ο φόβος των άλλων είναι αλλιώτικος. Εκείνοι τον αντέχουν. Εγώ... εγώ νιώθω πανικό». Η φωνή του έσπασε και ακουγόταν ελάχιστα. «Ξέρω πως όταν δω τους Πέρσες θα πέσω στα γόνατα και θα σκεπάσω το κεφάλι με την ασπίδα. Θα με σκοτώσουν!» Δειλία. Μια κατηγορία που αρκούσε για να χάσει κανείς τα δικαιώματά του ως πολίτης. Μα, βλέποντας εκείνα τα μάτια,
σκοτεινά και υγρά, ο Θεμιστοκλής δεν μπόρεσε να νιώσει περιφρόνηση, μόνο συμπόνια. Εκείνο το παλικάρι βρισκόταν στην πρώτη γραμμή όχι επειδή είχε αποδείξει την ανδρεία του στη μάχη, αλλά επειδή ήταν ένας ευπατρίδης και ο Αντιγένης, ο πατέρας του, είχε πολεμήσει στην ίδια θέση πριν από τον ίδιο. Το σιδερένιο πλαίσιο που αγκάλιαζε την ασπίδα του είχε σημάδια από σπαθί και στην περικεφαλαία φαίνονταν κακά επιδιορθωμένα βαθουλώματα. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν εδώ και χρόνια παράλυτος στο κρεβάτι, εξαιτίας ακριβώς ενός τραύματος στο κεφάλι. Καθώς φαινόταν, ο γιος του είχε κληρονομήσει τα όπλα αλλά όχι και το θάρρος του. Η πρώτη σκέψη του ήταν να βάλει τον Αρίφρονα στην τέταρτη γραμμή. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για να τον προστατεύσει. Βλέποντας όμως πόσο πολύ φοβόταν, κατάλαβε ότι μια τέτοια κίνηση θα ισοδυναμούσε με πρόσκληση να γυρίσει την πλάτη και να το βάλει στα πόδια εν τω μέσω της μάχης. Κάτι τέτοιο ίσως του έσωζε τη ζωή εκείνη τη στιγμή, αλλά θα την κατέστρεφε στο μέλλον. Για έναν ευπατρίδη σαν εκείνον, η απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων και ο αποκλεισμός από τη δημόσια ζωή θα αποδεικνύονταν χειρότερα και από το θάνατο. Ο Θεμιστοκλής ήταν σίγουρος ότι ακόμα και ο πατέρας του θα τον αποκλήρωνε, παρόλο που ο νεαρός ήταν μοναχογιός. Ο Θεμιστοκλής πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους του Αρίφρονα. Ο μπρούτζος στο πίσω μέρος της πανοπλίας ήταν κρύος γιατί ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη, λες και ήθελε να καθυστερήσει για να μη γίνει μάρτυρας του μακελειού που επίκειτο. Όταν τελικά θα σηκωνόταν πίσω από το βουνό, οι άνδρες θα έβραζαν μέσα στις μεταλλικές πανοπλίες τους. «Κοίτα εκεί πέρα», του είπε κάνοντάς τον να στραφεί προς το μέτωπο. Πάνω στη γραμμή των λιβαδιών και των σιτοβολώνων είχε αρχίσει να διακρίνεται μια σκοτεινή μάζα που πλησίαζε αργά, σαν ένα μεγάλο θηρίο. Ήταν ο στρατός των Περσών. «Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί εκεί έξω», συνέχισε ο Θεμιστοκλής, «είναι ο
θάνατος. Θα πονέσεις για μια στιγμή, λιγότερο απ’ ό,τι όταν ο χειρουργός σού βγάζει ένα δόντι, και ύστερα τίποτα. Μια δημόσια ταφή, έπαινοι μπροστά σε όλους τους πολίτες. Θα είσαι ήρωας». Το μήλο στο λαιμό του Αρίφρονα άρχισε να ανεβοκατεβαίνει σαν να επρόκειτο να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ύστερα ο νέος είπε: «Μακάρι να μπορούσα να γίνω ήρωας». «Αν όμως εγκαταλείψεις τη γραμμή σου, θα είσαι ζωντανός νεκρός, όλοι θα σε δείχνουν με το δάχτυλο όταν διασχίζεις την Αγορά και καμιά κοπέλα, ούτε από την πιο φτωχή οικογένεια, δε θα θέλει να σε παντρευτεί». «Κύριε, εγώ...» Ο Θεμιστοκλής του έκανε νόημα να σωπάσει. Ύστερα έπιασε τον νεαρό ευπατρίδη από το μπράτσο και τον πήρε μαζί του, επιστρέφοντας στο κέντρο του τάγματος. Εκεί, στα δεξιά της δικής του θέσης, ήταν ο Δημήτριος, ένας άνδρας της εμπιστοσύνης του. «Τ ρέξε προς τα δεξιά», του είπε ο Θεμιστοκλής, «μέχρι να φτάσεις σχεδόν ως την Αντιοχίδα φυλή. Θα βρεις ένα κενό στην πρώτη γραμμή. Θέλω να το καλύψεις». Ο Δημήτριος συνοφρυώθηκε απογοητευμένος, μα μόνο για μια στιγμή· ύστερα άδραξε την ασπίδα του κι έφυγε τροχάδην για να εκτελέσει την εντολή. Ο Θεμιστοκλής πλησίασε κι άλλο τον Αρίφρονα και του είπε στο αυτί: «Άκουσέ με καλά. Αν σε βάλω στην τελευταία γραμμή, θα σε δουν όλοι και θα αρχίσουν να ρωτούν γιατί ο ευγενής Αρίφρονας, γιος ενός πολεμιστή όπως ο Αντιγένης, με μια πανοπλία που αξίζει τουλάχιστον όσο δέκα βόδια, μάχεται στην τελευταία γραμμή. Η θέση σου λοιπόν θα είναι εδώ στα δεξιά μου». Έδειξε το κενό. «Ξέρεις γιατί το κάνω;» «Γιατί, κύριε;» «Σε βάζω εκεί, να καλύπτεις το πλευρό μου, για να σου δείξω ότι σου έχω εμπιστοσύνη και γιατί ξέρω ότι κάτω από το φόβο σου κρύβεται το θάρρος ενός άνδρα ικανού για μεγάλα κατορθώματα». Ο Θεμιστοκλής χτύπησε με τους κόμπους των δαχτύλων του τον κόκορα της ασπίδας κι έκανε να ακουστεί ένας μεταλλικός ήχος.
«Αυτή εδώ θα είναι η προστασία μου κατά τη διάρκεια της μάχης. Ενώ το δεξί μου χέρι θα κραδαίνει το δόρυ για να πετύχει τον εχθρό, το πλευρό μου θα μένει ακάλυπτο, προστατευμένο μόνο από την ασπίδα σου. Εγώ όμως δε θα φοβάμαι, γιατί ξέρω ότι ο σύντροφός μου στη γραμμή δε θα με απογοητεύσει. Γιατί ξέρω ότι, όταν το δόρυ του Πέρση θα έρθει να πληγώσει το πλευρό μου, θα βρει αντιμέτωπη την ασπίδα του φίλου μου, που θα το σταματήσει». Στα μάτια του νέου άστραψε μια νέα λάμψη. Δάγκωσε άγρια το κάτω χείλος του, όπως ο ποιητής Τ υρταίος παρακινούσε τους Σπαρτιάτες, και είπε: «Αυτή η ασπίδα είναι καλή, κύριε. Το έχει αποδείξει σε εκατό μάχες». «Σήμερα θα είναι η εκατοστή πρώτη. Πήγαινε στη θέση σου». Ελπίζω να βγω αληθινός, σκέφτηκε. Διαφορετικά, θα πέθαινε πριν πέσει η νύχτα.
Στο κέντρο της παράταξης, ο Καλλίμαχος στράφηκε προς τη δύση. Το φεγγάρι, λίγο πριν χαθεί, άγγιζε την κορυφή του υψώματος Αγριελίκι. Ο πολέμαρχος σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και οι κήρυκες που είχαν μοιραστεί μπροστά στα τάγματα επανέλαβαν τις λέξεις του σαν ηχώ για να τις ακούσουν όλοι. «Ω Άρτεμη Αγροτέρα, που χαίρεσαι να κυνηγάς αγρίμια στα σκιερά βουνά και στις ανεμοδαρμένες κορυφές! Εσύ που τεντώνεις το έλασμα του τόξου και με σίγουρο μάτι ρίχνεις τις ασημένιες σου σαΐτες, κάνε σήμερα τα βέλη των εχθρών να αλλαξοδρομήσουν και επίτρεψέ μας να τους πετύχουμε με τα δόρατά μας. Σε αντάλλαγμα, σου υπόσχομαι να θυσιάσουμε μια κατσίκα για κάθε βάρβαρο που θα σκοτώσουμε. Και τώρα δέξου αυτή την προκαταβολική προσφορά, κόρη του Δία και της Λητούς». Ο Καλλίμαχος έβαλε το γόνατο στη ράχη ενός μεγάλου λευκού κριαριού για να το ακινητοποιήσει και του έκοψε το λαιμό με το σπαθί του. Ο μάντης έσκυψε δίπλα του για να παρατηρήσει πώς έρεε
το αίμα από το λαιμό του ζώου, και μάλιστα το δοκίμασε με το δάχτυλο. Σαν κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος, ο Καλλίμαχος σήκωσε την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, οι σάλπιγγες των δέκα ταγμάτων και των Πλαταιέων έδωσαν την εντολή να κλείσουν οι γραμμές και η στριγκή ηχώ τους αντήχησε στην πεδιάδα. Ο Θεμιστοκλής έδεσε επιτέλους τα λουριά στους ώμους της πανοπλίας του και πήδηξε μια-δυο φορές επιτόπου για να σιγουρευτεί ότι είχε εφαρμόσει καλά. Ύστερα φόρεσε την περικεφαλαία, αν και δεν την κατέβασε ακόμη ως τα φρύδια. Όταν ο Σίκιννος του έδωσε την ασπίδα, πέρασε τον αγκώνα από το κεντρικό λουρί και άδραξε το χερούλι από πλεγμένο δέρμα. Στο τέλος ο σκλάβος τού έδωσε το δόρυ, δυόμισι μέτρα από ξύλο φλαμουριάς με σιδερένια αιχμή και χάλκινο σαυρωτήρα. Κάποιοι προτιμούσαν το κοντάρι από ξύλο έλατου, αλλά ο Θεμιστοκλής θεωρούσε ότι δεν υπήρχε άλλο υλικό που να συνδυάζει καλύτερα την ελαφρότητα και την αντοχή από το ανοιχτόχρωμο και εύκαμπτο ξύλο μιας φλαμουριάς που είχε κοπεί στα βουνά της Μακεδονίας. «Αντίο, Θεμιστοκλή», του είπε ο Πέρσης γίγαντας και άγγιξε για μια στιγμή το μπράτσο που κρατούσε το δόρυ. «Στάθηκες καλός αφέντης». «Μην είσαι τόσο σίγουρος ότι δε θα εξακολουθήσω να είμαι αφέντης σου. Έχεις υπερβολική εμπιστοσύνη στους συμπατριώτες σου». Ο Σίκιννος πλατάγισε τη γλώσσα και κούνησε το κεφάλι δεξιά και αριστερά. «Θα προσεύχομαι για σένα στον Αχουραμάζντα, κύριέ μου, για να σε θυμούνται ως ήρωα». Όλοι οι σκλάβοι και οι βοηθοί αποσύρθηκαν από τις γραμμές και υποχώρησαν ώσπου βρέθηκαν πίσω από το φράχτη. Ο Θεμιστοκλής πήρε τη θέση του μπροστά στον Ευφορίωνα και γύρισε στα δεξιά για να χαμογελάσει στον νεαρό Αρίφρονα. Το επόμενο σάλπισμα ήταν για να προχωρήσουν. Ξεκινάμε, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής.
Λίγο πριν από το ξημέρωμα οι άνδρες της Αλικαρνασσού περίμεναν στην παραλία κοντά στα πλοία τους, που ήταν φορτωμένα με τις σκηνές και τον εξοπλισμό. Ο Σανγκόδο, τον οποίο ενοχλούσαν απίστευτα οι μετακινήσεις και τα ταξίδια, είχε προπορευθεί και είχε χωθεί κάτω από τη μικρή σκηνή που είχε ζητήσει να στήσουν για την άνεσή του στην πρύμνη της Καλλιστούς. Θα τον είχε πάρει πάλι ο ύπνος ή θα έπινε για να μη συνέλθει από το μεθύσι. Η Αρτεμισία είχε αρχίσει να αδιαφορεί. Αν όλα πήγαιναν καλά και ο Πατικάρα κρατούσε την υπόσχεσή του, θα έπαυε να εξαρτάται από το σύζυγό της. Αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, αν αποκαλυπτόταν η προδοσία της και έρχονταν να τη συλλάβουν, είχε σκοπό να κόψει την καρωτίδα με το σπαθί της για να μη δώσει στον Δάτι τη χαρά να τη βασανίσει σε κοινή θέα. Τα πλοία που βρίσκονταν βαθύτερα είχαν αρχίσει να σηκώνουν άγκυρες και να σαλπάρουν για τα ανοιχτά. Πολύ σύντομα θα ερχόταν η σειρά των τριήρεων που είχαν προσαράξει στην άμμο. Είχε προβλεφθεί ότι οι δεκαέξι χιλιάδες άνδρες που θα έμεναν στο στρατόπεδο θα έφταναν στην Αθήνα από ξηράς. Γι’ αυτό στα περισσότερα πλοία υπήρχε πολύ πιο άφθονος χώρος απ’ ό,τι στον ερχομό, όταν διέσχισαν τις Κυκλάδες, κάτι που φαινόταν από τα πλευρά του κύτους, που έβγαιναν περισσότερο από το νερό. Τα μοναδικά πλοία που είχαν τη γραμμή επίπλευσης τόσο χαμηλά όσο και στον ερχομό ήταν εκείνα που μετέφεραν το ιππικό. Απομακρύνονταν από την ακτή του Μαραθώνα σκίζοντας τα νερά αργά και αρχοντικά, γιατί είχαν στη διάθεσή τους μόνο το ένα τρίτο των κωπηλατών που καλούνταν να κινήσουν το βάρος μιας κανονικής τριήρους. Η Αρτεμισία είχε χωθεί πάλι στην πανοπλία. Αυτή τη φορά είχε διαλέξει τα δικά της όπλα και όχι του συζύγου της, μια και δεν είχε σκοπό να τον υποδυθεί μπροστά στον Δάτι αλλά να οδηγήσει τους άνδρες της στην επιχείρηση της αναχώρησης. Άλλωστε είχε ένα προαίσθημα ότι το μήνυμα που είχε στείλει μέσω του σκλάβου της θα είχε συνέπειες και ήθελε να είναι προετοιμασμένη. Αφού δεν είχε
πια τον Ζώσιμο, ο ίδιος ο Φείδωνας την είχε βοηθήσει να βάλει την πανοπλία, έναν σχετικά ελαφρύ δερμάτινο θώρακα ενισχυμένο με φύλλα χαλκού, αλλά και τις περικνημίδες. Είχε μαζέψει τα μαλλιά και κρατούσε την περικεφαλαία υπό μάλης· το κράνος δεν ήταν κορινθιακό αλλά βοιωτικό, τόσο ανοιχτό ώστε αποκάλυπτε τα γυναικεία της χαρακτηριστικά. Όσο για το μούσι, όχι μόνο δεν το είχε φορέσει, αλλά του είχε βάλει φωτιά και το είχε προσφέρει στην Άρτεμη, ικετεύοντάς τη να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να υποδυθεί κάτι που δεν ήταν. Σε απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων, η ίλη του ιππικού του Πατικάρα περίμενε κι εκείνη τη στιγμή της επιβίβασης. Οι υπηρέτες κρατούσαν τα χαλινάρια των αλόγων, που χλιμίντριζαν και χτυπούσαν νευρικά τις οπλές στο έδαφος, το δίχως άλλο γιατί είχαν θυμηθεί τις δυσκολίες που είχαν αντιμετωπίσει διασχίζοντας το Αιγαίο. Ο ίδιος ο Πατικάρα, αντί να περιμένει όρθιος, όπως οι υπόλοιποι, είχε ανέβει στο πελώριο μαύρο άτι του. Από την απόσταση που τους χώριζε, και με εκείνο το αδύναμο φως, ήταν δύσκολο να είναι σίγουρη, μα η Αρτεμισία είχε την εντύπωση ότι ο Πέρσης κοιτούσε διαρκώς προς το σημείο όπου βρισκόταν εκείνη. Κάτι θα γίνει, σκέφτηκε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα· μα δεν ήταν από φόβο, αλλά από μια περίεργη ευφορία. Με το κορμί τυλιγμένο σφιχτά κάτω από το βάρος της πανοπλίας, ένιωθε άτρωτη, γεμάτη από μια ενέργεια που, όπως οι άνεμοι στον ασκό του Αιόλου, φούσκωνε μέσα της, σπρώχνοντας για να βγει στην επιφάνεια. Όταν λίγα λεπτά αργότερα ήχησαν οι σάλπιγγες και ακούστηκαν οι φωνές που έθεταν σε επιφυλακή, δεν εξεπλάγη. Κάμποσοι ανιχνευτές έφτασαν καλπάζοντας γοργά από το πεδίο της μάχης· όλοι φώναζαν το ίδιο: «Οι Έλληνες! Οι Έλληνες!» Η Αρτεμισία ανέβηκε τη σκαλίτσα του πλοίου για να έχει πανοραμική θέα κι έστρεψε το βλέμμα προς τη δύση. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι έβλεπε. Δεν άργησε όμως να διακρίνει κάποια κίνηση ανάμεσα στα δέντρα του ιερού ελαιώνα στον οποίο
είχαν βρει καταφύγιο οι Έλληνες, αλλά και στον αυτοσχέδιο φράχτη που είχαν φτιάξει κόβοντας πεύκα. Οι Αθηναίοι, που από εκείνη την απόσταση έδειχναν μικροσκοπικοί σαν μυρμήγκια, έβγαιναν επιτέλους από το λαγούμι τους για να κλείσουν τις γραμμές. Η Αρτεμισία ένιωσε τα μπράτσα της να ανατριχιάζουν. Αυτή ήταν άραγε η πρόθεση του Πατικάρα, να κάνει τους Έλληνες να βγουν στη μάχη; Κι αν πίσω από αυτό το χειρισμό βρισκόταν ο Δάτις, αν την είχαν χρησιμοποιήσει για να ξεγελάσουν τους Αθηναίους; Σε αυτή την περίπτωση ο Πέρσης στρατηγός θα πετύχαινε το σκοπό του και θα κατέστρεφε τον εχθρό, αλλά η Αρτεμισία θα είχε μετατραπεί σε προδότρια και θα μπορούσε να υποστεί αντίποινα. «Διογένη!» «Μάλιστα, κυρά». Ο κυβερνήτης της Καλλιστούς έστεκε δυο βήματα πίσω από την Αρτεμισία και παρατηρούσε τα συμβάντα ανήσυχος. «Ετοιμάστε τα πλοία. Θέλω να μπορούν να ξεκολλήσουν από την άμμο με μια σπρωξιά μόνο». Ο Διογένης μισόκλεισε τα μάτια. «Ακόμα κι αν ο επικεφαλής του στόλου δε μας δώσει άδεια να σαλπάρουμε;» «Ακόμα κι αν δε μας δώσει καμία άδεια. Όταν σου πω εγώ, θα φύγουμε από δω πιο γρήγορα και από την Αργώ όταν την κυνηγούσε όλος ο στόλος της Κολχίδας». Είχε πάντα τη δυνατότητα να βάλει τέλος στη ζωή της με το σπαθί που κρεμόταν από το ζωνάρι της. Η φυγή όμως ήταν καλύτερη επιλογή. Οι θάλασσες στα δυτικά της Ελλάδας ήταν απέραντες και τα πλοία του Δαρείου δεν κυριαρχούσαν σε αυτές. Έπαιξε στη φαντασία της με την ιδέα να ζήσει εξόριστη. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν γραμμένο στο όνομά της. Η προστάτιδα θεά της είχε αναγκαστεί να περιπλανηθεί σε πολλές στεριές και θάλασσες όταν ήταν έμβρυο, ώσπου η μητέρα της βρήκε ένα νησί που την καλοδέχτηκε και κατάφερε να γεννήσει. Οι Πέρσες στρατιώτες είχαν τρέξει στις θέσεις τους, γοργοί και πειθαρχημένοι. Κάποιοι έδεναν τα καφτάνια και τα παντελόνια τους
στο δρόμο, μα όλοι ήξεραν ποιο ήταν το χαζαραμπάμ και η ακριβής γραμμή τους. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά τα τάγματα παρατάχτηκαν, έτοιμα για μάχη. Διαπιστώνοντας για μία ακόμα φορά τη μεθοδικότητα του αυτοκρατορικού στρατού, η Αρτεμισία πλατάγισε τη γλώσσα. Πώς είχαν τολμήσει οι Αθηναίοι να βγουν στην πεδιάδα; Δεν ήταν ξεκάθαρο το μήνυμά της, ότι ο Δάτις είχε διώξει μόνο το ένα τρίτο του στρατού; Εκείνοι που είχαν μείνει εξακολουθούσαν να είναι πολύ περισσότεροι από τους Έλληνες. Άλλωστε οι θανατηφόρες ομοβροντίες των περσικών βελών θα προκαλούσαν τόση ζημιά στις γραμμές τους ώστε, όταν οι Αθηναίοι έφταναν στη μάχη σώμα με σώμα, ο σχηματισμός τους δε θα ήταν παρά μια κουρελιασμένη απομίμηση της πραγματικής παράταξης. Με απογοήτευσες, εξάδελφε, σκέφτηκε, βέβαιη ότι οι κινήσεις των Αθηναίων ήταν έργο του Θεμιστοκλή. Τον είχε φανταστεί πιο συνετό και εγκεφαλικό. Τ ώρα όμως διαπίστωνε ότι ήταν σαν όλους τους άλλους, άφηνε εκείνο που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του να τον παρασύρει στη δράση χωρίς να αναλογίζεται τις συνέπειες. Η Αρτεμισία κατέβηκε τη σκαλίτσα. Ο Φείδωνας περίμενε τις εντολές της. «Τ ι θα κάνουμε, κυρά;» τη ρώτησε ο καπετάνιος. Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η απάντησή της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη σκέψη της, η Αρτεμισία φόρεσε την περικεφαλαία, πρόσταξε να της φέρουν την ασπίδα και είπε: «Το προφανές, Φείδωνα! Θα πάρουμε τη θέση μας στην αριστερή πτέρυγα. Επιτέλους θα πολεμήσουμε!» Και, σαν Αμαζόνα που ήταν, κατευθύνθηκε προς τη μάχη γεμάτη αγαλλίαση.
Σαν έκαναν τη θυσία και παρατήρησαν τους οιωνούς, ο Καλλίμαχος έτρεξε να πάρει τη θέση του στο δεξί άκρο της παράταξης, στο όριο ανάμεσα στην πεδιάδα και στην παραλία· ήταν κοντά στον Στησίλαο,
το στρατηγό της Αιαντίδας φυλής. Ο Κυναίγειρος, ως δεύτερος επικεφαλής της φυλής, είχε παραταχθεί στο κέντρο των γραμμών του τάγματος, λιγότερο από πενήντα ασπίδες μακριά από τον πολέμαρχο. Από τις σάλπιγγες ήχησε το σιωπητήριο και οι νευρικοί ψίθυροι των ανδρών πνίγηκαν στον παφλασμό των κυμάτων που απλώθηκε στην πεδιάδα σαν ένα καθησυχαστικό σχεδόν νανούρισμα. Ο αδελφός του Κυναίγειρου έστεκε στα δεξιά του. Ο Αισχύλος ήταν τριάντα τεσσάρων ετών, δύο χρόνια μικρότερός του, μα το δέρμα του ήταν τόσο μελαχρινό και η έκφρασή του τόσο σοβαρή ώστε έμοιαζε μεγαλύτερος. Πριν βάλει την περικεφαλαία, ο Κυναίγειρος στράφηκε στον αδελφό του και αντάλλαξαν ένα φιλί στο μάγουλο. «Ας ελπίσουμε ότι θα φανούμε αντάξιοι των προγόνων μας», είπε ο νεαρός ποιητής. «Και ας ελπίσουμε ότι το σχέδιο του Θεμιστοκλή θα λειτουργήσει», απάντησε ο Κυναίγειρος. Ο Αισχύλος σήκωσε το φρύδι αμφιβάλλοντας. Όταν ήταν έφηβοι, οι τρεις τους ήταν πολύ στενοί φίλοι. Αργότερα όμως ο Αισχύλος είχε αρχίσει να συνθέτει τραγωδίες και να τις παρουσιάζει στους θεατρικούς διαγωνισμούς των Διονυσίων. Επειδή η οικογένειά του, παρότι ευγενικής καταγωγής, δεν ήταν πολύ εύπορη, ζήτησε τη χορηγία του Θεμιστοκλή. Δυστυχώς όμως εκείνος είχε δεσμευθεί με έναν άλλο τραγικό, ήδη γνωστό: τον βετεράνο Φρύνιχο, αλλοτινό φίλο του πατέρα του. «Όταν ο Φρύνιχος πάψει να παρουσιάζει έργα, θα γίνω ο χορηγός σου», του είχε υποσχεθεί ο Θεμιστοκλής. Μα ο Φρύνιχος εξακολουθούσε να γράφει τις τρεις τραγωδίες που όριζε ο κανόνας κάθε χρόνο χωρίς να χάσει ούτε μία περίσταση, και ο Αισχύλος είχε αρχίσει να χολώνεται όλο και περισσότερο με τον Θεμιστοκλή. Άλλωστε ήταν παραδοσιακός άνθρωπος και τα πάρεδώσε του Θεμιστοκλή με τον ταπεινό λαό δεν τον ευχαριστούσαν καθόλου. «Ταξίαρχος είναι, όχι στρατηγός», είπε ο Αισχύλος. «Τ ι σχέση έχει με όλα αυτά; Δεν έχει την απαιτούμενη εξουσία».
«Μη γελιέσαι, αδελφέ. Η ανάπτυξη του στρατού μας ήταν δική του ιδέα. Αυτός μάλιστα πρότεινε να κρατήσουμε έτσι τα δόρατα». Ο Κυναίγειρος αναφερόταν στον τρόπο με τον οποίο τους είχε ζητηθεί να πιάσουν το δόρυ στην επίθεση εναντίον των Περσών. Οι στρατιώτες μιας φάλαγγας συνήθως έπιαναν το δόρυ με την παλάμη του χεριού προς τα κάτω και τον αντίχειρα να δείχνει το πίσω μέρος του δόρατος, και το σήκωναν πάνω από την ασπίδα για να τραυματίσουν τον εχθρό χτυπώντας τον κατά μέτωπο και προς τα κάτω. Εκείνη τη μέρα όμως είχαν πάρει οδηγίες να αδράξουν το δόρυ ανάποδα, κάτω από την ασπίδα και με τον αντίχειρα να δείχνει προς την αιχμή. Έτσι το κρατούσαν στην οπλιτοδρομία, μια και ήταν ο μοναδικός άνετος τρόπος να το κουβαλούν οι στρατιώτες ενώ έτρεχαν. «Αν είναι δική του ιδέα, τότε βαδίζουμε προς την καταστροφή», είπε ο Αισχύλος. «Λυπάμαι μόνο γιατί θα πεθάνω χωρίς να έχω κερδίσει το βραβείο στα Διονύσια». «Άκουσε, αδελφέ. Πρέπει να πάψεις να είσαι δηκτικός με τον Θεμιστοκλή. Αν όλα πάνε καλά, ελπίζω να είσαι ο πρώτος που θα γράψει μια τραγωδία για να υμνήσει τις αρετές του. Είναι πολύ πιο έξυπνος και ανδρείος απ’ όσο θέλει να παραδεχτεί η πλειοψηφία». Προτού προλάβει να απαντήσει ο Αισχύλος, δόθηκε από τα δεξιά τους η εντολή της μάχης και τα δυο αδέλφια την επανέλαβαν και τη μετέφεραν στα αριστερά. «Παιδιά της γης και της Αθηνάς Νίκης». Το σύνθημα διέτρεχε ακόμη τις γραμμές σαν τον κυματισμό μιας χορδής όταν οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά και οι αξιωματικοί πρόσταξαν τους άνδρες να φορέσουν τις περικεφαλαίες. Ο Κυναίγειρος κοίταξε μια στιγμή δεξιά και αριστερά. Ξαφνικά οι πολίτες της Αιαντίδας φυλής, οι γείτονές του, οι άνθρωποι με τους οποίους μοιραζόταν τις θυσίες στο ναό, τις ασκήσεις στην παλαίστρα και τις κουβέντες στο κουρείο, στις ταβέρνες και στα λουτρά, μεταμορφώθηκαν σε χάλκινους, απρόσωπους πολεμιστές, στους οποίους τα φτερά που στόλιζαν τα λοφία τους έδιναν μια όψη ακόμα πιο τρομερή και επιβλητική. Ο Κυναίγειρος τους κοίταξε περήφανος για μερικά δευτερόλεπτα και
ύστερα φόρεσε το κράνος του. Ήταν παρόμοιο με εκείνο του Θεμιστοκλή, μια περικεφαλαία χαλκιδικού τύπου, που άφηνε ακάλυπτο ένα μέρος του προσώπου, με αρθρωτά λουριά κάτω από το σαγόνι για να προστατεύουν τις γνάθους. Ο Αισχύλος, που προτιμούσε την παραδοσιακή κορινθιακή περικεφαλαία, του έλεγε ότι ήταν τρελός που άφηνε το πρόσωπό του ακάλυπτο, προκαλώντας τα δόρατα του εχθρού· μα ο Κυναίγειρος πίστευε ότι το να βλέπει και να ακούει τι συνέβαινε γύρω του τον προστάτευε καλύτερα από ένα λεπτό στρώμα χαλκού που τον έκανε μισότυφλο και σχεδόν κουφό. «Εμπρός!» ακούστηκε η φωνή του Καλλίμαχου στα δεξιά του. Ο Κυναίγειρος έστρεψε το βλέμμα προς τα εκεί. Στην άκρη της πεδιάδας, το ανάστημα του πολέμαρχου ξεχώριζε ανάμεσα στους άνδρες που τον περιέβαλλαν και το μεγάλο λοφίο με τα κόκκινα φτερά διαγραφόταν στον ορίζοντα της θάλασσας κάνοντάς τον να δείχνει πιο ψηλός. Κανείς δεν κάλυπτε το πλευρό του. Μα ο Καλλίμαχος ήταν πολύ γενναίος και ο Κυναίγειρος ήταν σίγουρος ότι θα προχωρούσε σε ευθεία γραμμή προς τον εχθρό αντί να γυρίσει προς τα δεξιά για να αποφύγει τα δόρατά του. Η εντολή ακούστηκε στις γραμμές και οι Αθηναίοι άρχισαν να προχωρούν. Το ζητούμενο ήταν να φτάσουν όλοι μαζί και με τις ασπίδες ενωμένες ως τον εχθρό, που τους περίμενε σε απόσταση χιλίων πεντακοσίων μέτρων. Γι’ αυτό βάδιζαν ορίζοντας το βήμα με μια μονότονη πολεμική κραυγή: Ε-λε-λεύ, αριστερό, δεξί, αριστερό, ανάσα μετά τις τρεις συλλαβές, μια δυνατή πατημασιά με το δεξί και πάλι από την αρχή. «Ε-λε-λεύ! Ε-λε-λεύ! Ε-λε-λεύ!» Με κάθε κραυγή ο Κυναίγειρος ένιωθε έναν θεϊκό ιχώρα να ρέει μέσα στις φλέβες του, φουντώνοντας στα μέλη του τη φωτιά της μάχης. Σε λίγα λεπτά ο Άρης και ο Ενυάλιος θα σκόρπιζαν την τρέλα της μάχης στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Άξαφνα του φάνηκε ότι η όρασή του μειωνόταν και οι άλλες αισθήσεις του οξύνονταν. Ένιωθε κάθε ρόζο στο ξύλο της εσωτερικής επιφάνειας της ασπίδας γιατί την κρατούσε πάνω από τον αριστερό ώμο, περιμένοντας την τελευταία
στιγμή για να σηκώσει τα εφτά κιλά της. Κάτω από τα πόδια του η αττική γη έμοιαζε να πάλλεται από το βηματισμό του στρατού, από το εκκωφαντικό Ελελεύ, τις στριγκές σάλπιγγες και τις ψιλές τρίλιες από τους αυλούς που ακολουθούσαν την παράταξη. Οσφράνθηκε τον αέρα κι έπιασε το μείγμα από τον ιδρώτα των ανδρών που είχαν αρχίσει να ζεσταίνονται μέσα στις πανοπλίες τους, το κρασί στο χνότο του συντρόφου που προχωρούσε πίσω του, την ευωδιά της μαστίχας που μασούσε ο αδελφός του, αλλά και το χλιαρό άρωμα του λαδιού με το οποίο είχαν καθαρίσει το χαλκό και το σίδερο των όπλων τους για να γυαλίζουν και να φαντάζουν ακόμα πιο εντυπωσιακά στον εχθρό, το διαπεραστικό άρωμα του δέρματος στα λουριά, στους θώρακες και στα θηκάρια, το λιπαρό άρωμα της λανολίνης, που προκαλούσε ναυτία και με το οποίο είχαν αλείψει τα δερμάτινα εξαρτήματα για να μη σκάσουν. «Ε-λε-λεύ! Ε-λε-λεύ! Ε-λε-λεύ!» Η αθηναϊκή παράταξη αναγκάστηκε να ανοίξει μια-δυο φορές για να παρακάμψει τα ελάχιστα εμπόδια που έβρισκε στο δρόμο της· τις προηγούμενες ημέρες οι Πέρσες είχαν βαλθεί να αποψιλώσουν το έδαφος για το ιππικό τους, κόβοντας δέντρα και γκρεμίζοντας όσους πλίνθινους φράχτες έβρισκαν. Μόλις όμως περνούσε τα εμπόδια, η ατέλειωτη γραμμή επανασυντασσόταν με τη βοήθεια των αξιωματικών και των ανδρών στις γραμμές, που φώναζαν ο ένας τον άλλο για να μη χάσουν τις θέσεις τους. Ο Αρκτούρος είχε αρχίσει να λάμπει πάνω από το ύψωμα που έκλεινε τον όρμο και μια πορτοκαλιά λωρίδα ανάγγειλε την άφιξη του ήλιου. Παράλληλα με τον ορίζοντα διαγράφονταν στενές γραμμές νεφών με καμπύλες που είχαν πάρει ένα φρέσκο, καθάριο χρυσαφί χρώμα, υδάτινο σχεδόν, ενώ οι μολυβένιες ράχες τους διατηρούσαν ακόμη τη βαριά σκοτεινιά της νύχτας. Η γραμμή των Περσών, μακριά σαν τη δική τους, συνέχιζε να παρατάσσεται. Το πρωινό ξύπνημα των Ελλήνων τους είχε πιάσει εξαπίνης κι έτρεχαν να καλύψουν τα κενά σηκώνοντας σύννεφα σκόνης που στο στοιχειωμένο σχεδόν φως της αυγής έμοιαζαν με κουρέλια από πούσι. Μα το στράτευμα του
Μεγάλου Βασιλιά διέθετε μεγάλη πειθαρχία και αποτελεσματική οργάνωση, γιατί είχε αρχίσει ήδη να κλείνει τις γραμμές του πίσω από εκείνες τις πελώριες ασπίδες με τα έντονα χρώματα. «Είναι πάρα πολλοί», μουρμούρισε πλάι του ο Αισχύλος. Η φωνή του έτρεμε περισσότερο από ξάφνιασμα και θαυμασμό παρά από τρόμο. «Καλύτερα. Στον καθένα μας θα αντιστοιχούν περισσότεροι για να σκοτώσουμε», αποκρίθηκε ο Κυναίγειρος. Άθελά του όμως αναρωτήθηκε αν όντως ο Δάτις είχε διώξει ένα μεγάλο μέρος των στρατευμάτων του ή αν η αναφορά του λιποτάκτη δεν ήταν παρά ένα δόλωμα που τους είχαν ρίξει για να τους κάνουν να βγουν στην πεδιάδα ώστε να πολεμήσουν με ένα ανυπέρβλητο αριθμητικό μειονέκτημα. Προς το παρόν τουλάχιστον δε διακρίνονταν σημάδια του ιππικού. Συνέχισαν να προχωρούν. Οι διαταγές ήταν αυστηρές. Κανείς δεν έπρεπε να ταράξει την πειθαρχία της πορείας, ούτε να επιτεθεί πριν δοθεί η εντολή. Τα πόδια όλων επιθυμούσαν να αρχίσουν να τρέχουν, γιατί ο φόβος συνήθως σπρώχνει στη βιασύνη. Μα οι Πέρσες απείχαν τριακόσια μέτρα ακόμη, και αν άρχιζαν να τρέχουν πριν έρθει η κατάλληλη στιγμή, το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να σκορπίσουν την παράταξη και να γίνουν πιο ευάλωτοι. «Πρέπει να προχωράτε βήμα βήμα, όπως οι Σπαρτιάτες!» τους είχε συμβουλεύσει ο ίδιος ο Κυναίγειρος λίγα λεπτά νωρίτερα. Όλο και κάποιο μοναχικό βέλος τιναζόταν από τις γραμμές του εχθρού, διέγραφε μια καμπύλη στον ουρανό κι έπεφτε από ψηλά για να καρφωθεί στο πεδίο της μάχης. Οι Πέρσες ωστόσο μάλλον είχαν καταλάβει ότι οι Έλληνες δεν είχαν μπει ακόμη στο βεληνεκές τους και κρατούσαν τα όπλα τους για κάποια πιο κατάλληλη στιγμή. Προχώρησαν άλλα πενήντα μέτρα. Το πορτοκαλί φως που στεφάνωνε το ύψωμα έγινε πιο έντονο, σχεδόν κόκκινο. Ένα κοπάδι πάπιες σηκώθηκε στον αέρα από το βάλτο, πέρασε πάνω από τους δύο στρατούς κι έφυγε προς τη θάλασσα κρώζοντας. «Βγήκαν από τα αριστερά μας. Κακό σημάδι», μουρμούρισε
κάποιος. «Σιωπή!» διέταξε ο Κυναίγειρος και συνέχισε να δίνει τον τόνο του Ελελεύ πιο δυνατά. Οι Πέρσες βρίσκονταν πια τόσο κοντά ώστε φαίνονταν τα έντονα χρώματα που διέσχιζαν διαγώνια τις τεράστιες ασπίδες τους. Ανάμεσα στο πλαίσιο των ασπίδων και στις τιάρες και τις μίτρες που σκέπαζαν τα κεφάλια τους διακρίνονταν οι μακριές γενειάδες τους. Ο Κυναίγειρος ξεροκατάπιε σαν είδε ότι οι Πέρσες που έστεκαν πίσω από τους σπαραμπάρα έβαζαν τα βέλη στα τόξα και τα σήκωναν προς τον ουρανό. Στα αριστερά του, η σάλπιγγα που συνόδευε τον Μιλτιάδη έδωσε εντολή να σταματήσουν. «Ε-λε-λεύ!» κραύγασαν οι Αθηναίοι μια τελευταία φορά κι όλοι μαζί κάρφωσαν το δεξί πόδι στο έδαφος για να σταματήσουν. Μία παρατεταμένη ηχώ αντήχησε στην πεδιάδα. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Βρίσκονταν στα διακόσια μέτρα από τους βαρβάρους. Από αυτή την απόσταση, τα πιο εύστοχα βέλη μπορούσαν να βρουν το στόχο τους· μα οι Πέρσες ανέμεναν οδηγίες ή περίμεναν τα γεγονότα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του Μιλτιάδη να βρυχάται: «Εμπρός, τέκνα της Αθήνας και των Πλαταιών! Για την ελευθερία!» Η πρώτη σάλπιγγα, χάλκινη και ισχυρή, με μήκος ενάμισι μέτρο, έπαιξε μερικές γοργές νότες γεμάτες παλμό και οι υπόλοιπες απάντησαν παροτρύνοντας τους άνδρες σε γενική επίθεση. Ένας βρυχηθμός βγήκε από δέκα χιλιάδες χείλη: «Ιέ, Παιάν!» Εννέα χιλιάδες τετρακόσιοι Αθηναίοι και εξακόσιοι ανδρείοι Πλαταιείς άρχισαν να τρέχουν προς τη βροχή από σίδερο και χαλκό που τους περίμενε.
Οι διακόσιοι οπλίτες της Αρτεμισίας είχαν παραταχθεί στο αριστερό άκρο του περσικού στρατού, όχι πολύ μακριά από την παραλία. Βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη των τριακοσίων μέτρων από τα
πλοία και, το πιο σημαντικό για την Αρτεμισία, δεν υπήρχαν εμπόδια στο δρόμο τους για την περίπτωση που αναγκάζονταν να αποσυρθούν βιαστικά. Ο Φείδωνας τους χώρισε σε είκοσι πέντε σειρές των οχτώ ανδρών, κολλητά δίπλα σε ένα τάγμα τοξοτών με κόκκινα παντελόνια και καφτάνια, που προστατεύονταν από τις μεγάλες ασπίδες των σπαραμπάρα. Εκεί, στο σημείο όπου συναντιούνταν οι δύο μονάδες, θέλησε να σταθεί η Αρτεμισία. «Σε παρακαλώ, κυρά», της είπε ο Φείδωνας. «Άφησε να μπω εγώ εκεί για να προστατεύω το δεξί πλευρό σου». «Η θέση του αρχηγού είναι αυτή, Φείδωνα», απάντησε η Αρτεμισία. «Θα είναι μεγάλη τιμή για μένα αν μου επιτρέψεις να σε καλύψω με την ασπίδα μου, κυρά». Η Αρτεμισία κοίταξε τους υπόλοιπους άνδρες. Οι περισσότεροι ήταν βετεράνοι, οπλίτες που είχαν πατήσει πια τα τριάντα και τώρα είχαν καρφώσει τα μάτια πάνω της. Η Αρτεμισία φαντάστηκε ότι πίσω από το στενό άνοιγμα της περικεφαλαίας τους είχαν συνοφρυωθεί και σκέφτονταν: Αυτή η παιδούλα θα μας βάλει όλους σε κίνδυνο. Στράφηκε προς τον Φείδωνα ενοχλημένη. Τα μάτια του άστραφταν ικετευτικά, με ειλικρινή ανησυχία. Η Αρτεμισία θυμήθηκε ότι εκείνος ο άνδρας είχε ορκιστεί στον νεκρό τώρα τύραννο Λύγδαμι ότι θα υπερασπιζόταν τη ζωή της κόρης του με το ίδιο του το αίμα. «Τότε, λοιπόν, κάνε το, Φείδωνα», δέχτηκε αναστενάζοντας. «Αν και νομίζω ότι δε θα χρειαστεί». Έδειξε με το δόρυ προς το μέτωπο, όπου η μακριά γραμμή των Αθηναίων είχε αρχίσει να μεγαλώνει όσο πλησίαζε στην πεδιάδα. «Οι τοξότες δε θα τους αφήσουν να φτάσουν μέχρι εδώ». Ο ίδιος ο Δάτις πέρασε έφιππος μπροστά από το στράτευμά του, ακολουθούμενος από ένα στρατιώτη που κουβαλούσε τη σημαία με τον φτερωτό θεό. Η Αρτεμισία δεν άκουσε αν έδινε οδηγίες ή ενθάρρυνε τους άνδρες του, γιατί, πριν φτάσει στην αριστερή
πτέρυγα, ο στρατηγός χώθηκε σε ένα διάδρομο που βρήκε ανοιχτό ανάμεσα σε δύο τάγματα και χάθηκε από τα μάτια της. Οι Έλληνες συνέχιζαν να προχωρούν. Η Αρτεμισία, που παρατασσόταν για πρώτη φορά σε φάλαγγα για πραγματική μάχη και όχι για κάποια εκπαιδευτική άσκηση, προσπάθησε να διαβάσει τα πρόσωπα των ανδρών της, αναζητώντας σημάδια φόβου ή ανησυχίας. Κάτω από τις περικεφαλαίες όμως διακρίνονταν μόνο σφιγμένες γνάθοι. Στα αριστερά της, οι Πέρσες φαίνονταν ήσυχοι, μάλιστα σε ορισμένα πρόσωπα έλαμπε ένα ειρωνικό χαμόγελο. Το δίχως άλλο, πίστευαν ότι θα αντιμετώπιζαν ένα πλήθος από ερασιτέχνες, κι εν μέρει είχαν δίκιο. Σταθείτε άξιοι πριν πεθάνετε, Αθηναίοι. Μην ντροπιάσετε τους υπόλοιπους Έλληνες, ικέτευσε η Αρτεμισία. «Θανουβανίγια!» Σαν άκουσαν την εντολή, οι τοξότες ξεκρέμασαν τα όπλα από τους ώμους τους· ο καθένας έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το πέρασε στο τόξο, χωρίς όμως να το τεντώσει ακόμη. Τη μία γραμμή από την άλλη χώριζε λίγο περισσότερο από ενάμισι μέτρο, απόσταση αρκετή ώστε να μπορούν να σημαδεύουν με τα όπλα τους τον ουρανό και να βάλλουν όλοι μαζί με άνεση. Οι Αθηναίοι είχαν σταματήσει. Η Αρτεμισία υπολόγισε ότι δε θα απείχαν πολύ περισσότερο από ένα στάδιο. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Δεν είναι από το φόβο, επανέλαβε μέσα της. Μια στριγκή φωνούλα τής έλεγε ότι είχε κάνει λάθος μα είχε ακόμη τη δυνατότητα να επανορθώσει διατάζοντας υποχώρηση. Η κοπέλα απόδιωξε τη σκέψη στο βάθος του μυαλού της και ζήτησε από την Άρτεμη δύναμη και θάρρος. Τότε θυμήθηκε τα λόγια του Τ υρταίου και τα απήγγειλε μεγαλόφωνα. «Μα ας δρασκελίσει ένας στητός στα δυο του πόδια / στην γην ακλόνητος, δαγκώνοντας τα χείλη, / μηρούς και κνήμες, στέρνα και ώμους ως απάνω / με την ασπίδα στην κοιλιά του καλυμμένος, λόγχη αιχμηρή με το δεξί του ν’ ακοντίζει / και ν’ ανεμίζει η φούντα τρομερή στο κράνος του».*
* Αρχαίοι λυρικοί — Γ΄, Ελεγ ειακοί, μτφρ., εισαγ ., σχόλια Γ. Δάλλας, Άγ ρα, Αθήνα 2007, σελ. 51. (Σ.τ.Μ.)
«Ίεεε!» απάντησαν οι άνδρες της και χτύπησαν τις ασπίδες με τα κοντάρια των δοράτων. Ο Φείδωνας κοίταξε την Αρτεμισία και χαμογέλασε. «Πολύ ωραία, κυρά». «Θανουβάνα άμπιι άσμαναμ!» Οι Πέρσες σήκωσαν τα όπλα προς τον ουρανό και τέντωσαν τις χορδές. Δεκάδες χιλιάδες τόξα έτριξαν την ίδια στιγμή. Το σκλήρισμα του κέρατου και του ξύλου που διπλωνόταν στα δύο έκανε την Αρτεμισία να ριγήσει. «Αυτή τη στιγμή δε θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη θέση των Αθηναίων», μουρμούρισε ο Φείδωνας. Μια σάλπιγγα από την πλευρά του εχθρού σήμανε επίθεση και οι υπόλοιπες απάντησαν στο κάλεσμά της. Οι Αθηναίοι άρχισαν να ψάλλουν τον παιάνα, κατέβασαν τα δόρατα και ρίχτηκαν στην επίθεση. Η Αρτεμισία δεν ήξερε αν θα ζούσε για πολύ ακόμη, αν θα έβγαινε σώα από τη μάχη ή τις δολοπλοκίες των Περσών, αν θα πνιγόταν στη θάλασσα ή αν κάποια μέρα θα καθόταν γερασμένη πλάι στην εστία του σπιτιού της διηγούμενη τις περιπέτειές της στα εγγόνια της. Για ένα πράγμα όμως ήταν σίγουρη: ποτέ δε θα ξεχνούσε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη ακριβώς την ώρα ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από την Αρτεμισία και τους Πέρσες και οι πρώτες του αχτίδες έλουσαν τους Αθηναίους. Λες και ξαφνικά ένα πινέλο έβαψε με χρώμα χρυσαφί την αθηναϊκή παράταξη: οι καλογυαλισμένες ασπίδες τους, οι περικεφαλαίες, οι αιχμές των δοράτων τους άστραφταν. Κι εκείνη η χρυσαφιά, λαμπερή πλημμύρα έτρεχε να συγκρουστεί με τα περσικά στρατεύματα. Κοίταξε τα πρόσωπα των Περσών που έστεκαν δεξιά της και σε πολλά από αυτά είδε να ζωγραφίζεται ο τρόμος της προκατάληψης. Άκουσε να μουρμουρίζουν το όνομα του
Αχουραμάζντα και του Χβαρ, του ήλιου, σαν να φοβούνταν ότι οι θεότητές τους είχαν στραφεί εναντίον τους. Η εντολή για βολή διέτρεξε τις γραμμές τους, αν και ο ήχος της πνίγηκε μέσα στα σαλπίσματα και τις κραυγές των Αθηναίων. Χιλιάδες τόξα πλατάγισαν ταυτόχρονα και η Αρτεμισία παρακολούθησε γεμάτη θαυμασμό το σύννεφο των βελών που παλλόταν στον αέρα σαν τεράστιο σμάρι από μέλισσες, έπαιρνε ύψος διαγράφοντας μια καμπύλη σχεδόν λυγερή και ύστερα έπεφτε καταιγιστικό πάνω στους Αθηναίους. Κι ενώ οι πρώτες σαΐτες πετούσαν προς τον προορισμό τους, οι Πέρσες πολεμιστές είχαν οπλίσει ξανά τα τόξα κι έριχναν πάλι, ο καθένας με το ρυθμό που επέβαλλε η δεξιότητά του. «Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόξο!» είπε η Αρτεμισία στο αυτί του Φείδωνα, φωνάζοντας σχεδόν για να καταφέρει να ακουστεί. «Τότε θα είχα κάτι να κάνω!» «Πριν πάρεις δέκα ανάσες ακόμα, θα έχεις κάτι να κάνεις, κυρά!» απάντησε εκείνος και σήκωσε το δόρυ πάνω από το πλαίσιο της ασπίδας, για να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την επίθεση. Η Αρτεμισία σταμάτησε να κοιτά τα βέλη και κάρφωσε τα μάτια στο μέτωπο της μάχης. Εκεί, στο τέλος των εχθρικών γραμμών, ανάμεσα στη σκοτεινή βροχή των βελών που έπεφτε από τον ουρανό, αναγνώρισε την ασπίδα και το λοφίο του Καλλίμαχου. Όπως είχε απαγγείλει η ίδια πριν από λίγο, εκείνος χώρισε καλά τα πόδια, έσφιξε τα δόντια και χαμήλωσε το πρόσωπο πίσω από την ασπίδα· πάνω από το σιδερένιο πλαίσιο φαίνονταν πια μόνο τα μάτια του.
Το πρώτο μέρος του σχεδίου του Θεμιστοκλή είχε εκτελεστεί. Οι Αθηναίοι είχαν φτάσει περίπου στα διακόσια μέτρα από τους Πέρσες, λίγο περισσότερο από ένα στάδιο, και η γραμμή τους ήταν ακόμη ίσια όπως στην αρχή. Τ ώρα, ακούγοντας το σήμα της επίθεσης, ξεροκατάπιε· επόταν το δεύτερο μέρος.
Θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα βέλη τους. Για να δεχτούν τις ριπές σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο, έπρεπε να τρέξουν φορτωμένοι με τριάντα κιλά οπλισμό, όπως είχε προτείνει ο Μίμνερμος, ο φανφαρόνος νεαρός Αχαρνέας. «Ιέ, Παιάν!» έψαλε μαζί με τους υπόλοιπους και άρχισε να τρέχει. Εκείνη την ώρα βγήκε ο ήλιος. Ο Θεμιστοκλής ξεστόμισε μια κατάρα. Δεν είχε υπολογίσει ότι θα ξημέρωνε ακριβώς εκείνη τη στιγμή και ότι οι αχτίδες του ήλιου θα τους χτυπούσαν κατάματα. «Ο Απόλλωνας είναι μαζί μας!» φώναξε ο Αρίφρονας στα δεξιά του. Ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι ο νεαρός ευπατρίδης είχε δίκιο. Όλα όσα βρίσκονταν κάτω από εκείνη την πορτοκαλιά λάμψη που έλαμπε όλο και περισσότερο φαίνονταν θολά, δίχως περίγραμμα. Δεν ήταν πια μια ορδή από άνδρες που ήθελαν να τους σκοτώσουν, αλλά μάλλον ένας απλός στόχος στον οποίο τα πόδια τους έπρεπε να τους μεταφέρουν δίχως να λυγίσουν. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά χωρίς να σταματήσει να τρέχει, για να βεβαιωθεί ότι οι άνδρες της πρώτης γραμμής δεν έμεναν πίσω ούτε βιάζονταν, και συνειδητοποίησε ότι συνέβαινε κάτι που δεν είχε προβλέψει αλλά που ήταν θαυμάσιο. Ενώ έψαλλαν τον πολεμικό ύμνο προς τιμήν του Απόλλωνα, ο ίδιος ο θεός τούς είχε χαμογελάσει. Οι αχτίδες του ήλιου καθρεφτίζονταν στις περικεφαλαίες και στη γυαλισμένη επιφάνεια των ασπίδων τους και τους έλουζαν όλους με ένα χρυσό πέπλο. Τα πόδια τους αντηχούσαν ρυθμικά στο έδαφος κι έδιναν τον γοργό ρυθμό του παιάνα, που ακουγόταν σαν ένα μείγμα από ύμνο, αγκομαχητά και λαρυγγικά γρυλίσματα. Ο Θεμιστοκλής κρατούσε το δόρυ κοντά στο γοφό του, σαν τους άλλους· ήταν ο μόνος πρακτικός τρόπος να το κουβαλούν σαν είχαν να διανύσουν μεγάλη απόσταση. Μπροστά τους, πάνω από τα κεφάλια των Περσών, σηκώθηκε ένα σκοτεινό σύννεφο, σαν ένα σμήνος από πουλιά. Όχι, διόρθωσε τη σκέψη του. Δεν ήταν πουλιά, ήταν μια υπερφυσική βροχή που πήγαζε από τη γη και ανέβαινε προς τους ουρανούς.
Ξέρεις πάρα πολύ καλά τι είναι, είπε μια φωνή μέσα του. Η στιγμή που του προκαλούσε ανατριχίλα είχε φτάσει. «Σηκώστε τις ασπίδες!» φώναξε. Μαζί του φώναξαν χίλια ακόμα λαρύγγια, οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι, οι αρχηγοί των γραμμών και οι απλοί οπλίτες· όλοι έβλεπαν τι τους πλησίαζε. Ο Θεμιστοκλής σήκωσε με προσπάθεια τη βαριά ασπίδα πάνω από το κεφάλι του. Το σμήνος των πουλιών είχε αρχίσει να βουίζει όλο και πιο δυνατά. Αντί να δειλιάσει, ο Θεμιστοκλής άρχισε να ψάλλει τους στίχους του παιάνα πιο δυνατά και το παράδειγμά του έπιασε τόπο ανάμεσα στους συντρόφους του. Το βούισμα μετατράπηκε σε ένα κουδούνισμα πάνω από τα κεφάλια τους, λες και χιλιάδες μικρά σφυριά κοπανούσαν όλα μαζί άλλα τόσα αμόνια. Ήταν μια βοή η οποία έμοιαζε με νεροποντή που πέφτει πάνω σε χίλιες χάλκινες κατσαρόλες. Μα ο ήχος ήταν πιο βίαιος: η κλαγγή ακουγόταν πιο παρατεταμένη όταν οι αιχμές των βελών χτυπούσαν τις ασπίδες, και συνοδευόταν από τριξίματα και υπόκωφους γδούπους όταν οι σαΐτες χώνονταν στο ξύλο. Για έναν περίεργο λόγο, τη στιγμή την οποία φοβόταν περισσότερο ο Θεμιστοκλής ένιωσε μια πρωτόγνωρη ευφορία. Ενώ δεχόταν εκείνο τον κατακλυσμό από χαλκό και σίδερο, ένιωσε ότι το πνεύμα ενός θεού, είτε ήταν ο Απόλλωνας είτε η αδελφή του η Άρτεμη είτε η ίδια η Αθηνά, καταλάμβανε την καρδιά του και την ένωνε με τις καρδιές όλων των συντρόφων του σε ένα ενιαίο πνεύμα. Τα πόδια στα δεξιά και στα αριστερά του έτρεχαν στον ίδιο ρυθμό, τα στήθη ανάσαιναν μαζί. Το όραμα των εξήντα χιλιάδων χεριών που έπιαναν τα κουπιά του στόλου είχε χαθεί από το μυαλό του ξεχασμένο. Ο Θεμιστοκλής είδε τον εαυτό του μαζί με τους υπόλοιπους οπλίτες, την ανώτερη τάξη της πόλης, ως μέρη ενός πελώριου οργανισμού από χαλκό, σάρκα και δρυ. Εγώ θέλω τη δόξα μία και μόνη φορά, σε μια αποφασιστική στιγμή, για μια καθοριστική ενέργεια. Όταν είπε αυτά τα λόγια στον Μνησίφιλο, απέναντι στη Σαλαμίνα, σκεφτόταν ένα μακρινό μέλλον. Ίσως όμως να μη
χρειαζόταν να περιμένει τόσο. Ίσως, χάρη σε εκείνο το σχέδιο, ο πρωτάρης Θεμιστοκλής να κατακτούσε σύντομα τη δόξα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ανάμεσα στα άτομα που τον είχαν περιφρονήσει. Κάτω από το πλαίσιο της ασπίδας του έβλεπε πια πολύ κοντά τα έντονα χρώματα των περσικών ασπίδων. Σκέφτηκε ότι οι εχθροί διέπρατταν σφάλμα που προστατεύονταν πίσω από αυτές. Αν δεν ήταν οι σπάρα, οι ασπίδες με ύψος ενάμισι μέτρο, οι Πέρσες τοξότες της πρώτης γραμμής θα μπορούσαν να βάλλουν οριζόντια ενάντια στους Αθηναίους και να σημαδεύουν κατευθείαν τα κορμιά και τα πόδια τους ενώ σκέπαζαν το κεφάλι με την ασπίδα. «Κατεβάστε τις ασπίδες!» διέταξε ο Θεμιστοκλής. Παρόλο που διέτρεχαν ακόμη κίνδυνο, βρίσκονταν πια τόσο κοντά στους Πέρσες που χρειαζόταν να τους βλέπουν καταπρόσωπο, έτσι ώστε κάθε οπλίτης να κατευθύνεται προς τον αντίπαλο που είχε απέναντί του. Ο Θεμιστοκλής είδε το σπαραμπάρα του. Πίσω από τη μεγάλη ασπίδα με τις διαγώνιες λευκές και κόκκινες γραμμές υπήρχε ένας πραγματικός Πέρσης, ένας πολεμιστής τόσο ψηλός ώστε ανάμεσα στα γένια και στην άκρη της ασπίδας του διακρινόταν πάνω από μια πιθαμή γαλάζιου χιτώνα. Βρισκόταν πια τόσο κοντά ώστε ο Θεμιστοκλής διέκρινε τα μάτια του, βαμμένα με μαύρο μολύβι και ορθάνοιχτα σε μια έκφραση τρόμου. Και τότε κατάλαβε. Οι Πέρσες δεν είχαν προβλέψει την τρέλα των εχθρών τους, δεν είχαν φανταστεί εκείνη την επίθεση αυτοκτονίας κάτω από ένα σύννεφο από βέλη. Για πρώτη φορά στους αγώνες τους εναντίον των Ελλήνων, οι στρατιώτες του Μεγάλου Βασιλιά δεν είχαν την πρωτοβουλία. «Μας φοβούνται!» φώναξε ο Αρίφρονας. Ήταν η σειρά των Περσών να αρχίσουν τις κραυγές για να εμψυχώσουν ο ένας τον άλλο ώστε να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Αθηναίων, που είχαν σταματήσει τον παιάνα και ξεστόμιζαν μόνο πολεμικές κραυγές. Ο Θεμιστοκλής είχε μάτια μόνο για το σπαραμπάρα του. Αν πολεμούσαν απέναντι σε άλλους οπλίτες, θα αναζητούσε τα πόδια τους κάτω από την ασπίδα. Μα οι σπάρα των
Περσών ήταν τόσο μεγάλες ώστε όλες μαζί σχημάτιζαν έναν συμπαγή τοίχο, γι’ αυτό δεν του έμενε άλλη επιλογή από το να χτυπήσει κατευθείαν το σπαθί του πάνω στην ασπίδα. Ο Θεμιστοκλής έκοψε λίγο το βήμα κι έσφιξε τα δόντια, έτοιμος για ένα ξερό χτύπημα που θα μπορούσε να του εξαρθρώσει τον ώμο. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η αιχμή του δόρατος έσκισε την ασπίδα με ένα ξερό τρίξιμο που του ήταν γνώριμο. «Είναι από λυγαριά! Είναι από λυγαριά!» Η κόλαση της σύγκρουσης ξετυλίχτηκε σε όλη τη γραμμή και οι ήχοι άλλαξαν αμέσως. Παρότι πάνω από τα κεφάλια τους συνέχισαν να σφυρίζουν βέλη, όσο οι Αθηναίοι πολεμούσαν απέναντι στο τείχος των ασπίδων ακούγονταν υπόκωφα και βίαια χτυπήματα συνοδευόμενα από κραυγές και βογκητά, λες και μια ορδή μανιασμένων ξυλοκόπων είχε βαλθεί να κόψει έναν ολόκληρο πευκώνα. Ο Θεμιστοκλής τράβηξε την αιχμή του δόρατός του και κατάφερε με αρκετή δυσκολία να τη βγάλει από την τρύπα που είχε ανοίξει. Για μια στιγμή, ο ίδιος και ο σπαραμπάρα πάλευαν με σπρωξιές, ο ένας με την ασπίδα από χαλκό και δρυ κι ο άλλος με τη δική του, από πλεγμένα καλάμια και τεντωμένο δέρμα. Ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι, με δεδομένο το μέγεθος του αντιπάλου, δε θα κατάφερνε τίποτα κι οπισθοχώρησε δυο βήματα. Δεξιά κι αριστερά του, οι σύντροφοί του λόγχιζαν τις ασπίδες των Περσών, ενώ άλλοι είχαν αρχίσει να τις κλοτσούν για να τις σωριάσουν και αρκετοί τραυματίστηκαν σοβαρά, γιατί τα πόδια τους έμεναν παγιδευμένα ανάμεσα στα καλάμια της ασπίδας. Συνειδητοποίησε ότι ο τρόπος που είχε διατάξει να πιάσουν το δόρυ δεν ήταν πλέον ο κατάλληλος. Το έχωσε πάλι στην ασπίδα του αντιπάλου και, όταν το δόρυ πιάστηκε στο μαλακό ξύλο, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να το αφήσει μια στιγμή, να γυρίσει το χέρι, να το ξαναπιάσει και να το σηκώσει πάνω από το κεφάλι του. Ο Πέρσης του κατάφερε ένα χτύπημα με το σπαθί πάνω από την ασπίδα, μα, παρ’ όλο το μέγεθός του, δεν τον έφτασε. Σαν είδε ότι
πίσω από τον αντίπαλό του έσπευδε σε βοήθεια ένας ακοντιστής, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί το συντομότερο δυνατόν τη διαφορά στο βεληνεκές των όπλων και κατεύθυνε το δόρυ του προς το πρόσωπο του σπαραμπάρα. Εκείνος γύρισε αμέσως το λαιμό, μα δε στάθηκε αρκετά γρήγορος και η σιδερένια αιχμή τον έγδαρε στο μάγουλο. Ο Πέρσης πισωπάτησε με μια κραυγή πόνου κι έσπρωξε τον ακοντιστή που είχε τρέξει να τον βοηθήσει. Με την ευκαιρία, ο Θεμιστοκλής έδωσε μια κλοτσιά στο κάτω μέρος της σπάρα, που αναποδογύρισε κι έπεσε με την όψη προς τα κάτω. Γύρω του, η πάλη εκτυλισσόταν με παρόμοιο τρόπο. Εκείνο το τείχος από ξύλο λυγαριάς και δέρμα, σχεδιασμένο περισσότερο για να αποφεύγει τα βέλη άλλων τοξοτών παρά για μάχη σώμα με σώμα, είχε αρχίσει να υποχωρεί κάτω από την ώθηση των οπλιτών. Ο σπαραμπάρα δεν πρέπει να ήταν πολύ γενναίος, γιατί γύρισε την πλάτη και άρχισε να ανοίγει δρόμο σπρώχνοντας ανάμεσα στις γραμμές των ακοντιστών για να το σκάσει από το μέτωπο. Τ ώρα ο Θεμιστοκλής βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν αρστίκα, που φορούσε γαλάζιο χιτώνα και τιάρα και προστατευόταν από μια κίτρινη οκτάσχημη ασπίδα. Ήταν ταχύτατος αντίπαλος. Ο Πέρσης έσκυψε και προσπάθησε να λογχίσει τον Θεμιστοκλή στα πόδια. Εκείνος κατάφερε να εμποδίσει το χτύπημα με την άκρη της ασπίδας του, μα έχασε για λίγο την ισορροπία του. Ο Πέρσης, αντίθετα, συνήλθε γρήγορα και προσπάθησε να τον τρυπήσει ξανά, αυτή τη φορά στο κορμί. Την τελευταία στιγμή όμως, όταν ο Θεμιστοκλής περίμενε το χτύπημα πάνω στη λινή πανοπλία του, άλλη μια ασπίδα μπήκε στο δρόμο του Πέρση. «Είμαι μαζί σου, Θεμιστοκλή!» φώναξε ο Αρίφρονας. Χωρίς να χάσει καιρό κοιτώντας δίπλα του, ο Θεμιστοκλής έσπρωξε το δόρυ προς τον εχθρό στο ύψος του στέρνου. Ένιωσε κάτι μεταλλικό κάτω από το χιτώνα, μα, σαν είδε ότι ο Πέρσης είχε σαστίσει για μια στιγμή, κατάφερε ένα ακόμα χτύπημα και αυτή τη φορά ένιωσε τη σιδερένια αιχμή να συναντά μια μικρή αντίσταση και να βυθίζεται στη μαλακή σάρκα. Έσπρωξε το δόρυ με όλη του τη
δύναμη. Το πρόσωπο του εχθρού του συσπάστηκε με ένα μορφασμό μίσους και πόνου και το όπλο του έπεσε άψυχο στο έδαφος. Ο ακοντιστής υποχώρησε όπως όπως ανάμεσα στους υπόλοιπους και άλλος ένας πολεμιστής πήρε τη θέση του. Ο Θεμιστοκλής έφτυσε χώμα και σάλιο και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον τρίτο αντίπαλό του.
Στα δεξιά της φυλής του Θεμιστοκλή, οι άνδρες του Αριστείδη είχαν επίσης εμπλακεί σε αιματηρή μάχη με τους ακοντιστές του κέντρου του περσικού στρατού. Η γραμμή του μετώπου είχε κολλήσει σε ατέλειωτες προσωπικές μάχες, με προόδους και υποχωρήσεις που έμοιαζαν με τα δόντια ενός πριονιού. Ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά όμως, μαχόταν το τάγμα της Οινηίδας φυλής, που είχε παραταχθεί σε γραμμές των οχτώ ανδρών και αντιμετώπιζε τους θανουβανίγια, τους τοξότες με την κόκκινη στολή, αντί για τους λογχοφόρους του κέντρου του εχθρού. Εκεί μάχονταν πλάι πλάι ο Κίμωνας και ο Μιλτιάδης. Ο τελευταίος, που γνώριζε καλά τις ασπίδες των Περσών, είχε ορμήσει με όλη του τη δύναμη προς το τέλος της επίθεσης και κατάφερε έναν τρομερό λογχισμό, που τρύπησε ακόμα και τον άνδρα ο οποίος προστατευόταν πίσω από τη λυγαριά και το δέρμα. Ύστερα τράβηξε ξανά το δόρυ μα δεν μπόρεσε να το βγάλει. Ο Μιλτιάδης βρυχήθηκε ζητώντας άλλο δόρυ και, όταν του έδωσαν ένα από κάποια γραμμή πίσω του, παραμέρισε με μια κλοτσιά την τεράστια ασπίδα και όρμησε στις γραμμές των Περσών, ακολουθούμενος από το γιο του. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κίμωνας έμπαινε στη μάχη. Την ώρα της επίθεσης είχε νιώσει φόβο κι έξαψη μαζί. Κάποια στιγμή μάλλον είχε ουρήσει πάνω του, γιατί ένιωθε τους μηρούς και το περίζωμα υγρά, μα δεν ντράπηκε. Τ ώρα, καθώς έριχνε κάτω την ασπίδα και την ποδοπατούσε, έσκυψε και κούνησε το κεφάλι με έναν λεόντειο βρυχηθμό, σείοντας τα φτερά του λοφίου μπροστά στους Πέρσες
τοξότες και σπέρνοντας τον πανικό στους εχθρούς, που άρχισαν να πισωπατούν. Ο Κίμωνας όρμησε πάνω τους. Είχε μπροστά του έναν Πέρση με ξανθό γένι και ασπίδα από χρυσαφένιες φολίδες. Ο Κίμωνας του κατάφερε ένα χτύπημα, σκεπτόμενος ότι θα το απέκρουε. Επειδή δεν είχε αλλάξει τον τρόπο που έπιανε το δόρυ, η αιχμή ανέβηκε προς τα πάνω και, αφού γλίστρησε, διαπέρασε τις φολίδες που ήταν ραμμένες από το επάνω μέρος και χαλαρές από κάτω. Ο Πέρσης προσπαθούσε να τον χτυπήσει με το σπαθί του, μα βρισκόταν τόσο μακριά ώστε το χτύπημα μετά βίας έφτασε την ασπίδα του Κίμωνα, γιατί ο Αθηναίος διέθετε το ενάμισι μέτρο του δόρατος που κρατούσε, μαζί με το μήκος του μπράτσου του. Ο νέος λύγισε τα γόνατα κι έβαλε δύναμη με το ίδιο του το βάρος για να χώσει τη σιδερένια αιχμή στη σάρκα του εχθρού του. Εκείνος έπεσε πάνω στους συντρόφους του, που τον τράβηξαν στην άκρη για να ορμήσουν προς τον Κίμωνα. Μα τα όπλα τους, άξια το δίχως άλλο όταν λεηλατούσαν κάποια πόλη ή πολεμούσαν μεταξύ τους, αποδεικνύονταν άχρηστα εμπρός στα μακριά δόρατα από ξύλο φλαμουριάς των Αθηναίων. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι φολίδες και τα δίχτυα που προστάτευαν τα κορμιά τους δεν προέβαλλαν παρά μέτρια αντίσταση μπροστά σε μια καλά ακονισμένη αιχμή, η οποία τελικά άνοιγε τους δακτυλίους και χωνόταν μέσα από τα ανοίγματα των στρωμάτων. Όταν ο τρίτος Πέρσης σωριάστηκε μπροστά στον Κίμωνα, οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε τρόπος να τον πλησιάσουν και άρχισαν να πισωπατούν. Ίσως προσπαθούσαν να κερδίσουν απόσταση για να χρησιμοποιήσουν ξανά τα τόξα τους, μα ο νέος δεν είχε καμία πρόθεση να τους επιτρέψει κάτι τέτοιο. «Ακολουθήστε με!» φώναξε πηδώντας πάνω από ένα πτώμα. Εκείνη τη στιγμή όμως ένα ατσαλένιο χέρι τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον τράβηξε προς τα πίσω. Ο Κίμωνας γύρισε έξαλλος και αντίκρισε το πρόσωπο του πατέρα του, ακόμα πιο λυσσασμένο. «Μάλλον εσύ θα ακολουθήσεις εμένα! Πάμε!» Σαν λύκοι ανάμεσα στα πρόβατα, πατέρας και γιος χώθηκαν μέσα
στους Πέρσες τοξότες σχηματίζοντας μια σφήνα. Οι άνδρες τούς ακολούθησαν λογχίζοντας όσους εχθρούς πλησίαζαν, ενώ οι στρατιώτες των πιο πίσω σειρών έχωναν τις σουβλερές μύτες των σαυρωτήρων στα μάτια και στο λαιμό των εχθρών που είχαν πέσει. «Μην παίρνεις φόρα», γρύλισε ο Μιλτιάδης. «Σε λίγο θα πρέπει να μαζευτούμε ξανά και να κάνουμε ελιγμό προς τα αριστερά». Ο Κίμωνας κούνησε το κεφάλι. Η έξαψη της μάχης δεν τον είχε αποβλακώσει τόσο ώστε να ξεχάσει στο σχέδιο του Θεμιστοκλή.
Στο κέντρο της σύγκρουσης η κατάσταση δεν ήταν τόσο ρόδινη για τους Αθηναίους. Οι αρστίκα με τις γαλάζιες στολές που μάχονταν απέναντι στις φυλές Λεοντίδα και Αντιοχίδα είχαν ασπίδες. Παρόλο που ήταν κι αυτές από λυγαριά και δέρμα και τα δόρατά τους είχαν μήκος μια πιθαμή λιγότερη από τα ελληνικά, πολεμούσαν με ανδρεία, με την υπερηφάνεια ότι ήταν η αφρόκρεμα του περσικού στρατού και είχαν στρατολογηθεί από τον Μεγάλο Βασιλιά στην καρδιά της ίδιας του της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, διέθεταν πολύ περισσότερους άνδρες απ’ ό,τι οι Αθηναίοι στο ίδιο μήκος μετώπου και μπορούσαν να υποστούν πολύ περισσότερες απώλειες από εκείνους. Με την ευκαιρία μιας στιγμής ξεκούρασης, όταν οι δύο στρατιές είχαν χωριστεί σε απόσταση μερικών βημάτων για να πάρουν ανάσα, ο Θεμιστοκλής πρόσταξε τη δεύτερη σειρά να πάρει τη θέση της πρώτης όπου ήταν δυνατόν· ο ίδιος γύρισε στο πλάι για να αφήσει τον Ευφορίωνα να περάσει μπροστά. Η μάχη ξανάρχισε, ακόμα πιο αιματηρή από πριν. Αν πριν από τη μάχη Αθηναίοι και Πέρσες μισούσαν ο ένας τον άλλο με έναν τρόπο κάπως απόμακρο, αφηρημένο σχεδόν, τώρα αυτό το μίσος είχε μεταβληθεί σε κάτι απτό και άσπλαχνο, σαν τα σπλάχνα που είχε δει ο Θεμιστοκλής σουβλισμένα στο δόρυ ενός συντρόφου του σαν τρόπαιο. Και η πραγματική σφαγή δεν είχε ξεκινήσει ακόμη, γιατί τα πόδια τους ήταν ξεκούραστα και διέθεταν δυνάμεις. Ο Θεμιστοκλής, που είχε
τραυματίσει κιόλας δύο άνδρες, διαπίστωσε ότι το να σκοτώσει κανείς έναν άνθρωπο δεν ήταν τόσο εύκολο όσο στις ιστορίες που λέγονταν στις ταβέρνες. Αν πίστευε κανείς τις καυχησιές πολλών στρατιωτών, καθένας σκότωνε δέκα ή δώδεκα εχθρούς σε κάθε μάχη. Ο ποιητής Αρχίλοχος, που είχε κάνει μισθοφόρος και κάτι ήξερε από τέτοια, είχε πει: «Εφτά οι νεκροί· σαν τους ποδοπατήσαμε, είμαστε / χίλιοι οι φονιάδες τους».* * Αρχαίοι λυρικοί — Δ΄ Ιαμβογ ράφοι, μτφρ., εισαγ ., σχόλια Γ. Δάλλας, Άγ ρα, Αθήνα 20073, σελ. 57. (Σ.τ.Μ.)
Ενώ ο Ευφορίωνας πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να τον βοηθήσει: κουλουριάστηκε πίσω του και άρχισε να περνά το δόρυ μέσα από τα κενά που έβλεπε. Τελικά, όταν είδε ότι ο Πέρσης πολεμιστής κατέβαζε την ασπίδα για να καλύψει τα πόδια, άδραξε την ευκαιρία και τον λόγχισε με το δόρυ πάνω από τον ώμο του Ευφορίωνα. Η σιδερένια αιχμή τρύπησε το πυκνό γένι του εχθρού και καρφώθηκε στο λαιμό του. Ο Πέρσης πισωπάτησε κι έπεσε κεραυνοβολημένος. Τη θέση του πήρε αμέσως άλλος εχθρός, μα προηγουμένως έσπασε τη λαβή του δόρατος του Θεμιστοκλή. Εκείνος έκανε να πιάσει το σπαθί. «Όχι! Πάρε το δικό μου!» του είπε ο Μνησίφιλος, που βρισκόταν πίσω του. Ο Θεμιστοκλής γύρισε λίγο στο πλάι και πήρε το δόρυ του φίλου του με μεγάλη προσοχή· στις πυκνές γραμμές της φάλαγγας κάθε κίνηση ισοδυναμούσε με μια πιθανή σύγκρουση με τις ασπίδες των υπολοίπων και τον κίνδυνο να καρφωθεί κανείς με το σουβλί κάποιου σαυρωτήρα. Το βλέμμα του συνάντησε αυτό του Αρίφρονα, που είχε υποχωρήσει κι εκείνος στη δεύτερη γραμμή. Το παλικάρι είχε ένα κόψιμο στο μπράτσο, και τα όπλα του, κατασκονισμένα, είχαν χάσει τη στιλπνότητά τους. Μα η πυρετώδης λάμψη στα μάτια του δεν οφειλόταν πια στο φόβο αλλά σε κάτι διαφορετικό. Ο Θεμιστοκλής του χαμογέλασε με άγρια χαρά.
Πίσω από τις γραμμές του εχθρού ήχησε ο οξύς, διαπεραστικός ήχος μιας σάλπιγγας που έπαιζε ένα ρυθμό παράξενα θηλυκό, ο οποίος δεν ανήκε σε καμία ελληνική κλίμακα. Οι ακοντιστές άρχισαν να υποχωρούν και άνοιξαν έναν μεγάλο διάδρομο ακριβώς μπροστά στη θέση που στεκόταν. Προς στιγμήν ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι είχαν καταφέρει να τους τρέψουν σε φυγή. Δεν είναι δυνατόν, είπε αμέσως από μέσα του. Μέχρι στιγμής, οι Πέρσες διατηρούσαν τη θέση τους. Θα ήταν κάποια μανούβρα του εχθρού. Παραμέρισε τον Ευφορίωνα, επέστρεψε στην πρώτη γραμμή και κοίταξε γύρω του. Οι χιλιάδες φτέρνες που ποδοπατούσαν το έδαφος είχαν σηκώσει ένα σύννεφο σκόνης τόσο πυκνό που ήταν δύσκολο να διακρίνει το παραμικρό σε απόσταση μεγαλύτερη των είκοσι μέτρων. Ως εκεί που έφτανε το μάτι έβλεπε στο έδαφος πτώματα Ελλήνων και Περσών ανάκατα πάνω στα σπασμένα απομεινάρια των μεγάλων ασπίδων. Το κάλεσμα της σάλπιγγας ήχησε ξανά, μαζί με το χλιμίντρισμα ενός αλόγου. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε προς το μέτωπο της μάχης. Οι ακτίνες του ήλιου που τρυπούσαν λοξά το σύννεφο της σκόνης τον χτυπούσαν στα μάτια κι έκαναν τα πάντα ακόμα πιο θολά. Στον φαρδύ διάδρομο που είχε ανοίξει ανάμεσα στις γραμμές του εχθρού εμφανίστηκε η τεράστια σκιά ενός αλόγου και πίσω του κι άλλα, σαν φαντάσματα που ξεπρόβαλλαν μέσα από την ομίχλη. Δεν είπαν ότι το ιππικό έφυγε μαζί με τα πλοία; σκέφτηκε κι ο φόβος έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Φφζζζ. Κάτι μαύρο έσκισε τον αέρα. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα ο Θεμιστοκλής ένιωσε ένα χτύπημα στο στέρνο, πάνω από το δεξί στήθος. Πισωπάτησε γρυλίζοντας από τον πόνο. Ως διά μαγείας, ένα βέλος είχε εμφανιστεί καρφωμένο κάτω από την κλείδα του. Φφζζζ, φφζζζ, φφζζζ. Τα βέλη πετούσαν οριζόντια, πιο θανατηφόρα από εκείνα που είχαν δεχτεί κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Ο άνδρας που έστεκε στα αριστερά του, ο Φιλόδημος, γιος του Ανδροκίωνα, έβγαλε μια κραυγή κι έφερε το χέρι στο πρόσωπο. Σαν τράβηξε το βέλος από το άνοιγμα της περικεφαλαίας, έβγαλε μαζί και το μάτι του, μια λευκή μπάλα που
έσερνε πίσω της ένα ματωμένο κομμάτι σάρκας, κι έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας. Πάνω από τους άνδρες της Λεοντίδας φυλής συνέχιζε να βρέχει βέλη κι ακολουθούσε η επίθεση των Περσών ιππέων που τα εκτόξευαν. Βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη των δεκαπέντε μέτρων, μια ίλη σε σχήμα σφήνας, τον αριθμό των ανδρών της οποίας ο Θεμιστοκλής δεν μπορούσε να υπολογίσει, γιατί τα άλογα που έρχονταν ξοπίσω κρύβονταν μέσα στο σύννεφο της σκόνης που σήκωναν οι οπλές των πρώτων. Ωστόσο αναγνώρισε τον επικεφαλής της επίθεσης: ήταν στη ράχη ενός μαύρου αλόγου και φορούσε μια χρυσή μάσκα. Έχω ένα βέλος καρφωμένο στο στέρνο, σκέφτηκε. Αν ήταν σοβαρό, θα είχα πεθάνει, απάντησε στον εαυτό του και τράβηξε το βέλος, που βγήκε εύκολα. Η αιχμή ήταν ματωμένη, αλλά μάλλον το βέλος είχε χάσει την ορμή του διαπερνώντας τις στρώσεις του λινού και δεν είχε καταφέρει να τρυπήσει το πλευρό. Ολόγυρά του ακούστηκαν αποκαρδιωμένες φωνές και πολλοί άνδρες γύρισαν την πλάτη για να γλιτώσουν από τα άλογα που ορμούσαν καταπάνω τους. Οι αισθήσεις του Θεμιστοκλή, οξυμμένες στη διάρκεια της μάχης, τώρα ήταν αργές, λες και ο τροχός του χρόνου είχε κολλήσει σε ένα πηχτό ποτάμι μέλι. Είδε στα αριστερά του μιαν ασπίδα που είχε πέσει μπρούμυτα και γύριζε πάνω στο κέντρο της σαν σβούρα πριν σταματήσει. Ο άνδρας που την είχε ρίξει είχε γυρίσει την πλάτη και το έβαζε στα πόδια ανοίγοντας δρόμο με σπρωξιές ανάμεσα σε άλλους οπλίτες, που πισωπατούσαν τρομοκρατημένοι, εγκαταλείποντας κι εκείνοι τις ασπίδες τους. Ύστερα άκουσε ένα χλιμίντρισμα δυνατό και βαθύ και γύρισε προς το μέτωπο. Είδε το χρυσαφένιο κάλυμμα στο κεφάλι ενός μαύρου αλόγου και τα κόκκινα φτερά να κυματίζουν από πάνω σαν φλόγες από την κόλαση. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε ότι είχε μείνει μόνος μέσα στη σκόνη. Έμοιαζε με μοναχική βάρκα μέσα στο πούσι και το άλογο του μασκοφόρου ήταν ένας τεράστιος μαύρος ύφαλος τον οποίο τα κύματα έσπρωχναν προς το μέρος του. Δεν ήξερε τι
συνέβαινε στα άλλα σημεία του μετώπου, ούτε αν η Αντιοχίδα φυλή δεχόταν παρόμοια επίθεση. Ήταν σίγουρος όμως ότι ο Αριστείδης δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ ρίψασπις. Ο υπερβολικός τρόμος για το ιππικό, που έτρεπε τους άνδρες του σε φυγή, δεν είχε καμία σημασία για τον ίδιο. Υπήρχε όμως ένας άλλος φόβος, πολύ πιο απτός. Η φυλή του Θεμιστοκλή υποχωρούσε μπροστά στον εχθρό και η γραμμή των Αθηναίων κινδύνευε να σπάσει ακριβώς στο κέντρο, αποδεικνύοντας ότι το σχέδιό του είχε μια θανάσιμη αδυναμία. Θα ήταν δακτυλοδεικτούμενος, θα γινόταν ο περίγελως όλων και ο χαμένος στη σύγκριση με τον Αριστείδη. Δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσει για να δει κάτι τέτοιο. Κάρφωσε τη μεταλλική άκρη του δόρατός του στο έδαφος, έστρεψε την αιχμή προς τα εμπρός και γονάτισε για να προστατευτεί πίσω από την ασπίδα. Το κατάμαυρο άτι βγήκε από το σύννεφο της σκόνης κι εμφανίστηκε λιγότερο από πέντε μέτρα μπροστά του. Ο άνδρας με τη μάσκα είχε κρεμάσει το τόξο κοντά στη σέλα του και τώρα κράδαινε πάνω από το κεφάλι μια πελώρια σπάθα. Ο Θεμιστοκλής έσφιξε τα δόντια και μισόκλεισε τα μάτια περιμένοντας την αναπόφευκτη σύγκρουση. Μα το άλογο είδε τη σιδερένια αιχμή μπροστά του και σηκώθηκε στα πίσω πόδια, αρνούμενο να προχωρήσει. Ο ιππέας το γύρισε προς τα αριστερά σφίγγοντας τη ράχη με το γόνατό του και εκμεταλλεύτηκε την κίνηση του ζώου για να καταφέρει ένα χτύπημα στο δόρυ του Θεμιστοκλή και να κόψει την αιχμή. «Εδώ, δίπλα σου!» Ο Θεμιστοκλής κοίταξε λοξά προς τα δεξιά του. Ο Αρίφρονας είχε γονατίσει κοντά του και το δόρυ του υψωνόταν κι αυτό προς το κεφάλι του αλόγου. Οι υπόλοιποι ιππείς έφτασαν πλάι στον μασκοφόρο, μα τα άλογά τους σταμάτησαν απότομα, ακολουθώντας το παράδειγμα του μαύρου αλόγου. Σταματώντας την επίθεση του αρχηγού των αλόγων, ο Θεμιστοκλής είχε καταφέρει να κόψει τη φόρα της επίθεσης σε όλο το κοπάδι. «Κράτα, Θεμιστοκλή!» Κοίταξε για μια στιγμή στα αριστερά του και είδε τον ξερακιανό
Φειδιππίδη· είχε χώσει κι εκείνος το δόρυ στο έδαφος και χαμογελούσε πίσω από ένα πέπλο σκόνης τόσο λευκής και πηχτής ώστε οι εσωτερικές άκρες των βλεφάρων του έμοιαζαν με ματωμένες πληγές. Λίγο πιο πέρα, και ο Μνησίφιλος γονάτισε με αποφασιστικότητα και σήκωσε ένα δόρυ που μάλλον είχε πιάσει από το έδαφος. Πάνω από τον ώμο του εμφανίστηκε η αιχμή ενός άλλου δόρατος και ύστερα κι άλλου. Όλο και περισσότεροι άνδρες έπαιρναν τις θέσεις τους δεξιά και αριστερά του, πυκνώνοντας το μυτερό σιδερένιο φράγμα που απειλούσε τα άλογα των Περσών. Κατάλαβε ότι τους οπλίτες τούς έσπρωχνε περισσότερο η ντροπή τού να δουν τον ταξίαρχό τους να πεθαίνει εγκαταλειμμένος από τους άνδρες του παρά ο φόβος. Έπρεπε να εκμεταλλευτεί εκείνη τη στιγμή το συντομότερο. «Σηκωθείτε! Τ ώρα!» κραύγασε και σηκώθηκε πρώτος ο ίδιος. Το μαύρο άτι σηκώθηκε ξανά στα πίσω πόδια και με το μπροστινό πόδι έριξε στον Θεμιστοκλή μια κλοτσιά που κόντεψε να του πάρει την ασπίδα από τα χέρια. Πόνεσε σαν να είχε δεχτεί σφυριά στον ώμο και έπαψε να νιώθει το αριστερό μπράτσο. Ωστόσο άντεξε και κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι του αλόγου. Το άτι, που είχε κάνει ένα βήμα εμπρός για να τον παρασύρει και είχε ανοίξει το στόμα για να τον δαγκώσει, έφαγε τη σπασμένη λαβή του δόρατος. Ο Θεμιστοκλής έσφιξε το ξύλο με λύσσα κι ένιωσε τη θρυμματισμένη άκρη να γδέρνει κάτι σκληρό κι ύστερα να βυθίζεται. Το μαύρο άλογο έβγαλε ένα οξύ χλιμίντρισμα από τον πόνο κι άρχισε να τινάζεται. Ο μασκοφόρος αναγκάστηκε να κρατήσει τα γκέμια με τα δυο του χέρια και η σπάθα του έπεσε στο έδαφος. Βλέποντας ότι η διείσδυση που επιχειρούσε είχε αποτύχει, η σφήνα του ιππικού είχε μετατραπεί σε μια γραμμή που τώρα μαχόταν εναντίον του επανασυνταγμένου μετώπου των οπλιτών. Οι ιππείς χτυπούσαν από ψηλά με τα κυρτά σπαθιά τους. Μερικά πλήγματα παράσερναν τις περικεφαλαίες των Αθηναίων ή κατάφερναν να χωθούν στο στενό άνοιγμα ανάμεσα στην περικεφαλαία και στην
πανοπλία, σπάζοντας κλείδες και θερίζοντας αρτηρίες, ενώ τα άλογα, λυσσασμένα, κλοτσούσαν και δάγκωναν δεξιά κι αριστερά. Τ ώρα που είχε ανακοπεί η αρχική ορμή της επίθεσης, η κατάσταση ήταν αβέβαιη. Εκείνοι οι ιππείς, γνήσιοι Πέρσες ευγενείς, είχαν καλύψει τα κορμιά τους με πολυτελείς πανοπλίες, μα ο τρόπος με τον οποίο ήταν συρραμμένες οι φολίδες τούς έκανε ευάλωτους στα χτυπήματα που δέχονταν από κάτω προς τα πάνω και πολλοί έπεφταν στο έδαφος και τους ποδοπατούσαν οι οπλές των ίδιων τους των αλόγων ή τους αποτέλειωναν οι Έλληνες, που αναζητούσαν τα αφύλακτα πρόσωπά τους με τις αιχμές των δοράτων τους. Ο μασκοφόρος είχε υποχωρήσει, γιατί το άλογό του κουνούσε διαρκώς το κεφάλι τρελαμένο από τον πόνο. Τ ώρα που ο Θεμιστοκλής είχε λίγο περισσότερο χώρο μπροστά του, μέσα σε εκείνη τη σκόνη που ήταν τόσο πυκνή ώστε ο ήλιος είχε μετατραπεί σε μια λευκή, θολή κηλίδα, ένιωσε να αιωρείται κάπου έξω από το χρόνο· κάπως έτσι θα αισθάνονταν οι ομηρικοί ήρωες όταν οι θεοί τούς άρπαζαν από το πεδίο της μάχης μέσα σ’ ένα σύννεφο. Κάπου μακριά στα αριστερά του ακούστηκε μια σάλπιγγα και κάμποσες ακόμα απάντησαν από τα δεξιά. Παρότι ηχούσαν πνιγμένες από τον ορυμαγδό της μάχης, τις κραυγές και το χλιμίντρισμα των αλόγων, ο Θεμιστοκλής αναγνώρισε τη σύντομη μελωδία, το δίχως άλλο ελληνική. Ήταν το σήμα για το τρίτο μέρος του σχεδίου του. Ο μασκοφόρος, ίσως επειδή διαισθανόταν τι επρόκειτο να συμβεί, σήκωσε το χέρι και κραύγασε μια εντολή, ενώ το άλογό του συνέχιζε να τινάζεται σαν αδάμαστο πουλάρι. Ύστερα γύρισε την πλάτη και χάθηκε μέσα στη σκόνη, ακολουθούμενος από τους ιππείς του. Ο Θεμιστοκλής βόγκηξε, έβηξε κι έφτυσε χώμα, ενώ έβλεπε τα καπούλια των αλόγων να χάνονται από τα μάτια του σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Στο έδαφος όμως ήταν σωριασμένοι ιππείς και η σπάθα του μασκοφόρου, που αποδείκνυε ότι οι αντίπαλοί τους δεν ήταν φαντάσματα. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε να πάρει τη σπάθα ως λάφυρο, μα ήταν πολύ μακριά και δεν ήξερε πού να την κρεμάσει χωρίς να τον ενοχλεί.
«Έρχονται κι άλλοι», είπε ο Μνησίφιλος. Ο Θεμιστοκλής γύρισε προς το φίλο του. Σε κάποια στιγμή είχε χάσει το κράνος του· όλο το δέρμα του δεξιού κροτάφου του ήταν ανοιχτό και το αυτί του κομμένο στα δύο. Μα ο Μνησίφιλος δε διαμαρτυρόταν. Ο Θεμιστοκλής θυμήθηκε τη δική του πληγή και κοίταξε το στέρνο του. Η τρύπα στο λινό δεν είχε ποτίσει με αίμα και ο πόνος που ένιωθε στον αγκώνα εξαφάνιζε αυτόν από την πληγή του βέλους. Οι γαλάζιοι χιτώνες εμφανίστηκαν ξανά μέσα στη σκόνη, κλείνοντας τα κενά από όπου είχε περάσει το ιππικό. Μα στάθηκαν σε απόσταση μερικών μέτρων, χωρίς να αποφασίζουν να επιτεθούν. Έλληνες και Πέρσες έμειναν να κοιτάζονται πάνω από τα πτώματα που είχαν σωριαστεί ανάμεσα στα δύο μέτωπα. «Να επιτεθούμε, κύριε;» ρώτησε ο Αρίφρονας. «Όχι», αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, ενώ έσκυβε για να πιάσει ένα δόρυ. Ήταν περσικό, πιο κοντό από το δικό του, μα η σιδερένια αιχμή του ήταν άθικτη. «Θα κρατήσουμε τη θέση μας. Σύντομα θα έρθουν εκείνοι για να τους σουβλίσουμε με τα δόρατά μας».
Οι Πέρσες τοξότες, σαν κατάλαβαν ότι στη μάχη σώμα με σώμα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε απέναντι στη θωράκιση και τα μακριά δόρατα των οπλιτών, είχαν αρχίσει την υποχώρηση μπροστά στους στρατιώτες της Οινηίδας φυλής, αναζητώντας όσα πλοία είχαν μείνει αγκυροβολημένα στην παραλία. Ο Μιλτιάδης βρυχήθηκε, βλαστήμησε και κοπάνησε τα κεφάλια κάμποσων ανδρών που έκαναν να κυνηγήσουν τους Πέρσες, μεθυσμένοι από το αίμα και άπληστοι στη θέα του χρυσού που έβλεπαν στο λαιμό, στα αυτιά και στους καρπούς τους. Στα αριστερά του, στο κέντρο του πεδίου της μάχης, διακρίνονταν οι γαλάζιοι χιτώνες των Περσών ακοντιστών πίσω από ένα πυκνό παραπέτασμα σκόνης. Όπως είχε συμφωνηθεί στη συγκέντρωση των στρατηγών, αν τα τάγματα που μάχονταν στα
πλάγια κατάφερναν να τρέψουν τον εχθρό σε φυγή, έπρεπε να σπεύσουν να βοηθήσουν τις φυλές του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη ώστε να ισοσκελίσουν την αδυναμία της παράταξής τους. «Μεταβολή προς τα αριστερά!» διέταξε το σαλπιγκτή, που φύσηξε με όλη του τη δύναμη για να μεταφέρει την εντολή. Έπρεπε να στρίψουν πάνω στον άξονα του αριστερού άκρου του τάγματος ώστε να γυρίσουν ένα ολόκληρο μέτωπο εκατό ασπίδων προς το κέντρο του πεδίου της μάχης. Εκείνη η κίνηση ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Η γραμμή των Ελλήνων, που είχε πλέον διασπαστεί σε είκοσι σημεία, έσπασε ακόμα περισσότερο. Μα οι πεντακόσιοι Αχαρνείς και οι υπόλοιποι συστρατιώτες τους της Οινηνίδας φυλής, αν και δεν μπορούσαν να εκτελέσουν την εντολή με ακρίβεια, είχαν τουλάχιστον καταλάβει το πνεύμα της: έπρεπε να σπεύσουν να βοηθήσουν τους συντρόφους που μάχονταν στο κέντρο. Σχημάτισαν μικρές φάλαγγες των τριάντα, των πενήντα, το πολύ των εκατό, και χώθηκαν στα σημεία όπου η σκόνη ήταν πιο πυκνή, αναζητώντας τους γαλάζιους χιτώνες των εχθρών. Ο Κίμωνας, που μαχόταν ακόμη πλάι στον πατέρα του, πέταξε το δόρυ, που είχε σπάσει ξανά, κι έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι. «Τ ρελάθηκες;» φώναξε ο Μιλτιάδης. «Πιάσε ένα δόρυ!» «Δεν το χρειάζομαι, πατέρα!» Ο Μιλτιάδης στράφηκε προς το μέρος του. Τα βλέφαρα του γιου του ήταν κάτασπρα από τη σκόνη και το γένι του είχε πιτσιλιστεί από σάλιο κι αίμα, δικό του ή κάποιου Πέρση. «Δεν έχει σημασία τι χρειάζεσαι εσύ αλλά τι πρέπει να κάνουμε. Πιάσε ένα δόρυ τώρα αμέσως ή θα σε στείλω στην πίσω γραμμή!» Κάποιος έδωσε ένα δόρυ στον Κίμωνα. Η αιχμή ήταν καθαρή, μα ο δακτύλιος ματωμένος. Ο ιδιοκτήτης του θα είχε αποτελειώσει κάποιον εχθρό που βρήκε σωριασμένο στο έδαφος καθώς δρασκέλιζε πάνω από το κορμί του. Μια ριπή αέρα έσκισε το πέπλο της σκόνης, και μπροστά τους, σε απόσταση πέντε περίπου μέτρων, εμφανίστηκε μια γραμμή Περσών ακοντιστών που τους πρόσφερε το αριστερό πλευρό. Μερικοί είδαν
τους Αθηναίους και γύρισαν έντρομοι, αφού δεν περίμεναν να δουν εχθρούς από εκείνο το πλευρό. «Είδες που τελικά χρειάζεσαι το δόρυ;» είπε ο Μιλτιάδης. «Δεν μπορείς να ψαρέψεις τόνους με το σπαθί».
Ο στεριανός άνεμος είχε δώσει τη θέση του στο αεράκι της θάλασσας, που είχε αρχίσει να φυσά αρκετά δυνατά και να παρασέρνει τα σύννεφα της σκόνης προς τα βουνά που έκλειναν την πεδιάδα από το βορρά. Ο Θεμιστοκλής είδε πιο ξεκάθαρα την κατάσταση, τουλάχιστον στην περιοχή όπου παρατασσόταν η φυλή του. Μπροστά τους είχαν ακόμη μεγάλο αριθμό Περσών, μα τώρα δεν ήταν τόσο οργανωμένοι. Κάμποσα κόκκινα καφτάνια των τοξοτών είχαν μπερδευτεί με τα γαλάζια των ακοντιστών και μερικοί σπρώχνονταν, αφού κάθε ομάδα μαχόταν προς διαφορετική κατεύθυνση. Πιο πίσω, πάνω από τα κεφάλια των εχθρών, ορθώνονταν άκρες από δόρατα και λοφία που έμοιαζαν ελληνικά. Για να διαλύσει και την παραμικρή αμφιβολία του, κυριαρχώντας πάνω από τις κραυγές και τις φωνές των Περσών, έφτασε στα αυτιά του η μελωδία του παιάνα. Ήταν η κορύφωση του σχεδίου του. Για να μην τους περικυκλώσει ο εχθρός, ο Θεμιστοκλής είχε προτείνει να τον περικυκλώσουν εκείνοι. Αν τα πράγματα πήγαιναν όπως είχαν προβλέψει –ή μάλλον όπως επιθυμούσαν, γιατί μέσα σε εκείνο το κουβάρι των κραυγών, της σκόνης, του ιδρώτα και του αίματος τα πάντα ήταν χαοτικά και απρόβλεπτα–, οι πτέρυγες των Αθηναίων θα κατάφερναν να νικήσουν τους εχθρούς που είχαν παραταχθεί μπροστά τους και να τους τρέψουν σε φυγή, και τώρα θα έκλειναν τη λαβή τους γύρω από το κέντρο του περσικού στρατού. Το αεράκι συνέχιζε να απομακρύνει τη σκόνη και για μερικά δευτερόλεπτα ο Θεμιστοκλής είδε χιλιάδες Πέρσες να στέκουν πιο στριμωγμένοι και από τους πολίτες στην Εκκλησία της Πνύκας. Όσοι
βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή μπροστά τους, σαν είδαν τα μακριά δόρατα που είχαν δοκιμάσει και οι ίδιοι, στύλωναν τα πόδια στο έδαφος για να αντισταθούν στην πίεση που ασκούσαν οι άνδρες πίσω τους. Μα ήταν ανώφελο, γιατί και οι σύντροφοί τους προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους Αθηναίους που είχαν βρεθεί πίσω τους και δε σταματούσαν να τους σπρώχνουν. Αυτή τη φορά ήταν οι Πέρσες εκείνοι που έρχονταν προς τις μυτερές άκρες των δοράτων τους, αν και όχι με τη θέλησή τους. Μάλιστα πολλοί από αυτούς είχαν χάσει τις ασπίδες τους. Ο Θεμιστοκλής άρχισε τους υπολογισμούς. Είχε σκοτώσει έναν εχθρό και είχε τραυματίσει άλλους δύο, ενώ είχε καρφώσει τη λαβή του δόρατός του στο πελώριο μαύρο άτι. Προς το παρόν είχε γευτεί αρκετό αίμα. Γύρισε στο πλάι και άφησε να περάσει μπροστά ο άνδρας που έστεκε πίσω του, κάποιος Δημόδοκος, που στην αρχή της μάχης είχε παραταχθεί δεκαπέντε ασπίδες στα δεξιά του και στην τρίτη σειρά. Μόνον ο Δίας ήξερε πώς είχε καταλήξει πίσω από τον Θεμιστοκλή· τώρα όμως ο Δημόδοκος τον ευχαρίστησε, διψασμένος για το αίμα των εχθρών. Έξω από τις γραμμές των στρατιωτών ο κόσμος έμοιαζε πιο φρέσκος και φωτεινός. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε προς τα νοτιοδυτικά, κατά το Αγριελίκι. Μικρές ομάδες Περσών έτρεχαν προς το τέμενος του Ηρακλή· ανάμεσά τους διέκρινε και κανέναν ιππέα. Μάλλον είχαν διασπάσει τις γραμμές της φυλής του ή της φυλής του Αριστείδη. Σίγουρα δε θα αποτελούσαν μεγάλη απειλή ούτε για το ελαφρύ πεζικό που είχε μείνει να φυλά το στρατόπεδο των Αθηναίων. «Τ ι θα κάνουμε τώρα, στρατηγέ;» Ο Θεμιστοκλής γύρισε. Τον είχε ρωτήσει ο σαλπιγκτής του τάγματος. Η πανοπλία του ήταν πιτσιλισμένη με αίμα, το λοφίο του ξεριζωμένο, η περικεφαλαία του είχε ένα κόψιμο από σπαθί ή τσεκούρι, μα κρατούσε ακόμη τη σάλπιγγα. Ο Θεμιστοκλής έκανε να του απαντήσει ότι δεν ήταν εκείνος ο στρατηγός της φυλής. Και τότε κατάλαβε. «Ο Μηλόβιος σκοτώθηκε, έτσι δεν είναι;»
Ο σαλπιγκτής κούνησε το κεφάλι με δάκρυα στα μάτια. Ο Θεμιστοκλής σκάλισε τη μνήμη του και θυμήθηκε ότι εκείνο τον νεαρό τον έλεγαν Κόνωνα και ήταν γιος του Μηλόβιου. Έβαλε το χέρι στον ώμο του και του είπε: «Ο πατέρας σου ήταν σπουδαίος άνθρωπος». Ήταν ψέματα φυσικά. Τουλάχιστον όμως ο Μηλόβιος είχε την αξιοπρέπεια να πεθάνει σε μια σπουδαία περίσταση, όχι μαχαιρωμένος σε κάποιο καταγώγιο του Πειραιά. Ο Θεμιστοκλής έπιασε κάτι ακόμα στο βλέμμα του Κόνωνα και τον καθησύχασε: «Θα σου αφήσει μόνο τιμές, όχι χρέη». Το δίχως άλλο, αργότερα θα μετάνιωνε για τη γενναιοδωρία του, γιατί θα έπρεπε να καταβάλει σχεδόν ενάμισι τάλαντο στους πιστωτές του Μηλόβιου. Εκείνη τη στιγμή όμως του ήταν αδύνατον να νιώσει φιλαργυρία. «Τ ι θα κάνουμε, στρατηγέ;» επέμεινε ο νεαρός. «Τ ίποτα. Τ ώρα πια δε χρειάζεται καμία κίνηση». Γύρισε κι έδειξε τις γραμμές τους. Ανάμεσα στις πλάτες των ανδρών φαίνονταν οι αιχμές των δοράτων που λόγχιζαν τους εχθρούς. Τ ώρα πια δεν ακούγονταν παιάνες ούτε σάλπιγγες. Οι διαταγές ήταν λίγες και οι κραυγές πολλές, και η κλαγγή του μετάλλου πάνω στο μέταλλο είχε δώσει τη θέση της σε ήχους πιο ζοφερούς, σαν εκείνους που ακούγονταν στις εκατόμβες προς τιμήν της Αθηνάς, όταν οι σφαγείς αποκεφάλιζαν και τεμάχιζαν εκατό βόδια. «Αν θέλεις να εκδικηθείς το θάνατο του πατέρα σου», είπε στον Κόνωνα, «μπες στην πρώτη γραμμή. Αν και δεν ξέρω αν θα σε αφήσουν οι σύντροφοί σου».
Όταν οι εχθροί εξαπέλυσαν την επίθεσή τους, η Αρτεμισία φαντάστηκε ότι η σύγκρουση θα ήταν τρομερή. Μα οι Αθηναίοι κοντοστάθηκαν μερικά βήματα πριν τους φτάσουν. Το είχε πει ο Φείδωνας: «Θα σταματήσουν, θα το δεις. Μια πραγματική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο φάλαγγες είναι υπερβολικά σκληρή». Χάρη στις ενισχύσεις των στρατιωτών της Αλικαρνασσού, η
αριστερή πτέρυγα των Περσών είχε υπερκαλύψει λίγο εκείνη των Αθηναίων. Γι’ αυτό ο Καλλίμαχος και ο στρατηγός που έστεκε πλάι του όρμησαν στο κέντρο της μικρής φάλαγγας της Αρτεμισίας, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί πλευρό. «Να κοιτάζεις τον άνδρα που έχεις μπροστά σου, κυρά. Μόνο τον άνδρα μπροστά σου», της θύμισε ο Φείδωνας σαν είδε ότι εκείνη δεν έπαυε να κοιτά στο πλάι. Η Αρτεμισία έπαιρνε κοφτές, γρήγορες ανάσες. Ούτε η ίδια ήξερε αν ένιωθε φόβο ή κάτι άλλο. Ό,τι κι αν ήταν όμως, έδινε περισσότερη δύναμη στα χέρια και στα πόδια της, γι’ αυτό δεν την ένοιαζε. Ο άνδρας που ερχόταν καταπάνω της φορούσε μια πολύ κλειστή κορινθιακή περικεφαλαία, μέσα από την οποία φαίνονταν τα μάτια του, πάλλευκα πάνω στο μελαχρινό δέρμα. Και την τελευταία στιγμή, πριν καταφέρει το χτύπημα, ο Αθηναίος τα έκλεισε. Τ ίποτα δε θα μπορούσε να την έχει προετοιμάσει για τη συνέχεια. Παρόλο που η Αρτεμισία εξασκούνταν επί χρόνια με τον Φείδωνα και τους άνδρες του, τα χτυπήματα στην προγύμναση ήταν πάντα κάπως συγκρατημένα, δεν είχαν την ανεξέλεγκτη δύναμη που μπορεί να δώσει σ’ ένα χέρι ο φόβος και η έξαψη της μάχης. Εκείνη τη στιγμή το δόρυ του εχθρού κοπάνησε το κέντρο της ασπίδας της με τόση δύναμη ώστε η ασπίδα χτύπησε την Αρτεμισία στο πρόσωπο και της έσκισε το χείλος. Εκείνη όμως, αντίθετα με τον Αθηναίο, δεν είχε κλείσει τα μάτια· έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός με το δεξί πόδι και τέντωσε τον ώμο και το μπράτσο για να βάλει το όπλο της κάτω από την ασπίδα του εχθρού. Η σιδερένια λεπίδα βρήκε την εξωτερική μεριά του μηρού του Αθηναίου. Η Αρτεμισία είδε το αίμα να αναβλύζει και άκουσε την κραυγή πόνου του αντιπάλου της. «Μπράβο, κυρά!» φώναξε ο Φείδωνας, που, καθώς φαινόταν, προλάβαινε να μάχεται για λογαριασμό του και ταυτόχρονα να παρατηρεί τι έκανε εκείνη. Έτσι άρχισε η μάχη για την Αρτεμισία. Ο αντίπαλός της συνέχισε να μάχεται για λίγο, αν και έβαζε όλο και λιγότερη δύναμη και παραπατούσε εξαιτίας της πληγής στο μηρό. Στα αριστερά της, οι
Αλικαρνασσείς που υπερτερούσαν της αθηναϊκής πλευράς εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα για να επικεντρώσουν τα χτυπήματά τους στο δεξί πλευρό των Αθηναίων. Ο Καλλίμαχος ήταν από τους πρώτους που έπεσαν κι ένας Αλικαρνασσέας σήκωσε την περικεφαλαία και το λοφίο του κραυγάζοντας θριαμβευτικά. Μα οι άνδρες που μάχονταν στις τελευταίες γραμμές του αθηναϊκού στρατού βγήκαν από αυτές κι έσπευσαν να καλύψουν το κενό και η μάχη συνεχίστηκε για κάμποση ώρα. Ήταν όλα τόσο συγκεχυμένα ώστε αργότερα η Αρτεμισία δε θα θυμόταν τις λεπτομέρειες. Ο πρώτος αντίπαλός της είχε εξαφανιστεί· τον είχε αντικαταστήσει άλλος, που είχε βαλθεί να λογχίζει τα πόδια της με δαιμονισμένη ταχύτητα, φτάνοντας να γδάρει τις περικνημίδες της δύο φορές, μέχρι που επενέβη ο Φείδωνας καρφώνοντας το δόρυ του στο πρόσωπό του. Ήταν σε απόσταση ελάχιστα μεγαλύτερη του ενός μέτρου, και η Αρτεμισία είδε τη σιδερένια αιχμή να χώνεται στο μάτι του, από το οποίο άρχισε να αναβλύζει ένα αηδιαστικό γκρίζο υγρό μαζί με αίμα. Ύστερα ο ίδιος ο Φείδωνας είπε: «Υποχώρηση! Υποχώρηση!» Η Αρτεμισία δεν καταλάβαινε το λόγο, μα ο Φείδωνας την έπιασε από την ποδιά χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και την τράβηξε προς τα πίσω. Οι Αθηναίοι που τους πολεμούσαν σταμάτησαν ανακουφισμένοι, ενώ οι Αλικαρνασσείς υποχωρούσαν βήμα βήμα, κοιτώντας μπροστά, για να μην αφήσουν τον εχθρό από τα μάτια τους, αλλά και πίσω, για να βεβαιωθούν ότι υποχωρούσαν και οι υπόλοιποι σύντροφοί τους. Μόνο τότε κατάλαβε η Αρτεμισία τι συνέβαινε. Στα δεξιά της, οι Αθηναίοι είχαν διεισδύσει στις γραμμές των Περσών αφού είχαν διαλύσει το τείχος των ασπίδων τους και τώρα προχωρούσαν ποδοπατώντας πτώματα και λογχίζοντας τους τοξότες. Αν οι Αλικαρνασσείς έμεναν στη θέση τους, ακόμα και αν αντιστέκονταν στους άνδρες που είχαν μπροστά τους, δε θα αργούσαν να βρεθούν περικυκλωμένοι από την οπισθοφυλακή, που θα τους επιτίθετο. «Στα πλοία!» φώναξε η Αρτεμισία. «Στα πλοία, γρήγορα!»
Οι άνδρες των τελευταίων γραμμών γύρισαν την πλάτη και άρχισαν να τρέχουν προς τα καράβια. Η Αρτεμισία, ο Φείδωνας και οι υπόλοιποι άνδρες της εμπροσθοφυλακής συνέχισαν να υποχωρούν με κάποια πειθαρχία, σχεδόν πλαγιαστά. Μα οι Αθηναίοι είχαν πάρει ανάσα και όρμησαν επάνω τους με κραυγές. Η Αρτεμισία κοίταξε πίσω της. Τα πλοία τους απείχαν πάνω από διακόσια μέτρα, ενώ οι εχθροί λιγότερα από είκοσι. «Πέτα την ασπίδα, Αρτεμισία!» είπε ο Φείδωνας. «Πέταξέ τη!» Έλεγαν ότι αυτή η πράξη ήταν η μεγαλύτερη ατίμωση για έναν πολεμιστή· για έναν Σπαρτιάτη, δε, ισοδυναμούσε πρακτικά με θάνατο. Μα ο βετεράνος πολεμιστής τής έλεγε πάντα ότι, αν έφτανε εκείνη η ώρα, έπρεπε να θυμηθεί τα λόγια του Αρχίλοχου: «Με την ασπίδα απ’ τους Σαΐους κάποιος θ’ αγάλλεται· / στα θάμνα, αρματωσιά λαμπρή, την πέταξα άθελά μου. / Φτάνει που σώθηκα. Για την αρματωσιά εκείνη νοιάζομαι; / Ώρα καλή της! Θ’ αποχτήσω άλλη λαμπρότερη και στους εχθρούς θανατερά δώρα φιλεύοντας»*. Η νεαρή γυναίκα πέταξε την ασπίδα, που έπεσε πάνω στις υπόλοιπες με μια ηχηρή κλαγγή, γύρισε την πλάτη και τράπηκε σε φυγή, μετανιώνοντας μάλιστα που είχε φορέσει τις περικνημίδες. * Αρχαίοι λυρικοί — Δ΄ Ιαμβογ ράφοι, ό.π., σελ. 32-33. (Σ.τ.Μ.)
Άρχισαν να τρέχουν προς τα πλοία κυνηγημένοι από τον αχό της μάχης. Κοιτώντας αριστερά, προς τη στεριά, η Αρτεμισία είδε ότι στις τελευταίες γραμμές των Περσών πολλοί άνδρες ακολουθούσαν το παράδειγμά τους. Πιο πίσω, οι οπλίτες της αθηναϊκής πτέρυγας έτρεχαν κυνηγώντας τους Αλικαρνασσείς. Τους καθήλωνε όμως το βάρος των ασπίδων και η κούραση της παρατεταμένης επίθεσης στην πεδιάδα, γι’ αυτό οι Αλικαρνασσείς κατάφεραν να τους αφήσουν κάπως πίσω. Σε αντίθεση με τους Πέρσες, ανάμεσα στους άνδρες της δεν είχε επικρατήσει πανικός. Άλλωστε δεν είχαν ηττηθεί στο δικό τους πεδίο μάχης και οι περισσότεροι ήταν ξεκούραστοι γιατί δεν είχαν προλάβει
καν να πολεμήσουν. Σαν έφτασαν στην παραλία, άνοιξαν τις γραμμές για να μη σκοντάψουν ο ένας πάνω στον άλλο. Ο καθένας κατευθύνθηκε προς το πλοίο του και άρχισαν να ανεβαίνουν, άλλοι από τις σκάλες, άλλοι πιάνοντας τα σκοινιά που τους πετούσαν από το κατάστρωμα και άλλοι σκαρφαλώνοντας από τα κουπιά. Τα πλοία είχαν ξεκολλήσει από την άμμο και τα πληρώματα στο κατάστρωμα φώναζαν στους συντρόφους τους να βιαστούν. Ο Διογένης, ο κυβερνήτης, έριξε ένα παλαμάρι στην Αρτεμισία. «Βιάσου, κυρά!» Η κοπέλα κοίταξε πίσω. Οι πρώτοι Αθηναίοι δεν απείχαν περισσότερο από είκοσι μέτρα. Πέταξε το δόρυ, έτρεξε προς την πρύμνη της Καλλιστούς κι άρπαξε το σκοινί για να σκαρφαλώσει, γιατί είχαν σηκώσει τη σκαλίτσα. Πάλι καλά που οι Αθηναίοι δεν έχουν τοξότες, συλλογίστηκε, μα, στη σκέψη ότι είχε γυρίσει την πλάτη στον εχθρό, ανατρίχιασε σύγκορμη.
Οι γραμμές των Περσών είχαν καταρρεύσει μπροστά στον Κυναίγειρο και στους άνδρες του. Βλέποντας ότι σε ελάχιστα λεπτά οι Έλληνες είχαν θερίσει τρεις-τέσσερις σειρές στρατιωτών και είχαν αρχίσει να ανοίγουν δρόμο ποδοπατώντας πτώματα, οι υπόλοιποι παραδόθηκαν στον πανικό, γύρισαν την πλάτη και τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες άρχισαν να λογχίζουν ανελέητα από πίσω τους άνδρες της πρώτης γραμμής, που τώρα πια είχαν βρεθεί τελευταίοι και είχαν αρχίσει να σπρώχνουν τους συντρόφους τους για να γλιτώσουν. Ο Κυναίγειρος σώριασε έναν από αυτούς χώνοντας το δόρυ στα νεφρά του, ύστερα πέρασε από πάνω του και όταν πάτησε το μπράτσο του συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Ο οπλίτης που τον ακολουθούσε ανέλαβε να τον αποτελειώσει. Ύστερα ο Κυναίγειρος έχωσε το δόρυ του στην πλάτη ενός ακόμα Πέρση. Ο άνδρας δε φορούσε κανένα προστατευτικό κάτω από το κόκκινο καφτάνι και η αιχμή χώθηκε στο κορμί του με τόση δύναμη, ώστε γαντζώθηκε
ανάμεσα στα πλευρά του και ο Κυναίγειρος δεν κατάφερε να την ξαναβγάλει. Το δόρυ του έμεινε εκεί. Μπροστά τους απλωνόταν ένας μεγάλος άδειος χώρος. Στο βάθος οι Πέρσες έτρεχαν προς τα πλοία, ενώ δεξιά τους μια ομάδα Ιώνων κατευθυνόταν προς την παραλία. Κάποιος πλησίασε τον Αισχύλο και του είπε κάτι· εκείνος κούνησε το κεφάλι και στράφηκε προς τον αδελφό του: «Ο πολέμαρχος και ο στρατηγός σκοτώθηκαν. Είσαι επικεφαλής». Σαστισμένος όπως ήταν, ο Κυναίγειρος χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει τι συνέβαινε. Ύστερα θυμήθηκε τις εντολές που είχαν λάβει. Στη συγκέντρωση πριν από τη μάχη είχαν συμφωνήσει ότι, αν κατάφερναν να διασπάσουν τις γραμμές των Περσών, το τάγμα της Αιαντίδας μπορούσε να καταδιώξει τους εχθρούς, ενώ οι φυλές που θα παρατάσσονταν στα αριστερά του θα έσπευδαν να βοηθήσουν τους συμπολεμιστές τους στο κέντρο. «Επάνω τους!» φώναξε δείχνοντας με το σπαθί προς την παραλία. «Πρέπει να τους εμποδίσουμε να μπουν στα πλοία και να φτάσουν στην Αθήνα!» Οι πολίτες της φυλής του ζήτησαν από τα πόδια τους να καταβάλουν μια τελευταία προσπάθεια και προχώρησαν με βήμα ελαφρύ, φορτωμένοι με τον οπλισμό τους. Η παράταξή τους έσπασε, οι πιο γρήγοροι μπήκαν μπροστά και διασπάστηκαν σε ομάδες που έτρεχαν προς τα πλοία τα οποία είχαν παραταχθεί στην ακτή. Πολλά πλοία είχαν σαλπάρει και απομακρύνονταν βιαστικά από την ακτή. Όχι πολύ μακριά τους όμως, κάμποσα ελληνικά πλοία απέπλεαν σιγά σιγά. Οι Ίωνες που είχαν παραταχθεί στο πλευρό των Περσών ανέβαιναν σε αυτά. Εκείνοι είχαν σκοτώσει τον πολέμαρχο και το στρατηγό της φυλής του, σκέφτηκε ο Κυναίγειρος, και το μίσος του φούντωσε ακόμα περισσότερο. Ο Κυναίγειρος ήταν αθλητής με μεγάλες αντοχές· είχε κερδίσει αρκετά δάφνινα στεφάνια στο απαιτητικό αγώνισμα του δόλιχου. Πολύ σύντομα, ο ίδιος και οι ταχύτεροι σύντροφοί του άφησαν πίσω τους υπόλοιπους. Είχαν φτάσει πια στο πρώτο πλοίο. Ήταν το πιο
μεγάλο απ’ όλα, μια τριήρης στο χρώμα της ώχρας με ένα λάβαρο που απεικόνιζε μιαν αρκούδα κεντημένη με λευκή κλωστή πάνω σε κόκκινο πανί και φανταχτερά χρυσά στολίδια στην πλώρη και στην πρύμνη. «Πάμε να πάρουμε εκείνο το πλοίο!» εμψύχωσε τους άνδρες του. Όσο περισσότερο έτρεχε τόσο λιγότερο κουρασμένος ένιωθε. Αισθανόταν ως μια μετεμψύχωση του Αχιλλέα που πολεμούσε κάτω από τα τείχη της Τ ροίας. Η τριήρης είχε αρχίσει να λικνίζεται στα ρηχά νερά της παραλίας. Ο Κυναίγειρος μπήκε στο νερό και οι τελευταίοι Ίωνες που δεν είχαν ανέβει ακόμη γύρισαν για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο και τους άνδρες που τον ακολουθούσαν. Ακολούθησε μια σύντομη μάχη στα πόδια του πλοίου. Τα νερά βάφτηκαν με το αίμα των Ιώνων. Ο Κυναίγειρος πλήγωσε έναν στο μηρό και, όταν ο άνδρας έσκυψε, του κατάφερε ένα χτύπημα στο σβέρκο. Χωρίς να περιμένει να δει την τύχη του αντιπάλου του, άρχισε να προχωρά προς το πλοίο μέσα στο νερό, κυνηγώντας τους εχθρούς που είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν στα σκοινιά. Άφησε την ασπίδα του να πέσει, κρέμασε το σπαθί στο πλευρό και πάτησε στο τελευταίο κουπί, κοντά στην πρύμνη. Παρότι οι άνδρες του τον ακολουθούσαν, κανείς δε θα μπορούσε να αμφιβάλλει ότι είχε την τιμή να είναι ο πρώτος που πάτησε το πόδι του σε ένα πλοίο του εχθρού. Το δεξί του χέρι πιάστηκε από το κατάστρωμα στο σημείο που κύρτωνε προς τα πάνω για να ενωθεί με την κουπαστή· πήρε φόρα και τραβήχτηκε ώσπου πιάστηκε και με το αριστερό. Όταν όμως το κεφάλι του ξεπρόβαλε πάνω από το ξύλο της κουπαστής, είδε κάτι που τον έκανε να σταματήσει προς στιγμήν. Μπροστά του έστεκε ένας οπλίτης που έβγαλε την περικεφαλαία και τον κοίταξε. «Αθηνά!» φώναξε ο Κυναίγειρος, γιατί ο οπλίτης δεν ήταν άνδρας αλλά γυναίκα, κάτι που σήμαινε ότι δεν μπορούσε να είναι άλλος από την πολεμόχαρη θεά. Σαστισμένος από το βλέμμα εκείνων των γαλάζιων ματιών και την αλλόκοτη κατάσταση, δεν αντιλήφθηκε ότι η γυναίκα κρατούσε
ένα τσεκούρι. Άξαφνα ένιωσε κάτι σκληρό, ένα δυνατό χτύπημα στον καρπό. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να τραβήξει το χέρι. Όταν το έκανε όμως, το δεξί του χέρι έμεινε εκεί, πιασμένο από την κουπαστή. Είδε την κατακόκκινη σάρκα, τα λευκά κόκαλα και τους τένοντες, τις φλέβες που έσταζαν αίμα· συνέχισε να τα βλέπει καθώς έπεφτε με την πλάτη στο νερό, ακούγοντας την κραυγή πόνου που έβγαινε από το στόμα του. Οι σύντροφοί του παραιτήθηκαν από την προσπάθεια να πάρουν την τριήρη, που είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την ακτή με την ορμή των κουπιών, και τον έβγαλαν στην παραλία. Ο Κυναίγειρος τους απόδιωξε, σηκώθηκε κι έδειξε το πλοίο με το ακρωτηριασμένο του χέρι. «Πρέπει να το πάρουμε! Μην το αφήσετε να φύγει!» Όσο φώναζε όμως, το αίμα συνέχιζε να αναβλύζει από τον καρπό του. Ο πόνος άρχισε να ανεβαίνει από το μπράτσο κι έφτασε ως το κεφάλι του σαν κλοτσιά. Έπεσε στα γόνατα μέσα στο νερό κι όλα γύρω του σκοτείνιασαν. Άκουσε κάπου πολύ μακριά τον αδελφό του τον Αισχύλο κι ένιωσε κάμποσα χέρια να τον αρπάζουν. «Σήμερα θα βρεθείς μαζί μου στα Ηλύσια Πεδία». Ακούγοντας εκείνη τη γλυκιά φωνή, ο Κυναίγειρος σήκωσε το κεφάλι. Η Αθηνά, η ίδια που του είχε ακρωτηριάσει το χέρι, τώρα τον κοιτούσε με γλυκό χαμόγελο. Την άφησε να του χαϊδέψει τα μαλλιά ενώ τον νανούριζαν τα κύματα του Μαραθώνα.
Ο Κυναίγειρος δεν ξύπνησε ποτέ. Τα λινά κουρέλια με τα οποία προσπάθησαν να δέσουν την πληγή του δεν έκαναν τίποτα, και όταν επιτέλους κάποιος κατάφερε να βρει φωτιά για να καυτηριάσουν το κομμένο μέλος, ήταν πολύ αργά. Όταν ο Θεμιστοκλής είδε το φίλο του, ο Κυναίγειρος κείτονταν στην άμμο κατάχλομος και το πρόσωπό του ήταν τόσο λευκό ώστε το καστανό του γένι έμοιαζε μαύρο σαν το κάρβουνο. Η έκφρασή του όμως ήταν γαλήνια και τα μάτια του κλειστά σαν να κοιμόταν. Ο Αισχύλος είχε γονατίσει πλάι
στο κορμί του αδελφού του και το κοίταζε βουβός και κατάπληκτος. «Ο πόνος σου είναι και δικός μου», είπε ο Θεμιστοκλής σφίγγοντάς του τον ώμο. Ο Αισχύλος σήκωσε τα μάτια, με βλέμμα κατάμαυρο και σκληρό σαν τον οψιδιανό. «Όχι, Θεμιστοκλή. Ο πόνος είναι μόνο δικός μου. Εσύ απόλαυσε τη νίκη σου». Εκείνη η αντίδραση πόνεσε τον Θεμιστοκλή. Είχε μοιραστεί πολλά με τον Κυναίγειρο. Κατάπιε όμως τα δάκρυά του κι απομακρύνθηκε χωρίς να πει τίποτα. Όντας η ανώτατη αρχή της Λεοντίδας φυλής, έπρεπε να συνεδριάσει με τους υπόλοιπους στρατηγούς. Ενώ κατευθυνόταν προς το σημείο της συνάντησης, άρχισε να μιλά με τους πολίτες που συναντούσε για να συλλέξει πληροφορίες. Το μέγεθος του θριάμβου γινόταν όλο και πιο εκπληκτικό κάθε στιγμή που περνούσε και οι ίδιοι οι Αθηναίοι το καταλάβαιναν σιγά σιγά. «Ο Μιλτιάδης είναι ευφυΐα!» σχολίαζε κάποιος σε ένα πηγαδάκι οπλιτών. «Μόνο ένας τρελός σαν κι αυτόν θα μπορούσε να μας οδηγήσει στη νίκη». Πάρε τώρα τη δόξα από τον Μιλτιάδη αν μπορείς, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής με πικρία. Πριν ακόμη συναντήσει τους υπόλοιπους, είχε σχηματίσει μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα του αποτελέσματος της μάχης. Μπροστά στην αριστερή πτέρυγα των Ελλήνων, οι Πέρσες που είχαν αντιμετωπίσει τους Πλαταιείς και την Αιγηίδα φυλή είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες. Σε εκείνο το σημείο, στους πρόποδες του βουνού, οι εχθροί ήταν πολύ μακριά από τα πλοία ώστε να υποχωρήσουν, γι’ αυτό πολλοί είχαν αναγκαστεί να χωθούν στο βάλτο. Οι Αθηναίοι τους είχαν καταδιώξει ως εκεί, κυνηγώντας τους σαν πάπιες μες στα καλάμια. Για να ξεφύγουν από τα δόρατα των Ελλήνων, κάποιοι είχαν μπει στις πιο βαθιές ζώνες του τέλματος, μα το μόνο που κατάφεραν ήταν να πνιγούν στα νερά του, γιατί οι περισσότεροι δεν ήξεραν κολύμπι. Οι μεγαλύτερες απώλειες όμως είχαν σημειωθεί στο κέντρο. Τα
επίλεκτα στρατεύματα των Περσών, τα οποία στην αρχή της μάχης είχαν αντισταθεί επιτυχώς στο σφυροκόπημα των Αθηναίων, και μάλιστα σε αρκετά σημεία του μετώπου είχαν καταφέρει να πάρουν προβάδισμα, είχαν πέσει θύματα της ίδιας τους της επιτυχίας. Αντί να τραπούν σε φυγή λίγα λεπτά μετά τη σύγκρουση, σαν τους συστρατιώτες τους στις πτέρυγες, οι λογχοφόροι είχαν κρατήσει τη θέση τους· εκεί ακριβώς οι σχεδόν τέσσερις χιλιάδες οπλίτες από τις φυλές Ερεχθηίδα, Κεκροπίδα, Ιπποθωντίδα και Οινηίδα τους είχαν περικυκλώσει με μια κυκλωτική κίνηση. Όπως είχε προβλέψει ο Μιλτιάδης μιλώντας στο γιο του, αντί για μάχη, εκείνο έμοιαζε περισσότερο με ψάρεμα, αφού οι Έλληνες βάλθηκαν να καμακώνουν τους Πέρσες σαν τόνους που σπαρταρούσαν πιασμένοι στα δίχτυα. Όσοι δε βρήκαν το θάνατο από τα δόρατα των Ελλήνων πέθαναν από ασφυξία μέσα στο συνωστισμό τόσων κορμιών, τραυματισμένοι από τα όπλα των συντρόφων τους ή ποδοπατημένοι. Σε εκείνο το σημείο είχαν πέσει σχεδόν ακέραια πέντε τάγματα, με εξαίρεση ελάχιστους ακοντιστές, που είχαν καταφέρει να σπάσουν τον αθηναϊκό κλοιό και να διαφύγουν. Ο Μιλτιάδης είχε διατάξει να μην πάρουν αιχμαλώτους. Τα λάφυρα έδειχναν λιγότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς ύστερα από μια τέτοια συντριπτική νίκη. Ο Δάτις είχε διατάξει να μαζέψουν τις πιο πολυτελείς σκηνές κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ τις υπόλοιπες τις είχαν κάψει οι Πέρσες πριν τραπούν σε φυγή. Όσο για τα πλοία, οι Αθηναίοι είχαν αιχμαλωτίσει εφτά, τρία ιωνικά και τέσσερα φοινικικά. Τα καράβια της Αρτεμισίας είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Παρ’ όλα αυτά, στο σωρό των πτωμάτων που κείτονταν στο κέντρο του πεδίου της μάχης υπήρχε πληθώρα από χρυσό και κοσμήματα αλλά και πολύτιμα όπλα. Οι Αθηναίοι δεν προλάβαιναν να μοιραστούν τα λάφυρα, να υψώσουν τρόπαιο ή να νοιαστούν για τους νεκρούς τους. Όσοι στρατηγοί είχαν επιζήσει έκαναν ένα γρήγορο άτυπο συμβούλιο. Είχαν πέσει στη μάχη τέσσερις στρατηγοί, που εκπροσωπούνταν από τους ταξιάρχους τους, εκτός από την Αιαντίδα φυλή, που είχε χάσει
τόσο το στρατηγό της, Στησίλαο, όσο και τον ταξίαρχό της, Κυναίγειρο. Όσο συζητούσαν, τα πανιά των περσικών πλοίων χάνονταν στον ορίζοντα. Οι ανιχνευτές που είχαν στείλει στην άκρη της Κυνόσουρας τους πληροφόρησαν ότι ο στόλος είχε χωριστεί στα δύο. Το μεγαλύτερο τμήμα έκανε τον περίπλου της Αττικής προς τα νότια, μα ένα τμήμα είχε στραφεί προς ανατολάς, στην Εύβοια. «Πάνε να πάρουν τους Ερετριείς», είπε ο Μιλτιάδης. Τ ώρα που είχε κατακαθίσει η ευφορία της μάχης, ο Θεμιστοκλής θυμήθηκε ξανά τα σχέδιά του για το στόλο. Αν είχαν αρκετά πολεμικά πλοία, θα μπορούσαν να σώσουν τους Ερετριείς. «Τ ι έγινε με τους στρατηγούς των Περσών;» ρώτησε ο Μιλτιάδης. «Έχουμε στα χέρια μας τον Δάτι;» Ανάμεσα στα πτώματα υπήρχαν κάμποσα που, αν έκρινε κανείς από τον πλούτο των ενδυμάτων τους, μάλλον ανήκαν στην πιο υψηλή τάξη των Περσών ευγενών. Όλα όμως έδειχναν ότι τόσο ο Δάτις όσο και ο Αρταφέρνης είχαν καταφέρει να διαφύγουν. Σαν το άκουσε αυτό, ο Μιλτιάδης έφτυσε καταγής με περιφρόνηση. «Τους δειλούς! Ο δικός μας πολέμαρχος ήταν ο πρώτος που έπεσε στη μάχη, ενώ εκείνοι ήταν οι πρώτοι που το έβαλαν στα πόδια. Κανένα ίχνος του Ιππία;» Ο Αλκμεωνίδης Μεγακλής ξέσπασε σε χάχανα. «Αυτός πρέπει να ήταν ο πρώτος που σάλπαρε χθες βράδυ. Η ηλικία του δεν τα σηκώνει αυτά». «Τέλος πάντων. Δεν έχει μεγάλη σημασία τώρα», είπε ο Μιλτιάδης. «Ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Πρέπει να επιστρέψουμε στην Αθήνα το συντομότερο. Είδατε πού έχουν φτάσει τα πλοία τους», πρόσθεσε δείχνοντας προς το νότο. «Πόσοι Πέρσες μπορεί να έχουν μείνει ζωντανοί;» ρώτησε ο Ευκλείδης. «Ας κάνει το λογαριασμό ο Θεμιστοκλής», απάντησε ο Μιλτιάδης. Εκείνος χάιδεψε το γένι του πριν απαντήσει. «Αφού, όπως φαίνεται, εξολοθρεύσαμε τα τάγματα του κέντρου,
οι νεκροί μπορεί να φτάνουν τους πέντε χιλιάδες. Προσθέστε αυτούς που έπεσαν σε άλλα σημεία στο πεδίο της μάχης. Δεν ξέρω, ίσως άλλους χίλιους πεντακόσιους». «Γιατί δεν αφήνεις τα ήξεις αφήξεις; Πες μας επιτέλους πόσοι μένουν!» είπε ο Ξάνθιππος. Ο Θεμιστοκλής έκλεισε τα μάτια και μέτρησε ως το δέκα, όχι για να υπολογίσει τις δυνάμεις του περσικού στρατεύματος, αλλά για να μη στείλει τον Ξάνθιππο στον κόρακα. Ήταν όλοι τους κατάκοποι κι ευερέθιστοι, μα η αυθάδεια και η ψιλή φωνή του «Αγγουριού» ήταν ικανές να βγάλουν από τα ρούχα του τον καθένα. «Πρέπει να μένουν γύρω στους είκοσι χιλιάδες ακόμα», είπε τελικά. «Αν είμαστε αισιόδοξοι, ίσως δεκαεφτά χιλιάδες. Αν και νομίζω ότι η αισιοδοξία είναι το τελευταίο πράγμα που μας βολεύει». «Γιατί; Μόλις πετύχαμε μια μεγάλη νίκη», είπε ο Μεγακλής με αστραφτερό χαμόγελο. Κατά τα φαινόμενα, είχε ξεχάσει ότι είχε αντιταχθεί από την αρχή σε μια μάχη ενάντια στους Πέρσες. «Πετύχαμε μέρος της νίκης», γρύλισε ο Μιλτιάδης. «Αν όμως θέλουμε να έχουμε σπίτια και οικογένειες για να τη γιορτάσουμε, πρέπει να επιστρέψουμε αμέσως στην Αθήνα». «Οι άνδρες μας είναι τσακισμένοι», είπε ο Ευκλείδης. «Δεν μπορούμε να τους ζητήσουμε κάτι τέτοιο». Ο Μιλτιάδης ρουθούνισε. «Άκουσέ με καλά. Είμαι εξήντα δύο ετών». Ο Θεμιστοκλής σήκωσε το φρύδι. Πρώτη φορά άκουγε τον Μιλτιάδη να αναγνωρίζει την πραγματική του ηλικία. «Μόλις πολέμησα ενάντια στους Πέρσες, δίπλα σε άνδρες είκοσι, τριάντα, ακόμα και σαράντα χρόνια νεότερούς μου. Ολόκληρο το κορμί μου πονάει σαν να έχει περάσει από πάνω μου το κάρο με τα βόδια που μεταφέρει την ιέρεια του Άργους στην πομπή. Αν ήταν στο χέρι μου, θα έπινα τώρα δα ένα πιθάρι κρασί και θα έπεφτα να κοιμηθώ μέχρι τα Απατούρια. Μη μου λες λοιπόν τι μπορώ να ζητήσω από τους στρατιώτες μου και τι όχι!» «Ο Μιλτιάδης έχει δίκιο», παρενέβη ο Αριστείδης. Ο αλλοτινός
ανταγωνιστής του Θεμιστοκλή είχε έναν τεράστιο επίδεσμο στο κεφάλι κι ένα τραύμα στον αριστερό μηρό, αλλά αρνούνταν να καθίσει κι έστεκε όρθιος, όπως οι υπόλοιποι, στηριγμένος στο δόρυ του. «Πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας». Η απόφαση ελήφθη γρήγορα. Οι άνδρες παρατάχθηκαν ξανά για πορεία. Παρά την εξάντληση που ένιωθαν μαζί με την ευφορία της νίκης, κανείς δε διαμαρτυρήθηκε, γιατί ήξεραν ότι έπρεπε να υπερασπιστούν τους δικούς τους. Οι βοηθοί των οπλιτών, που όσο εκτυλισσόταν η μάχη είχαν βγει πίσω από το φράχτη μόνο για να κυνηγήσουν τους Πέρσες φυγάδες, ανέλαβαν το βάρος των ασπίδων και των πανοπλιών για να πάρουν μια ανάσα όσοι είχαν πολεμήσει. Οι τραυματίες έμειναν στον Μαραθώνα, μαζί με τη φυλή του Αριστείδη, που είχε υποστεί μεγάλες απώλειες στη μάχη ενάντια στους λογχοφόρους των Περσών· άλλωστε ο μόνος άνδρας τον οποίο εμπιστεύονταν οι πολίτες για τη φύλαξη των λαφύρων της μάχης μέχρι να γίνει η μοιρασιά ήταν ο Αριστείδης ο Δίκαιος. Έτσι, μόλις δύο ώρες αφού είχαν επιτεθεί τρέχοντας σε δεκαέξι χιλιάδες Πέρσες κάτω από μια βροχή από βέλη, οι πολίτες των πρώτων τριών τάξεων της Αθήνας βάλθηκαν να καλύψουν σαράντα χιλιόμετρα με βήμα ταχύ για να σώσουν την πόλη τους.
Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου, το σούρουπο Ω κόρη του Δία, εσύ που φέρεις την αιγίδα, όμορφη κόρη γλαυκομάτα, σε ικετεύω να κρατήσεις τους Πέρσες μακριά από την πόλη σου και να προστατεύσεις την ικέτιδά σου την Απολλωνία και την κόρη της, τη Μνησιπτολέμη». Η Απολλωνία έριξε μια πλάγια ματιά στην Ευτέρπη, τη μητέρα του Θεμιστοκλή. Η έκφρασή της ήταν τόσο ιερατική όσο κι εκείνη του πέτρινου αγάλματος, αλλά χωρίς το χαμόγελο. Η νέα έσπευσε να προσθέσει, ενώ έτριβε το λιβάνι πάνω στη βάση: «Σε ικετεύω να προστατεύσεις και τα παιδιά σου, τους Αθηναίους, που βγήκαν να αντιμετωπίσουν τους βαρβάρους και να τους εμποδίσουν να βεβηλώσουν την πόλη σου. Σε παρακαλώ, πολεμόχαρη θεά, φύλαγε τον Θεμιστοκλή, το γιο του ευγενούς Νεοκλή, που σου αφιέρωσε αυτόν εδώ το θησαυρό, και κάνε τον να επιστρέψει σώος και αβλαβής στο σπίτι των δικών του». Στο σπίτι που τώρα ανήκω κι εγώ, πρόσθεσε μέσα της, παρότι ούτε η ίδια ήξερε μέχρι ποιου σημείου ίσχυε κάτι τέτοιο. Δεν είχε αποδειχτεί εύκολο να μετατραπεί από κυρά ενός σπιτιού σε φιλοξενούμενη ενός άλλου. Θεωρητικά, η Απολλωνία είχε καλύτερη θέση από τις σκλάβες του σπιτιού, μα στην πραγματικότητα ανήκε εκεί πολύ λιγότερο από εκείνες. Δεν είχε μάθει ακόμη τις συνήθειες και τα ωράρια, δεν ήξερε πού ήταν φυλαγμένα τα αντικείμενα του νοικοκυριού και με ποιο τρόπο τα οργάνωναν. Σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρεπόταν να αλλάζει θέση σε κανένα αντικείμενο. Γι’ αυτό ένιωθε να ενοχλεί, σαν να ήταν ένα έπιπλο που πάντα κατάφερνε να βρίσκεται μες στη μέση. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η κόρη της, που μόλις είχε κλείσει τα δύο, γελούσε και φώναζε όλη μέρα, έτρεχε παντού, σκόνταφτε και κουτουλούσε σε όποιο μυτερό αντικείμενο έβρισκε στο δρόμο της. Ευτυχώς η Αρχίππη, η σύζυγος του Θεμιστοκλή, δεν έδειχνε να ενοχλείται από το γεγονός ότι η Μνήση ήταν σκέτος σίφουνας. «Άφησε να την αναλάβουν οι σκλάβες σου», τη συμβούλευε σαν να
μη συνέβαινε τίποτα. «Γι’ αυτό τις έχεις». Αυτό τουλάχιστον έκανε η ίδια με τα παιδιά της. Ο παιδοτρίβης τους ήταν ένας ξερακιανός, νευρικός σκλάβος που δεν καθόταν στιγμή ήσυχος και είχε πολύ γρήγορο χέρι, μα, παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφερνε να κάνει καλά τα τέσσερα παιδιά. Ο πιο μεγάλος, ο Νεοκλής, μόλις είχε κλείσει τα έξι και δεν είχε αρχίσει ακόμη να πηγαίνει στο γραμματιστή για να μάθει γραφή και αριθμητική. Αν και σε αυτή την ηλικία θα έπρεπε να είναι λίγο πιο ήσυχος από τους υπόλοιπους, έμοιαζε με την ουρά της σαύρας – η γιαγιά του τον φώναζε «ουρά σαλαμάνδρας», λόγω ενός οικογενειακού αστείου με το οποίο ο Θεμιστοκλής δεν έδειχνε να διασκεδάζει ιδιαίτερα. Τα υπόλοιπα παιδιά, ο Διοκλής, ο Πολύευκτος και ο Κλεόφαντος, έτρεχαν μέσα στο σπίτι, έριχναν κάτω τα σκαμνιά και πάλευαν όλη την ημέρα ενώ η μητέρα τους πλατάγιζε τη γλώσσα και περιοριζόταν να φωνάζει: «Παιδιάαα...» Στην πραγματικότητα, μέσα σε εκείνο το σπίτι η ίδια η Αρχίππη ήταν μεγαλύτερο εμπόδιο από την Απολλωνία. Ως νοικοκυρά δεν άξιζε ούτε μισό χάλκινο νόμισμα. Ήταν λογικό να μη θέλει να πιάσει τη σκούπα ή να γδάρει τα δάχτυλά της τρίβοντας το ξύλινο πάτωμα με τη βούρτσα από γουρουνότριχες και πλένοντας τα ρούχα. Ο αργαλειός, αντίθετα, ήταν μια δραστηριότητα τόσο ευγενής ώστε ακόμα και η βασίλισσα Πηνελόπη επιδιδόταν σε αυτή. Μα έπρεπε να δει κανείς την Αρχίππη σαν καθόταν να υφάνει με τις σκλάβες και την πεθερά της! Ενώ η μητέρα του Θεμιστοκλή ύφαινε και κεντούσε με τη δεξιοτεχνία της Αράχνης, η σύζυγός του Θεμιστοκλή έφτιαχνε για το μωρό που περίμενε μια μάλλινη κουβερτούλα, τετράγωνη και απλή, χωρίς καν ένα μαίανδρο, ενώ, με το ρυθμό που προχωρούσε, ήταν βέβαιο ότι το μωρό θα γεννιόταν πολύ πριν τελειώσει η κουβέρτα. Η σύζυγος του Θεμιστοκλή δεν είχε ποτέ χρόνο για τις δουλειές του σπιτιού ή για τη φροντίδα των παιδιών της, γιατί αφιέρωνε όλο τον καιρό της στο λουτρό, όπου αρωματιζόταν με έλαια, κρέμες και φτερά που βουτούσε σε αρωματισμένη πούδρα, βούρτσιζε τα μαλλιά
της και βαφόταν με κάθε λογής σκόνες: μαλαχίτη ή κοβάλτιο για τα βλέφαρα, κόκκινη ώχρα για τα χείλη, αντιμόνιο για να δείχνει ακόμα πιο χλομή. Τ ι της βρήκε άραγε ο Θεμιστοκλής; Βέβαια, το λευκό δέρμα, τα γαλάζια μάτια και τα ξανθά μαλλιά την έκαναν πολύ όμορφη γυναίκα. Μάλιστα, σκεφτόταν η Απολλωνία με δόλια ευχαρίστηση, θα ήταν πολύ πιο ωραία πριν το πρόσωπό της πρηστεί από την εγκυμοσύνη και οι αστράγαλοί της γίνουν σαν δύο δωρικοί κίονες. Αφήνοντας κατά μέρος το ότι, αν η Αρχίππη συνέχιζε να κάνει κατάχρηση στο χαμομήλι, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να της δαγκώσει το κεφάλι το μουλάρι του στάβλου, μπερδεύοντας τα μαλλιά της με το σανό στο παχνί. Καμιά φορά η Απολλωνία ένιωθε τύψεις που έκανε τόσο άσχημες σκέψεις για την Αρχίππη, γιατί ήταν ευγενική μαζί της και χαϊδολογούσε περισσότερο τη Μνήση παρά τα δικά της παιδιά. «Ας είναι κορίτσι αυτή τη φορά!» έλεγε χαϊδεύοντας την κοιλιά της. Όταν όμως έμαθε ότι ο πατέρας και ο σύζυγος της Αρτεμισίας ήταν ένας τεχνίτης κι ένας έμπορος αντίστοιχα, σήκωσε την ντελικάτη μύτη της και είπε μόνο: «Μάλιστα». Εκείνο το «μάλιστα» ισοδυναμούσε με γενεές επί γενεών εγγενούς ανωτερότητας. Η Αρχίππη ήταν τόσο περήφανη για την καταγωγή της ώστε περιόριζε τις συνομιλίες της στις συγγένειες, στους γάμους, στις συμμαχίες και στις έριδες των ευγενών οικογενειών. Καυχιόταν ότι ανήκε στη φατρία των Αλκμεωνιδών, αν και καταγόταν από αυτούς μόνο από την πλευρά της μητέρας της. Ο πατέρας της, ο Λύσανδρος, ήταν ένας ξεπεσμένος ευγενής από έναν μικρό οίκο, που είχε δεχτεί με μεγάλη χαρά να παντρέψει τη μοναδική του κόρη με τον Θεμιστοκλή, μια και δε χρειαζόταν να της δώσει προίκα. Αν ο Θεμιστοκλής είχε διαλέξει την Αρχίππη για να συγγενέψει με την αθηναϊκή αριστοκρατία και να κάνει σταδιοδρομία στην πολιτική, η Απολλωνία φοβόταν ότι είχε διαπράξει μεγάλο λάθος. Ήταν φανερό ότι η Αρχίππη περιφρονούσε την κοινωνική τάξη του συζύγου της και οι δραστηριότητές του την άφηναν παγερά αδιάφορη. Αντιθέτως,
είχε πάντα έναν καλό λόγο για κάποιον Αριστείδη και τη σύζυγό του. «Η Τ ιμάνδρα είναι πολύ τυχερή που τον παντρεύτηκε», είχε πει εκείνο το πρωί ενώ η Ευτέρπη και η Απολλωνία ύφαιναν και η ίδια έκανε ότι ασχολιόταν με κάτι παρόμοιο. «Εγώ θα ένιωθα πολύ περήφανη αν είχα για σύζυγο κάποιον τον οποίο όλη η πόλη αποκαλεί Δίκαιο». «Μμμμ», είχε περιοριστεί να πει η Ευτέρπη, χωρίς να την κοιτά. «Ο Αριστείδης είναι σπουδαίος άνδρας», συνέχισε η Αρχίππη. «Ο Θεμιστοκλής πρέπει να καταλάβει ότι, αν θέλει να κάνει κάτι χρήσιμο για την πόλη, ο μόνος τρόπος είναι να τα πηγαίνει καλά μαζί του. Μα είναι πολύ ξεροκέφαλος ώστε να αναγνωρίσει κάποιον που κατάγεται από καλύτερη οικογένεια». Η Απολλωνία είδε τα πτερύγια στη μύτη της Ευτέρπης να ανοίγουν. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια από τη δουλειά της, η μητέρα του Θεμιστοκλή είπε: «Ο γιος μου θα γίνει σπουδαίος σε αυτή την πόλη από μόνος του. Θα γίνει πολύ μεγαλύτερος από όλους τους Αριστείδηδες, τους Μιλτιάδηδες και τους Ξάνθιππους μαζί. Απλώς δεν έχει φτάσει ακόμη η ώρα του». Μόνο τότε αξιώθηκε να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει τη νύφη της. «Παρεμπιπτόντως, η δική του οικογένεια, δηλαδή η δική μου, κυβερνά την Αλικαρνασσό. Η δική σου, αγαπητή μου, πού κυβερνά;» Η Απολλωνία σκέφτηκε ότι, αν εκείνη τη στιγμή έβαζε ένα μαχαίρι στον αέρα ανάμεσα στις δύο γυναίκες, θα είχε κολλήσει σαν να έκοβε παγωμένο λίπος. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή όρμησε στο δωμάτιο η Μνήση για να δείξει στις τρεις γυναίκες την καινούργια της κούκλα, σπάζοντας την ένταση. Τουλάχιστον η Αρχίππη δεν άνοιξε ξανά το στόμα της για αρκετή ώρα. Στην πραγματικότητα η Απολλωνία είχε την εντύπωση ότι την Ευτέρπη δεν την πείραζε καθόλου το γεγονός ότι η νύφη της ήταν άχρηστη, γιατί έτσι συνέχιζε να τα κουμαντάρει όλα εκείνη. Έκανε όλους τους λογαριασμούς και κρατούσε τα κλειδιά από το κελάρι, τα ντουλάπια και τα σεντούκια, ακόμα και το κλειδί του γυναικωνίτη. Αν και ο Θεμιστοκλής ποτέ δεν κλείδωνε τα δωμάτια των γυναικών,
μεταξύ άλλων γιατί πίστευε ακράδαντα ότι ο έλεγχος της μητέρας του ήταν η καλύτερη κλειδαριά.
«Ευλόγησε και την Ευτέρπη, τη μητέρα του Θεμιστοκλή», είπε τώρα η Απολλωνία, ρίχνοντας λίγο ακόμα λιβάνι, «γιατί καλοδέχτηκε στο σπίτι της εμένα και την κόρη μου με μια καλοσύνη που δεν αξίζουμε». Έστρεψε τα μάτια στην Ευτέρπη και της χαμογέλασε. Είχε κι εκείνη τις δυνάμεις της· ήξερε ότι, αν ήθελε να δείξει την αξία της στο σπίτι του Θεμιστοκλή, έπρεπε να τα πηγαίνει καλά με τη μητέρα του. Ίσως να μην ήταν τόσο όμορφη όσο η Αρχίππη, μα τα δόντια της ήταν λευκότερα και το χαμόγελό της πιο ζεστό και ειλικρινές, γι’ αυτό και προσπαθούσε να το χαρίζει αρκετά συχνά στην αυστηρή Ευτέρπη. Και όταν εκείνη της έδινε ανούσιες συμβουλές, αντί να κάνει μια γκριμάτσα απελπισίας, όπως η νύφη της, έσκυβε το κεφάλι ταπεινά, ευχαριστούσε την Ευτέρπη και την υπάκουε, ή τουλάχιστον αυτό έδειχνε. «Σ’ ευχαριστώ, κόρη μου», απάντησε η Ευτέρπη. «Έλα, πάμε, είναι αργά». Είχαν γονατίσει και οι δύο μπροστά στο ξόανο της Αθηνάς, ένα ξύλινο άγαλμα με ύψος λίγο παραπάνω από ένα μέτρο. Η θεά τις κοιτούσε με αινιγματικό χαμόγελο. Τα μάτια της ήταν μεγάλα αν και κάπως λοξά, όχι τόσο στρογγυλά όσο εκείνα της αληθινής Αθηνάς. Η Απολλωνία μπορούσε να το βεβαιώσει, γιατί είχε δει το πραγματικό της πρόσωπο. Σηκώθηκε και πρόσφερε το μπράτσο στην Ευτέρπη. Η μητέρα του Θεμιστοκλή όρθωσε το κορμί σχεδόν χωρίς να στηριχτεί πάνω της. Ήταν ψηλή γυναίκα, περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε η Απολλωνία βλέποντας το ανάστημα του γιου της, που ήταν απλώς μέτριο. Ήταν εξήντα χρόνων και το παραδεχόταν χωρίς καμιά ντροπή. Θα μπορούσε να περάσει για νεότερη, γιατί η ματιά της ήταν
ζωντανή, έκανε κινήσεις γεμάτες ενέργεια και περπατούσε στητή σαν δόρυ. Μα τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει πριν από πολλά χρόνια, λόγω της ασθένειας του συζύγου της. Τ ώρα ήταν κατάλευκα και η Ευτέρπη αρνούνταν να τα βάψει, παρά τις συμβουλές της νύφης της. Οι δύο γυναίκες βρίσκονταν στο θησαυρό του Νεοκλή, έναν τετράγωνο ναΐσκο με πλάτος μόλις δύο μέτρα. Το ελάχιστο φως έμπαινε από την πόρτα, που ήταν καφασωτή και ενισχυμένη με χάλκινες ράβδους. Στο εσωτερικό υπήρχαν διάφορα αντικείμενα αξίας, αφιερωμένα στην Αθηνά από τον Θεμιστοκλή και, πριν από τον ίδιο, από τον πατέρα του: χάλκινοι τρίποδες, μπακιρένια σκεύη με διακριτικά σκαλίσματα, αναθήματα από βαμμένη τερακότα, μια παλιά ασπίδα με ορειχάλκινη επένδυση κι ένας ασημένιος οπλίτης με ύψος μια σπιθαμή, με ένα δυσανάλογο λοφίο, μεγαλύτερο από το υπόλοιπο κορμί του. Η Απολλωνία ανέβαινε στο ναό εδώ και αρκετές μέρες για να ευχαριστήσει τη θεά για το μήνυμα που της είχε στείλει στο όνειρό της και που της είχε σώσει τη ζωή, να την ικετεύσει να μεσολαβήσει στους θεούς του Κάτω Κόσμου για να φανούν ευγενικοί με το πνεύμα του συζύγου της και, κυρίως, να παρακαλέσει να μην έχει η Αθήνα την ίδια μοίρα με την Ερέτρια. Τη μέρα που είχε φτάσει στην πόλη είχε ρωτήσει τον Θεμιστοκλή πού μπορούσε να προσευχηθεί στη θεά. «Στην Ακρόπολη», απάντησε εκείνος. «Είναι σχεδόν ολόκληρη αφιερωμένη στην Αθηνά. Εξάλλου, εκεί έχουμε κι έναν μικρό οικογενειακό θησαυρό. Η σύζυγός μου δεν πηγαίνει ποτέ κι εγώ τώρα τελευταία έχω ελάχιστο χρόνο. Καλό θα ήταν να πάει κάποιος και να τιμήσει τη θεά». Η Απολλωνία προσπαθούσε να ανεβαίνει τα απογεύματα, γιατί τα πρωινά έγνεθε και ύφαινε με τις υπόλοιπες γυναίκες, για να μη νομίσουν ότι είχε εγκατασταθεί στο σπίτι τους σαν παράσιτο. Εκείνη την ημέρα, την ώρα που ετοιμαζόταν για την επίσκεψή της στη θεά, την περίμενε μια έκπληξη: η Ευτέρπη αρωματίστηκε, σκέπασε το κεφάλι και τους ώμους με μια λεπτή πράσινη μαντίλα και είπε πως
ήθελε να τη συνοδέψει. «Έχω προαίσθημα ότι σήμερα είναι σημαντική μέρα», ήταν η μόνη εξήγηση που της έδωσε. Γι’ αυτό είχαν προσφέρει μαζί το λιβάνι στην Αθηνά, αν και η Ευτέρπη στάθηκε τόσο ευγενική ώστε επέτρεψε στην Απολλωνία να μιλήσει εξ ονόματος και των δύο, αφού εκείνη είχε το προνόμιο να λάβει την επίσκεψη της θεάς. Οι δυο γυναίκες βγήκαν μαζί από το θησαυρό. Έξω τις περίμενε ο Τύκλος, ένας έμπιστος σκλάβος του Θεμιστοκλή, και ο μονόφθαλμος Άργης. Η Απολλωνία άρχισε να τρεμοπαίζει τα βλέφαρα θαμπωμένη από το φως, γιατί το εσωτερικό του ναού ήταν αρκετά σκοτεινό. Φυσούσε ένας δυνατός άνεμος που έκανε τα ρούχα να κυματίζουν. Ήταν νοτιάς κι έφερνε το αλμυρό άρωμα της θάλασσας, αν και η Απολλωνία, που το είχε συνηθίσει, το πρόσεξε ελάχιστα. Έσφιξε τη μαντίλα για να μη φανούν τα μαλλιά της, γιατί δεν άρμοζε σε μια γυναίκα που είχε χηρέψει πρόσφατα να δείχνει την κόμη της δημόσια, και κοίταξε τον Τύκλο, που τη συνόδευε πάντα στην Ακρόπολη, να κλειδώνει το θησαυρό και να παραδίδει το κλειδί στην Ευτέρπη. Τη μέρα που θα μου δώσουν αυτό το κλειδί θα σημαίνει ότι με εμπιστεύονται. Η Απολλωνία τράβηξε προς τη δυτική σκάλα, μοναδική είσοδο και έξοδο από την Ακρόπολη, εκεί όπου υψωνόταν ένα τέμενος της Άρτεμης. Μα η Ευτέρπη την έπιασε από το μπράτσο και της είπε: «Περίμενε, κόρη μου. Έχω μέρες να ανεβώ εδώ. Άφησέ με να δω τη θάλασσα». Πλησίασαν τον νότιο προμαχώνα της Ακρόπολης, που ορθωνόταν πάνω από τη συνοικία του Κολυττού και το δρόμο που οδηγούσε στον όρμο του Φαλήρου. Την Απολλωνία δεν την πείραζε να περιμένει λίγο περισσότερο. Η Μνήση ήταν σε καλά χέρια. Οι σκλάβες της τη φρόντιζαν καλά και συγκρατούσαν όσο μπορούσαν τους τέσσερις σίφουνες, τα παιδιά του Θεμιστοκλή. Παρόλο που η Αθήνα την είχε απογοητεύσει, η Ακρόπολη της άρεσε πολύ. Ήταν μεγαλύτερη από την ακρόπολη της Ερέτριας και
της φαινόταν πολύ πιο ευχάριστο να κάνει βόλτα εκεί, γιατί από αμνημονεύτων ετών οι κάτοικοί της είχαν μετατρέψει το επάνω μέρος σε έναν ανοιχτό χώρο που ανηφόριζε ελάχιστα προς τα ανατολικά. Ήταν γεμάτη θησαυρούς σαν του Νεοκλή, όπου οι εύποροι πολίτες αφιέρωναν τις προσφορές τους στην Αθηνά, επιδεικνύοντας μαζί και τον πλούτο τους. Υπήρχαν επίσης ατέλειωτες στήλες και βάθρα με κάθε είδους αγάλματα και αναθήματα: άλογα και σκύλους από χαλκό και μάρμαρο, νεαρούς ιππείς, οδηγούς ίππων με μάτια από λαζουλίτη που κρατούσαν χρυσά ηνία, σφίγγες, σάτυρους και άλλα μυθικά πλάσματα από τερακότα, ασβεστόλιθο και διάφορα ξύλα. Τα αγαπημένα αγάλματα της Απολλωνίας ήταν οι Κόραι, νεαρές γυναίκες λαξεμένες στην πέτρα, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος. Τα μαλλιά τους είχαν περίτεχνα χτενίσματα και φορούσαν χιτώνες και μανδύες με έντονα χρώματα, και το χαμόγελό τους ήταν μελαγχολικό και απόμακρο απέναντι σε όλα όσα συνέβαιναν μπροστά τους. Οι δύο γυναίκες πέρασαν μπροστά από την ανατολική πλευρά του Εκατόμπεδου, ενός ναού προς τιμήν της Αθηνάς, στον οποίο είχαν δώσει αυτό το όνομα γιατί η μακρύτερη πλευρά του είχε μήκος εκατό πόδια. Η Απολλωνία σήκωσε ξανά το κεφάλι για να τον ατενίσει, όπως έκανε κάθε απόγευμα. Στο ακρωτήριο που έστεφε το ναό, μια τεράστια Γοργόνα με φίδια κουλουριασμένα γύρω από τη μέση χαμογελούσε με έναν αιμοδιψή μορφασμό. Ακριβώς από κάτω, στο τριγωνικό αέτωμα, η θεά Αθηνά πολεμούσε το γίγαντα Εγκέλαδο, τον οποίο μόλις είχε σωριάσει στο έδαφος. Το άγαλμα ήταν νεότερο από τα άλλα στην Ακρόπολη και ο γλύπτης, πιο τολμηρός, είχε αποφασίσει να απεικονίσει τη θεά εν κινήσει: η Αθηνά ήταν σκυμμένη πάνω από το γίγαντα, με το χέρι που κρατούσε την ασπίδα τεντωμένο, ενώ με το δεξί ετοιμαζόταν να χώσει στη σάρκα του το χάλκινο δόρυ. Όλα έδειχναν ότι οι μέρες του Εκατόμπεδου ήταν μετρημένες. Η Εκκλησία του Δήμου είχε αποφασίσει να κατασκευαστεί ένας ναός διπλάσιος σε μέγεθος αν οι Αθηναίοι κατάφερναν να αποκρούσουν
την περσική εισβολή. «Οι Αθηναίοι πετάνε τη σκούφια τους για καινοτομίες», σχολίασε η Ευτέρπη όταν η Απολλωνία ανέφερε το θέμα. «Γκρεμίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους και μετά χτίζουν από πάνω κάτι καινούργιο. Και ο γιος μου έτσι είναι». Η Απολλωνία παραξενευόταν με το γεγονός ότι η μητέρα του Θεμιστοκλή, που ζούσε σε εκείνη την πόλη εδώ και σαράντα χρόνια, δεν ένιωθε Αθηναία. Από την άλλη, αν και κρατήθηκε και δεν το είπε, ο σκλάβος του Θεμιστοκλή της είχε πει ότι οι Αθηναίοι δε σκόπευαν να γκρεμίσουν το Εκατόμπεδο μόνο λόγω του ζήλου τους για τις καινοτομίες, αλλά και επειδή σιγά σιγά κατέρρεε. Ακριβώς κάτω από τη μορφή της Αθηνάς, δύο ξύλινοι στύλοι στήριζαν την κεντρική τραβέρσα, που κόντευε να γίνει κομμάτια. Όπως της είχαν πει, δύο χρόνια νωρίτερα είχε γίνει ένας σεισμός που είχε αποσταθεροποιήσει ολόκληρη τη δομή του κτίσματος. Έφτασαν στο νότιο τείχος και ακούμπησαν στο πέτρινο στηθαίο. Το αεράκι που φυσούσε από τη θάλασσα ήταν ευχάριστο, σχεδόν ψυχρό για καλοκαίρι. Η Απολλωνία έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθιά. Ύστερα τα άνοιξε ξανά και θαύμασε το πανόραμα. Η Αθήνα είχε χτιστεί σε μια τριγωνική κοιλάδα που ανοιγόταν προς τη θάλασσα. Φυσικό όριό της στα δυτικά ήταν το Αιγάλεω και στα ανατολικά ο Υμηττός, που φημιζόταν για το μέλι του. Είχε ακούσει ότι όταν έκανε καύσωνα σταματούσε να φυσά ανάμεσα στα δύο βουνά και η ζέστη ήταν τόσο αφόρητη ώστε ίδρωναν ακόμα και οι σαύρες. Μα τώρα η θερμοκρασία ήταν ήπια. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατηφορίζει πέρα από τη Σαλαμίνα και το καθρέφτισμά του στη θάλασσα διέγραφε το περίγραμμα του νησιού. «Κοιτάξτε!» είπε ο Άργης. Η Απολλωνία γύρισε στα αριστερά της. Πέρα από τον Ζωστήρα, εκεί όπου ο Υμηττός κατέβαινε ως τη θάλασσα, είχε φανεί ένα πλοίο. Η κοπέλα σκέφτηκε ότι μάλλον επρόκειτο για κάποιον αφηρημένο έμπορο, το πλήρωμα του οποίου δεν ήξερε πόσο επικίνδυνα είχαν γίνει εκείνα τα νερά. Μα η καρδιά της σταμάτησε σαν διαπίστωσε ότι
πίσω από εκείνο το πλοίο έρχονταν κι άλλα, παραταγμένα σε σειρές. Ο Άργης, που με το μοναδικό του μάτι έβλεπε σχεδόν τόσο καλά όσο ο μυθικός Λύγκας, είπε: «Είναι ένας στόλος παραταγμένος σε τρεις στήλες». Η Απολλωνία δε θα είχε τολμήσει να μιλήσει με τόση ακρίβεια, κατάλαβε όμως ότι τα πλοία πλήθαιναν όλο και περισσότερο, γίνονταν δεκάδες. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν κατευθύνονταν προς την Αίγινα, γιατί η εμπροσθοφυλακή του στόλου έστριψε βόρεια κι έβαλε πλώρη για τον όρμο του Φαλήρου. Τα υπόλοιπα πλοία την ακολούθησαν. «Οι Πέρσες είναι;» ρώτησε μια σπασμένη φωνή. Η Απολλωνία γύρισε να δει ποιος είχε μιλήσει. Ένας ηλικιωμένος πλησίαζε πιασμένος από το μπράτσο ενός κοριτσιού, μάλλον της εγγονής του. Τα μάτια του ήταν κατάλευκα από τον καταρράκτη και μια ουλή διέσχιζε το πρόσωπό του, φανερώνοντας ότι ήταν παλιός οπλίτης. «Αυτοί πρέπει να είναι», απάντησε ο Άργης. «Σε αυτές τις θάλασσες κανείς άλλος δεν έχει τόσο μεγάλο στόλο». Έμειναν παγωμένοι να παρακολουθούν τα πλοία που όλο και πλήθαιναν στον ορίζοντα. Το στηθαίο είχε γεμίσει κόσμο που κοιτούσε προς το νότο δίχως να πιστεύει στα μάτια του. Μέχρι τώρα, η απειλή των Περσών δεν ήταν παρά μια ακαθόριστη ηχώ, ένα παραμύθι που είχαν επινοήσει οι πολιτικοί για να φοβίσουν το λαό. Εκείνη τη στιγμή όμως οι Αθηναίοι είχαν μπροστά στα μάτια τους εκατοντάδες πλοία. Ήταν το ίδιο εφιαλτικό θέαμα που είχε αντικρίσει η Απολλωνία πριν από είκοσι μέρες, ένα διάστημα που της φαινόταν αιωνιότητα, τότε που ο περσικός στόλος έριξε άγκυρα μπροστά στην Ερέτρια και ο κόσμος της άλλαξε για πάντα. Ο κόσμος της μάλλον θα άλλαζε για ακόμα μία φορά. Η νέα γυναίκα στράφηκε προς το Εκατόμπεδον. Πόσο σκληροί είστε, ω θεοί! Πώς χλευάζετε τους θνητούς! Η Αθηνά τις είχε φέρει ως εκεί μόνο και μόνο για να τους δώσει ελπίδες, μα το πεπρωμένο τους θα ήταν το ίδιο με εκείνο που θα είχαν γνωρίσει αν είχαν μείνει στην
Ερέτρια, ή ακόμα χειρότερο. Ανάμεσα στον κόσμο που είχε συναθροιστεί ακούγονταν κλάματα και βογκητά απελπισίας. Οι ιερείς και οι ιέρειες είχαν βγει στα σκαλοπάτια των ναών κι έδειχναν κατά το Φάληρο με κραυγές. Πολλοί μάλιστα είχαν αρχίσει να σκίζουν τα ρούχα και να τραβούν τα μαλλιά τους εκλιπαρώντας τους θεούς της Ακρόπολης για προστασία. Πολλοί έτρεχαν στο βωμό που ορθωνόταν ανάμεσα στο Εκατόμπεδον και στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος και εξυπηρετούσε και τα δύο τεμένη ταυτόχρονα. Ενώ οι πιστοί γονάτιζαν και προσκυνούσαν το βωμό, έριχναν στάχτη στα μαλλιά κι έσειαν κλαδιά ελιάς ικετεύοντας τη θεά να τους σώσει, η Απολλωνία είχε καρφώσει τα μάτια στο νότο. Μέσα σε μία ώρα τα πρώτα πλοία θα έφταναν στην παραλία του Φαλήρου. Από εκεί ως τις πόρτες της Αθήνας δε θα αργούσαν περισσότερο από άλλη μία ώρα. Στους πρόποδες της Ακρόπολης, οι βετεράνοι που δεν είχαν πάει στον Μαραθώνα και οι έφηβοι που δεν είχαν ολοκληρώσει ακόμη την εκπαίδευσή τους έτρεχαν να φυλάξουν το νότιο τμήμα των τειχών. Εκείνη η αξιοθρήνητη φρουρά δε θα άντεχε ούτε την πρώτη νύχτα της πολιορκίας. «Δεν έρχεται μόνο ο στόλος», είπε ο Άργης δυσοίωνα. Ακολουθώντας με τα μάτια το δάχτυλο του σκλάβου, η Απολλωνία και η Ευτέρπη κοίταξαν κατά την ανατολή. Είδαν να σηκώνονται κάμποσες στήλες καπνού, πολύ κοντά η μία στην άλλη. Όχι, διόρθωσε αμέσως τη σκέψη της η Απολλωνία. Δεν μπορεί, δεν ήταν οι πυρές της πόλης· ήταν στην ύπαιθρο, έβγαιναν από τα δέντρα που πλαισίωναν το δρόμο για τον Μαραθώνα. Η κοπέλα θυμήθηκε τη φυγή από την Ερέτρια και κατάλαβε ότι ήταν σύννεφα σκόνης. «Είναι το ιππικό των Περσών;» ρώτησε. «Όχι», απάντησε ο Άργης. «Κοίτα πόσο μακριά και πυκνή είναι η στήλη του καπνού. Πεζικό είναι. Ολόκληρος στρατός». Όχι, σε παρακαλώ, ευλογημένη Αθηνά.Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή η Απολλωνία ήταν να κατέβει από την Ακρόπολη, να τρέξει στο σπίτι του Θεμιστοκλή και να πάρει την κόρη της. Μα πού
θα κρύβονταν ύστερα; Ίσως εκείνο το οχυρό να άντεχε, γιατί τα φυσικά τοιχώματα του λόφου ήταν ενισχυμένα με ένα τείχος που είχε σηκωθεί αιώνες πριν. Αν όμως κατέβαινε να πάρει τη μικρή, όταν θα επιχειρούσε να ανέβει ξανά στην Ακρόπολη, ο λόφος θα ήταν γεμάτος πρόσφυγες και θα ήταν αδύνατον να μπει. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε άλλη επιλογή. Δε γινόταν να αφήσει τη Μνήση μόνη. «Περίμενε, κυρά!» είπε ο Άργης πιάνοντας την Απολλωνία από το μπράτσο σαν είδε ότι έκανε να φύγει. «Θέλω να σιγουρευτώ για κάτι». Ο σκλάβος την τράβηξε προς την ανατολικότερη γωνιά της Ακρόπολης, στο πιο ψηλό σημείο του οχυρού. Από κει, μαζί με τον ιερό περίβολο του Πανδίονα, του παππού του ήρωα Θησέα, φαινόταν καλύτερα ο δρόμος που ερχόταν από τον Μαραθώνα από τη βόρεια όχθη του ποταμού. Το σύννεφο της σκόνης ήταν μακρύ, σαν αυτό που θα άφηνε μια πομπή αρκετών χιλιομέτρων. Οι πρώτοι άνδρες της ακολουθίας εμφανίστηκαν στο ύψος του Κυνοσάργους, ενός γυμναστηρίου αφιερωμένου στον Ηρακλή. Ήταν ένα σημείο που απείχε σχεδόν χίλια μέτρα από την Ακρόπολη· από τέτοια απόσταση η Απολλωνία αδυνατούσε να ξεχωρίσει τι όπλα και τι στολές φορούσαν. «Τ ι βλέπεις, Άργη; Τ ι βλέπεις; Είναι οι Πέρσες;» Στο ξέφωτο γύρω από το τέμενος του Ηρακλή εμφανίζονταν όλο και περισσότερα στρατεύματα, αν και στο δρόμο συνέχιζαν να διακρίνονται μικροί αμμοστρόβιλοι που ο άνεμος έσπρωχνε προς το βορρά. «Δεν ξέρω, κυρά», είπε ο Άργης. «Να μου βγάλουν και το άλλο μάτι αν κάνω λάθος, αλλά... όχι, δεν τολμώ να το πω». Μια σάλπιγγα ήχησε στο Κυνόσαργες, παίζοντας πέντε νότες. Ύστερα δεν ήχησε μόνο μία σάλπιγγα, αλλά πολύ περισσότερες. Έπαιζαν ξανά και ξανά την ίδια απαλή μα και τρανταχτή μελωδία, ενώ από τα τείχη τούς απαντούσαν με ένα παρόμοιο κάλεσμα. «Τ ι σημαίνουν οι νότες;» ρώτησε η Απολλωνία. Η καρδιά της
πήγαινε να σπάσει, μα αρνούνταν να παραδεχτεί ότι οι θεοί την είχαν γελάσει ξανά. «Τ ι θα πει “ Τ ι σημαίνουν”;» είπε ο τυφλός γέρος, που είχε πλησιάσει. «Αυτό το κάλεσμα είναι μοναδικό, κόρη μου. Είναι ο πιο γλυκός ήχος που μπορεί να τραγουδήσει ο χαλκός μιας πολεμικής σάλπιγγας. Πέντε νότες, πέντε συλλαβές». Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε, αναθυμούμενος αλλοτινές εποχές. «Σημαίνει “ Νενικήκαμεν”».
Μαραθώνας, 13 Σεπτεμβρίου Την επομένη της μάχης, κατά το σούρουπο, όταν ο περσικός στόλος δεν ήταν παρά μια ανάμνηση, έφτασαν στην Αθήνα οι Σπαρτιάτες. Σαν είδαν τις χιλιάδες των ανδρών που είχαν παραταχθεί ανάμεσα στην παραλία του Φαλήρου και στην πόλη, οι εχθροί, που από τα καράβια δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσο εξαντλημένοι ήταν οι Αθηναίοι οπλίτες, είχαν αποφασίσει να στρέψουν τις πλώρες των πλοίων τους προς τα ανατολικά και να πάρουν το δρόμο του γυρισμού για την Ασία. Οι υποψίες του Θεμιστοκλή για τη θέση της Σπάρτης επιβεβαιώθηκαν όταν είδε τις δυνάμεις που είχε φέρει ο βασιλιάς Λεωνίδας. Οι Σπαρτιάτες μάλλον βρίσκονταν σε πόλεμο με τους είλωτες της Μεσσηνίας, γιατί εμφανίστηκε ένας στρατός μόλις δύο χιλιάδων ατόμων. Από αυτούς, οι πεντακόσιοι ήταν καθαρόαιμοι Σπαρτιάτες και οι υπόλοιποι περίοικοι σύμμαχοι. Ήταν προφανές ότι δύο χιλιάδες άνδρες δε θα είχαν αποτελέσει αποφασιστική ενίσχυση στη μάχη με τα περσικά στρατεύματα αν αυτά είχαν παρατάξει όλες τις δυνάμεις τους και αν είχε συμμετάσχει στη μάχη ολόκληρο το ιππικό. Παρ’ όλα αυτά, οι Αθηναίοι καλοδέχτηκαν τους Σπαρτιάτες, τους επέτρεψαν να κατασκηνώσουν στο Κυνόσαργες και το ίδιο βράδυ τούς τίμησαν θυσιάζοντας κάμποσα πρόβατα και κατσίκια, ακόμα και είκοσι μόσχους. Η ευφορία ήταν διάχυτη στην Αθήνα. Μόνο τώρα είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται την πραγματική έκταση του κινδύνου που είχαν διατρέξει. Ήταν τόσο χαρούμενοι που είχαν βγει ζωντανοί από εκείνη την τρομερή δοκιμασία, ώστε δεν κατηγόρησαν τους Σπαρτιάτες για την αργοπορία τους, ούτε για τα λιγοστά στρατεύματα που είχαν στείλει. Την επόμενη μέρα ο Λεωνίδας και πολλοί από τους άνδρες του θέλησαν να επισκεφθούν το πεδίο της μάχης. Ήταν περίεργοι να δουν εκείνους τους βαρβάρους, που μέχρι τότε γνώριζαν μόνο εξ ακοής. Ο
Θεμιστοκλής ένιωσε υποχρεωμένος να τους συνοδεύσει, γιατί ανάμεσά τους ήταν και ο Παυσανίας, πρόξενός του στη Λακεδαίμονα και ανιψιός του Λεωνίδα. Αυτή τη φορά πήραν τον πιο σύντομο δρόμο. Κατά το μεσημέρι ο Θεμιστοκλής βρισκόταν ξανά στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Εξακολουθούσε να υπάρχει πολύς κόσμος σε εκείνο το σημείο, γιατί ήταν ακόμη πολλά τα πτώματα των Περσών που έπρεπε να μαζέψουν και να σκυλεύσουν. Οι νεκροί εχθροί ήταν τόσοι, ώστε οι Αθηναίοι είχαν αποφασίσει να μοιράσουν σε δόσεις τη θυσία που είχε τάξει στην Άρτεμη ο νεκρός πια Καλλίμαχος προσφέροντας εκατό κατσίκες κάθε χρόνο. Ο Θεμιστοκλής υπολόγιζε ότι για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του οι Αθηναίοι θα συνέχιζαν να θυσιάζουν κατσίκες στη θεά για να τιμήσουν τη νίκη στον Μαραθώνα. Παρότι εκείνη την ημέρα το αεράκι της θάλασσας φυσούσε αρκετά δυνατό κι έπαιρνε τις οσμές προς την ενδοχώρα, ο τόπος μύριζε πηχτό αίμα, χυμένα εντόσθια και σάρκα που είχε αρχίσει να αποσυντίθεται κάτω από το φως του ήλιου. Κάμποσα όρνεα είχαν αρχίσει να κάνουν κύκλους πάνω από την πεδιάδα, τρέμοντας την παρουσία των Αθηναίων που τριγύριζαν ανάμεσα στους νεκρούς. Τα κοράκια τσιμπολογούσαν τα κορμιά αναζητώντας τα πιο νόστιμα κομμάτια ώσπου να πλησιάσει κάποιος και να τα τρομάξει με κανένα ραβδί ή καμιά εύστοχη πετριά. Η οχλοβοή από τα κρωξίματά τους είχε τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα: σκέπαζε λιγάκι τον αδιάκοπο βόμβο των εντόμων. Με τόσα κουφάρια, οι κρεατόμυγες πετάριζαν από το ένα σημείο στο άλλο μην μπορώντας να αποφασίσουν πού θα ήταν καλύτερο να εναποθέσουν τις προνύμφες τους. Ο Θεμιστοκλής εξέτασε το σημείο όπου είχε πολεμήσει η φυλή του. Κατάφερε να δείξει πού ακριβώς είχαν σταματήσει την επίθεση της ίλης του ιππικού. Μερικά μέτρα πιο μπροστά υψωνόταν ένας μεγάλος σωρός από πτώματα. Εκεί ήταν και οι αρστίκα, για τους οποίους τόσο περήφανος ήταν ο Σίκιννος. Κείτονταν στο έδαφος με τα γαλάζια καφτάνια και τα παντελόνια τους, σε αναξιοπρεπείς εναγκαλισμούς σχεδιασμένους από τη μοίρα και το θάνατο, ανάμεσα
στα απομεινάρια των ασπίδων τους που είχαν τρυπήσει ή είχαν κομματιαστεί. Ανάμεσά τους υπήρχαν και τοξότες από τα δυο άκρα ντυμένοι στα κόκκινα, που είχαν φτάσει στο κέντρο του πεδίου της μάχης για να γλιτώσουν από την κυκλωτική κίνηση των Ελλήνων. Σε ορισμένα σημεία τα πτώματα σχημάτιζαν σωρούς με ύψος τριών, ακόμα και τεσσάρων σωμάτων. Διασχίζοντας την πεδιάδα, ο Θεμιστοκλής, ο Παυσανίας και ο Λεωνίδας είδαν κάποιους φτωχούς πολίτες να γκρεμίζουν με κλοτσιές έναν από αυτούς τους σωρούς αναζητώντας χρυσό. Κάτω από τα κορμιά κείτονταν ένας νεότατος τοξότης, αμούστακος σχεδόν, που κούνησε αδύναμα το χέρι κι έκανε να πει κάτι. Ο Θεμιστοκλής θέλησε να τον πλησιάσει, μα ένας από τους σκυλευτές στάθηκε πιο γρήγορος κι έκοψε το λαιμό του άνδρα με ένα μαχαίρι. Ύστερα τράβηξε τα χρυσά σκουλαρίκια που είχε στα αυτιά του σκίζοντας τους λοβούς του, ενώ ο Πέρσης πνιγόταν στο ίδιο του το αίμα. «Έτσι και δεν τα κρύψεις στον πισινό σου», είπε ένας από τους συντρόφους του, «ο Αριστείδης θα τα βρει». «Κι εκεί να τα κρύψει», απάντησε ένας άλλος, «πάλι θα τα βρει. Είμαι σίγουρος ότι πρώτα πρώτα εκεί θα τον κοιτάξει!» Ύστερα κατάλαβαν ότι ο Θεμιστοκλής έστεκε εκεί κοντά με δύο Σπαρτιάτες και σώπασαν. Εκείνος που είχε αποτελειώσει τον Πέρση έβαλε τα σκουλαρίκια στο πανέρι στο οποίο φυλούσαν όλα τα λάφυρα με ένοχο ύφος. «Δεν είναι θέμις αυτό εδώ», είπε ο Θεμιστοκλής κουνώντας το κεφάλι και επικαλούμενος το πρώτο συνθετικό του ονόματός του, που σήμαινε «θεία δικαιοσύνη». «Αν κάποιος αντέξει δύο μέρες θαμμένος κάτω από τα πτώματα άλλων ανδρών, είναι γιατί οι θεοί θέλουν να ζήσει», πρόσθεσε σκεπτόμενος τον Σίκιννο, που είχε βγει ζωντανός από την κατάρρευση του αργυρωρυχείου. Μερικοί Πέρσες είχαν πεθάνει από ασφυξία ανάμεσα στα κορμιά των συντρόφων τους και δεν είχαν καν χώρο για να σωριαστούν στο έδαφος· τα κορμιά τους ήταν ακόμη όρθια σαν πάσσαλοι, ώσπου οι σκλάβοι απομάκρυναν τα κορμιά που τους στήριζαν.
Ακόμα και αν οι πεσόντες είχαν συγγενείς σε εκείνη την πεδιάδα όπου βασίλευε ο θάνατος, θα ήταν πολύ δύσκολο να τους αναγνωρίσουν, γιατί οι περισσότεροι έφεραν φρικτά τραύματα στο πρόσωπο. Εκεί άλλωστε επικέντρωναν τους ραμφισμούς και τις δαγκωνιές τα κοράκια και τα αδέσποτα σκυλιά που κατάφερναν να χωθούν ανάμεσα στα πτώματα. «Δεν είναι φυσιολογικό τέτοιο μακελειό», σχολίασε ο Λεωνίδας. Είχε πιάσει τον Θεμιστοκλή από το μπράτσο με μεγάλη οικειότητα, γιατί είχαν συμπαθήσει ο ένας τον άλλο όταν είχαν γνωριστεί στη Σπάρτη πριν από ένα-δυο χρόνια. Τα πυκνά γένια και τα έντονα χαρακτηριστικά του βασιλιά θύμιζαν στον Θεμιστοκλή λίγο τον Μιλτιάδη. Ο Λεωνίδας δεν ήταν εξίσου ψηλός, είχε όμως πιο τετράγωνους ώμους. Επίσης χαμογελούσε περισσότερο, και μάλιστα με εγκαρδιότητα, όχι με αγριάδα, σαν τον Αθηναίο στρατηγό. «Τ ι θέλεις να πεις;» «Έχω δει πολλές μάχες στη ζωή μου. Όταν νικάμε τον εχθρό», ο Θεμιστοκλής μετέφρασε στο μυαλό του: Δηλαδή πάντα, «συνήθως χάνει δέκα στους εκατό άνδρες· ίσως δεκαπέντε. Καμιά φορά φτάνουν τους είκοσι, αν δεν καταφέρουν να το σκάσουν αρκετά γρήγορα. Εδώ όμως έχετε εξολοθρεύσει ολόκληρα τάγματα». «Είναι γιατί δεν τους αφήσαμε οδό διαφυγής», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Για εξήγησέ μου τι εννοείς». Ο Θεμιστοκλής τους περιέγραψε την εξέλιξη της μάχης ψυχρά και περιεκτικά. Όταν τελείωσε, ο Λεωνίδας μισόκλεισε τα μάτια και σούφρωσε τα χείλη. «Μάλιστα. Ώστε το σχέδιο ήταν δικό σου, γιε του Νεοκλή». «Εγώ δεν είπα κάτι τέτοιο». Ο Παυσανίας ξέσπασε σε γέλια. Ήταν πιο ψηλός από τον Λεωνίδα, αλλά και από τον ίδιο τον Θεμιστοκλή. Πλησίαζε τα τριάντα και δεν έμοιαζε καθόλου στο θείο του. Η επιδερμίδα του ήταν πιο ανοιχτόχρωμη, τα μάτια του πολύ γαλάζια, οι μακριές κοτσίδες του κατάξανθες και είχε έναν σχεδόν κοκκινωπό τόνο στη
γενειάδα. «Μόνον ο πατέρας μιας στρατηγικής μπορεί να την περιγράψει με τόση ακρίβεια», είπε ο Παυσανίας. «Σε συγχαίρω για την τόλμη σου. Το δίχως άλλο, οι στρατηγοί θα σου έδωσαν το βραβείο ανδρείας». Ο Θεμιστοκλής χαμογέλασε με πικρία. «Οι ευπατρίδες βραβεύονται μόνο μεταξύ τους. Απένειμαν μία κορόνα στον Μιλτιάδη για την ευφυΐα του και άλλη μία στον Αριστείδη για την ανδρεία του, γιατί τάχα άντεξε το πιο σκληρό μέρος της επίθεσης του εχθρού». Σήκωσε τους ώμους. «Και να σκεφτείτε ότι δεν αντιμετώπισε καν την επίθεση του ιππικού». «Γιατί δε λες την αλήθεια;» είπε ο Παυσανίας. «Τ ώρα πια δεν έχει νόημα. Θα νομίσουν όλοι ότι το κάνω για να καυχηθώ». «Δίκιο έχεις», παρενέβη ο Λεωνίδας. «Όλοι οι Αθηναίοι πλέκουν το εγκώμιο του Μιλτιάδη και είναι πολύ αργά για να αλλάξουν γνώμη. Ας σε παρηγορεί τουλάχιστον η σκέψη ότι οι θεοί γνωρίζουν την αλήθεια». «Εσένα θα σε παρηγορούσε;» Ο βασιλιάς της Σπάρτης το σκέφτηκε λίγο, σήκωσε τους ώμους και αποκρίθηκε: «Ναι». «Τότε, είμαστε πολύ διαφορετικοί». Ο Θεμιστοκλής δάγκωσε τα χείλη και ύστερα αποφάσισε να μιλήσει. Προτιμούσε να ξεσπάσει μπροστά σε έναν άνδρα που μόλις είχε γνωρίσει και να σωπάσει μπροστά στους συμπατριώτες τους. «Εγώ ήθελα πάντα να κάνω κάτι μεγάλο για να μείνει το όνομά μου στην αιωνιότητα, ακόμα κι αν πεθάνω στην προσπάθεια. Είναι η φύση μου, Λεωνίδα. Έτσι γεννήθηκα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». «Δίκιο έχεις. Όντως είμαστε διαφορετικοί». Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς χαμογέλασε. «Το δικό μου όνειρο, αν βέβαια μπορέσω να το πραγματοποιήσω, είναι να πεθάνω στο χωράφι μου, σκάβοντας τα αμπέλια μου, τρέφοντας κυνηγόσκυλα κι έχοντας για συντροφιά τα εγγόνια μου». «Αλήθεια; Έχεις αμπέλια;»
Ο Λεωνίδας ξέσπασε σε χάχανα κι έσφιξε τον ώμο του Θεμιστοκλή. Τα δάχτυλά του ήταν σκληρά σαν κλαδιά οξιάς. «Τ ι νόμισες, ότι εμείς οι Σπαρτιάτες ασχολούμαστε μόνο με τον πόλεμο; Υπάρχει καιρός για όλα, αγαπητέ Θεμιστοκλή». Ο Λεωνίδας αναστέναξε. «Μετά χαράς θα άφηνα τη δόξα σε εκείνους που τη λαχταρούν, όπως ο νεκρός αδελφός μου, ο Κλεομένης. Ή ο ανιψιός μου, από δω», πρόσθεσε δείχνοντας τον Παυσανία. «Τέλος πάντων όμως, οι Μοίρες αποφάσισαν ότι το φορτίο θα πέσει πάνω στους ώμους μου». Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι ο Λεωνίδας ήταν ειλικρινής, αν και όχι απόλυτα. Όση φιλοδοξία τού έλειπε τόσον αυταρχισμό είχε. Είχε προσέξει πώς διέταζε τους δύο χιλιάδες Λακεδαιμόνιους που τον συνόδευαν. Με το πρώτο χαμηλόφωνο μονοσύλλαβο, οι άνδρες του υπάκουαν χωρίς να βγάλουν κιχ. Σκέφτηκε ότι αν ο Δίας γινόταν θνητός θα έμοιαζε στον Λεωνίδα. Και δεν ξεχνούσε πως, παρότι μιλούσε για εγγόνια και αμπέλια, δεν έπαυε να είναι Σπαρτιάτης. Άνθρωπος, δηλαδή, που είχε μυηθεί στον ενήλικο βίο σκοτώνοντας εν ψυχρώ κάποιο συνάνθρωπό του. «Για δείτε αυτό», είπε ο Παυσανίας σκύβοντας. Κάτω από το κορμί ενός Πέρση ξεπρόβαλλε μια λαβή στολισμένη με ένα μεγάλο τοπάζι. Ο Παυσανίας τράβηξε το όπλο με προσοχή για να το βγάλει κάτω από το πτώμα. Ήταν μια σπάθα με μήκος σχεδόν ένα μέτρο. Ενώ την εξέταζε από κοντά, ο Σπαρτιάτης άνοιξε τα μάτια λες και ήταν γλύπτης που θαύμαζε τα αετώματα του Εκατομπέδου. «Έχει ένα μικρό σημάδι εδώ», σχολίασε πλησιάζοντας τη λεπίδα στα μάτια του. «Το απέκτησε σπάζοντας την αιχμή ενός δόρατος», είπε ο Θεμιστοκλής, που είχε αναγνωρίσει το σπαθί. «Πώς το ξέρεις;» «Γιατί το δόρυ ήταν δικό μου». «Μάλιστα», ενδιαφέρθηκε ο Λεωνίδας. «Και μετά τι έγινε;» «Κατάφερα να χώσω το σπασμένο δόρυ στη σάρκα του αλόγου
και ο ιππέας αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ήταν δύσκολη στιγμή». «Το έχει αυτό το κακό το ιππικό», είπε ο Λεωνίδας. «Άτι και καβαλάρης είναι δύο πλάσματα που μπορεί κανείς να τραυματίσει και να σκοτώσει. Αρκεί να πετύχει το ένα από τα δύο. Εγώ προτιμώ έναν οπλίτη με δυο πόδια που πατούν καλά στη γη». «Σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, αυτό το όπλο σού ανήκει», είπε ο Παυσανίας δίνοντας τη σπάθα στον Θεμιστοκλή. «Ευχαριστώ», απάντησε εκείνος. Πήρε το όπλο και το εξέτασε. Η ξύλινη λαβή ήταν διακοσμημένη με ένα λεπτό σκάλισμα που απεικόνιζε κυνηγετικές σκηνές. Με εξαίρεση το σημάδι, η λεπίδα ήταν πολύ κοφτερή· όταν θα την καθάριζε από τη σκόνη με λάδι, θα γυάλιζε σαν καθρέφτης. Αυτή τη φορά ο Παυσανίας μάζεψε από κάτω ένα περσικό βέλος. «Είναι πολύ ελαφρύ», είπε ζυγίζοντάς το στην παλάμη του. Η σιδερένια αιχμή με τις τρεις πλευρές δεν ήταν μακρύτερη από τη φάλαγγα ενός αντίχειρα και η σαΐτα ήταν από καλάμι αντί για ξύλο. «Διόλου περίεργο δε μου φαίνεται που αυτά τα βέλη φτάνουν πιο μακριά ακόμα και από τα βέλη των Κρητών. Ωστόσο δε νομίζω να είναι ικανά να διαπεράσουν μια καλή δρύινη ασπίδα. Δεν είναι τόσο δυνατά». «Μην υποτιμάς τη νίκη των Αθηναίων, ανιψιέ», είπε ο Λεωνίδας. «Οφείλουμε να τους συγχαρούμε. Οι Έλληνες δεν έχουν ξανανικήσει ποτέ τους Πέρσες». «Οι Πέρσες δεν έχουν αντιμετωπίσει ποτέ τους Σπαρτιάτες». Ο Λεωνίδας χαμογέλασε ακούγοντας τις φανφάρες του ανιψιού του και γύρισε προς τον Θεμιστοκλή. «Όπως και να ’χει, το κατόρθωμά σας είναι απίστευτο. Μου φαίνεται περίεργο το ότι όσο σας κυβερνούσαν ευγενείς και τύραννοι δεν καταφέρατε τίποτα το εξαιρετικό και τώρα που ο λαός έχει τόση δύναμη πετύχατε τη μεγαλύτερη νίκη της ιστορίας σας. Δεν ξέρω», πρόσθεσε χαϊδεύοντας τα γένια του. «Δεν είναι άσχημη ιδέα». Ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς... δημοκρατικός; είπε μέσα του ο Θεμιστοκλής, μα δεν τόλμησε να εκφράσει τη σκέψη του
μεγαλόφωνα. «Εννοείται πως σταθήκατε τυχεροί. Πολύ τυχεροί. Χωρίς τύχη δε νίκησε ποτέ κανείς. Καταφέρατε να φτάσετε κοντά τους για να πολεμήσετε σώμα με σώμα, που είναι ο μόνος τρόπος για να τους νικήσει μια φάλαγγα οπλιτών». Ο Λεωνίδας πλατάγισε τη γλώσσα. «Έχω όμως την εντύπωση ότι, όταν φτάσει η ώρα της αλήθειας, θα χρειαστείτε περισσότερα όπλα από το βαρύ πεζικό για να τους νικήσετε». «Πιστεύεις κι εσύ ότι οι Πέρσες θα επιστρέψουν;» «Όχι μόνο το πιστεύω. Το ξέρω, αγαπητέ Θεμιστοκλή». «Γιατί;» «Γιατί, αν είχατε κάνει σ’ εμένα αυτό που κάνατε στο βασιλιά της Περσίας, δε θα ησύχαζα μέχρι να σαρώσω την πόλη σας. Όχι από μίσος. Θαυμάζω την ανδρεία. Μα δε θα επέτρεπα να συνεχίσει να υπάρχει στον κόσμο μια πόλη που θα με είχε ταπεινώσει. Ξέρεις τι θα έκανα αν ήμουν ο Δαρείος;» «Όχι». «Θα πρόσταζα ένα γραμματέα να μου λέει κάθε πρωί μόλις σηκωνόμουν: “ Μην ξεχνάτε τους Αθηναίους, Μεγαλειότατε”. Ύστερα θα ετοίμαζα με την ησυχία μου μια εκστρατεία εναντίον σας και θα έφερνα τους διπλάσιους άνδρες. Έτσι, δε θα μπορούσατε να περικυκλώσετε ξανά το στράτευμά μου». Ο Λεωνίδας έσφιξε τα χέρια του Θεμιστοκλή και πρόσθεσε: «Καλέ μου φίλε, θα παρουσιαστεί η ευκαιρία να κάνεις κάτι μεγάλο. Βέβαια, αν ο Μεγάλος Βασιλιάς είναι ο άνθρωπος που υποπτεύομαι ότι είναι, θα χρειαστεί κάτι πολύ μεγαλύτερο από το επίτευγμα του Μαραθώνα για να σώσεις την πόλη σου».
