Έργα του συγγραφέα στις Εκδόσεις BELL:
Κρίστιν
Όλα Είναι Δυνατά
Οι Νυχτερίτες
Από μια Μπιούικ 8
Το Πρόσωπο του Φόβου
Κούτζο
Χρήσιμα Αντικείμενα
Περί Συγγραφής
Μίζερι
Το Κινητό
Αϋπνία
Η Ιστορία της Αίσι
Ρόουζ Μάντερ
Μπλέιζ
Εφιάλτες και Ονειρότοποι
(ως Ρίτσαρντ Μπάκμαν)
Οι Ρυθμιστές
Ντούμα Κη
(ως Ρίτσαρντ Μπάκμαν)
Ντεσπερέισον Το Πράσινο Μίλι Σάκος με Κόκαλα Καρδιές στην Ατλαντίδα Το Φυλαχτό (με τον Πίτερ Στράουμπ)
Νεκρή Ζώνη Ονειροπαγίδα Το Μαύρο Σπίτι (με τον Πίτερ Στράουμπ)
Ο Μαύρος Πύργος: Ο Τελευταίος Πιστολέρο Το Κάλεσμα των Τριών Οι Ρημαγμένοι Τόποι Ο Μάγος και η Γυάλινη Σφαίρα Οι Αύκοι της Κάλα Το Τραγούδι της Σουζάνας Ο Μαύρος Πύργος
STEPHEN
KING
NTOYMA KH
Μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής
ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΦΕΙΔΙΟΥ 18,106 78 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.360.9438 - 210.362.9723 www.bell.gr
ISBN 978-960-450-957-7 Τίτλος πρωτοτύπου: «Duma Key» Copyright © 2008 by Stephen King Για την ελληνική γλώσσα: Ο 2009 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
Μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής Επιμέλεια: Έλλη Κωνσταντίνου Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Ταμβάκης ΤΕΥΧΟΣ 957
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
Για τον συγγραφέα Ο Στίβεν Κινγκ γεννήθηκε το 1947 στο Πόρτλαντ του Μέιν. Το πρώτο μυθιστόρημά του, Κάρι, εκδόθηκε το 1974. Σήμερα, με περισσότερα από σαράντα μυθιστορήματα και διακόσια διηγήματα στο ενεργητικό του, αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ο κορυφαίος τεχνίτης του τρόμου και της φαντασίας αλλά και ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Έχει επανειλημμένα αποσπάσει το Διεθνές Βραβείο Φαντασίας, τα βραβεία Bram Stoker, Ο. Henry, Nebula και άλλα, ενώ τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του από την Ένωση Συγγραφέων Τρόμου. Το 2003 το Εθνικό Ίδρυμα Βιβλίου των ΗΠΑ του απένειμε το Μετάλλιο Διακεκριμένης Συνεισφοράς στα Αμερικανικά Γράμματα. Πολλά μυθιστορήματα και νουβέλες του έχουν γίνει ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση· ανάμεσά τους η Λάμψη και το Μίζερι, καθώς και οι υποψήφιες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας Έκρηξη Οργής (Κάρι), Στάσου Πλάι Μου, Ρίτα Χέιγουορθ: Τελευταία Έξοδος και Το Πράσινο Μίλι. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα έργα του κατέχει Ο Μαύρος Πύργος, το επτάτομο έπος φαντασίας που από πολλούς θεωρήθηκε το κορυφαίο της καριέρας του.
Για την Μπάρμπαρα A w και τον Τζίμι
Η μνήμη... είναι μια εσωτερική φήμη. Τζορτζ Σανταγιανα
Η ζωή δεν είναι μόνο έρωτας κι απόλαυση, Ήρθα εδώ να σκάψω για ένα θησαυρό. Αν θες να παίξεις πρέπει να πληρώσεις, Ξέρεις πως πάντα ήταν έτσι, Όλοι ήρθαμε να σκάψουμε για θησαυρό. Σαρκ Παπι
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (I)
Αρχίστε με μια κενή επιφάνεια. Δεν είναι ανάγκη να είναι χαρτί ούτε καμβάς, αλλά αισθάνομαι ότι πρέπει να είναι λευκή. Τη λέμε λευκή επειδή χρειαζόμαστε μια λέξη, αλλά το αληθινό της όνομα είναι τίποτα. Το μαύρο είναι η απουσία φωτός, αλλά το λευκό είναι η απουσία μνήμης, το χρώμα αυτών που δεν μπορούμε να θυμηθούμε. Πώς θυμόμαστε να θυμόμαστε; Αυτό είναι ένα ερώτημα που έχω θέσει συχνά στον εαυτό μου από την εποχή που έζησα στο Ντούμα Κη, πολλές φορές τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν σηκώνω το βλέμμα ψηλά στην απουσία του φωτός και θυμάμαι απόντες φίλους. Μερικές φορές, αυτές τις μικρές ώρες, σκέφτομαι τον ορίζοντα. Πρέπει να καθορίσεις τον ορίζοντα. Πρέπει να σημαδέψεις το λευκό. Μια αρκετά απλή πράξη, θα 'λεγε κανείς, αλλά οποιαδήποτε πράξη αναδημιουργεί τον κόσμο είναι ηρωική. Ή έτσι τουλάχιστον έχω καταλήξει να πιστεύω. Φανταστείτε ένα κοριτσάκι, σχεδόν μωρό ακόμα. Έπεσε από ένα δίτροχο αμαξάκι σχεδόν ενενήντα χρόνια πριν, χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα και ξέχασε τα πάντα. Όχι μόνο το όνομά του• τα πάντα! Κι ύστερα, μια μέρα, θυμήθηκε όσα ήταν αρκετά για να πιάσει ένα μολύβι και να κάνει εκείνο το πρώτο διστακτικό σημάδι πάνω στο λευκό. Μια γραμμή του ορίζοντα, ασφαλώς. Αλλά και μια χαραμάδα για να χυθεί μέσα το σκοτάδι. Ωστόσο, φανταστείτε το μικρό χέρι να σηκώνει το μολύβι... να διστάζει... κι ύστερα να σημαδεύει το λευκό. Φανταστείτε το κουράγιο που χρειάστηκε εκείνη η πρώτη προσπάθεια να επανασυστήσει τον κόσμο απεικονίζοντάς τον. Πάντα μου θ' αγαπώ αυτό το κοριτσάκι, όσα κι αν μου έχει στοιχίσει. Πρέπει. Δεν έχω άλλη επιλογή. Οι ζωγραφιές είναι μαγικές, όπως ξέρετε.
1 - Η Άλλη μου Ζωή
i Ονομάζομαι Έντγκαρ Φρίμαντλ. Κάποτε ήμουν μεγάλο όνομα στις οικοδομικές επιχειρήσεις. Αυτό συνέβαινε στη Μινεσότα, στην άλλη μου ζωή. Αυτό με την άλλη μου ζωή το έμαθα από τον Γουάιρμαν. Θέλω να σας μιλήσω για τον Γουάιρμαν, αλλά προηγουμένως ας τελειώνουμε με όσα έγιναν στη Μινεσότα. Πρέπει να το πω: ήμουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοδημιούργητου Αμερικανού εκεί πάνω. Εργάστηκα σκληρά για ν' ανελιχθώ στην εταιρεία όπου ξεκίνησα, κι όταν δεν μπορούσα πια να φτάσω πιο ψηλά εκεί, έφυγα κι έστησα τη δική μου επιχείρηση. Το αφεντικό της εταιρείας που άφησα γέλασε μαζί μου, είπε ότι θα είχα χρεοκοπήσει σ' ένα χρόνο. Νομίζω πως αυτό λένε τα περισσότερα αφεντικά όταν κάποιος νεαρός υφιστάμενος με ικανότητες και όνειρα φεύγει κι αποφασίζει να σταθεί στα δικά του πόδια. Στην περίπτωση μου, όλα πήγαν δεξιά. Όταν το Σεντ Πολ και η Μινεάπολη ανθούσαν, η Εταιρεία Φρίμαντλ ανθούσε μαζί τους. Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, ποτέ δεν έκανα παράτολμα ανοίγματα. Όμως ακολουθούσα τα προαισθήματά μου και τις περισσότερες φορές μου βγήκαν σε καλό. Όταν πάτησα τα πενήντα, η Παμ κι εγώ είχαμε πια μια περιουσία που άγγιζε τα σαράντα εκατομμύρια δολάρια. Και η σχέση μας λειτουργούσε ακόμη. Είχαμε δυο κόρες, κι όταν η χρυσή εποχή του έγγαμου βίου μας έφτασε στο τέλος της, η Ίλσε φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Μπράουν και η Μελίντα δίδασκε στη Γαλλία, στο πλαίσιο ενός διεθνούς προγράμματος εκπαιδευτικών ανταλλαγών. Την εποχή που τα πράγματα στράβωσαν, η γυναίκα μου κι εγώ σχεδιάζαμε να την επισκεφθούμε. Είχα ένα ατύχημα σ' ένα εργοτάξιο. Ήταν αρκετά απλό· όταν έ-
να ανοιχτό φορτηγάκι, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα Ντοτζ Ραμ μ' όλα του τα εξτρά, τα βάζει με ένα δωδεκαώροφο ανυψωτικό γερανό, το φορτηγάκι δεν μπορεί παρά να ηττηθεί. Η δεξιά πλευρά του κρανίου μου απλώς ράγισε. Η αριστερή χτύπησε τόσο δυνατά πάνω στο πλαίσιο της πόρτας του Ντοτζ, που έσπασε σε τρία σημεία. Ή ίσως και σε πέντε. Η μνήμη μου είναι τώρα σε καλύτερη κατάσταση, αλλ' ακόμα απέχει πολύ από αυτό που ήταν κάποτε. Οι γιατροί ονόμασαν αυτό που συνέβη στο κεφάλι μου «αντικτύπημα», κι αυτό το πράγμα συχνά προκαλεί περισσότερη ζημιά από το αρχικό, καθαυτό χτύπημα. Τα πλευρά μου είχαν σπάσει. Ο δεξιός γοφός μου είχε σμπαραλιαστεί. Και μόλο που διατήρησα το εβδομήντα τοις εκατό της όρασής μου στο δεξί μάτι (και, τις καλές μέρες, ακόμα περισσότερο), έχασα το δεξί μου χέρι σχεδόν από τον ώμο. Κανονικά θα έπρεπε να είχα χάσει και τη ζωή μου, αλλά δεν την έχασα. Κανονικά θα έπρεπε να είχα μείνει διανοητικά ανάπηρος από το αντικτύπημα, και στην αρχή έμεινα, αλλά πέρασε. Κατά κάποιον τρόπο. Κι όταν πια πέρασε, η γυναίκα μου είχε φύγει, κι όχι απλώς κατά κάποιον τρόπο. Είχαμε πίσω μας είκοσι πέντε χρόνια γάμου, αλλά ξέρετε τι λένε: συμβαίνουν αυτά. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία· ό,τι έγινε έγινε. Και το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Μερικές φορές, αυτό είναι καλό. Όταν λέω ότι έμεινα διανοητικά ανάπηρος, εννοώ ότι στην αρχή δεν αναγνώριζα ποιοι ήταν οι άνθρωποι γύρω μου -ακόμα και η σύζυγος μου- ούτε θυμόμουν τι είχε συμβεί. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί πονούσα τόσο φρικτά. Ακόμα και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς την ένταση του πόνου. Ξέρω ότι υπέφερα κι ότι ήταν βασανιστικός, αλλά όλ' αυτά σχεδόν θεωρητικά. Τότε, όμως, δεν ήταν θεωρητικά. Τότε ήταν σαν να βρισκόμουν στην Κόλαση και να μην ήξερα γιατί ήμουν εκεί. Στην αρχή φοβόσουν πως θα πεθάνεις, μετά φοβόσουν μήπως δεν πεθάνεις. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν, και κάτι περισσότερο θα ξέρει- έχει περάσει κι αυτός τη δική του εποχή στην Κόλαση. Όλα πονούσαν συνεχώς. Είχα έναν αδιάκοπο ισχυρό πονοκέφαλο· πίσω απ' το μέτωπο μου ήταν διαρκώς μεσάνυχτα στο μεγαλύτερο ωρολογοποιείο του κόσμου. Επειδή το δεξί μου μάτι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο, έβλεπα τον κόσμο μέσα από μια αιμάτινη μεμβράνη, και καλά καλά δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο κόσμος.
Τίποτα δεν είχε όνομα. Θυμάμαι μια μέρα που ήταν στο δωμάτιο η Παμ -βρισκόμουν ακόμα στο νοσοκομείο- και στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι μου. Ένιωθα τρομερά τσαντισμένος που επέμενε να στέκεται όρθια, τη στιγμή που υπήρχε ένα πράγμα για να κάθεσαι μόλις δυο βήματα πίσω της στην αμμωνία. «Φέρε τη βαρέλα», είπα. «Κάθισε στη βαρέλα». «Τι εννοείς, Έντγκαρ;» ρώτησε. «Τη βαρέλα, την κοπέλα]» φώναξα. «Φέρ' την αναθεματισμένη τη σαμπρέλα, ηλίθια!» Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από τον πόνο, κι εκείνη άρχισε να κλαίει. Τη μισούσα γι' αυτό. Δεν είχε κανένα λόγο να κλαίει, γιατί δε βρισκόταν αυτή μες στο κλουβί, να βλέπει τον κόσμο γύρω της μέσα από μια κόκκινη θολούρα. Δεν ήταν αυτή η μαϊμού μες στο κλουβί. Και τότε νόμισα πως το θυμήθηκα: «Φέρε τη σέλα και κάνε κάτω\» Ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να βρει ο ταρακουνημένος εγκέφαλος μου στη λέξη καρέκλα. Ήμουν συνέχεια οργισμένος. Υπήρχαν δυο νοσοκόμες σχετικά μεγάλης ηλικίας, που τις έλεγα Στεγνό Πήδημα Ένα και Στεγνό Πήδημα Δύο, λες και ήταν χαρακτήρες από κάποια ιστορία του Δρ. Σους για ενηλίκους. Υπήρχε μια εθελόντρια νοσοκόμα που την έλεγα Πάνα Καραμέλα -δεν έχω ιδέα γιατί, αλλά κι αυτό το παρατσούκλι έκρυβε κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο. Για μένα, τουλάχιστον. Όταν δυνάμωσα, προσπαθούσα να χτυπήσω τους ανθρώπους. Δυο φορές προσπάθησα να μαχαιρώσω την Παμ και τη μία μάλιστα τα κατάφερα, μόλο που το έκανα μόνο μ' ένα πλαστικό μαχαίρι. Ωστόσο, χρειάστηκε να της κάνουν μερικά ράμματα στον καρπό. Υπήρχαν φορές που έπρεπε να με δένουν στο κρεβάτι. Να τι θυμάμαι πιο καθαρά από εκείνο το κομμάτι της άλλης μου ζωής: ένα ζεστό απόγευμα, κάπου στα τέλη του μήνα που πέρασα σ' ένα ακριβό αναρρωτήριο, με το ακριβό σύστημα κλιματισμού χαλασμένο, να είμαι δεμένος στο κρεβάτι μου, μια σαπουνόπερα να παίζει στην τηλεόραση, χίλιες καμπάνες να χτυπούν μεσάνυχτα μες στο κεφάλι μου, ο πόνος να τρυπάει και να καίει το δεξί μου πλευρό σαν πυρωμένη μασιά, το κομμένο δεξί μπράτσο μου να με φαγουρίζει, τα δάχτυλα του κομμένου δεξιού χεριού μου να τινάζονται σπασμωδικά, να μην προβλέπεται να πάρω άλλο Οξικοντίν για λίγο (δεν ήξερα για πόσο, γιατί είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου), και μια νοσοκόμα να ξεπροβάλλει μέσα απ' την κοκκινίλα, ένα πλάσμα που ερχόταν να κοιτάξει τη μαϊμού στο κλουβί, και
να λέει: «Έχει έρθει η σύζυγος σας να σας επισκεφθεί. Είστε έτοιμος να τη δεχθείτε;» Κι εγώ να απαντώ: «Μόνο αν έχει φέρει κάνα όπλο για να με σκοτώσει». Λες πως τέτοιος πόνος δε θα περάσει ποτέ, αλλά περνάει. Ύστερα σε στέλνουν σπίτι, για να τον αντικαταστήσουν με το μαρτύριο της φυσικής αποκατάστασης. Το κόκκινο άρχισε να στραγγίζει από τα μάτια μου. Ένας ψυχολόγος που ειδικευόταν στην υπνοθεραπεία μού έδειξε μερικά έξυπνα κόλπα για να ελέγχω τους φασματικούς πόνους και το φαγούρισμα στο κομμένο δεξί μου χέρι. Αυτός ήταν ο Κέιμεν. Ο Κέιμεν ήταν που μου έφερε και τη Ρίμπα: ένα από τα λίγα πράγματα που πήρα μαζί μου όταν κούτσα κούτσα άφησα πίσω μου την άλλη μου ζωή για να ξεκινήσω αυτή που έζησα στο Ντούμα Κη. «Αυτές οι κούκλες δε θεωρούνται αποδεκτό ψυχοθεραπευτικό μέσο για τη διαχείριση του θυμού», διευκρίνισε ο δόκτωρ Κέιμεν, μόλο που υποθέτω ότι μπορεί να έλεγε ψέματα, για να μου κάνει τη Ρίμπα πιο ελκυστική. Μου είπε ότι έπρεπε να της δώσω ένα μισητό όνομα, κι έτσι, παρ' όλο που έμοιαζε με τη Λουσίλ Μπολ, της έδωσα το όνομα μιας θείας μου που μου τσιμπούσε τα δάχτυλα όταν ήμουν μικρός αν δεν έτρωγα τα καρότα μου. Ύστερα, ούτε δυο μέρες αφότου την πήρα, ξέχασα τ' όνομά της. Μπορούσα να σκεφτώ μόνο αγορίστικα ονόματα, που το καθένα μ' έκανε να οργίζομαι όλο και πιο πολύ: Ράνταλ, Ράσελ, Ράντολφ, μέχρι και Ρίβερ Φίνιξ, για τ' όνομα του Θεού! Είχα επιστρέψει πια στο σπίτι. Η Παμ μπήκε στο δωμάτιο μ' ένα δίσκο με το πρωινό μου κολατσιό και πρέπει να είδε την έκφραση στο πρόσωπο μου, γιατί την είδα που έσφιγγε τα δόντια για ν' αντιμετωπίσει μια επικείμενη έκρηξή μου. Όμως, παρ' όλο που είχα ξεχάσει το όνομα της αφράτης κόκκινης κούκλας που μου είχε δώσει ο ψυχολόγος για να διαχειρίζομαι την οργή μου, θυμήθηκα πώς έπρεπε να τη χρησιμοποιώ σε μια τέτοια περίπτωση. «Παμ», είπα. «Χρειάζομαι να μείνω μόνος πέντε λεπτά, για να ανακτήσω τον έλεγχο του εαυτού μου. Μπορώ να το κάνω». «Είσαι σίγουρος...» «Ναι, τώρα απλά πάρε από δω αυτό τον ίσκιο και χώσ' τον στο μώλο σου. Μπορώ να το κάνω». Δεν ήξερα αν πράγματι μπορούσα, αλλ' αυτό έπρεπε να πω. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομα της καταραμένης κούκλας, αλ-
λά μπορούσα να θυμηθώ το μπορώ να το κάνω. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που θυμάμαι πολύ καθαρά από το τέλος της άλλης μου ζωής, πώς έλεγα συνέχεια μπορώ να το κάνω, ακόμα κι όταν ήξερα ότι δεν μπορούσα, ακόμα κι όταν ένιωθα ότι ήμουν ξοφλημένος, ότι ήμουν ένα συντρίμμι, ότι ήμουν ένα ράκος που καλύτερα θα ήταν να πάψει να ζει. «Μπορώ να το κάνω», είπα, κι ένας Θεός ξέρει πώς έδειχνα, γιατί η Παμ οπισθοχώρησε και βγήκε απ' το δωμάτιο δίχως λέξη, με το δίσκο ακόμα στα χέρια και το φλιτζάνι να κροταλίζει πάνω στο πιάτο. Όταν βγήκε από το δωμάτιο, κράτησα την κούκλα μπροστά στο πρόσωπο μου, κοιτάζοντας μες στα ηλίθια γαλανά της μάτια ενώ οι αντίχειρες μου εξαφανίζονταν μέσα στο ηλίθιο μαλακό κορμί της. «Πώς σε λένε, κακομούτσουνη τσούλα;» της φώναξα. Ούτε που μου πέρασε απ' το νου ότι η Παμ άκουγε από τη συσκευή ενδοσυνεννόησης της κουζίνας, μαζί με τη νοσοκόμα που έκανε την ημερήσια βάρδια. Αλλά κι αν η ενδοσυνεννόηση είχε χαλάσει, θα με είχαν ακούσει μέσα από την κλειστή πόρτα. Η φωνή μου ήταν στα καλά της εκείνη την ημέρα. Αρχισα να ταρακουνάω την κούκλα. Το κεφάλι της έπεφτε άψυχο μπρος πίσω και τα συνθετικά, όμοια με της Λουσίλ Μπολ μαλλιά της τινάζονταν πέρα δώθε. Τα μεγάλα γαλανά καρτουνίστικα μάτια της έμοιαζαν να λένε Ουουου, κακέ άντρα! σαν την Μπέτι Μπουπ σ' ένα από κείνα τα παλιά κινούμενα σχέδια που παίζει ακόμα καμιά φορά η καλωδιακή τηλεόραση. «Πώς σε λένε, σκύλα; Πώς σε λένε, παλιοθήλυκο; Πώς σε λένε, φτηνή πάνινη πόρνη; Πες μου τ' όνομά σου! Πες μου τ' όνομα σου! Πες μου τ' όνομά σου, ειδαλλιώς θα σου βγάλω τα μάτια και θα σου κόψω τη μύτη και θα σου ξεσκίσω το...» Και τότε το μυαλό μου έκανε ένα συνειρμό, κάτι που μου συμβαίνει ακόμα και σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, εδώ, στην πόλη του Ταμασουντσάλε, στην Πολιτεία του Σαν Λουίς Ποτοσί στο Μεξικό, τόπο της τρίτης ζωής του Έντγκαρ Φρίμαντλ. Για μια στιγμή ξαναβρέθηκα μέσα στο φορτηγάκι μου, με το ντοσιέ μου να χτυπάει πάνω στο παλιό μεταλλικό καλαθάκι μου για το κολατσιό, στο χώρο για τα πόδια μπροστά απ' το κάθισμα του συνοδηγού (αμφιβάλλω αν ήμουν ο μοναδικός εργαζόμενος εκατομμυριούχος στην Αμερική που έπαιρνε μαζί του το κολατσιό του σ' ένα μεταλ-
λικό καλαθάκι, αλλά πιθανώς δεν ήμασταν και πολλοί), με το PowerBook μου δίπλα μου στο κάθισμα. Κι από το ραδιόφωνο μια γυναικεία φωνή να τραγουδάει «Ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ!» με τη θρησκευτική ζέση των ευαγγελιστών. Μόνο δυο λέξεις, αλλά ήταν αρκετές. Ήταν το τραγούδι για τη φτωχή γυναίκα που ντύνει και στολίζει την όμορφη κόρη της για να τη στείλει να γίνει πόρνη. Ήταν το «Fancy», της Ρίμπα Μάκινταϊρ. «Ρίμπα», ψιθύρισα, κι έσφιξα πάνω μου την κούκλα. «Είσαι η Ρίμπα. Ρίμπα-Ρίμπα-Ρίμπα. Δε θα το ξεχάσω ποτέ ξανά». Το ξέχασα -την επόμενη βδομάδα- αλλά δε θύμωσα. Όχι. Την κράτησα στην αγκαλιά μου σαν γλυκιά αγαπημένη, έκλεισα τα μάτια μου και ξανάφερα στο νου μου το φορτηγάκι που είχε γίνει σμπαράλια στο ατύχημα. Ξαναθυμήθηκα το μεταλλικό καλαθάκι μου για το κολατσιό να χτυπάει πάνω στο μεταλλικό κλιπ του ντοσιέ μου κι άκουσα γι' άλλη μια φορά τη γυναικεία φωνή από το ραδιόφωνο, να τραγουδάει με την ίδια θρησκευτική ζέση: «Ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ!» Ο δόκτωρ Κέιμεν το χαρακτήρισε θεαματική πρόοδο. Ενθουσιάστηκε. Η γυναίκα μου, πάλι, έδειχνε πολύ λιγότερο ενθουσιασμένη, και το φιλί που μου έδωσε στο μάγουλο ήταν από κείνα που υπαγορεύει το καθήκον. Νομίζω πως δυο μήνες αργότερα ήταν που μου είπε ότι ήθελε διαζύγιο. ii Ο πόνος είχε πια ελαττωθεί, ή ίσως το μυαλό μου είχε κάνει ορισμένες καίριες προσαρμογές όσον αφορούσε το χειρισμό του. Εξακολουθούσα να υποφέρω από πονοκεφάλους, αλλά λιγότερο συχνά και σπάνια με τόση ένταση· δεν ήταν πια συνέχεια μεσάνυχτα στο μεγαλύτερο ρολογάδικο του κόσμου ανάμεσα στ' αυτιά μου. Ήμουν πάντα περισσότερο κι από έτοιμος για Βικοντίν στις πέντε και Όξικοντίν στις οχτώ -ούτε δυο βήματα δεν μπορούσα να συρθώ με τη βοήθεια της ζωηρόχρωμης, κόκκινης καναδικού τύπου πατερίτσας μου πριν καταπιώ αυτά τα μαγικά χάπια- αλλά ο αναδομημένος γοφός μου είχε αρχίσει να γιατρεύεται. Η Κάθι Γκριν, η Βασίλισσα της Αποκατάστασης, ερχόταν στο φτωχικό των Φρίμαντλ στο Μεντότα Χάιτς κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Μου επιτρεπόταν να πάρω ένα επιπλέον Βικοντίν
πριν από τις συναντήσεις μας, και ακόμα κι έτσι το σπίτι αντηχούσε από τις κραυγές μου όταν τελειώναμε. Η αίθουσα αναψυχής στο υπόγειο μας είχε μετατραπεί σε ένα πλήρες κέντρο φυσικοθεραπείας, εξοπλισμένο μέχρι και με μια ειδική μπανιέρα υδροθεραπείας με πρόσβαση για άτομα με αναπηρίες. Ύστερα από δυο μήνες μαρτυρίου, μπορούσα να κατεβαίνω εκεί μόνος μου τα βράδια, για να κάνω τις ασκήσεις μου για τα πόδια και ν' αρχίσω να δουλεύω λίγο τους κοιλιακούς. Η Κάθι είπε ότι, αν έκανα αυτές τις ασκήσεις μερικές ώρες πριν από τον ύπνο, θα αποδέσμευαν ενδορφίνες και θα κοιμόμουν καλύτερα. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας βραδινής γυμναστικής - ο Έντγκαρ σε αναζήτηση εκείνων των άπιαστων ενδορφινών- ήταν που η γυναίκα με την οποία ήμουν παντρεμένος ένα τέταρτο του αιώνα κατέβηκε και μου είπε ότι ήθελε διαζύγιο. Σταμάτησα αυτό που έκανα -κοιλιακούς- και την κοίταξα. Καθόμουν σ' ένα χαλάκι γυμναστικής. Εκείνη στεκόταν στο τελευταίο σκαλί, έχοντας την πρόνοια να μείνει στην άλλη άκρη του δωματίου. Θα μπορούσα να την είχα ρωτήσει αν σοβαρολογούσε, αλλά το φως εκεί κάτω ήταν πολύ καλό -σωληνωτοί λαμπτήρες φθορισμού- και δε χρειάστηκε. Δε νομίζω ότι είναι από τα πράγματα με τα οποία θ' αστειευόταν μια γυναίκα περίπου έξι μήνες αφότου ο σύζυγος της λίγο είχε λείψει να σκοτωθεί σ' ένα ατύχημα, έτσι κι αλλιώς. Θα μπορούσα να την είχα ρωτήσει γιατί, αλλά ήξερα. Μπορούσα να δω τη μικρή λευκή ουλή στον καρπό της, εκεί που την είχα τραυματίσει με το πλαστικό μαχαίρι από το δίσκο με το γεύμα μου στο νοσοκομείο, και στην πραγματικότητα αυτό ήταν το λιγότερο. Θυμήθηκα που της είχα πει, όχι πολύ καιρό πριν, να πάρει εκείνο τον ίσκιο και να τον χώσει στο μώλο της. Μου πέρασε από το νου να της ζητήσω τουλάχιστον να το σκεφτεί, αλλά ο θυμός επέστρεψε. Εκείνη την εποχή, αυτό που ο δόκτωρ Κέιμεν αποκαλούσε ανάρμοστο θυμό ήταν για μένα ένας δυσάρεστος αλλά πιστός φίλος. Και, στο κάτω κάτω της γραφής, αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή δεν έμοιαζε καθόλου ανάρμοστο. Είχα βγάλει το πουκάμισο μου. Το δεξί μου μπράτσο τέλειωνε εννιά εκατοστά πιο κάτω από τον ώμο. Το τίναξα προς το μέρος της -ένα σπασμωδικό τίναγμα ήταν το καλύτερο που μπορούσα να καταφέρω με το μυ που είχε απομείνει. «Αυτό που βλέπεις», είπα, «είναι ο εαυτός μου που σου κάνει τη χειρονομία που ξέρεις με το
μεσαίο δάχτυλο. Φύγε από δω, αν έτσι νιώθεις. Χάσου απ' τα μάτια μου, προδότρα στόφα». Τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπο της, αλλά προσπάθησε να χαμογελάσει. Ήταν μια φρικτά αποτυχημένη προσπάθεια. «Σκρόφα, Έντγκαρ», είπε. «Η σωστή λέξη είναι σκρόφα». «Η σωστή λέξη είναι αυτή που λέω εγώ ότι είναι», είπα και ξανάρχισα να κάνω κοιλιακούς. Δε φαντάζεστε πόσο δύσκολο είναι όταν σου λείπει το ένα χέρι· το κορμί σου θέλει συνέχεια να στρίψει προς εκείνη την πλευρά. «Εγώ δε θα σε είχα αφήσει, αυτό είναι το θέμα. Εγώ δε θα σε είχα αφήσει. Θα είχα υπομείνει τη λάσπη και το αίμα και το κάτουρο και τη χυμένη μπίρα». «Δεν είναι το ίδιο», είπε. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σκουπίσει το πρόσωπο της. «Δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις. Εγώ δε θα μπορούσα να σε σπάσω στα δυο αν με τρέλαινε ο θυμός». «Θα δυσκολευόμουν πολύ να σε σπάσω στα δυο μ' ένα μόνο χέρι», είπα κάνοντας πιο γρήγορα κοιλιακούς. «Με κάρφωσες μ' ένα μαχαίρι». Λες κι αυτό ήταν το θέμα. Δεν ήταν, και το ξέραμε κι οι δυο. «Ένα πλαστικό πανέρι ήταν, σε μια στιγμή που κόντευε να μου σαλέψει, κι αυτές θα είναι οι τελευταίες σου λέξεις στο καταραμένο το κρεβικό σου νεκράτι, "Ο Έντι με κούφωσε μ' ένα πλαστικό πανέρι, αντίο, σκληρέ κόσμε"». «Προσπάθησες να με στραγγαλίσεις», είπε, με φωνή που μετά βίας μπορούσα ν' ακούσω. Σταμάτησα τους κοιλιακούς και την κοίταξα με το στόμα ανοιχτό. Το ρολογάδικο στο κεφάλι μου τέθηκε σε λειτουργία- ντινγκντονγκ, ντινγκ-ντονγκ. «Τι εννοείς, "προσπάθησα να σε στραγγαλίσω"; Ποτέ δεν προσπάθησα να σε στραγγαλίσω!» «Ξέρω ότι δεν το θυμάσαι, αλλά το έκανες. Και δεν είσαι ο ίδιος πια». «Ω, παράτα μας. Φύλαξε αυτές τις Νιου Έιτζ μπούρδες για τον... για τον τύπο που... για τον...» Ήξερα τη λέξη, κι ήταν σαν να 'βλεπα μπροστά μου τον τύπο για τον οποίο ήθελα να τη χρησιμοποιήσω, αλλά δε μου 'ρχόταν να την πω. «Για κείνον το φαλακρό γαμιόλη που βλέπεις στο γραφείο του». «Τον ψυχολόγο μου», είπε, και φυσικά αυτό μ' εξόργισε ακόμα πιο πολύ: εκείνη θυμόταν τη λέξη κι εγώ όχι. Γιατί ο δικός της εγκέφαλος δεν είχε ταρακουνηθεί σαν φρουί ζελέ.
«Αν θες διαζύγιο, πάρ' το. Τίναξε τα όλα στον αέρα, γιατί όχι; Μόνο πήγαινε αλλού να κάνεις τον αλιγάτορα. Φύγε από δω». Ανέβηκε τα σκαλιά κι έκλεισε την πόρτα χωρίς να κοιτάξει πίσω. Και μόνο αφού έφυγε συνειδητοποίησα ότι ήθελα να πω κροκοδείλια δάκρυα. Πήγαινε αλλού να χύσεις τα κροκοδείλια δάκρυά σου. Δε βαριέσαι -ήταν αρκετά κοντά σ' αυτό που ήθελα να πω. Αρκετά κοντά για ροκ εντ ρολ. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν. Και τελικά, εγώ ήμουν αυτός που έφυγε.
iii Εκτός από την Παμ, κανέναν άλλο άνθρωπο δεν εμπιστευόμουν τόσο πολύ στην άλλη μου ζωή. Οι Τέσσερις Κανόνες Επιτυχίας του Έντγκαρ Φρίμαντλ (κι αν θέλετε κρατάτε σημειώσεις) ήταν: ποτέ μη δανείζεσαι περισσότερα από το δείκτη νοημοσύνης σου πολλαπλασιασμένο επί εκατό, ποτέ μη δανείζεσαι από κάποιον που σε προσφωνεί με το μικρό σου όνομα από την πρώτη σας συνάντηση, ποτέ μην πίνεις αλκοόλ όσο ο ήλιος είναι ακόμα ψηλά και ποτέ μη συνεταιρίζεσαι κάποιον που δε θα ήθελες και να τον αγκαλιάσεις γυμνό πάνω σ' ένα στρώμα νερού. Είχα ένα λογιστή που τον εμπιστευόμουν, ωστόσο, και ο Τομ Ράιλι ήταν αυτός που με βοήθησε να μετακομίσω τα λίγα πράγματα που χρειαζόμουν από το Μεντότα Χάιτς στο μικρότερο σπίτι μας στη λίμνη Φάλεν. Ο Τομ, ένας μελαγχολικός άνθρωπος, δυο φορές χαμένος στο παιχνίδι του γάμου, ανησυχούσε πολύ για μένα. «Δεν παραιτείσαι ποτέ από το σπίτι σε μια τέτοια περίσταση», είπε. «Παρά μόνο αν σε πετάξει έξω με τις κλοτσιές ο δικαστής. Είναι σαν να παραιτείσαι από το πλεονέκτημα της έδρας στα πλέι-οφ». Δε μ' ένοιαζε για το πλεονέκτημα της έδρας· το μόνο που ήθελα ήταν να προσέχει πώς οδηγούσε. Το πρόσωπο μου σφιγγόταν κάθε φορά που ένα αυτοκίνητο από το αντίθετο ρεύμα έμοιαζε να πλησιάζει λίγο περισσότερο απ' όσο έπρεπε στη διαχωριστική γραμμή. Μερικές φορές κοκάλωνα ολόκληρος και πατούσα το αόρατο φρένο μπροστά στη θέση του συνοδηγού. Όσο για το να ξαναπιάσω εγώ ο ίδιος στα χέρια μου τιμόνι, νόμιζα πως δε θα το κα-
τάφερνα ποτέ πια. Βέβαια, ο Θεός αγαπάει τις εκπλήξεις. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν. Η Κάθι Γκριν, η Βασίλισσα της Αποκατάστασης, είχε χωρίσει μόνο μια φορά, αλλ' αυτή κι ο Τομ εξέπεμπαν στο ίδιο μήκος κύματος. Τη θυμάμαι καθισμένη οκλαδόν με την εφαρμοστή της φόρμα, να κρατάει τα πόδια μου και να με κοιτάζει συνοφρυωμένη και αγανακτισμένη. «Εδώ μόλις γλίτωσες από του χάρου τα δόντια, και μάλιστα μ' ένα χέρι λιγότερο, κι αυτή θέλει να σε χωρίσει. Επειδή τη γρατζούνισες μ' ένα πλαστικό μαχαίρι νοσοκομείου, όταν καλά καλά δεν μπορούσες να θυμηθείς το όνομά σου; Μην ξεράσω! Δεν καταλαβαίνει ότι αυτές οι απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις και η βραχυπρόθεσμη απώλεια μνήμης ύστερα από ένα σοβαρό ατύχημα είναι συνήθη φαινόμενα;» «Εκείνο που καταλαβαίνει είναι ότι με φοβάται», είπα. «Αλήθεια; Λοιπόν, άκου να δεις, αγορίνα: αν έχεις έναν καλό δικηγόρο, μπορείς να την κάνεις να το πληρώσει που είναι τέτοια κότα». Μερικές τρίχες είχαν ξεφύγει από την γκεσταπίτικη αλογοουρά της και τις φύσηξε από το μέτωπο της. «Πρέπει να πληρώσει γι' αυτό. Βάλ' το καλά στο μυαλό σου αυτό που θα σου πω: Τίποτα απ' αυτά δεν είναι δικό σου λάθος». «Λέει ότι προσπάθησα να τη στραγγαλίσω». «Κι αν λέει αλήθεια, το να προσπαθεί να τη στραγγαλίσει ένας μονόχειρας ανάπηρος πρέπει να ήταν πραγματικά μια πολύ τρομακτική εμπειρία. Άκουσέ με, Έντι, κάν' τη να πληρώσει. Το ξέρω ότι μπαίνω σε ξένα χωράφια, αλλά δε με νοιάζει. Δεν έπρεπε να σου φερθεί έτσι». «Νομίζω ότι υπάρχουν κι άλλοι λόγοι εκτός από την απόπειρά μου να τη στραγγαλίσω και τον τραυματισμό με το πλαστικό μαχαιράκι για το βούτυρο». «Τι;» «Δεν μπορώ να θυμηθώ». «Αυτή τι λέει;» «Δε λέει». Όμως η Παμ κι εγώ ήμασταν μαζί πολύ καιρό, και ακόμα κι αν η αγάπη είχε εξοκείλει σ' ένα τέλμα παθητικής αποδοχής, νόμιζα πως εξακολουθούσα να τη γνωρίζω αρκετά καλά για να ξέρω ότι ναι, είχε υπάρξει και κάτι άλλο, ακόμα υπήρχε και κάτι άλλο, κι αυτό ήταν εκείνο από το οποίο ήθελε να φύγει μακριά.
Ν ΤΟΥ Μ Α ΚΗ
23
Όχι πολύ καιρό αφότου μετακόμισα στο σπίτι της λίμνης Φάλεν, τα κορίτσια -οι νεαρές γυναίκες- ήρθαν να με επισκεφθούν. Έφεραν μαζί τους ένα καλάθι του πικνίκ. Καθίσαμε στη βεράντα που έβλεπε στη λίμνη, με την ευωδιά των πεύκων να πλανιέται στον αέρα, κοιτούσαμε το νερό και τρώγαμε σάντουιτς. Ο Σεπτέμβρης είχε πια μπει για τα καλά, και τα περισσότερα σκάφη αναψυχής είχαν τραβηχτεί στη στεριά γι' άλλον ένα χρόνο. Υπήρχε κι ένα μπουκάλι κρασί στο καλάθι, αλλά εγώ ήπια πολύ λίγο. Σε συνδυασμό με τα αναλγητικά, το αλκοόλ με χτυπούσε άσχημα· μία μόνο μπίρα μπορούσε να με κάνει να μπερδεύω τα λόγια μου σαν το χειρότερο μπεκρή. Τα κορίτσια -οι νεαρές γυναίκες- τέλειωσαν το υπόλοιπο μεταξύ τους και το αλκοόλ τις χαλάρωσε λίγο. Η Μελίντα, που είχε επιστρέψει από την Ευρώπη για δεύτερη φορά μετά την αναμέτρησή μου με το γερανό και δεν ήταν διόλου ευτυχής γι' αυτό, με ρώτησε αν όλοι οι πενηντάρηδες πάθαιναν τέτοιες δυσάρεστες κρίσεις παλιμπαιδισμού, αν έπρεπε κι αυτή να περιμένει ότι θα της συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Η Ίλσε, η μικρότερη, έβαλε τα κλάματα, έγειρε πάνω μου και ρώτησε γιατί τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν όπως πριν, γιατί δεν μπορούσαμε εμείς οι δυο -δηλαδή, η μητέρα της κι εγώ- να είμαστε όπως παλιά. Η Αιν της είπε ότι αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για ν' αρχίσει να φέρεται σαν μωρό και η Ίλι της έκανε μια άσεμνη χειρονομία. Εγώ γέλασα. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Μετά γελάσαμε όλοι. Ο θυμός της Λιν και τα δάκρυα της Ίλσε δεν ήταν ευχάριστα, αλλά ήταν ειλικρινή και τόσο οικεία για μένα όσο η κρεατοελιά στο πιγούνι της Ίλσε ή η αχνή κάθετη γραμμή που σχηματιζόταν ανάμεσα στα μάτια της Λιν όταν κατσούφιαζε, η οποία με τα χρόνια θα βάθαινε και θα γινόταν αυλακιά. Η Λίνι με ρώτησε τι θα έκανα από εκεί και πέρα, κι εγώ της είπα ότι δεν ήξερα. Σκεφτόμουν πολύ έντονα να δώσω τέλος στη ζωή μου, αλλά ήξερα πως, αν το έκανα, έπρεπε οπωσδήποτε να φανεί σαν ατύχημα. Δε θ' άφηνα αυτές τις δυο νεαρές γυναίκες, που μόλις άνοιγαν τα φτερά τους, να πορευτούν σ' όλη τους τη ζωή κουβαλώντας την ενοχή για την αυτοκτονία του πατέρα τους. Ούτε θ' άφηνα πίσω μου ένα βάρος ενοχής για τη γυναίκα με την
οποία είχαμε κάποτε μοιραστεί ένα μιλκσέικ στο κρεβάτι, γυμνοί κι οι δυο μας, γελώντας και ακούγοντας στο στερεοφωνικό τους Πλάστικ Όνο Μπαντ. Αφού τους δόθηκε η ευκαιρία να ξεθυμάνουν -ύστερα από μια πλήρη και διεξοδική ανταλλαγή συναισθημάτων, κατά την ορολογία του δόκτορος Κέιμεν-, θυμάμαι ότι περάσαμε ένα ευχάριστο απόγευμα κοιτάζοντας παλιά άλμπουμ με φωτογραφίες και αναπολώντας το παρελθόν. Νομίζω πως γελάσαμε κι άλλο λίγο, αλλά δεν μπορώ να έχω εμπιστοσύνη σε όλες τις αναμνήσεις που έχω φυλάξει από την άλλη μου ζωή. Ο Γουάιρμαν λέει πως, όταν πρόκειται για το παρελθόν, όλοι παίζουμε με στημένη τράπουλα. Η Ίλσε ήθελε να βγούμε όλοι μαζί για φαγητό το βράδυ, αλλά η Λιν είχε να συναντήσει κάποιον στη Δημόσια Βιβλιοθήκη πριν κλείσει κι εγώ είπα ότι δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να τρέχω πουθενά με το κουτσό μου πόδι· σκέφτηκα ότι θα διάβαζα μερικά κεφάλαια από το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζον Σάντφορντ και θα έπεφτα για ύπνο. Με φίλησαν -είχαμε φιλιώσει πάλι- κι έφυγαν. Δυο λεπτά αργότερα, η Ίλσε επέστρεψε. «Είπα στη Λίνι ότι ξέχασα τα κλειδιά μου», είπε. «Πράγμα που δε συμβαίνει, φαντάζομαι», είπα. «Όχι. Μπαμπά, θα έκανες ποτέ κακό στη μαμά; Θέλω να πω... τώρα; Ηθελημένα;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, αλλ' αυτό δεν της αρκούσε. Το κατάλαβα από τον τρόπο που απλά στεκόταν εκεί και με κοιτούσε στα μάτια. «Όχι», είπα. «Ποτέ. Θα...» «Θα τι, μπαμπά;» Πήγαινα να πω ότι θα προτιμούσα να κόψω και το άλλο μου χέρι, αλλά ξαφνικά αυτό μου φάνηκε πολύ κακή ιδέα. «Δε θα το έκανα ποτέ, Ίλι. Αρκέσου σ' αυτό». «Τότε γιατί σε φοβάται ακόμα;» «Νομίζω... επειδή είμαι σακάτης». Ρίχτηκε στην αγκαλιά μου με τόση ορμή, που λίγο έλειψε να σωριαστούμε κι οι δυο στον καναπέ. «Ω μπαμπά, λυπάμαι τόσο πολύ. Όλ' αυτά είναι τόσο δυσάρεστα». Της χάιδεψα λίγο τα μαλλιά. «Το ξέρω, αλλά να θυμάσαι αυτό -χειρότερα δε γίνεται». Δεν ήταν η αλήθεια, αλλά, αν πρόσεχα, η Ίλσε δε θα μάθαινε ποτέ ότι ήταν ένα αναίσχυντο ψέμα. Ένα κλάξον ακούστηκε από την αυλή.
«Εμπρός», είπα και φίλησα το κλαμένο της μάγουλο. «Η αδερφή σου ανυπομονεί». Σούφρωσε τη μύτη της. «Λοιπόν, τι άλλα; Δεν πιστεύω να το παρακάνεις με τα αναλγητικά;» «Όχι». «Τηλεφώνησέ μου αν με χρειαστείς, μπαμπά. Θα πάρω το επόμενο αεροπλάνο και θα 'ρθω». Ήξερα ότι θα το έκανε. Γι' αυτό και δε θα της τηλεφωνούσα. «Να είσαι σίγουρη». Της έσκασα ένα φιλί και στο άλλο μάγουλο. «Δώσε αυτό στην αδερφή σου». Έγνεψε καταφατικά και βγήκε. Κάθισα στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια μου. Πίσω τους, τα ρολόγια χτυπούσαν και χτυπούσαν και χτυπούσαν. ν Ο επόμενος επισκέπτης μου ήταν ο δόκτωρ Κέιμεν, ο ψυχολόγος που μου έδωσε τη Ρίμπα. Δεν τον κάλεσα. Τη χαρά της επίσκεψής του τη χρωστούσα στην Κάθι Γκριν, τον προσωπικό μου βασανιστή. Μόλο που σίγουρα δεν ήταν πάνω από σαράντα χρονών, ο Κέιμεν περπατούσε σαν ένας πολύ μεγαλύτερος άντρας και αγκομαχούσε ακόμα κι όταν καθόταν και περιεργαζόταν τον κόσμο μέσ' από ένα ζευγάρι τεράστια γυαλιά με κοκάλινο σκελετό, πάνω από μια τεράστια αχλαδόσχημη κοιλιά. Ήταν ένας πολύ ψηλός, πολύ μαύρος άντρας, με τόσο πελώρια χαρακτηριστικά, που έμοιαζαν εξωπραγματικά. Οι τεράστιοι, γουρλωτοί βολβοί των ματιών του, η μύτη του που προεξείχε σαν ακρόπρωρο πλοίου και τα τοτεμικά χείλη του προκαλούσαν δέος. Ο Ζάντερ Κέιμεν έμοιαζε σαν ένας ελάσσων θεός μέσα σ' ένα κοστούμι αγορασμένο από τα Μεν'ς Γουέρχαουζ. Έμοιαζε επίσης ένας πρώτης τάξεως υποψήφιος για μια μοιραία καρδιακή προσβολή ή ένα εγκεφαλικό πριν από τα πεντηκοστά του γενέθλια. Αρνήθηκε το αναψυκτικό που του πρόσφερα, είπε ότι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ κι ύστερα άφησε το χαρτοφύλακά του πλάι του στον καναπέ σαν για να διαψεύσει αυτό που μόλις είχε πει. Βούλιαξε βαθιά δίπλα στο μπράτσο του καναπέ (και συνέχισε
να βουλιάζει διαρκώς -τόσο που φοβήθηκα για τα ελατήρια του επίπλου) κοιτώντας με και αγκομαχώντας καλοκάγαθα. «Ποιος άνεμος σε φέρνει από τα μέρη μας;» τον ρώτησα. «Να, η Κάθι μου είπε ότι σκοπεύεις να βάλεις τέλος στη ζωή σου», είπε. Ήταν ο τόνος που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει για να πει Η Κάθι μου είπε ότι κάνεις ένα πάρτι στον κήπο σου και προσφέρεις φρέσκα ντόνατς. «Υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σ' αυτή τη φήμη;» Άνοιξα το στόμα μου και το ξανάκλεισα. Κάποτε, όταν ήμουν δέκα χρονών και μεγάλωνα στο Ο-Κλερ, βούτηξα ένα περιοδικό κόμικς από την περιστρεφόμενη προθήκη ενός ψιλικατζίδικου, το έχωσα στο μπροστινό μέρος του τζιν μου κι ύστερα έριξα το μπλουζάκι μου από πάνω του. Καθώς πήγαινα να βγω από την πόρτα σαν να μην έτρεχε τίποτα, νιώθοντας πολύ έξυπνος και κουλ, μια υπάλληλος μ' έπιασε από το μπράτσο. Σήκωσε το μπλουζάκι μου με το άλλο χέρι της και αποκάλυψε τον άνομα αποκτημένο θησαυρό μου. «Πώς βρέθηκε αυτό εκεί;» με ρώτησε. Ούτε μια φορά στα σαράντα χρόνια που είχαν περάσει από εκείνη την ημέρα δε μου είχε ξανατύχει να καταπιώ έτσι τη γλώσσα μου και να μην μπορώ ν' απαντήσω σε μια τόσο απλή ερώτηση. Τελικά -πολλή ώρα αφότου μια τέτοια απάντηση θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα- είπα: «Αυτό είναι γελοίο. Δεν ξέρω από πού μπορεί να της μπήκε μια τέτοια ιδέα». «Αλήθεια;» «Αλήθεια. Σίγουρα δε θέλεις μια Κόκα Κόλα;» «Όχι, ευχαριστώ». Σηκώθηκα και πήρα μια Κόκα Κόλα από το ψυγείο της κουζίνας. Έσφιξα σταθερά το μπουκάλι ανάμεσα στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου μπράτσου και στο θώρακά μου -εφικτό αλλά οδυνηρό, δεν ξέρω τι μπορεί να έχετε δει στις ταινίες, αλλά τα σπασμένα πλευρά συνεχίζουν να πονάνε για πολύ καιρό- και ξεβίδωσα το καπάκι με το αριστερό μου χέρι. Είμαι αριστερόχειρας. Τουλάχιστον σ' αυτό σταθήκαμε τυχεροί, muchacho, που λέει κι ο Γουάιρμαν. «Εν πάση περιπτώσει, εκπλήσσομαι που την παίρνεις στα σοβαρά», είπα, καθώς επέστρεφα στο σαλόνι. «Η Κάθι μπορεί να είναι εξαιρετική φυσικοθεραπεύτρια, αλλά να σφίγγει λασκαρισμένες βίδες δεν ξέρει». Κοντοστάθηκα πριν καθίσω. «Όπως δεν ξέ-
ρεις ούτε εσύ, για να λέμε την αλήθεια. Με την αυστηρή έννοια του όρου». Ο Κέιμεν έβαλε τη χερούκλα του χωνί πίσω από ένα αυτί που χοντρικά είχε τις διαστάσεις ενός συρταριού γραφείου. «Μήπως ακούω... έναν ήχο σαν τροχαλία που γυρίζει; Ναι, πιστεύω πως τον ακούω!» «Τι εννοείς;» «Είναι ο γοητευτικά μεσαιωνικός ήχος που κάνουν οι άμυνες ενός ανθρώπου όταν τίθενται σε λειτουργία». Προσπάθησε να κλείσει το μάτι ειρωνικά, αλλά οι διαστάσεις του προσώπου του έκαναν αδύνατη την έκφραση της ειρωνείας· το μόνο που μπορούσε να καταφέρει ήταν μια μπουρλέσκα παρωδία της. Ωστόσο, έπιασα το μήνυμα. «Όσο για την Κάθι Γκριν, δίκιο έχεις... Τι ξέρει αυτή; Το μόνο που κάνει είναι να δουλεύει με παραπληγικούς, τετραπλήγικούς, ακρωτηριασμένους από ατυχήματα, όπως εσύ, και ανθρώπους που αναρρώνουν από σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις -και πάλι όπως εσύ. Δεκαπέντε χρόνια κάνει αυτή τη δουλειά· είχε την ευκαιρία να δει εκατοντάδες ανάπηρους ν' αναλογίζονται πως ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν μπορεί ποτέ να γυρίσει πίσω, οπότε πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να αναγνωρίσει τα σημάδια της προ-αυτοκτονικής κατάθλιψης;» Κάθισα στην ογκώδη πολυθρόνα απέναντι από τον καναπέ και τον κοίταξα συνοφρυωμένος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πρόβλημα. Το ίδιο και η Κάθι Γκριν. Έσκυψε μπροστά... μόλο που, δεδομένης της περιφέρειάς του, μερικά εκατοστά ήταν το περισσότερο που μπορούσε να καταφέρει. «Πρέπει να περιμένεις», είπε. Τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα. Έγνεψε καταφατικά. «Εκπλήσσεσαι. Το καταλαβαίνω. Όμως εγώ δεν είμαι χριστιανός, πολύ περισσότερο καθολικός, και στο ζήτημα της αυτοκτονίας δεν έχω προκαταλήψεις. Πιστεύω, ωστόσο, στην υπευθυνότητα, ξέρω ότι κι εσύ πιστεύεις σ' αυτήν, και σου λέω το εξής: αν βάλεις τέρμα στη ζωή σου τώρα... ακόμα και σ' έξι μήνες από τώρα... η γυναίκα και οι κόρες σου θα το καταλάβουν. Όσο έξυπνα κι αν το κάνεις, θα το καταλάβουν». «Εγώ δε...» Σήκωσε το χέρι του. «Και οι άνθρωποι στην εταιρεία που ασφαλίζει τη ζωή σου -για ένα πολύ μεγάλο ποσό, είμαι βέβαιος- θα το
καταλάβουν κι αυτοί. Μπορεί να μην μπορέσουν να το αποδείξουν... αλλά θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους. Οι φήμες που θα πυροδοτήσουν θα πληγώσουν τις κόρες σου, όσο καλά θωρακισμένες κι αν πιστεύεις ότι είναι απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις». Η Μελίντα ήταν καλά θωρακισμένη. Η Ίλσε, ωστόσο, ήταν διαφορετική περίπτωση. Όταν η Μελίντα θύμωνε μαζί της, την αποκαλούσε περίπτωση ψυχονοητικής καθυστέρησης, αλλά δε νόμιζα ότι αυτό ήταν αλήθεια. Εγώ πίστευα ότι η Ίλι ήταν απλώς ευαίσθητη. «Και, τελικά, ίσως να το αποδείξουν». Ο Κέιμεν σήκωσε τους τεράστιους ώμους του. «Πόσο φόρο κληρονομιάς μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο δεν μπορώ να μαντέψω, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα εξαλείψει ένα μεγάλο μέρος από το θησαυρό της ζωής σου». Δε σκεφτόμουν τα χρήματα. Φανταζόμουν μια ομάδα πραγματογνωμόνων της ασφαλιστικής εταιρείας να ψάχνουν τι είχα σκαρώσει, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Και ξαφνικά άρχισα να γελάω. Ο Κέιμεν καθόταν με τα τεράστια σκούρα καφέ χέρια του ακουμπισμένα στα γιγαντιαία γόνατά του και με κοιτούσε μ' ένα μικρό χαμόγελο που έμοιαζε να λέει Τα έχω δει όλα. Μόνο που στο πρόσωπο του τίποτα δεν ήταν μικρό. Περίμενε ώσπου να καταλαγιάσει το γέλιο μου κι ύστερα με ρώτησε τι ήταν τόσο αστείο. «Μου λες ότι είμαι πολύ πλούσιος για ν' αυτοκτονήσω», είπα. «Σου λέω να μην το κάνεις τώρα, Έντγκαρ, αυτό μόνο. Θα σου κάνω επίσης μια πρόταση που αντιβαίνει σε ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής μου πείρας. Όμως έχω ένα πολύ έντονο προαίσθημα ότι ίσως λειτουργήσει στη δική σου περίπτωση -το ίδιο προαίσθημα που με έκανε να σου δώσω την κούκλα. Σου προτείνω να δοκιμάσεις μια αλλαγή περιβάλλοντος». «Τι;» «Είναι μια μορφή θεραπείας που συχνά επιχειρούν οι αλκοολικοί σε προχωρημένο στάδιο. Ελπίζουν ότι μια αλλαγή τόπου διαβίωσης θα αποτελέσει το έναυσμα για μια καινούρια αρχή. Ότι θα αναστρέψει την κατάσταση». Ένιωσα μέσα μου ένα σπίθισμα. Δε θα πω ότι ήταν ελπίδα, αλλά ήταν κάτι. «Σπάνια πετυχαίνει», είπε ο Κέιμεν. «Οι παλιές καραβάνες στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, που έχουν μια απάντηση για όλα -είναι η ευλογία αλλά και η κατάρα τους, μόλο που ελάχιστοι το συνειδητό-
ποιούν-, αρέσκονται να λένε: "Βάλε έναν ξοφλημένο σ' ένα αεροπλάνο για τη Βοστόνη, κι ο ξοφλημένος θα κατέβει στο Σιάτλ"». «Οπότε εγώ τι κάνω;» ρώτησα. «Προς το παρόν παραμένεις ζωντανός στα προάστια του Σεντ Πολ. Αυτό που προτείνω είναι να διαλέξεις κάποιο μέρος μακριά από δω και απλά να πας εκεί. Είσαι σε μοναδικά πλεονεκτική θέση να το κάνεις, δεδομένης της οικονομικής και οικογενειακής σου κατάστασης». «Για πόσο καιρό;» «Τουλάχιστον για ένα χρόνο». Με κοίταξε αινιγματικά. Το πελώριο πρόσωπο του ήταν φτιαγμένο θαρρείς για μια τέτοια έκφραση· αν ήταν χαραγμένο πάνω στον τάφο του Τουταγχαμών, πιστεύω ότι μπορεί να είχε κάνει ακόμα και τον Χάουαρντ Κάρτερ να το σκεφτεί πολύ πριν τον ανοίξει. «Κι αν κάνεις οτιδήποτε στο τέλος αυτού του χρόνου, Έντγκαρ, για το Θεό - ή μάλλον όχι, για τις κόρες σου-, κάν' το σωστά». Είχε σχεδόν εξαφανιστεί μέσα στον παλιό καναπέ- τώρα άρχισε να παλεύει να σηκωθεί. Πήγα να τον βοηθήσω, αλλά με σταμάτησε μ' ένα νεύμα. Επιτέλους κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του, ασθμαίνοντας πιο δυνατά από ποτέ, και πήρε το χαρτοφύλακά του. Χαμήλωσε το βλέμμα και με κοίταξε -ήταν κοντά δυο μέτρα ψηλός- μ' εκείνα τα γουρλωτά μάτια με τους κιτρινωπούς κερατοειδείς να μεγεθύνονται ακόμα περισσότερο από τα γυαλιά του, που είχαν πολύ χοντρούς φακούς. «Έντγκαρ, υπάρχει κάτι που να σε κάνει ευτυχισμένο;» Σκέφτηκα την επιφάνεια αυτής της ερώτησης (το μόνο κομμάτι της που έμοιαζε ακίνδυνο) και είπα: «Κάποτε μ' άρεσε να σκιτσάρω». Στην πραγματικότητα ήταν κάτι περισσότερο από απλώς μερικά σκίτσα, αλλά από τότε είχε περάσει πολύς καιρός. Αλλα πράγματα είχαν μπει στη μέση. Γάμος, καριέρα. Που και τα δυο τώρα είχαν τελειώσει ή όδευαν προς το τέλος τους. «Πότε;» «Όταν ήμουν παιδί». Σκέφτηκα να του πω ότι κάποτε ονειρευόμουν να πάω σε μια σχολή καλών τεχνών -μέχρι και που αγόραζα πότε πότε κάποιο βιβλίο με ρεπροντιξιόν, όταν το άντεχε η τσέπη μου-, αλλά δεν το είπα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, η συμβολή μου στον κόσμο της τέχνης περιοριζόταν στις καλικαντζούρες που έκανα καθώς μιλού-
σα στο τηλέφωνο, και είχαν περάσει πιθανώς δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που είχα αγοράσει ένα από εκείνα τα λευκώματα που βάζεις πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού για να κάνεις εντύπωση στους φίλους σου. «Κι από τότε;» Σκέφτηκα να πω ψέματα -δεν ήθελα να φανεί ότι είχα γίνει σκλάβος της δουλειάς- αλλ' αποφάσισα να μείνω πιστός στην αλήθεια. Οι μονόχειρες πρέπει να λένε την αλήθεια όποτε είναι δυνατόν. Δεν το λέει ο Γουάιρμαν αυτό· εγώ το λέω. «Τίποτα». «Ξανάρχισέ το», με συμβούλευσε ο Κέιμεν. «Χρειάζεσαι φράγματα». «Φράγματα», είπα, σαστισμένος. «Ναι, Έντγκαρ». Έδειχνε έκπληκτος και λίγο απογοητευμένος, σαν να μην είχα μπορέσει να καταλάβω κάτι πολύ απλό. «Φράγματα ενάντια στο σκοτάδι». νΐ Περίπου μια βδομάδα αργότερα, ο Τομ Ράιλι ήρθε να με ξαναδεί. Τα φύλλα των δέντρων είχαν πια αρχίσει ν' αλλάζουν χρώμα και θυμάμαι τους υπαλλήλους να κρεμάνε αφίσες για το Χαλοουίν στο εμπορικό κέντρο όπου αγόρασα τα πρώτα μου μπλοκ σχεδίου μετά το κολέγιο... διάολε, ίσως και μετά το λύκειο. Εκείνο που θυμάμαι πολύ καθαρά από εκείνη την επίσκεψη είναι το πόσο αμήχανος και νευρικός έδειχνε ο Τομ. Του πρόσφερα μια μπίρα και τη δέχτηκε. Όταν επέστρεψα από την κουζίνα, κοιτούσε ένα σχέδιο που είχα κάνει με πενάκι και μελάνι -τρεις φοίνικες να διαγράφονται με φόντο μια έκταση νερού, μ' ένα κομμάτι μιας βεράντας κλεισμένης με τζαμαρίες να προβάλλει αριστερά σε πρώτο πλάνο. «Πολύ καλό», είπε. «Εσύ το έφτιαξες;» «Όχι, τα ξωτικά. Έρχονται τη νύχτα. Μπαλώνουν τα παπούτσια μου, σκαρώνουν κάπου κάπου και καμιά ζωγραφιά». Γέλασε υπερβολικά δυνατά και ξανάβαλε το σχέδιο πάνω στο γραφείο. «Δε μοιάζει και πολύ με τα τοπία της Μινεσότα, αγαπητέ», είπε, με μια παρωδία σουηδικής προφοράς. «Το ξεπατίκωσα από ένα βιβλίο», είπα. Στην πραγματικότητα
Ν TOY ΜΑ ΚΗ
31
είχα χρησιμοποιήσει μια φωτογραφία από ένα προσπέκτους κάποιου κτηματομεσιτικού γραφείου. Την είχαν πάρει από το αποκαλούμενο «δωμάτιο Φλόριντα» του Σάλμον Πόιντ, του σπιτιού που είχα μόλις νοικιάσει για ένα χρόνο. Δεν είχα πάει ποτέ στη Φλόριντα, ούτε καν για διακοπές, αλλ' αυτή η φωτογραφία είχε μιλήσει κάπου βαθιά μέσα μου και για πρώτη φορά μετά το ατύχημα αισθανόμουν πραγματική προσμονή για κάτι. Δεν ήταν πολύ έντονη, αλλά υπήρχε. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Τομ; Αν πρόκειται για τη δουλειά...» «Για να είμαι ειλικρινής, η Παμ μου ζήτησε να έρθω». Έσκυψε το κεφάλι. «Εγώ δεν το ήθελα και πολύ, αλλά ένιωσα ότι δεν μπορούσα να πω όχι. Για χάρη του παλιού καιρού, καταλαβαίνεις». «Ασφαλώς». Η σχέση μου με τον Τομ ξεκινούσε από την εποχή που η Εταιρεία Φρίμαντλ δεν ήταν παρά τρία φορτηγάκια, ένας εκσκαφέας Κατερπίλαρ D9 και πολλά μεγάλα όνειρα. «Πες μου, λοιπόν. Δε θα σε δαγκώσω». «Προσέλαβε ένα δικηγόρο. Θα προχωρήσει με το διαζύγιο». «Ποτέ δε νόμισα το αντίθετο». Ήταν η αλήθεια. Εξακολουθούσα να μη θυμάμαι την απόπειρά μου να τη στραγγαλίσω, αλλά θυμόμουν το βλέμμα στα μάτια της όταν μου το έλεγε. Και υπήρχε κι αυτό: μόλις η Παμ χάραζε μια πορεία, σπάνια έκανε πίσω. «Θέλει να ξέρει αν θα χρησιμοποιήσεις τον Μπόζι». Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Ο Γουίλιαμ Μπόουζμαν ο Τρίτος ήταν ο πιο ατσίδας δικηγόρος της φίρμας που χρησιμοποιούσε η εταιρεία μου στη Μινεάπολη, ένας κομψός εξηνταπεντάρης με παπιγιόν και άψογο μανικιούρ, κι αν ήξερε ότι ο Τομ κι εγώ τον λέγαμε Μπόζι τα τελευταία είκοσι χρόνια, πιθανώς θα πάθαινε καρδιακή εμβολή. «Δεν το είχα σκεφτεί. Ποια είναι λοιπόν η πρότασή της, Τομ; Τι ακριβώς θέλει;» Κατέβασε τη μισή από την μπίρα του κι ύστερα άφησε το ποτήρι σ' ένα ράφι με βιβλία πλάι στο αδέξιο σκιτσάκι μου. Τα μάγουλα του είχαν πάρει ένα μουντό κεραμιδί χρώμα. «Είπε ότι ελπίζει πως δε θα χρειαστεί να χαλάσετε τις καρδιές σας. Είπε: "Δε θέλω ούτε να γίνω πλούσια ούτε να τσακωθώ. Θέλω μόνο να είναι δίκαιος μαζί μου και με τα κορίτσια, όπως ήταν πάντα, θα του το πεις αυτό;" Οπότε, να 'με». Σήκωσε τους ώμους. Σηκώθηκα, πήγα στην τζαμαρία που χώριζε το καθιστικό από
τη βεράντα και κοίταξα τη λίμνη. Σύντομα θα μπορούσα να βγαίνω στο καταδικό μου «δωμάτιο Φλόριντα», ό,τι κι αν ήταν αυτό, και να αγναντεύω τον Κόλπο του Μεξικού. Αναρωτήθηκα αν θα ήταν καλύτερο, αν θα ήταν διαφορετικό από το να κοιτάζω τη λίμνη Φάλεν. Σκέφτηκα ότι θα μου αρκούσε να είναι απλώς διαφορετικό, τουλάχιστον γι' αρχή. Το διαφορετικό θα ήταν ένα ξεκίνημα. Όταν γύρισα πάλι προς το μέρος του, ο Τομ Ράιλι δε φαινόταν καθόλου καλά. Στην αρχή νόμισα ότι τον πονούσε το στομάχι του, αλλά ύστερα συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσε να μην κλάψει. «Τι συμβαίνει, Τομ;» ρώτησα. Προσπάθησε να μιλήσει και έβγαλε μόνο ένα βραχνό κρώξιμο. Καθάρισε το λαιμό του και προσπάθησε ξανά. «Αφεντικό, δεν μπορώ να συνηθίσω να σε βλέπω έτσι, μ' ένα μόνο χέρι. Αυπάμαι πολύ». Ήταν αδέξιο, αυθόρμητο και γλυκό: μια σφαίρα στην καρδιά. Νομίζω πως για μια στιγμή κοντέψαμε κι οι δυο να πλαντάξουμε στο κλάμα, σαν ένα ζευγάρι Ευαίσθητων Ανδρών στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρι. Η σκέψη αυτή με βοήθησε να ανακτήσω τον έλεγχο του εαυτού μου. «Κι εγώ λυπάμαι», είπα, «αλλά τα καταφέρνω. Ειλικρινά. Τώρα πιες την μπίρα σου, πριν ξεθυμάνει». Γέλασε κι άδειασε την υπόλοιπη Γκρέιν Μπελτ στο ποτήρι του. «θα σου πω να της μεταφέρεις μια προσφορά», είπα. «Αν της αρέσει, μπορούμε να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Μια συμφωνία μεταξύ μας. Χωρίς δικηγόρους». «Σοβαρολογείς, Έντι;» «Εντελώς. Εσύ κάνε μια αναλυτική καταγραφή των περιουσιακών μας στοιχείων, για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε, ©α χωρίσουμε τη λεία σε τέσσερα μερίδια. Αυτή θα πάρει τα τρία -το εβδομήντα πέντε τοις εκατό- για τον εαυτό της και για τα κορίτσια. Εγώ θα πάρω τα υπόλοιπα. Όσο για το ίδιο το διαζύγιο... η Μινεσότα είναι μια Πολιτεία που επιτρέπει το διαζύγιο κοινή συναινέσει, χωρίς να χρειάζεται να στοιχειοθετηθεί υπαιτιότητα κανενός μέρους· μετά το φαγητό μπορούμε να πάμε στο πιο κοντινό βιβλιοπωλείο και να αγοράσουμε το Διαζύγιο για Αρχάριους». Έδειχνε έκπληκτος. «Υπάρχει τέτοιο βιβλίο;» «Δεν το έχω ψάξει, αλλά αν δεν υπάρχει, εγώ θα φάω το σκαρπέλο μου».
«Νομίζω ότι συνήθως λέμε "θα φάω το καπέλο μου"». «Αυτό δεν είπα κι εγώ;» «Τέλος πάντων. Έντι, μια τέτοια συμφωνία θα κατακερματίσει την περιουσία και ίσως να μειώσει την αξία της». «Και ρωτάς αν μου καίγεται καρφί; Δε μ' ενδιαφέρει καθόλου. Εξακολουθώ να νοιάζομαι για την εταιρεία, και η εταιρεία είναι μια χαρά, θα μείνει άθικτη και θα διευθύνεται από ανθρώπους που ξέρουν τη δουλειά τους. Όσο για τα υπόλοιπα, το μόνο που προτείνω είναι ν' αφήσουμε στην άκρη τους εγωισμούς που συνήθως δίνουν την ευκαιρία στους δικηγόρους να καρπώνονται αυτοί τον αφρό. Υπάρχουν άφθονα για όλους μας, αν είμαστε λογικοί». Τέλειωσε την μπίρα του, χωρίς να πάρει ούτε στιγμή τα μάτια από πάνω μου. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είσαι ο ίδιος άνθρωπος για τον οποίο δούλευα», είπε. «Εκείνος ο άνθρωπος πέθανε μέσα στο φορτηγάκι του», αποκρίθηκα. vii Η Παμ δέχτηκε τη συμφωνία, και νομίζω πως μπορεί να είχε ξαναδεχτεί εμένα αντί για τη συμφωνία, αν είχα προσφερθεί -ήταν ένα βλέμμα που ήρθε κι έφυγε στο πρόσωπο της σαν λιακάδα μέσα από τα σύννεφα όταν φάγαμε μαζί για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες-, αλλά δεν προσφέρθηκα. Ο νους μου ταξίδευε ήδη στη Φλόριντα, εκείνο το καταφύγιο των νιόπαντρων και των ετοιμοθάνατων. Και νομίζω ότι, στα βάθη της καρδιάς της, ακόμα και η Παμ ήξερε πως αυτό ήταν το καλύτερο -ήξερε ότι ο άντρας που είχαν βγάλει από το σμπαραλιασμένο Ντοτζ Ραμ του με το ατσάλινο προστατευτικό κράνος του τσαλακωμένο γύρω από τ' αυτιά του σαν στραπατσαρισμένη κονσέρβα ζωοτροφής δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε μπει μέσα. Η ζωή μου με την Παμ και τα κορίτσια και την κατασκευαστική εταιρεία είχε τελειώσει· δεν υπήρχαν άλλα δωμάτια να εξερευνήσω σ' αυτήν. Υπήρχαν, ωστόσο, πόρτες. Εκείνη που έγραφε πάνω ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ήταν προς το παρόν μια απρόσφορη επιλογή, όπως είχε επισημάνει ο δόκτωρ Κέιμεν. Απέμενε λοιπόν εκείνη που έγραφε ΝΤΟΥΜΑ ΚΗ. Θέλω, ωστόσο, να σας διηγηθώ και κάτι ακόμα που έγινε στην
άλλη μου ζωή, πριν γλιστρήσω μέσα σ' αυτή την πόρτα. Ήταν αυτό που συνέβη στο Τζακ Ράσελ τεριέ της Μόνικα Γκόλντστιν, τον Γκάνταλφ. viii Αν φαντάζεστε το ησυχαστήριο όπου είχα αποτραβηχτεί για να αναρρώσω σαν μια παραλίμνια αγροικία που ορθώνεται σε θαυμαστή απομόνωση στο τέλος ενός απόμερου χωματόδρομου κάπου μέσα στα δάση του Βορρά, καλύτερα να το ξανασκεφτείτε -εδώ μιλάμε για ένα κλασικό μεσοαστικό προάστιο. Ο παράδεισος μας πλάι στη λίμνη βρισκόταν στο τέρμα της Άστερ Λέιν, ενός ασφαλτοστρωμένου δρόμου που ξεκινούσε από την Ιστ Χόιτ Αβενιου και έφτανε μέχρι την άκρη του νερού. Οι πλησιέστεροι γείτονές μας ήταν οι Γκόλντστιν. Στα μέσα του Οκτωβρίου, ακολούθησα τελικά τη συμβουλή της Κάθι Γκριν και άρχισα να περπατάω. Αυτοί δεν ήταν οι Μεγάλοι Παραθαλάσσιοι Περίπατοι που θα έκανα αργότερα, και γύριζα ακόμα κι από εκείνες τις σύντομες εξόδους με το σακατεμένο γοφό μου να ικετεύει για έλεος (και περισσότερες από μία φορές με δάκρυα στα μάτια), αλλά ήταν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Επέστρεφα από έναν από αυτούς τους περιπάτους όταν η κυρία Φέβερο χτύπησε το σκύλο της Μόνικα. Είχα κάνει τα τρία τέταρτα του δρόμου για το σπίτι, όταν η κυρία Φέβερο με προσπέρασε με το γελοίο μουσταρδί Χάμερ της. Όπως πάντα, είχε το κινητό της τηλέφωνο στο ένα χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο· όπως πάντα οδηγούσε υπερβολικά γρήγορα. Μόλις που την πρόσεξα, και ασφαλώς δεν είδα τον Γκάνταλφ να ορμάει στο οδόστρωμα στο βάθος του δρόμου, γιατί είχα εστιασμένη την προσοχή μου αποκλειστικά στη Μόνικα, που κατέβαινε από το απέναντι πεζοδρόμιο φορώντας όλο καμάρι την προσκοπική στολή της. Με απασχολούσε επίσης ο αναδομημένος μου γοφός. Όπως κάθε φορά που οι σύντομοι περίπατοι μου πλησίαζαν στο τέλος τους, ένιωθα αυτό το λεγόμενο θαύμα της ιατρικής γεμάτο με περίπου δέκα χιλιάδες μικρά αιχμηρά κομματάκια σπασμένου γυαλιού. Ξάφνου άκουσα λάστιχα να στριγκλίζουν και μαζί τους την κραυγή ενός μικρού κοριτσιού: «ΓΚΑΝΤΑΛΦ, ΟΧΙ!»
Για μια στιγμή είδα πάλι μπροστά μου, αλλόκοσμα ζωντανά, το γερανό που λίγο είχε λείψει να με σκοτώσει και τον κόσμο στον οποίο είχα ζήσει μέχρι τότε να καταβροχθίζεται διαμιάς από ένα κίτρινο πολύ πιο ζωηρό από εκείνο του τζιπ της κυρίας Φέβερο, και μέσα σ' εκείνο το κίτρινο μαύρα γράμματα να ξεπροβάλλουν, να διογκώνονται, να μεγεθύνονται, να έρχονται να με καταπλακώσουν: LINK-BELT. Τότε ο Γκάνταλφ άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός, και η εικόνα από το παρελθόν -αυτό που ο δόκτωρ Κέιμεν θα είχε αποκαλέσει ανακτηθείσα ανάμνηση, υποθέτω- εξαφανίστηκε. Μέχρι εκείνο το απόγευμα του Οκτωβρίου, τέσσερα χρόνια πριν, δεν ήξερα ότι τα σκυλιά μπορούσαν να ουρλιάζουν έτσι. Άρχισα να τρέχω παραπαίοντας και πηγαίνοντας σαν τον κάβουρα, κοπανώντας το πεζοδρόμιο με την κόκκινη πατερίτσα μου. Είμαι βέβαιος ότι το τρέξιμο μου θα είχε φανεί κωμικό σε κάποιον τρίτο που θα παρατηρούσε τη σκηνή, αλλά εκείνες τις στιγμές κανένας δεν πρόσεχε εμένα. Η Μόνικα Γκόλντστιν γονάτιζε στη μέση του δρόμου πλάι στο σκύλο της, που κειτόταν μπροστά από την ψηλή, κυβοειδή μάσκα του Χάμερ. Το πρόσωπο της είχε γίνει κάτασπρο πάνω από τη σκουροπράσινη στολή, απ' την οποία κρεμόταν μια ταινία γεμάτη κονκάρδες και μετάλλια. Η άκρη της ταινίας ήταν βουτηγμένη στη λίμνη του αίματος του Γκάνταλφ, που όλο άπλωνε. Η κυρία Φέβερο πήδηξε έντρομη από τη γελοία ψηλή θέση του οδηγού του Χάμερ και παραλίγο να πέσει. Η Άβα Γκόλντστιν ήρθε τρέχοντας από την εξώπορτα του σπιτιού τους, φωνάζοντας το όνομα της κόρης της. Το πουκάμισο της ήταν μισοκουμπωμένο. Ήταν ξυπόλυτη. «Μην τον αγγίζεις, γλυκιά μου, μην τον αγγίζεις», είπε η κυρία Φέβερο. Κρατούσε ακόμα το τσιγάρο της κι όλο το ρουφούσε νευρικά. Η Μόνικα δεν έδωσε σημασία. Χάιδεψε το πλευρό του Γκάνταλφ. Ο σκύλος ούρλιαξε πάλι μόλις τον άγγιξε το χέρι της -ήταν πράγματι ένα ουρλιαχτό σαν ανθρώπου- και η Μόνικα σκέπασε τα μάτια της με τις παλάμες. Άρχισε να κουνάει το κεφάλι της. Δεν της έδινα άδικο. Η κυρία Φέβερο πήγε ν' αγγίξει το κορίτσι, αλλά το ξανασκέ-
φτηκε. Έκανε δυο βήματα πίσω, ακούμπησε στο ψηλό πλευρό του Χάμερ της και κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Η κυρία Γκόλντστιν γονάτισε δίπλα στην κόρη της. «Γλυκιά μου, αχ, γλυκιά μου, σε παρακαλώ, μην κάνεις έτσι». Ο Γκάνταλφ κειτόταν στο δρόμο, σε μια λίμνη από το ίδιο του το αίμα που όλο και άπλωνε, ουρλιάζοντας. Και τώρα μπορούσα επίσης να θυμηθώ τον ήχο που είχε κάνει ο γερανός. Όχι το μπιπμπιπ-μπιπ που έπρεπε (το προειδοποιητικό ηχητικό σήμα του για την όπισθεν είχε χαλάσει), αλλά το τρεμουλιαστό σκορτσάρισμα του ντιζελοκινητήρα του και τον ήχο των ερπυστριών του που ανάσκαβαν τη γη. «Πάρ' τη μέσα, Άβα», είπα. «Πάρ' τη μέσα στο σπίτι». Η κυρία Γκόλντστιν έβαλε το χέρι της γύρω από τους ώμους της κόρης της και προσπάθησε να τη σηκώσει. «Έλα, γλυκιά μου. Πάμε μέσα». «Όχι χωρίς τον ΓκάνταλφΙ» Η Μόνικα ήταν έντεκα χρονών και ώριμη για την ηλικία της, αλλά εκείνες τις στιγμές μιλούσε και αντιδρούσε σαν παιδάκι τριών χρονών. «Όχι χωρίς το σκυλάκι μου!» Η ταινία της, που τα τελευταία εφτά οχτώ εκατοστά της είχαν πια ποτίσει στο αίμα, χτύπησε στο πλάι της φούστας της και μια μακριά κόκκινη γραμμή έβαψε τη γάμπα της. «Μόνικα, πήγαινε μέσα και τηλεφώνησε στον κτηνίατρο», της είπα. «Πες ότι ένα αυτοκίνητο χτύπησε τον Γκάνταλφ. Πες του ότι πρέπει να έρθει αμέσως. Θα μείνω εγώ με το σκύλο σου εν τω μεταξύ». Η Μόνικα με κοίταξε με μάτια που δεν ήταν απλώς γεμάτα θλίψη, που δεν ήταν απλώς σοκαρισμένα. Ήταν τρελαμένα. Ήξερα καλά αυτό το βλέμμα. Το είχα δει συχνά στον καθρέφτη μου. «Το υπόσχεσαι; Φυλάς σταυρό; Στο όνομα της μαμάς σου;» «Φιλάω σταυρό. Στο όνομα της μαμάς μου. Πήγαινε». Ακολούθησε τη μαμά της, ρίχνοντας άλλη μια ματιά πίσω πάνω από τον ώμο της και βγάζοντας άλλη μια σπαρακτική κραυγή ανημπόριας πριν αρχίσει ν' ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα του σπιτιού της. Γονάτισα πλάι στον Γκάνταλφ, κρατώντας το φτερό του Χάμερ και κατεβαίνοντας όπως έκανα πάντα, επώδυνα και γέρνοντας έντονα στ' αριστερά, προσπαθώντας να εμποδίσω το δεξί μου γόνατο να λυγίσει περισσότερο από το απολύτως αναγκαίο. Ωστόσο, δεν μπόρεσα να μη βγάλω κι εγώ τη δική μου
πονεμένη κραυγή και αναρωτήθηκα αν θα τα κατάφερνα να ξανασηκωθώ χωρίς βοήθεια. Η κυρία Φέβερο ίσως να μην ήταν σε θέση να μου την προσφέρει· πλησίασε στο αριστερό πεζοδρόμιο με τα πόδια αλύγιστα και ανοιχτά, ύστερα έσκυψε τη μέση της σαν να υποκλινόταν σε μέλος βασιλικής οικογένειας, και ξέρασε μέσα στο ρείθρο. Κρατούσε το χέρι με το τσιγάρο τεντωμένο στο πλάι καθώς το έκανε. Έστρεψα την προσοχή μου στον Γκάνταλφ. Είχε χτυπηθεί στα καπούλια. Η σπονδυλική του στήλη είχε γίνει σμπαράλια. Αίμα και κόπρανα έβγαιναν αργά ανάμεσα απ' τα σπασμένα πισινά του πόδια. Τα μάτια του με κοίταξαν και μέσα τους είδα μια φρικτή έκφραση ελπίδας. Η γλώσσα του βγήκε με κόπο και έγλειψε τη μέσα πλευρά του αριστερού μου καρπού. Η γλώσσα του ήταν ξερή σαν χαλί και κρύα. Ο Γκάνταλφ θα πέθαινε, αλλά ίσως όχι αρκετά σύντομα. Η Μόνικα δε θ' αργούσε να ξαναβγεί και δεν ήθελα να είναι ζωντανός για να της γλείψει και το δικό της καρπό όταν θα ξαναρχόταν. Κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Δεν υπήρχε κανένας να με δει. Η Μόνικα και η μητέρα της ήταν μέσα στο σπίτι. Η κυρία Φέβερο μου είχε ακόμα γυρισμένη την πλάτη. Αν κάποιοι γείτονες σε αυτό το τόσο δα κομματάκι δρόμου είχαν βγει στα παράθυρά τους (ή και στους κήπους τους), το Χάμερ τους έφραζε τη θέα και δεν μπορούσαν να με δουν καθισμένο πλάι στο σκύλο με το σακατεμένο δεξί πόδι μου άγαρμπα τεντωμένο. Είχα λίγες στιγμές, αλλά μόνο λίγες, κι αν καθυστερούσα για να το σκεφτώ, η ευκαιρία μου θα χανόταν. Έτσι πήρα το επάνω μέρος του κορμού του Γκάνταλφ στην αγκαλιά μου, και να που ξαφνικά ήταν σαν να βρίσκομαι πάλι στο εργοτάξιο της Σάτον Άβενιου, όπου η Εταιρεία Φρίμαντλ ετοιμάζεται να σηκώσει ένα κτίριο σαράντα ορόφων για τα γραφεία κάποιας τράπεζας. Βρίσκομαι μέσα στο φορτηγάκι μου. Στο ραδιόφωνο, η Ρίμπα Μάκινταϊρ τραγουδάει το «Fancy». Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ο γερανός ακούγεται πολύ δυνατά, μόλο που δεν έχω ακούσει κανένα ηχητικό σήμα που να προειδοποιεί ότι κάνει όπισθεν, κι όταν κοιτάζω στα δεξιά μου, το κομμάτι του κόσμου που θα έπρεπε να φαίνεται από εκείνο το παράθυρο έχει χαθεί. Ο κόσμος από κείνη την πλευρά έχει αντικατασταθεί από ένα κίτρινο χρώμα. Μαύρα γράμματα ξεπροβάλλουν μέσα του: L I N K BELT. Τα γράμματα διογκώνονται. Γυρίζω το τιμόνι του Ντοτζ
Ραμ τέρμα αριστερά, μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, ξέροντας πως έχω ήδη αργήσει πολύ. Η κραυγή του μετάλλου που τσαλακώνεται αρχίζει, πνίγοντας τον ήχο του ραδιοφώνου και συρρικνώνοντας το εσωτερικό της καμπίνας από τα δεξιά προς τα αριστερά επειδή ο γερανός εισβάλλει στο χώρο μου, κλέβει το χώρο μου, και το φορτηγάκι αρχίζει να μπατάρει. Προσπαθώ να βγω από την πόρτα του οδηγού, αλλά είναι μάταιο. Έπρεπε να το είχα κάνει αμέσως, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αργά σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Ο κόσμος εμπρός μου εξαφανίζεται καθώς το παρμπρίζ μετατρέπεται σε κατεψυγμένο γάλα που το διατρέχουν ένα εκατομμύριο ραγισματιές. Ύστερα το εργοτάξιο εμφανίζεται κι ο κόσμος γύρω μου συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά, όταν το παρμπρίζ τινάζεται ολόκληρο προς τα έξω. Τινάζεται απλώς; Εκσφενδονίζεται μακριά λυγισμένο στη μέση σαν τραπουλόχαρτο, κι εγώ ακουμπώ στην κόρνα και με τους δυο μου αγκώνες ενώ το δεξί μου χέρι κινείται για τελευταία φορά. Ίσα που μπορώ να ακούσω την κόρνα μέσα στο θόρυβο του κινητήρα του γερανού. To L I N K B E L T πλησιάζει, σπρώχνει την πόρτα του συνοδηγού, μπαίνει στον κενό χώρο μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού, θρυμματίζει το ταμπλό σε τεκτονικά κομμάτια πλαστικού. Τα μικροπράγματα από το ντουλαπάκι σκορπίζονται τριγύρω, το ραδιόφωνο βουβαίνεται, το καλαθάκι μου με το κολατσιό συνθλίβεται πάνω στο ντοσιέ μου και το L I N K - B E L T πλησιάζει ολοένα περισσότερο. To L I N K - B E L T είναι τώρα ακριβώς από πάνω μου, θα μπορούσα να βγάλω τη γλώσσα μου και να γλείψω αυτή την καταραμένη την ενωτική παύλα. Αρχίζω να ουρλιάζω, γιατί τότε είναι που αρχίζει η πίεση. Η πίεση προέρχεται από το δεξί μου μπράτσο, που πρώτα κολλάει πάνω στο πλευρό μου, ύστερα απλώνεται και τέλος σκίζεται κι ανοίγει. Αίμα βρέχει τα γόνατά μου σαν να μου έχουν ρίξει έναν κουβά με καυτό νερό και ακούω κάτι να σπάει. Πιθανώς τα πλευρά μου. Ακούγεται σαν κόκαλα κοτόπουλου που σπάνε κάτω από το τακούνι μιας μπότας. Κράτησα τον Γκάνταλφ πάνω μου και σκέφτηκα Φέρε τη βαρέλα, κάθισε στη βαρέλα, κάθισε στην καταραμένη τη σαμπρέλα, ηλίθια! Και τώρα κάθομαι στη βαρέλα, κάθομαι στην καταραμένη τη σαμπρέλα, είμαι στο σπίτι μου αλλά δε νιώθω διόλου σαν στο σπίτι μου μ' όλα τα ρολόγια της Ευρώπης να αντηχούν μέσα στο τσακισμένο κεφάλι μου και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα της κού-
κλας που μου έδωσε ο Κέιμεν, το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι αγορίστικα ονόματα: Ράνταλ, Ράσελ, Ράντολφ, μέχρι και Ρίβερ Φίνιξ, για τ' όνομα του Θεού. Της λέω να με αφήσει λίγο μόνο, όταν μπαίνει με τα φρούτα και το καταραμένο το τυρί κόλετζ, της λέω ότι χρειάζομαι πέντε λεπτά. Μπορώ να το κάνω, γιατί αυτή είναι η φράση που μου έδωσε ο Κέιμεν, είναι η μαγική επωδός, είναι το προειδοποιητικό μπιπ-μπιπ-μπιπ που λέει πρόσεχε, Πάμι, ο Έντγκαρ κάνει όπισθεν. Αλλ' αυτή, αντί να φύγει, παίρνει την πετσέτα από το δίσκο για να σκουπίσει τον ιδρώτα της αγωνίας από το μέτωπο μου και καθώς το κάνει αυτό εγώ την αρπάζω απ' το λαιμό γιατί εκείνη τη στιγμή μου φαίνεται ότι αυτή φταίει που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα της κούκλας μου, ότι αυτή φταίει για όλα, ακόμα και για το LINK-BELT. Την αρπάζω με το καλό αριστερό μου χέρι. Για μια στιγμή θέλω να τη σκοτώσω και, ποιος ξέρει, ίσως και να το προσπαθώ. Εκείνο που ξέρω είναι ότι θα προτιμούσα να θυμάμαι όλα τα ατυχήματα που έχουν συμβεί σ' αυτόν το στρογγυλό κόσμο παρά να θυμάμαι το βλέμμα στά μάτια της καθώς παλεύει να ξεφύγει από τη λαβή μου. Τότε σκέφτομαι Ήταν ΚΟΚΚΙΝΟI και την αφήνω. Κράτησα τον Γκάνταλφ σφιχτά πάνω στο στήθος μου, όπως είχα κρατήσει κάποτε τις κόρες μου όταν ήταν μωρά, και σκέφτηκα, Μπορώ να το κάνω. Μπορώ να το κάνω. Ένιωσα το αίμα του Γκάνταλφ να ποτίζει το παντελόνι μου σαν καυτό νερό και σκέφτηκα, Κουνήσου, κακομοίρη, βγες απ' το Ντοτζ. Κράτησα τον Γκάνταλφ κι αναλογίστηκα πώς ήταν να συνθλίβεσαι ζωντανός καθώς το μέταλλο της καμπίνας του φορτηγού σου τρώει τον αέρα γύρω σου και η πνοή της ζωής εγκαταλείπει το κορμί σου και το αίμα αναβλύζει από τη μύτη σου κι εκείνος ο κρότος που ακούς καθώς χάνεις τις αισθήσεις σου είναι τα κόκαλα που σπάζουν μες στο κορμί σου: τα πλευρά σου, το μπράτσο σου, ο γοφός σου, το πόδι σου, το ζυγωματικό σου, το κρανίο σου. Κράτησα το σκύλο της Μόνικα και σκέφτηκα, με μια αίσθηση οικτρού θριάμβου: Ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ! Για μια στιγμή βρέθηκα μέσα σ' ένα σκοτάδι πληγωμένο από κείνο το κόκκινο* ύστερα άνοιξα τα μάτια μου. Έσφιγγα τον Γκάνταλφ στο στήθος μου με το αριστερό μου χέρι και τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο μου... Όχι, κάπου πέρα από το πρόσωπο μου. Και πέρα από τον ουρανό.
«Κύριε Φρίμαντλ;» Ήταν ο Τζον Χέιστινγκς, ο γεράκος που ζούσε δυο σπίτια πιο πάνω από τους Γκόλντστιν. Με το εγγλέζικο τουίντ κασκέτο και την καζάκα του, έμοιαζε έτοιμος για πεζοπορία στις άγονες τυρφώδεις εκτάσεις της Σκοτίας. Αν, δηλαδή, αγνοούσες την ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπο του. «Έντγκαρ; Μπορείς να το αφήσεις τώρα. Αυτό το σκυλί είναι ψόφιο». «Ναι», είπα, χαλαρώνοντας τη λαβή μου γύρω από το λαιμό του Γκάνταλφ. «Θα με βοηθήσεις να σηκωθώ;» «Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορώ», είπε ο Τζον. «Πιθανότερο θα ήταν να μας ρίξω κάτω και τους δυο». «Τότε πήγαινε και δες αν είναι εντάξει οι Γκόλντστιν», είπα. «Είναι ο σκύλος της», είπε. «Ήλπιζα...» Κούνησε το κεφάλι. «Είναι δικός της», είπα. «Και δε θέλω να βγει και να τον δει έτσι». .«Ασφαλώς, όμως...» «Θα τον βοηθήσω εγώ», είπε η κυρία Φέβερο. Έδειχνε λίγο καλύτερα και είχε πετάξει το τσιγάρο. Πήγε να με πιάσει από τη δεξιά μασχάλη, ύστερα δίστασε. «Θα σας πονέσει αυτό;» Θα με πονούσε, αλλά πολύ λιγότερο απ' ό,τι αν έμενα όπως ήμουν, οπότε της είπα όχι. Καθώς ο Τζον προχωρούσε προς την εξώπορτα των Γκόλντστιν, στηρίχτηκα στον προφυλακτήρα του Χάμερ. Με τη βοήθεια της κυρίας Φέβερο, μπόρεσα να σταθώ και πάλι όρθιος. «Να υποθέσω ότι δεν έχετε κάτι για να σκεπάσουμε το σκύλο;» «Για να πω την αλήθεια, υπάρχει ένα παλιό κιλίμι στο πορτμπαγκάζ». «Ωραία. Υπέροχα». Ξεκίνησε να πάει στο πίσω μέρος του οχήματος -θα ήταν ένα μακρύ ταξίδι, δεδομένου του μεγέθους του Χάμερ-, ύστερα στράφηκε πάλι σ' εμένα. «Ευτυχώς που ψόφησε πριν ξαναβγεί η μικρή». «Ναι», είπα. «Ευτυχώς». ix Δεν ήταν μακρύς ο δρόμος της επιστροφής μέχρι το σπίτι μου στο τέρμα του εξοχικού δρομάκου, αλλά μου φάνηκε πραγματικός γολγοθάς. Όταν έφτασα, η παλάμη μου με πονούσε και πάλι από το
σφίξιμο της πατερίτσας και το αίμα του Γκάνταλφ είχε αρχίσει να κοκαλώνει πάνω στο πουκάμισο μου. Υπήρχε μια κάρτα χωμένη ανάμεσα στη σήτα και στην παραστάδα της εξώπορτας. Την έβγαλα. Κάτω από ένα χαμογελαστό κορίτσι που έκανε τον προσκοπικό χαιρετισμό του Σώματος Οδηγών υπήρχε το μήνυμα: ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΗΡΘΕ ΝΑ ΣΕ ΔΕΙ ΜΕ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΝΟΣΤΙΜΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΟΥΝ ΟΙ ΟΔΗΓΙΝΕΣ! ΠΑΡ' ΟΛΟ ΠΟΥ ΔΕ ΣΕ ΒΡΗΚΕ ΣΗΜΕΡΑ, Η Μόνικα ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΠΑΛΙ! ΤΑ ΞΑΝΑΛΕΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ!
Η Μόνικα είχε ζωγραφίσει ένα χαμογελαστό πρόσωπο δίπλα στο όνομά της. Τσαλάκωσα την κάρτα και την πέταξα στο καλάθι των αχρήστων καθώς πήγαινα κουτσαίνοντας προς το ντους. Το πουκάμισο, το τζιν παντελόνι μου και τα λεκιασμένα με αίμα εσώρουχα μου τα πέταξα στα σκουπίδια. Δεν ήθελα να τα ξαναδώ ποτέ.
χ Η Λέξους που είχα αγοράσει πριν δυο χρόνια ήταν παρκαρισμένη στην αυλή, αλλά δεν είχα ξαναπιάσει τιμόνι ύστερα από το ατύχημα. Ένα γειτονόπουλο μου έκανε ψώνια κι ό,τι άλλες εξωτερικές δουλειές χρειαζόμουν τρεις φορές την εβδομάδα. Η Κάθι Γκριν ήταν επίσης πρόθυμη να πεταχτεί μέχρι το πιο κοντινό σουπερμάρκετ αν της το ζητούσα, ή να με πάει στο Μπλοκμπάστερ πριν από μια από τις συνεδρίες βασανισμού μας (μετά ήμουν πάντα πολύ εξουθενωμένος). Αν μου είχατε πει ότι θα οδηγούσα πάλι εκείνο το φθινόπωρο, θα είχα γελάσει. Δεν ήταν απλά το σακατεμένο μου πόδι· και μόνο στην ιδέα να οδηγήσω μ' έκοβε κρύος ιδρώτας. Όμως, όχι πολλή ώρα μετά το ντους μου, αυτό ακριβώς έκανα: γλίστρησα πίσω από το τιμόνι, έβαλα μπροστά τη μηχανή και έλεγξα το δρόμο κοιτάζοντας πάνω από το δεξιό ώμο μου καθώς έκανα όπισθεν για να βγω από την αυλή. Είχα πάρει τέσσερα από τα μικρά ροζ χάπια Οξικοντίν αντί για τα συνηθισμένα δύο, και τολμούσα να ελπίζω ότι θα ήταν αρκετά για να πάω και να γυρίσω από το
Στοπ & Σοπ κοντά στη διασταύρωση της Ιστ Χόιτ με την Ίστσορ Ντράιβ χωρίς να φρικάρω και χωρίς να σκοτώσω κανέναν. Δεν καθυστέρησα στο σουπερμάρκετ. Δεν ήταν μια εξόρμηση για να γεμίσω το ψυγείο μου με τρόφιμα, απλά μια επίθεση-αστραπή -μια στάση στο ψυγείο με τα κρέατα και στη συνέχεια ένα πέρασμα κούτσα κούτσα από το ταμείο εξπρές για τους πελάτες που έχουν λιγότερα από δέκα είδη, χωρίς ούτε κουπόνια δώρου ούτε τίποτ' άλλο να δηλώσω. Ωστόσο, όταν έφτασα πάλι στην Άστερ Λέιν είχα πλέον μαστουρώσει για τα καλά. Αν με είχε σταματήσει κάποιος μπάτσος, με καμία δύναμη δε θα είχα περάσει το αλκοτέστ. Κανένας δε με σταμάτησε. Προσπέρασα το σπίτι των Γκόλντστιν, όπου υπήρχαν τέσσερα αυτοκίνητα στην αυλή, τουλάχιστον πέντε ακόμα παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου και φως ξεχυνόταν από όλα τα παράθυρα. Η μαμά της Μόνικα είχε ζητήσει ενισχύσεις απ' όλους τους φίλους και συγγενείς, και απ' ό,τι φαινόταν πολλοί είχαν ανταποκριθεί. Καλό γι' αυτούς. Και για τη Μόνικα. Αιγότερο από ένα λεπτό αργότερα έμπαινα στη δική μου αυλή. Παρά τα φάρμακα, το δεξί μου πόδι μου έδινε σουβλιές από την εναλλαγή ανάμεσα στο γκάζι και στο φρένο, και με είχε πιάσει πονοκέφαλος -ένας απλός παλιομοδίτικος πονοκέφαλος από την ένταση. Το κύριο πρόβλημά μου, ωστόσο, ήταν η πείνα. Αυτό που με είχε βγάλει από το σπίτι κατ' αρχήν. Μόνο που η λέξη πείνα ήταν πολύ ήπια για να περιγράψει αυτό που ένιωθα. Ένιωθα πραγματικά λιμασμένος και τα λαζάνια που είχαν απομείνει στο ψυγείο δε θα μπορούσαν να με χορτάσουν. Υπήρχε κρέας μέσα τους, αλλά όχι αρκετό. Μπήκα τρεκλίζοντας στο σπίτι με την πατερίτσα μου, νιώθοντας το κεφάλι μου να γυρίζει από τα Οξικοντίν, πήρα ένα τηγάνι από το συρτάρι κάτω από την κουζίνα και το έβαλα σε ένα μάτι. Γύρισα το διακόπτη στο τέρμα, σχεδόν χωρίς ν' ακούσω τον ήχο του γκαζιού που αναφλεγόταν. Ήμουν πολύ απασχολημένος να σχίζω το πλαστικό περιτύλιγμα ενός πακέτου κιμά από κόντρα φιλέτο. Τον έριξα στο τηγάνι και τον χτύπησα με την παλάμη μου για να γίνει επίπεδος και πιο λεπτός, πριν βγάλω μια σπάτουλα από το συρτάρι δίπλα στην κουζίνα. Όταν επέστρεφα στο σπίτι, όταν έβγαζα αηδιασμένος τα ρούχα μου κι έμπαινα βιαστικά στο ντους, είχα περάσει την αναστάτωση
που ένιωθα στο στομάχι μου για αναγούλα -έμοιαζε μια εύλογη εξήγηση. Όταν ξέπλενα από πάνω μου το σαπούνι, ωστόσο, η αναστάτωση είχε πάρει πια τη μορφή ενός επίμονου, σιγανού γουργουρητού, σαν το θόρυβο που κάνει ένας ισχυρός κινητήρας όταν δουλεύει στο ρελαντί. Τα φάρμακα το είχαν περιορίσει λίγο, αλλά τώρα είχε επιστρέψει, χειρότερο από ποτέ. Αν είχα ξανανιώσει τόσο πεινασμένος στη ζωή μου, δεν μπορούσα να το θυμηθώ. Γύρισα το γκροτέσκα μεγάλο κομμάτι του κιμά από την άλλη πλευρά και προσπάθησα να μετρήσω μέχρι το τριάντα. Φαντάστηκα ότι αυτός ο χρόνος στην υψηλή θερμοκρασία θα πλησίαζε τουλάχιστον σ' αυτό που εννοεί ο κόσμος όταν λέει «μαγειρεύω το κρέας». Αν είχα σκεφτεί να ανοίξω τον απορροφητήρα για να τραβήξει τη μυρωδιά, ίσως και να το είχα κάνει. Στην κατάσταση που ήμουν, όμως, δεν κατάφερα να φτάσω ούτε μέχρι το είκοσι. Στο δεκαεφτά άρπαξα ένα χάρτινο πιάτο, άδειασα μέσα του τον κιμά και καταβρόχθισα τη σχεδόν ωμή μάζα ακουμπισμένος στον πάγκο της κουζίνας. Είχα φάει σχεδόν το μισό όταν πρόσεξα το κόκκινο ζουμί να βγαίνει από το κόκκινο κρέας και ξαναείδα μπροστά μου, στιγμιαία αλλά ολοκάθαρα, τον Γκάνταλφ να σηκώνει τα μάτια και να με κοιτάζει ενώ αίμα και κόπρανα έβγαιναν από τα σμπαραλιασμένα απομεινάρια του πίσω μέρους του κορμιού του, λεκιάζοντας το τρίχωμα πάνω στα σπασμένα πισινά του πόδια. Το στομάχι μου δε σφίχτηκε καν, απλά φώναζε ανυπόμονα ζητώντας κι άλλο φαγητό. Ένιωθα πεινασμένος. Πεινασμένος. xi Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στην κρεβατοκάμαρα που είχα μοιραστεί τόσα χρόνια με την Παμ. Κοιμόταν δίπλα μου και δεν μπορούσε να ακούσει τη βραχνή φωνή που ερχόταν κάπου από κάτω μας μέσα στο σκοτεινό σπίτι: «Νιόπαντροι κι ετοιμοθάνατοι, νιόπαντροι κι ετοιμοθάνατοι». Ακουγόταν σαν παλιός δίσκος γραμμοφώνου που είχε κολλήσει σε ένα αυλάκι. Ταρακούνησα τη σύζυγο μου, αλλά εκείνη γύρισε από το άλλο πλευρό. Μου γύρισε την πλάτη. Τα όνειρα τις περισσότερες φορές λένε την αλήθεια, σωστά;
Σηκώθηκα και πήγα κάτω, κρατώντας την κουπαστή σαν αντιστάθμισμα για το σακατεμένο μου πόδι. Και υπήρχε κάτι παράξενο στον τρόπο που κρατούσα εκείνο το τόσο γνωστό κομμάτι λουστραρισμένου ξύλου. Καθώς πλησίαζα στη βάση της σκάλας, συνειδητοποίησα τι. Δίκαια ή όχι, ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος για τους δεξιόχειρες -οι κιθάρες, τα σχολικά θρανία, τα ταμπλό με τα όργανα στα αμερικανικά αυτοκίνητα. Η κουπαστή του σπιτιού στο οποίο είχα ζήσει με την οικογένειά μου δεν αποτελούσε εξαίρεση· βρισκόταν στα δεξιά γιατί, παρ' όλο που η εταιρεία μου είχε χτίσει το σπίτι με βάση δικά μου σχέδια, η γυναίκα μου και οι δυο κόρες μας ήταν δεξιόχειρες, και η πλειοψηφία επικρατεί. Ωστόσο, το χέρι μου γλιστρούσε πάνω στην κουπαστή. Φυσικά, σκέφτηκα. Επειδή είναι ένα όνειρο. Όπως αυτό που νόμισες ότι έγινε σήμερα το απόγευμα. Καταλαβαίνεις; Ο Γκάνταλφ δεν ήταν όνειρο, απάντησα στον εαυτό μου, και η ξένη φωνή μέσα στο σπίτι μου -πιο κοντά από ποτέ- άρχισε να επαναλαμβάνει «Νιόπαντροι κι ετοιμοθάνατοι» ξανά και ξανά. Όποιος κι αν ήταν, ο μυστηριώδης άγνωστος βρισκόταν στο καθιστικό. Δεν ήθελα να μπω εκεί μέσα. Όχι, ο Γκάνταλφ δεν ήταν όνειρο, σκέφτηκα. Ίσως να ήταν το φασματικό δεξί μου χέρι που έκανε αυτές τις σκέψεις. Το όνειρο ήταν ότι τον σκότωσα εγώ. Είχε πεθάνει από μόνος του, λοιπόν; Αυτό προσπαθούσε να μου πει η φωνή; Γιατί δε νόμιζα ότι ο Γκάνταλφ είχε πεθάνει από μόνος του. Νόμιζα ότι είχε χρειαστεί βοήθεια. Μπήκα στο καθιστικό του παλιού μου σπιτιού. Δεν ένιωθα να κουνάω τα πόδια μου· μπήκα όπως κινείσαι στα όνειρα, θαρρείς και αυτό που στην πραγματικότητα κινείται είναι ο κόσμος γύρω σου, που κυλάει προς τα πίσω σαν κάποιο εξωφρενικό οπτικό εφέ. Και εκεί, καθισμένη στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα της Παμ, ήταν η Ρίμπα, η Κούκλα Διαχείρισης Θυμού, που τώρα είχε μεγαλώσει στις διαστάσεις ενός πραγματικού παιδιού. Φορούσε στα φρικτά ευλύγιστα ροζ πόδια της μαύρα παλιομοδίτικα πέδιλα με μπαρέτες, και τα ταλάντευε μπρος πίσω, λίγο πιο πάνω από το πάτωμα. Τα άψυχα μάτια της με κοιτούσαν. Οι τεχνητές φραουλιές μπούκλες της χοροπηδούσαν. Το στόμα της ήταν πασαλειμμένο με αίμα, και μέσα στο όνειρο μου ήξερα ότι δεν ήταν αίμα ανθρώπου ούτε σκυλιού, αλλά το ζουμί που είχε βγει από το σχεδόν ωμό κιμά
μου —το ζουμί που είχα γλείψει από το χάρτινο πιάτο όταν το κρέας είχε πια τελειώσει. Ο κακός βάτραχος μας κυνήγησε! φώναξε η Ρίμπα. Έχει ΔΟΝΤΑΡΕΣ! xii Εκείνη η λέξη -ΔΟΝΤΑΡΕΣ/- ακόμα αντηχούσε μες στο κεφάλι μου όταν ανακάθισα στο κρεβάτι μου, με το ψυχρό οκτωβριάτικο φεγγαρόφωτο να λούζει την αγκαλιά μου. Προσπαθούσα να ουρλιάξω κι έβγαζα μόνο μια σειρά από πνιχτά αγκομαχητά. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε. Απλωσα το χέρι να βρω το διακόπτη του πορτατίφ στο κομοδίνο και ευτυχώς δεν το έριξα στο πάτωμα, αν και, μόλις το άναψα, είδα ότι το είχα σπρώξει τόσο, που η μισή βάση του βρισκόταν στον αέρα. Το ρολόι-ραδιόφωνο ισχυριζόταν ότι η ώρα ήταν 3:19 π.μ. Κρέμασα τα πόδια μου έξω από το κρεβάτι και πήγα να πιάσω το τηλέφωνο. Αν με χρειαστείς πραγματικά, τηλεφώνησε μου, είχε πει ο Κέιμεν. Οποιαδήποτε ώρα, μέρα ή νύχτα. Κι αν ο αριθμός του ήταί> περασμένος στη μνήμη του τηλεφώνου της κρεβατοκάμαρας, πιθανώς θα το είχα κάνει. Όμως, καθώς η πραγματικότητα ύψωνε πάλι το ανάστημά της γύρω μου -βρισκόμουν στο εξοχικό πλάι στη λίμνη Φάλεν, όχι στο σπίτι στο Μεντότα Χάιτς, και καμιά βραχνή φωνή δεν ακουγόταν στο ισόγειο- η παρόρμηση πέρασε. Η Ρίμπα, η Κούκλα Διαχείρισης Θυμού, καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της Παμ και μεγαλωμένη στις διαστάσεις ενός πραγματικού παιδιού. Λοιπόν, γιατί όχι; Ήμουν θυμωμένος όταν είχα πάει να πλαγιάσω, μόλο που ο θυμός μου είχε στόχο μάλλον την κυρία Φέβερο παρά τον άμοιρο Γκάνταλφ και δεν είχα καμιά ιδέα πώς μπορεί να κολλούσαν οι βάτραχοι με τις δοντάρες με όλα αυτά. Το πραγματικό ερώτημα μου φαινόταν ότι αφορούσε το σκύλο της Μόνικα. Είχα σκοτώσει εγώ τον Γκάνταλφ ή είχε απλώς υποκύψει στα τραύματά του; Ή ίσως το ερώτημα να ήταν γιατί είχα νιώσει τόσο πεινασμένος μετά. Ίσως αυτό να ήταν το πραγματικό ερώτημα. Τόσο πεινασμένος για κρέας. «Τον πήρα στα χέρια μου», ψιθύρισα.
Στο χέρι σου, εννοείς, γιατί τώρα έχεις μόνο ένα όλο κι όλο. Το καλό σου αριστερό. Όμως εγώ θυμόμουν να τον παίρνω στα χέρια μου, στον πληθυντικό. Να προσπαθώ να πνίξω το θυμό που ένιωθα {ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ) για εκείνη την ανόητη γυναίκα με το τσιγάρο της και το κινητό τηλέφωνο της, και να τον στρέφω κατά κάποιον τρόπο πίσω στον εαυτό μου, σε κάποιο είδος παρανοϊκού κλειστού βρόχου... να παίρνω τον Γκάνταλφ στα χέρια μου... σίγουρα μια παραίσθηση, αλλά ναι, αυτό θυμόμουν. Να τον κλείνω στα μπράτσα μου. Να ακουμπάω τον αυχένα του στο λυγισμένο αριστερό μου χέρι για να μπορέσω να τον στραγγαλίσω με το δεξί. Να τον στραγγαλίζω και να βάζω τέλος στο μαρτύριο του. Κοιμόμουν χωρίς το πουκάμισο της πιτζάμας κι έτσι ήταν εύκολο να δω το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου χεριού. Αρκούσε μόνο να στρέψω το κεφάλι μου. Μπορούσα να το κουνήσω λίγο, αλλά τίποτα περισσότερο. Το έκανα μερικές φορές κι ύστερα κοίταξα ψηλά στο ταβάνι. Οι χτύποι της καρδιάς μου άρχισαν να ηρεμούν λίγο. «Ο σκύλος ψόφησε από τα τραύματά του», είπα. «Και από το σοκ. Μια νεκροψία θα το επιβεβαίωνε». Μόνο που κανένας δεν έκανε νεκροψίες σε σκύλους που είχαν ψοφήσει αφού τους είχαν κάνει λιώμα τζιπ Χάμερ που τα οδηγούσαν απρόσεκτες, αφηρημένες γυναίκες. Κοίταξα το ταβάνι και ευχήθηκα να είχε τελειώσει αυτή η ζωή. Αυτή η δυστυχισμένη ζωή που είχε αρχίσει με τόση αυτοπεποίθηση. Νόμισα ότι δε θα κοιμόμουν άλλο εκείνη τη νύχτα, αλλά τελικά κοιμήθηκα. Στο τέλος, πάντα υπερβαίνουμε τις ανησυχίες μας. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (II)
Να θυμάστε ότι η αλήθεια κρύβεται στις λεπτομέρειες. Άσχετα από το πώς βλέπετε τον κόσμο και από το ύφος που επιβάλλει αυτό στο έργο σας ως καλλιτέχνη, η αλήθεια κρύβεται στις λεπτομέρειες. Βέβαια, ο διάβολος κρύβεται κι αυτός εκεί -όλοι έτσι λένε- αλλά ίσως η αλήθεια και ο διάβολος να είναι λέξεις για το ίδιο πράγμα. Θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό, ξέρετε. Φανταστείτε πάλι το ίδιο μικρό κοριτσάκι, εκείνο που έπεσε από το αμαξάκι. Χτύπησε το κεφάλι του στη δεξιά πλευρά, αλλά η αριστερή πλευρά ήταν εκείνη που έπαθε το χειρότερο κακό -αντικτύπημα, θυμάστε; Στην αριστερή πλευρά βρίσκεται η περιοχή του Μπροκά -όχι ότι το ήξερε κανείς αυτό τη δεκαετία του '20. Η περιοχή του Μπροκά είναι το κέντρο επεξεργασίας της γλώσσας. Χτυπήστε την αρκετά δυνατά, και χάνετε τη μιλιά σας, κάποιες φορές για λίγο, άλλες φορές για πάντα. Όμως —μόλο που συνδέονται στενά— το να μιλάς δεν είναι το ίδιο με το να βλέπεις. Το κοριτσάκι βλέπει. Βλέπει τις πέντε αδερφές της. Τα φορέματα τους. Πώς έχει ανακατέψει τα μαλλιά τους ο άνεμος όταν επιστρέφουν από έξω. Βλέπει το μουστάκι του πατέρα της, που τώρα έχει αρχίσει να γίνεται ασημένιο. Βλέπει την παραμάνα Μέλντα -που δεν είναι απλά η οικονόμος του σπιτιού αλλά ό,τι πιο κοντινό σε μια μητέρα γνωρίζει αυτό το κοριτσάκι. Βλέπει το τσεμπέρι που δένει η παραμάνα γύρω από το κεφάλι της όταν καθαρίζει· βλέπει τον κόμπο στο μπροστινό μέρος, ακριβώς στην κορυφή του ψηλού, μελαψού μετώπου της παραμάνας Μέλνταβλέπει τα ασημένια βραχιόλια της παραμάνας Μέλντα και πώς αστραποβολούν στο φως του ήλιου που μπαίνει από τα παράθυρα. Λετττομέρειες, λεπτομέρειες, η αλήθεια κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Και μήπως τα μάτια που βλέπουν ζητούν κι από τη γλώσσα να μιλήσει, ακόμα και σ' ένα λαβωμένο μυαλό; Ω; έτσι πρέπει να συμβαίνει. Σκέφτεται Το κεφάλι μου πονάει. Σκέφτεται Κάτι κακό έχει συμβεί και δεν ξέρω ποια είμαι. Ούτε πού είμαι. Ούτε τι είναι όλες αυτές οι λαμπερές εικόνες που με τριγυρίζουν. Σκέφτεται Λίμπιτ; Είναι το όνομά μου Λίμπιτ; Κάποτε το ήξερα. Μπορούσα να μιλήσω σε αυτούς που ήξερα, αλλά τώρα τα λόγια μου είναι σαν τα ψάρια μέσα στο νερό. Θέλω τον άνθρωπο με τις τρίχες πάνω από τα χείλια του. Σκέφτεται Ο άνθρωπος αυτός είναι ο μπαμπάς μου, αλλά όταν προσπαθώ να πω το όνομά του λέω αντί γι' αυτό «Πλι! Πλι!» γιατί ένα τέτοιο πετάει έξω από το παράθυρο μου. Βλέπω το κάθε του φτερό. Βλέπω τα μάτια του που είναι σαν γυαλί. Βλέπω το πόδι του, πώς λυγίζει σπασμένο, κι η λέξη γι' αυτό είναι στραβό. Το κεφάλι μου πονάει. Τα κορίτσια μπαίνουν. Η Μαρία και η Χάνα μπαίνουν. Δεν τις συμπαθεί όπως τις δίδυμες. Οι δίδυμες είναι μικρές, όπως και αυτή. Σκέφτεται Τη Μαρία και τη Χάνα τις έλεγα οι Μεγάλες Κακές τότε που ήξερα και συνειδητοποιεί ότι ξέρει πάλι. Είναι κάτι ακόμα που έχει επιστρέψει. Το όνομα για μια ακόμα λεπτομέρεια. Θα το ξεχάσει πάλι, αλλά την επόμενη φορά που θα το θυμηθεί, θα το θυμηθεί για περισσότερο. Είναι σχεδόν σίγουρη γι' αυτό. Σκέφτεται Όταν προσπαθώ να πω Χάνα λέω «Πλι! Πλι!» Όταν προσπαθώ να πω Μαρία λέω «Τσία! Τσία!» Κι εκείνες γελάνε, οι κακές. Εγώ κλαίω. Θέλω τον μπαμπά μου και δεν μπορώ να θυμηθώ πώς να τον πω· οι λέξεις έχουν φύγει πάλι. Λέξεις σαν τα πουλιά, πετάνε και πετάνε και πετάνε μακριά. Οι αδερφές μου μιλάνε. Μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε. Ο λαιμός μου έχει στεγνώσει. Προσπαθώ να πω διψάω. Λέω «Ψω! Ψω!» Αλλά εκείνες μόνο γελάνε, οι κακές. Εγώ είμαι κάτω από τους επιδέσμους, μυρίζω ιώδιο, μυρίζω ιδρώτα, τις ακούω να γελάνε. Τους φωνάζω, φωνάζω δυνατά, κι εκείνες τρέχουν και φεύγουν. Η παραμάνα Μέλντα έρχεται, με το κεφάλι της ολοκόκκινο γιατί τα μαλλιά της είναι τυλιγμένα στο τσεμπέρι. Τα στρογγυλά στα χέρια της λάμπουν λάμπουν λάμπουν στον ήλιο, κι εκείνα τα στρογγυλά τα λες βραχιόλια. Λέω «Ψω! Ψω!» και η παραμάνα Μέλντα δεν καταλαβαίνει. Τότε κι εγώ λέω «Κα! Κα!» και η παραμάνα Μέλντα με βάζει να καθίσω στο γιογιό
μόλο που εγώ δε χρειάζομαι να καθίσω στο γιογιό. Είμαι καθισμένη στο γιογιό και βλέπω και δείχνω. «Κα! Κα!» Ο μπαμπάς μπαίνει. «Τι είναι όλες αυτές οι φωνές;» ρωτάει με το πρόσωπο του γεμάτο λευκές φουσκάλες εκτός από ένα κομμάτι ροδοκόκκινο και απαλό. Γιατί εκεί έχει ήδη γλιστρήσει εκείνο το πράγμα που κάνει τις τρίχες να φεύγουν. Βλέπει πού δείχνω. Καταλαβαίνει. «Μα, το παιδί διψάει». Γεμίζει το ποτήρι. Το δωμάτιο γεμίζει ηλιάδα. Σκόνη ταξιδεύει στον αέρα μέσα στους ήλιους και το χέρι του περνάει μέσα από την ηλιάδα με το ποτήρι κι αυτό το λες όμορφο. Πίνω κάθε πιουλιά. Κλαίω κι άλλο μετά, αλλά από χαρά. Ο μπαμπάς με φιλάει με φιλάει με φιλάει, με αγκαλιάζει με αγκαλιάζει με αγκαλιάζει, και εγώ προσπαθώ να τον πω -«Μπαμπά!»- και πάλι δεν μπορώ. Τότε σκέφτομαι από άλλο δρόμο για να βρω το όνομά του, και να που μου έρχεται το Τζον, έτσι το σκέφτομαι αυτό στο μυαλό μου κι ενώ σκέφτομαι Τζον το στόμα μου λέει «Μπαμπά!» κι αυτός με αγκαλιάζει με αγκαλιάζει λίγο ακόμα. Σκέφτεται Μπαμπάς είναι η πρώτη μου λέξη απ' αυτή τη μεριά του κακού πράγματος. Η αλήθεια κρύβεται στις λεπτομέρειες.
2 - Το Μεγάλο Ροζ
i Η αλλαγή περιβάλλοντος που είχε προτείνει ο Κέιμεν πέτυχε, αλλά, όσον αφορά το διόρθωμα της βλάβης που είχε πάθει το κεφάλι μου, νομίζω ότι ο ρόλος της Φλόριντα ήταν συμπτωματικός. Είναι αλήθεια ότι έζησα εκεί, αλλά ποτέ δεν έζησα πραγματικά εκεί. Όχι, η αλλαγή περιβάλλοντος που είχε προτείνει ο Κέιμεν πέτυχε χάρις στο Ντούμα Κη και στο Μεγάλο Ροζ. Για μένα, αυτά τα μέρη κατέληξαν να αποτελούν έναν ολόκληρο, ιδιαίτερο κόσμο. Έφυγα από το Σεντ Πολ στις 10 Νοεμβρίου με ελπίδα στην καρδιά αλλά χωρίς πραγματικές προσδοκίες. Η Κάθι Γκριν, η Βασίλισσα της Αποκατάστασης, ήρθε να με αποχαιρετήσει. Με φίλησε στο στόμα, με αγκάλιασε δυνατά και ψιθύρισε, «Είθε όλα τα όνειρά σου να βγουν αληθινά, Έντι». «Ευχαριστώ, Κάθι», είπα. Ήμουν συγκινημένος, μόλο που το μοναδικό όνειρο που σκεφτόμουν εκείνες τις στιγμές ήταν η Ρίμπα η Κούκλα Διαχείρισης Θυμού, να έχει μεγαλώσει στις διαστάσεις ενός πραγματικού παιδιού, καθισμένη μέσα στο φεγγαροφωτισμένο καθιστικό του σπιτιού που είχα μοιραστεί με την Παμ. Αυτό το όνειρο θα προτιμούσα να μη βγει αληθινό. «Και στείλε μου μια φωτογραφία από το Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Πεθαίνω να σε δω με αυτιά ποντικού». «Θα σου στείλω», είπα, αλλά ποτέ δεν πήγα στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Ούτε στο Σι Γουόρλντ, στο Μπους Γκάρντενς ή στο Ντεϊτόνα Σπίντγουεϊ. Όταν έφυγα από το Σεντ Πολ, πετώντας με ένα Αίαρτζετ 55 (η επιτυχής συνταξιοδότηση έχει τα προνόμιά της), η θερμοκρασία ήταν μείον τέσσερις βαθμοί και ο ουρανός έφτυνε τις πρώτες χιονο-
νιφάδες ενός ακόμα μακριού χειμώνα του Βορρά. Όταν προσγειώθηκα στη Σαρασότα η θερμοκρασία ήταν τριάντα βαθμοί και είχε λιακάδα. Και μόνο διασχίζοντας την ασφαλτοστρωμένη έκταση μέχρι το κτίριο του τερματικού σταθμού των ιδιωτικών αεροσκαφών, βαριοπατώντας ακόμα με τη βοήθεια της έμπιστης κόκκινης πατερίτσας μου, νόμιζα ότι μπορούσα να νιώσω το γοφό μου να λέει ευχαριστώ. Όταν κοιτάζω πίσω σ' εκείνη την εποχή, το κάνω με το πιο παράξενο κράμα συναισθημάτων: αγάπη, νοσταλγία, τρόμο, φρίκη, λύπη, και με τη βαθιά γλυκύτητα που μόνο όσοι έχουν βρεθεί κοντά στο θάνατο μπορούν να νιώσουν. Νομίζω πως έτσι πρέπει να αισθάνθηκαν ο Αδάμ και η Εύα. Δε σας φαίνεται ότι κοίταξαν πίσω στην Εδέμ, καθώς έπαιρναν ξυπόλυτοι το μονοπάτι για το μέρος όπου βρισκόμαστε τώρα, για το σκυθρωπό κόσμο μας με την πολιτική, τις σφαίρες, τις βόμβες και τη δορυφορική τηλεόραση; J&ti το βλέμμα τους κοίταξε πέρα από τον άγγελο που φυλούσε την κλεισμένη πύλη με το πύρινο ξίφος του; Σίγουρα. Νομίζω πως θα θέλησαν να ρίξουν άλλη μια ματιά στον καταπράσινο κόσμο που είχαν χάσει, με τα γλυκά νερά του και τα καλόκαρδα ζώα. Και με το φίδι του, φυσικά. ii Ένα μαγικό βραχιόλι από κοραλλιογενή νησάκια απλώνεται στ' ανοιχτά της δυτικής ακτής της Φλόριντα. Αν φορούσες τις μαγικές σου μπότες των εφτά λευγών, θα μπορούσες μ' ένα σάλτο να βρεθείς από τό Λόνγκμποουτ στο Λίντο, από το Λίντο στο Σιέστα, από το Σιέστα στο Κέισι. Η επόμενη δρασκελιά σε φέρνει στο Ντούμα Κη, με μήκος δεκατέσσερα χιλιόμετρα και πλάτος οχτακόσια μέτρα στο πιο φαρδύ του σημείο, ανάμεσα στο Κέισι Κη και στο νησί Ντον Πέντρο. Το περισσότερο είναι ακατοίκητο, ένα μπερδεμένο κουβάρι από μπάνιαν, φοίνικες και αυστραλέζικα πεύκα, με μια ανώμαλη, τσαλακωμένη από τους αμμόλοφους ακτογραμμή που τη φιλάει αδιάκοπα το νερό του Κόλπου του Μεξικού. Μια λωρίδα από αβένες, ψηλές μέχρι τη μέση ενός ενήλικου άντρα, ορθώνεται ακοίμητος φρουρός στο εσωτερικό της ακτογραμμής. «Οι αβένες ανήκουν εδώ», μου είπε κάποτε ο Γουάιρμαν,
«αλλά όλες εκείνες οι υπόλοιπες αηδίες δεν έχουν καμιά δουλειά να φυτρώνουν σ' αυτό το νησί χωρίς πότισμα». Για ένα μεγάλο μέρος του χρόνου που πέρασα στο Ντούμα Κη, δε ζούσε κανένας άλλος εκεί εκτός από τον Γουάιρμαν, τη Νύφη του Νονού και εμένα. Η Σάντι Σμιθ ήταν η κτηματομεσίτρια που χρησιμοποιούσα στο Σεντ Πολ. Της είχα ζητήσει να μου βρει ένα μέρος ήσυχο -δεν είμαι σίγουρος ότι χρησιμοποίησα τη λέξη απομονωμένο, αλλά μπορεί και να το έκανα-, που να προσφέρει όμως πρόσβαση σε όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες. Έχοντας κατά νου τη συμβουλή του Κέιμεν, είπα στη Σάντι ότι ήθελα να νοικιάσω για ένα χρόνο κι ότι η τιμή δεν ήταν πρόβλημα, αρκεί μόνο να μη με έγδερναν πολύ άσχημα. Ακόμα και μέσα στην κατάθλιψή μου και υποφέροντας από λίγο ως πολύ μόνιμους πόνους, δεν είχα καμιά διάθεση να με εκμεταλλευτούν. Η Σάντι έβαλε τα αιτήματά μου στον υπολογιστή της κι αυτό που βγήκε ήταν το Μεγάλο Ροζ. Ήταν απλώς το τυχερό μου. Μόνο που δεν το πιστεύω πραγματικά αυτό. Γιατί ακόμα και οι πρώτες ζωγραφιές που έκανα εκεί μοιάζουν να έχουν, δεν ξέρω, κάτι. Κάτι. iii Την ημέρα που έφτασα με το νοικιασμένο αυτοκίνητο μου (που το οδηγούσε ο Τζακ Καντόρι, ο νεαρός που είχε προσλάβει για λογαριασμό μου η Σάντι Σμιθ μέσω ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας της Σαρασότα), δεν ήξερα τίποτα για την ιστορία του Ντούμα Κη. Ήξερα μόνο ότι έφτανε κανείς από το Κέισι Κη, περνώντας μια κινητή γέφυρα που είχε φτιαχτεί επί Ρούζβελτ, μέσα στον κατασκευαστικό οργασμό του Νιου Ντιλ. Μόλις διαβήκαμε τη γέφυρα, παρατήρησα ότι το βορινό άκρο του νησιού ήταν ελεύθερο από τη βλάστηση που σκέπαζε το υπόλοιπο. Αντί γι' αυτό, το περιβάλλον είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με τις επιταγές της αρχιτεκτονικής τοπίου (στη Φλόριντα αυτό σημαίνει φοίνικες και γκαζόν που ποτίζεται σχεδόν μόνιμα για να μην ξεραθεί). Μπόρεσα να διακρίνω πέντ' έξι σπίτια αρμαθιασμένα κατά μήκος της στενής, γεμάτης μπαλώματα λωρίδας ασφάλτου που οδηγούσε νότια. Το τελευταίο ήταν μια τεράστια και αναντίρρητα κομψή χασιέντα.
Και κοντά μας, σε απόσταση λιγότερη από ένα γήπεδο του φούτμπολ από την κινητή γέφυρα, είδα ένα ροζ σπίτι, κρεμασμένο πάνω από τον Κόλπο. «Αυτό είναι;» ρώτησα, ενώ σκεφτόμουν Σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας είναι αυτό. Αυτό Θέλω. «Αυτό είναι, σωστά;» «Δεν ξέρω, κύριε Φρίμαντλ», είπε ο Τζακ. «Ξέρω πολύ καλά τη Σαρασότα, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που πατάω το πόδι μου στο Ντούμα. Ποτέ πριν δεν είχα κάποιο λόγο για να έρθω εδώ». Σταμάτησε το αυτοκίνητο κοντά στο γραμματοκιβώτιο, που είχε ζωγραφισμένο επάνω του ένα μεγάλο κόκκινο 13. Έριξε μια ματιά στο φάκελο που ήταν ακουμπισμένος ανάμεσά μας στο κάθισμα. «Μάλιστα, αυτό είναι. Το Σάλμον Πόιντ, στον αριθμό δεκατρία. Ελπίζω να μην είστε προληπτικός». Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από το σπίτι^Δε με φοβίζουν οι σπασμένοι καθρέφτες ούτε το να συναντήσίτστο πέρασμά μου μια μαύρη γάτα, αλλά πιστεύω ακράδαντα σε... λοιπόν, ίσως όχι στον κεραυνοβόλο έρωτα, αυτό είναι πολύ μυθιστορηματικό για τα γούστα μου, αλλά στην ακαριαία έλξη; Σίγουρα. Έτσι ένιωσα και για την Παμ την πρώτη φορά που τη γνώρισα, ένα βράδυ που είχαμε βγει μαζί δυο ζευγάρια (εκείνη ήταν με τον άλλο). Και έτσι ένιωσα για το Μεγάλο Ροζ από την πρώτη στιγμή. Ορθωνόταν πάνω σε μια σειρά από κολόνες, με το πιγούνι του να προεξέχει πάνω από τη γραμμή της παλίρροιας. Μια πινακίδα που έγραφε ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΘΕ ΧΩΡΙΣ ΑΔΕΙΑ ήταν στραβοκαρφωμένη πάνω σ' ένα παλιό γκρίζο ξύλινο κοντάρι πλάι στο δρόμο της αυλής, αλλά υπέθεσα ότι αυτό δεν ίσχυε για μένα. «Μόλις υπογράψεις το μισθωτήριο συμβόλαιο, θα είναι δικό σου για ένα χρόνο», μου είχε πει η Σάντι. «Ακόμα κι αν πουληθεί, ο καινούριος ιδιοκτήτης δε θα μπορεί να σε διώξει προτού τελειώσει ο χρόνος της μίσθωσης». Ο Τζακ οδήγησε αργά το αυτοκίνητο στην πίσω πόρτα... μόνο που, έτσι όπως η πρόσοψη του σπιτιού κρεμόταν πάνω από τον Κόλπο του Μεξικού, αυτή ήταν η μοναδική πόρτα. «Απορώ πώς τους επέτρεψαν να χτίσουν τόσο έξω, κατ' αρχήν», παρατήρησε. «Υποθέτω ότι έκαναν διαφορετικά αυτές τις δουλειές τον παλιό καιρό». Γι' αυτόν ο παλιός καιρός πιθανώς σήμαινε τη δεκαετία του '80. «Ορίστε το αυτοκίνητο σας. Ελπίζω να σας ικανοποιεί».
To αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στο τετράγωνο του ραγισμένου τσιμέντου στα δεξιά του σπιτιού ήταν από εκείνα τα αδιάφορα, μεσαίου μεγέθους αμερικανικά οχήματα που διαθέτουν συνήθως στους πελάτες τους οι εταιρείες ενοικίασης. Δεν είχα οδηγήσει από την ημέρα που η κυρία Φέβερο είχε χτυπήσει τον Γκάνταλφ και μόλις που του έριξα μια ματιά. Περισσότερο μ' ενδιέφερε ο κυβοειδής ροζ ελέφαντας που είχα νοικιάσει. «Δεν υπάρχουν διατάξεις που απαγορεύουν να χτίζεις τόσο κοντά στον Κόλπο του Μεξικού;» «Σήμερα, ασφαλώς, αλλά όχι όταν χτίστηκε αυτό το μέρος. Από πρακτικής άποψης, ο κίνδυνος είναι η διάβρωση της ακτής. Αμφιβάλλω αν αυτό το μέρος κρεμόταν έτσι πάνω από τη θάλασσα όταν χτίστηκε». Είχε αναμφίβολα δίκιο. Μου φάνηκε ότι μπορούσα να δω τουλάχιστον ενάμισι μέτρο από τις κολόνες που υποστήριζαν την κλεισμένη με συρόμενες τζαμαρίες βεράντα -το αποκαλούμενο «δωμάτιο Φλόριντα». Εκτός κι αν εκείνες οι κολόνες ήταν χωμένες είκοσι μέτρα στον υποκείμενο βράχο, το σπίτι κάποια στιγμή θα κατέρρεε μέσα στον Κόλπο του Μεξικού. Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Καθώς εγώ το σκεφτόμουν, ο Τζακ Καντόρι το έλεγε. Ύστερα χαμογέλασε πλατιά. «Αλλά μην ανησυχείτε· είμαι βέβαιος ότι θα σας προειδοποιήσει έγκαιρα. Θα το ακούσετε να βογκάει». «Σαν τον Οίκο των Άσερ», είπα. Το χαμόγελο του πλάτυνε. «Όμως πιθανώς αντέχει για κάνα πεντάρι χρόνια ακόμα. Αλλιώς θα το είχαν κρίνει κατεδαφιστέο». «Μην είσαι τόσο βέβαιος», είπα. Ο Τζακ είχε φέρει το αυτοκίνητο με την όπισθεν στην γκαραζόπορτα, για να μπορεί ν' αδειάσει εύκολα το πορτμπαγκάζ. Δεν υπήρχαν και πολλά εκεί μέσα- τρεις βαλίτσες, μια θήκη με κοστούμια, ένα ατσάλινο βαλιτσάκι με το φορητό υπολογιστή μου κι ένα σακίδιο που περιείχε μερικά πολύ στοιχειώδη υλικά ζωγραφικής -κυρίως μπλοκ και χρωματιστά μολύβια. Δεν είχα πάρει πολλά μπαγκάζια μαζί μου φεύγοντας από την άλλη μου ζωή. Είχα σκεφτεί ότι αυτό που θα χρειαζόμουν περισσότερο στην καινούρια μου ήταν το βιβλιάριο των επιταγών μου και η πιστωτική της Αμέρικαν Εξπρές. «Τι εννοείτε;» ρώτησε. «Κάποιος ο οποίος κατ' αρχήν θα είχε τα οικονομικά μέσα για
να χτίσει εδώ θα μπορούσε πιθανώς να μεταπείσει και μερικούς ελεγκτές της...» «Ποιας;» Για μια στιγμή δεν μπορούσα να του πω. Μπορούσα να δω τι εννοούσα: άντρες με λευκά πουκάμισα και γραβάτες, με κίτρινα πλαστικά κράνη ασφαλείας στα κεφάλια τους κι ένα υπηρεσιακό ντοσιέ διαρκώς στα χέρια. Μπορούσα να δω μέχρι και τα στυλό στις τσέπες των πουκαμίσων τους και τις ειδικές πλαστικές θήκες όπου τα στερέωναν για να μη λεκιαστεί το ύφασμα αν χυνόταν το μελάνι. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, σωστά; Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς έλεγαν την υ^ρεσία στην οποία δούλευαν, μόλο που την ήξερα το ίδιο καλά όσο και το όνομά μου. Και ξαφνικά ένιωσα να φουντώνει μέσα μου η οργή. Ξαφνικά μου φάνηκε πως το να σφίξω το αριστερό μου χέρι σε γροθιά και να το οδηγήσω πλάγια στο εκτεθειμένο καρύδι του λαιμού του νεαρού άντρα που καθόταν δίπλα μου ήταν το πιο λογικό πράγμα του κόσμου. Σχεδόν επιβεβλημένο. Γιατί η ερώτησή του ήταν αυτή που με είχε κάνει να κολλήσω έτσι. «Κύριε Φρίμαντλ;» «Μια στιγμή», είπα και σκέφτηκα: Μπορώ να το κάνω. Σκέφτηκα τον Ντον Φιλντ, τον τύπο που είχε ελέγξει τουλάχιστον τα μισά από τα κτίρια που είχα χτίσει μέσα στη δεκαετία του '90 (ή έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν εκείνες τις στιγμές), και το μυαλό μου ακολούθησε το δικό του στριφογυριστό μονοπάτι. Συνειδητοποίησα ότι καθόμουν στητός σαν να είχα καταπιεί μπαστούνι, με τα χέρια μου σφιγμένα στην αγκαλιά μου. Μπορούσα να καταλάβω γιατί ο μικρός ακουγόταν τόσο ανήσυχος. Έμοιαζα με άνθρωπο που υφίσταται γαστρικό επεισόδιο. Ή καρδιακή προσβολή. «Συγνώμη», είπα. «Είχα ένα ατύχημα. Χτύπησα το κεφάλι μου. Μερικές φορές, το μυαλό μου κολλάει». «Μην ανησυχείτε», είπε ο Τζακ. «Δεν έγινε και τίποτα». «Ελεγκτές της Πολεοδομίας. Εκείνους τους τύπους που αποφασίζουν αν το κτίριο σου θα πέσει ή όχι». «Μιλάτε για λαδώματα;» Ο νέος υπάλληλος μου συνοφρυώθηκε. «Ε, λοιπόν, ξέρετε, είμαι βέβαιος ότι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά, ιδιαίτερα εδώ κάτω. Ο παράς ανοίγει όλες τις πόρτες». «Μην είσαι τόσο κυνικός. Μερικές φορές είναι απλά θέμα φιλίας. Οι εργολάβοι οικοδομών, οι διευθυντές των κατασκευαστι-
κών εταιρειών, οι ελεγκτές της Πολεοδομίας, ακόμα και οι επιθεωρητές του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία... συνήθως τα πίνουν στα ίδια μπαρ κι όλοι τους έχουν βγει από τα ίδια εκπαιδευτικά ιδρύματα». Γέλασα. «Αναμορφωτήρια, στις περισσότερες περιπτώσεις». Ο Τζακ είπε, «Έκριναν κατεδαφιστέα κάνα δυο παραθαλάσσια σπίτια στο βόρειο άκρο του Κέισι Κη όταν παρατηρήθηκε μια επιτάχυνση της διάβρωσης εκεί. Ένα έπεσε πράγματι μέσα στη θάλασσα». «Εν πάση περιπτώσει, όπως λες κι εσύ, πιθανώς θα το ακούσω να βογκάει και μου φαίνεται αρκετά ασφαλές προς το παρόν. Ας πάμε τα πράγματά μου μέσα». Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού, βγήκα κι αμέσως παραπάτησα, γιατί ο σακατεμένος μου γοφός αρνιόταν να κουνηθεί. Αν δεν είχα προλάβει να στυλώσω έγκαιρα την πατερίτσα μου στο έδαφος, θα είχα χαιρετήσει το Μεγάλο Ροζ με μια μεγαλοπρεπή τούμπα που θα μ' έστελνε να σωριαστώ φαρδύς πλατύς στο πέτρινο κατώφλι του. «Θα φέρω εγώ τα πράγματα», είπε ο Τζακ. «Εσείς καλύτερα να πάτε μέσα και να καθίσετε, κύριε Φρίμαντλ. Ένα παγωμένο ποτό δε θα έβλαπτε, επίσης. Φαίνεστε πραγματικά κουρασμένος». ϊν Είχε αρχίσει να μου βγαίνει η κούραση του ταξιδιού και δεν είχα δύναμη να κάνω τίποτα. Όταν πια κάθισα σε μια πολυθρόνα του καθιστικού (γέρνοντας στα αριστερά, όπως συνήθως, και προσπαθώντας να κρατήσω το δεξί μου πόδι όσο πιο αλύγιστο μπορούσα), ήμουν πρόθυμος να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι ένιωθα ξεθεωμένος. Ωστόσο δε νοσταλγούσα τη ζωή που είχα αφήσει πίσω μου, τουλάχιστον όχι ακόμα. Καθώς ο Τζακ πηγαινοερχόταν μεταφέροντας τα μπαγκάζια μου στο μεγαλύτερο από τα δύο υπνοδωμάτια και βάζοντας το λάπτοπ στο γραφειάκι του μικρότερου, το βλέμμα μου ολοένα προσηλωνόταν στο δυτικό τοίχο του καθιστικού, που ήταν όλος μια τεράστια τζαμαρία, και στο δωμάτιο Φλόριντα που ανοιγόταν πέρα από αυτόν και στον Κόλπο του Μεξικού που α-
πλωνόταν πέρα από το δωμάτιο Φλόριντα. Ήταν μια απέραντη γαλανή έκταση εκείνο το ζεστό νοεμβριάτικο απόγευμα, επίπεδη σαν πιάτο, κι ακόμα και με τη συρόμενη τζαμαρία κλειστή, μπορούσα ν' ακούω τον ήπιο και αδιάκοπο αναστεναγμό του. Σκέφτηκα, Αυτός ο υδάτινος όγκος δεν έχει μνήμη. Ήταν μια αλλόκοτη σκέψη, και κατά έναν περίεργο τρόπο αισιόδοξη. Στο ζήτημα της μνήμης -και του θυμού- είχα ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς. Ο Τζακ επέστρεψε από το δωμάτιο των ξένων και ιέαθΐσέ στο μπράτσο του καναπέ -το κούρνιασμα, σκέφτηκα, ενός νεαρού άντρα που βιάζεται να φύγει. «Έχετε όλα τα είδη πρώτης ανάγκης», είπε. «Καθώς και έτοιμη συσκευασμένη σαλάτα, χάμπουργκερ κι ένα από εκείνα τα μαγειρεμένα κοτόπουλα στις πλαστικές θήκες -που στο σπίτι μου τα λέμε Κοτόπουλα του Αστροναύτη. Ελπίζω να τα τρώτε». «Κανένα πρόβλημα». «Γάλα με δύο τοις εκατό λιπαρά...» «Επίσης κανένα πρόβλημα». «...και ημιαποβουτυρωμένη κρέμα για τον καφέ. Μπορώ να σας φέρω και κανονική κρέμα την επόμενη φορά, αν θέλετε». «Θέλεις να βουλώσεις τη μοναδική αρτηρία που μου απομένει;» Γέλασε. «Δίπλα στην κουζίνα υπάρχει μια αποθηκούλα με κάθε είδους κονσερβαρισμένα σκα... πράγματα. Η καλωδιακή είναι συνδεδεμένη, μπορείτε να έχετε πρόσβαση στο Ίντερνετ όποια στιγμή θελήσετε -σας πήρα Wi-Fi, κοστίζει λίγο περισσότερο, αλλά είναι πολύ πιο κουλ -και μπορώ να φέρω να σας εγκαταστήσουν και δορυφορική, αν θέλετε». Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Ήταν καλό παιδί, αλλά ήθελα ν' αφουγκραστώ τον Κόλπο, να τον ακούσω να μου ψιθυρίζει γλυκά με λέξεις που ένα λεπτό αργότερα δε θα θυμόμουν. Και ήθελα επίσης ν' αφουγκραστώ το σπίτι, να δω αν είχε τίποτα να πει. Κάτι μου έλεγε ότι ίσως και να είχε. «Τα κλειδιά είναι σ' ένα φάκελο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας -και τα κλειδιά του αυτοκινήτου, επίσης- και μια λίστα με αριθμούς τηλεφώνων που μπορεί να χρειαστείτε είναι πάνω στο ψυγείο. Παρακολουθώ μαθήματα στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα στη Σαρασότα καθημερινά εκτός από τη Δευτέρα, αλλά έχω πάντα μαζί μου το κινητό μου, και θα περνάω κάθε Τρίτη και
Πέμπτη στις πέντε, εκτός αν κανονίσουμε διαφορετικά. Σας βολεύει αυτό;» «Ναι». Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη κι έβγαλα το πορτοφόλι μου με τα χαρτονομίσματα. «Θέλω να σου δώσω κάτι επιπλέον. Ήσουν θαυμάσιος». Αρνήθηκε τα χρήματα με ένα νεύμα. «Αφήστε καλύτερα. Η δουλειά που μου προσφέρετε είναι ήδη ιδανική, κύριε Φρίμαντλ. Καλή αμοιβή και λίγες ώρες. Θα ένιωθα αχρείος αν δεχόμουν οτιδήποτε επιπλέον». Αυτό μ' έκανε να γελάσω και ξανάβαλα τα χρήματά μου στην τσέπη μου. «Εντάξει». «Ίσως θα έπρεπε να κοιμηθείτε λίγο», είπε καθώς σηκωνόταν. «Μπορεί και να το κάνω». Ήταν περίεργο να σου φέρονται σαν να ήσουν ο παππούς της Οικογένειας Γουόλτον, αλλά σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να το συνηθίσω. «Τι απέγινε το άλλο σπίτι στο βόρειο άκρο του Κέισι Κη;» «Ορίστε;» «Είπες ότι το ένα έπεσε μέσα στο νερό. Τι απέγινε το άλλο;» «Απ' όσο ξέρω, βρίσκεται ακόμα εκεί. Μόλο που, αν μια μεγάλη θύελλα σαν τον τυφώνα Τσάρλι χτυπήσει ποτέ αυτό το μέρος της ακτής με όλη της τη δύναμη, δε θα μείνει τίποτα». Ήρθε κοντά μου και μου πρότεινε το χέρι του. «Όπως και να 'χει, κύριε Φρίμαντλ, καλώς ορίσατε στη Φλόριντα. Ελπίζω να σας φερθεί πραγματικά καλά». Του το έσφιξα με το μοναδικό δικό μου. «Σ' ευχαριστώ...» Κόμπιασα, πιθανώς όχι αρκετά για να το προσέξει, και δε θύμωσα. «Ευχαριστώ για όλα». «Δεν κάνει τίποτα». Μου έριξε ένα αδιόρατα απορημένο βλέμμα φεύγοντας, οπότε ίσως και να το είχε προσέξει. Ίσως και να το πρόσεξε, τελικά. Δε μ' ένοιαζε. Ήμουν επιτέλους μόνος. Ακουσα τα κοχύλια και τα χαλίκια να κροτούν κάτω από τα λάστιχα του αυτοκινήτου του καθώς άρχισε να κινείται. Άκουσα το θόρυβο του κινητήρα να ξεμακραίνει. Αιγότερο, ελάχιστο, τίποτα. Τώρα υπήρχε μόνο ο ήπιος, αδιάκοπος αναστεναγμός του Κόλπου. Και οι χτύποι της δικής μου καρδιάς, απαλοί και χαμηλοί. Όχι ρολόγια. Όχι κουδουνίσματα, όχι καμπανίσματα, ούτε καν τικ τακ. Ανάσανα βαθιά και τα ρουθούνια μου γέμισαν από την μπαγιάτικη, ελαφρά νοτερή μυρωδιά ενός μέρους που έχει μείνει κλειστό για αρ-
κετά μεγάλο διάστημα εκτός από το εβδομαδιαίο (ή δεκαπενθήμερο) αέρισμα. Μου φάνηκε ότι μπορούσα επίσης να μυρίσω αλμύρα και υποτροπικά φυτά για τα οποία μέχρι στιγμής δεν είχα κανένα όνομα. Κυρίως άκουσα το στεναγμό των κυμάτων, που έμοιαζε τόσο πολύ με την ανάσα κάποιου μεγάλου κοιμισμένου πλάσματος, και κοίταξα τη θέα από τη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε στο νερό. Επειδή το Μεγάλο Ροζ ήταν χτισμένο ψηλά πάνω στο βράχο, η παραλία δε φαινόταν καθόλου από εκεί που καθόμουν, αρκετά βαθιά μέσα στο καθιστικό- από την πολυθρόνα μου, θα μπορούσα να είμαι σε ένα από εκείνα τα μεγάλα τάνκερ, που φορτωμένα πετρέλαιο χαράζουν ρότα από τη Βενεζουέλα στο Γκάλβεστον. Μια καταχνιά είχε σκεπάσει το θόλο του ουρανού, θαμπώνοντας τα στραφταλίσματα του φωτός πάνω στο νερό. Στα αριστερά, τρία φοινικόδεντρα διαγράφονταν με φόντο τον ουρανό, με τα φυλλώματά τους να σαλεύουν στο απαλό αεράκι: το θέμα του πρώτου διστακτικού σκίτσου μου μετά το ατύχημα. Δε μοιάζει και πολύ με τα τοπία της Μινεσότα, αγαπητέ, είχε πει ο Τομ Ράιλι. Κοιτώντας τα ένιωσα πάλι την επιθυμία να σχεδιάσω -ήταν ένα αίσθημα σαν πείνα, αλλά όχι ακριβώς στην κοιλιά- μου προκαλούσε ένα φαγούρισμα στο μυαλό. Και, περιέργως, στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου χεριού μου. «Όχι τώρα», είπα. «Αργότερα. Είμαι πτώμα στην κούραση». Κατόρθωσα να σηκωθώ από την πολυθρόνα με τη δεύτερη προσπάθεια, ευτυχής που ο μικρός δεν ήταν παρών για να δει την πρώτη μου ανάσκελη τούμπα και ν' ακούσει την παιδαριώδη («το κέρατο μου!») κραυγή οργής μου. Μόλις σηκώθηκα, στάθηκα για μια στιγμή ταλαντευόμενος, μ' όλο το βάρος του κορμιού μου στηριγμένο πάνω στην πατερίτσα μου, απορώντας με την εξάντλησή μου. Συνήθως χρησιμοποιούμε την έκφραση «πτώμα στην κούραση» απλά ως σχήμα λόγου, αλλά εκείνη τη στιγμή έτσι ακριβώς ένιωθα. Προχωρώντας σιγά σιγά -δεν είχα καμιά πρόθεση να πέσω και να χτυπήσω εκεί μέσα από την πρώτη κιόλας μέρα-, κατευθύνθηκα προς την κυρίως κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι ήταν υπέρδιπλο και το μόνο που ήθελα εκείνες τις στιγμές ήταν να φτάσω δίπλα του, να κάτσω πάνω του, να ρίξω με την πατερίτσα μου στο πάτωμα τα γελοία διακοσμητικά μαξιλάρια (ένα τους είχε κεντημένα επάνω
δυο κόκερ που χοροπηδούσαν χαρούμενα και τη μάλλον αναπάντεχη ιδέα ότι ΙΣΩΣ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥΣ), να ξαπλώσω και να κοιμηθώ για δυο ώρες. Ίσως και για τρεις. Προηγουμένως, όμως, πήγα στον πάγκο στα πόδια του κρεβατιού -πάντα κινούμενος προσεκτικά, ξέροντας πόσο εύκολο ήταν να μπερδέψω τα πόδια μου και να πέσω όταν ήμουν τόσο εξαντλημένος- όπου ο μικρός είχε στοιβάξει τις δύο από τις τρεις βαλίτσες μου. Εκείνη που ήθελα ήταν από κάτω, φυσικά. Έσπρωξα την επάνω στο πάτωμα χωρίς δισταγμό και άνοιξα το φερμουάρ στην μπροστινή τσέπη της άλλης. Δυο ανέκφραστα γαλανά μάτια με κοίταξαν από μέσα, μ' εκείνη την έκφραση της αιώνιας, απορριπτικής έκπληξης: Ουουον, κακέ άντρα! Μ* άφησες κλεισμένη εδώ μέσα τόσον καιρό! Μια μάζα άψυχα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά ξεχύθηκε από το στενό χώρο. Ήταν η Ρίμπα, η Κούκλα Διαχείρισης Θυμού, ντυμένη με το καλύτερο μπλε φόρεμά της και μ' ένα ζευγάρι μαύρα παλιομοδίτικα πέδιλα με μπαρέτες. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κρατώντας τη σφιχτά ανάμεσα στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου και στο πλευρό μου. Όταν έκανα αρκετό χώρο για τον εαυτό μου ανάμεσα στα διακοσμητικά μαξιλάρια (κυρίως εκείνο με τα χαρούμενα κόκερ ήταν που ήθελα να ρίξω στο πάτωμα), την ακούμπησα δίπλα μου. «Πώς τον λένε;» είπα. «Το θυμόμουν συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε εδώ και ξαφνικά το ξέχασα». Η Ρίμπα κοιτούσε τα ασάλευτα πτερύγια του ανεμιστήρα στο ταβάνι. Είχα ξεχάσει να τον ανάψω. Η Ρίμπα δε νοιαζόταν αν ο καινούριος βοηθός μου λεγόταν Άικ, Μάικ ή Αντί Βαν Σλάικ. Το θέμα αυτό την άφηνε παγερά αδιάφορη, ήταν απλώς ένα μάτσο κουρέλια χωμένα σ' ένα πάνινο ροζ κορμί, πιθανώς από κάποιον δυστυχισμένο ανήλικο εργάτη στην Καμπότζη ή την Ουρουγουάη. «Τι τρέχει;» τη ρώτησα. Όσο κουρασμένος κι αν ήμουν, μπορούσα να νιώσω τον παλιό καταθλιπτικό πανικό να φουντώνει μέσα μου. Τον παλιό καταθλιπτικό θυμό. Το φόβο ότι αυτό θα συνεχιζόταν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ή και ότι θα χειροτέρευε! Ναι, διόλου απίθανο! Θα με πήγαιναν πάλι σ' εκείνο το αναρρωτήριο, που στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια κόλαση, περασμένη μ' ένα φρέσκο χέρι μπογιάς. Η Ρίμπα δεν απάντησε, η ανόστεη σκύλα.
«Μπορώ να το κάνω», είπα, κι ας μην το πίστευα. Και σκέφτηκα: Τζέρι. Όχι, Τζεφ. Ύστερα Σκέφτεσαι τον Τζέρι Τζεφ Γουόκερ, κόπανε. Τζόνσον; Τζέραλντ; Ή μήπως Τζίμινι Κρίκετ, για τ' όνομα τον Θεού; Είχα αρχίσει να γλαρώνω. Είχα αρχίσει να βυθίζομαι στον ύπνο παρά το θυμό και τον πανικό. Να συντονίζομαι με την ήπια ανάσα του Κόλπου. Μπορείς να το κάνεις, σκέφτηκα. Προσπάθησε απλά να σκεφτείς πλαγίως. Όπως όταν θυμήθηκες την Πολεοδομία. Θυμήθηκα τον μικρό να λέει Έκριναν κατεδαφιστέα κάνα δυο παραθαλάσσια σπίτια στο βόρειο άκρο του Κέισι Κη και μου φάνηκε ότι αυτό κάτι μου έλεγε. Το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου με φαγούριζε σαν τρελό. Αλλά είπα στον εαυτό μου: Προσποιήσου ότι είναι το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου ενός άλλου, σε κάποιο άλλο σύμπαν, και στο μεταξύ κυνήγησε εκείνη τη λέξη, εκείνο το κουρελάκι, εκείνο το κόκαλο, εκείνη τη σύνδεση... -βυθιζόμουνΜόλο που, αν μια μεγάλη θύελλα σαν τον τυφώνα Τσάρλι χτυπήσει ποτέ αυτό το μέρος της ακτής με όλη της τη δύναμη... Και τόμπολα! Ο Τσάρλι ήταν ένας τυφώνας, κι όποτε πλησίαζε κάποιος τυφώνας εγώ έβλεπα το Γουέδερ Τσάνελ -το κανάλι που σ' ενημέρωνε για τον καιρό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο-, όπως η υπόλοιπη Αμερική, και ο τύπος που είχαν και μιλούσε για τους τυφώνες εκεί ήταν... Σήκωσα τη Ρίμπα. Έμοιαζε να ζυγίζει τουλάχιστον δέκα κιλά, στη ναρκωμένη, μισοκοιμισμένη κατάσταση που ήμουν. «Ο τύπος που μιλάει για τους τυφώνες είναι ο Τζιμ Καντόρε», είπα. «Ο βοηθός μου λέγεται Τζακ Καντόρι. Τελεία και παύλα». Την άφησα πάλι ανάσκελα πάνω στο στρώμα κι έκλεισα τα μάτια. Ίσως ν' άκουσα εκείνο το σιγαλό αναστεναγμό του Κόλπου γι' άλλα δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Ύστερα αποκοιμήθηκα. Κοιμήθηκα μέχρι το σούρουπο. Ήταν ο πιο βαθύς, ο πιο ικανοποιητικός ύπνος που είχα κάνει τους τελευταίους οχτώ μήνες.
ν Είχα τσιμπήσει ελάχιστα στο αεροπλάνο και όταν ξύπνησα πεινούσα σαν λύκος. Έκανα καμιά δεκαριά τεντώματα της φτέρνας αντί για τα συνηθισμένα είκοσι πέντε για να χαλαρώσω το γοφό μου, επισκέφθηκα για λίγο το μπάνιο και από εκεί πήγα τρεκλίζοντας στην κουζίνα. Στηριζόμουν στην πατερίτσα μου, αλλά όχι τόσο δυνατά όσο περίμενα, δεδομένης της διάρκειας του ύπνου μου. Είχα σκοπό να φτιάξω ένα σάντουιτς, ίσως και δύο. Ήλπιζα να βρω φέτες μορταδέλας, αλλά υπέθεσα ότι οποιοδήποτε αλλαντικό θα έβρισκα στο ψυγείο θα μου έκανε μια χαρά. Μετά το φαγητό θα τηλεφωνούσα στην Ίλσε για να της πω ότι είχα φτάσει σώος και αβλαβής. Ήμουν βέβαιος ότι η Ίλσε θα ενημέρωνε με e-mail οποιονδήποτε άλλο μπορεί να ενδιαφερόταν για την υγεία του Έντγκαρ Φρίμαντλ. Ύστερα θα μπορούσα να πάρω τη βραδινή δόση αναλγητικών μου και να εξερευνήσω το υπόλοιπο από το καινούριο περιβάλλον μου. Ολόκληρος ο δεύτερος όροφος με περίμενε. Εκείνο που δεν είχα λάβει υπόψη καταστρώνοντας αυτό το σχέδιο ήταν η αλλαγή που είχε υποστεί η θέα προς τα δυτικά. Ο ήλιος είχε χαθεί, αλλά υπήρχε ακόμα μια λαμπερή πορτοκαλιά λωρίδα πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, εκεί που ο ουρανός έσμιγε με τον Κόλπο. Διακοπτόταν μόνο σε ένα μέρος, από τη σιλουέτα κάποιου μεγάλου πλοίου. Το σχήμα του ήταν τόσο απλό όσο και η ζωγραφιά ενός πεντάχρονου παιδιού. Ένα καλώδιο ήταν τεντωμένο από την πλώρη μέχρις αυτό που υπέθεσα ότι ήταν ο πύργος του ασυρμάτου, δημιουργώντας ένα τρίγωνο φωτός. Καθώς εκείνο το φως υψωνόταν προς τον ουρανό, το πορτοκαλί έδινε τη θέση του σ' ένα εκπληκτικό γαλαζοπράσινο, που μπορεί να το είχα δει στους πίνακες του Μάξφιλντ Πάρις αλλά ποτέ πριν δεν το είχα συναντήσει στην πραγματικότητα... κι ωστόσο, είχα μια αίσθηση ντεζά βυ, θαρρείς και ίσως να το είχα ξαναδεί, στα όνειρά μου. Ίσως όλοι να βλέπουμε τέτοιους ουρανούς στα όνειρά μας, κι όταν ξυπνάμε το μυαλό μας να μην μπορεί ποτέ να τους μεταφράσει ακριβώς σε χρώματα που ξέρουμε να ονομάζουμε. Πιο πάνω, στο μαύρο που ολοένα σκούραινε, τρεμόφεγγαν τα πρώτα άστρα. Δεν πεινούσα πια, ούτε ήθελα να τηλεφωνήσω στην Ίλσε. Το
μόνο που ήθελα ήταν να ζωγραφίσω αυτό που έβλεπα. Ήξερα ότι δε θα κατόρθωνα να το αποδώσω ακριβώς, αλλά δε μ' ένοιαζε -κι αυτό ήταν το ωραίο της υπόθεσης. Δε μου καιγόταν καρφί. Ο καινούριος βοηθός μου (για μια στιγμή ξέχασα πάλι το όνομά του, ύστερα σκέφτηκα Γουέδερ Τσάνελ, ύστερα σκέφτηκα Τζακτελεία και παύλα) είχε βάλει το σακίδιο με τα υλικά ζωγραφικής μου στο δεύτερο υπνοδωμάτιο. Βγήκα κούτσα κούτσα στο δωμάτιο Φλόριντα κρατώντας το άγαρμπα στο μοναδικό μου χέρι και προσπαθώντας συγχρόνως να χρησιμοποιήσω την πατερίτσα μου. Ένα απαλό αεράκι μου χάιδεψε τα μαλλιά, παραξενεύοντάς με κάπως. Η ιδέα ότι ένα τέτοιο αεράκι και το χιόνι που σκέπαζε αυτή την εποχή το Σεντ Πολ μπορούσαν να υπάρχουν συγχρόνως, στον ίδιο κόσμο, μου φάνηκε παράλογη -σαν από μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Ακούμπησα το σακίδιο στο μακρόστενο τραπέζι από αλουστράριστο ξύλο, σκέφτηκα ν' ανάψω ένα φως και αποφάσισα να μην το κάνω. Θα ζωγράφιζα ώσπου να μην μπορούσα πια να δω άλλο, κι ύστερα θα σταματούσα. Κάθισα με τον άγαρμπο τρόπο μου, άνοιξα το φερμουάρ του σακιδίου και έβγαλα το μπλοκ μου. ΑΡΤΙΖΑΝ*, έγραφε μπροστά. Δεδομένου του επιπέδου των ικανοτήτων μου εκείνη την εποχή, αυτό ήταν σίγουρα αστείο. Έψαξα πιο βαθιά κι έβγαλα το κουτί μου με τις ξυλομπογιές. Σχεδίασα και χρωμάτισα το σχέδιο μου βιαστικά, σχεδόν χωρίς να βλέπω τι έκανα. Αρχισα να γεμίζω με χρώμα τον ουρανό ξεκινώντας από μια αυθαίρετη γραμμή του ορίζοντα, γράφοντας πλατιές οριζόντιες κοντυλιές με το κίτρινο μολύβι της Βένους μέσα σε μια άγρια έκσταση, μερικές φορές περνώντας πάνω από το πλοίο (θα ήταν το πρώτο τάνκερ στον κόσμο που θα είχε προσβληθεί από ίκτερο, σκέφτηκα) δίχως να με νοιάζει. Όταν είχα δώσει πια στη φωτεινή λωρίδα του ηλιοβασιλέματος το σωστό τόνο -χανόταν γρήγορα τώρα-, άρπαξα το πορτοκαλί και πρόσθεσα λίγο ακόμα χρώμα, με πιο έντονες γραμμές. Ύστερα επέστρεψα στο πλοίο, πάντα χωρίς να σκέφτομαι, απλά σχηματίζοντας μια σειρά από γωνιώδεις μαύρες γραμμές πάνω στο χαρτί μου. Αυτό έβλεπα. Όταν τελείωσα, είχε πια σχεδόν σκοτεινιάσει. *Artisan: ειδικευμένος τεχνίτης, μάστορας. (Σ.τ.Μ.)
Στ' αριστερά του σπιτιού, το θρόισμα των φοινίκων είχε δυναμώσει. Κάτω και πέρα από το σημείο που καθόμουν -αλλά όχι τόσο μακριά τώρα, γιατί η παλίρροια είχε αρχίσει πάλι να ανεβαίνει- ο Κόλπος του Μεξικού αναστέναζε, σαν να είχε περάσει μια δύσκολη μέρα και να τον περίμενε ακόμα δουλειά. Ψηλά στον ουρανό υπήρχαν τώρα χιλιάδες άστρα, κι ακόμα περισσότερα εμφανίζονταν κάθε στιγμή. Όλ' αυτά ήταν ανέκαθεν εδώ, σκέφτηκα και θυμήθηκα κάτι που έλεγε παλιά η Μελίντα όταν άκουγε ένα τραγούδι που της άρεσε πραγματικά στο ραδιόφωνο: Με κέρδισε με το καλημέρα σας. Κάτω από το υποτυπώδες τάνκερ μου, έγραψα τη λέξη ΚΑΛΗΜΕΡΑ με μικρά γράμματα. Απ' όσο μπορώ να θυμηθώ (και είμαι καλύτερος σ' αυτό τώρα), ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έδωσα όνομα σε μια ζωγραφιά μου. Και ήταν ένα όμορφο όνομα, δε συμφωνείτε; Παρ' όσα ακολούθησαν, εξακολουθώ να νομίζω ότι ήταν το τέλειο όνομα για μια ζωγραφιά φτιαγμένη από έναν άντρα που προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να μην είναι πια λυπημένος -που προσπαθούσε να θυμηθεί πώς ήταν να νιώθει κανείς ευτυχισμένος. Το έργο μου είχε τελειώσει. Άφησα κάτω το μολύβι μου και τότε το Μεγάλο Ροζ μου μίλησε για πρώτη φορά. Η φωνή του ήταν πιο απαλή από το στεναγμό της ανάσας του Κόλπου, αλλά την άκουσα πολύ καθαρά παρ' όλα αυτά. Σε περίμενα, είπε. vi Εκείνη ήταν η χρονιά που έστηνα κουβέντα με τον εαυτό μου, του μιλούσα και του απαντούσα. Μερικές φορές μου απαντούσαν κι άλλες φωνές, αλλά εκείνη τη νύχτα ήμασταν μόνο ο εαυτός μου κι εγώ. «Χιούστον, εδώ Φρίμαντλ, με λαμβάνεις, Χιούστον;» Ήμουν σκυμμένος μέσα στο ψυγείο. Σκεφτόμουν, Χριστέ μου, αν αυτά είναι απλώς τα είδη πρώτης ανάγκης, φαντάσου πώς θα ήταν αν ο μικρός αποφάσιζε να τιγκάρει πραγματικά το ψυγείο -θα μπορούσα να περάσω τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να πεινάσω. «Α, σε λαμβάνουμε, Φρίμαντλ, όβερ».
«Λοιπόν, έχουμε μορταδέλα, Χιούστον, από μορταδέλα είμαστε κομπλέ, με λαμβάνεις;» «Ναι, Φρίμαντλ, σε λαμβάνουμε δυνατά και καθαρά. Ποια είναι η κατάσταση της μαγιονέζας σου;» Και από μαγιονέζα ήμασταν κομπλέ. Έφτιαξα δυο σάντουιτς με μορταδέλα και λευκό ψωμί -εκεί που μεγάλωσα, τα παιδιά ανατρέφονται να πιστεύουν ότι η μαγιονέζα, η μορταδέλα και το λευκό ψωμί είναι η τροφή των θεών- και τα έφαγα καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας. Στην αποθηκούλα βρήκα μια στοίβα έτοιμες γλυκές πίτες Τέιμπλ Τοκ, και μήλο και φραγκοστάφυλο. Αρχισα να σκέφτομαι ν' αλλάξω τη διαθήκη μου υπέρ του Τζακ Καντόρι. Σχεδόν σκασμένος από το πολύ φαΐ, επέστρεψα στο καθιστικό, άναψα όλα τα φώτα και κοίταξα το Καλημέρα. Δεν ήταν και πολύ καλό. Αλλά ήταν ενδιαφέρον. Το τελευταίο φως του ήλιου, έτσι όπως το είχα αποδώσει με βιαστικές μολυβιές, είχε ένα βαρύ, πυρακτωμένο τόνο που ήταν εκπληκτικός. Το πλοίο δεν ήταν εκείνο που είχα δει, αλλά το δικό μου ήταν ενδιαφέρον με έναν ελαφρώς τρομακτικό τρόπο. Το είχα σχεδιάσει πολύ αδρά, και οι κίτρινες και οι πορτοκαλιές μολυβιές που περνούσαν από πάνω του το έκαναν να μοιάζει με πλοίο-φάντασμα, θαρρείς και η λάμψη εκείνου του ιδιόμορφου ηλιοβασιλέματος περνούσε μέσα από την καρίνα του. Το ακούμπησα όρθιο πάνω στην τηλεόραση, στηρίζοντάς το στην πινακίδα που έγραφε Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΕΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΣΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΠΝΙΖΕΤΕ ΣΤΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ. Το κοίταξα ακόμα μια στιγμή και σκέφτηκα ότι χρειαζόταν κάτι στο πρώτο πλάνο -ένα μικρότερο πλεούμενο, ίσως, απλά για να δίνει κάποια προοπτική στη θέση εκείνου στον ορίζοντα-, αλλά δεν είχα πια διάθεση να ζωγραφίσω άλλο. Εξάλλου, αν πρόσθετα κάτι μπορεί να κατέστρεφα και τη λιγοστή του γοητεία. Αντί γι' αυτό, δοκίμασα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο, σκεπτόμενος ότι αν δε λειτουργούσε ακόμα θα μπορούσα να τηλεφωνήσω στην Ίλσε από το κινητό μου, αλλά ο Τζακ το είχε φροντίσει και αυτό. Σκέφτηκα ότι πιθανώς θα μου απαντούσε ο τηλεφωνητής της -*τα κορίτσια είναι πολυάσχολα όταν πηγαίνουν στο κολέγιο-, αλλά to σήκωσε η ίδια σχεδόν αμέσως. «Μπαμπά;» Ξαφνιάστηκα τόσο πολύ, που μου κόπηκε η μιλιά κι εκείνη το ξαναείπε. «Μπαμπά, εσύ είσαι;»
«Ναι», είπα. «Πώς το ήξερες;» «Ο αριθμός στην αναγνώριση κλήσης έχει κωδικό περιοχής 941. Εκεί βρίσκεται το Ντούμα. Το έλεγξα». «Σύγχρονη τεχνολογία. Δεν μπορώ να την προλάβω. Πώς είσαι, κοριτσάκι μου;» «Μια χαρά. Το ερώτημα είναι, εσύ πώς είσαι;» «Καλά. Καλύτερα κι από καλά, για να πω την αλήθεια». «Ο τύπος που προσέλαβες;...» «Είναι πρώτης τάξεως περίπτωση. Το κρεβάτι είναι στρωμένο και το ψυγείο γεμάτο. Ξάπλωσα και κοιμήθηκα πέντε ώρες με το που έφτασα εδώ το μεσημέρι». Ακολούθησε μια παύση κι όταν ξαναμίλησε ακουγόταν πιο ανήσυχη από ποτέ. «Δεν πιστεύω να το παρακάνεις μ' εκείνα τα αναλγητικά; Γιατί υποτίθεται ότι το Οξικοντίν είναι ένα είδος Δούρειου Ίππου. Όχι ότι σου λέω κάτι που δε γνωρίζεις ήδη». «Όχι, περιορίζομαι στη δοσολογία που μου έχει γράψει ο γιατρός. Μάλιστα...» Κόμπιασα. «Τι, μπαμπά; Τι;» Τώρα ακουγόταν σχεδόν έτοιμη να καλέσει ένα ταξί και να πάρει ένα αεροπλάνο. «Μόλις συνειδητοποίησα ότι ξέχασα το Βικοντίν που παίρνω στις πέντε...» Κοίταξα το ρολόι μου. «Και το Οξικοντίν που παίρνω στις οχτώ. Δεν το πιστεύω!» «Πόσο πολύ πονάς;» «Νομίζω ότι με δυο Τάιλενολ θα είμαι μια χαρά. Τουλάχιστον μέχρι τα μεσάνυχτα». «Πιθανώς σε ωφέλησε η αλλαγή κλίματος», είπε. «Και ο ύπνος». Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι αυτά τα δυο είχαν παίξει κάποιο ρόλο, αλλά είχα την εντύπωση ότι δεν ήταν μόνο αυτά. Ίσως ν' ακουστεί τρελό, αλλά νόμιζα ότι και η ζωγραφική είχε παίξει κι αυτή κάποιο ρόλο. Στην πραγματικότητα, ήμουν σίγουρος γι' αυτό. Μιλήσαμε ακόμα λίγο και σιγά σιγά άκουσα την ανησυχία να φεύγει από τη φωνή της. Εκείνο που την αντικατέστησε ήταν η δυστυχία. Υποθέτω ότι συνειδητοποιούσε σιγά σιγά πως ο χωρισμός μου με την Παμ ήταν ένα τετελεσμένο γεγονός, πως η μητέρα και ο πατέρας της δεν επρόκειτο να ξυπνήσουν ένα ωραίο πρωί και να ανακαλέσουν την απόφασή τους. Όμως υποσχέθηκε να τηλεφωνήσει στην Παμ και να στείλει ένα e-mail στη Μελίντα, για να τους ενημερώσει ότι βρισκόμουν ακόμα στη χώρα των ζωντανών.
«Δεν έχεις e-mail εκεί, μπαμπά;» «Έχω, αλλά απόψε εσύ θα είσαι το e-mail μου, Μπισκοτάκι». Γέλασε, ρούφηξε λίγο τη μύτη της και ξαναγέλασε. Πήγα να τη ρωτήσω αν έκλαιγε, αλλά ύστερα το ξανασκέφτηκα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην το κάνω. «Ίλσε; Νομίζω ότι θα σε κλείσω τώρα, γλυκιά μου. Θέλω να κάνω ένα ντους για να διώξω από πάνω μου την κούραση της μέρας». «Εντάξει, όμως...» Μια παύση. Ύστερα ξέσπασε: «Δε μου αρέσει καθόλου να σε σκέφτομαι εκεί πέρα στη Φλόριντα ολομόναχο! Να κινδυνεύεις να πέσεις μέσα στο ντους και να μην έχεις κανέναν να σε βοηθήσει. Δεν είναι σωστό!» «Μπισκοτάκι, είμαι μια χαρά. Αλήθεια. Ο μικρός -τον λένε...» Τυφώνες, σκέφτηκα. Γουέδερ Τσάνελ. «Τον λένε Τζιμ Καντόρι». 'Ομως αυτό έμοιαζε σαν να είχες καταφέρει να πας στη σωστή εκκλησία και να είχες καθίσει στο λάθος στασίδι. «Τζακ, θέλω να πω». «Δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις. Θέλεις να έρθω εκεί;» «Όχι, εκτός αν θέλεις η μάνα σου να μας γδάρει και τους δυο ζωντανούς», είπα. «Εκείνο που θέλω είναι να μείνεις ακριβώς εκεί που είσαι και να προσέχεις τον εαυτό σου, γλυκιά μου. Θα τα ξαναπούμε». «Εντάξει. Αλλά κι εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου. Μην κάνεις κουταμάρες». «Όχι κουταμάρες. Μήνυμα ελήφθη, Χιούστον». «Ορίστε;» «Δεν πειράζει». «Θέλω να σε ακούσω να το υπόσχεσαι, μπαμπά». Για μια τρομερή και εξαιρετικά αλλόκοτη στιγμή είδα την Ίλσε όπως όταν ήταν έντεκα χρονών, την Ίλσε ντυμένη με μια προσκοπική στολή να με κοιτάζει με το σοκαρισμένο βλέμμα της Μόνικα Γκόλντστιν. Πριν μπορέσω να σταματήσω τις λέξεις, άκουσα τον εαυτό μου να λέει, «Σ' το υπόσχομαι. Φιλάω σταυρό. Στο όνομα της μαμάς μου». Χαχάνισε. «Πρώτη φορά το ακούω αυτό». «Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις για μένα. Είμαι κρυφή αλεπού». «Αν το λες εσύ». Μια παύση. Ύστερα: «Σ' αγαπώ». «Κι εγώ σ' αγαπώ».
Άφησα το ακουστικό μαλακά στη βάση του κι έμεινα εκεί να το κοιτάω γι' αρκετή ώρα. vii Αντί να κάνω ντους, κατέβηκα στην παραλία, κοντά στο νερό. Γρήγορα ανακάλυψα ότι η πατερίτσα μου δε μου πρόσφερε καμιά βοήθεια στην άμμο -ήταν αντίθετα ένα εμπόδιο-, αλλά μόλις έστριψα στη γωνία του σπιτιού η άκρη του νερού απείχε λιγότερο από δέκα βήματα. Θα ήταν εύκολο αν προχωρούσα αργά. Η θάλασσα ήταν σχεδόν γαλήνια, τα κυματάκια που έρχονταν προς την ακτή είχαν ύψος μόλις μερικά εκατοστά. Ήταν δύσκολο να φανταστείς αυτό τον υδάτινο όγκο να ανταριάζει και να λυσσομανά μέσα στην καταστροφική φρενίτιδα ενός τυφώνα. Αδύνατο, για την ακρίβεια. Αργότερα, ο Γουάιρμαν θα μου έλεγε ότι ο Θεός πάντα μας τιμωρεί για ό,τι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Αυτό ήταν ένα από τα καλύτερα αποφθέγματά του. Γύρισα για να επιστρέψω στο σπίτι, αλλά ξαφνικά σταμάτησα. Το φως που υπήρχε ακόμα ίσα που αρκούσε για να διακρίνω ένα παχύ στρώμα κοχυλιών -ένα μεγάλο σωρό κοχυλιών- κάτω από την προεξοχή του σπιτιού, εκεί που βρισκόταν το δωμάτιο Φλόριντα. Όταν η παλίρροια θ' ανέβαινε για τα καλά, συνειδητοποίησα, το μπροστινό ήμισυ του καινούριου μου σπιτιού θα έμοιαζε με πρωραίο κατάστρωμα ενός πλοίου. Θυμήθηκα τον Τζακ να λέει ότι θα προειδοποιούμουν έγκαιρα αν ο Κόλπος αποφάσιζε να καταπιεί το κτίσμα, ότι θα το άκουγα να βογκάει. Πιθανώς να είχε δίκιο... από την άλλη όμως, υποτίθεται ότι θα είχα προειδοποιηθεί έγκαιρα και σε ένα εργοτάξιο, όταν ένα βαρύ όχημα έκανε όπισθεν. Επέστρεψα σιγά σιγά εκεί που είχα ακουμπήσει την πατερίτσα μου στον πλαϊνό τοίχο του σπιτιού και πήρα το σύντομο, στρωμένο με σανίδες δρομάκο που οδηγούσε στην πόρτα. Ξανασκέφτηκα το ντους και αντί γι' αυτό έκανα ένα κανονικό μπάνιο, μπαίνοντας και βγαίνοντας από την μπανιέρα με το πλάι, όπως μου είχε δείξει η Κάθι Γκριν στην άλλη μου ζωή, όταν κι οι δυο μας ήμασταν ντυμένοι με μαγιό και το δεξί μου πόδι έμοιαζε μ' ένα κομμάτι κρέας που το είχε πετσοκόψει ο χασάπης. Τώρα το μακέλεμα ήταν παρελθόν το κορμί μου έκανε σιγά σιγά το θαύμα του. Οι ουλές θα έ-
μεναν μια ολόκληρη ζωή, αλλ' ακόμα κι αυτές άρχιζαν να σβήνουν. Άρχιζαν κιόλας να σβήνουν. Αφού σκουπίστηκα και βούρτσισα τα δόντια μου, πήγα στηριγμένος στην πατερίτσα μου στην κυρίως κρεβατοκάμαρα και επιθεώρησα το υπέρδιπλο κρεβάτι, που τώρα ήταν απαλλαγμένο από τα διακοσμητικά μαξιλάρια. «Χιούστον», είπα, «έχουμε κρεβάτι». «Μήνυμα ελήφθη, Φρίμαντλ», αποκρίθηκα. «Από κρεβάτι είσαι κομπλέ». Και γιατί όχι; Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να κοιμηθώ, όχι ύστερα από εκείνο τον ξεγυρισμένο μεσημεριανό ύπνο, αλλά μπορούσα να ξαπλώσω για λίγο. Το πόδι μου εξακολουθούσε να με πονάει ελάχιστα, ακόμα και ύστερα από την εξόρμησή μου στην παραλία, αλλά ένιωθα ένα γρόμπο χαμηλά στην πλάτη μου κι άλλον ένα στη βάση του αυχένα. Ξάπλωσα. Όχι, αποκλειόταν να κοιμηθώ, αλλά έσβησα το πορτατίφ όπως και να 'χει. Απλά για να ξεκουράσω τα μάτια μου. Θα ξάπλωνα εκεί ώσπου να μου περνούσε η ενόχληση στην πλάτη και στον αυχένα, ύστερα θα ξέθαβα ένα βιβλίο τσέπης από τη βαλίτσα μου και θα διάβαζα. Απλά θα ξάπλωνα για λίγο, αυτό ήταν... Έφτασα μέχρι εκεί, κι ύστερα παραδόθηκα πάλι στην αγκαλιά του Μορφέα. Δεν είδα όνειρα. viii Ξύπνησα στη μέση της νύχτας, με το δεξί μου μπράτσο να με φαγουρίζει και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού μου να μυρμηγκιάζουν, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πού βρισκόμουν, συνειδητοποιώντας μόνο ότι κάτι τεράστιο από κάτω μου άλεθε και άλεθε και άλεθε. Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήταν κάποια μηχανή, αλλά ο θόρυβος ήταν υπερβολικά ακανόνιστος για να προέρχεται από κάποια μηχανή. Και υπερβολικά ζωντανός, κατά κάποιον τρόπο. Ύστερα σκέφτηκα δόντια που τρίζουν, αλλά κανένα πλάσμα δεν είχε τόσο τεράστια δόντια. Απ' όσα είναι γνωστά στον κόσμο μας, τουλάχιστον. Μοιάζει με ανάσα, σκέφτηκα, και μου φάνηκε ότι επιτέλους το μυστήριο είχε λυθεί, αλλά ποιου είδους ζώο έκανε έναν τόσο ισχυρό ήχο σαν άλεσμα όταν ανάσαινε; Και, Θεέ μου, εκείνο το φαγού-
ρισμα κόντευε να με τρελάνει, είχε απλωθεί πια σ' όλη την έκταση από τον πήχη μου μέχρι την πτυχή του αγκώνα. Πήγα να το ξύσω, απλώνοντας πάνω από το στέρνο μου το αριστερό μου χέρι, και φυσικά δεν υπήρχε αγκώνας, δεν υπήρχε πήχης, και το μόνο που έξυσα ήταν το κατωσέντονο. Αυτό με ξύπνησε τελείως και ανακάθισα. Παρ' όλο που το δωμάτιο ήταν ακόμα σκοτεινό, η αστροφεγγιά που τρύπωνε από το δυτικό παράθυρο ήταν αρκετή για να ξεχωρίζω τα πόδια του κρεβατιού, όπου μια από τις βαλίτσες μου ήταν ακουμπισμένη πάνω σ' έναν πάγκο. Αυτό με βοήθησε να καταλάβω πού ήμουν. Βρισκόμουν στο Ντούμα Κη, λίγο πιο έξω από τη δυτική ακτή της Φλόριντα -αγαπημένου προορισμού των νιόπαντρων και των ετοιμοθάνατων. Βρισκόμουν στο σπίτι που ήδη σκεφτόμουν ως το Μεγάλο Ροζ, και εκείνο το άλεσμα... «Είναι κοχύλια», ψιθύρισα ξαναξαπλώνοντας. «Τα κοχύλια κάτω από το σπίτι. Η παλίρροια έχει ανεβεί». Αγάπησα αυτό τον ήχο από την πρώτη εκείνη στιγμή, όταν ξύπνησα και τον άκουσα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, όταν δεν ήξερα πού βρισκόμουν, ποιος ήμουν ή τι μου επεφύλασσε ακόμα η μοίρα. Ήταν δικός μου. Με κέρδισε με το καλημέρα σας.
3 - Ανακαλύπτοντας Καινούρια Στηρίγματα
i Αυτό που ακολούθησε ήταν μια περίοδος ανάρρωσης και μετάβασης από την άλλη μου ζωή σε αυτήν που έζησα στο Ντούμα Κη. Ο δόκτωρ Κέιμεν πιθανώς ήξερε ότι σε τέτοιες περιόδους, οι περισσότερες σημαντικές αλλαγές συντελούνται εσωτερικά: πολιτική αναταραχή, εξέγερση, επανάσταση και, τελικά, μαζικές εκτελέσεις καθώς οι κεφαλές του παλαιού καθεστώτος κατρακυλάνε μες στο καλάθι στη βάση της γκιλοτίνας. Είμαι βέβαιος ότι ο μεγάλος αυτός άνδρας είχε δει κάποιες τέτοιες επαναστάσεις να πετυχαίνουν όπως είχε δει και άλλες να αποτυχαίνουν. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι δεν τα καταφέρνουν όλοι στο πέρασμα στην άλλη τους ζωή. Κι όσοι τα καταφέρνουν δεν ανακαλύπτουν πάντα τη χρυσαφένια ακρογιαλιά του παραδείσου. Το καινούριο μου χόμπι με βοήθησε στη μετάβασή μου, όπως με βοήθησε και η Ίλσε. Θα της χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη γι' αυτό. Όμως ντρέπομαι που έψαξα την τσάντα της όσο κοιμόταν. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, εκείνη τη στιγμή, μου φαινόταν ότι δεν είχα άλλη επιλογή. ii Ξύπνησα το επόμενο πρωί από την άφιξή μου νιώθοντας καλύτερα από κάθε άλλη φορά μετά το ατύχημα -αλλά όχι τόσο καλά ώστε να παραλείψω το πρωινό μου κοκτέιλ αναλγητικών. Ήπια τα χάπια με χυμό πορτοκαλιού κι ύστερα βγήκα έξω. Η ώρα ήταν εφτά. Στο Σεντ Πολ ο αέρας θα ήταν αρκετά κρύος για να τον νιώ-
σω να δαγκώνει την άκρη της μύτης μου, αλλά στο Ντούμα τον αισθάνθηκα σαν φιλί. Ακούμπησα την πατερίτσα μου εκεί που την είχα αφήσει και το προηγούμενο βράδυ, και προχώρησα πάλι προς εκείνα τα πειθήνια κύματα. Στα δεξιά μου, το σπίτι έκρυβε τελείως τη θέα προς την κινητή γέφυρα και το Κέισι Κη. Στα αριστερά, ωστόσο... Προς εκείνη την κατεύθυνση η παραλία έμοιαζε να εκτείνεται ατελείωτα, μια εκθαμβωτική λευκή μπορντούρα ανάμεσα στον γκριζογάλανο Κόλπο και τις αβένες που φύτρωναν οργιαστικά εκεί. Πέρα στο βάθος, μπορούσα να διακρίνω μια μικρή κουκκίδα ή ίσως και δύο. Κατά τα άλλα, εκείνη η θαυμάσια, βγαλμένη λες από καρτ ποστάλ ακτή ήταν τελείως έρημη. Κανένα από τα άλλα σπίτια δεν ήταν χτισμένο κοντά στην παραλία κι όταν κοίταξα νότια μπόρεσα να δω μόνο μια στέγη: έμοιαζε σαν μια έκταση από πορτοκαλιά κεραμίδια, στο μεγαλύτερο μέρος τους θαμμένα μέσα στις φοινικιές. Ήταν η χασιέντα που είχα προσέξει την προηγούμενη μέρα. Αν την έκρυβα κι αυτή με την παλάμη του χεριού μου, θα μπορούσα να νιώσω σαν το Ροβινσώνα Κρούσο. Προχώρησα προς τα εκεί, εν μέρει γιατί ως αριστερόχειρας μου ερχόταν ανέκαθεν φυσικό να στρίβω αριστερά. Κυρίως όμως επειδή προς εκείνη την κατεύθυνση μπορούσα να δω. Και δεν πήγα μακριά, δεν έκανα έναν από τους Μεγάλους Παραθαλάσσιους Περιπάτους εκείνη τη μέρα, ήθελα να είμαι σίγουρος ότι θα κατάφερνα να φτάσω πάλι πίσω στην πατερίτσα μου, αλλά δεν έπαυε να είναι μια αρχή. Θυμάμαι που έκανα μεταβολή και θαύμασα τα ίδια μου τα χνάρια πάνω στην άμμο. Στο πρωινό φως, όλες οι αριστερές πατημασιές μου φαίνονταν τόσο στέρεες και έντονες σαν να είχαν γίνει από μια πρέσα μεταλλοτεχνίας. Οι περισσότερες δεξιές ήταν κάπως ακαθόριστες, γιατί είχα την τάση να σέρνω εκείνο το πόδι, αλλά στην αρχή τουλάχιστον, ακόμα κι εκείνες ήταν καθαρές. Μέτρησα τα βήματά μου στην επιστροφή. Ήταν συνολικά τριάντα οχτώ. Ο γοφός μου είχε αρχίσει πια να μου δίνει σουβλιές. Δεν έβλεπα την ώρα να ξαναμπώ στο σπίτι, ν' αρπάξω έναν κεσέ γιαούρτι από το ψυγείο και να δω αν η καλωδιακή τηλεόραση λειτουργούσε τόσο καλά όσο είχε ισχυριστεί ο Τζακ Καντόρι. Αποδείχτηκε ότι λειτουργούσε.
Και αυτή έγινε η πρωινή μου ρουτίνα: χυμός πορτοκαλιού, περπάτημα, γιαούρτι, ενημέρωση για τα τελευταία γεγονότα που είχαν συγκλονίσει τον κόσμο. Έγινα κολλητός με τη Ρόμπιν Μιντ, τη νεαρή που παρουσιάζει το Χέντλαϊν Νιουζ στο CNN από τις έξι μέχρι τις δέκα κάθε πρωί. Πληκτική ρουτίνα, δε βρίσκετε; Όμως και τα επιφανειακά γεγονότα μιας χώρας που δεινοπαθεί κάτω από το ζυγό μιας δικτατορίας μπορεί να φαίνονται πληκτικά -στους δικτάτορες αρέσει η πλήξη, οι δικτάτορες λατρεύουν την πλήξηακόμα και την ώρα που μεγάλες αλλαγές ζυμώνονται κάτω από την επιφάνεια. Ένα πληγωμένο κορμί κι ένα λαβωμένο μυαλό δε μοιάζουν απλώς με μια δικτατορία- είναι μια δικτατορία. Δεν υπάρχει πιο ανελέητος τύραννος από τον πόνο, πιο σκληρός δυνάστης από τη σύγχυση. Το ότι το μυαλό μου είχε σακατευτεί εξίσου άσχημα με το κορμί μου ήταν κάτι που το συνειδητοποίησα πραγματικά μόνο όταν βρέθηκα μόνος κι όλες οι άλλες φωνές έσβησαν. Το ότι είχα προσπαθήσει να πνίξω τη γυναίκα μου ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, επειδή απλώς προσπάθησε να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο μου ενώ εγώ της είχα πει να φύγει από το δωμάτιο, ήταν το λιγότερο. Το ότι δεν είχαμε κάνει έρωτα ούτε μια φορά στους μήνες που μεσολάβησαν από το ατύχημα μέχρι το χωρισμό, το ότι δεν είχαμε προσπαθήσει καν, επίσης δεν ήταν το πραγματικό πρόβλημα, μόλο που θεωρούσα ότι ήταν ενδεικτικό του ευρύτερου προβλήματος. Ακόμα και οι ξαφνικές και βασανιστικές εκρήξεις οργής μου δεν ήταν το πραγματικό πρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν μια μορφή αποξένωσης. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Η γυναίκα μου είχε καταλήξει να μοιάζει σαν κάποια... ξένη. Αλλά και τους περισσότερους ανθρώπους στη ζωή μου τους ένιωθα ξένους, και το πιο ανησυχητικό ήταν ότι δε μ' ένοιαζε και πολύ. Στην αρχή είχα προσπαθήσει να πω στον εαυτό μου ότι αυτή η απόσταση που ένιωθα όταν σκεφτόμουν τη σύζυγο μου και τη μέχρι τότε ζωή μου ήταν πιθανώς αρκετά φυσική, για έναν άνθρωπο που μερικές φορές δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς λένε εκείνο το πράγμα που ανεβάζεις για να κλείσεις το παντελόνι σου -το σπασουάρ, το σεσουάρ, το ο-διάολος-να-το-
πάρει-αρ. Είπα στον εαυτό μου ότι θα περνούσε και όταν δεν πέρασε και η Παμ μου είπε ότι ήθελε διαζύγιο, αυτό που ακολούθησε την έκρηξη της οργής ήταν η ανακούφιση. Γιατί τώρα μπορούσα δικαιολογημένα να τρέφω αυτό το αίσθημα της αποξένωσης, τουλάχιστον απέναντι της. Τώρα πραγματικά ήταν μια ξένη. Είχε βγάλει τη φανέλα των Φρίμαντλ και είχε εγκαταλείψει την ομάδα. Τις πρώτες μου βδομάδες στο Ντούμα, εκείνη η αίσθηση της απόστασης που δημιουργούσε η αποξένωση μου επέτρεπε να υπεκφεύγω με άνεση και χωρίς τύψεις. Απαντούσα σε γράμματα και email από ανθρώπους όπως ο Τομ Ράιλι, η Κάθι Γκριν και ο Γουίλιαμ Μπόουζμαν ο Τρίτος - ο αθάνατος Μπόζι- με κοφτές φράσεις (Είμαι καλά, ο καιρός είναι καλός, τα κόκαλα γιατρεύονται) που ελάχιστα ανταποκρίνονταν στην πραγματική μου ζωή. Κι όταν οι προσπάθειες επικοινωνίας τους στην αρχή αραίωσαν και ύστερα έπαψαν, δε λυπήθηκα. Μόνο η Ίλσε φαινόταν να είναι ακόμα στην ομάδα μου. Μόνο η Ίλσε αρνήθηκε να δώσει πίσω τη φανέλα της. Δεν ένιωσα ποτέ αυτή την αίσθηση της αποξένωσης στην περίπτωσή της. Η Ίλσε ήταν ακόμα στο δικό μου στρατόπεδο και προσπαθούσε πάντα να κρατάει επικοινωνία μαζί μου. Αν δεν της έστελνα ένα e-mail κάθε μέρα, τηλεφωνούσε. Αν δεν της τηλεφωνούσα κάθε τρίτη μέρα, μου τηλεφωνούσε εκείνη. Και σ' αυτήν ποτέ δεν είπα ψέματα, ότι τάχα έκανα σχέδια να ψαρέψω στον Κόλπο ή να επισκεφθώ το Εθνικό Πάρκο Έβεργκλεϊντς. Στην Ίλσε είπα την αλήθεια, ή, τουλάχιστον, όση από την αλήθεια μπορούσα να της πω χωρίς ν' ακουστώ τρελός. Της είπα, για παράδειγμα, για τους πρωινούς μου περιπάτους στην παραλία κι ότι κάθε μέρα έφτανα και λίγο πιο μακριά, αλλά όχι για το Παιχνίδι Των Αριθμών, γιατί θα είχε ακουστεί γελοίο... ή ίσως νευρωτικό, ίσως αυτός να είναι ο πιο σωστός όρος. Εκείνο το πρώτο πρωινό, τόλμησα να απομακρυνθώ μόνο τριάντα οχτώ βήματα από το Μεγάλο Ροζ. Την επόμενη μέρα ξαναήπια ένα τεράστιο ποτήρι πορτοκαλοχυμό και στη συνέχεια άρχισα πάλι να περπατάω νότια κατά μήκος της ακτής. Αυτή τη φορά έκανα σαράντα πέντε βήματα, που, αν λάβουμε υπόψη ότι τα έκανα τρεκλίζοντας χωρίς την πατερίτσα, εκείνο τον Katpo ήταν για μένα μεγάλος άθλος. Τα κατάφερα λέγοντας στον εαυτό μου ότι στην πραγματικότητα ήταν μόνο εννιά. Σ' αυτό ακριβώς το τέχνασμα
βασίζεται Το Παιχνίδι Των Αριθμών. Κάνεις ένα βήμα, ύστερα δύο βήματα, ύστερα τρία, ύστερα τέσσερα, και στο κάθε πέμπτο μηδενίζεις το κοντέρ του μυαλού σου, ώσπου να φτάσεις στο εννιά. Κι όταν προσθέσεις όλους τους αριθμούς από το ένα μέχρι το εννιά, συνειδητοποιείς ότι έχεις κάνει σαράντα πέντε βήματα. Αν αυτό σας φαίνεται σαν παλαβό, δε θα διαφωνήσω. Το τρίτο πρωινό έπεισα τον εαυτό μου να απομακρυνθεί δέκα βήματα από το Μεγάλο Ροζ χωρίς πατερίτσα, που στην πραγματικότητα ήταν πενήντα πέντε, ή περίπου ογδόντα μέτρα πήγαιν' έλα. Μια βδομάδα αργότερα είχα φτάσει στα δεκαεφτά... και όταν προσθέσεις όλους εκείνους τους αριθμούς, έχεις κάνει συνολικά εκατόν πενήντα τρία βήματα. Θα έφτανα στο τέλος εκείνης της απόστασης, θα κοιτούσα πίσω το σπίτι μου και θα θαύμαζα πόσο μακρινό θα μου φαινόταν. Και θα μου λύγιζαν λίγο τα γόνατα στη .σκέψη ότι θα έπρεπε να ξανακάνω όλο αυτόν το δρόμο πίσω. Μπορείς να τα καταφέρεις, θα έλεγα στον εαυτό μου. Είναι εύκολο. Μόνο δεκαεφτά βήματα όλα κι όλα. Αυτό θα έλεγα στον εαυτό μου, αλλά δεν το είπα στην Ίλσε. Λίγο πιο μακριά κάθε μέρα, αφήνοντας πίσω μου αποφασιστικές πατημασιές. Όταν πια ο Αϊ-Βασίλης εμφανίστηκε στο Μολ της Μπενίβα Ρόουντ, όπου με πήγαινε μερικές φορές ο Τζακ Καντόρι για ψώνια, συνειδητοποίησα κάτι εκπληκτικό: όλες οι πατημασιές που άφηνα όταν κατευθυνόμουν προς το Νότο ήταν καθαρές. Τα χνάρια του δεξιού αθλητικού παπουτσιού μου δεν άρχιζαν να σέρνονται και να γίνονται ακαθόριστα παρά μόνο στο δρόμο της επιστροφής. Η άσκηση είναι εθιστική και δεν ήθελα να διακόπτω τη δική μου τις βροχερές μέρες. Ο δεύτερος όροφος του Μεγάλου Ροζ ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο. Υπήρχε μια τριανταφυλλιά μοκέτα από τοίχο σε τοίχο στο πάτωμα και μια τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στον Κόλπο του Μεξικού. Δεν υπήρχε τίποτ' άλλο. Ο Τζακ πρότεινε να κάνω μια λίστα με τα έπιπλα που ήθελα να βάλω εκεί πάνω, και είπε ότι θα τα έπαιρνε από το ίδιο κατάστημα ενοικίασης που είχε προμηθευτεί και την επίπλωση του ισογείου... εφόσον, βέβαια, η επίπλωση του ισογείου με ικανοποιούσε. Τον διαβεβαίωσα ότι η επίπλωση του ισογείου ήταν μια χαρά, αλλά είπα ότι δε θα χρειαζόμουν και πολλά στο δεύτερο όροφο. Μου άρεσε η αδειοσύνη εκείνου του χώρου. Μου κέντριζε τη φαντασία. Εκείνο που ήθελα,
είπα, ήταν τρία πράγματα: μια απλή καρέκλα με ίσια ράχη, ένα καβαλέτο ζωγραφικής και ένα διάδρομο γυμναστικής Σάιμπεξ. Θα μπορούσε ο Τζακ να μου προμηθεύσει αυτά τα πράγματα; Μπορούσε και το έκανε. Μέσα σε τρεις μέρες. Από τότε μέχρι και το τέλος, εκεί ανέβαινα συνήθως για να σχεδιάσω ή να ζωγραφίσω, αλλά και για να αθληθώ τις μέρες που ο καιρός με έκλεινε στο σπίτι. Η απλή καρέκλα με την ίσια ράχη ήταν το μόνο πραγματικό έπιπλο που υπήρξε εκεί κατά τη διαμονή μου στο Μεγάλο Ροζ. Όπως και να 'χει, οι βροχερές μέρες ήταν μετρημένες στα δάχτυλα -δεν αποκαλούν χωρίς λόγο τη Φλόριντα «Ηλιόλουστη Πολιτεία». Καθώς οι περίπατοι μου προς το Νότο γίνονταν όλο και πιο μακρινοί, η μία ή δύο μικρές κουκκίδες που είχα δει εκείνο το πρώτο πρωινό πήραν τελικά τη μορφή δύο ανθρώπων -τις περισσότερες μέρες, τουλάχιστον, ήταν δύο. Ο ένας ήταν μια γυναίκα σε αναπηρικό καροτσάκι που φορούσε μάλλον ένα ψάθινο καπέλο. Ο άλλος ήταν ένας άντρας που έσπρωχνε το καροτσάκι και στη συνέχεια καθόταν πλάι του. Εμφανίζονταν στην παραλία κατά τις εφτά το πρωί. Μερικές φορές ο άντρας που μπορούσε να περπατήσει άφηνε για λίγο μόνη τη γυναίκα στο καροτσάκι, για να επιστρέψει κρατώντας κάτι που λαμποκοπούσε στο πρωινό ηλιόφως. Υπέθετα ότι ήταν μια καφετιέρα, ένας δίσκος πρωινού ή και τα δύο. Υπέθετα επίσης ότι έρχονταν από τη χασιέντα με την τεράστια στέγη από πορτοκαλιά κεραμίδια. Αυτό ήταν το τελευταίο σπίτι που φαινόταν προς εκείνη την κατεύθυνση στο Ντούμα Κη, προτού ο δρόμος χωθεί μέσα στην πυκνή βλάστηση που σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού.
ϊν Δεν μπορούσα να συνηθίσω εντελώς την αδειοσύνη του τόπου. «Λένε ότι είναι πολύ ήσυχα εκεί», μου είχε πει η Σάντι Σμιθ, αλλ' ωστόσο εγώ είχα φανταστεί την παραλία να γεμίζει κόσμο το μεσημέρι: ζευγάρια που θα λιάζονταν πάνω σε κουβέρτες αλείφοντας ο ένας τον άλλο με άφθονες δόσεις αντηλιακού, φοιτητές που θα έπαιζαν βόλεϊ με iPod στερεωμένα γύρω από τους δικεφάλους τους, παιδάκια με αστεία φαρδιά μαγιό που θα τσαλαβουτούσαν στην ά-
κρη του νερού ενώ τζετ σκι θα πηγαινοέρχονταν με θόρυβο σε μικρή απόσταση από την ακτή. Ο Τζακ μου υπενθύμισε ότι ήταν μόνο Δεκέμβριος. «Για τον τουρισμό της Φλόριντα», είπε, «ο μήνας ανάμεσα στη γιορτή των Ευχαριστιών και στα Χριστούγεννα είναι νεκρή περίοδος. Ίσως όχι τόσο άσχημα όσο τον Αύγουστο, αλλά οπωσδήποτε η κίνηση είναι πολύ περιορισμένη. Επίσης...» Έδειξε γύρω μας με μια κίνηση του χεριού. Στεκόμασταν έξω, πλάι στο γραμματοκιβώτιο με το ζωγραφισμένο κόκκινο 13, εγώ ακουμπισμένος στην πατερίτσα μου, ο Τζακ νέος και αρτιμελής, μ' ένα κομμένο τζιν σορτσάκι κι ένα μπλουζάκι των Τάμπα Ντέβιλ Ρέις, κουρελιασμένο καταπώς το απαιτούσε η μόδα. «Δε θα 'λεγα ότι αυτό το μέρος αποτελεί τουριστικό προορισμό. Βλέπεις καθόλου εκπαιδευμένα δελφίνια; Το μόνο που υπάρχει είναι εφτά σπίτια, αν λογαριάσουμε κι εκείνο το μεγάλο εκεί κάτω... και η ζούγκλα. Όπου υπάρχει άλλο ένα σπίτι το οποίο ρημάζει, παρεμπιπτόντως. Αυτό σύμφωνα με κάποιες από τις ιστορίες που άκουσα στο Κέισι Κη». «Τι ακριβώς συμβαίνει με το Ντούμα, Τζακ; Κοντά δεκατέσσερα χιλιόμετρα πρώτης τάξεως γης, στο καλύτερο σημείο της Φλόριντα, με όλες τις προδιαγραφές για να μοσχοπουληθούν σαν οικόπεδα, με μια θαυμάσια παραλία, και δεν έχει αξιοποιηθεί; Τι πάει στραβά με αυτό το μέρος;» Σήκωσε τους ώμους. «Υπάρχει στη μέση κάποια μακροχρόνια αντιδικία, αυτό μόνο ξέρω. Θέλεις να δω αν μπορώ να μάθω περισσότερα;» Το σκέφτηκα λίγο κι ύστερα κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Σε πειράζει;» Ο Τζακ έδειχνε ειλικρινά περίεργος. «Όλη αυτή η ησυχία; Γιατί εμένα θα μου έδινε λιγάκι στα νεύρα, για να πω τη μαύρη αλήθεια». «Όχι», είπα. «Καθόλου». Και ήταν αλήθεια. Η ίαση είναι μια μορφή εξέγερσης, κι όπως νομίζω ότι έχω ήδη πει, όλες οι επιτυχημένες εξεγέρσεις αρχίζουν στα κρυφά. «Πώς περνάς τον καιρό σου; Αν δε σε πειράζει που ρωτάω;» «Γυμνάζομαι τα πρωινά. Διαβάζω. Κοιμάμαι τα απογεύματα. Και σχεδιάζω. Ίσως τελικά να δοκιμάσω και να ζωγραφίσω, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο». «Κάποια από τα σχέδιά σου είναι πολύ καλά για ερασιτέχνη». «Ευχαριστώ, Τζακ, αυτό που λες είναι πολύ ευγενικό».
Δεν ήξερα αν προσπαθούσε να είναι απλώς ευγενικός ή αν μου έλεγε τη δική του εκδοχή της αλήθειας. Ίσως και να μην είχε σημασία. Σε θέματα όπως η ζωγραφική, κάθε κρίση είναι υποκειμενική, δε συμφωνείτε; Το μόνο που ήξερα ήταν ότι κάτι συνέβαινε σ' εμένα. Μέσα μου. Κάποιες φορές με τρόμαζε λίγο. Κυρίως όμως μ' έκανε να νιώθω θαυμάσια. Τις περισσότερες φορές σχεδίαζα επάνω, στο δωμάτιο που είχα καταλήξει να το σκέφτομαι ως το Μικρό Ροζ. Η μοναδική θέα που είχες από εκεί ήταν ο Κόλπος και η γραμμή του ορίζοντα, αλλά είχα μια ψηφιακή κάμερα και μερικές φορές έπαιρνα φωτογραφίες κι από άλλα πράγματα, τις εκτύπωνα, τις στερέωνα στο καβαλέτο μου (που ο Τζακ και εγώ το είχαμε στρέψει έτσι που ο δυνατός απογευματινός ήλιος να χτυπάει πάνω στο χαρτί) και τα ζωγράφιζα κι αυτά. Δεν υπήρχε καμιά λογική και καμιά αλληλουχία σ' εκείνες τις φωτογραφίες, μόλο που, όταν το έγραψα αυτό στον Κέιμεν σ' ένα e-mail, μου απάντησε ότι το υποσυνείδητο μας γράφει ποίηση αν το αφήσουμε ελεύθερο. Ίσως si, ίσως no. Ζωγράφισα το γραμματοκιβώτιο μου. Ζωγράφισα τα φυτά που έβρισκα γύρω από το Μεγάλο Ροζ και στη συνέχεια έβαλα τον Τζακ να μου αγοράσει ένα βιβλίο -Συνήθη Φυτά των Ακτών της Καλιφόρνιας- ώστε να μπορώ να δίνω ονόματα στις ζωγραφιές μου. Τα ονόματα έμοιαζαν να βοηθάνε -να προσθέτουν δύναμη, με κάποιον τρόπο. Είχα ανοίξει πλέον το δεύτερο κουτί μου με τις ξυλομπογιές... και είχα ένα τρίτο να περιμένει σε εφεδρεία. Υπήρχαν αλόες- στατικές, μ' εκείνα τα χαρακτηριστικά τσαμπιά από λιλιπούτεια κίτρινα λουλουδάκια (που το καθένα τους είχε στο κέντρο του μια μικροσκοπική καρδιά στο πιο βαθύ βιολετί)· λιόπρινα με μακριά λογχωτά φύλλα- και το πιο αγαπημένο μου, σοφόρες, που το Συνήθη Φυτά των Ακτών της Φλόριντα τις ονόμαζε επίσης θάμνους-περιδέραια, από τους μικροσκοπικούς λοβούς που κρέμονται σαν κολιέ απ' τα κλαδιά τους. Ζωγράφισα και κοχύλια. Φυσικό ήταν. Υπήρχαν κοχύλια παντού, ένας άπειρος αριθμός από κοχύλια ακόμα και στην περιορισμένη ακτίνα όπου μπορούσαν να με πάνε τα πόδια μου. Το Ντούμα Κη ήταν φτιαγμένο από κοχύλια και σύντομα έφερνα στο σπίτι ντουζίνες επιστρέφοντας από κάθε περίπατο μου. Και σχεδόν κάθε βράδυ, όταν ο ήλιος χαμήλωνε στη Δύση, σχε-
δίαζα το ηλιοβασίλεμα. Ήξερα ότι τα ηλιοβασιλέματα ήταν ένα κλισέ και γι' αυτό τα έφτιαχνα. Μου φαινόταν πως, αν κατόρθωνα να υπερβώ το φραγμό του τετριμμένου και καθημερινού έστω και μια φορά, μπορεί να έφτανα κάπου. Έτσι συσσώρευα τη μια ζωγραφιά μετά την άλλη, και καμιά τους δε μου φαινόταν ιδιαίτερα σπουδαία. Προσπάθησα να προσθέσω πάλι λίγο πορτοκαλί πάνω από το κίτρινο, αλλά οι επόμενες προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν. Εκείνος ο βαρύς, πυρακτωμένος τόνος πάντα έλειπε. Κάθε ηλιοβασίλεμα ήταν απλά ένα άψυχο σχέδιο με ξυλομπογιές, όπου τα χρώματα έλεγαν Προσπαθώ να σας δείξω ότι ο ορίζοντας φλέγεται. Το δίχως άλλο θα μπορούσες να αγοράσεις σαράντα καλύτερα σε οποιοδήποτε υπαίθριο παζάρι τέχνης κάποιο Σάββατο στη Σαρασότα ή στο Βένις Μπιτς. Φύλαξα μερικές από αυτές τις ζωγραφιές, αλλά οι περισσότερες μου προξενούσαν τέτοια αποστροφή, που τις πέταξα. Ένα βράδυ, ύστερα από κάμποσες ακόμα αποτυχημένες προσπάθειες, ενώ γι' άλλη μια φορά παρακολουθούσα τον πύρινο δίσκο του ήλιου να χάνεται αφήνοντας πίσω του εκείνο το οργιαστικό παιχνίδι των χρωμάτων που θύμιζε Χαλοουίν, σκέφτηκα: Λείπει το πλοίο. Αυτό ήταν που έδωσε στην πρώτη μου προσπάθεια εκείνη τη μικρή νότα μαγείας. Ο τρόπος που το ηλιοβασίλεμα έμοιαζε να λάμπει κατευθείαν μέσα από την καρίνα του. Πιθανώς, αλλά τώρα δεν υπήρχε πλοίο στ' ανοιχτά να σπάει τη γραμμή του ορίζοντα· ήταν μια ολόισια γραμμή, με το πιο σκούρο μπλε από κάτω κι ένα λαμπερό πορτοκαλοκίτρινο από πάνω, που πιο ψηλά έδινε τη θέση του σε μια αχνοπράσινη απόχρωση την οποία μπορούσα να δω αλλά δεν μπορούσα να αναπαραγάγω, τουλάχιστον με τις δυνατότητες που μου παρείχε το πενιχρό κουτί με τα χρωματιστά μολύβια μου. Υπήρχαν καμιά εικοσαριά ή και τριανταριά εκτυπωμένες φωτογραφίες σκορπισμένες γύρω από τα πόδια του καβαλέτου μου. Το μάτι μου έτυχε να πέσει στο κοντινό πλάνο ενός περιδέραιου της σοφόρας. Καθώς το κοιτούσα, το φασματικό δεξί μου μπράτσο άρχισε να με φαγουρίζει. Έχωσα το κίτρινο μολύβι μου ανάμεσα στα δόντια μου, έσκυψα, σήκωσα τη φωτογραφία με τη σοφόρα και τη μελέτησα. Το φως λιγόστευε τώρα, αλλά σταδιακά -το επάνω δωμάτιο που είχα βαφτίσει Μικρό Ροζ συνέχιζε να έχει φως για πολλή ώρα μετά τη δύση του ηλίου-, και υπήρχε αρκετό για να θαυμάσω τις λεπτομέρειες· η ψηφιακή κάμερά μου έπαιρνε εξαιρετικά κοντινά πλάνα.
Χωρίς να σκεφτώ τι έκανα, στερέωσα τη φωτογραφία στην άκρη του καβαλέτου και πρόσθεσα το περιδέραιο της σοφόρας στο ηλιοβασίλεμά μου. Δούλεψα γρήγορα, κάνοντας πρώτα το σχέδιο -στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από μια σειρά τόξα, αυτή ήταν η σοφόρα- και ύστερα χρωματίζοντας: μαύρο πάνω στο καφέ, ύστερα μερικές λαμπερές μολυβιές κίτρινου, τα απομεινάρια ενός λουλουδιού. Θυμάμαι την απόλυτη συγκέντρωσή μου σ' αυτό που έκανα, θαρρείς και εκείνες τις στιγμές υπήρχαμε μόνο αυτό κι εγώ, όπως μου συνέβαινε μερικές φορές τον πρώτο καιρό που είχα ξεκινήσει τη δική μου επιχείρηση, όταν σε κάθε κτίριο (σε κάθε προσφορά, για την ακρίβεια) ένιωθα ότι τα έπαιζα όλα για όλα. Θυμάμαι που έβαλα το μολύβι στο στόμα μου άλλη μια φορά κάποια στιγμή, για να μπορέσω να ξύσω το μπράτσο που δεν ήταν εκεί· πάντα ξεχνούσα εκείνο το χαμένο μέλος μου. Όταν κουβαλούσα κάτι στο αριστερό μου χέρι και αφαιρούμουν, μερικές φορές πήγαινα να ανοίξω μια πόρτα με το δεξί. Οι ακρωτηριασμένοι ξεχνάνε, αυτό είναι όλο. Το μυαλό τους ξεχνάει και, καθώς οι πληγές επουλώνονται, το κορμί τους τους το επιτρέπει. Αυτό που κυρίως θυμάμαι από κείνο το βράδυ είναι η υπέροχη, ευτυχισμένη αίσθηση που είχα για τρία ή τέσσερα λεπτά, ότι είχα κατορθώσει κάτι άπιαστο, σαν να είχα παγιδέψει μια πραγματική αστραπή μέσα σ' ένα μπουκάλι. Το δωμάτιο είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, οι σκιές έμοιαζαν να προελαύνουν πάνω στην τριανταφυλλιά μοκέτα προς το ορθογώνιο της τζαμαρίας που θάμπωνε ολοένα πιο πολύ. Το ελάχιστο φως που έπεφτε πια στο καβαλέτο μου δε μου επέτρεπε να δω καλά αυτό που είχα κάνει. Σηκώθηκα, παρέκαμψα κούτσα κούτσα το διάδρομο της γυμναστικής για να φτάσω το διακόπτη πλάι στην πόρτα, και άνοιξα το φως της οροφής. Ύστερα γύρισα πίσω, έστρεψα το καβαλέτο προς το φως και μου κόπηκε η ανάσα. Το περιδέραιο της σοφόρας έμοιαζε να ορθώνεται πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα σαν το πλοκάμι ενός θαλάσσιου όντος αρκετά μεγάλου για να καταπιεί το μεγαλύτερο τάνκερ του κόσμου. Το ένα και μοναδικό κίτρινο άνθος θα μπορούσε να είναι το μάτι ενός άλιεν. Και, το πιο σημαντικό για μένα, είχε με κάποιον τρόπο ξαναδώσει στο ηλιοβασίλεμα την αλήθεια της καθημερινής ομορφιάς του. Εκείνη τη ζωγραφιά τη φύλαξα. Ύστερα πήγα κάτω, ζέστανα στο
φούρνο μικροκυμάτων ένα έτοιμο γεύμα με τηγανητό κοτόπουλο και το έφαγα μέχρι την τελευταία μπουκιά κατευθείαν από το κουτί. ν Το επόμενο βράδυ έντυσα το ηλιοβασίλεμα με κλωνάρια αγρόπυρου, κι όπως το έντονο πορτοκαλί έλαμπε μέσα από το πράσινο, έκανε τον ορίζοντα να φαντάζει σαν πυρκαγιά σε δάσος. Το μεθεπόμενο βράδυ δοκίμασα να προσθέσω φοινικιές, αλλά δε βγήκε τίποτα, ήταν απλώς άλλο ένα κλισέ, μπορούσα σχεδόν να δω Χαβανέζες να χορεύουν χούλα-χούλα και ν' ακούσω τη μελωδία των γιουκαλέλι. Ύστερα έβαλα στον ορίζοντα ένα μεγάλο κοχύλι τρίτωνα, με το ηλιοβασίλεμα να πυρπολεί τον ουρανό γύρω του σαν φωτεινό στέμμα, και το αποτέλεσμα ήταν -για μένα, τουλάχιστον- σχεδόν αφόρητα ανατριχιαστικό. Εκείνη τη ζωγραφιά την ακούμπησα ανάποδα στον τοίχο, με τη σκέψη πως όταν θα την ξανακοιτούσα την επόμενη μέρα θα είχε χάσει τη μαγεία της, αλλά δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Κατά την άποψή μου, τουλάχιστον. Τη φωτογράφησα με την ψηφιακή μου κάμερα κι έστειλα τη φωτογραφία με ένα e-mail στο δόκτορα Κέιμεν. Είχε ως αποτέλεσμα την εξής επικοινωνία, την οποία εκτύπωσα και φύλαξα σε ένα ντοσιέ: EFree19 προς KamenDoc 10:14 π.μ. 9 Δεκεμβρίου Κέιμεν: Σου είπα ότι ξανάρχισα να ζωγραφίζω. Εσύ είσαι ο υπεύθυνος γι1 αυτό, συνεπώς το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να 6εις το συνημμένο και να μου πεις τη γνώμη σου. Είναι η θέα από το σπίτι μου ε6ώ κάτω. Μη λυπηθείς ΐ α αισθήματα μου. Ένχγκαρ
KamenDoc προς EFree19 1 2 : 0 9 μ.μ. 9 Δεκεμβρίου Έντγκαρ: νομίζω ότι η κατάσταση σου βελτιώνεται. ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ. Κέιμεν Υ.Γ. Μα την πίστη μου, η ζωγραφιά είναι καταπληκτική. Σαν άγνωστο έργο του Νταλί. Σαφώς έχεις ανακαλύψει κάτι. Πόσο μεγάλο είναι; EFree19 προς KamenDoc 1:13 μ.μ. 9 Δεκεμβρίου Δεν ξέρω. Μεγάλο, ίσως. EF KamenDoc προς EFree19 1:22 μ.μ. 9 Δεκεμβρίου Τότε ΑΝΤΛΗΣΕ ΤΟ! Κέιμεν
Δυο μέρες αργότερα, όταν ο Τζακ πέρασε να δει αν χρειαζόμουν κάτι, είπα ότι ήθελα να πάω σε ένα βιβλιοπωλείο και να αγοράσω ένα λεύκωμα με πίνακες του Σαλμάν Νταλί. Ο Τζακ γέλασε. «Νομίζω ότι εννοείς του Σαλβαντόρ Νταλί», είπε. «Εκτός κι αν έχεις στο νου σου τον τύπο που έγραψε εκείνο το βιβλίο και που ύστερα τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν κι έπρεπε να κρύβεται. Δεν μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο του». «Τους Σατανικούς Στίχους», είπα μονομιάς. Περίεργα παιχνίδια μάς παίζει το μυαλό, δε συμφωνείτε; Όταν επέστρεψα με το λεύκωμά μου -μου κόστισε το συγκλονιστικό ποσό των εκατόν ενενήντα δολαρίων, ακόμα και με την εκπτωτική κάρτα που έχω για τα βιβλιοπωλεία Μπαρνς & Νομπλ,
πάλι καλά που είχα φυλάξει μερικά εκατομμύρια από το διαζύγιο για τον εαυτό μου- το λαμπάκι που με ειδοποιούσε ότι έχω καινούρια μηνύματα στον τηλεφωνητή μου αναβόσβηνε. Ήταν η Ίλσε, και το μήνυμα ήταν αινιγματικό μόνο στο πρώτο άκουσμα. «Θα σου τηλεφωνήσει η μαμά», είπε. «Χρησιμοποίησα όλη μου τη γαλιφιά, μπαμπά -της θύμισα όλες τις χάρες που μου χρωστούσε, πρόσθεσα και το πιο ευγενικό μου παρακαλώ πολύ και σχεδόν ικέτεψα τη Λιν, γι' αυτό πες ναι, εντάξει; Πες ναι. Για χάρη μου». Κάθισα, έφαγα μια πίτα Τέιμπλ Τοκ που την περίμενα τόσες ώρες σαν τρελός αλλά που δεν την ήθελα πια, και ξεφύλλισα το ακριβό μου λεύκωμα σκεπτόμενος -και είμαι βέβαιος ότι δεν ήμουν ο πρώτος- Καλώς σε βρήκα, Νταλί. Δε μ' εντυπωσίασαν όλα όσα είδα. Πολύ συχνά είχα την αίσθηση ότι κοιτούσα το έργο ενός ταλαντούχου εξυπνάκια, που ουσιαστικά δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να σκοτώνει τον καιρό του. Ωστόσο, κάποιοι πίνακες με αναστάτωσαν και μερικοί με τρόμαξαν όπως με είχε τρομάξει το δικό μου ηλιοβασίλεμα με το κοχύλι του τρίτωνα. Οι τίγρεις που μετεωρίζονταν πάνω από μια ξαπλωμένη γυμνή γυναίκα. Ένα αιωρούμενο τριαντάφυλλο. Και ιδιαίτερα ένας πίνακας, με τίτλο Κύκνοι που Αντανακλώνται σαν Ελέφαντες, ήταν τόσο αλλόκοτος που σχεδόν δεν άντεχα να τον κοιτάξω... ωστόσο όλο επέστρεφα σ' εκείνη τη σελίδα για να του ρίξω άλλη μια ματιά. Κι αυτό που έκανα στην πραγματικότητα ήταν να περιμένω την οσονούπω πρώην σύζυγο μου να μου τηλεφωνήσει και να με καλέσει στο Σεντ Πολ, για να περάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί με τα κορίτσια. Τελικά το τηλέφωνο χτύπησε, και όταν η Παμ είπε Σου απευθύνω αυτή την πρόσκληση παρά τη θέληση μου αντιστάθηκα στην παρόρμηση ν' απαντήσω στη χοντράδα της με το εξίσου δηκτικό: Κι εγώ τη δέχομαι παρά τη δική μου. Αυτό που είπα ήταν Το καταλαβαίνω αυτό. Αυτό που είπα ήταν Τι θα έλεγες για την παραμονή των Χριστουγέννων; Κι όταν εκείνη είπε Εντάξει, κάτι από εκείνη τη θωρακισμένη και ετοιμοπόλεμη χροιά είχε φύγει από τη φωνή της. Ο καβγάς που θα μπορούσε να είχε καταστρέψει τα Χριστούγεννα Με Την Οικογένεια εν τη γενέσει τους είχε αποφευχθεί. Χωρίς αυτό να κάνει ετούτη την επιστροφή μια καλή ιδέα. ΑΝΤΛΗΣΕ ΤΟ, μου είχε γράψει ο Κέιμεν, και μάλιστα με μεγάλα κεφαλαία γράμματα. Υποπτευόμουν ότι, αν έφευγα τώρα, μπορεί να το σκότωνα αντί να το αντλήσω. Θα επέστρεφα βέβαια στο
Ντούμα Κη... όμως αυτό δε σήμαινε ότι θα μπορούσα να ξαναβρώ και το ρυθμό μου. Οι περίπατοι, οι ζωγραφιές. Το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Δεν ήξερα ακριβώς πώς, ούτε χρειαζόμουν να ξέρω. Όμως η Ίλι: Πες ναι. Για χάρη μου. Ήξερε ότι θα το έκανα, όχι επειδή ήταν η αδυναμία μου (νομίζω ότι η Λιν ήταν εκείνη που το ήξερε αυτό), αλλά επειδή ανέκαθεν ήταν ικανοποιημένη με πολύ λίγα και πολύ σπάνια ζητούσε οτιδήποτε. Και επειδή, όταν άκουσα το μήνυμά της, θυμήθηκα πώς είχε βάλει τα κλάματα τη μέρα που αυτή και η Μελίντα είχαν έρθει να με δουν στη λίμνη Φάλεν, ακουμπώντας πάνω μου και ρωτώντας γιατί τα πράγματα δεν μπορούσαν να ξαναγίνουν όπως πριν. Επειδή τα πράγματα ποτέ δεν ξαναγίνονται όπως πριν, νομίζω ότι απάντησα, αλλά ίσως για μερικές μέρες να μπορούσαν να ξαναγίνουν... ή τουλάχιστον να μπορούσαμε να σκηνοθετήσουμε ένα αρκετά ικανοποιητικό αντίγραφο τους. Η Ίλσε ήταν δεκαεννιά χρονών, πιθανώς πολύ μεγάλη για να χαρεί μια τελευταία φορά τα Χριστούγεννα σαν παιδί, αλλά οπωσδήποτε όχι και τόσο μεγάλη που να μην της αξίζει να περάσει ακόμα μια φορά Χριστούγεννα με την οικογένεια στην οποία είχε μεγαλώσει. Και το ίδιο ίσχυε και για τη Λιν. Οι δικές της ικανότητες επιβίωσης ήταν καλύτερες, αλλά επέστρεφε στο σπίτι από τη Γαλλία, και αυτό μου έλεγε κάτι. Εντάξει, λοιπόν. Θα πήγαινα, θα φορούσα το καλύτερο χαμόγελο μου και δε θα ξεχνούσα να βάλω στη βαλίτσα μου τη Ρίμπα, για την περίπτωση που θα με κυρίευε μια από τις κρίσεις οργής μου. Είχαν αρχίσει να μετριάζονται, αλλά, βέβαια, στο Ντούμα Κη δεν υπήρχε κανένας πραγματικός λόγος για να οργιστώ, εκτός από την τάση μου να ξεχνάω κάπου κάπου πράγματα και την ενοχλητική μου κουτσαμάρα. Τηλεφώνησα στην εταιρεία ναύλωσης αεροπλάνων που χρησιμοποιούσα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και έκλεισα ένα Λίαρτζετ, από τη Σαρασότα στο Διεθνές Αεροδρόμιο Μινεάπολης- Σεντ Πολ, που θα έφευγε στις 24 Δεκεμβρίου, η ώρα 9:00 το πρωί. Τηλεφώνησα στον Τζακ, ο οποίος είπε ότι ευχαρίστως θα με πήγαινε με το αυτοκίνητο στην Ντόλφιν Αβιέισον και θα ερχόταν να με ξαναπάρει στις είκοσι οχτώ του μηνός. Και τότε, τη στιγμή ακριβώς που τα είχα κανονίσει όλα ωραία και καλά, τηλεφώνησε η Παμ για να μου πει ότι τα Χριστούγεννα στο Σεντ Πολ ακυρώνονταν.
Ο πατέρας της Παμ ήταν ένας απόστρατος πεζοναύτης. Αυτός και η γυναίκα του είχαν μετακομίσει στο Παλμ Ντέζερτ της Καλιφόρνιας την τελευταία χρονιά του εικοστού αιώνα, για να εγκατασταθούν σε μια από εκείνες τις φρουρούμενες κοινότητες όπου υπάρχουν για δείγμα ένα ζευγάρι Αφροαμερικανών και τέσσερα ζευγάρια Εβραίων. Παιδιά και χορτοφάγοι δεν επιτρέπονται. Οι ένοικοι πρέπει να ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς και να έχουν στην κατοχή τους μικρά σκυλιά με κολάρα στολισμένα με στρας, ηλίθιο βλέμμα και ονόματα που τελειώνουν σε l Το Τάφι είναι καλό, το Κάσι καλύτερο, και κάτι όπως το Ριφιφί είναι η απόλυτη σιχαμάρα. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει ότι ο πατέρας της Παμ έπασχε από καρκίνο του παχέος εντέρου. Δε με εξέπληξε. Βάλε μαζί ένα τσούρμο λευκούς κρετίνους και θα βρεις αυτόν το διάολο να φοριέται πολύ. Δεν το είπα αυτό στη σύζυγο μου, που ξεκίνησε ψυχωμένη και στη συνέχεια αναλύθηκε σε δάκρυα. «Έχει αρχίσει τις χημειοθεραπείες, αλλά η μαμά λέει ότι αυτό το πράγμα μπορεί να έχει ήδη κάνει μετασ... μεσασ... ω, όπως διάβολο κι αν λέγεται. Χριστέ μου, ακούγομαι σαν εσένα!» Και τότε, συνεχίζοντας να μυξοκλαίει αλλά και με φωνή σοκαρισμένη και ταπεινωμένη, πρόσθεσε: «Συγνώμη, Έντι, αυτό που είπα ήταν τρομερό». «Όχι, δεν ήταν», είπα. «Δεν ήταν καθόλου τρομερό. Και η λέξη που έψαχνες είναι μετάσταση». «Ναι. Ευχαριστώ. Τέλος πάντων, θα τον εγχειρήσουν για να αφαιρέσουν τον κυρίως όγκο απόψε». Έβαλε πάλι τα κλάματα. «Δεν το πιστεύω ότι συμβαίνει αυτό στον μπαμπά μου». «Ηρέμησε», είπα. «Κάνουν θαύματα αυτές τις μέρες. Εγώ είμαι η καλύτερη απόδειξη». Είτε δε με θεωρούσε θαύμα είτε δεν ήθελε να υπεισέλθει σ' αυτό το θέμα. «Τέλος πάντων, τα Χριστούγεννα εδώ αναβάλλονται». «Φυσικά». Και η αλήθεια; Χάρηκα. Χάρηκα όσο δε φαντάζεστε. «Πετάω για το Παλμ αύριο. Η Ίλσε έρχεται την Παρασκευή, η Μελίντα στις είκοσι. Υποθέτω... δεδομένου ότι εσύ και ο πατέρας μου ποτέ δεν καταφέρατε να συνεννοηθείτε πραγματικά...» Δεδομένου ότι κάποτε είχαμε κοντέψει να πλακωθούμε στις μπουνιές, όταν ο πεθερός μου είχε αναφερθεί στους Δημοκρατι-
κούς με το χαρακτηρισμό «τα Βρομοκομμούνια», σκέφτηκα ότι και λίγα έλεγε. Είπα, «Αν νομίζεις ότι δε θέλω να έρθω να περάσω τα Χριστούγεννα μαζί μ' εσένα και τα κορίτσια στο Παλμ Ντέζερτ, νομίζεις σωστά. Θα βοηθήσεις οικονομικά, κι ελπίζω πως οι δικοί σου θα καταλάβουν ότι έχω βάλει κι εγώ το χεράκι μου σ' αυτό...» «Δε νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να ανακατέψεις στη συζήτηση το αναθεματισμένο το βιβλιάριο των επιταγών σου!» Και ο θυμός είχε επιστρέψει, έτσι απλά. Σαν εκείνα τα κεφάλια των παλιάτσων με το ελατήριο που ξεπετιούνται μόλις ανοίγεις το κουτί. Ήθελα να πω Γιατί δεν πας να γαμηθείς, ξεδιάντροπη σκρόφα. Αλλά δεν το είπα. Εν μέρει τουλάχιστον, επειδή θα είχε βγει σαν ξεκρέμαστη στρόφα ή ίσως στενόψαρδη ξέρα. Με κάποιον τρόπο, το ήξερα. Ωστόσο, έφτασα στο τσακ. «Έντι;» Ακουγόταν μπουρινιασμένη, έτοιμη να στήσει καβγά με την παραμικρή αφορμή. «Δεν ανακατεύω το βιβλιάριο των επιταγών μου πουθενά», είπα, ακούγοντας προσεκτικά την κάθε μου λέξη. Βγήκαν όλες σωστές. Αυτό ήταν μια ανακούφιση. «Αέω απλώς ότι τα μούτρα μου στο προσκέφαλο του πατέρα σου είναι μάλλον απίθανο να επιταχύνουν την ανάρρωσή του». Για μια στιγμή ο θυμός - η μανία- παραλίγο να προσθέσει ότι ούτε εγώ είχα δει τα μούτρα του στο δικό μου προσκέφαλο. Και πάλι κατάφερα να κρατήσω τη γλώσσα μου, αλλά είχα πλέον αρχίσει να ιδρώνω. «Καλώς. Μήνυμα ελήφθη». Κόμπιασε. «Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα, Έντι;» Θα ζωγραφίσω το ηλιοβασίλεμα, σκέφτηκα. Ίσως αυτή τη φορά να το πετύχω σωστά. «Πιστεύω πως, αν είμαι καλό παιδί, μπορεί να λάβω μια πρόσκληση για να φάω με τον Τζακ Καντόρι και την οικογένειά του», είπα χωρίς να πιστεύω κάτι τέτοιο. «Ο Τζακ είναι ο νεαρός που δουλεύει για μένα». «Ακούγεσαι καλύτερα. Δυνατότερος. Εξακολουθείς να ξεχνάς πράγματα;» «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ», είπα. «Πολύ αστείο».
«Το γέλιο είναι το καλύτερο φάρμακο. Το διάβασα στο Ρίντερ 'ς Ντάιτζεστ». «Και το χέρι σου; Ακόμα έχεις εκείνες τις φασματικές αισθήσεις;» «Όχι», αποκρίθηκα ψέματα, «αυτό έχει πια σταματήσει για τα καλά». «Ωραία. Έκτακτα». Μια παύση. Ύστερα: «Έντι;» «Είμαι ακόμα εδώ», είπα. Και με βαθυκόκκινα μισοφέγγαρα στις παλάμες μου, από το σφίξιμο των γροθιών μου. Ακολούθησε μια μακριά παύση. Οι τηλεφωνικές γραμμές δε συρίζουν ούτε τριζοβολούν πια όπως όταν ήμουν παιδί, αλλά μπορούσα ν' ακούσω όλα τα χιλιόμετρα να αναστενάζουν ελαφρά ανάμεσά μας. Ακουγόταν όπως ο Κόλπος την ώρα της άμπωτης. Ύστερα είπε, «Λυπάμαι που εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα». «Κι εγώ», είπα, και όταν έκλεισε το τηλέφωνο, πήρα ένα από τα μεγαλύτερα κοχύλια μου και λίγο έλειψε να το εκσφενδονίσω στην οθόνη της τηλεόρασης. Αντί γι' αυτό, διέσχισα κούτσα κούτσα το δωμάτιο, άνοιξα την πόρτα και το πέταξα με δύναμη στον έρημο δρόμο. Δεν ένιωθα μίσος για την Παμ -κατά βάθος-, αλλά έμοιαζα να εξακολουθώ να μισώ κάτι. Ίσως εκείνη την άλλη ζωή. Ίσως απλώς τον εαυτό μου. vii ifsogirl88 προς EFree19 9 : 0 5 π.μ. S3 Δεκεμβρίου Αγαπητέ μπαμπά, Οι γιατροί 6ε λένε πολλά, αλλά ειλικρινά 6εν έχω καλό προαίσθημα για την εγχείρηση του παππού. Βέβαια μπορεί να φταίει απλώς η μαμά- πηγαίνει να επισκεφθεί τον παππού κάθε μέρα, παίρνει τη γιαγιά και προσπαθεί να παραμείνει «αισιόδοξη», αλλά την ξέρεις πώς είναι, βλέπει το ποτήρι πάντα μισοάδειο και ποτέ μισογεμάτο. Θέλω να έρθω να σε 6ω. Κοίταξα τις πτήσεις και μπορώ να πάρω μία για τη Σαρασάτα στις 2 6 . Προσγειώνεται στις 6 : 1 5 μ.μ., 6ική αας ώρα. Θα μπορούσα να μείνω για 6ύο ή τρεις μέρες. Σε παρακαλώ, πες ναι! θα μπορούσα επίσης
να φέρω η ίδια χα δωράκια μου, αντί να τα ταχυδρομήσω. Σ1 αγαπώ... Ίλσε Υ. Γ. Έχω κι ένα ξεχωριστό νέο.
Το σκέφτηκα καθόλου ή συμβουλεύτηκα απλώς τη φωνή του ενστίκτου μου; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ίσως να μην έκανα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ίσως το μόνο που μέτρησε να ήταν ότι ήθελα να τη δω. Όπως και να 'χει, απάντησα σχεδόν αμέσως. EFree19 προς ifsogirl88 9 : 1 7 μ. μ. 2 3 Δεκεμβρίου Ίλσε: Έλα χωρίς δισταγμούς! Κλείσε τα εισιτήρια σου κι εγώ θα είμαι ε κ ε ί για να σε συναντήσω με τον Τζακ Καντόρί, που τυχαίνει να είναι τα προσωπικό μου Χριστουγεννιάτικο Ξωτικό. Ελπίζω ότι θα σου αρέσει το φτωχικό μου, που το έχω ονομάσει Μεγάλο Ροζ. Μια λεπτομέρεια μόνο: μην κάνεις τίποτα χωρίς να ενημερώσεις τ η μητέρα σου & να πάρεις τ η συγκατάθεσή της. Έχουμε περάσει μερικές άσχημες φουρτούνες, όπως γνωρίζεις πολύ καλά. Ελπίζω ότι αυτές οι κακές εποχές είναι πλέον παρελθόν. Νομίζω ό ΐ ΐ καταλαβα/νε/ς. Μπαμπάς
Η δική της απάντηση ήταν εξίσου άμεση. Πρέπει να περίμενε κοντά στον υπολογιστή. ifsogir!88 προς EFree19 9 : 2 3 π.μ. 2 3 Δεκεμβρίου Το έχω ήδη συζητήσει με τη μαμά, λέει εντάξει. Προσπάθησα να πείσω και τη Λιν, αλλά προτιμά να μείνει εδώ πριν επιστρέψει στη Γαλλία. Μην της θυμώνεις.
Ίλσε Υ.Γ. Γιούπι! Είμαι ενθουσιασμένη!! ©
Μην της θυμώνεις. Μου φαινόταν ότι το If-So-Girl μου το έλεγε αυτό για τη μεγαλύτερη αδερφή της από τότε που άρχισε να μιλάει. Η Λιν δε θέλει να έρθει να ψήσουμε λουκάνικα γιατί δεν της αρέσουν τα χοτ ντογκ... αλλά μην της θυμώνεις. Η Λιν δεν μπορεί να φορέσει αυτού του είδους τα αθλητικά παπούτσια γιατί κανένα από τα παιδιά στην τάξη της δε φοράει πια μποτάκια... γι' αυτό μην της θυμώνεις. Η Λιν θέλει να τους πάει ο μπαμπάς του Ράιαν στο χορό... αλλά μην της θυμώνεις. Και ξέρετε ποιο ήταν το άσχημο; Ποτέ δεν της θύμωσα. Θα μπορούσα να είχα πει στη Λίνι ότι η προτίμησή μου για την Ίλσε ήταν όπως και το να χρησιμοποιώ το αριστερό μου χέρι αντί για το δεξί -κάτι που δεν μπορούσα να το ελέγξω- και αυτό απλώς θα είχε κάνει τα πράγματα χειρότερα, παρ' όλο που ήταν η αλήθεια. Ίσως ειδικά επειδή ήταν η αλήθεια. viii Η Ίλσε θα ερχόταν στο Ντούμα Κη, στο Μεγάλο Ροζ. Γιούπι, ήταν ενθουσιασμένη και, γιούπι, το ίδιο ήμουν κι εγώ. Ο Τζακ μου είχε βρει μια στρουμπουλή κυρία ονόματι Χουανίτα για να καθαρίζει δυο φορές την εβδομάδα και την έβαλα να φτιάξει το δωμάτιο των ξένων. Τη ρώτησα επίσης αν θα μπορούσε να φέρει φρέσκα λουλούδια την επομένη των Χριστουγέννων. Χαμογελώντας, μου πρότεινε κάτι που ακούστηκε σαν χρίκος κάκος. Ο εγκέφαλος μου, που πλέον ήταν απολύτως εξοικειωμένος με τη λεπτή τέχνη των συνειρμών, δεν κόλλησε περισσότερο από πέντε δευτερόλεπτα· είW στη Χουανίτα ότι ήμουν βέβαιος ότι την Ίλσε θα την ευχαριστούσε πολύ ένας χριστουγεννιάτικος κάκτος. Την παραμονή των Χριστουγέννων βρέθηκα να ξαναδιαβάζω το αρχικό e-mail της κόρης μου. Ο ήλιος πλησίαζε προς τη Δύση, βράζοντας ένα μακρύ και λαμπερό μονοπάτι πάνω στο νερό, αλλά χρειάζονταν τουλάχιστον δύο ώρες ακόμα μέχρι το δειλινό και καθόμουν στο δωμάτιο Φλόριντα. Η παλίρροια είχε ανεβεί. Κάτω α&ό το σπίτι, το παχύ στρώμα των κοχυλιών ανασάλευε και αλεθόταν, βγάζοντας εκείνο τον ήχο που έμοιαζε τόσο πολύ με ανάσα ή
με βραχνή εμπιστευτική ομιλία. Έτρεξα τον αντίχειρά μου πάνω στο υστερόγραφο -Έχω κι ένα ξεχωριστό νέο- και το δεξί μου μπράτσο, εκείνο που δεν ήταν πια εκεί, άρχισε να μυρμηγκιάζει. Η περιοχή όπου απλωνόταν εκείνο το μυρμήγκιασμα ήταν σαφώς, σχεδόν βασανιστικά, καθορισμένη. Άρχιζε από την πτύχωση του αγκώνα κι έφτανε μέχρι την εξωτερική πλευρά του καρπού. Βάθυνε κι έγινε ένα φαγούρισμα που λαχταρούσα να το ξύσω. Έκλεισα τα μάτια μου κι έκανα μια στράκα χτυπώντας τον αντίχειρα του δεξιού μου χεριού πάνω στο μεσαίο δάχτυλο. Δεν ακούστηκε ήχος, αλλά αισθάνθηκα τα δάχτυλα να συναντιούνται. Έτριψα το μπράτσο μου πάνω στο πλευρό μου και μπόρεσα να νιώσω το τρίψιμο. Κατέβασα το δεξί μου χέρι, που είχε προ πολλού καεί στον αποτεφρωτήρα ενός νοσοκομείου του Σεντ Πολ, στο μπράτσο της πολυθρόνας μου κι έπαιξα ταμπούρλο με τα δάχτυλα. Κανένας ήχος, αλλά η αίσθηση υπήρχε: δέρμα πάνω στην ψάθα. Θα ορκιζόμουν γι' αυτό στο Θεό. Ξαφνικά, ήθελα να σχεδιάσω. Σκέφτηκα ν' ανεβώ στο ευρύχωρο δωμάτιο του επάνω πατώματος, αλλά το Μικρό Ροζ μου φάνηκε πως ήταν πολύ μακριά. Πήγα στο καθιστικό και πήρα ένα μπλοκ Άρτιζαν από μια στοίβα που ήταν ακουμπισμένη πάνω στο κεντρικό τραπεζάκι. Τα περισσότερα υλικά ζωγραφικής μου ήταν επάνω, αλλά υπήρχαν μερικά κουτιά με χρωματιστά μολύβια σ' ένα από τα συρτάρια στο γραφείο του καθιστικού, και πήρα κι ένα από αυτά. Επιστρέφοντας στο δωμάτιο Φλόριντα (που εγώ πάντα θα το σκεφτόμουν ως κλειστή βεράντα), κάθισα κι έκλεισα τα μάτια μου. Αφουγκράστηκα τα κύματα να σκάνε από κάτω μου, να σηκώνουν τα κοχύλια και να τα μετακινούν σε νέους σχηματισμούς, τον καθένα διαφορετικό από τον προηγούμενο. Με τα μάτια κλειστά, εκείνο το άλεσμα έμοιαζε περισσότερο από ποτέ με ομιλία: το νερό έδινε προσωρινά φωνή στην άκρη της στεριάς. Και η ίδια η στεριά ήταν προσωρινή, γιατί αν το κοιτούσες από τη σκοπιά των γεωλόγων, το Ντούμα δε θ' άντεχε ακόμα για πολύ. Κανένα από τα νησάκια αυτά δε θα άντεχε- στο τέλος ο Κόλπος θα τα κατάπινε όλα και καινούρια θα ξεπρόβαλλαν, σε καινούριες θέσεις. Το ίδιο πιθανώς ίσχυε και για την ίδια τη Φλόριντα. Η στεριά ήταν χαμηλή και ζούσε με δανεικό χρόνο. Α, όμως εκείνος ο ήχος ήταν γαληνευτικός. Υπνωτιστικός.
Χωρίς ν' ανοίξω τα μάτια, έπιασα ψηλαφητά το e-mail της Ίλσε κι έτρεξα πάλι πάνω του τα ακροδάχτυλά μου. Το έκανα αυτό με το δεξί μου χέρι. Ύστερα άνοιξα τα μάτια μου, παραμέρισα το εκτυπωμένο e-mail με το χέρι μου που ήταν εκεί και τράβηξα στην αγκαλιά μου το μπλοκ. Άνοιξα το εξώφυλλο, άδειασα και τα δώδεκα ήδη ξυσμένα από τη μάνα τους μολύβια Βένους στο τραπέζι εμπρός μου και άρχισα να σχεδιάζω. Υπέθετα ότι σκόπευα να σχεδιάσω την Ίλσε -ποιον άλλο σκεφτόμουν, στο κάτω κάτω;- και νόμιζα ότι η προσπάθειά μου θα κατέληγε σε μια θεαματική αποτυχία, γιατί δεν είχα επιχειρήσει να φτιάξω ούτε μια ανθρώπινη μορφή από τότε που είχα ξαναρχίσει να ασχολούμαι με το σχέδιο. Όμως δεν ήταν η Ίλσε και το αποτέλεσμα δεν ήταν κακό. Μπορεί να μην ήταν άριστο, μπορεί να μην ήταν Ρέμπραντ (ούτε καν Νόρμαν Ρόκγουελ), αλλά δεν ήταν κακό. Ήταν ένας νεαρός άντρας με τζιν παντελόνι κι ένα μπλουζάκι των Μινεσότα Τουίνς. Πάνω στο μπλουζάκι υπήρχε ο αριθμός 48, που δε σήμαινε τίποτα για μένα- στην παλιά μου ζωή πήγαινα σε όσα περισσότερα παιχνίδια των Τίμπεργουλβς μπορούσα, αλλά ποτέ δεν ήμουν φανατικός φίλος του μπέιζμπολ. Ο νεαρός είχε ξανθά μαλλιά, που ήξερα ότι δεν τα είχα πετύχει τελείως σωστά· δεν είχα τα κατάλληλα χρώματα για να αποδώσω ακριβώς εκείνο το σκουρόξανθο τόνο που πλησίαζε στο καστανό. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα βιβλίο. Χαμογελούσε. Ήξερα ποιος ήταν. Ήταν το ξεχωριστό νέο της Ίλσε. Αυτό έλεγαν τα κοχύλια, καθώς η παλίρροια τα σήκωνε, τα στριφογυρνούσε και τα ξανάριχνε. Αρραβωνιασμένοι, αρραβωνιασμένοι. Η Ίλσε είχε ένα δαχτυλίδι, ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι, της το είχε αγοράσει αυτός από τα... Είχα αρχίσει να χρωματίζω το τζιν του νεαρού άντρα με το μπλε της Βένους. Τώρα το πέταξα, έπιασα το μαύρο και χωρίς δισταγμό έγραψα τη λέξη
ΖΕΪΛΣ στο κάτω μέρος του χαρτιού. Ήταν μια πληροφορία· ήταν επίσης το όνομα της ζωγραφιάς. Τα ονόματα δίνουν δύναμη. Ύστερα, χωρίς να σταματήσω, πέταξα το μαύρο, πήρα το πορ-
τοκαλί και πρόσθεσα στα πόδια του ένα ζευγάρι άρβυλα εργασίας. Το πορτοκαλί ήταν υπερβολικά έντονο, έκανε τα άρβυλα να μοιάζουν καινούρια ενώ δεν ήταν, αλλά η γενική ιδέα ήταν σωστή. Πήγα να ξύσω το δεξί μου μπράτσο, τα δάχτυλά μου πέρασαν μέσα από το δεξί μου μπράτσο κι αντί γι' αυτό έξυσαν τα πλευρά μου. Μουρμούρισα ένα φουρκισμένο «Γαμώτο». Από κάτω μου, το άλεσμα των κοχυλιών έμοιαζε να ψιθυρίζει ένα όνομα. Ήταν Κόνορ; Όχι. Και πήγαινε λάθος εδώ. Δεν ήξερα από πού προερχόταν αυτή η αίσθηση του λάθους, αλλά ξαφνικά το φασματικό φαγούρισμα στο δεξί μου μπράτσο έγινε ένας ψυχρός πόνος. Γύρισα στο επόμενο άδειο φύλλο του μπλοκ κι άρχισα πάλι να σχεδιάζω, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας μόνο το κόκκινο μολύβι. Κόκκινο, κόκκινο, ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ! Το μολύβι έτρεχε πάνω στο χαρτί, ξεχύνοντας μια ανθρώπινη φιγούρα σαν αίμα που αναβλύζει από ένα κόψιμο. Ήταν γυρισμένη πλάτη και φορούσε μια κόκκινη ρόμπα με γιακά ρελιασμένο με φεστόνι. Χρωμάτισα και τα μαλλιά της κόκκινα, γιατί έμοιαζαν σαν αίμα κι αυτό το πρόσωπο απέπνεε όλο μια αίσθηση αίματος. Σαν κίνδυνο. Όχι για μένα, αλλά... «Για την Ίλσε», ψέλλισα. «Κίνδυνο για την Ίλσε. Να είναι άραγε ο λεγόμενος; Το ξεχωριστό της νέο;» Υπήρχε κάτι που δε μου καθόταν καλά στον λεγάμενο που ήταν το ξεχωριστό της νέο, αλλά δε νόμιζα ότι ήταν αυτό που μ' έκανε να ανατριχιάζω. Κατ' αρχάς, η μορφή με την κόκκινη ρόμπα δεν έμοιαζε με άντρα. Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά, αλλά, ναι -νόμιζα... ότι ήταν μια γυναίκα. Οπότε ίσως τελικά να μην ήταν ρόμπα. Μήπως ήταν ένα φόρεμα; Ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα; Ξαναγύρισα στο πρώτο σχέδιο και κοίταξα το βιβλίο που κρατούσε ο νεαρός άντρας. Πέταξα το κόκκινο μολύβι μου στο πάτωμα και χρωμάτισα το βιβλίο μαύρο. Ύστερα κοίταξα πάλι τον άντρα και ξαφνικά έγραψα από πάνω του
τη κοΑίωπρι με καλλιγραφικά γράμματα. Ύστερα πέταξα το μαύρο μολύβι μου στο πάτωμα. Σήκωσα τα τρεμάμενα χέρια μου κι έκρυψα μέσα τους το πρόσωπο μου. Φώναξα το όνομα της κόρης μου, όπως θα
φώναζες αν έβλεπες κάποιον να περπατάει πολύ κοντά σ' έναν απότομο γκρεμό ή σε ένα γεμάτο αυτοκίνητα δρόμο. Ίσως να ήμουν απλώς τρελός. Πιθανώς ήμουν απλώς τρελός. Τελικά, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε -φυσικά- μόνο ένα χέρι %άνω από τα μάτια μου. Ο φασματικός πόνος και το φαγούρισμα είχαν φύγει. Η ιδέα ότι μπορεί να είχα αρχίσει να τρελαίνομαι -διάολε, ότι μπορεί να είχα ήδη τρελαθεί- παρέμεινε. Για ένα πράγμα δε χωρούσε αμφιβολία: πεινούσα. Λυσσούσα της πείνας.
ix Το αεροπλάνο της Ίλσε έφτασε δέκα λεπτά νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ακτινοβολούσε ολόκληρη, μέσα σ' ένα ξεβαμμένο τζιν κι ένα μπλουζάκι του Πανεπιστημίου Μπράουν, κι απόρησα πώς ο Τζακ μπόρεσε να μην την ερωτευτεί ακριβώς εκεί, στον Αεροσταθμό Β'. Ρίχτηκε στην αγκαλιά μου, σκέπασε το πρόσωπο μου με φιλιά, ύστερα γέλασε κι έσπευσε να με βαστήξει, όταν άρχισα να μπατάρω προς τ' αριστερά πάνω στην πατερίτσα μου. Τη σύστησα στον Τζακ και προσποιήθηκα ότι δεν είδα το μικρό διαμαντένιο δαχτυλίδι (αγορασμένο από τα καταστήματα Ζέιλς, δεν είχα καμιά αμφιβολία) που άστραψε στον αριστερό παράμεσό της όταν έδωσαν τα χέρια. «Δείχνεις θαυμάσια, μπαμπά», είπε καθώς βγαίναμε στο ζεστό δεκεμβριάτικο βράδυ. «Έχεις μαυρίσει. Για πρώτη φορά από τότε που έχτιζες εκείνο το κέντρο αναψυχής, το Λίλιντεϊλ Παρκ. Κι έχεις πάρει βάρος. Τουλάχιστον πέντε κιλά. Τι λες κι εσύ, Τζακ;» «Νομίζω ότι εσύ είσαι η πιο κατάλληλη να το κρίνει αυτό», είπε ο Τζακ χαμογελώντας. «Εγώ πηγαίνω να φέρω το αυτοκίνητο. Μπορείς να περιμένεις όρθιος, αφεντικό; Ίσως πάρει λίγη ώρα». «Είμαι μια χαρά». Περιμέναμε στην άκρη του πεζοδρομίου με τις δυο βαλίτσες της και τον υπολογιστή της. Με κοιτούσε στα μάτια και χαμογελούσε. «Το είδες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Μην κάνεις ότι δεν το είδες». h «Αν εννοείς το δαχτυλίδι, το είδα. Εκτός κι αν το κέρδισες σε κανένα παιχνίδι στο λούνα παρκ, θα έλεγα ότι επιβάλλεται να σε συγΧΡρώ. Το ξέρει η Λιν;» «Ναι».
«Η μητέρα σου;» «Εσύ τι νομίζεις, μπαμπά; Μάντεψε». «Μαντεύω πως... όχι. Γιατί αυτή τη στιγμή έχει μεγάλες σκοτούρες με τον παππού σου». «Ο παππούς δεν ήταν ο μόνος λόγος που δεν έβγαλα το δαχτυλίδι από την τσάντα μου όσο ήμουν στην Καλιφόρνια -παρά μόνο για να το δείξω στη Λιν, δηλαδή. Κυρίως ήθελα να το μάθεις πρώτος εσύ. Είναι πολύ κακό αυτό;» «Όχι, γλυκιά μου, με συγκινείς». Και ήταν αλήθεια. Αλλά συγχρόνως μ' έκανε να φοβάμαι γι' αυτήν, και όχι μόνο επειδή ήθελε ακόμα τρεις μήνες για να κλείσει τα είκοσι. «Τον λένε Κάρσον Τζόουνς, και είναι φοιτητής θεολογίας, ποιος θα το 'λεγε -μπορείς να το πιστέψεις; Τον αγαπάω, μπαμπά, τον αγαπάω πολύ». «Αυτό είναι καταπληκτικό, γλυκιά μου», είπα, αλλά μπορούσα να νιώσω τον τρόμο να σκαρφαλώνει στα πόδια μου. Μόνο μην τον αγαπάς πάρα πολύ, σκέφτηκα. Όχι πάρα πολύ. Γιατί... Με κοιτούσε εξεταστικά και το χαμόγελο της άρχισε να σβήνει. «Τι; Τι συμβαίνει;» Είχα ξεχάσει πόσο έξυπνη ήταν και πόσο καλά διάβαζε τις σκέψεις μου. Η αγάπη σού χαρίζει τις δικές της ψυχικές ικανότητες, έτσι δεν είναι; «Τίποτα, γλυκιά μου. Απλά... με πονάει λίγο ο γοφός μου». «Πήρες τα αναλγητικά σου;» «Για να είμαι ειλικρινής... έχω αρχίσει σιγά σιγά να ελαττώνω τις δόσεις. Σκοπεύω να τα κόψω τελείως τον Ιανουάριο. Αυτή είναι η απόφασή μου για την καινούρια χρονιά». «Μπαμπά, αυτό είναι υπέροχο!» «Μόλο που συνήθως κανένας δεν τηρεί τις αποφάσεις που παίρνει για την καινούρια χρονιά». «Όχι εσύ. Εσύ άμα πεις κάτι, το κάνεις». Η Ίλσε συνοφρυώθηκε. «Αυτό είναι ένα από τα πράγματα πάνω σου που δεν άρεσε ποτέ της μαμάς. Νομίζω ότι την κάνει να ζηλεύει». «Γλυκιά μου, το διαζύγιο είναι απλώς κάτι που συνέβη. Μη συνεχίζεις να διαλέγεις στρατόπεδο, εντάξει;» «Όμως θα σου πω και κάτι άλλο που συμβαίνει», είπε η Ίλσε. Τα χείλη της σφίχτηκαν τώρα. «Από τότε που πήγε στο Παλμ Ντε-
ζερτ, βλέπει πολύ συχνά εκείνο τον τύπο που μένει λίγο πιο κάτω στο δρόμο. Λέει ότι είναι απλώς καφές και συμπάθεια -γιατί ο Μαξ έχασε το δικό του πατέρα πέρυσι και ο Μαξ πραγματικά συμπαθεί τον παππού και μπλα μπλα μπλα-, αλλά έχω δει πώς τον κοιτάζει και... δε... και δε μου καίγεται καρφί!» Τώρα τα χείλη της είχαν σχεδόν εξαφανιστεί και σκέφτηκα ότι έμοιαζε τρομακτικά με τη μητέρα της. Η σκέψη που ακολούθησε αυτή τη διαπίστωση ήταν παράξενα παρηγορητική: Νομίζω ότι θα είναι καλά. Νομίζω ότι, ακόμα κι αν αυτή η σιγανοπαπαδιά των Βαπτιστών την παρατήσει, θα είναι καλά. Μπορούσα να δω το νοικιασμένο αυτοκίνητο μου, αλλά ο Τζακ θ' αργούσε λίγο ακόμα. Η ουρά των αυτοκινήτων που έρχονταν να παραλάβουν επιβάτες από τις Αφίξεις προχωρούσε με ρυθμό χελώνας. Στήριξα την πατερίτσα μου στη μέση μου και αγκάλιασα την κόρη μου, που είχε έρθει τόσο δρόμο από την Καλιφόρνια για να με δει. «Να είσαι επιεικής με τη μητέρα σου, εντάξει;» «Δε σε νοιάζει καν που...» «Εκείνο που με νοιάζει περισσότερο αυτό τον καιρό είναι να είστε ευτυχισμένες εσύ και η Μελίντα». Υπήρχαν κύκλοι κάτω από τα μάτια της και μπορούσα να δω ότι, παρά τα νιάτα της, το ταξίδι την είχε κουράσει. Σκέφτηκα ότι θα κοιμόταν μέχρι αργά την επομένη κι αυτό ήταν καλό. Αν το προαίσθημά μου σχετικά με το φίλο της έβγαινε σωστό -ήλπιζα ότι δε θα έβγαινε αλλά νόμιζα ότι δυστυχώς θα επαληθευόμουν-, την περίμεναν αρκετές άγρυπνες νύχτες την ερχόμενη χρονιά. Ο Τζακ τα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι τον αεροσταθμό της Αιρ Φλόριντα, κι έτσι μας έμενε λίγος ακόμα χρόνος. «Έχεις καμιά φωτογραφία του φίλου σου; Οι Περίεργοι Μπαμπάδες θέλουν να ξέρουν». Το πρόσωπο της Ίλσε φωτίστηκε. «Και το ρωτάς;» Η φωτογραφία που έβγαλε από το κόκκινο δερμάτινο πορτοφόλι της ήταν μέσα σε μια διαφανή ζελατίνα. Την τράβηξε έξω προσεκτικά και μου την έδωσε. Υποθέτω ότι αυτή τη φορά η αντίδρασή μου δε φάνηκε, γιατί το γεμάτο λατρεία (και, για να πω την αλήθεια, κάπως βλακώδες) χαμόγελο της δεν άλλαξε. Κι εγώ; Εγώ ένιωσα σαν να είχα καταπιεί κάτι που δεν είχε καμιά δουλειά να κατεβεί σ' έναν ανθρώπινο λαιμό. Ένα μολυβένιο βόλι, ίσως. Δεν ήταν ότι ο Κάρσον Τζόουνς έμοιαζε με τον άντρα που είχα
ζωγραφίσει την παραμονή των Χριστουγέννων. Ήμουν προετοιμασμένος γι' αυτό, από τη στιγμή που είδα το μικρό δαχτυλίδι να λαμπυρίζει όμορφα στο δάχτυλο της Ίλσε. Εκείνο που με σόκαρε ήταν ότι η φωτογραφία ήταν σχεδόν πανομοιότυπη με τη ζωγραφιά μου. Έμοιαζε σαν, αντί να στερεώσω τη φωτογραφία μιας σοφόρας, μιας στατικής ή ενός λιόπρινου στο καβαλέτο μου, να είχα βάλει αυτήν ακριβώς τη φωτογραφία. Φορούσε το τζιν παντελόνι και τα φθαρμένα κίτρινα άρβυλα που δεν είχα μπορέσει να αποδώσω απολύτως σωστά- τα σκουρόξανθα μαλλιά του χύνονταν πάνω στ' αυτιά και στο μέτωπο του· κρατούσε ένα βιβλίο που ήξερα ότι ήταν μια Βίβλος στο ένα χέρι. Αλλά το πιο ενδεικτικό ήταν το μπλουζάκι των Μινεσότα Τουίνς, με τον αριθμό 48 αριστερά στο στήθος. «Ποιος είναι το νούμερο 48 και πώς έτυχε να γνωρίσεις έναν οπαδό των Τουίνς στο Μπράουν; Νόμιζα ότι βρισκόταν στην επικράτεια των Ρεντ Σοξ», «Το νούμερο 48 είναι ο Τόρι Χάντερ», είπε, κοιτώντας με σαν να ήμουν ο μεγαλύτερος ανίδεος του κόσμου. «Έχουν μια τεράστια τηλεόραση στο κεντρικό εντευκτήριο της φοιτητικής εστίας και μια μέρα τον περασμένο Ιούλιο, όταν οι Ρεντ Σοξ έπαιζαν με τους Τουίνς, πήγα να δω τον αγώνα. Το μέρος ήταν πήχτρα μόλο που είχε αρχίσει η θερινή περίοδος, αλλά ο Κάρσον κι εγώ ήμασταν οι μοναδικοί οπαδοί των Τουίνς -αυτός με το μπλουζάκι του με τον αριθμό του Τόρι κι εγώ με το καπελάκι μου. Έτσι, φυσικά, καθίσαμε μαζί και...» Σήκωσε τους ώμους, για να δείξει ότι τα υπόλοιπα ήταν αυτονόητα. «Τι μέρος του λόγου είναι, από θρησκευτική άποψη;» «Βαπτιστής». Με κοίταξε λίγο προκλητικά, σαν να είχε πει Κανίβαλος. Όμως, ως πιστό μέλος της Πρώτης Εκκλησίας Του Τίποτα Ιδιαίτερο, δεν είχα τίποτα εναντίον των Βαπτιστών. Οι μόνες θρησκείες που δε μου αρέσουν είναι εκείνες που επιμένουν ότι ο δικός τους Θεός είναι μεγαλύτερος από τον δικό σου. «Πηγαίνουμε μαζί στην ακολουθία τρεις φορές την εβδομάδα τους τελευταίους τέσσερις μήνες». Ο Τζακ σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά μας κι εκείνη έσκυψε να πιάσει τις χειρολαβές από τα διάφορα μπαγκάζια της. «Το εαρινό εξάμηνο δε θα παρακολουθήσει μαθήματα στο πανεπιστήμιο, γιατί θα περιοδεύει με μια πραγματικά θαυμάσια χορωδία γκό-
σπελ. Θα είναι μια πραγματική τουρνέ, με ατζέντη και με απ' όλα. Η χορωδία ονομάζεται Τα Κολιμπρί. Μακάρι να μπορούσες να τον ακούσεις -τραγουδάει σαν άγγελος». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου», είπα. Με φίλησε πάλι, απαλά, στο μάγουλο. «Χαίρομαι που ήρθα, μπαμπά. Εσύ χαίρεσαι;» «Περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι», είπα κι έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να είχε ερωτευτεί τρελά τον Τζακ. Αυτό θα έλυνε τα πάντα... ή έτσι μου φαινόταν τότε. χ Δε φάγαμε με την επισημότητα που άρμοζε σ' ένα πραγματικό χριστουγεννιάτικο δείπνο, αλλά υπήρχε ένα από τα Κοτόπουλα του Αστροναύτη, όπως τα έλεγε ο Τζακ, καθώς και σάλτσα από μύρτιλα, έτοιμη σαλάτα και πουτίγκα ρυζιού. Η Ίλσε πήρε και δεύτερη μερίδα απ' όλα. Αφού ανταλλάξαμε τα δώρα μας και δείξαμε αμφότεροι τον ενθουσιασμό μας γι' αυτά που πήραμε -όλα ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμεΐ-, οδήγησα την Ίλσε επάνω στο Μικρό Ροζ και της έδειξα το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής μου. Το σχέδιο με το φίλο της και τη ζωγραφιά της γυναίκας (αν ήταν γυναίκα) με τα κόκκινα τα είχα καταχωνιάσει σ' ένα ψηλό ράφι στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς μου, κι εκεί θα έμεναν ώσπου να φύγει η κόρη μου. Είχα στερεώσει με κλιπ καμιά δεκαριά άλλα -κυρίως ηλιοβασιλέματα- σε τετράγωνα χαρτόνια και τα είχα ακουμπήσει όρθια στους τοίχους του δωματίου. Η Ίλσε τα πέρασε όλα μια φορά. Σταμάτησε λίγο κι ύστερα τα ξαναπέρασε άλλη μια. Είχε νυχτώσει πια κι από τη μεγάλη τζαμαρία του Μεγάλου Ροζ έβλεπες μόνο σκοτάδι. Η παλίρροια είχε τραβηχτεί· το μόνο που πρόδιδε την παρουσία του Κόλπου εκεί έξω ήταν ο απαλός, αδιάκοπος αναστεναγμός του Καθώς τα κύματα έσκαγαν κι έσβηναν στην άμμο. «Εσύ τα έκανες στ' αλήθεια αυτά;» είπε τέλος. Γύρισε και με κοίταξε με έναν τρόπο που μ' έκανε να νιώσω άβολα. Ήταν ο τρόπος που κοιτάζει ένας άνθρωπος κάποιον άλλο όταν αλλάζει άρδην την εικόνα που έχει σχηματίσει μέχρι τότε γι' αυτόν. «Στ' αλήθεια», είπα. «Πώς σου φαίνονται;»
«Είναι καλά. Ίσως καλύτερα και από καλά. Αυτό εδώ...» Έσκυψε και σήκωσε πολύ προσεκτικά εκείνο που έδειχνε το κοχύλι του τρίτωνα ν' ακουμπάει πάνω στη γραμμή του ορίζοντα, με το πορτοκαλοκίτρινο ηλιοβασίλεμα να κορώνει ολόγυρά του. «Αυτό είναι και γαμώ τα... συγνώμη, ήθελα να πω, είναι πολύ αλλόκοτο». «Έτσι νομίζω κι εγώ», είπα. «Όμως, ειλικρινά, δεν είναι τίποτα καινούριο. Το μόνο που έκανα ήταν να ντύσω το ηλιοβασίλεμα με μια δόση σουρεαλισμού». Και ξαφνικά, χαμογελώντας ανόητα, φώναξα: «Καλώς σε βρήκα, Νταλί!» Άφησε στη θέση του το Ηλιοβασίλεμα με Κοχύλι Τρίτωνα και σήκωσε το Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα. «Ποιος τα έχει δει αυτά;» «Μόνο εσύ και ο Τζακ. Α, και η Χουανίτα. Τα χαρακτηρίζει asustador. Κάτι τέτοιο. Ο Τζακ λέει ότι σημαίνει τρομακτικός». «Είναι λίγο τρομακτικά», παραδέχτηκε. «Όμως, μπαμπά... αυτές οι ξυλομπογιές που χρησιμοποιείς θα μουντζουρώσουν. Και νομίζω πως θα ξεθωριάσουν αν δεν κάνεις κάτι για να προστατέψεις τις ζωγραφιές». «Τι;» «Δεν ξέρω. Όμως νομίζω ότι πρέπει να τις δείξεις σε κάποιον που να ξέρει. Σε κάποιον που θα μπορεί να σου πει πόσο καλές είναι πραγματικά». Ένιωσα κολακευμένος αλλά και αμήχανος. Τρομαγμένος, σχεδόν. «Δε θα ήξερα σε ποιον ή πού να...» «Ρώτα τον Τζακ. Ίσως αυτός να ξέρει κάποια γκαλερί όπου θα τις κοιτάξουν». «Σίγουρα, θα εμφανιστώ μια ωραία πρωία κουτσαίνοντας από το πουθενά και θα τους πω, "Μένω στο Ντούμα Κη κι έχω κάνει μερικές ζωγραφιές με ξυλομπογιές -κυρίως ηλιοβασιλέματα, ένα πολύ ασυνήθιστο θέμα για την παράκτια Φλόριντα- που η παραδουλεύτρα μου λέει ότι είναι muy asustador"». Έβαλε τα χέρια στους γοφούς κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Ήταν η στάση που έπαιρνε και η Παμ όταν δεν είχε πρόθεση να παραιτηθεί από κάτι. Όταν αντίθετα σκόπευε να επιβάλει την άποψή της πάση θυσία. «Πατέρα...» «Ω Χριστέ μου, τώρα την έχω βαμμένη». Δεν έδωσε σημασία. «Ξεκίνησες με δύο φορτηγάκια, ένα μετα-
χειρισμένο εκσκαφέα που είχε φτιαχτεί την εποχή του Πολέμου της Κορέας κι ένα δάνειο είκοσι χιλιάδων δολαρίων, και κατόρθωσες να χτίσεις μια εταιρεία που σήμερα αξίζει εκατομμύρια δολάρια. Θέλεις να με κάνεις να πιστέψω ότι δε θα μπορούσες να πείσεις μερικούς ιδιοκτήτες γκαλερί να δουν τα έργα σου, αν πραγματικά το έβαζες σκοπό;» Μαλάκωσε. «Θέλω να πω, αυτές οι ζωγραφιές είναι καλές, μπαμπά. Καλές. Η μοναδική σχετική εκπαίδευση που έχω λάβει ήταν ένα ψωρο-μάθημα Ιστορίας της Τέχνης στο λύκειο, κι ωστόσο θα 'βαζα το χέρι μου στη φωτιά γι' αυτό». Είπα κάτι, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι. Σκεφτόμουν το βιαστικό σχέδιο του Κάρσον Τζόουνς, αλλιώς του Κολιμπρί των Βαπτιστών, που είχα κάνει μέσα σ' εκείνο τον αλλόκοτο δημιουργικό παροξυσμό. Άραγε θα το έβρισκε κι αυτό καλό, αν το έβλεπε; Όμως δε θα το έβλεπε. Ούτε αυτό ούτε εκείνο με τη μορφή με την κόκκινη ρόμπα. Κανένας δε θα τα έβλεπε αυτά. Έτσι νόμιζα τότε. «Μπαμπά, αν είχες μέσα σου ένα τέτοιο ταλέντο τόσον καιρό, πού ήταν κρυμμένο;» «Δεν ξέρω», είπα. «Και το για πόσο ακριβώς ταλέντο μιλάμε σηκώνει ακόμα συζήτηση». «Τότε βρες κάποιον να σου πει, εντάξει; Κάποιον που να ξέρει». Σήκωσε τη ζωγραφιά με το γραμματοκιβώτιο. «Ακόμα κι αυτό... δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, αλλά συγχρόνως είναι. Γιατί έχει αυτό το...» Μου έδειξε πάνω στο χαρτί. «Το κουνιστό αλογάκι. Γιατί έβαλες ένα κουνιστό αλογάκι σ' αυτή τη ζωγραφιά, μπαμπά;» «Δεν ξέρω», είπα. «Ήθελε απλά να βρίσκεται εκεί». «Το σχεδίασες από μνήμης;» «Όχι. Νομίζω ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Είτε εξαιτίας του ατυχήματος είτε επειδή δεν είχα ποτέ αυτή τη συγκεκριμένη ικανότητα». Εκτός από μερικές φορές. Όταν, για παράδειγμα, ζωγράφιζα νεαρούς άντρες με μπλουζάκια των Μινεσότα Τουίνς. «Βρήκα ένα αλογάκι στοΊντερνετ, ύστερα το εκτύπωσα...» «Ω διάολε, το μουντζούρωσα!» φώναξε. «Ω διάολε\» «Ίλσε, δεν έγινε και τίποτα. Δεν πειράζει». «Έγινε και πεφάζειΐ Πρέπει να πάρεις μερικά κανονικά χρώμα-
τα ζωγραφικής, γαμώτο!» Συνειδητοποίησε τι είχε μόλις πει και έφραξε το στόμα της με την παλάμη. «Μπορεί να μην το πιστέψεις», είπα, «αλλά έχω ξανακούσει αυτή τη λέξη άλλες μια δυο φορές στο παρελθόν. Αν και κάτι μου λέει ότι ο φίλος σου... μπορεί να μην...» «Σωστά μάντεψες», είπε. Λίγο σκυθρωπά. Ύστερα χαμογέλασε. «Όμως μπορεί να λέει πολύ χαριτωμένα άι στην ευχή, όταν κάποιος τον εμποδίζει στο δρόμο την ώρα που οδηγεί. Μπαμπά, όσον αφορά τις ζωγραφιές σου...» «Απλά χαίρομαι που σου αρέσουν». «Δε μου αρέσουν απλώς. Έχω μείνει έκθαμβη». Χασμουρήθηκε. «Αλλά συγχρόνως νιώθω πτώμα από την κούραση». «Νομίζω ότι χρειάζεσαι ένα φλιτζάνι ζεστό κακάο και ύστερα ύπνο». «Ακούγεται υπέροχο». «Ποιο;» Γέλασε. Ήταν υπέροχο να την ακούω να γελάει. Το γέλιο της γέμιζε το χώρο. «Και τα δυο». xi Το επόμενο πρωί σταθήκαμε στην παραλία, με φλιτζάνια καφέ στο χέρι και με τους αστραγάλους μας μες στο αντιμάμαλο. Ο ήλιος είχε μόλις ξεπροβάλει πίσω μας πάνω από το χαμηλό ύψωμα του Κη και οι σκιές μας έμοιαζαν να εκτείνονται χιλιόμετρα ολόκληρα μέσα στο γαλήνιο νερό. Η Ίλσε με κοίταξε σοβαρά. «Αυτό είναι το πιο όμορφο μέρος στη Γη, μπαμπά;» «Όχι, αλλά είσαι νέα και δε σε κατηγορώ αν νομίζεις κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα έρχεται μόλις τέταρτο στη λίστα με τα Πιο Όμορφα Μέρη, αλλά τα τρία πρώτα είναι τόποι που κανένας δεν μπορεί να γράψει σωστά τα ονόματά τους». Χαμογέλασε πάνω από το χείλος του φλιτζανιού της. «Πες μου». «Αν επιμένεις. Πρώτο, το Μάτσου Πίτσου. Δεύτερο, το Μαρακές. Τρίτο, το Εθνικό Μνημείο Πετρογλυφικών στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού. Και στην τέταρτη θέση το Ντούμα Κη, λίγο πιο έξω από τη δυτική ακτή της Φλόριντα».
Το χαμόγελο της πλάτυνε για μερικές στιγμές. Ύστερα έσβησε και τη θέση του πήρε πάλι εκείνο το σοβαρό βλέμμα. Θυμήθηκα να με κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο όταν ήταν τεσσάρων χρονών, μια φορά που με ρώτησε αν υπήρχε στην πραγματικότητα μαγεία όπως αυτή στα παραμύθια. Της είχα πει ναι, ασφαλώς, νομίζοντας πως ήταν ψέμα. Τώρα δεν ήμουν και τόσο βέβαιος. Αλλά το αεράκι ήταν ζεστό, τα γυμνά πόδια μου ήταν μέσα στον Κόλπο και ήθελα απλά να μην πληγωθεί. Κάτι μου έλεγε ότι δε θα το απέφευγε. Όμως καθένας μας έχει το δικό του μερίδιο στα πλήγματα της ζωής, έτσι δεν είναι; Σίγουρα. Άρπα μια γροθιά στη μύτη. Άρπα κι άλλη μια στο μάτι. Άρπα και μια τρίτη κάτω απ' τη ζώνη, και να που βρίσκεσαι σωριασμένος ανάσκελα και ο διαιτητής μόλις βγήκε για ν' αγοράσει ένα χοτ ντογκ. Μόνο που εκείνοι που αγαπάς μπορούν πραγματικά να πολλαπλασιάσουν αυτή την οδύνη και να σ' την περάσουν κι εσένα. Ο πόνος είναι η μεγαλύτερη δύναμη της αγάπης. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν. «Είδες κανέναν εξωγήινο, γλυκιά μου;» ρώτησα. «Όχι, απλά σκεφτόμουν γι' άλλη μια φορά πόσο χαίρομαι που ήρθα. Σε φανταζόμουν να μαραζώνεις σ' ένα μέρος γεμάτο γέρους, με κάποιο φρικτό εξωτικό μπαρ να διοργανώνει διαγωνισμούς με βρεγμένα μπλουζάκια κάθε Πέμπτη. Φαίνεται ότι έχω διαβάσει πολύ Καρλ Χάιασεν». «Υπάρχουν κάμποσα τέτοια μέρη εδώ κάτω», είπα. «Και υπάρχουν κι άλλα μέρη όπως το Ντούμα;» «Δεν ξέρω. Ίσως μερικά». Αλλά, κρίνοντας από αυτά που μου είχε πει ο Τζακ, είχα την εντύπωση πως δεν υπήρχαν. «Λοιπόν, σου αξίζει αυτό το μέρος», είπε. «Καιρός να ξεκουραστείς και να γιατρευτείς. Κι αν όλο αυτό» -έδειξε με μια κίνηση του χεριού τον Κόλπο- «δε σε γιατρέψει, δεν ξέρω τι άλλο θα το καταφέρει. Το μόνο που...» *«Ναι-αι;» είπα κι έκανα μια κίνηση στον αέρα με δυο δάχτυλα, σαν να έπιανα κάτι μικροσκοπικό. Κάθε οικογένεια έχει τη δική της μυστική γλώσσα και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η γλώσσα των χειρονομιών. Η κίνησή μου δε θα σήμαινε τίποτα σε έναν ξένο, αλλά η Ίλσε κατάλαβε αμέσως το νόημά της και γέλασε. «Εντάξει, εξυπνάκια. Η μόνη μύγα μέσα στη σούπα είναι ο ήχος που κάνει η παλίρροια όταν ανεβαίνει. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας και λίγο έλειψε να βάλω τις φωνές πριν συνειδητοποιήσω
ότι ήταν απλώς τα κοχύλια που τα κουνούσε το νερό. Θέλω να πω, αυτό ήταν, σωστά; Σε παρακαλώ, πες μου ότι ήταν αυτό». «Αυτό ήταν. Δηλαδή τι άλλο νόμιζες;» Ένα τρέμουλο διαπέρασε το κορμί της. «Στην αρχή νόμισα... μη γελάσεις... πως ήταν σκελετοί που έκαναν παρέλαση. Εκατοντάδες σκελετοί, που βημάτιζαν γύρω από το σπίτι». Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μ' αυτό τον τρόπο, αλλά ήξερα τι εννοούσε. «Το βρίσκω κάπως κατευναστικό». Απάντησε μ' ένα μικρό, αβέβαιο σήκωμα των ώμων. «Εντάξει, λοιπόν... Καθένας με τα γούστα του. Είσαι έτοιμος να επιστρέψουμε; Μπορώ να μας φτιάξω δυο ομελέτες. Ίσως και να βάλω μέσα μερικές πιπεριές και μανιτάρια». «Σύμφωνοι». «Δε σ' έχω ξαναδεί να αποχωρίζεσαι για τόση ώρα την πατερίτσα σου από το ατύχημα και μετά». «Ελπίζω ότι θα μπορώ να περπατάω τετρακόσια μέτρα νότια κατά μήκος της ακτής μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου». Σφύριξε με θαυμασμό. «Τετρακόσια μέτρα και πίσω;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι, όχι. Απλώς τετρακόσια μέτρα. Σκοπεύω να επιστρέψω πετώντας». Άπλωσα το μοναδικό μου χέρι για να της δείξω. Γέλασε, έκανε να γυρίσει προς το σπίτι, αλλά ύστερα σταμάτησε καθώς ένα φωτεινό σημαδάκι στραφτάλισε στο βάθος της παραλίας, προς το Νότο. Μία φορά, ύστερα δύο. Οι δυο κουκκίδες ήταν και πάλι εκεί. «Άνθρωποι», είπε η Ίλσε, σκιάζοντας τα μάτια της. «Οι γείτονές μου. Οι μοναδικοί μου γείτονες, προς το παρόν. Τουλάχιστον, έτσι νομίζω». «Τους έχεις γνωρίσει;» «Όχι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι ένας άντρας και μια γυναίκα σε αναπηρικό καροτσάκι. Νομίζω ότι τρώει το πρωινό της πλάι στο νερό τις περισσότερες ημέρες. Νομίζω ότι αυτό που λαμπυρίζει έτσι είναι ο δίσκος». «Πρέπει να αγοράσεις ένα αμαξάκι του γκολφ. Έτσι θα μπορούσες να πεταχτείς μέχρι εκεί και να τους πεις ένα γεια». «Κάποια στιγμή θα περπατήσω μέχρι εκεί και θα τους πω ένα γεια», είπα. «Δεν προβλέπεται αμαξάκι του γκολφ για τον μικρό.