Αιγαίο πέλαγος, 13 Σεπτεμβρίου Ο Πατικάρα είχε στηρίξει τους αγκώνες στην κουπαστή του φοινικικού πλοίου που τον μετέφερε πίσω στις ακτές της Ασίας και σκεφτόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα όχι με τον διπλάσιο αριθμό στρατιωτών αλλά με πενταπλάσιο ή εξαπλάσιο. Η ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στο στόλο ήταν ζοφερή. Αν και στις μεταξύ τους συνομιλίες πολλοί Πέρσες αξιωματικοί χαίρονταν για το γεγονός ότι ο Δάτις δεν είχε επιτύχει τους σκοπούς του και καταλόγιζαν την αποτυχία του στην αλαζονεία και στην ασπλαχνία που είχε επιδείξει, το ηθικό του στρατεύματος είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα. Μέχρι τώρα οι στρατιώτες της Σπάντα, του στρατού του Μεγάλου Βασιλιά, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανίκητους. Κάθε φορά που αντιμετώπιζαν Έλληνες οπλίτες κατάφερναν να τους κρατούν σε απόσταση, να τους κατατροπώνουν από τη ράχη του αλόγου ή να τους κατακλύζουν με τα βέλη τους, σαν τα θηράματα που τα ξετρυπώνει ο κυνηγός. Αυτή τη φορά όμως οι κυνηγοί είχαν αφήσει το αγριογούρουνο να πλησιάσει υπερβολικά και να τους καταστρέψει με τους χαυλιόδοντές του. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τους επικριτές, ο Δάτις υποστήριζε ότι είχε πετύχει σχεδόν όλους τους στόχους της εκστρατείας. Είχε υποτάξει τις Κυκλάδες, είχε πάρει πολλά λάφυρα και είχε καταστρέψει την Ερέτρια, της οποίας τους κατοίκους έφερνε στοιβαγμένους στα αμπάρια των πλοίων του ως προσφορά στον Δαρείο. Μα το κυρίως θήραμα είχε διαφύγει σώο. Και δεν ήταν μόνο αυτό· με ένα και μόνο πλήγμα ο εχθρός τούς είχε στερήσει πάνω από έξι χιλιάδες άνδρες. Όταν θα υπολόγιζαν το κόστος της εκστρατείας, θα φαινόταν ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για μια αποτυχία χωρίς ελαφρυντικά. Η καριέρα του Μήδου στρατηγού είχε τελειώσει. Δε θα επισκίαζε ξανά τον Μαρδόνιο. Η προσωπική του φιλία με τον Μαρδόνιο ήταν από τους ελάσσονες λόγους για την πράξη του Πατικάρα. Ένας άνθρωπος σαν
εκείνον, πορφυρογέννητος, εκτιμούσε την αξιοπρέπεια πάνω από καθετί. Σίγουρα οι Αθηναίοι ένιωθαν περήφανοι για τη νίκη κατά των Περσών παρά το αριθμητικό μειονέκτημα, αφού είχαν χρησιμοποιήσει μια έξυπνη τακτική. Για τον Πατικάρα αυτό δε σήμαινε τίποτα. Κατά τη γνώμη του, όπως ένας πραγματικός οικοδεσπότης οφείλει να καταπλήσσει και να ξεπερνά τους φιλοξενούμενούς του με την αξία και την ποσότητα των δώρων του, έτσι και η Περσική Αυτοκρατορία όφειλε να καταπλήξει τον κόσμο κινώντας στρατεύματα τόσο πολυάριθμα και άριστα ώστε να κάνουν τους εχθρούς να πέφτουν στα πόδια της και να παραδίνονται από καθαρό φόβο. Οι τακτικές αποδεικνύουν την ευφυΐα και η ευφυΐα είναι το μέσον των αδυνάμων. Οι αριθμοί, αντίθετα, αποτελούν έκφραση ισχύος και ο Πατικάρα ήθελε να καταλάβουν όλοι ότι στις εφτά γωνιές του κόσμου δεν υπήρχε άλλη δύναμη ίση με το θρόνο των Αχαιμενιδών. Γι’ αυτό είχε χρησιμοποιήσει την Αρτεμισία για να αποκαλύψει στους Αθηναίους την τακτική των Περσών. Ο Μήδος είχε αποφασίσει να μοιράσει τις δυνάμεις του για να κατακτήσει την ανυπεράσπιστη φωλιά των Αθηναίων, σαν την αλεπού που μπαίνει σε ένα αφύλακτο κοτέτσι. Αυτό ισοδυναμούσε με κλοπή της νίκης, και οι Πέρσες δεν έπρεπε να φερθούν σαν κλέφτες μέσα στη νύχτα. Χάρη σε αυτή την πληροφορία οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν. Ο Πατικάρα παραδεχόταν τη γενναιότητά τους και την είχε επιβραβεύσει συμμετέχοντας στη μάχη με πενήντα άνδρες, το ήμισυ του σαμπατάμ του ιππικού του, λίγο πριν ανέβει στο πλοίο και γνωρίζοντας ότι διέτρεχε κίνδυνο. Ένας λόγος για τον οποίο είχε κρυφτεί πίσω από μία μάσκα και είχε συμμετάσχει σε εκείνη την εκστρατεία ήταν ακριβώς ότι ποτέ δεν είχε λάβει μέρος σε πραγματική μάχη. Ήθελε να δει μία με τα μάτια του, να την ψηλαφίσει με τα χέρια του. Ο ίδιος, μέγας ιππέας, άξιος με το δόρυ και ακόμα καλύτερος με το τόξο, είχε αναγκαστεί να περιοριστεί στις στρατιωτικές ασκήσεις γιατί ο πατέρας του δεν τον άφηνε να πάει στον πόλεμο. Στα τριάντα του χρόνια!
Περισσότερο αυτό το γεγονός παρά η φιλία με τον Μαρδόνιο ή η περιφρόνηση για τον Δάτι ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ο Πατικάρα είχε προβεί σε εκείνη την πράξη. Ο Κύρος αποκαλούνταν Μέγας γιατί είχε ιδρύσει μια αυτοκρατορία και είχε μετατρέψει ένα λαό νομάδων σε κυρίαρχο του κόσμου. Ο γιος του Καμβύσης είχε προσθέσει στις κατακτήσεις του τα πλούσια εδάφη της Αιγύπτου. Ο τρίτος μονάρχης, ο Δαρείος, είχε συγκρατήσει με σιδερένια γροθιά την αυτοκρατορία σε μια στιγμή που είχε φτάσει στο χείλος της κατάρρευσης, την είχε μετατρέψει σε έναν τέλειο μηχανισμό, που τρεφόταν από τους φόρους και πάχαινε από τους βασιλικούς δρόμους, και είχε υποτάξει τη Θράκη. Τ ι έμενε να γίνει; Τ ι θα άφηνε ο Δαρείος στους απογόνους του; Οι περιοχές στα βόρεια του Καυκάσου και της Κασπίας ήταν ακατοίκητες και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τις περιφρουρούν για να αποφεύγουν τις επιδρομές των νομαδικών φυλών. Πέρα από την Αίγυπτο δεν υπήρχαν παρά απέραντες χέρσες εκτάσεις από αμμόλοφους, ικανές να καταπιούν ολόκληρους στρατούς. Από την Ινδία, με το ανθυγιεινό κλίμα, το μόνο που ήθελαν ήταν να συνεχίσουν να λαμβάνουν ελέφαντες και χρυσό σε σκόνη. Η Ελλάδα όμως... Η Ελλάδα σήμαινε ότι θα έκλειναν στην περσική γροθιά το Αιγαίο, ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την πόρτα για τα πλούτη της Δύσης. Η Ιταλία, η Σικελία κι έπειτα η υπερόπτρια Καρχηδόνα. Γι’ αυτό ο Πατικάρα είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να αποτύχει εκείνη η εκστρατεία. Όταν θα πέθαινε ο Δαρείος, ο διάδοχός του θα επέστρεφε αυτοπροσώπως στην Ελλάδα με στρατό αντάξιο ενός βασιλιά των Αχαιμενιδών. Θα έζευε τη θάλασσα στο ζυγό του, θα άνοιγε τη γη με το σπαθί του αν χρειαζόταν, για να θυμούνται οι μετέπειτα γενιές τη δόξα του Μεγάλου Βασιλιά. Με τον Αχουραμάζντα για μάρτυρά του, αυτό ορκίστηκε κάτω από τη μάσκα του ο Πατικάρα. Αυτό ορκίστηκε ο Ξέρξης, γιος του Δαρείου και εστεμμένος πρίγκιπας της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Η τύχη των Ερετριέων Τέλος ο Δάτης κι ο Αρταφέρνης, μόλις τα καράβια τους αρμενίζοντας έπιασαν στεριά στην Ασία, πήραν τους Ερετριείς που είχαν σκλαβώσει και τους ανέβασαν στα Σούσα. Ο βασιλιάς Δαρείος, πριν οι Ερετριείς αιχμαλωτιστούν, έτρεφε εναντίον τους φοβερό μίσος, επειδή πρώτοι οι Ερετριείς είχαν δώσει αφορμή με τις άδικες πράξεις τους· όταν όμως είδε να τους κουβαλούν στην αυλή του και να τους έχει στην εξουσία του, δεν τους πείραξε καθόλου, αλλά τους εγκατέστησε στη χώρα των Κισσίων, σε δικό του υποστατικό που λεγόταν Αρδέρικκα κι απέχει από τα Σούσα διακόσιους δέκα σταδίους, και σαράντα απ’ το πηγάδι που βγάζει τρία ορυκτά· δηλαδή αντλούν απ’ αυτό άσφαλτο και αλάτι και λάδι με τον εξής τρόπο· για την άντλησή τους χρησιμοποιούν γεράνι, που στην άκρη του έχουν δεμένο όχι κουβά, αλλά το μισό από ασκί· και βουτώντας το στο πηγάδι αντλούν το υγρό κι έπειτα το χύνουν σε δεξαμενή· κι απ’ αυτήν διοχετεύεται αλλού και παίρνει τρεις μορφές, κι η άσφαλτος και το αλάτι πήζουν στη στιγμή, ενώ το λάδι… κι οι Πέρσες το λένε ραδινάκη· κι είναι μαύρο και βγάζει βαριά μυρουδιά. Εκεί ο βασιλιάς Δαρείος εγκατέστησε τους Ερετριείς κι αυτοί ως την εποχή μου είχαν δική τους αυτή την περιοχή, κρατώντας τη μητρική γλώσσα. Ηροδότου, Ιστορίαι, ΣΤ ΄, 119. Το τέλος του Μιλτιάδη Ο Μιλτιάδης, που και πρωτύτερα το κύρος του στην Αθήνα ήταν μεγάλο, έγινε τότε παντοδύναμος, ύστερ’ από το χτύπημα που έδωσε στον Μαραθώνα. Ζήτησε λοιπόν απ’ τους Αθηναίους εβδομήντα καράβια, εκστρατευτικό σώμα και χρήματα, χωρίς να τους αποκαλύψει εναντίον ποιας χώρας θα εκστρατεύσει αλλά τους βεβαίωσε πως θ’ απολαύσουν άφθονο πλούτο, αν τον ακολουθήσουν· γιατί η χώρα εναντίον της οποίας θα τους οδηγήσει διαθέτει άφθονο χρυσάφι, που θα τ’ αποχτήσουν αυτοί χωρίς κόπο·
μιλώντας έτσι τους ζητούσε τα καράβια. Κι οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν μ’ αυτά και του έδωσαν τα καράβια. Κι ο Μιλτιάδης παρέλαβε το εκστρατευτικό σώμα κι έβαλε πλώρη για την Πάρο, με το πρόσχημα πως οι Πάριοι πρώτοι προκάλεσαν, παίρνοντας μέρος με μια τριήρη στην εκστρατεία των Περσών στον Μαραθώνα.[…] Και φτάνοντας στη χώρα στην οποία κατευθυνόταν με τα καράβια ο Μιλτιάδης, πολιορκούσε με το εκστρατευτικό του σώμα τους Παρίους που είχαν στριμωχτεί μες στα τείχη τους· και στέλνοντας στην πόλη κήρυκα απαιτούσε εκατό τάλαντα και τους μηνούσε πως, αν δεν του τα δώσουν, δε θα σηκώσει το στρατό του απ’ το νησί τους πριν τους κυριέψει. Οι Πάριοι όμως ούτε καν εξέτασαν την περίπτωση να δώσουν χρήματα στον Μιλτιάδη αλλά ένα μελετούσαν, πώς θα υπερασπιστούν την πόλη τους· κι εκτός από τ’ άλλα, επινόησαν κι αυτό: το μέρος του τείχους, όπου κάθε φορά περίμεναν να επιχειρήσει να το πατήσει ο εχθρός, αυτό, με το που έπεφτε η νύχτα, το ύψωναν διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν πρωτύτερα. […] Για τη συνέχεια μονάχα οι Πάριοι λένε τα εξής: καθώς ο Μιλτιάδης βρισκόταν σε αμηχανία, του παρουσιάστηκε και συνομίλησε μαζί του μια αιχμάλωτη γυναίκα, που καταγόταν από την Πάρο· τ’ όνομά της ήταν Τ ιμώ κι ήταν διακόνισσα των θεών του Κάτω κόσμου. Πως αυτή παρουσιάστηκε στον Μιλτιάδη και τον συμβούλευσε, αν γι’ αυτόν έχει μεγάλη σημασία να κυριέψει την Πάρο, να κάνει ό,τι θα του υποδείξει αυτή. Και πως, ύστερ’ απ’ αυτά του έδωσε οδηγίες, κι αυτός ανηφόρισε στο ύψωμα που βρίσκεται μπροστά από την πόλη και, επειδή δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τις θύρες, πήδησε πάνω απ’ το φράχτη του τεμένους της Δήμητρας της Θεσμοφόρου· πήδησε λοιπόν το φράχτη και προχώρησε στο ναό για να κάνει εκεί μέσα κάτι, είτε να μετακινήσει κάποια απ’ εκείνα που δεν πρέπει να μετακινηθούν είτε τέλος πάντων οτιδήποτε άλλο θα έκανε· και πως έφτανε μπροστά από τις πύλες, όταν ξαφνικά τον έπιασε σύγκρυο και πήρε να γυρίσει πίσω απ’ τον ίδιο δρόμο· την ώρα όμως που πηδούσε στην ξερολιθιά, τσακίστηκε το μερί του· άλλοι πάλι λένε πως χτύπησε στο γόνατο.
Ο Μιλτιάδης λοιπόν σε μαύρο χάλι γύρισε πίσω με το στόλο του, χωρίς ούτε χρήματα να φέρει στους Αθηναίους ούτε την Πάρο να προσθέσει στην επικράτειά τους […] Κι οι Αθηναίοι, με το που γύρισε ο Μιλτιάδης στην πόλη, τον γλωσσότρωγαν ασταμάτητα – και οι άλλοι και προπάντων ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονος, που έσυρε τον Μιλτιάδη στην κρίση του λαού για να καταδικαστεί σε θάνατο, καταγγέλλοντάς τον για εξαπάτηση των Αθηναίων. Κι ο Μιλτιάδης παρουσιάστηκε, αλλά δεν πήρε ο ίδιος το λόγο για ν’ απολογηθεί (γιατί, έτσι που σάπιζε το μερί του, ήταν ανήμπορος για κάτι τέτοιο), όμως οι φίλοι του τον απόθεσαν ξαπλωμένο σε κρεβάτι μπροστά στο βήμα κι ανέλαβαν την υπεράσπισή του, αναφέροντας με πολλές λεπτομέρειες και τη μάχη που δόθηκε στον Μαραθώνα […] Λοιπόν, όσο για την απαλλαγή του από τη θανατική καταδίκη ο λαός πήρε το μέρος του, όμως για την άδική του πράξη του επέβαλε πρόστιμο πενήντα τάλαντα· κατόπιν ο Μιλτιάδης, καθώς το μερί του σάπισε από γάγγραινα, πεθαίνει, και τα πενήντα τάλαντα τα πλήρωσε ο γιος του, ο Κίμων. Ηροδότου, Ιστορίαι, ΣΤ ΄ 132-136 Ο Θεμιστοκλής προβλέπει έναν νέο πόλεμο Λένε πως ο Θεμιστοκλής διψούσε τόσο παράφορα τη δόξα και αγαπούσε, εξαιτίας της φιλοδοξίας του αυτής, τόσο πολύ τα μεγάλα έργα, που, νέος ακόμη, την εποχή της μάχης με τους Πέρσες στο Μαραθώνα, που η δόξα του Μιλτιάδη ταξίδεψε μακριά, έγινε σοβαρός και κλείστηκε στον εαυτό του και τις νύχτες έμενε ξάγρυπνος και μοναχός, μακριά από τις διασκεδάσεις των φίλων, και όταν τον ρωτούσαν απορώντας για την αλλαγή του τρόπου της ζωής του, απαντούσε πως δεν τον άφηνε να κοιμηθεί το τρόπαιο του Μιλτιάδη! Οι άλλοι πίστευαν ότι η ήττα των βαρβάρων στο Μαραθώνα ήταν το τέλος του πολέμου, ο Θεμιστοκλής αντίθετα την έβλεπε σαν την αρχή μεγάλου αγώνα, για τον οποίο προάλειφε τον εαυτό του για λογαριασμό ολόκληρης της Ελλάδας και προετοίμαζε
την Αθήνα, βλέποντας από μακριά το μέλλον. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής-Κάμιλλος, «Θεμιστοκλής», 3 Ο θάνατος του Δαρείου Μόλις λοιπόν ανακήρυξε βασιλιά των Περσών τον Ξέρξη, ο Δαρείος ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει. Όμως, ένα χρόνο ύστερ’ απ’ αυτά και την επανάσταση της Αιγύπτου, τον Δαρείο πάνω στις προετοιμασίες της εκστρατείας τον βρήκε ο θάνατος, ύστερ’ από τριάντα έξι συνολικά χρόνια βασιλείας, κι έτσι δεν αξιώθηκε ούτε τους επαναστάτες Αιγυπτίους ούτε τους Αθηναίους να τιμωρήσει. Και μετά το θάνατο του Δαρείου η βασιλεία πέρασε στο γιο του, τον Ξέρξη. Ηροδότου, Ιστορίαι, Ζ΄, 4 Άνοδος του Ξέρξη στο θρόνο Λέει ο βασιλεύς Ξέρξης: Πατέρας μου ήταν ο Δαρείος. Ο πατέρας του Δαρείου λεγόταν Υστάσπης και ο πατέρας του Υστάσπη λεγόταν Αρσάμης. Τόσο ο Υστάσπης όσο και ο Αρσάμης ζούσαν ακόμη την εποχή που ο Αχουραμάζντα έκανε βασιλιά αυτής της χώρας τον πατέρα μου τον Δαρείο, γιατί αυτή ήταν η επιθυμία του. Όταν ο Δαρείος έγινε βασιλιάς, έχτισε πολλά και μεγαλειώδη παλάτια. Λέει ο βασιλεύς Ξέρξης: Ο Δαρείος είχε και άλλα παιδιά. Μα ο Δαρείος, ο πατέρας μου, ονόμασε εμένα ως τον πιο μεγάλο μετά τον ίδιο, γιατί έτσι θέλησε ο Αχουραμάζντα. Όταν ο πατέρας μου Δαρείος άφησε κενό το θρόνο, με τη θέληση του Αχουραμάζντα εγώ έγινα βασιλιάς στο θρόνο του πατέρα μου. Όταν έγινα βασιλιάς, έχτισα πολλά και μεγαλειώδη παλάτια. Εκείνα που είχε χτίσει ο πατέρας μου τα διατήρησα και έχτισα κι άλλα κτίσματα. Όλα όσα έχτισα εγώ και όλα όσα έχτισε ο πατέρας μου έγιναν χάρη στην εύνοια του Αχουραμάζντα. Xpf 15-43. Επιγραφή χαραγμένη από τον Ξέρξη στην Περσέπολη
Ιντερμέδιο 483 π.Χ.
Βαβυλώνα, 18 Ιανουαρίου Ενδιαφέρουσα στιγμή διάλεξες να επισκεφθείς τη Βαβυλώνα», είπε ο Ισάχαρ. «Αλλά και πολύ περίπλοκη». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά μπίρα. Θα προτιμούσε το κρασί από τη Λέσβο που είχε φέρει ο ίδιος στη Βαβυλώνα και είχε χαρίσει δύο καντάρια από αυτό στον Εβραίο τραπεζίτη. Δεν ήθελε όμως να προσβάλει τον οικοδεσπότη του, αφού το τοπικό ποτό ήταν η μπίρα. Το αυθεντικό κρασί κόστιζε πέντε έως και δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι στην Ελλάδα και αποτελούσε μια πολυτέλεια που απαντούσε κανείς μόνο στα τραπέζια των ευγενών. Σε μια ταβέρνα είχαν σερβίρει στον Θεμιστοκλή ένα περίεργο υποκατάστατο από φοίνικα, προσπαθώντας να τον πείσουν ότι ήταν ζωμός από σταφύλι, εκείνος όμως προτιμούσε να ξεχάσει τη γλυκερή γεύση του. Η μπίρα από ζυμωμένο κριθάρι που του είχε προσφέρει η κόρη του Ισάχαρ, αντιθέτως, δεν ήταν κακή. Άφηνε στο στόμα μια περίεργη πικρή γεύση, η οποία, σε συνδυασμό με τα αλμυρά αμύγδαλα, αποδεικνυόταν ικανοποιητική και άνοιγε την όρεξη. Οι δύο άνδρες κάθονταν στην ταράτσα του σπιτιού του Ισάχαρ, που ήταν κατοικία και τράπεζα μαζί. Είχε αρχίσει να πέφτει το βραδάκι και οι ακτίνες του ήλιου έλουζαν με τη χρυσοκόκκινη λάμψη τους τα σμαλτωμένα τούβλα του Ετεμενάνκι. Ο μεγάλος κλιμακωτός πύργος όπου οι Βαβυλώνιοι λάτρευαν τον δικό τους Δία, τον οποίο ονόμαζαν Μαρντούκ, υψωνόταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από εκεί. Ακόμα και από τόσο μακριά όμως, το ύψος του έκανε όλα τα υπόλοιπα κτίσματα να φαίνονται μικρά. Οι σκλάβοι είχαν μαζέψει την ασπρογάλαζη τέντα γιατί είχαν μπει στο μήνα Τεμπέτου των Βαβυλωνίων· η άνοιξη αργούσε και η ζεστασιά του ήλιου ήταν ευπρόσδεκτη. Βέβαια, σε εκείνη την τεράστια πόλη ο χειμώνας ήταν ήπιος σε σύγκριση με τους τρομερούς παγετούς που είχε ζήσει ο Θεμιστοκλής στα υψίπεδα της Αρμενίας
και της Καππαδοκίας, και πολύ πιο ξηρός. Στην πραγματικότητα όλες οι εποχές ήταν ξηρές σε εκείνο τον τόπο. Εξέπλησσε το γεγονός ότι, αν και δεχόταν τόσο λίγες βροχές, η Βαβυλωνία ήταν μια πραγματική αποθήκη σιτηρών και λαχανικών για τον Μεγάλο Βασιλιά Ξέρξη. Το μυστικό βρισκόταν στην εκμετάλλευση των υδάτων που έτρεφαν τις πηγές των δύο μεγάλων ποταμών στα βουνά του βορρά, κάτι που οι Βαβυλώνιοι έκαναν ευσυνείδητα. Κατεβαίνοντας τον Ευφράτη, ο Θεμιστοκλής είχε προσέξει ότι οι χωρικοί δούλευαν αδιάκοπα για να αφαιρέσουν τη λάσπη από το δίκτυο καναλιών που άρδευαν τους κάμπους και να διατηρούν έτσι διαρκή τη ροή του νερού. Ο σκλάβος του Σίκιννος ήταν της γνώμης ότι οι Βαβυλώνιοι ήταν λαός μαλθακός, σαν τη λάσπη που χρησιμοποιούσαν για να χτίσουν τα πάντα. Ο νεαρός Πέρσης ήταν υπέρμαχος της θεωρίας ότι οι άνθρωποι είναι σαν τη χώρα την οποία κατοικούν. Γι’ αυτό έτρεφε κάποιο σεβασμό για τους Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στα βουνά και τους πετρότοπους. Εννοείται όμως ότι, σύμφωνα με τη θεωρία του, δεν έπαυαν να είναι πολύ κατώτεροι από τους Πέρσες, αφού τα βουνά στα πόδια των οποίων κατοικούσαν οι Έλληνες, όπως ο Παρνασσός, ο Υμηττός ή ο Ταΰγετος, δεν ήταν παρά κοινοί λόφοι σε σύγκριση με τις ψηλές κορυφές του Έλμπουρτζ ή του Ζάγρου. Ο Θεμιστοκλής άκουγε τους πατριωτικούς λόγους του Σίκιννου χωρίς να του θυμίζει ότι οι Πέρσες είχαν δεχτεί ένα γερό πλήγμα στον Μαραθώνα. Όσο για τους Βαβυλώνιους, πίστευε ότι η μαλθακότητα που έδειχναν ήταν παραπλανητική. Ένας λαός μαλθακός δε θα μπορούσε να μετατρέψει σε οπωρώνα μια χώρα στην οποία έβρεχε ελάχιστα. Μάλιστα ο Θεμιστοκλής είχε δει μυώδη κορμιά και τονωμένους μυς κοιτώντας τους χωρικούς που εργάζονταν ημίγυμνοι από το πρωί ως το βράδυ. Όσο κατέβαιναν τον Ευφράτη, είχε συνειδητοποιήσει ότι εκείνος ο κόσμος ήταν τεχνητός, μια γη που είχε κατακτηθεί από την έρημο με τη δύναμη της χειρωνακτικής εργασίας. Τη στιγμή που οι Βαβυλώνιοι θα έπαυαν να στραγγίζουν τα κανάλια και θα επέτρεπαν στη λάσπη να γεμίσει τα αρδευτικά
αυλάκια, η χώρα των δύο ποταμών δε θα αργούσε ούτε δέκα χρόνια να μετατραπεί σε χέρσα γη. Ναι, η Μεσοποταμία ήταν περίεργη χώρα. Κοντά στο ποτάμι το τοπίο ήταν καταπράσινο από τους φοίνικες, τις λεύκες και τα αρμυρίκια που σκίαζαν τις όχθες. Λίγο πιο πέρα φαινόταν σκούρο, σχεδόν μαύρο, κοντά στους κάμπους που είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη περιμένοντας το σιτάρι και το κριθάρι να ξεμυτίσουν την άνοιξη. Ακόμα πιο μακριά όμως, εκεί όπου ο ποταμός έπαυε να κυριαρχεί στο τοπίο, η γη μεταμορφωνόταν σε μια πεδιάδα που αλλού είχε το χρώμα της ώχρας, αλλού ήταν πολύχρωμη κι αλλού γκρίζα, χωρίς βουνά να σπάζουν τη μονότονη γραμμή του ορίζοντα. Επί πολλές ημέρες μάλιστα ο ορίζοντας δε φαινόταν γιατί ο αέρας είχε μιαν αλλόκοτη θολούρα που θάμπωνε μάτια και μυαλό. Και, όπως έλεγε ο οδηγός που τους είχε μεταφέρει σε μια βάρκα από δέρμα, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα το καλοκαίρι, όταν το έδαφος ζεσταινόταν τόσο που έδειχνε να βράζει σε ανύπαρκτες λιμνούλες κι έκανε τον αέρα πάνω από την πεδιάδα να τρέμει.
Η αρχική πρόθεση του Θεμιστοκλή ήταν να φτάσει ως τα Σούσα από τη Βασιλική Οδό ξεκινώντας από τις Σάρδεις. Ως αντιπρόσωπος ολόκληρης της Ελλάδας για τον πόλεμο που απλωνόταν στον ορίζοντα, έπρεπε να μάθει καλά την ισχύ και τα ήθη του αντιπάλου και τα μόνα μάτια και αυτιά στα οποία είχε εμπιστοσύνη ήταν τα δικά του. Ταυτόχρονα θα του έκανε καλό να απομακρυνθεί για μερικούς μήνες από την ασφυκτική αθηναϊκή πολιτική και να αφήσει το λαό να βαρεθεί την αυστηρή τιμιότητα του Αριστείδη και να τον επιθυμήσει κι εκείνον λίγο. Τον βόλευε να απομακρυνθεί και από το σπίτι του. Ή, μάλλον, από τα σπίτια του. Όταν άρχισε να πλαγιάζει με την Απολλωνία, το έκανε με τόση διακριτικότητα ώστε η Αρχίππη δεν το κατάλαβε, ή έκανε ότι δεν το κατάλαβε. Όταν όμως η κοπέλα έμεινε έγκυος, η
σύζυγός του το πήρε πολύ χειρότερα απ’ ό,τι περίμενε ο Θεμιστοκλής, αφού είχαν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν πλαγιάσει μαζί. Όταν απείλησε να βγάλει τα μάτια τόσο της Απολλωνίας όσο και του μωρού που θα γεννούσε, ο Θεμιστοκλής δεν είχε άλλη λύση από το να μεταφέρει την Απολλωνία στα γραφεία του στον Πειραιά και να τα μετατρέψει σε σπίτι. Ο Θεμιστοκλής πίστευε ότι όταν γύριζε στην Αθήνα τα πράγματα θα είχαν ηρεμήσει λίγο. Δε φοβόταν τα ξεσπάσματα της Αρχίππης, ωστόσο αποδεικνυόταν δύσκολο να ζήσει μαζί της στο σπίτι στη Μελίτη. Η σύζυγός του περνούσε μέρες ολόκληρες χωρίς να του πει λέξη, συνοφρυωμένη και με τα χείλη σουφρωμένα, εκτός από τις ημέρες που ο κύκλος του φεγγαριού έκανε τη διάθεσή της ακόμα χειρότερη. Τότε ξεσπούσε σε κλάματα και του προσήπτε ότι είχε θυσιάσει τα νιάτα και την ομορφιά της για εκείνον χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Στο σπίτι στον Πειραιά απολάμβανε λίγο περισσότερη γαλήνη, μα καμιά φορά η Απολλωνία τον κοιτούσε σαν να είχε κάνει κάτι κακό ή σαν να της χρωστούσε κάτι, παρότι δεν είχε λείψει τίποτα ούτε στην ίδια ούτε στην κόρη της, τη Μνήση, την οποία ο Θεμιστοκλής είχε υιοθετήσει. Και ούτε η μικρή Ιταλία θα στερούνταν τίποτα. Έτσι, από τη μία η όρεξη να ανασάνει φρέσκο αέρα μακριά από την Αθήνα και από την άλλη η λαχτάρα να μιμηθεί τον Οδυσσέα και να δει καινούργια μέρη τον είχαν σπρώξει σε μια περιπέτεια από την οποία δεν ήξερε αν θα επέστρεφε. Ταξίδευε με το όνομα Πισίνδηλις και έκανε τον έμπορο από την Αλικαρνασσό. Για να περάσει απαρατήρητος, είχε αφήσει το γένι του πιο μακρύ και πιο στρογγυλό και ντυνόταν σαν Κάρας. Όπως και ο Σίκιννος. Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του, δεν του είχε επιτρέψει να φορέσει παντελόνι. Ο Θεμιστοκλής ήταν πεπεισμένος ότι ήταν καλύτερο να τον βάλει να προσποιηθεί κι εκείνος τον Κάρα, γιατί πώς θα εξηγούσε σε περσικά εδάφη ότι είχε για σκλάβο έναν Πέρση, αιχμάλωτο πολέμου; «Ξέρω ότι είναι δύσκολο να ζητήσω από έναν άνθρωπο να πλησιάσει το σπίτι του και να μην το επισκεφθεί, και ακόμα πιο
σκληρό να του ζητήσω να απομακρυνθεί ύστερα από αυτό», του είχε πει ο Θεμιστοκλής όταν βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα. «Αν όμως με συνοδεύσεις προς και από τα Σούσα, σου υπόσχομαι ότι μόλις φτάσουμε στην Αθήνα θα σε αφήσω ελεύθερο. Ύστερα, εκτός από τα χρήματα που έχεις αποταμιεύσει εσύ, θα σου δώσω και οδοιπορικά χιλίων δραχμών για να επιστρέψεις στο σπίτι σου». Η προσφορά του Θεμιστοκλή ήταν παραπάνω από γενναιόδωρη. Μα ο Θεμιστοκλής χρειαζόταν τον Σίκιννο τόσο για τη γνώση του πεδίου όσο και για τη δύναμη της γροθιάς του, η οποία τον μετέτρεπε σε μονοπρόσωπο στρατό. Με τον Σίκιννο μαζί του, δεν είχε ανάγκη κανέναν άλλο· άλλωστε ήταν πολύ πιο εύκολο να περάσουν απαρατήρητοι και να κινηθούν με ελευθερία δύο ταξιδιώτες παρά δέκα. Όταν ο Θεμιστοκλής του ζήτησε να ορκιστεί στον φτερωτό θεό του ότι δε θα τον εγκατέλειπε στη χώρα των Περσών, ο Σίκιννος του απάντησε: «Ένας Μαζνταγιάσνα δεν μπορεί ποτέ να ορκιστεί, κύριε. Δεν υπάρχει χειρότερη αμαρτία για τους πιστούς από το ψέμα. Αν σου ορκιστώ στον Αχουραμάζντα ότι δε θα σε εγκαταλείψω, εκείνος θα θεωρήσει ότι η πίστη μου λιγοστεύει και θα με τιμωρήσει». Ο Θεμιστοκλής δέχτηκε. Θεωρούσε ότι γνώριζε τον νέο Πέρση και πίστευε ότι, αφού είχε δώσει το λόγο του, δε θα τον παράβαινε, όχι μόνο επειδή η θρησκεία του απαγόρευε να πει ψέματα, αλλά και γιατί στη φύση του δε χωρούσε η διπροσωπία. Στη διάρκεια της διαδρομής, παρ’ όλα αυτά, αναρωτήθηκε πάνω από μία φορά μήπως τελικά είχε διαπράξει σφάλμα. Αναστρέφοντας την κατάσταση, ήταν λες κι ένας πράκτορας από την Περσία προσπαθούσε να μπει κρυφά στην Αθήνα συνοδευόμενος από έναν Αθηναίο αιχμάλωτο πολέμου. Το μέγεθος της απερισκεψίας ξεπερνούσε εκείνο του Εκατόμπεδου. Ο Σίκιννος μπορούσε να τον καταγγείλει στις Αρχές, να εισπράξει την αποζημίωση της παράδοσης ενός κατασκόπου και να επιστρέψει στην οικογένειά του. Όλα αυτά με μία και μόνο πράξη. Τουλάχιστον ο Θεμιστοκλής είχε ένα πλεονέκτημα. Η Αθήνα ήταν τόσο μικρή ώστε εκείνος γνώριζε στην ουσία όλους τους κατοίκους
της. Η Περσική Αυτοκρατορία, αντίθετα, ήταν απέραντη. Ήταν σχετικά απίθανο να συναντήσει ο Σίκιννος κάποιον γνωστό γιατί η οικογένειά του κατοικούσε στα νότια της Κασπίας, μια περιοχή στην οποία ο Θεμιστοκλής δε σκόπευε να πλησιάσει. Ακριβώς η απεραντοσύνη των εκτάσεων του Μεγάλου Βασιλιά ήταν εκείνο που είχε εντυπωσιάσει τον Θεμιστοκλή. Άλλο πράγμα ήταν να ακούει κάποιον να μιλά για την έκταση του βασιλείου ή να τη χρησιμοποιεί ως ρητορικό σχήμα για να εμφυσήσει το φόβο στους Αθηναίους και άλλο, πολύ διαφορετικό, ήταν να ταξιδεύει τη μία μέρα μετά την άλλη στη Βασιλική Οδό, να διασχίζει κοιλάδες, ποτάμια, χιονισμένα βουνά και ερήμους γεμάτες αλάτι και, παρ’ όλα αυτά, να ξέρει ότι είχε πλησιάσει ελάχιστα στον προορισμό του. Όταν επιτέλους έφτασαν στον Ευφράτη, είχαν διανύσει χίλια διακόσια χιλιόμετρα, πέντε φορές την απόσταση που χώριζε την Αθήνα από τη Σπάρτη. Και τους έμενε μια ακόμα μακρύτερη διαδρομή μέχρι να φτάσουν στα Σούσα. Ο Θεμιστοκλής απελπιζόταν με τον αργό ρυθμό του καραβανιού στο οποίο ταξίδευαν. Λες και το βήμα δεν ήταν από μόνο του αργό και προσεκτικό, αναγκάζονταν να βγαίνουν από το δρόμο κάθε φορά που διασταυρώνονταν με περαστικούς οι οποίοι είχαν επίσημη βασιλική άδεια, με στρατεύματα της Σπάντα, του βασιλικού στρατού, ή με τους αγγελιαφόρους που περνούσαν στη ράχη των αλόγων τους σαν αστραπή. Γι’ αυτό, όταν έμαθε ότι μπορούσαν να φτάσουν ως τη Βαβυλώνα με βάρκα, δεν το σκέφτηκε πολύ. Άλλωστε στο ποτάμι οι έλεγχοι ήταν ελάχιστοι. Παρότι ο Θεμιστοκλής είχε φροντίσει να προμηθευτεί μια επίσημη άδεια για να διανύσει τη Βασιλική Οδό, κάθε φορά που οι στρατιώτες ή οι υπάλληλοι των βασιλικών πανδοχείων έκαναν έλεγχο στα πινάκια των εγγράφων, το στομάχι του γινόταν κόμπος στη σκέψη ότι μπορούσαν να τον ανακαλύψουν ή ότι ο Σίκιννος ίσως να υπέπιπτε σε κάποια αδιακρισία. Οι γηγενείς των υψιπέδων της Αρμενίας ταξίδευαν στη Βαβυλωνία πάνω σε κάτι στρογγυλά σκάφη φτιαγμένα με κοίλες τάβλες από ξύλο
ιτιάς με δερμάτινο περίβλημα, το οποίο στεγανοποιούσαν με πίσσα. Πολλά από αυτά τα πλοιάρια ήταν ατομικά, άλλα ήταν τόσο μεγάλα ώστε μετέφεραν ακόμα και γαϊδάρους. Οι Αρμένιοι κατέβαιναν τον ποταμό εκμεταλλευόμενοι το ρεύμα και μόλις έφταναν στη Βαβυλώνα πουλούσαν όχι μόνο το φορτίο που ήθελαν να εμπορευτούν, αλλά ακόμα και τις ίδιες τις τάβλες και, αν προέκυπτε, και το δέρμα. Ύστερα ανέβαιναν ξανά τον ποταμό με τα πόδια ή καβάλα στα υποζύγιά τους, κάνοντας ένα ταξίδι πολύ πιο αργό και επίπονο, μα με τη χαρά του κέρδους και του ότι είχαν περάσει μερικές ημέρες απολαμβάνοντας τις απολαύσεις που τους προσέφερε η Βαβυλώνα. Έτσι λοιπόν, ο Θεμιστοκλής και ο Σίκιννος είχαν ξεκινήσει το ταξίδι στο ποτάμι, συνοδεύοντας ένα καραβάνι από είκοσι βάρκες. Μόλις έμαθαν να χειρίζονται τα κουπιά του πλοιαρίου, άρχισαν να ταξιδεύουν με αρκετή άνεση, γιατί ο Ευφράτης, σε αντίθεση με τον αδελφό του Τ ίγρη, ήταν σχετικά ήρεμος. Μέσα σε μόλις δέκα ημέρες είχαν φτάσει στη Βαβυλώνα με τα πιθάρια το κρασί που είχαν αγοράσει στη Λέσβο ως εμπόρευμα και μαζί δικαιολογία για το ταξίδι.
Τ ώρα που είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του Ισάχαρ για να του πουλήσουν το κρασί και μαζί να του παραδώσουν το μήνυμα του εξαδέλφου του Ξενοκλή, του τραπεζίτη στον Πειραιά, ο Θεμιστοκλής είχε μάθει ότι εκείνη τη μέρα θα έμπαινε στην πόλη ο ίδιος ο Ξέρξης. Ήταν μεγάλη τύχη· θα μπορούσε να δει τον Μεγάλο Βασιλιά, έστω και από μακριά. Και, με την ευκαιρία, θα μάθαινε αν όντως ο Ξέρξης συνέχιζε τις ετοιμασίες της νέας του εκστρατείας ενάντια στην Ελλάδα, την οποία ο πατέρας του είχε αρχίσει να οργανώνει όταν πέθανε, πριν από δυόμισι χρόνια. «Ναι, είναι περίπλοκη στιγμή», επανέλαβε ο Ισάχαρ. «Είδες και μόνος σου ότι η πόλη είναι υπό την κατοχή της Σπάντα».
Όσο κατέβαινε τον Ευφράτη τραβώντας κουπί, ο Θεμιστοκλής είχε ακούσει να μιλούν για μια εξέγερση στη Βαβυλωνία. Δεν το είχε πάρει πολύ στα σοβαρά γιατί στα εδάφη της αυτοκρατορίας οι φήμες ήταν ακόμα πιο πολυάριθμες, πολυποίκιλες και υπερβολικές απ’ ό,τι στην Αθήνα. Σαν έφτασε όμως, κατάλαβε ότι οι φήμες ήταν βάσιμες. Με την ευκαιρία του ότι ο Ξέρξης κατέπνιγε μια εξέγερση στην Αίγυπτο, κάποιος Μπελσιμάνι είχε αυτοανακηρυχθεί «Βασιλέας της Βαβυλωνίας και Βασιλέας της Γης». «Αυτή η εξέγερση δεν είναι παρά μία παρωδία. Εμείς οι Βαβυλώνιοι δεν είμαστε πια λαός πολεμιστών», είπε ο Ισάχαρ. Παρότι είχε εβραϊκό αίμα, θεωρούσε τον εαυτό του Βαβυλώνιο. Όταν ο Κύρος ελευθέρωσε τους Εβραίους και τους έδωσε την άδεια να επιστρέψουν στη χώρα τους, ο παππούς του Ισάχαρ είχε προτιμήσει την εξευγενισμένη ζωή και τις ευκαιρίες για εμπόριο που προσέφερε η Βαβυλώνα από την επιστροφή στα κακοτράχαλα εδάφη της πατρίδας του. Εκείνος ο Μπελσιμάνι, συνέχισε τη διήγησή του ο Ισάχαρ, ήταν ένας δημόσιος υπάλληλος στην υπηρεσία των Περσών που είχε πάψει να αρκείται στον χρυσό που έμενε στα χέρια του και είχε αποφασίσει ότι ήθελε περισσότερα χρήματα. Οι ιερείς του ναού του Μαρντούκ τον είχαν στηρίξει γιατί τους ανησυχούσε ο θρησκευτικός πουριτανισμός του Ξέρξη. Ο νέος βασιλιάς ασκούσε τη θρησκεία του Αχουραμάζντα με πολύ περισσότερο ζήλο απ’ ό,τι ο πατέρας του κι έδειχνε διατεθειμένος να πολεμήσει ως ιππότης της Άρτα, της αλήθειας, και να εξαλείψει από τον κόσμο τις δυνάμεις που ονόμαζε «δυνάμεις του ψεύδους». Οι εξεγερθέντες ήταν πεπεισμένοι ότι τα τείχη της Βαβυλώνας θα άντεχαν οποιαδήποτε πολιορκία και ότι ο Ξέρξης θα δεχόταν να διαπραγματευτεί μαζί τους για να μην κάνει τη ζωή του δύσκολη και θα επέστρεφε στον κλήρο της Βαβυλώνας τα προνόμιά του. Ο Μεγάλος Βασιλιάς, ωστόσο, έστειλε τον κουνιάδο του, το στρατηγό Μεγάβαζο, με αρκετά στρατεύματα. Ο λαός των Βαβυλωνίων αποφάσισε να ανοίξει τις πύλες της πόλης πριν τις συντρίψει η
Σπάντα και να παραδώσει τον Μπελισμάνι και κάμποσους ακόμα επικεφαλής, οι οποίοι τώρα περίμεναν στα μπουντρούμια του Ναβουχοδονόσορα ώσπου ο Ξέρξης να απονείμει δικαιοσύνη. «Ο Ξέρξης διατέλεσε κυβερνήτης της Βαβυλωνίας πριν στεφθεί βασιλιάς και φοβάμαι ότι θα πάρει πολύ προσωπικά το θέμα», είπε ο Ισάχαρ. «Ο όχλος θα διασκεδάσει για τα καλά τις επόμενες ημέρες, με τόσους ανασκολοπισμούς και τεμαχισμούς». «Δε θα τους χάσω», είπε ο Θεμιστοκλής, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να τους δει. «Ξέρεις όμως ότι εμένα με ενδιαφέρουν περισσότερο τα πιο μακροπρόθεσμα σχέδια του Μεγάλου Βασιλιά». «Ποιος μπορεί να μπει στο μυαλό κάποιου που βρίσκεται μόλις ένα σκαλί πιο κάτω από τον ίδιο το θεό;» απάντησε ο Ισάχαρ. «Δύσκολα μπαίνει κανείς στο μυαλό ενός ανθρώπου», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Καμιά φορά όμως το κουδούνισμα από τα νομίσματα που έχει κανείς στο σακούλι του μπορεί να αποκαλύψει πολλά. Αυτό το ξέρω κι εγώ, αλλά εσύ το ξέρεις πολύ καλύτερα, έξυπνε Ισάχαρ». Ο τραπεζίτης σταύρωσε τα χέρια πάνω στην πλούσια κοιλιά του. Ήταν εύπορος άνθρωπος και του άρεσε να το επιδεικνύει, ώστε οι πελάτες του να του εμπιστεύονται τις αποταμιεύσεις τους. Γι’ αυτό έτρωγε κι έπινε καλά, έβαζε έναν κομμωτή να φροντίσει το γένι του και άλειφε το λαιμό και τα χέρια του με λάδι από νάρδο. Από το σπίτι του δεν έλειπαν οι τάπητες, τα παχιά χαλιά, τα παραπετάσματα σε ζωντανά χρώματα και τα έπιπλα από ευγενή ξύλα που εισήγε από τη Φοινίκη. Είχε επίσης να επιδείξει σερβίτσια από ασήμι και ήλεκτρο, γυάλινα κανάτια από τη Σιδώνα, ακόμα και κούπες από αθηναϊκή κεραμική, διακοσμημένες με λεπτεπίλεπτες κόκκινες φιγούρες. «Το σακούλι του Μεγάλου Βασιλιά είναι ακόρεστο», είπε κοιτώντας δεξιά κι αριστερά. Στην ταράτσα ήταν παρούσα μόνο η κόρη του, μια στρουμπουλή κοπέλα με ολοζώντανη ματιά. Ο Ισάχαρ έδειχνε να της έχει μεγάλη εμπιστοσύνη, μα εκείνη τη στιγμή τής έκανε νόημα να κατέβει στο κάτω πάτωμα. Μιλούσαν στα αραμαϊκά. Από τη στιγμή που μπήκαν στη Μεσοποταμία, ο Θεμιστοκλής δεν είχε αντιμετωπίσει προβλήματα
συνεννόησης, γιατί σε όλο εκείνο το κομμάτι της αυτοκρατορίας τα αραμαϊκά ήταν η επίσημη εμπορική γλώσσα. «Φαντάζομαι, δεν αναφέρεσαι μόνο στους φόρους». «Οι φόροι χρησιμεύουν για τη διατήρηση της βασιλικής αυλής, την κατασκευή και την επέκταση των παλατιών και την καταβολή των εξόδων των τακτικών δυνάμεων του στρατού», είπε ο Ισάχαρ. «Αυτό και μόνο σημαίνει αμέτρητες χιλιάδες τάλαντα. Μα τώρα τα βασιλικά σεντούκια έχουν αρχίσει να μπαίνουν ενέχυρο σε όλες τις τράπεζες. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος έχω υπογράψει ένα δάνειο το ύψος του οποίου θα προτιμήσω να αποκρύψω από διακριτικότητα». «Φυσικά και επαινώ τη διακριτικότητά σου, Ισάχαρ. Χωρίς όμως να μιλήσουμε με λεπτομέρειες, για τι ποσά μιλάμε;» «Για δεκαπέντε χιλιάδες τάλαντα. Ισοδυναμούν με τις ετήσιες εισφορές όλης της αυτοκρατορίας». Ο Ισάχαρ πρόσθεσε σε τόνο δραματικό: «Ένα ποσό αρκετό ώστε να στρατολογηθεί μια δύναμη με πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες μαζί με τους υπηρέτες και τους συνοδούς τους, και να οργανωθούν δύο αυτοκρατορικοί στόλοι». Επιτέλους ο Θεμιστοκλής είχε αρχίσει να ακούει πραγματικούς αριθμούς. Ένας αυτοκρατορικός στόλος αποτελούνταν από εξακόσια πλοία. Πόσα από αυτά να ήταν άραγε τριήρεις; Σχεδόν τα μισά, αν οι Πέρσες διατηρούσαν τις αναλογίες του στόλου που επιτέθηκε στον Μαραθώνα. Δύο στόλοι ισοδυναμούσαν με περίπου εξακόσια πολεμικά πλοία. Παρά τις προσπάθειες του Θεμιστοκλή όλα αυτά τα χρόνια, η Αθήνα ήταν σε θέση να αντιτάξει μόλις εκατό πλοία, πολλά από τα οποία δεν ήταν παρά ξεχαρβαλωμένες σκάφες που επέπλεαν κουτσά στραβά. «Ίσως», είπε επιφυλακτικά, «ο Μεγάλος Βασιλιάς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει αυτά τα χρήματα για να χτίσει ένα ακόμα παλάτι, εξίσου φημισμένο με εκείνο της Περσέπολης». «Ίσως. Οι Αχαιμενίδες είναι μεγάλοι κατασκευαστές. Αν όμως ήμουν Έλληνας, και μάλιστα Αθηναίος, θα ανησυχούσα πάρα πολύ», είπε ο Ισάχαρ με ένοχο χαμόγελο.
Ο Θεμιστοκλής δεν είχε αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Ήξερε όμως ότι, λόγω της σχέσης του με τον εξάδελφό του Ξενοκλή, ο Εβραίος τραπεζίτης υποπτευόταν ότι ήταν Αθηναίος. «Πιστεύεις ότι ετοιμάζει εκστρατεία για να τιμωρήσει την Αθήνα;» «Δεν έχω ιδέα από στρατιωτικά θέματα. Αν όμως εγώ είχα ζητήσει δάνεια αξίας δεκαπέντε χιλιάδων ασημένιων ταλάντων για πέντε χρόνια, κι έχοντας υπόψη ότι οι τόκοι ανέρχονται σε άλλες τέσσερις χιλιάδες τάλαντα, θα χρησιμοποιούσα αυτό το ποσό για κάτι μεγαλύτερο από μια απλή εκστρατεία εκδίκησης. Ίσως η “ εισβολή” να ήταν πιο κατάλληλη λέξη». Ο Ισάχαρ ήπιε μια γουλιά μπίρα, συνοφρυώθηκε και πρόσθεσε: «Τ ι έχετε εσείς οι Έλληνες που να δικαιολογεί μια τόσο μεγάλη επένδυση με σκοπό την κατάκτηση της χώρας σας; Έχω μάθει ότι στους Δελφούς υπάρχει ένας ναός που φιλοξενεί μεγάλα πλούτη, μα δεν ξέρω αν θα φτάσουν για να καλύψουν τα έξοδα». «Εγώ δεν είμαι Έλληνας, Ισάχαρ», του θύμισε ο Θεμιστοκλής. «Βέβαια, μου διέφυγε! Είσαι Κάρας από την Αλικαρνασσό», διόρθωσε ο Ισάχαρ, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν το πίστευε. «Ξέρεις κάτι, Πισίνδηλι; Η βασίλισσά σου θα μπορούσε να σε πληροφορήσει καλύτερα από μένα για την εκστρατεία που πλησιάζει. Έχει μεγάλη επιρροή στον Ξέρξη. Μάλιστα, θα μπει στη Βαβυλώνα στο πλευρό του». Η καρδιά του Θεμιστοκλή άρχισε να χτυπά πιο δυνατά. «Δεν το ήξερα. Όπως και να ’χει, έχω πάνω από ένα χρόνο μακριά από την Αλικαρνασσό. Ξέρεις πώς είναι η πλανόδια ζωή των εμπόρων. Τ ι κάνει η Αρτεμισία στη Βαβυλώνα;» Ο τραπεζίτης σήκωσε τους ώμους. «Στα αυτιά μου έχουν φτάσει μόνο φήμες. Λένε ότι είναι ερωμένη του Ξέρξη». Ο Ισάχαρ χαμήλωσε τη φωνή κι έσκυψε για να πλησιάσει περισσότερο τον Θεμιστοκλή. «Ο Μεγάλος Βασιλιάς μας τρελαίνεται για τις γυναίκες. Ξέρεις ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε μετά τη στέψη του; Γκρέμισε τις σάλες όπου ο πατέρας του φυλούσε το θησαυρό της Περσέπολης και
στη θέση του έχτισε ένα χαρέμι». Για κάποιο λόγο ο Θεμιστοκλής ενοχλήθηκε με την ιδέα ότι η εξαδέλφη του θα μπορούσε να είναι παλλακίδα του Ξέρξη. Ένιωθε να κηλιδώνεται από το γεγονός ότι ο Πέρσης βασιλιάς ίσως κατείχε κάτι που κάποια στιγμή ήταν δικό του, όσο λίγο και αν είχε διαρκέσει αυτό. «Πες μου, Ισάχαρ», σχολίασε κάνοντας τον αδιάφορο. «Πότε σκοπεύει να μπει στην πόλη ο Ξέρξης;» «Απόψε κιόλας. Αν βιαστείς, προλαβαίνεις να δεις την ακολουθία».
Οι φήμες και τα κουτσομπολιά γύρω από τους μονάρχες ξεφυτρώνουν και κολλούν σαν τη λειχήνα στον κορμό της βελανιδιάς. Αυτή τη φορά όμως τα κακόβουλα σχόλια του Ισάχαρ είχαν μια δόση αλήθειας. Παρότι η Αρτεμισία δεν ήταν ερωμένη του Ξέρξη, είχε γίνει μέλος του χαρεμιού του κατά τύχη. Δύο χρόνια νωρίτερα, στα τέλη του φθινοπώρου, είχε φτάσει στα Σούσα υπακούοντας σε μια βασιλική πρόσκληση. Στην πραγματικότητα είχε γράψει η ίδια στην αυλή του Ξέρξη για να ζητήσει ακρόαση, γιατί ο σύζυγός της είχε πεθάνει επιτέλους και κάποιοι Κάρες ευγενείς είχαν αρχίσει να αμφισβητούν την εξουσία της με το πρόσχημα ότι ήταν γυναίκα. Η γραφειοκρατία ήταν αργή σαν κάρο που το σέρνουν βόδια και η απάντηση είχε έρθει ένα χρόνο αργότερα. Όταν την έλαβε, η Αρτεμισία είχε ξεκινήσει παίρνοντας μαζί το γιο της Πισίνδηλι, γιατί, αν τον άφηνε πίσω, δεν ήταν σίγουρη αν θα τον έβρισκε ζωντανό όταν επέστρεφε. Σαν έφτασε στα Σούσα, ο Αρτασύρας, ο γέρος ευνούχος που ήδη από τον καιρό του Δαρείου εκτελούσε χρέη αρχηγού πρωτοκόλλου, πρωθυπουργού και αυλάρχη, την είχε εγκαταστήσει στο χαρέμι παρά τις διαμαρτυρίες της. Της είχε δώσει τα δικά της δωμάτια, ώστε να μη ζήσει την ταπείνωση του να μοιραστεί τη μεγάλη κοινή σάλα του
χαρεμιού με τις υπόλοιπες βασιλικές παλλακίδες, τις οποίες έβλεπε μόνο μέσα από ενα καφασωτό παράθυρο. Κάθε φορά που πλησίαζε εκείνο το δωμάτιο με τα φυτά και τις πηγές που σιγομουρμούριζαν διαρκώς, νόμιζε ότι έβλεπε ένα πάρκο για κυνήγι που κατοικούνταν από πάνθηρες όμορφους και ευκίνητους όσο και νωχελικούς. Οι γυναίκες του χαρεμιού, παλλακίδες εκπαιδευμένες στην τέχνη του έρωτα και της σαγήνης σύμφωνα με τους τρόπους των Ελληνίδων εταίρων, μακιγιάρονταν και χτενίζονταν καθημερινά και φορούσαν πάντα τα καλύτερά τους ενδύματα. Δεν το έκαναν για να εντυπωσιάσουν τον Ξέρξη, ο οποίος διάλεγε τη σύντροφο κάθε νύχτας στέλνοντας έναν ευνούχο, αλλά τις υπόλοιπες γυναίκες, γιατί έτσι εδραιωνόταν το περίπλοκο δίκτυο της εξουσίας, του ανταγωνισμού και των συμμαχιών που κυβερνούσε το χαρέμι. Το λάθος είχε επανορθωθεί έπειτα από λίγες ημέρες και ο Αρτασύρας είχε στείλει την Αρτεμισία στην οικία ενός Έλληνα ευγενή. Επρόκειτο για κάποιον Αισχίνη, που καταγόταν από την Ερέτρια και είχε λάβει εκείνο το αρχοντικό και κάποια ακόμα υπάρχοντα για τις υπηρεσίες του στο βασιλιά. Ο Αισχίνης ήταν άνθρωπος με κομψότητα και μεγάλη αυτοπεποίθηση και είχε βαλθεί από την πρώτη στιγμή να την κατακτήσει. Τουλάχιστον είχε την ορθή κρίση να μην πιέσει την κατάσταση, αφού γνώριζε ότι η Αρτεμισία ήταν ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Εκείνη, πάλι, που δεν είχε τι άλλο να κάνει, διασκέδαζε κάπου κάπου με τις κινήσεις του Ερετριέα. Πέρασε ο πρώτος μήνας. Ο Ξέρξης ήταν διαρκώς πολύ απασχολημένος και δεν μπορούσε να τη δεχτεί, ή τουλάχιστον αυτό διαβεβαίωνε ο Αρτασύρας. Η Αρτεμισία είχε ακούσει ιστορίες για Έλληνες υποτελείς τους οποίους ο Μεγάλος Βασιλιάς κρατούσε επ’ άπειρον στο πλευρό του, όπως είχε κάνει με τον Ιστιαίο, έναν από τους πρωτεργάτες της ιωνικής εξέγερσης. Φοβόταν ότι αυτό θα συνέβαινε και με την ίδια και ότι δε θα την άφηναν ποτέ να γυρίσει στην Αλικαρνασσό. Ένα βράδυ ένας αγγελιαφόρος τής έφερε μια πρόσκληση από το
παλάτι χωρίς περισσότερες εξηγήσεις και η Αρτεμισία πίστεψε ότι επιτέλους ο βασιλιάς επρόκειτο να τη δεχτεί. Προς μεγάλη της έκπληξη, όταν έφτασε εκεί, την οδήγησαν στα δωμάτια της συζύγου του Ξέρξη. Η Άμηστρις είχε στη διάθεσή της ολόκληρη πτέρυγα του παλατιού στα Σούσα, αρκετά μακριά από το χαρέμι. Ενώ ο Δαρείος είχε αρκετές συζύγους, ο Ξέρξης είχε περιοριστεί να παντρευτεί μόνο μία, τουλάχιστον προς το παρόν. Σύμφωνα με τον Αισχίνη, ο Ξέρξης, ήδη γεννημένος από βασιλικό αίμα και εγγονός του Κύρου, θεωρούνταν πιο εδραιωμένος στη θέση του από τον πατέρα του, γι’ αυτό δε χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα. Ο Δαρείος, αντιθέτως, είχε αναζητήσει συμμαχίες μέσα από τους γάμους για να ενισχύσει τη βασιλεία του. Στο κάτω κάτω, πρόσθετε ο Αισχίνης σχεδόν ψιθυριστά, ο Δαρείος δεν ήταν παρά ένα είδος σφετεριστή. «Νομιμοποιήθηκε, βέβαια, από το θρίαμβό του. Μόνο η επιτυχία προσδίδει τόση νομιμότητα». Όπως και να είχε, η Άμηστρις δέχτηκε την Αρτεμισία σε μια μικρή σάλα. Παρόλο που βρισκόταν μπροστά στη σύζυγο του βασιλιά, η Αρτεμισία, όντας η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, δε χρειάστηκε να γονατίσει πάνω στο χαλί· στάθηκε αρκετό να κάνει μια υπόκλιση και να φυσήξει ένα φιλί προς το μέρος της. Οι δύο γυναίκες δείπνησαν μόνες, καθισμένες πάνω σε αφράτες μαξιλάρες κοντά σε ένα τραπέζι από μαύρο, σκληρό ξύλο. Η Άμηστρις έκανε στην Αρτεμισία ερωτήσεις σχετικά με τα ελληνικά ήθη και συγκεκριμένα για τη θέση των γυναικών. Από τα σχόλιά της η Αρτεμισία συμπέρανε ότι η γυναίκα εκείνη κατείχε μεγάλα κτήματα σε διάφορα μέρη, και μάλιστα όχι στο όνομα του συζύγου της, όπως θα συνέβαινε στην Ελλάδα, αλλά ως προσωπική ιδιοκτησία. Είχε τη δυνατότητα να ταξιδεύει στα κτήματά της όποτε ήθελε, εισέπραττε τα ενοίκια από αυτά και τα οργάνωνε και τα κυβερνούσε μόνη της. Γι’ αυτό, κάθε σχόλιο για την κυριαρχία που ασκούσαν οι Έλληνες σύζυγοι στις γυναίκες τους προκαλούσε ένα περιφρονητικό γελάκι που ενοχλούσε την Αρτεμισία. «Εννοείται πως η δική μου κατάσταση δεν είναι η ίδια», έσπευσε
να εξηγήσει η Αρτεμισία και πρόσθεσε ότι δεν είχε υποστεί ποτέ τον περιορισμό του γυναικώνα, ότι η σφραγίδα της αρκούσε για να τεθούν στη διάθεσή της όλα τα υπάρχοντά της και ότι έβγαινε για κυνήγι ή για βαρκάδα όποτε ήθελε. «Σε πιστεύω, αγαπητή μου», απαντούσε αυτάρεσκα η βασίλισσα, αφήνοντας να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι τη θεωρούσε άλλη μια υποταγμένη βάρβαρη. Η Άμηστρις θα ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, μα διατηρούνταν καλά και τα χαρακτηριστικά της ήταν καλοβαλμένα. Είχε όμως κάτι που την ασχήμαινε, μια εσωτερική παγωνιά που ανέβαινε στα μάτια κι έκλεβε μέρος της εκφραστικότητάς της. Η Αρτεμισία ένιωθε κάπως άβολα. Τα δεκατέσσερα πιάτα που τους σέρβιραν οι υπηρέτριες θα της είχαν φανεί εξαίσια αν είχε άλλη παρέα, μα τώρα μετά βίας τα δοκίμαζε. Το άρωμα από το παχύρρευστο βάλσαμο από τη Συρία που έκαιγε στα θυμιατήρια ήταν τόσο βαρύ ώστε το στομάχι της είχε αρχίσει να ανακατεύεται. Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα χαλάρωσε μόνον όταν μια βάγια έφερε την κόρη της βασίλισσας πριν τη βάλει για ύπνο. «Δώσε ένα φιλί στην καλεσμένη μας, Ρατάσα». Η μικρή δε θα ήταν πάνω από τεσσάρων ετών, κι όταν πήγε να χαιρετήσει την Αρτεμισία, δεν περιορίστηκε να αγγίξει με τα χείλη το μάγουλό της, μα τύλιξε τα χεράκια γύρω από το λαιμό της και την αγκάλιασε. Μύριζε φρέσκα φρούτα και είχε τεράστια κατάμαυρα μάτια κι ένα μέτωπο τόσο στρογγυλό ώστε η Αρτεμισία, που ποτέ δεν είχε διακριθεί για το μητρικό της ένστικτο, ένιωσε την όρεξη να της δώσει ένα τρυφερό δαγκωματάκι. Περιορίστηκε όμως να τη φιλήσει. «Ρατάσα, το ξέρεις ότι είσαι πολύ όμορφο κοριτσάκι;» της είπε στα περσικά. Η μικρή χαμογέλασε και τράβηξε τα μάτια. Όταν έφυγε η μικρή, η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί την περίσταση. «Κυρά, πιστεύεις ότι ο σύζυγός σου θα με δεχτεί κάποια μέρα; Έχω αφήσει την πόλη μου σε ανδρικά χέρια και πολύ φοβάμαι ότι, αν
λείψω καιρό ακόμα, η αδεξιότητά τους θα την καταστρέψει και η Αλικαρνασσός δε θα μπορεί πια να υπηρετεί τον Μεγάλο Βασιλιά όπως της αρμόζει». «Κάποια μέρα θα σε δεχτεί, αγαπητή μου, το δίχως άλλο. Κάποια μέρα. Ένας καλός υποτελής δεν το αποδεικνύει μόνο με την υποταγή, αλλά και με την υπομονή του», απάντησε η Άμηστρις με αινιγματικό τόνο. Λίγες μέρες αργότερα η Αρτεμισία έλαβε εντολή να μεταφερθεί στη Βαβυλωνία μαζί με την υπόλοιπη αυλή. Αυτή τη φορά δεν ήρθε να τη δει ούτε η Άμηστρις ούτε ο Αρτασύρας, αλλά ο ίδιος ο Μαρδόνιος, ο πιο ισχυρός στρατιωτικός στην αυτοκρατορία και προσωπικός φίλος του Ξέρξη, που της είπε: «Θα παραταχθείς στη θριαμβευτική ιππική πορεία. Μόλις φτάσουμε και είμαστε μακριά από το χαρέμι», πρόσθεσε χαμηλόφωνα, «ο Ξέρξης θα σε δεχτεί».
Εκείνη τη στιγμή, ενώ ο Θεμιστοκλής μιλούσε με τον Ισάχαρ, η βασιλική πομπή πλησίαζε στη Βαβυλώνα. Η Αρτεμισία δεν είχε δει την πόλη στο ταξίδι του πηγαιμού γιατί η Βασιλική Οδός περνούσε μακριά από αυτή, ανατολικά του Τ ίγρη. Τ ώρα, ενώ κοιτούσε τις αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα σμαλτωμένα τούβλα των τειχών και των ναών που υψώνονταν στην άλλη άκρη, κατάλαβε γιατί ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε διαλέξει εκείνη την ώρα, τόσο αργά το απόγευμα, για να μπει στην πόλη: το φως του δειλινού την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Η Βαβυλώνα ήταν μεγάλη όσο της είχαν πει, πολύ μεγαλύτερη από τα Σούσα και από οποιαδήποτε ελληνική πόλη. Τα τείχη της βόρειας πλευράς είχαν μήκος τουλάχιστον τριών χιλιομέτρων από τη μία γωνία στην άλλη. Πριν φτάσουν σε αυτά όμως, είχαν αναγκαστεί να διασχίσουν μιαν άλλη Βαβυλώνα, πιο εκτεταμένη και πολυπληθή από εκείνη που βρισκόταν εντός των τειχών, αλλά και πιο άθλια και βρόμικη. Τα σπίτια στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο και πάνω
από τα στενά δρομάκια κρέμονταν ξύλινα μπαλκόνια και σκοινιά με απλωμένα ρούχα που μετά βίας άφηναν να περνά το φως του ήλιου. Οι τοίχοι, χωρίς παράθυρα, ήταν από ψημένα τούβλα και πατημένο χώμα, με εξαίρεση το ξύλο του οξυφοίνικα από το οποίο ήταν φτιαγμένες οι πόρτες και οι στέγες. Ελάχιστα σπίτια ήταν βαμμένα και το σύνολο είχε ένα γήινο χρώμα, λες και τα σπίτια ήταν βλαστοί που είχαν ξεφυτρώσει από το έδαφος. Η Αρτεμισία έστεκε όρθια πάνω σε ένα άρμα που έσερνε ένας νέος ηνίοχος. Είχε ντυθεί πολεμίστρια. Η ίδια και οι στρατιώτες που την είχαν συνοδεύσει από την Αλικαρνασσό προχωρούσαν στην κεφαλή της πομπής, πίσω από άλλους υποτελείς του Ξέρξη και μπροστά από τους δέκα χιλιάδες ακοντιστές της βασιλικής φρουράς. Πέρασαν τα τείχη από την πύλη της Αφροδίτης, την οποία εκεί ονόμαζαν Ιστάρ. Η πύλη βρισκόταν σε μια ορθογώνια εσοχή, έτσι ώστε, αν κάποιος εχθρός επιχειρούσε να την πάρει με επίθεση, να είναι αναγκασμένος να περάσει ανάμεσα από δύο τοίχους που κατέληγαν σε επάλξεις. Σήμερα όμως εκεί επάνω δεν έστεκαν τα στρατεύματα των Βαβυλωνίων, αλλά Πέρσες ακοντιστές υπό τις εντολές του Μεγάβαζου, του στρατηγού που είχε πάρει την πόλη για λογαριασμό του Ξέρξη. Τα μεγάλα φύλλα από ξύλο κέδρου ήταν ορθάνοιχτα. Η Αρτεμισία πέρασε κάτω από μια καμάρα ψηλή όσο δέκα άνδρες, ντυμένη με γαλάζια τούβλα και χρυσές φιγούρες που αναπαριστούσαν λιοντάρια, σφίγγες και άλλα μυθικά πλάσματα. Το άρμα της διέσχισε μια μεγάλη αψίδα που φωτιζόταν από πυρσούς και φυλασσόταν από δύο σειρές ακοντιστών, ώσπου τελικά μπήκε στους δρόμους της επίσημης Βαβυλώνας. Η πόλη υποδεχόταν το βασιλιά με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο κόσμος είχε βγει στην άκρη της οδού των Πομπών για να χαιρετήσει τη συνοδεία του Ξέρξη κρατώντας κλαδιά φοίνικα και σκορπίζοντας ροδοπέταλα στο δρόμο του. Τα σπίτια ήταν στολισμένα με πολύχρωμα υφάσματα και γιρλάντες από λουλούδια και, όσο έπεφτε το σκοτάδι, είχαν αρχίσει να ανάβουν φωτιές στις οροφές των ναών
και κάτω από τις μορφές των θεών που έστεκαν στις άκρες του δρόμου. Χιλιάδες θυμιατά έκαιγαν ρετσίνια και αρωματικά ξύλα. Ωστόσο, ο λόγος για τον ενθουσιασμό και την επίδειξη ήταν κατανοητός. Ο λαός ήθελε να δείξει στον Ξέρξη ότι παρέμενε πιστός και ότι η εξέγερση ήταν έργο λίγων αφρόνων, τους οποίους οι ίδιοι οι Βαβυλώνιοι είχαν σπεύσει να παραδώσουν στα χέρια της βασιλικής δικαιοσύνης. Για όλα αυτά την είχε ενημερώσει ο Αισχίνης. Η Αρτεμισία τον άφηνε να την κολακεύει γιατί έτσι συνέλεγε πληροφορίες. «Ο Ξέρξης θα προβεί σε αντίποινα», της είχε πει ο Αισχίνης, «αλλά χωρίς να σφίξει πολύ τα λουριά στους Βαβυλωνίους. Δεν τον παίρνει». «Γιατί;» «Στη Βαβυλώνα υπάρχει πολύ χρήμα, μα δεν μπορεί να το πάρει με το έτσι θέλω. Κάτω από την πόλη υπάρχουν χιλιάδες μυστικές στοές και όλο το χρυσάφι και το ασήμι θα κρύβονταν εύκολα αν ο βασιλιάς προσπαθούσε να τα πάρει διά της βίας. Γι’ αυτό θα περιοριστεί να εκτελέσει τους επαναστάτες, που άλλωστε είναι και ένα θέαμα που αρέσει στον όχλο. Τα πιο αντιλαϊκά μέτρα τα πήρε ήδη ο Μεγάβαζος πριν φτάσει ο Ξέρξης». Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, ο Πέρσης στρατηγός είχε διατάξει να ξηλώσουν τα πλακάκια στο τελευταίο επίπεδο του μεγάλου πύργου του Μαρντούκ, να γκρεμίσουν τους ναούς και να λιώσουν το χρυσό άγαλμα του θεού. Ήταν τριακόσια κιλά ατόφιου χρυσού, κάτι που αντιστοιχούσε σε χίλια διακόσια ασημένια τάλαντα. Η πομπή κράτησε σχεδόν μία ώρα. Διέσχισαν με βήμα αργό την οδό των Πομπών ώσπου έφτασαν στο ναό του Μαρντούκ και μετά έστριψαν δεξιά για να κάνουν το γύρο και να φτάσουν στον Ευφράτη. Από εκεί έστριψαν ξανά προς τα δεξιά και αυτή τη φορά ανέβηκαν τον ποταμό αφήνοντας τον Ετεμενάνκι στη μία πλευρά. Από κάτω, οι ατέλειες του έβδομου επιπέδου, σε ύψος άνω των εκατό μέτρων, διακρίνονταν ελάχιστα. Η Αρτεμισία προσπάθησε να φανταστεί πώς
θα φαινόταν η πόλη από εκεί ψηλά, μα δεν τα κατάφερε. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξαναδεί τόσο ψηλό κτίσμα, αν και έλεγαν ότι στην Αίγυπτο υπήρχαν πελώριοι πέτρινοι τάφοι που έκαναν τον Ετεμενάνκι να μοιάζει μικρός. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια ματιά τόσο έντονη που λες και άγγιζε το δέρμα της. Τ ράβηξε το βλέμμα από τον πύργο και κοίταξε κάτω. Εκεί, ανάμεσα στο δρόμο και στη σειρά των δέντρων που αγκάλιαζαν το ναό, έστεκε ένας άνδρας που ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από όλους όσοι τον περιτριγύριζαν. Ωστόσο η Αρτεμισία κατάλαβε ότι δεν έψαχνε εκείνο τον άνθρωπο, αλλά κάποιον που βρισκόταν κοντά του. Παρ’ όλα αυτά, κοίταξε ξανά μπροστά της. Ένιωσε και πάλι τα μάτια καρφωμένα επάνω της. Γύρισε ελάχιστα και είδε κάποιον να ξεγλιστρά πίσω από το κορμί του γίγαντα. Δεν ήταν παρά μια στιγμή, μα η Αρτεμισία τον αναγνώρισε και η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Μα τα σκυλιά της Εκάτης, τι έκανε ο Θεμιστοκλής στη Βαβυλώνα;
Ούτε εκείνη τη νύχτα κατάφερε να δει τον Ξέρξη. Αν έγινε κάποια ακρόαση, εκείνη δεν ήταν προσκεκλημένη. Ο Αρτασύρας μοίρασε ξανά τα δωμάτια κι εκείνης της έλαχε να μείνει στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του παλατιού του Ναβουχοδονόσορα. Σαν έμαθε ότι η παρουσία της δε θα ήταν αναγκαία ως την επόμενη ημέρα, η Αρτεμισία άφησε τις υπηρέτριές της να της βγάλουν την πανοπλία κι έμεινε μόνο με τον εσωτερικό χιτώνα. Εκείνη τη στιγμή άκουσε να τη φωνάζει ο γιος της και τράβηξε στην άκρη το παραπέτασμα από ξύλο κέδρου που χώριζε το κρεβάτι της από το δικό του. «Μαμά, έλα να δεις τι φαίνεται από το μπαλκόνι!» της είπε ενθουσιασμένος ο μικρός. Σαν πλησίασε, η Αρτεμισία κατάλαβε τον ενθουσιασμό του. Κάτω
από τα πόδια τους απλωνόταν μια μεγάλη αυλή, ακόμα μεγαλύτερη και από τις τρεις αυλές που είχαν διασχίσει νωρίτερα, και στο κέντρο της υψωνόταν ένας μικρός Ετεμενάνκι. Είχε πέντε επίπεδα, το τελευταίο από τα οποία ορθωνόταν πάνω από τη στέγη του ίδιου του παλατιού, σε ύψος πάνω από είκοσι μέτρα. Κάθε μπαλκόνι ήταν κατάφυτο από δέντρα και φυτά τόσο πολυποίκιλα ώστε, τουλάχιστον από το μπαλκόνι, ήταν δύσκολο να βρει κανείς δύο ίδια. Κάποια δέντρα ήταν γυμνά, σαν να περίμεναν ακόμη την άνοιξη, μα άλλα είχαν όλο το φύλλωμά τους· είχαν φύλλα πράσινα και κίτρινα, μα και κόκκινα, ακόμα και βιολετιά. Από κάθε μπαλκόνι κρέμονταν κισσοί, κλήματα, αναρριχητικά φυτά και λιάνες που μετά βίας άφηναν να φανούν τα τούβλα των τοίχων. Ανάμεσά τους κυλούσαν πίδακες νερού, σαν μικρά βουνίσια ρυάκια που έπεφταν από το τελευταίο επίπεδο. Υπήρχαν αναμμένοι πυρσοί κάθε λίγα μέτρα και οι φλόγες τους και το σκοτάδι της νύχτας δημιουργούσαν μυστηριώδη σχέδια από φως και σκιές μέσα στη βλάστηση. «Μαμά, θέλω να πάω να παίξω εκεί». «Αύριο θα ρωτήσουμε αν επιτρέπεται, παιδί μου». «Όχι, εγώ θέλω να παίξω τώρα!» «Πρέπει να φερόμαστε ευγενικά, Πισίνδηλι. Δεν είμαστε στο σπίτι μας». Το κελάρυσμα του νερού και το κελάηδισμα των πουλιών γέμιζαν την αυλή με ήχους. Ο Πισίνδηλις, σαν άκουσε το μουρμούρισμα του νερού, άρχισε να τρίβει το ένα γόνατο με το άλλο και είπε ότι ήθελε να κάνει πιπί. Η Αρτεμισία του χάιδεψε τα μαλλιά και, αφού τον καληνύχτισε, επέστρεψε στο δωμάτιό της. Δεν τον φίλησα, σκέφτηκε κλείνοντας τη συρόμενη πόρτα. Ήταν κάτι που ξεχνούσε συχνά. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να του φερθεί πιο τρυφερά την επόμενη μέρα για να επανορθώσει. Το δωμάτιό της είχε άλλο ένα παράθυρο, πιο μικρό, αλλά με την ίδια θέα. Η Αρτεμισία πλησίασε ξανά. Εκτός από τις προσωπικές της σκλάβες, της είχαν δώσει μια Βαβυλώνια υπηρέτρια που ήταν πολύ
ξύπνια και πνευματώδης και μιλούσε ελληνικά. «Τ ι είναι αυτό;» τη ρώτησε η Αρτεμισία. «Κάποιος ναός;» «Όχι, κυρά. Είναι ένας κήπος. Τον κατασκεύασε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ για να ευχαριστήσει την ερωμένη του». Η υπηρέτρια, που λεγόταν Χουμούσι, αναστέναξε. «Γιατί εκείνη νοσταλγούσε τα δέντρα της πατρίδας της». Ποια να ήταν η πατρίδα της; αναρωτήθηκε η Αρτεμισία. Εκείνος ο κήπος πρέπει να είχε όλα τα δέντρα και τα φυτά του κόσμου, άρα οποιαδήποτε ερωμένη του βασιλιά θα ένιωθε σαν στο σπίτι της βλέποντας όσα της ήταν οικεία, μα ταυτόχρονα και μακριά από αυτό, εξαιτίας όλων όσα δε γνώριζε. «Είναι πολύ όμορφος». «Τ ώρα είναι ακόμα ομορφότερος χάρη στον Μεγάλο Βασιλιά, κυρά. Ο πατέρας του είχε αφήσει τους κήπους απεριποίητους, αλλά ο καλός μας βασιλιάς αγαπά τόσο τα φυτά ώστε έβαλε να ξαναφυτέψουν όλα τα μπαλκόνια και να επιδιορθώσουν το σύστημα ποτίσματος». Οι νύχτες στη Βαβυλωνία δεν ήταν κρύες. Η Αρτεμισία άφησε μισάνοιχτο το καφασωτό παράθυρο. Λίγο πριν αποκοιμηθεί νανουρισμένη από το μουρμούρισμα των πηγών, αναρωτήθηκε με ποιο τρόπο ανέβαζαν το νερό στην κορυφή εκείνου του ψηλού πύργου και φαντάστηκε ένα στρατό από σκλάβους στο εσωτερικό του να δίνουν κουβάδες ο ένας στον άλλο σε μια στενή σκάλα.
Βαβυλώνα, 19 Ιανουαρίου Ο Θεμιστοκλής είχε αφήσει τον Σίκιννο ελεύθερο για μερικές ώρες, συστήνοντάς του να κάνει μια βόλτα στους κήπους που περιτριγύριζαν το ναό της Ιστάρ. «Έτσι θα ξεδώσεις λιγάκι. Σε βλέπω πολύ ανήσυχο», του είχε πει. Όταν έφτασε στους κήπους και είδε ότι κοντά σε κάθε πηγή και πίσω από κάθε παρτέρι με τριανταφυλλιές παραμόνευε μια κοπελίτσα, η μία πιο όμορφη από την άλλη, με χιτώνες ανοιχτούς και διάφανους, κατάλαβε τι εννοούσε ο Θεμιστοκλής και γιατί του είχε δώσει εκείνα τα νομίσματα. Στην Περσία έλεγαν για τις Βαβυλώνιες ότι ήταν όλες πόρνες, ότι κυκλοφορούσαν στο δρόμο γυμνόστηθες και ότι πριν παντρευτούν πουλούσαν το κορμί τους τουλάχιστον μία φορά σε έναν άγνωστο. Ο Σίκιννος δεν ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό, γιατί στο δρόμο είχε διασταυρωθεί με πολλές γυναίκες και είχε προσέξει ότι φορούσαν μακριούς μάλλινους χιτώνες και οι περισσότερες είχαν τα μαλλιά μαζεμένα. Ωστόσο, αν κάποιος ερχόταν στη Βαβυλώνα κι έβλεπε μόνο εκείνους τους κήπους, θα αποκόμιζε άλλη εντύπωση. Μια κοπελίτσα που έδειχνε πιο αποφασισμένη από τις υπόλοιπες τον έπιασε από τα ρούχα και τον τράβηξε ως ένα σιδερένιο κιόσκι περιτριγυρισμένο από κλήματα. Εκεί έκαναν έρωτα με την ησυχία τους, αν και όχι με απόλυτη διακριτικότητα, γιατί κάποια στιγμή ο Σίκιννος νόμισε ότι είδε δύο περίεργα μάτια να τους κατασκοπεύουν πίσω από τη φυλλωσιά. Η κοπέλα ήταν γλυκιά και τόσο μικροκαμωμένη ώστε ο Σίκιννος την έπιασε από τους γλουτούς, τη σήκωσε στον αέρα και την έκανε δική του όρθιος. Αργότερα, την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι του Ισάχαρ, αναρωτήθηκε μήπως είχε αμαρτήσει απέναντι στον Αχουραμάζντα γιατί είχε συνουσιαστεί τόσο κοντά στο ναό μιας κίβδηλης θεάς. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας στον εαυτό του ότι σε εκείνο το κιόσκι δεν υπήρχε η εικόνα κανενός δαίμονα, αν και δεν είχε κοιτάξει καλά, γιατί δεν είχε μάτια παρά μόνο για τα στήθη της
κοπελίτσας που χόρευαν καθώς την κουνούσε πάνω στη λεκάνη του. Η πόλη ήταν πολύ μεγάλη και ήταν σχετικά εύκολο να αποπροσανατολιστεί, γι’ αυτό ρώτησε για να καταφέρει να επιστρέψει στον κύριό του. Οι Βαβυλώνιοι έδειχναν να πεινούν συνέχεια, γιατί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μικρομάγαζα και πάγκους που πουλούσαν κουλούρια, αλευρόπιτες με μέλι, πίτες από άζυμο ψωμί με πουρέ από ρεβίθι, και τυρί από κατσικίσιο και πρόβειο γάλα. Εδώ κι εκεί, πλανόδιοι ψήστες έψηναν σουβλισμένα σπουργίτια και βατράχια, αλλά και αστακούς και τζίτζικες. Μετά τη συνουσία ο Σίκιννος ένιωσε να ξυπνά μέσα του μια διαφορετική όρεξη και αγόρασε ένα σουβλάκι με αρνίσιο κρέας. Ο μαγαζάτορας, που έπρεπε να του επιστρέψει τρία χάλκινα νομίσματα, του έδωσε μόνο δύο. Ο Σίκιννος διαφώνησε μαζί του στα αραμαϊκά, παρόλο που δεν τα κατείχε στην εντέλεια, γιατί ο Θεμιστοκλής του είχε πει ότι αν μιλούσε περσικά θα έμπαινε σε μπελάδες. Ένας Πέρσης που τριγύριζε μόνος σε εκείνη την πόλη ίσως να έμπλεκε. Όταν διασταυρώνονταν με τους στρατιώτες του Μεγάλου Βασιλιά, οι ντόπιοι τούς έκαναν χίλιες κολακείες. Μα, μόλις οι στρατιώτες απομακρύνονταν, οι Βαβυλώνιοι έκαναν άσεμνες χειρονομίες και μουρμούριζαν προσβολές και κατάρες εναντίον τους. «Τ ρία χάλκινα. Όχι, όχι δύο. Τ ρία», επέμεινε ο Σίκιννος. Ο μαγαζάτορας κούνησε το χέρι μετρώντας με τα δάχτυλα για να αποδείξει ότι είχε δίκιο. Ο Σίκιννος άρπαξε λοιπόν το χέρι του πωλητή και το έσφιξε ώσπου οι κόμποι των δαχτύλων του έτριξαν σαν σάπιο ξύλο. Ο Βαβυλώνιος χλόμιασε και δέχτηκε τελικά να παραδώσει το μικροσκοπικό νόμισμα. Ο Σίκιννος το φύλαξε στο δερμάτινο σακουλάκι που είχε δεμένο στο κορδόνι της μέσης του κι έκανε να φάει το σουβλάκι. Η πρώτη του κίνηση ήταν να το φέρει κοντά στα ρουθούνια του. Το κρέας μύριζε κύμινο και θυμάρι, κι ένα σκουρόχρωμο, ζουμερό λίπος έσταζε στα δάχτυλά του. «Μια ελεημοσύνη, αφέντη!» Ο Σίκιννος γύρισε να κοιτάξει στα δεξιά του μα αναγκάστηκε να χαμηλώσει το βλέμμα για να δει ποιος
μιλούσε. Ένα παιδί, όχι ψηλότερο από τρεις πιθαμές, με τη μύτη γεμάτη μύξες και τεράστια μαύρα μάτια, είχε απλώσει ένα χέρι γεμάτο ψείρες και με ένα άσχημα φροντισμένο κάψιμο. Ο Σίκιννος τράβηξε τα μάτια και συνέχισε να ανεβαίνει το δρόμο. «Σε παρακαλώ, αφέντη!» επέμεινε το παιδί τρέχοντας πίσω του και τραβώντας το χιτώνα του. «Άσε με ήσυχο». «Πεινάω πολύ, αφέντη. Πονάει η κοιλιά μου». Ο Σίκιννος κοντοστάθηκε, κοίταξε τον ουρανό, έκλεισε τα μάτια και κόντεψε να ξεστομίσει μια κατάρα. Ήταν πολύ σφιχτοχέρης με τα χρήματα, ακόμα κι αν επρόκειτο μόνο για χάλκινα νομίσματα, γιατί αποταμίευε τους μισθούς του για να εξαγοράσει μια μέρα την ελευθερία του. Μα τα παρακάλια του πεινασμένου παιδιού άγγιξαν την ψυχή του γιατί ήταν ανέκαθεν πολύ φαγάς. Αποχαιρέτησε το άθικτο αρνίσιο σουβλάκι και το έδωσε στο παιδί. Εκείνο γούρλωσε τα μάτια και με την πρώτη δαγκωνιά τράβηξε από το ξυλάκι τα δύο πρώτα κομμάτια, παρόλο που δε χωρούσαν σχεδόν στο στόμα του. Ύστερα έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ευχαριστήσει τον Σίκιννο, γιατί, διαφορετικά, το κρέας θα έπεφτε από το στόμα του. Ενώ απομακρυνόταν, ο Σίκιννος σκέφτηκε ότι ο μαγαζάτορας και το παιδί ήταν τυχεροί που τον είχαν συναντήσει τώρα που είχε γίνει ενάρετος και ειρηνικός. Αν ήταν πιο νέος, του πρώτου θα του είχε σπάσει όλα τα δάχτυλα και στο δεύτερο θα είχε δώσει μια κλοτσιά στον πισινό που θα το είχε κολλήσει σε κανένα δέντρο. Κι έφερε στη μνήμη του με τη σειρά, όπως πάντα, τις περιστάσεις που τον είχαν κάνει να αλλάξει.
Όταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων –από τότε είχε περάσει μια δεκαετία–, ήταν ακόμη ένας ελεύθερος άνδρας που ονομαζόταν Μιθράνης και δεν έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τις διδαχές του Ζαρατούστρα τις οποίες πάσχιζε να του μάθει ο Μπαγκαμπίγκνα, ο πατέρας του. Σε εκείνη
την ηλικία είχε πετάξει όλο του το ύψος και, παρόλο που ο πατέρας και οι αδελφοί του ήταν πολύ ψηλοί, εκείνος είχε μετατραπεί σε ένα γίγαντα με ύψος σχεδόν δύο μέτρα και μια εκπληκτική δύναμη που τον έκανε ικανό να αρπάξει ένα άλογο από τα αυτιά και να το σωριάσει χάμω. Ζούσε με την οικογένειά του σε ένα κάστρο, γιατί ο πατέρας του Σίκιννου ήταν στη δούλεψη του ιδιοκτήτη· κάτω από το κάστρο ήταν ένα χωριό και όχι πολύ μακριά ένα δάσος για κυνήγι. Ο Σίκιννος χρησιμοποιούσε το κάστρο για να μπλέκει σε καβγάδες, από τους οποίους οι αντίπαλοί του έβγαιναν πάντα με κάποιο σπασμένο κόκαλο, το χωριό για να συνουσιάζεται με όσες κοπέλες έπεφταν στα νύχια του, αφήνοντας εγκύους περισσότερες από μία, και το πάρκο για να λογχίζει θηρία, γιατί ήταν τόσο δυνατός που προτιμούσε να τα σκοτώνει από κοντά παρά να τα πετυχαίνει με το τόξο. Την ημέρα που έκλεισε τα είκοσι όμως, ο πατέρας του, που είχε απηυδήσει πια με τα καμώματά του, τον υποχρέωσε να καταταγεί στις δυνάμεις του Μαρδόνιου, οι οποίες επρόκειτο να πολεμήσουν στη μακρινή Ιωνία για να καταπνίξουν την εξέγερση. Ως στρατιωτικός, ο Σίκιννος είχε παραμελήσει ακόμα περισσότερο τις διδαχές του προφήτη. Στο στρατό υπήρχαν υποτελείς από όλη την αυτοκρατορία και ο καθένας είχε φέρει τους θεούς και τους δαίμονές του. Εκείνοι που ακολουθούσαν την πραγματική πίστη του Αχουραμάζντα ήταν η μειοψηφία. Παρασυρμένος από κακούς συντρόφους, είχε λησμονήσει και τους ελάχιστους κανόνες που τηρούσε ακόμη, είχε διαπράξει κάθε είδους μιαρές πράξεις και είχε ξεχάσει να προσεύχεται τις πέντε φορές μπροστά στην ιερή φωτιά. Η πρώτη τιμωρία είχε έρθει ακριβώς από τη φωτιά. Η εξέγερση των Ιώνων είχε καταπνιγεί και τώρα ο στρατός του Μαρδόνιου ανέβαινε ξανά τα παράλια της Μικράς Ασίας για να περάσει στην Ευρώπη, να υποτάξει τη βόρεια Ελλάδα και να φτάσει ως την Αθήνα για να την τιμωρήσει για το κάψιμο των Σάρδεων. Βρίσκονταν στο ύψος της Λέσβου όταν ο Σίκιννος και οι εννέα σύντροφοί του από το νταθαμπάμ είχαν καθίσει στην παραλία για να δειπνήσουν γύρω από μια φωτιά λίγο πριν σκοτεινιάσει. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα,
μα δεν έβρεχε ούτε ακουγόταν κάποια προειδοποιητική βροντή. Άξαφνα, τον τύφλωσε μια μεγάλη λάμψη και ύστερα όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Σαν άνοιξε τα μάτια, βρέθηκε περιτριγυρισμένος από τους συστρατιώτες του, που τον κοιτούσαν έντρομοι. Ο Σίκιννος σηκώθηκε σαστισμένος και ανακάλυψε ότι πάνω τους είχε πέσει ένας κεραυνός. Οι υπόλοιποι άνδρες της δεκαρχίας κείτονταν νεκροί, μερικοί με εγκαύματα που έσκιζαν το κορμί τους από την κορυφή ως τα νύχια και τα ρούχα κουρελιασμένα και καρβουνιασμένα· άλλοι, κεραυνοβολημένοι από τη θεϊκή φωτιά, είχαν τα μάτια ακόμη ανοιχτά, σε μια στερνή έκφραση κατάπληξης. Ήταν τόσο εκπληκτικό το γεγονός ότι είχε βγει ζωντανός ώστε τον παρουσίασαν στον Μαρδόνιο. Εκείνος τον ανέκρινε, ψηλάφισε τους μυς του και κοίταξε το μπλάβο κάψιμο που του είχε αφήσει στο πρόσωπο ο κεραυνός. Ύστερα διέταξε να τον στείλουν ως πεζικάριο του ναυτικού σε μια φοινικική τριήρη. «Είναι καλύτερη από τον πολιορκητικό κριό», σχολίασε ο Μαρδόνιος. «Όταν γίνει το ρεσάλτο, θα δείτε ότι όλοι οι Έλληνες πέφτουν από μόνοι τους στο νερό από φόβο και μόνο». Οι Πέρσες δεν είχαν δικό τους στόλο, γιατί οι ακτές της χώρας ήταν αφιλόξενες, μια ανώμαλη γραμμή από απότομους γκρεμούς που δεν ενθάρρυναν το λαό να στραφεί προς τη θάλασσα. Ο Δαρείος εμπιστευόταν το στόλο του σε άλλους λαούς, με ναυτική παράδοση, όπως οι Φοίνικες, οι Αιγύπτιοι και οι Κύπριοι. Ωστόσο, για να διασφαλίσει την πίστη των πληρωμάτων, οι τριάντα οπλισμένοι στρατιώτες που υπηρετούσαν στο κατάστρωμα ήταν πάντα Πέρσες, Μήδοι ή Σάκες. Πολλοί από αυτούς υπέφεραν από ναυτία μόλις σηκωνόταν λίγο κύμα και οι περισσότεροι δεν ήξεραν κολύμπι. Ο Σίκιννος πλήρωσε έναν Ίωνα για να του μάθει να κολυμπά ενώ διέτρεχαν τα παράλια της Θράκης, γιατί η ιδέα του πνιγμού τον τρομοκρατούσε. Το καράβι στο οποίο τον έστειλαν ήταν πιο φαρδύ και με πιο ψηλά πλευρά από τις ελληνικές τριήρεις. Το κατάστρωμα ήταν
πλήρες, εξοπλισμένο με ένα κιγκλίδωμα, το οποίο, όταν επρόκειτο να μπουν στη μάχη, προστάτευαν με ασπίδες. Ωστόσο, παρότι τα φοινικικά πλοία ήταν πιο ψηλά και βαριά, όταν έπιαναν στην ανοιχτή θάλασσα κάποιο ελληνικό πλοίο, κατάφερναν σχεδόν πάντα να το αιχμαλωτίσουν. Οι Σημίτες ναυτικοί ήξεραν να κωπηλατούν με τόση δεξιότητα ώστε τα κουπιά έσκιζαν το νερό όλα μαζί σηκώνοντας ελάχιστο αφρό, και όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη, κατάφερναν να κάνουν το καράβι να γλιστρά σιωπηλό και στητό σαν μαχαίρι. Εκείνη τη στιγμή ο Σίκιννος δεν είχε θεωρήσει το χτύπημα του κεραυνού προειδοποίηση από τον ουρανό, αλλά ένα καλότυχο σημάδι. Γιατί να αλλάξει ζωή; Όσο υπηρέτησε στο ναυτικό, λοιπόν, συνέχισε να συνουσιάζεται με κάθε γυναίκα που έβρισκε εύκαιρη, να πίνει σαν μεθύστακας, να παίζει ζάρια και να κάνει τον παλικαρά. Η δεύτερη τιμωρία, λοιπόν, ήρθε από το νερό. Ο στόλος του Μαρδόνιου, που αποτελούνταν από τριακόσια πολεμικά και άλλα τόσα μεταγωγικά πλοία, έστριβε στην άκρη του όρους Άθω. Ο κύριός του ο Θεμιστοκλής, που γνώριζε καλύτερα τα θέματα της θάλασσας, του είχε πει ότι εκείνος ο τεράστιος βράχος δημιουργούσε το δικό του σύνολο από ανέμους και ρεύματα και ότι εκεί τα νερά ήταν τόσο βαθιά ώστε ήταν αδύνατον να φτάσει κανείς ως το βυθό με ένα βαρίδι, όσο μακρύ και αν ήταν το σκοινί. Και τότε ξεχύθηκε πάνω τους η οργή των στοιχείων της φύσης. Ήταν μέρα μεσημέρι όταν ο ουρανός σκοτείνιασε, ο άνεμος άρχισε να ουρλιάζει και τα κύματα σηκώθηκαν σαν κοπάδι αφηνιασμένα άλογα. Ο Σίκιννος είδε ότι η καταιγίδα έσπρωχνε τα άλλα πλοία γύρω του προς τον όγκο του Άθω και τα κομμάτιαζε σαν καρυδότσουφλα. Η δική του τριήρης κατευθυνόταν ολοταχώς προς τον γκρεμό. Τα πανιά είχαν αχρηστευτεί και τα κουπιά μαστίγωναν περισσότερο τον αέρα παρά το νερό. Ο καπετάνιος κραύγαζε άγρια, φωνάζοντας στο πλήρωμα να τεντώσει τους κάβους που έσφιγγαν το κύτος του πλοίου, όταν ένα χτύπημα της θάλασσας έκανε ένα από τα κεντρικότερα κουπιά να τον χτυπήσει στο στόμα και να του ξεριζώσει όλα τα δόντια. Στο πλοίο επικράτησε πανικός, οι
κωπηλάτες συνωστίζονταν για να βγουν από το αμπάρι, και πάνω στο κατάστρωμα οι στρατιώτες είχαν γαντζωθεί από τον εξοπλισμό και τις κουπαστές για να μην πέσουν στη θάλασσα. Ο Σίκιννος, που είχε καταλάβει ότι αν δεν εγκατέλειπε την τριήρη θα ήταν χαμένος, έβγαλε το καφτάνι και τη φολιδωτή πανοπλία και ρίχτηκε στο νερό. Ύστερα άρχισε να κολυμπά όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να απομακρυνθεί και δεν άργησε να ακούσει πάνω από το βρυχηθμό της καταιγίδας ένα παρατεταμένο τρίξιμο όταν το φοινικικό πλοίο τσακίστηκε στα βράχια κι έγινε θρύψαλα. Κατάφερε να φτάσει ως ένα μαδέρι που επέπλεε εκεί κοντά, απομεινάρι της κουπαστής κάποιου άλλου πλοίου, και αρπάχτηκε από αυτό. Για αρκετή ώρα πάλεψε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Ωστόσο η καταιγίδα ξεθύμανε τόσο ξαφνικά όσο είχε ξεσπάσει και πάνω από τη θάλασσα έλαμψε ένα χλομό φεγγάρι στη φέξη. Μα εκείνη η εφιαλτική νύχτα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Λίγο πριν βγει ο ήλιος εμφανίστηκαν τα τέρατα της θάλασσας. Στα αυτιά του Σίκιννου αντηχούσαν ακόμη οι κραυγές των άλλων ανδρών που επέπλεαν όχι πολύ μακριά από εκείνον και που μάταια ζητούσαν βοήθεια ο ένας από τον άλλο, ενώ τα σαγόνια των θηρίων τούς καταβρόχθιζαν. «Το πόδι μου!» φώναζε ο ένας. «Το χέρι μου!» απαντούσε κάποιος άλλος, ή έβγαζε κάποιο άναρθρο γαργάρισμα πριν βυθιστεί. Ο Σίκιννος προσπάθησε να ανέβει στο μαδέρι και να βγει από το νερό, αλλά το κορμί του ήταν υπερβολικά ογκώδες και κόντευε να το βυθίσει. Ένα δέρμα άγριο σαν γυαλόχαρτο πέρασε ξυστά από το πόδι του· σαν ένιωσε την επαφή με το θηρίο, ο Σίκιννος έβαλε τις φωνές σαν τους υπόλοιπους. Ύστερα δυο ατσάλινα σαγόνια έκλεισαν γύρω από το καλάμι του κι έχωσαν το ύφασμα του παντελονιού στη σάρκα του. Το θηρίο τράβηξε τα σαγόνια· αν είχε πέσει σε κανένα λιγότερο δυνατό άνδρα, ίσως να του είχε ξεριζώσει το μισό πόδι. Ο Σίκιννος έβαλε τα χέρια στο νερό κι ένιωσε ένα μυτερό κεφάλι. Άρχισε να ψηλαφίζει τη ρυτιδιασμένη επιδερμίδα, βρήκε ένα μάτι κι έχωσε τα δάχτυλά του. Το πλάσμα κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε τα δόντια. Η απελπισία πολλαπλασίασε ακόμα
περισσότερο την τρομερή δύναμη του Σίκιννου· βύθισε τα δάχτυλα ώσπου κατάλαβε ότι κάτι υγρό και κολλώδες έσπαζε ανάμεσά τους. Τότε τράβηξε το χέρι κι έβγαλε το συνθλιμμένο μάτι του θηρίου, που επιτέλους άνοιξε τα σαγόνια, τον άφησε κι απομακρύνθηκε. Όταν επιτέλους ξημέρωσε, ο Σίκιννος διαπίστωσε ότι το ρεύμα τον είχε παρασύρει κατά την ανατολή και ότι ο όγκος του Άθω ήταν πια μακριά, στα δεξιά του. Ως εκεί που έφτανε το μάτι υπήρχαν σκόρπια συντρίμμια. Αργότερα έμαθε ότι σε εκείνη την καταιγίδα είχε χαθεί ο μισός περσικός στόλος και ότι ο Μαρδόνιος είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί από την εισβολή. Εκείνο το γεγονός τού κόστισε την εύνοια του Δαρείου· παρ’ όλα αυτά, τώρα με τον Ξέρξη είχε ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Μερικές ώρες αργότερα τον περιμάζεψε ένα ελληνικό πλοίο. Όταν κατάλαβαν ότι ο Σίκιννος ήταν Πέρσης, η πρώτη τους σκέψη ήταν να τον σκοτώσουν. Μα, σαν είδε το κορμί και τους μυς του, ο καπετάνιος του πλοίου δήλωσε ότι δεν επρόκειτο για τίποτα στον κόσμο να χάσει τα χρήματα που θα μπορούσε να του αποφέρει ένας τέτοιος άνδρας. Αργότερα ο Σίκιννος θα μάθαινε ότι ο εφοπλιστής εκείνου του πλοίου ήταν ο ίδιος ο Θεμιστοκλής. Ο Σίκιννος θα μπορούσε να καταλήξει σε πολλά μέρη· όμως η μοίρα, ή ο σοφός κύριός του Αχουραμάζντα, του επιφύλαξε το χειρότερο: τα ορυχεία του Λαυρίου. Εκεί οι άνθρωποι βεβήλωναν όλα τα στοιχεία μαζί. Τη γη, γιατί την τρυπούσαν με στοές και πηγάδια για να πάρουν τους καρπούς της. Το νερό, γιατί το λέρωναν πλένοντας το μετάλλευμα πάνω σε μεγάλα πέτρινα τραπέζια που διέθεταν χωνιά. Και τη φωτιά, γιατί θέρμαιναν τους μεγάλους φούρνους από πέτρα και πηλό όπου έχυναν το μετάλλευμα και το έλιωναν για να χωρίσουν τη σκουριά από το μολύβι και, κυρίως, από το ασήμι. Από εκείνα τα καμίνια έβγαινε ένας μαύρος, δύσοσμος καπνός. Ο Σίκιννος είχε δει τους σκλάβους που δούλευαν εκεί από καιρό να ανασαίνουν με σφυρίγματα οξέα σαν εκείνα των φυσερών που χρησιμοποιούσαν. Μια νύχτα, την ώρα του δείπνου, είδε έναν από
εκείνους να σωριάζεται στο έδαφος ξερνώντας αίμα από το στόμα και τα ρουθούνια και να πεθαίνει μπροστά στα πόδια του. Εκείνος θα προτιμούσε να δουλεύει στα καμίνια παρά στις στοές. Εκεί κάτω η φωτιά των πυρσών ανάλωνε τον αέρα, και το ρετσίνι που έκαιγαν δεν κατάφερνε να καλύψει τη μυρωδιά από τα ούρα και τα περιττώματα, γιατί οι σκλάβοι δεν επιτρεπόταν να βγουν ούτε για να κάνουν την ανάγκη τους. Η σκόνη επικαθόταν στους πνεύμονες μέρα με τη μέρα. Το χειρότερο όμως ήταν η διαρκής αίσθηση της πνιγηρότητας και της δύσπνοιας. Η τρίτη τιμωρία θα έφτανε τώρα από τη γη, η οποία γινόταν σιγά σιγά ο τάφος μέσα στον οποίο ζούσε. Αυτό έκανε τον Σίκιννο να σκεφτεί ότι είχε διαπράξει φρικτά αμαρτήματα· έταξε λοιπόν ότι, αν κάποια μέρα κατάφερνε να βγει από εκεί, θα λάτρευε τον Σοφό Κύριο όπως του είχε διδάξει ο πατέρας του και θα γινόταν καλός πιστός και καλύτερος άνθρωπος. Του έμενε όμως η τελευταία δοκιμασία. Είχε περάσει στα ορυχεία τουλάχιστον ένα χρόνο όταν σημειώθηκε ένας μικρός σεισμός, ο ίδιος που είχε φθείρει τη δομή του Εκατόμπεδου. Ο Σίκιννος ήταν σκυμμένος σε μια στοά και κουβαλούσε ένα πελώριο κοφίνι με περίπου εκατό κιλά μεταλλεύματος, για να το πάει ως την τροχαλία που θα το ανέβαζε στην επιφάνεια. Εκείνη την ώρα ένιωσε τη γη να σείεται κάτω από τα πόδια του, άκουσε γύρω του κραυγές τρόμου και είδε ένα ξύλινο αντέρεισμα να σπάζει δίπλα του. Ύστερα θυμόταν μια περίεργη αίσθηση, σαν να είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Έπειτα από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, εμφανίστηκε μπροστά του ένα αστραφτερό φως κι ένα γενειοφόρο πρόσωπο που τον κοιτούσε σοβαρό. «Δε στάθηκες πιστός στον Σοφό Κύριο», του είπε εκείνη η θολή παρουσία. Τότε κατάλαβε ότι βρισκόταν στη Γέφυρα του Κριτή, που αποτελούσε το πέρασμα προς την άλλη ζωή, και ότι εκείνο ήταν το πρόσωπο του δικαστή Μίθρα. Ύστερα ένιωσε την επιφάνεια της γέφυρας να στενεύει κάτω από τα πόδια του, όπως συνέβαινε στις
μιαρές ψυχές. «Βεβήλωσες τα στοιχεία, πίστεψες στο ψέμα και το διέδωσες κι ο ίδιος». «Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ!» βόγκηξε ο Σίκιννος. «Μην αφήσεις το κορμί μου να σαπίσει μέσα στο χώμα!» Η γέφυρα είχε στενέψει πια τόσο πολύ ώστε ο Σίκιννος αναγκάστηκε να βάλει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο για να μην κατακρημνιστεί στην αιώνια ομίχλη που τον περίμενε πιο κάτω. Μα η έκφραση του Μίθρα μαλάκωσε για μια στιγμή. «Εντάξει, Σίκιννε. Θα σου δώσω μία ακόμα ευκαιρία. Εκμεταλλεύσου τη για να εξαγνίσεις το πνεύμα σου και φέρσου στο εξής σαν πραγματικός Μαζνταγιάσνα. Να είσαι ταπεινός και να υπηρετείς σωστά τον νέο σου κύριο. Και να μην ξαναπείς ψέματα». Ύστερα το πρόσωπο έπαψε να χαμογελά, άρχισε να τον κοιτάζει ανήσυχο και φώναξε κάτι που ο Σίκιννος δεν καταλάβαινε γιατί δεν ήξερε ακόμη παρά μόνο ελάχιστες λέξεις στα ελληνικά, τις οποίες είχε μάθει από τη συναναστροφή του με τους Ίωνες του στόλου. Η όψη του Μίθρα είχε μεταμορφωθεί στο πρόσωπο ενός άνδρα με σκούρα μάτια που έλεγε συνέχεια: «Είναι ζωντανός, είναι ζωντανός!» Ήταν ο Θεμιστοκλής. Έβγαλε τον Σίκιννο από το ορυχείο και τον πήρε στο σπίτι του στην Αθήνα, γιατί θεωρούσε σημάδι των θεών το γεγονός ότι είχε βγει ζωντανός από μια κατολίσθηση που είχε κοστίσει τη ζωή σε δεκαπέντε άτομα. Έκτοτε ο Σίκιννος προσπαθούσε να τον υπηρετεί με την ταπεινότητα και την ορθότητα που τον είχε διατάξει ο δικαστής Μίθρας. Καμιά φορά το να υπηρετεί τον Θεμιστοκλή ήταν κάτι αρκετά αντικρουόμενο για εκείνον, γιατί ο κύριός του δεν ήταν ακόλουθος του Αχουραμάζντα, ούτε σεβόταν πάντα την αλήθεια. Τ ώρα, για παράδειγμα, ταξίδευε με ψεύτικο όνομα και έλεγε ότι δεν ήταν Αθηναίος. Τη λύση όμως στο πρόβλημά του είχε δώσει ο ίδιος ο Θεμιστοκλής: «Εσύ, όταν σε ρωτούν, να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Να κουνάς το κεφάλι και να φέρνεις το χέρι στο αυτί, ώσπου να βαρεθούν να σου επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια και να σε
αφήνουν ήσυχο». Κατά κάποιο τρόπο αυτό ήταν απάτη, γιατί το να προσποιείται κανείς ότι δεν καταλάβαινε ενώ στην πραγματικότητα είχε καταλάβει στην εντέλεια ισοδυναμούσε με ψέμα. Ο Θεμιστοκλής όμως επέμενε για το αντίθετο: «Ψεύδεται κανείς όταν λέει το αντίθετο από εκείνο που πιστεύει ή γνωρίζει. Το κατάλαβες; Η λέξη “ λέω” είναι θεμελιώδης στον ορισμό του ψεύδους. Όποιος δε λέει τίποτα είναι αδύνατον να πει ψέματα».
Έτσι λοιπόν, τώρα που βρίσκονταν στη Βαβυλώνα, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για να μην προδώσει τον κύριό του ήταν να μιλά όσο το δυνατόν λιγότερο. Στον ίδιο φαινόταν καθαρή τρέλα το γεγονός ότι ένας Αθηναίος, ύστερα από όσα είχαν συμβεί στον Μαραθώνα, είχε τολμήσει να ταξιδέψει στη Βασιλική Οδό και στον Ευφράτη και να επισκεφθεί μία από τις πρωτεύουσες του Μεγάλου Βασιλιά. Μα ο κύριός του ήταν άνθρωπος με πολλές ανησυχίες και μεγάλη περιέργεια και πάντα τού άρεσε να ξέρει πράγματα που οι άλλοι αγνοούσαν. Αυτό, βέβαια, είχε κοντέψει να κοστίσει τη ζωή του ίδιου και του Σίκιννου στον Μαραθώνα, την ημέρα που ο Θεμιστοκλής είχε βαλθεί να κατασκοπεύσει τον περσικό στρατό μέσα από εκείνο το σωλήνα που έφερνε τα πράγματα πιο κοντά στα μάτια του. Ο Θεμιστοκλής τον περίμενε στην πόρτα της τράπεζας. Στον Σίκιννο δεν άρεσε το επάγγελμα του Ισάχαρ. Δεν του φαινόταν κακό να δανείζει κανείς χρήματα, με την προϋπόθεση ότι θα δάνειζε στους φίλους του, μα δεν έπρεπε να παίρνει τόκους. Αγνοούσε ότι το ίδιο έκανε και ο κύριός του· απλώς δε δήλωνε το πραγματικό του όνομα, μα χρησιμοποιούσε τον Ξενοκλή και τον παλιό του σκλάβο, τον Γρύλο, για να καλύπτει τις δουλειές του. «Από δω ο Ντουμούζι, ο υπηρέτης του Ισάχαρ», είπε ο Θεμιστοκλής δείχνοντας έναν καραφλό Βαβυλώνιο με ξυρισμένα
μάγουλα, που έμοιαζε σχεδόν με Αιγύπτιο. «Θα μας οδηγήσει σε μια ταβέρνα όπου μαζεύονται κάποιοι Έλληνες για να πιούμε μια μπίρα και να δούμε τι θα μας πουν». Είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα. Στη Βαβυλώνα όμως ο καθωσπρέπει κόσμος δεν αποσυρόταν στα σπίτια του με τη δύση του ηλίου. Αντίθετα, πολλοί δρόμοι ήταν φωτισμένοι. Διέσχισαν μια λεωφόρο γεμάτη φοίνικες που εναλλάσσονταν με κορμιά σουβλισμένα σε μυτερούς πασσάλους. Κάποιοι σφάδαζαν ακόμη, μα οι περισσότεροι ήταν πια νεκροί, κάτι που σήμαινε ότι δεν τους είχαν ανασκολοπίσει με τη δεξιοτεχνία των Ασσυρίων. Καθώς φαινόταν, ο Ξέρξης δε συμμεριζόταν την ασσυριακή ασπλαχνία και η μόνη του πρόθεση ήταν να τιμωρήσει αυστηρότατα τους Βαβυλώνιους στασιαστές αντί να απολαύσει το βασανιστήριο. Στο δρόμο είδαν κατεστραμμένες επαύλεις και ανθρώπους να κοιμούνται πάνω σε ψάθες τυλιγμένοι σε κουβέρτες. Ο Ντουμούζι τους εξήγησε ότι οι τοίχοι από πατημένο χώμα ήταν αρκετά ανθεκτικοί, φτηνοί και πρόσφεραν καλή μόνωση από τη θερμοκρασία, κυρίως όταν έφτανε η ανυπόφορη ζέστη του καλοκαιριού. Όταν άρχιζαν να κάνουν ρωγμές όμως, δεν είχε νόημα να προσπαθήσει κανείς να τους επιδιορθώσει· ήταν καλύτερο να τους γκρεμίσει και να τους ξαναχτίσει. Μπήκαν σε μια περιοχή γεμάτη ναούς και ταβέρνες. Σε κάμποσες περιπτώσεις τα δύο κτίσματα έστεκαν το ένα πλάι στο άλλο. Πάνω από κάποιες πόρτες είδαν πινακίδες με άσεμνες εικόνες που διαφήμιζαν τους οίκους ανοχής. Έφτασαν στην μπιραρία για την οποία είχε μιλήσει ο Ισάχαρ στον Θεμιστοκλή. Ο Αθηναίος είπε στον Ντουμούζι ότι μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι, γιατί είχε μάθει το δρόμο από μνήμης. «Μα είναι πολύ δύσκολος, κύριε. Κανείς δεν μπορεί να μάθει αυτό το δρόμο με την πρώτη». «Φύγε ήσυχος. Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο Θεμιστοκλής με τον ευγενικό τόνο που χρησιμοποιούσε όταν ήθελε να τον υπακούσουν. Ο Ντουμούζι έφυγε, ενώ ο Σίκιννος συμπέραινε ότι ο
Θεμιστοκλής μάλλον ήθελε να κρύψει τις δολοπλοκίες του από τον τραπεζίτη. Μπήκαν στην ταβέρνα. Το μαγαζί ήταν μικρό. Ο Σίκιννος αναγκάστηκε να σκύψει για να περάσει το κατώφλι της πόρτας και ύστερα το κεφάλι του συνέχισε να φτάνει ως τα σανίδια του ταβανιού. Οι πελάτες γύρισαν για μια στιγμή και τον κοίταξαν από την κορυφή ως τα νύχια ή μάλλον, στην περίπτωσή του, από τα νύχια ως την κορυφή, και ύστερα συνέχισαν να κουβεντιάζουν και να παίζουν ζάρια. Υπήρχαν αρκετοί Έλληνες εκεί και μιλούσαν σε διαλέκτους που ο Σίκιννος δυσκολευόταν να καταλάβει. Και τα τραπέζια ήταν από τερακότα, αν και μάλλον ήταν ακριβότερη από το ψημένο τούβλο με το οποίο έχτιζαν τα σπίτια, γιατί φαινόταν ψημένη σε φούρνο, και τα σκαμνιά ήταν από κλαδιά λυγαριάς. Δεν υπήρχε ελεύθερο ούτε ένα. «Πήγαινε να πιεις μια μπίρα, Σίκιννε. Εγώ θέλω να μιλήσω με έναν από αυτούς τους άνδρες», είπε ο Θεμιστοκλής δείχνοντας δύο τύπους που κάθονταν σε μια γωνιά. Ο Θεμιστοκλής πλησίασε το τραπέζι. Σαν τον είδε, ένας από τους δύο άνδρες σηκώθηκε έκπληκτος και τον αγκάλιασε. Ύστερα είπε κάτι στο σύντροφό του, που παραχώρησε το κάθισμά του στον Θεμιστοκλή κι έφυγε από την ταβέρνα. Ο Σίκιννος, από την πλευρά του, ακούμπησε στον πάγκο, που, φυσικά, ήταν από τούβλο· σε εκείνα τα μέρη το ξύλο έμοιαζε με είδος πολυτελείας. Χωρίς να τον ρωτήσει τίποτε, ο ταβερνιάρης τού γέμισε ένα κανάτι με μπίρα. Εκμεταλλευόμενος το ύψος του, ο Σίκιννος παρατήρησε πώς την ετοίμαζαν. Μέσα σε μερικά δοχεία έβαζαν μεγάλα ψωμιά από ζυμωμένο κριθάρι και μαγιά, πάνω στα οποία έριχναν νερό για να γίνει η ζύμωση του μείγματος. Στον Σίκιννο είχαν σερβίρει από ένα δοχείο που είχε ωριμάσει, τραβώντας το πώμα στο επάνω μέρος. Παρά το φίλτρο, στο ποτό είχαν πέσει αρκετοί σβόλοι. Η γεύση όμως ήταν ευχάριστη. Εκείνη τη στιγμή τον πλησίασε μια κοπέλα. Ήταν πιο ψηλή και πιο γεμάτη από εκείνη στο αλσύλλιο της Ιστάρ. Του χαμογέλασε και
άρχισε να τρίβεται στο πλευρό του. Φορούσε έναν λινό χιτώνα που ήταν τόσο αγανός ώστε άφηνε να φαίνονται τα πάντα από κάτω. Η κοπέλα είχε βάψει τις θηλές της με πορφυρίνη. Ο Σίκιννος ένιωσε την επιθυμία να ξυπνά πάλι μέσα του. Η κοπέλα τού πρόσφερε μια πίτα με μια ζυμωμένη μορφή. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Σίκιννος με τα ελάχιστα αραμαϊκά του. «Ο Ενλίλ», απάντησε εκείνη χαμογελώντας ξανά. Τα δόντια της ήταν στραβά μα καθαρά. «Είναι κάποιος θεός;» «Ναι». Παρότι πεινούσε πολύ, ο Σίκιννος κούνησε το κεφάλι και παραμέρισε την πίτα για να μην ασεβήσει προς τον Αχουραμάζντα. Την κοπέλα όμως δεν την παραμέρισε. Εκείνη κόλλησε ξανά πάνω του, έτριψε τα στήθη της στο μπράτσο του κι έδειξε μια κουρτίνα που κάλυπτε μια σκάλα, στην οποία ανεβοκατέβαιναν αυτοσχέδια ζευγάρια. «Πόσο;» «Μισό στατήρα». Του φάνηκε πολύ ακριβό. Του είχαν πει ότι μισός στατήρας ισοδυναμούσε περίπου με μία δραχμή, το μισθό ενός ειδικευμένου τεχνίτη στην Αθήνα. Ο κύριός του τον πλήρωνε μισή δραχμή την ημέρα για τις αποταμιεύσεις του. Κι αυτή η κοπελίτσα ήθελε να τον χρεώσει δύο μεροκάματα για τόσο λίγο;
Στον Θεμιστοκλή και στο συνδαιτυμόνα του έφερε το κανάτι με την μπίρα μια άλλη νέα, με γλουτούς ακόμα πιο σαρκώδεις και πεταχτούς από εκείνη που πάσχιζε να τυλίξει τον Σίκιννο. Μα ο Θεμιστοκλής περιορίστηκε να την κοιτάξει για μια στιγμή χαμογελώντας, χωρίς να διανοηθεί να πλαγιάσει μαζί της. Η μοίρα τού είχε επιφυλάξει μια αναπάντεχη συνάντηση: ο άνδρας που είχε χαιρετήσει ήταν ο Αισχίνης. Η τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί ήταν την παραμονή της
πτώσης της Ερέτριας. Και νωρίτερα όμως είχαν συχνές επαφές· μάλιστα συμμετείχαν κάπου κάπου σε κάποιο μεθύσι στο σπίτι του Μιλτιάδη. Σαν ξαναβρέθηκαν, αγκαλιάστηκαν διαχυτικά, παρότι ήξεραν καλά και οι δύο ότι ο άνθρωπος που είχαν μπροστά τους δεν ήταν πραγματικός φίλος. «Πέρασα τέσσερα χρόνια στην Αρδέρικκα μαζί με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους της πόλης», είπε ο Αισχίνης όταν ο Θεμιστοκλής τον ρώτησε τι είχε συμβεί. «Μπορεί να μη μας βασάνισαν ούτε να μας ακρωτηρίασαν, όπως είχαμε φοβηθεί, μας έβαλαν όμως να δουλέψουμε σαν σκλάβοι. Γι’ αυτό, όταν πέθανε ο Δαρείος, έφερα την οικογένειά μου στη Βαβυλώνα». «Σου το επέτρεψαν οι Πέρσες;» «Από τότε που την εξουσία ανέλαβε ο Ξέρξης, η επιτήρηση έχει χαλαρώσει πολύ». Ο Αισχίνης σήκωσε τους ώμους και πρόσθεσε: «Στο κάτω κάτω, τι μπορούμε να κάνουμε μια χούφτα Έλληνες απέναντι στη δύναμη μιας τόσο ισχυρής αυτοκρατορίας;» «Αυτό είναι αλήθεια. Εκείνο όμως που αναρωτιέμαι εγώ είναι τι μπορεί να κάνει μια τόσο απέραντη αυτοκρατορία απέναντι σε εμάς», είπε ο Θεμιστοκλής χαμηλώνοντας λίγο τη φωνή, αν και, με το σαματά που επικρατούσε στην ταβέρνα και το κροτάλισμα από τα δερμάτινα κύπελλα με τους κύβους πάνω στα τραπέζια, δύσκολα θα διέκρινε κανείς τα λόγια του. «Μάθατε, λοιπόν, τις φήμες». «Ναι. Λένε ότι ο Ξέρξης ετοιμάζει μια εισβολή τέτοιου βεληνεκούς ώστε δίπλα της η εκστρατεία του Δαρείου θα μοιάζει με την πομπή των Θεσμοφορίων». Ο Αισχίνης έριξε το βλέμμα στο ποτήρι με την μπίρα κι έβγαλε ένα κατακάθι από βρόμη με την άκρη του δαχτύλου του. «Είναι πιθανό. Αυτό τον καιρό έχουν συγκεντρωθεί πολλά στρατεύματα στην πόλη. Θα έχεις ακούσει, φαντάζομαι, για την εξέγερση». «Ναι. Το ερώτημα είναι αν θα στείλει τους στρατιώτες στα σπίτια τους ή θα συνεχίσει να τους κρατά κινητοποιημένους».
«Η Σπάντα είναι διαρκώς σε κίνηση, Θεμιστοκλή», είπε ο Αισχίνης κοιτώντας τον ξανά στα μάτια. «Αν όμως τα όσα λένε είναι αλήθεια, ο Ξέρξης σκοπεύει να κηρύξει νέα επιστράτευση για να κατακτήσει την Ελλάδα». «Άκουσα να μιλούν για πάνω από εκατό χιλιάδες στρατιώτες και δύο βασιλικούς στόλους. Αλήθεια είναι;» «Μπορεί. Μα θα αργήσει ακόμη. Η γραφειοκρατία του παλατιού είναι πολύ αργή. Πολλές ετοιμασίες, οδηγίες στους σατράπες, μηνύματα που πρέπει να πάνε και να έρθουν... Δε νομίζω ότι η Ελλάδα πρέπει να ανησυχεί, τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε με έξι χρόνια. Γιατί λοιπόν δε μιλάμε για τίποτε άλλο, πιο ευχάριστο; Ο πόλεμος με θλίβει». «Και ποιον δε θλίβει; Σε καιρό ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς, ενώ στον πόλεμο είναι οι γονείς εκείνοι που βάζουν τα παιδιά στον τάφο», απάντησε ο Θεμιστοκλής αναφέροντας μια κοινοτοπία. «Έχεις δίκιο, ας το αφήσουμε αυτό το θέμα. Ήσουν ο πρόξενος του Μιλτιάδη ή κάνω λάθος;» «Δεν κάνεις λάθος». «Δεν ξέρω αν γνωρίζεις ότι πέθανε». «Δεν το ήξερα. Τ ι συνέβη;» «Υπέστη ένα πολύ άσχημο τραύμα στην Πάρο και το πόδι του έπαθε γάγγραινα. Σε έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν δεν άξιζε τέτοιο τέλος». Τον Θεμιστοκλή τον έκαναν να υποπτευθεί δύο πράγματα. Πρώτον, οι κόρες των ματιών του Αισχίνη δε μεγάλωσαν σαν έμαθε για το θάνατο του γέρικου λιονταριού. Δεν περίμενε να τον δει να ξεσπά σε κλάματα ή σε οδυρμούς, μα θα του φαινόταν αναμενόμενο ένα μικρό δείγμα έκπληξης. Άρα ο Αισχίνης ήξερε καλά τι είχε συμβεί στον Μιλτιάδη. Κι αυτό σήμαινε ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν πολύ καλά πληροφορημένος για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Κατά δεύτερον, τον ανησύχησε η ίδια του η μνήμη. Σε μια κουβέντα που είχε κάνει με την Απολλωνία την εποχή της μάχης στον Μαραθώνα, η κοπέλα τού είχε πει ότι τη νύχτα που οι Πέρσες
είχαν μπει στην Ερέτρια ο Αισχίνης είχε παρουσιαστεί στο σπίτι της για να δει το σύζυγό της. Τ ι είχαν συζητήσει; Προσπάθησε να θυμηθεί. Δεν είχε σκεφτεί τον Αισχίνη για πολλά χρόνια. Όλα όσα σχετίζονταν με την Ερέτρια τα είχε φυλάξει σε έναν αμφορέα που είχε σφραγίσει με κατράμι και τα είχε κρύψει στο βάθος του πιο απομακρυσμένου κελαριού στο μυαλό του. Όταν οι ενοχές έκαναν να βγουν από το πιθάρι, ο Θεμιστοκλής το έκλεινε ξανά με το πώμα. Τ ώρα όμως, μπροστά σε εκείνο τον Ερετριέα, δεν είχε άλλη λύση παρά να θυμηθεί. Ναι. Είχε πει στον Ιάσονα ότι ο Θεμιστοκλής τον είχε πληροφορήσει πως οι Αθηναίοι έποικοι θα εγκατέλειπαν το νησί χωρίς να βοηθήσουν τους Ερετριείς. Κάτι που αλήθευε. Ο Αισχίνης όμως είχε πει και ότι επρόκειτο να συναντήσει τους ολιγαρχικούς της πόλης για να επιχειρήσουν να διαπραγματευτούν με τους Πέρσες. Η Απολλωνία ήταν πεπεισμένη ότι ο Αισχίνης ήταν ένας από τους προδότες που είχαν ανοίξει τις πόρτες της πόλης στον Δάτι. Αν είχαν έτσι τα πράγματα, τότε ήταν λογικό το ότι βρισκόταν στη Βαβυλώνα. Οι Πέρσες σίγουρα τον είχαν ανταμείψει για το έγκλημά του. Ο Αισχίνης είχε αρχίσει να μιλάει για τις απάνθρωπες συνθήκες της ζωής στην Αρδέρικκα. «Θα προτιμούσα να βγάζω ασήμι με τα νύχια μου στα ορυχεία του Λαυρίου, παρά να δουλεύω κοντά σε εκείνα τα δύσοσμα, κατάμαυρα πηγάδια. Ήταν τρομακτικό! Περνούσαμε όλη τη μέρα σκυμμένοι κοντά σε εκείνους τους καταραμένους γερανούς και ανακατεύαμε την άσφαλτο και το ορυκτέλαιο με τεράστιες σιδερένιες κουτάλες για να τα βάλουμε ύστερα στα πανέρια. Εκείνοι οι ατμοί μύριζαν χειρότερα και από την κόπρο του Αυγεία. Βήχαμε συνεχώς και φτύναμε ένα σάλιο πιο μαύρο και πηχτό κι από κατράμι. Μας έβαζαν να κοιμηθούμε δίπλα στα πηγάδια, σε αχυρένια παραπήγματα. Για φαγητό μάς έδιναν χυλό από άτριφτο κριθάρι και πίναμε θολό νερό από το ποτάμι, γιατί το κατράμι μόλυνε τα νερά». Όσο ο Αισχίνης περιέγραφε τη φρίκη εκείνου του τόπου, ο
Θεμιστοκλής ένιωθε στο σβέρκο του την ανάσα των Ερινύων, που του ψιθύριζαν: «Εσύ πρόδωσες τους Ερετριείς. Εσύ τους έστειλες σε εκείνη την κόλαση». Ήταν ανάγκη να συναντήσει εκεί ακριβώς αυτόν τον άνθρωπο, για να του θυμίσει το έγκλημά του; Ωστόσο ο ερευνητικός, πρακτικός νους του τον συμβούλεψε να τις αγνοήσει και να παρατηρήσει πιο προσεκτικά τον Αισχίνη. Τα νύχια του Ερετριέα ήταν καθαρά και χωρίς παρασχίδες, και το δέρμα γύρω τους δεν είχε παρανυχίδες ούτε χιονίστρες. Τα δάχτυλά του δεν είχαν κάλους ούτε γρατζουνιές. Πώς έβγαζε άραγε το ψωμί του; Μήπως τον έτρεφαν οι Πέρσες για την όμορφη όψη του; Μπορεί ο χιτώνας του να ήταν τριμμένος, αλλά έμοιαζε περισσότερο με δανεική μεταμφίεση παρά με τα πραγματικά του ρούχα. Διόλου δεν ταίριαζε με το κούρεμά του, και πολύ λιγότερο με τις μπούκλες στα γένια του, που πρόδιδαν ότι την ίδια ημέρα τα είχε κατσαρώσει με ζεστό σίδερο. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ο Θεμιστοκλής: εκείνος ο άνδρας δεν είχε πατήσει ποτέ στη ζωή του στην Αρδέρικκα και στα πηγάδια με το κατράμι. Ο Θεμιστοκλής διέτρεχε κίνδυνο στη Βαβυλωνία. Όταν ο Αισχίνης έκανε μια παύση για να πιει μπίρα, ο Θεμιστοκλής άρπαξε την ευκαιρία και του είπε: «Είναι περίεργο που ύστερα από τόσα χρόνια ξαναβρισκόμαστε εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου. Μεγάλη σύμπτωση». «Πράγματι, είναι περίεργο, καλέ μου φίλε Θε...» «Πισίνδηλι. Το όνομά μου Πισίνδηλις». «Να με συγχωρείς, φίλε μου. Παράξενο όνομα. Πώς το σκέφτηκες; Δε φαίνεται ελληνικό». «Είναι αρκετά συνηθισμένο στην Καρία. Λοιπόν, Αισχίνη, χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα. Σου εύχομαι μακροζωία και ευημερία στη Βαβυλώνα», είπε ο Θεμιστοκλής κάνοντας να σηκωθεί από το τραπέζι. Μα ο Ερετριέας τον άρπαξε με το αριστερό χέρι, ενώ με το άλλο έβαζε κι άλλη μπίρα στο κύπελλο. «Προς τι τόση βιασύνη, φίλε μου; Έχω πολύ καιρό να λάβω
ειδήσεις από την Ελλάδα. Τ ι απέγινε η Ερέτρια; Την ξανάφτιαξαν;»
Ενώ ο Σίκιννος σκεφτόταν ακόμη αν άξιζε τον κόπο να πληρώσει την τιμή που ζητούσε η στρουμπουλή νεαρή, έριξε μια ματιά στον Θεμιστοκλή και είδε ότι ο άλλος άνδρας τον κρατούσε. Ο κύριός του ήταν εμφανώς ανήσυχος. Τ ώρα κοίταξε τον Σίκιννο και του έκανε ένα νόημα με τα φρύδια σαν να του έλεγε: «Πάρε τον από πάνω μου». Μα, όταν ο Σίκιννος ήταν έτοιμος να πάρει τον Θεμιστοκλή από εκεί και να τον γλιτώσει από την παρέα του άλλου με το καλό ή με το άγριο, στην πόρτα της ταβέρνας εμφανίστηκαν Πέρσες στρατιώτες. Ο Σίκιννος πισωπάτησε ξανά μέχρι που βρέθηκε κοντά στον πάγκο. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί με την ταχύτητα εκείνου που μυρίζεται μπελάδες. Δε χρειάζεται να τους μιλήσεις, θύμισε στον εαυτό του ο Σίκιννος, παρότι του είχε έρθει η όρεξη να τους ρωτήσει σε ποιο χαζαραμπάμ ανήκαν. Άξαφνα σκέφτηκε ότι οι στρατιώτες ίσως είχαν έρθει για να πιουν και να παίξουν κι εκείνοι ζάρια, μα ύστερα πρόσεξε ότι μπήκαν στην ταβέρνα παραταγμένοι σε ζεύγη και άνοιξαν σαν βεντάλια, καλύπτοντας τον πίσω τοίχο. Στο κατάστημα έπεσε σιγή, εκτός από ένα μοναχικό κύπελλο που βρόντηξε για μια τελευταία φορά πάνω στο τραπέζι. Οι πελάτες έριξαν τα μάτια στα ποτήρια τους, λες και προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον στα κατακάθια της μπίρας. Ο Σίκιννος σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν κάποια επιχείρηση του στρατού. Ίσως αναζητούσαν κι άλλους εξεγερθέντες. Ο άνδρας που μιλούσε με τον Θεμιστοκλή αποτραβήχτηκε από το τραπέζι και τον έδειξε. Δύο στρατιώτες γύμνωσαν τα σπαθιά και τον πλησίασαν. Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε πολύ αργά, έπλεξε τα χέρια πίσω από το σβέρκο, στράφηκε προς τον Σίκιννο και του είπε στα ελληνικά: «Ηρέμησε! Μην κάνεις τίποτα!» Ήταν εύκολο να υπακούσει εκείνη την εντολή. Στην Αθήνα, και
κυρίως στα καπηλειά του Πειραιά, ο Σίκιννος είχε κοπανήσει κάμποσα κεφάλια για να υπερασπιστεί τον κύριό του. Δεν ήταν τόσο τρελός όμως ώστε να έρθει αντιμέτωπος με τα στρατεύματα της Σπάντα. Στην ταβέρνα είχαν μπει δέκα άνδρες και πίσω από την πόρτα περίμεναν ακόμα περισσότεροι. Δύο από εκείνους έδειχναν τον Σίκιννο με τα τόξα μισοτεντωμένα, γι’ αυτό σήκωσε κι εκείνος τα χέρια ψηλά. Ίσως να επέστρεφε στον περσικό στρατό νωρίτερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Αν και ύστερα, όταν συνειδητοποίησε πώς ήταν ντυμένος και ότι συνόδευε τον Θεμιστοκλή, άρχισε να σκέφτεται τι θα μπορούσε να του συμβεί αν τον έπαιρναν για λιποτάκτη.
Βαβυλώνα, 20 Ιανουαρίου Έπειτα από δύο μέρες κλεισμένη στα δωμάτιά της, η Αρτεμισία ένιωθε σαν λιοντάρι στο κλουβί. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Πισίνδηλις γινόταν όλο και πιο ζωηρός και, επειδή δεν τον άφηναν να βγει, επέμενε να παίξει η μητέρα του μαζί του και με τον μικρό στρατό του από ξύλινους οπλίτες. Η Αρτεμισία είχε τόση όρεξη να ακολουθήσει τα επαναλαμβανόμενα παιχνίδια ενός πεντάχρονου παιδιού όση και να κεντήσει κουρτίνες ή να τρίψει βρόμικους χιτώνες· αποφάσισε λοιπόν να αφήσει κατά μέρος τα ψεύτικα στρατιωτάκια και να εκπαιδεύσει το γιο της στη μάχη για να γίνει πραγματικός πολεμιστής. Το κακό ήταν ότι δεν ήξερε να αφήνει τα πράγματα μισά, γι’ αυτό και όταν ακινητοποιούσε τον Πισίνδηλι στο έδαφος, του τραβούσε το χέρι ή τον πατούσε στο πρόσωπο ήταν πολύ δύσκολο να ελέγξει τη δύναμή της. «Είσαι πολύ άγρια, μαμά», της είπε το παιδί τρίβοντας το μάγουλό του εκεί όπου η Αρτεμισία είχε αφήσει το χνάρι του ποδιού της. «Δε μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι». «Δεν είναι παιχνίδι. Σύντομα θα χρειαστεί να διατάξεις πραγματικούς άνδρες και πρέπει να είσαι έτοιμος. Πρέπει να γίνεις ο καλύτερος πολεμιστής σε όλη την Αλικαρνασσό για να μην μπορεί κανείς να σε νικήσει». Η Αρτεμισία σήκωνε το μπράτσο κι έδειχνε τον δικέφαλό της, που ίσως να μην ήταν πολύ ογκώδης αλλά ήταν σκληρός σαν πέτρα. «Δε θέλεις να γίνεις κι εσύ τόσο δυνατός;» «Όταν μεγαλώσω θα γίνω βασιλιάς. Γιατί να είμαι και δυνατός;» Η Αρτεμισία αναστέναξε απελπισμένη. Δεν είχε κανένα νόημα να εξηγήσει στο γιο της ότι η διακυβέρνηση σήμαινε περισσότερες ευθύνες και καθήκοντα παρά δικαιώματα και προνόμια. Σκέφτηκε πως ίσως δεν ήταν καλό το ότι είχε γεννηθεί στους κόλπους μιας βασιλικής οικογένειας. Ο πατέρας της, Λύγδαμις, που είχε κατακτήσει την τυραννία με μια ομάδα μισθοφόρων, ήταν άνθρωπος σκληρός· γνώριζε ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε κάποιος να του
αρπάξει την εξουσία, όπως είχε κάνει εκείνος σε άλλους. Ο άνδρας της, αντιθέτως, συνηθισμένος στο ότι ο αδελφός του έπαιρνε τις αποφάσεις για εκείνον, είχε φανεί πολύ πιο αμελής και είχε αφοσιωθεί περισσότερο στην απόλαυση της εξουσίας παρά στην άσκησή της με πυγμή. Η ίδια η Αρτεμισία, που είχε γεννηθεί μέσα σε ένα παλάτι, παραδεχόταν ότι την είχαν κακομάθει. Ευτυχώς το κυριότερο καπρίτσιο της ήταν ότι ήθελε να γυμνάζεται και να μάχεται με τους άνδρες. Έτσι, κατά τύχη σχεδόν, σαν να επρόκειτο για παιχνίδι, άλλοτε ξυπνώντας τα βαθιά χαράματα, άλλοτε κάνοντας πεζοπορίες σαράντα χιλιομέτρων στον ήλιο ή μακριές έφιππες διαδρομές, ή περνώντας ώρες φορτωμένη τον βαρύ οπλισμό από χαλκό και δρυ που δεν ήταν σχεδιασμένος για τη γυναικεία δύναμη, με καταιγίδες μακριά από την ακτή και διανυκτερεύσεις στο ύπαιθρο, το κορμί της είχε σκληρύνει και είχε αποκτήσει την πειθαρχία που χρειαζόταν ένας κυβερνήτης. «Δε χρειάζεται να είμαι δυνατός», επέμεινε το παιδί, «γιατί όποτε θα θέλω να σκοτώσω κάποιον θα διατάζω τους στρατιώτες μου να το κάνουν αυτοί». Άλλο ένα γεγονός που ανησυχούσε την Αρτεμισία ήταν η ευκολία με την οποία ο Πισίνδηλις χρησιμοποιούσε τη λέξη «σκοτώνω» κάθε φορά που του εναντιωνόταν κάποιος. Άκουγε ανήσυχη τους διαλόγους που έκανε με τους στρατιώτες του όταν έπαιζε κοντά στο μπαλκόνι. «Φείδωνα», έλεγε σε έναν οπλίτη βαμμένο κόκκινο, τον οποίο είχε επιλέξει για αρχηγό του μικρού στρατεύματός του, «σε διατάζω να πιάσεις αυτό τον αποστάτη, να του ξεριζώσεις τα αυτιά και τη γλώσσα και να τα δώσεις να τα φάνε τα γουρούνια. Κι αυτόν εκεί να τον κάψεις ζωντανό». Η Αρτεμισία αναρωτιόταν αν επρόκειτο για την ασπλαχνία που χαρακτηρίζει τα μικρά παιδιά ή αν στην περίπτωση του γιου της επρόκειτο για κάτι πιο σκοτεινό, που φώλιαζε στα μύχια της ψυχής του. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι γνώμη είχε για τον ίδιο της
το γιο, ούτε ένιωθε έτοιμη να τον μεγαλώσει. Το όνομα που είχε δώσει στο παιδί, «Πισίνδηλις», ήταν πολύ συνηθισμένο στην οικογένειά της. Έτσι λεγόταν ο παππούς της, που ήταν και παππούς του Θεμιστοκλή. Εννοείται ότι η Αρτεμισία δε φανταζόταν ότι ο Θεμιστοκλής είχε διαλέξει το ίδιο όνομα για κάλυψη στο ταξίδι του στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Και τώρα, από ένα διεστραμμένο καπρίτσιο της τύχης, πατέρας και γιος είχαν συμπέσει στη Βαβυλώνα με το ίδιο όνομα χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να γνωρίζουν καν τη σχέση που τους ένωνε. Γιατί η Αρτεμισία δεν είχε αμφιβολία για το ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού της. Όταν πλάγιαζε με το σκλάβο της Ζώσιμο κι έβλεπε ότι εκείνος κόντευε να εκσπερματώσει, τον υποχρέωνε να τραβηχτεί από κοντά της. Δεν είχε κάνει το ίδιο με τον Θεμιστοκλή και, τρεις εβδομάδες ύστερα από εκείνη τη νύχτα πάθους κάτω από το φεγγάρι, κατάλαβε ότι είχε καθυστέρηση. Μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, η Αρτεμισία έτρεξε στο κρεβάτι του συζύγου της. Το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να τον αγκαλιάσει, να τυλίξει τα πόδια της γύρω του και να αρχίσει να κουνιέται δυνατά ώσπου εκείνος, που ήταν πολύ πιωμένος, ζαλίστηκε τόσο που κόντεψε να κάνει εμετό πάνω της. Ύστερα είπε κάτι σαν: «Τ ι έγινε, κάναμε έρωτα;» και ευχαριστήθηκε πολύ όταν εκείνη απάντησε καταφατικά. Την επόμενη μέρα ο άντρας της είχε μόνο μια αόριστη ανάμνηση του υποτιθέμενου συμβάντος. Η Αρτεμισία είχε την εξυπνάδα να του το θυμίσει μόλις ξύπνησε, και μάλιστα ήταν μελιστάλαχτη και τρυφερή μαζί του όλη την ημέρα. Η Αρτεμισία είχε καταφέρει εκείνο που ήθελε. Όταν γεννήθηκε το παιδί, εννέα μήνες μετά την καταστροφή στον Μαραθώνα, ο σύζυγός της χάρηκε τόσο πολύ που είχε αποκτήσει κληρονόμο, ώστε το γιόρτασε με ένα μεθύσι ακόμα μεγαλύτερο από τα συνήθη. Αποτέλεσμα του τριήμερου γλεντιού ήταν να πάθει μια αποπληξία που τον καθήλωσε για τα υπόλοιπα πέντε χρόνια της ζωής του στο κρεβάτι ή σε μια καρέκλα με θέα τη θάλασσα. Έτσι, η Αρτεμισία έγινε και στην πράξη κυρίαρχος της Αλικαρνασσού.
Κανείς δεν είχε αμφιβάλει ποτέ για την πατρότητα του παιδιού. Με τα γαλάζια μάτια και τα μακριά κανιά του, ο Πισίνδηλις έμοιαζε περισσότερο στην Αρτεμισία παρά σε οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας. Εκείνη όμως έβλεπε στο παιδί και κάτι από τον πραγματικό του πατέρα: τις κινήσεις του, το οβάλ σχήμα του προσώπου του. Όταν σκέφτηκε τον Θεμιστοκλή, η Αρτεμισία θυμήθηκε ξανά ότι τον είχε δει πριν από δύο νύχτες. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της εκείνη τη συνάντηση. Τ ι δουλειά είχε ο Θεμιστοκλής στη Βαβυλώνα, τόσο μακριά από την πόλη του, στην καρδιά ενός βασιλείου ο άρχοντας του οποίου είχε διατάξει την καταστροφή της Αθήνας; Αν ήθελε να κατασκοπεύσει, γιατί δεν έστελνε κάποιον άλλο; Και στην ίδια το ταξίδι είχε φανεί ατέλειωτο. Είχε διανύσει πάνω από δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, μα είχε καλό λόγο: ήθελε την επιβεβαίωση του Ξέρξη ότι θα ήταν η διά βίου κυρίαρχος της Αλικαρνασσού. Έπρεπε να λάβει την αποζημίωσή της για όσα είχε κάνει για τον Πατικάρα. Ήταν πεπεισμένη ότι στον Μαραθώνα ο μασκοφόρος είχε δράσει ως πράκτορας του Δαρείου. Αγνοούσε το λόγο για τον οποίο είχε αποκαλύψει στους Έλληνες τα σχέδια των Περσών. Ωστόσο υποπτευόταν ότι ο Μεγάλος Βασιλιάς προσπαθούσε να εμποδίσει τον Δάτι ώστε να μην αποκτήσει υπερβολικά μεγάλο κύρος και δύναμη και εξεγερθεί εναντίον του, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν άλλοι. Το πρόβλημα όμως ήταν πώς θα ανέφερε το όνομα του Πατικάρα στον τωρινό μονάρχη, ο οποίος ίσως να μην ήξερε τίποτα για τις κινήσεις του πατέρα του, χωρίς να φανεί προδότρα. Ήταν περίεργο που δεν είχε ξανακούσει νέα του μασκοφόρου. Στα Σούσα είχε ρωτήσει για εκείνον με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα. Κάποιοι τον θυμούνταν από την εκστρατεία στον Μαραθώνα, αν και κανένας δεν ήξερε να πει ποιος ακριβώς ήταν. Μερικοί ανέφεραν το όνομα του Μασίστιου, ενός αξιωματικού από τη φρουρά της Βαβυλώνας, ο οποίος συχνά φορούσε χρυσή πανοπλία, όπως ο
μασκοφόρος· αν και, πρόσθεταν με κάποιο κυνισμό, δεν ήταν τόσο άσχημος ώστε να αναγκάζεται να καλύπτει το πρόσωπό του με μάσκα. Το βέβαιο ήταν ότι μετά τον Μαραθώνα κανείς δεν είχε ξανακούσει τίποτα για τον Πατικάρα, αν και είχαν κυκλοφορήσει κάθε λογής φήμες, γιατί στους Πέρσες άρεσαν πολύ οι ιπποτικές, φανταστικές ιστορίες. Τουλάχιστον από τα δωμάτιά της δεν έλειπε η πολυτέλεια. Η βαβυλωνιακή κουζίνα είχε άξια φήμη και οι σκλάβοι έφερναν δίσκους με κάθε είδους λιχουδιές, που η Απολλωνία μοιραζόταν με το γιο της, αν και οι περισσότερες εξωτικές γεύσεις έκαναν τον μικρό να σουφρώνει τα χείλη. Εκείνη τη νύχτα, έξαλλη λόγω του εγκλεισμού της, τον είχε χαστουκίσει. Προτιμούσε να δίνει εντολές στους στρατιώτες της παρά σε εκείνο το παλιόπαιδο. Τον τρόπο σκέψης των στρατιωτών τουλάχιστον τον καταλάβαινε. Όταν όμως ο γιος της άρχιζε να της κάνει γλύκες, την έβγαζε από τα ρούχα της. Μόλις μεγαλώσει λίγο περισσότερο, θα τον αφήσω στα χέρια του Φείδωνα, σκέφτηκε. Εκείνος θα τον ξυπνήσει λιγάκι. Αν επέστρεφε ποτέ στην Αλικαρνασσό, εννοείται. Γιατί υποπτευόταν όλο και περισσότερο ότι θα είχε την τύχη των ικετών που περίμεναν επί χρόνια ολόκληρα έξω από την πόρτα του Μεγάλου Βασιλιά και θα υπέμενε τα καπρίτσια του Αρτασύρα, τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να παρακάμψει. Η νύχτα έπεφτε ενώ η Αρτεμισία αναμασούσε ζοφερές σκέψεις κοντά στο καφασωτό παράθυρο που έβλεπε στους κρεμαστούς κήπους της αυλής. Η Χουμούσι, η Βαβυλώνια σκλάβα, πλησίασε και της είπε ότι είχαν έρθει να της δώσουν ένα μήνυμα, αν και η Αρτεμισία δεν είχε ακούσει κανένα χτύπημα στην πόρτα. «Θα έρθουν να σε πάρουν σε μία ώρα, κυρά. Κάποιος θέλει να σε δει». «Ποιος;» «Δε μου είπαν, κυρά. Πρέπει όμως να είναι κάποιος πολύ σημαντικός. Πιστεύω ότι είναι από τη βασιλική οικογένεια». Πάλι η Άμηστρις, σκέφτηκε η Αρτεμισία. Ζήτησε από τις
υπηρέτριές της να ετοιμάσουν τη μεγάλη μπανιέρα από σμαλτωμένα τούβλα που ήταν πλάι στο κρεβάτι της και, για να αποδείξει στη βασίλισσα ότι δεν ήταν βάρβαρες όλες οι Ελληνίδες, ζήτησε να την τρίψουν με μια γενναία δόση από έλαιο μύρων και άρωμα βιολέτας. Ύστερα φόρεσε τον καλύτερο χιτώνα της, που είχε χρυσαφί χρώμα και κεντήματα με λουλούδια και αηδόνια, και έναν κομψό γαλάζιο μανδύα. Όταν τελείωσε, στην πόρτα των δωματίων της περίμεναν ένας σκλάβος από το παλάτι και δύο στρατιώτες. Η καρδιά της σταμάτησε σαν κατάλαβε ότι ήταν άνδρες της βασιλικής φρουράς. Ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα μέλη της Σπάντα από τα πλούσια κεντήματα του χιτώνα τους και, κυρίως, από τα δόρατά τους, που είχαν από ένα χρυσό μήλο στην άκρη. «Ευγενική κυρά», της είπε ο σκλάβος στα ελληνικά. «Σε παρακαλώ πολύ να με ακολουθήσεις». Ενώ προχωρούσε με τους στρατιώτες πίσω της, η Αρτεμισία φοβόταν λιγάκι. Θα ένιωθε πολύ πιο σίγουρη με την πανοπλία του οπλίτη, μα είχε τουλάχιστον τη φουρκέτα στα μαλλιά. Δεν ήταν η ίδια που είχε χρησιμοποιήσει στον Μαραθώνα για να εξοντώσει τον απεσταλμένο του Πατικάρα· εκείνη την είχε πετάξει στη θάλασσα και τώρα είχε άλλη, πιο μακριά και μυτερή. Η διαδρομή ήταν σύντομη. Το μόνο που έκαναν ήταν να κατέβουν ένα πάτωμα και να διασχίσουν ένα διάδρομο και ύστερα εμφανίστηκαν στην αυλή που έβλεπε από το παράθυρό της. Το φεγγάρι ήταν γεμάτο και μόλις είχε ξεμυτίσει πάνω από τους τοίχους της αυλής. Για κάποιο λόγο η Αρτεμισία θυμήθηκε μιαν άλλη νύχτα, παρόμοια, σε κάποια ακρογιαλιά του Αιγαίου. Εκεί ακουγόταν ο παφλασμός των κυμάτων, εδώ το κελάρυσμα των μικρών καταρρακτών που κυλούσαν από τους τοίχους του ζιγκουράτ των κήπων. Ο σκλάβος τής έδειξε μια σκάλα που ανέβαινε στο πρώτο μπαλκόνι. «Σε περιμένει στο τελευταίο πάτωμα», της είπε. «Πρέπει να πας
μόνη». Ποιος; αναρωτήθηκε η Αρτεμισία. Ένιωθε όλο και πιο επιφυλακτική απέναντι σε εκείνη τη μυστική συνάντηση. Τότε, τη νύχτα με την πανσέληνο στον Μαραθώνα, η ίδια είχε τον έλεγχο της κατάστασης. Μα τώρα πήγαινε στα τυφλά. Δεν πίστευε ότι κάποιος ίσως ήθελε να τη σκοτώσει εκεί, στη Βαβυλώνα, γιατί, όσο δολοπλόκοι και αν ήταν στη βασιλική αυλή, η Αρτεμισία δεν είχε καμία ισχύ ούτε επιρροή εκεί. Θυμήθηκε όμως τα συμβάντα στον Μαραθώνα και πόσο έμοιαζαν με προδοσία. Να είχε φτάσει άραγε η ώρα να πληρώσει; Η Αρτεμισία αναστέναξε. Είχε εξασκηθεί στο να βγάζει τη φουρκέτα από τα μαλλιά της. Αν το έκρινε απαραίτητο, θα την κάρφωνε η ίδια στην καρδιά της. Ανέβηκε τη σκάλα μονάχη και διέσχισε ένα μικρό πλακόστρωτο μονοπάτι με πολύχρωμες πέτρες που διέτρεχε το πρώτο μπαλκόνι, ανάμεσα σε οπωροφόρα δέντρα και εξωτικά φυτά με πελώρια φύλλα που άνοιγαν σαν βεντάλιες. Τα αρώματα ήταν τόσα που μπέρδευαν τις αισθήσεις της, γιατί ακόμα και οι πυρσοί μύριζαν ρετσίνια και κόλλες από βάλσαμο. Το μονοπάτι την έφερε σε άλλη μία σκάλα και σε ένα δεύτερο πλακόστρωτο, που διέγραφε κύκλο γύρω από το μπαλκόνι. Συνέχισε να ανεβαίνει, τόσο νευρική ώστε μετά βίας κατάφερνε να απολαμβάνει την ομορφιά εκείνων των κήπων. Σαν έφτασε στο τέταρτο μπαλκόνι, είδε ότι το πέμπτο και τελευταίο επίπεδο του ζιγκουράτ σχημάτιζε ένα είδος ναΐσκου περιτριγυρισμένου από καμάρες. Κάτω από μία καμάρα είδε φως, κι εκεί τελείωνε το πλακόστρωτο μονοπάτι. Η Αρτεμισία αναστέναξε, έφερε το χέρι στα μαλλιά για να χαλαρώσει τη φουρκέτα και πέρασε το κατώφλι της καμάρας. Βρέθηκε σε έναν μικρό προθάλαμο με μαρμάρινο πάτωμα. Ολόγυρά της υπήρχαν γλάστρες με λουλούδια με έντονα χρώματα. Στα αριστερά της είδε ένα μισάνοιχτο καφασωτό. Πλησίασε και το έσπρωξε. Πίσω από το καφασωτό ήταν ένα μικρό δωμάτιο. Η Αρτεμισία συνειδητοποίησε ότι ήταν υπνοδωμάτιο. Ένας θόλος από ξύλο
κέδρου με πορτοκαλιές κουρτίνες σκέπαζε ένα πολύ ψηλό κρεβάτι γεμάτο μαξιλάρες, σκεπασμένο με ένα αστραφτερό κάλυμμα από χρυσαφιά νήματα. Κοντά στο κρεβάτι είδε ένα τραπεζάκι με μια κανάτα, κάμποσα ποτήρια κι ένα δίσκο με χουρμάδες, σύκα και σταφίδες. Μερικά θυμιατά ζέσταιναν κι αρωμάτιζαν μαζί το χώρο και μερικά λυχνάρια έριχναν σκιές που παιχνίδιζαν στους τοίχους, από ξύλο επενδυμένο με διακοσμητικά από μαργαριταρόριζα και πετράδια. Όλα αυτά τα παρατήρησε με μια ματιά, όταν το βλέμμα της σάρωσε το δωμάτιο αναζητώντας κάποια πιθανή απειλή. Εκεί την περίμενε ένας άνδρας. Ήταν ένας όμορφος νέος, με μακιγιαρισμένο πρόσωπο, μακριά μαύρα μαλλιά και τα άτριχα χαρακτηριστικά ενός ευνούχου. Χωρίς να πει λέξη, της έκανε νόημα να τον πλησιάσει. Η Αρτεμισία υπάκουσε. Ο ευνούχος έβαλε τα χέρια στους ώμους της και την έκανε να γυρίσει από την άλλη. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο ευνούχος ήταν να της βγάλει τη φουρκέτα από τα μαλλιά. Ίσως το έκανε για να λύσει την κόμη της, μα η Αρτεμισία έμεινε με την εντύπωση ότι ενεργούσε πολύ συνειδητά, αφού ήξερε ότι με εκείνη τη χειρονομία την αφόπλιζε. Τ ι γίνεται εδώ; Θα με υποχρεώσουν να πλαγιάσω με έναν ευνούχο; Ο νέος ήταν το δίχως άλλο πολύ όμορφος. Η Αρτεμισία είχε ακούσει ότι μερικούς δεν τους ευνούχιζαν τελείως, αλλά τους έκοβαν μόνο τους όρχεις. Έτσι, δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, αλλά ήταν ακόμη σε θέση να δίνουν ευχαρίστηση στις γυναίκες. Το καφασωτό άνοιξε κι εμφανίστηκε άλλος ένας ευνούχος, εξίσου νέος και όμορφος όπως ο πρώτος. Πίσω του ωστόσο μπήκε ένας τρίτος άνδρας, με πολύ πιο επιβλητική παρουσία. Ήταν πολύ ψηλός, πάνω από ένα μέτρο και ογδόντα πέντε, και είχε μακρύ γένι κατσαρωμένο σε σκάλες, που στην Αρτεμισία θύμισε τους καταρράκτες που κυλούσαν από τα μπαλκόνια των κήπων. Φορούσε μια πορφυρή καζάκα, κεντημένη με γαλάζιες και λευκές μπορντούρες. Άξαφνα η Αρτεμισία κατάλαβε. Κανείς δεν την είχε προετοιμάσει
για εκείνη την τόσο πολυπόθητη στιγμή. Ωστόσο, είχε ακούσει τι έπρεπε να κάνει κανείς εμπρός στον Μεγάλο Βασιλιά, γι’ αυτό και υποκλίθηκε ώσπου το δεξί της γόνατο άγγιξε το κόκκινο χαλί που κάλυπτε το πάτωμα και χαμήλωσε τα μάτια. «Σήκω», της ψιθύρισε στο αυτί ο ευνούχος. Η Αρτεμισία όρθωσε το παράστημά της. Δεν είχε ξαναδεί τον Ξέρξη ούτε όταν η πομπή μπήκε στη Βαβυλώνα, μα ήταν σίγουρη ότι ήταν εκείνος. Υπήρχε γύρω του κάτι που ηλέκτριζε τον αέρα, μια αύρα εξουσίας που αναδίδουν μόνο οι θεοί. Ο Μεγάλος Βασιλιάς την κοιτούσε σχεδόν χωρίς να βλεφαρίζει. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και σκοτεινά σαν της κόρης του, της Ρατάσα, και οι γραμμές από αντιμόνιο γύρω τους τα έκαναν να δείχνουν ακόμα πιο μαύρα. Ο άνδρας κάτω από εκείνο το τόσο μεγαλόπρεπο γένι ήταν πολύ όμορφος: είχε μακριά, κάπως γαμψή μύτη, έντονα ζυγωματικά και πλατύ μέτωπο. Η Αρτεμισία είχε ακούσει ότι δεν έπρεπε να κοιτάζει κανείς κατάματα τον Μεγάλο Βασιλιά, αλλά δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει σε εκείνη την περίσταση. Χωρίς να πει τίποτα, ο Ξέρξης σήκωσε ελαφρά τα χέρια και ο ευνούχος που τον συνόδευε ξετύλιξε τη μεταξένια ζώνη που έσφιγγε το καφτάνι του. Οι κινήσεις του ήταν άνετες· περνούσε τα χέρια γύρω από τον κύριό του χωρίς καν να τον αγγίζει και ύστερα δίπλωσε τη ζώνη με τρεις εκπαιδευμένες κινήσεις και την έβαλε πάνω σε ένα ξύλινο σεντούκι κοντά στο καφασωτό. Η Αρτεμισία κράτησε την ανάσα της. Ο ευνούχος που έστεκε κοντά της είχε βάλει τα χέρια στους ώμους της για να της βγάλει το μανδύα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξαναφοβηθεί τόσο πολύ, ούτε όταν οι Αθηναίοι τους είχαν επιτεθεί στον Μαραθώνα ψάλλοντας τον άγριο παιάνα. Έπαιρνε μικρές, κοφτές ανάσες και προσπαθούσε να μην ακουστεί, γιατί κάθε περιττή κίνηση της φαινόταν ιεροσυλία. Ο υπηρέτης του Ξέρξη του είχε βγάλει την καζάκα. Από κάτω ο βασιλιάς φορούσε έναν λευκό χιτώνα που έκλεινε με μια μακριά γραμμή από χρυσά κουμπιά. Ο ευνούχος άρχισε να τα ξεκουμπώνει με ταχύτητα, μα χωρίς να δίνει την αίσθηση της βιασύνης. Εκείνο
που τρόμαζε και μαζί συνέπαιρνε την Αρτεμισία πάνω απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι ο βασιλιάς έκανε ελάχιστες κινήσεις. Ενώ ο δεύτερος ευνούχος γύμνωνε τον κορμό του βασιλιά, ο πρώτος άνοιγε τις πόρπες που έκλειναν το χιτώνα της Αρτεμισίας. Όταν το ρούχο γλίστρησε κι έπεσε στο πάτωμα και η Αρτεμισία ένιωσε το απαλό άγγιγμα του υφάσματος από τους ώμους ως τους αστραγάλους της, ρούφηξε την κοιλιά της. Ήθελε να σκεπάσει το στήθος της, να γυρίσει από την άλλη, να κάνει κάτι, μα δεν τολμούσε ούτε να αναπνεύσει. Ο ευνούχος είχε αρχίσει να της λύνει το περίζωμα. Τη στιγμή που το έκανε, χρειάστηκε να βάλει τα δάχτυλά του ανάμεσα στο ύφασμα και στη σάρκα και άγγιξε τους γοφούς και τους γλουτούς της. Το άγγιγμά του ήταν απαλό, γυναικείο σχεδόν, διακριτικό μα όχι δειλό. Η Αρτεμισία ανατρίχιασε στα μπράτσα και στην πλάτη. Αν και δεν τολμούσε να κοιτάξει το κορμί της γιατί είχε καρφώσει τα μάτια στον Ξέρξη, ένιωσε τις θηλές της να σκληραίνουν. Ο υπηρέτης τής έβγαλε επιτέλους το περίζωμα κι εκείνη έμεινε γυμνή ακριβώς τη στιγμή που το παντελόνι του Ξέρξη έπεφτε στο πάτωμα. Μόνο τότε κινήθηκε ο μονάρχης: σήκωσε πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο και βγήκε από τα ρούχα του σαν να αναδυόταν από τη θάλασσα. Ο Ξέρξης, Βασιλέας των Βασιλέων, έστεκε εμπρός της όπως είχε έρθει στον κόσμο, παρότι η Αρτεμισία είχε ακούσει ότι οι Πέρσες δε γδύνονταν ποτέ μπροστά σε άλλους ανθρώπους, ούτε καν στο κρεβάτι. Ο Ξέρξης ήταν μεγαλόπρεπος ακόμα και χωρίς ρούχα. Το κορμί του ήταν αποτριχωμένο, με εξαίρεση το εφήβαιο, και δεν είχε ούτε μία ουλή. Οι μύες του έμοιαζαν με εκείνους ενός αγάλματος και διακρίνονταν από ξεκάθαρες, ίσιες γραμμές, ενώ οι ώμοι του ήταν τετράγωνοι και διαγράφονταν οι φαρδιές του κλείδες. Ο Μεγάλος Βασιλιάς έκανε ένα βήμα προς την Αρτεμισία κι ύστερα ένα ακόμα. Βλέποντάς τον να προχωρά, της φάνηκε σαν Κούρος, ένα από εκείνα τα μεγάλα αγάλματα που απεικόνιζαν ημίθεους νέους, γυμνούς και με τα χέρια στα πλευρά. Μα το
ανάλαφρο χαμόγελο που φώτιζε την όψη των Κούρων έλειπε από το πρόσωπο του Ξέρξη. Οι κινήσεις του ήταν δύσκαμπτες αλλά και φυσικές μαζί και η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι, αν τα βουνά περπατούσαν, θα το έκαναν έτσι. Ο Ξέρξης σταμάτησε κοντά στο κρεβάτι, λίγο περισσότερο από δύο βήματα από την Αρτεμισία. Ήταν τόσο ψηλός ώστε τα μάτια της έφταναν στο ύψος του θώρακά του. Η σιωπή γινόταν όλο και πιο βαριά και αφύσικη. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξανανιώσει τόσο γυμνή. Ο πρώτος ευνούχος τράβηξε την κουρτίνα του κρεβατιού και πήρε την Αρτεμισία από το χέρι για να την οδηγήσει εκεί. Ο νέος την έβαλε να καθίσει και ύστερα σήκωσε με προσοχή τα πόδια της για να τα ακουμπήσει πάνω στο κρεβάτι, γύρισε το κορμί της και, σχεδόν χωρίς να βάζει δύναμη, την ξάπλωσε και της άνοιξε λίγο τους μηρούς. Ύστερα αποσύρθηκε κοντά στον άλλο ευνούχο. Έμειναν και οι δύο κοντά στην πόρτα, ενώ η Αρτεμισία ένιωθε σαν το αρνί επάνω στο βωμό που περιμένει τη λεπίδα του ιερέα. Ο Ξέρξης ανέβηκε στο κρεβάτι και στάθηκε πάνω από την Αρτεμισία χωρίς να την αγγίζει, γιατί στηριζόταν στα χέρια του. Η γυναίκα ρίγησε σαν συνειδητοποίησε ότι ο Μεγάλος Βασιλιάς ήταν έτοιμος και αναρωτήθηκε αν σκόπευε να μπει μέσα της έτσι, χωρίς προκαταρκτικά. Το κορμί του άρχισε να κατεβαίνει πάνω της, μεγάλο και μπρούτζινο, όπως θα κατέβηκε ο Ουρανός στις απαρχές του χρόνου για να σκεπάσει τη σύζυγό του Γαία. Η Αρτεμισία είδε τα μπράτσα του Μεγάλου Βασιλιά δίπλα στο κεφάλι της· οι μύες του πάλλονταν ελαφρά κάτω από το βάρος του. Άραγε σκόπευε να μην την αγγίξει καν; Το άρωμά του έφτασε στα ρουθούνια της. Μύριζε αλάτι, αλλά κι ένα έλαιο που έκλεινε μέσα του ένα φρουτώδες άρωμα, παράξενα παιδικό. Έσφιξε τα δόντια κι ετοιμάστηκε. Ο φόβος της ήταν τόσος, ώστε δεν είχε καταλάβει ότι το κορμί της είχε απαντήσει για λογαριασμό της. Ήταν πολύ πιο υγρή από όσο μπορούσε να φανταστεί, και όταν ο Μεγάλος Βασιλιάς μπήκε στο κορμί της, το μέλος του γλίστρησε εύκολα, σαν το ακρόπρωρο της
Καλλιστούς που έσκιζε τα κύματα. Ήταν μια πράξη αλλόκοτη, γεμάτη παράξενες αισθήσεις, που η Αρτεμισία δεν είχε ξανανιώσει. Πάνω από τους ώμους του βασιλιά έβλεπε το θόλο του κρεβατιού και τις κουρτίνες, την αντανάκλαση από τα φώτα που χόρευαν πάνω στις πέτρες των τοίχων σαν παιχνιδιάρικα πνεύματα αλλά και τα πρόσωπα των ευνούχων, που έστεκαν ακόμη κοντά στην πόρτα χωρίς να χάνουν το παραμικρό απ’ όσα συνέβαιναν στο κρεβάτι. Η Αρτεμισία ήταν ακόμη ακίνητη, είχε κολλήσει τα μπράτσα στα πλευρά και είχε τους μηρούς ανοιχτούς ενόσω εκείνο το πέτρινο κορμί κινούνταν επάνω στο δικό της. Δεν τολμούσε να το αγγίξει, από φόβο μήπως βεβηλώσει κάτι. Το κορμί της άγγιζε εκείνο του Ξέρξη μόνο εκεί όπου η κίνηση το καθιστούσε αναπόφευκτο, γι’ αυτό και όλες οι αισθήσεις είχαν συγκεντρωθεί στην κοιλιά της. Ο Ξέρξης ήταν ο χειρότερος, ο πλέον αμελής εραστής που είχε στη ζωή της. Παρ’ όλα αυτά, άξαφνα άρχισε να φουσκώνει μέσα στο κορμί της μια έντονη ζεστασιά και κατάλαβε τι θα γινόταν. Θέλησε να το αποφύγει μα δεν τα κατάφερε. Η κοιλιά και οι μηροί της συσπάστηκαν ταυτόχρονα, και ύστερα το στομάχι της, σε σχεδόν επώδυνα κύματα απόλαυσης. Ενώ κρατούσε την ανάσα της για να μην ακουστεί, οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν ακόμα πιο γρήγοροι και τελικά δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα πνιχτό βογκητό.
Τη στιγμή που η Αρτεμισία προσπαθούσε να μη φωνάξει, ο Θεμιστοκλής πάσχιζε κι εκείνος να συγκρατήσει τις κραυγές του, αλλά με λιγότερη επιτυχία. Την προηγούμενη νύχτα τον είχαν μεταφέρει στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα, αν και είχαν μπει από ένα πλευρικό πορτόνι που έβγαζε στην πρώτη αυλή. Τον είχαν κατεβάσει στα υπόγεια του κτίσματος και ύστερα είχαν συνεχίσει να κατεβαίνουν κι άλλες σκάλες, πιο στενές και γλιστερές, ώσπου έφτασαν στα μπουντρούμια,
σκαμμένα στο βράχο. Τον έκλεισαν μόνο του σε ένα κελί, ενώ τον Σίκιννο τον μετέφεραν σε ένα άλλο. Ήταν κρύο, με γυμνούς τοίχους και δάπεδο, χωρίς ούτε μια ψάθα από σπάρτο για να ξαπλώσει. Σε μια γωνιά υπήρχε μια δύσοσμη τρύπα για τουαλέτα και τίποτε άλλο. Εκεί πέρασε όλη την πρώτη νύχτα και την επόμενη ημέρα, αν και είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου επειδή δεν είχε κανένα φως για σημείο αναφοράς· η πόρτα δεν είχε άνοιγμα και δεν του έφεραν τροφή και νερό. Όταν ήρθαν ξανά να τον πάρουν, είχε μόλις νυχτώσει, μα εκείνος νόμιζε ότι ήταν το πολύ μεσημέρι. Χωρίς να βγουν από τα μπουντρούμια, τον έφεραν σε μιαν άλλη αίθουσα, που φωτιζόταν από μεγάλα κεριά, πιο μεγάλη και μακρόστενη από το κελί όπου τον είχαν κλείσει. Χάρη στις φλόγες το κρύο ήταν λιγότερο, μα η μυρωδιά της ταγκής υγρασίας και του αίματος από σφαγιασμένο ζώο τον έκανε να αλαφιαστεί. Ο χώρος είχε τρία ξύλινα τραπέζια. Καρφωμένα πάνω σε δύο από αυτά ήταν δεσμά και σφιγκτήρες, ενώ στο τρίτο υπήρχαν διάφορα εργαλεία από μπρούτζο και σίδερο: σουβλιά, τανάλιες, ξυλόσφυρα, καρφιά και στριφτά σίδερα. Κοντά σε έναν τοίχο φυλούσαν σκοπιά τέσσερις ακοντιστές. Στο κέντρο της αίθουσας έστεκαν δύο Βαβυλώνιοι σκλάβοι με ποδιές από σπάρτο που έφταναν ως τα πόδια και άφηναν ακάλυπτα τα πλαδαρά κορμιά τους. Από έναν από αυτούς έλειπαν η μύτη και τα αυτιά και είχε ξυρισμένο κρανίο και γένι, κάτι που έκανε το κεφάλι του να μοιάζει με ζοφερή, στρουμπουλή νεκροκεφαλή. Και ο Σίκιννος ήταν εκεί· καθόταν αλυσοδεμένος σε ένα σκαμνί. Ήταν προφανές ότι ο ψηλός, μεγαλόσωμος σκλάβος του ενέπνεε φόβο στους ανθρώπους που τους είχαν αιχμαλωτίσει. Στην περίπτωση του Θεμιστοκλή δεν είχαν μπει στον κόπο να πάρουν τόσες προφυλάξεις. Λίγο αργότερα μπήκε ένας άνδρας με τιρκουάζ καφτάνι και μια σπάθα περασμένη σε ένα κίτρινο θηκάρι. Ο Θεμιστοκλής τον είχε δει να παρελαύνει μπροστά σε χίλιους ιππείς την ημέρα που τα στρατεύματα του Ξέρξη μπήκαν στη Βαβυλώνα. Ο σκλάβος του Ισάχαρ του είχε πει ότι επρόκειτο για τον Μαρδόνιο, τον πρώτο
στρατηγό του Ξέρξη. Θα ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, ήταν ένας εύσωμος άνδρας μετρίου αναστήματος και είχε ξυρισμένο κεφάλι. Το γένι του ήταν σγουρό και βαμμένο κόκκινο. Μάλλον το είχε βάψει με κάποιο είδος λίπους, που το κρατούσε τόσο άκαμπτο ώστε έμοιαζε σκαλισμένο στην πέτρα. Από τη μία, τον ανησυχούσε το γεγονός ότι είχε έρθει να τον ανακρίνει ένα τόσο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο. Από την άλλη, τον καθησύχαζε το γεγονός ότι οι Πέρσες του έδιναν κάποια σημασία. Ο μεγαλύτερος φόβος που τον είχε βασανίσει κατά τον εγκλεισμό του στο κελί ήταν η σκέψη ότι θα τον ξεχνούσαν ή θα τον άφηναν να πεθάνει από την πείνα και τη δίψα, ή θα του σκέπαζαν το κεφάλι με μια κουκούλα, θα τον στραγγάλιζαν με ένα βρόχο και ύστερα θα τον έθαβαν σε καμιά τάφρο ή θα τον πετούσαν στο ποτάμι. Δε φοβόταν το θάνατο, φοβόταν όμως να τον βρει έτσι ανώνυμα και να εξαφανιστεί από τον κόσμο στα σκοτεινά, χωρίς να αφήσει ίχνος, λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ο Μαρδόνιος με τη βοήθεια του διερμηνέα που τον συνόδευε. «Καταλαβαίνω τα ελληνικά αλλά δεν είναι η γλώσσα μου, κύριε», απάντησε στα αραμαϊκά ο Θεμιστοκλής. «Λέγομαι Πισίνδηλις και είμαι από την Καρία». «Μου είπαν ότι δεν είναι αυτό το όνομά σου», απάντησε ο Μαρδόνιος, κι εκείνος στα αραμαϊκά. Τα μιλούσε με πολύ έντονη προφορά και παρέλειπε τους μισούς από τους λαρυγγικούς ήχους εκείνης της γλώσσας. «Μου είπαν ότι λέγεσαι Θεμιστοκλής και είσαι Αθηναίος». «Δεν ξέρω ποιος μπορεί να σου το είπε αυτό, κύριε, μα κάνει λάθος. Ονομάζομαι Πισίνδηλις και δεν έχω πάει ποτέ στην Αθήνα». Ο Θεμιστοκλής έκανε τη φωνή του να σπάσει για να ακουστεί ακόμα πιο φοβισμένος απ’ όσο ένιωθε. «Είμαι ένας ταπεινός οινοπώλης και ήρθα στη Βαβυλώνα για να πουλήσω τους αμφορείς μου με το κρασί από τη Λέσβο». Ο Μαρδόνιος τον άκουσε χωρίς να πει λέξη, με τα χέρια πλεγμένα
πίσω από την πλάτη. Ύστερα απομακρύνθηκε από κοντά του, πλησίασε τον Σίκιννο και του τράβηξε το πιγούνι προς τα κάτω, για να δει καλύτερα το πρόσωπό του στο φως ενός κεριού. «Εσένα σε γνωρίζω», είπε ο Μαρδόνιος, στα περσικά πλεόν. «Θυμάμαι αυτή την ουλή. Ήταν... ήταν στην εκστρατεία στη Θράκη, πριν από πολύ καιρό. Πώς λέγεσαι;» Ο Σίκιννος έριξε μια ματιά στον Θεμιστοκλή σαν να του έλεγε: «Δε μου μένει άλλη λύση». «Μιθράνης, γιος του Μπαγκαμπίγκνα, κύριε». «Θυμάμαι ότι σε είχε χτυπήσει κεραυνός και ήσουν ο μόνος από την ομάδα σου που σώθηκε. Ύστερα σε έστειλα στο στόλο. Νόμιζα ότι είχες πεθάνει μαζί με τους υπόλοιπους». «Κόντεψα να πνιγώ, κύριε», είπε ο Σίκιννος και πρόσθεσε, αν και μάλλον ήταν περιττό: «Μα δεν πνίγηκα». «Γιατί συνοδεύεις αυτό τον άνθρωπο, Μιθράνη; Γιατί δεν ντύνεσαι πια σαν Πέρσης;» Ο Σίκιννος ξεροκατάπιε και το μήλο στο λαιμό του πήγε κι ήρθε. Αυτό ήταν, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Όσο τον θεωρούσαν Κάρα και πίστευαν ότι ίσως επρόκειτο για παρεξήγηση, είχε ελπίδες να βγει ζωντανός από εκεί. Μόλις όμως ο Σίκιννος άνοιγε το στόμα του και αποκάλυπτε την ταυτότητά του, ήταν χαμένος. «Ορκίστηκα στον Αχουραμάζντα να μην το πω, κύριε. Δεν μπορώ να παραβώ το λόγο που έδωσα στον Μίθρα, γιατί αλλιώς με περιμένει η αιώνια καταδίκη». Ο Μαρδόνιος κοίταξε το κορδόνι που ήταν τυλιγμένο τρεις φορές γύρω από το χιτώνα του Σίκιννου και άγγιξε τους κόμπους με τα δάχτυλά του. «Βλέπω ότι φοράς το κούστι. Είσαι πραγματικός Μαζνταγιάσνα;» «Προσπαθώ, κύριε. Όταν φτάσω στη Γέφυρα του Κριτή, δε θέλω να πέσω στην κόλαση εξαιτίας του ψέματος». Ο Μαρδόνιος στράφηκε προς τους ακοντιστές. «Πάρτε από εδώ αυτό τον άνθρωπο και βγάλτε του τις αλυσίδες. Είναι γιος ενός τολμηρού, ευγενούς Πέρση και πιστός ακόλουθος του
Σοφού Κυρίου. Δεν ανήκει σε ένα μέρος σαν κι αυτό. Θα έρθω να τον δω σε λίγο». Δύο στρατιώτες πήραν τον Σίκιννο έξω από την αίθουσα. Πριν φύγει, ο σκλάβος έριξε μια τελευταία ματιά στον Θεμιστοκλή. Τα μάτια του είχαν θολώσει από τα δάκρυα. «Καλή τύχη, κύριε», του είπε. Πιστεύει πως δε θα με ξαναδεί. Και μπορεί να έχει δίκιο. Σκέφτηκε με θλίψη πώς άλλαζαν τα έθιμα και οι καταστάσεις από τον ένα τόπο στον άλλο. Πολλά χρόνια πριν, όταν τον είχαν μηνύσει για το θέμα των ορυχείων, οι δήμιοι είχαν βασανίσει το σκλάβο του Γρύλο και όχι τον ίδιο για να του αποσπάσουν την αλήθεια, μια και ο νόμος απαγόρευε να υποβάλλονται σε βασανιστήρια οι Αθηναίοι πολίτες. Εδώ όμως, στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας, ήταν ο Σίκιννος, ο σκλάβος του, εκείνος που είχε τα προνόμια του πολίτη, ενώ, αντίθετα, η ζωή και η προσωπικότητα του Θεμιστοκλή δεν άξιζαν τίποτε. «Λοιπόν, Θεμιστοκλή», είπε ο Μαρδόνιος μιλώντας ξανά στα αραμαϊκά. «Θέλω να μου πεις τον πραγματικό λόγο για τον οποίο ήρθες στη Βαβυλώνα». «Μακάρι να μπορούσα, κύριέ μου. Το μόνο που θέλω είναι να σε ευχαριστήσω. Μα δεν ξέρω ποιος είναι ο άνθρωπος για τον οποίο μου μιλάς. Δεν ξέρω καν να προφέρω το όνομά του!» «Όπως θέλεις». Οι δύο Βαβυλώνιοι έσκισαν το χιτώνα του Θεμιστοκλή στους ώμους και τον τύλιξαν γύρω από τη μέση του. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, με τον περσικό πουριτανισμό θα γλίτωνε την ταπείνωση του μαστιγώματος στα οπίσθια, όπως στο σχολείο του Φοίνικα. Αντί για μία μόνο βέργα, εκείνοι οι δήμιοι χρησιμοποιούσαν περισσότερες· ήταν σφιχτοδεμένες σε μια αρμαθιά και χτυπούσαν με πολύ περισσότερη μανία και επιθετικότητα από εκείνη του γεροδασκάλου. Ο πόνος της πρώτης μαστιγιάς ήταν ενοχλητικός, της δεύτερης τρομερός και από την τρίτη και μετά ήταν πια αφόρητος. Ο Θεμιστοκλής έσφιγγε τα δόντια και γρύλιζε κάθε φορά που δεχόταν
ένα χτύπημα, μα κατάφερε να μη φωνάξει. Όσο τον μαστίγωναν, ο Μαρδόνιος είχε καθίσει μπροστά του και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του χωρίς να αλλάξει θέση. Έδινε την εντύπωση ότι δεν τον ενοχλούσε το γεγονός πως παρακολουθούσε το βασανισμό ενός συνανθρώπου του, μα ούτε τον ευχαριστούσε κιόλας. Έπειτα από λίγο, σήκωσε το χέρι και οι σκλάβοι σταμάτησαν να χτυπούν. «Τ ι ήρθες να κάνεις εδώ, Αθηναίε;» ρώτησε ξανά. «Δεν είμαι Αθηναίος, κύριε, σου το είπα και πριν», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Η πλάτη του έκαιγε και ήταν όλο και πιο εύκολο να κάνει τη φωνή του να ραγίσει. «Το όνομά μου είναι Πισίνδηλις». Ο Μαρδόνιος έκανε ένα νεύμα με το πιγούνι και οι δήμιοι ξανάπιασαν δουλειά. Τα χτυπήματα στους ώμους και στην πλάτη ήταν πολύ επώδυνα, μα η αίσθηση ήταν ακόμα χειρότερη όταν τα δεμάτια με τα ραβδιά μαστίγωναν τα νεφρά του. Του έδωσαν είκοσι χτυπήματα, τα οποία ο Θεμιστοκλής μέτρησε ένα προς ένα με βραχνά γρυλίσματα. Ύστερα ο Μαρδόνιος επέμεινε. «Αν είχες κάποιο σκοπό εξ ονόματος της πόλης σου, θα είχες στείλει αίτηση με κάποια πρεσβεία. Μου φαίνεται ότι αυτό που καταστρώνεις στη Βαβυλώνα δεν είναι καθόλου τίμιο, Αθηναίε. Περί τίνος πρόκειται;» «Αφού σου είπα ότι δεν είμαι Αθηναίος, κύριέ μου! Είμαι από την Αλικαρνασσό. Γιατί δε με πιστεύεις; Σε ποιο θεό θέλεις να σου ορκιστώ;» «Ο όρκος ενός Έλληνα αξίζει για μένα τόσο όσο μια κούπα κρασί ανακατεμένο με το κάτουρο μιας γαϊδούρας». Ο Μαρδόνιος έκανε νόημα στο σκλάβο με την κομμένη μύτη και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο δήμιος κούνησε το κεφάλι. Μαζί με τον άλλο σκλάβο έπιασαν τον Θεμιστοκλή, τον κάθισαν σε μια καρέκλα και του αλυσόδεσαν τα χέρια στα δεσμά που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Ο σκλάβος με την κομμένη μύτη άρπαξε μια τανάλια ενώ ο άλλος έπιανε το χέρι του Θεμιστοκλή και το κρατούσε με δύναμη για να μην μπορεί να το κουνήσει. Σαν είδε την τανάλια να πλησιάζει το μεσαίο του δάχτυλο, ο Θεμιστοκλής κοίταξε το
δίχως μύτη πρόσωπο του σκλάβου, σκεπτόμενος ότι αν κάρφωνε το βλέμμα στο δικό του ίσως δυσκόλευε το έργο του. Μα ο δήμιος χαμογέλασε και είπε κάτι που ακούστηκε σαν το γαργάρισμα του οχετού, και τότε ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι δεν είχε ούτε γλώσσα. Ύστερα έκλεισε την τανάλια γύρω από το νύχι του, τράβηξε απότομα και το έβγαλε από τη ρίζα. Και τότε ο Θεμιστοκλής άρχισε να φωνάζει. «Η Αλικαρνασσός είναι δική σου, Αρτεμισία. Ο σατράπης της Ιωνίας έχει λάβει εντολές. Όταν φτάσεις στην πόλη σου, οι ευγενείς που αντιτίθονταν στην εξουσία σου δε θα σε ενοχλήσουν ξανά». Η Αρτεμισία κατάλαβε ότι όταν θα επέστρεφε εκείνοι οι ευγενείς δε θα ήταν πλέον ζωντανοί. «Σ’ ευχαριστώ, κύριέ μου». Ο Ξέρξης καθόταν στο κρεβάτι με την πλάτη στα παχιά μαξιλάρια. Είχε τεντώσει τα πόδια και είχε σκεπαστεί με την κουβέρτα ως τη μέση. Εκείνη είχε καθίσει λίγο πιο μακριά, είχε μαζέψει τα γόνατα και είχε πάρει αγκαλιά ένα μαξιλάρι. Ο βασιλιάς έκανε νόημα στους ευνούχους κι έδειξε το τραπεζάκι. Ο ένας από αυτούς, εκείνος που είχε γδύσει την Αρτεμισία, έβαλε κρασί στις δύο χρυσές κούπες. Μα, πριν το παραδώσει στο βασιλιά, ήπιε μια καλή γουλιά. Οι Αχαιμενίδες βασιλείς ήταν πολύ επιφυλακτικοί με ό,τι έπιναν. Όταν η Αρτεμισία επισκέφθηκε την Άμηστρι στο παλάτι στα Σούσα, της είχαν δείξει στην αυλή μια μεγάλη επίπεδη πέτρα γεμάτη λεκέδες από αίμα. Ο υπηρέτης που την οδηγούσε της εξήγησε ότι, όταν κάποιος διέπραττε δηλητηρίαση στην Αυλή ή υπήρχε υποψία ότι το είχε επιχειρήσει, τον έβαζαν να ακουμπήσει εκεί το κεφάλι, τοποθετούσαν από πάνω άλλη μία μεγάλη πλάκα και επάνω σε αυτή άρχιζαν να φορτώνουν μικρότερες πέτρες ώσπου τα κόκαλα του κρανίου δεν άντεχαν άλλο το βάρος και το κεφάλι έσκαγε σαν ώριμο καρπούζι. Ο ευνούχος έτεινε την κούπα στον Ξέρξη και ύστερα πρόσφερε άλλη μία στην Αρτεμισία. Ήταν ένα πανέμορφο χρυσό ρυτόν που απεικόνιζε ένα γρύπα με γαμψό ράμφος και μάτια από ρουμπίνι, κολλημένο σε ένα κωδωνόσχημο ποτήρι. Αφού θαύμασε το κομμάτι,
η Αρτεμισία δοκίμασε το κρασί. Ήταν πολύ γλυκό, έμοιαζε με σιρόπι σχεδόν, και μύριζε λίγο κανέλα, αλλά της άρεσε. Ο Ξέρξης έκανε άλλο ένα νεύμα στους ευνούχους κι εκείνοι βγήκαν από το δωμάτιο. Η Αρτεμισία εξεπλάγη. Μάλλον ήταν αδιακρισία να ακούσουν οι υπηρέτες την κουβέντα τους μα όχι και το να παρακολουθούν τα γυμνά οπίσθια του βασιλιά τους ενώ εκείνος τα έσφιγγε σπρώχνοντας ανάμεσα στα σκέλια μιας γυναίκας. «Αυτό το κρασί το κρατώ για τους φίλους μου», είπε ο Ξέρξης όταν έμειναν μόνοι. Είχε χρησιμοποιήσει την περσική λέξη μπαντάκα, η οποία υποδήλωνε ένα δεσμό φιλίας και υποτέλειας μαζί. Η Αρτεμισία κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια του. «Είναι τιμή μου, Μεγαλειότατε», είπε. «Θα σε υπηρετήσω με τα χέρια και την καρδιά μου». «Πολύ σύντομα θα περάσω τη θάλασσα για να υποτάξω την Ελλάδα. Οι ναοί των Αθηναίων θα καούν και η ύβρις που διέπραξαν θα τιμωρηθεί. Όταν φτάσει η στιγμή, θα έρθεις μαζί μου. Θα κάνεις ό,τι σου ζητήσω;» Ακούγοντας εκείνα τα λόγια, η Αρτεμισία ταράχτηκε τόσο ώστε αναγκάστηκε να φέρει την κούπα στο στόμα για να κρύψει τα χείλη και τη ματιά της. Είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια, μα θυμήθηκε ότι τα ίδια σχεδόν λόγια είχε προφέρει κι ένας άνδρας με χρυσή μάσκα. «Όταν φτάσει η στιγμή, θα σου ζητήσω να κάνεις κάτι. Η ζωή σου θα διατρέξει κίνδυνο, μα η αμοιβή σου θα είναι μεγάλη, Αρτεμισία. Πολύ μεγάλη. Θα κάνεις αυτό που θα σου ζητήσω;» Ναι, η φωνή ήταν η ίδια, παρόλο που αυτή τη φορά δεν ακουγόταν φιμωμένη από τη μάσκα. Το ύψος και το παράστημα ταίριαζαν, το ίδιο και ο αλάνθαστος τόνος της φωνής ενός ανθρώπου γεννημένου στους κόλπους μιας οικογένειας απείρως πιο ισχυρής από της Αρτεμισίας. Να είχε επαναλάβει άραγε επίτηδες εκείνα τα λόγια για να αποκαλύψει στην Αρτεμισία ποιος ήταν, ή να του είχαν ξεφύγει;
Ήθελε ο Ξέρξης να της φανερώσει την ταυτότητα του Πατικάρα ή όχι; Η Αρτεμισία διαισθάνθηκε ότι δε θα μιλούσαν ποτέ γι’ αυτό και ότι, αν το ανέφερε σε κάποιον, η ζωή της θα άξιζε λιγότερο από οποιαδήποτε πορφυρόχρωμη φούντα από εκείνες που κοσμούσαν τα μεγάλα μαξιλάρια του κρεβατιού. «Θα το κάνω, κύριέ μου», είπε κατεβάζοντας το ποτήρι και κοιτώντας το βασιλιά. Εκείνος άδειασε το ρυτόν με μια γουλιά και το άφησε να πέσει στο χαλί πλάι στο κρεβάτι. Η Αρτεμισία κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Ύστερα ο Ξέρξης παραμέρισε το μεταξωτό σεντόνι και την τράβηξε ώσπου την κάθισε στην ποδιά του. Το μέλος του ήταν έτοιμο ξανά. Ή ίσως ήταν έτοιμο όλη εκείνη την ώρα. Ο βασιλιάς είχε τραβηχτεί χωρίς να ρίξει το σπέρμα του. Μα τώρα πια, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν του ήταν αρκετό. Πριν εκείνη το καταλάβει, είχε μπει ξανά μέσα της. Τ ώρα βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο· δεν ήταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, μα τα χέρια του Ξέρξη ήταν τόσο μακριά ώστε την κρατούσε από τους γλουτούς χωρίς να χρειάζεται να την πλησιάζει περισσότερο. Άρχισε να την κουνά σε ένα απαλό πηγαινέλα και, προς μεγάλη της έκπληξη, τη ρώτησε: «Είναι γρήγορα τα πλοία σου, Αρτεμισία;» Εκείνη δε συνήθιζε να μιλά υπό παρόμοιες συνθήκες, μα όλα όσα της συνέβαιναν εκείνη τη νύχτα ήταν αλλόκοτα και ονειρικά σαν παραίσθηση που βλέπει κανείς μέσα από το πούσι του νησιού των ονείρων. Τ ίποτε πια δεν την εξέπληττε. «Ναι, βέβαια, κύριέ μου. Κυρίως η φρεγάτα μου. Η Καλλιστώ είναι μια τριήρης με μεγαλύτερο...» Η Αρτεμισία δίστασε, ψάχνοντας στο μυαλό της την περσική λέξη για το μήκος ενός πλοίου. Σαν είδε ότι δεν την έβρισκε, αποφάσισε να απλοποιήσει την έκφρασή της. «Είναι πιο μακρύ από τα άλλα ελληνικά πλοία κι έχει διακόσιους είκοσι κωπηλάτες». «Εγώ είμαι Άριος και Αχαιμενίδης, δηλαδή άνθρωπος των υψιπέδων. Είμαι πιο συνηθισμένος να καλπάζω στη στέπα παρά να σκίζω τα κύματα. Μίλησέ μου για τον πόλεμο στη θάλασσα».
Η Αρτεμισία έβαλε τα δυνατά της για να εκφραστεί. Είτε εκείνη αγνοούσε τους περσικούς όρους για τα περισσότερα αντικείμενα και τις κινήσεις που σχετίζονταν με τα καράβια είτε απλώς δεν υπήρχαν. Το δεύτερο δε θα της φαινόταν περίεργο, μια και, όπως μόλις είχε παραδεχτεί ο Ξέρξης, οι Πέρσες ήταν άνθρωποι της ενδοχώρας. Αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει πολλές ελληνικές λέξεις, αν και διαπίστωσε ότι ο βασιλιάς γνώριζε καλύτερα εκείνη τη γλώσσα από ό,τι έδειχνε. Του μίλησε για την κίνηση του περίπλου, στην οποία ο πιο πολυάριθμος στόλος περικύκλωνε τον άλλο σαν να επρόκειτο για στράτευμα του πεζικού και εκμεταλλευόταν την υπεροχή του για να τον νικήσει. Περιέγραψε επίσης το διέκπλου, ειδικότητα των Φοινίκων, οι οποίοι παρατάσσονταν στη σειρά και ορμούσαν στο στόλο του εχθρού για να τον εμβολίσουν, να προκαλέσουν χάος στις τάξεις του και ύστερα να επιτεθούν από πρύμνη και πλώρη ταυτόχρονα. Του είπε επίσης ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι για να πολεμήσει κανείς στη θάλασσα. Στον ένα, τον πιο παραδοσιακό, οι ναύτες προσέγγιζαν το εχθρικό καράβι, του πετούσαν γάντζους, το πλεύριζαν και ύστερα έκαναν ρεσάλτο και άρχιζαν τη μάχη στο κατάστρωμα σαν να επρόκειτο για πόλεμο στη στεριά. Ένας άλλος τρόπος, που απαιτούσε μεγαλύτερη ναυτική ικανότητα, βασιζόταν στην κατά μέτωπο επίθεση στο πλευρό ή στην πρύμνη του αντιπάλου. Ύστερα το επιτιθέμενο πλοίο έχωνε τη χάλκινη μύτη της πλώρης του για να ανοίξει μια ρωγμή στο πλοίο του εχθρού κι έπειτα οι ναύτες έκαναν κουπί προς τα πίσω για να οπισθοχωρήσουν. Έτσι, η τριήρης του εχθρού αχρηστευόταν και, παρότι δε βυθιζόταν, γιατί συνήθως ήταν κατασκευασμένη από ελαφρύ ξύλο ελάτου ή κέδρου, τα αμπάρια της πλημμύριζαν και όσα μέλη του πληρώματος και κωπηλάτες δεν πνίγονταν απέμεναν να επιπλέουν πιασμένοι από τα συντρίμμια, στο έλεος των δοράτων και των βελών των επιτιθέμενων. Όσο η Αρτεμισία του εξηγούσε όλα αυτά, ο Ξέρξης συνέχιζε να την κουνά πάνω στους γοφούς του. Τα δάχτυλά του διέτρεχαν την
πλάτη, τους ώμους και τους γλουτούς της· άλλοτε τη χάιδευε και άλλοτε τα έμπηγε στους μυς της με δύναμη, προκαλώντας έναν πόνο που αποδεικνυόταν μαζί και ευχάριστος. Η Αρτεμισία σκέφτηκε ξανά τον Δία και ένιωσε λες και ο βασιλιάς των θεών είχε κατέβει από τον Όλυμπο για να χαρίσει ευχαρίστηση σε εκείνη, μια απλή γυναίκα. Κάτι τέτοιο βέβαια είχε πάντα ένα τίμημα για τους θνητούς. Ποια ανατροπή τής επιφύλασσε άραγε η μοίρα; Εκείνη τη στιγμή όμως ήταν δύσκολο να το σκεφτεί αυτό. Η Αρτεμισία ένιωθε περιέργεια για κάτι, μα ήξερε ότι απαγορεύονταν οι ευθείες ερωτήσεις σε ένα τόσο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο όπως ο Ξέρξης. Κάποια στιγμή που δεν την κοιτούσε γιατί της φιλούσε τα στήθη βρήκε την ευκαιρία να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα προσέγγιζε το θέμα. «Κύριέ μου, είναι κάτι που η μπαντάκα σου πρέπει να ξέρει για να σε υπηρετήσει καλύτερα στην ένδοξη εκστρατεία σου», του είπε τελικά. Εκείνος τράβηξε τα χείλη από τις θηλές της. «Μίλα». «Κύριέ μου. Από αμνημονεύτων χρόνων η Ελλάδα ήταν μια χώρα φτωχή, τόσο άθλια ώστε τα παιδιά της αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν τον τόπο κάθε λίγες γενιές και να εγκαθίστανται σε άλλες περιοχές, όπως οι Δωριείς που ίδρυσαν την Αλικαρνασσό. Και η γη της Αθήνας είναι η πιο τραχιά και ξερή απ’ όλες. Το μόνο που αξίζει τον κόπο να βγάλει κανείς από εκεί είναι το ελαιόλαδο». Ο Ξέρξης δίπλωσε λίγο τα γόνατα. Έτσι, το κορμί της Αρτεμισίας ανασηκώθηκε και η διείσδυση έγινε ακόμα πιο βαθιά. Εκείνη βόγκηξε, λίγο από πόνο και λίγο από απόλαυση, χωρίς να κρατηθεί αυτή τη φορά, κι έσφιξε τους πέτρινους ώμους του βασιλιά. Ας τη συγχωρούσαν οι θεοί για την ιεροσυλία που διέπραττε αγγίζοντας τον κυρίαρχο του κόσμου, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Δε με ενδιαφέρουν τα πλούτη της Ελλάδας», απάντησε ο Ξέρξης κοιτώντας στο πλάι, σαν να αναζητούσε τους πραγματικούς λόγους στις σκιές που έπεφταν στις γωνιές του δωματίου. «Ξέρω ότι είναι
φτωχή, εκτός από το μαντείο που έχουν μέσα στα βουνά. Θύμισέ μου το όνομά του, Αρτεμισία». «Δελφοί, κύριέ μου». «Στο μαντείο των Δελφών υπάρχουν θησαυροί που έστειλε ο βασιλιάς Κροίσος πριν εμπλακεί στον πόλεμο ενάντια στον παππού μου, Κύρο. Αυτά τα πλούτη ανήκουν στη Λυδία, και η Λυδία ανήκει σε μένα, γι’ αυτό και σκοπεύω να τα πάρω πίσω. Μα δεν αναζητώ μόνο αυτό». Ο Ξέρξης είχε κάνει μια παύση και η Αρτεμισία κατάλαβε ότι εκείνη τη στιγμή επιτρεπόταν να μιλήσει, ακόμα και αν ήταν μόνο για να τονίσει τις λέξεις του βασιλιά σαν κιθαρίστρια. «Και τι είναι εκείνο που αναζητάς, κύριέ μου;» «Οι Έλληνες νίκησαν τον Δάτι, και ο Δάτις είχε μαζί του ένα άριστο στράτευμα. Είναι άξιοι εχθροί. Καλύτεροι από τους Σάκες, στην άλλη πλευρά του Δούναβη. Εκείνοι το έβαζαν στα πόδια μπροστά στον πατέρα μου, έκαιγαν τη γη και αρνούνταν να δώσουν μια έντιμη μάχη. Οι Έλληνες, αντιθέτως, δέχονται να διεξαγάγουν αποφασιστικές μάχες σε ανοιχτό πεδίο. Γι’ αυτό θα προσδώσουν μεγάλη δόξα στην αυτοκρατορία μου όταν έρθει η ώρα να χαράξω την επιγραφή μου στο βράχο του Μπαγκαστάνα, στην κατοικία των θεών, πλάι σε εκείνες του Δαρείου». Η ματιά του Ξέρξη είχε θολώσει, χαμένη στα όνειρά του. Η Αρτεμισία κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν για εκείνο τον άνδρα να ξεπεράσει τα κατορθώματα των προηγούμενων βασιλέων. «Σε εκείνο το βράχο», συνέχισε ο Ξέρξης, «θα χαράξω την εικόνα των αρχηγών των Ελλήνων να παρελαύνουν μπροστά μου δεμένοι από το λαιμό με μια μεγάλη θηλιά. Ο βασιλιάς των Σπαρτιατών, που καυχιέται ότι είναι ο πρώτος ανάμεσά τους, θα κείτεται στο έδαφος. Εγώ θα έχω βάλει το στέρνο του σκαμνί για τα πόδια μου, ενώ ο φτερωτός Αχουραμάζντα θα μου προσφέρει το δαχτυλίδι του κόσμου». Το όραμα των επιγραφών που σκεφτόταν να χαράξει προς τιμήν του εαυτού του μάλλον ερέθισε περισσότερο τον Ξέρξη, που ως
εκείνη τη στιγμή είχε κρατηθεί, γιατί έσφιξε τα οπίσθια και τους γοφούς της Αρτεμισίας και άρχισε να την κουνά πάνω στα πλευρά του με περισσότερη όρεξη. Με κάποιο τρόπο αναποδογύρισαν στο κρεβάτι κι εκείνος κατέληξε ξανά πάνω της. Είχαν ιδρώσει και οι δύο, παρότι δεν έκανε ζέστη, και αυτή τη φορά η Αρτεμισία συνειδητοποίησε ότι ο βασιλιάς είχε φτάσει ως το τέλος. Τ ώρα το κορμί του Ξέρξη είχε ηρεμήσει, είχε χαλαρώσει τόσο πολύ, ώστε το βάρος του είχε αρχίσει να πιέζει την Αρτεμισία. Μα δεν τολμούσε να κουνηθεί. «Κύριέ μου...» Η Αρτεμισία γύρισε το κεφάλι και κοίταξε προς τα πάνω. Ο ευνούχος του Ξέρξη είχε ξαναμπεί στο δωμάτιο χωρίς εκείνη να καταλάβει πότε. «Πες μου, Μιθριδάτη», είπε ο Ξέρξης. Η εισβολή του υπηρέτη δε φάνηκε να τον ενοχλεί ιδιαίτερα. Ο ευνούχος έκρυψε τα χέρια μέσα στα μανίκια κι έσκυψε το κεφάλι. Ο Ξέρξης τραβήχτηκε επιτέλους από την Αρτεμισία και κάθισε στο κρεβάτι. Ο Μιθριδάτης πήρε ένα καθαρό ποτήρι από το δίσκο, το γέμισε, αυτή τη φορά από ένα ασημένιο κανάτι που περιείχε νερό, και, αφού το δοκίμασε, του το πρόσφερε. Την ώρα που ο Ξέρξης έσβηνε τη δίψα του ο ευνούχος τού ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Του μιλούσε κάμποση ώρα, με φωνή τόσο χαμηλή ώστε η μοναδική λέξη που έπιασε η Αρτεμισία ήταν Μαρδονίγια. Στη μέση του μηνύματος ο βασιλιάς κάρφωσε τα μάτια στην Αρτεμισία. Εκείνη σκεπάστηκε ξανά με το μαξιλάρι, νιώθοντας εντελώς ανυπεράσπιστη. Τ ι είχε κάνει χωρίς να το καταλάβει; Επιτέλους ο Ξέρξης κούνησε το κεφάλι. Ο Μιθριδάτης όρθωσε το κορμί του και, απευθυνόμενος στην Αρτεμισία, ρώτησε: «Γνωρίζεις τον Θεμιστοκλή τον Αθηναίο;» Δεν είχε άλλη επιλογή από το να πει την αλήθεια. «Ναι, τον γνωρίζω. Γιατί...;» «Δεν κάνεις εσύ τις ερωτήσεις, γυναίκα», τη διέκοψε ο ευνούχος. «Μιθριδάτη, είναι μπαντάκα μου».