Ο δόκτωρ Κέιμεν είπε να θέτω στόχους, και ακολουθώ τη συμβουλή του». «Δε χρειαζόσουν έναν ψυχολόγο για να σου πει ότι πρέπει να θέτεις στόχους, μπαμπά», είπε συνεχίζοντας να κοιτάει νότια. «Από ποιο σπίτι έρχονται; Από εκείνο το μεγάλο που μοιάζει με ράντσο σε ταινία γουέστερν;» «Νομίζω ναι». «Και δε ζει κανένας άλλος εδώ;» «Όχι αυτή την εποχή. Ο Τζακ λέει ότι υπάρχουν άνθρωποι που νοικιάζουν κάποια από τα άλλα σπίτια τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο, αλλά προς το παρόν υποθέτω ότι είμαστε μόνο εγώ κι αυτοί. Το υπόλοιπο νησί είναι απλώς ένα βοτανικό όργιο. Πρασινάδες που ξεσαλώνουν». «Θεέ μου, γιατί;» «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Σκοπεύω να το ανακαλύψω -να προσπαθήσω, τουλάχιστον-, αλλά για την ώρα προσπαθώ ακόμα να σταθώ στα πόδια μου. Και το εννοώ κυριολεκτικά». Είχαμε πάρει πια το δρόμο της επιστροφής. Η Ίλσε είπε, «Ένα σχεδόν έρημο νησί μέσα στον ήλιο- πρέπει να υπάρχει κάποια ιστορία. Σχεδόν επιβάλλεται να υπάρχει κάποια ιστορία που να το εξηγεί αυτό, δε νομίζεις;» «Πράγματι», είπα. «Ο Τζακ Καντόρι προσφέρθηκε να ψάξει και να μάθει, αλλά του είπα να μην μπει στον κόπο -ελπίζοντας ότι ίσως την ανακαλύψω μόνος μου». Έπιασα την πατερίτσα μου, πέρασα το μπράτσο μου μέσα στις δύο ατσάλινες υποδοχές -πάντα μια παρηγοριά, αφού είχα περάσει κάποια ώρα στην παραλία χωρίς τη βοήθειά της- και άρχισα ν' ανηφορίζω το μονοπάτι. Όμως η Ίλσε δε με ακολούθησε. Γύρισα και κοίταξα πίσω. Είχε στραμμένο το πρόσωπο της κατά το νοτιά και γι' άλλη μια φορά σκίαζε τα μάτια της με την παλάμη. «Θα έρθεις, γλυκιά μου;» «Ναι». Το στραφτάλισμα ξαναφάνηκε στο βάθος της παραλίας - ο δίσκος του πρωινού. Ή μια καφετιέρα. «Ίσως αυτοί να ξέρουν την ιστορία», είπε η Ίλσε προφταίνοντάς με. «Μπορεί». Έδειξε το δρόμο. «Κι αυτός; Μέχρι πού φτάνει;» «Δεν ξέρω», είπα. «Θέλεις να τον ακολουθήσουμε με το αυτοκίνητο σήμερα το απόγευμα και να δούμε;»
«Είσαι πρόθυμη να οδηγήσεις μια Σεβρολέ Μάλιμπου, νοικιασμένη από το τοπικό γραφείο της Χερτζ;» «Φυσικά», είπε. Έβαλε τα χέρια της στους λιγνούς γοφούς της, καμώθηκε ότι έφτυνε και είπε μιμούμενη την τραγουδιστή προφορά του Νότου: «Θα οδηγήσω μέχρι το τέλος αυτού του δρόμου κι ακόμα παραπέρα, αν χρειαστεί».
xii Όμως δεν πλησιάσαμε καν στο τέρμα της Ντούμα Ρόουντ. Όχι εκείνη την ημέρα. Η εξερεύνησή μας στο νότιο τμήμα του νησιού άρχισε με τις καλύτερες προοπτικές, αλλά κατέληξε άσχημα. Νιώθαμε κι οι δυο καλά όταν ξεκινήσαμε. Εγώ είχα ξαπλώσει μια ωρίτσα να ξεκουράσω τα πόδια μου και είχα πάρει το μεσημεριανό μου Οξικοντίν. Η κόρη μου είχε αλλάξει ρούχα, είχε φορέσει ένα σορτσάκι κι ένα μπλουζάκι με ραντάκια, και γέλασε όταν επέμεινα να αλείψει τη μύτη της με οξείδιο του ψευδαργύρου. «Είμαι σαν τον Μπόμπο τον κλόουν», είπε κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η διάθεσή της ήταν περίφημη κι εγώ ένιωθα πιο ευτυχισμένος από κάθε άλλη φορά ύστερα από το ατύχημα, έτσι αυτό που μας συνέβη εκείνο το απόγευμα μας βρήκε τελείως απροετοίμαστους. Η Ίλσε έριξε το φταίξιμο στο μεσημεριανό μας φαγητό -ίσως η μαγιονέζα στην τονοσαλάτα να ήταν χαλασμένη- κι εγώ την άφησα να το πιστεύει, αλλά δε νομίζω ότι έφταιγε η μαγιονέζα. Ήταν κάτι πιο σκοτεινό. Ο δρόμος ήταν στενός, γεμάτος λακκούβες και άσχημα μπαλωμένος. Όσο πλησιάζαμε στο σημείο όπου χωνόταν μέσα στην οργιαστική βλάστηση που σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, άρχισε επίσης να ρυτιδώνεται από υπόλευκα βουναλάκια άμμου που είχε φέρει ο άνεμος στο εσωτερικό του νησιού από την ακτή. Η νοικιασμένη Σεβρολέ περνούσε πάνω από τα περισσότερα χοροπηδώντας παλικαρίσια, αλλά όταν ο δρόμος έστριψε πλησιάζοντας λίγο πιο κοντά στο νερό -ακριβώς πριν φτάσουμε στη χασιέντα που ο Γουάιρμαν αποκαλούσε Παλάσιο δε Ασεσίνος-, τα βουναλάκια πύκνωσαν και το αυτοκίνητο άρχισε να ντεραπάρει. Η Ίλσε, που είχε μάθει να οδηγεί σε τόπο που χιόνιζε συχνά, το αντιμετώπισε χωρίς παράπονο ούτε σχόλιο.
Τα σπίτια ανάμεσα στο Μεγάλο Ροζ και το Παλάσιο ήταν όλα στο στυλ που κατέληξα να σκέφτομαι ως το Άσχημο Φλοριδιανό Παστέλ. Τα περισσότερα είχαν τα παντζούρια τους κλειστά και οι δρόμοι που διέσχιζαν τις αυλές τους ήταν σε όλα εκτός από ένα κλεισμένοι με σιδερένιες πύλες. Ο δρόμος της μοναδικής εξαίρεσης ήταν φραγμένος με δυο τεράστια τρίποδα, που πάνω τους είδαμε, γραμμένη με φθαρμένα στένσιλ, την προειδοποίηση: ΚΑΚΑ ΕΚΥΑΙΑ ΚΑΚΑ ΕΚΥΑΙΑ. Μετά το σπίτι των Κακών Σκυλιών άρχιζε ο κήπος της χασιέντας. Περιβαλλόταν από ένα γεροφτιαγμένο μαντρότοιχο, ύψους κοντά στο ενάμισι μέτρο, βαμμένο έτσι που να μιμείται το στούκο, με πορτοκαλιά κεραμίδια στην κορυφή. Κι άλλα πορτοκαλιά κεραμίδια - η στέγη της έπαυλης μέσα- υψώνονταν σε ένα συνονθύλευμα από επικλινείς επιφάνειες και γωνίες με φόντο τον καταγάλανο ουρανό. «Κύριε ελέησον», είπε η Ίλσε -αυτή την έκφραση πρέπει να την είχε ξεσηκώσει από το Βαπτιστή φίλο της. «Αυτό το σπίτι θα ταίριαζε στο Μπέβερλι Χιλς». Ο τοίχος εκτεινόταν κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του στενού, κακοτράχαλου δρόμου για τουλάχιστον εβδομήντα μέτρα. Δεν υπήρχαν πινακίδες που να λένε ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΔΕΙΑ· και μόνο αυτή η οχύρωση αρκούσε για να δείξει καθαρά ποια ήταν η στάση του ιδιοκτήτη προς τους πλανόδιους πωλητές και τους Μορμόνους που έκαναν προσηλυτισμό. Στο κέντρο υπήρχε μια δίφυλλη σιδερένια πύλη, μισάνοιχτη. Και καθισμένη μέσα ακριβώς από τα ανοιγμένα φύλλα της πύλης... «Να την», ψιθύρισα. «Η κυρία που βλέπαμε στην παραλία. Διάολε, είναι η Νύφη του Νονού». «Μπαμπά!» είπε η Ίλσε, γελώντας και σοκαρισμένη συγχρόνως. Η γυναίκα ήταν πολύ ηλικιωμένη, τουλάχιστον ογδόντα πέντε χρονών. Καθόταν στο αναπηρικό της καροτσάκι. Ένα τεράστιο ζευγάρι γαλάζια μποτάκια Κονβέρς ακουμπούσαν πάνω στα μεταλλικά υποπόδια. Μόλο που η θερμοκρασία εκείνη την ημέρα ήταν γύρω στους είκοσι τέσσερις βαθμούς, φορούσε μια γκρίζα αθλητική φόρμα. Στο ένα ροζιασμένο χέρι της σιγόκαιγε ένα τσιγάρο. Στο κεφάλι της είχε το ψάθινο καπέλο που είχα δει στους περιπάτους μου, αλλά στους περιπάτους μου δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο τεράστιο ήταν -όχι ένα απλό καπέλο, αλλά ένα στραπατσαρισμένο σομπρέρο. Η ομοιότητά της με τον Μάρλον Μπράντο στο τέλος
του Νονού -όταν παίζει με τον εγγονό του στον κήπο- ήταν αναμφισβήτητη. Υπήρχε κάτι στην αγκαλιά της, που έμοιαζε κάπως με πιστόλι. Η Ίλσε κι εγώ τη χαιρετήσαμε κουνώντας το χέρι. Για μια στιγμή δεν έκανε τίποτα. Ύστερα σήκωσε το ένα χέρι της, με την παλάμη γυρισμένη προς τα έξω, σε έναν ινδιάνικο χαιρετισμό, και μας έσκασε ένα φωτεινό και σχεδόν φαφούτικο χαμόγελο. Χιλιάδες ζαρωματιές ρυτίδωσαν το πρόσωπο της, μεταμορφώνοντάς τη σε μια καλοκάγαθη μάγισσα. Δεν κατάφερα να ρίξω ούτε μια ματιά στο σπίτι πίσω της· ακόμα προσπαθούσα να χωνέψω την ξαφνική εμφάνισή της, τα μοντέρνα γαλάζια αθλητικά μποτάκια της, το δέλτα των ρυτίδων της και το... «Μπαμπά, όπλο ήταν αυτό;» Η Ίλσε κοιτούσε στον εσωτερικό καθρέφτη του αυτοκινήτου με γουρλωμένα μάτια. «Με γέλασαν τα μάτια μου, ή αυτή η γριούλα κρατούσε πράγματι ένα όπλο;» Το αυτοκίνητο κόντεψε να φύγει από το δρόμο κι είδα ότι κινδυνεύαμε να χτυπήσουμε την πέρα άκρη του μαντρότοιχου της χασιέντας. Άγγιξα το τιμόνι και έκανα μια διόρθωση πορείας. «Έτσι νομίζω. Κάποιου είδους. Συγκεντρώσου στην οδήγηση, γλυκιά μου. Δεν υπάρχει και πολύς δρόμος σ' αυτόν το δρόμο». Κοίταξε πάλι μπροστά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή προχωρούσαμε μέσα σε άπλετη λιακάδα, αλλ' αυτή τελείωσε μαζί με τον τοίχο της χασιέντας. «Τι εννοείς, κάποιου είδους;» «Έμοιαζε σαν... δεν ξέρω, σαν ένα είδος βαλλιστρίδας. Ή κάτι τέτοιο. Ίσως να το χρησιμοποιεί για να σκοτώνει φίδια». «Δόξα τω Θεώ που χαμογέλασε», είπε η Ίλσε. «Και ήταν ένα σπουδαίο χαμόγελο, σωστά;» Έγνεψα καταφατικά. «Σωστά». Η χασιέντα ήταν το τελευταίο σπίτι στο ανοιχτό βόρειο άκρο του Ντούμα Κη. Πέρα απ' αυτήν ο δρόμος έστριβε προς το εσωτερικό του νησιού και η βλάστηση πύκνωνε μ' έναν τρόπο που στην αρχή τον βρήκα ενδιαφέροντα, ύστερα τρομακτικό και στο τέλος κλειστοφοβικό. Οι μάζες των φυτών ορθώνονταν σε ύψος τουλάχιστον τρεισήμισι μέτρων και τα στρογγυλά φύλλα είχαν σκουροκόκκινες φλεβώσεις που έμοιαζαν με ξεραμένο αίμα. «Τι φυτά είναι αυτά, μπαμπά;» «Κοκολόμπες. Οι πράσινοι θάμνοι με τα κίτρινα λουλούδια είναι πικραλίδες. Φυτρώνουν παντού. Υπάρχουν επίσης ροδόδεντρα.
Τα περισσότερα δέντρα νομίζω πως είναι απλώς πεύκα της Κούβας, παρ' όλο που...» Έκοψε ταχύτητα και έδειξε αριστερά, τεντώνοντας το λαιμό για να κοιτάξει ψηλά μέσα από τη γωνία του παρμπρίζ. «Εκείνα είναι κάποιου είδους φοίνικες. Και, κοίταξε... αυτά εκεί πάνω...» Ο δρόμος χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στο εσωτερικό του νησιού κι εδώ οι κορμοί αριστερά και δεξιά μας έμοιαζαν με μπερδεμένες μάζες γκρίζου σχοινιού. Οι ρίζες τους είχαν τσαλακώσει την άσφαλτο. Εκτίμησα ότι εμείς θα μπορούσαμε να περάσουμε, αλλά σε μερικά ακόμα χρόνια κανένα αυτοκίνητο δε θα μπορούσε πια να έρθει προς τα εδώ. «Είναι συκιές-στραγγαλιστές», είπα. «Ωραίο όνομα, θαρρείς βγαλμένο από ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Και φυτρώνουν έτσι, από μόνα τους;» «Δεν ξέρω», είπα. Πέρασε προσεκτικά τη Σεβρολέ πάνω από τα λαγούμια που είχαν σκάψει οι ρίζες και συνέχισε να οδηγεί. Τώρα πια προχωρούσαμε με όχι περισσότερο από δέκα χιλιόμετρα την ώρα. Είδαμε κι άλλες συκιές-στραγγαλιστές να ξεφυτρώνουν μέσα από την μπερδεμένη μάζα που σχημάτιζαν οι κοκολόμπες και τα ροδόδεντρα. Η βλάστηση ήταν τόσο ψηλή και αδιαπέραστη, που ο δρόμος τυλιγόταν σε πυκνή σκιά. Ήταν αδύνατο να δεις έστω και σ' ελάχιστη απόσταση πέρα από το τείχος των φυτών κι από τις δυο μεριές. Εκτός από μια περιστασιακή φέτα γαλάζιου ή μια περιπλανώμενη ηλιαχτίδα, ακόμα κι ο ουρανός είχε χαθεί. Και τώρα αρχίσαμε να βλέπουμε στάχυα κλάδιου και σκληρά, κηρώδη κλαράκια κιθαρόξυλου να φυτρώνουν μέσα από τις ρωγμές της ασφάλτου. Το μπράτσο μου άρχισε να με φαγουρίζει. Εκείνο που δεν ήταν εκεί. Πήγα να το ξύσω χωρίς να το σκεφτώ και τα δάχτυλά μου βρήκαν απλώς τα ακόμα ευαίσθητα πλευρά μου, όπως πάντα. Συγχρόνως άρχισα να νιώθω ένα φαγούρισμα στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού μου. Αυτή μπορούσα να την ξύσω, και το έκανα. «Μπαμπά;» «Είμαι μια χαρά. Γιατί σταματάς;» «Επειδή... εγώ δε νιώθω και τόσο καλά». Την κοίταξα και συνειδητοποίησα ότι έδειχνε χάλια. Το πρόσωπο της είχε ασπρίσει σχεδόν σαν το οξείδιο του ψευδαργύρου που είχε αλείψει στη μύτη της. «Ίλσε; Τι συμβαίνει;»
«Το στομάχι μου. Αρχίζω να έχω σοβαρές αμφιβολίες για εκείνη την τονοσαλάτα που έφτιαξα το μεσημέρι». Μου χαμογέλασε μαραμένα, σαν άνθρωπος που ετοιμάζεται να κρεβατωθεί από γρίπη. «Αναρωτιέμαι επίσης πώς θα μπορέσω να μας βγάλω από εδώ». Διόλου άσχημη ερώτηση. Ξαφνικά οι κοκολόμπες έμοιαζαν να θέλουν να χωθούν μέσα στο αυτοκίνητο και τα φοινικόφυλλα που μπλέκονταν πάνω απ' τα κεφάλια μας φαίνονταν πιο πυκνά. Συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να μυρίσω τη βλάστηση γύρω μας, μια πηχτή μυρωδιά που έμοιαζε να ζωντανεύει μες στο λαρύγγι μου με την κάθε μου ανάσα. Και γιατί όχι; Προερχόταν από ζωντανούς οργανισμούς, στο κάτω κάτω· τους έβλεπα να συνωστίζονται κι από τις δυο πλευρές του δρόμου. Και από πάνω μας. «Μπαμπά;» Το φαγούρισμα χειροτέρεψε. Ήταν κόκκινο, εκείνο το φαγούρισμα, όσο και η μπόχα μες στα ρουθούνια και στο λαιμό μου ήταν πράσινη. Ήταν εκείνο το φαγούρισμα που νιώθεις όταν βρίσκεσαι παγιδευμένος μέσα στο ακίνητο, μέσα στο αεικίνητο. «Μπαμπά, λυπάμαι, αλλά νομίζω ότι θα κάνω εμετό». Δεν ήταν ακίνητο, δεν ήταν αεικίνητο, ήταν ένα αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου κι έσκυψε έξω, συνεχίζοντας να κρατάει το τιμόνι με το ένα αγέρι, και ύστερα την άκουσα να γερνάει. Ένας κόκκινος πέπλος σκέπασε το αριστερό μου μάτι και σκέφτηκα Μπορώ να το κάνω. Μπορώ να το κάνω. Πρέπει απλά να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Άνοιξα την πόρτα μου, στρίβοντας ολόκληρος στο πλάι για να φτάσω το χερούλι, και βγήκα έξω. Τρέκλισα έξω, βαστώντας την κορυφή της πόρτας για να μην πέσω με τα μούτρα πάνω στο τείχος που σχημάτιζαν οι κοκολόμπες και τα μπλεγμένα ανάμεσά τους κλαδιά ενός μισοθαμμένου μπάνιαν. Το φαγούρισμα είχε απλωθεί σ' ολόκληρο το κορμί μου. Οι θάμνοι και τα κλαδιά ήταν τόσο κοντά στο πλάι του αυτοκινήτου που με έγδαραν καθώς προσπάθησα να προχωρήσω στο μπροστινό μέρος. Ο μισός κόσμος γύρω μου 0ΚΟΚΚΙΝΟ) έμοιαζε βαμμένος με άλικο αίμα, ένιωσα την άκρη μιας κλάρας κάποιου πεύκου να γδέρνει τον καρπό τού -θα έπαιρνα όρκο γι' αυτό- δεξιού μου χεριού και σκέφτηκα Μπορώ να το κάνω, ΠΡΕΠΕΙ να το κάνω, ενώ άκουγα την Ίλσε να ξερνάει για δεύτερη φορά. Καταλάβαινα ότι έκανε πολύ περισσότερη ζέστη απ' όση θα ή-
ταν φυσιολογικό μέσα σ' εκείνο το στενό δρομάκι, μόλο που το σκίαζαν τα φυτά. Μου είχε απομείνει αρκετό μυαλό μες στο μυαλό μου για ν' αναρωτηθώ γιατί ακριβώς είχαμε αποφασίσει να εξερευνήσουμε αυτόν το δρόμο. Αλλά, φυσικά, έμοιαζε απλά μια ακίνδυνη περιπέτεια, ώσπου να 'ρθουμε εδώ. Η Ίλσε ήταν ακόμα σκυμμένη έξω από το αυτοκίνητο και κρατιόταν από το τιμόνι με το δεξί της χέρι. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα γέμιζαν το μέτωπο της. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. «Ω Παναγίτσα μου...» «Κάνε πιο πέρα, Ίλσε». «Μπαμπά, τι σκοπεύεις να κάνεις;» Λες και δεν μπορούσε να δει. Και ξαφνικά οι λέξεις πάω και πίσω είχαν σβηστεί από το μυαλό μου. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που θα μπορούσα να αρθρώσω ήταν το μας, η πιο άχρηστη λέξη της γλώσσας όταν τη χρησιμοποιείς μόνη της. Ένιωσα την οργή ν' ανεβαίνει στο λαρύγγι μου σαν καυτό νερό. Ή σαν αίμα. Ναι, περισσότερο σαν αίμα. Γιατί, ασφαλώς, η οργή ήταν κόκκινη. «Να μας βγάλω από δω. Κάνε πιο πέρα». Και την ίδια στιγμή σκεφτόμουν: Μην τολμήσεις να οργιστείς μαζί της. Μην της βάλεις τις φωνές, ό,τι κι αν συμβεί. Για όνομα του Θεού, σε παρακαλώ, μη. «Μπαμπά, δεν μπορείς...» «Ναι. Μπορώ να το κάνω. Κάνε πιο πέρα». Η συνήθεια της υπακοής πεθαίνει δύσκολα -κι ίσως ακόμα πιο δύσκολα ανάμεσα στους πατεράδες και στις κόρες. Και, φυσικά, ήταν άρρωστη. Μετακινήθηκε στο κάθισμα του συνοδηγού κι εγώ χώθηκα πίσω απ' το τιμόνι, προσπαθώντας να καθίσω με εκείνο το γελοίο, άγαρμπο, ανάποδο τρόπο μου και χρησιμοποιώντας το χέρι μου για να σηκώσω και να βάλω μέσα το σακατεμένο δεξί μου πόδι. Ολόκληρη η δεξιά πλευρά του κορμιού μου μυρμήγκιαζε, σαν ναυφίστατο ένα χαμηλής έντασης ηλεκτροσόκ. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και σκέφτηκα: ΜΠΟΡΩ να το κάνω, που να πάρει ο διάολος, και δεν έχω ανάγκη από τη βοήθεια καμιάς πάνινης, γεμισμένης με κουρέλια σκύλας. Όταν ξανακοίταξα τον κόσμο γύρω μου, λίγη από την κοκκινίλα -και λίγη από την οργή, δόξα τω Θεώ- είχε στραγγίξει από πάνω του. Έβαλα το λεβιέ των ταχυτήτων στην όπισθεν και πάτησα ελάχιστα το γκάζι. Δεν μπορούσα να γείρω έξω όπως είχε κάνει η Ίλσε, γιατί δεν είχα δεξί χέρι να κρατάω το τιμόνι. Αντί γι' αυτό
χρησιμοποίησα τον εσωτερικό καθρέφτη. Μες στο κεφάλι μου, σαν φάντασμα, άκουγα συνέχεια: Μπιπ-μπιπ-μπιπ. «Σε παρακαλώ, μη ρίξεις το αυτοκίνητο έξω από το δρόμο», είπε η Ίλσε. «Δεν μπορούμε να περπατήσουμε. Εγώ είμαι πολύ άρρωστη κι εσύ πολύ σακάτης». «Έχε μου εμπιστοσύνη, Μόνικα», είπα, αλλά εκείνη τη στιγμή η κόρη μου έσκυψε έξω από το παράθυρο για να ξεράσει άλλη μια φορά, και δε νομίζω ότι με άκουσε.
xiii Αργά και προσεκτικά, οδήγησα το αυτοκίνητο με την όπισθεν μακριά από το μέρος όπου είχε σταματήσει η Ίλσε, λέγοντας διαρκώς στον εαυτό μου Σπεύδε βραδέως και Όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Ο γοφός μου μούγκρισε από τον πόνο καθώς χοροπηδήσαμε πάλι πάνω από τα λαγούμια που είχαν σκάψει οι ρίζες από τις συκιέςστραγγαλιστές κάτω απ' το δρόμο. Δυο τρεις φορές άκουσα κλαδιά από κοκολόμπες να σκληρίζουν γδέρνοντας τα πλαϊνά του αυτοκινήτου. Οι άνθρωποι της Χερτζ δε θα χαίρονταν καθόλου, αλλ' αυτό ήταν η τελευταία από τις έγνοιες μου εκείνο το απόγευμα. Σιγά σιγά το φώς δυνάμωσε καθώς οι φυλλωσιές πάνω απ' τα κεφάλια μας αραίωναν. Αυτό ήταν καλό. Η όρασή άρχισε να καθαρίζει κι εκείνο το διαβολεμένο φαγούρισμα σταδιακά υποχώρησε. Αυτά ήταν ακόμα καλύτερα. «Βλέπω το μεγάλο σπίτι με το μαντρότοιχο γύρω», είπε η Ίλσε κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της. «Νιώθεις καθόλου καλύτερα;» «Ίσως λιγουλάκι, αλλά το στομάχι μου εξακολουθεί να ανακατεύεται σαν πλυντήριο». Έβγαλε έναν ήχο αναγούλας. «Ω Θεέ μου, δεν έπρεπε να το είχα πει αυτό». Έσκυψε έξω από το παράθυρο, έκανε πάλι εμετό κι ύστερα ξανασωριάστηκε στο κάθισμά της, γελώντας και βογκώντας. Οι αφέλειές της κολλούσαν στο μέτωπο της σε συμπαγείς μάζες. «Μόλις λέρωσα το αυτοκίνητο σου. Σε παρακαλώ, πες μου ότι έχεις ένα λάστιχο ποτίσματος στον κήπο». «Μη νοιάζεσαι γι' αυτό. Απλά κάθισε ακίνητη και πάρε αργές, βαθιές ανάσες».
Μου απάντησε μ' έναν ξεψυχισμένο στρατιωτικό χαιρετισμό και έκλεισε τα μάτια της. Η ηλικιωμένη γυναίκα με το μεγάλο ψάθινο καπέλο δε φαινόταν πουθενά, αλλά τα φύλλα της σιδερένιας πύλης έστεκαν τώρα ορθάνοιχτα, σαν να περίμενε παρέα. Ή σαν να ήξερε ότι θα χρειαζόμασταν ένα πλάτωμα για να κάνουμε αναστροφή. Δεν κάθισα να το σκεφτώ, απλά έχωσα με την όπισθεν τη Σεβρολέ κάτω από την αψίδα της πύλης. Για μια στιγμή είδα μια αυλή στρωμένη με πολύ κομψά γαλάζια πλακάκια, ένα γήπεδο τένις και μια μεγάλη σειρά από δίφυλλες πόρτες, με τζάμια προστατευμένα από περίτεχνα κάγκελα. Ύστερα έστριψα το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς το σπίτι. Πέντε λεπτά αργότερα ήμασταν εκεί. Η όρασή μου ήταν καθαρή όσο κι όταν είχα ξυπνήσει εκείνο το πρωινό, αν όχι και καθαρότερη. Αν εξαιρέσουμε το βαθύ φαγούρισμα σ' όλη τη δεξιά μου πλευρά, ένιωθα μια χαρά. Ένιωθα επίσης μια έντονη επιθυμία να ζωγραφίσω. Δεν ήξερα τι, αλλά θα το μάθαινα, μόλις θα καθόμουν στο Μικρό Ροζ με ένα από τα μπλοκ μου στηριγμένο στο καβαλέτο μου. Ήμουν σίγουρος γι' αυτό. «Άσε με να καθαρίσω το αυτοκίνητο σου», είπε η Ίλσε. «Θα πας να ξαπλώσεις. Έχεις τα χάλια σου». Μου χαμογέλασε αχνά. «Και λίγα λες. Θυμάσαι πώς το έλεγε η μαμά;» Έγνεψα καταφατικά. «Προχώρα τώρα. Θ' αναλάβω εγώ το καθάρισμα». Έδειξα το λάστιχο του ποτίσματος που περίμενε τυλιγμένο στη βορινή πλευρά του Μεγάλου Ροζ. «Είναι συνδεδεμένο και έτοιμο για δράση». «Είσαι σίγουρος πως εσύ νιώθεις καλά;» «Περίφημα. Νομίζω ότι έφαγες περισσότερη τονοσαλάτα από μένα». Κατάφερε να χαμογελάσει άλλη μια φορά. «Πάντα τιμάω με το παραπάνω τη μαγειρική μου. Ήσουν καταπληκτικός που μας έφερες πίσω, μπαμπά. Θα σε φιλούσα, αλλά η αναπνοή μου...» Τη φίλησα εγώ. Στο μέτωπο. Το δέρμα της ήταν παγωμένο και υγρό. «Ξεκουράσου, Μπισκοτάκι -διαταγές άνωθεν». Έφυγε. Άνοιξα τη βρύση και έπλυνα τη λερωμένη πλευρά της Μάλιμπου, κάνοντας περισσότερη ώρα απ' όση πραγματικά χρειαζόταν, θέλοντας να είμαι βέβαιος πως, όταν θα έμπαινα στο σπίτι,
θα είχε πια αποκοιμηθεί για τα καλά. Και είχε. Όταν έριξα μια κλεφτή ματιά μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα της δεύτερης κρεβατοκάμαρας, την είδα ξαπλωμένη στο πλάι, να κοιμάται ακριβώς όπως όταν ήταν παιδί: με το ένα χέρι χωμένο κάτω από το μάγουλο και το ένα γόνατο μαζεμένο ψηλά, έτσι που σχεδόν να κολλάει στο στήθος. Νομίζουμε ότι αλλάζουμε, αλλά στην πραγματικότητα δεν αλλάζουμε -έτσι λέει ο Γουάιρμαν. Ίσως si, ίσως no -έτσι λέει ο Φρίμαντλ. xiv Υπήρχε κάτι που με τραβούσε -ίσως κάτι που ήταν μέσα μου από τότε που έπαθα το ατύχημα, αλλά οπωσδήποτε κάτι που είχε επιστρέψει μαζί μου από την Ντούμα Κη Ρόουντ. Το άφησα να δω πού θα με πάει. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα είχα μπορέσει να του αντισταθώ, έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν προσπάθησα καν- ήμουν περίεργος. Η τσάντα της κόρης μου ήταν αφημένη στο τραπεζάκι του καθιστικού. Την άνοιξα, έβγαλα το πορτοφόλι της και φυλλομέτρησα τις φωτογραφίες που είχε μέσα. Ένιωσα λίγο αχρείος που το έκανα αυτό, αλλά μόνο λίγο. Δεν κλέβεις τίποτα, είπα στον εαυτό μου, αλλά, ασφαλώς, υπάρχουν πολλές μορφές κλεψιάς, δε συμφωνείτε; Να η φωτογραφία του Κάρσον Τζόουνς που μου είχε δείξει στο αεροδρόμιο, αλλά δεν ήθελα αυτή. Δεν τον ήθελα μόνο του. Τον ήθελα μαζί της. Ήθελα μια φωτογραφία που να δείχνει και τους δυο ως ζευγάρι. Και βρήκα μια. Φαινόταν να έχει τραβηχτεί μπροστά από ένα υπαίθριο μανάβικο, στην άκρη κάποιου δρόμου- υπήρχαν καλάθια με αγγούρια και καλαμπόκια πίσω τους. Ήταν νέοι, όμορφοι και χαμογελαστοί. Κρατιούνταν αγκαλιά και μια από τις παλάμες του Κάρσον Τζόουνς φαινόταν να ακουμπάει στο φούσκωμα του ντυμένου με μπλουτζίν πισινού της κόρης μου. Αχ, κερατούκλη Χριστιανέ. Το δεξί μου μπράτσο συνέχιζε να με φαγουρίζει- ήταν ένα ελαφρό, συνεχές μυρμήγκιασμα πάνω στο δέρμα, σαν καυτό τσούξιμο. Πήγα να το ξύσω, τα δάχτυλά μου πέρασαν από μέσα του κι αντί γι' αυτό έπιασαν τα πλευρά μου για δεκάκις χιλιοστή φορά. Και αυτή η φωτογραφία ήταν μέσα σε μια προστατευτική διαφανή ζελατίνα. Την έβγαλα, έριξα μια ματιά πάνω απ' τον ώμο μου -νευρικός σαν μπουκαδόρος στην πρώτη του διάρρηξη- στη
μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου όπου κοιμόταν η Ίλσε κι ύστερα γύρισα τη φωτογραφία από την ανάποδη. Σ' αγαπώ, Κολοκύθα! «Χαμογελαστούλης» Ήταν δυνατόν να εμπιστευτώ ένα μνηστήρα που αποκαλούσε την κόρη μου Κολοκύθα και υπέγραφε ως Χαμογελαστούλης; Σκέφτηκα πως όχι. Μπορεί να μην ήταν δίκαιο, όμως όχι -σκέφτηκα πως όχι. Παρ' όλα αυτά, είχα βρει αυτό που έψαχνα. Όχι τον έναν, αλλά και τους δυο. Γύρισα πάλι τη φωτογραφία από την καλή της όψη, έκλεισα τα μάτια μου και προσποιήθηκα ότι άγγιζα τα είδωλά τους πάνω στο χαρτί με το δεξί μου χέρι. Αν και δεν ένιωθα να προσποιούμαι- υποθέτω ότι δε χρειάζεται πλέον να σας το λέω αυτό. Ύστερ' από κάποιο διάστημα -δεν ξέρω ακριβώς πόσο- ξανάβαλα τη φωτογραφία στην πλαστική ζελατίνα της κι έχωσα πάλι το πορτοφόλι κάτω από τα χαρτομάντιλα και ΐα καλλυντικά, στο ίδιο πάνω κάτω βάθος όπου το είχα βρει. Κατόπιν ξανάφησα την τσάντα της κόρης μου στο τραπεζάκι του καθιστικού και πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου για να πάρω τη Ρίμπα, την Κούκλα Διαχείρισης Θυμού. Ανέβηκα κουτσαίνοντας στο Μικρό Ροζ, με τη Ρίμπα σφιγμένη ανάμεσα στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου χεριού και στο πλευρό μου. Νομίζω πως με θυμάμαι να της λέω «Θα σε κάνω μια Μόνικα Σέλες» όταν την ακούμπησα μπροστά από την τζαμαρία, αναφερόμενος στη γνωστή Αμερικανίδα τενίστρια, αλλά είναι εξίσου πιθανό να είπα Μόνικα Γκόλντστιν· όταν πρόκειται για αναμνήσεις από το παρελθόν, όλοι παίζουμε με στημένη τράπουλα. Το κατά Γουάιρμαν Ευαγγέλιον. Θυμάμαι πιο καθαρά απ' όσο θέλω τα περισσότερα από αυτά που συνέβησαν στο Ντούμα, αλλ' από εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα έχω κρατήσει μια πολύ συγκεχυμένη εικόνα. Ξέρω ότι άρχισα να ζωγραφίζω σαν μανιακός και ότι εκείνο το αφόρητο φαγούρισμα στο ανύπαρκτο δεξί μου μπράτσο εξαφανίστηκε τελείως όσο δούλευα· δεν το ξέρω αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι η κοκκινωπή θολούρα που σκέπαζε διαρκώς τα μάτια μου εκείνο τον καιρό, πυκνώνοντας όταν κουραζόμουν, εξαφανίστηκε για λίγο. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν σ' αυτή την κατάσταση. Νομίζω κά-
μποση. Αρκετή για να νιώθω εξουθενωμένος και πολύ πεινασμένος όταν τελείωσα. Κατέβηκα πάλι στο ισόγειο και καταβρόχθισα μια σεβαστή ποσότητα αλλαντικών στο ψυχρό φως του ψυγείου. Δεν ήθελα να φτιάξω ένα κανονικό σάντουιτς, γιατί δεν ήθελα η Ίλσε να καταλάβει ότι ένιωθα αρκετά καλά για να μπορώ να φάω. Θεώρησα καλύτερο να την αφήσω να πιστεύει ότι τα προβλήματά μας οφείλονταν στη χαλασμένη μαγιονέζα. Έτσι δε θα χρειαζόταν να αναλώσουμε χρόνο ψάχνοντας γι' άλλες εξηγήσεις. Καμιά από τις άλλες εξηγήσεις που μπορούσα να σκεφτώ δεν ήταν λογική. Αφού έφαγα μισό πακέτο από το κομμένο σε φέτες σαλάμι και ήπια λαίμαργα περίπου μισό λίτρο τσάι με ζάχαρη, πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου, ξάπλωσα και βυθίστηκα σ' ένα ληθαργικό ύπνο.
XV
Ηλιοβασιλέματα. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι οι πιο καθαρές αναμνήσεις μου από το Ντούμα Κη είναι οι πορτοκαλόχρωμοι ουρανοί την ώρα του δειλινού, που χαμηλά αιμορραγούν και στην κορυφή αχνοσβήνουν, από το πράσινο στο μαύρο. Όταν ξύπνησα εκείνο το βράδυ, μια ακόμα μέρα έφτανε στο περίλαμπρο τέλος της. Πήγα στο ευρύχωρο καθιστικό στηριγμένος στην πατερίτσα μου, μουδιασμένος και μορφάζοντας από τον πόνο (τα πρώτα δέκα λεπτά ήταν πάντα τα χειρότερα). Η πόρτα του δωματίου της Ίλσε ήταν ορθάνοιχτη και το κρεβάτι της άδειο. «Ίλσε;» φώναξα. Για μια στιγμή δεν πήρα απάντηση. Ύστερα την άκουσα να μου φωνάζει από πάνω. «Μπαμπά; Θεέ και Κύριε, εσύ το έκανες αυτό; Πότε το έκανες αυτό;» Αμέσως ξέχασα και πόνους και ενοχλήσεις. Ανέβηκα στο Μικρό Ροζ όσο πιο γρήγορα μπορούσα, προσπαθώντας να θυμηθώ τι είχα ζωγραφίσει. Ό,τι κι αν ήταν, δεν είχα κάνει καμιά προσπάθεια να το κρύψω μόλις το τελείωσα. Κι αν ήταν κάτι πραγματικά φρικτό; Κι αν είχα τη φαεινή ιδέα να φτιάξω μια παρωδία της σταύρωσης, με το Κολιμπρί που τραγουδούσε τα γκόσπελ καβάλα στο σταυρό;
Η Ίλσε στεκόταν μπροστά στο καβαλέτο μου και δεν μπορούσα να δω τι υπήρχε εκεί. Το κορμί της το έκρυβε. Αλλ' ακόμα και αν στεκόταν παραδίπλα, ο μοναδικός φωτισμός στο δωμάτιο προερχόταν από εκείνο το ματωμένο ηλιοβασίλεμα* το μπλοκ μου δε θα ήταν παρά ένα μαύρο ορθογώνιο μέσα στην εκθαμβωτική του λάμψη. Άνοιξα τα φώτα, προσευχόμενος να μην είχα κάνει κάτι που θα στενοχωρούσε την κόρη μου, η οποία είχε κάνει τόσο ταξίδι για να σιγουρευτεί ότι ήμουν καλά. Από τη φωνή της, δεν είχα μπορέσει να καταλάβω. «Ίλσε;» Στράφηκε προς το μέρος μου, με έκφραση μάλλον σαστισμένη παρά θυμωμένη. «Πότε το έκανες αυτό εδώ;» «Λοιπόν...» είπα. «Κάνε λίγο στην άκρη, μπορείς;» «Πάλι σου παίζει παιχνίδια η μνήμη σου; Ε;» «Όχι», είπα. «Ή, μάλλον, ναι». Ήταν η παραλία έξω από το παράθυρο, μπορούσα να το διακρίνω αυτό, αλλά τίποτα περισσότερο. «Μόλις το δω, είμαι βέβαιος ότι θα... κάνε στην άκρη, γλυκιά μου, θα ήσουν ιδανική για πόρτα, αλλά για παράθυρο δεν αξίζεις μία». «Μόλο που είμαι πάντα κακός μπελάς, σωστά;» Γέλασε. Λίγες άλλες φορές με είχε ανακουφίσει τόσο ο ήχος του γέλιου της. Ό,τι κι αν είχε βρει πάνω στο καβαλέτο δεν την είχε κάνει έξω φρενών, και η καρδιά μου ξαναπήγε επιτέλους στη θέση της. Αν αυτή δεν ήταν θυμωμένη, ο κίνδυνος να θυμώσω εγώ και να χαλάσω αυτό που, σε γενικές γραμμές, ήταν μια πολύ καλή επίσκεψη μειωνόταν. Έκανε λίγο αριστερά και είδα αυτό που είχα ζωγραφίσει στην παραζαλισμένη κατάσταση που ήμουν αργά το απόγευμα, πριν κοιμηθώ. Από τεχνικής άποψης, ήταν πιθανώς το καλύτερο έργο που είχα κάνει από τις πρώτες διστακτικές προσπάθειές μου με πενάκι και μελάνι στη λίμνη Φάλεν και μετά, αλλά δεν το βρήκα καθόλου περίεργο που ακουγόταν μπερδεμένη. Κι εγώ είχα μπερδευτεί. Ήταν το κομμάτι της παραλίας που μπορούσα να δω μέσα από την τζαμαρία, η οποία έπιανε σχεδόν ολόκληρο τον έναν τοίχο του Μικρού Ροζ. Το τυχαίο παιχνίδισμα του φωτός πάνω στο νερό, που είχα καταφέρει να το αποδώσω με μια απόχρωση που η εταιρεία Βένους ονόμαζε Χρώμιο, έδειχνε ότι ήταν νωρίς το πρωί. Ένα μικρό κορίτσι μ' ένα φορεματάκι του τένις στεκόταν όρθιο στο κέντρο της ζωγραφιάς. Είχε την πλάτη του γυρισμένη, αλλά τα κόκκινα μαλλιά του δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας: ήταν η Ρίμπα,
η μικρή μου αγάπη, εκείνη η φιλενάδα που είχα φέρει μαζί μου από την άλλη μου ζωή. Η φιγούρα ήταν εκτελεσμένη πολύ σχηματικά, αλλά για κάποιο λόγο καταλάβαινες ότι αυτό είχε γίνει επίτηδες, ότι δεν ήταν ένα πραγματικό κορίτσι, μόνο μια ονειρική μορφή μέσα σ' ένα ονειρικό τοπίο. Ολόγυρα στα πόδια της, πάνω στην άμμο, υπήρχαν καταπράσινα μπαλάκια του τένις. Άλλα πλησίαζαν στην ακτή, πάνω στο απαλό κύμα. «Πότε το έκανες;» Η Ίλσε συνέχιζε να χαμογελάει -σχεδόν γελούσε. «Και τι στην ευχή σημαίνει;» «Σου αρέσει;» ρώτησα. Γιατί εμένα δε μου άρεσε. Τα μπαλάκια του τένις ήταν λάθος χρώμα γιατί δεν είχα τη σωστή απόχρωση του πράσινου, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος- δε μου άρεσε γιατί μου έδινε την αίσθηση ότι ήταν όλο λάθος. Μου έδινε την αίσθηση ενός σπαραγμού. «Το λατρεύω», είπε και γέλασε στ' αλήθεια. «Έλα πες μου, πότε το έκανες; Ομολόγησε». «Όσο κοιμόσουν. Πήγα να ξαπλώσω, αλλά ένιωσα πάλι ναυτία κι έτσι σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να μείνω λίγο ακόμα όρθιος. Αποφάσισα να ζωγραφίσω λιγάκι, να δω αν θα διορθωνόταν η κατάσταση. Δε συνειδητοποίησα ότι είχα αυτό το πράγμα στο χέρι μου παρά μόνο όταν ανέβηκα εδώ». Έδειξα τη Ρίμπα, που ήταν ακουμπισμένη με την πλάτη στην τζαμαρία, με τα παραγεμισμένα πόδια της τεντωμένα κι ανοιχτά. «Αυτή είναι η κούκλα στην οποία υποτίθεται ότι πρέπει να φωνάζεις όταν ξεχνάς πράγματα, σωστά;» «Κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων, ζωγράφισα αυτό που βλέπεις. Μου πήρε γύρω στη μια ώρα. Όταν τελείωσα, ένιωθα καλύτερα». Μόλο που θυμόμουν ελάχιστα από τη δημιουργία της ζωγραφιάς, θυμόμουν αρκετά για να ξέρω ότι η ιστορία που της είχα πει ήταν ψέμα. «Ύστερα ξάπλωσα και κοιμήθηκα. Τελεία και παύλα». «Μπορώ να την πάρω;» Ένιωσα ένα κύμα αποκαρδίωσης, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ έναν εύσχημο τρόπο να αρνηθώ χωρίς να πληγώσω τα αισθήματά της ή ν' ακουστώ τρελός. «Αν πράγματι τη θέλεις. Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, ωστόσο. Δε θα προτιμούσες να πάρεις ένα από τα Διάσημα Ηλιοβασιλέματα του Φρίμαντλ; Ή το γραμματοκιβώτιο με το κουνιστό αλογάκι! ©α μπορούσα...»
«Αυτή θέλω», είπε. «Είναι αστεία και γλυκιά και συγχρόνως λίγο... δεν ξέρω... δυσοίωνη. Την κοιτάς τη μια φορά και λες, "Είναι μια κούκλα". Την κοιτάς ξανά και λες, "Όχι, είναι ένα κοριτσάκι -στο κάτω κάτω, δε στέκεται όρθιο;" Είναι καταπληκτικό το πόσο πολλά έχεις μάθει να κάνεις με τα χρωματιστά μολύβια». Κούνησε αποφασισμένα το κεφάλι της. «Αυτή θέλω. Μόνο που πρέπει να της δώσεις ένα όνομα. Οι καλλιτέχνες πρέπει να ονομάζουν τα έργα τους». «Συμφωνώ, αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα...» «Εμπρός, εμπρός, μην υπεκφεύγεις. Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο νου». Είπα, «Εντάξει -Το Τέλος του Παιχνιδιού». Χτύπησε τα χέρια της. «Τέλειο. Τέλειο! Και πρέπει να την υπογράψεις, επίσης. Δεν είμαι τρομερά αυταρχική;» «Ανέκαθεν ήσουν», είπα. «Tres αυταρχική. Υποθέτω ότι αισθάνεσαι καλύτερα». «Πράγματι. Εσύ;» «Ναι», είπα, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Ξαφνικά ένιωθα μια γενικευμένη ανησυχία κι ο κόσμος γύρω μου είχε πάρει μια κοκκινωπή απόχρωση που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν. Η Βένους δε φτιάχνει τέτοιο χρώμα, αλλά υπήρχε ένα καινούριο, καλοξυσμένο μαύρο μολύβι στη βάση του καβαλέτου. Το πήρα κι έγραψα το όνομά μου δίπλα σε ένα από τα ροζ πόδια της κούκλας με τη γυρισμένη πλάτη. Πέρα από αυτήν, μια δεκαριά μπαλάκια του τένις με λάθος πράσινο χρώμα έπλεαν πάνω στο απαλό κύμα. Δεν ήξερα τι σήμαιναν αυτά τα διάσπαρτα μπαλάκια, αλλά δε μου άρεσαν. Ούτε το γεγονός ότι έβαζα την υπογραφή μου σε αυτή τη ζωγραφιά μού άρεσε, αλλ' αφού το έκανα, έγραψα Το Τέλος του Παιχνιδιού στη μια άκρη. Κι ένιωσα εκείνο που η Παμ είχε μάθει στις κόρες μας να λένε όταν ήταν μικρές, κάθε φορά που τελείωναν κάποια δυσάρεστη αγγαρεία. Τέρμα και ξεμπέρδεψα.
Έμεινε άλλες δυο μέρες, και ήταν καλές μέρες. Όταν ο Τζακ κι εγώ την ξαναπήγαμε στο αεροδρόμιο, το πρόσωπο της και τα μπράτσα της είχαν πάρει χρώμα από τον ήλιο κι έμοιαζε να εκπέμπει μια ιδιαίτερη καλοσυνάτη ακτινοβολία: νιάτα, υγεία, ζωή. Ο Τζακ είχε βρει ένα χαρτονένιο κύλινδρο για την καινούρια της ζωγραφιά. «Μπαμπά, υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις τον εαυτό σου κι ότι θα μου τηλεφωνήσεις αν με χρειαστείς». «Ελήφθη, Χιούστον», είπα χαμογελώντας. «Και υποσχέσου μου ότι θα βρεις κάποιον να σου δώσει μια γνώμη για τις ζωγραφιές σου. Κάποιον που να ξέρει απ' αυτά τα πράγματα». «Λοιπόν...» Χαμήλωσε το πιγούνι της και με κοίταξε συνοφρυωμένα. Όταν το έκανε αυτό, ήταν πάλι σαν να βλέπω την Παμ όταν την πρωτογνώρισα. «Καλύτερα να το υποσχεθείς, ειδαλλιώς...» Και επειδή το εννοούσε -το έλεγε αυτό η κάθετη γραμμή ανάμεσα στα φρύδια της- το υποσχέθηκα. Η γραμμή εξαφανίστηκε. «Ωραία, αυτό κανονίστηκε. Σου αξίζει να γίνεις καλύτερα, ξέρεις. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν πραγματικά το πιστεύεις αυτό». «Φυσικά και το πιστεύω», είπα. Η Ίλσε συνέχισε σαν να μη με είχε ακούσει. «Γιατί ό,τι έγινε δεν ήταν δικό σου λάθος». Ένιωσα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου σ' αυτά τα τελευταία λόγια. Υποθέτω ότι το ήξερα, αλλά ήταν ωραίο να ακούς κάποιον άλλο να το λέει δυνατά. Κάποιον εκτός από τον Κέιμεν, δηλαδή, που ήταν δουλειά του να ξύνει την ξεραμένη λίγδα από εκείνα τα ενοχλητικά άπλυτα κατσαρολικά που γέμιζαν τους νεροχύτες του υποσυνείδητου. Με κοίταξε κουνώντας το κεφάλι. «Θα γίνεις καλύτερα. Το λέω εγώ, και είμαι tres αυταρχική». Μια βραχνή φωνή είπε από το μεγάφωνο: Πτήση 559 της Δέλτα, για Σινσινάτι και Κλίβελαντ. Το πρώτο σκέλος της επιστροφής της Ίλσε.
«Εμπρός, γλυκιά μου, καλύτερα να τους αφήσεις να ελέγξουν με το ραβδάκι τους το κορμί σου και να ψάξουν τα παπούτσια σου». «Έχω κάτι ακόμα να πω προηγουμένως». Τίναξα ψηλά το μοναδικό χέρι που μου απέμενε. «Τι είναι πάλι, ακριβή μου;» Χαμογέλασε ακούγοντάς το αυτό: έτσι έλεγα και τις δυο μου κόρες όταν η υπομονή μου έφτανε τελικά στα όριά της. «Σ' ευχαριστώ που δε μου είπες ότι ο Κάρσον κι εγώ είμαστε πολύ νέοι για να αρραβωνιαστούμε». «Θα είχε ωφελήσει σε τίποτα;» «Όχι». «Πράγματι. Εξάλλου, νομίζω πως η μητέρα σου θα κάνει αρκετή δουλειά σ' αυτό το θέμα και για τους δυο μας». Η Ίλσε σούφρωσε το στόμα της σχηματίζοντας ένα μικρό όμικρον κι ύστερα γέλασε. «Το ίδιο και η Λίνι... αλλά μόνο επειδή την πρόλαβα για μια φορά». Με αγκάλιασε δυνατά και πάλι. Ανάσανα βαθιά το άρωμα των μαλλιών της -εκείνη την καλή, γλυκιά μυρωδιά από σαμπουάν και νεαρή, υγιή γυναίκα. Τραβήχτηκε πίσω και κοίταξε τον άνθρωπο μου για όλες τις δουλειές, που στεκόταν διακριτικά λίγο πιο πέρα στο πλάι. «Καλά θα κάνεις να τον προσέχεις σαν τα μάτια σου, Τζιμ. Είναι ο καλύτερος». Δεν είχαν ερωτευτεί - σ ' αυτό σταθήκαμε άτυχοι, muchacho-, αλλά της έσκασε ένα θερμό χαμόγελο. «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ». «Και υποσχέθηκε να πάρει μια γνώμη για τις ζωγραφιές του. Είσαι μάρτυρας». Ο Τζακ χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. «Ωραία». Μου έδωσε άλλο ένα φιλί, αυτή τη φορά στην άκρη της μύτης. «Να είσαι καλά, πατέρα. Φρόντισε να γιατρευτείς». Ύστερα πέρασε την αυτόματη συρόμενη πόρτα, ζαλωμένη τα μπαγκάζια της αλλά προχωρώντας μολαταύτα με βήμα ζωηρό. Κοίταξε πίσω μια στιγμή προτού η πόρτα κλείσει. «Και πάρε μερικά κανονικά χρώματα ζωγραφικής!» «Οπωσδήποτε!» φώναξα, αλλά δεν ξέρω αν με άκουσε· στη Φλόριντα, οι αυτόματες πόρτες κλείνουν πολύ γρήγορα, για οικονομία στον κλιματισμό. Για μία ή δύο στιγμές ο κόσμος γύρω μου θόλωσε κι έγινε πιο λαμπερός· ένιωσα ένα σφυροκόπημα στους κρο-
τάφους κι ένα υγρό φαγούρισμα στη μύτη. Έσκυψα το κεφάλι και σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου με τον αντίχειρα και τον μέσο του μοναδικού μου χεριού, ενώ ο Τζακ γι' άλλη μια φορά προσποιούνταν ότι είχε δει κάτι ενδιαφέρον στον ουρανό. Υπήρχε μια λέξη γι' αυτό που ένιωθα και δε μου ερχόταν στο μυαλό. Σκέφτηκα σήψη, ύστερα πήξη. Δώσε του χρόνο, μην τρελαίνεσαι, πες στον εαυτό σου ότι μπορεί να το κάνει, και οι λέξεις συνήθως έρχονται. Μερικές φορές δεν τις θέλεις, όμως αυτές έρχονται, έτσι κι αλλιώς. Η λέξη που έψαχνα αυτή τη φορά ήταν θλίψη. Ο Τζακ είπε, «Θέλετε να περιμένετε να φέρω το αυτοκίνητο ή...» «Όχι, μπορώ να περπατήσω». Τύλιξα τα δάχτυλά μου γύρω από τη λαβή της πατερίτσας μου. «Μόνο έχε το νου σου στα αυτοκίνητα. Δε θέλω να με πατήσουν ενώ θα διασχίζω το δρόμο. Αυτό το έργο το έχω ξαναδεί».
xvii Σταματήσαμε στο Αρτ & Άρτιφακτς της Σαρασότα στο δρόμο της επιστροφής, και με την ευκαιρία ρώτησα τον Τζακ αν ήξερε τίποτα για τις γκαλερί της Σαρασότα. «Σ' αυτό με πιάνεις διαβασμένο, αφεντικό. Η μαμά μου εργαζόταν σε μια γκαλερί που τη λένε Σκότο. Βρίσκεται στην Παλμ Άβενιου». «Υποτίθεται ότι αυτό πρέπει να σημαίνει κάτι για μένα;» «Είναι η γκαλερί που γαμάει και δέρνει περισσότερο από κάθε άλλη στην κουλτουριάρικη γειτονιά της πόλης», είπε κι ύστερα το ξανασκέφτηκε. «Με την καλή έννοια. Και οι άνθρωποι που την έχουν είναι καλοί... τουλάχιστον φέρθηκαν πάντα καλά στη μαμά μου, όμως... ξέρεις...» «Είναι η γκαλερί που γαμάει και δέρνει περισσότερο από κάθε άλλη». «Ακριβώς». «Που θα πει ακριβές τιμές;» «Είναι το μέρος όπου συναντιέται η ελίτ». Το είπε σοβαρά, αλλά όταν έσκασα στα γέλια με μιμήθηκε. Εκείνη ήταν, νομίζω, η μέ-
ρα που ο Τζακ Καντόρι έπαψε να είναι ο μερικής απασχόλησης θεληματάρης μου και έγινε φίλος μου. «Τότε το θέμα έκλεισε», είπα, «γιατί κι εγώ αναμφίβολα ανήκω στην ελίτ. Κόλλα το, γιε μου». Σήκωσα το χέρι μου, και ο Τζακ χτύπησε δυνατά την παλάμη του στη δική μου. xviii Όταν επιστρέψαμε στο Μεγάλο Ροζ, με βοήθησε να μεταφέρω στο σπίτι τα λάφυρά μου -πέντε σακούλες, δυο κουτιά και μια στοίβα με εννιά τελαρωμένους καμβάδες. Συνολικής αξίας κοντά στα χίλια δολάρια. Του είπα ότι θα τ' ανεβάζαμε επάνω την επομένη. Η ζωγραφική ήταν το τελευταίο πράγμα με το οποίο ήθελα ν' ασχοληθώ εκείνο το βράδυ. Πήγαινα κούτσα κούτσα προς την κουζίνα για να φτιάξω ένα σάντουιτς, όταν είδα το λαμπάκι των μηνυμάτων στον τηλεφωνητή να αναβοσβήνει. Σκέφτηκα ότι θα ήταν η Ίλσε, που θα μου έλεγε ότι η πτήση της είχε ακυρωθεί λόγω καιρικών συνθηκών ή κάποιας τεχνικής βλάβης. Έπεσα έξω. Η φωνή ήταν ευχάριστη, αλλά σπασμένη από τα γηρατειά και κατάλαβα αμέσως σε ποιον ανήκε. Νόμισα πως ξανάβλεπα εκείνα τα τεράστια γαλάζια αθλητικά μποτάκια, ακουμπισμένα πάνω στα αστραφτερά μεταλλικά υποπόδια του αναπηρικού της καροτσιού. «Χαίρετε, κύριε Φρίμαντλ, καλώς ορίσατε στο Ντούμα Κη. Ήταν μεγάλη χαρά για μένα να σας δω τις προάλλες, έστω και για λίγο. Τολμώ να υποθέσω ότι η νεαρά κυρία μαζί σας ήταν η κόρη σας, δεδομένης της ομοιότητας. Τη συνοδέψατε πίσω στο αεροδρόμιο; Τολμώ να υποθέσω ότι το κάνατε». Ακολούθησε μια παύση. Μπορούσα ν' ακούσω την ανάσα της, την ηχηρή, σχεδόν ασθματική ανάσα ενός ανθρώπου που πιθανώς έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του μ' ένα τσιγάρο στο χέρι. Ύστερα άρχισε πάλι να μιλά. «Σε τελευταία ανάλυση, το Ντούμα Κη δεν ήταν ποτέ τυχερό μέρος για κόρες». Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται τη Ρίμπα, ντυμένη μ' ένα
αναπάντεχο φόρεμα του τένις, τριγυρισμένη από μικρά χνουδωτά μπαλάκια ενώ ακόμα περισσότερα πλησίαζαν με το επόμενο κύμα. «Τολμώ να ελπίζω ότι θα συναντηθούμε, συν τω χρόνω. Εις το επανιδείν, κύριε Φρίμαντλ». Ακούστηκε ένα κλικ. Ύστερα μείναμε μόνο εγώ και το αδιάκοπο άλεσμα των κοχυλιών κάτω από το σπίτι. Η παλίρροια είχε ανεβεί.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (III)
Μείνετε πεινασμένοι. Πέτυχε στην περίπτωση του Μικελάντζελο, πέτυχε στην περίπτωση του Πικάσο, και πετυχαίνει στην περίπτωση εκατοντάδων χιλιάδων καλλιτεχνών που το κάνουν όχι από αγάπη (μόλο που ίσως και αυτή να παίζει κάποιο ρόλο), αλλά για να βάλουν ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι τους. Αν θέλετε να ερμηνεύσετε τον κόσμο, πρέπει να χρησιμοποιήσετε τις ορέξεις σας. Σας εκπλήσσει αυτό; Δε θα έπρεπε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανθρώπινο από την πείνα. Δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς ταλέντο, το δέχομαι αυτό, όμως το ταλέντο είναι φτηνό. Το ταλέντο παρακαλάει. Η πείνα είναι ο κινητήριος μοχλός της τέχνης. Θυμάστε εκείνο το κοριτσάκι που σας έλεγα; Βρήκε τη δική του πείνα και τη χρησιμοποίησε. Σκέφτεται Όχι πια κρεβάτι όλη μέρα τώρα. Εγώ πηγαίνω δωμάτιο μπαμπά, γραφείο μπαμπά. Μερικές φορές λέω γραφείο, μερικές φορές λέω μαφείο. Έχει ένα ωραίο μεγάλο παράθυρο. Με καθίζουν στην τρέκλα. Μπορώ να βλέπω πάνω κάτω. Πουλιά και ομορφιές. Πολύ ομορφιές για μένα, μου φέρνουν ψύξη. Κάποια σύννεφα έχουν φτερά. Άλλα έχουν γαλάζια μάτια. Κάθε ηλιοβασίλεμα εγώ κλαίω από ψύξη. Με πονάει να το βλέπω. Πονάει το πάνω κάτω μου. Ποτέ δε θα μπορούσα να πω τι βλέπω και αυτό μου φέρνει ψύξη. Σκέφτεται ΘΛΙΨΗ, η λέξη είναι ΘΛΙΨΗ. Ψύξη είναι αυτό που είχε πάθει ο μπαμπάς πέρυσι και δεν μπορούσε να κουνηθεί. Σκέφτεται Αν μπορούσα να σταματήσω τον πόνο. Αν μπορούσα να τον βγάλω έξω όπως τα τσισάκια. Κλαίω και παρακαλώ παρακαλώ παρακαλώ να πω αυτό που εννοώ. Η παραμάνα δεν μπορεί να βοηθήσει. Όταν λέω «Χρώμα!» αγγίζει το πρόσωπο της και χαμογελάει και λέει «Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα 'ναι». Ούτε τα μεγάλα κορίτσια βοηθάνε. Είμαι τόσο θυμωμένη μαζί τους, για-
τί δεν ακούτε, ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΚΕΣ! Τότε μια μέρα έρχονται τα δίδυμα, η Τέσι και η Λο-Λο. Μιλάνε ιδιαίτερα η μια στην άλλη, ακούν ιδιαίτερα αυτά που λέω εγώ. Δε με καταλαβαίνουν στην αρχή, αλλά ύστερα... Η Τέσι φέρνει εμένα χαρτί. Η Λο-Λο φέρνει εμένα μολύβι και δικό μου στόμα λέει «Μπο-λυ-βι!» και τις κάνει να γελάσουν και να χτυπήσουν τα χέρια τους. Σκέφτεται ΜΠΟΡΩ ΣΧΕΔΟΝ ΝΑ ΠΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΜΟΛΥΒΙΟΥ! Σκέφτεται Μπορώ να φτιάξω τον κόσμο πάνω στο χαρτί. Μπορώ να ζωγραφίσω αυτό που σημαίνουν οι λέξεις. Βλέπω δέντρο, φτιάχνω δέντρο. Βλέπω πουλί, φτιάχνω πουλί. Είναι καλό, σαν το νερό από το ποτήρι όταν διψάω. Αυτό είναι ένα κοριτσάκι μ' έναν επίδεσμο γύρω στο κεφάλι του, που φοράει μια μικροσκοπική ροζ ρομπίτσα και κάθεται πλάι στο παράθυρο στο γραφείο του πατέρα του. Η κούκλα του, η Νοβίν, κείτεται στο πάτωμα πλάι του. Έχει μια πινακίδα και πάνω στην πινακίδα υπάρχει ένα φύλλο χαρτί. Μόλις έχει καταφέρει να σχεδιάσει ένα σχήμα σαν διχάλα, που έχει πράγματι κάποια ομοιότητα με το ξεραμένο πεύκο έξω από το παράθυρο. Σκέφτεται Θέλω να έχω περισσότερο χαρτί, παρακαλώ. Σκέφτεται Είμαι η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ. Πρέπει να ήταν σαν να σου ξαναδίνουν πίσω τη μιλιά σου όταν νόμιζες πως είχε πια χαθεί για πάντα. Κι ακόμα περισσότερο. Ακόμα καλύτερο. Ήταν ένα χάρισμα που ήταν αποκλειστικά δικό της, που ήταν της ΕΑΙΖΑΜΠΕΘ. Ακόμα και από εκείνες τις απίστευτα γενναίες πρώτες ζωγραφιές, πρέπει να κατάλαβε τι συνέβαινε. Και ήθελε περισσότερα. Το χάρισμά της πεινούσε. Τα καλύτερα χαρίσματα -και τα χειρότερα- πάντα πεινάνε.
4 - Φίλοι με Προεκτάσεις
i Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς, ξύπνησα από ένα σύντομο αλλά αναζωογονητικό ύπνο έχοντας στη σκέψη μου ένα συγκεκριμένο είδος κοχυλιού -εκείνο το πορτοκαλόχρωμο με τις λευκές πιτσίλες. Δεν ξέρω αν το ονειρεύτηκα ή όχι, αλλά ήθελα ένα τέτοιο. Ήμουν έτοιμος ν' αρχίσω να πειραματίζομαι με τα καινούρια μου χρώματα και σκέφτηκα ότι ένα από αυτά τα πορτοκαλιά κοχύλια θα ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε για να το κοτσάρω στη μέση ενός ηλιοβασιλέματος πάνω απ' τον Κόλπο του Μεξικού. Άρχισα να ψάχνω νότια κατά μήκος της ακτής, με μόνη συντροφιά τη σκιά μου και καμιά τριανταριά μικροσκοπικά πουλάκια -η Ίλσε τα έλεγε τσιλιβήθρες- που αναζητούν διαρκώς τροφή στην άκρη του νερού. Λίγο παραέξω, μερικοί πελεκάνοι μετεωρίζονταν στον ουρανό, ύστερα μάζευαν τα φτερά τους κι έπεφταν στο νερό σαν πέτρες. Δε σκεφτόμουν την άσκηση εκείνο το απόγευμα, δεν παρακολουθούσα τον πόνο στο γοφό μου ούτε μετρούσα βήματα. Δε σκεφτόμουν τίποτα, στην πραγματικότητα· το μυαλό μου αιθεροβατούσε σαν τους πελεκάνους πριν κιαλάρουν το γεύμα τους από κάτω τους στο caldo largo*. Έτσι, όταν τελικά εντόπισα το είδος του κοχυλιού που ήθελα και κοίταξα πίσω μου, ξαφνιάστηκα με το πόσο μικρό έδειχνε το Μεγάλο Ροζ. Στάθηκα λίγο εκεί, παίζοντας το πορτοκαλί κοχύλι μες στη χούφτα μου, νιώθοντας ξάφνου εκείνες τις σουβλιές σαν να μου είχαν μπήξει χιλιάδες σπασμένα γυαλάκια στο γοφό μου. Άρχιζαν από εκεί και συνεχίζονταν μέχρι κάτω στο πόδι μου. Ωστόσο τα χνάρια *Μεγάλη σούπα. (Σ.τ.Μ.)
που είδα να εκτείνονται πίσω προς το σπίτι μου ήταν σχεδόν ολοκάθαρα. Και τότε σκέφτηκα ότι όλο αυτό τον καιρό με είχα παραχαϊδέψει -ίσως λίγο, ίσως και πάρα πολύ. Εγώ και το ανόητο Παιχνίδι Των Αριθμών μου. Σήμερα είχα ξεχάσει να κάνω στον εαυτό μου ένα εναγώνιο μίνι τσεκάπ κάθε πέντε λεπτά. Είχα απλά... πάει έναν περίπατο. Σαν οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μια επιλογή. Μπορούσα να επιστρέψω νταντεύοντας και πάλι τον εαυτό μου σαν να ήμουν μωρό, σταματώντας κάθε τρεις και λίγο για να κάνω ένα από τα πλάγια τεντώματα της Κάθι Γκριν, που πονούσαν σαν το διάολο χωρίς να φαίνονται να καταφέρνουν τίποτ' άλλο, ή μπορούσα απλώς να περπατήσω. Σαν οποιοσδήποτε φυσιολογικός υγιής άνθρωπος. Αποφάσισα να κάνω το δεύτερο. Αλλά πριν ξεκινήσω, κοίταξα πάνω από τον ώμο μου και είδα μια ριγέ πολυθρόνα παραλίας λίγο πιο πέρα προς το Νότο. Πλάι της υπήρχε ένα τραπέζι με μια ομπρέλα, ριγέ όπως και η πολυθρόνα, από πάνω του. Ένας άντρας καθόταν στην καρέκλα. Εκείνο που ήταν μόνο μια κουκκίδα όταν το έβλεπα από το Μεγάλο Ροζ είχε γίνει ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας, που φορούσε τζιν παντελόνι και λευκό πουκάμισο με τα μανίκια γυρισμένα ως τους αγκώνες. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και ανέμιζαν στο αεράκι. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα χαρακτηριστικά του· η απόσταση που μας χώριζε ήταν ακόμα πολύ μεγάλη για κάτι τέτοιο. Με είδε που τον κοιτούσα και μου κούνησε το χέρι. Του το κούνησα κι εγώ και ύστερα έκανα μεταβολή και πήρα σιγά σιγά το δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας τις ίδιες μου τις πατημασιές. Αυτή ήταν η πρώτη συνάντησή μου με τον Γουάιρμαν.
ii Η τελευταία σκέψη μου πριν κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα ήταν ότι η δεύτερη μέρα της καινούριας χρονιάς θα μ' έβρισκε να κουτσαίνω απελπιστικά κι ότι θα πονούσα τόσο που δε θα κατάφερνα να περπατήσω στην παραλία. Με χαρά μου ανακάλυψα ότι είχα διαψευσθεί· ένα ζεστό μπάνιο ήταν αρκετό για να διώξει και την ελάχιστη δυσκαμψία που απέμενε. Οπότε ασφαλώς βγήκα από το σπίτι και το επόμενο απόγευμα.
Χωρίς να έχω θέσει κάποιο στόχο- χωρίς να σκέφτομαι την απόφαση που είχα πάρει για την καινούρια χρονιά· χωρίς Παιχνίδι Των Αριθμών. Απλά ένας άνθρωπος που περπατάει στην παραλία, μερικές φορές πλησιάζοντας αρκετά κοντά στο νερό ώστε να τρομάξει τις τσιλιβήθρες και να τις κάνει να σηκωθούν όλες μαζί ψηλά σ' ένα καφετί σύννεφο. Κάπου κάπου μάζευα ένα κοχύλι και το έβαζα στην τσέπη μου (σε μια βδομάδα θα κουβαλούσα μια πλαστική τσάντα για ν' αποθηκεύω τους θησαυρούς μου). Όταν έφτασα αρκετά κοντά για να διακρίνω το γεροδεμένο άντρα με κάποια λεπτομέρεια -σήμερα φορούσε μπλε πουκάμισο με χακί παντελόνι, κι ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ήταν ξυπόλυτος-, έκανα γι' άλλη μια φορά μεταβολή και πήρα το δρόμο του γυρισμού για το Μεγάλο Ροζ. Αλλά όχι πριν τον χαιρετήσω με μια κίνηση του χεριού, την οποία μου ανταπέδωσε. Αυτή ήταν η πραγματική αρχή των Μεγάλων Παραθαλάσσιων Περιπάτων μου. Κάθε απόγευμα έφτανα λίγο πιο μακριά κι έβλεπα το γεροδεμένο άντρα στη ριγέ πολυθρόνα παραλίας λίγο πιο καθαρά. Ήταν φανερό ότι και αυτός είχε τη δική του ρουτίνα- τα πρωινά έβγαινε μαζί με την ηλικιωμένη γυναίκα, σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι της μέχρι την άκρη μιας χαμηλής ξύλινης αποβάθρας που χωνόταν σαν γλώσσα μέσα στο νερό και που δεν είχα μπορέσει να τη διακρίνω από το Μεγάλο Ροζ. Τα απογεύματα έβγαινε μόνος του. Ποτέ δεν έβγαζε το πουκάμισο του, αλλά τα μπράτσα και το πρόσωπο του είχαν ένα σκούρο χρώμα σαν παλιά έπιπλα σε αρχοντόσπιτο. Πλάι του, πάνω στο τραπέζι, υπήρχε ένα ψηλό ποτήρι και μια καράφα που μπορεί να περιείχε παγωμένο νερό, λεμονάδα, ή τζιν με τόνικ. Πάντα με χαιρετούσε με μια κίνηση του χεριού· κι εγώ πάντα του απαντούσα με τον ίδιο τρόπο. Μια μέρα στα τέλη Ιανουαρίου, όταν πια είχα μικρύνει τη μεταξύ μας απόσταση σε όχι περισσότερο από διακόσια μέτρα, μια δεύτερη ριγέ καρέκλα εμφανίστηκε πάνω στην άμμο. Ένα δεύτερο ποτήρι, άδειο (αλλά ψηλό και τρομερά δελεαστικό), εμφανίστηκε πάνω στο τραπέζι. Όταν του κούνησα το χέρι, πρώτα μου έγνεψε κι αυτός και ύστερα μου έδειξε την άδεια καρέκλα. «Ευχαριστώ, αλλά όχι ακόμα!» φώναξα. «Διάολε, έλα δω!» φώναξε εκείνος. «Θα σε πάω εγώ πίσω με το αμαξάκι του γκολφ!» Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω ακούγοντάς το αυτό. Η Ίλσε
με είχε φάει να πάρω ένα αμαξάκι του γκολφ, για να μπορώ να τρέχω πάνω κάτω στην παραλία τρομάζοντας τις τσιλιβήθρες. «^εν προβλέπεται από το πρόγραμμα», φώναξα, «αλλά θα φτάσω εκεί κάποια στιγμή! Ό,τι κι αν έχεις μέσα σ' εκείνη την καράφα, -κράτησέ το παγωμένο για μένα!» «Εσύ ξέρεις καλύτερα, muchachol» Μιμήθηκε έναν κοφτό στρατιωτικό χαιρετισμό. «Στο μεταξύ, ρούφα τη ζωή κι άσε τη ζωή να σε ρουφήξει!» Θυμάμαι κάθε είδους αποφθέγματα που έχει πει ο Γουάιρμαν, αλλά νομίζω πως εκείνο που συνδέω πιο έντονα μαζί του είναι αυτό, ίσως επειδή τον άκουσα να το λέει πριν καν μάθω το όνομά του και του σφίξω το χέρι: Ρούφα τη ζωή κι άσε τη ζωή να σε ρουφήξει. iii Το περπάτημα δεν ήταν το μοναδικό στοίχημα του Φρίμαντλ εκείνον το χειμώνα· ο Φρίμαντλ άρχισε να ενδιαφέρεται πάλι για τη ζωή. Και αυτή η αίσθηση ήταν υπέροχη. Κατέληξα σε μια απόφαση, μια νύχτα που φυσούσε και τα κύματα σφυροκοπούσαν την ακτή και τα κοχύλια καβγάδιζαν αντί απλώς να κουβεντιάζουν: Όταν θα σιγουρευόμουν ότι αυτή η καινούρια αίσθηση ήταν πραγματική, θα έπαιρνα τη Ρίμπα, την Κούκλα Διαχείρισης Θυμού, στην παραλία, θα την περιέλουζα μ' εκείνο το ειδικό υγρό που ποτίζουμε τα κάρβουνα για να ανάψουν στο μπάρμπεκιου, και θα της έβαζα φωτιά. Θα έκανα στην άλλη μου ζωή μια πραγματική κηδεία των Βίκινγκς. Και γιατί όχι, διάολε; Στο μεταξύ υπήρχε η ζωγραφική, και παθιάστηκα μαζί της όπως οι τσιλιβήθρες και οι πελεκάνοι παθιάζονται με το νερό. Ύστερα από μια βδομάδα, κάκιζα τον εαυτό μου που είχα σπαταλήσει τόσο χρόνο σαχλαμαρίζοντας με τις ξυλομπογιές. Έστειλα στην Ίλσε ένα e-mail ευχαριστώντας την που με είχε πιέσει τόσο πολύ να αγοράσω κανονικά χρώματα ζωγραφικής, και μου έστειλε κι αυτή ένα απαντώντας μου ότι δε χρειαζόταν ιδιαίτερη ενθάρρυνση σε αυτό τον τομέα. Μου έγραψε επίσης ότι τα Κολιμπρί είχαν εμφανιστεί σε μια μεγάλη εκκλησία στο Ποτάκετ του Ρόουντ Άιλαντ -σαν ένα είδος προθέρμανσης για την τουρνέ- και το εκκλησίασμα είχε ξετρελαθεί, χτυπούσαν παλαμάκια και φώναζαν αλληλούια.
«Πολλοί λικνίζονταν στους διαδρόμους», έγραψε. «Είναι το υποκατάστατο των Βαπτιστών για το χορό». Εκείνο το χειμώνα έκανα επίσης το Ίντερνετ εν γένει και το Google ειδικότερα κολλητούς μου φίλους, κουτσογράφοντας στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή με τα δάχτυλα του μοναδικού μου χεριού. Όσον αφορούσε το Ντούμα Κη, βρήκα ελάχιστα περισσότερα από ένα χάρτη. Θα μπορούσα να είχα ψάξει πιο επίμονα και βαθιά, αλλά κάτι μου είπε μέσα μου να μην ασχοληθώ περισσότερο για την ώρα. Εκείνο που πραγματικά με ενδιέφερε ήταν περίεργες εμπειρίες που είχαν βιώσει άλλοι άνθρωποι ύστερα από έναν ακρωτηριασμό, και τα άρθρα που βρήκα πάνω σ' αυτό το θέμα έμοιαζαν ανεξάντλητα. Πρέπει να πω ότι, ενώ διάβαζα όλες τις ιστορίες στις οποίες με οδήγησε το Google με κάποια δυσπιστία, δεν απέρριψα τελείως ούτε τις πιο εξωφρενικές, γιατί ποτέ δεν αμφέβαλα ότι οι δικές μου αλλόκοτες εμπειρίες σχετίζονταν με τους τραυματισμούς που είχα υποστεί -με τη βλάβη στην περιοχή του Μπροκά, με το κομμένο χέρι μου ή και με τα δύο. Το επιβεβαίωνε το σχέδιο του Κάρσον Τζόουνς με το μπλουζάκι του Τόρι Χάντερ, και ήμουν βέβαιος ότι ο κύριος Τζόουνς είχε αγοράσει το δαχτυλίδι αρραβώνων της Ίλσε από τα καταστήματα Ζέιλς. Λιγότερο συγκεκριμένες, αλλά εξίσου πειστικές για μένα αποδείξεις ήταν οι διαρκώς πιο σουρεαλιστικές ζωγραφιές μου. Οι καλικαντζούρες, με τις οποίες γέμιζα τις τηλεφωνικές ατζέντες μου στην προηγούμενη ζωή μου, με καμία δύναμη δεν προοιωνίζονταν τα στοιχειωμένα ηλιοβασιλέματα που έφτιαχνα τώρα. Δεν ήμουν ο πρώτος που είχε χάσει ένα μέλος του κορμιού του απλά για να κερδίσει κάτι άλλο. Στη Φρεντόνια της Νέας Υόρκης, ένας υλοτόμος έκοψε το ίδιο του το χέρι μέσα στο δάσος στο ύψος του καρπού, και στη συνέχεια έσωσε τη ζωή του καυτηριάζοντάς το στο σημείο που είχε κοπεί και αιμορραγούσε. Το χέρι το πήγε σπίτι, το έβαλε σ' ένα βάζο με οινόπνευμα και το φύλαξε στο κελάρι. Τρία χρόνια αργότερα, άρχισε να νιώθει έντονο κρύο στο χέρι που δεν υπήρχε πια νότια του καρπού του. Κατέβηκε στο υπόγειο και ανακάλυψε ότι ένα παράθυρο του κελαριού είχε σπάσει κι ο χειμωνιάτικος άνεμος φυσούσε κατευθείαν πάνω στο βάζο που μέσα του κολυμπούσε το συντηρημένο χέρι του. Όταν ο πρώην υ-
λοτόμος μετακίνησε το βάζο δίπλα στο λέβητα, η αίσθηση του κρύου εξαφανίστηκε. Ένας Ρώσος χωρικός από την Τούρα, στα βάθη της Σιβηρίας, έχασε το αριστερό χέρι του μέχρι τον αγκώνα σ' ένα ατύχημα με κάποιο γεωργικό μηχάνημα και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως ραβδοσκόπος. Όταν στεκόταν πάνω από ένα σημείο όπου υπήρχε νερό, ένιωθε στην αριστερή του παλάμη και στον πήχη, μόλο που δεν υπήρχαν πια, μια αίσθηση ψύχους και υγρασίας. Σύμφωνα με τα άρθρα που διάβασα (υπήρχαν τρία), οι ικανότητές του ήταν αλάνθαστες. Υπήρχε ένας τύπος στη Νεμπράσκα που μπορούσε να προβλέπει θύελλες από τους κάλους στο πόδι που είχε χάσει. Ένας ναυτικός με κομμένο πόδι στην Αγγλία που οι σύντροφοι του τον χρησιμοποιούσαν σαν ένα είδος ανθρώπινου εντοπιστή ψαριών. Ένας ακρωτηριασμένος Ιάπωνας που έγινε ένας σεβαστός ποιητής -διόλου άσχημη εξέλιξη για έναν άνθρωπο που δεν ήξερε να γράφει ούτε τ' όνομά του την εποχή του σιδηροδρομικού ατυχήματος στο οποίο έχασε και τα δυο του χέρια. Ίσως η πιο αλλόκοτη περίπτωση απ' όλες να ήταν εκείνη του Κάρνι Τζάφορντς από το Νιου Τζέρσι, ενός παιδιού που γεννήθηκε χωρίς χέρια. Λίγο μετά τα δέκατα τρίτα γενέθλιά του, αυτό το μέχρι τότε άριστα προσαρμοσμένο ανάπηρο παιδί άρχισε να παθαίνει κρίσεις υστερίας και να επιμένει στους γονείς του ότι τα χέρια του «πονούσαν και ήταν θαμμένα σε μια φάρμα». Είπε ότι μπορούσε να τους δείξει πού. Ταξίδεψαν με το αυτοκίνητο δυο μέρες και κατέληξαν σ' ένα χωματόδρομο στην Αιόβα, κάπου στη μέση του πουθενά. Το παιδί τούς οδήγησε σ' ένα καλαμποκοχώραφο, προσανατολίστηκε με σημάδι έναν κοντινό αχυρώνα ο οποίος είχε ζωγραφισμένη στη στέγη του μια διαφήμιση για καπνό ΜΕΪΛ ΠΑΟΥΤΣ, και επέμεινε να σκάψουν σε ένα ορισμένο σημείο. Οι γονείς του έκαναν όπως τους είπε, όχι επειδή περίμεναν να βρουν κάτι, αλλά ελπίζοντας ότι έτσι θα ειρήνευαν και πάλι το μυαλό και το σώμα του παιδιού. Σε βάθος περίπου ενός μέτρου βρήκαν δυο σκελετούς. Ο ένας ήταν ενός κοριτσιού, ηλικίας ανάμεσα στα δώδεκα και στα δεκαπέντε. Ο άλλος ήταν ενός άντρα, απροσδιόριστης ηλικίας. Ο ιατροδικαστής της Κομητείας Αντέρ εκτίμησε ότι τα πτώματα αυτά είχαν μείνει θαμμένα περίπου δώδεκα χρόνια... αλλά φυσικά θα μπορούσαν να είναι και δεκατρία, που ήταν το διάστη-
μα της ζωής του Κάρνι Τζάφορντς. Δε στάθηκε δυνατό να προσδιοριστεί η ταυτότητα κανενός από τα δυο. Τα χέρια του σκελετού του κοριτσιού είχαν αφαιρεθεί. Τα οστά τους είχαν ανακατευτεί με τα οστά του αγνώστου ταυτότητας άντρα. Όσο συναρπαστική κι αν ήταν αυτή η ιστορία, υπήρχαν δυο άλλες που μου φαίνονταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσες, ιδίως όταν θυμόμουν το ψαχούλεμα που είχα κάνει στην τσάντα της κόρης μου. Τις βρήκα σ' ένα άρθρο με τίτλο «Βλέπουν με Αυτό που τους Λείπει» από το Αμερικανική Επιθεώρηση Παραψυχολογίας. Κατέγραφε τις ιστορίες δυο μέντιουμ, μιας γυναίκας από το Φοίνιξ και ενός άντρα από το Ρίο Γκαγιέγος της Αργεντινής. Η γυναίκα είχε χάσει το αριστερό της χέρι από τον καρπό και κάτω- ο άντρας ολόκληρο το δεξί, από τον ώμο. Και οι δυο είχαν αρκετές φορές βοηθήσει με επιτυχία την αστυνομία να βρει αγνοούμενα πρόσωπα (ίσως να είχαν εξίσου πολλές αποτυχίες, αλλά αυτές δεν αναφέρονταν στο κείμενο). Σύμφωνα με το άρθρο, και τα δύο ακρωτηριασμένα μέντιουμ χρησιμοποιούσαν την ίδια τεχνική. Ζητούσαν να τους δώσουν ένα ρούχο του αγνοούμενου ή ένα δείγμα του γραφικού του χαρακτήρα. Έκλειναν τα μάτια τους και φαντάζονταν ότι άγγιζαν το ύφασμα ή το χαρτί με το χέρι που έλειπε (σ' αυτό το σημείο υπήρχε μια ασαφής υποσημείωση σχετικά με κάτι που ονομαζόταν Το Χέρι της Δόξας, ή αλλιώς Το Μαγικό Χέρι). Η γυναίκα από το Φοίνιξ κατόπιν «έβλεπε μια εικόνα», την οποία περιέγραφε στους αστυνομικούς. Στην περίπτωση του Αργεντινού, ωστόσο, την επικοινωνία με το υπερπέραν ακολουθούσαν φρενήρεις εκρήξεις αυτόματης γραφής με το χέρι που του απέμενε, μια διαδικασία την οποία θεωρούσα παρεμφερή με τη ζωγραφική μου. Κι όπως είπα και πριν, μπορεί να αμφέβαλλα για την αλήθεια κάποιων από τις πιο εξωφρενικές διηγήσεις που συνάντησα κατά τις περιηγήσεις μου στο Τντερνετ, αλλά ουδέποτε αμφέβαλα ότι κάτι συνέβαινε σ' εμένα. Ακόμα και χωρίς το σχέδιο του Κάρσον Τζόουνς, νομίζω πως θα το είχα πιστέψει. Λόγω της ησυχίας, κυ' ρίως. Εκτός απ' τις φορές που περνούσε από το σπίτι ο Τζακ, ή όταν ο Γουάιρμαν -που τον πλησίαζα ολοένα περισσότερο- μου . κουνούσε το χέρι και μου φώναζε «Buenos dias, muchacho/», δεν jf έβλεπα και δε μιλούσα με κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό μου. y Ο θόρυβος του ανθρώπινου συγχρωτισμού εξέλιπε σχεδόν ολοκλη-
ρωτικά, κι όταν συμβαίνει αυτό, αρχίζεις να ακούς τον εαυτό σου καθαρά. Και η καθαρή επικοινωνία ανάμεσα στους εαυτούς -δηλαδή ανάμεσα στον επιφανειακό και στο βαθύτερο εαυτό σου- είναι ο εχθρός της αμφιβολίας. Σκοτώνει τη σύγχυση. Όμως, για να βεβαιωθώ, αποφάσισα να κάνω αυτό που είπα μέσα μου ότι ήταν απλώς ένα πείραμα. ίν EFree19 προς Pamorama667 9:15 π.μ. 2 4 Ιανουαρίου Αγαπητή Παμ: Έχω να σου υποβάλω μια ασυνήθιστη υπόκληση. Ε6ώ και κάποιο καιρό ζωγραφίζω, και τα θέματά μου είναι παράξενα αλλά και κάπως αστεία [τουλάχιστον έτσι νομίζω εγώ]. Είναι πιο εύκολο να σου δείξω τι εννοώ παρά να το περιγράψω με λόγια, γΓ αυτό θα επισυνάψω στο παρόν μερικές ζωγραψιές μου σε αρχεία JPEG. Μου έχουν κολλήσει στο μυαλό εκείνα τα γάντια κηπουρικής που είχες, αυτά που έγραφαν ΚΑΤΩ στο ένα γάντι και ΤΑ ΧΕΡΙΑ στο άλλο. 6α ήθελα πολύ να τα βάλω σε ένα ηλιοβασίλεμα. ΜΗ με ρωτήσεις γιατί, αυτές οι ιδέες απλά μου έρχονται. Τα έχεις ακόμα; Αν ναι, θα μπορούσες να μου τα στείλεις; Ευχαρίστως να σ1 τα επιστρέψω, αν θέλεις. θα το αποτιμούσα επίσης αν δεν έδειχνες τα αριστουργήματα μου σε κανέναν από την «παλιοπαρέα». Ειδικά ο Μπόζι θα γελούσε σαν κουλός αν τα έβλεπε. Έντι Υ.Γ. Αν αισθάνεσαι ότι δε θέλεις να μου στείλεις τα γάντια, δεν πειράζει καθόλου. Ήταν απλά ένα παστίτσιο.
Ε. Η εξής απάντηση ήρθε εκείνο το βράδυ, από μια Παμ που είχε επιστρέψει πλέον στο σπίτι μας στο Σεντ Πολ:
Pamorama667 προς EFree19 5:00 μ.μ. 24 Ιανουαρίου Γεια σου, Έντγκαρ: Η Ίλσε μου μίληοε για τις ζωγραφιές σου, ασφαλώς. Οπωσδήποτε είναι ιδιαίτερες. Ας ελπίσουμε ότι αυτό το χόμπι σου θα κρατήσει περισσότερο από εκείνη τη μανία που σε είχε πιάσει να αγοράζεις και να επισκευάζεις παλιά αυτοκίνητα. Αν δεν υπήρχε το eBay, νομίζω ότι εκείνη η παλιά Μάστανγκ θα σάπιζε ακόμα πίσω από το σπίτι. Έχεις δίκιο να λες ότι είναι μια περίεργη παράκληση, αλλά βλέποντας τις ζωγραφιές σου νομίζω ότι καταλαβαίνω τι προσπαθείς να κάνεις (βάζεις μαζί ετερόκλητα πράγματα, ώστε οι άνθρωποι να τα δουν με καινούριους τρόπους, σωστά;) κι ετοιμαζόμουν να αγοράσω ένα καινούριο ζευγάρι έτσι κι αλλιώς, οπότε πάρ1 τα και κάνε το κέφι σου. Θα σου τα στείλω με τη UPS, ζητάω μόνο να μου στείλεις μια φωτογραφία του «Τελειωμένου Προϊόντος» [ © ) , αν υπάρξει ποτέ κάτι τέτοιο. Η Ίλσε είπε ότι πέρασε καταπληκτικά. Ελπίζω να έστειλε μια ευχαριστήρια κάρτα και όχι απλώς ένα e-mail, αλλά την ξέρω. Έχω κάτι ακόμα να σου πω, Έντι, αν και δεν ξέρω πόσο θα σου αρέσει. Έστειλα ένα αντίγραφο από το e-mail και τις ζωγραφιές σου στον Ζάντερ Κέιμεν. Είμαι σίγουρη ότι τον θυμάσαι. Σκέφτηκα ότι θα του άρεσε να δει τις ζωγραφιές, αλλά κυρίως ήθελα να κοιτάξει το e-mail και να ανακαλύψει αν υπάρχει λόγος ανησυχίας, γιατί κάνεις όταν γράφεις αυτό που έκανες παλιότερα όταν μιλούσες: «υπόκληση» αντί για «παράκληση», «θα γελούσε σαν κουλός» αντί «θα γελούσε σαν τρελός». Στο υστερόγραφο έγραψες «Ήταν απλά ένα παστίτσιο» και δεν μπόρεσα να καταλάβω τι σήμαινε αυτό, αλλά ο δόκτωρ Κέιμεν λέει ότι ίσως εννοούσες «καπρίτσιο». Απλά νοιάζομαι για σένα. Παμ Υ.Γ. D πατέρας μου είναι λίγο καλύτερα, η επέμβαση πήγε καλά [οι γιατροί λένε ότι μάλλον έβγαλαν όλους τους όγκους, αλλά υποθέτω ότι πάντα το λένε αυτό). Φαίνεται να αντιδρά καλά στις χημειοθεραπείες και έχει επιστρέφει στο σπίτι.
Ήδη περπατάει. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου.
Η μπηχτή της στο υστερόγραφο ήταν ένα άριστο δείγμα της πιο δυσάρεστης πλευράς της πρώην συζύγου μου: περίμενε... περίμενε... περίμενε... κι ύστερα δάγκωσε κι εξαφανίσου. Ωστόσο, είχε δίκιο. Έπρεπε να της είχα γράψει να διαβιβάσει ευχές για ταχεία ανάρρωση στο γέρο της από το Βρομοκομμούνι, την επόμενη φορά που θα μιλούσαν στο τηλέφωνο. Αυτός ο καρκίνος στον κώλο είναι μεγάλο παλούκι. Όλο το e-mail ήταν ένα ρεσιτάλ εκνευρισμού, από την αναφορά στη Μάστανγκ που ποτέ δεν είχα βρει το χρόνο να τελειώσω μέχρι τις ανησυχίες της για τις εσφαλμένες επιλογές λέξεων που είχα κάνει. Κι αφού είχα βγάλει από μέσα μου τούτη την ασήμαντη οργή (που την εξέφρασα στο άδειο σπίτι και σε δυνατούς τόνους, αν θέλετε να ξέρετε), ξανακοίταξα το e-mail που της είχα στείλει και ναι, ανησύχησα. Λιγάκι, τουλάχιστον. Από το άλλο μέρος, ίσως να ήταν απλά ο άνεμος. ν Η δεύτερη ριγέ πολυθρόνα παραλίας ήταν πλέον μόνιμα στημένη δίπλα στο τραπέζι του γεροδεμένου άντρα και, καθώς πλησίαζα ολοένα περισσότερο, κάποιες φορές στήναμε μια σύντομη κουβεντούλα στα φωναχτά. Ήταν παράξενος τρόπος ν' αρχίζεις μια γνωριμία, αλλά ευχάριστος. Την επομένη του e-mail της Παμ, με τις επιφανειακές ανησυχίες του και τα βαθύτερα υπονοούμενά του {Θα μπορούσες να είσαι το ίδιο άρρωστος με τον πατέρα μου, Έντι, ίσως και πιο άρρωστος), ο άντρας στο βάθος της παραλίας μού φώναξε: «Πόσον καιρό λογαριάζεις πως θα σου πάρει για να φτάσεις μέχρι εδώ;» «Τέσσερις μέρες!» του φώναξα εγώ. «Ισως και τρεις!» «Το 'χεις βάλει σκοπό να 'ρθεις και να γυρίσεις με τα πόδια;» «Ναι!» είπα. «Πώς σε λένε;» Το βαθιά μαυρισμένο πρόσωπο του, μόλο που είχε αρχίσει να παχαίνει, ήταν ακόμα όμορφο. Μια σειρά λευκά δόντια άστραψαν
τώρα εκεί και το ελάχιστο προγούλι του χάθηκε σ' ένα πλατύ χαμόγελο. «Θα σου πω όταν φτάσεις εδώ! Εσένα πώς σε λένε;» «Το γράφει στο γραμματοκιβώτιο!» φώναξα. «Τη μέρα που θα ξεπέσω τόσο χαμηλά ώστε να διαβάζω τα ονόματα του κόσμου στα γραμματοκιβώτια, θ' αρχίσω και να χρησιμοποιώ για την ενημέρωσή μου τα ραδιοφωνικά τοκ σόου!» Τον αποχαιρέτησα μ' ένα νεύμα του χεριού, μου απάντησε κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο, φώναξε ένα «Hasta τηαήαηα» κι ύστερα γύρισε να κοιτάξει πάλι το νερό και τα πουλιά που αλαφροπετούσαν από πάνω του. Όταν επέστρεψα στο Μεγάλο Ροζ, το σημαιάκι στο γραμματοκιβώτιο του υπολογιστή μου ήταν σηκωμένο και βρήκα το εξής μήνυμα: KamenDoc προς EFree19 2 : 4 9 μ.μ. 2 5 Ιανουαρίου Έντγκαρ: Η Παμ μου έστειλε αντίγραφα από το τελευταίο σου e-mail και από τις ζωγραφιές σου. Επίτρεψέ μου κατά πρώτον να σου πω ότι έχω μείνει Ε Κ Π Λ Η Κ Τ Ο Ι από την αλματώδη εξέλιξή σου ως καλλιτέχνη. Νομίζω πως σε βλέπω μπροστά μου να δυσφορείς γι1 αυτόν το χαρακτηρισμό μ' εκείνο το ανεπανάληπτο στραβό κατσούφιααμό σου, αλλά δεν υπάρχει άλλη λέξη. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ Σ Τ Α Μ Α Τ Η Σ Ε Ι ! . Όσο για τις ανησυχίες της: πιθανότατα είναι χωρίς λόγο. Ωστόσο, μια μαγνητική τομογραφία δε θα έβλαφτε. Έχεις κάποιο γιατρό εκεί κάτω; Πρέπει να κάνεις ένα τσεκάπ -από την κορυφή μέχρι τα νύχια, φίλε μου. Κέιμεν EFree19 προς KamenDoc 3:58 μ.μ. 2 5 Ιανουαρίου Κέιμεν: Χάρηκα πολύ που έλαβα το e-mail σου. Αν θέλεις να με αποκαλείς καλλιτέχνη (ή ακόμα και «αρτίστ», αλά γαλλικά), ποιος
είμαι εγώ που 0α διαφωνήσω; Προς το παρόν δεν έχω ανοίξει παρτίδες με κανένα χειρουργό εδώ, στη Φλόριντα. Μπορείς να μου συστήσεις κάποιον ή θα προτιμούσες να απευθυνθώ στον Τοντ Τζέιμισον, το γιατρό που πασπάτεψε πιο πρόσφατα τον εγκέφαλο μου; Έντγκαρ
Σκέφτηκα ότι θα με σύστηνε σε κάποιον κι ότι μπορεί μέχρι και να πήγαινα στο ραντεβού, αλλά εκείνον ειδικά τον καιρό, το να κάτσω και να προβληματιστώ για μερικές ακυρολεξίες και γλωσσικά ολισθήματα δεν αποτελούσε προτεραιότητα για μένα. Προτεραιότητα αποτελούσε το περπάτημα, ίσως και το να φτάσω στη ριγέ πολυθρόνα που με περίμενε στο βάθος της παραλίας, αλλά κυρίως, καθώς ο Ιανουάριος κόντευε στο τέλος του, προτεραιότητα αποτελούσαν οι έρευνές μου στοΊντερνετ και η ζωγραφική. Είχα φτάσει στο Ηλιοβασίλεμα με Κοχύλι No 16 μόλις το προηγούμενο βράδυ. Στις είκοσι εφτά Ιανουαρίου, αφού έκανα μεταβολή μόλις καμιά εκατόν ογδονταριά μέτρα από την πολυθρόνα παραλίας που με περίμενε, επιστρέφοντας στο Μεγάλο Ροζ βρήκα να με περιμένει ένα δέμα. μέσα υπήρχαν δυο γάντια κηπουρικής, το ένα με τυπωμένη με ξεθωριασμένα κόκκινα γράμματα στην ανάστροφη τη λέξη ΚΑΤΩ και το άλλο με παρόμοια τυπωμένες τις λέξεις ΤΑ ΧΕΡΙΑ. Ήταν φθαρμένα από την πολλή χρήση στον κήπο, αλλά καθαρά -τα είχε πλύνει, όπως το περίμενα. Όπως ήλπιζα, στην πραγματικότητα. Γιατί εκείνο που με ενδιέφερε δεν ήταν η Παμ που τα είχε φορέσει κατά τα χρόνια του γάμου μας, ούτε καν η Παμ που μπορεί να τα είχε φορέσει το περασμένο φθινόπωρο στο Μεντότα Χάιτς, ενόσω εγώ βρισκόμουν στη λίμνη Φάλεν. Εκείνη η Παμ ήταν γνωστή ποσότητα. Όμως... Θα σου πω και κάτι άλλο που συμβαίνει, είχε πει το If-So-Girl μου, χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο αλλόκοτα έμοιαζε με τη μητέρα της όταν το έλεγε αυτό. Βλέπει πολύ συχνά εκείνο τον τύπο που μένει λίγο πιο κάτω στο δρόμο. Εκείνη η Παμ με ενδιέφερε -αυτή που έβλεπε πολύ συχνά εκείνο τον τύπο που έμενε λίγο πιο κάτω στο δρόμο. Τον τύπο που τον έλεγαν Μαξ. Εκείνης της Παμ τα χέρια είχαν πλύνει αυτά τα γάντια, ύστερα τα είχαν πάρει και τα είχαν βάλει στο άσπρο κουτί μέσα στη συσκευασία της UPS.
Εκείνη η Παμ ήταν το πείραμα... ή έτσι τουλάχιστον έλεγα τότε στον εαυτό μου, αλλά κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας τόσο πολύ, που θα μπορούσαμε να το κάνουμε για επάγγελμα. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν, και ο Γουάιρμαν βγαίνει συχνά αληθινός. Πιθανώς υπερβολικά συχνά. Ακόμα και τώρα.
νί Δεν περίμενα το σούρουπο, γιατί τουλάχιστον δεν κορόιδεψα τον εαυτό μου ότι ενδιαφερόμουν να ζωγραφίσω ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα- ενδιαφερόμουν να ζωγραφίσω μια πληροφορία. Ανέβηκα με τα αφύσικα καθαρά γάντια κηπουρικής της γυναίκας μου (πρέπει να τα είχε κυριολεκτικά μουλιάσει στο λευκαντικό) στο Μικρό Ροζ και κάθισα μπροστά από το καβαλέτο μου. Ένας καινούριος καμβάς περίμενε ήδη εκεί. Στ' αριστερά υπήρχαν δυο τραπέζια. Το ένα ήταν για τις φωτογραφίες που έπαιρνα με την ψηφιακή κάμερά μου και για τα διάφορα αντικείμενα που έβρισκα στους περιπάτους μου. Το άλλο ήταν τοποθετημένο πάνω σ' ένα μικρό κομμάτι πράσινου μουσαμά. Πάνω του υπήρχαν καμιά εικοσιπενταριά βαζάκια με χρώματα, κάμποσα μεγάλα βάζα μισογεμισμένα με νέφτι και αρκετά μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό Ζέφιρ Χιλς που το χρησιμοποιούσα για να ξεβγάζω τα πινέλα μου. Ήταν όλα στριμωγμένα ακατάστατα, κάνοντας το χώρο να μοιάζει λίγο με το γραφείο ενός πολυάσχολου υπαλλήλου κάποιας εταιρείας. Κράτησα τα γάντια στην αγκαλιά μου, έκλεισα τα μάτια και προσποιήθηκα ότι τα άγγιζα με το δεξί μου χέρι. Δεν ένιωσα τίποτα. Ούτε πόνο, ούτε φαγούρισμα, ούτε φασματικά δάχτυλα να χαϊδεύουν το τραχύ, φθαρμένο ύφασμα. Κάθισα εκεί καλώντας το να 'ρθει -ό,τι και αν ήταν-, αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα. Θα μπορούσα εξίσου καλά να είχα διατάξει το κορμί μου να αφοδεύσει όταν δεν το είχε ανάγκη. Ύστερα από πέντε ατέλειωτα λεπτά, άνοιξα πάλι τα μάτια μου και κοίταξα τα γάντια στην αγκαλιά μου: ΚΑΤΩ... ΤΑ ΧΕΡΙΑ. Άχρηστα πράγματα. Άχρηστα παλιοπράγματα. Μη θυμώνεις, εκδικήσου, σκέφτηκα. Και ύστερα σκέφτηκα, Πολύ αργά. Είμαι ήδη θυμωμένος. Μ' αυτά τα γάντια και με τη γυναίκα που τα φόρεσε. Όσο για το να εκδικηθώ;
«Πολύ αργά και γι' αυτό», είπα και κοίταξα το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου μπράτσου. «Ποτέ δε θα μπορέσω να εκδηλωθώ». Λάθος λέξη. Πάντα η λάθος λέξη, κι έτσι θα συνεχιζόταν για πάντα. Μου ήρθε να δώσω μια και να ρίξω ό,τι υπήρχε πάνω στα γελοία τραπεζάκια μου στο πάτωμα. «Εκδικηθώ», είπα, επίτηδες χαμηλόφωνα και αργά. «Ποτέ δε θα μπορέσω να εκ-δι-κη-θώ. Είμαι απλά ένας άχρηστος σακάτης». Αυτό μπορεί να ακούστηκε ηττοπαθές και υπερβολικό, αλλά ο θυμός μου άρχισε να καταλαγιάζει. Το ότι άκουσα τον εαυτό μου να λέει τη σωστή λέξη με ηρέμησε. Συνήθως έτσι γινόταν. Έστρεψα πάλι την προσοχή μου από το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου μπράτσου στα γάντια της γυναίκας μου. ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, πράγματι. Μ' έναν αναστεναγμό -που ίσως να έκρυβε μέσα του κι ένα ίχνος ανακούφισης, δε θυμάμαι με σιγουριά, αλλά είναι πιθανό- τα ακούμπησα στο τραπέζι όπου έβαζα όλα τα αντικείμενα που ήθελα να ζωγραφίσω, πήρα ένα πινέλο από ένα βάζο με νέφτι, το καθάρισα μ' ένα κουρελόπανο, το ξέπλυνα και κοίταξα τον άδειο καμβά. Σκόπευα πράγματι να ζωγραφίσω τα γάντια; Γιατί, γαμώτο; Γιατί; Ξαφνικά η ιδέα και μόνο ότι εδώ και κάποιον καιρό ζωγράφιζα μου φάνηκε γελοία. Η ιδέα ότι δε σκάμπαζα γρυ από ζωγραφική μου φάνηκε πολύ πιο εύλογη. Αν βουτούσα αυτό το πινέλο στο μαύρο χρώμα κι ύστερα το ακουμπούσα πάνω σ' εκείνη την απειλητική λευκή επιφάνεια, σίγουρα το καλύτερο που θα κατάφερνα να φτιάξω θα ήταν μια σειρά από ανθρωπάκια με χέρια και πόδια σαν σπιρτόξυλα, όπως εκείνα που σκαρώνουν τα παιδάκια της πρώτης δημοτικού. Δέκα μικροί Ινδιάνοι βγήκαν να δειτυνήσουν, Ο ένας πνίγηκε, Και έμειναν εννιά. Εννιά μικροί Ινδιάνοι, Έμειναν ξύπνιοι ως αργά... Αυτό ήταν τρομακτικό. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου, και γρήγορα. Ξαφνικά δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί, ούτε στο Μικρό Ροζ, ούτε στο Μεγάλο Ροζ, ούτε στο Ντούμα Κη, ούτε στην ηλίθια, άσκοπη, χωλή, αποτραβηγμένη, καθυστερημένη ζωή μου. Πόσα ψέματα έλεγα; Ότι ήμουν καλλιτέχνης; Ας γελάσω. Ο Κέιμεν μπορούσε να φωνάζει όσο ήθελε Έχω μείνει ΕΚΠΛΗΚΤΟΙ και ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΛ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ μ' εκείνα τα κεφαλαία γράμματα που τόσο αγαπούσε να χρησιμοποιεί στα e-mail του, όμως ο Κέι-
μεν ήταν ειδικευμένος στο να εξαπατά θύματα τρομερών ατυχημάτων και να τα κάνει να πιστεύουν ότι οι ωχρές απομιμήσεις ζωής που ζούσαν ήταν εξίσου καλές με την πραγματική ζωή. Όσον αφορούσε τη θετική ενίσχυση της συμπεριφοράς, ο Κέιμεν και η Κάθι Γκριν, η Βασίλισσα της Αποκατάστασης, συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο. Ήταν ΜΑΝΟΥΛΕΣ σ' αυτό και οι περισσότεροι ευγνώμονες ασθενείς τους φώναζαν ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ. Μήπως, τότε, θεωρούσα τον εαυτό μου μέντιουμ; Μήπως πίστευα ότι ήμουν προικισμένος μ' ένα φασματικό χέρι που μπορούσε να βλέπει μέσα στο άγνωστο; Αυτό δεν ήταν απλώς γελοίο, ήταν οικτρό και παρανοϊκό. Υπήρχε ένα Σέβεν-Ιλέβεν στο Νοκόμις. Αποφάσισα ότι θα δοκίμαζα τις οδηγητικές μου ικανότητες, θ1 αγόραζα δυο τρεις εξάδες μπίρες και θα μεθούσα. Ίσως την επομένη τα πράγματα να φαίνονταν καλύτερα, μέσα από την παραζάλη και τον πονοκέφαλο που θα μου είχε αφήσει το αλκοόλ. Δεν έβλεπα πώς θα μπορούσαν να φανούν και πολύ χειρότερα, εκεί που είχα φτάσει. Πήγα να πιάσω την πατερίτσα μου και το πόδι μου -το αριστερό μου, το καλό μου πόδι, για τ' όνομα του Θεού- μπλέχτηκε στην καρέκλα μου. Σκόνταψα. Το δεξί μου πόδι δεν ήταν αρκετά δυνατό για να με κρατήσει όρθιο και σωριάστηκα φαρδύς πλατύς στο πάτωμα, απλώνοντας το δεξί μου χέρι για να ανακόψω την ορμή της πτώσης μου. Ήταν απλά μια ενστικτώδης αντίδραση, ασφαλώς... μόνο που πράγματι ανέκοψε την ορμή της πτώσης μου. Το έκανε. Δεν το είδα -είχα κλείσει σφαλιστά τα μάτια μου, όπως τα κλείνεις όταν ξέρεις ότι είσαι χαμένος από χέρι-, αλλά αν δεν το είχε κάνει ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα είχα πάθει σοβαρή ζημιά, κι ας υπήρχε το χαλί. Μπορεί να είχα στραμπουλίξει τον αυχένα μου ή ακόμα και να τον είχα σπάσει. Έμεινα ξαπλωμένος εκεί μερικές στιγμές, προσπαθώντας να χωνέψω ότι ήμουν ακόμα ζωντανός, κι ύστερα σηκώθηκα στα τέσσερα, με το γοφό μου να με πεθαίνει από τον πόνο, κρατώντας το δεξί μου χέρι που ένιωθα να μου δίνει σουβλιές μπροστά στα μάτια μου. Δεν υπήρχε χέρι. Ξανασήκωσα όρθια την καρέκλα μου, ακούμπησα πάνω της με τον πήχη του αριστερού χεριού μου... ύστερα τίναξα μπροστά το κεφάλι μου και δάγκωσα το δεξί μου χέρι. Ένιωσα τις άκρες των δοντιών μου να βυθίζονται ακριβώς κάτω από τον αγκώνα. Τον πόνο.
Ένιωσα και άλλα. Ένιωσα τη σάρκα του πήχη μου στα χείλη μου. Ύστερα τραβήχτηκα πίσω, κοντανασαίνοντας. «Χριστέ μου! Χριστέ μου! Τι συμβαίνει; Τι είναι πάλι αυτό;» Σχεδόν περίμενα να δω το χέρι να εμφανίζεται ως διά μαγείας. Δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά ήταν εκεί, χωρίς αμφιβολία. Το άπλωσα πάνω από το κάθισμα της καρέκλας για να πιάσω ένα από τα πινέλα μου. Μπόρεσα να νιώσω τα δάχτυλά μου να το αδράχνουν, αλλά το πινέλο δε μετακινήθηκε. Σκέφτηκα: Έτσι είναι λοιπόν να είσαι φάντασμα. Σκαρφάλωσα πάλι στην καρέκλα. Ο γοφός μου βρυχιόταν από τον πόνο, αλλά η αίσθηση εκείνου του πόνου έμοιαζε πολύ μακρινή. Με το αριστερό μου χέρι άρπαξα το πινέλο που είχα καθαρίσει και το στερέωσα στο αυτί μου. Καθάρισα άλλο ένα και το ακούμπησα στη βάση του καβαλέτου. Καθάρισα κι ένα τρίτο και το έβαλα κι αυτό στη βάση του καβαλέτου. Σκέφτηκα να καθαρίσω και ένα τέταρτο, αλλ' αποφάσισα ότι δεν ήθελα να χασομερήσω άλλο. Με είχε καταλάβει πάλι εκείνος ο πυρετός, εκείνη η πείνα. Ήταν εξίσου ξαφνική και παράφορη όσο και οι εκρήξεις της οργής μου. Αν οι ανιχνευτές καπνού είχαν αρχίσει να χτυπάνε στο ισόγειο, ειδοποιώντας ότι το σπίτι είχε πιάσει φωτιά, δε θα είχα δώσει την παραμικρή σημασία. Έβγαλα ένα ολοκαίνουριο πινέλο από το σελοφάν του, το βούτηξα στο μαύρο χρώμα και άρχισα να ζωγραφίζω. Όπως και με τη ζωγραφιά που είχα ονομάσει Το Τέλος του Παιχνιδιού, δε θυμάμαι πολλά από τη δημιουργία του Φίλοι Με Προεκτάσεις. Το μόνο που ξέρω είναι ότι γεννήθηκε μέσα από μια βίαιη έκρηξη, που δεν είχε καμιά σχέση με τα ηλιοβασιλέματα. Χρησιμοποίησα κυρίως μαύρο και μπλε, τα χρώματα που έχουν οι μώλωπες, κι όταν τελείωσε, το αριστερό μου μπράτσο πονούσε από την έντονη κίνηση. Η παλάμη μου ήταν πιτσιλισμένη με μπογιές μέχρι τον καρπό. Το τελειωμένο έργο μού θύμισε λίγο τα εξώφυλλα σ' εκείνα τα φτηνά χαρτόδετα αστυνομικά μυθιστορήματα που έβλεπα όταν ήμουν παιδί, εκείνα που είχαν πάντα για κεντρικό τους θέμα μια γυναίκα χαλαρών ηθών που όδευε προς την Κόλαση. Μόνο που σ' εκείνα τα εξώφυλλα η γυναίκα ήταν συνήθως ξανθιά και λίγο πάνω από τα είκοσι. Στη ζωγραφιά μου είχε σκούρα μαλλιά και φαινόταν να έχει περάσει τα σαράντα. Αυτή η γυναίκα ήταν η πρώην σύζυγος μου.
Καθόταν σ' ένα ξέστρωτο κρεβάτι, φορώντας μόνο μια μπλε κιλότα. Η ράντα ενός ασορτί σουτιέν σερνόταν πάνω στο ένα της πόδι. Είχε το κεφάλι ελαφρά γερτό, αλλ' αναγνώριζες αμέσως τα χαρακτηριστικά της· τα είχα αποτυπώσει ΕΥΦΥΕΣΤΑΤΑ με μερικές μόνο αδρές μαύρες πινελιές, σχεδόν σαν κινέζικα ιδεογράμματα. Στην καμπύλη του ενός μαστού της υπήρχε το μόνο πραγματικά φωτεινό σημείο της ζωγραφιάς: ένα τατουάζ σε σχήμα τριαντάφυλλου. Αναρωτήθηκα πότε το είχε κάνει και γιατί. Η ιδέα ότι η Παμ μπορεί να είχε κάνει ένα τατουάζ μού φαινόταν τόσο απίθανη όσο και η ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ να συμμετάσχει σ' έναν αγώνα μοτοκρός στο Μίσιον Χιλ, αλλά δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν αλήθεια· ήταν απλά ένα γεγονός, όπως το μπλουζάκι του Τόρι Χάντερ που φορούσε ο Κάρσον Τζόουνς. Υπήρχαν επίσης δυο άντρες στην εικόνα, και οι δυο γυμνοί. Ο ένας στεκόταν στο παράθυρο, με την πλάτη μισογυρισμένη. Είχε το τυπικό σώμα ενός λευκού πενηντάρη άντρα της μεσαίας τάξης, σαν αυτούς που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να δει κανείς στα αποδυτήρια οποιουδήποτε γυμναστηρίου: στομαχάκι, επίπεδα κωλομέρια χωρίς μάγουλα, μέτρια αντρικά βυζιά. Το πρόσωπο του μαρτυρούσε εξυπνάδα και καλή ανατροφή. Σ' εκείνο το πρόσωπο υπήρχε τώρα ένα μελαγχολικό βλέμμα, που έλεγε Την έχω σχεδόν χάσει. Ένα βλέμμα που έλεγε ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Ο άντρας αυτός ήταν ο Μαξ από το Παλμ Ντέζερτ. Ήμουν σίγουρος, σαν να φορούσε μια πινακίδα με το όνομά του κρεμασμένη απ' το λαιμό. Ο Μαξ που είχε χάσει το δικό του πατέρα πριν από ένα χρόνο, ο Μαξ που είχε ξεκινήσει προσφέροντας στην Παμ καφέ και που είχε καταλήξει να της προσφέρει περισσότερα. Εκείνη είχε δεχτεί και τον καφέ και τα περισσότερα, αλλά όχι όλα τα περισσότερα που αυτός ήταν πρόθυμος να της δώσει. Ήταν γραμμένο αυτό στο πρόσωπο του. Δεν μπορούσες να το δεις ολόκληρο, αλλ' αυτό που μπορούσες να δεις ήταν πολύ πιο γυμνό από τον πισινό του. Ο άλλος άντρας ακουμπούσε στο κούφωμα της πόρτας με σταυρωμένα τα σφυρά, μια στάση που πίεζε μεταξύ τους τους μηρούς του κι έσπρωχνε μπροστά τα διόλου ευκαταφρόνητα γεννητικά του όργανα. Ήταν ίσως δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον άντρα στο παράθυρο, και σε καλύτερη φόρμα. Δεν είχε κοιλιά. Ούτε πιασίματα στα πλευρά. Μακριοί μύες διαγράφονταν στα μπούτια του. Είχε σταυρώσει τα μπράτσα του κάτω από το στήθος και κοι-
τούσε την Παμ μ' ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ήξερα καλά αυτό το χαμόγελο, γιατί ο Τομ Ράιλι είχε υπάρξει ο λογιστής μου -και φίλος μου- τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Αν δεν ήταν συνήθεια στην οικογένειά μας να ζητάς από τον πατέρα σου να γίνει ο κουμπάρος σου, θα το είχα ζητήσει από τον Τομ. Τον κοίταξα που στεκόταν γυμνός στην πόρτα παρατηρώντας τη γυναίκα μου στο κρεβάτι και θυμήθηκα που με είχε βοηθήσει να μετακομίσω τα πράγματά μου στο σπίτι της λίμνης Φάλεν. Τον θυμήθηκα να λέει Δεν παραιτείσαι ποτέ από το σπίτι, είναι σαν να παραιτείσαι από το πλεονέκτημα της έδρας στα πλέι-οφ. Και θυμήθηκα που την επόμενη φορά τον είχα πιάσει με δάκρυα στα μάτια. Αφεντικό, δεν μπορώ να συνηθίσω να σε βλέπω έτσι. Κοιμόταν μαζί της και τότε; Είχα την εντύπωση πως όχι. Όμως... Θα σου πω να της μεταφέρεις μια προσφορά, είχα πει. Και to είχε κάνει. Μόνο που ίσως να είχε κάνει κάτι περισσότερο από το να της μεταφέρει απλώς την προσφορά μου. Πλησίασα την τζαμαρία, χωρίς να χρησιμοποιήσω την πατερίτσα μου. Ο ήλιος ήθελε ακόμα ώρες για να βασιλέψει, αλλά είχε ήδη μετακινηθεί προς τα δυτικά και οι ακτίνες του αντανακλώνταν στο νερό. Ανάγκασα τον εαυτό μου να κοιτάξει ίσια μέσα σ' εκείνο το εκτυφλωτικό μονοπάτι, σκουπίζοντας επανειλημμένα τα μάτια μου. Προσπάθησα να πείσω στον εαυτό μου ότι αυτή η ζωγραφιά μπορεί να μην ήταν τίποτα περισσότερο από κατασκεύασμα ενός σακατεμένου μυαλού που ακόμα προσπαθούσε να γιατρευτεί. Δεν το κατάφερα. Όλες οι φωνές μέσα μου μιλούσαν καθαρά και λογικά η μια στην άλλη, και ήξερα ότι ήταν αλήθεια. Η Παμ είχε κοιμηθεί με τον Μαξ στο Παλμ Ντέζερτ, κι όταν εκείνος της είχε προτείνει μια πιο μακροχρόνια, πιο ουσιαστική δέσμευση, είχε αρνηθεί. Η Παμ είχε επίσης κοιμηθεί με τον πιο παλιό μου φίλο και συνεργάτη, και ίσως ακόμα να κοιμόταν. Το μόνο αναπάντητο ερώτημα ήταν ποιος από τους δυο την είχε πείσει να κάνει το τατουάζ με το τριαντάφυλλο στο στήθος της. «Πρέπει να πάψω να το σκέφτομαι αυτό», είπα κι ακούμπησα στο τζάμι το μέτωπο μου που χτυπούσε από τον πόνο. Πέρα μακριά, ο ήλιος πυρπολούσε τον Κόλπο του Μεξικού. «Ειλικρινά πρέπει να πάψω να το σκέφτομαι αυτό».
Τότε κάνε μια στράκα με τα δάχτυλα σου και τα μάγια Θα λυθούν, σκέφτηκα. Έκανα μια στράκα με τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού κι άκουσα τον ήχο -ένα κοφτό, σιγανό κλακ. «Εντάξει λοιπόν, τέρμα και ξεμπέρδεψα!» είπα κεφάτα. Αλλά ύστερα έκλεισα τα μάτια μου και είδα την Παμ καθισμένη στο κρεβάτι -σε κάποιο κρεβάτινα φοράει μόνο την κιλότα της, με τη μια ράντα του σουτιέν απλωμένη πάνω στο πόδι της σαν ψόφιο φίδι. Φίλοι με προεκτάσεις. Καταραμένοι φίλοι, με καταραμένες προεκτάσεις. vii Εκείνο το βράδυ δεν είδα το ηλιοβασίλεμα από το Μικρό Ροζ. Άφησα την πατερίτσα μου ακουμπισμένη στη γωνία του σπιτιού, κατέβηκα κούτσα κούτσα στην ακρογιαλιά και μπήκα στο νερό μέχρι τα γόνατα. Το νερό ήταν κρύο, όπως συμβαίνει πάντα μερικούς μήνες αφού τελειώσει η εποχή των τυφώνων, αλλά ούτε που το πρόσεξα. Τώρα το μονοπάτι που χάραζε πάνω του το φως είχε πάρει μια πικρή πορτοκαλιά απόχρωση, κι αυτό μόνο κοιτούσα. «Πειράματα και τρίχες κατσαρές», είπα και το νερό αντάριασε γύρω μου. Κλονίστηκα κι άπλωσα το μοναδικό μου χέρι για να κρατήσω ισορροπία. «Τρίχες κατσαρές». Ψηλά πάνω απ' το κεφάλι μου, ένας ερωδιός έσκιζε μ' ασάλευτα φτερά το μαβή ουρανό, σαν σιωπηλό μακρυλαίμικο βλήμα. «Αδιάκριτη περιέργεια, αυτό ήταν, μόνο αδιάκριτη περιέργεια, και πλήρωσα το τίμημα». Πράγματι. Κι αν κάπου μέσα μου ένιωθα και πάλι τη διάθεση να τη στραγγαλίσω, το λάθος δεν ήταν κανενός άλλου παρά δικό μου. Μην κοιτάς από τις κλειδαρότρυπες, γιατί μπορεί να στενοχωρηθείς, έλεγε η αγαπημένη γριά μητέρα μου. Κοίταξα, στενοχωρήθηκα, κι αυτό ήταν όλο. Τώρα πια είχε τη δική της ζωή και το τι έκανε σ' αυτήν ήταν δική της υπόθεση. Εκείνο που έπρεπε να κάνω εγώ ήταν να πάψω να ασχολούμαι. Το ερώτημα, ωστόσο, ήταν κατά πόσον μπορούσα να το κάνω. Ήταν πιο δύσκολο από το να κάνεις μια στράκα με τα δάχτυλα του χεριού σου· ακόμα και ενός χεριού που δεν υπήρχε.
Ένα κύμα ήρθε με ορμή, αρκετά μεγάλο για να με ρίξει κάτω. Για μια στιγμή με σκέπασε ολόκληρο και τα ρουθούνια μου γέμισαν νερό. Σηκώθηκα βήχοντας και φτύνοντας. Το κύμα έσκασε στην ακτή κι επιστρέφοντας προσπάθησε να με τραβήξει πιο βαθιά, μαζί με την άμμο και τα κοχύλια. Κράτησα αντίσταση με το καλό μου πόδι, κλοτσώντας λίγο αδύναμα και με το σακατεμένο μου, και κατάφερα να μη με παρασύρει. Μπορεί να μην ήξερα τι μου γινόταν σε κάποια θέματα, αλλά ήξερα πολύ καλά ότι δεν ήθελα να πνιγώ στον Κόλπο του Μεξικού. Βγήκα σιγά σιγά από το νερό με τα μαλλιά μου να κρέμονται μες στα μάτια μου, συνεχίζοντας να βήχω, σέρνοντας πίσω μου το δεξί μου πόδι σαν βαριά, μουσκεμένη αποσκευή. Όταν επιτέλους έφτασα στη στεγνή άμμο, ξάπλωσα πάνω της και κοίταξα τον ουρανό. Ένα παχύ μισοφέγγαρο αρμένιζε στο βελούδο που ολοένα σκούραινε πάνω από τη στέγη του Μεγάλου Ροζ. Εκεί ψηλά έμοιαζε να βασιλεύει απόλυτη γαλήνη. Εδώ κάτω υπήρχε ένας άντρας που μόνο γαλήνη δεν ένιωθε: έτρεμε, κι ήταν κυριευμένος από θλίψη και θυμό. Γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου, ύστερα σήκωσα πάλι τα μάτια στο φεγγάρι. «Τέρμα το κρυφοκοίταγμα», είπα. «Το καινούριο καθεστώς αρχίζει να ισχύει από απόψε. Τέρμα το κρυφοκοίταγμα και τα πειράματα». Και το εννοούσα. Όμως, όπως έχω ήδη πει (κι όπως ο Γουάιρμαν έχει πει πριν από μένα), κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας τόσο πολύ, που θα μπορούσαμε να το κάνουμε για επάγγελμα.
5 - 0 Γουάιρμαν
i Την πρώτη φορά που ο Γουάιρμαν κι εγώ συναντηθήκαμε από κοντά, εκείνος γέλασε τόσο πολύ που έσπασε την καρέκλα στην οποία καθόταν κι εγώ γέλασα τόσο πολύ που λίγο έλειψε να λιποθυμήσω -έφτασα μάλιστα σ' εκείνη την κατάσταση μερικής απώλειας των αισθήσεων που παθαίνουν μερικές φορές οι πιλότοι όταν κάνουν απότομους ελιγμούς. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να μου συμβεί, μια μέρα αφότου ανακάλυψα ότι ο Τομ Ράιλι είχε έναν ερωτικό δεσμό με την πρώην σύζυγο μου (όχι πως τα αποδεικτικά στοιχεία που είχα θα ευσταθούσαν σε οποιοδήποτε δικαστήριο), αλλά ήταν ένας οιωνός για όσα έμελλε να ακολουθήσουν. Δεν ήταν η μόνη φορά που γελάσαμε μαζί. Ο Γουάιρμαν ήταν πολλά για μένα -ανάμεσα στ' άλλα, και πολύ σημαντικό, η μοίρα μου-, αλλά προπαντός ήταν φίλος μου. ii «Για δες», είπε, όταν τελικά έφτασα το τραπέζι κάτω απ' τη σκιά Γης ριγέ ομπρέλας με την άδεια καρέκλα απέναντι από τη δική του. «Ο χωλός άγνωστος αφίχθη, κουβαλώντας ένα ταγάρι γεμάτο κοχύλια. Κάθισε, χωλέ άγνωστε. Βρέξε το λαρύγγι σου. Εκείνο το ΐοτήρι σε περιμένει εδώ και κάμποσες μέρες». Άφησα το πλαστικό σακούλι μου -ήταν πράγματι μια τσάντα για να μεταφέρεις το ψωμί- στο τραπέζι και του έδωσα το χέρι μου. «Έντγκαρ Φρίμαντλ». Η παλάμη του ήταν κοντή, τα δάχτυλα χοντρουλά, η λαβή του
δυνατή. «Τζερόμ Γουάιρμαν. Αλλά συνήθως με φωνάζουν απλά Γουάιρμαν». Κοίταξα την καρέκλα παραλίας που προοριζόταν για μένα. Ήταν από εκείνες με την ψηλή πλάτη και το χαμηλό κάθισμα, σαν τα απελπιστικά βαθιά καθίσματα μιας Πόρσε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, muchacho;» ρώτησε ο Γουάιρμαν, σηκώνοντας το φρύδι. Κι είχε πολύ φρύδι να σηκώσει, φουντωτό και γκριζαρισμένο. «Όχι, αρκεί να μη γελάσεις όταν θα χρειαστεί να σηκωθώ», είπα. Χαμογέλασε. «Γλύκα, "ζήσε όπως πρέπει να ζήσεις". Τσακ Μπέρι, χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά». Πήρα θέση δίπλα στην άδεια καρέκλα, είπα από μέσα μου μια σύντομη προσευχή κι άρχισα να χαμηλώνω το κορμί μου. Έγειρα αριστερά όπως πάντα, για να μη ζορίσω το σακατεμένο μου γοφό. Δεν έπεσα στο κέντρο του καθίσματος, αλλά άδραξα τα ξύλινα μπράτσα, έσπρωξα με το γερό μου πόδι και η καρέκλα κουνήθηκε ελάχιστα. Ένα μήνα πριν θα είχα σωριαστεί στην άμμο, όμως τώρα ήμουν πιο δυνατός. Μπορούσα να φανταστώ την Κάθι Γκριν να χειροκροτάει. «Μπράβο, Έντγκαρ», είπε. «Ή μήπως σε φωνάζουν Έντι;» «Διαλέγεις και παίρνεις, ακούω και στα δυο. Τι είναι αυτό που έχεις μες στην καράφα;» «Παγωμένο πράσινο τσάι», είπε. «Πολύ δροσιστικό. Θες να δοκιμάσεις λίγο;» «Θα το ήθελα πολύ». Μου γέμισε ένα ποτήρι, ύστερα ξαναγέμισε και το δικό του και το σήκωσε. Το τσάι είχε ένα αχνοπράσινο χρώμα. Τα μάτια του, εγκλωβισμένα σε λεπτά δίχτυα ρυτίδων, ήταν πιο πράσινα. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, με λίγο γκρίζο στους κροτάφους, και αρκετά μακριά. Όταν ο άνεμος τ' ανασήκωσε, μπόρεσα να δω ένα σημάδι στον κρόταφο, λίγο πιο κάτω από εκεί που άρχιζαν τα μαλλιά, σε σχήμα νομίσματος αλλά μικρότερο. Σήμερα φορούσε ένα μαγιό και τα πόδια του ήταν το ίδιο ηλιοκαμένα όπως τα χέρια του. Φαινόταν να σφύζει από υγεία, αλλά σκέφτηκα ότι συγχρόνως φαινόταν κουρασμένος. «Ας πιούμε στην υγειά σου, muchacho. Τα κατάφερες». «Εντάξει», είπα. «Στην υγειά μου». Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ήπιαμε. Είχα ξαναπιεί πράσι-
νο τσάι πριν και δεν το είχα βρει κι άσχημο, αλλ' αυτό εδώ ήταν θεϊκό -σαν να πίνεις παγωμένο μετάξι, με μόλις μια αμυδρή υποψία γλύκας. «Καταλαβαίνεις στη γεύση σου το μέλι;» ρώτησε και χαμογέλασε όταν έγνεψα καταφατικά. «Δεν το καταλαβαίνουν όλοι. Βάζω μόνο μια κουταλιά της σούπας σε κάθε καράφα. Απελευθερώνει τη φυσική γλύκα του τσαγιού. Έμαθα αυτή τη συνταγή σ' ένα φορτηγό πλοίο, στις θάλασσες της Κίνας». Σήκωσε το ποτήρι του και κοίταξε νοσταλγικά το αχνοπράσινο υγρό. «Πολεμήσαμε πολλούς πειρατές και ζευγαρώσαμε με παράξενες και μελαψές γυναίκες κάτω από τον τροπικό ουρανό». «Αυτό μου ακούγεται κομματάκι παραμύθι, κύριε Γουάιρμαν». Γέλασε. «Στην πραγματικότητα διάβασα το κόλπο με το μέλι σε ένα από τα βιβλία μαγειρικής της μις'Ιστλεϊκ». «Είναι η κυρία που βγαίνεις μαζί της τα πρωινά; Εκείνη στο αναπηρικό καροτσάκι;» «Ακριβώς». Και χωρίς να πολυσκεφτώ αυτό που έλεγα -εκείνο που σκεφτόμουν ήταν τα τεράστια μπλε αθλητικά μποτάκια της, στηριγμένα πάνω στα μεταλλικά υποπόδια του αναπηρικού της καροτσιού- είπα: «Η Νύφη του Νονού». Ο Γουάιρμαν με κοίταξε για μια στιγμή χάσκοντας, μ' εκείνα τα πράσινα μάτια του τόσο γουρλωμένα που ετοιμαζόμουν να ζητήσω συγνώμη για το ατόπημά μου. Ύστερα άρχισε πραγματικά να γελάει. Ήταν το είδος του ακράτητου βρυχηθμού που βγαίνει από μέσα σου εκείνες τις σπάνιες φορές που κάτι καταφέρνει να περάσει απ' όλες τις γραμμές άμυνας του σοβαρού εαυτού σου και κυριεύει όλο σου το κορμί. Εννοώ ότι ο άνθρωπος λύθηκε στα γέλια, και πως, όταν είδε ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι τον είχε πιάσει, άρχισε να γελάει ακόμα πιο δυνατά, με τη διόλου ευκαταφρόνητη κοιλιά του να τραντάζεται. Προσπάθησε να ακουμπήσει το ποτήρι του στο τραπεζάκι και αστόχησε. Το ποτήρι έπεσε ίσια σαν βαρίδι στην άμμο και καρφώθηκε εκεί, τελείως κατακόρυφο, σαν γόπα τσιγάρου σε ένα από εκείνα τα σταχτοδοχεία που έβλεπες παλιότερα δίπλα στις πόρτες των ανελκυστήρων στις αίθουσες υποδοχής των ξενοδοχείων. Αυτό του φάνηκε ακόμα πιο αστείο και μου το έδειξε. «Δε θα μπορούσα να το είχα καταφέρει αυτό ακόμα κι αν προσπαθούσαΐ» κατόρθωσε να πει, κι ύστερα δώσ' του τα ίδια, να ξε-
ραίνεται στα γέλια και να τραντάζεται ολόκληρος, κρατώντας με το ένα χέρι το στομάχι του και σφίγγοντας με το άλλο το στήθος του. Ένα κομμάτι από κάποιο ποίημα που είχα διαβάσει στο λύκειο περισσότερα από τριάντα χρόνια πριν μου ήρθε ξαφνικά στο νου, με εκπληκτική καθαρότητα: Οι άνθρωποι δεν προσποιούνται την αγωνία του θανάτου, ούτε υποκρίνονται του πόνου το σπασμό. Τώρα χαμογελούσα κι εγώ, χαμογελούσα κι άρχισα να σιγογελάω, γιατί αυτή η έντονη ευθυμία είναι κολλητική, ακόμα κι αν δεν ξέρεις ποιο είναι το αστείο. Και το ποτήρι που είχε πέσει έτσι κατακόρυφα, χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα από το τσάι του Γουάιρμαν... αυτό ήταν σίγουρα αστείο. Σαν κασκαρίκα σ' ένα καρτούν από κείνα με το Μπιπ-Μπιπ και το Κογιότ. Αλλά το ποτήρι που καρφώθηκε τόσο παράδοξα στην άμμο δεν ήταν η αιτία της ευθυμίας του Γουάιρμαν. «Δεν καταλαβαίνω. Δηλαδή, ζητάω συγνώμη αν...» «Κατά κάποιον τρόπο, είναιΐ» είπε ο Γουάιρμαν, κακαρίζοντας τόσο ανεξέλεγκτα που σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει. «Κατά κάποιον τρόπο, είναι, αυτό είναι το αστείο! Μόνο που είναι η κόρη, ασφαλώς, είναι Η Κόρη του Νο...» Όμως τρανταζόταν ολόκληρος εδώ και αρκετά λεπτά -ήταν ένας πραγματικός σπασμός, όχι πόνου αλλά γέλιου- και εκείνη τη στιγμή η καρέκλα του παρέδωσε τελικά το πνεύμα με ένα δυνατό κρρρακ, πρώτα τινάζοντάς τον μπροστά με ένα απερίγραπτα κωμικό ύφος έκπληξης στο πρόσωπο του κι ύστερα ρίχνοντάς τον φαρδύ πλατύ στην άμμο. Καθώς πάσχιζε να κρατήσει την ισορροπία του, το ένα του χέρι πιάστηκε στο κοντάρι της ομπρέλας και αναποδογύρισε το τραπέζι. Μια ριπή ανέμου φύσηξε μέσα στην ομπρέλα, τη φούσκωσε σαν πανί ιστιοπλοϊκού κι άρχισε να παρασέρνει το τραπέζι πάνω στην άμμο προς το νερό. Εκείνο που μ' έκανε να γελάσω δεν ήταν το σαστισμένο ύφος που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Γουάιρμαν, όταν η διαλυόμενη καρέκλα προσπάθησε να τον μαγκώσει σαν ένα ριγέ σαγόνι, ούτε το ξαφνικό κατρακύλισμά του σαν βαρελάκι πάνω στην άμμο. Δεν ήταν καν η εικόνα εκείνου του τραπεζιού που προσπαθούσε να δραπετεύσει, παρασυρόμενο από την ίδια του την ομπρέλα. Ήταν το ποτήρι του Γουάιρμαν, που ακόμα στεκόταν γαλήνια κατακόρυφο ανάμεσα στο πλευρό και στο αριστερό χέρι του σωριασμένου άντρα. Παγωμένο Τσάι Άκμι, σκέφτηκα, μη μπορώντας να ξεκολλήσω
από το μυαλό μου εκείνα τα παλιά κινούμενα σχέδια με το ΜπιπΜπιπ και το Κογιότ. Μπιπ-Μπιπ! Κι αυτό, ασφαλώς, μ' έκανε να θυμηθώ το γερανό που ήταν ο πρόξενος της συμφοράς μου, εκείνον με το χαλασμένο σύστημα προειδοποίησης που δεν είχε κάνει μπιπ-μπιπ, και ξαφνικά είδα πάλι τον εαυτό μου στην καμπίνα του συντριβόμενου φορτηγού μου, με τη μορφή του Κογιότ, με μάτια γουρλωμένα από το σάστισμα και με δυο μακριά ξεφτισμένα αυτιά να ξεπετιούνται προς δυο αντίθετες κατευθύνσεις κι ίσως και να καπνίζουν λίγο στις άκρες. Αυτό ήταν αρκετό. Γέλασα ώσπου κύλησα κι εγώ λιγωμένος από τη δική μου καρέκλα κι έπεσα με γδούπο στην άμμο δίπλα στον Γουάιρμαν... αλλά ούτε εγώ χτύπησα το ποτήρι, που συνέχιζε να στέκει ολόρθο σαν γόπα τσιγάρου σε ένα δοχείο γεμάτο άμμο. Νόμιζα πως δεν μπορούσα να γελάσω πιο δυνατά, αλλά το έκανα. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου κι ο κόσμος γύρω μου άρχισε να θολώνει καθώς ο εγκέφαλος μου έπαψε να οξυγονώνεται κανονικά. Ο Γουάιρμαν, συνεχίζοντας να ουρλιάζει από τα γέλια, άρχισε να κυνηγάει το αφηνιασμένο τραπέζι του μπουσουλώντας στα τέσσερα. Πήγε ν' αρπάξει τη βάση κι αυτή, σαν να διαισθάνθηκε την προσέγγισή του, κύλησε μακριά. Ο Γουάιρμαν έπεσε με τα μούτρα στην άμμο και σηκώθηκε πάλι, γελώντας και φτύνοντας. Εγώ γύρισα ανάσκελα και πάλευα να πάρω ανάσα, έτοιμος να λιποθυμήσω αλλά μη μπορώντας να σταματήσω τα γέλια. Έτσι γνώρισα τον Γουάιρμαν. iii Είκοσι λεπτά αργότερα το τραπέζι είχε ξαναστηθεί χοντρικά στην αρχική του θέση. Μέχρις εκεί όλα καλά, αλλά κανένας από τους δυο μας δεν μπορούσε να κοιτάξει την ομπρέλα χωρίς να τον πιάσει μια καινούρια κρίση γέλιου. Ένα από τα τριγωνικά κομμάτια της είχε σχιστεί και τώρα ανασηκωνόταν στραβά από το τραπέζι, κάνοντάς το να μοιάζει με μεθυσμένο άνθρωπο που πασχίζει να προσποιηθεί ότι είναι νηφάλιος. Ο Γουάιρμαν είχε μετακινήσει την καρέκλα που απέμενε κοντά στην ξύλινη προβλήτα, και την είχε πάρει αυτός κατόπιν δικής μου επιμονής. Εγώ καθόμουν στην προ-
βλήτα, που, παρ' ότι δε μου πρόσφερε στήριγμα για τη ράχη, θα έκανε την προσπάθειά μου να σηκωθώ, όταν θα ερχόταν η ώρα, ευκολότερη (και ασφαλώς πιο αξιοπρεπή). Ο Γουάιρμαν είχε προσφερθεί να αντικαταστήσει τη χυμένη καράφα με το τσάι με μια καινούρια. Αρνήθηκα, αλλά συμφώνησα να μοιραστώ το ως εκ θαύματος άθικτο ποτήρι μαζί του. «Τώρα γίναμε σταυραδέρφια του νερού», είπε όταν το ποτήρι άδειασε. «Είναι κάποιο ινδιάνικο τελετουργικό αυτό;» ρώτησα. «Όχι, είναι από το Ξένος σε Ξένη Χώρα, του Ρόμπερτ Χάινλαϊν. Θεός σχωρέσ' τον». Σκέφτηκα ότι ποτέ δεν τον είχα δει να διαβάζει όταν καθόταν στη ριγέ καρέκλα του, αλλά δεν το ανέφερα. Πολλοί άνθρωποι δε διαβάζουν στην παραλία- η αντηλιά τούς φέρνει πονοκέφαλο. Συμπαθούσα τους ανθρώπους που υπέφεραν από πονοκεφάλους. Άρχισε να γελάει πάλι. Έφραξε το στόμα του και με τα δυο του χέρια -σαν παιδί-, αλλά το γέλιο έβγαινε από ανάμεσα. «Όχι άλλο. Χριστέ μου, όχι άλλο. Νιώθω να έχω στραμπουλίξει κάθε μυ στο στομάχι μου». «Κι εγώ», είπα. Για μερικές στιγμές δεν είπαμε τίποτ' άλλο. Το αεράκι που φυσούσε εκείνη τη μέρα από τον Κόλπο ήταν φρέσκο και δροσερό, με μια μελαγχολική αλμυρή αψάδα. Το σχισμένο κομμάτι της ομπρέλας φτεροκοπούσε. Η σκούρα κηλίδα πάνω στην άμμο όπου είχε χυθεί η καράφα με το τσάι είχε σχεδόν στεγνώσει. Ο Γουάιρμαν γέλασε πάλι πνιχτά. «Είδες το τραπέζι που προσπαθούσε να το σκάσει; Το κερατένιοί» Γέλασα κι εγώ. Ο γοφός μου ούρλιαζε και οι μύες στο στομάχι μου πονούσαν, αλλά ένιωθα αρκετά καλά για έναν άνθρωπο που είχε κοντέψει να λιποθυμήσει από το πολύ γέλιο. «Alabama Getaway», είπα. Έγνεψε καταφατικά, ενώ ακόμα σκούπιζε την άμμο από το πρόσωπο του. «Γκρέιτφουλ Ντεντ. Χίλια εννιακόσια εβδομήντα εννιά. Ή κάπου εκεί». Άφησε άλλο ένα πνιχτό γελάκι, το πνιχτό γελάκι δυνάμωσε κι έγινε χαχανητό, και το χαχανητό μεταμορφώθηκε σ' έναν ακόμα βρυχηθμό τρανταχτού γέλιου. Κράτησε την κοιλιά του και βόγκηξε. «Δεν μπορώ, πρέπει να σταματήσω, όμως... Νύφη του Νονού! Χριστέ μου/» Και ξεκαρδίστηκε ξανά.