Ο Ξέρξης δεν είχε σηκώσει τη φωνή μα ο υπηρέτης έσκυψε το κεφάλι σαν να του είχαν δώσει καμιά σβερκιά, έκλεισε τα μάτια και σώπασε. Έπειτα από λίγο, ο Μιθριδάτης σήκωσε ξανά τα μάτια και είπε: «Ευγενική Αρτεμισία, σε παρακαλώ να με ακολουθήσεις».
Ο Θεμιστοκλής βρισκόταν σε έναν προθάλαμο δίπλα στην αυλή με τους κήπους. Τον είχαν φέρει κυριολεκτικά σέρνοντας· κρατιόταν στα πόδια του μόνο γιατί δύο στρατιώτες τον κρατούσαν από τις μασχάλες. Τα μάτια του ήταν κλειστά, η όψη του σταχτιά και το γένι του κολλούσε από το αίμα που είχε στάξει από τα χείλη του. Τα σημάδια πάνω τους φανέρωναν ότι τα είχε δαγκώσει ο ίδιος. Μα το χειρότερο ήταν τα χέρια του. Τα δάχτυλά του τώρα κρέμονταν άψυχα, σαν μαριονέτες ξεχασμένες από τον κύριό τους. Τα νύχια του φαίνονταν μαύρα, σαν να τα είχε βάψει με κάρβουνο. Ύστερα η Αρτεμισία κατάλαβε ότι δεν ήταν μπογιά· ήταν το χρώμα του αίματος πάνω στη ζωντανή σάρκα. Δεν είχε νύχια. Του τα είχαν ξεριζώσει ένα προς ένα. Η Αρτεμισία σκέπασε το στόμα κι έπνιξε μια κραυγή τρόμου. «Αυτός ο άνθρωπος είναι κατάσκοπος», της είπε ο Μαρδόνιος. Η Αρτεμισία τον είχε γνωρίσει χρόνια πριν, όταν είχε περάσει από την Αλικαρνασσό με το στόλο με τον οποίο σκόπευε να εισβάλει στη βόρεια Ελλάδα. «Μας πληροφόρησαν ότι πρόκειται για τον Θεμιστοκλή. Εκείνος όμως επιμένει ότι είναι Κάρας και λέγεται Πισίνδηλις. Είπε μάλιστα ότι εσύ μπορείς να καταθέσεις υπέρ του. Λοιπόν; Λέει αλήθεια ή ψέματα;» Άξαφνα η Αρτεμισία ένιωσε να αμφιβάλλει. Πλησίασε τον αιχμάλωτο και του σήκωσε το πιγούνι. Το γένι του ήταν πιο μακρύ και πιο δασύ, όπως και τα μαλλιά, και ο πόνος είχε παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του. Μα, σαν άνοιξε τα βλέφαρα και της χαμογέλασε αχνά, διαλύθηκε και η παραμικρή αμφιβολία της. Ήταν τα μάτια του Θεμιστοκλή.
Η Αρτεμισία έσπευσε να φτιάξει ένα ψέμα που δεν τη δέσμευε υπερβολικά και ταυτόχρονα μπορούσε να βοηθήσει τον Θεμιστοκλή. «Δε σας ξεγέλασε». «Αλήθεια;» Ο Μαρδόνιος σήκωσε το ένα φρύδι αμφιβάλλοντας. «Τουλάχιστον όχι απόλυτα. Έχεις δίκιο σε αυτό που λες, ευγενή Μαρδόνιε. Ναι, αυτός ο άνθρωπος είναι ο Θεμιστοκλής, γιος του Νεοκλή του Αθηναίου. Είναι όμως και γιος της θείας μου της Ευτέρπης, άρα είναι Κάρας από την Αλικαρνασσό». «Και το όνομα που λέει ότι έχει;» «Πολλοί άνδρες στην οικογένειά μου λαμβάνουν δύο ονόματα, ένα ελληνικό και ένα καρικό. Το όνομα Πισίνδηλις είναι πολύ συνηθισμένο στους δικούς μου. Μάλιστα», πρόσθεσε κοιτώντας τον Θεμιστοκλή ίσια στα μάτια, «έτσι λέγεται και ο γιος μου, που είναι πεντέμισι χρόνων». Παρά τον πόνο, οι κόρες των ματιών του Θεμιστοκλή χόρεψαν για μια στιγμή υπολογίζοντας τις ημερομηνίες και ο Αθηναίος σήκωσε τα φρύδια σε μια ερωτηματική έκφραση. Η Αρτεμισία κούνησε το κεφάλι ανεπαίσθητα. «Τότε, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;» Η Αρτεμισία γύρισε τρομαγμένη. Πίσω της είχε εμφανιστεί ο Ξέρξης, συνοδευόμενος από τους δύο ευνούχους και τέσσερις φρουρούς που δεν ήξερε από πού είχαν έρθει. Ο βασιλιάς είχε φορέσει ξανά το καφτάνι και το πορφυρόχρωμο παντελόνι του και είχε σκεπάσει το κεφάλι του με μια γαλάζια μίτρα. Οι φρουροί που κρατούσαν τον Θεμιστοκλή τον υποχρέωσαν να γονατίσει και ένας από τους δύο τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον έβαλε να φιλήσει το χώμα μπροστά στα πόδια του βασιλιά. Μου είπες ότι ποτέ δε θα γονάτιζες μπροστά σε κανέναν κι εγώ σου απάντησα ότι για τίποτε δεν πρέπει να είναι κανείς ποτέ βέβαιος. Είδες ότι είχα δίκιο, εξάδελφε; σκέφτηκε με θλίψη η Αρτεμισία. «Ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, κύριέ μου», απάντησε ο Μαρδόνιος. «Στην πόλη του είναι σημαντικός άνθρωπος, διατάζει τα στρατεύματα και προκαλεί τον όχλο ενάντια στη νόμιμη κυριαρχία
σου». Ο Ξέρξης έκανε νόημα να τον σηκώσουν όρθιο. Μα ο Θεμιστοκλής επιστράτευσε τις τελευταίες δυνάμεις του κορμιού του για να πατήσει πρώτα το ένα πόδι και ύστερα το άλλο και να σηκωθεί μόνος του. Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι είχε θεωρήσει νικημένο τον Αθηναίο μάλλον πρόωρα. Ίσως έναν άνδρα δεν έπρεπε να τον μετρά από τον τρόπο που γονάτιζε, αλλά από το πώς σηκωνόταν ύστερα. «Είναι αλήθεια;» είπε ο Ξέρξης. «Αρτεμισία, μετάφρασε την ερώτηση». «Δε χρειάζεται, κύριέ μου», απάντησε εκείνη. «Υποπτεύομαι ότι ξέρει περσικά». «Απάντησε μόνος σου, λοιπόν, Αθηναίε. Είναι αλήθεια;» Ο Θεμιστοκλής τον κοίταξε στα μάτια και είπε βραχνά: «Ναι. Είμαι ο Θεμιστοκλής, γιος του Νεοκλή του Αθηναίου και της Ευτέρπης από την Καρία». «Και τι κάνει εδώ ένας άνθρωπος σαν κι εσένα; Γιατί κατασκοπεύεις ο ίδιος αντί να στείλεις τους υπηρέτες σου; Δεν ταιριάζει κάτι τέτοιο στους ευγενείς. Ή μήπως πλένεις και σιδερώνεις μόνος σου και τα ρούχα σου;» Ο Μαρδόνιος και οι στρατιώτες γέλασαν. Προφανώς το σχόλιο του βασιλιά τούς φάνηκε πολύ αστείο. Μα ο Θεμιστοκλής απάντησε: «Ο θυρεός της ασπίδας μου είναι ένας μαύρος φτερωτός δράκος». Η Αρτεμισία δεν κατάλαβε την παράλογη εκείνη απάντηση του Θεμιστοκλή και την απέδωσε στο ντελίριο που του είχε προκαλέσει ο πόνος. Όμως τα μάτια του Ξέρξη άνοιξαν για μια στιγμή, κάτι που για έναν άνθρωπο ο οποίος έλεγχε σε τέτοιο βαθμό τη φωνή και τις κινήσεις του ισοδυναμούσε σχεδόν με μια έκφραση κατάπληξης. Υπήρχε κάτι στα λόγια του Αθηναίου που τον είχε εκπλήξει. Ξαφνικά η Αρτεμισία κατάλαβε. Ο Θεμιστοκλής είχε καταλάβει πιο γρήγορα από εκείνη ότι ο Ξέρξης ήταν ο πολεμιστής με τη χρυσή μάσκα. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν. Ποια επαφή μπορούσε να έχει υπάρξει ανάμεσά τους πέρα από τη συνάντηση μεταξύ της περσικής
και της αθηναϊκής αντιπροσωπείας πριν από τη μάχη; Κανείς από τους δύο δεν είχε αρθρώσει λέξη στη σύντομη εκείνη συγκέντρωση. Άλλο πράγμα ήταν, βέβαια, το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί ανάμεσά τους στο πεδίο της μάχης. Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι ο Θεμιστοκλής μόλις είχε υπογράψει τη θανατική του καταδίκη υπονοώντας μπροστά στο βασιλιά ότι γνώριζε το μυστικό του. Μα ο Ξέρξης την εξέπληξε. «Μαρδόνιε», είπε ο βασιλιάς, «αυτό τον άνθρωπο δεν κάνει να τον βασανίζουμε σαν κοινό σκλάβο. Δυσαρεστούμαι σαν βλέπω τι έκαναν στα χέρια του». Ο στρατηγός έσκυψε το κεφάλι και το κόκκινο, άκαμπτο γένι του διπλώθηκε πάνω στο στέρνο του με ένα τρίξιμο. «Λυπάμαι αν έσφαλα, κύριέ μου». Ήταν προφανές ότι δε λυπόταν καθόλου, μα σεβόταν την απαίτηση του Ξέρξη από υπακοή. «Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να συνέλθει αυτός ο άνθρωπος». «Δεν είναι ανάγκη να βασανίζουμε τους κατασκόπους, καλέ μου Μαρδόνιε. Αυτά τα κάνουν όσοι έχουν κάτι να κρύψουν, όχι εμείς. Εμείς δεν επιθυμούμε να κρύψουμε τη δύναμή μας, αλλά να τη δείξουμε στους πάντες ώστε να τη μεταφέρουν στις εφτά γωνιές του κόσμου και να καταλάβουν ότι η μόνη λύση που τους μένει είναι να υποταχθούν σε αυτή». «Μάλιστα, κύριέ μου». Οι στρατιώτες είχαν αφήσει τον Θεμιστοκλή. Η Αρτεμισία φοβήθηκε ότι θα σωριαζόταν, μα ο εξάδελφός της κρατήθηκε στα πόδια του, με τα μπράτσα πεσμένα και τα χέρια κολλημένα στους μηρούς. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πόσο υπέφερε. Αν το φανταζόταν, θα άρχιζε να φωνάζει και να δαγκώνει τα δάχτυλά της. «Κοίταξέ με και άκουσε, Αθηναίε», είπε ο Ξέρξης. «Μάλιστα», απάντησε εκείνος και, αφού δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα, πρόσθεσε: «Κύριέ μου». «Όταν οι γιατροί μου θεραπεύσουν τα χέρια σου, θα σου δώσω μια συνοδεία για να επιστρέψεις στην πόλη σου. Εκεί θα μπορέσεις να μιλήσεις με τους Αθηναίους και να τους πεις ότι πρέπει να
προετοιμαστούν. Όταν φτάσει αυτή η άνοιξη, να μετρήσετε άλλα τρία χρόνια. Και τότε, όταν τα χελιδόνια φέρουν την τέταρτη άνοιξη, ετοιμαστείτε να δείτε τον Ξέρξη στην Αθήνα, μαζί με τα παιδιά των Περσών». «Σε αυτή την περίπτωση, κύριέ μου, επίτρεψέ μου να γυρίσω στην Αθήνα το συντομότερο δυνατόν, ακόμα και αν δεν έχουν θεραπευτεί τα χέρια μου, έτσι ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε ετοιμασίες αντάξιες του μεγαλείου σου». Ειπωμένα με άλλο τρόπο, αυτά τα λόγια ίσως να είχαν ακουστεί ως κομπασμός ή προσβολή· μα ο Θεμιστοκλής μιμούνταν πολύ καλά την εμφατική προφορά του βασιλιά. Ο Ξέρξης κούνησε το κεφάλι, φανερά ευχαριστημένος από τα λόγια του Αθηναίου. «Όταν φτάσει η στιγμή, οι απεσταλμένοι μου θα επιστρέψουν στην Ελλάδα για να ζητήσουν γη και ύδωρ. Αυτή τη φορά όμως δε θα τολμήσετε να διαπράξετε ασέβεια εις βάρος τους». «Όχι, κύριέ μου». «Μα ο Αχουραμάζντα θα σκληρύνει τις καρδιές σας, θα σας κάνει να απορρίψετε την υποταγή στην εξουσία μου». Άραγε ο Ξέρξης πρότεινε αυτό που ήθελε ή απλώς περιέγραφε τα όσα επρόκειτο να συμβούν; Η Αρτεμισία δεν κατάφερνε να συνέλθει από την έκπληξή της. «Θα γίνουν όλα όπως τα λες, κύριέ μου», είπε ο Θεμιστοκλής. Με αυτή του την απάντηση, υπάκουε στη θέληση του Ξέρξη και ταυτόχρονα εναντιωνόνταν σε αυτή. «Κάτω από τον ήλιο του Αχουραμάζντα πρέπει να υπάρχει ένας μόνο άρχοντας. Αυτός πρέπει να κυβερνά την αρμονία των εφτά περιοχών ώσπου να φτάσει η ημέρα του Χωρισμού. Μα, πριν επικρατήσει η ειρήνη των Αχαιμενιδών, πρέπει να γίνει ένας μεγάλος πόλεμος, ο μεγαλύτερος που έχει δει ποτέ ο κόσμος, ώστε οι γενναίοι να δοκιμάσουν σε αυτόν το θάρρος τους». Ο μεγαλύτερος πόλεμος που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Τ ώρα η Αρτεμισία κατάλαβε τι είχε κάνει ο Πατικάρα στον Μαραθώνα, αλλά και τι σκόπευε να κάνει στην Ελλάδα. Εκείνος ο
ψηλός, δυνατός άνδρας με το μακρύ γένι δεν ήταν παρά ένα παιδί που κρατούσε στα χέρια του μια μεγάλη δύναμη. Ένα μεγάλο παιδί που, όπως ο γιος της ο Πισίνδηλις, έπαιζε με αναρίθμητα ξύλινα στρατιωτάκια και τα θυσίαζε σε μια μάχη που στην πραγματικότητα δεν ήθελε να εξαπολύσει ενάντια στους Έλληνες αλλά ενάντια στη γιγάντια σκιά του πατέρα του. Ένα παιδί, αλλά μαζί κι ένας θεός. Ισχυρός, ευγενής και ιδιότροπος σαν τον Δία. «Πάρτε από εδώ τον Αθηναίο και φροντίστε τον καλά. Μην του στερήσετε τίποτε απ’ όσα θα θελήσει να μάθει. Όσο περισσότερα γνωρίζουν οι εχθροί μας για εμάς τόσο περισσότερο θα μας τρέμουν», είπε ο Ξέρξης κι έχωσε τα χέρια στα μανίκια του καφτανιού του για να δείξει ότι θεωρούσε λήξασα εκείνη την αυτοσχέδια ακρόαση. Οι στρατιώτες έπιασαν πάλι τον Θεμιστοκλή από τους αγκώνες κι εκείνος έκανε ένα μορφασμό και δάγκωσε τα χείλη. Τα μάτια του ήταν στεγνά, μα της Αρτεμισίας γέμισαν δάκρυα για εκείνον. Πριν τον πάρουν, ο εξάδελφός της κατέβαλε μια τελευταία προσπάθεια. «Κύριέ μου, σου υπόσχομαι ότι η Αθήνα θα είναι έτοιμη να σου προσφέρει τον πόλεμο που επιθυμείς και αξίζεις. Θα το αναλάβω εγώ ο ίδιος... και θα σε σταματήσω για άλλη μια φορά». «Αυθάδη!» αναφώνησε ο Μαρδόνιος. «Κανείς δε σταμάτησε ποτέ τον κύριό μου!» Ο Ξέρξης έκανε νόημα να πάρουν επιτέλους τον Αθηναίο από μπροστά του, σαν να μην έδινε σημασία στα λόγια του. Μα η Αρτεμισία κατάλαβε από μια ανεπαίσθητη κίνηση στα μάτια του ότι όσα είχε πει ο Θεμιστοκλής σήμαιναν για εκείνον κάτι πολύ συγκεκριμένο και προσωπικό. Βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο ότι κάτι είχε συμβεί ανάμεσά τους στη Μάχη του Μαραθώνα, αν και υποπτευόταν ότι εκείνη δε θα το μάθαινε ποτέ. Όταν οι στρατιώτες πήραν σέρνοντας τον Θεμιστοκλή από την αυλή, η Αρτεμισία είδε ότι η πλάτη του ήταν αυλακωμένη από βαθιές κόκκινες μαστιγιές και την εξέπληξε ακόμα περισσότερο το γεγονός
ότι δεν είχε σωριαστεί μπροστά στον Ξέρξη. Σκέφτηκε ότι μόλις είχε πλαγιάσει με ένα θεό που ζούσε ανάμεσα στους θνητούς, έναν πολεμιστή με επιβλητικό παράστημα, ένα βασιλιά που κυβερνούσε τις ζωές χιλιάδων υποτελών. Μα δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποιος από τους δύο άνδρες που είχαν έρθει αντιμέτωποι μπροστά στα μάτια της εκείνο το βράδυ ήταν ο μεγαλύτερος.
Βαβυλώνα, 26 Ιανουαρίου Παρ’ όλη την επιμονή του να εγκαταλείψει τη Βαβυλώνα το συντομότερο δυνατόν, ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι για κάμποσες ημέρες, σε ένα από τα δωμάτια που γειτόνευαν με την πρώτη αυλή του βασιλικού παλατιού. Ένας από τους γιατρούς της βασιλικής οικογένειας, ο Έλληνας Ξενοφάνης, θεράπευε τις πληγές στην πλάτη και στα δάχτυλά του. Ήταν γιος του φημισμένου Δημοκήδη από τον Κρότωνα, που είχε υπηρετήσει τον Δαρείο επί πολλά χρόνια και είχε σώσει τη ζωή της μητέρας του Ξέρξη. Ενώ ο Θεμιστοκλής ανάρρωνε, ο Σίκιννος έλαβε εντολή να παρουσιαστεί ενώπιον του Μαρδόνιου. Οι στρατιώτες που του έφεραν την ειδοποίηση τον οδήγησαν έξω από την πόλη, σε μια ανοιχτή έκταση κοντά στον Ευφράτη που χρησιμοποιούσαν για βοσκοτόπι αλλά και ως πεδίο εκπαίδευσης για τους ιππείς. Ο Μαρδόνιος και άλλοι ευγενείς έκαναν εξάσκηση στην τοξοβολία. Πλάι πλάι στο έδαφος ήταν χωμένοι τρεις στόχοι, ο καθένας πιο μικρός από τον προηγούμενο. Ο πρώτος είχε σχεδόν το ύψος ενός άνδρα, ο δεύτερος ήταν σαν ελληνική ασπίδα και ο τρίτος δεν ξεπερνούσε το ένα κεφάλι. Όσοι συμμετείχαν στο παιχνίδι περνούσαν καλπάζοντας μπροστά από τους στόχους κι έπρεπε να ρίξουν εν κινήσει και να πετύχουν και τους τρεις. Ήταν όλοι καλοί ιππείς και εξαιρετικοί τοξότες και στην αρχή κατάφερναν να καρφώσουν τα βέλη στους στόχους. Ύστερα όμως έπρεπε να επιταχύνουν ακολουθώντας το ρυθμό που τους έδιναν οι υπόλοιποι, που τους ενθάρρυναν φωνάζοντας «Ιό, ιό, ιό, ιό» και χτυπώντας τα χέρια όλο και πιο γρήγορα. Ενώ τα άλογα επιτάχυναν, οι ιππείς είχαν ελάχιστο χρόνο να βγάλουν το βέλος από το θηκάρι και να οπλίσουν, γι’ αυτό έριχναν πιο πολύ στο κενό παρά στο στόχο. Όποιος αστοχούσε αποβαλλόταν και προστίθετο στον χαρούμενο χορό που έδινε το ρυθμό σε όσους παρέμεναν στο παιχνίδι. Στο τέλος είχαν μείνει μόνον ο Μαρδόνιος και άλλος ένας ευγενής,
τον οποίο ο Σίκιννος δε γνώριζε. «Είναι ο Αχαιμένης, ο αδελφός του Ξέρξη», του είπε ένας από τους στρατιώτες που τον είχαν φέρει. Ο Σίκιννος συνέχισε να απολαμβάνει το θέαμα. Εκείνο το άθλημα ήταν πράγματι ευγενές, όχι σαν εκείνα που ασκούσαν οι Έλληνες, οι οποίοι ξεγυμνώνονταν, άλειφαν το κορμί τους με λάδι και κυλιούνταν στη σκόνη σαν γουρούνια. Και όλα αυτά όταν δεν έτρεχαν ολόγυμνοι με τα μέλη στον αέρα. Ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε ντυθεί ξανά σαν άνδρας. Φορούσε δερμάτινες μπότες, ένα παντελόνι που σφιχταγκάλιαζε τα πόδια του και μια μακριά γαλάζια καζάκα με μανίκια. Μάλιστα χαιρόταν που έβλεπε ότι οι υπόλοιποι κοιτούσαν με θαυμασμό το παράστημα και τους τεράστιους ώμους του. Στο τέλος κέρδισε ο αδελφός του Ξέρξη, ο οποίος αγκαλιάστηκε γελώντας με τον Μαρδόνιο. Ήταν μια σπουδαία επίδειξη και όλοι τούς χειροκρότησαν. Ο Σίκιννος ζήλευε λιγάκι. Είχε μάθει από μικρός να ρίχνει με το τόξο και να ιππεύει, όπως κάθε Πέρσης που σεβόταν τον εαυτό του, μα δεν τα κατάφερνε πολύ καλά. Ήταν δύσκολο να βρει ένα άτι αρκετά δυνατό ώστε να σηκώνει τα εκατόν είκοσι κιλά που ζύγιζε, κι εκείνα που έβρισκε ήταν συνήθως αδέξια και μάλλον αργοκίνητα. Όσο για το τόξο, είχε αρκετή δεξιοτεχνία αν τον άφηναν να οπλίσει, να τεντώσει τη χορδή και να σημαδέψει με την ησυχία του. Μα στο στρατό ήταν συνήθως ανυπόμονοι. Τα κατάφερνε πάντα καλύτερα με το δόρυ, και δεν ήταν κακός στο χειρισμό και του σπαθιού. Αφού ξεκαβαλίκεψε, ο Μαρδόνιος τον πλησίασε σφουγγίζοντας με μια πετσέτα τον ιδρώτα στο καραφλό κεφάλι του. Παρότι στον Σίκιννο φαινόταν πάντα πολύ αυστηρός άνθρωπος, τώρα έδειχνε καλοδιάθετος. «Σε χαιρετώ, κύριέ μου», είπε ο Σίκιννος με μια βαθιά υπόκλιση και στέλνοντας με το χέρι ένα φιλί στον ανώτερό του. Εκείνος τον έπιασε από τον αγκώνα και του είπε: «Έλα, Μιθράνη. Θέλω να σου μιλήσω».
Πλησίασαν την όχθη του ποταμού για να απομακρυνθούν από τις φωνές και από τα αυτιά των άλλων, και στάθηκαν κοντά σε μια συστάδα από καλαμιές. «Ο κύριός μας ο Ξέρξης είναι τόσο μεγάλος και ευγενής ώστε δεν αποδέχεται τη διπροσωπία», είπε ο Μαρδόνιος. «Δε σε καταλαβαίνω, κύριέ μου», απάντησε ο Σίκιννος. «Γιατί το ίδιο συμβαίνει και με σένα. Με τον δικό σου τρόπο, εννοείται. Εννοώ ότι δεν είναι όλοι οι άνδρες πιστοί στον Αχουραμάζντα. Ούτε καν οι Πέρσες, Μιθράνη. Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που επιμένουν να λατρεύουν κίβδηλους θεούς, να κάνουν είδωλό τους το ψέμα και να βεβηλώνουν τη γη θάβοντας στα σπλάχνα της τα κορμιά των νεκρών τους αντί να τα αφήνουν στα όρνεα, όπως προστάζει ο προφήτης. Δε γνωρίζεις κανέναν τέτοιο ανάμεσα στους δικούς μας;» «Μάλιστα, κύριε. Είναι πολλοί εκείνοι που ψεύδονται και πιστεύουν ακόμη σε ντέβα. Κι εγώ ο ίδιος ήμουν ένας από αυτούς πριν από χρόνια. Μα τότε...» «Φαντάσου τι έχει να περιμένει κανείς από αυτούς τους προδότες Έλληνες, αφού το φως του Σοφού Κυρίου μας δεν έχει καταφέρει να τους φωτίσει ακόμη. Ξέρουμε όλοι ότι είναι πιο ψεύτες και από τους Αιγύπτιους, ακόμα και από τους πανούργους Φοίνικες. Ποτέ δε σχεδιάζουν τίποτα καλό· μόνο εφευρίσκουν ψέματα, και μάλιστα καυχιόνται για τα χαλκεύματά τους». Ο Σίκιννος κούνησε το κεφάλι. Ο Θεμιστοκλής του μιλούσε συχνά για τον ήρωά του, τον Οδυσσέα, μα, αν έκρινε από τα όσα έλεγε γι’ αυτόν, δεν ήταν παρά ένας απατεώνας πειρατής. Κατά τη γνώμη του Σίκιννου, εκείνος ο κατεργάρης είχε μείνει να βολοδέρνει στις θάλασσες επί δέκα χρόνια επίτηδες, για να μην επιστρέψει στο σπίτι και στη γυναίκα του. Τ ι σύμπτωση τα δέκα χρόνια: τόσα είχε περάσει κι εκείνος αιχμάλωτος ανάμεσα στους Έλληνες. Είναι πολύς καιρός, σκέφτηκε. Τ ώρα που βρισκόταν μακριά από την Αθήνα, δεν ένιωθε την παραμικρή επιθυμία να επιστρέψει σε εκείνη την πόλη. Όχι, δεν ήθελε
να επιστρέψει. Βέβαια, πριν φύγουν είχε υποσχεθεί στον Θεμιστοκλή να επιστρέψει μαζί του. Μα δεν έφταιγε εκείνος αν τώρα του απαγόρευε να φύγει από την Περσία ένας άνδρας ισχυρός όπως ο Μαρδόνιος, που μοιραζόταν το τραπέζι του Μεγάλου Βασιλιά και είχε το προνόμιο να τον φιλά στα χείλη. Τ ι μπορούσε να κάνει εκείνος; Έπαιξε στη φαντασία του με την ιδέα να επιστρέψει στο σπίτι του, να εμφανιστεί μπροστά στον πατέρα του και να του πει: «Βλέπεις; Έγινα καλός άνθρωπος». Κι αν εκείνος τον ρωτούσε: «Στ’ αλήθεια; Κράτησες το λόγο σου; Στάθηκες πάντα πιστός;» Τ ι θα έλεγε τότε; Θα του μιλούσε για τον Μίθρα, που είχε εμφανιστεί μπροστά του εκείνη τη φορά στο ορυχείο, λίγο πριν τον βγάλει ο Θεμιστοκλής από τα χαλάσματα, και του είχε πει: «Να είσαι ταπεινός και να υπηρετείς ορθά τον νέο σου κύριο»; Ο Μίθρας δεν του είχε πει για πόσο καιρό έπρεπε να το κάνει αυτό. Ήταν άραγε υπηρεσία εφ’ όρου ζωής ή θεωρούνταν πια ότι την είχε εξοφλήσει με εκείνα τα δέκα χρόνια; Καμιά φορά είναι πολύ δύσκολο να κρατήσει κανείς το λόγο του, σκέφτηκε ενώ έξυνε την ουλή στο πρόσωπό του, γιατί είχε αρχίσει να τον πονάει το κεφάλι. «Μιθράνη, μπορείς να κλείσεις το στόμα και να με ακούσεις;» είπε ο Μαρδόνιος. «Με συγχωρείς, κύριέ μου. Απλά σκεφτόμουν. Το παθαίνω καμιά φορά». Ο στρατηγός τού έσφιξε τον ώμο. «Αν είχε πέσει και στο δικό μου κεφάλι ένας κεραυνός, όπως συνέβη σ’ εσένα, θα έμενα κι εγώ με το στόμα ανοιχτό πού και πού. Μόλις σου είπα ότι από δω και στο εξής είσαι δέκαρχος της Σπάντα, Μιθράνη». «Σ’ ευχαριστώ, κύριέ μου!» είπε ο Σίκιννος και κορδώθηκε σαν να βρισκόταν σε παράταξη. «Είναι μια τιμή που δε μου αξίζει!» «Σύντομα θα αξίζεις όχι μόνο αυτό, μα πολλά περισσότερα. Θέλω να σου ζητήσω μια μεγάλη θυσία».
«Οτιδήποτε, κύριέ μου». «Θα επιστρέψεις στην Ελλάδα». Ο Σίκιννος έσκυψε το κεφάλι. Τη στιγμή που έλεγε «Οτιδήποτε» κατάλαβε ότι είχε βιαστεί. Μα δεν είχε επιλογή. Τ ι άλλο θα μπορούσε να απαντήσει στον πιο ισχυρό στρατηγό της αυτοκρατορίας; «Θα σου το εξηγήσω καλύτερα, Μιθράνη. Θέλω να παραμείνεις στο πλευρό του Θεμιστοκλή ως υπηρέτης του». «Μάλιστα, κύριε». «Ξέρουμε όλοι ότι το να υπηρετεί ένας ευγενής Πέρσης έναν Έλληνα βάρβαρο δε συνάδει με την τάξη που επιθυμεί ο Αχουραμάζντα, μα πρόκειται για μια αποστολή. Μια αποστολή, Σίκιννε. Το καταλαβαίνεις;» «Το καταλαβαίνω, κύριε». «Πολύ σύντομα ο κύριός μας ο Ξέρξης θα κινήσει πόλεμο εναντίον των Ελλήνων για να τιμωρήσει την υπεροψία τους. Ο ίδιος είναι σίγουρος ότι θα τους συντρίψει σε έντιμο αγώνα. Εγώ όμως δεν έχω εμπιστοσύνη σε αυτούς τους ψεύτες και προδότες. Ως καλός στρατιώτης, θα ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε τον εχθρό, κυρίως όταν γνωρίζει το έδαφος που πατά καλύτερα από εμάς». «Μάλιστα, κύριε», απάντησε ο Σίκιννος. «Ο Θεμιστοκλής είναι άνθρωπος φιλομαθής κι έξυπνος, έτσι δεν είναι; Μίλησε ελεύθερα, Μιθράνη. Παρόλο που είναι Έλληνας, τι γνώμη έχεις γι’ αυτόν;» «Είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, κύριε. Θυμάται τα πάντα και δεν κοιμάται ποτέ. Συνέχεια σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται», απάντησε ο Σίκιννος. Ύστερα, σαν από μια παρόρμηση, πρόσθεσε κάτι για το οποίο ο κύριός του του είχε απαγορεύσει να μιλήσει στην Αθήνα: «Ήταν εκείνος, και όχι ο Μιλτιάδης, ο άνθρωπος που σκέφτηκε τον τρόπο να μας νικήσουν οι Έλληνες στον Μαραθώνα». «Κανείς δε μας νίκησε στον Μαραθώνα, Μιθράνη. Απλώς ο Δάτις υπέστη μια μικρή αναποδιά λόγω της αδεξιότητάς του». Ο
Μαρδόνιος χαμογέλασε κακόβουλα. «Αναποδιά που πρέπει να θυμάται πολύ συχνά στο φρούριο του Ώξου, όπου τον έστειλε ο Δαρείος». Ο Σίκιννος είχε ακούσει ότι ο Μαρδόνιος μισούσε τον Δάτι, μια άποψη που τώρα επιβεβαιωνόταν. Απ’ όσο ήξερε, ο ποταμός Ώξος βρισκόταν στα σύνορα με την άγρια στέπα και δεν ήταν το καλύτερο μέρος του κόσμου για να ζήσει κανείς. «Λοιπόν, Μιθράνη», συνέχισε ο Μαρδόνιος πιάνοντάς τον από το μπράτσο για να επιστρέψουν στο λιβάδι. «Δε θα σου ζητήσω να βλάψεις τον Θεμιστοκλή, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ανάξιό σου. Υπηρέτησέ τον ως ευγενής. Πρέπει όμως να ακούς όσο περισσότερα μπορείς και να προσέχεις καλά όσα βλέπεις. Εσύ είσαι πάντα στο πλευρό του, έτσι δεν είναι;» «Όχι πάντα, κύριέ μου. Όταν πλαγιάζει στο κρεβάτι με την...» Ο Μαρδόνιος σήκωσε το χέρι και ο Σίκιννος κατάλαβε ότι έπρεπε να σωπάσει. «Όταν φτάσει η στιγμή, μια στιγμή που ίσως αργήσει χρόνια ακόμα, κάποιος θα σε πλησιάσει και θα σου πει: “ Ήρθε η ώρα να διαβείς τη Γέφυρα του Κριτή”». Ο Σίκιννος αναρίγησε. Δεν του άρεσε καθόλου εκείνο το σύνθημα. Ήταν σίγουρος ότι ο Μαρδόνιος δεν είχε βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το δικαστή Μίθρα σε εκείνη τη γέφυρα. Διαφορετικά, δε θα το ανέφερε με τόσο ελαφριά καρδιά. «Όταν έρθει να σε βρει εκείνος ο άνδρας, πρέπει να του πεις όλα όσα άκουσες και είδες και να απαντήσεις στις ερωτήσεις του. Με κατάλαβες, Μιθράνη;» «Μάλιστα, κύριέ μου. Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Πότε νομίζεις ότι θα μπορέσω να γυρίσω στο σπίτι μου;» Ο Μαρδόνιος του έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. «Μην ανησυχείς, Μιθράνη. Θα έρθουμε να σε βρούμε εμείς. Κάνε υπομονή. Ο Βασιλέας των Βασιλέων θα ξέρει να σε ανταμείψει σε αυτή τη ζωή και ο σοφός κύριος Αχουραμάζντα στην επόμενη». Ο Σίκιννος δεν ήταν εξίσου σίγουρος. Η αποστολή που μόλις του
είχε αναθέσει ο Μαρδόνιος ήταν πολύ περίπλοκη και σήμαινε ότι θα αναγκαζόταν να πει ψέματα, ή τουλάχιστον να κρύψει την αλήθεια. Ένας ακόλουθος του προφήτη δε θα έπρεπε να ζητά κάτι τέτοιο από έναν άλλο, μα εκείνος δεν ήταν σε θέση να αντιμιλήσει στον Μαρδόνιο, γιο του Γωβρύα και στρατηγό της αυτοκρατορίας.
Πειραιάς, Μάιος Αντικρίζοντας τον όρμο του Φαλήρου και πίσω από αυτόν τη σιλουέτα της πόλης της Αθήνας, ο Θεμιστοκλής ένιωσε όπως μάλλον είχε νιώσει ο Οδυσσέας σαν είδε τις ακτές της Ιθάκης. Αν και ένας νους οργανωμένος σαν τον δικό του δε θα μπορούσε να ξεχάσει τις διαφορές μεταξύ τους. Τον Οδυσσέα τον είχαν φέρει οι Φαίακες ναυτικοί μια νύχτα ενώ κοιμόταν. Ο ίδιος, αντιθέτως, έφτανε μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα. Δεν είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε που είχε αφήσει το σπιτικό του. Η αλήθεια ήταν ότι είχε λείψει λιγότερο από ένα χρόνο. Μα δε χωρούσε αμφιβολία ότι μέσα σε εκείνο το διάστημα είχε διανύσει μεγαλύτερη απόσταση και είχε δει περισσότερους λαούς από τον πολυμήχανο βασιλιά της Ιθάκης: Λυδούς, Μυσούς, Φρύγες, Καππαδόκες, Καρδούχους, Ασσύριους, Βαβυλώνιους, Εβραίους, Ναβαταίους, Σύρους, Φοίνικες, Κυπρίους, Κιλίκιους, Πισίδιους. Και, φυσικά, Πέρσες. Ο Οδυσσέας είχε αφήσει στο δρόμο του δύο θεές, την Κίρκη και την Καλυψώ, για να επιστρέψει στην πιστή Πηνελόπη. Ο Θεμιστοκλής είχε αφήσει πίσω μια γυναίκα η οποία, αφού είχε μοιραστεί το κρεβάτι του αυτοκράτορα, μπορούσε να θεωρείται και η ίδια θεότητα: ήταν η Αρτεμισία, η μητέρα ενός παιδιού που δεν είχε καταφέρει να γνωρίσει. Τ ώρα επέστρεφε στις δύο συζύγους του, τη νόμιμη και την ανεπίσημη. Ποια κατάσταση τον περίμενε άραγε στα δύο σπιτικά του; Σαν τον Οδυσσέα, ο Θεμιστοκλής επέστρεφε χωρίς αποσκευές και είχε αφήσει πολλά στο δρόμο. Ο κατακτητής της Τ ροίας είχε χάσει έναν έναν τους συντρόφους του: άλλους τούς είχαν καταβροχθίσει οι ανθρωποφάγοι Λαιστρυγόνες, άλλους ο άσπλαχνος Πολύφημος ή η άγρια Σκύλλα, ενώ τους τελευταίους τούς είχε κεραυνοβολήσει ο ίδιος ο Δίας. Τουλάχιστον όμως είχε φτάσει σώος και αβλαβής στην Ιθάκη. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε τα δάχτυλά του, ακουμπισμένα στην
κουπαστή. Τα νύχια είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν ξανά, αν και τώρα πια καμπύλωναν κι έκαναν παράξενες ραβδώσεις. Δύο από αυτά είχαν αρχίσει να χώνονται στη σάρκα του κι ένας Κύπριος γιατρός είχε αναγκαστεί να του κάνει αφαίμαξη για να βγάλει το νύχι. Το νυστέρι είχε ανανεώσει το μαρτύριο του Θεμιστοκλή. Τα ακροδάχτυλά του πονούσαν ακόμη κάθε φορά που ακουμπούσε κάποια σκληρή επιφάνεια ή έσφιγγε κάτι. Ήταν αναγκασμένος να πιάνει τα πάντα με μεγάλη προσοχή, δεν είχε καταφέρει να τραβήξει κουπί, όπως θα του άρεσε, για να κρατηθεί σε φόρμα, και αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε ποτέ να ανακτήσει όλη την ικανότητα των χεριών του. Μα ο σωματικός πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά στους εφιάλτες. Για κάποιον που ξυπνούσε τέσσερις και πέντε φορές κάθε νύχτα και θυμόταν όλα του τα όνειρα ήταν ένα μαρτύριο ακόμα πιο σκληρό, γιατί στα όνειρά του επέστρεφε σε εκείνο το κελί και υπέφερε ξανά και ξανά βλέποντας τον τρομακτικό δήμιο να του χαμογελά ενώ του ξερίζωνε τα νύχια με την τανάλια. Και ο Θεμιστοκλής, που ανέκαθεν κατάφερνε να κρατά υπό σχετικό έλεγχο τα όνειρά του και να τα διακόπτει όποτε τον βόλευε, τώρα πια δεν ξυπνούσε αν ο δήμιος δεν τραβούσε ως και το τελευταίο νύχι. «Για να μάθεις να πουλάς τους Ερετριείς», του έλεγε. Για όλα έφταιγε η ακόρεστη περιέργειά του. Η περιέργεια οδήγησε την Πανδώρα στον όλεθρο, σκεφτόταν. Και συμπαρέσυρε όλη την ανθρωπότητα. Μα ο Θεμιστοκλής ήλπιζε ότι η δική του περιέργεια θα επέφερε κάποιο όφελος για την Αθήνα.
Ο Θεμιστοκλής και ο Σίκιννος δεν επέστρεψαν στη Μεσόγειο από τη Βασιλική Οδό, μα ακολούθησαν τη διαδρομή των καραβανιών: διέσχισαν την όαση της Παλμύρας και τους πετρότοπους της Συρίας, ώσπου έφτασαν στη φοινικική πόλη της Βύβλου, από την οποία πήραν μια τριήρη για την Κύπρο, χάρη στην αυτοκρατορική άδεια
διέλευσης. Από εκεί συνέχισαν προς τη Δύση διατρέχοντας τις κακοτράχαλες ακτές της νότιας Μικράς Ασίας. Εκείνα τα παράλια ήταν ανέκαθεν φωλιά πειρατών γιατί ήταν σπαρμένα με υψώματα και γκρεμούς που έκρυβαν χιλιάδες κολπίσκους και κρυφούς όρμους. Μα τώρα ο στόλος υπό τις διαταγές του βασιλιά καθάριζε τη θάλασσα, όπως μαρτυρούσαν τα μαδέρια που έβλεπαν να επιπλέουν στο δρόμο τους. Αυτό έκανε τον Θεμιστοκλή να σκεφτεί όσα είχε δει, τα πλεονεκτήματα, την τελειοποίηση και τον πολιτισμό της αυτοκρατορίας. «Ειρήνη των Αχαιμενιδών» την είχε ονομάσει ο Ξέρξης. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν μια μεγαλοπρεπής, αξιοθαύμαστη σύλληψη. Ήταν κρίμα που, για να επιτευχθεί εκείνος ο στόχος, οι Έλληνες ίσως ήταν αναγκασμένοι να απαρνηθούν την ελευθερία τους. «Όχι! Αυτό δε θα γίνει ποτέ!» αναφώνησε ο Θεμιστοκλής χώνοντας τα δάχτυλα του δεξιού χεριού στην κουπαστή. Ο πόνος που ανέβηκε ως τον ώμο και το σβέρκο ήταν τόσο έντονος που του θύμισε κάτι το οποίο δεν έπρεπε να ξεχάσει ποτέ. Αυτό που ήταν. Ελεύθερος. Δεν ήταν κατώτερος σε τίποτα και από κανέναν, εκτός από τους θεούς. Έτσι ήταν ως Αθηναίος πολίτης κι έτσι έπρεπε να συνεχίσει. Το πλοίο έστριψε προς το βορρά, αφήνοντας αριστερά τη Σαλαμίνα για να μπει στο λιμάνι του Κανθάρου. Η μέρα ήταν καθαρή. Μάλλον είχε βρέξει πρόσφατα και στον ουρανό είχαν απομείνει μερικά λευκά, αφράτα σύννεφα. Μα το νερό είχε ξεπλύνει τον αέρα και οι γραμμές και τα χρώματα του τοπίου διαγράφονταν με τη διαύγεια ενός φρεσκοβαμμένου πίνακα. Από εκείνο το σημείο διακρινόταν ο δρόμος που ανέβαινε ως την Αθήνα και η σιλουέτα των τειχών και των κτιρίων. Αν είχε τη διόπτρα, θα την είχε στρέψει κατά την πόλη για να τη δει από πιο κοντά. Όταν τον είχαν συλλάβει όμως οι άνδρες της Σπάντα, είχαν κατάσχει τα υπάρχοντά του και, παρότι ορισμένα τού είχαν επιστραφεί, η διόπτρα μάλλον είχε καταλήξει στα χέρια του Μαρδόνιου ή του ίδιου του Ξέρξη.
Κι εγώ έχω τη σπάθα του, σκέφτηκε χωρίς να παρηγορηθεί. Δε χρειαζόταν τη διόπτρα για να διακρίνει τον γκρίζο ογκόλιθο της Ακρόπολης. Αφού είχαν γκρεμίσει το Εκατόμπεδον, είχαν αρχίσει την ανέγερση ενός Παρθενώνα, ενός καινούργιου ναού από πεντελικό μάρμαρο, προσφορά της πόλης στην Αθηνά για τη νίκη στον Μαραθώνα. Πόσο καλύτερα δε θα τιμούσαν τη θεά αν έφτιαχναν ένα στόλο που θα αντιμετώπιζε εκείνον του Μεγάλου Βασιλιά! Ο Θεμιστοκλής εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η Αθήνα θα μπορούσε να επανδρώσει μέχρι και διακόσιες τριήρεις, ίσως και περισσότερες, αν ενέτασσε στο δυναμικό της τους ξένους που ζούσαν στην πόλη και στον Πειραιά, αλλά και τους σκλάβους. Ακόμα κι έτσι όμως, ο αριθμός ήταν γελοίος απέναντι στη δύναμη του Ξέρξη. Πώς θα έπειθε τους Αθηναίους για την απειλή, πώς θα τους περιέγραφε το μέγεθος της ισχύος που είχε δει χωρίς να χαρακτηριστεί ψεύτης; Τ ι θα τους έλεγε για το στρατό που είχε παρακολουθήσει να μπαίνει παραταγμένος στη Βαβυλώνα; Πενήντα χιλιάδες άνδρες στο πεζικό, διπλάσιοι απ’ ό,τι στον Μαραθώνα, και δέκα χιλιάδες στο ιππικό. Και ο Ξέρξης συνέχιζε την επιστράτευση. Δεν επρόκειτο μόνο για την αριθμητική δύναμη, αλλά και για μια οργάνωση που οι Έλληνες αδυνατούσαν να συλλάβουν. Το μόνο που έκαναν όλοι μαζί εκείνοι ήταν να συμμετέχουν στις Ολυμπιάδες, κι αυτό μόλις κάθε τέσσερα χρόνια, όταν αναγκάζονταν να διασχίσουν τα κακοτράχαλα μονοπάτια της χώρας τους για να φτάσουν ως την Πελοπόννησο. Χάρη στη Βασιλική Οδό και στους άλλους δρόμους του αυτοκρατορικού δικτύου, αντίθετα, η δύναμη των Αχαιμενιδών άπλωνε εύκολα τα πλοκάμια της σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων. Εκείνες οι εκτάσεις ήταν ασύλληπτες για τους συμπατριώτες του· οι περισσότεροι δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ στη ζωή τους πάνω από μία μέρα δρόμο από τον τόπο στον οποίο είχαν γεννηθεί. Έφερε ξανά στο μυαλό του τον αριθμό των πλοίων που κατασκεύαζαν εκείνη τη στιγμή οι Πέρσες για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Στη Βύβλο τα είχε δει από μακριά, γιατί οι Φοίνικες κρατούσαν τα μυστικά τους με μεγάλο ζήλο, μα υπολόγισε
ότι τουλάχιστον τριάντα μεγάλα πλοία ήταν έτοιμα να καθελκυστούν. Πόσα ακόμα να κατασκευάζονταν άραγε στους ταρσανάδες της Τύρου και της Σιδώνας, που ήταν ακόμα μεγαλύτεροι; Ούτε τα νεώρια της Κύπρου ξεκουράζονταν και μάλλον έπρεπε να υποθέσει ότι το ίδιο συνέβαινε και στην Αίγυπτο, γιατί οι χρυσοί δαρεικοί του Μεγάλου Βασιλιά πλημμύριζαν όλη την ανατολική ακτή της Μεσογείου. Ενώ το πλοίο περνούσε το μόλο που έκλεινε το λιμάνι, ο Θεμιστοκλής συνέχιζε να κάνει σχέδια και υπολογισμούς. Αν ο Ξέρξης αποφάσιζε τελικά να στείλει δύο αυτοκρατορικούς στόλους με τριακόσια πολεμικά πλοία τον καθένα, οι Έλληνες θα έπρεπε να αντιτάξουν άλλες εξακόσιες τριήρεις για να πολεμήσουν με ίσες δυνάμεις. Κάτι τέτοιο όμως σήμαινε ότι έπρεπε να τις επανδρώσει με περισσότερους από εκατό χιλιάδες άνδρες, υπολογίζοντας τους κωπηλάτες, το πλήρωμα και τους οπλίτες στο κατάστρωμα. Ήξερε καλά τους άλλους Έλληνες. Δε θα τα κατάφερναν ποτέ. Στην καλύτερη περίπτωση θα συγκέντρωναν τους μισούς άνδρες, κι αυτό μόνο αν υπολόγιζαν πόλεις όπως η Κόρινθος, η Χαλκίδα ή τα Μέγαρα. Οι Σπαρτιάτες ήταν πιο αλλεργικοί στη θάλασσα από τους Πέρσες και θα ήταν δύσκολο να τους υπολογίσουν για βοήθεια. Είχε φτάσει κιόλας η πρώτη άνοιξη. Ο Ξέρξης είχε πει ότι σε άλλες τρεις θα έφτανε στην Αθήνα. Φαινόταν πολύς καιρός, μα ο Θεμιστοκλής, που μόλις είχε κλείσει τα σαράντα, ήξερε πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος όταν θέλει κανείς να τον σταματήσει. Γι’ αυτό δεν είχε σταματήσει να συλλογίζεται τον πόλεμο που πλησίαζε. Ήταν αδύνατον να διαθέσουν εξακόσια πλοία, έπρεπε να παραιτηθεί από εκείνη την ιδέα. Αν όμως είχαν τουλάχιστον τριακόσια... Σε εκείνη την περίπτωση θα έπρεπε να τραβήξει τον Ξέρξη σε κάποια παγίδα, να αναζητήσει στενά νερά ώστε να μη μετρά η αριθμητική υπεροχή. Πρέπει πάντα να προστατεύουμε τα πλευρά, σκέφτηκε σαν θυμήθηκε τον Μαραθώνα. Τ ι νόημα είχε να τα σκέφτεται όλα αυτά; Δεν υπήρχαν χρήματα. Εκείνη τη στιγμή η Αθήνα είχε λίγο περισσότερα από εβδομήντα
πλοία, μα τα μισά όργωναν τις θάλασσες εδώ και τόσα χρόνια ώστε πολλά κομμάτια είχαν χαλαρώσει και άλλα είχαν σαπίσει και τα είχε φάει το αλάτι. Δεν υπήρχε τρόπος να στεγνώσουν εντελώς τα κύτη και πολλά πολεμικά πλοία είχαν αρχίσει να κινούνται αργά σαν μαούνες. Για να κατασκευάσουν άλλες διακόσιες τριήρεις θα χρειάζονταν έναν προϋπολογισμό άλλων τόσων ταλάντων. Αυτό σήμαινε πάνω από πέντε τόνους αργύρου. Τα ορυχεία του Λαυρίου δεν επρόκειτο να βγάλουν τόσο μετάλλευμα ούτε σε δεκαπέντε χρόνια. Πόσο εύκολο ήταν για τον Ξέρξη να βρει χρήματα! Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά ανάμεσα στα πλούτη που είχε δει στην Περσική Αυτοκρατορία και στην ταπεινότητα της Αθήνας! Ήταν άλλωστε και το ζήτημα της εξουσίας, εκείνης της μοναδικής θέλησης που κινούσε τα πάντα και τραβούσε τα νήματα. Κάθε φορά που ο Ξέρξης σήκωνε ένα δάχτυλο στα Σούσα, οι άνδρες του έπιαναν δουλειά στις Σάρδεις, στην Τύρο ή στη Μέμφιδα χωρίς να βγάλουν άχνα. Μην πέφτεις σε αυτή την παγίδα. Αυτό είναι τυραννία. Ο Κλεισθένης δε σε ονόμασε κληρονόμο της παρακαταθήκης του για να τη σπαταλήσεις. Θα πρέπει να κάνεις ένα θαύμα και να πείσεις τους Αθηναίους. Ένα θαύμα. Αυτό χρειαζόταν η πόλη του Θεμιστοκλή για να βγει ζωντανή από το μεγαλομανές όνειρο του Ξέρξη.
Σαν κατέβηκαν από το πλοίο, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πλησιάσει μαζί με τον Σίκιννο το τραπέζι στο οποίο ο Ξενοκλής έκανε ακόμη τον ανταλλαγέα. Ο Εβραίος τον αγκάλιασε και είπε ότι χαιρόταν πολύ που τον ξανάβλεπε. Ο Θεμιστοκλής παρατήρησε με προσοχή τις κινήσεις και τον τόνο της φωνής του. Η διαχυτικότητά του έδειχνε ειλικρινής. Ίσως να μην είχε ευθύνη για την προδοσία που είχαν καταστρώσει ο εξάδελφός του Ισάχαρ και ο Αισχίνης. Στο κάτω κάτω, με το θάνατο του Θεμιστοκλή θα μπορούσε να κερδίσει
κάποια χρήματα, μα δε θα κληρονομούσε την επιχείρησή του. Ο Θεμιστοκλής είχε περισσότερα χρήματα στο όνομα του Γρύλου παρά στου Ξενοκλή και θησαυρούς αφιερωμένους σε άλλα σημεία, όπως οι Δελφοί, όπου είχε πρόσβαση μόνο η οικογένειά του. Απόδιωξε την ιδέα. Ο Ξενοκλής δεν τον είχε προδώσει. Ο Εβραίος έδειχνε να είναι σε εξαιρετική διάθεση. «Έχουμε καλά νέα. Τ ι λέω; Όχι απλώς καλά! Εξαιρετικά! Λίγο αφού έφυγες, ανακαλύφθηκε μια νέα φλέβα αργύρου στα ορυχεία της Μαρώνειας. Έχει δώσει ήδη πάνω από πενήντα τάλαντα και θα βγουν ακόμα περισσότερα». Δεν ήταν περίεργο το γεγονός ότι ο ανταλλαγέας ήταν ευχαριστημένος, γιατί είχε ακριβώς ένα συμβόλαιο μισθωτή στη Μαρώνεια, μία από τις περιοχές του Λαυρίου. Και ο Θεμιστοκλής θα είχε κερδίσει ένα καλό ποσόν, μα είχε πουλήσει τη συμμετοχή του μετά την κατολίσθηση από την οποία είχε βγει ζωντανός μόνον ο Σίκιννος. «Μεθαύριο θα συγκεντρωθεί η Εκκλησία του Δήμου για να επικυρώσει ένα διάταγμα του Επικύδη», συνέχισε ο Ξενοκλής. «Ποια ιδέα τού ήρθε άραγε;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής. Ο Επικύδης ήταν μία από τις μαριονέτες του στην Εκκλησία, ένας εργάτης στις νεροτριβές που είχε προοδεύσει στην πολιτική ακολουθώντας όσα του υπαγόρευε ο Θεμιστοκλής. Φαίνεται ότι τώρα ήθελε να πάρει τις δικές του πρωτοβουλίες. Όταν λείπει ο αφέντης, χορεύουν οι σκλάβοι, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. «Θα προτείνει να μοιραστούν τα χρήματα που αντιστοιχούν στα δημοτικά έσοδα σε όλους τους δημότες, κάτι που θα αντιστοιχεί σε δέκα δραχμές ανά άτομο το χρόνο». «Δέκα δραχμές δεν είναι τίποτα». «Μπορεί να μην είναι τίποτα για σένα, Θεμιστοκλή. Μα, για πολλούς πολίτες της τέταρτης τάξης, οι δέκα δραχμές ισοδυναμούν με το μισθό δεκαπέντε ή είκοσι ημερών. Φαντάζεσαι, λοιπόν, πόσο θα ευχαριστηθούν». «Ακόμα κι έτσι, τα χρήματα δεν είναι πολλά. Πρέπει να είναι
κανείς πολύ κοντόφθαλμος για να προτείνει κάτι τέτοιο. Θα πω εγώ δυο λογάκια στον Επικύδη». Άξαφνα, ο άβακας που είχε στο μυαλό του ο Θεμιστοκλής μπήκε σε λειτουργία. Εκείνο ήταν ένα θεϊκό σημάδι, το θαύμα που ζητούσε μια στιγμή πριν, την ώρα που το πλοίο έμπαινε στον Πειραιά. Ο στόλος του ήταν εκεί, στις νέες φλέβες του Λαυρίου. Πώς όμως θα έπειθε τους Αθηναίους, εκείνους τους ταπεινούς πολίτες που δοκίμαζαν κρέας μόνον όταν έκαναν θυσίες, που έτρωγαν περισσότερο μαύρο παρά άσπρο ψωμί κι έβαζαν καινούργιο χιτώνα κάθε πέντε χρόνια, να απαρνηθούν τα ασημένια νομίσματα που μάλλον κουδούνιζαν κιόλας στα αυτιά τους; Και, ακόμα περισσότερο, να το κάνουν μπροστά στην απειλή ενός βασιλιά που θεωρούσαν ότι είχαν νικήσει και που ζούσε σε απόσταση τριών μηνών και πλέον από την Αθήνα; «Ελευθέρωσε όλους τους Αθηναίους και θα τους κάνεις ανίκητους», του είχε πει ο Κλεισθένης πριν πεθάνει. Αν όμως ήθελε να τους ελευθερώσει και να τους εμποδίσει να πέσουν στο ζυγό του Μεγάλου Βασιλιά, πρώτα έπρεπε να τους χειραγωγήσει. Για καλή του τύχη, δεν ήταν ακόλουθος του Αχουραμάζντα, όπως ο Σίκιννος, γιατί θα χρειαζόταν να πει πολλά ψέματα.
Ο ναυτικός νόμος του Θεμιστοκλή Κι άλλη μια γνώμη του Θεμιστοκλή αποδείχτηκε αξιοθαύμαστη για την κρίσιμη ώρα της πόλης, όταν συγκεντρώθηκαν στο κοινό ταμείο των Αθηναίων πολλά χρήματα, έσοδα από τα μεταλλεία του Λαυρίου, κι ο καθένας τους δικαιούνταν να πάρει το μερίδιό του, δέκα δραχμές κατά κεφαλή· τότε ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να παραιτηθούν από τη διανομή και να κατασκευάσουν μ’ αυτά τα χρήματα διακόσια καράβια για τον πόλεμο (εννοώντας τον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών […]). Ηροδότου, Ιστορίαι, Ζ΄, 144 Και πρώτα πρώτα, ενώ οι Αθηναίοι συνήθιζαν να μοιράζονται τα κέρδη από τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου, αυτός μόνος τόλμησε να εμφανιστεί στο λαό και να πει ότι πρέπει να αφήσουν στην άκρη τις μοιρασιές και να κατασκευάσουν με τα χρήματα αυτά τριήρεις για τον πόλεμο με τους Αιγινήτες. Ο πόλεμος αυτός ήταν ο πιο μεγάλος στην Ελλάδα· οι Αιγινήτες, με πολλά πλοία, κυριαρχούσαν στη θάλασσα. Γι’ αυτό και έπεισε ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους πιο εύκολα, παρά αν τους μιλούσε για τον κίνδυνο του Δαρείου και των Περσών, που βρίσκονταν ακόμη τότε μακριά και ο φόβος, πως θα έρχονταν από εκεί πέρα, δεν ήταν ακόμη μεγάλος· γι’ αυτό χρησιμοποίησε έντεχνα το μίσος των συμπολιτών του στους Αιγινήτες.[…] Μετά […], παρασύροντας σιγά σιγά και κατεβάζοντας την πόλη προς τη θάλασσα με τον ισχυρισμό πως οι πεζές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ούτε καν τους γείτονες, ενώ με μια υπεροπλία στη θάλασσα και τους Πέρσες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν και στην Ελλάδα να γίνουν πρώτοι, έκαμε τους Αθηναίους, από οπλίτες […] ναύτες και θαλασσινούς. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής-Κάμιλλος, «Θεμιστοκλής», 4 Οι προετοιμασίες του Ξέρξη [Ο Ξέρξης] άρχισε να ναυπηγεί πλοία σε όλη την παραθαλάσσια
περιοχή που βρισκόταν υπό την εξουσία του, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά και στην Κιλικία, την Παμφυλία και την Πισιδική, καθώς επίσης στη Λυκία, την Καρία, τη Μυσία, την Τ ρωάδα και στις πόλεις που βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, στη Βιθυνία και στον Πόντο. Σε διάστημα προετοιμασίας τριών ετών, όπως και οι Καρχηδόνιοι, κατασκεύασε περισσότερα από χίλια διακόσια πολεμικά πλοία. Τον βοήθησε και ο πατέρας του ο Δαρείος που, πριν τον θάνατό του, είχε εξοπλίσει μεγάλες δυνάμεις. Γιατί κι εκείνος, ηττημένος από τους Αθηναίους στον Μαραθώνα, με αρχηγό του στρατού του τον Δάτη, εξακολουθούσε να είναι οργισμένος με τους νικητές Αθηναίους. Ο Δαρείος όμως, ενώ ήταν ήδη έτοιμος να διαβεί εναντίον των Ελλήνων, εμποδίστηκε να το κάνει γιατί πέθανε […]. Όταν λοιπόν όλα είχαν ετοιμαστεί για την εκστρατεία του, ο Ξέρξης παρήγγειλε στους ναυάρχους να συγκεντρώσουν τα πλοία στην Κύμη και στη Φώκαια, ενώ ο ίδιος, αφού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του πεζικού και του ιππικού από όλες τις σατραπείες, ξεκίνησε από τα Σούσα. Μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε κήρυκες στην Ελλάδα προστάζοντάς τους να πάνε σε όλες τις πόλεις και να ζητήσουν από τους Έλληνες «γη και ύδωρ». Έπειτα, διαίρεσε τη στρατιά του κι έστειλε ικανό αριθμό αντρών να γεφυρώσουν τον Ελλήσποντο και να σκάψουν μια διώρυγα στον Άθω κατά μήκος του αυχένα της Χερρονήσου, κάνοντας έτσι όχι μόνο τη διάβαση ασφαλή και σύντομη για τις δυνάμεις του αλλά και ελπίζοντας να τρομοκρατήσει τους Έλληνες προκαταβολικά με το μέγεθος των έργων. Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη, 2
Πράξη δεύτερη Η εισβολή
Αθήνα, 29 Ιουλίου 480 π.Χ. Η μέρα που ο Κίμωνας έκλεινε τα τριάντα ξεκίνησε με μια ευχάριστη έκπληξη. Κοιμόταν ακόμη όταν ένιωσε κάτι ζεστό και μαλακό να χώνεται κάτω από τα σεντόνια στο κρεβάτι του. Σαν αναγνώρισε το γυμνό δέρμα της Ελπινίκης πάνω στο δικό του, έκανε τον κοιμισμένο. Εκείνη τον φίλησε απαλά στα μάγουλα και στα βλέφαρα και οσμίστηκε το λαιμό του. Ύστερα ανέβηκε ιππαστί επάνω του και άρχισε να χαϊδεύει το στέρνο και την κοιλιά του με τις άκρες των μακριών μαύρων μαλλιών της. Το γαργάλημα ήταν τόσο εξαίσιο ώστε του φαινόταν σχεδόν ανυπόφορο. Αναγκάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην ανοίξει τα μάτια και σταματήσει να κάνει ότι κοιμόταν. Εκείνη συνέχισε να κατεβαίνει ώσπου τα μαλλιά της άγγιξαν τους βουβώνες και τους μηρούς του. Ύστερα, προς μεγάλη του έκπληξη, η Ελπινίκη πήρε στο στόμα της το μέλος του και άρχισε να κάνει τέτοια τερτίπια με τα χείλη και τη γλώσσα που όμοιά τους δεν είχε αποτολμήσει ποτέ. Όταν ο Κίμωνας την άρπαξε από το κεφάλι για να την αναγκάσει να τον αφήσει, γιατί ήθελε επιτέλους να την κάνει δική του, εκείνη του τράβηξε τα χέρια και συνέχισε να τον γλείφει και να τον φιλά ώσπου αυτός δεν άντεξε άλλο. «Να τα εκατοστήσεις», του είπε έπειτα, ακουμπώντας το πιγούνι στο στέρνο του. Ήταν σχεδόν στο σκοτάδι. Το υπνοδωμάτιο δεν είχε παράθυρα και η Ελπινίκη είχε κλείσει την πόρτα μπαίνοντας. Το μοναδικό φως έβγαινε από έναν μικρό λύχνο που έκαιγε λάδι. Στην απαλή του λάμψη ο Κίμωνας παρατήρησε τις σκιές και το περίγραμμα εκείνου του προσώπου που λάτρευε μα και καμιά φορά μισούσε μαζί. Είδε τον εαυτό του να καθρεφτίζεται σε εκείνα τα πράσινα μάτια, τόσο σχιστά ώστε έμοιαζαν δόλια ακόμα και όταν δεν το ήθελαν, και χάιδεψε με τον αντίχειρα τα σαρκώδη χείλη που πριν από λίγο είχαν τολμήσει απρέπειες ανάρμοστες για μια Αθηναία κυρία. Η Ελπινίκη ήταν είκοσι τριών ετών, έξι χρόνια μικρότερή του, μα το δέρμα της
ήταν τόσο λευκό και λείο ώστε φαινόταν νεότερη. Ο Κίμωνας διόρθωσε τη σκέψη του. Δεν ήταν έξι χρόνια μικρότερή του. Από σήμερα ήταν εφτά. «Σου άρεσε;» «Πού τα έμαθες εσύ αυτά;» ρώτησε ο Κίμωνας κάπως σκανδαλισμένος. Η Ελπινίκη δεν έπαυε να τον εκπλήσσει. «Λένε ότι είναι ειδικότητα των γυναικών από τη Λέσβο. Σήμερα ήθελα να χαρίσω απόλαυση μόνο σ’ εσένα». «Πολύ ωραία. Τ ώρα όμως είναι η σειρά μου να σε ικανοποιήσω», είπε ο Κίμωνας βάζοντας το χέρι ανάμεσα στους μηρούς της. Η Ελπινίκη άρπαξε τον καρπό του και τον σταμάτησε. Για γυναίκα, είχε μεγάλη δύναμη. Θα την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. «Όχι, όχι. Σήμερα δε γίνεται. Άλλη μέρα». Ο Κίμωνας κατάλαβε. Ήταν μία από εκείνες τις ημέρες του μήνα που η επιθυμία προκαλούσε στην Ελπινίκη περισσότερο πόνο παρά απόλαυση. Παρ’ όλα αυτά, είχε μπει στο κρεβάτι του γυμνή και είχε κάνει κάτι που, το δίχως άλλο, την είχε ερεθίσει, άρα θα την είχε πονέσει κιόλας. Σαν σκέφτηκε τη μικρή θυσία της, την αγάπησε λίγο ακόμα και το έδειξε φιλώντας τη και δαγκώνοντας απαλά τα γεμάτα χείλη της. Τότε του ήρθε μια σκανταλιάρικη σκέψη. «Ξέρεις κάτι; Αυτό δεν ξέρουν να το κάνουν μόνο οι γυναίκες της Λέσβου». «Μπα; Ώστε σου το έχει κάνει και κάποια άλλη;» «Πολύ φοβάμαι πως ναι». «Και ποια ήταν αυτή η σκύλα;» «Εμ... περίμενε να θυμηθώ. Ήταν από την Ιωνία». «Ποια;» «Νομίζω ότι λέγεται Θαργηλία». «Όχι! Όχι αυτή!» είπε η Ελπινίκη, γρατζουνώντας το στέρνο του με το νύχι και γουρλώνοντας τα μάτια με προσποιητή οργή. Εκείνο το παιχνίδι άρεσε και στους δύο και τους ερέθιζε. Εκείνη, φυσικά, δεν είχε την απαίτηση να μην πλαγιάζει με άλλες γυναίκες ο
Κίμωνας, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να χαϊδεύει κάπου κάπου τους μηρούς και κάποιου όμορφου εφήβου. Μα και ο Κίμωνας της επέτρεπε να έχει περιπέτειες και απολαύσεις, κάτι που ήταν ακόμα πιο ασυνήθιστο. Την προτιμούσε ελεύθερη και αισθησιακή σαν Σπαρτιάτισσα, όχι ψευδευλαβή και υποταγμένη σαν τις Αθηναίες συζύγους. «Αλήθεια σου το έκανε η Θαργηλία;» επέμεινε η Ελπινίκη. «Κοίτα σύμπτωση!» Η Θαργηλία, η παλλακίδα από την Ιωνία για την οποία λεγόταν ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα του Αιγαίου, είχε προκαλέσει αίσθηση όταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα το περασμένο καλοκαίρι. Είχε τόσο όμορφο κορμί και τόσο λίγη αιδώ όταν επρόκειτο να το δείξει, ώστε ο Πασικλής, ο καλύτερος ζωγράφος ερυθρόμορφης κεραμικής στην πόλη, της είχε ζητήσει να ποζάρει για εκείνον και είχε ζωγραφίσει μια ολόκληρη σειρά από αρκετά πικάντικα κύπελλα. Τη συλλογή είχε αγοράσει αργότερα ο Καλλίας, φίλος του Κίμωνα, και μάλιστα σε πολύ καλή τιμή. Η Θαργηλία είχε νοικιάσει ένα σπίτι κοντά στην Αγορά. Εκεί διοργάνωνε εορτές που καμιά φορά εξελίσσονταν σε εκλεπτυσμένα συμπόσια, όπου ακούγονταν με συνοδεία από κιθάρες τα τελευταία ποιήματα του Σιμωνίδη ή οι βαριοί, σκοτεινοί στίχοι του Αισχύλου. Άλλες φορές, πάλι, οι γιορτές εκφυλίζονταν σε όργια που κρατούσαν ως το λάλημα του πετεινού ή και περισσότερο ακόμα. Σε μία από εκείνες τις περιστάσεις ο Κίμωνας είχε διαπιστώσει ότι το στόμα της Θαργηλίας είχε ικανότητες που ξεπερνούσαν το τραγούδι και την απαγγελία. Εκείνη τη νύχτα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε ως την τραπεζαρία. Ενώ οι καλεσμένοι στριφογυρνούσαν στα ανάκλιντρα ή στις ψάθες στο πάτωμα με τις αυλητρίδες και τις παλλακίδες, η Θαργηλία πήρε τον Κίμωνα στο δωμάτιό της, στο δεύτερο πάτωμα, κι εκεί, πάνω σε ένα κρεβάτι σκεπασμένο με μεταξωτά σεντόνια, του έκανε το ίδιο με την Ελπινίκη. Χωρίς να του ζητήσει κανένα αντάλλαγμα. Ευτυχώς, γιατί ο Κίμωνας, που είχε φτωχύνει από τότε που είχε γίνει η δίκη ενάντια στον πατέρα του, δε
θα μπορούσε να της κάνει κανένα δώρο αντάξιό της. Η Θαργηλία δεν ήταν μόνο όμορφη· ήταν και αρκετά γενναιόδωρη. Εννοείται πως δεχόταν δώρα, χάριζε όμως τις ικανότητές της σε άνδρες σαν τον Κίμωνα αν της άρεσε το παρουσιαστικό τους. «Μην είσαι αθώος», είχε πει ο Θεμιστοκλής όταν ο Κίμωνας καυχήθηκε μπροστά του ότι είχε απολαύσει το κορμί της Θαργηλίας. «Έχει πλαγιάσει και με φαλακρούς κοιλαράδες εξήντα χρόνων». «Δωρεάν;» «Δεν τους χρέωσε ευθέως, αλλά δεν ήταν εντελώς δωρεάν. Δεν είναι γυναίκα που κάνει χάρες χωρίς αντάλλαγμα». «Τ ι θέλεις να πεις;» «Ότι είναι κατάσκοπος των Περσών. Και, πιο συγκεκριμένα, του Μαρδόνιου. Ο Ξέρξης δεν καταδέχεται να στείλει πράκτορες». Ο Κίμωνας δεν καταλάβαινε τη βεβαιότητα του Θεμιστοκλή για αυτό το τελευταίο. Εκείνος όμως αρνούνταν να μοιραστεί τις πληροφορίες που είχε για τους Πέρσες· τις έδινε σε πολύ σφιχτές δόσεις, κάτι που ενοχλούσε βαθύτατα τον Κίμωνα. Ο Θεμιστοκλής, που έδειχνε να έχει ανοσία στις χάρες της Θαργηλίας, είχε καταφύγει στη δικαιοδοσία του ως στρατηγού για να διώξει τη νεαρή γυναίκα από την Αθήνα και, ταυτόχρονα, είχε καταφέρει να δικάσει και να καταδικάσει δύο από τους «πελάτες» της για συνωμοσία υπέρ των Περσών. Ο Κίμωνας είχε ξαναδεί την εταίρα δύο μήνες νωρίτερα στη Θεσσαλία, όπου είχε γίνει ερωμένη του Αντίοχου του Αλεύα, ενός από τους πιο ισχυρούς άνδρες της περιοχής. Είχε φτάσει με ένα μικρό απόσπασμα σταλμένο από τον Θεμιστοκλή και έναν Σπαρτιάτη στρατηγό. Το σχέδιό τους ήταν να μελετήσουν την περιοχή και να διαπιστώσουν αν ήταν δυνατόν να στήσουν αμυντική θέση ανάμεσα στη θάλασσα και στις απόκρημνες πλαγιές του Ολύμπου. Ωστόσο, είτε χάρη στις κινήσεις της Θαργηλίας είτε από φόβο για την εγγύτητα του Ξέρξη, ο οποίος από στιγμή σε στιγμή θα περνούσε από την Ασία στην Ευρώπη με έναν τεράστιο στρατό, η φατρία των
Θεσσαλών που προτιμούσε να δώσει γη και ύδωρ στον Μεγάλο Βασιλιά επικράτησε απέναντι σε εκείνη που ήταν διατεθειμένη να προβάλει αντίσταση. Οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν προς το νότο και να αναζητήσουν άλλα πιθανά μέρη για να συγκρατήσουν την προέλαση των Περσών. Αυτό είχαν συζητήσει στη συγκέντρωση της Αθηναϊκής Συμμαχίας πριν από δώδεκα μόλις μέρες. Ως αποτέλεσμα, ο αθηναϊκός στόλος είχε κληθεί να ενωθεί με τον συμμαχικό και να σαλπάρουν μαζί για το βορρά το συντομότερο. Μαζί με το στόλο της Αθήνας θα ταξίδευε και ο Κίμωνας, αν και ο Θεμιστοκλής του είχε προτείνει να δράσει ως σύνδεσμος με το στρατό ξηράς υπό τις διαταγές του Λεωνίδα. «Ξέρεις γιατί σου είπα ότι δεν ήταν σύμπτωση;» είπε η Ελπινίκη βγάζοντάς τον από τη βαθιά σκέψη. «Η Θαργηλία μου έμαθε να χρησιμοποιώ τη γλώσσα σαν τις Λέσβιες». «Τ ι πράγμα; Θα αστειεύεσαι». «Πήγα στο σπίτι της πριν φύγει», είπε η Ελπινίκη. «Ήθελα να δω αν ήταν τόσο όμορφη όσο έλεγαν, και μου φάνηκε ακόμα ομορφότερη». «Όχι τόσο όσο εσύ». Εκείνη τον τσίμπησε στη θηλή. «Ξέρεις ότι δε μου αρέσουν οι εύκολες κολακείες. Προφανώς είναι πιο όμορφη από εμένα. Είναι όμως και πολύ συμπαθητική και μου έδειξε πολλά πράγματα. Αυτό το είχα κρατήσει για μια ειδική περίσταση». Ο Κίμωνας δεν ήξερε αν έπρεπε να την πιστέψει. Στην Ελπινίκη άρεσε τόσο πολύ να σκανδαλίζει τους γύρω της ώστε καμιά φορά εφεύρισκε ιστορίες για πράγματα που είχαν συμβεί μόνο στη φαντασία της. Δεν ήταν απίθανο όμως να είχε βρεθεί στο σπίτι της Θαργηλίας. Συχνά τού έκανε ερωτήσεις για εκείνη και κάποια στιγμή τής είχε έρθει η ιδέα να ποζάρει και η ίδια γυμνή για τον Πασικλή ή για κάποιο γλύπτη. «Τ ώρα που είμαι νέα κι έχω ωραίο σώμα, γιατί να μην κάνω το
μοντέλο για μια γυμνή θεά;» «Γυμνή θεά;» είχε φρίξει ο Κίμωνας. «Πώς σου έρχονται αυτές οι ιδέες;» «Γιατί; Μήπως η Ακρόπολη και η Αγορά δεν είναι γεμάτες γυμνούς θεούς; Γιατί οι θεές να είναι σκεπασμένες με χιτώνες και μανδύες από την κορυφή ως τα νύχια;» «Δεν είναι το ίδιο». «Γιατί;» «Επειδή... δεν είναι το ίδιο». «Και αν κάνω την Αφροδίτη; Πιστεύεις ότι εκείνη θα την πείραζε να τη δουν γυμνή;» Ίσως, είπε τώρα από μέσα του ο Κίμωνας, αν το σχέδιό του εκείνη τη μέρα πήγαινε καλά, να μπορούσε να προσλάβει έναν καλό γλύπτη για να ικανοποιήσει την ιδιοτροπία της Ελπινίκης. Εννοείται πως το άγαλμα δε θα έβγαινε ποτέ από το σπίτι του. Δεν ήθελε να καταλήξει στο δικαστήριο με την κατηγορία της ασέβειας. Σαν θυμήθηκε τη συνάντησή του με τον Καλλία, συνοφρυώθηκε. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να πει κάτι στην Ελπινίκη, μα αποφάσισε ότι δεν είχε λόγο να το κάνει. Στο κάτω κάτω, ήταν Αθηναίος πολίτης, ευγενής, και άλλωστε τώρα πια μπορούσε να θεωρείται ενήλικας. Δε χρειαζόταν να δώσει λογαριασμό σε κανέναν για τις πράξεις του.
Όταν σηκώθηκε, πλύθηκε και φόρεσε καθαρό χιτώνα. Αρκετά πριν από το μεσημέρι, την ώρα που γέμιζε η Αγορά, δέχτηκε την επίσκεψη του Καλλία. Ο Καλλίας ήταν μεγαλύτερός του, ένας άνδρας ψηλός μα άγαρμπος, με στενούς ώμους και πλαδαρή κοιλιά. Ανήκε σε μια οικογένεια ευπατριδών που από τον καιρό του Πεισίστρατου είχε αρχίσει να χάνει ισχύ και επιρροή. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια τα εδάφη του Καλλία είχαν αρχίσει ξανά να παράγουν
πλουσιοπάροχα, ή τουλάχιστον έτσι έλεγε ο ίδιος. Το αναμφισβήτητο ήταν ότι είχε πλουτίσει πολύ, γι’ αυτό και εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε στην Αθήνα πιο πολυτελής έπαυλη από τη δική του. Για τον Καλλία είχε κυκλοφορήσει μια ιστορία που εξηγούσε τα ξαφνικά πλούτη. Έλεγαν ότι στη Μάχη του Μαραθώνα ένας Πέρσης φυγάς τον ικέτεψε να του χαρίσει τη ζωή προσφέροντάς του σε αντάλλαγμα ένα σεντούκι γεμάτο χρυσάφι που είχε θάψει στις καλαμιές του μεγάλου έλους όταν κατάλαβε ότι δεν προλάβαινε να φτάσει στα πλοία και να γλιτώσει. Ο Καλλίας, αφού πρώτα είδε πού ήταν κρυμμένο το σεντούκι, σκότωσε τον Πέρση και δεν επέστρεψε να αναζητήσει το θησαυρό παρά μόνον όταν είχαν περάσει δύο μήνες από τη μάχη. Ο Κίμωνας δε δυσκολεύτηκε να πιστέψει εκείνη τη φήμη. Ο Καλλίας δε διακρινόταν για τις πολεμικές του αρετές ούτε για τη φυσική του αξία. Όταν επρόκειτο για χρήματα όμως, γινόταν πιο άγριος και από τον Αχιλλέα όταν υπερασπιζόταν τον Πάτροκλο. Και τώρα επρόκειτο ακριβώς για χρήματα. Οι δύο άνδρες επρόκειτο να συμφωνήσουν την εγγύη, τον αρραβώνα της αδελφής του Κίμωνα. Παρότι ήταν τόσο πρακτικός άνθρωπος, ο Καλλίας την είχε ερωτευτεί αθεράπευτα: όχι μόνο ήταν διατεθειμένος να την παντρευτεί χωρίς προίκα, αλλά είχε δηλώσει πως θα αποπλήρωνε και τα χρέη του Κίμωνα. Σχεδόν δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν ο Κίμωνας εκλήθη να πληρώσει το πρόστιμο των πενήντα ταλάντων που είχε επιβληθεί στον πατέρα του για την αποτυχία της εκστρατείας στην Πάρο, αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Παρ’ όλα αυτά, δεν έλαβε πάνω από δεκαπέντε τάλαντα στο χέρι, γιατί ο Μιλτιάδης είχε αφήσει πίσω του ένα μεγάλο μέρος του πλούτου της οικογένειας όταν εγκατέλειψαν βιαστικά τα Δαρδανέλλια για να γλιτώσουν από τους Πέρσες. Τα υπόλοιπα τριάντα πέντε τάλαντα του τα είχε δανείσει ο Θεμιστοκλής. «Άτοκα», είχε πει. «Θα μου τα επιστρέφεις όποτε μπορείς».Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Κίμωνας δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσα χρήματα είχε ο Θεμιστοκλής, γιατί δεν
ήταν άνθρωπος επιρρεπής στην επίδειξη και στις σπατάλες: ποτέ δεν είχε στείλει ένα τέθριππο στους αγώνες της Ολυμπίας, δεν οργάνωνε πολυπληθή συμπόσια στο σπίτι του και η μοναδική πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η γενναιόδωρη χρηματοδότηση των τραγωδιών που έγραφε ο Φρύνιχος. Ο Κίμωνας είχε ορκιστεί να του επιστρέψει τα χρήματα το συντομότερο δυνατόν, μα εκείνο το δάνειο δεν ήταν εύκολο. Ο Θεμιστοκλής δεν ένιωθε την παραμικρή ντροπή για το γεγονός ότι κέρδιζε χρήματα από το εμπόριο και την προσωπική διαχείριση των επιχειρήσεών του. Ο Κίμωνας υποπτευόταν ότι, εκτός αυτού, και χωρίς να φαίνεται τίποτα, δάνειζε χρήματα σε αρκετά άτομα έξω από τον κύκλο των φίλων του, στα οποία χρέωνε τόκους. Έτσι μπορούσε να πλουτίσει ο καθένας. Όποιος όμως ήθελε να ζήσει σύμφωνα με τα αριστοκρατικά ιδεώδη, και ακόμα περισσότερο με τα ιδεώδη των Σπαρτιατών, οι οποίοι έβλεπαν τη δουλειά ως ατίμωση και δουλική κατάσταση, ήταν πολύ πιο δύσκολο να αυξήσει τα εισοδήματά του. Ο Κίμωνας είχε διαπιστώσει ότι, αν ήθελε να διατηρήσει ένα επίπεδο ζωής που να αρμόζει σε έναν ευπατρίδη όπως εκείνος, έπρεπε να ξοδεύει τουλάχιστον ένα τάλαντο το χρόνο, κι αυτό χωρίς μεγάλες σπατάλες· κάτι που ανάλωνε μεγάλο μέρος των εσόδων που είχε από όσα κτήματα παρέμεναν στην ιδιοκτησία του. Το θέμα είναι ότι είχαν περάσει δέκα χρόνια από τη δίκη του πατέρα του και ακόμη χρωστούσε άλλα τόσα τάλαντα στον Θεμιστοκλή. Εκείνος δεν έλεγε ποτέ τίποτα, μα ο Κίμωνας ήταν δεσμευμένος με τον Θεμιστοκλή κι εκείνος ο δεσμός τον έκανε να νιώθει ανίκανος να αντιταχθεί στην πολιτική του, παρόλο που όσο περνούσε ο καιρός συμφωνούσε όλο και λιγότερο με εκείνη. Οι επιφυλάξεις του δεν ήταν τίποτα σε σχέση με εκείνες του Καλλία. «Ζούμε το τέλος μιας εποχής», έλεγε τώρα, ενώ μοιράζονταν μια κούπα κρασί κάτω από τη φτελιά της αυλής. «Εξαιτίας αυτού του ανθρώπου κλυδωνίζονται όλες οι παλιές αξίες μας. Πού πήγε ο
σεβασμός στην τιμή, στην αλήθεια και στην ευγένεια; Τ ώρα πια ο κόσμος χλευάζει ακόμα και τους ηλικιωμένους και τους σοφούς». «Μην ταράζεσαι, Καλλία. Οι καιροί αλλάζουν». «Αυτά μπορούσες να τα λες όταν ήσουν νέος, Κίμωνα. Τ ώρα πρέπει να σκεφτείς με μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης. Πρέπει να σταματήσουμε τον Θεμιστοκλή πριν μετατρέψει την πόλη μας σε έναν ηθικό απόπατο όπου οι πάντες αδιαφορούν για τα πάντα, όπου ένας εργάτης είναι ίσος με έναν ευπατρίδη κι ένας σκλάβος ίσος με τον αφέντη του. Εξαιτίας αυτού του ανθρώπου, στην Αθήνα βασιλεύει η ελευθεριότητα». Ο Κίμωνας έφερε την κούπα στα χείλη για να κρύψει το χαμόγελό του. Πολύ θα ήθελαν οι εργάτες της τέταρτης τάξης να αφοσιωθούν στην ελευθεριότητα με τον ενθουσιασμό και τα μέσα που διέθεταν ο Καλλίας και οι ομοειδείς του. «Ο Θεμιστοκλής είναι ο εχθρός», επέμεινε ο Καλλίας. «Χωρίς αυτόν, ο όχλος δε θα ήταν ούτε στο μισό τόσο αυθάδης όσο τώρα. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τώρα θέλει να μας πάρει το δόρυ και την ασπίδα και να μας ρίξει στο κουπί και στο αμπάρι. Ποιους; Εμάς, τους νικητές του Μαραθώνα!» Ο Κίμωνας κούνησε το κεφάλι μα δεν έδωσε καμία δεσμευτική απάντηση. Καταλάβαινε τα πλεονεκτήματα της ναυτικής πολιτικής του Θεμιστοκλή και ως ένα βαθμό τα αποδεχόταν. Είχε ζήσει τη συγκίνηση της μάχης στη θάλασσα σε αρκετές εκστρατείες. Μάλιστα στην τελευταία ναυμαχία ενάντια στην Αίγινα πριν από τη γενική ανακωχή ο Θεμιστοκλής του είχε αναθέσει την κυβέρνηση ενός πλοίου, της Δυνάμεως. Για τον Κίμωνα, ο καλπασμός πάνω στα κύματα στην πλώρη μιας τριήρους και η επίθεση με το χάλκινο έμβολο σε ένα εχθρικό πλοίο ήταν μια ασύγκριτη αίσθηση, σαν εκείνη τού να δαμάζει κανείς ένα γιγάντιο άτι. Δεν υπήρχε στον κόσμο όπλο πιο θανατηφόρο, κομψό και εκλεπτυσμένο από την τριήρη. Κορίνθιοι, Αιγύπτιοι και Φοίνικες τσακώνονταν για την πατρότητά της. Ο Κίμωνας υποψιαζόταν ότι ίσως όλοι είχαν δίκιο, γιατί ήταν λογικό οι ναυπηγοί σε διάφορα μέρη
να σκέφτηκαν ταυτόχρονα τον τρόπο να τελειοποιήσουν την επιθετική ισχύ των παλιών πεντηκοντόρων, των μακριών πλοίων με τους πενήντα κωπηλάτες. Πώς μπορούσαν να βελτιώσουν την προώθηση χωρίς να αυξήσουν υπερβολικά το βάρος; Ένας τρόπος ήταν να τριπλασιάσουν τον αριθμό των κωπηλατών διατηρώντας το μήκος του πλοίου. Αυτό θα μετέτρεπε ένα καράβι που διέθετε έμβολο στην πλώρη σε ένα είδος τεράστιου δόρατος, σε έναν επιπλέοντα πολεμικό κριό. Η λύση ήταν να κατασκευάσουν τρεις σειρές πάγκων για τους κωπηλάτες και να τις τοποθετήσουν σε ισάριθμα επίπεδα, ξεκινώντας από τη χαμηλότερη θέση, όπου τραβούσαν κουπί οι άτυχοι θαλαμίτες, για να φτάσουν ως την ψηλότερη θέση, όπου κωπηλατούσαν οι θρανίτες. Για να χωρέσουν τις τρεις σειρές των πάγκων σε ένα πλάτος το πολύ πέντε μέτρων, οι αρχιτέκτονες είχαν αναγκαστεί να κάνουν μεγάλη λεπτοδουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν στα σπλάχνα μιας τριήρους να μπορούν να τραβήξουν κουπί μέχρι εκατόν εβδομήντα άνδρες, μα ήταν τόσο στριμωγμένοι, ώστε όταν έκαναν κινήσεις όπως η επιβίβαση ή, απλώς, η κωπηλασία, έπρεπε να συντονίζονται στην εντέλεια ώστε οι αγκώνες, τα γόνατα και τα πόδια να μη χτυπούν πάνω στα ξένα κεφάλια. Ο ίδιος ο Κίμωνας, με την παρότρυνση του Θεμιστοκλή, είχε δοκιμάσει να τραβήξει κουπί επάνω στο γερανό σαν απλός θρανίτης. Εκεί πάνω φυσούσε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι στο αμπάρι, μα η οσμή τόσων κορμιών που ίδρωναν μαζί είχε κάνει το στομάχι του να ανακατευτεί. Δεν ήθελε ούτε να φανταστεί τη δουλειά των θαλαμιτών, πάνω στους οποίους έσταζε ο ιδρώτας των κωπηλατών από τις δύο σειρές πάγκων που είχαν από πάνω τους, εκτός από τα άλλα υγρά. Η σύντομη εμπειρία του τον έκανε να καταλάβει γιατί τα μέλη των ανώτερων τάξεων, όπως ο Καλλίας, σκανδαλίζονταν στην ιδέα να πιάσουν τα κουπιά υπό τέτοιες συνθήκες. Μα οι οπλίτες μπορούσαν να υπηρετήσουν στο ναυτικό με έναν ακόμα τρόπο, πιο ένδοξο: το πεζικό του καταστρώματος ήταν το μέρος εκείνο του στρατεύματος
που, μόλις ερχόταν η ώρα για το ρεσάλτο ή την επίθεση, χρησιμοποιούσε τη λόγχη για να πολεμήσει τον εχθρό. Ο κίνδυνος για τους αριστοκράτες δεν ήταν τόσο το να βρεθούν υποχρεωμένοι να τραβήξουν κουπί στις καινούργιες τριήρεις. Το πραγματικό πρόβλημα έγκειτο στο ότι ο Θεμιστοκλής είχε αρχίσει να πείθει τον απλό λαό, την τέταρτη τάξη, ότι το έργο τους ως κωπηλατών στο στόλο ήταν ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση της πόλης και εξίσου σημαντικό με εκείνο των οπλιτών που είχαν νικήσει τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Εκείνη τη στιγμή ο Καλλίας εξέφρασε τους φόβους του με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. «Ο λαός γίνεται όλο και πιο αυθάδης. Τ ώρα που ερχόμουν εδώ, περνούσα από ένα στενό δρομάκι και συνάντησα έναν εργάτη που κουβαλούσε ένα κοφίνι με σαρδέλες. Και ποιος λες ότι αναγκάστηκε να μπει στο κοίλωμα μιας πόρτας για να αφήσει τον άλλο να περάσει; Εγώ, φυσικά!» «Εγώ δε θα τον άφηνα να περάσει», απάντησε ο Κίμωνας. «Και τι θα έκανες; Θα του έδινες καμιά γροθιά;» «Να είσαι σίγουρος». «Και τι θα κέρδιζες; Θα σε πήγαινε σε δίκη και θα έπρεπε να υπερασπιστείς τον εαυτό σου μπροστά σε εκατό ενόρκους. Πόσοι θα ήταν ευπατρίδες, ή τουλάχιστον από την τάξη των οπλιτών; Θα σου πω εγώ: πολύ λιγότεροι από τους μισούς. Οι εργάτες λοιπόν θα ψήφιζαν μαζικά εναντίον σου, παρότι το μοναδικό σου έγκλημα είναι ότι γεννήθηκες από καλύτερο αίμα από εκείνους. Βάζω στοίχημα ότι θα σου επέβαλλαν πρόστιμο τουλάχιστον τριάντα δραχμές». «Και θα τις πλήρωνα ευχαρίστως προκειμένου να μην αφήσω να περάσει ένας κατώτερός μου». «Φίλτατε Κίμωνα, ο καλύτερος τρόπος να κρατήσεις το σεντούκι με το ασήμι σου γεμάτο είναι να μην αφήνεις τα χρήματα να ξεγλιστρούν από τις χαραμάδες». Ο Κίμωνας γέλασε με πικρία. «Δε μου μένει άλλη λύση παρά να σου δώσω δίκιο. Δεν ξέρω να εκτιμήσω καλά την αξία του χρήματος. Γι’ αυτό είμαι εγώ εκείνος
που αναγκάζεται να καταφεύγει στην περιουσία σου και όχι το αντίθετο». «Δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω», είπε ο Καλλίας δείχνοντας τις παλάμες των χεριών του. «Εννοείται, εννοείται», απάντησε ο Κίμωνας τραβώντας το βλέμμα με χαιρεκακία για την ίδια του την ταπείνωση. Για να ελευθερωθεί από την πολιτική κηδεμονία του Θεμιστοκλή, αναγκαζόταν να πουλήσει την ίδια του την αδελφή. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο έρωτας δεν ήταν το μοναδικό κίνητρο που έσπρωχνε τον Καλλία σε ένα γάμο τόσο απεχθή για τον Κίμωνα. Έτριψε για λίγο τα χέρια σκεφτικός και είπε: «Έχω κάτι ακόμα να σου πω, Κίμωνα. Ξέρω ότι σήμερα είναι τα γενέθλιά σου. Να τα εκατοστήσεις. Τα τριάντα χρόνια είναι μια σημαντική ηλικία». Πράγματι. Κλείνοντας τα τριάντα, ο Κίμωνας γινόταν και επισήμως ένας ώριμος άνδρας, ένας πολίτης που μπορούσε να μιλήσει στο κοινό χωρίς να τον αποδοκιμάσουν και να τον αναγκάσουν να κατέβει από το βήμα, αλλά και να θέσει υποψηφιότητα για οποιοδήποτε αξίωμα. Ακόμα και για εκείνο του στρατηγού. «Σ’ ευχαριστώ, Καλλία». «Δεν έχεις μιλήσει ποτέ στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά από σήμερα θα μπορείς να το κάνεις». Ο Κίμωνας ανακάθισε στο κάθισμά του επιφυλακτικός. «Αν το θέλω, ναι. Έτσι είναι». «Αύριο θα συγκεντρωθεί η Εκκλησία. Ξέρω ότι ο Θεμιστοκλής θα παρουσιάσει το χρησμό που έχει φέρει από τους Δελφούς μαζί με μια εξαιρετικά δραστική πρόταση για τον πόλεμο ενάντια στους Πέρσες. Έχεις καμιά ιδέα περί τίνος πρόκειται;» «Ο Θεμιστοκλής ενημερώνει τους άλλους για τα σχέδιά του μόνον όταν πιστεύει ότι βολεύει τον ίδιο». «Πολύς κόσμος ανησυχεί». «Τ ι κόσμος;» «Ξέρεις τώρα. Κόσμος σαν εσένα κι εμένα, ακόμα και πολίτες της δεύτερης και της τρίτης τάξης που δε βλέπουν με καλό μάτι την
αλαζονεία με την οποία φέρεται ο λαός τώρα τελευταία. Κόσμος που πιστεύει ότι δεν αξίζει να στρέψουμε όλες τις προσπάθειες της Αθήνας στο στόλο, λες και είμαστε μια οποιαδήποτε πόλη εμπόρων και ψαράδων». «Δε βλέπω αυτό τον κόσμο να μιλά για να αντιταχθεί στον Θεμιστοκλή». «Και πώς να το κάνει; Πού είναι οι ρήτορες που παλιότερα έφερναν αντίσταση; Πού είναι ο Μεγακλής, ο Ξάνθιππος, ο Αριστείδης;» «Για εμένα προσωπικά, ο Ξάνθιππος μπορεί να πλαντάξει, όπου κι αν είναι». «Σε καταλαβαίνω», είπε ο Καλλίας συμβιβαστικά. «Κανείς δεν το συμπαθούσε το Αγγούρι». «Δεν έχει να κάνει με τη συμπάθεια. Εκείνος φταίει που εδώ και δέκα χρόνια ζω από τη συμπόνια των άλλων!» «Έτσι είναι, έτσι είναι. Μα δεν είναι αυτό το θέμα. Εμείς οι ευγενείς έχουμε ένα πολύ μεγάλο μειονέκτημα: είμαστε ευτυχισμένοι μόνον όταν ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλο. Ο Θεμιστοκλής εκμεταλλεύεται τη διχόνοια μας και μας βγάζει από τη μέση έναν έναν. Από τότε που έβγαλε τον οστρακισμό από το μανίκι του, κανείς πια δεν τολμά να ανοίξει το στόμα από φόβο μήπως τον εξορίσουν». «Τον οστρακισμό δεν πρέπει να τον καταλογίζουμε στον Θεμιστοκλή», απάντησε ο Κίμωνας, που προσπαθούσε πάντα να είναι αμερόληπτος. «Τον εφηύρε ένας ευπατρίδης, ένας από εμάς». «Μη μου πεις ότι πιστεύεις κι εσύ το παραμύθι ότι ήταν ο Κλεισθένης; Αν ήταν έτσι, τότε γιατί να μείνει ένα τέτοιο μέτρο κρυμμένο επί είκοσι χρόνια; Ξέρω ότι εδώ και πολύ καιρό ο Θεμιστοκλής ρίχνει το φαρμάκι του στα αυτιά σου, αλλά μην είσαι αφελής». Την εποχή του Κλεισθένη, όταν ο Κίμωνας ήταν μικρός και δε ζούσε καν στην Αθήνα, είχαν περάσει πολλοί νόμοι και διατάγματα και οι στήλες και οι πλάκες όπου είχαν γραφεί ήταν διάσπαρτες σε
όλη την πόλη, από την Αγορά ως τον Άρειο Πάγο, το λόφο της Πνύκας και την ίδια την Ακρόπολη. Ήταν εποχή μεγάλης αναστάτωσης, με συγκρούσεις στους δρόμους, εξόριστες φατρίες, ακόμα και την εισβολή ενός μικρού στρατού Σπαρτιατών, οι οποίοι τελικά βρέθηκαν αποκλεισμένοι στην Ακρόπολη και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα με τρόπο ντροπιαστικό. Πολλοί από όσους ζούσαν τότε είχαν πια πεθάνει, άλλοι είχαν μια συγκεχυμένη ανάμνηση από εκείνη την εποχή και άλλοι... Και άλλοι, μάλλον οι περισσότεροι, καταλάβαινε τώρα ο Κίμωνας, ήταν πιθανό να είχαν αφήσει τον Θεμιστοκλή με τις κινήσεις και τα τεχνάσματά του να τους πείσει να χαλκεύσουν τις ίδιες τις αναμνήσεις τους. Γιατί ο οστρακισμός δεν ήταν ένα μέτρο που είχε δημιουργηθεί ενάντια στον απλό λαό, αλλά ενάντια στους αριστοκράτες. Πριν από εφτά χρόνια ο ρήτορας Επικύδης, ένας εργάτης στις νεροτριβές που θριάμβευε στην Εκκλησία εξάπτοντας τα χειρότερα ένστικτα του όχλου, είχε παρευρεθεί στη μεταφορά μιας μαρμάρινης στήλης που βρισκόταν κοντά στο μνημείο των Επωνύμων Ηρώων. Στην μπροστινή όψη ήταν γραμμένο ένα διάταγμα για στρατιωτική κινητοποίηση που είχε χάσει πια την ισχύ του, γι’ αυτό και επρόκειτο να βγάλουν τη στήλη από την Αγορά. Ο Επικύδης όμως, εντελώς τυχαία ο Επικύδης, είχε δει γραμμένο στην πίσω πλευρά κάτι που κανείς ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε προσέξει. Ήταν ένα κείμενο που ξεκινούσε ως εξής: «Το συμβούλιο και η Εκκλησία αποφάσισαν, ύστερα από πρόταση του Κλεισθένη, γιου του Μεγακλή...» και συνέχιζε εξηγώντας τις λεπτομέρειες ενός νόμου που κανείς πια δε θυμόταν και που κοιμόταν εδώ και είκοσι χρόνια. Ήταν ο νόμος του οστρακισμού. Τα γράμματα έδειχναν αυθεντικά, με την καλλιγραφία του τέλους της τυραννίας, που τώρα πια θεωρούνταν ξεπερασμένη, και οι άκρες έδειχναν φθαρμένες από το χρόνο. Ποιος όμως θα μπορούσε να εμποδίσει τον Θεμιστοκλή, το χέρι που κινούσε τα νήματα του Επικύδη, να προσλάβει έναν καλό χαράκτη για να μιμηθεί μια
αρχαϊκή επιγραφή και ύστερα να περάσει τα γράμματα ξανά και ξανά με μια χοντρή λίμα μέχρι να φανούν πιο παλιά απ’ ό,τι ήταν; Κάτι τέτοιο δε θα ήταν διόλου περίεργο εκ μέρους του. Εκείνη τη χρονιά, μετά τον Μαραθώνα, η πόλη κατέφυγε για πρώτη φορά στον οστρακισμό, μια διαδικασία που τότε ονομαζόταν «εξορία άνευ ατιμίας». Ο Κίμωνας το θυμόταν στην εντέλεια. Τον όγδοο μήνα του διοικητικού ημερολογίου της πόλης, οι πολίτες συναθροίστηκαν στην Αγορά, όπου τους μοιράστηκαν όστρακα, θραύσματα από πήλινα αγγεία, κάτι που δεν έλειπε ποτέ στην Αθήνα και ήταν το πιο φτηνό υλικό για γραφή. Στην επιφάνειά τους, σμαλτωμένη με μαύρο μελάνι, κάθε Αθηναίος χάραξε τα γράμματα του ονόματος που είχε επιλέξει, ώστε να φανούν πάνω στο αρχικό κόκκινο χρώμα του πηλού. Ύστερα συνελέγησαν τα όστρακα ανά φυλή κι έγινε η καταμέτρηση. Εμφανίστηκαν τα ονόματα των πιο γνωστών προσωπικοτήτων της πόλης, ακόμα και εκείνα του Θεμιστοκλή ή του Μιλτιάδη, αν και ο τελευταίος είχε πεθάνει πάνω από δύο χρόνια πριν. Μα το άτομο του οποίου το όνομα επαναλαμβανόταν τις περισσότερες φορές ήταν ο Ίππαρχος, ένας συγγενής του τυράννου Ιππία, για τον οποίο όλοι υποψιάζονταν ότι ήταν μηδίζων, δηλαδή υποστηρικτής των Περσών. Κανείς, λοιπόν, δε βγήκε να τον υπερασπιστεί και ο άτυχος Ίππαρχος αναγκάστηκε να τα μαζέψει και να φύγει από την πόλη μέσα σε δέκα ημέρες. Η ιδιαιτερότητα εκείνου του μέτρου ήταν ότι δε χρειαζόταν να προσφέρει κανείς την παραμικρή απόδειξη ή τον οποιονδήποτε λόγο απέναντι στον πολίτη που είχε επιλέξει. Αρκούσε να εμφανιστεί το όνομά του όσες φορές απαιτούνταν ώστε να εξοριστεί από την Αττική για δέκα χρόνια χωρίς άλλο επιχείρημα. Δεν του στερούσαν την ιδιότητά του ως πολίτη, δεν του κατέσχαν τα υπάρχοντα, ούτε υποχρέωναν την οικογένειά του να τον ακολουθήσει στην εξορία. Προφανώς όμως χανόταν όποια επιρροή κι αν είχε στην αθηναϊκή πολιτική το άτομο που είχε εξοριστεί. «Γιατί πιστεύεις ότι ο Κλεισθένης θέσπισε αυτό το νόμο;» είχε ρωτήσει ο Κίμωνας τον Θεμιστοκλή τη χρονιά που είχε εξοριστεί ο
Ξάνθιππος. Εκείνος σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Απ’ ό,τι θυμάμαι, κάποια στιγμή μού μίλησε γι’ αυτό, μα ήμουν πολύ μικρός. Φαντάζομαι ότι ήθελε να εμποδίσει τις αντιπαλότητες ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς να εκφυλιστούν σε εμφύλιους πολέμους. Έλεγε πάντα ότι οι ευγενείς μοιάζουν με επιβήτορες που καβγαδίζουν για ένα κοπάδι φοράδες. Ο οστρακισμός είναι ένας τρόπος να βγει από τη μέση ο αρσενικός που είναι ο λιγότερο αγαπητός ανάμεσα στις θηλυκές ώστε να μη γίνουν συγκρούσεις». Μπορούσε ο Θεμιστοκλής να είναι τόσο κυνικός ώστε να μην έχει ομολογήσει την αλήθεια ούτε σε εκείνον, τον οποίο υποτίθεται ότι εκπαίδευε ως πολιτικό του διάδοχο; Ναι, φυσικά και είναι δυνατόν, απάντησε τώρα στον εαυτό του. Από τότε, ελάχιστες φορές είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος χωρίς ο λαός να εξοστρακίσει κάποιον. Όλοι οι εξόριστοι ήταν ευγενείς και, παρότι κάποιοι διατηρούσαν αντιπαλότητες μεταξύ τους, είχαν πάντα κάτι κοινό: η παρουσία τους στην Αθήνα ήταν εμπόδιο για τον Θεμιστοκλή. Όταν έπεσε ο Ξάνθιππος, ο Κίμωνας φυσικά δεν αντιτάχθηκε. Ύστερα είχαν εξοστρακίσει τον Αριστείδη, τον οποίο συμπαθούσε πραγματικά. Μα ο Θεμιστοκλής τον μισούσε από τότε που ήταν παιδιά και αυτή τη φορά είχε εμπλακεί προσωπικά στην εκστρατεία εναντίον του. Ακόμα και το προσωνύμιό του, «ο Δίκαιος», του είχε κοστίσει χιλιάδες αρνητικές ψήφους. Ο Επικύδης και ο ίδιος ο Θεμιστοκλής είχαν επιχειρηματολογήσει ενώπιον του λαού: «Ποιος είναι αυτός ο ευπατρίδης για να έχει τέτοιο προσωνύμιο; Μήπως θεωρεί εαυτόν ανώτερο των υπολοίπων;» Και κυρίως: «Τ ι έκανε αυτός ο άνδρας για εσάς;» Ο Καλλίας έχει δίκιο, σκέφτηκε ο Κίμωνας. Κατά βάθος, ήξερε ότι αυτός ο νόμος ήταν εφεύρημα του Θεμιστοκλή. Ωστόσο, όπως είχε συμβεί και με τόσες άλλες κινήσεις του, ήταν πολύ πιο βολικό να κάνει πως δεν καταλάβαινε και να μη δαγκώνει το χέρι που τον τάιζε.
Μέχρι τώρα. «Γιατί μου θύμισες ότι τώρα πια μπορώ να μιλήσω στην Εκκλησία, Καλλία;» είπε ο Κίμωνας. «Μπες στο θέμα». «Είσαι δημοφιλής στην πόλη. Πολύ δημοφιλής, για την ακρίβεια». «Α, ναι;» «Είσαι νέος και κομψός. Τ ώρα πια ξέρεις πόσο ευμετάβλητος είναι ο λαός της Αθήνας. Οι άνθρωποι που καταδίκασαν τον πατέρα σου επιβάλλοντάς του εκείνο το τόσο δυσανάλογο πρόστιμο τώρα σε συμπονούν γιατί ζεις μέσα στη στέρηση και σε θαυμάζουν για την αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζεις την κατάστασή σου». «Συνέχισε», είπε ο Κίμωνας. Άθελά του, τα λόγια του Καλλία τον κολάκευαν. «Μάλιστα συγχώρεσαν τον πατέρα σου. Τ ώρα πια κανείς δε θυμάται τον Μιλτιάδη για την υποτιθέμενη τυραννία, ούτε για το συμβάν στην Πάρο. Όχι, τον θυμούνται ως τον ένδοξο νικητή του Μαραθώνα, τον άνθρωπο που τόλμησε να επιτεθεί στους Πέρσες». Αυτή η ιδέα ήταν του Θεμιστοκλή, είπε μια φωνή στο μυαλό του Κίμωνα. Μα δε δυσκολεύτηκε πολύ να την κάνει να σωπάσει. «Λαχταρούν να ακούσουν τι έχει να τους πει ο γιος του Μιλτιάδη», συνέχισε ο Καλλίας. «Πρέπει να αδράξεις την ευκαιρία για να πάρεις το λόγο». «Και τι να πω;» «Οι άνθρωποι για τους οποίους σου μίλησα νωρίτερα ετοίμασαν αυτό εδώ». Ο Καλλίας του έδωσε ένα ρολό από καραβόπανο. Ο Κίμωνας το ξετύλιξε και διάβασε χαμηλόφωνα όσα ήταν γραμμένα με μαύρο μελάνι. «Αυτό δεν είναι παρά μόνο ένα προσχέδιο», του είπε ο Καλλίας. «Εσύ στόλισέ το, άφησε να σε κατευθύνει η έμπνευση της στιγμής». «Αυτό σημαίνει ότι στρέφομαι ανοιχτά κατά του Θεμιστοκλή». «Το ξέρουμε». Ο Κίμωνας έμεινε σκεφτικός για λίγο. «Άρα λοιπόν το γεγονός ότι ξεπληρώνεις το χρέος μου απέναντι
στον Θεμιστοκλή δεν οφείλεται μόνο στην αγάπη που τρέφεις για την αδελφή μου», είπε στο τέλος. «Κίμωνα, ξέρεις καλά ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της. Τόσο, ώστε θα μπορούσα να δεχτώ αυτό το γάμο χωρίς να λάβω προίκα. Αλλά να σου δώσω και δέκα τάλαντα... Μη μου πεις πως πίστευες ότι δε θα σου ζητούσα τίποτα σε αντάλλαγμα;» «Κατάλαβα. Σε αυτή την περίπτωση, θέλω κι εγώ να θέσω κάποιους όρους». «Σε ακούω». «Η αδελφή μου θα μπορεί να έρχεται στο σπίτι όποτε θέλει, χωρίς ανάγκη να σου ζητά την άδεια». «Ξέρω ότι είναι ελεύθερο πνεύμα. Από μέρους μου δε θα υπάρξει πρόβλημα». «Και κάτι ακόμα. Θέλω τα δέκα τάλαντα τώρα». «Τ ώρα; Τ ι εννοείς;» «Θέλω να τα έχω στα χέρια μου σήμερα το βράδυ κιόλας. Μη με παρεξηγείς, δεν πρόκειται για απόδειξη δυσπιστίας. Αν όμως αύριο πρόκειται να μιλήσω ενάντια στον Θεμιστοκλή, δε θέλω να του χρωστώ τίποτα. Πρέπει να εξοφλήσω το χρέος μου σήμερα κιόλας». «Τα δέκα τάλαντα δε φυτρώνουν κάτω από τις πέτρες...» Αν ισχύουν τα όσα λένε για σένα, δε φυτρώνουν μόνο τα δέκα τάλαντα, αλλά πολύ περισσότερα, σκέφτηκε ο Κίμωνας σαν θυμήθηκε την ιστορία με το θαμμένο σεντούκι. «Μπορείς να το κάνεις;» «Θα το κάνω. Περίμενέ με εδώ», είπε ο Καλλίας. Τελείωσε την κούπα με το κρασί, σηκώθηκε από το κάθισμά του και πρόσθεσε με ειρωνικό χαμόγελο: «Ξεκίνα να κάνεις πρόβα το λόγο σου. Αύριο πρέπει να είσαι πειστικός, για να φανεί ότι είσαι γιος του μεγάλου Μιλτιάδη».
Αργότερα το απόγευμα ο Καλλίας είχε εμφανιστεί συνοδευόμενος
από τον αδελφό του Ιππόλυτο και κάμποσους σκλάβους, που κουβαλούσαν δύο μπαούλα. Το ένα ήταν αρκετά μεγάλο, το άλλο όχι. Ο Κίμωνας σκέφτηκε ότι εκεί δεν μπορούσαν να χωράνε τα διακόσια εξήντα κιλά ασημιού που χρειαζόταν συνολικά. Όταν όμως άνοιξαν το μικρό σεντούκι, είδε ότι ήταν γεμάτο χρυσά αντικείμενα, μαζί με ένα σωρό νομίσματα με την εικόνα του Δαρείου που είχε βάλει το ένα γόνατο στη γη κι έριχνε με το τόξο του. Είτε αλήθευαν οι φήμες για το θησαυρό στον Μαραθώνα είτε ο Καλλίας έκανε συμφωνίες με τους Πέρσες. Προς το παρόν προτίμησε να μην πει τίποτε και να κλείσει το σκέπασμα του σεντουκιού. Ύστερα, με την ευκαιρία της παρουσίας του Ιππόλυτου ως μάρτυρα, ο Κίμωνας έσφιξε το χέρι του Καλλία και πρόφερε τα λόγια που συνηθίζονταν σε εκείνη την περίσταση: «Εγώ ο Κίμωνας, γιος του Μιλτιάδη, σου παραδίδω την αδελφή μου Ελπινίκη για να κάνεις μαζί της νόμιμα παιδιά».
Στάθηκε πιο δύσκολο να πείσει την ίδια. Όταν προσπάθησε να της εξηγήσει, η Ελπινίκη έδωσε μια κλοτσιά στον αγαπημένο κρατήρα του Κίμωνα και τον έκανε θρύψαλα. Ύστερα έβαλε τα κλάματα και κλείστηκε στο γυναικωνίτη. Ο Κίμωνας άνοιξε την κλειδαριά με το αντικλείδι και διέταξε τις δύο σκλάβες να βγουν έξω. Σαν τον είδε να μπαίνει, η Ελπινίκη ανακάθισε στο κρεβάτι. «Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Αφού ξέρεις ότι εγώ αγαπώ μόνο εσένα! Δε θέλω να ζήσω ως σύζυγος κανενός». «Ο κόσμος έχει αρχίσει να μιλά για μας, Ελπινίκη. Είναι καλύτερα έτσι». «Αν το λες αυτό, είναι επειδή δε με αγαπάς». Ο Κίμωνας την έπιασε από τους ώμους, την τράβηξε κοντά του παρότι εκείνη του αντιστεκόταν και τη φίλησε με πάθος. «Φυσικά και σε αγαπώ, περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα να αγαπήσω ποτέ οποιαδήποτε άλλη γυναίκα», της είπε έπειτα. Ήταν
ειλικρινής και κατάλαβε ότι η αδελφή του το έβλεπε στα μάτια του, γιατί η έκφρασή της ηρέμησε κάπως. «Ναι, αλλά με πούλησες στον Καλλία». «Είναι καλός μου φίλος και από ευγενική γενιά. Ξέρεις ότι το κάνω για το καλό της οικογένειας. Δεν μπορούμε να είμαστε πάντα στη σκιά του Θεμιστοκλή. Είμαστε τα παιδιά του Μιλτιάδη, του νικητή του Μαραθώνα! Δε γίνεται να εξαρτιόμαστε από το γιο ενός εμπόρου». Η Ελπινίκη κάθισε στο κρεβάτι και σφούγγισε τα δάκρυά της. Ο Κίμωνας γονάτισε μπροστά της και πήρε τα χέρια της στα δικά του. «Είσαι πολύ έξυπνη γυναίκα. Γι’ αυτό σε αγαπώ. Εσύ καταλαβαίνεις. Με τη δική σου βοήθεια μπορώ να γίνω μεγάλος. Μεγαλύτερος ακόμα και από τον πατέρα μας». Το πρόσωπο της κοπέλας φωτίστηκε. Ο Κίμωνας ήξερε ότι ήταν τόσο φιλόδοξη όσο και ο ίδιος. «Ο Καλλίας γνωρίζει την προσωπικότητά σου. Θα σου επιτρέψει να εξακολουθήσεις να είσαι η αδάμαστη Ελπινίκη». «Εσύ όμως θα χρωστάς σε εκείνον, όπως τώρα χρωστάς στον Θεμιστοκλή. Πώς αλλάζει λοιπόν η κατάστασή μας;» «Δε θα είναι το ίδιο, αδελφούλα μου. Αν αύριο όλα πάνε καλά και πείσω την Εκκλησία, θα έχουμε εξοφλήσει. Άλλωστε», πρόσθεσε με κακόβουλο χαμόγελο, «γι’ αυτό θα έχω εσένα στο σπίτι και στο κρεβάτι του: για να τον κουμαντάρεις για δικό μας όφελος. Ο Καλλίας μου υποσχέθηκε ότι θα μπορείς να έρχεσαι εδώ όποτε θέλεις χωρίς να χρειάζεται να του δίνεις λογαριασμό». «Ο Καλλίας ξέρει για... για μας;» «Το υποπτεύεται. Ακόμα κι έτσι όμως, σε ποθεί. Θα μπορείς να του δίνεις αυτό που ζητούν οι άνδρες, τουλάχιστον κάπου κάπου; Ξέρω ότι δεν είναι Άδωνις, αλλά...» «Θα κλείνω τα μάτια και θα φαντάζομαι ότι είσαι εσύ. Ή τουλάχιστον κάποιος πιο όμορφος». Τα μάτια της Ελπινίκης άστραψαν σκανταλιάρικα. Ο Κίμωνας τη γνώριζε καλά και ήξερε ότι με το μυαλό της αναζητούσε ήδη τα πιθανά πλεονεκτήματα της νέας
κατάστασης. «Πες μου κάτι. Αν δεν αντέξω μαζί του και θελήσω να γυρίσω κοντά σου, θα είσαι αναγκασμένος να του επιστρέψεις τα χρήματα;» «Όχι. Θα προτιμούσα όμως να μη ζητήσεις διαζύγιο, τουλάχιστον για κάποιο καιρό». «Αν δεν προσπαθήσει να κυβερνήσει τη ζωή μου, θα τον αντέξω». Χωρίς καμιά προειδοποίηση, η Ελπινίκη άνοιξε τις πόρπες του χιτώνα και ξεγύμνωσε τα στήθη της. «Δεν έχω άλλο κύριο από σένα, Κίμωνα. Είσαι ο μοναδικός μου αφέντης». Αν και ήξερε ότι αυτό δεν ήταν εντελώς αληθινό, ο Κίμωνας έπεσε στην αγκαλιά της. Παρ’ όλα όσα του είχε πει εκείνο το πρωί για τους πόνους της εμμήνου ρύσης, η αδελφή του του δόθηκε με περισσότερο πάθος από ποτέ.
Ισθμός της Κορίνθου, 12 ημέρες νωρίτερα (17 Ιουλίου) Μακεδονία: 6.000 οπλίτες και 1.500 ιππείς Θεσσαλία: 4.000 οπλίτες και 3.000 ιππείς Κέρκυρα: 1.000 οπλίτες και 60 πλοία Σικελία: 20.000 οπλίτες και 200 πλοία Άργος: 6.000 οπλίτες και 10 πλοία Κρήτη: 3.000 τοξότες και 40 πλοία Θήβα: 7.000 οπλίτες Ο Θεμιστοκλής ξανακοίταξε με θλίψη τα ονόματα που είχε διαγράψει από μια λίστα η οποία απειλούσε να μειωθεί ακόμα περισσότερο: τον κατάλογο των ελληνικών κρατών που είχαν ορκιστεί να υπερασπιστούν την ελευθερία τους ενάντια στον εισβολέα. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε φτάσει στην Ελλάδα η είδηση ότι οι μηχανικοί του Ξέρξη είχαν αρχίσει τις εκσκαφές στη χερσόνησο του όρους Άθω ώστε να τη διασχίσει ο περσικός στόλος χωρίς να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τις τρικυμίες και τα ύπουλα ρεύματά της. Επρόκειτο για ένα κανάλι με μήκος πάνω από δύο χιλιόμετρα και πλάτος τριάντα μέτρα, από το οποίο χωρούσαν να περάσουν δύο και τρεις τριήρεις ταυτόχρονα. Ήταν ένα έργο τόσο τολμηρό και με τέτοιο βεληνεκές ώστε ακόμα και οι πλέον σκεπτικιστές πείστηκαν επιτέλους ότι ο Μεγάλος Βασιλιάς, παρά την προηγούμενη αποτυχία του πατέρα του, είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα με όλους τους πόρους που διέθετε.
Ο φόβος των Περσών είχε φέρει αποτέλεσμα. Κυρίως χάρη στις κινήσεις του ίδιου του Θεμιστοκλή αλλά και του Λεωνίδα, οι ελληνικές πόλεις είχαν κηρύξει γενική ανακωχή και είχε συσταθεί η Ελληνική Συμμαχία. Τότε ο Θεμιστοκλής είχε καταρτίσει έναν κατάλογο με όλα τα ελληνικά κράτη που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στη Συμμαχία. Στην αρχή έφτασε να νιώσει μια κάποια αισιοδοξία, γιατί πολλές πόλεις υπόσχονταν σημαντικές δυνάμεις. Ωστόσο ο βασιλιάς Αλέξανδρος της Μακεδονίας ήταν ο πρώτος που διεγράφη από τη λίστα. Ο πρεσβευτής του είχε συναντηθεί με τον Θεμιστοκλή και του είχε πει κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ: «Πρέπει να μας καταλάβεις. Οι Πέρσες βρίσκονται στα σύνορά μας. Η χώρα μας θα είναι η πρώτη που θα σαρώσουν αν δεν παραδοθούμε». Ο Θεμιστοκλής δεν απογοητεύτηκε ιδιαίτερα. Ο Αλέξανδρος, παρότι ήταν μορφωμένος άνθρωπος, εξαιρετικός οικοδεσπότης και αποκαλούσε τον εαυτό του «φιλοαθηναίο», ήταν ταυτόχρονα ραδιούργος και οπορτουνιστής και ήξερε πάρα πολύ καλά ποιο ήταν το καλύτερο άλογο σε κάθε αγώνα. Εδώ και χρόνια ήταν υποτελής πρώτα του Δαρείου και ύστερα του Ξέρξη. Ο επόμενος που λιποτάκτησε από τον κοινό σκοπό ήταν η Θεσσαλία, με τα φημισμένα άλογα. Μερικούς μήνες νωρίτερα, στις αρχές της άνοιξης, η Συμμαχία είχε αποφασίσει να στείλει μια αποστολή στα σύνορα μεταξύ Θεσσαλίας και Μακεδονίας για να διαπιστώσει αν θα μπορούσε να σταματήσει την προέλαση του Ξέρξη στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου μια περιορισμένη δύναμη θα ήταν σε θέση να αποκρούσει μία πολύ ανώτερη. Μα και οι Θεσσαλοί τους είχαν απογοητεύσει. Το μικρό στράτευμα της εμπροσθοφυλακής είχε αναγκαστεί να αποσυρθεί και το κύρος του Θεμιστοκλή είχε υποστεί πλήγμα. Και το χειρότερο ήταν ότι είχε αναγκαστεί να σβήσει από τον κατάλογο των συμμάχων τους τρεις χιλιάδες Θεσσαλούς ιππείς, το μοναδικό ιππικό αντάξιο αυτού του ονόματος στην Ελλάδα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα ενωνόταν με τις δυνάμεις του εισβολέα.
Και τώρα, βλέποντας την ένοχη έκφραση κάποιων πρεσβευτών, πολύ φοβόταν ότι θα αναγκαζόταν να σβήσει κι άλλα ονόματα και αριθμούς από τον κατάλογο. Είχαν συγκεντρωθεί λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κόρινθο, κοντά στο ναό του Ποσειδώνα. Επρόκειτο για ένα τέμενος όπου συγκεντρώνονταν κάθε δύο χρόνια αθλητές απ’ όλη την Ελλάδα για να πάρουν μέρος στα Ίσθμια. Άλλωστε βρισκόταν και σε πολύ καλή τοποθεσία, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην Πελοπόννησο και στην κεντρική Ελλάδα. Εκεί, σε ένα κυκλικό κτίσμα κοντά στον μεγάλο ναό, βρίσκονταν τώρα οι αντιπρόσωποι των πόλεων που είχαν ορκιστεί να μην υποταχθούν στον Πέρση. Εκτός από την Αθήνα και τους απρόθυμους Θηβαίους, η πλειονότητα των μελών της Συμμαχίας ήταν πόλεις της Πελοποννήσου. Έτσι εξηγούνταν η αντίθεσή τους στην ιδέα να απομακρυνθούν από τη γη τους και να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη βόρεια Ελλάδα. Ακριβώς εκείνη την τακτική είχε προτείνει εξαρχής ο Θεμιστοκλής για να κρατήσει τους Πέρσες όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Αθήνα. Τ ώρα που η επιλογή της Θεσσαλίας είχε αποτύχει, είχε στο μυαλό του μία ακόμα, την οποία είχε κουβεντιάσει κατ’ ιδίαν με τον Λεωνίδα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε φτάσει η ώρα να συζητήσουν για στρατηγική με τους συμβούλους της Συμμαχίας. Έπρεπε πρώτα να μάθουν αν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί ήταν ακόμη πιστοί στη Συμμαχία. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε φτάσει στην Ευρώπη και πλησίαζε τη Μακεδονία, αν δεν είχε πατήσει κιόλας τα εδάφη της. Πολλοί απαισιόδοξοι αναθυμούνταν το πεπρωμένο της Μιλήτου, της πιο εύπορης πόλης της Ιωνίας, πόλης του μεγάλου σοφού Θαλή και του μαθητή του Αναξίμανδρου, την οποία οι Πέρσες είχαν σαρώσει και υποτάξει. Το ίδιο είχε συμβεί και στην Ερέτρια, όπως μπορούσε να μαρτυρήσει ο αντιπρόσωπος της πόλης στη Συμμαχία. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά, για να επιστρέψουν ύστερα στα ερείπια της πόλης και να εγκατασταθούν ξανά εκεί. Τ ώρα ήταν σε θέση να συνεισφέρουν μια χούφτα
ξεχαρβαλωμένα πλοία και λίγο περισσότερους από διακόσιους οπλίτες. Άλλοι ανέφεραν τη δραστική λύση στην οποία είχαν καταφύγει οι κάτοικοι της ιωνικής πόλης της Φώκαιας όταν οι Πέρσες πήγαν να την κατακτήσουν. Πριν οι εχθροί πάρουν τα τείχη της, οι Φωκαείς πήραν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, φόρτωσαν στα πλοία τους όσα υπάρχοντα μπορούσαν να μεταφέρουν, εκκένωσαν την πόλη κι έβαλαν πλώρη προς ανατολάς. Ύστερα από ένα επικό ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων, είχαν εγκατασταθεί στο δασοσκέπαστο νησί της Κορσικής. «Οι Φωκαείς στάθηκαν σοφοί», έλεγαν εκείνοι οι μάντεις του κακού. «Κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να νικήσει το Βασιλέα των Βασιλέων». Ίσως δεν έπρεπε να ξεχνούν το παράδειγμα της Φώκαιας, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή ο Θεμιστοκλής. Αν τα πράγματα πήγαιναν πολύ άσχημα, ίσως ο μεγάλος στόλος του οποίου η κατασκευή τελείωνε στα νεώρια του Πειραιά κατέληγε να χρησιμεύσει όχι για μάχη αλλά για εκκένωση. Ο ίδιος γνώριζε καλούς τόπους στην Ιταλία και στα νησιά της, όπου οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να σπείρουν τις αποικίες τους. Όχι, είπε σφίγγοντας τις γροθιές. Είχε πει καταπρόσωπο στον Ξέρξη ότι θα τον σταματούσε. Ούτε η παράδοση ούτε η φυγή ήταν επιλογή. Δε θα επέτρεπε στους Πέρσες να κάνουν στάχτη την Αθήνα. Το λόγο πήρε ο απεσταλμένος των Κρητών: «Το μαντείο των Δελφών μας είπε ότι δεν πρέπει να συμμετάσχουμε», είπε. Ο πρώτος ποντικός εγκατέλειψε το αμπάρι, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Στη συνάντηση προέδρευε ο Λεωνίδας. Δεν είχε αλλάξει πάρα πολύ στα δέκα χρόνια που είχαν περάσει από τη Μάχη του Μαραθώνα. Ίσως οι ώμοι του να ήταν λίγο πιο πεσμένοι και στα μαλλιά και στο γένι του έβλεπε πια κανείς περισσότερες λευκές τρίχες. Αν υπήρχε κάποιος άλλος εκτός από τον Θεμιστοκλή που είχε ξεκαθαρίσει ότι δε θα παραδινόταν ποτέ στους Πέρσες ούτε θα γονάτιζε μπροστά στον Ξέρξη, αυτός ήταν ο Λεωνίδας.
Το πρόβλημα ήταν ότι στη Σπάρτη υπήρχε άλλος ένας βασιλιάς, αλλά κι ένα συμβούλιο πέντε εφόρων που έλεγχε και τους δύο. Παρότι φορούσε στέμμα, ο Λεωνίδας δεν είχε αντίστοιχη δύναμη απόφασης με τον Ξέρξη. «Μπορώ να ρωτήσω το λόγο;» είπε ο Λεωνίδας στον Κρητικό, αφού σηκώθηκε από την κερκίδα στην οποία καθόταν και τον πλησίασε. Ο πρεσβευτής έκανε ένα βήμα πίσω αλλά δε φοβήθηκε. «Ο χρησμός δόθηκε μόνο σ’ εμάς, αλλά παρ’ όλα αυτά θα σου πω το λόγο που μας έδωσε ο θεός. Εμείς σας στηρίξαμε στο παρελθόν, όταν ο βασιλιάς σας ο Μενέλαος μας ζήτησε βοήθεια για να πάρει πίσω τη γυναίκα του την Ελένη. Και ποιο το όφελος που είχαμε από τον πόλεμο ενάντια στην Τ ροία; Κανένα! Γι’ αυτό λοιπόν, ο Απόλλωνας μας συνιστά να κοιτάξουμε τα προβλήματα του νησιού μας και να μη συμμετέχουμε σε άλλες εκστρατείες με τους υπόλοιπους Έλληνες. Σας εύχομαι καλή τύχη στον πόλεμό σας», πρόσθεσε απευθυνόμενος σε όλους. «Αν θέλετε τη συμβουλή μου όμως, παραδώστε γη και ύδωρ. Ο περσικός ζυγός μπορεί να είναι σκληρός, αλλά είναι προτιμότερος από το θάνατο». Ο Κρητικός έφυγε δίχως να περιμένει απάντηση. Ίσως το επιχείρημα ενός πολέμου που είχε γίνει πριν από εφτακόσια χρόνια να φαινόταν τόσο λίγο πειστικό ακόμα και στον ίδιο ώστε να ντρεπόταν να το υποστηρίξει. Ο Θεμιστοκλής έσβησε μετά λύπης του τα σαράντα πλοία και τους τρεις χιλιάδες τοξότες. Ειδικά αυτοί, οι πιο φημισμένοι στην Ελλάδα, θα ήταν πολύ χρήσιμοι για να αντισταθούν στους Πέρσες. Μα ο φόβος ήταν ελεύθερος και οι Κρήτες δεν έκαναν άλλο από το να ακολουθούν τα όσα υπαγόρευε ένα τραγουδάκι που κυκλοφορούσε σε όλες τις ελληνικές πόλεις και είχε αποδοθεί στον Θέογνι: Σε αυτό ο ποιητής καλούσε τον κόσμο να πιει και να καλοπιάσει τους θεούς με σπονδές και θυσίες, λέγοντας καλαμπούρια και αφήνοντας στην άκρη τις σκέψεις για τον πόλεμο με τους Πέρσες. «Πριν συνεχίσουμε», είπε ο Λεωνίδας βάζοντας τα χέρια στους
γοφούς, «θέλω να μάθω αν είναι και κανείς άλλος που θέλει να κάνει πίσω». Προς το παρόν, κανείς δεν απάντησε. Παρευρίσκονταν κοντά στα εκατό άτομα: πρεσβευτές, διάφοροι αξιωματικοί, βοηθοί, αλλά και γραφείς, που θα σημείωναν τις αποφάσεις οι οποίες θα λαμβάνονταν. Το κτίσμα κοντά στο ναό ήταν μικρό και χαμηλοτάβανο και, παρότι μόλις είχε ξημερώσει και οι πόρτες ήταν ανοιχτές, είχε αρχίσει να κάνει ζέστη. Ο Θεμιστοκλής, που καθόταν στην πρώτη σειρά, ακούμπησε τις παλάμες των χεριών στα γόνατα και προσπάθησε να μείνει ακίνητος για να μην ιδρώσει. Στα αριστερά του καθόταν ο Κίμωνας, προσκεκλημένος ως γιος του Μιλτιάδη, τον οποίο όλοι πλέον θεωρούσαν επισήμως νικητή του Μαραθώνα. Στα δεξιά του κάθονταν άλλοι δύο στρατηγοί, ο Λεωκράτης και ο Ανδρόνικος. Είχε συμφωνηθεί ότι εκείνοι δε θα επενέβαιναν: επειδή η Αθήνα είχε μόνο μία ψήφο στο συμβούλιο της Συμμαχίας, έπρεπε να ακουστεί μία μόνο φωνή. Για το λόγο αυτό, η Εκκλησία του Δήμου είχε ψηφίσει ένα έκτακτο διάταγμα το οποίο έδινε στον Θεμιστοκλή το δικαίωμα να προεδρεύει στη συνέλευση των στρατηγών, να παίρνει πρώτος το λόγο στην Εκκλησία και στο συμβούλιο, αλλά και να μιλά και να διαπραγματεύεται εξ ονόματος της Αθήνας στην Ελληνική Συμμαχία. Φυσικά, ο Θεμιστοκλής δεν είχε παρουσιάσει την πρόταση ο ίδιος. Το είχε κάνει στη θέση του ο Αρίφρονας, ο νεαρός ευπατρίδης που είχε δειλιάσει πριν από τη Μάχη του Μαραθώνα και ύστερα, κατά τη διάρκειά της, είχε δείξει εξαιρετικό θάρρος. Από τότε ήταν θερμός υποστηρικτής του Θεμιστοκλή και άρκεσε μία πρόταση του τελευταίου για να παρουσιάσει το ψήφισμα σαν να επρόκειτο για δική του πρωτοβουλία. Η κίνηση αυτή χάρισε στον Θεμιστοκλή αρκετές ακόμα ψήφους από τους ευγενείς, οι οποίες, προστιθέμενες σε εκείνες που είχε ούτως ή άλλως από το λαό, τον είχαν κάνει πρώτο πολίτη. Τ ώρα η φωνή του ήταν η φωνή της Αθήνας και η ψήφος της ήταν στο χέρι του. Ο Λεωνίδας γύρισε προς τον απεσταλμένο των Συρακουσών. Σαν
να ήθελε να δείξει ότι η φήμη για την ευημερία του νησιού δεν ήταν ανάξια της πραγματικότητας, ο πρεσβευτής είχε φορέσει ένα χιτώνα από πολύ ψιλό λινό, μανδύα από το καλύτερο μαλλί, με μπορντούρες από πορφυρίνη, χοντρά βραχιόλια και περιδέραια από χρυσό και δαχτυλίδια με πολύχρωμα πετράδια σε όλα τα δάχτυλα. «Τ ι έχουν να μας πουν οι Συρακούσιοι;» είπε ο Λεωνίδας. «Κι εσείς μας φέρνετε άσχημες ειδήσεις;» «Δεν είναι απαραίτητα άσχημες αν φερθεί κανείς λογικά, βασιλιά Λεωνίδα», απάντησε ο πρέσβης σε μια δωρική διάλεκτο που έμοιαζε πολύ με τη σπαρτιατική. «Η προσφορά του κυρίου μου, του βασιλιά Γέλωνα, ισχύει ακόμη». «Του τύραννου Γέλωνα», ψιθύρισε ο Κίμωνας. «Ας κάνουμε ότι πιστεύουμε πως είναι νόμιμος βασιλιάς», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Εντωμεταξύ, ο Λεωνίδας απαντούσε στον Σικελό. «Η Συμμαχία δεν πρόκειται να παραδώσει τη διοίκηση των επιχειρήσεων στον Γέλωνα, αν αυτό θέλεις να πεις. Δεν ήρθαμε εδώ για να κάνουμε παζάρια, αλλά για να συσκεφθούμε και να αποφασίσουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να νικήσουμε τον Ξέρξη». «Λαμβανομένου υπόψη ότι ο βασιλιάς μου θα στείλει τόσα πλοία όσα διαβεβαιώνει ότι διαθέτει η Αθήνα και διπλάσιους οπλίτες από αυτούς της πόλης σας, είναι δίκαιο να...» «Η Σπάρτη δε θα παραχωρήσει ποτέ το πρόσταγμα στον Γέλωνα. Είναι αρκετά ξεκάθαρο;» Στην ιδιωτική του ζωή ο Λεωνίδας μπορεί να ήταν φιλικός και υπομονετικός. Μα, όταν έβγαινε στην επιφάνεια η λακεδαιμόνια φλέβα του, γινόταν απότομος και κοφτερός σαν χατζάρα, και αν κάποιος τον έβγαζε από τα ρούχα του με πολύπλοκα επιχειρήματα, κατέφευγε τελικά σε μια σπαρτιάτικη παροιμία: Γιατί να το συζητήσουμε όταν μπορούμε να το λύσουμε με γροθιές; Ο Θεμιστοκλής αναστέναξε. Ούτε στο δικό του συμφέρον ήταν να βρεθεί υπό τις διαταγές του Σικελού τυράννου. Αν αλήθευαν τα όσα
έλεγαν για τον Γέλωνα, τότε ήταν μια προσωπικότητα όχι λιγότερο μεγαλομανής από τον Ξέρξη. Μα το να διαγράψει από τη λίστα του διακόσια πλοία και είκοσι χιλιάδες οπλίτες δεν ήταν ιδιαίτερα εμψυχωτικό. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι μάλλον σκέφτονταν το ίδιο, αν έκρινε κανείς από τις ανήσυχες ματιές που αντάλλασσαν. Μα οι περισσότεροι εκπροσωπούσαν χωριά της Πελοποννήσου τα οποία, είτε με τη θέλησή τους είτε διά της βίας, είχαν συμμαχήσει με τη Σπάρτη εδώ και γενιές και δεν τολμούσαν να της αντιταχθούν. Υπήρχε μόνο μία πόλη στην Πελοπόννησο που διατηρούσε την ανεξαρτησία της από τη Σπάρτη· εύκολα καταλάβαινε κανείς ποια ήταν βλέποντας τη στάση του πρέσβη της. Ο αντιπρόσωπος του Άργους είχε σταυρώσει τα χέρια, είχε σηκώσει το πιγούνι και είχε χώσει σχεδόν το επάνω χείλος μέσα στο κάτω. Αφού άκουσε τα λόγια του Λεωνίδα, σηκώθηκε και άνοιξε τα χέρια και το στόμα, χωρίς όμως να κατεβάσει το πιγούνι. «Η περηφάνια της Σπάρτης θα γίνει ο όλεθρός σας», είπε. «Είναι παράλογη η επιμονή τους να διατάζουν πάντα και μόνο αυτοί τα στρατεύματα της Συμμαχίας. Είναι πολύ καλύτερο για όλους αν το πρόσταγμα είναι κοινό». Ακούστηκαν κάποιες φωνές, δειλές και σκόρπιες, που επιδοκίμαζαν τον Αργείο πρεσβευτή. «Στον πόλεμο πρέπει να υπάρχει μόνο ένα κεφάλι. Είναι προτιμότερο το λάθος ενός παρά μια πιθανά σωστή απόφαση των πολλών», απάντησε ο Λεωνίδας. «Εμείς οι Σπαρτιάτες το ξέρουμε καλά αυτό, γι’ αυτό ο άλλος βασιλιάς μας, ο Λεωτυχίδης, έμεινε στην πόλη, αφήνοντας στα χέρια μου τη διακυβέρνηση αυτού του πολέμου». Καλό θα ήταν ύστερα να στηρίξει τις αποφάσεις που θα πάρεις εδώ, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Μα δεν το πολυπίστευε. Από το λίγο που γνώριζε τον Λεωτυχίδη, ήταν ξεκάθαρο ότι είχε μεγαλύτερη εμπειρία στις πολιτικές δολοπλοκίες απ’ ό,τι ο Λεωνίδας. Σίγουρα εκείνη τη στιγμή έκανε τις δικές του κινήσεις στη Σπάρτη. Αρκούσε
να σκεφτεί κανείς τη ραδιουργία που είχε καταστρώσει για να προφητεύσει το μαντείο των Δελφών ότι ο προκάτοχός του στη θέση, ο Δημάρατος, δεν ήταν νόμιμος γιος και, συνεπώς, δεν μπορούσε να συνεχίσει να είναι βασιλιάς. Και τώρα ο Δημάρατος αποτελούσε μέλος της αυλής του Ξέρξη. Το σκάνδαλο είχε αποκαλυφθεί αρκετό καιρό αργότερα και η Πυθία που είχε αναμειχθεί είχε διωχθεί από το τέμενος των Δελφών. Το θέμα ήταν ότι ο Λεωτυχίδης είχε γίνει βασιλιάς. Κάτι που στον Θεμιστοκλή δε φαινόταν καθόλου αστείο. Από το φίλο του Παυσανία είχε μάθει ότι σε ένα συμπόσιο ο Λεωτυχίδης είχε πει: «Κατά βάθος, ο πόλεμος με τους Πέρσες μας συμφέρει. Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι να καταστρέψει ο Ξέρξης την Αθήνα, που είναι καρκίνωμα για όλη την Ελλάδα. Είμαι σίγουρος ότι έπειτα θα βαρεθεί και θα επιστρέψει στη χώρα του. Ποιο ενδιαφέρον μπορεί να έχει για την Πελοπόννησο;» «Αφού στον Λεωνίδα αρέσουν τα σταράτα λόγια, έτσι θα μιλήσω κι εγώ», είπε ο Αργείος πρέσβης. «Αν θέλετε τη βοήθεια του ισχυρού στρατού του Άργους, θα πρέπει να μας παραδώσετε το μισό πρόσταγμα του πεζικού». Ο εκπρόσωπος της Κορίνθου Αδείμαντος, ένας φαλακρός άνδρας με βουλιαγμένα μάγουλα, ματιά αλεπούς και γλώσσα οχιάς, ξέσπασε σε γέλια. «Ο ισχυρός στρατός του Άργους! Πώς είναι δυνατόν να ζητάτε το πρόσταγμα όταν δεν έχετε ανακάμψει ακόμη από την ήττα από τους Σπαρτιάτες πριν από δώδεκα χρόνια; Να είστε ευγνώμονες που σας ζητήσαμε να συμμετάσχετε στην εκστρατεία μαζί με τους υπόλοιπους. Ο ισχυρός στρατός του Άργους! Ας γελάσω!» «Δε θα επιτρέψω να προσβάλλουν τη νόμιμη κυρίαρχο όλης της Πελοποννήσου!» αναφώνησε ο Αργείος δείχνοντας τον Αδείμαντο με μια κίνηση τόσο απότομη ώστε ο μανδύας του γλίστρησε κι έπεσε στο έδαφος. «Ο καιρός του Αγαμέμνονα πέρασε, φίλε μου», απάντησε ο Κορίνθιος. «Τ ώρα πια δε φοβίζετε ούτε τις κατσίκες που βατεύετε
στον κάμπο!» Κάποιοι αποδοκίμασαν τον Αδείμαντο για τη χοντράδα που είχε ξεστομίσει, μα ήταν περισσότεροι εκείνοι που έβαλαν τα γέλια. Κατακόκκινος από οργή, ο πρέσβης του Άργους μάζεψε το μανδύα του με ένα επιφώνημα περιφρόνησης, πέταξε μια κατάρα με τον αντίχειρα στραμμένο προς τον Κορίνθιο και αποσύρθηκε ακολουθούμενος από τους δύο συνοδούς του. Ο εκπρόσωπος της Σικελίας εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για να αποχωρήσει και ο ίδιος. Η επόμενη που διεγράφη από τη λίστα ήταν η Κέρκυρα. Το νησί, που βρισκόταν απέναντι από τις ακτές της Ιταλίας, είχε υποσχεθεί να συνεισφέρει με ένα στόλο από εξήντα τριήρεις. Τ ώρα όμως ο Λεωνίδας ενημέρωσε τη Συμμαχία για τα όσα τους είχε αποκαλύψει ένας αγγελιαφόρος: «Ο στόλος της Κέρκυρας είναι αγκυροβολημένος στα νότια της Πελοποννήσου και δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να περάσει εκείνο το σημείο». «Και τι περιμένουν, αν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Αδείμαντος με φωνή γεμάτη μνησικακία. Η Κέρκυρα ήταν μια αποικία της Κορίνθου που είχε αναπτυχθεί πολύ και τώρα πια αρνούνταν να υπακούσει στις διαταγές της αλλοτινής της μητρόπολης. «Οι ίδιοι λένε ότι περιμένουν να πέσουν οι ετησίαι», απάντησε ο Λεωνίδας αναφερόμενος στους ανέμους που φυσούσαν από το βορρά και κρατούσαν σχεδόν όλο το καλοκαίρι. «Ωραία δικαιολογία! Ούτε για τον Βορέα να μιλούσαμε. Μήπως τα πλοία τους δεν έχουν κουπιά για να πλεύσουν κόντρα στο αεράκι;» «Το ίδιο μάς κάνει, όπως και να ’χει», είπε ο Λεωνίδας σηκώνοντας τους ώμους. «Όπως με πληροφόρησε ο αγγελιαφόρος, εκεί κάτω δεν έχουν αγκυροβολήσει εξήντα πλοία, μα δέκα το πολύ. Όχι», πρόσθεσε γυρνώντας προς τον Θεμιστοκλή. «Σε αυτή την υπόθεση είμαστε σχεδόν μόνοι μας. Η Αθήνα κι εμείς, η Πελοποννησιακή Συμμαχία». «Εμείς δηλαδή δε μετράμε;» ρώτησε ο εκπρόσωπος της Θήβας, ένας ηλικιωμένος με μακριά λευκά μαλλιά.
«Να με συγχωρείς, έντιμε Ευρύμαχε». Ο Λεωνίδας κατέβασε το κεφάλι ζητώντας συγγνώμη. Ήταν όμως μια κίνηση που δεν κράτησε πάνω από μισό δευτερόλεπτο. Ο Θεμιστοκλής έφερε ξανά στο μυαλό του τη λίστα. Είχε να περιμένει τριακόσια είκοσι πλοία και σαράντα χιλιάδες οπλίτες λιγότερους απ’ όσους είχε προβλέψει στους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς του. Μάλιστα υποπτευόταν ότι δε θα αργούσαν να σημειωθούν κι άλλες λιποταξίες όσο ο στρατός του Ξέρξη πλησίαζε την κεντρική Ελλάδα. Ναι, μπορεί τώρα ο πρέσβης της Θήβας να έστεκε μπροστά του κάνοντας τη θιγμένη κόρη, μα όλοι φοβούνταν ότι οι ολιγαρχικοί που κυβερνούσαν την πόλη του θα περνούσαν στη άλλη πλευρά με το που θα έβλεπαν να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα η πρώτη περσική μίτρα. Αν δεν προσέξουμε, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, ο Ξέρξης θα κερδίσει αυτό τον πόλεμο χωρίς να χρειαστεί να δώσει ούτε μία μάχη. Πίσω απ’ όλα εκείνα υποπτευόταν περισσότερο το δάκτυλο όχι τόσο του Ξέρξη όσο του Μαρδόνιου, ενός πραγματιστή στρατιωτικού που προτιμούσε να καταφεύγει στη διπλωματία και στα χρήματα όποτε ήταν δυνατόν. Κρυφοί πράκτορες διέτρεχαν την Ελλάδα εδώ και χρόνια, σπέρνοντας τον τρόμο και την ελπίδα μαζί. Το πρώτο το κατάφερναν χάρη σε αποτρόπαιες ιστορίες για τα ανατολίτικα μαρτύρια και τις πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος ενός στρατού που στέγνωνε ποταμούς και κατάκαιγε χωράφια στο πέρασμά του. Όσο για την ελπίδα, τη μετέδιδαν λέγοντας ότι όσοι υποτάσσονταν στον Ξέρξη δε ζούσαν και τόσο άσχημα· ότι, όταν τα πράγματα ήταν καλά, οι Πέρσες ήταν ελαστικοί αφέντες, ότι η κυβέρνησή τους θα έφερνε στην Ελλάδα περισσότερα οφέλη παρά ζημιές και ότι χάρη σ’ εκείνους η Ελλάδα θα ενωνόταν επιτέλους, ακόμα και αν ήταν κάτω από το φτερωτό λάβαρο του Μεγάλου Βασιλιά. «Πόσο θα απογοητευόταν ο Ξέρξης αν το έβλεπε αυτό», ψιθύρισε. «Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε ο Κίμωνας.
«Έτσι». Ο Θεμιστοκλής μετάνιωσε που είχε μιλήσει. Εκτός από τον Σίκιννο, κανείς άλλος δεν ήξερε ότι είχε βρεθεί μπροστά στον Μεγάλο Βασιλιά. Ο νέος έδειξε να θίγεται, όπως κάθε φορά που δεν έπαιρνε απάντηση από τον Θεμιστοκλή, και σώπασε. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα να τα μάθεις όλα, λιονταράκι, σκέφτηκε εκείνος. Τη μέρα που θα φτάσεις να ξέρεις όσα ξέρω θα θελήσεις να με συνταξιοδοτήσεις. Όταν εγκατέλειψαν τη Συμμαχία όσοι δεν πίστευαν πια σε αυτή, έφτασε η στιγμή να ανανεώσουν τη συμφωνία. Αφού θυσίασαν ένα μαύρο κατσικάκι κι έχυσαν το αίμα του στο έδαφος, οι παρευρισκόμενοι ορκίστηκαν στις δυνάμεις του ουρανού, της γης και των υδάτων κι έχυσαν χάμω μερικές σταγόνες κρασιού. «Δε θα παραδώσουμε ποτέ την ελευθερία μας στον Ξέρξη!» βρυχήθηκε ο Λεωνίδας. «Ποτέ!» απάντησαν οι υπόλοιποι. «Θα τον κάνουμε να πληρώσει με αίμα για κάθε σπιθαμή γης που θα θελήσει να κατακτήσει!» «Με αίμα!» «Όσοι λαοί παραδοθούν στους Πέρσες είναι εχθροί μας, και όταν τους νικήσουμε θα αφιερώσουμε στο θεό των Δελφών το ένα δέκατο απ’ όλα τα υπάρχοντά τους!» «Ορκιζόμαστε!» Ύστερα από τα σκληρά εκείνα λόγια, τα μέλη της Συμμαχίας ήπιαν το κρασί από τα κύπελλά τους. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι όλα εκείνα δεν ήταν παρά φανφάρες. Όταν όμως αντιμετώπιζε κανείς έναν εχθρό τόσο ανώτερο, χρειάζονταν και οι φανφάρες για να ανάψουν λίγο τα αίματα. Δε στάθηκε καν στο ότι του φαινόταν υπερβολικά γενναιόδωρη η υπόσχεση προς το μαντείο των Δελφών, που δεν έκανε άλλο από το να αποθαρρύνει όλες τις πόλεις της Ελλάδας με τους δυσοίωνους χρησμούς του. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, οι Αθηναίοι απεσταλμένοι θα είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής με την απάντηση του
μαντείου, και ο Θεμιστοκλής φανταζόταν ότι δε θα ήταν ιδιαίτερα αίσια.
Αφού ασχολήθηκαν με ορισμένα οργανωτικά ζητήματα, ο Λεωνίδας ανήγγειλε μια μικρή διακοπή. Ο Θεμιστοκλής βγήκε από το κτίσμα ανακουφισμένος και ανάσανε τον φρέσκο αέρα. Έκανε ζέστη και είχε αρχίσει να ακούγεται το μεταλλικό τραγούδι του τζίτζικα, αλλά τουλάχιστον φυσούσε ένα θαλασσινό αεράκι. Ο ναός του Ποσειδώνα βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Ισθμού, εκείνη που πρόβαλλε προς το Αιγαίο, σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου από το ξέφωτο του τεμένους. Η μέρα είχε ξημερώσει μουντή και η θάλασσα γινόταν ένα με τον ουρανό σε μια ακαθόριστη, βρόμικη λευκωπή γραμμή, στην οποία δεν κατάφερνε να διακρίνει κανείς τη μακρινή σιλουέτα της Αίγινας. «Μην ανησυχείς τόσο πολύ, φίλε μου». Ο Θεμιστοκλής γύρισε. Ήταν ο Λεωνίδας. «Γιατί το λες αυτό;» «Σε είδα να βγάζεις την κερωμένη πινακίδα όπου κρατάς τον κατάλογό σου και να σβήνεις». «Μένουμε όλο και λιγότεροι, Λεωνίδα. Κι αν μας περισσεύει κάτι, δεν είναι ούτε τα στρατεύματα ούτε τα πλοία». «Εγώ πάντως προτιμώ να έχω τους εχθρούς μπροστά μου, παρά πίσω από την πλάτη μου. Τουλάχιστον μπροστά κρατώ την ασπίδα μου». Ο Θεμιστοκλής πρόσεξε ότι ο Κίμωνας είχε πλησιάσει σε απόσταση λίγων βημάτων, κάνοντας ότι περνούσε τυχαία. Αποφάσισε να του κάνει τη χάρη και του ένευσε με το χέρι να πλησιάσει. «Λεωνίδα, να σου συστήσω τον Κίμωνα, το γιο του Μιλτιάδη». Ο βασιλιάς της Σπάρτης χαμογέλασε σαν είδε τα μαλλιά και το μούσι του Κίμωνα. Ύστερα του έπιασε τον δικέφαλο και ο νέος τον
έσφιξε αντανακλαστικά. Είχε να επιδείξει ένα μπράτσο περισσότερο από αξιοσέβαστο, με μυς ακόμα πιο λαξεμένους από του πατέρα του, αν και ο Θεμιστοκλής αμφέβαλλε ότι είχε τη δύναμη του Μιλτιάδη. «Θα γινόσουν καλός Σπαρτιάτης, Κίμωνα. Όπως βλέπω, δεν ποτίζουν μόνο τα νερά του Ευρώτα καλούς πολεμιστές». «Σε ευχαριστώ για τα λόγια σου, Λεωνίδα, μα νομίζω ότι δεν τα αξίζω». «Δε γνώρισα τον πατέρα σου, αλλά ξέρω ότι ήταν σπουδαίος άνδρας. Τ ώρα έχεις κοντά σου άλλον ένα τέτοιο», πρόσθεσε σφίγγοντας τον ώμο του Θεμιστοκλή. «Κοίταξε να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία και προσπάθησε να μάθεις από αυτόν». Ο Κίμωνας κατέβασε το κεφάλι με μετριοφροσύνη, όπως θα έκανε ένας Σπαρτιάτης νέος, και δεν είπε τίποτα. «Είναι κάτι ακόμα που πρέπει να σου πω, Θεμιστοκλή», πρόσθεσε ο Λεωνίδας. Ο Κίμωνας έκανε να φύγει, μα ο Θεμιστοκλής τον έπιασε από το μπράτσο και τον κράτησε. Σκέφτηκε ότι εκείνη η κίνηση θα του απέφερε όφελος στο μέλλον και αγνόησε τον πονοκέφαλο που θα του προξενούσε στο πιο άμεσο παρόν. «Τον Κίμωνα τον εμπιστεύομαι, Λεωνίδα. Μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα». Ο βασιλιάς της Σπάρτης ξερόβηξε. «Όπως είδες, πολλή κουβέντα έχει γίνει για το ανώτατο πρόσταγμα, κι αυτό μας κόστισε δύο πιθανούς συμμάχους. Αν και εγώ δε θα υπολόγιζα ποτέ στη βοήθεια του Άργους». Το μίσος ανάμεσα στη Σπάρτη και στο Άργος είχε τις ρίζες του στους αιώνες, άρα ήταν κατανοητή η άποψη του Λεωνίδα. «Βλέπεις εκείνον εκεί τον άνδρα, που στέκει πλάι στους δύο εφόρους;» Ο Θεμιστοκλής κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνε το πιγούνι του βασιλιά. Οι Σπαρτιάτες αξιωματούχοι κουβέντιαζαν με έναν ψηλό, αδύνατο άνδρα που είχε χάσει το αριστερό χέρι μα χειρονομούσε πολύ εκφραστικά με το ακρωτηριασμένο μέλος. Θα
ήταν γύρω στα πενήντα, ίσως λίγο περισσότερο. «Είναι ο Ευρυβιάδης, ένας εξάδελφος του Λεωτυχίδη. Οι πρόγονοί του φτάνουν μέχρι τον Ιάσονα και λέει ότι έχει στο αίμα του το αλάτι της θάλασσας». «Συνέχισε», είπε ο Θεμιστοκλής. «Γι’ αυτό το λόγο, η Γερουσία της Σπάρτης αποφάσισε ότι είναι ο πιο κατάλληλος για να αναλάβει το πρόσταγμα του στόλου της Συμμαχίας». Ο Θεμιστοκλής σήκωσε το φρύδι. «Πόσα πλοία συνεισφέρει η Σπάρτη;» «Δέκα. Το ξέρεις καλύτερα από μένα». «Δέκα τριήρεις, φίλτατε Λεωνίδα. Για κάθε δικό σας πλοίο, εμείς έχουμε είκοσι. Δε σου φαίνεται ότι η απαίτηση της Γερουσίας σας δεν είναι πολύ λογική, ακόμα και αν το δούμε μόνο αριθμητικά;» «Το ξέρω, το ξέρω. Ήθελα μόνο να σε προειδοποιήσω. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να προσπεράσουμε το θέμα του ποιος πρέπει να κυβερνήσει το στόλο. Θα αναφερθεί μόνο το ανώτατο πρόσταγμα της Σπάρτης, χωρίς να ειπωθεί κάτι πιο συγκεκριμένο». «Σε αυτό συμφωνώ», είπε ο Θεμιστοκλής και στράφηκε για μια στιγμή προς τον Κίμωνα. Το πρόσωπο του νέου έμοιαζε με σφίγγα. «Εκείνο που έχει σημασία τώρα είναι να πείσουμε τους συμμάχους για τη στρατηγική μας», συνέχισε ο Λεωνίδας. «Ύστερα, όταν εσύ φύγεις για το βορρά με το στόλο κι εγώ με το πεζικό, ο Ευρυβιάδης θα έχει λίγους υποστηρικτές και ακόμα λιγότερα επιχειρήματα για να σε αμφισβητήσει ως αρχηγό. Προσπάθησε όμως να μην αναφέρεις το θέμα τώρα». «Εντάξει». «Και κάτι ακόμα», πρόσθεσε ο Λεωνίδας σφίγγοντας τον ώμο του Θεμιστοκλή. «Καλύτερα να αφήσεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μένα, φίλε μου. Όσο λιγότερη προσοχή τραβάς, τόσο λιγότερο θα θυμούνται οι συμπατριώτες μου το θέμα του προστάγματος». Με αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς θεώρησε λήξασα τη συζήτηση και
κίνησε για το τέμενος. Ο Θεμιστοκλής έβαλε τα γέλια και γύρισε προς τον Κίμωνα. «Κι εγώ που νόμιζα ότι ο Λεωνίδας δεν ήταν καλός στην πολιτική! Πώς σου φάνηκε, Κίμωνα;» «Ενδιαφέρων άνθρωπος». Ο Κίμωνας έμεινε σκεφτικός για λίγο και ύστερα χαμογέλασε. «Μη θιγείς, Θεμιστοκλή, αλλά θα προτιμούσα να τον συνοδεύσω στον πόλεμο παρά να πάω με το στόλο». «Ίσως να μπορέσεις να το κάνεις. Θα χρειαστώ έναν άνθρωπο ως σύνδεσμο ανάμεσα στα δύο πεδία. Μπορεί τελικά να δεις τους πολυαγαπημένους σου Σπαρτιάτες εν δράσει. Έλα, πάμε», πρόσθεσε περνώντας το χέρι γύρω από τους ώμους του Κίμωνα. «Η συνάντηση δεν τελείωσε ακόμη».
Έμενε να συζητήσουν τη στρατηγική. Ο Θεμιστοκλής σκόπευε να παρουσιάσει τα σχέδιά του, αλλά μετά την κουβέντα με τον Λεωνίδα προτίμησε να περιοριστεί στην έκθεση των γεγονότων και ύστερα να του δώσει το λόγο. Ο Σίκιννος μπήκε στο τέμενος κουβαλώντας ένα είδος γιγαντιαίας ασπίδας· ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα κι εκείνος δυσκολευόταν να την κρατήσει με τα δύο χέρια. Ο Πέρσης την άφησε στο έδαφος με μια ηχηρή κλαγγή και τη στήριξε σε μια παραστάδα για να τη βλέπουν όλοι. Ύστερα τράβηξε το καραβόπανο που τη σκέπαζε και βγήκε από το χώρο. Για τον Θεμιστοκλή ήταν ξεκάθαρο το νόημα των λοξών γραμμών που ήταν χαραγμένες σε εκείνο τον μεγάλο μπρούτζινο δίσκο. Πολλοί από τους παρευρισκόμενους, ωστόσο, έσκυψαν από τη θέση τους για να δουν καλύτερα, με έκφραση που έδειχνε ότι δεν καταλάβαιναν τι είχαν μπροστά στα μάτια τους. Επρόκειτο για μια περίοδο, δηλαδή το αποτύπωμα του περιγράμματος των ακτών της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Ήταν αντίγραφο ενός πρωτότυπου που είχε φιλοτεχνήσει σε πάπυρο ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο ίδιος γεωγράφος
που είχε ζωγραφίσει πριν από πολλά χρόνια ένα χάρτη όλης της γης. Ο Θεμιστοκλής είχε άλλο ένα αντίγραφο μα δεν είχε διανοηθεί να το φέρει στη συνάντηση, γιατί σε εκείνο τον παγκόσμιο χάρτη παρουσιαζόταν έκδηλα το πόσο μικρή ήταν η Ελλάδα σε σύγκριση με την Περσική Αυτοκρατορία. «Αυτή εδώ η ανώμαλη γραμμή είναι η ακτή», εξήγησε τώρα δείχνοντας με το δάχτυλο τα παράλια της Θεσσαλίας. «Στα αριστερά είναι η Ελλάδα και στα δεξιά η θάλασσα», πρόσθεσε, παρότι είχε ζητήσει από το χαλκωματή να χαράξει ψάρια και δελφίνια σε εκείνο το σημείο για να μη χωρά αμφιβολία ότι επρόκειτο για νερό. Ακούστηκαν μουρμουρητά επιδοκιμασίας, αν και οι πιο ηλικιωμένοι, είτε λόγω ηλικίας είτε από τη μυωπία, δεν έδειχναν τόσο πεπεισμένοι. Ο Θεμιστοκλής έδειξε τώρα το στενό των Δαρδανελλίων, ανάμεσα στην Ασία και στην Ευρώπη. «Εδώ, ανάμεσα στη Σηστό και στην Άβυδο, είναι το σημείο όπου ο Ξέρξης έβαλε να κατασκευάσουν τη γέφυρα των πλοίων. Σύμφωνα με πηγές που φαίνονται αξιόπιστες, το πέρασε πριν από ένα μήνα». «Είναι αλήθεια ότι τα στρατεύματά του το διέσχιζαν επί εφτά ημέρες;» ρώτησε ο αντιπρόσωπος της Επιδαύρου. «Πολύ φοβάμαι πως ναι». Αυτή τη φορά ακούστηκαν θορυβημένα μουρμουρητά. Ο Θεμιστοκλής άφησε τους εκπροσώπους να κάνουν υπολογισμούς. Φυσικά, υπέθεταν ότι ο στρατός του Ξέρξη περνούσε τη γέφυρα εκείνες τις εφτά ημέρες μαζί με τις νύχτες τους σαν ένα ατέλειωτο ανθρώπινο ποτάμι. Αυτό όμως ήταν αδύνατον. Ο Θεμιστοκλής είχε πολλά χρόνια να επισκεφτεί την περιοχή, μα τη γνώριζε καλά. Η ανεπάρκεια του πόσιμου νερού και η στενότητα των περασμάτων εμπόδιζαν τη Σπάντα να περάσει όλη μαζί. Από τα όσα του είχαν διηγηθεί οι σιτέμποροι που ταξίδευαν στην Αίγινα και τους οποίους είχαν αφήσει να περάσουν κάτω από τα αποδομούμενα τμήματα της γέφυρας, ο Ξέρξης είχε χωρίσει το στρατό του σε εφτά σώματα. Το καθένα είχε περάσει τη γέφυρα χωριστά, σε βάρδιες των οχτώ ωρών ανά ημέρα, για να αφήσει νερό και χώρο για το επόμενο. Ο
Θεμιστοκλής υπολόγιζε ότι αυτά τα εφτά σώματα σε παράταξη σχημάτιζαν ένα πελώριο ερπετό με μήκος εκατόν πενήντα χιλιομέτρων, που όμως είχε μεγάλα κενά ανάμεσα στα τμήματά του. Το δεδομένο των εφτά ημερών και των ισάριθμων στηλών παράταξης επιβεβαίωνε τους υπολογισμούς του: ο Ξέρξης έφερνε στράτευμα που αριθμούσε από εκατόν είκοσι έως εκατόν σαράντα χιλιάδες άνδρες, μαζί με το ασκέρι των συνοδών. Και, φυσικά, χωρίς να υπολογίζει κανείς το στόλο. Ήταν ένας αριθμός που θα έκανε τον καθένα να ανατριχιάσει, μα οι σύνεδροι της Συμμαχίας μιλούσαν για εκατομμύρια. Στο κάτω κάτω, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, οι Έλληνες δε συνήθιζαν να βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλους αριθμούς και δεν ήταν τυχαίο ότι για αυτούς η λέξη μύριοι, που αντιστοιχούσε στο νούμερο δέκα χιλιάδες, σήμαινε ταυτόχρονα και «αναρίθμητοι». Δεν μπήκε στον κόπο να τους βγάλει από την πλάνη. Όσο πιο ανίκητο θεωρούσαν το στρατό του Ξέρξη τόσο πιο εύκολο θα ήταν να επικροτήσουν μια στρατηγική που θα ήταν αμυντική στην ξηρά και επιθετική στη θάλασσα. «Και τώρα», είπε, «δίνω το λόγο στον Λεωνίδα, ανώτατο αρχηγό μας». Αφού χαιρέτησε τον Σπαρτιάτη βασιλιά με ένα ελαφρό σκύψιμο του κεφαλιού, αποσύρθηκε και κάθισε ξανά κοντά στον Κίμωνα. Σε μια προηγούμενη συνάντηση, ο Θεμιστοκλής είχε σχεδιάσει μια μικρογραφία του χάρτη πάνω σε μια πήλινη πινακίδα για να τη δείξει στον Λεωνίδα και περίμενε ότι τώρα θα τα κατάφερνε. Πράγματι, ο βασιλιάς έδειξε αμέσως το τρίγωνο που αντιπροσώπευε τον Όλυμπο. «Η πρώτη σκέψη ήταν να αποκρούσουμε τους Πέρσες εδώ, ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα. Μα ο τόπος δεν ήταν κατάλληλος για πολιτικούς λόγους, αλλά και γιατί δεν προσέφερε καλό πεδίο μάχης για το στόλο μας». «Μα τι εμμονή είναι αυτή με το στόλο! Εμείς είμαστε οπλίτες!» αναφώνησε ο εκπρόσωπος της Τεγέας. Αρκετοί αντιπρόσωποι από πόλεις της ενδοχώρας στήριξαν τα λόγια του, μα ο Λεωνίδας σήκωσε
το χέρι για να τους κάνει να σωπάσουν. «Ο Ξέρξης έχει αποφασίσει να κάνει εισβολή από ξηράς και θαλάσσης. Άρα και η δική μας άμυνα πρέπει να είναι αμφίβια. Αν σταματήσουμε τους Πέρσες στα πόδια του Ολύμπου μα εκείνοι ξεμπαρκάρουν άλλους πενήντα χιλιάδες άνδρες στο νότο και μας επιτεθούν από πίσω, δε θα έχουμε καταφέρει τίποτα», επιχειρηματολόγησε ο Λεωνίδας δείχνοντας όλες τις κινήσεις στο χάρτη. Κι άλλα μουρμουρητά επιδοκιμασίας. «Ήταν καλή ιδέα να φέρεις την μπρούτζινη ασπίδα», είπε ο Κίμωνας στο αυτί του Θεμιστοκλή. «Έτσι το καταλαβαίνουμε όλοι καλύτερα». «Τ ι νόμιζες, ότι κάνω τις κινήσεις μου έτσι, χωρίς λόγο;» Σαν είδε μια φευγαλέα έκφραση δυσαρέσκειας στην όψη του Κίμωνα, ο Θεμιστοκλής μετάνιωσε αμέσως για τα λόγια του. Καυχησιολογία, αλαζονεία. Γιατί; Το ξέρεις, και μάλιστα με το παραπάνω, σκέφτηκε. Έχεις χολωθεί γιατί θα σου άρεσε να είσαι εσύ εκεί και να εξηγείς σε όλους τους Έλληνες τη στρατηγική που έχεις καταστρώσει. Μα δε σου μένει άλλη λύση από το να επιτρέψεις να το κάνει άλλος στη θέση σου και να αφήσεις να σου κλέψουν ξανά τη δόξα, όπως στον Μαραθώνα. «Γι’ αυτό», συνέχισε ο Λεωνίδας, «ύστερα από αρκετή σκέψη, αποφασίσαμε να σας προτείνουμε το εξής». Το δάχτυλό του έδειξε το βορειοδυτικό άκρο της Εύβοιας, που έμοιαζε να χώνεται στη χερσόνησο σαν ακρόπρωρο. Εκεί, στη γωνιά του Μαλιακού Κόλπου, ήταν χαραγμένο ένα όνομα. Θερμοπύλες. «Για όσους δεν έχετε πάει ποτέ εκεί, όπως εγώ, θα σας πω τα όσα μου εξήγησε ο στρατηγός Ευαίνετος. Οι Θερμοπύλες είναι ένα πέρασμα πολύ στενό, που έχει πλάτος δεκαπέντε μέτρα στο πιο στενό σημείο του κι επιπλέον είναι προφυλαγμένο από ένα παλιό τείχος. Στα δεξιά είναι η θάλασσα και στα αριστερά υψώνεται ένα βουνό με ύψος χίλια μέτρα. Το πέρασμα μοιάζει με το λαιμό μιας υδρίας. Σε τίποτα δε θα χρησιμεύσει εκεί ο αριθμός των Περσών· θα μείνουν κολλημένοι μπροστά στις ασπίδες
μας». Τ ώρα το δάχτυλό του έδειξε λίγο πιο δεξιά, στην ακτή της Εύβοιας, εκεί όπου ένα Χ έδειχνε τη θέση του ακρωτηρίου Αρτεμισίου. «Εδώ θα ρίξει άγκυρα ο στόλος της Συμμαχίας. Έτσι θα αναχαιτίσουν τα πλοία των Περσών. Δεν έχει σημασία αν θα θελήσουν να κινηθούν προς τα δυτικά και να ενωθούν με το πεζικό τους ή να κάνουν το γύρο της Εύβοιας από τα ανατολικά. Δε θα περάσουν». Η δεύτερη επιλογή δεν ήταν ιδιαίτερα ενδεδειγμένη, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Η ανατολική ακτή της Εύβοιας ήταν πολύ απόκρημνη, είχε ελάχιστα φυσικά λιμάνια και τη μαστίγωνε ένας διαρκής άνεμος που έσπρωχνε τα πλοία επάνω στους γκρεμούς. Το δίχως άλλο, όποιος είχε το πρόσταγμα στο στόλο του Ξέρξη θα προτιμούσε να την αποφύγει και να γυρίσει προς τα δυτικά, για να είναι διαρκώς σε επαφή με το στρατό ξηράς. Σε εκείνο το σημείο άλλωστε οι Πέρσες θα βρίσκονταν πια σε εχθρικά εδάφη. Προς το παρόν μπορούσαν να βασίζονται στις προμήθειες τροφίμων που είχαν εγκαταστήσει μήνες νωρίτερα στη Θράκη και στη Μακεδονία. Όταν έμπαιναν στην Ελλάδα όμως, θα αναγκάζονταν να ζήσουν απ’ όσα προσέφερε η γη. Θα χρειάζονταν όμως και τα μεταγωγικά πλοία του στόλου ως μόνιμη εφοδιοπομπή για να τους φέρνουν προμήθειες από το βορρά. Ναι, οι Θερμοπύλες ήταν σπουδαία αμυντική θέση. Ο ίδιος είχε περάσει από εκεί δύο φορές, στο δρόμο για τη Θεσσαλία και στην επιστροφή από αυτή, και τα υψώματα του Καλλίδρομου του είχαν φανεί ένα ακλόνητο σημείο για την άμυνα της αριστερής πλευράς. Σίγουρα μέσα στα βουνά θα υπήρχαν και άλλα περάσματα, που θα έδιναν στους Πέρσες τη δυνατότητα να περικυκλώσουν το στρατό άμυνας και να εμφανιστούν στην οπισθοφυλακή του, μα, όπως του είχαν πει οι ντόπιοι, ήταν δυνατόν να τα κρατήσουν με σχετικά μικρά στρατεύματα. Ένας στρατός με δυνάμεις μεταξύ των δεκαπέντε και είκοσι χιλιάδων ανδρών θα μπορούσε να σταθεί εκεί για κάμποσο καιρό και σύντομα ο Ξέρξης θα άρχιζε να αντιμετωπίζει προβλήματα αν ο στόλος δεν μπορούσε να φέρει προμήθειες.
Η δυσκολία ήταν στο Αρτεμίσιο, όπου καλούνταν να σταματήσουν εκείνο το στόλο. Αν κατάφερναν να τελειώσουν στην ώρα τους τις πενήντα τριήρεις που κατασκεύαζαν στους ταρσανάδες του Πειραιά, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες με περίπου τριακόσια πενήντα πλοία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, ωστόσο, ο Μεγάλος Βασιλιάς διέθετε τουλάχιστον εξακόσιες εξαιρετικές τριήρεις, από τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, την Κύπρο και την Ιωνία, με έμπειρα πληρώματα, καλύτερα εκπαιδευμένα από τα δικά τους. Πώς θα σταματούσαν ένα στόλο που διέθετε αριθμητική και τεχνική υπεροχή όταν, επιπλέον, το Αρτεμίσιο είχε περίπου δεκατέσσερα χιλιόμετρα ανοιχτής θάλασσας; Και τι δε θα ’δινε για να είχε εκεί στο βορρά στενά σαν της Σαλαμίνας. Το πρόβλημα ήταν ότι ο στρατός και ο στόλος του Ξέρξη ήταν τόσο πολυάριθμοι ώστε, αν άφηναν να περάσει έστω κι ένας από τους δύο, θα μπορούσε να τους περικυκλώσει και να τους επιτεθεί από το νότο. Έπρεπε να τους σταματήσουν ταυτόχρονα. Η μοναδική περιοχή που συνέπιπταν δύο λαιμοί υδρίας ήταν οι Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο. Κι εκεί θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν, γιατί αυτή ήταν η απόφαση που πήρε η Συμμαχία. Ο Θεμιστοκλής παρατήρησε τα πρόσωπα που τον περιτριγύριζαν. Οι πιο πολλοί αντιπρόσωποι από την Πελοπόννησο είχαν δηλώσει από καιρό ότι προτιμούσαν να ενισχύσουν τον Ισθμό και να περιμένουν τους Πέρσες με την ελπίδα ότι ο Ξέρξης θα αρκούνταν να σαρώσει την Αθήνα. Μα, όταν ο Λεωνίδας τους ζήτησε να ψηφίσουν, σήκωσαν τα χέρια και υπάκουσαν τη Σπάρτη, αν και χωρίς πολλή όρεξη. «Καταφέραμε να σώσουμε την Αθήνα», είπε ο Κίμωνας. «Προς το παρόν», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Είχαν αποφασίσει πού θα εγκαθιστούσαν την αμυντική τους θέση. Αν όμως αυτή έπεφτε, πού θα υποχωρούσαν; Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι είχαν ανάγκη από ένα δεύτερο σχέδιο για την περίπτωση που
αποτύγχανε το πρώτο. Το πρόβλημα ήταν ότι κάτι τέτοιο δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί. Το να καταφύγουν σε εναλλακτικό σχέδιο σήμαινε ότι ο Ξέρξης θα είχε ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα και θα κατέστρεφε την πόλη.
Μέγαρα και Δελφοί, 18-22 Ιουλίου Όταν ο Φειδιππίδης συνάντησε τους εκπροσώπους της Αθήνας για να τους ενημερώσει για το χρησμό που είχε δώσει ο Απόλλωνας για την πόλη, οι Αθηναίοι πλησίαζαν πια στα Μέγαρα κι έβλεπαν τη δυτική ακτή της Σαλαμίνας. Όπως έκαναν εδώ και αρκετές ημέρες, ο Επικύδης και ο Μνησίφιλος, που είχαν συνοδεύσει την αποστολή, καβγάδιζαν έντονα πάνω στην άμαξα που τους μετέφερε. Το περίεργο ήταν ότι, παρότι κατέληγαν σε κατάρες και αλληλοκατηγορίες, έπειτα από λίγο πλησίαζαν ξανά ο ένας τον άλλο για να αρχίσουν και πάλι τον καβγά. Στον Επικύδη άρεσε η πολεμική και την αναζητούσε πάντα. Ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο συμφωνούσε ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Εδώ και χρόνια ο Θεμιστοκλής τον χρησιμοποιούσε ως πολιορκητικό κριό ενάντια στους ευγενείς γιατί με τους οξύθυμους, πύρινους λόγους του κατάφερνε να ανάβει τα αίματα του λαού. Ο Μνησίφιλος, που κατέφευγε σε λιγότερο εκλεπτυσμένες μεταφορές, του έλεγε: «Τον Επικύδη βρήκες να κάνεις πολιορκητικό κριό; Μην είσαι τόσο ευγενικός, Θεμιστοκλή. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας χυδαίος γιδοβοσκός». Κριός ή γιδοβοσκός, το βέβαιο ήταν ότι ο Επικύδης είχε αναστήσει με άκρως κατάλληλο τρόπο το ψήφισμα του οστρακισμού χάρη στο οποίο ο Θεμιστοκλής είχε καταφέρει να καθαρίσει τον πολιτικό στίβο από τους αντιπάλους του. Ο Επικύδης προωθούσε μάλιστα και το ψήφισμα για περαιτέρω περικοπές της ισχύος των αρχόντων, οι οποίοι εδώ και μερικά χρόνια δεν εκλέγονταν με ψηφοφορία αλλά με κλήρωση. Καμιά φορά όμως έπρεπε να του σφίγγει λίγο τα λουριά. Για παράδειγμα, όταν είχε προτείνει να μοιραστούν τα έσοδα από το Λαύριο σε όλους τους πολίτες. Τότε ο Θεμιστοκλής είχε αναγκαστεί να μιλήσει πάνω από μία ώρα για να πείσει την Εκκλησία ότι ήταν καλύτερο να επενδύσουν το πλεόνασμα στην κατασκευή στόλου. Η
τελευταία ιδέα του Επικύδη, και η πλέον παράλογη, είχε έρθει πριν από μόλις μερικούς μήνες. Όντας πεπεισμένος πως, αντίθετα με τη γνώμη των ευγενών, οποιοσδήποτε πολίτης ήταν σε θέση να ασκήσει οποιοδήποτε αξίωμα, ο Επικύδης ήθελε να καταθέσει πρόταση ώστε ακόμα και οι δέκα στρατηγοί να επιλέγονται καταφεύγοντας στα κουκιά που χρησιμοποιούσαν για τις κληρώσεις. Στην τόσο αλλόκοτη εκείνη πρόταση είχε προσθέσει άλλη μία: όποιος είχε αναλάβει τη στρατηγία ένα χρόνο δεν μπορούσε να την επαναλάβει ποτέ ξανά. Ο Θεμιστοκλής είχε αναγκαστεί να τον καλέσει στο σπίτι του στον Πειραιά, όπου του είχε πει: «Άκουσέ με, Επικύδη. Με τα πράγματα που μας τρέφουν δεν παίζουμε». «Μα δεν είχαμε συμφωνήσει ότι πρέπει να δώσουμε την εξουσία στο λαό;» απάντησε εκείνος. «Δεν υπάρχει πιο σημαντικό αξίωμα από αυτό του στρατηγού. Κι εσύ θέλεις να μείνει για πάντα στα χέρια των ευγενών;» «Προς το παρόν, θέλω να μείνει στα δικά μου χέρια. Και όταν εγώ δε θα είμαι πια εδώ, θέλω να συνεχίσουν να διαλέγουν οι Αθηναίοι τους καλύτερους για αυτή τη θέση». «Δεν υπάρχουν καλύτεροι και χειρότεροι. Αυτή η αντίληψη είναι αριστοκρατική και πρέπει να εξαλειφθεί!» «Αυτή η αντίληψη είναι η καθαρή αλήθεια, Επικύδη», απάντησε ο Θεμιστοκλής κοντεύοντας να χάσει την υπομονή του. «Μιλάμε για το πρόσταγμα σε χιλιάδες άνδρες, τον αγώνα για την επιβίωση της πόλης. Και σε αυτό δε θέλουμε ανίκανους. Αρκετά άσχημο είναι ήδη το γεγονός ότι εκλέγουμε δέκα στρατηγούς αντί για έναν μόνο!» «Με απογοητεύεις, Θεμιστοκλή. Είσαι γαντζωμένος στο παρελθόν». «Μπορεί. Όσο όμως οι Πέρσες βρίσκονται στην Ευρώπη, άφησε, σε παρακαλώ, την επανάστασή σου για αργότερα». «Σε διαβεβαιώνω πως όταν φτάσει εκείνη η μέρα θα πάρω τα κεφάλια όλων των διεφθαρμένων ευγενών που καταβροχθίζουν τις δωροδοκίες!»
Εκείνα τα λόγια παρέπεμπαν στον Ησίοδο. Ο Επικύδης τρελαινόταν να τον αναφέρει, γιατί τον θεωρούσε τον κατεξοχήν αντιαριστοκρατικό ποιητή. Αντιθέτως, αν υπήρχε μία προσωπικότητα στην ιστορία της Αθήνας την οποία μισούσε, αυτή ήταν ο Σόλωνας. Τ ώρα, ενώ τραμπαλίζονταν πάνω στην άμαξα, ο Μνησίφιλος τον ρώτησε προς τι τόση αποστροφή. «Οι νόμοι του εμπόδισαν να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος στην Αθήνα», απάντησε ο Επικύδης. «Αυτή ακριβώς είναι η αξία του», ισχυρίστηκε ο Μνησίφιλος. «Έτσι λες εσύ; Εκείνη την εποχή ήταν απαραίτητο ένα καλό λουτρό αίματος· θα είχαμε γλιτώσει από πολλά δεινά. Μα αυτός προσπάθησε να βρει μια μέση λύση και τελικά δεν άφησε κανέναν ευχαριστημένο. Εξαιτίας των νόμων του, ο λαός πιστεύει ότι έχει κάποια δύναμη στην κυβέρνηση και συμβιβάζεται με τα ψίχουλα που του πετούν εκείνοι που κρατούν την πραγματική εξουσία, όπως πάντα». «Ο Σόλωνας κατάργησε τη δουλεία εξαιτίας των χρεών, εκτός του ότι εξαγόρασε την ελευθερία των φτωχών πολιτών τους οποίους είχαν πουλήσει ήδη έξω από την πόλη. Μήπως σου φαίνεται άσχημο κι αυτό;» ρώτησε ο Μνησίφιλος υψώνοντας τη φωνή. Ήταν ήσυχος άνθρωπος, αρκεί να μην ανέφερε κανείς τον προπάππο του. «Εννοείται πως μου φαίνεται άσχημο! Το μόνο που κατάφερε ήταν να πάρει ημίμετρα. Όταν υπάρχει ένα εξάνθημα, το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να το αφήσει να χειροτερέψει και να πρηστεί ώσπου στο τέλος να σπάσει και να βγάλει όλο το πύον του. Αυτό έπρεπε να συμβεί και στην Αθήνα». «Φαντάζομαι ότι στην οξυδερκή μεταφορά σου οι αριστοκράτες είναι το πύον». «Ακριβώς!» Ο Θεμιστοκλής, που προχωρούσε έφιππος, γύρισε να κοιτάξει τον καβγά των δύο ανδρών πάνω στην άμαξα. «Επικύδη, να σου θυμίσω ότι, παρόλο που ο Μνησίφιλος φορά
συνέχεια τον ίδιο χιτώνα, είναι κι εκείνος ευπατρίδης». Απολάμβανε πραγματικά να κεντρίζει εκείνους τους δύο. «Κάποιος έρχεται!» τους ειδοποίησε ο Κίμωνας. Ήταν ο Φειδιππίδης. Ξεχώριζε από τον τρόπο που έτρεχε, με τους αγκώνες κολλημένους στο κορμί και σηκώνοντας πολύ τα λιπόσαρκα γόνατά του. Ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και δεν άργησε να τους φτάσει. Ο Θεμιστοκλής δεν εξεπλάγη με την εμφάνισή του. Ενώ ο ίδιος παρευρισκόταν στη συγκέντρωση της Συμμαχίας, μια επίσημη αποστολή είχε φύγει για τους Δελφούς για να ζητήσει συμβουλή για το τι θα έπρεπε να κάνουν ώστε να αντιμετωπίσουν την εισβολή. Συμμετείχαν ο πολέμαρχος Εύμολπος, άλλος ένας στρατηγός και κάμποσοι αξιωματούχοι. Ο Θεμιστοκλής είχε ζητήσει από τον Φειδιππίδη να τους συνοδεύσει και, μόλις η Πυθία τους έδινε το χρησμό, να φύγει κατευθείαν για την Κόρινθο για να τους τον ανακοινώσει. Ο δρομέας τούς έφτασε την ώρα που περνούσαν από έναν μικρό πευκώνα και, με την ευκαιρία, έκαναν μια μικρή στάση. «Λοιπόν; Ποιος είναι ο χρησμός;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής τον Φειδιππίδη σαν είδε ότι εκείνος είχε σβήσει τη δίψα του. Θα προτιμούσε να ακούσει την προφητεία μόνος του. Μα δεν είχε τόση εξουσία ώστε να κρύψει από τους άλλους δύο στρατηγούς τα λόγια του Απόλλωνα. «Πολύ φοβάμαι ότι δε θα σας αρέσει». Κρίνοντας από την έκφραση του αγγελιαφόρου, ο Θεμιστοκλής υποπτευόταν ότι είχε δίκιο. Παρ’ όλα αυτά, του έκανε νόημα να προχωρήσει. Ο Φειδιππίδης σηκώθηκε όρθιος και απάγγειλε από μνήμης: Δυστυχείς! Τ ι περιμένετε; Βάλτε το στα πόδια ως τα πέρατα του κόσμου, Και εγκαταλείψτε τους στρογγυλούς προμαχώνες της πόλης σας. Τα πάντα θα σαρώσει η φωτιά και η οργή του θεού Άρη, Επάνω σε άρμα συριακό. Κι άλλα οχυρά θα καταστρέψει Εκτός απ’ το δικό σας. Εγκαταλείψτε την ιερή σας πόλη
Και δεχθείτε το κακό με παραίτηση! Ως καλός κήρυκας, ο Φειδιππίδης ήξερε να υποδύεται τη φωνή και να απαγγέλλει σχεδόν σαν επαγγελματίας ραψωδός. Σαν άκουσαν την προφητεία που είχε εμπνεύσει ο Απόλλωνας, τρόμαξαν κι έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Τελικά, ο στρατηγός Λεωκράτης είπε: «Αυτός ο χρησμός δεν πρόκειται να εξυψώσει πολύ το ηθικό της πόλης». «Αστειεύεσαι; Είναι φρικτός!» απάντησε ο Επικύδης. Στον επαναστατικό τρόπο σκέψης του δε χωρούσε ακόμη η ιδέα τού να γκρεμίσουν τους θεούς από τον Όλυμπο, γιατί ήταν πολύ προληπτικός. «Εσύ δεν ήθελες λουτρά αίματος και ολέθρους;» είπε ο Μνησίφιλος. «Ορίστε λοιπόν, στην προφητεία φτάνουν και περισσεύουν». «Για πες μου, λοιπόν, Φειδιππίδη», παρενέβη τότε ο Θεμιστοκλής. «Δεν πέρασε από το μυαλό ούτε του πολέμαρχου ούτε κανενός άλλου να ζητήσει από το μαντείο ένα δεύτερο χρησμό, πιο ευνοϊκό;» «Όχι. Πέτρωσαν από την έκπληξη, όπως τώρα εσείς, και ύστερα αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα το συντομότερο για να φέρουν τα άσχημα νέα». Ο Θεμιστοκλής κάθισε για να το σκεφτεί. Οι χρησμοί του μαντείου των Δελφών ήταν συχνά διφορούμενοι. Το ίδιο είχε συμβεί όταν ένας από τους σημαντικότερους ευεργέτες του, ο Κροίσος, είχε ρωτήσει τι θα συνέβαινε αν κήρυσσε τον πόλεμο στον Πέρση Κύρο. «Θα καταστρέψεις μια σπουδαία αυτοκρατορία», είχε απαντήσει η Πυθία. Φυσικά, ο Κροίσος ερμήνευσε το χρησμό όπως τον βόλευε, μπήκε στον πόλεμο και η αυτοκρατορία που κατέστρεψε ήταν η δική του. Επειδή κατά βάθος η προφητεία είχε βγει αληθινή, δεν μπόρεσε ποτέ να απαιτήσει την επιστροφή των θησαυρών του. Αυτή τη φορά όμως οι χρησμοί δεν ήταν διόλου διφορούμενοι. Οι Δελφοί είχαν πει στους Κρήτες να μη διανοηθούν να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Την ίδια απάντηση είχαν δώσει και στην πόλη του Άργους. Όσο για την προφητεία που είχαν λάβει οι Σπαρτιάτες, ούτε εκείνη ήταν ενθαρρυντική. Αφού τον έβαλε να ορκιστεί ότι δε θα την
αποκάλυπτε σε κανέναν, ο Λεωνίδας την είχε απαγγείλει στον Θεμιστοκλή: Κάτοικοι της απλόχωρης Σπάρτης! Είτε οι Πέρσες θα καταστρέψουν την κραταιά, θεϊκή σας πόλη, Είτε η χώρα του Λακεδαίμονα θα θρηνήσει το χαμό ενός βασιλιά. Γιατί ο εισβολέας έχει τη δύναμη του Δία, και δε θα σταματήσει Προτού κάνει χίλια κομμάτια την πόλη ή το βασιλιά της. «Κάτι μού λέει ότι δε θα πεθάνω φροντίζοντας τα αμπέλια μου», είχε συμπεράνει ο Λεωνίδας σηκώνοντας τους ώμους. Είτε ο Απόλλωνας έβλεπε ξεκάθαρα ποια θα ήταν η κατάληξη του πολέμου είτε ο Μαρδόνιος είχε πλημμυρίσει το τέμενος με χρυσάφι. Αν και χωρούσε και μια τρίτη, πιο απλή εξήγηση: οι διοικούντες των Δελφών ήταν λιπόψυχοι. Οι Πέρσες είχαν τη φήμη ότι σέβονταν τα τεμένη των άλλων λαών και, πάνω απ’ όλα, τα μαντεία. Ακόμα περισσότερο αν ήταν του Απόλλωνα, όπως είχε συμβεί στα Δίδυμα, στην Καρία, με το μαντείο που συνέχιζε να λειτουργεί υπό την κυριαρχία των Αχαιμενιδών. Οι ιερείς του είχαν φανεί αρκετά έξυπνοι ώστε να ταυτίσουν τα ηλιακά χαρακτηριστικά του Απόλλωνα με εκείνα του Αχουραμάζντα και να πείσουν τους Πέρσες ότι κατά βάθος επρόκειτο για τον ίδιο θεό. Όπως είχε πει ο Λεωκράτης, το ηθικό της Αθήνας δεν ήταν ιδιαίτερα ακμαίο. Οι πολίτες της τέταρτης τάξης ήταν λίγο πιο πρόθυμοι. Παρόλο που φοβούνταν τον Ξέρξη όσο και οι υπόλοιποι, εδώ και μήνες εργάζονταν στην κατασκευή και συντήρηση του στόλου, στον οποίο επρόκειτο να συμμετάσχουν ως έμμισθοι κωπηλάτες. Τα μέλη των τριών πρώτων τάξεων όμως, οι οπλίτες που είχαν νικήσει τους Πέρσες στον Μαραθώνα, δεν ένιωθαν εξίσου ικανοποιημένοι ούτε στο ελάχιστο. Όχι μόνο έβλεπαν την απειλή του πολέμου να απλώνεται πάνω τους, μα έτρεμαν ότι θα έχαναν την αξιοπρέπειά τους και τα λίγα προνόμια που διατηρούσαν. Ένας ηττοπαθής χρησμός σαν εκείνον δεν επρόκετο να συνεισφέρει στο να ξεκινήσουν πρόθυμοι για το Αρτεμίσιο. «Βάλτε το στα πόδια ως τα πέρατα του κόσμου». Γιατί όχι και
ακόμα πιο μακριά; αναρωτήθηκε ο Θεμιστοκλής. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει μα έμεναν ακόμη κάμποσες ώρες στο φως της ημέρας. Πλησίασε το άλογό του, στήριξε τα χέρια στη ράχη του και ανέβηκε χωρίς τη βοήθεια του Σίκιννου. Παρά τα σαράντα τρία χρόνια του, ήταν ακόμη σε φόρμα. «Πού πας;» τον ρώτησε ο Κίμωνας. «Συνεχίστε εσείς το δρόμο σας για την Αθήνα. Εγώ πάω στους Δελφούς». «Τ ι να κάνεις;» «Να φέρω άλλο χρησμό!»
Ο Θεμιστοκλής δε σκέφτηκε να ζητήσει άλλη συνοδεία εκτός από τον Σίκιννο. Ανέθεσε στον Κίμωνα να μεταφέρει τον πολύτιμο μπρούτζινο χάρτη και να επιβλέψει την τελευταία φάση της κατασκευής των πλοίων που περίμεναν στον Πειραιά. Ο γιος του Μιλτιάδη τον κοίταξε με δυσπιστία. «Κάτι ετοιμάζεις εσύ». «Όχι. Ακόμα κι αν ετοιμάζω όμως, καλύτερα να μην ξέρεις τίποτα». Και ο Μνησίφιλος ήθελε να πάει στους Δελφούς, γιατί δεν είχε επισκεφτεί ποτέ το μαντείο. Ωστόσο ο Θεμιστοκλής απάντησε στον παλιό του φίλο: «Άλλη φορά. Σου υπόσχομαι ότι μόλις τελειώσουν όλα αυτά θα σε συνοδεύσω ο ίδιος να δεις το μαντείο». Από τους δύο στρατηγούς, ο Λεωκράτης δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να πάει μαζί του και να προσθέσει ένα ακόμα ταξίδι σε εκείνο που είχε ήδη στην πλάτη του. Μα ο Ανδρόνικος επέμενε να τον συνοδεύσει και να πάρει μαζί το σκλάβο του Τ ήλο, έναν τύπο με όψη θανατοποινίτη που επιδιδόταν στο παγκράτιο, το πιο σκληρό είδος πάλης. Ήταν μια διαδρομή τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιομέτρων. Αν
και συνήθως ο δρόμος ανάμεσα στην Αθήνα και στους Δελφούς ήταν πολυσύχναστος, δεν έπαυε να είναι ένα κατασκονισμένο μονοπάτι που όταν θ’ άρχιζαν να πέφτουν οι βροχές του χειμώνα θα γινόταν σχεδόν αδιάβατο. Στις τρεις ημέρες που χρειάστηκαν για να το διανύσουν, ο Θεμιστοκλής σκεφτόταν διαρκώς γεμάτος ζήλια τη Βασιλική Οδό, που ήταν φαρδιά και λιθόστρωτη και είχε πανδοχεία και ταχυδρομικά χάνια κάθε λίγα χιλιόμετρα. Κατά μία έννοια, η μετριότητα των ελληνικών δρόμων ίσως απέβαινε υπέρ της Συμμαχίας αν κατάφερνε να καθυστερήσει τους εισβολείς. Όταν ο Ξέρξης έμπαινε στην Ελλάδα και αναγκαζόταν να οδηγήσει τον τεράστιο στρατό του σε εκείνους τους κατσικόδρομους, σίγουρα θα άρχιζε τις κατάρες. Κοιμήθηκαν και τις τρεις νύχτες στο ύπαιθρο. Την τελευταία διανυκτέρευση την έκαναν στη Σχιστή, το σταυροδρόμι όπου ο Οιδίποδας είχε συναντήσει τον πατέρα του Λάιο και, χωρίς να ξέρει ποιος είναι, τον είχε σκοτώσει σε μια φιλονικία. Ο Ανδρόνικος θεωρούσε δυσοίωνο το μέρος. Όμως είχε πέσει η νύχτα και είχαν βρεθεί μέσα σε πυκνό δάσος, γι’ αυτό δεν έμενε άλλη λύση από το να ανάψουν μια φωτιά εκεί ακριβώς, κοντά σε ένα σωρό από πέτρες που σύμφωνα με τους ντόπιους σκέπαζαν τον τάφο του βασιλιά Λάιου. Ο Θεμιστοκλής προτίμησε να μην το πει στον Ανδρόνικο για να μη δώσει τροφή στους δισταγμούς του. Από τη Σχιστή αναγκάστηκαν να συνεχίσουν πεζή γιατί ο δρόμος γινόταν πιο κακοτράχαλος όσο πλησίαζαν στον Παρνασσό, οι κορυφές του οποίου προστάτευαν το τέμενος. Τ ώρα φαινόταν η γυμνή, κοκκινωπή πέτρα, μα το χειμώνα ο Θεμιστοκλής είχε δει το βουνό σκεπασμένο με χιόνι. Έφτασαν στο χωριό των Δελφών λίγο μετά το μεσημέρι. Δεν ήταν τόσο γεμάτο όσο άλλες φορές που το είχε επισκεφτεί ο Θεμιστοκλής. Μα πάντα ερχόταν στο μαντείο την έβδομη ημέρα του μήνα, την ημερομηνία που είχε οριστεί για τους προσκυνητές, ενώ αυτή τη φορά θα αναγκάζονταν να ζητήσουν έκτακτη συνάντηση ως ειδική χάρη. Ο πρόξενος της πόλης των Αθηνών, που μερικές ημέρες
νωρίτερα είχε φιλοξενήσει την επίσημη αποστολή, κατάφερε να βρει ένα δωμάτιο για τους δύο στρατηγούς, ενώ τον Σίκιννο και το σκλάβο του Ανδρόνικου τους έβαλαν στην αυλή του σπιτιού. Ο Θεμιστοκλής δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει τίποτα στην τύχη, γι’ αυτό και άρχισε τις κινήσεις αμέσως μόλις έφτασε. Ο πρόξενος του σύστησε να μιλήσει με τον Τ ίμωνα, έναν από τους δύο ιερείς που διοικούσαν το μαντείο. «Είναι προσιτός άνθρωπος. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω», είπε κάνοντας τη γνωστή χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα. Ο Θεμιστοκλής έστειλε ένα παραπαίδι να πει στον Τ ίμωνα ότι τον καλούσε σε δείπνο. Από τα λόγια του πρόξενου, ήταν σίγουρος ότι ο ιερέας θα δεχόταν. Όταν έλαβε την επιβεβαίωση και ήταν έτοιμος να βγει στο δρόμο με τον Σίκιννο, τον περίμενε μια έκπληξη. «Θα έρθω κι εγώ μαζί σου», του είπε ο σύντροφός του Ανδρόνικος. Δεν μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ευχάριστη παρέα. Στο δρόμο είχαν μιλήσει ελάχιστα. Ο Ανδρόνικος ήταν γνήσιος ευπατρίδης, με όλα όσα συνεπαγόταν αυτό. Όπως έλεγε δίκαια ο Κλεισθένης, ήταν συζητήσιμο πόσοι από εκείνους τους αριστοκράτες με το καθαρό αίμα δεν ήταν απόγονοι σκλάβων που είχαν πλαγιάσει με τις μητέρες, τις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες τους. Όταν ήταν νέος, ο Ανδρόνικος ήταν δισκοβόλος και λάμβανε μέρος στα Νέμεα. Στα πενήντα του χρόνια δεν είχε άσχημη κορμοστασιά, αλλά είχε παχύνει και το διπλοσάγονο έκανε το άλλοτε κοφτερό γένι του να φαίνεται νωθρό. Ήταν από εκείνους τους ευγενείς που επιδίδονταν στο κυνήγι και στην ιππασία, ζούσαν από τα έσοδα των κτημάτων τους και έτρεφαν μια περιφρόνηση που δεν κατάφερναν να κρύψουν για όσους εργάζονταν, όπως ο Θεμιστοκλής. Αυτό ήταν ένα μάθημα που του είχε διδάξει η μητέρα του. «Πρόσεξε να μην περιφρονήσεις ποτέ κανέναν, γιε μου. Η περιφρόνηση φαίνεται πολύ. Αν μισείς κάποιον, ακόμα κι αν τον προσβάλεις τυφλωμένος από οργή, μπορεί να σε συγχωρήσει αύριο κιόλας. Αν όμως τον περιφρονείς και τον θεωρείς κατώτερό σου,
πάντα θα σου κρατάει κακία». Ίσως φαινόταν περίεργο το ότι αυτά τα λόγια προέρχονταν από μια γυναίκα με ματιά τόσο υπεροπτική όσο εκείνη της Ευτέρπης. Μα ο Θεμιστοκλής είχε μάθει σχεδόν αμέσως να ξεχωρίζει την περηφάνια από την περιφρόνηση. Στον Ανδρόνικο φαινόταν σε κάθε έκφραση, στη γεμάτη μίσος γκριμάτσα με την οποία σήκωνε το επάνω χείλος, στο νωθρό βλεφάρισμα με το οποίο άκουγε τα λόγια του Θεμιστοκλή. Γι’ αυτό παραξενεύτηκε τόσο σαν άκουσε ότι ήθελε να έρθει μαζί του. Μα δε βρήκε τρόπο να απαλλαγεί από τη συνοδεία ούτε του ίδιου ούτε του γεροδεμένου σκλάβου του. Όταν έφτασαν στο χάνι του Μινύα, τους είπαν ότι ο ιερέας τούς περίμενε σε ένα χωριστό δωμάτιο στο επάνω πάτωμα. Όταν ο Θεμιστοκλής έκανε να ανέβει, ο Ανδρόνικος τον έπιασε από τον αγκώνα. «Περίμενε. Θέλω να σου μιλήσω». «Κι εγώ θέλω να μιλήσω με τον Τ ίμωνα». «Προς τι τόση βιασύνη; Όσο περισσότερο πεινάσει τόσο περισσότερο θα σε ευχαριστήσει για την πρόσκλησή σου». Ο Ανδρόνικος επέμεινε να καθίσουν σε ένα τραπεζάκι στο δρόμο. Ο Σίκιννος και ο Τ ήλος κάθισαν παράμερα δίχως να αλλάζουν λέξη. Ο πανδοχέας, που γνώριζε τον Θεμιστοκλή και ήξερε ότι ήταν σημαντικός άνδρας και καλοπληρωτής, έφερε ένα κανάτι με κρασί κι ένα δίσκο με κομμάτια κατσικίσιο τυρί με λάδι, βασιλικό και δεντρολίβανο. Όταν έμειναν μόνοι, ο Ανδρόνικος εξέπληξε τον Θεμιστοκλή με την άγρια σχεδόν ευθύτητά του. «Πόσα;» «Τ ι πράγμα;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής. «Πόσα δινεις για να μη μιλήσω;» Ο Θεμιστοκλής ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια. Αν ήταν ανάγκη, ήξερε και ο ίδιος να γίνεται τραχύς με τους γύρω του, μα τον προσέβαλε η αγένεια του ευπατρίδη. Πώς του είχε έρθει αυτό; Γιατί του φερόταν λες και ήταν κανένας κοινός τραπεζίτης; Παρ’ όλα αυτά,
αποφάσισε ότι τον συνέφερε περισσότερο να ελέγξει την οργή του και να μάθει με τι ζάρια έπαιζε ο Ανδρόνικος. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Ήρθες ως εδώ για να πάρεις από το μαντείο άλλο χρησμό, πιο ευνοϊκό. Επειδή εγώ σε γνωρίζω», είπε ο Ανδρόνικος με ένα δυσάρεστο γέλιο, «καταλαβαίνω πως κάποια ραδιουργία ετοιμάζεις». «Δεν ξέρω τι λόγους μπορεί να έχεις για να πιστεύεις κάτι τέτοιο, όμως να ξέρεις ότι με προσβάλλεις. Αν θέλω έναν καλύτερο χρησμό, είναι για την Αθήνα, όχι για μένα. Κι εσύ θα έπρεπε να με στηρίζεις». «Έλα τώρα, μην κάνεις τον θιγμένο. Μπορεί τώρα ο όχλος να σε κρατά στην κορυφή, μα αυτό δεν πρόκειται να συνεχίσει για πάντα. Ανθρώπους σαν κι εσένα τους ξέρω καλά. Όσο κι αν προσπαθείτε να καθαρίσετε, πάντα μυρίζετε κοπριά, και στο τέλος επιστρέφετε στην κοπριά». Κοπριά μπορεί να μυρίζεις εσύ που ζεις από τα χωράφια, όχι εγώ, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Η οργή είχε κάνει το σφιγμό του να χτυπά σαν τρελός. Ωστόσο εκείνη την ώρα διακυβεύονταν πιο σημαντικά πράγματα από την αυτοεκτίμησή του. «Εντάξει λοιπόν», είπε παγερά. «Ας υποθέσουμε ότι οι υποθέσεις σου έχουν κάποια δόση αλήθειας κι εγώ προσπαθώ να χειραγωγήσω το μαντείο. Πες μου πόσα θα μου ζητούσες για τη σιωπή σου». «Ξέρω ότι δεν έχεις ανάγκη από χρήματα, Θεμιστοκλή, και τώρα τελευταία τα εισοδήματά μου δεν είναι αυτά που ήταν. Δεν μπορώ να επιτρέψω σε ψείρες με καθαρή όψη σαν και σένα να ντύνονται καλύτερα από εμένα και να ζουν σε πιο πολυτελή σπίτια. Θέλω να με πληρώνεις τρεις χιλιάδες δραχμές το χρόνο». Ο Θεμιστοκλής έριξε μια πλάγια ματιά στον Σίκιννο. Από το μυαλό του πέρασε φευγαλέα η εικόνα του Ανδρόνικου να κείτεται στραγγαλισμένος σε ένα δρομάκι ή να κατακρημνίζεται σε κάποια πλαγιά στο δρόμο του γυρισμού. «Ούτε να το σκέφτεσαι». Ο ευπατρίδης μάλλον είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Μπορεί ο σκλάβος σου να είναι μεγαλόσωμος σαν αρκούδα, μα σε διαβεβαιώ ότι δε θα άντεχε ούτε λεπτό απέναντι
στον Τ ήλο». Ο Θεμιστοκλής κοίταξε ξανά το σκλάβο του Ανδρόνικου. Ήταν ένας μπράβος με σπασμένη μύτη και αυτιά σκισμένα σαν κουνουπίδια. Δεν είχε λάβει ποτέ μέρος σε επίσημους αγώνες γιατί δεν ήταν ελεύθερος πολίτης· πάλευε σε νυχτερινούς καβγάδες παγκρατίου στους οποίους οι θεατές έβαζαν στοιχήματα. Ο Θεμιστοκλής τον είχε δει δύο φορές, μία στον Πειραιά και μία στον Κεραμεικό, και παραδεχόταν ότι ενέπνεε φόβο. Ήταν λίγο ψηλότερος από τον ίδιο, μα αν είχε λαιμό θα τον περνούσε πάνω από μισό κεφάλι. Το κορμί του ήταν ογκώδες και γεμάτο μυς που φούσκωναν σαν τους κόμπους των κάβων με τους οποίους έδεναν τις φορτηγίδες στην προβλήτα. Μα εκείνο που φόβιζε περισσότερο όποιον τον έβλεπε να παλεύει ήταν η ωμή βία, η τυφλή επιθετικότητα με την οποία σφυροκοπούσε τους αντιπάλους του, σαν να ήταν η ενσάρκωση του Άρη. Οι αντίπαλοί του πάντα συγκρατούνταν κάποια στιγμή, σε αντίθεση με τον Τ ήλο, που είχε σκοτώσει ήδη κάμποσους παλαιστές. Τ ις δύο φορές που τον είχε δει ο Θεμιστοκλής, ο κριτής της πάλης είχε αναγκαστεί να τον κρατήσει με τη βοήθεια άλλων ανδρών για να μην καταλήξει να σκοτώσει κλοτσηδόν τον αντίπαλο που κείτονταν στο έδαφος. Κατά κάποιο τρόπο αυτό τον συνέφερε. Όταν θα επέστρεφαν στην Αθήνα, ο κόσμος δε θα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι δεν είχε πιέσει τον Ανδρόνικο, αφού ήταν γνωστό ότι είχε τον πιο σκληροτράχηλο σωματοφύλακα της πόλης. Σαν να είχε μαντέψει εκ νέου τις σκέψεις του, ο Ανδρόνικος του είπε: «Σε συμφέρει το ότι σε συνόδευσα. Θα είμαστε δύο οι μάρτυρες του χρησμού, κι έτσι ο κόσμος δε θα αμφιβάλει για το λόγο σου. Όλοι ξέρουν ότι εγώ είμαι αδιάφθορος». «Εντάξει», είπε ο Θεμιστοκλής. «Θα γίνουν όλα όπως είπες. Και τώρα έλα να ανεβούμε. Δε θέλω να αφήσω τον Τ ίμωνα να περιμένει άλλο». «Όχι, όχι! Προτιμώ να μη μιανθώ με τις βέβηλες ραδιουργίες σου. Δε θέλω να ξέρω τι θα κάνεις για να χειραγωγήσεις τη θέληση των
θεών». Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από το σκαμνί. «Για αρχή, σου επιτρέπω να με κεράσεις αυτό το κανάτι με το κρασί», είπε με σαρκαστικό χαμόγελο. «Για να συνηθίζεις σιγά σιγά. Και να μην ξεχάσω: θέλω τις τρεις χιλιάδες δραχμές στο σπίτι μου το βράδυ που θα φτάσουμε στην Αθήνα. Προσπάθησε να στείλεις κάποιον άλλο σκλάβο, που να μην τραβά την προσοχή τόσο όσο αυτό το βόδι», είπε δείχνοντας τον Σίκιννο. «Εγώ θα αναλάβω να μπει από την πίσω πόρτα. Δε θέλω να με συσχετίσουν μαζί σου περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται».
Δείπνησαν τρυφερό κρέας με αρωματικά βότανα, τόσο μαλακό που έλιωνε στο στόμα, και ψάρι στα κάρβουνα. Ο Θεμιστοκλής, που έφαγε και ήπιε με μέτρο για να κρατήσει καθαρό το μυαλό του, προσπάθησε να κάνει τον Τ ίμωνα να πιει άφθονο κρασί. Ο ιερέας όμως κατέβασε ένα ολόκληρο κανάτι με μόλις μισό μέρος νερό χωρίς να αρχίσει να μπερδεύει τα λόγια του. Όταν τελείωσαν, ο Θεμιστοκλής πλήρωσε τον μουσικό που είχε ζωντανέψει το δείπνο με τον δίαυλό του και τον έδιωξε. Ύστερα έδωσε άλλο ένα νόμισμα στο γιο του πανδοχέα, που μάζευε τις γαβάθες. «Πες στον υπηρέτη μου να μείνει κοντά στην πόρτα και να μην αφήσει κανέναν να μπει. Δε θέλω να μας ενοχλήσουν». Σαν άφησαν κατά μέρος τα ασήμαντα θέματα που είχαν κουβεντιάσει στο δείπνο, ο Θεμιστοκλής ανέφερε τον επικείμενο πόλεμο. Η συνομιλία με τον Ανδρόνικο τον είχε κάνει να χάσει τη διάθεσή του και να γίνει πιο ευθύς και άμεσος απ’ ό,τι ήταν συνήθως. «Το μαντείο σας έχει κάνει όλους τους Έλληνες να δειλιάσουν. Σε όσους δε λέει ευθέως να παραδοθούν ή να μη λάβουν μέρος, τους απειλεί με τρομερά δεινά». «Το μαντείο δεν είναι “ δικό μας”, φίλτατε Θεμιστοκλή. Είναι του θεού. Δείξε λίγο σεβασμό στον Φοίβο Απόλλωνα». Ο Τ ίμωνας ήταν ένας εύσωμος εξηντάρης με αραιά μαλλιά, λευκά
σαν το χιόνι που στεφάνωνε τον Παρνασσό. Τα μάτια του ήταν τόσο γαλάζια που προξενούσαν ανησυχία. «Ο Απόλλωνας είναι Έλληνας θεός», είπε ο Θεμιστοκλής. «Γεννήθηκε στη Δήλο, την καρδιά των Κυκλάδων, κι έχει το τέμενός του εδώ, στο κέντρο της Ελλάδας. Γιατί θέλει να ευνοήσει το σκοπό των βαρβάρων; Γιατί αρνείται να βοηθήσει τους Έλληνες;» «Και ο Ξέρξης πιστεύει με τον τρόπο του στον Απόλλωνα, παρότι τον αποκαλεί με άλλο όνομα. Ξέρεις ότι πολλές φορές ο θεός αρέσκεται να κρύβει το πραγματικό του πρόσωπο κάτω από διαφορετικές μορφές και ονόματα». «Αναγνωρίζεις, λοιπόν, τον Ξέρξη ως τον κύριό σου;» «Ο μοναδικός μου κύριος είναι ο Απόλλωνας!» απάντησε ο ιερέας και ανακάθισε στο ανάκλιντρο. «Αν υπονοήσεις ξανά κάτι τέτοιο, θα φύγω». Τ ώρα που γέμισες την κοιλιά σου, φυσικά και θα φύγεις. Ο Θεμιστοκλής ήταν ακόμη γερμένος στο ανάκλιντρο. Η εμπειρία τού είχε διδάξει ότι, αν προσποιούνταν μια στάση χαλάρωσης και ελέγχου, στο τέλος ένιωθε πράγματι έτσι και ήταν σε θέση να ελέγξει περίπλοκες καταστάσεις. Ο ίδιος τέντωσε το χέρι για να γεμίσει το κύπελλο του Τ ίμωνα. Μα ο ιερέας δεν καταδέχτηκε να αγγίξει το κρασί. «Ρώτησα από περιέργεια και μόνο. Εξεπλάγην που υπερασπίζεσαι τόσο πολύ τον Ξέρξη, παρόλο που είναι ξένος μονάρχης. Παρεμπιπτόντως, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Μεγάλος Βασιλιάς θα σεβαστεί το μαντείο και τα υπάρχοντά του;» «Βρισκόμαστε υπό την προστασία του Απόλλωνα. Δεν πρόκειται να επιτρέψει ποτέ ούτε στον Ξέρξη ούτε σε κανέναν άλλο να βεβηλώσει το τέμενός του». Ο Θεμιστοκλής κράτησε τη γλώσσα του. Δε θα κέρδιζε τίποτα λέγοντας ανοιχτά στον Τ ίμωνα ότι τόσο εκείνος όσο και οι υπόλοιποι υπηρέτες του μαντείου δεν ήταν παρά άνθρωποι διεφθαρμένοι, που είχαν παραδοθεί στο περσικό χρυσάφι. Άλλωστε ήταν κάτι που απλώς υποπτευόταν μα δεν είχε καμία απόδειξη γι’
αυτό. Ίσως το μαντείο, όπως και τόσες άλλες πόλεις της Ελλάδας, περιοριζόταν να διπλωθεί στα δύο σαν βούρλο στον άνεμο και προσδοκούσε κάποια ανταπόδοση στο μέλλον. Αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να διαφωτίσει τον ιερέα. «Στη Βαβυλώνα ο Ξέρξης τόλμησε να καταστρέψει ένα ναό του Δία μεγαλύτερο από ολόκληρο το τέμενος των Δελφών. Ύστερα γκρέμισε κι έλιωσε το άγαλμά του, που ήταν από ατόφιο χρυσάφι και ζύγιζε πάνω από πεντακόσια κιλά». Στην πραγματικότητα ο Ξέρξης είχε προκαλέσει ζημιές μόνο στο έβδομο επίπεδο του Ετεμενάνκι, και το άγαλμα του Μαρντούκ ζύγιζε το μισό απ’ όσο είχε πει. Αν υπερέβαλλε όμως, ήταν για καλό σκοπό. «Ο Μεγάλος Βασιλιάς πιστεύει ότι όλοι οι θεοί εκτός από τον φτερωτό Αχουραμάζντα είναι δαίμονες και πρέπει να καταστραφούν». «Αδύνατον! Μας υποσχέθηκε ότι...» Ο ιερέας σταμάτησε απότομα κι έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, το δίχως άλλο αναθεματίζοντας από μέσα του που είχε μιλήσει περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Ο Θεμιστοκλής αποφάσισε να αφήσει τα προσχήματα. «Σας υποσχέθηκε ότι αν υπονομεύσετε το ηθικό των Ελλήνων και τους κάνετε να παραδοθούν θα σεβαστεί το μαντείο, έτσι δεν είναι; Ήταν ένα μήνυμα που έστειλε αυτοπροσώπως ο Μαρδόνιος». Το τελευταίο το είπε στην τύχη, βασιζόμενος στα όσα είχε δει στη Βαβυλώνα. Ήταν πιθανότερο ο Μαρδόνιος να είχε χρησιμοποιήσει κάποιο μεσολαβητή. Μα φαίνεται ότι ο Θεμιστοκλής έπεσε διάνα και ο ιερέας εξεπλάγη τόσο, ώστε προδόθηκε. «Πού το έμαθες εσύ αυτό;» «Δεν είμαι σαν το μαντείο σας, που γνωρίζει πόσους κόκκους έχει η άμμος της ακτής και πόσες σταγόνες έχει το νερό της θάλασσας. Μα έχω κι εγώ τις πηγές μου». Ο ιερέας άρπαξε το κύπελλο και το άδειασε μονοκοπανιά. Ύστερα πέταξε τα κατακάθια στο πάτωμα και το ξαναγέμισε. Δεν είχε πλέον καμία πρόθεση να φύγει. «Αρνούμαι όλα όσα λες. Και θα τα αρνηθώ ενώπιον
οποιουδήποτε». «Δεν έχει σημασία. Όλη η Ελλάδα έχει αρχίσει να υποπτεύεται. Αν δε φοβόμουν μήπως προσβάλω το θεό, θα έλεγα ότι η συμπεριφορά σας έχει αρχίσει να φαίνεται σκανδαλώδης». «Δε θα κρίνεις εσύ το μαντείο μας, στρατηγέ». «Σε αυτό έχεις δίκιο. Ίσως όμως θα μου επέτρεπες να σας δώσω μια συμβουλή». «Τ ις συμβουλές τις προσφέρουμε, Θεμιστοκλή, δεν τις ζητάμε». «Παρ’ όλα αυτά, είναι κάτι που αγνοείτε. Σε αυτό το μαντείο δε φυλάσσονται μόνο θησαυροί από όλη την Ελλάδα. Είναι και τα υπάρχοντα των ιωνικών πόλεων της Ασίας. Για να μην αναφέρω τις προσφορές του Κροίσου. Αν έχω καταλάβει καλά, είναι τα πιο πολύτιμα υπάρχοντα του τεμένους». «Λαμβάνουμε αυτές τις προσφορές γιατί το κύρος μας φτάνει σε όλες τις γωνιές του κόσμου. Ακριβώς γι’ αυτό ξέρουμε πως οι Πέρσες δε θα τολμήσουν να βεβηλώσουν το τέμενός μας, ό,τι κι αν συμβεί. Και οι ίδιοι σέβονται και τιμούν τους Δελφούς». «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο Κροίσος έβγαλε όλον εκείνο τον χρυσό από τη χώρα του. Τ ώρα η Λυδία είναι μια σατραπεία των Περσών, γι’ αυτό και ο Μεγάλος Βασιλιάς είναι της γνώμης ότι αυτό το χρυσάφι τού ανήκει. Και ίσως δεν έχει πολύ άδικο», είπε τονίζοντας τις λέξεις για να τρομοκρατήσει τον ιερέα. «Δεν ξέρω πού το πας, Θεμιστοκλή. Όλοι οι θησαυροί που βρίσκονται εδώ είναι νόμιμα αναθήματα που έχουν προσφέρει οικειοθελώς οι ιδιοκτήτες τους». Ο Θεμιστοκλής, που είχε κι εκείνος θαμμένα εκεί τα προσωπικά του αναθήματα, το ήξερε, και μάλιστα πολύ καλά. Ωστόσο συνέχισε, χωρίς να πει προς το παρόν τίποτε για το χρυσάφι του. «Θέλω να πω ότι, όταν οι άνδρες του Ξέρξη αρχίσουν να σαρώνουν την Ελλάδα, δε θα λεηλατήσουν μόνο τις πόλεις. Θα έρθουν και εδώ, στο λατρευτό σου τέμενος, για να πάρουν όσα τους ανήκουν. Και, μόλις ανοίξουν το θησαυρό του Κροίσου και δουν το χρυσάφι, που θα ξυπνήσει μέσα τους την απληστία, νομίζεις ότι ο
σεβασμός για τον Απόλλωνα θα αρκέσει για να τους εμποδίσει να αρπάξουν και όλα τα υπόλοιπα;» «Αρνούμαι να δεχτώ τα λόγια σου. Πώς ξέρεις εσύ τι σκέφτονται οι Πέρσες ή τι σκοπούς έχει ο Μεγάλος Βασιλιάς;» Ο Θεμιστοκλής επιτέλους ανακάθισε. «Θάτιι Ξαγιάρσα ξαγιάθιγια: αουραμάζντα νίκατουβ ντουρούξτα ντάιβατσα ούτα ντουρούξταμ νταϊβάνταναμ!» Ο ιερέας τον άκουγε κάτωχρος, με γουρλωμένα μάτια. Ο Θεμιστοκλής δεν ήξερε αν είχε καταλάβει τα λόγια του, μα ήταν προφανές ότι εκείνος αναγνώριζε τα περσικά και δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τον ηχηρό ρυθμό εκείνης της γλώσσας. «Λέει ο βασιλιάς Ξέρξης: είθε ο Αχουραμάζντα να καταστρέψει τους κίβδηλους ξένους θεούς μαζί με το ψεύτικο τέμενός τους! Αυτά τα λόγια τα άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά στη Βαβυλώνα. Από τα χείλη του Ξέρξη!» Στην πραγματικότητα τα είχε δει σκαλισμένα σε έναν τοίχο και τα είχε μεταφράσει γι’ αυτόν ο γραφέας του Ισάχαρ, γιατί ούτε ο Σίκιννος μπορούσε να διαβάσει τους σφηνοειδείς χαρακτήρες των επίσημων επιγραφών. Κρίνοντας όμως από την έκφραση του Τ ίμωνα, ήταν προφανές ότι είχαν ακουστεί τόσο πειστικά σαν να είχαν μόλις βγει από τα χείλη της Πυθίας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Θεμιστοκλής διαπίστωνε τη μαγική δύναμη των λέξεων όταν αυτές προφέρονταν σε μια ξένη γλώσσα. «Τ ι θέλεις, Θεμιστοκλή; Σταμάτα να με βασανίζεις και πες μου επιτέλους». «Θέλω ένα χρησμό που να μην είναι ηττοπαθής. Ένα χρησμό που να μην είναι λιπόψυχος». «Πώς τολμάς να προσβάλλεις τον...;» Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε, σώριασε το τραπέζι με μια κλοτσιά κι έδειξε τον ιερέα με το δάχτυλο. «Θέλω ένα χρησμό που να μην είναι προδοτικός! Θέλω ένα χρησμό που να μην τον έχει υπαγορεύσει το χρυσάφι των Περσών!» Ο Θεμιστοκλής συνήθιζε να μιλά με μαλακή φωνή, μα ήξερε να
ακούγεται στην Εκκλησία και να φωνάζει προστάγματα στο κατάστρωμα του πλοίου μέσα στο βρυχηθμό της καταιγίδας. Ο ιερέας κάθισε στο ανάκλιντρο και φάνηκε να συρρικνώνεται στα μάτια του. Τον είχε κάνει να δειλιάσει. Είχε φτάσει η ώρα να καθίσει και ο ίδιος, να μαλακώσει τη φωνή και να αρχίσει να διαπραγματεύεται.
Μόλις είχε ξημερώσει όταν μπήκαν στο χώρο του τεμένους και άρχισαν να ανεβαίνουν την Ιερά Οδό. Στις δύο πλευρές του πλακόστρωτου δρόμου υπήρχαν θησαυροί που είχαν προσφέρει πόλεις από όλη την Ελλάδα, και πίσω τους, στη δεύτερη και στην τρίτη σειρά, έβλεπε κανείς προσφορές και ναΐσκους από ιδιώτες. Τα πολύχρωμα αγάλματα, τα έντονα χρώματα και τα ανάγλυφα που διακοσμούσαν τα κτίρια, το διάστικτο μάρμαρο και ο στόκος και η λάμψη των μετάλλων έδιναν στο σύνολο μια όψη πιο πολύχρωμη και έντονη ακόμα και από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο Θεμιστοκλής ανέβαινε συνοδευόμενος από τον Ανδρόνικο και τον πρόξενο των Αθηναίων. Λίγο πιο πίσω προχωρούσαν ο Τ ήλος και ο Σίκιννος· ο τελευταίος είχε φορτωθεί το κατσικάκι που θα θυσίαζαν στον Απόλλωνα και που διαμαρτυρόταν κάπου κάπου με ένα αδύναμο βέλασμα. Παρόλο που ήταν νωρίς, είχε αρχίσει να κάνει ζέστη. «Σήμερα ακόμα και οι σαύρες θα γυρεύουν τη σκιά», σχολίασε ο πρόξενος. Ο Ανδρόνικος περιορίστηκε να κάνει μια γκριμάτσα με το συνηθισμένο του περιφρονητικό ύφος. Για τους Έλληνες πιστούς, οι Δελφοί ήταν ο ομφαλός του κόσμου, το ιερό σημείο όπου ο Απόλλωνας καταδεχόταν να μοιραστεί μαζί τους τη γνώση των μελλούμενων. Κατά τη γνώμη του Θεμιστοκλή, επρόκειτο περισσότερο για ένα κέντρο πληροφόρησης και κατασκοπείας που άπλωνε τα πλοκάμια του ως την άλλη ακτή του Αιγαίου. Ήταν κάπως παράδοξο το ότι έφταναν ως εκεί τόσες πληροφορίες, μια και ήταν μια απομακρυσμένη γωνιά στην οποία
έφτανε κανείς από φιδογυριστά μονοπάτια. Πάντως ο Θεμιστοκλής καταλάβαινε γιατί ο Απόλλωνας είχε επιλέξει εκείνο το σημείο για να εγκατασταθεί· λίγα μέρη απ’ όσα είχε γνωρίσει στα ταξίδια του παράβγαιναν σε ομορφιά τους Δελφούς. Κάνοντας έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό του, έβλεπε μαζί τα θαύματα του τεμένους, το πράσινο των φυλλοσκεπών δασών που το αγκάλιαζαν αλλά και τις γυμνές, μεγαλειώδεις κορυφές του Παρνασσού. Σαν τελείωνε τον κύκλο, έβλεπε ως και τη θάλασσα. Στα νότια, τα νερά του Κορινθιακού άστραφταν σαν καθρέφτης στο φως του πρωινού ήλιου. Οι Δελφοί ήταν το πνευματικό κέντρο της Ελλάδας. Κανένας πόλεμος, καμία σημαντική εκστρατεία δεν ξεκινούσε χωρίς τη συμβουλή του μαντείου. Η φήμη του είχε περάσει το Αιγαίο και ο βασιλιάς Κροίσος είχε στείλει πλουσιοπάροχες προσφορές. Οι προπαγανδιστικοί στίχοι με τους οποίους του είχε απαντήσει η Πυθία ήταν πια φημισμένοι: Γνωρίζω πόσους κόκκους άμμου έχει η ακτή Και ξέρω να μετρήσω τις άκρες του πελάγους Τον κωφάλαλο καταλαβαίνω κι ακούω όποιον δε μιλά. Ο Θεμιστοκλής υποπτευόταν ότι ο Κροίσος είχε στείλει τα αναθήματά του στους Δελφούς όχι μόνο για να μάθει τα μελλούμενα, αλλά και για την περίπτωση που ηττάτο από τους Πέρσες και αναγκαζόταν να δραπετεύσει από το βασίλειό του: ο θησαυρός που είχε φυλάξει στους Δελφούς θα του εγγυόταν μια χρυσή ευκαιρία να αποσυρθεί στην Ελλάδα. Για κακή του τύχη, όχι μόνο έχασε τον πόλεμο, αλλά έπεσε και αιχμάλωτος του Κύρου και δεν μπόρεσε πια να διασχίσει τη θάλασσα για να απολαύσει τα πλούτη του. Όπως και άλλοι εύποροι Έλληνες, έτσι και ο Θεμιστοκλής είχε φυλάξει ένα καλό ποσό στο τέμενος, κρυμμένο σε έναν μικρό ναΐσκο πίσω από το θησαυρό των Αθηναίων. Το κτίσμα ήταν ταπεινό: οι τοίχοι του ήταν από τούβλο και δεν είχε κολόνες, αν και το προστάτευε μια συμπαγής μπρούτζινη πόρτα. Στο εσωτερικό υπήρχαν ασημένιοι δίσκοι και κηροπήγια, ένα άγαλμα του Απόλλωνα και κάμποσα περσικά όπλα που είχαν περιέλθει στην κατοχή του
μετά τη μοιρασιά των λαφύρων στη Μάχη του Μαραθώνα. Κάτω από εκείνες τις προσφορές όμως, θαμμένο στο έδαφος και κάτω από μια βαριά πλάκα από γρανίτη, κρυβόταν ένα σεντούκι με κοσμήματα, ράβδους χρυσού και περσικά νομίσματα αξίας τουλάχιστον δύο ταλάντων. Επειδή ο χρυσός έπιανε συνήθως δέκα φορές την αξία του αργύρου, η περιουσία του Θεμιστοκλή δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Ήταν όμως μια περιουσία που θα ροκάνιζε πολύ η φιλαργυρία των ιερέων. Για να καταφέρει να πάρει μια δεύτερη προφητεία από τα χείλη της Πυθίας, είχε αναγκαστεί να υποσχεθεί στον Τ ίμωνα το μισό χρυσάφι. Ως απόδειξη της συμφωνίας, τώρα ο ιερέας φυλούσε ο ίδιος το κλειδί του σεντουκιού. Ο Θεμιστοκλής έριξε μια πλάγια ματιά στον άλλο στρατηγό. Ήταν εξοργιστικό το γεγονός ότι ο ευπατρίδης τον κατηγορούσε για διαφθορά τη στιγμή που δαπανούσε την ιδιωτική του περιουσία για το καλό της πόλης. Ένα καλό που, δυστυχώς, θα έφτανε στον ίδιο τον Ανδρόνικο. Όσο τον αφήνω ζωντανό, σκέφτηκε. Αν δεν είχε άλλη λύση, θα του πλήρωνε τις πρώτες τρεις χιλιάδες δραχμές. Μα οι δόσεις θα τελείωναν εκεί. Η μικρή αποστολή έφτασε στο απλόχωρο προαύλιο όπου υψωνόταν ο ναός του Απόλλωνα. Το κτίσμα είχε αντικαταστήσει ένα προηγούμενο, που είχε καταστραφεί σε μια μεγάλη πυρκαγιά εξήντα χρόνια νωρίτερα. Στο αέτωμα ο Απόλλωνας, σμιλεμένος από τον Αντήνορα, έφτανε στους Δελφούς πάνω σε ένα άρμα συνοδευόμενος από τη μητέρα και την αδελφή του. Τα μάτια του κοιτούσαν με γαλήνια συγκατάβαση όλους όσοι έφταναν στο ναό. Στα πόδια της σκάλας υψωνόταν ένας βωμός, μπροστά στον οποίο γονάτισαν οι προσκυνητές κουνώντας τα κλαδιά ελιάς που κρατούσαν. Έτσι τους είχε συστήσει να κάνουν ο Τ ίμωνας. Δεν ήταν επίσημη μέρα επίσκεψης και άλλωστε η πόλη τους είχε λάβει ήδη τη συμβουλή που είχε ζητήσει. Αν όμως εμφανίζονταν ως ιεροί ικέτες, ο Απόλλωνας δεν μπορούσε παρά να τους δεχτεί, γιατί ούτε οι θεοί δεν
μπορούν να αγνοήσουν τις ικεσίες εκείνων που γονατίζουν μπροστά τους. Ο Τ ίμωνας κατέβηκε τη σκάλα του ναού συνοδευόμενος από τον Ακήρατο, τον άλλο ιερέα που κυβερνούσε το τέμενος. Φορούσαν και οι δύο λευκούς χιτώνες με πτυχές που σκέπαζαν το κεφάλι τους. Ο Θεμιστοκλής αντάλλαξε μια ματιά γεμάτη νόημα με τον Τ ίμωνα. Ύστερα στράφηκε προς τον Σίκιννο, ο οποίος του παρέδωσε το μαύρο κατσικάκι με τα δεμένα πόδια. Όταν ο ιερέας που συνόδευε τον Τ ίμωνα έριξε στο κατσίκι έναν κουβά κρύο νερό, το ζώο ρίγησε. Αν δεν είχε αρχίσει να τρέμει, θα έπρεπε να περιμένουν άλλη μέρα, πιο ευνοϊκή, για να συμβουλευτούν την Πυθία. Ύστερα ο πρόξενος έκοψε το λαιμό του ζώου εξ ονόματος των Αθηναίων και το προσέφερε στο ναό. Ο Τ ίμωνας άνοιξε την κοιλιά του κι έβγαλε το συκώτι. Ο Θεμιστοκλής πρόσεξε ότι το εντόσθιο ήταν τέλειο, τόσο λείο και αστραφτερό ώστε αντικατόπτριζε το πρόσωπο του ιερέα σαν καθρέφτης. «Οι οιωνοί είναι καλοί», είπε ο Τ ίμωνας. «Ελάτε μαζί μου». Οι σκλάβοι έμειναν μέσα, κοντά στο ναό, ενώ ο Θεμιστοκλής, ο Ανδρόνικος και ο πρόξενος ανέβαιναν τα σκαλιά πίσω από τους δύο ιερείς. Μέσα στο ναό βασίλευαν οι ψυχρές σκιές. Διέσχισαν μια στοά περιτριγυρισμένη από κιονοστοιχίες, ενώ τα βήματά τους αντηχούσαν διαρκώς πάνω στις γκρίζες πλάκες. Ήταν η πρώτη φορά που ο Θεμιστοκλής περνούσε την πόρτα του ναού και βάλθηκε να εξετάζει με περιέργεια το εσωτερικό. Κοντά στους τοίχους συγκεντρώνονταν αμέτρητες προσφορές. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένας πελώριος ασημένιος κρατήρας, αρκετά μεγάλος ώστε να χωρέσει δύο άνδρες. Ο Τ ίμωνας τον πληροφόρησε ότι τον είχε αφιερώσει ο Κροίσος. Μεταξύ πολλών άλλων δωρεών, ο Λυδός βασιλιάς είχε αφιερώσει και άλλον ένα χρυσό κρατήρα, που ζύγιζε πάνω από διακόσια κιλά· ωστόσο, μετά την πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στον παλιό ναό, τον είχαν μεταφέρει στο θησαυρό της πόλης των Κλαζομενών.
«Οι προσφορές του Κροίσου είναι σκορπισμένες σε όλο το τέμενος», πρόσθεσε ο Τ ίμωνας. Μετά την κουβέντα της προηγούμενης νύχτας έδειχνε ήρεμος, σχεδόν συμπαθητικός. Ο Θεμιστοκλής κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια του: αν ο Μεγάλος Βασιλιάς έμπαινε στους Δελφούς και ήθελε να πάρει στην κατοχή του τα πλούτη του Κροίσου, δε θα τα έβρισκε όλα στην ίδια θέση. Τα αναθήματα ήταν τόσο πολλά ώστε κρέμονταν ακόμα και από τα δοκάρια της οροφής: τάπητες, βραχιόλια, ολυμπιακά στεφάνια, ασπίδες, περικεφαλαίες, ακόμα και δύο πολεμικά άρματα από σκαλιστό ξύλο, διακοσμημένα με σεντεφένια στολίδια. Ένα παράξενο πλάσμα με φολιδωτό δέρμα και τεράστιο στόμα γεμάτο κοφτερούς κυνόδοντες κρεμόταν από κάμποσα σκοινιά δεμένα γύρω από το κεφάλι και τη μακριά ουρά του. Είχε μήκος τουλάχιστον πέντε μέτρα και ο Θεμιστοκλής αναρωτήθηκε αν ήταν ο Πύθωνας, ο δράκοντας που φρουρούσε το αρχικό μαντείο της Γαίας και τον οποίο ο Απόλλωνας είχε σκοτώσει με τα βέλη του. «Είναι κροκόδειλος από τον Νείλο», εξήγησε ο άλλος ιερέας. Στο κέντρο του πρόναου ήταν χτισμένος ένας κυκλικός βωμός πάνω στον οποίο έκαιγαν κλαδιά από έλατο και δάφνη. Ήταν αφιερωμένος στην Εστία, την παρθενική θεά της άσβεστης φωτιάς, και κατά τον Τ ίμωνα ήταν παρθένες και οι νέες που φρόντιζαν να μη σβήσει ποτέ. Λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα τραπέζι στο οποίο εκείνος ακούμπησε το συκώτι του κατσικιού, που είχε ήδη αρχίσει να σκουραίνει. «Έχουμε φτάσει στο άδυτον», ψιθύρισε. Έκανε καλά που τους ειδοποίησε, γιατί σε άλλους ναούς ο σηκός, το πιο κρυφό σημείο ενός τεμένους, ήταν ένα κλίτος που χωριζόταν από το κεντρικό με έναν τοίχο. Εκεί όμως δεν ήταν παρά ένας μικρός ναΐσκος που είχε κατασκευαστεί μέσα στο πιο μεγάλο κτίσμα. Μερικά σκαλιά κατέβαιναν ως τη μικρή αίθουσα που ήταν σκεπασμένη με μια ξύλινη οροφή, στην οποία έπρεπε να περιμένουν οι αιτούντες το χρησμό. Ο Τ ίμωνας τους έσπρωξε ελαφρά για να περάσουν το παραπέτασμα και να μπουν στον μικρό χώρο. Μα ο
Θεμιστοκλής πρόλαβε να σαρώσει με τα μάτια το υπόλοιπο άδυτο. Ύστερα, όταν κάθισε στον ξύλινο πάγκο μαζί με τους άλλους δύο άνδρες, έκλεισε τα μάτια και μελέτησε την εικόνα που είχε χαράξει στο μυαλό του. Είχε παρατηρήσει ότι ο σηκός βρισκόταν πιο χαμηλά από τον υπόλοιπο ναό και το δάπεδό του δεν ήταν από πλάκες, αλλά από πωρόλιθο. Εκεί θα βρισκόταν το χάσμα, η ρωγμή από την οποία αναδύονταν οι προφητικοί ατμοί της Γαίας, και γι’ αυτό είχαν σεβαστεί το αρχικό δάπεδο και δεν το είχαν ισοπεδώσει ή σκεπάσει με λιθόπλακες. Σύμφωνα με το θρύλο, όταν σε εκείνο το σημείο δεν είχε χτιστεί ακόμη ο ναός, τη ρωγμή είχαν πλησιάσει μερικές κατσίκες. Όταν εισέπνευσαν τα αέρια που αναδύονταν από την άβυσσο, άρχισαν να πηδούν αλλόκοτα και να βελάζουν σε τόνους σχεδόν ανθρώπινους, σαν να είχαν καταληφθεί από κάποιο δαίμονα και να ήθελαν να μιλήσουν εξ ονόματος των θεών. Τ ώρα πάνω από εκείνη τη ρωγμή βρισκόταν ένας χάλκινος τρίποδας, η θέση της Πυθίας, που προς το παρόν ήταν άδεια. Ο τρίποδας έκρυβε από τα μάτια τους μια φουντωτή δάφνη, μα ο Θεμιστοκλής είχε διακρίνει κάτω από αυτόν μια κοκκινωπή λάμψη από την οποία ξεπηδούσαν λευκοί ατμοί. Εκείνο να ήταν άραγε το χάσμα; Ο Μνησίφιλος του είχε πει ότι, σύμφωνα με τον προπάππο του τον Σόλωνα, εκείνη η ρωγμή δεν υπήρχε. Δεν ήταν παρά μόνο μια τρύπα σκαμμένη στο έδαφος από τους ίδιους τους ιερείς των Δελφών, μέσα στην οποία έκαιγαν φυτά που προκαλούσαν την προφητική έκσταση, όπως ο υοσκύαμος ή η παπαρούνα. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια, ο Θεμιστοκλής οσφράνθηκε τον αέρα. Μύρισε το άρωμα της καμένης δάφνης αλλά και του κριθάλευρου, μαζί με άλλους, πιο γλυκούς ατμούς, που τον έκαναν να ζαλιστεί λιγάκι. Και κάτω απ’ όλα αυτά έπλεε η αλάνθαστη οσμή του θειαφιού, που έμοιαζε με χαλασμένο αυγό. Αυγό. Ναι, υπήρχε κάτι ακόμα που είχε τραβήξει την προσοχή του, κοντά στο άγαλμα του Απόλλωνα. Πάνω σε ένα μαρμάρινο βάθρο στηριζόταν μια πέτρα με τη μορφή αυγού κομμένου στα δύο·
η επιφάνειά της ήταν σκαλισμένη για να δώσει την εντύπωση ότι το τύλιγε ένα δίχτυ. Εκείνος θα ήταν ο Ομφαλός της Γης, ο βράχος που είχαν ρίξει οι αετοί του Δία για να υποδείξουν πού βρισκόταν το κέντρο του κόσμου. Ή, σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, η πέτρα που είχε δώσει η θεά Ρέα στο σύζυγό της Κρόνο αντί για τον νεογέννητο Δία, για να μην τον καταβροχθίσει κι εκείνον, όπως είχε κάνει με τα πέντε αδέλφια του. Ωστόσο ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι στην πραγματικότητα μάλλον επρόκειτο για το Κοσμικό Αυγό, ένα από τα μυστήρια που του είχε αποκαλύψει ο ορφικός μύστης. Ένα μυστικό που δεν μπορούσε να μοιραστεί με τους συμπροσκυνητές του, ούτε με κάποιον που δεν ήταν τόσο μυημένος όσο ο ίδιος. Ένιωσε ένα αθέλητο ρίγος και άνοιξε τα μάτια. Είχε μπει στο ναό με μια στάση σκεπτικιστική, ίσως ακόμα και κυνική, περιμένοντας να λάβει το χρησμό που ο ίδιος είχε υπαγορεύσει σχεδόν στον Τ ίμωνα. Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που καθόταν εκεί, σιωπηλός όσο και οι δύο συμπρεσβευτές του –ο Ανδρόνικος έδειχνε εξίσου συνεπαρμένος με την επιβλητικότητα εκείνου του τόπου–, ένιωθε την παρουσία μιας μεγάλης δύναμης. Δεν ήταν μόνο οι ατμοί της ρωγμής, πραγματικής ή μη, που τους ζάλιζαν. Υπήρχε και κάτι άλλο, μια αύρα που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται και μια υπόκωφη δόνηση, ανεπαίσθητη σχεδόν, που μεταδιδόταν στο στέρνο του, λες και κάτω από τα πόδια του παλλόταν, αργή και πανίσχυρη, η καρδιά της γης. Για μια στιγμή θα μπορούσε να πιστέψει ότι βρισκόταν πράγματι στο κέντρο του κόσμου, σε ένα σημείο από το οποίο έρεαν δίνες και ρεύματα μυστηριακής ενέργειας που προερχόταν από τη μεγάλη Γαία, τη μητέρα των θεών και των ανθρώπων, την πηγή κάθε προφητείας, τη σκοτεινή παρουσία που κυβερνούσε το παν. Μην το σκέφτεσαι αυτό, είπε μέσα του. Δεν έπρεπε να αφήσει να τον παρασύρουν οι προλήψεις. Αυτά ήταν για τον απλό λαό, για εκείνους που δεν ήξεραν να δουν πίσω από τις σκιές για να
ανακαλύψουν τα νήματα της εξουσίας. Μα όχι για τον Θεμιστοκλή, τον ορθολογιστή. Βέβαια, αν ήταν πέρα για πέρα ορθολογιστής, δε θα είχε κρεμασμένο στο λαιμό του εκείνο το λεπτό φύλλο χρυσού που είχε χαραγμένες τις οδηγίες για το υπερπέραν. «Αυτό να το έχεις πάντα μαζί σου», του είχε πει ο άνθρωπος που του το έδωσε. «Έτσι, όταν πεθάνεις, θα μπορείς να το διαβάζεις και να θυμάσαι». Λεγόταν Ζεύξις και ήταν ένας ηλικιωμένος που είχε γεννηθεί στη Σύβαρι, μια εύπορη πόλη που είχε σβήσει από το πρόσωπο της γης λόγω του μίσους των γειτόνων της. Τ ώρα που ήταν άπατρις, διέτρεχε τη Νότια Ιταλία κάνοντας τον ψευτοθεραπευτή και μυώντας κάποια επίλεκτα άτομα στα μυστήρια του Ορφέα, του ήρωα που είχε κατέβει στην κόλαση και είχε επιστρέψει από αυτή. Του ανθρώπου που είχε νικήσει το θάνατο και τη λήθη. Ήταν η λήθη, περισσότερο από το θάνατο, αυτό που φοβόταν ο Θεμιστοκλής. Γι’ αυτό είχε πάντα μαζί του το φύλλο χρυσού. Τ ώρα το ψηλάφισε με τα δάχτυλά του κάτω από το μανδύα, αν και δε χρειαζόταν να το ξετυλίξει για να θυμηθεί τι έγραφε. Ο Ζεύξις τον είχε καθάρει επί τρεις ημέρες και τρεις νύχτες επικαλούμενος τον Διόνυσο και τον Ορφέα με το αίμα και τη φωτιά. Έτσι, όταν ο Θεμιστοκλής έφτανε στην επόμενη ζωή, δε θα χρειαζόταν να πληρώσει για τα αμαρτήματά του· αυτό τουλάχιστον του είχε υποσχεθεί ο γέρος. Και πάνω απ’ όλα για το χειρότερο αμάρτημα, την προδοσία των Ερετριέων. Μετά το ταξίδι στη Βαβυλώνα και τη συζήτηση με τον Αισχίνη, του είχαν γίνει εμμονή· τις νύχτες εμφανίζονταν στον ύπνο του, θρηνούσαν την τύχη τους και ξερνούσαν μαύρη χολή πλάι στα πηγάδια της ασφάλτου. Χάρη σε εκείνο το γέρο όμως είχε σχεδόν πάψει να τους ονειρεύεται. Τ ώρα, όταν οι Κήρες θα τον έπαιρναν και θα παρουσιαζόταν ενώπιον των κριτών στο υπερπέραν, το μόνο που θα χρειαζόταν να τους πει ήταν το εξής: Έρχομαι αγνός ανάμεσα στους αγνούς,
Γιατί ανήκω στη γενιά σας την καλότυχη. Πλήρωσα την τιμωρία για τις ανομίες μου, Και προστρέχω ικέτης στην αγνή Περσεφόνη Για να παρακαλέσω να με φέρει στην κατοικία των καθαρών. Σώσε με, Βριμώ, μεγάλη Βριμώ! Ανδρικαιπεδοτίρσο, ανδρικαιπεδοτίρσο, ω εσύ, μεγάλη Βριμώ! Ο Θεμιστοκλής είχε μάθει από μνήμης τους στίχους, ακόμα και τις συνθηματικές λέξεις στο τέλος, που δεν έβγαζαν κανένα νόημα μα που, σύμφωνα με τον Ζεύξι, θα του χρησίμευαν για να ανοίξει τις πόρτες των Ηλυσίων Πεδίων, της γωνιάς του Άδη στην οποία κατοικούσαν οι καλότυχοι. Για καλό και για κακό όμως, το φύλλο χρυσού είχε γραμμένες κι άλλες οδηγίες, με γράμματα τόσο μικρά ώστε ο μύστης είχε αναγκαστεί να τα χαράξει μεγεθύνοντάς τα με ένα λίθινο κρύσταλλο:
Όταν φτάσεις στην κατοικία του Άδη, θα βρεις στα δεξιά σου μια πηγή και κοντά σε αυτή ένα λευκό κυπαρίσσι. Εκεί δροσίζονται οι ψυχές των νεκρών, μα μη διανοηθείς να πιεις από αυτή, γιατί είναι τα νερά της Λήθης! Πιο μπροστά θα βρεις τη Λίμνη της Μνήμης. Πες στους φύλακές της: «Γιος της Γαίας είμαι και του κατακρημνισμένου Ουρανού. Δεν έχω πιει και από δίψα πεθαίνω. Δώστε μου να πιω τα κρύα νερά της Μνήμης».
Τα νερά που έτρεχαν κοντά στο λευκό κυπαρίσσι ήταν εκείνα του Ληθαίου, του ποταμού της Λησμονιάς. Για τίποτα στον κόσμο δε θα έπινε από αυτά. Αν ούτε το ίδιο του το πνεύμα δε θυμόταν όσα είχε κάνει εν ζωή, τότε ποιο το νόημα της ύπαρξής του; Μα ο Θεμιστοκλής φοβόταν ότι ίσως έπεφτε θύμα του ίδιου κακού που βασάνιζε τη μητέρα του εδώ και μερικά χρόνια. Τ ι θα συνέβαινε αν, όπως η Ευτέρπη, άρχιζε να ξεχνά πρώτα τι είχε φάει
την προηγούμενη μέρα, ύστερα τα ονόματα των παιδιών του, τα πρόσωπά τους, τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων και τελικά ολόκληρη την ύπαρξή του; Αν πέθαινε υπό αυτές τις συνθήκες, με το μυαλό καμωμένο μια πλάκα από κερί που είχε λιώσει και σβηστεί, όταν θα έφτανε στον Άδη δε θα θυμόταν καν να συμβουλευτεί το φύλλο χρυσού. Θα ξεχνούσε το σύνθημα, θα ξεχνούσε ότι χάρη στον ορφικό μύστη είχε καθαρίσει από το έγκλημα της Ερέτριας και θα υπέφερε σκληρά βασανιστήρια όπως άλλοι μεγάλοι αμαρτωλοί: ο Σίσυφος, ο Τάνταλος ή ο Ιξίων. Όχι, εκείνη η στιγμή δε θα έφτανε ποτέ. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως, με το πρώτο σύμπτωμα, θα έπαιρνε τη ζωή του μόνος του. Θα πήγαινε στον τάφο με το πνεύμα διαυγές και την προικισμένη μνήμη του άθικτη. «Σου συμβαίνει κάτι, Θεμιστοκλή;» Ο πρόξενος του είχε πιάσει το χέρι και τον κοιτούσε ανήσυχος στο μισοσκόταδο του σηκού. Ο Θεμιστοκλής συνειδητοποίησε ότι ήταν κάθιδρος, αν και εκεί μέσα δεν έκανε ζέστη. Πέρασε τα δάχτυλα από το μέτωπό του. Ο ιδρώτας του ήταν κρύος και κολλώδης σαν τις ενοχές. Έχω καθαρθεί, επέμενε. Δε θα πλήρωνε για την Ερέτρια. Τότε, λοιπόν, γιατί δε σταματάς να το σκέφτεσαι; Γιατί δεν του αρκούσε η συγχώρεση εκείνου του μισότρελου ηλικιωμένου. Γιατί η μόνη συγχώρεση που θα τον ικανοποιούσε ήταν εκείνη ενός προσώπου από το οποίο δε θα τη ζητούσε ποτέ. Της Απολλωνίας. Για όλα έφταιγε ο αναθεματισμένος Ομφαλός. Βλέποντάς τον είχε θυμηθεί την ιστορία της απαρχής του Κόσμου όπως του την είχε διηγηθεί ο ηλικιωμένος από τη Σύβαρι. Γιατί εκείνη η πέτρα δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από την αναπαράσταση του Κοσμικού Αυγού το οποίο είχε επωάσει η Νύχτα, που ο Κρόνος είχε χωρίσει σε δύο μέρη και από το οποίο είχε ξεπηδήσει ο Έρως, αιτία και αρχή κάθε έμψυχου πλάσματος. Ο Ανδρόνικος έσκυψε κοντά του και του ψιθύρισε στο αυτί: «Μήπως σε βασανίζουν οι τύψεις;»
«Σταμάτα», τον έκοψε ο Θεμιστοκλής. Ο στρατηγός είχε μαντέψει σωστά, αν και όχι για τους λόγους που εκείνος νόμιζε. Ο Θεμιστοκλής δεν ένιωθε καμία τύψη για το γεγονός ότι είχε υπαγορεύσει το χρησμό στον Τ ίμωνα. Όποια κι αν ήταν η δύναμη που παλλόταν κάτω από τα πόδια του, ήταν βέβαιος ότι η Πυθία δεν ήταν σε θέση να μαντέψει τα μελλούμενα. Γιατί το μέλλον δεν ήταν γραμμένο σε κανένα βιβλίο. Κάθε άνθρωπος ήταν τέκνο και μαζί κύριος των έργων του. Πώς μπορούσε κανείς να προβλέψει το πολύπλοκο δίχτυ που έγνεθαν οι πράξεις και οι αποφάσεις εκατομμυρίων ανθρώπων και που πολλές φορές ήταν καρπός του αυτοσχεδιασμού και της τύχης; Ο χρησμός που θα άκουγαν τώρα δεν ήταν τίποτε άλλο από τη σύνοψη της στρατηγικής που είχαν σχεδιάσει για τον πόλεμο ο ίδιος και ο Λεωνίδας, αν και με όρους λίγο πιο αινιγματικούς, όπως άρμοζε σε μια προφητεία. Ο Θεμιστοκλής την αναμασούσε σε όλο το δρόμο για τους Δελφούς. Θα έλεγε κάτι σαν:
Παιδιά της Αθήνας, μπείτε στα πλοία προς τα εκεί από όπου φυσάει ο Βορέας και, εκεί που το νησί των καλών βοδιών κοιτά προς το βοριά –δηλαδή στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο–, σταματήστε με τα χάλκινα έμβολα των πλοίων σας τον εισβολέα, ενώ οι γιοι της Λακεδαίμονας καρφώνουν τα δόρατα από φλαμουριά στο φαράγγι όπου πηγάζουν καυτά τα νερά της γης. (Ούτε ο πλέον ανόητος δε θα αμφέβαλλε ότι δεν μπορούσαν να είναι παρά οι Θερμοπύλες.) Όπως πριν από δέκα χρόνια απωθήσατε τους Πέρσες με τις μυτερές περικεφαλαίες και τις ασπίδες από λυγαριά, έτσι θα τους σταματήσετε ξανά και τώρα αν απομακρύνετε τα πόδια από την αμμώδη γη και εμπιστευτείτε την τύχη σας στους ανέμους και στα νερά.
«Έρχεται», ψιθύρισε ο πρόξενος.
Από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος είχε εμφανιστεί μια σιλουέτα η οποία διαγραφόταν στη διάχυτη λάμψη που αναδυόταν από τη ρωγμή. Ήταν μια γυναίκα με φαρδιούς γοφούς, που περπατούσε στηριζόμενη σε ένα μπαστούνι. Ο Τ ίμωνας, που είχε μείνει κοντά στο άγαλμα του Απόλλωνα, έφερε κοντά της ένα σκαμνάκι και τη βοήθησε να ανέβει στον τρίποδα πιάνοντάς την από τον αγκώνα. Μόλις ανέβηκε, και αφού βόλεψε τα ευμεγέθη οπίσθιά της με κάμποση δυσκολία στο βάθος του μπρούτζινου καθίσματος, η γυναίκα πιάστηκε από τα πλευρικά χερούλια κι έμεινε σιωπηλή για λίγο. Οι ατμοί πύκνωσαν, με τη δύναμη που τους έδινε είτε η Γαία είτε κάποιο κρυμμένο φυσερό. Ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι το στόμα του είχε στεγνώσει και η γλώσσα του έμοιαζε πρησμένη, ενώ ο Ανδρόνικος έπνιξε ένα βήχα. Η Πυθία άρχισε να κουνά το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, στην αρχή μαλακά και ύστερα με τόσο υπερβολικές κινήσεις ώστε ο Θεμιστοκλής φοβήθηκε ότι θα έπεφτε από τον τρίποδα. Του φάνηκε ότι κάπου πίσω του άκουσε τη μουσική μιας λύρας, μα ήταν τόσο σιγανή ώστε ίσως ήταν προϊόν της φαντασίας του. Άξαφνα η Πυθία σταμάτησε να ταλαντεύεται και σήκωσε τα χέρια προς την οροφή. Με φωνή τόσο βαθιά ώστε έμοιαζε ελάχιστα με ανθρώπινη και που εννοείται πως ήταν αδύνατον να πηγάζει από ένα γυναικείο λαρύγγι, άρχισε να απαγγέλλει. Για να δούμε πώς άλλαξε τα λόγια μου, είπε από μέσα του ο Θεμιστοκλής και δάγκωσε τα χείλη. Δεν μπορεί η Αθηνά να κατευνάσει τον Ολύμπιο Δία Όσο κι αν τον ικετεύει με την πονηρή της εξυπνάδα. Μα θα σου δώσω έναν νέο χρησμό που στα σίγουρα θα εκπληρωθεί. Όταν πέσουν όλα τα εδάφη ανάμεσα στο λόφο Του Κέκροπα και στην κοιλάδα του θεϊκού Κιθαιρώνα, Ο Ζευς ο παντεπόπτης θα δώσει στην Αθηνά τα ξύλινα τείχη, Μοναδικό άπαρτο προμαχώνα που θα σώσει εσένα και τα παιδιά
σου. Μα μη διανοηθείς να περιμένεις άπραγος το ιππικό Ούτε τον απέραντο στρατό που έρχεται από άλλη ήπειρο. Γύρνα την πλάτη και τρέξε, και δε θ’ αργήσει η μέρα που θα τους αντισταθείς. Ω θεϊκή Σαλαμίνα! Εσύ θα εξοντώσεις των γυναικών τα τέκνα, Είτε όταν σπέρνει η Δήμητρα είτε όταν θερίζει. Μόλις πρόφερε την τελευταία λέξη, η Πυθία άφησε τα χέρια να πέσουν άψυχα στα πλευρά της. Η μέση της διπλώθηκε λες και τα κόκαλά της είχαν γίνει νερό και ύστερα γλίστρησε κι έπεσε από τον τρίποδα. Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε και τράβηξε το παραπέτασμα. Η Πυθία είχε χτυπήσει με το κεφάλι στο πάτωμα και είχε ανοίξει το φρύδι. Πρόλαβε να δει ότι ήταν μια γυναίκα περίπου σαράντα χρόνων και ότι τα μαύρα μαλλιά της διέσχιζε μια παχιά λευκή τούφα. Μα ο Τ ίμωνας, που είχε σκύψει για να τη βοηθήσει, άπλωσε τα χέρια κι έσπευσε να τραβήξει το παραπέτασμα. «Φύγετε από δω!» τους διέταξε. Δε χρειάστηκε να επιμείνει πολύ. Όταν βγήκαν έξω, ο Θεμιστοκλής παρατήρησε ότι τόσο ο πρόξενος όσο και ο Ανδρόνικος έτρεμαν. Σήκωσε κι εκείνος το χέρι και τέντωσε τα δάχτυλα. Μετά βίας κατάφερνε να τα κρατήσει σταθερά. «Δεν έχω ξανακούσει την Αριστονίκη να μιλά έτσι», είπε ο πρόξενος. «Και σας ορκίζομαι ότι την έχω δει πολλές φορές να προφητεύει. Δεν ήταν η δική της φωνή αυτή!» Ο Ανδρόνικος έμεινε να κοιτά τον Θεμιστοκλή. Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Εγώ δεν έχω καμία σχέση», έλεγε με το νεύμα του. Και πράγματι. Πού ήταν οι αναφορές στο Αρτεμίσιο και στις Θερμοπύλες; «Όταν πέσουν τα εδάφη ανάμεσα στο λόφο του Κέκροπα και στην κοιλάδα του θεϊκού Κιθαιρώνα». Σύμφωνα με το χρησμό, ολόκληρη η Αττική ήταν καταδικασμένη. Πώς θα παρουσιαζόταν στο λαό της Αθήνας και θα του ζητούσε να σαλπάρει για το Αρτεμίσιο όταν ο θεός τούς είχε πει: «Γύρνα την πλάτη και τρέξε»; Ο Τ ίμωνας εμφανίστηκε λίγο αργότερα στη σκάλα. Ο
Θεμιστοκλής όρμησε πάνω του, τον έπιασε από το χιτώνα και τον τράβηξε πίσω από μια φαρδιά κολόνα. «Δεν είχαμε συμφωνήσει αυτό», μουρμούρισε. Ο ιερέας ήταν κάθιδρος και τα γαλάζια μάτια του ήταν τόσο γουρλωμένα από τον τρόμο ώστε στο φως του ήλιου έμοιαζαν διάφανα. «Σου ορκίζομαι στον τρίποδα του Απόλλωνα ότι δεν έχω καμία σχέση με όσα συνέβησαν. Ήταν η θεϊκή έμπνευση!» «Θα σου έλεγα τώρα τι ήταν!» «Η Αριστονίκη κόντεψε να σκοτωθεί!» απάντησε ο Τ ίμωνας πασχίζοντας να ξεφύγει από τη λαβή του Θεμιστοκλή. «Νομίζεις ότι θα προσποιούνταν κάτι τέτοιο;» Ο Θεμιστοκλής κοίταξε τα χέρια του. Είχαν λερωθεί με αίμα όταν είχε αρπάξει το χιτώνα του ιερέα. Μάλλον ήταν της Πυθίας. «Όπως και να ’χει, δεν τήρησες τη συμφωνία μας», του είπε προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Δώσε μου πίσω το κλειδί της αίθουσάς μου». Ο Τ ίμωνας έσφιξε τα χείλη. Ακόμα και τώρα, που ήταν τρομαγμένος, η φιλαργυρία ήταν πιο δυνατή. «Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Οι προσφορές στο τέμενος δεν ανακαλούνται». «Σε προειδοποιώ: μην παίζεις μαζί μου». «Εσύ ήσουν εκείνος που επιχείρησε να παίξει με το μαντείο, Θεμιστοκλή», αποκρίθηκε ο ιερέας πισωπατώντας μερικά βήματα. «Πήρες την απάντηση του θεού. Προσπάθησε να την εκμεταλλευτείς». Πριν ο Θεμιστοκλής καταφέρει να τον εμποδίσει, εκείνος είχε ξαναμπεί στο ναό. Πέταξα στην κοπριά ένα χρυσό τάλαντο, σκέφτηκε ο Αθηναίος. Κι αυτό με την προϋπόθεση ότι ο ιερέας θα έδειχνε έναν ελάχιστο σεβασμό προς τη συμφωνία και δε θα επιχειρούσε να κρατήσει όλο τον χρυσό για λογαριασμό του. Όταν κατέβηκε τη σκάλα, ο Ανδρόνικος επέστησε την προσοχή του σε κάτι που, θολωμένος όπως ήταν, είχε αγνοήσει εντελώς.
«Πολύ έξυπνη κίνηση, Θεμιστοκλή», του είπε. Δεν έτρεμε πια· είχε ξαναβρεί τον συνήθη κυνισμό του μαζί με το χρώμα του προσώπου του. «Όταν μιλήσεις στον όχλο για τα “ ξύλινα τείχη”, θα τον πείσεις ότι είναι τα περίφημα πλοία σου. Όλοι θα σε επαινέσουν για την οξυδέρκειά σου, έτσι δεν είναι;» Ο Θεμιστοκλής δεν απάντησε, ούτε καν όταν ο Ανδρόνικος του θύμισε ότι ήθελε τις τρεις χιλιάδες δραχμές μόλις έφταναν στην πόλη. Τα ξύλινα τείχη, ναι. Ο Απόλλωνας του έδινε δίκιο. Μαζί όμως προφήτευε και την πτώση της Αθήνας. Κάτι που σήμαινε ότι το σχέδιό του να αναχαιτίσει τον Ξέρξη στο Αρτεμίσιο και στις Θερμοπύλες ήταν κι εκείνο καταδικασμένο να αποτύχει. Όχι, επανέλαβε μέσα του με πείσμα, παίζοντας ξανά με το φύλλο χρυσού. Το βιβλίο του μέλλοντος θα γραφόταν λέξη λέξη την κάθε στιγμή. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Λεωνίδας είχαν να προσθέσουν ακόμα κάμποσες αράδες, όσο και αν αντιτίθεντο οι θεοί.
Θέρμη, Μακεδονία, 24 Ιουλίου Η σκηνή του Ξέρξη, μεγάλη σαν ναός, είχε φανεί, παρότι απείχε σχεδόν ένα χιλιόμετρο ακόμα. Όσο προχωρούσαν ανάμεσα στις σκηνές και στα καταλύματα των διαφόρων ομάδων και ταγμάτων που συνέθεταν εκείνη τη μεραρχία της Σπάντα, όλοι κάρφωναν το βλέμμα επάνω τους. Δεν ήταν λόγω των δέκα Αλικαρνασσέων πολεμιστών με την ελληνική ενδυμασία· σε εκείνο το στρατό που συγκέντρωνε λαούς τόσο πολυποίκιλους έβλεπε κανείς πολύ πιο φανταχτερές πανοπλίες. Τα βλέμματα τραβούσε η Αρτεμισία. Όλοι είχαν ακούσει να μιλούν για την πολεμόχαρη βασίλισσα με τα γαλάζια μάτια και τα μαύρα μαλλιά, τη μοναδική γυναίκα που μαχόταν στο πλευρό του Μεγάλου Βασιλιά. Εκείνη τους άφηνε να τη θαυμάζουν, έχοντας συναίσθηση της έλξης που ασκούσε. Στα τριάντα τέσσερα χρόνια της, χάρη στη φυσική άσκηση και τη λιτοδίαιτη διατροφή, διατηρούσε τη λυγερή κορμοστασιά της εφηβείας της. Ακόμα και τώρα, που βρισκόταν σε εκστρατεία, ζητούσε από τις σκλάβες να της κάνουν μασάζ από την κορυφή ως τα νύχια κάθε μέρα και να την αλείφουν με τα καλύτερα καλλυντικά, γι’ αυτό το δέρμα της ήταν ακόμη απαλό σαν έφηβης. Το πρόσωπό της είχε μερικές ρυτίδες παραπάνω, μα τουλάχιστον προς το παρόν η εκφραστικότητα που της πρόσθεταν αντιστάθμιζε την τελειότητα που στερούσαν από το δέρμα της. Πάνω απ’ όλα, η Αρτεμισία απέπνεε κάτι διαφορετικό, ένα χαρακτηριστικό που την έκανε πολύ πιο συναρπαστική από την κοπέλα που πριν από δέκα χρόνια αποβιβάστηκε στην παραλία του Μαραθώνα με το θείο και σύζυγό της. Την εξουσία. Από τότε που γύρισε από τη Βαβυλώνα με την αυτοκρατορική βούλα που την έχριζε κυρίαρχο, κανείς πια δεν είχε διανοηθεί να αμφισβητήσει την εξουσία της. Τ ώρα η Αρτεμισία φορούσε την καλύτερή της πανοπλία και περπατούσε ανάμεσα σε άνδρες από εκατό διαφορετικούς λαούς με
τη σιγουριά ενός στρατηγού. Ενώ άφηνε να τη θαυμάζουν, παρατηρούσε κι εκείνη με τη σειρά της το πολύχρωμο μείγμα από ρούχα, δέρματα, τατουάζ, χτενίσματα και όπλα και άκουγε το συνονθύλευμα των γλωσσών που μιλούσαν οι στρατιώτες. Πάνω από το μισό στράτευμα αποτελούνταν από Πέρσες και Μήδους, που ήταν οι στρατιώτες τους οποίους εμπιστευόταν περισσότερο ο Μεγάλος Βασιλιάς. Μα στις εφτά μεραρχίες του είχαν παραταχθεί και στρατεύματα που είχαν φτάσει από περισσότερες από εφτά σατραπείες. Ο Ξέρξης ήθελε να δείξει ότι εκείνη η εκστρατεία ήταν πραγματικά αυτοκρατορική, μια επιχείρηση στην οποία συνεισέφεραν όλοι οι υποτελείς του. Μα δεν ήταν αυτή η μοναδική του πρόθεση. Στα στρατεύματα που είχαν προστρέξει από όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας υπηρετούσαν οι πρωτότοκοι των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων που κυβερνούσαν. Εκείνοι οι νέοι πολεμιστές δεν ήταν μόνο σύμμαχοι ή υποτελείς αλλά και όμηροι, μια και οι οικογένειές τους γνώριζαν ότι ο Ξέρξης δε θα δίσταζε να τους εκτελέσει αν τολμούσαν να ξεσηκωθούν ενώ εκείνος βρισκόταν στην Ευρώπη. Στο δρόμο για τη βασιλική σκηνή είδαν Ασσύριους οπλισμένους με μπρούτζινες περικεφαλαίες, πανοπλίες από λινό και μεγάλα αγκαθωτά ρόπαλα με μεταλλικές ακίδες. Συνέχιζαν να κομπάζουν για την παροιμιώδη σκληρότητά τους και μιλούσαν περήφανα για τους παλιούς καιρούς, όταν ο βασιλιάς Ασσουρμπανιπάλ ήταν κυρίαρχος του μισού κόσμου. Είδαν μια συντροφιά Βακτρίων, οι οποίοι δεν έβγαζαν τα δύσοσμα κοντογούνια τους ούτε το καλοκαίρι και κρατούσαν μακριά τόξα από καλάμι. Οι Αιθίοπες, από την πλευρά τους, ντύνονταν με δέρματα λιονταριού και λεοπάρδαλης και όταν μάχονταν ή περνούσαν από επιθεώρηση έβαφαν το μισό κορμί λευκό και το άλλο μισό ερυθρό. Τα τόξα τους από κλαδιά φοίνικα, πιο ψηλά από τους ίδιους, εκτόξευαν βέλη με αιχμή από πυρόλιθο, τα οποία η Αρτεμισία υποπτευόταν ότι δε θα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά απέναντι στις ασπίδες των Ελλήνων. Είδαν Σάκες διαφόρων φυλών, άλλους με μίτρες και άλλους με
τουρμπάνια· όλοι όμως ήταν σπουδαίοι ιππείς και τοξότες. Οι Παρικάνιοι, γνωστοί και ως «Αιθίοπες της Ανατολής», σκέπαζαν το κεφάλι με δέρμα από κρανίο αλόγου, φορούσαν χαίτες αντί για λοφία και προστατεύονταν με ασπίδες από δέρμα γερανού. Οι Μόσχοι και οι άνδρες της Κολχίδας φορούσαν ξύλινες περικεφαλαίες και κρατούσαν μυτερά ακόντια με πολύ μακριές σιδερένιες αιχμές. Οι Πισίδιοι κράδαιναν ασπίδες από ακατέργαστο δέρμα, μπρούτζινα κράνη στολισμένα με κέρατα ταύρου, κόκκινες κορδέλες στα πόδια και αγριογούρουνα. Ήταν εκεί Λίβυοι από τις εκβολές του Νείλου, σκεπασμένοι με δέρμα και οπλισμένοι με ξύλινα δόρατα που είχαν σκληρύνει στη φωτιά. Φρύγες, Παφλαγόνες και Αρμένιοι, ντυμένοι με ψηλές μπότες από προβιά. Βιθύνιοι με σκούφους από δέρμα αλεπούς, μπότες από δέρμα ελαφιού και μανδύες σε φανταχτερά χρώματα. Άραβες τυλιγμένοι σε σφιχτούς μανδύες. Και Έλληνες, φυσικά, από την ακτή της Μικράς Ασίας, με τη χαρακτηριστική πανοπλία των οπλιτών. Μα οι πιο έξοχοι ανάμεσα στους πολεμιστές της Σπάντα ήταν οι ίδιοι οι Πέρσες, με τις τσόχινες τιάρες και τις μίτρες, τα μακριά κόκκινα και γαλάζια καφτάνια, τα τόξα και τα βέλη, τα πολυτελή θηκάρια από πεπιεσμένο δέρμα και τις μικρές περιουσίες σε χρυσό και κοσμήματα που φορούσε ο καθένας. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι δέκα χιλιάδες Αθάνατοι και μέσα σ’ αυτούς το τάγμα των χιλίων φρουρών, που ήταν γνωστοί από τους Έλληνες ως «μηλοφόροι», από τις χρυσές μπάλες σε σχήμα μήλου που κοσμούσαν τις άκρες των δοράτων τους. «Τ ι λες, κυρά; Θα δυσκολευτούμε τόσο πολύ να φτάσουμε στη Σπάρτη όσο δυσκολευόμαστε τώρα να φτάσουμε στη σκηνή του Ξέρξη;» ρώτησε ο Αλεξίας, γιος του Φείδωνα και επικεφαλής των στρατιωτών της Αλικαρνασσού. Ο νεαρός αξιωματούχος είχε βγει τόσο ομιλητικός όσο λακωνικός ήταν ο πατέρας του. «Μέχρι την ίδια τη Σπάρτη θέλεις να φτάσεις, Αλεξία; Δε συμβιβάζεσαι με τίποτε λιγότερο;» απάντησε η Αρτεμισία. «Ο πατέρας μου ήταν μισός Σπαρτιάτης. Θέλω να μάθω από πού
κατάγονται οι πρόγονοί μου».
Ο βετεράνος Φείδωνας, που είχε παραγεράσει για να λάβει μέρος στην εκστρατεία, είχε μείνει στην Αλικαρνασσό για να την κυβερνά εξ ονόματος της Αρτεμισίας, αλλά και για να προσπαθήσει να συμμορφώσει τον μικρό και δύσκολο Πισίνδηλι. Εκείνη είχε φύγει από την Καρία στις αρχές της άνοιξης για να συναντήσει την αποστολή. Συνεισέφερε στον αυτοκρατορικό στόλο πέντε τριήρεις, εκτός από τα τέσσερα μεταγωγικά· ήθελε όμως να συμβάλει και στο πεζικό, γι’ αυτό είχε κατευθυνθεί η ίδια προς τις Σάρδεις με τριακόσιους οπλίτες. Σαν έφτασε στις Σάρδεις και είδε τον καταυλισμό που εκτεινόταν κατά μήκος πολλών χιλιομέτρων στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου, η Αρτεμισία κατάλαβε ότι οι άνδρες που είχε φέρει μαζί της δεν ήταν παρά ένας κόκκος άμμου στην απεραντοσύνη της ακτής. Είχαν συναθροιστεί εκεί έξι μεραρχίες περίπου είκοσι χιλιάδων ανδρών, αν συνυπολόγιζε κανείς ιππικό και πεζικό. Η καθεμία τελούσε υπό τις εντολές ενός στρατηγού που ήταν συγγενής του Μεγάλου Βασιλιά: παρευρίσκονταν μεταξύ άλλων ο πεθερός του Οτάνης, οι αδελφοί του Υστάσπης και Αχαιμένης και ο θετός αδελφός του Αριαβίγνης. Μια έβδομη μεραρχία με μεγαλύτερο κύρος συνόδευε διαρκώς τον Ξέρξη υπό τις εντολές του χαζαραπάτις Υδάρνη. Ήταν οι δέκα χιλιάδες πολεμιστές της ανώτατης τάξης, τους οποίους οι Έλληνες αποκαλούσαν Αθάνατους, κι ένας ευμεγέθης αριθμός από Άραβες καμηλιέρηδες και άμαξες από τη Λιβύη και την Ινδία που μετέφεραν και προστάτευαν τις αποσκευές του. Σε όλους αυτούς τους στρατιώτες, πάνω από εκατόν τριάντα χιλιάδες, έπρεπε να προσθέσει κανείς άλλα τόσα άτομα: υπηρέτες, προμηθευτές, σερβιτόρους, μαγείρισσες, ζαχαροπλάστες, μουλαράδες, ζωναράδες, βοηθούς, ιπποκόμους, σιδεράδες, φτηνές πόρνες, εκλεπτυσμένες παλλακίδες, ιερείς, μάντεις, γιατρούς και διάφορα
παράσιτα, μαζί με τις συζύγους, τις παλλακίδες και τα παιδιά των ευγενών που πήγαιναν στον πόλεμο κουβαλώντας μαζί το μισό τους σπίτι. Ο καταυλισμός έμοιαζε με τεράστια πόλη, μια νέα Βαβυλώνα, που στα μέσα του Απρίλη άρχισε την πορεία προς τον Ελλήσποντο έρποντας σαν πολύχρωμο φίδι που εκτεινόταν σε περισσότερα από εκατόν πενήντα χιλιόμετρα από το βορρά ως το νότο. Έπρεπε όμως να μετρήσει κανείς και το στόλο, ο οποίος, τη στιγμή που ο στρατός αναχωρούσε από τις Σάρδεις, σάλπαρε από τα λιμάνια της Ιωνίας, της Καρίας και της Κιλικίας. Στην πραγματικότητα ήταν δύο αυτοκρατορικοί στόλοι. Μαζί διέθεταν πάνω από εξακόσιες τριήρεις, όλες σχεδόν κατασκευασμένες την τελευταία δεκαετία· τα κύτη τους επομένως ήταν ελαφρά, δεν είχαν αρχίσει να σαπίζουν ούτε ταλαιπωρούνταν από το σαράκι και την τερηδόνα. Τ ις τριήρεις συνόδευαν ισάριθμα μεταγωγικά πλοία. Όταν θα απομακρύνονταν από τα σύνορα της Μακεδονίας, του εδάφους στο οποίο νωρίτερα είχαν εγκατασταθεί μεγάλες αποθήκες με προμήθειες, αυτά τα πλοία θα φρόντιζαν για τη συντήρηση της Σπάντα. Το σχέδιο του Ξέρξη και του Μαρδόνιου ήταν να μπουν στην Ελλάδα την εποχή της συγκομιδής, μα ήταν πολύ πιθανό οι Έλληνες να είχαν θερίσει τα σπαρτά πριν προλάβουν να ωριμάσουν ή να τα έκαιγαν ώστε να μην πέσουν στα χέρια των Περσών. Το ναυτικό ήταν μια ξεχωριστή πόλη από μόνη της, πλωτή αυτή τη φορά, που αριθμούσε περίπου διακόσιες χιλιάδες άτομα. Αν τα πρόσθετε κανείς στο πεζικό, οι συνολικοί αριθμοί της εκστρατείας πλησίαζαν το μισό εκατομμύριο. Δεν ήταν περίεργο τελικά το ότι δυσκολεύονταν τόσο να βρουν μέρος να μείνουν. Μάλιστα ο στόλος και οι εφτά μεραρχίες του πεζικού ταξίδευαν και κατασκήνωναν χωριστά. Είχαν συναντηθεί μόνο στον Δορίσκο, όπου ο Ξέρξης έκανε γενική επιθεώρηση, κι ένα μήνα αργότερα στον ευρύ κόλπο της Θέρμης, που προσέφερε πάνω από εξήντα χιλιόμετρα ακτής και παράκτιου τέλματος ανάμεσα στις εκβολές των δύο ποταμών που έλουζαν την περιοχή. Πέρα από τις Σάρδεις δεν υπήρχαν περάσματα σαν τη Βασιλική
Οδό· αν και ο Ξέρξης διαβεβαίωνε ότι μόλις κατακτούσε την Ελλάδα θα την επέκτειναν ως την Αθήνα. Προς το παρόν οι ανιχνευτές του είχαν αναζητήσει τα καλύτερα μονοπάτια και τους πιο σύντομους δρόμους όπου ήταν δυνατόν, και όπου δεν υπήρχαν τους είχαν ανοίξει. Για να περάσει από την Ασία στην Ευρώπη, ο Ξέρξης είχε διατάξει να κατασκευάσουν ανάμεσα στη Σηστό και στην Άβυδο δύο γέφυρες από πλοία παρόμοιες με εκείνες που είχε χρησιμοποιήσει ο πατέρας του για να διασχίσει τον Δούναβη. Μα, αντί για φορτηγίδες, ζήτησε να στήσουν τη γέφυρα με τριήρεις και πεντηκοντόρους, οι οποίες, με τις πιο οξείες γραμμές τους, έκοβαν καλύτερα το ρεύμα του στενού. Ο Ξέρξης ήξερε τι έκανε: Οι ακτές των Δαρδανελλίων ήταν απόκρημνες και για να μεταφέρουν με πλοία στην άλλη όχθη τους σχεδόν είκοσι χιλιάδες άνδρες που συνέθεταν κάθε μεραρχία θα χρειάζονταν διακόσια πλοία τη φορά. Στις δύο όχθες δεν υπήρχαν κατάλληλα σημεία για επιβίβαση και αποβίβαση, ούτε παραλίες αρκετά εκτενείς ώστε να δεχτούν έναν τόσο πολυπληθή στόλο· με εκείνο τον τρόπο, λοιπόν, θα είχαν χρειαστεί περίπου ένα μήνα για να διασχίσουν τον Ελλήσποντο. Η λύση των γεφυρών ήταν πολύ πιο πρακτική γιατί επέτρεπε μια σχεδόν διαρκή ροή στρατιωτών ανάμεσα στις δύο πλευρές των στενών. Για τις δύο γέφυρες είχαν χρειαστεί σχεδόν εφτακόσια πλοία. Η κατασκευή τους δεν είχε γίνει χωρίς δυσκολίες: μια καταιγίδα είχε σπάσει τα σκοινιά και είχε σκορπίσει τα πλοία. Όταν η είδηση έφτασε στα αυτιά του Ξέρξη, που είχε ξεκινήσει από τις Σάρδεις, έπεσαν κάμποσα κεφάλια. Αυτό στάθηκε ερέθισμα για τους Φοίνικες και τους Αιγύπτιους μηχανικούς, που διπλασίασαν τις προσπάθειες και άρχισαν να δουλεύουν σε εξαντλητικές βάρδιες ακόμα και τη νύχτα, αυξάνοντας τις προφυλάξεις. Η Αρτεμισία, που όταν έφτασαν στη Σμύρνη είχε εγκαταλείψει τη βασιλική ακολουθία για να ενσωματωθεί στο στόλο, έφτασε στο
στενό των Δαρδανελλίων μέρες πριν από το στρατό ξηράς και πρόλαβε να δει την κατασκευή των γεφυρών. Η ίδια πρόσφερε δύο πλοία στην πλωτή γέφυρα που βρισκόταν πιο βόρεια. Οι μηχανικοί την έστησαν πλευρίζοντας το ένα μετά το άλλο τριακόσια εξήντα πλοία που διέσχιζαν μια υδάτινη έκταση μήκους πάνω από τρία χιλιόμετρα. Για να μείνουν στη θέση τους μετά την αποτυχία της πρώτης γέφυρας, τα στερέωσαν με μεγάλες άγκυρες και ύστερα τα ένωσαν με έξι σκοινιά, τέσσερα από λινό και δύο από σπάρτο, τόσο παχιά που η Αρτεμισία δυσκολευόταν να τα αγκαλιάσει με τα δυο μπράτσα. Αυτές οι τριχιές στερεώθηκαν στις δύο πλευρές με τεράστια βαρούλκα, τα οποία γυρνούσαν διαρκώς μερικά βόδια για να τις διατηρούν τεντωμένες. Μόλις αγκυροβόλησαν τα πλοία, οι μηχανικοί άπλωσαν επάνω τους ένα διάδρομο από μεγάλες σανίδες με πλάτος τουλάχιστον δέκα μέτρων, που στερεώνονταν μεταξύ τους με δοκάρια. Από πάνω έριξαν αρκετά κλαδιά και ύστερα ένα στρώμα χώματος που έβρεξαν και ποδοπάτησαν ευσυνείδητα, ώσπου ο διάδρομος μετατράπηκε σε πραγματικό δρόμο. Τότε η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι η γέφυρα ήταν πια έτοιμη, γιατί την πέρασε η ίδια και διαπίστωσε ότι ήταν ασφαλής. Μα ήταν αναπόφευκτο να ταλαντεύεται λιγάκι. Για να μην αφήσουν αυτή την κίνηση μαζί με τη θέα της θάλασσας να σπείρουν τον πανικό στα ζώα και σε πολλούς από τους άνδρες που κατάγονταν από την ενδοχώρα, σήκωσαν στις δύο πλευρές του διαδρόμου έναν ψηλό φράχτη από κλαδιά μπλεγμένα μεταξύ τους και καλυμμένα με άχυρο και φύλλα. Οι γέφυρες τελείωσαν πάνω στην ώρα. Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ο Μαρδόνιος με την πρώτη από τις εφτά μεραρχίες. Οι άνδρες του διέσχιζαν τη γέφυρα επί οχτώ συνεχόμενες ώρες χωρίς να σημειωθεί κανένα συμβάν. Τ ις επόμενες ημέρες πέρασαν σιγά σιγά τα υπόλοιπα σώματα του στρατού, αφήνοντας πάντα διάστημα μιας μέρας ανάμεσά τους, για να μην προκαλέσουν χάος στα στενά περάσματα της χώρας την οποία διέσχιζαν και, ταυτόχρονα, για να αφήσουν τους ποταμούς και τα ρυάκια να ανασάνουν λιγάκι, αφού σε
εκείνους τους τόπους τα ρεύματα δεν ήταν τόσο άφθονα ώστε να συντηρούν με πόσιμο νερό όλο το εκστρατευτικό σώμα μαζί. Το θέαμα εκείνων των πολύχρωμων στρατευμάτων που περνούσαν τη θάλασσα λες και τα νερά είχαν γίνει στέρεα γη ήταν μεγαλειώδες. Η επίδειξη έφτασε στο ζενίθ την ημέρα που εμφανίστηκε ο ίδιος ο Ξέρξης. Τη στιγμή που ο ήλιος πρόβαλε στον ορίζοντα ο βασιλιάς έκανε μια σπονδή στον Αχουραμάζντα και ύστερα έριξε στη θάλασσα την κούπα από την οποία είχε πιει, τον κρατήρα και μια σπάθα· όλα τα αντικείμενα ήταν από χρυσό, γιατί οποιοδήποτε άλλο μέταλλο θα είχε μιάνει τα νερά. Αφού στεφάνωσαν τη γέφυρα με κλαδιά από μύρτο κι έκαψαν σε όλη τη διαδρομή θάμνους και αρωματικά φυτά, άρχισε το πέρασμα της βασιλικής ακολουθίας. Πρώτοι παρέλασαν χίλιοι επίλεκτοι ιππείς και ύστερα άλλοι τόσοι αρστίκα με τις άκρες των δοράτων στραμμένες στο έδαφος, σε ένδειξη σεβασμού προς τον κύριό τους. Πίσω από τους ακοντιστές παρέλαυναν δέκα έξοχα νησαία άλογα αφιερωμένα στον Μίθρα και οδηγούμενα από ιπποκόμους. Ακολουθούσε το άρμα του Αχουραμάζντα, από χρυσάφι και ελεφαντόδοντο, πάνω στο οποίο βρισκόταν ένας βωμός που έκαιγε λιβάνι προς τιμήν του θεού. Το έσερναν οχτώ λευκά άτια, κοντά στα οποία προχωρούσε ένας ηνίοχος, αφού στο άρμα του θεού δεν επιτρεπόταν να σταθεί κανείς θνητός. Τελευταίος ερχόταν ο Ξέρξης, όρθιος πάνω στο πολεμικό του άρμα, ένα δίτροχο όχημα που έσερναν επίσης νησαία άλογα και το οδηγούσε ο γιος ενός από τους στρατηγούς του. Βλέποντάς τον συνοδευόμενο από τους δέκα χιλιάδες πολεμιστές της ανώτατης τάξης, τα δόρατα των οποίων άστραφταν στον ήλιο, η Αρτεμισία, που παρακολουθούσε την πομπή από ένα λοφίσκο, ανατρίχιασε. Η εκστρατεία του Μαραθώνα δεν ήταν παρά μια περιπέτεια. Τ ώρα όμως βρισκόταν μπλεγμένη σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, σε έναν άθλο που θα περνούσε στην αιωνιότητα και θα έκανε τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων στον πόλεμο της Τ ροίας να φαίνονται μικρά πλάι του. Ύστερα από οχτώ ημέρες, όταν όλο το στράτευμα είχε περάσει
πια στην Ευρώπη, προχώρησαν στο λύσιμο των γεφυρών. Ο Μαρδόνιος είχε συμβουλέψει να τις αφήσουν στημένες, μα ο Ξέρξης δε συμφωνούσε. Πολλά από τα πλοία που συνέθεταν τις πλωτές γέφυρες ήταν απαραίτητα για το στόλο. Αρκούσε να φυλάξουν τα χοντρά σκοινιά και τις υποδομές σε κάποιο σίγουρο μέρος στις δύο όχθες. «Κύριέ μου», είχε πει ο Μαρδόνιος, «μην ξεχνάς ότι όταν ο πατέρας σου πέρασε τον Δούναβη άφησε την πλωτή γέφυρα στημένη, υπό τη φύλαξη των υποτελών του». Η Αρτεμισία, που ήταν παρούσα σε εκείνη τη συγκέντρωση, κατάλαβε τι ήθελε να πει ο Μαρδόνιος. Η γέφυρα είχε βολέψει πολύ τον Δαρείο σαν είδε ότι έπρεπε να το σκάσει από τους Σκύθες. «Αν θέλεις να μου προτείνεις να αφήσουμε ελεύθερο το δρόμο της φυγής, καλέ μου Μαρδόνιε», απάντησε ο Ξέρξης, «τότε αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου». «Η υποχώρηση είναι μια επιλογή που πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη». «Όχι σε αυτή την εκστρατεία». Αν οι γέφυρες ήταν ένα θαύμα της μηχανικής, τότε το μόνο που μπορούσε να πει κανείς για το κανάλι που είχε τρυπήσει τη χερσόνησο του Άθω ήταν πως αποτελούσε ανδραγάθημα της θέλησης. Ο στόλος το είχε περάσει αφήνοντας το μεγάλο βουνό στα αριστερά του, εξοικονομώντας μια-δυο μέρες πλοήγησης και, κατά πάσα πιθανότητα, πολλές άσχημες εκπλήξεις. Οι μηχανικοί και οι βοηθοί τους δεν είχαν κάνει οικονομία δυνάμεων. Θα μπορούσαν να περιοριστούν στο να σκάψουν μια τάφρο με φάρδος λίγο πάνω από δέκα μέτρα ώστε τα πλοία να τη διασχίσουν ένα ένα. Μα οι εντολές του Ξέρξη ήταν, όπως πάντα, σαφείς: έπρεπε να γίνει με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο τέλος το κανάλι είχε πλάτος σχεδόν τριάντα μέτρα και μπορούσαν να το διασχίσουν παράλληλα δύο ως και τρεις τριήρεις χωρίς τα κουπιά να αγγίζουν το ένα το άλλο. Μάλιστα προστατευόταν από μεγάλους μόλους στα περάσματα, που εμπόδιζαν τα ρεύματα και τα κύματα να το γεμίσουν με την άμμο από το βυθό
της θάλασσας. Παρά τις γέφυρες και τα κανάλια όμως, ήταν αδύνατον να κινήσουν το στράτευμα με το ρυθμό που είχαν προβλέψει οι αξιωματικοί της οργάνωσης υπό την πίεση της ανυπομονησίας του Ξέρξη. Η Αρτεμισία περίμενε ήδη πάνω από δέκα ημέρες στη Θέρμη όταν εμφανίστηκε ο Μαρδόνιος, που ταξίδευε στη μεραρχία της εμπροσθοφυλακής. Ο στρατηγός ήταν έξαλλος με την καθυστέρηση που είχαν σε σχέση με τις ημερομηνίες που είχαν θέσει στις Σάρδεις. «Δε νομίζω να προλάβουμε να θερίσουμε το σιτάρι από τους κάμπους των Ελλήνων», είπε στην Αρτεμισία. Στην πραγματικότητα, αν συνέχιζαν με αυτό το ρυθμό, δε θα προλάβαιναν ούτε να τρυγήσουν τα σταφύλια ή να μαζέψουν τις ελιές. Οι τελευταίες μεραρχίες του στρατού ξηράς δεν κατάφεραν να συγκεντρωθούν στη Θέρμη πριν από τα τέλη Ιουλίου. Η απόσταση που τους χώριζε από την Αθήνα ήταν ίση με εκείνη που είχαν διατρέξει από τότε που πάτησαν το πόδι τους στην Ευρώπη. Και μετά τη Θεσσαλία ήταν πιθανόν να αρχίσουν οι Έλληνες να τους παρενοχλούν, ενώ μέχρι στιγμής δεν είχαν δεχτεί καμία επίθεση. Ή τουλάχιστον ανθρώπινη: κάμποσες καμήλες που ταξίδευαν στην οπισθοφυλακή της βασιλικής μεραρχίας φορτωμένες με στρατιωτικές αποσκευές είχαν δεχτεί επίθεση από τα λιοντάρια που κατέβαιναν τη νύχτα από τα βουνά. Στα πυκνόφυλλα δάση της περιοχής απαντούσε κανείς ακόμα και βόνασους, άγριους ταύρους με πελώρια κέρατα. Επιτέλους, τέσσερις ημέρες μετά τον Μαρδόνιο είχε καταφτάσει η ακολουθία του Ξέρξη. Έμεναν να εμφανιστούν άλλες τρεις μεραρχίες, μα ο Αλέξανδρος, βασιλιάς της Μακεδονίας, επέμενε ότι η άφιξη του Μεγάλου Βασιλιά έπρεπε να γιορταστεί το συντομότερο. Η Αρτεμισία καταλάβαινε τους λόγους του. Ήταν αρκετά τα έξοδα της φιλοξενίας των Περσών που είχαν ήδη κατασκηνώσει στην περιοχή ώστε να θέλει να περιμένει και τους υπόλοιπους. Το είχε διαπιστώσει με τα μάτια της στο δρόμο. Ο στόλος περνούσε πάντα πρώτος από τις πόλεις που ύστερα επρόκειτο να διασχίσει η Σπάντα και τις έβρισκε βυθισμένες σε φρενήρεις προετοιμασίες για να τιμήσουν τον Ξέρξη. Ο
Αντίπατρος, κυβερνήτης της Στρύμης, είχε παραπονεθεί στην Αρτεμισία: «Η υποδοχή του Ξέρξη θα μας κοστίσει τετρακόσια τάλαντα. Πώς θα ζήσουμε ύστερα από αυτό;» Εκείνη του είχε απαντήσει με σαρκασμό: «Πρέπει να είσαι και ευχαριστημένος που ο Μεγάλος Βασιλιάς είναι λιτοδίαιτος και περιορίζεται σε ένα δείπνο την ημέρα». Μα τώρα, αφού είχε διασχίσει έναν μόνο τομέα του καταυλισμού και είχε φτάσει επιτέλους στην πλατεία όπου είχε στηθεί η βασιλική σκηνή, είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι ίσως ο Αντίπατρος δεν είχε υπερβάλει τόσο όταν της είχε μιλήσει για τα έξοδα. Το απόγευμα έφτανε στο τέλος του και ήταν αρκετά ζεστό, μα οι αναρίθμητες πυρές που είχαν ανάψει γύρω από τη μεγάλη σκηνή το έκαναν ακόμα πιο ασφυκτικό. Στις σχάρες και στις σούβλες ψήνονταν εκατοντάδες μοσχάρια και γουρούνια, χιλιάδες αρνιά και κατσίκια, και μόνον ο Δίας θα μπορούσε να μετρήσει τις πάπιες, τα κοτόπουλα και τα πιτσούνια. Η τσίκνα από το λίπος που καιγόταν έπλεε σε λευκές σπείρες και ανακατευόταν με τον καπνό από τις πυρές. Σαν μύρισε το άρωμα από την τραγανή πέτσα και το ξεροψημένο κρέας, η Αρτεμισία ένιωσε να της τρέχουν τα σάλια. Δεν πρέπει να φάω πολύ, θυμήθηκε. Εκείνο το βράδυ δεν ήταν διόλου απίθανο να καταλήξει στο κρεβάτι του βασιλιά. Αν ο Ξέρξης την έσφιγγε στην αγκαλιά του με όλη του τη δύναμη, δεν ήθελε να ξεράσει πάνω του κανένα κομμάτι κρέας. Για το ποτό δεν ανησυχούσε. Με το πέρασμα των χρόνων ανεχόταν όλο και λιγότερο το κρασί, γι’ αυτό το έπινε πολύ αραιωμένο με νερό και με μεγάλη εγκράτεια. Η Αρτεμισία δεν είχε ξαναβρεθεί μόνη με τον Ξέρξη από εκείνη τη νύχτα στη Βαβυλώνα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει ανακούφιση ή απογοήτευση γι’ αυτό, αφού οι αναμνήσεις από την ερωτική συνεύρεσή της με τον Μεγάλο Βασιλιά ήταν αντιφατικές. Από τη μία, φοβόταν να αφεθεί ξανά στην κυριαρχία του, μα, από την άλλη, ένιωθε μια νοσηρή προσδοκία που έκανε το στομάχι της να δένεται κόμπος. Στο τέλος, η αγάπη σου για τις δυνατές συγκινήσεις θα σε
σκοτώσει, Αρτεμισία, έλεγε στον εαυτό της. Έξω από τη σκηνή απλωνόταν ένα πολύ μακρύ πορφυρό χαλί, στις δύο πλευρές του οποίου έστεκαν μηλοφόροι που φυλούσαν σκοπιά, ακίνητοι σαν πέτρινα αγάλματα. Οι αξιωματικοί άφησαν την Αρτεμισία να περάσει χωρίς να ζητήσουν τη βασιλική άδεια, γιατί η Ελληνίδα αμαζόνα ήταν πολύ γνωστή. Εκείνη η σκηνή ήταν γνωστή ως «η κίτρινη», από το χρώμα του καραβόπανου. Οι εργασίες για να την ξεστήσουν και να την ξαναστήσουν κρατούσαν σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, κάτι που καθιστούσε αδύνατη την έγκαιρη μεταφορά της στο σημείο όπου θα διανυκτέρευε ο Ξέρξης. Μα ο βασιλιάς έπρεπε να μένει πάντα σε ένα κατάλυμα αντάξιό του, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε άλλες δύο σκηνές, μία κόκκινη και μία γαλάζια, όχι τόσο πολυτελείς και μεγάλες όσο η κίτρινη. Έτσι, όταν έφευγε το πρωί, μόλις είχε τελειώσει το στήσιμο της σκηνής στο επόμενο σημείο όπου επρόκειτο να διανυκτερεύσει. Στο μεταξύ, άλλοι υπηρέτες καθάριζαν τη σκηνή που μόλις είχε χρησιμοποιήσει, την ξέστηναν, τη δίπλωναν κι έστελναν τους περισσότερους από εκατό μπόγους στη ράχη των πιο γρήγορων αλόγων, ώστε να προσπεράσουν τη βασιλική πομπή και να φτάσουν αρκετά νωρίτερα στο σημείο της επόμενης διανυκτέρευσης. Η Αρτεμισία και οι άνδρες της πέρασαν κάτω από μια τεράστια τέντα, την οποία κοσμούσαν γιρλάντες από λουλούδια και χρυσαφένιες φούντες, και μπήκαν κατευθείαν στη μεγάλη σάλα. Εκείνος ο χώρος ήταν πραγματική απαντάνα, ένα δάσος με στύλους από ξύλο κέδρου που στήριζαν τη σκηνή για περισσότερα από πέντε μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους. Στα πόδια του κεντρικού στύλου, μπροστά από το μεγάλο παραπέτασμα που χώριζε τη σάλα από την υπόλοιπη σκηνή, βρισκόταν το τραπέζι όπου θα καθόταν ο Μεγάλος Βασιλιάς όταν έμπαινε, μαζί με τους ευνοούμενούς του. Από εκείνο το σημείο και πέρα, τα τραπέζια των προσκεκλημένων σχημάτιζαν ομόκεντρα ημικύκλια σε δακτυλίους φθίνουσας επιρροής και ισχύος. Μόλις μπήκε η Αρτεμισία, ένας υπηρέτης βγήκε να την προϋπαντήσει και να της υποδείξει πού έπρεπε να καθίσουν οι άνδρες της, κοντά
στο καραβόπανο. Στην ίδια όμως αντιστοιχούσε μια θέση στο βασιλικό τραπέζι, κάτι που την κολάκεψε πάρα πολύ. Οι καλεσμένοι ήταν εκατοντάδες και κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλο πάνω σε παχιές μαξιλάρες αλλά και γερμένοι σε ανάκλιντρα, κατά την ελληνική συνήθεια. Η σκηνή φωτιζόταν από λύχνους και πολυελαίους που κρέμονταν από το ταβάνι· αν και δεν είχε νυχτώσει ακόμη, το καραβόπανο ήταν χοντρό και μετά βίας άφηνε να μπαίνει φως απ’ έξω. Σε όλη τη σάλα έκαιγαν θυμιατήρια σχεδόν χωρίς να βγάζουν φλόγα, γιατί δεν έπρεπε να ανέβει ακόμα περισσότερο η θερμοκρασία της σκηνής. Δύο σκλάβες ντυμένες στα πράσινα περνούσαν μπροστά τους καίγοντας λιβάνι που κάθε τόσο άλλαζε μυρωδιά. Οι στύλοι της σκηνής ανάδιναν το χαρακτηριστικό απαλό άρωμα του κέδρου, που χρησίμευε και για να απωθεί τα έντομα. Το πλήθος από μύγες και κουνούπια μείωναν επίσης και τα αηδόνια που πετάριζαν μέσα στη σκηνή, ευφραίνοντας ταυτόχρονα τους συνδαιτυμόνες με τις τρίλιες τους. Πριν τα βγάλουν από τα κλουβιά, οι υπηρέτες τα είχαν ράνει με ανθοπέταλα και διάφορα αρώματα και κάθε φορά που ένα πουλί περνούσε από το πλάι της η Αρτεμισία θαρρούσε πως έβλεπε στον αέρα την ουρά του αρώματος που άφηνε στο πέρασμά του. Όσο διέσχιζε τη σκηνή και περνούσε ανάμεσα από τραπέζια, τρίκλινα και μαξιλάρες, η εκλεπτυσμένη μύτη της έπιασε και άλλες μυρωδιές. Οι καλεσμένοι είχαν αρωματιστεί με έλαια από χίλια άνθη και με άρωμα μοσχογαλής, μόσχου και διάφορων ρητινών. Ανακατεμένο με εκείνο το νέφος αρωμάτων όμως μύριζε και τον ιδρώτα του πλήθους. Η ζέστη έκανε τους πάντες να ιδρώνουν κάτω από τα πολυτελή ρούχα τους, παρότι μια στρατιά σκλάβων έκανε αέρα στους συνδαιτυμόνες με μεγάλες δερμάτινες βεντάλιες και μακριά φτερά στρουθοκαμήλου. Τουλάχιστον ο ιδρώτας ήταν πρόσφατος, λίγο γλυκερός και λίγο αλμυρός. Πολύ χειρότερη ήταν η ταγκή δυσοσμία του ξινισμένου ιδρώτα που έπλεε μαζί με το στόλο. Κατά παράδοξο τρόπο, οι ναυτικοί, παρόλο που είχαν το νερό πολύ πιο κοντά τους απ’ ό,τι οι στρατιώτες του πεζικού, δίσταζαν
περισσότερο να φροντίσουν την προσωπική τους υγιεινή, και μερικοί περνούσαν μήνες ολόκληρους χωρίς να ρίξουν λίγο νερό στις μαλλιαρές μασχάλες τους. «Αρτεμισία!» Κοίταξε στα δεξιά της. Εκεί, καθισμένοι σε μαξιλάρες γύρω από μερικά μικρά τραπέζια, ήταν κάμποσοι Λύκιοι ναυτικοί, ντυμένοι με δέρματα κατσίκας και τσόχινους σκούφους με φτερά. Μαζί τους ήταν κι ένας Έλληνας, ο Αισχίνης από την Ερέτρια. Σαν την είδε, σηκώθηκε για να τη χαιρετήσει και πήρε τα χέρια της στα δικά του. «Είσαι ωραιότερη από ποτέ!» της είπε. «Ας με συγχωρήσει η προστάτιδα θεά σου, αλλά μάλλον θα έπρεπε να λέγεσαι Αφροδισία αντί για Αρτεμισία». Αυτό το αστείο τής το είχε ξανακάνει όταν τη φιλοξενούσε στα Σούσα. Εκείνες τις ημέρες της ανιαρής αναμονής η Αρτεμισία έφτασε να σκεφτεί το ενδεχόμενο να πλαγιάσει μαζί του, μα τελικά είχε αντισταθεί στις νύξεις του. Παρότι ο Αισχίνης ήταν ψηλός και αδύνατος, δεν είχε χάσει τα μαλλιά του και τα χαρακτηριστικά του ήταν αρμονικά, είχε κάτι που την απωθούσε. «Επίτρεψέ μου να σε συστήσω στο φίλο μου», της είπε. «Από δω ο Δαμασίθυμος, γιος του Κανδαύλη και βασιλιάς των Καλυνδίων». Ο Λύκιος, ένας υπέρβαρος άνδρας που ίδρωνε ανεξέλεγκτα κάτω από την κίτρινη χλαμύδα του, τη χαιρέτησε από τη μαξιλάρα του. Η Αρτεμισία δεν τον γνώριζε, παρότι ταξίδευε με το στόλο. «Έμαθα ότι τελικά κατάφερες να λύσεις τα θεματάκια που είχες στην πατρίδα σου», είπε ο Αισχίνης. Τ ώρα πια η Αρτεμισία είχε θυμηθεί καλύτερα τι ήταν εκείνο που την ενοχλούσε περισσότερο στον Αισχίνη. Καυχιόταν διαρκώς ότι μάθαινε τα πάντα κι έσπερνε τις συνομιλίες του με υπονοούμενα. «Φαίνεται ότι ο μέγας Ξέρξης κι εσύ έχετε αναπτύξει μια πολύ καρποφόρα σχέση. Θέλεις να τη μοιραστείς με τους φίλους σου;» «Φυσικά», αποκρίθηκε η Αρτεμισία χαρίζοντάς του το πιο ψεύτικο χαμόγελό της. «Όταν ο βασιλιάς μας τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους υπόλοιπους επαναστάτες όπως τους αξίζει, θα σε
περιμένω στην Αλικαρνασσό για να σε τιμήσω με τη φιλοξενία μου». «Θα είναι ανείπωτη χαρά, κυρά μου. Μα τόσο πολύ θα πρέπει να περιμένω για να νιώσω τις χαρές της στέγης σου;» «Με την άδειά σου, κυρά...» τους διέκοψε ο υπηρέτης που είχε αναλάβει να την οδηγήσει στο βασιλικό τραπέζι και που εδώ και ώρα έκανε φανερά ανυπόμονα νοήματα. Ευγνώμων για τη διακοπή, η Αρτεμισία απομακρύνθηκε από τον Αισχίνη, ο οποίος πρόλαβε να τη φάει με τα μάτια χωρίς την παραμικρή προσποίηση. Τελικά ο υπηρέτης την παρέδωσε στον Μιθριδάτη, που είχε χριστεί τελετάρχης μετά τον φυσικό ή μη θάνατο του προκατόχου του, Αρτασύρα. Ο ευνούχος ήταν ακόμη όμορφος, αν και είχε παχύνει λίγο. Χαιρέτησε πρόθυμος την Αρτεμισία, που δεν μπόρεσε παρά να θυμηθεί ότι εκείνος ο άνδρας την είχε δει να συνουσιάζεται με τον Μεγάλο Βασιλιά γυμνή, όπως είχε έρθει στον κόσμο. Ο ίδιος ο Μιθριδάτης την οδήγησε στη θέση της στο βασιλικό τραπέζι. Στη μέση υπήρχε μια επίσημη θέση, ένα πολυτελές κάθισμα από ξύλο κέδρου σκαλισμένο με στολίδια από ελεφαντόδοντο και λαζουρίτη. Οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες είχαν καθίσει σε αφράτες μαξιλάρες με τα πόδια σταυρωμένα. Το μαξιλάρι της Αρτεμισίας βρισκόταν έξι θέσεις στα αριστερά του θρόνου, κάτι που θεώρησε μεγάλη τιμή, γιατί όλα τα ενδιάμεσα καθίσματα ήταν πιασμένα από συγγενείς του Ξέρξη, επιφανή μέλη της οικογένειας των Αχαιμενιδών. Ο άνδρας που καθόταν στα αριστερά της Αρτεμισίας, αντιθέτως, ήταν Έλληνας. Είχε τις μακριές κοτσίδες και το κοντοκομμένο γένι που χαρακτήριζαν τους Σπαρτιάτες. Η Αρτεμισία υπολόγισε ότι θα ήταν κοντά στα εξήντα. Στο μέτωπο και κάτω από τα ζυγωματικά είχε ίσιες, βαθιές ρυτίδες σαν μαχαιριές και η όψη του ήταν θλιμμένη. «Κυρά μου», είπε ο ευνούχος, «επίτρεψέ μου να σου συστήσω τον Δημάρατο, νόμιμο βασιλιά της Σπάρτης και πιστό υποτελή του κυρίου μας του Ξέρξη». Η Αρτεμισία είχε ακούσει ένα κομμάτι της ιστορίας. Καθώς φαινόταν, ένας από τους δύο βασιλείς που κυβερνούσαν τώρα τη
Σπάρτη είχε καταφέρει να πάρει τη θέση του Δημάρατου εξορίζοντάς τον με τη βοήθεια του μαντείου των Δελφών. Όπως τόσοι εξόριστοι τύραννοι ή πολιτικοί της Ελλάδας, έτσι και ο Δημάρατος είχε καταφύγει στην αυλή του Ξέρξη. Αυτό εξηγούσε εν μέρει τη μελαγχολία στη ματιά του, αν και η Αρτεμισία ήταν βέβαιη ότι αν ζούσε στη Σπάρτη δε θα ντυνόταν με χιτώνα με σιρίτια από πορφύρα της Τύρου, ούτε θα φορούσε στο λαιμό περιδέραιο από ατόφιο χρυσό. Επιτέλους τα παραπετάσματα που οδηγούσαν στο εσωτερικό της σκηνής άνοιξαν και εμφανίστηκε ο βασιλικός κήρυκας. Σαν χτύπησε το δάπεδο για να τραβήξει την προσοχή, τα παχιά χαλιά απορρόφησαν το χτύπο της χρυσής άκρης. Παρ’ όλα αυτά, οι υποτελείς του Ξέρξη σηκώθηκαν για να υποδεχτούν τον κύριό τους. «Ο Ξέρξης, Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς των Βασιλέων, Βασιλεύς της Γης, γιος του Δαρείου του Αχαιμενίδη». Ο Ξέρξης, ντυμένος με ένα μανδύα φορτωμένο πολύτιμους λίθους, που, αν έκρινε κανείς από την όψη του, έπρεπε να ζυγίζει τουλάχιστον δέκα κιλά, πλησίασε την επίσημη θέση με μεγαλειώδες βήμα. Οι καλεσμένοι που βρίσκονταν πιο μακριά, επομένως και χαμηλότερα στην κοινωνική κλίμακα, γονάτισαν στο έδαφος· μερικοί μάλιστα έφτασαν να ακουμπήσουν το μέτωπό τους στα χαλιά. Οι ευγενείς υποτελείς, από την άλλη, τον χαιρέτησαν με μια βαθιά υπόκλιση στέλνοντάς του άηχα φιλιά με το δεξί χέρι. Η Αρτεμισία εξεπλάγη σαν είδε ότι ο Ξέρξης είχε μπει συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, που κάθισε σε ένα μαξιλάρι λίγο πίσω από τον Μεγάλο Βασιλιά ενώ εκείνος καθόταν στην επίσημη θέση. Αμέσως έσπευσε ένας υπηρέτης με μοναδικό καθήκον να βάλει κάτω από τα πόδια του βασιλιά ένα χρυσό σκαμνί με βελούδινο κάλυμμα, το ίδιο που χρησιμοποιούσε όταν κατέβαινε από το βασιλικό άρμα. Στο βάθος της ψυχής τους είναι ακόμη νομάδες, σκέφτηκε η Αρτεμισία σαν είδε την Άμηστρι. Γι’ αυτό φορούσαν τόσο χρυσό και ταξίδευαν πάντα συνοδευόμενοι από τις συζύγους και τις παλλακίδες
τους. Προτιμούσαν να κουβαλούν τα υπάρχοντά τους παρά να τα εμπιστεύονται στην ασφάλεια των σπιτιών και των παλατιών τους. Οι συνδαιτυμόνες που κάθονταν στο βασιλικό τραπέζι πέρασαν με τη σειρά μπροστά από το βασιλιά για να του υποβάλουν τα σέβη τους. Πρώτος, ως οικοδεσπότης, χαιρέτησε ο Αλέξανδρος και ύστερα ο Μαρδόνιος. Όλοι φίλησαν τα χείλη του Μεγάλου Βασιλιά, γιατί αυτό ήταν το προνόμιο των μπαντάκα. «Είναι η σειρά σου, ευγενική Αρτεμισία», της ψιθύρισε ο Μιθριδάτης. Η Αρτεμισία πλησίασε στο θρόνο του Ξέρξη κι έσκυψε προς το πρόσωπό του. Εκείνος χαμογέλασε ευγενικά, όπως είχε κάνει και με τους υπόλοιπους ευγενείς, και την άφησε να τον φιλήσει. Ήταν μια φευγαλέα επαφή των χειλιών, που μετά βίας μπορούσε να χαρακτηριστεί φιλί. Παρ’ όλα αυτά, η Αρτεμισία νόμισε ότι είδε με την άκρη του ματιού της τη βασίλισσα να της ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Η ίδια, από την πλευρά της, ένιωσε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Το συμπόσιο ξεκίνησε επιτέλους. Υπηρέτες και των δύο φύλων, επιλεγμένοι για την ομορφιά τους, άρχισαν να φέρνουν πιατέλες, δίσκους, γαβάθες και κούπες από κρύσταλλο και πολύτιμα μέταλλα. Δεν πρόσφεραν μόνο άφθονο ψητό κρέας, αρκετό για να χορτάσει τους τριπλάσιους από τους προσκεκλημένους που ήταν συγκεντρωμένοι στη σκηνή, αλλά και πιο εκλεπτυσμένα πιάτα, τυπικά της βαβυλωνιακής κουζίνας. Στις μυρωδιές που έπλεαν στον αέρα της τεράστιας σκηνής ήρθε να προστεθεί το άρωμα από τα αχνιστά φαγητά, τις σάλτσες και τα μπαχαρικά. Κάποια από αυτά ήταν τόσο καυτερά ώστε οι Μακεδόνες ή Έλληνες συνδαιτυμόνες που τα δοκίμαζαν γίνονταν κόκκινοι σαν την πορφύρα και άρχιζαν να βήχουν και να ιδρώνουν, προκαλώντας ηχηρά χάχανα στους υπόλοιπους. Ο Αλέξανδρος και ο Μαρδόνιος είχαν καθίσει στα δεξιά του Ξέρξη, αν και, όπως ήταν φυσικό, σε κατώτερη θέση. Στην πραγματικότητα, ο Μεγάλος Βασιλιάς δε μοιραζόταν το τραπέζι με
τους υπόλοιπους, γιατί θα ήταν αδύνατον να φτάσει τους δίσκους από το θρόνο του. Οι υπηρέτες σέρβιραν το ένα πιάτο μετά το άλλο κι εκείνος τσιμπούσε λίγο από το καθένα: μία φέτα πάπια με χουρμάδες, λίγο αρνίσιο κρέας με σάλτσα δυόσμου, ένα κομματάκι πίτα με τυρί, μέλι και κρεμμύδι, μια μπουκιά τίγγα στα κάρβουνα. Αφού δοκίμαζε το πιάτο, υποδείκνυε στον εκάστοτε σερβιτόρο σε ποιον από τους καλεσμένους έπρεπε να το πάει και το άτομο που δεχόταν την τιμή σηκωνόταν, έκανε μια υπόκλιση και κάποιες φορές πρόφερε μερικές λέξεις ευχαριστίας, ρητορικές και πομπώδεις. Ήταν η πρώτη φορά που η Αρτεμισία παρευρισκόταν σε ένα συμπόσιο που παρέθετε ο Μεγάλος Βασιλιάς. Την είχε συναρπάσει το πρωτόκολλο. Όσοι καλεσμένοι απολάμβαναν την εύνοια του Ξέρξη έτρωγαν τη λιχουδιά με την οποία τους είχε τιμήσει, όχι χωρίς να δώσουν στους πιο κοντινούς τους συνδαιτυμόνες για να δοκιμάσουν κι εκείνοι. Ύστερα όμως κρατούσαν το πιάτο, που ήταν πάντα πολύτιμο. Ο πρώτος δίσκος που παρέδωσε ο Ξέρξης ήταν από ατόφιο χρυσάφι και είχε αποδέκτη το βασιλιά Αλέξανδρο. Ήταν κι ένα μικρό δείγμα δικαιοσύνης: κάμποσα από τα κομμάτια που πέρασαν μπροστά από την Αρτεμισία ήταν από τη Μακεδονία, γιατί μεταξύ των υποχρεώσεων των οικοδεσποτών δεν ήταν μόνο η προμήθεια τροφίμων στη Σπάντα, αλλά και η παροχή των σκευών που ήταν απαραίτητα για τις δεξιώσεις του Μεγάλου Βασιλιά. Ο οποίος, προφανώς, δεν τα επέστρεφε ποτέ. Ο Ξέρξης χρησιμοποιούσε εκείνη τη γενναιοδωρία για να δείξει την εύνοιά του και να ξεκαθαρίσει την ιεραρχία της αυλής. Άλλωστε ήταν ένας τρόπος να ξεπληρώσει τους ευγενείς που τον είχαν ακολουθήσει στον πόλεμο, γιατί κι εκείνοι θα είχαν κάνει μεγάλα έξοδα. Σε λίγο η Αρτεμισία ένιωσε πάνω της τη ματιά του Ξέρξη, ο οποίος μιλούσε ψιθυριστά με τον Μιθριδάτη. Ο ίδιος ο ευνούχος την πλησίασε με ένα δίσκο από ήλεκτρο διακοσμημένο με την εικόνα του βασιλιά, που επαναλαμβανόταν τουλάχιστον είκοσι φορές σε λεπτά φύλλα χρυσού. Ακόμα πιο πολύτιμο ήταν το κύπελλο που της χάρισε
έπειτα, το ίδιο ρυτόν με το κεφάλι του γρύπα από το οποίο είχε πιει τη νύχτα που είχε μοιραστεί το κρεβάτι του Ξέρξη. Η Αρτεμισία έκανε μια υπόκλιση και ευχαρίστησε το βασιλιά με λίγες λέξεις στα περσικά, κάτι που την έκανε να εισπράξει πολλά χειροκροτήματα, γιατί σπάνιζαν οι Έλληνες που μιλούσαν καλά τη γλώσσα. Γι’ αυτό ανάμεσα στους σερβιτόρους πηγαινοέρχονταν διαρκώς διερμηνείς που διευκόλυναν τις συζητήσεις των καλεσμένων. Ο δίσκος περιείχε μια σαλάτα με σχεδόν διάφανες φέτες από μοσχαρίσιο φιλέτο πάνω σε τραγανά λαχανικά και πέταλα λουλουδιών, που συνοδευόταν από μια πολύ απαλή σάλτσα. Ο Ξέρξης, ή όποιος είχε διαλέξει το πιάτο, είχε δείξει τη λεπτότητα να επιλέξει ένα φαγητό ελαφρύ και όχι τόσο χορταστικό, γι’ αυτό η Αρτεμισία κατάφερε να αδειάσει το δίσκο χωρίς δυσκολία. Όταν τελείωσε, μία υπηρέτρια ήρθε να τον μαζέψει. «Αύριο θα τον έχεις στα χέρια σου πεντακάθαρο, κυρά», της είπε. Εκτός από τους μουσικούς που εναλλάσσονταν σε κάθε κομμάτι, το συμπόσιο ψυχαγωγούσαν κάμποσοι σχοινοβάτες, ακροβάτες και άνδρες που κατάπιναν φλόγες. Όταν τελείωσαν όλοι εκτός από τους αχόρταγους Θράκες, ο Μιθριδάτης χτύπησε τα χέρια. Μπροστά στο βασιλικό τραπέζι, μερικοί υπηρέτες τράβηξαν κάμποσα τραπέζια υπό τις διαμαρτυρίες των καθημένων για να αδειάσουν έναν μεγάλο χώρο πάνω στα χαλιά. «Μεγαλειότατε! Ευγενείς προσκεκλημένοι του Μεγάλου Βασιλιά Ξέρξη!» ανακοίνωσε ο ευνούχος. «Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τους γενναίους Σπαρτιάτες, τους πιο φημισμένους πολεμιστές της Ελλάδας!» Μέσα σε γενική επευφημία εμφανίστηκαν στη σκηνή δέκα άνδρες με αθλητική όψη και ανάλογο παράστημα. Ήταν τυλιγμένοι σε κόκκινους μανδύες, φορούσαν κορινθιακές περικεφαλαίες που άφηναν ελάχιστα ακάλυπτο το πρόσωπό τους και κρατούσαν αστραφτερές ασπίδες με το γράμμα λάμδα. Η Αρτεμισία έμεινε έκπληκτη. Ήταν στ’ αλήθεια πολεμιστές από τη Λακεδαίμονα; Πλάι της όμως ο Δημάρατος ρουθούνισε και ψιθύρισε: «Ωραία φάρσα».
Από την αντίθετη πλευρά εμφανίστηκαν δέκα Πέρσες ακοντιστές της βασιλικής φρουράς: ήταν μηλοφόροι ντυμένοι με πορφυρά φαρδομάνικα καφτάνια που ήταν τόσο μακριά και στενά στα πόδια ώστε τα παντελόνια φαίνονταν ελάχιστα. Αν και τα μέλη αυτού του σώματος πήγαιναν στη μάχη με τόξα, σε αυτή την περίπτωση κρατούσαν μόνο δόρατα και οκτάσχημες ασπίδες. Οι Σπαρτιάτες άφησαν τους χιτώνες τους να πέσουν στο έδαφος. Έκπληκτη, η Αρτεμισία διαπίστωσε ότι δε φορούσαν πανοπλία, μόνο ένα μικρό δερμάτινο κάλυμμα γύρω από τα λαγόνια, τόσο σφιχτό που μετά βίας άφηνε περιθώριο στη φαντασία. Ήταν και οι δέκα εξαιρετικά δείγματα· οι μύες στο θώρακα και στην κοιλιά έμοιαζαν λαξεμένοι από τη σμίλη κάποιου γλύπτη και ήταν αλειμμένοι με λάδι για να φαίνεται περισσότερο η γράμμωσή τους στο φως. Η Αρτεμισία έπιασε τον εαυτό της να φαντάζεται πως χάιδευε εκείνους τους αστραφτερούς μυς και, χωρίς να ξέρει καλά το γιατί, γύρισε να κοιτάξει τη βασίλισσα. Και η Άμηστρις είχε γουρλώσει τα μάτια. Όταν η μουσική έδωσε σήμα να αρχίσουν, οι δέκα οπλίτες άδραξαν τις ασπίδες, σήκωσαν τα δόρατα και προκάλεσαν τους μηλοφόρους με ένα ομόφωνο λαρυγγικό γρύλισμα. Πρώτοι επιτέθηκαν οι Πέρσες. Η Αρτεμισία κατάλαβε αμέσως ότι εκείνοι οι υποτιθέμενοι Σπαρτιάτες δε θα ήταν καν Έλληνες, γιατί η μικρή φάλαγγα που είχαν αυτοσχεδιάσει διαλύθηκε αμέσως. Η μάχη διεξήχθη σε μεμονωμένες μονομαχίες υπό τις επευφημίες και τα γρυλίσματα των συνδαιτυμόνων. Από την κλαγγή των περσικών δοράτων πάνω στις ασπίδες η Αρτεμισία κατάλαβε ότι δεν ήταν από ξύλο αλλά από μπρούτζο. Θα ζύγιζαν το διπλάσιο ή το τριπλάσιο από τις κανονικές ασπίδες, γι’ αυτό οι Σπαρτιάτες τις κινούσαν αδέξια και δεν κατάφερναν να αποφύγουν τις αμβλείες αιχμές των όπλων των Περσών, που χτυπούσαν ξανά και ξανά τα λαδωμένα κορμιά τους και προκαλούσαν τις επευφημίες των καλεσμένων. Ο καβγάς είχε χορογραφηθεί με την τελειότητα ενός τελετουργικού χορού. Κάθε επίθεση, κάθε προσποίηση και άμυνα ήταν προβαρισμένες με ακρίβεια και οι μαχόμενοι έπεφταν νεκροί
όταν δέχονταν έναν ορισμένο αριθμό χτυπημάτων ή το πλήγμα από ένα δόρυ έβρισκε κάποιο ζωτικό όργανο. Στο τέλος έμεινε όρθιος μόνο ένας Σπαρτιάτης ενάντια σε εφτά Πέρσες. Όταν έκαναν να του ορμήσουν, ο επιζών πέταξε την ασπίδα και το έβαλε στα πόδια. Το σκουτάρι ήταν τόσο βαρύ ώστε, παρά το χαλί, η πτώση ακούστηκε με πάταγο. Οι συνδαιτυμόνες ξέσπασαν σε καταιγιστικά χειροκροτήματα και επευφημίες για τους ακοντιστές, οι οποίοι παρατάχθηκαν μπροστά στον Ξέρξη και παρουσίασαν όπλα. Με ένα νεύμα του βασιλιά εμφανίστηκαν δέκα πανέμορφες νέες που πρόσφεραν ισάριθμα χρυσά περιδέραια στους νικητές πολεμιστές. «Σου άρεσε η παράσταση, Δημάρατε;» ρώτησε ο βασιλιάς τον καλεσμένο του όταν οι ακοντιστές και οι Σπαρτιάτες βγήκαν από τη σκηνή. «Ήταν το δίχως άλλο θεαματική, Μεγαλειότατε». «Ακόμα πιο θεαματικό θα είναι το θέαμα των Βασιλικών Συντρόφων να τρέπουν σε φυγή όλους τους Σπαρτιάτες», παρενέβη ο Υδάρνης, επικεφαλής εκείνου του σώματος. «Έχω την εντύπωση ότι ο Δημάρατος δε συμφωνεί», είπε ο Ξέρξης. «Ίσως θέλει να μας εξηγήσει το γιατί». «Μπορώ να μιλήσω με ειλικρίνεια, Μεγαλειότατε;» «Είναι το λιγότερο που μπορώ να περιμένω από έναν καλό φίλο σαν κι εσένα», απάντησε ήρεμα ο μονάρχης. «Οι άνδρες που υποδύθηκαν τους Σπαρτιάτες ήταν το δίχως άλλο σπουδαίοι μαχητές. Μα δεν πολέμησαν με τον τρόπο των Λακεδαιμονίων. Αν το είχαν κάνει, δε θα είχαν ηττηθεί με τόση ευκολία». Τα λόγια του Δημάρατου ήταν αρκετά μετρημένα. Ήταν ηλίου φαεινότερον ότι οι υποτιθέμενοι Σπαρτιάτες είχαν χάσει στην αναπαράσταση της μάχης επειδή εκείνος ήταν ο ρόλος που τους αντιστοιχούσε στην παντομίμα. Παρ’ όλα αυτά, η Αρτεμισία κατάλαβε τι ήθελε να πει. «Φαίνεται ότι σε τσούζει η ήττα των δικών σου, Δημάρατε»,
παρενέβη ξανά ο Υδάρνης. «Φαντάζεστε, νομίζω, πόση εκτίμηση τρέφω για τους Σπαρτιάτες. Μου άρπαξαν το θρόνο, μου αφαίρεσαν τα προνόμια που είχαν απολαύσει όλοι οι πρόγονοί μου και με έκαναν απάτριδα. Ευτυχώς», πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Ξέρξη, «ο πατέρας σου με καλοδέχτηκε στο βασίλειό του και πολύ γενναιόδωρα μου παραχώρησε το κτήμα όπου ζω τώρα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι όταν μιλώ για τους αλλοτινούς συμπατριώτες μου το κάνω με αντικειμενικότητα. Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι στη μάχη σώμα με σώμα είναι ίσοι με τον καθένα. Μα, όταν κλείνουν τις ασπίδες στη φάλαγγα, είναι οι καλύτεροι πολεμιστές που υπάρχουν στη Γη». Όταν ο διερμηνέας μετέφρασε εκείνη τη δήλωση, οι συνδαιτυμόνες που κάθονταν στο βασιλικό τραπέζι άρχισαν τις διαμαρτυρίες και τις αποδοκιμασίες. Μα ο Ξέρξης σήκωσε το χέρι και όλες οι φωνές σώπασαν. «Ο λόγος», συνέχισε ο Δημάρατος, «είναι ότι μάχονται για την ελευθερία που απολαμβάνουν και την οποία με τόση δυσκολία κατέκτησαν. Και, παρ’ όλα αυτά, αν και ίσως ακουστεί παράδοξο, δεν είναι απόλυτα ελεύθεροι. Γιατί ολόκληρη η μοίρα τους είναι υποταγμένη σε έναν ανώτερο αφέντη». «Και ποιος είναι αυτός ο αφέντης;» ρώτησε ο Ξέρξης. Τα λόγια του Δημάρατου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον του. «Ο νόμος. Ένας νόμος τον οποίο έχουν θεσπίσει οι ίδιοι εδώ και γενιές, που τον δέχονται ελεύθερα και τον οποίο βαθιά μέσα στην καρδιά τους φοβούνται ακόμα περισσότερο και απ’ όσο φοβούνται εσένα τον ίδιο οι υποτελείς σου». Ο Δημάρατος είχε πάρει φωτιά καθώς μιλούσε. Η Αρτεμισία κατάλαβε το λόγο της πικρίας στην προηγούμενη έκφρασή του. Στα μύχια της ψυχής του ήταν ακόμη ένας Σπαρτιάτης που νοσταλγούσε την πατρίδα του. «Γι’ αυτό κάνουν πάντα εκείνο που ορίζει ο νόμος. Και, πάνω απ’ όλα, τηρούν την εξής εντολή, την πιο σημαντική: δεν μπορούν ποτέ
να το βάλουν στα πόδια από το πεδίο της μάχης, όσο δυνατοί και πολυάριθμοι κι αν είναι οι εχθροί. Είναι υποχρεωμένοι να κρατήσουν τις θέσεις τους ώσπου να νικήσουν ή να πεθάνουν. Μου επιτρέπεις να αποδείξω τα λεγόμενά μου με μια σύντομη ιστορία, Μεγαλειότατε;» «Μετά χαράς, φίλε μου», απάντησε ο Ξέρξης. Τα όσα επρόκειτο να διηγηθεί, εξήγησε ο Δημάρατος, συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια, όταν εκείνος δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Ήταν όμως μια ιστορία ηρωισμού που λεγόταν στα στρατόπεδα όπου τα παιδιά των Σπαρτιατών άρχιζαν την εκπαίδευση στα εφτά τους χρόνια υπό τη σκληρή πειθαρχία που είχε διδάξει ο Λυκούργος. Ο ίδιος μάλιστα είχε ακούσει την ιστορία σε πιο τρυφερή ηλικία, από το στόμα της μητέρας του. Γιατί οι Σπαρτιάτισσες δεν ανέτρεφαν τα παιδιά τους με ιστορίες τρόμου για φρικτά πλάσματα, όπως η Γοργώ ή η Λάμια, η γυναίκα-φίδι που ρουφούσε το αίμα των θυμάτων της. Προτιμούσαν να τους εμφυσούν την πειθαρχία μιλώντας τους για τα πραγματικά παραδείγματα της αρετής και της αξίας πλάι στη φωτιά της εστίας. Η Σπάρτη και το Άργος διεκδικούσαν από καιρό τη Θυρέα, έναν τόπο που ανήκε στην περιοχή της Κυνουρίας και είχε ζωτική σημασία για τις δύο πόλεις γιατί παρήγε δημητριακά. Για να μη θρηνήσουν κι άλλα θύματα –εκείνη την εποχή το Άργος ήταν μια πόλη σχεδόν τόσο ισχυρή όσο και η Σπάρτη–, συμφώνησαν να λύσουν τη διαφορά τους στέλνοντας στη μάχη τριακόσιους επίλεκτους πολεμιστές από κάθε πλευρά. Μάλιστα θα το έκαναν μακριά από τις δύο πόλεις, σε κάποιο τόπο μοναχικό, για να εμποδίσουν οποιονδήποτε από τους δύο στρατούς να υποκύψει στον πειρασμό και να βοηθήσει τους δικούς του αν τους έβλεπε νικημένους. Έτσι, οι επίλεκτοι Σπαρτιάτες και Αργείοι παρατάχθηκαν αντιμέτωποι τη μέρα που είχε οριστεί, και οι δύο φάλαγγες επιτέθηκαν. Όταν συγκρούστηκαν, η τρομακτική στιγμή του ωθισμού, στην οποία οι ασπίδες πιάνονται η μία με την άλλη και οι
οπλίτες αρχίζουν να λογχίζουν τον εχθρό πάνω από αυτές ενώ οι σύντροφοί τους σπρώχνουν από πίσω, παρατάθηκε επί ώρες χωρίς καμία από τις δύο πλευρές να υποχωρεί ούτε βήμα. Οι άνδρες πέθαιναν επιτόπου, οι επιζώντες περνούσαν πάνω από τα κουφάρια τους και, αν τα δόρατά τους είχαν σπάσει, μαχαίρωναν τους εχθρούς με τα σπαθιά, τους χτυπούσαν με πέτρες ή άρχιζαν να τους δαγκώνουν αν είχαν μείνει χωρίς όπλα. «Στο τέλος», συνέχισε ο Δημάρατος, «σαν έπεσε η νύχτα, είχαν μείνει όρθιοι μόνο δύο άνδρες, οι Αργείοι Αλκήνωρ και Χρομίος. Βλέποντας ότι είχαν μείνει μόνοι κύριοι του πεδίου της μάχης, απομακρύνθηκαν από τα πτώματα κι έφυγαν για την πόλη τους για να ανακοινώσουν τη νίκη. Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκαν στο πεδίο της μάχης οι στρατοί των δύο παρατάξεων για να δουν από κοντά το αποτέλεσμα της αναμέτρησης. Οι Αργείοι έρχονταν καυχώμενοι μαζί με τους δύο επιζώντες από την πόλη τους. Όταν έφτασαν όμως, είδαν στο κέντρο του πεδίου της μάχης ένα τρόπαιο που είχε υψωθεί στη διάρκεια της νύχτας με τις πανοπλίες και τις περικεφαλαίες των ανδρών τους. Μπροστά ήταν μια λευκή πλάκα κι ένας από τους Σπαρτιάτες οπλίτες είχε καθίσει και περίμενε με την πλάτη ακουμπισμένη στην πέτρα. Όταν έφτασαν, οι κήρυκες διαπίστωσαν ότι ο στρατιώτης ήταν νεκρός. Είχε πολλά τραύματα στα πόδια και στο κορμί, μα του είχαν μείνει ακόμη αρκετές δυνάμεις ώστε να σκυλεύσει τα κουφάρια κάμποσων εχθρών και να υψώσει ένα τρόπαιο που διακήρυσσε τη νίκη της Σπάρτης. «Ακόμα και μετά το θάνατό του», συνέχισε ο Δημάρατος, «ο Σπαρτιάτης οπλίτης κρατούσε την ασπίδα και είχε ακουμπήσει το δόρυ στα γόνατά του. Το δεξί του χέρι ήταν καταματωμένο, γιατί με το ίδιο του το αίμα είχε γράψει στην πέτρα: Ο Οθρυάδης, γιος του Αλκίδα, λέει στους συντρόφους του Λακεδαιμονίους: υπακούοντας το νόμο σας, δεν εγκατέλειψα τη θέση μου ούτε έριξα καταγής την ασπίδα μου, μα ύψωσα αυτό εδώ το τρόπαιο με τα όπλα που πήρα από τους νεκρούς εχθρούς και το αφιερώνω στην Άρτεμη και στον θριαμβευτή Ηρακλή.
Οι Αργείοι υποστήριζαν ότι ήταν οι νικητές γιατί είχαν επιζήσει δύο πολεμιστές τους, ενώ οι Σπαρτιάτες έλεγαν ότι ο Οθρυάδης είχε μείνει μόνος κυρίαρχος του πεδίου της μάχης παρά τα βαριά τραύματά του και είχε σκυλεύσει τα πτώματα των Αργείων. Επειδή δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν, οι δύο στρατοί ενεπλάκησαν σε δεύτερη μάχη, γενικευμένη αυτή τη φορά. »Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεοί μάς έδωσαν τη νίκη, γιατί ο σκοπός μας ήταν δίκαιος. Εκείνη τη μέρα έπεσαν στη μάχη πάνω από τρεις χιλιάδες Αργείοι. Και, χάρη στο παράδειγμα της ανδρείας και της πειθαρχίας του Οθρυάδη, το Άργος δεν ξανανίκησε ποτέ τη Σπάρτη. Γι’ αυτό, Μεγαλειότατε», πρόσθεσε ο Δημάρατος δείχνοντας την ασπίδα που είχε αφήσει να πέσει στο χαλί ο τελευταίος επιζών της υποτιθέμενης μάχης, «ποτέ δε θα δεις την ασπίδα ενός Σπαρτιάτη στο έδαφος, εκτός κι αν είναι πλάι στο πτώμα του κυρίου της». Ο βασιλιάς χειροκρότησε δίχως το παραμικρό ίχνος ειρωνείας. «Μπράβο, Δημάρατε! Μακάρι οι Σπαρτιάτες σου να είναι όπως τους περιγράφεις, γιατί έτσι θα αποδειχθούν άξιοι αντίπαλοι των ανδρών μου». «Δε θα σε απογοητεύσουν, Μεγαλειότατε». «Δεν αμφιβάλλω ότι οι συμπατριώτες σου θα πολεμήσουν με ανδρεία», παρενέβη ο Μαρδόνιος. «Πολύ φοβάμαι όμως ότι σαν τελειώσει η μάχη δε θα έχει μείνει κανένας για να σηκώσει τρόπαιο με τα όπλα μας». «Μπορεί να έχεις δίκιο, Μαρδόνιε. Αυτό όμως, όπως και όλα τα άλλα, θα το αποφασίσουν οι θεοί», απάντησε ο Δημάρατος και δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο. Ύστερα από αυτή τη συζήτηση ο βασιλιάς αποσύρθηκε ακολουθούμενος από τη σύζυγό του. Το συμπόσιο συνεχίστηκε με έναν νέο γύρο εδεσμάτων, αν και τα στομάχια ήταν πια γεμάτα και οι ουρανίσκοι χορτάτοι. Κάμποσες χορεύτριες με ελαφρά ενδύματα άρχισαν να λικνίζονται στο χώρο που προηγουμένως είχε χρησιμεύσει για παλαίστρα και ύστερα, χωρίς να σταματήσουν να χορεύουν, μοιράστηκαν ανάμεσα στα τραπέζια υπό τις μελωδίες που έβγαζαν οι
αυλοί, τα κρόταλα και τα ντέφια. Τ ώρα που είχαν φύγει και ο Ξέρξης και η Άμηστρις, η Αρτεμισία αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αποχωρήσει. Δεν ήταν πολύ σίγουρη για την κατάληξη που θα μπορούσε να έχει ένα περσικό συμπόσιο, μα από τον τρόπο που κουνούσαν τους γοφούς τους οι χορεύτριες φανταζόταν ότι δε θα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη ενός ελληνικού συμποσίου. Άλλωστε κάτω από την πανοπλία ο χιτώνας της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Όσο αργά κι αν ήταν, επιθυμούσε να φτάσει στη σκηνή, να βγάλει τα ρούχα της και να κάνει ένα μπάνιο. Σαν βγήκε από τη σκηνή, οι στρατιώτες της την ακολούθησαν απρόθυμα. Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι δικαιούνταν λίγη διασκέδαση και είπε στον Αλεξία: «Διάλεξε τρεις άνδρες για να με συνοδεύσουν. Οι υπόλοιποι μπορούν να μείνουν». Τα μάγουλα του νέου ήταν κατακόκκινα και τα μάτια του άστραφταν, μα ήξερε καλά ποιο ήταν το καθήκον του. Έδειξε δύο άνδρες, εκείνους που είχαν πιει λιγότερο, και επέλεξε τον εαυτό του ως τον τρίτο. Έξω είχε νυχτώσει. Η Αρτεμισία γύρισε και κοίταξε τη σκηνή. Τα φώτα στο εσωτερικό φαίνονταν μέσα από το χοντρό καραβόπανο και την έκαναν να μοιάζει με τεράστιο κλουβί γεμάτο πυγολαμπίδες. Εκείνη τη στιγμή είδε τον Αισχίνη να βγαίνει από την πόρτα, σχεδόν τρέχοντας. «Περίμενε, Αρτεμισία!» Η Αρτεμισία αναστέναξε και είπε στους άνδρες της: «Απομακρυνθείτε λίγο». «Πόσο είναι το λίγο, κυρά;» ρώτησε ο Αλεξίας. Αχ, πόσα έχεις να μάθεις από τον πατέρα σου, σκέφτηκε η Αρτεμισία. «Τόσο όσο να μην ακούτε τι λέω». «Μάλιστα, κυρά!» Όταν ο Αισχίνης έφτασε κοντά της, μάζεψε προσεκτικά τις πτυχές της χλαμύδας του και είπε: «Γιατί φεύγεις τόσο νωρίς, όμορφη
Αρτεμισία; Σε λίγο αρχίζει το πιο ενδιαφέρον μέρος του συμποσίου». «Αλήθεια; Τότε, πρέπει να γυρίσεις στη σκηνή όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να μη χάσεις τίποτα». «Όσο ευχάριστη και αν είναι η γιορτή, εγώ προτιμώ να απολαμβάνω τη δική σου παρουσία». «Τότε, λυπάμαι, γιατί δε θα είναι για πολύ. Νυστάζω κι έχω πονοκέφαλο». Ο Αισχίνης την πλησίασε περισσότερο. Μύριζε ροδέλαιο και μασούσε μαστίχα, μα δεν κατάφερνε να κρύψει το κρασί στην ανάσα του. «Γιατί επιμένεις να αποφεύγεις την παρέα μου, Αρτεμισία; Είσαι χήρα κι έχεις μόνο ένα γιο. Καθόλου άσχημα δε θα σου ερχόταν ένας σύζυγος σαν εμένα, για να σου κάνει όμορφα παιδιά που θα μοιάζουν και στους δυο μας και θα μας συνοδεύσουν ως τα βαθιά γεράματα». «Τα παιδιά με κάνουν να σαστίζω. Το ένα που έχω μου φτάνει και μου περισσεύει. Και για ένα πράγμα μπορώ να σε διαβεβαιώσω, Αισχίνη: η Αρτεμισία της Αλικαρνασσού δε θα ξαναπαντρευτεί ποτέ. Και τώρα με συγχωρείς...» Σαν γύρισε την πλάτη για να απομακρυνθεί, εκείνος την έπιασε από τον αγκώνα. Η ενστικτώδης αντίδραση της Αρτεμισίας ήταν να γυρίσει και να του καταφέρει μια γροθιά, μα κρατήθηκε. «Άκουσέ με, Αρτεμισία. Έχω να σου πω μια ιστορία. Είναι σύντομη, δε θα σε καθυστερήσω πολύ». «Πες μου». «Ξέρεις ότι έχω πολύ καλές πηγές. Μαθαίνω πάντα όλα όσα συμβαίνουν και στις δύο ακτές του Αιγαίου». «Όλα;» είπε εκείνη σηκώνοντας το φρύδι. «Ίσως όχι εντελώς όλα, πάντως τα πιο σημαντικά. Για παράδειγμα, από μερικά κάπως κρυφά μονοπάτια έφτασε στα αυτιά μου η είδηση ότι τη νύχτα πριν από τη μάχη στον Μαραθώνα οι Αθηναίοι δέχτηκαν την επίσκεψη ενός Ίωνα λιποτάκτη ο οποίος τους ειδοποίησε ότι το ιππικό είχε εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Αυτό τους έσπρωξε να αποφασίσουν να επιτεθούν στους φίλους μας τους
Πέρσες, και όλοι γνωρίζουμε τα αποτελέσματα». Παρ’ όλη τη ζέστη, η Αρτεμισία άρχισε να νιώθει τα πόδια της να παγώνουν. «Δεν ξέρω γιατί μου τα...» «Κάνε λίγη υπομονή, Αρτεμισία. Σύμφωνα με τους πληροφοριοδότες μου, φαίνεται ότι μια-δυο νύχτες νωρίτερα ο ίδιος λιποτάκτης είχε επισκεφθεί το αθηναϊκό στρατόπεδο. Αυτή τη φορά όμως δεν το έκανε ως κατάσκοπος αλλά ως προαγωγός, για να κανονίσει μια συνάντηση ανάμεσα στον ανώτερό του και, άκουσον άκουσον, έναν Αθηναίο στρατηγό, τίποτα λιγότερο». Ταξίαρχος ήταν, διόρθωσε νοερά η Αρτεμισία. Φυσικά όμως δεν είπε τίποτα. «Σοδομία μεταξύ εχθρών εν τω μέσω πολέμου. Σκάνδαλο! Γιατί, κατά τη γνώμη μου, αυτό που συνέβη ήταν σοδομία. Τ ι λες κι εσύ;» «Για να είμαι ειλικρινής, δε με απασχολεί», είπε η Αρτεμισία, χωρίς να ακουστεί ιδιαίτερα πεπεισμένη. «Αναρωτιέμαι μήπως το άτομο που πλάγιασε με το στρατηγό ήταν το ίδιο που αργότερα έστειλε το λιποτάκτη για να πληροφορήσει τους Αθηναίους. Αν έγινε έτσι, το εν λόγω πρόσωπο θα ήταν η αιτία για την ήττα των Περσών στον Μαραθώνα. Φαντάζεσαι σε τι βασανιστήρια θα το υπέβαλλε ο Μεγάλος Βασιλιάς αν το μάθαινε;» «Δε μου αρέσει να φαντάζομαι τέτοια πράγματα». «Από την άλλη, βέβαια, δεν είναι ανάγκη να φτάνουν όλες οι φήμες στα αυτιά του Μεγάλου Βασιλιά. Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο ώστε να ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες. Το άτομο για το οποίο σου μιλάω μπορεί να είναι ήσυχο ότι εκείνος που γνωρίζει το μυστικό θα το κρατήσει για τον εαυτό του... μα όχι δωρεάν». Ο Αισχίνης την πλησίαζε όλο και περισσότερο εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Αρτεμισία είχε μείνει στήλη άλατος. «Σε αυτή τη ζωή τίποτα δεν είναι δωρεάν», πρόσθεσε. «Δε σε καταλαβαίνω». «Όταν ζούσα στην Ερέτρια, μιλούσα στην Εκκλησία του Δήμου
για να πείσω το λαό για όσα έπρεπε να γίνουν στην πόλη. Το απεχθανόμουν. Τον όχλο δεν πρέπει να τον πείθεις, πρέπει να τον κάνεις να σε υπακούει». «Δε με ενδιαφέρουν οι πολιτικές σου απόψεις». Ο Αισχίνης έβαλε τα χέρια στους ώμους της Αρτεμισίας. «Βασιλικός σύζυγος της Αλικαρνασσού. Μην ανησυχείς όμως, τον πόλεμο θα τον αφήνω σ’ εσένα. Εγώ θα περιοριστώ να κυβερνώ την πόλη». Η Αρτεμισία έκανε να απαντήσει ότι θα προτιμούσε να παντρευτεί κανένα βάτραχο, μα ο Αισχίνης την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε με λαγνεία. Τα χέρια του χώθηκαν κάτω από το χιτώνα της, έκαναν στην άκρη τα χοντρά δερμάτινα κορδόνια και άρχισαν να πασπατεύουν τους γλουτούς της. Εκείνη σάστισε και για μια στιγμή αφέθηκε. Αμέσως όμως αντέδρασε και του έδωσε μια γονατιά στο υπογάστριο με όλη της τη δύναμη. Ο Αισχίνης διπλώθηκε από τον πόνο κι έπεσε καταγής. Ο Αλεξίας και οι δύο στρατιώτες έκαναν να τους πλησιάσουν, μα η Αρτεμισία τους συγκράτησε με ένα νεύμα. Προτιμούσε να μην καταλάβουν τίποτα. «Άκουσέ με, πόρνη!» βόγκηξε ο Αισχίνης. «Αυτό θα το μετανιώσεις! Όταν μάθει για τον Μαραθώνα ο Ξέρξης, θα βάλει να σε παλουκώσουν!» «Μπορείς να πας να του το πεις όποτε θέλεις». Η Αρτεμισία γύρισε την πλάτη κι έκανε να φύγει, μα την τελευταία στιγμή δεν κρατήθηκε κι έδωσε μια κλοτσιά στο πρόσωπο του Ερετριέα. Ύστερα γύρισε κοντά στους άνδρες της. «Φαίνεται ότι κάποιους τους ανάβουν οι πανοπλίες», ήταν η μόνη εξήγηση που τους έδωσε σαν βρέθηκε κοντά τους. Παρ’ όλα όσα είχε πει στον Αισχίνη, η Αρτεμισία δεν ήταν απόλυτα ήσυχη. Στο μυαλό της τριγύριζε ακόμη μια μικρή αμφιβολία σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του Πατικάρα. Αυτός είναι, αυτός είναι, επανέλαβε μέσα της. Αν ο Ξέρξης δεν ήταν ο μασκοφόρος, δε θα την είχε ανταμείψει κάνοντάς την
μπαντάκα του, δε θα την είχε καλέσει στο βασιλικό τραπέζι ούτε θα την είχε τιμήσει με δώρα. Ωστόσο, ακόμα και αν ο Ξέρξης και ο Πατικάρα ήταν το ίδιο πρόσωπο, ίσως ο Μεγάλος Βασιλιάς να μην έβρισκε τόσο αστείο το γεγονός ότι η ιστορία του κατασκόπου στον Μαραθώνα είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται. Η Αρτεμισία ήταν σίγουρη ότι, αν ο Αισχίνης προσέτρεχε στον Ξέρξη και του έλεγε την ιστορία περιμένοντας ανταμοιβή, θα τον περίμενε μεγάλη έκπληξη. Εκείνο για το οποίο δεν ήταν τόσο σίγουρη ήταν μήπως ο βασιλιάς αποφάσιζε να σκοτώσει και την ίδια, για να εξαλείψει έτσι τους μάρτυρες ενός γεγονότος που αποτελούσε μια κατάφωρη προδοσία απέναντι στον ίδιο τον πατέρα του. Ένα υγρό ρυάκι κύλησε στην πλάτη της Αρτεμισίας. Αυτή τη φορά ο ιδρώτας ήταν κρύος.
Πειραιάς, νύχτα της 29ης Ιουλίου Είχαν τελειώσει το δείπνο και κουβέντιαζαν με τον Μνησίφιλο όταν ο θυρωρός ζήτησε την άδεια να μπει στην τραπεζαρία και πληροφόρησε τον Θεμιστοκλή ότι στην πλαγιά που ανηφόριζε από το λιμάνι πλησίαζε κόσμος που κρατούσε πυρσούς. Η Απολλωνία ταράχτηκε. Μετά την πτώση της Ερέτριας, από την οποία σύντομα θα έκλειναν δέκα χρόνια, οποιαδήποτε επίσκεψη ή εμφάνιση μέσα στη νύχτα έκανε την καρδιά της να χτυπά ξέφρενα στο στήθος της, λες και οι Πέρσες βρίσκονταν πάλι προ των πυλών. Το σπίτι ήταν καλά προστατευμένο, μα όλοι ήξεραν ότι εκεί μέσα φυλούσαν πολλά χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Και, παρόλο που οι πολιτικοί εχθροί του Θεμιστοκλή έδειχναν να δειλιάζουν όλο και περισσότερο, κανείς δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποιας απόπειρας εναντίον του. «Πάω να δω ποιος είναι», είπε ο Θεμιστοκλής. «Θα έρθω μαζί σου». Ο Θεμιστοκλής είπε ότι δεν ήταν ανάγκη, μα η Απολλωνία επέμεινε. Ανέβηκαν στην ταράτσα, που είχε κατασκευάσει κατά τη μόδα των σπιτιών της Ανατολής, γιατί του άρεσε να κοιτάζει από εκεί το λιμάνι και να βλέπει πώς προχωρούσαν τα έργα. Τα έργα του, διόρθωσε στο μυαλό της η Απολλωνία. Όπως έλεγε ο Θεμιστοκλής, οι τελευταίες πενήντα τριήρεις που κατασκεύαζαν με το ξύλο που είχε φτάσει από την Ιταλία αλλά και από τη μακρινή, άγρια Κορσική, θα ήταν οι πιο γρήγορες του κόσμου, γοργότερες ακόμα και από τα φοινικικά πλοία. Καμιά φορά η Απολλωνία πίστευε ότι ο Θεμιστοκλής αγαπούσε εκείνα τα καράβια περισσότερο και από τα ίδια του τα παιδιά. Όχι, δεν είναι έτσι, είπε μέσα της. Τον έκρινε άδικα. Είχε περάσει μόλις ενάμισης χρόνος από τότε που ο Νεοκλής, ο μεγαλύτερος γιος του, είχε πεθάνει από τη μόλυνση που του είχε προκαλέσει στο μπράτσο το δάγκωμα ενός αλόγου. Δεν κατάφερε ούτε να πενθήσει
το παιδί του. Μα όποτε ανέβαινε στην πόλη πρόσφερε ένα ανάθημα στη στήλη του Νεοκλή και η Απολλωνία τον είχε πιάσει κάμποσες φορές να κλαίει όταν νόμιζε ότι δεν τον έβλεπε κανείς. Αγαπούσε τα παιδιά του. Αγόρια και κορίτσια. Κάτι που ήταν πολύ σημαντικό για την Απολλωνία, γιατί όλες οι κόρες του είχαν γεννηθεί από την κοιλιά της. Από την ταράτσα είδαν κάμποσους άνδρες να ανηφορίζουν το δρόμο με ένα μουλάρι κι ένα άλογο, στο φως μεγάλων πυρσών. «Ο Κίμωνας είναι», είπε ο Θεμιστοκλής. «Τ ι να θέλει τέτοια ώρα;» Δεν ήταν ασυνήθιστο να επισκέπτεται ο γιος του Μιλτιάδη τον Θεμιστοκλή, είτε στο σπίτι στο άστυ, στο βόρειο μέρος της πόλης, είτε στο λιμάνι. Συνήθως όμως εμφανιζόταν στο φως της ημέρας, εκτός και αν τον είχαν καλέσει για δείπνο. Η Απολλωνία δεν εξεπλάγη ιδιαίτερα με εκείνη την απρόσμενη επίσκεψη. Από τότε που είχαν δώσει στον Θεμιστοκλή αυξημένες εξουσίες, όλες σχεδόν οι υποθέσεις που σχετίζονταν με τη διακυβέρνηση της Αθήνας περνούσαν από τα χέρια του. Και ήταν δύσκολοι καιροί για την πόλη, μια και η απειλή των Περσών διαφαινόταν ξανά στον ορίζοντα. Σύμφωνα με τον Θεμιστοκλή, ο Ξέρξης έφερνε ένα στρατό πέντε φορές μεγαλύτερο από εκείνον που είχε καταστρέψει την Ερέτρια, με τη συνοδεία ενός στόλου εξακοσίων πολεμικών πλοίων και άλλων τόσων μεταγωγικών. Και αυτή τη φορά η Απολλωνία δε φοβόταν για την τύχη μιας κόρης, αλλά τριών. Σαν κατέβηκαν ξανά στην αυλή, ο Θεμιστοκλής της ζήτησε να επιστρέψει στην τραπεζαρία και να μείνει με τον Μνησίφιλο όσο εκείνος θα πήγαινε να μάθει ποιο μήνυμα έφερνε ο Κίμωνας. Μα η Απολλωνία κρύφτηκε σε μια γωνιά και περίμενε να μάθει αν είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Έλεγαν ότι οι Πέρσες ήταν ακόμη πολύ μακριά, πέρα από τον Όλυμπο. Σε εκείνη όμως ενέπνεαν ένα φόβο σχεδόν υπερφυσικό, γι’ αυτό κάθε πρωί, όταν ανέβαινε στην ταράτσα και κοιτούσε τη θάλασσα, φοβόταν ότι θα έβλεπε ολόκληρο τον ορίζοντα
γεμάτο με τα πλοία τους. Η εξώπορτα του σπιτιού, ένα φύλλο από συμπαγή δρυ ενισχυμένο με μπρούτζινες πλάκες, άνοιξε ενώ τα μάνταλα και οι μεντεσέδες έτριζαν. Ο Κίμωνας μπήκε και αγκάλιασε τον Θεμιστοκλή· στην Απολλωνία εκείνη η αγκαλιά φάνηκε κάπως ψυχρή. Ύστερα ο Κίμωνας πρόσεξε ότι ήταν κι εκείνη εκεί, στο παρασκήνιο, και τη χαιρέτησε από μακριά κλίνοντας το κεφάλι. Η Απολλωνία απάντησε με ένα νεύμα του χεριού. Η σχέση τους δεν είχε αρχίσει καλά από τότε που είχαν γνωριστεί, σε εκείνη την παραλία της Εύβοιας. Από τότε είχαν ιδωθεί πολλές φορές, γιατί ο Θεμιστοκλής δεν ήταν από εκείνους που υποχρέωναν τη γυναίκα τους να κρυφτεί στην πιο μακρινή γωνιά του σπιτιού κάθε φορά που ερχόταν ένας άνδρας. Ο γιος του Μιλτιάδη της έριχνε πάντα κρυφές ματιές, σαν να της έλεγε: «Ναι, ξέρω πως είμαι ο Άδωνις που αναστήθηκε από την κόλαση, μα δεν πρόκειται να πέσω στα νύχια σου». Τη στιγμή που το τελευταίο πράγμα το οποίο περνούσε από το μυαλό της Απολλωνίας ήταν να πλαγιάσει μαζί του. Δύο σκλάβοι του Κίμωνα μπήκαν στην αυλή αγκομαχώντας και κουβαλώντας ένα μεγάλο μπαούλο. Ο Σίκιννος βγήκε για να ξεφορτώσει ένα μικρότερο σεντούκι από τη ράχη του αλόγου· από τον τρόπο με τον οποίο το σήκωσε ο ηράκλειος σκλάβος, η Απολλωνία συμπέρανε ότι το σεντούκι δεν ήταν πολύ ελαφρύ. Δεν είναι σκλάβος, υπενθύμισε ξανά στον εαυτό της· δυσκολευόταν να συνηθίσει ότι ο Σίκιννος είχε γίνει μέτοικος, δηλαδή ελεύθερος ξένος. Ο Θεμιστοκλής δεν ήταν πια αφέντης αλλά προστάτης του, τουλάχιστον για όσον καιρό ο Πέρσης εξακολουθούσε να μένει στην Αθήνα. Όταν επέστρεψαν από το μακρύ ταξίδι στην Ασία, ο Θεμιστοκλής κράτησε το λόγο του και του χάρισε την ελευθερία. Μάλιστα του έδωσε όχι μόνο τις οικονομίες που είχε μαζέψει ο Πέρσης, αλλά κι ένα γενναίο ποσό για να επιστρέψει στο σπίτι του. Μα ο Σίκιννος έπεσε στα πόδια του, αγκάλιασε τα γόνατά του και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα τον ικέτευσε να μην τον διώξει από το πλευρό του. Ήταν η πρώτη και
μοναδική φορά που η Απολλωνία τον είχε δει να συμπεριφέρεται τόσο δουλικά. «Αν γυρίσω στην Περσία, θα με σκοτώσουν, κύριε!» «Γιατί;» είχε παραξενευτεί ο Θεμιστοκλής. «Ο στρατηγός Μαρδόνιος με εξόρισε, κύριε. Είπε ότι πρόδωσα τους δικούς μου γιατί σε υπηρέτησα και σε συνόδευσα να κατασκοπεύσεις τον Μεγάλο Βασιλιά. Μάλιστα απείλησε ότι αν ξαναπατήσω το πόδι μου σε περσική επικράτεια για το υπόλοιπο της ζωής μου θα βάλει να με γδάρουν». Όλα αυτά τα είχε πει μονορούφι και χωρίς να πάρει ανάσα, σαν να ήταν ένας καλά προβαρισμένος λόγος. Και δεν είχε σηκώσει το βλέμμα από το πάτωμα, παρότι ήταν άνθρωπος περήφανος, που συνήθιζε να κοιτά τους άλλους ίσια στα μάτια. «Λέει ψέματα», είπε η Απολλωνία στον Θεμιστοκλή όταν βρέθηκαν μόνοι τους λίγο αργότερα. «Γιατί να πει ψέματα; Τ ι έχει να κερδίσει;» Ο Θεμιστοκλής τα έβλεπε πάντα όλα από τη λογική πλευρά τους και ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά, απελπίζοντας καμιά φορά την Απολλωνία. Αν το τετράγωνο μυαλό του δεν έβρισκε κάποιον πειστικό λόγο για τον οποίο ο Σίκιννος θα μπορούσε να λέει ψέματα, έβγαζε το συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατον να συμβαίνει κάτι τέτοιο και η συζήτηση σταματούσε εκεί. Εκείνη όμως, που έβλεπε τα πράγματα με άλλη ματιά, είχε μιλήσει κατ’ ιδίαν με τον Πέρση. «Χαίρομαι πολύ που θα μείνεις μαζί μας, Σίκιννε. Εγώ σε έχω σαν αδελφό. Όμως λυπάμαι που δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου. Σε καταλαβαίνω καλύτερα από τον καθένα, γιατί είμαι κι εγώ εξόριστη», πρόσθεσε και πήρε το χέρι του στο δικό της με όψη θλιμμένη. «Στ’ αλήθεια σε απείλησαν με έναν τόσο φρικτό θάνατο αν επιστρέψεις στην Περσία;» «Μάλιστα, κυρά». Τον κοιτούσε στα μάτια κι έτσι εκείνος δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι χωρίς να προδοθεί. Μα οι κόρες των ματιών του γύρισαν στο πλάι και τράβηξε το χέρι λες και το άγγιγμα της Απολλωνίας τον
έκαιγε. Έκανε να φέρει τα χέρια στο στόμα, μα τελικά κρατήθηκε και δάγκωσε την άκρη των χειλιών. Η Απολλωνία, που ήταν συνηθισμένη να ανιχνεύει τα ψεματάκια τα οποία έλεγαν οι κόρες της και ήξερε ότι κατά βάθος ο Σίκιννος δεν ήταν παρά ένα μεγάλο παιδί, πείστηκε πλέον απόλυτα ότι κάτι τους έκρυβε. Μα ο Θεμιστοκλής αρνούνταν να την ακούσει. «Σέβομαι τη γνώμη σου, Απολλωνία. Μα, αν υπάρχει ένα πράγμα για το οποίο μπορώ να καυχηθώ, αυτό είναι ότι γνωρίζω τους άνδρες μου. Ο Σίκιννος δεν μπορεί να πει ψέματα, γιατί, αν το κάνει, παραβαίνει την πιο ιερή εντολή του θεού του». Τους άνδρες του. Τ ι κενοδοξία! Όταν μιλούσε με τόση αλαζονεία, η Απολλωνία τον μισούσε. Τ ώρα ο Θεμιστοκλής της έκανε νόημα να επιστρέψει κοντά στον Μνησίφιλο ενώ εκείνος έμπαινε στο γραφείο του με τον Κίμωνα. Η Απολλωνία αναστέναξε και μπήκε ξανά στην τραπεζαρία. Μια σκλάβα, καθισμένη σε μια γωνιά, έπαιζε λύρα. Ήταν νέα, μάλλον κοκαλιάρα και ασχημούλα, μα είχε δάχτυλα λεπτά και κατάλευκα και η μουσική που έπαιζε ήταν πολύ γλυκιά. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι ο Θεμιστοκλής δεν την είχε εκεί για να ευφραίνει ούτε τα μάτια ούτε το κορμί, αλλά το πνεύμα. Η Απολλωνία κάθισε σε ένα σκαμνί μπροστά στον Μνησίφιλο. Εκείνος ανακάθισε στο ανάκλιντρο, όπως όφειλε απέναντί της, και τα πόδια του έμειναν να κρέμονται πάνω από το πάτωμα. Ο φίλος του Θεμιστοκλή είχε περάσει προ πολλού τα εξήντα. Μα δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε που τον είχε γνωρίσει η Απολλωνία – όταν της τον σύστησε ο Θεμιστοκλής, το αυτί του ήταν ήδη σκισμένο από τη Μάχη του Μαραθώνα. Ίσως τα μάγουλά του να ήταν λίγο πιο ρουφηγμένα· τα μάτια του όμως διατηρούσαν την ίδια ζωντάνια. Ο Μνησίφιλος έλεγε ότι το μυστικό ήταν η εγκράτεια με το κρασί και, ακόμα περισσότερο, με το φαγητό. Πράγματι, όταν μπήκε η Απολλωνία, οι δίσκοι με τα γλυκά ήταν εξίσου γεμάτοι με πριν. «Νόμιζα ότι τουλάχιστον θα δειπνούσαμε με την ησυχία μας», απολογήθηκε η Απολλωνία. «Μα έκανα λάθος».
«Δεν πειράζει, Απολλωνία. Είναι δύσκολοι καιροί. Και ακόμα περισσότερο για έναν άνθρωπο που παλεύει να χωρέσει ολόκληρη την πόλη στο κεφάλι του». «Αν ήταν μόνο η πόλη... Καμιά φορά μού φαίνεται ότι θέλει να χωρέσει όλο τον κόσμο». «Πες μου κάτι. Συνεχίζει να κοιμάται λιγότερο κι από κόκορα;» Αν ερχόταν από κάποιον άλλο, αυτή η προσωπική ερώτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί αναίδεια. Μα η Απολλωνία είχε μεγάλο θάρρος με τον Μνησίφιλο, ο οποίος, αφού δεν είχε δικά του παιδιά, της φερόταν σχεδόν σαν να ήταν κόρη του. Άλλωστε, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με άλλους άνδρες, τη σχέση τους δε θόλωνε η παραμικρή υπόνοια ερωτικής επιθυμίας. Ήταν γνωστό τοις πάσι ότι στον Μνησίφιλο άρεσαν οι έφηβοι· και στην ηλικία του του έφτανε να τους βλέπει στην παλαίστρα. Ή τουλάχιστον έτσι διαβεβαίωνε ο ίδιος. «Κοιμάται λιγότερο από ποτέ. Όταν πλαγιάζουμε στο ίδιο κρεβάτι, η τελευταία εικόνα που έχω από εκείνον πριν με πάρει ο ύπνος είναι αυτή». Η Απολλωνία σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, γούρλωσε τα μάτια σαν κουκουβάγια κι έμεινε να κοιτάζει το κενό. Ο Μνησίφιλος έβαλε τα γέλια. «Και πάντα σηκώνεται πριν από εμένα». «Αχ, νομίζει ότι πρέπει να επαγρυπνά για όλους. Μα ένας άνθρωπος δεν μπορεί να φορτωθεί μόνος του το βάρος όλου του κόσμου». «Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όταν επιτέλους τον παίρνει ο ύπνος, βλέπει εφιάλτες. Δεν ξέρω τι του συμβαίνει σε αυτά τα όνειρα, μα καμιά φορά αρχίζει να βογκά στον ύπνο του. Όταν τον κοιτάζω, είναι κάθιδρος και σφίγγει τα δόντια λες κι έχει πυρετό. Δυσκολεύομαι πολύ να τον ξυπνήσω, παρόλο που κοιμάται ελαφρά. Λες και τον κυριεύουν οι εφιάλτες και δεν τον αφήνουν πια». «Τ ι εφιάλτες είναι αυτοί; Μια ηλικιωμένη ιέρεια μου έμαθε να εξηγώ τα όνειρα. Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω». «Ποτέ δε μου λέει τι είναι. Υποπτεύομαι όμως ότι έχουν σχέση
με όσα του συνέβησαν στο ταξίδι». Μιλούσαν γι’ αυτό το θέμα μόνον όταν ο Θεμιστοκλής δεν ήταν μπροστά. «Θυμάσαι πώς ήταν τα δάχτυλά του όταν έφτασε; Μας είπε ότι είχε πάθει κάποια μόλυνση». «Εγώ πάντως δε γνωρίζω καμία μόλυνση που σε κάνει να χάνεις μόνο τα νύχια των δαχτύλων», παραδέχτηκε ο Μνησίφιλος. «Αν και ένας ναυτικός μού είπε ότι στην Ινδία υπάρχει μια ασθένεια που κάνει να πέφτουν σε κομμάτια πρώτα τα δάχτυλα και ύστερα το υπόλοιπο χέρι». Η Απολλωνία κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήταν ασθένεια. Είμαι σίγουρη ότι τον βασάνισαν». Ο ίδιος ο Μνησίφιλος της γέμισε το ποτήρι από το κανάτι που είχαν στο τραπέζι, γιατί ο Θεμιστοκλής είχε διώξει τον υπηρέτη λίγο πριν. «Ας μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο. Όταν πλησιάζει η σκιά του πολέμου, είναι η καλύτερη ώρα για να απολαύσει κανείς τη ζωή. Κοπελιά!» αναφώνησε απευθυνόμενος στην κιθαρωδό. «Παίξε κάτι πιο εύθυμο». Η νέα ερμήνευσε μια εορταστική ωδή του Σιμωνίδη. Ενώ τραγουδούσε, έφτασε στα αυτιά τους η συζήτηση από το γραφείο του Θεμιστοκλή. Για να μη φανεί αδιάκριτος, ο Μνησίφιλος ξερόβηξε, σήκωσε τον τόνο της φωνής του και ρώτησε την Απολλωνία για τη μητέρα του Θεμιστοκλή. «Έπεσε για ύπνο πριν έρθεις εσύ», απάντησε η Απολλωνία. «Έχει πολύ περίεργα ωράρια. Μπορεί σε λίγο να ξυπνήσει νομίζοντας ότι είναι μέρα και να ζητήσει από τις σκλάβες να της φέρουν το πρωινό». Εδώ και δύο χρόνια η Ευτέρπη ζούσε μαζί τους. Η άτυχη γυναίκα είχε αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα γεροντικής άνοιας λίγο μετά την επιστροφή του Θεμιστοκλή. Τον μπέρδευε με τον πατέρα του, τον Νεοκλή, ξεχνούσε τα ονόματα των εγγονών της, που κατέβαιναν συχνά από την πόλη για να τη δουν, κι έκανε λάθος με τα ονόματα των κοριτσιών εγγονών της ή απλώς δεν τις αναγνώριζε. Έπρεπε να την προσέχουν διαρκώς, γιατί αν αφαιρούνταν το
έσκαγε από το σπίτι και άρχιζε να τριγυρνά στο δρόμο φορώντας μόνο το χιτώνα του σπιτιού και με τα λευκά μαλλιά λυτά μέχρι τη μέση. Αν τη ρωτούσε κανείς, του έλεγε μια ιστορία για τον αδελφό της, γιατί νόμιζε ότι ήταν πάλι νέα και βρισκόταν στην Αλικαρνασσό. Η Αρχίππη είχε εκμεταλλευτεί την κατάπτωση της Ευτέρπης για να την εκδικηθεί και δεν έχανε ευκαιρία να επιδεικνύει το ότι η πεθερά της είχε χάσει τα λογικά της. Μάλιστα, όταν ο Θεμιστοκλής έλειπε από το σπίτι, έδινε εντολή στις σκλάβες να μην τη χτενίζουν ούτε να την πλένουν, μα να την αφήνουν συνέχεια με τα ίδια ρούχα. Μέχρι που η Απολλωνία απηύδησε και είπε στον Θεμιστοκλή να φέρει τη μητέρα του στον Πειραιά για να τη φροντίζει εκείνη. Ευτυχώς η Μνήση, που είχε κλείσει πια τα δώδεκα, βοηθούσε πολύ την Απολλωνία. Παρόλο που η Ευτέρπη δεν ήταν η βιολογική της γιαγιά, τη φρόντιζε περισσότερο απ’ όλους και περνούσε ώρα πολλή χτενίζοντάς της τα μαλλιά και τραγουδώντας της. Σε αντάλλαγμα, λάμβανε κι εκείνη μια αποζημίωση: κατά περίεργο τρόπο, η Ευτέρπη αναγνώριζε πάντα τη Μνήση, και όχι μόνο αυτό: την έλεγε πάντα με ολόκληρο το όνομά της, Μνησιπτολέμη, χωρίς να παραλείψει ούτε ένα σύμφωνο. «Είναι σκληρό πράγμα η λησμονιά», σχολίασε ο Μνησίφιλος κουνώντας το κεφάλι. Ύστερα ρώτησε: «Μπορώ να γίνω αδιάκριτος, Απολλωνία;» «Όσο θέλεις», απάντησε εκείνη. Ήταν λίγες οι γυναίκες που την επισκέπτονταν ώστε να μπορεί να ανοίξει την καρδιά της, γι’ αυτό ήταν ευγνώμων για τις συζητήσεις με τον Μνησίφιλο. «Έχω ρωτήσει επανειλημμένα τον Θεμιστοκλή γιατί δεν παίρνει διαζύγιο από την Αρχίππη για να παντρευτεί εσένα. Μα απαντά μονίμως ότι τα πράγματα στην πόλη είναι πολύ περίπλοκα, από τη μία οι Πέρσες, από την άλλη οι Σπαρτιάτες, οι ευπατρίδες είναι πανταχού παρόντες, και ότι κάποια μέρα θα φροντίσει και το δικό σας θέμα. Εσύ τι λες; Είσαι ευχαριστημένη με την κατάσταση;» «Έχει καμία σημασία αυτό;» «Για μένα έχει. Και σε διαβεβαιώνω ότι και για τον Θεμιστοκλή
ισχύει το ίδιο. Άλλο πράγμα είναι αν το δείχνει ή όχι». Η Απολλωνία πήρε το ποτήρι και ήπιε μια γουλίτσα. Ύστερα έμεινε με τα χείλη στην άκρη του κύπελλου, σκεφτική. Ήταν ευχαριστημένη; Παρά τους δυσχερείς καιρούς που διήνυαν, η αλήθεια ήταν πως δεν ένιωθε τόσο δυστυχισμένη. Διαφορετικά, δε θα έτρεμε από το φόβο μήπως τα χάσει όλα ξανά. Στην πραγματικότητα, παρότι τώρα δεν ήταν η νόμιμη σύζυγος κανενός, είχε να χάσει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι όταν ζούσε στην Ερέτρια. Καμιά φορά πίεζε τον Θεμιστοκλή, έκανε ότι ζήλευε την Αρχίππη και του ζητούσε περισσότερη προσοχή. Μα, όταν εκείνος ασχολούνταν περισσότερο μαζί της, εκείνη προσπαθούσε να απομακρυνθεί λίγο και συχνά τού έλεγε: «Δε νομίζεις ότι είναι ώρα να ανέβεις στην πόλη για να περάσεις λίγες μέρες με τα παιδιά σου;» Είχε διαπιστώσει ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος να τον χειριστεί. Ήταν ερωτευμένη μαζί του, έτσι ένιωθε από την ώρα που τον είχε γνωρίσει σε εκείνο το πλοίο, την ίδια μέρα που είχε πεθάνει ο σύζυγός της – είθε να τη συγχωρούσαν οι θεοί! Ωστόσο, παρότι καμιά φορά ήθελε να του λέει συνεχώς πόσο τον αγαπούσε, κρατιόταν και δεν το έκανε. Όταν επρόκειτο για τα θέματα της Αφροδίτης, ο Θεμιστοκλής έμοιαζε με φοβισμένο ελάφι που βγάζει το κεφάλι από το δάσος και που δεν πρέπει να το κοιτάζει κανείς στα μάτια αν θέλει να το προσελκύσει και να το κάνει να τρώει από το χέρι του. Όσο για το γάμο, ούτε η ίδια ήξερε τι γνώμη είχε. Είχε διαπιστώσει ότι, όντας από την Ερέτρια και παλλακίδα αντί για Αθηναία και νόμιμη σύζυγος, εισέπραττε πολύ λιγότερο σεβασμό από τους γύρω της, αρχής γενομένης από ανθρώπους σαν τον Κίμωνα, που την κοιτούσαν λες και ανά πάσα στιγμή θα ήταν στη διάθεσή τους. Από την άλλη όμως, απολάμβανε περισσότερη ελευθερία. Έβγαινε για ψώνια με τις σκλάβες όποτε της έκανε κέφι ή απλώς κατέβαινε να κάνει βόλτα στο λιμάνι ή πήγαινε με τις μικρές στην παραλία του Φαλήρου, πάντα με την προστασία του Σίκιννου. Ποτέ δεν είχε ζητήσει την άδεια του Θεμιστοκλή για τίποτε. Θα
παρέμεναν όλα αυτά ίδια όταν παντρεύονταν; Θα μπορούσε να κάθεται στην τραπεζαρία με ένα φίλο του Θεμιστοκλή χωρίς να είναι παρών ο ίδιος, όπως τώρα; Θα μοιράζονταν ακόμη την κλίνη με την αίσθηση της λαθραίας συγκίνησης της πρώτης νύχτας που ο Θεμιστοκλής μπήκε κρυφά στο υπνοδωμάτιό της; Όσο σκεφτόταν όλα αυτά, από την αυλή ακούστηκαν ξανά φωνές. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Θεμιστοκλής και ο Κίμωνας είχαν τελειώσει την κουβέντα τους. Η Απολλωνία ήθελε να βγει από την τραπεζαρία και, αν έκρινε από τις ματιές που έριχνε ο Μνησίφιλος προς την πόρτα, το ίδιο επιθυμούσε κι εκείνος. Περιορίστηκαν όμως να ακούσουν τον Θεμιστοκλή να αποχαιρετά τον Κίμωνα. Άκουσαν την πόρτα της εξόδου να κλείνει και τον Θεμιστοκλή να δίνει άδεια στον Σίκιννο να αποσυρθεί. Λίγο αργότερα μπήκε στην τραπεζαρία. Ωστόσο, αντί να ξαπλώσει στο ανάκλιντρο πλάι στο φίλο του, τράβηξε κι εκείνος ένα σκαμνί και κάθισε με τα πόδια λίγο χωριστά και τα χέρια πάνω στα γόνατα. «Αυτό δεν το περίμενα». «Τ ι συνέβη;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Ο Κίμωνας μου επέστρεψε μονομιάς όλα τα χρήματα που μου χρωστούσε». «Τέτοια νέα είναι πάντα καλά. Πόσα ήταν;» «Δέκα τάλαντα». «Ακόμα καλύτερα! Γιατί είσαι τόσο σοβαρός; Αν τόσο πολύ σε ενοχλούν αυτά τα τάλαντα, δώσ’ τα σ’ εμένα». «Πριν φύγει, μου είπε: “ Έτσι, σου εξοφλώ το χρέος μου. Τ ώρα πια δε σου χρωστώ τίποτα”». «Και λοιπόν; Ψέματα είναι;» «Δεν άκουσες τον τόνο της φωνής του. Τον ρώτησα μήπως του είχα κάνει κάποιο κακό, μήπως κάποια φορά είχα αναφέρει μπροστά του το χρέος. Εσύ, Μνησίφιλε, ήξερες ότι του είχα δανείσει χρήματα;» «Το υποπτευόμουν, αλλά...» «Σου το είχα πει εγώ ο ίδιος κάποια φορά;»
«Όχι, όχι βέβαια». «Ποτέ δε μίλησα ανοιχτά γι’ αυτό! Ο δανεισμός ήταν μυστικός κι έτσι έμενε, για να μην ντραπεί». Η Απολλωνία άπλωσε το χέρι κι έπιασε το μπράτσο του Θεμιστοκλή. Εκείνος την άφησε αφηρημένος. Ήξερε καλά να κρύβει τα συναισθήματά του, μα τώρα ήταν πραγματικά πληγωμένος. «Λίγο έλειψε να μου τα πετάξει καταπρόσωπο». «Δε σε ευχαρίστησε καν;» είπε η Απολλωνία. «Στα λόγια ναι, μα όχι με την καρδιά του». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι και, σαν να μην καταλάβαινε τι έκανε, αποτραβήχτηκε από το άγγιγμα της Απολλωνίας. Εκείνη δεν ενοχλήθηκε· τον είχε μάθει. «Δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να το καταλάβω! Από τότε που πέθανε ο Μιλτιάδης, του έχω σταθεί σχεδόν σαν πατέρας». «Στάθηκες ένας πατέρας που εκείνος δεν επέλεξε. Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ περήφανος», είπε η Απολλωνία. «Τη στιγμή που έγινες πιστωτής του, μετατράπηκες σε εχθρό του». «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Μνησίφιλος. «Άνθρωποι σαν τον Μιλτιάδη και τον Κίμωνα δε δέχονται να χρωστούν σε κανέναν». «Πείτε μου τώρα ότι έκανα άσχημα! Τ ι έπρεπε να κάνω δηλαδή, να τους αφήσω να του τα κατασχέσουν όλα και να τον διώξουν σαν το σκυλί; Ορίστε η ανταμοιβή που λαμβάνω για την ανιδιοτέλειά μου!» Η Απολλωνία σκέφτηκε ότι ο Θεμιστοκλής αντιδρούσε σαν την παλλακίδα που θίγεται επειδή κάποιος αμφιβάλλει για την παρθενία της. Εκείνη, που γνώριζε καλά την ύπαρξη και τους όρους του δανεισμού, ήξερε ότι, φυσικά, ο Θεμιστοκλής δεν είχε δράσει ούτε με ανιδιοτέλεια ούτε με αλτρουισμό αποφασίζοντας να γίνει πιστωτής του Κίμωνα· εκείνο που ήθελε ήταν να κάνει το γιο του μεγάλου Μιλτιάδη να έχει απέναντί του ένα ηθικό χρέος ώστε να τον κρατά υπό την επιρροή του και να μην τον αφήνει να γίνει ένας νέος Αριστείδης. Η γενναιοδωρία του, η οποία του υπαγόρευσε να μην του χρεώσει τόκους, ήταν άλλη υπόθεση. Μα ο Θεμιστοκλής
αντάλλασσε μετά χαράς τα χρήματα με την εξουσία. «Είσαι θυμωμένος και δε σκέφτεσαι καθαρά», είπε ο Μνησίφιλος. «Βάλε την εξυπνάδα σου να δουλέψει για να καταλάβεις τι έγινε. Πώς κατάφερε να σου επιστρέψει δέκα τάλαντα μονομιάς;» Ο Θεμιστοκλής έμεινε σκεφτικός για λίγο. Ξαφνικά οι κόρες των ματιών του μεγάλωσαν· η αγανάκτηση που είχε νιώσει εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και όταν μίλησε ξανά είχε βρει και πάλι τον συνήθη τόνο του, σοβαρό και γαλήνιο. «Του τα δάνεισε ο Καλλίας». «Αν του τα δάνεισε, τότε είναι ακόμη χρεωμένος σε κάποιον». «Τότε, μπορεί να του τα χάρισε. Αλλά όχι χωρίς κάποιο αντάλλαγμα. Δεν είναι τόσο καλοί φίλοι. Ο Καλλίας δε σπαταλά τα χρήματά του. Κάτι πρέπει να του ζήτησε». Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε άξαφνα. «Πρέπει να ετοιμάσω έναν καλό λόγο για αύριο για να πείσω την Εκκλησία. Μνησίφιλε, το δωμάτιό σου είναι έτοιμο, μα δεν είναι ανάγκη να βιαστείς να αποσυρθείς αν δε θέλεις. Θα τα πούμε αύριο». Βγήκε από την τραπεζαρία χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο. Αν ήταν μόνος με την Απολλωνία, θα της είχε δώσει ένα φιλί, μα ντρεπόταν να το κάνει μπροστά σε κόσμο. Εκείνη δεν πειράχτηκε πολύ· η ταραχή ήταν μεγαλύτερη από την ενόχλησή της. «Κάτι δεν έχω καταλάβει, Μνησίφιλε, αλλά δεν ξέρω τι». «Καμιά φορά ο Θεμιστοκλής ξεχνά να εξηγήσει στους άλλους την πορεία που ακολουθεί το μυαλό του όταν σκέφτεται. Πιστεύει ότι ο Καλλίας έδωσε τα χρήματα στον Κίμωνα με αντάλλαγμα να μιλήσει αύριο εναντίον του Θεμιστοκλή στην Εκκλησία του Δήμου». «Και τόσο σοβαρό θα είναι αν το κάνει;» Ο Μνησίφιλος κούνησε το κεφάλι. «Αυτή τη στιγμή ο Θεμιστοκλής είναι κυρίαρχος της πόλης. Έχει σαρώσει από το δρόμο του όλους τους σημαντικούς αντιπάλους. Μα ο κόσμος βαριέται τους πάντες κι έχει αρχίσει να βαριέται κι αυτόν. Ο Κίμωνας είναι νέος, δεν έχει μιλήσει ποτέ στην Εκκλησία κι όλοι θέλουν να ακούσουν τι έχει να πει ο γιος του Μιλτιάδη, τι έχει να προσφέρει στη διεξαγωγή αυτού του πολέμου. Κυρίως όσοι είναι
στην ηλικία του ή ακόμα νεότεροι. Εκείνοι που μπορεί να μη μιλούν στην Εκκλησία μα σηκώνουν το χέρι για να ψηφίσουν». «Τότε, έχει δίκιο ο Θεμιστοκλής να ανησυχεί». «Έτσι φαντάζομαι». Ο Μνησίφιλος ήπιε μια γουλιά σκεφτικός. «Αν και δεν ξέρω σε τι ακριβώς μπορεί να αντιταχθεί ο Κίμωνας στον Θεμιστοκλή. Το λιονταράκι έχει τόση όρεξη να πολεμήσει τους Πέρσες όση και ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, είναι πολεμοχαρής άνθρωπος. Δε νομίζω να βγει ξαφνικά και να υποστηρίξει ότι η Αθήνα πρέπει να διαπραγματευτεί την ειρήνη με τους Πέρσες. Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να κάνει για να πειράξει τον Θεμιστοκλή». «Εγώ ξέρω», απάντησε η Απολλωνία. «Να του πάρει την εξουσία».