«Μην τολμήσεις να της πεις ότι είπα τέτοιο πράγμα», είπα. Έπαψε να γελά, αλλά όχι και να χαμογελάει. «Δεν είμαι τόσο αδιάκριτος, muchacho. Όμως... ήταν το καπέλο, σωστά; Εκείνο το μεγάλο ψάθινο καπέλο που φοράει. Σαν τον Μάρλον Μπράντο στον κήπο, όταν παίζει με τον μικρό». Στην πραγματικότητα, ήταν και τα αθλητικά μποτάκια, αλλά έγνεψα καταφατικά και γελάσαμε λίγο ακόμα. «Αν μας πιάσουν τα γέλια όταν σε συστήσω», είπε (και τον έπιασαν πάλι τα γέλια και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να τον έπιαναν τα γέλια- έτσι είναι όταν σε πιάσει ο παροξυσμός), «θα πούμε ότι είναι επειδή έσπασα την καρέκλα μου, σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι», είπα. «Τι εννοούσες όταν είπες ότι κατά κάποιον τρόπο είναι;» «Στ' αλήθεια δεν ξέρεις;» «Ιδέα δεν έχω!» Έδειξε το Μεγάλο Ροζ, που φαινόταν πολύ μικρό στο βάθος της παραλίας. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο δρόμος της επιστροφής θα ήταν μακρύς. «Σε ποιον νομίζεις ότι ανήκει το σπίτι που νοικιάζεις, amigo; Θέλω να πω, είμαι σίγουρος ότι εσύ πληρώνεις το νοίκι σ' έναν κτηματομεσίτη, αλλά πού νομίζεις ότι καταλήγει τελικά το ποσό της επιταγής σου;» «Τολμώ να μαντέψω ότι καταλήγει στον τραπεζικό λογαριασμό της μιςΊστλεϊκ». «Σωστά. Της μις Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Δεδομένης της ηλικίας της -είναι πια ογδόντα πέντε χρονών-, υποθέτω ότι θα μπορούσες να την αποκαλέσεις Γηραιά Δεσποινίδα». Άρχισε να γελάει πάλι, κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Πρέπει να σταματήσω. Αλλά, μα την πίστη μου, πάει πολύ καιρός από την τελευταία φορά που είχα κάποιο λόγο για να γελάσω τόσο». «Παρομοίως». Με κοίταξε -έναν άνθρωπο δίχως χέρια, με τα μαλλιά του μπαλώματα μπαλώματα από τη μια πλευρά- και έγνεψε ότι καταλάβαινε. Για λίγο μείναμε σιωπηλοί και απλά ατενίζαμε τον Κόλπο. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι αποφασίζουν να έρθουν στη Φλόριντα όταν είναι γέροι κι άρρωστοι, γιατί το κλίμα είναι ζεστό σχεδόν όλο το χρόνο, αλλά νομίζω ότι ένας επιπλέον λόγος είναι ο Κόλπος του Μεξικού. Και μόνο κοιτάζοντας εκείνη την απέραντη, ηλιόλουστη, γλυκιά γαλήνη νιώθεις να γιατρεύεσαι. Είναι μια πλατιά λέξη, σω-
στά; Η λέξη Κόλπος, εννοώ. Αρκετά πλατιά για να ρίξεις μέσα της πολλά πράγματα και να τα παρακολουθήσεις να εξαφανίζονται. Ύστερα από λίγο ο Γουάιρμαν είπε, «Και σε ποιον νομίζεις ότι ανήκουν τα σπίτια ανάμεσα στο δικό σου και σε τούτο δω;» Έδειξε με τον αντίχειρα πάνω απ' τον ώμο του τους λευκούς τοίχους και τα πορτοκαλιά κεραμίδια. «Το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι καταγεγραμμένο στους τοπογραφικούς χάρτες της κομητείας ως Χέρον'ς Ρουστ κι εγώ το λέω Ελ Παλάσιο δε Ασεσίνος». «Επίσης στη μιςΊστλεϊκ;» «Και πάλι μέσα έπεσες», είπε. «Γιατί το λες Παλάτι των Δολοφόνων;» «Προτιμώ να το μεταφράζω "Το Λημέρι του Ληστή", όταν το σκέφτομαι στα αγγλικά», είπε ο Γουάιρμαν μ' ένα απολογητικό χαμόγελο. «Γιατί μοιάζει σαν το μέρος όπου θα διάλεγε να εγκατασταθεί ο αρχηγός των κακών σε ένα γουέστερν του Σαμ Πέκινπα. Τέλος πάντων, υπάρχουν έξι μάλλον καλούτσικα σπιτάκια ανάμεσα στο Χέρον'ς Ρουστ και στο Σάλμον Πόιντ...» «Το οποίο εγώ αποκαλώ Μεγάλο Ροζ», είπα. «Όταν το σκέφτομαι στα αγγλικά». Κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. «Ελ Ροσάδο Γκράντε. Ωραίο όνομα. Μου αρέσει. Θα μείνεις εκεί... για πόσον καιρό;» «Έχω νοικιάσει το μέρος για ένα χρόνο, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω. Δε φοβάμαι τον καύσωνα -υποθέτω ότι αυτό θεωρούν εδώ κακή εποχή-, αλλά υπάρχουν και οι τυφώνες που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη». «Σωστά, εδώ κάτω όλοι λαβαίνουμε υπόψη την εποχή των τυφώνων, ιδίως μετά από τον Τσάρλι και την Κατρίνα. Όμως τα σπίτια ανάμεσα στο Σάλμον Πόιντ και στο Χέρον'ς Ρουστ θα έχουν αδειάσει πολύ πριν από την εποχή των τυφώνων. Όμως και το υπόλοιπο Ντούμα Κη. Το οποίο θα μπορούσε εξίσου καλά να ονομάζεται Νήσος Τστλεϊκ, παρεμπιπτόντως». «Θέλεις να πεις ότι όλ' αυτά είναι δικά της;» «Αυτό το ερώτημα είναι περίπλοκο ακόμα και για κάποιον σαν κι εμένα, που ήταν δικηγόρος στην άλλη του ζωή», είπε ο Γουάιρμαν. «Μια φορά κι έναν καιρό όλο το νησί ανήκε στον πατέρα της, μαζί μ' ένα μεγάλο κομμάτι της ηπειρωτικής Φλόριντα, ανατολικά από εδώ. Πούλησε τα πάντα εκτός από το Ντούμα τη δεκαετία του '30. Η μις'Ιστλεϊκ έχει στην κατοχή της το βόρειο άκρο του νησιού,
όσο γι' αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία». Ο Γουάιρμαν μου έδειξε με μια κίνηση του χεριού τη βορινή μύτη του νησιού, το μέρος για το οποίο αργότερα θα έλεγε ότι ήταν φαλακρό σαν το αιδοίο μιας στριπτιζέζ. «Τη γη και τα σπίτια που είναι χτισμένα πάνω της, από το Χέρον'ς Ρουστ -το πιο πολυτελές- μέχρι το δικό σου Μεγάλο Ροζ, το πιο περιπετειώδες. Της αποφέρουν ένα εισόδημα που ελάχιστα το χρειάζεται, γιατί ο πατέρας της άφησε επίσης σ' αυτήν και στις αδερφές της mucho dinero*». «Πόσες από τις αδερφές της είναι ακόμα...» «Καμιά», είπε ο Γουάιρμαν. «Η Κόρη του Νονού είναι η τελευταία». Ξεφύσηξε και κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει να σταματήσω να τη λέω έτσι», είπε, περισσότερο στον εαυτό του παρά σ' εμένα. «Αν το λες. Εκείνο που πραγματικά με κάνει να απορώ είναι γιατί δεν έχει αξιοποιηθεί καθόλου το υπόλοιπο νησί. Δεδομένης της αδιάκοπης οικιστικής ανάπτυξης που γνωρίζει η Φλόριντα, αυτό μου φάνηκε παράξενο από την πρώτη μέρα που πέρασα τη γέφυρα». «Μιλάς σαν άνθρωπος που ξέρει από αυτά. Τι ήσουν στην άλλη σου ζωή, Έντγκαρ;» «Εργολάβος οικοδομών». «Κι έχεις αφήσει πια πίσω σου εκείνη την εποχή;» Θα μπορούσα να είχα απαντήσει με μια υπεκφυγή -δεν τον ήξερα αρκετά καλά για να του εκμυστηρευτώ τα σώψυχά μου-, αλλά δεν το έκανα. Είμαι σίγουρος ότι αυτό οφειλόταν εν πολλοίς στην κοινή μας κρίση γέλιου. «Ναι», είπα. «Και τι είσαι σε αυτή τη ζωή;» Αναστέναξα και κοίταξα αλλού. Πέρα στον Κόλπο, όπου μπορούσες να στείλεις όλες τις παλιές σου δυστυχίες και να τις δεις να εξαφανίζονται χωρίς ν' αφήνουν ίχνη. «Δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά. Εδώ και λίγο καιρό ψευτοασχολούμαι με τη ζωγραφική». Και περίμενα να γελάσει. Δεν το έκανε. «Δε θα είσαι ο πρώτος ζωγράφος που μένει στο Σαλμ... στο Μεγάλο Ροζ. Αυτό το σπίτι έχει ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό παρελθόν». «Πλάκα μου κάνεις». Δεν υπήρχε τίποτα στο σπίτι που να υποδηλώνει κάτι τέτοιο. *Πολλά χρήματα. (Σ.τ.Μ.)
«Ω, ναι», είπε. «Ο Αλεξάντερ Κάλντερ έμεινε εκεί. Ο Κιθ Χέρινγκ. Ο Μαρσέλ Ντυσάν. Τον παλιό καιρό, προτού η διάβρωση καταστήσει το σπίτι επικίνδυνο να πέσει στο νερό». Κοντοστάθηκε. «Ο Σαλβαντόρ Νταλί». «Αποκλείεται!» φώναξα, και κοκκίνισα όταν όρθωσε απορημένα το κεφάλι του. Για μια στιγμή ένιωσα να με κατακλύζει πάλι όλη εκείνη η παλιά απωθημένη οργή, φράζοντας το λαρύγγι μου και το μυαλό μου. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκα. «Συγνώμη. Είχα ένα ατύχημα πριν λίγο καιρό και...» Σταμάτησα. «Δεν είναι δύσκολο να φανταστώ τη συνέχεια», είπε ο Γουάιρμαν. «Σε περίπτωση που δεν το έχεις προσέξει, σου λείπει ένα εξάρτημα από τη δεξιά πλευρά, muchacho». «Ναι. Και μερικές φορές παθαίνω... δεν ξέρω... μια μορφή αφασίας, υποθέτω». «Μάλιστα. Εν πάση περιπτώσει, δε λέω ψέματα για τον Νταλί. Έμεινε στο σπίτι σου τρεις βδομάδες, το χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα». Και συνέχισε, σχεδόν χωρίς παύση: «Ξέρω τι περνάς». «Επίτρεψέ μου να αμφιβάλλω γι' αυτό». Δεν ήθελα να ακουστεί εριστικό, αλλά έτσι ακούστηκε. Έτσι ένιωθα, για να πω την αλήθεια. Ο Γουάιρμαν δεν είπε τίποτα για λίγο. Η σχισμένη ομπρέλα φτεροκοπούσε. Είχα χρόνο να σκεφτώ, Να μια δυνητικά ενδιαφέρουσα φιλία που χάλασε πριν αρχίσει, αλλά όταν ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν ήρεμη και μειλίχια. Θαρρείς και το μικρό μας φαλτσάρισμα δεν είχε ποτέ συμβεί. «Ένας από τους λόγους που καθιστούν προβληματική την αξιοποίηση του Ντούμα είναι απλά η υπερβολική βλάστηση. Οι αβένες ανήκουν εδώ, αλλά όλες εκείνες οι υπόλοιπες αηδίες δεν έχουν καμιά δουλειά να φυτρώνουν εδώ χωρίς πότισμα. Κάποιος θα έπρεπε να ερευνήσει το θέμα, εγώ έτσι νομίζω». «Η κόρη μου κι εγώ επιχειρήσαμε μια μικρή εξερεύνηση τις προάλλες. Νότια από δω, ο τόπος έμοιαζε πραγματική ζούγκλα». Ο Γουάιρμαν έδειξε θορυβημένος. «Η Ντούμα Κη Ρόουντ δεν είναι μέρος για εκδρομές, για έναν άνθρωπο στην κατάστασή σου. Είναι σε κακό χάλι». «Εμένα θα μου πεις! Εκείνο που θα ήθελα να ξέρω είναι γιατί δεν έχει τέσσερις λωρίδες, με ποδηλατόδρομους δεξιά κι αριστερά και συγκροτήματα διαμερισμάτων κάθε εκατό μέτρα».
«Μήπως επειδή κανένας δεν ξέρει σε ποιον ανήκει η γη; Πώς θα σου φαινόταν αυτό, σαν ένας πρώτος λόγος;» «Σοβαρολογείς;» «Ναι. Η μις Ίστλεϊκ είναι η αποκλειστική ιδιοκτήτρια του βόρειου άκρου του νησιού μέχρι και το Χέρον'ς Ρουστ, από το 1950 και ύστερα. Όσο γι' αυτό, δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία. Ήταν γραμμένο στις διαθήκες». «Διαθήκες; Στον πληθυντικό;» «Υπήρξαν συνολικά τρεις. Όλες ιδιόχειρες, όλες με διαφορετικούς μάρτυρες, όλες διαφορετικές όσον αφορά την τύχη του Ντούμα Κη. Όλες τους, ωστόσο, ορίζουν ότι το βόρειο άκρο του Ντούμα κληροδοτείται άνευ όρων στην Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ από τον πατέρα της, τον Τζον. Το υπόλοιπο κομμάτι είναι στα δικαστήρια από τότε. Εξήντα χρόνια φαγωμάρας, που κάνουν το Ζοφερό Οίκο του Ντίκενς να μοιάζει με παραμυθάκια για παιδιά της πρώτης δημοτικού». «Νόμιζα πως είπες ότι όλες οι αδερφές της μις Ίστλεϊκ έχουν πεθάνει». «Ναι, αλλά έχει ανιψιές και ανιψιούς και δευτερανιψιές και δευτερανιψιούς. Που, ακολουθώντας το παράγγελμα της Αγίας Γραφής, έχουν αυξηθεί και πληθυνθεί κι έχουν γεμίσει τη γη. Αυτοί τρέχουν στα δικαστήρια, αλλά φαγώνονται μεταξύ τους, όχι μ' αυτήν. Η μόνη μνεία του ονόματος της στις πολλαπλές διαθήκες του γέρου είχε να κάνει με αυτό το κομμάτι του Ντούμα Κη, το οποίο οριοθετήθηκε προσεκτικά από δύο τοπογραφικά γραφεία, μια φορά πριν ακριβώς από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μια αμέσως μετά. Αυτά είναι όλα γραμμένα στα δημόσια αρχεία. Και ξέρεις κάτι, amigo;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Η μις Ίστλεϊκ νομίζει ότι αυτό ακριβώς ήθελε ο γέρος της να συμβεί. Και, έχοντας ρίξει κι εγώ μια ματιά με τις ταπεινές νομικές μου γνώσεις στα αντίγραφα των διαθηκών, το ίδιο νομίζω κι εγώ». «Ποιος πληρώνει τους φόρους;» Φάνηκε να ξαφνιάζεται, ύστερα γέλασε. «Σε κάνω κέφι όλο και περισσότερο, vato*». *«Δικέ μου». (Σ.τ.Μ.)
«Φταίει η άλλη μου ζωή», του υπενθύμισα. Ήδη μου άρεσε ο ήχος αυτής της φράσης. «Σωστά. Τότε θα σου αρέσει πολύ αυτό», είπε. «Είναι έξυπνο. Και οι τρεις τελευταίες διαθήκες όπου καταγράφονται οι τελευταίες βουλήσεις του ΤζονΊστλεϊκ περιείχαν ταυτόσημες ρήτρες για τη σύσταση ενός καταπιστεύματος από το οποίο θα πληρώνονται οι φόροι. Η αρχική επενδυτική εταιρεία που διαχειριζόταν το καταπίστευμα έχει έκτοτε απορροφηθεί -στην πραγματικότητα, και η εταιρεία που την απορρόφησε έχει απορροφηθεί...» «Έτσι γίνονται οι μπίζνες στην Αμερική», είπα. «Πράγματι. Τέλος πάντων, το καταπίστευμα ουδέποτε κινδύνευσε να στερέψει και οι φόροι πληρώνονται με ακρίβεια ωρολογιακού μηχανισμού κάθε χρόνο». «Το χρήμα μιλάει κι όλοι οι άλλοι κάνουν μόκο». «Άλλη μια μεγάλη αλήθεια». Σηκώθηκε, έβαλε τα χέρια του πίσω στη μέση του και τα έπλεξε. «Θα ήθελες ν' ανεβείς μαζί μου στο σπίτι και να γνωρίσεις το αφεντικό; Κάπου τώρα πρέπει να ξυπνάει από το μεσημεριανό της ύπνο. Έχει τα προβλήματά της, αλλά παρά τα ογδόντα πέντε της χρόνια εξακολουθεί να είναι κούκλα». Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του πω ότι μάλλον είχα ήδη κάνει τη γνωριμία της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ -πολύ σύντομα- με την ευγενική μεσολάβηση του τηλεφωνητή μου. «Κάποια άλλη μέρα. Όταν συνέλθουμε από το πολύ γέλιο». Έγνεψε καταφατικά. «Έλα πάλι κατά τα μέρη μας αύριο το απόγευμα, αν θέλεις». «Πιθανώς να το κάνω. Πραγματικά το χάρηκα πολύ». Του πρότεινα πάλι το χέρι μου. Το έσφιξε ξανά, κοιτάζοντας το κολόβωμα του δεξιού μου μπράτσου. «Δε σκέφτηκες ποτέ να φορέσεις ένα τεχνητό μέλος; Ή απλά το βγάζεις και το αφήνεις σπίτι όταν δεν είσαι μέσα στους πολλούς;» Είχα μια ιστορία που έλεγα στον κόσμο γι' αυτό -ότι υπέφερα από πόνους στα νεύρα του κολοβώματος-, αλλά ήταν ψέμα και δεν ήθελα να πω ψέματα στον Γουάιρμαν. Εν μέρει επειδή η μύτη του είχε μια μοναδική ικανότητα να οσφραίνεται τη λεπτή οσμή του ψεύδους, αλλά κυρίως επειδή απλά δεν ήθελα να του πω ψέματα. «Μου πήραν μέτρα για να μου φτιάξουν ένα όταν ήμουν ακόμα στο νοσοκομείο, ασφαλώς, και μου εκθείασαν τα πλεονεκτήματά του σχεδόν οι πάντες -ιδίως η φυσικοθεραπεύτριά μου και ένας
ψυχολόγος φίλος μου. Είπαν ότι όσο πιο γρήγορα μάθαινα να το χρησιμοποιώ, τόσο γρηγορότερα θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου...» «Απλά σβήσ' τα όλα και συνέχισε σαν να μην έχει γίνει τίποτα...» «Ναι». «Μόνο που μερικές φορές δεν είναι και τόσο εύκολο να σβήσεις κάποια πράγματα». «Όχι». «Μερικές φορές δεν είναι καν σωστό», είπε ο Γουάιρμαν. «Όχι ακριβώς, αλλά...» Δεν τέλειωσα τη φράση μου κι αντί γι' αυτό κούνησα το χέρι μου σαν να έλεγα Περίπου. «Κάπως έτσι;» «Ναι», είπα. «Ευχαριστώ για το τσάι». «Ξαναέλα όποτε θέλεις και θα σου δώσω κι άλλο. Εγώ μαζεύω ήλιο μόνο ανάμεσα στις δύο και στις τρεις -μια ώρα την ημέρα μου είναι αρκετή-, αλλά η μις Ελίζαμπεθ είτε κοιμάται είτε τακτοποιεί τα πορσελάνινα αγαλματάκια της τις περισσότερες ώρες του απογεύματος, και ασφαλώς δε χάνει ποτέ την Όπρα, οπότε έχω χρόνο. Τόσο που δεν ξέρω τι να τον κάνω, στην πραγματικότητα. Ποιος ξέρει; Ίσως βρούμε πολλά να κουβεντιάσουμε». «Εντάξει», είπα. «Μου ακούγεται καλό». Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του. Τον έκανε όμορφο. Ξαναδώσαμε τα χέρια. «Ξέρεις τι νομίζω; Οι φιλίες που θεμελιώνονται στο γέλιο είναι πάντα τυχερές». «Ίσως η επόμενη δουλειά που θα βρεις θα είναι να γράφεις τύχες στα κινέζικα μπισκοτάκια», είπα. «Υπάρχουν και χειρότερες δουλειές, muchacho. Πολύ χειρότερες». iv Στο δρόμο της επιστροφής, ο νους μου γυρνούσε συνέχεια στη μις Ίστλεϊκ, μια γριούλα με μεγάλα μπλε αθλητικά μποτάκια και πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, που απλά τύχαινε να έχει στην κατοχή της (κατά κάποιον τρόπο) το δικό της νησί στη Φλόριντα. Που τελικά δεν ήταν η Νύφη του Νονού, αλλά η Κόρη ενός Βαρόνου της Γης
και, προφανώς, μια παθιασμένη Προστάτιδα των Τεχνών. Το μυαλό μου μου έπαιζε γι' άλλη μια φορά ένα από τα παιχνίδια του και δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομα του πατέρα της (κάτι απλό, μόνο μια συλλαβή), αλλά θυμόμουν σε γενικές γραμμές την κατάσταση όπως μου την είχε σκιαγραφήσει ο Γουάιρμαν. Ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι παρόμοιο, κι όταν βγάζεις το ψωμί σου χτίζοντας, βλέπεις κάθε είδους παράξενες ιδιοκτησιακές διευθετήσεις. Σκέφτηκα ότι ήταν μάλλον μεγαλοφυές... αν, δηλαδή, ήθελες να κρατήσεις το περισσότερο από το μικρό σου βασίλειο σε μια κατάσταση πρωτόγονης χάριτος. Το ερώτημα ήταν, γιατί; Κόντευα πια να φτάσω στο Μεγάλο Ροζ όταν συνειδητοποίησα ότι το πόδι μου πονούσε αφόρητα. Μπήκα κουτσαίνοντας στο σπίτι, ήπια λαίμαργα νερό κατευθείαν από τη βρύση της κουζίνας, ύστερα διέσχισα το καθιστικό και πήγα στο κυρίως υπνοδωμάτιο. Είδα ότι το λαμπάκι στον τηλεφωνητή αναβόσβηνε, αλλά δεν ήθελα να ασχοληθώ με μηνύματα από τον έξω κόσμο εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεκουράσω τα πόδια μου. Ξάπλωσα και κοίταξα τα πτερύγια του ανεμιστήρα οροφής που περιστρέφονταν αργά. Δεν τα είχα καταφέρει και πολύ καλά όταν είχα προσπαθήσει να εξηγήσω γιατί δε φορούσα ένα τεχνητό χέρι. Αναρωτήθηκα αν ο Γουάιρμαν θα είχε καλύτερη τύχη με το Τι κάνει ένας δικηγόρος ως οικιακός βοηθός μιας πλούσιας γεροντοκόρης; Τι σόι άλλη ζωή είναι αυτή; Ενώ ακόμα σκεφτόμουν αυτό, βυθίστηκα σ' ένα δίχως όνειρα και πολύ ικανοποιητικό ύπνο. ν Όταν ξύπνησα, έκανα ένα ζεστό ντους κι ύστερα πήγα στο καθιστικό να ελέγξω τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Δεν ένιωθα τόσο πιασμένος όσο περίμενα, δεδομένου ότι είχα περπατήσει τρία χιλιόμετρα. Ίσως την επομένη να μην μπορούσα να κουνηθώ από τους πόνους, αλλά για εκείνο το βράδυ μου φάνηκε ότι θα ήμουν εντάξει. Το μήνυμα ήταν από τον Τζακ. Είπε ότι η μητέρα του τον είχε φέρει σε επαφή με έναν κάποιο Ντάριο Νανούτσι, και ότι ο Νανούτσι θα χαιρόταν να δει τα έργα μου κάπου ανάμεσα στις τέσσε-
ρις και στις πέντε το απόγευμα της Παρασκευής -θα μπορούσα να πάω όχι περισσότερα από δέκα από εκείνα που θεωρούσα τα καλύτερα στην γκαλερί Σκότο; Όχι σχέδια* ο Νανούτσι ήθελε να δει μόνο τελειωμένα έργα. Ένιωσα ένα γαργάλημα ανησυχίας ακούγοντάς το αυτό... Όχι, αυτό δεν πλησιάζει καν αυτό που ένιωσα. Το στομάχι μου σφίχτηκε και θα έπαιρνα όρκο ότι τα σωθικά μου έπεσαν μέσα στην κοιλιά μου περίπου εφτά εκατοστά. Και δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Εκείνη η περίεργη αίσθηση, κάτι ανάμεσα σε φαγούρισμα και σε πόνο, απλώθηκε στη δεξιά πλευρά του κορμιού μου κατεβαίνοντας μέχρι και στο μπράτσο μου που δεν ήταν πια εκεί. Είπα στον εαυτό μου ότι μια τέτοια αντίδραση -που ουσιαστικά δεν ήταν παρά φόβος για ένα ενδεχόμενο φιάσκο τρεις μέρες πριν την ώρα του- ήταν ανόητη. Είχα κάποτε μιλήσει μπροστά στο Δημοτικό Συμβούλιο του Σεντ Πολ, όπου εκείνη την εποχή συμμετείχε και ένας άντρας που στη συνέχεια θα γινόταν Κυβερνήτης της Μινεσότα, κατορθώνοντας να το πείσω να μου αναθέσει μια δουλειά δέκα εκατομμυρίων δολαρίων. Είχα σταθεί στο πλευρό δυο κοριτσιών στις πρώτες τους επιδείξεις χορού, στις εξετάσεις που έδιναν για να γίνουν μαζορέτες, στα μαθήματα οδήγησης και στην κόλαση της εφηβείας. Τι ήταν να δείξω μερικές από τις ζωγραφιές μου στον ιδιοκτήτη μιας γκαλερί, σε σύγκριση με αυτά; Ωστόσο, ανέβηκα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο Μικρό Ροζ με πόδια βαριά σαν μολύβι. Ο ήλιος έδυε, πλημμυρίζοντας το ευρύχωρο δωμάτιο μ' ένα θεσπέσιο κι εξωπραγματικό πορτοκαλί φως, αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να προσπαθήσω να το απαθανατίσω -όχι αυτό το βράδυ. Παρ' όλα αυτά, ένιωθα το φως να με καλεί. Όπως μπορεί να νιώσεις να σε καλεί η φωτογραφία μιας από καιρό περασμένης αγάπης, που τυχαίνει να ξαναβρείς ενώ κοιτάζεις ένα παλιό κουτί με ενθύμια. Και η παλίρροια είχε αρχίσει ν' ανεβαίνει. Ακόμα και στο πάνω πάτωμα μπορούσα ν' ακούσω τη φωνή των κοχυλιών. Κάθισα κι άρχισα να σκαλίζω το συνονθύλευμα των αντικειμένων πάνω στο ακατάστατο τραπέζι μου -ένα φτερό, ένα βότσαλο λειασμένο από το νερό, έναν αναπτήρα μιας χρήσης που η θάλασσα τον είχε ξεπλύνει σ' ένα ουδέτερο γκρίζο. Αυτή τη φορά δε θυμήθηκα κάποιο στίχο της Έμιλι Ντίκινσον, αλλά κάποιο παλιό λαϊκό
τραγούδι: Δε δείχνει όμορφος ο ήλιος, μαμά, έτσι όπως λάμπει μέσα από τα δέντρα. Δεν υπήρχαν δέντρα εκεί έξω, αλλά μπορούσα να βάλω ένα στον ορίζοντα αν ήθελα. Μπορούσα να βάλω ένα δέντρο εκεί έξω για να λάμπει από μέσα του το κόκκινο ηλιοβασίλεμα. Καλώς σε βρήκα, Νταλί. Δε φοβόμουν μήπως μου πουν ότι δεν είχα ταλέντο. Φοβόμουν μήπως ο σινιόρ Νανούτσι μου πει ότι είχα λίιιγο ταλέντο. Μήπως άνοιγε τον αντίχειρα και το δείκτη του έτσι που ν' απέχουν μισό εκατοστό και με συμβούλευε να νοικιάσω ένα χώρο στο υπαίθριο φεστιβάλ τέχνης που γινόταν στα πεζοδρόμια του Βένις, διαβεβαιώνοντάς με ότι σίγουρα θα είχα επιτυχία εκεί, ότι πολλοί τουρίστες θα ενθουσιάζονταν από τις χαριτωμένες απομιμήσεις μου του Νταλί. Κι αν το έκανε αυτό, αν άνοιγε τον αντίχειρα και το δείκτη του έτσι που ν' απέχουν μισό εκατοστό και έλεγε λίιιγο, τι θα έκανα τότε; Θα μπορούσε η ετυμηγορία κάποιου ξένου να μου αφαιρέσει την καινούρια μου αυτοπεποίθηση, να μου κλέψει την τόσο ιδιαίτερη καινούρια μου χαρά; «Ίσως», είπα. Ναι. Γιατί το να ζωγραφίζεις εικόνες δεν ήταν όπως το να χτίζεις εμπορικά κέντρα. Το ευκολότερο θα ήταν απλά να ακυρώσω το ραντεβού... μόνο που κατά κάποιον τρόπο το είχα υποσχεθεί στην Ίλσε και δε συνήθιζα να αθετώ τις υποσχέσεις που έδινα στα παιδιά μου. Το δεξί μου χέρι ακόμα με φαγούριζε, με φαγούριζε σχεδόν τόσο δυνατά ώστε να πονάει, αλλά ούτε που το πρόσεξα. Υπήρχαν οχτώ ή εννιά καμβάδες αραδιασμένοι όρθιοι στον τοίχο στα αριστερά μου. Στράφηκα σ' αυτούς, σκεπτόμενος ότι θα προσπαθούσα να αποφασίσω ποιοι ήταν οι καλύτεροι, αλλά ούτε που πρόλαβα να τους κοιτάξω. Ο Τομ Ράιλι στεκόταν στην κορυφή της σκάλας. Φορούσε μόνο το παντελόνι μιας πιτζάμας σε χρώμα ανοιχτό μπλε, μόνο που ήταν πιο σκούρο στον καβάλο και στην εσωτερική πλευρά του ενός ποδιού, όπου το είχε βρέξει με τα ούρα του. Το δεξί του μάτι έλειπε. Στη θέση του υπήρχε μόνο μια κόγχη γεμάτη κοκκινόμαυρο πηγμένο αίμα. Γραμμές ξεραμένου αίματος διέσχιζαν το δεξιό κρόταφο του και χάνονταν μες στα ψαρά μαλλιά πάνω από το αυτί του, σαν χρώματα του πολέμου πάνω στο πρόσωπο ενός Ινδιάνου μαχητή.
Το άλλο μάτι του κοιτούσε τον Κόλπο του Μεξικού. Τα έντονα χρώματα του δειλινού τρεμόπαιζαν πάνω στο στενό, κάτωχρο πρόσωπο του. Τσίριξα από έκπληξη και τρόμο, τινάχτηκα πίσω κι έπεσα από την καρέκλα μου. Προσγειώθηκα πάνω στο σακατεμένο γοφό μου και ούρλιαξα ξανά, αυτή τη φορά από πόνο. Έκανα μια σπασμωδική κίνηση και το πόδι μου χτύπησε την καρέκλα που μέχρι πριν λίγο καθόμουν και την έριξε κάτω. Όταν ξανακοίταξα προς τα σκαλιά, ο Τομ είχε χαθεί.
vi Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόμουν στο καθιστικό και τηλεφωνούσα στο σπίτι του. Είχα κατεβεί τη σκάλα καθιστός, γλιστρώντας τον πισινό μου ένα σκαλοπάτι τη φορά. Όχι επειδή είχα χτυπήσει το γοφό μου πέφτοντας από την καρέκλα, αλλά επειδή τα πόδια μου έτρεμαν τόσο άσχημα που δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου να σταθεί όρθιος. Φοβόμουν ότι μπορεί να έπεφτα με το κεφάλι, ακόμα κι αν κατέβαινα ανάποδα ώστε να μπορώ να κρατιέμαι από την κουπαστή με το αριστερό μου χέρι. Διάολε, φοβόμουν ότι μπορεί να λιποθυμούσα. Όλο θυμόμουν την ημέρα στη λίμνη Φάλεν, που είχα στραφεί για να δω τον Τομ μ' εκείνη την αφύσικη γυαλάδα στα μάτια του, τον Τομ που προσπαθούσε να πνίξει τους λυγμούς του για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Αφεντικό, δεν μπορώ να συνηθίσω να σε βλέπω έτσι... Αυπάμαι πολύ. Το τηλέφωνο άρχισε να καλεί στο όμορφο σπιτικό του Τομ στο Απλ Βάλεϊ. Του Τομ που είχε παντρευτεί και χωρίσει δυο φορές, του Τομ που με είχε συμβουλεύσει να μη φύγω από το σπίτι στο Μεντότα Χάιτς -Είναι σαν να παραιτείσαι από το πλεονέκτημα της έδρας στα πλέι-οφ, είχε πει. Του Τομ που στη συνέχεια είχε κάνει κι ο ίδιος λίγο παιχνίδι στην έδρα μου, αν έπρεπε να πιστέψω το Φίλοι με Προεκτάσεις... και το πίστευα. Όπως πίστευα και αυτό που είχα δει στο επάνω πάτωμα. Το τηλέφωνο κάλεσε μία, δύο, τρεις φορές. «Έλα», ψέλλισα. «Σήκωσέ το, γαμώτο». Δεν ήξερα τι θα έλεγα
αν το σήκωνε, ούτε μ' ένοιαζε. Το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να ακούσω τη φωνή του. Την άκουσα, αλλά ηχογραφημένη. «Γεια σας, έχετε καλέσει τον Τομ Ράιλι», είπε. «Ο αδερφός μου ο Τζορτζ και εγώ έχουμε φύγει με τη μητέρα μας, για την ετήσια κρουαζιέρα μας -αυτή τη χρονιά θα πάμε στο Νάσο. Τι λες κι εσύ, μητέρα;» «Ότι είμαι μια μαμά που θα το κάψει στις Μπαχάμες!» είπε μια ραγισμένη από το τσιγάρο αλλ' αναντίρρητα εύθυμη φωνή. «Σωστά», ακούστηκε πάλι να λέει ο Τομ. «Θα επιστρέψουμε στις οχτώ Φεβρουαρίου. Στο μεταξύ, μπορείτε να αφήσετε ένα μήνυμα... πότε, Τζορτζ;» «Μόλις ακουστεί το μπιπ\» ούρλιαξε μια αντρική φωνή. «Σωστά!» συμφώνησε ο Τομ. «Μόλις ακουστεί το μπιπ. Ή μπορείτε να τηλεφωνήσετε στο γραφείο μου». Έδωσε τον αριθμό κι ύστερα και οι τρεις τους είπαν «ΒΟΝ VOYAGE!» Το έκλεισα χωρίς να πω τίποτα. Δεν είχε ακουστεί σαν το μήνυμα που θ' άφηνε στον τηλεφωνητή του ένας άντρας ο οποίος σκόπευε να αυτοκτονήσει, αλλά, φυσικά, ήταν με τα πιο κοντινά και αγαπημένα του πρόσωπα (εκείνους που, αργότερα, θα ήταν πιο πιθανό να πουν «Φαινόταν μια χαρά») και... «Ποιος λέει ότι θα είναι αυτοκτονία;» ρώτησα το άδειο μου δωμάτιο... κι ύστερα κοίταξα τρομαγμένα γύρω μου για να σιγουρευτώ ότι ήταν άδειο. «Ποιος λέει ότι δεν μπορεί να είναι ένα ατύχημα; Ή ακόμα και μια δολοφονία; Αν δεν έχει κιόλας συμβεί;» Όμως, αν είχε ήδη συμβεί, μάλλον κάποιος θα μου είχε τηλεφωνήσει. Ίσως ο Μπόζι, αλλά πιθανότερα η Παμ. Επίσης... «Είναι αυτοκτονία», είπα αυτή τη φορά με βεβαιότητα στο δωμάτιο. «Είναι αυτοκτονία και δεν έχει συμβεί ακόμα. Αυτό ήταν μια προειδοποίηση». Σηκώθηκα και πήγα στο υπνοδωμάτιο στηριγμένος στην πατερίτσα μου. Χρησιμοποιούσα λιγότερο την πατερίτσα τον τελευταίο καιρό, όμως εκείνο το βράδυ την είχα ανάγκη, εκείνο το βράδυ την είχα πραγματικά ανάγκη. Η καλύτερή μου φιλενάδα ήταν στηριγμένη στα μαξιλάρια, στην πλευρά του κρεβατιού που θ' ανήκε σε μια πραγματική γυναίκα, αν είχα ακόμα μια. Κάθισα στο κρεβάτι, την πήρα στην αγκαλιά μου και κοίταξα μέσα σ' εκείνα τα μεγάλα γαλανά μάτια,
τα τόσο γεμάτα με καρτουνίστικη έκπληξη. Ουουου, κακέ άντρα! Η Ρίμπα μου, που έμοιαζε με τη Λουσίλ Μπολ. «Ήταν όπως η επίσκεψη που δέχτηκε ο Σκρουτζ από το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Μέλλοντος», της είπα. «Αυτά είναι πράγματα που είναι πιθανό να συμβούν, αλλά που μπορούν ακόμα να αλλάξουν» Η Ρίμπα δεν εξέφρασε καμία άποψη επ' αυτού. «Αλλά τι κάνω; Αυτό δεν ήταν σαν τις ζωγραφιές. Αυτό δεν ήταν καθόλου σαν τις ζωγραφιές». Όμως ήταν, και το ήξερα. Και οι ζωγραφιές και τα οράματα ήταν γεννήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου και κάτι στο δικό μου εγκέφαλο είχε αλλάξει. Είχα τη γνώμη ότι η αλλαγή είχε επέλθει ως συνέπεια του σωστού συνδυασμού τραυμάτων. Ή του λάθος συνδυασμού. Αντικτύπημα. Περιοχή του Μπροκά. Και το Ντούμα Κη. Το Κη έκανε... τι; «Το Κη επιτείνει το φαινόμενο», είπα στη Ρίμπα. «Έτσι δεν είναι;» Πάλι σιγή από την πλευρά της. «Κάτι υπάρχει εδώ, και αυτό το κάτι επιδρά πάνω μου. Είναι πιθανό μέχρι και να με κάλεσε εδώ πέρα;» Η ιδέα αυτή με έκανε ν' ανατριχιάσω. Από κάτω μου, τα κοχύλια συνέχιζαν να αλέθονται, καθώς τα κύματα τα σήκωναν και τα ξανάριχναν. Ήταν πολύ εύκολο να φανταστείς κρανία αντί για κοχύλια, χιλιάδες κρανία, που έτριζαν όλα μαζί τα δόντια τους με το κάθε κύμα που ερχόταν. Ο Τζακ δεν ήταν που είχε πει ότι υπήρχε κι άλλο ένα σπίτι που ρήμαζε κάπου εκεί πέρα, στη μέση του πουθενά; Όταν η Ίλσε κι εγώ είχαμε προσπαθήσει να πάμε με το αυτοκίνητο προς τα εκεί, ο δρόμος θαρρείς κι είχε βιαστεί να χαλάσει. Το ίδιο και το στομάχι της Ίλσε. Η δική μου κοιλιά είχε αντέξει, αλλά η μπόχα της χλωρίδας που μας έζωνε από παντού ήταν απαίσια και το φαγούρισμα στο κομμένο χέρι μου είχε χειροτερέψει. Ο Γουάιρμαν είχε φανεί θορυβημένος όταν του είπα για την εξερεύνηση που είχαμε αποπειραθεί να κάνουμε. Η Ντούμα Κη Ρόουντ δεν είναι μέρος για εκδρομές, για έναν άνθρωπο στην κατάστασή σου, είχε πει. Το ερώτημα ήταν, ποια ακριβώς ήταν η κατάστασή μου; Η Ρίμπα εξακολούθησε να μην εκφράζει καμιά άποψη. «Δε θέλω να μου συμβαίνει αυτό», είπα απαλά.
Η Ρίμπα απλώς με κοιτούσε. Ήμουν ένας κακός άντρας, αυτή ήταν η δική της γνώμη. «Τι ωφελείς κι εσύ;» είπα φουρκισμένα και την πέταξα μακριά μου. Προσγειώθηκε με τα μούτρα στο μαξιλάρι, με τον πισινό τουρλωμένο και τα ροζ μπαμπακερά πόδια της ανοιχτά, σε μια πραγματικά πρόστυχη στάση. Ουουου, κακε άντρα, πράγματι. Κατέβασα το κεφάλι, κοίταξα το χαλί ανάμεσα στα γόνατά μου κι έτριψα τον αυχένα μου. Οι μύες σ' εκείνη την περιοχή ήταν σφιγμένοι και γρομπιασμένοι. Τους ένιωθα σκληρούς σαν σίδερο. Είχε κάμποσο καιρό να με πιάσει δυνατός πονοκέφαλος, όμως αν αυτοί οι μύες δε χαλάρωναν σύντομα, εκείνο το βράδυ θα ξενυχτούσα κλαίγοντας. Χρειαζόμουν να φάω κάτι, αυτό θα ήταν μια καλή αρχή. Κάτι τονωτικό. Ένα από εκείνα τα πλούσια σε θερμίδες κατεψυγμένα γεύματα μου φάνηκε η καλύτερη λύση -από εκείνα που σχίζεις το περιτύλιγμα πάνω από το κατεψυγμένο κρέας και τη σάλτσα, τα χώνεις για εφτά λεπτά στο φούρνο μικροκυμάτων κι ύστερα τα καταβροχθίζεις σαν να είχες να φας χίλια χρόνια. Όμως κάθισα λίγο ακόμα ακίνητος στο κρεβάτι. Είχα πολλά ερωτήματα και τα περισσότερα ήταν πιθανώς πέρα από την ικανότητά μου να τα απαντήσω. Το αναγνώρισα και το αποδέχτηκα αυτό. Είχα μάθει να αποδέχομαι πολλά από την ημέρα της αναμέτρησής μου με το γερανό. Όμως νόμιζα ότι έπρεπε να προσπαθήσω να πάρω απάντηση τουλάχιστον σε ένα ερώτημά μου, πριν επιτρέψω στον εαυτό μου να φάει, όσο κι αν πεινούσα. Το τηλέφωνο στο κομοδίνο υπήρχε από πριν στο σπίτι. Ήταν γοητευτικά παλιομοδίτικο, το μοντέλο Πρίνσες με το περιστροφικό καντράν. Άρχισα να ψάχνω σε έναν τηλεφωνικό κατάλογο που το μεγαλύτερο τμήμα του το έπιαναν οι κίτρινες σελίδες του Χρυσού Οδηγού. Άνοιξα στο ισχνό τμήμα με τις λευκές σελίδες, σκεπτόμενος ότι δε θα έβρισκα καταχωρημένο το όνομα Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, αλλά το βρήκα. Πήρα τον αριθμό. Κάλεσε δυο φορές κι ύστερα το απάντησε ο Γουάιρμαν. «Οικία Ίστλεϊκ, λέγετε». Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του ανθρώπου που είχε γελάσει αρκετά δυνατά ώστε να σπάσει την καρέκλα του σ' εκείνη την απολύτως τυπική φωνή, και ξαφνικά αυτό που ετοιμαζόμουν να κάνω μου φάνηκε η χειρότερη ιδέα του κόσμου, αλλά δεν είδα άλλη επιλογή. «Γουάιρμαν; Εδώ Έντγκαρ Φρίμαντλ. Χρειάζομαι βοήθεια».
6 - Η Κυρά του Σπιτιού
i Το επόμενο απόγευμα με βρήκε άλλη μια φορά καθισμένο στο τραπεζάκι στην άκρη της χαμηλής ξύλινης προβλήτας του Παλάσιο δε Ασεσίνος. Η ριγέ ομπρέλα, παρ' ότι σχισμένη, άντεχε ακόμα. Ένα αεράκι αρκετά ψυχρό για να δικαιολογεί μακρυμάνικη μπλούζα ερχόταν από τ' ανοιχτά. Μικρές ουλές φωτός χόρευαν πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού καθώς μιλούσα. Και μιλούσα ασταμάτητα -για σχεδόν μια ώρα, δροσίζοντας το στόμα μου με γουλιές πράσινο τσάι από ένα ποτήρι που το κρατούσε γεμάτο ο Γουάιρμαν. Τελικά σταμάτησα και για λίγο δεν ακουγόταν άλλος ήχος από τον απαλό ψίθυρο των κυμάτων που έσκαγαν ρυθμικά, γεμίζοντας με αφρούς την αμμουδιά. Ο Γουάιρμαν πρέπει να είχε διακρίνει αρκετό πανικό στη φωνή μου την προηγούμενη νύχτα για ν' ανησυχήσει, γιατί είχε προσφερθεί να σπεύσει αμέσως με το αμαξάκι του γκολφ του Παλάσιο. Είπε ότι θα μπορούσε να επικοινωνεί με τη μις Ίστλεϊκ μέσω γουόκι-τόκι. Του αποκρίθηκα ότι το ζήτημά μου μπορούσε να περιμένει λίγο. Ήταν σημαντικό, είπα, αλλά όχι επείγον. Τουλάχιστον όχι από αυτά που πρέπει να καλέσεις την Άμεσο Δράση. Και ήταν αλήθεια. Αν ο Τομ σκόπευε να αυτοκτονήσει στην κρουαζιέρα του, ελάχιστα μπορούσα να κάνω εγώ για να το αποτρέψω. Αλλά δε νόμιζα ότι θα το έκανε όσο θα ήταν μαζί του η μητέρα και ο αδερφός του. Δεν είχα καμία πρόθεση να διηγηθώ στον Γουάιρμαν πώς είχα ψάξει στα κρυφά την τσάντα της κόρης μου· αυτό ήταν κάτι για το οποίο, όσο περνούσε ο καιρός, ντρεπόμουν μάλλον περισσότερο παρά λιγότερο. Αλλά, άπαξ και άνοιξα το στόμα μου, αρχίζοντας με το LINK-BELT, δεν μπόρεσα να σταματήσω. Του είπα σχε-
δον τα πάντα, καταλήγοντας στον Τομ Ράιλι που το προηγούμενο βράδυ στεκόταν στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στο Μικρό Ροζ, κάτωχρος και νεκρός και μ' ένα μάτι λιγότερο. Νομίζω ότι εν μέρει εκείνο που με έκανε να συνεχίσω να μιλάω ήταν το απλούστατο γεγονός ότι ο Γουάιρμαν δε θα μπορούσε να με κλείσει στο πλησιέστερο άσυλο φρενοβλαβών -δεν είχε αρμοδιότητα από το νόμο. Εν μέρει ήταν το ότι, όσο κι αν με έθελγαν η καλοσύνη και η κυνική αισιοδοξία του, δεν έπαυε να είναι ένας ξένος. Μερικές φορές -κι ίσως μάλιστα συχνά- είναι ευκολότερο να αφηγείσαι ιστορίες που σε κάνουν να ντρέπεσαι ή που είναι εντελώς παράλογες σε έναν ξένο. Κυρίως, ωστόσο, συνέχισα να μιλάω απλά και μόνο από την ανάγκη να ξαλαφρώσω: ένιωθα σαν ένας άνθρωπος που βγάζει από τον οργανισμό του πιέζοντας το δηλητήριο από ένα δάγκωμα φιδιού. Ο Γουάιρμαν γέμισε άλλη μια φορά το ποτήρι του με τσάι, με χέρι που δεν ήταν εντελώς σταθερό. Αυτό το βρήκα ενδιαφέρον και ανησυχητικό. Ύστερα έριξε μια ματιά στο ρολόι του, που το φορούσε σαν τις νοσοκόμες, με την πλάκα στο εσωτερικό του καρπού. «Σε μισή περίπου ώρα πρέπει πραγματικά να πάω και να ελέγξω αν είναι καλά», είπε. «Είμαι σίγουρος πως είναι μια χαρά, όμως...» «Κι αν δεν είναι;» ρώτησα. «Αν έπεσε ή κάτι τέτοιο;» Έβγαλε ένα γουόκι-τόκι από την τσέπη του παντελονιού του. Ήταν λεπτοκαμωμένο σαν κινητό τηλέφωνο. «Φροντίζω πάντα να έχει κοντά της το δικό της. Υπάρχουν επίσης κουμπιά εκτάκτου ανάγκης σε όλο το σπίτι, αλλά...» Έδειξε με τον αντίχειρά του το στήθος του. «Εγώ είμαι το πραγματικό σύστημα συναγερμού, κατάλαβες; Το μοναδικό που εμπιστεύομαι». Κοίταξε πέρα το νερό και αναστέναξε. «Πάσχει από Αλτσχάιμερ. Δεν είναι ακόμα πολύ άσχημα, όμως ο δόκτωρ Χάντλοκ λέει πως πιθανώς θα επιδεινωθεί γρήγορα, τώρα που ρίζωσε μες στο κεφάλι της. Σ' ένα χρόνο από τώρα...» Σήκωσε τους ώμους σχεδόν βαρύθυμα, ύστερα το πρόσωπο του φωτίστηκε. «Πίνουμε τσάι κάθε μέρα στις τέσσερις. Τσάι και Όπρα. Γιατί δεν έρχεσαι να γνωρίσεις την κυρά του σπιτιού; Μέχρι και που θα σε τρατάρω μερικές φέτες λεμονόπιτα». «Εντάξει», είπα. «Σύμφωνοι. Νομίζεις ότι αυτή άφησε εκείνο το μήνυμα στον τηλεφωνητή μου, που έλεγε ότι το Ντούμα Κη δεν είναι τυχερό μέρος για κόρες;»
«Σίγουρα. Μόλο που, αν περιμένεις κάποια εξήγηση -αν περιμένεις έστω και να το θυμάται-, νομίζω ότι θα απογοητευτείς. Όμως ίσως μπορώ να σε βοηθήσω λίγο εγώ. Είπες κάτι για αδερφούς κι αδερφές χθες, και δε βρήκα την ευκαιρία να σε διορθώσω. Η αλήθεια είναι ότι όλα τα αδέρφια της Ελίζαμπεθ ήταν κορίτσια. Όλες κόρες. Η μεγαλύτερη γεννήθηκε το 1908 ή κάπου εκεί γύρω. Η Ελίζαμπεθ εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 1923. Η κυρία Ίστλεϊκ πέθανε περίπου δυο μήνες αφού τη γέννησε. Από κάποια μορφή λοίμωξης. Αλλά μπορεί και να ήταν και κάποιος θρόμβος... ποιος μπορεί να ξέρει, ύστερα από τόσα χρόνια; Αυτό συνέβη εδώ, στο Ντούμα Κη». «Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε;» Εξακολουθούσα να μην μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Ο Γουάιρμαν με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. «Ο Τζον; Όχι». «Δεν εννοείς ότι μεγάλωσε μόνος του έξι κορίτσια εδώ πέρα. Αυτό ακούγεται υπερβολικά γοτθικό». «Προσπάθησε, με τη βοήθεια μιας παραμάνας. Όμως η μεγαλύτερη κόρη κλέφτηκε μ' έναν τύπο. Η μις Ίστλεϊκ έπαθε ένα ατύχημα που κόντεψε να τη σκοτώσει. Και οι δίδυμες...» Κούνησε το κεφάλι του. «Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερες από την Ελίζαμπεθ. Το 1927 εξαφανίστηκαν. Υπέθεσαν ότι προσπάθησαν να πάνε για κολύμπι, τις παρέσυρε κάποιο υποβρύχιο ρεύμα και πνίγηκαν εκεί έξω στο caldo grande». Κοιτάξαμε για λίγο το νερό -εκείνα τα απατηλά πειθήνια κύματα που κάθε τόσο έρχονταν κι έγλειφαν την παραλία σαν κουτάβια- και δεν είπαμε τίποτα. Ύστερα ρώτησα αν όλ' αυτά τα είχε μάθει από την Ελίζαμπεθ. «Μερικά. Όχι όλα. Κι όσα θυμάται τα μπερδεύει. Βρήκα μια σύντομη αναφορά σε ένα ατύχημα που πρέπει να είναι αυτό που συνέβη στις αδερφές της σε μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στην ιστορία των ακτών του Κόλπου. Επικοινώνησα μέσω e-mail με έναν τύπο που είναι βιβλιοθηκάριος στην Τάμπα». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τα χέρια του και κούνησε τα δάχτυλά του σαν να πληκτρολογούσε κάτι. «Η Τέσι και η Λόρα Ίστλεϊκ. Ο βιβλιοθηκάριος μου έστειλε ένα αντίτυπο μιας εφημερίδας της Τάμπα, με ημερομηνία 19ης Απριλίου 1927. Ο τίτλος στην πρώτη σελίδα ήταν πολύ χτυπητός, πολύ θλιβερός, πολύ ανατριχιαστικός. Μια μόνο λέξη. ΧΑΘΗΚΑΝ». «Χριστέ μου», είπα.
«Ήταν μόλις έξι χρονών. Η Ελίζαμπεθ εκείνη την εποχή θα ήταν τεσσάρων, αρκετά μεγάλη για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ίσως και αρκετά μεγάλη για να διαβάσει έναν τίτλο εφημερίδας τόσο απλό όσο το ΧΑΘΗΚΑΝ. Από τη μια ο χαμός των διδύμων, από την άλλη η Αντριάνα, η μεγαλύτερη κόρη, που κλέφτηκε και πήγε στην Ατλάντα μ' έναν από τους επιστάτες του... δεν είναι ν' απορείς που ο Τζον αποφάσισε ότι δεν ήθελε να βλέπει στα μάτια του άλλο το Ντούμα. Αυτός και οι τρεις κόρες που του απέμεναν μετακόμισαν στο Μαϊάμι. Πολλά χρόνια αργότερα, επέστρεψε εδώ για να πεθάνει, και η μις Ίστλεϊκ τον φρόντισε». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τους ώμους. «Λίγο πολύ όπως φροντίζω εγώ εκείνη τώρα. Βλέπεις λοιπόν γιατί μια γηραιά κυρία με αρχές Αλτσχάιμερ μπορεί να θεωρεί το Ντούμα άσχημο μέρος για κόρες;» «Υποθέτω πως ναι, αλλά πώς βρίσκει μια γηραιά κυρία με αρχές Αλτσχάιμερ τον αριθμό τηλεφώνου του καινούριου της νοικάρη;» Ο Γουάιρμαν μου έριξε μια κατεργάρικη ματιά. «Καινούριος νοικάρης, παλιός αριθμός, κι όλα τα τηλέφωνα εκεί μέσα έχουν δυνατότητα αυτόματης κλήσης των αριθμών που υπάρχουν αποθηκευμένα στη μνήμη τους». Έδειξε με τον αντίχειρά του πάνω απ' τον ώμο του το Χέρον'ς Ρουστ. «Καμιά άλλη ερώτηση;» Τον κοίταξα με ανοιχτό στόμα. «Με έχει βάλει στη μνήμη του τηλεφώνου;» «Μην κατηγορείς εμένα· εγώ εμφανίστηκα πολύ αργά σ' αυτό το έργο. Υποθέτω ότι το έκανε ο μεσίτης που νοικιάζει τα σπίτια για λογαριασμό της. Ή ίσως ο διαχειριστής της περιουσίας της μις Ίστλεϊκ. Κατεβαίνει μέχρι εδώ από το Σεντ Πίτερσμπεργκ περίπου μια φορά το εξάμηνο, για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι νεκρή κι ότι δεν κλέβω τις πορσελάνες της. Θα τον ρωτήσω την επόμενη φορά που θα φανεί». «Οπότε μπορεί να τηλεφωνήσει σε οποιοδήποτε σπίτι στο βόρειο άκρο του Κη με το πάτημα ενός κουμπιού». «Χμμ... ναι. Στο κάτω κάτω, είναι όλα δικά της». Με χτύπησε καθησυχαστικά στο χέρι. «Όμως ξέρεις κάτι, muchacho; Μου φαίνεται ότι το κουμπί που καλεί στο σπίτι σου θα πάθει ένα μικρό νευρικό κλονισμό απόψε το βράδυ». «Όχι», είπα χωρίς καν να το σκεφτώ. «Μην κάνεις κάτι τέτοιο». «Αχ», είπε ο Γουάιρμαν; ακριβώς σαν να είχε καταλάβει. Και ποιος ξέρει, ίσως και να είχε. «Τέλος πάντων, αυτό εξηγεί το μυ-
στήριο του τηλεφωνήματος που έλαβες -μόλο που πρέπει να σου πω ότι οι εξηγήσεις έχουν έναν τρόπο να χάνουν την ευστάθειά τους στο Ντούμα Κη. Όπως αποδεικνύει η ιστορία σου». «Τι εννοείς; Είχες κι εσύ... εμπειρίες;» Με κοίταξε στα μάτια, με μια αινιγματική έκφραση στο πλατύ, μαυρισμένο πρόσωπο του. Ένας ψυχρός γεναριάτικος αγέρας φύσηξε κατά το μέρος μας, γεμίζοντας τους αστραγάλους μας με άμμο. Ανασήκωσε επίσης τα μαλλιά του Γουάιρμαν, αποκαλύπτοντας γι' άλλη μια φορά εκείνη τη στρογγυλή σαν κέρμα ουλή πάνω από το δεξιό κρόταφο του. Αναρωτήθηκα αν κάποιος τον είχε χτυπήσει με το λαιμό ενός μπουκαλιού, ίσως σ' έναν καβγά σε κάποιο μπαρ, και προσπάθησα να φανταστώ κάποιον να έχει εξαγριωθεί τόσο πολύ με τον άνθρωπο που είχα απέναντι μου. Μου ήταν δύσκολο. «Ναι, είχα κι εγώ... εμπειρίες», είπε και λύγισε τα πρώτα δυο δάχτυλα κάθε του χεριού σχηματίζοντας δυο μικρά εισαγωγικά. «Είναι αυτό που κάνει τα παιδιά... ενήλικες. Κι αυτό που δίνει στους φιλολόγους των σχολείων μας ένα θέμα για να παπαρδολογούν τον πρώτο χρόνο... Στο μάθημα της λογοτεχνίας». Πάντα με εκείνα τα εισαγωγικά στον αέρα. Εντάξει, δεν ήθελε να μιλήσει γι' αυτό, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Έτσι τον ρώτησα κατά πόσον πίστευε την ιστορία μου. Στριφογύρισε τα μάτια και κάθισε πίσω στην καρέκλα του. «Μη δοκιμάζεις την υπομονή μου, vato. Μπορεί να κάνεις λάθος σε μερικά πράγματα, αλλά δεν είσαι τρελός. Έχω μια κυρούλα εκεί πέρα... που είναι η πιο γλυκιά κυρούλα του κόσμου και την αγαπάω, αλλά μερικές φορές νομίζει ότι είμαι ο μπαμπάς της κι ότι βρισκόμαστε το Μαϊάμι κάπου στα 1934. Μερικές φορές χώνει ένα από τα πορσελάνινα ανθρωπάκια της σ' ένα τενεκεδένιο κουτί από μπισκότα Σουίτ Όουεν και με βάζει να το ρίξω στη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα πίσω από το γήπεδο του τένις. Πρέπει να το βγάζω όταν κοιμάται, αλλιώς χαλάει τον κόσμο. Δεν έχω ιδέα γιατί. Νομίζω πως, όταν θα μας φτάσει αυτό το καλοκαίρι, πιθανώς θα χρειάζεται να φοράει πάνες ενηλίκων επί συνεχούς βάσεως». «Τι προσπαθείς να μου πεις;» «Προσπαθώ να σου πω ότι ξέρω τι σημαίνει /oco*, ξέρω το * Τρελός. (Σ.τ.Μ.)
Ντούμα, κι αρχίζω να γνωρίζω κι εσένα. Είμαι απολύτως πρόθυμος να πιστέψω ότι είδες ένα όραμα με το φίλο σου νεκρό». «Δε με δουλεύεις;» «Δε σε δουλεύω. Verdad*. Το ερώτημα είναι τι θα κάνεις εσύ γι' αυτό, αν υποθέσουμε ότι δε λαχταράς να τον δεις στο χώμα επειδή -μου επιτρέπεις να γίνω λίγο χυδαίος;- έφαγε από την τσανάκα που έτρωγες κάποτε εσύ». «Δεν το λαχταράω καθόλου. Είχα αυτό το στιγμιαίο πράγμα... Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω...» «Ήταν ένα στιγμιαίο πράγμα κατά το οποίο ένιωσες ότι ήθελες να του κόψεις το πουλί κι ύστερα να του βγάλεις τα μάτια με μια καυτή πιρούνα; Ήταν αυτό το στιγμιαίο πράγμα, muchacho;» Ο Γουάιρμαν τέντωσε τον αντίχειρα και το δείκτη του ενός χεριού του σαν όπλο και το έστρεψε πάνω μου. «Ήμουν παντρεμένος με μια Μεξικανή κυρά, και ξέρω τι θα πει ζήλια. Είναι φυσιολογικό. Σαν ανακλαστική αντίδραση». «Έτυχε ποτέ η γυναίκα σου...» Σταμάτησα, συνειδητοποιώντας ξάφνου γι' άλλη μια φορά ότι είχα γνωρίσει αυτό τον άνθρωπο μόλις την προηγούμενη μέρα. Ήταν εύκολο να το ξεχάσεις αυτό. Ο Γουάιρμαν ήταν έντονος άνθρωπος. «Όχι, amigo, απ' όσο τουλάχιστον γνωρίζω. Το μοναδικό κακό που μου έκανε ήταν να μου πεθάνει». Το πρόσωπο του ήταν τελείως ανέκφραστο. «Ας μη μιλήσουμε άλλο γι' αυτό, εντάξει;» «Εντάξει». «Εκείνο που πρέπει να θυμάται κανείς στο θέμα της ζήλιας είναι ότι έρχεται και φεύγει. Σαν τις απογευματινές μπόρες εδώ κάτω, κατά τη διάρκεια της κακής περιόδου. Λες ότι το έχεις ξεπεράσει. Κι έτσι πρέπει, γιατί δεν είσαι πια ο campesino της. Το ερώτημα είναι τι θα κάνεις γι' αυτό το άλλο θέμα. Πώς θα εμποδίσεις αυτό τον τύπο να αυτοκτονήσει; Γιατί ξέρεις τι θα συμβεί όταν τελειώσει η χαρούμενη οικογενειακή κρουαζιέρα, έτσι δεν είναι;» Για μια στιγμή δεν είπα τίποτα. Μετέφραζα στο νου μου εκείνη την τελευταία ισπανική λέξη που είχε πει, ή τουλάχιστον προσπαθούσα. Δεν είσαι ο καλλιεργητής της πια, αυτός που της σκαλίζει και της ποτίζει το περιβόλι, κάτι τέτοιο δε σήμαινε; Αν ναι, είχε μια πικρή δόση αλήθειας. * Αλήθεια. (Σ.τ.Μ.)
«Muchacho? Ποια θα είναι η επόμενη κίνηση σου;» «Δεν ξέρω», είπα. «Εχω το e-mail του, αλλά τι να του γράψω; "Αγαπητέ Τομ, ανησυχώ ότι σκοπεύεις να αυτοκτονήσεις, σε παρακαλώ απάντησέ μου το συντομότερο δυνατό"; Εξάλλου, είμαι σίγουρος ότι δεν κοιτάζει τα e-mail του όσο λείπει διακοπές. Έχει δυο πρώην συζύγους και συνεχίζει να πληρώνει διατροφή στη μία, αλλά με καμιά τους δε διατηρεί στενές σχέσεις. Είχε κι ένα γιο, αλλά του πέθανε στην κούνια -είχε γεννηθεί με δισχιδή ράχη, νόμιζα)- και... τι; Τι έγινε;» Ο Γουάιρμαν είχε αποστρέψει το βλέμμα του και καθόταν σκεβρωμένος, κοιτάζοντας πέρα το νερό, όπου οι πελεκάνοι βουτούσαν για το δικό τους απογευματινό κολατσιό. Η όλη στάση του κορμιού του υποδήλωνε αγανάκτηση. Γύρισε πάλι προς το μέρος μου. «Παράτα τις υπεκφυγές. Ξέρεις πολύ καλά ποιος τον γνωρίζει. Ή έτσι νομίζεις, τουλάχιστον». «Η Παμ; Εννοείς την Παμ;» Με κοίταξε απλώς. «Θα πεις κάτι, Γουάιρμαν, ή απλά θα κάθεσαι και θα με κοιτάς;» «Πρέπει να πάω να δω τι κάνει η κυρά μου. Θα έχει ξυπνήσει τώρα πια και θα θέλει το απογευματινό της». «Η Παμ θα με νόμιζε τρελό! Διάολε, ήδη με νομίζει τρελό!» «Πείσε την». Ύστερα καλμάρισε λίγο. «Κοίταξε, Έντγκαρ. Αν έχει συνδεθεί μαζί του τόσο στενά όσο νομίζεις, θα έχει δει τα σημάδια. Και το μόνο που μπορείς να κάνεις εσύ είναι να προσπαθήσεις. Entiendes?*» «Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό». «Σημαίνει τηλεφώνησε στη σύζυγο σου». «Είναι πρώην σύζυγος μου». «Όχι. Ώσπου ν' αλλάξει γνώμη το μυαλό σου, το διαζύγιο είναι απλώς ένα πλάσμα δικαίου. Γι' αυτό νοιάζεσαι για το τι σκέφτεται σχετικά με τη διανοητική κατάστασή σου. Όμως αν συγχρόνως νοιάζεσαι και γι' αυτό τον τύπο, τηλεφώνησέ της και πες της ότι έχεις λόγους να νομίζεις ότι σκοπεύει να κάνει ένα σάλτο μορτάλε». Σηκώθηκε από την καρέκλα του και μου έδωσε το χέρι για να με βοηθήσει να σηκωθώ κι εγώ. «Αρκετά με τις φλυαρίες. Έλα να ""Καταλαβαίνεις; (Σ.τ.Μ.)
γνωρίσεις το αφεντικό. Δε θα το μετανιώσεις. Για αφεντικό, είναι πολύ καλό». Έπιασα το χέρι του και τον άφησα να με τραβήξει από την καινούρια καρέκλα παραλίας που είχε αντικαταστήσει εκείνη τη μέρα τη σπασμένη. Είχε δυνατή λαβή. Αυτό είναι κάτι άλλο που δε θα ξεχάσω ποτέ από τον Τζερόμ Γουάιρμαν· ο άνθρωπος με τη δυνατή λαβή. Η χαμηλή ξύλινη προβλήτα που ανηφόριζε μέχρι την πύλη στον πίσω τοίχο δεν ήταν αρκετά φαρδιά για να περπατάμε πλάι πλάι, έτσι τον ακολούθησα, προσπαθώντας να μη μείνω πίσω παρά την κουτσαμάρα μου. Όταν ο Γουάιρμαν έφτασε στην πύλη -που ήταν ένα αντίγραφο σε σμίκρυνση της μπροστινής και έδειχνε τόσο σπανιόλικη όσο και οι λέξεις με τις οποίες καρύκευρ τις κουβέντες του ο Γουάιρμαν-, στράφηκε προς το μέρος μου, χαμογελώντας αχνά. «Η Τζόσι έρχεται να καθαρίσει κάθε Τρίτη και Πέμπτη, και είναι πρόθυμη να έχει το νου της στη μις Ίστλεϊκ κατά τη διάρκεια του απογευματινού της ύπνου -το οποίο σημαίνει ότι θα μπορούσα να περάσω από το σπίτι σου και να δω τις ζωγραφιές σου αύριο το απόγευμα κατά τις δύο, αν σε βολεύει». «Πώς ήξερες ότι το ήθελα; Ακόμα προσπαθούσα να βρω το θάρρος να σ' το ζητήσω». Σήκωσε τους ώμους. «Είναι προφανές ότι θέλεις κάποιος να τις δει, πριν τις δείξεις στον τύπο στην γκαλερί. Εκτός από την κόρη σου και τον νεαρό που σου κάνει τα θελήματα, δηλαδή». «Το ραντεβού είναι για την Παρασκευή. Τρέμω και μόνο που το σκέφτομαι». Ο Γουάιρμαν κούνησε το χέρι του στον αέρα και χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς», είπε. Κοντοστάθηκε. «Αν μου φανούν ότι είναι για πέταμα, θα σ' το πω». «Ωραία». Κούνησε το κεφάλι. «Ήθελα απλά να είμαι ξεκάθαρος». Ύστερα άνοιξε την πύλη και με οδήγησε στην αυλή του Χέρον'ς Ρουστ, γνωστού επίσης ως Παλάσιο δε Ασεσίνος.
Είχα ήδη δει την αυλή, την ημέρα που είχα χρησιμοποιήσει την μπροστινή είσοδο για να κάνω αναστροφή, αλλά εκείνη τη φορά δεν είχα προλάβει να της ρίξω παρά μια βιαστική ματιά. Εκείνο που κυρίως με απασχολούσε ήταν να φέρω τον εαυτό μου και την κατάχλομη και κάθιδρη κόρη μου πίσω στο Μεγάλο Ροζ. Είχα προσέξει το γήπεδο του τένις και τα κομψά γαλάζια πλακάκια, αλλά μου είχε διαφύγει τελείως η λιμνούλα με τα χρυσόψαρα. Το γήπεδο του τένις ήταν σαρωμένο κι έτοιμο για χρήση, η στρωμένη με ταρτάν επιφάνειά του δυο τόνους πιο σκούρα από τα πλακάκια που έντυναν την αυλή. Μια στροφή της αστραφτερής μεταλλικής μανιβέλας θα τέντωνε το δίχτυ στον ιδανικό βαθμό. Ένα καλάθι γεμάτο μπαλάκια στεκόταν πάνω σε συρμάτινα πόδια και για μια στιγμή μ' έκανε να σκεφτώ το σχέδιο που είχε πάρει μαζί της η Ίλσε επιστρέφοντας στο Πρόβιντενς: Το Τέλος του Παιχνιδιού. «Κάποια από αυτές τις μέρες, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν δείχνοντας το γήπεδο καθώς περνούσαμε από δίπλα του. Είχε βραδύνει το βήμα του για να τον προλάβω. «Εσύ κι εγώ. Θα είμαι επιεικής μαζί σου -μόνο βολέ και σερβίς-, αλλά πεθαίνω να ξαναπιάσω στο χέρι μου ρακέτα». «Βολέ και σερβίς είναι η τιμή που χρεώνεις για την εκτίμηση έργων τέχνης;» Χαμογέλασε. «Έχω μια τιμή, αλλά δεν είναι αυτή. Θα σου πω αργότερα. Έλα μέσα». i ii Ο Γουάιρμαν με οδήγησε από την πίσω πόρτα, μέσα από μια σκοτεινή κουζίνα με απλόχωρους πάγκους και μια τεράστια εστία γκαζιού Γουέστινγκχαουζ, και στη συνέχεια μπήκαμε στο σιωπηλό εσωτερικό του σπιτιού, που ήταν γεμάτο από τη λάμψη των λουστραρισμένων σκούρων ξύλων -δρυς, καρυδιά, τικ, σεκόια και κυπαρίσσι. Ήταν ένα πραγματικό Παλάσιο, στο παλιό στυλ της Φλόριντα. Περάσαμε ένα δωμάτιο με τοίχους γεμάτους βιβλία και μια πραγματική πανοπλία να στέκει βλοσυρή σε μια γωνιά. Η βιβλίο-
θήκη επικοινωνούσε με ένα γραφείο που στους τοίχους του ήταν κρεμασμένοι πίνακες -όχι βαριά κλασικά πορτραίτα, ζωγραφισμένα με λάδι, αλλά φωτεινές αφηρημένες συνθέσεις, ακόμα και δυο εντυπωσιακά έργα οπ αρτ. Βγαίνοντας από το γραφείο μάς έλουσε ένα φως σαν λευκή βροχή, και συνειδητοποίησα πως, παρ' όλη τη μεγαλοπρέπεια του αρχοντικού, εκείνο το κομμάτι του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας στεγασμένος ημιυπαίθριος διάδρομος -του είδους που χωρίζει σε δυο τμήματα πολλές παλιότερες και πολύ πιο ταπεινές κατοικίες της Φλόριντα. Το συγκεκριμένο είδος, που σχεδόν πάντα είναι κατασκευασμένο από ξύλο (κάποιες φορές και από περισσεύματα) και όχι από πέτρα, έχει μέχρι και το δικό του ιδιαίτερο όνομα σ' αυτά τα μέρη: Φλόριντα Κράκερ -όπως αποκαλούσαν και τους πρώτους έποικους της περιοχής. Αυτός ο διάδρομος, γεμάτος φως χάρη στη στενόμακρη τζαμένια οροφή του, ήταν από τις δυο πλευρές πλαισιωμένος με ζαρντινιέρες. Στην άλλη άκρη του, ο Γουάιρμαν έστριψε δεξιά. Τον ακολούθησα μέσα σ' ένα τεράστιο, πολύ κομψό σαλόνι. Μια σειρά παράθυρα έβλεπαν σε μια πλαϊνή αυλή γεμάτη λουλούδια -οι κόρες μου θα μπορούσαν να είχαν ονοματίσει τα μισά, η Παμ όλα, αλλά εγώ ήξερα μόνο τα αστράκια, τις κομμελίνες, το σαμπούκο και το χελιδονόχορτο. Ω, και τα ροδόδεντρα. Υπήρχαν πολλά από αυτά. Πέρα από το μπερδεμένο κουβάρι των λουλουδιών, πάνω σ' ένα δρομάκο στρωμένο με γαλάζια πλακάκια που προφανώς συνδεόταν με την κυρίως αυλή, στεκόταν περήφανα ένας ερωδιός με διαπεραστικό βλέμμα. Έμοιαζε συγχρόνως στοχαστικό και βλοσυρό, αλλά ποτέ δεν είδα ένα τέτοιο πουλί στο έδαφος που να μη μου θυμίζει πουριτανό πρεσβύτερο ο οποίος συλλογίζεται ποια θα είναι η επόμενη μάγισσα που θα κάψει. Στο κέντρο του δωματίου ήταν η γυναίκα που η Ίλσε κι εγώ είχαμε δει τη μέρα που είχαμε προσπαθήσει να εξερευνήσουμε την Ντούμα Κη Ρόουντ. Τότε ήταν καθισμένη σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι και στα πόδια της φορούσε μπλε αθλητικά μποτάκια. Σήμερα στεκόταν όρθια, με τα χέρια της σφιγμένα γύρω από τις λαβές ενός Πι, και τα πόδια της -μεγάλα και πολύ ωχρά- ήταν γυμνά. Φορούσε ένα μπεζ ψηλοκάβαλο παντελόνι κι ένα σκούρο καφέ μεταξωτό πουκάμισο με αστεία φαρδιούς ώμους και μακριά μανίκια. Ήταν ένα ντύσιμο που μ' έκανε να σκεφτώ την Κάθριν Χέπμπορν
σ' εκείνες τις παλιές ταινίες που δείχνουν μερικές φορές κάποια κανάλια στην καλωδιακή: Στο Από το Πλευρό του Αδάμ ή στο Η Γυναίκα της Χρονιάς. Μόνο που δεν μπορούσα να θυμηθώ την Κάθριν Χέπμπορν να δείχνει τόσο γριά, ακόμα κι όταν ήταν γριά. Στο δωμάτιο δέσποζε ένα μακρόστενο, χαμηλό τραπέζι, όπως εκείνο που είχε ο πατέρας μου στο κελάρι για τα ηλεκτρικά τρενάκια του, μόνο που αυτό ήταν σκεπασμένο με κάποιο ανοιχτόχρωμο ξύλο -έμοιαζε σαν μπαμπού- και όχι με ψεύτικο γρασίδι. Πάνω του συνωστιζόταν ένα πλήθος από μινιατούρες κτιρίων και πορσελάνινες φιγούρες: άντρες, γυναίκες, παιδιά, οικόσιτα ζώα, ζώα που θα μπορούσες να βρεις στο ζωολογικό κήπο, γνωστά μυθικά πλάσματα. Και μια που μίλησα για μυθικά πλάσματα, διέκρινα και δυο τραγουδιστές, από αυτούς που σε παλιότερες εποχές πασαλείβονταν με φούμο και τραγουδούσαν νέγρικα τραγούδια παριστάνοντας τους μαύρους, που σίγουρα δε θα είχαν αρέσει διόλου στην Εθνική Ένωση για την Πρόοδο των Εγχρώμων. Η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ κοίταξε τον Γουάιρμαν με μια έκφραση γλυκιάς αγαλλίασης που πολύ θα ήθελα να τη ζωγραφίσω... αν και νομίζω ότι σχεδόν κανένας δε θα την είχε πάρει στα σοβαρά. Δεν ξέρω κατά πόσον εκτιμάμε τα απλούστερα συναισθήματα στην τέχνη μας, μόλο που τα βλέπουμε παντού γύρω μας, καθημερινά. «Γουάιρμαν!» είπε. «Ξύπνησα νωρίς και πέρασα τόσο θαυμάσια με τις πορσελάνες μου!» Είχε μια έντονα τραγουδιστή νότια προφορά. «Κοίταξε, η οικογένεια είναι πάλι στο σπίτι!» Στην άκρη του τραπεζιού υπήρχε η μινιατούρα ενός αρχοντικού. Από εκείνα με τους κίονες. Σκεφτείτε την Τάρα στο Όσα Παίρνει Ο Άνεμος και θα είστε μέσα. Γύρω του ήταν παραταγμένες σε κύκλο καμιά δεκαριά φιγούρες. Η διάταξή τους είχε κάτι το τελετουργικό. «Μάλιστα», συμφώνησε ο Γουάιρμαν. «Και το σχολείο! Δες πώς έβαλα τα παιδιά έξω από το σχολείο! Έλα και δες!» «Θα έρθω, αλλά ξέρεις ότι δε θέλω να σηκώνεσαι χωρίς εμένα», είπε εκείνος. «Δεν ήθελα να σε φωνάξω από εκείνο το παλιό γουόκι-τόκι. Ειλικρινά αισθάνομαι πολύ καλά. Έλα και δες. Και ο καινούριος φίλος σου επίσης. Ω, ξέρω ποιος είσαι». Χαμογέλασε και μου έγνεψε
με το δάχτυλο να πλησιάσω. «Ο Γουάιρμαν μου τα είπε όλα για σένα. Είσαι ο καινούριος ένοικος του Σάλμον Πόιντ». «Αυτός το λέει Μεγάλο Ροζ», είπε ο Γουάιρμαν. Η γυναίκα γέλασε. Ήταν το γέλιο του χρόνιου καπνιστή που αναλύεται σε βήχα. Ο Γουάιρμαν χρειάστηκε να τρέξει και να τη στηρίξει για να μην πέσει. Η μις Ίστλεϊκ δε φάνηκε να ενοχλείται ούτε από το βήχα ούτε από τη βοήθεια. «Μου αρέσειΐ» είπε όταν μπόρεσε να ξαναμιλήσει. «Ω γλύκα, μου αρέσει πολύ! Έλα και δες τις αλλαγές που έκανα στο σχολείο, κύριε... Είμαι σίγουρη ότι μου έχουν πει το όνομά σου, αλλά μου διαφεύγει, αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει, είσαι ο κύριος...» «Φρίμαντλ», είπα. «Έντγκαρ Φρίμαντλ». Πλησίασα κοντά τους, στο τραπέζι με τα παιχνίδια της· μου πρότεινε το χέρι της. Δεν ήταν μυώδες, αλλά, όπως και τα πόδια της, ήταν αρκετά μεγάλο. Δεν είχε ξεχάσει την ευγενή τέχνη του χαιρετισμού και μου το έσφιξε όσο καλύτερα μπορούσε. Συγχρόνως με κοιτούσε με εύθυμο ενδιαφέρον. Μου άρεσε η ειλικρίνεια με την οποία παραδέχτηκε ότι είχε προβλήματα μνήμης. Και, με Αλτσχάιμερ ή όχι, το δικό μου μυαλό και η γλώσσα μπερδεύονταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι είχα δει να μπερδεύεται το δικό της μέχρι στιγμής. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Έντγκαρ. Σ' έχω ξαναδεί και πριν, αλλά δε θυμάμαι πότε. Θα το θυμηθώ. Μεγάλο Ροζ! Πολύ τολμηρό!» «Όμως μου αρέσει το σπίτι, κυρία». «Ωραία. Είμαι ευτυχής αν προσφέρει ικανοποίηση. Είναι ένα σπίτι για καλλιτέχνες, ξέρεις. Εσύ είσαι καλλιτέχνης, Έντγκαρ;» Με κοιτούσε με τα άδολα γαλανά μάτια της. «Ναι», είπα. Ήταν το πιο εύκολο, το πιο σύντομο, κι ίσως και η αλήθεια. «Υποθέτω πως είμαι». «Ασφαλώς και είσαι, γλύκα, το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Θα χρειαστώ ένα από τα έργα σου. Ο Γουάιρμαν θα κανονίσει μαζί σου την τιμή. Είναι δικηγόρος, καθώς και άριστος μάγειρας, σου το είπε αυτό;» «Ναι... όχι... θέλω να πω...» Είχα μπερδευτεί. Η κουβέντα της έμοιαζε να έχει αναπτύξει πάρα πολλά νήματα, κι όλα μονομιάς. Ο Γουάιρμαν, το παλιόσκυλο, φαινόταν να προσπαθεί να μη γελάσει. Το οποίο με έκανε να θέλω να γελάσω, ασφαλώς.
«Προσπαθώ να αποκτήσω έργα από όλους τους καλλιτέχνες που έχουν μείνει στο Μεγάλο Ροζ, όπως το λες. Έχω έναν πίνακα του Χέρινγκ, που τον ζωγράφισε εδώ. Επίσης ένα σχέδιο του Νταλί». Αυτό μου έκοψε κάθε διάθεση για γέλια. «Αλήθεια;» «Ναι! Θα σ' το δείξω σε λίγο, στην πραγματικότητα είναι αναπόφευκτο, βρίσκεται στο δωμάτιο της τηλεόρασης και πάντα βλέπουμε την Όπρα. Έτσι δεν είναι, Γουάιρμαν;» «Ναι», είπε εκείνος και κοίταξε την πλάκα του ρολογιού του στο εσωτερικό του καρπού του. «Όμως δε χρειάζεται να τη βλέπουμε την ώρα που τη δείχνουν, γιατί έχουμε μια θαυμάσια συσκευή που ονομάζεται...» Σταμάτησε, συνοφρυώθηκε κι έβαλε ένα δάχτυλο στο λακκάκι που είχε σχηματιστεί στο πλάι του στρουμπουλού της σαγονιού. «Βίτο; Το λένε Βίτο, Γουάιρμαν;» Εκείνος χαμογέλασε. «ΤιΒο, μις Ίστλεϊκ». Γέλασε κι αυτή. «ΤιΒο, δεν είναι αστεία αυτή η λέξη; Και δεν είναι αστείο πόσο τυπικοί είμαστε; Αυτός είναι για μένα ο Γουάιρμαν, εγώ γι' αυτόν η μις Ίστλεϊκ -εκτός κι αν είμαι συγχυσμένη, όπως μου συμβαίνει μερικές φορές όταν ξεχνάω πράγματα. Είμαστε σαν πρόσωπα σ' ένα θεατρικό έργο! Ένα ευτυχισμένο θεατρικό έργο, όπου ξέρεις ότι σύντομα η ορχήστρα θ' αρχίσει να παίζει κι όλος ο θίασος θα αρχίσει να τραγουδά!» Γέλασε για να δείξει πόσο γοητευτική ήταν αυτή η ιδέα, αλλά υπήρχε μια χροιά πανικού στο γέλιο της. Για πρώτη φορά η προφορά της μ' έκανε να σκεφτώ τον Τένεσι Γουίλιαμς αντί για τη Μάργκαρετ Μίτσελ. Απαλά -πολύ απαλά- ο Γουάιρμαν είπε: «Ίσως πρέπει να πάμε στο άλλο δωμάτιο για την Όπρα τώρα. Νομίζω ότι πρέπει να καθίσεις. Μπορείς να καπνίσεις ένα τσιγάρο όσο θα βλέπεις την Όπρα και ξέρεις ότι σου αρέσει αυτό». «Σ' ένα λεπτό, Γουάιρμαν. Σ' ένα μόνο λεπτό. Έχουμε τόσο λίγη συντροφιά εδώ πέρα». Ύστερα στράφηκε πάλι σ' εμένα. «Τι είδους καλλιτέχνης είσαι, Έντγκαρ; Πιστεύεις στην τέχνη για την τέχνη;» «Ασφαλώς, κυρία». «Χαίρομαι. Αυτό είναι το είδος που αρέσει καλύτερα στο Σάλμον Πόιντ. Πώς το λες εσύ;» «Την τέχνη μου;» «Όχι, γλύκα -το Σάλμον Πόιντ». «Μεγάλο Ροζ, κυρία».
«Τότε θα το λέμε Μεγάλο Ροζ. Κι εσύ θα με λες Ελίζαμπεθ». Χαμογέλασα. Δεν μπόρεσα να κάνω διαφορετικά, γιατί το είχε πει μάλλον σοβαρά παρά με οποιοδήποτε νάζι. «Ελίζαμπεθ». «Θαυμάσια. Σε λιγάκι θα πάμε στο δωμάτιο της τηλεόρασης, αλλά προηγουμένως...» Έστρεψε πάλι την προσοχή της στο τραπέζι με τις πορσελάνινες φιγούρες. «Λοιπόν, Γουάιρμαν; Λοιπόν, Έντγκαρ; Βλέπετε πώς έχω βάλει τα παιδιά;» Υπήρχαν καμιά δεκαριά, κι όλα κοιτούσαν προς την αριστερή πλευρά του σχολείου. Ήταν ένα σχολείο με λίγους μαθητές. «Τι σας λέει εσάς αυτό;» ρώτησε. «Γουάιρμαν; Έντουαρντ; Κάποιος απ' τους δυο;» Ήταν ένα ασήμαντο ολίσθημα, αλλά φυσικά τα αυτιά μου ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητα στα ολισθήματα. Κι αυτή τη φορά η μπανανόφλουδα ήταν το όνομά μου. «Είναι η ώρα του διαλείμματος;» ρώτησε ο Γουάιρμαν σηκώνοντας τους ώμους. «Ασφαλώς όχι», είπε εκείνη. «Αν ήταν η ώρα του διαλείμματος, θα έπαιζαν, δε θα ήταν μαζεμένα να κοιτάζουν σαν χαζά». «Είναι είτε μια πυρκαγιά είτε μια άσκηση ετοιμότητας για την περίπτωση πυρκαγιάς», είπα. Στηρίχτηκε στο Πι της (ο Γουάιρμαν, πάντα άγρυπνος, την έπιασε απ' τον ώμο για να μη χάσει την ισορροπία της) και μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Ξαφνιάστηκα πολύ, αλλά όχι δυσάρεστα. «Πολύ καλά, Έντουαρντ!» φώναξε. «Τώρα, ποιο απ' τα δυο λες ότι είναι;» Το ξανασκέφτηκα. Ήταν εύκολο αν έπαιρνες την ερώτηση στα σοβαρά. «Είναι μια άσκηση». «Ναι!» Τα γαλανά μάτια της έλαμψαν από χαρά. «Πες στον Γουάιρινγκ γιατί». «Αν ήταν πραγματική πυρκαγιά, θα έτρεχαν πανικόβλητα ν' απομακρυνθούν. Αντί γι' αυτό περιμένουν...» «Να ξαναμπούν μέσα, ναι». Αλλά όταν στράφηκε στον Γουάιρμαν, είδα μια διαφορετική γυναίκα, μια γυναίκα φοβισμένη. «Πάλι είπα λάθος το όνομά σου». «Δεν πειράζει, μις Ίστλεϊκ», είπε εκείνος και τη φίλησε στο λακκάκι του κροτάφου της με μια τρυφερότητα που μ' έκανε να τον συμπαθήσω πολύ. Η μις Ίστλεϊκ μου χαμογέλασε. Ήταν σαν να βλέπεις τον ήλιο
να ξεπροβάλλει πίσω από ένα σύννεφο. «Όσο κανείς απευθύνεται σε κάποιον με το επώνυμο του, ξέρει...» Όμως τώρα φαινόταν χαμένη και το χαμόγελο της άρχισε να κλονίζεται. «Ξέρει ότι...» «Ότι είναι ώρα να δούμε την Όπρα», είπε ο Γουάιρμαν και την έπιασε από το μπράτσο. Έστρεψαν μαζί το Πι της μακριά από το τραπέζι με τις πορσελάνινες φιγούρες κι εκείνη άρχισε να προχωράει με εκπληκτική ταχύτητα προς μια πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου. Εκείνος περπατούσε αγρυπνώντας πλάι της. Στο «δωμάτιο της τηλεόρασης» δέσποζε μια μεγάλη Σάμσουνγκ με επίπεδη οθόνη. Στην άλλη άκρη του δωματίου υπήρχε ένα ακριβό σύστημα ηχείων. Ελάχιστα τα πρόσεξα και τα δυο. Το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στο κορνιζαρισμένο σχέδιο που κρεμόταν στον τοίχο, πάνω από τα ράφια με τα CD, και για μερικές στιγμές ξέχασα να πάρω ανάσα. Το σχέδιο ήταν φτιαγμένο απλά με μολύβι, τονισμένο με δυο άλικα νήματα που πιθανώς είχαν προστεθεί μ' ένα κοινό κόκκινο στυλό -από εκείνα που χρησιμοποιούν οι δάσκαλοι για να βαθμολογούν τα γραπτά των μαθητών τους. Αυτές οι όχι και τόσο τυχαίες γραμμές είχαν τραβηχτεί παράλληλα προς τη γραμμή του ορίζοντα, εκεί που ο Κόλπος έσμιγε με τον ουρανό, για να υποδηλώσουν ένα ηλιοβασίλεμα. Ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε. Ήταν μια επιτομή της μεγαλοφυίας. Ήταν ο δικός μου ορίζοντας, εκείνος που έβλεπα από το Μικρό Ροζ. Ήμουν βέβαιος γι' αυτό, όπως ήμουν βέβαιος ότι ο καλλιτέχνης άκουγε από κάτω του το ακατάπαυτο άλεσμα των κοχυλιών την ώρα που μετέτρεπε το άδειο λευκό χαρτί σ' αυτό που έβλεπε το μάτι του και μετέφραζε το μυαλό του. Στον ορίζοντα διακρινόταν ένα πλοίο, πιθανώς ένα τάνκερ. Θα μπορούσε να ήταν το ίδιο που είχα ζωγραφίσει κι εγώ, στο δικό μου πρώτο απόγευμα που είχα περάσει στον αριθμό 13 της Ντούμα Κη Ρόουντ. Το ύφος δεν έμοιαζε καθόλου με το δικό μου, αλλά η επιλογή του θέματος ήταν σχεδόν ταυτόσημη. Και κάτω κάτω, σχεδόν απρόσεκτα, ήταν γραμμένο:
Η μις Ίστλεϊκ - η Ελίζαμπεθ- κάπνισε το τσιγάρο της όσο η Όπρα ανέκρινε την Κίρστι Άλεϊ σχετικά με το πάντα συναρπαστικό θέμα της απώλειας βάρους. Ο Γουάιρμαν έφερε σάντουιτς με αβγοσαλάτα, τα οποία ήταν πεντανόστιμα. Τα μάτια μου ολοένα ξεστράτιζαν προς το κορνιζαρισμένο σχέδιο του Νταλί κι ολοένα σκεφτόμουν -φυσικά- Καλώς σε βρήκα, Νταλί. Όταν βγήκε ο Δόκτωρ Φιλ και άρχισε να κατακεραυνώνει μερικές ευτραφείς κυρίες από το κοινό που προφανώς είχαν προσφερθεί οικειοθελώς να κατακεραυνωθούν, είπα στον Γουάιρμαν και στην Ελίζαμπεθ ότι πραγματικά ήταν ώρα να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Η Ελίζαμπεθ χρησιμοποίησε το τηλεκοντρόλ για να επιβάλει σιωπή στο Δόκτορα Φιλ και στη συνέχεια μου πρότεινε το βιβλίο πάνω στο οποίο ήταν ακουμπισμένο το τηλεκοντρόλ. Τα μάτια της με κοίταξαν ταπεινά και γεμάτα ελπίδα. «Ο Γουάιρμαν λέει ότι θα έρχεσαι και θα μου διαβάζεις κάποια απογεύματα, Έντμουντ, αληθεύει αυτό;» Μερικές αποφάσεις αναγκαζόμαστε να τις πάρουμε σ' ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κι εγώ πήρα μια τέτοια απόφαση τότε. Αποφάσισα να μην κοιτάξω τον Γουάιρμαν, που καθόταν στ' αριστερά της Ελίζαμπεθ. Η ετοιμότητα πνεύματος που είχε δείξει όταν στεκόμασταν πλάι στο τραπέζι με τις πορσελάνες της είχε αρχίσει να σβήνει, ακόμα κι εγώ μπορούσα να το καταλάβω αυτό, όμως νόμιζα ότι απέμενε ακόμα αρκετή. Μια ματιά προς την κατεύθυνση του Γουάιρμαν θα αρκούσε για να της πει ότι πρώτη φορά άκουγα αυτό το πράγμα και να την κάνει να στενοχωρηθεί. Δεν ήθελα να στενοχωρηθεί, εν μέρει επειδή τη συμπαθούσα και εν μέρει επειδή υποπτευόμουν ότι η ζωή τής επιφύλασσε πολλές στενοχώριες στα επόμενα ένα δυο χρόνια. Σύντομα το να ξεχνάει ονόματα θα ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά της. «Το έχουμε συζητήσει», είπα. «Ίσως θα μπορούσες να μου διαβάσεις ένα ποίημα σήμερα», είπε. «Όποιο θέλεις εσύ. Μου έχουν λείψει τόσο πολύ. Θα μπορούσα να κάνω και χωρίς την Όπρα, αλλά μια ζωή χωρίς βιβλία είναι μια ζωή διψασμένη, και μια ζωή χωρίς ποίηση είναι...» Γέλασε. Ήταν
ένας σαστισμένος ήχος που μου πλήγωσε την καρδιά. «Είναι σαν μια ζωή χωρίς ζωγραφιές, δε συμφωνείς; Ή κάνω λάθος;» Το δωμάτιο ήταν πολύ σιωπηλό. Από κάπου αλλού μέσα στο σπίτι ακουγόταν το τικ τακ ενός ρολογιού, αλλ' αυτό ήταν όλο. Νόμιζα ότι ο Γουάιρμαν θα έλεγε κάτι, αλλά δεν είπε τίποτα· η Ελίζαμπεθ τον είχε κάνει να καταπιεί τη γλώσσα του (έστω και προσωρινά), πράγμα που δεν ήταν και μικρό κατόρθωμα όταν είχες να κάνεις μ' έναν τέτοιο hijo de madre*. «Μπορείς να διαλέξεις όποιο θέλεις», ξαναείπε. «Αλλά, αν νομίζεις ότι έχεις αργήσει πολύ, Έντουαρντ...» «Όχι», είπα. «Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα, είμαι μια χαρά». Το βιβλίο έφερε απλώς τον τίτλο: Καλά Ποιήματα. Ο επιμελητής της ανθολογίας ήταν ο Γκάρισον Κέιλορ, ένας άντρας που πιθανώς θα μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα για Κυβερνήτης και να εκλεγεί στο μέρος του κόσμου από το οποίο ερχόμουν. Το άνοιξα στην τύχη και βρήκα ένα ποίημα κάποιου ονόματι Φρανκ Ο'Χάρα. Ήταν σύντομο. Αυτό το έκανε ένα καλό ποίημα για τα δικά μου μέτρα, κι άρχισα να το απαγγέλλω. «Έχεις ξεχάσει πώς ήμασταν τότε όταν ακόμα τρυγούσαμε της νιότης τον ανθό κι η μέρα ερχόταν τροφαντή μ' ένα μήλο στο στόμα »δεν ωφελεί ναχολοσκάς για το Χρόνο σκέψου μονάχα πως είχαμε κάποιους άσους κρυμμένους στο μανίκι και βγήκαμε άθικτοι από κάμποσες κακοτοπιές »όλος ο κόσμος έμοιαζε δικός μας δε χρειαζόμασταν κοντέρ να μας μετράνε την ταχύτητα μπορούσαμε να φτιάξουμε κοκτέιλ από σκέτο πάγο και νερό...» Κάτι μου συνέβη εκείνη τη στιγμή. Η φωνή μου κλονίστηκε και οι λέξεις πάνω στο χαρτί άρχισαν να μου φαίνονται διπλές, θαρρείς κι η λέξη νερό που είχε βγει από το στόμα μου είχε καλέσει τα δάκρυα να πλημμυρίσουν τα μάτια μου. Σήκωσα το κεφάλι και είπα, «Με συγχωρείτε». Η φωνή μου ήταν βραχνή. Ο Γουάιρμαν φάνηκε *Μασκαρά. (Σ.τ.Μ.)
να ανησυχεί, αλλά η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ μου χαμογελούσε με μια έκφραση απόλυτης κατανόησης. «Δεν πειράζει, Έντγκαρ», είπε. «Κι εμένα μου το κάνει αυτό μερικές φορές η ποίηση. Το ειλικρινές συναίσθημα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται κανείς. Οι άνθρωποι δεν προσποιούνται την αγωνία του θανάτου». «Ούτε υποκρίνονται του πόνου το σπασμό», πρόσθεσα. Η φωνή μου έμοιαζε να βγαίνει από το στόμα κάποιου άλλου. Χαμογέλασε ακτινοβόλα. «Γουάιρμαν, αυτός ο άνθρωπος έχει διαβάσει Ντίκινσον!» «Έτσι φαίνεται», συμφώνησε ο Γουάιρμαν. Δε με άφηνε από τα μάτια του. «Θα τελειώσεις το ποίημα, Έντουαρντ;» «Μάλιστα, κυρία. »Δε θα 'θελα να είμαι πιο γρήγορος ούτε πιο άγουρος από τούτη τη στιγμή αν ήσουν μαζί μου Ω εσύ ήσουν η καλύτερη απ' όλες μου τις μέρες». Έκλεισα το βιβλίο. «Τελείωσε». Η Ελίζαμπεθ έγνεψε καταφατικά. «Ποιες ήταν οι καλύτερες απ' όλες τις δικές σου μέρες, Έντγκαρ;» «Ίσως αυτές που περνάω τώρα εδώ», είπα. «Ελπίζω». Κούνησε πάλι το κεφάλι. «Τότε κι εγώ το ελπίζω. Πάντα έχει κανείς δικαίωμα στην ελπίδα. Και, Έντγκαρ;» «Μάλιστα, κυρία» «Να με λες Ελίζαμπεθ. Δεν αντέχω να γίνω ξαφνικά κυρία σ' αυτή την άκρη της ζωής μου. Συνεννοηθήκαμε;» Έγνεψα. «Νομίζω πως ναι, Ελίζαμπεθ». Χαμογέλασε και τα δάκρυα που παραφυλούσαν και στα δικά της μάτια κύλησαν. Τα μάγουλα στα οποία έπεσαν ήταν γέρικα και σκαμμένα από ρυτίδες, αλλά τα μάτια ήταν νεανικά. Νεανικά.
ν Δέκα λεπτά αργότερα, ο Γουάιρμαν κι εγώ στεκόμασταν πάλι στην άκρη της ξύλινης προβλήτας του Παλάσιο. Είχε αφήσει την κυρά του σπιτιού με μια φέτα κέικ, ένα ποτήρι τσάι και το τηλεκοντρόλ. Εγώ είχα δύο από τα σάντουιτς του Γουάιρμαν με την αβγοσαλάτα σε μια σακούλα. Είπε ότι απλά θα έμεναν και θα μπαγιάτευαν αν δεν τα έπαιρνα, και δε χρειάστηκε να με πιέσει και πολύ για να τα δεχτώ. Του είχα ζητήσει επίσης μερικές ασπιρίνες. «Κοίταξε», είπε, «λυπάμαι γι' αυτό. Θα σε ρωτούσα προηγουμένως, πίστεψέ με». «Χαλάρωσε, Γουάιρμαν». Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, αλλά δε με κοίταξε στα μάτια. Κοιτούσε πέρα, τον Κόλπο. «Θέλω απλώς να ξέρεις ότι δεν της υποσχέθηκα τίποτα. Όμως κάνει σαν... κάνει σαν παιδί τώρα πια. Κι έτσι παίρνει ως δεδομένα διάφορα πράγματα, όπως κάνουν τα παιδιά, με βάση περισσότερο αυτό που θέλει παρά τα γεγονότα». «Και αυτό που θέλει είναι κάποιος να της διαβάζει». «Ναι». «Δεν της κάνουν ηχογραφημένες απαγγελίες σε κασέτες και CD;» «Όχι. Λέει ότι η διαφορά ανάμεσα στην ηχογραφημένη και στη ζωντανή απαγγελία είναι σαν τη διαφορά ανάμεσα στα κονσερβαρισμένα και στα φρέσκα μανιτάρια». Χαμογέλασε, αλλά ακόμα δεν τολμούσε να με κοιτάξει καταπρόσωπο. «Γιατί δεν της διαβάζεις εσύ, Γουάιρμαν;» Κοιτάζοντας πάντα πέρα, το νερό, είπε: «Επειδή δεν μπορώ πια». «Δεν μπορείς πια... γιατί;» Το σκέφτηκε λίγο, ύστερα κούνησε το κεφάλι του. «Όχι σήμερα. Ο Γουάιρμαν είναι κουρασμένος, muchacho, και η μις Ίστλεϊκ θα μείνει ξύπνια όλη νύχτα. Ξύπνια και με διάθεση για συζήτηση, γεμάτη πίκρα και σύγχυση, με την τάση να πιστέψει ότι βρίσκεται στο Λονδίνο ή στο Σεν Τροπέ. Βλέπω τα σημάδια». «Θα μου πεις κάποια άλλη φορά;» «Ναι». Αναστέναξε μέσα από τη μύτη του. «Αν μπορείς να μου δείξεις τα δικά σου, υποθέτω πως μπορώ κι εγώ να σου δείξω τα
δικά μου, μόλο που δε μου είναι ευχάριστο. Είσαι βέβαιος ότι θα μπορέσεις να επιστρέψεις μόνος σου;» «Απολύτως», είπα, παρ' όλο που ο γοφός μου χτυπούσε σαν μεγάλος κινητήρας. «Θα σε πετούσα εγώ μέχρι το σπίτι με το αμαξάκι του γκολφ, ειλικρινά θα το έκανα, αλλά όταν είναι έτσι - ο κλινικός όρος που χρησιμοποιεί ο δόκτωρ Γουάιρμαν γι' αυτή την περίπτωση είναι Ζωηράδα Που Αγγίζει Τη Χαζομάρα-, είναι ικανή να της καρφωθεί η ιδέα να πλύνει τα παράθυρα... ή να ξεσκονίσει μερικά ράφια... ή να πάει έναν περίπατο χωρίς το Πι της». Και στη σκέψη αυτή κυριολεκτικά ανατρίχιασε. Ήταν από εκείνα τα ανατριχιάσματα που ξεκινούν σαν αστείο και καταλήγουν να είναι πραγματικά. «Όλος ο κόσμος έχει βαλθεί να με βάλει μέσα σ' ένα αμαξάκι του γκολφ», είπα. «Θα τηλεφωνήσεις στη γυναίκα σου;» «Δε βλέπω άλλη επιλογή», είπα. Κούνησε το κεφάλι. «Ωραία. Θα μου πεις τι έγινε όταν θα έρθω να δω τις ζωγραφιές σου. Όποια ώρα κι αν θες, για μένα είναι καλά. Μπορώ να ειδοποιήσω μια κατ' οίκον νοσηλεύτρια -την ΑννΜαρί Γουίσλερ- αν σε βολεύει καλύτερα το πρωί». «Εντάξει. Ευχαριστώ. Κι ευχαριστώ που με άκουσες, Γουάιρμαν». «Εγώ ευχαριστώ που διάβασες στο αφεντικό. Buena suerte, ami go*». Πήρα σιγά σιγά το δρόμο του γυρισμού και είχα κάνει περίπου πενήντα μέτρα όταν σκέφτηκα κάτι. Στράφηκα πίσω, νομίζοντας ότι ο Γουάιρμαν θα είχε φύγει, αλλά στεκόταν ακόμα εκεί, με τα χέρια στις τσέπες και τον άνεμο που φυσούσε από τον Κόλπο -ολοένα πιο ψυχρός-να ανεμίζει τα μακριά ψαρά μαλλιά του. «Γουάιρμαν!» «Τι;» «Υπήρξε ποτέ και η ίδια η Ελίζαμπεθ καλλιτέχνης;» Δεν αποκρίθηκε τίποτα για πολλή ώρα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των κυμάτων, δυνατότερος εκείνο το βράδυ με τον αέρα που είχε σηκωθεί. Ύστερα είπε, «Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα, Έντγκαρ. Αν ρωτούσες την ίδια -και θα σε συμβούλευα *Καλή τύχη, φίλε. (Σ.τ.Μ.)
να μην το κάνεις- θα σου έλεγε όχι. Αλλά δε νομίζω πως είναι αυτή η αλήθεια». «Γιατί όχι;» Όμως εκείνος είπε απλώς, «Καλύτερα να προχωρήσεις, muchacho. Πριν πιαστεί ο γοφός σου». Με αποχαιρέτησε μ' ένα σύντομο νεύμα, έκανε μεταβολή κι άρχισε να ανεβαίνει την ξύλινη προβλήτα, κυνηγώντας τη σκιά του που όλο μάκραινε, σχεδόν πριν το καταλάβω. Στάθηκα εκεί που ήμουν μερικές στιγμές ακόμα, ύστερα στράφηκα βόρεια, στύλωσα τα μάτια μου στο Μεγάλο Ροζ κι έβαλα πλώρη για το σπίτι μου. Ο δρόμος μού φάνηκε μακρύς και πριν φτάσω εκεί η δική μου, αλλόκοτα επιμηκυμένη σκιά είχε χαθεί μέσα στις αβένες, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. Τα κύματα συνέχιζαν να σκάνε ορμητικά και κάτω από το σπίτι ο ψίθυρος των κοχυλιών είχε και πάλι γίνει φιλονικία.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (IV)
Αρχίστε μ' αυτό που ξέρετε κι ύστερα προσπαθήστε να το επανεφεύρετε. Η τέχνη είναι μαγεία, καμιά αντίρρηση ως προς αυτό, αλλά κάθε τέχνη, όσο παράδοξη και αν είναι, έχει τις ρίζες της στην ταπεινή καθημερινότητα. Μόνο μην εκπλαγείτε όταν αλλόκοτα λουλούδια βλαστήσουν από το απλό χώμα, Η Ελίζαμπεθ το ήξερε αυτό. Δεν της το δίδαξε κανείς· το έμαθε μόνη της. Όσο περισσότερο ζωγράφιζε, τόσο περισσότερο έβλεπε. Όσο περισσότερο έβλεπε, τόσο περισσότερο ήθελε να ζωγραφίζει. Έτσι συμβαίνει. Κι όσο περισσότερο έβλεπε, τόσο περισσότερο ξανάβρισκε τη γλώσσα της• πρώτα τις τετρακόσιες ή πεντακόσιες λέξεις που ήξερε την ημέρα που έπεσε από το αμαξάκι και χτύπησε το κεφάλι της, κι ύστερα πολλές, πολλές άλλες. Ο μπαμπάς είχε εκπλαγεί από την αλματώδη βελτίωση των ικανοτήτων της. Το ίδιο και οι αδερφές της -τόσο οι Μεγάλες Κακές όσο και οι δίδυμες (όχι η Άντν η Άντι ήταν στην Ευρώπη με τρεις φίλες της και δυο έμπιστες συνοδούς -ο Έμερι Πόλσον, ο νεαρός που θα παντρευόταν, δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στο προσκήνιο). Η παραμάνα/οικονόμος ένιωθε δέος από τα επιτεύγματά της, την έλεγε la petite obeah fille*. Ο γιατρός που την παρακολουθούσε προειδοποίησε ότι το κοριτσάκι πρέπει να είναι πολύ προσεκτικό και να αποφεύγει τη σωματική καταπόνηση και τις συγκινήσεις γιατί μπΰρεί να ανεβάσει πυρετό, αλλά τον Ιανουάριο του 1926 η μικρούλα Λίμπιτ τριγυρνούσε πια σ' ολόκληρο το νότιο άκρο του νησιού, κουβαλώντας το μπλοκ της και φορώντας το «παλτουδάκι της που την έκανε σαν χοντρουλή πουτίγκα» και τα γαντάκια της, ζωγραφίζοντας τα πάντα. *Η μικρή μάγισσα. (Σ.τ.Μ.)
Εκείνος ήταν ο χειμώνας που είδε την οικογένειά της να χάνει το ενδιαφέρον της για τη δουλειά της -πρώτα τις Μεγάλες Κακές, τη Μαρία και τη Χάνα, ύστερα την Τέσι και τη Λο-Λο, μετά τον μπαμπά, τέλος ακόμα και την παραμάνα Μέλντα. Να κατάλαβε άραγε ότι ακόμα και η μεγαλοφυία καταντάει κουραστική, όταν προσφέρεται σε μεγάλες δόσεις; Ίσως, με τον ενστικτώδη τρόπο ενός παιδιού, να το κατάλαβε. Εκείνο που ακολούθησε, το αποτέλεσμα της πλήξης των πιο κοντινών κι αγαπημένων της προσώπων, ήταν μια πεισμωμένη απόφαση να τους κάνει να δουν το θαύμα όλων εκείνων που αυτή έβλεπε, επανεφευρίσκοντάς το. Έτσι ξεκίνησε η σουρεαλιστική της φάση· πρώτα τα πουλιά που πετούσαν ανάποδα, ύστερα τα ζώα που περπατούσαν πάνω στο νερό, μετά τα Χαμογελαστά Άλογα που της χάρισαν μάλιστα κάποια μικρή φήμη. Και τότε κάτι άλλαξε. Τότε κάτι σκοτεινό γλίστρησε μέσα στον κόσμο, χρησιμοποιώντας ως δίαυλο τη μικρούλα Λίμπιτ. Άρχισε να ζωγραφίζει την κούκλα της, κι όταν το έκανε αυτό, η κούκλα της άρχισε να μιλάει. ΗΝοβίν. Τότε πια η Αντριάνα είχε επιστρέψει από το Χαρούμενο Παρίσι, και στην αρχή η Νοβίν μιλούσε τις περισσότερες φορές με την τσιριχτή και χαρούμενη, επιτηδευμένη φωνή της Άντι, ρωτώντας την Ελίζαμπεθ παρλεβού φρανσέ και λέγοντας της να φερμέ το μπους της. Μερικές φορές η Νοβίν τη νανούριζε με το τραγούδι της, και τότε οι ζωγραφιές με το πρόσωπο της κούκλας -μεγάλο και στρογγυλό κι όλο καφέ εκτός από τα κόκκινα χείλη— σκορπίζονταν πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού της Ελίζαμπεθ. ΗΝοβίν τραγουδάει Φρερ Ζακ, Φρερ Ζακ, κοιμάσαι; Κοιμάσαι; Ντορμεβού; Ντορμεβού; Άλλες φορές η Νοβίν της διηγούνταν παραμύθια -μπερδεμένα αλλά υπέροχα~ όπου η Σταχτοπούτα φορούσε τις κόκκινες παντούφλες από το Μάγο του Οζ και τα Δίδυμα Μπόμπσι χάνονταν μέσα στο Μαγεμένο Δάσος κι έβρισκαν ένα σπίτι με τοίχους από λαχταριστό κέικ και στέγη από καραμέλα μέντα. Αλλά τότε η φωνή της Νοβίν άλλαξε. Έπαψε να είναι η φωνή της Άντι. Έπαψε να είναι η φωνή οποιουδήποτε γνωστού της Ελίζαμπεθ, και συνέχισε να μιλά, ακόμα κι όταν η Ελίζαμπεθ είπε στη Νοβίν να φερμέ το μπους της. Στην αρχή, ίσως εκείνη η φωνή να ήταν ευχά-
pwτη. Ίσως να ήταν διασκεδαστική. Παράξενη, αλλά ταυτόχρονα διασκεδαστική. Και ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν, έτσι δεν είναι; Γιατί η τέχνη είναι μαγεία, και δεν είναι όλες οι μαγείες λευκές. Ούτε καν για τα μικρά κοριτσάκια.
7 - Τέχνη για την Τέχνη
i Υπήρχε ένα μπουκάλι με ουίσκι σινγκλ μαλτ στο ντουλάπι με τα ποτά του καθιστικού. Ήθελα ένα σφηνάκι και δεν το ήπια. Ήθελα να περιμένω, ίσως να φάω ένα από τα σάντουιτς με την αβγοσαλάτα και να σχεδιάσω καταλεπτώς τι θα της έλεγα, αλλά δεν έκανα ούτε κι αυτό. Μερικές φορές ο μόνος τρόπος να κάνεις κάτι είναι να το κάνεις. Πήρα το ασύρματο τηλέφωνο στο δωμάτιο Φλόριντα. Έκανε ψύχρα ακόμα και με τις τζαμαρίες κλειστές, αλλά κατά κάποιον τρόπο αυτό ήταν καλό. Σκέφτηκα ότι ο κρύος αέρας μπορεί να με ξυπνούσε λίγο. Και η εικόνα του ήλιου που χαμήλωνε προς τη γραμμή του ορίζοντα γράφοντας το χρυσαφένιο του μονοπάτι πάνω στο νερό ίσως να με ηρεμούσε. Γιατί δεν ήμουν ήρεμος. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, τα μάγουλά μου έκαιγαν, ο γοφός μου πονούσε διαβολεμένα, και ξαφνικά συνειδητοποίησα, με πραγματικό τρόμο, ότι είχα ξεχάσει το όνομα της γυναίκας μου. Κάθε φορά που έστυβα το μυαλό μου να το θυμηθώ, το μόνο που μου ερχόταν ήταν η λέξη peligro, που σημαίνει κίνδυνος στα ισπανικά. Αποφάσισα ότι υπήρχε ένα πράγμα που πραγματικά χρειαζόμουν πριν τηλεφωνήσω στη Μινεσότα. Αφησα το τηλέφωνο πάνω στον παραγεμισμένο καναπέ, πήγα κουτσαίνοντας στο υπνοδωμάτιο (χρησιμοποιώντας την πατερίτσα μου αυτή τη φορά· εγώ και η πατερίτσα μου θα ήμασταν αχώριστοι μέχρι την ώρα του ύπνου), και πήρα τη Ρίμπα. Μια ματιά μέσα στα γαλανά μάτια της ήταν αρκετή για να ξαναθυμηθώ το όνομα της Παμ και το καρδιοχτύπι μου ηρέμησε. Σφίγγοντας την καλύτερη φιλενάδα μου ανάμεσα στο πλευρό και στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου χεριού, με τα ανόστεα ροζ πόδια της να ταλα-
ντεύονται, επέστρεψα στο δωμάτιο Φλόριντα και ξανακάθισα στον καναπέ. Η Ρίμπα έπεσε στα γόνατά μου και την τοποθέτησα δίπλα μου, με το πρόσωπο προς τον ήλιο που έδυε. «Αν τον κοιτάξεις πολλή ώρα θα τυφλωθείς», είπα. «Βέβαια, "αυτό είναι το γούστο της υπόθεσης". Μπρους Σπρίνγκστιν, 1973 ή κάπου εκεί, μουτσάτσα». Η Ρίμπα δεν απάντησε. «Έπρεπε να είμαι επάνω και να το ζωγραφίζω το ηλιοβασίλεμα» της είπα. «Να κάνω κωλοτέχνη για την κωλοτέχνη». Καμιά απάντηση. Τα γουρλωμένα μάτια της Ρίμπα έλεγαν απλά στον κόσμο ότι ήταν καταδικασμένη να υφίσταται τον πιο κακό άντρα της Αμερικής. Σήκωσα το ασύρματο τηλέφωνο και το κούνησα μπροστά στο πρόσωπο της. «Μπορώ να το κάνω», είπα. Και πάλι τίποτα από τη Ρίμπα, αλλά μου φάνηκε ότι διέκρινα στο βλέμμα της μια χροιά αμφιβολίας. Από κάτω μας, τα κοχύλια συνέχιζαν τον ανεμόδαρτο καβγά τους: Εσύ το έκανες, δεν το έκανα, ω, ναι το έκανες. Ήθελα να συνεχίσω να συζητάω το ζήτημα με την Κούκλα Διαχείρισης Θυμού που μου είχε δώσει ο δόκτωρ Κέιμεν. Αντί γι' αυτό σχημάτισα γρήγορα τον αριθμό του παλιού σπιτιού μου. Αυτόν δε δυσκολεύτηκα καθόλου να τον θυμηθώ. Ήλπιζα ότι θα μου απαντούσε ο τηλεφωνητής της Παμ. Αντί γι' αυτό το απάντησε η ίδια, με φωνή λαχανιασμένη. «Τζόανι, ευτυχώς που είδες ότι σε πήρα και τηλεφώνησες. Έχω αργήσει κι ήλπιζα ότι το ραντεβού μας των τρεις και τέταρτο θα μπορούσε...» «Δεν είναι η Τζόανι», είπα. Έπιασα τη Ρίμπα και την ξανατράβηξα στην αγκαλιά μου χωρίς καν να το σκεφτώ. «Είμαι ο Έντγκαρ. Και ίσως χρειαστεί να ακυρώσεις το ραντεβού σου των τρεις και τέταρτο. Πρέπει να συζητήσουμε κάτι, και είναι σημαντικό». «Τι συμβαίνει;» «Μ' εμένα; Τίποτα. Είμαι μια χαρά». «Έντγκαρ, μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα; Πρέπει να πάω να φτιάξω τα μαλλιά μου κι έχω αργήσει. Θα επιστρέψω στις έξι». «Πρόκειται για τον Τομ Ράιλι». Ησυχία από τον κόσμο στη μεριά της Παμ. Θα συνεχίστηκε ίσως και για δέκα δευτερόλεπτα. Στη διάρκεια εκείνων των δέκα δευτερολέπτων, το χρυσαφένιο μονοπάτι πάνω στο νερό έγινε έναν
τόνο πιο σκούρο. Η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ είχε διαβάσει τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον- αναρωτήθηκα αν είχε διαβάσει και τα ποιήματα του Βέιτσελ Λίνζι. «Τι έχουμε να πούμε για τον Τομ;» ρώτησε επιτέλους η Παμ. Υπήρχε επιφυλακτικότητα στη φωνή της, βαθιά επιφυλακτικότητα. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι είχε ξεχάσει πια το ραντεβού της στο κομμωτήριο. «Έχω λόγους να πιστεύω ότι ίσως σκοπεύει να αυτοκτονήσει». Στήριξα το τηλέφωνο ανάμεσα στον ώμο και το πιγούνι μου κι άρχισα να χαϊδεύω τα μαλλιά της Ρίμπα. «Ξέρεις τίποτα γι' αυτό;» «Τι να... Γιατί εγώ να...» Ακουγόταν σαν να της είχες δώσει γροθιά, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. «Για το Θεό, από πού κι ως πού θα ήξερα εγώ...» Άρχιζε να συνέρχεται από το πρώτο σοκ και πάσχιζε να δείξει αγανακτισμένη. Είναι το πιο βολικό σε τέτοιες καταστάσεις, υποθέτω. «Μου τηλεφωνείς στα καλά καθούμενα και περιμένεις να σου μιλήσω για την ψυχική κατάσταση του Τομ Ράιλι; Νόμιζα ότι πήγαινες καλύτερα, αλλά υποθέτω ότι αυτό ήταν απλώς ευσεβής πό...» «Μια που πηδιόσουν μαζί του, κάτι περισσότερο θα πρέπει να ξέρεις». Το χέρι μου τυλίχτηκε στα ψεύτικα πορτοκαλιά μαλλιά της Ρίμπα και τα έσφιξε σαν να ήθελε να τα ξεριζώσει. «Ή κάνω λάθος;» «Αυτό είναι παρανοϊκοί» σχεδόν φώναξε. «Χρειάζεσαι βοήθεια, Έντγκαρ! Είτε τηλεφώνησε στο δόκτορα Κέιμεν, είτε βρες κάποιον να σε βοηθήσει εκεί κάτω, και σύντομαΐ» Η οργή -και μαζί της και η βεβαιότητα ότι θα άρχιζα να χάνω τα λόγια μου- ξαφνικά εξαφανίστηκε. Χαλάρωσα τη λαβή μου στα μαλλιά της Ρίμπα. «Ηρέμησε, Παμ. Δεν πρόκειται για σένα. Ούτε για μένα. Πρόκειται για τον Τομ. Έχεις διακρίνει συμπτώματα κατάθλιψης; Κάτι πρέπει να έχεις δει». Καμιά απάντηση. Αλλά και κανένα κλικ που θα έδειχνε ότι είχε κλείσει το τηλέφωνο. Και μπορούσα ν' ακούσω την ανάσα της. Τελικά είπε, «Εντάξει. Εντάξει, σωστά. Ξέρω ποιος σου έβαλε στο νου αυτή την ιδέα. Η μικρή μας Μις Μελόδραμα, σωστά; Υποθέτω ότι η Ίλσε σου είπε για τον Μαξ Στάντον, στο Παλμ Ντέζερτ. Ω Έντγκαρ, ξέρεις πόσο υπερβολική είναι!» Σ' αυτό το σημείο η οργή απείλησε να επιστρέψει. Το χέρι μου
απλώθηκε και άδραξε τη Ρίμπα από τη μαλακή μέση της. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκα. Δεν πρόκειται ούτε για την Ίλσε. Και η Παμ; Η Παμ είναι απλά τρομαγμένη, γιατί αυτό τη βρήκε απροετοίμαστη. Είναι τρομαγμένη και θυμωμένη, αλλά μπορώ να το κάνω. Πρέπει να το κάνω. Δεν πειράζει που για μερικές στιγμές ήθελα να τη σκοτώσω. Ή που, αν ήταν εκεί, στο δωμάτιο Φλόριντα, μαζί μου, μπορεί να είχα προσπαθήσει να το κάνω. «Δε μου το είπε η Ίλσε». «Αρκετά μ' αυτή την τρέλα, κλείνω...» «Το μόνο που δεν ξέρω είναι ποιος σε έπεισε να κάνεις το τατουάζ στο στήθος. Το μικρό τριαντάφυλλο». Αφησε μια κραυγή. Μόνο μια σιγανή κραυγή, αλλά ήταν αρκετό. Ακολούθησε άλλη μια στιγμή σιωπής. Την ένιωσα να πάλλεται σαν μαύρη τσόχα. Ύστερα ξέσπασε: «Εκείνη η σκύλα! Το είδε και σ' το είπε! Δε θα μπορούσες να το είχες μάθει διαφορετικά! Λοιπόν, αυτό δε σημαίνει τίποτα] Δεν αποδεικνύει τίποταΐ» «Δεν είμαστε στο δικαστήριο, Παμ», είπα. Δεν αποκρίθηκε, αλλά μπορούσα ν' ακούω την ανάσα της. «Η Ίλσε είχε υποψιαστεί ότι κάτι έτρεχε με αυτό τον Μαξ, αλλά δεν έχει ψυλλιαστεί τίποτα για τον Τομ. Αν της το πεις, θα της ραγίσεις την καρδιά». Κοντοστάθηκα. «Και αυτό θα ραγίσει και τη δική μου καρδιά». Έκλαιγε. «Χέστηκα για την καρδιά σου. Και χέστηκα και για σένα. Εύχομαι να ήσουν νεκρός, το ξέρεις; Ψεύτη! Αδιάκριτο κάθαρμα! Εύχομαι να ήσουν νεκρός». Τουλάχιστον εγώ δεν ένιωθα πια έτσι γι' αυτήν. Δόξα τω Θεώ. Το μονοπάτι πάνω στο νερό είχε πάρει το χρώμα του στιλβωμένου χαλκού. Τώρα θ' άρχιζε να γίνεται σιγά σιγά πορτοκαλί. «Τι ξέρεις για την ψυχική κατάσταση του Τομ;» «Τίποτα. Και για να ικανοποιήσω την περιέργεια σου, δεν έχω δεσμό μαζί του. Είχα. Κράτησε συνολικά τρεις βδομάδες. Τελείωσε. Του το ξεκαθάρισα όταν επέστρεψα από το Παλμ Ντέζερτ. Υπάρχουν κάθε είδους λόγοι, αλλά κατά βάση φταίει ότι ο Τομ είναι υπερβολικά...» Έκοψε απότομα τη φράση της. «Αυτή πρέπει να σ' το είπε. Η Μελίντα δε θα το έλεγε ποτέ, ακόμα κι αν το ήξερε». Και με παράλογη κακεντρέχεια: «Η Μελίντα ξέρει τι πέρασα μαζί σου!» Ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο λίγο μ' ενδιέφερε να συ-
νεχίσω αυτή τη συζήτηση μαζί της. Ενδιαφερόμουν για κάτι άλλο. «Είναι υπερβολικά τι;» «Ποιος είναι υπερβολικά τι;» ούρλιαξε. «Χριστέ μου, το σιχαίνομαι αυτό! Αυτή την ανάκριση!» Θαρρείς κι εμένα μου άρεσε. «Ο Τομ. Είπες "κατά βάση φταίει ότι ο Τομ είναι υπερβολικά" κι ύστερα σταμάτησες». «Υπερβολικά κυκλοθυμικός. Είναι μια συναισθηματική τραμπάλα. Μια μέρα πάνω, μια μέρα κάτω, μια μέρα και τα δυο, ειδικά όταν δεν παίρνει...» Σταμάτησε απότομα. «Όταν δεν παίρνει τα χάπια του», τέλειωσα εγώ τη φράση για λογαριασμό της. «Κοίταξε, δεν είμαι ο ψυχίατρος του», είπε και η παραφορά στη φωνή της δεν ήταν διόλου επιφανειακή· αυτή η φωνή ήταν σαν βαμμένο ατσάλι. Χριστέ μου. Η γυναίκα που είχα παντρευτεί μπορούσε να είναι σκληρή όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι αυτό το μνησίκακο βαμμένο ατσάλι ήταν κάτι καινούριο: το δικό της μερίδιο από το ατύχημά μου. Ήταν η αναπηρία που το ατύχημά μου είχε αφήσει στην Παμ. «Αρκετά λούστηκα αυτές τις ψυχιατρικές ανοησίες μαζί σου, Έντγκαρ. Έστω και μόνο μια φορά, θα ήθελα να γνωρίσω έναν άντρα που να ήταν άντρας και όχι ένα νευρόσπαστο που πρέπει να χαπακώνεται από το πρωί μέχρι το βράδυ για να βγάλει την ημέρα. "Δεν μπορώ να πω τώρα, ρώτα με πάλι αργότερα, όταν δε θα νιώθω τόσο ταραγμένος"». Ρούφηξε τη μύτη της μέσα στο αυτί μου και περίμενα το επόμενο ξέσπασμα. Ήρθε. Έκλαιγε με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα- μερικά πράγματα προφανώς δεν αλλάζουν. «Γαμήσου, Έντγκαρ, γιατί μου γάμησες αυτό που ήταν μια πραγματικά πολύ καλή μέρα». «Δε με νοιάζει με ποιον κοιμάσαι», είπα. «Έχουμε χωρίσει. Το μόνο που θέλω είναι να σώσω τη ζωή του Τομ Ράιλι». Αυτή τη φορά ούρλιαξε τόσο δυνατά, που αναγκάστηκα να απομακρύνω το ακουστικό από το αυτί μου. «Δεν είμαι ΥΠΕΥΘΥΝΗ για τη ζωή του! ΕΧΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΕΙ! Σου διέφυγε αυτό;» Ύστερα, λίγο πιο μαλακά (αλλά όχι πολύ): «Δε βρίσκεται καν στο Σεντ Πολ. Έχει πάει κρουαζιέρα με τη μητέρα του και εκείνο τον γκέι τον αδερφό του».
Ξαφνικά κατάλαβα, ή νόμισα ότι κατάλαβα. Ήταν σαν να πετούσα από πάνω τους, σαν να έβλεπα τη σκηνή από ψηλά. Ίσως επειδή κι εγώ είχα σκεφτεί τη λύση της αυτοκτονίας, εφιστώντας διαρκώς στον εαυτό μου την προσοχή ότι θα έπρεπε πάση θυσία να μοιάζει με ατύχημα. Όχι τόσο για να μη χαθούν τα λεφτά της ασφάλειας, αλλά για να μην είναι αναγκασμένες οι κόρες μου να ζήσουν όλη τους τη ζωή με το στίγμα ότι οι πάντες ξέρουν πως... Και αυτή ήταν η απάντηση, σωστά; «Πες του ότι ξέρεις. Όταν επιστρέψει, πες του ότι ξέρεις πως σκοπεύει να αυτοκτονήσει». «Και γιατί να με πιστέψει;» «Επειδή σκοπεύει να το κάνει. Επειδή τον ξέρεις. Επειδή είναι ψυχικά άρρωστος και πιθανώς νομίζει ότι περιφέρεται στον κόσμο με μια ταμπέλα που γράφει ΣΚΟΠΕΥΩ ΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΩ κολλημένη στην πλάτη του. Πες του ότι ξέρεις πως δεν παίρνει τα αντικαταθλιπτικά του. Το ξέρεις αυτό, σωστά; Το ξέρεις με σιγουριά». «Ναι. Αλλά όσες φορές του είπα να τα πάρει ποτέ δεν έφερε αποτέλεσμα πριν». «Του είπες ποτέ ότι θα τον έκανες βούκινο αν δεν ξανάρχιζε να παίρνει τα φάρμακα του; Ότι θα το έλεγες σε όλους;» «Όχι, και δεν πρόκειται να το κάνω τώρα!» Ακουγόταν αποτροπιασμένη. «Νομίζεις ότι θέλω ολόκληρο το Σεντ Πολ να μάθει ότι κοιμήθηκα με τον Τομ Ράιλι; Ότι έτρεχε κάτι ανάμεσά μας;» «Τι θα έλεγες να μάθει όλο το Σεντ Πολ ότι νοιάζεσαι γι' αυτό που του συμβαίνει; Θα ήταν τόσο φοβερό αυτό;» Δεν είπε τίποτα. «Το μόνο που θέλω είναι να του μιλήσεις έξω από τα δόντια όταν επιστρέψει...» «Το μόνο που θέλεις! Σωστά! Σ' όλη σου τη ζωή, εκείνο που μετρούσε ήταν μόνο αυτό που εσύ ήθελες! Θα σου πω κάτι, Έντγκαρ, αν αυτό το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό για σένα, τότε να του μιλήσεις έξω από τα δόντια εσύΐ» Υπήρχε πάλι εκείνη η στριγκιά τραχύτητα, αλλ' αυτή τη φορά με φόβο πίσω της. Είπα, «Αν εσύ ήσουν εκείνη που διέκοψε τη σχέση σας, πιθανώς έχεις ακόμα δύναμη επάνω του. Περιλαμβανομένης -ίσωςκαι της δύναμης να τον κάνεις να σώσει τη ζωή του. Το ξέρω ότι είναι τρομακτικό, αλλά δεν έχεις άλλη λύση».
«Όχι, έχω. Σε κλείνω». «Αν αυτοκτονήσει, αμφιβάλλω αν θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου υποφέροντας από τύψεις... αλλά νομίζω ότι θα περάσεις τουλάχιστον μια μίζερη χρονιά. Ή και δύο». «Λάθος. Θα κοιμηθώ σαν μωρό». «Λυπάμαι, Πάντα, δε σε πιστεύω». Ήταν ένα παλιό χαϊδευτικό της, που είχα χρόνια να το χρησιμοποιήσω και δεν ξέρω από πού μου ήρθε, αλλά την έκανε να λυγίσει. Έβαλε πάλι τα κλάματα. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε θυμός. «Γιατί πρέπει να είσαι τέτοιο κάθαρμα; Γιατί δε μ' αφήνεις στην ησυχία μου;» Δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο αυτή την κουβέντα. Εκείνο που ήθελα ήταν μερικά αναλγητικά χάπια. Ίσως και να σωριαστώ στο κρεβάτι μου και να πλαντάξω κι εγώ στο κλάμα, δεν ήμουν βέβαιος. «Πες του ότι το ξέρεις. Πες του να επισκεφθεί τον ψυχίατρο του και να ξαναρχίσει να παίρνει τα αντικαταθλιπτικά του. Και το σημαντικότερο, πες του ότι αν αυτοκτονήσει, θα το πεις σε όλους, αρχίζοντας από τη μητέρα και τον αδερφό του. Ότι άσχετα από το πόσο θα προσέξει να το κάνει νά φαίνεται σαν ατύχημα, όλοι θα μάθουν ότι στην πραγματικότητα ήταν αυτοκτονία». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Δεν μπορώ!» Ακουγόταν απελπισμένη. Το σκέφτηκα μερικές στιγμές και αποφάσισα ότι θα εναπέθετα τη ζωή του Τομ Ράιλι αποκλειστικά στα δικά της χέρια -θα της μεταβίβαζα απλά όλη την ευθύνη μέσα από την τηλεφωνική γραμμή. Αυτού του είδους η μετάθεση ευθυνών δεν υπήρχε στο ρεπερτόριο του παλιού Έντγκαρ Φρίμαντλ, αλλά εκείνος ο Έντγκαρ Φρίμαντλ ασφαλώς δε θα είχε ποτέ σκεφτεί να περάσει τον καιρό του ζωγραφίζοντας ηλιοβασιλέματα. Ή παίζοντας με κούκλες. «Εσύ αποφασίζεις, Πάντα. Ίσως να είναι ανώφελο έτσι κι αλλιώς, αν δε νοιάζεται πια για σένα, αλλά...» «Ω, νοιάζεται». Ακούστηκε πιο απελπισμένη από ποτέ. «Τότε πες του ότι πρέπει να ξαναρχίσει να ζει τη ζωή του, είτε του αρέσει είτε όχι». «Ο παλιός γνωστός Έντγκαρ, που εξακολουθεί να θέλει να κάνει κουμάντο στις καταστάσεις», είπε αδύναμα. «Ακόμα και από το μακρινό νησιωτικό του βασίλειο. Ο παλιός γνωστός Έντγκαρ. Ο Έντγκαρ το τέρας».
«Αυτό πόνεσε», είπα. «Χαίρομαι», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Κάθισα λίγο ακόμα στον καναπέ, παρακολουθώντας το ηλιοβασίλεμα να κορώνει και τον αέρα στο δωμάτιο Φλόριντα να κρυώνει. Όποιος πιστεύει ότι δεν υπάρχει χειμώνας στη Φλόριντα κάνει μεγάλο λάθος. Δυόμισι εκατοστά χιόνι έπεσαν στη Σαρασότα το 1977. Υποθέτω ότι ο καιρός κρυώνει παντού. Πάω στοίχημα ότι χιονίζει μέχρι και στην Κόλαση, μόλο που αμφιβάλλω αν το στρώνει.
ii Ο Γουάιρμαν τηλεφώνησε την επομένη λίγο μετά το μεσημέρι και ρώτησε αν ίσχυε ακόμα η πρόσκληση να έρθει να δει τα έργα μου. Ένιωσα κάποιους δισταγμούς, θυμούμενος την υπόσχεση του (ή την απειλή του) να μου πει τη γνώμη του με κάθε ειλικρίνεια, αλλά του είπα να έρθει. Ξεχώρισα και αράδιασα στον τοίχο δεκαέξι συνολικά ζωγραφιές, που τις θεωρούσα τις καλύτερές μου... μόλο που μέσα στο καθαρό, παγερό φως εκείνου του γεναριάτικου απογεύματος μου φαίνονταν όλες για πέταμα. Το σχέδιο του Κάρσον Τζόουνς ήταν ακόμα στο ράφι της ντουλάπας στην κρεβατοκάμαρά μου. Το κατέβασα, το στερέωσα με κλιψάκια σε ένα κομμάτι κοντραπλακέ και το έβαλα τελευταίο στη σειρά. Οι ζωγραφιές με τα χρωματιστά μολύβια έμοιαζαν άχαρες και απλοϊκές σε σύγκριση με τις ελαιογραφίες, και ασφαλώς ήταν μικρότερες από τα υπόλοιπα έργα, αλλά εξακολουθούσα να νομίζω ότι είχαν κάτι που έλειπε από τα άλλα. Σκέφτηκα να βγάλω και τη ζωγραφιά της γυναίκας με την κόκκινη ρόμπα, αλλά δεν το έκανα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή μου έφερνε ανατριχίλα. Έβγαλα το Καλημέρα -το σχέδιο του τάνκεραντί γι' αυτό. Ο Γουάιρμαν κατέφθασε μ' ένα ζωηρόχρωμο μπλε αμαξάκι του γκολφ με εντυπωσιακές κίτρινες ρίγες. Δε χρειάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι. Ήμουν ήδη στην πόρτα για να τον προϋπαντήσω. «Έχεις ένα τσιτωμένο βλέμμα στο πρόσωπο σου, muchacho», είπε καθώς έμπαινε. «Χαλάρωσε. Δεν είμαι ο γιατρός, ούτε αυτό είναι ιατρείο».
«Δεν μπορώ να το αποφύγω. Αν αυτό ήταν ένα κτίριο κι εσύ ήσουν ο επιθεωρητής της πολεοδομίας, δε θα ένιωθα έτσι, όμως...» «Όμως εκείνη ήταν η άλλη σου ζωή», είπε ο Γουάιρμαν. «Κι αυτή είναι η καινούρια σου, όπου δεν έχεις πάρει ακόμα την κρυάδα». «Κάπως έτσι». «Πολύ σωστά. Και μια που κάναμε λόγο για τον πρότερο βίο σου, τηλεφώνησες στη γυναίκα σου για εκείνο το ζητηματάκι που συζήτησες μαζί μου;» «Της τηλεφώνησα. Θέλεις πλήρη περιγραφή του ματς;» «Τσου. Το μόνο που θέλω να ξέρω είναι αν νιώθεις άνετα με τον τρόπο που κατέληξε η συνομιλία σας». «Δεν έχω συνομιλήσει άνετα με την Παμ από τότε που ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου στο νοσοκομείο. Όμως είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα μιλήσει στον Τομ». «Τότε υποθέτω ότι αυτό αρκεί, γουρούνι. Μπέιμπ το Γουρουνάκι, 1995». Είχε μπει μέσα στο σπίτι τώρα και κοιτούσε γύρω του με περιέργεια. «Μ' αρέσουν οι αλλαγές που έχεις κάνει εδώ μέσα». Έσκασα στα γέλια. Δεν είχα απομακρύνει καν την πινακίδα που απαγόρευε το κάπνισμα πάνω από την τηλεόραση. «Είπα στον Τζακ και μου έβαλε ένα διάδρομο γυμναστικής επάνω, αυτό είναι μια καινούρια προσθήκη. Έχεις ξαναβρεθεί εδώ, υποθέτω;» Μου έσκασε ένα αινιγματικό αχνό χαμόγελο. «Όλοι μας έχουμε ξαναβρεθεί εδώ, amigo -αυτό είναι πιο σπουδαίο κι από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Πίτερ Στράουμπ, γύρω στο 1985». «Δε σε παρακολουθώ». «Εργάζομαι για τη μις Ίστλεϊκ περίπου δεκαέξι μήνες τώρα, αν εξαιρέσεις ένα σύντομο και δυσάρεστο διάστημα που μείναμε στο Σεντ Πίτερσμπεργκ, όταν οι Αρχές εκκένωσαν τούτα τα νησιά εν αναμονή του τυφώνα Φρανκ. Τέλος πάντων, οι τελευταίοι ένοικοι του Σάλμον Πόιντ -συγνώμη, του Μεγάλου Ροζ- έμειναν μόλις δύο από τις οχτώ βδομάδες που προέβλεπε το μισθωτήριο συμβόλαιο τους κι ύστερα μας άφησαν γεια. Είτε γιατί δεν τους άρεσε το σπίτι, είτε γιατί αυτοί δεν άρεσαν στο σπίτι». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι κι άρχισε να βηματίζει με μεγάλες, ταλαντευόμενες δρασκελιές πάνω στο γαλάζιο χαλί του καθιστικού μιμούμενος το φάντασμα. Την εντύπωση χαλούσε σε μεγάλο βαθμό το πουκάμισο του, που ήταν γεμάτο τροπικά πουλιά
και λουλούδια. «Ύστερα απ' αυτό, ό,τι κι αν μπήκε στο Μεγάλο Ροζ... μπήκε μόνο του!» «Σίρλεϊ Τζάκσον», είπα. «Περίπου ψάξε βρες πότε». «Ακριβώς. Τέλος πάντων, ο Γουάιρμαν κάτι ήθελε να πει, ή τουλάχιστον προσπαθούσε. Το Μεγάλο Ροζ ΤΟΤΕΙ» Άπλωσε τα χέρια του σε μια χειρονομία που αγκάλιαζε όλο το χώρο. «Επιπλωμένο σ' εκείνο το δημοφιλές στη Φλόριντα στυλ που είναι γνωστό ως Ενοικιαζόμενη Κατοικία του Εικοστού Πρώτου Αιώνα! Το Μεγάλο Ροζ ΤΩΡΑ\ Επιπλωμένο στο στυλ Ενοικιαζόμενη Κατοικία του Εικοστού Πρώτου Αιώνα συν ένα διάδρομο γυμναστικής Σάιμπεξ στο επάνω πάτωμα και...» Μισόκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να διακρίνει καλύτερα. «Είναι πράγματι μια κουκλίτσα με τα χαρακτηριστικά της Λουσίλ Μπολ αυτό που βλέπω καθισμένο στον καναπέ στο δωμάτιο Φλόριντα;» «Αυτή είναι η Ρίμπα, η Βασίλισσα Διαχείρισης Θυμού. Μου την έδωσε ο ψυχολόγος φίλος μου, ο Κρέιμερ». Αλλ' αυτό δεν ήταν σωστό. Το κομμένο μπράτσο μου άρχισε να με φαγουρίζει σαν τρελό. Για δεκάκις χιλιοστή φορά προσπάθησα να το ξύσω και αντί γι' αυτό τα δάχτυλα μου έπιασαν τα ακόμα ευαίσθητα πλευρά μου. «Μισό λεπτό», είπα και κοίταξα τη Ρίμπα, που ατένιζε τον Κόλπο. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκα. Μοιάζει με το όνομα εκείνου του μέρους όπου βάζεις τα λεφτά όταν θέλεις να τα κρύψεις από το κράτος. Ο Γουάιρμαν περίμενε καρτερικά. Το μπράτσο μου με φαγούριζε. Εκείνο που δεν ήταν εκεί. Εκείνο που μερικές φορές ήθελε να ζωγραφίσει. Ήθελε να ζωγραφίσει και τώρα. Μου φάνηκε ότι ήθελε να ζωγραφίσει τον Γουάιρμαν. Τον Γουάιρμαν και τη φρουτιέρα. Τον Γουάιρμαν και το όπλο. Σταμάτα αυτές τις παλαβόμάρες, σκέφτηκα. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκα. Κρύβεις τα λεφτά από το κράτος σε οφσόρ τράπεζες, σκέφτηκα. Στο Νάσο. Στις Μπαχάμες. Στα νησιά Κέιμαν. Και τόμπολα, το είχα θυμηθεί. «Κέιμεν», είπα. «Ετσι τον λένε. Ο Κέιμεν μου έδωσε τη Ρίμπα. Ο Ζάντερ Κέιμεν». «Τώρα λοιπόν που το λύσαμε αυτό», είπε ο Γουάιρμαν, «ας δούμε λίγη τέχνη». «Αν μπορείς να τα πεις έτσι», είπα και τον οδήγησα κούτσα
κούτσα επάνω, στηριγμένος στην πατερίτσα μου. Στα μισά του δρόμου, κάτι θυμήθηκα και σταμάτησα. «Γουάιρμαν», είπα χωρίς να κοιτάξω πίσω, «πώς ήξερες ότι ο διάδρομος γυμναστικής μου είναι Σάιμπεξ;» Για μια στιγμή δεν είπε τίποτα. Ύστερα: «Είναι η μόνη μάρκα που ξέρω. Μπορείς τώρα να ξαναρχίσεις μόνος σου την ανοδική πορεία σου, ή μήπως χρειάζεσαι μια κλοτσιά στα πισινά για να συνεχίσεις;» Μοιάζει λογικό, αλλά ακούγεται σαν ψέμα, σκέφτηκα καθώς ξανάρχιζα να ανεβαίνω τα σκαλιά. Νομίζω ότι λες ψέματα, και ξέρεις τι; Νομίζω ότι το ξέρεις πως το ξέρω. iii Τα έργα μου ήταν ακουμπισμένα στο βορινό τοίχο του Μικρού Ροζ, και ο απογευματινός ήλιος τα έλουζε με άπλετο φυσικό φως. Κοιτώντας τα πίσω από την πλάτη του Γουάιρμαν, που τα περιεργαζόταν ένα ένα προχωρώντας αργά, μερικές φορές σταματώντας και μια φορά κάνοντας μέχρι και μερικά βήματα πίσω για να μελετήσει μερικούς καμβάδες δεύτερη φορά, μου φάνηκε ότι το φως εκείνο ήταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους άξιζε. Η Ίλσε και ο Τζακ τα είχαν επαινέσει, αλλά η μια ήταν κόρη μου και ο άλλος έτρωγε ψωμί από μένα. Όταν έφτασε στο σχέδιο με το τάνκερ στο τέλος της σειράς, ο Γουάιρμαν κάθισε οκλαδόν και το κοίταξε ίσως και για τριάντα δευτερόλεπτα με τους πήχεις των χεριών του ακουμπισμένους στους μηρούς και τις παλάμες κρεμασμένες χαλαρά ανάμεσα στα πόδια του. «Τι...» άρχισα να λέω. «Μη μιλάς», είπε κι εγώ υπέμεινα άλλα τριάντα δευτερόλεπτα σιωπής. Επιτέλους σηκώθηκε. Τα γόνατά του έτριξαν. Όταν στράφηκε να με κοιτάξει, τα μάτια του φαίνονταν πολύ μεγάλα και το αριστερό ήταν φλογισμένο. Νερό -όχι δάκρυα- έτρεχε από τη μέσα γωνία. Έβγαλε ένα μαντίλι από την πίσω τσέπη του τζιν του και το σκούπισε, με τη μηχανική κίνηση ενός ανθρώπου που κάνει το ίδιο πράγμα δέκα ή και παραπάνω φορές την ημέρα.