Αθήνα, 30 Ιουλίου «Θέλει κανείς να πάρει το λόγο;» Ήταν τα καθιερωμένα λόγια του κήρυκα. Ο ιερέας είχε θυσιάσει ένα χοίρο, είχε εξετάσει τα εντόσθια και είχε γνωματεύσει ότι οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί και μπορούσαν να προχωρήσουν. Εκείνη τη μέρα η Εκκλησία του Δήμου δεν είχε συγκληθεί στο λόφο της Πνύκας αλλά στην Αγορά, μέσα στο περιτειχισμένο κομμάτι της πόλης. Είχαν κατασκευάσει ένα ξύλινο βήμα για τους ρήτορες κοντά στο μνημείο των Επώνυμων Ηρώων και κάτω από τα δέκα αγάλματά τους ήταν στημένες ισάριθμες πλάκες. Σε αυτές εμφανίζονταν τα μέλη των φυλών κατανεμημένα ανά ομάδα, ενώ ο καθένας αντιστοιχούσε σε ένα πολεμικό πλοίο ως κωπηλάτης, ναυτικός, οπλίτης καταστρώματος ή ακοντιστής. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν εγγραφεί τόσα ονόματα στους καταλόγους. Για πρώτη φορά ο λαός της Αθήνας έσπευδε σύσσωμος στον πόλεμο. Επειδή μάλιστα έλειπαν ακόμη κάμποσα χέρια για να αδράξουν τα κουπιά, είχαν καταφύγει στους ξένους που κατοικούσαν στην πόλη, ακόμα και στους σκλάβους. Είχαν προσλάβει και τριακόσιους Σκύθες μισθοφόρους για να ρίχνουν με το τόξο από το κατάστρωμα των πιο γρήγορων πλοίων, εκείνων που έπρεπε να καθελκυστούν την επόμενη μέρα. Οι πολίτες είχαν μοιραστεί στην Αγορά ανά φυλή, ενώ τις φυλές χώριζαν φαρδιοί διάδρομοι. Μπροστά σε κάθε φυλή έστεκαν οι πενήντα πρυτάνεις της, που είχαν το καθήκον να μετρούν τις ψήφους διά της ανάτασης της χειρός. Η διαδικασία είχε πια τελειοποιηθεί τόσο, ώστε μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις ψήφους μέσα σε λίγα λεπτά και να μάθουν ακριβώς πόσοι πολίτες ψήφιζαν υπέρ κάθε πρότασης και πόσοι κατά. Μέσα στο λαό ήταν μοιρασμένοι και κήρυκες, που επαναλάμβαναν μεγαλόφωνα τα λόγια των ρητόρων, γιατί, όσο δυνατές και αν ήταν οι φωνές τους, δύσκολα έφταναν ως τις
τελευταίες γωνιές της Αγοράς. Και πολύ περισσότερο σε μια συγκέντρωση όπως αυτή, που ήταν ακόμα πιο πολυπληθής και από εκείνη που είχε λάβει χώρα πριν από τη Μάχη του Μαραθώνα. Ο Θεμιστοκλής υπολόγιζε ότι είχαν συγκεντρωθεί σχεδόν είκοσι χιλιάδες άτομα. Και δίκαια, γιατί εκείνη την ημέρα διακυβευόταν εκ νέου η επιβίωση της πόλης τους. Στον αέρα πλανιόταν η ίδια αίσθηση της απειλής και της έκτακτης ανάγκης όπως δέκα χρόνια νωρίτερα. Αυτή τη φορά ο εισβολέας δεν ήταν τόσο κοντά. Μα οι Αθηναίοι ήξεραν τι είδους άνδρες επρόκειτο να αντιμετωπίσουν και, το χειρότερο, πόσοι θα ήταν. Και αυτή τη φορά ερχόταν μαζί τους ο ίδιος ο Μεγάλος Βασιλιάς. «Θέλει κανείς να πάρει το λόγο;» επανέλαβε ο κήρυκας. Όλες οι ματιές συνέκλιναν στον Θεμιστοκλή, που έστεκε στα πόδια της έδρας μαζί με τους άρχοντες και τους υπόλοιπους εννέα στρατηγούς. Εκείνος αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να αφήσει να τον παρακαλέσουν άλλο και ανέβηκε στο βήμα. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν είπε τίποτα, ενώ χιλιάδες μάτια ήταν καρφωμένα επάνω του. Η σιωπή ενός τέτοιου πλήθους ήταν πιο μεγαλειώδης ακόμα και από τις κραυγές της μάχης. Ήταν μια αίσθηση μεθυστική, που μπορούσε όμως να αποδειχτεί κι επικίνδυνη. Όταν ένιωθε πάνω του χιλιάδες μάτια και χιλιάδες αυτιά, καμιά φορά έχανε τον εαυτό του και τον ειρμό του λόγου του. Σήμερα δε θα επέτρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. Πού είναι ο Κίμωνας; Διέτρεξε με το βλέμμα τις πρώτες σειρές της Οινηίδας φυλής. Δεν ήταν εκεί. Είτε ήταν κρυμμένος στις τελευταίες σειρές, κάτι ανάρμοστο για έναν νέο αριστοκράτη, είτε δεν είχε έρθει. Αποκλείεται. Είναι σίγουρο ότι θα σου τη φέρει. Αυτή τη φορά έστρεψε τα μάτια προς την Αντιοχίδα φυλή. Εκεί, πίσω από τους πρυτάνεις, βρισκόταν ο Καλλίας. Ο Θεμιστοκλής θα έπαιρνε όρκο ότι, σαν κατάλαβε πως τον κοιτούσε, χαμογέλασε. Αν ήθελε να μιλήσει με πειθώ, έπρεπε να ξεχάσει την απειλή που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του. Ξεροκατάπιε, πήρε βαθιά ανάσα κι έβγαλε φωνή σπρώχνοντας τον αέρα με το διάφραγμα και
αδειάζοντάς τον στον ουρανίσκο. «Δεν είναι ώρα για σχοινοτενείς λόγους μα για περιεκτικά έργα, Αθηναίοι! Έχετε μάθει από τους πρυτάνεις σας για τις συσκέψεις της Συμμαχίας στη συνάντηση που έγινε στο ναό του Ποσειδώνα. Επιπλέον, σας αποκάλυψαν τον πρώτο χρησμό που μας έδωσε ο θεός. »Ξέρετε ότι αυτή η πρώτη προφητεία ήταν δυσοίωνη για εμάς, γιατί μας συνιστά να φύγουμε από την πόλη και να βρούμε καταφύγιο στην άκρη του κόσμου. Ούτε εγώ ούτε ο σύντροφος και καλός μου φίλος Ανδρόνικος θεωρήσαμε καλό να παραδοθούμε στην απελπισία έτσι απλά», είπε δείχνοντας το στρατηγό, που σήκωσε το χέρι για να χαιρετήσει το λαό, τον οποίο τόσο περιφρονούσε. «Γι’ αυτό παρουσιαστήκαμε ενώπιον του Απόλλωνα ως ικέτες και τον παρακαλέσαμε να μας δώσει περισσότερες ελπίδες και, το κυριότερο, να μην επιτρέψει να πέσει στα χέρια των βαρβάρων αυτή εδώ η γη, την οποία κατοικούμε από τις απαρχές του χρόνου. »Τ ώρα πια γνωρίζετε και τον δεύτερο χρησμό που μας έδωσε η Πυθία. Μου είναι αδύνατον να σας περιγράψω το μεγαλείο που ένιωσα ακούγοντας ο ίδιος τα λόγια της, εμπνευσμένα από το θεό. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι όταν η Πυθία μίλησε για τα ξύλινα τείχη σάστισα λιγάκι». «Υποκριτή!» φώναξε κάποιος από τον τομέα της Αντιοχίδας φυλής. Η κραυγή προκάλεσε γενική αποδοκιμασία. Όταν οι φωνές καταλάγιασαν, ο Θεμιστοκλής, που είχε συνηθίσει πια εκείνες τις διακοπές, συνέχισε. «Τ ι θέλει να πει ο Απόλλωνας προσφέροντάς μας τα ξύλινα τείχη ως τελευταίο προπύργιο; Κάποιοι σοφοί γέροντες μου είπαν ότι στο παρελθόν η Ακρόπολη ήταν περιτριγυρισμένη από μια περίφραξη από ξύλο και καλάμια. Ίσως ο θεός αναφερόταν σε αυτό. Θυμηθείτε όμως τι συνέβη στην Ερέτρια, τα πέτρινα τείχη της οποίας ήταν πιο στέρεα από τους δικούς μας προμαχώνες· θυμηθείτε πώς τα σάρωσαν οι Πέρσες. Πώς θα αντισταθούμε στον εισβολέα από την Ακρόπολη, που δεν μπορεί να δώσει καταφύγιο σε πάνω από δύο με τρεις χιλιάδες άτομα;»
Έκανε μια παύση για να αφήσει τους πολίτες να σκεφτούν τα λόγια του, γιατί ήξερε ότι ανάμεσά τους υπήρχαν κάμποσοι ισχυρογνώμονες αριστοκράτες που επέμεναν ότι τα ξύλινα τείχη βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Ύστερα συνέχισε. «Όχι, Αθηναίοι. Η σωτηρία μας δε βρίσκεται στην Ακρόπολη. Νομίζω ότι είναι προφανές αυτό που θέλουν να μας πουν τα λόγια του θεού. Τα τείχη στα οποία πρέπει να εμπιστευτούμε την τύχη μας δεν είναι άλλα από το στόλο μας. Αυτό το άπαρτο ξύλινο προπύργιο, οπλισμένο με χάλκινα έμβολα, που θα σώσει εμάς και τα παιδιά μας!» «Και με τον πρώτο χρησμό τι θα γίνει; Θα μας πεις μήπως ότι είναι ψεύτικος;» φώναξε ένας άλλος άνδρας, ένας ευπατρίδης ονόματι Στέφανος, που δεν ανέβαινε ποτέ στο βήμα μα συνήθιζε να διακόπτει τους ρήτορες από κάτω. «Ποτέ δε θα υποστηρίξω κάτι τέτοιο για τα λόγια ενός θεού! Πιστεύω, πολίτες της Αθήνας, ότι οι δύο χρησμοί είναι συμβατοί. Μα δεν προσφέρουν ένα μόνο δρόμο, ευθύ και αμετάβλητο. Απλώς δείχνουν αυτά που μπορεί να συμβούν και μας προτείνουν τι πρέπει να κάνουμε αν τα πράγματα πάνε στραβά, όπως ξέρετε ότι συμβαίνει καμιά φορά στον πόλεμο, την πιο απρόβλεπτη ανάμεσα στις ανθρώπινες δραστηριότητες. »Εγώ πιστεύω ότι ο ελληνικός στόλος, καρδιά και νεύρο του οποίου είναι η πόλη μας, θα καταφέρει να σταματήσει το στόλο του Μεγάλου Βασιλιά στο Αρτεμίσιο. Επίσης πιστεύω ότι οι Σπαρτιάτες, με τη βοήθεια του υπόλοιπου πεζικού, θα σταματήσουν τις μεραρχίες του Ξέρξη στις Θερμοπύλες. Αυτά τα δύο είναι τα πιο κατάλληλα σημεία για να πολεμήσουμε τις ορδές των Περσών. »Τ ι θα γίνει όμως αν βρεθούμε αντιμέτωποι με κάποια αναποδιά; Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Τ ι θα συμβεί αν τα στρατεύματα του Ξέρξη κάμψουν την αντίστασή μας και καταφέρουν να ανοίξουν δρόμο στο κέντρο της Ελλάδας; Αν συμβεί κάτι τέτοιο, ο πρώτος χρησμός συνιστά να εγκαταλείψουμε την ιερή μας πόλη και να καταφύγουμε στα πέρατα του κόσμου. Κι άλλοι το έχουν κάνει
αυτό στο παρελθόν, όπως οι Φωκαείς. Ίσως εκείνοι να μην ένιωθαν τόση αγάπη για την πατρίδα τους όση εμείς για τη δική μας, μα δε θα είμαι εγώ εκείνος που θα τους κρίνει. Απλώς λέω ότι εμείς οι Αθηναίοι δεν είμαστε έτσι». Ήξερε ότι με αυτά τα λόγια άγγιζε μια ευαίσθητη χορδή. Οι συμπολίτες του ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν γεννηθεί απευθείας από τη γη που κατοικούσαν και καυχιόνταν ότι, σε αντίθεση με άλλους λαούς, δεν την είχαν εγκαταλείψει ποτέ. «Ο δεύτερος χρησμός είναι μια ελπίδα για τους γενναίους. Μας λέει ότι, ακόμα και αν η Αττική πέσει στα χέρια του εισβολέα, δεν υπάρχει λόγος να καταφύγουμε στα πέρατα της γης. Πρέπει να βρούμε προστασία στο στόλο μας και να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουμε τον Ξέρξη όπου και όποτε μας βολεύει καλύτερα. Γι’ αυτό προτείνω το εξής: ας ξεκινήσουμε τώρα την πορεία προς τη νίκη. Αν όμως το πεπρωμένο μας σταθεί αντίξοο, ας έχουμε έτοιμη τη γενική εκκένωση της πόλης». Ακούστηκαν αποκαρδιωμένες κραυγές και ανάμεσα στους παρευρισκόμενους στην Εκκλησία ξέσπασαν αναρίθμητες λογομαχίες. Όταν οι κήρυκες κατάφεραν να επιβάλουν την ησυχία, ο Θεμιστοκλής πρόσθεσε: «Είπα εκκένωση, όχι φυγή! Δε θα εγκαταλείψουμε όσα είναι δικά μας, όπως έκαναν οι Φωκαείς. Αν ο Ξέρξης κατέβει ως την Αττική, θα πάρουμε όλα τα σιτηρά και τα κοπάδια, θα του στερήσουμε όλα όσα θα μπορούσαν να θρέψουν τα στρατεύματά του και θα αποσυρθούμε για να επιστρέψουμε αργότερα». «Μα όταν γυρίσουμε η Αθήνα θα είναι ένας σωρός αποκαΐδια!» φώναξε κάποιος από τις πρώτες γραμμές. «Δε θα έχουμε πια πόλη!» «Δε θα είναι η Αθήνα εκείνη που θα καεί», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Θα καούν τα σπίτια, οι ναοί και οι ελαιώνες. Τα σπίτια μπορούμε να τα ξαναχτίσουμε. Οι ελιές μεγαλώνουν, είναι σκληρές σαν τη γη που πατάμε. Και οι ναοί που θα αφιερώσουμε στους θεούς μας θα είναι πιο πλούσιοι και πιο μεγαλειώδεις από εκείνους που έχουμε τώρα, γιατί θα τους χτίσουμε με τα λάφυρα που
θα πάρουμε από τους Πέρσες. »Όχι, Αθηναίοι! Η Αθήνα δε θα καεί, γιατί η Αθήνα είστε εσείς! Κι αν κάποιος τολμήσει να σας αποκαλέσει ξεριζωμένους και απάτριδες, δείξτε του ποια είναι η πατρίδα σας! Αυτά τα διακόσια πλοία που σας περιμένουν στον Πειραιά για να ανεβείτε και να πολεμήσετε τον βάρβαρο, τον εισβολέα της γης σας, τον εχθρό της ελευθερίας μας και της ελευθερίας όλων των Ελλήνων!» Εκείνα τα λόγια ξεσήκωσαν ένα καταιγιστικό χειροκρότημα, που ξεκίνησε φυσικά από τον τομέα της Λεοντίδας φυλής. Ύστερα έπεσε ξανά σιγή. Με μεγάλη ακρίβεια, ο Θεμιστοκλής εξήγησε ποια ήταν τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν. Αν δεν κατάφερναν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο, θα εκκένωναν την πόλη από τα γυναικόπαιδα και θα τα έστελναν μακριά από τη συμπλοκή, στην Τ ροιζήνα. Αυτή η πόλη, την οποία έδεναν με την Αθήνα αρχαιότατοι δεσμοί φιλίας, είχε προσφέρει διαμονή, χρηματική ενίσχυση και τρόφιμα στους πρόσφυγες. Για να πραγματοποιήσει την εκκένωση, ο Θεμιστοκλής είχε την πρόθεση να αφήσει κοντά στην Αττική πενήντα πλοία, τα πιο αργά. Όσο για τους πιο βετεράνους πολεμιστές, πρότεινε να τους μεταφέρουν στη Σαλαμίνα μαζί με τα αγαθά της πόλης, μια και ο θεός είχε αναφέρει το νησί στο χρησμό. «Μα η προφητεία λέει ότι η Σαλαμίνα θα εξολοθρεύσει τα τέκνα των γυναικών!» φώναξε ένας άλλος πολίτης από τις γραμμές της Αιαντίδας φυλής. Αυτή τη φορά η παρέμβαση δεν ήταν τυχαία. Είχε λάβει οδηγίες από τον Θεμιστοκλή. «Και τι είναι οι Πέρσες, φίλοι μου; Μήπως νομίζετε ότι γεννιούνται από τη γη ή από τα δέντρα; Ή μήπως ότι είναι τέκνα των θεών; Όχι, αδέλφια μου. Είναι τέκνα των γυναικών, όπως κι εμείς, και μπορείτε να τους σκοτώσετε στη μάχη, όπως διαπιστώσατε στον Μαραθώνα. Εγώ άκουσα καλά το χρησμό: η Πυθία δεν είπε “ ολέθρια Σαλαμίνα”· είπε “ θεϊκή Σαλαμίνα”. Αυτό είναι καλό σημάδι για εμάς. Γι’ αυτό, λοιπόν, μη φοβάστε! Ο λαός της Αθήνας δε θα χαθεί στη Σαλαμίνα». Ακούστηκε ένας νέος γύρος από μουρμουρητά, ενώ ο καθένας
κουβέντιαζε με τον διπλανό του την ερμηνεία του χρησμού· η ιερή ερμηνευτική ήταν το πάθος όλων των Ελλήνων και ακόμα περισσότερο των Αθηναίων. Ο Θεμιστοκλής τους άφησε λιγάκι. Παρότι ήταν δικό του, το επιχείρημα δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικό. Ήξερε πάρα πολύ καλά ότι επίθετα σαν το «θεϊκή» χρησιμοποιούνταν από τους καιρούς του Ομήρου για να γεμίζουν τα εξάμετρα. Αν όμως εκείνο το «θεϊκή» χρησίμευε για να μην επικρατήσει η απελπισία στην Αθήνα, ήταν ευπρόσδεκτο. Πριν προχωρήσουν στην ψηφοφορία, ο κήρυκας ρώτησε αν υπήρχε κανένας άλλος που ήθελε να πει τη γνώμη του σχετικά με την πρόταση του Θεμιστοκλή. Εκείνος, που ετοιμαζόταν να κατέβει από το βήμα, κοντοστάθηκε για μια στιγμή σαν είδε κάποια κίνηση στην άλλη άκρη της Αγοράς. Από την οδό των Παναθηναίων ερχόταν μια ομάδα περίπου είκοσι ανδρών που προχωρούσαν σε παράταξη και είχαν δόρατα στον ώμο. Μα αυτό ήταν αδύνατον. Απαγορευόταν να φέρει κανείς όπλα στην Εκκλησία· ή τουλάχιστον ορατά όπλα. Σε κάθε περίπτωση, εκείνα ήταν πολύ μακριά για να είναι δόρατα. Σαν έφτασαν στο κέντρο της Αγοράς, οι άνδρες έστριψαν προς τα αριστερά και πήραν να πλησιάζουν την εξέδρα. Ο κόσμος τούς άφηνε να περάσουν μουρμουρίζοντας με περιέργεια και ενδιαφέρον μαζί. Μόνο τότε κατάλαβε ο Θεμιστοκλής ότι εκείνα τα κοντάρια δεν ήταν δόρατα, αλλά κουπιά. Και, πάνω απ’ όλα, πρόσεξε τον επικεφαλής εκείνης της μικρής πομπής. «Θέλει κανείς να πάρει το λόγο;» επανέλαβε για δεύτερη φορά ο κήρυκας. «Εγώ!» απάντησε ο άνδρας που κρατούσε το κουπί. «Και ποιος είσαι εσύ;» «Ένας Αθηναίος πολίτης! Ο Κίμωνας, γιος του Μιλτιάδη, από το δήμο των Λακιαδών!» Λόγω του συνωστισμού πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν είχαν καταφέρει να δουν το πρόσωπο του άρτι αφιχθέντος. Μα, όταν κυκλοφόρησε ανάμεσα στον κόσμο η φήμη ότι επρόκειτο για το γιο
του Μιλτιάδη, τα μουρμουρητά ακούστηκαν εντονότερα από πριν. Κατεβαίνοντας από την εξέδρα για να πάρει τη θέση του ανάμεσα στους άλλους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής διασταυρώθηκε με τον Κίμωνα. «Εντυπωσιακή είσοδος», του είπε. «Τα συγχαρητήριά μου». Εκείνος τον κοίταξε για μια στιγμή μα δεν είπε τίποτα. Ο Κίμωνας στάθηκε στην έδρα με το κουπί στο αριστερό χέρι. Παρά τη θέλησή του, ο Θεμιστοκλής ένιωθε μεγάλη περιέργεια να μάθει τι θα έλεγε και γιατί είχε ανέβει στην εξέδρα με εκείνο το τεράστιο κουπί από ξύλο ελάτου. «Συγχωρέστε με για την καθυστέρηση, Αθηναίοι!» άρχισε ο Κίμωνας. «Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι οι φίλοι μου κι εγώ δεν αργήσαμε από έλλειψη σεβασμού προς την Εκκλησία. Απλώς ερχόμαστε από την Ακρόπολη, όπου πριν από λίγο κάναμε μια προσφορά στη θεά. Θέλετε να μάθετε ποια ήταν αυτή;» Κάμποσα «ναι» ακούστηκαν από το κοινό. Ο Θεμιστοκλής ένιωθε ευχάριστα έκπληκτος. Η φωνή του Κίμωνα ήταν δυνατή όσο και του πατέρα του. Ήταν αδύνατον να θριαμβεύσει κανείς από το βήμα χωρίς καλή φωνή, που να φτάνει όσο το δυνατόν πιο μακριά. Εξάλλου, ο τόνος του Κίμωνα ακουγόταν αγνός και καθάριος, χωρίς την τραχιά βραχνάδα του Μιλτιάδη. «Οι σύντροφοί μου που βλέπετε εκεί κάτω, μέλη των ευγενέστερων οικογενειών της πόλης, είχαν τη λεπτότητα και την ανδρεία να με συνοδεύσουν στον παλαιό ναό της Αθηνάς. Αν ανεβείτε μετά την Εκκλησία, πολίτες, θα δείτε ποια ήταν η προσφορά μας. Θα βρείτε τα χαλινάρια των αλόγων μας. Τ ων ίδιων αλόγων πάνω στα οποία πριν από λίγες μόλις ημέρες μάς είδατε να συνοδεύουμε το πέπλο της θεάς στην έφιππη πομπή των Παναθηναίων. »Γιατί αφιερώσαμε τα χαλινάρια; Για να αποδείξουμε ότι εγκαταλείπουμε τα άτια μας. Ναι, Αθηναίοι. Εμείς, παρά τους πόρους μας, παραιτούμαστε από την υπηρεσία στο ιππικό ώσπου να εξαφανιστεί ο κίνδυνος που απειλεί την πόλη μας, ώσπου να
νικήσουμε την περσική απειλή». Ήταν καθαρή χειραγώγηση. Ούτε ο Κίμωνας ούτε οι φίλοι του, παρότι ήταν ιππείς στα Παναθήναια, δε θα μπορούσαν να παραταχθούν σε ένα ιππικό που δεν υφίστατο ως στρατιωτική δύναμη. Μα ο Θεμιστοκλής πρόσεξε την έκφραση των παρευρισκομένων και διαπίστωσε ότι η αρχή του λόγου είχε κάνει εντύπωση. Ο Κίμωνας χτύπησε το κουπί πάνω στα σανίδια της εξέδρας κι έκανε μια σύντομη παύση. «Γι’ αυτό, πολίτες της Αθήνας, σύντροφοι, αδέλφια, εγώ, ο Κίμωνας, γιος του Μιλτιάδη, αδράχνω αυτό το κουπί και ορκίζομαι ότι το πεπρωμένο μου είναι ενωμένο με το δικό σας μέχρι το θάνατο ή μέχρι τη νίκη». Τα λόγια του προκάλεσαν ένα κύμα βρυχηθμών. Και ο ίδιος ο Θεμιστοκλής είχε ανατριχιάσει. Ο Κίμωνας είχε καταφέρει να ρυθμίσει καλά τη φωνή του και να συνδυάσει τις δύο εκείνες λέξεις, «θάνατος» και «νίκη», που ξυπνούσαν έντονους και αντιφατικούς παλμούς. Πότε θα μου τη φέρει; «Γι’ αυτό, ως ένας ακόμα από εσάς, σας ζητώ όταν ψηφίσετε να δεχτείτε με μια φωνή την πρόταση που κατέθεσε ο στρατηγός μας ο Θεμιστοκλής. Πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη, μια και είναι ο πραγματικός πατέρας του στόλου μας, ο δημιουργός της ισχύος με την οποία θα κάνουμε τον αφρό της θάλασσας να γίνει η σκόνη που θα φάει ο Ξέρξης». Ο Κίμωνας έδειξε τον Θεμιστοκλή με το δεξί χέρι και αμέσως ακούστηκε ένα έντονο χειροκρότημα. Ο Θεμιστοκλής δεν ήξερε τι να σκεφτεί, δεν καταλάβαινε αν η επευφημία ήταν για τον ίδιο ή για τον Κίμωνα. Μα δεν του άρεσε καθόλου αυτό που συνέβαινε. «Αν και είμαι νέος», συνέχισε ο Κίμωνας, «και μάλιστα τόσο ώστε να είναι η πρώτη φορά που τολμώ να πάρω το λόγο ενώπιον του κοινού, μπροστά σας, θα μου επιτρέψετε το θράσος να σας προσφέρω μια συμβουλή; Στην πραγματικότητα, δεν είναι δική μου,
είναι κάτι που έχω μάθει πλάι στο στρατηγό μας τον Θεμιστοκλή». Ο κόσμος απάντησε ότι ναι, του επέτρεπαν να τους συμβουλέψει. «Σας ζήτησα να ψηφίσετε με μια φωνή γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος που μας απειλεί είναι η διχόνοια. Όσοι πήγαμε στη συνέλευση της Συμμαχίας εκπροσωπώντας την πόλη σας είδαμε να μας εγκαταλείπουν η μία μετά την άλλη πολύ ισχυρές πόλεις-κράτη. Και όλες σχεδόν το έκαναν με μικροπρεπή κίνητρα. Εγωισμό, αλαζονεία, ζήλο για εξουσία ή για φήμη. Πόσο θλιβερό ήταν το θέαμα του Γέλωνα από τις Συρακούσες που μας αρνήθηκε μια σημαντική βοήθεια σε άνδρες και πλοία μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι Έλληνες δε δεχτήκαμε να μας κυβερνήσει στον πόλεμο όπως του έκανε κέφι! Μα τι άλλο να περιμένει κανείς από έναν τύραννο;» Η τελευταία λέξη προκάλεσε μια αυτόματη αντίδραση με κραυγές οργής από τους Αθηναίους. Τ ώρα όποιος διαφωνούσε με ό,τι κι αν έλεγε ο Κίμωνας θα μπορούσε να στιγματιστεί ως προσκείμενος στην τυραννία. Ωστόσο κάπου, όχι πολύ μακριά από τον Θεμιστοκλή, ένας ηλικιωμένος είπε: «Τ ι βγαίνει και λέει αυτό το μυξιάρικο; Ο ίδιος ο πατέρας του δεν ήταν παρά ένας κοινός τύραννος που πληρωνόταν από τους Πέρσες». Οι υπόλοιποι όμως του ζήτησαν να σωπάσει. «Πρέπει να είμαστε ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος, Αθηναίοι!» συνέχισε ο Κίμωνας. «Γι’ αυτό, για να αποδείξουμε ότι είμαστε ένα κορμί και μας κινεί μία καρδιά, εκείνοι στους οποίους η τύχη έχει χαμογελάσει με περισσότερα μέσα πιάσαμε αυτά τα κουπιά». Η τύχη, επανέλαβε ο Θεμιστοκλής με πικρία. Λες και ο Κίμωνας δεν παινευόταν μπροστά στους φίλους του ότι εκείνος ήταν καλύτερος από τους άλλους όχι τυχαία, αλλά από τη φύση και το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. «Γι’ αυτό, Αθηναίοι, θα σας προτείνω κάτι που θα μπορούσε να βγει από τα χείλη του στρατηγού μας του Θεμιστοκλή, γιατί γνωρίζω καλά αυτό τον άνθρωπο και την άπειρη γενναιοδωρία του. Θα σας πω κάτι που ίσως άλλοι στη θέση μου θα ντρέπονταν να ομολογήσουν. Μα εγώ δεν ντρέπομαι, πολίτες. Γιατί δεν υπάρχει
τίποτε χειρότερο από μια αγνώμονα καρδιά και ξέρω ότι τα κόκαλα του πατέρα μου θα τρίζουν μέσα στον τάφο του αν εγώ αποδειχτώ αχάριστος. »Ο άνδρας που βλέπετε εκεί και τον οποίο κάποιοι καταδεικνύουν ως εχθρό των ευπατριδών ήταν εκείνος που με βοήθησε να μην πέσω στην καταστροφή και στην πενία. Μην ξεχνάτε ότι επιβάλατε στον πατέρα μου ένα πρόστιμο μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο είχε επιβληθεί ποτέ σε Αθηναίο και για το οποίο οι ίδιοι μετανιώσατε αργότερα, αφού θυμηθήκατε τις υπηρεσίες που είχε παράσχει ο Μιλτιάδης στην πατρίδα και θεωρήσατε ότι αναπλήρωναν τα λάθη του, και μάλιστα με το παραπάνω. Όταν λοιπόν το κάνατε αυτό, και χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ο Θεμιστοκλής ήρθε να με βρει και με βοήθησε με την περιουσία του. Γιατί, παρότι δεν του αρέσει να καυχιέται για τα πλούτη του και βαθιά στην καρδιά του είναι άνθρωπος του λαού, δεν παύει να είναι ένα από τα επιφανέστερα μέλη της πρώτης τάξης της Αθήνας, ένας πεντακοσιομέδιμνος». Του δίδαξα πάρα πολλά, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, μα άθελά του αισθάνθηκε περήφανος για το μαθητή του. Εκείνη τη στιγμή έλεγε ξεκάθαρα στον απλό λαό: «Ούτε ο Θεμιστοκλής είναι ένας από εσάς». «Ο Θεμιστοκλής δεν είπε τίποτε, ούτε και θα πει ποτέ. Εγώ όμως, Αθηναίοι, σας ομολογώ ότι κατάφερα επιτέλους να αποπληρώσω το χρέος μου απέναντί του. Χωρίς ούτε έναν οβολό τόκο. Γιατί εννοείται ότι ο Θεμιστοκλής δεν είναι κανένας τοκογλύφος, από εκείνους που κάθονται και μετρούν νομίσματα στα τραπέζια τους στον Πειραιά. »Αν όμως το χρηματικό χρέος εξοφλήθηκε, η ευγνωμοσύνη που του οφείλω δε θα εξαντληθεί ποτέ. Γι’ αυτό επιμένω να ψηφίσετε υπέρ της πρότασης του Θεμιστοκλή, Αθηναίοι! Σας ζητώ να ανεβείτε στα ξύλινα τείχη που έχει κατασκευάσει για την πόλη μας αυτός ο άνθρωπος και να αψηφήσετε με ανδρεία τους κινδύνους. Και αν μας τύχει κάποια αναποδιά, σας παροτρύνω να μην τα παρατήσετε γι’
αυτό το λόγο. Αν πρέπει να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας, αν τα δούμε να παραδίδονται στις φλόγες, τότε θα το υποστούμε με αντρίκειο κουράγιο και θα έχουμε εμπιστοσύνη στα λόγια του χρησμού». Ωραία, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Και τώρα, τη στιγμή που κρατά πάνω από το κεφάλι μου το δάφνινο στεφάνι, θα μου καρφώσει το μαχαίρι με το άλλο χέρι. «Επιτρέψτε μου να κάνω κατάχρηση της υπομονής σας για μια στιγμή ακόμα, συμπολίτες μου Αθηναίοι. Πριν από ένα λεπτό σάς υπενθύμισα τους κινδύνους της διχόνοιας. Ανάμεσά μας πρέπει να κυριαρχεί η αρμονία αν θέλουμε να επιβληθούμε απέναντι σε εχθρούς τόσο πολυάριθμους όσο οι κόκκοι της άμμου στη θάλασσα. »Θα ήθελα να σας υποβάλω δύο προτάσεις για ψήφιση, πολίτες της Αθήνας, γιατί η κυριαρχία της πόλης βρίσκεται στα χέρια σας. Σας διηγήθηκα πως είδαμε με θλίψη την εγκατάλειψη και τις διχογνωμίες στη συγκέντρωση της Συμμαχίας. Όταν ο μεγαλύτερος στόλος που έχει συγκεντρωθεί ποτέ στην Ελλάδα πλεύσει προς το Αρτεμίσιο, δε θα ήθελα να δημιουργηθεί αίσθημα δυσπιστίας με τους συμμάχους μας. Ξέρετε καλά πώς είναι οι άνθρωποι από την Πελοπόννησο: έντιμοι και γενναίοι, μα επιφυλακτικοί και, επειδή όλα πρέπει να τα λέμε, λιγότερο έξυπνοι και διακριτικοί από εμάς. »Οι σύμμαχοί μας αρνούνται να ακολουθήσουν κάποιον αρχηγό που να μην είναι Σπαρτιάτης. Είναι λογικό αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι σε όλη την Ελλάδα δεν υπάρχουν στρατιώτες αντάξιοί τους. Αν και εμείς, που νικήσαμε τους Πέρσες στον Μαραθώνα, δεν υστερούμε σε τίποτα». Από τον τομέα των Αχαρνέων ακούστηκαν φανφαρόνικες κραυγές. «Γι’ αυτό θέλω να προλάβω τα όσα δίχως αμφιβολία επρόκειτο να προτείνει ο στρατηγός Θεμιστοκλής, που τόσο φημίζεται για τη γενναιοδωρία του. Για να αποδείξω ότι βάζουμε τη σωτηρία της Ελλάδας πάνω από το προσωπικό μας συμφέρον λοιπόν, προτείνω να παραχωρήσουμε εθελοντικά το γενικό πρόσταγμα του στόλου στη Σπάρτη, στο πρόσωπο του ναυάρχου της, του Ευρυβιάδη».
Έπεσε μια δυσοίωνη σιγή. Το κοινό δεν έδειχνε να πείθεται πολύ. Αμέσως όμως μια ομάδα ύψωσε τη φωνή για να στηρίξει την πρόταση του Κίμωνα. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε προς το μέρος τους. Ήταν από τη φυλή του Καλλία. Δεν πίστευε στα μάτια του. Για να στήσουν μια άσχημη παγίδα σε εκείνον, ήταν ικανοί να αφαιρέσουν δύναμη από την ίδια την πόλη της Αθήνας. «Μη φοβάστε, συμπολίτες! Ο Θεμιστοκλής δε θα πάψει να είναι ο ανώτατος ναύαρχος του στόλου μας. Τον γνωρίζετε όλοι και ξέρετε ότι θα τα καταφέρει έτσι ώστε ο Ευρυβιάδης να ακολουθεί τις συμβουλές του. Γνωρίζω ότι αυτό που σας ζητώ είναι μεγάλη θυσία. Σας διαβεβαιώνω όμως ότι αν καταφέρουμε να συντρίψουμε τον Πέρση θα ανταμειφθούμε, και οι υπόλοιποι Έλληνες θα μας κοιτάζουν με θαυμασμό για τη γενναιοδωρία μας». Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Μα ο Κίμωνας, χωρίς να πτοηθεί, σήκωσε το κουπί πάνω από το κεφάλι. «Σας μιλώ για θυσία, Αθηναίοι! Εγώ αφιέρωσα το χαλινάρι του αλόγου μου στην Αθηνά, μα δεν είναι το μοναδικό πράγμα από το οποίο σκοπεύω να παραιτηθώ για το κοινό καλό. Σε μια κρίση σαν κι αυτή, χρειαζόμαστε όλα τα χέρια, όλες τις καρδιές. Γι’ αυτό θα σας πω ποια είναι η δεύτερη πρότασή μου. Όλοι ξέρετε ποιος ήταν εκείνος που κατηγόρησε τον πατέρα μου ενώπιον των δικαστών και προκάλεσε την καταστροφή μας. Η προσωπική μου έχθρα με τον Ξάνθιππο είναι περισσότερο από γνωστή. »Προτείνω να συγχωρέσετε τον Ξάνθιππο και όλους τους άλλους εξόριστους. Ακόμα και ο Ξάνθιππος, τον οποίο εσείς εκλέξατε αρχιστράτηγο στον Μαραθώνα και σε άλλες περιστάσεις, κάτι έχει να προσφέρει. Και τι να πω για τον Αριστείδη, στον οποίο απονείματε βραβείο ανδρείας μετά τη Μάχη του Μαραθώνα; Δείξτε μεγαλοψυχία κι αφήστε τον να επιστρέψει, Αθηναίοι. Έχουμε τον Θεμιστοκλή για να κερδίσουμε αυτό τον πόλεμο», είπε δείχνοντάς τον με το αριστερό χέρι, αφού με το δεξί κρατούσε ακόμη το κουπί. «Χρειαζόμαστε όμως και τον Αριστείδη τον Δίκαιο. Τ ι έχετε να πείτε, Αθηναίοι; Θα παλέψουμε όλοι μαζί, ενωμένοι ενάντια στον Πέρση, ή θα τον
αφήσουμε να μας νικήσει έναν έναν χωριστά;» «Να επιστρέψει ο Αριστείδης!» φώναξε κάποιος. Ίσως, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, να ήταν ένας από τους πολίτες που είχαν γράψει το όνομά του για να τον εξοστρακίσουν. Μα η κραυγή ξαφνικά μεταβλήθηκε σε γενική αναταραχή. Ο Κίμωνας πρότεινε να προστεθούν στην πρόταση του Θεμιστοκλή τα δύο μέτρα που είχε προτείνει ο ίδιος: η παραχώρηση του ναυτικού προστάγματος στη Σπάρτη και η επιστροφή των εξορίστων. Ο Θεμιστοκλής, φυσικά, ψήφισε υπέρ, όπως και όλοι σχεδόν οι άλλοι πολίτες. Δεν είχε νόημα να ανέβει ξανά στο βήμα. Ένιωθε το ρεύμα να στρέφεται εναντίον του ενώ δεν είχε ακόμη προλάβει να δρέψει τους καρπούς της νίκης. Η ειρωνεία ήταν ότι η απόφαση της Εκκλησίας καταγράφηκε ως «ψήφισμα του Θεμιστοκλή». Η επανεμφάνιση του Ξάνθιππου και του Αριστείδη στον πολιτικό στίβο ήταν μια αντιξοότητα κυρίως για τον Θεμιστοκλή. Εκείνο που δεν μπορούσε να καταλάβει όμως ήταν το ότι οι Αθηναίοι παρέδιδαν ηθελημένα την αρχηγία του στόλου τους. Το κύρος της Σπάρτης ήταν πράγματι τεράστιο. Το πρόβλημα, σκέφτηκε με θλίψη, ήταν ότι οι πολίτες της Αθήνας δεν είχαν ακόμη συνείδηση της ίδιας τους της δύναμης. Έδειχναν να έχουν ξεχάσει ότι μόνοι τους, χωρίς τους Σπαρτιάτες, είχαν καταφέρει να νικήσουν τον Δάτι. Ότι είχαν τον καλύτερο στόλο ολόκληρης της Ελλάδας. Εξακολουθούσαν να βλέπουν τους Σπαρτιάτες σαν ένα είδος γονέων, σαν το μαγικό μέσο που ίσως μπορούσε να τους σώσει, όπως οι θεοί που εμφανίζονταν στο τέλος των τραγωδιών κι έλυναν όλα τα προβλήματα.
Μάλιστα ο Θεμιστοκλής αγνοούσε ότι την ίδια στιγμή στη Γερουσία της Σπάρτης γινόταν ψηφοφορία σχετικά με τον πόλεμο ενάντια στους Πέρσες. Ο Λεωνίδας πάσχισε μάταια να αντιταχθεί στους υπόλοιπους και κυρίως στο συνάδελφό του το βασιλιά Λεωτυχίδη. Εκείνος επέμενε ότι ήταν καθαρή τρέλα να στείλουν το μεγαλύτερο
μέρος του στρατού της Σπάρτης τόσο βόρεια, μακριά από την έδρα του, αφού ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξεσπάσει κάποια νέα εξέγερση των ειλώτων, πέρα από το γεγονός ότι γύριζαν την πλάτη στους μισητούς Αργείους. «Αν δεν πάμε, καταδικάζουμε την Αθήνα στην καταστροφή!» είπε ο Λεωνίδας. «Αυτό δεν είναι δικό μας πρόβλημα!» απάντησε ο Λεωτυχίδης. «Δεν είναι καν Δωριείς! Αν περνούσε από το χέρι μου, θα άφηνα την πόλη τους να καεί ολοσχερώς. Εκείνο που με απασχολεί είναι η μοίρα της Σπάρτης!» Στο τέλος ο Λεωνίδας δεν είχε άλλη λύση από το να υποχωρήσει. Ήταν πρακτικά μόνος στο συμβούλιο. Κάποιοι ψήφισαν από καθαρή δειλία, υπό το φόβο της απειλής που παρουσίαζε ο Λεωτυχίδης, άλλοι από επιφύλαξη απέναντι στη διαρκώς αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, την οποία θα προτιμούσαν να δουν κατεστραμμένη ή τουλάχιστον ακρωτηριασμένη. Φυσικά, κανείς δε θα ομολογούσε στη Συμμαχία τον πραγματικό λόγο για τον οποίο δεν ήθελαν να στείλουν άνδρες στις Θερμοπύλες. Και πάλι, όπως και στον Μαραθώνα, το πρόσχημα θα ήταν τα Κάρνεια. Η φωνή του Λεωνίδα ήταν θλιμμένη. Είχε βραχνιάσει από τις κραυγές. «Προδώσαμε τον κοινό σκοπό. Μα δε θα επιτρέψω σε κανέναν να πει ότι ένας βασιλιάς από τον οίκο των Αγιαδών πούλησε την ελευθερία των υπόλοιπων Ελλήνων. Θα πάω στις Θερμοπύλες με τη συνοδεία των τριακοσίων ανδρών της προσωπικής μου φρουράς». «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» φώναξε ο Λεωτυχίδης. «Τα Κάρνεια μας υποχρεώνουν όλους!» «Μην προσθέτεις μια ιεροσυλία στο ψέμα. Το μαντείο των Δελφών προφήτεψε ότι για να σωθεί αυτή η πόλη πρέπει να πεθάνει ένας βασιλιάς. Και δε νομίζω να δεχτεί ο Απόλλωνας τη θυσία ενός ανθρώπου σαν κι εσένα. Εγώ πάντως ντρέπομαι που συγκυβερνώ μαζί σου». Ρίχνοντας μια στερνή περιφρονητική ματιά στον Λεωτυχίδη και
στους υπόλοιπους, ο Λεωνίδας βγήκε από την αίθουσα και τράβηξε για το σπίτι του. Ήξερε πώς θα αποχαιρετούσε τη γυναίκα του, τη Γοργώ. «Βρες έναν καλό άνδρα και παντρέψου τον». Ήξερε ότι έπρεπε να πεθάνει. Τ ώρα πια δεν ήταν μόνο λόγω της προφητείας, αλλά και γιατί μόνο μια τόσο ξεχωριστή θυσία θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή από την απόφαση που μόλις είχε πάρει η πόλη του και να εμποδίσει την ύβρι της ατίμωσης και της δειλίας να πέσει για πάντα πάνω στη Σπάρτη.
Πειραιάς, νύχτα της 30ής Ιουλίου Όπως φοβόταν η Απολλωνία, η κίνηση του Κίμωνα στην Εκκλησία είχε αποδυναμώσει τον Θεμιστοκλή. Της το εξήγησε ο Μνησίφιλος, που ήρθε αργά το μεσημέρι για να την επισκεφθεί και να της διηγηθεί τα καθέκαστα. «Η ίδια η Εκκλησία πρότεινε να παραδοθεί το ανώτατο πρόσταγμα του στόλου σε έναν Σπαρτιάτη. Δεν είναι πλέον στο χέρι του Θεμιστοκλή να αποφασίσει πού, πότε και πώς θα πολεμήσουμε». «Αυτό δεν είναι καλό για μας», τόλμησε να πει η Απολλωνία. «Πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι. Για να γίνει σωστά αυτός ο πόλεμος, εμπιστεύομαι εκατό φορές περισσότερο τον Θεμιστοκλή παρά οποιονδήποτε άλλο στρατηγό. Και χίλιες φορές περισσότερο από τον Ευρυβιάδη! Το να ορίσει κανείς ναύαρχο έναν Λακεδαιμόνιο είναι σαν να οργανώνει μια ίλη ιππικού με γουρούνια και κατσίκες. Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν ιδέα από τα θέματα της θάλασσας». Από την άλλη, η επιστροφή του Ξάνθιππου και του Αριστείδη αποτελούσε απειλή για το μονοπώλιο της εξουσίας που είχε ο Θεμιστοκλής στην πόλη. Προς το παρόν δε θα επέστρεφαν ως στρατηγοί, μα ο Μνησίφιλος ήταν βέβαιος ότι θα έβαζαν υποψηφιότητα στις εκλογές του επόμενου έτους και δε θα επέτρεπαν στον Θεμιστοκλή να επανεκλεγεί. «Πιστεύεις ότι ο πόλεμος θα κρατήσει ως του χρόνου;» ανησύχησε η Απολλωνία. «Πολύ φοβάμαι ότι έτσι θα γίνει, αν είμαστε ακόμη ζωντανοί. Ένας στρατός σαν αυτόν που έφερε στην Ελλάδα ο Ξέρξης δεν αποσύρεται εύκολα. Αυτή τη φορά δεν είναι σαν την εκστρατεία του Μαραθώνα. Οι Πέρσες είναι αρκετοί ώστε να μας κρατήσουν απασχολημένους για κάμποσο καιρό». Ας μας προστατεύσουν οι θεοί, σκέφτηκε η Απολλωνία. Ο Μνησίφιλος έφυγε πριν από το σούρουπο. «Δε θέλω να γίνω φορτικός», είπε στην Απολλωνία όταν εκείνη επέμεινε να μείνει.
Λίγο αργότερα έφτασε ο Θεμιστοκλής, που παραλίγο να συναντήσει το φίλο του στο δρόμο. Η όψη του ήταν σοβαρή και απαντούσε στις ερωτήσεις της Απολλωνίας με μονοσύλλαβα. Όπως κάθε νύχτα, πέρασε να φιλήσει την Ιταλία και τη Σύβαρι, που μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι και είχαν πια αποκοιμηθεί. Ύστερα μπήκε στην κάμαρα της μητέρας του. Η Μνήση τάιζε την Ευτέρπη τραγουδώντας μια ωδή της Σαπφούς. Η Απολλωνία συνοφρυώθηκε λιγάκι σαν την άκουσε, γιατί το τραγούδι τής φάνηκε πολύ τολμηρό για ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Ξεχνούσε ίσως ότι η ίδια στην ηλικία της ήξερε ήδη όχι μόνο αυτά τα επιθαλάμια μα και άλλα, αρκετά πιο πικάντικα. «Τ ι έχεις, παιδί μου;» είπε η Ευτέρπη σε μια ξαφνική αναλαμπή διαύγειας, την οποία χάλασε αμέσως προσθέτοντας: «Σε χτύπησε πάλι ο δάσκαλος;» «Μην ανησυχείς, μητέρα. Καλά είμαι». Τα μάτια της Ευτέρπης γέμισαν δάκρυα. Εδώ και αρκετό καιρό έκλαιγε με μεγάλη ευκολία. Εκείνη, που ανέκαθεν παινευόταν ότι ήταν από μάρμαρο. «Συγγνώμη που σε χτύπησα. Δε σου άξιζε». Ο Θεμιστοκλής έκλεισε τα μάτια και για μια στιγμή η Απολλωνία νόμισε ότι θα τον κυρίευε η συγκίνηση. Ωστόσο κατάφερε να συγκρατηθεί, φίλησε τη μητέρα του στο μέτωπο και, αφού χαιρέτησε τη Μνήση και την ευχαρίστησε, βγήκε από το δωμάτιο. Η Απολλωνία τον ακολούθησε. Ο Θεμιστοκλής είπε ότι δεν ήθελε να δειπνήσει γιατί δεν πεινούσε. «Καλύτερα να πέσω για ύπνο. Αύριο πρέπει να δοκιμάσω την Αρτεμισία». «Αν θέλεις να κοιμηθείς, ξέρω το καλύτερο ηρεμιστικό», του είπε η Απολλωνία πιάνοντάς τον από το χέρι. Εκείνος την άφησε να τον οδηγήσει στο κρεβάτι. Αντί να φωνάξει τις σκλάβες για να τη βοηθήσουν να γδυθεί, η Απολλωνία το ζήτησε από τον Θεμιστοκλή. Εκείνος το έκανε κάπως αφηρημένος και ύστερα, όταν η Απολλωνία ξάπλωσε γυμνή πάνω του, το κορμί του
δεν αντέδρασε. Ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε κάτι τέτοιο. «Γερνάω», είπε. Ο Θεμιστοκλής έμεινε να κοιτά το ταβάνι, στην ίδια στάση που την προηγούμενη νύχτα είχε παρωδήσει η Απολλωνία μιλώντας με τον Μνησίφιλο. Η αντανάκλαση από το φως του μικρού λύχνου έδειχνε να χορεύει στα μεγάλα μαύρα μάτια του. Έμεινε έτσι για λίγο και η Απολλωνία κόντευε να αποκοιμηθεί. Ύστερα, άξαφνα, κατάλαβε ότι το στρώμα κουνιόταν και άνοιξε τα μάτια ανήσυχη. Ο Θεμιστοκλής είχε σηκωθεί κι έδενε το ζωνάρι του χιτώνα του. «Πού πας;» «Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Θα κατέβω στις προβλήτες. Θέλω να δω τα πλοία μου. Με τόσες φουρτούνες, δεν έχω καταφέρει να κάνω μια επιθεώρηση από τότε που πήγα στην Κόρινθο». Τα πλοία του. Τα πλοία που θα αναγκαζόταν να παραδώσει στα χέρια ενός Σπαρτιάτη. Ξαφνικά, η Απολλωνία είχε μια ιδέα για να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. «Θα έρθω μαζί σου», του είπε και σηκώθηκε. «Τέτοια ώρα;» «Ούτε εγώ νυστάζω». Η Απολλωνία, γυμνή ακόμη, τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και του χαμογέλασε. «Πάρε με μαζί σου, σε παρακαλώ. Θέλω να δω πώς είναι το πλοίο που θα φέρει το λάβαρό μου». Πριν από τον Μαραθώνα ο Θεμιστοκλής είχε τάξει στην Άρτεμη μια μεταξωτή σημαία κεντημένη από τα χέρια της συζύγου του. Δεν είχε καταφέρει να κρατήσει την υπόσχεσή του. Τα δάχτυλα της Αρχίππης δεν ήταν αρκετά επιδέξια και η σχέση τους είχε χειροτερέψει τόσο, ώστε εκείνη αρνιόταν να κάνει το παραμικρό για το σύζυγό της. Έτσι, το λάβαρο αναγκάστηκε να το ράψει η Απολλωνία· η Μνήση, που είχε καλό χέρι, τη βοήθησε. Ήταν και οι δύο πολύ περήφανες για τη χρυσαφένια φιλάνδρα, στο κέντρο της οποίας η Άρτεμη έβαλλε με το τόξο της ενάντια σε έναν Πέρση ιππέα.
Εκείνο το θαυμαστό ύφασμα ήταν τόσο λεπτό ώστε όταν έβγαλαν τη σημαία στην αυλή ένα ελαφρύ αεράκι ήταν αρκετό για να την κάνει να κυματίσει. Η Απολλωνία είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με το μετάξι, ώστε ο Θεμιστοκλής παρήγγειλε έναν ολόκληρο χιτώνα από αυτό το ύφασμα. Εκείνη ντρεπόταν λιγάκι να τον φορέσει γιατί το άγγιγμά του πάνω στο γυμνό της δέρμα έμοιαζε με χάδι που καμιά φορά την ερέθιζε άθελά της, γι’ αυτό περιοριζόταν να τον φορά στο σπίτι, όταν ήταν μόνη με τον Θεμιστοκλή. «Σίγουρα θέλεις να δεις το πλοίο;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής, κάπως δύσπιστος. «Μην ξεχνάς ότι η πόλη μου υπήρξε θαλασσοκράτειρα. Κι εγώ έχω τη θάλασσα στο αίμα μου». Εκείνο το σχόλιο έκανε την όψη του Θεμιστοκλή να αλλάξει· μα, πριν περάσει μια στιγμή, υποχώρησε στην ιδιοτροπία της συντρόφου του. Έκανε ζέστη, μα η Απολλωνία έριξε έναν λεπτό μανδύα στους ώμους και στα μαλλιά. Βγήκαν στο δρόμο με τη συνοδεία του θυρωρού, που κρατούσε ένα δαδί για να τους φωτίζει στην πλαγιά που κατηφόριζε από το σπίτι τους ως το νηοστάσιο της Μουνιχίας. «Δε θα ξυπνήσεις τον Σίκιννο;» ρώτησε η Απολλωνία. «Δε χρειάζεται. Τα υπόστεγα φυλάσσονται καλά. Δε διατρέχουμε κίνδυνο». Κατέβηκαν την πλακόστρωτη κατηφόρα που οδηγούσε στους ταρσανάδες. Το λιμάνι της Μουνιχίας, το πιο μικρό από τα τρία του Πειραιά, ήταν μόνο για στρατιωτική χρήση και το περιτριγύριζε μια ψηλή περίφραξη. Η κεντρική είσοδος άνοιγε προς το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του Θεμιστοκλή, και όχι τυχαία. Όταν έφτασαν, ο Θεμιστοκλής έστειλε το σκλάβο πίσω στο σπίτι. Οι δέκα οπλίτες και οι τέσσερις Σκύθες τοξότες που έκαναν βάρδια αναγνώρισαν το στρατηγό και τους άφησαν να περάσουν. Περπάτησαν έτσι για λίγα δευτερόλεπτα μόνο, μα η Απολλωνία χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι. Η μισή και πλέον περιφέρεια του λιμανιού ήταν κατειλημμένη από υπόστεγα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους και καλύπτονταν από
τριγωνικές στέγες, οι οποίες από την ταράτσα του σπιτιού τους διέγραφαν ένα περίεργο πριονωτό σχέδιο. Μπήκαν από το πίσω μέρος και ο Θεμιστοκλής την πήγε κατευθείαν προς το υπόστεγο όπου βρισκόταν η Αρτεμισία. Κάπου κάπου διασταυρώνονταν με ομάδες στρατιωτών που περιπολούσαν υπό το φως των λύχνων. «Υπάρχουν πάντα πεντακόσιοι άνδρες της φρουράς μοιρασμένοι στα νηοστάσια των τριών λιμανιών». «Τόσο πολλοί; Δεν είναι υπερβολικό;» «Πριν από ένα χρόνο ξέσπασε πυρκαγιά στο νηοστάσιο. Κάηκαν ολοσχερώς τρία πλοία πριν καταφέρουμε να σβήσουμε τις φλόγες, και σε άλλα δύο αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε τα μισά σανίδια. Ήταν εμπρησμός». Η Απολλωνία κούνησε το κεφάλι. Δε χρειαζόταν να ρωτήσει περισσότερα. Οι προδότες που είχαν ανοίξει τις πύλες της Ερέτριας στους Πέρσες κρύβονταν και εδώ. Άλλοι από δειλία, άλλοι από μίσος για το πολιτικό καθεστώς που έδινε εξουσία στο λαό, άλλοι από φιλαργυρία. Δεν έπρεπε να χαλαρώνουν τη φύλαξη ούτε στιγμή. «Όπως και να ’χει, τα πιο εύφλεκτα υλικά είναι αποθηκευμένα αλλού», πρόσθεσε ο Θεμιστοκλής. «Τα πανιά και τα λοιπά εξαρτήματα είναι σε άλλο νηοστάσιο, εκεί όπου δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς χωρίς άδεια». Βλέποντας τις σκεπές από ψηλά, η Απολλωνία φανταζόταν ότι τα υπόστεγα ήταν υδατοστεγή. Μα, σαν μπήκε μέσα, διαπίστωσε ότι οι οροφές δε στηρίζονταν σε κλειστούς τοίχους αλλά σε σειρές από πέτρινες κολόνες. Ο Θεμιστοκλής της εξήγησε ότι τα είχαν σχεδιάσει έτσι ώστε ο αέρας να περνά μέσα από τους διαδρόμους και να στεγνώνει τα πλοία όσο το δυνατόν καλύτερα. Το χώρο φώτιζαν μεγάλα μαγκάλια, που έκαναν ακόμα πιο ζεστή εκείνη τη θερινή νύχτα. Κοντά στο καθένα από αυτά έκανε βάρδια ένας άνδρας που διατηρούσε τη φλόγα και ταυτόχρονα πρόσεχε να μην πεταχτεί προς τα πλοία καμιά σπίθα και κανένα καρβουνάκι. Κλεισμένα ανάμεσα σε εκείνες τις κολόνες και βυθισμένα στις στοιχειωμένες σκιές που έριχναν οι δάδες, τα πλοία έδειχναν πιο
μεγάλα απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Η τριήρης που βρισκόταν πλάι στην Αρτεμισία ακουμπούσε σε ένα ξύλινο πλαίσιο. Από κάτω, η Απολλωνία παρατήρησε μια μεγάλη σχισμή στον πωρόλιθο του εδάφους. «Είναι για να μπει η καρίνα», της είπε ο Θεμιστοκλής. Η Αρτεμισία βρισκόταν ήδη στο έδαφος που κατηφόριζε προς το νερό με ελαφριά κλίση· αρκούσε να λύσει κανείς τους κάβους και να τραβήξει τις σφήνες που κρατούσαν το πλοίο για να γλιστρήσει αυτό στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο Θεμιστοκλής μίλησε στην Απολλωνία για τις διαστάσεις του καραβιού. Η τριήρης είχε μήκος τριάντα πέντε μέτρα, ελάχιστα λιγότερα από το μήκος του υπόστεγου, γιατί εκεί εκμεταλλεύονταν το χώρο σχεδόν με τσιγκουνιά. Το πλάτος του κύτους ήταν τέσσερα μέτρα και αυξανόταν στα πεντέμισι στα ανώτατα επίπεδα, εκεί όπου κωπηλατούσαν οι θρανίτες. Ο χώρος δεν αρκούσε για να βολευτούν διακόσιοι άνδρες, γι’ αυτό έκαναν διαρκώς εξάσκηση στις κινήσεις της επιβίβασης και της αποβίβασης υπό τον οξύ ήχο του αυλού. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν έλειπαν οι συγκρούσεις και τα σπρωξίματα. Ανάμεσα στα πλοία, στηριγμένα στις πέτρινες κολόνες, ήταν τα μεγάλα ξύλινα ράφια όπου φυλάσσονταν τα κατάρτια, τα ακροκέραια, οι στύλοι για τον απόπλου, οι μικρές σκάλες και, φυσικά, τα κουπιά. Ο Θεμιστοκλής της τα έδειξε όλα, αποκαλύπτοντας κάθε αντικείμενο κάτω από τον φωτεινό κύκλο που έριχνε ένας λύχνος τον οποίο είχε δανειστεί από ένα φύλακα. «Αυτά είναι τα όπλα με τα οποία θα νικήσουμε τους Πέρσες», είπε δείχνοντάς της τα κουπιά. Κάθε κουπί είχε μήκος λίγο πάνω από τέσσερα μέτρα και κάθε πλοίο διέθετε διακόσια κουπιά, μαζί με τα κομμάτια που θα χρησίμευαν για ανταλλακτικά. Δεν ήταν όλα ίδια· τα κουπιά των θαλαμιτών, που κωπηλατούσαν στο βάθος, ήταν πιο μακριά, ενώ εκείνα των θρανιτών, που κάθονταν στο ανώτερο επίπεδο, ήταν πιο κοντά και φαρδιά. Όπως το κύτος των τριήρεων, έτσι και τα κουπιά ήταν σκαλισμένα σε ξύλο ελάτου. Το καθένα ήταν ένα ξεχωριστό
έργο τεχνικής. Οι ξυλουργοί τα πλάνιζαν ευσυνείδητα, λειαίνοντας ένα ένα τα στρώματα του ξύλου λες και ξεφλούδιζαν ένα κρεμμύδι. Αφού της έδειξε τα κουπιά, ο Θεμιστοκλής στράφηκε προς το πλοίο. Το κάτω μέρος του κύτους ήταν κατάμαυρο και μύριζε πίσσα. Από τη γραμμή των υφάλων και πάνω όμως το είχαν βάψει γαλάζιο πάνω στην κηρωμένη επιφάνεια, και στην πλώρη είχαν προσθέσει δυο μεγάλα σχιστά μάτια με βλέμμα διόλου φιλικό. «Τα πλοία του Ιάσονα ήταν ντυμένα με φύλλα από μόλυβδο, που προστάτευαν το ξύλο», είπε η Απολλωνία. «Γιατί δεν κάνετε το ίδιο κι εδώ;» Ο σύζυγός της είχε πει όταν ζούσε ότι τα εμπορικά πλοία είχαν εκείνες τις πλάκες για να προφυλάσσονται από την τερηδόνα, ένα μικρό μαλάκιο που χρησιμοποιούσε το όστρακό του για να ανοίγει τρύπες στο ξύλο των πλοίων και να φτιάχνει το λαγούμι του. «Γιατί θα αυξανόταν πάρα πολύ το βάρος», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Αυτά τα πλοία έχουν κατασκευαστεί με διαλεχτά ξύλα, για να είναι τα πιο γρήγορα στον κόσμο». Της εξήγησε ότι αν το κύτος μιας τριήρους άρχιζε να φθείρεται, μία λύση ήταν να καλαφατίσουν τις τρύπες με στουπί και πίσσα. Στο τέλος όμως τα πλοία αχρηστεύονταν και αναγκάζονταν να τα καταστρέψουν. Για να μην αφήσουν λοιπόν τις τερηδόνες να τρυπήσουν τα πλοία, προσπαθούσαν να τα βγάζουν από το νερό όποτε ήταν δυνατόν. «Ένας στόλος από τριήρεις πρέπει να βρίσκει παραλίες αρκετά πλατιές ώστε να μπορεί να αγκυροβολεί και να βγάζει τα πλοία να στεγνώνουν. Είναι κι αυτή μία από τις υποχρεώσεις του πολέμου στη θάλασσα». Συνέχισαν να περπατούν κοντά στο κύτος, κατευθυνόμενοι προς την πλώρη. Ο Θεμιστοκλής της έδειξε τα ανοίγματα απ’ όπου έβγαιναν τα κουπιά. Η κάτω σειρά, που αντιστοιχούσε στους θαλαμίτες, ήταν τόσο κοντά στη γραμμή των υφάλων ώστε αν η θάλασσα έβαζε έστω και λίγο κύμα θα έμπαινε νερό. Γι’ αυτό προστάτευαν τα ανοίγματα με δερμάτινα καλύμματα. Μύριζε η
λανολίνη με την οποία τα λίπαιναν, το ίδιο λίπος που χρησιμοποιούσαν για να προστατεύουν τα σκοινιά από σπάγγο ή δέρμα που χρησίμευαν για να συγκρατούν τα κουπιά των θολιτών. «Αυτή είναι η αιχμή του δόρατός μας», είπε ο Θεμιστοκλής σαν έφτασαν κοντά στο έμβολο. Ήταν μια συμπαγής ξύλινη κατασκευή στην πλώρη του πλοίου, στη γραμμή των υφάλων, τοποθετημένη έτσι ώστε ένα μέρος της έβγαινε από το νερό κι ένα άλλο έμενε βυθισμένο. Ήταν ντυμένη με φύλλα χαλκού που κατέληγαν σε τρία κοφτερά φύλλα τοποθετημένα παράλληλα. «Η τακτική μας υπαγορεύει να επιτεθούμε στο εχθρικό πλοίο με το έμβολο και να ανοίξουμε μια τρύπα στο κύτος του. Πρέπει όμως να αποφύγουμε να κάνει ο εχθρός το ίδιο και σ’ εμάς». «Η σύγκρουση πρέπει να είναι τρομερή», είπε η Απολλωνία, που είχε φανταστεί την ορμή την οποία θα αποκτούσε η Αρτεμισία ακριβώς πριν επιτεθεί. «Πράγματι. Το πλοίο που δέχεται τη σύγκρουση μετακινείται ξαφνικά κατά τρία σχεδόν μέτρα. Και τότε είναι αδύνατον να μείνει κανείς όρθιος στο κατάστρωμα του πλοίου που δέχεται την επίθεση. Δεν είναι εύκολο να κρατήσεις την ισορροπία σου ούτε όταν είσαι εσύ εκείνος που επιτίθεται. Αν δεν κινηθείς με προσοχή, η σύγκρουση είναι τόσο βίαιη ώστε μπορεί να ξεριζώσει ακόμα και το δικό σου έμβολο». Έπειτα διέτρεξαν το αριστερό πλευρό. Σαν έφτασαν στην πρύμνη, ο Θεμιστοκλής τράβηξε μια σκαλίτσα κι έδωσε το χέρι στην Απολλωνία για να ανέβει. «Είσαι σίγουρος; Μήπως προσβάλουμε κάποιο θεό;» ρώτησε εκείνη γιατί είχε φανταστεί ότι ίσως έπρεπε να κάνουν κάποιο τελετουργικό πριν καθελκύσουν το πλοίο και ότι η παρουσία της και μόνο θα μπορούσε να το μιάνει. «Μην ανησυχείς. Η Άρτεμη ξέρει καλά ότι εσύ κέντησες το λάβαρό της». Ο Θεμιστοκλής είχε χαμογελάσει για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα.
Η Απολλωνία ανέβηκε τη σκαλίτσα, που έτριξε κάτω από τα πόδια της, και φαντάστηκε τι θα συνέβαινε όταν την ανέβαιναν δεκάδες άνδρες ταυτόχρονα, όλοι πιο βαριοί από την ίδια. Το κατάστρωμα ήταν σαν της τριήρους με την οποία είχαν δραπετεύσει από την Ερέτρια: δύο παράλληλοι διάδρομοι από την πρύμνη ως την πλώρη χωρίς κιγκλίδωμα, που χωρίζονταν από ένα κεντρικό πέρασμα σε χαμηλότερο επίπεδο. Η Απολλωνία είχε γίνει μάρτυρας σε κάμποσες διαφωνίες ανάμεσα στον Κίμωνα και στον Θεμιστοκλή για το πώς έπρεπε να κατασκευαστούν τα καινούργια πλοία. Ο Κίμωνας υποστήριζε τα πλεονεκτήματα του φοινικικού σχεδίου, με πλήρες κατάστρωμα πάνω από το κεφάλι των κωπηλατών και με κιγκλίδωμα. Μα ο Θεμιστοκλής επέμενε ότι έπρεπε να εξοικονομήσουν βάρος. «Τα φοινικικά πλοία μεταφέρουν περισσότερο πεζικό», έλεγε ο Κίμωνας. «Δε μου φαίνεται διόλου αστεία η ιδέα να μας κάνει ρεσάλτο ένα πλοίο με διπλάσιους οπλίτες από τους δικούς μας». «Αν είμαστε πιο γρήγοροι, δε θα μας κάνουν ρεσάλτο», επέμενε ο Θεμιστοκλής. «Το θέμα είναι να τους καρφώσουμε τα έμβολά μας, όχι να πολεμήσουμε με το δόρυ και την ασπίδα, σαν να επρόκειτο για μάχη πεζικού. Πρέπει να βγάλεις από το μυαλό σου τη νοοτροπία του οπλίτη». Και του προδότη, πρόσθεσε από μέσα της η Απολλωνία σαν θυμήθηκε εκείνη τη διαφωνία. Δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τον Κίμωνα, μα, ύστερα από εκείνο που είχε κάνει στον Θεμιστοκλή, η Απολλωνία ένιωθε απέναντί του σχεδόν απέχθεια. «Αυτή εδώ είναι η θέση μου», είπε ο Θεμιστοκλής. Μπροστά από την κουπαστή, ένα ευρύχωρο ξύλινο κομμάτι σε σχήμα βεντάλιας, η θέση του τριηράρχου ήταν στερεωμένη στο κατάστρωμα. Ο Θεμιστοκλής έδωσε το λύχνο στην Απολλωνία και της είπε να καθίσει. Το κάθισμα ήταν άνετο, με φαρδιά στηρίγματα για τα χέρια, σκαλισμένα με τη μορφή κεφαλιού ελαφίνας. Εκείνη πιάστηκε με τα δύο χέρια και προσπάθησε να φανταστεί πώς ήταν να κυβερνά εκείνο το πλοίο.
Ο Θεμιστοκλής κατέβηκε δύο σκαλιά στη σκαλίτσα που οδηγούσε στον κεντρικό διάδρομο του πλοίου. Όταν έφτασε εκεί, άπλωσε τα χέρια και άδραξε τους δύο μακριούς ξύλινους πασσάλους που ενώνονταν από δεξιά και αριστερά με τα δύο κυρίως κουπιά. «Εδώ κάθεται ο πηδαλιούχος, λίγο πιο χαμηλά από τον τριήραρχο, για να μπορεί να βλέπει κι αυτός την πλώρη». Ο Θεμιστοκλής άφησε τα κουπιά του πηδάλιου και στράφηκε προς το μέρος της. «Έλα εδώ. Θα πάμε να σου δείξω τα σπλάχνα του πλοίου». Η Απολλωνία σηκώθηκε από το κάθισμα και κατέβηκε τη σκάλα. Σαν βρέθηκε να περπατά στον κεντρικό διάδρομο, το κατάστρωμα του πλοίου στα δεξιά και στ’ αριστερά ήταν στο ύψος του πιγουνιού της. Σκέφτηκε ότι σ’ εκείνο το σημείο οι στρατιώτες θα ήταν καλά προστατευμένοι από τα εχθρικά βέλη και το είπε στον Θεμιστοκλή. «Όχι», απάντησε εκείνος. «Οι άνδρες του πεζικού πρέπει να βρίσκονται επάνω, στο κατάστρωμα, για να μπορούν να αναλάβουν γρήγορα δράση. Αν ήταν εδώ κάτω, θα αναγκάζονταν να τρέξουν στη σκάλα που κατεβήκαμε πριν από λίγο ή να πιαστούν και να ανέβουν. Με όλο τον οπλισμό που κουβαλούν, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον». «Μα εκεί πάνω πρέπει να είναι πολύ επικίνδυνα χωρίς κιγκλίδωμα». «Είναι. Ο πεζικάριος που βρίσκεται στο κατάστρωμα πρέπει να είναι πιο γενναίος από τον οπλίτη που μάχεται στη φάλαγγα. Δεν έχει την ασπίδα του συντρόφου του για να τον προστατεύει, γιατί δεν πολεμά σε παράταξη. Εξάλλου δεν τον απειλούν μόνο τα χτυπήματα από τα βέλη ή τα δόρατα· μπορεί να πέσει στο νερό κατά τη διάρκεια της μάχης, αν δεχτεί επίθεση ή ακόμα και αν ένα κύμα προκαλέσει μιαν απότομη κίνηση του πλοίου». «Αν όμως πέσει στη θάλασσα με τον οπλισμό...» «Θα πάει στο βυθό σαν πέτρα. Γι’ αυτό κάνουμε διαρκώς εξάσκηση στις κινήσεις με τις οποίες βγάζουμε την πανοπλία. Εγώ, εκτός από το σπαθί, έχω ανά χείρας έναν πολύ αιχμηρό σουγιά για να κόψω τα λουριά του θώρακα. Παρ’ όλα αυτά», κούνησε το κεφάλι με κάποιο σκεπτικισμό, «μέσα στο χάος της μάχης κανείς δεν ξέρει ποτέ
αν θα καταφέρει να ξεφορτωθεί την πανοπλία πριν γεμίσουν νερό οι πνεύμονές του». Η Απολλωνία ρίγησε. Το μόνο πεπρωμένο που της φαινόταν πιο φρικτό από τον πνιγμό ήταν ο θάνατος μέσα στις φλόγες. Κατέβηκαν το διάδρομο. Σκύβοντας λίγο, έβλεπαν στις δύο πλευρές τους πάγκους όπου κάθονταν και κωπηλατούσαν οι θρανίτες. Κάθε πάγκος δεν ήταν παρά ένα ίσο παραλληλόγραμμο, με πήχεις καρφωμένους στις άκρες για να μη γλιστρά ο κωπηλάτης στην περίπτωση σύγκρουσης με άλλο πλοίο ή όταν η θάλασσα αγρίευε. Ο Θεμιστοκλής εξήγησε στην Απολλωνία ότι κάθε άνδρας έφερνε ένα μαξιλάρι για να μη γδέρνονται τα οπίσθιά του. Αυτός ήταν όλος ο εξοπλισμός που έπρεπε να συνεισφέρουν, σε αντίθεση με τους οπλίτες, που πλήρωναν τα όπλα τους. Πιο κάτω, ανάμεσα στις σανίδες του διαδρόμου, αχνοφαίνονταν οι πάγκοι των ζυγιτών και των θαλαμιτών. Η Απολλωνία φαντάστηκε την εικόνα εκείνου του πλοίου σαν θα γέμιζε άνδρες και, το κυριότερο, τη μυρωδιά του. Βλέποντάς τη να σουφρώνει τη μύτη, ο Θεμιστοκλής είπε: «Τ ώρα το πλοίο μυρίζει ωραία γιατί είναι καινούργιο. Όταν όμως χρησιμοποιηθεί για κάποιο καιρό, η μυρωδιά του ιδρώτα θα μείνει εδώ μέσα, θα ποτίσει τα ξύλα και δε θα υπάρχει πια κανένας τρόπος να φύγει». Η Απολλωνία δεν ήταν της γνώμης ότι η Αρτεμισία μύριζε ιδιαίτερα ωραία. Το μείγμα από μπογιά, κερί, πίσσα και λίπος κριαριού παραήταν δυνατό για τη μύτη της. Καταλάβαινε όμως ότι για ένα θαλασσόλυκο σαν τον Θεμιστοκλή δεν υπήρχε πιο γλυκιά μυρωδιά. Άξαφνα της ήρθε μια ιδέα. Προσέχοντας να μη χυθεί το λάδι ούτε να πάρει φωτιά το ξύλο, άφησε το λύχνο πάνω στις σανίδες και στράφηκε προς τον Θεμιστοκλή. «Σου αρέσει η μυρωδιά του ανδρικού ιδρώτα;» «Τ ι ερώτηση είναι αυτή; Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον εκατό πράγματα που να μυρίζουν καλύτερα». «Τότε λοιπόν, τι θα ’λεγες να κάνουμε την Αρτεμισία να μυρίσει
λίγο γυναικείο ιδρώτα;» είπε εκείνη λύνοντας τον κόμπο στο ζωνάρι του.
Όπως υποπτευόταν η Απολλωνία, το πλοίο αποδείχτηκε καλύτερο περιβάλλον για τον Θεμιστοκλή από το κρεβάτι της κάμαράς τους. Αυτή τη φορά δεν είχε κανένα πρόβλημα εκτός από μια στιγμή στην οποία προσπαθούσαν να αλλάξουν στάση και κόντεψαν να γλιστρήσουν από το διάδρομο και να πέσουν στους πάγκους των κωπηλατών. «Νιώθεις καλύτερα;» τον ρώτησε αργότερα, όταν κουλουριάστηκε δίπλα του τυλιγμένη στο μανδύα της. «Γιατί, σου φάνηκε κάποια στιγμή ότι δεν ένιωθα καλά;» «Μην προσπαθείς να μου κρυφτείς. Ξέρω ότι σε πείραξε η πράξη του Κίμωνα. Κι εμένα με πόνεσε πολύ η προδοσία». Ο Θεμιστοκλής έμεινε σκεφτικός για λίγο. Η Απολλωνία έβλεπε ελάχιστα το πρόσωπό του γιατί η ίδια σκέπαζε το φως του λύχνου με το κορμί της. Ένιωθε όμως την αναπνοή του, και ο ρυθμός της ανάσας του πρόδιδε την πορεία των σκέψεών του. «Έχω την εντύπωση ότι η ώρα μου πέρασε πριν προλάβει καλά καλά να έρθει», είπε τελικά εκείνος. «Δεν είναι έτσι. Απλώς το έχουν κάνει πιο δύσκολο. Η ώρα σου θα φτάσει». «Πώς είσαι τόσο σίγουρη;» «Το είπε η μητέρα σου. Και η Ευτέρπη δεν κάνει ποτέ λάθος». «Δεν έκανε ποτέ λάθος». «Έτσι είναι. Με συγχωρείς». «Δεν πειράζει». Μίλησαν λίγο για την Ευτέρπη και συνέκριναν με θλίψη τη γυναίκα που είχε υπάρξει και το ερείπιο στο οποίο μετατρεπόταν σιγά σιγά. Ύστερα ο Θεμιστοκλής της διηγήθηκε ιστορίες για τον πατέρα του και τα παιδικά του χρόνια. Η Απολλωνία δεν τον είχε
ξαναδεί τόσο εύγλωττο. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί την περίσταση, γιατί μόνο σε μια στιγμή αδυναμίας μπορούσε να φτάσει στην καρδιά ενός άνδρα τόσο συγκρατημένου. Για πρώτη φορά τής διηγήθηκε την ιστορία της ταπείνωσής του στο σχολείο του Φοίνικα και η Απολλωνία κατάλαβε τι εννοούσε η Ευτέρπη προηγουμένως, όταν του ζητούσε συγγνώμη που τον είχε χτυπήσει. Ωστόσο, παρόλο που ήταν προφανές ότι εκείνη η ανάμνηση ήταν επώδυνη για τον Θεμιστοκλή, αυτή δεν κατάφερε να μη γελάσει. «Μα καλά, εσύ δεν αγανακτείς;» «Γιατί να αγανακτήσω; Σου έδωσαν ένα γερό μπερντάχι, αλλά το άξιζες! Όπως και να ’χει, πολύ θα μου άρεσε να είμαι από μια μεριά για να δω το δάσκαλό σου τη στιγμή που ξεπρόβαλλε από το στόμα του η ουρά της σαλαμάνδρας. Ωραίο πειραχτήρι ήσουν! Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Νεοκλής σου μοιάζει τόσο». Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε τι είπε και δάγκωσε τη γλώσσα της. Ήταν η δεύτερη φορά που χρησιμοποιούσε τον ενεστώτα αντί για τον αόριστο. Μα εκείνος της είπε ότι δεν είχε σημασία. «Ξέρω ότι κι εσένα σου λείπει». Ο Θεμιστοκλής εξέπληξε την Απολλωνία με μία ακόμα εξομολόγηση. Πράγματι, ο Νεοκλής του έμοιαζε στις σκανταλιές μα σε τίποτε άλλο. Μάλιστα, πρόσθεσε, κανένα από τα παιδιά που είχε κάνει με την Αρχίππη δεν είχε κληρονομήσει την ευφυΐα του, ούτε την ατσάλινη θέλησή του. «Μου φαίνεται ότι οι κόρες μας θα είναι πολύ πιο ξύπνιες». Την ίδια γνώμη είχε και η Απολλωνία. Την ξάφνιασε όμως η ψυχρότητα με την οποία μιλούσε ο Θεμιστοκλής για τους αρσενικούς απογόνους του. Όταν η ματιά του έπεφτε σε κάτι ή σε κάποιον, ήταν τόσο εύστοχη και αναλυτική ώστε πολύ συχνά φαινόταν άσπλαχνη. Ύστερα έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Ο Θεμιστοκλής κράτησε την ανάσα του κάμποσες φορές, σαν να ήθελε να πει κάτι μα να μην τολμούσε να ξεκινήσει. Τελικά το αποφάσισε.
«Σκέφτομαι να σε παντρευτώ». «Τ ι πράγμα;» «Θα πάρω διαζύγιο από την Αρχίππη. Ξέρω ότι δεν έχει προίκα και δε σκοπεύω να τη στείλω να ζήσει με τον αδελφό της. Θα της παραχωρήσω το σπίτι στην πόλη και θα της δώσω αρκετή διατροφή για να ζήσει αξιοπρεπώς». «Δε χρειάζεται να με παντρευτείς, Θεμιστοκλή». «Δεν καταλαβαίνω...» Τ ι περίμενε, ν’ αρχίσει να χοροπηδά και να φωνάζει σαν μαινάδα στα Διονύσια; «Δεν ξέρω αν θέλω να γίνω σύζυγος ενός Αθηναίου. Μου αρέσει όπως ζω τώρα». Ο Θεμιστοκλής σάστισε. Όταν όμως η Απολλωνία του εξήγησε ότι δεν ήθελε να απαρνηθεί την ελευθερία που της προσέφερε το γεγονός ότι ήταν ξένη και παλλακίδα, της υποσχέθηκε ότι δεν επρόκειτο να αλλάξει τίποτα ανάμεσά τους. «Θα εξακολουθούμε να είμαστε εραστές». Στην Απολλωνία άρεσε το ότι διάλεξε αυτή τη λέξη παρότι πλάγιαζαν μαζί εδώ και αρκετά χρόνια και είχαν δύο κόρες. Ο Θεμιστοκλής πέρασε το χέρι από την κοιλιά και τους γοφούς της. Όσο τη χάιδευε, η Απολλωνία σκέφτηκε ότι είχε παχύνει λίγο. Εκείνος, αντίθετα, ήταν σχεδόν ίδιος όπως όταν τον γνώρισε. Βέβαια, ο Θεμιστοκλής δεν είχε γεννήσει. Μετά τις εγκυμοσύνες η μέση της Απολλωνίας δεν ήταν τόσο λυγερή όσο πριν και στο δέρμα της είχαν μείνει κάμποσες ασπριδερές ραγάδες. Προσπαθούσε όμως να προσέχει τον εαυτό της κι έκανε μακρινές βόλτες στην παραλία του Φαλήρου ενώ ο Σίκιννος την ακολουθούσε κουβαλώντας τις μικρές στους τεράστιους ώμους του. «Γιατί θέλεις να με παντρευτείς; Είμαι ξένη και άλλωστε το μόνο που ξέρω είναι να γεννώ κορίτσια». Η Απολλωνία ήθελε να ακούσει κάτι που ο Θεμιστοκλής δεν της είχε πει ποτέ. Σ’ αγαπώ. Μα ήξερε ότι δεν είχε πολλές ελπίδες, γι’ αυτό, κι όταν εκείνος άρχισε να μιλά για την ευγνωμοσύνη που
ένιωθε απέναντί της για τον τρόπο με τον οποίο φερόταν στη μητέρα του, δεν απογοητεύτηκε ιδιαίτερα. «Ο κάθε άνθρωπος είναι τέκνο των πράξεών του. Και οι δικές σου είναι γεμάτες ευγένεια και αυταπάρνηση, Απολλωνία. Γι’ αυτό θέλω να έχεις την αναγνώριση που σου αξίζει ως νόμιμη σύζυγος. Μα σου υπόσχομαι ότι δε θα ελέγξω τη ζωή σου, ούτε θα σε κλείσω στο γυναικωνίτη. Θα συνεχίσεις να είσαι κυρά κι αρχόντισσα του σπιτιού». Από αυτή την άποψη, η προσφορά ήταν δελεαστική. Παρ’ όλα αυτά, η Απολλωνία αρνούνταν να υποχωρήσει τόσο νωρίς. Δεν ήθελε ν’ ακούσει από τα χείλη του τι άξιζε η ίδια ούτε τα πλεονεκτήματα που θα αποκτούσε, αλλά όσα ένιωθε εκείνος. Πες μου τουλάχιστον ότι με χρειάζεσαι. Ο Θεμιστοκλής όμως την εξέπληξε ξανά. Ανακάθισε, έλυσε την αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό και της έδειξε το μενταγιόν που κρεμόταν από αυτή. Η Απολλωνία είχε προσέξει ότι το φορούσε εδώ και αρκετό καιρό και δεν το έβγαζε ούτε όταν έκανε μπάνιο. «Φέρε κοντά το λύχνο. Θέλω να το δεις καλά». Ήταν ένα φύλλο χρυσού διπλωμένο στη μέση. Ο Θεμιστοκλής το άνοιξε και της έδειξε την επιγραφή στην επιφάνειά του. Η Απολλωνία ήξερε ανάγνωση, μα τα γράμματα ήταν τόσο μικρά ώστε μετά βίας κατάφερνε να τα ξεχωρίσει. «Τ ι είναι αυτό;» Ο Θεμιστοκλής της εξήγησε ότι εκείνο το αντικείμενο που έμοιαζε με φυλαχτό ήταν γραμμένο σε χρυσάφι γιατί ήταν το πιο ευγενές, ανθεκτικό και άφθαρτο μέταλλο και μαζί ανταγωνιστής του μολύβδου, που χρησιμοποιούνταν για τις πλάκες στις οποίες αναγράφονταν οι κατάρες. Κι αυτό γιατί το κείμενο της επιγραφής ήταν ακριβώς το αντίθετο: μια ευλογία για το υπερπέραν. «Θυμάσαι το τελευταίο μου ταξίδι στην Ιταλία;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Ο Θεμιστοκλής είχε φύγει με ένα στόλο από τριήρεις για να κάνει στρατηγικούς ελιγμούς, να εκπαιδεύσει τους κωπηλάτες και να κλείσει συμμαχίες για τον
επικείμενο πόλεμο. Στο τελευταίο δεν είχε μεγάλη επιτυχία· το μόνο που είχε καταφέρει να πάρει από τις ελληνικές πόλεις στη Νότια Ιταλία ήταν ωραία λόγια και αόριστες υποσχέσεις. Κατά τη διαμονή του όμως και είχε γνωρίσει έναν ηλικιωμένο στη Σύβαρι, προς τιμήν του οποίου ο Θεμιστοκλής είχε αποφασίσει να δώσει το όνομα της πόλης στη μικρότερη κόρη του. Εκείνος ο άνδρας λεγόταν Ζεύξις και τον είχε μυήσει στα μυστήριά του. Η Απολλωνία εξεπλάγη με την πεποίθηση που φανέρωναν τα λόγια του. Είχαν ξαναμιλήσει για τα Ελευσίνια Μυστήρια, ένα τελετουργικό προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης που υποσχόταν καλύτερη μοίρα μετά θάνατον σε όσους συμμετείχαν σε αυτά, άνδρες και γυναίκες κάθε είδους. Ο Θεμιστοκλής κρατούσε μάλλον σκεπτικιστική στάση και γι’ αυτό δεν είχε προτείνει στην Απολλωνία να κάνουν το προσκύνημα ως την Ελευσίνα, όπως είχαν κάνει πολλοί γνωστοί τους, με πρώτο τον Ευφορίωνα. Ίσως όμως τον είχε κάνει να αλλάξει γνώμη η ασθένεια της Ευτέρπης: όσο μιλούσε για εκείνο τον ηλικιωμένο, αναφερόταν συνεχώς στη λήθη και στη μνήμη, δίνοντας στην Απολλωνία να καταλάβει ότι φοβόταν μήπως τον έβρισκε το ίδιο κακό που βασάνιζε τη μητέρα του. Ο Θεμιστοκλής της αποκάλυψε τα ορφικά μυστήρια όπως ακριβώς του τα είχε εμπιστευτεί ο Ζεύξις. Η Απολλωνία κουλουριάστηκε κοντά στο κορμί του, έμπλεξε τα πόδια της στα δικά του και άφησε τη φωνή του να τη νανουρίσει. Εκείνος της διηγήθηκε την ιστορία του μουσικού από τη Θράκη που είχε κατέβει στον Άδη από έρωτα, για να αναζητήσει τη σύζυγό του Ευρυδίκη και που χάρη στην τέχνη του είχε ανακαλύψει τον μυστικό τρόπο να κατευνάσει τους θεούς της κόλασης. Η Απολλωνία ήξερε το μύθο του Ορφέα μα ο Θεμιστοκλής της τον διηγήθηκε με όλες τις λεπτομέρειες, κάποιες από τις οποίες ήταν μυστικά στα οποία είχαν πρόσβαση μόνο οι μυημένοι. Γνώρισε την πραγματική γεωγραφία του Κάτω Κόσμου: το λιβάδι με τους ασφόδελους όπου συγκεντρώνονταν οι ψυχές των νεκρών, το λευκό κυπαρίσσι, τον ποταμό της Λήθης, τα πύρινα νερά του ποταμού Πυριφλεγέθοντα. Ο Θεμιστοκλής της τόνισε ιδιαίτερα τι
συνέβαινε σαν περνούσε κανείς τα νερά στη βάρκα του γεροΧάροντα και παρουσιαζόταν ενώπιον των κριτών του Κάτω Κόσμου. «Πρέπει να μάθεις καλά αυτούς τους στίχους», της είπε. «Γιατί;» «Γιατί αν τους απαγγείλεις θα σε αφήσουν να περάσεις από το πιο κρυφό, το πιο στενό μονοπάτι, εκείνο που οδηγεί στα Ηλύσια Πεδία. Έλα, επανάλαβέ τους μαζί μου». Επέμειναν κάμποσες φορές, γιατί η Απολλωνία δεν είχε τόσο καλή μνήμη όσο ο Θεμιστοκλής. Δεν κατάφερε να κρατηθεί και να μη γελάσει μια-δυο φορές, κυρίως όταν επαναλάμβανε τους τελευταίους στίχους, που δεν είχαν κανένα νόημα: Σώσε με, Βριμώ, μεγάλη Βριμώ! Ανδρικαιπεδοτίρσο, ανδρικαιπεδοτίρσο, ω εσύ, μεγάλη Βριμώ! «Πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά. Είναι πολύ σημαντικό», την κατσάδιασε ο Θεμιστοκλής. «Χωρίς αυτό το τελευταίο σύνθημα δε θα μπορέσεις να περάσεις. Πρέπει να μάθεις τους στίχους τώρα, γιατί μπορεί να μη γυρίσω ζωντανός από το Αρτεμίσιο». «Μην το λες αυτό!» «Στον πόλεμο οι άνθρωποι πεθαίνουν, Απολλωνία. Δεν είναι καθόλου περίεργο. Έλα, θέλω να μάθεις τους στίχους». Επιτέλους η Απολλωνία κατάφερε να επαναλάβει εκείνο το είδος του εξορκισμού τρεις συνεχόμενες φορές χωρίς να κάνει λάθος. Ο Θεμιστοκλής της υποσχέθηκε ότι όταν θα είχαν περισσότερο χρόνο θα την πήγαινε στην Ιταλία για να την καθάρει και να τη μυήσει στα μυστήρια όπως άρμοζε. Προς το παρόν όμως έπρεπε να αρκεστούν σε αυτό. Η Απολλωνία συνειδητοποίησε ότι ο Θεμιστοκλής, παρόλο που δεν παραδεχόταν ανοιχτά ότι την αγαπούσε, της το έδειχνε. Της πρόσφερε ένα πολύτιμο χάρισμα: τη μετά θάνατον ζωή σε μια επιλεγμένη γωνιά του ζοφερού, γκρίζου κόσμου που κυβερνούσε ο Άδης. Κυρίως όμως της πρόσφερε τη δυνατότητα να ζήσουν μαζί μετά το θάνατο.
Όταν κοίταξαν γύρω τους, το λάδι του λύχνου είχε σωθεί, μα το γκρίζο φως που έβγαινε πριν από το ξημέρωμα είχε αρχίσει να χώνεται στην κρυψώνα τους. Σηκώθηκαν, ντύθηκαν και κατέβηκαν από το πλοίο. Ο άνδρας που φυλούσε το μαγκάλι δεν ήταν ο ίδιος που είχαν δει όταν ανέβηκαν στην τριήρη. Μα ο σύντροφος που είχε παραδώσει τη βάρδια πρέπει να τον είχε ενημερώσει για τα καθέκαστα, γιατί τους χαιρέτησε κρύβοντας μετά βίας ένα χαμόγελο. Βγήκαν από το υπόστεγο και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα της περίφραξης. Πριν φτάσουν στην πύλη, έπεσαν πάνω στον Κίμωνα. Ερχόταν συνοδευόμενος από τους ίδιους άνδρες με τους οποίους το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στο σπίτι του Θεμιστοκλή για να του επιστρέψει τα δέκα τάλαντα. Ο γιος του Μιλτιάδη εξεπλάγη σαν τους είδε μαζί σε εκείνο το σημείο τόσο νωρίς το πρωί. Μα ο Θεμιστοκλής τον ρώτησε πρώτος τι έκανε εκεί. «Υπακούω στις εντολές σου», απάντησε ο Κίμωνας. «Δεν ήθελες να επιβλέψω τα έργα του στόλου; Έρχομαι κάθε πρωί». «Δεν ήξερα ότι οι εντολές μου ήταν τόσο σημαντικές για σένα». Ο Κίμωνας διέταξε τους υπηρέτες του να απομακρυνθούν, χαμήλωσε τη φωνή για να μην τους ακούσει κανείς και είπε: «Έλα, Θεμιστοκλή. Ξέχνα επιτέλους τη συνέλευση. Περασμένα ξεχασμένα. Τ ώρα πρέπει να σκεφτούμε πώς θα πολεμήσουμε τους Πέρσες». «Να το ξεχάσω; Μάλλον δύσκολο. Ο κόσμος θα θυμάται την εμφάνισή σου στην Εκκλησία για πολύ καιρό». Ο Κίμωνας κοκκίνισε λίγο. «Αν εννοείς το κουπί, το έκανα από καρδιάς, Θεμιστοκλή. Πιστεύω στο στόλο όσο κι εσύ». «Αν είναι έτσι, τότε δεν έπρεπε να κάνεις ό,τι σου είπε ο Καλλίας. Δεν ξέρω ποια συμφωνία σού προσέφερε αυτός ο άνθρωπος για να σε κάνει φερέφωνό του, μα δεν...» «Ο Καλλίας δεν έχει καμία σχέση. Είμαι μεγάλος πια και παίρνω τις δικές μου πρωτοβουλίες». «Πάντως η πρώτη πρωτοβουλία που πήρες ήταν καταστροφική. Για να αρπάξεις την εξουσία από τα χέρια μου, τη στέρησες από
ολόκληρη την Αθήνα. Υπέπεσες σε ένα σφάλμα που θα επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες». «Μην είσαι υπερβολικός, Θεμιστοκλή. Πάνω από τα μισά πλοία του συμμαχικού στόλου είναι δικά μας. Και αυτά τα πλοία θα κάνουν ό,τι τους πεις εσύ». «Αυτά τα πλοία θα κάνουν ό,τι μας αφήσει να κάνουμε ο Ευρυβιάδης». «Δε νομίζω να είναι τόσο δύσκολο. Ξέρεις να χειραγωγείς τον κόσμο καλύτερα από τον καθένα». «Μόλις ανακάλυψα, λοιπόν, ότι έχω έναν αντάξιο μαθητή». «Έλα τώρα, αφού ξέρεις ότι μόλις συγκεντρωθεί ο συμμαχικός στόλος θα τεθεί το θέμα της διοίκησης! Πιστεύεις ότι οι Πελοποννήσιοι θα δεχτούν να διοικήσουμε εμείς αντί για τους Σπαρτιάτες; Φαντάσου τι θα πουν, κυρίως οι Κορίνθιοι. Καλύτερα να υποχωρήσουμε με τη θέλησή μας. Όταν δουν ότι σταθήκαμε τόσο γενναιόδωροι, θα δεχτούν πιο πρόθυμα τις προτάσεις σου». «Εντάξει. Στο τέλος θα με πείσεις ότι μου έκανες και χάρη. Φαντάζομαι ότι και την επιστροφή του Αριστείδη την πρότεινες για να με ευχαριστήσεις, έτσι δεν είναι;» «Εσύ μου δίδαξες ότι τους εχθρούς πρέπει να τους έχουμε κοντά μας, το θυμάσαι; Άλλωστε αποκλείεται να μισείς εσύ τον Αριστείδη περισσότερο απ’ όσο μισώ εγώ τον Ξάνθιππο». Η Απολλωνία είχε μείνει άφωνη για μερικές στιγμές. Έβλεπε μπροστά της έναν Κίμωνα που προσπαθούσε να τυλίξει με τα λόγια τον άνθρωπο που είχε προδώσει, τον ευεργέτη του. Στο τέλος δεν κατάφερε να κρατηθεί. «Γιατί δεν κλείνεις πια το στόμα, Κίμωνα; Ποιον θέλεις να κοροϊδέψεις με αυτά τα επιχειρήματα;» «Εσύ καλύτερα να μην ανακατεύεσαι», απάντησε εκείνος. «Μπορεί να ακούσεις πράγματα που δε σου αρέσουν». Μια περίπολος τους πλησίαζε κάνοντας μια ύποπτη παράκαμψη στον συνήθη γύρο της. Ο Θεμιστοκλής διέταξε τους άνδρες να απομακρυνθούν. Ύστερα στράφηκε στην Απολλωνία χαμηλώνοντας
τη φωνή. «Άφησέ το, Απολλωνία. Δεν είναι δική σου υπόθεση αυτή». «Όποιος είναι αχάριστος μαζί σου είναι και μαζί μου! Αυτός ο άνθρωπος έμεινε στο σπίτι μας και μοιράστηκε το ψωμί μας. Και κοίτα τώρα πώς μας το ξεπληρώνει!» «Εσύ δεν καταλαβαίνεις το παιχνίδι της πολιτικής, γυναίκα», είπε ο Κίμωνας. «Εδώ δεν υπάρχει ούτε ευγνωμοσύνη ούτε αγνωμοσύνη, μόνο συμφέρον». «Ούτε προδοσία υπάρχει; Ή μήπως στη δική σου πολιτική είναι αξιέπαινη πράξη το πισώπλατο μαχαίρωμα;» «Απολλωνία...» επέμεινε ο Θεμιστοκλής. «Άφησέ με να μιλήσω! Αυτός ο άνθρωπος είναι προδότης, σαν τον πατέρα του, που πούλησε τους Ερετριείς. Είναι ικανός να κάνει το ίδιο και με τους συμπολίτες του!» Ο Κίμωνας έκανε τον κατάπληκτο. «Α, ναι; Ώστε έτσι σου τα διηγήθηκε ο Θεμιστοκλής; Σου είπε ότι ο πατέρας μου πρόδωσε την Ερέτρια; Τ ι αναίδεια!» «Σταματήστε», είπε ο Θεμιστοκλής πιάνοντας την Απολλωνία από το μπράτσο για να την τραβήξει από εκεί. Εκείνη όμως τον τίναξε από πάνω της και γύρισε ξανά προς τον Κίμωνα. «Τ ι θέλεις να πεις; Τ ι υπονοείς;» «Έλα, Θεμιστοκλή, πες της την αλήθεια». «Καλύτερα να φύγουμε», απάντησε εκείνος κοιτώντας δεξιά κι αριστερά. «Θα γίνουμε ρεζίλι». «Δεν έχετε να πάτε πουθενά! Δε θα επιτρέψω να αμαυρώνεται άλλο η μνήμη του πατέρα μου». Αυτή τη φορά ήταν ο Κίμωνας εκείνος που έδειχνε αγανακτισμένος. Γύρισε στην Απολλωνία και είπε: «Ναι, είναι αλήθεια ότι ο Μιλτιάδης και οι άλλοι στρατηγοί ψήφισαν να μη σταλούν στρατεύματα στο νησί της Εύβοιας, με το σκεπτικό ότι μπορούσε να είναι επικίνδυνο για την πόλη μας. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν τους Ερετριείς. Ξέρεις όμως ποιος έπεισε τον πατέρα μου να το κάνουμε αυτό; Ξέρεις ποιος του υπέδειξε ότι το μέλλον της Αθήνας θα ήταν πολύ λαμπρότερο αν
η Ερέτρια εξαφανιζόταν από προσώπου γης κι έπαυε να μας ανταγωνίζεται με τα πλοία της;» Η Απολλωνία δεν ήθελε να πιστέψει στα αυτιά της. Ένα κρύο που δεν είχε νιώσει ούτε στις πιο φρικτές στιγμές της κουλουριάστηκε στο στομάχι της. Ο σπόρος του Θεμιστοκλή έμοιαζε να έχει παγώσει μέσα της. «Ποιος έχει εμμονή με τα πλοία;» επέμεινε ο Κίμωνας. «Ποιος υποβάλλει το ένα ψήφισμα μετά το άλλο για να κάνει την Αθήνα ναυτική δύναμη; Ο ίδιος άνθρωπος που έβλεπε στην Ερέτρια έναν επικίνδυνο αντίπαλο για το μέλλον, έναν αντίπαλο που έπρεπε να εξουδετερωθεί. Παρόλο που θα ήταν πολύ καλύτερα αν τη βρόμικη δουλειά την έκαναν άλλοι. Μην είσαι αφελής, Απολλωνία. Ακόμη δεν έχεις καταλάβει για ποιον σου μιλώ;» Εκείνη στράφηκε προς τον Θεμιστοκλή. Έψαχνε να δει στο πρόσωπό του κάποια έκφραση, σάστισμα, αγανάκτηση, κατάπληξη για τα λόγια του Κίμωνα. Μα η όψη του ήταν μια παγωμένη μάσκα και τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα και είχαν καρφωθεί στον Κίμωνα. «Κοίταξέ με!» είπε η Απολλωνία. «Είναι αλήθεια αυτά που λέει;» Ο Θεμιστοκλής γύρισε το πρόσωπο αργά προς το μέρος της, μα δεν απάντησε. «Είναι αλήθεια;» είπε η Απολλωνία. Η όρασή της είχε αρχίσει να θολώνει γιατί τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Μισούσε τον εαυτό της που έκλαιγε. Ήθελε να φανεί δυνατή, κυρίως μπροστά στον Κίμωνα. Μα ένιωθε ηλίθια. «Εσύ μας πρόδωσες; Εσύ πρόδωσες το σύζυγό μου, που σε είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του; Πρόδωσες τον ίδιο σου τον πρόξενο;» Ο Θεμιστοκλής ανοιγόκλεισε τα μάτια μια φορά, πολύ αργά. Η Απολλωνία ήξερε ότι ήταν εκπαιδευμένος να μην προδίδει τα συναισθήματά του. Μα εκείνο το τελευταίο βλεφάρισμα της έφτασε για να καταλάβει ότι εκείνος που δεν έλεγε ψέματα ήταν ο Κίμωνας. Όλη η θέρμη που είχε νιώσει νωρίτερα για τον Θεμιστοκλή είχε εξανεμιστεί. Άξαφνα σκέφτηκε ότι πίσω από εκείνα τα μάτια που
ήταν μαύρα σαν το κάρβουνο δεν υπήρχε τίποτα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που ο Θεμιστοκλής την κοίταξε στην παραλία της Ερέτριας, όταν τόλμησε να πάρει στην αγκαλιά του τη Μνήση. Έχοντας μόλις γίνει η αιτία για το θάνατο του πατέρα της! Η Απολλωνία ικέτευσε τους θεούς να την αφήσουν να λιποθυμήσει και ευχήθηκε κάποιος από εκείνους να είχε την καλοσύνη να την τυλίξει σε ένα σύννεφο και να την πάρει από εκεί. Μόνο να μην ήταν η Αθηνά. Γιατί η Αθηνά την είχε ρίξει στα χέρια εκείνου του ανθρώπου. Άπλωσε το χέρι για να χαστουκίσει τον Θεμιστοκλή μα στην πορεία τής φάνηκε λίγο. Έκλεισε τη γροθιά και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη. Σαν κοίταξε το χέρι της, είδε ότι ήταν ματωμένο. Το αίμα ήταν δικό της: το χτύπημα είχε βρει ένα δόντι και είχε γδάρει έναν κόμπο στο δάχτυλό της. Η γροθιά έκανε τον Θεμιστοκλή να στρίψει το κεφάλι για μια στιγμή, μα αμέσως γύρισε ξανά να την κοιτάξει. Εκείνη, η προδομένη, δεν μπορούσε παρά να αποτραβήξει το βλέμμα γιατί δεν ήταν ικανή να αντικρίσει τη ματιά του. Τότε γύρισε προς τον Κίμωνα. Περίμενε να δει ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του, μα ο γιος του Μιλτιάδη ήταν σοβαρός σαν τον Θεμιστοκλή. Στο τέλος, σαν είδε ότι καμιά θεότητα δεν αξιωνόταν να την πάρει από εκεί, τράβηξε για την πόρτα της περίφραξης. Ο δρόμος που ανέβαινε προς το σπίτι της –το σπίτι της;– έμοιαζε με θολή μουντζούρα μέσα από τα δάκρυά της.
Όταν η Απολλωνία έφυγε, ο Θεμιστοκλής στράφηκε προς τον Κίμωνα. «Ευχαριστήθηκες τώρα; Ή μήπως θέλεις να μου βγάλεις τα μάτια και να ρίξεις αλάτι στις κόχες τους;» Ο Κίμωνας πήρε βαθιά ανάσα. Είχε μετανιώσει που δεν είχε καταφέρει να ελέγξει τη γλώσσα του. Τα λόγια που μόλις είχε
ξεστομίσει δεν ωφελούσαν κανέναν, μα ούτε και ξέπλεναν τη μνήμη του πατέρα του. «Λυπάμαι, Θεμιστοκλή. Παρασύρθηκα από την οργή. Σου ορκίζομαι ότι δεν έχω κανένα λόγο να προκαλέσω προβλήματα ανάμεσα σ’ εσένα και στην Απολλωνία». «Και τι λόγο έχεις για όλα τα υπόλοιπα; Εδώ και χρόνια παλεύω για να φτιάξουμε τον καλύτερο στόλο σε όλη την Ελλάδα ώστε να μπορέσουμε να υπερασπιστούμε την πόλη μας απέναντι στους βαρβάρους κι εσύ τον άρπαξες μέσα από τα χέρια μου! Και τι κατάφερες; Νομίζεις ότι θα σε ευγνωμονούν οι ευπατρίδες που θέλουν να με βυθίσουν; Δε θυμάσαι πώς παραγκώνισαν τον πατέρα σου, λες και ήταν κανένα σαπιοκάραβο;» Ο Κίμωνας δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τον Θεμιστοκλή έτσι. Τα μάτια του έδειχναν πιο μεγάλα από ποτέ και άστραφταν σαν κάρβουνα. «Ηρέμησε. Ό,τι έκανα ήταν για το καλό της Αθήνας». «Για το δικό σου το συμφέρον το έκανες!» «Έχω κι εγώ τις νόμιμες φιλοδοξίες μου. Τ ι ήθελες, Θεμιστοκλή; Να γίνεις ένας νέος τύραννος με απόλυτη δύναμη, χωρίς να αντιταχθεί κανείς μας;» «Καταδίκασες την πόλη μας!» «Επειδή πήρα λίγη εξουσία από τα χέρια σου; Μην είσαι τόσο υπερόπτης, Θεμιστοκλή! Ο ομφαλός του κόσμου είναι το μαντείο των Δελφών, όχι εσύ!» Ο Θεμιστοκλής πλησίασε περισσότερο τον Κίμωνα και κάρφωσε το δάχτυλο στο στέρνο του. Παρότι ήταν πιο κοντός από εκείνον, ο Κίμωνας πισωπάτησε φοβισμένος. Η φωτιά που έκαιγε στα μάτια του Θεμιστοκλή τον τρόμαζε. «Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο που μπορεί να σταματήσει τον Ξέρξη. Και αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ». «Υπερόπτης είπα; Θεμιστοκλή, είσαι τρελός! Και στους τρελούς σαν κι εσένα οι θεοί κόβουν το κεφάλι». Ο Θεμιστοκλής πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια για μια
στιγμή και ύστερα τον κοίταξε ξανά. Η φωνή του είχε ξαναγίνει ψυχρή και πειθαρχημένη, κάτι που φόβισε ακόμα περισσότερο τον Κίμωνα. «Θα σταματήσω τον Ξέρξη. Το πρόβλημα είναι ότι τώρα θα αναγκαστώ να το κάνω περνώντας πάνω απ’ όλους σας. Μα μην αυταπατάσαι, Κίμωνα. Έχει έρθει η ώρα μου και δε θα μου τη στερήσεις ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος».
Στενό των Θερμοπυλών, 18-20 Αυγούστου Στο πολεμικό συμβούλιο η Αρτεμισία κατάλαβε ότι ο Ξέρξης ήταν δυσαρεστημένος μα τον εμπόδιζε να το δείξει το ατσάλινο πρωτόκολλο στο οποίο τον υπέτασσε αφενός η παράδοση και αφετέρου η ίδια η προσωπικότητά του. Από τους υπόλοιπους στρατηγούς, περισσότεροι από ένας έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους με ηχηρές κατάρες. Και με το δίκιο τους. Είχαν κολλήσει στις Θερμοπύλες εδώ και πέντε ημέρες. Σαν έφτασε σ’ εκείνο το στενό πέρασμα που χώριζε τη Θεσσαλία από την Κεντρική Ελλάδα, η εμπροσθοφυλακή της Σπάντα κατάλαβε ότι οι Έλληνες είχαν αποφασίσει επιτέλους να προβάλουν αντίσταση. Ο Μαρδόνιος έστειλε πρώτα ανιχνευτές για αναγνώριση του πεδίου κι έπειτα απεσταλμένους για τις διαπραγματεύσεις. Έτσι, έμαθε ότι τους περίμενε ένα στράτευμα Σπαρτιατών υπό τις εντολές ενός από τους βασιλείς τους, με το οποίο είχαν ενωθεί και άλλα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, αλλά και Λοκροί και Φωκείς, που έβλεπαν την επικράτειά τους να απειλείται από την εγγύτητα των Περσών. Επειδή η στρατιωτική δύναμη ήταν σημαντική, ο στρατηγός δεν τόλμησε να στερήσει από τον Ξέρξη το προνόμιο του προστάγματος εκείνης της επίθεσης. Γι’ αυτό είχε αναγκαστεί να περιμένει να φτάσει η μεραρχία του, κάτι που συνεπαγόταν τέσσερις ημέρες αναμονής. Ο Ξέρξης είχε εμφανιστεί το σούρουπο της τέταρτης ημέρας. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφτασε ήταν να στείλει έναν κήρυκα στους Σπαρτιάτες απαιτώντας να παραδώσουν τα όπλα. Η απάντηση που έλαβε, «Μολών λαβέ», τον ευχαρίστησε πολύ, μια και λαχταρούσε να παραστεί σε μια πραγματική μάχη. Είχαν περάσει αρκετοί μήνες εκστρατείας χωρίς να ξεσπάσουν οι πραγματικές εχθροπραξίες. Πριν φύγουν από τη Μακεδονία, τα περσικά στρατεύματα είχαν καθαρίσει τα μονοπάτια που περιτριγύριζαν τον Όλυμπο τόσο από την πλευρά της θάλασσας όσο και από εκείνη που
οδηγούσε στο εσωτερικό της χώρας, ξεχερσώνοντάς τα όχι μόνο από δέντρα και αγριόχορτα, αλλά και από εχθρούς. Μα ήταν μάλλον ομάδες ληστών που ζούσαν στα βουνά παρά πραγματικοί στρατιώτες, γι’ αυτό και ήταν λίγη η δόξα που μπορούσαν να δώσουν στο στρατό του. Στη Θεσσαλία τους είχαν πληροφορήσει ότι ήταν πολύ πιθανό να συναντήσουν αντίσταση σε εκείνο το πέρασμα. Η Αρτεμισία δεν ήταν ιδιαίτερα πεπεισμένη. Αν οι ρυθμοί με τους οποίους κινούνταν η Σπάντα ήταν βραδείς, τότε η αντίδραση των Ελλήνων απέναντι στην εισβολή έμοιαζε ακόμα πιο αργοκίνητη. Οι αξιωματικοί είχαν αρχίσει να στοιχηματίζουν: κάποιοι έλεγαν ότι θα έφταναν ως την Αθήνα χωρίς να χρειαστεί να ρίξουν ούτε ένα βέλος, ενώ άλλοι σκέφτονταν με χαρά ότι πριν από τους Σπαρτιάτες θα γνώριζαν τις Σπαρτιάτισσες, τόσο φημισμένες για την ομορφιά τους. Μα δεν είχε γίνει έτσι. Οι Έλληνες είχαν δείξει επιτέλους λίγη ανδρεία. Εκείνο το πρωί, πέμπτη μέρα αναμονής στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης έβαλε να τοποθετήσουν ένα θρόνο σε ένα υπερυψωμένο σημείο για να παρακολουθήσει το στρατό του να συνθλίβει τους Έλληνες. Το πρωί την επίθεση ανέλαβαν Μήδοι, Κίσσιοι και Σάκες, που υπέστησαν μεγάλες απώλειες και αποσύρθηκαν χωρίς να καταλάβουν τη θέση. Το απόγευμα ο Ξέρξης αποφάσισε να καταφύγει απευθείας στα επίλεκτα σώματά του και να στείλει τρία τάγματα των επίλεκτων δέκα χιλιάδων ανδρών, μια και ήταν αδύνατον να παρατάξει περισσότερους άνδρες στο στενό πεδίο που είχαν διαλέξει οι Σπαρτιάτες. Μα ούτε οι επονομαζόμενοι Αθάνατοι κατάφεραν να κερδίσουν έστω και μία σπιθαμή εδάφους. Ήξεραν όμως ότι είχαν το βλέμμα του βασιλιά καρφωμένο στο σβέρκο τους και, αντί να υποχωρήσουν, όπως είχαν κάνει οι άνδρες που είχαν πολεμήσει το πρωί, συνέχισαν να συγκρούονται με τις ελληνικές ασπίδες κατά κύματα, ενώ τα κουφάρια των συντρόφων τους σωριάζονταν στα πόδια τους. «Τα στρατεύματά μας δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα για μάχη σώμα με σώμα με τους Έλληνες σε τόσο περιορισμένο χώρο», είπε ο
Υδάρνης. Είχε αναγκαστεί ο ίδιος να δώσει την εντολή της υποχώρησης γιατί φοβόταν ότι θα έχανε μεμιάς εκείνους τους τρεις χιλιάδες γενναίους πολεμιστές αν επέμενε να σφυροκοπά κατά μέτωπο τη θέση των Σπαρτιατών. Η Αρτεμισία θα μπορούσε να τους εξηγήσει ότι, πράγματι, σε μια κλειστή μάχη φάλαγγα με φάλαγγα οι ασπίδες από δέρμα και λυγαριά και τα δίμετρα ακόντια είχαν ένα σοβαρό μειονέκτημα απέναντι στα σκουτάρια από δρυ με την μπρούτζινη επένδυση και στα δόρατα με μήκος δυόμισι μέτρα. Είχε δει με τα μάτια της το αποτέλεσμα εκείνης της σύγκρουσης στον Μαραθώνα. Για να εκμεταλλευτούν την αριθμητική υπεροχή και την ευελιξία των στρατευμάτων τους, οι Πέρσες χρειάζονταν χώρο και απόσταση. Κάτι για το οποίο οι Θερμοπύλες δεν προσφέρονταν. Στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο, που είχε στηθεί ανάμεσα στην πόλη της Τ ραχίνας και στα νερά του Μαλιακού κόλπου, είχαν αρχίσει να ανάβουν οι πυρσοί. Το πολεμικό συμβούλιο γινόταν στην κόκκινη σκηνή. Οι άλλες δύο σκηνές είχαν έρθει, μα αυτή τη φορά κανείς δεν τις είχε στείλει με την εμπροσθοφυλακή, γιατί οι Έλληνες έκλειναν το δρόμο και τους εμπόδιζαν. Η κίτρινη ήταν ακόμη κλεισμένη στους μπόγους της, ενώ η γαλάζια είχε στηθεί στη βόρεια άκρη του καταυλισμού, όσο το δυνατόν πιο μακριά από το πέρασμα· εκεί θα διέμεναν η σύζυγος και τα παιδιά του Μεγάλου Βασιλιά, μαζί με τις γυναίκες που είχε φέρει από το βασιλικό χαρέμι. Η Αρτεμισία έριξε άλλη μια λοξή ματιά στον Ξέρξη. Όσο οι άλλοι φιλονικούσαν, εκείνος έμενε στο περιθώριο, καθισμένος στη θέση που έπαιρνε πάντα στα συμπόσια και με τα πόδια πάνω στο σκαμνί. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα μακρύ σκήπτρο που έφτανε ως το έδαφος, ενώ το αριστερό ήταν ακουμπισμένο στο μηρό του. Πίσω του έστεκε ένας υπηρέτης με μια πετσέτα, ένας που του έκανε αέρα με μια μεγάλη βεντάλια για να τον δροσίζει από τη ζέστη κι ένας τρίτος, που κρατούσε τα όπλα του, ένα πολεμικό τσεκούρι στο δεξί χέρι κι ένα τόξο από ξύλο κι ελεφαντόδοντο στο αριστερό. Αν δεν ήταν το γεγονός ότι κάπου κάπου το μέτωπό του γυάλιζε
και ο υπηρέτης με την πετσέτα έσπευδε να σφουγγίσει τον βασιλικό ιδρώτα, εύκολα θα νόμιζε κανείς ότι επρόκειτο για κάποιο άγαλμα που τον απεικόνιζε στους απόκρημνους γκρεμούς της πατρίδας του. Δεν ήταν περίεργο που ίδρωνε, γιατί ήταν τυλιγμένος με αρκετά στρώματα ρούχων, όλα πολύ βαριά: παντελόνι, μπότες από δέρμα ελαφιού, φαρδομάνικο χιτώνα και, σαν να μην αρκούσαν όλα αυτά, έναν πορφυρό μανδύα κεντημένο με χρυσαφένιους αετούς. Ήταν προφανές ότι για τον Ξέρξη τίποτε δεν ήταν πιο σημαντικό απ’ ό,τι η αξιοπρέπειά του. Στη σκέψη και μόνο ότι θα έπρεπε να μείνει ακίνητη τόση ώρα, η Αρτεμισία άρχιζε να νιώθει φαγούρα από τις ρίζες των μαλλιών της ως τα πέλματα των ποδιών. Και η ίδια είχε ιδρώσει, παρόλο που ήταν ξυπόλυτη και η ελληνική πανοπλία της της επέτρεπε να αφήνει ακάλυπτα τα μπράτσα και τα πόδια. Οι στρατηγοί συζητούσαν γύρω από ένα τραπέζι πάνω στο οποίο είχαν βάλει μια ορθογώνια σκάφη γεμάτη άμμο από τη θάλασσα, βρεγμένη και πατημένη. Ο Μαρδόνιος, που είχε καλό μάτι, είχε σχεδιάσει κατά προσέγγιση το πέρασμα ακολουθώντας τις οδηγίες του Εφιάλτη, ο οποίος παρευρισκόταν στη συγκέντρωση. Ο άνθρωπος εκείνος καταγόταν από την Τ ραχίνα και, όπως τόσα άλλα μέλη των τοπικών ολιγαρχιών, είχε δεχτεί με αφοσίωση να ακολουθήσει το κόμμα των Περσών. Στο αριστερό μέρος ήταν χαραγμένος ένας σταυρός που αντιπροσώπευε το στρατόπεδό τους. Η ακτή συνέχιζε κατά την ανατολή, σε ευθεία περίπου γραμμή. Πάνω από αυτή ήταν η θάλασσα και από κάτω υψωνόταν η οροσειρά της Οίτης. Ανάμεσα στην ακτή και στο βουνό απλωνόταν το πέρασμα, με μήκος περίπου πέντε χιλιόμετρα. «Αυτή εδώ είναι η Πρώτη Πύλη», είπε ο Εφιάλτης, δείχνοντας μια στενωσιά στο μονοπάτι. Εκείνη η θέση ήταν στην κατοχή των Περσών, κυρίως γιατί οι Έλληνες δεν είχαν αναλάβει να την υπερασπιστούν. Η Πρώτη Πύλη οδηγούσε σε ένα χωριό εγκαταλειμμένο από τους κατοίκους του, την Ανθήλη, και σε ένα άνοιγμα με σχήμα περίπου τριγωνικό, όπου
μπορούσαν να παραταχθούν αρκετά τάγματα. Εκεί ήταν οι θερμές πηγές που έδιναν το όνομά τους σε όλη την περιοχή. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Ηρακλής είχε πέσει στα νερά εκείνα λίγο πριν από το θάνατό του, ενώ το δέρμα του καιγόταν από το χιτώνα που ήταν βουτηγμένος στο αίμα του Κένταυρου Νέσσου. Στην πραγματικότητα ο ήρωας ήταν υπεύθυνος για το βασανιστήριο που υπέστη. Το αίμα του Νέσσου ήταν δηλητηριασμένο γιατί ο Ηρακλής είχε καρφώσει στο κορμί του κένταυρου ένα βέλος το οποίο, όπως όλα τα βέλη της φαρέτρας του, ήταν ποτισμένο με το διαβρωτικό αίμα της Λερναίας Ύδρας. Ούτε το κρύο του ποταμού δεν είχε καταφέρει να απαλύνει τους φρικτούς πόνους του ήρωα, που κατέληξε να θυσιαστεί σε μια πυρά πάνω στην Οίτη. Μα η θέρμη του κορμιού του είχε περάσει στην πηγή και τώρα, κατά περίεργο τρόπο, τα θειούχα νερά της ήταν πολύ ωφέλιμα για τους πόνους στα κόκαλα. Το τρίγωνο έκλεινε από τα δυτικά με ένα ακόμα στενό, τη Δεύτερη Πύλη. Σε εκείνο το σημείο δεν μπορούσε να εισχωρήσει παρά ένα τάγμα χιλίων ανδρών, κι αυτό μόνο αν στρίμωχναν τις γραμμές τους. «Εκεί είναι το τείχος», έδειξε ο Υδάρνης, ο μόνος που το είχε πλησιάσει. «Το τείχος είναι ερείπιο εδώ και πολλά χρόνια», είπε ο Εφιάλτης, κάνοντας λίγο και το διερμηνέα. «Το έχουν επιδιορθώσει», απάντησε ο Υδάρνης. «Μα το έκαναν με πολύ περίεργο τρόπο. Αντί να κλείσουν το πέρασμα κάθετα, έχτισαν το τείχος εγκάρσια, ώστε να μένει μια διαβατή ζώνη ανάμεσα στο τείχος και στον γκρεμό». Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι εκείνη η κίνηση είχε τη λογική της. Το δίχως άλλο, οι Σπαρτιάτες είχαν σηκώσει εκείνο το τείχος για να προστατεύσουν το στρατόπεδό τους και να ικανοποιήσουν τους συμμάχους. Στους ίδιους όμως δεν άρεσαν τα χωρίσματα. Οι πολεμικές τους συνήθειες δεν συνίσταντο στην άμυνα πίσω από τα τείχη, μια και η πόλη τους δεν ήταν περιτειχισμένη. «Αυτή εδώ είναι η Τ ρίτη Πύλη», έδειξε ο Εφιάλτης κάπου πιο
δεξιά, σχεδόν στην άκρη της σκάφης. «Είναι ακόμα πιο στενή». «Θα μας δώσεις καμία καλή είδηση;» είπε ο Υστάσπης, ένας από τους αδελφούς του Ξέρξη. «Αυτό σημαίνει ότι όταν διώξουμε τους Έλληνες από τη θέση τους θα πρέπει να πολεμήσουμε σε ένα ακόμα πέρασμα». «Το πλεονέκτημα που έχει αυτό το σημείο για εσάς έγκειται στο ότι το βουνό που το κλείνει είναι πολύ λιγότερο απόκρημνο και μπορείτε να τους θερίσετε με τα βέλη από ψηλά», απάντησε ο Εφιάλτης. «Οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ενισχυθούν στη Δεύτερη Πύλη μάλλον γιατί εκεί έχουν το πλευρό καλά προστατευμένο από το βουνό». Η κορυφή που δέσποζε πάνω από τις θερμές πηγές, το Καλλίδρομο, είχε υψόμετρο πάνω από χίλια μέτρα και πύργωνε σε κορυφές σχεδόν κάθετες από τη βόρεια πλευρά. Ήταν αδιανόητο να παρατάξει κανείς εκεί τοξότες, εκτός κι αν είχαν φτερά στους ώμους και γαμψά νύχια στα πόδια. «Έχω όμως και μια καλή είδηση», συνέχισε ο Εφιάλτης. Το δάχτυλό του διέτρεξε μια γραμμή από την Τ ραχίνα προς τα κάτω. «Υπάρχει ένας δρόμος, το μονοπάτι της Ανόπαιας, που ανεβαίνει την κοίτη του ποταμού από εδώ. Πρέπει να ανεβούμε αρκετά, μα είναι βατό. Ύστερα στρίβει προς τα ανατολικά». Το δάχτυλό του γύρισε σε ορθή γωνία προς τα δεξιά. «Περνά από κάμποσες νεροσυρμές κάτω από την κορυφή του Καλλίδρομου και», το δάχτυλο γύρισε και πάλι, «κατεβαίνει προς τη θάλασσα πέρα από την Τ ρίτη Πύλη. Αν οδηγήσετε τους στρατιώτες σας από το μονοπάτι της Ανόπαιας, θα περικυκλώσουν τη θέση των Σπαρτιατών χωρίς εκείνοι να το καταλάβουν και θα εμφανιστούν ακριβώς στην οπισθοφυλακή τους. Θα τους έχετε περικυκλώσει και δε θα έχουν οδό διαφυγής». Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον Ξέρξη. Μα η έκφρασή του δε φανέρωνε το παραμικρό. «Πόσο στράτευμα θεωρείς πως έχουν οι Σπαρτιάτες;» ρώτησε ο Μαρδόνιος τον Δημάρατο.
Το βουνό έκοβε το οπτικό πεδίο ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Ούτε οι Έλληνες μπορούσαν να ξέρουν πόσοι ήταν οι Πέρσες ούτε το αντίστροφο. «Στην πόλη ζουν περίπου οχτώ χιλιάδες πολίτες», απάντησε εκείνος. «Από αυτούς, πρέπει να έχουν στείλει στις Θερμοπύλες τις πέντε χιλιάδες. Θα έρθουν με τη συνοδεία των περιοίκων και των συμμάχων τους από την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Υπολογίζω ότι μπορεί να είναι τριάντα με σαράντα χιλιάδες άνδρες». «Τόσο πολλοί στρατιώτες δε χωρούν στο πέρασμα, ούτε είναι απαραίτητοι για να το υπερασπιστούν», είπε ο Μαρδόνιος. «Είμαι σίγουρος ότι έχουν τάγματα όχι μόνο στην Τ ρίτη Πύλη, όπου τελειώνει αυτό το μονοπάτι, αλλά και ψηλά, μοιρασμένα σε όλα τα περάσματα του βουνού. Αντί να στείλω τους άνδρες μου σε μια ενέδρα που θα σημάνει σίγουρο θάνατο, προτιμώ να συνεχίσουν την κατά μέτωπο μάχη. Αργά ή γρήγορα, θα νικήσουμε τους Σπαρτιάτες εξαντλώντας τους». «Αν ο στόλος μας δεν εμφανιστεί εγκαίρως για να φέρει προμήθειες, θα εξαντληθούμε εμείς πρώτοι», παρενέβη η Αρτεμισία. Ο Εφιάλτης την κοίταξε έκπληκτος. Είχε παραξενευτεί που στη συνάντηση παρευρισκόταν και μια γυναίκα και τον κατέπληξε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι τόλμησε να μιλήσει. Το βέβαιο ήταν ότι στην πεδιάδα όπου είχαν κατασκηνώσει δεν υπήρχαν αρκετά τρόφιμα για τον τεράστιο στρατό του Μεγάλου Βασιλιά. Ο στόλος που έφερνε προμήθειες από τη Μακεδονία θα έπρεπε να έχει ήδη φτάσει. Μα εδώ και αρκετές ημέρες είχε αντιμετωπίσει συνεχόμενη κακοκαιρία, η οποία είχε υποχρεώσει τα καράβια να μείνουν αγκυροβολημένα στην ακτή της Θεσσαλίας. Ένα από τα ταχυδρομικά πλοία τούς είχε ενημερώσει ότι η καταιγίδα είχε καταστρέψει μεγάλο αριθμό μεταγωγικών, ενώ άλλα καράβια είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. «Και τι θα γίνει, Μαρδόνιε; Θα μείνουμε κολλημένοι εδώ;» είπε ο Υδάρνης. «Τ ι προτείνεις; Να συνεχίσω να στέλνω τους άνδρες μου στη μάχη ώσπου να τους χάσουμε όλους;»
«Έχετε εμπιστοσύνη στον Αχουραμάζντα». Όλοι στράφηκαν προς τον Μεγάλο Βασιλιά. Ο Ξέρξης είχε σηκωθεί από το θρόνο και ήταν έτοιμος να γυρίσει στο εσωτερικό της σκηνής. Αυτό σήμαινε ότι θεωρούσε τη συνάντηση λήξασα, αν και δεν είχε παρθεί καμία απόφαση. «Εκείνος θα μας εμψυχώσει και θα μας φωτίσει με τη γνώση του. Αύριο θα αποφασίσουμε ό,τι πρέπει να αποφασίσουμε». Την ώρα που η Αρτεμισία έβγαινε από τη σκηνή ο Μιθριδάτης την πλησίασε. «Θέλει να σε δει». Η Αρτεμισία στράφηκε προς τον Αλεξία, που την περίμενε με ένα απόσπασμα στρατιωτών, και του είπε να αφήσει μόνο πέντε άνδρες και να επιστρέψει με τους υπόλοιπους στον τομέα τους στον καταυλισμό. Ύστερα άφησε τον ευνούχο να την οδηγήσει στο πίσω μέρος της σκηνής. Σιγά σιγά έπεφτε η νύχτα. Ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε πάνω από τα νερά του Μαλιακού, αν και κάπου κάπου το σκέπαζαν σκόρπια σύννεφα. Τουλάχιστον ο ουρανός ήταν πιο ξάστερος απ’ ό,τι τις τελευταίες ημέρες, κατά τις οποίες ένας σύντομος χειμώνας είχε χωθεί στην καρδιά του καλοκαιριού. Πολλοί στρατιώτες είχαν εδώ και μέρες βήχα και καταρροή εξαιτίας των παγωμένων νεροποντών. Όταν ο Μεγάλος Βασιλιάς έφυγε από τη Μακεδονία, η Αρτεμισία είχε αποφασίσει να συνοδεύσει το πεζικό. Το είχε σκεφτεί πολλές φορές μετά τη συνομιλία με τον Αισχίνη. Εκείνος συνέχιζε το ταξίδι με το στόλο, ως φιλοξενούμενος του Λύκιου Δαμασίθυμου, και η Αρτεμισία προτιμούσε να αποφύγει άλλες συναντήσεις μαζί του. Γι’ αυτό, αφού είχε άνδρες τόσο στο ναυτικό όσο και στο πεζικό, είχε αποφασίσει να ταξιδέψει με το τελευταίο. Ο Ξέρξης μάλλον είχε ευχαριστηθεί με την επιλογή της, γιατί, από τη στιγμή που είχαν φύγει από τη Μακεδονία, την είχε καλέσει τρεις φορές. Λαμβανομένου υπόψη ότι είχε μαζί τη σύζυγό του και τουλάχιστον δέκα παλλακίδες, το γεγονός ήταν κολακευτικό. Μπορεί ο Μεγάλος Βασιλιάς να μην αναζητούσε απλώς απόλαυση, αλλά και συντροφιά: αφού έκαναν έρωτα, αντί να διώξει την Αρτεμισία, όπως, σύμφωνα με τις φήμες, έκανε πάντα με τις γυναίκες από το χαρέμι
του, την κρατούσε κοντά του για να κουβεντιάσουν. Τη δεύτερη νύχτα είχαν μιλήσει τόση ώρα ώστε κόντεψε να τους πάρει το ξημέρωμα. Ο άνδρας που μοιραζόταν το κρεβάτι του μαζί της ήταν ένας άλλος Ξέρξης, που εξέφραζε δυνατά πολλά από εκείνα για τα οποία σιωπούσε στη διάρκεια της ημέρας. Η Αρτεμισία ήξερε καλά ότι σε όλο το στρατόπεδο κυκλοφορούσαν φήμες για τη σχέση τους. Χάρη σε αυτές, πολλοί στρατηγοί τής φέρονταν με περισσότερο σεβασμό, ή τουλάχιστον με μεγαλύτερη προσοχή. Εκείνη όμως ένιωθε να περπατά στην κόψη του ξυραφιού. Πριν από εφτά βράδια η Άμηστρις την είχε καλέσει σε δείπνο. Η σύζυγος του Ξέρξη της είχε φερθεί ευγενικά, μα κάθε φορά που της έδινε μια νέα λιχουδιά η Αρτεμισία αναρωτιόταν μήπως ήταν η τελευταία μπουκιά που έβαζε στο στόμα της. Βέβαια, όλα τα πιάτα περνούσαν από το δοκιμαστή μπροστά στη βασίλισσα κι εκείνη έτρωγε πριν τα περάσει στην Αρτεμισία, μα ποιος τους εμπόδιζε να βάλουν δηλητήριο σε ένα μόνο μέρος του δίσκου; Για καλό και για κακό πάντως, σαν επέστρεψε στη σκηνή της, η Αρτεμισία έχωσε στο λαιμό της το φτερό μιας χήνας για να ανακατευτεί, ώσπου τελικά κατάφερε να κάνει εμετό όσα είχε φάει. Τ ώρα, ενώ άφηνε τον ευνούχο να την οδηγεί μέσα από έναν μικρό λαβύρινθο από παραπετάσματα και κουρτίνες, σκέφτηκε ότι τουλάχιστον η Άμηστρις κοιμόταν σε άλλη σκηνή, σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου από εκεί. Δεν ήξερε αν η σύζυγος του Ξέρξη ένιωθε ζήλια απέναντί της ή αν επρόκειτο μόνο για ζήτημα ισχύος και επιρροής. Αν όμως κάποια φορά το πεπρωμένο της έφτανε να εξαρτηθεί από τη θέληση εκείνης της γυναίκας, ήξερε καλά πως ήταν χαμένη. Ο Ξέρξης την περίμενε. Η Αρτεμισία αναγκάστηκε να περάσει για μία ακόμα φορά το τελετουργικό των κήπων της Βαβυλώνας, γιατί ήταν αδιανόητο για τον Μεγάλο Βασιλιά να γδυθεί χωρίς βοήθεια. Αυτή τη φορά όμως οι ευνούχοι τούς άφησαν μόνους κι έκαναν έρωτα στη σχετική απομόνωση που πρόσφεραν οι υφασμάτινοι τοίχοι.
Όταν τελείωσαν, ο Ξέρξης ζήτησε από την Αρτεμισία να βάλει κρασί στην κούπα του. Εκείνη τον σέρβιρε χωρίς να νιώσει μειωμένη από την κίνησή του, γιατί ήξερε ότι οι Πέρσες θεωρούσαν πως ο βασιλικός οινοχόος απολάμβανε μία από τις υψηλότερες τιμές. Είχε συγκεντρωθεί και προσπαθούσε να μην της χυθεί το κρασί στο μισοσκόταδο του υπνοδωματίου, γι’ αυτό δεν κατάλαβε ότι ο Ξέρξης είχε τραβήξει ένα αντικείμενο που είχε κάτω από το μαξιλάρι του. Ύστερα τον είδε να το χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλά του και το κοίταξε με περιέργεια. Ήταν η χρυσή μάσκα. Η Αρτεμισία κράτησε την ανάσα της. Μίλησε ο Αισχίνης, σκέφτηκε. Ήταν χαμένη. «Δε θα μείνει καμία απόδειξη για το γεγονός ότι εσύ κι εγώ είχαμε την παραμικρή σχέση», της είχε πει ο Πατικάρα στον Μαραθώνα. Τότε η Αρτεμισία είχε βεβαιωθεί γι’ αυτό καταφεύγοντας στη δολοφονία. Ποιος θα εμπόδιζε το βασιλιά να ακολουθήσει τώρα την ίδια διαδικασία; «Οι άνδρες πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου», είπε ο Ξέρξης χωρίς να τραβήξει τα μάτια από τη μάσκα. «Κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Η Αρτεμισία ανάσανε ξανά. Δεν επρόκειτο για απειλή αλλά για εξομολόγηση. Η ζωή της δε διέτρεχε κίνδυνο. Τουλάχιστον προς το παρόν. «Ο πόλεμος είναι άσπλαχνος και απρόβλεπτος, κύριέ μου», είπε. «Αυτός ο τιποτένιος βασιλιάς αψηφά τη δύναμή μου. Κηλιδώνει το κύρος μου ενώπιον των Περσών και των υπόλοιπων υποτελών της αυτοκρατορίας μου. Λαχταρώ από καρδιάς να καβαλήσω το άλογό μου και να βγω στο πεδίο της μάχης για να σαρώσω όλους αυτούς τους ακολούθους του ψεύδους». «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, κύριέ μου!» είπε η Αρτεμισία, καταλαβαίνοντας γιατί ο βασιλιάς είχε βγάλει τη μάσκα. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι είχε διαφωνήσει ανοιχτά μαζί του κι έφερε το χέρι στο στόμα. Ο Ξέρξης την κοίταξε επιτέλους στα μάτια. «Μίλησα πολύ παράτολμα, κύριέ μου...»
«Μόνο μια παράτολμη γυναίκα είναι σε θέση να διατάζει τα στρατεύματα για το βασιλιά της Περσίας. Θέλω να μιλήσεις ειλικρινά. Είσαι φίλη μου». «Η φιλία σου με τιμά περισσότερο απ’ όσο μπορώ να εκφράσω, κύριέ μου. Αν μίλησα με τόση αναίδεια, ήταν επειδή πιστεύω ότι δεν πρέπει να διατρέξεις τον κίνδυνο να κατέβεις στο πεδίο της μάχης». «Ο Λεωνίδας πολεμά μαζί με τους άνδρες του». «Είναι η συνήθεια των Ελλήνων, κύριέ μου. Μα ο Λεωνίδας δεν είναι παρά ένας μικρός κυβερνήτης. Εσύ είσαι ο Βασιλέας των Βασιλέων, για κάθε υποτελή του Λεωνίδα εσύ έχεις δέκα χιλιάδες». «Και ο Κύρος ήταν Βασιλέας των Βασιλέων και πολεμούσε στη ράχη του αλόγου του». «Ο Κύρος δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο εσύ, κύριέ μου!» Η Αρτεμισία είδε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο κάτω από το γένι του Ξέρξη. Όσο πιο ισχυρός είναι κανείς, σκέφτηκε, τόσο καλύτερα λειτουργεί η κολακεία. «Ο ευγενής πρόγονός σου είχε αρχίσει να κατακτά μια αυτοκρατορία και αναγκαζόταν να διατρέχει μεγάλους κινδύνους». «Είναι γεγονός ότι εκείνος δεν κυβερνούσε τόσο απέραντα εδάφη όπως εγώ». «Οι γιοι σου είναι μικροί ακόμη, κύριέ μου, και κανείς γύρω σου δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αν σου συμβεί κάτι, η αυτοκρατορία σου θα βυθιστεί στο χάος. Κάτω από τον ήλιο του Αχουραμάζντα πρέπει να υπάρχει μόνο ένας μονάρχης. Κι αυτός ο μονάρχης είσαι εσύ, ο πιο ισχυρός άνθρωπος πάνω στη γη». Μα ο Ξέρξης δεν επρόκειτο να πεισθεί τόσο εύκολα. «Αν είμαι τόσο ισχυρός, πώς γίνεται να μην μπορώ να κάνω αυτό που θέλω; Τ ι νόημα έχει η δύναμη αν δεν μπορώ να ασκήσω τη θέλησή μου;» Της φάνηκε ότι ο Ξέρξης μιλούσε σαν ναζιάρικο παιδάκι. Τ ι θα συνέβαινε αν παρασυρόταν από το καπρίτσιο, ορμούσε έφιππος στο πεδίο της μάχης και σκοτωνόταν; Τ ι θα απογινόταν τότε το μισό εκατομμύριο των ανθρώπων που είχε κινητοποιήσει από την Ασία
και που τώρα είχαν αρχίσει να εισχωρούν στα εδάφη του εχθρού; «Η εξουσία συνεπάγεται και μεγάλη ευθύνη, κύριέ μου», είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει την ενόχλησή της. «Εγώ κυβερνώ μια μικρή πόλη και το κάνω στο όνομά σου. Εξαιτίας αυτής της υποχρέωσης όμως, δεν είμαι τόσο ελεύθερη όσο θα ήθελα». «Αν είναι αλήθεια τα λόγια σου, τότε εγώ πρέπει να είμαι ο λιγότερο ελεύθερος απ’ όλους τους ανθρώπους», είπε με πικρία ο Ξέρξης. «Ίσως είναι έτσι, κύριέ μου. Τους ώμους σου βαραίνουν περισσότερες ευθύνες από τον καθένα. Πολύ φοβάμαι ότι πρέπει να συνεχίσεις να πράττεις όπως μέχρι τώρα και να αφήσεις τους άνδρες σου να πολεμήσουν για σένα». «Όταν φτάσει η στιγμή, Αρτεμισία, θα αφήσεις τους άνδρες σου να πολεμήσουν για σένα ενώ εσύ θα τους παρατηρείς από μακριά;» Εκείνη ξεροκατάπιε. «Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά σου, κύριέ μου. Ο θάνατός μου δε θα ήταν σπουδαίο γεγονός. Ο δικός σου όμως θα συνεπαγόταν την καταστροφή του κόσμου. Και μην ξεχνάς ότι δεν είμαι ένας από τους άνδρες σου. Εγώ πολεμώ για λογαριασμό σου και νιώθω περήφανη γι’ αυτό». Ο Ξέρξης χαμογέλασε. Στα μάτια του άστραψε μια παιχνιδιάρικη φλόγα. «Αν είναι έτσι, Αρτεμισία, απόδειξέ μου εδώ και τώρα τις ικανότητές σου στη μάχη». Όταν άνοιξε τα μάτια, συνειδητοποίησε ότι είχε ξημερώσει. Ανακάθισε κάτω από τα σεντόνια και κοίταξε δίπλα της. Ο Ξέρξης δεν ήταν εκεί. Πρώτη φορά την έβρισκε η αυγή στο βασιλικό κρεβάτι. «Ο Μεγάλος Βασιλιάς σηκώθηκε νωρίς για να κάνει θυσίες στον ανατέλλοντα ήλιο», είπε ο Μιθριδάτης. Μάλλον βρισκόταν εκεί από ώρα, μα έστεκε ακίνητος και η Αρτεμισία δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Τ ι έγινε κι αν με δει γυμνή, σκέφτηκε η Αρτεμισία. Τ ώρα πια ο
ευνούχος θα θυμόταν από μνήμης κάθε ελιά που είχε στο κορμί της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τον άφησε να τη βοηθήσει να ντυθεί, ενώ από μέσα της καταριόταν γιατί την είχε πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι του Ξέρξη. Μα ήταν επόμενο· η νυχτερινή βάρδια ήταν εξαντλητική. Πονούσαν οι μηροί και οι γοφοί της, ενώ άλλα μέρη του κορμιού της τα ένιωθε σαν μουλιασμένα. «Ο Μεγάλος Βασιλιάς σηκώθηκε με άριστη διάθεση», είπε ο ευνούχος καθώς έκλεινε τις πόρπες του χιτώνα πάνω στους ώμους της. «Κάποιος του έφερε καλά νέα». «Και ποια νέα ήταν αυτά, ευγενή Μιθριδάτη;» «Να με συγχωρείς, κυρά, μα δε θα είμαι εγώ εκείνος που θα στερήσει από τον Μεγαλειότατο τη χαρά να σου τα πει προσωπικά». Φταίω εγώ που ρώτησα, σκέφτηκε η Αρτεμισία. Ως καλός αυλικός, ο Μιθριδάτης ένιωθε μια νοσηρή απόλαυση σαν αποδείκνυε ότι κατείχε περισσότερες πληροφορίες από οποιονδήποτε άλλον ή όταν τις έκρυβε ή τις παρείχε με το σταγονόμετρο. Όταν βγήκε από τη σκηνή, πλησίασαν να την προϋπαντήσουν οι άνδρες που είχε αφήσει να την περιμένουν. Μάλλον είχαν κοιμηθεί στο έδαφος μα τώρα τους έβλεπε σε εγρήγορση. Ή μάλλον, σκέφτηκε η Αρτεμισία ανήσυχη, ήταν ανάστατοι. «Κυρά», είπε ένας από αυτούς. «Οι δικοί μας κατεβαίνουν στη μάχη». «Τ ι πράγμα;» «Έλαβαν εντολή να μπουν στο πέρασμα και να επιτεθούν στις θέσεις των Σπαρτιατών. Πρέπει να έχουν φτάσει ήδη». «Μα τα σκυλιά της Εκάτης! Γιατί δε με ειδοποιήσατε;» είπε η Αρτεμισία ενώ κατευθυνόταν προς τη σκηνή της με δρασκελιές τις οποίες οι στρατιώτες της πάσχιζαν να ακολουθήσουν. «Κυρά, πώς να μπαίναμε στη βασιλική σκηνή;» Αυτό είναι έργο του ίδιου του Ξέρξη, σκέφτηκε η Αρτεμισία. Δεν ήταν τυχαίο που την είχε πάρει ο ύπνος στη σκηνή του. Ο Μεγάλος Βασιλιάς πρέπει να είχε καταστρώσει κάποια αυτοσχέδια εκδίκηση επειδή εκείνη είχε διαφωνήσει μαζί του. «Όταν φτάσει η στιγμή,
Αρτεμισία, θα αφήσεις τους άνδρες σου να πολεμήσουν για σένα ενώ εσύ θα τους παρατηρείς από μακριά;» Δεν είχε προλάβει να ξημερώσει και είχε σπεύσει να τη δοκιμάσει. Εκείνη η μικρή εκδίκηση μπορούσε να σημάνει το θάνατο δεκάδων ανδρών της. Μα, φυσικά, για τον Ξέρξη είχαν τόσο λίγη αξία όσο τα ξύλινα κομμάτια που καμιά φορά χρησιμοποιούσε για να αναπαραστήσει τις μονάδες του στο πεδίο της μάχης. Όσο Μεγάλος Βασιλιάς κι αν είναι, αν νομίζει ότι θα μείνω με σταυρωμένα χέρια, είναι πολύ γελασμένος. «Βρείτε μου ένα γρήγορο άλογο. Πάω να πάρω τα όπλα μου», διέταξε τους άνδρες της ενώ έμπαινε στη σκηνή. «Βιαστείτε, δεν έχουμε όλη τη μέρα!»
Όταν μπήκε καλπάζοντας στην πεδιάδα με τις θερμές πηγές και κοίταξε στα δεξιά της, είδε στην πλαγιά του βουνού την πορφυρή τέντα που κάλυπτε το θρόνο του Ξέρξη. Ο Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ήδη εκεί με όλη την ακολουθία του. Μα η Αρτεμισία τον αγνόησε και συνέχισε να καλπάζει στο πέρασμα που είχε ανοίξει ανάμεσα στις μονάδες από Πέρσες και Φρύγες που περίμεναν στην οπισθοφυλακή. Από τους Αθάνατους δε φαινόταν ίχνος. Μετά τις απώλειες που είχαν υποστεί την προηγούμενη μέρα, ο Ξέρξης μάλλον είχε αποφασίσει να τους κρατήσει για αργότερα. Στο κέντρο της μικρής κοιλάδας παρατάσσονταν οι μονάδες που επρόκειτο να αναλάβουν δράση. Στο δεξί πλευρό, εκείνο που έβλεπε προς τα υψώματα του Καλλιδρόμου, είχε παραταχθεί ένα τάγμα Ασσυρίων. Ανάμεσά τους έστεκαν ακοντιστές με ξύλινες ασπίδες και πλεχτές περικεφαλαίες από δέρμα και σίδερο, αλλά και ροπαλοφόροι που προστατεύονταν από δερμάτινες κωνικές ασπίδες ενισχυμένες με μυτερούς μεταλλικούς ομφαλούς. Οι Αλικαρνασσείς είχαν παραταχθεί στο αριστερό πλευρό με το μέτωπο προς τη θάλασσα. Χωρίς να διστάσει, η Αρτεμισία
προχώρησε ανοίγοντας δρόμο ώσπου έφτασε στην εμπροσθοφυλακή. Εκεί ξεκαβαλίκεψε και αναζήτησε τον Αλεξία. Οι άνδρες της, που περίμεναν με τις ασπίδες στο έδαφος και τις περικεφαλαίες γερμένες προς τα πίσω, άρχισαν να την επευφημούν βλέποντάς την. «Η Άρτεμη είναι μαζί μας!» είπαν. «Τ ώρα που έχουμε στο πλευρό μας την κυνηγό θεά, αποκλείεται να χάσουμε!» Ο γιος του Φείδωνα είχε πάρει τη θέση του στο δεξί άκρο της φάλαγγας και είχε αφήσει ένα κενό μερικών μέτρων ανάμεσα στη φάλαγγα και στο τάγμα των Ασσυρίων. Σαν είδε την Αρτεμισία, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. «Τ ι έπαθες, Αλεξία; Ήθελες να κρατήσεις όλη τη δόξα για λογαριασμό σου;» «Κυρά, δε χρειάζεται να διατρέξεις αυτό τον κίνδυνο. Εμείς θα πολεμήσουμε για σένα ως το θάνατο». «Ούτε στον ύπνο σου, Αλεξία. Μην ξεχνάς ότι εγώ δεν είμαι Πέρσης βασιλιάς. Είμαι η Αρτεμισία, η αμαζόνα της Αλικαρνασσού». Μπροστά από τις γραμμές πέρασε ένας έφιππος ακολουθούμενος από μια μικρή ομάδα ιππέων· έδινε οδηγίες στους Ασσυρίους και όταν έφτασε στο ύψος των Αλικαρνασσέων η Αρτεμισία τον αναγνώρισε. Ήταν ο Αρταφέρνης, που είχε το πρόσταγμα του ιππικού στον Μαραθώνα. Σε εκείνα τα δέκα χρόνια, ο Πέρσης ευγενής είχε αδυνατίσει. Τ ώρα, σαν είδε την Αρτεμισία, έδειξε να ξαφνιάζεται. «Ποιες είναι οι εντολές μας;» ρώτησε εκείνη. «Να επιτεθείτε μόλις ηχήσει η σάλπιγγα», απάντησε ο Αρταφέρνης και ύστερα χώθηκε στις γραμμές των Αλικαρνασσέων και των Ασσυρίων για να επιστρέψει στην οπισθοφυλακή. «Ο πατέρας μου έλεγε πάντα ότι τα απλά σχέδια αποδίδουν καλύτερα», είπε ο Αλεξίας. Η Αρτεμισία στάθηκε κοντά στον νεαρό οπλίτη μα του παραχώρησε τη θέση στα δεξιά της, την τελευταία του τάγματος. Ήταν πια παράδοση: είτε ο ίδιος είτε ο πατέρας του την κάλυπταν από το πλευρό του δόρατος. Ύστερα ακούμπησε την ασπίδα στο
έδαφος και κοίταξε απέναντί της. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να μελετήσει με ψυχρότητα τα όσα έβλεπαν τα μάτια της. Σε μικρή απόσταση από το σημείο όπου βρίσκονταν είδε την κοίτη μερικών ξερών τώρα χειμάρρων που κατέβαιναν από το Καλλίδρομο. Πιο πέρα εκτεινόταν ένα χέρσο πεδίο μάχης που στένευε όλο και περισσότερο και στο οποίο κείτονταν δεκάδες κορμιά. Εκεί το έδαφος κατέβαινε με ελαφριά κλίση από το βουνό ως τη θάλασσα και, σαν έφτανε κοντά στο νερό, έπεφτε κατακόρυφα σχεδόν σε έναν μικρό γκρεμό. Το ύψος του δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα, μα την προηγουμένη είχαν βρει το θάνατο εκεί πολλοί Αθάνατοι που δεν ήξεραν κολύμπι, υποχωρώντας μπροστά στην ώθηση της φάλαγγας των Σπαρτιατών. Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι για να πλησιάσουν τον εχθρό έπρεπε να περάσουν πάνω από τα πτώματα των Μήδων και των Περσών που είχαν πέσει την προηγούμενη μέρα. Δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να ανέβει το ηθικό των ανδρών. «Πώς νιώθεις, Παλαμήδη;» ρώτησε η Αρτεμισία τον οπλίτη στα αριστερά της. Ήταν ένας νεαρός ευγενής, δεύτερος εξάδελφός της από την πλευρά του πατέρα της. «Καλά», απάντησε εκείνος. Ύστερα πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Αν και το στόμα μου είναι ξερό σαν σόλα από σανδάλι». «Πιες τώρα όσο τραβά η ψυχή σου. Αργότερα δε θα μπορείς». Ο Παλαμήδης ξεκρέμασε το φλασκί του από το λουρί, μα πριν πιει της το πρόσφερε. Εκείνη δοκίμασε με επιφύλαξη. Υπολόγισε ότι ήταν δύο τρίτα κρασί κι ένα νερό. Δεν πάει στον κόρακα! σκέφτηκε και ήπιε μια καλή γουλιά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει σε έναν ουρανό που ήταν ανέφελος για πρώτη φορά εδώ και μέρες. Μα δεν ήταν η ζέστη εκείνη που στέγνωνε το στόμα των ανδρών της Αρτεμισίας. Σύντομα θα αντιμετώπιζαν τους φημισμένους Σπαρτιάτες. Και μαζί θα πολεμούσαν τους αδελφούς τους, γιατί οι Έλληνες της Αλικαρνασσού, παρόλο που είχαν αναμειχθεί με τους Κάρες και μιλούσαν μια ιωνική διάλεκτο, θεωρούσαν ότι είχαν δωρική
καταγωγή και ότι ήταν απόγονοι του Ηρακλή τόσο όσο και οι Λακεδαιμόνιοι. Η σάλπιγγα ήχησε για να προχωρήσουν. Η Αρτεμισία διέταξε τους άνδρες της να φορέσουν τις περικεφαλαίες και να αδράξουν τις ασπίδες τους. Η μικρή φάλαγγα, με μέτωπο μόλις σαράντα άνδρες, άρχισε την πορεία. Όταν πέρασαν την κοίτη του χειμάρρου, έκλεισαν ξανά τις γραμμές. Ο ήλιος τούς χτυπούσε κατάματα κι έκανε τις ασπίδες και τα δόρατα των εχθρών να αστράφτουν. Η Αρτεμισία κοίταξε στα δεξιά της. Το τείχος στο βουνό φαινόταν όλο και πιο κοντά και το πέρασμα ανάμεσα στους Αλικαρνασσείς και στο τάγμα των Ασσυρίων είχε αρχίσει να μικραίνει. Αναρωτήθηκε τι νόημα είχε να φέρει κανείς ένα στράτευμα πάνω από εκατό χιλιάδων ανδρών όταν μπορούσαν να μπουν στη μάχη μόλις χίλιοι κάθε φορά. Μπροστά τους εκτεινόταν μια γραμμή από εκατό περίπου ασπίδες. Όλες είχαν το λάμδα της Λακεδαίμονας βαμμένο κόκκινο για να ξεχωρίζει περισσότερο. Οι οπλίτες που τις κρατούσαν άρχισαν να προχωρούν με τη ρυθμική, οξεία μελωδία των αυλών. Το βάδισμά τους είχε κάτι που έκανε τους εχθρούς να ανατριχιάζουν. Η φήμη τους είναι, επαναλάμβανε από μέσα της η Αρτεμισία. Κοίταξε προς τη θάλασσα. Ο άνδρας που είχε καταλάβει την τιμητική θέση στο άκρο της φάλαγγας των εχθρών θα ήταν ο Λεωνίδας. Δεν τον συνόδευε κανένα λάβαρο: το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν το λοφίο της περικεφαλαίας του, κόκκινο αντί για μαύρο. Ανάμεσα στους Ασσυρίους υπήρχαν τοξότες, που τώρα έριξαν μια ομοβροντία βελών στους Σπαρτιάτες. Τα περισσότερα έπεσαν στο πεδίο της μάχης και τα υπόλοιπα γλίστρησαν πάνω στις ασπίδες των εχθρών. Είχε φτάσει η στιγμή να περάσουν πάνω από τα πτώματα των Περσών. Μύριζε σφαγείο, μα τα πόδια τους δεν τσαλαβούτησαν στη μελανή λάσπη. Το έδαφος ήταν ξερό και είχε ρουφήξει όλο το αίμα. Απόμεναν το πολύ πενήντα μέτρα για να έρθουν αντιμέτωπες οι δύο παρατάξεις. Οι Σπαρτιάτες συνέχιζαν να προχωρούν αργά, χωρίς
να χαλούν τις γραμμές τους, σαν μονοκόμματο τείχος. Είχαν πλησιάσει αρκετά μα δεν έκαναν τον κόπο να αδράξουν τα δόρατά τους, επιδεικνύοντας έτσι μια σχεδόν ολύμπια περιφρόνηση για τους εχθρούς. «Να επιτεθούμε;» ρώτησε ο Αλεξίας. «Όχι. Θα επιτεθούμε όταν σας πω εγώ». Έριξε μια γοργή ματιά στα δεξιά της. Οι Ασσύριοι δεν προχωρούσαν με τόση πειθαρχία όση οι Έλληνες, ούτε στερέωναν τη μία ασπίδα στην άλλη, μα ο καθένας προσπαθούσε να προστατευτεί με τη δική του. Ανέκαθεν πίστευε ότι εκείνοι οι άνδρες, κληρονόμοι μιας παμπάλαιας πολεμικής παράδοσης, αποτελούσαν ένα επιβλητικό θέαμα, με τη συνοφρυωμένη όψη, τη γαμψή μύτη και τα πυκνά, σγουρά γένια τους. Τ ώρα όμως είδε στα μάτια τους το φόβο. Και δίκαια. Είχαν μπροστά τους τους Σπαρτιάτες, τους οποίους οι μητέρες στην Αλικαρνασσό παρουσίαζαν σαν μυθικά τέρατα για να τρομάξουν τα παιδιά. Στις γραμμές των Ασσυρίων ακούστηκε μια κραυγή. Ένας από τους πολεμιστές, ένας γίγαντας με ύψος σχεδόν δύο μέτρα, ρίχτηκε στην επίθεση και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν αλαλάζοντας. Η Αρτεμισία κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τους άνδρες της και φώναξε: «Για την Αλικαρνασσό!» Άρχισαν να τρέχουν προς τους εχθρούς ψάλλοντας τον παιάνα για να σκιάξουν το φόβο τους. Επιτέλους οι Σπαρτιάτες κατέβασαν τα δόρατα κι ετοιμάστηκαν να τους δεχτούν χωρίς να επιταχύνουν το ρυθμό τους. Στα δεξιά της Αρτεμισίας δεν άργησε να ξεσπάσει ο πάταγος της μάχης: η κλαγγή του σίδερου πάνω στον μπρούτζο, το τρίξιμο του ξύλου που γίνεται σκλήθρες, οι πρώτες κραυγές αγωνίας. Μα δεν τολμούσε να κοιτάξει προς τα εκεί γιατί ο εχθρός που είχε απέναντί της απαιτούσε την πλήρη προσοχή της. Οι Αλικαρνασσείς επιβράδυναν την επίθεση όταν έφτασαν σε απόσταση λίγων βημάτων από τους Σπαρτιάτες. Οι άνδρες που είχαν πίσω τους έμειναν να περιμένουν και να εμψυχώνουν τους συντρόφους τους χωρίς να σπρώχνουν προς το παρόν, όπως είχε
διατάξει, ορθά σκεπτόμενος, ο Αλεξίας πριν φτάσει η Αρτεμισία. Για μερικά λεπτά οι δύο γραμμές, της Σπάρτης και της Αλικαρνασσού, έμειναν η μία απέναντι στην άλλη σε απόσταση περίπου δύο μέτρων, διασταυρώνοντας τα δόρατα και δοκιμάζοντας τις ασπίδες τους, χωρίς όμως να μπαίνουν σε κανονική μάχη. Οι άνδρες της Αρτεμισίας δεν τολμούσαν να πλησιάσουν περισσότερο γιατί φοβόνταν, ενώ ήταν φανερό ότι οι Σπαρτιάτες δεν προχωρούσαν περισσότερο γιατί δεν ήθελαν. Ο άνδρας που έστεκε απέναντι στην Αρτεμισία και θα ήταν ο αντίπαλός της ήταν ένας αξιωματικός με μαύρο λοφίο που διέσχιζε την περικεφαλαία του από το ένα αυτί ως το άλλο. Μάλλον την είχε αναγνωρίσει, γιατί χαμογέλασε και της είπε με βραχνή φωνή: «Κακώς βρίσκεσαι εδώ, Αρτεμισία! Στον κόσμο υπάρχουν χίλια μέρη που είναι πολύ καλύτερα για μια γυναίκα!» Παρόλο που είχε τουλάχιστον την αξιοπρέπεια να μην τη στείλει στον αργαλειό, η Αρτεμισία του κατάφερε ένα οργισμένο χτύπημα. Ο Σπαρτιάτης έβαλε στη μέση την ασπίδα του, γεμάτη σημάδια και βαθουλώματα, και το δόρυ της Αρτεμισίας έκοψε ένα κομματάκι από το λάμδα. Ύστερα ο αξιωματικός κοίταξε άξαφνα στο πλάι και, ακόμα και κάτω από την περικεφαλαία του, η Αρτεμισία τον είδε να ανοίγει διάπλατα τα μάτια. «Όχι!» φώναξε. «Μην υποχωρείτε, που να πάρει!» Η Αρτεμισία κοίταξε προς την ίδια κατεύθυνση. Στα δεξιά της οι Ασσύριοι φώναζαν από χαρά, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι γύριζαν την πλάτη και το έβαζαν στα πόδια προς το τείχος. Για μερικά δευτερόλεπτα την κατέλαβε μια παράλογη ελπίδα. Είχαν άραγε καταφέρει οι πολεμιστές από τη Μεσοποταμία εκείνο στο οποίο είχαν αποτύχει την προηγουμένη οι Μήδοι, οι Κίσσιοι, ακόμα και οι ίδιοι οι Αθάνατοι; Ακολουθώντας το παράδειγμα των συντρόφων τους, οι Σπαρτιάτες που μάχονταν απέναντι στους Αλικαρνασσείς γύρισαν την πλάτη και το έβαλαν στα πόδια. Μα η Αρτεμισία είχε πιάσει μια έξυπνη ματιά που είχαν ανταλλάξει ο αξιωματικός κι ένας οπλίτης
που είχε στο πλάι του. Είναι παγίδα. «Επάνω τους!» κραύγασε ο Αλεξίας. Οι Αλικαρνασσείς της πρώτης σειράς όρμησαν να κυνηγήσουν τους Σπαρτιάτες, ακολουθούμενοι από τους υπόλοιπους. Κάποιοι άνδρες μάλιστα εκσφενδόνισαν τα δόρατα ενάντια στους εχθρούς που το έβαζαν στα πόδια, αν και, λόγω του βάρους και του μήκους τους, δεν ήταν τα πιο κατάλληλα όπλα για επίθεση, κι έβγαλαν τα σπαθιά από τα θηκάρια. Η Αρτεμισία συνειδητοποίησε ότι είχε μείνει μόνη. Ο Αλεξίας και οι οπλίτες της πρώτης σειράς την είχαν αφήσει πίσω, ενώ οι υπόλοιποι την προσπερνούσαν από δεξιά κι αριστερά χωρίς να συνειδητοποιούν ότι έσπρωχναν τη βασίλισσά τους. «Σταματήστε, ανόητοι!» φώναξε. «Είναι παγίδα!» Μάταια. Πριν καταλάβει τι γινόταν, τα μοναδικά σπαθιά που έβλεπε ήταν εκείνα των ανδρών της που έτρεχαν κραυγάζοντας πίσω από τους Σπαρτιάτες και σήκωναν ένα σύννεφο σκόνης κάτω από τα πόδια τους. Η Αρτεμισία γύρισε να δει τι γινόταν στην άλλη πλευρά. Δίπλα στην κοίτη του χειμάρρου τα τάγματα από Φρύγες, που περίμεναν τη σειρά τους για να επέμβουν, ορμούσαν κι εκείνα στην επίθεση παρασυρμένα από το παράδειγμα των συντρόφων τους. Και στο κέντρο εκείνου του χάους βρισκόταν αυτή. Ακούγοντας τον πάταγο του μετάλλου πάνω στο μέταλλο, στράφηκε ξανά προς το μέτωπο. Όταν οι κραυγές της καταδίωξης μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά τρόμου και οργής, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Η πορεία των Αλικαρνασσέων είχε αναχαιτιστεί απότομα. Κάποιοι σωριάστηκαν ανάσκελα στο έδαφος έχοντας συγκρουστεί με τους ίδιους τους συντρόφους τους. Στο δρόμο τους είχε μπει ένα εμπόδιο. Οι ασπίδες των Σπαρτιατών. Είχαν υποκριθεί ότι το έβαζαν στα πόδια για να αποδιοργανώσουν τις γραμμές του στρατού του Ξέρξη. Ήταν μια κίνηση τόσο παρακινδυνευμένη ώστε η Αρτεμισία άθελά της θαύμασε εκείνα τα
τομάρια. Μια φάλαγγα σκορπά πολύ εύκολα, κι ακόμα περισσότερο αν γυρίσει την πλάτη. Εκτός κι αν το μόνο που κάνεις σε όλη τη ζωή σου είναι να προπονείσαι σε αυτές τις κινήσεις, σκέφτηκε. Οι Αλικαρνασσείς οπλίτες που υπηρετούσαν στην οπισθοφυλακή ήταν κι εκείνοι γενναίοι άνδρες· ακριβώς γι’ αυτό είχαν επιλεγεί για να κλείσουν τις γραμμές. Μα, σαν είδαν ότι οι σύντροφοι μπροστά τους είχαν αρχίσει να υποχωρούν, ήταν οι πρώτοι που οπισθοχώρησαν. Περνώντας πλάι στην Αρτεμισία, κάποιοι την είδαν και κατέβασαν τα μάτια από ντροπή. Τους καταλάβαινε. Είχαν πέσει σαν τις σαρδέλες στο δίχτυ. Κανείς όμως δε θα έλεγε ότι η βασίλισσα της Αλικαρνασσού είχε γυρίσει την πλάτη στον εχθρό επειδή ήταν γυναίκα. Η Αρτεμισία άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους οπλίτες της κουνώντας την ασπίδα δεξιά κι αριστερά, σαν να έκοβε αγριόχορτα με καμιά μαχαίρα. Πριν συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, είχε βρεθεί πίσω από την πρώτη γραμμή των ανδρών της, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντέξουν ενώ οι Σπαρτιάτες τους μαχαίρωναν πίσω από ένα πυκνό τείχος από ασπίδες. Ο Αλεξίας ήταν εκεί. Πολεμούσε με τιτάνια ανδρεία και κραύγαζε άγρια για να εμψυχώσει τους υπόλοιπους. Άξαφνα, μια σιδερένια λεπίδα εμφανίστηκε στο πίσω μέρος του μηρού του κι εξαφανίστηκε ξανά, αφήνοντας πίσω της μια πληγή μεγάλη σαν μισή σπιθαμή, από την οποία άρχισε να αναβλύζει αίμα. Ο νεαρός έπεσε στο ένα γόνατο κι έβγαλε έναν πονεμένο βρυχηθμό. Ο Σπαρτιάτης που τον είχε πληγώσει χειριζόταν το δόρυ με διαβολική μαεστρία· αμέσως έχωσε το όπλο στο λαιμό του νέου. Η Αρτεμισία δεν το είδε, μα άκουσε τον Αλεξία να πνίγεται στο αίμα του ψυχορραγώντας. «Όχι!» Η Αρτεμισία χώθηκε σε ένα σχεδόν ανύπαρκτο κενό και κατάφερε ένα χτύπημα με το δόρυ στο πρόσωπο του Σπαρτιάτη. Εκείνος είχε βαλθεί να κουνά την αιχμή του όπλου με τόση περηφάνια ώστε δεν είδε το χτύπημα να έρχεται. Το δόρυ της Αρτεμισίας έτριξε σαν
καρφώθηκε ανάμεσα στα δύο λουριά της περικεφαλαίας. Το πλήγμα ήταν τόσο ισχυρό ώστε ένιωσε έναν οξύ πόνο στον ώμο. Από το στόμα του Σπαρτιάτη ανάβλυσε ένας πίδακας από αίμα ανακατεμένος με θρυμματισμένα δόντια. Οι θεοί δεν άργησαν να πάρουν την εκδίκησή τους. Κάτι χτύπησε την ασπίδα της με τόση δύναμη ώστε έκανε το μπράτσο της να λυγίσει. Το σκουτάρι κούνησε την περικεφαλαία της και τη μετατόπισε προς τη μία πλευρά, σκεπάζοντάς της το ένα μάτι. Η Αρτεμισία προσπάθησε να ξαναβάλει το κράνος χωρίς να αφήσει το δόρυ, μια κίνηση σχεδόν αδύνατη μέσα στο χαμό της μάχης, σαν είδε με την άκρη του ματιού της έναν Σπαρτιάτη να της καταφέρνει ένα πλήγμα από τα αριστερά. Τ ραβήχτηκε όπως μπορούσε για να το αποφύγει, μα το ξίφος τη βρήκε στο αυτί και στο λαιμό κι ένιωσε το ζεστό πιτσίλισμα από το αίμα της. Από το χτύπημα η περικεφαλαία έπεσε μπροστά στα μάτια της και τα πάντα τριγύρω σκοτείνιασαν. Ένιωθε σπρωξίματα από παντού, στην ασπίδα, στα πόδια, στην πλάτη, και φοβήθηκε ότι οποιοδήποτε θα μπορούσε να μετατραπεί στην αιχμή ενός δόρατος. Δυο μπράτσα την αγκάλιασαν από πίσω και τη σήκωσαν στον αέρα. Η Αρτεμισία πέταξε το δόρυ και άρχισε να κλοτσά σαν αδάμαστο πουλάρι. Αν οι Σπαρτιάτες νόμιζαν ότι θα κατάφερναν να τη βιάσουν, ήταν πολύ γελασμένοι. «Αρτεμισία, εγώ είμαι!» είπε μια φωνή κοντά στο αυτί της, που δεν είχε πάψει να αιμορραγεί. Παρά το βούισμα, την αναγνώρισε. Ήταν ο εξάδελφός της ο Παλαμήδης. Ένιωσε κι άλλα χέρια να την κρατούν και στα τυφλά κατάλαβε ότι οι άνδρες της την περνούσαν ο ένας στον άλλο λες και ήταν κανένα μπογαλάκι, παρά το βάρος των όπλων της. Όταν επιτέλους κατάφερε να ξαναβάλει την περικεφαλαία, φώναξε: «Αφήστε με κάτω, που να πάρει και να σηκώσει!» Οι άνδρες της υπάκουσαν. Η Αρτεμισία έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι και προσπάθησε να προσανατολιστεί. Το μέτωπο μάλλον ήταν προς το σημείο απ’ όπου έρχονταν όλοι σπρώχνοντας για να απομακρυνθούν. Χωρίς να καταλαβαίνει πώς, οι Αλικαρνασσείς και
οι Ασσύριοι είχαν μπερδευτεί κι εκείνοι στο κουβάρι. Πάνω από τα κεφάλια τους διακρίνονταν οι αιχμές από τα δόρατα των Σπαρτιατών, που αναδεύονταν σαν στάχυα στον άνεμο, και ανάμεσα στις κραυγές των ανδρών που έπεφταν θύματα της επίθεσής τους ακουγόταν το επίμονο σφυροκόπημα του σίδερου πάνω στις ασπίδες. «Γυρίστε στη μάχη! Γυρίστε στη μάχη!» φώναξε η Αρτεμισία. Μια ομάδα στρατιωτών όμως την κύκλωσε και την έβγαλε από εκεί. «Αν δε φύγουμε τώρα αμέσως, θα πεθάνουμε όλοι, Αρτεμισία!» της φώναξε ο Παλαμήδης. «Έχουμε μέρες για μάχη!» Η Αρτεμισία παραιτήθηκε και τους άφησε να την πάρουν. Τουλάχιστον οι Σπαρτιάτες δεν τους καταδίωξαν. Το δίχως άλλο, ο Λεωνίδας τους είχε δασκαλέψει καλά ώστε να μην απομακρυνθούν πολύ από τις θέσεις τους, γιατί μόλις έβγαιναν σε ένα πιο ανοιχτό πεδίο μάχης θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Ωστόσο οι Αλικαρνασσείς και οι Ασσύριοι υπέστησαν κι άλλες απώλειες: έπεσαν πάνω στους Φρύγες που τους είχαν ακολουθήσει παρασυρμένοι από την ψεύτικη φυγή των Λακεδαιμονίων. Πολλοί έπεσαν στο έδαφος και ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους. Στο τέλος οι Φρύγες άρχισαν να υποχωρούν κι εκείνοι. Οι Σπαρτιάτες έμειναν κυρίαρχοι του πεδίου της μάχης και για μια-δυο ώρες ο Ξέρξης δε διέταξε άλλες επιθέσεις.
«Τ υχερή ήσουν», της είπε ο Ξενοφάνης. «Αυτό το χτύπημα θα μπορούσε να σου κόψει την αρτηρία. Θα είχες πεθάνει από αιμορραγία». Κοντά στην πλαγιά του βουνού, εκεί όπου οι θερμές πηγές ανάβλυζαν από μια πλαγιά γεμάτη χαλίκια και στρογγυλεμένα λιθάρια, είχαν στήσει ένα αυτοσχέδιο ιατρείο στο οποίο ο Παλαμήδης είχε επιμείνει να φέρει την Αρτεμισία. Λίγο αργότερα είχε εμφανιστεί ο Ξενοφάνης, ο γιατρός της βασιλικής οικογένειας, τον οποίο είχε
στείλει ο Ξέρξης αυτοπροσώπως για να τη φροντίσει. Η Αρτεμισία, που παραήταν εξοργισμένη για να νιώσει οποιαδήποτε ευγνωμοσύνη για εκείνη την τιμή, εξεπλάγη με την ταχύτητα με την οποία ο βασιλιάς είχε μάθει ότι είχε τραυματιστεί. Τ ώρα καθόταν σε έναν πέτρινο πάγκο στα δωμάτια των λουτρών. Περισσότερο από δωμάτια επρόκειτο μάλλον για μια στεγασμένη κιονοστοιχία με ανοιχτή την πλευρά που κοιτούσε προς το βορρά, έτσι ώστε οι επισκέπτες να απολαμβάνουν την ευχάριστη ζέστη του λουτρού με θέα τη θάλασσα. Εκεί είχε εμφανιστεί μια ομάδα Αλικαρνασσέων στρατιωτών, που είχαν γυρίσει την πλάτη από αιδώ και σχημάτιζαν ένα παραπέτασμα με τα κορμιά τους. Γιατί, για να φροντίσει την πληγή της Αρτεμισίας, ο γιατρός είχε σκίσει με το νυστέρι το χιτώνα της και τώρα η κοπέλα ήταν γυμνή από τη μέση και πάνω. Η Αρτεμισία θα είχε δεχτεί με μεγάλη ευχαρίστηση να γδυθεί ολόκληρη για να μπει στο νερό και να ξεπλυθεί από το αίμα και το μείγμα από σκόνη και ιδρώτα, που είχε αρχίσει να κάνει κρούστα πάνω στο δέρμα της. Μα ο Ξενοφάνης της το είχε απαγορεύσει με την πρόφαση ότι δεν έκανε καλό στην αιμορραγία. «Μου φαίνεται ότι δε θα μπορέσεις να ξαναβάλεις σκουλαρίκια», της είπε. «Ο Σπαρτιάτης πήρε για τρόπαιο το μισό σου αυτί. Κρίμα, γιατί, αν ήταν σαν το άλλο, τότε είχες έναν υπέροχο λοβό». Η οικειότητα που είχε με τον Ξέρξη, τη μητέρα του Άτοσσα, τη σύζυγό του και άλλα μέλη της αυλής είχε κάνει τον Ξενοφάνη αρκετά αναιδή. Όταν η Αρτεμισία πήγε να αγγίξει το αυτί της για να διαπιστώσει τι είχε απομείνει, ο γιατρός τής χτύπησε το χέρι. «Μόλις τώρα το καθάρισα με ένα μείγμα από μύρο και κρασί δεκαπέντε ετών που είναι πανάκριβο, κι εσύ πας να το ξαναλερώσεις με τα βρομοδάχτυλά σου;» «Βρομοδάχτυλα είναι τα δικά σου, κομπογιαννίτη. Εγώ είμαι κυρία». «Ναι, πώς! Οι κυρίες που φροντίζω εγώ έχουν συνήθως ημικρανίες, αμηνόρροια, μολυσμένες τρίχες στο εφήβαιο ή, το πολύ
πολύ, όγκους στο στήθος. Καμιά τους δε μου έχει έρθει με τραύματα από τη μάχη». Ύστερα της καθάρισε την πληγή στον ώμο με ένα χοντρό νήμα. Αφού έκοψε το λοβό του αυτιού της, το σπαθί του εχθρού την είχε χτυπήσει στην κλείδα. Ένα μέρος της λεπίδας όμως είχε βρει την πανοπλία· αυτό είχε σώσει την Αρτεμισία, η οποία τώρα γρύλισε μέσα από τα δόντια της σαν ένιωσε την πίεση από τα δάχτυλα του Ξενοφάνη. «Μην γκρινιάζεις τόσο πολύ. Ούτε το κόκαλο δε σου έσπασε». «Ναι, αλλά με πονάει σαν να μου το είχε σπάσει», απάντησε η Αρτεμισία. Την πονούσε και το επάνω μέρος του μπράτσου. Σαν είδε τη μελανιά που είχε αρχίσει να βγαίνει, αναρωτήθηκε αν το χτύπημα που είχε δεχτεί στην ασπίδα και είχε μετατοπίσει την περικεφαλαία της το είχε καταφέρει ο Σπαρτιάτης με το δόρυ ή κανένα μουλάρι με τις οπλές του. «Αν είχες κανένα ράγισμα, θα καταλάβαινες τη διαφορά. Η σπασμένη κλείδα είναι πολύ κοινό τραύμα στους στρατιώτες του πεζικού. Αυτό και η διάσειση. Και δε θα μιλήσω για τα λαγόνια και τα σωθικά με τραύματα από δόρυ, γιατί συνήθως αυτοί δεν τη γλιτώνουν. Από την άλλη, αν δεις κανένα βετεράνο που δεν μπορεί να κουνήσει τους καρπούς ή έχει μόνιμα τραύματα στους αστραγάλους, μπορείς να στοιχηματίσεις ότι υπηρέτησε στο ιππικό». «Πώς το ξέρεις αυτό; Αφού εσύ δεν έχεις φροντίσει ούτε ένα στρατιώτη σε όλη σου τη ζωή!» «Το ξέρω γιατί είμαι άνθρωπος με άσβεστη περιέργεια». Αφού καθάρισε την πληγή, ο Ξενοφάνης τη σκέπασε με ένα λινό πανί που είχε βουτήξει στο ίδιο βάλσαμο από κρασί και μύρο. Πάνω από το λινό έβαλε μια λεπτή φέτα από σφουγγάρι που έκοψε με το νυστέρι του, μια χούφτα φύλλα και, τέλος, για να τα συγκρατήσει όλα αυτά στη θέση τους, έναν μεγάλο επίδεσμο, που τον τύλιξε κάτω από τις δύο μασχάλες. «Μη νομίζεις ότι βρήκες ευκαιρία να ζουλήξεις το στήθος μου, κομπογιαννίτη», του είπε η Αρτεμισία. Ήταν σε χείριστη διάθεση
εξαιτίας του παιχνιδιού που της είχε παίξει ο Ξέρξης, του πόνου που ένιωθε και, πάνω απ’ όλα, της ταπεινωτικής ήττας στην οποία τους είχαν υποχρεώσει οι Σπαρτιάτες. Γι’ αυτό, άθελά της, έβγαινε στην επιφάνεια η γλώσσα των στρατιωτών που είχε μάθει από μικρή ακούγοντας τον Φείδωνα και τους άνδρες του. Να δω πώς θα πω στον Φείδωνα ότι δεν κατάφερα να φέρω πίσω το κουφάρι του γιου του. «Εγώ είμαι γιατρός», απάντησε ο Ξενοφάνης. «Για μένα το κορμί μιας γυναίκας δεν έχει κανένα ερωτικό ενδιαφέρον, μόνο ανατομικό». Ωστόσο, όταν η Αρτεμισία σηκώθηκε κι έβγαλε τα βρόμικα, κουρελιασμένα απομεινάρια του χιτώνα για να φορέσει έναν άλλο, καθαρό, ο γιατρός δεν τράβηξε το βλέμμα από πάνω της. «Έχεις όμορφο κορμί», είπε σαν να έβγαζε ετυμηγορία. «Λίγο ανδρόγυνο για το γούστο μου, αλλά για τα τριάντα χρόνια σου δεν είναι καθόλου άσχημο». «Τ ριάντα τεσσάρων είμαι», απάντησε η Αρτεμισία ενώ κούμπωνε τις τελευταίες πόρπες και ίσιαζε τη χλαμύδα. Ακούγοντας την κουβέντα, ένας από τους στρατιώτες έκανε να γυρίσει το κεφάλι για να δει τη βασίλισσά του γυμνή, μα ο Παλαμήδης του έδωσε μια σβερκιά. Την ώρα που έβγαιναν από τα λουτρά ο Ξενοφάνης της είπε ότι ήθελε να τη δει ο Ξέρξης. Η Αρτεμισία απάντησε ότι ο βασιλιάς μπορούσε να περιμένει· πρώτα ήθελε να δει τους τραυματίες του τάγματός της, οι οποίοι, με τη βοήθεια των συντρόφων τους, είχαν μαζευτεί κοντά σε ένα ναΐσκο η ζωφόρος του οποίου απεικόνιζε τα τελευταία πάθη του Ηρακλή και την τελική του αποθέωση. Ήταν εκεί γύρω στους είκοσι άνδρες, με τραύματα διαφορετικής βαρύτητας. Δύο από εκείνους, που ήταν ζωντανοί όταν η Αρτεμισία μπήκε στα λουτρά, είχαν πεθάνει πριν από λίγο. Ο ένας είχε δεχτεί ένα χτύπημα από δόρυ στα σωθικά. Ο άλλος είχε πεθάνει από την αιμορραγία που είχε προκαλέσει το τραύμα από μια σπάθα στο μηρό. Δεν είχαν καταφέρει να σταματήσουν την αιμορραγία ούτε με τον καυτηριασμό. Ο άνδρας ήταν κάτασπρος σαν μαρμάρινο άγαλμα πριν
το χρωματίσουν. Οι χειρουργοί φρόντιζαν τους άνδρες στη σκιά των δέντρων που μεγάλωναν πλάι στο ναΐσκο γιατί ο ήλιος έλουζε το πέρασμα σαν λιωμένο μολύβι. Από έναν οπλίτη, τον οποίο ουσιαστικά είχαν μεθύσει για να μη φωνάζει, έβγαζαν κομματάκια από δόντι και κόκαλο από τη γνάθο. Κρίνοντας από την όψη του τραύματος, μάλλον τον είχαν χτυπήσει με την άκρη μιας ασπίδας. Άλλος ένας ήταν σωριασμένος στο έδαφος με εξαρθρωμένο ώμο. Ο γιατρός, ένας ρωμαλέος Αιγύπτιος, του έβαλε μια δερμάτινη μπάλα κάτω από τη μασχάλη, κάθισε πλάι του, έβαλε το πόδι πάνω στην μπάλα και τον τράβηξε άγρια από τον καρπό του χεριού. Ο άνδρας, που είχε δαγκώσει ένα πανί, μετά βίας κατάφερε να πνίξει μια κραυγή. Το χέρι όμως μπήκε στη θέση του με ένα ηχηρό τρίξιμο. Σε έναν τρίτο στρατιώτη, τον αδελφό του Παλαμήδη, έραβαν ένα τραύμα στον δεξή δικέφαλο. Σαν τον είδε, ο Ξενοφάνης πλατάγισε τη γλώσσα. «Δεν το κάνει καλά;» ρώτησε η Αρτεμισία. «Καμιά φορά η μόνη λύση είναι η ραφή, μα εγώ το κάνω μόνον όταν δεν μπορώ να το αποφύγω. Αυτός ο άνδρας έχει μία πιθανότητα στις τέσσερις να πάθει μόλυνση στο μπράτσο και να πεθάνει μέσα σε λίγες μέρες». Ο στρατιώτης τον κοίταξε αλαφιασμένος, γιατί ο Ξενοφάνης δεν είχε κάνει το σχόλιο ιδιαίτερα χαμηλόφωνα. Η Αρτεμισία έπιασε το γιατρό από το μπράτσο και τον τράβηξε από εκεί. «Λοιπόν, πάμε τώρα αμέσως στον Μεγάλο Βασιλιά. Δε θέλω να αποθαρρύνεις ακόμα περισσότερο τους άνδρες μου». Τα όσα είχε δει και ακούσει την πονούσαν περισσότερο και από τα ίδια της τα τραύματα. Η εικόνα που της είχε δώσει ο Παλαμήδης, ο νέος αρχηγός των οπλιτών της, ήταν αποκαρδιωτική. Όταν συγκεντρώθηκε ξανά το τάγμα των Αλικαρνασσέων, έλειπαν σαράντα οχτώ άνδρες. Προσθέτοντας τα δύο πτώματα που μόλις είχε δει, οι απώλειες έφταναν τους πενήντα. Είχε χάσει το ένα έκτο του στρατεύματός της. Καθώς ανέβαιναν το μονοπάτι που οδηγούσε στο παρατηρητήριο
του Ξέρξη, ο Ξενοφάνης βάλθηκε να της εξηγήσει ότι στις πενήντα σχεδόν απώλειες θα έπρεπε να προσθέσει κάμποσες ακόμα. «Όσο ένας στρατιώτης δεν μπαίνει στη μάχη, ο χειρότερος εχθρός του είναι η δυσεντερία. Μα, όταν ξεκινά η μάχη, τη συνοδεύουν τα άλλα δύο μέλη της θανατηφόρας τριάδας: η γάγγραινα και ο τέτανος. Μέσα στις επόμενες ημέρες μπορεί να χάσεις από πέντε έως δέκα ακόμα άνδρες». «Να ’σαι καλά για τα καλά νέα, Ξενοφάνη». «Ακόμα κι εσύ μπορεί να πεθάνεις», απάντησε ο γιατρός, απτόητος από τον καυστικό τόνο της. «Αν και, από την όψη της πληγής και το χρώμα του αίματος που ανάβλυσε από αυτή, νομίζω ότι ούτε που θα ανεβάσεις πυρετό». Οι μηχανικοί του στρατεύματος είχαν σκάψει ένα μπαλκόνι στην πλαγιά του βουνού με την αξίνα και το φτυάρι. Εκεί είχε στηθεί μια ξύλινη πλατφόρμα και επάνω της ο θρόνος του Ξέρξη. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε στο πλάι του τον γνωστό υπηρέτη με την πετσέτα και άλλους δύο, που κρατούσαν βεντάλιες. Κάτω από την πορφυρή τέντα, τον συνόδευαν αρκετοί στρατηγοί και αξιωματούχοι, αλλά και ένας αδύνατος, φαλακρός άνδρας, που παρατηρούσε το πεδίο της μάχης μέσα από έναν μακρύ σωλήνα και μετέφερε στον Ξέρξη όσα έβλεπε. Η Αρτεμισία είχε ακούσει ότι εκείνο το μαγικό κατασκεύασμα, προσωπικό δώρο του Μαρδόνιου στον Ξέρξη, επέτρεπε σε όποιον το κρατούσε να βλέπει από κοντά όσα ήταν μακριά του. Ο Μαρδόνιος ήρθε να προϋπαντήσει την Αρτεμισία πριν φτάσει στην εξέδρα. Της πρόσφερε μια ασημένια κανάτα με σχετικά κρύα μπίρα από τη Βαβυλώνα και την τράβηξε απόμερα. «Ηρέμησε», της είπε. «Έρχεσαι από το πεδίο της μάχης και είσαι τραυματισμένη. Μπορεί να πεις πράγματα για τα οποία έπειτα θα μετανιώσεις». Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι με τον καιρό είχε συνάψει μια κάποια φιλία με τον Μαρδόνιο. Ο στρατηγός τής απεύθυνε το λόγο πάντα με σεβασμό, χωρίς να την περιφρονεί επειδή ήταν γυναίκα, όπως έκαναν
κάποιοι, αλλά και χωρίς να προσποιείται ότι δεν ήταν, μέσο στο οποίο κατέφευγαν άλλοι. «Έχεις τους λόγους σου να είσαι οργισμένη», της είπε τώρα. Είχε καθίσει πλάι της πάνω σε μια πέτρα στη σκιά ενός έλατου. «Να ξέρεις όμως ότι το να βρίσκεται κανείς υπερβολικά κοντά στον ήλιο έχει και τα μειονεκτήματά του. Μπορεί να καεί». «Δε σε καταλαβαίνω». «Νομίζω ότι με καταλαβαίνεις, Αρτεμισία. Στον Ξέρξη αρέσει όλο και λιγότερο να διαφωνούν μαζί του, αν και μερικές φορές οι φίλοι του δεν έχουμε άλλη λύση παρά να το κάνουμε. Τ ώρα θεωρεί ότι έχετε πατσίσει για εκείνο που του είπες χθες το βράδυ». Έστειλε τους άνδρες μου στη σφαγή μόνο και μόνο για να με δυσαρεστήσει και θεωρεί ότι έχουμε πατσίσει; σκέφτηκε η Αρτεμισία. Μια άλλη λεπτομέρεια όμως την ανησύχησε ακόμα περισσότερο. «Μα καλά, όλος ο κόσμος ξέρει τι συμβαίνει στο κρεβάτι του;» «Δεν το ξέρει όλος ο κόσμος. Εγώ όμως το ξέρω. Από τότε που ο Ξέρξης κι εγώ ήμασταν νέοι, ένα από τα καθήκοντά μου ήταν να τα ξέρω όλα για να μπορώ να τον προστατεύω καλύτερα». Η Αρτεμισία ξεχνούσε καμιά φορά ότι ο βασιλιάς και ο Μαρδόνιος είχαν την ίδια ηλικία, γιατί το φαλακρό κεφάλι του στρατηγού τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερος. «Να τα ξέρω όλα, όχι όμως και να τα βλέπω», πρόσθεσε ο Μαρδόνιος. Αυτό τουλάχιστον είναι μια παρηγοριά, σκέφτηκε η Αρτεμισία. Αρκούσε που έδειχνε γυμνό το κορμί της στον Ξέρξη, στους ευνούχους και στο γιατρό του. Από την πλαγιά του βουνού φαινόταν καλύτερα το σχήμα της πεδιάδας: έμοιαζε με χωνί του οποίου το στενό μέρος έδειχνε προς το τείχος που κρατούσαν οι Σπαρτιάτες. Σε εκείνο το χωνί είχαν μπει, για να καταλήξουν σουβλισμένοι σαν κρέας για λουκάνικο. Οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει ξανά, μόνο που τώρα η τακτική του βασιλιά είχε αλλάξει. Δεν προσπαθούσε πια να διαπεράσει τις γραμμές
των Ελλήνων με κατά μέτωπο επιθέσεις του πεζικού, μα έστελνε κύματα από Πέρσες και Σάκες ιππείς, που πλησίαζαν τις θέσεις των υπερασπιστών και, όταν έφταναν στα είκοσι μέτρα από αυτούς, εξαπέλυαν κάμποσες ομοβροντίες από βέλη και γύριζαν την πλάτη για να φύγουν. «Δε φαίνεται να προκαλούν μεγάλες ζημιές», είπε η Αρτεμισία. «Έτσι είναι. Ωστόσο θα κρατήσουν απασχολημένους τους Έλληνες ώσπου να σκοτεινιάσει. Αργότερα απόψε θα δοκιμάσουμε μιαν άλλη κίνηση». Η Αρτεμισία στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ο Μιθριδάτης μου είπε ότι ο Ξέρξης έλαβε ένα καλό νέο. Έχει κάποια σχέση με αυτή την κίνηση που λες;» «Είσαι πολύ οξυδερκής, Αρτεμισία. Σήμερα τα ξημερώματα έφτασε ο Ερετριέας Αισχίνης με μια πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία». Ο Μαρδόνιος χαμογέλασε. «Μου φαίνεται ότι είναι στενός σου φίλος». «Τ ι σου είπε;» «Υπονόησε κάτι για τον Μαραθώνα». Η Αρτεμισία κράτησε την ανάσα της, μα ο Μαρδόνιος συνέχισε: «Δεν του έδωσα σημασία. Εκείνο που με ενδιαφέρει δεν είναι το παρελθόν, μα το παρόν». Μια στιγμή νωρίτερα ο Μαρδόνιος την είχε διαβεβαιώσει ότι ήξερε όλα όσα ήξερε και ο Ξέρξης. Το δίχως άλλο, σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν και οι ίντριγκες του Πατικάρα στον Μαραθώνα. Η Αρτεμισία ανάσανε λίγο πιο ήσυχη γιατί ο στρατηγός δε φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θέμα. Στο κάτω κάτω, σκέφτηκε, βοήθησα να βυθιστεί ο εχθρός του, ο Δάτις. «Οι Έλληνες έχουν πάρει πολλές προφυλάξεις για να μη μάθουμε πόσοι είναι στις Θερμοπύλες», συνέχισε ο Μαρδόνιος. «Προτού φτάσουμε, υποχρέωσαν τους κατοίκους της περιοχής να την εγκαταλείψουν και τους μετέφεραν όλους στο νότο». «Και ο Εφιάλτης;» «Ο Εφιάλτης ήταν ήδη ένα μήνα στη Θεσσαλία όταν τον βρήκαμε. Γνωρίζει τα περάσματα σε αυτά τα βουνά, μα αγνοεί τον ακριβή
αριθμό των υπερασπιστών τους». «Ενώ ο Αισχίνης τον γνωρίζει;» Ο Μαρδόνιος κούνησε το κεφάλι. «Καθόλου περίεργο δε μου φαίνεται που ο Λεωνίδας πήρε τόσες προφυλάξεις για να μη μάθουμε πόσοι είναι. Αντιμετωπίζουμε πέντε χιλιάδες άνδρες». Η Αρτεμισία σταμάτησε να βλεφαρίζει για μια στιγμή, μένοντας κατάπληκτη, και ύστερα έστρεψε το βλέμμα στο πέρασμα. Πέντε χιλιάδες άνδρες μπορεί να ήταν όσοι έβλεπε από εκεί, παραταγμένους στις δύο πλευρές του τείχους αλλά και ανάμεσα στο τείχος και στη θάλασσα. Όλοι υποπτεύονταν ότι υπήρχαν πολύ περισσότεροι στρατιώτες πίσω από τη στροφή στο μονοπάτι, στο άνοιγμα που οδηγούσε στην Τ ρίτη Πύλη και στο χωριό Αλπηνοί, αλλά και μοιρασμένοι στα βουνά. «Μα είναι παράλογο. Πώς περιμένουν να σταματήσουν έτσι περισσότερους από εκατό χιλιάδες πολεμιστές;» «Θέτεις ως προϋπόθεση ότι οι Έλληνες είναι πιο έξυπνοι από ό,τι πραγματικά είναι, Αρτεμισία. Μα φαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι συγγενείς μας είναι λίγο βραδύνοες». «Πόσοι από αυτούς τους πέντε χιλιάδες στρατιώτες είναι Σπαρτιάτες;» ρώτησε η Αρτεμισία, που δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την ήττα που είχαν υποστεί από τα δόρατά τους. «Ο Λεωνίδας έχει φέρει μόνο τριακόσιους». Τ ριακόσιους! Βλέποντας τα λάμδα των ασπίδων κατά μήκος όλης της εμπρόσθιας γραμμής, είχε νομίσει ότι όσοι οπλίτες ήταν παραταγμένοι πίσω τους ήταν Σπαρτιάτες. Απ’ ό,τι φαινόταν όμως, ο Λεωνίδας είχε διακινδυνεύσει να τοποθετήσει τους καλύτερους άνδρες του στην πρώτη σειρά για να ξεγελάσει τους επιτιθέμενους. «Οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες έχουν ενισχύσει τη γλώσσα της ξηράς που οδηγεί στην Πελοπόννησο», είπε ο Μαρδόνιος. «Δε θυμάμαι πώς λέγεται». «Ο Ισθμός! Αυτό σημαίνει ότι έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν την Αθήνα στην τύχη της».
«Αυτό ακριβώς είπε και ο Θεμιστοκλής όταν έφτασε εδώ και είδε τις γελοίες δυνάμεις που είχαν στείλει οι Σπαρτιάτες. Η συμμαχία των ελληνικών κρατών που πήραν όρκο να αντισταθούν μέχρι θανάτου έχει αρχίσει να εμφανίζει ρωγμές νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα». Η Αρτεμισία ένιωθε ακόμη το σφυγμό της να επιταχύνεται όταν άκουγε το όνομα του Θεμιστοκλή. Σαν κατάλαβε ότι τα μάγουλά της είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν, θύμισε στον εαυτό της: Δεν είσαι έφηβη πια. Είσαι η βασίλισσα Αρτεμισία. «Και πώς τα έμαθε ο Αισχίνης όλα αυτά;» Ο Μαρδόνιος επέτρεψε στον εαυτό του ένα αχνό χαμόγελο αυταρέσκειας. «Ο Αισχίνης δεν είναι τόσο καλά πληροφορημένος όσο νομίζει. Το μόνο που έκανε ήταν να μας φέρει το μήνυμα που του παρέδωσε ο πράκτοράς μου». «Ποιος πράκτοράς σου;» «Έχω κάποιον κοντά στον Θεμιστοκλή. Πολύ κοντά. Τόσο κοντά, ώστε φτάνουν στα αυτιά μου οι συνομιλίες του αυτολεξεί. Φαίνεται ότι ο εξάδελφός σου δυσκολεύεται να επιβάλει την εξουσία του. Οι ίδιοι οι συμπολίτες του αποφάσισαν να παραδώσουν τη διοίκηση του στόλου σε έναν Σπαρτιάτη. Χαίρομαι γι’ αυτό. Ο Θεμιστοκλής πρέπει να είναι ο μοναδικός έξυπνος άνθρωπος ανάμεσα σε τόσους Έλληνες». Η Αρτεμισία γύρισε ξανά να κοιτάξει το πεδίο της μάχης. Έπειτα από μία ακόμα άκαρπη εφόρμηση, το ιππικό αποσυρόταν για άλλη μια φορά. «Το θέμα είναι ότι προς το παρόν αυτοί οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους αποδεικνύουν ότι αρκούν για να συγκρατήσουν όλους εμάς». «Έτσι είναι μέχρι στιγμής, γιατί η θέση τους είναι πολύ σταθερή», αντέτεινε ο Μαρδόνιος. «Οποιοσδήποτε έξυπνος στρατηγός όμως θα καταλάβαινε ότι, ακόμα και αν δεν είχε εμφανιστεί ο Εφιάλτης για να μας δείξει το μονοπάτι, αργά ή γρήγορα θα βρίσκαμε κάποια διαδρομή για να περικυκλώσουμε το πέρασμα διασχίζοντας την
πεδιάδα. Σε σύγκριση με τα βουνά της χώρας μας, αυτά εδώ μοιάζουν με βότσαλα». «Δηλαδή δεν υπερασπίστηκαν ούτε το μονοπάτι της Ανόπαιας;» «Δε φτάνει ως εκεί η ανοησία τους. Πάντως δεν έχουν παρατάξει πάνω από χίλιους άνδρες. Ακόμα και αν υποστούμε τις τριπλάσιες απώλειες σε σχέση με εκείνους, σε διαβεβαιώνω ότι θα καταφέρουμε να τους διώξουμε από τα υψώματα». Η Αρτεμισία κατάλαβε. «Και θα γίνει απόψε. Βέβαια, έχει πανσέληνο...» «Μια τέτοια πράξη δεν ευχαριστεί ιδιαίτερα τον Μεγάλο Βασιλιά· καταλαβαίνει όμως ότι είναι ο μόνος τρόπος. Αύριο τέτοια ώρα ο Λεωνίδας θα είναι περικυκλωμένος, και τότε θα δούμε αν οι Σπαρτιάτες ξέρουν να ελίσσονται σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα». Η Αρτεμισία σηκώθηκε από την πέτρα κι ένιωσε να πονά όλο το κορμί της. Τα πόδια της ήταν σαν δύο ξερά μαδέρια και ο ώμος και το αυτί της δύο πρησμένοι παλμοί που κάπου κάπου γίνονταν ένας. «Αν είναι έτσι, πρέπει να μιλήσω με τον Ξέρξη», είπε.
Σαν έπεσε η νύχτα, έξι τάγματα Αθανάτων έφυγαν από την Τ ραχίνα και άρχισαν να ανηφορίζουν προς τις πηγές του Ασωπού. Το φεγγάρι έλαμπε χωρίς φωτοστέφανο στο ξάστερο στερέωμα και η όψη του καθρεφτιζόταν στα ακύμαντα νερά του κόλπου. Κάτω από το ασημένιο του φως, η Αρτεμισία και εκατό επίλεκτοι εθελοντές βάδιζαν μαζί με τους Πέρσες. Σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό, σκέφτηκε: Κάθε φορά που μπαίνω σε μπελάδες έχει πανσέληνο. Το μεσημέρι, όταν είχε παρουσιαστεί μπροστά στον Ξέρξη, εκείνος της είχε πει: «Ξέρω ότι πολέμησες με ανδρεία και ότι οι στρατιώτες σου αναγκάστηκαν να σε πάρουν από το πεδίο της μάχης διά της βίας». Ο βασιλιάς πρόφερε αυτές τις λέξεις με μια ανεπαίσθητη έμφαση. «Καταλαβαίνω τη δυσαρέσκειά σου, Αρτεμισία. Ωστόσο καμιά φορά ένας ηγεμόνας πρέπει να
αποτραβιέται από τη μάχη για να καταφέρει ένα απώτερο καλό». Πορφυρογέννητο κάθαρμα, σκέφτηκε εκείνη, ενώ ο υπηρέτης με το βασιλικό προσόψι σφούγγιζε το μέτωπο του Ξέρξη. «Κύριέ μου, μπορώ να ρωτήσω αν είσαι ευχαριστημένος με την μπαντάκα σου;» «Απόλυτα, Αρτεμισία». «Σε έχω υπηρετήσει πιστά όλα αυτά τα χρόνια;» Στα μάτια του βασιλιά είχε αστράψει μια επικίνδυνη λάμψη, σαν να ήθελε να την προειδοποιήσει να μη συνεχίσει σε εκείνο το δρόμο. Μα η οργή που κρατούσε μέσα της η Αρτεμισία τη γέμιζε θάρρος. «Αν είναι έτσι, για πρώτη και μοναδική φορά, θα ήθελα να σου ζητήσω κάτι». Ο Ξέρξης σήκωσε λίγο το πιγούνι και η άκρη από το σγουρό του γένι έδειξε την Αρτεμισία σαν βέλος. «Σου υπόσχομαι εκ των προτέρων να εκπληρώσω τη χάρη που θα μου ζητήσεις, πιστή μου Αρτεμισία. Σε ακούω». Έτσι λοιπόν, εκείνη την ώρα η ίδια και οι εκατό άνδρες της βάδιζαν μαζί με την εμπροσθοφυλακή και τον Υδάρνη. Δεν κρατούσαν πυρσούς. Για να αποφύγουν την αντανάκλαση του φεγγαριού, είχαν σκεπάσει τις αιχμές των δοράτων τους με δερμάτινες κουκούλες και είχαν κρύψει τα κράνη στην κοιλότητα της ασπίδας που κουβαλούσαν στην πλάτη. Τα πάντα ήταν τυλιγμένα σε δέρματα ή πανιά για να πνίξουν το θόρυβο. Μάλιστα είχαν αλείψει τα πρόσωπα και τα μπράτσα τους με στάχτη για να δείχνουν πιο σκοτεινοί ανάμεσα στις σκιές, δημιουργώντας όλοι μαζί μια σκοτεινή εικόνα. Προχωρούσαν με δυσκολία ανάμεσα σε πέτρες και ρίζες. Η βλάστηση πύκνωνε διαρκώς, έτσι ώστε ούτε το φως του φεγγαριού βοηθούσε πολύ. Ο Εφιάλτης περπατούσε κοντά στον Υδάρνη και στην Αρτεμισία για να τους καθοδηγεί. Εκείνη εμπιστευόταν περισσότερο τους υπηρέτες που συνόδευαν τον Εφιάλτη, γιατί ήταν γιδοβοσκοί που γνώριζαν καλά εκείνα τα απόμακρα σημεία και ήταν τόσο εξοικειωμένοι με τα απότομα μονοπάτια όσο και τα ζώα τα
οποία έβοσκαν. Πέρσες και Αλικαρνασσείς είχαν κοιμηθεί κάμποσες ώρες πριν από το σούρουπο για να είναι πιο ξεκούραστοι, μα η Αρτεμισία δεν είχε κλείσει μάτι. Τη βασάνιζε η ήττα και ο χαμός τόσων στρατιωτών. Και στον Μαραθώνα είχαν αναγκαστεί να το βάλουν στα πόδια, μα ήταν επειδή είχαν καταρρεύσει οι γραμμές των Περσών. Και όχι μόνο δεν είχαν υποστεί υπερβολικές απώλειες, αλλά και η ίδια είχε σκοτώσει έναν εχθρό που, όπως έμαθε χρόνια αργότερα, ήταν στρατηγός. Εκείνο το πρωί, αντιθέτως, οι Σπαρτιάτες είχαν παίξει μαζί τους και τους είχαν ταπεινώσει. Πρώτα τούς είχαν κρατήσει σε απόσταση υποκρινόμενοι ότι πολεμούσαν, και ύστερα, αφού είχαν πέσει στην παγίδα της υποχώρησης, τους είχαν κατακρεουργήσει με την ψυχρή ακρίβεια ενός επαγγελματία σφαγέα. Η Αρτεμισία ένιωθε τόση όρεξη για εκδίκηση ώστε το αίμα έβραζε στις φλέβες της λες και είχε δεχτεί η ίδια ένα βέλος βουτηγμένο στο δηλητήριο της Ύδρας. Ή μήπως ήταν ο πυρετός για τον οποίο της είχε μιλήσει ο Ξενοφάνης; Τα δάχτυλά της χάιδεψαν για μία ακόμα φορά την κοφτερή άκρη από ό,τι είχε μείνει από το αυτί της. Αν είναι να πεθάνω από τέτανο, ας γίνει τουλάχιστον αφού εκδικηθώ τους Σπαρτιάτες. Περπάτησαν ώρες πολλές. Οι γιδοβοσκοί εναλλάσσονταν κάθε τόσο για να προπορεύονται και να βεβαιώνονται ότι δεν είχαν χάσει το μονοπάτι, αλλά και να ελέγχουν αν εκεί γύρω ενέδρευαν εχθροί. Στο μεταξύ οι στρατιώτες σταματούσαν και σχημάτιζαν ξανά τις ομάδες τους, ενώ κάποιοι κουτουλούσαν ακόμα και όρθιοι από τη νύστα. Η μετακίνηση τόσων ανδρών σε τόσο απότομο έδαφος ήταν περίπλοκη κίνηση και ήταν διαρκώς αναγκασμένοι να στέλνουν συνδέσμους της εμπροσθοφυλακής στην οπισθοφυλακή, και το αντίστροφο, για να μη χαθεί καμία μονάδα. Προχωρούσαν σιωπηλά γιατί ο Υδάρνης είχε απειλήσει με άμεση εκτέλεση όποιον μιλούσε χωρίς άδεια. Ακόμα κι έτσι, η επεισοδιακή πορεία τους ανάμεσα στα δέντρα προκαλούσε χιλιάδες θορύβους και τα νυκτόβια ζώα
τρόμαζαν στο πέρασμά τους. Όταν κρύφτηκε το φεγγάρι, υπολείπονταν ακόμη μια-δυο ώρες για το ξημέρωμα. Ο Υδάρνης διέταξε τους άνδρες να σταματήσουν επιτόπου, να βάλουν βάρδιες για να ξεκουραστούν λίγο και να περιμένουν νέες οδηγίες. Μόλις ο ουρανός καθάρισε λιγάκι, ξαναπήραν το δρόμο τους. Τ ώρα περπατούσαν σε ένα ρέμα ανάμεσα σε δύο βραχώδεις κορυφές που διαγράφονταν σκοτεινές πάνω στο γκρίζο της αυγής. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν σε μια πλαγιά που υψωνόταν λίγο πέρα από ένα δάσος με βελανιδιές είδαν μερικά αχνά φώτα. «Είναι τα κάρβουνα από τις φωτιές», είπε ο Παλαμήδης στην Αρτεμισία. Κοιτάζοντας καλύτερα, διέκρινε γύρω από εκείνα τα φώτα μαύρους όγκους που μάλλον ήταν άνθρωποι. Ο Υδάρνης διέταξε μια ομάδα τοξοτών να προχωρήσει και οι άνδρες χώθηκαν στα δέντρα. Δε φορούσαν κανένα προστατευτικό και οι μαλακές δερμάτινες μπότες τους έκαναν ελάχιστο θόρυβο, γι’ αυτό κινούνταν σιωπηλοί σαν φαντάσματα. Οι Αλικαρνασσείς και οι Πέρσες ανασυντάχθηκαν σε γραμμές και γύμνωσαν τα όπλα τους. Σε λίγο ακούστηκαν γαβγίσματα και αναστατωμένες φωνές. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τα περιγράμματα στο μισόφωτο, μα η Αρτεμισία διέκρινε σκιές να σκαρφαλώνουν στην πλαγιά. «Εμπρός!» διέταξε ο Υδάρνης. Η Αρτεμισία και οι άνδρες της έτρεξαν προς το δάσος με την εμπροσθοφυλακή της γραμμής των Περσών. Σαν βγήκαν από τις βελανιδιές κι έφτασαν στην πλαγιά όπου είχαν κατασκηνώσει οι υπερασπιστές του περάσματος, δε βρήκαν παρά μερικά πτώματα γαζωμένα με βέλη. Αρκετοί εχθροί είχαν αποσυρθεί στην κορυφή που υψωνόταν προς τα δεξιά, μα άλλοι είχαν ακολουθήσει το μονοπάτι για να ειδοποιήσουν τους Σπαρτιάτες. «Δεν πειράζει», είπε ο Εφιάλτης. «Από δω και πέρα το μονοπάτι είναι πιο εύκολο. Τ ώρα πια είναι αδύνατον να μας σταματήσουν». Ο Υδάρνης συμφώνησε και δεν μπήκε στον κόπο να στείλει
στρατιώτες πίσω από τους αμυνόμενους που το είχαν σκάσει ανεβαίνοντας την πλαγιά. Άρχισαν ξανά την πορεία την ώρα που ο ήλιος ξεμύτιζε από την ανατολή. Το μονοπάτι πήρε να κατηφορίζει με μια ελαφριά κλίση και να κατευθύνεται σταδιακά προς το βορρά. Αφού διέσχισαν άλλο ένα δάσος με βελανιδιές και πέρασαν ανάμεσα από δύο υψώματα, αντίκρισαν επιτέλους τη θάλασσα. Η Αρτεμισία ατένισε τη θέα χωρίς να κοντοσταθεί. Περίπου τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, κοντά στην παραλία, διακρίνονταν οι καφεκόκκινες στέγες των Αλπηνών, αν και ύστερα οι στροφές και οι ανωμαλίες του δρόμου τις έκρυψαν ξανά. Όταν αντίκρισαν και πάλι το χωριό, βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου και πρόλαβαν να δουν τα ελληνικά στρατεύματα να αποσύρονται προς ανατολάς, ακολουθώντας την ακτογραμμή. Θα μπορούσαν να τρέξουν για να τους προλάβουν, μα είχαν ξεκινήσει την πορεία πριν από δεκαπέντε ώρες, δεν είχαν κοιμηθεί και πολλοί είχαν πολεμήσει τις προηγούμενες ημέρες. «Τους ειδοποίησαν», είπε ο Παλαμήδης. «Φτάσαμε πολύ αργά». Για τον Υδάρνη αυτό δεν έδειχνε να έχει μεγάλη σημασία. Το μόνο που ήθελε ήταν να αφήσει το πέρασμα ανοιχτό, όπως τον είχε διατάξει ο Ξέρξης. Για έναν περίεργο λόγο, η Αρτεμισία και οι άνδρες της λαχταρούσαν περισσότερο να εκδικηθούν τους Δωριείς συγγενείς τους απ’ ό,τι οι Πέρσες. Όταν μπήκαν στους Αλπηνούς, βρήκαν το χωριό άδειο, εκτός από μερικούς κοκαλιάρικους σκύλους που τους υποδέχτηκαν γαβγίζοντας. Φτάνοντας στη θάλασσα, ο Υδάρνης έδωσε εντολή να στρίψουν προς τα αριστερά και να διεισδύσουν στο πέρασμα από την Τ ρίτη Πύλη. Η Αρτεμισία υποπτευόταν ότι η Δεύτερη Πύλη και το τείχος θα ήταν έρημα ή θα είχαν πέσει στα χέρια του Μαρδόνιου και των ανδρών του. Το σχέδιο του Ξέρξη και του στρατηγού του προέβλεπε να επιτεθούν στις θέσεις των Σπαρτιατών πριν από το μεσημέρι, υπολογίζοντας ότι ως τότε ο Υδάρνης και οι Αθάνατοι θα είχαν φτάσει στο μονοπάτι της Ανόπαιας και θα εμφανίζονταν στην
πλάτη του Λεωνίδα. Ενώ πλησίαζαν ωστόσο, ο αέρας άρχισε να φέρνει στα αυτιά τους τον γνώριμο πάταγο της μάχης, τονισμένο από κραυγές και ήχους σάλπιγγας. Παρά την κούραση, όλοι άνοιξαν το βήμα. Όταν έφτασαν και είδαν το τείχος, ανακάλυψαν ότι πίσω του δεν κρυβόταν κανείς. Οι υπερασπιστές που είχαν απομείνει είχαν βγει από τη στενωσιά για να παραταχθούν στην πεδιάδα και να πολεμήσουν ενάντια στα περσικά τάγματα. Η μάχη είχε σηκώσει κιόλας ένα πυκνό σύννεφο σκόνης, που το αεράκι του κόλπου έφερνε ως το Καλλίδρομο· ωστόσο εύκολα υπολόγιζε κανείς ότι οι εχθροί δεν έφταναν ούτε τη χιλιάδα. «Δε χάσαμε την ευκαιρία μας, Αρτεμισία», είπε ο Παλαμήδης. «Τ ι στοιχηματίζεις ότι οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες είναι εκεί;» «Δε στοιχηματίζω τίποτα. Είμαι σίγουρη». Ο Υδάρνης έδωσε εντολή να σταματήσουν για να ανασυντάξει το στράτευμά του. Η Αρτεμισία έκανε το ίδιο με τους άνδρες της και τους διέταξε να σηκώσουν τις ασπίδες και να φορέσουν τις περικεφαλαίες. Βρίσκονταν σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων περίπου από το τείχος, το οποίο την προηγούμενη μέρα, όταν το κοιτούσαν από τη δυτική πλευρά του, έδειχνε άφταστο σαν τις κορυφές του Ολύμπου. Η Αρτεμισία διέταξε τον Κλεοφώντα, το σαλπιγκτή της, να δώσει το σήμα της επίθεσης. «Τ ι κάνεις;» ρώτησε έκπληκτος ο Υδάρνης. «Δεν έχω καμία πρόθεση να μαχαιρώσω πισώπλατα τους Σπαρτιάτες. Θέλω να με δουν να έρχομαι! Αν δε θέλεις να αργήσεις στη σφαγή, ακολούθησέ με». Οι Έλληνες άρχισαν να ψάλλουν τον παιάνα και, παρ’ όλη την κούραση που είχαν συσσωρεύσει όλη τη νύχτα, βρήκαν δυνάμεις για να προχωρήσουν με βήμα ελαφρύ, φορτωμένοι τα όπλα τους. Οι Αθάνατοι ακολούθησαν τραγουδώντας τον δικό τους ύμνο και, μια και δεν κουβαλούσαν οπλισμό, η εμπροσθοφυλακή του πρώτου τάγματος δεν άργησε να τους προσπεράσει. Η Αρτεμισία γύρισε το βλέμμα για μια στιγμή. Εκείνος ο στρατός διείσδυσης είχε σχηματίσει
μια πολύ μακριά στήλη, το τέλος της οποίας έφτανε πρακτικά στην Τ ρίτη Πύλη του περάσματος. Σαν είδαν ότι τους επιτίθεντο από την οπισθοφυλακή, οι εχθροί που πολεμούσαν στην πεδιάδα άρχισαν να υποχωρούν σιγά σιγά προς το τείχος. Επειδή δε σχημάτιζαν πια παράταξη, πολλοί από αυτούς δεν είχαν ούτε ασπίδα ούτε δόρυ. Καθώς πισωπατούσαν, δεκάδες άνδρες έμεναν πίσω κι έπεφταν στη σκόνη τραυματισμένοι ή νεκροί. Δε θα προλάβουμε, αναθεμάτισε η Αρτεμισία. Οι αμυνόμενοι πέρασαν το τείχος, άλλοι σκαρφαλώνοντάς το, άλλοι περνώντας από τις πόρτες που είχαν αφήσει ανοιχτές και άλλοι διασχίζοντας το διάδρομο που έμενε ανάμεσα στο τείχος και στη θάλασσα. Δε θα είχαν απομείνει πάνω από διακόσιοι οπλίτες. Τους υπόλοιπους τους είχε καταπιεί η παλίρροια των Περσών. Στις περισσότερες ασπίδες όμως φαίνονταν τα κόκκινα λάμδα των Σπαρτιατών. Μπράβο σας, τους ενθάρρυνε η Αρτεμισία άθελά της. Μόλις πέρασαν το τείχος, αντί να κατευθυνθούν κατά μέτωπο προς τον Υδάρνη και την Αρτεμισία, οι άνδρες του Λεωνίδα γύρισαν προς την ξηρά, προς ένα ύψωμα που ήταν κατάφυτο με θάμνους και είχε σχήμα τύμβου. Αυτό ακριβώς θα γίνει. Ο τύμβος σας, σκέφτηκε η Αρτεμισία. Το περσικό στράτευμα πέρασε με τη σειρά του το τείχος κι έζωσε το λόφο. Οι πιο τολμηροί άρχισαν να ανεβαίνουν την πλαγιά, μα οι αξιωματικοί τούς διέταξαν να οπισθοχωρήσουν και να περιμένουν. Η Αρτεμισία έφτασε κοντανασαίνοντας στα πόδια του λόφου κι ετοιμαζόταν να τον ανέβει, όταν ο Υδάρνης την έπιασε από το μπράτσο. «Αν συνεχίσεις, θα πεθάνεις μαζί τους. Δεν είναι η στιγμή να πολεμήσεις με τον δικό σας τρόπο. Πρέπει να τους εξολοθρεύσουμε όπως κάνουμε εμείς οι Πέρσες». Στην άλλη πλευρά του λόφου η Αρτεμισία αναγνώρισε το πολύχρωμο καφτάνι και την τιάρα του Μαρδόνιου, κόκκινη σαν το γένι του. Ο στρατηγός, προικισμένος με φωνή δυνατή σαν εκείνη
ενός κήρυκα, φώναξε στα ελληνικά: «Παραδώστε τα όπλα σας και ο Μεγάλος Βασιλιάς θα φανεί μεγαλόψυχος!» Ένας Σπαρτιάτης του απάντησε: «Σας το είπε ο Λεωνίδας τις προάλλες! Ελάτε να τα πάρετε!» Παρόλο που οι ασπίδες των Λακεδαιμονίων ξεχώριζαν ελάχιστα η μία από την άλλη, η Αρτεμισία ήταν σχεδόν σίγουρη ότι εκείνος ο αξιωματικός ήταν ο ίδιος που αυτή είχε αντιμετωπίσει την προηγούμενη μέρα. Οι υπόλοιποι άνδρες είχαν μαζευτεί γύρω του με τις ασπίδες σηκωμένες. Σχεδόν κανείς δεν είχε δόρυ και, αντί για τον περίφημο σκαντζόχοιρο του Αρχίλοχου, έμοιαζαν περισσότερο με μια αξιοθρήνητη χελώνα. Σαν έδωσε εντολή ο Μαρδόνιος, τα τάγματά τους και οι Αθάνατοι σήκωσαν τα τόξα προς τον ουρανό και άρχισαν να ρίχνουν κατά βούληση. Τα βέλη εξαπολύονταν σε πυκνά σμήνη από τις δύο πλευρές και σαν έπεφταν πάνω στους Έλληνες έσμιγαν τόσο, ώστε σχημάτιζαν ένα σκοτεινό νέφος που έμοιαζε με σμάρι θανατηφόρων εντόμων. Από την πλευρά των Περσών δεν ακούγονταν πια φωνές, μόνο το τρίξιμο του ξύλου και του κέρατου που τεντωνόταν και το κροτάλισμα των χορδών από έντερο σαν ελευθέρωναν την πίεση. Εντωμεταξύ, από το λόφο ακούγονταν οι κραυγές εκείνων που έπεφταν και οι κατάρες όσων αποκαλούσαν τους Πέρσες δειλούς γιατί δεν τολμούσαν να πολεμήσουν σώμα με σώμα. Όλο και λιγότεροι αμυνόμενοι απέμεναν ζωντανοί και οι λίγοι που είχαν μείνει είχαν χωθεί κάτω από τις ασπίδες και είχαν σχηματίσει μια γροθιά. Μα τώρα πια ούτε οι ασπίδες αρκούσαν για να αμυνθούν. Έπεφτε πάνω τους ένας κατακλυσμός δυσανάλογος για τόσο λίγους άνδρες, δεκάδες χιλιάδες βέλη με κάθε ομοβροντία, και όσες σαΐτες δεν κατάφερναν να χωθούν ανάμεσα στις ασπίδες έπεφταν πάνω στις χαραμάδες ή στα βαθουλώματά τους και τελικά τις έκαναν χίλια κομμάτια. Όταν δεν είχαν μείνει ζωντανοί περισσότεροι από δέκα ή δώδεκα Σπαρτιάτες, ο αξιωματικός τους σηκώθηκε, πέταξε την ασπίδα στο έδαφος, έδειξε την Αρτεμισία και φώναξε με φωνή τόσο δυνατή ώστε
τα λόγια του έφτασαν ξεκάθαρα στα αυτιά της: «Πρόδωσες τη φυλή σου, πόρνη! Μα έχουν βάλει τιμή στο...!» Η φράση του έμεινε στη μέση γιατί στο λαιμό του καρφώθηκε ένα βέλος. Πριν το κορμί του προλάβει να σωριαστεί στο έδαφος, άλλα δεκαπέντε ή είκοσι βέλη είχαν χωθεί στα μπράτσα και στα πόδια του. «Είδα ποιος είναι», είπε ο Παλαμήδης. «Θα ανέβω τώρα αμέσως να του κόψω τα καρύδια και να του τα δώσω να τα φάει». Τα μάτια της Αρτεμισίας ήταν γεμάτα δάκρυα που δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Βλέποντας τους τελευταίους Σπαρτιάτες να πέφτουν στην κορυφή του λόφου, είχε πάψει να τους μισεί και είχε αρχίσει ξανά να τους θαυμάζει. Ακόμα περισσότερο και απ’ όταν ήταν μικρή. Γιατί καταλάβαινε ότι όσες ιστορίες κι αν της είχαν πει για την ανδρεία των Σπαρτιατών ήταν λίγες. «Μην το κάνεις αυτό», είπε τον εξάδελφό της. «Πρέπει να σεβαστούμε τα κορμιά τους. Αυτά τα αναθεματισμένα καθάρματα ξέρουν να είναι μοναδικοί ακόμα και στο θάνατο».