«Θεέ και Κύριε», είπε και προχώρησε προς την τζαμαρία, χώνοντας πάλι το μαντίλι στην τσέπη του. «Θεέ και Κύριε τι;» ρώτησα. «Θεέ και Κύριε τι;» Στάθηκε εκεί και κοίταξε έξω. «Δε συνειδητοποιείς πόσο καλά είναι αυτά, έτσι; Θέλω να πω, πραγματικά δεν το συνειδητοποιείς». «Αλήθεια είναι καλά;» ρώτησα. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο αβέβαιος για τον εαυτό μου. «Μιλάς σοβαρά;» «Τα έβαλες με χρονολογική σειρά;» ρώτησε, κοιτάζοντας ακόμα τον Κόλπο. Ο χωρατατζής, κυνικός, εξυπνάκιας Γουάιρμαν είχε εξαφανιστεί. Κάτι μου έλεγε ότι αυτός που άκουγα τώρα είχε πολύ περισσότερα κοινά μ' εκείνον που είχαν ακούσει οι ένορκοι... υποθέτοντας πάντα ότι είχε υπάρξει αυτό το είδος δικηγόρου. «Τα έβαλες με χρονολογική σειρά, έτσι δεν είναι; Εκτός από τα τελευταία δύο, δηλαδή. Αυτά είναι προφανώς πολύ πιο πρώιμα». Δεν έβλεπα πώς οποιοδήποτε έργο μου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πολύ πιο πρώιμο» από τη στιγμή που ζωγράφιζα μόλις δυο μήνες, αλλά όταν τους ξανάριξα μια ματιά, είδα ότι είχε δίκιο. Δε σκόπευα να τα βάλω με χρονολογική σειρά -όχι συνειδητάαλλά αυτό ακριβώς είχα κάνει. «Ναι», είπα. «Από τα πιο παλιά μέχρι τα πιο πρόσφατα». Έδειξε τους τέσσερις τελευταίους καμβάδες -εκείνους που είχα καταλήξει να σκέφτομαι ότι αποτελούσαν μια ενότητα από συνθέσεις με ηλιοβασιλέματα. Στον έναν είχα προσθέσει το κοχύλι ενός ναυτίλου, στον άλλο έναν ψηφιακό δίσκο με γραμμένη επάνω του τη λέξη Μέμορεξ (και τον ήλιο να λάμπει ολοκόκκινος μέσα από την τρύπα), στον τρίτο έναν ψόφιο γλάρο που είχα βρει στην ακτή, μόνο που τον είχα μεγεθύνει σε διαστάσεις πτεροδάκτυλου, Ο τελευταίος απεικόνιζε ένα τμήμα από το στρώμα των κοχυλιών κάτω από το Μεγάλο Ροζ, και το είχα ζωγραφίσει από μια ψηφιακή φωτογραφία. Σε αυτόν είχα για κάποιο λόγο νιώσει την ανάγκη να προσθέσω τριαντάφυλλα. Δε φύτρωναν πουθενά τριαντάφυλλα γύρω από το Μεγάλο Ροζ, αλλά είχα βρει πολλές φωτογραφίες απ' το καινούριο μου φιλαράκι, το Google. «Αυτή την τελευταία ομάδα πινάκων», είπε. «Την έχει δει κανείς; Η κόρη σου;» «Όχι. Αυτούς τους τέσσερις τους έκανα αφότου έφυγε». «Ο τύπος που δουλεύει για σένα;» «Ούτε».
«Και ασφαλώς δεν έδειξες ποτέ στην κόρη σου το σκίτσο του φίλ...» «Θεέ μου, όχι! Αστειεύεσαι;» «Όχι, ασφαλώς και δεν το έκανες. Αυτή η εικόνα έχει μια ιδιαίτερη δύναμη, κι ας είναι φανερό ότι έχει γίνει βιαστικά. Όσο για τα υπόλοιπα...» Γέλασε. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήταν ενθουσιασμένος και τότε ήταν που άρχισα να ενθουσιάζομαι κι εγώ. Συγχρόνως όμως δεν έπαυα να έχω τις επιφυλάξεις μου. Μην ξεχνάς ότι ήταν δικηγόρος, είπα στον εαυτό μου. Όχι κριτικός τέχνης. «Τα υπόλοιπα από αυτά τα καταπληκτικά πράγματα...» Αφησε πάλι ένα τσιριχτό γελάκι. Έκανε ένα γύρο στο δωμάτιο, πατώντας πάνω στο διάδρομο γυμναστικής και κατεβαίνοντας με μια ασυναίσθητη άνεση που τη ζήλεψα πικρά. Έβαλε τα χέρια του στα γκριζαρισμένα μαλλιά του και τα τράβηξε προς τα έξω και προς τα πάνω, θαρρείς και ήθελε να τεντώσει το μυαλό του. Επιτέλους επέστρεψε κοντά μου. Στάθηκε μπροστά μου. Σαν έτοιμος να με αντιμετωπίσει σχεδόν. «Κοίταξε. Η ζωή σ' έχει τσαλαπατήσει πολύ τον τελευταίο έναν περίπου χρόνο και ξέρω ότι αυτό κουρελιάζει την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου. Αλλά μη μου λες ότι δε νιώθεις τουλάχιστον πόσο καλές είναι». Θυμήθηκα που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από εκείνη την κρίση γέλιου ενώ ο ήλιος έλαμπε μέσα από τη σχισμένη ομπρέλα, σχηματίζοντας μικρές ουλές φωτός πάνω στο τραπέζι. Ο Γουάιρμαν είχε πει Ξέρω τι περνάς κι εγώ είχα απαντήσει Επίτρεψέ μου να αμφιβάλλω γι' αυτό. Δεν αμφέβαλλα τώρα. Ήξερε. Αυτή η ανάμνηση από εκείνη την ημέρα συνοδευόταν από μια ψυχρή επιθυμία -όχι μια πείνα αλλά ένα φαγούρισμα- να αποτυπώσω τον Γουάιρμαν στο χαρτί. Σε ένα συνδυασμό πορτραίτου και νεκρής φύσης, Δικηγόρος με Φρούτα και Όπλο. Μου χτύπησε ελαφρά το μάγουλο με μια από εκείνες τις παλάμες με τα χοντρουλά δάχτυλα. «Γη καλεί Έντγκαρ. Δώσε στίγμα, Έντγκαρ». «Ω, σε ακούω, Χιούστον», άκουσα τον εαυτό μου να λέει. «Εδώ Έντγκαρ». «Λοιπόν, τι λες, muchacho; Έχω δίκιο; Ένιωσες ή δεν ένιωσες ότι ήταν καλές όταν τις έκανες;» «Ναι», είπα. «Ένιωσα σαν να πετούσα στον έβδομο ουρανό». Έγνεψε καταφατικά. «Είναι η απλούστερη αλήθεια της τέχνης
—η καλή τέχνη γεννάει ένα αίσθημα ικανοποίησης στον καλλιτέχνη. Και στο θεατή, στον αφοσιωμένο θεατή, σ' εκείνον που πραγματικά βλέπει...» «Υποθέτω ότι αυτός είσαι εσύ», είπα. «Σου πήρε κάμποση ώρα». Δε χαμογέλασε. «Όταν το έργο τέχνης είναι καλό και αυτός που το κοιτάζει ανοίγεται σε αυτό, συντελείται μια συναισθηματική έκρηξη. Ένιωσα αυτή την έκρηξη, Έντγκαρ». «Ωραία». «Δε θα πει τίποτα. Κι όταν εκείνος ο τύπος στη Σκότο δει μερικούς από αυτούς τους πίνακες, νομίζω ότι θα το νιώσει κι αυτός. Μάλιστα, μέχρι που θα πήγαινα και στοίχημα γι' αυτό». «Στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο σπουδαίοι. Ξαναζεσταμένος Νταλί, άμα κάτσεις να το καλοσκεφτείς». Έβαλε ένα χέρι γύρω από τους ώμους μου και με οδήγησε προς τη σκάλα. «Δε θα καταδεχτώ καν να το συζητήσω αυτό. Όπως δε θα συζητήσουμε και το γεγονός ότι προφανώς ζωγράφισες το φίλο της κόρης σου με τη μεσολάβηση κάποιας περίεργης τηλεπάθειας που σου χαρίζει το φασματικό ακρωτηριασμένο μέλος σου. Μακάρι να μπορούσα να δω και τη ζωγραφιά με τα μπαλάκια του τένις, αλλά ό,τι έφυγε δε γυρίζει πίσω». «Και καλά ξεκουμπίδια, θα πρόσθετα». «Όμως πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, Έντγκαρ. Το Ντούμα Κη είναι ένας πολύ δραστικός τόπος για... ορισμένα είδη ανθρώπων. Ενισχύει ορισμένα είδη ανθρώπων. Ανθρώπων όπως εσύ». «Κι εσύ;» ρώτησα. Δεν απάντησε αμέσως, έτσι έδειξα το πρόσωπο του. «Το μάτι σου τρέχει πάλι». Έβγαλε το μαντίλι και το σκούπισε. «Θέλεις να μου πεις τι σου συνέβη;» ρώτησα. «Γιατί δεν μπορείς να διαβάσεις; Γιατί σε κουράζει τόσο πολύ ακόμα και το να κοιτάξεις για πολλή ώρα μερικές ζωγραφιές;» Για αρκετά λεπτά δεν είπε τίποτα. Τα κοχύλια κάτω από το Μεγάλο Ροζ είχαν πολλά να πουν. Με το ένα κύμα είπαν το φρούτο. Με το επόμενο είπαν το όπλο. Και δώσ' του ξανά μανά. Το φρούτο, το όπλο, το όπλο, το φρούτο. «Όχι», είπε. «Όχι τώρα. Κι αν θέλεις να με ζωγραφίσεις, μετά χαράς. Ελεύθερα».
«Πόσες πολλές από τις σκέψεις μου μπορείς να διαβάσεις, Γουάιρμαν;» «Όχι πολλές», είπε. «Σ' αυτό τουλάχιστον στάθηκες τυχερός, muchacho». «Θα μπορούσες να τις διαβάσεις ακόμα και αν ήμασταν κάπου έξω από το Ντούμα Κη; Αν ήμασταν σε ένα καφέ στην Τάμπα, για παράδειγμα;» «Ω, ίσως κάτι να έπιανα κι εκεί». Χαμογέλασε. «Ιδίως αφού έχω περάσει πάνω από ένα χρόνο εδώ κι έχω απορροφήσει την... ξέρεις, την ακτινοβολία του τόπου». «Θα έρθεις μαζί μου στην γκαλερί; Στη Σκότο;» «Amigo, αυτό δε θα το έχανα ούτε για όλο το τσάι της Κίνας». iv Εκείνη τη νύχτα ένα μπουρίνι ήρθε από τ' ανοιχτά κι έβρεξε δυνατά για δυο ώρες. Αστραπές έσχιζαν τον ουρανό και κύματα σφυροκοπούσαν τις κολόνες κάτω από το σπίτι. Το Μεγάλο Ροζ βόγκηξε αλλά βάσταξε γερά. Ανακάλυψα κάτι ενδιαφέρον: όταν ο Κόλπος τρελαινόταν και τα κύματα έσπαγαν κάτω από το σπίτι με πραγματική ορμή, τα κοχύλια βουβαίνονταν. Τα κύματα τα σήκωναν πολύ ψηλά για κουβεντούλα. Πήγα επάνω όταν το αστραπόβροντο είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του και -νιώθοντας λίγο σαν το Δόκτορα Φρανκενστάιν όταν έδινε ζωή στο τέρας του μέσα στον πύργο του κάστρου- ζωγράφισα τον Γουάιρμαν χρησιμοποιώντας ένα απλό παλιό μαύρο μολύβι Βένους. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα, δηλαδή. Ύστερα χρησιμοποίησα κόκκινο και πορτοκαλί για τα φρούτα μέσα στη φρουτιέρα. Στο φόντο σχεδίασα πρόχειρα μια ανοιχτή πόρτα και στο άνοιγμα έβαλα τη Ρίμπα, να στέκεται και να παρακολουθεί. Σκέφτηκα ότι ο Κέιμεν θα είχε πει ότι η Ρίμπα ήταν η εκπρόσωπος μου μέσα στον κόσμο της ζωγραφιάς. Ίσως si, ίσως no. Το τελευταίο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω το ουρανί της Βένους και να χρωματίσω τα ανόητα μάτια της. Μετά απ' αυτό, το έργο μου είχε τελειώσει. Αλλο ένα αριστούργημα του Φρίμαντλ είχε γεννηθεί. Κάθισα και το κοιτούσα ενώ τα μπουμπουνητά ηχούσαν ολοένα πιο μακρινά και οι τελευταίες σπασμωδικές αστραπές φώτιζαν τον
ουρανό πάνω απ' τον Κόλπο. Είχα ζωγραφίσει τον Γουάιρμαν να κάθεται σ' ένα τραπέζι. Να κάθεται εκεί, δεν είχα καμιά αμφιβολία, στο τέλος της άλλης του ζωής. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια φρουτιέρα με φρούτα και το πιστόλι που είχε στο σπίτι είτε για εξάσκηση στη σκοποβολή (τότε τα μάτια του ήταν ακόμα καλά) είτε για προστασία είτε και για τα δύο. Είχα φτιάξει το περίγραμμα του πιστολιού και ύστερα το είχα γεμίσει με βιαστικές γραμμές, δίνοντάς του μια απειλητική, ελαφρά μουντζουρωμένη όψη. Το υπόλοιπο σπίτι ήταν άδειο. Κάπου μέσα σ' εκείνο το υπόλοιπο σπίτι χτυπούσε ένα ρολόι. Κάπου μέσα σ' εκείνο το υπόλοιπο σπίτι κλαψούριζε ένα ψυγείο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τη μυρωδιά των λουλουδιών. Εκείνη η μυρωδιά ήταν φρικτή. Οι ήχοι ήταν χειρότεροι. Το ρυθμικό τικ τακ του ρολογιού. Το ακατάπαυστο κλαψούρισμα του ψυγείου καθώς συνέχιζε να φτιάχνει πάγο σ' έναν κόσμο χωρίς γυναίκα και παιδί. Σύντομα ο άντρας στο τραπέζι θα έκλεινε τα μάτια, θα άπλωνε το χέρι και θα διάλεγε ένα φρούτο από τη φρουτιέρα. Αν ήταν ένα πορτοκάλι, θα πήγαινε να κοιμηθεί. Αν ήταν ένα μήλο, θα κολλούσε το στόμιο της κάννης του όπλου στον αριστερό κρόταφο του, θα πατούσε τη σκανδάλη και θα λύτρωνε το πονεμένο του μυαλό. Ήταν ένα μήλο. ν Ο Τζακ εμφανίστηκε την επόμενη μέρα μ' ένα δανεικό ημιφορτηγό και μπόλικα μαλακά πανιά για να τυλίξει τους καμβάδες μου. Του ανακοίνωσα ότι είχα κάνει ένα φίλο από το μεγάλο σπίτι στο βάθος της παραλίας και ότι θα ερχόταν κι αυτός μαζί μας. «Κανένα πρόβλημα», είπε εύθυμα ο Τζακ, ανεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στο Μικρό Ροζ και τσουλώντας πίσω του ένα καροτσάκι. «Υπάρχει άφθονος χώρος για... όπα!» Είχε σταματήσει στην κορυφή της σκάλας. «Τι;» ρώτησα. «Καινούρια είναι αυτά; Πρέπει να είναι καινούρια». «Ναι». Ο Νανούτσι από τη Σκότο είχε ζητήσει να δει πέντ' έξι καμβάδες, όχι περισσότερους από δέκα, έτσι είχα μοιράσει τη διαφορά και είχα ξεχωρίσει οχτώ. Οι τέσσερις ήταν εκείνοι που είχαν
εντυπωσιάσει τον Γουάιρμαν την προηγούμενη νύχτα. «Πώς σου φαίνονται;» «Αδερφέ μου, είναι φοβερά 1» Ήταν δύσκολο να αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά του· ποτέ πριν δε μ1 είχε αποκαλέσει αδερφό του. Ανέβηκα μερικά σκαλιά ακόμα κι ύστερα τσίγκλησα τον ντυμένο με μπλουτζίν πισινό του με τη μύτη της πατερίτσας μου. «Κάνε στην άκρη». Παραμέρισε, τραβώντας μαζί του το καροτσάκι, για να σκαρφαλώσω και τα υπόλοιπα σκαλιά μέχρι το Μικρό Ροζ. Ακόμα κοιτούσε τους πίνακες. «Τζακ, αυτός ο τύπος στη Σκότο είναι πραγματικά εντάξει; Ξέρεις;» «Η μαμά μου έτσι λέει κι αυτό εμένα μου αρκεί». Που θα πει, νομίζω, ότι θα έπρεπε να μου αρκεί κι εμένα. Υπέθεσα ότι δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. «Δε μου είπε τίποτα για τους άλλους ιδιοκτήτες -νομίζω ότι υπάρχουν ακόμα δύο-, αλλά λέει ότι ο κύριος Νανούτσι είναι εντάξει». Ο Τζακ μου είχε κάνει μια μεγάλη χάρη. Ένιωθα συγκινημένος. «Κι αν δεν του αρέσουν αυτά», συνέχισε ο Τζακ, «θα είναι μουρλός». «Νομίζεις;» Έγνεψε καταφατικά. Από το ισόγειο ακούστηκε η χαρούμενη φωνή του Γουάιρμαν: «Τοκ-τοκ! Ήρθα για την εκπαιδευτική μας εκδρομή. Δεν πιστεύω να έχει αλλάξει τίποτα; Ποιος κρατάει την κατάσταση με τα ονόματα; Μήπως έπρεπε να πάρω μαζί μου και τα κεφτεδάκια μου;» νΐ Είχα φανταστεί ένα φαλακρό, λιπόσαρκο άνθρωπο με ύφος προφέσορα και λαμπερά καστανά μάτια -έναν Ιταλό Μπεν Κίνγκσλεϊ-, αλλά ο Ντάριο Νανούτσι αποδείχτηκε πως ήταν σαραντάρης, στρουμπουλός, ευγενικός και με πυκνά μαλλιά. Ωστόσο έπεσα κοντά ως προς τα μάτια. Δεν τους ξέφευγε τίποτα. Τα είδα να γουρλώνουν μια φορά -ελαφρά αλλά αισθητά- όταν ο Γουάιρμαν ξετύλιξε προσεκτικά τον τελευταίο από τους καμβάδες που είχα φέρει, to Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια. Οι πίνακες ήταν στη-
ριγμένοι στη σειρά στον πίσω τοίχο της γκαλερί, που εκείνο τον καιρό φιλοξενούσε κυρίως φωτογραφίες της Στέφανι Σάτσατ και ελαιογραφίες του Γουίλιαμ Μπέρα. Καλύτερα πράγματα, σκέφτηκα, απ' ό,τι θα μπορούσα να φτιάξω εγώ σ' έναν αιώνα. Παρ' όλο που είχε υπάρξει εκείνο το ανεπαίσθητο γούρλωμα των ματιών. Ο Νανούτσι τους κοίταξε όλους προσεκτικά από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, και ύστερα τους ξαναπέρασε άλλη μια φορά. Δεν είχα ιδέα αν αυτό ήταν καλό ή κακό. Η μαύρη αλήθεια ήταν ότι, μέχρι εκείνη την ημέρα, ποτέ πριν στη ζωή μου δεν είχα ξαναβρεθεί σε γκαλερί. Γύρισα να ρωτήσω τον Γουάιρμαν τι νόμιζε, αλλά ο Γουάιρμαν είχε αποτραβηχτεί και κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τον Τζακ, ενώ κι οι δυο τους παρακολουθούσαν τον Νανούτσι να κοιτάζει τους πίνακές μου. Και δεν ήταν οι μόνοι, συνειδητοποίησα. Τα τέλη Ιανουαρίου είναι περίοδος μεγάλης κίνησης για τα πανάκριβα μαγαζιά κατά μήκος της δυτικής ακτής της Φλόριντα. Υπήρχαν τουλάχιστον δέκα αργόσχολοι μέσα στην ευρύχωρη αίθουσα της γκαλερί Σκότο (ο Νανούτσι αργότερα χρησιμοποίησε τον πολύ πιο ευπρεπή όρο «δυνητικοί πελάτες»), που χάζευαν τις ντάλιες της Σάτσατ, τις υπέροχες αλλά κάπως τουριστικές ελαιογραφίες του Γουίλιαμ Μπέρα με τοπία από την Ευρώπη, και μερικά πολύ πρωτότυπα, εύθυμα και πληθωρικά γλυπτά που στην αρχή δεν τα είχα προσέξει μες στην πρεμούρα μου να ξετυλίξω τα δικά μου καλούδια -τα οποία είχε κάνει ένας τύπος ονόματι Ντέιβιντ Γκέρσταϊν. Στην αρχή νόμισα ότι αυτό που τραβούσε την προσοχή των τυχαίων απογευματινών επισκεπτών ήταν τα γλυπτά -μουσικοί της τζαζ, τρελοί κολυμβητές, σκηνές της πόλης που έσφυζαν από ζωή. Και μερικοί πράγματι τους έριχναν μια ματιά, αλλά οι περισσότεροι δεν έκαναν ούτε καν αυτό. Εκείνο που κοιτούσαν ήταν οι πίνακές μου. Ένας άντρας με αυτό που οι Φλοριδιανοί αποκαλούν μαύρισμα του Μίσιγκαν -το οποίο μπορεί να σημαίνει επιδερμίδα που είναι είτε τελείως λευκή είτε κατακόκκινη σαν το χρώμα του αστακούμε χτύπησε στον ώμο με το ελεύθερο χέρι του. Το άλλο ήταν πλεγμένο με τα δάχτυλα της συζύγου του. «Ξέρεις ποιος είναι ο καλλιτέχνης;» ρώτησε. «Εγώ», ψέλλισα κι ένιωσα το πρόσωπο μου να καίει. Ένιωσα
σαν να ομολογούσα ότι είχα περάσει την τελευταία βδομάδα κατεβάζοντας φωτογραφίες της Λίνζι Λόχαν από το Ίντερνετ. «Μπράβο σου!» είπε θερμά η σύζυγος του. «Θα κάνεις έκθεση;» Τώρα όλοι κοιτούσαν εμένα. Σχεδόν όπως θα κοιτούσες ένα καινούριο είδος ζαργάνας, που μπορεί ν' αποδεικνυόταν ότι θα ήταν το πιάτο της ημέρας αλλά μπορεί και όχι. Έτσι ένιωσα, τουλάχιστον. «Δεν ξέρω αν θα κάνω ένθεση. Έκθεση». Ένιωσα κι άλλο αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου. Αίμα ντροπής, που ήταν κακό. Αίμα οργής, που ήταν χειρότερο. Αν έβγαινε προς τα έξω, θα ήταν οργή ενάντια στον εαυτό μου, αλλ' αυτοί οι άνθρωποι δε θα το ήξεραν. Άνοιξα το στόμα μου να πω κάτι και το ξανάκλεισα. Χαλάρωσε, σκέφτηκα και ευχήθηκα να είχα μαζί μου τη Ρίμπα. Αυτοί οι άνθρωποι πιθανώς θα θεωρούσαν έναν καλλιτέχνη ο οποίος κουβαλάει μαζί του μια κούκλα απολύτως φυσιολογικό. Στο κάτω κάτω, είχαν επιβιώσει από τις ιδιορρυθμίες του Άντι Γουόρχολ. Χαλάρωσε. Μπορείς να το κάνεις. «Εννοώ ότι έχω πολύ μικρή εμπειρία σ' αυτά τα θέματα και δεν ξέρω ποια είναι η διαδικασία». Πάψε να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, Έντγκαρ. Ξέρεις τι τους ενδιαφέρει. Όχι οι ζωγραφιές σου, αλλά το άδειο σου μανίκι. Είσαι Ο Μονόχειρας Καλλιτέχνης. Γιατί να μην πάψεις τις περιστροφές και να τους πεις απλά να πάνε να γαμηθούν; Ήταν σίγουρα της φαντασίας μου, όμως... Όμως τώρα θα έπαιρνα κι όρκο ότι οι πάντες μέσα στην γκαλερί είχαν συγκεντρωθεί γύρω μου. Ακόμα κι εκείνοι που ήταν στον μπροστινό χώρο και κοιτούσαν τα λουλούδια της κυρίας Σάτσατ είχαν πλησιάσει, τραβηγμένοι από απλή περιέργεια. Ήταν ένα οικείο θέαμα- είχα δει να δημιουργούνται παρόμοια πηγαδάκια γύρω από τις τρύπες της σανιδένιας περίφραξης σ' εκατοντάδες εργοτάξια. «Θα σου πω εγώ ποια είναι η διαδικασία», είπε ένας άλλος τύπος, επίσης με μαύρισμα του Μίσιγκαν. Είχε προτεταμένη κοιλιά, μύτη κόκκινη από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και φορούσε ένα χαβανέζικο πουκάμισο που του έφτανε σχεδόν μέχρι τα γόνατα. Τα λευκά παπούτσια του πήγαιναν ασορτί με τα άψογα χτενισμένα λευκά μαλλιά του. «Είναι απλό. Δυο βήματα όλα κι όλα.
Βήμα πρώτο, εσύ μου λες πόσα θέλεις γι1 αυτό εδώ». Έδειξε το Ηλιοβασίλεμα με Γλάρο. «Βήμα δεύτερο, εγώ γράφω την επιταγή». Το μικρό πλήθος γέλασε. Ο Ντάριο Νανούτσι όχι. Μου έγνεψε να πάω κοντά του. «Με συγχωρείτε», είπα στον ασπρομάλλη άντρα. «Το ποντάρισμα μόλις ανέβηκε, φίλε μου», είπε κάποιος στον Κοκκινομύτη και ακολούθησαν κι άλλα γέλια. Ο Κοκκινομύτης γέλασε κι αυτός, αλλά δε φάνηκε να το βρίσκει πραγματικά αστείο. Τα παρατηρούσα όλ' αυτά σαν μέσα σ' ένα όνειρο. Ο Νανούτσι μου χαμογέλασε, ύστερα στράφηκε στους επισκέπτες που ακόμα κοιτούσαν τους πίνακές μου. «Κυρίες και κύριοι, ο κύριος Φρίμαντλ δεν ήρθε σήμερα εδώ για να πουλήσει, απλώς για να πάρει μια γνώμη για τα έργα του. Παρακαλώ σεβαστείτε την επιθυμία του και τη φύση του επαγγέλματος μου». Όποια κι αν είναι αυτή, σκέφτηκα σαστισμένα. «Μου επιτρέπετε να σας προτείνω να κοιτάξετε τα έργα που εκτίθενται, όσο εμείς θα αποσυρθούμε για λίγο στα μετόπισθεν; Η κυρία Οκόιν, ο κύριος Μπρουκς και ο κύριος Καστελάνο θα χαρούν να απαντήσουν σε οποιαδήποτε ερώτησή σας». «Η δική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να κάνεις μια έκθεση με τα έργα αυτού του ανθρώπου το συντομότερο δυνατό», είπε μια γυναίκα με αυστηρό ύφος, με τα γκριζαρισμένα μαλλιά της μαζεμένα κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού και με μια ρημαγμένη ομορφιά ακόμα στο πρόσωπο της. Διάσπαρτα χειροκροτήματα υποδέχτηκαν τα λόγια της. Το αίσθημα ότι βρισκόμουν μέσα σ' όνειρο εντάθηκε. Ένας αιθέριος νεαρός ήρθε προς το μέρος μας από κάποιον πίσω χώρο. Ίσως να τον είχε καλέσει ο Νανούτσι, αλλά ο διάολος να με πάρει αν ήξερα πώς. Μίλησαν για λίγο και κατόπιν ο νεαρός έβγαλε ένα μεγάλο ρολό με αυτοκόλλητα. Ήταν οβάλ κι επάνω έγραφαν ΔΠ με ασημιά γράμματα. Ο Νανούτσι έβγαλε ένα, έσκυψε κοντά στον πρώτο πίνακα, ύστερα κοντοστάθηκε και με κοίταξε επιτιμητικά. «Αυτοί οι καμβάδες δεν έχουν περαστεί με κανένα προστατευτικό υλικό». «Εε... υποθέτω όχι», είπα. Κοκκίνισα πάλι. «Δεν... ξέρω πώς ακριβώς γίνεται αυτό». «Ντάριο, εδώ έχεις να κάνεις με έναν αληθινό Αμερικανό πριμιτίφ», είπε η γυναίκα με το αυστηρό ύφος. «Αν ζωγραφίζει περισ-
σότερο από τρία χρόνια, θα σε κεράσω δείπνο στο Ζόρια'ς και θα πληρώσω και το κρασί». Έστρεψε το ρημαγμένο αλλά ακόμα σχεδόν θεσπέσιο πρόσωπο της προς το μέρος μου. «Όταν και αν υπάρχει κάτι για να γράψεις, Μαίρη», είπε ο Νανούτσι, «θα σου τηλεφωνήσω ο ίδιος προσωπικά». «Το καλό που σου θέλω», αποκρίθηκε εκείνη. «Και δε θα ρωτήσω καν το όνομά του -βλέπεις τι καλό κορίτσι που είμαι;» Έπαιξε τα δάχτυλά της στον αέρα προς το μέρος μου, γλίστρησε μέσα στο μικρό πλήθος και χάθηκε. «Δεν ήταν κι ανάγκη να ρωτήσει», είπε ο Τζακ και ασφαλώς είχε δίκιο. Είχα υπογράψει όλες τις ελαιογραφίες στην κάτω αριστερή γωνία, το ίδιο καθαρά όπως είχα υπογράψει και όλα τα τιμολόγια, τις εντολές παραγγελίας και τα συμβόλαια στην άλλη μου ζωή. Εντγκαρ Φρίμαντλ.
vii Ο Νανούτσι αποφάσισε τελικά να κολλήσει τα αυτοκόλλητα του με το ΔΠ στην πάνω δεξιά γωνία κάθε ζωγραφιάς, απ' όπου προεξείχαν σαν τις ετικέτες των φακέλων σε μια αρχειοθήκη. Ύστερα οδήγησε τον Γουάιρμαν κι εμένα στο γραφείο του. Κάλεσε και τον Τζακ, αλλ' αυτός προτίμησε να μείνει με τους πίνακες. Στο γραφείο ο Νανούτσι μας πρόσφερε καφέ, που τον αρνηθήκαμε, και νερό, που το δεχτήκαμε. Δέχτηκα επίσης μερικές κάψουλες Τάιλενολ. «Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Η Μαίρη Άιρ», είπε ο Νανούτσι. «Είναι σταθερή παρουσία στην καλλιτεχνική σκηνή της δυτικής ακτής της Φλόριντα. Εκδίδει μια δωρεάν εφημερίδα για φιλότεχνους, ονόματι Μπουλεβαρντ. Βγαίνει μια φορά το μήνα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, κάθε δεκαπενθήμερο στη διάρκεια της τουριστικής σεζόν. Ζει στην Τάμπα -σε ένα φέρετρο, σύμφωνα με κάποιους ευφυολόγους του σιναφιού μας. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι ντόπιοι καλλιτέχνες είναι η αδυναμία της». «Φάνηκε να κόβει το μάτι της», είπε ο Γουάιρμαν. Ο Νανούτσι σήκωσε τους ώμους. «Η Μαίρη είναι εντάξει. Έχει βοηθήσει πολλούς καλλιτέχνες κι είναι στην πιάτσα από πολύ πα-
λιά. Αυτό την κάνει σημαντική σε μια πόλη όπου ζούμε -σε μεγάλο βαθμό- από την εποχιακή τουριστική κίνηση». «Κατάλαβα», είπε ο Γουάιρμαν. Χάρηκα πολύ που κάποιος καταλάβαινε. «Είναι ένας διαμεσολαβητής». «Κάτι περισσότερο», είπε ο Νανούτσι. «Είναι ένα είδος καταρτισμένου ξεναγού. Θέλουμε να την κρατάμε ευχαριστημένη. Εφόσον μπορούμε, ασφαλώς». Ο Γουάιρμαν έγνεψε καταφατικά. «Υπάρχει μια ολόκληρη οικονομία που βασίζεται στην καλή συνεργασία μεταξύ καλλιτεχνών και γκαλερί εδώ, στη δυτική ακτή της Φλόριντα. Η Μαίρη Αιρ το καταλαβαίνει αυτό και το ενισχύει. Έτσι, αν η Χάπι Αρτ Γκαλέρια λίγο παρακάτω ανακαλύψει ότι μπορεί να πουλάει πορτραίτα του Έλβις φτιαγμένα με μακαρόνια πάνω σε βελούδο για δέκα χιλιάδες δολάρια το κομμάτι, η Μαίρη θα...» «Θα τους κάνει να μην ξέρουν πού να κρυφτούν», είπε ο Νανούτσι. «Αντίθετα απ' ό,τι πιστεύουν οι σνομπ κουλτουριάρηδες -μπορείς συνήθως να τους ξεχωρίσεις από τα μαύρα ρούχα τους και τα μικροσκοπικά κινητά τους τηλέφωνα-, δεν είμαστε αργυρώνητοι». «Τα είπες και ξαλάφρωσες;» ρώτησε ο Γουάιρμαν, χωρίς ακριβώς να χαμογελάει. «Σχεδόν», είπε εκείνος. «Το μόνο που ήθελα να πω είναι ότι η Μαίρη καταλαβαίνει την κατάστασή μας. Πουλάμε καλά πράγματα, οι περισσότεροι από εμάς, και μερικές φορές πουλάμε εξαιρετικά πράγματα. Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να βρούμε και να προωθήσουμε νέους καλλιτέχνες, αλλά κάποιοι από τους πελάτες μας είναι τόσο πλούσιοι που τους κάνει κακό. Το λέω αυτό έχοντας υπόψη ανθρώπους όπως ο κύριος Κοστέντζα εκεί έξω, που ανέμιζε το βιβλιάριο των επιταγών του, και οι κυρίες που έρχονται με τα σκυλιά τους βαμμένα ασορτί με το πιο καινούριο τους παλτό». Ο Νανούτσι έδειξε τα δόντια του σε ένα χαμόγελο που ήμουν πρόθυμος να στοιχηματίσω ότι πολλοί από τους πιο πλούσιους πελάτες του δεν το έβλεπαν ποτέ. Είχα μαγευτεί. Όλ' αυτά ήταν ένας άλλος κόσμος. «Η Μαίρη γράφει στην εφημερίδα της για κάθε καινούρια έκθεση που πέφτει στην αντίληψή της, δηλαδή για τις περισσότερες, και πιστέψτε με, δεν είναι όλες οι κριτικές της εγκωμιαστικές». «Αλλά οι περισσότερες είναι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Ασφαλώς, γιατί οι περισσότερες εκθέσεις είναι καλές. Αν τη
ρωτούσες, θα σου έλεγε ότι πολύ λίγα από τα έργα που βλέπει είναι πραγματικά σπουδαία, γιατί κατά κανόνα τέτοια έργα δεν παράγονται σε τουριστικές περιοχές, αλλά καλά; Ναι. Πράγματα που ο καθένας μπορεί να κρεμάσει στους τοίχους του σπιτιού του και κατόπιν να τα δείξει και να πει "Αγόρασα αυτό" χωρίς ίχνος ντροπής». Σκέφτηκα ότι ο Νανούτσι είχε μόλις δώσει έναν τέλειο ορισμό της μετριότητας -είχα δει το ίδιο να ισχύει σε εκατοντάδες αρχιτεκτονικά σχέδια-, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα. «Η Μαίρη συμμερίζεται το ενδιαφέρον μας για τους πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες. Ίσως έρθει κάποια στιγμή που θα είναι προς το συμφέρον σας να τα πείτε λίγο μαζί της, κύριε Φρίμαντλ. Πριν από μια έκθεση του έργου σας, φέρ' ειπείν». «Θα ενδιαφερόσουν να κάνεις μια τέτοια έκθεση εδώ, στη Σκότο;» με ρώτησε ο Γουάιρμαν. Τα χείλη μου είχαν στεγνώσει. Προσπάθησα να τα υγράνω με τη γλώσσα μου, αλλά ήταν κι αυτή στεγνή. Έτσι ήπια μια γουλιά από το νερό μου κι ύστερα είπα, «Νομίζω ότι έτσι βάζουμε το άλογο μπροστά από το κάρο». Σταμάτησα. Έδωσα χρόνο στον εαυτό μου. Ήπια άλλη μια γουλιά νερό. «Συγνώμη. Το κάρο μπροστά από το άλογο, ήθελα να πω. Ήρθα για να ανακαλύψω ποια είναι η δική σας γνώμη, Signor Νανούτσι. Εσείς είστε ο ειδικός». Ξέμπλεξε τα δάχτυλά του από το μπροστινό μέρος του γιλέκου του κι έσκυψε μπροστά. Το τρίξιμο της καρέκλας του μες στο μικρό εκείνο δωμάτιο ήχησε υπερβολικά δυνατά στ' αυτιά μου. Όμως χαμογέλασε και το χαμόγελο του ήταν θερμό. Φώτισε τα μάτια του, τα έκανε ακαταμάχητα. Μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν επιτυχημένος στην πώληση έργων τέχνης, αλλά δε νομίζω ότι προσπαθούσε να πουλήσει κάτι εκείνη τη στιγμή. Απλωσε το χέρι του πάνω απ' το γραφείο του κι έπιασε το δικό μου -εκείνο με το οποίο ζωγράφιζα, το μοναδικό που μου είχε απομείνει. «Κύριε Φρίμαντλ, μου κάνετε μεγάλη τιμή, αλλά ο Signor της οικογένειάς μας είναι ο πατέρας μου, ο Αγκοστίνο. Εγώ αρκούμαι να με προσφωνούν απλώς κύριο. Όσο για τα έργα σας, ναι, είναι καλά. Αν λάβει κανείς υπόψη το πόσον καιρό ασχολείστε με τη ζωγραφική, είναι μάλιστα πολύ καλά. Ίσως περισσότερο κι από καλά». «Τι τα κάνει καλά;» ρώτησα. «Αν είναι καλά, τι τα κάνει καλά;» «Η αλήθεια», είπε. «Αάμπει μέσα από κάθε πινελιά». «Μα τα περισσότερα είναι απλώς ηλιοβασιλέματα! Τα πράγμα-
τα που πρόσθεσα...» Σήκωσα το χέρι μου κι ύστερα το άφησα να πέσει. «Είναι απλά ψεύτικα τεχνάσματα εντυπωσιασμού», Ο Νανούτσι γέλασε. «Έχετε μάθει τόσο κακές λέξεις! Πού; Διαβάζοντας τις σελίδες με τα νέα της τέχνης στους Νιου Γιορκ Τάιμς; Ακούγοντας τις εκπομπές του Μπιλ Ο'Ράιλι; Ή μήπως κι από τα δυο;» Έδειξε το ταβάνι. «Ο λαμπτήρας; Ψεύτικος!» Έδειξε το στήθος του. «Ο βηματοδότης; Ψεύτικος!» Τίναξε τα χέρια του στον αέρα. Ο τυχερός, είχε δυο χέρια να τινάξει. «Πετάξτε τις κακές σας λέξεις, κύριε Φρίμαντλ. Η τέχνη πρέπει να είναι ένας τόπος ελπίδας, όχι αμφιβολίας. Και οι δικές σας αμφιβολίες προέρχονται από την απειρία, που δεν πρέπει να ντρέπεστε γι' αυτήν. Ακούστε με. Θα με ακούσετε;» «Ασφαλώς», είπα. «Γι' αυτό ήρθα». «Όταν λέω αλήθεια, εννοώ ομορφιά». «Τζον Κιτς», είπε ο Γουάιρμαν. «"Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία". Όλα όσα ξέρουμε, όλα όσα χρειάζεται να μάθουμε. Παλιό αλλά αθάνατο». Ο Νανούτσι δεν έδωσε σημασία. Είχε σκύψει μπροστά πάνω απ' το γραφείο του και κοιτούσε εμένα. «Για μένα, κύριε Φρίμαντλ...» «Έντγκαρ». «Για μένα, Έντγκαρ, αυτό συνοψίζει όλο τον προορισμό της τέχνης και το μοναδικό μέτρο με το οποίο μπορεί να την κρίνει κανείς». Χαμογέλασε -νομίζω λιγάκι απολογητικά. «Δε θέλω να σκέφτομαι πάρα πολύ την τέχνη, βλέπετε. Δε θέλω να την κρίνω. Δε θέλω να παρακολουθώ συμπόσια, να ακούω εμβριθείς ανακοινώσεις, ούτε να τη συζητώ σε κοκτέιλ πάρτι -μόλο που μερικές φορές, λόγω επαγγέλματος, είμαι αναγκασμένος να κάνω όλ' αυτά. Εκείνο που θέλω είναι να σφίγγω την καρδιά μου και να πέφτω ξερός όποτε τη βλέπω». Ο Γουάιρμαν έσκασε στα γέλια και σήκωσε και τα δυο του χέρια ψηλά. «Αμήν, Κύριε», φώναξε. «Δεν ξέρω αν εκείνος ο τύπος εκεί έξω έσφιγγε την καρδιά του κι ετοιμαζόταν να πέσει ξερός, αλλά σίγουρα ήταν έτοιμος να βγάλει το βιβλιάριο των επιταγών του». Ο Νανούτσι είπε: «Μέσα του, νομίζω ότι το έκανε. Νομίζω ότι όλοι έτσι ένιωσαν». «Για να πω την αλήθεια, το ίδιο νομίζω κι εγώ», είπε ο Γουάιρμαν. Δε χαμογελούσε πια.
Ο Νανούτσι παρέμεινε προσηλωμένος σ' εμένα. «Ας μη μιλάμε για ψευτιές κι εύκολους εντυπωσιασμούς. Εκείνο που προσπαθείτε να επιτύχετε στα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι απολύτως ξεκάθαρο: αναζητάτε έναν τρόπο να επανεφεύρετε το πιο δημοφιλές και τετριμμένο από όλα τα θέματα που προσφέρει σ' έναν καλλιτέχνη η Φλόριντα, το τροπικό ηλιοβασίλεμα. Προσπαθείτε να υπερβείτε το κλισέ». «Ναι, σε γενικές γραμμές αυτό επιδιώκω. Γι' αυτό αντέγραψα τον Νταλί...» Ο Νανούτσι με σταμάτησε με μια χειρονομία. «Αυτοί οι πίνακες δεν έχουν τίποτα κοινό με την τέχνη του Νταλί. Και δεν πρόκειται να πιάσω συζήτηση μαζί σου για τις σχολές της τέχνης, Έντγκαρ, ούτε ν' αρχίσω να χρησιμοποιώ λέξεις που τελειώνουν σε -ισμός. Δεν ανήκεις σε καμιά σχολή τέχνης, γιατί δεν ξέρεις καμιά τους». «Ξέρω από κτίρια», είπα. «Τότε γιατί δε ζωγραφίζεις κτίρια;» Κούνησα το κεφάλι μου. Θα μπορούσα να του είχα πει ότι αυτή η σκέψη δε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό, αλλά θα ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια αν έλεγα ότι δεν είχε περάσει ποτέ από το ακρωτηριασμένο μου χέρι. «Η Μαίρη είχε δίκιο. Είσαι ένας Αμερικανός πριμιτίφ. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ' αυτό. Και η Γιαγιά Μόουζες ήταν μια Αμερικανή πριμιτίφ. Ο Τζάκσον Πόλοκ επίσης. Το θέμα είναι, Έντγκαρ, ότι έχεις ταλέντο». Άνοιξα το στόμα μου. Το ξανάκλεισα. Απλά δεν μπορούσα να βρω τι να πω. Ο Γουάιρμαν με βοήθησε. «Ευχαρίστησε τον κύριο, Έντγκαρ», είπε. «Ευχαριστώ», είπα. «Παρακαλώ. Και αν όντως αποφασίσεις να κάνεις μια έκθεση, Έντγκαρ, σε παρακαλώ να έρθεις πρώτα στη Σκότο. Θα σου προσφέρω την καλύτερη συμφωνία απ' οποιαδήποτε άλλη γκαλερί της Παλμ Άβενιου. Το υπόσχομαι αυτό». «Αστειεύεσαι; Ασφαλώς και θα έρθω πρώτα εδώ». «Και ασφαλώς εγώ θα διαβάσω προσεκτικά το συμβόλαιο», είπε ο Γουάιρμαν χαμογελώντας αγγελικά. Ο Νανούτσι χαμογέλασε κι αυτός. «Πρέπει και σε παρακαλώ να το κάνεις. Όχι ότι θα βρεις πολλά να διαβάσεις· το σύνηθες
συμβόλαιο που προσφέρει η γκαλερί Σκότο σε κάθε πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη έχει έκταση μόλις μιάμιση σελίδα». «Κύριε Νανούτσι», είπα, «πραγματικά δεν ξέρω πώς να σ' ευχαριστήσω». «Το έκανες ήδη», είπε. «Έσφιξα την καρδιά μου -ό,τι έχει απομείνει από αυτήν- κι έπεσα ξερός. Πριν φύγεις, υπάρχει μια ακόμα εκκρεμότητα». Βρήκε ένα μπλοκάκι πάνω στο γραφείο του, σημείωσε κάτι επάνω, ύστερα έσχισε το φύλλο και μου το έδωσε σαν γιατρός που δίνει μια συνταγή σε έναν ασθενή. Ακόμα και η λέξη που είχε γράψει με μεγάλα λοξά κεφαλαία γράμματα έμοιαζε με κάτι που θα μπορούσες να δεις γραμμένο στη συνταγή ενός γιατρού: ΛΙΚΟΥΙΝ. «Τι είναι το Λίκουιν;» ρώτησα. «Ένα συντηρητικό. Προτείνω να αρχίσεις απλώνοντάς το πάνω στα τελειωμένα έργα σου με μια χαρτοπετσέτα. Μόνο μια λεπτή στρώση. Άφησέ τη να στεγνώσει είκοσι τέσσερις ώρες και ύστερα άπλωσε μια δεύτερη στρώση. Έτσι τα ηλιοβασιλέματά σου θα διατηρήσουν τη φωτεινότητα και τη φρεσκάδα τους για αιώνες». Με κοίταξε τόσο σοβαρά που ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται λίγο. «Δεν ξέρω αν είναι τόσο καλά ώστε ν' αξίζουν τέτοια μακροβιότητα, αλλά ίσως και να είναι. Ποιος ξέρει; Ίσως και να είναι».
viii Δειπνήσαμε στο Ζόρια'ς, το εστιατόριο που είχε αναφέρει η Μαίρη Αιρ, και άφησα τον Γουάιρμαν να με κεράσει ένα μπέρμπον πριν από το φαγητό. Ήταν το πρώτο πραγματικά δυνατό ποτό που έπινα μετά το ατύχημα και με ζάλισε με αστείο τρόπο. Όλα άρχισαν να γίνονται πιο έντονα, ώσπου ο κόσμος γύρω μου γέμισε φως και χρώμα. Οι γωνίες των πραγμάτων -οι πόρτες, τα παράθυρα, ακόμα και οι ανασηκωμένοι αγκώνες των διερχόμενων σερβιτόρωνέμοιαζαν αρκετά μυτερές ώστε να κόψουν τον αέρα γύρω μου και να επιτρέψουν σε κάποια πιο σκοτεινή, πιο πηχτή ατμόσφαιρα να εισρεύσει μέσα στο χώρο του εστιατορίου σαν σιρόπι. Ο ξιφίας που παρήγγειλα ήταν πεντανόστιμος, τα φρέσκα φασολάκια κριτσανιστά και η κρεμ μπριλέ σχεδόν πολύ πλούσια για να την τελειώσεις (αλλά και πολύ πλούσια για να την αφήσεις). Η συζήτησή
μας ήταν εύθυμη· γελάσαμε πολύ. Ωστόσο, ήθελα το δείπνο να τελειώνει. Το κεφάλι μου εξακολουθούσε να πονάει, μόλο που το χτύπημα του άλγους είχε μετατοπιστεί στο πίσω μέρος του κρανίου μου (σαν ένα βαρίδι σ' εκείνα τα μπόουλινγκ που βρίσκεις στα μπαρ), και το πυκνό μποτιλιάρισμα που μπορούσαμε να δούμε στη Μέιν Στρητ μου έφερνε ζάλη. Κάθε κορνάρισμα ακουγόταν εριστικό και απειλητικό. Ήθελα να επιστρέψω στο Ντούμα. Ήθελα να ξαναδώ τη μαυρίλα του Κόλπου και να ξανακούσω το σιγανοκουβέντιασμα των κοχυλιών από κάτω μου καθώς θα ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με τη Ρίμπα στο διπλανό μαξιλάρι. Κι όταν ο σερβιτόρος ήρθε να μας ρωτήσει αν θέλαμε και άλλο καφέ, ο Τζακ είχε επωμιστεί τη συνέχιση της συζήτησης σχεδόν μόνος του. Μέσα σ' εκείνη την υπερβολική εγρήγορση που με είχε καταλάβει, μπόρεσα να δω ότι δεν ήμουν ο μόνος που χρειαζόταν αλλαγή περιβάλλοντος. Δεδομένου του χαμηλού φωτισμού του ρεστοράν και του βαθιού μαυρίσματος που είχε αποκτήσει η επιδερμίδα του Γουάιρμαν, ήταν δύσκολο να πω πόσο ακριβώς χλομός ήταν στην πραγματικότητα, αλλά μου φαινόταν ότι ήταν πολύ χλομός. Και το αριστερό του μάτι έτρεχε πάλι. «Μόνο το λογαριασμό», είπε ο Γουάιρμαν και χαμογέλασε με προσπάθεια. «Λυπάμαι που σας κόβω στη μέση τη γιορτή, αλλά θέλω να επιστρέψω στην κυρά μου. Αν δε σας πειράζει». «Κανένα πρόβλημα από την πλευρά μου», είπε ο Τζακ. «Δωρεάν φαγητό κι επιστροφή στο σπίτι έγκαιρα για να δω τα αθλητικά; Το καλύτερο μου». Ο Γουάιρμαν κι εγώ περιμέναμε έξω από το γκαράζ όσο ο Τζακ μπήκε να φέρει το νοικιασμένο ημιφορτηγό. Εδώ το φως ήταν πιο έντονο, αλλ' αυτό που μου αποκάλυψε κάθε άλλο παρά μείωσε την ανησυχία μου για τον καινούριο μου φίλο· μέσα στην ανταύγεια που ξεχυνόταν από το γκαράζ, η επιδερμίδα του έμοιαζε σχεδόν κίτρινη. Τον ρώτησα αν ήταν καλά. «Ο Γουάιρμαν είναι γερός σαν ταύρος», είπε. «Η μις Ίστλεϊκ, από το άλλο μέρος, έχει περάσει μερικές ανήσυχες νύχτες. Ζητάει τις αδερφές της, ζητάει τον μπαμπά της, ζητάει τα πάντα εκτός από το να παίξουμε τυφλόμυγα. Κάτι της κάνει αυτή η καταραμένη πανσέληνος. Μπορεί να μην ακούγεται λογικό, αλλά έτσι είναι. Η θεά Άρτεμις στέλνει μηνύματα σε ένα μήκος κύματος που μόνο τα κλονισμένα μυαλά μπορούν να το πιάσουν. Τώρα που το φεγγάρι
είναι στο τελευταίο του τέταρτο, θ' αρχίσει να κοιμάται πάλι σαν μωρό. Που σημαίνει ότι κι εγώ θα μπορέσω να χορτάσω έναν ύπνο της προκοπής. Ελπίζω». «Ωραία». «Αν ήμουν στη θέση σου, Έντγκαρ, θα έδινα χρόνο στον εαυτό μου να σκεφτεί αυτή την έκθεση στην γκαλερί, και μάλιστα αρκετό. Επίσης, συνέχισε να ζωγραφίζεις. Ήσουν εργατικός σαν μελισσούλα, αλλά αμφιβάλλω αν έχεις αρκετούς πίνακες για να...» Υπήρχε μια κολόνα ντυμένη με πλακάκια πίσω του. Τρέκλισε προς τα πίσω κι έπεσε πάνω της. Αν δεν ήταν η κολόνα, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα είχε σωριαστεί στο πεζοδρόμιο. Η επήρεια του μπέρμπον είχε αρχίσει να εξασθενεί, αλλά μου απέμενε ακόμα αρκετή από εκείνη την αίσθηση της αυξημένης εγρήγορσης για να προσέξω αυτό που έπαθαν τα μάτια του όταν έχασε την ισορροπία του. Το δεξί κοίταξε κάτω, σαν για να ελέγξει τα παπούτσια του, ενώ το αριστερό, που είχε κατακοκκινίσει και έτρεχε, γύρισε προς τα πάνω μες στην κόγχη του ώσπου δε φαινόταν πια από την ίριδα παρά ένα λεπτό τόξο. Είχα χρόνο να σκεφτώ ότι αυτό που έβλεπα ήταν στα σίγουρα αδύνατο, ότι τα μάτια δεν μπορούν να κοιτάνε έτσι προς δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Και αυτό πιθανώς να ίσχυε για ανθρώπους που ήταν υγιείς. Ύστερα ο Γουάιρμαν άρχισε να καταρρέει. Τον έπιασα. «Γουάιρμαν; Γουάιρμαν/» Τίναξε το κεφάλι του αριστερά δεξιά και με κοίταξε. Μάτια εστιασμένα σ' εμένα και όλα εντάξει. Το αριστερό γυάλιζε και είχε κοκκινίσει, αυτό ήταν όλο. Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε το μάγουλο του. Γέλασε. «Έχω ακούσει να κάνεις τους άλλους ν' αποκοιμιούνται με τη βαρετή φλυαρία σου, αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό; Αυτό είναι γελοίο». «Δεν αποκοιμήθηκες. Ήσουν... Δεν ξέρω τι ήσουν». «Μη γίνεσαι ανόητος, αγαπούλα», είπε ο Γουάιρμαν. «Όχι, τα μάτια σου συμπεριφέρονταν πολύ περίεργα». «Αυτό λέγεται αποκοιμιέμαι, muchacho». Μου έριξε ένα από τα χαρακτηριστικά βλέμματά του: το κεφάλι γερτό, τα φρύδια σηκωμένα, δυο λακκάκια στις γωνίες των χειλιών να γράφουν το ξεκίνημα ενός χαμόγελου. Όμως νόμιζα ότι ήξερε ακριβώς για ποιο πράγμα μιλούσα. «Πρέπει να δω ένα γιατρό, να κάνω ένα τσεκάπ», είπα. «Να κά-
νω μια μαγνητική τομογραφία. Το υποσχέθηκα στο φίλο μου, τον Κέιμεν. Τι θα έλεγες να κλείσουμε ένα διπλό ραντεβού;» Ο Γουάιρμαν στηριζόταν ακόμα στην κολόνα. Τώρα ίσιωσε το κορμί του. «Ε, να ο Τζακ με το φορτηγάκι. Δεν του πήρε και πολύ. Εμπρός, βήμα ταχύ, Έντγκαρ - τ ο τελευταίο λεωφορείο για το Ντούμα Κη αναχωρεί τώρα». ix Συνέβη πάλι, στο δρόμο της επιστροφής, και ήταν ακόμα χειρότερο, μόλο που ο Τζακ δεν το είδε -ήταν απασχολημένος να οδηγεί το φορτηγάκι κατά μήκος της Κέισι Κη Ρόουντ-, και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ούτε ο Γουάιρμαν το κατάλαβε. Είχα ρωτήσει τον Τζακ αν θα τον πείραζε να μην επιστρέψουμε από την Ταμιάμι Τρέιλ, το γοητευτικά κακόγουστο κεντρικό δρόμο της δυτικής ακτής της Φλόριντα, αλλά να ακολουθήσουμε τον πιο στενό και φιδογυριστό δρόμο. Ήθελα να δω το καθρέφτισμα του φεγγαριού πάνω στο νερό, είπα. «Έχεις αρχίσει να αποκτάς εκείνες τις μικρές εκκεντρικότητες των καλλιτεχνών, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν από το πίσω κάθισμα, όπου ήταν ξαπλωμένος με τα πόδια ψηλά. Δε φαινόταν να είναι και πολύ σχολαστικός όσον αφορούσε τις ζώνες ασφαλείας. «Σε λίγο θα φορέσεις και μπερέ». «Γαμήσου, Γουάιρμαν», είπα. «Μόνο με την ωραία αδερφή σου», είπε εύθυμα ο Γουάιρμαν. Αμέσως μετά βυθίστηκε στη σιωπή. Κοιτούσα το φεγγάρι στα δεξιά μου, που όπως καθρεφτιζόταν έμοιαζε να κολυμπάει στο σκοτεινό νερό. Ήταν υπνωτιστικό. Αναρωτήθηκα αν θα κατάφερνα να το ζωγραφίσω όπως φαινόταν μέσα από το φορτηγάκι: ένα φεγγάρι εν κινήσει, μια ασημένια σφαίρα ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του νερού. Αυτές τις σκέψεις έκανα (κι ίσως και να λαγοκοιμόμουν λίγο) όταν ξαφνικά αντιλήφθηκα μια απροσδιόριστη κίνηση πιο πάνω από το φεγγάρι μες στο νερό. Ήταν η αντανάκλαση του Γουάιρμαν. Για μια στιγμή, είχα την παράλογη ιδέα ότι αυνανιζόταν στο πίσω κάθισμα, γιατί οι μηροί του φαίνονταν ν' ανοιγοκλείνουν ενώ οι γοφοί του έμοιαζαν να κινούνται πάνω κάτω. Έριξα μια κλεφτή
ματιά στον Τζακ, αλλά η Κέισι Κη Ρόουντ είναι γεμάτη αλλεπάλληλες στροφές και ο Τζακ ήταν απορροφημένος από την οδήγηση. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού του Γουάιρμαν ήταν ακριβώς πίσω από το κάθισμα του Τζακ και δεν ήταν ορατό ούτε καν από τον εσωτερικό καθρέφτη του οχήματος. Κοίταξα πάνω από τον αριστερό μου ώμο. Ο Γουάιρμαν δεν αυνανιζόταν. Ούτε κοιμόταν κι έβλεπε ένα πολύ ζωντανό όνειρο. Ο Γουάιρμαν είχε πάθει μια κρίση επιληψίας. Ήταν αθόρυβη και πιθανώς όχι πολύ ισχυρή, αλλά ήταν μια κρίση, αναμφίβολα- είχα έναν επιληπτικό σχεδιαστή στα πρώτα δέκα χρόνια ύπαρξης της Εταιρείας Φρίμαντλ, και ήξερα πολύ καλά να αναγνωρίζω τα συμπτώματα. Ο κορμός του Γουάιρμαν ανασηκωνόταν και ξανάπεφτε δέκα με δώδεκα εκατοστά ενώ οι γλουτοί του μια σφίγγονταν και μια χαλάρωναν. Τα χέρια του έτρεμαν πάνω στο στομάχι του. Τα χείλη του πλατάγιζαν σαν να γευόταν κάτι ιδιαίτερα νόστιμο. Και τα μάτια του είχαν γίνει πάλι όπως όταν βρισκόμασταν έξω από το γκαράζ. Στην αστροφεγγιά, εκείνο το βλέμμα με το ένα μάτι να κοιτάει πάνω και το άλλο να κοιτάει κάτω φαινόταν τόσο αλλόκοτο που ξεπερνάει τις δυνατότητές μου να το περιγράψω. Σάλιο έτρεξε από την αριστερή γωνία του στόματος του· ένα δάκρυ κύλησε από το υγραμένο αριστερό του μάτι στη φουντωτή φαβορίτα του. Αυτό συνεχίστηκε για ίσως είκοσι δευτερόλεπτα κι ύστερα σταμάτησε. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και τα μάτια του επέστρεψαν στη θέση τους. Έμεινε τελείως σιωπηλός για ένα λεπτό. Ίσως και για δύο. Ύστερα με είδε που τον κοιτούσα και είπε, «Θα σκότωνα για ένα ακόμα ποτό ή για μια σοκολάτα με φιστικοβούτυρο, αλλά υποθέτω ότι το ποτό αποκλείεται, ε;» «Υποθέτω πως ναι, αν θέλεις να είσαι βέβαιος ότι θα την ακούσεις αν σε καλέσει τη νύχτα», είπα, ελπίζοντας ότι η φωνή μου δεν πρόδιδε την ανησυχία μου. Ο Γουάιρμαν ανακάθισε και τεντώθηκε. «Ήταν μια καταπληκτική μέρα, αλλά δε θα λυπηθώ καθόλου όταν θα δω το κρεβάτι μου απόψε, παιδιά. Υποθέτω ότι έχω αρχίσει να γερνάω, ε;»
Χ Μόλο που το πόδι μου είχε πιαστεί, βγήκα από το φορτηγάκι και στάθηκα πλάι του όσο άνοιγε το πορτάκι του μικρού σιδερένιου κουτιού πλάι στην πύλη για να αποκαλύψει το πληκτρολόγιο ενός υπερσύγχρονου συστήματος ασφαλείας. «Ευχαριστώ που ήρθες μαζί μου, Γουάιρμαν». «Παρακαλώ», είπε. «Αλλά αν με ξαναευχαριστήσεις, muchacho, θ' αναγκαστώ να σου δώσω μια γροθιά στο στόμα. Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται διαφορετικά». «Έκτακτα», είπα. «Ευχαριστώ για την πληροφορία». Γέλασε και με χτύπησε στον ώμο. «Μου αρέσεις, Έντγκαρ. Νιώθω πολύ τυχερός που σε γνώρισα, κι ας σκας γάιδαρο μερικές φορές». «Πολύ συγκινητικό. Νομίζω ότι θα κλάψω. Άκουσε, Γουάιρμαν...» Θα μπορούσα να του είχα πει τι του είχε μόλις συμβεί. Έφτασα κοντά. Στο τέλος, αποφάσισα να μην το κάνω. Δεν ήξερα αν ήταν η σωστή απόφαση ή όχι, αλλά ήξερα ότι μπορεί να τον περίμενε μια δύσκολη νύχτα με την Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Επίσης, εκείνος ο πονοκέφαλος δεν έλεγε ακόμα να φύγει από το πίσω μέρος του κρανίου μου. Αρκέστηκα να τον ξαναρωτήσω αν θα σκεφτόταν την πρότασή μου να του κλείσω ένα ραντεβού με το γιατρό μαζί με το δικό μου. «Θα το σκεφτώ», είπε. «Και θα σ' ενημερώσω». «Πάντως μην αργήσεις πάρα πολύ, γιατί...» Σήκωσε ένα χέρι, σταματώντας με, και για πρώτη φορά δεν υπήρχε χαμόγελο στο πρόσωπο του. «Αρκετά, Έντγκαρ. Αρκετά γι' απόψε, εντάξει;» «Εντάξει», είπα. Τον παρακολούθησα να μπαίνει μέσα κι ύστερα επέστρεψα στο φορτηγάκι. Ο Τζακ είχε ανεβάσει την ένταση στο ραδιόφωνο. Έπαιζε το «Renegade». Πήγε να το χαμηλώσει, αλλά είπα: «Όχι, δεν πειράζει. Βάλ' το τέρμα». «Αλήθεια;» Έκανε αναστροφή κι έβγαλε πάλι το φορτηγάκι στο δρόμο. «Τρομερό συγκρότημα. Τους έχεις ξανακούσει ποτέ;»
«Τζακ», είπα, «είναι οι Στυξ. Ντένις Ντεγιάνγκ; Τόμι Σο; Πού ζούσες μέχρι τώρα; Σε καμιά σπηλιά;» Ο Τζακ χαμογέλασε ένοχα. «Μου αρέσει κυρίως η κάντρι κι ακόμα περισσότερο οι παλιές επιτυχίες», είπε. «Για να πω την αλήθεια, είμαι πιο πολύ "Ρατ Πακ" τύπος». Η ιδέα ότι ο Τζακ Καντόρι την έβρισκε παρέα με τον Ντιν Μάρτιν και τον Σινάτρα μ' έκανε να αναρωτηθώ -κι όχι για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα- αν όλα αυτά συνέβαιναν πραγματικά. Αναρωτήθηκα επίσης πώς μπορούσα να θυμάμαι ότι ο Ντένις Ντεγιάνγκ και ο Τόμι Σο ήταν στους Στυξ -ότι μάλιστα ο Σο είχε γράψει το τραγούδι που εκείνη τη στιγμή ξεχυνόταν εκκωφαντικά από τα ηχεία του ημιφορτηγού- ενώ μερικές φορές δεν κατάφερνα να θυμηθώ το όνομα της πρώην συζύγου μου. xi Και τα δυο λαμπάκια του τηλεφωνητή δίπλα στο τηλέφωνο του καθιστικού αναβόσβηναν: το ένα που έδειχνε ότι είχα μηνύματα και το άλλο που ειδοποιούσε ότι η κασέτα για την ηχογράφηση των μηνυμάτων ήταν γεμάτη. Όμως ο αριθμός στο παράθυρο που έγραφε ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΣΕ ΑΝΑΜΟΝΗ ήταν μόνο 1. Τον κοίταξα γεμάτος άσχημα προαισθήματα ενώ το βαρίδι του πονοκέφαλου γλίστρησε λίγο πιο κοντά στο μπροστινό μέρος του κρανίου μου. Οι μόνοι δυο άνθρωποι που μπορούσα να σκεφτώ ότι θα τηλεφωνούσαν και θα άφηναν ένα τόσο μακροσκελές μήνυμα ώστε να καταναλώσει όλη την κασέτα ήταν η Παμ και η Ίλσε, και σε καμιά από τις δυο αυτές περιπτώσεις το πάτημα του PLAY δε θα μου επιφύλασσε καλά νέα. Δε χρειάζονται πέντε λεπτά για να πεις Όλα είναι μια χαρά, τηλεφώνησε όποτε ευκαιρήσεις. Άσ' το μέχρι αύριο, σκέφτηκα, και μια δειλή φωνή που δεν ήξερα καν ότι περιλαμβανόταν στο νοητικό μου ρεπερτόριο (ίσως να ήταν καινούρια) ήταν πρόθυμη να προχωρήσει ακόμα πιο πέρα. Πρότεινε να σβήσω απλώς το μήνυμα χωρίς να το ακούσω καν. «Σίγουρα», είπα. «Κι όταν όποια απ' τις δυο ήταν αυτή που τηλεφώνησε με ξαναπάρει, μπορώ απλά να της πω ότι ο σκύλος έφαγε τον τηλεφωνητή μου». Πάτησα το PLAY. Και όπως τόσο συχνά συμβαίνει όταν είμα-
στε σίγουροι ότι ξέρουμε τι να περιμένουμε, με περίμενε μια έκπληξη. Δεν ήταν η Παμ ούτε η Ίλσε. Η ασθματική φωνή που ερχόταν από τον τηλεφωνητή ανήκε στην Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. «Γεια σου, Έντγκαρ», είπε. «Τολμώ να ελπίζω ότι είχες ένα γόνιμο απόγευμα κι ότι αυτή τη στιγμή απολαμβάνεις τη βραδινή σου έξοδο με τον Γουάιρμαν όσο εγώ απολαμβάνω τη βραδιά μου εδώ μέσα με τη συντροφιά της δεσποινίδος... λοιπόν, ξεχνάω το όνομά της, αλλά είναι πολύ ευχάριστη. Και τολμώ να ελπίζω πως θα προσέξεις ότι θυμήθηκα το όνομά σου. Απολαμβάνω ένα από τα διαστήματα ξαστεριάς μου. Τα αγαπώ και τα θεωρώ πολύτιμα, αλλά συγχρόνως με θλίβουν. Είναι σαν να βρίσκεσαι σ' ένα ανεμόπτερο κι ένα ξαφνικό φύσημα του ανέμου να σε σηκώνει πάνω από την ομίχλη που σκεπάζει το έδαφος. Για λίγο μπορείς να δεις τα πάντα τόσο καθαρά... και συγχρόνως ξέρεις ότι ο άνεμος θα σβήσει κι ότι το ανεμόπτερο σου θα βυθιστεί πάλι μέσα στην ομίχλη. Καταλαβαίνεις;» Φυσικά και καταλάβαινα. Μπορεί να ήμουν καλύτερα τώρα, αλλά σ' έναν τέτοιο κόσμο είχα ξυπνήσει κι εγώ μετά το ατύχημα, σ' έναν κόσμο όπου οι λέξεις ηχούσαν ακατανόητα και οι μνήμες ήταν σκορπισμένες σαν έπιπλα κήπου ύστερα από μια καταιγίδα. Σ' έναν κόσμο όπου είχα προσπαθήσει να επικοινωνήσω χτυπώντας τους ανθρώπους γύρω μου κι όπου τα μόνα δύο συναισθήματα που έμοιαζα να μπορώ να νιώσω ήταν φόβος και παράφορη οργή. Τολμώ να ελπίζω ότι κάποια στιγμή ξεπερνάει κανείς αυτή την κατάσταση (όπως θα έλεγε και η Ελίζαμπεθ), αλλά νομίζω ότι από εκεί και πέρα ποτέ δε χάνει τελείως την αίσθηση ότι η πραγματικότητα είναι κάτι εύθραυστο, σαν της αράχνης τον ιστό. Πίσω από αυτό το λεπτό πλεμάτι; Το χάος. Η τρέλα. Η πραγματική αλήθεια, ίσως, και η πραγματική αλήθεια είναι κόκκινη. «Όμως αρκετά μίλησα για μένα, Έντγκαρ. Τηλεφώνησα για να σου κάνω μια ερώτηση. Είσαι από αυτούς που δημιουργούν τέχνη για το χρήμα ή από εκείνους που κάνουν τέχνη για την τέχνη; Νομίζω ότι σε ρώτησα όταν σε συνάντησα -είμαι σχεδόν βέβαιη- αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ την απάντησή σου. Πιστεύω ότι είσαι από αυτούς που κάνουν τέχνη για την τέχνη, αλλιώς το Ντούμα δε θα σε είχε καλέσει. Όμως αν μείνεις για πολύ εδώ...» Μια φανερή αγωνία χρωμάτισε τη φωνή της. «Έντγκαρ, είμαι βέβαιη ότι θα γίνεις ένας πολύ καλός γείτονας,
δεν έχω καμία αμφιβολία επ' αυτού, αλλά πρέπει να λάβεις προφυλάξεις. Νομίζω ότι έχεις μια κόρη και έχω την εντύπωση ότι σε επισκέφθηκε. Έτσι δεν είναι; Μου φαίνεται ότι τη θυμάμαι να με χαιρετάει μέσα από ένα αυτοκίνητο. Ένα χαριτωμένο πλάσμα με ξανθά μαλλιά; Ίσως να την μπερδεύω με την αδερφή μου τη Χάνα -έχω την τάση να το κάνω αυτό, το ξέρω ότι την έχω-, αλλά, εν τοιαύτη περιπτώσει, Έντγκαρ, δεν πρέπει να ξανακαλέσεις την κόρη σου εδώ. Επ' ουδενί. Το Ντούμα Κη δεν είναι ασφαλές μέρος για κόρες». Κοίταξα αποσβολωμένος τον τηλεφωνητή. Όχι ασφαλές. Πριν είχε πει όχι τυχερό, ή τουλάχιστον εγώ έτσι θυμόμουν. Αυτά τα δυο κατέληγαν να είναι το ίδιο ή όχι; «Και η τέχνη σου. Υπάρχει και το ζήτημα της τέχνης σου». Ακουγόταν απολογητική και λιγάκι λαχανιασμένη. «Δεν είναι ευχάριστο να λέει κανείς σε έναν καλλιτέχνη τι να κάνει· μάλιστα, δεν μπορεί να πει κανείς σε έναν καλλιτέχνη τι να κάνει, και ωστόσο... ω Θεέ μου...» Αναλύθηκε στον ανεξέλεγκτο, τραχύ βήχα του ισόβιου καπνιστή. «Δεν είναι ευχάριστο να μιλάει κανείς γι' αυτά τα πράγματα ευθέως... δεν ξέρει καν κανείς πώς να τα πει ευθέως... αλλά θα μου επιτρέψεις να σου δώσω μια συμβουλή, Έντγκαρ; Ως ένας άνθρωπος από εκείνους που απλώς ξέρουν να εκτιμούν, προς κάποιον ο οποίος μπορεί να δημιουργεί; Θα μου το επιτρέψεις αυτό;» Περίμενα. Σιωπή. Σκέφτηκα ότι ίσως η κασέτα είχε τελειώσει. Κάτω από τα πόδια μου τα κοχύλια ψιθύριζαν σιγαλά, σαν να μοιράζονταν μυστικά. Το όπλο, το φρούτο. Το φρούτο, το όπλο. Ξαφνικά η Ελίζαμπεθ άρχισε πάλι να μιλάει. «Αν οι άνθρωποι που έχουν τη Σκότο ή την Αβενίδα σου προσφέρουν μια ευκαιρία να δείξεις τα έργα σου, θα σε συμβούλευα ολόψυχα να δεχτείς. Για να τα απολαύσουν και άλλοι άνθρωποι, ασφαλώς, αλλά κυρίως για να απομακρύνεις από το Ντούμα όσο περισσότερα μπορείς σε όσο συντομότερο διάστημα μπορείς». Πήρε μια βαθιά, ηχηρή ανάσα, που ακούστηκε σαν ανθρώπου που ετοιμάζεται να ολοκληρώσει ένα επίπονο καθήκον. Ακουγόταν επίσης απολύτως λογική, απολύτως προσηλωμένη σ' εκείνη τη στιγμή. «Μην τα αφήσεις να συσσωρευτούν. Αυτή είναι η συμβουλή που είχα να σου δώσω, καλοπροαίρετα και χωρίς καμιά... καμιά υστεροβουλία; Ναι, αυτό εννοώ. Το ν' αφήνεις τέτοια δουλειά να συσσω-
ρεύεται εδώ είναι σαν να αφήνεις πολλή ηλεκτρική ενέργεια να συσσωρεύεται μέσα σε μια μπαταρία. Αν το κάνεις αυτό, η μπαταρία μπορεί να εκραγεί». Δεν ήξερα αν αυτό το τελευταίο ίσχυε πραγματικά ή όχι, αλλά κατάλαβα τι εννοούσε. «Δεν μπορώ να σου πω για ποιο λόγο είναι έτσι τα πράγματα, αλλά έτσι είναι», συνέχισε... και ξαφνικά είχα τη διαίσθηση ότι αυτή τη φορά έλεγε ψέματα. «Και φυσικά, αν πιστεύεις στην τέχνη για την τέχνη, εκείνο που προέχει είναι η ζωγραφική, δε συμφωνείς;» Η φωνή της είχε γίνει σχεδόν γαλίφικη τώρα. «Ακόμα κι αν δεν έχεις ανάγκη να πουλήσεις τα έργα σου για να αγοράσεις τον άρτον τον επιούσιο, το να μοιράζεσαι τη δουλειά σου... να τη δίνεις στον κόσμο... οπωσδήποτε οι καλλιτέχνες ενδιαφέρονται γι' αυτά τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Για το δόσιμο;» Πώς θα μπορούσα να ξέρω τι ήταν σημαντικό για τους καλλιτέχνες; Μόλις εκείνη την ημέρα είχα μάθει ποια τελική επεξεργασία έπρεπε να κάνω στις ζωγραφιές μου για να τις προστατεύσω από τη φθορά του χρόνου όταν τις τελείωνα. Ήμουν ένας... πώς με είχαν αποκαλέσει ο Νανούτσι και η Μαίρη Αιρ; Ένας Αμερικανός πριμιτίφ. Άλλη μια παύση. Ύστερα: «Νομίζω ότι θα σταματήσω τώρα. Είπα όσα ήθελα να πω. Μόνο σε παρακαλώ να σκεφτείς καλά όσα είπα, αν σκοπεύεις να μείνεις, Έντουαρντ. Και ανυπομονώ να μου ξαναδιαβάσεις. Πολλά ποιήματα, ελπίζω. Θα είναι μεγάλη χαρά για μένα. Αντίο, προς το παρόν. Ευχαριστώ που άκουσες μια γριά γυναίκα». Μια παύση. Ύστερα είπε: «Το μπολ στάζει. Δεν εξηγείται αλλιώς. Λυπάμαι». Περίμενα είκοσι δευτερόλεπτα, ύστερα τριάντα. Είχα μόλις αποφασίσει ότι είχε ξεχάσει να κατεβάσει το ακουστικό από τη δική της άκρη της γραμμής και άπλωνα το χέρι για να πατήσω το ΣΤΟΠ στον τηλεφωνητή, όταν μίλησε πάλι. Μόνο πέντε λέξεις, και δεν έβγαζαν περισσότερο νόημα από το μπολ που έσταζε, αλλά μολαταύτα έκαναν να ανατριχιάσουν και τα δυο μου μπράτσα και να σηκωθούν οι τρίχες στον αυχένα μου. «Ο πατέρας μου έκανε καταδύσεις», είπε η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Κάθε λέξη αρθρωμένη καθαρά. Ύστερα ακούστηκε το κλικ του τηλεφώνου που κλείνει.
«Δεν έχετε άλλο μήνυμα», είπε το ρομπότ του τηλεφώνου. «Η κασέτα εγγραφής μηνυμάτων είναι γεμάτη». Στάθηκα και κοιτούσα το μηχάνημα, σκέφτηκα να σβήσω το μήνυμα, ύστερα αποφάσισα να το φυλάξω και να το παίξω στον Γουάιρμαν. Γδύθηκα, βούρτσισα τα δόντια μου και πήγα στο κρεβάτι. Ξάπλωσα μέσα στο σκοτάδι, νιώθοντας τα μηλίγγια μου να χτυπάνε απαλά, ενώ από κάτω μου τα κοχύλια ψιθύριζαν το τελευταίο πράγμα που είχε πει ξανά και ξανά: Ο πατέρας μου έκανε καταδύσεις.
8 - Οικογενειακό Πορτραίτο
i Τα πράγματα χαλάρωσαν για λίγο. Μερικές φορές συμβαίνει αυτό. Το καζάνι βράζει, και ύστερα, τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να ξεχειλίσει, κάποιο χέρι -του Θεού, της μοίρας, ίσως απλώς της σύμπτωσης- κατεβάζει τη θερμοκρασία. Το ανέφερα κάποτε αυτό στον Γουάιρμαν και είπε ότι η ζωή είναι σαν την Παρασκευή στις σαπουνόπερες. Σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι όλα θα τελειώσουν μια χαρά, και τη Δευτέρα αρχίζουν ξανά μανά τα ίδια σκατά. Νόμιζα ότι θα ερχόταν μαζί μου να δει ένα γιατρό και ότι θα βρίσκαμε τι είχε. Νόμιζα ότι θα μου έλεγε γιατί είχε αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι και πώς ένας άνθρωπος επιβιώνει από κάτι τέτοιο. Η απάντηση φαινόταν να είναι, «Με κρίσεις επιληψίας και με πολλή δυσκολία όταν προσπαθεί να διαβάσει τα ψιλά γράμματα». Ίσως να μπορούσε επίσης να μου πει γιατί η εργοδότριά του είχε τέτοια μανία να κρατήσει την Ίλσε μακριά από το νησί. Και το επιστέγασμα: νόμιζα ότι θα αποφάσιζα τι έμελλε να γίνει από εκεί και πέρα στη ζωή του Έντγκαρ Φρίμαντλ, του Μεγάλου Αμερικανού Πριμιτίφ. Στην πραγματικότητα, τίποτε από αυτά δε συνέβη, τουλάχιστον για λίγο. Η ζωή είναι όντως γεμάτη από αλλαγές, και μερικές φορές τα τελικά αποτελέσματα είναι εκρηκτικά, αλλά τόσο στις σαπουνόπερες όσο και στην πραγματικότητα, οι κοσμογονικές εκρήξεις συχνά έχουν μακρύ φιτίλι. Ο Γουάιρμαν συμφώνησε να έρθει μαζί μου για να δει ένα γιατρό και «να του εξετάσουν το κεφάλι», αλλά όχι πριν από το Μάρτιο. Ο Φεβρουάριος ήταν υπερβολικά φορτωμένος μήνας, είπε. Οι χειμερινοί ένοικοι -που ο Γουάιρμαν τους αποκαλούσε «τα έμμη-
να», θαρρείς και ήταν γυναικεία περίοδος κι όχι άνθρωποι- θ' άρχιζαν να καταφθάνουν σιγά σιγά σε όλα τα σπίτια της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ το ερχόμενο Σαββατοκύριακο. Τα πρώτα αποδημητικά πτηνά που θα κατέφθαναν θα ήταν κι αυτά που συμπαθούσε λιγότερο ο Γουάιρμαν. Οι Γκόντφρι από το Ρόουντ Άιλαντ. Έρχονταν για δέκα βδομάδες κάθε χειμώνα κι έμεναν στο σπίτι που ήταν πιο κοντά στη χασιέντα της Ελίζαμπεθ. Οι πινακίδες που προειδοποιούσαν για τα ροτβάιλερ και το πίτμπουλ τους είχαν ήδη κρεμαστεί στην είσοδο του κήπου- η Ίλσε κι εγώ τις είχαμε δει. Ο Γουάιρμαν είπε ότι ο Τζο από τα Κακά Σκυλιά ήταν ένας πρώην πεζοναύτης, και ο τόνος της φωνής του έμοιαζε να δηλώνει ότι αυτό εξηγούσε τα πάντα. «Ο κύριος Ντιρίσκο δεν τολμάει καν να βγει από το αυτοκίνητο του όταν έχει ένα δέμα γι' αυτούς», είπε ο Γουάιρμαν. Αναφερόταν στο στρουμπουλό και εύθυμο αντιπρόσωπο της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ για το νότιο τμήμα του Κέισι και ολόκληρο το Ντούμα Κη. Καθόμασταν πάνω στα τρίποδα μπροστά απ' το σπίτι των Κακών Σκυλιών, δυο μέρες πριν από την προγραμματισμένη άφιξη των Γκόντφρι. Ο δρόμος της αυλής, στρωμένος με θρυμματισμένα κοχύλια, λαμπύριζε μ' ένα νοτισμένο ροζ χρώμα. Ο Γουάιρμαν είχε ανοίξει το αυτόματο πότισμα. «Αφήνει απλά ό,τι έχει στη βάση του γραμματοκιβωτίου, κορνάρει και συνεχίζει για το Παλάσιο. Και μήπως τον κατηγορώ γι' αυτό; Ούτε κατά διάνοια». «Γουάιρμαν, σχετικά με το γιατρό...» «Το Μάρτιο, muchacho, και μάλιστα πριν από τις Ειδούς*. Σ' το υπόσχομαι». «Απλά το αναβάλλεις», είπα. «Δεν το αναβάλλω. Έχω απλώς δουλειές με φούντες, και αυτό είναι όλο. Πιάστηκα λιγάκι απροετοίμαστος πέρυσι, αλλά φέτος δε θα ξανασυμβεί. Δεν μπορεί να ξανασυμβεί, γιατί φέτος η μις Ίστλεϊκ θα είναι πολύ λιγότερο ικανή να με βοηθήσει. Τουλάχιστον τα Κακά Σκυλιά έχουν ξανάρθει, είναι γνωστές ποσότητες, όπως και οι Μπαουμγκάρτεν. Μου αρέσουν οι Μπαουμγκάρτεν. Έχουν δυο παιδιά». «Μήπως τυχόν κανένα από τα δυο είναι κορίτσι;» ρώτησα, σκεπτόμενος την προκατάληψη της Ελίζαμπεθ σχετικά με τις κόρες και το Ντούμα. *Η 15η Μαρτίου, η μέρα που δολοφονήθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας το 44 π.Χ. (Σ.τ.Μ.)
«Όχι, και τα δυο είναι από το είδος εκείνο των αγοριών που θα έπρεπε να έχουν γραμμένο φαρδιά πλατιά στο μέτωπο τους ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΨΟΓΟΙ, ΑΛΛΑ ΜΗ ΜΑΣ ΘΥΜΩΝΕΤΕ ΓΓ ΑΥΤΟ. Οι άνθρωποι που έρχονται στα υπόλοιπα τέσσερα σπίτια είναι όλοι καινούριοι. Μπορώ να ελπίζω ότι κανένας τους δε θα είναι από τους τύπους που ακούν όλη τη νύχτα ροκ εντ ρολ στη διαπασών και κάνουν κάθε μέρα πάρτι, αλλά ποιες είναι οι πιθανότητες;» «Όχι καλές, αλλά μπορείς τουλάχιστον να ελπίζεις ότι θα αφήσουν στο σπίτι τα CD τους με τους Σλίπνοτ». «Ποιοι είναι οι Σλίπνοτ; Τι είναι πάλι αυτοί οι Σλίπνοτ;» «Γουάιρμαν, δε θέλεις να ξέρεις. Ειδικά όταν φαίνεσαι να το έχεις βάλει σκοπό να συγχυστείς». «Δεν έχω βάλει καθόλου τέτοιο σκοπό. Ο Γουάιρμαν απλώς εξηγεί πώς είναι ο Φεβρουάριος στο Ντούμα Κη, muchacho. Θα πρέπει να αντιμετωπίσω με επιτυχία τα πάντα, από το τι να κάνουμε αν τσιμπήσει μια τσούχτρα ένα από τα αγόρια των Μπαουμγκάρτεν μέχρι το πού η Ρίτα των Κακών Σκυλιών μπορεί ν' αγοράσει έναν ανεμιστήρα για τη γιαγιά της, που μάλλον θα την καταχωνιάσουν πάλι στο πίσω υπνοδωμάτιο για καμιά βδομάδα. Νομίζεις ότι η μις Ίστλεϊκ είναι γριά; Έχω δει να περιφέρουν μεξικάνικες μούμιες στους δρόμους της Γουαδαλαχάρα την Ημέρα των Νεκρών που ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τη γιαγιά των Κακών Σκυλιών. Έχει δυο βασικές γραμμές συζήτησης. Την ερωτηματική -«Μου έφερες μπισκοτάκι;»- και τη δηλωτική -«Φέρε μου μια πετσέτα, Ρίτα, νομίζω ότι η τελευταία μου κλανιά είχε ένα γρόμπο μέσα της». Έσκασα στα γέλια. Ο Γουάιρμαν έσυρε το ένα του παπούτσι μέσα στα θρυμματισμένα κοχύλια, χαράζοντας ένα χαμόγελο. Πέρα από μας, οι σκιές μας έπεφταν στην Ντούμα Κη Ρόουντ, που ήταν ασφαλτοστρωμένη, λεία και ομαλή. Εδώ, τουλάχιστον. Πιο νότια, το πράγμα άλλαζε. «Η απάντηση στο πρόβλημα του ανεμιστήρα, αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις, είναι Ο Παράδεισος του Ανεμιστήρα του Νταν. Φοβερό όνομα, δε συμφωνείς; Και θα σου πω κάτι: πραγματικά μου αρέσει να επιλύω αυτά τα προβλήματα. Να αποσοβώ μικρές κρίσεις. Κάνω τους ανθρώπους πολύ πιο ευτυχισμένους εδώ, στο Ντούμα Κη, απ' όσο τους έκανα ποτέ μου στις αίθουσες των δικαστηρίων». Αλλά δεν έχεις χάσει την ικανότητα να οδηγείς τους συνομιλητές σου μακριά από τα θέματα που δε θέλεις να συζητήσεις, σκέφτηκα.
«Γουάιρμαν, θα έπαιρνε μόνο ένα μισάωρο για να πάμε σε ένα γιατρό να κοιτάξει τα μάτια σου και να σου εξετάσει το κεφάλι...» «Κάνεις λάθος, muchacho», είπε καρτερικά. «Αυτή την εποχή του χρόνου παίρνει τουλάχιστον δυο ώρες για να καταφέρεις να σε δει ένας γιατρός σ' ένα απλό Κέντρο Υγείας για έναν παλιο-πονόλαιμο. Αν προσθέσεις και μια ώρα ταξίδι -περισσότερο τώρα, γιατί είναι η περίοδος των αποδημητικών πτηνών και κανένα τους δεν ξέρει πού πηγαίνει-, μιλάς για τρεις ώρες της ημέρας που απλά δεν μπορώ να τις διαθέσω. Όχι όταν έχω κλεισμένα ραντεβού να συναντήσω τον τεχνικό που επισκευάζει τα κλιματιστικά στο 17... τον τύπο που μετράει το ρολόι του νερού στο 27... τον τεχνικό της καλωδιακής ακριβώς εδώ, αν στέρξει να εμφανιστεί ποτέ». Έδειξε το διπλανό σπίτι, το οποίο τύχαινε να είναι το 39. «Μια παρέα νεαρών από το Τολίντο έχει νοικιάσει αυτό εκεί μέχρι τις δεκαπέντε Μαρτίου, και πληρώνει εφτακόσια δολάρια επιπλέον για κάτι που λέγεται Wi-Fi και που δεν ξέρω καν τι είναι». «Το αδήριτο μέλλον, αυτό είναι. Έχω κι εγώ. Φρόντισε ο Τζακ γι' αυτό. Το μέλλον όπου "τα παιδιά θα βιάζουν τον πατέρα τους και θα μαχαιρώνουν τη μητέρα τους"». «Καλό κομμάτι. Αρλο Γκάθρι, 1967». «Η ταινία βγήκε το 1969, νομίζω», είπα. «Όποτε κι αν ήταν, viva το μέλλον των παιδιών που θα βιάζουν τις μητέρες τους και θα μαχαιρώνουν βατραχάκια. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι εγώ είμαι πιο πολυάσχολος κι από έναν μονοπόδαρο σε διαγωνισμό κλοτσοπατινάδας... εξάλλου, έλα, Έντγκαρ. Ξέρεις ότι δε θα πάω απλά για να μου κάνουν τοκ-τοκ στο κεφάλι και να μου κοιτάξει ο γιατρός τα μάτια με το φακουδάκι του». «Αλλά αν το χρειάζεσαι...» «Προς το παρόν, είμαι μια χαρά». «Σίγουρα. Γι' αυτό είμαι εγώ αυτός που της διαβάζει ποιήματα κάθε απόγευμα». «Λίγη φιλολογική παιδεία δε θα σε βλάψει, παλιοκανίβαλε». «Το ξέρω ότι δε θα με βλάψει, και εσύ ξέρεις ότι δεν είναι αυτό για το οποίο μιλάω». Σκέφτηκα - κ ι όχι για πρώτη φορά- ότι ο Γουάιρμαν ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που είχα γνωρίσει στην ενήλικη ζωή μου ο οποίος μου έλεγε επίμονα όχι χωρίς να με κάνει να θυμώνω. Ήταν ένας εξπέρ της άρνησης. Μερικές φορές νόμιζα ότι ήταν δικό του γνώρισμα- άλλες φορές σκε-
φτόμουν ότι το ατύχημα είχε αλλάξει κάτι μέσα σ' εμένα- κάποιες φορές πίστευα ότι συνέβαιναν και τα δυο. «Μπορώ να διαβάζω, ξέρεις», είπε ο Γουάιρμαν. «Κάθε φορά κι από λίγο. Αρκετά για να τα φέρνω βόλτα. Τις ετικέτες πάνω στα μπουκάλια των φαρμάκων, τους αριθμούς των τηλεφώνων, τέτοια πράγματα. Και θα πάω να με κοιτάξει ένας γιατρός, γι' αυτό κόψε πια αυτή τη σπαστική μανία σου να βάλεις στο σωστό δρόμο όλο τον κόσμο. Χριστέ μου, απορώ πώς σε άντεχε η γυναίκα σου». Με κοίταξε λοξά και είπε: «Οπς. Μήπως ο Γουάιρμαν μόλις πάτησε έναν κάλο που πονάει;» «Είσαι έτοιμος να μιλήσεις για εκείνη τη μικρή στρογγυλή ουλή στο πλάι του κεφαλιού σου; Muchacho;» Χαμογέλασε πλατιά. «Touche. Touche. Χίλια συγνώμη». «Κέρτ Κομπέιν», είπα. «1993. Ή κάπου εκεί γύρω». Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. «Αλήθεια; Εγώ θα είχα πει ότι ήταν το '95, αλλά έχω χάσει πολλά επεισόδια από τη σκηνή της ροκ. Ο Γουάιρμαν γέρασε, θλιβερό αλλά αληθινό. Όσο γι' αυτό με την κρίση επιληψίας... λυπάμαι, Έντγκαρ, αλλά δεν το πιστεύω». Ωστόσο το πίστευε. Μπορούσα να το δω στα μάτια του. Αλλά πριν προλάβω να πω τίποτ' άλλο, κατέβηκε από το τρίποδο κι έδειξε προς το Βορρά. «Κοίτα! Ένα άσπρο φορτηγάκι! Νομίζω ότι οι Δυνάμεις της Καλωδιακής Τηλεόρασης έφτασαν!» ii Πίστεψα τον Γουάιρμαν όταν είπε ότι δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα είχε μιλήσει η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ στον τηλεφωνητή, αφού του έβαλα να ακούσει το μήνυμά της. Συνέχισε να υποστηρίζει ότι η ανησυχία της για την κόρη μου είχε να κάνει με τις από καιρό πεθαμένες δικές της αδερφές. Δήλωσε πλήρη άγνοια ως προς το λόγο για τον οποίο η Ελίζαμπεθ δεν ήθελε να συσσωρεύσω τα έργα μου στο νησί. Σχετικά μ' αυτό, είπε, δεν είχε ιδέα. Τα Κακά Σκυλιά κατέφθασαν· το ακατάσχετο γάβγισμα του θηριοτροφείου τους άρχισε. Οι Μπαουμγκάρτεν κατέφθασαν και αυτοί, κι άρχισα να συναντάω συχνά τους γιους τους να παίζουν φρίσμπι στην παραλία. Ήταν όπως ακριβώς τους είχε περιγράψει ο Γουάιρμαν: δυο γεροδεμένα αγόρια, όμορφα και ευγενικά, το ένα
ίσως έντεκα και το άλλο ίσως δεκατριών χρονών, με παράστημα που σύντομα θα τα έκανε, αν δεν τα είχε κάνει ήδη, το κεντρικό θέμα συζήτησης για όλες τις μαζορέτες του γυμνασίου. Ήταν πάντα πρόθυμα να μοιραστούν το φρίσμπι τους μαζί μου για μια δυο βολές όποτε μ' έβλεπαν να περνάω κουτσαίνοντας, και ο μεγαλύτερος —ο Τζεφ- συνήθως φώναζε κάτι ενθαρρυντικό όπως, «Ε, κύριε Φρίμαντλ, ωραία ριξιά!» Ένα ζευγάρι με ένα σπορ αυτοκίνητο εγκαταστάθηκε στο σπίτι ακριβώς νότια από το Μεγάλο Ροζ, και οι ενοχλητικοί σκοποί του Τόμπι Κιθ άρχισαν να φτάνουν μέχρι τ' αυτιά μου γύρω στην ώρα του κοκτέιλ. Γενικώς, νομίζω ότι θα προτιμούσα τους Σλίπνοτ. Το κουαρτέτο των νεαρών από το Τολίντο είχε ένα αμαξάκι του γκολφ με το οποίο έτρεχαν σαν τρελοί πάνω κάτω στην παραλία όταν δεν έπαιζαν βόλεϊ ή δεν έβγαιναν στ' ανοιχτά για ψάρεμα. Ο Γουάιρμαν δεν ήταν απλώς πολυάσχολος- ήταν ένας περιστρεφόμενος δερβίσης. Ευτυχώς, είχε βοήθεια. Μια μέρα ο Τζακ του έδωσε ένα χεράκι για να ξεβουλώσουν τα μπεκ στο αυτόματο πότισμα των Κακών Σκυλιών. Δυο μέρες αργότερα, εγώ τον βοήθησα να σπρώξει το αμαξάκι του γκολφ των επισκεπτών από το Τολίντο από έναν αμμόλοφο στον οποίο είχε κολλήσει —οι υπεύθυνοι το είχαν παρατήσει για να πάνε να πάρουν μια εξάδα μπίρες και υπήρχε κίνδυνος να το παρασύρει η παλίρροια. Ο γοφός και το πόδι μου δεν ήταν ακόμα τελείως καλά, αλλά το χέρι που μου απέμενε δεν είχε κανένα πρόβλημα. Σακάτης ή όχι, συνέχιζα τους Μεγάλους Παραθαλάσσιους Περιπάτους. Κάποιες μέρες -κυρίως όταν έπεφτε ομίχλη στο τέλος του απογεύματος, πρώτα εξαλείφοντας τον Κόλπο σαν ένα στρώμα παγερής αμνησίας κι ύστερα καταπίνοντας και τα σπίτια- έπαιρνα μερικά αναλγητικά χάπια από το απόθεμά μου που ολοένα λιγόστευε. Τις περισσότερες μέρες δεν έπαιρνα καθόλου. Ο Γουάιρμαν σπάνια ήταν αραγμένος στην καρέκλα του της παραλίας πίνοντας πράσινο τσάι εκείνον το Φεβρουάριο, όμως η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ ήταν πάντα στο σαλόνι της, σχεδόν πάντα αναγνώριζε ποιος ήμουν και συνήθως είχε πρόχειρο ένα βιβλίο με ποιήματα. Δεν ήταν πάντα τα Καλά Ποιήματα του Κέιλορ, αλλ' αυτό ήταν εκείνο που της άρεσε περισσότερο. Κι εμένα μου άρεσε. Μέργουιν και Σέξτον και Φροστ, ω Θεέ μου. Διάβασα και μόνος μου πολύ εκείνον το Φεβρουάριο και το
Μάρτιο. Διάβασα περισσότερο απ' όσο είχα διαβάσει χρόνια -μυθιστορήματα, διηγήματα, τρία μεγάλα δοκίμια για το πώς είχαμε φτάσει στο αδιέξοδο του Ιράκ (η πιο σύντομη απάντηση φαινόταν να έχει τα αρχικά Τζ. Γ. Μπ. και ένα καθίκι για αντιπρόεδρο). Αλλά εκείνο που κυρίως έκανα ήταν να ζωγραφίζω. Κάθε απόγευμα και βράδυ ζωγράφιζα ώσπου δεν μπορούσα πια να σηκώσω το χέρι μου από την κούραση, κι ας δυνάμωνε μέρα με την ημέρα και πιο πολύ. Απόψεις της παραλίας, απόψεις του Κόλπου, νεκρές φύσεις και ηλιοβασιλέματα, ηλιοβασιλέματα κι ακόμα περισσότερα ηλιοβασιλέματα. Όμως εκείνο το φιτίλι συνέχιζε να σιγοκαίει. Η θερμοκρασία είχε κατεβεί αλλά η φωτιά δεν είχε σβήσει. Ο Κάντι Μπράουν δεν ήταν το επόμενο σύμπτωμα, αλλ' απλά το επόμενο εμφανές σύμπτωμα. Και περίμενε λες να συμβεί την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Μια φρικτή ειρωνεία, άμα κάτσεις να το σκεφτείς. Φρικτή. iii ifsogirl88 προς EFree19 1 0 : 1 9 π.μ. 3 Φεβρουαρίου Αγαπημένε μου μπαμπά, Δε φαντάζεσαι πόσο χάρηκα μαθαίνοντας ότι άκουσες καλά λόγια για τους πίνακες σου! Ζήτω! ©
Κι αν ΠΡΑΓΜΑΤΙ προσφερθούν να σου κάνουν
μια έκθεση, θα πάρω το επόμενο αεροπλάνο και θα είμαι εκεί με το «μαύρο κοκτέιλ φόρεμά» μου (έχω ένα, είτε το πιστεύεις είτε όχι). Για την ώρα πρέπει να καθίσω στ' αβγό μου και να στρωθώ στο διάβασμα, γιατί - ε δ ώ υπάρχει ένα μυστικό- ελπίζω να κάνω έκπληξη οτον Κάρσον όταν αρχίσουν οι διακοπές του εαρινού εξαμήνου τον Απρίλιο. Τα Κολιμπρί θα είναι τότε στο Τενεσί και στο Άρκανσο (λέει ότι η περιοδεία ξεκίνησε με τρομερή επιτυχία). Σκέφτομαι πως, αν τα πάω καλά στις προόδους που θα γράψουμε, θα μπορούσα να τους προλάβω είτε στο Μ έ μ φ ι ς είτε στο Λιτλ Ροκ. Τι έχεις να πεις γΓ αυτό; Ίλσε
Οι επιφυλάξεις μου για το Κολιμπρί των Βαπτιστών δεν είχαν μειωθεί, κι αυτό που είχα να πω ήταν ότι πήγαινε γυρεύοντας για να φάει το κεφάλι της. Όμως, αν έκανε λάθος σχετικά με τον λεγόμενο, ίσως θα ήταν καλύτερο γι' αυτήν να το ανακαλύψει πριν να είναι αργά. Έτσι -προσευχόμένος να μην ήμουν εγώ αυτός που έκανε λάθος- της έστειλα ένα απαντητικό e-mail όπου της έλεγα ότι ακουγόταν ενδιαφέρουσα ιδέα, με την προϋπόθεση ότι δε θα δημιουργούσε πρόβλημα στις σπουδές της. (Μου ήταν δύσκολο να πω ευθέως στην αγαπημένη μικρότερη κόρη μου ότι το να περάσει μια βδομάδα συντροφιά με το φίλο της, ακόμα κι αν ο εν λόγω φίλος βρισκόταν υπό την επιτήρηση σκληροπυρηνικών Βαπτιστών, ήταν καλή ιδέα.) Πρότεινα επίσης ότι ίσως δε θα ήταν σκόπιμο να εκμυστηρευτεί το σχέδιο της στη μητέρα της. Αυτό προκάλεσε μια άμεση απάντηση. ifsogirl88 προς EFree19 1 2 : 0 2 μ.μ. 3 Φεβρουαρίου Πολυαγαπημένε μου μπαμπάκα: Μ* έχεις για ΤΡΕΛΗ; Ίλι
Όχι, δεν την είχα για τρελή... όμως, αν έπιανε τον τενόρο της να κάνει πρόβες στο κρεβάτι με μια από τις υψίφωνους της χορωδίας όταν θα πήγαινε στο Λιτλ Ροκ, θα ήταν σίγουρα ένα πολύ δυστυχισμένο If-So-Girl. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι τότε η μητέρα της θα μάθαινε τα πάντα, και τον αρραβώνα κι όλα, και ότι η Παμ θα έβρισκε πολλά να πει για τη δική μου διανοητική υγεία. Είχα ήδη κάνει μερικές ερωτήσεις στον εαυτό μου σχετικά με αυτό το θέμα, και ως επί το πλείστον είχα αποφασίσει ότι περνούσα τη βάση. Όταν πρόκειται για τα παιδιά σου, βρίσκεσαι να κάνεις μερικές παράξενες συστάσεις από καιρό σε καιρό, ελπίζοντας απλώς ότι θα έχουν αίσια κατάληξη -και οι συστάσεις και τα παιδιά. Η ανατροφή των παιδιών είναι ένας από τους πιο απαιτητικούς αυτοσχεδιασμούς. Ύστερα υπήρχε η Σάντι Σμιθ, η κτηματομεσίτρια. Στο μήνυμα που είχε αφήσει στον τηλεφωνητή μου, η Ελίζαμπεθ είχε πει ότι πρέπει να είμαι ένας από εκείνους που πίστευαν στην τέχνη για την τέχνη, αλλιώς το Ντούμα Κη δε θα με είχε καλέσει. Εκείνο που ή-
θελα από τη Σάντι ήταν μια επιβεβαίωση ότι το μόνο που με είχε καλέσει ήταν ένα ιλουστρασιόν προσπέκτους, που πιθανώς το είχε δείξει σε πιθανούς ενοικιαστές με βαθιές τσέπες από όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ίσως και από όλο τον κόσμο. Η απάντηση που πήρα δεν ήταν αυτή που ήλπιζα, αλλά θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι εξεπλάγην πραγματικά. Στο κάτω κάτω, εκείνη ήταν η χρονιά που το μνημονικό μου δε λειτουργούσε καλά. Και, επιπλέον, υπάρχει πάντα η επιθυμία να πιστέψεις ότι τα πράγματα συνέβησαν κατά έναν ορισμένο τρόπο* όταν πρόκειται για το παρελθόν, όλοι παίζουμε με στημένη τράπουλα. SmithRealty9505 προς EFree19 2 : 1 7 μ.μ. 8 Φεβρουαρίου Αγαπητέ Έντγκαρ: Χαίρομαι πολύ που σου αρέσει το σπίτι. Για να απαντήσω στην ερώτηση σου, το προσπέκτους για το Σάλμον Πόιντ δεν ήταν το μοναδικό που σου έστειλα, αλλά ένα από τα εννιά συνολικά φυλλάδια με λεπτομέρειες για ενοικιαζόμενες κατοικίες στη Φλόριντα και στην Τζαμάικα που ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις σου. Απ' ό,τι θυμάμαι, το Σάλμον Πόιντ ήταν το μόνο για το οποίο εκδήλωσες ενδιαφέρον. Μάλιστα σε θυμάμαι να λες, «Μην κάνεις παζάρια, απλά κλείσε τη συμφωνία». Ελπίζω να σε βοήθησα. Σάντι
Διάβασα το μήνυμα αυτό από την αρχή μέχρι το τέλος δυο φορές κι ύστερα ψιθύρισα, «Απλά κλείσε τη συμφωνία κι άσε τη συμφωνία να σε κλείσει, muchacha». Δεν μπορούσα να θυμηθώ τα άλλα προσπέκτους, όμως θυμήθηκα εκείνο για το Σάλμον Πόιντ. Ο φάκελος στον οποίο μου είχε έρθει είχε ένα ζωηρό ροζ χρώμα. Ένα μεγάλο ροζ, θα μπορούσες να πεις, και οι λέξεις που είχαν τραβήξει την προσοχή μου δεν ήταν το Σάλμον Πόιντ, αλλά εκείνο που υπήρχε γραμμένο από κάτω του, με χρυσά γράμματα: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΑΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ ΠΛΑΪ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ. Οπότε ίσως το σπίτι να με είχε καλέσει. Ίσως να ήταν έτσι, τελικά.
iv KamenDoc προς EFree19 1:46 μ.μ. 1 0 Φεβρουαρίου Έντγκαρ: Πάει καιρός που έχω ν' ακούσω νέα οου, όπως είπε ο κουφός Ινδιάνος στον άσωτο υιό (παρακαλώ, συγχώρησέ μετά αποτυχημένα ανέκδοτα είναι τα μόνα ανέκδοτα που ξέρω). Πώς πηγαίνει η τέχνη; Όσον αφορά τη μαγνητική τομογραφία, προτείνω να απευθυνθείς στο Κέντρο Νευρολογικών Μελετών στο νοσοκομείο Σαρασότα Μεμόριαλ. Ο αριθμός είναι 941-555-5554. Κέιμεν EFree19 προς KamenDoc 2 : 1 9 μ.μ. 10 Φεβρουαρίου Κέιμεν: Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση. Κέντρο Νευρολογικών Μελετών, Θεέ μου, ακούγεται πολύ σοβαρό! Αλλά θα κλείσω ένα ραντεβού πολύ σύντομα. Έντγκαρ KamenDoc προς EFree19 4 : 5 5 μ.μ. 1 0 Φεβρουαρίου Το σύντομα είναι αρκετό. Αρκεί μόνο να μην παθαίνεις κρίσεις επιληψίας. Κέιμεν
Είχε τονίσει το «αρκεί μόνο να μην παθαίνεις κρίσεις επιληψίας» μ' ένα από εκείνα τα έτοιμα εικονίδια που χρησιμοποιούμε συχνά στα e-mail για να εκφράσουμε συναισθήματα, εκείνο με το στρογγυλό γελαστό πρόσωπο που έχει ένα στόμα γεμάτο δόντια.
Έχοντας δει τον Γουάιρμαν να σπαρταράει στο μισοσκότεινο πίσω κάθισμα του νοικιασμένου ημιφορτηγού με τα μάτια του στραμμένα προς διαφορετικές κατευθύνσεις, δεν ένιωσα καμιά διάθεση να γελάσω. Όμως ήξερα ότι, από τη στιγμή που δεν είχα πρόχειρες αλυσίδες και μια ρυμούλκα για να τον δέσω και να τον πάω σέρνοντας, δε θα κατάφερνα τον Γουάιρμαν να πάει να τον εξετάσει ένας γιατρός πριν από τα μέσα Μαρτίου, εκτός κι αν πάθαινε μια πραγματικά σοβαρή κρίση. Και οπωσδήποτε ο Γουάιρμαν δεν ήταν πρόβλημα του Ζάντερ Κέιμεν. Ούτε εγώ ήμουν, αυστηρά μιλώντας, κι ένιωθα συγκινημένος που ακόμα ενδιαφερόταν για την τύχη μου. Σε μια παρόρμηση της στιγμής πάτησα το κουμπί ΑΠΑΝΤΗΣΗ και πληκτρολόγησα: EFree19 προς KamenDoc 5 : 0 5 μ.μ. 10 Φεβρουαρίου Κέιμεν: Κρίση ούτε μία. Είμαι καλά. Ζωγραφίζω ασταμάτητα. Πήγα μερικούς καμβάδες μου σε μια γκαλερί στη Σαρασότα, κι ένας από τους τύπους που την έχουν τους έριξε μια ματιά. Νομίζω ότι ίσως μου προτείνει να κάνω μια έκθεση εκεί. Αν το κάνει, και αν εγώ συμφωνήσω, θα έρθεις; 0α ήταν καλό να 6ω ένα γνωστό πρόσωπο από τη γη του πάγου & του χιονιού. Έντγκαρ
Ετοιμαζόμουν να κλείσω τον υπολογιστή ύστερα απ' αυτό και να φτιάξω ένα σάντουιτς, αλλά το ηχητικό σήμα για τα νέα εισερχόμενα μηνύματα ακούστηκε πριν προλάβω να το κάνω. KamenDoc προς EFree19 5 : 0 9 μ.μ. 1 0 Φεβρουάριου Πες μου ημερομηνία και θα είμαι εκεί.
Χαμογελούσα καθώς έκλεινα τον υπολογιστή. Κι είχα βουρκώσει και λίγο.
ν Μια μέρα αργότερα πήγα στο Νοκόμις με τον Γουάιρμαν, να πάρουμε ένα καινούριο σιφόνι για τους τύπους στο 17 (σπορ αυτοκίνητο· αηδιαστική κάντρι μουσική) και λίγα μέτρα πλαστική περίφραξη στο κατάστημα με τα είδη κιγκαλερίας για τα Κακά Σκυλιά. Ο Γουάιρμαν δε χρειαζόταν τη βοήθειά μου, κι οπωσδήποτε δε με χρειαζόταν να κουτσαίνω πίσω του μέσα στο Νοκόμις ΤρουΒάλιου, αλλά ήταν μια πληκτική, βροχερή μέρα, κι ήθελα να φύγω λίγο από το νησί. Φάγαμε μεσημεριανό στο Οφίλια'ς, διαφωνήσαμε για το ροκ εντ ρολ, και γενικά περάσαμε ευχάριστα. Όταν επέστρεψα, το λαμπάκι των μηνυμάτων στον τηλεφωνητή μου αναβόσβηνε. Ήταν η Παμ. «Τηλεφώνησέ μου», είχε πει μόνο και το είχε κλείσει. Της τηλεφώνησα, αλλά προηγουμένως -αυτό μου μοιάζει σαν εξομολόγηση, και μάλιστα δειλή- μπήκα στο Ίντερνετ, βρήκα τη Σταρ Τρίμπιουν της Μινεάπολης εκείνης της ημέρας και έκανα κλικ στις ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ. Κοίταξα στα πεταχτά τα ονόματα και βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε ανάμεσά τους εκείνο του Τόμας Ράιλι, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν αποδείκνυε τίποτα· μπορεί να είχε συμβεί πολύ αργά για να μπει στην πρωινή έκδοση. Μερικές φορές έκλεινε τον ήχο στο τηλέφωνο και κοιμόταν λίγο το απόγευμα, οπότε θα μου απαντούσε ο τηλεφωνητής και θα έπαιρνα μια μικρή αναστολή. Αλλά όχι εκείνο το απόγευμα. Μου απάντησε η ίδια η Παμ, με φωνή ήρεμη αλλά όχι ζεστή. «Λέγετε». «Εγώ, είμαι, Παμ. Μου άφησες μήνυμα να σου τηλεφωνήσω». «Υποθέτω πως ήσουν έξω και λιαζόσουν», είπε. «Εδώ χιονίζει. Χιονίζει και κάνει κρύο σαν να βρίσκεσαι στο Βόρειο Πόλο». Χαλάρωσα λίγο. Ο Τομ δεν είχε πεθάνει. Αν ο Τομ είχε πεθάνει, δε θα υπήρχε αυτό το μικρό προοίμιο κακεντρέχειας. «Για να πω την αλήθεια, κι εδώ κάνει κρύο και βρέχει», είπα. «Ωραία, ελπίζω να πάθεις βρογχίτιδα. Ο Τομ Ράιλι έφυγε έξω φρενών από εδώ σήμερα το πρωί, αφού με αποκάλεσε αδιάκριτη σκρόφα και πέταξε ένα βάζο στο πάτωμα. Υποθέτω ότι πρέπει να είμαι ευτυχισμένη που δεν το πέταξε σ' εμένα». Αρχισε να κλαίει. Φύσηξε δυνατά τη μύτη της, βγάζοντας έναν ήχο σαν το κρώξιμο της αγριόχηνας, κι ύστερα με εξέπληξε γελώντας. Ήταν ένα γέλιο
πικρό αλλά και απρόσμενα καλόκεφο. «Πότε υπολογίζεις ότι θα εξαντληθεί η παράξενη ικανότητά σου να με κάνεις να ξεσπάω σε δάκρυα;» «Πες μου τι συνέβη, Πάντα». «Και κομμένο το Πάντα. Ξαναπές με έτσι άλλη μια φορά και σου κλείνω το τηλέφωνο. Κι ύστερα πάρε τον Τομ και ρώτα αυτόν τι συνέβη. Πιθανώς αυτό θα έπρεπε να σε αναγκάσω να κάνεις, έτσι κι αλλιώς. Θα σου άξιζε». Έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι μου κι άρχισα να μαλάζω τους κροτάφους μου: με τον αντίχειρα στην αριστερή κοιλότητα, τον μέσο και το δείκτη στη δεξιά. Είναι εκπληκτικό το πώς ένα χέρι μπορεί να κλείσει μέσα του τόσα όνειρα και τόσο πόνο. Για να μην αναφέρουμε τη δυνατότητα να προκαλέσει τόσο πόνο και πίκρα. «Πες μου, Παμ. Σε παρακαλώ. Θα ακούσω και δε θα θυμώσω». «Έχεις αρχίσει να το ξεπερνάς αυτό, έτσι; Δώσε μου ένα δευτερόλεπτο». Ακούστηκε ένας αμβλύς ήχος καθώς άφηνε το ακουστικό, πιθανώς πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Για μια στιγμή άκουσα τη μακρινή φλυαρία της τηλεόρασης κι ύστερα χάθηκε. Όταν επέστρεψε, είπε, «Εντάξει, τώρα μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη». Το κρώξιμο της αγριόχηνας τρύπησε πάλι τα αυτιά μου καθώς φυσούσε τη μύτη της άλλη μια φορά. Όταν άρχισε να μιλάει πάλι, ήταν ήρεμη, χωρίς ίχνος δακρύων στη φωνή της. «Ζήτησα από τη Μάιρα να του πει να μου τηλεφωνήσει, όταν θα επέστρεφε από την κρουαζιέρα -από τη Μάιρα Ντεβόρκιαν, που ζει στο απέναντι σπίτι. Της είπα ότι ανησυχούσα για τη διανοητική του κατάσταση. Δεν υπήρχε λόγος να το κρατήσω μυστικό αυτό, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Και δε θα το πιστέψεις! Η Μάιρα είπε ότι και αυτή ανησυχούσε -και αυτή και ο Μπεν. Είπε ότι ο Τομ έπινε πάρα πολύ κι ότι μερικές φορές έφευγε αξύριστος για το γραφείο του. Μόλο που είπε ότι έδειχνε αρκετά κομψός όταν έφυγε για τις διακοπές του. Είναι καταπληκτικό το πόσο πολλά βλέπουν οι γείτονές σου, ακόμα και όταν δεν είναι πραγματικά στενοί σου φίλοι. Ο Μπεν και η Μάιρα δεν ήξεραν για... εμάς, ασφαλώς, αλλά ήξεραν πολύ καλά ότι ο Τομ υπέφερε από κατάθλιψη». Νομίζεις ότι δεν ήξεραν, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. «Να μην τα πολυλογώ, τον κάλεσα να περάσει από το σπίτι. Υ-
πήρχε ένα βλέμμα στα μάτια του όταν μπήκε... ένα βλέμμα... σαν να σκεφτόταν ότι ίσως τον είχα καλέσει για να... ξέρεις...» «Για να συνεχίσετε από εκεί που σταματήσατε», είπα. «Εγώ σ' τα λέω αυτά ή εσύ;» «Συγνώμη». «Λοιπόν, έχεις δίκιο. Φυσικά και έχεις δίκιο. Ήθελα να τον καλέσω στην κουζίνα για καφέ, αλλά ποτέ δε φτάσαμε πιο πέρα από το χολ. Ήθελε να με φιλήσει». Το είπε αυτό με μια κάπως προκλητική υπερηφάνεια. «Τον άφησα... μια φορά... αλλά όταν έγινε φανερό ότι ήθελε περισσότερα, τον έσπρωξα πίσω και είπα ότι είχα κάτι να του πω. Εκείνος είπε πως ήξερε ότι ήταν κάτι κακό από το βλέμμα μου, αλλά πως τίποτα δε θα μπορούσε να τον πληγώσει περισσότερο από όσο τον είχα πληγώσει όταν του είχα πει ότι δεν μπορούσαμε να βλεπόμαστε άλλο πια. Τέτοιοι είναι οι άντρες -κι ύστερα λένε ότι εμείς είμαστε εκείνες που ρίχνουμε στους άλλους το φταίξιμο. »Εγώ είπα πως απλώς επειδή δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε ερωτικά δε σήμαινε ότι είχα πάψει να νοιάζομαι γι' αυτόν. Ύστερα είπα ότι αρκετοί άνθρωποι μου είχαν πει ότι φερόταν περίεργα -σαν να μην ήταν πια ο εαυτός του- κι ότι το συνδύασα αυτό με το ότι δεν έπαιρνε τα αντικαταθλιπτικά του χάπια και είχα αρχίσει να ανησυχώ. Είπα ότι νόμιζα πως σκόπευε να αυτοκτονήσει». Σταμάτησε μια στιγμή κι ύστερα συνέχισε. «Πριν έρθει, ποτέ δε σκόπευα να του το πω έτσι καθαρά. Όμως είναι αστείο -τη στιγμή που διάβηκε το κατώφλι της πόρτας ήμουν σχεδόν σίγουρη και όταν με φίλησε βεβαιώθηκα πια απολύτως. Τα χείλη του ήταν παγωμένα. Και στεγνά. Ήταν σαν να φιλούσα ένα πτώμα». «Καταλαβαίνω», είπα και προσπάθησα να ξύσω το δεξί μου μπράτσο. «Το πρόσωπο του τσιτώθηκε, και το εννοώ πραγματικά. Όλες οι γραμμές χάθηκαν και το στόμα του σχεδόν εξαφανίστηκε. Με ρώτησε ποιος μου έβαλε μια τέτοια ιδέα στο κεφάλι. Και ύστερα, πριν προλάβω καν να απαντήσω, είπε ότι όλ' αυτά ήταν παπαριές καμαρωτές. Αυτή την έκφραση χρησιμοποίησε, και είναι μια έκφραση που δε θα χρησιμοποιούσε ποτέ ο Τομ Ράιλι».
Είχε δίκιο σ' αυτό. Ο Τομ που ήξερα τον παλιό καιρό δε θα είχε πει παπαριές καμαρωτές ακόμα κι αν τον είχες φτάσει στα όριά του. «Δεν ήθελα να του πω ονόματα -οπωσδήποτε όχι το δικό σου, γιατί θα με νόμιζε τρελή, ούτε της Ίλι, γιατί δεν ήξερα τι θα μπορούσε να της πει αν...» «Σου είπα, η Ίλι δεν είχε καμιά σχέση με...» «Περίμενε. Έχω σχεδόν τελειώσει. Είπα απλά ότι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν σχολιάσει το πόσο περίεργα φερόταν δεν ήξεραν καν για τα χάπια που έπαιρνε ύστερα από το δεύτερο διαζύγιο του, ούτε ότι έπαψε να τα παίρνει τον περασμένο Μάιο. Τα λέει βλακοχάπια. Είπα ότι αν νόμιζε πως κρατούσε κρυφό το πρόβλημά του, έκανε λάθος. Ύστερα είπα ότι αν έκανε κάτι στον εαυτό του, θα έλεγα στη μητέρα και στον αδερφό του πως ήταν αυτοκτονία, κι αυτό θα τους ράγιζε την καρδιά. Αυτό ήταν δική σου ιδέα, Έντγκαρ, και πέτυχε. Ελπίζω να νιώθεις περήφανος. Τότε ήταν που έσπασε το βάζο μου και με είπε αδιάκριτη σκρόφα, καταλαβαίνεις; Είχε γίνει άσπρος σαν πανί. Πάω στοίχημα...» Ξεροκατάπιε. Μπόρεσα να ακούσω τον ήχο μες στο λαρύγγι της παρ' όλα τα χιλιόμετρα που μας χώριζαν. «Πάω στοίχημα ότι είχε σχεδιάσει τον τρόπο που θα το έκανε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια». «Δεν αμφιβάλλω γι' αυτό», είπα. «Τι νομίζεις ότι θα κάνει τώρα;» «Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω». «Ίσως είναι καλύτερα να του τηλεφωνήσω». «Ίσως είναι καλύτερα να μην το κάνεις. Ίσως, αν ανακαλύψει ότι το συζητήσαμε, να κάνει καμιά αποκοτιά». Και πρόσθεσε, με ένα ίχνος κακεντρέχειας, «Τότε εσύ θα είσαι αυτός που θα χάσει τον ύπνο του». Ήταν ένα ενδεχόμενο που δεν το είχα σκεφτεί, αλλά είχε δίκιο. Ο Τομ και ο Γουάιρμαν είχαν μια ομοιότητα: και οι δυο χρειάζονταν βοήθεια και δεν μπορούσα να τους αναγκάσω να τη δεχτούν. Ένα παλιό ευφυολόγημα μου ήρθε ξαφνικά στο νου, που ίσως να ταίριαζε στην περίσταση, ίσως και όχι: μπορείς να οδηγήσεις μια πουτάνα στην κουλτούρα, αλλά δεν μπορείς να την αναγκάσεις να σκεφτεί. Ίσως ο Γουάιρμαν να θυμόταν ποιος το είχε πει. Και πότε. «Λοιπόν, πώς ήξερες ότι σκόπευε να αυτοκτονήσει;» ρώτησε. «Είμαι περίεργη να μάθω και, μα το Θεό, θα μου το πεις πριν κα-
τεβάσω το ακουστικό. Εγώ έκανα το χρέος μου και τώρα εσύ θα μου πεις». Να τη, λοιπόν, η ερώτηση που δεν είχε κάνει πριν· ήταν υπερβολικά επικεντρωμένη στο πώς είχα ανακαλύψει τη σχέση της με τον Τομ κατ' αρχήν. Λοιπόν, ο Γουάιρμαν δεν ήταν ο μόνος που ήξερε αποφθέγματα· κι ο πατέρας μου είχε πει μερικά καλά. Ένα απ' αυτά ήταν πως όπου δεν αρκεί ένα ψέμα, πρέπει να λες την αλήθεια. «Μετά το ατύχημα άρχισα να ζωγραφίζω», είπα. «Το ξέρεις αυτό». «Και λοιπόν;» Της είπα για το σχέδιο που είχα κάνει με αυτήν, τον Μαξ από το Παλμ Ντέζερτ και τον Τομ Ράιλι. Για κάποιες από τις εξερευνήσεις μου στο Ίντερνετ σχετικά με τις αλλόκοτες ικανότητες που είχαν παρουσιάσει άτομα τα οποία είχαν υποστεί ακρωτηριασμούς. Και για το πώς είχα τον Τομ Ράιλι να στέκεται στην κορυφή της σκάλας, μέσα σε αυτό που υπέθετα ότι μπορούσα πλέον να αποκαλώ το στούντιο μου, φορώντας μόνο το παντελόνι της πιτζάμας του, με το ένα μάτι του να λείπει και στη θέση του να υπάρχει μια κόγχη γεμάτη πηγμένο αίμα. Όταν τελείωσα, έπεσε μια μεγάλη σιωπή. Δεν προσπάθησα να τη σπάσω. Στο τέλος είπε, με αλλαγμένη, επιφυλακτική φωνή: «Τα πιστεύεις στ' αλήθεια αυτά, Έντγκαρ -κάτι απ' όλα αυτά;» «Ο Γουάιρμαν, ο τύπος που μένει λίγο πιο κάτω στην παραλία...» Σταμάτησα, νιώθοντας ξαφνικά εξαγριωμένος όσο κι αν προσπαθούσα για το αντίθετο. Και όχι επειδή δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις για να πω αυτό που ήθελα. Ή τουλάχιστον, όχι ακριβώς. Γιατί τι ετοιμαζόμουν να της πω; Ότι ο τύπος που έμενε πιο κάτω στην παραλία είχε περιστασιακά το χάρισμα της τηλεπάθειας, κι έτσι τουλάχιστον αυτός με πίστευε; «Τι έκανε ο τύπος που μένει πιο κάτω στην παραλία, Έντγκαρ;» Η φωνή της ήταν ήρεμη και απαλή. Η, ίδια φωνή με την οποία μου μιλούσε τον πρώτο περίπου μήνα μετά το ατύχημα. Η φωνή που υπονοούσε ότι ο Έντγκαρ έχει το ακαταλόγιστο γιατί είναι τρελός. «Τίποτα», είπα. «Δεν έχει σημασία». «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στο δόκτορα Κέιμεν και να του πεις αυτή την καινούρια ιδέα σου», είπε. «Την ιδέα ότι είσαι μέντιουμ. Μην του το γράψεις σε e-mail, τηλεφώνησέ του. Σε παρακαλώ».
«Εντάξει, Παμ». Ένιωθα πολύ κουρασμένος. Ένιωθα επίσης απογοητευμένος και τσαντισμένος. «Εντάξει τι;» «Εντάξει, σε άκουσα. Η φωνή σου φτάνει στ' αυτιά μου δυνατή και καθαρή σαν καμπάνα. Κατάλαβα πολύ καλά τι θέλεις να πεις. Ξέχνα όσα σου είπα. Το μόνο που ήθελα ήταν να σώσω τη ζωή του Τομ Ράιλι». Σ' αυτό δεν είχε καμία απάντηση. Ούτε κάποια λογική εξήγηση γι' αυτό που ήξερα για τον Τομ. Οπότε δε δώσαμε συνέχεια. Καθώς έκλεινα το τηλέφωνο σκεφτόμουν Καμιά καλή πράξη δε μένει ατιμώρητη. Ίσως το ίδιο να σκεφτόταν και αυτή. νί Ένιωθα θυμωμένος και χαμένος. Ο υγρός, καταθλιπτικός καιρός δε βοηθούσε. Προσπάθησα να ζωγραφίσω και δεν μπορούσα. Κατέβηκα στο ισόγειο, πήρα ένα από τα μπλοκ μου και βρέθηκα να φτιάχνω πάλι εκείνες τις καλικαντζούρες που είχα κάνει στην άλλη μου ζωή ενώ μιλούσα στο τηλέφωνο: ηλίθια ανθρωπάκια με μεγάλα αυτιά. Ήμουν έτοιμος να πετάξω στην άκρη το μπλοκ αηδιασμένος, όταν το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν ο Γουάιρμαν. «Θα 'ρθεις από εδώ σήμερα το απόγευμα;» ρώτησε. «Ασφαλώς», είπα. «Σκέφτηκα ότι ίσως με τη βροχή...» «Έλεγα να έρθω με το αυτοκίνητο. Ασφαλώς δεν πρόκειται να κάτσω εδώ». «Ωραία. Μόνο μην ετοιμάζεσαι για μια ακόμα Ποιητική Βραδιά. Είναι πάλι χαμένη στην ομίχλη». «Είναι πολύ άσχημα;» «Πιο άσχημα δεν την έχω δει. Αποσυνδεδεμένη. Πελαγωμένη. Μπερδεμένη». Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε τον αέρα να βγει. Ήταν σαν να άκουγα μια ριπή ανέμου να περνάει μέσα από την τηλεφωνική γραμμή. «Άκουσε, Έντγκαρ, δε μου είναι καθόλου ευχάριστο να ζητάω κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσα να την αφήσω μαζί σου για λίγο; Για τρία τέταρτα της ώρας το πολύ. Οι Μπαουμγκάρτεν έχουν πρόβλημα με τη σάουνα -χάλασε πάλι ο καταραμένος ο
θερμαντήρας- και ο τύπος που έρχεται να τη φτιάξει θέλει να μου δείξει ένα ροοστάτη ή κάτι τέτοιο. Και να του υπογράψω την εντολή παραγγελίας του, ασφαλώς». «Κανένα πρόβλημα». «Είσαι άρχοντας. Θα σε φιλούσα, αν δεν ήταν εκείνα τα πληγιασμένα χείλη σου». «Άντε πνίξου και υποχρέωσέ με, Γουάιρμαν». «Αχ, όλοι με αγαπούν, αυτή είναι η κατάρα μου». «Μου τηλεφώνησε η Παμ. Μίλησε στο φίλο μου, τον Τομ Ράιλι». Δεδομένου του τι είχαν σκαρώσει πίσω απ' την πλάτη μου αυτοί οι δυο, ένιωσα παράξενα αποκαλώντας τον Τομ φίλο, αλλά τι διάβολο. «Νομίζω ότι τον έπεισε να μην αυτοκτονήσει». «Πολύ καλό αυτό. Γιατί λοιπόν ακούω τέτοια μαυρίλα στη φωνή σου;» «Ήθελε να μάθει πώς το ήξερα». «Όχι πώς ήξερες ότι έκανε οριζόντια γυμναστική μ' εκείνο τον τύπο, αλλά...» «Πώς διέγνωσα την προ-αυτοκτονική κατάθλιψή του από είκοσι πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά». «Αχά! Κι εσύ τι είπες;» «Μη έχοντας πρόχειρο έναν καλό δικηγόρο, αναγκάστηκα να της πω την αλήθεια». «Κι εκείνη νόμισε πως είσαι un poco loco». «Όχι, Γουάιρμαν, νόμισε πως είμαι muy loco*». «Έχει καμιά σημασία αυτό;» «Όχι. Όμως θα κάτσει και θα το μηρυκάσει -πίστεψέ με, η Παμ θα μπορούσε κάλλιστα να μπει στην Ολυμπιακή Ομάδα Μηρυκασμού Ανωφελών Σκέψεων των ΗΠΑ- και φοβάμαι ότι η καλή μου πράξη θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη μικρότερη κόρη μου». «Αν υποθέσουμε ότι η γυναίκα σου ψάχνει κάποιον να κατηγορήσει». «Μπορείς να είσαι βέβαιος γι' αυτό. Την ξέρω». «Αυτό θα ήταν κακό». «Θα κλυδώνιζε τον κόσμο της Ίλσε περισσότερο απ' όσο της α*Λίγο τρελός και πολύ τρελός, αντίστοιχα. (Σ.τ.Μ.)
ξίζει. Ο Τομ ήταν σαν θείος γι' αυτήν και για τη Μελίντα από τότε που γεννήθηκαν». «Τότε πρέπει να πείσεις τη γυναίκα σου ότι πραγματικά είδες αυτό που είδες και ότι η κόρη σου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό». «Πώς να το κάνω αυτό;» «Τι θα 'λεγες να της πεις κάτι για τον εαυτό της που δεν έχεις κανέναν άλλο τρόπο να το μάθεις;» «Γουάιρμαν, είσαι παλαβός! Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο να συμβεί έτσι, στα καλά καθούμενα!» «Πού το ξέρεις; Πρέπει να σε κλείσω, amigo -απ' ό,τι ακούω, το γεύμα της μις Ίστλεϊκ μόλις κατέληξε στο πάτωμα. Θα τα πούμε αργότερα;» «Ναι», είπα. Ετοιμαζόμουν να προσθέσω ένα γεια, αλλά το είχε ήδη κλείσει. Κατέβασα το ακουστικό, διερωτώμενος πού είχα βάλει τα γάντια κηπουρικής της Παμ, εκείνα που έγραφαν ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ. Ίσως αν είχα αυτά, η ιδέα του Γουάιρμαν να μην αποδεικνυόταν και τόσο παλαβή τελικά. Έψαξα σ' όλο το σπίτι αλλά δεν τα βρήκα. Ίσως να τα είχα πετάξει αφού τέλειωσα το Φίλοι με Προεκτάσεις, αλλά δεν μπορούσα να με θυμηθώ να κάνω κάτι τέτοιο. Ούτε και τώρα το θυμάμαι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν τα είδα ποτέ ξανά. vii Το δωμάτιο που ο Γουάιρμαν και η Ελίζαμπεθ είχαν βαφτίσει Το Σαλόνι με τις Πορσελάνες εκείνο το απόγευμα ήταν γεμάτο μ' ένα θλιβερό, υποτροπικό χειμωνιάτικο φως. Η βροχή είχε δυναμώσει τώρα, έπεφτε ορμητικά πάνω στους τοίχους και στα παράθυρα κατά κύματα, και ο αέρας που είχε σηκωθεί έκανε τους φοίνικες γύρω από το Παλάσιο να κροταλίζουν κι έστελνε σκιές να χορεύουν πάνω στους τοίχους. Για πρώτη φορά από τότε που είχα πρωτοπατήσει το πόδι μου εκεί μέσα, δεν μπορούσα να βρω κανένα νόημα στις πορσελάνινες φιγούρες πάνω στο στενόμακρο τραπέζι* δε σχημάτιζαν καμιά σκηνή, μόνο ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, ζώων και κτιρίων. Ένας μονόκερος κι ένας από τους μουσικούς που είχαν αλείψει τα μούτρα τους με φούμο και παράσταιναν τους νέ-
γρους κείτονταν πλάι πλάι, δίπλα στο αναποδογυρισμένο κτίριο του σχολείου. Αν υπήρχε μια ιστορία πάνω στο τραπέζι εκείνη τη μέρα, ήταν το σενάριο μιας ταινίας καταστροφής. Κοντά στην έπαυλη που θύμιζε την Τάρα υπήρχε ένα τενεκεδένιο κουτί από μπισκότα Σουίτ Όουεν. Ο Γουάιρμαν μου είχε εξηγήσει τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσω αν η Ελίζαμπεθ το ζητούσε. Η ίδια η Ελίζαμπεθ ήταν στο αναπηρικό της καροτσάκι, σωριασμένη λίγο στο πλάι, εποπτεύοντας με άδειο βλέμμα το χάος που επικρατούσε πάνω στο συνήθως άριστα τακτοποιημένο τραπέζι με τα παιχνίδια της. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα, σχεδόν στην ίδια απόχρωση με τα τεράστια γαλάζια αθλητικά μποτάκια που είχε στα πόδια της. Η καμπούρα της είχε μαζέψει προς τα πίσω το φόρεμά της, μεταμορφώνοντας το χαμόγελο της λαιμόκοψης σ' ένα στόμα που έχασκε στραβά και αποκαλύπτοντας ένα κρεμ κομπινεζόν. Έπιασα τον εαυτό μου ν' αναρωτιέται ποιος την είχε ντύσει εκείνο το πρωί, αν είχε μπορέσει να ντυθεί μόνη της ή αν της είχε φορέσει τα ρούχα της ο Γουάιρμαν. Μιλούσε λογικά στην αρχή, θυμόταν σωστά το όνομά μου και ρώτησε για την υγεία μου. Αποχαιρέτησε τον Γουάιρμαν όταν έφυγε για τους Μπαουμγκάρτεν και του είπε ότι τον παρακαλεί να φορέσει ένα καπέλο και να πάρει μαζί του μια ομπρέλα. Μέχρις εκεί, κανένα πρόβλημα. Όταν όμως της έφερα το κολατσιό της από την κουζίνα, δεκαπέντε λεπτά αργότερα, είχε συμβεί μια αλλαγή. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στη γωνία και την άκουσα να μουρμουρίζει, «Πήγαινε πίσω, πήγαινε πίσω, Τέσι, δεν ανήκεις εδώ. Και κάνε το μεγάλο αγόρι να φύγει μακριά». Τέσι. Ήξερα αυτό το όνομα. Χρησιμοποίησα την τεχνική των λοξών συνειρμών, ψάχνοντας για συνδέσεις, και βρήκα μια: έναν τίτλο εφημερίδας που έγραφε ΧΑΘΗΚΑΝ. Η Τέσι ήταν η μία από τις δίδυμες αδερφές της Ελίζαμπεθ. Αυτό μου το είχε πει ο Γουάιρμαν. Μου φάνηκε πως τον ξανάκουγα να λέει Υπέθεσαν ότι πνίγηκαν, και ένα σύγκρυο χώθηκε στο πλευρό μου σαν μαχαίρι. «Φέρε μου εκείνο εκεί», είπε, δείχνοντας το κουτί των μπισκότων, κι εγώ υπάκουσα. Έβγαλε από την τσέπη της μια πορσελάνινη φιγούρα τυλιγμένη σ' ένα μαντίλι. Σήκωσε το καπάκι του κουτιού, μου έριξε ένα βλέμμα που συνδύαζε κατεργαριά και σύγχυση μ' έναν τρόπο που μου ήταν δύσκολο να τον αντέξω, κι έριξε μέσα τη φιγούρα. Εκείνη χτύπησε στον τενεκεδένιο πάτο μ' έναν απαλό, υ-
πόκωφο ήχο. Ξανάβαλε ψηλαφητά το καπάκι στο κουτί, σπρώχνοντας μακριά το χέρι μου όταν προσπάθησα να τη βοηθήσω. Ύστερα μου το έδωσε. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις μ' αυτό;» ρώτησε. «Σου... σου...» Κατάλαβα ότι πάλευε να βρει τη λέξη. Ήταν εκεί, αλλά χόρευε θαρρείς μπροστά στη γλώσσα της, σε σημείο που δεν μπορούσε να τη φτάσει. Σαν να την κορόιδευε. Μπορούσα να της την πω εγώ, αλλά θυμήθηκα πόσο μ' εξόργιζε εμένα όταν μου έκαναν κάτι τέτοιο, και περίμενα. «Σου είπε αυτός τι να κάνεις μ' αυτό;» «Ναι». «Τότε τι περιμένεις; Πάρ' την, τη σκύλα». Πήρα το τενεκεδένιο κουτί και περνώντας πλάι από το γήπεδο του τένις το πήγα στη λιμνούλα. Τα ψάρια πηδούσαν στην επιφάνεια, πολύ πιο ενθουσιασμένα με τη βροχή απ' ό,τι εγώ. Υπήρχε ένας μικρός σωρός από πέτρες πλάι στο παγκάκι, όπως ακριβώς μου είχε πει ο Γουάιρμαν. Έριξα μια μέσα στη λιμνούλα («Ίσως να νομίζεις ότι δεν μπορεί να το ακούσει, αλλά η ακοή της είναι πολύ οξεία», μου είχε πει ο Γουάιρμαν), προσέχοντας να μη χτυπήσω κατακέφαλα κανέναν κυπρίνο. Ύστερα πήρα το τενεκεδένιο κουτί, με την πορσελάνινη φιγούρα ακόμα μέσα, και το ξαναπήγα στο σπίτι. Αλλά όχι στο Σαλόνι με τις Πορσελάνες. Πήγα στην κουζίνα, σήκωσα το καπάκι κι έβγαλα από μέσα το τυλιγμένο αγαλματάκι. Αυτό δεν περιλαμβανόταν στις οδηγίες για περίπτωση εκτάκτου ανάγκης που μου είχε δώσει ο Γουάιρμαν, αλλά ήμουν περίεργος. Ήταν μια γυναίκα από πορσελάνη, αλλά το πρόσωπο της ήταν φαγωμένο. Στη θέση του υπήρχε μόνο ένα τραχύ κενό. «Ποιος είναι εκεί;» στρίγκλισε η Ελίζαμπεθ, κάνοντάς με να αναπηδήσω. Λίγο έλειψε το ανατριχιαστικό αγαλματάκι να μου πέσει στο πάτωμα, όπου ασφαλώς θα είχε γίνει κομμάτια πάνω στα πλακάκια. «Μόνο εγώ, Ελίζαμπεθ», της φώναξα, ακουμπώντας τη φιγούρα πάνω στον πάγκο. «Ο Έντμουντ; Ή Έντγκαρ, ή όπως σε λένε;» «Σωστά». Επέστρεψα στο σαλόνι. «Τακτοποίησες εκείνη την υπόθεσή μου;» «Μάλιστα, κυρία, ασφαλώς και την τακτοποίησα». «Έφαγα το κολατσιό μου;» «Μάλιστα».
«Εντάξει». Αναστέναξε. «Θέλεις κάτι άλλο; Είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσα...» «Όχι, ευχαριστώ, γλύκα. Είμαι σίγουρη ότι το τρένο δε θ' αργήσει να έρθει, και ξέρεις ότι δε μου αρέσει να ταξιδεύω με γεμάτο στομάχι. Πάντα καταλήγω σε ένα από τα πίσω καθίσματα, κι αν είμαι φαγωμένη σίγουρα θα ζαλιστώ. Είδες πουθενά το κουτί μου, εκείνο το τενεκεδένιο κουτί από τα μπισκότα Σουίτ Όουεν;» «Νομίζω ότι ήταν στην κουζίνα. Να σας το φέρω;» «Όχι μια τέτοια βροχερή μέρα», είπε. «Νόμιζα ότι σε είχα βάλει να το ρίξεις στη λιμνούλα, η λιμνούλα θα έκανε μια χαρά, αλλά άλλαξα γνώμη. Μου φαίνεται περιττό μια τέτοια βροχερή μέρα. Η χάρη που 'χει το έλεος δεν επιβάλλεται, ξέρεις. Στάζει σαν τη γλυκιά βροχή...» «...απ' τον ουρανό*», είπα. «Ναι, ναι». Έκανε ένα νεύμα με το χέρι της, σαν για να πει ότι η συνέχεια δεν είχε σημασία. «Γιατί δεν τακτοποιείς τις πορσελάνες σου, Ελίζαμπεθ; Είναι όλες άνω κάτω σήμερα». Έριξε μια ματιά στο τραπέζι κι ύστερα κοίταξε στο παράθυρο όταν μια ιδιαίτερα δυνατή ριπή ανέμου έριξε πάνω του με βία τη βροχή. «Γαμώ το μου!» είπε. «Τα 'χω τελείως χαμένα, που να πάρει!» Και ύστερα, με μια εμπάθεια που δε φανταζόμουν πως έκρυβε μέσα της: «Πέθαναν όλοι τους και μ' άφησαν μ' αυτόν το διάολο». Ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα σοκαριζόταν από αυτό το ολίσθημά της στη χυδαιότητα- το κατανοούσα απολύτως. Μπορεί η χάρη που 'χει το έλεος να μην επιβάλλεται, εκατομμύρια από μας ζουν και πεθαίνουν μ' αυτή την ιδέα, όμως... συχνά μας επιφυλάσσονται πράγματα σαν αυτό. Ναι. Είπε: «Δεν έπρεπε ποτέ να είχε πάρει αυτό το πράγμα, αλλά δεν το ήξερε». «Ποιο πράγμα;» «Ποιο πράγμα», συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Θέλω τη βροχή. Θέλω να φύγω από δω πριν έρθει το μεγάλο αγόρι». Μετά απ' αυτό σωπάσαμε κι οι δυο. Η Ελίζαμπεθ έκλεισε τα μάτια και φάνηκε ν' αποκοιμιέται στο καροτσάκι της. *Σαίξπηρ, Ο Έμπορος της Βενετίας, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου, εκδ. Επικαιρότητα. (Σ.τ.Μ.)
Απλά για να κάνω κάτι, σηκώθηκα από την μπερζέρα μου, που θα έδειχνε πολύ ταιριαστή σε μια λέσχη κυρίων, και πλησίασα στο τραπέζι. Πήρα ένα κορίτσι κι ένα αγόρι από πορσελάνη, τα κοίταξα, ύστερα τ' άφησα στην άκρη. Προσπάθησα αφηρημένα να ξύσω το μπράτσο μου που δεν ήταν εκεί, παρατηρώντας τη δίχως νόημα ακαταστασία που απλωνόταν εμπρός μου. Θα υπήρχαν τουλάχιστον εκατό αγαλματίδια πάνω σ' εκείνη τη λουστραρισμένη δρύινη επιφάνεια. Ίσως και διακόσια. Ανάμεσά τους είδα μια πορσελάνινη γυναίκα με παλιομοδίτικη σκούφια στο κεφάλι -μια σκούφια γαλατούς, σκέφτηκα- αλλά δεν ήθελα ούτε αυτή. Η σκούφια ήταν λάθος και, εξάλλου, ήταν πολύ νέα. Βρήκα μια άλλη γυναίκα με μακριά ζωγραφισμένα μαλλιά, και αυτή μου φάνηκε πιο κατάλληλη. Εκείνα τα μαλλιά ήταν λίγο περισσότερο μακριά κι έναν τόνο πιο σκούρα, όμως... Όχι, δεν ήταν, γιατί η Παμ είχε πάει στο ινστιτούτο καλλονής, που μερικές φορές είναι γνωστό ως Η Πηγή της Νεότητας για Όσες Περνάνε Κρίση Μέσης Ηλικίας. Κράτησα στα χέρια μου την πορσελάνινη φιγούρα, ευχόμενος να είχα ένα σπίτι να τη βάλω μέσα κι ένα βιβλίο να της δώσω να διαβάσει. Προσπάθησα να τη μεταφέρω στο δεξί μου χέρι -πράγμα απολύτως φυσικό γιατί το δεξί μου χέρι ήταν εκεί, μπορούσα να το νιώσω- κι εκείνη έπεσε στο τραπέζι με έναν κρότο. Δεν έσπασε, αλλά η Ελίζαμπεθ άνοιξε τα μάτια. «Διάολε! Η βροχή ήταν αυτό; Σφύριξε; Έκλαψε;» «Όχι ακόμα», είπα. «Γιατί δεν κοιμάσαι λίγο;» «Ω, θα τη βρεις στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου ορόφου», είπε σαν να την είχα ρωτήσει κάτι άλλο και ξανάκλεισε τα μάτια της. «Φώναξέ μου όταν έρθει το τρένο. Έχω βαρεθεί τόσο πολύ αυτόν το σταθμό. Κι έχε το νου σου για το μεγάλο αγόρι, εκείνος ο κωλογλείφτης θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε». «Θα έχω το νου μου», είπα. Το δεξί μου χέρι με φαγούριζε φρικτά. Έβαλα το αριστερό στην κωλότσεπή μου, ελπίζοντας ότι το σημειωματάριο μου θα ήταν εκεί. Δεν ήταν. Το είχα αφήσει στον πάγκο της κουζίνας μου, στο Μεγάλο Ροζ. Όμως αυτό μ' έκανε να σκεφτώ την κουζίνα του Παλάσιο. Υπήρχε ένα μπλοκάκι για μηνύματα πάνω στον πάγκο όπου είχα αφήσει το τενεκεδένιο κουτί. Ξαναπήγα βιαστικά στην κουζίνα, άρπαξα το μπλοκάκι, το σφήνωσα
ανάμεσα στα δόντια μου και γύρισα τρέχοντας σχεδόν στο Σαλόνι με τις Πορσελάνες, βγάζοντας ήδη το στυλό διαρκείας μου από την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου. Κάθισα πάλι στην μπερζέρα μου κι άρχισα να σχεδιάζω βιαστικά την πορσελάνινη κούκλα ενώ η βροχή έδερνε τα παράθυρα και η Ελίζαμπεθ είχε γείρει το κορμί της στο αναπηρικό της καροτσάκι από την άλλη μεριά του τραπεζιού και λαγοκοιμόταν με το στόμα μισάνοιχτο. Οι σκιές από τα φοινικόφυλλα, όπως τα κουνούσε ο άνεμος, φτερούγιζαν γύρω μου στους τοίχους σαν νυχτερίδες. Δε μου πήρε πολλή ώρα και καθώς δούλευα συνειδητοποίησα κάτι: το φαγούρισμα στράγγιζε από το μπράτσο μου μέσ' από τη μύτη του στυλό και χυνόταν πάνω στο χαρτί. Η γυναίκα στο σχέδιο μου ήταν η πορσελάνινη φιγούρα, αλλά ήταν συγχρόνως και η Παμ. Η γυναίκα ήταν η Παμ, αλλά ήταν και η πορσελάνινη φιγούρα. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει από την τελευταία φορά που την είχα δει, κι έπεφταν χυτά τους ώμους της. Καθόταν (στη ΒΑΡΕΛΑ, στη ΣΑΜΠΡΕΛΑ) σε μια καρέκλα. Τι είδους καρέκλα; Σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Δεν υπήρχε τέτοιο έπιπλο στο σπίτι μας όταν έφυγα, αλλά υπήρχε τώρα. Κάτι ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι πλάι της. Δεν ήξερα τι ήταν στην αρχή, αλλά αναδύθηκε από τη μύτη του στυλό και πήρε τη μορφή ενός κουτιού που έγραφε κάτι στο καπάκι. Σουίτ Όουεν; Μήπως έγραφε Σουίτ Όουεν; Όχι, έγραφε Γκράντμα'ς. Το στυλό μου έβαλε κάτι πάνω πάνω στο τραπέζι δίπλα στο κουτί. Ένα μπισκότο από αλεύρι βρόμης. Τα αγαπημένα μπισκότα της Παμ. Ενώ το κοιτούσα, το στυλό σχεδίασε το βιβλίο στο χέρι της Παμ. Δεν μπορούσα να διαβάσω το\4 τίτλο, γιατί η γωνία ήταν λάθος. Όμως τώρα το στυλό μου πρόσθετε γραμμές ανάμεσα στο παράθυρο και στα πόδια της. Είχε πει ότι χιόνιζε, αλλά τώρα το χιόνι είχε σταματήσει. Οι γραμμές αναπαριστούσαν ηλιαχτίδες. Νόμιζα ότι η ζωγραφιά είχε ολοκληρωθεί, αλλά προφανώς έλειπαν ακόμα δυο πράγματα. Το στμλό μου μετακινήθηκε στην αριστερή άκρη του χαρτιού κΐχίτπρόσθεσε την τηλεόραση, με μερικές αστραπιαίες γραμμές. Καινούρια τηλεόραση, με επίπεδη οθόνη, όπως αυτή της Ελίζαμπεθ. Και κάτω από την τηλεόραση... Το στυλό τέλειωσε και μου έπεσε από τα χέρια. Το φαγούρισμα είχε εξαφανιστεί. Τα δάχτυλά μου είχαν μουδιάσει. Στην άλλη πλευρά του στενόμακρου τραπεζιού, το μισοΰπνι της Ελίζαμπεθ εί-
χε βαθύνει κι είχε γίνει πραγματικός ύπνος. Ίσως κάποτε να ήταν νέα και όμορφη. Τώρα ροχάλιζε με το σχεδόν φαφούτικο στόμα της να χάσκει προς το ταβάνι. Αν υπάρχει Θεός, νομίζω ότι χρειάζεται να προσπαθήσει λίγο πιο σκληρά. viii Είχα δει ένα τηλέφωνο στη βιβλιοθήκη κι άλλο ένα στην κουζίνα, αλλά η βιβλιοθήκη ήταν πιο κοντά στο σαλόνι. Αποφάσισα ότι ούτε ο Γουάιρμαν ούτε η Ελίζαμπεθ θα δυσανασχετούσαν αν έκανα ένα υπεραστικό τηλεφώνημα στη Μινεσότα. Σήκωσα το ακουστικό, αλλά ύστερα κοντοστάθηκα κρατώντας το στο στήθος μου. Σ' έναν τοίχο πλάι στην πανοπλία, φωτισμένα με αρκετά, αριστοτεχνικά τοποθετημένα σποτάκια στο ταβάνι, ήταν κρεμασμένα μερικά παλιά όπλα; ένα μακρύκαννο εμπροσθογεμές τουφέκι που έμοιαζε με κειμήλιο από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, ένα μουσκέτο, μια κουμπούρα που θα ταίριαζε πολύ καλά μέσα στην μπότα ενός τζογαδόρου από αυτούς που έβρισκες στα ποταμόπλοια του παλιού καιρού, μια καραμπίνα Γουίντσεστερ. Πάνω από την καραμπίνα ήταν κρεμασμένο εκείνο το περίεργο πιστόλι που κρατούσε στην αγκαλιά της η Ελίζαμπεθ την ημέρα που την είχαμε πρωτοδεί εγώ και η Ίλσε. Δεξιά κι αριστερά του, σχηματίζοντας ένα αντεστραμμένο V, υπήρχαν τέσσερα από τα «βλήματα» που έπαιρνε το πιστόλι. Δεν μπορούσες να τα πεις βέλη· ήταν πολύ κοντά. Η σωστότερη περιγραφή έμοιαζε να είναι μικρά καμάκια. Οι αιχμές τους άστραφταν και φαίνονταν πολύ κοφτερές. Σκέφτηκα, Θα μπορούσες να κάνεις σοβαρή ζημιά με κάτι τέτοιο. Ύστερα σκέφτηκα: Ο πατέρας μου έκανε καταδύσεις. Έδιωξα αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου και τηλεφώνησα σ' αυτό που άλλοτε ήταν το σπίτι μου. ix «Γεια σου, Παμ, εγώ είμαι πάλι». «Δε θέλω να μιλήσω άλλο μαζί σου, Έντγκαρ. Ό,τι είχαμε να πούμε το είπαμε».
«Όχι εντελώς. Αλλά θα είμαι σύντομος. Έχω μια ηλικιωμένη κυρία να φροντίσω. Αυτή τη στιγμή κοιμάται, αλλά δε θέλω να την αφήσω μόνη πολλή ώρα». Υποκύπτοντας στην περιέργειά της, η Παμ ρώτησε: «Ποια ηλικιωμένη κυρία;» «Ονομάζεται Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Είναι γύρω στα ογδόντα πέντε κι έχει αρχές Αλτσχάιμερ. Ο άνθρωπος που την προσέχει συνήθως φροντίζει ένα ηλεκτρολογικό πρόβλημα με τη σάουνα κάποιου, κι εγώ βοηθάω». «Και τηλεφώνησες να σου πω μπράβο για την καλή σου πράξη;» «Όχι, τηλεφώνησα για να σε πείσω ότι δεν είμαι τρελός». Είχα φέρει μαζί μου το σχέδιο μου. Τώρα στήριξα το ακουστικό ανάμεσα στον ώμο και στο αυτί μου για να το πιάσω. «Γιατί τέτοια καούρα;» «Επειδή πιστεύεις ότι όλο αυτό ξεκίνησε από την Ίλσε, και κάνεις λάθος». «Θεέ μου, είσαι απίστευτος! Αν η χαϊδεμένη σου κορούλα τηλεφωνούσε από τη Σάντα Φε και έλεγε ότι της είχε σπάσει το κορδόνι του παπουτσιού της, θα έπαιρνες το αεροπλάνο και θα πήγαινες να της αγοράσεις ένα καινούριο!» «Επίσης δε μου αρέσει να νομίζεις ότι κοντεύω να παραφρονήσω όταν δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οπότε... με ακούς;» Μόνο σιωπή μου απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής, αλλά η σιωπή μού ήταν αρκετή. Με άκουγε. «Έχεις δέκα το πολύ δεκαπέντε λεπτά που βγήκες από το ντους. Αυτό το συμπεραίνω επειδή τα μαλλιά σου είναι λυτά και πέφτουν στην πλάτη της ρόμπας που φοράς μέσα στο σπίτι. Υποθέτω ότι εξακολουθείς να μη συμπαθείς το πιστολάκι των μαλλιών». «Πώς...» «Δεν ξέρω πώς. Καθόσουν σε μια κουνιστή πολυθρόνα όταν τηλεφώνησα. Πρέπει να την έχεις πάρει μετά το διαζύγιο. Διάβαζες ένα βιβλίο και έτρωγες ένα μπισκότο. Ένα μπισκότο Γκράντμα'ς, από αλεύρι βρώμης. Ο ήλιος έχει βγει τώρα και οι αχτίδες του μπαίνουν από το παράθυρο. Έχεις αγοράσει μια καινούρια τηλεόραση, από εκείνες με την επίπεδη οθόνη». Σταμάτησα. «Και μια γάτα. Έχεις πάρει και μια γάτα. Κοιμάται κάτω από την τηλεόραση». Άκρα σιγή στη δική της άκρη της γραμμής. Στη δική μου ο αέρας φυσούσε και η βροχή ράπιζε τα παράθυρα. Ετοιμαζόμουν να
τη ρωτήσω αν ήταν ακόμα εκεί όταν ξαναμίλησε, με μια άχρωμη φωνή που δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωνή της Παμ που ήξερα. Νόμιζα πως δεν μπορούσε να μου ραγίσει άλλο την καρδιά, αλλά έκανα λάθος. «Σταμάτα να με κατασκοπεύεις. Αν με αγάπησες ποτέ σου, σταμάτα να με κατασκοπεύεις». «Τότε κι εσύ σταμάτα να με κατηγορείς», είπα με βραχνή, έτοιμη να σπάσει φωνή. Ξαφνικά θυμήθηκα την Ίλσε όταν ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο Μπράουν, την Ίλσε να στέκεται κάτω από το δυνατό τροπικό ήλιο έξω από τον αεροσταθμό της Δέλτα, να με κοιτάει στα μάτια και να λέει, Σου αξίζει να γίνεις καλύτερα. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν το πιστεύεις πραγματικά αυτό. «Ό,τι μου συνέβη δεν είναι δικό μου λάθος. Ούτε το ατύχημα, ούτε αυτό. Δεν το ζήτησα». Η Παμ ούρλιαξε, «Μήπως νομίζεις ότι το ζήτησα εγώ;» Έκλεισα τα μάτια μου, ικετεύοντας κάτι, οτιδήποτε, να με εμποδίσει να την πληρώσω κι εγώ με το νόμισμα της οργής. «Όχι, ασφαλώς όχι». «Τότε άσε με ήσυχη! Πάψε να μου τηλεφωνείς! Πάψε να με ΤΡΟΜΑΖΕΙΣ!» Έκλεισε το τηλέφωνο. Στάθηκα μερικές στιγμές ακόμα με το ακουστικό στο αυτί μου. Άκουσα σιωπή, ύστερα ένα δυνατό κλικ. Το ακολούθησε εκείνο το χαρακτηριστικό γουργουριστό βούισμα που κάνουν οι τηλεφωνικές γραμμές στο Ντούμα Κη. Σήμερα ακουγόταν μάλλον υποβρύχιο. Ίσως λόγω της βροχής. Ξανάφησα το ακουστικό στη βάση του κοιτάζοντας την πανοπλία. «Νομίζω ότι η αποστολή εξετελέσθη με επιτυχία, σερ Λάνσελοτ», είπα. Καμιά απάντηση, όπως ακριβώς μου άξιζε. χ Διέσχισα τον κεντρικό διάδρομο με τις ζαρντινιέρες δεξιά κι αριστερά, πήγα στην ανοιχτή πόρτα του Σαλονιού με τις Πορσελάνες, έριξα μια ματιά στην Ελίζαμπεθ και είδα ότι κοιμόταν στην ίδια θέση με γερμένο πίσω το κεφάλι. Τα ροχαλητά της, που προηγουμένως μου είχαν φανεί θλιβερά στη γυμνή τους γεροντίλα, ηχούσαν τώρα παρήγορα· διαφορετικά, θα μου ήταν πολύ εύκολο να τη φανταστώ να κάθεται εκεί νεκρή, με το λαιμό σπασμένο. Αναρω-
τήθηκα αν έπρεπε να την ξυπνήσω κι αποφάσισα να την αφήσω να κοιμάται. Ύστερα κοίταξα αριστερά, τη φαρδιά κεντρική σκάλα, και τη θυμήθηκα να λέει Ω, θα τη βρεις στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου ορόφου. Θα βρω ποια; Πιθανώς ήταν απλώς άλλη μια από τις ασυναρτησίες της, αλλά δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, έτσι προχώρησα στο διάδρομο -με τη βροχή να χτυπάει στην τζαμένια οροφή- και ανέβηκα τη φαρδιά σκάλα. Σταμάτησα πέντε σκαλοπάτια πριν από το τέλος, κοίταξα τι υπήρχε στο κεφαλόσκαλο, κι ύστερα ανέβηκα σιγά σιγά και τα υπόλοιπα. Υπήρχε κάτι, τελικά: μια τεράστια ασπρόμαυρη φωτογραφία σε μια επίχρυση κορνίζα με λεπτές ραβδώσεις. Ρώτησα αργότερα τον Γουάιρμαν πώς ήταν δυνατόν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της δεκαετίας του '20 να μεγεθυνθεί τόσο πολύ -πρέπει να είχε τουλάχιστον ενάμισι μέτρο ύψος και ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά πλάτος- και να διατηρεί τόση ευκρίνεια. Είπε ότι κατά πάσα πιθανότητα την είχαν πάρει με μια Χάσελμπλαντ, την τελειότερη μη-ψηφιακή φωτογραφική μηχανή που κατασκευάστηκε ποτέ. Υπήρχαν οχτώ άνθρωποι στη φωτογραφία, όρθιοι πάνω στη λευκή άμμο με τον Κόλπο του Μεξικού στο φόντο. Ο άντρας ήταν ψηλός και όμορφος, και φαινόταν να είναι γύρω στα σαράντα πέντε. Φορούσε ένα παλιομοδίτικο μαύρο μαγιό το οποίο αποτελούνταν από μια φανέλα με ράντες κι ένα κολλητό παντελονάκι που έμοιαζε με τα εφαρμοστά εσώρουχα που φορούν σήμερα οι παίκτες του μπάσκετ. Παραταγμένα δεξιά κι αριστερά του στέκονταν πέντε κορίτσια, το μεγαλύτερο μια μεστωμένη έφηβη, τα μικρότερα δυο ξανθομάλλικα κοριτσάκια που έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, πράγμα που με έκανε να σκεφτώ τα Δίδυμα Μπόμπσι από τις πρώτες μου αναγνωστικές περιπέτειες. Οι δίδυμες φορούσαν απαράλλαχτα συνολάκια μπάνιου με φουστίτσες με φραμπαλάδες και κρατιούνταν χέρι χέρι. Στα ελεύθερα χέρια τους έσφιγγαν δυο πάνινες κούκλες με ποδίτσες και πόδια που κρέμονταν άψυχα, οι οποίες με έκαναν να σκεφτώ τη Ρίμπα... και το σκούρο νήμα που είχαν για μαλλιά πάνω από εκείνα τα πρόσωπα με το χαμόγελο και το άδειο βλέμμα ήταν σίγουρα ΚΟΚΚΙΝΟ. Στο ένα λυγισμένο μπράτσο του, ο άντρας - ο Τζον Ίστλεϊκ, δεν είχα καμιά αμφιβολία γι' αυτόκρατούσε την κόρη υπ' αριθμόν έξι, το νήπιο που τελικά θα γινό-
ταν το χούφταλο που ροχάλιζε στο ισόγειο εκείνη τη στιγμή. Πίσω από τη λευκή οικογένεια στεκόταν μια νεαρή μαύρη γυναίκα, ηλικίας ίσως είκοσι δύο χρονών, με τα μαλλιά της μαζεμένα μέσα σ' ένα τσεμπέρι. Κρατούσε ένα καλάθι του πικνίκ, που, κρίνοντας από τον τρόπο που σφίγγονταν οι διόλου αμελητέοι μύες στα μπράτσα της, ήταν βαρύ. Τρία ασημένια βραχιόλια ήταν περασμένα στον πήχη του ενός χεριού της. Η Ελίζαμπεθ χαμογελούσε και άπλωνε τα στρουμπουλά χεράκια της μπροστά, προς όποιον κι αν ήταν εκείνος που είχε πάρει αυτή την οικογενειακή φωτογραφία. Κανένας άλλος δε χαμογελούσε, μόλο που ίσως υπήρχε η υποψία ενός χαμόγελου στις γωνίες των χειλιών του άντρα- είχε μουστάκι, κι έτσι δεν μπορούσες να πεις με σιγουριά. Η νεαρή μαύρη παραμάνα, πάντως, είχε οπωσδήποτε όψη αγριωπή. Στο χέρι που δε βαστούσε το νήπιο, ο Τζον Ίστλεϊκ κρατούσε δυο αντικείμενα. Το ένα ήταν μια μάσκα καταδύσεων. Το άλλο ήταν το περίεργο ψαροτούφεκο που είχα δει κρεμασμένο στον τοίχο της βιβλιοθήκης μαζί με τα άλλα όπλα. Το ερώτημα μου φαινόταν ότι ήταν αν ίσως η Ελίζαμπεθ είχε βγει από την ομίχλη που σκέπαζε το μυαλό της όσο χρειαζόταν για να με στείλει εκεί πάνω. Πριν μπορέσω να το σκεφτώ περισσότερο αυτό, άκουσα την εξώπορτα στο ισόγειο να ανοίγει. «Επέστρεψα!» φώναξε ο Γουάιρμαν. «Αποστολή εξετελέσθη! Λοιπόν, ποιος θέλει ένα ποτό;»
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (V)
Μη φοβάστε να πειραματιστείτε· βρείτε τη μούσα σας κι αφήστε την να σας οδηγήσει. Καθώς το ταλέντο της Ελίζαμπεθ δυνάμωνε, η μούσα της Ελίζαμπεθ έγινε η Νοβίν, η θαυμαστή κούκλα που μιλούσε. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Κι όταν ανακάλυψε το λάθος της —όταν η φωνή της Νοβίν άλλαξε~ ήταν πια πολύ αργά. Όμως στην αρχή θα πρέπει να ήταν υπέροχα. Το να βρίσκει κάποιος τη μούσα του πάντα έτσι είναι. Το κέικ, για παράδειγμα. Κάν' το να πέσει στο πάτωμα, λέει η Νοβίν. Κάν' το να πέσει στο πάτωμα, Λίμπιτ! Και επειδή η Ελίζαμπεθ μπορεί, το κάνει. Ζωγραφίζει το κέικ της παραμάνας Μέλντα στο πάτωμα. Χυμένο στο πάτωμα! Χα! Και την παραμάνα Μέλντα να στέκεται από πάνω του, με τα χέρια στους γοφούς, αγανακτισμένη. Και μήπως ντράπηκε η Ελίζαμπεθ όταν πραγματικά συνέβη αυτό; Μήπως ντράπηκε και φοβήθηκε λιγάκι; Νομίζω πως ναι. Ξέρω ότι ένιωσε και ντράπηκε και φοβήθηκε. Γιατί, για τα παιδιά, η κακότητα είναι συνήθως αστεία μόνο όταν μένει στη φαντασία. Ωστόσο, υπήρξαν κι άλλα παιχνίδια. Κι άλλοι πειραματισμοί. Ώσπου τελικά, το '27... Στη Φλόριντα, όλους τους τυφώνες που χτυπάνε τον τόπο εκτός εποχής τους ονομάζουν Άλις. Είναι ένα είδος αστείου. Όμως εκείνος που ήρθε ουρλιάζοντας από τον Κόλπο το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς θα έπρεπε να είχε ονομαστεί Τυφώνας Ελίζαμπεθ. Η κούκλα τής ψιθύρισε με μια φωνή που πρέπει ν' ακούστηκε σαν τον άνεμο μέσα στις φοινικιές τη νύχτα. Ή σαν την παλίρροια όταν τραβιέται κι αλέθει τα κοχύλια κάτω από το Μεγάλο Ροζ. Της ψιθύρισε ένα βράδυ που η μικρούλα Λίμπιτ αργοπορούσε να διαβεί
το κατώφλι του ύτννου. Της είπε πόσο διασκεδαστικό θα ήταν να ζωγραφίσει μια μεγάλη θύελλα. Κι ακόμα περισσότερα. Η Νοβίν λέει Υπάρχουν μυστικά πράγματα. Θαμμένοι θησαυροί που μια μεγάλη θύελλα θ' αποκαλύψει, πράγματα που ο μπαμπάς θα ήθελε να τα βρει και να τα κοιτάξει. Και αυτό ήταν αρκετό για να πειστεί. Η Ελίζαμπεθ πολύ λίγο ενδιαφερόταν να ζωγραφίσει μια καταιγίδα, αλλά να ευχαριστήσει τον μπαμπά της; Αυτή η ιδέα ήταν ακαταμάχητη. Γιατί ο μπαμπάς ήταν θυμωμένος εκείνη τη χρονιά. Ήταν πυρ και μανία με την Άντι, που δεν ήθελε να επιστρέψει στο σχολείο ακόμα και μετά το μεγάλο της ταξίδι στην Ευρώπη. Η Άντι δεν ενδιαφερόταν να γνωρίσει τους κατάλληλους ανθρώπους ούτε να πάει στους κατάλληλους χορούς όπου πρωτοεμφανίζονται οι νεαρές κόρες των καλών οικογενειών στην κοσμική κοινωνία. Είχε τρελαθεί με τον Έμερί της... που δεν ήταν διόλου Ο Κατάλληλος Άνθρωπος, καταπώς έβλεπε τα πράγματα ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς λέει Δεν είναι του είδους μας, είναι ένας λιμοκοντόρος που φοράει κολάρα από σελουλόιντ, και η Άντι λέει Είναι του είδους που μ' αρέσει εμένα, ό,τι κολάρα κι αν φοράει, και ο μπαμπάς γίνεται έξω φρενών, Έγιναν καβγάδες τρικούβερτοι. Ο μπαμπάς ήταν οργισμένος με την Άντι και το αντίστροφο. Η Χάνα και η Μαρία ήταν οργισμένες με την Άντι που είχε ένα ωραίο αγόρι που ήταν και Μεγαλύτερο και Κατώτερο Της. Οι δίδυμες είχαν τρομάξει απ' όλη εκείνη την οργή. Η Αίμπιτ ήταν επίσης τρομαγμένη. Η παραμάνα Μέλντα δήλωνε ξανά και ξανά πως αν δεν ήταν για την Τέσι και τη Αο-Λο, θα είχε επιστρέψει στους δικούς της στο Τζάκσονβιλ από καιρό. Η Ελίζαμπεθ ζωγράφισε αυτά τα πράγματα, κι έτσι εγώ τα είδα. Το καζάνι ξεχείλισε και τίναξε τελικά στον αέρα το καπάκι του. Η Άντι και ο Ακατάλληλος Γι' Αυτήν Νεαρός Άνδρας κλέφτηκαν και πήγαν στην Ατλάντα, όπου είχαν υποσχεθεί δουλειά στον Έμερι στο γραφείο ενός ανταγωνιστή. Ο Μπαμπάς κόντεψε να λυσσάξει από το κακό του. Οι Μεγάλες Κακές, που είχαν επιστρέψει από το σχολείο Μπρέιντεν για το Σαββατοκύριακο, τον άκουσαν στο τηλέφωνο στο γραφείο του να λέει σε κάποιον ότι θα έβαζε να του φέρουν πίσω τον Έμερι Πόλσον σηκωτό και να τον μαστιγώσουν με το καμτσίκι για τα άλογα ώσπου να μη μείνει πετσί στο κορμί του. Θα έβαζε να τους μαστιγώσουν και τους δυο!
Ύστερα ο μπαμπάς λέει Όχι, για τ' όνομα του Θεού. Ας αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι. Όπως έστρωσε, έτσι και θα κοιμηθεί. Μετά απ' αυτό ήρθε η θύελλα. ΗΆλις. Η Λίμπιτ την ένιωσε να έρχεται. Ένιωσε τον άνεμο που άρχισε να σηκώνεται και να φυσάει μέσα από μερικές γραμμές καμωμένες με κάρβουνο, μαύρες σαν το θάνατο. Η ένταση της πραγματικής καταιγίδας όταν ήρθε -η καταρρακτώδης βροχή, το ουρλιαχτό των κυμάτων που ακουγόταν σαν να περνούσε φορτηγό τρένα~ τη φόβισε πολύ, σαν να είχε σφυρίξει σ' ένα σκύλο και να της είχε έρθει ένας λύκος. Όμως ύστερα ο άνεμος κόπασε και ο ήλιος βγήκε κι όλοι ήταν καλά. Καλύτερα κι από καλά, γιατί μέσα στην αναστάτωση που έφερε η Άλις, η Άντι και ο Ακατάλληλος Νεαρός της ξεχάστηκαν για λίγο. Η Ελίζαμπεθ μέχρι που άκουσε τον μπαμπά να σιγοσφυρίζει ένα σκοπό καθώς αυτός και ο κύριος Σάνινγκτον καθάριζαν τις καταστροφές από την μπροστινή αυλή, με τον μπαμπά να οδηγεί το μικρό κόκκινο τρακτέρ και τον κύριο Σάνινγκτον να πετάει τα σπασμένα φοινικόφυλλα και κλαριά στη μικρή ρυμούλκα πίσω από το τρακτέρ του μπαμπά. Η κούκλα ψιθύρισε, η μούσα είπε την ιστορία της. Η Ελίζαμπεθ άκουσε και ζωγράφισε το σημείο της θάλασσας λίγο πιο έξω από το Βράχο της Μάγισσας την ίδια εκείνη μέρα, εκεί όπου η Νοβίν ψιθύρισε ότι είχε τώρα αποκαλυφθεί ο θαμμένος θησαυρός. Η Λίμπιτ ικετεύει τον μπαμπά της να πάνε να κοιτάξουν, τον ικετεύει τον ικετεύει τον ικετεύει. Ο μπαμπάς λέει ΟΧΙ, ο μπαμπάς λέει ότι είναι πολύ κουρασμένος, ότι έχει πιαστεί όλο του το κορμί από την τόση δουλειά στην αυλή. Η παραμάνα Μέλντα λέει Λίγη ώρα μέσα στο νερό ίσως να σε βοηθήσει να χαλαρώσεις, κύριε Ίστλεϊκ. Η παραμάνα Μέλντα λέει Θα έρθω κι εγώ μαζί με τις μικρές και θα φέρω τρόφιμα για να κάνετε πικνίκ. Και ύστερα η παραμάνα Μέλντα λέει Ξέρεις τι συμβαίνει στη Λίμπιτ αυτό τον καιρό. Αν λέει ότι υπάρχει κάτι εκεί πέρα, τότε, ίσως... Έτσι πήγαν κάτω στην παραλία, δίπλα στο Βράχο της Μάγισσας —ο μπαμπάς με το μπανιερό του που δεν του έκανε πια, και η Ελίζαμπεθ και οι δίδυμες και η παραμάνα Μέλντα. Η Χάνα και η Μαρία είχαν επιστρέψει στο σχολείο, και η Άντι... αλλά καλύτερα να μη μι-
λάμε γι' αυτήν. Η Άντι ήταν ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΤΑΣΤΙΧΟ. Η παραμάνα Μέλντα κουβαλούσε το κόκκινο καλάθι του πικνίκ. Μέσα ήταν το κολατσιό, καπέλα για να μη χτυπήσει ο ήλιος τα κορίτσια, τα υλικά ζωγραφικής της Ελίζαμπεθ, το ψαροτούφεκο του μπαμπά και μερικά καμάκια γι' αυτό. Ο μπαμπάς φοράει τα βατραχοπέδιλά του και μπαίνει τσαλαβουτώντας μέσα στο caldo μέχρι τα γόνατα και λέει Είναι πολύ κρύο! Καλύτερα να μη μας πάρει πολλή ώρα, Λίμπιτ. Πες μου πού είναι κρυμμένος αυτός ο μυθικός θησαυρός. Η Λίμπιτ λέει Θα σου πω, αλλά μου υπόσχεσαι ότι θα μου δώσεις δική μου την πορσελάνινη κουκλίτσα; Ο μπαμπάς λέει Όποια κουκλίτσα βρούμε είναι δική σου -δίκαια ανταμοιβή. Η μούσα το είδε και το κορίτσι το ζωγράφισε. Κι έτσι καθορίστηκε το μέλλον όλων τους.
9 - 0 Κ ά ν η Μπράουν
i Δυο νύχτες αργότερα ζωγράφισα το πλοίο για πρώτη φορά. Στην αρχή το ονόμασα Κορίτσι και Πλοίο, ύστερα Κορίτσι και Πλοίο No 7, μόλο που κανένα από τα δυο δεν ήταν το πραγματικό του όνομα- το πραγματικό του όνομα ήταν Ίλσε και Πλοίο No 1. Η σειρά με το πλοίο, ακόμα περισσότερο από εκείνο που συνέβη στον Κάντι Μπράουν, ήταν αυτό που μ' έκανε να αποφασίσω για το αν θα έδειχνα ή όχι τη δουλειά μου. Αν ο Νανούτσι ήθελε να την εκθέσει, θα συμφωνούσα. Όχι επειδή αναζητούσα αυτό που ο Σαίξπηρ ονόμασε «η χίμαιρα της φήμης» (όπως το είχε πει ο Γουάιρμαν), αλλά επειδή τελικά κατάλαβα ότι η Ελίζαμπεθ είχε δίκιο: ήταν καλύτερα να μην αφήνεις τέτοια δουλειά να συσσωρεύεται στο Ντούμα Κη. Οι πίνακες με το πλοίο ήταν καλοί. Ίσως και σπουδαίοι. Ασφαλώς έτσι ένιωθα όταν τους τελείωνα. Ήταν επίσης ένα κακό και πανίσχυρο φάρμακο. Νομίζω πως αυτό το είχα καταλάβει ήδη από τον πρώτο, που τον έκανα αργά τη νύχτα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου. Την τελευταία νύχτα της ζωής της Τίνα Γκαριμπάλντι. ii Το όνειρο δεν ήταν ακριβώς εφιάλτης, αλλά ήταν τόσο ζωντανό που δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια, παρ' ότι αποτύπωσα ένα μέρος από την αίσθηση που μου άφησε πάνω στον καμβά. Όχι όλη, αλλά ένα μέρος. Αρκετό, ίσως. Ήταν η ώρα που έδυε ο ήλιος. Σ' εκείνο το όνειρο και σε όλα τα άλλα που ακολούθησαν, ήταν
πάντα η ώρα που έδυε ο ήλιος. Άπλετο κόκκινο φως γέμιζε τη Δύση, μέχρι ψηλά στον ουρανό όπου άλλαζε πρώτα σε πορτοκαλί, ύστερα σ' ένα αλλόκοτο πράσινο. Στον Κόλπο βασίλευε σχεδόν απόλυτη γαλήνη, με μόνο κάτι ανεπαίσθητα, στιλπνά κυματάκια να διασχίζουν την επιφάνειά του σαν ανάσα. Όπως η φεγγοβολή του ηλιοβασιλέματος αντανακλώνταν πάνω του, τον έκανε να μοιάζει με μια τεράστια κοιλότητα γεμάτη αίμα. Μέσα σ' εκείνο το κορωμένο φως διαγραφόταν η σιλουέτα ενός ερειπωμένου τρικάταρτου ιστιοφόρου. Τα σαπισμένα του πανιά κρέμονταν σακουλιασμένα, με το κόκκινο πύρωμα ν' αστράφτει μέσα από τις τρύπες και τα σχισίματα. Δεν υπήρχε ψυχή ζωντανή επάνω. Αρκούσε να του ρίξεις μια ματιά για να το καταλάβεις. Απέπνεε μια αίσθηση υπόγειας απειλής, θαρρείς και είχε χτυπηθεί από κάποια πανούκλα που είχε αφανίσει ολόκληρο το πλήρωμα, αφήνοντας μόνο εκείνο το σηπόμενο κουφάρι από ξύλο, κανναβόσχοινα και καραβόπανο. Θυμάμαι που ένιωσα πως, αν κάποιο πουλί, ένας γλάρος ή ένας πελεκάνος, πετούσε από πάνω του, θα έπεφτε νεκρό στο κατάστρωμα με τα φτερά του να βγάζουν καπνούς. Τριάντα σαράντα μέτρα μακριά, έπλεε πάνω στο νερό μια βαρκούλα με κουπιά. Μέσα της ήταν καθισμένο ένα κοριτσάκι, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Τα μαλλιά του ήταν κόκκινα, αλλά τα μαλλιά ήταν λάθος -κανένα πραγματικό κορίτσι δε θα μπορούσε να έχει μαλλιά από μπερδεμένο νήμα, όπως αυτό. Εκείνο που αποκάλυπτε την ταυτότητά του ήταν το φόρεμα που φορούσε. Ήταν γεμάτο μικρές τρίλιζες και με σταμπωμένες επάνω τις λέξεις ΚΕΡΔΙΖΩ ΕΓΩ, ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ ΕΣΥ, ξανά και ξανά. Η Ίλσε είχε ένα τέτοιο φόρεμα όταν ήταν τεσσάρων ή πέντε χρονών... στην ηλικία περίπου των δίδυμων κοριτσιών στο οικογενειακό πορτραίτο που είχα δει στο πλατύσκαλο του δεύτερου ορόφου του Παλάσιο δε Ασεσίνος. Προσπάθησα να φωνάξω, να προειδοποιήσω το κοριτσάκι να μην πλησιάσει στο σαπιοκάραβο. Δεν μπορούσα. Είχα απελπιστεί. Εν πάση περιπτώσει, έμοιαζε να μην έχει σημασία. Το κοριτσάκι καθόταν απλώς εκεί, μες στη χαριτωμένη βαρκούλα του πάνω στ' απαλά κόκκινα κυματάκια, κοιτάζοντας το πλοίο και φορώντας το φόρεμα με τις τρίλιζες της Ίλι. Έπεσα από το κρεβάτι μου πάνω στο σακατεμένο μου πλευρό. Ούρλιαξα από τον πόνο και γύρισα ανάσκελα, ακούγοντας το κύμα
έξω και το ψιθυριστά άλεσμα των κοχυλιών κάτω από το σπίτι. Μου έλεγαν πού ήμουν, αλλά δε με παρηγορούσαν. Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ. Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ. Κερδίζεις εσύ, κερδίζω εγώ. Το όπλο, κερδίζω εγώ. Το φρούτο, κερδίζεις εσύ. Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ. Το μπράτσο μου που δεν ήταν εκεί έμοιαζε να καίει. Έπρεπε να σταματήσω αυτή την αίσθηση αλλιώς θα τρελαινόμουν και μόνο ένας τρόπος υπήρχε να το κάνω αυτό. Πήγα επάνω και ζωγράφισα σαν μανιακός για τις επόμενες τρεις ώρες. Δεν είχα μοντέλο πάνω στο τραπέζι μου, δεν είχα τίποτα να βλέπω έξω απ' το παράθυρο μου. Ούτε και χρειαζόμουν. Υπήρχαν όλα μέσα στο κεφάλι μου. Και καθώς δούλευα, συνειδητοποίησα ότι σ' αυτό κατέτειναν όλες οι προηγούμενες ζωγραφικές μου απόπειρες. Όχι αναγκαστικά στο κορίτσι μέσα στη βάρκα· αυτό πιθανώς ήταν απλά μια επιπλέον ατραξιόν, ένα στοιχείο σύνδεσης με την πραγματικότητα. Εκείνο που έψαχνα τόσον καιρό ήταν το πλοίο. Το πλοίο και το ηλιοβασίλεμα. Όταν αναλογίστηκα τις προηγούμενες προσπάθειές μου, συνειδητοποίησα την ειρωνεία του πράγματος: το Καλημέρα, το σχέδιο με το μολύβι που είχα κάνει την πρώτη ημέρα που είχα πατήσει το πόδι μου στο Μεγάλο Ροζ, ήταν και το πιο εύστοχο.
iii Έπεσα στο κρεβάτι γύρω στις τρεισήμισι και κοιμήθηκα μέχρι τις εννιά. Ξύπνησα νιώθοντας αναζωογονημένος, καθαρμένος, ολοκαίνουριος. Ο καιρός ήταν καλός: ανέφελος και πιο ζεστός απ' ό,τι όλη την προηγούμενη βδομάδα. Οι Μπαουμγκάρτεν ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στο Βορρά, αλλά απόλαυσα μια ζωηρή αναμέτρηση φρίσμπι με τους γιους τους πριν φύγουν. Η όρεξή μου ήταν καλή, οι πόνοι μου ελάχιστοι. Ήταν ωραίο να νιώθεις πάλι φυσιολογικός άνθρωπος, έστω και για μια ώρα. Αλλά και στο μυαλό της Ελίζαμπεθ η αντάρα είχε καθαρίσει. Της διάβασα μερικά ποιήματα ενώ τακτοποιούσε τις πορσελάνες της. Ήταν και ο Γουάιρμαν εκεί, και για μια φορά φάνηκε να συμμετέχει κι αυτός με κέφι. Ο κόσμος έμοιαζε όμορφος εκείνη την ημέρα. Μόνο αργότερα έτυχε να σκεφτώ ότι πολύ πιθανόν ο Τζορτζ «Κάντι» Μπράουν απήγαγε τη δωδεκάχρονη Τίνα Γκαριμπάλντι
την ίδια ακριβώς ώρα που εγώ διάβαζα στην Ελίζαμπεθ το ποίημα του Ρίτσαρντ Γουίλμπερ για την μπουγάδα, το «Η Αγάπη μάς Καλεί στα Πράγματα του Κόσμου». Το διάλεξε επειδή έτυχε να δω σ' ένα άρθρο στην εφημερίδα εκείνης της ημέρας ότι συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα πιο δημοφιλή ποιήματα για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Η απαγωγή της Γκαριμπάλντι έτυχε να καταγραφεί. Συνέβη ακριβώς στις 3:16 μ.μ., σύμφωνα με την ένδειξη ώρας πάνω στη βιντεοταινία, και αυτή ήταν πάνω κάτω η ώρα που σταμάτησα για να πιω μια γουλιά από το ποτήρι μου με το πράσινο τσάι του Γουάιρμαν, πριν αρχίσω να διαβάζω το ποίημα του Γουίλμπερ, που το είχα εκτυπώσει από το Τντερνετ. Ο χώρος φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων πίσω από το Κρόσροουντς Μολ παρακολουθούνταν από κάμερες κλειστού κυκλώματος. Για να αποτρέπονται οι κλοπές, υποθέτω. Εκείνο που κατέγραψαν οι κάμερες σε αυτή την περίπτωση ήταν η κλοπή της ζωής ενός παιδιού. Η Τίνα Γκαριμπάλντι εμφανίζεται να διασχίζει το χώρο από αριστερά προς τα δεξιά, ένα λιγνό κορίτσι με τζιν παντελόνι και μ' ένα σακίδιο στην πλάτη. Πιθανώς σκόπευε κάνει μια βόλτα στο εμπορικό κέντρο πριν συνεχίσει το δρόμο για το σπίτι. Στην ταινία, που οι τηλεοπτικοί σταθμοί την έπαιξαν και την ξανάπαιξαν με αρρωστημένη επιμονή, βλέπεις τον Μπράουν να κατεβαίνει από μια ράμπα και να την πιάνει από τον καρπό. Αυτή σηκώνει τα μάτια της στα δικά του και κάτι φαίνεται να τον ρωτά. Εκείνος απαντάει μ' ένα καταφατικό νεύμα και την οδηγεί μακριά. Στην αρχή αυτή δεν αντιστέκεται, αλλά ύστερα -μια στιγμή πριν εξαφανιστούν πίσω από έναν κάδο συλλογής απορριμμάτων- προσπαθεί να του ξεφύγει. Όμως εκείνος συνεχίζει να την κρατάει σταθερά από τον καρπό όταν βγαίνουν από το πεδίο της κάμερας. Τη σκότωσε λιγότερο από έξι ώρες αργότερα, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή της κομητείας, αλλά, αν κρίνει κανείς από τα φρικτά σημάδια πάνω στο κορμί της, εκείνες οι ώρες πρέπει να φάνηκαν ατέλειωτες στο μικρό κοριτσάκι, που ποτέ του δεν έβλαψε κανέναν. Πρέπει να φάνηκαν αιώνας. Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο, Ο πρωινός αέρας είναι πλημμυρισμένος αγγέλους, γράφει ο Ρίτσαρντ Γουίλμπερ στο «Η Αγάπη μάς Καλεί στα Πράγματα του Κόσμου». Όμως όχι, Ρίτσαρντ. Όχι. Ήταν απλώς σεντόνια.
Οι Μπαουμγκάρτεν έφυγαν. Τα σκυλιά των Γκόντφρι τους αποχαιρέτησαν γαβγίζοντας. Ένα συνεργείο καθαρισμού και συντήρησης μπήκε στο σπίτι όπου είχαν μείνει οι Μπαουμγκάρτεν και του έδωσε ένα γερό καθάρισμα. Τα σκυλιά των Γκόντφρι τους καλωσόρισαν {και τους αποχαιρέτησαν) γαβγίζοντας. Το πτώμα της Τίνα Γκαριμπάλντι βρέθηκε σ' ένα χαντάκι πίσω από το γήπεδο της Γουίλκ Παρκ Λιτλ Λιγκ, γυμνό από τη μέση και κάτω, και πεταμένο σαν σακούλα με σκουπίδια. Η μητέρα της εμφανίστηκε στο Κανάλι 6 να ουρλιάζει και να χαρακώνει με τα νύχια της τα μάγουλά της. Οι Κίντνερ αντικατέστησαν τους Μπαουμγκάρτεν. Η παρέα από το Τολίντο έφυγε από το No 39 και τρεις ευχάριστες γηραιές κυρίες από το Μίσιγκαν ήρθαν να μείνουν στη θέση της. Οι γηραιές κυρίες γελούσαν πολύ και φώναζαν Γιούχου όποτε έβλεπαν εμένα ή τον Γουάιρμαν να πλησιάζουμε. Δεν έχω ιδέα αν χρησιμοποίησαν ή όχι το πρόσφατα εγκατεστημένο στο No 39 Wi-Fi, αλλά την πρώτη φορά που έπαιξα μαζί τους Σκραμπλ μ' έκαναν με τα κρεμμυδάκια. Τα σκυλιά των Γκόντφρι γάβγιζαν ακούραστα όταν οι γηραιές κυρίες έβγαιναν για τους απογευματινούς τους περιπάτους. Ένας άντρας που εργαζόταν σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων στη Σαρασότα τηλεφώνησε στην αστυνομία και είπε ότι ο τύπος στην ταινία με την απαγωγή της Τίνα Γκαριμπάλντι έμοιαζε πολύ με κάποιο συνάδελφο του πλύστη, έναν τύπο ονόματι Τζορτζ Μπράουν, γνωστό σε όλους με το παρατσούκλι Κάντι. Είπε ότι ο Κάντι Μπράουν είχε φύγει από τη δουλειά γύρω στις δυόμισι το απόγευμα της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου και δεν είχε επιστρέψει μέχρι το επόμενο πρωί. Είχε ισχυριστεί ότι δεν ένιωθε καλά. Το πλυντήριο απείχε μόλις ένα τετράγωνο από το Κρόσροουντς Μολ. Τη μεθεπόμενη του Αγίου Βαλεντίνου μπήκα στην κουζίνα του Παλάσιο και βρήκα τον Γουάιρμαν καθισμένο στο τραπέζι με το κεφάλι ριγμένο πίσω, να τρέμει ολόκληρος. Όταν τα ρίγη υποχώρησαν, μου είπε ότι ήταν καλά. Όταν είπα ότι δεν έδειχνε καλά, μου είπε να φυλάω τις απόψεις μου για τον εαυτό μου, με έναν κοφτό τόνο που πρώτη φορά τον άκουγα στη φωνή του. Σήκωσα τρία δάχτυλα και τον ρώτησα πόσα έβλεπε. Είπε τρία. Σήκωσα δύο και είπε δύο. Αποφάσισα - όχι χωρίς δισταγμούς- να το αφήσω να πε-
ράσει. Και αυτή τη φορά. Στο κάτω κάτω, δεν ήμουν ο κηδεμόνας του. Ζωγράφισα τα Κορίτσι και Πλοίο No 2 και 3. Στο No 2 το κοριτσάκι μέσα στη βάρκα φορούσε το γαλάζιο φόρεμα με τα πουά της Ρίμπα, αλλά ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ήταν η Ίλσε. Και στο No 3 δε χωρούσε πια καμιά αμφιβολία. Τα μαλλιά της είχαν ξαναπάρει την όμορφη καστανόξανθη απόχρωση που είχαν όταν ήταν παιδί και φορούσε ένα ναυτικό πουκάμισο με μπλε κεντημένες σπείρες στην άκρη του γιακά που είχα λόγους να το θυμάμαι πολύ καλά: το φορούσε μια Κυριακή, όταν είχε πέσει από τη μηλιά στην πίσω αυλή μας και είχε σπάσει το χέρι της. Στο No 3 το πλοίο είχε γυρίσει λίγο και μπορούσα να διαβάσω τα πρώτα γράμματα του ονόματος του, ζωγραφισμένα με ξεφλουδισμένη μπογιά πάνω στην πλώρη: ΠΕΡ. Δεν είχα ιδέα ποια μπορεί να ήταν τα υπόλοιπα γράμματα. Αυτός ήταν επίσης ο πρώτος πίνακας όπου εμφανιζόταν το ψαροτούφεκο του Τζον Ίστλεϊκ. Ήταν γεμάτο και ακουμπισμένο σ' ένα από τα καθίσματα της βάρκας. Στις δεκαοχτώ Φεβρουαρίου, ένας φίλος του Τζακ ήρθε να βοηθήσει στις επισκευές που έκαναν ο Τζακ και ο Γουάιρμαν σε μερικές από τις ενοικιαζόμενες κατοικίες. Τα σκυλιά των Γκόντφρι τον γάβγισαν με τη συνηθισμένη τους κοινωνικότητα, καλώντας τον να κοπιάσει οποτεδήποτε ένιωθε την επιθυμία να χάσει ένα κομμάτι από τον ντυμένο με φαρδύ τζιν πισινό του. Η αστυνομία ανέκρινε τη σύζυγο του Κάντι Μπράουν (κι αυτή τον έλεγε Κάντι, όλοι τον έλεγαν Κάντι, πιθανώς είχε ζητήσει και από την Τίνα Γκαριμπάλντι να τον λέει Κάντι πριν τη βασανίσει και τη σκοτώσει) σχετικά με το πού βρισκόταν ο άντρας της το απόγευμα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου. Εκείνη είπε ότι μπορεί να ήταν και άρρωστος, αλλά πάντως δεν ήταν άρρωστος στο σπίτι. Δεν είχε επιστρέψει παρά γύρω στις οχτώ εκείνο το βράδυ. Είπε ότι της είχε φέρει ένα κουτί σοκολατάκια. Είπε ότι ήταν πάντα πολύ γλυκός και ποτέ δεν αμελούσε τέτοιες περιστάσεις. Την εικοστή πρώτη Φεβρουαρίου, οι φανατικοί της κάντρι μπήκαν στο σπορ αυτοκίνητο τους, έβαλαν τέρμα στο CD την αγαπημένη τους μουσική και πήγαν πάλι πίσω στα βόρεια απ' όπου είχαν έρθει. Κανένας δεν πήρε τη θέση τους. Ο Γουάιρμαν αποφάνθηκε ότι αυτό σηματοδοτούσε το τέλος της εποχής των μεταναστευτικών πτηνών. Είπε ότι η σεζόν πάντα τελείωνε νωρίτερα στο Ντούμα Κη, που δεν είχε καθόλου εστιατόρια και τουριστικές ατραξιόν (ούτε καν ένα ψωρο-πάρκο με αλιγάτορες!). Τα σκυλιά
των Γκόντφρι άρχισαν να γαβγίζουν ακατάπαυστα, σαν για να διακηρύξουν ότι η εποχή των χειμερινών διακοπών μπορεί να όδευε προς το τέλος της, αλλά κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει ακόμα. Την ίδια μέρα που οι φανατικοί της κάντρι άφησαν γεια στο Ντούμα, η αστυνομία εμφανίστηκε στο σπίτι του Κάντι Μπράουν στη Σαρασότα με ένα ένταλμα έρευνας. Σύμφωνα με το Κανάλι 6, πήραν αρκετά αντικείμενα. Μια μέρα αργότερα, οι τρεις γηραιές κυρίες του No 39 μ' έκαναν πάλι με τα κρεμμυδάκια στο Σκραμπλδεν κατάφερα ούτε μια φορά να φτιάξω μια λέξη με τετραγωνάκι που να τριπλασιάζει τους πόντους μου, αλλά έμαθα ότι η αμίτωση είναι λέξη. Όταν γύρισα στο σπίτι και άνοιξα την τηλεόραση, το λογότυπο που γράφει ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ήταν κοτσαρισμένο στο Κανάλι 6, που παρουσιάζει αποκλειστικά «Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ειδήσεις από τη δυτική ακτή της Φλόριντα». Ο Κάντι Μπράουν είχε συλληφθεί. Σύμφωνα με «πηγές προσκείμενες στην έρευνα», δύο από τα αντικείμενα που είχε πάρει η αστυνομία από το σπίτι του Μπράουν ήταν εσώρουχα και το ένα έφερε κηλίδες αίματος. Θα ακολουθούσε ανάλυση DNA, τόσο σίγουρα όσο η μέρα ακολουθεί τη νύχτα. Ο Κάντι Μπράουν δεν κάθισε να περιμένει τα αποτελέσματα. Η εφημερίδα της επομένης ανέφερε ότι είχε πει στους αστυνομικούς, «Ήμουν μαστουρωμένος και έκανα κάτι τρομερό». Διάβασα το ρεπορτάζ ενώ έπινα τον πρωινό χυμό μου. Πάνω από το κείμενο υπήρχε Η Φωτογραφία, που μου ήταν πλέον τόσο γνωστή όσο κι εκείνη του Κένεντι την ώρα που τον πυροβολούν στο Ντάλας. Η Φωτογραφία έδειχνε τον Κάντι με το χέρι του κλεισμένο σφιχτά γύρω από τον καρπό της Τίνα Γκαριμπάλντι, ενώ τα μάτια της σηκώνονταν απορημένα στα δικά του. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσα χωρίς να κοιτάξω τον αριθμό και είπα εμπρός. Η σκέψη μου ήταν απορροφημένη από την Τίνα Γκαριμπάλντι. Ήταν ο Γουάιρμαν. Με ρώτησε αν μπορούσα να περάσω για λίγο από το Παλάσιο. Είπα φυσικά, ούτε λόγος, πήγα να πω τα λέμε σε λίγο και τότε συνειδητοποίησα ότι άκουγα κάτι, όχι στη φωνή του αλλά ακριβώς από κάτω της, που απείχε πολύ από το φυσιολογικό. Τον ρώτησα τι συνέβαινε. «Μου φαίνεται ότι τυφλώθηκα από το αριστερό μου μάτι, muchacho». Γέλασε λίγο. Ήταν ένας παράξενος, σαστισμένος ήχος. «Το ήξερα ότι θα συνέβαινε, αλλά δεν παύει να είναι ένα σοκ.
Υποθέτω πως όλοι έτσι θα νιώσουμε, όταν κάποια μέρα θα ξυπνήσουμε και θα είμαστε ν-ν...» Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. «Μπορείς να 'ρθεις; Προσπάθησα να βρω την Aw-Μαρί από το γραφείο που στέλνει τις κατ' οίκον νοσηλεύτριες, αλλά ήταν ήδη κλεισμένη κι έλειπε και... μπορείς να 'ρθεις, Έντγκαρ; Σε παρακαλώ;» «Έρχομαι αμέσως. Απλά κάνε κουράγιο, Γουάιρμαν, Μείνε εκεί που είσαι και κάνε κουράγιο». ν Είχα να αντιμετωπίσω πρόβλημα με τα δικά μου μάτια αρκετές βδομάδες. Το ατύχημα είχε προκαλέσει κάποια απώλεια της περιφερειακής όρασης και έτεινα να στρέφω το πρόσωπο μου δεξιά για να δω πράγματα που προηγουμένως τα έπιανα εύκολα κοιτάζοντας ίσια μπροστά, κατά τα άλλα, όμως, τα μάτια μου ήταν μια χαρά. Καθώς κατευθυνόμουν στην απρόσωπη νοικιασμένη Σεβρολέ μου, αναρωτήθηκα πώς θα ένιωθα αν εκείνη η αιμάτινη κοκκινίλα άρχιζε να σκεπάζει πάλι τα πράγματα γύρω μου... ή αν κάποιο πρωί ξυπνούσα και από τη μια πλευρά του κόσμου μου δεν μπορούσα να δω τίποτ' άλλο εκτός από μια μαύρη τρύπα. Αυτό μ' έκανε να αναρωτηθώ πώς είχε καταφέρει ο Γουάιρμαν να γελάσει. Έστω και λίγο. Ετοιμαζόμουν να ανοίξω την πόρτα της Μάλιμπου, όταν τον θυμήθηκα να λέει ότι η Aw-Μαρί Γουίσλερ, την οποία καλούσε να μένει με την Ελίζαμπεθ όποτε έπρεπε να λείψει για κάποιο χρονικό διάστημα, ήταν ήδη κλεισμένη από κάποιον άλλο ασθενή. Έτρεξα πάλι στο σπίτι και τηλεφώνησα στο κινητό του Τζακ, προσευχόμενος να το απαντήσει και να μπορούσε να 'ρθει. Το απάντησε και μπορούσε. Μπίνγκο.
νί Οδήγησα έξω από το νησί για πρώτη φορά εκείνο το πρωί κι έσπασα την παρθενιά μου πανηγυρικά, κολλώντας κι εγώ στο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων που κατευθύνονταν βόρεια στην Ταμιάμι Τρέιλ. Προορισμός μας ήταν το νοσοκομείο Σαρασότα Μεμόριαλ.
Μας το είχε υποδείξει ο γιατρός της Ελίζαμπεθ, στον οποίο είχα τηλεφωνήσει αγνοώντας τις αδύναμες διαμαρτυρίες του Γουάιρμαν. Και τώρα ο Γουάιρμαν συνεχώς με ρωτούσε αν εγώ ένιωθα καλά, αν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να το κάνω, αν δε θα ήταν καλύτερα να είχα αφήσει να τον πάει στο νοσοκομείο ο Τζακ κι εγώ να μείνω με την Ελίζαμπεθ. «Είμαι μια χαρά», είπα. «Πάντως φαίνεσαι έτοιμος να τα κάνεις επάνω σου από την τρομάρα. Αυτό τουλάχιστον μπορώ να το δω». Το δεξί του μάτι είχε στραφεί προς την κατεύθυνσή μου. Το αριστερό προσπαθούσε να το μιμηθεί, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν κατακόκκινο, ελαφρά γυρισμένο προς τα πάνω και δάκρυζε ακατάσχετα. «Δεν πιστεύω να φρικάρεις στο τιμόνι, έτσι, muchacho;» «Όχι. Εξάλλου, άκουσες τι είπε και η Ελίζαμπεθ. Αν δεν είχες πάρει μόνος σου την απόφαση να πας, θα σε είχε αναγκάσει αυτή, δίνοντάς σου ένα γερό μπερντάχι με το σκουπόξυλο». Είχε προσπαθήσει να το κρατήσει κρυφό από τη «μις Ίστλεϊκ», για να μην την ταράξει, αλλ' αυτή ερχόταν στην κουζίνα με το Πι της την ώρα που μιλούσαμε στο τηλέφωνο και είχε ακούσει τη δική του πλευρά της συνομιλίας μας. Κι εξάλλου, είχε κι αυτή λίγο από το πείσμα του Γουάιρμαν. Δεν είχαμε μιλήσει γι' αυτό ποτέ, αλλά έτσι ήταν. «Αν θελήσουν να σε κάνουν εισαγωγή...» άρχισα να λέω. «Ω, θα θελήσουν, είναι σαν αντανακλαστική αντίδραση γι' αυτούς, αλλά δε θα τους περάσει. Αν μπορούσαν να διορθώσουν το πρόβλημα, θα ήταν διαφορετικά. Πηγαίνω απλά επειδή ο Χάντλοκ ίσως μπορέσει να μου πει ότι δεν πρόκειται για μόνιμο στραπάτσο, αλλ' απλά για μια προσωρινή βλάβη στο ραντάρ». Χαμογέλασε αδύναμα. «Γουάιρμαν, τι διάβολο σου συμβαίνει;» «Κάθε πράγμα στον καιρό του, muchacho. Τι ζωγραφίζεις αυτές τις μέρες;» «Δεν είναι του παρόντος αυτό». «Ω Θεέ μου», αναστέναξε ο Γουάιρμαν. «Φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος που έχει κουραστεί από τις ερωτήσεις. Το ήξερες ότι κατά τους χειμερινούς μήνες ένας στους σαράντα οδηγούς που χρησιμοποιούν τακτικά την Ταμιάμι Τρέιλ παθαίνει αυτοκινητιστικό δυστύχημα; Αλήθεια λέω. Και σύμφωνα με κάτι που άκουσα στις
ειδήσεις τις προάλλες, οι πιθανότητες να συγκρουστεί με τη γη ένας αστεροειδής στο μέγεθος του σταδίου Άστροντομ στο Χιούστον είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερες από τις πιθανότητες...» Άπλωσα το χέρι ν' ανοίξω το ραδιόφωνο και είπα, «Γιατί δεν ακούμε λίγη μουσική;» «Καλή ιδέα», είπε. «Αλλά όχι κάντρι». Για μια στιγμή δεν κατάλαβα, αλλά ύστερα θυμήθηκα τους φανατικούς της κάντρι που είχαν αναχωρήσει πρόσφατα. Βρήκα τον πιο εκκωφαντικό, τον πιο βλακώδη ροκ σταθμό της περιοχής, που φέρει το όνομα Δε Μπόουν. Οι Νάζαρεθ έγδερναν τα λαρύγγια τους τραγουδώντας το «Hair of the Dog». «Α, τι ωραίο ξέρασμα», είπε ο Γουάιρμαν. «Ροκ εντ ρολ. Τώρα μιλάς, mi hijo*».
vii Ήταν μια δύσκολη μέρα. Όποτε παίρνεις την απόφαση να εναποθέσεις το ταλαίπωρο σαρκίο σου στον ατέρμονα ιμάντα της σύγχρονης ιατρικής -ιδίως όπως ασκείται σε μια πόλη γεμάτη από ηλικιωμένους, συχνά φιλάσθενους χειμερινούς επισκέπτες-, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ότι δε θα ξεμπερδέψεις εύκολα. Μείναμε στο νοσοκομείο μέχρι τις έξι. Ήθελαν όντως να κρατήσουν τον Γουάιρμαν. Εκείνος αρνήθηκε. Πέρασα τις περισσότερες ώρες μου σ' εκείνες τις καθαρτήριες αίθουσες αναμονής, όπου τα περιοδικά είναι παλιά, τα μαξιλάρια στα καθίσματα λεπτά και η τηλεόραση πάντα στερεωμένη ψηλά σε μια γωνία. Κάθισα, άκουσα τις ανήσυχες συζητήσεις των ανθρώπων γύρω μου να συναγωνίζονται τη φλυαρία της τηλεόρασης, και κάθε τρεις και λίγο πήγαινα σε έναν από τους χώρους όπου επιτρεπόταν η χρήση κινητών τηλεφώνων και χρησιμοποιούσα το κινητό του Γουάιρμαν για να τηλεφωνήσω στον Τζακ. Ήταν καλά η Ελίζαμπεθ; Μια χαρά. Έπαιζαν Γκρινιάρη. Ύστερα ξανάφτιαχναν την Πορσελάνινη Πολιτεία. Την τρίτη φορά έτρωγαν σάντουιτς και έβλεπαν την Όπρα. Την τέταρτη η Ελίζαμπεθ κοιμόταν. *Γιε μου. (Σ.τ.Μ.)
«Πες του πως έκανε όλες της τις φυσικές ανάγκες», είπε ο Τζακ. «Μέχρι στιγμής». Του το είπα. Ο Γουάιρμαν ευχαριστήθηκε όταν το άκουσε. Και ο ατέρμων ιμάντας συνέχισε ν' αργοκυλά. Τρεις αίθουσες αναμονής συνολικά, μία έξω από το Γραφείο Εισαγωγής, όπου ο Γουάιρμαν αρνήθηκε ακόμα και να πάρει το ντοσιέ με το έντυπο που του έδωσαν, πιθανώς επειδή δεν μπορούσε να το διαβάσει (συμπλήρωσα εγώ τις απαραίτητες πληροφορίες), μία έξω από το Νευρολογικό Τμήμα, όπου γνώρισα τον Τζιν Χάντλοκ, το γιατρό της Ελίζαμπεθ, κι ένα χλομό άντρα με υπογένειο, ονόματι Χέρμπερτ Πρίνσιπε. Ο δόκτωρ Χάντλοκ ισχυρίστηκε ότι ο Πρίνσιπε ήταν ο καλύτερος νευρολόγος της Σαρασότα. Ο Πρίνσιπε δεν το αρνήθηκε, ούτε διαμαρτυρήθηκε πως ήταν υπερβολή. Η τελευταία αίθουσα αναμονής ήταν στο δεύτερο όροφο, όπου στεγάζονταν τα Μεγάλα και Εξελιγμένα Μηχανήματα. Εδώ, ο Γουάιρμαν δεν οδηγήθηκε στην αίθουσα Μαγνητικής Τομογραφίας, ένα μηχάνημα με το οποίο ήμουν απόλυτα εξοικειωμένος, αλλά στην αίθουσα των ακτινογραφιών στο τέρμα του διαδρόμου, ένα χώρο που τον φαντάστηκα σκονισμένο και παραμελημένο σ' αυτή τη σύγχρονη εποχή. Ο Γουάιρμαν μου έδωσε να του φυλάξω ένα μενταγιόν με την Παναγία κι εγώ απέμεινα ν' αναρωτιέμαι γιατί ο καλύτερος νευρολόγος της Σαρασότα είχε καταφύγει σε μια τόσο απαρχαιωμένη τεχνολογία. Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να με διαφωτίσει επ' αυτού. Οι τηλεοράσεις και στις τρεις αίθουσες αναμονής ήταν συντονισμένες στο Κανάλι 6, όπου ξανά και ξανά αναγκάστηκα να δω Την Εικόνα: τον Κάντι Μπράουν με το χέρι του να κλείνει σφιχτά γύρω από τον καρπό της Τίνα Γκαριμπάλντι, τα μάτια της Τίνα να σηκώνονται για να συναντήσουν τα δικά του, απαθανατισμένα σ' ένα βλέμμα που προκαλούσε τρόμο, γιατί όποιος είχε μεγαλώσει στους κόλπους μιας έστω και σχετικά αξιοπρεπούς οικογένειας ήξερε, στο βάθος της καρδιάς του, τι ακριβώς σήμαινε. Λες στα παιδιά σου να προσέχουν, να προσέχουν πολύ, ότι οποιοσδήποτε άγνωστος θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος, και ίσως αυτά να το πιστεύουν, αλλά τα παιδιά των καλών οικογενειών έχουν επίσης ανατραφεί να πιστεύουν ότι η ασφάλεια αποτελεί φυσικό δικαίωμά τους. Έτσι τα μάτια της μικρής έλεγαν Μάλιστα, κύριε, πείτε μου τι πρέπει να κάνω. Τα μάτια έλεγαν Εσύ είσαι ο ενήλικος, εγώ είμαι το
παιδί, πες μου τι θέλεις. Τα μάτια έλεγαν Μου έχουν μάθει να σέβομαι τους μεγαλυτέρους μου. Και προπάντων, εκείνο που σε σκότωνε, ήταν ότι τα μάτια έλεγαν Δε μου έχουν κάνει κακό ποτέ πριν. Δε νομίζω ότι εκείνη η συνεχής, ανακυκλούμενη δημοσιογραφική κάλυψη και η σχεδόν διαρκής επανάληψη Της Εικόνας είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για όλα όσα ακολούθησαν, αλλά μήπως έπαιξαν κάποιο ρόλο; Ναι. Ασφαλώς και έπαιξαν. viii Είχε νυχτώσει πια από ώρα όταν έβγαλα το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ και έστριψα νότια στην Ταμιάμι Τρέιλ για να επιστρέψουμε στο Ντούμα. Στην αρχή ούτε που σκεφτόμουν τον Γουάιρμαν ήμουν τελείως απορροφημένος από την οδήγηση, βέβαιος, για κάποιο λόγο, ότι αυτή τη φορά η τύχη μου θα μ' εγκατέλειπε και θα παθαίναμε κάποιο ατύχημα. Μόλις περάσαμε τις εξόδους για το Σιέστα Κη και αραίωσε λίγο η κίνηση, άρχισα να χαλαρώνω. Όταν φτάσαμε στο Κρόσροουντς Μολ, ο Γουάιρμαν είπε: «Μπες μέσα». «Θες ν' αγοράσεις κάτι από το Γκαπ; Τίποτα μποξεράκια; Μήπως κανένα κοντομάνικο μπλουζάκι με τσεπάκια;» «Κόφ' τις εξυπνάδες κι απλά μπες μέσα. Πάρκαρε κάτω από ένα φανοστάτη». Παρκάρισα κάτω από έναν από τους φανοστάτες κι έσβησα τη μηχανή. Το μέρος με ανατρίχιαζε ελαφρώς, μόλο που το πάρκινγκ ήταν γεμάτο περισσότερο από το μισό και ήξερα ότι ο Κάντι Μπράουν είχε απαγάγει την Τίνα Γκαριμπάλντι στην άλλη πλευρά, στο χώρο φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων. «Υποθέτω ότι θ' αντέξω να το πω μια φορά», είπε ο Γουάιρμαν. «Και ότι εσύ δικαιούσαι να το ακούσεις. Γιατί μου φέρθηκες καλά. Και με βοήθησες πολύ». «Το αίσθημα είναι αμοιβαίο, Γουάιρμαν». Τα χέρια του ακουμπούσαν πάνω σε ένα λεπτό γκρίζο φάκελο που είχε πάρει μαζί του από το νοσοκομείο. Το όνομά του ήταν πάνω στην ετικέτα. Σήκωσε το ένα δάχτυλο από το φάκελο για να με κάνει να σωπάσω χωρίς να με κοιτάξει -κοιτούσε ίσια μπροστά, στα Πολυκαταστήματα Μπιλς που καταλάμβαναν εκείνη την άκρη
του εμπορικού κέντρου. «Θέλω να τα πω χωρίς διακοπές για διαφημίσεις. Σε πειράζει;» «Φυσικά και όχι». «Η ιστορία μου μοιάζει σαν...» Στράφηκε προς το μέρος μου, ξαφνικά γεμάτος πάθος. Το αριστερό του μάτι ήταν κατακόκκινο και δάκρυζε συνέχεια, αλλά τουλάχιστον τώρα ήταν στραμμένο προς το μέρος μου μαζί με το άλλο. «Muchacho, έτυχε ποτέ να δεις στις ειδήσεις ένα από εκείνα τα χαζοχαρούμενα ρεπορτάζ για κάποιον τύπο που κέρδισε διακόσια ή τριακόσια εκατομμύρια δολάρια στο Λόττο;» «Όλοι τα έχουμε δει». «Τον ανεβάζουν στη σκηνή, του δίνουν μια τεράστια ψεύτικη επιταγή από χαρτόνι κι αυτός ψελλίζει κάτι που σχεδόν ποτέ δε βγάζει νόημα, αλλ' αυτό είναι αρκετό, σε μια τέτοια περίσταση έτσι ακριβώς πρέπει να κάνεις, γιατί το να πετύχεις όλους εκείνους τους αριθμούς είναι εξωφρενικό. Παράλογο. Σε μια τέτοια περίσταση, το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι "Γιούπι, πηγαίνω στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ". Με παρακολουθείς μέχρις εδώ;» «Μέχρις εδώ, ναι». Ο Γουάιρμαν άρχισε πάλι να παρατηρεί τον κόσμο που μπαινόβγαινε στα Μπιλς, πίσω από τα οποία η Τίνα Γκαριμπάλντι είχε συναντήσει τον Κάντι Μπράουν για να γνωρίσει τον πόνο και τη θλίψη. «Κέρδισα κι εγώ la loteria. Μόνο που δεν την κέρδισα για καλό. Για την ακρίβεια, θα έλεγα πως ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί ποτέ σε άνθρωπο. Τη δικηγορία που είχα για επάγγελμα στην άλλη μου ζωή την ασκούσα στην Όμαχα. Εργαζόμουν στη δικηγορική εταιρεία των Φάιναμ, Ντούλινγκ & Άλεν. Οι ευφυολόγοι -στους οποίους έβαζα τότε και την αφεντιά μου- κάποιες φορές τους έλεγαν Φάινταμ, Φάκαμ και Φοργκέταμ*. Στην πραγματικότητα ήταν μια πολύ καλή εταιρεία, έντιμη σαν δασκάλα του κατηχητικού. Οι δουλειές πήγαιναν καλά κι εγώ είχα μια καλή θέση. Ήμουν εργένης και, πλέον -είχα πατήσει πια τα τριάντα εφτά-, νόμιζα ότι αυτή πιθανώς ήταν η μοίρα μου στη ζωή. Τότε ήρθε στην πόλη το τσίρκο, Έντγκαρ. Εννοώ ένα πραγματικό τσίρκο, με μεγάλα αιλουροειδή και ακροβάτες. Οι περισσότε*«Βρες τους, πήδα τους και ξέχνα τους». (Σ.τ.Μ.)
ροι καλλιτέχνες ήταν ξένοι, όπως συχνά συμβαίνει. Η ομάδα των ακροβατών και οι οικογένειές τους κατάγονταν από το Μεξικό. Μια από τις λογίστριες του τσίρκου, η Χούλια Ταβέρες, ήταν επίσης από το Μεξικό. Εκτός από το να κρατάει τα βιβλία της επιχείρησης, εκτελούσε και χρέη διερμηνέα για τους ακροβάτες». Πρόσεξα ότι είχε πει το όνομά της με την ισπανική προφορά -Χούλια. «Εγώ δεν πήγα στο τσίρκο. Ο Γουάιρμαν πηγαίνει πότε πότε σε κάποια συναυλία ροκ- δεν πηγαίνει στο τσίρκο. Αλλά να την πάλι η λοταρία. Κάθε λίγες μέρες, το υπαλληλικό προσωπικό του τσίρκου τραβούσε κλήρο από ένα καπέλο για να δει ποιος θα πήγαινε να ψωνίσει τα απαραίτητα για το μεσημεριανό κολατσιό -τσιπς, σάλτσες, καφέ, αναψυκτικά. Μια μέρα στην Όμαχα, ο κλήρος έπεσε στη Χούλια. Ενώ διέσχιζε το υπαίθριο πάρκινγκ του σουπερμάρκετ για να επιστρέψει στο ημιφορτηγό, ένα φορτηγό της τροφοδοσίας που έμπαινε με μεγάλη ταχύτητα χτύπησε μια σειρά από καροτσάκια -έχεις δει πώς τα βάζουν πολλά μαζί το ένα μέσα στο άλλο;» «Ναι». «Εντάξει. Μπανγκ! Τα καροτσάκια κυλάνε δέκα μέτρα, χτυπάνε τη Χούλια, της σπάζουν το πόδι. Ήρθαν κι έπεσαν πάνω της από το τυφλό της σημείο, δεν πρόλαβε να παραμερίσει. Έτυχε να βρίσκεται ένας αστυνομικός σε υπηρεσία εκεί κοντά και άκουσε τις κραυγές της. Κάλεσε ένα ασθενοφόρο. Έκανε επίσης αλκοτέστ στον οδηγό του φορτηγού. Η συσκευή έδειξε ότι η περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα του ήταν ένα κόμμα εφτά τοις χιλίοις». «Είναι κακό αυτό;» «Ναι, muchacho. Στη Νεμπράσκα, το ένα κόμμα εφτά σημαίνει, όπως λέγαμε και στη Μονόπολη, πήγαινε κατευθείαν στη φυλακή χωρίς να περάσεις από την αφετηρία και χωρίς να πάρεις διακόσια δολάρια. Η Χούλια, ακολουθώντας τη συμβουλή του γιατρού που την κοίταξε στα Επείγοντα, ήρθε σ' εμάς. Υπήρχαν τριάντα πέντε δικηγόροι στη Φάινταμ, Φάκαμ και Φοργκέταμ εκείνη την εποχή, και οι δεκαπέντε από αυτούς θα μπορούσαν να είχαν αναλάβει την αγωγή αποζημίωσης για προσωπική βλάβη της Χούλια. Την ανέλαβα εγώ. Βλέπεις τους αριθμούς που αρχίζουν ένας ένας να βγαίνουν από την κληρωτίδα;» «Ναι».
«Δεν αρκέστηκα απλώς να την εκπροσωπήσω στο δικαστήριοτην παντρεύτηκα. Εκείνη κερδίζει την αγωγή και ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Το τσίρκο φεύγει από την πόλη, όπως συνηθίζει να κάνει κάθε τσίρκο, μόνο που φεύγει με μια λογίστρια λιγότερη. Χρειάζεται να σου πω ότι ήμασταν πολύ ερωτευμένοι;» «Όχι», είπα. «Το ακούω κάθε φορά που λες το όνομά της». «Ευχαριστώ, Έντγκαρ. Ευχαριστώ πραγματικά». Κάθισε για λίγο με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια πάνω στον γκρίζο φάκελο. Ύστερα έβγαλε ένα στραπατσαρισμένο, φουσκωμένο πορτοφόλι από την τσέπη του. Ούτε που μπορούσα να φανταστώ πώς άντεχε να κάθεται πάνω σ' ένα τέτοιο αγκωνάρι. Φυλλομέτρησε τις μικρές ζελατίνες που προορίζονταν για φωτογραφίες και σημαντικά έγγραφα, ύστερα σταμάτησε και έβγαλε τη φωτογραφία μιας γυναίκας με μελαχρινά μάτια και μαλλιά που φορούσε ένα λευκό αμάνικο πουκάμισο. Φαινόταν γύρω στα τριάντα. Η ομορφιά της σου έκοβε την ανάσα. «Mi Julia», είπε. Έκανα να του δώσω πίσω τη φωτογραφία, αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τώρα διάλεγε άλλη μία. Φοβόμουν να τη δω. Ωστόσο, όταν μου την έδωσε, την πήρα. Ήταν η Χούλια Γουάιρμαν σε μικρογραφία. Τα ίδια μελαχρινά μαλλιά να στεφανώνουν ένα χλομό, τέλειο πρόσωπο. Εκείνα τα σκοτεινά, μελαχρινά μάτια. «Η Εσμεράλδα», είπε ο Γουάιρμαν. «Το άλλο μισό της καρδιάς μου». «Εσμεράλδα», είπα. Νόμιζα ότι τα μάτια που με κοιτούσαν από τη φωτογραφία ήταν σχεδόν ίδια με τα μάτια που κοιτούσαν τον Κάντι Μπράουν στη Φωτογραφία. Αλλά ίσως όλων των παιδιών τα μάτια να μοιάζουν. Το μπράτσο μου άρχισε να με φαγουρίζει. Εκείνο που είχε καεί στον αποτεφρωτήρα ενός νοσοκομείου. Πήγα να το ξύσω και γι' άλλη μια φορά τα δάχτυλά μου βρήκαν μόνο το πλευρό μου. Καμία έκπληξη ως προς αυτό. Ο Γουάιρμαν ξαναπήρε τις φωτογραφίες, τις φίλησε τη μια μετά την άλλη με μια βιαστική, στεγνή ζέση που ήταν φρικτό να τη βλέπεις, και τις ξανάβαλε στις διαφανείς θήκες τους. Του πήρε λίγο χρόνο, γιατί τα χέρια του έτρεμαν. Και επειδή δεν μπορούσε να δει καλά, υποθέτω. «Στην πραγματικότητα δε χρειάζεται καν να βλέπεις τους αριθμούς, amigo. Αν κλείσεις τα μάτια σου, μπορείς να τους ακούσεις να βγαίνουν ένας ένας από την κληρωτίδα: κλικ και
κλικ και κλικ. Μερικοί άνθρωποι έχουν απλώς την τύχη με το μέρος τους. Ζήτω!» Πλατάγισε τη γλώσσα του στον ουρανίσκο του. Ο ήχος ακούστηκε απρόσμενα δυνατά μέσα στο μικρό σεντάν. «Όταν η Εζ ήταν τριών χρονών, η Χούλια βρήκε μια θέση μερικής απασχόλησης σε μια οργάνωση ονόματι Δίκαιη Εργασία, Λύσεις Μετανάστευσης στο κέντρο της Όμαχα. Βοηθούσε ισπανόφωνους, με ή χωρίς πράσινη κάρτα, να βρουν δουλειά και λαθρομετανάστες που ήθελαν να αποκτήσουν αμερικανική υπηκοότητα να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες. Ήταν απλά μια μικρή μη κερδοσκοπική οργάνωση, χαμηλών τόνων, αλλά στην πράξη έκανε πολύ περισσότερο καλό απ' όλα τα πανό και τις διαδηλώσεις. Κατά την ταπεινή γνώμη του Γουάιρμαν». Πίεσε τα χέρια του πάνω στα μάτια του και πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα. Ύστερα άφησε τις παλάμες του να πέσουν πάλι βαριά πάνω στο φάκελο. «Όταν έγινε το κακό, εγώ βρισκόμουν στο Κάνσας Σίτι για δουλειά. Η Χούλια περνούσε τα πρωινά της Δευτέρας και της Τρίτης στα γραφεία της οργάνωσης. Η Εσμεράλδα πήγαινε σ' έναν παιδικό σταθμό. Έναν καλό παιδικό σταθμό. Θα μπορούσα να τους είχα πάει στα δικαστήρια και να τους είχα καταστρέψει -να είχα οδηγήσει τις ιδιοκτήτριες στη χρεοκοπία- αλλά δεν το έκανα. Γιατί, ακόμα και μέσα στη θλίψη μου, καταλάβαινα ότι αυτό που συνέβη στην Εσμεράλδα θα μπορούσε να είχε συμβεί στο παιδί οποιουδήποτε. Είναι απλά la loteria, entiendes; Μια φορά, η εταιρεία μας έκανε αγωγή σε κάποια εταιρεία που κατασκεύαζε περσίδες -εγώ δεν αναμείχθηκα προσωπικά- όταν ένα μωρό που ήταν ξαπλωμένο μες στην κούνια του κατάφερε να αρπάξει το κορδόνι που τις τραβάει, το κατάπιε, πνίγηκε και πέθανε. Οι γονείς κέρδισαν την αγωγή και πήραν αποζημίωση, αλλά το μωρό τους δεν έπαψε να είναι νεκρό κι αν δεν ήταν το σχοινί μπορεί να ήταν κάτι άλλο. Ένα αυτοκινητάκι Μάτσμποξ. Η ταυτότητα από το κολάρο του σκύλου. Ένας βόλος». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τους ώμους. «Στην περίπτωση της Εσμεράλδα ήταν ο βόλος. Τον κατάπιε ενώ έπαιζε στον παιδικό σταθμό, πνίγηκε και πέθανε». «Χριστέ μου!» «Ήταν ακόμα ζωντανή όταν την πήγαν στο νοσοκομείο. Η γυναίκα από τον παιδικό σταθμό τηλεφώνησε τόσο στην εταιρεία της Χούλια όσο και στη δική μου. Παραμιλούσε, κόντευε να πα-
ραφρονήσει. Η Χούλια έφυγε άρον άρον από τα γραφεία της οργάνωσης, μπήκε στο αυτοκίνητο της κι άρχισε να οδηγεί σαν τρελή. Τρία τετράγωνα μακριά από το νοσοκομείο συγκρούστηκε μετωπικά με ένα φορτηγό του Δήμου. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Τη στιγμή που ξεψυχούσε, η κόρη μας θα είχε πιθανώς είκοσι λεπτά νεκρή. Εκείνη η Παναγίτσα που σου έδωσα να μου φυλάξεις... ήταν της Χούλια». Σώπασε και η σιωπή παρατεινόταν. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να τη σπάσω* δεν υπάρχει τίποτα να πεις σε μια τέτοια ιστορία. Τελικά, ξανάρχισε να μιλάει. «Είναι απλά μια άλλη εκδοχή του Λόττο. Πέντε αριθμοί, κι ύστερα ο έκτος που θα κρίνει το μεγάλο νικητή. Κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ. Και τέλος κλακ, και η αγωνία τελειώνει. Μήπως είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο σ' εμένα; Όχι, muchacho, ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου, και ο Θεός μας τιμωρεί για ό,τι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Η μητέρα και ο πατέρας μου με ικέτευαν να πάω να δω έναν ψυχίατρο, και για κάποιο διάστημα -για οχτώ μήνες μετά τις κηδείες- τους έκανα το χατίρι. Είχα κουραστεί να περιφέρομαι στον κόσμο χωρίς να ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι, νιώθοντας σαν ένα μπαλόνι με ήλιο δεμένο ένα μέτρο πάνω απ' το κεφάλι μου». «Ξέρω πώς είναι», είπα. «Το ξέρω ότι ξέρεις. Επισκεφθήκαμε την Κόλαση σε διαφορετικές βάρδιες, εσύ κι εγώ. Και ξαναβγήκαμε, υποθέτω, μόλο που οι δικές μου φτέρνες ακόμα καπνίζουν. Οι δικές σου;» «Σίγουρα». «Ο ψυχίατρος... καλός άνθρωπος, αλλά δεν μπορούσα να του μιλήσω. Όταν ήμουν μαζί του δεν μπορούσα ν' αρθρώσω λέξη. Όταν ήμουν μαζί του έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελάει πολύ. Συνέχεια περίμενα ένα μανούλι με μαγιό να βγει και να μου δώσει τη μεγάλη χαρτονένια επιταγή μου. Το κοινό θα την έβλεπε και θα χειροκροτούσε. Και τελικά ήρθε μια επιταγή. Όταν παντρευτήκαμε, μας είχα κάνει μια κοινή ασφάλεια ζωής. Όταν γεννήθηκε η Εζ, την πρόσθεσα κι αυτήν. Έτσι, θα μπορούσες να πεις ότι πραγματικά κέρδισα la loteria. Αν λογαριάσεις μάλιστα και την αποζημίωση που πήρε η Χούλια από το ατύχημα στο πάρκινγκ του σουπερμάρκετ. Και έτσι φτάνουμε σε αυτό». Σήκωσε και μου έδειξε το λεπτό γκρίζο φάκελο.
«Η σκέψη της αυτοκτονίας μού είχε περάσει από το μυαλό κι όσο περνούσε ο καιρός μού φαινόταν η μόνη λύση. Το μεγαλύτερο δέλεαρ ήταν η ιδέα ότι η Χούλια και η Εσμεράλδα μπορεί να βρίσκονταν ακόμα κάπου εκεί έξω και να με περίμεναν να προλάβω... αλλά ίσως να μην περίμεναν για πάντα. Δεν είμαι θρήσκος με τη συμβατική έννοια, αλλά δίνω τουλάχιστον μια πιθανότητα να υπάρχει μετά θάνατον ζωή και να συνεχίζουμε να υπάρχουμε χωρίς να χάνουμε... ξέρεις, την ατομικότητά μας. Αλλά φυσικά...» Ένα μελαγχολικό χαμόγελο άγγιξε τις άκρες των χειλιών του. «Κυρίως έφταιγε απλά το ότι είχα πέσει σε κατάθλιψη. Είχα ένα όπλο στο χρηματοκιβώτιο μου. Ένα εικοσιδυάρι. Το είχα αγοράσει για προστασία στο σπίτι μόλις γεννήθηκε η Εσμεράλδα. Μια νύχτα κάθισα μαζί του στο τραπέζι της τραπεζαρίας και... νομίζω ότι μπορεί να ξέρεις ήδη αυτό το κομμάτι της ιστορίας, muchacho». Σήκωσα το μοναδικό μου χέρι και το κούνησα σε μια χειρονομία που έλεγε ίσως si, ίσως no. «Κάθισα στο τραπέζι της τραπεζαρίας, στο άδειο μου σπίτι. Υπήρχε μια φρουτιέρα γεμάτη φρούτα εκεί, χάρις στην ευγενική καρδιά της γυναίκας που μου έκανε τα ψώνια. Άφησα το όπλο στο τραπέζι κι έκλεισα τα μάτια. Στριφογύρισα τη φρουτιέρα δυο τρεις φορές. Είπα στον εαυτό μου πως αν διάλεγα ένα μήλο, θα έβαζα το πιστόλι στον κρόταφο μου και θα έδινα τέλος στη ζωή μου. Αν, ωστόσο, διάλεγα ένα πορτοκάλι... τότε θα έπαιρνα τα κέρδη που είχα βγάλει από τη λοταρία και θα πήγαινα στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ». «Μπορούσες ν' ακούσεις το ψυγείο», είπα. «Σωστά», είπε χωρίς έκπληξη. «Μπορούσα ν' ακούσω το ψυγείο -τόσο το βουητό του μοτέρ όσο και τον ήχο του μηχανήματος που φτιάχνει παγάκια. Άπλωσα το χέρι κι έπιασα ένα μήλο». «Έκλεψες;» Χαμογέλασε. «Καλή ερώτηση. Αν εννοείς μήπως κρυφοκοίταξα, η απάντηση είναι όχι. Αν εννοείς μήπως απομνημόνευσα τις θέσεις των φρούτων μέσα στη φρουτιέρα...» Σήκωσε τους ώμους. «Quiin sabe?* Εν πάση περιπτώσει, διάλεξα ένα μήλο: όπως λέει κι εκείνος ο ύμνος των Πουριτανών, μέσα από την πτώση του Αδάμ κυλιστήκαμε όλοι στην αμαρτία. Δε χρειάστηκε να το δαγκώσω ούτε να το μυρίσω· κατάλαβα τι ήταν από τη φλούδα του. Έτσι, χωρίς να ανοί*Ποιος ξέρει; (Σ.τ.Μ.)
ξω τα μάτια μου - ή να δώσω στον εαυτό μου μια ευκαιρία να το ξανασκεφτεί-, σήκωσα το όπλο και το έβαλα στον κρόταφο μου». Μιμήθηκε την κίνηση με το χέρι που εγώ δεν είχα πια, ορθώνοντας τον αντίχειρα και τοποθετώντας το δείκτη πάνω στη μικρή κυκλική ουλή που συνήθως έκρυβαν τα μακριά, ψαρά μαλλιά του. «Η τελευταία σκέψη μου ήταν, "Τουλάχιστον δε θα χρειάζεται ν' ακούω άλλο το ψυγείο ούτε να φάω άλλη μια κατεψυγμένη πίτα του βοσκού από μέσα του". Δε θυμάμαι κρότο εκπυρσοκρότησης. Παρ' όλα αυτά, ο κόσμος γύρω μου χάθηκε και αυτό ήταν το τέλος της άλλης ζωής του Γουάιρμαν. Τώρα... θα ήθελες ν' ακούσεις μερικές περιπέτειές μου από τη χώρα των παραισθήσεων;» «Ασφαλώς». «Θέλεις να δεις αν μοιάζουν με τις δικές σου, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Και μια ερώτηση μου γεννήθηκε στο μυαλό. Που ίσως να είχε κάποια σημασία. «Γουάιρμαν, είχες κάποια από αυτές τις εκδηλώσεις τηλεπάθειας... από αυτές τις αλλόκοτες λήψεις... όπως θέλεις πες τες... προτού έρθεις στο Ντούμα Κη;» Σκεφτόμουν το σκύλο της Μόνικα Γκόλντστιν, τον Γκάνταλφ, και την εντύπωσή μου ότι τον είχα πνίξει μ' ένα χέρι που δεν είχα πια. «Ναι, δύο ή τρεις φορές», είπε. «Ίσως σου τις διηγηθώ κάποια άλλη στιγμή, Έντγκαρ, αλλά έχω αφήσει πολλές ώρες τον Τζακ με τη μις Ίστλεϊκ και πρέπει να επιστρέψουμε. Ξέχωρα από όλα τ' άλλα, η μις Ίστλεϊκ μπορεί να ανησυχεί για μένα. Είναι μεγάλη ψυχούλα». Θα μπορούσα να είχα πει ότι και ο Τζακ -επίσης μεγάλη ψυχούλα- πιθανώς ανησυχούσε, αλλά αντί γι' αυτό του είπα απλώς να συνεχίσει. «Έχεις συχνά κάτι κόκκινο πάνω σου, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν. «Δε θα πω ότι είναι ακριβώς αύρα ούτε ότι το διαισθάνομαι συνέχεια... αλλά κάποιες φορές είναι πολύ έντονο. Το έχω νιώσει και το έχω ακούσει από τα χείλη σου σαν λέξη σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις. Και, ναι, μια φορά όταν δε βρισκόμουν στο Ντούμα Κη. Όταν ήμασταν στη Σκότο». «Όταν είχα κολλήσει και δεν μπορούσα να βρω τη λέξη που ήθελα». «Αλήθεια; Δε θυμάμαι». «Ούτε εγώ, αλλά είμαι σίγουρος πως έτσι ήταν. Το Κόκκινο λειτουργεί σαν μνημονικό τέχνασμα για μένα. Σαν ένα φιτίλι που πυ-
ροδοτεί τη μνήμη. Προέρχεται από ένα τραγούδι της Ρίμπα Μάκινταϊρ, αν θέλεις το πιστεύεις. Το ανακάλυψα σχεδόν κατά τύχη. Αλλά υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, υποθέτω. Όταν ξεχνάω πράγματα, τείνω να.... Ξέρεις...» «Να τσαντίζεσαι λιγάκι;» Σκέφτηκα πώς είχα αρπάξει την Παμ από το λαιμό. Πώς είχα προσπαθήσει να την πνίξω. «Ναι», είπα. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». «Μάλιστα». «Τέλος πάντων, εκείνες τις στιγμές νιώθω σαν ένα κόκκινο χρώμα να με κατακλύζει και να βάφει τα... τα ρούχα του μυαλού μου; Έτσι δεν είναι;» «Κάπως έτσι. Και κάθε φορά που το νιώθω αυτό πάνω σου, μέσα σου, ξαναθυμάμαι τη στιγμή που ανέκτησα τις αισθήσεις μου, αφού είχα φυτέψει μια σφαίρα στον κρόταφο μου, και είδα τον κόσμο γύρω μου να έχει πάρει ένα σκούρο κόκκινο χρώμα. Νόμισα ότι βρισκόμουν στην Κόλαση, ότι έτσι θα ήταν η Κόλαση, μια αιωνιότητα βαμμένη στο πιο βαθύ άλικο». Σταμάτησε. «Τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν απλώς το μήλο. Ήταν πεσμένο εμπρός μου, το πολύ δυόμισι εκατοστά μακριά από τα μάτια μου. Είχε κυλήσει στο πάτωμα μαζί μ' εμένα». «Να πάρει ο διάολος!» είπα. «Ναι, αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ, αλλά δεν ήταν ο διάολος, ήταν απλά ένα μήλο. "Μέσα από την πτώση του Αδάμ κυλιστήκαμε όλοι μας στην αμαρτία", είπα δυνατά. Ύστερα είπα, "Φρουτιέρα". Θυμάμαι όλα όσα συνέβησαν και ειπώθηκαν τα επόμενα τέσσερα εικοσιτετράωρα με απόλυτη ενάργεια. Την κάθε λεπτομέρεια». Γέλασε. «Βέβαια ξέρω πως μερικά από αυτά που θυμάμαι δεν έγιναν στ' αλήθεια, όμως τα θυμάμαι με εξαιρετική ακρίβεια, παρ' όλα αυτά. Καμιά ανάκριση, οσοδήποτε επίμονη, δε θα μπορούσε να με κάνει να πέσω σε αντιφάσεις, ακόμα και σήμερα, ούτε καν όσον αφορά τις σκεπασμένες με πύον κατσαρίδες που είδα να βγαίνουν έρποντας από τα μάτια, το στόμα και τα ρουθούνια του γερο-Τζακ Φάιναμ. »Είχα ένα φρικτό πονοκέφαλο, αλλά μόλις ξεπέρασα το σοκ από το τετ-α-τετ με το μήλο, ένιωθα κατά τα άλλα αρκετά καλά. Ήταν τέσσερις το πρωί. Είχαν περάσει έξι ώρες. Κειτόμουν μέσα σε μια λίμνη πηγμένου αίματος. Είχε κάνει μια πηχτή κρούστα πάνω
στο δεξί μάγουλο μου σαν ζελέ. Θυμάμαι που ανακάθισα και είπα, "Είμαι ένας δανδής πασαλειμμένος με πηχτή" και προσπάθησα να θυμηθώ αν η πηχτή είναι όντως κάποιο είδος ζελέ. Είπα, "Δεν υπήρχε ζελέ στη φρουτιέρα". Κι αυτό μου φάνηκε τόσο λογικό, που ένιωσα σαν να είχα περάσει με επιτυχία ένα τεστ διανοητικής υγείας. Άρχισα να αμφιβάλλω για το αν είχα αυτοπυροβοληθεί. Πιο πιθανό μου φαινόταν ότι με είχε πάρει ο ύπνος στο τραπέζι της τραπεζαρίας την ώρα που απλώς σκεφτόμουν να αυτοπυροβοληθώ, ότι είχα πέσει από την καρέκλα και είχα χτυπήσει το κεφάλι μου. Γι' αυτό τώρα αιμορραγούσα. Μάλιστα, ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι έτσι είχε συμβεί, δεδομένου ότι μπορούσα να κινούμαι και να μιλάω. Είπα στον εαυτό μου να πει κάτι άλλο. Να πει το όνομα της μητέρας μου. Αντί γι' αυτό, είπα, "Όποιος σπέρνει καλαμπόκι, του το τρώει το πανωτόκι". Έγνεψα ενθουσιασμένος. Είχα κι εγώ ανάλογες εμπειρίες, όχι μία αλλά αναρίθμητες φορές, αφότου συνήλθα από το κώμα μου. Κάθισε στη βαρέλα, κάθισε στη σαμπρέλα. «Ένιωθες θυμωμένος;» «Όχι, γαλήνιος! Ανακουφισμένος! Θεώρησα φυσιολογική μια ελαφρά αίσθηση αποπροσανατολισμού ύστερα από ένα χτύπημα στο κεφάλι. Μόνο τότε είδα το όπλο στο πάτωμα. Το σήκωσα και μύρισα το στόμιο της κάννης. Η μυρωδιά ενός όπλου που έχει πρόσφατα εκπυρσοκροτήσει είναι χαρακτηριστική. Είναι αψιά, μια μυρωδιά που δαγκώνει. Ακόμα και τότε, εγώ επέμεινα στην ιδέα ότι με είχε πάρει ο ύπνος ξαφνικά και είχα χτυπήσει το κεφάλι μου, ώσπου πήγα στο μπάνιο και είδα την τρύπα στον κρόταφο μου. Μια μικρή στρογγυλή τρύπα, μ' ένα στεφάνι από σημάδια εγκαύματος γύρω της». Γέλασε πάλι, όπως γελάει κανείς όταν θυμάται μια εξωφρενική του γκάφα -ότι, για παράδειγμα, ξέχασε να ανοίξει την πόρτα του γκαράζ κι ύστερα έκανε όπισθεν κι έριξε πάνω της το αυτοκίνητο. «Τότε ήταν που άκουσα τον τελευταίο αριθμό να βγαίνει από την κληρωτίδα, Έντγκαρ -τον αριθμό που κρίνει το μεγάλο νικητή! Και κατάλαβα ότι τελικά θα πήγαινα στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ». «Ή σε ένα ικανοποιητικό υποκατάστατο του», είπα. «Χριστέ μου, Γουάιρμαν». «Προσπάθησα να ξεπλύνω τη μουντζούρα του μπαρουτιού, αλ-
λά όταν πήγα να την τρίψω με ένα προσόψι ο πόνος ήταν αφόρητος. Όπως όταν δαγκώνεις κάτι μ' ένα χαλασμένο δόντι». Ξαφνικά κατάλαβα γιατί τον είχαν πάει γι' ακτινογραφίες αντί να τον βάλουν στον αξονικό τομογράφο. Η σφαίρα ήταν ακόμα μέσα στο κεφάλι του. «Γουάιρμαν, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» «Σίγουρα». «Τα οπτικά νεύρα του ανθρώπου είναι... δεν ξέρω πώς να το πω... είναι βαλμένα ανάποδα μες στο κεφάλι του;» «Πράγματι». «Γι' αυτό σακατεύτηκε το αριστερό σου μάτι. Είναι σαν...» Για μερικές στιγμές η λέξη δε μου ερχόταν κι έσφιξα τις γροθιές μου. Ξαφνικά ανέβηκε στα χείλη μου. «Είναι σαν το αντικτύπημα». «Υποθέτω, ναι. Πυροβόλησα το ξερό μου το κεφάλι στη δεξιά πλευρά, αλλά αχρηστεύτηκε το αριστερό μου μάτι. Έβαλα έναν επίδεσμο πάνω στην τρύπα. Και πήρα μερικές ασπιρίνες». Γέλασα. Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Ο Γουάιρμαν χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Ύστερα έπεσα στο κρεβάτι και προσπάθησα να κοιμηθώ. Ήταν εξίσου μάταιος κόπος όσο και το να προσπαθείς να κοιμηθείς στη μέση μιας ορχήστρας χάλκινων πνευστών. Δεν έκλεισα μάτι τέσσερις μέρες. Νόμιζα πως δε θα ξανακοιμόμουν ποτέ ξανά. Το μυαλό μου έτρεχε με δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα. Μπροστά σ' αυτό που έζησα εκείνες τις τέσσερις μέρες, η κοκαΐνη μοιάζει με Ζάναξ. Δεν μπορούσα καν να ξαπλώσω ακίνητος για πολλή ώρα. Το κατάφερα μια φορά για είκοσι λεπτά, ύστερα πήδηξα όρθιος κι έβαλα στο πικάπ ένα δίσκο με Μεξικανούς μαριάτσι. Η ώρα ήταν πεντέμισι το πρωί. Πέρασα τριάντα λεπτά πάνω στο ποδήλατο γυμναστικής -πρώτη φορά το χρησιμοποιούσα ύστερα από το θάνατο της Χούλια και της Εζ-, έκανα ντους και πήγα στη δουλειά. «Για τις επόμενες τρεις μέρες ήμουν ένα πουλί, ήμουν ένα αεροπλάνο, ήμουν ο Σούπερ Δικηγόρος. Οι συνάδελφοι μου στην αρχή ανησύχησαν για μένα, ύστερα φοβήθηκαν μήπως πάθω κάτι σοβαρό και τέλος άρχισαν να φοβούνται για τους ίδιους τους τους εαυτούς - ο ι ανακολουθίες στους συλλογισμούς μου επιδεινώνονταν, το ίδιο και η τάση μου να χρησιμοποιώ όταν μιλούσα σπασμένα ισπανικά κι ένα είδος ψευτογαλλικών σαν του Πεπέ Λε Πιου, εκείνου του ασβού στα κινούμενα σχέδια-, αλλά δεν υπάρχει αμ-
φιβολία ότι διεκπεραίωσα ένα βουνό χαρτοδουλειά εκείνες τις μέρες, και πολύ λίγη επιστράφηκε στην εταιρεία ως ατελής. Το έλεγξα. Οι διευθυντές στις γραφειάρες τους και οι δικηγόροι στα κουβούκλιά τους πίστευαν όλοι ότι είχα πάθει νευρικό κλονισμό, και κατά μία έννοια είχαν δίκιο. Ήταν ένας οργανικός νευρικός κλονισμός. Αρκετοί άνθρωποι προσπάθησαν να με πείσουν να πάω σπίτι μου, χωρίς επιτυχία. Ο Ντίον Νάιτλι, ένας από τους καλούς φίλους που είχα εκεί, σχεδόν με ικέτευε να τον αφήσω να με πάει σ' ένα γιατρό. Ξέρεις τι του είπα;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «"Όποιος σπέρνει το τριφύλλι, είναι γάιδαρος με κήλη". Το θυμάμαι στην εντέλεια! Ύστερα, τον άφησα σύξυλο και έφυγα. Μόνο που δεν περπατούσα πια. Σχεδόν χοροπηδούσα. Το περπάτημα ήταν πολύ αργό για τον Γουάιρμαν. Τράβηξα έτσι δυο ολονυχτίες. Την τρίτη νύχτα, ο φρουρός ασφαλείας με συνόδεψε, παρά τις διαμαρτυρίες μου, έξω από τα κτίρια της εταιρείας. Τον ενημέρωσα ότι ένα σηκωμένο πέος έχει ένα εκατομμύριο τριχοειδή αγγεία αλλά ούτε έναν ηθικό ενδοιασμό. Του είπα επίσης ότι ήταν ένας δανδής πασαλειμμένος με πηχτή και ότι ο πατέρας του τον μισούσε». Ο Γουάιρμαν κοίταξε μια στιγμή συλλογισμένα το φάκελο του. «Αυτό με τον πατέρα του τον πείραξε, νομίζω. Η αλήθεια είναι πως το ξέρω ότι τον πείραξε». Χτύπησε το σημαδεμένο κρόταφο του. «Μυστήριο μαραφέτι, αυτό εδώ, amigo. Μυστήριο μαραφέτι. »Την επομένη με κάλεσαν να δω τον Τζακ Φάιναμ, το μεγάλο μαχαραγιά του βασιλείου μας. Με διέταξε να πάρω μια άδεια. Δε μου το ζήτησε, με διέταξε. Αποφάνθηκε ότι είχα επιστρέψει στη δουλειά πολύ σύντομα ύστερα από τις "ατυχείς οικογενειακές μου ανατροπές". Του είπα ότι αυτό ήταν ανόητο, ότι δε μου είχε συμβεί καμιά οικογενειακή ανατροπή. "Πες απλά ότι η γυναίκα και το παιδί μου έφαγαν ένα σκουληκιασμένο μήλο", του είπα. "Πες το, ασπρομάλλη σύνδικε, γιατί όλοι μας είμαστε θνητοί γεμάτοι με σκουλήκια". Τότε ήταν που οι κατσαρίδες άρχισαν να βγαίνουν από τα μάτια και τη μύτη του. Και μερικές κάτω απ' τη γλώσσα του, σκορπώντας λευκή γλίνα στο σαγόνι του καθώς σέρνονταν στο κάτω χείλος του. »Άρχισα να ουρλιάζω. Και του χίμηξα. Αν δεν υπήρχε το κουμπί συναγερμού πάνω στο γραφείο του -δεν ήξερα καν ότι εκείνο το παρανοϊκό χούφταλο είχε τέτοιο πράγμα-, ίσως και να τον είχα
σκοτώσει. Επίσης, μπορούσε να τρέχει με εκπληκτική ταχύτητα. Θέλω να πω, έτρεχε σαν να του είχες βάλει νέφτι στον πισινό γύρω από εκείνο το γραφείο, Έντγκαρ. Υποθέτω πως όλα εκείνα τα χρόνια που έπαιζε τένις και γκολφ τον είχαν γυμνάσει αρκετά». Το ξανασκέφτηκε μερικές στιγμές. «Παρ' όλα αυτά, είχα τόσο την τρέλα όσο και τα νιάτα με το μέρος μου. Τον είχα αδράξει πια, όταν κατέφθασαν οι ενισχύσεις. Χρειάστηκαν έξι δικηγόροι για να με ξεκολλήσουν από πάνω του και του έσχισα το Πολ Στιούαρτ σακάκι του στα δύο. Ίσια κάτω στην πλάτη». Κούνησε αργά μπρος πίσω το κεφάλι του. «Έπρεπε ν' άκουγες εκείνο τον hijo de puta* πώς ωρυόταν. Αλλά έπρεπε να άκουγες κι εμένα. Τα πιο τρελά πράγματα που μπορείς να φανταστείς, ανάμεσά τους και κατηγορίες -που τις φώναζα με όλη τη δύναμη που είχα στα πνευμόνια μου- για την προτίμησή του στα γυναικεία εσώρουχα. Κι όπως αυτό που είχα πει στο φρουρό ασφαλείας για τον πατέρα του, νομίζω ότι πιθανότατα ήταν αλήθεια. Δεν είναι αστείο; Έτσι, τρελός ή όχι, πολύτιμος νομομαθής ή όχι, αυτό ήταν το τέλος της σταδιοδρομίας μου στη Φάινταμ, Φάκαμ και Φοργκέταμ». «Λυπάμαι», είπα. «De nada. Κάθε αναποδιά για καλό», είπε με σοβαρό τόνο. «Καθώς οι δικηγόροι πάλευαν να με βγάλουν από το γραφείο του -που είχε γίνει γυαλιά καρφιά- με έπιασε μια κρίση. Η πιο καραμπινάτη κρίση επιληψίας που μπορείς να φανταστείς. Αν δεν υπήρχε πρόχειρη νομική βοήθεια με ολίγες γνώσεις πρώτων βοηθειών, μπορεί και να είχα μείνει στον τόπο. Έμεινα αναίσθητος τρεις μέρες. Και πόσο τον χρειαζόμουν εκείνο τον ύπνο! Έτσι τώρα...» Άνοιξε το φάκελο και μου έδωσε τρεις ακτινογραφίες. Δεν ήταν τόσο καλές όσο η απεικόνιση σε διαδοχικές φέτες που παράγει ο μαγνητικός τομογράφος, αλλά, παρ' ότι μη ειδικός, ήξερα πάνω κάτω τι ήταν αυτό που έβλεπα μπροστά μου, χάρη στην προσωπική μου πείρα. «Ορίστε, Έντγκαρ, ένα πράγμα που πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει: ο εγκέφαλος ενός δικηγόρου. Έχεις κι εσύ τέτοιες φωτογραφίες;» «Ας το θέσουμε έτσι: αν ήθελα να γεμίσω ένα άλμπουμ...» *Πουτάνας γιο. (Σ.τ.Μ.)
Χαμογέλασε πλατιά. «Αλλά ποιος θα ήθελε ένα άλμπουμ με τέτοια ενσταντανέ. Βλέπεις τη σφαίρα;» «Ναι. Πρέπει να κρατούσες το όπλο κάπως έτσι...» Σήκωσα το χέρι μου, γέρνοντας το δείκτη σε μια γωνία με αρκετά έντονη κλίση προς τα κάτω. «Περίπου. Και μάλλον έπαθε μερική αφλογιστία. Κανονικά η σφαίρα θα έπρεπε να διαπεράσει τον κρανιακό θόλο και να εκτραπεί προς τα κάτω σε μια γωνία με ακόμα πιο έντονη κλίση. Χώθηκε στον εγκέφαλο μου και σταμάτησε. Αλλά πριν σταματήσει, δημιούργησε ένα είδος... δεν ξέρω πώς να το πω ακριβώς...» «Πρωραίου κύματος; Όπως αυτό που δημιουργείται στο νερό όταν το σχίζει η πλώρη ενός σκάφους;» Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Ακριβώς! Μόνο που ο εγκέφαλος μας μοιάζει στην υφή περισσότερο με μοσχαρίσιο συκώτι παρά με νερό». «Ωραία παρομοίωση!» «Το ξέρω. Ο Γουάιρμαν μπορεί να είναι εύγλωττος, το παραδέχεται. Η σφαίρα δημιούργησε ένα τέτοιο κύμα με φορά προς τα κάτω, το οποίο προκάλεσε οίδημα και πίεση στο οπτικό χίασμα. Στο σημείο που διασταυρώνονται τα οπτικά νεύρα. Αντιλαμβάνεσαι την ειρωνεία του πράγματος; Αυτοπυροβολήθηκα στον κρόταφο και κατέληξα όχι μόνο να είμαι ακόμα ζωντανός αλλά και να έχω σφηνωμένη μέσα μου μια σφαίρα η οποία προκαλεί προβλήματα στον εξοπλισμό που βρίσκεται εδώ πίσω». Χτύπησε το οστέινο εξόγκωμα πάνω από το δεξί αυτί του. «Και τα προβλήματα επιδεινώνονται γιατί η σφαίρα προχωράει. Έχει χωθεί τουλάχιστον έξι χιλιοστά πιο βαθιά απ' ό,τι πριν δυο χρόνια. Πιθανώς περισσότερο. Δε χρειαζόμουν τον Χάντλοκ ούτε τον Πρίνσιπε για να μου το πει αυτό- μπορώ να το δω και μόνος μου σ' αυτές τις φωτογραφίες». «Τότε άφησέ τους να σε χειρουργήσουν, Γουάιρμαν, και να τη βγάλουν. Ο Τζακ κι εγώ θα φροντίσουμε την Ελίζαμπεθ ώσπου να ξανασταθείς στα...» Κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι; Γιατί όχι;» «Είναι πολύ βαθιά για να αφαιρεθεί με επέμβαση, amigo. Γι' αυτό δεν τους άφησα να με κρατήσουν μέσα. Μήπως νόμιζες ότι το έκανα επειδή πηγαίνω γυρεύοντας να φάω το κεφάλι μου; Σε καμία περίπτωση. Η εποχή που ήθελα να πεθάνω πέρασε. Εξακολουθούν να μου λείπουν η γυναίκα και η κόρη μου, αλλά τώρα έχω
να φροντίζω τη μις Ίστλεϊκ κι έχω καταλήξει να αγαπήσω το Κη. Και υπάρχεις κι εσύ, Έντγκαρ. Θέλω να μάθω ποιο τέλος θα έχει η δική σου ιστορία. Αν μετανιώνω γι' αυτό που έκανα; Κάποιες φορές si, άλλες φορές no. Όταν νιώθω να μετανιώνω, θυμίζω στον εαυτό μου ότι τότε δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που είμαι τώρα και ότι πρέπει να δείχνω μεγαλύτερη επιείκεια όταν κρίνω τον παλιό μου εαυτό. Εκείνος ο άνθρωπος ήταν τόσο πληγωμένος και χαμένος, που ουσιαστικά δεν ευθυνόταν για τις πράξεις του. Αυτή είναι η άλλη μου ζωή, και προσπαθώ να βλέπω τα προβλήματα που μου έχει αφήσει σαν... να... σαν εκ γενετής κουσούρια». «Γουάιρμαν, αυτή είναι μια πολύ παράξενη σκέψη». «Αλήθεια; Σκέψου τη δική σου κατάσταση». Σκέφτηκα τη δική μου κατάσταση. Ήμουν ένας άνθρωπος που είχε αποπειραθεί να στραγγαλίσει τη γυναίκα του και ύστερα το είχε ξεχάσει. Ένας άνθρωπος που τώρα κοιμόταν με μια κούκλα στο άλλο μισό του κρεβατιού. Αποφάσισα να φυλάω τις απόψεις μου για τον εαυτό μου. «Ο δόκτωρ Πρίνσιπε θέλει να με κάνει εισαγωγή απλώς και μόνο επειδή είμαι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση». «Δεν το ξέρεις αυτό». «Μα, το ξέρω\» Ο Γουάιρμαν είχε μιλήσει με μετά βίας συγκρατημένη οργή. «Έχω συναντήσει τουλάχιστον τέσσερις δόκτορες Πρίνσιπε από τότε που το έκανα αυτό στον εαυτό μου. Μοιάζουν όλοι τους τρομακτικά: είναι πανέξυπνοι αλλά μονομανείς, ανίκανοι να νιώσουν συμπόνια, και στην πραγματικότητα απέχουν ελάχιστα από τους κοινωνιοπαθείς για τους οποίους έγραφε ο Τζον Ντ. Μακντόναλντ. Ο Πρίνσιπε μπορεί να με χειρουργήσει όσο θα μπορούσε να χειρουργήσει κι έναν ασθενή με κακοήθη όγκο στην ίδια θέση. Στην περίπτωση ενός όγκου, θα μπορούσαν τουλάχιστον να δοκιμάσουν τις ακτινοβολίες. Ένα κομμάτι μολύβι δεν επιδέχεται ούτε καν αυτό. Ο Πρίνσιπε το ξέρει, αλλά η περίπτωσή μου τον γοητεύει. Και δε βλέπει τίποτα μεμπτό στο να μου δώσει μερικές ψεύτικες ελπίδες, αν αυτό με πείσει να καθηλωθώ σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου όπου θα μπορεί να με ρωτάει αν πονάω όταν μου κάνει... αυτό. Και αργότερα, όταν πεθάνω, ίσως να γράψει και μια μελέτη για την περίπτωσή μου. Και ίσως να γίνει διάσημος και να πάει στο Κανκούν, να λιάζεται στην παραλία πίνοντας παγωμένο κρασί».
«Αυτό που λες είναι σκληρό». «Μήπως το ίδιο δεν είναι και τα μάτια του Πρίνσιπε; Εκείνα κι αν είναι σκληρά. Μια που τα βλέπω και μια που θέλω να το βάλω στα πόδια όσο ακόμα μπορώ. Το οποίο, λίγο ως πολύ, είναι κι αυτό που έκανα». Κούνησα το κεφάλι μου και το τόλμησα να κάνω την ερώτηση που τόση ώρα μου τριβέλιζε το μυαλό. «Οπότε, ποιες είναι οι προοπτικές;» «Γιατί δεν ξεκινάμε πάλι; Αυτό το μέρος αρχίζει να με ανατριχιάζει. Μόλις συνειδητοποίησα ότι εδώ ήταν που εκείνος ο ανισόρροπος άρπαξε το κοριτσάκι». «Θα μπορούσα να σου το είχα πει αυτό από τη στιγμή που μπήκαμε». «Πιθανώς καλύτερα που το κράτησες για τον εαυτό σου». Χασμουρήθηκε. «Θεέ μου, είμαι πτώμα από την κούραση». «Φταίει η υπερένταση». Κοίταξα δεξιά κι αριστερά, και ξαναβγήκα στην Ταμιάμι Τρέιλ. Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οδηγούσα, αλλά είχε αρχίσει να μου αρέσει. «Οι προοπτικές δεν είναι ακριβώς ρόδινες. Αυτή την εποχή, παίρνω Ντοξεπίν και Ζονεγκράν σε δοσολογία αρκετή για να ξεράνει κι άλογο -είναι φάρμακα για τις επιληπτικές κρίσεις και για πολύ καιρό έκαναν αρκετά καλά τη δουλειά τους, αλλά κατάλαβα ότι είχα πάλι πρόβλημα εκείνο το βράδυ που φάγαμε στο Ζόρια'ς. Προσπάθησα να το αρνηθώ, αλλά ξέρεις τι λένε: η άρνηση έπνιξε τον Φαραώ και ο Μωυσής οδήγησε τα Τέκνα του Ισραήλ στην ελευθερία». «Ω... για την ακρίβεια, νομίζω ότι λέμε πως τα οδήγησε να περάσουν την Ερυθρά Θάλασσα. Υπάρχουν κι άλλα φάρμακα που παίρνεις; Πιο ισχυρά;». «Εννοείται ότι ο Πρίνσιπε έβγαλε το μπλοκάκι του για να μου γράψει μια συνταγή, αλλά ήθελε να μου δώσει Νιουροντίν και δεν το διακινδυνεύω καν». «Λόγω της δουλειάς σου». «Σωστά». «Γουάιρμαν, δεν πρόκειται να ωφελήσεις την Ελίζαμπεθ αν καταντήσεις τυφλός σαν νυχτερίδα». Δεν απάντησε για ένα δυο λεπτά. Ο δρόμος, σχεδόν έρημος τώρα, ξετυλιγόταν μπροστά από τους προβολείς του αυτοκινήτου. Ύ-
στερα είπε, «Η τύφλωση θα είναι σύντομα το μικρότερο από τα προβλήματά μου». Αποτόλμησα να του ρίξω μια λοξή ματιά. «Εννοείς ότι αυτό το πράγμα θα μπορούσε να σε σκοτώσει;» «Ναι». Το είπε με μια έλλειψη μελοδραματισμού που ήταν πολύ πειστική. «Και... Έντγκαρ;» «Τι;» «Πριν το κάνει, κι όσο ακόμα μου απομένει ένα καλό μάτι για να βλέπω, θα ήθελα να δω κι άλλα έργα σου. Και η μις Ίστλεϊκ θέλει να δει μερικά, επίσης. Μου ζήτησε να σε ρωτήσω. Μπορείς να τα φέρεις στο Παλάσιο με το αυτοκίνητο -φαίνεσαι να τα καταφέρνεις θαυμάσια». Πλησιάζαμε στην έξοδο για το Ντούμα Κη. Άναψα το φλας μου. «Θα σου πω τι σκέφτομαι μερικές φορές», είπε. «Σκέφτομαι ότι αυτή η εκπληκτική γκαντεμιά που με κατατρέχει μέχρι τώρα κάποια στιγμή θα σταματήσει κι ότι θα δω κι εγώ μια άσπρη μέρα. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως στατιστικό αποτέλεσμα που να δικαιολογεί μια τέτοια σκέψη, αλλά είναι κάτι απ' το οποίο μπορεί να πιαστεί κανείς. Καταλαβαίνεις;» • «Καταλαβαίνω», είπα. «Και... Γουάιρμαν;» «Είμαι όλος αυτιά, muchacho». «Αγαπάς το Κη, αλλά συγχρόνως νομίζεις ότι κάτι δεν πάει καλά με το Κη. Τι τρέχει με αυτό τον τόπο;» «Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς, αλλά έχει κάτι περίεργο. Δε νομίζεις κι εσύ;» «Ασφαλώς και το νομίζω. Το ξέρεις πολύ καλά. Την ημέρα που η Ίλσε κι εγώ προσπαθήσαμε ν' ακολουθήσουμε το δρόμο μέχρι εκεί που τελειώνει, αρρωστήσαμε κι οι δυο. Εκείνη χειρότερα από εμένα». «Και δεν είναι η μόνη, σύμφωνα με τις ιστορίες που έχω ακούσει». «Υπάρχουν ιστορίες;» «Ω, ναι. Η παραλία είναι ασφαλής, αλλά το εσωτερικό...» Κούνησε το κεφάλι του. «Ίσως να πρόκειται απλά για κάποια μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που η πανίδα αναπτύσσεται τόσο πολύ, σε ένα κλίμα όπου χρειάζεσαι συστηματική άρδευση απλά και μόνο για να μη σου ξεραθεί το λί-
γο ψωρογράσιδο που φυτεύεις στην πρασιά σου. Δεν ξέρω. Αλλά καλύτερα να μένει κανείς μακριά. Νομίζω ότι αυτό ίσως ισχύει ιδιαίτερα για νεαρές κυρίες, οι οποίες θα ήθελαν να κάνουν παιδιά κάποια μέρα. Από εκείνα που δεν έχουν εκ γενετής κουσούρια». Να ένα δυσάρεστο ενδεχόμενο που δε μου είχε περάσει πριν από το νου. Δεν είπα τίποτ' άλλο στον υπόλοιπο δρόμο της επιστροφής. ix Μιλάω εδώ συνέχεια για μνήμες, και λίγες από τις αναμνήσεις που έχω φυλάξει από εκείνον το χειμώνα είναι τόσο καθαρές όσο η επιστροφή μας στο Παλάσιο εκείνη τη φλεβαριάτικη νύχτα. Τα φύλλα της σιδερένιας καγκελόπορτας ήταν ανοιχτά. Καθισμένη ανάμεσά τους στο αναπηρικό της καροτσάκι, όπως ακριβώς και την ημέρα που η Ίλσε κι εγώ είχαμε κινήσει για την αποτυχημένη εξερεύνησή μας στο νότιο τμήμα του νησιού, ήταν η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Δεν είχε στην αγκαλιά της το περίεργο ψαροτούφεκο, αλλά φορούσε και πάλι την αθλητική της φόρμα (αυτή τη φορά με ριγμένο πάνω της ένα παλιό δίχρωμο μπουφάν) και τα μεγάλα αθλητικά μποτάκια της -που φάνταζαν μαύρα αντί για μπλε στο φως των προβολέων της Μάλιμπου- ήταν στηριγμένα πάνω στα μεταλλικά υποπόδια. Πλάι της ήταν το Πι της και πλάι στο Πι της στεκόταν ο Τζακ Καντόρι μ' ένα φακό στο χέρι. Όταν είδε το αυτοκίνητο, η Ελίζαμπεθ άρχισε να προσπαθεί να σηκωθεί. Ο Τζακ πήγε να την εμποδίσει. Ύστερα, όταν κατάλαβε ότι πραγματικά το εννοούσε, άφησε το φακό κάτω στο λιθόστρωτο και τη βοήθησε. Πριν προλάβω να παρκάρω δίπλα στην πύλη, ο Γουάιρμαν άνοιγε την πόρτα του συνοδηγού. Οι προβολείς της Μάλιμπου φώτισαν τον Τζακ και την Ελίζαμπεθ σαν ηθοποιούς πάνω σε μια σκηνή. «Όχι, μις Ίστλεϊκ!» φώναξε ο Γουάιρμαν. «Όχι, μην προσπαθήσετε να σηκωθείτε! Θα σας σπρώξω εγώ μέσα!» Εκείνη δεν έδωσε σημασία. Ο Τζακ τη βοήθησε να πάει στο Πι της -ή, μάλλον, η Ελίζαμπεθ τον οδήγησε σ' αυτό- κι εκείνη έπιασε τις χειρολαβές. Ύστερα άρχισε να πλησιάζει αποφασιστικά το αυτοκίνητο. Εγώ εκείνη την ώρα πάσχιζα να σηκωθώ από το κάθισμα του οδηγού, προσπαθώντας να βγάλω από την πόρτα το σακα-
τεμένο δεξί πόδι μου, όπως πάντα. Στεκόμουν πλάι στο καπό όταν η Ελίζαμπεθ άφησε στην άκρη το Πι κι άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του. Η σάρκα πάνω απ' τους αγκώνες της κρεμόταν πλαδαρή και νεκρή, άσπρη σαν το ζυμάρι μέσα στο φως των προβολέων, αλλά είχε στυλώσει τα πόδια της σε διάσταση και το κορμί της δεν ταλαντευόταν. Ένα αεράκι γεμάτο νυχτερινές ευωδιές φύσηξε πίσω τα μαλλιά της και δεν ένιωσα την παραμικρή έκπληξη όταν είδα μια ουλή -μια πολύ παλιά ουλή- να χαρακώνει οδοντωτά τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού της. Θα μπορούσε σχεδόν να ήταν η δίδυμη αδερφή της δικής μου. Ο Γουάιρμαν βγήκε μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού και κοντοστάθηκε εκεί μια δυο στιγμές. Νομίζω ότι προσπαθούσε να αποφασίσει αν ακόμα μπορούσε να πάρει παρηγοριά εκτός απ' το να δώσει. Ύστερα πήγε κοντά της μ' ένα αρκουδίσιο, σερνόμενο βήμα, με το κεφάλι κατεβασμένο και τα μακριά μαλλιά του να του κρύβουν τ' αυτιά και να κρέμονται πάνω στα μάγουλά του. Εκείνη τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του και τράβηξε το κεφάλι του στον πληθωρικό κόρφο της. Για μια στιγμή ταλαντεύτηκε και τρόμαξα, κι ας είχε τα πόδια ανοιχτά σε διάσταση, αλλά ύστερα βρήκε πάλι την ισορροπία της και είδα εκείνα τα ροζιασμένα, παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια να του τρίβουν την πλάτη, που είχε αρχίσει να τραντάζεται από τα αναφιλητά. Προχώρησα προς το μέρος τους, λίγο διστακτικά, και τα μάτια της στράφηκαν πάνω μου. Ήταν τελείως νηφάλια. Αυτή δεν ήταν η γυναίκα που με είχε ρωτήσει πότε ερχόταν το τρένο, που είχε παραπονεθεί ότι ήταν τόσο μπερδεμένη. Όλα τα κυκλώματα του κεφαλιού της δούλευαν πάλι στην εντέλεια. Τουλάχιστον για την ώρα. «Θα είμαστε καλά», είπε. «Μπορείς να επιστρέψεις στο σπίτι σου, Έντγκαρ». «Μα...» «Θα είμαστε καλά». Χαϊδεύοντας την πλάτη του με τα ροζιασμένα δάχτυλά της. Χαϊδεύοντάς τη με άπειρη τρυφερότητα. «Ο Γουάιρμαν θα με βάλει στο καροτσάκι μου και θα με πάει πάλι μέσα. Σε ένα λεπτό. Έτσι δεν είναι, Γουάιρμαν;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά, κολλημένος στο στήθος της, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του ούτε να βγάλει κάποιον ήχο. Το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να κάνω αυτό που ήθελε.
«Εντάξει, λοιπόν. Καληνύχτα, Ελίζαμπεθ. Καληνύχτα, Γουάιρμαν. Έλα, Τζακ». Το Πι είχε ένα ραφάκι. Ο Τζακ ακούμπησε πάνω του το φακό, ε ι Ρ ξ ε μια φευγαλέα ματιά στον Γουάιρμαν -που ακόμα στεκόταν με το πρόσωπο κρυμμένο στον κόρφο της γριάς γυναίκας- και π Ρ°χώρησε προς την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού του αυτοκινήτου μου. «Καληνύχτα, κυρία». «Καληνύχτα, νεαρέ. Είσαι ανυπόμονος παίκτης στον Γκρινιάρη, αλλά έχεις προοπτικές. Και... Έντγκαρ;» Με ξανακοίταξε γαλήνια πάνω από το σκυμμένο κεφάλι του Γουάιρμαν και την πλάτη του, που τρανταζόταν από τα αναφιλητά. «Το νερό κυλάει πιο γρήγορα τώρα. Σύντομα φτάνουμε στους καταρράκτες. Το νιώθεις αυτό;» «Ναι», είπα. Δεν ήξερα για ποιο πράγμα μιλούσε. Αλλά και ^ΤΧρόνως ήξερα. «Μείνε. Σε παρακαλώ, μείνε στο Κη, ό,τι κι αν συμβεί. Σε χρειαζόμαστε. Σε χρειαζόμαστε κι εγώ και το νησί. Να το θυμάσαι ότι το είπα αυτό, όταν γλιστρήσω πάλι μέσα στην ομίχλη». «Θα το θυμάμαι». «Ψάξε για το καλάθι του πικνίκ της παραμάνας Μέλντα. Βρίσκεται στη σοφίτα, είμαι σίγουρη. Είναι κόκκινο. Θα το βρεις. Είναι μέσα». «Τι είναι μέσα, Ελίζαμπεθ;» Εκείνη απλώς κούνησε το κεφάλι. «Ναι. Καληνύχτα, Έντγκαρ». Κι έτσι απλά, ήξερα ότι είχε ξαναρχίσει να χάνεται μες στην οΗ^χλη του Αλτσχάιμερ. Αλλά ο Γουάιρμαν θα την πήγαινε μέσα. Ο Γουάιρμαν θα τη φρόντιζε. Όμως μέχρι να συνέλθει ο Γουάιρμαν, θα φρόντιζε εκείνη και για τους δυο. Τους άφησα να στέκονται στο πλακόστρωτο, κάτω από την αψίδα της πύλης, ανάμεσα στο Πι και στο αναπηρικό καροτσάκι, εκείνη με τα μπράτσα της τυλιγμένα ϊ ^ ρ ω του, αυτόν με το κεφάλι του στο στήθος της. Αυτή η ανάμνηση είναι καθαρή. Καθαρή.
Ήμουν εξαντλημένος από την υπερένταση της οδήγησης -νομίζω κι επειδή είχα περάσει μια ολόκληρη ημέρα ανάμεσα σε τόσους πολλούς ανθρώπους ύστερα από τόσον καιρό απομόνωσης-, αλλά το να ξαπλώσω, και πολύ περισσότερο να κοιμηθώ, ούτε που μου πέρασε από το μυαλό. Κοίταξα το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο και βρήκα μηνύματα κι από τις δυο μου κόρες. Η Μελίντα είχε αρρωστήσει με στρεπτόκοκκο στο Παρίσι και το έπαιρνε όπως κάθε αρρώστια -προσωπικά. Η Ίλσε μου είχε στείλει ένα σύνδεσμο για την ιστοσελίδα των Σίτιζεν Τάιμς του Άσβιλ στη Βόρεια Καρολίνα. Την άνοιξα και βρήκα μια εγκωμιαστική κριτική για τα Κολιμπρί, που είχαν εμφανιστεί στην Πρώτη Εκκλησία Βαπτιστών και είχαν κάνει τους πιστούς να φωνάζουν ενθουσιασμένοι αλληλούια. Υπήρχε επίσης μια φωτογραφία που έδειχνε τον Κάρσον Τζόουνς και μια πολύ εμφανίσιμη ξανθιά, όρθιους μπροστά από την υπόλοιπη χορωδία, να τραγουδούν με τα στόματά τους ανοιχτά και να κοιτάζονται στα μάτια. Το ντουέτο του Κάρσον Τζόουνς και της Μπρίτζετ Αντρισον στο «Πόσο Μεγάλες Είσαι, Κύριε», έγραφε η λεζάντα. Χμμμ. To If-So-Giri μου είχε γράψει: «Δε ζηλεύω καθόλου». Επίσης χμμμ. Έφτιαξα ένα σάντουιτς με μορταδέλα και τυρί (τρεις μήνες στο Ντούμα Κη κι ακόμα ήμουν κομπλέ από μορταδέλα) και πήγα επάνω. Κοίταξα τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να την είχα ονομάσει Ίλσε και Πλοίο. Θυμήθηκα τον Γουάιρμαν που με είχε ρωτήσει τι ζωγράφιζα αυτές τις μέρες. Θυμήθηκα το μακροσκελές μήνυμα που είχε αφήσει η Ελίζαμπεθ στον τηλεφωνητή μου. Την ταραχή στη φωνή της. Είχε πει ότι έπρεπε να λάβω προφυλάξεις. Κατέληξα σε μια ξαφνική απόφαση κι επέστρεψα στο ισόγειο, κατεβαίνοντας τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπε η κατάστασή μου χωρίς να κουτρουβαλιαστώ.