Ο Ξέρξης δεν έδειχνε να έχει την ίδια γνώμη. Προς μεγάλη έκπληξη και δυσαρέσκεια της Αρτεμισίας, σαν έπεσε νεκρός και ο τελευταίος Σπαρτιάτης, ζήτησε επίμονα να βρουν το κουφάρι του Λεωνίδα. Κατά τα φαινόμενα, ο βασιλιάς είχε πέσει στην πεδιάδα, στην άλλη πλευρά του τείχους. Μα οι άνδρες του είχαν πολεμήσει κυριολεκτικά με νύχια και με δόντια –το μαρτυρούσαν οι μηροί και τα μπράτσα πολλών Περσών– για να πάρουν το πτώμα του από τα χέρια των εχθρών και να το μεταφέρουν ως το λόφο. Όταν βρήκαν το κορμί του Λεωνίδα κάτω από τους άνδρες του, ο Ξέρξης διέταξε να τον αποκεφαλίσουν και να καρφώσουν το κεφάλι του σε ένα στύλο. Η Αρτεμισία δεν κατάφερε να μάθει το λόγο αυτής της μανίας, μα ήταν σίγουρη για ένα πράγμα: κάθε μέρα που περνούσε, ο Μεγάλος Βασιλιάς της φαινόταν όλο και πιο μικρός.
Μαλιακός κόλπος και Αρτεμίσιο, 16-21 Αυγούστου Και ο Κίμωνας είχε δάκρυα στα μάτια όταν η Ίρις έβαλε πλώρη για τη δύση για να φέρει τα άσχημα νέα. Είχε καρφώσει τα μάτια στο πέρασμα για ώρα πολλή, ακουμπισμένος στην κουπαστή του αγγελιοφόρου πλοίου. Από εκεί οι βάρβαροι φάνταζαν μικροσκοπικοί και αναρίθμητοι σαν μυρμήγκια. Η πελώρια μάζα τους κόντευε να καταπιεί τους Σπαρτιάτες. Λίγο πιο δυτικά έβλεπε να καταφτάνει το περσικό στράτευμα, το οποίο, όπως τους είχαν ειδοποιήσει οι Φωκείς φύλακες, είχε περικυκλώσει το βουνό από το μονοπάτι της Ανόπαιας. Ο Κίμωνας ήθελε να μείνει κοντά στην ακτή για να γίνει μάρτυρας του τέλους των Σπαρτιατών και των ελάχιστων συμμάχων που παρέμεναν στο πλευρό τους· μα ο Αβρώνιχος, καπετάνιος της Ίριδας, επέμεινε ότι έπρεπε να απομακρυνθούν από εκεί το συντομότερο δυνατόν. Αν περνούσε από το χέρι του, θα είχε μείνει κοντά στους Σπαρτιάτες μέχρι την τελευταία στιγμή για να πεθάνει μαζί τους. Ανέκαθεν τους θαύμαζε, μα με τρόπο μάλλον πνευματικό, σχεδόν αφηρημένο. Τ ώρα όμως, αφού είχε μοιραστεί με τους Λακεδαιμόνιους εκείνες τις ημέρες στις Θερμοπύλες, η λατρεία που ένιωθε για εκείνους είχε μετατραπεί σε ένα συναίσθημα έντονο και μύχιο.
«Εσύ θα μείνεις εδώ με τον Αβρώνιχο», του είχε πει ο Θεμιστοκλής μερικές ημέρες νωρίτερα, όταν ο στόλος εγκατέλειπε τις Θερμοπύλες για να κατευθυνθεί στο Αρτεμίσιο. «Θα είσαι ο σύνδεσμος ανάμεσα στη θέση μας και στη θέση του Λεωνίδα. Αυτό σου είχα υποσχεθεί». Και πρόσθεσε με έντονο σαρκασμό: «Γιατί μπορεί να μην το πιστεύεις, αλλά εγώ κρατώ το λόγο και τις δεσμεύσεις μου». Μετά τη συνέλευση της Εκκλησίας ο Θεμιστοκλής απευθυνόταν στον Κίμωνα με ψυχρή ορθότητα διακοσμημένη με περιστασιακούς
ανθούς ειρωνείας. Είχε υψώσει τη φωνή μόνο την ατυχή εκείνη ημέρα στον Πειραιά. Ο Κίμωνας είχε μετανιώσει για όσα είχε πει στην Απολλωνία, γιατί στην ιδέα που είχε στο μυαλό του για τους πολιτικούς αγώνες δεν είχε θέση ο χωρισμός ενός άνδρα από τη σύζυγό του, ούτε καν από την παλλακίδα του. Τέτοιες μικροπρέπειες τις άφηνε σε άλλους, όπως στον μελλοντικό του κουνιάδο, τον Καλλία, ή στον Ξάνθιππο· ο οποίος, παρεμπιπτόντως, όπως και ο Αριστείδης, δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στην Αθήνα όταν ο στόλος είχε σαλπάρει για το Αρτεμίσιο. Παρότι ένιωθε τύψεις, ο Κίμωνας δεν είχε δοκιμάσει να ζητήσει συγγνώμη και το θέμα δεν είχε αναφερθεί ξανά ανάμεσά τους. Ο Θεμιστοκλής έδειχνε πιο σοβαρός απ’ ό,τι συνήθως, σχεδόν θλιμμένος· ο Κίμωνας όμως δεν πίστευε ότι ο πραγματικός λόγος ήταν ο καβγάς του με την Απολλωνία, μα το πλήγμα που είχαν δεχτεί οι φιλοδοξίες του στην Εκκλησία του Δήμου. Για να συμβαδίσει με τη διάθεσή του, η πορεία των επιχειρήσεων δικαιολογούσε την απαισιοδοξία του. Σαν έφτασαν στις Θερμοπύλες και είδαν ότι ο στρατός που τους είχαν υποσχεθεί οι πόλεις της Πελοποννήσου περιοριζόταν σε κάτι περισσότερο από τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες, η αποθάρρυνση και το σάστισμα κυριάρχησαν ανάμεσα στους συμμάχους του στόλου και κυρίως στους Αθηναίους, που έβλεπαν ότι έπρεπε να σηκώσουν οι ίδιοι σχεδόν όλο το βάρος του πολέμου. Ο Λεωνίδας πήρε τον Θεμιστοκλή παράμερα και ανέβηκαν οι δυο τους σε ένα λόφο με σχήμα τύμβου τον οποίο οι ντόπιοι ονόμαζαν Κολωνό. Από την πεδιάδα ο Κίμωνας τους είδε να χειρονομούν έντονα. Κάποιες στιγμές σήκωναν τόσο τη φωνή ώστε ακούγονταν από κάτω. Οι υπόλοιποι Αθηναίοι έλαβαν την εξήγηση ότι οι Σπαρτιάτες δεν είχαν στείλει περισσότερους άνδρες στις Θερμοπύλες εξαιτίας, εκ νέου, του εορτασμού των Καρνείων. Την υπόσχεση όμως δεν παρέβαιναν μόνο οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και οι υπόλοιποι σύμμαχοι από την Πελοπόννησο. Όταν ισχυρίστηκαν ότι ο λόγος για τον οποίο είχαν στείλει τόσο λίγους άνδρες ήταν το γεγονός ότι γιόρταζαν την
Ολυμπιάδα, οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι άκουγαν ένα κακόγουστο αστείο. Και εκείνοι, ως Έλληνες, συμμετείχαν στους αγώνες προς τιμήν του Δία. Εκείνη τη χρονιά όμως είχαν περιοριστεί να στείλουν ένα-δυο αθλητές, μια μικροσκοπική επίσημη αντιπροσωπεία και, φυσικά, κανένα θεατή. Όπως είχε πει ο Θεμιστοκλής, «Ο Δίας θα μας συγχωρήσει που κηλιδώσαμε τους εορτασμούς του αν του προσφέρουμε μια καλή εκατόμβη από Πέρσες». Όταν ο Λεωνίδας και ο Θεμιστοκλής κατέβηκαν από το λόφο, έδειχναν να έχουν συμφωνήσει. Αργότερα, πριν σαλπάρουν για το Αρτεμίσιο, ο Θεμιστοκλής είπε στον Κίμωνα την αλήθεια. Η Σπάρτη δεν είχε καμία πρόθεση να διακινδυνεύσει την αποστολή στρατευμάτων στην κεντρική Ελλάδα. Αντίθετα, σκόπευαν να σηκώσουν ένα τείχος στον Ισθμό και να σπείρουν με εμπόδια τα στενά περάσματα ανάμεσα στην Αττική και στην Πελοπόννησο. «Μας απομονώνουν λες κι έχουμε πανούκλα. Αυτοί λοιπόν είναι οι Σπαρτιάτες που τόσο θαυμάζεις, Κίμωνα. Αυτοί, που διακινδυνεύουν να στείλουν τριακόσιους άνδρες στις Θερμοπύλες και δέκα πλοία στο Αρτεμίσιο, είναι οι κυβερνήτες της Συμμαχίας μας. Σε αυτούς παραδώσατε το γενικό πρόσταγμα εσύ και οι φίλοι σου». Ο Κίμωνας ντροπιάστηκε. Μα το σάστισμά του δεν κράτησε πολύ. Μόλις μίλησε με τον Λεωνίδα και τους άνδρες του, συνειδητοποίησε ότι ήταν τόσο αφοσιωμένοι στο σκοπό όσο και οι υπόλοιποι. «Μην ανησυχείς, λιονταράκι», του είπε ο Λεωνίδας. «Έχουμε αρκετούς άνδρες για να κρατήσουμε τη θέση. Έχεις το λόγο μου ότι δεν πρόκειται να παραχωρήσουμε ούτε σπιθαμή εδάφους». Όταν άρχισαν οι μάχες, ο Κίμωνας διαπίστωσε ότι τα λόγια του βασιλιά δεν ήταν απλό καύχημα. Το πρωί Θηβαίοι και Αρκάδες πολέμησαν με μεγάλη ανδρεία στο πέρασμα. Το απόγευμα όμως ο Κίμωνας έγινε μάρτυρας ενός θαυμάσιου, συναρπαστικού θεάματος. Οι Αθάνατοι ορμούσαν σαν τα κύματα της θάλασσας πάνω στους Σπαρτιάτες, σαν μια καταιγίδα που δεν έλεγε να κοπάσει. Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα είχαν παραταχθεί στις πρώτες γραμμές με τη
στήριξη των περιοίκων συμμάχων τους, που τους έσπρωχναν από πίσω με τις ασπίδες για να τους βοηθήσουν να κρατήσουν τη θέση. Οι Αθάνατοι, από την πλευρά τους, δεν είχαν ανάγκη τις φωνές των αξιωματικών· συνέχιζαν να μάχονται κινούμενοι από μια αυτοκαταστροφική ορμή, παρότι έπεφταν κατά δεκάδες σε εκείνο το τόσο μικρό μέτωπο. Οι Λακεδαιμόνιοι τους εξολόθρευαν με την ακρίβεια και την ψυχρή οικονομία κινήσεων την οποία διαθέτουν εκείνοι που από τα εφτά τους χρόνια αφιερώνουν τη ζωή τους στην τέχνη και στην άσκηση του θανάτου. Όταν οι Λακεδαιμόνιοι εξαντλήθηκαν από το μακελειό, αναγκάστηκαν να μπουν ανάμεσα στις γραμμές τους οι Θεσπιείς για να τους αντικαταστήσουν. Εκείνη τη στιγμή ο Κίμωνας εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να πάρει μέρος στη μάχη. Έτσι, απόλαυσε την τιμή να πολεμήσει πλάι στον Λεωνίδα. Στα εξήντα χρόνια του, ο βασιλιάς αρνούνταν να οπισθοχωρήσει στις τελευταίες γραμμές. Η συμμετοχή του Κίμωνα στάθηκε σύντομη, γιατί οι Πέρσες αξιωματικοί διέταξαν υποχώρηση. Σε εκείνο το διάστημα όμως πήρε τη ζωή δύο εχθρών και τραυμάτισε άλλον ένα. Τη νύχτα, την ώρα που ένας υπηρέτης τού άλειφε τα μέλη με ζεστό λάδι από δεντρολίβανο, ο Λεωνίδας είπε: «Βλέπω ότι είσαι από τη γενιά μου, Κίμωνα, γιε του Μιλτιάδη. Δε θα σε ξαναπώ λιονταράκι. Κέρδισες πια το όνομα “ λιοντάρι”. Θα ήσουν καλός Λακεδαιμόνιος». Κανένας άλλος έπαινος δε θα μπορούσε να κάνει τον Κίμωνα τόσο περήφανο. Την ίδια νύχτα υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι ο πρώτος του γιος θα λεγόταν ακριβώς Λακεδαιμόνιος. Την επόμενη μέρα, παρά την κόπωση και τα τραύματά τους, οι Σπαρτιάτες μπήκαν πρώτοι στην παράταξη. Ο Κίμωνας παρακολούθησε τη μάχη σκαρφαλωμένος στο τείχος και αυτή τη φορά είδε με τα μάτια του να εξολοθρεύουν όχι ένα τάγμα Περσών, αλλά μία φάλαγγα οπλιτών που είχαν τον ίδιο οπλισμό με εκείνους. Ανάμεσα στους Έλληνες μαχόταν και η Αρτεμισία από την Αλικαρνασσό. Όταν βρισκόταν ακόμη στην Αθήνα, δεν είχε δώσει
μεγάλη σημασία στα όσα λέγονταν για εκείνη, μα στις Θερμοπύλες την είδε να μάχεται σαν δαίμονας. Σε ολόκληρη τη μάχη δεν είχε μάτια για άλλον εκτός από την Αρτεμισία. Όταν ένας Σπαρτιάτης την τραυμάτισε, πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί. Μα η Αρτεμισία ανέκαμψε και, παρόλο που οι Σπαρτιάτες επιδίδονταν σε πραγματική σφαγή στις πρώτες γραμμές, επέμεινε να επιστρέψει στη μάχη ώσπου οι άνδρες της την έβγαλαν από εκεί σηκωτή. Μπράβο σου, γυναίκα, είπε μέσα του ο Κίμωνας. Οι συμπατριώτες του δεν ήταν εξίσου ανεκτικοί με την Αρτεμισία. Ο στρατηγός Ανδρόνικος είχε παρουσιάσει μια πρόταση που προσέφερε δέκα χιλιάδες δραχμές σε όποιον την έπιανε ζωντανή. «Αυτή η πόρνη πουλήθηκε στους Πέρσες. Πρέπει να την εξευτελίσουμε και να την εκτελέσουμε σε κοινή θέα. Τ ι παράδειγμα θα δώσει στις γυναίκες μας;» είχε πει μιλώντας στην Εκκλησία. Είχε επικαλεστεί τον περίφημο πόλεμο ανάμεσα στις Αμαζόνες και στους Αθηναίους, προσθέτοντας πως ήταν απαράδεκτο το ότι μια γυναίκα τολμούσε να προστάζει άνδρες να πολεμήσουν ενάντια σε άλλους άνδρες, οι οποίοι ήταν Έλληνες, όπως η ίδια. Ο Θεμιστοκλής απάντησε ότι, αν άρχιζαν να προσφέρουν αμοιβές για κάθε αξιωματικό ή αρχηγό του περσικού στρατού, θα έπρεπε να περάσουν οι ίδιοι στην Ασία για να κατακτήσουν τους θησαυρούς του Μεγάλου Βασιλιά. Μα ο λαός των Αθηνών, κατά παράδοση μισογύνης, είχε υπερψηφίσει την πρόταση.
Το απόγευμα της δεύτερης ημέρας οι επιθέσεις ήταν λιγότερο έντονες. Είχαν περιοριστεί σε επιδρομές του ιππικού των Σακών και των Περσών που αποδεικνύονταν περισσότερο ενοχλητικές παρά επικίνδυνες, με την προϋπόθεση ότι οι άνδρες δεν εγκατέλειπαν τη θέση τους ή την προστασία του τείχους. Εκείνο το έδαφος ήταν ακόμα πιο δύσβατο για τους ιππείς, οι οποίοι δεν πλησίαζαν καν αρκετά τους αμυνόμενους ώστε να τους φτάνουν τα βέλη τους.
Οι πρώτες εκείνες επιτυχίες τούς έκαναν να σκεφτούν ότι ίσως αρκούσαν για να κρατήσουν τη θέση. Το σούρουπο, ενώ δειπνούσαν, ο Λεωνίδας είπε στον Κίμωνα: «Ίσως τελικά να μην απογοητεύσουμε τους συμμάχους μας». «Κανείς δε θα μπορούσε να απογοητευτεί πολεμώντας πλάι σε άνδρες γενναίους σαν κι εσάς». «Δεν πρόκειται για γενναιότητα», παρενέβη ένας βετεράνος πολεμιστής που λεγόταν Διηνέκης και καθόταν μαζί τους κοντά στη φωτιά. «Είναι θέμα υπακοής. Ο νόμος προστάζει να υπερασπιστούμε το πέρασμα. Και ο νόμος πρέπει να τηρηθεί. Αυτό είναι όλο». Ο Λεωνίδας σηκώθηκε με ένα γρύλισμα και τα γόνατά του έτριξαν. «Εμείς θα αντισταθούμε όσο χρειαστεί. Προέχει να καταφέρει ο στόλος σας να σταματήσει το στόλο των Περσών. Αν κρατήσουμε και τις δύο θέσεις, ο Μεγάλος Βασιλιάς θα καταστραφεί και θα πρέπει να γυρίσει στο παλάτι του για να μαζέψει κι άλλα χρυσά νομίσματα». «Ο στόλος μας θα αντέξει». «Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος, Κίμωνα. Δεν είμαι έμπειρος στα θέματα της θάλασσας, αλλά, αν έχω καταλάβει καλά, το Αρτεμίσιο δεν είναι τόσο στενό όσο αυτό το σημείο. Εκεί οι Πέρσες θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν την ανωτερότητά τους. Εδώ στις Θερμοπύλες, αντιθέτως», πρόσθεσε δείχνοντας τη φιγούρα του Καλλίδρομου, που διαγραφόταν επιβλητικό στον νυχτερινό ουρανό, «είναι η ίδια η ελληνική γη εκείνη που αποδιώχνει τους εισβολείς». Από ειρωνεία της τύχης, ο βασιλιάς αγνοούσε ότι από την άλλη μεριά εκείνου του σκοτεινού όγκου είχαν αρχίσει να διεισδύουν κάμποσα τάγματα Περσών. Την πρώτη ειδοποίηση την έστειλαν οι θεοί σαν χάραξε η αυγή. Όταν ο ιερέας Μεγιστίας εξέτασε τα σπλάχνα του θύματος που μόλις είχαν θυσιάσει, ανακοίνωσε: «Όσοι άνδρες μείνουν σε αυτό το πέρασμα θα πεθάνουν πριν πέσει η νύχτα». Όπως ήταν αναμενόμενο, τα λόγια εκείνα θορύβησαν τους στρατιώτες. Μα ο βασιλιάς Λεωνίδας, με το χαρακτηριστικό
σπαρτιάτικο χιούμορ, είπε στους άνδρες του ότι, αφού έτσι είχαν τα πράγματα, δεν είχαν παρά να φάνε ένα καλό πρωινό και να μην ανησυχούν αν θα ξόδευαν τις προμήθειες γιατί το ίδιο βράδυ ο Άδης και η Περσεφόνη θα τους έκαναν το τραπέζι στον Κάτω Κόσμο. Για μια-δυο ώρες δεν παρατήρησαν καμία δραστηριότητα από πλευράς των Περσών. Ύστερα, όταν πια ο ήλιος είχε σηκωθεί πάνω από τη θάλασσα, εμφανίστηκαν οι Φωκείς. Ο Λεωνίδας είχε στείλει χίλιους άνδρες για να φυλάξουν το ύψωμα, μα τώρα έφτασαν μόνο γύρω στους πενήντα. Οι υπόλοιποι το είχαν σκάσει για να υπερασπιστούν τη γη τους ή για να σώσουν τη ζωή τους στα βουνά. «Οι Πέρσες πήραν το μονοπάτι της Ανόπαιας!» τους είπαν. «Πόσοι είναι;» «Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες! Είναι οι Αθάνατοι!» Ο Λεωνίδας συγκάλεσε έκτακτη συγκέντρωση με τους υπόλοιπους στρατηγούς. Όταν οι Πέρσες περικύκλωναν και περνούσαν τη Δεύτερη Πύλη, οι Θερμοπύλες θα ήταν ανυπεράσπιστες. Γι’ αυτό διέταξε τους συμμάχους της Πελοποννήσου να αποσυρθούν. «Εγώ πρέπει να εκπληρώσω το χρησμό του μαντείου. Ή θα πέσει ένας βασιλιάς ή θα υποταχθεί η ίδια η Σπάρτη. Αφού έτσι θέλησαν οι θεοί, είναι αξιοπρεπές και τίμιο να πεθάνω εδώ». Οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες φυσικά θα έμεναν μαζί του. Το αντίθετο δε συζητήθηκε καν. Μα δεν ήταν οι μόνοι που αποφάσισαν να αντισταθούν. Οι Θεσπιείς, που είχαν διακριθεί για την ανδρεία τους στη μάχη την πρώτη μέρα, αρνήθηκαν να υποχωρήσουν. Εκτός από αυτούς, ήταν και τετρακόσιοι Θηβαίοι, μέλη των οικογενειών που προέβαλλαν την πιο σθεναρή αντίσταση στους Πέρσες. Οι ολιγαρχικοί που κυβερνούσαν τη Θήβα και επιθυμούσαν να την παραδώσουν στον Ξέρξη τους είχαν στείλει στις Θερμοπύλες για να πολεμήσουν μαζί με τον Λεωνίδα, με την ελπίδα ότι θα σκοτώνονταν όλοι. Και αυτοί οι τετρακόσιοι άνδρες επέμειναν να υπερασπιστούν τις Θερμοπύλες. Οι Θεσπιές και η Θήβα βρίσκονταν στη Βοιωτία και τίποτα δε θα εμπόδιζε τον Ξέρξη να κατακτήσει τις δύο πόλεις αν
εκείνοι εγκατέλειπαν το πέρασμα. «Θα μείνω μαζί σας», είπε ο Κίμωνας στον Λεωνίδα. «Το καθήκον σε καλεί αλλού. Πήγαινε να πεις στον Θεμιστοκλή τι συνέβη εδώ. Να το πεις και στους υπόλοιπους Έλληνες, για να ξέρουν ότι ο στρατός του Ξέρξη δεν είναι ανίκητος». Τα μάτια του γυάλισαν υγρά για μια στιγμή. «Και, πάνω απ’ όλα, πες στον Θεμιστοκλή ότι όταν σκέφτεται τη Σπάρτη δεν πρέπει να θυμάται τις ραδιουργίες του συμβουλίου των γερόντων ούτε του συμβασιλέα μου, του Λεωτυχίδη. Πρέπει να θυμάται εμένα, τους τριακόσιους άνδρες μου και τις Θερμοπύλες». Όταν ο Κίμωνας ήταν έτοιμος να ανέβει στο πλοίο, ο βασιλιάς της Σπάρτης έβαλε το χέρι του στον ώμο του Αθηναίου και του είπε: «Ξέρω ότι έχεις διαφορές με τον Θεμιστοκλή. Μα πρέπει να τον στηρίξεις. Τ ώρα πια εκείνος είναι η ελπίδα της Ελλάδας. Όταν μειονεκτεί κανείς στον αριθμό και στις δυνάμεις, μόνο με την εξυπνάδα μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο».
Ενώ ξαναθυμόταν εκείνες τις ημέρες που θα έμεναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη του, το πέρασμα χάθηκε από μπροστά του. Στα αριστερά τους είχαν την ακτή της Στερεάς Ελλάδας και στα δεξιά την ακτή της Εύβοιας. Εκείνος ο τόσο στενός βραχίονας της θάλασσας θα ήταν καλό σημείο για να ανακόψουν την προέλαση των Περσών. Είχε όμως λίγα αραξοβόλια σαν εκείνα που χρειαζόταν ένας στόλος με πάνω από τριακόσια πλοία σαν τον δικό τους. Ο Θεμιστοκλής είχε προτιμήσει τη μακρόστενη παραλία του Αρτεμισίου, στο βόρειο άκρο του νησιού, που πρόσφερε άφθονο πόσιμο νερό. Από εκεί μπορούσε να ελέγξει το πέρασμα και στις δύο ακτές, τη δυτική, που έβγαζε στο στενό, και την ανατολική, που ανοιγόταν στο Αιγαίο. Εκείνα τα νερά ήταν επικίνδυνα ακόμα και για την Ίριδα, μια γοργή τριακόντορο στην οποία υπηρετούσαν οι καλύτεροι
κωπηλάτες του αθηναϊκού στόλου, με εξαίρεση εκείνους που τραβούσαν κουπί για τον Θεμιστοκλή στην Αρτεμισία. Μια-δυο φορές διασταυρώθηκαν με αγγελιοφόρα πλοία του εχθρού, μα προτίμησαν να απομακρυνθούν παρά να πλησιάσουν για να πολεμήσουν, και το πλήρωμα περιορίστηκε να τους φωνάξει προσβολές από το κατάστρωμα. Έπλεαν κόντρα στον άνεμο. Η τοπογραφία του στενού ενίσχυε τα μελτέμια που φυσούσαν, γι’ αυτό οι άνδρες αναγκάζονταν να καταβάλουν διπλάσια προσπάθεια για να προχωρούν. Σε λίγο άρχισαν να βλέπουν απομεινάρια πλοίων που έσπρωχναν προς τον κόλπο τα κύματα και ο ίδιος ο άνεμος. Πέρασαν κοντά στο κομμάτι μιας πλώρης με ένα μεγάλο μαυροπράσινο μάτι, το οποίο ο Κίμωνας αναγνώρισε. Ανήκε στην Πανόπαια, μία από τις πρώτες τριήρεις που είχαν κατασκευαστεί με τα χρήματα από το Λαύριο. Λίγο αργότερα είδαν να πλέουν κάμποσα πτώματα, πρησμένα και ασπριδερά σαν την κοιλιά του ψαριού. «Η μάχη έγινε εδώ και τουλάχιστον δύο ημέρες», σχολίασε ο Αβρώνιχος. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Κίμωνας. «Όταν κάποιος πνίγεται, κάνει δύο ημέρες να ξαναβγεί στην επιφάνεια». Είδαν μερικά πλοία που επέπλεαν στα νερά σχεδόν ακέραια. Διασταυρώθηκαν με ένα ελληνικό, που όμως μαχόταν με το μέρος του εχθρού: δεν είχε στην πλώρη του την κόκκινη τρίαινα που είχαν ζωγραφίσει στις τριήρεις της Συμμαχίας για να αναγνωρίζουν η μία την άλλη. Το πλοίο είχε δύο ανοιχτά ρήγματα. Μάλλον είχε δεχτεί ταυτόχρονη επίθεση από δύο έμβολα. Από τα ανοίγματα των κουπιών πρόβαλλαν χέρια, πόδια και κάπου κάπου κανένα κεφάλι. Κάτω από το μόλις ένα μέτρο νερού που τα κάλυπτε, τα πτώματα είχαν ένα δυσοίωνο πρασινωπό χρώμα. Το πλοίο θα είχε βυθιστεί τόσο γρήγορα, ώστε οι άτυχοι κωπηλάτες δεν είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν το αμπάρι. Ακόμα και μετά το μεσημέρι συνέχισαν να βλέπουν κουφάρια
πλοίων, κουπιά, πηδάλια, κομματιασμένες πλώρες. Σε ένα σανίδι που επέπλεε βρήκαν το πτώμα ενός από τους συντρόφους τους. Οι εχθροί είχαν καρφώσει με βέλη τα χέρια και τα πόδια του στο ξύλο και του είχαν ανοίξει την κοιλιά. Παρότι βιάζονταν να συναντήσουν τον συμμαχικό στόλο, αν βέβαια υπήρχε ακόμη, σταμάτησαν για να μαζέψουν το πτώμα. Κανένας Έλληνας δεν άξιζε τέτοιο πεπρωμένο. «Έτσι είναι ο πραγματικός πόλεμος», είπε ο Αβρώνιχος, που είχε παρεξηγήσει τη σοβαρή έκφραση του Κίμωνα. «Το ξέρω. Πολέμησα στον Μαραθώνα, στο πλευρό του πατέρα μου». «Στον Μαραθώνα; Μα δε γίνεται να ήσουν πάνω από δεκαοχτώ χρόνων...» «Ήμουν είκοσι. Ήταν η πρώτη μου μάχη». Ο ναυτικός κούνησε το κεφάλι και από εκείνη τη στιγμή άρχισε να του φέρεται με μεγαλύτερο σεβασμό. Ο Κίμωνας δεν μπήκε στον κόπο να προσθέσει ότι είχε πολεμήσει και στο πλευρό του Λεωνίδα. Ο Αβρώνιχος είχε μείνει συνεχώς πλάι στην τριακόντορό του, χωρίς να πλησιάσει στο πεδίο της μάχης.
Όταν επιτέλους έφτασαν στο Αρτεμίσιο, ο ήλιος είχε πέσει και η παραλία ήταν γεμάτη φωτιές. Ήταν προφανές ότι η μάχη είχε τελειώσει πριν από λίγο. Κάποιες τριήρεις μόλις είχαν αράξει στην άμμο. Αρκετές είχαν χάσει το έμβολο και στα κύτη των περισσότερων διακρίνονταν οι ουλές της μάχης. Είδαν να κείτονται στην παραλία σειρές από πτώματα, στα οποία οι σύντροφοί τους πρόσθεταν κι άλλα, που κατέβαζαν από τα πλοία ή έσερναν στην άμμο. Ο Κίμωνας αναθάρρησε λίγο σαν είδε και μερικά εχθρικά πλοία. Όσο οι κωπηλάτες τα γύμνωναν από τις μεγάλες χρυσές μάσκες και τα στολίδια της πρύμνης, οι οπλίτες του καταστρώματος κατέβαζαν τους ελάχιστους επιζώντες, δεμένους τον ένα πίσω από τον άλλο με
τα χέρια στην πλάτη, τους υποχρέωναν να γονατίσουν στην άμμο και τους αποκεφάλιζαν με τα σπαθιά τους δίχως δισταγμό. Η Συμμαχία είχε αποφασίσει να μην πάρει κρατουμένους. Ήθελαν να σπείρουν τον τρόμο στην καρδιά των Περσών για να τους κάνουν να εγκαταλείψουν το συντομότερο δυνατόν την ελληνική γη. Έδεσαν επιτέλους πλάι στην Αρτεμισία. Ο Κίμωνας πήδηξε στη στεριά χωρίς να περιμένει να σταματήσει η τριακόντορος και αναζήτησε τον Θεμιστοκλή. Δε δυσκολεύτηκε να τον βρει. Ήταν καθισμένος στην πρύμνη, στη θέση του τριήραρχου, μαζί με τον οικονόμο του, ο οποίος του διάβαζε καταλόγους με ονόματα και αριθμούς από ένα ρολό λινού υφάσματος. Ο Κίμωνας ανέβηκε τη σκαλίτσα του πλοίου και του ανακοίνωσε τα άσχημα νέα χωρίς περιστροφές. «Οι Θερμοπύλες έπεσαν». Ο Γρύλος σταμάτησε τους υπολογισμούς και ο Θεμιστοκλής του έκανε νόημα να τους αφήσει μόνους. Ύστερα απάντησε στον Κίμωνα: «Αναμενόμενο ήταν. Χθες το βράδυ ο ουρανός ήταν ανέφελος και το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο. Τ ι περίμεναν, ότι θα κρατούσαν τα υψώματα παρατάσσοντας πέντε κουνάβια;» «Μίλα με περισσότερο σεβασμό! Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν σαν πραγματικοί ήρωες κι έπεσαν ως τον τελευταίο άνδρα». «Δεν είμαστε στο διαγωνισμό των μεθυσμένων στα Διονύσια, Κίμωνα. Οι αριθμοί που μου διάβαζε ο Γρύλος ήταν η αναφορά των απωλειών». «Είναι πολλές;» «Ναι, ο κατάλογος είναι μακρύς». Ο Κίμωνας ξεροκατάπιε. Η έκφραση του Θεμιστοκλή μαλάκωσε λιγάκι και είπε: «Αν έπεσαν οι Θερμοπύλες, αυτό σημαίνει ότι ο Λεωνίδας είναι νεκρός. Πες μου πώς έγινε». «Πρώτα θέλω να μάθω τι έγινε εδώ». Ο Θεμιστοκλής χαμογέλασε με πικρία. «Τ ι να έγινε; Είμαστε ακόμη ζωντανοί. Κάτι είναι κι αυτό».
Τ ρεις ημέρες νωρίτερα είχαν φέρει στον Θεμιστοκλή έναν πολύ παράξενο άνθρωπο. «Είμαι ο Σκυλλίας από τη Σκιώνη, ο καλύτερος δύτης στον κόσμο!» του συστήθηκε. Ο άνθρωπος μιλούσε δυνατά γιατί ήταν μισόκουφος. Ο Θεμιστοκλής τραβήχτηκε λιγάκι για να μην τον κουφάνουν οι αγριοφωνάρες του. Ο Σκυλλίας είχε χέρια και πόδια μακριά και μυώδη και θώρακα υπερβολικά πλατύ, τον οποίο επιδείκνυε φορώντας ένα χιτώνα που έπιανε μόνο στον ένα ώμο. Το μουστάκι του ήταν στητό σαν αγκάθι και είχε χρυσάφι σε ολόκληρο το κορμί του: σκουλαρίκια και στα δύο αυτιά, βραχιόλια στους αστραγάλους και στους καρπούς των χεριών, μια χοντρή αλυσίδα στο λαιμό, από όπου κρεμόταν ένα σμαράγδι, και δαχτυλίδια ως και στους αντίχειρες. Για να αποτελειώσει την όψη του βαρβάρου, είχε από ένα τατουάζ σε κάθε μπράτσο, ένα με τον Ποσειδώνα κι ένα με τη σύζυγό του, Αμφιτρίτη. Επειδή μερικοί έδειξαν να αμφιβάλλουν για τη δήλωσή του, ο Σκυλλίας ζήτησε από τον Θεμιστοκλή και μερικούς ακόμα στρατηγούς να τον συνοδεύσουν σε μια βάρκα, ώσπου έφτασαν σε ένα σημείο όπου η βολίδα έδειχνε βάθος είκοσι μέτρα. Εκεί άφησε να πέσει μια μπρούτζινη περικεφαλαία και περίμενε λίγο ώσπου το κράνος να βυθιστεί εντελώς. Ύστερα μάζεψε το χιτώνα του στη μέση σαν να ήταν περίζωμα κι έπεσε στο νερό με το κεφάλι. Η σκιά του εξαφανίστηκε στα βάθη. Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς ο δύτης να δώσει σημεία ζωής. Όταν ο Θεμιστοκλής υπολόγιζε ότι είχε περάσει αρκετή ώρα ώστε ο ίδιος να πνιγεί τρεις φορές, ο Ευφορίωνας είπε: «Δεν πρόκειται να το ξαναδούμε αυτό το σκατοσκιάχτρο». «Περίμενε», είπε ο Θεμιστοκλής, γιατί του είχε φανεί ότι είχε δει μια σειρά από φυσαλίδες σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων από εκεί, προς την παραλία. Πέρασαν μερικά λεπτά ακόμη. Σαν είδε ότι ο Ευφορίωνας είχε κοκκινίσει από την προσπάθεια να κρατήσει την αναπνοή του, ο Θεμιστοκλής του θύμισε ότι δεν ήταν εκείνος κάτω από το νερό και
ότι μπορούσε να πάρει ανάσα. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του όταν ο Σκυλλίας εμφανίστηκε στην ακτή και άρχισε να τους χαιρετά με κραυγές, κραδαίνοντας την περικεφαλαία πάνω από το κεφάλι. Δεν είχε περιοριστεί να κατέβει ως το βυθό για να βγάλει το κράνος, μα είχε κολυμπήσει κάτω από την επιφάνεια του νερού και τα εκατό περίπου μέτρα που χώριζαν τη βάρκα από την παραλία. «Τ ι έχεις να πεις τώρα;» ρώτησε ο Θεμιστοκλής το φίλο του. «Ότι είναι απίστευτος δύτης», ήταν η μόνη απάντηση του Ευφορίωνα. Έχοντας πλέον αποδείξει τις ικανότητές του, ο Σκυλλίας τους διηγήθηκε μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Από μικρός είχε αφιερωθεί στην αλιεία των σφουγγαριών. Μετά το ναυάγιο του περσικού στόλου στο όρος Άθως όμως, είχε ανακαλύψει μια πολύ πιο συμφέρουσα ασχολία: ανέσυρε θησαυρούς από τα βάθη της θάλασσας. Αντίθετα με τις τριήρεις, τα μεταγωγικά πλοία κουβαλούσαν έρμα και όταν ναυαγούσαν βυθίζονταν ως τον πάτο της θάλασσας. «Γι’ αυτό συνοδεύω τα πλοία του Ξέρξη εδώ και δύο μήνες. Σε έναν τόσο μεγάλο στόλο, πάντα βυθίζεται κάποιο πλοίο!» Αφού είχε δει εκείνο τον άνθρωπο να καταδύεται, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε γιατί δεν άκουγε καθόλου. Τα τύμπανά του θα είχαν σπάσει πάνω από μία φορά. Ο Σκυλλίας τους είπε ότι όταν βυθιζόταν ένα περσικό πλοίο εκείνος αναλάμβανε να φέρει στην επιφάνεια το φορτίο του, ή τουλάχιστον το πιο πολύτιμο μέρος του, σε αντάλλαγμα με μια προμήθεια. «Πριν από τρεις ημέρες ξέσπασε μια τρικυμία βόρεια από εδώ! Οι Πέρσες έχασαν δεκάδες πλοία!» Διακινδυνεύοντας τη ζωή του, ο Σκυλλίας είχε βουτήξει μέσα στην καρδιά της καταιγίδας. Τη δεύτερη ημέρα κατάδυσης βρήκε ένα μεταγωγικό που όταν είχε βυθιστεί είχε καθίσει πάνω σε έναν μυτερό βράχο και είχε κοπεί στα δύο. Στο αμπάρι, ανάμεσα σε σειρές από αμφορείς και σακιά με σιτάρι, υπήρχε κι ένα ξύλινο σεντούκι γεμάτο νομίσματα, κοσμήματα και κύπελλα από χρυσάφι και ασήμι. Το πλοίο ανήκε στον πρίγκιπα της Σιδώνας Εσμουνάζαρ, τον οποίο
οι Έλληνες αποκαλούσαν Τετράμνηστο. Όταν βγήκε από τη θάλασσα, ο Σκυλλίας είπε στον Εσμουνάζαρ ότι δεν είχε βρει τίποτα, γιατί ο βυθός της θάλασσας ήταν πολύ θολός. Κάτι που ήταν αλήθεια. Άλλος δύτης δε θα είχε βρει τίποτα εκεί κάτω, μα ο Σκυλλίας ήταν ικανός να κρατήσει την ανάσα του τόση ώρα, ώστε μπορούσε να προχωρά ψηλαφώντας ανάμεσα στα βράχια του βυθού μέχρι να βρει εκείνο που αναζητούσε. Ο Σκυλλίας, ειδικός στο να θυμάται οποιαδήποτε τοπογραφική αναφορά, όσο μπερδεμένη ή λεπτομερής κι αν ήταν, είχε απομνημονεύσει το σημείο που βρισκόταν το σεντούκι. Τη νύχτα επέστρεψε μόνος στο σημείο, παρότι στην ακτή έπεφτε μια βίαιη νεροποντή. Μόλις έφτασε, και με την ευκαιρία του ότι το φεγγάρι ήταν στη φέξη και δεν είχε δύσει ακόμη, έπεσε στο νερό πιασμένος από ένα σκοινί στο οποίο είχε δέσει μια μεγάλη πέτρα και το οποίο χρησιμοποιούσε για να βυθίζεται πιο γρήγορα στο νερό. Ο Θεμιστοκλής προτίμησε να μη φανταστεί τον κίνδυνο που είχε διατρέξει ο Σκυλλίας έχοντας καταδυθεί κοντά σε έναν γκρεμό μέσα στη νύχτα και στην καρδιά της καταιγίδας. Τα σκοτάδια στο βυθό της θάλασσας πρέπει να ήταν πιο μαύρα και πυκνά κι από τα Τάρταρα, όπου ο Ζεύς είχε κλείσει τους Τ ιτάνες. Ύστερα από τέσσερις καταδύσεις όμως, ο Σκυλλίας βρήκε τελικά το σεντούκι και το έβγαλε στην επιφάνεια. Την ίδια νύχτα το έσκασε από τον καταυλισμό των Περσών πάνω σε ένα μικρό ιστιοφόρο, διακινδυνεύοντας και πάλι τη ζωή του. Παρόλο που η καταιγίδα είχε αρχίσει να πέφτει, η θαλασσοταραχή ήταν ακόμη αρκετά έντονη. Όλη την επόμενη μέρα έπλεε κατά το νότο, αυτή τη φορά κωπηλατώντας. Είχε κατεβάσει το πανί για να διαγράφεται η σιλουέτα του όσο το δυνατόν λιγότερο πάνω στα κύματα. «Αν μου προσφέρεις προστασία», είπε στον Θεμιστοκλή, «θα σε πληροφορήσω για όλα όσα έχω δει!» Εκείνο που ήθελε στην πραγματικότητα ο Σκυλλίας ήταν την εγγύηση του Θεμιστοκλή ότι κανείς δεν επρόκειτο να του πάρει το
σεντούκι. Το είχε ασφαλίσει με μια χοντρή μπρούτζινη αλυσίδα που έκλεινε με τρία λουκέτα, μα το ξύλο μπορούσε πάντα να ανοίξει με μια-δυο τσεκουριές. «Μπορείς να μείνεις στο πλοίο μου», του είπε ο Θεμιστοκλής. Σκέφτηκε ότι, αν είχε κοντά του τον Φειδιππίδη, τον καλύτερο δρομέα όλης της Ελλάδας, ο οποίος υπηρετούσε μαζί του ως τοξότης στο κατάστρωμα, γιατί να μην έχει και τον καλύτερο δύτη; Κάποια στιγμή θα του φαινόταν χρήσιμος. Αν τον συνόδευε και ο Σίκιννος, ο Πέρσης Ηρακλής, τότε η Αρτεμισία θα έμοιαζε με το μυθικό πλοίο των Αργοναυτών, που ήταν γεμάτο ήρωες. Μα ο Σίκιννος είχε μείνει στην Αθήνα για να προστατεύει την Απολλωνία και τα κορίτσια. Αν σκεφτόταν κανείς τον αριθμό των εχθρών που είχε ο Θεμιστοκλής, ήταν κίνηση μεγάλης αυταπάρνησης εκ μέρους του. Παρ’ όλα αυτά, η Απολλωνία δεν άφησε καν την Ιταλία και τη Σύβαρι να τον αποχαιρετήσουν όταν έφυγε για τον πόλεμο. «Σε απεχθάνομαι», είχε πει στην τελευταία τους συζήτηση. Κάθε φορά που θυμόταν την ψυχρή γαλήνη στον τόνο της και τη σκληρότητα στο βλέμμα της, ο Θεμιστοκλής ένιωθε ρίγη. «Μετανιώνω που σε γνώρισα. Καλύτερα να είχα πεθάνει στην Ερέτρια με τον πραγματικό μου σύζυγο». «Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο; Μετανιώνεις δηλαδή και για τις κόρες μας; Θα τις απαρνηθείς κι αυτές;» Η Απολλωνία είχε μείνει σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να ξέρει τι να πει. Μα ύστερα απάντησε: «Μην τις μπλέκεις σε αυτή την ιστορία, Θεμιστοκλή. Μιαίνεις ό,τι αγγίζεις. Άφησε τουλάχιστον τις κόρες μας αγνές». Όσο κι αν το σκεφτόταν, ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερνε να βρει λογική σε εκείνη την απάντηση. Ήταν όμως τα τελευταία λόγια που του είχε απευθύνει η Απολλωνία και είχαν γραφτεί στη μνήμη του με πύρινα γράμματα. Μιαίνεις ό,τι αγγίζεις. Με δεδομένο τον τόνο της φωνής του Σκυλλία, η συζήτηση ανάμεσα στους δύο άνδρες δεν έμεινε μυστική. Όσο διέσχιζαν το
στρατόπεδο, οι φήμες γίνονταν όλο και πιο έντονες. Στο τέλος οι άνδρες έλεγαν ότι ο Σκυλλίας είχε φτάσει από την ακτή της Στερεάς Ελλάδας έχοντας καταδυθεί για πάνω από δέκα χιλιόμετρα και ότι η καταιγίδα δεν είχε βυθίσει δεκάδες μεταγωγικά πλοία, αλλά διακόσια ή τριακόσια. «Ο Ποσειδώνας είναι μαζί μας!» διαβεβαίωναν οι ναυτικοί. Η καταιγίδα δεν είχε προκαλέσει τόσες ζημιές όσες θα ήθελαν να πιστεύουν οι Έλληνες, ωστόσο τους προσέφερε μια καλή ευκαιρία. Εξαιτίας της, ο στόλος των εχθρών είχε διασκορπιστεί από το Πήλιο μέχρι τις Αφέτες και τη Σκιάθο. Οι Αθηναίοι είχαν στη διάθεσή τους πενήντα αναπληρωματικά πλοία που είχαν αγκυροβολήσει στην Κάρυστο, στη νότια Εύβοια, για την περίπτωση που οι Πέρσες ναύαρχοι αποφάσιζαν να στείλουν ένα μέρος του στόλου για να κάνει τον περίπλου της ανατολικής ακτής του νησιού. Ο Σκυλλίας πληροφόρησε τον Θεμιστοκλή ότι η ανώτατη αρχή των εχθρών δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί η ανατολική ακτή της Εύβοιας ήταν πολύ πιο απόκρημνη και ανοιχτή στους ανέμους. Εξάλλου, η στρατηγική που είχαν σχεδιάσει ο Ξέρξης και ο Μαρδόνιος υπαγόρευε στο στόλο και στο στρατό να προχωρούν πάντα παράλληλα και στη μικρότερη δυνατή απόσταση. Μόλις άκουσε αυτό το νέο, ο Θεμιστοκλής, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν άλλο, διέταξε να ανάψουν τους πυρσούς και να μεταφέρουν το προκαθορισμένο σήμα που θα έδινε εντολή στις πενήντα τριήρεις να παρουσιαστούν αμέσως στο Αρτεμίσιο. Υπολόγιζε ότι θα έφταναν σε δύο ημέρες, ακόμα και αν κάτι τέτοιο σήμαινε ότι θα κωπηλατούσαν με εξαντλητικούς ρυθμούς, πάνω από δώδεκα ώρες την ημέρα. Ύστερα κάλεσε τον Ευρυβιάδη και τους στρατηγούς των υπόλοιπων συμμαχικών στρατευμάτων. Πάνω σε ένα ξύλινο αντίγραφο του χάρτη του Εκαταίου τους έδειξε τα αγκυροβόλια όπου, κατά τον Σκυλλία, βρίσκονταν οι διάφορες μοίρες των Περσών. «Πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία και να τους επιτεθούμε τώρα
που τα πλοία τους είναι σκόρπια σε όλη αυτή την περιοχή». Ο Ευρυβιάδης έξυσε το μάγουλο με το ακρωτηριασμένο αριστερό χέρι του, όπως έκανε κάθε φορά που αμφέβαλλε για κάτι. Μπορεί στη Σπάρτη να είχε φήμη θαλασσόλυκου, μα, σε σύγκριση με άλλους στρατηγούς, όπως ο Θεμιστοκλής ή ο Κορίνθιος Αδείμαντος, δεν ήταν παρά ένας ανίδεος. «Είμαστε εδώ για να σταματήσουμε τους Πέρσες, όχι να τους επιτεθούμε», έφερε αντίρρηση. «Γιατί να τους σταματήσουμε;» είπε ο Αρίμνηστος, βετεράνος του Μαραθώνα και επικεφαλής του μικρού στρατεύματος των Πλαταιών. Οι άνδρες του υπηρετούσαν ως πεζικό καταστρώματος σε αρκετές αθηναϊκές τριήρεις. «Α, βέβαια! Πρέπει να τους σταματήσουμε ενώ οι τριακόσιοι στρατιώτες που φέρατε εξολοθρεύουν τις εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες του Ξέρξη στις Θερμοπύλες». «Δείξε λίγο σεβασμό, Πλαταιέα!» «Σου θυμίζω ότι δε βρίσκεσαι στη Σπάρτη. Δεν είμαι κανένας από τους είλωτές σου». «Πώς τολμάς να αμφισβητείς την εξουσία της Σπάρτης εσύ που κατάγεσαι από μια πόλη τόσο μικροσκοπική;» «Όσο μικροσκοπική πόλη κι αν είναι, οι Πλαταιές συνεισφέρουν στον πόλεμο σχεδόν τόσους άνδρες όσους και η Σπάρτη. Και σου θυμίζω ότι εμείς νικήσαμε τους Πέρσες στον Μαραθώνα, άρα έχουμε δικαίωμα να εκφέρουμε γνώμη όπως κι εσείς». «Είμαι ο ανώτατος ναύαρχος!» φώναξε ο Ευρυβιάδης σηκώνοντας το μπαστούνι για να χτυπήσει τον Αρίμνηστο. «Ηρεμήστε, σας παρακαλώ!» παρενέβη ο Θεμιστοκλής μπαίνοντας ανάμεσά τους. Ο Αδείμαντος, από την πλευρά του, άρπαξε το στρατηγό από τις Πλαταιές και του είπε κάτι. Ο Αρίμνηστος κούνησε το κεφάλι και ύστερα είπε δυνατά: «Σου ζητώ συγγνώμη, Ευρυβιάδη. Για την πόλη σου νιώθω μόνο σεβασμό. Είμαι σίγουρος ότι ο Λεωνίδας θα πολεμήσει με ανδρεία στις Θερμοπύλες». Ο Ευρυβιάδης σταύρωσε τα χέρια και είπε: «Δέχομαι τη
συγγνώμη σου». «Ο Θεμιστοκλής έχει δίκιο», είπε ο Αδείμαντος. «Πρέπει να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία». Ο Κορίνθιος είχε την τάση να συμφωνεί με τον Ευρυβιάδη περισσότερο λόγω της αντιπαλότητας ανάμεσα στην πόλη του και στην Αθήνα παρά για λόγους που υπαγόρευε η λογική. Σαν τον Θεμιστοκλή όμως, είχε κι αυτός το αλάτι της θάλασσας στο αίμα του και καταλάβαινε ότι τώρα που ο εχθρικός στόλος ήταν σκόρπιος και αποδυναμωμένος ύστερα από τόσες ημέρες καταιγίδας ήταν η καλύτερη στιγμή για να επιτεθούν. Οχτώ από τους δεκατρείς στρατηγούς δήλωσαν σύμφωνοι με την πρόταση και ο Ευρυβιάδης πείστηκε, αν και με επιφυλάξεις. Την επόμενη μέρα σάλπαραν προς βορρά κατευθυνόμενοι προς τις Αφέτες. Πήραν όμως εκατόν ογδόντα πλοία και άφησαν άλλα ενενήντα αγκυροβολημένα στην παραλία. Όπως τους είχε διαβεβαιώσει ο Σκυλλίας, στις Αφέτες βρήκαν μόνο ένα μέρος του στόλου των Περσών, πλοία από την Ιωνία και την Κύπρο μοιρασμένα σε διάφορα αγκυροβόλια και παραλίες. Η έκβαση της μάχης ανέβασε το ηθικό των Ελλήνων. Επειδή πολέμησαν με αριθμητική υπεροχή, πολύ συχνά με δύο τριήρεις να επιτίθενται και να πλευρίζουν ένα μόνο εχθρικό πλοίο, κατάφεραν να βυθίσουν κάμποσα πλοία, να πάρουν άλλα αιχμάλωτα, και μάλιστα ένα από αυτά, από τη Λήμνο, πέρασε στο στρατόπεδό τους. Η μάχη κράτησε πολύ λίγο γιατί αμέσως έπεσε το σκοτάδι. Ο Ευρυβιάδης είχε επιμείνει να αποπλεύσουν αργά· δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να βάλει το στόλο σε μια μάχη που θα μπορούσε να κρατήσει μια ολόκληρη μέρα. Θεωρούσε ότι έτσι θα ήταν δύσκολο να υποστούν πολλές απώλειες· αν και, προφανώς, δε θα είχαν μεγάλο όφελος. Την επόμενη μέρα έδρασαν κατά τον ίδιο τρόπο. Αυτή τη φορά επιτέθηκαν στη Σκιάθο, όπου το πρωί είχαν δέσει τα πλοία από την Κιλικία. Αιχμαλώτισαν πάλι αρκετά καράβια, μάλιστα έβαλαν φωτιά σε κάποια που δεν είχαν προλάβει να αποπλεύσουν, ενώ τα
πληρώματά τους κατέφευγαν στο εσωτερικό του νησιού. Το βραδάκι επέστρεψαν στο Αρτεμίσιο πολύ ικανοποιημένοι και ρυμουλκώντας τα λάφυρά τους. Εκεί συνάντησαν τις πενήντα αναπληρωματικές τριήρεις, που μόλις είχαν φτάσει από τα νότια του νησιού. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι έκαναν κλεφτοπόλεμο. Γι’ αυτό, όσο τα πληρώματα του στόλου γιόρταζαν τη δεύτερη νίκη κοντά στις φωτιές του καταυλισμού, ζήτησε από τον Ευφορίωνα να τον ακολουθήσει. «Θέλω να πάρεις αυτό εδώ», είπε κρεμώντας έναν δερμάτινο σάκο στην πλάτη του φίλου του. Σαν ένιωσε το βάρος, ο Ευφορίωνας άρχισε να τινάζεται με κάμποσα τικ. «Τ ι στο δαίμονα έχει μέσα αυτό το σκατόπραμα και ζυγίζει τόσο πολύ; Μολύβι;» «Θα δεις αργότερα», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Για να κρύψει το σάκο, έβαλε από πάνω την ασπίδα του Ευφορίωνα και την κρέμασε στο λαιμό του φίλου του με το λουρί από το θηκάρι του σπαθιού. «Για να σου πω! Για τι με πέρασες, για κανένα βαστάζο;» «Θέλω να σου ζητήσω δύο πράγματα, Ευφορίωνα. Θα πάμε να μιλήσουμε με τον Ευρυβιάδη. Μπροστά του πρέπει να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό». «Μην ανησυχείς, δε θα βρίσω καθόλου. Ανάθεμα!» Μόλις κατάλαβε τι του είχε ξεφύγει, σκέπασε το στόμα με το χέρι. «Καλύτερα να μη μιλήσεις ούτε για να τον καλησπερίσεις. Η δεύτερη χάρη που θα σου ζητήσω είναι να φερθείς διακριτικά. Κανείς δεν πρέπει να καταλάβει τι πάμε να κάνουμε, εντάξει;» Χωρίς να τραβήξει το χέρι από το στόμα, ο Ευφορίωνας κούνησε απότομα το κεφάλι τρεις φορές. Ο Θεμιστοκλής του έδωσε ένα φιλικό χαστουκάκι. Ήξερε ότι ο φίλος του εκνευριζόταν με εκείνη τη χειρονομία. Ωστόσο, ίσως επειδή γνωρίζονταν από παιδιά, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να τον ταπεινώνει κάπου κάπου.
Προχωρούσαν κατά μήκος της παραλίας, που ήταν γεμάτη φωτιές στην άμμο. Οι άνδρες γύρω τους δειπνούσαν, έπιναν, έπαιζαν κότσια ή κύβους, τραγουδούσαν ή χόρευαν. Οι κωπηλάτες, που ήταν με διαφορά το πιο πολυάριθμο κομμάτι του στόλου, κάθονταν συνήθως χωριστά από τους οπλίτες γιατί ανάμεσά τους υπήρχε αρκετή αντιπαλότητα, περισσότερο ή λιγότερο έντονη, ανάλογα με το πλοίο, και συχνά ξεσπούσαν καβγάδες. Εκείνη τη στιγμή, ενώ κατευθύνονταν προς το πλοίο του Ευρυβιάδη, ο ίδιος ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε να επέμβει σε έναν από αυτούς, γιατί μαζί με τον Ευφορίωνα πέρασαν κυριολεκτικά πάνω από δύο άνδρες που κυλιούνταν στην άμμο ανταλλάσσοντας γροθιές. «Εύπορε! Φιλοκλή!» Οι δύο άνδρες χωρίστηκαν και ανακάθισαν, έκπληκτοι με το γεγονός ότι ο πρώτος στρατηγός του στόλου γνώριζε τα ονόματα δύο ταπεινών θαλαμιτών. Σε αυτή την περίπτωση ο καβγάς είχε ξεσπάσει ανάμεσα σε δύο κωπηλάτες. Περισσότεροι από εκατόν εβδομήντα άνδρες ήταν αναγκασμένοι να συνυπάρξουν για πολλές ώρες κλεισμένοι σε ένα στενό αμπάρι. Όταν ο ένας κατάφερνε να μη δεχτεί μια αγκωνιά από ένα σύντροφο ή μια πατημασιά από έναν άλλο, κατέληγε να δώσει μια κουτουλιά σε κανένα έρεισμα ή σε κανένα δοκάρι από εκείνα που διέσχιζαν το χαμηλότερο επίπεδο του πλοίου. Οι θαλαμίτες εξάλλου υπέφεραν και από την υγρασία στο βάθος του πλοίου. Παρά τα δερμάτινα καλύμματα που σκέπαζαν τα ανοίγματα, το νερό εισχωρούσε τελικά από αυτά ή έμπαινε κατευθείαν από τα σανίδια της καρίνας. Ο Θεμιστοκλής δεν είχε εγκαταλείψει τη συνήθεια να κωπηλατεί κατά τη διάρκεια των ταξιδιών για να διατηρείται σε φόρμα και μαζί να αποδεικνύει στους πολίτες της τέταρτης τάξης ότι θεωρούσε τη θέση τους στο στόλο ένδοξη όσο κάθε άλλη. Γι’ αυτό ήξερε ότι, απ’ όλες τις αθλιότητες που υπέφεραν εκεί κάτω, η χειρότερη ήταν η μυρωδιά. Όταν οι κωπηλάτες έπαιρναν τις θέσεις τους το πρωί, παρόλο που το πλοίο είχε αεριστεί όλη τη νύχτα, από το αμπάρι αναδιδόταν μια ξινή δυσοσμία, σαν εκείνη ενός τυροκομείου. Ύστερα
οι άνδρες άρχιζαν να ιδρώνουν, η θερμοκρασία ανέβαινε και ο χώρος μετατρεπόταν σε ένα δύσοσμο χαμάμ. Σαν να μην έφτανε αυτό, σε πολλά πλοία τα παράθυρα του πρώτου επιπέδου, του μοναδικού σημείου από το οποίο αεριζόταν όλο το αμπάρι, σκεπάζονταν με παχιά δερμάτινα παραπετάσματα για να προστατεύονται οι θρανίτες από τα εχθρικά βέλη. Οι κωπηλάτες της Αρτεμισίας είχαν πει στον Θεμιστοκλή ότι προτιμούσαν τον κίνδυνο να τους βρει κάποιο βέλος και αντ’ αυτού να μπορούν να αναπνέουν λίγο καθαρό αέρα. Τέτοιες συνθήκες αγρίευαν τη διάθεση. Μερικές φορές οι κωπηλάτες άρχιζαν τις γροθιές πριν ακόμη κατέβουν από το πλοίο, αλλά συνήθως οι καβγάδες σιγόβραζαν κάτω από την επιφάνεια και δεν ξεσπούσαν αν δεν περνούσαν ώρες ή ακόμα και μέρες. Ο Εύπορος και ο Φιλοκλής σηκώθηκαν κι έσκυψαν το κεφάλι ντροπιασμένοι με τη ματιά του στρατηγού τους. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ο Θεμιστοκλής ήταν να τους κατσαδιάσει. Τον παλιό καιρό θα ήταν στο χέρι του να διατάξει να τους μαστιγώσουν. Τ ώρα πια ήταν πολίτες με πλήρη δικαιώματα και η μοναδική τιμωρία μπορούσε να έρθει από ένα στρατιωτικό δικαστήριο αποτελούμενο από άλλους πολίτες. «Χαίρομαι που βλέπω ότι ύστερα από δύο μέρες μάχης οι Αθηναίοι κωπηλάτες έχουν ακόμη κουράγιο να ξυλοφορτώνουν ο ένας τον άλλο. Ίσως όμως θα έπρεπε να εξοικονομείτε δυνάμεις για να τραβήξετε κουπί αύριο, που θα αντιμετωπίσουμε τους Πέρσες». «Σήμερα δεν πολεμήσαμε, κύριε», είπε ο Φιλοκλής, ο νεότερος από τους δύο. «Μας είπαν να μείνουμε στην παραλία». «Μάλιστα, κατάλαβα. Αν είναι έτσι, θα βεβαιωθώ ότι αύριο η Αγλαΐα θα πλεύσει στην εμπροσθοφυλακή». «Αύριο θα πολεμήσουμε ξανά, Θεμιστοκλή;» ρώτησε ένας άλλος κωπηλάτης, που παρακολουθούσε τον καβγά των δυο συντρόφων του. «Έτσι ελπίζω. Στο κάτω κάτω, πόλεμο ήρθαμε να κάνουμε». Αφού συμφιλίωσαν τους κωπηλάτες, ο Θεμιστοκλής και ο Ευφορίωνας τράβηξαν το δρόμο τους. Διέσχισαν έναν μικρό πευκώνα
και μπήκαν στον τομέα της ακτής όπου είχαν κατασκηνώσει οι Πελοποννήσιοι. Δεν άργησαν να φτάσουν πλάι στην Κλυταιμνήστρα, τη ναυαρχίδα του Ευρυβιάδη. Ο ναύαρχος ήταν μόνος, καθισμένος στη θέση του τριήραρχου. Χωρίς περιστροφές, του είπε: «Αύριο πρέπει να βγάλουμε όλο το στόλο, και μάλιστα νωρίς. Το αργότερο μέχρι την ώρα που γεμίζει η Αγορά». «Μου φαίνεται απαράδεκτο να διακινδυνεύσουμε τόσο. Έχω λάβει εντολές να μην μπούμε σε κίνδυνο εκτός και αν είναι απαραίτητο», απάντησε ο Ευρυβιάδης. «Όλοι λαμβάνουμε εντολές: από τα συμβούλια της πόλης, τους αντιπροσώπους της Ελληνικής Συμμαχίας, ακόμα και από τις γυναίκες μας». Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ευρυβιάδης δε γέλασε με το αστείο. Ο Θεμιστοκλής συνέχισε απτόητος: «Μα οι έφοροι και η Γερουσία της πόλης σου βρίσκονται σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων από εδώ, και μάλιστα στην ενδοχώρα. Η ευθύνη των αποφάσεων είναι στα χέρια σου, Ευρυβιάδη. Αν συγκεντρωθεί όλος ο στόλος των Περσών, δεν έχουμε καμία ελπίδα απέναντί τους σε αυτά τα τόσο ανοιχτά νερά. Πρέπει αύριο να κάνουμε γενική επιδρομή και να βυθίσουμε ή να αιχμαλωτίσουμε τουλάχιστον εξήντα ή εβδομήντα πλοία. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να τσιμπάμε σαν κουνούπι το δέρμα ενός ελέφαντα». «Και αν ο στόλος τους έχει συγκεντρωθεί; Μπορεί να χάσουμε όλα τα πλοία μας σε μια μέρα μόνο». Στο μυαλό του Θεμιστοκλή καλός παίκτης ήταν εκείνος που ήταν διατεθειμένος να τα διακινδυνεύσει όλα σε ένα μόνο στοίχημα. Ο νόμος της Σπάρτης όμως απαγόρευε το παιχνίδι. Δεν επιτρεπόταν ούτε η χρήση του χρήματος και, θεωρητικά, έκαναν εμπόριο καταφεύγοντας σε τεράστιες, εξαιρετικά δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους, ώστε να αποφεύγουν τον άκρατο πλουτισμό και τη διαφθορά. Ο Παυσανίας του είχε εξηγήσει ότι όλοι οι πολίτες της Σπάρτης που είχαν πλήρη δικαιώματα, οι αυθεντικοί Σπαρτιάτες, γνωστοί και ως όμοιοι, είχαν στην κατοχή τους τεμάχια γης που είχαν
κληρονομήσει από τους προγόνους τους. Αυτά τα κτήματα τα καλλιεργούσαν οι υποταγμένοι είλωτες και τους πρόσφεραν τα απολύτως απαραίτητα για να ζουν μια ζωή λιτοδίαιτη και να συντηρούν τις οικογένειές τους. Με αυτό τον τρόπο δεν ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν και μπορούσαν να αφιερώσουν όλο το χρόνο τους στο στρατό. Με τον καιρό όμως, μια μικρή ομάδα Σπαρτιατών είχε συσσωρεύσει κτήματα με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένο. Υπήρχαν πολίτες που καταστρέφονταν οικονομικά επειδή δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια, τα κοινά δείπνα των στρατιωτών. Άλλοι πέθαιναν χωρίς απογόνους ή άφηναν πίσω τους μόνο κόρες, που κληρονομούσαν τα υπάρχοντά τους. Η κρυφή ελίτ των νέων ολιγαρχικών κατάφερνε να συγκεντρώνει στα χέρια της όλα εκείνα τα κτήματα, χρηματίζοντας τους εφόρους για να στρέψουν τα μάτια αλλού. Και ο Ευρυβιάδης ήταν ένας από αυτούς. «Στη Σπάρτη υπάρχει πολύ περισσότερη διαφθορά απ’ όση φαντάζεσαι», είπε ο Παυσανίας αποχαιρετώντας τον μετά την τελευταία συγκέντρωση της Συμμαχίας. «Βάλε μπροστά σε οποιονδήποτε Σπαρτιάτη, με πρώτο εμένα, μερικά χρυσά νομίσματα και θα τον δεις να τρέχει σαν το σκυλί πίσω από το κοψίδι». «Και ο Ευρυβιάδης; Τ ι έχεις να πεις γι’ αυτόν;» «Ο Ευρυβιάδης είναι από τους πιο διεφθαρμένους. Είδες το χέρι που του λείπει; Το έχασε σε μια μάχη, μα στη Σπάρτη έχει διαδοθεί η φήμη ότι έπαθε γάγγραινα επειδή έκρυβε συνέχεια στη χούφτα του το ασήμι από τις δωροδοκίες». Με τη νοοτροπία του παίκτη, που έλειπε από τον Σπαρτιάτη, ο Θεμιστοκλής είχε αποφασίσει να παίξει ένα γερό στοίχημα. «Είναι κανείς στο αμπάρι, Ευρυβιάδη;» είπε. «Αυτή τη στιγμή όχι». «Μπορούμε να κατεβούμε μια στιγμή;» Ο Ευρυβιάδης κοίταξε δύσπιστα τον Ευφορίωνα. «Εντάξει». Στράφηκε στον Δαμοκλή, τον μεγαλόσωμο είλωτα που τον συνόδευε διαρκώς, και του είπε να τους ακολουθήσει.
Κατέβηκαν και κάθισαν στους πάγκους των θαλαμιτών. Εκείνο το αμπάρι μύριζε ακόμα χειρότερα και από τα σπλάχνα των αθηναϊκών τριήρεων. Διόλου άσχημα δε θα του ερχόταν ένα πλύσιμο κι ένα καλό τρίψιμο με βούρτσες από ρίζες, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Ωστόσο, αντί να κατακρίνει την υγιεινή του σπαρτιατικού στόλου, είπε στον Ευφορίωνα να βγάλει την ασπίδα. Ύστερα ξεφόρτωσε τον δερμάτινο σάκο, έλυσε τον κόμπο που τον κρατούσε κλειστό κι έδειξε το περιεχόμενό του στον Ευρυβιάδη. Στο φως του λύχνου που κρατούσε ο είλωτας, η αντανάκλαση των χρυσών δαρεικών άστραψε στα μάτια του ναυάρχου. «Τ ι είναι αυτό;» «Μισό τάλαντο σε χρυσάφι. Για σένα». Ύστερα από σκληρά παζάρια είχε καταφέρει τον Σκυλλία να του δώσει τους δαρεικούς σε αντάλλαγμα για πέντε ασημένια τάλαντα. Ο Θεμιστοκλής είχε μαζί του τα δέκα τάλαντα που του είχε επιστρέψει ο Κίμωνας, σκεπτόμενος ότι ίσως χρειαζόταν να δωροδοκήσει τη θέληση ορισμένων ανθρώπων. Συγκεκριμένα του Ευρυβιάδη. Αυτός ο αναθεματισμένος πόλεμος θα με καταστρέψει, είπε μέσα του. Ο οικονόμος του τον είχε πληροφορήσει ότι, με τα έξοδα των Δελφών και τα χρήματα που είχε βάλει από τις οικονομίες του για τα πλοία, είχε ξοδέψει ήδη πάνω από τη μισή περιουσία του. Ο Θεμιστοκλής το ήξερε πολύ καλά, γιατί δεν έχανε από τους λογαριασμούς του ούτε ένα χάλκινο νόμισμα, μα προτιμούσε να μην το σκέφτεται ώσπου να βρει την ευκαιρία να ξαναμαζέψει την περιουσία του. Φαίνεται πως είχε στοιχηματίσει σωστά. Ο Ευρυβιάδης χαμογέλασε. Με αυτή την έκφραση, το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε. Ένας σάτυρος δε θα είχε κοιτάξει μια γυμνή νύμφη με τόσο πόθο. Έχωσε το δεξί χέρι στο σάκο κι έβγαλε μια χούφτα δαρεικούς. «Τ ώρα αρχίζουμε να καταλαβαινόμαστε», είπε με μια ωμή ειλικρίνεια που εξέπληξε τον Θεμιστοκλή. Καλύτερα να τελειώνουμε με αυτή την υπόθεση το συντομότερο, σκέφτηκε εκείνος. Αν έδινε στον Ευρυβιάδη χρόνο να σκεφτεί, ίσως
να ζωντάνευε η απληστία του και να αποφάσιζε να τον εκμεταλλευτεί λίγο ακόμα. «Θέλω να ακολουθήσεις τις συμβουλές μου», είπε. «Μπροστά στους υπόλοιπους στρατηγούς μπορείς να κάνεις ότι αντιτίθεσαι, μα τόσο μόνο ώστε να τους πείσεις. Ύστερα πρέπει να υποχωρείς». «Ο ανώτατος ναύαρχος είμαι εγώ, όχι εσύ», απάντησε ο Ευρυβιάδης. Τα μάτια του όμως δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τα νομίσματα. «Κανείς δεν είπε το αντίθετο. Εγώ έχω συμβούλους που με συμβουλεύουν για τα θέματα που δεν κατέχω. Και τους πληρώνω για αυτό. Εσύ, αντιθέτως, μπορείς να λάβεις τις συμβουλές μου δωρεάν. Και μάλιστα», πρόσθεσε δείχνοντας το σάκο με το χρυσάφι, «λαμβάνοντας και μια μικρή δωρεά». «Δεν αρκεί αυτό», είπε ο Ευρυβιάδης τραβώντας επιτέλους τα μάτια από τους δαρεικούς. Το φανταζόμουν. «Θα σου δώσω κι άλλα. Άλλα τρία ασημένια τάλαντα. Μα μόνον όταν τελειώσουν όλα αυτά». «Δε με πείθεις, Αθηναίε. Οι πόλεμοι δεν τελειώνουν ποτέ». «Αυτός θα τελειώσει, πίστεψέ με. Καλώς ή κακώς, θα τελειώσει». Ο Θεμιστοκλής άφησε τον Ευρυβιάδη να μετρά τα νομίσματα που τόσο απαγορευμένα ήταν στη Σπάρτη. Είχε να κάνει άλλη μία επίσκεψη. Ο Αδείμαντος είχε το πρόσταγμα σε σαράντα πλοία και, λόγω της εμπειρίας του ως ναυτικού, είχε περισσότερο κύρος ανάμεσα στους Πελοποννήσιους συντρόφους του απ’ ό,τι ο ίδιος ο Ευρυβιάδης. Όσο κι αν πονούσε η τσέπη του Θεμιστοκλή, όσο κι αν ορκιζόταν ο οικονόμος του στο όνομα του Ερμή ότι με εκείνο το ρυθμό θα καταστρέφονταν, και ο Αδείμαντος έπρεπε να λάβει το δωράκι του.
Το ξημέρωμα, την ίδια ώρα που στις Θερμοπύλες ο Μεγιστίας
προφήτευε το θάνατο των Σπαρτιατών, ο Αθηναίος ιερέας Νίκιππος εξέτασε το συκώτι του αρνιού που μόλις είχε θυσιάσει και διαπίστωσε ότι τα σπλάχνα του ζώου δεν προοιωνίζονταν καμία συμφορά. Ύστερα οι δεκατέσσερις στρατηγοί του συμμαχικού στόλου συγκεντρώθηκαν κοντά στο βωμό που είχε ανεγερθεί προς τιμήν της Άρτεμης. Ο Θεμιστοκλής εξέθεσε το σχέδιό του. Έπρεπε να επιτεθούν στους Πέρσες με όλα τα πλοία, χωρίς να αφήσουν πίσω κανένα. «Αυτό είναι καθαρή τρέλα!» διαφώνησε ο Ευρυβιάδης με τόσο πάθος που έκανε τον Θεμιστοκλή να αμφιβάλει. Άραγε έπαιζε το ρόλο του ή του ετοίμαζε κάποια παγίδα; «Πρέπει να αφήσουμε πίσω αναπληρωματικά πλοία. Τουλάχιστον τριάντα με σαράντα τριήρεις». «Αν είναι για να ενισχύσουν την οπισθοφυλακή μας και να σπεύσουν όπου τα χρειαζόμαστε, συμφωνώ», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Θα πρέπει όμως να τα ρίξουμε ούτως ή άλλως στο νερό. Αν μείνουν αγκυροβολημένα στην ακτή, δε μας χρησιμεύουν σε τίποτα». Ο ουρανός ήταν καθάριος. Προς το παρόν φυσούσε ένα δροσερό αεράκι, μα η μέρα προβλεπόταν πολύ ζεστή. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε στα ανατολικά. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στο νερό τον τύφλωσε και γύρισε το βλέμμα προς τα αριστερά για να δει αν τα κύματα ήταν απαλά. Το νερό δεν άφριζε. «Ο καιρός είναι ιδανικός για τους κωπηλάτες. Πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε». «Αν η θάλασσα είναι γαλήνια», παρενέβη ο Σάτυρος, ο στρατηγός της Χίου, «θα πρέπει να λάβουμε υπόψη αυτό που συζητήσαμε χθες. Είναι λίγοι οι δεκαπέντε άνδρες στο κατάστρωμα. Τα πλοία του εχθρού έχουν τριάντα άνδρες πεζικό στο κατάστρωμά τους. Καμιά φορά και περισσότερους». «Αυτό το συζητήσαμε», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Τα καταστρώματα των δικών μας πλοίων δεν είναι έτοιμα για τόσους οπλίτες. Άλλωστε το επιπλέον βάρος θα κάνει τις κινήσεις μας πιο αδέξιες και τα πλοία μας πιο αργοκίνητα».
«Στις μάχες των δύο προηγούμενων ημερών χάσαμε πλοία επειδή οι εχθροί που μας πλεύριζαν είχαν περισσότερους οπλίτες πάνω στη γέφυρα απ’ ό,τι εμείς», επέμεινε ο Σάτυρος. «Προτείνω να βάλουμε τουλάχιστον είκοσι πέντε στρατιώτες σε κάθε πλοίο. Αν χωρούν τριάντα, ακόμα καλύτερα». «Για να γίνει αυτό, πρέπει να μοιράσουμε ξανά τα πληρώματα. Εξάλλου, δεν έχουμε αρκετούς στρατιώτες για να επανδρώσουμε όλα τα πλοία με τόσους οπλίτες». «Ένας λόγος παραπάνω για να αφήσουμε αναπληρωματικά πλοία!» είπε ο Ευρυβιάδης. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να τους πείσει ότι αυτή η ρεζέρβα δε θα χρησίμευε σε τίποτα αν οι τριήρεις δε διέθεταν πλήρωμα καταστρώματος. Μα οι στρατηγοί είχαν αρχίσει να μιλούν όλοι μαζί και να φέρνουν επιχειρήματα που έκαναν φαύλους κύκλους. Επιχειρήματα σαν του Θεμιστοκλή ήταν υπερβολικά διακριτικά για εκείνο το πανηγύρι. Επιτέλους, αφού καβγάδισαν μάταια ώρα πολλή, η πρόταση του Σάτυρου κατατέθηκε για ψηφοφορία. Την υπερψήφισαν δέκα από τους δεκαπέντε στρατηγούς. Αν και φαινόταν μια άνετη πλειοψηφία, αυτές οι δέκα ψήφοι δεν αντιπροσώπευαν πάνω από το ένα έκτο των πλοίων. Τόσο ο στρατός όσο και ο στόλος της Συμμαχίας λειτουργούσαν με πολύ περίεργο τρόπο. Προσμετρούσαν μία ψήφο για κάθε πόλη, παρότι μερικές πόλεις συνεισέφεραν πάνω από τα μισά πλοία του στόλου, όπως η Αθήνα, ενώ άλλες, όπως η Χίος, μονάχα δύο. Εντάξει λοιπόν. Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Εγώ θα οργανώσω τις εκατόν εξήντα τριήρεις μου όπως νομίζω, είπε μέσα του όταν έφυγε από τη συγκέντρωση. Δυστυχώς, μια και δεν ήταν πια ο ανώτατος ναύαρχος του στόλου, είχε μειωθεί και το κύρος του ανάμεσα στους Αθηναίους συντρόφους του. Όταν συνάντησε τους έξι στρατηγούς που είχαν έρθει στο Αρτεμίσιο, ανακάλυψε ότι κάποιος τούς είχε πληροφορήσει για την πρόσφατη ψηφοφορία. «Κι εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να ενισχυθεί το πλήρωμα του καταστρώματος», είπε ο Ανδρόνικος μιλώντας εκ μέρους των
υπολοίπων. «Είναι λάθος και το ξέρετε». «Έλα τώρα!» είπε ο Λεωκράτης, εξάδελφος του Αριστείδη και στρατηγός της Αντιοχίδας φυλής. «Άλλοι δεκαπέντε άνδρες στο κατάστρωμα δεν αυξάνουν τόσο το βάρος του πλοίου. Αντιθέτως, διπλασιάζουν την επιθετική του ισχύ». «Η επιθετική ισχύς μιας τριήρους είναι το έμβολό της. Σκέφτεστε ακόμη με τον παλιό τρόπο. Δεν είμαστε στον Μαραθώνα. Είμαστε στη θάλασσα!» Ούτε εκείνους κατάφερε να πείσει. Όσο προσπαθούσαν να αναδιοργανώσουν το στόλο, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού και όταν σαλπάρισαν ο ήλιος είχε φτάσει σχεδόν στο ζενίθ του. Πήραν τελικά διακόσιες πενήντα τριήρεις, με το κατάστρωμα ασφυκτικά γεμάτο οπλίτες. Τα πληρώματα των υπόλοιπων εβδομήντα πλοίων έμειναν στη στεριά για να φυλάξουν όχι μόνο τα πλοία αλλά και τα κατάρτια και τα πανιά των τριήρεων που θα συμμετείχαν στη μάχη. Σε καμία ναυμαχία ο καπετάνιος δε ρίσκαρε να χρησιμοποιήσει τα πανιά, γιατί μια τυχαία ριπή ανέμου μπορούσε να καταστρέψει οποιαδήποτε κίνηση την πιο ακατάλληλη στιγμή. Γι’ αυτό, πριν σαλπάρουν, έλυναν τα κατάρτια και, ανάλογα με το πόσο επείγουσα ήταν η κατάσταση, τα σώριαζαν πάνω στην κεντρική πλατφόρμα ή τα κατέβαζαν στην ακτή για να μην παρεμποδίζουν τις κινήσεις του πληρώματος. Καθισμένοι στο κατάστρωμα, με τις ασπίδες πάνω στα σανίδια και τα χέρια να αγκαλιάζουν τα γόνατά τους, γιατί δεν είχαν από πού να πιαστούν, ήταν είκοσι οπλίτες: οι δέκα που αποτελούσαν το σύνηθες πλήρωμα του πλοίου μαζί με τους δέκα της Ευτέρπης. Στην πρύμνη, εκατέρωθεν του Θεμιστοκλή και του καπετάνιου του Ηρακλείδη, έστεκαν τέσσερις Σκύθες τοξότες ντυμένοι με παντελόνια με έντονα χρώματα, που τους έκαναν να μοιάζουν Πέρσες, αν και οι χιτώνες τους ήταν πιο κοντοί και με πιο στενά μανίκια. Εκεί ήταν και ο Φειδιππίδης, οπλισμένος με το τόξο του από ξύλο ελάτου. Όταν ήταν
μικρός, πριν γίνει αγγελιαφόρος, κέρδιζε τα προς το ζην κυνηγώντας κουνέλια και λαγούς στα βουνά της Αττικής και διατηρούσε ακόμη το καλό του σημάδι. Όρθιοι πάνω στον χαμηλό διάδρομο που χώριζε τα δύο καταστρώματα έστεκαν οι ναυτικοί, οπλισμένοι με σπαθιά, ακόντια ή τόξα. Δεν ήταν αποστολή τους να πάρουν μέρος στην πρώτη σύγκρουση. Στο τέλος όμως συνήθως εμπλέκονταν κι εκείνοι, γιατί και οι δικές τους ζωές θα διέτρεχαν κίνδυνο αν το πλοίο έπεφτε στα χέρια του εχθρού. Έχουμε πολύ κόσμο στο κατάστρωμα, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Καθισμένος στη θέση του, ένιωθε στα οπίσθιά του το σφυγμό του πλοίου, τον τρόπο με τον οποίο έσπαζε τα κύματα με την κοιλιά του, τις στροφές που έπαιρνε, το ρυθμό της κωπηλασίας των ανδρών που ακολουθούσαν τις οξείες τρίλιες του αυλού. Μαζί όμως ένιωθε και τις κινήσεις των οπλιτών στο κατάστρωμα. Οι κωπηλάτες, και κυρίως εκείνοι που κάθονταν στους επάνω πάγκους, διαμαρτύρονταν όταν κάποιος κινούνταν πάνω από το κεφάλι τους. Οι τριήρεις ήταν τόσο ελαφριές και είχαν τόσο μικρό εκτόπισμα ώστε με την παραμικρή κίνηση άρχιζαν να κλυδωνίζονται και να σκαμπανεβάζουν, δυσκολεύοντας έτσι το έργο τους. Στην τριήρη ο ρυθμός ήταν το παν. Παρόλο που θρανίτες, ζυγίτες και θαλαμίτες κωπηλατούσαν καθισμένοι σε πάγκους που βρίσκονταν σε διαφορετικό ύψος, τα κουπιά συναντιούνταν στο νερό και η παραμικρή αφηρημάδα ή έλλειψη συντονισμού τα έκανε να συγκρούονται μεταξύ τους. Τ ις καλοκαιρινές μέρες σαν εκείνη, που δε φυσούσε σχεδόν καθόλου και δεν είχε θάλασσα, οι κωπηλάτες της πλώρης είχαν σχετικά άνετο έργο, μια και τα κουπιά τους έσκιζαν μια επιφάνεια λεία και χωρίς αναταράξεις. Όσοι κάθονταν πίσω όμως αντιμετώπιζαν τα όλο και πιο ταραγμένα νερά που άφηναν τα κουπιά των συντρόφων τους. Και τη στιγμή που σηκωνόταν λίγο πιο δυνατό κύμα, τα κουπιά άρχιζαν να δέρνουν περισσότερο τον αέρα παρά να σκίζουν το νερό· αυτό αποδιοργάνωνε τις κινήσεις του πλοίου, προκαλούσε κι άλλες συγκρούσεις ανάμεσα στα κουπιά και, τελικά,
καθιστούσε αδύνατη τη μάχη στη θάλασσα. Προς το παρόν η επιφάνεια της θάλασσας είχε ένα έντονο, αγνό γαλάζιο χρώμα, χωρίς άλλο αφρό εκτός από εκείνον που σήκωναν οι πλώρες και τα κουπιά των τριήρεων. Ο στόλος είχε παραταχθεί με βάθος δύο γραμμών και κάλυπτε ένα μέτωπο σχεδόν τριών χιλιομέτρων. Οι Αθηναίοι είχαν καταλάβει το δεξί πλευρό, αλλά, επειδή τα πλοία τους ήταν πάνω από τα μισά του στόλου, κάλυπταν μαζί και το κέντρο της παράταξης. Σε αντίθεση με τη συνηθισμένη διαδικασία στις μάχες της ξηράς, ο Θεμιστοκλής δε βρισκόταν στο δεξί άκρο του στόλου του. Τα τριάντα πλοία της μοίρας του, της Εριχθονίας, είχαν παραταχθεί στο κέντρο, από όπου εκείνος ήταν σε θέση να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση. Προς το παρόν οι τριήρεις έπλεαν ευθυγραμμισμένες και από τη θέση του Θεμιστοκλή οι λυγερές καμπύλες των κουπαστών της πρύμνης φαίνονταν να επικαλύπτονται σαν επαναλαμβανόμενες εικόνες μέσα σε παράλληλους καθρέφτες. Στα δεξιά του έπλεε η Περσεφόνη. Ο τριήραρχός της, ο Κλεινίας, που ήταν γιος του Αλκιβιάδη, σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε. «Εξαιρετική ημέρα!» φώναξε ο Θεμιστοκλής. «Πολύ σύντομα θα μας τη χαλάσουν!» απάντησε ο Κλεινίας. «Κοίτα εκεί!» Απέναντί τους διαγραφόταν η απόκρημνη ακτή των Αφετών, με την οποία είχαν πια εξοικειωθεί μετά τις μάχες των δύο προηγούμενων ημερών. Τ ώρα όμως υπήρχε κάτι καινούργιο. Ο Θεμιστοκλής μισόκλεισε τα μάτια και κατάφερε να διακρίνει μπροστά στην ακτογραμμή μια σκουρόχρωμη γραμμή στην οποία ο ήλιος αντανακλώνταν εδώ κι εκεί. Ο στόλος του εχθρού. Αυτή τη φορά οι Πέρσες ναύαρχοι είχαν βγει μπροστά αντί να περιμένουν μια νέα επίθεση. Και, αν έκρινε κανείς από την απόσταση ανάμεσα στα δύο άκρα της παράταξης, που έδειχνε να απλώνεται σε ολόκληρο τον ορίζοντα, αυτή τη φορά είχαν φέρει πολλά πλοία. Ή μάλλον όλα τα πλοία, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής.
«Σήμερα θα είναι διαφορετικά», είπε ο καπετάνιος του γυρνώντας προς εκείνον. «Πρέπει να είναι τουλάχιστον χίλιες τριήρεις». «Ας πούμε ότι είναι το ένα τρίτο, Ηρακλείδη», απάντησε ο Θεμιστοκλής για να μη θορυβηθεί το πλήρωμα. Όσο πλησίαζαν οι δύο στόλοι, υπολόγισε πως, παρότι ο Ηρακλείδης είχε υπερβάλει, τα περσικά πλοία θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον τα διπλάσια από τα δικά τους. Τους πλησίαζαν πάνω από πεντακόσιες τριήρεις, ίσως και εξακόσιες. Θυμήθηκε τα λόγια του Ευρυβιάδη. Μπορεί να χάσουμε όλο το στόλο μας σε μία μόνο μέρα. «Από πού είναι οι τριήρεις που έχουμε μπροστά μας;» φώναξε ο Θεμιστοκλής στον αξιωματικό της πλώρης, που είχε όραση αντάξια του Αργοναύτη Λύγκα. «Νομίζω ότι είναι από τη Φοινίκη!» «Υπέροχα! Οι καλύτεροι αντίπαλοι για την καλύτερη μοίρα σε όλο τον ελληνικό στόλο». Δεν πίστευε στα λόγια του, μα έπρεπε να ενθαρρύνει το πλήρωμα. Οι δύο στόλοι πλησίαζαν για τη σύγκρουση σαν φάλαγγες, μόνο που, αντί για βηματισμό και παιάνες, ακουγόταν το θρόισμα από τα έμβολα που έκοβαν τα νερά, ο ισχυρός, ρυθμικός παφλασμός των κουπιών και τα διαπεραστικά σφυρίγματα των αυλών. Κανείς δε μιλούσε. Σε άλλες περιπτώσεις οι κωπηλάτες τραγουδούσαν, μα τώρα ακουγόταν μόνο το αγκομαχητό τους. Έπρεπε να έχουν όλη τους την προσοχή στραμμένη στις εντολές των κινήσεων, οι οποίες δύσκολα ακούγονταν ως το επίπεδο των θαλαμιτών, μια και ο συνωστισμός από κορμιά και μαδέρια έπνιγε τους θορύβους. Οι οπλίτες, παρότι ανυπομονούσαν να μπουν στη μάχη, έμεναν κουλουριασμένοι στη θέση τους για να μην εμποδίζουν τις κινήσεις. Ο Ευφορίωνας, που είχε καθίσει στη δεξιά πλευρά του καταστρώματος, ήταν ο μόνος άνδρας που δεν κατάφερνε να μείνει ακίνητος. Τουλάχιστον δεν κουνούσε τα πόδια: εκείνη τη στιγμή τα τικ του είχαν περιοριστεί στο να σιάζει τα φτερά του λοφίου στην περικεφαλαία του. Οι δέκα πεζικάριοι που δεν ανήκαν στο πλήρωμα
της Αρτεμισίας είχαν αρχίσει να τον κοροϊδεύουν από τη στιγμή που επιβιβάστηκαν. Τ ώρα όμως, είτε επειδή είχαν συνηθίσει τις εκκεντρικότητές του είτε επειδή καταλάβαιναν τη σοβαρότητα της κατάστασης, είχαν σωπάσει. Ο περσικός στόλος βρισκόταν πια τόσο κοντά, ώστε τα δύο άκρα του είχαν χαθεί από τα μάτια τους και η μοίρα που είχαν μπροστά τους καταλάμβανε όλο το οπτικό πεδίο του Θεμιστοκλή. Ένα πλοίο κατευθυνόταν ολοταχώς προς την πλώρη της Αρτεμισίας, έχοντας πάρει πορεία για μετωπική σύγκρουση. «Εκείνο που φαίνεται μπροστά μπροστά είναι ένα είδωλο από ατόφιο χρυσό», είπε ο Φειδιππίδης. «Μπορούμε να βγάλουμε καλά λάφυρα από αυτό το στόλο». «Μην κάνεις όρεξη!» απάντησε ο Σκυλλίας. Ο δύτης είχε καθίσει στη σκάλα του κεντρικού διαδρόμου, στα πόδια του πηδαλιούχου. «Αν το αγαλματίδιο ήταν από ατόφιο χρυσό, το πλοίο θα βυθιζόταν με την πλώρη. Δεν είναι παρά βαμμένο ξύλο!» Ως εκείνη τη στιγμή οι μοναδικές φορές που ο Θεμιστοκλής είχε αντιμετωπίσει τους Φοίνικες ήταν σε πειρατικές δραστηριότητες. Γνώριζε όμως την αγαπημένη τους κίνηση, το διέκπλου. Υποκρίνονταν ότι κινούσαν για μετωπική επίθεση ενάντια στα πλοία των εχθρών, μα την τελευταία στιγμή έκαναν μιαν απότομη πλευρική κίνηση και περνούσαν ανάμεσά τους. Έτσι, οι τριήρεις εμφανίζονταν στην οπισθοφυλακή της παράταξης, γύριζαν γρήγορα μέτωπο και επιτίθονταν στις ανυπεράσπιστες πρύμνες του αντιπάλου. Ο Θεμιστοκλής έδωσε μια εντολή στο σηματωρό κι εκείνος σήκωσε ένα γαλανό σημαιάκι στο κατάρτι που υψωνόταν πάνω από την πρύμνη. Η τριήρης που έπλεε πίσω τους, ο Πρωτέας, έστριψε μερικά μέτρα προς τα δεξιά για να κλείσει το κενό που υπήρχε ανάμεσα στην Περσεφόνη και στην Αρτεμισία. Η ίδια κίνηση επαναλήφθηκε στις γραμμές όλου του αθηναϊκού στόλου. «Για προσπαθήστε να κάνετε το διέκπλου τώρα, καθάρματα», μουρμούρισε ο Θεμιστοκλής μέσα από τα δόντια του. Το φοινικικό πλοίο βρισκόταν πια σε απόσταση μικρότερη των
εκατό μέτρων. Από την πλώρη του, το πρόσωπο του θαλασσινού θεού Νταγκόν τους κοιτούσε με μίσος. Αν καμία από τις δύο τριήρεις δεν άλλαζε πορεία, θα συγκρούονταν έμβολο με έμβολο. Ο πηδαλιούχος στράφηκε προς τον Θεμιστοκλή. «Νομίζω ότι έφτασε η στιγμή», του είπε. «Εμπρός λοιπόν». Ο Ηρακλείδης γύρισε την τριήρη προς τα αριστερά κι έστρεψε την πλώρη προς το πλοίο που ερχόταν στα αριστερά της φοινικικής τριήρους, σαν να είχε αποφασίσει να αλλάξει θήραμα. Για κάμποσες στιγμές η κίνηση αυτή πρόσφερε στον εχθρό το δεξί πλευρό της Αρτεμισίας. Μα η πρόθεση του Θεμιστοκλή δεν ήταν αυτή. Δευτερόλεπτα αργότερα φώναξε: «Όλο δεξιά!» Ο πηδαλιούχος τράβηξε το δεξί κουπί του πηδαλίου κι έσπρωξε το αριστερό. Ο κελευστής, που είχε κουλουριαστεί στο διάδρομο μαζί με τον Σκυλλία, φώναξε μια εντολή στον αυλητή κι εκείνος τη μετέφερε στους κωπηλάτες. Εκείνοι που βρίσκονταν στο αριστερό πλευρό συνέχισαν να κωπηλατούν, ενώ όσοι κάθονταν στα δεξιά σήκωσαν τα κουπιά στον αέρα για μια στιγμή, ύστερα τα έχωσαν ξανά στο νερό κι έκαναν όπισθεν με τη δύναμη των χεριών τους. Μέσα στον αφρό της θάλασσας η Αρτεμισία άλλαξε απότομα πορεία προς τα δεξιά και η πλώρη σημάδεψε ξανά τον πρώτο εχθρό, που βρισκόταν τώρα πια πλάγια και όχι απέναντί της. «Εξαιρετικά!» φώναξε ο Θεμιστοκλής. Λίγα πλοία στον ελληνικό στόλο διέθεταν κωπηλάτες ικανούς να πραγματοποιήσουν εκείνο τον ελιγμό σε τόσο μικρό χώρο. Δυστυχώς το πλήρωμα του φοινικικού πλοίου ήταν εξίσου ικανό με εκείνο της Αρτεμισίας και ο τριήραρχος τους πρόλαβε κάνοντας την ίδια κίνηση σχεδόν συμμετρικά. Το έμβολο του Θεμιστοκλή δε βρήκε το πλευρό του εχθρικού πλοίου, όπως σχεδίαζε, αλλά το έμβολό του, που ήταν ντυμένο με φύλλα από χαλκό. Αν και συγκρούστηκαν με κάποια γωνία, το πλήγμα ταρακούνησε την Αρτεμισία από την πλώρη ως την πρύμνη. Ο Θεμιστοκλής είχε πιαστεί με δύναμη από τα μπράτσα του καθίσματός του, μα ακόμα κι
έτσι κόντεψε να εκσφενδονιστεί από το πλοίο κι ένιωσε να ταρακουνιούνται ως και τα δόντια του. Εντωμεταξύ, οι στρατιώτες του καταστρώματος κατρακύλησαν ανάσκελα σαν ανυπεράσπιστες χελώνες. Μετά το τρομακτικό τρίξιμο της σύγκρουσης έπεσε σιωπή για ένα λεπτό. Μα οι οπλίτες δεν άργησαν να σηκωθούν κι έτρεξαν να υπερασπιστούν την πλώρη της Αρτεμισίας αλαλάζοντας πολεμικές κραυγές. «Όπισθεν!» διέταξε ο Θεμιστοκλής. Αν και προσπάθησαν να οπισθοχωρήσουν αντιστρέφοντας τη φορά των κουπιών, τα δύο πλοία είχαν κολλήσει. Οι οπλίτες της Αρτεμισίας συναθροίστηκαν στην πλώρη, όπως και οι στρατιώτες του εχθρικού πλοίου, κάτι που έκανε τις πρύμνες των δύο πλοίων να σηκωθούν. Αυτό δυσκόλεψε το έργο των δύο πηδαλιούχων, που πάσχιζαν να κάνουν ελιγμούς για να ξεπιάσουν τα έμβολα, ενώ οι κελευστές φώναζαν εντολές στις αντίστοιχες ομάδες των κωπηλατών. Άρχισε ένας αλλόκοτος χορός ανάμεσα στις δύο τριήρεις, που έδειχναν άλλοτε να πλησιάζουν και άλλοτε να απομακρύνονται. Το πεζικό του εχθρού, Πέρσες και Μήδοι, έριχναν βέλη σε ό,τι κινούνταν στο κατάστρωμα της Αρτεμισίας, ενώ ο Φειδιππίδης και οι Σκύθες ανταπέδιδαν όπως μπορούσαν. Ο ίδιος ο Θεμιστοκλής είχε αφήσει τη θέση του τριηράρχου για να καλύψει τον καπετάνιο με την ασπίδα του. Επιτέλους, όταν οι πλώρες ξεγαντζώθηκαν και τα πλευρά των δύο τριήρεων πλησίασαν αρκετά, οι ναυτικοί της Αρτεμισίας πήδηξαν από το διάδρομο κι έριξαν τους γάντζους για το ρεσάλτο. Μόλις οι γάντζοι πιάστηκαν στην κουπαστή του φοινικικού πλοίου, οι άνδρες βρήκαν πάλι καταφύγιο στη σχετική ασφάλεια του διαδρόμου και από εκεί άρχισαν να τραβούν τις θηλιές των γάντζων. Τα δύο πλοία άρχισαν να πλησιάζουν. Μόλις πλεύριζαν το ένα το άλλο, θα έφτανε η στιγμή για το ρεσάλτο. Ο Θεμιστοκλής άδραξε την ασπίδα του κι έσπευσε στο αριστερό κατάστρωμα μαζί με τους υπόλοιπους οπλίτες, το βάρος των οποίων είχε σηκώσει το πλοίο πάνω από μια πιθαμή. Με την
άκρη του ματιού του ο Θεμιστοκλής είχε δει την Περσεφόνη να χτυπιέται από το δεξί πλευρό με άλλο ένα εχθρικό πλοίο, ενώ στα αριστερά τους διεξάγονταν κι άλλες μάχες υπό παρόμοιες συνθήκες. Όλα εκείνα όμως είχαν ξεφύγει πλέον από τον έλεγχό του. Από όλα τα στοιχεία που προκαλούν το χάος σε μια μάχη στην ξηρά, το μόνο που έλειπε εκείνη την ώρα ήταν η σκόνη. Αντιθέτως, το έδαφος που πατούσαν κινούνταν σαν να γινόταν ένας διαρκής σεισμός, κάτι που πρόσθετε τον κίνδυνο να πέσει κανείς από το κατάστρωμα. Μάλιστα ο θόρυβος ήταν ακόμα πιο εκκωφαντικός. Στις κραυγές των ανδρών και στην κλαγγή των όπλων ερχόταν να προστεθεί το μπάσο, ανατριχιαστικό τρίξιμο των πλοίων που συγκρούονταν μεταξύ τους, ο αναστεναγμός από τα μεγάλα μαδέρια που ράγιζαν κάτω από τα έμβολα και το φρικτό ράγισμα των κουπιών από ξύλο ελάτου που έσπαζαν σαν οδοντογλυφίδες. Και όλα αυτά συνοδευόμενα από το σάστισμα που προκαλούσε ο παφλασμός των χιλιάδων κουπιών που μαστίγωναν τα νερά και σήκωναν πίδακες αφρού. Οι πεζικάριοι περίμεναν σχεδόν στην άκρη του καταστρώματος τη στιγμή να πηδήξουν στο πλοίο του εχθρού, κουλουριασμένοι πίσω από τις ασπίδες τους για να προστατευτούν από τα βέλη των αντίπαλων τοξοτών. Είχαν ρίξει τα ακόντιά τους κι άδραχναν τα δόρατα, μεγαλύτερα από εκείνα που χρησιμοποιούσαν στην ξηρά, ώστε να μπορούν να τραυματίζουν τους αντιπάλους πριν ακόμη τα πλοία βρεθούν πλάι πλάι. Όταν πια οι εχθροί είχαν βρεθεί σχεδόν στην απόσταση των δοράτων τους, οι Φοίνικες ναυτικοί χώθηκαν ανάμεσα στους στρατιώτες κρατώντας μικρά τσεκούρια και άρχισαν να κόβουν τα σκοινιά των γάντζων. «Που να πάρει και να σηκώσει! Δειλοί! Τ ι κάνετε;» φώναξε ο Ευφορίωνας. «Επάνω τους!» φώναξε ένας οπλίτης που τον έλεγαν Σώφρονα και κρέμασε την ασπίδα στο λαιμό του. «Τ ρελάθηκες;» του είπε ο Θεμιστοκλής. «Είναι πολύ μακριά!» Τα δύο μέτρα που χώριζαν τη μία τριήρη από την άλλη μπορεί να
φαίνονταν μικρή απόσταση, όχι όμως για έναν άνδρα που ήταν φορτωμένος με σχεδόν τριάντα κιλά οπλισμό. Ο οπλίτης πήδηξε και κατάφερε να αγγίξει με το αριστερό χέρι την κουπαστή του φοινικικού πλοίου, μα ύστερα γλίστρησε κι έπεσε σαν μολύβι στο νερό. Ορισμένοι Φοίνικες ναυτικοί είχαν φέρει μακριούς πασσάλους με τους οποίους έσπρωχναν το πλευρό της Αρτεμισίας για να την απομακρύνουν. Δεν είχε απομείνει πια κανένα σκοινί που να ενώνει τα δύο πλοία και η φοινικική τριήρης απομακρύνθηκε, αν και οι Πέρσες τοξότες πρόλαβαν να εκτοξεύσουν ένα σμήνος από βέλη προς τα ανοίγματα των κωπηλατών. Κρίνοντας από τις κραυγές που ακούστηκαν από το αμπάρι, ο Θεμιστοκλής φαντάστηκε ότι θα είχαν πετύχει κάμποσους θαλαμίτες. Εκείνη τη στιγμή άκουσε έναν παφλασμό στα αριστερά του. «Ποιος άλλος έπεσε στο νερό;» «Κανείς!» απάντησε ο Φειδιππίδης. «Ο Σκυλλίας βούτηξε από μόνος του!» Ο δύτης είχε πηδήξει από το κατάστρωμα δεμένος με ένα χοντρό σκοινί που είχε δέσει σε ένα δοκάρι του διαδρόμου. «Σταματήστε να κωπηλατείτε προς τα αριστερά!» κραύγασε ο Θεμιστοκλής και ο πηδαλιούχος μετέφερε την εντολή στον κελευστή. Λίγες στιγμές μετά, το κεφάλι του Σκυλλία ξεπρόβαλε μέσα στους αφρούς. Έφερνε μαζί τον Σώφρονα. Οι ναυτικοί άρχισαν να τραβούν την τριχιά και τους βοήθησαν να βγουν από το νερό. Ο Σκυλλίας είχε καταφέρει να βγάλει την πανοπλία του Σώφρονα κάτω από την επιφάνεια του νερού και τώρα ο οπλίτης έβηχε και ξερνούσε νερό σωριασμένος πάνω στο κατάστρωμα. Ο Θεμιστοκλής είπε στο δύτη: «Βλέπω ότι, παρόλο που είσαι άνθρωπος σχεδόν πλούσιος, διακινδυνεύεις αρκετά τη ζωή σου». «Δε μου αρέσει να αφήνω τον κόσμο να πνίγεται! Είναι φρικτός θάνατος!» απάντησε ο Σκυλλίας χτενίζοντας το γένι με τα δάχτυλα. Το λίπος που χρησιμοποιούσε ήταν τόσο παχύ ώστε οι τρίχες του ήταν άκαμπτες ακόμα και αφού είχε πέσει στο νερό.
«Είσαι πραγματικός ήρωας, φίλε μου! Τ ι θα κάνεις αν πέσω στη θάλασσα εγώ, που σου χρωστάω τόσα χρήματα;» Ο δύτης ξέσπασε σε γέλια και του έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. «Θα έρθω να σε αρπάξω από τα γαμψώνυχα του Ποσειδώνα ακόμα και αν χρειαστεί να του καρφώσω την τρίαινα στον πισινό!» Στα δεξιά τους, η Περσεφόνη είχε καταφέρει να χώσει το έμβολό της σε μια τριήρη του εχθρού. Σαν απομακρύνθηκε με την όπισθεν, το νερό άρχισε να μπαίνει στο αμπάρι του πλοίου, που πήρε να γέρνει γρήγορα και τελικά αναποδογύρισε υπό τις έντρομες κραυγές των κωπηλατών του. Οι άνδρες της Αρτεμισίας άρχισαν να επευφημούν τους συντρόφους τους της Περσεφόνης και ο Θεμιστοκλής χαιρέτησε τον Κλεινία με το χέρι. Τότε ο αξιωματικός της πρύμνης τον ενημέρωσε ότι κατά τη σύγκρουση με το φοινικικό πλοίο είχαν χάσει το έμβολο της τριήρους. Αυτό τους είχε αφήσει άοπλους, έχοντας ταυτόχρονα αποδυναμώσει τη δομή του πλοίου. «Πρέπει να αποσυρθούμε, κύριε», του είπε ο ξυλουργός όταν ανέβηκε από το αμπάρι. «Έχει αρχίσει να μπαίνει νερό στα ύφαλα». «Τόσο ώστε να βυθιστούμε;» «Προς το παρόν όχι, αλλά θα καθυστερήσει τους ελιγμούς μας. Εξάλλου χάσαμε πέντε κωπηλάτες από την αριστερή πλευρά». Τα μέλη του πληρώματος ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν κι έτσι ο Θεμιστοκλής δεν έχασε χρόνο με οδηγίες. Ο κελευστής μοίρασε τους κωπηλάτες έτσι ώστε να διατηρηθεί η συμμετρία των κινήσεων και οι ναυτικοί τέντωσαν τα κύρια σκοινιά για να σφίξουν τα παλαμάρια. Τη μοναδική εντολή την έδωσε στον Ηρακλείδη: «Στρίψε το πλοίο! Επιστρέφουμε στην ακτή!» «Αποσυρόμαστε από τη μάχη;» ρώτησε ένας οπλίτης. «Όχι! Στην ακτή όμως υπάρχουν πολλά άθικτα πλοία. Πάμε να δανειστούμε ένα από αυτά».
Το να κρίνει κανείς ποιος είχε νικήσει σε μια ναυμαχία ήταν πιο περίπλοκο απ’ ό,τι στην περίπτωση μιας χερσαίας μάχης. Το πεδίο των εχθροπραξιών ήταν πολύ πιο εκτενές και η πιθανότητα επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο άκρα σχεδόν μηδαμινή. Όσο πολεμούσε στα νερά της κεντρικής ζώνης, πρώτα με την Αρτεμισία και ύστερα με την Τ ισιφόνη, ο Θεμιστοκλής είχε την εντύπωση ότι το αποτέλεσμα ήταν ισόπαλο. Ωστόσο το οπτικό του πεδίο ήταν περιορισμένο και μέσα στο χάος της μάχης αγνοούσε τι συνέβαινε σε άλλα σημεία. Μόνον όταν έφτασε στην ακτή όλος ο ελληνικός στόλος και ο Θεμιστοκλής άρχισε να λαμβάνει αναφορές και να επιθεωρεί προσωπικά τις ζημιές κατάφερε να σχηματίσει μια πλήρη ιδέα για το τι είχε συμβεί. Και το γενικό αποτέλεσμα δεν επέτρεπε μεγάλη αισιοδοξία. Μέσα στην ημέρα είχαν γίνει εκατοντάδες μονομαχίες σαν εκείνη που είχε δώσει η Αρτεμισία με το πρώτο φοινικικό πλοίο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα πλοία συγκρούονταν σε τέτοιες γωνίες ώστε μάλλον απωθούσαν το ένα το άλλο και τα έμβολά τους δεν κατάφερναν να ανοίξουν μεγάλα ρήγματα στα εχθρικά κύτη. Ύστερα, ανάλογα με το πόσο πολεμόχαρα ήταν τα πληρώματα και οι οπλίτες και την επιθετικότητα που επιδείκνυαν οι τριήραρχοι και οι καπετάνιοι, οι τριήρεις πλεύριζαν η μία την άλλη και προσπαθούσαν να κάνουν ρεσάλτο ή απέφευγαν τη συνάντηση και περιορίζονταν να εξαπολύουν βέλη και ακόντια. Όσο δεν έμπαιναν σε μάχη σώμα με σώμα, οι στρατιώτες του καταστρώματος, που ήταν καλά προστατευμένοι, είχαν ελάχιστες απώλειες σε αυτές τις ανταλλαγές βολών. Οι θαλαμίτες, από την άλλη, πλήρωναν το προνόμιο του να κωπηλατούν στην τελευταία σειρά και δέχονταν τα περισσότερα τραύματα μέσα από τα πλατιά ανοίγματα. Πολλοί πέθαιναν πάνω στην ξύλινη λαβή του κουπιού ή σωριάζονταν πάνω στους συντρόφους τους που τραβούσαν κουπί στις πιο κάτω θέσεις. Σε αυτές τις συναντήσεις τα φοινικικά πλοία είχαν αποδείξει την υπεροχή τους σε σχέση με τα ελληνικά. Παρότι μετέφεραν τον ίδιο
αριθμό στρατιωτών και ήταν πιο ψηλά και βαριά γιατί διέθεταν πλήρες κιγκλίδωμα και κατάστρωμα, ελίσσονταν με μεγαλύτερη ευκολία και κινούνταν πιο γοργά. Γνωρίζοντας ότι το πεζικό του καταστρώματος, Πέρσες οπλισμένοι με τόξα, ήταν πιο αποτελεσματικό από απόσταση παρά στη μάχη σώμα με σώμα, απέφευγαν όσο μπορούσαν να πλευρίσουν τα άλλα πλοία και προσπαθούσαν να πλήξουν τα ελληνικά πλοία με τα έμβολά τους. Έκαναν και έναν παρακινδυνευμένο και δύσκολο ελιγμό: επιτίθεντο κατά μέτωπο σε ένα πλοίο του εχθρού και ύστερα μάζευαν τα κουπιά, γυρνούσαν την τελευταία στιγμή και περνούσαν αγγίζοντας μόλις το κύτος της άλλης τριήρους. Με αυτή την κίνηση όχι μόνο έσπαζαν τα περισσότερα κουπιά της μιας πλευράς, αλλά ξερίζωναν τους σκαλμούς και ξεκολλούσαν κομμάτια ξύλου από τα ανοίγματα των κωπηλατών. Τα ίδια τα κουπιά, τη στιγμή που έσπαζαν, τραυμάτιζαν τους άνδρες που τα κρατούσαν. Σε άλλους έσπαζαν τα δόντια, σε άλλους τσάκιζαν τα δάχτυλα ή τα πλευρά, ενώ μερικοί κωπηλάτες έβρισκαν το θάνατο όταν δέχονταν το χτύπημα της λαβής του κουπιού στο κρανίο. Μόνο η μοίρα Εριχθονία, μέλος της οποίας ήταν η Αρτεμισία, ήταν σε θέση να διαβεβαιώσει ότι η μάχη με τους Φοίνικες είχε καταλήξει ισόπαλη. Ο ήρωας της ημέρας ήταν ο Κλεινίας, ο τριήραρχος της Περσεφόνης, γιατί είχε καταφέρει να βουλιάξει μία ασιατική τριήρη και να αιχμαλωτίσει άλλη μία. Οι υπόλοιπες μοίρες όμως είχαν υποστεί περισσότερες απώλειες απ’ όσες είχαν προκαλέσει στον εχθρό. Οι χειρότερες ζημιές είχαν σημειωθεί στα δύο άκρα της παράταξης, εκεί όπου ο περσικός στόλος είχε αξιοποιήσει την αριθμητική υπεροχή του καταφεύγοντας σε κυκλωτικούς ελιγμούς· πολλές τριήρεις της Συμμαχίας δέχτηκαν επίθεση από δύο ή και τρεις ακόμα εχθρούς. Στο δεξί πλευρό, η αθηναϊκή μοίρα Κεκροπία είχε χάσει δεκαπέντε από τα τριάντα πλοία της στη ναυμαχία εναντίον των Φοινίκων και στα αριστερά οι Αιγύπτιοι είχαν προκαλέσει μεγάλες ζημιές στο στόλο της Πελοποννήσου.
Ευτυχώς λίγο μετά το μεσημέρι τα μελτέμια άρχισαν να φυσούν αρκετά δυνατά και να σηκώνουν αφρό στα κύματα. Οι Πέρσες ναύαρχοι μάλλον φοβήθηκαν μήπως ξεσπάσει καταιγίδα σαν εκείνη που τις προηγούμενες ημέρες είχε βυθίσει μέρος του μεταγωγικού τους στόλου και, επειδή απείχαν περισσότερο από τη βάση τους στις Αφέτες, έδωσαν εντολή για αποχώρηση. Μετά την καταμέτρηση των ζημιών, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι εκείνη η απόφαση τους είχε σώσει γιατί έμεναν μια-δυο ώρες ημέρας ακόμη και ο άνεμος κόπασε αμέσως.
Καθισμένος πάνω στη γέφυρα της Αρτεμισίας, αφού άκουσε την εξιστόρηση της τελικής καταστροφής στις Θερμοπύλες, ο Θεμιστοκλής περιέγραψε συνοπτικά στον Κίμωνα το αποτέλεσμα της ναυμαχίας. Από την πλώρη έφταναν στα αυτιά τους οι σφυριές των ξυλουργών που συναρμολογούσαν το έμβολο ενός ιωνικού πλοίου το οποίο είχαν αιχμαλωτίσει από τον εχθρό. «Μετρώντας τις τριήρεις που έχουν βυθιστεί και αχρηστευτεί, χάσαμε εβδομήντα πλοία. Σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση, λείπουν σχεδόν δέκα χιλιάδες άνδρες. Φαντάζομαι ότι κάποιοι θα φτάσουν κολυμπώντας κατά τη διάρκεια της νύχτας, μα πολύ φοβάμαι ότι θα είναι λίγοι. Ανάμεσα στους νεκρούς είναι οι στρατηγοί της Αντιοχίδας και της Ιπποθωντίδας φυλής». «Πόσα πλοία αιχμαλωτίσαμε;» «Τ ριάντα. Κι αν λένε αλήθεια οι τριήραρχοι με τους οποίους μίλησα, βυθίσαμε άλλα είκοσι πέντε». «Αν είναι έτσι, χάσαμε τη μάχη για πενήντα πέντε πλοία έναντι εβδομήντα. Μπορούμε να τη θεωρήσουμε σχεδόν ισόπαλη». «Αν οι Πέρσες δεν είχαν αποφασίσει να αποσυρθούν λόγω του ανέμου, ο στόλος τους θα είχε περικυκλώσει τον δικό μας και θα μας είχαν εξολοθρεύσει, όπως κάναμε εμείς στον Μαραθώνα. Οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι απέδειξαν ότι είναι καλύτεροι ναυτικοί από εμάς»,
παραδέχτηκε ο Θεμιστοκλής. «Και το να στερήσει κανείς εβδομήντα πλοία από ένα στόλο που διαθέτει τριακόσια δεν είναι το ίδιο με το να στερήσει πενήντα πέντε από ένα στόλο που έχει πάνω από εξακόσια. Με μια-δυο τέτοιες “ ισοπαλίες”, η μόνη λύση που θα μας απομένει θα είναι να καταφύγουμε στην Ιταλία ή να παραδοθούμε στον Ξέρξη». Ο Κίμωνας, που είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης και είχε σκύψει το κεφάλι, κοίταξε τον Θεμιστοκλή και στα μάτια του άστραψε μια σπίθα οργής. «Αυτό δε θα γίνει ποτέ! Ο Λεωνίδας δεν αξίζει αυτά τα λόγια». Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι, παρόλο που ο Κίμωνας είχε αδράξει το κουπί και είχε εμφανιστεί στην Εκκλησία του Δήμου, στο βάθος της ψυχής του παρέμενε ένας αριστοκράτης που συγκινούνταν περισσότερο με τη θυσία τριακοσίων οπλιτών στο πεδίο της μάχης παρά με τον ανώνυμο σχεδόν χαμό δέκα χιλιάδων ανδρών στα νερά του Αιγαίου. Στο κάτω κάτω, κατά τη γνώμη του, πολλοί από εκείνους ήταν φτωχοί πολίτες ή σκλάβοι και η ζωή τους δεν είχε την ίδια αξία. Σηκώθηκε από τη θέση του αναστενάζοντας. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε ότι πονούσε όλο το κορμί του. Έχω αρχίσει να γερνάω, δεν είμαι για τον πόλεμο, σκέφτηκε. «Τ ρόπος του λέγειν, φίλτατε Κίμωνα. Όταν όλη η Ελλάδα έχει πια παραδώσει στον Ξέρξη τη γη και το ύδωρ που τόσο λαχταρά, εγώ θα συνεχίσω να του τα αρνούμαι ακόμα κι αν μείνω μόνος σε αυτή την προσπάθεια». «Ωραία τα λόγια σου, Θεμιστοκλή. Ίσως όμως μείνεις πραγματικά μόνος. Πώς θα πείσεις τους συμμάχους μας να αντιμετωπίσουν ξανά το στόλο των Περσών τώρα που έχουν διαπιστώσει ότι είναι καλύτερος από τον δικό μας;» «Κάτι θα σκεφτούμε. Από ξηράς είναι αδύνατον να σταματήσουμε τον Ξέρξη. Δεν τον εμπόδισε ούτε ένα πέρασμα σαν τις Θερμοπύλες. Και από τους Σπαρτιάτες δεν μπορούμε να περιμένουμε καμία βοήθεια για την υπεράσπιση της Αθήνας. Έχουμε ρίξει όλους τους
πόρους μας στο στόλο. Τ ώρα πια είναι αργά για να δοκιμάσουμε οποιονδήποτε άλλο τρόπο». «Πολύ φοβάμαι ότι ο τρόπος σου δεν έχει αποτέλεσμα. Οι Φοίνικες άρχισαν να σκίζουν τις θάλασσες εδώ και αιώνες, πριν από τον πόλεμο της Τ ροίας. Κι εσύ προσπάθησες να μετατρέψεις τους Έλληνες σε ειδικούς στη ναυτοσύνη σε λιγότερα από τρία χρόνια. Ήταν αδύνατον να πάει καλά το σχέδιό σου». Σ’ ευχαριστώ για το κουράγιο, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής, μα κράτησε το σαρκασμό για τον εαυτό του.
Όταν ο Κίμωνας τον άφησε μόνο, ο Θεμιστοκλής ανακάλυψε ότι τα προβλήματά του δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Αν και δεν πεινούσε, ετοιμαζόταν να κατέβει στην ξηρά για να δειπνήσει. Εκείνη τη στιγμή είδε τον Ανδρόνικο να πλησιάζει τη σκάλα της Αρτεμισίας. Δεν τον συνόδευε κανείς από τους άνδρες της φυλής του, μόνον ο Τ ήλος. «Θέλω να σου μιλήσω, Θεμιστοκλή». «Ανέβα». Ο Τ ήλος κάθισε να παίξει κύβους με μια ομάδα κωπηλατών. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι καθόλου άσχημα δε θα του ερχόταν αν ξεσπούσε κανένας καβγάς, όπως συνέβαινε αρκετά συχνά σε αυτά τα παιχνίδια, και οι άνδρες του μαχαίρωναν το σκλάβο του Ανδρόνικου. Πολύ φοβόταν όμως ότι οι στρατιώτες θα προτιμούσαν να αφήσουν τον παγκρατιστή να τους κερδίσει παρά να μπλέξουν μαζί του. Τα ξύλινα σκαλιά έτριξαν κάτω από το βάρος του Ανδρόνικου. Ο Θεμιστοκλής κάθισε ξανά στη θέση του τριήραρχου και, χωρίς να καλέσει το στρατηγό να κάνει το ίδιο, μια και δεν υπήρχε άλλη θέση στο κατάστρωμα, τον παρότρυνε να μιλήσει. «Ήρθα να σου κάνω μια χάρη, Θεμιστοκλή», είπε ο Ανδρόνικος. «Σε ευχαριστώ εκ των προτέρων. Είμαι όλος αυτιά». «Το κύρος σου δε βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του. Ακόμα
και ο όχλος των κωπηλατών, στον οποίο βασιζόσουν ανέκαθεν, πιστεύει ότι η επίθεση ενάντια στους Πέρσες ήταν σφάλμα». «Ανδρόνικε, ξέρω ότι είσαι από εκείνους που έμειναν στην ακτή, κοντά στα αναπληρωματικά πλοία. Μπορείς να ρωτήσεις όποιον θέλεις όμως και θα σου πει ότι ήταν οι Πέρσες εκείνοι που ήρθαν να επιτεθούν σε εμάς. Η απόδειξη είναι ότι η μάχη έγινε πιο κοντά στο Αρτεμίσιο παρά στις Αφέτες». Ο Ανδρόνικος απαξίωσε το επιχείρημα με μια χειρονομία κι ένα μορφασμό δυσπιστίας. Γεμάτος περιφρόνηση, όπως πάντα, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. «Το ίδιο κάνει. Το θέμα είναι ότι όταν γυρίσουμε στην Αθήνα θα σε περιμένουν προβλήματα. Και αυτά τα προβλήματα έχουν όνομα». «Ποιο;» «Αριστείδης. Τ ώρα που πέθανε ο εξάδελφός του ο Λεωκράτης, σκέφτονται να τον ονομάσουν στρατηγό της Αντιοχίδας φυλής». «Αυτό είναι παράνομο. Δεν μπορούν να ονομάσουν νέους στρατηγούς πριν από το επόμενο καλοκαίρι». Ο Ανδρόνικος σήκωσε τους ώμους. «Στον πόλεμο γίνονται πολλές παρανομίες. Ξέρεις πόσο ευμετάβλητος είναι ο όχλος. Πολλοί έχουν αρχίσει να μετανιώνουν που ψήφισαν τον οστρακισμό του Αριστείδη. Πιστεύουν ότι αν το πρόσταγμα το έχει ο Δίκαιος» –ο Ανδρόνικος πρόφερε το προσωνύμιο με κοροϊδευτικό τόνο– «τότε οι θεοί θα στηρίξουν περισσότερο το σκοπό μας. Γι’ αυτό συζητούν την ανάκληση της εκλογής σου και την παράδοση της θέσης σου σε εκείνον». Παρόλο που η νύχτα ήταν ζεστή, ο Θεμιστοκλής ένιωσε ένα ρίγος. «Και ποια είναι η χάρη που ήρθες να μου προτείνεις, Ανδρόνικε;» «Να σε στηρίξω στη συγκέντρωση των στρατηγών. Να επιχειρηματολογήσω ότι οι αποφάσεις σου ήταν ορθές και ότι πρέπει να συνεχίσεις να έχεις την απόλυτη εξουσία». «Και πόσο θα μου κοστίσει αυτή τη φορά;» «Τ ίποτα που δεν μπορείς να πληρώσεις, Θεμιστοκλή. Ξέρω ότι
όταν φτάσαμε στο Αρτεμίσιο οι Ευβοείς σου παρέδωσαν τριάντα ασημένια τάλαντα για να πείσεις τον Ευρυβιάδη και τους στρατηγούς των υπόλοιπων πόλεων να μην εγκαταλείψουν το νησί». «Αυτό είναι παράλογο. Σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο να εγκαταλείψουμε την Εύβοια». Τουλάχιστον μέχρι που έπεσαν οι Θερμοπύλες, πρόσθεσε μέσα του. «Κανείς δε μου έδωσε τριάντα ασημένια τάλαντα, ούτε δέκα ούτε πέντε». «Περίεργο που είπες “ πέντε”. Με διαβεβαίωσαν ότι από εκείνα τα τριάντα τόσα ακριβώς παρέδωσες στον Ευρυβιάδη. Μου είπαν μάλιστα ότι τα μετέφερε κρυμμένα κάτω από την ασπίδα του εκείνος ο φίλος σου που κάνει σαν δαιμονισμένος». Παρόλο που εκείνη η φήμη αναμείγνυε το ψέμα με μια πολύ συγκεκριμένη, πέρα για πέρα αληθινή πληροφορία, ο Θεμιστοκλής κοίταξε τον Ανδρόνικο στα μάτια και, χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση των χεριών για να μην προδοθεί, είπε: «Ψέματα είναι». «Ψέματα είναι και το ότι έδωσες άλλα τρία τάλαντα στον Κορίνθιο στρατηγό;» Ο Θεμιστοκλής έμεινε λίγο ακόμη χωρίς να βλεφαρίζει και απάντησε: «Και οι δύο πληροφορίες που σου έδωσαν είναι παντελώς ψευδείς». Ή κάποιος κατασκόπευε τις κινήσεις του με μεγάλη δεξιότητα ή ο ίδιος είχε γίνει υπερβολικά αδέξιος. Γιατί το βέλος του Ανδρόνικου είχε βρει και πάλι το στόχο του. Πράγματι, είχε στείλει στον Αδείμαντο σε χρυσό ένα ποσό που αντιστοιχούσε σε τρία ασημένια τάλαντα, κρυμμένο μέσα σε ένα πανέρι με φαγητό. Είχε αρχίσει να υποπτεύεται την ταυτότητα του ανθρώπου που διέδιδε εκείνες τις φήμες και τις μπέρδευε με αληθινές πληροφορίες. Εκείνο το πρόβλημα όμως θα το έλυνε όταν θα έφτανε η ώρα. Τ ώρα είχε άλλο θέμα να αντιμετωπίσει. «Λυπάμαι, Θεμιστοκλή, μα δε σε πιστεύω», είπε ο Ανδρόνικος. «Ξέρω καλά ότι η δωροδοκία είναι ένα από τα ταλέντα σου». Ενώ το μοναδικό ταλέντο που έχεις εσύ είναι να την αποδέχεσαι, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής.
«Θέλω το μερίδιό μου για να σε στηρίξω στη συνέλευση. Πέντε τάλαντα». «Τ ρελά...;» «Περίμενε, Θεμιστοκλή. Δεν τελείωσα. Θέλω ένα μερίδιο και για να μη σε καταγγείλω για διαφθορά. Άλλα πέντε τάλαντα. Το σύνολο δέκα. Μην παραπονιέσαι, θα σου μείνουν άλλα δώδεκα από εκείνα που σου έδωσαν οι Ευβοείς». «Απ’ ό,τι βλέπω, ξέρεις να μετράς». «Τα θέλω σε χρυσάφι. Είναι πιο διακριτικό και πιο εύκολο στη μεταφορά». Ο Θεμιστοκλής κούνησε το κεφάλι. «Τ ώρα θα σου δώσω δύο, αλλά θα είναι σε ασήμι. Τα υπόλοιπα θα τα λάβεις όταν γυρίσουμε στην Αθήνα». «Δε με πείθεις». «Πρέπει να πειστείς. Αν σου τα δώσω όλα τώρα, ποιος μου εγγυάται ότι ύστερα δε θα με προδώσεις και δε θα ψηφίσεις υπέρ του Αριστείδη;» «Κι εμένα ποιος μου εγγυάται ότι θα μου δώσεις τα υπόλοιπα οχτώ τάλαντα;» Ο Θεμιστοκλής σηκώθηκε και τράβηξε το σπαθί του. Ο Ανδρόνικος πισωπάτησε, παρεξηγώντας τις προθέσεις του. Για μια στιγμή ο Θεμιστοκλής απόλαυσε τον τρόμο στην έκφρασή του. Ύστερα πέρασε την κόψη του σπαθιού στην παλάμη του αριστερού του χεριού και άφησε μερικές σταγόνες αίματος να πέσουν στο κατάστρωμα. «Ορκίζομαι στη Γαία, στον Ποσειδώνα και στον κατακρημνισμένο Ουρανό, στην Εκάτη και στην Περσεφόνη, στα νερά της Στύγας και του Αχέροντα, στα φιδίσια μαλλιά των Ερινύων και στην τρομερή ματιά που έχουν οι τρεις Γοργόνες ότι εγώ ο ίδιος θα έρθω στο σπίτι σου και θα σου φέρω τα οχτώ τάλαντα πριν τελειώσει η επόμενη πανσέληνος. Αν παραβώ τον όρκο μου, είθε τα μυαλά μου να σκορπιστούν στο έδαφος σαν ετούτο εδώ το αίμα και ο Απόλλωνας και η Άρτεμη να εξολοθρεύσουν τα παιδιά μου με τα βέλη τους, όπως
έκαναν με τα παιδιά της Νιόβης». Ο Ανδρόνικος ξεροκατάπιε κι έμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα είπε: «Φρικτός ο όρκος που πήρες, Θεμιστοκλή. Δέχομαι το λόγο σου. Μα, προτού σαλπάρουμε για την Αθήνα, θέλω τα δύο τάλαντα που μου υποσχέθηκες». «Μείνε ήσυχος. Θα τα έχεις». Την ώρα που κατέβαινε τη σκαλίτσα ο Ανδρόνικος θυμήθηκε κάτι και γύρισε. «Εννοείται πως αυτό δεν επηρεάζει την άλλη συμφωνία που έχουμε κάνει. Το ετήσιο εισόδημά μου για το θέμα των Δελφών δεν έχει σχέση με αυτή την υπόθεση», είπε με σκληρό χαμόγελο. «Ελεεινή βδέλλα», μουρμούρισε ο Θεμιστοκλής τρίζοντας τα δόντια.
Ο Θεμιστοκλής είχε χάσει τη λιγοστή όρεξη που είχε. Έμεινε καθισμένος στη θέση του, με το βλέμμα χαμηλωμένο. Το ασημένιο φως του φεγγαριού διέγραφε τη μορφή του στα σανίδια του καταστρώματος. Ήταν η μορφή ενός ηττημένου ανθρώπου. Μπορούσαν να πάνε χειρότερα τα πράγματα; Όταν ο οικονόμος του μάθαινε ότι στα οχτώ τάλαντα που είχε δαπανήσει για δωροδοκίες έπρεπε να προσθέσει άλλα δέκα, θα άρχιζε να τραβά τα μαλλιά του. Είχε διαπράξει το σφάλμα να αφεθεί μία φορά στην εκμετάλλευση του Ανδρόνικου, να δειχτεί αδύναμος απέναντί του. Εκείνος ο άνθρωπος δε θα σταματούσε να τον εκβιάζει. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε κάποιον δικό του πολύ κοντά στον Θεμιστοκλή που τον πληροφορούσε για κάθε κίνησή του. Οποιαδήποτε κατάσταση όμως μπορούσε να επιδεινωθεί, και το ήξερε. Αν και ο Ανδρόνικος δεν το είχε πει καθαρά, ο Θεμιστοκλής είχε ήδη αρχίσει να υποπτεύεται ότι ο θάνατος του Λεωκράτη στη μάχη θα τον έβλαπτε. Τ ώρα που η θέση του στρατηγού της Αντιοχίδας φυλής ήταν κενή, ποιος θα τους εμπόδιζε να εκλέξουν τον
Αριστείδη; Και ο Δίκαιος δεν ήταν άνθρωπος που δεχόταν τις δωροδοκίες. Κάτι που είχε ξεκινήσει τόσο άσχημα δε γινόταν να τελειώσει καλά. Πρώτα η αχαριστία του Κίμωνα. Ύστερα ο καβγάς με την Απολλωνία. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι όταν θα επέστρεφε στην Αθήνα εκείνη δε θα βρισκόταν στο σπίτι του Πειραιά για να τον υποδεχτεί. Και φυσικά δε θα ήταν εκεί ούτε η Ιταλία με τη Σύβαρι. Άξαφνα ένιωσε αδύναμος και τα μάτια του θόλωσαν. Σφούγγισε ένα δάκρυ και ξεροκατάπιε. Δε γινόταν να δείξει αδυναμία. Ήταν ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλή. Είχε να αποδείξει στους ευπατρίδες και σε όλη την Ελλάδα ότι ήταν ικανός για μεγάλα πράγματα. Ποια πράγματα όμως; Οι τριήρεις του, τα πλοία που ονειρευόταν εδώ και τόσα χρόνια και που τελικά είχε καταφέρει να κατασκευάσει, είχαν ηττηθεί από τους εχθρούς. Έπρεπε να το παραδεχτεί: οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι τους ξεπερνούσαν στη ναυτοσύνη. Τα πλοία τους ήταν πιο γοργά, πιο ευέλικτα. Όχι επειδή η κατασκευή τους ήταν καλύτερη, αλλά για το λόγο που πριν από λίγο τού είχε θυμίσει ο Κίμωνας. Οι Αθηναίοι καυχιόνταν ότι είχαν γεννηθεί από τη γη, που είχε γονιμοποιηθεί από το σπέρμα του Ηφαίστου όταν η Αθηνά το καθάρισε από το πόδι της με ένα μάλλινο πανί και αηδιασμένη το πέταξε μακριά της. Γι’ αυτό ήταν τόσο κοντά στο έδαφος. Ήταν αδύνατον να τους μετατρέψει κανείς σε ναυτικούς σε τόσο μικρό διάστημα. Χρειαζόταν μια ολόκληρη γενιά για να γίνει ένα τέτοιο θαύμα. Ο Θεμιστοκλής ήταν πεπεισμένος ότι αν επαναλαμβανόταν δέκα φορές η μάχη που είχε γίνει εκείνη την ημέρα δέκα φορές θα έβγαιναν νικημένοι. Αυτή τη φορά δε θα κατάφερνε να σταματήσει το μαύρο άτι του Ξέρξη. Οι μόνες εναλλακτικές που απέμεναν στους Έλληνες ήταν να πεθάνουν ή να υποταχτούν. Ολόκληρη η πλάτη και τα χέρια του ήταν μούσκεμα από τον κρύο ιδρώτα. Σηκώθηκε για να κάνει μια βόλτα ως την πλώρη. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν, ούτε να τον δουν έτσι οι άνδρες του. Μα δεν
πρόλαβε να κάνει πάνω από δέκα βήματα, όταν αναγκάστηκε να πιαστεί από το ένα κουπί του τιμονιού. Είχε αρχίσει να ανασαίνει πολύ γρήγορα, με σπασμωδικές σχεδόν αναπνοές, που δεν κατάφερνε να ελέγξει. Άξαφνα οι μύες στο στέρνο του σφίχτηκαν κι ένιωσε έναν φρικτό πόνο στο αριστερό πλευρό. Προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια, μα τα λόγια δεν έβγαιναν από το στόμα του. Παραπάτησε κι έπεσε στα σκαλιά. Έφτασε το τέλος μου, σκέφτηκε και για μια στιγμή ικέτεψε τους θεούς να τον σκοτώσει εκείνο το χτύπημα και να μην τον αφήσει παράλυτο σαν τον Κλεισθένη. Ύστερα το κεφάλι του χτύπησε πάνω στα μαδέρια του κεντρικού διαδρόμου.
Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε πάνω από το κεφάλι του έναν κατάμαυρο ουρανό. Σηκώθηκε με προσοχή. Βρισκόταν σε μια κατάλευκη πεδιάδα γεμάτη κρίνους και ασφόδελους που απλώνονταν όσο έβλεπε το μάτι. Δεν υπήρχε φεγγάρι και τα αστέρια είχαν σβήσει, μα έβλεπε τα λουλούδια, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, λουσμένο σε μια λάμψη που δεν προερχόταν από πουθενά και που σμίλευε τις μορφές με έντονα περιγράμματα. Γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Σε απόσταση μερικών βημάτων τελείωνε το λιβάδι και άρχιζε μια ακτή που βαφόταν γαλάζια από το ψυχρό φως. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και η άμμος έτριξε κάτω από τα γυμνά του πόδια. Τα σκοτεινά νερά έγλειφαν απαλά την ακτή. Εκείνη η θάλασσα δεν είχε κύματα και από τη λεία επιφάνειά της ανέβαιναν σπείρες ασπριδερού ατμού. Πέρα μακριά υψώνονταν μαύροι γκρεμοί, πάνω από τους οποίους πετούσαν πελώριες φτερωτές σκιές. Κατάλαβε ότι δε βρισκόταν μόνος στην ακτή. Δεν υπήρχαν πλοία, υπήρχαν όμως πληρώματα ολόκληρα που τα περίμεναν να φτάσουν. Ο Θεμιστοκλής άρχισε να περπατά μπροστά στην ατέλειωτη σειρά. Έστεκαν εκεί οπλίτες με την ασπίδα κατεστραμμένη ή την πανοπλία τρυπημένη από το σπαθί ενός εχθρού, ναυτικοί ή κωπηλάτες με βέλη
καρφωμένα στο κορμί ή στο λαιμό, άλλοι με το κεφάλι τσακισμένο από το χτύπημα ενός κουπιού ή ενός μαδεριού. Μα οι περισσότεροι δεν είχαν τραύματα. Ήταν οι πνιγμένοι, αναρίθμητες χιλιάδες, με φουσκωμένο, πρασινωπό πρόσωπο και πρησμένα μέλη. Όλοι εκείνοι οι νεκροί περίμεναν τη βάρκα του Χάροντα να έρθει να τους πάρει και να τους μεταφέρει στην άλλη όχθη. Ο Θεμιστοκλής τους γνώριζε όλους. Ήταν πολίτες από τις δέκα φυλές των Αθηνών και έποικοι από τη Σαλαμίνα ή την Εύβοια. Περνώντας μπροστά τους, απάγγελλε το όνομά τους, το πατρώνυμο και το όνομα του δήμου στον οποίο ανήκαν. «Ευφρόσυνος, γιος του Δίωνα, από το δήμο της Δεκέλειας. Ειρηναίος, γιος του Πύρρου, από το δήμο του Μυρρινούντα. Ιππομένης, γιος του Πασίωνα, από τα Πρόσπαλτα». Μα ήταν πολλοί, πάρα πολλοί. Ήθελε να τους χαιρετήσει όλους, λες κι έτσι θα μπορούσε να τους ξαναφέρει στη ζωή, ή ίσως για να τους αποδείξει ότι δεν είχαν πέσει στη λήθη, ότι υπήρχε τουλάχιστον ένας άνθρωπος που τους θυμόταν. Άνοιξε το βήμα και άρχισε να προφέρει μόνο τα ονόματά τους. «Ευφρόσυνος... Επιγένης... Νικόμαχος... Καρίας... Αρτέμων... Νέστωρ... Φίλιστος... Επίγονος... Ευκτήμων... Επαφρόδιτος... Σώστρατος.... Ονήσιμος... Νικίας... Επίκτητος...» Κάποιοι προσπαθούσαν να του απαντήσουν, μα η γλώσσα τους ήταν πρησμένη και από το στόμα τους ξεχύνονταν πίδακες νερού με πράσινα φύκια. Άλλοι είχαν χάσει τα μάτια και στις κόχες τους είχαν φωλιάσει μικρά καβούρια και θαλάσσιες ανεμώνες. Είχε χαιρετήσει πάνω από τέσσερις χιλιάδες πολίτες, όταν έφτασε στους ξένους και στους σκλάβους που υπηρετούσαν στον αθηναϊκό στόλο. Πολλούς τούς γνώριζε με το όνομά τους. Άλλοι δεν ήταν στη μνήμη του παρά μόνο πρόσωπα· περιορίστηκε να τους χαιρετήσει κλίνοντας το κεφάλι. Τελευταίοι ήταν οι νεκροί από τα Μέγαρα, την Κόρινθο, τη Χαλκίδα, την Αίγινα και τις υπόλοιπες πόλεις. Σαν έφτασε στο τέλος της γραμμής, είχε μετρήσει εννέα χιλιάδες τετρακόσιους είκοσι άνδρες. Άλλο ήταν να βλέπει τα ονόματά τους να σβήνονται από τους καταλόγους των φυλών ή τις λίστες
επιβίβασης στις τριήρεις και άλλο, πολύ διαφορετικό, να παρελαύνει μπροστά σε εκείνο το πλήθος, να βλέπει τα πρόσωπά τους και να ξέρει ότι είχαν πεθάνει όλοι την ίδια μέρα, μέσα σε λίγες μόλις ώρες. Εξαιτίας του. Ο Θεμιστοκλής συνέχισε να περπατά στην ακτή και οι νεκροί έμειναν πίσω, να περιμένουν το στερνό τους πλοίο. Σε απόσταση μερικών βημάτων από την όχθη ήταν ένα μοναχικό δέντρο, ένα ψηλό κυπαρίσσι με φύλλα λευκά σαν το ασήμι. Στα πόδια του κυπαρισσιού, ένα νεράκι με διάφανα νερά έτρεχε τραγουδώντας γάργαρα, ίσως γιατί δε γνώριζε ότι λίγα βήματα πιο πέρα θα πέθαινε, θα το κατάπινε η μαυρίλα της φρικτής εκείνης λίμνης. Ο Θεμιστοκλής έσκυψε κι έβαλε τα δάχτυλά του στο ρυάκι. Όταν πέρασαν την επιφάνεια, εξαφανίστηκαν. Όχι μόνο από τα μάτια του. Σαν έκανε να αγγίξει τις πέτρες στο βάθος, δεν τα κατάφερε, λες και είχε σβηστεί η ύπαρξη ολόκληρου του χεριού του. Έβγαλε το χέρι από το νερό και το ένιωσε ξανά, μα δεν ανακουφίστηκε. Χάιδεψε το φύλλο χρυσού που κρεμόταν από το λαιμό του και σκέφτηκε να το ξεδιπλώσει. Μα δε χρειαζόταν. Θυμόταν καλά τι έγραφε. Εκεί δροσίζονται οι ψυχές των νεκρών, μα μη διανοηθείς να πιεις από αυτή, γιατί είναι τα νερά της Λήθης! Πιο πέρα θα βρεις τη λίμνη της Μνήμης. Πες στους φύλακές της: «Γιος της Γαίας είμαι και του κατακρημνισμένου Ουρανού. Δεν έχω πιει και από δίψα πεθαίνω. Δώστε μου να πιω τα κρύα νερά της Μνήμης». Ο Θεμιστοκλής δεν είχε καμία διάθεση να θυμηθεί περισσότερα. Άξαφνα είχε καταλάβει ότι η λησμονιά δεν ήταν κακό, ήταν μια ευλογία των θεών: αν έπινε από τα νερά της Λήθης, εκείνα τα χιλιάδες πρόσωπα, μαζί με τα πρόσωπα των Ερετριέων, ακόμα και το πρόσωπο της Απολλωνίας, θα σβήνονταν από το νου του. Ξάπλωσε κοντά στο ρυάκι, στήριξε τα χέρια στην όχθη και πλησίασε τα χείλη στο νερό. «Μην το κάνεις αυτό». Ο Θεμιστοκλής γύρισε το κεφάλι. Μια πανέμορφη κορασίδα, τόσο
ψηλή ώστε τον περνούσε σχεδόν ένα κεφάλι, τον κοιτούσε με μεγάλα, θλιμμένα μάτια. Η μπρούτζινη περικεφαλαία της ήταν γερμένη προς τα πίσω και στο χέρι κρατούσε ένα μακρύ δόρυ από φλαμουριά. Ο Θεμιστοκλής έμεινε γονατισμένος κοντά στο ρυάκι. Το κελάρυσμα του νερού τον προκαλούσε ακόμη, μα δεν τολμούσε να παρακούσει τη θεά. «Γιατί, κυρά;» τη ρώτησε. «Ξέρεις πολύ καλά το γιατί. Αν το κάνεις, θα ξεχάσεις τα πάντα. Ποιος ήταν ο πατέρας σου, ποια είναι η πόλη σου. Πώς λέγονται τα παιδιά σου. Ποια γυναίκα αγαπάς. Θα είναι σαν να μην έχεις υπάρξει ποτέ». «Αυτό θέλω κι εγώ, κυρά. Θέλω να πιω από τα νερά της Λήθης για να ξεχάσω την αποτυχία της ζωής μου. Με νίκησαν». «Σε νίκησαν είπες;» Η Αθηνά χαμογέλασε σκανταλιάρικα και στα μάγουλά της σχηματίστηκαν δύο λακκάκια σαν εκείνα της Απολλωνίας. «Παμπόνηρος και πανούργος πρέπει να είναι εκείνος που θα σε ξεπεράσει στις σοφιστείες, κι ας βγει στο δρόμο σου ακόμα και θεός. Ξέρουμε οι δυο μας από τεχνάσματα, εσύ παραβγαίνεις τον καθένα σε κόλπα και μπερδέματα κι εγώ είμαι φημισμένη ανάμεσα στους θεούς για την οξυδέρκεια και την εφευρετικότητά μου. Δεν αναγνώρισες την Παλλάδα Αθηνά, θυγατέρα του Δία, που πάντα σε βοηθά και σε προστατεύει στα πολλά σου έργα; Έλα λοιπόν, υπόμεινε τα βάσανα που περνάς στο σπίτι σου, όσο και αν σε πονούν, και άντεξε σιωπηλός τις πολλές συμφορές σου. Και τώρα, Θεμιστοκλή, ξύπνα!»
Όταν άνοιξε τα μάτια, τα αστέρια έλαμπαν ξανά στο κομμάτι του ουρανού που οριζόταν από τα δύο καταστρώματα της Αρτεμισίας. Ο Θεμιστοκλής ανακάθισε και ψηλάφισε το κεφάλι του. Πάνω από το αριστερό αυτί είχε αρχίσει να βγαίνει ένα μεγάλο καρούμπαλο, μα δεν
αιμορραγούσε. Το στέρνο του πονούσε ακόμη και ο αέρας έμπαινε μετά βίας στους πνεύμονές του. Μα ζόρισε τον εαυτό του να πάρει βαθιά ανάσα, όλο και πιο αργά, και ο πόνος υποχώρησε σιγά σιγά. Δεν είχε πάθει εγκεφαλικό, όπως ο Κλεισθένης. Κατάλαβε ότι τα γαμψά νύχια που είχαν καρφωθεί στο στέρνο του δεν ήταν εκείνα του θανάτου μα του πανικού. Είχε υποχωρήσει σε μια στιγμή αδυναμίας, μα δεν τον είχε δει κανείς. Εκτός από τους νεκρούς. Σηκώθηκε κι ανέβηκε ξανά στο κατάστρωμα φέρνοντας στο μυαλό του τα λόγια της Αθηνάς. Ήταν σχεδόν τα ίδια με εκείνα που είχε πει στον Οδυσσέα όταν εκείνος έφτασε κρυφά στην Ιθάκη. Εκείνη τη στιγμή ο ήρωας ήταν μόνος και είχε να αντιμετωπίσει τους υπερήφανους ευγενείς που είχαν καταλάβει το παλάτι του και προσπαθούσαν να του αρπάξουν την Πηνελόπη. Πώς είχε ενεργήσει ο παμπόνηρος Οδυσσέας; Με προσοχή, βήμα βήμα. Είχε λύσει τα προβλήματά του ένα ένα, δείχνοντας εμπιστοσύνη σε εκείνους που την άξιζαν, όπως ο πιστός χοιροβοσκός Εύμαιος, και χρησιμοποιώντας εκείνους που ήθελαν να τον προδώσουν, όπως ο δόλιος γιδοβοσκός Μελάνθιος. Έτσι έπρεπε να κάνει κι εκείνος. Για αρχή, ζήτησε να καλέσουν τον Φειδιππίδη. «Αυτή τη στιγμή φορτώνουν προμήθειες στην Αγγελία για να μεταφέρει τα νέα στην Αθήνα», του είπε. «Θέλω να πας κι εσύ μαζί. Έχω να σου αναθέσω ένα μήνυμα, καλέ μου φίλε». Σαν αποχαιρέτησε τον Φειδιππίδη, άρχισε να σκέφτεται τα υπόλοιπα προβλήματα. Με τον Ανδρόνικο θα ασχολιόταν άλλη στιγμή. Τ ώρα ο πόλεμος ήταν πιο επείγον ζήτημα. Θεϊκή Σαλαμίνα, εσύ θα εξολοθρεύσεις των γυναικών τα τέκνα. Αν είχαν άλλη μία ευκαιρία να νικήσουν το στόλο των Περσών, ήταν στα στενά ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στην ενδοχώρα. Αν όμως οι τριήρεις και το στράτευμα της Συμμαχίας συγκεντρώνονταν εκεί, σε αντάλλαγμα θα εγκατέλειπαν την πόλη. Η Αθήνα ήταν καταδικασμένη.
Αθήνα, 23 Αυγούστου Η Απολλωνία ξάπλωσε στο ανάκλιντρο σαν παλλακίδα. Ήταν μόνη με τον Μνησίφιλο, ήταν κουρασμένη και, κατά κάποιο τρόπο, αδιαφορούσε πια για τα πάντα. Αν το καλοσκεφτόταν, μήπως τελικά δεν ήταν κάτι σαν εταίρα; Ποια διαφορά υπήρχε στην Αθήνα ανάμεσα σε μια γυναίκα σαν τη φημισμένη Θαργηλία και σε μια παλλακίδα σαν την Απολλωνία; Και οι δύο ήταν ξένες. Βέβαια, η Θαργηλία προσέφερε απόλαυση σε πολλούς άνδρες ενώ εκείνη μόνο σε έναν. Αυτό όμως μπορούσε να αλλάξει. Μα τι σκέψεις είναι αυτές; Συμπέρανε ότι είχε πιει πολύ και άφησε το κύπελλο στο τραπεζάκι. Ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε και τα έβλεπε όλα σαν να τα σκέπαζε ένα λεπτό λευκό πέπλο. «Δε θέλεις άλλο;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Δε διψάω άλλο», απάντησε εκείνη. Αυτή και οι τρεις κόρες της έμεναν στην οικία του Μνησίφιλου. Το σπίτι του Θεμιστοκλή, στο οποίο είχε ζήσει ώσπου μετακόμισαν στον Πειραιά, δεν ήταν πολύ μακριά. Εκείνο το πρωί είχε βγει με τη Μνήση και τον Σίκιννο για να φέρουν νερό από την πηγή και στο δρόμο είχαν συναντήσει την Ιλαρία και τη Σωτηρίδα, δύο σκλάβες της Αρχίππης, που χάρηκαν πολύ σαν την είδαν. «Σε έχουμε επιθυμήσει», είπε η Ιλαρία, η μεγαλύτερη από τις δύο. «Και τη Μνήση. Για δες πόσο μεγάλωσε, τι ωραία που έγινε! Σε έναδυο χρόνια θα πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι να την παντρέψεις, κυρά». Η Μνήση χαμήλωσε το βλέμμα και κοκκίνισε λίγο. Από ευγένεια, η Απολλωνία ρώτησε τις υπηρέτριες για την Αρχίππη. Η Ιλαρία πλατάγισε τη γλώσσα και η Σωτηρίς κούνησε το κεφάλι. «Χειροτερεύει μέρα με τη μέρα, κυρά. Αν συνεχίσει έτσι, πολύ αμφιβάλλω αν θα βγάλει το χειμώνα», είπε η Σωτηρίς. «Μη λες τέτοια πράγματα», την κατσάδιασε η Ιλαρία. «Αφού έτσι είναι!»
«Τ ι έπαθε;» ρώτησε η Απολλωνία. «Της έχει καρφωθεί η ιδέα ότι έχει παχύνει. Μετά βίας βάζει μπουκιά στο στόμα της. Πίνει μόνο νερό κι όλη μέρα δεν τρώει τίποτε άλλο από μια γαβάθα σαλάτα με νεροκάρδαμο και αγγούρι και μια καπνιστή σαρδέλα!» «Μα γιατί το κάνει αυτό; Αλήθεια έχει παχύνει τόσο;» «Όχι βέβαια! Αν την έβλεπες τώρα, κυρά, θα τη λυπόσουν. Οι καρποί των χεριών της έχουν λεπτύνει κι έχουν γίνει σαν μωρού παιδιού και το πρόσωπό της έχει αδυνατίσει τόσο ώστε θαρρείς ότι τα ζυγωματικά θα σκίσουν το δέρμα της. Όταν την κάνουμε μπάνιο, μετράμε τα πλευρά της, μα εκείνη αρπάζει το δέρμα της, το τραβά και μας λέει: “ Το βλέπετε ότι έχω δίκιο; Τα βλέπετε τα προκοίλια μου;”» «Έλα, σταμάτα», είπε η Ιλαρία και την τράβηξε από το χιτώνα. «Πάμε, πρέπει να φτάσουμε στον πάγκο του Δάμωνα πριν ξεμείνει από ψάρια». Μα η Σωτηρίς, πριν απομακρυνθεί, φίλησε την Απολλωνία και της ψιθύρισε στο αυτί: «Πολύ σύντομα θα είσαι εσύ η κυρά μας. Το αξίζεις πολύ περισσότερο».
Αν η Απολλωνία δεν είχε καμία πρόθεση να επιστρέψει στο σπίτι του Πειραιά, πολύ λιγότερο σκόπευε να γυρίσει στην Αθήνα. Ήξερε ότι η διαμονή της στο σπίτι ενός χήρου σαν τον Μνησίφιλο θα ήταν σκάνδαλο αν ήταν σύζυγος του Θεμιστοκλή. Στο κάτω κάτω όμως, δεν ήταν παρά η εταίρα του. Η Φίλη, που έκανε τα ψώνια στην Αγορά, της είχε πει ότι ο κόσμος δεν έδινε σημασία στην ιστορία της. Το πολύ πολύ κάποιοι να έλεγαν ότι ο Θεμιστοκλής είχε βαρεθεί την παλλακίδα και την είχε πασάρει στο φίλο του. Λες και η Απολλωνία ήταν κανένα σφυρί ή κανένα πριόνι, που μπορούσε να δανείσει κανείς στο γείτονά του. «Ας λένε ό,τι θέλουν», είχε απαντήσει. Μα εκείνο το σχόλιο είχε καρφωθεί στην καρδιά της σαν μαχαιριά.
Το σπίτι του Μνησίφιλου δεν ήταν κανένα αρχοντικό. Η Απολλωνία κοιμόταν μαζί με τις δύο μικρότερες κόρες της, ενώ η Μνήση αναγκαζόταν να κοιμηθεί με τη Φίλη, τη μοναδική υπηρέτρια που της είχε απομείνει από την Ερέτρια. Η Ιδυία, η βάγια, είχε πεθάνει πριν από τέσσερα χρόνια και ο Άργης τον περασμένο χειμώνα. Αντιθέτως, είχε τον Σίκιννο, που μέσα σε εκείνο το τόσο μικρό σπίτι έδειχνε ακόμα πιο μεγάλος, και που δεν είχε άλλη λύση από το να κοιμάται στην αυλή. Ο Θεμιστοκλής είχε επιμείνει να μείνει μαζί τους αντί να τον συνοδεύσει στο Αρτεμίσιο. Η Απολλωνία του είχε πει: «Γιατί δεν τον παίρνεις μαζί σου;» «Γιατί η ασφάλειά σου είναι για μένα πιο σημαντική από τη δική μου», της είχε απαντήσει εκείνος. «Δε θέλω να μου κάνεις χάρες, Θεμιστοκλή. Πάρε τον μαζί σου!» Τελικά ο Σίκιννος είχε μείνει πίσω. Η Απολλωνία προσπαθούσε να του φέρεται καλά, γιατί εκείνος δεν έφταιγε για τις αμαρτίες του κυρίου του. Ένιωθε πολύ πιο ασφαλής όταν έβγαινε στο δρόμο με τις κόρες της και τη συνοδεία του Πέρση γίγαντα. Κι έβγαιναν συχνά, γιατί όταν έμενε κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού πνιγόταν και την έπιανε ταχυκαρδία. Αν και ήξερε καλά ότι το πρόβλημα δεν ήταν στο σπίτι αλλά μέσα της. Ο Σίκιννος συνόδευε τη Μνήση και όταν εκείνη κατέβαινε στον Πειραιά για να δει την Ευτέρπη. Αν και δεν ήταν η πραγματική της γιαγιά, την επισκεπτόταν πιο συχνά από τους γιους του Θεμιστοκλή, μια και πήγαινε να τη δει σχεδόν κάθε μέρα. Ήταν ένας δρόμος τουλάχιστον μιας ώρας ώσπου να φτάσει και άλλο τόσο για να γυρίσει. Μα τώρα τελευταία η Μνήση είχε αρχίσει να τρώει πολλά γλυκά με μέλι κι εκείνες οι βόλτες τής έκαναν καλό για να μην παχύνει. Η Απολλωνία λυπόταν πολύ που δεν έβλεπε την Ευτέρπη, μα δεν ήθελε να γυρίσει σ’ εκείνο το σπίτι, ούτε βέβαια τολμούσε να φέρει τη μητέρα του Θεμιστοκλή να μείνει μαζί τους. Η Μνήση δεν καταλάβαινε το λόγο εκείνης της κατάστασης.
«Γιατί δε θέλεις πια να μένουμε μαζί με τον μπαμπά;» τη ρωτούσε κάπου κάπου. Ήξερε ότι ο Θεμιστοκλής δεν ήταν ο πραγματικός της πατέρας αλλά δε θυμόταν τον Ιάσονα, ούτε είχε καμία ανάμνηση από τη ζωή της στην Ερέτρια. «Είναι μπερδεμένη υπόθεση. Κάποια μέρα θα σου εξηγήσω». «Εγώ θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Αυτό εδώ είναι πολύ μικρό και βρόμικο». «Τότε, βάλε ένα χεράκι για να το καθαρίσουμε! Ο Μνησίφιλος δεν έχει χρήματα για να πληρώνει τόσους σκλάβους όσους ο Θεμιστοκλής. Πρέπει όμως να του είμαστε ευγνώμονες που μας προσφέρει τη φιλοξενία του». «Δεν είπα ότι δεν είμαι ευγνώμων, μαμά. Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί μένουμε εδώ ενώ έχουμε πολύ μεγαλύτερο σπίτι». Η Απολλωνία έμπαινε στον πειρασμό να της πει την αλήθεια μα δεν της φαινόταν καλή ιδέα. Αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό της, μέσα της πίστευε ότι αν το έκανε θα πρόδιδε τον Θεμιστοκλή. Θα τον πρόδιδε; Αφού εκείνος ήταν ο προδότης! Και οι μικρές τη ρωτούσαν, μα εκείνες τις κορόιδευε πιο εύκολα. Ο πατέρας τους έλειπε σε ταξίδι, κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά, κι εκείνες είχαν μετακομίσει εκεί γιατί η πόλη τους βρισκόταν σε πόλεμο και θα ήταν πιο ασφαλείς στο σπίτι του Μνησίφιλου. Το κακό ήταν ότι ύστερα δεν είχε άλλη επιλογή από το να τους εξηγήσει τι ήταν ο πόλεμος. Και πώς να μιλήσει για κάτι που δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια; Άνδρες που κάρφωναν σίδερα στο κορμί άλλων ανδρών, που βίαζαν γυναίκες, που έκαιγαν σπίτια, έκοβαν δέντρα, εξολόθρευαν καθετί όμορφο. Προς τι τόσο μίσος και καταστροφή, αφού η ζωή ήταν τόσο σύντομη;
«Σίγουρα δε θέλεις άλλο κρασί;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Όχι, ευχαριστώ. Δε μου φαίνεται...» «Πρέπον;»
«Ναι, ακριβώς». «Ξέχασέ τα αυτά μια φορά! Είσαι με έναν παλιό σου φίλο. Για μια βραδιά, άφησε το κρασί να ευφράνει την καρδιά σου». Ο δισέγγονος του Σόλωνα ήταν εγκρατής άνθρωπος, μα εκείνο το βράδυ είχε αδειάσει το κύπελλό του πάνω από πέντε φορές και τώρα τα μάτια του άστραφταν και η άκρη της μύτης του είχε κοκκινίσει. Η Απολλωνία σκέφτηκε ότι ο Μνησίφιλος είχε δίκιο· χρειαζόταν κάτι για να λυθεί ο κόμπος που είχε σταθεί στο στέρνο της και δεν την άφηνε να πάρει ανάσα. Γέμισε μόνη την κούπα. Είχε στείλει τη Φίλη για ύπνο, γιατί ήταν πολύ αργά. «Πες μου κάτι, Μνησίφιλε. Δε σε ανησυχεί το ότι μένω στο σπίτι σου;» «Γιατί να με ανησυχήσει; Ο μόνος φόβος που έχω στη ζωή μου είναι μήπως κάνω κάτι κακό. Και ξέρω ότι τώρα δεν κάνω τίποτε κακό». «Μπορεί ο Θεμιστοκλής να θυμώσει μαζί σου. Αν δε μου είχες προσφέρει τη φιλοξενία σου, δε θα είχα άλλη επιλογή από το να επιστρέψω στον Πειραιά, κοντά του». «Γι’ αυτό σου πρόσφερα το σπίτι μου. Δεν είναι δίκαιο να αφήνεις έναν άνθρωπο χωρίς επιλογές. Όταν αποφασίσεις να γυρίσεις στον Θεμιστοκλή, πρέπει να το κάνεις με τη θέλησή σου, όχι επειδή εξαρτάσαι από εκείνον». Η Απολλωνία σκέφτηκε ότι δεν εξαρτιόταν απόλυτα από τον Θεμιστοκλή. Με τις οικονομίες της ίσως θα μπορούσε να αγοράσει ή να νοικιάσει ένα σπιτάκι στην Αθήνα. Το πρόβλημα ήταν ότι της άρεσε περισσότερο ο Πειραιάς, γιατί ήταν κοντά στη θάλασσα. Αυτό όμως σήμαινε ότι θα ζούσε υπερβολικά κοντά στον Θεμιστοκλή. Όχι, καλύτερα στην Αθήνα. Ήξερε να υφαίνει καλά και γρήγορα. Η ίδια και η Φίλη, με τη βοήθεια της Μνήσης, θα μπορούσαν να υφαίνουν χιτώνες, κουρτίνες και χαλιά και να τα πουλούν στην Αγορά. Έτσι, μαζί με τα χρήματα που είχε κρατήσει από την Ερέτρια, θα είχαν αρκετά ώστε να ζουν χωρίς να ζητιανεύουν τη φιλανθρωπία κανενός. Μα πώς θα πάντρευε τη Μνήση, που πλησίαζε σε ηλικία γάμου;
Και την Ιταλία και τη Σύβαρι όταν μεγάλωναν; Δε θα μπορούσε να δώσει αξιοπρεπή προίκα και στις τρεις. Για μια στιγμή φαντάστηκε τις μικρές της να έχουν γίνει παλλακίδες ή εταίρες και κούνησε το κεφάλι γεμάτη οργή. «Κάπως θα τα καταφέρω», απάντησε. «Δε σκοπεύω να γυρίσω κοντά του». «Το έχει μετανιώσει πολύ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τον βασάνιζε πάντα η ιδέα ότι θα μάθαινες το... τέλος πάντων, αυτό που έγινε». «Έπρεπε να μου το έχει ομολογήσει. Όχι να το μάθω από τον Κίμωνα!» «Αν σου το είχε πει ο ίδιος, θα τον είχες συγχωρέσει;» «Όχι!» «Βλέπεις; Γι’ αυτό δεν τολμούσε να σου το πει. Φοβόταν μήπως σε χάσει». «Και γιατί να φοβάται; Αφού είναι ο μέγας Θεμιστοκλής!» «Γιατί σ’ αγαπάει». Η Απολλωνία έκανε να πιει μα σταμάτησε με το κύπελλο στα χείλη. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα και μίσησε τον εαυτό της γι’ αυτό. «Δε μου το έχει πει ποτέ». «Δεν του αρέσει να δείχνει τα συναισθήματά του, κυρίως αν είναι ευγενή, όπως ο έρωτας». Ο Μνησίφιλος ξέσπασε σε γέλια. «Καμιά φορά μού δίνει την εντύπωση ότι ντρέπεται όταν νιώθει κάτι όμορφο». «Μα τον θεωρείς στ’ αλήθεια ικανό να νιώσει κάτι όμορφο; Κοίτα τι έκανε στην πατρίδα μου!» «Πίστεψέ με, δεν ήταν εύκολη απόφαση. Πριν συμβουλεύσει τον Μιλτιάδη, έβαλε στο ένα ζύγι τα οφέλη για την Αθήνα και στο άλλο τους κινδύνους. Και αποφάσισε ότι, αν η πόλη μας βοηθούσε τη δική σας, ίσως στο τέλος να καταστρεφόταν. Πολύ φοβάμαι ότι ίσως είχε δίκιο». «Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;»
«Αν είχαμε διασχίσει το στενό για να σας βοηθήσουμε, ίσως οι Πέρσες να είχαν σαρώσει δύο πόλεις αντί για μία». «Μιλάς με την ψυχρότητα του Θεμιστοκλή. Ξεχνάς ότι στην Ερέτρια ζούσε κόσμος! Χιλιάδες άνθρωποι, που πέθαναν ή έγιναν σκλάβοι». Τα μάτια της Απολλωνίας γέμισαν δάκρυα. Ήθελε να πιστεύει ότι ήταν για το πεπρωμένο της Ερέτριας, όχι για τον Θεμιστοκλή. «Δεν είμαι τόσο ψυχρός, Απολλωνία. Απλώς προσπαθώ να καταλάβω τον τρόπο σκέψης του Θεμιστοκλή. Εκείνος βλέπει τα πάντα από ψηλά, λες και είναι κανένας θεός. Αυτό για εκείνον είναι χάρισμα αλλά και κατάρα μαζί. Δεν έχω γνωρίσει άλλον τέτοιον άνθρωπο. Είναι ικανός να πάρει αποφάσεις στο λεπτό, χωρίς να χρειαστεί χρόνο να το σκεφτεί. Ξέρει όμως και να προβλέπει πολύ νωρίτερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια από τον καθένα όσα πρόκειται να συμβούν. Πιστεύω ότι οι θεοί τον έπλασαν για να μας σώσουν σε αυτή τη στιγμή της ταραχής». Ο Μνησίφιλος ήπιε μια γουλιά από το κύπελλό του και πρόσθεσε: «Δεν το πιστεύω ότι το είπα εγώ αυτό. Είναι προφανές ότι το κρασί λύνει τη γλώσσα κι ελαφραίνει το μυαλό. Υπερβολικά». «Μπορεί ο Θεμιστοκλής να είναι τόσο έξυπνος όσο λες», είπε η Απολλωνία. «Μα φέρεται στον κόσμο λες και είναι χάντρες στον άβακά του ή χάλκινα νομίσματα που αν θέλει μπορεί να τα σπαταλήσει. Κι αυτό δεν είναι καλό!» «Ίσως φαίνεται ότι δρα όπως λες, μα δεν είναι έτσι. Ρώτησε τους άνδρες που έχουν υπηρετήσει υπό τις εντολές του. Ρώτησε τον Αρίφρονα, που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την τρομάρα του στη μάχη. Χάρη στον Θεμιστοκλή, τώρα είναι ένας άνδρας ευυπόληπτος, που κυβερνά τη δική του τριήρη. Μίλησε με τα πληρώματα των πλοίων που τον είχαν καπετάνιο. Όλοι θα σου πουν ότι δε θέλουν να υπηρετήσουν άλλον αρχηγό». «Μη μου πεις τώρα ότι γνωρίζει τα ονόματα όλων των κωπηλατών του, γιατί αυτό το ξέρω. Δεν το κάνει γιατί τον ενδιαφέρουν πραγματικά οι ζωές των άλλων, μα γιατί ξέρει ότι αυτό
τον κάνει πιο δημοφιλή». «Εν μέρει έχεις δίκιο, Απολλωνία. Μα, προσπαθώντας να κάνει ότι νοιάζεται για τους άλλους, στο τέλος κατέληξε να νοιάζεται πραγματικά». Συνέχισαν να κουβεντιάζουν για τον Θεμιστοκλή ώρα πολλή και άδειασαν άλλο ένα κανάτι με κρασί. Όσο οι ατμοί του Διονύσου θόλωναν το νου τους, η συζήτηση έκανε κύκλους όλο και πιο κλειστούς κι επαναλάμβαναν τα ίδια επιχειρήματα ξανά και ξανά. Ύστερα, κάποια στιγμή, ο Μνησίφιλος ρώτησε την Απολλωνία γιατί δεν ανέβαινε πια στην Ακρόπολη, όπως παλιότερα. «Δε θέλω να προσευχηθώ στην Αθηνά», απάντησε εκείνη. Κρατούσε κακία στη θεά, αν και δεν τολμούσε να εκφράσει μεγαλόφωνα αυτή τη σκέψη γιατί έτρεμε τη θεϊκή τιμωρία. Του διηγήθηκε το όνειρο που την είχε κάνει να φύγει από την Ερέτρια. Είχαν ξαναμιλήσει γι’ αυτό. Τ ις προηγούμενες φορές όμως η Απολλωνία ένιωθε μια γλυκιά ευχαρίστηση σαν του έλεγε για την προτροπή της Αθηνάς να βρει το πλοίο του Θεμιστοκλή, ενώ τώρα ένιωθε εξαπατημένη. «Πώς μπόρεσε η Αθηνά να με στείλει να αναζητήσω το δήμιο της πόλης μου;» «Ο δήμιος της Ερέτριας ήταν ο Δαρείος, Απολλωνία, όπως τώρα ο Ξέρξης θέλει να γίνει ο δήμιος της Αθήνας. Τα άτομα που δεν εμποδίζουν την πραγματοποίηση μιας άδικης πράξης η προέλευση της οποίας πηγάζει από τη θέληση του...» Ο Μνησίφιλος απόδιωξε το επιχείρημά του με μια χειρονομία. «Είμαι μεθυσμένος. Άλλο ήθελα να πω». «Τ ι ήθελες να πεις;» «Ότι το σημαντικό είναι πως η Αθηνά σου είπε να πας με τον Θεμιστοκλή. Αν έτσι το υπαγόρευσαν οι θεοί, δεν μπορείς να δραπετεύσεις από το πεπρωμένο σου».
«Απολλωνία!» Άνοιξε τα μάτια. Μια λιγνή φιγούρα διαγραφόταν μέσα στις σκιές. Φορούσε το καπέλο του οδοιπόρου και κρατούσε ένα κηρύκειο. Η Απολλωνία σκέφτηκε τότε ότι η Αθηνά είχε ακούσει τα λόγια και τις σκέψεις της και είχε αποφασίσει να την εγκαταλείψει παντελώς. Γι’ αυτό και στη θέση της είχε μόλις εμφανιστεί ο Ερμής, ο κήρυκας των θεών. «Φέρνω ένα μήνυμα για σένα». Η Απολλωνία θυμόταν καθαρά ότι όταν ονειρεύτηκε την Αθηνά είχε παραλύσει. Τ ώρα όμως κατάφερε να ανακαθίσει, παρόλο που σαν το έκανε ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Ο χιτώνας της είχε γλιστρήσει και τον έπιασε για να σκεπαστεί γιατί ένιωθε να κρυώνει. Τ ι απρέπεια. Είχε αποκοιμηθεί στο ανάκλιντρο της τραπεζαρίας, όπως οι άνδρες στα συμπόσιά τους. Το ίδιο είχε κάνει και ο Μνησίφιλος, που τώρα ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια και πιάνοντας το κεφάλι. Με το πρόσωπο πρησμένο και τα αραιά μαλλιά ανάστατα, έδειχνε πιο μεγάλος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. «Φειδιππίδη...» είπε. «Τ ι κάνεις εσύ εδώ; Ποιος σου άνοιξε την πόρτα; Ξημέρωσε κιόλας;» «Κάνε μου τις ερωτήσεις μία μία και θα σου απαντήσω». Ενώ ο Μνησίφιλος επαναλάμβανε τις ερωτήσεις και ο Φειδιππίδης απαντούσε σε αυτές –είχε έρθει για να φέρει ένα μήνυμα από τον Θεμιστοκλή, του είχε ανοίξει ο Σίκιννος και όχι, δεν είχε ξημερώσει ακόμη–, η Απολλωνία ήπιε απευθείας από την υδρία που περιείχε το νερό με το οποίο αναμείγνυαν το κρασί. Ο Διόνυσος έλυνε όντως τη γλώσσα και άνοιγε την καρδιά, μα ύστερα έπαιρνε την εκδίκησή του. «Και ποιο είναι το μήνυμα του Θεμιστοκλή;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Οι Πέρσες νίκησαν τους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες. Ο Λεωνίδας είναι νεκρός». Η Απολλωνία στενοχωρήθηκε περισσότερο με τα νέα για το θάνατο του βασιλιά παρά με το γεγονός ότι είχε πέσει το εμπόδιο
που θα μπορούσε να συγκρατήσει την επέλαση των Περσών. Είχε δει τον Λεωνίδα μόνο μία φορά, μα της είχε φανεί πολύ προσηνής. Τα άσχημα νέα όμως δεν είχαν τελειώσει. Σύμφωνα με τον Φειδιππίδη, παρότι οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να πείσουν εαυτούς ότι είχαν προβάλει αντίσταση στο στόλο των εχθρών, οι Πέρσες τους είχαν νικήσει και στη θάλασσα. «Είχαν πολλά καράβια», είπε ο αγγελιαφόρος. «Είναι αδύνατον να αντιμετωπίσει κανείς τόσα πλοία μαζεμένα». «Και τώρα τι θα γίνει;» ρώτησε η Απολλωνία. «Ο Θεμιστοκλής λέει πως πρέπει να εκκενώσουμε την πόλη». Να το βάλουμε στα πόδια ξανά, σκέφτηκε η Απολλωνία. Ο Φειδιππίδης τους εξήγησε ότι είχε έρθει με το πλοίο Αγγελία. Το πλήρωμά του είχε κωπηλατήσει μέρα και νύχτα για να φτάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, τρώγοντας κριθαρένιο ψωμί μουλιασμένο στο κρασί και στο ελαιόλαδο χωρίς να σταματούν να κωπηλατούν. Το σούρουπο, όταν έφτασαν στα παράλια της Αττικής, ο Φειδιππίδης σκέφτηκε ότι αν κατέβαινε στον Μαραθώνα θα έφτανε στην Αθήνα πριν από το πλοίο. Στο δρόμο βάλθηκε να ειδοποιεί τους φρουρούς των δήμων για να μεταφέρουν στους συμπολίτες τους τα άσχημα νέα και την εντολή για γενική εκκένωση. «Τ ώρα πρέπει να παρουσιαστώ ενώπιον των πρυτάνεων που έχουν υπηρεσία. Μα πρώτα πέρασα από εδώ γιατί έχω κάτι για σένα, Απολλωνία». Όταν απευθυνόταν σ’ εκείνη, ο Φειδιππίδης μετρίαζε πάντα τον συνήθη απότομο τρόπο του. Κάποια στιγμή η Απολλωνία είχε ρωτήσει εκείνο το μισάνθρωπο γιατί δεν παντρευόταν. Παρόλο που ήταν μπροστά ο Θεμιστοκλής, ο αγγελιαφόρος απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό: «Γιατί γνωρίζω μόνο μία γυναίκα που αξίζει τον κόπο σε ολόκληρη την πόλη, κι αυτή είσαι εσύ». Αυτό που από κάποιον άλλο άνδρα θα είχε φανεί ως απόπειρα ερωτοτροπίας από τα χείλη του Φειδιππίδη βγήκε σαν μια λιτή διατύπωση ενός γεγονότος. Ο Θεμιστοκλής κι εκείνη δεν μπόρεσαν παρά να γελάσουν. Τ ώρα ο Φειδιππίδης της παρέδωσε ένα δερμάτινο σακουλάκι.
«Μου το έδωσε ο Θεμιστοκλής για σένα. Είπε ότι είναι πολύ σημαντικό. Έδειχνε ανήσυχος, γι’ αυτό πέρασα από εδώ πριν πάω να πληροφορήσω τα μέλη του συμβουλίου». Η Απολλωνία άνοιξε το σακουλάκι. Μέσα βρήκε το φύλλο χρυσού που φορούσε στο λαιμό του ο Θεμιστοκλής. «Σου έδωσε κάποιο μήνυμα για μένα;» «Ναι, αλλά δεν το κατάλαβα». Ο Φειδιππίδης συνοφρυώθηκε για να θυμηθεί. «Πες στην Απολλωνία να κρατήσει αυτό. Εκείνη αξίζει πολύ περισσότερο από εμένα να βρεθεί με τους καλότυχους». Στο λαιμό της ανέβηκε ένας κόμπος. Ακόμα και από απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, ο Θεμιστοκλής ήξερε να τη χειραγωγεί. Πρώτα της είχε αφήσει τον Σίκιννο για να αποδείξει ότι τον ενδιέφερε περισσότερο η δική της φυσική ασφάλεια παρά η δική του. Και τώρα, στέλνοντάς της το φύλλο με τις οδηγίες του ορφικού δασκάλου, της έλεγε ότι προτιμούσε να σώσει τη δική της ψυχή, παρόλο που κάτι τέτοιο σήμαινε ότι ο ίδιος θα αναγκαζόταν να κατοικήσει για το υπόλοιπο της αιωνιότητας ανάμεσα στις σκιές του Άδη. Ναι, παρόλο που ήταν μακριά, ο Θεμιστοκλής είχε τον τρόπο να της κάνει κακό. Η Απολλωνία έσφιξε το φύλλο χρυσού πάνω στο στήθος της κι έκλαψε, γιατί δεν μπορούσε να πάψει να αγαπά εκείνο τον άνδρα. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι θα επέστρεφε κοντά του. Σύμφωνα με το διάταγμα που είχε ψηφιστεί σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα, τα γυναικόπαιδα θα πήγαιναν στην Αίγινα και στην Τ ροιζήνα. Η Απολλωνία προσπάθησε να θυμηθεί ποια από τις δύο πόλεις έπεφτε πιο μακριά. Η εκκένωση της Αθήνας […] όλοι είχαν τώρα τα μάτια γυρισμένα κατά την Πελοπόννησο και βιάζονταν να συγκεντρώσουν όλη τη δύναμη μέσα από τον Ισθμό, που τον τείχιζαν από τη μια θάλασσα στην άλλη. Τότε κυρίεψε τους Αθηναίους οργή για την προδοσία και μαζί θλίψη και απογοήτευση έτσι που είχαν εγκαταλειφτεί μόνοι. Φυσικά ούτε το ’χαν στο νου
τους να τα βάλουν με τόσες μυριάδες στρατό. Το μόνο που όριζε η ανάγκη να γίνει τότε, να αφήσουν την πόλη και να εγκατασταθούν μέσα στα πλοία, οι πιο πολλοί το άκουγαν με αγανάκτηση, γιατί, όπως έλεγαν, δεν την χρειάζονταν πια καν μια νίκη ούτε ήθελαν να ξέρουν για μια σωτηρία, για χάρη της οποίας θα πετούσαν στον εχθρό τα ιερά των θεών και τους τάφους των πατέρων τους. Τότε ο Θεμιστοκλής, μην μπορώντας να πείσει το λαό με την ανθρώπινη λογική, τους παρουσίασε θεϊκά σημάδια και μαντείες – σαν έναν από μηχανής θεό στις τραγωδίες. Έκαμε πως, τάχα, πιστεύει ότι ένα τέτοιο σημάδι ήταν το φίδι που τις ημέρες εκείνες, όπως έλεγαν, είχε εξαφανιστεί από το ιερό του ναού πάνω στην Ακρόπολη· την τροφή, που του πήγαιναν κάθε μέρα οι ιερείς, την έβρισκαν άγγιχτη και διέδωσαν, δασκαλεμένοι από το Θεμιστοκλή, το λόγο ότι η θεά άφησε την πόλη, γιατί ήθελε να οδηγήσει τους Αθηναίους στη θάλασσα. […] Όταν η πόλη, βαλμένη στα καράβια, άρχισε να φεύγει, ήταν ένα θέαμα οίκτου να τη βλέπει κανείς, πολλοί ωστόσο θαύμαζαν τη γενναιότητα των ανθρώπων αυτών, που έστελναν τα παιδιά τους σε ξένα μέρη, για να έρθουν αυτοί στη Σαλαμίνα, χωρίς να αφήνουν να τους πτοήσουν την ψυχή των γυναικών και των παιδιών τους τα δάκρυα και οι θρήνοι και οι αγκαλιές. Κι ας ήταν, βέβαια, οι γεροντότεροι που έμεναν στην πόλη αξιολύπητοι. Υπήρχε τέλος και μια γλυκιά, τρυφερή διάθεση, που τη δημιουργούσαν τα ήμερα, κατοικίδια ζώα, που και αυτά έτρεχαν με φωνές και παράπονο πίσω από τους κυρίους τους, που έμπαιναν στα καράβια. Ένα από αυτά, το σκυλί του Ξανθίππου, του πατέρα του Περικλή, δεν άντεξε, λένε, να βλέπει τον κύριό του να φεύγει μακριά κι έπεσε στη θάλασσα και κολύμπαγε δίπλα στην τριήρη, ως τη Σαλαμίνα. Εκεί, ολότελα εξαντλημένο, πέθανε αμέσως! Δικός του τάφος λέγουν πως είναι το Κυνός σήμα, που ως τώρα ακόμη υπάρχει και τον δείχνουν εκεί. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής-Κάμιλλος, «Θεμιστοκλής», 9-10 Η επέλαση του Ξέρξη προς την Αθήνα
Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ξέρξης, έχοντας πάρει τον στρατό από τις Θερμοπύλες, προχώρησε μέσα από την περιοχή των Φωκέων, κατακτώντας τις πόλεις και καταστρέφοντας τις περιουσίες στην ύπαιθρο. Οι Φωκείς, που είχαν επιλέξει την πλευρά των Ελλήνων, βλέποντας ότι οι ίδιοι δεν ήταν αξιόμαχοι, εγκατέλειψαν όλες τους τις πόλεις πανδημεί και κατέφυγαν στις δύσβατες περιοχές του Παρνασσού. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς πέρασε μέσα από την περιοχή των Δωριέων χωρίς να πειράξει κανένα, γιατί οι Δωριείς είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες. Εκεί, άφησε μέρος της δύναμής του, το οποίο πρόσταξε να πάει στους Δελφούς, να κάψει το τέμενος του Απόλλωνα και να συλήσει τα αναθήματα, ενώ ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους βαρβάρους προχώρησε μέχρι τη Βοιωτία όπου και στρατοπέδευσε. Εκείνοι που είχαν σταλεί να συλήσουν το μαντείο, προχώρησαν μεν μέχρι τον ναό της Προναίας Αθηνάς, αλλά εκεί, κατά παράδοξο τρόπο, άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή και πολλοί κεραυνοί από τον ουρανό και, επιπλέον, η καταιγίδα ξεκόλλησε και έριξε στο στρατόπεδο των βαρβάρων μεγάλα βράχια, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί μεγάλος αριθμός Περσών, οπότε όλοι, κατατρομαγμένοι από την ενέργεια των θεών, έφυγαν άρον άρον από την περιοχή. Έτσι, το μαντείο των Δελφών, με τη φροντίδα κάποιας θεϊκής δύναμης, διέφυγε τη σύληση. […] Στο μεταξύ, ο Ξέρξης περνώντας μέσα από τη Βοιωτία κατέστρεψε εντελώς την περιοχή των Θεσπιέων και τις Πλαταιές, που ήταν έρημες, τις πυρπόλησε. Γιατί οι κάτοικοι εκείνων των πόλεων είχαν φύγει όλοι για την Πελοπόννησο. Μετά από αυτά, εισέβαλαν στην Αττική, όπου ερήμωσαν την ύπαιθρο, ενώ την Αθήνα την ισοπέδωσαν και πυρπόλησαν τους ναούς των θεών. Ενώ ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με αυτά, κατέπλευσε ο στόλος από την Εύβοια στην Αττική, έχοντας λεηλατήσει τόσο την Εύβοια όσο και τα παράλια της Αττικής. Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορικής Βιβλιοθήκης
Βίβλος Ενδεκάτη, 14 Ο συμμαχικός στόλος συγκεντρώνεται στη Σαλαμίνα Κι όταν απ’ το Αρτεμίσιο ο στόλος ήρθε κι αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα, και το υπόλοιπο ναυτικό των Ελλήνων, μόλις πήρε την πληροφορία, συνέρρεε εκεί από την Τ ροιζήνα· γιατί η αρχική διαταγή ήταν να συγκεντρωθούν στο λιμάνι της Τ ροιζήνας, τον Πώγωνα. Κι έτσι συγκεντρώθηκαν πολύ περισσότερα καράβια απ’ όσα πήραν μέρος στη ναυμαχία του Αρτεμισίου, κι από περισσότερες πόλεις. Λοιπόν ναύαρχος με το γενικό πρόσταγμα ήταν ο ίδιος που ήταν και στο Αρτεμίσιο, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα, Σπαρτιάτης βέβαια, όχι όμως κι από βασιλική γενιά, ενώ τα πιο πολλά και τα πιο καλοτάξιδα καράβια τα έδιναν οι Αθηναίοι. […] […] Κι όταν οι στρατηγοί […] συγκεντρώθηκαν στη Σαλαμίνα, έκαναν συμβούλιο. Ο Ευρυβιάδης πρότεινε να εκφράσει όποιος θέλει τη γνώμη για το ποιο μέρος κατά την κρίση τους προσφέρεται καλύτερα για να ναυμαχήσουν, απ’ τις περιοχές που κρατούσαν ακόμα· γιατί κιόλας η Αττική είχε εγκαταλειφτεί κι έτσι η πρότασή του αφορούσε στις υπόλοιπες. Λοιπόν, των περισσότερων απ’ αυτούς που πήραν το λόγο οι γνώμες συνέπιπταν στο να δώσουν ναυμαχία μπροστά απ’ την Πελοπόννησο, αφού κατευθύνουν τα καράβια τους στον Ισθμό, και κατέληγαν με το ακόλουθο επιχείρημα· αν νικηθούν στη ναυμαχία, όντας στη Σαλαμίνα, θα πολιορκηθούν σε νησί, όπου δε θα μπορούν να ελπίζουν από πουθενά βοήθεια, ενώ, κοντά στον Ισθμό, βγαίνοντας στην ξηρά θα βρεθούν ανάμεσα στους δικούς τους. Ηροδότου, Ιστορίαι, Η΄, 42-49
Πράξη τρίτη Σαλαμίνα, 480 π.Χ.