Σε αντίθεση με τον Γουάιρμαν, εγώ δεν κουβαλάω όπου πηγαίνω το παλιό, φουσκωμένο πορτοφόλι μου- συνήθως χώνω μια πιστωτική κάρτα, την άδεια οδήγησής μου και λίγα μετρητά σε μια μπροστινή τσέπη του παντελονιού μου και θεωρώ ότι μου αρκούν. Το πορτοφόλι ήταν κλειδωμένο σε ένα συρτάρι του γραφείου στο καθιστικό. Το έβγαλα, έψαξα ανάμεσα στα επαγγελματικά επισκεπτήρια και βρήκα εκείνο που επάνω έγραφε ΓΚΑΛΕΡΙ ΣΚΟΤΟ με ανάγλυφα χρυσά γράμματα. Μου απάντησε ο τηλεφωνητής, όπως περίμενα, δεδομένου ότι η ώρα ήταν περασμένη και η γκαλερί κλειστή. Όταν ο Ντάριο Νανούτσι είπε τα δέοντα και ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος, είπα: «Γεια σας, κύριε Νανούτσι, εδώ Έντγκαρ Φρίμαντλ από το Ντούμα Κη. Είμαι ο...» Κόμπιασα λίγο, γιατί πήγαινα να πω ο τύπος και κατάλαβα ότι δεν ήταν η σωστή λέξη για την περίσταση. «Είμαι ο καλλιτέχνης που κάνει τις συνθέσεις με τα ηλιοβασιλέματα και τα μεγάλα κοχύλια και τα φυτά και διάφορα αντικείμενα. Είχατε πει ότι πιθανώς θα μπορούσατε να παρουσιάσετε τα έργα μου στην γκαλερί σας. Αν εξακολουθείτε να ενδιαφέρεστε, μπορείτε να μου κάνετε ένα τηλεφώνημα;» Έδωσα τον αριθμό του τηλεφώνου μου και το έκλεισα, νιώθοντας λίγο καλύτερα. Νιώθοντας σαν να είχα κάνει κάτι, τουλάχιστον. Πήρα μια μπίρα από το ψυγείο και άνοιξα την τηλεόραση, με τη σκέψη ότι μπορεί να έβρισκα κάποια ταινία της προκοπής στην καλωδιακή πριν πέσω για ύπνο. Τα κοχύλια κάτω από το σπίτι έβγαζαν έναν ευχάριστο, νανουριστικό ήχο, η συζήτησή τους εκείνο το βράδυ ήταν πολιτισμένη και χαμηλόφωνη. Το σιγανοκουβέντιασμα των κοχυλιών πνίγηκε ξαφνικά μέσα στη φωνή ενός άντρα που στεκόταν μέσα σ' ένα δάσος από μικρόφωνα. Είχα γυρίσει στο Κανάλι 6 και ο αστέρας της στιγμής ήταν ο δικηγόρος που είχε οριστεί από το δικαστήριο για να υπερασπιστεί τον Κάντι Μπράουν. Πρέπει να είχε δώσει αυτή τη βιντεοσκοπημένη συνέντευξη Τύπου την ίδια πάνω κάτω ώρα που οι γιατροί εξέταζαν το κεφάλι του Γουάιρμαν. Ο δικηγόρος φαινόταν γύρω στα πενήντα κι είχε τα μαλλιά του μαζεμένα πίσω σε μια αλογοουρά που μου θύμισε τις περούκες των Βρετανών δικηγόρων, αλλά ο τόνος και η στάση του δεν είχαν τίποτα το τυπικό. Έδειχνε και ακου-
γόταν παθιασμένος. Έλεγε στους δημοσιογράφους ότι ο πελάτης του θα υποστήριζε ότι ήταν αθώος, επικαλούμενος σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Είπε ότι ο κύριος Μπράουν ήταν ναρκομανής, σεξομανής εθισμένος στις ταινίες πορνό, και σχιζοφρενής. Μόνο ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παγωτό και στα μπισκότα με κανέλα δεν είπε, αλλά φυσικά δεν είχε καταρτιστεί ακόμα ο πίνακας των ενόρκων. Εκτός από το μικρόφωνο του Καναλιού 6, είδα τα λογότυπα του NBC, του CBS, του ABC, του Fox και του CNN. Η Τίνα Γκαριμπάλντι δε θα είχε απολαύσει τέτοια τηλεοπτική κάλυψη αν είχε πρωτεύσει σε ένα διαγωνισμό ορθογραφίας ή φυσικής, ούτε καν αν είχε σώσει το σκύλο της οικογένειας από ένα ορμητικό ποτάμι, αλλ' άμα σε βιάσουν και σε δολοφονήσουν, σε δείχνουν τα κανάλια απ' άκρη σ' άκρη του έθνους, κοριτσάκι. Όλοι μαθαίνουν ότι ο δολοφόνος σου είχε τα εσώρουχά σου στο συρτάρι του γραφείου του. «Δεν ευθύνεται αυτός για τις νοσηρές εξαρτήσεις του», είπε ο δικηγόρος. «Η μητέρα του και οι δυο πατριοί του ήταν ναρκομανείς. Η παιδική του ηλικία ήταν ένας εφιάλτης, κατά τον οποίο υφίστατο συστηματικά σωματική βία και σεξουαλική κακοποίηση. Έχει νοσηλευτεί κατά καιρούς σε ιδρύματα για ψυχικώς ασθενείς. Η σύζυγος του είναι μια καλόκαρδη γυναίκα, αλλά και η δική της διανοητική κατάσταση είναι επισφαλής. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε αφεθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, κατ' αρχήν». Κοίταξε τις κάμερες. «Το έγκλημα αυτό το έχει διαπράξει η Σαρασότα, όχι ο Τζορτζ Μπράουν. Συμμερίζομαι τη λύπη των Γκαριμπάλντι, θρηνώ μαζί με τους Γκαριμπάλντι» -σήκωσε το αδάκρυτο πρόσωπο του στις κάμερες, θαρρείς και ήθελε έτσι να αποδείξει τα λεγόμενά του«αλλά, αφαιρώντας τη ζωή του Τζορτζ Μπράουν στις Φυλακές Στάρκι, δεν πρόκειται να ξαναφέρουμε στη ζωή την Τίνα Γκαριμπάλντι ούτε να διορθώσουμε το διαλυμένο σύστημα που άφησε αυτό το τσακισμένο ανθρώπινο πλάσμα να κυκλοφορεί στους δρόμους χωρίς καμιά επιτήρηση. Αυτά είχα να δηλώσω, ευχαριστώ που με ακούσατε, και τώρα, αν μου επιτρέπετε...» Άρχισε ν' απομακρύνεται αγνοώντας τις ερωτήσεις που του φώναζαν οι δημοσιογράφοι και τα πράγματα θα μπορούσαν μολαταύτα να είχαν εξελιχθεί φυσιολογικά -διαφορετικά, τουλάχιστον-
αν είχα κλείσει την τηλεόραση ή είχα αλλάξει κανάλι εκείνη τη στιγμή. Όμως δεν το έκανα. Παρακολούθησα τον παρουσιαστή στο στούντιο του Καναλιού 6 να λέει, «Ο Ρόγιαλ Μπόνιερ, ένας σταυροφόρος της δικηγορίας, ο οποίος έχει αναλάβει αμισθί και έχει κερδίσει τουλάχιστον πέντε υποθέσεις που κανένας δεν πίστευε ότι μπορούσαν να κερδηθούν, είπε ότι θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να μη συμπεριληφθεί το ακόλουθο βίντεο, που τράβηξε μια κάμερα ασφαλείας πίσω από τα Πολυκαταστήματα Μπιλς, στα στοιχεία που θα εξεταστούν κατά τη δίκη». Και εκείνο το καταραμένο πράγμα άρχισε πάλι. Το κοριτσάκι διασχίζει το πεδίο της κάμερας από τα δεξιά προς τα αριστερά, με το σακίδιο του στον ώμο. Ο Μπράουν κατεβαίνει από τη ράμπα και το πιάνει από τον καρπό. Εκείνο σηκώνει τα μάτια στα μάτια του Μπράουν και φαίνεται να τον ρωτάει κάτι. Και τότε ήταν που το μπράτσο μου που δεν ήταν εκεί άρχισε να με φαγουρίζει ολόκληρο, σαν να το είχε σκεπάσει ένα σμήνος μέλισσες. Ούρλιαξα -από έκπληξη και πόνο- κι έπεσα στο πάτωμα ρίχνοντας το τηλεκοντρόλ και το πιάτο μου με το σάντουιτς πάνω στο χαλί, προσπαθώντας να ξύσω ένα μέλος του κορμιού μου που δεν υπήρχε πια. Ή που υπήρχε, αλλά δεν μπορούσα να το πιάσω. Άκουσα τον εαυτό μου να το εκλιπαρεί, φωνάζοντας Σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα. Αλλά φυσικά, μόνο ένας τρόπος υπήρχε να το κάνω να σταματήσει. Σηκώθηκα στα γόνατα και σύρθηκα μέχρι τα σκαλιά, ακούγοντας μέσα στην παραζάλη μου το κρακ καθώς το ένα μου γόνατο πάτησε πάνω στο τηλεκοντρόλ και το έσπασε, αλλάζοντας συγχρόνως κανάλι. Στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανίστηκε το λογότυπο της Κάντρι Μιούζικ Τελεβίζιον. Ο Άλαν Τζάκσον τραγουδούσε το «Murder on Music Row». Δυο φορές καθώς ανέβαινα τα σκαλιά πήγα να γαντζωθώ από την κουπαστή, τόσο εκεί ένιωθα το δεξί μου χέρι. Μέχρι και που ένιωσα την ιδρωμένη παλάμη να τρίζει πάνω στο ξύλο, πριν περάσει από μέσα του σαν καπνός. Κάπως κατάφερα να φτάσω στο τελευταίο σκαλοπάτι και σηκώθηκα με δυσκολία. Άνοιξα όλα τα φώτα πατώντας τους διακόπτες με τον πήχη του χεριού μου κι έτρεξα παραπατώντας στο καβαλέτο μου. Πάνω του υπήρχε ένα ημιτελές Κορίτσι και Πλοίο. Το πέταξα στο πλάι χωρίς να το κοιτάξω καν και στη θέση του έβαλα έναν καινούριο, λευκό καμβά. Ανάσαινα με πονεμένα, κοφτά βο-
γκητά. Ιδρώτας κυλούσε από τα μαλλιά μου. Άρπαξα μια πατσαβούρα (που την είχα για να σκουπίζω τα πινέλα) και την έριξα πάνω στον ώμο μου όπως έβαζα τις σαλιάρες όταν τα κορίτσια ήταν μικρά. Έχωσα ένα πινέλο ανάμεσα στα δόντια μου, έβαλα ένα δεύτερο στο αυτί μου, πήγα να πιάσω κι ένα τρίτο, ύστερα αντί γι' αυτό πήρα ένα μολύβι. Τη στιγμή που άρχισα να σχεδιάζω, το τερατώδες φαγούρισμα στο μπράτσο μου άρχισε να υποχωρεί. Τα μεσάνυχτα το έργο μου είχε πια ολοκληρωθεί και το φαγούρισμα είχε εξαφανιστεί. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν απλά μια ζωγραφιά· αυτή τη φορά ήταν ένα αντίγραφο Της Φωτογραφίας, και ήταν καλό, αν το παραδέχομαι ακόμα κι εγώ ο ίδιος. Και το παραδέχομαι. Ήμουν στ' αλήθεια ένα ταλαντούχο κάθαρμα. Έδειχνε τον Κάντι Μπράουν με το χέρι του κλεισμένο σφιχτά γύρω από τον καρπό της Τίνα Γκαριμπάλντι. Έδειχνε την Τίνα να τον κοιτάζει σηκώνοντας τα μάτια, εκείνα τα μελαχρινά μάτια με την ανατριχιαστική αθωότητά τους. Την είχα αποδώσει τόσο τέλεια, που αν οι γονείς της έριχναν και μια μόνο ματιά στο τελειωμένο προϊόν, θα ήθελαν αμέσως να αυτοκτονήσουν. Αλλά οι γονείς της δε θα το έβλεπαν ποτέ αυτό. Όχι αυτό. Η ζωγραφιά μου ήταν ένα σχεδόν ακριβές αντίγραφο της φωτογραφίας που είχε εμφανιστεί σε κάθε εφημερίδα της Φλόριντα τουλάχιστον μια φορά μετά τη δεκάτη πέμπτη Φεβρουαρίου και πιθανώς στις περισσότερες εφημερίδες των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρχε μόνο μια σημαντική διαφορά. Είμαι βέβαιος ότι ο Ντάριο Νανούτσι θα είχε θεωρήσει ότι αποτελούσε την προσωπική σφραγίδα του καλλιτέχνη - ο Έντγκαρ Φρίμαντλ, ο Αμερικανός Πριμιτίφ, που αγωνίζεται γενναία να υπερβεί τα κλισέ, που προσπαθεί να επανεφεύρει τον Κάντι και την Τίνα, εκείνο το ζευγάρι που γέννησε η Κόλαση-, αλλά ούτε ο Νανούτσι θα έβλεπε ποτέ αυτή τη ζωγραφιά. Ξανάριξα τα πινέλα μου στα βάζα της μαγιονέζας. Είχα γεμίσει μπογιές μέχρι τον αγκώνα (και σ' όλη την αριστερή πλευρά του προσώπου μου), αλλά το να καθαριστώ ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Πεινούσα υπερβολικά. Υπήρχαν χάμπουργκερ, αλλά δεν τα είχα βγάλει να ξεπαγώσουν. Το ίδιο ίσχυε και για το ψητό χοιρινό που είχε αγοράσει ο
Τζακ από το Μόρτον'ς την προηγούμενη βδομάδα. Και ό,τι απέμενε από το απόθεμά μου σε μορταδέλα το είχα φάει για βραδινό. Υπήρχε, ωστόσο, ένα άθικτο κουτί δημητριακά με φρούτα και γιαούρτι. Πήγα να ρίξω μερικά σ' ένα μπολάκι από αυτά που έτρωγα συνήθως τα κορνφλέικς μου, αλλά με τη λίμα που με είχε πιάσει, δε μου φαινόταν μεγαλύτερο από μια δαχτυλήθρα. Το έσπρωξα παράμερα τόσο δυνατά που γκέλαρε πάνω στην ψωμιέρα, πήρα αντί γι' αυτό μια από τις γαβάθες για σαλάτα από το ντουλάπι πάνω απ' την κουζίνα και άδειασα όλο το κουτί μέσα. Τα πλημμύρισα με μισό λίτρο γάλα, πρόσθεσα εφτά οχτώ γεμάτες κουταλιές της σούπας ζάχαρη κι έπεσα με τα μούτρα στο φαΐ, σταματώντας μόνο μια φορά για να προσθέσω κι άλλο γάλα. Το έφαγα όλο, ύστερα σύρθηκα μέχρι το κρεβάτι, σταματώντας στην τηλεόραση για να κλείσω τον ήχο. Σωριάστηκα διαγώνια πάνω στο πάπλωμα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη Ρίμπα ενώ τα κοχύλια κάτω από το Μεγάλο Ροζ είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν. Τι έκανες; με ρώτησε η Ρίμπα. Τι έκανες αυτή τη φορά, κακέ άντρα; Προσπάθησα να πω Τίποτα, αλλ' αποκοιμήθηκα πριν η λέξη προλάβει να βγει από τα χείλη μου. Κι εξάλλου ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια.
xii Με ξύπνησε το τηλέφωνο. Κατάφερα να πατήσω το σωστό κουμπί με τη δεύτερη προσπάθεια και είπα κάτι που έμοιαζε αόριστα με εμπρός. «Muchacho, ξύπνα κι έλα από δω για πρωινό!» ακούστηκε ζωηρή η φωνή του Γουάιρμαν. «Μπριζόλες και αβγά! Γιορτάζουμε!» Σταμάτησε. «Τουλάχιστον εγώ γιορτάζω. Η μις Ίστλεϊκ είναι χαμένη πάλι μέσα στην ομίχλη». «Τι γιορτάζου...» Και τότε μου ήρθε στο νου το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια χαρά, κι αμέσως τινάχτηκα όρθιος ρίχνοντας στο πάτωμα τη Ρίμπα. «Επανήλθε η όρασή σου;» «Φοβάμαι ότι δεν είναι κάτι τόσο καλό, αλλά δεν παύει να είναι ένα πολύ ευχάριστο νέο. Είναι κάτι που όλη η Σαρασότα μπορεί να
το γιορτάσει. Ο Κάντι Μπράουν, amigo. Οι φύλακες που έκαναν την πρωινή καταμέτρηση τον βρήκαν νεκρό στο κελί του». Για μια στιγμή ένιωσα ένα φευγαλέο φαγούρισμα στο δεξί μου μπράτσο, και ήταν κόκκινο. «Τι λένε;» άκουσα τον εαυτό μου να ρωτάει. «Αυτοκτονία;» «Δεν ξέρω, αλλά, όπως και να 'χει -είτε αυτοκτόνησε είτε πέθανε από φυσικά αίτια-, γλίτωσε την Πολιτεία της Φλόριντα από ένα κάρο έξοδα και τους γονείς της Τίνα από τη δοκιμασία της δίκης. Έλα από δω και γιόρτασε μαζί μου, τι λες;» «Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο να ντυθώ», είπα. «Και να πλυθώ». Κοίταξα το αριστερό μου μπράτσο. Ήταν πιτσιλισμένο με χρώματα. «Έμεινα ξύπνιος μέχρι αργά». «Ζωγράφιζες;» «Όχι, κουτούπωνα την Πάμελα Άντερσον». «Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις σου είναι απελπιστικά φτωχές, Έντγκαρ. Εγώ χθες βράδυ κουτούπωνα την Αφροδίτη της Μήλου, κι είχε και χέρια. Μην αργήσεις πολύ. Πώς θέλεις τα huevos σου;» «Ω... Ομελέτα. Θα είμαι εκεί σε μισή ώρα». «Τέλεια. Πρέπει να πω ότι δεν ακούγεσαι και πολύ συγκλονισμένος από το ενημερωτικό δελτίο μου». «Ακόμα προσπαθώ να ξυπνήσω. Γενικά, θα έλεγα ότι χαίρομαι πολύ που είναι νεκρός». «Πάρε αριθμό και μπες στην ουρά», είπε και το έκλεισε. xiii Επειδή το τηλεκοντρόλ είχε σπάσει, χρειάστηκε ν' αλλάξω κανάλι με το χέρι, μια αρχαία ικανότητα την οποία όμως ανακάλυψα ότι διέθετα ακόμα. Στο Κανάλι 6, το «Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ειδήσεις για την Τίνα» είχε αντικατασταθεί από ένα καινούριο θέαμα: «Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ειδήσεις για τον Κάντι». Άνοιξα την ένταση στο τέρμα και άκουγα όσο έβγαζα από πάνω μου τις μπογιές. Απ' ό,τι έδειχναν όλα, ο Τζορτζ «Κάντι» Μπράουν είχε πεθάνει στον ύπνο του. Ένας φύλακας που μίλησε στους δημοσιογράφους είπε: «Ο τύπος έκανε το πιο δυνατό ροχαλητό που είχαμε ακούσει ποτέ -συνηθίζαμε να αστειευόμαστε ότι οι τρόφιμοι θα τον είχαν
σκοτώσει και μόνο γι' αυτό, αν ήταν στην κεντρική πτέρυγα του ιδρύματος». Ένας γιατρός είπε ότι έμοιαζε με περίπτωση αποφρακτικής άπνοιας κατά τον ύπνο και αποφάνθηκε ότι ενδεχομένως ο Μπράουν είχε πεθάνει από μια επακόλουθη επιπλοκή. Είπε ότι τέτοιοι θάνατοι σε ενήλικες ήταν σπάνιοι, αλλά όχι πρωτάκουστοι. Η αποφρακτική άπνοια μου φάνηκε καλή αιτιολόγηση, νόμιζα όμως ότι εγώ ήμουν η επιπλοκή. Έχοντας βγάλει από πάνω μου τις περισσότερες μπογιές, ανέβηκα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο Μικρό Ροζ για να ρίξω μια ματιά στη δική μου εκδοχή Της Φωτογραφίας μέσα στο άπλετο πρωινό φως. Δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο καλή όσο είχα πιστέψει όταν κατέβαινα παραπατώντας για να φάω ένα ολόκληρο κουτί δημητριακά -δεν μπορούσε να είναι, αν λάμβανε κανείς υπόψη το πόσο βιαστικά την είχα κάνει. Μόνο που ήταν. Να η Τίνα, με το τζιν παντελόνι της κι ένα ροζ μπλουζάκι, και με το σακίδιο στην πλάτη της. Να και ο Κάντι Μπράουν, επίσης με τζιν παντελόνι, με το χέρι του πάνω στον καρπό της. Τα μάτια της ήταν σηκωμένα στα δικά του και το στόμα της ελαφρά ανοιχτό, σαν για να ρωτήσει κάτι -ένα Τι θέλετε, κύριε; πιθανώς. Και τα δικά του μάτια την κοιτούσαν κι ήταν γεμάτα σκοτεινές προθέσεις, αλλά το υπόλοιπο πρόσωπο του δεν είχε καμιά έκφραση, γιατί το υπόλοιπο πρόσωπο του δεν υπήρχε. Δεν είχα ζωγραφίσει το στόμα και τη μύτη του. Κάτω από τα μάτια, η δική μου εκδοχή του Κάντι Μπράουν ήταν ένα απόλυτο κενό.
10 - Η Χίμαιρα της Φήμης
ί Είχα μπει στο αεροπλάνο που μ' έφερε στη Φλόριντα φορώντας ένα βαρύ μοντγκόμερι και αυτό φορούσα κι εκείνο το πρωί, όταν προχώρησα κουτσαίνοντας γιαλό γιαλό, για να πάω από το Μεγάλο Ροζ στο Παλάσιο δε Ασεσίνος. Έκανε ψύχρα κι ένας παγωμένος άνεμος φυσούσε από τον Κόλπο, όπου το νερό έμοιαζε σαν σπασμένο ατσάλι κάτω από έναν άδειο ουρανό. Αν το ήξερα πως αυτή έμελλε να ήταν η τελευταία κρύα μέρα που θα ζούσα στο Ντούμα Κη, μπορεί και να την είχα απολαύσει... αλλά πιθανώς όχι. Είχα χάσει την ικανότητα να υπομένω με ευχαρίστηση το κρύο. Έτσι κι αλλιώς, καλά καλά δεν ένιωθα πού βρισκόμουν. Είχα το σακούλι μου από καραβόπανο όπου έβαζα τα ευρήματά μου κρεμασμένο στον ώμο, γιατί το να το κουβαλάω μαζί μου όταν κατέβαινα στην παραλία μού είχε γίνει πλέον δεύτερη φύση, αλλά δεν έβαλα μέσα του ούτε ένα κοχύλι ή ένα παλιόπραμα που είχε ξεβράσει το κύμα. Απλά προχωρούσα με βήμα βαρύ, κουνώντας το σακατεμένο πόδι μου χωρίς πραγματικά να το αισθάνομαι, ακούγοντας τον άνεμο να σφυρίζει στ' αυτιά μου χωρίς πραγματικά να τον ακούω και κοιτάζοντας τις τσιλιβήθρες να τρέχουν πέρα δώθε μέσα στους αφρούς των κυμάτων που έσκαγαν στην ακρογιαλιά χωρίς πραγματικά να τις βλέπω. Σκεφτόμουν: Εγώ τον σκότωσα, σίγουρα, όπως σκότωσα και το σκύλο της Μόνικα Γκόλντστιν. Το ξέρω πως ακούγεται ψέμα, αλλά... Μόνο που δεν ακουγόταν ψέμα. Δεν ήταν ψέμα. Του είχα σταματήσει την ανάσα.
Υπήρχε ένα λιακωτό κλεισμένο με τζαμαρίες στη νότια πλευρά του Παλάσιο. Έβλεπε στο μπερδεμένο κουβάρι της θρασεμένης τροπικής βλάστησης από τη μια μεριά και στο μεταλλικό γαλάζιο του Κόλπου από την άλλη. Η Ελίζαμπεθ καθόταν εκεί στο αναπηρικό της καροτσάκι, με ένα δίσκο πρωινού στερεωμένο στα μπράτσα. Για πρώτη φορά από τότε που την είχα γνωρίσει ήταν δεμένη. Ο δίσκος ήταν γεμάτος σκόρπια τρίμματα ομελέτας και κομματάκια φρυγανιάς, θαρρείς και είχες προσπαθήσει να ταΐσεις επάνω του ένα μωρό. Ο Γουάιρμαν της έδινε το χυμό της από ένα πλαστικό κύπελλο με ενσωματωμένο καλαμάκι. Η μικρή φορητή τηλεόραση στη γωνία ήταν συντονισμένη στο Κανάλι 6. Ακόμα μιλούσαν συνέχεια για τον Κάντι. Ήταν νεκρός και το Κανάλι 6 είχε στήσει χορό πάνω στο πτώμα του. Αναμφίβολα δεν του άξιζε καλύτερη τύχη, αλλά δεν έπαυε να είναι μακάβριο. «Νομίζω ότι έφαγε ό,τι ήταν να φάει», είπε ο Γουάιρμαν, «αλλά ίσως θα μπορούσες να καθίσεις μαζί της όσο εγώ θα σου φτιάχνω μια ομελέτα και θα προσπαθήσω να σου κάψω μερικές φρυγανιές». «Μετά χαράς, αλλά δε χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα. Δούλεψα μέχρι αργά χθες βράδυ και τσίμπησα κάτι μετά». Τσίμπησα κάτι. Εμένα μου λες. Είχα δει την άδεια γαβάθα της σαλάτας στο νεροχύτη της κουζίνας βγαίνοντας. «Καθόλου κόπος. Πώς είναι το πόδι σου σήμερα;» «Όχι κι άσχημα». Ήταν η αλήθεια. «Κι εσύ, Βρούτε;» «Πολύ καλά, ευχαριστώ». Αλλά έδειχνε κουρασμένος· το αριστερό του μάτι ήταν ακόμα κόκκινο και έτρεχε. «Δε θα μου πάρει ούτε πέντε λεπτά». Η Ελίζαμπεθ ήταν στον κόσμο της. Όταν της πρόσφερα το κυπελλάκι ρούφηξε μια γουλιά κι ύστερα γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. Το πρόσωπο της έμοιαζε πανάρχαιο και σαστισμένο μέσα στο αμείλικτο χειμωνιάτικο φως. Σκέφτηκα ότι κάναμε ένα αχτύπητο τρίο: η ξεμωραμένη γριά, ο πρώην δικηγόρος με τη σφαίρα στον εγκέφαλο και ο ακρωτηριασμένος πρώην εργολάβος. Όλοι με σημάδια μάχης στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού μας. Στην τηλεόραση, ο δικηγόρος του Κάντι Μπράουν -πρώην δικηγόρος πλέον,
υποθέτω- ζητούσε πλήρη διερεύνηση των αιτίων θανάτου του πελάτη του. Η Ελίζαμπεθ πιθανώς εξέφρασε τη γνώμη όλης της Κομητείας της Σαρασότα επί του θέματος κλείνοντας τα μάτια, γέρνοντας πάνω στο λουρί που την κρατούσε δεμένη, έτσι που τα εντυπωσιακά μπαλκόνια της σηκώθηκαν προς τα πάνω, και ρίχνοντάς το στον ύπνο. Ο Γουάιρμαν επέστρεψε με αβγά αρκετά και για τους δυο μας, κι εγώ έφαγα με αναπάντεχη όρεξη. Η Ελίζαμπεθ άρχισε να ροχαλίζει. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο- αν υπέφερε από αποφρακτική άπνοια κατά τον ύπνο, δε θα πέθαινε στο άνθος της νιότης της. «Σου ξέφυγε μια πιτσιλιά στο αυτί σου, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν και μου έδειξε χτυπώντας το δικό του λοβό με το πιρούνι του. «Δεν κατάλαβα;» «Μπογιά. Στο αυτάκι σου». «Α, ναι», είπα. «Θα πρέπει να τρίβομαι συνέχεια κάνα δυο μέρες, ώσπου να τη βγάλω από παντού. Έγινα χάλια χθες βράδυ». «Τι ζωγράφιζες μέσα στην άγρια νύχτα;» «Δε θέλω να το συζητήσω αυτή τη στιγμή». Σήκωσε τους ώμους και κούνησε το κεφάλι. «Έχεις αρχίσει να αποκτάς την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη». «Μην αρχίζεις το δούλεμα». «Ο κόσμος έχει έρθει πια τα πάνω κάτω, αν εγώ σου υποβάλλω τα σέβη μου κι εσύ νομίζεις ότι σε ειρωνεύομαι». «Συγνώμη». Την αρνήθηκε με ένα νεύμα. «Φάε τα huevos σου. Για να γίνεις μεγάλος και δυνατός όπως ο Γουάιρμαν». Έφαγα τα huevos μου. Η Ελίζαμπεθ ροχάλιζε. Η τηλεόραση παπαρδολογούσε. Στη μικρή περιοχή της ηλεκτρονικής αρένας είχε μπει τώρα η θεία της Τίνα Γκαριμπάλντι, μια κοπέλα όχι μεγαλύτερη από την κόρη μου τη Μελίντα. Έλεγε ότι ο Θεός είχε αποφασίσει πως η Πολιτεία της Φλόριντα θα καθυστερούσε πάρα πολύ και είχε τιμωρήσει με το χέρι Του «εκείνο το τέρας». Σκέφτηκα, ^εν πέφτεις και πολύ έξω σ' αυτό, muchacha, μόνο που δεν ήταν ο Θεός. «Κλείσε αυτό το καραγκιοζιλίκι», είπα. Έκλεισε την τηλεόραση κι ύστερα στράφηκε σ' εμένα όλος προσοχή.
«Ίσως να είχες δίκιο γι' αυτό που είπες σχετικά με την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη. Αποφάσισα να δείξω τη δουλειά μου στη Σκότο, αν ο Νανούτσι εξακολουθεί να θέλει να την εκθέσει». Ο Γουάιρμαν χαμογέλασε και χτύπησε παλαμάκια, μαλακά για να μην ξυπνήσει την Ελίζαμπεθ. «Τέλεια! Ο Έντγκαρ κυνηγάει τη χίμαιρα της φήμης! Και γιατί όχι; Γιατί όχι, διάβολε;» «Δεν κυνηγάω καμιά χίμαιρα», είπα, διερωτώμενος αν αυτό ήταν απολύτως αλήθεια. «Αλλά, αν μου ζητήσουν να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο, θα δεχόσουν να ξεχάσεις ότι έχεις βγει στην απομαχία όσο θα χρειαστεί για να του ρίξεις μια ματιά;» Το χαμόγελο του έσβησε. «Θα το κάνω αν είμαι εδώ, αλλά δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα είμαι εδώ». Είδε το βλέμμα στο πρόσωπο μου και σήκωσε το χέρι του. «Δεν ετοιμάζομαι για το Πένθιμο Εμβατήριο, όχι ακόμα, αλλά κάτσε και σκέψου το εξής, mi amigo: εξακολουθώ να είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να φροντίζω τη μις Ίστλεϊκ; Στην κατάσταση που είμαι τώρα;» Και επειδή αυτό ήταν ένα δυσάρεστο θέμα στο οποίο δεν ήθελα να υπεισέλθω -τουλάχιστον εκείνο το πρωινό-, ρώτησα, «Πώς πήρες τη δουλειά κατ' αρχήν;» «Έχει καμιά σημασία;» «Μπορεί και να έχει», είπα. Σκεφτόμουν πώς είχα έρθει εγώ να μείνω στο Ντούμα Κη με μια βεβαιότητα -ότι εγώ είχα διαλέξει το μέρος- και πώς έκτοτε είχα καταλήξει να πιστεύω ότι ίσως αυτό να είχε διαλέξει εμένα. Μέχρι και που είχα αναρωτηθεί, συνήθως ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι ακούγοντας τον ψίθυρο των κοχυλιών, αν το ατύχημα μου ήταν όντως ατύχημα. Ασφαλώς και ήταν, πρέπει να ήταν, αλλ' ωστόσο ήταν εύκολο να δεις τις ομοιότητες ανάμεσα στη δική μου συμφορά και σ' εκείνη που είχε βρει τη Χούλια Γουάιρμαν. Εμένα μου έλαχε ο γερανός- εκείνης το φορτηγό του Δήμου. Αλλ' ασφαλώς υπάρχουν άνθρωποι -φυσιολογικά ανθρώπινα όντα από τις περισσότερες απόψεις- που θα σας πουν ότι έχουν δει το πρόσωπο του Χριστού πάνω σε ένα τάκο. «Λοιπόν», είπε, «αν περιμένεις άλλη μια μεγάλη ιστορία, καλύτερα να το ξεχάσεις. Χρειάζεται πολύς χρόνος για να εξαντλήσεις την ιστορία της ζωής του Γουάιρμαν, αλλά για την ώρα το πηγάδι έχει σχεδόν στερέψει». Κοίταξε την Ελίζαμπεθ σκυθρωπά. Ίσως και με ένα ίχνος φθόνου. «Δεν κοιμήθηκα πολύ καλά χθες βράδυ».
«Πες μου τη σύντομη εκδοχή, τότε». Σήκωσε τους ώμους. Το πυρετώδες κέφι του είχε εξαφανιστεί όπως ο αφρός πάνω σ' ένα ποτήρι μπίρα. Οι μεγάλοι ώμοι του ήταν σκυμμένοι μπροστά, δίνοντας στο στήθος του μια βουλιαγμένη όψη. «Αφού ο Τζακ Φάιναμ μου έδωσε "άδεια" θέλοντας και μη, αποφάσισα ότι η Τάμπα ήταν αρκετά κοντά στο Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Μόνο που, όταν έφτασα εκεί, κόντεψα να πεθάνω από την πλήξη». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου γι' αυτό», είπα. «Ένιωθα επίσης ότι έπρεπε με κάποιον τρόπο να εξιλεωθώ. Δεν ήθελα να πάω στο Νταρφούρ ούτε στη Νέα Ορλεάνη για να προσφέρω αμισθί τις υπηρεσίες μου σε αυτούς που τις είχαν ανάγκη, μόλο που μου πέρασε και αυτό από το νου. Ένιωθα ότι τα μπαλάκια με τους αριθμούς της λοταρίας συνέχιζαν να χοροπηδούν και ότι ένα ακόμα περίμενε να βγει από την κληρωτίδα. Ο τελευταίος αριθμός». «Ναι», είπα. Ένα παγωμένο δάχτυλο άγγιξε τη βάση του αυχένα μου. Πολύ απαλά. «Ένας ακόμα αριθμός. Το ξέρω αυτό το συναίσθημα». «Si, senor, το ξέρω ότι το ξέρεις. Περίμενα να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω μια καλή πράξη, ελπίζοντας να κλείσω τα βιβλία. Γιατί ένιωθα ότι υπήρχαν ακόμα εκκρεμότητες. Και μια μέρα είδα μια αγγελία στην Τρίμπιονν της Τάμπα. "Ζητείται σύντροφος για ηλικιωμένη κυρία και επιστάτης για έναν αριθμό νησιωτικών ενοικιαζόμενων κατοικιών. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλουν συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα και συστάσεις ανάλογες του άριστου μισθού και των πολλών πρόσθετων παροχών που προσφέρονται. Είναι μια θέση με αξιώσεις που το κατάλληλο άτομο θα βρει πολύ ικανοποιητική. Πρέπει να είναι αφοσιωμένος". Λοιπόν, ήμουν έτοιμος να αφοσιωθώ και μου άρεσαν αυτά που είχα διαβάσει. Συναντήθηκα με το δικηγόρο της μις Ίστλεϊκ. Μου είπε ότι το ζευγάρι που είχε προηγουμένως αυτή τη θέση είχε αναγκαστεί να επιστρέψει εσπευσμένα στη Νέα Αγγλία, όταν ο γονιός του ενός ή του άλλου έπαθε ένα σοβαρό δυστύχημα». «Και πήρες τη δουλειά. Και δεν είχες πρόβλημα με...» Έδειξα γενικά προς την κατεύθυνση του κροτάφου του. «Δεν του το είπα ποτέ. Αρκετά δύσπιστος ήταν ήδη -αναρωτιόταν, νομίζω, για ποιο λόγο ένας επιτυχημένος δικηγόρος από την
Όμαχα ήθελε να σπαταλήσει ένα χρόνο βάζοντας για ύπνο μια γηραιά κυρία και ελέγχοντας τα λουκέτα σπιτιών που μένουν άδεια τον περισσότερο καιρό -όμως η μις Ίστλεϊκ...» Χάιδεψε το ροζιασμένο χέρι της. «Εμείς οι δυο τα βρήκαμε από την πρώτη στιγμή, έτσι δεν είναι, ακριβή μου;» Εκείνη απλώς ροχάλισε, αλλά είδα το βλέμμα στο πρόσωπο του Γουάιρμαν κι ένιωσα εκείνο το παγωμένο δάχτυλο ν' αγγίζει πάλι τον αυχένα μου, λίγο πιο σταθερά αυτή τη φορά. Το ένιωσα και ήξερα: και οι τρεις μας είχαμε βρεθεί εκεί επειδή κάτι μας ήθελε εκεί. Αυτή η γνώση δε βασιζόταν στο είδος της λογικής με το οποίο είχα γαλουχηθεί και πάνω στο οποίο είχα χτίσει την επιχείρησή μου, αλλ' αυτό δεν πείραζε. Εδώ στο Ντούμα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος και η μόνη λογική που χρειαζόμουν εδραζόταν στις απολήξεις των νεύρων μου. «Τη θαυμάζω πολύ, ξέρεις», είπε ο Γουάιρμαν. Σήκωσε την πετσέτα του μ' έναν αναστεναγμό, σαν να ήταν κάτι βαρύ, και σκούπισε τα μάτια του. «Όταν έφτασα εδώ, όλες εκείνες οι παλαβομάρες, όλες εκείνες οι παραληρηματικές εμμονές που σου διηγήθηκα μου είχαν πια περάσει. Ήμουν ένα ράκος, ένα γκρίζο ανθρωπάκι σ' ένα γαλανό και ηλιόλουστο τόπο, που μπορούσε να διαβάσει την εφημερίδα μόνο για μερικά λεπτά χωρίς να του γίνει το κεφάλι καζάνι από τον πονοκέφαλο. Είχα αγκιστρωθεί σε μια βασική ιδέα: ότι είχα ένα χρέος να ξεπληρώσω. Δουλειά να κάνω. Θα την έβρισκα και θα την έκανα. Από κει και πέρα, δε μ' ένοιαζε. Η μις Ίστλεϊκ στην πραγματικότητα δε με προσέλαβε· με περιμάζεψε. Όταν ήρθα εδώ δεν ήταν έτσι, Έντγκαρ. Ήταν κεφάτη, ήταν αστεία, ήταν υπερόπτρια, φιλάρεσκη, καπριτσιόζα, απαιτητική -μπορούσε να με τρομοκρατήσει ή να με κανακέψει και να μου διώξει τη μελαγχολία αν το επέλεγε, και συχνά το επέλεγε». «Ακούγεται να καπνίζει». «Κάπνιζε. Αλλη γυναίκα στην ηλικία της και με τέτοια προβλήματα θα καθόταν να σαπίζει στο αναπηρικό της καροτσάκι. Αυτή όχι. Στηρίζει τα ογδόντα ένα κιλά της σ' εκείνο το Πι και τριγυρίζει μέσα σ' αυτό το κλιματιζόμενο μουσείο, έξω στην αυλή... μέχρι που της άρεσε να κάνει και σκοποβολή, μερικές φορές με ένα από τα παλιά πιστόλια του πατέρα της, αλλά πιο συχνά μ' εκείνο το περίεργο ψαροτούφεκο, γιατί κλοτσάει λιγότερο. Και επειδή λέει ότι
της αρέσει ο ήχος του. Αν τη δεις μ' εκείνο το μαραφέτι, πραγματικά μοιάζει με τη Νύφη του Νονού». «Έτσι την είδα πρώτη φορά», είπα. «Τη συμπάθησα από την πρώτη στιγμή και κατέληξα να την αγαπήσω. Η Χούλια συνήθιζε να με λέει mi compahero. Το σκέφτομαι συχνά αυτό όταν είμαι με τη μις Ίστλεϊκ. Είναι mi companera, mi amiga. Με βοήθησε να ξαναβρώ την καρδιά μου όταν νόμιζα ότι η καρδιά μου είχε χαθεί για πάντα». «Θα έλεγα ότι στάθηκες πολύ τυχερός». «Ίσως si, ίσως no. Αλλά θα σου πω κάτι, θα μου είναι δύσκολο να την αποχωριστώ. Τι θα κάνει όταν εμφανιστεί εδώ ένα καινούριο πρόσωπο; Ένα καινούριο πρόσωπο δε θα ξέρει πως της αρέσει να πίνει τον καφέ της στο τέλος της ξύλινης προβλήτας το πρωί... ούτε ότι αγαπάει να προσποιείται ότι πετάει εκείνο το τενεκεδένιο κουτί από μπισκότα στη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα... και αυτή δε θα μπορεί να του εξηγήσει, γιατί τώρα πια η ομίχλη ετοιμάζεται να την καταπιεί για τα καλά». Στράφηκε σ' εμένα, με βλέμμα καταβεβλημένο και τρελαμένο. «Θα κάτσω και θα τα γράψω όλα, αυτό θα κάνω -όλο μας το πρόγραμμα. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κι εσύ θα φροντίσεις να το τηρήσει ο καινούριος επιστάτης. Έτσι δεν είναι, Έντγκαρ; Θέλω να πω, τη συμπαθείς κι εσύ, σωστά; Δε θα ήθελες να τη δεις να πληγώνεται. Και ο Τζακ! Ίσως θα μπορούσε να βάλει κι αυτός ένα χεράκι. Ξέρω πως δεν είναι σωστό να το ζητάω, αλλά...» Μια νέα σκέψη τού ήρθε στο μυαλό. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε πέρα το νερό. Είχε χάσει βάρος. Το δέρμα στα μήλα του προσώπου του ήταν τόσο τσιτωμένο που γυάλιζε. Τα μαλλιά του κρέμονταν λιγδιασμένα πάνω από τ' αυτιά του και χρειάζονταν επειγόντως λούσιμο. «Αν πεθάνω... και δεν είναι διόλου απίθανο, το λάδι στο καντήλι μου θα μπορούσε να σωθεί έτσι ξαφνικά, όπως έγινε με τον senor Μπράουν, θα πρέπει να αναλάβεις εδώ εσύ, ώσπου ο δικηγόρος να βρει κάποιον αντικαταστάτη. Δε θα είναι μεγάλο πρόβλημα, μπορείς να ζωγραφίζεις εδώ ακριβώς που καθόμαστε. Το φως είναι υπέροχο, δε συμφωνείς; Το φως είναι καταπληκτικό!» Αρχιζε να με τρομάζει. «Γουάιρμαν...» Γύρισε απότομα να με κοιτάξει και τώρα τα μάτια του άστραφταν, το αριστερό σαν μέσα από ένα αιμάτινο δίχτυ. «Υποσχέσου
το, Έντγκαρ! Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο! Διαφορετικά, θα την πάρουν και θα τη χώσουν σε κάποιον οίκο ευγηρίας και θα πεθάνει σ' ένα μήνα! Σε μια βδομάδα! Το ξέρω! Γι' αυτό, υποσχέσου το!» Σκέφτηκα ότι μπορεί και να είχε δίκιο. Και σκέφτηκα ότι, αν δεν κατόρθωνα να αφαιρέσω λίγη πίεση από το καζάνι του μυαλού του, μπορεί να πάθαινε άλλη μια κρίση μπροστά στα μάτια μου. Έτσι το υποσχέθηκα. Ύστερα είπα, «Ίσως τελικά να ζήσεις πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζεις, Γουάιρμαν». «Ασφαλώς, αλλά θα κάτσω και θα τα γράψω όλα όπως και να 'χει. Καλού κακού». iii Μου πρόσφερε και πάλι το αμαξάκι του γκολφ του Παλάσιο για να επιστρέψω στο Μεγάλο Ροζ. Του είπα ότι ένιωθα καλά και θα περπατούσα, αλλά δε θα έλεγα όχι σ' ένα ποτήρι χυμό πριν ξεκινήσω. Πλέον απολάμβανα το χυμό από φρεσκοστυμμένα πορτοκάλια της Φλόριντα όσο όλοι, ομολογώ όμως ότι εκείνο ειδικά το πρωινό είχα κι ένα απώτερο κίνητρο. Με άφησε στο μικρό καθιστικό, στο άκρο του κλεισμένου με τζαμαρίες κεντρικού χολ του Παλάσιο που ήταν προς τη μεριά της παραλίας. Χρησιμοποιούσε αυτό το δωμάτιο ως γραφείο, παρ' όλο που δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος ο οποίος αδυνατούσε να διαβάσει για περισσότερο από πέντε λεπτά στη σειρά ήταν δυνατόν να διεκπεραιώνει την αλληλογραφία. Υπέθεσα -και αυτό με συγκίνησε- ότι μπορεί να τον βοηθούσε η Ελίζαμπεθ, και μάλιστα αρκετά, πριν και η δική της κατάσταση αρχίσει να επιδεινώνεται. Μπαίνοντας για το πρωινό, είχα ρίξει μια ματιά μέσα σ' αυτό το δωμάτιο και είχα προσέξει ένα συγκεκριμένο γκρίζο φάκελο ακουμπισμένο πάνω στο κλειστό καπάκι ενός φορητού υπολογιστή που ο Γουάιρμαν πιθανώς χρησιμοποιούσε ελάχιστα πια. Τώρα άνοιξα το φάκελο και πήρα μία από τις τρεις ακτινογραφίες. «Μεγάλο ή μικρό ποτήρι;» φώναξε ο Γουάιρμαν από την κουζίνα, ξαφνιάζοντάς με τόσο άσχημα, που λίγο έλειψε να μου πέσει η ακτινογραφία από το χέρι. «Μεσαίο μου κάνει μια χαρά!» αποκρίθηκα. Έχωσα την ακτινογραφία στο σακούλι μου και ξανάκλεισα βιαστικά το φάκελο.
Πέντε λεπτά αργότερα είχα πάρει σιγά σιγά το δρόμο της επιστροφής στο Μεγάλο Ροζ. ίν Δε μου άρεσε η ιδέα να κλέβω από ένα φίλο -ούτε καν μια ακτινογραφία. Ούτε μου άρεσε να κρατάω μυστικό αυτό που ήμουν σίγουρος ότι είχα κάνει στον Κάντι Μπράουν. Θα μπορούσα άραγε να του το είχα πει; Ύστερα από εκείνο που είχε γίνει με τον Τομ Ράιλι, θα με είχε πιστέψει. Ακόμα και χωρίς εκείνο το μικρό σπίθισμα της τηλεπάθειας, θα με είχε πιστέψει. Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ο Γουάιρμαν δεν ήταν κουτός. Αν μπορούσα να στείλω τον Κάντι Μπράουν στο νεκροτομείο της Κομητείας της Σαρασότα με ένα πινέλο ζωγραφικής, τότε ίσως να μπορούσα να κάνω και για τον τραυματισμένο εγκέφαλο ενός συγκεκριμένου πρώην δικηγόρου αυτό που δεν μπορούσαν οι γιατροί. Αλλά τι θα γινόταν αν δεν μπορούσα; Καλύτερα να μην καλλιεργώ φρούδες ελπίδες... τουλάχιστον έξω από τη δική μου καρδιά, όπου είχαν ήδη φουντώσει επικίνδυνα. Όταν έφτασα πια στο Μεγάλο Ροζ, ο γοφός μου ούρλιαζε από τον πόνο. Κρέμασα το μοντγκόμερί μου στην ντουλάπα, πήρα μερικά Οξικοντίν και είδα ότι το λαμπάκι των μηνυμάτων στον τηλεφωνητή μου αναβόσβηνε. Ήταν ο Νανούτσι. Είχε χαρεί πολύ που επικοινώνησα μαζί του. Ναι, πράγματι, είπε, αν και η υπόλοιπη δουλειά μου ήταν εφάμιλλη αυτών που είχε δει, η Σκότο θα φιλοξενούσε με χαρά και υπερηφάνεια μια έκθεση των έργων μου, και μάλιστα πριν από το Πάσχα, που οι χειμερινοί επισκέπτες θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Θα ήταν δυνατό αυτός και ένας ακόμα συνεργάτης του να έρθουν να με επισκεφθούν στο στούντιο μου και να δουν κάποια από τα άλλα ολοκληρωμένα έργα μου; Ευχαρίστως θα έφερναν μαζί τους ένα δείγμα συμβολαίου για να το δω. Ήταν καλά νέα -συγκλονιστικά νέα-, αλλά κατά κάποιον τρόπο έμοιαζαν να συμβαίνουν σε κάποιον άλλο πλανήτη και να αφορούν κάποιον άλλο Έντγκαρ Φρίμαντλ. Αποθήκευσα το μήνυμα, άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά κρατώντας την κλεμμένη ακτινογραφία και ξαφνικά σταμάτησα. Το Μικρό Ροζ δεν ήταν το σωστό
μέρος γιατί το καβαλέτο δεν ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Ούτε ο καμβάς και οι λαδομπογιές. Όχι γι' αυτό. Ξανακατέβηκα κουτσαίνοντας στο ευρύχωρο καθιστικό μου. Υπήρχε μια στοίβα από μπλοκ Αρτιζαν και κάμποσα κουτιά με χρωματιστά μολύβια στο τραπεζάκι του καθιστικού, αλλά ούτε κι αυτά μου φάνηκαν ικανοποιητικά. Ένα ελαφρό, αόριστο φαγούρισμα είχε απλωθεί στο κομμένο δεξί μου μπράτσο, και για πρώτη φορά ένιωσα πως ίσως να μπορούσα πράγματι να το κάνω... αν, δηλαδή, κατάφερνα να βρω το κατάλληλο μέσο για το μήνυμα. Σκέφτηκα ότι και τα μέντιουμ δεν έκαναν άλλο από το να λειτουργούν σαν μέσα που μεταφέρουν μηνύματα από το Υπερπέραν, και αυτό με έκανε να γελάσω. Κάπως νευρικά, είναι η αλήθεια. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα, στην αρχή χωρίς να ξέρω τι ψάχνω. Ύστερα κοίταξα μέσα στην ντουλάπα και κατάλαβα. Την προηγούμενη βδομάδα είχα ζητήσει από τον Τζακ να με πάει για ψώνια -όχι στο Κρόσροουντς Μολ, αλλά σε ένα από τα καταστήματα ανδρικής ένδυσης στο Σεντ Άρμαντ'ς Σερκλ- και είχα αγοράσει μισή ντουζίνα πουκάμισα, από εκείνα που κουμπώνουν μέχρι πάνω μπροστά. Όταν ήταν μικρή, η Ίλσε τα έλεγε Τα Πουκάμισα των Μεγάλων. Ήταν ακόμα μέσα στα σελοφάν τους. Έσχισα τα σελοφάν, έβγαλα τις καρφίτσες και ξαναπέταξα τα πουκάμισα μες στην ντουλάπα, όπου προσγειώθηκαν σ' ένα σωρό. Δεν ήθελα τα πουκάμισα. Εκείνο που ήθελα ήταν τα χαρτόνια πάνω στα οποία ήταν διπλωμένα. Εκείνα τα κατάλευκα ορθογώνια χαρτόνια. Βρήκα ένα μαρκαδοράκι Σάρπι σε μια τσέπη της βαλιτσούλας όπου κουβαλούσα το PowerBook μου. Στην παλιά μου ζωή σιχαινόμουν τα Σάρπι τόσο για τη μυρωδιά του μελανιού όσο και για την τάση τους να μουντζουρώνουν. Σε αυτήν είχα καταλήξει να αγαπάω την παχιά στιβαρότητα των γραμμών που δημιουργούσαν, γραμμών που έμοιαζαν να επιμένουν στη δική τους απόλυτη πραγματικότητα. Πήρα τα χαρτόνια, το μαρκαδοράκι και την ακτινογραφία του εγκεφάλου του Γουάιρμαν, και πήγα στο δωμάτιο Φλόριντα όπου το φως ήταν έντονο και καταιγιστικό. Το φαγούρισμα στο κομμένο μου χέρι έγινε πιο βαθύ. Τώρα πια το ένιωθα σαν ένα φίλο. Δεν είχα έναν από εκείνους τους φωτεινούς πίνακες στους οποίους στερεώνουν οι γιατροί τις ακτινογραφίες και τις μαγνητικές
τομογραφίες όταν θέλουν να τις μελετήσουν, αλλά η τζαμαρία του δωματίου Φλόριντα ήταν ένα πολύ αποδεκτό υποκατάστατο. Δε χρειάστηκα καν σελοτέιπ. Μπόρεσα να σφηνώσω την ακτινογραφία στη χαραμάδα ανάμεσα στο τζάμι και στο μεταλλικό πλαίσιο, και να που εμφανίστηκε εμπρός μου κάτι το οποίο πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει: το μυαλό ενός δικηγόρου. Ήταν σαν να μετεωριζόταν στον ουρανό με φόντο τον Κόλπο. Κάθισα και το κοίταξα για λίγο, δεν ξέρω για πόσο -δύο λεπτά; τέσσερα;-, γοητευμένος από το αποτέλεσμα που δημιουργούσε το γαλανό νερό όταν το έβλεπες μέσα από τους φαιούς μαιάνδρους, από το πώς αυτές οι πτυχώσεις μετάλλασσαν το νερό σε ομίχλη. Η σφαίρα ήταν ένα μαύρο σημάδι, ελαφρά θραυσμένο. Έμοιαζε λίγο σαν ένα μικρό πλεούμενο. Σαν μια βάρκα με κουπιά που αρμένιζε μέσα στο caldo. Άρχισα να σχεδιάζω. Σκόπευα να σχεδιάσω μόνο τον εγκέφαλο του ανέπαφο -χωρίς τη σφαίρα- αλλά κατέληξε να είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Βλέπετε, προχώρησα και πρόσθεσα και το νερό, επειδή έμοιαζε να το απαιτεί η ζωγραφιά. Ή το χαμένο χέρι μου. Ή ίσως η ζωγραφιά και το χαμένο χέρι μου να ήταν το ίδιο πράγμα. Ήταν απλά μια υπόνοια του Κόλπου, αλλά υπήρχε και ήταν αρκετή για να είναι επιτυχημένη, γιατί πραγματικά ήμουν ένα ταλαντούχο κάθαρμα. Μου πήρε μόνο είκοσι λεπτά, κι όταν τελείωσα είχα ζωγραφίσει έναν ανθρώπινο εγκέφαλο να αρμενίζει μέσα στον Κόλπο του Μεξικού. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, κουλ. Ήταν επίσης τρομακτικό. Δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη για τη δουλειά μου, αλλά είναι αναπόφευκτο. Όταν κατέβασα την ακτινογραφία και τη σύγκρινα με τη ζωγραφιά μου -ένας εγκέφαλος με σφαίρα στην εκδοχή της επιστήμης, χωρίς σφαίρα στην εκδοχή της τέχνης-, συνειδητοποίησα κάτι που ίσως θα έπρεπε να το είχα καταλάβει πολύ πιο πριν. Οπωσδήποτε αφότου ξεκίνησα να ζωγραφίζω τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο. Αυτό που έκανα δεν ήταν επιτυχημένο απλώς επειδή απέδιδε δεξιοτεχνικά όσα μπορεί να προσλάβει ένας άνθρωπος με τις αισθήσεις του· ήταν επιτυχημένο επειδή ο θεατής ήξερε -σε κάποιο επίπεδο πραγματικά το ήξερε- ότι αυτό που κοιτούσε είχε προέλθει από έναν τόπο πέρα απ' το ταλέντο. Το αίσθημα που εξέφραζαν εκείνες οι ζωγραφιές που έκανα στο Ντούμα ήταν τρόμος, μετά βίας
ελεγχόμενος. Τρόμος που περιμένει να συμβεί. Να ενσκήψει σαν εφιάλτης με σάπια πανιά. V Πεινούσα πάλι. Έφτιαξα ένα σάντουιτς και το έφαγα μπροστά στον υπολογιστή μου. Κοιτούσα τα τελευταία νέα από την περιοδεία των Κολιμπρί -μου είχε γίνει σχεδόν μανία- όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γουάιρμαν. «Ο πονοκέφαλος μου εξαφανίστηκε», είπε. «Πάντα λες γεια μ' αυτό τον τρόπο;» ρώτησα. «Μήπως να περιμένω ότι στο επόμενο τηλεφώνημά σου θα αρχίσεις λέγοντας "Μόλις άδειασα τα έντερά μου";» «Μην το παίρνεις έτσι ανάλαφρα. Το κεφάλι μου πονούσε από τότε που ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου στο πάτωμα της τραπεζαρίας ύστερα από την απόπειρά μου να αυτοκτονήσω. Κάποιες φορές ήταν απλά ένας θόρυβος στο βάθος κι άλλες φορές αντηχούσε σαν Παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Κόλαση, αλλά πονούσε συνέχεια. Και ξαφνικά, πριν από μισή ώρα, ο πόνος απλά σταμάτησε. Έφτιαχνα ένα φλιτζάνι καφέ, και σταμάτησε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Στην αρχή νόμισα ότι είχα πεθάνει. Τόση ώρα περπατάω στα νύχια των ποδιών μου, περιμένοντας να επιστρέψει και να με σφυροκοπήσει σαν το Ασημένιο Σφυράκι του Μάξγουελ, και δεν έχει επιστρέψει». «Αένον-Μακάρτνι, 1968», είπα. «Και μη μου πεις ότι κάνω λάθος αυτή τη φορά». Δε μου είπε τίποτα. Για πολλή ώρα. Αλλά άκουγα την ανάσα του. Ύστερα, επιτέλους, είπε: «Μήπως έκανες τίποτα, Έντγκαρ; Πες το στον Γουάιρμαν. Πες το στον μπαμπά σου». Σκέφτηκα να του πω ότι δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα. Ύστερα τον φαντάστηκα να ελέγχει το φάκελο με τις ακτινογραφίες του και να ανακαλύπτει ότι έλειπε μία. Σκέφτηκα επίσης το σάντουιτς μου, που μπορεί να του είχα καταφέρει καίρια πλήγματα, αλλά δεν είχε εκμετρήσει ακόμα το βίο. «Και η όρασή σου; Καμιά αλλαγή σ' αυτό τον τομέα;» «Μπα, το αριστερό λαμπάκι είναι ακόμα καμένο. Και, σύμφωνα με τον Πρίνσιπε, δεν πρόκειται να επανέλθει. Όχι σ' αυτή τη ζωή». Σκατά. Αλλά μήπως κάπου βαθιά μέσα μου δεν ήξερα ότι η
δουλειά δεν είχε τελειώσει; Το χαζολόγημά μου εκείνο το πρωί με το μαρκαδοράκι Σάρπι και με το χαρτόνι δεν μπορούσε να συγκριθεί ούτε στο ελάχιστο με τον πυρετώδη οργασμό της προηγούμενης νύχτας. Ήμουν κουρασμένος. Δεν ήθελα να κάνω τίποτ' άλλο εκείνη τη μέρα, εκτός από το να κάθομαι και ν' αγναντεύω τον Κόλπο. Να δω τον ήλιο να βυθίζεται στο caldo largo χωρίς να προσπαθήσω να ζωγραφίσω τίποτα. Μόνο που εδώ μιλούσαμε για τον Γουάιρμαν. Τον Γουάιρμαν, γαμώτο. «Είσαι ακόμα εκεί, muchacho;» «Ναι», είπα. «Μπορείς να ειδοποιήσεις την Aw-Μαρί Γουίσλερ να έρθει να καθίσει με την Ελίζαμπεθ για λίγες ώρες αργότερα σήμερα;» «Γιατί; Για ποιο λόγο;» «Για να μπορέσεις να ποζάρεις για το πορτραίτο σου», είπα. «Αν το μάτι σου είναι ακόμα τυφλό, υποθέτω ότι χρειάζομαι τον πραγματικό Γουάιρμαν». «Ώστε έκανες πράγματι κάτι». Η φωνή του ήταν χαμηλή. «Με ζωγράφισες κιόλας; Από μνήμης;» «Κοίταξε το φάκελο με τις ακτινογραφίες σου», είπα. «Να είσαι εδώ κατά τις τέσσερις. Θέλω να πάρω έναν υπνάκο προηγουμένως. Και φέρε κάτι να φάμε. Η ζωγραφική πάντα μου φέρνει πείνα». Σκέφτηκα να το διορθώσω αυτό προσθέτοντας ένα ορισμένο είδος ζωγραφικής, αλλά δεν το έκανα. Νόμιζα ότι είχα πει αρκετά.
νί Δεν ήμουν βέβαιος αν θα μπορούσα να κοιμηθώ, αλλά μπόρεσα. Το ξυπνητήρι με ξύπνησε στις τρεις. Ανέβηκα στο Μικρό Ροζ και επιθεώρησα το απόθεμά μου από αχρησιμοποίητους καμβάδες. Ο μεγαλύτερος είχε μήκος ενάμισι μέτρο και πλάτος ενενήντα εκατοστά, και αυτόν διάλεξα. Τράβηξα και επέκτεινα το βραχίονα στήριξης του καβαλέτου μέχρι το τέρμα, κι έβαλα επάνω το λευκό καμβά κατά μήκος. Εκείνο το άδειο σχήμα, σαν λευκό φέρετρο στημένο όρθιο, προκάλεσε ένα φτερούγισμα έξαρσης στο στομάχι μου και χαμηλά στο δεξί μου χέρι. Λύγισα εκείνα τα δάχτυλα. Δεν τα έβλεπα, αλλά μπόρεσα να τα νιώσω ν' ανοιγοκλείνουν. Μπόρεσα να νιώσω τα νύχια να μπήγονται στην παλάμη. Ήταν μακριά, εκεί-
να τα νύχια. Είχαν μεγαλώσει πολύ από το ατύχημα και μετά, και δεν είχα τρόπο να τα κόψω. vii Καθάριζα τα πινέλα μου όταν ο Γουάιρμαν φάνηκε να πλησιάζει με μεγάλες δρασκελιές από την παραλία με το συρτό, αρκουδίσιο βήμα του και με τις τσιλιβήθρες να τρέπονται σε φυγή εμπρός του. Φορούσε τζιν παντελόνι κι ένα πουλόβερ, χωρίς πανωφόρι. Η θερμοκρασία είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Φώναξε ένα γεια από την εξώπορτα κι εγώ του φώναξα να ανεβεί επάνω. Είχε σχεδόν ανεβεί όλη τη σκάλα όταν είδε το μεγάλο καμβά πάνω στο καβαλέτο. «Διάβολε, amigo, όταν είπες πορτραίτο, νόμισα ότι μιλούσαμε μόνο για το κεφάλι μου». «Κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς σχεδιάζω να ζωγραφίσω», είπα, «αλλά φοβάμαι ότι δε θα είναι ρεαλιστικό. Έχω ήδη κάνει μια μικρή προεργασία. Ρίξε μια ματιά». Η κλεμμένη ακτινογραφία και το σχέδιο με το μαρκαδοράκι Σάρπι ήταν ακουμπισμένα στο τελευταίο ράφι του πάγκου εργασίας μου. Τα έδωσα στον Γουάιρμαν και ξανακάθισα μπροστά από το καβαλέτο μου. Ο καμβάς που περίμενε εκεί δεν ήταν πια τελείως άδειος και λευκός. Γύρω στα τρία τέταρτα ψηλά από τη βάση υπήρχε σχεδιασμένο αχνά ένα ορθογώνιο. Το είχα κάνει κρατώντας το χαρτόνι από το πουκάμισο πάνω στον καμβά και φτιάχνοντας το περίγραμμά του με ένα μολύβι No 2. Ο Γουάιρμαν έμεινε αμίλητος σχεδόν για δύο λεπτά. Συνέχισε να κοιτάει μια την ακτινογραφία και μια τη ζωγραφιά που είχα φτιάξει από αυτήν. Ύστερα, με φωνή τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν ακουγόταν είπε: «Για τι πράγμα μιλάμε εδώ, muchacho; Τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης;» «Τίποτα», είπα. «Όχι ακόμα. Δώσε μου το χαρτόνι από τη συσκευασία του πουκαμίσου». «Περί αυτού πρόκειται;» «Ναι, και πρόσεχε. Το χρειάζομαι. Το χρειαζόμαστε. Η ακτινογραφία δεν έχει σημασία πια». Μου έδωσε τη ζωγραφιά πάνω στο χαρτόνι με χέρι που δεν ήταν εντελώς σταθερό.
«Τώρα πήγαινε στον τοίχο όπου είναι τα τελειωμένα έργα. Κοίταξε εκείνο τέρμα αριστερά. Στη γωνία». Πήγε, κοίταξε και τραβήχτηκε πίσω εμβρόντητος. «Που να πάρει ο διάολος! Πότε το έκανες αυτό;» «Χθες βράδυ». Το πήρε και το έστρεψε προς το φως που έμπαινε άπλετο από τη μεγάλη τζαμαρία. Κοίταξε την Τίνα, που είχε σηκώσει τα μάτια της πάνω στον δίχως στόμα και μύτη Κάντι Μπράουν. «Ούτε στόμα ούτε μύτη, ο Μπράουν πεθαίνει, η υπόθεση έληξε», είπε ο Γουάιρμαν. Η φωνή του δεν ήταν περισσότερο από ένας ψίθυρος. «Ιησού Χριστέ, δε θα ήθελα καθόλου να είμαι ο maricon de playa* που θα κλοτσούσε άμμο στα μούτρα σου». Αφησε πάλι κάτω τη ζωγραφιά και απομακρύνθηκε από κοντά της... προσεκτικά, σαν να υπήρχε κίνδυνος να εκραγεί με τον παραμικρό κραδασμό. «Τι σ' έπιασε; Ποιος δαίμονας σε καβάλησε;» «Πολύ καλή ερώτηση», είπα. «Έλεγα να μη σ' τη δείξω. Αλλά... δεδομένου του τι προσπαθούμε να κάνουμε εδώ...» «Τι προσπαθούμε να κάνουμε εδώ;» «Γουάιρμαν, ξέρεις». Παραπάτησε λιγάκι, σαν να ήταν αυτός που είχε το σακατεμένο πόδι. Και είχε ιδρώσει ολόκληρος. Το πρόσωπο του γυάλιζε από τον ιδρώτα. Το αριστερό του μάτι ήταν ακόμα κόκκινο, αλλά ίσως όχι τόσο κόκκινο. Βέβαια, αυτό μπορεί να ήταν απλώς μια διαπίστωση του υπουργείου Ευσεβών Πόθων. «Μπορείς να το κάνεις;» «Μπορώ να προσπαθήσω», είπα. «Αν το θέλεις». Έγνεψε καταφατικά, ύστερα έβγαλε το πουλόβερ του. «Εμπρός. Δώσ' του να καταλάβει». «Θέλω να σταθείς κοντά στο παράθυρο, ώστε το φως να πέφτει στο πρόσωπο σου όμορφα και δυνατά καθώς ο ήλιος θ' αρχίσει να χαμηλώνει. Υπάρχει ένα σκαμνί στην κουζίνα για να καθίσεις. Για πόση ώρα έχεις κλείσει την Ανν-Μαρί;» «Είπε ότι μπορεί να μείνει μέχρι τις οχτώ και ότι θα δώσει αυτή στη μις Ίστλεϊκ το γεύμα της. Για μας έφερα λαζάνια. Θα τα βάλω στο φούρνο σου στις πεντέμισι». «Ωραία». Ώσπου να ετοιμάζονταν τα λαζάνια, το φως θα είχε φύγει έτσι κι αλλιώς. Μπορούσα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες * 0 κόπανος της παραλίας. (Σ.τ.Μ.)
του Γουάιρμαν με την ψηφιακή μηχανή, να τις στερεώσω πάνω στο καβαλέτο και να δουλέψω από αυτές. Συνήθως δούλευα γρήγορα, αλλά ήδη ήξερα ότι αυτή θα ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία -θα έπαιρνε τουλάχιστον μέρες. Όταν ο Γουάιρμαν ξανανέβηκε με το σκαμπό, κοκάλωσε επιτόπου. «Τι κάνεις;» «Τι σου φαίνεται ότι κάνω;» «Ανοίγεις μια τρύπα σε έναν πολύ καλό καμβά». «Παίρνεις δέκα με τόνο». Άφησα στην άκρη το κομμένο ορθογώνιο και πήρα το χαρτόνι με τον εγκέφαλο που αρμένιζε πάνω στο νερό. Πήγα πίσω από το καβαλέτο. «Βοήθησε με να το κολλήσω αυτό στη θέση του». «Πότε τα σκέφτηκες όλα αυτά, να to;» «Δεν τα σκέφτηκα», είπα. «Αλήθεια;» Με κοιτούσε μέσα από τον καμβά, σαν τους χιλιάδες περίεργους χασομέρηδες που είχα δει να κοιτάνε μέσα από χιλιάδες τρύπες στις περιφράξεις, στα εργοτάξια της προηγούμενης ζωής μου. «Όχι. Είναι σαν κάτι να μου λέει τι πρέπει να κάνω καθώς προχωράω. Έλα από αυτή τη μεριά». Με τη βοήθεια του Γουάιρμαν, η υπόλοιπη προετοιμασία πήρε μόνο μερικά λεπτά. Έφραξε την ορθογώνια τρύπα στον καμβά με το χαρτόνι από το πουκάμισο. Εγώ έβγαλα ένα μικρό σωληνάριο με κόλλα από την τσέπη του πουκαμίσου μου και το κόλλησα. Όταν ξαναπήγα από την άλλη μεριά, ήταν τέλειο. Κατά τη δική μου άποψη, τουλάχιστον. Έδειξα το μέτωπο του Γουάιρμαν. «Αυτό είναι το μυαλό σου», είπα. Ύστερα έδειξα το καβαλέτο μου. «Και αυτό είναι το μυαλό σου σε καμβά». Με κοίταξε σαν χαζός. «Αστειεύομαι, Γουάιρμαν». «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπε.
Εκείνο το βράδυ φάγαμε σαν παίκτες του φούτμπολ. Ρώτησα τον Γουάιρμαν αν είχε παρατηρήσει κάποια βελτίωση στην όρασή του και κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. «Σκοτάδι απόλυτο συνεχίζει να βασιλεύει στην αριστερή πλευρά του κόσμου μου, Έντγκαρ. Μακάρι να μπορούσα να σου πω το αντίθετο, αλλά δεν μπορώ». Του έπαιξα το μήνυμα του Νανούτσι. Ο Γουάιρμαν γέλασε κι έκανε μια χειρονομία θριάμβου. Ήταν δύσκολο να μη συγκινηθώ από την ικανοποίησή του, που άγγιζε την αγαλλίαση. «Έχεις βρει το δρόμο σου, muchacho -αυτή είναι σίγουρα η άλλη σου ζωή. Δε βλέπω την ώρα να σε δω στο εξώφυλλο του Τάιμ». Σήκωσε τα χέρια του ψηλά, σαν να σχημάτιζε το περίγραμμα ενός εξωφύλλου. «Μόνο ένα πράγμα με ανησυχεί σ' αυτή την υπόθεση», είπα... και δεν μπόρεσα να μη γελάσω. Στην πραγματικότητα, πολλά πράγματα με ανησυχούσαν σ' αυτή την υπόθεση, περιλαμβανομένου και του ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα σε τι ακριβώς ετοιμαζόμουν να μπλεχτώ. «Ίσως θελήσει να έρθει η κόρη μου. Εκείνη που με επισκέφθηκε εδώ». «Και πού βλέπεις το κακό; Οι περισσότεροι άνθρωποι θα χαίρονταν να έχουν τις κόρες τους κοντά, να τους βλέπουν να καταξιώνονται με τέτοιο τρόπο. Θα το φας αυτό το τελευταίο κομμάτι λαζάνια;» Το μοιραστήκαμε. Όντας καλλιτεχνική φύση, εγώ πήρα το μεγαλύτερο μισό. «Θα ήθελα πολύ να 'ρθει. Όμως η αφεντικίνα σου λέει ότι το Ντούμα Κη δεν είναι ασφαλές μέρος για κόρες και κατά κάποιον τρόπο την πιστεύω». «Η αφεντικίνα μου έχει Αλτσχάιμερ και η κατάστασή της έχει αρχίσει πραγματικά να επιδεινώνεται. Τα κακό μ' αυτό είναι ότι δεν μπορεί πια να ξεχωρίσει τον πισινό της από τον αγκώνα της. Το καλό είναι ότι γνωρίζει καινούριους ανθρώπους κάθε μέρα. Περιλαμβανομένου και εμού». «Είπε αυτό το πράγμα για τις κόρες δυο φορές και δεν τα είχε χαμένα καμιά από τις δύο». «Και ίσως να έχει δίκιο», είπε. «Ή πιθανώς να είναι απλά μια έμμονη ιδέα της μις Ίστλεϊκ, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι
δύο από τις αδερφές της πέθαναν εδώ όταν αυτή ήταν τεσσάρων χρονών». «Η Ίλσε έκανε εμετό στο πλάι του αυτοκινήτου μου. Όταν επιστρέψαμε εδώ εξακολουθούσε να είναι τόσο άρρωστη, που καλά καλά δεν μπορούσε να περπατήσει». «Πιθανώς έφαγε κάτι χαλασμένο και την πείραξε ο ήλιος. Κοίταξε... δε θέλεις να το ρισκάρεις και το σέβομαι αυτό. Οπότε, εκείνο που θα κάνεις είναι να βάλεις και τις δυο κόρες σου σε ένα καλό ξενοδοχείο όπου θα υπάρχει ρουμ σέρβις σε εικοσιτετράωρη βάση και ο θυρωρός θα κάνει ρεβεράντζες μέχρι το πάτωμα κάθε φορά που θα τις βλέπει. Προτείνω το Ριτζ-Κάρλτον». «Και τις δυο; Η Μελίντα δε θα μπορέσει να...» Έφαγε μια τελευταία μπουκιά από τα λαζάνια του κι έσπρωξε το πιάτο στην άκρη. «Δε βλέπεις τα πράγματα από τη σωστή τους πλευρά, muchacho, αλλά ο Γουάιρμαν, σαν ευγνώμον κάθαρμα που είναι...» «Δεν έχεις κανένα λόγο για να είσαι ευγνώμων ακόμα...» «...θα σε βάλει στον ίσιο δρόμο. Γιατί δεν αντέχω να βλέπω μερικές άσκοπες ανησυχίες να χαλάνε την ευτυχία σου. Κύριε ελέησον, θα έπρεπε να νιώθεις ευτυχισμένος. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι στη δυτική ακτή της Φλόριντα θα σκότωναν για μια έκθεση στην Παλμ Άβενιου;» «Γουάιρμαν, είπες Κύριε ελέησον, ή μου φάνηκε;» «Μην αλλάζεις θέμα». «Δεν έχουν ακριβώς προσφερθεί να μου κάνουν μια έκθεση ακόμα». «Θα προσφερθούν. Δε φέρνουν ένα δείγμα συμβολαίου μαζί τους σ' αυτή την ερημιά απλά για να περάσετε την ώρα σας. Γι' αυτό τώρα άκουσέ με καλά. Με ακούς;» «Φυσικά». «Μόλις προγραμματιστεί αυτή η έκθεση -και θα προγραμματιστεί-, θα κάνεις αυτό που θ' αναμενόταν να κάνει οποιοσδήποτε καινούριος στην πιάτσα καλλιτέχνης: διαφήμιση. Συνεντεύξεις, αρχίζοντας με τη Μαίρη Άιρ και συνεχίζοντας με τις εφημερίδες και το Κανάλι 6. Αν θέλουν να εστιαστούν στο κομμένο χέρι σου, τόσο το καλύτερο». Σχημάτισε πάλι εκείνο το περίγραμμα του εξώφυλλου με τα δάχτυλά του. «Ο Έντγκαρ Φρίμαντλ Κατακτά το
Καλλιτεχνικό Στερέωμα της Δυτικής Ακτής σαν Φοίνικας Αναγεννημένος από τις Στάχτες της Τραγωδίας!» «Κατάκτησε αυτό, amigo», είπα και χούφτωσα τον καβάλο μου. Αλλά δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω. Ο Γουάιρμαν δεν πρόσεξε τη χυδαιότητά μου. Είχε πάρει φωτιά. «Αυτό το κομμένο brazo σου θα γίνει χρυσό». «Γουάιρμαν, είσαι ένα κυνικό κάθαρμα». Το πήρε για φιλοφρόνηση, και ουσιαστικά ήταν. Κούνησε το κεφάλι και το αντιπαρήλθε μεγαλόθυμα. «Εγώ θα είμαι ο δικηγόρος σου. Όταν θα διαλέγεις τους πίνακες, θα σε συμβουλέψει ο Νανούτσι. Όταν ο Νανούτσι θα τους στήνει για την έκθεση, θα τον συμβουλέψεις εσύ. Σου ακούγεται καλό;» «Υποθέτω, ναι. Αν έτσι γίνεται». «Έτσι θα γίνει αυτό. Και... Έντγκαρ -τελευταίο αλλά διόλου αμελητέο-, θα ειδοποιήσεις όλους όσους αγαπάς και θα τους καλέσεις στα εγκαίνια». «Μα...» «Ναι», είπε κουνώντας το κεφάλι. «Όλους. Τον ψυχολόγο σου, την πρώην γυναίκα σου, τις δυο σου κόρες, εκείνον τον Τομ Ράιλι, τη φυσικοθεραπεύτριά σου...» «Την Κάθι Γκριν», είπα σαστισμένος. «Γουάιρμαν, ο Τομ δεν υπάρχει πιθανότητα να έρθει. Ούτε μία στο εκατομμύριο. Ούτε η Παμ. Και η Λιν είναι στη Γαλλία. Με στρεπτόκοκκο, για το Θεό». Ο Γουάιρμαν δεν έδωσε σημασία. «Ανέφερες ένα δικηγόρο...» «Τον Γουίλιαμ Μπόουζμαν τον Τρίτο. Τον Μπόζι». «Κάλεσέ τον. Α, και τη μαμά και τον μπαμπά σου, εννοείται. Τις αδερφές και τους αδερφούς σου». «Οι γονείς μου έχουν πεθάνει και είμαι μοναχοπαίδι. Ο Μπόζι...» Κούνησα το κεφάλι. «Ο Μπόζι θα ερχόταν. Αλλά μην τον πεις έτσι, Γουάιρμαν. Όχι μπροστά του». «Να πω έναν άλλο δικηγόρο Μπόζι; Με περνάς για χαζό;» Το σκέφτηκε λίγο. «Αυτοπυροβολήθηκα στο κεφάλι και δεν κατάφερα να σκοτωθώ, οπότε καλύτερα να μην απαντήσεις σ' αυτό το τελευταίο». Δεν έδινα και πολλή προσοχή στα λόγια του γιατί σκεφτόμουν. Για πρώτη φορά καταλάβαινα ότι θα μπορούσα να οργανώσω ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για την άλλη μου ζωή... και οι άνθρωποι
που θα καλούσα ίσως να έρχονταν. Η ιδέα ήταν συγχρόνως συναρπαστική και τρομακτική. «Μπορεί να έρθουν όλοι, ξέρεις», είπε. «Η πρώην σου, η κοσμοπολίτισσα κόρη σου και ο παρ' ολίγον αυτόχειρας λογιστής σου. Σκέψου το -ένα ωραίο τσούρμο από το Μίσιγκαν». «Από τη Μινεσότα». Σήκωσε τους ώμους και τίναξε ψηλά τις παλάμες, δείχνοντας ότι γι' αυτόν και τα δυο ήταν το ίδιο. Αρκετά υπεροπτική αντίδραση για έναν τύπο από τη Νεμπράσκα. «Θα μπορούσα να ναυλώσω ένα αεροπλάνο», είπα. «Ένα Γκάλφστριμ. Να κλείσω έναν ολόκληρο όροφο στο Ριτζ-Κάρλτον. Να βάλω το χέρι βαθιά στην τσέπη. Γιατί όχι, διάολε;» «Σωστά», είπε και χαχάνισε. «Να παραστήσεις τον πεινασμένο καλλιτέχνη». «Ναι», είπα. «Θα βάλω μια ταμπέλα στο παράθυρο. "ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΧΑΒΙΑΡΙ"». Και σ' αυτό σκάσαμε κι οι δυο στα γέλια. ix Αφού τα πιάτα και τα ποτήρια μας μπήκαν στο πλυντήριο πιάτων, τον οδήγησα πάλι επάνω, αλλά μόνο όσο χρειαζόταν για να του τραβήξω πέντ' έξι ψηφιακές φωτογραφίες -μεγάλα, άχαρα κοντινά πλάνα. Έχω βγάλει μερικές καλές φωτογραφίες στη ζωή μου, αλλά πάντα κατά τύχη. Σιχαίνομαι τις φωτογραφικές μηχανές κι αυτές μοιάζουν να το καταλαβαίνουν. Όταν τέλειωσα, του είπα ότι μπορούσε να επιστρέψει σπίτι και να αφήσει την Aw-Μαρί να φύγει. Είχε σκοτεινιάσει και του πρόσφερα τη Μάλιμπού μου. «Θα περπατήσω. Ο αέρας θα μου κάνει καλό». Ύστερα έδειξε τον καμβά. «Μπορώ να ρίξω μια ματιά;» «Για να είμαι ειλικρινής, καλύτερα όχι». Περίμενα ότι μπορεί να διαμαρτυρόταν, αλλά κούνησε απλώς το κεφάλι και ξανακατέβηκε κάτω σχεδόν τρέχοντας. Υπήρχε μια νέα ζωηράδα στο βήμα του -αυτό σίγουρα δεν ήταν της φαντασίας μου. Στην πόρτα είπε, «Τηλεφώνησε στον Νανούτσι το πρωί. Μην το αφήσεις να χρονίσει».
«Εντάξει. Κι εσύ τηλεφώνησέ μου αν αλλάξει κάτι στην...» Έδειξα το πρόσωπο του με το πιτσιλισμένο με μπογιές χέρι μου. Χαμογέλασε πλατιά. «Θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθει. Προς το παρόν, μου αρκεί που απαλλάχτηκα από τον πονοκέφαλο». Το χαμόγελο έσβησε. «Είσαι σίγουρος ότι δε θα επιστρέψει;» «Δεν είμαι σίγουρος για τίποτα». «Σωστά. Ναι, αυτή είναι η ανθρώπινη συνθήκη, καλά δε λέω; Όμως σ' ευχαριστώ που προσπάθησες». Και πριν καταλάβω ότι θα το έκανε, είχε πιάσει το χέρι μου και το είχε φιλήσει στην επάνω πλευρά. Ήταν ένα απαλό φιλί, παρά τις αγριότριχες που φύτρωναν στο επάνω του χείλος. Ύστερα μου είπε adios και χάθηκε μες στο σκοτάδι, κι ο μόνος ήχος που έφτανε στ' αυτιά μου ήταν ο στεναγμός του Κόλπου και η ψιθυριστή κουβέντα των κοχυλιών κάτω από το σπίτι. Ξαφνικά, ένας άλλος ήχος ακούστηκε. Το τηλέφωνο χτυπούσε.
χ Ήταν η Ίλσε, που έπαιρνε για να φλυαρήσουμε. Ναι, τα μαθήματά της πήγαιναν μια χαρά, ναι, ένιωθε καλά -θαυμάσια, για την ακρίβεια-, ναι, τηλεφωνούσε στη μητέρα της μια φορά την εβδομάδα και διατηρούσε επαφή με τη Λιν μέσω e-mail. Κατά τη γνώμη της Ίλσε, ο στρεπτόκοκκος της Λιν υπήρχε απλά μέσα στη φαντασία της. Της είπα ότι με εξέπληττε η γενναιοδωρία των αισθημάτων της και γέλασε. Της είπα ότι υπήρχε μια πιθανότητα να δείξω τη δουλειά μου σε μια γκαλερί στη Σαρασότα και τσίριξε τόσο δυνατά, που χρειάστηκε να απομακρύνω το ακουστικό από το αυτί μου. «Μπαμπά, αυτό είναι καταπληκτικοί Πότε; Μπορώ να έρθω;» «Φυσικά, αν το θέλεις», είπα. «Θα καλέσω τους πάντες». Ήταν μια απόφαση που δεν την είχα πάρει οριστικά ώσπου άκουσα τον εαυτό μου να της το λέει. «Σκεφτόμαστε για τα μέσα Απριλίου». «Σκατά! Εκείνες τις μέρες σκόπευα να πάω να βρω τα Κολιμπρί στην περιοδεία τους». Σταμάτησε. Το σκέφτηκε λίγο. Ύστερα: «Μπορώ να τα συνδυάσω και τα δυο. Να κάνω μια μικρή δική μου περιοδεία». «Νομίζεις;»
«Ναι, ασφαλώς. Εσύ απλά πες μου την ημερομηνία και θα είμαι εκεί». Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις γιους, αλλά είμαι σίγουρος ότι αποκλείεται να είναι τόσο βαθιά ικανοποιητικό -τόσο απερίγραπτα όμορφο- όσο το να έχεις κόρες. «Το εκτιμώ αυτό, γλυκιά μου. Νομίζεις... υπάρχει κάποια πιθανότητα να έρθει και η αδερφή σου;» «Ξέρεις κάτι, νομίζω ότι θα έρθει», είπε η Ίλσε. «Θα τρελαθεί από περιέργεια να δει τι κάνεις κι έχεις ενθουσιάσει τόσο τους ειδήμονες. Θα σε γράψουν και οι εφημερίδες;» «Ο φίλος μου ο Γουάιρμαν έτσι νομίζει. Ο μονόχειρας καλλιτέχνης και πάει λέγοντας». «Αλλά είσαι πραγματικά καλός, μπαμπά!» Την ευχαρίστησα κι ύστερα έστρεψα τη συζήτηση στον Κάρσον Τζόουνς. Ρώτησα τι νέα είχε από το φίλο της. «Είναι μια χαρά», είπε. «Αλήθεια;» «Ασφαλώς... γιατί;» «Δεν ξέρω. Απλά μου φάνηκε ότι άκουσα ένα συννεφάκι στη φωνή σου». Γέλασε μελαγχολικά. «Με ξέρεις τόσο καλά... Η αλήθεια είναι ότι τώρα πια οι αίθουσες γεμίζουν οπουδήποτε κι αν παίζουν -έχουν αρχίσει να γίνονται γνωστοί. Η περιοδεία ήταν προγραμματισμένη να τελειώσει στις δεκαπέντε Μαΐου, γιατί τέσσερις από τους τραγουδιστές έχουν άλλες ανειλημμένες υποχρεώσεις, αλλά ο ατζέντης βρήκε τρεις καινούριους. Και η Μπρίτζετ Άντρισον, που έχει γίνει πια σωστή σταρ, τους έπεισε να αναβάλουν το ξεκίνημα της θητείας της ως αναπληρωτή πάστορα στην Αριζόνα. Το οποίο ήταν μεγάλη τύχη». Η φωνή της έχασε το χρώμα της σ' αυτή την τελευταία φράση κι έγινε η φωνή μιας ενήλικης γυναίκας που δε γνώριζα. «Έτσι, αντί να τελειώσει στα μέσα Μαΐου, η περιοδεία έχει παραταθεί μέχρι τα τέλη Ιουνίου, με προγραμματισμένες εμφανίσεις στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και ένα τελικό κονσέρτο στο Κάου Πάλας του Σαν Φρανσίσκο. Μεγαλεία στη Γαλλία, σωστά;» Αυτή ήταν μια δική μου φράση, που τη χρησιμοποιούσα όταν η Ίλι και η Λιν ήταν μικρές και μας παρουσίαζαν αυτό που αποκαλούσαν «υπερθεάματα μπαλέτου» στο γκαράζ, αλλά δε θυμόμουν να την είχα πει ποτέ με έναν τέτοιο τόνο θλιμμένης ειρωνείας.
«Ανησυχείς ότι μπορεί να τρέχει κάτι ανάμεσα στο αγόρι σου και σ' αυτή την Μπρίτζετ;» «Όχι!» βιάστηκε να πει και γέλασε. «Λέει ότι η Μπρίτζετ έχει σπουδαία φωνή και ότι είναι τυχερός που τραγουδάει μαζί της -έχουν δυο τραγούδια μαζί τώρα αντί για ένα-, αλλά είναι ρηχή και ξιπασμένη. Επίσης, εύχεται να κατάπινε μερικές μέντες Σερτς πριν χρειαστεί να... ξέρεις, να μοιραστεί το μικρόφωνο μαζί του». Περίμενα. «Εντάξει», είπε τέλος η Ίλσε. «Εντάξει τι;» «Εντάξει, ανησυχώ». Μια παύση. «Λιγάκι, γιατί είναι μαζί της σ' ένα λεωφορείο κάθε μέρα και στη σκηνή κάθε νύχτα, κι εγώ είμαι εδώ». Άλλη μια, μακρύτερη παύση. Ύστερα: «Και δεν ακούγεται ο ίδιος όταν μιλάμε στο τηλέφωνο. Νομίζω ότι διακρίνω στη φωνή του μια μικρή αλλαγή». «Ίσως αυτό να το φαντάζεσαι». «Ναι. Πιθανώς. Και, εν πάση περιπτώσει, αν τρέχει κάτι -που δεν τρέχει τίποτα, είμαι σίγουρη ότι δεν τρέχει τίποτα, αλλά αν κάτι τρέχει-, καλύτερα τώρα παρά μετά από... ξέρεις, μετά το γα...» «Ναι», είπα, σκεπτόμενος ότι αυτό ήταν τόσο ώριμο που καταντούσε οδυνηρό. Θυμήθηκα που είχα βρει τη φωτογραφία που τους έδειχνε να κρατιούνται αγκαλιά στο υπαίθριο μανάβικο στην άκρη του δρόμου και που την είχα αγγίξει με το κομμένο δεξί χέρι μου. Που ύστερα είχα ανεβεί τρέχοντας στο Μικρό Ροζ με τη Ρίμπα σφιγμένη ανάμεσα στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου και στο δεξί πλευρό μου. Μου φαινόταν τώρα σαν όλ' αυτά να είχαν γίνει πριν από πολύ καιρό. Σ' αγαπώ, Κολοκύθα «Χαμογελαστούλης» είχε γράψει, αλλά η ζωγραφιά που είχα φτιάξει εκείνη τη μέρα με τα χρωματιστά μολύβια της Βένους (που κι αυτά έμοιαζαν πλέον σαν κάτι πολύ μακρινό και περασμένο) θα έλεγες ότι σάρκαζε την ιδέα της αιώνιας αγάπης: το κοριτσάκι με το φορεματάκι του τένις, που κοιτούσε τον απέραντο Κόλπο. Μπαλάκια του τένις ολόγυρα στα πόδια της. Κι ακόμα περισσότερα να πλησιάζουν πάνω στα κύματα. Εκείνο το κοριτσάκι ήταν η Ρίμπα αλλά ήταν και η Ίλσε, και... ποιος άλλος; Η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ; Η ιδέα αυτή μου ήρθε από το πουθενά, αλλά σκέφτηκα ότι ήταν αλήθεια.
To νερό κυλάει πιο γρήγορα τώρα, είχε πει η Ελίζαμπεθ. Σύντομα φτάνουμε στους καταρράκτες. Το νιώθεις αυτό; Το ένιωθα. «Μπαμπά, είσαι εκεί;» «Ναι», είπα πάλι. «Γλυκιά μου, να προσέχεις τον εαυτό σου, εντάξει; Και προσπάθησε να μη στενοχωριέσαι πολύ. Ο φίλος μου εδώ κάτω λέει ότι στο τέλος υπερβαίνουμε τις ανησυχίες μας. Κατά κάποιον τρόπο, συμφωνώ». «Πάντα με κάνεις να νιώθω καλύτερα», είπε. «Γι' αυτό τηλεφωνώ. Σ' αγαπώ, μπαμπά». «Κι εγώ σ' αγαπώ». «Και πόσα μπουκέτα θα μου στείλεις;» Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που μου το είχε ρωτήσει αυτό; Δώδεκα; Δεκατέσσερα; Δεν είχε σημασία, θυμόμουν την απάντηση. «Ένα εκατομμύριο κι ακόμα ένα για να το βάλεις κάτω από το μαξιλάρι σου», είπα. Ύστερα την αποχαιρέτησα, έκλεισα το τηλέφωνο και σκέφτηκα ότι, αν ο Κάρσον Τζόουνς πλήγωνε την κόρη μου, θα τον σκότωνα. Η σκέψη μ' έκανε να χαμογελάσω λίγο, διερωτώμενος πόσοι πατεράδες είχαν σκεφτεί το ίδιο και είχαν δώσει την ίδια υπόσχεση. Όμως απ' όλους εκείνους τους πατεράδες, ίσως ήμουν ο μόνος που μπορούσε να σκοτώσει έναν απερίσκεπτο εραστή που του άρεσε να πληγώνει τις κόρες του κόσμου με μερικές πινελιές πάνω σ' έναν καμβά. xi Ο Ντάριο Νανούτσι και ένας από τους συνεργάτες του, ο Τζίμι Γιοσίντα, ήρθαν στο σπίτι την επόμενη μέρα. Ο Γιοσίντα ήταν ένας Ιαπωνοαμερικανός Ντόριαν Γκρέι. Βγαίνοντας από την Τζάγκουαρ του Νανούτσι στο δρόμο της αυλής, φορώντας ένα ξεβαμμένο τζιν παντελόνι σωλήνα κι ένα ακόμα πιο ξεβαμμένο μπλουζάκι που είχε στάμπα μπροστά το εξώφυλλο του «Ροη De Replay» της Ριάνα, με τα μακριά μαύρα μαλλιά του ν' ανεμίζουν στο αεράκι που φυσούσε από τον Κόλπο, έμοιαζε δεκαοχτώ χρονών. Όταν έφτασε στο τέλος του μονοπατιού, έδειχνε είκοσι οχτώ. Όταν μου έσφιξε το χέ-
ρι από κοντά, μπόρεσα να διακρίνω τις γραμμές γύρω από τα μάτια και το στόμα του, και να τον τοποθετήσω λίγο πριν τα πενήντα. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω», είπ£. «Η επίσκεψή σας στην γκαλερί μας έκανε μεγάλη αίσθηση. Η Μαίρη Άιρ έχει ξαναπεράσει τρεις φορές για να ρωτήσει πότε θα σας κάνουμε έκθεση». «Περάστε μέσα», είπα. «Ο φίλος μας που μένει πιο κάτω στην παραλία - ο Γουάιρμαν- μου έχει ήδη τηλεφωνήσει δυο φορές για να βεβαιωθεί ότι δε θα υπογράψω τίποτα χωρίς να είναι κι εκείνος παρών». Ο Νανούτσι χαμογέλασε. «Δε συνηθίζουμε να εξαπατούμε τους καλλιτέχνες, κύριε Φρίμαντλ». «Έντγκαρ, θυμάσαι; Θα θέλατε λίγο καφέ;» «Να δούμε πρώτα», είπε ο Τζίμι Γιοσίντα. «Ο καφές αργότερα». Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Καλώς. Ελάτε πάνω». xii Είχα σκεπάσει το πορτραίτο του Γουάιρμαν (που ουσιαστικά δεν ήταν ακόμα τίποτα περισσότερο από ένα αόριστο σχήμα με έναν εγκέφαλο να αιωρείται μέσα του σε τρία τέταρτα απόσταση από τη βάση) και είχα καταχωνιάσει τη ζωγραφιά της Τίνα Γκαριμπάλντι και του Κάντι Μπράουν στην ντουλάπα του ισογείου (μαζί με το Φίλοι με Προεκτάσεις και το σχέδιο της μορφής με την κόκκινη ρόμπα), αλλά τα υπόλοιπα τα είχα αφήσει έξω. Υπήρχαν πλέον αρκετά για να τ' αραδιάσω όρθια σε δύο τοίχους και σε ένα μέρος του τρίτου- σαράντα ένας καμβάδες συνολικά, ανάμεσα στους οποίους πέντε εκδοχές του κοριτσιού με το πλοίο. Όταν δεν μπορούσα να αντέξω άλλο τη σιωπή τους, την έσπασα. «Ευχαριστώ για την υπόδειξη σχετικά με το Λίκουιν. Είναι σπουδαίο. Αχτύπητο, όπως θα έλεγαν και οι κόρες μου». Ο Νανούτσι δε φάνηκε να μ' έχει ακούσει. Πήγαινε προς τη μια κατεύθυνση και ο Γιοσίντα προς την άλλη. Κανένας από τους δυο τους δε ρώτησε για το μεγάλο, σκεπασμένο μ' ένα σεντόνι καμβά που ήταν πάνω στο καβαλέτο· υπέθεσα ότι κάτι τέτοιο ίσως θα θεωρούνταν παράβαση της ετικέτας στον κόσμο τονς. Από κάτω μας, τα κοχύλια ψιθύριζαν. Κάπου μακριά, στρίγκλιζε ένα τζετ σκι. Το δεξί μου μπράτσο με φαγούριζε, αλλά ανεπαίσθητα και πολύ βα-
θιά, λέγοντάς μου ότι ήθελε να ζωγραφίσει αλλά ότι μπορούσε να περιμένει -ότι ήξερε πως θα ερχόταν η στιγμή. Πριν δύσει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα και στην αρχή θα συμβουλευόμουν τις φωτογραφίες που είχα στερεώσει στα πλάγια του καβαλέτου κι ύστερα κάτι άλλο θα έπαιρνε τα ηνία και το άλεσμα των κοχυλιών θα δυνάμωνε και το μέταλλο του Κόλπου θ' άλλαζε χρώμα, θα γινόταν πρώτα ροδακινί, έπειτα τριανταφυλλί, μετά πορτοκαλί και τέλος ΚΟΚΚΙΝΟ, κι αυτό θα ήταν καλό, θα ήταν πολύ καλό, κι όλα θα πήγαιναν καλά. Ο Νανούτσι και ο Γιοσίντα ξανασυναντήθηκαν στη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο. Κουβέντιασαν για λίγο ιδιαιτέρως και ύστερα με πλησίασαν. Από την πίσω τσέπη του τζιν του, ο Γιοσίντα έβγαλε ένα φάκελο που στην μπροστινή όψη έγραφε ΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ / ΓΚΑΛΕΡΙ ΣΚΟΤΟ με καθαρά κεφαλαία γράμματα. «Ορίστε», είπε. «Πες στον κύριο Γουάιρμαν ότι θα κάνουμε οποιαδήποτε εύλογη προσαρμογή, προκειμένου να παρουσιάσουμε τη δουλειά σας». «Αλήθεια;» ρώτησα. «Είστε βέβαιοι;» Ο Γιοσίντα δε χαμογέλασε. «Ναι, Έντγκαρ. Είμαστε βέβαιοι». «Σας ευχαριστώ», είπα. «Σας ευχαριστώ και τους δύο». Το βλέμμα μου πήγε από τον Γιοσίντα στον Νανούτσι, που χαμογελούσε. «Ντάριο, ειλικρινά ευχαριστώ γι' αυτό». Ο Ντάριο κοίταξε γύρω του τις ζωγραφιές, άφησε ένα μικρό γελάκι, ύστερα σήκωσε τα χέρια του και τ' άφησε να ξαναπέσουν. «Νομίζω ότι εμείς είμαστε αυτοί που θα έπρεπε να εκφράσουμε τις ευχαριστίες μας, Έντγκαρ». «Έχω εντυπωσιαστεί από την καθαρότητά τους», είπε ο Γιοσίντα. «Και από τη... δεν ξέρω πώς να το πω ακριβώς, αλλά... νομίζω... από τη νηφαλιότητα τους. Αυτοί οι πίνακες μεταφέρουν το θεατή χωρίς να τον πνίγουν. Ένα άλλο που με εκπλήσσει είναι η ταχύτητα με την οποία έχεις δουλέψει. Βγαίνεις από το μπουκάλι». «Δεν καταλαβαίνω αυτή την έκφραση». «Τη χρησιμοποιούμε για τους καλλιτέχνες που ξεκινούν σε προχωρημένη ηλικία και ξαφνικά γίνονται πολύ παραγωγικοί», εξήγησε ο Νανούτσι. «Είναι σαν να προσπαθούν να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο. Ωστόσο... σαράντα έργα μέσα σε μερικούς μόνο μήνες... βδομάδες, μάλλον...» Και δεν είδες καν εκείνο που σκότωσε το φονιά του παιδιού, σκέφτηκα.
Ο Ντάριο γέλασε, αλλά όχι επειδή έβρισκε κάτι αστείο. «Προσπάθησε να μην αφήσεις το μέρος να καεί, εντάξει;» «Ναι -αυτό θα ήταν κακό. Αν τελικά καταλήξουμε σε συμφωνία, θα μπορούσα να αποθηκεύσω κάποια από τα έργα μου στην γκαλερί σας;» «Φυσικά», είπε ο Νανούτσι. «Περίφημα». Κι εκείνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ήθελα να υπογράψω το συμβόλαιο το συντομότερο δυνατό, ό,τι κι αν νόμιζε γι' αυτό ο Γουάιρμαν, απλά και μόνο για να διώξω εκείνες τις ζωγραφιές από το Κη... και δεν ήταν η πυρκαγιά αυτό που με ανησυχούσε. Μπορεί αυτό το βγάλσιμο από το μπουκάλι να ήταν αρκετά συνηθισμένο σε περιπτώσεις καλλιτεχνών που ξεκινούσαν σε μεγάλη ηλικία, αλλά σαράντα ένας πίνακες στο Ντούμα Κη ήταν τουλάχιστον τρεις ντουζίνες περισσότεροι απ' όσους θα ένιωθα άνετα να έχω. Μπορούσα να αισθανθώ τη ζωντανή παρουσία τους σ' εκείνο το δωμάτιο, σαν ηλεκτρισμό μέσα σε ένα γυάλινο κώδωνα. Είμαι σίγουρος ότι το ένιωσαν και ο Ντάριο και ο Τζίμι. Σ' αυτό οφειλόταν εν μέρει η δύναμη που είχαν αυτές οι ζωγραφιές. Η δηλητηριώδης τους γοητεία. xiii Συνάντησα τον Γουάιρμαν και την Ελίζαμπεθ για καφέ στην άκρη της ξύλινης προβλήτας του Παλάσιο το επόμενο πρωί. Είχα φτάσει να μη χρειάζομαι πια παρά μόνο ασπιρίνες για να παίρνω μπρος και οι Μεγάλοι Παραθαλάσσιοι Περίπατοι μου αποτελούσαν πλέον απόλαυση αντί για πρόκληση. Ιδίως αφότου ο καιρός είχε ζεστάνει. Η Ελίζαμπεθ ήταν στο αναπηρικό καροτσάκι της με τα απομεινάρια του πρωινού της κέικ σκορπισμένα πάνω στο δίσκο της. Μου φάνηκε ότι ο Γουάιρμαν είχε επίσης καταφέρει να της δώσει λίγο χυμό και μισό φλιτζάνι καφέ. Ατένιζε τον Κόλπο με μια έκφραση βλοσυρής αποδοκιμασίας, μοιάζοντας εκείνο το πρωινό περισσότερο με τον Κάπτεν Μπλάι πάνω στο Μπάουντι παρά σαν την κόρη ενός don της Μαφίας. «Buenos dias, mi amigo», είπε ο Γουάιρμαν. Και στην Ελίζαμπεθ: «Είναι ο Έντγκαρ, μις Ίστλεϊκ. Ήρθε για να παίξουμε λίγο χαρτάκι. Θέλετε να πείτε ένα γεια;»
«Σκατοκατουροκέφαλε αρουραίε», είπε εκείνη. Νομίζω. Όπως και να 'χει, το είπε στον Κόλπο, που ήταν ακόμα σκούρος μπλε και μισοκοιμισμένος. «Ακόμα δεν είναι πολύ καλά, υποθέτω», είπα. «Όχι. Έχει ξαναβουλιάξει έτσι πριν αναδυθεί και πάλι στην επιφάνεια, αλλά ποτέ τόσο πολύ». «Ακόμα δεν της έχω φέρει να δει κάποιον από τους πίνακές μου». «Δεν ωφελεί, στην κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή». Μου πρόσφερε ένα φλιτζάνι σκέτο καφέ. «Εμπρός, δαιμόνιε δικηγόρε, κοίτα να δεις τι άκρη μπορείς να βγάλεις από αυτό». Του έδωσα το φάκελο με το δείγμα του συμβολαίου. Καθώς ο Γουάιρμαν το έβγαζε, στράφηκα στην Ελίζαμπεθ. «Θα ήθελες να διαβάσουμε μερικά ποιήματα αργότερα;» τη ρώτησα. Τίποτα. Μόνο κοιτούσε έξω τον Κόλπο μ' εκείνο το παγερό κατσούφιασμα: ο Κάπτεν Μπλάι, έτοιμος να διατάξει να δέσουν κάποιον στο τουρκέτο και να τον μαστιγώσουν αλύπητα. Χωρίς κανέναν απολύτως λόγο ρώτησα: «Ασχολούνταν ο πατέρας σου με τις καταδύσεις, Ελίζαμπεθ;» Γύρισε το κεφάλι της ελαφρά και έστρεψε τα γερασμένα μάτια της στην κατεύθυνσή μου. Το πάνω χείλος της σηκώθηκε σ' ένα σκυλίσιο χαμόγελο. Υπήρξε μια στιγμή -ήταν σύντομη, αλλά έμοιασε να κρατάει πολύ- που ένιωσα να με κοιτάει ένας άλλος άνθρωπος. Ή κάτι που δεν ήταν άνθρωπος. Μια οντότητα η οποία φορούσε το γέρικο, πλαδαρεμένο κορμί της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ σαν κάλτσα. Το δεξί μου χέρι σφίχτηκε για μια στιγμή, και γι' άλλη μια φορά ένιωσα ανύπαρκτα, πολύ μακριά νύχια να βυθίζονται σε μια ανύπαρκτη παλάμη. Ύστερα κοίταξε πάλι τον Κόλπο, ψηλαφώντας ταυτόχρονα το δίσκο ώσπου τα δάχτυλά της συνάντησαν ένα κομμάτι από το κέικ της, ενώ εγώ σκεφτόμουν τι ανόητος που ήμουν κι ότι έπρεπε να πάψω ν' αφήνω τα νεύρα μου να ελέγχουν τη συμπεριφορά μου. Υπήρχαν αναμφίβολα παράξενες δυνάμεις που ενεργούσαν σ' αυτό το μέρος, αλλά δεν ήταν όλες οι σκιές φαντάσματα. «Ήταν», είπε αφηρημένα ο Γουάιρμαν, ξεδιπλώνοντας το συμβόλαιο. «Ο Τζον Ίστλεϊκ ήταν ένας δεύτερος Ρίκου Μπράουνινγκ
-ξέρεις, ο τύπος που έπαιζε το Τέρας της Μαύρης Λίμνης σ' εκείνη την ταινία της δεκαετίας του '50». «Γουάιρμαν, είσαι ένα αρτεσιανό φρέαρ άχρηστων πληροφοριών». «Ναι, δεν είμαι πολύ κουλ; Ξέρεις, ο γέρος της δεν αγόρασε εκείνο το ψαροτούφεκο από κάποιο κατάστημα- η μις Ίστλεϊκ λέει ότι το έκανε ειδική παραγγελία. Πιθανώς θα έπρεπε να βρίσκεται σε κάποιο μουσείο». Αλλά δε μ' ενδιέφερε το ψαροτούφεκο του Τζον Ίστλεϊκ, τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή. «Διαβάζεις το συμβόλαιο;» Το πέταξε στο δίσκο και με κοίταξε σαστισμένα. «Προσπαθούσα». «Και το αριστερό σου μάτι;» «Μηδέν εις το πηλίκον. Όμως κοίτα, δεν υπάρχει λόγος ν' απογοητευόμαστε. Ο γιατρός είπε...» «Κάνε μου μια χάρη. Κάλυψε το αριστερό σου μάτι». Το έκανε. «Τι βλέπεις;» «Εσένα, Έντγκαρ. Έναν hombre muy feo*». «Καλά, καλά. Κάλυψε τώρα το δεξί». Το έκανε. «Τώρα βλέπω μόνο μια μαυρίλα. Αλλά...» Δίστασε, «Ίσως όχι και τόσο μαύρη μαυρίλα». Κατέβασε πάλι το χέρι του. «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Αυτές τις μέρες δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι είναι αλήθεια και τι ευσεβής πόθος». Κούνησε το κεφάλι του αρκετά δυνατά για να κάνει τα μαλλιά του να ανεμίσουν κι ύστερα χτύπησε το μέτωπο του με το μετατάρσιο του χεριού του. «Χαλάρωσε». «Είναι εύκολο να το λες εσύ αυτό». Κάθισε σιωπηλός για μερικές στιγμές, ύστερα πήρε το κομμάτι του κέικ από το χέρι της Ελίζαμπεθ και της το έδωσε να το φάει σαν να τάιζε ένα μωρό. Όταν η μπουκιά είχε χαθεί με ασφάλεια μέσα στο στόμα της, στράφηκε σ' εμένα. «Θα την έχεις λίγο στο νου σου, όσο θα πάω να φέρω κάτι;» «Μετά χαράς». Απομακρύνθηκε τρέχοντας στην προβλήτα κι εγώ έμεινα μόνος με την Ελίζαμπεθ. Προσπάθησα να της δώσω να φάει ένα από τα κομμάτια του κέικ που απέμεναν και εκείνη το τσιμπολόγησε από *Έναν άνθρωπο πολύ άσχημο. (Σ.τ.Μ.)
το χέρι μου, θυμίζοντάς μου για μια στιγμή ένα κουνέλι που είχα όταν ήμουν εφτά ή οχτώ χρονών. Το είχα ονομάσει Μίστερ Χίτσενς, μόλο που δεν ήξερα πια το γιατί -μυστήριο πράγμα η μνήμη, σωστά; Το στόμα της ήταν φαφούτικο και απαλό, αλλά όχι δυσάρεστο. Χάιδεψα το πλάι του κεφαλιού της, όπου τα λευκά μαλλιά της -σκληρά σαν σύρμα, μάλλον τραχιά- ήταν μαζεμένα πίσω σε έναν κότσο. Σκέφτηκα ότι ο Γουάιρμαν θα πρέπει να χτένιζε αυτά τα μαλλιά κάθε πρωί, για να φτιάξει τον κότσο. Ότι ο Γουάιρμαν πρέπει να την είχε ντύσει εκείνο το πρωί, να της είχε φορέσει όλα της τα ρούχα και μαζί μια πάνα, γιατί ασφαλώς δεν μπορούσε να ελέγξει τις φυσικές ανάγκες της όταν ήταν σε αυτή την κατάσταση. Αναρωτήθηκα αν ο Γουάιρμαν σκεφτόταν την Εσμεράλδα όταν στερέωνε τις παραμάνες ή έκλεινε τα αυτοκόλλητα. Αναρωτήθηκα αν σκεφτόταν τη Χούλια όταν έφτιαχνε τον κότσο. Πήρα άλλο ένα κομμάτι κέικ. Άνοιξε υπάκουα το στόμα της για να το δεχτεί... αλλά εγώ κοντοστάθηκα. «Τι υπάρχει μέσα στο κόκκινο καλάθι του πικνίκ, Ελίζαμπεθ; Εκείνο που βρίσκεται στη σοφίτα;» Φάνηκε να το σκέφτεται μερικές στιγμές. Και μάλιστα εντατικά. Ύστερα: «Κάθε λογής σαβούρα». Δίστασε. Σήκωσε τους ώμους. «Κάθε λογής σαβούρα που θέλει η Άντι. Πυροβόλα!» Και άρχισε να γελάει. Ήταν ένας τρομακτικός ήχος, σαν να άκουγες το γέλιο μιας μάγισσας. Την τάισα και το υπόλοιπο κέικ της, κομμάτι κομμάτι, και δε ρώτησα τίποτ' άλλο. xiv Όταν ο Γουάιρμαν επέστρεψε, κρατούσε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι. Μου το έδωσε. «Λυπάμαι που σου ζητάω να ηχογραφήσεις το συμβόλαιο, αλλά πρέπει. Τουλάχιστον, έχει έκταση μόνο δύο σελίδες. Θα ήθελα να το έχω πίσω σήμερα το απόγευμα, αν είναι δυνατόν». «Είναι. Κι αν κάποιοι από τους πίνακές μου τελικά πουληθούν, θα πάρεις προμήθεια. Δεκαπέντε τοις εκατό. Νομίζω ότι αυτό καλύπτει και τις νομικές συμβουλές και το ταλέντο». Κάθισε πίσω στην καρέκλα του, γελώντας και βογκώντας συγ-
χρόνως. «Por Dios!* Ό,τι νόμιζα ότι δεν μπορούσα να ξεπέσω πιο χαμηλά στη ζωή, γίνομαι ένας ατζέντης καλλιτεχνών! Γάμησέ τα! Με συγχωρείτε για τη γλώσσα, μις Ίστλεϊκ». Η Ελίζαμπεθ δεν έδωσε σημασία, μόνο κοιτούσε βλοσυρά τον Κόλπο, όπου -στην πιο μακρινή, στην πιο γαλανή γωνιά του- ένα τάνκερ ονειροβατούσε βόρεια προς την Τάμπα. Με μάγεψε από την πρώτη στιγμή που το είδα. Τα πλεούμενα στον Κόλπο είχαν έναν τρόπο να μου το κάνουν αυτό. Ύστερα πίεσα τον εαυτό μου να προσέξει πάλι τον Γουάιρμαν. «Εσύ είσαι υπεύθυνος για όλα αυτά, οπότε...» «Ανοησίες!» «...οπότε πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να σταθείς στο ύψος της περίστασης και να λάβεις το μερίδιο σου σαν άντρας». «Θα πάρω ένα δέκα τοις εκατό, και πιθανώς κι αυτό είναι πάρα πολύ. Δέξου το, muchacho, αλλιώς θ' αρχίσουμε να συζητάμε για το οχτώ». «Εντάξει. Ας είναι δέκα». Δώσαμε τα χέρια πάνω από το γεμάτο ψίχουλα δίσκο της Ελίζαμπεθ. Έβαλα το μαγνητοφωνάκι στην τσέπη μου. «Και να με ενημερώσεις αν υπάρξει κάποια αλλαγή στο...» Έδειξα το κόκκινο μάτι του. Που πραγματικά δεν ήταν τόσο κόκκινο όσο πριν. «Φυσικά». Σήκωσε το συμβόλαιο. Υπήρχαν ψίχουλα πάνω του από το κέικ της Ελίζαμπεθ. Τα έδιωξε με το χέρι και μου το έδωσε, ύστερα έσκυψε μπροστά, με τα χέρια πλεγμένα ανάμεσα στα γόνατά του, κοιτώντας με πάνω από το επιβλητικό μπαλκόνι που σχημάτιζαν τα στήθη της Ελίζαμπεθ. «Αν έβγαζα άλλη μια ακτινογραφία, τι θα έδειχνε; Ότι η σφαίρα έχει συρρικνωθεί; Ότι έχει φύγει;» «Δεν ξέρω». «Δουλεύεις ακόμα το πορτραίτο μου;» «Ναι». «Μη σταματήσεις, muchacho. Σε παρακαλώ, μη σταματήσεις». «Δε σκοπεύω να το κάνω. Αλλά κι εσύ μην τρέφεις και πολλές ελπίδες, εντάξει;» «Εντάξει». Ύστερα έκανε μια άλλη σκέψη, που έμοιαζε αλλόκοτα με το φόβο που είχε εκφράσει ο Ντάριο. «Τι νομίζεις ότι θα συνέβαινε αν ένας κεραυνός χτυπούσε το Μεγάλο Ροζ και το έκα*Για το Θεό! (Σ.τ.Μ.)
νε στάχτη μαζί με τις ζωγραφιές μέσα; Τι νομίζεις ότι θα συνέβαινε σ' εμένα;» Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν ήθελα να το σκεφτώ αυτό. Σκέφτηκα να ρωτήσω τον Γουάιρμαν αν θα μπορούσα να ανεβώ στη σοφίτα του Παλάσιο και να ψάξω για ένα ορισμένο καλάθι του πικνίκ (ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ), αλλ' αποφάσισα να μην το κάνω. Ήμουν σίγουρος ότι βρισκόταν εκεί, λιγότερο σίγουρος ότι ήθελα να μάθω τι έκρυβε μέσα του. Ένα σωρό παράξενα πράγματα είχαν στήσει χορό στο Ντούμα Κη, κι είχα λόγους να πιστεύω ότι δεν ήταν όλα τους καλά και αυτό που ήθελα να κάνω για τα περισσότερα απ' αυτά ήταν να μην κάνω τίποτα. Αν τα άφηνα στην ησυχία τους, ίσως να με άφηναν κι αυτά στη δική μου ησυχία. Θα έστελνα τις περισσότερες ζωγραφιές μου έξω από το νησί, για να συνεχίσουν να είναι όλα όμορφα και ειρηνικά- θα τις πουλούσα, επίσης, αν κάποιοι ήθελαν να τις αγοράσουν. Μπορούσα να τις αποχωριστώ χωρίς πόνο. Είχα παθιαστεί μαζί τους όσο τις δούλευα, αλλ' από τη στιγμή που τις είχα τελειώσει δε σήμαιναν για μένα τίποτα περισσότερο από τα σκληρά ημικύκλια των κάλων που μερικές φορές αφαιρούσα με ελαφρόπετρα από τα πλαϊνά των μεγάλων δαχτύλων των ποδιών μου, ώστε τα άρβυλα που φορούσα στη δουλειά να μη με χτυπάνε στο τέλος μιας καυτής αυγουστιάτικης μέρας σε κάποιο εργοτάξιο. Θα κρατούσα μόνο τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο, όχι από κάποια ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά επειδή αυτή η σειρά δεν είχε ολοκληρωθεί- εκείνες οι ζωγραφιές ήταν ακόμα ζωντανή σάρκα. Μπορεί να τις έδειχνα και να τις πουλούσα αργότερα, αλλά προς το παρόν σκόπευα να τις κρατήσω εκεί που ήταν, στο Μικρό Ροζ.
XV
Δεν υπήρχαν πλοία στον ορίζοντα όταν επέστρεψα πια στο σπιτικό μου και η επιθυμία να ζωγραφίσω είχε περάσει για την ώρα. Αντί γι' αυτό χρησιμοποίησα το μαγνητοφωνάκι του Γουάιρμαν και ηχογράφησα στην κασέτα του το δείγμα του συμβολαίου. Δεν ήμουν δικηγόρος, αλλά είχα δει και υπογράψει ουκ ολίγα νομικά έγγραφα στην άλλη μου ζωή, και αυτό μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν αρκετά απλό.
Εκείνο το βράδυ ξαναπήγα το συμβόλαιο και το μαγνητοφωνάκι στο Παλάσιο. Ο Γουάιρμαν ετοίμαζε βραδινό. Η Ελίζαμπεθ καθόταν στο Σαλόνι με τις Πορσελάνες. Ο ερωδιός με το διαπεραστικό βλέμμα -που ήταν ένα είδος ανεπίσημου οικόσιτου ζώου- στεκόταν στο δρομάκι έξω και κοιτούσε μέσα με μια βλοσυρή έκφραση αποδοκιμασίας. Ο ήλιος του δειλινού γέμιζε το δωμάτιο με φως. Ωστόσο, τίποτα δεν έμοιαζε φωτεινό. Στην Πορσελάνινη Πολιτεία βασίλευε πλήρης αταξία, οι άνθρωποι και τα ζώα ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί, τα κτίρια σκορπισμένα στις τέσσερις γωνιές του τραπεζιού. Η μεγαλόπρεπη αποικιακή έπαυλη με την κιονοστοιχία ήταν αναποδογυρισμένη. Πλάι της, στο αναπηρικό της καροτσάκι, η Ελίζαμπεθ με κοιτούσε πάλι με την έκφραση του Κάπτεν Μπλάι κι έμοιαζε να με προκαλεί να βάλω τα πράγματα σε τάξη. Ο Γουάιρμαν μίλησε από πίσω μου, κάνοντάς με να αναπηδήσω. «Όποτε προσπαθώ να τα ξαναστήσω σε κάποια διάταξη, δίνει μια και τα σκορπίζει πάλι. Έχει ήδη ρίξει μερικά στο πάτωμα και τα έχει σπάσει». «Είναι πολύτιμα;» «Μερικά, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Όταν είναι στα συγκαλά της, τα γνωρίζει όλα, ένα προς ένα. Τα γνωρίζει και τα αγαπάει. Αν συνέλθει και ρωτήσει πού είναι η Βοσκοπούλα Μπο Πιπ... ή ο Θερμαστής... κι εγώ πρέπει να της πω ότι τα έσπασε, θα είναι θλιμμένη όλη μέρα». «Αν συνέλθει». «Ναι. Σωστά». «Λέω να πάρω πάλι το δρόμο για το σπίτι, Γουάιρμαν». «Θα ζωγραφίσεις;» «Έτσι λέω». Κοίταξα το χάος πάνω στο τραπέζι. «Γουάιρμαν;» «Εδώ είμαι, vato». «Γιατί τα κάνει άνω κάτω όταν είναι σ' αυτή την κατάσταση;» «Νομίζω... επειδή δεν μπορεί να αντέξει να βλέπει αυτό που δεν είναι». Πήγα να γυρίσω προς τη μεριά του. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Θα προτιμούσα να μη με κοιτάξεις αυτή τη στιγμή», είπε. Μετά βίας μπορούσε να ελέγξει τη φωνή του. «Δεν είμαι στα συγκαλά μου τώρα. Βγες από την μπροστινή πόρτα και ύστερα κόψε και
βγες πίσω μέσα από την αυλή, αν θέλεις να επιστρέψεις από την παραλία. Θα το κάνεις αυτό;» Το έκανα. Κι όταν επέστρεψα στο Μεγάλο Ροζ, δούλεψα το πορτραίτο του. Ήταν εντάξει. Με το οποίο υποθέτω πως θέλω να πω ότι ήταν καλό. Μπορούσα να δω το πρόσωπο του εκεί μέσα, να θέλει να πάρει μορφή. Να αρχίζει ν' αναδύεται. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά δεν πείραζε. Ήταν πάντα καλύτερα όταν δεν υπήρχε τίποτα ιδιαίτερο. Ένιωθα ευτυχισμένος, το θυμάμαι αυτό. Ένιωθα γαληνεμένος. Τα κοχύλια ψιθύριζαν. Το δεξί μου μπράτσο με φαγούριζε, αλλά πολύ αδύναμα και βαθιά. Η τζαμαρία που έβλεπε στον Κόλπο ήταν ένα ορθογώνιο σκοταδιού. Μια φορά κατέβηκα στην κουζίνα κι έφαγα ένα σάντουιτς. Άνοιξα το ραδιόφωνο και βρήκα τον Δε Μπόουν: Ο Τζέι Γκέιλς τραγουδούσε το «Hold Your Lovin». Ο Τζέι Γκέιλς δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, απλά υπέροχος -ένα δώρο από τους θεούς του ροκ εντ ρολ. Ζωγράφισα και το πρόσωπο του Γουάιρμαν αναδύθηκε λίγο περισσότερο. Ήταν ένα φάντασμα τώρα. Ένα φάντασμα που στοιχειώνε τον καμβά. Αλλά ήταν ένα ακίνδυνο φάντασμα. Αν έκανα ξαφνικά μεταβολή, ο Γουάιρμαν δε θα στεκόταν στην κορυφή της σκάλας όπου είχε σταθεί ο Τομ Ράιλι και, πιο κάτω στην παραλία, στο Παλάσιο δε Ασεσίνος, η αριστερή πλευρά του κόσμου του Γουάιρμαν ήταν ακόμα σκοτεινή· αυτό ήταν κάτι που απλώς το ήξερα. Ζωγράφιζα. Το ραδιόφωνο έπαιζε. Κάτω από τη μουσική, τα κοχύλια ψιθύριζαν. Σε κάποιο σημείο τα παράτησα, έκανα ντους και πήγα για ύπνο. Δεν υπήρξαν όνειρα. Όταν ξανασκέφτομαι την εποχή που έζησα στο Ντούμα Κη, εκείνες οι μέρες του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου που δούλευα το πορτραίτο του Γουάιρμαν μου φαίνονται οι καλύτερες. xvi Ο Γουάιρμαν τηλεφώνησε την επόμενη μέρα στις δέκα. Ήμουν ήδη στο καβαλέτο μου. «Διακόπτω;» «Δεν πειράζει», είπα. «Μου χρειαζόταν ένα διάλειμμα». Αυτό ήταν ψέμα. «Μας έλειψες σήμερα το πρωί». Μια παύση. «Ή, μάλλον, λάθος. Εμένα μου έλειψες. Αυτή...»
«Καταλαβαίνω», είπα. «Το συμβόλαιο είναι πολύ απλό. Υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα για ν' αλλάξει κανείς. Λέει ότι εσύ και η γκαλερί μοιράζεστε τα κέρδη μισά μισά, αλλά εγώ θα βάλω σε αυτό το σημείο έναν περιορισμό. Το πενήντα πενήντα θα πάψει να ισχύει μόλις οι ακαθάριστες πωλήσεις φτάσουν τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια. Μόλις ξεπεράσετε αυτό το ποσό, η μοιρασιά πηγαίνει στο εξήντα σαράντα, υπέρ σου». «Γουάιρμαν, ποτέ δε θα πουλήσω πίνακες που να αξίζουν διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια!» «Ελπίζω ότι και αυτοί θα έχουν την ίδια γνώμη, muchacho, και γι' αυτό θα προτείνω επίσης η μοιρασιά να πάει στο εβδομήντα τριάντα μόλις φτάσετε το μισό εκατομμύριο». «Συν μια μαλακία από τη Μις Φλόριντα», είπα αδύναμα. «Γράφ' το κι αυτό στους όρους». «Θα το σημειώσω. Το άλλο που θέλω να αλλάξω είναι αυτή η ρήτρα λήξης της σύμβασης στις εκατόν ογδόντα μέρες. Κανονικά έπρεπε να είναι ενενήντα. Δεν προβλέπω να υπάρξει κάποιο πρόβλημα εδώ, αλλά νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον. Φοβούνται μήπως κάποια μεγάλη γκαλερί της Νέας Υόρκης σε ανακαλύψει και σ' αρπάξει μέσα από τα χέρια τους». «Τίποτ' άλλο που θα έπρεπε να ξέρω όσον αφορά το συμβόλαιο;» «Όχι, και κάτι μου λέει ότι θέλεις να επιστρέψεις στη δουλειά σου. Θα επικοινωνήσω με τον κύριο Γιοσίντα γι' αυτές τις τροποποιήσεις». «Καμιά αλλαγή στην όραση σου;» «Όχι, amigo. Μακάρι να μπορούσα να πω το αντίθετο. Αλλά εσύ συνέχισε να ζωγραφίζεις». Είχα αρχίσει να απομακρύνω το ακουστικό από το αυτί μου όταν είπε, «Μήπως έτυχε να δεις ειδήσεις σήμερα το πρωί;» «Όχι, δεν άνοιξα καν την τηλεόραση. Γιατί;» «Ο ιατροδικαστής της κομητείας λέει ότι ο Κάντι Μπράουν πέθανε από συμφορητική συγκοπή καρδιάς. Σκέφτηκα απλά ότι θα ήθελες να το ξέρεις».
Συνέχισα να ζωγραφίζω. Προχωρούσα αργά, αλλά προχωρούσα. Ο Γουάιρμαν απέκτησε σιγά σιγά υπόσταση γύρω από το ορθογώνιο όπου ο εγκέφαλος του αρμένιζε μέσα στον Κόλπο. Ήταν ένας νεότερος Γουάιρμαν από εκείνον στις φωτογραφίες που είχα στερεώσει στα πλαϊνά του καβαλέτου μου, αλλά δεν πείραζε* τις συμβουλευόμουν όλο και λιγότερο, και την τρίτη μέρα τις κατέβασα τελείως. Δεν τις χρειαζόμουν πια. Ωστόσο, ζωγράφιζα όπως υπέθετα ότι ζωγράφιζαν οι περισσότεροι καλλιτέχνες: σαν να ήταν μια δουλειά αντί για μια σπασμωδική σειρά από εκρήξεις παράνοιας σαν να έμπαινες στο τριπ κάποιου επικίνδυνου ναρκωτικού. Το έκανα με το ραδιόφωνο ανοιχτό, συντονισμένο πλέον μόνιμα στον Δε Μπόουν. Την τέταρτη μέρα, ο Γουάιρμαν μου έφερε ένα διορθωμένο συμβόλαιο και μου είπε ότι μπορούσα να το υπογράψω. Είπε ότι ο Νανούτσι ήθελε να φωτογραφήσει τα έργα μου και να φτιάξει διαφάνειες για μια διάλεξη που θα δινόταν στη Βιβλιοθήκη Σέλμπι στη Σαρασότα στα μέσα Μαρτίου, ένα μήνα πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης. Είπε ότι τη διάλεξη θα την παρακολουθούσαν εξήντα με εβδομήντα πάτρωνες της τέχνης από την περιοχή της Τάμπα και της Σαρασότα. Εγώ είπα εντάξει και υπέγραψα το συμβόλαιο. Ο Ντάριο ήρθε στο σπίτι το απόγευμα. Ανυπομονούσα να πάρει τις φωτογραφίες του και να φύγει, για να επιστρέψω στη δουλειά. Περισσότερο για να πιάσω κουβέντα, τον ρώτησα ποιος θα έδινε τη διάλεξη στη Βιβλιοθήκη Σέλμπι. Ο Ντάριο με κοίταξε με το ένα φρύδι σηκωμένο, σαν να είχα πει κάποιο αστείο. «Το μοναδικό προς το παρόν πρόσωπο στον κόσμο που είναι αρκετά εξοικειωμένο με το έργο σου», είπε. «Εσύ». Τον κοίταξα αποσβολωμένος. «Εγώ δεν μπορώ να δώσω διάλεξη! Εγώ δεν ξέρω τίποτα από τέχνη!» Έδειξε με μια κίνηση του χεριού τους πίνακες, που ο Τζακ και δυο υπάλληλοι της Σκότο θα συσκεύαζαν σε κιβώτια και θα μετέφεραν στη Σαρασότα την επόμενη βδομάδα. Θα παρέμεναν κλεισμένοι στα κιβώτια, υπέθετα, στο χώρο αποθήκευσης στο πίσω μέρος της γκαλερί, μέχρι λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης. «Αυτά εδώ άλλα λένε, φίλε μου». «Ντάριο, αυτοί οι άνθρωποι έχουν γνώσεις! Έχουν παρακολου-
θήσει μαθήματα! Πάω στοίχημα ότι οι περισσότεροι από αυτούς έχουν κάνει ειδίκευση στην τέχνη στο πανεπιστήμιο, για όνομα του Θεού! Τι θέλεις να κάνω, να σηκωθώ εκεί πάνω και να πω μπου\» «Αυτό λίγο ως πολύ έκανε και ο Τζάκσον Πόλοκ όταν μιλούσε για το έργο του. Συχνά ενώ ήταν μεθυσμένος. Και έγινε πλούσιος». Ο Ντάριο με πλησίασε και με έπιασε από το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου χεριού. Αυτό με εντυπωσίασε. Ελάχιστοι άνθρωποι τολμούν ν' αγγίξουν το απομεινάρι ενός κομμένου άκρου· θαρρείς και βαθιά μέσα τους να πιστεύουν ότι ο ακρωτηριασμός μπορεί να είναι μεταδοτικός. «Ακουσε, φίλε μου, αυτοί οι άνθρωποι είναι σημαντικοί. Όχι απλώς επειδή έχουν χρήματα, αλλά επειδή ενδιαφέρονται για τους νέους καλλιτέχνες και ο καθένας τους ξέρει άλλους τρεις που αισθάνονται το ίδιο. Μετά τη διάλεξη -τη δική σου διάλεξη- θ' αρχίσουν οι συζητήσεις. Το είδος των συζητήσεων που σχεδόν πάντα μετατρέπεται σ' εκείνο το μαγικό πράγμα που ονομάζουμε "ενδιαφέρον"». Σταμάτησε λίγο, στριφογυρίζοντας το λουράκι της φωτογραφικής μηχανής του στα δάχτυλά του και χαμογελώντας αχνά. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μιλήσεις για το πώς ξεκίνησες, και για το πώς έφτασες να...» «Ντάριο, δεν ξέρω πώς έφτασα να!» «Τότε πες αυτό. Πες οτιδήποτε! Είσαι ένας καλλιτέχνης, για όνομα του Θεού!» Δεν έδωσα συνέχεια. Η απειλή της διάλεξης έμοιαζε ακόμα μακρινή και ήθελα ο Ντάριο να φύγει το συντομότερο δυνατό. Ήθελα ν' ανοίξω το ραδιόφωνο στον Μπόουν, να τραβήξω το πανί από τον πίνακα πάνω στο καβαλέτο και να συνεχίσω να δουλεύω το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά. Θέλετε όλη την αλήθεια; Η ολοκλήρωση αυτού του πίνακα δεν είχε πια καμιά σχέση με κάποιο υποτιθέμενο μαγικό κόλπο. Τώρα αυτός ο ίδιος ήταν το μαγικό κόλπο. Τον αντιμετώπιζα πλέον πολύ εγωιστικά και ό,τι κι αν ακολουθούσε - η προοπτική μιας συνέντευξης με τη Μαίρη Άιρ, η διάλεξη, η ίδια η έκθεση- έμοιαζε να είναι όχι κάτι επικείμενο που με αφορούσε προσωπικά, αλλά κάτι ξένο και μακρινό. Όπως περίπου η βροχή που πέφτει πάνω στην επιφάνεια του Κόλπου πρέπει να φαίνεται στα ψάρια. Κατά την πρώτη βδομάδα του Μαρτίου, αυτό που είχε σημασία για τον Έντγκαρ Φρίμαντλ ήταν το φως της ημέρας. Όχι το φως
του δειλινού, αλλά της ημέρας. Πώς γέμιζε το Μικρό Ροζ κι έμοιαζε να το σηκώνει στον αέρα. Εκείνη τη βδομάδα, αυτό που είχε σημασία ήταν η μουσική από το ραδιόφωνο, ιδιαίτερα όταν έπαιζε κομμάτια των Άλμαν Μπράδερς, των Μόλι Χάτσετ, των Φόγκχατ. Αυτό που είχε σημασία ήταν ο Τζέι Τζέι Κέιλ, που άρχιζε το «Call Me the Breeze» λέγοντας «Ορίστε άλλο ένα από τα παλιά αγαπημένα σας κομμάτια ροκ εντ ρολ· για κατεβείτε σιγά σιγά κατά το Μπρόντγουεϊ» και το πώς, όταν έκλεινα το ραδιόφωνο και καθάριζα τα πινέλα μου, μπορούσα ν' ακούω τα κοχύλια κάτω από το σπίτι. Αυτό που είχε σημασία ήταν το φασματικό πρόσωπο που έβλεπα, το πρόσωπο που ανήκε σε ένα νεότερο άντρα ο οποίος δεν είχε δει ακόμα τη θέα από το Ντούμα. Υπάρχει ένα τραγούδι -νομίζω του Πολ Σάιμον- με το στίχο Αν δεν είχα αγαπήσει ποτέ, δε θα είχα κλάψει ποτέ. Αυτό ακριβώς έλεγε αυτό το πρόσωπο. Δεν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, τουλάχιστον όχι τελείως, αλλά εγώ το έκανα πραγματικό. Αναπτυσσόταν γύρω από τον εγκέφαλο που αρμένιζε μέσα στον Κόλπο. Δε χρειαζόμουν φωτογραφίες πια, γιατί αυτό το πρόσωπο το ήξερα. Αυτό το πρόσωπο ήταν μια ανάμνηση. xviii Την τετάρτη Μαρτίου έκανε ζέστη όλη μέρα, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να ανοίξω τον κλιματισμό. Ζωγράφιζα φορώντας μόνο ένα αθλητικό σορτσάκι, με τον ιδρώτα να στάζει στο πρόσωπο και στα πλευρά μου. Το τηλέφωνο χτύπησε δυο φορές. Την πρώτη φορά ήταν ο Γουάιρμαν. «Μαύρα μάτια έχουμε κάνει να σε δούμε τελευταία, Έντγκαρ. Θα έρθεις για φαγητό;» «Μάλλον όχι, Γουάιρμαν. Ευχαριστώ». «Ζωγραφίζεις, ή βαρέθηκες τη συντροφιά μας εδώ κάτω στο Παλάσιο; Ή μήπως και τα δυο;» «Απλά ζωγραφίζω. Έχω σχεδόν τελειώσει. Καμιά αλλαγή στην όρασή σου;» «Το αριστερό φανάρι είναι ακόμα καμένο, αλλά αγόρασα ένα ειδικό κάλυμμα για να το σκεπάζω και όταν το φοράω μπορώ να διαβάζω με το δεξί μάτι μέχρι και δεκαπέντε λεπτά χωρίς διακοπή.
Αυτό είναι ένα τεράστιο άλμα προόδου και νομίζω ότι το οφείλω σ' εσένα». «Δεν ξέρω αν το οφείλεις σ' εμένα ή όχι», είπα. «Αυτό δεν είναι το ίδιο με τη ζωγραφιά του Κάντι Μπράουν και της Τίνα Γκαριμπάλντι. Ούτε με εκείνη της γυναίκας μου και των... των φίλων της, για να λέμε την αλήθεια. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει μπαμ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ όταν λέω μπαμ;» «Ναι, muchacho». «Αλλά, αν κάτι πρόκειται να συμβεί, νομίζω ότι θα συμβεί σύντομα. Διαφορετικά, θα έχεις τουλάχιστον ένα πορτραίτο τού πώς έδειχνες -ίσως- όταν ήσουν είκοσι πέντε χρονών». «Αστειεύεσαι, amigo\» «Όχι». «Νομίζω πως δεν μπορώ καν να θυμηθώ πώς έδειχνα όταν ήμουν είκοσι πέντε χρονών». «Πώς είναι η Ελίζαμπεθ; Καμία αλλαγή στη δική της κατάσταση;» Αναστέναξε. «Φαινόταν λίγο καλύτερα χθες το πρωί, έτσι την έβαλα να καθίσει στο πίσω σαλόνι -υπάρχει ένα μικρότερο τραπέζι εκεί, αυτό που αποκαλώ Τα Προάστια της Πορσελάνινης Πολιτείας- και πέταξε στο πάτωμα ένα σετ από μπαλαρίνες Βάλεντορφ. Έσπασαν και οι οχτώ. Αναντικατάστατες, ασφαλώς». «Λυπάμαι». «Το περασμένο φθινόπωρο ούτε που μου περνούσε απ' το μυαλό ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε τόσο και ο Θεός μας τιμωρεί για ό,τι δεν μπορούμε να φανταστούμε». Το δεύτερο τηλεφώνημα ήρθε δεκαπέντε λεπτά αργότερα και πέταξα το πινέλο μου στο τραπέζι εργασίας μου εκνευρισμένος. Ήταν ο Τζίμι Γιοσίντα. Ήταν δύσκολο να παραμείνω εκνευρισμένος μόλις άκουσα την έξαψή του, που άγγιζε τον ενθουσιασμό. Είχε δει τις διαφάνειες και ισχυρίστηκε ότι «θα τους έκαναν όλους να πάθουν». «Θαυμάσια», είπα. «Στη διάλεξή μου θα τους πω, "Αρκετά πάθατε με την αφεντιά μου, δε χρειάζεται άλλο"... και θα αποχωρήσω». Γέλασε θαρρείς και ήταν το πιο αστείο πράγμα που είχε ακούσει ποτέ του και ύστερα είπε, «Κυρίως τηλεφώνησα για να σε ρωτήσω αν υπάρχουν κάποιοι πίνακες που θέλεις να τους βάλουμε ΔΠ».
Ένας πάταγος ακούστηκε έξω, σαν βαρυφορτωμένη νταλίκα που περνάει από μια ξύλινη γέφυρα. Κοίταξα τον Κόλπο -όπου δεν υπήρχαν ξύλινες γέφυρες- και συνειδητοποίησα ότι είχα ακούσει έναν κεραυνό κάπου στα δυτικά. «Έντγκαρ; Είσαι ακόμα εκεί;» «Ναι», είπα. «Αν υποθέσουμε ότι θα βρεθεί άνθρωπος που θα θέλει να αγοράσει κάτι, μπορείς να πουλήσεις τα πάντα εκτός από τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο». «Α». «Αυτό μου ακούστηκε σαν απογοητευμένο Α». «Ήλπιζα να αγοράσω έναν από αυτούς για την γκαλερί. Είχα βάλει στο μάτι το Νούμερο 2». Και, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, θα το αγόραζε με έκπτωση πενήντα τοις εκατό. Αιόλου άσχημα, παλιόφιλε, όπως θα έλεγε και ο πατέρας μου. «Αυτή η σειρά δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Ίσως όταν τελειώσουν και οι υπόλοιποι». «Πόσοι ακόμα θα υπάρξουν;» Θα συνεχίσω να τους ζωγραφίζω μέχρι να μπορέσω να διαβάσω το όνομα εκείνου του καταραμένου πλοίου-φαντάσματος στο δίκρανο. Μπορεί και να το έλεγα δυνατά αυτό, αν κι άλλος ένας κεραυνός δεν είχε ακουστεί εκείνη τη στιγμή στα δυτικά. «Υποθέτω ότι θα ξέρω όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Τώρα, με συγχωρείς...» «Εργάζεσαι. Συγνώμη. Θα σε αφήσω να επιστρέψεις στη δουλειά σου». Όταν έκλεισα το ασύρματο τηλέφωνο, αναρωτήθηκα αν πράγματι ήθελα να επιστρέψω στη δουλειά μου ή όχι. Όμως... κόντευα. Αν φορτσάριζα, ίσως να μπορούσα να το τελειώσω κι εκείνο το ίδιο βράδυ. Και, κατά κάποιον τρόπο, με έθελγε η ιδέα να ζωγραφίζω ενώ μια καταιγίδα ερχόταν από τ' ανοιχτά. Ο Θεός να με φυλάει, αλλά αυτή η ιδέα μού φάνηκε ρομαντική. Έτσι άνοιξα την ένταση του ραδιοφώνου, που το είχα χαμηλώσει για να μιλήσω στο τηλέφωνο, και παρευθύς ξεχύθηκε η φωνή του Αξελ Ρόουζ, που ούρλιαζε όλο και πιο δυνατά καθώς ερμήνευε το «Welcome to the Jungle». Πήρα ένα πινέλο και το έβαλα στο αυτί μου. Ύστερα πήρα άλλο ένα κι άρχισα να ζωγραφίζω.
Τα σύννεφα της καταιγίδας μαζεύτηκαν, τεράστιες σχεδίες, μαύρες στη βάση και μπλαβές σαν μώλωπες στη μέση. Κάθε τόσο η λάμψη μιας αστραπής τα διαπερνούσε, και τότε θα έμοιαζαν σαν μυαλά γεμάτα κακές ιδέες. Ο Κόλπος έχασε το χρώμα του και μια μουντάδα απλώθηκε στα νερά του. Το ηλιοβασίλεμα ήταν μια κίτρινη λωρίδα που πήρε μια αδύναμη πορτοκαλιά απόχρωση κι έσβησε σε λίγες στιγμές. Το Μικρό Ροζ τυλίχτηκε στο σκοτάδι. Το ραδιόφωνο άρχισε να κάνει παράσιτα με κάθε κεραυνό. Σταμάτησα όσο χρειαζόταν για να το κλείσω, αλλά δεν έσβησα τα φώτα. Δε θυμάμαι πότε ακριβώς έπαψα να είμαι εγώ αυτός που ζωγράφιζε... και μέχρι σήμερα δεν είμαι βέβαιος ότι έπαψα ποτέ να είμαι εγώ· ίσως si, ίσως no. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάποια στιγμή κατέβασα το βλέμμα μου από το καβαλέτο και είδα το δεξί μου μπράτσο μέσα στο τελευταίο λιγοστό φως της μέρας και στις σποραδικές λάμψεις των αστραπών. Το κολόβωμα ήταν μαυρισμένο από τον ήλιο, το υπόλοιπο κατάλευκο. Οι μύες κρέμονταν χαλαροί και νερουλιασμένοι. Δεν υπήρχε ουλή, δεν υπήρχε κανένα σημάδι εκτός από τη γραμμή που δημιουργούσε το μαύρισμα όταν συναντούσε το λευκό, αλλά από εκεί και κάτω ένιωθα ένα φαγούρισμα σαν παλιά ξερή φωτιά. Ξαφνικά μια αστραπή έσχισε πάλι τον ουρανό και δεν υπήρχε μπράτσο, δεν είχε υπάρξει ποτέ μπράτσο -όχι στο Ντούμα Κη, τουλάχιστον-, αλλά το φαγούρισμα ήταν ακόμα εκεί, τόσο δυνατό που μ' έκανε να θέλω να το δαγκώσω και να βυθίσω τα δόντια μου σ' ένα κομμάτι τίποτα. Στράφηκα πάλι στον καμβά κι αμέσως το φαγούρισμα χύθηκε προς εκείνη την κατεύθυνση σαν νερό που το αφήνεις να χυθεί από μια σακούλα και η φρενίτιδα με κατέλαβε. Η θύελλα χτύπησε το Κη την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι, και σκέφτηκα εκείνα τα νούμερα στο τσίρκο όπου ένας άντρας πετάει μαχαίρια με δεμένα μάτια σ' ένα όμορφο κορίτσι δεμένο με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά πάνω σε μια περιστρεφόμενη ξύλινη σανίδα, και νομίζω ότι γέλασα, γιατί κι εγώ ζωγράφιζα με δεμένα τα μάτια, ή σχεδόν. Κάθε τόσο μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο και ο Γουάιρμαν ξεπρόβαλλε εμπρός μου, ο Γουάιρμαν στα είκοσι πέντε του, ο Γουάιρμαν πριν από τη Χούλια, πριν από την Εσμεράλδα, πριν από τη λοταρία.
Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ. Μια τεράστια αστραπή φώτισε την τζαμαρία με μια πορφυρόλευκη λάμψη κι ένας δυνατός άνεμος έφερε τσιρίζοντας εκείνο τον ηλεκτρισμό της καταιγίδας στη στεριά από τ' ανοιχτά, ρίχνοντας τη βροχή πάνω στο τζάμι με τόση ορμή, που νόμισα (στο μέρος του μυαλού μου που ήταν ακόμα ικανό να κάνει λογικές σκέψεις) ότι σίγουρα θα έσπαγε. Μια αποθήκη πυρομαχικών εξερράγη ακριβώς από πάνω μου. Κι από κάτω μου, ο ψίθυρος των κοχυλιών είχε γίνει ένα κουτσομπολιό νεκρών πραγμάτων που έλεγαν μυστικά με οστέινες φωνές. Πώς δεν το είχα ακούσει πριν; Νεκρά πράγματα, ναι! Ένα πλοίο είχε έρθει εδώ, ένα πλοίο των νεκρών με σάπια πανιά, και είχε ξεφορτώσει ζωντανά πτώματα. Ήταν κάτω απ' αυτό το σπίτι και η καταιγίδα τα είχε ξαναφέρει στη ζωή. Μπορούσα να τα δω να προσπαθούν να βγουν μέσα απ' το παχύ κοκάλινο στρώμα των κοχυλιών, ωχρές πολτώδεις μάζες με πράσινα μαλλιά και μάτια γλάρων, που σέρνονταν η μια πάνω στην άλλη μες στο σκοτάδι και μιλούσαν, μιλούσαν, μιλούσαν. Ναι! Γιατί είχαν πολλά να πουν και ποιος ήξερε πότε θα ερχόταν η επόμενη θύελλα για να τους ξαναδώσει ζωή; Ωστόσο εγώ συνέχισα να ζωγραφίζω. Το έκανα με τρόμο και μέσα στο σκοτάδι, με το χέρι μου να κινείται πάνω κάτω έτσι που για λίγο έμοιαζε πραγματικά να διευθύνει την ορχήστρα της καταιγίδας. Και να ήθελα να σταματήσω, δε θα το μπορούσα. Σε κάποιο σημείο, το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά είχε ολοκληρωθεί. Μου το είπε το δεξί μου μπράτσο. Χάραξα τα αρχικά μου - F . f - στην κάτω αριστερή γωνία κι ύστερα έσπασα το πινέλο στα δυο, χρησιμοποιώντας και τα δυο μου χέρια για να το κάνω. Τα κομμάτια τ' άφησα να πέσουν στο πάτωμα. Απομακρύνθηκα τρεκλίζοντας από το καβαλέτο μου, ουρλιάζοντας σ' οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που μου συνέβαινε να σταματήσει. Και θα σταματούσε· σίγουρα θα σταματούσε· ο πίνακας είχε ολοκληρωθεί και τώρα σίγουρα θα σταματούσε. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο και κοίταξα κάτω, κι εκεί, στη βάση της σκάλας, υπήρχαν δυο μικρές μορφές που έσταζαν νερά. Σκέφτηκα: Μήλο, πορτοκάλι. Σκέφτηκα, Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ. Ύστερα μια αστραπή φώτισε τον κόσμο και είδα δυο κοριτσάκια περίπου έξι χρονών, που σίγουρα ήταν δίδυμα και σίγουρα δε θα μπορούσαν να είναι άλλα από τις πνιγμένες αδερφές της Ελίζαμπεθ
Ίστλεϊκ. Φορούσαν φορέματα που κολλούσαν πάνω στα κορμιά τους. Τα μαλλιά τους ήταν κολλημένα στα μάγουλά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν δυο ωχροί εφιάλτες. Ήξερα από πού είχαν έρθει. Είχαν βγει από τα κοχύλια. Άρχισαν ν' ανεβαίνουν τα σκαλιά προς το μέρος μου, πιασμένα χέρι χέρι. Ένας κεραυνός εξερράγη ενάμισι χιλιόμετρο πάνω από το κεφάλι μου. Προσπάθησα να ουρλιάξω. Δεν μπορούσα. Σκέφτηκα, Δεν το βλέπω αυτό. Σκέφτηκα: Το βλέπω. «Μπορώ να το κάνω», είπε το ένα κοριτσάκι. Μιλούσε με τη φωνή των κοχυλιών. «Ήταν κόκκινο», είπε το άλλο. Μιλούσε με τη φωνή των κοχυλιών. Τώρα είχαν φτάσει στα μισά της σκάλας. Τα κεφάλια τους δεν ήταν παρά γυμνά καύκαλα με βρεγμένα μαλλιά να κρέμονται δεξιά κι αριστερά. «Κάτσε στη βαρέλα», είπαν μαζί, σαν να τραγουδούσαν ένα από εκείνα τα τραγουδάκια που λένε τα κορίτσια όταν πηδάνε σχοινάκι... αλλά μιλώντας με τη φωνή των κοχυλιών. «Κάτσε στη σαμπρέλα». Άπλωσαν τα χέρια τους να με αδράξουν με τρομερά μουλιασμένα δάχτυλα. Λιποθύμησα στο κεφαλόσκαλο.