Σαλαμίνα, 15 Σεπτεμβρίου Κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε την πρόσκλησή μου. Είναι τιμή για μένα να δειπνώ με τη συντροφιά τεσσάρων από τους πιο έξοχους άνδρες της Αθήνας», είπε ο Θεμιστοκλής απευθυνόμενος στον Αριστείδη, στον Κίμωνα, στον Καλλία και στον Ξάνθιππο. «Άφησε τις κολακείες», απάντησε το «Αγγούρι». «Η Αθήνα δεν υπάρχει πια». Βρίσκονταν στο σπίτι που άλλοτε ανήκε στον Κλεισθένη. Όταν πέθανε ο μεγάλος νομοθέτης, ο Θεμιστοκλής το είχε αγοράσει από τα παιδιά του. Η κατοικία ήταν μικρή, μα μετά τις εργασίες φάνταζε πολύ κομψή. Επειδή είχε αρχίσει να σουρουπώνει και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι, είχε ζητήσει από τον Σίκιννο να βγάλει τα ανάκλιντρα και τα τραπεζάκια στον κήπο. Για να μπορέσει να κουβεντιάσει με τους τέσσερις ευπατρίδες με την ησυχία του, ο Μνησίφιλος, στον οποίο ο Θεμιστοκλής είχε παραχωρήσει το σπίτι μετά την εκκένωση της Αθήνας, είχε κατέβει στο χωριό παίρνοντας τους συγγενείς που έμεναν μαζί του. Εκείνες τις μέρες ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν μόνοι τους. Στη Σαλαμίνα, που συνήθως είχε περίπου πέντε χιλιάδες κατοίκους, τώρα είχαν στοιβαχτεί πάνω από εκατό χιλιάδες άτομα: κωπηλάτες, ναυτικοί, οπλίτες, διάφοροι βοηθοί και οικογένειες, που, αντί να καταφύγουν στην Αίγινα ή στην Τ ροιζήνα, είχαν προτιμήσει να μείνουν στο νησί, από το οποίο έβλεπαν την πόλη τους. Είχαν πλέον καταναλώσει αρκετές από τις προμήθειες που είχαν φέρει από την Αθήνα, και στο νησί είχαν απομείνει λίγα ζώα για να θυσιαστούν. Προς το παρόν έφταναν πλοία φορτωμένα προμήθειες από την Αίγινα και τα λιμάνια της Πελοποννήσου· μα ο Θεμιστοκλής αναρωτιόταν πόσο καιρό θα έπαιρνε στους Πέρσες να αποκλείσουν το νησί. «Θα χρειαστείτε κάτι άλλο, κύριε;» ρώτησε ο Σίκιννος αφού άφησε τον κρατήρα με το κρασί πάνω σε έναν χάλκινο τρίποδα. «Όχι, ευχαριστώ. Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Στο δωμάτιό
μου είναι μια πολύ βαριά ασπίδα. Θέλω να πας να την πάρεις και, χωρίς να τη βγάλεις από τη θήκη της, να την κατεβάσεις στην Αρτεμισία και να τη δώσεις στον καπετάνιο. Ο Ηρακλείδης ξέρει πού πρέπει να τη φυλάξει». Ο Πέρσης μπήκε στο σπίτι. Σε λίγα λεπτά διέσχισε ξανά τον κήπο φορτωμένος με την ασπίδα και πήρε το μονοπάτι προς τα αριστερά, που οδηγούσε στον οικισμό της Σαλαμίνας και πιο πέρα, στον όρμο της Κυχρείας, όπου είχε αγκυροβολήσει ο αθηναϊκός στόλος. Τα πλοία των άλλων συμμάχων είχαν συγκεντρωθεί κάτω από την προστασία του μακρόστενου υψώματος της Κυνόσουρας, εκτός από εκείνα των Κορινθίων, που είχαν ρίξει άγκυρα σε ένα μικρότερο αραξοβόλι, λίγο πιο βόρεια. Τελικά η Απολλωνία είχε πάει στην Αίγινα χωρίς να δεχτεί ούτε τη συνοδεία του Σίκιννου ούτε την προστασία του ορφικού χρυσού φύλλου. Παρότι η απόφασή της είχε δυσαρεστήσει τον Θεμιστοκλή, ύστερα σκέφτηκε ότι ο Πέρσης θα του ήταν πιο χρήσιμος στη Σαλαμίνα. «Μεγάλο σεβασμό δείχνεις στους σκλάβους σου», είπε ο Καλλίας, για τον οποίο οι φήμες έλεγαν ότι αναλάμβανε προσωπικά να μαστιγώσει τους δικούς του. «Μήπως τους σερβίρεις και κρασί;» «Ο Σίκιννος δεν είναι πια σκλάβος, είναι μέτοικος», του απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Άλλωστε η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι πετυχαίνει κανείς περισσότερα με το μέλι παρά με τη χολή». «Πάντως μόνο μέλι δεν έσταζε από τα χείλη της Ευτέρπης», σχολίασε ο Κίμωνας. «Και το λέω με όλο το σεβασμό που τρέφω γι’ αυτή». Στον κήπο είχαν βγάλει τρία ανάκλιντρα. Ο Θεμιστοκλής δειπνούσε στο ένα από αυτά· ήταν στραμμένο προς την ανατολή και πάνω από τα κεφάλια των καλεσμένων του έβλεπε τα σύννεφα καπνού που σηκώνονταν από τα ερείπια της Αθήνας. Τα άλλα δύο βρίσκονταν απέναντί του. Ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος μοιράζονταν το ένα, ο Κίμωνας και ο Καλλίας το άλλο. Τη διάταξη είχε ορίσει ο Θεμιστοκλής, έτσι ώστε οι ευπατρίδες να νιώθουν ότι στήριζαν ο
ένας τον άλλο και να βλέπουν τον ίδιο πιο αδύναμο και ευάλωτο. Το τελευταίο πράγμα που εξυπηρετούσε τους σκοπούς του ήταν να δειχτεί απειλητικός στα μάτια των προσκεκλημένων του. Ο Καλλίας και ο Κίμωνας ήταν πλέον και επίσημα κουνιάδοι. Αντίθετα με τις άλλες γυναίκες, η Ελπινίκη είχε αρνηθεί να μεταφερθεί στην Αίγινα και είχε αποφασίσει να μείνει στη Σαλαμίνα, για να μοιραστεί το πεπρωμένο του αδελφού και του συζύγου της. «Πώς σας φάνηκε το θέμα των Δελφών;» σχολίασε ο Καλλίας. «Στους υπέρμαχους της Ακρόπολης δε θα ερχόταν καθόλου άσχημα αν η Αθηνά έριχνε καμιά καταιγίδα σαν εκείνη που έστειλε ο Απόλλωνας πάνω στα κεφάλια των Περσών». Το ίδιο πρωί μια φορτηγίδα με λιποτάκτες τούς είχε δώσει την είδηση ότι μια θαυματουργή τρικυμία και μια κατολίσθηση είχαν σώσει το μαντείο από την απληστία των Περσών. Οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονταν την ιστορία, ίσως επειδή επιθυμούσαν να πουν ότι είχαν σημειώσει μια επιτυχία σε εκείνο τον πόλεμο, ακόμα κι αν οφειλόταν στους θεούς. Όχι όμως και ο Θεμιστοκλής. Ήταν βέβαιος ότι επρόκειτο για ραδιουργία των ιερέων για να ξεπλύνουν τη φήμη των Δελφών ενώπιον της υπόλοιπης Ελλάδας. Τελικά ο Μαρδόνιος είχε βρει τρόπο να ανταμείψει το μαντείο για τις υπηρεσίες του. Η Αθήνα δεν είχε την ίδια τύχη. Ο Ξέρξης είχε καταφέρει να θριαμβεύσει εκεί όπου είχε αποτύχει ο πατέρας του. Είχαν περάσει δεκαπέντε ημέρες από τότε που η Σπάντα είχε μπει στην Αθήνα από το βορρά την ίδια σχεδόν στιγμή που η περσική αρμάδα έριχνε άγκυρα στο Φάληρο. Μόλις μια ώρα αργότερα είχαν φανεί οι πρώτες φωτιές. Μόνο η Ακρόπολη αντιστάθηκε για μερικές ημέρες στην πολιορκία. Στον ιερό βράχο είχαν μείνει κάμποσοι ιερείς και ιέρειες, που είχαν εναποθέσει την τύχη τους στις θεότητες τις οποίες υπηρετούσαν. Μαζί τους είχε μείνει και μια φρουρά οπλιτών, στην πλειονότητά τους βετεράνοι πολεμιστές που είχαν ορκιστεί να μην αφήσουν τους Πέρσες να βεβηλώσουν το ιερότερο μέρος της πόλης. Εκείνες τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού οι ετησίαι
φυσούσαν από το βορρά, φέρνοντας αέρηδες ξηρούς και διαυγείς. Χάρη σε αυτό, και παρότι η Ακρόπολη απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από το νησί, διακρινόταν η σιλουέτα του γκρίζου όγκου της να διαγράφεται σώα και αβλαβής πάνω από τα ερείπια της πόλης. Επί αρκετές ημέρες οι Έλληνες στη Σαλαμίνα ατένιζαν τον ορίζοντα και χαίρονταν που η Ακρόπολη είχε αντέξει άλλη μία ημέρα. Στο τέλος όμως, τη δέκατη ημέρα, εμφανίστηκαν στον ιερό βράχο πρώτα ένα μαύρο σύννεφο καπνού και κατά το σούρουπο η λάμψη από τις φλόγες. Η πτώση της Ακρόπολης είχε ρίξει ακόμα περισσότερο το ηθικό των Αθηναίων, που εδώ και μέρες έβλεπαν την πόλη τους και τα περίχωρά της να καίγονται. Οι στήλες του καπνού απλώνονταν σε όλο τον ορίζοντα. Οι Πέρσες, μεθοδικοί στην καταστροφή που προκαλούσαν, είχαν αρχίσει να καίνε τους πιο απομακρυσμένους δήμους αλλά και τις μακρινές αγροικίες. Ούτε ο Πειραιάς είχε γλιτώσει, παρόλο που οι Πέρσες είχαν επιδείξει την ελάχιστη σωφροσύνη να σεβαστούν τα νηοστάσια για να επιδιορθώσουν τα δικά τους πλοία. Στον Θεμιστοκλή φαινόταν απίστευτο το ότι ύστερα από δεκαπέντε ημέρες απέμενε ακόμη κάτι για να καεί στην Αθήνα. Υποπτευόταν ότι ο Μαρδόνιος είχε διατάξει τους άνδρες του να φέρνουν κάθε μέρα στην πόλη ξύλα για να τροφοδοτεί τις πυρκαγιές και να αποκαρδιώνει ακόμα περισσότερο τους Έλληνες που είχαν βρει καταφύγιο στο νησί. Γιατί απέδιδε στο στρατηγό της Σπάντα, περισσότερο απ’ ό,τι στον ίδιο τον Ξέρξη, όλες τις συγκεκριμένες αποφάσεις. «Θα προτιμούσα να μη συζητήσουμε το θέμα των Δελφών γιατί έχω τις υποψίες μου», είπε ο Αριστείδης, προς μεγάλη έκπληξη του Θεμιστοκλή. «Και τώρα που μείναμε μόνοι επιτέλους, πες μας γιατί μας κάλεσες». «Ο Θεμιστοκλής θέλει να διαπραγματευτεί μαζί μας», παρενέβη ο Κίμωνας. «Ή μήπως κάνω λάθος;» «Όχι, δεν κάνεις καθόλου λάθος. Σε συγχαίρω για την οξυδέρκειά
σου». «Γιατί όμως; Αφού κανείς μας δεν έχει επίσημο αξίωμα», είπε ο Αριστείδης. «Ας μην αυταπατώμεθα. Εσείς οι τέσσερις, ο καθένας με τον τρόπο του, ασκείτε μεγαλύτερη επιρροή στους πολίτες απ’ ό,τι όλοι οι υπόλοιποι στρατηγοί μαζί». Εκείνο το σχόλιο φάνηκε να ικανοποιεί την αυταρέσκεια των καλεσμένων του, με εξαίρεση τον Καλλία, που ήταν ο πιο δύσπιστος από τους τέσσερις. «Όταν δύο μέρη διαπραγματεύονται, το καθένα οφείλει να γνωρίζει τις προθέσεις του άλλου», είπε. «Πες μας ποιες είναι οι δικές σου, Θεμιστοκλή». «Είναι πολύ απλό. Θέλω να κερδίσω αυτό τον πόλεμο». «Κι εγώ θέλω το μυστικό της αθανασίας!» είπε ο Ξάνθιππος. «Αφού αρχίσαμε να ζητάμε τα αδύνατα...» «Τ ίποτα δεν είναι αδύνατον. Ούτε στον Μαραθώνα πίστευες ότι μπορούσαμε να νικήσουμε τους Πέρσες. Κι όμως το κάναμε». Η ματιά του πέρασε από τους τέσσερις καλεσμένους του, έναν προς έναν. «Μπορούμε να τα καταφέρουμε και πάλι». «Και πώς σκοπεύεις να το κάνεις, Θεμιστοκλή;» ρώτησε ο Αριστείδης. Στα δυόμισι χρόνια εξορίας, τα μαλλιά του αλλοτινού συμμαθητή του είχαν ασπρίσει και τώρα οι χρυσαφιές τούφες μπερδεύονταν με τις ασημένιες. Τα χρόνια είχαν στρογγυλέψει και το πιγούνι του, αφαιρώντας λίγη από τη ζωντάνια του. «Πρέπει να πολεμήσουμε στη θάλασσα», απάντησε. «Αλλά όχι οπουδήποτε, μα στο στενό της Σαλαμίνας. Ο λόγος για τον οποίο είχαμε τόσες απώλειες στο Αρτεμίσιο ήταν ότι ο εχθρός μάς κύκλωσε και από τις δύο πτέρυγες. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για τέτοιες κινήσεις. Άλλωστε, όσο επιδέξιοι κι αν είναι οι ναυτικοί του Ξέρξη, εμείς γνωρίζουμε καλύτερα αυτά τα νερά». «Χωρίς να θέλω να μπλεχτώ σε στρατιωτικά θέματα», σχολίασε ο Καλλίας, «μου φαίνεται εξαιρετική δικαιολογία ώστε οι βάρβαροι να
αρνηθούν να μπουν στο στενό για να πολεμήσουν». Εδώ και αρκετές ημέρες οι Πέρσες παρέτασσαν το στόλο τους λίγο πιο πέρα από το νησάκι της Ψυττάλειας, ανάμεσα στον Πειραιά και στο Φάληρο, προσφέροντας μια μάχη σε ανοιχτά νερά την οποία οι Έλληνες δεν αποδέχονταν. Η κατάσταση θύμιζε τον Μαραθώνα: η κάθε παράταξη είχε διαλέξει το πιο κατάλληλο έδαφος για τα δικά της χαρακτηριστικά και αρνούνταν να πολεμήσει στο έδαφος του αντιπάλου. Τελικά ήταν οι Αθηναίοι εκείνοι που πήραν την πρωτοβουλία και βγήκαν στο ανοιχτό πεδίο. Χάρη στο στοιχείο του αιφνιδιασμού αλλά και στο γεγονός ότι δεν είχαν αντιμετωπίσει το σύνολο των περσικών δυνάμεων, τους είχε βγει σε καλό. Μα ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι αυτή τη φορά δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν παίζοντας και πάλι το ίδιο παιχνίδι. Στον Μαραθώνα οι Έλληνες είχαν αποδείξει ότι ο οπλισμός τους ήταν ανώτερος στη μάχη σώμα με σώμα. Τα πλοία τους όμως δεν είχαν το ίδιο πλεονέκτημα. Άλλωστε οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι ήταν καλύτεροι ναυτικοί. «Πρέπει να τους κάνουμε να μπουν στο στενό», είπε. «Τουλάχιστον έχουμε ένα πλεονέκτημα: το χρόνο». «Πιστεύεις ότι εμάς μας συμφέρει να περνούν οι μέρες; Αν είναι δυνατόν!» διαμαρτυρήθηκε ο Ξάνθιππος. «Αν μείνουμε κι άλλο αποκλεισμένοι σε αυτό το νησάκι μαζί με τους Σπαρτιάτες, τους Κορίνθιους, τους Μεγαρείς και τους Αιγινήτες, στο τέλος θα σκοτωθούμε μεταξύ μας». «Πιστέψτε με, ξέρω πώς σκέφτεται ο Μεγάλος Βασιλιάς. Είμαι σίγουρος ότι κάθε μέρα που περνά στην Αθήνα χωρίς να δεχόμαστε την πρόκληση του στόλου του νιώθει όλο και πιο ανυπόμονος. Προς το παρόν ο Μαρδόνιος, που είναι σώφρων άνθρωπος, μάλλον τον συγκρατεί. Δε θα μπορέσει όμως να συνεχίσει για πολύ. Από την άλλη, η διατήρηση ενός τέτοιου στρατού και στόλου είναι πολύ ακριβή». «Πώς ξέρεις τόσο πολλά για τους Πέρσες;» Αντί να απευθυνθεί στον Καλλία, που του είχε κάνει την ερώτηση,
ο Θεμιστοκλής απάντησε κοιτώντας τον Κίμωνα. «Οι πληροφορίες που έχω για εκείνους μου κόστισαν ακριβά. Πολύ περισσότερο απ’ όσο φαντάζεστε. Μα είναι αξιόπιστες». «Μας είπες λοιπόν τις προθέσεις σου», είπε ο Αριστείδης. «Θέλεις να κερδίσεις τον πόλεμο. Σε αυτό συμφωνούμε. Τ ι θέλεις να μας ζητήσεις;» Ο Θεμιστοκλής ανακάθισε, κατέβασε τα πόδια κι έμεινε όρθιος, στηριγμένος στο ανάκλιντρο. «Ενότητα. Αυτό είναι το κλειδί». «Μιλάς για ενότητα εσύ, που έβαλες να με εξορίσουν;» είπε ο Ξάνθιππος. «Άφησέ τον να μιλήσει», παρενέβη ο Κίμωνας. «Περισσότερους λογαριασμούς έχω εγώ μ’ εσένα, μα δέχτηκα να καθίσω στο ίδιο τραπέζι μαζί σου. Συνέχισε, Θεμιστοκλή». «Σ’ ευχαριστώ, Κίμωνα. Ναι, μιλούσα για ενότητα. Μια ενότητα που κοντεύει να καταρρεύσει. Τους συμμάχους μας κινούν συμφέροντα και φόβοι διαφορετικοί από τους δικούς μας. Κυρίως φόβοι. Εκείνοι έχουν ακόμη πολλά να χάσουν, ενώ εμείς τα έχουμε χάσει σχεδόν όλα». «Όλα, θέλεις να πεις», τον διόρθωσε ο Καλλίας. «Είπα σχεδόν όλα και το είπα καλά. Μας μένουν τα ξύλινα τείχη της Αθηνάς». «Όλοι ξέρουμε ότι αυτό το χρησμό τον χειραγώγησες εσύ». «Προσπάθησα να τον χειραγωγήσω αλλά δεν τα κατάφερα», παραδέχτηκε ο Θεμιστοκλής. Η ειλικρίνειά του έκανε τους άλλους να σαστίσουν, όπως ακριβώς ήθελε. «Ο χρησμός που είχα ετοιμάσει μιλούσε για το Αρτεμίσιο, όχι για τη Σαλαμίνα. Εκείνη τη στιγμή αρνιόμουν να παραδεχτώ ότι αυτό είναι το μοναδικό σημείο στο οποίο μπορούμε να νικήσουμε τον περσικό στόλο γιατί κάτι τέτοιο προϋπέθετε την καταστροφή της Αθήνας. Σας διαβεβαιώνω ότι οι στίχοι για τα ξύλινα τείχη δεν είναι δικοί μου». «Πολύ θα ήθελα να σε πιστέψω», είπε ο Αριστείδης. «Στην πορεία της σταδιοδρομίας σου όμως δε μου έχεις δώσει λόγους να έχω
εμπιστοσύνη στα λόγια σου». «Δε θα αρνηθώ ότι έχω καταφύγει σε κάθε είδους τεχνάσματα για να κερδίσω αυτό τον πόλεμο. Το έκανα όμως για το μεγαλείο της Αθήνας». Η δήλωση εκείνη ξύπνησε το ενδιαφέρον του Αριστείδη και του Κίμωνα. Ήταν δύο πολεμιστές με ομηρικό πνεύμα, που δεν μπορούσαν παρά να αντιδράσουν στο άκουσμα της λέξης «μεγαλείο» ακριβώς όπως αντιδρούσε ο Αχιλλέας σαν άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας. «Ακόμα κι αν σας πουν ότι δέχτηκα δωροδοκίες, η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποίησα την ίδια μου την περιουσία για το κοινό καλό. Αν ο Ευρυβιάδης δεν έχει δώσει ακόμη εντολή να εγκαταλείψουμε τη Σαλαμίνα, είναι γιατί εγώ ο ίδιος τού έδωσα πέντε τάλαντα και του υποσχέθηκα άλλα τρία». «Η δωροδοκία δε διαφθείρει μόνο εκείνον που τη λαμβάνει, αλλά κι εκείνον που τη δίνει», είπε ο Αριστείδης. Ήταν μια φράση στην οποία συνήθιζε να καταφεύγει, μα αυτή τη φορά την πρόφερε με λιγότερη πειθώ απ’ ό,τι άλλες φορές. «Αφήστε λοιπόν τη διαφθορά να πέσει πάνω σε μένα και να μιάνει το δικό μου πνεύμα. Γιατί χάρη σε αυτή έχουμε ελπίδες να νικήσουμε. Όπως σας έλεγα, είναι ήδη αρκετά δύσκολο να δράσουμε όλοι οι Έλληνες ενωμένοι. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κάνουμε τα πράγματα ακόμα χειρότερα με διαφωνίες ανάμεσα στους ίδιους τους Αθηναίους». Ο Ξάνθιππος, που σώπαινε περισσότερη ώρα απ’ ό,τι συνήθιζε, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κύπελλό του και ξέσπασε σε γέλια. «Είναι πολύ εύκολο να τελειώνουμε με τις διαφωνίες, Θεμιστοκλή. Βγες από τη μέση. Εξαφανίσου από την πολιτική της Αθήνας και θα δεις πώς θα συμφωνήσουμε όλοι ότι, επιτέλους, έκανες κάτι καλό». «Αυτό ακριβώς σας προτείνω, ευγενείς ευπατρίδες». Έμειναν και οι τέσσερις να τον κοιτούν κατάπληκτοι. «Εξηγήσου», είπε ο Αριστείδης και ανακάθισε στο ανάκλιντρο. «Είναι πολύ απλό. Ο Καλλίας είπε ότι σε μια διαπραγμάτευση η κάθε πλευρά παρουσιάζει τα αιτήματά της στην άλλη. Αυτό που
θέλω είναι το εξής: να σεβαστείτε τη θητεία μου. Όπως σας είπα, έχετε μεγαλύτερη επιρροή και εξουσία από τους άρχοντες, τους στρατηγούς ή τα μέλη της βουλής. Θέλω να δηλώσετε ανοιχτά ενώπιον του αθηναϊκού λαού ότι με εμπιστεύεστε. Ύστερα αφήστε μου ελεύθερο πεδίο για να νικήσω τον Ξέρξη με τον δικό μου τρόπο». Κοιτώντας τον Αριστείδη στα μάτια, πρόσθεσε: «Γιατί ξέρω ότι μπορώ να το κάνω». «Και ποια είναι η αντιπροσφορά σου;» ρώτησε ο Κίμωνας. Χωρίς να τραβήξει τα μάτια από τον Αριστείδη, ο Θεμιστοκλής είπε: «Αν κάνετε ό,τι σας ζητώ, θα γλιτώσετε από μένα. Παίρνω βαρύ όρκο ότι, αν με στηρίξετε τώρα, ο Θεμιστοκλής, γιος του Νεοκλή, δε θα ξαναθέσει ποτέ υποψηφιότητα στις εκλογές για τους στρατηγούς. Θα σας δώσω τη νίκη και ύστερα θα εξαφανιστώ».
Την επόμενη μέρα, με τα δεξιά τους χέρια δεμένα δάχτυλο δάχτυλο, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής δήλωσαν επίσημα: «Θάβουμε την έχθρα μας ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος με τους Πέρσες!» Βρίσκονταν στην παραλία της Κυχρείας, όπου είχε αγκυροβολήσει ο αθηναϊκός στόλος. Όλοι οι πολίτες, δεκάδες χιλιάδες, είχαν μαζευτεί γύρω από τους δύο άνδρες, που είχαν σκάψει μια τρύπα στην άμμο της ακτής. Ο ήλιος του απογεύματος μάκραινε τις σκιές κι έκανε τη διαφορά στο παράστημά τους να μοιάζει υπερβολική. Μέσα σε μια σιωπή φορτωμένη με προσμονή, ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης έσκυψαν πάνω από την τρύπα, έβαλαν μέσα τα πλεγμένα χέρια τους και είπαν: «Με μάρτυρες και εγγυητές τον Άδη και την Περσεφόνη, που από τώρα και στο εξής θα φυλάξουν τις διαφορές μας στα έγκατα της γης». Αφού σκέπασαν την τρύπα, σηκώθηκαν όρθιοι, χώρισαν τα χέρια και τα σήκωσαν πάνω από το κεφάλι, δείχνοντας πως ό,τι κι αν υπήρχε μεταξύ τους είχε μείνει θαμμένο στην άμμο. Μεγάλος αχός ακούστηκε από το πλήθος και, λες και το παράδειγμα των δύο
πολιτικών είχε πιάσει τόπο, κάθε άνδρας αγκάλιασε το σύντροφο που είχε πλάι του. Για μια στιγμή, στη θέα της σαρωμένης πόλης τους κι ενός στόλου που ήταν διπλάσιος σε αριθμό από τον δικό τους, όλοι πίστεψαν ότι η νίκη ήταν δυνατή. «Πάντα είχες ταλέντο στη σκηνοθεσία, Θεμιστοκλή», παραδέχτηκε ο Αριστείδης. «Ελπίζω τώρα να καταφέρεις να στήσεις ένα εξίσου πειστικό σκηνικό για τη μάχη σου». Ο Θεμιστοκλής έπιασε ξανά το χέρι του Αριστείδη για να το κρατήσει ψηλά και χαμογέλασε στο πλήθος που τους επευφημούσε. «Κάτι έχω σκεφτεί», απάντησε. «Όσα πλοία μάς μένουν έχουν επιδιορθωθεί πια. Μα δε θα μας ερχόταν καθόλου άσχημα αν άλλαζε ο άνεμος». «Σε αυτή την περίπτωση, φίλε μου», είπε ο ευπατρίδης, «πριν δειπνήσουμε, καλό είναι να κάνουμε μια θυσία στον Αίολο».
Ακρόπολη της Αθήνας, την ίδια μέρα Την ώρα που οι δύο Αθηναίοι πολιτικοί έθαβαν τις διαφορές τους η Αρτεμισία θαύμαζε το ηλιοβασίλεμα από τον ιερό βράχο της Αθήνας. Είχε ανέβει για πρώτη φορά νωρίς το πρωί της προηγούμενης ημέρας μαζί με τους Πεισιστρατίδες, τα παιδιά και τα εγγόνια του Ιππία. Ο Ξέρξης είχε διατάξει την καταστροφή της Ακρόπολης, μα ύστερα είχε δείξει να το μετανιώνει. Στο κάτω κάτω, βρισκόταν μακριά από τη γη του, σε μια χώρα όπου κυβερνούσαν ξένες θεότητες. Γι’ αυτό είχε διατάξει να γίνουν θυσίες στην Ακρόπολη, για να κερδίσει την εύνοιά τους. Κάτι που έκανε την Αρτεμισία να σκεφτεί ότι ίσως ο Μεγάλος Βασιλιάς να μην ήταν τόσο βέβαιος ότι υπήρχε μόνο ένας θεός. Οι στρατιώτες είχαν σαρώσει και καταληστέψει όλα τα τεμένη και τους ναΐσκους, μα η λεία που είχαν αποκομίσει δεν ήταν αρκετά ζουμερή. Οι Αθηναίοι είχαν προνοήσει και είχαν πάρει όλο τον χρυσό και το ασήμι. Παρ’ όλα αυτά, από τα απανθρακωμένα ξύλα, τα χαλάσματα, τα υπολείμματα κεραμικών σκευών και τις γκρεμισμένες κολόνες, η Αρτεμισία κατάφερε να πάρει μια ιδέα για το πώς θα ήταν εκείνο το μέρος σε όλο του το μεγαλείο. Στα μάτια της ανέβηκαν δάκρυα. Δεν ήθελε να τα δει κανείς, γι’ αυτό τα σφούγγισε και δάγκωσε τα χείλη. Τ ώρα ήταν μόνη. Είχε ανέβει με τον Παλαμήδη και μια φρουρά οπλιτών, μα τους είχε ζητήσει να περιμένουν στις σκάλες που οδηγούσαν στην Ακρόπολη. Είχε στη διάθεσή της ολόκληρο τον ιερό βράχο. Τον διέτρεξε αργά, διαβάζοντας τις επιγραφές που διακρίνονταν ακόμη στις στήλες. Ανάμεσα στους στρατιώτες που είχαν λεηλατήσει τον ιερό βράχο μάλλον υπήρχαν και Ίωνες, γιατί πάνω σε πολλές στήλες είχαν γράψει με φούμο πρόστυχα μηνύματα και είχαν ζωγραφίσει κακότεχνα αλλόκοτα πέη και αιδοία. Κάτω από μια μαυρισμένη πινακίδα διέκρινε κάτι που γυάλιζε. Παραμέρισε το ξύλο με το πόδι κι έσκυψε να δει. Ήταν ένα αγαλματίδιο της Άρτεμης βαμμένο με έντονα χρώματα. Η θεά
φορούσε κοντό χιτώνα που άφηνε να φαίνονται τα γόνατά της και τέντωνε το τόξο προς κάποιο ζώο ή ίσως προς τους Νιοβίδες. Το τόξο και το βέλος είχαν σπάσει όταν το αγαλματίδιο είχε πέσει στο έδαφος, μα το υπόλοιπο παρέμενε άθικτο. Στην Αρτεμισία φάνηκε καλός οιωνός και αποφάσισε να το κρατήσει. Συνέχισε να περιπλανιέται κι έφτασε κοντά στα ερείπια ενός ακόμα τεμένους. Μπροστά του ήταν ένα πηγάδι· από το γκρεμισμένο χείλος του κρεμόταν ένα σκοινί. Η Αρτεμισία το τράβηξε κι έβγαλε έναν μισοκαμένο κουβά. Έβαλε το χέρι από περιέργεια, πήρε λίγο νερό στην παλάμη της και ήπιε. Ήταν αλμυρό. Θυμήθηκε ότι όταν ήταν μικρή κάποιος της είχε πει ένα μύθο για την Αθήνα. Ο Ποσειδώνας και η Αθηνά έριζαν ποιος από τους δύο θα γινόταν προστάτης της Αττικής. Η φιλονικία τους λύθηκε πάνω στην Ακρόπολη. Ο θεός κάρφωσε στο βράχο το όπλο του, την τρίαινα, που προκαλεί σεισμούς και παλιρροϊκά κύματα· τότε ξεπήδησε μια πηγή, την οποία πρόσφερε στους Αθηναίους. Για κακή του τύχη, το νερό ήταν αλμυρό, όπως θα περίμενε κανείς από το θεό της θάλασσας. Αντίθετα, όταν η Αθηνά έχωσε το δόρυ της στο έδαφος, από το χώμα φύτρωσε μια ελιά με στριφογυριστά κλαδιά, φορτωμένη καρπούς. Για να μην αναγκαστούν να υπακούσουν μια γυναίκα, οι άνδρες της Αθήνας ψήφισαν υπέρ της προστασίας του Ποσειδώνα, παρόλο που το δώρο του ήταν άχρηστο. Οι γυναίκες, αντιθέτως, που ήταν περισσότερες, διάλεξαν την Αθηνά και υπερίσχυσαν. Από τότε η Αθηνά έδωσε το όνομα και την προστασία της στην πόλη· οι άνδρες όμως, χολωμένοι με τις συζύγους τους, τους αφαίρεσαν το δικαίωμα ψήφου και τις έκλεισαν στο σπίτι, ώστε να μην αναμειχθούν ξανά στη διακυβέρνηση της πόλης. Η γιαγιά μου μου την είπε αυτή την ιστορία, συνειδητοποίησε η Αρτεμισία. Πιστή στις πεποιθήσεις της, η Τύχη διαβεβαίωνε ότι εκείνος ο μύθος αντιπροσώπευε την άφιξη των ανδρών από το βορρά, των Ελλήνων που είχαν ανατρέψει τη Μεγάλη Θεά και την είχαν αντικαταστήσει με τις δικές τους θεότητες. Η Αρτεμισία γύρισε και αναζήτησε την ιερή ελιά. Την είχαν κόψει
στο ύψος της μέσης της και, αφού, κατά τα φαινόμενα, δεν είχαν μείνει ευχαριστημένοι, είχαν κάψει τον κορμό, που τώρα ήταν κούφιος. Παρ’ όλα αυτά, από τον κορμό είχε ξεπηδήσει ένα βλαστάρι μισό μέτρο σχεδόν, γεμάτο φύλλα και μικροσκοπικά λευκά λουλούδια. Η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι οι άνδρες που είχαν λεηλατήσει τον ιερό βράχο δε θα είχαν αγνοήσει εκείνο το κλαδί. Πώς ήταν δυνατόν να έχει βλαστήσει μέσα σε τόσο λίγες ημέρες; Όπως πριν από λίγο είχε ερμηνεύσει την εύρεση του αγαλματιδίου ως καλό οιωνό για την ίδια, τώρα φοβήθηκε ότι το καινούργιο εκείνο βλαστάρι ίσως σήμαινε πως η Αθήνα μπορούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της και να προκαλέσει προβλήματα στον Μεγάλο Βασιλιά. Η υφή των σκιών την έκανε να καταλάβει ότι ο ήλιος θα έδυε σύντομα. Κατευθύνθηκε προς το στηθαίο που αγκάλιαζε τη νότια όψη της Ακρόπολης για να θαυμάσει το λυκόφως, μα πριν φτάσει πρόσεξε κάτι περίεργο και κοντοστάθηκε. Πισωπάτησε μερικά βήματα και είδε ένα μαρμάρινο βάθρο· παρότι το άγαλμά του είχε εξαφανιστεί, εκείνο είχε μείνει όρθιο και διατηρούσε ακόμη ακέραιη την επιγραφή του. Είμαι η Υδροφόρος. Ο Θεμιστοκλής, γιος του Νεοκλή, από το δήμο των Φρεαρρίων, άρχοντας, με αφιέρωσε στην Αθηνά χάρη στα πρόστιμα που επέβαλε σε εκείνους που έκλεβαν το νερό ή το παρεξέτρεπαν από την πορεία του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα, όπως γινόταν κάθε φορά που άκουγε το όνομά του. Παρασυρμένη από μια ακατανόητη παρόρμηση, έβαλε πάνω στο βάθρο το αγαλματίδιο της Άρτεμης. Ύστερα, με μια σιωπηλή παράκληση στη θεά, βιάστηκε να φτάσει ως το στηθαίο και να σκύψει για να δει τη θέα. Ο ήλιος χάιδευε τον ορίζοντα πίσω από τη Σαλαμίνα. Σε εκείνο το νησί βρίσκονταν οι εχθροί του Μεγάλου Βασιλιά. Στην πράξη, ήταν αποκλεισμένοι, μα τους προστάτευε το στενό. Εκεί κάτω ήταν και ο Θεμιστοκλής. Η Αρτεμισία τον θυμήθηκε χωρίς νύχια, με την πλάτη αυλακωμένη από τις μαστιγιές,
υποχρεωμένο να γονατίσει μπροστά στον Ξέρξη. Και, παρ’ όλα αυτά, του είχε πει: «Θα σε σταματήσω ξανά». Εκείνη τη στιγμή, ενώ ο δίσκος του ήλιου βυθιζόταν στην αγκαλιά της γης, το έδαφος άρχισε να τρέμει. Η Αρτεμισία πιάστηκε από το στηθαίο για να μην πέσει. Σαν άκουσε τα χαλάσματα να κροταλίζουν γύρω της, της ήρθε η παράλογη ιδέα ότι ένας πολύ δυνατός άνεμος ταρακουνούσε την κορυφή της Ακρόπολης και αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να την γκρεμίσει. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει σεισμός, και θυμήθηκε άλλον ένα, που είχε ζήσει στην Αλικαρνασσό. Ήταν πολύ μικρή και εκείνη την ώρα βρισκόταν στο κρεβάτι· την επόμενη μέρα νόμιζε ότι τα είχε δει όλα στον ύπνο της ώσπου ο πατέρας της της είχε πει ότι επρόκειτο για σεισμό. Η αίσθηση της είχε προκαλέσει το ίδιο σάστισμα τότε και τώρα. Η Αρτεμισία είχε ένα ξαφνικό προαίσθημα κι επέστρεψε στο βάθρο όπου ήταν χαραγμένο το όνομα του Θεμιστοκλή. Η μικρή μαρμάρινη στήλη ήταν ακόμη όρθια, μα το αγαλματίδιο της Άρτεμης είχε πέσει στο έδαφος και είχε σπάσει στα δύο. Σαν είδε εκείνο το σημάδι, η Αρτεμισία πείστηκε ότι πολύ σύντομα θα πέθαινε. Και ο Θεμιστοκλής θα ήταν ο δήμιός της.
Σαλαμίνα, 19 Σεπτεμβρίου Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σίκιννος συνόδευε τον Θεμιστοκλή στο συμβούλιο των στρατηγών. Ήταν σίγουρος ότι τα πολεμικά συμβούλια του Μεγάλου Βασιλιά δεν έμοιαζαν καθόλου με αυτά. Εδώ όλοι φώναζαν κι έπαιρναν το λόγο ο ένας από τον άλλο, φτάνοντας να ξεστομίζουν προσβολές. Μπροστά στον Ξέρξη μια τέτοια έλλειψη τρόπων θα είχε προκαλέσει στον παραβάτη έναν καλό γύρο από μαστιγιές ή κάτι χειρότερο. Στην πραγματικότητα, ο Σίκιννος δεν ήξερε ποια τιμωρία προβλεπόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, γιατί η ιδέα και μόνο τού να παραβεί κανείς το βασιλικό πρωτόκολλο του φαινόταν αδιανόητη. Μα οι Έλληνες δεν καταλάβαιναν ούτε από πρωτόκολλο ούτε από σεβασμό. Ο Σίκιννος είχε δει ένα στρατηγό να πιάνει τα χέρια ενός άλλου, που εκείνη τη στιγμή μιλούσε, για να τον διακόψει. Εκείνη η συνέλευση κόντεψε να φτάσει στη χειροδικία. Γι’ αυτό ο Θεμιστοκλής επέμενε να ζητά τη συνοδεία του. «Σε κάποια από αυτές τις φιλονικίες, με πρόφαση ένα ξέσπασμα οργής, ίσως κάποιος προσπαθήσει να με δολοφονήσει», του είπε την ώρα που κατευθύνονταν στον όρμο των Σεληνίων, όπου είχε αγκυροβολήσει το πλοίο του Σπαρτιάτη ναυάρχου. «Ανάμεσά μας φωλιάζουν πολλοί προδότες, και μάλιστα πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε». Ο Σίκιννος ξεροκατάπιε και κοίταξε κάτω. Εγώ δεν είμαι προδότης, είπε στον εαυτό του. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει στις εντολές των ανωτέρων του, και ο Μαρδόνιος ήταν κατηγορηματικός: έπρεπε να κατασκοπεύσει τον Θεμιστοκλή. Μια επίμονη φωνή μέσα του όμως επαναλάμβανε διαρκώς: Ο Μαρδόνιος μπορεί να διατάζει μα δεν είναι πάνω από τον Μίθρα. Μετά το μικροσεισμό που είχε ταρακουνήσει το νησί, ο Σίκιννος ονειρευόταν εδώ και δύο νύχτες το ορυχείο στο Λαύριο. Στο όνειρό του δούλευε ξανά εκεί και σερνόταν σε μια στοά τόσο στενή ώστε
έμενε παγιδευμένος και δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε εμπρός ούτε πίσω, ενώ ο σύντροφός του, που κρατούσε ένα λύχνο μπροστά του, έφευγε και τον άφηνε στο σκοτάδι. Ύστερα το έδαφος άρχιζε να τρέμει και στα μάτια και στο στόμα του έπεφτε χώμα. Η τραχιά άμμος χωνόταν ανάμεσα στα δόντια και στο λαιμό του, πνίγοντας τις κραυγές του. Όταν κόντευε πια να πεθάνει από ασφυξία, εμφανιζόταν μπροστά του ο κριτής Μίθρας και του θύμιζε: «Να υπηρετείς ορθά τον νέο σου κύριο, και να μην ξαναπείς ψέματα». Μόνο τότε ο Σίκιννος άνοιγε τα μάτια και ανακαθόταν απότομα πάνω στο κατάστρωμα της Αρτεμισίας, μούσκεμα στον ιδρώτα και με την ψυχή στο στόμα. Τον βασάνιζε η πιθανότητα να μην ξυπνήσει ποτέ. Τ ι θα συνέβαινε αν στο όνειρό του πέθαινε από ασφυξία μέσα στο ορυχείο; Θα πέθαινε στην πραγματικότητα και θα κατακρημνιζόταν στην κόλαση; Δεν ήταν ανάγκη να καταδικαστεί. Δεν τον είχε πλησιάσει ακόμη ο πραγματικός πράκτορας του Μαρδόνιου. Έτσι, παρότι όντως ο Σίκιννος προσπαθούσε να προσέχει όλα όσα έκανε κι έλεγε ο προστάτης του, κανείς δεν μπορούσε να πει ότι ήταν πραγματικός κατάσκοπος ή προδότης, επειδή δεν είχε παραδώσει αυτές τις πληροφορίες σε κανέναν. «Σίκιννε, δεν έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας». Ο Σίκιννος συνειδητοποίησε ότι πάλι είχε μείνει να σκέφτεται με το στόμα ανοιχτό και το έκλεισε. «Συγγνώμη, κύριε». Ο Θεμιστοκλής του έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. «Μην ανησυχείς, δεν πειράζει», του είπε ενώ κατευθύνονταν μαζί προς το πλοίο του Σπαρτιάτη ναυάρχου. «Ξέρεις κάτι, Σίκιννε; Καμιά φορά μού φαίνεται ότι ζούμε σε μια εποχή τόσο σκληρή όσο η εποχή του σιδήρου, όπως την τραγούδησε ο Ησίοδος: «δε θα είναι κάποιος φίλος με τον φιλόξενο, σύντροφος με το σύντροφο, / […] γρήγορα θα σταματήσουν να τιμούν γονείς που γέρασαν πια […]. Κι ούτε θα υπάρχει τιμή στον όρκο ούτε στο δίκαιο ούτε στο καλό· […] ο κακός άνθρωπος θα βλάπτει τον καλύτερό του μιλώντας του με λόγια
δολερά κι αυτά από πάνω μ’ όρκους θα σκεπάζει».* Σε τέτοιους καιρούς είναι παρήγορο να έχει κανείς στο πλευρό του έναν πιστό υπηρέτη σαν κι εσένα». Ο Θεμιστοκλής κοντοστάθηκε για μια στιγμή μπροστά στον Σίκιννο και τον κοίταξε στα μάτια. «Δεν ήταν σωστό εκ μέρους μου να σε αποκαλέσω υπηρέτη. Παρότι έχουμε γεννηθεί από λαούς που η θέληση των θεών όρισε να είναι εχθροί μεταξύ τους, έχουμε μοιραστεί κινδύνους και δυσκολίες, κι εσύ προστάτεψες τους δικούς μου με αφοσίωση». * Ἡσίοδος, Ἔργ α καὶ ἡμέραι, ό.π., σελ. 99. (Σ.τ.Μ.)
«Σ’ ευχαριστώ, κύριε», ψέλλισε ο Σίκιννος προσπαθώντας να κρύψει το πρόσωπό του. Ο Θεμιστοκλής τον έπιασε από το πιγούνι και τον ανάγκασε να τον κοιτάξει. Στο λαιμό του Σίκιννου ανέβηκε ένας κόμπος. «Ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν κάνεις, Μιθράνη, γιε του Μπαγκαμπίγκνα, θέλω να ξέρεις ότι δε σε θεωρώ υπηρέτη, αλλά φίλο». Ο Θεμιστοκλής γύρισε επιτέλους την πλάτη και συνέχισε το δρόμο του. Πάλι καλά, σκέφτηκε ο Σίκιννος· καταλάβαινε ότι όλο το αίμα είχε ανέβει στο πρόσωπό του και τα μάγουλά του είχαν βαφτεί ολοπόρφυρα.
Το συμβούλιο θα γινόταν στο κατάστρωμα της Κλυταιμνήστρας, της ναυαρχίδας του Ευρυβιάδη. Δύο αποσπάσματα Σπαρτιατών στρατιωτών σχημάτιζαν ένα κορδόνι στις δύο πλευρές της τριήρους. Παρ’ όλα αυτά, ήταν δύσκολο να μην καταλάβουν το θέμα της συζήτησης οι περίεργοι που είχαν συγκεντρωθεί εκεί κοντά, αφού οι Έλληνες δεν ήταν καθόλου συνηθισμένοι να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Όπως και να είχε, αυτή τη φορά ο Σπαρτιάτης ναύαρχος φαινόταν αποφασισμένος να βάλει τάξη.
«Ορκίζομαι στον Κάστορα και στον Πολυδεύκη ότι αν κάποιος πάρει το λόγο χωρίς την άδειά μου θα του ανοίξω το κεφάλι με το ραβδί!» είπε αδράχνοντάς το. Εκείνο το κατάστρωμα, τόσο μακρόστενο, δεν έμοιαζε με το καλύτερο σημείο για να πραγματοποιηθεί ένα συμβούλιο στρατηγών. Κυρίως αν λάμβανε κανείς υπόψη ότι ήταν είκοσι ένας, στους οποίους έρχονταν να προστεθούν σχεδόν άλλοι τόσοι βοηθοί ή σωματοφύλακες. Ο Ευρυβιάδης προέδρευε από τη θέση του τριήραρχου. Οι υπόλοιποι έστεκαν όρθιοι, με πρώτο τον Θεμιστοκλή, στα δεξιά του Σπαρτιάτη. Επειδή ο χώρος ήταν περιορισμένος, ο Σίκιννος είχε μείνει πίσω από τον προστάτη του, σε μια πλατφόρμα που βρισκόταν πιο χαμηλά, ανάμεσα στην κουπαστή και στη θέση του τριήραρχου. Χάρη στα δύο μέτρα του παραστήματός του, το κεφάλι του βρισκόταν σχεδόν στο ύψος του κεφαλιού του Θεμιστοκλή και μπορούσε να βλέπει και να ακούει τα πάντα. Μακάρι να με είχε αφήσει η Απολλωνία να τη συνοδέψω στην Αίγινα, σκέφτηκε. Όταν βρισκόταν με εκείνη και τις κόρες της, ήταν όλα πολύ πιο εύκολα. Ένιωθε χρήσιμος προστατεύοντας τις μικρές, αλλά και τη Μνήση και την ίδια την Απολλωνία. Άλλωστε διασκέδαζε πολύ σαν άκουγε τα γέλια της Ιταλίας όταν την ανέβαζε στους ώμους του ή τη στριφογύριζε στον αέρα – η Σύβαρις ήταν μικρή ακόμη για τέτοια απότομα παιχνίδια. Και, το κυριότερο, ήταν πολύ πιο ήρεμος, γιατί δε χρειαζόταν να απομνημονεύει όλα όσα έλεγαν. Αν κάποια μέρα εμφανιζόταν ο μυστηριώδης πράκτορας του Μαρδόνιου και του ζητούσε την αναφορά, τι σημασία θα είχαν γι’ αυτόν τα όσα έλεγε μια γυναίκα και οι τρεις κόρες της; Συνειδητοποίησε ότι είχε αφαιρεθεί εδώ και κάμποσα λεπτά και προσπάθησε να στήσει πάλι αυτί. Προς το παρόν οι στρατηγοί έδειχναν να σέβονται τη σειρά με την οποία έπαιρνε καθένας το λόγο, κάτι που του επέτρεπε να καταλαβαίνει τι άκουγε. Παρόλο που βρισκόταν στην Ελλάδα εδώ και δεκατρία χρόνια, ακόμη σάστιζε όταν μιλούσαν πολύ γρήγορα ή όλοι μαζί, αλλά και όταν δεν έπιανε τα λογοπαίγνια που έκαναν.
Το λόγο είχε πάρει ο Θεμιστοκλής, που επέμενε ότι ο συμμαχικός στόλος έπρεπε να πολεμήσει σε εκείνο το σημείο αντί να αποσυρθεί. Οι Έλληνες ανησυχούσαν πολύ γιατί την προηγουμένη είχαν διακρίνει ένα σύννεφο καπνού προς το βορρά, στην περιοχή της Ελευσίνας, όπου βρισκόταν ένα από τα σημαντικότερα τεμένη τους. Εκεί γίνονταν ιεροτελεστίες τόσο μυστικές, ώστε όποιος τις αποκάλυπτε ήταν καταδικασμένος σε θάνατο. Καθώς φαινόταν, είχαν σχέση με κάποιους θηλυκούς ντέβα και με την κόλαση. Παρόλο που δεν επρόκειτο για πραγματικές θεές, εκείνα τα μυστήρια ενέπνεαν αρκετό σεβασμό στον Σίκιννο. Δεν έπαυε να σκέφτεται πόσο κοντά είχε βρεθεί στο να κατακρημνιστεί από τη Γέφυρα του Κριτή στο αιώνιο σκότος. Οι σκοποί που είχαν παραταχθεί στη βόρεια πλευρά της Σαλαμίνας τους είχαν πληροφορήσει ότι εκείνο το σύννεφο σκόνης είχε σηκωθεί από έναν τεράστιο στρατό που κινούνταν στο δρόμο ο οποίος διέτρεχε τη βόρεια ακτή του κόλπου της Ελευσίνας και κατευθυνόταν προς τον Ισθμό. Ο Θεμιστοκλής υπολόγιζε ότι θα ήταν μία μοίρα αποτελούμενη από είκοσι χαζαραμπάμ. Ο Σίκιννος συμφωνούσε γιατί ήξερε ότι σε τόσο στενά περάσματα είκοσι χιλιάδες άνδρες σχημάτιζαν μια στήλη πορείας τόσο μακριά ώστε έμοιαζαν πολύ περισσότεροι. Ο Σκυλλίας, ο δύτης με το άκαμπτο μουστάκι, έλεγε ότι δε χρειαζόταν να ανησυχούν τόσο και ότι δεν ήταν παρά μια κίνηση αντιπερισπασμού, γιατί ούτε ο Ξέρξης ούτε ο Μαρδόνιος θα διανοούνταν ποτέ να χωρίσουν το στρατό από το στόλο. Ο Σίκιννος δεν ήταν εξίσου βέβαιος. Η Σπάντα είχε αρχίσει να κατακτά χώρες από τον καιρό του Κύρου χωρίς τη βοήθεια των πλοίων. Ούτε ο Αδείμαντος, ο Κορίνθιος στρατηγός, πίστευε ότι επρόκειτο για αντιπερισπασμό. Ο Σίκιννος δε συμπαθούσε εκείνο τον άνδρα με το οστέινο πρόσωπο και τα σχιστά μάτια που τον έκαναν να μοιάζει με αλεπού, μα αναγνώριζε ότι τα λόγια του είχαν λογική. «Πρέπει να σπεύσουμε το συντομότερο δυνατόν να υπερασπιστούμε τον Ισθμό. Εδώ είμαστε αποκλεισμένοι και δεν
κάνουμε τίποτα, ενώ τα αδέλφια μας που κρατούν το τείχος διατρέχουν κίνδυνο. Πρέπει να πάμε να τους βοηθήσουμε και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας με τις δικές τους. Χωριστά είμαστε πιο ευάλωτοι». «Ποια αδέλφια μας;» είπε ο Θεμιστοκλής. «Μου ζητάς να τρέξω να βοηθήσω τους ανθρώπους που δεν μπήκαν στον κόπο να έρθουν στην Αθήνα, που αρνήθηκαν να προβάλουν αντίσταση στους βαρβάρους, να τους εμποδίσουν να κάψουν την πόλη μας;» «Το λόγο τον έχει ο Αδείμαντος. Μην τον διακόπτεις», τον προειδοποίησε ο Ευρυβιάδης. «Ευχαριστώ», είπε ο Κορίνθιος. «Καταλαβαίνετε όλοι ότι μένοντας εδώ δεν προχωράμε καθόλου και ότι η κατάσταση οδηγείται σε τέλμα. Είμαστε στοιβαγμένοι εδώ και πάνω από είκοσι μέρες σε αυτό το νησί, που δεν έχει ούτε αρκετό πόσιμο νερό για όλους, μόνο και μόνο επειδή ο Θεμιστοκλής επιμένει ότι αυτό το στενό θα μπορούσε να είναι το καλύτερο σημείο για να πολεμήσουμε το στόλο του εχθρού». «Είναι. Ο καθένας το βλέπει», είπε ο Θεμιστοκλής. «Σιωπή», τον διέταξε ο Ευρυβιάδης. «Σε προειδοποιώ για τελευταία φορά». Ο Σίκιννος είχε παραξενευτεί με τη συμπεριφορά του κυρίου του: ήταν πάντα υπομονετικός και μετρημένος με όλο τον κόσμο κι έτεινε περισσότερο να ακούει τους υπόλοιπους παρά να τους διακόπτει. Τ ώρα όμως η φωνή του έτρεμε από αγανάκτηση. «Δε θα αντιλέξω στον έξοχο συνάδελφό μου, παρόλο που δε σέβεται τους άλλους όταν έχουν το λόγο», είπε ο Αδείμαντος χωρίς να καταδεχτεί να κοιτάξει τον Θεμιστοκλή. «Ωστόσο, ακριβώς επειδή ο καθένας βλέπει ότι το στενό της Σαλαμίνας είναι τόσο καλό σημείο για μάχη, οι Πέρσες δε θα διανοηθούν να μπουν σε αυτό. Μάλιστα ο Ξέρξης αποτόλμησε την τρέλα να μας επιτεθεί από ξηράς κι έστησε ένα ανάχωμα από την ηπειρωτική χώρα ως το νησί!» Στον Σίκιννο δε φαινόταν και τόσο τρέλα αυτό. Ο Ξέρξης, που ήδη είχε ανοίξει μια διώρυγα στη χερσόνησο του Άθω, θα ήταν
απόλυτα ικανός να τα καταφέρει αν δεν ήταν οι ελληνικές τριήρεις που, φορτωμένες με τοξότες, παρενοχλούσαν τους μηχανικούς του και τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την προσπάθεια. «Γι’ αυτό προτείνω να υποβάλουμε την πρότασή μου σε ψηφοφορία», συνέχισε ο Αδείμαντος. «Πριν σκεφτούν οι Πέρσες να μας κλείσουν στο κανάλι ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στα Μέγαρα, πρέπει να σαλπάρουμε και να παραταχθούμε ξανά κοντά στον Ισθμό, στο λιμάνι των Κεγχρεών. Όλοι, μαζί και οι Αθηναίοι». «Εγώ δεν πρόκειται να δώσω τη συγκατάθεσή μου για να διαπραχθεί μια τέτοια προδοσία!» Ο Αδείμαντος, που επέμενε να μην κοιτά τον Θεμιστοκλή, φώναξε τώρα ακόμα περισσότερο από εκείνον. Η φωνή του ήταν οξεία και καθάρια, δύσκολο να φιμωθεί. «Προτείνω επίσης να μη συμμετάσχει στην ψηφοφορία αυτός ο άνθρωπος, που δεν παύει να με διακόπτει! Εδώ έχουμε συγκεντρωθεί αντιπρόσωποι από πόλεις που είναι ελεύθερες και υπάρχουν ακόμη· γι’ αυτό έχουμε δικαίωμα ψήφου. Ο Θεμιστοκλής είναι άπατρις!» Γύρισε προς τη θάλασσα κι έδειξε την άλλη άκρη του στενού, όπου ακόμη σηκώνονταν στον ουρανό σπείρες καπνού από τα ερείπια της Αθήνας. «Από καθαρή ζήλια για όσους έχουμε ακόμη πατρίδα, δε θα το βάλει κάτω αν οι Πέρσες δε σαρώσουν και τις δικές μας πόλεις, όπως έκαναν με τη δική του!» «Απαιτώ να πάρεις πίσω αυτά τα λόγια τώρα αμέσως!» φώναξε ο Θεμιστοκλής πιάνοντας τον Αδείμαντο από το μπράτσο για να τον κάνει να στραφεί προς το μέρος του. Ο Ευρυβιάδης σηκώθηκε από τη θέση του κι έβαλε το ραβδί του ανάμεσά τους. «Θα πάρεις το λόγο όταν έρθει η σειρά σου, Θεμιστοκλή». «Σε μερικές ατιμίες πρέπει να απαντά κανείς επιτόπου». «Ξέρεις τι παθαίνουν όσοι ξεκινούν τον αγώνα πριν έρθει η ώρα τους;» «Για πες μου εσύ που ξέρεις», απάντησε ο Θεμιστοκλής τρίζοντας τα δόντια. «Οι κριτές τούς μαστιγώνουν γιατί ξεκινούν πρόωρα!»
«Είμαι σίγουρος ότι εσείς οι Σπαρτιάτες δεν ξεκινάτε ποτέ πρόωρα. Γι’ αυτό δε φτάνετε πουθενά στην ώρα σας», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Ο ναύαρχος σήκωσε το ραβδί για να τον χτυπήσει. Ο Σίκιννος αναρωτήθηκε αν σε εκείνη την περίπτωση έπρεπε να προστατεύσει τον κύριό του. Μα, πριν προλάβει να επέμβει, ο Θεμιστοκλής έπιασε τον Ευρυβιάδη από τον καρπό και τον σταμάτησε με τόση δύναμη ώστε οι φλέβες στο χέρι του Σπαρτιάτη πετάχτηκαν σαν να ήταν σκοινιά κάτω από το δέρμα του. «Χτύπησέ με έπειτα αν θέλεις, μα πρώτα άκουσε τι έχω να σου πω». Τον άφησε απότομα και ο Σπαρτιάτης στρατηγός έμεινε με το στόμα ανοιχτό και κάθισε κάτω εμβρόντητος. Ο Θεμιστοκλής γύρισε στον Αδείμαντο και τον έδειξε με το δείκτη του χεριού του. «Ανόητε! Εμείς εγκαταλείψαμε τα σπίτια και τα τείχη μας επειδή πιστεύουμε ότι δεν αξίζει τον κόπο να γίνουμε σκλάβοι για να προστατέψουμε άψυχα πράγματα. Σε αντάλλαγμα όμως, έχουμε την πιο ισχυρή πόλη της Ελλάδας. Ξέρεις ποια είναι αυτή η πόλη; Οι διακόσιες τριήρεις με τις οποίες θα απωθήσουμε τον εισβολέα. Είτε γίνει με τη βοήθειά σας είτε χωρίς αυτή! Ήδη επιτρέψατε στον Ξέρξη να σαρώσει την πόλη μας. Και τώρα, αν φύγετε και μας προδώσετε για δεύτερη φορά, δε θα αργήσουν όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες να καταλάβουν ότι εμείς οι Αθηναίοι έχουμε μια ελεύθερη πόλη που δεν υπολείπεται σε τίποτε έναντι εκείνης που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε. Και πολύ περισσότερο από τη δική σου!» Ύστερα απευθύνθηκε σε όλους. «Ακούστε με, αδελφοί μου Έλληνες. Αν παρασυρθείτε από τις συμβουλές του Αδείμαντου και τις αμφιβολίες του Ευρυβιάδη, θα γίνετε αιτία για την καταστροφή όλης της Ελλάδας. Αυτό όμως δε θα γίνει με τη βοήθεια των Αθηναίων. Αν αποφασίσετε να αποσύρετε το στόλο στον Ισθμό, εμάς να μη μας υπολογίζετε. Θα πάρουμε αμέσως τις γυναίκες και τα παιδιά μας και θα μεταφερθούμε όλοι μαζί στη Νότια Ιταλία. Υπάρχει ένας τόπος που λέγεται Σύρις και που είναι
πολύ πιο εύφορος από οποιαδήποτε γη στην Ελλάδα. Τα μαντεία μάς σύστησαν να πάμε εκεί και να ιδρύσουμε μια αποικία. Ύστερα, όταν όλοι εσείς θα βρίσκεστε κάτω από το ζυγό του Μεγάλου Βασιλιά, θα θυμάστε με νοσταλγία τα διακόσια πλοία μας. Τότε όμως θα είναι πολύ αργά!» Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν απάντησε. Εκμεταλλευόμενος τη σιωπή, ο Θεμιστοκλής γύρισε στον Σίκιννο και του είπε: «Πάμε να φύγουμε από δω!»
«Καταστροφή. Αυτός ο πόλεμος μου θυμίζει όλο και περισσότερο την ιωνική εξέγερση. Στο τέλος θα καταλήξουμε όπως στη ναυμαχία της Λάδης». Ο Θεμιστοκλής, ο Ευφορίωνας και ο Μνησίφιλος ήταν ξαπλωμένοι σε τρία ανάκλιντρα. Ο Σίκιννος είχε προτιμήσει να καθίσει πάνω σε ένα σεντούκι, γιατί κανένα από τα σκαμνιά που υπήρχαν σε εκείνο το σπίτι δεν του φαινόταν ότι μπορούσε να σηκώσει το βάρος του. Δειπνούσαν νωρίς. Έμεναν ακόμη μια-δυο ώρες ημέρας. Όταν έφυγαν από τη συνέλευση, ο Θεμιστοκλής ήταν τόσο έξω φρενών ώστε είπε στον Σίκιννο ότι δεν ήθελε να ξανακούσει τίποτα ούτε για τον πόλεμο ούτε για το στόλο ούτε για τους αναθεματισμένους Έλληνες. Αντί να επιστρέψουν στην Κυχρεία, τον όρμο όπου είχαν αγκυροβολήσει τα αθηναϊκά πλοία, είχαν πάρει το δρόμο που οδηγούσε στο ύψωμα της Κυνόσουρας και κατέληγε στο σπίτι του Κλεισθένη. Νωρίτερα όμως ζήτησε από τον Σίκιννο να βρει τον Ευφορίωνα και τον Μνησίφιλο. «Πες τους ότι είναι ανάγκη να μιλήσω με τους φίλους μου». Ύστερα, την ώρα που ο Σίκιννος ετοιμαζόταν να αφήσει μόνους τους τρεις άνδρες, ο Θεμιστοκλής του είπε: «Είπα “ με τους φίλους μου”. Ξέχασες την κουβέντα που κάναμε προηγουμένως; Θέλω να δειπνήσεις κι εσύ μαζί μας». Ο Σίκιννος έμεινε, νιώθοντας κολακευμένος από τη μια και
ένοχος από την άλλη. Το φαγητό ήταν απλό και λιτό: τυρί, κριθαρένιο ψωμί, ελιές και παστές σαρδέλες. Με πάνω από εκατό χιλιάδες άτομα στο νησί, έπρεπε να κάνουν οικονομία στις προμήθειες. Προς το παρόν συνέχιζαν να καταφτάνουν πλοία με προμήθειες από την Αίγινα και την Τ ροιζήνα. Κάποια από αυτά όμως είχαν δεχτεί επίθεση από τις τριήρεις των Περσών και ο Σίκιννος πολύ φοβόταν ότι δε θα αργούσαν να πεινάσουν. «Γιατί ανέφερες τη Λάδη;» ρώτησε ο Μνησίφιλος τον Θεμιστοκλή. «Ήσουν σε εκείνη τη μάχη;» είπε ο Ευφορίωνας. «Ήταν η πιο σκατένια απ’ όλες τις σκατομάχες». «Όχι, δεν ήμουν», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Μα γνωρίζω αρκετούς ναυτικούς που πολέμησαν εκεί. Οι Έλληνες σύμμαχοι παρέταξαν περισσότερα από τριακόσια πλοία ενάντια στους Πέρσες, όπως εμείς. Κι εκείνοι είχαν τον Θεμιστοκλή τους: έναν άνθρωπο που ήξερε από θάλασσα, που προσπαθούσε να πείσει τους πάντες ότι έπρεπε να κάνουν εξάσκηση στις κινήσεις μέσα στη θάλασσα και να πάρουν τον πόλεμο στα σοβαρά... μα κανείς δεν του έδινε σημασία, όπως σ’ εμένα». «Από τη Φώκαια δεν ήταν;» είπε ο Μνησίφιλος. «Ναι, ο Διονύσιος από τη Φώκαια. Αυτός ο άνθρωπος επέμενε να κάνουν κάτι ανήκουστο: να ασκούνται τα πληρώματα κάθε πρωί. Το απόγευμα μάλιστα υποχρέωνε τους άνδρες να μένουν στο κατάστρωμα των τριήρεων ώσπου να νυχτώσει, για την περίπτωση που δέχονταν επίθεση από τον εχθρό. Αυτή ήταν πειθαρχία! Ό,τι ακριβώς αρέσει σε εμάς τους Έλληνες. Σχεδόν τόσο όσο και η ομόνοια». Ο Σίκιννος σάστισε για μια στιγμή με τα λόγια του προστάτη του, μα ύστερα σκέφτηκε: Ειρωνικά το λέει. «Τον είχαν χολώσει όλοι τόσο πολύ, ώστε, σαν έφτασε η ώρα της μάχης, τα πλοία της Σάμου και της Λέσβου αυτομόλησαν. Το βέβαιο είναι ότι κάποια σχέση είχε και το χρυσάφι του Δαρείου. Και, φυσικά, η μάχη κατέληξε σε καταστροφή».
Τ ώρα που το θυμόταν καλύτερα ο Σίκιννος, είχε γνωρίσει άνδρες από τον περσικό στόλο που είχαν λάβει μέρος σε εκείνη τη σύγκρουση. Μα δεν του είχαν πει ότι οι εχθροί είχαν λιποτακτήσει, αλλά ότι επρόκειτο για μία ακόμα ένδοξη νίκη του Μεγάλου Βασιλιά. Ύστερα από εκείνη τη ναυμαχία έπεσε η Μίλητος και ο σηκωμός των στασιαστών Ιώνων καταπνίγηκε. «Φοβάσαι ότι το ίδιο θα συμβεί και τώρα;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Δεν το φοβάμαι. Το ξέρω. Αυτή τη φορά όμως οι προδότες δε θα περιμένουν να γίνει η μάχη για να αυτομολήσουν». «Μα τις κακαράντζες του Πάνα! Τ ι θέλεις να πεις;» ρώτησε ο Ευφορίωνας. Ο Θεμιστοκλής χαμήλωσε τη φωνή τόσο πολύ, ώστε ο Σίκιννος αναγκάστηκε να πλησιάσει για να τον ακούσει καλύτερα. «Απόψε κιόλας θα γίνει άτακτη φυγή. Ξέρετε πού είναι τα πλοία των Κορινθίων, στην ακτή που βρίσκεται πέρα από τον όρμο μας. Λοιπόν, κατά τη διάρκεια της τέταρτης βάρδιας θα σαλπάρουν προς το βορρά και θα το σκάσουν από το κανάλι των Μεγάρων». «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Ο Αδείμαντος είναι υπερόπτης και περήφανος, μα δεν τον θεωρώ ικανό για τέτοια προδοσία». «Εσύ τι λες, Σίκιννε;» τον ρώτησε ο Θεμιστοκλής γυρνώντας προς το μέρος του. Ο Πέρσης έμεινε έκπληκτος. Δε ζητούσαν συχνά τη γνώμη του. «Θεωρείς τον Αδείμαντο ικανό να μας παίξει αυτό το παιχνίδι;» Όλοι οι Έλληνες είστε από τη φύση σας προδότες, σκέφτηκε ο Σίκιννος. Φυσικά, δεν ήταν το πιο ταιριαστό σχόλιο, γι’ αυτό απάντησε: «Δεν ξέρω, κύριε. Δε φαίνεται να του αρέσει η παραμονή στη Σαλαμίνα. Κι έδειχνε πολύ θυμωμένος μαζί σου». «Το βλέπετε; Ακόμα και ο Σίκιννος το κατάλαβε». «Δε μου φαίνεται επιχείρημα που...» είπε ο Μνησίφιλος. «Δε βασίζομαι σε αυτό», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Μη με θεωρείς τόσο ανόητο. Ξέρω ότι πολλά μάτια με παρακολουθούν, μα έχω κι εγώ τους πράκτορές μου. Πιστέψτε με, απόψε θα σημειωθεί
μεγάλη κινητικότητα στα στενά. Αν αφαιρεθούμε, το ξημέρωμα θα βρεθούμε μόνοι στη Σαλαμίνα. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, μαζί με τους Μεγαρείς, γιατί κι εκείνων η πόλη έχει καταστραφεί κι έχουν να χάσουν τόσο λίγα όσο κι εμείς». «Ο Ευρυβιάδης το ξέρει;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. Ο Θεμιστοκλής σήκωσε τους ώμους. «Δε νομίζω. Για να είμαι ειλικρινής όμως, δε θα μου φαινόταν διόλου παράξενο. Οι τελευταίοι Σπαρτιάτες που έμεναν πιστοί στο σκοπό μας έπεσαν στις Θερμοπύλες». «Και δεν είπαν τίποτα σ’ εμάς, που έχουμε πάνω από τα μισά πλοία του στόλου;» «Εμείς δε θέλουμε να εγκαταλείψουμε τη Σαλαμίνα, ούτε να απομακρυνθούμε από την Αθήνα. Πώς να μας το πουν; Μπορεί να σκέφτηκαν ότι θα προσπαθήσουμε να τους εμποδίσουμε, ίσως ακόμα και με τη βία». «Γιατί, δε θα προσπαθήσουμε; Δε θα προσπαθήσεις εσύ; Όλοι μαζί είμαστε ελάχιστος αντίπαλος για τον περσικό στόλο. Αν χωριστούμε όμως, είμαστε χαμένοι». «Εγώ δεν πρόκειται να προσπαθήσω τίποτα, καλέ μου Μνησίφιλε. Παραιτούμαι». «Τ ι πράγμα; Τ ι είπες;» Ο Μνησίφιλος ανακάθισε στο ανάκλιντρο και ο Ευφορίωνας τον μιμήθηκε. Ο Θεμιστοκλής, αντίθετα, έμεινε μισοξαπλωμένος, με έκφραση νωθρή. «Καλά άκουσες. Είπα ότι παραιτούμαι. Τελείωσε. Βαρέθηκα να σπαταλάω τη ζωή και την περιουσία μου για το καλό όλων των Ελλήνων. Δεν αξίζει τον κόπο». Ο Θεμιστοκλής έσκυψε το κεφάλι. Ο Σίκιννος δεν περίμενε κάτι τέτοιο από τον προστάτη του, γιατί δεν αποκαρδιωνόταν ποτέ. Ίσως επιτέλους είχε αρχίσει να μπαίνει κάποια λογική στο κεφάλι του. Στο κάτω κάτω, ήταν έξυπνος άνθρωπος κι έπρεπε να καταλάβει ότι ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσουν τον Μεγάλο Βασιλιά με την ελπίδα να βγουν νικητές.
«Θα παραδοθείς στους Πέρσες δηλαδή;» τον ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Παραδέχομαι ότι το έχω σκεφτεί και αυτό», απάντησε ο Θεμιστοκλής. Η όψη του Σίκιννου φωτίστηκε. Ο κύριός του μάλλον είχε αρχίσει να λογικεύεται. Ο Μεγάλος Βασιλιάς θα δεχόταν σίγουρα την υποταγή ενός τόσο ικανού άνδρα και ο ίδιος δε θα χρειαζόταν πια να υποφέρει όντας πιστός σε δύο αφεντάδες. Η χαρά του όμως δεν κράτησε πολύ. «Μα η απάντηση είναι όχι, Μνησίφιλε. Ορκίστηκα πολλές φορές να μη γονατίσω ποτέ μπροστά στον Ξέρξη». Για μια στιγμή κάρφωσε το βλέμμα στα δάχτυλά του. Ο μόνος που καταλάβαινε το λόγο ήταν ο Σίκιννος. «Και ποτέ δεν παραβαίνω τους όρκους μου. Θα κάνω ό,τι έκανε ο Διονύσιος από τη Φώκαια, που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία». «Κι έγινε πειρατής, αν έχω καταλάβει καλά». «Εγώ δεν είμαι ευπατρίδης. Δε με ενδιαφέρει πώς κερδίζει ο καθένας τα προς το ζην». Ο Θεμιστοκλής ήπιε μια γουλιά κρασί και συνέχισε: «Αν η Κόρινθος και οι άλλες πόλεις λιποτακτήσουν απόψε, είναι η καλύτερη στιγμή για να το σκάσουμε. Διαφορετικά, ίσως αύριο βρεθούμε αποκλεισμένοι στο στενό. Όταν ο Ξέρξης μάθει ότι ο Αδείμαντος διέφυγε από το κανάλι των Μεγάρων, σίγουρα θα στείλει κάμποσες μοίρες για να τον σταματήσει και να εμποδίσει οποιονδήποτε άλλο να βγει από εκεί». «Ως τώρα δεν έχει θελήσει να μοιράσει το στόλο του», είπε ο Μνησίφιλος. «Το κάνει για να διατηρήσει την αριθμητική υπεροχή του, για την περίπτωση που αποφασίσουμε να βγούμε από το στενό και να μπούμε στη μάχη. Μόλις όμως μάθει ότι οι σύμμαχοι μας έχουν εγκαταλείψει, δε θα ανησυχεί πλέον γι’ αυτό και θα μπορέσει να κλείσει την τανάλια και από τις δύο πλευρές του νησιού». «Ανάθεμα! Αν πρέπει να φύγουμε από τη Σαλαμίνα πριν πνιγούμε στα σκατά μας, γιατί καθόμαστε εδώ έτσι ήσυχοι;» ρώτησε ο
Ευφορίωνας, τινάζοντας το κεφάλι σαν σκύλος που μόλις βγήκε από το νερό. Ο Θεμιστοκλής έβαλε τα γέλια. «Εσύ πάντως δε μου φαίνεσαι και πολύ ήσυχος». «Ο Ευφορίωνας έχει δίκιο», είπε ο Μνησίφιλος. «Αν αυτό είναι το σχέδιό σου, θα έπρεπε να το συζητήσεις με τους υπόλοιπους στρατηγούς για να οργανώσετε άμεσα την εκκένωση». «Δε θα γίνει καμία εκκένωση». «Τ ι θέλεις να πεις;» «Είναι αδύνατον να το σκάσει μυστικά ολόκληρος ο αθηναϊκός στόλος. Πρόθεσή μου είναι να ενημερώσω για τα σχέδιά μου μόνο τους άνδρες της μοίρας μου και να φύγουμε μαζί με τους Κορίνθιους. Είναι η πιο κατάλληλη στιγμή: όταν μένουν μια-δυο ώρες για το ξημέρωμα, η περιφρούρηση χαλαρώνει πάντα». «Που να πάρει, πώς σκοπεύεις να βγάλεις από εδώ τριάντα πλοία χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα;» είπε ο Ευφορίωνας. «Όσοι το καταλάβουν ας μας ακολουθήσουν. Εμείς όμως θα σαλπάρουμε πρώτοι, πριν οι εχθροί προλάβουν να αντιδράσουν». Ο Θεμιστοκλής ανακάθισε επιτέλους στο ανάκλιντρο. «Θα περάσουμε ανάμεσα από την Κυνόσουρα και την Ψυττάλεια. Ξεχάστε τους αυλούς που δίνουν το ρυθμό: θα το κάνουμε με πέτρες και πολύ αργά, για να μη σηκώνουν αφρό τα κουπιά. Όταν ξημερώσει, θα είμαστε πια στο δρόμο για την Αίγινα». «Αν θέλεις να φύγει πρώτη η μοίρα σου, έχει καλώς», είπε ο Μνησίφιλος. «Μα πρέπει να το πεις και στους άλλους στρατηγούς, ώστε να έχουν όλοι την ευκαιρία να δραπετεύσουν». Ο Θεμιστοκλής χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι. «Να πάνε να πνιγούν οι άλλοι στρατηγοί! Από τότε που ήρθαμε στη Σαλαμίνα, μου κάνουν το βίο αβίωτο. Όπου να ’ναι πρέπει να φτάνει ο Αριστείδης με τους Αιακίδες. Ας τους σώσει αυτός!» Ο Σίκιννος σάστισε. Ποιοι ήταν αυτοί οι Αιακίδες, που αντί να τρέξουν να σωθούν τολμούσαν να έρθουν στη Σαλαμίνα για να αντιμετωπίσουν τον Μεγάλο Βασιλιά; Ύστερα θυμήθηκε ότι μετά τον σύντομο εκείνο σεισμό οι Αθηναίοι είχαν κάνει μια θυσία στο θεό
της θάλασσας, στον οποίο απέδιδαν τέτοια φαινόμενα. Επίσης είχαν αποφασίσει ότι ο σεισμός σήμαινε πως έπρεπε να ζητήσουν βοήθεια από τους τοπικούς ήρωες. Αυτοί θα ήταν οι Αιακίδες. Γι’ αυτό είχαν στείλει τον Αριστείδη στην Αίγινα για να φέρει τα αγάλματά τους. «Δεν είχες συμφιλιωθεί με τον Αριστείδη;» ρώτησε ο Μνησίφιλος. «Μην είσαι τόσο αθώος. Ήταν μια φάρσα χωρίς σημασία. Ο Αριστείδης κι εγώ είμαστε σαν το λάδι με το νερό». «Αν δεν το πεις εσύ στους στρατηγούς, θα το κάνω εγώ», είπε ο Μνησίφιλος. «Καταλαβαίνω ότι ήταν σφάλμα μου που μοιράστηκα αυτές τις πληροφορίες μαζί σου, Μνησίφιλε». «Αυτές δεν είναι απλές πληροφορίες. Θέλεις να με κάνεις προδότη!» Ο Θεμιστοκλής στράφηκε προς τον Ευφορίωνα, που έμοιαζε τσιτωμένος σαν τη χορδή του τόξου και δε σταματούσε να χτυπά τους ώμους και να διατρέχει με το δάχτυλο το χείλος του κυπέλλου του. «Απ’ ό,τι βλέπω, δεν μπορώ να υπολογίζω σε όλους τους φίλους μου. Εσύ είσαι μαζί μου, Νευρόσπαστο;» Ο Σίκιννος δεν καταλάβαινε γιατί φερόταν έτσι ο Θεμιστοκλής. Ο ίδιος τού είχε πει πριν από καιρό: «Μπορεί όταν μιλάμε μεταξύ μας για τον Ευφορίωνα να τον αποκαλούμε Νευρόσπαστο, αλλά μη διανοηθείς να το πεις μπροστά του. Τον ενοχλεί πολύ». Το να τον αποκαλέσει με το παρατσούκλι του δεν έμοιαζε ο καλύτερος τρόπος για να τον πάρει με το μέρος του. Ο Ευφορίωνας μισόκλεισε τα βλέφαρα προς στιγμήν και η έκφρασή του έμοιαζε γεμάτη μίσος. Ύστερα τράβηξε τα μάτια από τον Θεμιστοκλή και απάντησε: «Δεν υπάρχει χειρότερη σκατοκατάσταση από αυτήν εδώ. Μα έχεις δίκιο. Αν το μάθουν όλοι και κάνουν να φύγουν τριακόσια πλοία μαζί, οι Πέρσες θα μας πιάσουν στην ανοιχτή θάλασσα». «Έχω το λόγο σου ότι δε θα πεις τίποτα σε κανέναν;» «Να με κάνει ο Πάνας κακαράντζα από κατσίκα αν πω λέξη!»
«Πολύ ωραία. Θέλω να πάτε με τον Σίκιννο στην Αρτεμισία και να με περιμένετε εκεί. Μίλησε με τον Ηρακλείδη και ζήτησέ του να ετοιμάσει το πλοίο. Να τεντώσει καλά τα κύρια σκοινιά και το ίδιο να κάνουν και οι υπόλοιπες τριήρεις της μοίρας μας. Δε θέλω να μας ακούσουν οι Πέρσες από το τρίξιμο των ξύλων». «Εσύ δε θα έρθεις;» Ο Θεμιστοκλής κοίταξε τον Μνησίφιλο, που είχε ανακαθίσει στο ανάκλιντρο και δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω του. Ο Σίκιννος είχε την εντύπωση ότι περισσότερο είχε τρομάξει παρά αγανακτήσει. Είναι άραγε ικανός να τον σκοτώσει; αναρωτήθηκε. Γι’ αυτό χάρηκε όταν ο Θεμιστοκλής τον έστειλε μακριά από εκεί. Αν ο κύριός του σκόπευε να βλάψει τον Μνησίφιλο, προτιμούσε να μην το αναθέσει σε εκείνον. Ο γέρος ήταν καλός άνθρωπος και τον είχε αφήσει να μείνει μερικές ημέρες στο σπίτι του, παρόλο που τον είχε βάλει στην αυλή. «Εγώ θα μείνω εδώ. Έχω να κανονίσω μερικές υποθέσεις με τον Μνησίφιλο», είπε ο Θεμιστοκλής γυμνώνοντας το σπαθί του. «Άντε, ξεκινήστε. Σε λίγο θα νυχτώσει». Ο Ευφορίωνας βιάστηκε να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω και ο Σίκιννος τον ακολούθησε. Από την πόρτα του σπιτιού έβλεπε όλο το μακρόστενο ανάχωμα της Κυνόσουρας και στα αριστερά τον όρμο των Σεληνίων. Στην αμμουδιά, κοντά στα πλοία, οι άνδρες είχαν αρχίσει να ανάβουν φωτιές για να ετοιμάσουν το δείπνο, ενώ οι τριήρεις που περιπολούσαν στην είσοδο του στενού επέστρεφαν στο λιμάνι. Πιο πέρα, η ακτή της Αττικής φαινόταν κάπως θολή, λουσμένη σε ένα βρόμικο πορφυρό χρώμα. Η μέρα είχε ξημερώσει ξηρή και με εξαιρετική ορατότητα, όπως οι προηγούμενες, μα όσο περνούσαν οι ώρες η κουφόβραση γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο ιδρώτας δεν εξατμιζόταν από το δέρμα κι έμενε πάνω του σε μικροσκοπικά, κολλώδη μαργαριτάρια, ώσπου στο τέλος γλιστρούσε. Τον Σίκιννο τον εκνεύριζε απίστευτα εκείνη η αίσθηση, κυρίως όταν ένα ρυάκι ιδρώτα έσταζε στην πλάτη του.
Έκανε να πάρει το μονοπάτι στα αριστερά, που οδηγούσε στο χωριό της Σαλαμίνας και από εκεί στον όρμο της Κυχρείας. Μα ο Ευφορίωνας τον έπιασε από το μπράτσο και του είπε: «Περίμενε. Έχω κάτι να σου πω». Ο Σίκιννος εξεπλάγη γιατί δεν του είχε ξεφύγει ούτε μια βρισιά. Μα έμεινε ακόμα πιο κατάπληκτος όταν ο Ευφορίωνας πρόσθεσε στα περσικά: «Έφτασε η ώρα να διαβείς τη Γέφυρα του Κριτή».
Ο Μνησίφιλος είχε μείνει να κοιτά τον Θεμιστοκλή ενώ η άκρη του σπαθιού σημάδευε το λαιμό του. «Ανέκαθεν θεωρούσα ότι σε γνώριζα καλύτερα από τον καθένα, Θεμιστοκλή, και ότι δεν μπορούσες να με ξεγελάσεις. Σε θεωρούσα λωποδύτη και αλιτήριο, μα είχες έναν αέρα μεγαλοπρέπειας. Τ ώρα ανακαλύπτω ότι δεν είσαι παρά ένας άθλιος». «Αλήθεια;» απάντησε ο Θεμιστοκλής χαμογελώντας. Ξαφνικά έδειχνε να έχει εξαιρετική διάθεση. «Δεν έχω καμία πρόθεση να γίνω συνένοχος στο τελευταίο βρόμικο τέχνασμά σου. Θα πάω να ενημερώσω τους στρατηγούς». «Όχι, δε θα πας». Το χαμόγελο του Θεμιστοκλή πλάταινε όλο και περισσότερο. «Τότε, θα πρέπει να με σκοτώσεις», είπε ο Μνησίφιλος. Η φωνή του είχε λιγότερη πεποίθηση απ’ όση θα ήθελε. Από τότε που είχε κλείσει τα πενήντα είχε διαπιστώσει με μεγάλη δυσαρέσκεια ότι οι όρχεις του κρέμονταν όλο και χαμηλότερα. Τ ώρα ήταν τόσο κολλητά στο σώμα του ώστε θα μπορούσε να περάσει για ευνούχος, και τα σπλάχνα του απειλούσαν να λυθούν πάνω στο ανάκλιντρο. «Η αλήθεια είναι ότι, με το δίλημμα που μου θέτεις, δε θα μου έμενε άλλη λύση. Θα δεχόσουν να πεθάνεις για τις αρχές σου;» Ο Μνησίφιλος έκανε να απαντήσει «Ναι», μα από τα χείλη του βγήκε μάλλον ένα αδύναμο κρώξιμο. Ξεροκατάπιε και, με λίγο περισσότερη αξιοπρέπεια, δοκίμασε ξανά: «Ναι. Άντε, κάνε το».
Ο Θεμιστοκλής τράβηξε το σπαθί από το λαιμό του φίλου του και το έβαλε ξανά στο θηκάρι. Ύστερα τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε για να τον σηκώσει από το ανάκλιντρο. «Παλιέ μου φίλε, με έκανες τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Μόλις ανακάλυψα ότι ο άνθρωπος μπορεί να αγγίξει την τελειότητα σε μεγαλειώδεις στιγμές». Όταν στάθηκε στα πόδια του, ο Μνησίφιλος έσφιξε την κοιλιά με τα δυο του χέρια, σαν να ήθελε να ξαναβάλει τα έντερά του στη θέση τους. Τ ώρα που είχε ξαναβάλει το σπαθί στο θηκάρι, ο Θεμιστοκλής του προκαλούσε περισσότερο φόβο από πριν. Χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα, τον ακολούθησε ως τον κήπο. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε πάνω από το φράχτη που τον περιέβαλλε και χαμογέλασε ξανά. «Ωραία. Πήραν το δρόμο τους. Εξαιρετικά». Ο Μνησίφιλος πλησίασε για να κοιτάξει κι εκείνος. Ο Πέρσης γίγαντας και το Νευρόσπαστο κατέβαιναν σκοντάφτοντας σχεδόν προς έναν ορμίσκο όπου τους περίμενε μια βάρκα με κουπιά. «Μα καλά, εσύ δεν τους έστειλες προς την άλλη κατεύθυνση;» «Ακριβώς, φίλτατε Μνησίφιλε. Εκείνοι που θα πάνε τώρα αμέσως στην Κυχρεία είμαστε εμείς οι δύο». «Μπορώ να μάθω τι συμβαίνει;» «Δε χρειάζεται να τα καταλαβαίνεις όλα ακόμη». «Μα δεν καταλαβαίνω τίποτα!» Πήραν το μονοπάτι που κατέβαινε προς το χωριό. Αντί να μπουν στην Αγορά και να τη διασχίσουν, ο Θεμιστοκλής τον οδήγησε από λιγότερο πολυσύχναστους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά, συνάντησαν αρκετούς γνωστούς, που τους ρωτούσαν για τα συμβάντα στη συνέλευση των στρατηγών. Κάποιοι συνέχαιραν τον Θεμιστοκλή γιατί είχε αντιταχθεί στον Ευρυβιάδη και είχε πει κάμποσες αλήθειες στον Αδείμαντο. Ο Αθηναίος απαντούσε με μονοσύλλαβα, δίχως να κοντοστέκεται, και περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, σαν να τον έσπρωχνε ένας εσωτερικός δαίμονας. Ο Μνησίφιλος, με τα γόνατα να τρέμουν ακόμη από την τρομάρα, τον ακολουθούσε μετά βίας. Στο τέλος στάθηκε και διπλώθηκε για να πάρει ανάσα.
«Γιατί σταμάτησες; Έχουμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα!» «Αν... αν δε με αφήσεις να πάρω μια ανάσα», κοντανάσανε ο Μνησίφιλος, «θα με σκοτώσεις στ’ αλήθεια». Ο Θεμιστοκλής τον περίμενε, αν και εμφανώς ανυπόμονος. Όταν η σουβλιά που ένιωθε στο πλευρό του υποχώρησε, ο Μνησίφιλος άρχισε ξανά να περπατά. Μα, όσο κι αν προσπαθούσε να αποσπάσει κάποια εξήγηση από το φίλο του, δεν τα κατάφερε. «Θα κάνουμε τα πράγματα ένα ένα. Πρώτα πρέπει να εξοφλήσω ένα χρέος και να κρατήσω έναν όρκο. Ύστερα θα ασχοληθούμε με τα πολεμικά ζητήματα». Άφησαν πίσω τους το χωριό κι έφτασαν στον καταυλισμό των Αθηναίων. Ενώ περνούσαν ανάμεσα στις ομάδες των στρατιωτών και των ναυτών που ετοίμαζαν το δείπνο κοντά στις φωτιές, ο Θεμιστοκλής άρπαξε τον Μνησίφιλο από το μπράτσο και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του: «Μην πεις ούτε λέξη, κατάλαβες;» «Τουλάχιστον αντάμειψέ με εξηγώντας μου κάτι». «Θα τα μάθεις όλα στην ώρα τους, σου το υπόσχομαι». Οι άνδρες έκαναν πέρα στο διάβα τους, γιατί η σοβαρότητα στην έκφρασή του και η αποφασιστικότητα στο βήμα του μαρτυρούσαν ότι ο στρατηγός βιαζόταν πολύ. Τελικά έφτασαν στην Αρτεμισία. Ύστερα από μια σύντομη, χαμηλόφωνη κουβέντα με τον πιλότο, ο Θεμιστοκλής ανέβηκε τη σκαλίτσα και είπε στον Μνησίφιλο να τον ακολουθήσει. Διέσχισαν τον κεντρικό διάδρομο ως την πλώρη και από εκεί κατέβηκαν στο αμπάρι. Στο χώρο που μεσολαβούσε ανάμεσα στα πρώτα κουπιά και στο έμβολο, ο Θεμιστοκλής είχε ζητήσει να κατασκευάσουν ένα ξύλινο χώρισμα με μια πόρτα που έκλεινε με λουκέτο. Τ ώρα την άνοιξε κι έβγαλε ένα μπογαλάκι με ρούχα. Ήταν δύο στρατιωτικές κάπες με κουκούλα. «Φόρεσε τη μία». «Με τη ζέστη που κάνει; Πάει, εσύ αποφάσισες να με ξεκάνεις». Τ ώρα που ήταν μόνοι στο εσωτερικό του πλοίου, ο Θεμιστοκλής είχε αρχίσει να χαμογελά ξανά. Τον Μνησίφιλο ωστόσο, που είχε πια
ξεπεράσει την αρχική του τρομάρα, τον έβγαζε από τα ρούχα του. «Είδες ότι το νησί είναι γεμάτο κόσμο και είναι δύσκολο να διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Δε θέλω να μας σταματούν κάθε λίγο και λιγάκι και να με ρωτούν για τα συμβάντα με τον Ευρυβιάδη». «Σε προειδοποιώ ότι αρνούμαι να αναμειχθώ στο παραμικρό στις ραδιουργίες σου αν είναι να... Μια στιγμή. Τ ι είναι αυτό;» Ο Θεμιστοκλής έβγαζε από την καμπίνα μια ασπίδα που, κρίνοντας από το πώς την κρατούσε, μάλλον ήταν αρκετά βαριά. Ο Μνησίφιλος θυμήθηκε ότι την είχε δει στο σπίτι του Κλεισθένη. Τ ώρα, τη στιγμή που ο φίλος του την ακούμπησε στον πάγκο ενός κωπηλάτη και την έβγαλε από τη δερμάτινη θήκη, την είδε καλύτερα. «Μα τα σκυλιά της Εκάτης! Αυτό είναι...» «Ακριβώς. Είναι η Γοργόνα που στόλιζε το μεγάλο άγαλμα της Αθηνάς». Το χρυσαφένιο τέρας κοίταζε τον Μνησίφιλο με τα τεράστια σμαραγδένια μάτια του και το στόμα ανοιχτό σε μια αιμοδιψή έκφραση. Στο τρεμάμενο φως του λυχναριού, τα φίδια που είχε για μαλλιά η Γοργόνα έμοιαζαν να κινούνται ολοζώντανα. Ο Μνησίφιλος, όταν ένιωσε πάνω του τη ματιά που πέτρωνε τα πάντα, έκανε μια αποτρεπτική χειρονομία με τα δάχτυλα για να διώξει το κακό. «Εγώ νόμιζα ότι όλοι οι θησαυροί της Ακρόπολης ήταν καλά φυλαγμένοι στο ναό του Αίαντα...» είπε. «Δάνειο είναι. Την πήρα μαζί με το φίδι από το τέμενος του Ερεχθείου. Το έκανα όμως με την ανοχή των ιερέων. Δεν έχω γίνει ακόμη ιερόσυλος κλέφτης. Μάλιστα», είπε βάζοντας ξανά τη Γοργόνα στη δερμάτινη θήκη της ασπίδας, «θα μου χρησιμεύσει ακριβώς για να αποφύγω μια ιεροσυλία».
Κουκουλωμένοι και φορτωμένοι με τη Γοργόνα, γύρισαν πίσω από τον ίδιο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό της Σαλαμίνας. Είχε
νυχτώσει. Αντί να δροσίσει όμως, έκανε όλο και περισσότερη ζέστη. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε ο Μνησίφιλος, γιατί η κουφόβραση ήταν ακόμα χειρότερη κάτω από τις κάπες, που τις είχαν αλείψει με αδιαπέραστο λίπος. Ωστόσο, παρόλο που ίδρωνε απίστευτα και πονούσαν τα πόδια του από την πορεία, δεν ήταν διατεθειμένος να μείνει πίσω. Ήθελε να μάθει τι σκάρωνε ο Θεμιστοκλής. «Ο Αίολος μας χαμογελά. Θα αλλάξει ο άνεμος», είπε ο Θεμιστοκλής σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό. Ήταν η δεύτερη μέρα της πανσελήνου, μα ο δίσκος του φεγγαριού έμοιαζε βρόμικος και κιτρινωπός από το πούσι που έπλεε στον αέρα κι έσβηνε τα αστέρια. «Περισσότερο θα μας βόλευε ο βορινός άνεμος για να το σκάσουμε προς την Αίγινα», απάντησε ο Μνησίφιλος. Δεν καταλάβαινε πολλά από ναυσιπλοΐα, μα ήταν προφανές ότι ο καλύτερος άνεμος για να ταξιδέψουν προς το νότο ήταν εκείνος που φυσούσε από το βορρά. «Σε αυτό έχεις δίκιο», απάντησε ο Θεμιστοκλής με ένα ακαθόριστο χαμόγελο. «Είναι ξεκάθαρο ότι δε θέλεις να μου πεις τίποτα». «Προς το παρόν θα σου πω ένα πράγμα. Λυπάμαι αν σε τρόμαξα πριν, μα είχα τους λόγους μου. Δε θα σου έκανα ποτέ κακό». Ο Μνησίφιλος δεν ήταν βέβαιος. Εκείνη τη στιγμή θεωρούσε τον Θεμιστοκλή ικανό για οτιδήποτε. Έφτασαν σε ένα σπίτι στη δυτική πλευρά του χωριού. Τα παράθυρα ήταν κλειστά, μα από μέσα ακουγόταν μουσική από αυλούς και εύθυμες φωνές. Ο Θεμιστοκλής χτύπησε την πόρτα. Το πορτέλι άνοιξε κι εμφανίστηκε ένα πρόσωπο που το φώτιζε ένα κερί. Η τρεμάμενη φλόγα δε βοηθούσε να φανούν πιο όμορφα τα τραχιά χαρακτηριστικά του. «Τ ι θέλετε;» «Ψάχνουμε το στρατηγό Ανδρόνικο. Μας είπαν ότι μένει εδώ με το φίλο του τον Σωφάνη». «Ο Ανδρόνικος ζήτησε να μην τον ενοχλήσουν».
Ο Θεμιστοκλής σήκωσε την κουκούλα. «Πες του ποιος είμαι». Ο σκλάβος άνοιξε την πόρτα χωρίς άλλη ερώτηση. «Περιμένετε εδώ», είπε αφήνοντάς τους σε ένα δωμάτιο με γυμνούς τοίχους. Εκεί μέσα οι θόρυβοι της γιορτής ακούγονταν πολύ πιο δυνατοί. Ο Μνησίφιλος μέτρησε δύο ανδρικές φωνές και ίσως τρεις-τέσσερις γυναικείες. Η περιέργεια του Μνησίφιλου αυξανόταν κάθε λεπτό. Φανταζόταν ότι επρόκειτο για κάποια δωροδοκία, αλλά δεν κατάφερνε να τη συνδέσει με τη συζήτηση που είχαν κάνει κατά τη διάρκεια του δείπνου. Ανέκαθεν καυχιόταν ότι γνώριζε τον Θεμιστοκλή σαν να τον είχε μεγαλώσει ο ίδιος, μα εκείνο το βράδυ ο στρατηγός είχε καταφέρει να τον σαστίσει τελείως. Πριν περάσει πολλή ώρα, εμφανίστηκε ο Ανδρόνικος. Ο στρατηγός, που είχε στολιστεί με ένα στέμμα από φύλλα κισσού, πλησίαζε σιάζοντας τις πτυχές του χιτώνα του και δένοντας τη ζώνη. «Για δες! Όλος ο καλός ο κόσμος! Ο φίλος μου ο Θεμιστοκλής και ο ευγενής Μνησίφιλος. Αναρωτιόμουν αν θα κρατούσες το λόγο σου ή θα χρειαζόταν να σου το θυμίσω». «Η δεύτερη μέρα της πανσελήνου είναι σήμερα. Άρα δεν έχω καθυστερήσει». Ο σκλάβος έμεινε στο δωμάτιο για να καλύψει τα νώτα του αφέντη του. «Έφερες το μερίδιό μου;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. Με εμφανή ανακούφιση, ο Θεμιστοκλής άφησε στο έδαφος το φορτίο που κουβαλούσε, έλυσε τον κόμπο της δερμάτινης θήκης και την άφησε να γλιστρήσει. Σαν είδε τα χαρακτηριστικά της Γοργόνας, το χαμόγελο του στρατηγού πάγωσε. «Τ ι είναι αυτό; Έγδυσες το άγαλμα της Αθηνάς για να με πληρώσεις; Με κοροϊδεύεις;» «Ποιος σε εμποδίζει να το λιώσεις και να κόψεις ράβδους χρυσού; Μόνος μου τη ζύγισα αυτή τη Γοργόνα. Είναι σχεδόν σαράντα μνες ατόφιου χρυσού. Συμφωνείς ότι ισοδυναμεί με τα οχτώ ασημένια τάλαντα που συμφωνήσαμε;»
«Ναι, αλλά...» «Εμένα θα κατηγορήσουν ότι λείπει η Γοργόνα, όχι εσένα. Εγώ υπέγραψα την απόδειξη στον ιερέα όταν την πήραμε από το ναό. Δεν έχεις λόγο να ανησυχείς. Σου έφερα το ποσό που συμφωνήσαμε μέσα στην ορισμένη προθεσμία. Συμφωνείς με αυτό;» Σαν παρατήρησε ότι πίσω από τον Ανδρόνικο ο σκλάβος έλυνε το κορδόνι που έσφιγγε τη μέση του, ο Μνησίφιλος άρχισε να αναρωτιέται αν θα έβγαιναν ζωντανοί από εκείνο το δωμάτιο. Παρότι ο Θεμιστοκλής είχε το σπαθί του, δε θα στοιχημάτιζε πάνω του σε έναν καβγά με γυμνά χέρια απέναντι σε εκείνο το φονιά. «Σε ρώτησα αν συμφωνείς». Ο Ανδρόνικος έξυσε το κεφάλι και η κορόνα με τα φύλλα έγειρε στο πλάι. Αν έκρινε κανείς από το χρώμα στα μάγουλα και στα αυτιά του, μάλλον είχε αρχίσει να πίνει από νωρίς το απόγευμα. «Εντάξει. Ύστερα όμως δε θέλω προβλήματα. Αν καμιά φορά με...» «Κράτησα, λοιπόν, τον όρκο μου», τον διέκοψε ο Θεμιστοκλής και σκέπασε ξανά τη Γοργόνα με τη δερμάτινη θήκη. «Αυτό ήθελα να ακούσω». «Τ ι θέλεις να...;» Ο σκλάβος, που είχε βγάλει το κορδόνι από τη μέση του, το τύλιξε γύρω από το λαιμό του Ανδρόνικου και άρχισε να το σφίγγει. Η ερώτηση του στρατηγού μετατράπηκε σε γουργούρισμα. Ο Μνησίφιλος σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει κάτι· δεν ήξερε τι ήταν αυτό, μα το κορμί του αρνούνταν να αντιδράσει. Κοίταξε τον Θεμιστοκλή και είδε στο πρόσωπό του ένα σκληρό χαμόγελο, μια νέα έκφραση, που δεν είχε ξαναδεί στην όψη του και που τον έκανε να ριγήσει. Εντωμεταξύ, από την τραπεζαρία ακούγονταν ακόμη οι αυλοί και τα γέλια. Ο Σωφάνης μάλλον απολάμβανε τη συντροφιά των κοριτσιών. «Κάποιος που αγαπά το χρήμα τόσο όσο εσύ, Ανδρόνικε, θα έπρεπε να έχει μάθει πια ορισμένους κανόνες», είπε ο Θεμιστοκλής. «Μπορείς να γίνεις διεφθαρμένος και παραδόπιστος, όπως εσύ.
Μπορείς να φτάσεις να γίνεις και άπληστος». Ο σκλάβος είχε γείρει προς τα πίσω για να φορτωθεί το βάρος του Ανδρόνικου πάνω στο στέρνο του και τώρα τα πόδια του στρατηγού κλοτσούσαν ανήμπορα τον αέρα ενώ τα δάχτυλά του πάσχιζαν να μπουν ανάμεσα στην αυτοσχέδια θηλιά και στο λαιμό του. Το χρώμα του προσώπου του άλλαξε από βιολετί σε πορφυρό, κάτι σκούρο κύλησε ανάμεσα στα πόδια του και πιτσίλισε το πάτωμα και μια δυσοσμία γέμισε το δωμάτιο. «Μα ποτέ», συνέχισε ο Θεμιστοκλής με αηδιασμένη έκφραση, «ποτέ δεν πρέπει να γίνεις τσιγκούνης. Αν έχεις τον καλύτερο σωματοφύλακα της Αθήνας, δεν μπορείς να τον πληρώνεις ψίχουλα, λες και είναι κανένας αχθοφόρος. Γιατί πάντα έρχεται κάποιος που βελτιώνει την προσφορά σου». Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, που στον Μνησίφιλο φάνηκαν αιώνες, ο Ανδρόνικος σταμάτησε να κουνιέται και τα χέρια του έπεσαν στα πλευρά σαν μαραμένα κλωνάρια. Παρ’ όλα αυτά, ο σκλάβος συνέχισε να σφίγγει ώσπου επιτέλους πείστηκε ότι ο στρατηγός ήταν νεκρός· μόνο τότε τον άφησε να πέσει στο έδαφος. «Αυτό του άξιζε», είπε ο Θεμιστοκλής σαν είδε τον Ανδρόνικο να κείτεται πάνω στα περιττώματά του. «Λοιπόν, Τ ήλο, τήρησες τη συμφωνία μας. Η βάρκα σε περιμένει στον όρμο του Κρανίου». Ο δολοφόνος έμεινε να κοιτάζει τη Γοργόνα μέσα στη θήκη της. Οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του διακρίνονταν σχεδόν στο μέτωπό του. Ο Μνησίφιλος έκανε ένα-δυο βήματα προς τα πίσω, μα ο Θεμιστοκλής έμεινε στη θέση του. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, Τ ήλο, μα δεν είναι καλή ιδέα», είπε γυμνώνοντας το σπαθί του και στρέφοντας την άκρη προς το σκλάβο. «Όποιος ληστεύει τους θεούς προκαλεί στον εαυτό του μόνο δυστυχία. Κοίταξε να απολαύσεις τα όσα έχεις ήδη και περίμενε τις οδηγίες μου. Από εμένα έχεις να βγάλεις ακόμη πολύ περισσότερα χρήματα». Η σιγουριά του Θεμιστοκλή εντυπωσίασε τον Μνησίφιλο και μάλλον έβαλε και τον Τ ήλο σε σκέψεις, γιατί πέταξε το φονικό
κορδόνι πάνω στο πτώμα του Ανδρόνικου και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Θεμιστοκλής φορτώθηκε πάλι τη βαριά Γοργόνα στην πλάτη του και είπε: «Σε αυτή τη γιορτή εμείς περισσεύουμε. Πάμε». Ενώ έβγαιναν από το σπίτι, τα γέλια του οργίου έγιναν κραυγές τρόμου, οι τρίλιες των αυλών σώπασαν και ακούστηκαν χτυπήματα και ποδοβολητά. Ο Μνησίφιλος έριξε μια ερωτηματική ματιά στον Θεμιστοκλή. «Φαίνεται ότι ο Τ ήλος δε θέλει να αφήσει μάρτυρες. Λυπάμαι τον Σωφάνη και τις άμοιρες αυλητρίδες. Πάμε τώρα στην Αρτεμισία να αφήσουμε αυτό εδώ. Στα χρόνια μου δεν μπορώ πια να κουβαλάω μιαν ασπίδα από ατόφιο χρυσό όλη τη νύχτα». Στο δρόμο ο Θεμιστοκλής εξήγησε στον Μνησίφιλο ότι ο Ανδρόνικος τον εκβίαζε από το ταξίδι στους Δελφούς. «Όπως όλοι οι εκβιαστές, είχε γίνει ακόρεστος. Δεν είχε υπολογίσει όμως ότι ο σκλάβος του ίσως είχε τις δικές του φιλοδοξίες». «Τ ι του πρόσφερες;» «Τα δύο τάλαντα και τις τρεις χιλιάδες δραχμές που είχα δώσει στον Ανδρόνικο, μαζί με άλλο μισό τάλαντο στη βάρκα που τον περιμένει για να τον μεταφέρει στην Επίδαυρο. Αν ο Τ ήλος αποδειχθεί ικανός να νικήσει μόνος του δέκα οπλισμένους άνδρες, θα αξίζει αυτά τα τρία τάλαντα, και μάλιστα με το παραπάνω», είπε. «Τ ι εννοείς;» «Δε θα τον αφήσω να φύγει ατιμώρητος με τα χρήματά μου ώστε αργότερα να μιμηθεί το παράδειγμα του αφέντη του και να αρχίσει να με εκβιάζει. Στον όρμο τον περιμένουν δέκα μπράβοι στους οποίους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη». «Και αν τελικά σε ληστέψουν εκείνοι;» «Δε θα το κάνουν. Αντίθετα με τον Ανδρόνικο, εγώ πληρώνω καλά τους άνδρες μου. Και, φυσικά, δεν υπάρχει καμία βάρκα». Ο Μνησίφιλος κούνησε το κεφάλι. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να αφιερώνεις χρόνο στις νεφελώδεις δουλειές σου σε μια στιγμή σαν κι αυτή».
«Μου αρέσει να αντιμετωπίζω τα προβλήματά μου ένα ένα. Είναι κάτι που έμαθα από τη μητέρα μου. Προσπάθησε να λύνεις πάντα αυτό που έχεις μέσα στα χέρια σου, ξεκινώντας από το πιο επείγον, και μην ανησυχείς για όσα δεν έχουν λύση». Ο Θεμιστοκλής σήκωσε το βλέμμα προς το φεγγάρι και πρόσθεσε: «Η νύχτα δεν έχει προχωρήσει, μα νομίζω ότι έφτασε η ώρα να συγκαλέσουμε τη συνέλευση των στρατηγών». Φάληρο «Πες μου, Μιθράνη: πιστεύεις ότι η αναφορά αυτού του προδότη είναι αληθινή;» τον ρώτησε ο Μαρδόνιος. Βρίσκονταν στη σκηνή του στρατηγού στο Φάληρο. Εκτός από κάμποσους αρστίκα, τον Μαρδόνιο συνόδευε ένας άνδρας ντυμένος με χιτώνα που είχε πορφυρό και κροκί χρώμα, ακόμα πιο πολυτελή από τον δικό του. Στον Σίκιννο φαινόταν γνωστή φυσιογνωμία. Ύστερα άκουσε να τον αποκαλούν Αχαιμενίδη και θυμήθηκε ποιος ήταν. Τον είχε δει στη Βαβυλώνα να διαγωνίζεται με τον Μαρδόνιο ποιος θα κάρφωνε περισσότερα βέλη στους τρεις στόχους. Ήταν αδελφός του Ξέρξη και σατράπης του Δαρείου. Όσο ο Μαρδόνιος τους έκανε ερωτήσεις, εκείνος άκουγε τη συζήτηση σιωπηλός, αν και κάθε φορά που ο Ευφορίωνας κουνούσε το κεφάλι ανακάτευε τις πυκνές μπούκλες στο γένι του. Ο Σίκιννος καταλάβαινε ότι οι κινήσεις του Ευφορίωνα προξενούσαν εκνευρισμό στους Πέρσες.
Κωπηλατώντας στη βάρκα που τους πήγαινε στο Φάληρο, ο Σίκιννος δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει την περιέργειά του και τον ρώτησε γιατί μιλούσε τόσο άσχημα. Πρώτα τού μίλησε στη γλώσσα του μα αμέσως πέρασε στα ελληνικά, γιατί διαπίστωσε ότι το μόνο που ήξερε να προφέρει στα περσικά ο Ευφορίωνας ήταν το σύνθημα για τη Γέφυρα του Κριτή. Εκείνος του εξήγησε ότι όταν έλεγε μια άσχημη λέξη ηρεμούσε πολύ. Το ίδιο συνέβαινε και με τις παράλογες
κινήσεις που συνήθιζε να κάνει. Αν προσπαθούσε, μπορούσε να κρατήσει ήσυχα τα χέρια και τα πόδια του. Αν δεν ηρεμούσε με μια βρισιά ή με κάποιο ιεροτελεστικό τικ, σε λίγα λεπτά άρχιζε να ανεβαίνει από το σβέρκο του ένα ανυπόφορο γαργάλημα και οι μύες στο λαιμό και στους ώμους του συσπώνταν. Στο τέλος, άθελά του, τινάζονταν μόνοι τους κι εκείνος άρχιζε να υποφέρει από τόσο δυνατά τραβήγματα στο κεφάλι ώστε έφτανε να πονά στους σπονδύλους και να ζαλίζεται. «Όταν όμως κυβερνήσω την αναθεματισμένη πόλη της Μαγνησίας, όπως μου υποσχέθηκε ο Μαρδόνιος, θα μπορώ να λέω και να κάνω ό,τι θέλω. Και όποιος γελάσει, κχχχ», είπε περνώντας το δείκτη από το λαιμό σε μια εκφραστικότατη κίνηση. Ο Σίκιννος καταλάβαινε γιατί τραβούσε κουπί σε εκείνη τη βάρκα κι έσπευδε να αποκαλύψει στις περσικές Αρχές τα όσα είχε ακούσει κατά τη διάρκεια του δείπνου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μιθράνης, και παρόλο που είχε τόσα χρόνια να φορέσει τη στολή, ήταν δέκαρχος στη Σπάντα. Μα δεν μπορούσε να διανοηθεί γιατί ο Ευφορίωνας, που ήταν τόσο καλός φίλος του Θεμιστοκλή, τον πρόδιδε με τέτοιο τρόπο. «Εγώ τον προδίδω; Εγώ τον προδίδω;» Αφού χτύπησε τα γόνατα με τις παλάμες των χεριών και τράβηξε τους λοβούς των αυτιών του, εξήγησε στον Σίκιννο ότι ο Θεμιστοκλής τον χρησιμοποιούσε από τότε που ήταν παιδιά. Επειδή ένιωθε κατώτερος από τους ευπατρίδες, τον είχε πλησιάσει γιατί τον θεωρούσε πιο προσιτό εξαιτίας των ελαττωμάτων του. «Από τότε με χλευάζει συνέχεια και με κοιτάζει αφ’ υψηλού, ο σκατόψυχος», είπε απολαμβάνοντας το χυδαίο του σχόλιο. Πέρα από ένα-δυο σχόλια που είχαν ξεφύγει στον Θεμιστοκλή εκείνο το βράδυ, ο Σίκιννος δεν πίστευε ότι ο προστάτης του κορόιδευε τόσο συχνά το φίλο του. Μα, όταν ο Ευφορίωνας παραπονέθηκε για τη συνήθεια που είχε να του δίνει φιλικά χαστουκάκια, δεν του έμενε άλλη λύση από το να παραδεχτεί ότι πράγματι το έκανε συχνά. Και τον ίδιο θα τον είχε ενοχλήσει.
«Ποιος νομίζει ότι είναι; Αυτός, ο γιος ενός εμπόρου που έτρωγε σκατά και μόνο σκατά σε όλη του τη ζωή, να δίνει χαστουκάκια σε μένα, έναν Αλκμεωνίδη!» Ο Ευφορίωνας είχε πολλά αγκάθια, μα το χειρότερο ήταν η ταπείνωση στην οποία τον είχε υποβάλει ο φίλος του όταν πρότεινε στην αδελφή του να τον παντρευτεί και η Νικομάχη είχε την πολυτέλεια να τον απορρίψει. Με τον ίδιο τον Ευφορίωνα παρόντα! Ο Σίκιννος δε φανταζόταν ένα τέτοιο μίσος, τόσο συγκαλυμμένο, τόσο δηλητηριώδες, που υπέβοσκε χρόνια. Ήταν σίγουρος ότι δεν το είχε καταλάβει ούτε ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, που συνήθως ήταν τόσο οξυδερκής. Ύστερα όμως ο Ευφορίωνας συνέχισε να ξεσπά εναντίον και άλλων ατόμων, πρώτα των μελών της ίδιας του της οικογένειας και ύστερα και άλλων, ώσπου ο Σίκιννος συνειδητοποίησε ότι εκείνος ο άνθρωπος δεν ένιωθε απέχθεια μόνο για τον Θεμιστοκλή, αλλά και για τους υπόλοιπους Αθηναίους. «Πάντα με θεωρούσαν πανύβλακα, οι σκατοξιπασμένοι. Ποιοι νομίζουν ότι είναι; Τ ώρα θα δουν, που τους ξεγέλασα όλους». Ο Ευφορίωνας του εξήγησε περήφανα ότι ήταν στην υπηρεσία των Περσών εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. Εκείνος είχε κάνει τα φωτεινά σήματα στο Αγριελίκι. Όταν είδε ότι κόντευαν να τον πιάσουν, του ήρθε μια εξαιρετική ιδέα: παρέδωσε την ασπίδα στον Θεμιστοκλή λες και παραλίγο να πιάσει τον κατάσκοπο. Συνήθως ενημέρωνε τους Πέρσες κάνοντας φωτεινά σήματα με αντανακλάσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και με πυρσούς τη νύχτα. Μα τα μηνύματα που μετέφερε έτσι ήταν πολύ απλά, όπως εκείνο στον Μαραθώνα: «Οι Σπαρτιάτες δε θα έρθουν». Καμιά φορά χρειαζόταν να καταφύγει σε μεσάζοντες ή λιποτάκτες. Όπως πριν από ένα μήνα, όταν κατάφερε να περάσει από το Αρτεμίσιο μια αναφορά για τον αριθμό και τη διάταξη των στρατευμάτων που υπερασπίζονταν τις Θερμοπύλες. «Είσαι πολύ περήφανος γι’ αυτό που κάνεις», του είπε ο Σίκιννος. «Πράγματι. Είμαι πολύ καλός στην τέχνη της πλάνης. Καλύτερος ακόμα και από τον Θεμιστοκλή, που νομίζει ότι είναι ο εξυπνότερος
άνθρωπος στον κόσμο». «Και τώρα γιατί δεν έκανες φωτεινά σήματα από τη Σαλαμίνα;» «Που να σε πάρει, δε σου το εξήγησα;» Ο Ευφορίωνας έκανε μια απηυδισμένη γκριμάτσα. «Αυτές οι πληροφορίες είναι πολύ ευαίσθητες και ακριβείς. Άλλωστε ουδεμία πρόθεση έχω να βρίσκομαι στο στενό όταν μπει ο περσικός στόλος. Η θάλασσα θα γίνει σκατά κι απόσκατα. Όταν οι φίλοι σου οι Πέρσες αρχίσουν το ρημαδιασμένο μακελειό, θέλω να δω ποιος θα τους πείσει ότι είμαι ένας από τους πράκτορές τους». Ο Σίκιννος δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Φοβήθηκε ότι δε θα τους άφηναν να φτάσουν μέχρι τον Μαρδόνιο ή ότι θα τους θανάτωναν σκεπτόμενοι πως ήταν κατάσκοποι των Ελλήνων. Ωστόσο, μόλις έφτασαν στο Φάληρο, τους οδήγησαν ενώπιον του στρατηγού. Ο Ευφορίωνας γέλασε σαν είδε την έκπληξή του και τον ρώτησε πόσοι άνδρες νόμιζε ότι διέθεταν ύψος πάνω από τέσσερις πήχεις και στέρνο έναν πήχη φαρδύ, και μάλιστα είχαν στο πρόσωπο μια μαβιά ουλή σαν τη δική του. Ο Σίκιννος ένιωσε λίγο χαζός, μα αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ο Αθηναίος είχε δίκιο. Όταν παρουσιάστηκαν στον Μαρδόνιο και στον Αχαιμένη, ο Σίκιννος άρχισε να μεταφράζει τα λόγια του Ευφορίωνα στα περσικά. Η αναφορά ήταν πολύ ακριβής και λεπτομερής: οι Έλληνες είχαν τριακόσιες δέκα ετοιμοπόλεμες τριήρεις, για τις οποίες έδωσε στοιχεία ανά πλήρωμα και πόλη. Η κυριότερη δύναμη ήταν της Αθήνας. Αν και μπροστά στους συμμάχους ο Θεμιστοκλής καυχιόταν για τα διακόσια πλοία του, τους έμεναν ακέραιες πέντε ομάδες των τριάντα πλοίων και άλλη μία των είκοσι. «Η επόμενη δύναμη σε αριθμό είναι της Κορίνθου, με σαράντα τριήρεις, υπό τις εντολές του Αδείμαντου», μετέφρασε ύστερα. «Είναι τα πλοία που απόψε θα το σκάσουν από τον πορθμό των Μεγάρων. Την ίδια ώρα ο Θεμιστοκλής σκοπεύει να διαφύγει από το πέρασμα ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στην Ψυττάλεια με μια μοίρα τριάντα πλοίων». Ο Μαρδόνιος κουνούσε το κεφάλι σε όσα άκουγε. Όταν ο
Ευφορίωνας ολοκλήρωσε την αναφορά του, ο στρατηγός είπε στον Σίκιννο: «Πες του ότι τώρα εμείς θα μιλήσουμε κατ’ ιδίαν για να εκτιμήσουμε τις πληροφορίες του, μα, αν αποδειχτούν αξιόπιστες, δε θα του δοθεί μόνο η κυβέρνηση της Μαγνησίας, αλλά και της Πριήνης και της Κολοφώνος». Όταν ο Σίκιννος το μετέφρασε στον Ευφορίωνα, εκείνος χάρηκε πολύ· μαζί όμως ένιωσε και τόση νευρικότητα ώστε το κεφάλι του άρχισε να τινάζεται άγρια και για να ηρεμήσει αναγκάστηκε να καταφύγει ξανά στην ιεροτελεστία των παράλογων κινήσεών του. Τη στιγμή που έβγαινε από τη σκηνή, ο Μαρδόνιος τον κοιτούσε με ένα αλλόκοτο χαμόγελο που στον Σίκιννο φάνηκε περιφρονητικό. Καθόλου περίεργο, σκέφτηκε. Κανείς δε συμπαθούσε κάποιον που πουλούσε έτσι το λαό του, ακόμα και αν ο ίδιος ωφελούνταν από την προδοσία. Τότε ο Μαρδόνιος του έκανε την ερώτηση: «Πες μου, Μιθράνη, πιστεύεις ότι η αναφορά αυτού του προδότη είναι αληθινή;» «Μάλιστα, κύριε. Ήμουν κι εγώ παρών την ώρα που ο Θεμιστοκλής έλεγε ότι οι Κορίνθιοι πρόκειται να το σκάσουν. Εκείνος θέλει να φύγει προς τα δυτικά και δεν ξέρω αν σκοπεύει να γίνει πειρατής, γιατί είπε ότι αν...» Ο Μαρδόνιος σήκωσε το χέρι και ο Σίκιννος κατάλαβε ότι έπρεπε να σωπάσει και να περιμένει την επόμενη ερώτηση. «Άρα τα τελευταία υπολείμματα του στόλου του φθίνουν σιγά σιγά. Τ ι άλλο άκουσες; Είπε ποτέ τίποτα μπροστά σου ο Θεμιστοκλής για τα πολεμικά συμβούλια;» «Βέβαια, κύριε! Μάλιστα με πήρε μαζί του σε αρκετά από αυτά». Ο Σίκιννος του διηγήθηκε τη φιλονικία της ίδιας νύχτας ανάμεσα στον Θεμιστοκλή, τον Αδείμαντο και τον Σπαρτιάτη ναύαρχο. Ο Μαρδόνιος χαμογελούσε όλο και πιο πλατιά. Αφού άκουσε τον Σίκιννο, γύρισε προς τον Αχαιμένη. «Μου ήρθε μια ιδέα», του είπε. «Θα πάω να τη συζητήσω με το βασιλιά. Εσύ όμως μπορείς να πάρεις τα πλοία σου και να κλείσεις το στενό των Μεγάρων. Αν φύγεις αμέσως, θα φτάσεις πριν εμφανιστούν
οι Κορίνθιοι. Τ ι λες;» «Μου φαίνεται καλή ιδέα», απάντησε ο αδελφός του Ξέρξη. «Αν ο βασιλιάς αποφασίσει να επιτεθεί, θα έχουμε κερδίσει χρόνο. Σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα έχουμε να κάνουμε θα είναι να επιστρέψουμε». Χωρίς να περιμένει άλλο, ο Αχαιμένης βγήκε από τη σκηνή. Ο Μαρδόνιος άρπαξε το χέρι του Σίκιννου και το έσφιξε. «Εμφανίστηκες την πιο κατάλληλη στιγμή, γιε του Μπαγκαμπίγκνα. Χάρη στην πίστη σου ο Μεγάλος Βασιλιάς θα πετύχει την πιο ένδοξη νίκη του. Θέλεις να πάρεις μέρος σε αυτή;» «Φυσικά, κύριε!» «Ξεκουράσου λίγο. Το δικαιούσαι. Αύριο, σαν επιτεθείς στα πλοία των Ελλήνων, θα σπείρεις τον τρόμο στους απίστους και θα ευφράνεις την καρδιά του Αχουραμάζντα». Ο Σίκιννος φαντάστηκε τη σκηνή και χαμογέλασε. Ύστερα αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν τύχαινε να κάνει ρεσάλτο στο πλοίο του Θεμιστοκλή και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του.
Σαλαμίνα Όταν η τρίτη βάρδια αντικατέστησε τη δεύτερη, τα μεσάνυχτα, ο Θεμιστοκλής δεν είχε ακόμη τρόπο να ξέρει αν το σχέδιό του είχε μπει σε εφαρμογή. Σε ολόκληρο το νησί, και κυρίως στην ανατολική πλευρά, ήταν ακροβολισμένες σκοπιές, μα κανείς δεν τους είχε πληροφορήσει για ασυνήθιστη κινητικότητα εκ μέρους των Περσών. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός κι έκανε τόση ζέστη ώστε οι στρατιώτες και οι ναύτες, που άλλες νύχτες στριμώχνονταν για να πλησιάσουν στη ζέστη της φωτιάς, τώρα απομακρύνονταν από τις θράκες ακόμα και μέσα στον ύπνο τους ή σηκώνονταν για να τις σβήσουν με νερό. Οι στρατηγοί ήταν ακόμη στη συνέλευση, αν και, μετά τις αρχικές πληροφορίες του Θεμιστοκλή, δε συζητούσαν όλοι μαζί, αλλά έκαναν επιμέρους κουβέντες σε πηγαδάκια. Αυτή τη φορά είχαν συγκαλέσει μόνο τους επικεφαλής των κυριότερων στρατευμάτων· μαζί με τους βοηθούς δεν ξεπερνούσαν τα είκοσι άτομα. Ο Θεμιστοκλής δεν ήθελε να παρευρεθούν λιποτάκτες της τελευταίας στιγμής, που θα πληροφορούσαν τους Πέρσες. Αν και από σεβασμό προς εκείνον είχαν συγκεντρωθεί κοντά στην Κλυταιμνήστρα στον όρμο των Σεληνίων, ο Ευρυβιάδης είχε σταθεί παράμερα. Ο Θεμιστοκλής σχεδίαζε στην άμμο της παραλίας τις κινήσεις του στόλου για να τις εξηγήσει στον Αδείμαντο και στους στρατηγούς της Αίγινας και των Μεγάρων. «Με συγχωρείς, Ευρυβιάδη», του είχε πει λίγο νωρίτερα ο Θεμιστοκλής. «Για να ολοκληρωθεί το τέχνασμα, ήθελα να είναι πραγματικός ο θυμός σου απέναντί μου». «Και ο Αδείμαντος γιατί το ήξερε; Κορόιδεψες την εξουσία μου!» «Ο Αδείμαντος ξέρει να υποκρίνεται καλύτερα κι από τον Οδυσσέα. Κατάγεται από πόλη εμπόρων, και προστάτης των πραματευτάδων είναι ο πονηρός Ερμής». «Όταν συγκεντρωθεί ξανά η Συμμαχία, θα σε δικάσω για προδοσία εναντίον όλων των Ελλήνων. Δε θα βγεις ατιμώρητος από
αυτό!» «Μη χαλάσεις το σχέδιό μου, Ευρυβιάδη. Ύστερα κατάγγειλέ με ακόμα και στο δικαστήριο του Ολύμπιου Δία αν θέλεις». Ο Θεμιστοκλής πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Σε προειδοποιώ όμως ότι αν συνεχίσεις να φέρεσαι έτσι δε θα δεις τα άλλα τρία τάλαντα». Σε αυτό ο Σπαρτιάτης ναύαρχος δεν είχε τι να απαντήσει. Τ ώρα καθόταν πάνω σε μια πέτρα και στριφογύριζε το μπαστούνι στο δεξί του χέρι ενώ κοιτούσε το άπειρο συνοφρυωμένος. Ο Θεμιστοκλής γύρισε ξανά προς τους συντρόφους του από το στόλο. Όποιος τον έβλεπε γονατισμένο πλάι πλάι με τον Αδείμαντο στην άμμο, δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν οι ίδιοι άνδρες που λίγες ώρες πριν είχαν κοντέψει να έρθουν στα χέρια. «Κοίτα τι θα συμβεί», είπε ο Θεμιστοκλής δείχνοντας τις γραμμές που συμβόλιζαν την ανάπτυξη του περσικού στρατού κατά μήκος της ακτής. «Αυτό θα έκανα εγώ αν ήμουν στη θέση του Ξέρξη και θεωρούσα αξιόπιστες τις πληροφορίες που έλαβα». «Εγώ, αντιθέτως, αν ήμουν στη θέση του, δε θα διακινδύνευα να μπω στο στενό», είπε ο Αδείμαντος. «Θα περιοριζόμουν να περιμένω απ’ έξω σαν το κουνάβι και να πιάσω τα ποντίκια ένα ένα καθώς θα έβγαιναν από το λαγούμι». Αν και διαφωνούσε με τον Θεμιστοκλή από ώρα, τώρα το έκανε σε λογικό τόνο, χωρίς τους θεατρινισμούς που είχε κάνει στο κατάστρωμα της Κλυταιμνήστρας. «Εκείνος δεν είναι έτσι. Η έννοια του μεγαλείου που έχει στο μυαλό του δεν του επιτρέπει να δράσει όπως λες. Κάποτε δήλωσε ότι θέλει να κάνει τον μεγαλύτερο πόλεμο που είχε δει ποτέ ο κόσμος ώστε οι γενναίοι να αποδείξουν σε αυτόν το θάρρος τους». «Πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» ρώτησε ο στρατηγός από τα Μέγαρα. «Ήταν μια πληροφορία που πλήρωσα πολύ ακριβά», απάντησε ο Θεμιστοκλής. «Όπως και να ’χει, χίλια πράγματα θα μπορούσαν να πάνε στραβά», είπε ο Αδείμαντος. «Ο σκλάβος σου μπορεί να πνιγεί πριν
φτάσει στο Φάληρο. Οι Πέρσες σκοποί μπορεί να τον αποκεφαλίσουν. Οι επιτελείς του Ξέρξη μπορεί να μην τον πιστέψουν ή να τον πιστέψουν αλλά να μην κάνουν τίποτα. Ή να κάνουν κάτι αλλά όχι αυτό που νομίζεις εσύ. Και αν περιοριστούν να μας περικυκλώσουν αλλά δεν περάσουν την Κυνόσουρα;» «Σε διαβεβαιώνω ότι ο Σίκιννος θα φτάσει και κανένας δε θα τον αποκεφαλίσει. Αυτός ο άνθρωπος έχει περισσότερες ζωές και από τον Σίσυφο. Και θα αναγκαστούν να τον πιστέψουν. Δεν υπάρχει άνθρωπος λιγότερο υποκριτής στον κόσμο». Σαν σκέφτηκε τον Σίκιννο, γύρισε να κοιτάξει τον Μνησίφιλο, που κοιμόταν με το κεφάλι σκεπασμένο με μια γωνιά από το χιτώνα του. Όσο περίμεναν την άφιξη των στρατηγών, ο Θεμιστοκλής του είχε εξηγήσει το λόγο της συμπεριφοράς του. «Όταν θέλει κανείς να εξαπατήσει έναν άνθρωπο, πρέπει να εξαπατήσει και όλους όσοι βρίσκονται γύρω του. Αν σου είχα πει εξαρχής τι σκόπευα να κάνω, η στάση σου δε θα ήταν πειστική. Είσαι υπερβολικά έντιμος». «Μην προσπαθείς να με κολακέψεις τώρα, μετά την τρομάρα που με έκανες να πάρω απόψε. Πώς μάντεψες ότι ο Σίκιννος και ο Ευφορίωνας θα έμπαιναν στη βάρκα;» «Ήξερα ότι ο Σίκιννος κάτι μού έκρυβε από τότε που φύγαμε από τη Βαβυλώνα. Τον διαβάζω σαν ανοιχτό πάπυρο». «Κάτι παρόμοιο μου είπε και η Απολλωνία, ότι δηλαδή ο Σίκιννος έλεγε ψέματα όταν σας διαβεβαίωνε πως δεν μπορούσε να γυρίσει στην Περσία. Εκείνη όμως ήταν βέβαιη ότι είχες χάψει το παραμύθι του». «Σου είπα, ο καλύτερος τρόπος για να μην αποκαλυφθεί μια απάτη είναι να μην πεις τίποτα σε κανέναν. Άλλωστε με εξυπηρετούσε να έχω κοντά μου τον Σίκιννο, για να μεταφέρει στους Πέρσες τις πληροφορίες που εγώ θεωρούσα κατάλληλες». «Και ο Ευφορίωνας;» «Πόσο αδέξιος στάθηκα μαζί του! Όταν ο Κλεισθένης υπονόησε μπροστά μου ότι υπήρχαν προδότες μέσα στην ίδια τη γενιά του, πιο
κοντά απ’ όσο υποψιαζόμουν, δε φαντάστηκα ότι εννοούσε αυτόν. Ίσως ο γέρος με θεωρούσε πιο έξυπνο απ’ όσο είμαι». «Καμιά φορά δεν είναι κακό να αφήνεται κανείς στην πλάνη της φιλίας. Μην ντρέπεσαι αν νιώθεις κάτι ωραίο». «Το μόνο πράγμα για το οποίο ντρέπομαι είναι η ανοησία μου. Ο Ευφορίωνας έχει πολλά ελαττώματα και όλοι τον θεωρούν ηλίθιο. Φοβάμαι ότι κι εγώ τον υποτίμησα». «Και, τότε, πώς τον ανακάλυψες;» «Πρέπει να ένιωσε τόσο καλά καλυμμένος, ή να σκέφτηκε ότι εγώ ήμουν εντελώς τυφλός και κουφός, ώστε στο τέλος φέρθηκε σαν ηλίθιος». Μόνον ο Ευφορίωνας, που γνώριζε το ακριβές ποσό των πληρωμών στον Ευρυβιάδη και στον Αδείμαντο, θα μπορούσε να έχει διαδώσει τη φήμη για τα τριάντα τάλαντα με τα οποία είχαν δωροδοκήσει τον Θεμιστοκλή οι κάτοικοι της Εύβοιας. Και στάθηκε τόσο αδέξιος ώστε δε σκέφτηκε να δώσει λιγότερο ακριβείς πληροφορίες. Αυτό όμως δεν το είχε αναφέρει ο Θεμιστοκλής στον Μνησίφιλο. Ο τρόπος με τον οποίο είχε λύσει τα προβλήματά του με τον Ανδρόνικο ήταν ήδη αρκετά βρόμικος ώστε να του μιλήσει και για περισσότερες δωροδοκίες. Τουλάχιστον μία από αυτές, του Αδείμαντου, είχε πιάσει τόπο. Είχε καταλάβει ότι τελικά εκτιμούσε τον Κορίνθιο. Εκτός από κατεργάρης και εραστής του ασημιού και, ακόμα περισσότερο, του χρυσού, ήταν κι ένας τέλειος ηθοποιός, για τον οποίο εύκολα θα έρχονταν στα χέρια ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος. Έμοιαζε λιγάκι στον Θεμιστοκλή, μα χωρίς το υπεροπτικό βλέμμα του. Ενώ κουβέντιαζαν το σχέδιο, το είχε παραδεχτεί: «Μπορείς να κρατήσεις όλη τη δόξα για τον εαυτό σου, αρκεί να με πληρώσεις». Κατεργάρης, ναι, μα από το είδος εκείνο των κατεργάρηδων που ο Θεμιστοκλής συμπαθούσε. Ένας άνθρωπος που, αφού είχε δεχτεί τη δωροδοκία, παρέμενε πιστός στο λόγο του. Ήταν εξάλλου κι ένας εξαιρετικός ναυτικός, που τώρα, όπως και ο ίδιος, δεν έκανε άλλο
από το να σηκώνει το κεφάλι και να κοιτάζει τον ουρανό. «Λες να σηκωθεί νοτιοανατολικός άνεμος;» Η πανσέληνος είχε φτάσει στο ζενίθ της. Η όψη της ήταν ακόμη θολή και μόνο τα πιο λαμπερά αστέρια τρεμοφέγγιζαν μέσα από το πούσι που θόλωνε τον αέρα. «Δεν το λέω απλά. Το ξέρω», είπε ο Θεμιστοκλής με μια σιγουριά που δεν ένιωθε καθόλου. Εδώ και αρκετές ημέρες έκανε θυσίες για να κερδίσει την εύνοια του Αιόλου και να πείσει τους γιους του, Νότο και Εύρο, να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Με αυτή τη βεβαιότητα είχε αποφασίσει ότι τα αθηναϊκά πλοία θα έφεραν στο κατάστρωμα μόνο δεκαπέντε άνδρες. Για το στόλο των υπόλοιπων πόλεων δεν μπορούσε να αποφασίσει εκείνος. Εκείνη τη στιγμή, ενώ εξέταζε το στερέωμα ψάχνοντας για οιωνούς, κάποιος πέρασε την περίμετρο των φρουρών που έκαναν σκοπιά. Ήταν ο Αριστείδης κι έδειχνε να φέρνει σημαντικά νέα. Ακόμα και ο Ευρυβιάδης βγήκε από τη βουβαμάρα του και ανακάθισε για να τα ακούσει. «Οι Αιακίδες βρίσκονται στο ναό τους», τους ενημέρωσε. «Μα όταν επέστρεφα από την Αίγινα παραλίγο να μας πιάσουν αιχμάλωτους». «Εξηγήσου», του είπε ο Θεμιστοκλής. «Όλα έγιναν λίγο πριν φτάσω στην Κυνόσουρα. Ήταν ένας ολόκληρος στόλος που κατευθυνόταν προς τα νοτιοδυτικά. Έπλεαν σαν φαντάσματα, χωρίς λύχνους και χωρίς να κάνουν σχεδόν καθόλου θόρυβο. Διασταυρωθήκαμε σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη των δύο σταδίων από την εμπροσθοφυλακή τους. Μας είδαν, γιατί εμείς είχαμε φως. Αν είχαν θελήσει να μας πιάσουν, θα το είχαν κάνει εύκολα. Ωστόσο διατήρησαν την πορεία τους σαν να μην υπήρχαμε». «Πόσα πλοία ήταν;» «Δεν ξέρω να σου πω. Έπλεαν σε γραμμή με μέτωπο τριών πλοίων και όταν τους αφήσαμε πίσω συνέχισαν να περνούν. Ίσως ήταν εκατό πλοία, ίσως και παραπάνω». «Πάνε να επιτεθούν στο νησί μας», είπε ο Πολύκριτος, ο
στρατηγός της Αίγινας. «Όχι. Όταν φτάσουν στο νότιο άκρο της Σαλαμίνας, θα αλλάξουν πορεία. Κατευθύνονται προς το στενό των Μεγάρων. Αυτό πάει να πει ότι τσίμπησαν το δόλωμα». «Δόλωμα; Τ ι θέλεις να πεις;» Μα ο Θεμιστοκλής δεν απάντησε. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Αριστείδης δεν είχε φέρει στο πλοίο του μόνο τους Αιακίδες. Πίσω από τους φρουρούς έστεκε μια γυναίκα. Η Απολλωνία.
Φάληρο Όταν ξύπνησαν την Αρτεμισία και της είπαν ότι ζητούσε να τη δει ο Ξέρξης, εκείνη εξεπλάγη για το άκαιρο της ώρας. Κάθε φορά που μοιραζόταν το κρεβάτι του Μεγάλου Βασιλιά την ειδοποιούσαν πολύ νωρίτερα. Ύστερα έμαθε ότι επρόκειτο για πολεμικό συμβούλιο και παραξενεύτηκε ακόμα περισσότερο. Το συμβούλιο δεν έγινε σε κάποια από τις τρεις βασιλικές σκηνές, αλλά στη σκηνή του Μαρδόνιου, που βρισκόταν πιο κοντά στην ακτή. Ο Εσμουνάζαρ από τη Σιδώνα είχε ξετυλίξει πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι ένα χάρτη της Σαλαμίνας. Ήταν η πρώτη φορά που η Αρτεμισία έβλεπε έναν τέτοιο χάρτη ναυσιπλοΐας, γιατί οι Φοίνικες κρατούσαν τα μυστικά τους με μεγάλο ζήλο. Οι μοίρες των Περσών ήταν σημαδεμένες με κόκκινες ξύλινες σφήνες και οι ελληνικές με αχρωμάτιστα κομμάτια. Πρώτος ο Μαρδόνιος πληροφόρησε τους παριστάμενους ότι από τους πράκτορες είχε μάθει πως ένα μεγάλο μέρος του εχθρικού στόλου επρόκειτο να λιποτακτήσει πριν από το ξημέρωμα. Ύστερα πήρε τέσσερις κόκκινες σφήνες, που συμβόλιζαν τα εκατόν είκοσι αιγυπτιακά πλοία, και τις μετακίνησε από το Φάληρο προς τα νοτιοδυτικά του νησιού. «Όσο εμείς μιλάμε, η μοίρα του Αχαιμένη περικυκλώνει τη Σαλαμίνα για να τοποθετηθεί εδώ». Γύρισε τις σφήνες και τις έφερε ως τα στενά που ανοίγονταν από το δυτικό τμήμα του νησιού, κάτω από τα Μέγαρα. «Όταν οι Κορίνθιοι επιχειρήσουν να περάσουν και δουν μπροστά τους τα πλοία μας, το πιο πιθανό είναι να στραφούν για να φύγουν προσφέροντάς μας τις πρύμνες των τριήρεών τους. Αν όμως προσπαθήσουν να ανοίξουν δρόμο κάνοντας κατά μέτωπο επίθεση, θα ανακαλύψουν ότι οι Αιγύπτιοι με τα βαριά όπλα τους είναι αδιαπέραστο εμπόδιο». Την εξέπλησσε η ευχέρεια με την οποία ο Μαρδόνιος χειριζόταν τις ξύλινες μοίρες και μιλούσε για πλοία. Μετά το ναυάγιο στον Άθω
απεχθανόταν τη θάλασσα. «Ο πόλεμος και η θάλασσα είναι παράγοντες απρόβλεπτοι», έλεγε. «Μόνο ένας τρελός θα σκεφτόταν να τα συνδυάσει». Ωστόσο, έτσι όπως εμφανιζόταν η κατάσταση, είχαν την ευκαιρία να καταφέρουν μια σαρωτική νίκη επί των Ελλήνων και ο Μαρδόνιος ήθελε να συμμετάσχει σε αυτή. Χρησιμοποιούσε την αναφορά των κατασκόπων για να πρωταγωνιστήσει στη συνέλευση και να σχεδιάσει την περσική στρατηγική. Κρίνοντας από την έκφραση του Αριαβίγνη, του Μεγάβαζου και των υπόλοιπων ναυάρχων, ήταν προφανές ότι τους είχε ενοχλήσει. Ο Μαρδόνιος συνέχισε να εξηγεί τα σχέδιά του. Έβγαλε τις υπόλοιπες μοίρες από το Φάληρο και τοποθέτησε ένα μέρος τους ανάμεσα στην Ψυττάλεια και στη Σαλαμίνα. «Από δω θα προσπαθήσουν να διαφύγουν οι Αθηναίοι, ή τουλάχιστον ένα μέρος τους. Αν ο βασιλιάς δώσει την άδειά του, μετά το συμβούλιο, θα στείλουμε αρκετές μοίρες για να τους κόψουμε το δρόμο. Επίσης θα τοποθετήσουμε πεντακόσιους άνδρες της Σπάντα στην Ψυττάλεια, για να αποτελειώσουν όσους Έλληνες φτάσουν κολυμπώντας ως εκεί όταν βυθίσουμε τα πλοία τους». Στη συνέχεια τοποθέτησε τις υπόλοιπες κόκκινες σφήνες στην άλλη πλευρά της Ψυττάλειας και τις ανέπτυξε ως την ακτή της ενδοχώρας. «Οι Φοίνικες θα αποκλείσουν αυτή την έξοδο. Μόλις αρχίσει να φέγγει, ο στόλος μας θα μπει στο στενό. Πρώτα τα φοινικικά πλοία και μετά τα υπόλοιπα». Τοποθέτησε τις ξύλινες σφήνες στη σειρά, κολλητά με την ακτή, και άρχισε να τις σπρώχνει προς τη δύση. Η Αρτεμισία αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο σκοπός μιας τόσο μακρόστενης παράταξης, που έμοιαζε με υδάτινο φίδι μήκους δύο χιλιομέτρων και ακολουθούσε το περίγραμμα της ακτής. Θα καταδίωκαν άραγε τα πλοία των Κορινθίων; Για κάτι τέτοιο δε χρειάζονταν σχεδόν πεντακόσιες τριήρεις. Και τι θα έκαναν με τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία που είχαν αγκυροβολήσει στο νησί; Οι απορία της λύθηκε αμέσως. Ο Μαρδόνιος συνέχισε να
σπρώχνει τη γραμμή με τις σφήνες ώσπου η άκρη της λοξής γραμμής πέρασε ανάμεσα στις δύο Φαρμακούσες. «Όταν όλα μας τα πλοία πάρουν τη θέση τους, ο Μεγάλος Βασιλιάς θα δώσει εντολή από το παρατηρητήριό του. Τότε τα πλοία μας θα στρίψουν προς τα αριστερά». «Θα βιράρουν», διόρθωσε ψιθυριστά ο Φοίνικας Εσμουνάζαρ. Ο Μαρδόνιος γύρισε όλα τα ξύλινα κομμάτια σε ορθή γωνία κι εκείνα έμειναν να δείχνουν προς το νησί της Σαλαμίνας. «Με το πρώτο φως της ημέρας, ο στόλος μας θα επιτεθεί στα αραξοβόλια των Ελλήνων», είπε δείχνοντας τους όρμους της Κυχρείας και των Σεληνίων. «Ίσως προλάβουν να ρίξουν στο νερό μερικά πλοία, αλλά θα τα βυθίσουμε. Τα περισσότερα θα είναι ακόμη αραγμένα στην ακτή και τα πληρώματά τους θα ξυπνούν ή θα παίρνουν πρωινό. Θα καταστρέψουμε τα πλοία στην ακτή και θα σκοτώσουμε τους άνδρες τους». Κάποιος ξερόβηξε. Ήταν ο Φοίνικας Ματτήν, άρχοντας της Τύρου. «Μίλα», είπε ο Μαρδόνιος. «Το σχέδιο μου φαίνεται εξαιρετικό. Αναρωτιέμαι μόνο αν οι Έλληνες θα μας αφήσουν να τους σκοτώσουμε τόσο εύκολα». «Δε θα αποδώσω τις αμφιβολίες σου στη δειλία, γιατί μέχρι τώρα εσύ και οι ναύτες σου έχετε πολεμήσει με ανδρεία», απάντησε ο Μαρδόνιος. «Ανάμεσα στους Έλληνες βασιλεύει η διχόνοια, έχουν χάσει το ηθικό τους κι έχουν αποδιοργανωθεί. Ως εκείνη τη στιγμή, πολλοί από αυτούς, όσοι επιχειρήσουν να λιποτακτήσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας, θα έχουν γίνει τροφή για τα ψάρια. Οι περισσότεροι άνδρες που θα συναντήσουμε στο νησί θα είναι κωπηλάτες, οπλισμένοι το πολύ πολύ με μαχαίρια. Οι πεζικάριοι κατά πάσα πιθανότητα θα προσπαθήσουν να αντισταθούν, μα δε θα έχουν άλλη λύση παρά να αποσυρθούν στην ενδοχώρα. Μόλις γίνουμε κύριοι των παραλίων, τα μεταγωγικά μας θα αποβιβάσουν στη Σαλαμίνα τους Αθάνατους». Ο Μαρδόνιος έδωσε μια γροθιά στο χάρτη και οι σφήνες
αναπήδησαν λες και τις είχε ταράξει σεισμός. «Ξέρουμε ότι όλοι σχεδόν οι άνδρες της Αθήνας βρίσκονται τώρα στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι έκαψαν τις Σάρδεις, σκότωσαν τους πρεσβευτές του Μεγάλου Βασιλιά, αρνήθηκαν να παραδώσουν γη και ύδωρ κι έπεισαν και άλλους Έλληνες να εξεγερθούν ενάντια στη νόμιμη κυριαρχία του αφέντη μας. Δεν είναι παρά άγριοι που αντιτίθενται στη φυσική τάξη που ορίζει ο Αχουραμάζντα. Αύριο τέτοια ώρα όμως δε θα έχει μείνει ζωντανός κανένας τους». Είχε φτάσει η στιγμή να πουν τη γνώμη τους οι στρατηγοί, οι υποτελείς βασιλείς, οι ναύαρχοι και οι διάφοροι αξιωματούχοι. Όταν ερχόταν η σειρά τους να μιλήσουν, ο καθένας σηκωνόταν και επαινούσε εκείνο το εξαίρετο σχέδιο, απευθυνόμενος στον Μαρδόνιο, ώστε να μεταφέρει το μήνυμα στον Μεγάλο Βασιλιά. Παρότι δε μιλούσαν απευθείας σε εκείνον, ο Ξέρξης εξέφραζε τη συγκατάθεσή του με μια μικρή κλίση του κεφαλιού. Είχε έρθει η σειρά της Αρτεμισίας. Ήξερε πολύ καλά τι περίμεναν από εκείνη. Δεν είχαν συγκληθεί για να δώσουν τη γνώμη τους αλλά για να επικροτήσουν την απόφαση. «Μαρδόνιε, σε παρακαλώ να πεις στον Μεγάλο Βασιλιά τα εξής εξ ονόματός μου: Είναι ήδη κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Ελλάδας. Σάρωσε την Αθήνα, άρα πήρε με το παραπάνω την εκδίκησή του για την πυρκαγιά στις Σάρδεις και για τις άλλες ύβρεις των Ελλήνων. Αν περιμένουμε λίγο ακόμη, οι Έλληνες θα πέσουν σαν ώριμο φρούτο. Ας τους αφήσουμε να φύγουν ώστε ύστερα να τους νικήσουμε έναν έναν. Είμαι βέβαιη ότι πολλοί έχουν μετανιώσει που αντιτάχθηκαν στη δύναμη του κυρίου μας και μέσα τους επιθυμούν να του παραδώσουν γη και ύδωρ. Αν δεν το κάνουν, είναι γιατί, τώρα που είναι όλοι μαζί, ντρέπονται να είναι οι πρώτοι που θα υποχωρήσουν. »Από την άλλη, αν αποφασίσουμε να πολεμήσουμε ενάντια σε ολόκληρο το στόλο τους, παρόλο που ο δικός μας είναι πολύ ανώτερος σε αριθμό και ικανότητα, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουμε κάποια αναποδιά τώρα παρά αν προσπαθήσουμε
να υποτάξουμε κάθε πόλη χωριστά. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Αθηναίοι πολεμούν στο έδαφός τους και τους έχουμε στριμώξει. Ένα πληγωμένο, στριμωγμένο ζώο είναι πιο επικίνδυνο και μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά όταν βρίσκεται ένα βήμα πριν από το θάνατο παρά όταν έχει την επιλογή να το σκάσει. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα συμβούλευα ειλικρινά να παραιτηθούμε από την επιχείρηση αυτή, παρόλο που έχει σχεδιαστεί με τόση ευφυΐα». Τα λόγια της Αρτεμισίας ακολούθησε μια σιωπή βαριά και κολλώδης σαν τον αέρα εκείνης της αποπνικτικής νύχτας. Ο Μαρδόνιος έμεινε να την κοιτά μπερδεμένος, με έκφραση που έλεγε: «Γιατί μου το κάνεις αυτό ειδικά εσύ;» Ο επόμενος που πήρε το λόγο ήταν ο βασιλιάς Δαμασίθυμος. Ο οικοδεσπότης του, ο Αισχίνης, θα του είχε μεταδώσει τη μνησικακία που ένιωθε για την Αρτεμισία, γιατί αρκέστηκε να πει: «Ήταν αναμενόμενο. Αφήνουμε τις γυναίκες να μιλούν στα πολεμικά συμβούλια και στο τέλος μιλούν σαν γυναίκες. Αν η τύραννος Αρτεμισία είναι της γνώμης ότι δεν πρέπει να πολεμήσουμε, τότε έχουμε έναν ακόμα λόγο να το κάνουμε, γιατί το επιχείρημά της είναι το επιχείρημα των δειλών, όπως ταιριάζει στο φύλο της». Η Αρτεμισία έγινε κατακόκκινη από οργή μα δεν τόλμησε να σηκωθεί για να πάρει το λόγο χωρίς άδεια. Ωστόσο ο Μαρδόνιος της έδωσε την ευκαιρία δείχνοντάς τη με το ραβδί του. «Σκληρά ήταν τα λόγια του Δαμασίθυμου. Έχεις κάτι να προσθέσεις, Αρτεμισία;» «Ναι», απάντησε εκείνη ενώ σηκωνόταν. «Θα σε παρακαλούσα να μεταφέρεις στο βασιλιά κάτι ακόμα. Στη Μάχη των Θερμοπυλών δεν έδειξα λιποψυχία, όπως και στο Αρτεμίσιο, όπου τα πλοία μου δεν υστέρησαν σε ανδρεία σε σύγκριση με κανενός άλλου. Δε μίλησα έτσι από δειλία, αλλά από το σεβασμό και την αγάπη που τρέφω για τον κύριό μας. Παρότι συμβούλεψα να μην μπούμε στο στενό, εγώ η ίδια θα σαλπάρω με τη ναυαρχίδα μου για να πολεμήσω με ανδρεία στο όνομα του Βασιλέα των Βασιλέων και να χύσω το αίμα μου για εκείνον».
Μίλησε κοιτώντας τον Μαρδόνιο, μα, σαν άκουσε το χτύπημα του σκήπτρου του Ξέρξη πάνω στην εξέδρα, γύρισε προς το μέρος του. Εκείνος είχε σηκωθεί, κάτι που σήμαινε ότι το συμβούλιο είχε τερματιστεί, παρότι πολλοί αξιωματικοί δεν είχαν μιλήσει. «Με χαροποιεί το θάρρος και η ειλικρίνεια της Αρτεμισίας· τέτοιες αρετές αρμόζουν σε έναν πραγματικό φίλο. Μα δε με ικανοποιεί εξίσου η γνώμη της. Ακόμα και οι καλύτεροι φίλοι όμως καμιά φορά κάνουν λάθος. Και τώρα παρακαλώ τον Αχουραμάζντα να χαμογελάσει στα τέκνα του και να τους χαρίσει τη νίκη με το ξημέρωμα». Η Αρτεμισία ήταν έτοιμη να επιστρέψει στη σκηνή της για να ξυπνήσει τους άνδρες της και να τους διατάξει να επιβιβαστούν στα πλοία, όταν ο Μαρδόνιος της ζήτησε να περιμένει. Ο στρατηγός την οδήγησε σε ένα από τα δωμάτια της σκηνής του. «Τ ι έπαθες, Αρτεμισία;» τη ρώτησε. «Γιατί τα είπες όλα αυτά;» «Κι εσένα σε ενοχλεί ο αντίλογος, Μαρδόνιε; Όλοι οι άλλοι συμφώνησαν με το σχέδιό σου. Θα έπρεπε να χαίρεσαι γιατί, ανάμεσα σε τόσους στρατηγούς, ήμουν η μόνη που εξέφρασε αντίθετη γνώμη». «Παρεξήγησες τα λόγια μου. Δε δυσαρεστήθηκα, γιατί η γνώμη σου δεν μπορούσε να αλλάξει την άποψη του βασιλιά. Είναι αποφασισμένος. Το σχέδιο δεν είναι δικό μου αλλά δικό του. Εγώ απλώς τελειοποίησα ορισμένες λεπτομέρειες». «Δεν το ήξερα». «Με σαστίζει η στάση σου. Τ ι είναι αυτό που σε ανησυχεί; Τέτοια ευκαιρία δε θα παρουσιαστεί ξανά». «Το ξέρω». «Ίσως δεν το ξέρεις και τόσο καλά. Ο βασιλιάς χρειάζεται μια μάχη, και μάλιστα επειγόντως». «Γιατί; Μήπως δεν κερδίζουμε τον πόλεμο;» «Κατά κάποιο τρόπο δεν τον κερδίζουμε», παραδέχτηκε ο Μαρδόνιος. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά και κατέβασε τη φωνή. «Οι προβλέψεις μας ήταν υπερβολικά αισιόδοξες. Δεν έχει
πραγματοποιηθεί ούτε μία από αυτές. Έχει αρχίσει να πέφτει το φθινόπωρο. Είχαμε υπολογίσει ότι τέτοιες μέρες ο Μεγάλος Βασιλιάς θα είχε πάρει το δρόμο του γυρισμού για την Ασία, ενώ εγώ θα έμενα να οργανώσω τη νέα σατραπεία. Μα αυτός ο τερατώδης στρατός είναι αργός σαν κάρο που το σέρνουν βόδια. Έχουμε ξοδέψει τα διπλάσια χρήματα απ’ όσα είχαμε προβλέψει, κάτι που σημαίνει ότι το κράτος θα αναγκαστεί να πληρώσει πολύ περισσότερους τόκους. Οι προμήθειες εξαντλούνται. Αν οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί υποτελείς μάς συντηρήσουν για δεκαπέντε μέρες ακόμη, το χειμώνα που έρχεται θα πεθάνουν από την πείνα. Κι αυτό δεν το θέλει ο Μεγάλος Βασιλιάς. Συνειδητοποιείς τη σοβαρότητα της κατάστασης;» «Μα... δεν καταλαβαίνω. Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Η Αθήνα έχει καταστραφεί. Σχεδόν όλη η Ελλάδα βρίσκεται υπό την εξουσία μας. Ο Μεγάλος Βασιλιάς μπορεί να γυρίσει στην Ασία όποτε θέλει και να γιορτάσει το θρίαμβό του. Αρκεί εσύ να μείνεις εδώ με τρεις-τέσσερις μεραρχίες και να κατακτάς σιγά σιγά τους θύλακες των επαναστατών». «Αν ο Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ο Δαρείος, ίσως να σου έδινε δίκιο. Μα δεν είναι ο Δαρείος. Είναι ο Ξέρξης. Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό». «Ότι θέλει να πετύχει μια μεγαλειώδη νίκη». «Ακριβώς. Το να νικά λίγο λίγο τον εχθρό εξαντλώντας τον δεν είναι αντάξιο του μεγαλείου του. Θέλει μια μεγαλόπρεπη μάχη. Γι’ αυτό χρειάζεται τους εχθρούς όλους μαζί, όχι χωριστά. Και μάλιστα θέλει να δει τη μάχη με τα ίδια του τα μάτια. Μόλις διέταξε να μεταφέρουν το θρόνο του στο βουνό που υψώνεται πάνω από το στενό της Σαλαμίνας για να γίνει μάρτυρας του θριάμβου του στόλου του». «Καταλαβαίνω». «Γι’ αυτό σε ρωτώ: Γιατί μίλησες έτσι; Τ ι σε βασανίζει;» Η Αρτεμισία έσκυψε το κεφάλι. «Ντρέπομαι να το παραδεχτώ, αλλά έχω ένα πολύ άσχημο προαίσθημα».
Ο Μαρδόνιος σήκωσε το ένα φρύδι. «Είδες κάποιο όνειρο;» Όπως και ο Ξέρξης, έπαιρνε πολύ σοβαρά τα όνειρα. «Όχι. Ήταν κάτι σαν... οιωνός». Σήκωσε το βλέμμα. «Θα πολεμήσω για τον Μεγάλο Βασιλιά και θα πεθάνω γι’ αυτόν αν χρειαστεί». Αγγίζοντας το ακρωτηριασμένο αυτί, πρόσθεσε: «Τα τραύματα που δέχτηκα για εκείνον τα επιδεικνύω με υπερηφάνεια. Μα δε θα μείνω ήσυχη αν δε σου πω ένα πράγμα, Μαρδόνιε». «Πες το μου, για να ηρεμήσει το πνεύμα σου». «Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στον Θεμιστοκλή». Ο Μαρδόνιος έβαλε τα γέλια. «Διόλου περίεργο δε μου φαίνεται. Το πλεονέκτημα που έχουμε είναι πως ούτε οι Έλληνες του έχουν εμπιστοσύνη».
Σαλαμίνα Μόλις είχε αρχίσει η τέταρτη βάρδια, η τελευταία της νύχτας. Είναι η στιγμή που τα πνεύματα καταπέφτουν περισσότερο, που εγκαταλείπουν τον κόσμο οι πιο πολλές ψυχές. Ο Θεμιστοκλής ατένιζε τον ορίζοντα από την κορυφή της Κυνόσουρας. Είχε έρθει έφιππος για να ανιχνεύσει σημάδια κινητοποίησης του εχθρού, μα ο θολός αέρας και τα σύννεφα μείωναν τόσο την ορατότητα ώστε η θάλασσα μπροστά του έμοιαζε με μαύρο άμορφο πέπλο, μέσα στο οποίο ξεχώριζαν μόνο τα περιγράμματα της Ψυττάλειας και της ακτής της Αττικής. Οι αξιωματικοί είχαν αρχίσει να ξυπνούν τους άνδρες. Ο Θεμιστοκλής ήξερε ότι έπρεπε να υπολογίσουν καλά το χρόνο της κάθε κίνησης. Αν βιάζονταν, θα έθεταν τους Πέρσες σε επιφυλακή και θα τους απομάκρυναν από την παγίδα. Αν καθυστερούσαν, θα έχαναν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και τη θέση τους, όπως τα είχε σχεδιάσει. Μα εκείνο που προείχε ήταν να μάθει αν ο εχθρικός στόλος είχε αντιδράσει όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Το δίχως άλλο, ένα μέρος του στρατού θα είχε σαλπάρει για να αποκλείσει το πέρασμα των Μεγάρων. Αυτό όμως δεν αρκούσε. Έπρεπε να μπουν στο στενό και τα υπόλοιπα πλοία. Γύρισε προς την ενδοχώρα. Στα δεξιά του τρεμόπαιζαν μερικά φώτα από το χωριό της Σαλαμίνας, αλλά και από τον όρμο όπου τα πληρώματα σύντομα θα άρχιζαν να ετοιμάζουν τις τριήρεις της Σπάρτης, της Αίγινας, των Μεγάρων και των υπόλοιπων συμμάχων. Το φως που ήθελε να δει στο σπίτι του Κλεισθένη όμως δεν το είδε. Παρ’ όλα αυτά, υποπτευόταν ότι η Απολλωνία και ο Μνησίφιλος ήταν ξύπνιοι και μιλούσαν για τα συμβάντα εκείνης της αλλόκοτης νύχτας. Είχε ζητήσει από το φίλο του να μην της πει τίποτα. Ωστόσο, μετά το πικρό ποτήρι που του είχε δώσει, πρώτα απειλώντας τον και ύστερα παίρνοντάς τον στην επίσκεψη που είχε κάνει στον
Ανδρόνικο, ήταν πιθανό ο Μνησίφιλος να είχε χολωθεί μαζί του και να είχε πει τα πάντα στην Απολλωνία. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Το βέβαιο ήταν ότι εκείνη είχε αποφασίσει να έρθει μαζί με τον Αριστείδη. Μα, όταν ο Θεμιστοκλής την είχε πλησιάσει για να της μιλήσει, η Απολλωνία είχε σταυρώσει τα χέρια για να κρατήσει τις αποστάσεις. «Γύρισες». «Βαρέθηκα να το βάζω στα πόδια». «Τα κορίτσια;» «Έμειναν στην Αίγινα με τη Νικομάχη». Ο Θεμιστοκλής ενέκρινε την απόφασή της. Η αδελφή του, που είχε πρόσφατα χηρέψει και δεν είχε παιδιά, αγαπούσε πολύ τις ανιψιές της και θα τις φρόντιζε καλά. «Λοιπόν;» είπε ο Θεμιστοκλής. «Τ ι λοιπόν;» απάντησε εκείνη. «Ήρθες. Κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό». Η Απολλωνία δεν ξεσταύρωσε τα χέρια. «Δεν έχω πάψει να σε μισώ. Ποτέ δε θα σε συγχωρέσω για το μαχαίρι που μου κάρφωσες». «Παρ’ όλα αυτά όμως, γύρισες». «Ναι, προφανώς. Είμαι εδώ». Εκείνη τη στιγμή ο Μνησίφιλος, που είχε ξυπνήσει με τον ερχομό του Αριστείδη, είχε πλησιάσει για να χαιρετήσει την Απολλωνία. Με την ευκαιρία, ο Θεμιστοκλής τους είχε στείλει και τους δύο στο σπίτι του Κλεισθένη. Έστρεψε ξανά το βλέμμα στην Ψυττάλεια. Εκείνη η βραχονησίδα είχε κάποιο υψόμετρο, αρκετό ώστε να κρύβει περιγράμματα κάμποσων μοιρών πίσω από τον μαύρο όγκο της. Αν είχε μαντέψει σωστά, ήταν πιθανό να ενέδρευαν ήδη αρκετά περσικά πλοία πίσω από το ύψωμα. Στο κάτω κάτω, κι εκείνος είχε σκεφτεί να κάνει το ίδιο στη Φαρμακούσα. Παρόλο που δεν ήταν εξίσου ψηλή, πίστευε ότι αρκούσε για να κρύψει τις κινήσεις των Ελλήνων από τα μάτια των εχθρών μέχρι την τελευταία στιγμή. Κάπου πίσω του ακούστηκε καλπασμός. Γύρισε περιμένοντας να
δει κάποιον από τους αγγελιαφόρους που διέτρεχαν το νησί όλη τη νύχτα αναζητώντας σημάδια της εχθρικής παρουσίας. Μα ήταν ο Αριστείδης, πάνω σε ένα λευκό άλογο που έμοιαζε με φάντασμα μέσα στις σκιές. Ο ευπατρίδης ξεκαβαλίκεψε και πλησίασε τον Θεμιστοκλή. «Είδες τίποτα;» Όταν ο Αριστείδης είχε φτάσει με τα είδωλα των Αιακιδών και τις πληροφορίες για τις περσικές μοίρες, ο Θεμιστοκλής του είχε εμπιστευτεί το σχέδιό του. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν το είχε κατακρίνει. «Όχι. Τ ίποτα προς το παρόν. Δεν είναι και η καλύτερη νύχτα για παρατήρηση». «Είναι όμως καλή για να κάνει κανείς κινήσεις κρυμμένος στο σκοτάδι», είπε ο Αριστείδης. «Αυτό μπορεί να βοηθήσει τους Πέρσες να αποφασίσουν». Ο Θεμιστοκλής δεν το είχε σκεφτεί και χάρηκε που το ανέφερε ο Αριστείδης. «Οφείλω να αναγνωρίσω την αξία σου, Θεμιστοκλή», είπε ο ευπατρίδης. «Αν και σου αντιτάχθηκα με όλες μου τις δυνάμεις, παραδέχομαι ότι έχεις δημιουργήσει έναν πανέμορφο στόλο. Το θέαμα των πλοίων σε παράταξη είναι απόλαυση στα μάτια όποιου είναι σύμμαχος, και τρόμος για όποιον είναι εχθρός». «Σ’ ευχαριστώ, Αριστείδη». Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, και οι δύο με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, προσπαθώντας να διακρίνουν κίνηση μέσα στις σκιές και ακούγοντας το φλοίσβο των κυμάτων που έσκαζαν πάνω στα βράχια του υψώματος. Δυο φορές ο Θεμιστοκλής έκανε να πει κάτι· τελικά το αποφάσισε την τρίτη. «Ξέρεις κάτι; Κι εγώ έχω να αναγνωρίσω κάτι. Παρόλο που το χρησιμοποίησα για να σου επιτεθώ ενώπιον του λαού, στην πραγματικότητα δικαιούσαι το προσωνύμιο του Δίκαιου. Δεν ξέρω. Ίσως αν ξαναγεννιόμουν να μου άρεσε να σου μοιάσω». Ο Αριστείδης έβαλε τα γέλια. «Αστείο μού φαίνεται! Καμιά φορά
το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ για σένα». Ύστερα πρόσθεσε κάτι που εξέπληξε τον Θεμιστοκλή. «Γιατί δεν ξαναγύρισες ποτέ στο σχολείο του Φοίνικα, Θεμιστοκλή; Αν είχαμε γνωριστεί καλύτερα τότε, ίσως είχαμε γίνει φίλοι». «Θα αστειεύεσαι, μου φαίνεται. Πώς να γυρίσω ύστερα από την ταπείνωση στην οποία με υπέβαλε μπροστά σε όλους εσάς;» «Ποια ταπείνωση; Εσύ έγινες ο ήρωάς μας!» «Δεν το πιστεύω αυτό που μου λες». «Να το πιστέψεις. Και κυρίως στη δική μου περίπτωση. Δε φαντάζεσαι πόσο είχα απηυδήσει με εκείνο τον λάγνο γέρο. Καλά τού έκανες. Ακόμη γελάω σαν θυμάμαι την ουρά του ζωύφιου να βγαίνει από το στόμα του. Όταν το διηγούμαι στα παιδιά μου, γελούν τόσο, ώστε μου λένε συνεχώς: “ Πατέρα, πες μας πάλι την ιστορία με τη σαύρα του Θεμιστοκλή”». Σαλαμάνδρα ήταν, διόρθωσε εκείνος μέσα του. «Ναι, αλλά κι εσείς γελούσατε όσο με μαστίγωνε ο Φοίνικας». Ο Αριστείδης σήκωσε τους ώμους. «Τ ι ήθελες να κάνουμε; Εκείνα τα χρόνια πάντα γελούσαμε όταν τιμωρούσαν κάποιον άλλο. Τα παιδιά είναι πολύ σκληρά, πάντα χαίρονται με αυτά τα πράγματα. Για πες μου: εσύ δε θα γελούσες αν ο Φοίνικας μαστίγωνε εμένα, τον Ξάνθιππο ή ακόμα και το φίλο σου τον Ευφορίωνα;» Ο Θεμιστοκλής το σκέφτηκε λιγάκι. «Φαντάζομαι πως ναι». Περίεργο, σκέφτηκε. T ο γεγονός που είχε δώσει ώθηση σε όλη του τη ζωή ήταν στην πραγματικότητα μια λανθασμένη ανάμνηση. Η τρομερή ταπείνωση μπροστά στους συμμαθητές του δεν ήταν τέτοια. «Εσύ έγινες ο ήρωάς μας!» Πόση ισχύ έχει το ψέμα, ακόμα κι αν είναι ασυνείδητο! Και τότε, σαν ένιωσε κάτι στον αέρα, γύρισε στο παρόν και χαμογέλασε. «Ο Ξέρξης τσίμπησε το δόλωμα», είπε. «Πώς το ξέρεις;» Ο Θεμιστοκλής έδειξε προς τα ανατολικά, κατά τον Πειραιά. «Τη νύχτα ο αέρας φυσά από την ενδοχώρα, αντίθετα απ’ ό,τι την ημέρα. Γι’ αυτό ο άνεμος μας φέρνει τώρα αυτή τη μυρωδιά. Δεν τη
νιώθεις;» Ο Αριστείδης οσφράνθηκε μια-δυο φορές και ύστερα σούφρωσε τη μύτη. «Ό,τι κι αν είναι, δε μυρίζει διόλου καλά. Τ ι είναι;» «Η μυρωδιά χιλιάδων κωπηλατών που στοιβάζονται στα πλοία. Η μυρωδιά του εχθρού μας. Ο στόλος του Ξέρξη μπαίνει στο στενό».
Στενό της Σαλαμίνας, 20 Σεπτεμβρίου Επιστρέφοντας από την Κυνόσουρα, είδαν κι άλλα φώτα προς το βορρά. Αυτό σήμαινε ότι οι Κορίνθιοι είχαν κινητοποιηθεί. Στο δρόμο απάντησαν έναν ιππέα που ερχόταν να βρει τον Θεμιστοκλή και που το επιβεβαίωσε. «Με στέλνει ο Αδείμαντος», τους είπε. «Λέει ότι άπλωσαν τα ρούχα και άναψαν την πυρά, αλλά θα προχωρήσουν με την ησυχία τους, όπως τους σύστησες». Ο Αριστείδης δεν κατάλαβε τι σήμαινε εκείνο το μήνυμα και ο Θεμιστοκλής του εξήγησε. Οι Κορίνθιοι είχαν ανάψει τα φώτα της πλώρης στις τριήρεις τους και είχαν σηκώσει τα πανιά, αν και τα είχαν μεσίστια και με τα κατάρτια χαμηλωμένα. Δεν ήθελαν να εκμεταλλευτούν τον άνεμο, που δεν ήταν ευνοϊκός· αυτό που περίμεναν ήταν να τους προδώσει το λευκό χρώμα των πανιών από μακριά ώστε να φανεί ότι το έσκαγαν. «Ο Αδείμαντος, λοιπόν, είναι το δόλωμα στην παγίδα σου». «Ακριβώς». Άφησαν πίσω τον πρώτο όρμο, όπου τα συμμαχικά πληρώματα είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες. Όταν έφτασαν στην Κυχρεία, είχαν αρχίσει να διακρίνονται τα περιγράμματα. Το ξημέρωμα αργούσε ακόμη, μα σιγά σιγά ο ουρανός καθάριζε από τα σύννεφα και προς τη δύση φαινόταν ένα στρογγυλό, κιτρινωπό φεγγάρι που κόντευε να βασιλέψει. Τα πλοία ήταν σχεδόν έτοιμα, με τα κουπιά στους σκαλμούς και τους στρόφους δεμένους και καλά γρασαρισμένους. Μόνο οι πρύμνες ήταν ακόμη χωμένες στην άμμο· αρκούσε να σπρώξουν με τους πασσάλους και να χώσουν στο νερό τα κουπιά της πλώρης για να απομακρυνθούν από την ακτή. Οι κωπηλάτες και τα μέλη των πληρωμάτων μόλις είχαν τελειώσει το πρωινό, ενώ οι οπλίτες είχαν συγκεντρωθεί σε κάποια απόσταση από την ακτή για να ακούσουν την ανάγνωση των καταλόγων και να μάθουν ποιοι θα πολεμούσαν στο κατάστρωμα των τριήρεων και
ποιοι θα έμεναν οπλισμένοι στην ακτή αναμένοντας εξελίξεις. Σε συμφωνία με τους υπόλοιπους στρατηγούς και με μια αντιπροσωπεία τριηράρχων, ο Θεμιστοκλής είχε αποφασίσει πριν από αρκετές ημέρες ότι αν γινόταν μάχη οι τριήρεις θα μετέφεραν μόνο δέκα οπλίτες, επιλεγμένους από τους νεότερους, και πέντε τοξότες. Ήταν η τακτική για την οποία είχαν σχεδιάσει εκείνα τα πλοία, τόσο ελαφριά και χωρίς πλήρες κατάστρωμα· στο Αρτεμίσιο δεν την είχαν ακολουθήσει και δεν τους είχε βγει σε καλό. «Τ ι θα συμβεί αν μας πλευρίσουν;» είχε ρωτήσει ένας τριήραρχος. Αντί του Θεμιστοκλή είχε απαντήσει ο Κίμωνας: «Να προσπαθήσετε να μη σας πλευρίσουν. Μήπως δεν αξίζουν περισσότερο δέκα Αθηναίοι οπλίτες από είκοσι βάρβαρους στρατιώτες; Ξεχάσατε τον Μαραθώνα;» Ο Θεμιστοκλής τον αντάμειψε αναθέτοντάς του τη διακυβέρνηση της Δυνάμεως, ο τριήραρχος της οποίας είχε σκοτωθεί στο Αρτεμίσιο. Ο Κίμωνας είχε ξανακυβερνήσει εκείνο το πλοίο στη μάχη και, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε αποδείξει την ανδρεία του. Κάποιες άλλες αρετές του ίσως ήταν συζητήσιμες, όχι όμως εκείνες που επιδείκνυε την ώρα της μάχης. Σαν έβλεπαν τον Αριστείδη και τον Θεμιστοκλή μαζί, οι στρατιώτες σηκώνονταν και τους χαιρετούσαν. Κάποιος μάλιστα έκανε ένα σχόλιο που έφερε χαμόγελο στους δύο άνδρες: «Αν αυτοί οι δύο συμφώνησαν επιτέλους σε κάτι, αποκλείεται να χάσουμε». Ο Θεμιστοκλής επέβλεψε την ιεροτελεστία της θυσίας πριν από τη μάχη. Ο μάντης Ευφραντίδης εξέτασε τα σπλάχνα του θύματος και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε αντίξοος οιωνός. Ύστερα έφτασαν δύο αγγελιαφόροι που επιβεβαίωσαν ότι είχαν δει τον περσικό στόλο να μπαίνει στο στενό. «Έρχονται κατευθείαν προς τα εδώ;» «Όχι, κύριε. Προς το παρόν κινούνται κατά μήκος της ακτής της Αττικής». Είχαν ακόμη λίγο χρόνο. Τη στιγμή που ο Θεμιστοκλής έκανε να πάρει τη θέση του στη ναυαρχίδα, ο Αριστείδης τον ρώτησε: «Δε θα
μιλήσεις στους άνδρες;» Ο Θεμιστοκλής ήταν τόσο συγκεντρωμένος στην προετοιμασία της παγίδας του ώστε δεν το είχε προβλέψει αυτό. Κοίταξε τα πρόσωπα των πολιτών. Σε κάποια διέκρινε βεβαιότητα, σε άλλα σάστισμα, ενώ σε αρκετά έναν ειλικρινή φόβο. Για πολλούς από αυτούς ήταν το τελευταίο τους πρωινό. Είχαν ανάγκη από κάποιον που θα τους ενέπνεε σιγουριά και θα τους θύμιζε ότι είχαν ένα στόχο για τον οποίο έπρεπε να παλέψουν. Ένα στόχο με τον οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Αριστείδης ίσως να μη συμφωνούσε. «Θα κάνουμε το εξής. Μίλησε εσύ στο πεζικό του καταστρώματος», του είπε δείχνοντας τους οπλίτες. «Εννοείς να βγάλουμε δύο ξεχωριστούς λόγους;» «Ας πούμε ότι αυτοί οι άνδρες καταλαβαίνουν μια γλώσσα λίγο πιο άμεση και απλή. Όπως και να ’χει όμως, πρέπει να τους μιλήσει κάποιος». Ο Θεμιστοκλής έσφιξε το μπράτσο του αλλοτινού αντιπάλου του. «Δεν είμαστε πια στον Μαραθώνα, Αριστείδη. Σήμερα ο θρίαμβός μας δεν εξαρτάται τόσο από το δόρυ και την ασπίδα. Αυτή τη μάχη θα την κερδίσουν ή θα τη χάσουν οι κωπηλάτες μας». Ενώ ο Δίκαιος απομακρυνόταν για να βγάλει λόγο στους οπλίτες, ο Θεμιστοκλής ανέβηκε τη σκαλίτσα της Αρτεμισίας, σκαρφάλωσε στην πρύμνη και σήκωσε τα χέρια για να τραβήξει την προσοχή του πληρώματος. Όταν οι άνδρες σηκώθηκαν για να τον ακούσουν, τα υπόλοιπα πληρώματα άρχισαν να πλησιάζουν, ώσπου όλοι οι κωπηλάτες του στόλου συγκεντρώθηκαν στην παραλία κι έμειναν σιωπηλοί. Ήταν εκεί περισσότεροι άνδρες απ’ ό,τι στις πολυπληθέστερες συνελεύσεις της Αγοράς ή της Πνύκας, γιατί εκείνη τη μέρα στην παραλία της Κυχρείας βρίσκονταν ακόμα και οι μεροκαματιάρηδες που εργάζονταν στους πιο απομακρυσμένους δήμους της πόλης και δεν παρευρίσκονταν ποτέ στις συνελεύσεις. Οι περισσότεροι ήταν έτοιμοι να επιβιβαστούν στα πλοία, με τους χιτώνες τυλιγμένους γύρω από τη μέση ή με απλά περιζώματα. Έβλεπε κανείς
περισσότερα αδύνατα παρά ρωμαλέα κορμιά· οι μέρες της κωπηλασίας, οι μάχες και η περίοδος του συσσιτίου στο νησί τούς είχαν αφήσει δέρμα και μυς χωρίς ίχνος από λίπος. Ο Θεμιστοκλής ένιωσε πάνω του χιλιάδες βλέμματα, άκουσε τη σιωπή των ανδρών, γεμάτη προσμονή, και συνειδητοποίησε ότι όλοι περίμεναν κάτι από εκείνον. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά και είδε τις εκατόν εβδομήντα τριήρεις που σε λίγες στιγμές θα έμπαιναν στη μάχη τόσο κοντά τη μία στην άλλη ώστε τα κουπιά σχεδόν άγγιζαν το ένα το άλλο. Ένα ρίγος διέτρεξε την πλάτη του και τα μπράτσα του. Αυτός είναι ο στόλος μου, σκέφτηκε. Αυτή είναι η μέρα μου. «Πολίτες της Αθήνας! Κωπηλάτες του στόλου! Όλοι με γνωρίζετε, μα κι εγώ σας γνωρίζω όλους». «Αλήθεια είναι», μουρμούρισαν μερικοί στα πόδια της Αρτεμισίας. «Είστε εκείνοι τους οποίους οι οπλίτες κοιτούν με καταφρόνια, τους οποίους αποκαλούν περιφρονητικά “ οι περισσότεροι”, αλλά και “ οι χειρότεροι”. Σήμερα θα τους αποδείξετε ότι πράγματι είστε περισσότεροι από εκείνους και ότι η δύναμή σας έγκειται στον αριθμό σας. Κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να σας αποκαλεί “ χειρότερους”, γιατί δεν είστε κατώτεροι από κανέναν, ούτε στην επιδεξιότητα ούτε στην ανδρεία! »Σε αυτή την πόλη έζησε ένας μεγάλος άνδρας. Ήταν ευπατρίδης, πράγματι. Μα η καρδιά του ανήκε στο λαό σας. Λεγόταν Κλεισθένης. Αυτός ο άνθρωπος άλλαξε τους νόμους. Την ώρα που μου έσφιγγε το χέρι στο νεκροκρέβατό του μου εξήγησε το λόγο. Και να ποια ήταν τα λόγια του: “ Αν η Αθήνα θέλει να γίνει πραγματικά μεγάλη, έχει ανάγκη από όλους τους πολίτες της, όσο ταπεινοί κι αν είναι. Η φτώχεια δεν πρέπει να γίνει εμπόδιο για κανέναν αν αυτός θέλει να παλέψει για το καλό της πόλης. Χρειαζόμαστε όλα τα χέρια!” »Μιλώντας για χέρια, κοιτάξτε τα δικά μου. Είναι γεμάτα κάλους. Πολλοί από εσάς με γνωρίζετε από καιρό και ξέρετε ότι ήμουν αμούστακος ακόμη όταν τραβούσα κουπί στα καράβια του πατέρα μου, όπως κάθε απλός κωπηλάτης. Σήμερα θα ήθελα να κωπηλατήσω
κι εγώ μαζί με όλους εσάς, για να βοηθήσω να χώσουμε τα έμβολα των πλοίων μας στην καρδιά του εχθρού. Ξέρω ότι οφείλω να βρίσκομαι επάνω, στο κατάστρωμα, γιατί πρέπει να είμαι τα μάτια σας. Εσείς όμως θα είστε τα χέρια μου, οι πνεύμονές μου! Εσείς θα είστε η καρδιά μου! »Δε θα μας ξαναδοθεί τέτοια ευκαιρία, Αθηναίοι. Η νίκη στον Μαραθώνα ήταν μεγάλη. Μα δεν μπορέσατε να τη μοιραστείτε και τα μέλη των πρώτων τάξεων έχουν πάρει όλη τη δόξα εκείνου του θριάμβου. »Τ ώρα όμως μας παρουσιάζεται η ευκαιρία να ταπεινώσουμε τον πιο αλαζόνα από όλους τους ευγενείς, εκείνον που η περηφάνια τον κάνει να αυτοαποκαλείται Βασιλέας των Βασιλέων. Ας του αποδείξουμε ότι εμείς δεν παραδεχόμαστε ούτε βασιλείς ούτε τυράννους. Ας του αποδείξουμε ότι μοναδικός κυρίαρχός μας είναι ο νόμος, και το νόμο τον παραδίδουμε στον εαυτό μας μόνο εμείς, οι πολίτες της Αθήνας! »Οι βετεράνοι του Μαραθώνα θυμούνται ακόμη με περηφάνια εκείνη τη νίκη και την κρατούν στη μνήμη τους σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό. Από σήμερα λοιπόν, όταν θα σας ρωτούν: «Τ ι έκανες στις δεκαέξι του Βοηδρομιώνα, τη χρονιά της αρχής του Καλλιάδη;» εσείς θα απαντάτε με την ίδια περηφάνια: «Τ ραβούσα κουπί στη Σαλαμίνα! Νικούσα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας!» Ως απάντηση στα λόγια του Θεμιστοκλή ακούστηκε ένας βρυχθημός. Εκείνος σκέφτηκε ότι φυσούσε ακόμη ο στεριανός άνεμος που μάλλον θα έπαιρνε τις κραυγές τους μακριά από τα αυτιά των Περσών. Γιατί να μην ανάψει λίγο ακόμα τα αίματα; «Αν σήμερα νικήσετε τους βαρβάρους, σύντομα θα έρθει η μέρα που θα μπορείτε να διεκδικήσετε τη θέση του άρχοντα και του πολέμαρχου. Ακόμα και του στρατηγού! Γιατί όταν οι περήφανοι ευπατρίδες θα προσπαθήσουν να σας την αρνηθούν, θα μπορέσετε να τους πείτε: “ Εμείς είμαστε οι κωπηλάτες της Σαλαμίνας! Έχουμε το ίδιο δικαίωμα να κυβερνήσουμε την Αθήνα με εσάς, γιατί εμείς τη σώσαμε!” Αν νικήσετε σήμερα, σας διαβεβαιώνω για ένα πράγμα: δε
θα υπάρχει τίποτα που δε θα μπορείτε να καταφέρετε! Τ ίποτα δε θα σας είναι αδύνατον! »Θα σας ομολογήσω κάτι, Αθηναίοι. Έζησα όλη μου τη ζωή περιμένοντας αυτή τη μέρα. Αν σήμερα μου προσφέρετε το θρίαμβο, η ζωή μου θα έχει αποκτήσει νόημα. Αν όχι, θα τη νιώσω τόσο άχρηστη και κενή σαν να είχα γράψει την ιστορία μου πάνω στην άμμο της θάλασσας. »Σας προτείνω μια συμφωνία, Αθηναίοι». «Εμπρός! Πες μας ποια είναι!» απάντησε ένας νεαρός κωπηλάτης που λεγόταν Δεινοκλής. «Είναι μια απλή συμφωνία και σας διαβεβαιώνω ότι θα την τηρήσω. Δώστε μου τα χέρια σας, παραδώστε μου τις καρδιές σας για μια μέρα μόνο! Χαρίστε μου τη νίκη σήμερα, παιδιά της Αθηνάς! Αν το κάνετε, θα λάβετε σε αντάλλαγμα τον πιο πολύτιμο θησαυρό που μπορεί να κατέχει ένας άνθρωπος!» Ακολούθησε μια σιωπή γεμάτη προσμονή, τόσο πυκνή ώστε ο Θεμιστοκλής άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του. Τότε φώναξε με τόση δύναμη όση δεν είχε βάλει ποτέ στη ζωή του: «Θα σας παραδώσω το μέλλον!»
Ο λόγος του Αριστείδη στους οπλίτες δεν ήταν εξίσου μύχιος. Σκαρφαλωμένος πάνω σε έναν λευκό βράχο, τους μίλησε για τις παλιές αξίες, την αγάπη προς την πατρίδα, την προστάτιδά τους, τη θεά Αθηνά, αλλά και για τον Μαραθώνα, για το πώς είχαν δείξει στους Πέρσες ότι ήταν πολύ ανώτεροί τους σε δύναμη και ανδρεία. Ο Κίμωνας σκέφτηκε ότι ο ίδιος θα τα είχε πει καλύτερα. Ως ρήτορας, ο Αριστείδης είχε δύο ελαττώματα: Κατ’ αρχάς, τα επιχειρήματά του ήταν υπερβολικά εγκεφαλικά. Ο Θεμιστοκλής, αντίθετα, ήξερε να κάνει έκκληση στα πάθη, καμιά φορά ακόμα και στα ταπεινότερα. Ο Μνησίφιλος είχε δηλώσει κάποτε ότι, όπως αποκαλούν «παιδαγωγούς» τους υπηρέτες που κρατούν τα παιδιά από το χέρι, θα
έπρεπε να εφεύρουν έναν νέο όρο για τον Θεμιστοκλή, που οδηγούσε το λαό εκεί που ήθελε: «δημαγωγός». Το δεύτερο πρόβλημα του Αριστείδη ήταν ότι, παρά το παράστημα και το φαρδύ του στήθος, δεν είχε ιδιαίτερα δυνατή φωνή. Επειδή μάλιστα ο τόνος της ήταν βαθύς, οι τελευταίες σειρές δεν άκουγαν παρά ένα μπερδεμένο μουρμουρητό. Μα ο Αριστείδης το έλυσε εν μέρει όταν, στο τέλος του λόγου του, ζήτησε από τον Αισχύλο να ανέβει για να εμπνεύσει τους άνδρες με μερικούς στίχους. Ο ποιητής αυτοσχεδίασε με τόσο πάθος και δύναμη ώστε στο τέλος όλοι οι οπλίτες σήκωσαν τα δόρατα και άρχισαν να τα χτυπούν πάνω στις ασπίδες τους. Εμπρός Ελλήνων εσείς παιδιά, εμπρός να λευτερώσετε πατρίδα, τέκνα και γυναίκες και των πατρικών σας θεών τα ιερά, προγόνων τάφους. Για όλα τούτα είναι που πολεμάτε αυτή την ώρα!* * Αἰσχύλου, Πέρσαι, μτφρ. Τάσου Βουρνά, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, σελ. 45. (Σ.τ.Μ.)
Ύστερα τα πληρώματα κατευθύνθηκαν στα πλοία που τους αντιστοιχούσαν. Ενώ επιβιβάζονταν οι τελευταίοι κωπηλάτες και οι ναυτικοί, οι νέοι που θα πολεμούσαν στο κατάστρωμα των τριήρεων αποχαιρετούσαν στην ακτή τους υπόλοιπους οπλίτες. Εκεί χωρίζονταν φίλοι, εραστές, αδελφοί, εξάδελφοι, πατέρες βετεράνοι του Μαραθώνα που εύχονταν καλή τύχη στα παιδιά τους, ακόμα και μερικοί παππούδες που, παρά τα χρόνια τους, είχαν φορέσει την πανοπλία και είχαν αδράξει την ασπίδα. Ο Κίμωνας αποχαιρέτησε τον κουνιάδο του, τον Καλλία, και τον Αριστείδη. Εκείνος του είπε: «Εμπρός, γιε του Μιλτιάδη. Απόδειξε ότι δεν υστερείς σε ανδρεία από τον πατέρα σου, ούτε σε εξυπνάδα από τον Θεμιστοκλή». Ο Δίκαιος τον αγκάλιασε. «Το λέω και το εννοώ, εσύ είσαι το μέλλον της Αθήνας, Κίμωνα». Έχοντας πάρει φωτιά από εκείνα τα λόγια, ο Κίμωνας έσπευσε να
πάρει τη θέση του στη Δύναμι. Οι πρώτες τριήρεις είχαν αρχίσει να τραβούν κουπί και κατευθύνονταν προς τη Φαρμακούσα για να την κυκλώσουν από τις δύο πλευρές. Σαν τις είδε, βιάστηκε για να μη μείνει τελευταίο το πλοίο του. Η μεταλλική κλαγγή των όπλων σαν άρχισε να τρέχει τον έκανε να χαρεί. Εκατό κιλά από μυς και μέταλλο έκαναν την άμμο να τρίζει κάτω από τα πόδια του, μα εκείνο το βάρος τον έκανε να νιώθει δυνατός σαν Αχιλλέας. «Κίμωνα!» Κόντευε να φτάσει στα πόδια της σκαλίτσας όταν άκουσε εκείνη τη γυναικεία φωνή. Τ ώρα που η παραλία είχε αδειάσει λίγο, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι που είχαν βρει καταφύγιο στη Σαλαμίνα αντί για άλλα μέρη, πιο μακρινά, έσπευδαν να δουν την αναχώρηση των πλοίων. Ο Κίμωνας περίμενε όσο η Ελπινίκη έτρεχε προς το μέρος του. Ή δεν είχε προλάβει να μαζέψει τα μαλλιά της ή δεν είχε μπει στον κόπο, και η κατάμαυρη κόμη ανέμιζε σαν σημαία πάνω στην πλάτη της. Από το κατάστρωμα της Δυνάμεως ακούστηκαν σφυρίγματα και πικάντικα σχόλια, ώσπου κάποιος έκανε τους άνδρες να σωπάσουν θυμίζοντάς τους ότι εκείνη η γυναίκα ήταν η αδελφή του τριηράρχου τους. «Αποχαιρέτησες το σύζυγό σου;» της είπε ο Κίμωνας όταν εκείνη τον έφτασε και τον αγκάλιασε. Άκουγε το αγκομαχητό στο στέρνο της και τους χτύπους της καρδιάς της. «Ο Καλλίας δεν πάει πουθενά. Δε χρειάζεται να τον αποχαιρετήσω. Εσύ είσαι εκείνος που κινδυνεύει». Ο Κίμωνας άντεξε μερικές στιγμές στην αγκαλιά της αδελφής του, νιώθοντας τα βλέμματα του πληρώματός του καρφωμένα στο σβέρκο του. Στο τέλος την τράβηξε από πάνω του και την κοίταξε στα μάτια. Μα την Κύπριδα, τι όμορφη που ήταν! «Πριν πέσει η νύχτα θα ιδωθούμε ξανά». «Ορκίσου το!» «Σου το ορκίζομαι». «Κι εγώ σου ορκίζομαι ότι αν δε γυρίσεις θα σκοτωθώ», του είπε
εκείνη με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ύστερα τον άρπαξε από το λαιμό, τον τράβηξε κοντά της και του έδωσε ένα φιλί στα χείλη. Ο Κίμωνας ένιωσε στα πλευρά του τη θέρμη του πόθου. Όταν ανέβηκε τη σκαλίτσα και διέταξε να λύσουν και να φύγουν, η Ελπινίκη έστεκε ακόμη στην ακτή με τα χέρια πάνω στο στήθος. Με μεγάλη προσπάθεια ο Κίμωνας τράβηξε τα μάτια από πάνω της και τα έστρεψε προς την ανατολή, εκεί όπου η ροδοδάχτυλη αυγή είχε αρχίσει να βάφει τον ουρανό σαν προάγγελος του ήλιου. «Εμπρός!» διέταξε τον κελευστή, ο οποίος μετέφερε την εντολή στους κωπηλάτες. «Για τη νίκη!»
Τ ριήρης Αρτεμισία Όταν τελείωσε ο λόγος, οι κωπηλάτες έτρεξαν να πάρουν τις θέσεις τους κατά μήκος της ακτής. Τότε κάποιος σφύριξε στον Θεμιστοκλή από την ξηρά. Εκείνος κατέβασε τα μάτια και είδε κοντά στην πλώρη τον Επικύδη. Παρότι μπορούσε να πληρώσει την αρματωσιά του οπλίτη, είχε μείνει πιστός στις αντιαριστοκρατικές του ιδέες: φορούσε μόνο ένα περίζωμα και λουριά στα δάχτυλα για να μην του γλιστρούν τα κουπιά και κρατούσε ένα μαξιλάρι από δέρμα χοίρου. «Συγχαρητήρια για το λόγο σου!» του είπε. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε ότι, αν ο λόγος του είχε αρέσει τόσο στον Επικύδη, θα είχε προβλήματα με τους ευπατρίδες. Μα εκείνος τον καθησύχασε αμέσως, αποδεικνύοντας ότι μπορούσε κανείς να γίνει ακόμα πιο επαναστατικός. «Θα ήταν πολύ καλύτερος αν τους είχες παρακινήσει να πετάξουν στη θάλασσα όλους τους οπλίτες! Αυτοί είναι οι πραγματικοί μας εχθροί, όχι οι Πέρσες!» «Πήγαινε στο πλοίο σου, Επικύδη. Αλλιώς θα αναγκαστείς να πας κολυμπώντας», είπε ο Θεμιστοκλής διώχνοντάς τον. Οι κωπηλάτες ανέβηκαν τρέχοντας τις δύο σκαλίτσες. Ο Θεμιστοκλής πήρε τη θέση του πηδαλιούχου και τέντωσε τα μπράτσα για να μπορέσουν να αγγίξουν το χέρι του περνώντας. Ενώ οι άνδρες ανέβαιναν, ο τριήραρχος τους χαιρετούσε έναν έναν με τα ονόματά τους. Εκείνοι του απαντούσαν με το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει να χρησιμοποιήσουν στη μάχη, Δίκαιος Αθηνά. Μετά τους κωπηλάτες επιβιβάστηκαν οι ναυτικοί που δεν είχαν ανέβει ακόμη στο κατάστρωμα και τελευταίοι οι οπλίτες και οι τοξότες. Ο Φειδιππίδης πήρε τη θέση του πίσω από τον Θεμιστοκλή, χαρίζοντάς του ένα άγριο χαμόγελο. Του έλειπε ένας από τους δύο κοπτήρες, κάτι που δεν ομόρφαινε ιδιαίτερα εκείνο το λιπόσαρκο πρόσωπο. «Ποιος σου το έκανε αυτό;» τον ρώτησε ο Θεμιστοκλής, που
υποπτεύτηκε ότι ο αγγελιαφόρος είχε μπλέξει σε κάποιον καβγά. «Ρώτα καλύτερα πόσα δόντια έχασε ο άλλος». Αν και ο Φειδιππίδης δεν είχε το παράστημα κανενός πρωταθλητή της πυγμαχίας, ο Θεμιστοκλής άφησε το θέμα να περάσει. Όταν θεώρησε ότι είχε επιβιβαστεί ολόκληρο το πλήρωμα κι έκανε να διατάξει να σηκώσουν τις σκάλες, ανέβηκε τρέχοντας ο Σκυλλίας. Ο δύτης κουβαλούσε μια τριχιά που είχε κάνει ρολό και από την οποία κρέμονταν βαρίδια. «Τ ι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε ο Θεμιστοκλής. «Δε σου έφτασε η μάχη στο Αρτεμίσιο;» Ο δύτης χτύπησε με το χέρι το ρολό της τριχιάς. «Τ ι περίμενες, ότι θα σε άφηνα να πας στον πάτο της θάλασσας έτσι απλά, ενώ εσύ κι εγώ έχουμε τόσα κοινά;» Ο Θεμιστοκλής χαμογέλασε. Ο Σκυλλίας ήξερε καλά ότι, ακόμα κι αν εκείνος σκοτωνόταν, είχε αναθέσει στον Γρύλο να δώσει στο δύτη τα άλλα δύο ασημένια τάλαντα που του χρωστούσε. Σε κάθε περίπτωση, αφού τον είχε δει να σώζει τον Σώφρονα, ένιωθε πιο ασφαλής έχοντάς τον στο κατάστρωμα. Επιτέλους η Αρτεμισία σάλπαρε. Στην αρχή προχωρούσαν αργά, γιατί ο όρμος ήταν γεμάτος τριήρεις. Αμέσως όμως οι κωπηλάτες συντόνισαν τις κινήσεις τους, τα πλοία άρχισαν να κερδίζουν ταχύτητα και οι πηδαλιούχοι τα οδήγησαν στις θέσεις τους μέσα στην παράταξη. Είχαν αναπτυχθεί όπως στο Αρτεμίσιο, σε μονάδες με μέτωπο δεκαπέντε τριήρεων και βάθος δύο. Τ ρεις από εκείνες τις μοίρες πέρασαν από τα αριστερά της Φαρμακούσας και άλλες τρεις από τα δεξιά του νησιού. Η Εριχθονία, η μοίρα του Θεμιστοκλή, έπλεε στο δεξί άκρο της παράταξης και όσο προχωρούσε μετακινούνταν προς τα δεξιά για να αφήσει χώρο στα υπόλοιπα πλοία. Ο Θεμιστοκλής δεν ένιωθε τη μυρωδιά του στόλου των εχθρών γιατί τη μύτη του γέμιζε η οσμή που αναδυόταν από το δικό του πλοίο. Μα τώρα πια δε χρειαζόταν. Μόλις άφησαν τη Φαρμακούσα στα αριστερά, η περσική αρμάδα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια
τους. Τα πλευρά των τριήρεων, αν και πιο ψηλά από εκείνα των ελληνικών πλοίων, ήταν τόσο χαμηλά ώστε δυσκολευόταν κανείς να τα διακρίνει ανάμεσα στο νερό και στην ακτογραμμή· ξεχώριζαν καθαρά όμως οι καμπύλες της κουπαστής και οι τέντες που ανέμιζαν πάνω από αυτές. Ήταν πολλά πλοία, εκατοντάδες τριήρεις που παρήλαυναν κατά μήκος της ακτής η οποία απλωνόταν μπροστά στα μάτια τους. Βρίσκονταν όμως εκεί που ήθελε ο ίδιος, και με την παράταξη που προτιμούσε, προσφέροντας το αριστερό πλευρό στα έμβολα των ελληνικών πλοίων. Ο Θεμιστοκλής σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Πίσω από τον Υμηττό, οι κορυφές του οποίου ήταν λουσμένες με μια λάμψη χρυσαφένια σαν το φημισμένο μέλι του, είχε αρχίσει να ξεμυτίζει ο ήλιος. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να χαράξει τη στιγμή στο νου του. Πίσω τους, στην παραλία που εκτεινόταν ανάμεσα στους δύο όρμους, είχαν συγκεντρωθεί οι αναπληρωματικοί οπλίτες, που εμψύχωναν τους συντρόφους τους με φωνές, και πιο πίσω οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά. Αναρωτήθηκε αν βρισκόταν εκεί και η Απολλωνία με τον Μνησίφιλο. Ήταν σχεδόν βέβαιος. Ήταν γυναίκα με κουράγιο και δε θα τραβούσε τα μάτια από τη μάχη από φόβο για το πεπρωμένο. Γύρισε προς τα δεξιά. Στα είκοσι μέτρα από την Αρτεμισία έπλεε η μοίρα των Μεγάρων και πιο πέρα διέκρινε τις κόκκινες τέντες με το λάμδα του Ευρυβιάδη και των Σπαρτιατών του. Λίγο πιο μακριά, στην τιμητική θέση της παράταξης, έπλεαν οι τριήρεις της Αίγινας, μα ο Θεμιστοκλής δεν τις έβλεπε. Ύστερα κοίταξε στα αριστερά. Δίπλα τους βρίσκονταν η Αρετή του Αμεινία και η Δύναμις του Κίμωνα, ακολουθούμενες από πολλά ακόμα πλοία, που σχημάτιζαν ένα μέτωπο από ογδόντα πέντε έμβολα που σημάδευαν τον εχθρό. Πολύ πιο μακριά, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων σχεδόν, διακρίνονταν τα λευκά πανιά των πλοίων του Αδείμαντου. Στο τέλος έστρεψε ξανά το βλέμμα στην πλώρη. Από το σχήμα
των κουπαστών και τα λάβαρα κατάλαβε ότι οι τριήρεις που έπλεαν στην εμπροσθοφυλακή ήταν φοινικικές, οι ίδιες που είχαν επιδείξει την ανωτερότητά τους στο Αρτεμίσιο. Σήμερα όμως τολμήσατε να φτάσετε στην πόρτα του σπιτιού μας, σκέφτηκε. Η αναρίθμητη στρατιά του Ξέρξη είχε καθίσει να παρακολουθήσει τη ναυμαχία, βάφοντας την απόκρημνη ακτή με παρδαλά χρώματα. Το πορφυρό σημάδι που φαινόταν πάνω από τη Μικρή Φαρμακούσα μάλλον ήταν η τέντα που σκέπαζε το θρόνο του Ξέρξη. Έλεγαν ότι τα στρατεύματά του μάχονταν με διπλάσια ανδρεία όταν ένιωθαν πάνω τους τη ματιά του. Σύντομα θα μάθαιναν αν ήταν αλήθεια. Το σκηνικό είναι έτοιμο, σκέφτηκε ο Θεμιστοκλής. Είχε έρθει η ώρα να αρχίσουν την παράσταση. Περίμενε λίγο πριν δώσει την εντολή. Τη στιγμή που ο ήλιος είχε βγει πίσω από τον Υμηττό, μια πνοή ανέμου χάιδεψε το δεξί του μάγουλο. Ήταν χλιαρός και βαρύς, μα ο Θεμιστοκλής τον καλοδέχτηκε. Ήταν η λεπτομέρεια που έλειπε, η ευλογία που εδώ και μέρες ζητούσε από τον Αίολο. Ήξερε ότι εκείνος ο άνεμος ερχόταν από τη μακρινή Λιβύη κι έφερνε μαζί του τη ζέστη της ερήμου και την υγρασία της θάλασσας που είχε βρει στο δρόμο του. Η πείρα του έλεγε ότι, αν εκείνος ένιωθε έτσι τον άνεμο σε εκείνο το απάνεμο σημείο στη μακριά ουρά της Κυνόσουρας, τα πλοία που έπλεαν κολλητά στην ακτή της Αττικής θα δέχονταν την πνοή με πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Πράγματι, τα νερά σ’ εκείνο το σημείο είχαν αρχίσει να αφρίζουν, καταλήγοντας σε κατάλευκα προβατάκια. Ο Ηρακλείδης γύρισε προς τον Θεμιστοκλή. Το είχε προσέξει κι εκείνος. «Οχ», του είπε. «Θα μας βρουν μπελάδες». «Περισσότεροι μπελάδες θα βρουν εκείνους, γιατί τα δικά τους καταστρώματα είναι πιο ψηλά και γεμάτα άνδρες». Βρίσκονταν σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη των πεντακοσίων μέτρων από το στόλο των Περσών. Είχε φτάσει η στιγμή. «Σωκλή!» φώναξε ο Θεμιστοκλής. Ένας από τους οπλίτες που υπηρετούσαν στο κατάστρωμα γύρισε και τον κοίταξε. Εκτός από τα
όπλα, πάνω στα γόνατά του είχε και μια σάλπιγγα. «Τ ώρα!» Ο νέος, που καθόταν μαζί με τους υπόλοιπους, σηκώθηκε, πήρε ανάσα κι έπαιξε τις δονούμενες νότες του καλέσματος σε επίθεση. Τα κομμάτια είχαν πάρει τη θέση τους. Τ ώρα θα αποφάσιζαν οι θεοί. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει πια πολλά.
Βασιλικό παρατηρητήριο Πολύ πριν από την αυγή ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε τελέσει τις πρωινές θυσίες και τις σπονδές προς τιμήν του Αχουραμάζντα, παρακαλώντας τον να χαρίσει τη νίκη στα παιδιά του εκείνη την ξεχωριστή ημέρα. Ύστερα όλη η βασιλική ακολουθία είχε κατευθυνθεί προς το παρατηρητήριο. Οι υπηρέτες το είχαν εγκαταστήσει κοντά σε ένα τέμενος του Ηρακλή. Είχαν στήσει την εξέδρα για το θρόνο του Ξέρξη στην πλαγιά του Αιγάλεω, σε ύψος περίπου πενήντα μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Δεν προσέφερε θέα από πολύ ψηλά, επέτρεπε όμως στη ματιά να αγκαλιάσει όλο το στενό. Ο Μαρδόνιος είχε στα αριστερά του το ύψωμα της Κυνόσουρας, γκριζωπό και θολό στο βάθος. Από εκεί ο περσικός στόλος απλωνόταν σαν ατέλειωτη γραμμή. Η εμπροσθοφυλακή είχε περάσει το παρατηρητήριο, ωστόσο στο στενό συνέχιζαν να μπαίνουν τριήρεις ανεπτυγμένες σε μοίρες των τριάντα πλοίων, καθεμιά από τις οποίες παρήλαυνε σε τρεις παράλληλες γραμμές. Σε ευθεία γραμμή με το παρατηρητήριο βρίσκονταν οι δύο Φαρμακούσες. Η Μικρή απλωνόταν πρακτικά στα πόδια του, σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου από την ακτή. Από εκεί μόλις είχαν περάσει τα πρώτα πλοία. Παρότι ως εκείνη τη στιγμή είχαν πλεύσει κολλητά στην ακτή, σε εκείνο το σημείο είχαν αναγκαστεί να απομακρυνθούν. Τα μεγάλα βράχια που είχαν ρίξει οι μηχανικοί για να ξεκινήσουν την κατασκευή του αναχώματος δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν ως τη νησίδα και τώρα σχημάτιζαν έναν κυματοθραύστη που εμπόδιζε το πέρασμα των πλοίων. Σαν είδε ότι η πρώτη μοίρα αναγκάστηκε να επιβραδύνει και ότι αποδιοργανώθηκαν οι τρεις γραμμές των πλοίων που ως εκείνη τη στιγμή έδειχναν να σχηματίζουν μία μοίρα, ο Ξέρξης πλατάγισε τη γλώσσα. Ο Μαρδόνιος τον κοίταξε ανήσυχος. Αυτή η ελαφριά έκφραση ισοδυναμούσε με μια σειρά από βλαστήμιες. Πράγματι, δεν
είχαν λάβει υπόψη τα βράχια. Η μικρή σύγχυση που επικράτησε στην εμπροσθοφυλακή μεταδόθηκε σιγά σιγά και στις μοίρες που ακολουθούσαν. Για να μη συγκρουστούν με τις μονάδες που είχαν μπροστά τους, κάποιες έβγαιναν από το σχηματισμό κατευθυνόμενες προς τα αριστερά και πλησίαζαν περισσότερο τα νερά στο κέντρο του στενού. Αυτό καθαυτό δεν έδειχνε να αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Σε κάποια σημεία όμως υπήρχαν δύο μοίρες που έπλεαν παράλληλα, κάτι που σήμαινε ότι την ώρα της επίθεσης κάποιες από αυτές θα έκλειναν το δρόμο σε κάποιες άλλες. «Τελικά οι Φοίνικες δεν είναι τόσο καλοί ναυτικοί όσο καυχιόνται», μουρμούρισε ο Υδάρνης, στα δεξιά του Μαρδόνιου. Εκτός από τον Υδάρνη, κοντά στην εξέδρα ήταν παρούσες πολλές ακόμα προσωπικότητες της Αυλής, αφού όλοι επιθυμούσαν να μοιραστούν το θρίαμβο με τον Μεγάλο Βασιλιά. Ήταν εκεί στρατηγοί των μεραρχιών της Σπάντα, επιφανείς αξιωματικοί και αρχηγοί των δυνάμεων που είχαν αποστείλει οι διάφοροι υποτελείς λαοί. Αλλά και ιερείς και μάντεις, μάγοι που ακολουθούσαν τα κηρύγματα του Ζαρατούστρα και άλλοι, που παρέμεναν πιστοί στον πολυθεϊσμό των προγόνων τους – όπως έκανε άλλωστε και ο ίδιος ο Μαρδόνιος, αν και το έκρυβε, για να μην προσβάλει τον Ξέρξη. Δεν έλειπαν και οι Πεισιστρατίδες, ο Δημάρατος και όλο το πλήθος των προδοτών και των αποστατών Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένου και του Ευφορίωνα. Προς το παρόν η αναφορά του έδειχνε να είναι αξιόπιστη, τουλάχιστον εν μέρει. Τα πλοία που είχαν φυλάξει σκοπιά μέχρι λίγο πριν από το ξημέρωμα στην ανατολική είσοδο του στενού δεν είχαν εντοπίσει κανένα ίχνος ούτε του Θεμιστοκλή ούτε της μοίρας του. Εδώ και πάνω από μία ώρα όμως τα πλοία της Κορίνθου είχαν αποπλεύσει από τον όρμο τους με τα πανιά σηκωμένα και τα φώτα αναμμένα. Άξαφνα ο Μαρδόνιος νόμισε ότι έβλεπε τουλάχιστον τρεις μοίρες και υπέθεσε ότι οι Αθηναίοι είχαν αποφασίσει τελικά να το σκάσουν από το σημείο που ήταν μακρύτερα από το περσικό στρατόπεδο, άρα και το πιο ασφαλές. Όσο ξημέρωνε,
συνειδητοποίησε ότι τα φώτα των πλοίων τον είχαν ξεγελάσει· δεν ήταν πάνω από πενήντα. Πού ήταν οι υπόλοιπες τριήρεις; Απέναντί τους, στην άλλη άκρη του στενού, ήταν το αραξοβόλι του αθηναϊκού στόλου. Εκεί διακρίνονταν μερικές φωτιές, μα δεν ήταν περισσότερες από άλλες μέρες την ίδια ώρα, ενώ η Μικρή Φαρμακούσα τους έκρυβε σχεδόν όλη τη θέα. Ο παρατηρητής που κοιτούσε από τον μαγικό σωλήνα δεν είχε καταφέρει να διακρίνει πολλά πράγματα, γιατί το αντικείμενο που είχε κατάσχει από τον Θεμιστοκλή ο Μαρδόνιος μεγάλωνε μεν τις εικόνες, αλλά την ίδια ώρα τις παραμόρφωνε και θόλωνε το φως. Μα, όσο περνούσαν τα λεπτά, ο ουρανός καθάριζε όλο και περισσότερο και οι σκιές μετατρέπονταν σε περιγράμματα και αντικείμενα. Παρόλο που η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη θολή, ο Μαρδόνιος παρατήρησε κινητικότητα στην άλλη πλευρά του πορθμού, λες κι έβγαινε μπροστά η ίδια η ακτογραμμή. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Δεν είχε αμφιβάλει ούτε στιγμή ότι εκείνη τη μέρα επρόκειτο να παρακολουθήσουν πρώτα μια προσπάθεια πανικόβλητης φυγής και ύστερα ένα μακελειό. Ήταν υπερβολικά συνηθισμένος στη διχόνοια, στη δειλία και στην απληστία των Ελλήνων. Όταν ήταν αρκετά πιο νέος, είχε πολεμήσει στη Λάδη, όπου ο μισός σχεδόν ελληνικός στόλος είχε αυτομολήσει ενώ διεξαγόταν η μάχη. Δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα στην προσπάθειά του να δωροδοκήσει το μαντείο των Δελφών. Κάμποσοι Σπαρτιάτες έφοροι και αξιωματούχοι έτρωγαν από το χέρι του σαν τα πουλιά στο κοτέτσι. Ακόμα και στην Αθήνα είχε πράκτορες, σαν τον Ευφορίωνα. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που είχε μπροστά στα μάτια του ο Μαρδόνιος δεν ήταν μια άτακτη φυγή. Ο στόλος του εχθρού είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στις δύο πλευρές της Μεγάλης Φαρμακούσας, και μάλιστα όχι για να το σκάσει, αλλά σε παράταξη μάχης. Η σκιά που έριχνε το βουνό πάνω στο στενό άρχισε να μικραίνει όσο ο ήλιος σηκωνόταν στον ουρανό. Όταν ο ελληνικός στόλος
βγήκε στο φως, η χαραυγή άρχισε να κάνει χρυσαφιές αντανακλάσεις στις ασπίδες των πολεμιστών και στα έμβολα που έσκιζαν τα νερά. Ενώ για λίγα δευτερόλεπτα ο περσικός στόλος ήταν ακόμη βυθισμένος στις σκιές, ο Μαρδόνιος έφερε στη μνήμη του τις διηγήσεις των επιζώντων από τη Μάχη του Μαραθώνα. Κι εκεί είχαν δει μια παρόμοια λάμψη όταν οι Αθηναίοι τους επιτέθηκαν σαν δαιμονισμένοι. Ο Μαρδόνιος ήξερε καλά ότι δεν επρόκειτο για κανένα υπερφυσικό φαινόμενο, γιατί οι ελληνικές τριήρεις έπλεαν σε γραμμή κόντρα στον ήλιο. Τα σπλάχνα του όμως μάλλον δεν ήταν εξίσου σίγουρα, γιατί συσπάστηκαν σε ένα προληπτικό στρίψιμο. Κοίταξε τον Ξέρξη. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε καρφώσει το βλέμμα στα πλοία των εχθρών, απτόητος και σιωπηλός. Μα η σταγόνα του ιδρώτα που κύλησε ανάμεσα στα φρύδια του πριν προλάβει να τη σκουπίσει ο βασιλικός προσοψιοφόρος ήταν πολύ ανθρώπινη κι έκανε τον Μαρδόνιο να αναρωτηθεί μήπως και ο Ξέρξης σκεφτόταν τον Μαραθώνα. «Τ ι σημάδι είναι αυτό;» ρώτησε ο Υδάρνης πλάι του. Ο αρχηγός των Αθανάτων δεν εννοούσε την αντανάκλαση του ηλίου. Άνθρωπος της ενδοχώρας όπως ήταν, δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που έβλεπε στη θάλασσα. Ο Μαρδόνιος κοίταξε στα αριστερά του. Μια γραμμή που ξεκινούσε από την άκρη της Κυνόσουρας έμοιαζε να χωρίζει τα νερά στα δύο. Η περιοχή όπου έπλεαν οι Έλληνες έδειχνε πιο λεία και αστραφτερή, μοιάζοντας σχεδόν με καθρέφτη, ενώ κοντά στην ακτή, εκεί όπου έπλεε ο στόλος των Περσών, τα νερά ήταν ταραγμένα και πάνω στα κύματα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται λευκές κορυφές. «Δεν πρόκειται για κανένα σημάδι», απάντησε ο Μαρδόνιος. Παρόλο που δεν ήταν θαλασσόλυκος, σαν τους Φοίνικες, είχε αρκετή εμπειρία ώστε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε· το επιβεβαίωνε άλλωστε και το πλατάγισμα του ανέμου στην πορφυρή τέντα πάνω τους. Είχε σηκωθεί ένας δυνατός άνεμος, που έμπαινε από το κανάλι, φυσούσε παράλληλα με την ακτή και τάραζε τα νερά, ενώ στην
περιοχή που προστάτευε το μακρόστενο ύψωμα της Κυνόσουρας οι Έλληνες έπλεαν σε μια πολύ πιο ήρεμη επιφάνεια. Εκείνος ο άνεμος φυσούσε από την πρύμνη κι έσπρωχνε τα πλοία των Περσών. Ωστόσο, με δεδομένο ότι έπρεπε να στρίψουν αριστερά για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Ελλήνων, δεν αποτελούσε ευλογία. Με την άκρη του ματιού ο Μαρδόνιος είδε μια κίνηση στα δεξιά του. Ο προδότης Ευφορίωνας, που μέχρι πριν από μια στιγμή μιλούσε με τους Πεισιστρατίδες, προσπαθούσε τώρα να ξεγλιστρήσει στα κρυφά ανάμεσα στο πλήθος των αυλικών. «Πιάστε αυτό τον άνθρωπο», διέταξε δύο ακοντιστές και πρόσθεσε μουρμουρίζοντας: «Αν είναι αυτό που υποψιάζομαι, κάποιος πρέπει να πληρώσει».
Τ ριήρης Αρτεμισία Ενώ άλλες σάλπιγγες απαντούσαν δεξιά κι αριστερά του και η ηχώ τους απλωνόταν σε όλο το στενό, ο Θεμιστοκλής έδωσε μια εντολή για να τη μεταφέρουν στους κωπηλάτες: «Κωπηλασία για επίθεση!» Κάτω από το κατάστρωμα ακούστηκε ένα μαζικό ααα-ουφφφ και ο στριγκός ήχος του αυλού επιτάχυνε το ρυθμό. Τα κουπιά βυθίστηκαν στο νερό με περισσότερη δύναμη. Ο Θεμιστοκλής γνώριζε εκείνη την αίσθηση. Κωπηλατώντας με αυτό το ρυθμό, ο ναύτης είχε την αίσθηση ότι το νερό ήταν στερεό, ότι το κουπί κολλούσε στη θάλασσα και ότι, βάζοντας δύναμη, έσπρωχνε όλο το υπόλοιπο πλοίο. Στην πραγματικότητα το κουπί γλιστρούσε το ίδιο ή και καλύτερα από πριν. Η ίδια η ισχύς του χτυπήματος προκαλούσε εκείνη την αίσθηση της σκληρότητας. Ένιωθε στα οπίσθιά του κάθε ώθηση των κουπιών, που έδιναν περισσότερη φόρα στην τριήρη ενώ κατευθύνονταν προς τα πλευρά των εχθρών. Στα αυτιά τους έφταναν οι σάλπιγγες των Περσών αλλά και οι κραυγές τους, αν και ο Θεμιστοκλής μετά βίας τις άκουγε μέσα στους ήχους του δικού του στόλου. Πιο κάτω οι κωπηλάτες συνέχιζαν το μονότονο τραγούδι τους, βάζοντας όλη τη δύναμη των νεφρών τους: «Ριπ-πα-πάι!... Ριπ-πα-πάι!... Ριπ-πα-πάι!... Ριπ-παπάι!...» Δεν επρόκειτο πια να χάσουν το ρυθμό. Έμενε να τονώσουν το ηθικό των ανδρών που σε ένα λεπτό θα έμπαιναν στη μάχη και να σπείρουν τον τρόμο στις καρδιές των εχθρών, που, πιστεύοντας ότι επρόκειτο να αντιμετωπίσουν ένα εύκολο θύμα, είχαν βρεθεί τώρα απέναντι σε μια ετοιμοπόλεμη αρμάδα έτοιμη για τη μάχη. Το στόλο της ελεύθερης Ελλάδας. «Ελάτε να ψάλουμε τον παιάνα!» φώναξε. Ήταν ο Σωκλής εκείνος που άρχισε το πολεμικό άσμα. Αμέσως ένωσαν τη φωνή τους οι οπλίτες και οι ναύτες· ακόμα και οι Σκύθες τοξότες, που δεν ήξεραν τους στίχους, άρχισαν να μουρμουρίζουν
ακατανόητες συλλαβές στη μελωδία. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε γύρω του. Στα δεξιά του, η τριήρης των Μεγαρέων είχε μείνει λίγο πίσω. Στα αριστερά, αντίθετα, η Αρετή του Αμεινία τους είχε προσπεράσει κατά δυο-τρία μέτρα, ενώ το πλοίο του Κίμωνα έπλεε σχεδόν παράλληλα με το δικό του. «Κελευστή! Να μη μας προσπεράσει κανείς!» Από τη θέση του ο Αμεινίας τον χαιρέτησε με μια χειρονομία γεμάτη αψηφισιά και φώναξε κάτι που ο Θεμιστοκλής δεν άκουσε. Τα φοινικικά πλοία βρίσκονταν πια σε απόσταση μικρότερη των εκατό μέτρων και προσπαθούσαν να στρίψουν αριστερά για να κλείσουν τις γωνίες και να προτάξουν τις πρύμνες στους Έλληνες. Μα η θάλασσα είχε αγριέψει και τα πλοία κουτουλούσαν το ένα με το άλλο. Ο νοτιοανατολικός άνεμος έκανε τις πρύμνες των πλοίων να τινάζονται δεξιά κι αριστερά και δυσκόλευε την κίνησή τους. Βγήκαν από την απάνεμη προστασία της Κυνόσουρας και μεμιάς πέρασαν από τα γαλήνια νερά σε άλλα, πιο ταραγμένα. Η πλώρη της Αρτεμισίας ανασηκώθηκε για μια στιγμή και ύστερα η επίπεδη κοιλιά της έπεσε στην αγκαλιά των κυμάτων με ένα ηχηρό πλατάγισμα. Κάτω από το κάθισμά του ο Θεμιστοκλής ένιωσε τη δύναμη που έκανε να εκτραπεί η πλώρη του πλοίου του προς τα αριστερά, μα ο Ηρακλείδης γύρισε το πηδάλιο επιδέξια και διατήρησαν την πορεία τους. Κάθε φορά που έσπαγαν ένα κύμα ή έπεφταν ξανά στις στάλες του αφρού, οι στρατιώτες του καταστρώματος τόνιζαν τους στίχους του παιάνα με ένα εύηχο «οοο-ο». Νέοι είναι, καλό είναι να το απολαύσουν, σκέφτηκε. Μα δεν προλάβαιναν να κάνουν πολλά. Σε εκείνα τα τρομακτικά ξεσπάσματα ενέργειας που μετά βίας μπορούσαν να διατηρηθούν για μισό χιλιόμετρο, μια τριήρης έφτανε να αποκτήσει τόση ορμή όση ένας αθλητής στο δρόμο του ενός σταδίου. Τ ώρα, εξαιτίας του κυματισμού, η Αρτεμισία δεν προχωρούσε τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε ο Θεμιστοκλής. Ούτε όμως και το θύμα της, ένα πλοίο με ζοφερή όψη και κατάμαυρο κύτος εκτός από δύο κόκκινα μάτια στα οποία είχαν ζωγραφίσει ματωμένες φλέβες. Το κατάστρωμα
προστατευόταν από ασπίδες, πίσω από τις οποίες οι τοξότες έριχναν βέλη. Ο Θεμιστοκλής κοίταξε στο πλάι. Η ασπίδα του ήταν στερεωμένη με ένα λουρί στη μία πλευρά του καθίσματος. Για μια στιγμή σκέφτηκε να την πάρει. Εκεί όμως, στην πρύμνη, ήταν ακόμη μακριά από τον εχθρό, και άλλωστε με τις απότομες κινήσεις και το ταρακούνημα της Αρτεμισίας τα περισσότερα βέλη κατέληγαν στο νερό. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να φορέσει την περικεφαλαία. Το πλοίο ανασηκώθηκε ξανά κι έσκασε με την κοιλιά πάνω στα κύματα. Στα δεξιά τους σηκώθηκε ένα παραπέτασμα από νερό και αφρό, που σάρωσε τους οπλίτες από εκείνη την πλευρά. Κόντευαν να πέσουν πάνω στο θύμα τους, που εξακολουθούσε να στρίβει για να προβάλει την πρύμνη. «Δε θα προλάβουν! Θα τους βρούμε στο ψαχνό!» φώναξε ο Φειδιππίδης κι αρπάχτηκε από την πλάτη του καθίσματος του Θεμιστοκλή για να μην πέσει. «Έρχεται κι άλλο σκαμπανέβασμα!» φώναξε ο Σκυλλίας. Το ίδιο φοβόταν και ο Θεμιστοκλής. Η πλώρη ανασηκώθηκε για μια ακόμα φορά. Βρίσκονταν τόσο κοντά στο πλοίο του εχθρού ώστε είχαν αρχίσει να ακούν τις φωνές του πληρώματος και να βλέπουν τα δόντια στα ορθάνοιχτα στόματά τους. Αν χτυπούσαν το φοινικικό πλοίο στη γραμμή πλεύσης, θα του έκαναν ζημιά μα δε θα κατάφερναν να το βυθίσουν, τουλάχιστον όχι πριν οι άνδρες του επιχειρήσουν να τους κάνουν ρεσάλτο. Στα αριστερά του ακούστηκε ένα στριγκό τρίξιμο. Παρότι είχαν καταφέρει να προσπεράσουν την τριήρη του Αμεινία, εκείνη είχε συγκρουστεί με ένα εχθρικό πλοίο που είχε απομακρυνθεί από την παράταξη. «Μας πήραν την πρωτιά!» γκρίνιαξε ο Σκυλλίας. «Σταματήστε τα κουπιά!» φώναξε ο Θεμιστοκλής. «Πεζικό στην πλώρη!» Μετά την εμπειρία του στο Αρτεμίσιο είχε ζητήσει να στήσουν στην πλώρη ένα παραπέτασμα από ξύλο και δέρμα, υπολογίζοντας
ότι το πρόσθετο βάρος άξιζε σε αντάλλαγμα με την προστασία που προσέφερε, και πολλοί τριήραρχοι τον είχαν μιμηθεί. Οι οπλίτες σηκώθηκαν μετά βίας μέσα στις κινήσεις του καραβιού κι έτρεξαν στο σημείο που καλούνταν να πάνε. Δεν προλάβαιναν να κάνουν κάτι άλλο. Ο Θεμιστοκλής έσφιξε τα δόντια. Η Αρτεμισία καβαλίκεψε το κύμα μια στιγμή και ύστερα, με τη βοήθεια του επιπλέον βάρους των ανδρών, σκαμπανέβασε προς την πλώρη. Το έμβολο χτύπησε τη μάσκα του εχθρού περίπου πέντε μέτρα από την πλώρη, με αρκετή γωνία ώστε να ανοίξει ένα ρήγμα. Τα δύο πλοία διαμαρτυρήθηκαν για τη σύγκρουση με ένα φρικτό παράπονο από ξύλα που έτριζαν. Ο Θεμιστοκλής κατάφερε να μην εκσφενδονιστεί από τη θέση του, αν και κατέβαλε τόση προσπάθεια ώστε ένιωσε τους ώμους του σχεδόν να εξαρθρώνονται. Ένας-δυο ναύτες έπεσαν στο διάδρομο και το παραπέτασμα της πλώρης έτριξε και τραντάχτηκε κάτω από το βάρος των οπλιτών. Η σύγκρουση ήταν πάντα χειρότερη για εκείνον που τη δεχόταν. Το φοινικικό πλοίο μετακινήθηκε ξαφνικά δυο-τρία μέτρα και κάμποσοι στρατιώτες έπεσαν από το κατάστρωμα. Μερικοί έπεσαν πάνω στα κουπιά και βυθίστηκαν στο νερό, ενώ ένας έπεσε στο κατάστρωμα της πλώρης της Αρτεμισίας. «Όλο αριστερά!» διέταξε ο Θεμιστοκλής. Μα ο Ηρακλείδης δεν περίμενε την εντολή. Ταλαντευόμενος πραγματικά πάνω στα μαδέρια των κυρίως κουπιών για να μη χάσει την ισορροπία του, γύρισε το πλοίο προς τα αριστερά για να συνοδεύσει την κίνηση της τριήρους στο κύτος της οποίας είχε γαντζωθεί το έμβολό τους. Σε αντίθετη περίπτωση, η πλευρική στρέψη θα μπορούσε να τους κοστίσει το έμβολο ή ακόμα και να κάνει ζημιά σε όλη την πρύμνη και να τους ανοίξει κανένα ρήγμα. Για μερικά δευτερόλεπτα τα δύο πλοία κινήθηκαν ταυτόχρονα, σαν δυο εραστές που χορεύουν. Οι άνδρες της φοινικικής τριήρους έριξαν στην Αρτεμισία γάντζους για ρεσάλτο για να μην απομακρυνθεί, γιατί ο μοναδικός τρόπος να γλιτώσουν το ναυάγιο ήταν να πάρουν το πλοίο του εχθρού. Οι οπλίτες και οι ναύτες
έσπευσαν να κόψουν τις θηλιές με σπαθιά, μαχαίρες, ακόμα και με τις αιχμές των δοράτων. Ένας γιγαντόσωμος Πέρσης πολεμιστής ξεπρόβαλε στο κατάστρωμα, που ξεπερνούσε το ελληνικό σε ύψος κατά τουλάχιστον ενάμισι μέτρο, κι εκσφενδόνισε μια πέτρα που θα ζύγιζε τουλάχιστον ένα τάλαντο. Η πέτρα έσπασε το πόδι ενός οπλίτη, άνοιξε ένα ρήγμα στο κατάστρωμα της πλώρης και χάθηκε από τα μάτια τους. Ο Θεμιστοκλής φοβήθηκε ότι είχε κάνει ζημιά στη χαμηλότερη θέση, των θαλαμιτών, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνη την ώρα. Ενώ οι οπλίτες λόγχιζαν κι έριχναν στο νερό τον εχθρό που είχε πέσει στο κατάστρωμα, εκείνος διέταξε: «Όπισθεν!» Οι κωπηλάτες έχωσαν πάλι τα κουπιά στο νερό κι έσπρωξαν προς τα πίσω για να απομακρυνθούν από το πλοίο του εχθρού. Εκείνη τη στιγμή ένας πολεμιστής με ένα πλούσιο καφτάνι που τον χαρακτήριζε ως Πέρση ευγενή τέντωσε το τόξο και του έριξε ένα βέλος φωνάζοντας: «Θεμιστοκλή!» Σαν είδε τη λάμψη της μεταλλικής αιχμής, τράβηξε το πρόσωπό του καθαρά από αντανακλαστική κίνηση. Το βέλος σκλήρισε σαν χτύπησε στην περικεφαλαία του. Ο Θεμιστοκλής δε γνώριζε εκείνο τον ευγενή, μα, το δίχως άλλο, οι εχθροί αναγνώριζαν τη σημαία του πλοίου του, ίσως ακόμα και το θυρεό της ασπίδας του, τον μαύρο δράκοντα που είχε σταματήσει τον Ξέρξη στον Μαραθώνα. Ο Πέρσης γίγαντας που είχε πετάξει την πέτρα εκσφενδόνισε άλλη μία προς την Αρτεμισία, αλλά δε βρήκε στόχο, γιατί οι δύο τριήρεις είχαν αρχίσει να απομακρύνονται. Ο Φειδιππίδης έριξε ένα βέλος που διέσχισε σφυρίζοντας τα τριάντα πέντε μέτρα του διαδρόμου της Αρτεμισίας και καρφώθηκε στο μέτωπο του Πέρση· εκείνος έκανε μια στροφή στο κιγκλίδωμα του πλοίου, έπεσε βαρύς στο νερό και βυθίστηκε. «Καλό σημάδι!» είπε ο Θεμιστοκλής στον αγγελιαφόρο. Εκείνη τη στιγμή διαπίστωσαν ότι το ρήγμα που είχαν ανοίξει στο κύτος του εχθρικού πλοίου ήταν κάτω από τη γραμμή πλεύσης. Το νερό άρχισε να μπαίνει σαν χείμαρρος και η τριήρης έγειρε προς τα
αριστερά. Οι κραυγές πανικού των κωπηλατών έφτασαν στα αυτιά τους ακόμα και μέσα από τα ξύλα. «Διόρθωσε προς τα δεξιά!» διέταξε ο Θεμιστοκλής. Μπροστά τους είχαν ένα ακόμα φοινικικό πλοίο, που, μην έχοντας τόσο χώρο για να κινηθεί, μόλις είχε αρχίσει να στρίβει και τους πρόσφερε το πλευρό του, ακόμα πιο ανυπεράσπιστο και από εκείνο της μαύρης τριήρους. Η Αρτεμισία άφησε πίσω το πρώτο θύμα της, εγκαταλείποντάς το στην τύχη του, κι έβαλε πλώρη για το δεύτερο. Οι οδηγίες του Θεμιστοκλή σε όλους τους τριηράρχους του στόλου ήταν αυστηρότατες. Δε θα έκαναν ρεσάλτο εκτός και αν ήταν αναπόφευκτο, επειδή υστερούσαν σε νούμερο και κανείς δεν έπρεπε να χάσει το χρόνο του ρυμουλκώντας εχθρικά ναυάγια ως τρόπαια. Έπρεπε να σκεφτούν ότι έμοιαζαν με σφήκες: δουλειά τους ήταν να χώσουν το κεντρί ξανά και ξανά για να σπείρουν το χάος στο στόλο του εχθρού. Μόλις είχαν προλάβει να πάρουν φόρα, μα η ταχύτητα που είχαν αναπτύξει ήταν αρκετή για να σαρώσουν με το έμβολο κάμποσα κουπιά στην πρύμνη και να ξεριζώσουν το αριστερό κουπί του πηδαλίου του εχθρικού πλοίου. Ο Θεμιστοκλής διέταξε να κάνουν όπισθεν και κοίταξε δεξιά κι αριστερά για να διαπιστώσει αν είχαν κοντά τους άλλα ελληνικά πλοία. Το θέμα δεν ήταν να διεισδύσουν στον εχθρικό σχηματισμό μόνοι τους, ούτε να κερδίσουν εκείνη τη μάχη χωρίς βοήθεια, αλλά να δράσουν συντονισμένα με το μέτωπο της μοίρας τους. Η ιδέα του ήταν να μιμηθούν τον ξυλουργό που λειαίνει το ξύλο βγάζοντας το ροκανίδι το ένα στρώμα μετά το άλλο. Κι αυτό το ροκανίδι ήταν τα πλοία του εχθρού.
Βασιλικό παρατηρητήριο Αντί για σφήκες, στα μάτια του Μαρδόνιου τα ελληνικά πλοία έμοιαζαν περισσότερο με σμάρι από ψάρια του γλυκού νερού, μικροσκοπικά και αδηφάγα, που τσιμπούσαν τη μεγάλη, συμπαγή μάζα του περσικού στόλου, έκοβαν μια δαγκωνιά και οπισθοχωρούσαν για να ορμήσουν και να ξαναδαγκώσουν. Πίσω από τις πρύμνες του εχθρού έμενε πάνω από ένα χιλιόμετρο ελεύθερων νερών. Η μάχη διεξαγόταν κοντά στην ακτή της ενδοχώρας, σε μια στενή ζώνη με πλάτος τριακόσια ή τετρακόσια μέτρα. Κάτω από την πορφυρή τέντα είχε πέσει μια τεταμένη σιωπή, την οποία έσπαζαν μόνο περιστασιακοί ψίθυροι. Όλοι είχαν αντιληφθεί την οργή του Μεγάλου Βασιλιά, την ένιωθαν στον αέρα σαν την καυτερή δόνηση που προηγείται της καταιγίδας και κανείς δεν τολμούσε να υψώσει τη φωνή. Από το πεδίο της μάχης έφτανε στα αυτιά τους ένα εκκωφαντικό κουβάρι από τριξίματα, ο ήχος από σάλπιγγες και κέρατα, ένας διαρκής, χαοτικός παφλασμός και, το κυριότερο, κραυγές. Χιλιάδες κραυγές αγωνίας, διαταγών, πόνου, αψηφισιάς, θριάμβου. Στο βόρειο τμήμα του στενού, στα δεξιά του Μαρδόνιου, δεκαπέντε με είκοσι πλοία της πρώτης φοινικικής μοίρας είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από την αθηναϊκή επίθεση και τώρα σχημάτιζαν ένα μεγάλο τόξο προς τα αριστερά. Μάλλον σκόπευαν να πλησιάσουν τη Σαλαμίνα για να γυρίσουν τελικά σε κύκλο, να επιτεθούν στους Έλληνες από την οπισθοφυλακή και να ανακουφίσουν έτσι την πίεση που δέχονταν οι σύντροφοί τους. Εκείνα όμως που εδώ και αρκετή ώρα είχαν στρίψει εντελώς ήταν τα πλοία των Κορινθίων, τα ίδια που σύμφωνα με τον προδότη επρόκειτο να το σκάσουν προς τα Μέγαρα. Με τα πανιά κατεβασμένα και τα κατάρτια γυμνά, είχαν αρχίσει την πορεία για το νότο πρόσω ολοταχώς, έχοντας ξεχάσει τον μεγαλόπρεπο ρυθμό της υποτιθέμενης φυγής τους. Η επίθεσή τους βρήκε τον περσικό
στολίσκο από την αριστερή πλευρά. Ο γραμματέας που κρατούσε τον μαγικό σωλήνα μόρφασε κι έσκυψε πάνω από τον Ξέρξη για να του πει: «Μεγαλειότατε, το πλοίο του ναυάρχου Αριαβίγνη δέχτηκε επίθεση και τώρα βυθίζεται». Ο Ξέρξης κούνησε ανεπαίσθητα το πιγούνι. Ο Αριαβίγνης ήταν ετεροθαλής αδελφός του, γιος του Δαρείου από την πρώτη του γυναίκα. Δεν ήταν η πρώτη απώλεια για την οποία τον πληροφορούσε ο παρατηρητής, ήταν όμως η πιο σημαντική. «Κοίταξε προς την είσοδο του στενού και πες μου τι συμβαίνει», τον διέταξε ο Μαρδόνιος. Ο παρατηρητής έστρεψε το σωλήνα προς ανατολάς και άρχισε να περιγράφει όσα έβλεπε. Τα πλοία από την Καρία, την Κιλικία και την Κύπρο είχαν ήδη μπει στο στενό, μαζί με την Καλλιστώ της Αρτεμισίας. Πίσω τους, ανάμεσα στην Κυνόσουρα και στην Ψυττάλεια, είχαν μείνει γύρω στις εκατόν πενήντα τριήρεις από τις πόλεις και τα νησιά της Ιωνίας μαζί με άλλα στρατεύματα. Ο Μαρδόνιος έσκυψε πάνω απ’ τον Ξέρξη και του είπε στο αυτί: «Μεγαλειότατε, δώσε εντολή στους Ίωνες να υποχωρήσουν και να αφήσουν ελεύθερη την έξοδο από το στενό. Έτσι, θα μπορέσουμε να βγάλουμε το στόλο από την παγίδα χωρίς πολλές απώλειες». «Όχι», απάντησε ο Μεγάλος Βασιλιάς χωρίς να τραβά τα μάτια από το θέαμα που διαδραματιζόταν για χάρη του. Ο Μαρδόνιος ήξερε ότι υπερέβαινε τα όρια, μα έβλεπε ότι εκείνη τη στιγμή κινδύνευε ολόκληρος ο περσικός στόλος. «Μεγαλειότατε, αν οι Ίωνες μπουν στο στενό, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να χειροτερέψουν την κατάσταση». Ο Ξέρξης γύρισε τη ματιά προς το μέρος του. Για μια στιγμή τα μαύρα μάτια του άστραψαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ύστερα ανέκτησε τον έλεγχο, ή ίσως θυμήθηκε ότι ο ίδιος και ο Μαρδόνιος ήταν φίλοι από παιδιά. «Τα στρατεύματα των Αχαιμενιδών δεν υποχωρούν ποτέ. Ο στόλος μου θα τους λιώσει σαν κουνούπι καθαρά και μόνο με τη δύναμη του αριθμού του».
Αυτό ήταν περισσότερο θέληση κι επιθυμία παρά εξυπνάδα, μα ο Μαρδόνιος έσφιξε τα δόντια και σώπασε. Η μάχη συνεχιζόταν με παραπλανητικά αργό ρυθμό. Από μακριά τα πλοία έμοιαζαν μικρά και οι κινήσεις τους νωθρές, ο Μαρδόνιος όμως ήξερε ότι εκεί κάτω τα πράγματα φαίνονταν και βιώνονταν πολύ διαφορετικά και ότι τα πάντα εξελίσσονταν με μια ταχύτητα που μετά βίας άφηνε χρόνο για αντιδράσεις. Αφού δεν έλαβαν σήμα για το αντίθετο, οι μοίρες της οπισθοφυλακής μπήκαν στον όρμο, χειροτερεύοντας την κατάσταση. Με τις πλώρες τους στην πραγματικότητα έσπρωχναν τα πλοία που είχαν μπροστά τους, μια κίνηση που μεταδόθηκε μέχρι την περιοχή της Μικρής Φαρμακούσας. Εκεί όμως, στα πόδια του θρόνου του Ξέρξη, είχε προκληθεί ένας τερατώδης συνωστισμός από πλοία. Τα κουπιά των περσικών τριήρεων χτυπούσαν το ένα το άλλο και μερικά συγκρούονταν με τα έμβολα, γιατί δεν είχαν ούτε τον ελάχιστο χώρο που χρειάζονταν για να κινηθούν. Βλέποντας εκείνη την εικόνα του συνωστισμού και της αταξίας, ο Μαρδόνιος θυμήθηκε τα ποτάμια της Μακεδονίας, όπου οι ξυλοκόποι από τα βουνά έριχναν τους φρεσκοκομμένους κορμούς στο νερό για να τους μεταφέρει ως τη θάλασσα η δύναμη του ρεύματος. Στην πραγματικότητα μόνο ένα μέρος των πλοίων εμπλεκόταν στη μάχη: εκείνα που καταλάμβαναν το δυτικό άκρο της παράταξης. Τα υπόλοιπα είχαν κολλήσει ανάμεσα στις τριήρεις που είχαν δεχτεί επίθεση και στην απόκρημνη ακτή χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους για να δεχτούν το πλήγμα του εχθρού. Ελάχιστοι τριήραρχοι, πιο τολμηροί ή πιο έμπειροι, είχαν καταφέρει να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στις εχθρικές γραμμές και να φτάσουν σε πιο ανοιχτά νερά· μάλιστα μερικοί είχαν κατορθώσει να βυθίσουν ή να αιχμαλωτίσουν κάποια ελληνικά πλοία. Για όλα αυτά πληροφορούσε τον Ξέρξη ο παρατηρητής, ενώ ο βασιλικός γραμματέας κρατούσε σημειώσεις για να ανταμείψει εκείνους τους άνδρες σε περίπτωση που έβγαιναν ζωντανοί. Μερικά φοινικικά πλοία, σπρωγμένα από τα δικά τους, κατέληξαν
να εξοκείλουν στην ακτή. Τα πληρώματα κατέβηκαν στην ξηρά και σήκωσαν τα χέρια στον ουρανό κατηγορώντας και αναθεματίζοντας. Υπακούοντας σε ένα σήμα του Ξέρξη, ο Μαρδόνιος διέταξε τους άνδρες της Σπάντα να υποχρεώσουν εκείνους τους άνδρες να επιβιβαστούν ξανά και να επιστρέψουν στη μάχη, γιατί αλλιώς θα τους εκτελούσαν. Σε λίγο παρουσιάστηκαν ενώπιον του βασιλιά κάμποσοι Φοίνικες τριήραρχοι και αξιωματούχοι τους οποίους οι στρατιώτες δεν είχαν τολμήσει να σκοτώσουν και είπαν χειρονομώντας και φωνάζοντας: «Οι Ίωνες μας πρόδωσαν, Μεγαλειότατε! Μας επιτίθενται!» «Σιωπή!» φώναξε ο Μαρδόνιος και διέταξε μερικούς ακοντιστές να τους πάρουν από εκεί. Εννοείται πως δεν μπορούσε να τους εξηγήσει ότι οι Ίωνες δεν προκαλούσαν ζημιές στα φοινικικά πλοία με τη θέλησή τους αλλά από την τυφλή επιμονή του Ξέρξη. Εκείνη τη στιγμή ο παρατηρητής τούς πληροφόρησε ότι ένα ιωνικό πλοίο, από το νησί της Σαμοθράκης, είχε μόλις βυθιστεί από μια εχθρική τριήρη. Μα όσοι βρίσκονταν στο κατάστρωμα, περισσότεροι από τους Έλληνες οπλίτες, είχαν καταφέρει να σκαρφαλώσουν στο πλοίο που τους είχε βυθίσει και να το πάρουν στην κατοχή τους. «Αυτοί οι ήρωες είναι οι προδότες, σύμφωνα με τα όσα λέτε», είπε ο Υδάρνης, που ένιωθε βαθιά περιφρόνηση για τους Φοίνικες. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είπε κάτι χαμηλόφωνα. Ο Μαρδόνιος έσκυψε για να ακούσει την εντολή του και ύστερα διέταξε τους ακοντιστές: «Πάρτε τους από δω και αποκεφαλίστε τους». Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τον Ευφορίωνα. Δύο μεγαλόσωμοι αρστίκα είχαν ακινητοποιήσει τον Αθηναίο πιάνοντάς τον από τα μπράτσα κι εκείνος έστριβε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά σαν δαιμονισμένος. Χωρίς να περιμένει οδηγίες από τον Ξέρξη, ο Μαρδόνιος τον πλησίασε, τον έπιασε από το πιγούνι και τον ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια. Παρόλο που ήταν δυνατός άνδρας, χρειάστηκε και τα δύο χέρια για να τον ακινητοποιήσει, γιατί τα σπασμωδικά τραντάγματα του Αθηναίου ήταν πολύ βίαια.
«Σκουλήκι! Τόλμησες να προδώσεις το Βασιλέα των Βασιλέων. Όσες ζωές κι αν έχεις, δε θα σου φτάσουν για να πληρώσεις το έγκλημά σου». «Σε παρακαλώ, κύριε! Πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος! Ο Θεμιστοκλής με ξεγέλασε! Ξέρεις ότι είναι άνθρωπος ύπουλος και πονηρός!» «Μπορεί να είναι, κι εσύ, αντίθετα, να μην είσαι παρά ένας φτωχός ανόητος. Σε διαβεβαιώνω όμως ότι δεν πρόκειται να ξανακουνήσεις ποτέ την ηλίθια κεφάλα σου». «Σε ικετεύω, κύριε! Μη βάλεις να με αποκεφαλίσουν!» «Ποιος είπε ότι θα σε αποκεφαλίσουν;» Επιτέλους τον άφησε. Ο Αλκμεωνίδης κούνησε το κεφάλι στο πλάι με τόση δύναμη ώστε το τρίξιμο από τους σπονδύλους του ακούστηκε σαν ξύλο που γίνεται κομμάτια. «Πηγαίνετέ τον στο δήμιο της Ασσούρ. Θέλω να τον παλουκώσει καλά, ώσπου η άκρη του πασσάλου να βγει από το στόμα του. Ή μάλλον όχι! Καλύτερα πείτε του να μην τον καρφώσει τόσο βαθιά. Θέλω να βάλει όλη τη μαστοριά του. Αν αυτός ο άνθρωπος κάνει λιγότερες από τρεις ημέρες να πεθάνει, ορκίζομαι ότι εγώ ο ίδιος θα κόψω τα χέρια του δήμιου. Πάρτε τον από μπροστά μου!» Οι ακοντιστές πήραν τον Ευφορίωνα υπό τον ήχο μιας στριγκλιάς που δεν έμοιαζε να βγαίνει από ανθρώπινο λαρύγγι. Αφού ξέσπασε λιγάκι την απογοήτευσή του, ο Μαρδόνιος επέστρεψε στη θέση του κοντά στον Μεγάλο Βασιλιά. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό και κόντευε να φτάσει στο ζενίθ του. Βλέποντας ότι η κατάσταση δε βελτιωνόταν, ο παρατηρητής προσπαθούσε να κατευνάσει το θυμό του Ξέρξη λέγοντάς του καλά νέα. «Η Αρτεμισία μόλις βύθισε ένα πλοίο, Μεγαλειότατε. Οι οπλίτες και οι τοξότες της έχουν βαλθεί να σκοτώνουν τους εχθρούς μέσα στο νερό σαν να ήταν τόνοι». «Είσαι σίγουρος ότι είναι αυτή;» ρώτησε ο Μαρδόνιος. «Μάλιστα, κύριε. Το λάβαρό της έχει μια λευκή αρκούδα σε κόκκινο φόντο».
Για πρώτη φορά σε όλη τη μάχη ο Ξέρξης σήκωσε τη φωνή και είπε: «Αχ! Οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες!»
Τ ριήρης Καλλιστώ Εκείνο που είχε συμβεί δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχε δει ή είχε νομίσει ότι είχε δει ο βασιλικός παρατηρητής. Έκρυβε πάντως ένα μέρος της αλήθειας, γιατί η Αρτεμισία είχε βυθίσει μια τριήρη με το έμβολο του πλοίου της. Η Καλλιστώ και οι άλλες τέσσερις τριήρεις της Αλικαρνασσού είχαν αποπλεύσει πολύ πριν από το ξημέρωμα. Είχαν φύγει σχεδόν μέσα στο σκοτάδι, γιατί εκείνη την ώρα ο ουρανός είχε ακόμη ξέφτια από σύννεφα που αποκάλυπταν κάπου κάπου την πανσέληνο. Έφυγαν από το Φάληρο προσπαθώντας να κάνουν όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, δίνοντας το ρυθμό της κωπηλασίας με πέτρες και απειλώντας με βασανισμό όποιον τολμούσε να σπάσει την πειθαρχία της σιωπής. Σαν έφτασαν στο ύψος της Ψυττάλειας, κοντοστάθηκαν ακολουθώντας τις εντολές του Μαρδόνιου και για πάνω από δύο ώρες παρέμειναν προστατευμένοι πίσω από τη νησίδα, χρησιμοποιώντας τα κουπιά μόνο για να διατηρούν τη θέση τους. Στην Ψυττάλεια υπήρχαν πεντακόσιοι στρατιώτες, κουλουριασμένοι στην ανατολική πλευρά ώστε να μη φανούν από τη Σαλαμίνα και προδοθούν. Τουλάχιστον εκεί θα μπορούσαν να κοιμηθούν, ακόμα κι αν ήταν πάνω σε μυτερά βράχια. Οι κωπηλάτες, αντίθετα, ήταν αναγκασμένοι να τραβούν κουπί μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή και να υπομένουν την υγρή ζέστη της νύχτας, η οποία μέσα στα αμπάρια γινόταν ακόμα πιο ανυπόφορη. Όταν ο ουρανός, που σιγά σιγά είχε αρχίσει να καθαρίζει από τα σύννεφα, πήρε να γκριζάρει, ο στόλος ξεκίνησε την πορεία του. Δε χρειάζονταν εντολές. Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Η κίνηση ξεκίνησε στο δεξί άκρο, εκεί όπου είχε παραταχθεί η μοίρα του ναυάρχου Αριαβίγνη. Το μόνο που είχαν να κάνουν οι υπόλοιπες τριήρεις ήταν να περιμένουν να φύγουν οι τρεις τριήρεις στα δεξιά τους, να τοποθετήσουν την πλώρη τους πίσω από αυτές και να τις
ακολουθήσουν στο εσωτερικό του στενού, όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή. Έπλεαν τόσο αργά ώστε η Αρτεμισία θα μπορούσε να προσπεράσει την Καλλιστώ κολυμπώντας. Σταματούσαν διαρκώς και κωπηλατούσαν προς τα πίσω για να μην πέσουν πάνω στις τριήρεις που είχαν μπροστά τους. Είχε ξημερώσει όταν τα πέντε πλοία της Αρτεμισίας άφησαν πίσω το ύψωμα της Κυνόσουρας. Εδώ και μία ώρα φυσούσε στην πρύμνη ένας αέρας που σήκωνε θάλασσα και τους δυσκόλευε· την ίδια στιγμή σχεδόν άκουγαν τον αχό της μάχης. Η Αρτεμισία δε γνώριζε τι συνέβαινε μπροστά τους, μα ο καπετάνιος της, ο Διογένης, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. «Το σχέδιο του Ξέρξη άρχισε τελικά να πιάνει, κυρά», είπε σχεδόν στενάχωρος. «Το μόνο που ξέρουμε εμείς οι Έλληνες είναι να το βάζουμε στα πόδια και να προδίδουμε ο ένας τον άλλο. Είμαστε καταδικασμένοι να μας κυβερνούν άλλοι». Ωστόσο, λίγο αργότερα άκουσαν τον παιάνα, συνοδευόμενο από πολεμικά σαλπίσματα. Δεν έμοιαζε με την απελπισμένη κραυγή εκείνου που πιάστηκε πάνω στη φυγή, αλλά με το αποφασισμένο τραγούδι κάποιου που ορμά σε οργανωμένη επίθεση. Παρότι η διείσδυση είχε ξεκινήσει οργανωμένα, τώρα είχαν στα αριστερά τους κάμποσα κυπριακά πλοία, που δεν έπρεπε να βρίσκονται εκεί και που δεν άφηναν την Αρτεμισία να δει τι συνέβαινε. Έβγαλε την πανοπλία για να απαλλαγεί από το βάρος και σκαρφάλωσε στην κουπαστή. Από εκεί, σε ύψος περίπου τεσσάρων μέτρων πάνω από το κατάστρωμα, κατάφερε να δει το θέαμα της μάχης. Τ ρόμαξε με όσα είδε. Στα αριστερά της Καλλιστούς έπλεαν πράγματι τρεις τριήρεις του περσικού στόλου. Μα εκείνη που βρισκόταν πιο μακριά μόλις είχε δεχτεί επίθεση από ένα ελληνικό πλοίο. Με την ευκαιρία κοίταξε γύρω της. Η κατάστασή τους ήταν πολύ δυσάρεστη. Δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα πλοία που τους επιτίθονταν γιατί τους εμπόδιζαν οι κυπριακές τριήρεις. Δεν μπορούσαν να γυρίσουν προς τα δεξιά γιατί έτσι θα ανάγκαζαν τα
άλλα δύο πλοία τους να τσακιστούν στα βράχια της ακτής. Δεν μπορούσαν ούτε να κάνουν μεταβολή και να βγουν από το στενό, γιατί τους ακολουθούσαν εκατοντάδες ακόμα πλοία. Η μόνη λύση ήταν να συνεχίσουν προς το μέτωπο, μα η κατάσταση εκεί, έτσι όπως την έβλεπε, δεν έδειχνε πολύ καλύτερη. Καλά έκανα που δεν είχα εμπιστοσύνη στον Θεμιστοκλή, σκέφτηκε.
Τα πράγματα δε βελτιώνονταν όσο προχωρούσε η μέρα. Έπειτα από τόσες ώρες κωπηλασίας, και παρότι ο ρυθμός ήταν τόσο αργός, οι άνδρες στο αμπάρι ήταν πολύ κουρασμένοι και δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να συντονίσουν τις κινήσεις τους. Αναγκάζονταν διαρκώς να ελαττώνουν ταχύτητα και να κωπηλατούν προς τα πίσω για να μην πέσουν πάνω στα πλοία που είχαν μπροστά τους, αλλά και να χρησιμοποιούν πασσάλους για να σταματούν τα πλοία που τους ακολουθούσαν. Και όλα αυτά υπό τον ήχο των κραυγών και των απειλών από το ένα πλοίο στο άλλο. Τα ίδια τα μέλη του στόλου του Μεγάλου Βασιλιά έδειχναν να έχουν μετατραπεί σε εχθρούς. Ο συνδυασμός του ανέμου με την εγγύτητα της ακτής δημιουργούσε ένα είδος δίνης που τους παράσερνε προς την όχθη, εντεινόμενη από την πίεση της ελληνικής επίθεσης από την άλλη πλευρά. Σαν είδαν ότι οι σύντροφοί τους έσπρωχναν προς την ακτή, τα πληρώματα των πλοίων στο δεξί πλευρό του στόλου άρχισαν να προσπαθούν να κάνουν χώρο με μανούβρες προς τα αριστερά κι έτσι κάπου κάπου τα κουπιά μπλέκονταν, χτυπούσαν μεταξύ τους και προκαλούσαν συγκρούσεις ή ακόμα και φιλονικίες ανάμεσα στα πλοία. Η Αρτεμισία είχε τοποθετήσει έναν μόνιμο παρατηρητή, μα κάθε τόσο ανέβαινε η ίδια στην κουπαστή κι εξέταζε την κατάσταση. Θα είχαν διανύσει το πολύ ένα χιλιόμετρο μέσα στο στενό. Ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στο κέντρο του πορθμού τα πλοία των Ελλήνων κινούνταν όπως τους έκανε κέφι, εναλλασσόμενα στις γραμμές τους
για να επιτίθενται στις τριήρεις της αριστερής πτέρυγας των Περσών. Σαν έφτασαν στα νερά όπου δρούσε ο αθηναϊκός στόλος, το τελευταίο κυπριακό πλοίο που κάλυπτε την αριστερή τους πλευρά βυθίστηκε, έχοντας δεχτεί επίθεση από μια εχθρική τριήρη. Άξαφνα η Καλλιστώ βρέθηκε με το αριστερό πλευρό ανυπεράσπιστο, αν και σε αντάλλαγμα είχε κερδίσει χώρο για να κινηθεί. Ένα ελληνικό πλοίο τούς πλησίαζε αναζητώντας την πρύμνη τους. Ήταν αδύνατον να διαφύγουν προς τα δεξιά γιατί τους εμπόδιζε η μάζα των συμμαχικών πλοίων. «Όλο αριστερά, Διογένη!» Αν και οι μύες τους είχαν πιαστεί ύστερα από τόσες ώρες αργής κωπηλασίας, οι άνδρες της Καλλιστούς, που ήταν οι καλύτεροι του στολίσκου της Αλικαρνασσού και ήξεραν ότι από εκείνους εξαρτιόταν η ζωή της βασίλισσάς τους, έπιασαν το ρυθμό της μάχης μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Εκείνη τη στιγμή η Αρτεμισία χάρηκε για την απόφαση που είχε πάρει πριν επιβιβαστεί. Επειδή δε συνεισέφερε στο στόλο μόνο πλοία αλλά και στρατιώτες, δεν την είχαν υποχρεώσει να μεταφέρει πεζικό Περσών. Έτσι, είχε μπορέσει να αποφασίσει η ίδια πόσους άνδρες θα έπαιρνε στο κατάστρωμα. Σε μερικά φοινικικά πλοία είχε δει σαράντα, ως και πενήντα πολεμιστές, μια δύναμη εκπληκτική αν τους δινόταν η ευκαιρία για ρεσάλτο. Εκείνη όμως δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να αφήσει κάποιο πλοίο να την πλευρίσει. Με δώδεκα οπλίτες και τέσσερις τοξότες στο κατάστρωμα, η Καλλιστώ ήταν πολύ πιο γρήγορη. Απέφυγαν το έμβολο του εχθρικού πλοίου για μόλις δύο μέτρα. Μετά, ύστερα από μιαν απότομη παρέκκλιση προς τα αριστερά, βρέθηκαν με την πλώρη να δείχνει προς τη Σαλαμίνα. Δύο αθηναϊκές τριήρεις έρχονταν καταπάνω τους. Δεν τους χώριζαν ούτε δέκα μέτρα. Υπολόγισε το χώρο των κουπιών και είδε ότι ήταν αδύνατον να περάσουν. Η Αρτεμισία έβλεπε τους οπλίτες πίσω από τα παραπετάσματα της πλώρης να την κοιτούν με τόση εχθρότητα όση είχαν και τα μάτια που ήταν ζωγραφισμένα στα πλοία τους. Ποια από τις δύο τριήρεις έπρεπε να διαλέξει;
«Αριστερά!» Αμέσως μόλις το είπε, συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Ο Διογένης γύρισε απότομα το πλοίο για να επιτεθεί στη μάσκα της τριήρους που είχαν στα αριστερά τους, μα ο άνεμος και η θάλασσα μείωσαν τη γωνία της επίθεσης. Έχοντας καταλάβει ότι το χτύπημά τους δε θα έβρισκε στόχο, η Αρτεμισία διέταξε: «Δεξιά! Μαζέψτε τα κουπιά στα αριστερά!» Ο κελευστής μετέφερε την εντολή στους άνδρες του, ενώ ο Διογένης πάσχιζε να διορθώσει την πορεία. Εκείνη η κίνηση ήταν πολύ περίπλοκη, γιατί όταν τραβούσαν τα κουπιά μέσα στο πλοίο οι άνδρες έπρεπε να κατευθύνουν τις λαβές με κλίση και να προσέξουν να μη χτυπήσουν τους συντρόφους που κωπηλατούσαν από την άλλη πλευρά. Η Αρτεμισία άκουσε κραυγές από το αμπάρι και φαντάστηκε ότι κάποιος θα είχε σπάσει κάποιο δόντι. Ωστόσο τα κουπιά εξαφανίστηκαν από τα ανοίγματα πάνω στην ώρα. Το κύτος της Καλλιστούς χτύπησε τα αριστερά κουπιά του εχθρικού πλοίου. Σαν δέχτηκαν τη σύγκρουση, διπλώθηκαν σε αδύνατες γωνίες και άρχισαν να σπάζουν με ένα εκκωφαντικό τρίξιμο. Όταν τα πλοία διασταυρώθηκαν, οι στρατιώτες άρχισαν να πετούν βέλη, δόρατα, ακόμα και πέτρες που είχαν φορτώσει στο κατάστρωμα. Πέρασαν όμως τόσο γρήγορα το ένα πλάι στο άλλο, ώστε μετά βίας πρόλαβαν να ανταλλάξουν μια ομοβροντία και δεν τραυματίστηκε κανείς. Ή τουλάχιστον πάνω στο κατάστρωμα. Το δίχως άλλο, στη θέση των θαλαμιτών του εχθρικού πλοίου το σπάσιμο των κουπιών θα είχε προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς στους άνδρες που τα χειρίζονταν. Μόλις άφησε πίσω το πλοίο του εχθρού, η Καλλιστώ εκμεταλλεύτηκε την ορμή της κίνησης και συνέχισε να στρίβει προς τα αριστερά. Προς τα πού έπρεπε να στρίψει; Τ ώρα πια δεν υπήρχαν τακτικές, σχέδια και στρατηγικές· κάθε πλοίο του περσικού στόλου προσπαθούσε να γλιτώσει όπως μπορούσε. Εκείνη τη στιγμή το πιο λογικό ήταν να βάλουν πλώρη για την Κυνόσουρα και να βγουν από τη στενωσιά.
Θυμήθηκε τη νύχτα στον Μαραθώνα, όταν είχε σκοτώσει τον απεσταλμένο του Πατικάρα χώνοντάς του στο αυτί τη φουρκέτα που είχε στα μαλλιά της. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ήταν υποχρεωμένη να αυτοσχεδιάσει και να παραβεί μερικούς κανόνες. «Διογένη, κάνε αυτό που θα σου πω!» «Τ ι σκοπό έχεις, κυρά;» «Να βγούμε ζωντανοί από εδώ! Κάνε ό,τι σε διατάξω!» Έπλεαν σχεδόν παράλληλα και προς την ίδια κατεύθυνση με τα πλοία που τους επιτίθονταν. Εκείνη τη στιγμή η Αρτεμισία είδε το πλευρό ενός πλοίου από τη Λυκία που είχε πιαστεί πλώρη με πλώρη με μια αθηναϊκή τριήρη και θυμήθηκε το λάβαρό του. Ήταν η ναυαρχίδα του Δαμασίθυμου, του βασιλιά των Καλυνδίων. Εκείνος ο άνδρας την είχε προσβάλει στο πολεμικό συμβούλιο μόλις πριν από λίγες ώρες. Στο πλοίο του υπηρετούσε ως οπλίτης ο Αισχίνης από την Ερέτρια. Δε χρειαζόταν άλλη δικαιολογία. «Εμβόλισέ τον στην πρύμνη, Διογένη». Ο καπετάνιος γύρισε να την κοιτάξει. «Μα, κυρά...» «Θέλεις να ξαναδείς τη γυναίκα και τα παιδιά σου; Αν ναι, πρέπει να κάνουμε ότι είμαστε Αθηναίοι». Ο Διογένης το σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο μόνο και ύστερα έκανε την κίνηση που του είχε υποδείξει η Αρτεμισία. Οι κωπηλάτες δεν μπορούσαν να ξέρουν προς τα πού κατευθυνόταν το έμβολο της Καλλιστούς, ωστόσο οι στρατιώτες και το πλήρωμα του καταστρώματος το κατάλαβαν και την κοίταξαν σαστισμένοι. Η Αρτεμισία σηκώθηκε όρθια και φώναξε δυνατά, για να ακουστεί μέσα στον αχό της μάχης: «Θέλετε να βγείτε ζωντανοί ή όχι;» Δίστασαν για μια στιγμή. Μα, όταν ο πιο βετεράνος ανάμεσά τους φώναξε «Ναι», οι υπόλοιποι τον συνόδευσαν: Αλικαρνασσείς και Λύκιοι είχαν περισσότερα να χωρίσουν παρά να μοιραστούν. Πάντως η γνώμη των στρατιωτών δεν είχε πια καμία σημασία, γιατί η Καλλιστώ κατευθυνόταν πρόσω ολοταχώς προς το πλευρό της τριήρους του Δαμασίθυμου και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ενώ στις πλώρες των πλοίων που είχαν γαντζωθεί το ένα με το
άλλο Λύκιοι και Αθηναίοι πολεμούσαν με τα δόρατα και προσπαθούσαν να κάνουν ρεσάλτο ο ένας στο πλοίο του άλλου, ο Δαμασίθυμος στράφηκε προς την Αρτεμισία και φώναξε κάτι από τη θέση του τριηράρχου, μα εκείνη δεν τον άκουσε. Στο πλάι του έστεκε ο Αισχίνης, με την αρματωσιά του οπλίτη μα χωρίς να παίρνει μέρος στη μάχη που γινόταν στην πλώρη. Το έμβολο της Καλλιστούς χτύπησε τη μάσκα σχεδόν σε ορθή γωνία. Η Αρτεμισία λύγισε τα γόνατα για να απορροφήσει τη σύγκρουση. Ύστερα άρπαξε τα όπλα κι έτρεξε μπροστά. Αν ήθελε να βγει ζωντανή από εκεί, ήταν προφανές ότι ο Δαμασίθυμος και ο Αισχίνης έπρεπε να πεθάνουν. «Σκοτώστε τους!» διέταξε τους άνδρες της ενώ έτρεχε προς την πλώρη. Οι άνδρες του πλοίου από τη Λυκία είχαν εμπλακεί σε μάχη με τους Αθηναίους, και εξάλλου η σύγκρουση είχε ρίξει κάμποσους στο νερό. Μόνον ο πηδαλιούχος και μερικοί ναύτες έτρεξαν να βοηθήσουν τον Δαμασίθυμο, που ήταν τόσο παχύς ώστε όχι μόνο κινούνταν σαν χελώνα, αλλά πρόσφερε στα βέλη τη διπλάσια επιφάνεια απ’ ό,τι ένας κανονικός άνθρωπος. Τα βέλη των τεσσάρων τοξοτών της Καλλιστούς βρήκαν το στόχο τους, ο Δαμασίθυμος έπεσε στο ξύλο του τιμονιού, σπάζοντάς το με το βάρος του, κι έμεινε να κείτεται στο κατάστρωμα. «Αρτεμισία!» φώναξε ο Αισχίνης στρέφοντας προς εκείνη την αιχμή του δόρατός του και πλησιάζοντας στην κουπαστή σαν να ήθελε να πηδήξει πάνω στην Καλλιστώ. «Σε καταριέμαι, σκύλα!» Εκείνη προτίμησε να μην αναλωθεί σε απειλές και του πέταξε αμέσως το δόρυ. Η αιχμή διαπέρασε τη δερμάτινη ποδιά του Αισχίνη και καρφώθηκε ανάμεσα στα πόδια του. Ο Ερετριέας έπεσε στα γόνατα κραυγάζοντας. Οι τοξότες είχαν προλάβει να πιάσουν ξανά τα όπλα τους και τον αποτέλειωσαν. «Εγώ προτιμώ να σε σκοτώσω, είναι πιο πρακτικό», είπε η Αρτεμισία βλέποντας τον Αισχίνη να σωριάζεται μπρούμυτα πάνω στα ξύλα.
Σαν τελείωσε εκείνη η σύντομη μάχη, οι κωπηλάτες της Καλλιστούς άρχισαν να τραβούν κουπί προς τα πίσω για να απαγκιστρωθούν. Το πλοίο από τη Λυκία πήρε να βυθίζεται από την πρύμνη, ενώ στην πλώρη οι Αθηναίοι αποτέλειωναν τους τελευταίους εχθρούς. Η Αρτεμισία συνέχαιρε τον εαυτό της γιατί είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει, όταν κάποιος φώναξε: «Είναι η Αρτεμισία, αυτή με τις δέκα χιλιάδες δραχμές!» Σαν το άκουσε αυτό, διέταξε τον Διογένη να κωπηλατήσουν προς τα πίσω ώστε να οπισθοχωρήσουν και μαζί να γυρίσουν προς τα δεξιά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, προς την έξοδο από το στενό. Ενώ έτρεχε πίσω στη θέση του τριηράρχου, διέταξε: «Κατεβάστε τη σημαία! Χαμηλώστε τα σανίδια του διαδρόμου! Πρέπει να μοιάζουμε με αθηναϊκό πλοίο!» Ενώ ένας ναύτης κατέβαζε το λάβαρο με την αρκούδα, οι οπλίτες βάλθηκαν να γκρεμίζουν τους πασσάλους της κουπαστής με κλοτσιές, χτυπήματα με τα σπαθιά, ακόμα και με τις ασπίδες. Το πλοίο που τους καταδίωκε όμως δεν μπορούσαν πια να το ξεγελάσουν. Άλλωστε ήταν πολύ γρήγορο και μείωνε διαρκώς την απόσταση. Οι τοξότες του εχθρού είχαν παραταχθεί στην πλώρη έτοιμοι να βάλουν. Ένα από τα βέλη τους σκότωσε το παλικάρι που μόλις είχε κατεβάσει τη σημαία και η Αρτεμισία αναγκάστηκε να γονατίσει και να προστατευτεί πίσω από την ασπίδα της για να μην τραυματιστεί. «Προσοχή στα δεξιά!» Δεν επρόκειτο να βγουν ζωντανοί από εκείνο το λαβύρινθο από πλοία, κουπιά και έμβολα. Η Αρτεμισία κοίταξε τη νέα απειλή, μια γαλάζια τριήρη. Αν διατηρούσαν την πορεία και την ταχύτητα που είχαν εκείνη τη στιγμή, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα τους τρυπούσε το πλευρό. Σαν είδε στην πλώρη το άγαλμα της κυνηγού θεάς και το μεγάλο χρυσαφένιο λάβαρο που ανέμιζε στην κουπαστή, βεβαιώθηκε ότι σύντομα θα πέθαινε. Γιατί εκείνη ήταν η τριήρης του Θεμιστοκλή, του ανθρώπου που ήταν γραφτό να τη σκοτώσει. Αυτό είχαν προφητεύσει οι θεοί της Ακρόπολης. Το πλοίο του Αθηναίου έκανε μιαν απότομη κίνηση προς τα δεξιά
κι ελάττωσε την ταχύτητα των κουπιών σηκώνοντας πίδακες αφρού. Έτσι, η πρύμνη της Καλλιστούς κατάφερε να περάσει μόλις στα τρία μέτρα από το εχθρικό έμβολο και να το αφήσει πίσω. Μα η κίνηση του πλοίου του Θεμιστοκλή δε σταμάτησε εκεί· μπήκε στο δρόμο της τριήρους που κυνηγούσε τους Αλικαρνασσείς και την ανάγκασε να αλλάξει πορεία και να επιβραδύνει. Ενώ τα πληρώματα των δύο πλοίων αντάλλασσαν προσβολές και κατηγορίες για την αδεξιότητά τους, η Καλλιστώ άρχισε να απομακρύνεται. Η Αρτεμισία πιάστηκε από την κουπαστή και κοίταξε προς τα πίσω. Από το πλοίο με το όνομά της, ο Θεμιστοκλής σήκωσε το χέρι και τη χαιρέτησε. Καμιά φορά οι οιωνοί κάνουν λάθος ή δεν τους ερμηνεύουμε σωστά, σκέφτηκε η Αρτεμισία και σωριάστηκε στη θέση του τριηράρχου με ένα στεναγμό ανακούφισης. «Παρά τρίχα τη γλιτώσαμε, κυρά», της είπε ο καπετάνιος, που είχε γυρίσει προς το μέρος της χωρίς να αφήσει το πηδάλιο. «Είναι νωρίς ακόμη για να το πούμε αυτό, Διογένη. Πρέπει να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε ότι είμαστε Αθηναίοι για να βγούμε από εδώ». Κι ύστερα να ευχηθούμε να μην πρόσεξε την κίνησή μας ο υπηρέτης του Μεγάλου Βασιλιά με το μαγικό μάτι, σκέφτηκε. Άξαφνα συνειδητοποίησε ότι το έβαζε στα πόδια. Η Αρτεμισία ήταν μια αμαζόνα, μια πολεμοχαρής βασίλισσα, όχι κανένας αδέξιος τόνος που αφήνεται να τον πιάσουν στο δίχτυ. Δεν ήταν τρόπος να πεθάνει αυτός. Ίσως, σκέφτηκε χαϊδεύοντας την ουλή στο αυτί της, δεν ήταν πια διατεθειμένη να πεθάνει για τον Ξέρξη. Ίσως, μόνο ίσως, απλώς μεγάλωνε.
Τ ριήρης Δύναμις Είχε περάσει για τα καλά το μεσημέρι όταν ο Κίμωνας μπόρεσε επιτέλους να φωνάξει: «Ρεσάλτο!» Το πρωί είχαν χάσει το έμβολό τους στην πρώτη επίθεση. Παρότι δεν είχαν υποστεί άλλες ζημιές, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να πολεμούν, όπως είχαν συμφωνήσει οι τριήραρχοι πριν από τη μάχη. Οι οδηγίες ήταν να αποφύγουν το ρεσάλτο και να συγκεντρωθούν στο να τρυπήσουν τα κύτη των εχθρών με τα έμβολα, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι, αν το σχέδιο του Θεμιστοκλή λειτουργούσε όπως είχαν προβλέψει, τα περσικά πλοία θα ήταν τόσο στριμωγμένα ώστε δε θα μπορούσαν να κινηθούν. Ο άνεμος και τα κύματα είχαν συνωμοτήσει υπέρ των Ελλήνων. Άλλωστε το γεγονός ότι οι περσικές τριήρεις είχαν το κατάστρωμα γεμάτο στρατιώτες δεν τις έκανε πιο ευκίνητες. Ο Κίμωνας δεν είχε πολεμήσει στο Αρτεμίσιο, μα, απ’ όσα είχε ακούσει, είχε την εντύπωση ότι εδώ οι φοινικικές τριήρεις είχαν επιβιβάσει ακόμα περισσότερο πεζικό. Ήθελαν να μας αιφνιδιάσουν στην ακτή, σκέφτηκε. Ο Ξέρξης ή οι ναύαρχοί του στην πραγματικότητα δεν είχαν προβλέψει ναυμαχία, αλλά επιχείρηση απόβασης. Ο Κίμωνας είχε πει σε έναν τριήραρχο την προηγουμένη ότι δέκα Έλληνες οπλίτες άξιζαν περισσότερο από είκοσι βάρβαρους στρατιώτες. Δεν ήταν όμως τόσο τρελός ώστε να επιχειρήσει ρεσάλτο απέναντι σε σαράντα άνδρες· γι’ αυτό, όταν έχασαν το έμβολο, διέταξε τους άνδρες του να κωπηλατήσουν ώσπου να φτάσουν ως τη δεύτερη βαθμίδα της παράταξης και από εκεί βάλθηκε να βοηθά τις κινήσεις των άλλων πλοίων. Πολέμησαν ώρες, κλείνοντας τις γραμμές ώστε να εμποδίσουν τις εχθρικές τριήρεις να το σκάσουν και σπεύδοντας να βοηθήσουν συμμαχικά πλοία που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Σε ένα πέρασμα έσπασαν δεκαπέντε ή είκοσι κουπιά μιας φοινικικής τριήρους και σε
ένα άλλο οι τοξότες του σώριασαν δύο στρατιώτες του εχθρού. Αν η κατάσταση δεν άλλαζε, στο τέλος της μάχης δε θα είχε να επιδείξει άλλα κατορθώματα. Τότε παρουσιάστηκε η ευκαιρία. Ένα πλοίο της μοίρας του, η Πρόκνη, επιτέθηκε σε μια τριήρη του εχθρού. Με τα σκαμπανεβάσματα που προκαλούσαν τα κύματα όμως, το έμβολο χτύπησε πολύ χαμηλά και μάλλον γλίστρησε κάτω από τον πάτο του φοινικικού πλοίου. Το πλήρωμα της τριήρους που είχε δεχτεί την επίθεση έδρασε με ταχύτητα· οι άνδρες κατάφεραν να αγκιστρώσουν την Πρόκνη με τους γάντζους του ρεσάλτου και να την πλευρίσουν από την αριστερή πλευρά. Η πάλη ήταν άνιση. Οι Αθηναίοι οπλίτες μάχονταν με ανδρεία για να απωθήσουν τους εχθρούς, μα δεν ήταν σε θέση να καλύψουν όλο το μήκος του καταστρώματος. Δέκα με δεκαπέντε Πέρσες πήδηξαν στην πρύμνη κάνοντας τα δύο πλοία να ταλαντευτούν, σκότωσαν τον πηδαλιούχο και τον τριήραρχο κι ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν το μακελειό στο αμπάρι. Οι άνδρες του φοινικικού πλοίου ήταν τόσο απορροφημένοι στη μάχη με τους υπερασπιστές της Πρόκνης ώστε δεν κατάλαβαν ότι η Δύναμις πλησίαζε από δεξιά κι έριχνε γάντζους. Μια στιγμή πριν πηδήξουν στο κατάστρωμα του εχθρού, ο Θηρικλής, ένας οπλίτης που μόλις είχε κλείσει τα είκοσι, είπε: «Που να πάρει!» «Τ ι έπαθες;» τον ρώτησε ο Κίμωνας. Ο νεαρός, που είχε κοκκινίσει σαν κοπελίτσα, κοίταξε τα λαγόνια του. «Κατουρήθηκα, κύριε». Ο Κίμωνας έβαλε τα γέλια. «Μην ανησυχείς, λεβέντη μου. Το ίδιο έπαθα κι εγώ στον Μαραθώνα. Κι εκείνη την ημέρα σκότωσα περισσότερους από έναν Πέρση». Τότε έδωσε εντολή να ορμήσουν στο ρεσάλτο. Ο ίδιος πήδηξε πρώτος πάνω στις ασπίδες που προστάτευαν το κιγκλίδωμα και οι άνδρες του ακολούθησαν με πολεμικές ιαχές για να τραβήξουν την προσοχή των Φοινίκων. Ήταν ακόμη η μειοψηφία. Είχαν όμως το
πλεονέκτημα του οπλισμού, που τους είχε χαρίσει τη νίκη στον Μαραθώνα. Σαν είδαν ότι είχαν έρθει ενισχύσεις, οι υπερασπιστές της Πρόκνης έκλεισαν τις ασπίδες σε μια μικρή φάλαγγα, ταμπουρώθηκαν κοντά στην πλώρη και κατάφεραν να απωθήσουν τους Πέρσες πεζικάριους. Η μάχη κράτησε αρκετά και τελείωσε στο κατάστρωμα του φοινικικού πλοίου. Ο Κίμωνας έχασε τρεις άνδρες, ανάμεσά τους και τον Θηρικλή. Από τους άνδρες του άλλου πλοίου έπεσαν οι μισοί, κατάφεραν όμως να πάρουν στην κατοχή τους την τριήρη. Αφού έριξαν στο νερό τους τελευταίους Πέρσες τοξότες, οι Έλληνες οπλίτες κατέβηκαν στο αμπάρι. Από το κατάστρωμα ο Κίμωνας άκουγε τις κραυγές και τα χτυπήματα. Ήταν μια βρόμικη δουλειά, που ταίριαζε περισσότερο σε μακελάρηδες παρά σε στρατιώτες, μα ήταν ο μόνος τρόπος να προχωρήσουν αν δεν κατάφερναν να βυθίσουν το εχθρικό πλοίο με το έμβολο της τριήρους τους. Ο Κίμωνας φανταζόταν τη σκηνή: οι τέσσερις στρατιώτες, καλά προστατευμένοι πίσω από τις ασπίδες, τις περικεφαλαίες και τις πανοπλίες τους, προχωρούσαν από τη μία άκρη ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους πάγκους και χώνοντας τα δόρατά τους στα γυμνά κορμιά. Κάθε τριήρης είχε πάνω από εκατόν πενήντα κωπηλάτες, μα ο αριθμός δεν είχε καμία αξία σε τόσο στενό μέρος, γιατί το πολύ έξι από αυτούς ήταν ταυτόχρονα σε θέση να πολεμήσουν τους άνδρες που τους εφορμούσαν. Έτσι, οι κωπηλάτες επέλεγαν να το σκάσουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι ναυμαχίες είχαν ένα είδος άγραφου νόμου που επέτρεπε στους άνδρες να το σκάσουν από την άλλη σκάλα του αμπαριού με την προϋπόθεση ότι θα έπεφταν στη θάλασσα. Αν κάποιος επιχειρούσε να μείνει στο πλοίο, οι οπλίτες που παραμόνευαν στην έξοδο τον σκότωναν επιτόπου. Έπειτα εκείνοι που είχαν πέσει στο νερό ήταν στο έλεος των εχθρικών βελών και δοράτων και απειλούνταν από τα κουπιά αλλά και από τα ίδια τα πλοία, που συνέθλιβαν κι έπνιγαν πολλούς από αυτούς κάτω από τα κύτη και τις καρίνες τους. Μα τώρα ο Κίμωνας δεν έδωσε σημασία σε εκείνη τη διαδικασία. Κοντά στη μάσκα της πλώρης αντιστεκόταν ένας τελευταίος Πέρσης
στρατιώτης. Κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει, γιατί εκείνος ο δίμετρος γίγαντας είχε σκοτώσει ήδη τρεις άνδρες. Αντί για ασπίδα από λυγαριά και δέρμα, κρατούσε ένα ελληνικό σκουτάρι και στο δεξί του χέρι κράδαινε ένα πολεμικό τσεκούρι που ένας κανονικός άνδρας θα είχε αναγκαστεί να αδράξει και με τα δύο χέρια. Στα πόδια του αιμορραγούσε το τελευταίο του θύμα, ένας οπλίτης τον οποίο μια τρομερή τσεκουριά είχε αφήσει με το κεφάλι να κρέμεται από μια λεπτή κλωστή από σάρκα και δέρμα. Προς το παρόν προστατευόταν από τα βέλη των τοξοτών προτάσσοντας την ασπίδα και χάρη στην πλεχτή πανοπλία που φορούσε πάνω από το καφτάνι και που τον προστάτευε ως τα γόνατα. Ο Κίμωνας σκέφτηκε ότι δε θα άντεχε πολύ. Ένας πολεμιστής σαν κι εκείνον δεν άξιζε να πεθάνει γαζωμένος από βέλη. «Σίκιννε! Με γνωρίζεις;» του είπε. Ο Κίμωνας ήταν από τα λίγα άτομα που ήξεραν ότι ο Σίκιννος δεν ήταν Κάρας αλλά Πέρσης. Συχνά είχε αναρωτηθεί αν θα κατάφερνε να τον νικήσει στη μάχη. Ο υπηρέτης του Θεμιστοκλή ήταν μια πιθαμή ψηλότερος και πολύ πιο εύσωμος και μυώδης από τον ίδιο, μα ο Κίμωνας ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη διαφορά με την ευλυγισία και την εμπειρία του. Αν κατάφερνε να τον σκοτώσει σε μονομαχία, θα αντιστάθμιζε, και με το παραπάνω, το γεγονός ότι δεν είχε βυθίσει κανένα εχθρικό πλοίο. «Σου έκανα μια ερώτηση!» Ο Σίκιννος κούνησε το κεφάλι. «Τότε, λοιπόν, πες το όνομά μου». «Είσαι ο Κίμωνας, ο γιος του Μιλτιάδη. Εκείνος που πρόδωσε τον κύριό μου». Του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ακόμα και αφού είχε λιποτακτήσει ο Πέρσης συνέχιζε να αποκαλεί τον Θεμιστοκλή «κύριό του». Σκέφτηκε ότι οι δουλικές συνήθειες, όταν τις αποκτήσει κανείς, πρέπει να είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθούν. «Εγώ δεν μπορώ να προδώσω κανέναν, γιατί δεν υπηρετώ κανέναν», απάντησε ο Κίμωνας.
«Ούτε εγώ. Και δε λέγομαι Σίκιννος. Είμαι ο Μιθράνης, γιος του Μπαγκαμπίγκνα!» «Όπως θέλεις. Προσευχήσου στους θεούς σου γιατί έφτασε επιτέλους η μέρα που θα πεθάνεις». Ο Κίμωνας πλησίασε με αρκετές προφυλάξεις. Το δόρυ που κρατούσε έφτανε πολύ πιο μακριά από το τσεκούρι του Σίκιννου, μα δεν έπρεπε να ξεχνά το παράστημά του. Δοκίμασε να τον χτυπήσει πρώτα στην ασπίδα για να δει πώς κινούνταν. Ο Σίκιννος τον εξέπληξε με μια τσεκουριά στη λαβή του δόρατός του, που δε βρήκε στόχο για ένα δάχτυλο. «Δε θέλω τη βοήθεια κανενός!» είπε σαν είδε ότι ένας-δυο οπλίτες έκαναν να πλησιάσουν. «Αυτός ο άνδρας είναι δικός μου!» Αντάλλαξαν μερικά ακόμα χτυπήματα. Ο Σίκιννος αποδείκνυε ότι είχε πολύ καλά αντανακλαστικά με την ασπίδα και κατάφερε να αποκρούσει όλες τις επιθέσεις. Ο Κίμωνας, από την πλευρά του, δεν τον άφηνε να πλησιάσει. Μία και μόνο τσεκουριά θα ήταν αρκετή για να κόψει στα δύο τη δρύινη ασπίδα και να του σπάσει τον αγκώνα. Ίσως τελικά δεν ήταν καλή ιδέα να προκαλέσει τον Σίκιννο. Όμως, τώρα πια, δεν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια γιατί, διαφορετικά, θα φαινόταν δειλός στους υπόλοιπους. Τότε είδε μια ευκαιρία. Δε φαινόταν ιδιαίτερα ευγενής, μα ο ίδιος ο Θεμιστοκλής του είχε διδάξει ότι έπρεπε να εκμεταλλεύεται το πεδίο. Οι δύο άνδρες περιστρέφονταν, ο Σίκιννος γύρω από τον εαυτό του και ο Κίμωνας διαγράφοντας ένα ημικύκλιο γύρω από τον αντίπαλο. Τ ώρα το πτώμα του οπλίτη κείτονταν πίσω από τον Πέρση, τα πόδια του οποίου πατούσαν τη λιμνούλα του αίματος που δεν είχαν απορροφήσει ακόμη τα κερωμένα σανίδια του καταστρώματος. Ο Κίμωνας έβγαλε μιαν άγρια κραυγή και κατάφερε με το δόρυ ένα βαθύ χτύπημα στον Σίκιννο. Εκείνος είχε αρκετά αντανακλαστικά ώστε να απωθήσει για μία ακόμα φορά το χτύπημα με την ασπίδα του. Εκείνη τη στιγμή όμως πισωπάτησε και το δεξί του πόδι σκόνταψε στο μισοκομμένο κεφάλι του θύματός του.
Καταλαβαίνοντας ότι πήγαινε να παραπατήσει, προσπάθησε να ξαναβρεί την ισορροπία του, μα το άλλο πόδι γλίστρησε στο αίμα. Ο Σίκιννος έπεσε ανάσκελα. Βρισκόταν πολύ κοντά στην άκρη, και η κουπαστή, που είχε ήδη δεχτεί πολλά χτυπήματα κατά τη διάρκεια της μάχης, δεν άντεξε το βάρος του κι έσπασε στα δύο. Με μια έντρομη κραυγή ο Σίκιννος έπεσε στη θάλασσα.
Ενώ βυθιζόταν κουνώντας μάταια τα μπράτσα και βλέποντας την επιφάνεια του νερού να απομακρύνεται, ο Σίκιννος σκέφτηκε πόσο άσπλαχνο ήταν το πεπρωμένο. Ο Μαρδόνιος του είχε δωρίσει εκείνη την πλεχτή πανοπλία μόλις την προηγούμενη νύχτα. «Ζυγίζει πάνω από ένα τάλαντο», του είχε πει τινάζοντάς τη για να ακουστεί το κελάρυσμα των δακτυλίων. «Όταν σου ανέθεσα εκείνη την αποστολή στη Βαβυλώνα, ζήτησα να την κατασκευάσουν για σένα». «Για μένα, κύριε;» «Το αξίζεις, για τις υπηρεσίες σου στον Μεγάλο Βασιλιά». Αφού του παρέδωσαν την πανοπλία, τον άφησαν να διαλέξει τα όπλα του. Ο Σίκιννος είχε δει με τα μάτια του τις ζημιές που προκαλούσαν τα δόρατα των Ελλήνων στις ασπίδες από λυγαριά και δέρμα, γι’ αυτό αποφάσισε να πάρει μια ασπίδα από δρυ και μπρούτζο από τη λεία που είχαν αποκομίσει από την Ακρόπολη, αλλά και εκείνο το πελώριο πολεμικό τσεκούρι. Μόλις ένιωσε να βυθίζεται στο νερό, άφησε πρώτα το τσεκούρι και ύστερα την ασπίδα. Μα δεν αρκούσε. Όσο κι αν προσπαθούσε να κολυμπήσει, εκείνη η πλεχτή πανοπλία τον τραβούσε στα σκοτάδια του βυθού, λες και κάθε μεταλλικός δακτύλιος ήταν φορτωμένος με το βάρος όλων των ψεμάτων του κόσμου. Έβλεπε έναν λευκό κύκλο που κινούνταν κι έτρεμε στην επιφάνεια του νερού και υπέθεσε ότι ήταν ο ήλιος. Απομακρυνόταν όλο και περισσότερο και η λάμψη του έσβηνε σιγά σιγά. Ο Σίκιννος
βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά, ώσπου η πλάτη του ακούμπησε κάτι σκληρό. Δεν ήξερε πόσο βαθιά είχε φτάσει, μα στα μάτια του έφτανε ακόμα λίγο φως· αρκετό για να διαπιστώσει ότι γύρω του ήταν κι άλλοι άνδρες, στρατιώτες που κείτονταν στο βυθό της θάλασσας. Μόνο που εκείνοι ήταν πια νεκροί. Πρέπει να το βγάλω αυτό. Μα είχε δυσκολευτεί πολύ να φορέσει την πανοπλία. Μάλιστα τον είχαν βοηθήσει δύο υπηρέτες, γιατί ήταν αρκετά δύσκολο. Τα δάχτυλά του, που ποτέ δεν ήταν πολύ επιδέξια, άρχισαν να παλεύουν με τις πόρπες. Ένιωσε νευρικός, άρχισε να κοντανασαίνει και κατάπιε νερό. Είχε καταφέρει να ανοίξει τη μία πόρπη όταν το φως εξαφανίστηκε και τα πάντα γύρω του μαύρισαν.
«Σίκιννε...» Βρισκόταν πάλι ανάμεσα στις σκιές. Δεν ένιωθε πια τον βραχώδη βυθό κάτω από την πλάτη του, ούτε το νερό στο λαρύγγι και στους πνεύμονές του. Μα δεν ένιωθε ούτε τον αέρα. Κατάλαβε ότι δεν ένιωθε απολύτως τίποτα, κάτι που σήμαινε ότι είχε πεθάνει. «Τ ι σου είπα, Σίκιννε;» Το γενειοφόρο πρόσωπο του Μίθρα είχε ξαναπάρει μορφή μπροστά του. Ο Σίκιννος αναρωτήθηκε τι ήταν καλύτερο, να πεθάνει από πνιγμό στη θάλασσα ή στη στεριά. Ίσως όμως η σημαντική ερώτηση να μην ήταν αυτή, αφού ήταν ήδη νεκρός, αλλά ποιο πεπρωμένο τον περίμενε για το υπόλοιπο της αιωνιότητας. Τον Μίθρα κανείς δεν μπορούσε να τον ξεγελάσει. «Μου είπες να υπηρετώ ορθά τον νέο μου κύριο και να μην ξαναπώ ψέματα». «Και ποιος ήταν ο νέος σου κύριος;» «Ο Μεγάλος Βασιλιάς...» δοκίμασε να πει εκείνος. «Μη λες ψέματα, Σίκιννε. Είπα “ ο νέος σου κύριος”, όχι απλά “ ο κύριός σου”. Πρέπει να ξεχωρίζεις τις λέξεις, γι’ αυτό τις έχουμε. Ποιος ήταν ο νέος σου κύριος;»
«Ο Θεμιστοκλής;» «Αφού το ξέρεις, γιατί ρωτάς; Τον υπηρέτησες ορθά;» «Προσπάθησα...» «Ναι ή όχι, Σίκιννε;» Δίστασε πάλι. Αν έλεγε όχι, ο Μίθρας θα τον καταδίκαζε. Αν έλεγε ναι, θα έλεγε ψέματα, και πάλι θα καταδικαζόταν. Αποφάσισε να επιλέξει την αλήθεια, όπως τον είχε διδάξει ο πατέρας του. «Όχι, δεν τον υπηρέτησα ορθά. Και το μετανιώνω, μα δεν ήξερα ποιο ήταν το σωστό». Ο Μίθρας χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Η αρετή έγκειται στο να ξέρει κανείς να διακρίνει το καλό απ’ το κακό. Καμιά φορά όμως για τις απλοϊκές ψυχές η επιλογή δεν είναι εύκολη. Θα σου δώσω άλλη μία ευκαιρία, Σίκιννε. Μην ξαναδιαλέξεις λάθος κύριο». Τότε ο Μίθρας έκανε κάτι πολύ παράξενο: άρπαξε με τα δυο χέρια το κεφάλι του και τον φίλησε στο στόμα. Δεν ήταν εθιμοτυπικό φιλί, σαν αυτό που έδιναν στον Μεγάλο Βασιλιά οι πιο ευγενείς υποτελείς του όταν τον χαιρετούσαν. Ο Μίθρας προσπάθησε να του ανοίξει τα χείλη με τα δικά του και κόντεψε να βάλει τη γλώσσα στο στόμα του. Εκείνη τη στιγμή τον κέντρισαν στο πρόσωπο οι τρίχες του μουστακιού του, που έμοιαζαν καρφιά, και, παρότι ο Σίκιννος αντιστάθηκε, του φύσηξε την ανάσα του. Ένιωσε δυο μπράτσα να τον αρπάζουν από τις μασχάλες και να τον τραβούν. Μα δε βρισκόταν πια ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση· βρισκόταν σ’ ένα μέρος πολύ πιο δυσάρεστο: στην κόλαση της αίσθησης ότι η μύτη και το λαρύγγι του ήταν γεμάτα νερό. Οι ναύτες τραβούσαν την τριχιά με το μολύβι γρυλίζοντας. «Βιαστείτε!» φώναξε ο Θεμιστοκλής. «Που να πάρει ο δαίμονας, είναι πολύ βαρύ», διαμαρτυρήθηκε ο Φειδιππίδης. «Τ ι ψάρεψε ο Σκυλλίας, καμιά αγελάδα;» Επιτέλους ανάμεσα στον αφρό και στα κουπιά ξεπρόβαλαν τα κεφάλια του δύτη και του Σίκιννου. Ο Σκυλλίας είχε περάσει τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του Πέρση. Σαν κατάφεραν να τους τραβήξουν στο κατάστρωμα και ο γίγαντας σωριάστηκε στα σανίδια
ξερνώντας και φτύνοντας νερό, ο Θεμιστοκλής κατάλαβε γιατί γκρίνιαζε ο Φειδιππίδης. Λες και ο Σίκιννος δεν ήταν αρκετά εύσωμος από μόνος του, εκείνη η πλεχτή πανοπλία με τους σφιχτοδεμένους μεταλλικούς δακτυλίους τού έφτανε μέχρι τα γόνατα. Μα ο Σκυλλίας είχε φτάσει εγκαίρως. Ο Σίκιννος δεν έπαυε να βήχει και να φτύνει νερό, μα ήταν ακόμη ζωντανός. Ο Θεμιστοκλής αναρωτήθηκε αν το χρωστούσε στους πελώριους πνεύμονες ή στην απίστευτη αντοχή του απέναντι στο θάνατο. Όταν τον είδε να πέφτει στο νερό από το κατάστρωμα στο οποίο πάλευε με τον Κίμωνα, η Αρτεμισία βρισκόταν πάνω από πενήντα μέτρα μακριά. Αφού έφτασαν ως εκεί, ο Σκυλλίας είχε αναγκαστεί να καταδυθεί σε αρκετά μεγάλο βάθος· κρίνοντας από το πόσο είχε βυθιστεί η τριχιά, θα ήταν τουλάχιστον δώδεκα με δεκατρία μέτρα. Ενώ κατευθύνονταν προς τη Σαλαμίνα, ο Θεμιστοκλής κάθισε στο κατάστρωμα κοντά στον αλλοτινό του σκλάβο. Για μια στιγμή ζύγισε την ιδέα να του αποκαλύψει ότι χάρη σ’ αυτόν οι συμπατριώτες του είχαν πέσει στην παγίδα. Μα του φάνηκε πολύ σκληρό. «Σίκιννε, γύρισες κοντά μου. Φαίνεται ότι η μοίρα αρνείται να μας χωρίσει». Ο Πέρσης γίγαντας κατάφερε επιτέλους να σταματήσει να βήχει και ανακάθισε με τη βοήθεια του Θεμιστοκλή και του Σκυλλία. Η ματιά του ήταν χαμένη, λες κι έβλεπε ακόμη ένα όραμα από το υπερπέραν. Κι έτσι πρέπει να ήταν, γιατί φώναξε στα περσικά: «Κύριέ μου, Μίθρα, δε θα ξαναπώ ψέματα! Ποτέ! Για κανέναν!» Ο Θεμιστοκλής του έσφιξε τον ώμο και του είπε κι εκείνος στα περσικά: «Μην ανησυχείς, Σίκιννε. Σου το εξήγησα και παλιότερα. Ψεύδεται κανείς όταν λέει το αντίθετο της αλήθειας. Το κλειδί είναι στη λέξη “ λέει”, θυμάσαι; Εσύ, πολύ απλά, αποσιώπησες ορισμένα πράγματα. Δε φταις για τίποτα». Ο Σίκιννος κοίταξε γύρω του λες και μόλις είχε καταλάβει ότι βρισκόταν στο κατάστρωμα της Αρτεμισίας. «Πού με πας, κύριε;» «Πού θέλεις να σε πάω, Σίκιννε; Αφού είσαι στο σπίτι σου».
Τ ριήρης Αρτεμισία Πριν φτάσουν στη Φαρμακούσα, απάντησαν μια βάρκα με ψαράδες. Άφησαν εκεί τους τραυματίες και επιβίβασαν στη θέση τους τρεις οπλίτες που επέβαιναν σε αυτή. Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε να αποβιβάσει και τον Σίκιννο. Ωστόσο, παρόλο που είχε βγάλει την πλεχτή πανοπλία, φορούσε ακόμη το περσικό παντελόνι και φοβόταν ότι ίσως τον σκότωναν αν δεν ήταν μπροστά ο ίδιος για να τον προστατέψει. Γι’ αυτό τον διέταξε να μείνει στο διάδρομο του πλοίου μαζί με τους ναυτικούς. «Κάνε μεταβολή, Ηρακλείδη!» τον διέταξε. «Επιστρέφουμε στη μάχη!» Η ναυμαχία συνεχίστηκε για ώρες. Ήταν δύσκολο να σχηματίσει κανείς από το κατάστρωμα πλήρη άποψη για τα όσα συνέβαιναν, μα ήταν γεγονός ότι τα νερά γύρω από τη Σαλαμίνα ήταν καθαρά από εχθρικά πλοία, ενώ η ακτή της Αττικής έμοιαζε όλο και περισσότερο με νεκροταφείο πλοίων. Ανάμεσα στα ναυάγια, τις ξεκολλημένες πρύμνες, τα κουπιά και τα μαδέρια που έπλεαν, τα ελάχιστα πλοία του εχθρού που είχαν μείνει άθικτα προσπαθούσαν να αντισταθούν στις επιθέσεις που δέχονταν από παντού. Οι Έλληνες είχαν αρχίσει σιγά σιγά να καταλαμβάνουν το στενό και να γίνονται πιο τολμηροί όσο προχωρούσε το απόγευμα. Ενώ οι συμμαχικές τριήρεις επιτίθεντο με τα έμβολά τους σε όσα πλοία επέπλεαν ακόμη, ανάμεσά τους χώνονταν βάρκες, λέμβοι, ακόμα και σχεδίες που έφταναν από τη Σαλαμίνα. Εκείνα τα μικροσκοπικά πλεούμενα ήταν φορτωμένα με οπλίτες που είχαν βγάλει τον οπλισμό τους για την περίπτωση που θα έπεφταν στο νερό. Μαζί ήταν και κωπηλάτες του ελληνικού στόλου των οποίων τα πλοία είχαν βυθιστεί μα εκείνοι είχαν προλάβει να φτάσουν στην ακτή κολυμπώντας και τώρα επέστρεφαν στη μάχη για να εκδικηθούν τις ζωές των συντρόφων τους. Σε κάποιες βάρκες έβλεπε κανείς ακόμα και δεκάχρονα παιδιά, γέρους που είχαν αποσυρθεί από το στρατό
και γυναίκες με τους χιτώνες μαζεμένους πάνω από τα γόνατα. Όλοι εκείνοι οι αυθόρμητοι μαχητές είχαν βαλθεί να αναζητούν τους επιζώντες του περσικού στρατού που είχαν αρπαχτεί από τα μαδέρια τα οποία επέπλεαν ή προσπαθούσαν να κρατηθούν στην επιφάνεια κολυμπώντας. Όταν τους έβρισκαν, τους καμάκωναν λες και ήταν τόνοι, τους μαχαίρωναν, τους έβγαζαν τα μάτια με τις πόρπες των χιτώνων ή τους άνοιγαν το κεφάλι χτυπώντας τους με τα κουπιά. Η οργή και η κακία που είχαν συσσωρεύσει τόσες ημέρες που έβλεπαν τα ερείπια της Αθήνας να καπνίζουν είχαν βγει στην επιφάνεια σε εκείνα τα νερά που έμοιαζαν σπαρμένα με κουφάρια. Οι σκιές είχαν αρχίσει να μακραίνουν όταν ο Θεμιστοκλής είδε τον Επικύδη σε μια βάρκα να αποκεφαλίζει έναν εξαντλημένο Φοίνικα κωπηλάτη. Αν και δεν ήταν παρά ένας άτυχος άνδρας που κατά πάσα πιθανότητα υπηρετούσε στον περσικό στόλο έναντι μιας ταπεινής αμοιβής, ίσως ακόμα και σκλάβος, ο εργάτης των νεροτριβών τον αποτέλειωσε με χαρά, λες και αποκεφάλιζε όλη την αριστοκρατία της Αθήνας μαζεμένη. «Τ ι έπαθε το πλοίο σου;» τον ρώτησε ο Θεμιστοκλής από την πρύμνη. «Μας έκαναν ρεσάλτο! Σωθήκαμε μόνο τριάντα κωπηλάτες!» Σαν άκουσε ότι ο Επικύδης ερχόταν από τη Σαλαμίνα, ο Θεμιστοκλής διέταξε να του ρίξουν μια τριχιά και να τον βοηθήσουν να ανέβει στο κατάστρωμα. «Τ ι νέα έχουμε;» τον ρώτησε. Ο Επικύδης του είπε ότι, κατά τα λεγόμενα των φρουρών που ήταν τοποθετημένοι στα υψώματα του νησιού, ένα μέρος του περσικού στόλου είχε καταφέρει να διαφύγει προς το Φάληρο, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα ίδια τους τα πλοία. «Πόσοι το έσκασαν;» ρώτησε ανυπόμονα ο Θεμιστοκλής. «Δεν ξέρω, δεν τους είδα με τα μάτια μου. Μου είπαν ότι πρέπει να είναι οι μισοί, ίσως και λιγότεροι». Οι μισοί! Ο Θεμιστοκλής δεν τολμούσε να το πιστέψει, αλλά μια ματιά γύρω του τον έπεισε ότι μπορούσε να είναι αλήθεια. Και τα
πλοία που δεν είχαν βγει από το στενό δεν επρόκειτο πια να τα καταφέρουν γιατί οι τριήρεις της Αίγινας και των Μεγάρων είχαν σχηματίσει ένα κορδόνι ανάμεσα στην Κυνόσουρα και στην ενδοχώρα. «Παρεμπιπτόντως, ο φίλος σου ο Αριστείδης», πρόσθεσε ο Επικύδης τονίζοντας με κάποιο σαρκασμό τη λέξη «φίλος», «τόλμησε να βρέξει τα πόδια του». «Τ ι θέλεις να πεις;» «Πήρε μαζί του πεντακόσιους οπλίτες, τους πήγε στην άκρη της Κυνόσουρας και από εκεί έπεισε μερικά πλοία από την Αίγινα να τους μεταφέρουν στην Ψυττάλεια». Όπως του εξήγησε ο Επικύδης, στη νησίδα είχε μείνει ένα στράτευμα πεζικού του εχθρού που μάλλον βρισκόταν εκεί από την προηγούμενη νύχτα. Όταν εξόκειλε εκεί ένα πλοίο από την Αίγινα, οι Πέρσες τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους. Γι’ αυτό οι Αιγινήτες είχαν ανταποκριθεί με προθυμία στο κάλεσμα του Αριστείδη και είχαν αποβιβάσει τους άνδρες τους στην Ψυττάλεια. Η μάχη ήταν σκληρή γιατί Πέρσες και Αθηναίοι ήταν ίσοι στον αριθμό, μα στο τέλος οι οπλίτες είχαν καταφέρει να καθαρίσουν τη νησίδα από τους εχθρούς. «Εξαίρετη είδηση», είπε ο Θεμιστοκλής με πλατύ χαμόγελο. «Γιατί;» τον ρώτησε ο Φειδιππίδης. «Δεν είναι παρά ένας βράχος που δεν έχει ούτε κατσίκες». «Μα δεν καταλαβαίνεις; Δεν καταλαβαίνει κανείς;» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής απευθυνόμενος στους υπόλοιπους οπλίτες, που είχαν κάνει ένα πηγαδάκι στην πρύμνη για να τους ακούσουν. «Από τότε που άρχισε αυτός ο πόλεμος, το μόνο που κάναμε ήταν να οπισθοχωρούμε. Πρώτα εγκαταλείψαμε τη Θεσσαλία, ύστερα το Αρτεμίσιο και τις Θερμοπύλες, έπειτα εκκενώσαμε την Αθήνα. Πρώτη φορά κερδίζουμε έδαφος απέναντι στον εχθρό. Θα γυρίσει ο τροχός, θα δείτε!» Ο Θεμιστοκλής διέταξε τον Ηρακλείδη να τον πάει στην Ψυττάλεια για να δει την κατάσταση με τα ίδια του τα μάτια. Το νησί
βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή, όπως και τα νερά γύρω του. Μερικά περσικά πλοία είχαν βρει καταφύγιο στον Πειραιά, εκεί όπου ο Θεμιστοκλής δεν τολμούσε να τα ακολουθήσει προς το παρόν, μα οι περισσότεροι επιζώντες είχαν προτιμήσει να καταφύγουν στο Φάληρο, όσο το δυνατόν πιο μακριά από το στενό. Στον πόλεμο στην ξηρά, νικητής ήταν εκείνος που έμενε κυρίαρχος του πεδίου της μάχης και παραχωρούσε ή αρνούνταν στον ηττημένο την άδεια να περισυλλέξει τους νεκρούς. Τ ώρα οι Έλληνες ήταν κυρίαρχοι των νερών που αγκάλιαζαν τη Σαλαμίνα. Το μόνο που απέμενε ήταν να μάθουν την έκταση της νίκης τους. Μα ο Θεμιστοκλής υποπτευόταν ότι ο στόλος του Μεγάλου Βασιλιά δε θα απειλούσε ξανά τους Έλληνες.
Ο ήλιος έδυε όταν η Αρτεμισία επέστρεψε και τα τελευταία πλοία του αθηναϊκού στόλου γύρισαν στο αραξοβόλι της Κυχρείας. Πολλές τριήρεις ρυμουλκούσαν λάφυρα από τη μάχη: μάσκες, κουπαστές, ολόκληρα πλοία. Οι περισσότερες έρχονταν γεμάτες σημάδια και πληγές από τη μάχη και σε πολλές κωπηλατούσαν μόνο δύο σειρές ανδρών ή και μία ακόμα, ενώ οι υπόλοιποι, εξαντλημένοι, έπαιρναν ανάσα καθισμένοι στο κατάστρωμα. Ωστόσο το σημαντικό ήταν ότι επέστρεφαν πολλοί άνδρες. Εκείνη τη νύχτα δε θα ήταν τόσοι οι Αθηναίοι πολίτες που θα περίμεναν στην όχθη του Αχέροντα. Όπως είχε προβλέψει η Πυθία, τα ξύλινα τείχη της Αθήνας είχαν αντέξει. Μα δεν αρκούσε αυτό. Με ένα στόλο σαν τον δικό τους, δεν έπρεπε να έχουν εγκαταλείψει στον εχθρό ούτε τον Πειραιά ούτε την πόλη τους. Μόνον ο Δίας ήξερε πόσο καιρό θα χρειάζονταν για να κατακτήσουν ξανά την Αθήνα. Όταν όμως τα κατάφερναν, έπρεπε να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα τους υποχρέωνε να την εκκενώσουν ποτέ ξανά. Δέκα χρόνια νωρίτερα, την ημέρα που πέθανε ο Κλεισθένης, ο Θεμιστοκλής είχε συλλάβει ένα όραμα. Εξήντα χιλιάδες χέρια να
αδράχνουν τα κουπιά ενός νέου στόλου. Το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα και χάρη σε εκείνον οι Αθηναίοι είχαν νικήσει τους ναύτες του Μεγάλου Βασιλιά μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Καλά τα καταφέραμε, είπε μέσα του. Τ ώρα όμως έπρεπε να κοιτάξει και λίγο πιο πέρα. Γύρισε προς την πόλη. Καινούργιες στήλες καπνού υψώνονταν από τον Πειραιά και την Αθήνα. Εξοργισμένοι από την ήττα, οι Πέρσες μάλλον είχαν ανάψει κι άλλες φωτιές με τα λίγα πράγματα που απέμεναν να καούν. Μα ο Θεμιστοκλής δεν έβλεπε τις φλόγες, ούτε τις στήλες του μαύρου καπνού. Ύστερα από μια μάχη που είχε κρατήσει σχεδόν από το πρωί ως το βράδυ, μετά τη μακρύτερη νύχτα της ζωής του, έπειτα από μήνες πολέμου και ατέλειωτα χρόνια σχεδιασμού, εργασιών και αϋπνίας, το μυαλό του, αντί να ξεκουραστεί και να γυρίσει το βλέμμα στα περασμένα για να απολαύσει όσα είχε καταφέρει, είχε αρχίσει να λειτουργεί ξανά ερευνώντας το μέλλον. Και τώρα, ατενίζοντας τα ερείπια της Αθήνας, τα μάτια του Θεμιστοκλή έβλεπαν ένα τείχος. Ψηλό σαν εκείνο της Βαβυλώνας, με στέρεους λίθους και πύργους φρουράς. Ένα τείχος που δε θα προστάτευε μόνο την Ακρόπολη, αλλά ολόκληρη την πόλη. Από εκεί θα ξεκινούσαν άλλα δύο, που θα κατέβαιναν παράλληλα ως τον Πειραιά και θα ένωναν για πάντα την Αθήνα με το λιμάνι της. Αν κατάφερναν να δώσουν στην Αθήνα μια διέξοδο στη θάλασσα, στην οποία θα κυριαρχούσε χάρη στο στόλο της, κανείς εχθρός δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τους ναούς των θεών τους, ούτε τους τάφους των γονιών τους. Και, για να καταφέρει κάτι τέτοιο, είπε στον εαυτό του, δε χρειαζόταν να είναι στρατηγός. Δεν υπήρχε λόγος να παραβεί τον όρκο που είχε πάρει μπροστά στους τέσσερις επιφανείς ευπατρίδες. Πώς τον είχε αποκαλέσει κάποτε ο Μνησίφιλος; Δημαγωγό; Ναι, ήξερε να παίρνει το λαό από το χέρι και να τον οδηγεί ώστε να λαμβάνει τις καλύτερες αποφάσεις για την Αθήνα. Κάποιος έβαλε το χέρι στον ώμο του.
«Μου φαίνεται ότι κοιτάς στη λάθος κατεύθυνση», του είπε ο Φειδιππίδης. Ο Θεμιστοκλής γύρισε προς την πλώρη. Κόντευαν να φτάσουν στην ακτή. Κοντά στις φωτιές που μόλις είχαν ανάψει, οι νικητές, κωπηλάτες, οπλίτες και ναυτικοί, όλοι μαζί αυτή τη φορά, γιόρταζαν τη νίκη, πρόσφεραν θυσίες στους θεούς, έδειχναν τα τρόπαια που είχαν αρπάξει από τον εχθρό, περιποιούνταν τους πληγωμένους και θρηνούσαν τους νεκρούς. Μα ο Φειδιππίδης δεν του έδειχνε αυτό. Στην παραλία, αφήνοντας το κύμα να χαϊδεύει τα πόδια της, περίμενε η Απολλωνία. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Θεμιστοκλής δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ύστερα εκείνη σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε. Ο Θεμιστοκλής αναστέναξε. Έπειτα από δέκα χρόνια πολέμου στην Τ ροία και άλλα δέκα περιπλάνησης στις θάλασσες, ο Οδυσσέας είχε αναπαυτεί τελικά κοντά στην Πηνελόπη. Ίσως, ακόμα κι αν ήταν για μια νύχτα μόνο, να είχε φτάσει η στιγμή και για τον ίδιο να επιτρέψει στο μυαλό του να αναπαυθεί, να πιει λίγο κρασί, να κάνει έρωτα με την Απολλωνία και να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Όταν ξημέρωνε, θα σκεφτόταν τα άλλα του καθήκοντα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Βασιλικό παρατηρητήριο, 21 Σεπτεμβρίου Όταν βγήκε ο ήλιος, βρήκε τον Ξέρξη ακόμη καθισμένο στο θρόνο του. Είχε περάσει εκεί όλη τη νύχτα χωρίς να κουνηθεί. Πάνω από το κεφάλι του η τέντα ανέμιζε από το αεράκι και πίσω του έστεκαν ολόρθοι μα νυσταγμένοι ο προσοψιοφόρος και οι υπηρέτες που κρατούσαν τη βεντάλια και τα όπλα. Δεν είχε μείνει κανείς άλλος. Οι ακοντιστές της φρουράς είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από το βασιλιά και δεν άφηναν κανέναν να τον πλησιάσει. Λίγο μετά το ξημέρωμα οδήγησαν την Αρτεμισία ενώπιόν του. Παρουσιάστηκε βέβαιη ότι θα την αποκεφάλιζαν λόγω των γεγονότων της προηγουμένης. Μα, σαν είδε ότι ο Ξέρξης είχε καλέσει μόνο την ίδια και τον Μαρδόνιο, ηρέμησε λιγάκι. Ο Μεγάλος Βασιλιάς δε δίκαζε ποτέ με τόσο λίγο κόσμο. Η Αρτεμισία φανταζόταν το λόγο για τον οποίο ο Ξέρξης καθόταν ακόμη εκεί και κοιτούσε τα νερά στα οποία είχε ηττηθεί. Οι ελληνικές τριήρεις έπλεαν όπου τους έκανε κέφι σε όλο το στενό, όχι μόνο ως το κέντρο, όπως τις προηγούμενες ημέρες, αλλά ως και τη Μικρή Φαρμακούσα και το ανάχωμα. Από τα καταστρώματα προσέβαλλαν τους Πέρσες στρατιώτες που βρίσκονταν στην ακτή και που τους εκτόξευαν βέλη χωρίς πολλή πεποίθηση. Η κατήφεια βασίλευε ακόμα και στις ψυχές των πολεμιστών της Σπάντα, που δεν είχαν προλάβει να συμμετάσχουν στη μάχη. Μα η Αρτεμισία ήταν βέβαιη ότι εκείνο που ατένιζε ο Ξέρξης δεν ήταν το θέαμα που έβλεπαν οι υπόλοιποι. Από την έκφρασή του καταλάβαινε ότι τα μάτια του είχαν μείνει παγωμένα στη χθεσινή
ημέρα, όταν εκείνα τα στενά είχαν μετατραπεί σε έναν αναβρασμό στον οποίο είχαν φτάσει να αναμετρηθούν πάνω από εξακόσια πλοία ταυτόχρονα. Το δίχως άλλο, αναθυμόταν ξανά και ξανά τη στιγμή που είχε καταλάβει ότι ο Θεμιστοκλής τον είχε ξεγελάσει, ότι είχε παίξει με τους ίδιους και τους πράκτορές τους για να τους προσελκύσει σε εκείνη την ποντικοπαγίδα. Τα συναισθήματα της Αρτεμισίας ήταν ανάμεικτα. Είχαν ηττηθεί, είχε γλιτώσει τη ζωή της με μεγάλη δυσκολία και από τις άλλες τέσσερις τριήρεις της είχαν σωθεί μόνο δύο. Άξαφνα όλη η στίλβη της μεγάλης εκστρατείας είχε ξεφουσκώσει σαν μεγάλη φυσαλίδα, αφήνοντας μόνο το κενό που κυριαρχούσε στην έκφραση του Ξέρξη. Παρ’ όλα αυτά, όπως μετά τη νίκη στις Θερμοπύλες η Αρτεμισία είχε πονέσει και είχε θρηνήσει για το τέλος των Σπαρτιατών, έτσι και τώρα ένιωθε άθελά της μια κάποια περηφάνια για την ανδρεία που είχαν επιδείξει οι Έλληνες της Ευρώπης. «Τα πλοία, Μαρδόνιε», είπε ο Ξέρξης. «Πόσα χάσαμε στο σύνολο;» «Διακόσιες σαράντα πέντε τριήρεις, Μεγαλειότατε». Αρκετές από αυτές, σκέφτηκε η Αρτεμισία, πρέπει να είχαν λιποτακτήσει στο τέλος της μάχης, τρέμοντας την οργή του Ξέρξη. Είχε περάσει και από το δικό της μυαλό, μα δεν ήξερε ακόμη γιατί δεν το είχε κάνει. Το δίχως άλλο, η ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε σπρώξει στην πειρατεία δεκάδες πλοία και τα πληρώματά τους. Σε κάθε περίπτωση, εκείνες οι τριήρεις ήταν τόσο χαμένες για τον Μεγάλο Βασιλιά όσο κι αυτές που είχαν βυθιστεί ή τις είχαν κυριεύσει οι Έλληνες. «Οι άνδρες», είπε ο Ξέρξης. «Πόσοι». Συνήθως έλεγχε τον τόνο του και δεν άφηνε τη φωνή του να ραγίσει, γιατί έτσι ακουγόταν πιο αυστηρός. Τ ώρα όμως η μιλιά του δεν ήταν μεγαλόπρεπη, αλλά άτονη και γκρίζα, λες και το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο ήταν να βρει αρκετό αέρα για να προφέρει κάθε λέξη. «Αν υπολογίσουμε τους στρατιώτες και τα πληρώματα, σαράντα
οχτώ χιλιάδες, Μεγαλειότατε». Σαράντα οχτώ χιλιάδες! Όσους λιποτάκτες και αν αφαιρούσαν από εκείνο τον αριθμό, η Αρτεμισία σκέφτηκε ότι θα τον ελάττωναν το πολύ κατά τέσσερις ή πέντε χιλιάδες. Προσθέτοντας τις απώλειες από την πλευρά των εχθρών, ήταν βέβαιη ότι ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν είχαν πεθάνει τόσα άτομα μέσα σε μία ημέρα. Ο Μίνως, ο Αιακός και ο Ραδάμανθυς, οι τρεις κριτές του κάτω κόσμου, θα είχαν σαστίσει με τόση δουλειά. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι είχε γίνει μια μεγαλειώδης μάχη, ακριβώς όπως την είχε ονειρευτεί ο Ξέρξης. Μα, όταν θα τη θυμόνταν οι επόμενες γενιές, δε θα μιλούσαν για τη μεγάλη νίκη αλλά για την αποτυχία του. Η Περσική Αυτοκρατορία μπορούσε να αντέξει μια τέτοια ήττα, δέκα τέτοιες ήττες. Παρ’ όλα αυτά, η Αρτεμισία αμφέβαλλε αν ο Ξέρξης που εκείνη γνώριζε θα κατάφερνε κάποια στιγμή να ξεπεράσει τα συμβάντα των στενών της Σαλαμίνας. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα νέο, περίεργο συναίσθημα. Είχαν υπάρξει στιγμές που είχε νιώσει για τον Μεγάλο Βασιλιά τρόμο αλλά και θαυμασμό, πίστη και πόθο. Μετά τις Θερμοπύλες μάλιστα του φυλούσε και κάποια μνησικακία, που μπερδευόταν με μια σταλιά περιφρόνηση. Εκείνη τη στιγμή όμως ήθελε να αγκαλιάσει αυτό τον άνδρα, να ακουμπήσει το κεφάλι του στο στήθος της και να τον παρηγορήσει. Γιατί έβλεπε την απύθμενη μαυρίλα που είχε φωλιάσει στα μάτια του και τον συμπονούσε. Εκείνη, η Αρτεμισία, μια γυναίκα, λυπόταν τον πιο ισχυρό άνδρα του κόσμου! Φυσικά, δεν τόλμησε καν να αγγίξει το χέρι του. Ούτε διανοήθηκε να του θυμίσει ότι ήταν η μόνη που τον είχε συμβουλέψει να μη βάλει το στόλο στο στενό της Σαλαμίνας. «Μεγαλειότατε», είπε ο Μαρδόνιος. «Μη θλίβεσαι. Αυτό που συνέβη δεν ήταν παρά μόνο μια αναποδιά. Το τελικό αποτέλεσμα της εκστρατείας δεν εξαρτάται από μερικούς κορμούς που επιπλέουν στο νερό αλλά από άνδρες και άλογα, όπως προστάζουν οι πανάρχαιες συνήθειες του λαού μας. Αν το καλοσκεφτείς, δε θα βρεις ούτε μία περίσταση στην οποία εμείς οι Πέρσες φερθήκαμε με δειλία. Αυτοί
που αποδείχτηκαν δειλοί ήταν οι άλλοι λαοί, οι Κιλίκιοι ή οι Κύπριοι. Και κυρίως οι Φοίνικες». Έριξε μια λοξή ματιά στην Αρτεμισία. Εκείνη σκέφτηκε ότι ο στρατηγός είχε τουλάχιστον τη λεπτότητα να μην κατονομάσει τους Ίωνες ούτε τους Κάρες. «Αυτό το συμβάν δεν πρέπει να αποδοθεί στους Πέρσες, Μεγαλειότατε», συνέχισε ο Μαρδόνιος. «Η φήμη σου παραμένει άθικτη, όπως άθικτη είναι και η Σπάντα». «Πράγματι», απάντησε ο Ξέρξης με την ίδια νωθρή φωνή και ήπιε μια γουλιά κρασί από το χρυσό κύπελλο που κρατούσε στο δεξί του χέρι. Υπό κανονικές συνθήκες, ένας οινοχόος θα το πρόσφερε στο βασιλιά όποτε εκείνος έδειχνε ότι ήθελε να πιει. Τ ώρα όμως αυτός δεν το άφηνε από το χέρι του. «Σου ζητώ την άδεια να μιλήσω ως σύμβουλος και φίλος μαζί, γιατί τέτοιο με θεωρούσες ανέκαθεν». «Την έχεις, καλέ μου Μαρδόνιε». «Γύρισε πίσω στο βασίλειό σου με όσο στόλο απέμεινε και με τον μισό στρατό, Μεγαλειότατε. Οι υποτελείς σου νοσταλγούν την παρουσία σου. Έχεις μείνει πολύ καιρό σε τούτη τη βάρβαρη γη. Άφησέ με εμένα με τρεις μεραρχίες και σου υπόσχομαι ότι σε ένα χρόνο θα φτάσει στο παλάτι ένας αγγελιαφόρος που θα αναγγείλει ότι όλη η Ελλάδα θα έχει υποταχθεί στη δύναμή σου». Η Αρτεμισία θαύμασε τη σιγουριά του Μαρδόνιου. Όχι μόνο δεν αναλάμβανε την ευθύνη για την καταστροφή στη Σαλαμίνα –το να καταστήσει υπεύθυνο τον ίδιο τον Ξέρξη ήταν ανήκουστο–, αλλά έκανε ένα ακόμα βήμα και προσφερόταν να διορθώσει την κατάσταση. «Τ ι γνώμη έχεις εσύ, Αρτεμισία;» είπε ο Ξέρξης. «Ήσουν η μοναδική από τους μπαντάκα μου που με συμβούλεψε σωστά». «Μεγαλειότατε, νομίζω πως ο Μαρδόνιος έχει δίκιο. Το πιο βολικό αυτή την ώρα είναι να γυρίσεις στην πατρίδα σου και να αφήσεις εδώ τον ίδιο με τα στρατεύματα που σου ζήτησε. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι Έλληνες θα πέσουν σαν ώριμο φρούτο. Κι εσύ θα επιστρέψεις θριαμβευτής, γιατί κατέστρεψες την
πόλη των Αθηνών, κάνοντας έτσι το θέλημα του πατέρα σου». Η Αρτεμισία είπε εκείνο που όφειλε να πει. Μίλησε όμως δίχως πάθος, γιατί εκείνη η εκστρατεία δεν την ενδιέφερε πια. Ας κατακτούσε ο Μαρδόνιος την Ελλάδα για λογαριασμό του Μεγάλου Βασιλιά. Η δική της καρδιά είχε βαρεθεί τους πολέμους και είχε γεμίσει μελαγχολία. Τ ώρα το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στην πατρίδα της.
Σε ένα πράγμα είχε κάνει λάθος η Αρτεμισία. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε καρφώσει τα μάτια στη Σαλαμίνα μα δεν ξαναζούσε τη μάχη της προηγούμενης ημέρας. Η εικόνα που έβλεπε μέσα από τη σχισμή της χρυσής του μάσκας ήταν πιο παλιά· ήταν ένα όραμα που ερχόταν από δέκα χρόνια νωρίτερα. Η εικόνα του άνδρα που κρατούσε την ασπίδα με τον μαύρο δράκο, του οπλίτη που είχε σταματήσει την επίθεση του αλόγου του καρφώνοντας το δόρυ στο έδαφος του Μαραθώνα. Εκείνος ο άνδρας δεν είχε νικήσει την Περσική Αυτοκρατορία, γιατί με τη θέληση του Αχουραμάζντα ήταν απόρθητη και θα κρατούσε ως την Ημέρα του Χωρισμού. Είχε νικήσει όμως τον Ξέρξη, τον Μέγα Βασιλέα, Βασιλέα των Βασιλέων, Βασιλέα της Γης, γιο του Δαρείου του Αχαιμενίδη. Είχε υποτάξει τη θέλησή του, είχε τσακίσει το πνεύμα του. Ο Ξέρξης τέντωσε το κύπελλό του προς τον ορίζοντα και ήπιε στην υγειά του αντιπάλου του. «Σε χαιρετώ, Θεμιστοκλή από την Αθήνα».
Η ανταμοιβή του Θεμιστοκλή Ο Ηρόδοτος γράφει πως από τις πόλεις ξεχώρισε στη μάχη η Αίγινα· τα πρωτεία όμως, έστω και χωρίς τη θέλησή τους –γιατί τον φθονούσαν– τα έδωσαν όλοι στο Θεμιστοκλή. Γιατί όταν οι στρατηγοί πήγαν στον Ισθμό και έκαμαν μια ψηφοφορία (τις ψήφους τις έπαιρναν από το βωμό), ο καθένας βέβαια έβγαλε τον εαυτό του τον καλύτερο στην ανδρεία, δεύτερον όμως έβγαλαν όλοι το Θεμιστοκλή. Επίσης οι Σπαρτιάτες τον κάλεσαν στην πόλη τους, πρόσφεραν στον Ευρυβιάδη το αριστείο της ανδρείας και σε αυτόν το αριστείο της σοφίας – ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς. Του χάρισαν ακόμη και το καλύτερο από τα άρματα που υπήρχαν στην πόλη και, όταν έφευγε, του έδωσαν για τιμητική συνοδεία ως τα σύνορα τρακόσιους νέους. Λένε ακόμη πως, όταν ήρθαν οι γιορτές της Ολυμπίας και γίνονταν οι αγώνες, οι θεατές, από τη στιγμή που μπήκε στο στάδιο ο Θεμιστοκλής, έπαψαν να ενδιαφέρονται για τους αθλητές και όλη την ημέρα κοίταζαν εκείνον και τον έδειχναν στους ξένους και τον χειροκροτούσαν γεμάτοι θαυμασμό· ολόχαρος εκείνος εξομολογήθηκε τότε στους φίλους του πως γεύτηκε την ημέρα εκείνη τον καρπό των κόπων του για την Ελλάδα. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής-Κάμιλλος, «Θεμιστοκλής», 17
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Ο όγκος της βιβλιογραφίας που έχει δημοσιευθεί σχετικά με τους Μηδικούς Πολέμους ίσως δημιουργήσει την εντύπωση ότι γνωρίζουμε πολλά σχετικά με αυτή την περίοδο. Ωστόσο, έχουμε περισσότερα κενά και αμφιβολίες παρά βεβαιότητες. Σε αυτό το βιβλίο προσπάθησα να εκμεταλλευτώ αυτό που εμείς οι συγγραφείς ονομάζουμε «τα κενά της ιστορίας», ακολουθώντας την ίδια στιγμή και μια ιστορική διήγηση με συνοχή. Αυτό το τελευταίο δεν είναι πάντα εύκολο. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αδύνατον να συνδυάσει κανείς τις διαφορετικές πηγές, οι διηγήσεις των οποίων αποδεικνύονται αντιφατικές. Σε άλλες, η παράδοση που έχει φτάσει στα χέρια μας δε φαίνεται αληθοφανής. Αναφορές για τους Μηδικούς Πολέμους εμφανίζονται σε αναρίθμητα κλασικά κείμενα. Παρακάτω θα σχολιάσω τις κυριότερες πηγές. Οι Ἱστορίαι του Ηροδότου*. Ο επονομαζόμενος «πατέρας της ιστορίας» επικεντρώνει όλο το έργο του σε αυτή την επικών διαστάσεων σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες, αποτελώντας τη βασικότερη πηγή αλλά και την πλουσιότερη σε στοιχεία. Ωστόσο, δε στερείται ελαττωμάτων. Οι γνώσεις του Ηροδότου για τον κόσμο των Περσών πολλές φορές μοιάζουν να είναι εξ ακοής ή από δεύτερο χέρι. Δεν έχει τη στρατιωτική εκπαίδευση άλλων ιστορικών, όπως ο Θουκυδίδης ή ο Πολύβιος, γι’ αυτό οι περιγραφές των μαχών που προσφέρει είναι χαοτικές και επικεντρώνονται περισσότερο στο προσωπικό, στο ανεκδοτολογικό ή στο θαυμαστό παρά στο συνολικό. Μελετητές που έχουν προσπαθήσει να βγάλουν από το έργο του Ηροδότου μια τακτική με
συνοχή και μια στρατηγική εξέλιξη, όπως ο Burn, ο Hignett, ο Green, ο Hammond ή ο Strauss –έργα των οποίων αναφέρονται στη βιβλιογραφία–, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. * Παρότι χρησιμοποίησα τα πρωτότυπα κείμενα γ ια τις μεταφράσεις μου, οφείλω να συστήσω την ισπανική έκδοση του Carlos Schrader από τις εκδόσεις Gredos. Η μετάφραση είναι θαυμάσια. Ο αριθμός των σημειώσεων ίσως κάνει τον αναγ νώστη να σαστίσει, ωστόσο είναι πολύ χρήσιμες και ευχάριστες και συναντά κανείς σε αυτές πλήθος βιβλιογ ραφίας.
Ο Ηρόδοτος συντάσσει το έργο του πενήντα χρόνια μετά τα συμβάντα. Οι πηγές του στην πλειονότητά τους είναι προφορικές, μαρτυρίες βετεράνων της σύγκρουσης, που, όπως συχνά συμβαίνει στους πολέμους, μαθαίνουν περισσότερα από τις φήμες που κυκλοφορούν στο γνωστό «ράδιο αρβύλα» παρά από τις πραγματικές επιχειρήσεις. Οι σκηνές των πολεμικών συμβουλίων αποτελούν μια αναπαράσταση των όσων ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι πρέπει να συνέβησαν ή εκείνων που φαίνεται λογικό να ειπώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του περιέχει διαλογικά τμήματα με τόση δραματική ένταση ώστε δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να τα χρησιμοποιήσω. Έτσι έγινε, για παράδειγμα, με τη σκηνή όπου ο Θεμιστοκλής απειλεί τους Έλληνες συμμάχους να πάρει τα καράβια του στην Ιταλία ή με τις συμβουλές που δίνουν στον Ξέρξη ο Μαρδόνιος και η Αρτεμισία πριν και μετά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Όσο για τους Πέρσες του Αισχύλου, πρόκειται για τραγωδία και όχι για ιστορικό έργο. Ωστόσο η περιγραφή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα είναι ενδιαφέρουσα γιατί γράφεται μόλις οχτώ χρόνια μετά τα γεγονότα, αλλά και γιατί ο ποιητής έλαβε μέρος σε αυτή –όπως και στη Μάχη του Μαραθώνα–, ή τουλάχιστον ήταν παρών. Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα έχουμε τη Βιβλιοθήκη Ἱστορική του Διόδωρου Σικελιώτη. Η κυρίως πηγή του για αυτή την εποχή είναι ο Έφορος, ένας ακόμα ιστορικός του 4ου π.Χ αιώνα, τα έργα του οποίου δε σώζονται. Οι μελετητές πολλές φορές θεωρούν τον
Διόδωρο συγγραφέα δεύτερης κατηγορίας σε σύγκριση με τον Ηρόδοτο· είναι γεγονός ότι διαπράττει πάμπολλα χρονολογικά σφάλματα, που ίσως οφείλονται στις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην προσπάθειά του να οργανώσει το υλικό. Απαραίτητο έργο είναι και οι Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου· κυρίως του Θεμιστοκλή, αλλά και του Αριστείδη και του Κίμωνα. Ο Πλούταρχος γράφει τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Παρότι έχει πρόσβαση σε πηγές που έχουν χαθεί, είναι γεγονός ότι συλλέγει και μετέπειτα παραδόσεις σχετικές με τους Μηδικούς Πολέμους, που έχουν συσσωρευθεί σαν ίζημα και σε πολλές περιπτώσεις είναι απόκρυφες και χρήζουν διαλογής. Ο Πλούταρχος δεν είναι ιστορικός, αλλά ηθικολόγος, και αντιστέκεται στον πειρασμό του ανεκδοτολογικού ακόμα λιγότερο και απ’ ό,τι ο Ηρόδοτος. Από τον ίδιο συγγραφέα έχει φτάσει στα χέρια μας κι ένα πόνημα με τίτλο Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας, το οποίο κατακρίνει τον ιστορικό από πολλές απόψεις. Σε αυτό το σύγγραμμα βασίζεται η ερμηνεία μου για την εκστρατεία της Ερέτριας αλλά και για το ρόλο του Αδείμαντου και του κορινθιακού στόλου στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οφείλω επίσης να αναφέρω την Ἱστορία του Θουκυδίδη. Το βιβλίο Ι περιέχει πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές στην εν λόγω σύγκρουση, και συγκεκριμένα στον Θεμιστοκλή. Το εγκώμιο του Θεμιστοκλή και της οξυδέρκειάς του που πλέκει ο Μνησίφιλος μιλώντας με την Απολλωνία αποτελεί παράφραση των επαίνων του ίδιου του Θουκυδίδη.
Σχετικά με την Περσική Αυτοκρατορία, όσα ελαττώματα και αν έχει ο Ηρόδοτος, θα θέλαμε να υπήρχε ένας Πέρσης ομόλογός του. Ανέκαθεν μου έκανε εντύπωση ότι ο Gore Vidal κατακρίνει τόσο πολύ τον ιστορικό στο μυθιστόρημά του Δημιουργία. (Υποθέτω, ή θέλω να πιστεύω, ότι αυτό οφείλεται στην αφηγηματική άποψη που υιοθετεί.) Έπειτα όμως, όταν φτάνει η ώρα να μας περιγράψει τις
περσικές συνήθειες ή ορισμένους τόπους, όπως τα απίστευτα Εκβάτανα, δε διστάζει να καταφύγει στον Έλληνα ιστορικό. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε άλλη επιλογή. Οι επιγραφές σε πέτρα από τους Αχαιμενίδες μονάρχες είναι ελάχιστες και, στο ζήλο τους να δοξάσουν τους βασιλείς, προσφέρουν πολύ λίγα ιστορικά στοιχεία. Υπάρχουν βαβυλωνιακά χρονικά από εκείνη την εποχή, όπως εκείνο του Ναβονίδη, ή το κείμενο που έγινε γνωστό ως η Σφραγίδα του Κύρου, μα οι πληροφορίες που μπορεί να αποκομίσει κανείς είναι ελάχιστες. Ακόμα κι ένα μνημειώδες έργο σαν του Pierre Briant, με πάνω από χίλιες σελίδες, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον Ηρόδοτο και άλλους μετέπειτα ιστορικούς, κάτι που αναγνωρίζει και ο συγγραφέας. Ο Briant ξεκινά το έργο του με δύο παραθέματα σχετικά με τη δυσκολία τού να γνωρίσει κανείς την ιστορική αλήθεια τα οποία δεν μπορώ παρά να μεταφράσω. Το πρώτο έρχεται από τον Léo Ferré: «Πρέπει να πιστεύουμε την αρχαία ιστορία ακόμα και αν δεν είναι αληθινή». Το δεύτερο από τον Umberto Eco: «Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς αν μια συγκεκριμένη ερμηνεία είναι ορθή. Τ ις εσφαλμένες τις αναγνωρίζουμε πολύ πιο εύκολα». Αυτό που ο Briant εφαρμόζει στην ιστορία της Περσίας μπορεί να επεκταθεί και στην ιστορία ολόκληρης της αρχαιότητας, και συγκεκριμένα στους Μηδικούς Πολέμους. Γνωρίζουμε πράγματι ότι συνέβησαν· ξέρουμε όμως τι πραγματικά διαδραματίστηκε σε αυτούς; Όσο δε βγαίνουν στο φως νέες αρχαιολογικές ανακαλύψεις ή δεν εμφανίζονται άγνωστα κείμενα, θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στο χώρο των εικασιών.
Τα περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ιστορικά. Εννοώ ότι αναφέρονται στα κείμενα: πολλές φορές δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό όνομα, το οποίο έχει πάρει σάρκα και οστά στο μυθιστόρημά μου. Από εκείνους που διαδραματίζουν τους
πιο σημαντικούς ρόλους, μόνο η Απολλωνία και ο Ευφορίωνας το Νευρόσπαστο είναι φανταστικοί. Στη βιογραφία του Θεμιστοκλή ο Πλούταρχος παραθέτει πληροφορίες που καμιά φορά είναι αντικρουόμενες. Εγώ επέλεξα εκείνες που μου προσέφεραν τη δυνατότητα να πλάσω την προσωπικότητά του όπως την ήθελα. Για παράδειγμα, ο Πλούταρχος λέει ότι σύμφωνα με ορισμένες πηγές η μητέρα του Θεμιστοκλή λεγόταν Αβρότονον και ήταν από τη Θράκη, ενώ σύμφωνα με άλλες λεγόταν Ευτέρπη και ήταν από την Καρία, από την Αλικαρνασσό. Επέλεξα τη δεύτερη εκδοχή γιατί μου επέτρεπε να συγγενέψω τον Θεμιστοκλή με την Αρτεμισία. Έτσι προχώρησα και γενικότερα. Από την άλλη, όσοι αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Πλουτάρχου θα αναζητήσουν ορισμένα συγκεκριμένα ανέκδοτα. Όπως προανέφερα, τα περισσότερα από αυτά δεν πρέπει να είναι καν ιστορικά συμβάντα, γι’ αυτό και δε δίστασα καθόλου να τα αποβάλω όταν δε συνέβαλλαν στο προφίλ του πρωταγωνιστή μου. Και η Αρτεμισία είναι υπαρκτό πρόσωπο. Λίγα όμως γνωρίζουμε για εκείνη: ότι πήρε μέρος στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ότι βύθισε ένα πλοίο του ίδιου της του στόλου για να μπορέσει να διαφύγει και ότι, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Ξέρξης είχε σε μεγάλη εκτίμηση τις συμβουλές της. Δεν καταγράφεται πουθενά η συμμετοχή της στον Μαραθώνα, μα δεν επιβεβαιώνεται πουθενά και το αντίθετο, γι’ αυτό εκμεταλλεύτηκα για μία ακόμα φορά τα κενά της ιστορίας. Η παρουσία του Ξέρξη στον Μαραθώνα είναι μία ακόμα δική μου επινόηση, το δίχως άλλο λιγότερο πιστευτή από την παρουσία της Αρτεμισίας, αλλά χρήσιμη στην πλοκή. Πάντως η ιστορία για την προδοσία πριν από τη μάχη ίσως είναι πραγματική. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα εξήγηση στη Σούδα, μια μνημειώδη βυζαντινή εγκυκλοπαίδεια του 10ου αιώνα με σχεδόν 30.000 λήμματα. Σε αυτή αναφέρεται η έκφραση «χωρίς ιππείς», που σημαίνει «το ιππικό είναι μακριά». Η εξήγηση που δίνει η Σούδα είναι ότι κατά την εισβολή στην Αττική από τον Δάτι, λέγεται ότι οι Ίωνες, όταν εκείνος
αποσύρθηκε, ανέβηκαν στα δέντρα κι έκαναν σήμα στους Αθηναίους για να τους πληροφορήσουν ότι το ιππικό είχε φύγει. Μόλις το έμαθε αυτό ο Μιλτιάδης έκανε επίθεση και κέρδισε τη νίκη. Σχετικά με το αν ο Δάτις χώρισε τις δυνάμεις του ή όχι και για το αν υπήρξε ή όχι ιππικό, έχουν ξοδευτεί ποταμοί από μελάνι. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει το ιππικό. Το κάνει όμως ο Ρωμαίος Νέπως, που δεν αποτελεί ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή, και, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, στις νωπογραφίες της Ποικίλης Στοάς της Αθήνας, που έγιναν όχι πολύ μετά τα γεγονότα, εμφανίζονταν Πέρσες ιππείς. Τα άρθρα του Schrimpton και του Hammond που αναφέρω στη βιβλιογραφία υπερασπίζονται την παρουσία του ιππικού, αν και αυτό είτε δεν εμφανίζεται έγκαιρα ώστε να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο (Hammond) είτε αποσύρεται πριν από την επίθεση των Αθηναίων (Schrimpton). Στη δική μου εκδοχή, με την επέμβαση των ιππέων του Πατικάρα, κατέφυγα σε ένα είδος συμβιβαστικής λύσης. Ο Ηρόδοτος μιλά για μια επίθεση από απόσταση σχεδόν ενάμισι χιλιομέτρου που έκαναν τρέχοντας οι Έλληνες, η οποία όμως, εκτός του ότι είναι αδύνατη από φυσική άποψη με τόσο βάρος, δε θα είχε πολύ νόημα, γιατί τα εχθρικά βέλη δεν έφταναν τόσο μακριά. Γι’ αυτό τη μείωσα. Όσο για την τακτική της αποδυνάμωσης του κέντρου για να εξισωθεί σε μήκος το ελληνικό μέτωπο, την αναφέρει ήδη ο Ηρόδοτος. Στην εξιστόρησή του το κέντρο ηττάται και οπισθοχωρεί αρκετά· στη δική μου δε φτάνει σε ολική ρήξη γιατί σκέφτηκα ότι σε μια τέτοια περίπτωση ίσως είχε ακολουθήσει γενικευμένη φυγή. Σύμφωνα με τον ιστορικό μας, σκοτώθηκαν μόλις 192 Έλληνες, ενώ οι Πέρσες έχασαν πάνω από 6.000 άνδρες. Παρότι ακούγεται δυσανάλογο, είναι γεγονός ότι υπολογίζεται πως οι περισσότερες απώλειες στις μάχες της αρχαιότητας σημειώνονταν στο τέλος, όταν ο ένας από τους δύο στρατούς αποδιοργανωνόταν και οι άνδρες του πανικοβάλλονταν και τρέπονταν σε φυγή. Υπό συζήτηση τίθεται και ο ρόλος του πολέμαρχου εκείνη την εποχή. Από το 487 και εξής οι άρχοντες είχαν αρχίσει να επιλέγονται
με κλήρωση κι έχασαν πολλή από τη δύναμή τους. Ίσως στον Μαραθώνα ο πολέμαρχος να ήταν ο πραγματικός αρχηγός του αθηναϊκού στρατού, μπορεί όμως και να διαδραμάτιζε περισσότερο τελετουργικό ρόλο. Πάντα καταδεικνύεται ο Μιλτιάδης ως ο ήρωας του Μαραθώνα. Όπως έλεγα και πριν όμως, πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη ότι οι πηγές του Ηροδότου είναι κατά κύριο λόγο προφορικές. Και σε αυτή την περίπτωση, με δεδομένο το τεράστιο κύρος που απέκτησε ο γιος του Κίμωνας, δε θα ήταν περίεργο να έχει αποδεχτεί ο Ηρόδοτος μια εκδοχή των γεγονότων λίγο προπαγανδιστική ή μεροληπτική. Στο βίο του Αριστείδη ο Πλούταρχος αναφέρει ότι εκείνος και ο Θεμιστοκλής πολέμησαν στο κέντρο της ελληνικής παράταξης. Ίσως πρόκειται για ένα λογοτεχνικό τέχνασμα για να υπογραμμίσει την αντιπαλότητα μεταξύ τους, μα δεν παύει να είναι ενδιαφέρον. Στο μυθιστόρημά μου έκανα τον Θεμιστοκλή ταξίαρχο. Αυτό το αξίωμα ίσως είναι κατοπινό των Μηδικών Πολέμων, όταν οι δέκα στρατηγοί άρχισαν να δρουν ως αρχηγοί μάλλον όλου του στρατού παρά των στρατευμάτων ανά φυλή, τα οποία, κατά συνέπεια, έμειναν υπό τις εντολές των ταξιάρχων. Όπως συμβαίνει και με τόσα ακόμα θέματα της εποχής εκείνης, δεν το γνωρίζουμε με ακρίβεια. Ο δρομέας του Μαραθώνα εμφανίζεται στα ιστορικά κείμενα και με τα δύο ονόματα, Φιλιππίδης και Φειδιππίδης. Η σχέση ανάμεσα στα δύο και η ιστορία του αγώνα δρόμου με τον ιππέα είναι δική μου επινόηση. Σύμφωνα με μία εκδοχή, μετά τη Μάχη του Μαραθώνα έτρεξε τα 42 χιλιόμετρα ως την Αθήνα, ανακοίνωσε τη νίκη των Ελλήνων και πέθανε. Ωστόσο αυτή η παράδοση δεν αναφέρεται στον Ηρόδοτο, γι’ αυτό και δεν τη χρησιμοποίησα. Θα αναφέρω όμως ένα ενδιαφέρον στοιχείο: από το 1983 διοργανώνεται στην Ελλάδα ο αγώνας του Σπάρταθλου από την Αθήνα ως τη Σπάρτη, εις ανάμνησιν του δρόμου του Φειδιππίδη. Ο άνθρωπος που έχει νικήσει τις περισσότερες φορές, ο θρυλικός Γιάννης Κούρος, κατέχει και το ρεκόρ στο αγώνισμα με 20 ώρες και 25 λεπτά για μια διαδρομή περίπου 250 χιλιομέτρων. Όπως αναφέρει η ίδια η ιστοσελίδα του
Σπάρταθλου, πολλοί δρομείς έχουν παραισθήσεις όταν φτάνουν στη Σπάρτη, κάτι που εξηγεί την ιστορία του οράματος του Φειδιππίδη. Είναι φυσικό στα όνειρα και στα οράματα των Ελλήνων να παρουσιάζονταν οι θεοί τους, όπως σε άλλες εποχές έχουν εμφανιστεί άγιοι, Παρθένοι ή εξωγήινοι. Ένα όραμα σαν αυτό της Απολλωνίας στην αρχή του μυθιστορήματος πρέπει να ήταν ένα φαινόμενο αρκετά συχνό, το οποίο μάλιστα αντιμετώπιζαν με μεγάλη σοβαρότητα. Ο Ηρόδοτος δίνει πλήθος παραδειγμάτων. Μια και γίνεται λόγος για την Απολλωνία, πρέπει να πω ότι ο ρόλος της Ερέτριας στην πρώτη εκστρατεία στον Μαραθώνα συνήθως παραγκωνίζεται. Εγώ αποφάσισα να τον αναφέρω χάρη στα σχόλια του Burn και του Πλουτάρχου στο έργο του Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας. Αυτό με οδήγησε στην ανακάλυψη του Archaic Eretria του K. G. Walker, μιας μονογραφίας που αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη. Ο Ηρόδοτος μιλά για την πολιορκία της Ερέτριας, αν και δεν αναφέρει πολεμικές μηχανές. Αυτές που περιγράφω, πολιορκητικοί κριοί και πύργοι, εμφανίζονται ήδη σε ασσυριακά ανάγλυφα. Λαμβανομένου υπόψη του ότι οι Ασσύριοι ήταν μέρος της Περσικής Αυτοκρατορίας, μου φαίνεται αληθοφανές το να συμπεριλάβω αυτές τις κατασκευές στο μυθιστόρημά μου. Εξάλλου, βοηθούν να εξηγηθεί γιατί πριν από τη Σαλαμίνα οι Αθηναίοι ούτε που διανοήθηκαν να υπερασπιστούν τα τείχη τους αντί να εκκενώσουν την πόλη. Δε συμπεριέλαβα καταπέλτες ούτε άλλα όπλα στρέψης, γιατί είναι μεταγενέστερα, ή τουλάχιστον γιατί δε σώζονται μαρτυρίες για τη χρήση τους. Υποθέτω ότι την προσοχή του αναγνώστη τράβηξε το μικρό τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί ο Θεμιστοκλής και που ύστερα περιέρχεται στην κατοχή του Ξέρξη. Είναι αρκετά προφανές ότι οι Έλληνες γνώριζαν τους μεγεθυντικούς φακούς αλλά και ότι χρησιμοποιούσαν κρύσταλλα για να ανάβουν φωτιά, όπως αναφέρεται στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, συγκεκριμένα ανάμεσα στους στίχους 765 και 772. Κάπως πιο αμφίβολο είναι το αν, όπως υποστηρίζει ο Robert Temple στο T he Crystal Sun, έβαζαν δύο
τέτοιους φακούς μέσα σε ένα κούφιο καλάμι για να βλέπουν από μακριά. Παρ’ όλα αυτά, μια τέτοια υπόθεση θα βοηθούσε να ερμηνευθεί ένα απόσπασμα του Πολύβιου που κέντρισε την προσοχή μου όταν το διάβασα γράφοντας το βιβλίο Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι αετοί της Ρώμης. Μιλώντας για τα φωτεινά σήματα με τους πυρσούς, ο ιστορικός λέει: «Αφού τα συμφωνήσουν αυτά, χωρίζονται και ο καθένας θα χρειαστεί να έχει στον τόπο του πρώτα πρώτα μία διόπτρα με δύο σωλήνες, ώστε με τον ένα να βλέπουν στα δεξιά της πλευράς, με την οποία πρόκειται να ανταλλάξουν μηνύματα, και με τον άλλο στα αριστερά»*. * Πολύβιος, Ἅπαντα, τόμ. 7ος, Ἱστοριῶν Θ΄-Ι΄-ΙΑ΄, εισαγ .-μτφρ.-σχόλ. Θ. Γ. Μαυρόπουλος, Κάκτος, Αθήνα 1996, σελ. 223. (Σ.τ.Μ.)
Ο μεταφραστής του Gredos, Manuel Balasch, εξηγεί σε μια υποσημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας: «Ή, σε μια πιο μοντέρνα γλώσσα, “ ένα τηλεσκόπιο με δύο κιάλια”. Φυσικά, δεν μεγέθυναν την όραση, απλώς την εστίαζαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο». Τη γνώμη αυτή συμμερίζεται και ο Walbank στο έργο του A Historical Commentary on Polybius, όταν λέει για αυτό το απόσπασμα ότι το κατασκεύασμα συγκέντρωνε την όραση «χωρίς, εννοείται, να τη μεγεθύνει». Την προσοχή του Temple τραβά η έμφαση στο «φυσικά» και στο «εννοείται», σαν κάποιος να τονίζει: κάτι τέτοιο είναι απολύτως αδύνατον! Ωστόσο, δεν παύουμε να ανακαλύπτουμε αποδείξεις για το βαθμό της περιπλοκότητας που μπορούσε να αγγίξει η αρχαία τεχνολογία. Ας φέρουμε στο νου μας το μηχανισμό των Αντικυθήρων ή τα πλοία της λίμνης Νέμι. Θα ήταν άραγε τόσο αδύνατον για την τεχνολογία της εποχής να κατασκευαστεί ένα κάπως χοντροκομμένο τηλεσκόπιο, με αντεστραμμένες εικόνες και χρωματική παρέκκλιση; Ειλικρινά, δεν το νομίζω. Όταν είχα γράψει όλο το κομμάτι του Μαραθώνα και είχα αναφέρει τη χρήση της διόπτρας, ξαναδιάβασα τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας του Barry Strauss και πρόσεξα ένα συναρπαστικό σχόλιο
που μου είχε διαφύγει την πρώτη φορά. Όταν η Αρτεμισία επιτίθεται στο πλοίο του Δαμασίθυμου, ο Ξέρξης ζητά να μάθει αν είναι πράγματι εκείνη. Ο Strauss λέει πως η ερώτηση του Ξέρξη αποδεικνύει ότι ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς λεπτομέρειες από το σημείο όπου καθόταν και συμπληρώνει δεν είναι διόλου περίεργο για ένα συγγραφέα της ρωμαϊκής εποχής να διηγηθεί μια φανταστική ιστορία σχετικά με ένα ερπετό με τόσο οξεία όραση ώστε να διακρίνει λεπτομέρειες σε απόσταση μεγαλύτερη των τριών χιλιομέτρων. Στη σημείωση του Strauss βλέπει κανείς ότι ο αναφερόμενος συγγραφέας είναι κάποιος Πτολεμαίος Ηφαιστίων. Το έργο του βρίσκεται συμπιλημένο στη Βιβλιοθήκη του Βυζαντινού πατριάρχη Φώτιου. Δεν κατάφερα να βρω το πρωτότυπο κείμενο, είχα όμως πρόσβαση σε μια online μετάφραση από τα αγγλικά. Και αυτή τη φορά δεν μπορώ παρά να τη μεταφράσω: «Ο Εύπομπος ο Σάμιος ανέθρεψε, θαύμα απίστευτο, ένα άγριο φίδι. Καθώς λέγεται, ήταν η κόρη του. Λεγόταν Δράκων, είχε οξύτατη όραση κι έβλεπε εύκολα σε απόσταση είκοσι σταδίων. Εκείνος [ο Εύπομπος] την έθεσε στην υπηρεσία του Ξέρξη προς χίλια τάλαντα και, καθισμένη μαζί του κάτω από έναν χρυσαφένιο πλάτανο, του περιέγραφε τα όσα έβλεπε στη ναυμαχία ανάμεσα στους Έλληνες και στους βαρβάρους και τους άθλους της Αρτεμισίας». Το σχήμα ενός τηλεσκοπίου, το δίχως άλλο, θα μπορούσε να θυμίζει εκείνο ενός τεντωμένου φιδιού. Πρόκειται άραγε για μια φανταστική ιστορία και τίποτε άλλο ή για μια παράδοση που παρερμηνεύτηκε από άγνοια και από το πέρασμα των χρόνων;
Ανέφερα παραπάνω τα τείχη της Αθήνας. Τα τείχη που ένωναν την πόλη με τον Πειραιά κατασκευάστηκαν μετά τους Μηδικούς Πολέμους. Τ ι υπήρχε νωρίτερα; Μου φαίνεται παράξενο ότι το έτος 490 ήταν περιτειχισμένη μόνο η Ακρόπολη, γι’ αυτό αναφέρω ένα
τείχος πιο χοντροκομμένο και σε κακή κατάσταση γύρω από κάποια τμήματα της πόλης, αφήνοντας έξω τη Μελίτη, τη συνοικία όπου ζούσε ο Θεμιστοκλής. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα στέρεο, γιατί στον Μαραθώνα οι Αθηναίοι προτίμησαν να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς μακριά από την πόλη και δέκα χρόνια μετά την εκκένωσαν. Για την τοπογραφία της τότε Αθήνας, πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στον καιρό του Περικλή, βασίστηκα κυρίως στο έργο του Goette που αναφέρω στη βιβλιογραφία και στο Η αρχαία πόλη του Peter Connolly. (Όπως όλα τα έργα του Connolly, είναι κι αυτό απολαυστικότατο, καλά τεκμηριωμένο και προσφέρει κάτι που αναζητούμε μετά μανίας εμείς οι συγγραφείς: εικόνες.) Την εποχή των Μηδικών Πολέμων, όπως και χρόνια αργότερα, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Αττικής ζούσε στην ύπαιθρο, διάσπαρτο στους πολυάριθμους δήμους. Αυτό σημαίνει ότι το άστυ δεν μπορούσε να έχει τόσους κατοίκους όσους υποθέτουν πολλές μυθιστορηματικές εκδοχές των Μηδικών Πολέμων. Για παράδειγμα, ένα εφηβικό μυθιστόρημα για τον Μαραθώνα από τις εκδόσεις Penguin το 2004 –δε θέλω να πω περισσότερα– αναφέρει διακόσιους πενήντα χιλιάδες κατοίκους μόνο στην πόλη των Αθηνών. Αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι αργότερα δεν κατάφεραν να στρατολογήσουν ούτε δέκα χιλιάδες στρατιώτες για να αντιμετωπίσουν τον Δάτι. Μιλώντας για αριθμούς, φαίνεται ότι αυτοί οι δέκα χιλιάδες περίπου άνδρες δεν ήταν αρκετοί για να αντιμετωπίσουν τα περσικά στρατεύματα, γι’ αυτό οι Αθηναίοι άργησαν τόσο να αποφασίσουν τη μάχη. Πολύ διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών. Γιατί δεν έφτασαν εγκαίρως; Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει συγκεκριμένα τα Κάρνεια, μόνο την πανσέληνο. Τα Κάρνεια όμως εμφανίζονται λίγο παρακάτω, όταν μιλά για τις Θερμοπύλες. Στο μυθιστόρημά μου η Σπάρτη δε δείχνει ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σώσει τους Αθηναίους, ούτε στην εκστρατεία αυτή ούτε κατά την εισβολή του Ξέρξη. Ξέρω ότι πολλοί θαυμαστές των Σπαρτιατών θα
ενοχληθούν από την εκδοχή των γεγονότων που παρουσιάζω. Ωστόσο είναι γεγονός ότι έστειλαν στις Θερμοπύλες μια δύναμη πολύ περιορισμένη και, παρότι ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Hignett ή ο Burn, υποστηρίζουν ότι ήταν αρκετή για εκείνη την αποστολή, εγώ δεν έχω πειστεί απόλυτα γι’ αυτό.
Το ιντερμέδιο στη Βαβυλώνα αποτελεί το πλέον μυθιστορηματικό κομμάτι της Σαλαμίνας. Ήθελα όμως να δείξω κάτι από το εσωτερικό της Περσικής Αυτοκρατορίας. Εδώ κατακρίνω μερικές από τις φανταστικές ιστορίες που διέδωσε ο Ηρόδοτος, όπως το ότι όλες οι Βαβυλώνιες έπρεπε να εκπορνευθούν τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Φαίνεται ότι στην αρχή της διακυβέρνησης του Ξέρξη στη Βαβυλώνα σημειώθηκε μια εξέγερση με υποκινητή κάποιον Μπελσιμάνι. Τα γεγονότα δεν είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρα, όπως και τα αντίποινα του Μεγάλου Βασιλιά. Η παντελής καταστροφή του Ετεμενάνκι που αναφέρεται σε ορισμένα κείμενα μου φαίνεται υπερβολική. Γι’ αυτό στο βιβλίο μου τη μετρίασα λίγο. Μόλις ανέβηκε στο θρόνο, ο Ξέρξης άρχισε αμέσως τις ετοιμασίες για τη μεγάλη εισβολή. Το δίχως άλλο, πρόκειται για ένα μεγαλειώδες εγχείρημα για τα δεδομένα της εποχής. Έχουμε ένα παράδειγμα στην εκσκαφή του καναλιού που χωρίζει τη χερσόνησο του Άθω, πραγματικό άθλο των μηχανικών, που έχει επιβεβαιωθεί από αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι αριθμοί που παραθέτει ο Ηρόδοτος για τις δυνάμεις της εισβολής δεν είναι αληθοφανείς. Το άθροισμα των στρατευμάτων του ναυτικού και του πεζικού είναι 2.641.610 άνδρες (Ἱστορίαι, Ζ΄, 185), ένας αριθμός που ο ιστορικός διπλασιάζει, προσθέτοντας τους βοηθούς, για να ανέβει στους 5.283.220 άνδρες. Οι ιστορικοί έχουν προσπαθήσει να διορθώσουν αυτούς τους αριθμούς. Πολλοί τούς διαιρούν διά του δέκα. Άλλοι τούς μειώνουν ακόμα πιο δραστικά. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Hans Delbrück ήταν ο πρώτος που
υπογράμμισε τις τρομερές δυσκολίες στις μεταφορές που θα σήμαινε η τροφοδοσία και οργάνωση ενός στρατού με τέτοιο μέγεθος, μια και η οπισθοφυλακή του θα βρισκόταν ακόμη στα Σούσα όταν η εμπροσθοφυλακή θα έφτανε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Delbrück, ο στρατός του Ξέρξη πρέπει να αριθμούσε 75.000 άνδρες στο σύνολό του. Ο Cawkwell πλησιάζει σε αυτή την εκτίμηση στο έργο του T he Greek Wars. T he failure of Persia. Παρόλο που δεν αποδέχτηκα φανταστικούς αριθμούς, στη Σαλαμίνα διπλασίασα σχεδόν τα νούμερα του Delbrück και του Cawkwell. Από τη μία, αν οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και την άφησαν να καταστραφεί χωρίς να προβάλουν καμία έμπρακτη αντίσταση, τότε η απειλή πρέπει να ήταν πραγματικά τρομακτική. Από την άλλη, όπως υποστηρίζω στο μυθιστόρημα, η αποτυχία του Ξέρξη οφείλεται εν μέρει στο υπερβολικό μεγαλείο της εκστρατείας. Στους υπολογισμούς μου ακολούθησα κατά προσέγγιση τις απόψεις που εκθέτει ο στρατηγός Frederick Maurice στο άρθρο που παραθέτω στη βιβλιογραφία. Ο Maurice, που διέτρεξε ο ίδιος ολόκληρη την περιοχή του Ελλήσποντου, υπογραμμίζει τη δυσκολία τού να βρει κανείς πόσιμο νερό για τόσα άτομα και υποζύγια ως το κυριότερο πρόβλημα της μετακίνησης ενός τόσο πολυάριθμου στρατού. Μάλιστα θέτει ως ανώτατο όριο για τις δυνάμεις του εχθρού τους 150.000 άνδρες. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία που δίνει στις δύο πλωτές γέφυρες που στήθηκαν πάνω από τον Ελλήσποντο, αλλά και στους λόγους για τους οποίους ήταν προτιμότερες από τη χρήση των πλοίων ως μεταφορικού μέσου. Φαίνεται ότι τα όπλα των Ελλήνων οπλιτών ήταν ανώτερα στη μάχη σώμα με σώμα, κάτι που εξηγεί το γεγονός ότι, συν τω χρόνω, οι Πέρσες βασιλείς άρχισαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους για τους στρατούς τους. Ωστόσο η εικόνα του περσικού στρατού ως μιας ορδής αδιάφορων σκλάβων που μάχονται υπό την πίεση του μαστιγίου μόνο και μόνο για να σφαγιαστούν από τους ηρωικούς Έλληνες στρατιώτες, τους οποίους, παρ’ όλα ταύτα, ξεπερνούν σε αναλογία δέκα προς έναν, δεν είναι παρά μια φαντασία που έχει
κατακαθίσει με τον καιρό στο νου των αναγνωστών και των θεατών. Στη Σαλαμίνα θα μπορούσα να έχω χρησιμοποιήσει στρατούς των πεντακοσίων χιλιάδων ανδρών, ακόμα και του ενός εκατομμυρίου, όπως έχει γίνει σε άλλα βιβλία. Αυτά τα μυθιστορήματα ωστόσο δεν καταφέρνουν ποτέ να δώσουν την εντύπωση ότι οι στρατιώτες ήταν πραγματικά τόσο πολλοί. Δεν αρκεί να πει κανείς «μισό εκατομμύριο άνδρες». Πρέπει να το αποδείξει, να δείξει πού βρίσκονται, να δώσει την πραγματική εντύπωση του αριθμού. Αν ένας αρχαίος στρατός ήθελε να παρατάξει 500.000 άνδρες στο πεδίο της μάχης με ελάχιστη έστω αποτελεσματικότητα, θα χρειαζόταν ένα μέτωπο τουλάχιστον 50 χιλιομέτρων. Κατά δεύτερον, δε βλέπω τη λογοτεχνική χάρη μιας τέτοιας δυσαναλογίας. Αν οι Πέρσες ήταν άγριοι βάρβαροι αλλά μαζί και εκλεπτυσμένοι και έκφυλοι, όπως τους παρουσιάζουν, ποια η αξία μιας νίκης εναντίον τους; Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο στρατός του Ξέρξη ήταν μια καλά οργανωμένη μηχανή, ότι οι πολεμιστές του είχαν έναν κώδικα πολεμικών αρετών που δεν υστερούσε σε τίποτα έναντι εκείνου των Ελλήνων οπλιτών και ότι, αν δεν είχαν υποπέσει σε ορισμένα σφάλματα, θα είχαν μπορέσει να κατακτήσουν την Ελλάδα. Η ίδια η Ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν ένα από αυτά τα λάθη. Όπως παρατηρεί ο Cawkwell: «Γιατί θέλησε ο Ξέρξης μια ναυμαχία που δεν ήταν απολύτως απαραίτητη; [...] Η ολοκληρωτική καταστροφή του ελληνικού στόλου πρέπει να ήταν ένας πειρασμός στον οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί το μεγαλείο του Βασιλέα των Βασιλέων». Αν ο περσικός στόλος δεν είχε μπει στο στενό, ίσως η παγκόσμια ιστορία να ήταν πολύ διαφορετική. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, επειδή η νίκη των Ελλήνων δεν ήταν αναπόφευκτη, πρόκειται για ένα επικό κατόρθωμα.
Το κλειδί της Σαλαμίνας είναι οι τριήρεις. Εκτός από το έργο του Casson, το κατεξοχήν κλασικό έργο για τα πλοία της αρχαιότητας,
ανυπολόγιστη βοήθεια μού πρόσφερε και το βιβλίο T he Athenian T rireme. Εξηγεί πώς μια ιδιωτική κοινοπραξία κατασκεύασε με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης μια τριήρη την οποία ονόμασε Ολυμπιάδα και η οποία από το 1987 πραγματοποίησε μια σειρά δοκιμών με πληρώματα και εθελοντές. Σήμερα εκτίθεται σε μια στεγανή δεξαμενή στην Αθήνα. Πολύ λίγα γνωρίζουμε σχετικά με το πώς ήταν στην πραγματικότητα οι τριήρεις της εποχής, μια και οι ζωγραφικές και γλυπτικές αναπαραστάσεις αφήνουν αρκετές αμφιβολίες. Δε σώζονται ναυάγια τριήρεων επειδή στα αμπάρια τους δεν είχαν έρμα και, συνεπώς, δε βυθίζονταν – αντίθετα με τα όσα λέγονται σε πολλά μυθιστορήματα, ακόμα και σε βιβλία ιστορίας, και με τα όσα και εγώ ο ίδιος πίστευα μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Ίσως κάποιες λεπτομέρειες στην κατασκευή της Ολυμπιάδας να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μα είναι ό,τι καλύτερο έχουμε· γι’ αυτό τη χρησιμοποίησα ως μοντέλο για τα πλοία της Σαλαμίνας. Εξάλλου, το βιβλίο του Morrison προσφέρει εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες για τις δυνατότητες αυτών των πλοίων και την καθημερινή ζωή των πληρωμάτων τους και, κυρίως, των κωπηλατών τους. Χάρη σε αυτόν γνωρίζουμε ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που πρέπει να αντιμετώπιζαν στα αμπάρια ήταν η τρομερή δυσοσμία από εκατόν εβδομήντα κορμιά που ίδρωναν κλεισμένα σε έναν τόσο μικρό χώρο. Πολύ χρήσιμο μου φάνηκε και το βιβλίο Πελοποννησιακός Πόλεμος του Victor Hanson. Αν και επικεντρώνεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στο κεφάλαιο για τα πλοία προσφέρει άφθονες και ακριβείς πληροφορίες για τον τρόπο εξέλιξης των ναυμαχιών. Εκείνη την εποχή η Αθήνα ήταν κυρίαρχος των θαλασσών, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε το 429 ο ναύαρχος Φορμίωνας τόλμησε να αντιμετωπίσει έναν εχθρικό στόλο 47 πλοίων με μόλις 20 τριήρεις, τον περικύκλωσε –σε μια κυκλωτική κίνηση!– και τον νίκησε. Η Αθήνα του 480 δεν είχε φτάσει ακόμη σε τέτοιο σημείο.
Σύμφωνα με τα λόγια του Πλουτάρχου, ήταν ο Θεμιστοκλής εκείνος που μετέτρεψε τους πολίτες της «από οπλίτες που ήταν τότε» σε «ναυτικούς και θαλασσινούς». Εκείνο τον καιρό οι Αθηναίοι δεν είχαν μεγάλη ναυτική παράδοση, σε αντίθεση με άλλους λαούς, όπως οι Ερετριείς ή οι Φωκαείς. Γι’ αυτό δε μου φαινόταν λογικό το να μπορούν να κυβερνούν τα πλοία τους καλύτερα από τους Φοίνικες, με τους οποίους συγκρούστηκαν ανοιχτά στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εύκολα το διαπιστώνει κανείς αυτό στο Αρτεμίσιο. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στις μάχες, η εξιστόρηση του Ηροδότου είναι κάπως συγκεχυμένη. Ωστόσο, παρόλο που διαβεβαιώνει ότι «οι αντίπαλοι αποδείχτηκαν ισόπαλοι», ύστερα αναφέρει ότι οι Έλληνες «είχαν δοκιμαστεί σκληρά και σκληρότερα απ’ όλους οι Αθηναίοι, που τα μισά τους καράβια είχαν πάθει αβαρίες». Στα πιο ανοιχτά νερά του Αρτεμισίου η αρμάδα του Ξέρξη θα είχε επιβάλει την αριθμητική και τακτική ανωτερότητά της, αν και όχι με τρόπο τόσο αποφασιστικό ώστε να κατατροπώσει τον ελληνικό στόλο. Μείωσα επίσης τον αριθμό των πλοίων του Ξέρξη. Ο Ηρόδοτος κάνει λόγο για πάνω από 1.200 πλοία. Σεβάστηκα τον αριθμό, ωστόσο ελάττωσα τις τριήρεις κατά το ήμισυ και άφησα τα υπόλοιπα πλοία ως μεταγωγικά. Ούτε ο ίδιος ο Ηρόδοτος δεν καλοξέρει τι να κάνει με τόσα πλοία. Στο Ζ΄ 190 καταστρέφει 400 πλοία σε μια καταιγίδα πριν από το Αρτεμίσιο και ύστερα, στο Η΄ 13, εξολοθρεύει το στράτευμα των 200 που είχαν επιχειρήσει να περιπλεύσουν την Εύβοια από τα δυτικά – αυτός ο περίπλους δεν εμφανίζεται στο μυθιστόρημά μου γιατί οι ιστορικοί, γενικά, δεν αποδέχονται αυτή την πληροφορία του Ηροδότου. Όπως λέει και ο ίδιος, «κι όλα τα πάντα ήταν έργο του θεού για να έρθει και να εξισωθεί ο περσικός στόλος με τον ελληνικό και να μην είναι πολύ μεγαλύτερος». Συνεχίζουμε την παράθεση αριθμών: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στη Σαλαμίνα οι Έλληνες είχαν 378 πλοία. Εγώ τα μείωσα στα 310 για τα οποία μιλά ο Αισχύλος στους Πέρσες, γιατί μου φαίνεται πιο λογικός αριθμός λαμβανόμενων υπόψη των απωλειών που είχαν σημειωθεί στο Αρτεμίσιο.
Και για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας καθαυτή έχει γίνει πολλή κουβέντα. Όπως λέει ο Peter Green στο Οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι, παρά την υπερβατική σημασία της, η Σαλαμίνα πρέπει να θεωρείται ως μία από τις χειρότερα τεκμηριωμένες μάχες σε όλη την ιστορία των ναυτικών πολέμων. Ακολούθησα τον Διόδωρο, τον ίδιο τον Green, τον Burn και τον Hammond σε όσα σχετίζονται με την αιγυπτιακή μοίρα που αναχωρεί για να αποκλείσει το κανάλι των Μεγάρων. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει αυτή την κίνηση, ο Strauss την αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό και ο Hignett την αρνείται. Γιατί στέλνει ο Ξέρξης αυτή τη μοίρα, αν τη στέλνει πραγματικά, μα αποφασίζει παρ’ όλα αυτά να διεξαγάγει τη μάχη μέσα στο στενό και όχι σε ανοιχτά νερά; Σε αυτό το σημείο έρχεται να επέμβει το μήνυμα για την υποτιθέμενη φυγή των Ελλήνων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το μήνυμα μετέφερε ο Σίκιννος, ο παιδαγωγός των γιων του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος προσθέτει τη λεπτομέρεια ότι ο Σίκιννος είναι αιχμάλωτος πολέμου. Όπως και να έχει, το μήνυμα πρέπει να προήλθε από τον ίδιο τον Θεμιστοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «...ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, πήγε με το μέρος του βασιλιά και του στέλνει την είδηση πως οι Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν από τη Σαλαμίνα, και πως αυτός τον συμβουλεύει το βασιλιά να μην τους δώσει την ευκαιρία να κάμουν κάτι τέτοιο, αλλά τώρα που βρίσκονται σε σύγχυση και χωρίς την πεζική τους δύναμη, να τους επιτεθεί και να καταστρέψει το ναυτικό τους». Κατά τον Αισχύλο, το μήνυμα μετέφερε ένας Έλληνας, ενώ ο Διόδωρος μιλά για «έναν άνδρα». Μετά τη ναυμαχία όμως, υπάρχει ένα ακόμα μήνυμα, το οποίο στέλνει ο Θεμιστοκλής για να πείσει τον Ξέρξη να διαφύγει το συντομότερο δυνατόν, μήνυμα που μεταφέρει ξανά ο Σίκιννος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ή ένας ευνούχος που ονομάζεται Αρνάκης, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Η στάση των ιστορικών γύρω από αυτή την ιστόρηση ποικίλλει, όπως συμβαίνει και με άλλες λεπτομέρειες: τις υποτιθέμενες
διχογνωμίες ανάμεσα στους συμμάχους, την προσπάθεια κατασκευής του αναχώματος πριν ή μετά τη μάχη, το ρόλο του Αδείμαντου και του στόλου της Κορίνθου και άλλα. Για να περιπλακούν τα πράγματα, δεν υπάρχει καν ομοφωνία σχετικά με την ίδια την τοπογραφία της Σαλαμίνας. Γενικά, θεωρείται ότι η Ψυττάλεια, εκεί όπου ο Ξέρξης παρέταξε στρατιώτες του πεζικού, είναι το νησί που σήμερα ονομάζεται Λειψοκουτάλα. Ωστόσο ο Hammond, στο άρθρο του για τη Σαλαμίνα, υποστηρίζει ότι πρόκειται για τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου, την οποία εγώ ονόμασα «Μεγάλη Φαρμακούσα». Τα ονόματα των Σεληνίων και της Κυχρείας είναι δική μου επινόηση ως κάποιο σημείο, γιατί δε θέλησα να χρησιμοποιήσω σύγχρονες ονομασίες, όπως Αμπελάκια και Παλούκια, αφού δεν έχει νόημα στα αρχαία ελληνικά. Αν οι αναγνώστες αναζητήσουν τη Μικρή Φαρμακούσα σε έναν σημερινό χάρτη, δε θα τη βρουν, γιατί έχει γίνει γενικά αποδεκτό ότι το επίπεδο της θάλασσας έχει ανέβει από τότε, επομένως εκείνο που άλλοτε ήταν νησίδα σήμερα δεν είναι παρά μια αμμουδερή ακτή. Επιστρέφοντας στον Σίκιννο, και επειδή υπάρχουν τόσες αμφιβολίες και αντιφάσεις γύρω από το πρόσωπό του, αποφάσισα να επινοήσω τη δική μου ιστορία για το βιβλίο· μια ιστορία στην οποία ο υπηρέτης του Θεμιστοκλή γίνεται ακούσιος συνεργός. Αυτό μου επέτρεψε να δείξω και μερικά στοιχεία του ζωροαστρισμού. Αυτή η θρησκεία δεν ήταν ακόμη τόσο διαδεδομένη όσο στην εποχή των Σασσανιδών – η οποία απεικονίζεται εξαιρετικά στα μυθιστορήματα του Olalla Garcia, με τον οποίο έκανα μερικές πολύ ενδιαφέρουσες συνομιλίες πάνω στο θέμα–, ωστόσο φαίνεται ότι ο Δαρείος και, πάνω απ’ όλα, ο Ξέρξης την ευνοούσαν σε βάρος του προγονικού πολυθεϊσμού των ιρανικών λαών. Αν τους αναγνώστες ξενίζει η γραφή «Αχουραμάζντα» αντί για «Αχούρα Μάζντα», θα τους πω ότι ήταν η παραδοσιακή γραφή της εποχής των Αχαιμενιδών. Σε αυτό το σημείο, όπως και σε πολλά άλλα, μου φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμο το εγχειρίδιο των αρχαίων περσικών του Skjærvø. Πρόκειται για μια γλώσσα για την οποία γνωρίζουμε λίγα, γιατί το κυρίως σώμα των
επιγραφών είναι περιορισμένο, γι’ αυτό κάποιες φορές αναγκάστηκα να φανώ τολμηρός και να εφεύρω, στην πραγματικότητα, λέξεις. Είναι αρκετά προφανές ότι το όνομα Σίκιννος δεν είναι περσικό. Αν υπήρξε αυτό το άτομο, θα έπρεπε ίσως να θεωρήσουμε ότι δεν ήταν αυθεντικός Πέρσης, αλλά ότι καταγόταν από κάποια χώρα που ανήκε στην Περσική Αυτοκρατορία. Στη Σαλαμίνα εγώ προτίμησα να είναι περσικής καταγωγής, ώστε να μπορέσω με τον τρόπο αυτό να δείξω και την άποψη των «άλλων», γι’ αυτό δημιούργησα την ιστορία του Μιθράνη και του πλαστού ονόματος. Εκείνη την εποχή στην Αθήνα υπήρχαν ελάχιστοι Πέρσες σκλάβοι: όπως τονίζει στο βιβλίο της η Margaret Miller, φαίνεται ότι οι Έλληνες δεν έπαιρναν αιχμαλώτους, αλλά τους σκότωναν. Γι’ αυτό ο Σίκιννος ονομάζεται έτσι και, προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, δεν μπορεί να φορέσει το παντελόνι που τόσο ήθελε.
Η ιστορία των δύο ξεχωριστών λόγων είναι δική μου, γιατί ο Ηρόδοτος αναφέρει μόνον ότι ο Θεμιστοκλής έβγαλε ένα μεγάλο λόγο. Ήθελα όμως να αντιπαραθέσω τα ιδανικά του Μαραθώνα, τόσο χαρακτηριστικά της αριστοκρατίας και των οπλιτών, με εκείνα του στόλου της Σαλαμίνας, τα οποία προλέγουν τη μελλοντική ριζοσπαστική δημοκρατία του Εφιάλτη και του Περικλή. Όπως προείπα, οι ιστορήσεις των μαχών δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικές. Επί μήνες σχεδίαζα εκατοντάδες γραμμούλες για να αναπαραστήσω τα πλοία στον πίνακα του γραφείου μου, συμβουλευόμενος ένα χάρτη του Ναυαρχείου από το 1596 και κουβεντιάζοντας με το φίλο μου Λεόν Αρσενάλ, συγγραφέα και παλιό ναυτικό. Το πρόβλημα για μένα ήταν το πώς οι Αθηναίοι –που αποτελούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού στόλου– κατάφεραν να νικήσουν ναυτικούς με μεγαλύτερη εμπειρία από τους ίδιους. Φαίνεται ότι η Σαλαμίνα δεν ήταν τόσο μια ναυμαχία στην οποία σημειώθηκαν «παραδοσιακά» ρεσάλτα, όπως εκείνα που
αναφέρει ο Θουκυδίδης, μα χρησιμοποιήθηκε περισσότερο το έμβολο της πλώρης. Οι Αθηναίοι έμελλε να μετατραπούν σε απόλυτους κυρίαρχους αυτής της τακτικής, ωστόσο θα περνούσαν ακόμη πολλά χρόνια γι’ αυτό. Πώς κατάφεραν να κινηθούν με την ταχύτητα που απαιτούνταν ώστε να αιφνιδιάσουν τα πλοία του εχθρού; Στο μυθιστόρημά μου το εξηγώ καταφεύγοντας σε διάφορους παράγοντες. Κατά πρώτον, ο Θεμιστοκλής επιμένει να κατασκευαστούν τα πλοία από όσο το δυνατόν πιο ελαφριά ξύλα. Επίσης, τα αθηναϊκά πλοία δεν έχουν πλήρες κατάστρωμα ούτε κουπαστή, κάτι που μειώνει το βάρος. (Στη Μάχη του Ευρυμέδοντα, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Κίμωνας θα εξοπλίσει τα πλοία του με σκεπαστά καταστρώματα.) Κατά δεύτερον, ο αριθμός των οπλιτών στο κατάστρωμα είναι μειωμένος, γεγονός που αυξάνει την ευκινησία της τριήρους μα εγκυμονεί και κινδύνους στην περίπτωση που γίνει ρεσάλτο. Τέλος, καταφεύγω στον άνεμο. Η μοναδική αναφορά γίνεται στον Πλούταρχο: «[Ο Θεμιστοκλής] δεν άφησε τις τριήρεις να κινηθούν ενάντια στα εχθρικά πλοία παρά μόνο όταν ήρθε η συνηθισμένη ώρα που σηκώνεται πάντα ζωηρός άνεμος και κύμα από το πέλαγος στα στενά». Ιστορικό ή όχι, αυτό το στοιχείο μού φάνηκε ενδιαφέρον από αφηγηματικής πλευράς. Αφού συμβουλεύτηκα διάφορα άρθρα και μίλησα ξανά με τον Λεόν Αρσενάλ για τους στεριανούς και θαλασσινούς ανέμους αλλά και για την τοπογραφία του στενού, αποφάσισα να καταφύγω στο σιρόκο. (Ο κατεξοχήν άνεμος του καλοκαιριού είναι οι λεγόμενες ετησίαι, που στα νέα ελληνικά λέγονται μελτέμια, μα δε μου χρησίμευε στη ναυμαχία.)
Τέλος, θα ήθελα να εξηγήσω τις μονάδες μέτρησης και τις ημερομηνίες. Όσον αφορά τις πρώτες, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω χιλιόμετρα, λίτρα και κιλά αντί για στάδια, κοτύλες και τάλαντα για να μην αναγκάσω τους αναγνώστες να κάνουν διαρκώς
υπολογισμούς. Οι ημερομηνίες των Μηδικών Πολέμων δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο θα υπέθετε κανείς. Τουλάχιστον όσον αφορά τα έτη, υπάρχει ομοφωνία: το 490 για τον Μαραθώνα και το 480 για τη Σαλαμίνα. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποίησα τη χρονολογία του Hammond, γιατί άλλοι συγγραφείς τοποθετούν τη μάχη μέσα στον Αύγουστο αντί για τον Σεπτέμβριο. Όσον αφορά τη Σαλαμίνα, ακολούθησα τον Green, που την τοποθετεί χρονολογικά στις 20 Σεπτεμβρίου και όχι στις 28 ή 29. Ο λόγος είναι ότι αυτό μου επέτρεπε να συμπυκνώσω προσωρινά τα γεγονότα, κάτι που πάντα συμβάλλει στη δημιουργία μεγαλύτερης δραματικότητας. Για τον ίδιο λόγο συγκέντρωσα το μήνυμα του Σίκιννου και την απόφαση του Ξέρξη και το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο των Ελλήνων σε μία μόνο νύχτα και όχι σε δύο, όπως ορίζει η πλειονότητα των απόψεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Για να είναι η βιβλιογραφία πιο χρήσιμη στον αναγνώστη, την έχω παραθέσει σε κατηγορίες. Κάποια βιβλία θα μπορούσαν να εμφανιστούν σε περισσότερες από μία, προτίμησα όμως να μην τα αναφέρω δύο φορές για να μην αυξήσω τον όγκο της λίστας. Κλασικές πηγές Αἰνείας ὁ Τακτικός, Πολιορκητικά. Αἰσχύλου, Πέρσαι, μτφρ. Τ. Βουρνάς, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001. Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς Βίβλος Ἑνδεκάτη [Ἅπαντα 7], εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1998. Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Μετάφραση, Σχόλια, Αναλυτικά Ευρετήρια Βιβλίων Ι-ΙΧ Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, τόμ. 1-2 Εκδόσεις Πατάκη, τόμ. 3-5 Εκδόσεις Γκοβόστη. Θουκυδίδη, Ἱστορία. Κορνήλιος Νέπως, Βίοι. Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, τόμ. 2, Θεμιστοκλῆς-Κάμιλλος, μτφρ. Μ. Γ. Μερακλής, εισαγωγή-σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992. Πλούταρχος, Περί τῆς Ἡροδότου κακοηθείας. Στράβων, Γεωγραφικά.
Μελέτες σχετικά με τον Θεμιστοκλή Frost, Frank J., Plutarch’s T hemistocles. A Historical Commentary,
Σικάγο 1998. Podlecki, A. J., T he Life of T hemistocles, Μόντρεαλ και Λονδίνο 1975.
Μονογραφίες και άρθρα σχετικά με τους Μηδικούς Πολέμους Burn, A. R., Persia and the Greeks. T he Defence of the West, c. 546478 BC, Στάνφορντ 1984. Cartledge, Paul, Θερμοπύλες. Η μάχη που άλλαξε τον κόσμο, μτφρ. Μαρία Πάππα, Εκδόσεις Λιβάνη – Νέα Σύνορα, Αθήνα 2008. Cawkwell, George, T he Greek Wars. T he Failure of Persia, Οξφόρδη 2006. Fields, Nic, T hermopylae 480 BC. Last stand of the 300, Οξφόρδη 2007. Green, Peter, Οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, Τουρίκης, Αθήνα 2004. Hammond, N. G. L., «T he Campaign and the Battle of Marathon», Journal of Hellenic Studies, 1968, τόμος 88, σελ. 13-57. Hammond, N. G. L., «T he Battle of Salamis», Journal of Hellenic Studies, 1956, τόμος 76, σελ. 3-54. Hignett, C., Xerxes’ Invasion of Greece, Οξφόρδη 1963. Holland, Tom, Η περσική φωτιά, μτφρ. Δημήτρης Στεφανάκης, Ωκεανίδα, Αθήνα 2006. Maurice, F. «T he Size of the Army of Xerxes in the Invasion of Greece 480 BC», Journal of Hellenic Studies, 1930, τόμος 50, μέρος 2ο, σελ. 210-235. Secunda, N., Marathon 490 BC. T he first Persian invasion of Greece, Οξφόρδη 2002. Shrimpton, Gordon, «T he Persian Cavalry at Marathon», Phoenix, 1980, τόμος 34, αρ. 1, σελ. 20-37. Strauss, Barry, Η ναυμαχία της Σαλαμίνας, μτφρ. Μαρία Πάππα, Εκδόσεις Λιβάνη – Νέα Σύνορα, Αθήνα 2005.
Πρέπει επίσης να αναφέρω το βιβλίο T he Defence of Greece, 490479 BC του J. F. Lazenby, που εκδόθηκε το 1993 και έκτοτε έχει τύχει ευρείας απήχησης. Έπειτα από εκτενή αναζήτηση κατάφερα να βρω μια επανέκδοση του 2007, που έφτασε στα χέρια μου ενώ έκανα τις διορθώσεις του βιβλίου. Ο Lazenby είναι εξαιρετικά αξιοσέβαστος συγγραφέας ως στρατιωτικός ιστορικός και οι βασικές θέσεις του έργου του είναι δύο. Η πρώτη είναι ότι ο Ηρόδοτος, παρά τα ελαττώματά του, αποτελεί τη μοναδική σχεδόν πηγή για αυτό τον πόλεμο και ότι οι άλλες πηγές –ο Διόδωρος, ο Πλούταρχος κτλ.– έχουν ελάχιστη αξία. Η δεύτερη είναι ότι, παρόλο που οι μεταγενέστεροι ιστορικοί συνηθίζουν να αποδίδουν στους Έλληνες στρατιωτικούς πολύ εκλεπτυσμένες τακτικές και στρατηγικές, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ερασιτέχνες που ελάχιστα είχαν προλάβει να αναπτύξουν την τέχνη του πολέμου.
Πλοία της αρχαιότητας Casson, Lionel, Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο, μτφρ. Λίνα Σταματιάδη, επιμ. Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996. Fields, Nic, Ancient Greek Warship, 500-322 BC, Οξφόρδη 2007. Gardiner, Robert (επιμ.), T he Age of the Galley, Λονδίνο 1995. Morrison, Coates και Rankov, T he Athenian T rireme, Κέμπριτζ 2000. T hubron, Colin, T he Ancient Mariners, Βιρτζίνια 1981.
Στρατιωτικά Connolly, Peter, T he Greek Armies, Macdonald Educational, 1977. Delbrück, Hans, Warfare in Antiquity (μτφρ. Walter J. Renfroe Jr.), Νεμπράσκα 1990. Farrokh, Kaveh, Shadows in the Desert. Ancient Persia at War, Οξφόρδη 2007.
Gabriel, R. A., Merz, K. S., From Sumer to Rome. T he Military Capabilities of Ancient Armies, Κονέκτικατ 1991. Goldsworthy, A. K., «T he Othismos, Myths and Heresies: T he Nature of Hoplite Battle», War in History, 1997, 4 (1). Hanson, Victor D., Πελοποννησιακός πόλεμος, μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος, Εκδ. Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007. Hanson, Victor D., Ο δυτικός τρόπος πολέμου, Τουρίκης, Αθήνα 2003. Hanson, Victor D. (επιμ.), Hoplites: T he Classical Greek Battle Experience, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1993. Healey, Mark, T he Ancient Assyrians, Οξφόρδη 1999. Lendon, J. E., Soldiers & Ghosts. A History of Battle in Classical Antiquity, Γέιλ 2005. Sekunda, N., Greek Hoplite 480-323 BC, Οξφόρδη 2000. Sekunda, N., T he Persian Army, 560-330 BC, Λονδίνο 1992. Sekunda, N., T he Spartan Army, Οξφόρδη 2004. Snodgrass, Α. Μ., Τα επιθετικά και αμυντικά όπλα των Αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Βασιλική Σταματοπούλου, επιμ. Παναγιώτης Φάκλαρης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003. Warry, John, Warfare in the Classical World, Λονδίνο 1980.
Η Περσία και η Ανατολή γενικότερα Allen, Lindsey, T he Persian Empire, Σικάγο 2005. Boyce, Mary, Zoroastrians. T heir religious Beliefs and Practices, Λονδίνο 2001. Briant, Pierre, From Cyrus to Alexander. A History of the Persian Empire (μετάφραση από τα γαλλικά του Peter Daniels), Γουινόνα Λέικ 2002. Brosius, Maria, Women in Ancient Persia, 559-331 BC, Οξφόρδη 1998. Leick, Gwendolyn, Οι Βαβυλώνιοι: Εισαγωγή, Εκδόσεις Οδυσσέας,
Αθήνα 2007. Miller, Margaret C., Athens and Persia in the Fifth Century BC, Κέμπριτζ 2004. Olmstead, A. T., Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Εύα Πέππα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2002. Skjærvø, Prods Oktor, An Introduction to Old Persian, Κέμπριτζ 2002. Wiesenhöfer, Josef, Ancient Persia, Λονδίνο 1996.
Ιστορία της Ελλάδας γενικότερα AA. VV., El mundo de Atenas. Introducción a la cultura clásica ateniense, PPU, Βαρκελώνη 1998. Davies, J. K., Athenian Propertied Families, 600-300 BC., Οξφόρδη 1971. Fornis, César, Esparta. Historia, sociedad y cultura de un mito historiográfico, Βαρκελώνη 2002. Goette, H. R., Athens, Attica, and the Megarid. An Archaeological Guide, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2001. How, W. W., Wells, J., A Commentary on Herodotus in Two Volumes, Οξφόρδη 2002. Osborne, Robin, Demos. T he Discovery of Classical Attica, Κέμπριτζ 1985. Sinclair, R. K., Democracy and Participation in Athens, Κέμπριτζ 1988. Smith, William (επιμ.), Λεξικόν των ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, τόμ. Α+Β, μτφρ. Σωκράτης Τσιβανόπουλος, Ντουντούμης, Αθήνα 2000. Smith, William, Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology (3 τόμ.), Βοστόνη 1867. (Έκδοση στο www.ancientlibrary.com) Walker, Keith G., Archaic Eretria. A Political and Social History from
the Earliest T imes to 490 BC, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2003.
Κοινωνία, θρησκεία, επιστήμη, οικονομία, καθημερινή ζωή κτλ. Barbancho, Francisco J. και Mataix, J., Hortalizas y Verduras en la alimentación mediterranea, Αλμερία 2007. Bernabé, A. και Jiménez San Cristóbal, A. I., Instrucciones para el más allá. Las laminillas órficas de oro, Μαδρίτη 2001. Blundell, Sue, Οι Γυναίκες στην Κλασική Αθήνα, μτφρ. Λίνα Λύχνου, Ινστιτούτο του Βιβλίου, Kαρδαμίτσα, Αθήνα 2006. Burkert, Walter, Αρχαία ελληνική θρησκεία. Αρχαϊκή και κλασική εποχή, μτφρ. Νικ. Π. Μπεζαντάκος – Αφροδίτη Α. Αβαγιανού, επιμ. Νικ. Π. Μπεζαντάκος, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993. Christ, Matthew R., T he Bad Citizen in Classical Athens, Κέμπριτζ 2006. Cohen, Edward E., Athenian Economy & Society. A Banking Perspective, Πρίνστον 1997. Connolly, P. και Dodge, H., Η αρχαία πόλη. Η ζωή στην Αθήνα και στη Ρώμη, μτφρ. Μαρία Λεβεντοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2002. Dilke, O. A. W., Greek and Roman Maps, Λονδίνο 1985. Dodds, E. R., Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996. Eslava Galan, Juan, Amor y sexo en la antigua Grecia, Μαδρίτη 1997. Flaceliere, Robert, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Αρχαίων Ελλήνων, μτφρ. Γεράσιμος Βανδώρος, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2007. García Soler, Maria José, El arte de comer en la antigua Grecia, Μαδρίτη 2001. Golden, Mark, Children and Childhood in Classical Athens, Βαλτιμόρη 1993. Grimal, Pierre, Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, μτφρ.
Βασίλης Άτσαλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991. Higgins, M. D. και Higgins, R., A Geological Companion to Greece and the Aegean, Νέα Υόρκη 1996. Hornblower και Spawforth, T he Oxford Classical Dictionary, Οξφόρδη 1999. Majno, Guido, T he Healing Hand. Man and Wound in the Ancient World, Χάρβαρντ 1991. Meiggs, Russell, T rees and T imber in the Ancient Mediterranean World, Οξφόρδη 1982. Pomeroy, Sarah B., Xenophon Oeconomicus. A Social and Historical Commentary, Οξφόρδη 1995. Sallares, Robert, T he Ecology of the Ancient Greek World, Νέα Υόρκη 1991. Temple, Robert, T he Crystal Sun. Rediscovering a Lost Technology of the Ancient World, Λονδίνο 2000. Vandenberg, Philipp, Το μυστήριο των μαντείων, Δ. Π. Κωστελένος, Εκδόσεις Κονιδάρη, Αθήνα 1994. Wycherley, R. E., How the Greeks built Cities, Νέα Υόρκη 1962.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Στον Χοσέ Μιγκέλ Παλιαρές, χωρίς τις (καλές) υπηρεσίες του οποίου δε θα είχε καταστεί δυνατή η συγγραφή της Σαλαμίνας. Του οφείλω επίσης τις πολύ σοφές συμβουλές του για τα πρώτα κεφάλαια, τις οποίες ελπίζω να κατάφερα να τηρήσω και στο υπόλοιπο του μυθιστορήματος. Στον Λεόν Αρσενάλ, για τις προτάσεις του ως συγγραφέα και ναυτικού. Όσον αφορά τις τελευταίες, εννοείται πως αναλαμβάνω όλη την ευθύνη για οποιαδήποτε βαρβαρότητα μου έχει τυχόν ξεφύγει και που ίσως κάνει τους θαλασσόλυκους να φρίξουν. Σε όλη την ομάδα της Espasa. Στη Μίριαμ Γκαλάθ και στην Άνα Ρόσα Σεμπρούν, για την ενθάρρυνση και την υπομονή τους. Στη Φάτιμα Αρανθάμπαλ και στην Παθ Λόπεθ-Φελπέτο για τη σπουδαία δουλειά. Στον Χουάν Μιγκέλ δε Πάμπλος, στον Πάκο Σολάνο και στη Λόιδα Ντίεθ. Στον Δαβίδ Θεμπριάν. Στον Μανουέλ Καλδερόν. Το εξώφυλλό του, κολλημένο στον τοίχο του γραφείου μου, μου έδωσε την έμπνευση που χρειαζόμουν για να τελειώσω τη Σαλαμίνα τις στιγμές που ένιωθα καταβεβλημένος. Στον αδελφό μου Χοσέ για το βίντεο και την υποστήριξη. Στους συναδέλφους και παρ’ όλα αυτά φίλους Δαβίδ Μορένο και Χεσούς Θεντένο, που έκαναν ξανά τους κριτικούς και τους επιμελητές και που κάπου κάπου ξεκούραζαν τους νευρώνες μου. Στον Μάνου, επειδή με πήγε στη Γρανάδα για να πάρει λίγο αέρα ο εγκέφαλός μου. Στον Ιπόλιτο Σάντσεθ, για τις συζητήσεις μας σχετικά με την τέχνη του πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες. Εκείνο για το οποίο λυπάμαι περισσότερο είναι που, λόγω έλλειψης χρόνου, δεν κατάφερα να παρευρεθώ στα πρακτικά πειράματά του πάνω στη λειτουργία μιας φάλαγγας οπλιτών. Υπόσχομαι όμως να το κάνω στο μέλλον!
Στον Χοσέ Λουίς, δημοσιογράφο και εραστή της φαντασίας και της ιστορίας, για τα βιβλία του σχετικά με την τέχνη του πολέμου. Στην κόρη μου Λυδία, για την υπομονή της προς έναν κάπως εκκεντρικό πατέρα, που άλλοτε ζει στην απόμακρη Τ ραμόρεα και άλλες φορές στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και για τις χαλαρωτικές φυσαλίδες από λάβα που με βοήθησαν να αφήσω τις σκέψεις μου να περιπλανηθούν στους ομιχλώδεις τόπους όπου γεννιούνται οι ιδέες. Στην Τέρε και στον Χουάν. Στους συναδέλφους μου Χουάνμι Αγιλέρα και Ράφα Μαρτίν, γιατί μοιράστηκαν μαζί μου λογοτεχνικές ανησυχίες, παράπονα, περιπέτειες και, πάνω απ’ όλα, πολλά γέλια. Στον Δαβίδ Ματέο, με το ψευδώνυμο Τομπίας Γκρουμ, για τη φιλία του και γιατί με συμπεριέλαβε σε τόσα σχέδια. Περισσότερο από ευχαριστίες, θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από όλους εκείνους που παραμέλησα εξαιτίας αυτής της τόσο μοναχικής εργασίας. Για παράδειγμα, από τον αδελφό μου Χόρχε, αλλά και από τη Γιολάντα, την Μπάρμπαρα και την Τάνια. Από τη μητέρα μου, φυσικά, η οποία σε πολλές από τις ερωτήσεις της λάμβανε για απάντηση ένα λαρυγγικό μονοσύλλαβο, γιατί εγώ ήμουν κολλημένος στα ακουστικά του υπολογιστή και κοπανούσα τα πλήκτρα. Από τον Χούλιο, τη Μαρί Κρουθ και την Μπελέν, στους οποίους συχνά λέω: «Χαίρετε και αντίο, επιστρέφω στη φωλιά μου για να γράψω». Από τον ιερωμένο φίλο μου και τον Μανόλο, γιατί τους χάλασα κι εγώ δεν ξέρω πόσες παρτίδες χαρτιά στο El Pulido (χαιρετισμούς στην Τσόνι και στον Σάντι), αν και μερικές φορές πήραν την εκδίκησή τους σφυροκοπώντας με κατά βούληση. Επίσης θέλω να αναφέρω τον Χουλιάν —ναι, εσένα πρώτο—, την Κριστίνα, τον Ντανιέλ, τη Μαρία Χοσέ, τον Κάρλος, την Μπάρμπαρα, τον Κάρλος, τον Πέπε και την Μπέα. Και την Εστέρ, τον Βίκτορ και την Ινές. Τον συνονόματό μου Χάβι από την Πλασένθια. Τη Σάρα, που πάντα με ενθαρρύνει σε αυτά τα σχέδια. Τη Νένε, την Κάρμεν και τώρα και τον Μιγκέλ. Τον μεγάλο Χουαν(ίτο) Σανγκίνο. Την Κόντσι, τον Βίκτορ, τον Ράφα, τη Λάουρα, τον Ρομάν
και τις δύο μικρές, τη Ρακέλ και τη Λάουρα. Τη Σαλούκι. Εξαιτίας της Σαλαμίνας και άλλων βιβλίων απουσιάζω υπερβολικά συχνά από τα γεύματα στο ύπαιθρο στα οποία τόσο καλά περνάμε. Και τη Γιολάντα, γιατί δεν μπόρεσα να πάω στα γενέθλιά της. Τους αναγνώστες του laespadadefuego.com, όπου κατάφερα να μπω ελάχιστα όσο έγραφα τη Σαλαμίνα, αλλά και τους διαχειριστές του, Τακέλου, Όριον και Άλιερ-μιμ. Τους Πίνο: τον Σάντι, την Ισαμπέλ, την Εστέρ, τον Χοσέ Κάρλος, τον Χοάκι, τον Χούλιο, την Κόντσι, τον Χουάν Αντόνιο, τη Χέμα και, φυσικά, τον Σαντιάγο. Και όλα τα άλλα μέλη αυτής της οικογένειας, που είναι μεγάλη από κάθε άποψη. Τους μαθητές μου στο Γκαμπριέλ ι Γκαλάν, στις τάξεις 1-3, 2-1, Ν1-1 και Ν2-2, για την υπομονή τους με έναν κάπως αφηρημένο καθηγητή. Τέλος, ζητώ συγγνώμη από όλους εκείνους τους άνδρες και τις γυναίκες που έζησαν πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, που σήμερα δεν είναι για εμάς παρά ονόματα, και των οποίων τις ζωές τόλμησα να αναθυμηθώ και να επινοήσω. Είναι πολύ πιθανό κάποιοι κακοί να ήταν καλοί, κάποιοι δειλοί να ήταν γενναίοι και το αντίστροφο. Στους Έλληνες και στους Πέρσες, από όπου κι αν με ακούν, συγχωρήστε την αναίδειά μου και, φυσικά, ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤ Ω!
Τ ΕΛΟΣ
Ο ΧΑΒΙΕΡ ΝΕΓΡΕΤ Ε γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1964. Σπούδασε κλασική φιλολογία και από το 1991 εργάζεται ως καθηγητής ελληνικών στο Λύκειο Γκαμπριέλ ι Γκαλάν της Πλασένθια. Έχει γράψει έργα επιστημονικής φαντασίας όπως το La mirada de las furias (βραβείο Ignotus για το καλύτερο μυθιστόρημα, 1998) και το Estado crepuscular (βραβεία Ignotus και Gigamesh για το καλύτερο αφήγημα, 1994). Με το βιβλίο Buscador de sombras κέρδισε το βραβείο διηγήματος UPC για το 2000 και έλαβε τρεις φορές την ειδική μνεία της κριτικής επιτροπής του ίδιου βραβείου. Έφτασε ως την τελική φάση της επιλογής για τα βραβεία Edebé, El Barco de Vapor και La Sonrisa Vertical, τα βιβλία του La espada de fuego (2003) και El espíritu del mago (2005) έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής από κοινό και κριτικούς, ενώ το 2006 απέσπασε το βραβείο Minotauro για το έργο του Señores del Olimpo.
* Αν και το βιβλίο πραγματεύεται γεγονότα γνωστά σε όλους, ο συγγραφέας κατορθώνει να τα συνυφάνει με αξιοζήλευτα αληθοφανή τρόπο προσθέτοντας τις κατάλληλες δόσεις πολιτικής, διπλωματίας, συνωμοσιών, έρωτα και εξωτισμού, και φροντίζοντας να αποδώσει λεπτομερειακά το σκηνικό της εποχής, την καθημερινή ζωή, τις πολιτικές και στρατιωτικές τακτικές, τη γεωγραφία και τις μάχες. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σαγηνευτική είναι και η γεωγραφική μεταφορά στη Βαβυλώνα, μέσα από την οποία μας αποκαλύπτεται ένας άλλος κόσμος, τόσο μακρινός και διαφορετικός και, σε μεγάλο βαθμό, άγνωστος. Θεοδώρα Δαρβίρη, μεταφράστρια