XX
Το τηλέφωνο χτυπούσε. Αυτός ήταν ο Χειμώνας του Τηλεφώνου. Άνοιξα τα μάτια και έψαξα ψηλαφητά να βρω το πορτατίφ στο κομοδίνο μου, νιώθοντας ότι ήθελα αμέσως φως γιατί είχα μόλις δει το χειρότερο εφιάλτη της ζωής μου. Αντί για το πορτατίφ, τα δάχτυλα μου άγγιξαν έναν τοίχο. Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το κεφάλι μου ήταν γερμένο σε μια παράξενη, επώδυνη γωνία πάνω στον ίδιο τοίχο. Ακούστηκαν μερικά ακόμα μπουμπουνητά, αλλά πιο αδύναμα και υποτονικά· οι κεραυνοί απομακρύνονταν τώρα -κι αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να ξαναθυμηθώ τα πάντα με οδυνηρή, τρομακτική σαφήνεια. Δεν ήμουν στο κρεβάτι. Ήμουν στο Μικρό Ροζ. Είχα λιποθυμήσει επειδή... Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Ο πισινός μου ήταν στο κεφαλόσκαλο, τα πόδια μου κρέμονταν στα σκαλιά. Θυμήθηκα τα δυο
πνιγμένα κορίτσια -όχι, δεν τα θυμήθηκα απλώς, για μια στιγμή ήταν σαν να τα έβλεπα και πάλι ολοκάθαρα μπροστά μου- και τινάχτηκα όρθιος χωρίς να νιώσω καν το σακατεμένο μου γοφό. Όλη μου η προσοχή ήταν εστιασμένη στους τρεις διακόπτες που άναβαν τα φώτα στο κεφαλόσκαλο, αλλά καθώς τα δάχτυλά μου τους έβρισκαν σκέφτηκα: Δε Θα δουλεύουν, η καταιγίδα θα έχει κόψει το ρεύμα. Αλλά δούλευαν, κι έδιωξαν το σκοτάδι από το στούντιο και το κλιμακοστάσιο. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει για μια στιγμή, όταν είδα άμμο και νερό στη βάση της σκάλας, αλλά το φως έφτανε αρκετά μακριά για να δω ότι ο αέρας είχε ανοίξει την εξώπορτα. Σίγουρα την είχε ανοίξει απλώς ο αέρας. Στο καθιστικό, το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει και τέθηκε σε λειτουργία ο τηλεφωνητής. Η ηχογραφημένη φωνή μου καλούσε αυτόν που τηλεφωνούσε να αφήσει ένα μήνυμα μετά το χαρακτηριστικό ήχο. Αυτός που τηλεφωνούσε ήταν ο Γουάιρμαν. «Έντγκαρ, πού είσαι;» Ένιωθα πολύ αποπροσανατολισμένος για να πω αν άκουγα ενθουσιασμό, απογοήτευση ή τρόμο στη φωνή του. «Τηλεφώνησέ μου, πρέπει να μου τηλεφωνήσεις αμέσως!» Και ύστερα ένα κλικ. Κατέβηκα στο ισόγειο κάνοντας ένα διστακτικό βήμα τη φορά, σαν ογδοντάρης, κι έδωσα προτεραιότητα στα φώτα: καθιστικό, κουζίνα, μεγάλη και μικρή κρεβατοκάμαρα, δωμάτιο Φλόριντα. Μέχρι που άναψα και τα φώτα στα μπάνια, απλώνοντας το χέρι μες στο σκοτάδι για να φτάσω το διακόπτη, προετοιμαζόμενος ψυχολογικά για την περίπτωση που θα ένιωθα να με αγγίζει κάτι κρύο, υγρό και σκεπασμένο με φύκια. Τίποτα δε με άγγιξε. Με όλα τα φώτα ανοιχτά, ηρέμησα αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσω ότι πεινούσα πάλι. Πέθαινα της πείνας. Ήταν η πρώτη φορά που η δουλειά πάνω στο πορτραίτο του Γουάιρμαν μ' έκανε να νιώθω έτσι... αλλά, ασφαλώς, αυτές οι τελευταίες ώρες ήταν το κάτι άλλο. Έσκυψα να εξετάσω αυτά που είχε φέρει μέσα ο αέρας από την ανοιχτή πόρτα. Μόνο άμμος και νερό, και το νερό ήδη σχημάτιζε σταγόνες πάνω στο κερί που χρησιμοποιούσε η οικονόμος μου για να γυαλίζει το κυπαρισσόξυλο του παρκέ. Υπήρχε κάποια υγρασία στα χαμηλότερα σκαλοπάτια που ήταν ντυμένα με μοκέτα, αλλά ήταν απλώς υγρασία και τίποτ' άλλο.
Δεν μπορούσα να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι έψαχνα για πατημασιές. Πήγα στην κουζίνα, έφτιαξα ένα σάντουιτς με κοτόπουλο και το καταβρόχθισα όρθιος δίπλα στον πάγκο. Πήρα μια μπίρα από το ψυγείο για να το συνοδέψω. Όταν το σάντουιτς τέλειωσε, έφαγα τα απομεινάρια της σαλάτας που είχα φτιάξει την προηγουμένη, έτσι όπως κολυμπούσαν μέσα σε μια γενναία ποσότητα σάλτσας Νιούμαν'ς Όουν Φρεντς. Ύστερα πήγα στο καθιστικό για να τηλεφωνήσω στο Παλάσιο. Ο Γουάιρμαν απάντησε αμέσως. Είχα προετοιμαστεί να του πω ότι ήμουν έξω, αλλά το πού βρισκόμουν όταν μου τηλεφώνησε ήταν το τελευταίο πράγμα που τον απασχολούσε. Ο Γουάιρμαν γελούσε κι έκλαιγε συγχρόνως. «Μπορώ και βλέπω! Καλύτερα από ποτέ! Το αριστερό μου μάτι βλέπει ολοκάθαρα. Δεν το πιστεύω, αλλά...» «Κατέβασε ταχύτητα, Γουάιρμαν, καλά καλά δεν καταλαβαίνω τι λες». Δεν κατέβασε ταχύτητα. Ίσως και να μην μπορούσε. «Ένας πόνος μπήκε στο γκαβό μου μάτι την ώρα που η καταιγίδα έφτανε στο αποκορύφωμά της... απίστευτος πόνος... σαν να μου το τρυπούσες μ' ένα καυτό σύρμα... νόμισα πως είχαμε χτυπηθεί από κεραυνό, μα το Θεό... έβγαλα το κάλυμμα από το μάτι μου... και έβλεπα! Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Μπορώ και βλέπω!» «Ναι», είπα. «Καταλαβαίνω. Αυτό είναι υπέροχο». «Εσύ το έκανες; Εσύ το έκανες, σωστά;» Είπα, «Ίσως. Πιθανώς. Έχω μια ζωγραφιά για σένα. Θα σ' τη φέρω αύριο». Κόμπιασα. «Εγώ θα την πρόσεχα σαν τα μάτια μου, amigo. Δε νομίζω ότι έχει σημασία τι θα τους συμβεί από τη στιγμή που ολοκληρώνονται; αλλά έτσι νόμιζα και ότι ο Κέρι θα νικούσε τον Μπους». Γέλασε ξέφρενα. «Ω, verdad, το άκουσα αυτό. Ήταν δύσκολο;» Μια άλλη σκέψη μού ήρθε στο μυαλό πριν προλάβω να απαντήσω. «Ήταν δύσκολη η καταιγίδα στην Ελίζαμπεθ;» «Ω φιλαράκο, φρικτή. Πάντα την τρομάζουν, αλλά αυτή τη φορά... είχε πανικοβληθεί. Φώναζε κάτι για τις αδερφές της. Την Τέσι και τη Λο-Λο, εκείνες που πνίγηκαν τη δεκαετία του '20. Τα χρειάστηκα λίγο... αλλά τώρα πέρασε. Εσύ είσαι καλά; Ήταν δύσκολο;» Κοίταξα τη σκορπισμένη άμμο στο πάτωμα ανάμεσα στην εξώπορτα και στα σκαλιά. Σίγουρα δεν υπήρχαν πατημασιές. Αν
μου φαινόταν ότι έβλεπα κάτι περισσότερο από άμμο, ήταν απλώς η αναθεματισμένη καλλιτεχνική φαντασία μου. «Λίγο. Αλλά τώρα τελείωσε». Ήλπιζα αυτό να ήταν αλήθεια. χχί Μιλήσαμε γι' άλλα πέντε λεπτά... ή μάλλον ο Γουάιρμαν μιλούσε. Παραληρούσε, για την ακρίβεια. Το τελευταίο που είπε ήταν ότι φοβόταν να πέσει να κοιμηθεί. Φοβόταν πως μπορεί όταν ξυπνούσε να ανακάλυπτε ότι το αριστερό του μάτι ήταν και πάλι τυφλό. Του είπα πως νόμιζα ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί γι' αυτό, τον καληνύχτισα και έκλεισα το τηλέφωνο. Εκείνο που ανησυχούσε εμένα ήταν μήπως ξυπνήσω στη μέση της νύχτας και ανακαλύψω την Τέσι και τη Λόρα -Λο-Λο, για την Ελίζαμπεθ- να κάθονται δεξιά κι αριστερά μου στο κρεβάτι μου. Και η μία τους ίσως να κρατάει τη Ρίμπα στην υγρή της αγκαλιά. Πήρα άλλη μια μπίρα και ανέβηκα πάλι επάνω. Πλησίασα το καβαλέτο με το κεφάλι κατεβασμένο, κοιτάζοντας τα πόδια μου, ύστερα σήκωσα γρήγορα τα μάτια, σαν να ήλπιζα να αιφνιδιάσω το πορτραίτο. Ένα μέρος του εαυτού μου -ένα ορθολογικό μέρος του εαυτού μου- περίμενε να το δει κατεστραμμένο από μπογιές πασαλειμμένες άτσαλα σε όλη την επιφάνεια του καμβά, έναν Γουάιρμαν που φαινόταν πια μόνο τόπους τόπους, κρυμμένος από τις μουντζούρες και τις κηλίδες που είχα κάνει πετώντας τα χρώματα πάνω στο μουσαμά κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, όταν το μόνο πραγματικό φως ήταν οι λάμψεις των αστραπών. Ένα άλλο μέρος του εαυτού μου ήξερε καλύτερα. Εκείνο το μέρος του εαυτού μου ήξερε ότι ζωγράφιζα με κάποιο άλλο φως (όπως οι άντρες που πετάνε μαχαίρια με δεμένα μάτια σ' εκείνα τα νούμερα στο τσίρκο χρησιμοποιούν κάποια άλλη αίσθηση για να κατευθύνουν τα χέρια τους). Εκείνο το μέρος του εαυτού μου ήξερε ότι το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά είχε βγει καλό, και εκείνο το μέρος του εαυτού μου είχε δίκιο. Από κάποιες απόψεις, ήταν το καλύτερο έργο που έκανα στο Ντούμα Κη, γιατί ήταν το πιο ορθολογικό έργο μου -αν εξαιρέσουμε εκείνη την τελευταία φορά, θυμάμαι ότι το Ο Γουάιρμαν Κοιτά-
ζει Δυτικά είχε δουλευτεί στο φως της μέρας. Και από έναν άνθρωπο που ήταν στα συγκαλά του. Το φάντασμα που στοιχειώνε τον καμβά μου είχε γίνει ένα γλυκό πρόσωπο, νεανικό, ήρεμο και ευάλωτο. Τα μαλλιά είχαν ένα φίνο καθαρό μαύρο χρώμα. Ένα αδιόρατο χαμόγελο ελλόχευε στις γωνιές των χειλιών· και στα πράσινα μάτια, επίσης. Τα φρύδια ήταν δασιά και όμορφα. Το μέτωπο από πάνω τους ήταν πλατύ, ένα ανοιχτό παράθυρο απ' όπου ο άνθρωπος αυτός έστρεφε τις σκέψεις του προς τον Κόλπο του Μεξικού. Δεν υπήρχε σφαίρα σ' εκείνο τον ορατό εγκέφαλο. Θα μπορούσα εξίσου εύκολα να είχα αφαιρέσει ένα ανεύρισμα ή έναν κακοήθη όγκο. Το τίμημα για να τελειώσω τη δουλειά ήταν υψηλό, αλλά ο λογαριασμός είχε εξοφληθεί. Η καταιγίδα είχε ξεθυμάνει και τώρα ακούγονταν μόνο μερικά αδύναμα μπουμπουνητά, κάπου πάνω από τα ηπειρωτικά της Δυτικής Φλόριντα. Σκέφτηκα ότι θα τα κατάφερνα να κοιμηθώ κι ότι μπορούσα να το κάνω με το πορτατίφ του κομοδίνου αναμμένο, αν ήθελα· η Ρίμπα δε θα το μαρτυρούσε ποτέ σε κανέναν. Μπορούσα μέχρι και να κοιμηθώ μ' αυτήν φωλιασμένη ανάμεσα στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου και στο πλευρό μου. Το είχα κάνει και πριν. Και ο Γουάιρμαν μπορούσε και πάλι να βλέπει. Αν και, ακόμα κι αυτό εκείνες τις στιγμές έμοιαζε δευτερεύον. Το σημαντικό ήταν ότι επιτέλους είχα ζωγραφίσει κάτι σημαντικό. Και ήταν δικό μου. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να κοιμηθώ μ' αυτή τη σκέψη.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (VI)
Κρατήστε την εστίασή σας. Είναι η διαφορά ανάμεσα σ' ένα έργο τέχνης και σε απλώς μια ακόμα εικόνα που έρχεται να προστεθεί σ' έναν κόσμο ήδη κατακλυσμένο από εικόνες. Η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ ήταν ασυναγώνιστη στο να εστιάζεται· μην ξεχνάτε ότι κυριολεκτικά ανέσυρε τον εαυτό της από το σκοτάδι στον κόσμο. Και όταν η φωνή μέσα στη Νοβίν της είπε για το θησαυρό, εστιάστηκε σ' αυτόν και τον ζωγράφισε πολλές φορές, σκορπισμένο στον αμμώδη πυθμένα του Κόλπου. Μόλις τα ξέθαψε η καταιγίδα, εκείνα τα γοητευτικά αντικείμενα ήταν τόσο κοντά στην επιφάνεια, που οι αχτίδες του ήλιου πρέπει να τα έκαναν να λαμπυρίζουν όταν τα χάιδευαν το μεσημέρι -να εκπέμπουν λάμψεις που θα βρήκαν τον τρόπο να φτάσουν μέχρι την επιφάνεια του νερού. Ήθελα να ευχαριστήσει τον μπαμπά της. Το μόνο που ήθελε για τον εαυτό της ήταν η πορσελάνινη κουκλίτσα. Ο μπαμπάς λέει Όποια κούκλα βρούμε είναι δική σου -δίκαια ανταμοιβή, κι ας τον λυπηθεί ο Θεός γι' αυτό. Μπήκε τσαλαβουτώντας πλάι του μέσα στο νερό, μέχρι τα στρουμπουλά της γονατάκια, δείχνοντας, λέγοντας Είναι εκεί έξω. Χτύπα τα πόδια σου και κολύμπα μέχρι να φωνάξω στοπ. Εκείνος προχώρησε πλατσουρίζοντας ενώ αυτή στεκόταν εκεί, κι όταν άρχισε να κολυμπάει, παραδίνοντας το κορμί του στο caldo, τα βατραχοπέδιλά του έμοιαζαν στα μάτια της μεγάλα σαν βάρκες. Αργότερα θα τα ζωγράφιζε έτσι ακριβώς. Ο μπαμπάς έφτυσε μέσα στη μάσκα του, την ξέπλυνε και τη φόρεσε. Έχωσε το επιστόμιο του αναπνευστήρα του στα χείλη του. Γλιστρούσε μέσα στο ηλιόλουστο γαλάζιο με το πρόσωπο του στο νερό, το κορμί του να γίνεται ένα με τα παιχνιδιάρικα στραφταλίσματα του ήλιου, που έβαφαν τα γυάλινα κύματα χρυσά.
Τα ξέρω όλ' αυτά. Κάποια τα ζωγράφισε η Ελίζαμπεθ και άλλα τα ζωγράφισα εγώ. Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ. Στεκόταν μέχρι τα γόνατα μες στο νερό με τη Νοβίν σφιγμένη κάτω από το μπράτσο της και παρακολουθούσε, ώσπου η παραμάνα Μέλντα, ανησυχώντας για το αντιμάμαλο, τη φώναξε πίσω στην παραλία που την αποκαλούσαν Σκιερή Ακτή. Ύστερα στάθηκαν όλοι μαζί εκεί. Η Ελίζαμπεθ φώναξε τον Τζον να σταματήσει. Είδαν τα βατραχοπέδιλά του να σηκώνονται καθώς έκανε την πρώτη βουτιά. Έμεινε κάτω απ' το νερό περίπου σαράντα δευτερόλεπτα, ύστερα βγήκε πάλι μέσα σε αφρούς, φτύνοντας το επιστόμιο του αναπνευστήρα. Λέει Να με πάρει ο διάβολος αν δεν υπάρχει κάτι εδώ κάτω! Και όταν ήρθε πάλι πίσω στη μικρούλα Λίμπιτ, την αγκάλιασε την αγκάλιασε την αγκάλιασε. Το ήξερα. Το ζωγράφισα. Με το κόκκινο καλάθι του πικνίκ πάνω σε μια κουβέρτα κοντά τους και το περίεργο ψαροτούφεκο ακουμπισμένο πάνω στο καλάθι. Βούτηξε πάλι κι αυτή τη φορά βγήκε στην ακτή σφίγγοντας άγαρμπα πάνω στο στήθος του μια αγκαλιά αρχαιότητες. Αργότερα Θ' άρχιζε να χρησιμοποιεί το ζεμπίλι για τα ψώνια της παραμάνας Μέλντα, μ' ένα μολυβένιο βαρίδι στον πάτο για να βυθίζεται πιο εύκολα. Πιο ύστερα ακόμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα μια φωτογραφία μ' ένα μεγάλο μέρος από τα ανελκυσθέντα αντικείμενα -το «θησαυρό»- απλωμένα μπροστά από έναν χαμογελαστό Τζον Ίστλεϊκ και την ταλαντούχα, τρομερά εστιασμένη κόρη του. Αλλά δεν υπήρχε πορσελάνινη κούκλα σ' εκείνη τη φωτογραφία. Γιατί η πορσελάνινη κούκλα ήταν ξεχωριστή. Ανήκε στη Λίμπιτ. Ήταν η δίκαια ανταμοιβή της. Να ήταν άραγε αυτή η τερατώδης κούκλα που οδήγησε στο θάνατο την Τέσι και τη Λο-Λο; Που δημιούργησε το μεγάλο αγόρι; Πόση ακριβώς σχέση είχε μ' όλα αυτά η Ελίζαμπεθ τότε; Ποιος ήταν ο καλλιτέχνης, ποια η κενή επιφάνεια; Μερικά ερωτήματα δεν τα έχω απαντήσει ποτέ με τρόπο που να με ικανοποιεί, αλλά έχω κάνει κι εγώ κάμποσες ζωγραφιές στη ζωή μου και ξέρω ότι, στο θέμα της τέχνης, μπορεί κανείς κάλλιστα να παραφράσει τον Νίτσε: αν κρατήσεις την εστίασή σου, τελικά η εστίασή σου θα κρατήσει εσένα. Μερικές φορές χωρίς αναστολή.
11 - Η Θέα από το Ντουμα
i Νωρίς το επόμενο πρωί, ο Γουάιρμαν κι εγώ στεκόμασταν μέσα στον Κόλπο -αρκετά κρύο για να σου πετιούνται τα μάτια έξωμέχρι τα καλάμια των ποδιών. Εκείνος είχε μπει πρώτος κι εγώ είχα ακολουθήσει χωρίς συζήτηση. Χωρίς ούτε μια λέξη. Και οι δυο μας κρατούσαμε φλιτζάνια με καφέ. Εκείνος φορούσε σορτσάκι· εγώ είχα καθυστερήσει μόνο όσο χρειαζόταν για να ανασηκώσω το παντελόνι μου μέχρι τα γόνατα. Πίσω μας, στο τέλος της ξύλινης προβλήτας, η Ελίζαμπεθ καθόταν σκυφτή στο αναπηρικό καροτσάκι της, κοιτάζοντας τον ορίζοντα με βλέμμα βλοσυρό και μουρμουρίζοντας ακατανόητα. Ένα μεγάλο μέρος του πρωινού της βρισκόταν ακόμα μπροστά της. Είχε φάει λίγο κι είχε σκορπίσει το υπόλοιπο. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και τα ανέμιζε ένα ζεστό αεράκι που ερχόταν από το Νότο. Το νερό πάφλαζε γύρω μας. Μόλις το συνήθισα, μου άρεσε η μεταξένια αίσθηση εκείνου του κυματισμού: πρώτα, καθώς το κύμα σηκωνόταν, μ' έκανε να νιώθω σαν να είχα χάσει ως διά μαγείας γύρω στα δέκα κιλά· ύστερα, όταν έσκαγε και γυρνούσε πάλι προς τη θάλασσα, παρέσερνε μαζί του άμμο ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών μου σε μικρούς, γαργαλιστικούς στροβίλους. Εβδομήντα ή ογδόντα μέτρα μακριά μας, δυο στρουμπουλοί πελεκάνοι χάραξαν μια ευθεία γραμμή στον πρωινό ουρανό. Ξάφνου μάζεψαν τα φτερά τους και έπεσαν σαν πέτρες. Ο ένας σηκώθηκε με άδειο ράμφος, αλλά ο άλλος είχε σιγουρέψει το πρωινό του. Το μικρό ψαράκι εξαφανίστηκε μες στη σακούλα του λαιμού του πριν καλά καλά σηκωθεί. Ήταν ένας πανάρχαιος χορός, αλλ' αυτό δεν τον έκανε λιγότερο γοητευτικό. Νότια, στο εσωτερικό του νησιού,
όπου υψώνονταν οι θρασεμένες πράσινες μάζες, ένα άλλο πουλί φώναζε «Ω-ω! Ω-ω!» ξανά και ξανά. Ο Γουάιρμαν στράφηκε προς το μέρος μου. Δεν έδειχνε είκοσι πέντε, αλλά έδειχνε πιο νέος από κάθε άλλη φορά αφότου τον είχα γνωρίσει. Δεν υπήρχε καθόλου κοκκινίλα στο αριστερό του μάτι κι εκείνο το αλλόκοτο, ενοχλητικό αλληθώρισμα είχε χαθεί. Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι εκείνο το μάτι με έβλεπε· ότι με έβλεπε πολύ καλά. «Οτιδήποτε μπορώ να κάνω για σένα», είπε. «Οποτεδήποτε. Σ' όλη μου τη ζωή. Με φωνάζεις, έρχομαι. Ζητάς, το κάνω. Σου δίνω λευκή επιταγή. Το κατάλαβες αυτό;» «Ναι», είπα. Αλλά καταλάβαινα και κάτι άλλο: όταν κάποιος σου προσφέρει μια λευκή επιταγή, ποτέ, μα ποτέ δεν πρέπει να την εξαργυρώσεις. Δεν ήταν κάτι που το σκέφτηκα διεξοδικά. Μερικές φορές η κατανόηση παρακάμπτει τον εγκέφαλο κι εκπορεύεται κατευθείαν από την καρδιά. «Εντάξει, λοιπόν», είπε. «Δε θα πω τίποτ' άλλο». Ακουσα ροχαλητό. Κοίταξα πίσω και είδα ότι το πιγούνι της Ελίζαμπεθ είχε βυθιστεί στο στήθος της. Το ένα της χέρι ήταν σφιγμένο γροθιά γύρω από ένα κομμάτι φρυγανιάς. Ο αέρας στροβίλιζε τα μαλλιά της γύρω από το κεφάλι της. «Δείχνει να έχει αδυνατίσει», είπα. «Έχει χάσει εννιά κιλά από την Πρωτοχρονιά. Προσπαθώ να της δίνω εκείνα τα τονωτικά μιλκσέικ -Ενσούρ, τα λένε- μια φορά την ημέρα, αλλά δεν τα δέχεται πάντα. Κι εσύ; Είναι απλά η πολλή δουλειά που σ' έχει κάνει να δείχνεις έτσι;» «Πώς;» «Σαν το Σκυλί των Μπάσκερβιλ να σου έκοψε πρόσφατα το αριστερό σου κωλομέρι. Αν είναι από την πολλή δουλειά, ίσως πρέπει να κάνεις ένα διάλειμμα και ν' απλώσεις λίγο την αρίδα σου». Σήκωσε τους ώμους. "Αυτή είναι η γνώμη μας, ευχαρίστως να ακούσουμε και τη δική σας", όπως λένε και στο Κανάλι 6». Έμεινα μερικές στιγμές ακίνητος, νιώθοντας το σκαμπανέβασμα των κυμάτων κι αναλογιζόμενος τι μπορούσα να πω στον Γουάιρμαν. Πόσο πολλά μπορούσα να πω στον Γουάιρμαν. Η απάντηση έμοιαζε αυτονόητη: όλα ή τίποτα. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να σε ενημερώσω γι' αυτό που
συνέβη χθες βράδυ. Μόνο που πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δε θα τρέξεις να φωνάξεις τους ανθρώπους με τις λευκές μπλούζες». «Σύμφωνοι». Του εξήγησα πως κατά το μεγαλύτερο μέρος είχα τελειώσει το πορτραίτο του μες στο σκοτάδι. Του είπα που είδα το δεξί μου χέρι ακέραιο, από το μπράτσο μέχρι τα δάχτυλα στην άκρη της παλάμης. Ότι ύστερα είδα τα δυο νεκρά κορίτσια στη βάση της σκάλας και λιποθύμησα. Όταν τέλειωσα, είχαμε βγει πια από το νερό και είχαμε πλησιάσει στο σημείο όπου ροχάλιζε η Ελίζαμπεθ. Ο Γουάιρμαν άρχισε να καθαρίζει το δίσκο της, ρίχνοντας τα αποφάγια σε μια σακούλα που έβγαλε από ένα σακίδιο κρεμασμένο στο ένα μπράτσο της αναπηρικής της καρέκλας. «Τίποτ' άλλο;» ρώτησε. «Δεν αρκούν αυτά;» «Απλώς ρωτάω». «Τίποτ' άλλο. Κοιμήθηκα σαν μωρό μέχρι τις έξι το πρωί. Ύστερα σε έβαλα -έβαλα το πορτραίτο σου- στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και ήρθα εδώ. Όταν είσαι έτοιμος να το δεις, παρεμπιπτόντως...» «Όλα με την ώρα τους. Σκέψου έναν αριθμό από το ένα μέχρι το δέκα». «Τι;» «Απλά κάνε μου το χατίρι, muchacho». Σκέφτηκα έναν αριθμό. «Εντάξει»» Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή κοιτάζοντας τον Κόλπο. Ύστερα είπε, «Εννιά;» «Όχι. Εφτά». Κούνησε το κεφάλι. «Εφτά». Έπαιξε ταμπούρλο τα δάχτυλά του πάνω στο στήθος του μερικές στιγμές, ύστερα τ' άφησε να πέσουν στα γόνατά του. «Χθες θα μπορούσα να σ' το είχα πει. Σήμερα δεν μπορώ. Οι τηλεπαθητικές μου ικανότητες -εκείνο το μικρό σπίθισμα- έχει χαθεί. Είναι περισσότερο κι από δίκαιο τίμημα. Όμως ο Γουάιρμαν δεν παύει να είναι ο Γουάιρμαν, και ο Γουάιρμαν λέει muchas gracias*». «Τι προσπαθείς να πεις; Αν προσπαθείς να πεις κάτι...» «Προσπαθώ. Αυτό που λέω είναι ότι δεν τρελαίνεσαι, αν αυτό *Ευχαριστώ πολύ. (Σ.τ.Μ.)
φοβάσαι. Απ' ό,τι φαίνεται, στο Ντούμα Κη οι σακατεμένοι άνθρωποι είναι άνθρωποι ιδιαίτεροι. Όταν παύουν να είναι σακατεμένοι, παύουν να είναι και ιδιαίτεροι. Εγώ διορθώθηκα. Εσύ είσαι ακόμα σακατεμένος, οπότε είσαι ακόμα ιδιαίτερος». «Δεν είμαι σίγουρος πού θες να καταλήξεις». «Επειδή προσπαθείς να κάνεις δύσκολα τα απλά. Κοίταξε μπροστά σου, muchacho, τι βλέπεις;» «Τον Κόλπο. Το κάλντο λάργκο, όπως το αποκαλείς εσύ». «Και τι ζωγραφίζεις τον περισσότερο καιρό σου εδώ;» «Τον Κόλπο. Ηλιοβασιλέματα στον Κόλπο». «Και τι είναι η ζωγραφική;» «Η ζωγραφική είναι ένας τρόπος για να βλέπεις, υποθέτω». «Δε χωράνε υποθέσεις εδώ. Και τι είναι το να βλέπεις στο Ντούμα Κη;» Νιώθοντας σαν παιδί που παπαγαλίζει ένα μάθημα για το οποίο δεν είναι απολύτως βέβαιο, είπα: «Ένας ιδιαίτερος τρόπος να βλέπεις;» «Ναι. Οπότε, τι νομίζεις, Έντγκαρ; Αυτά τα νεκρά κορίτσια ήταν εκεί χθες βράδυ, ή όχι;» Ένιωσα μια παγωνιά ν' απλώνεται στη ραχοκοκαλιά μου. «Πιθανώς ήταν». «Έτσι νομίζω κι εγώ. Νομίζω ότι είδες τα φαντάσματα των αδερφών της». «Με τρομάζουν». Αυτό το είπα χαμηλόφωνα. «Έντγκαρ... Δε νομίζω ότι τα φαντάσματα μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους». «Ίσως όχι τους συνηθισμένους ανθρώπους σ' ένα συνηθισμένο τόπο», είπα. Έγνεψε ότι συμφωνούσε, μάλλον απρόθυμα. «Εντάξει. Οπότε, τι θέλεις να κάνεις;» «Εκείνο που δε θέλω να κάνω είναι να φύγω. Δεν έχω τελειώσει ακόμα εδώ». Δε σκεφτόμουν απλώς την έκθεση -τη χίμαιρα της φήμης. Υπήρχαν κι άλλα. Απλά δεν ήξερα ποια ήταν αυτά τα άλλα. Όχι ακόμα. Αν είχα προσπαθήσει να τα βάλω σε λέξεις, θα είχαν ακουστεί ανόητα, σαν κάτι που βρίσκεις γραμμένο μέσα σ' ένα κουλουράκι της τύχης. Κάτι με τη λέξη μοίρα μέσα του.
«Θέλεις να μετακομίσεις εδώ κάτω, στο Παλάσιο; Να μείνεις μαζί μας;» «Όχι». Σκέφτηκα ότι για κάποιο λόγο αυτό μπορεί να χειροτέρευε τα πράγματα. Κι εξάλλου, το Μεγάλο Ροζ ήταν το σπίτι μου. Το είχα ερωτευτεί. «Όμως, Γουάιρμαν, θα δεις τι μπορείς να ανακαλύψεις για την οικογένεια Ίστλεϊκ γενικά και γι' αυτά τα δυο κορίτσια ειδικότερα; Αν είσαι και πάλι σε θέση να διαβάζεις, ίσως θα μπορούσες να ψάξεις λίγο στοΊντερνετ...» Μ' έπιασε από το μπράτσο. «Θα ψάξω σαν τρελός. Ίσως θα μπορούσες να κάνεις κι εσύ κάτι γι' αυτό το θέμα. Θα δώσεις μια συνέντευξη στη Μαίρη Αιρ, σωστά;» «Ναι. Έχει προγραμματιστεί για τη βδομάδα μετά την υποτιθέμενη διάλεξή μου». «Ρώτησέ τη για τους Ίστλεϊκ. Ίσως βγάλεις λαγό. Η μις Ίστλεϊκ ήταν μεγάλη προστάτιδα των τεχνών στην εποχή της». «Εντάξει». Άδραξε τις λαβές από το αναπηρικό καροτσάκι της κοιμισμένης γυναίκας και το έστρεψε πάλι προς την πορτοκαλιά στέγη της έπαυλης. «Τώρα ας πάμε να δούμε το πορτραίτο μου. Θέλω να δω πώς έδειχνα την εποχή που ακόμα νόμιζα ότι ο Τζέρι Γκαρσία μπορούσε να σώσει τον κόσμο».
ii Είχα παρκάρει το αυτοκίνητο μου στην αυλή, δίπλα στην ασημιά Μερσέντες της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, που πρέπει να είχε κατασκευαστεί κάπου στην εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ. Έβγαλα το πορτραίτο από την πολύ πιο ταπεινή Σεβρολέ μου, το γύρισα όρθιο και το κράτησα ψηλά για να το δει ο Γουάιρμαν. Καθώς στεκόταν εκεί σιωπηλός και το περιεργαζόταν, μια παράξενη σκέψη μού πέρασε από το νου: έμοιαζα μ' ένα ράφτη που στέκεται πλάι σε έναν καθρέφτη σε κάποιο κατάστημα ανδρικής ένδυσης. Σύντομα ο πελάτης μου είτε θα μου έλεγε ότι του άρεσε το κοστούμι που είχα φτιάξει γι' αυτόν, είτε θα κουνούσε λυπημένα το κεφάλι του και θ' αποφαινόταν ότι δεν ήταν καλό. Πέρα μακριά, στο Νότο, σ' αυτό που είχα αρχίσει να σκέφτο-
μαι ως Η Ζούγκλα του Ντούμα, εκείνο το πουλί άρχισε πάλι να φωνάζει «Ω-ω!» σαν να προειδοποιούσε για κάτι. Τέλος δεν μπόρεσα ν' αντέξω άλλο. «Πες κάτι, Γουάιρμαν. Πες οτιδήποτε». «Δεν μπορώ. Έχω μείνει άφωνος». «Εσύ; Αδύνατο». Αλλα όταν σήκωσε τα μάτια από το πορτραίτο, συνειδητοποίησα ότι έλεγε αλήθεια. Έμοιαζε σαν κάποιος να του είχε δώσει κατακέφαλα μια δυνατή σφυριά. Είχα καταλάβει πια ότι αυτό που έκανα επηρέαζε τους ανθρώπους, αλλά καμία από τις άλλες αντιδράσεις δεν ήταν σαν του Γουάιρμαν εκείνο το μαρτιάτικο πρωινό. Εκείνο που τελικά τον έβγαλε από τη σαστιμάρα του ήταν μια σειρά από απότομα χτυπήματα. Ήταν η Ελίζαμπεθ. Είχε ξυπνήσει και κοπανούσε το δίσκο της. «Τσιγάρο!» φώναζε. «Τσιγάρο! Τσιγάρο/» Φαίνεται ότι κάποια πράγματα επιβιώνουν ακόμα και μέσα στη θολούρα του Αλτσχάιμερ. Το μέρος του μυαλού της που λαχταρούσε νικοτίνη δεν εκφυλίστηκε ποτέ. Θα κάπνιζε μέχρι το τέλος. Ο Γουάιρμαν πήρε ένα πακέτο Αμέρικαν Σπίριτς από την τσέπη του σορτς του, έβγαλε ένα, το έβαλε στο στόμα του και το άναψε. Ύστερα της το πρόσφερε. «Αν σε αφήσω να το χειριστείς μόνη σου αυτό, θα βάλεις φωτιά στον εαυτό σου, μις Ίστλεϊκ;» «Τσιγάρο!» «Αυτό δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό, αγαπητή μου». Όμως της το έδωσε και, με Αλτσχάιμερ ή χωρίς Αλτσχάιμερ, εκείνη το χειρίστηκε σαν επαγγελματίας, τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά και εκτοξεύοντας καπνό από τα ρουθούνια της. Ύστερα ξάπλωσε πίσω στο αναπηρικό της καροτσάκι κι εκείνη τη στιγμή δεν έμοιαζε πια με τον Κάπτεν Μπλάι στο κάσαρο του Μπάουντι, αλλά με τον Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ που παρακολουθούσε μια παρέλαση από την εξέδρα των επισήμων. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια πίπα να σφίγγει ανάμεσα στα δόντια της. Και, φυσικά, μερικά δόντια. Ο Γουάιρμαν έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο πορτραίτο. «Δε σοβαρολογείς όταν λες ότι θα μου το δωρίσεις, έτσι; Δε γίνεται. Είναι απίστευτη δουλειά». «Είναι δικό σου», είπα. «Και δε θέλω αντιρρήσεις». «Πρέπει να το βάλεις στην έκθεσή σου». «Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλή ιδέα...»
«Εσύ ο ίδιος είπες πως μόλις ολοκληρωθούν, οποιαδήποτε επίδραση στο μοντέλο πιθανώς παύει...» «Ναι, πιθανώς». «Το πιθανώς εμένα μου αρκεί και η Σκότο είναι πιο ασφαλές μέρος από αυτό το σπίτι. Έντγκαρ, αυτό αξίζει να το δει ο κόσμος. Διάολε, πρέπει να το δει ο κόσμος». «Δείχνει πράγματι εσένα, Γουάιρμαν;» Η περιέργειά μου ήταν ειλικρινής. «Ναι. Όχι». Στάθηκε και το κοίταξε ακόμα μια στιγμή. Ύστερα στράφηκε σ' εμένα. «Με δείχνει όπως ήθελα να είμαι. Ίσως και όπως ήμουν, τις λίγες καλύτερες μέρες της καλύτερης χρονιάς της ζωής μου». Πρόσθεσε, σχεδόν απρόθυμα: «Της πιο ιδεαλιστικής χρονιάς της ζωής μου». Δεν είπαμε τίποτ' άλλο για λίγο, μόνο κοιτούσαμε το πορτραίτο ενώ η Ελίζαμπεθ ρουφούσε το τσιγάρο της ξεφυσώντας σαν ατμοκίνητο τρένο. Ένα γερασμένο ατμοκίνητο τρένο. Ύστερα ο Γουάιρμαν είπε: «Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία αναρωτιέμαι, Έντγκαρ. Από τότε που ήρθα στο Ντούμα Κη, έχω περισσότερες ερωτήσεις κι από ένα τετράχρονο παιδί την ώρα που πάει να κοιμηθεί. Αλλά ένα πράγμα για το οποίο δεν αναρωτιέμαι είναι το γιατί θέλεις να μείνεις εδώ. Αν μπορούσα κι εγώ να φτιάξω κάτι τέτοιο, θα ήθελα να μείνω εδώ για πάντα». «Πέρυσι τέτοια εποχή έφτιαχνα καλικαντζούρες πάνω σε τηλεφωνικές ατζέντες όσο με είχαν στην αναμονή», είπα. «Μου το 'χεις ξαναπεί αυτό. Αλλά πες μου κάτι, muchacho. Βλέποντας αυτό... και λαμβάνοντας υπόψη κι όλα τα άλλα που έχεις κάνει από τότε που ξεκίνησες... θα άλλαζες το ατύχημα που σου στέρησε το χέρι σου; Θα το άλλαζες, αν μπορούσες;» Αναλογίστηκα τις ώρες που είχα περάσει ζωγραφίζοντας στο Μικρό Ροζ ενώ ο Δε Μπόουν γέμιζε τα αυτιά μου με σκληροπυρηνική ροκ εντ ρολ. Αναλογίστηκα τους Μεγάλους Παραθαλάσσιους Περιπάτους. Μέχρι που θυμήθηκα και το μεγαλύτερο γιο των Μπαουμγκάρτεν να φωνάζει Έι, Κύριε Φρίμαντλ, ωραία ριξιά! όταν του έστελνα πίσω το φρίσμπι. Ύστερα θυμήθηκα που είχα ξυπνήσει σ' εκείνο το κρεβάτι του νοσοκομείου, πώς ένιωθα όλο το κορμί μου να ψήνεται από τον πυρετό, πόσο σκόρπιες ήταν οι σκέψεις μου, πώς μερικές φορές δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε το όνομά μου. Το θυμό. Τη στιγμή που συνειδητοποίησα πραγματικά
(συνέβη κατά τη διάρκεια του σόου του Τζέρι Σπρίνγκερ) ότι ένα μέρος του κορμιού μου ήταν αδικαιολογήτως απόν. Είχα βάλει τα κλάματα και δεν μπορούσα να σταματήσω. «Θα το άλλαζα», είπα, «στη στιγμή». «Α», είπε. «Απλώς αναρωτιόμουν». Και γύρισε να πάρει το τσιγάρο από το στόμα της Ελίζαμπεθ. Εκείνη αμέσως άπλωσε τα χέρια της σαν μωρό που του έχουν στερήσει ένα παιχνίδι. «Τσιγάρο! Τσιγάρο! ΤΣΙΓΑΡΟ!» Ο Γουάιρμαν έσβησε το τσιγάρο στο τακούνι του σανδαλιού του και μια στιγμή αργότερα εκείνη ησύχασε πάλι, έχοντας ξεχάσει το τσιγάρο τώρα που ο εθισμός της στη νικοτίνη είχε ικανοποιηθεί. «Θα μείνεις μαζί της ώσπου να βάλω τον πίνακα στο μπροστινό χολ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Ασφαλώς», είπα. «Γουάιρμαν, εννοούσα απλώς...» «Ξέρω. Το χέρι σου. Ο πόνος. Η γυναίκα σου. Ήταν ανόητη ερώτηση. Προφανώς. Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο να βάλω αυτό τον πίνακα σε ασφαλές μέρος, εντάξει; Την επόμενη φορά που θα έρθει ο Τζακ, στείλ' τον από δω. Θα τον τυλίξουμε προσεκτικά και θα τον πάει στη Σκότο. Αλλά θα γεμίσω τη συσκευασία με ΔΠ πριν πάει στη Σαρασότα. Αν μου το δωρίζεις, αυτό το αριστούργημα είναι δικό μου. Μην μπλέξουμε τα μπούτια μας». Μέσα στη ζούγκλα νότια, το πουλί ξανάρχισε την ανήσυχη κραυγή του: «Ω-ω! Ω-ω! Ω-ω!» Ήθελα να του πω και κάτι άλλο, να του εξηγήσω, αλλά ήδη απομακρυνόταν βιαστικά. Εξάλλου, αφορούσε μια δική του ερώτηση. Μια δική του, ανόητη ερώτηση. iii Ο Τζακ Καντόρι πήγε το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά στη Σκότο την επόμενη μέρα, και ο Ντάριο μου τηλεφώνησε αμέσως μόλις το έβγαλε από τα προστατευτικά χαρτόνια. Ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο και είπε ότι ήθελε να κάνει αυτό και τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο τα κεντρικά κομμάτια της έκθεσης. Εκείνος και ο Τζίμι πίστευαν ότι και μόνο το γεγονός πως αυτά τα έργα δε θα ήταν προς πώληση θα κέντριζε το ενδιαφέρον. Του είπα ότι δεν είχα πρόβλημα. Με ρώτησε αν ετοιμαζόμουν για
τη διάλεξή μου και του είπα ότι τη σκεφτόμουν. Μου είπε ότι αυτό ήταν καλό, γιατί η εκδήλωση είχε ήδη κινήσει «ιδιαίτερο ενδιαφέρον» κι ακόμα δεν είχαν σταλεί καν οι προσκλήσεις και τα δελτία Τύπου. «Εννοείται ότι θα στείλουμε και φωτογραφίες κάποιων έργων σου σε αρχεία JPEG στους εγγεγραμμένους στην ηλεκτρονική ταχυδρομική μας λίστα», πρόσθεσε. «Σπουδαία», είπα, αλλά δε μου φαινόταν και τόσο σπουδαίο. Εκείνο το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου με είχε καταλάβει μια περίεργη αποχαύνωση· δεν εκτεινόταν στη δουλειά· ζωγράφιζα άλλο ένα ηλιοβασίλεμα κι άλλο ένα Κορίτσι και Πλοίο. Κάθε πρωί περπατούσα στην παραλία με το σακούλι μου κρεμασμένο στον ώμο, ψάχνοντας για κοχύλια και για ό,τι άλλο ενδιαφέρον μπορεί να είχε ξεβράσει το κύμα. Βρήκα πολλά κουτάκια από μπίρες και αναψυκτικά (τα περισσότερα φαγωμένα και τόσο λεία και λευκά όσο κι η αμνησία), μερικά προφυλακτικά, ένα πλαστικό νεροπίστολο και το κάτω μέρος από ένα μπικίνι. Κανένα μπαλάκι του τένις. Έπινα πράσινο τσάι με τον Γουάιρμαν στη σκιά της ριγέ ομπρέλας. Προσπαθούσα να πείσω την Ελίζαμπεθ να φάει τονοσαλάτα και μακαρονοσαλάτα με μπόλικη μαγιονέζα· την πίεζα να πιει «μιλκσέικ» Ενσούρ με το καλαμάκι. Μια μέρα κάθισα στη σανιδένια προβλήτα πλάι στο καροτσάκι της κι έτριψα με ελαφρόπετρα τα μυστηριακά δαχτυλίδια των πράσινων κάλων στα μεγάλα γέρικα πόδια της. Εκείνο που δεν έκανα ήταν να κρατήσω σημειώσεις για την υποτιθέμενη «διάλεξή» μου κι όταν ο Ντάριο τηλεφώνησε για να μου πει ότι δε θα γινόταν στη Βιβλιοθήκη Σέλμπι αλλά στην αίθουσα εκδηλώσεων της Δημόσιας Βιβλιοθήκης που χωρούσε διακόσια άτομα, μπορώ να υπερηφανεύομαι ότι η αυθόρμητη απάντησή μου δεν άφησε καθόλου να φανεί πόσο μου είχε παγώσει το αίμα. Διακόσια άτομα σήμαινε τετρακόσια μάτια, όλα στραμμένα πάνω μου. Εκείνο που επίσης δεν έκανα ήταν να γράψω έστω και μία πρόσκληση, να προβώ σε οποιαδήποτε κίνηση για να κρατήσω δωμάτια για τις νύχτες της δεκάτης πέμπτης και της δεκάτης έκτης Απριλίου στο ΡιτζΚάρλτον της Σαρασότα ή να ναυλώσω ένα Γκάλφστριμ για να φέρει εκεί ένα κοπάδι φίλων και συγγενών από τη Μινεσότα.
Η ιδέα ότι έστω και ένας από αυτούς μπορεί να ήθελε να δει τα πασαλείμματά μου άρχισε να μου φαίνεται παλαβή. Η ιδέα ότι ο Έντγκαρ Φρίμαντλ, που πριν από ένα χρόνο τσακωνόταν με την Επιτροπή Οικιστικού Σχεδιασμού του Σεντ Πολ για δοκιμαστικές γεωτρήσεις που θα έλεγχαν τη σταθερότητα του υπεδάφους, μπορεί να έδινε μια διάλεξη περί τέχνης σε ένα ακροατήριο αποτελούμενο από σοβαρούς πάτρωνες των τεχνών έμοιαζε εντελώς παρανοϊκή. Οι ζωγραφιές μου έμοιαζαν αρκετά πραγματικές, ωστόσο, και η δουλειά... Θεέ μου, η δουλειά μ' έκανε να νιώθω υπέροχα. Όταν στεκόμουν μπροστά στο καβαλέτο μου στο Μικρό Ροζ το δειλινό, φορώντας μόνο το αθλητικό σορτσάκι μου και ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον Δε Μπόουν, και παρακολουθούσα το Κορίτσι και Πλοίο No 7 να αναδύεται από το λευκό με αλλόκοσμη ταχύτητα (σαν μια μορφή που ξεπροβάλλει μέσα από ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης), ένιωθα σε πλήρη εγρήγορση και πιο ζωντανός από ποτέ, ένας άνθρωπος στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή, σαν κόκαλο που κουμπώνει ακριβώς στην κλείδωσή του. Το πλοίο-φάντασμα είχε στρίψει λίγο περισσότερο· το όνομά του φαινόταν να είναι Περς. Σε μια έμπνευση της στιγμής, έψαξα τη λέξη στο Google και βρήκα μόνο ένα αποτέλεσμα που να ανταποκρίνεται στην αναζήτησή μου -πιθανότατα παγκόσμιο ρεκόρ. Το Περς ήταν ένα ιδιωτικό σχολείο στην Αγγλία, οι απόφοιτοι του οποίου αποκαλούνταν Αρχαίοι Πέρσες. Δε γινόταν πουθενά λόγος για κάποιο εκπαιδευτικό πλοίο, τρικάταρτο ή οτιδήποτε άλλο. Σ' αυτή την τελευταία εκδοχή, το κορίτσι μέσα στη βάρκα φορούσε ένα πράσινο φόρεμα με ράντες που σταύρωναν πάνω στη γυμνή του πλάτη, κι ολόγυρά του, πάνω στο σκοτεινό νερό, έπλεαν τριαντάφυλλα. Ήταν μια ανησυχητική ζωγραφιά. Όταν περπατούσα στην παραλία, όταν έτρωγα το μεσημεριανό μου κι έπινα μια μπίρα, με τον Γουάιρμαν ή μόνος, ήμουν ευτυχισμένος. Όταν ζωγράφιζα, ήμουν ευτυχισμένος. Περισσότερο κι από ευτυχισμένος. Όταν ζωγράφιζα, ένιωθα γεμάτος και πλήρως αυτοπραγματωμένος με κάποιο βαθύτερο τρόπο που ποτέ δεν είχα υποψιαστεί ότι υπήρχε πριν έρθω στο Ντούμα Κη. Αλλά όταν σκεφτόμουν την έκθεση στη Σκότο και όλη την προεργασία που χρειάζεται να γίνει για να στεφθεί από επιτυχία μια έκθεση ζωγραφικής,
το μυαλό μου κατέβαζε ασφάλειες. Ήταν κάτι περισσότερο από απλό τρακ* ήταν καθαρός πανικός. Ξεχνούσα πράγματα -όπως το να ανοίξω τα e-mail που μπορεί να μου έστελναν ο Ντάριο, ο Τζίμι ή η Άλις Οκόιν από τη Σκότο. Αν ο Τζακ με ρωτούσε αν ήμουν ενθουσιασμένος που «θα 'βγαζα το λόγο μου» στην Αίθουσα Εκδηλώσεων Γκέλντμπαρτ, του έλεγα ω, φυσικά κι ύστερα του ζητούσα να φουλάρει το ρεζερβουάρ της Σεβρολέ στο Όσπρεϊ και ξεχνούσα τι με είχε ρωτήσει. Όταν ο Γουάιρμαν ρωτούσε αν συζήτησα με την Άλις Οκόιν το πώς θα στήνονταν οι διάφορες ενότητες, εγώ πρότεινα να ρίξουμε μερικά βολέ στο γήπεδο του τένις, γιατί η Ελίζαμπεθ φαινόταν να διασκεδάζει παρακολουθώντας μας. Τότε, περίπου μια βδομάδα πριν από την προγραμματισμένη διάλεξη, ο Γουάιρμαν είπε ότι ήθελε να μου δείξει κάτι που είχε φτιάξει. Ένα μικρό χειροτέχνημα. «Ίσως θα μπορούσες να μου πεις μια γνώμη ως καλλιτέχνης», είπε. Ένα μαύρο ντοσιέ ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι στη σκιά της ριγέ ομπρέλας (ο Τζακ είχε μπαλώσει το σχίσιμο μ' ένα κομμάτι μονωτικής ταινίας). Το άνοιξα κι έβγαλα κάτι που έμοιαζε με ιλουστρασιόν προσπέκτους. Στην μπροστινή όψη υπήρχε μια από τις πρώτες προσπάθειές μου, το Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα, και ξαφνιάστηκα από το πόσο επαγγελματικό έδειχνε. Κάτω από την τυπωμένη ζωγραφιά έγραφε: Άγαηητή Άν)ι: ΰίίε avto ίςαταγννψαι τον te/kviaio Ιςαψό στη ΦΑόρινια kga, nap' όΛο ηον ξέριυ ότι είσαι τρομερά ηοΑνάσχρήη... Κάτω από το τρομερά πολυάσχολη υπήρχε ένα βέλος. Κοίταξα τον Γουάιρμαν, που με παρατηρούσε ανέκφραστα. Πίσω του, η Ελίζαμπεθ ατένιζε τον Κόλπο. Δεν ήξερα αν ένιωθα θυμωμένος από το θράσος του ή ανακουφισμένος που είχε πάρει αυτό το θάρρος. Για να πω την αλήθεια, ένιωθα και τα δυο. Και δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε του είχα πει ότι κάποιες φορές φώναζα τη μεγαλύτερη κόρη μου Λίνι. «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις όποια γραμματοσειρά θέλεις», είπε. «Αυτή είναι λίγο κοριτσίστικη για τα γούστα μου, αλλά αρέσει στο συνεργάτη μου. Και εννοείται ότι μπορείς να αλλάξεις το
όνομα σε κάθε προσφώνηση. Χωρίς να πειράξεις τίποτ' άλλο. Αυτό είναι το ωραίο όταν κάνεις τέτοια πράγματα στον υπολογιστή». Δεν απάντησα, απλά γύρισα στην επόμενη σελίδα. Εδώ υπήρχε το Ηλιοβασίλεμα με Αγρόπυρο στη μια πλευρά και το Κορίτσι και Πλοίο No 1 στην άλλη. Κάτω από τις εικόνες υπήρχε το εξής κείμενο: ...ΈΑηίζτν ότι θα βρεθεκ ίφνιά μον στα εγΙςαίνια τη$ έίςθεσή$ μον, το βράδν τη$ 15ns Άηριάίον, στην γίψΑερί Ζίφτο, στη Ζαρασότα vns ΦΑόριντα, ζύρ α 7-10 μ.μ. 9ώα Ιψάτηση npukns θέσεζί/s έχει γίνει στο όνομά σον στην ητήση 22 ins Λψ Φρανε, ηον αναχτνρεί από το Τίαρίσι τη 15η ΆηριΑίον oris 8:25 η.μ. ίφι χρτάνει στη %[έα ψόρΙςη oris 10:15 η.μ· έχει γίνει zntons μια Ιψάτηαη στην ητήση TTis 9{ias ydplqis τη 15η ΆηριΑίον oris 1:20 μ.μ. ίςαι ψτάνει στη Ζαρασόνα oris 4:30 μ.μ. Μια Αψονζίνα θα περιμένει για να σε ηάει οτο Tuz-%gp Azov, όηον έχει Ιψατηθεί για σένα ένα δτνμάτίο, τψή$ ένεΐςεν, για tis ννχτε$ αηό τη 15η μέχρι ίςαι τη 17η ΆηριΑίον. Υπήρχε άλλο ένα βέλος κάτω απ' αυτό. Κοίταξα τον Γουάιρμαν σαστισμένος. Καθόταν ασάλευτος, με πρόσωπο ανέκφραστο σαν έμπειρου παίκτη του πόκερ, αλλά είδα μια φλέβα να χτυπάει στη δεξιά πλευρά του μετώπου του. Αργότερα είπε, «Ήξερα ότι έβαζα σε κίνδυνο τη φιλία μας, αλλά κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι και είχα καταλάβει πια πολύ καλά ότι αυτός ο κάποιος δε θα ήσουν εσύ». Γύρισα στην επόμενη σελίδα του προσπέκτους. Αλλες δυο από εκείνες τις καταπληκτικές ρεπροντιξιόν: Το Ηλιοβασίλεμα με Κοχύλι Τρίτωνα στ' αριστερά και ένα άτιτλο σχέδιο του γραμματοκιβωτίου μου στα δεξιά. Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα μου και το είχα κάνει με χρωματιστά μολύβια Βένους, αλλά μου άρεσε το λουλούδι όπως φύτρωνε πλάι στον ξύλινο στύλο -ήταν μια λαμπερή κιτρινόμαυρη αγριομαργαρίτα- κι ακόμα και αυτό το απλό σχέδιο φαινόταν καλό στη ρεπροντιξιόν, θαρρείς και ο άνθρωπος που το είχε κάνει ήξερε τη δουλειά του. Ή τη μάθαινε γρήγορα. Το κείμενο εδώ ήταν σύντομο.
ftp δεν μηορέσεκ να έρθεκ, θα το ίςαταάάβτν anoAvtivs -το Jhpkn δεν είναι iqii δίηήαί- addd εΑηίζιϋ act θα μηορέσεκ. Ήμουν θυμωμένος, αλλά όχι ανόητος. Κάποιος έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Προφανώς ο Γουάιρμαν είχε αποφασίσει ότι ο κλήρος έπεφτε σ' αυτόν. Η Ίλσε, σκέφτηκα. Η Ίλσε πρέπει να τον βοήθησε σ' αυτό. Περίμενα να βρω άλλη μια ζωγραφιά πάνω από το κείμενο στην τελευταία σελίδα, αλλά διαψεύσθηκα. Αυτό που είδα εκεί έκανε την καρδιά μου να πονέσει από έκπληξη και αγάπη. Η Μελίντα ήταν πάντα η πιο δύσκολη από τις δυο μου κόρες, ο πονοκέφαλος μου, αλλά ποτέ δεν την είχα αγαπήσει λιγότερο γι' αυτό και τα αισθήματά μου φαίνονταν καθαρά στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, που έμοιαζε τσαλακωμένη στο μέσον και τσακισμένη στις δύο από τις τέσσερις γωνίες της. Είχα κάθε λόγο να δείχνω αισιόδοξος, γιατί η Μελίντα που στεκόταν δίπλα μου δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη από τεσσάρων χρονών. Αυτό σήμαινε ότι η φωτογραφία ετούτη είχε τραβηχτεί τουλάχιστον πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Φορούσε τζιν παντελόνι, καουμπόικες μπότες, ένα πουκάμισο που έμοιαζε βγαλμένο από ταινία γουέστερν κι ένα ψάθινο καπέλο. Να είχαμε άραγε μόλις επιστρέψει από το Πλέζαντ Χιλ Φαρμς, όπου μερικές φορές την πήγαινα για να κάνει ιππασία με ένα πόνι Σέτλαντ που το έλεγαν Σούγκαρ; Νόμιζα πως ναι. Όπως και να 'χε, στεκόμασταν στο πεζοδρόμιο μπροστά από το ταπεινό πρώτο μας σπιτικό στο Μπρούκλιν Παρκ, εγώ μ' ένα ξεβαμμένο τζιν, ένα άσπρο μπλουζάκι με τα κοντά μανίκια του γυρισμένα μια φορά και τα μαλλιά μου χτενισμένα πίσω σ' ένα κοκοράκι αλά Έλβις Πρίσλεϊ. Είχα ένα κουτάκι μπίρα Γκρέιν Μπελτ στο ένα χέρι κι ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Η Λίνι είχε το ένα χέρι γαντζωμένο στην τσέπη του τζιν μου κι ένα βλέμμα αγάπης -άπειρης αγάπηςστο στραμμένο ψηλά πρόσωπο της, που μ' έκανε να νιώσω έναν κόμπο στο λαιμό. Χαμογέλασα όπως χαμογελάς όταν κοντεύεις να ξεσπάσεις σε δάκρυα. Κάτω από τη φωτογραφία έγραφε: Άν θέΛε-is να μάθεκ ποιοι άΛΛοι θα έρθονν, μηορεβ να τηΑ&ρτϋνήσεκ σ' εμένα, στο 941-555-6166, ή στον Ίζερόμ Τονάφμαν, στο 941-555-8191, ή στη μαμά σον.
Θα έρθει Ιςι αντή μαζί με ετησχνσεκ αηό τη Μινεσότα, ηαρεμηυιτόνττυβ, (ςαι θα τη σνναντήσει$ στο ξενοδοχείο. Έήηίζζν ότι θα μηορέσεκ να έρθεχ$ } ~σ αγαπώ έτσι (ςι aMvws, ΜιΙφή Ίζαονμηόισσαο μηαμηάδ Έκλεισα την επιστολή που ήταν συγχρόνως και προσπέκτους που ήταν συγχρόνως και πρόσκληση, και κάθισα σιωπηλός με κατεβασμένα μάτια μερικές στιγμές. Δεν εμπιστευόμουν εντελώς τον εαυτό μου να μιλήσει. «Είναι απλά ένα προσχέδιο, εννοείται». Ο Γουάιρμαν ακουγόταν διστακτικός. Μ' άλλα λόγια, διόλου ο εαυτός του. «Αν το βρίσκεις φρικτό, απλά θα το πετάξω στα σκουπίδια και θα ξαναπροσπαθήσω απ' την αρχή. Μικρό το κακό». «Δεν πήρες αυτή τη φωτογραφία από την Ίλσε», είπα. «Όχι, muchacho. Η Παμ τη βρήκε σε ένα από τα παλιά της άλμπουμ». Ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα. «Πόσες φορές έχεις μιλήσει μαζί της, Τζερόμ;» Το πρόσωπο του συσπάστηκε. «Αυτό πόνεσε, αλλά ίσως έχεις κάποιο δίκιο. Πιθανώς πέντ' έξι φορές. Στην αρχή της τηλεφώνησα για να της πω ότι είχες μπλοκάρει και ότι, αν δεν κατάφερνες να αντεπεξέλθεις, θα έπαιρνες και πολλούς άλλους ανθρώπους στο λαιμό σου...» «Τι κονραφέξαλα είναι αυτά που μου τσαμπουνάς;» φώναξα, νιώθοντας τα λόγια του να με τσούζουν. «Ανθρώπους που έχουν στηρίξει πολλές ελπίδες πάνω σου και που σ' έχουν εμπιστευτεί, για να μην αναφέρω τα χρήματα που έχουν επενδύσει...» «Είμαι απολύτως ικανός να αποζημιώσω τους ανθρώπους της Σκότο για όποια χρήματα μπορεί να έχουν ξοδέψει σε...» «Βούλωσ' το», είπε, και ποτέ πριν δεν είχα ακούσει τέτοια παγωνιά στη φωνή του. Ούτε την είχα δει στα μάτια του. «Δεν είσαι χαζός, muchacho, γι' αυτό μην κάνεις το χαζό. Μπορείς να τους αποζημιώσεις για την εμπιστοσύνη τους; Μπορείς να τους αποζημιώσεις για το στραπάτσο που θα πάθει το κύρος της γκαλερί τους, αν ο μέγας νέος καλλιτέχνης που έχουν υποσχεθεί στους πελάτες τους δεν εμφανιστεί ούτε για τη διάλεξη ούτε για την έκθεση;»
«Γουάιρμαν, δεν έχω πρόβλημα με την έκθεση, το μόνο που με κολλάει είναι η καταραμένη η διάλεξη...» «Εκείνοι δεν το ξέρουν αυτό!» φώναξε. Είχε πραγματικά στεντόρεια φωνή όταν ήθελε, που θ' αντηχούσε σαν πραγματικό μούγκρισμα στις αίθουσες των δικαστηρίων. Η Ελίζαμπεθ δεν το πρόσεξε, αλλά οι τσιλιβήθρες σηκώθηκαν από την άκρη του νερού σ' ένα καφέ σύννεφο. «Ισως να σου φανεί αστείο, αλλά έχουν αρχίσει να φοβούνται ότι μπορεί στις δεκαπέντε Απριλίου να εξαφανιστείς από προσώπου γης ή ότι μπορεί να πας να πάρεις τα έργα σου και να τους αφήσεις με μια φούχτα άδεια δωμάτια στο αποκορύφωμα της τουριστικής σεζόν, όταν συνήθως πραγματοποιούν το ένα τρίτο του ετήσιου τζίρου τους». «Δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται κάτι τέτοιο», είπα, αλλά το πρόσωπο μου έκαιγε σαν πυρωμένο τούβλο. «Αλήθεια; Τι ιδέα σχημάτιζες εσύ όταν συναντούσες τέτοιου είδους συμπεριφορές στην άλλη σου ζωή, amigo; Ποιο συμπέρασμα έβγαζες για έναν προμηθευτή που είχατε συμφωνήσει να σου φέρει τσιμέντο και δεν ήταν συνεπής στο ραντεβού του; Ή για έναν υδραυλικό που είχε αναλάβει να σου εγκαταστήσει τις σωληνώσεις στο καινούριο παράρτημα μιας τράπεζας που έχτιζες και δεν ήταν εκεί την ημέρα που είχατε συμφωνήσει για ν' αρχίσει τη δουλειά; Ένιωθες πραγματική, δεν ξέρω, εμπιστοσύνη για τέτοιου είδους τύπους; Πίστευες τις δικαιολογίες τους;» Δεν είπα τίποτα. «Ο Ντάριο σου στέλνει e-mail για να σε ρωτήσει για ζητήματα που πρέπει να αποφασιστούν και δεν του απαντάς. Αυτός και οι άλλοι σου τηλεφωνούν και παίρνουν αόριστες απαντήσεις του στυλ "Θα το σκεφτώ". Μια τέτοια συμπεριφορά θα τους προκαλούσε εκνευρισμό αν ήσουν ο Τζέιμι Γουάιεθ ή ο Ντέιλ Τσιχούλι, και δεν είσαι. Ουσιαστικά είσαι απλά κάποιος τύπος που εμφανίστηκε ένα ωραίο πρωί στο μαγαζί τους από το πουθενά. Έτσι τηλεφωνούν σ' εμένα κι εγώ κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ -είμαι ο ατζέντης σου, στο κάτω κάτω-, αλλά δεν είμαι καλλιτέχνης, όπως δεν είναι ούτε εκείνοι, όχι πραγματικά. Είμαστε σαν ένα τσούρμο ταξιτζήδες που προσπαθούν να ξεγεννήσουν ένα μωρό». «Καταλαβαίνω», είπα. «Αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνεις». Αναστέναξε. Βαριά. «Λες ότι αυτό που σε μπλοκάρει όσον αφορά τη διάλεξη είναι απλά ένα
τρακ κι ότι δε θα έχεις πρόβλημα με την έκθεση. Είμαι βέβαιος ότι ένα μέρος του εαυτού σου το πιστεύει αυτό, όμως, amigo, πρέπει να σου πω ότι νομίζω πως ένα άλλο μέρος του εαυτού σου δεν έχει καμιά πρόθεση να εμφανιστεί στην γκαλερί Σκότο στις δεκαπέντε Απριλίου». «Γουάιρμαν, αυτά είναι...» «Κουραφέξαλα; Αλήθεια; Τηλεφωνώ στο Ριτζ-Κάρλτον και ρωτάω αν κάποιος κύριος Φρίμαντλ έχει κρατήσει δωμάτια για τα μέσα Απριλίου και μου απαντάνε μ' ένα φαρδύ πλατύ Όχι. Έτσι παίρνω μια βαθιά ανάσα κι έρχομαι σε επαφή με την πρώην σου. Δεν είναι πια στον τηλεφωνικό κατάλογο, αλλά η κτηματομεσίτριά σου μου δίνει τον αριθμό όταν της λέω ότι είναι κατά κάποιον τρόπο επείγον. Κι αμέσως ανακαλύπτω ότι η Παμ ακόμα νοιάζεται για σένα. Μάλιστα, θέλει να σου τηλεφωνήσει και να σου το πει, αλλά φοβάται ότι μπορεί να την προγκήξεις». Τον κοιτούσα με ανοιχτό στόμα. «Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνουμε μόλις τελειώσουμε με τις συστάσεις είναι ότι η Παμ Φρίμαντλ δεν έχει την παραμικρή ιδέα για τη μεγάλη έκθεση τέχνης με έργα του πρώην συζύγου της, της οποίας τα εγκαίνια είναι σε πέντε μόλις βδομάδες. Το δεύτερο - η πρώην σου κάνει ένα τηλεφώνημα ενώ ο Γουάιρμαν περιμένει στην αναμονή και λύνει ένα σταυρόλεξο με την πρόσφατα αποκατεστημένη όρασή του- είναι ότι ο πρώην της δεν έχει κάνει καμία απολύτως ενέργεια για να ναυλώσει ένα αεροπλάνο, τουλάχιστον στην εταιρεία που αυτή γνωρίζει. Το οποίο μας οδηγεί να συζητήσουμε μήπως, βαθιά μέσα του, ο Έντγκαρ Φρίμαντλ έχει αποφασίσει πως, όταν έρθει η στιγμή, θα πει απλά -με τα λόγια της χαραμισμένης νιότης μου- άντε και γαμηθείτε όλοι σας και θα το στρίψει αλά γαλλικά. «Όχι, με παρεξήγησες», είπα, αλλά οι λέξεις βγήκαν από τα χείλη μου σαν ένα άτονο μουρμουρητό που δεν ακούστηκε ιδιαίτερα πειστικό. «Απλά όλες αυτές οι οργανωτικές λεπτομέρειες με τρελαίνουν και συνεχώς... ξέρεις, τις ανέβαλλα». Ο Γουάιρμαν ήταν ανελέητος. Αν ήμουν στο εδώλιο του μάρτυρα, νομίζω πως θα είχα πια αναλυθεί σε μια λιμνούλα από λίπος και δάκρυα* ο δικαστής θα διέκοπτε τη δίκη για να δώσει χρόνο στον κλητήρα είτε να με μαζέψει με τη σφουγγαρίστρα είτε να με απλώσει με την παρκετέζα για να γυαλίσει το πάτωμα. «Η Παμ λέ-
ει ότι αν αφαιρούσες τα κτίρια που έχει χτίσει η Εταιρεία Φρίμαντλ από τον ουρανό του Σεντ Πολ, θα έμοιαζε με το Ντε Μόιν το χίλια εννιακόσια εβδομήντα δύο». «Η Παμ υπερβάλλει». Δεν έδωσε σημασία. «Περιμένεις να πιστέψω ότι ένας τύπος που οργάνωσε τόση πολλή δουλειά δεν μπορεί να κλείσει μερικά αεροπορικά εισιτήρια και είκοσι δωμάτια ξενοδοχείου; Όταν μάλιστα έχει γύρω του ανθρώπους στους οποίους θα μπορούσε να απευθυνθεί όποτε ήθελε και οι οποίοι θα χαίρονταν να τον βοηθήσουν;» «Δε... Δεν... απλά δεν μπορούν...» «Σε τσαντίζω;» «Όχι». Αλλά με τσάντιζε. Ο παλιός θυμός είχε επιστρέψει και ήθελε να υψώσει τη φωνή του ώσπου να ουρλιάξει τόσο δυνατά όσο ο Άξελ Ρόουζ στον Δε Μπόουν. Έβαλα τα δάχτυλά μου σε ένα σημείο πάνω από το δεξί μου μάτι, όπου άρχιζε ένας πονοκέφαλος. Δε θα μπορούσα να ζωγραφίσω σήμερα και ο Γουάιρμαν έφταιγε γι' αυτό. Ο Γουάιρμαν ήταν ο υπαίτιος. Για μια στιγμή, ευχήθηκα να τυφλωθεί. Όχι απλά από το ένα μάτι, αλλά τελείως, και συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να τον ζωγραφίσω έτσι. Στη σκέψη αυτή ο θυμός κόπηκε μαχαίρι. Ο Γουάιρμαν είδε το χέρι μου να πηγαίνει στο κεφάλι μου και μαλάκωσε λίγο. «Κοίταξε, οι περισσότεροι από εκείνους με τους οποίους επικοινώνησε ανεπίσημα έχουν ήδη πει ναι, φυσικά, θα χαρούν πολύ να έρθουν. Ο παλιός σου εργοδηγός, ο Έιντζελ Σλόμποτνικ, είπε στην Παμ ότι θα σου φέρει ένα βάζο με αγγουράκια τουρσί. Η Παμ είπε ότι ακουγόταν ενθουσιασμένος». «Όχι αγγουράκια, αβγά», είπα και για μια στιγμή νόμισα πως ξανάβλεπα μπροστά μου το φαρδύ, πλακουτσό, χαμογελαστό πρόσωπο του Μεγάλου Έιντζ τόσο ζωντανά, που θα μπορούσα να το αγγίξω. Του Έιντζελ, που είχε σταθεί στο πλευρό μου είκοσι ολόκληρα χρόνια, ώσπου μια σοβαρή καρδιακή προσβολή τον ανάγκασε να βγει στην απομαχία. Του Έιντζελ, που η απάντησή του σε ό,τι του ζητούσα, όσο εξωφρενικό κι αν έμοιαζε, συνήθως ήταν Πες πως έγινε, αφεντικό. «Η Παμ κι εγώ κανονίσαμε τα αεροπορικά εισιτήρια», είπε ο Γουάιρμαν. «Όχι μόνο για τους καλεσμένους σου από το Σεντ Πολ της Μινεάπολης αλλά κι από τα άλλα μέρη». Έδειξε την πρόσκληση. «Οι πτήσεις της Αιρ Φρανς και της Δέλτα που αναφέρονται ε-
δώ είναι πραγματικές, και έχει γίνει πραγματικά κράτηση για την κόρη σου τη Μελίντα σ' αυτές. Την έχουμε ειδοποιήσει. Το' ίδιο και την Ίλσε. Περιμένουν απλώς να τις καλέσεις και επίσημα. Η Ίλσε ήθελε να σου τηλεφωνήσει, αλλά η Παμ της είπε να περιμένει. Πιστεύει ότι εσύ πρέπει να πάρεις την πρωτοβουλία σ' αυτό το θέμα, και όποιο λάθος κι αν έκανε στην πορεία του γάμου σας, muchacho, έχει δίκιο σ' αυτό». «Εντάξει», είπα. «Ακούω». «Ωραία. Τώρα θέλω να σου μιλήσω για τη διάλεξη». Βόγκηξα. «Αν την πουλέψεις από τη διάλεξη, θα σου είναι δυο φορές πιο δύσκολο να εμφανιστείς στα εγκαίνια...» Τον κοίταξα μη πιστεύοντας στ' αυτιά μου. «Τι;» ρώτησε. «Διαφωνείς;» «Να την πουλέψω;» ρώτησα. «Να την πουλεψω\ Τι διάβολο σημαίνει πάλι αυτό;» «Να το βάλεις στα πόδια», είπε με τόνο ελαφρά αμυντικό. «Είναι αργκό. Βλέπε, παραδείγματος χάριν, Ίβλιν Γουό, Αξιωματικοί και Τζέντλεμεν, 1952». «Γιατί δε βλέπεις εσύ τον κώλο μου σε γιγαντοαφίσα;» είπα. «Έντγκαρ Φρίμαντλ, σήμερα». Μου ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο και ξαφνικά ηρεμήσαμε κι οι δυο, σχεδόν. «Εσύ έστειλες τις φωτογραφίες στην Παμ, έτσι δεν είναι; Εσύ της έστειλες το αρχείο με τις φωτογραφίες από τους πίνακές μου σε JPEG». «Δεν το αρνιέμαι». «Πώς αντέδρασε;» «Έπαθε πλάκα, muchacho». Έμεινα λίγο σιωπηλός, προσπαθώντας να φανταστώ την Παμ να παθαίνει πλάκα. Το κατάφερα, αλλά το πρόσωπο που είδα να φωτίζεται από έκπληξη και θαυμασμό ήταν ένα νεότερο πρόσωπο. Είχαν περάσει κάμποσα χρόνια από την τελευταία φορά που είχα μπορέσει να γεννήσω μέσα της ένα τέτοιο συναίσθημα. Η Ελίζαμπεθ λαγοκοιμόταν, το αεράκι της ανακάτευε τα μαλλιά πάνω στα μάγουλά της και τα έδιωχνε με το χέρι σαν μια γυναίκα που την ενοχλούσαν έντομα. Σηκώθηκα, πήρα ένα λαστιχάκι από το σακούλι που κρεμόταν στο μπράτσο της αναπηρικής πολυ-
θρόνας της -υπήρχε πάντα ένα μεγάλο απόθεμα από λαστιχάκια, σε πολλά έντονα χρώματα- και της τα μάζεψα πίσω σε μια αλογοουρά. Η ανάμνηση από τις εποχές που το έκανα αυτό για τη Μελίντα και την Ίλσε ήταν γλυκιά και τρομερή. «Ευχαριστώ, Έντγκαρ. Ευχαριστώ, mi amigo». «Πώς να το κάνω, λοιπόν;» ρώτησα. Είχα ακουμπήσει τις παλάμες μου στις πλευρές του κεφαλιού της Ελίζαμπεθ νιώθοντας την απαλότητα των μαλλιών της, όπως συχνά είχα νιώσει την απαλότητα των μαλλιών της Ίλι και της Λιν όταν είχαν λουστεί σε μια περασμένη εποχή· όταν η μνήμη παίρνει το πάνω χέρι, τα ίδια μας τα κορμιά γίνονται φαντάσματα και μας στοιχειώνουν με χειρονομίες των νεότερων εαυτών μας. «Πώς να μιλήσω για μια διαδικασία που είναι τουλάχιστον εν μέρει υπερφυσική;» Ορίστε. Το είχα ξεστομίσει. Το πραγματικό μου πρόβλημα. Ωστόσο ο Γουάιρμαν έδειχνε ήρεμος. «Έντγκαρ!» φώναξε. «Έντγκαρ τι;» Το κάθαρμα, πραγματικά γελούσε. «Αν τους το πεις αυτό... θα σε πιστέψουν». Άνοιξα το στόμα μου για να διαφωνήσω. Σκέφτηκα τα έργα του Νταλί. Σκέφτηκα εκείνον το θαυμάσιο πίνακα του Βαν Γκογκ, την Έναστρη Νύχτα. Σκέφτηκα ορισμένα έργα του Άντριου Γουάιεθ -όχι τον Κόσμο της Κριστίνα, αλλά τα εσωτερικά του: άδεια δωμάτια όπου το φως είναι συγχρόνως φυσιολογικό και αλλόκοτο, σαν να έρχεται από δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Έκλεισα πάλι το στόμα μου. «Δεν μπορώ να σου πω τι ακριβώς να πεις», είπε ο Γουάιρμαν, «αλλά μπορώ να σου δώσω κάτι σαν κι αυτό». Σήκωσε ψηλά το προσπέκτους/πρόσκληση. «Μπορώ να σου δώσω ένα βασικό σχεδιάγραμμα». «Αυτό θα βοηθούσε». «Αλήθεια; Τότε άκουσε». Άκουσα.
«Εμπρός;» Καθόμουν στον καναπέ, στο δωμάτιο Φλόριντα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήταν ένα από κείνα τα τηλεφωνήματα -όλοι έχουμε κάνει στη ζωή μας μερικά- που από τη μια ελπίζεις ότι θα σου απαντήσουν με την πρώτη, ώστε να μπορέσεις να ξεμπερδέψεις μια ώρα αρχύτερα, κι από την άλλη προσεύχεσαι να μην απαντήσουν, ώστε να μπορέσεις ν' αναβάλεις λίγο περισσότερο μια δύσκολη και πιθανώς οδυνηρή συζήτηση. Μου έτυχε η Εναλλακτική Νούμερο Ένα- η Παμ απάντησε σχεδόν αμέσως. Το μόνο που μπορούσα πλέον να ελπίζω ήταν ότι αυτή η συνομιλία μας θα εξελισσόταν καλύτερα από την προηγούμενη. Από τις αρκετές προηγούμενες, για να είμαι ακριβής. «Παμ, ο Έντγκαρ είμαι». «Γεια σου, Έντγκαρ», είπε επιφυλακτικά. «Πώς είσαι;» «Είμαι... εντάξει. Καλά. Μιλούσα πριν λίγο με το φίλο μου, τον Γουάιρμαν. Μου έδειξε την πρόσκληση που σκαρώσατε εσείς οι δυο». Που σκαρώσατε εσείς οι δυο. Αυτό είχε ακουστεί εχθρικό. Μέχρι και σαν να τους κατηγορούσα για συνωμοσία. Αλλά πώς αλλιώς μπορούσα να το θέσω; «Λοιπόν;» Η φωνή της ήταν ανεξιχνίαστη. Πήρα μια ανάσα και βούτηξα στα βαθιά. Ο Θεός σιχαίνεται τους δειλούς, λέει ο Γουάιρμαν. Μεταξύ άλλων. «Τηλεφώνησα για να σ' ευχαριστήσω. Φέρθηκα πολύ ανεύθυνα. Η παρέμβασή σας ήταν ό,τι χρειαζόμουν». Η σιωπή κράτησε αρκετά για να αναρωτηθώ μήπως κάποια στιγμή είχε κλείσει το ακουστικό χωρίς να το καταλάβω. Ξαφνικά είπε, «Είμαι ακόμα εδώ, Έντι -απλώς προσπαθώ να συνέλθω από την κεραμίδα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που μου ζήτησες συγνώμη». Είχα ζητήσει συγνώμη; Τέλος πάντων... δεν πειράζει. Ίσως κατά κάποιον τρόπο να είχα ζητήσει. «Τότε ζητάω συγνώμη και γι' αυτό», είπα. «Σου οφείλω κι εγώ μια συγνώμη», είπε, «οπότε υποθέτω πως είμαστε πάτσι». «Εσύ; Ποιο λόγο έχεις εσύ να μου ζητήσεις συγνώμη;»
«Τηλεφώνησε ο Τομ Ράιλι. Πριν από δυο μέρες. Αρχισε να ξαναπαίρνει τα φάρμακά του. Θα πάει, και σου παραθέτω τα λόγια του αυτούσια, να "δει κάποιον" ξανά -με το οποίο υποθέτω ότι εννοεί κάποιον ψυχίατρο- και τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει που του έσωσα τη ζωή. Σου έχει τύχει ποτέ να σου τηλεφωνεί κάποιος για να σου πει ευχαριστώ για κάτι τέτοιο;» «Όχι». Μόλο που πρόσφατα κάποιος μου είχε τηλεφωνήσει για να μου πει ευχαριστώ που είχα σώσει την όρασή του, οπότε ήξερα μέσες άκρες τι εννοούσε. «Είναι μια τρομερή εμπειρία. "Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήμουν νεκρός τώρα". Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του. Και δεν μπορούσα να του πω ότι εσύ ήσουν αυτός που έπρεπε να ευχαριστήσει, γιατί θα είχε ακουστεί τρελό». Ένιωσα σαν μια πολύ στενή ζώνη που έσφιγγε όλη αυτή την ώρα τη μέση μου ξαφνικά να είχε κοπεί. Μερικές φορές τα πράγματα εξελίσσονται με τον καλύτερο τρόπο. Μερικές φορές, πραγματικά συμβαίνει αυτό. «Χαίρομαι που το ακούω αυτό, Παμ». «Είπα στην Ίλσε για την έκθεσή σου». «Ναι, εγώ...» «Για την ακρίβεια, το είπα και στην Ίλι και στη Λιν, αλλά όταν μίλησα με την Ίλσε, έστρεψα τεχνηέντως τη συζήτηση στον Τομ κι αμέσως κατάλαβα ότι δεν ξέρει τίποτα για ό,τι συνέβη ανάμεσα σ' εμένα και σ' αυτόν. Έκανα λάθος και σ' αυτό. Και έδειξα μια πολύ άσχημη πλευρά του εαυτού μου ενώ έκανα αυτό το λάθος». Συνειδητοποίησα με τρόμο ότι έκλαιγε. «Παμ, άκουσε». «Έχω δείξει αρκετές άσχημες πλευρές του εαυτού μου, σε αρκετούς ανθρώπους, από τότε που με άφησες». Δε σε άφησα εγώ! παραλίγο να φωνάξω. Είχα τις λέξεις στην άκρη της γλώσσας μου. Με τόσο θυμό, που σταγόνες ιδρώτα ξεφύτρωσαν στο μέτωπο μου. Δε σε άφησα εγώ, εσύ ζήτησες διαζύγιο, σκροδότρα πρόφα! Αυτό που είπα ήταν «Παμ, αρκετά». «Όμως ήταν τόσο δύσκολο να το πιστέψω, ακόμα και όταν μου τηλεφώνησες και μου είπες εκείνα τα άλλα. Ξέρεις, για την καινούρια μου τηλεόραση. Και για τον Πάφι». Πήγα να ρωτήσω ποιος ήταν ο Πάφι, ύστερα θυμήθηκα τη γάτα. «Ωστόσο βελτιώνομαι. Ξανάρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία. Το πιστεύεις αυτό; Και σε μια ψυχολόγο. Τη βλέπω μια φορά την
εβδομάδα». Σταμάτησε, ύστερα συνέχισε με ορμή. «Είναι καλή. Λέει ότι δεν μπορούμε να κλείσουμε την πόρτα στο παρελθόν, μπορούμε μόνο να επανορθώσουμε για τα σφάλματα που έχουμε κάνει σ' αυτό και να προχωρήσουμε. Το κατάλαβα αυτό, αλλά δεν ήξερα πώς μπορούσα ν' αρχίσω να επανορθώνω για τα σφάλματα που έχω κάνει απέναντι σου, Έντι». «Παμ, δε μου οφείλεις καμιά...» «Η ψυχολόγος μου λέει ότι το ζήτημα δεν είναι τι νομίζεις εσύ, αλλά τι νομίζω εγώ». «Μάλιστα». Αυτό θύμιζε την παλιά Παμ, οπότε ίσως είχε βρει τη σωστή ψυχολόγο. «Και τότε ο φίλος σου, ο Γουάιρμαν, μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι χρειαζόσουν βοήθεια... και μου έστειλε εκείνες τις ζωγραφιές. Ανυπομονώ να τις δω από κοντά. Δηλαδή, ήξερα ότι είχες κάποιο ταλέντο, γιατί ζωγράφιζες εκείνα τα βιβλιαράκια για τη Λιν τη χρονιά που ήταν άρρωστη...» «Αλήθεια;» Θυμήθηκα τη χρονιά που η Μελίντα ήταν άρρωστη· πάθαινε τη μια λοίμωξη μετά την άλλη και το πρόβλημα κορυφώθηκε σε μια ισχυρή κρίση διάρροιας, πιθανώς οφειλόμενη στα πάρα πολλά αντιβιοτικά, που μας είχε αναγκάσει να τη βάλουμε στο νοσοκομείο για μια βδομάδα. Είχε χάσει τεσσεράμισι κιλά εκείνη την άνοιξη. Αν δεν ήταν οι καλοκαιρινές διακοπές -και η δική της πολύ υψηλή ευφυΐα-, θα είχε χρειαστεί να επαναλάβει τη δεύτερη τάξη. Όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ ότι της είχα ζωγραφίσει βιβλιαράκια. «Τον Φρέντι το Ψάρι; Την Κάρλα την Καβουρίνα; Τον Ντόναλντ το Δειλό Ελαφάκι;» Ο Ντόναλντ το Δειλό Ελαφάκι χτύπησε ένα πολύ μικρό καμπανάκι, κάπου πολύ βαθιά μέσα μου, αλλά... «Όχι», είπα. «Ο Έιντζελ πίστευε ότι έπρεπε να προσπαθήσεις να τα εκδώσεις, δε θυμάσαι; Αλλά αυτά... Θεέ μου. Ήξερες ότι μπορούσες να φτιάξεις κάτι τέτοιο;» «Όχι. Αρχισα να πιστεύω ότι μπορεί να είχα μέσα μου λίγο ταλέντο την εποχή που έμενα στο σπίτι της λίμνης Φάλεν, αλλά το πράγμα έχει φτάσει πολύ πιο μακριά απ' ό,τι θα τολμούσα ποτέ να φανταστώ». Αναλογίστηκα το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά και τον δίχως στόμα και μύτη Κάντι Μπράουν και σκέφτηκα ότι και λίγα έλεγα.
«Έντι, θα με αφήσεις να ετοιμάσω και τις υπόλοιπες προσκλήσεις όπως έφτιαξα το δείγμα; Μπορώ να τις προσαρμόσω ανάλογα με τον παραλήπτη, να τις κάνω όμορφες». «Πα...» Παραλίγο Πάντα πάλι. «Παμ, δεν μπορώ να σου ζητήσω να κάνεις κάτι τέτοιο». «Θέλω να το κάνω». «Αλήθεια; Τότε εντάξει». «Θα τις γράψω και θα τις στείλω με e-mail στον κύριο Γουάιρμαν. Μπορείς να τις ελέγξεις πριν τις εκτυπώσει. Είναι πραγματικός θησαυρός ο κύριος Γουάιρμάν σου». «Ναι», είπα. «Είναι. Εσείς οι δυο τα καταφέρατε να συνωμοτήσετε εναντίον μου μια χαρά». «Το καταφέραμε, έτσι δεν είναι;» Ακουγόταν ευχαριστημένη. «Σου χρειαζόταν. Μόνο που πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι για μένα». «Τι;» «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στα κορίτσια, γιατί κοντεύουν να τρελαθούν. Ιδιαίτερα η Ίλσε. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι. Και, Παμ...» «Τι είναι, γλύκα;» Είμαι σίγουρος ότι το είπε χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς να υποψιαστεί πόσο θα με πονούσε. Α, λοιπόν, πιθανώς έτσι να είχε νιώσει κι εκείνη όταν είχε ακούσει το χαϊδευτικό που χρησιμοποιούσα εγώ γι' αυτήν να φτάνει στο αυτί της από τη Φλόριντα, παγώνοντας ολοένα περισσότερο με κάθε χιλιόμετρο που ταξίδευε προς το Βορρά. «Ευχαριστώ», είπα. «Δε χρειάζεται να μ' ευχαριστείς». Ήταν μόλις έντεκα παρά τέταρτο όταν είπαμε αντίο και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ο χρόνος εκείνον το χειμώνα ποτέ δεν κυλούσε πιο γοργά από τα βράδια που περνούσα στο Μικρό Ροζ -όπως στεκόμουν μπροστά στο καβαλέτο μου, είχα συχνά αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατό τα χρώματα της Δύσης να χάνονται τόσο γρήγορα- και ποτέ δεν κύλησε πιο αργά από εκείνο το πρωί, όταν έκανα τα τηλεφωνήματα που ανέβαλλα τόσον καιρό. Τα έκανα το ένα μετά το άλλο, σφίγγοντας τα δόντια, σαν να κατάπινα ένα φάρμακο. Κοίταξα το ασύρματο τηλέφωνο που ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά μου. «Καταραμένο διαβολόπραμα», είπα κι άρχισα να σχηματίζω άλλον έναν αριθμό.
«Γκαλερί Σκότο, μιλάτε με την Άλις». Μια εύθυμη φωνή που είχα καταλήξει να μάθω πολύ καλά τις τελευταίες δέκα μέρες. «Γεια σου, Άλις, εδώ Έντγκαρ Φρίμαντλ». «Ναι, Έντγκαρ;» Η ευθυμία έδωσε τη θέση της στην επιφυλακτικότητα. Υπήρχε και τις προηγούμενες φορές αυτός ο μαγκωμένος τόνος; Και μήπως εγώ τον είχα απλώς αγνοήσει; Είπα, «Αν έχεις μερικά λεπτά καιρό, αναρωτιέμαι μήπως μπορούμε να μιλήσουμε για τη σειρά με την οποία θα προβάλουμε τις διαφάνειες στη διάλεξη». «Ναι, Έντγκαρ, φυσικά και μπορούμε». Η ανακούφιση ήταν ολοφάνερη. Με έκανε να νιώσω ήρωας. Βέβαια, μ' έκανε να νιώσω και κάθαρμα. «Έχεις πρόχειρο ένα μπλοκ;» «Ασφαλώς!» «Ωραία. Βασικά, τις χρειαζόμαστε κατά χρονολογική σειρά...» «Όμως εγώ δεν ξέρω τη χρονολογική σειρά, προσπάθησα να σ' το εξηγήσω αυτό τις...» «Ξέρω, και θα σ' την πω ευθύς αμέσως, όμως άκουσε, Άλις: η πρώτη διαφάνεια δε θα μπει με χρονολογική σειρά. Η πρώτη πρέπει να είναι το Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια. Το σημείωσες αυτό;» «Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια. Το σημείωσα». Για δεύτερη μόλις φορά αφότου με είχε γνωρίσει, η Άλις ακουγόταν πραγματικά ευτυχής που μιλούσαμε. «Τώρα, τα σχέδια με το μολύβι», είπα. Μιλήσαμε έτσι για την επόμενη μισή ώρα. vi «Oui, alio?» Για μια στιγμή δεν είπα τίποτα. Τα γαλλικά με ξάφνιασαν λίγο. Το γεγονός ότι η φωνή ανήκε σ' ένα νεαρό άντρα με ξάφνιασε ακόμα περισσότερο.
«Alio, alio?» Ανυπόμονα τώρα. «Qui est a I'appareil?*» «Χμμ, μάλλον πήρα λάθος αριθμό», είπα, νιώθοντας όχι απλώς ηλίθιος, αλλά ένας Αμερικανός ηλίθιος που ποτέ του δε νοιάστηκε να μάθει μια ξένη γλώσσα. «Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τη Μελίντα Φρίμαντλ». «D'accord, έχετε καλέσει το σωστό αριθμό». Ύστερα, λίγο μακριά από το ακουστικό· «Μελίντα! C'est ton papa,je crois, cherie**». To ακουστικό κατέβηκε μ' έναν αμβλύ ήχο. Για μια στιγμή σχηματίστηκε στο μυαλό μου η εικόνα -πολύ καθαρή, διόλου πολιτικά ορθή, γεννημένη κατά πάσα πιθανότητα από την αναφορά της Παμ στα βιβλιαράκια με τα κόμικς που είχα σχεδιάσει για ένα μικρό άρρωστο κοριτσάκι- ενός μεγάλου ασβού με μπερέ κι ανθρώπινη φωνή, του μεσιέ Πεπέ Λε Πιου, να περιφέρεται κορδωτός στην pension της κόρης μου (αν αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαν για τις γκαρσονιέρες στο Παρίσι) με κυματιστές γραμμές μπόχας να αναδύονται από τη ράχη του με τη λευκή ράβδωση. Ύστερα η Μελίντα έπιασε το ακουστικό κι ακουγόταν ασυνήθιστα αλαφιασμένη. «Μπαμπά; Μπαμπάκα; Είναι όλα καλά;» «Όλα είναι μια χαρά», είπα. «Ο συγκάτοικος σου ήταν αυτός;» Το είχα πει γι' αστείο, αλλά η ασυνήθιστη σιωπή της μου έδωσε να καταλάβω πως άθελά μου είχα πέσει διάνα. «Δεν έχει σημασία, Λίνι. Ήθελα απλά...» «...να με πειράξεις, σωστά». Ήταν αδύνατο να πω αν ήταν ευχαριστημένη ή φουρκισμένη. Η σύνδεση ήταν καλή, αλλά όχι τόσο καλή. «Για να είμαι ειλικρινής, είναι». Που μεθερμηνευόμενο ήθελε να πει: Έχεις κανένα πρόβλημα μ' αυτό; Φυσικά και δεν είχα κανένα πρόβλημα μ' αυτό. «Λοιπόν, χαίρομαι που έχεις κάνει ένα φίλο. Φοράει μπερέ;» Προς μεγάλη μου ανακούφιση, γέλασε. Με τη Λιν, ήταν αδύνατο να ξέρεις τι αποτέλεσμα θα έφερνε ένα αστείο, γιατί η αίσθηση του χιούμορ της ήταν εξίσου απρόβλεπτη όσο και ο καιρός ένα απριλιάτικο απόγευμα. Φώναξε: «Ρικ! Monραρα...» Κάτι που δεν το έπιασα και ύστερα: «...si tu portes un beret!»*** Ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο αντρικό γέλιο. Αχ, Έντγκαρ, σκέ* Ποιος είναι στο τηλέφωνο; (Σ.τ.Μ.) **Νομίζω ότι είναι ο μπαμπάς σου, αγάπη μου. (Σ.τ.Μ.) ***Ρικ, ο μπαμπάς μου... αν φοράς μπερέ! (Σ.τ.Μ.)
φτηκα. Ακόμα κι από την άλλη άκρη του ωκεανού τους κάνεις να κυλιούνται στο πάτωμα από τα γέλια, τρελομπαμπά. «Μπαμπά, είσαι καλά\» «Μια χαρά. Πώς πάει ο στρεπτόκοκκος σου;» «Όλο και καλύτερα, ευχαριστώ». «Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο με τη μητέρα σου. Θα πάρεις και μια επίσημη πρόσκληση γι' αυτή την έκθεση που κάνω, αλλά λέει ότι θα έρθεις και έχω ενθουσιαστεί». «Εσύ έχεις ενθουσιαστεί; Η μαμά μού έστειλε μερικές φωτογραφίες από τις ζωγραφιές σου και δε βλέπω την ώρα να τις δω από κοντά. Πού έμαθες να τα κάνεις αυτά;» Αυτή φαινόταν να είναι η ερώτηση της ημέρας. «Εδώ κάτω». «Είναι καταπληκτικές. Είναι και οι άλλες το ίδιο καλές;» «Θα πρέπει να έρθεις και να κρίνεις μόνη σου». «Μπορεί να έρθει και ο Ρικ;» «Έχει διαβατήριο;» «Ναι...» «Θα υποσχεθεί ότι δε θα γελάσει με τα καμώματα του γέρου σου;» «Σέβεται πολύ τους μεγαλυτέρους του». «Τότε, με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν ακόμα ελεύθερες θέσεις στις πτήσεις και ότι δε σε πειράζει να κοιμηθείτε δύο σε ένα δωμάτιο -υποθέτω ότι αυτό δε θα είναι πρόβλημα-, φυσικά και μπορεί να έρθει». Τσίριξε τόσο δυνατά που μου πόνεσε το αυτί, αλλά δεν απομάκρυνα το ακουστικό. Πήγαινε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχα πει ή κάνει κάτι για να καταφέρω τη Λίνι Φρίμαντλ να τσιρίξει έτσι. «Ευχαριστώ, μπαμπά -αυτό είναι υπέροχο!» «Θα χαρώ πολύ να γνωρίσω τον Ρικ. Ίσως να του κλέψω τον μπερέ. Στο κάτω κάτω, τώρα πια είμαι ένας καλλιτέχνης». «Θα του πω ότι το είπες αυτό». Η φωνή της άλλαξε. «Έχεις μιλήσει με την Ίλσε;» «Όχι, γιατί;» «Όταν μιλήσεις, μην της πεις ότι θα έρθει και ο Ρικ, εντάξει; Άσε να το κάνω εγώ αυτό». «Δε σκόπευα να κάνω κάτι τέτοιο». «Γιατί αυτή και ο Κάρσον... είπε ότι σου μίλησε γι' αυτόν...» «Πράγματι».
«Λοιπόν, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη σχέση τους. Η Ίλι λέει ότι "το ξανασκέφτεται". Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της. Ο Ρικ δεν εκπλήσσεται. Λέει ότι ποτέ δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κάποιον που προσεύχεται δημόσια. Το μόνο που ξέρω εγώ είναι ότι ακούγεται πολύ πιο ώριμη απ' ό,τι ακουγόταν παλιότερα η μικρότερη αδερφή μου». Το ίδιο ισχύει και για σένα, Λιν, σκέφτηκα. Για μια στιγμή νόμισα πως την έβλεπα πάλι μπροστά μου όπως ήταν στα εφτά της χρόνια, όταν ήταν τόσο άρρωστη που η Παμ κι εγώ φοβόμασταν ότι μπορεί να μας πέθαινε, μόλο που δεν το είχαμε πει ποτέ δυνατά. Τότε η Μελίντα ήταν μόνο δυο μεγάλα σκούρα μάτια, δυο χλομά μάγουλα και ίσια καστανά μαλλιά. Μια φορά θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως έμοιαζε με κρανίο πάνω σ' ένα ραβδί και σιχάθηκα τον εαυτό μου γι' αυτή τη σκέψη. Κι ακόμα περισσότερο σιχάθηκα τον εαυτό μου γιατί ήξερα, στα μύχια της καρδιάς μου, ότι αν μια από τις δυο μου κόρες έπρεπε να αρρωστήσει τόσο άσχημα, εγώ χαιρόμουν που ήταν αυτή. Πάντα προσπαθούσα να πιστέψω ότι τις αγαπούσα και τις δυο με την ίδια βαρύτητα και ένταση, αλλ' αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ίσως να ισχύει για κάποιους γονείς -νομίζω ότι ίσχυε για την Παμ-, αλλά ποτέ δεν ίσχυσε για μένα. Και το ήξερε άραγε η Μελίντα; Ασφαλώς και το ήξερε. «Προσέχεις τον εαυτό σου;» τη ρώτησα. «Ναι, μπαμπά». Σχεδόν μπορούσα να τη δω να στριφογυρίζει τα μάτια. «Συνέχισε να το κάνεις. Και να φτάσεις εδώ ασφαλής». «Μπαμπά;» Μια παύση. «Σ' αγαπώ». Χαμογέλασα. «Και πόσα μπουκέτα θα μου στείλεις;» «Ένα εκατομμύριο κι ακόμα ένα για να το βάλεις κάτω από το μαξιλάρι σου», είπε, σαν να έκανε το χατίρι ενός μικρού παιδιού. Αλλά δεν πείραζε. Κάθισα λίγο ακόμα κοιτάζοντας το νερό και τρίβοντας αφηρημένα τα μάτια μου, κι ύστερα έκανα αυτό που ήλπιζα ότι θα ήταν το τελευταίο τηλεφώνημα της μέρας.
Είχε πια μεσημεριάσει, και δεν περίμενα πραγματικά να τη βρω εκεί- νόμιζα ότι θα ήταν έξω για φαγητό με φίλους. Μόνο που, όπως και η Παμ, απάντησε σχεδόν αμέσως. Το εμπρός της ήταν αλλόκοτα συγκρατημένο, και ξαφνικά είχα ένα πολύ καθαρό προαίσθημα: νόμιζε ότι ήμουν ο Κάρσον Τζόουνς, που της τηλεφωνούσε είτε για να την παρακαλέσει για μια δεύτερη ευκαιρία είτε για να της εξηγήσει. Να της εξηγήσει άλλη μια φορά. Ήταν μια υποψία που ποτέ δεν επαλήθευσα, αλλά δε χρειαζόταν να το κάνω. Μερικά πράγματα απλά ξέρεις ότι είναι αλήθεια. «Γεια σου, If-So-Girl, τι χαμπάρια;» Η φωνή της ζωήρεψε αμέσως. «Μπαμπά!» «Πώς είσαι, γλυκιά μου;» «Είμαι καλά, μπαμπά, αλλά όχι τόσο καλά όσο εσύ - σ ' το είπα ότι ήταν καλές; Ομολόγησε, σ' το είπα ή όχι;» «Μου το είπες», είπα, χαμογελώντας άθελά μου. Μπορεί να είχε ακουστεί πιο ώριμη στη Λιν, αλλά στα δικά μου αυτιά, ύστερα από εκείνο το πρώτο διστακτικό εμπρός, ακουγόταν η ίδια παλιά Ίλι που ξεχείλιζε τόσο εύκολα από ενθουσιασμό. «Η μαμά είπε ότι είχες μπλοκάρει, αλλά ότι θα συνεργαζόταν μ' αυτόν το φίλο που έχεις κάνει εκεί κάτω και θα σε ανάγκαζε να πάρεις πάλι μπρος. Πόσο μου άρεσε αυτό! Μου θύμισε τη μαμά που ήξερα τον παλιό καιρό!» Σταμάτησε να πάρει ανάσα κι όταν ξαναμίλησε η φωνή της δεν ήταν τόσο ανάλαφρη. «Μάλλον... όχι τελείως, αλλά κάτι ήταν κι αυτό». «Ξέρω τι εννοείς, κουφετάκι». «Μπαμπά, είσαι αξιοθαύμαστος. Αυτό κι αν είναι επάνοδος». «Πόσο θα μου κοστίσουν όλες αυτές οι γλύκες;» «Εκατομμύρια», είπε και γέλασε. «Εξακολουθείς να σκοπεύεις να πας να βρεις τα Κολιμπρί στην περιοδεία τους;» Προσπάθησα ν' ακουστεί σαν να ρωτούσα από απλό ενδιαφέρον. Όχι επειδή ανησυχούσα για την ερωτική ζωή της σχεδόν εικοσάχρονης κόρης μου. «Όχι», είπε. «Νομίζω ότι αυτό έληξε». Μόνο τέσσερις λέξεις, και σύντομες μάλιστα, αλλά μέσα σ' αυτές τις τέσσερις λέξεις άκουσα τη διαφορετική, μεγαλύτερη Ίλι, εκείνη που στο όχι και τό-
σο απώτερο μέλλον θα ένιωθε ίσως άνετα φορώντας ένα κλασικό κοστούμι και γόβες, που θα είχε ίσως τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω στον αυχένα κατά τη διάρκεια της μέρας και πιθανώς θα κουβαλούσε ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα στις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων αντί για το σακίδιο από το Γκαπ στην πλάτη. Όχι πια ένα If-So-Girl. Σ'αυτή την εικόνα δε θα υπήρχε πια ούτε if ούτε girl. Κανένα αν και κανένα κορίτσι. «Όλο ή μόνο το...» «Αυτό μένει να το δούμε». «Δε θέλω να γίνομαι αδιάκριτος, γλύκα. Φταίει απλά που οι Περίεργοι Μπαμπάδες...» «...θέλουν να ξέρουν, ασφαλώς και θέλουν, αλλά δεν μπορώ να σε διαφωτίσω αυτή τη φορά. Το μόνο που ξέρω προς το παρόν είναι ότι εξακολουθώ να τον αγαπάω - ή τουλάχιστον έτσι νομίζωκαι ότι μου λείπει, αλλά πρέπει να κάνει μια επιλογή». Στο σημείο αυτό, η Παμ θα είχε ρωτήσει Ανάμεσα σ' εσένα και στο κορίτσι με το οποίο τραγουδάει; Εκείνο που ρώτησα εγώ ήταν, «Τρως καλά;» Ξέσπασε σ' ένα κελαρυστό, εύθυμο γέλιο. «Απάντησε σ' αυτό που σε ρώτησα, Ίλι». «Σαν γουρούνι, σε βεβαιώ!» «Τότε γιατί δεν είσαι έξω για φαγητό αυτή την ώρα;» «Επειδή μια παρέα από εμάς έχουμε κανονίσει να κάνουμε πικνίκ στο πάρκο. Που θα συνοδεύεται από μελέτη των σημειώσεών μας για το μάθημα της Ανθρωπολογίας και από φρίσμπι. Εγώ θα πάω το τυρί και τις μπαγκέτες. Και έχω αργήσει». «Εντάξει. Αρκεί μόνο να τρως και να μην κάθεσαι να μιζεριάζεις κλεισμένη στο καβούκι σου». «Τρώω καλά, μιζεριάζω μέτρια». Η φωνή της άλλαξε πάλι, έγινε η φωνή της ενήλικης. Αυτές οι απότομες εναλλαγές με αποσυντόνιζαν. «Μερικές φορές μένω ξαπλωμένη ξύπνια στο κρεβάτι μου και τότε σκέφτομαι εσένα. Εσύ μένεις ξύπνιος στο κρεβάτι σου;» «Μερικές φορές. Όχι και τόσο συχνά τώρα πια». «Μπαμπά, θεωρείς πως το ότι παντρεύτηκες τη μαμά ήταν ένα λάθος που έκανες; Ίσως ένα λάθος που έκανε αυτή; Ή ήταν απλώς μια ατυχής απόφαση;» «Δεν ήταν ατυχής απόφαση ούτε λάθος. Είκοσι τέσσερα ευτυ-
χισμένα χρόνια, δυο καταπληκτικές κόρες κι ακόμα μιλάμε. Δεν ήταν λάθος, Ίλι». «Δε θα το άλλαζες;» Συνέχεια μου έκαναν αυτή την ερώτηση. «Όχι». «Αν μπορούσες να επιστρέψεις στο παρελθόν... θα το άλλαζες;» Δίστασα, αλλά όχι για πολύ. Μερικές φορές δεν υπάρχει χρόνος για ν' αποφασίσεις ποια είναι η καλύτερη απάντηση. Μερικές φορές μπορείς να δώσεις μόνο την αληθινή απάντηση. «Όχι, γλυκιά μου». «Εντάξει. Πάντως μου λείπεις, μπαμπά». «Κι εμένα μου λείπεις». «Μερικές φορές μου λείπουν και οι παλιές μέρες. Όταν τα πράγματα ήταν λιγότερο περίπλοκα». Σταμάτησε. Θα μπορούσα να είχα πει κάτι -το ήθελα- αλλά παρέμεινα σιωπηλός. Μερικές φορές η σιωπή είναι το καλύτερο. «Μπαμπά, νομίζεις ότι οι άνθρωποι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία;» Σκέφτηκα τη δική μου δεύτερη ευκαιρία. Πώς είχα επιζήσει από ένα ατύχημα που θα έπρεπε να με είχε σκοτώσει. Κι απ' ό,τι φαινόταν, έκανα περισσότερα από το να συνεχίζω απλώς να υπάρχω. Ένιωσα να με κατακλύζει ένα κύμα ευγνωμοσύνης. «Πάντα». «Ευχαριστώ, μπαμπά. Δε βλέπω την ώρα να σε ξαναδώ». «Θα τα ξαναπούμε. Θα πάρεις μια επίσημη πρόσκληση σύντομα». «Εντάξει. Πραγματικά πρέπει να φύγω. Σ' αγαπώ». «Κι εγώ σ' αγαπώ». Κάθισα μια στιγμή με το ακουστικό στο αυτί μου αφού έκλεισε το τηλέφωνο, ακούγοντας το τίποτα. «Ρούφα τη ζωή κι άσε τη ζωή να σε ρουφήξει», είπα. Ύστερα άρχισε ν' ακούγεται ο ήχος της ελεύθερης τηλεφωνικής γραμμής και αποφάσισα ότι, τελικά, έπρεπε να κάνω άλλο ένα τηλεφώνημα. viii Αυτή τη φορά, όταν η Άλις Όκόιν απάντησε το τηλέφωνο, ακουγόταν πολύ πιο ζωηρή και πολύ λιγότερο επιφυλακτική. Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. «Αλις, δεν έχουμε συζητήσει ποτέ τον τίτλο της έκθεσης», είπα.
«Κατά κάποιον τρόπο υπέθετα ότι σκόπευες να την ονομάσεις "Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια"», είπε. «Είναι ένας καλός τίτλος. Πολύ γλαφυρός». «Πράγματι», είπα, κοιτάζοντας έξω, στο δωμάτιο Φλόριντα και στον Κόλπο που απλωνόταν πέρα απ' αυτό. Το νερό ήταν ένα λαμπερό γαλανόλευκο πιάτο· χρειάστηκε να μισοκλείσω τα μάτια για να μη με τυφλώσει η αντηλιά. «Αλλά δεν είναι ακριβώς σωστός». «Να υποθέσω ότι έχεις σκεφτεί κάτι άλλο που σου αρέσει καλύτερα;» «Ναι, έτσι νομίζω. Θέλω να την ονομάσω "Η Θέα από το Ντούμα". Πώς σου φαίνεται;» Η απάντησή της ήταν άμεση. «Νομίζω ότι τραγουδάει». Το ίδιο μου φαινόταν κι εμένα. ix Το μπλουζάκι μου με τη στάμπα ΔΩΣ' ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥΣ ΝΗΣΟΥΣ ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα παρά τον επαρκή κλιματισμό του Μεγάλου Ροζ κι ένιωθα περισσότερη εξουθένωση απ' όση θα μου προκαλούσε εκείνη την εποχή ένας γοργός περίπατος μετ' επιστροφής στο Παλάσιο. Το αυτί μου έκαιγε και το ένιωθα πρησμένο από το τηλέφωνο. Ανησυχούσα για την Ίλσε -όπως υποθέτω ότι ανησυχούν πάντα οι γονείς για τα προβλήματα των παιδιών τους, από τη στιγμή που αυτά μεγαλώνουν αρκετά για να τα φωνάζουν στο σπίτι όταν σκοτεινιάζει κι αρχίζουν να ερημώνουν οι δρόμοι-, αλλά ένιωθα και ικανοποιημένος από την προσπάθεια που είχα κάνει, όπως συνήθιζα να νιώθω ύστερα από μια καλή μέρα σκληρής δουλειάς σε κάποιο εργοτάξιο. Δεν πεινούσα ιδιαίτερα, αλλά είχα αναγκάσει τον εαυτό μου να καταπιεί μερικές κουταλιές τονοσαλάτας πάνω σε ένα φύλλο μαρουλιού συνοδεύοντάς τες μ' ένα ποτήρι γάλα. Πλήρες γάλα -κακό για την καρδιά, καλό για τα κόκαλα. Υποθέτω ότι ούτε κερδίζεις ούτε χάνεις τίποτα λοιπόν, θα έλεγε η Παμ. Άνοιξα την τηλεόραση της κουζίνας και έμαθα ότι η γυναίκα του Κάντι Μπράουν είχε κάνει αγωγή κατά του Δήμου της Σαρασότα, κατηγορώντας τον για αμέλεια η οποία οδήγησε στο θάνατο του συζύγου της. Καλή τύχη σ' αυτό, γλύκα, σκέφτηκα. Ο τοπικός μετεωρολόγος είπε ότι η εποχή
των τυφώνων μπορεί φέτος να ερχόταν νωρίτερα από κάθε άλλη χρονιά. Και οι Ντέβιλ Ρέις είχαν φάει μεγάλη ήττα από τους Ρεντ Σοξ σε ένα φιλικό αγώνα -καλώς ήρθατε στην πραγματικότητα του μπέιζμπολ, αγόρια. Σκέφτηκα να φάω επιδόρπιο (είχα πουτίγκα Τζελ-Ο, μερικές φορές γνωστή και ως Η Ύστατη Λύση του Εργένη), ύστερα έβαλα απλά το πιάτο μου στο νεροχύτη και πήγα κουτσαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα να πάρω έναν υπνάκο. Σκέφτηκα να βάλω το ξυπνητήρι, ύστερα δεν μπήκα στον κόπο· μάλλον απλώς θα λαγοκοιμόμουν λίγο. Ακόμα κι αν κοιμόμουν κανονικά, το φως θα με ξυπνούσε σε μία περίπου ώρα, όταν ο ήλιος θα γύριζε από τη δυτική πλευρά του σπιτιού και θα χτυπούσε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Έτσι νομίζοντας, ξάπλωσα και κοιμήθηκα μέχρι τις έξι εκείνο το βράδυ. χ Δεν ετίθετο ζήτημα να φάω βραδινό· δεν το σκέφτηκα καν. Από κάτω μου τα κοχύλια ψιθύριζαν ζωγράφισε, ζωγράφισε. Ανέβηκα στο Μικρό Ροζ σαν άνθρωπος μέσα σ' όνειρο, φορώντας μόνο το μποξεράκι μου. Άνοιξα το ραδιόφωνο στον Δε Μπόουν, ακούμπησα το Κορίτσι και Πλοίο No 7 στον τοίχο και τοποθέτησα έναν καινούριο καμβά -μεγάλο, αλλά όχι τόσο όσο εκείνον που είχα χρησιμοποιήσει για το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά- στο καβαλέτο μου. Το μπράτσο μου που δεν ήταν εκεί με φαγούριζε, αλλ' αυτό δε μ' ενοχλούσε πια όπως πρώτα· η αλήθεια είναι ότι είχα καταλήξει σχεδόν να το περιμένω με χαρά. Το ραδιόφωνο έπαιζε Σαρκ Πάπι: «Dig». Εξαιρετικό τραγούδι. Εξαιρετικοί στίχοι. Η ζωή δεν είναι μόνο έρωτας και απόλαυση. Θυμάμαι καθαρά πώς όλη η πλάση έμοιαζε να με περιμένει να ξεκινήσω -τόση δύναμη ένιωθα να με διαπερνάει καθώς οι κιθάρες ούρλιαζαν και τα κοχύλια μουρμούριζαν. Ήρθα εδώ να σκάψω για ένα θησαυρό. Θησαυρό, ναι. Λάφυρα. Ζωγράφισα ώσπου ο ήλιος χάθηκε και το φεγγάρι έριξε τη δική του πικρή φλούδα λευκού φωτός πάνω στο νερό και αφού χάθηκε κι αυτή.
Και την επόμενη νύχτα. Και την επόμενη. Και την επόμενη. Κορίτσι και Πλοίο No 8. Αν θες να παίξεις πρέπει να πληρώσεις. Έβγαινα από το μπουκάλι. xi Το θέαμα του Ντάριο με κοστούμι και γραβάτα, με τα πυκνά μαλλιά του τιθασευμένα και χτενισμένα ίσια πίσω από το μέτωπο του, με τρόμαξε ακόμα περισσότερο από το μουρμουρητό του ακροατηρίου που γέμιζε την Αίθουσα Εκδηλώσεων Γκέλντμπαρτ, όπου τα φώτα είχαν μόλις χαμηλώσει στη μισή τους ένταση... εκτός, δηλαδή, από τον προβολέα που φώτιζε το αναλόγιο στο κέντρο της σκηνής. Το γεγονός ότι κι ο ίδιος ο Ντάριο είχε τρακ -πηγαίνοντας προς το αναλόγιο λίγο έλειψε να του πέσουν οι καρτέλες με τις σημειώσεις του- με τρόμαξε ακόμα πιο πολύ. «Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Ντάριο Νανούτσι», είπε. «Είμαι ένας από τους εφόρους και ιδιοκτήτες της γκαλερί Σκότο στην Παλμ Άβενιου. Το σημαντικότερο, όμως, νομίζω πως είναι ότι συμμετέχω στην καλλιτεχνική κοινότητα της Σαρασότα εδώ και τριάντα χρόνια, κι ελπίζω ότι θα με συγχωρήσετε αν παινέψω λίγο το σπίτι μου και πω ότι δεν υπάρχει πιο εκλεκτή καλλιτεχνική κοινότητα στην Αμερική». Αυτό προκάλεσε ένα ενθουσιώδες χειροκρότημα. Όπως στεκόμουν στα παρασκήνια και υπέμενα εκείνο το μαρτύριο που μόνο οι φοβισμένοι κεντρικοί ομιλητές βιώνουν καθώς αυτός που τους προλογίζει συνεχίζει την αργή και περισταλτική φλυαρία του, ούτε που το πρόσεξα. Ο Ντάριο έβαλε την πρώτη καρτέλα του κάτω από τις άλλες, κινδυνεύοντας γι' άλλη μια φορά να ρίξει όλο το πάκο, ανέκτησε την ψυχραιμία του και ξανακοίταξε το ακροατήριο του. «Καλά καλά δεν ξέρω από πού ν' αρχίσω, αλλά ευτυχώς δε χρειάζεται να πω πολλά, γιατί το πραγματικό ταλέντο μοιάζει να λάμπει από το πουθενά και δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις». Και αφού είπε αυτά, άρχισε να με παρουσιάζει για τα επόμενα
δέκα λεπτά, ενώ εγώ στεκόμουν στα παρασκήνια σφίγγοντας τη μια ψωροσελίδα με τις σημειώσεις μου στο μοναδικό χέρι που μου απέμενε. Τα ονόματα διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν άρματα σε παρέλαση καρναβαλιού. Κάποια, όπως του Έντουαρντ Χόπερ και του Σαλβαντόρ Νταλί, μου ήταν γνωστά. Άλλα, όπως του ϊβ Τανγκί και της Κέι Σέιτζ, όχι. Κάθε άγνωστο όνομα μ' έκανε να νιώθω και λίγο περισσότερο αγύρτης. Ο φόβος που ένιωθα δεν ήταν πια εγκεφαλικός- είχε αδράξει βαθιά τα σπλάχνα μου με τη βρομερή του αρπάγη. Ένιωθα ότι ήθελα να κλάσω, αλλά φοβόμουν ότι αν το έκανα μπορεί να λέρωνα το παντελόνι μου. Και το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Κάθε λέξή που είχα προετοιμάσει είχε χαθεί από το μυαλό μου εκτός από την πρώτη φράση, που τώρα έμοιαζε φρικτά προσφυής: Ονομάζομαι Έντγκαρ Φρίμαντλ και δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκα εδώ. Είχε σκοπό να προκαλέσει ένα συγκρατημένο γέλιο. Δε θα το κατάφερνε, ήμουν πλέον σίγουρος γι' αυτό, αλλά τουλάχιστον ήταν αλήθεια. Ενώ ο Ντάριο συνέχιζε το βιολί του - ο Χουάν Μιρό αυτό, το Σουρεαλιστικό Μανιφέστο του Μπρετόν εκείνο-, ένας τρομοκρατημένος πρώην εργολάβος οικοδομών στεκόταν με την οικτρή σελίδα των σημειώσεών του σφιγμένη στην παγωμένη του γροθιά. Η γλώσσα μου ήταν ένας ψόφιος γυμνοσάλιαγκας που μπορεί να έκρωζε αλλά δε θα κατάφερνε να βγάλει ούτε δυο λέξεις με συνοχή, όχι μπροστά σε διακόσιους ειδήμονες της τέχνης, πολλοί από τους οποίους είχαν ανώτερα πτυχία σ' αυτά τα θέματα, κάποιοι από τους οποίους ήταν μέχρι και καθηγητές πανεπιστημίων. Το χειρότερο απ' όλα ήταν το μυαλό μου. Ήταν μια στεγνή κοιλότητα, που περίμενε να γεμίσει με αστόχαστη, τυφλή οργή: οι λέξεις μπορεί να μην έρχονταν, αλλά η οργή ήταν πάντα πρόχειρη. «Αρκετά!» φώναξε χαρούμενα ο Ντάριο, στέλνοντας ένα καινούριο κύμα τρόμου στην αλαφιασμένη μου καρδιά και προκαλώντας μια κράμπα στην ταλαίπωρη κοιλιά μου -τρόμος επάνω, μετά βίας συγκρατούμενη χεσούρα κάτω. Εξαιρετικός συνδυασμός. «Πάνε δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία φορά που η Σκότο πρόσθεσε έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη στο φορτωμένο ανοιξιάτικο πρόγραμμά της, και ποτέ μια ανάλογη περίπτωση δεν έχει προκαλέσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Νομίζω ότι οι διαφάνειες που θα δείτε και η ομιλία που θα ακούσετε σε λίγο θα εξηγήσουν και το ενδιαφέρον μας και τον ενθουσιασμό μας».
Έκανε μια δραματική παύση. Ένιωσα μια φαρμακερή δροσιά ιδρώτα να ξεφυτρώνει στο μέτωπο μου και τη σκούπισα. Το χέρι που σήκωσα έμοιαζε να ζυγίζει είκοσι κιλά. «Κυρίες και κύριοι. Ο κύριος Έντγκαρ Φρίμαντλ, μέχρι πρότινος κάτοικος του Σεντ Πολ της Μινεάπολης και σήμερα πολύτιμο απόκτημα του Ντούμα Κη». Χειροκρότησαν. Ακούστηκε σαν καταιγισμός πυρών του πυροβολικού. Διέταξα τον εαυτό μου να το βάλει στα πόδια. Διέταξα τον εαυτό μου να λιποθυμήσει. Δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Σαν άνθρωπος μέσα σ' όνειρο -αλλά όχι καλό όνειρο- βγήκα στη σκηνή. Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν σε αργή ταχύτητα. Είδα ότι όλα τα καθίσματα ήταν κατειλημμένα αλλά κανένα κάθισμα δεν ήταν κατειλημμένο γιατί είχαν σηκωθεί όρθιοι και με χειροκροτούσαν. Ψηλά από πάνω μου, στη θολωτή οροφή, πετούσαν άγγελοι, αιθέρια αδιάφοροι για τις εγκόσμιες υποθέσεις, και πόσο θα 'θελα να ήμουν ένας από αυτούς... Ο Ντάριο στάθηκε δίπλα στο αναλόγιο, με το χέρι προτεταμένο. Ήταν το λάθος χέρι* μέσα στην ταραχή του είχε απλώσει το δεξί κι έτσι αναγκάστηκα να του το σφίξω άγαρμπα, στρίβοντας το μοναδικό δικό μου. Οι σημειώσεις μου στην αρχή τσαλακώθηκαν ανάμεσα στις παλάμες μας και ύστερα σχίστηκαν. Κοίτα τι έκανες, ηλίθιε, σκέφτηκα και για μια τρομερή στιγμή φοβήθηκα ότι το είχα πει αρκετά δυνατά ώστε να το πιάσει το μικρόφωνο και να το μεταδώσει σ' ολόκληρη την αίθουσα. Ο Ντάριο έφυγε και με άφησε εκεί, στη μοναχική μου κούρνια. Μπόρεσα να αντιληφθώ το δυνατό φως του προβολέα. Είδα το μικρόφωνο πάνω στο ευέλικτο μεταλλικό κοντάρι του και σκέφτηκα ότι έμοιαζε με κόμπρα που ανασηκώνεται μέσα από το καλάθι ενός γητευτή φιδιών. Πρόσεξα τα λαμπερά στίγματα που σχημάτιζε το φως καθώς αντανακλώνταν πάνω σ' εκείνο το μέταλλο και στο χείλος του ποτηριού με το νερό και στο λαιμό του μπουκαλιού με το Εβιάν πλάι στο ποτήρι με το νερό. Κατάλαβα ότι το χειροκρότημα είχε αρχίσει να σβήνει· μερικοί από τους ακροατές ξανακάθονταν στις θέσεις τους. Σύντομα μια γεμάτη προσμονή σιγή θ' αντικαθιστούσε το χειροκρότημα. Θα περίμεναν να αρχίσω. Μόνο που εγώ δεν είχα τίποτα να πω. Ακόμα και η εναρκτήρια φράση μου είχε σβηστεί από το μυαλό μου. Θα περίμεναν και η σιωπή θα παρατεινόταν. Κάποιοι θα ξερόβηχαν κι ύστερα θ' άρχιζαν τα μουρμουρητά. Απλά ένα τσούρμο περίεργων κρετίνων, που είχαν έρθει να κά-
νουν χάζι. Κι αν τα κατάφερνα να ξεστομίσω κάτι, θα ήταν ένας οργισμένος χείμαρρος λέξεων που θ' ακουγόταν σαν το ξέσπασμα ενός ανθρώπου που υποφέρει από το σύνδρομο Τουρέτ. Θα ζητούσα απλώς να προβάλουν την πρώτη διαφάνεια. Ίσως μπορούσα να καταφέρω τουλάχιστον αυτό κι ίσως από κει και πέρα οι εικόνες να με οδηγούσαν. Έπρεπε να ελπίσω ότι θα το έκαναν. Όταν όμως κοίταξα τη σελίδα με τις σημειώσεις μου, είδα ότι δεν είχε σχιστεί απλώς κατά μήκος ακριβώς στη μέση αλλά και ο ιδρώτας μου είχε μουντζουρώσει τις λέξεις τόσο πολύ, που δεν μπορούσα πια να βγάλω τι είχα γράψει. Είτε αυτό, είτε το στρες είχε προκαλέσει κάποιο βραχυκύκλωμα ανάμεσα στα μάτια και στον εγκέφαλο μου. Και ποια ήταν η πρώτη διαφάνεια, για να έχουμε καλό ρώτημα; Το σχέδιο με το γραμματοκιβώτιο; Το Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα\ Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι καμιά απ' αυτές τις δυο δεν ήταν η σωστή. Τώρα όλοι κάθονταν. Το χειροκρότημα είχε σταματήσει. Είχε έρθει η ώρα ο Αμερικανός Πριμιτίφ να ανοίξει το στόμα του και να ουρλιάξει. Στην τρίτη σειρά στο διάδρομο, καθόταν εκείνη η κακοραμμένη στύλα η Μαίρη Άιρ, με κάτι που έμοιαζε σαν κλομπ χημειώσεων ανοιχτό πάνω στα γόνατά της. Έψαξα τον Γουάιρμαν. Εκείνος με είχε μπλέξει σ' αυτή την ιστορία, αλλά δεν του κρατούσα ηλικία. Ήθελα μόνο να του ζητήσω συγνώμη με το βλέμμα μου γι' αυτό που θα ακολουθούσε. Θα είμαι στην πρώτη σειράς είχε πει. Ακριβώς στη μέση. Και ήταν. Στα αριστερά του κάθονταν ο Τζακ, η οικονόμος μου η Χουανίτα, ο Τζίμι Γιοσίντα και η Αλις Οκόιν. Και στα δεξιά του, στο διάδρομο... Ο άντρας στο διάδρομο ήταν σίγουρα παραίσθηση; Πετάρισα τα βλέφαρα, αλλά ήταν ακόμα εκεί. Ένα τεράστιο πρόσωπο, μελαψό και γαλήνιο. Μια μορφή στριμωγμένη τόσο ασφυκτικά στο βελούδινο κάθισμα της αίθουσας εκδηλώσεων, που έλεγες ότι θα χρειαζόταν λοστός για να τον ξεσφηνώσεις από εκεί: ο Ζάντερ Κέιμεν, που με κοιτούσε μέσα από τα τεράστια γυαλιά του με τον κοκάλινο σκελετό, μοιάζοντας περισσότερο από ποτέ μ' έναν ελάσσονα θεό. Η παχυσαρκία είχε ακυρώσει το κενό ανάμεσα στο στομάχι και στα γόνατά του, αλλά πάνω στον όγκο της κοιλιάς του ισορροπούσε ένα κουτί δεμένο με φανταχτερή κορδέλα, γύρω στο ένα μέτρο μακρύ. Είδε την έκπληξή μου -το σοκ μου- κι έκανε μια
χειρονομία: όχι ένα απλό κούνημα του χεριού, αλλά έναν παράξενο, λυτρωτικό χαιρετισμό, ακουμπώντας τα ακροδάχτυλά του πρώτα στο ογκώδες μέτωπο του, ύστερα στα χείλη του και στη συνέχεια σηκώνοντας το χέρι του προς το μέρος μου με τα δάχτυλα ανοιχτά. Μπόρεσα να δω την ωχρότητα της παλάμης του. Σήκωσε το βλέμμα και μου χαμογέλασε, θαρρείς και η παρουσία του εδώ στην πρώτη σειρά της Αίθουσας Εκδηλώσεων Γκέλντμπαρτ πλάι στο φίλο μου τον Γουάιρμαν ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τα μεγάλα χείλη του σχημάτισαν τέσσερις λέξεις, τη μια μετά την άλλη: Μπορείς να το κάνεις. Κι ίσως και να μπορούσα. Αν κατόρθωνα να πάψω να σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Αν σκεφτόμουν πλαγίως. Σκέφτηκα τον Γουάιρμαν -το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά, για την ακρίβεια- και ξαναθυμήθηκα την εναρκτήρια φράση μου. Κούνησα το κεφάλι στον Κέιμεν. Μου έγνεψε κι αυτός. Ύστερα κοίταξα το ακροατήριο και είδα ότι ήταν απλώς άνθρωποι. Όλοι οι άγγελοι ήταν ψηλά πάνω απ' τα κεφάλια μας και τώρα πετούσαν μέσα στο σκοτάδι. Όσο για τους δαίμονες, οι περισσότεροι πιθανώς υπήρχαν μόνο στο μυαλό μου. «Γεια σας...» άρχισα να λέω κι αμέσως τινάχτηκα πίσω τρομαγμένος από τον τρόπο που αντήχησε η φωνή μου μέσα από το μικρόφωνο. Το ακροατήριο γέλασε, αλλά ο ήχος αυτός δε με θύμωσε, όπως θα είχε συμβεί ένα λεπτό πριν. Ήταν απλά ένα γέλιο, και μάλιστα καλοπροαίρετο. Μπορώ να το κάνω. «Γεια σας», είπα πάλι. «Ονομάζομαι Έντγκαρ Φρίμαντλ και πιθανώς δε θα είμαι πολύ καλός σ' αυτό. Στην άλλη μου ζωή ασχολιόμουν με οικοδομικές επιχειρήσεις. Ήξερα ότι ήμουν καλός σ' αυτό τον τομέα, γιατί έπαιρνα πολλές δουλειές. Στην τωρινή μου ζωή ζωγραφίζω. Αλλά κανείς δεν έχει μέχρι στιγμής αποφανθεί για τη ρητορική μου δεινότητα». Αυτή τη φορά το γέλιο ήταν λίγο πιο αβίαστο και λίγο πιο γενικευμένο. «Σκόπευα να αρχίσω λέγοντας ότι δεν έχω ιδέα πώς κατέληξα εδώ, αλλά η αλήθεια είναι πως έχω. Κι αυτό είναι καλό, γιατί είναι το μόνο που έχω να σας πω. Βλέπετε, δε σκαμπάζω γρυ από ιστορία της τέχνης, θεωρία της τέχνης ή ακόμα και από το πώς πρέπει
να κρίνει κανείς ένα έργο τέχνης. Μερικοί από σας πιθανώς γνωρίζετε τη Μαίρη Άιρ». Αυτό προκάλεσε ένα χαχανητό, σαν να είχα πει Μερικοί από σας ίσως έχετε ακουστά τον Άντι Γουόρχολ. Η κυρία στην οποία είχα αναφερθεί κοίταξε γύρω της μ' ένα μικρό κόρδωμα, με πλάτη ίσια σαν να είχε καταπιεί στέκα. «Όταν πρωτοπήγα μερικούς από τους καμβάδες μου στην γκαλερί Σκότο, η κυρία Άιρ τους είδε και με χαρακτήρισε "Αμερικανό πριμιτίφ". Αυτό μου κακοφάνηκε λίγο, γιατί αλλάζω εσώρουχα κάθε πρωί και βουρτσίζω τα δόντια μου πριν πέσω για ύπνο κάθε βράδυ...» Άλλο ένα ξέσπασμα γέλιου. Τα πόδια μου ήταν πάλι απλώς πόδια, όχι τσιμέντο, και τώρα που ένιωθα ικανός να το σκάσω, δεν το ήθελα πια ούτε το χρειαζόμουν. Ίσως να μην τους άρεσαν καθόλου οι ζωγραφιές μου, αλλ' αυτό δεν πείραζε γιατί εμένα μου άρεσαν. Άσ' τους να γελάσουν, να σφυρίξουν αποδοκιμαστικά, να βγάλουν πνιχτές κραυγές απέχθειας (ή και να χασμουρηθούν), αν αυτό ήθελαν να κάνουν όταν θα τέλειωναν όλ' αυτά, θα μπορούσα να γυρίσω πίσω και να ζωγραφίσω κι άλλο. Κι αν τους άρεσαν; Το ίδιο μου έκανε. «Όμως, αν εννοούσε ότι είμαι κάποιος που κάνει κάτι το οποίο δεν καταλαβαίνει, το οποίο δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια γιατί κανένας ποτέ δεν του δίδαξε τους σωστούς όρους, έχει δίκιο». Ο Κέιμεν έγνεφε καταφατικά και έδειχνε ευχαριστημένος. Και το ίδιο, μάρτυς μου ο Θεός, έδειχνε και η Μαίρη Άιρ. «Έτσι το μόνο που απομένει είναι η ιστορία τού πώς έφτασα μέχρις εδώ - η γέφυρα που διάβηκα για να περάσω από την άλλη μου ζωή σ' αυτή που ζω σήμερα». Ο Κέιμεν χτύπησε αθόρυβα παλαμάκια με τα ψωμωμένα χέρια του. Αυτό μ' έκανε να νιώσω καλά. Και μόνο το ότι τον είχα εκεί μ' έκανε να νιώθω καλά. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα είχε συμβεί αν δεν είχε έρθει, αλλά νομίζω ότι θα ήταν αυτό που ο Γουάιρμαν ονομάζει mucho feo -πολύ άσχημο. «Όμως πρέπει να την πω απλά και σύντομα, γιατί ο φίλος μου ο Γουάιρμαν λέει πως, όταν πρόκειται για το παρελθόν, όλοι μας παίζουμε με στημένη τράπουλα, και πιστεύω ότι έχει δίκιο. Αν προσπαθήσεις να πεις πάρα πολλά, θα βρεθείς... χμμμ... δεν ξέρω... να αφηγείσαι το παρελθόν που θα ήθελες να είχες ζήσει;»
Κοίταξα κάτω και είδα ότι ο Γουάιρμαν κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. «Ναι, έτσι νομίζω, το παρελθόν που θα ήθελες να είχες ζήσει. Οπότε, για να μη μακρηγορώ, τα πράγματα συνέβησαν κάπως έτσι: Είχα ένα ατύχημα σε ένα εργοτάξιο. Άσχημο ατύχημα. Υπήρχε αυτός ο γερανός, βλέπετε, κι έκανε λιώμα το φορτηγάκι μέσα στο οποίο βρισκόμουν, κι έκανε λιώμα κι εμένα. Έχασα το δεξί μου χέρι σχεδόν από τον ώμο και λίγο έλειψε να χάσω και τη ζωή μου. Ήμουν παντρεμένος, αλλά ο γάμος μου διαλύθηκε. Κόντευε να μου •σαλέψει. Αυτό είναι κάτι που το βλέπω πιο καθαρά τώρα· τότε ήξερα απλώς ότι ένιωθα πολύ, πολύ άσχημα. Ένας άλλος φίλος μου, ένας άνθρωπος ονόματι Ζάντερ Κέιμεν, με ρώτησε μια μέρα αν υπήρχε κάτι που να μ' έκανε ευτυχισμένο. Αυτό ήταν κάτι...» Σταμάτησα. Ο Κέιμεν με κοιτούσε έντονα από την πρώτη σειρά, με το στενόμακρο κουτί να ισορροπεί πάνω στην πελώρια κοιλιά του. Τον θυμήθηκα εκείνη τη μέρα στη λίμνη Φάλεν -θυμήθηκα το φθαρμένο χαρτοφύλακα, το ψυχρό φθινοπωριάτικο ηλιόφως που μια χανόταν, μια φαινόταν μέσα από τα σύννεφα, γράφοντας διαγώνιες ραβδώσεις πάνω στο πάτωμα του καθιστικού. Θυμήθηκα που σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω κι αναλογιζόμουν τους μυριάδες δρόμους που οδηγούσαν στο σκοτάδι: αυτοκινητόδρομους ταχείας κυκλοφορίας και δευτερεύουσες οδούς και χορταριασμένα, ξεχασμένα δρομάκια. Η σιωπή παρατεινόταν, αλλά δεν τη φοβόμουν πια. Και το ακροατήριο μου έμοιαζε να μην το πειράζει. Ήταν φυσικό το μυαλό μου να ξεστρατίζει. Ήμουν ένας καλλιτέχνης. «Η ιδέα της ευτυχίας -τουλάχιστον της προσωπικής μου ευτυχίας- ήταν κάτι που δε με είχε απασχολήσει για πολύ καιρό», είπα. «Σκεφτόμουν πώς να συντηρήσω την οικογένειά μου και, αφότου ξεκίνησα τη δική μου εταιρεία, σκεφτόμουν πώς να μην απογοητεύσω τους ανθρώπους που εργάζονταν για μένα. Ήθελα επίσης να γίνω επιτυχημένος και προσπάθησα σκληρά γι' αυτό, κυρίως επειδή πάρα πολλοί περίμεναν να αποτύχω. Τότε συνέβη το ατύχημα. Όλα άλλαξαν. Ανακάλυψα ότι δεν είχα...» Έψαξα για τη λέξη που ήθελα στύβοντας το μυαλό μου και με τα δυο μου χέρια, μόλο που εκείνοι έβλεπαν μόνο ένα. Και, ίσως, ένα σπασμωδικό τίναγμα του παλιού κολοβώματος μέσα στο μαζεμένο με την παραμάνα μανίκι του.
«Δεν είχα στηρίγματα για να πιαστώ. Όσο για το αν υπήρχε κάτι που να μ' έκανε ευτυχισμένο...» Σήκωσα τους ώμους. «Είπα στο φίλο μου τον Κέιμεν ότι κάποτε ζωγράφιζα, αλλά ότι είχα παρατήσει τη ζωγραφική πριν από πολύ καιρό. Πρότεινε να την ξαναρχίσω κι όταν ρώτησα γιατί, είπε επειδή χρειαζόμουν φράγματα ενάντια στο σκοτάδι. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε τότε, γιατί ήμουν χαμένος και μπερδεμένος και πονούσα. Το καταλαβαίνω καλύτερα τώρα. Συνηθίζουμε να λέμε ότι το σκοτάδι πέφτει, αλλά εδώ κάτω υψώνεται. Υψώνεται από τον Κόλπο, μόλις σβήσει το ηλιοβασίλεμα. Όταν το είδα να συμβαίνει αυτό με κατέπληξε». Με είχε καταπλήξει επίσης η δική μου απροσχεδίαστη ευγλωττία. Το δεξί μου χέρι δε μ' ενόχλησε καθόλου σ' όλη τη διάλεξη. Το δεξί μου χέρι ήταν απλά το κολόβωμα ενός ακρωτηριασμένου μέλους, μέσα σ' ένα μαζεμένο με μια παραμάνα μανίκι. «Μπορούμε να κλείσουμε τελείως τα φώτα; Περιλαμβανομένου και του δικού μου, παρακαλώ;» Η Άλις χειριζόταν μόνη της την κονσόλα του φωτισμού και δεν έχασε χρόνο. Το φως του προβολέα πάνω απ' το κεφάλι μου χαμήλωσε ώσπου έγινε ένας ψίθυρος. Η αίθουσα τυλίχτηκε στο σκοτάδι. Είπα, «Εκείνο που ανακάλυψα, διαβαίνοντας τη γέφυρα ανάμεσα στις δυο μου ζωές, είναι ότι μερικές φορές η ομορφιά ευδοκιμεί εκεί όπου κανένας δεν το περιμένει. Όμως αυτή η ιδέα δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, σωστά; Στην πραγματικότητα είναι απελπιστικά κοινότοπη... όπως κι ένα ηλιοβασίλεμα στη Φλόριντα, θα μπορούσε να πει κανείς. Ωστόσο, τυχαίνει να είναι αλήθεια, και η αλήθεια πρέπει να λέγεται... εφόσον μπορείς να την πεις με έναν καινούριο τρόπο. Προσπάθησα να το δείξω αυτό με μια ζωγραφιά. Άλις, θα μπορούσαμε να έχουμε την πρώτη διαφάνεια, παρακαλώ;» Εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη που ήταν στημένη στα δεξιά μου, με δυόμισι μέτρα πλάτος και δύο μέτρα ύψος: τρία γιγαντιαία ολόδροσα τριαντάφυλλα που φύτρωναν μέσα από ένα στρώμα σκουρορόδινων κοχυλιών. Ήταν σκούρα γιατί βρίσκονταν κάτω από το σπίτι, στον ίσκιο του σπιτιού. Το ακροατήριο κράτησε την ανάσα του, βγάζοντας έναν ήχο σαν σύντομη αλλά δυνατή πνοή ανέμου. Τον άκουσα και κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνο ο Γουάιρμαν και οι άνθρωποι στη Σκότο που καταλάβαιναν. Που έβλεπαν. Είχαν αποσβολωθεί, σαν άνθρωποι που τους χτυπάει κάτι απρόσμενα, από το τυφλό τους σημείο.
Ύστερα άρχισαν να χειροκροτούν. Το χειροκρότημα συνεχίστηκε σχεδόν για ένα ολόκληρο λεπτό. Εγώ στεκόμουν εκεί, σφίγγοντας την αριστερή πλευρά του αναλογίου, ακούγοντας, ζαλισμένος. Η υπόλοιπη παρουσίαση κράτησε περίπου είκοσι πέντε λεπτά, αλλά πολύ λίγα θυμάμαι από εκείνο το διάστημα. Ήμουν σαν ένας άνθρωπος που παρουσίαζε μια σειρά διαφανειών μέσα σ' ένα όνειρο. Ολοένα περίμενα να ξυπνήσω στο κρεβάτι μου στο νοσοκομείο, φλεγόμενος από πυρετό και με σουβλιές πόνου να μου τρυπάνε το κορμί, ουρλιάζοντας για λίγη μορφίνη. xii Αυτή η αίσθηση του ονείρου συνεχίστηκε και στη δεξίωση που δόθηκε μετά τη διάλεξη, στην γκαλερί Σκότο. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω το πρώτο μου ποτήρι σαμπάνια (μεγαλύτερο από μια δαχτυλήθρα, αλλά όχι και πολύ), όταν κάποιος μου έβαλε ένα δεύτερο στο χέρι. Άνθρωποι που δε γνώριζα έπιναν στην υγειά μου. Ακούγονταν ενθουσιασμένα «Εύγε! Εύγε!» και κάποιος φώναξε «Μαέστρο!» Κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας τους καινούριους φίλους μου και δεν τους είδα πουθενά. Όχι ότι είχα και πολύ χρόνο για να ψάξω. Τα συγχαρητήρια έμοιαζαν να μην έχουν τελειωμό, τόσο για την ομιλία όσο και για τις διαφάνειες. Τουλάχιστον δε χρειαζόταν ν' αντιμετωπίσω εκτεταμένες κριτικές της τεχνικής μου, γιατί οι πραγματικοί πίνακες (μαζί με μερικά σχέδια φτιαγμένα με χρωματιστά μολύβια) ήταν κλειδωμένοι σε δυο από τα ευρύχωρα πίσω δωμάτια, εκεί όπου δεν μπορούσε να τους δει κανείς. Και το μυστικό για να μη σε τσαλαπατήσουν στη δεξίωση που γίνεται προς τιμήν σου αν είσαι ένας μονόχειρας καλλιτέχνης, όπως σύντομα ανακάλυψα, ήταν να κρατάς διαρκώς μια γαρίδα τυλιγμένη σε μπέικον στο μοναδικό χέρι που σου απέμενε. Η Μαίρη Άιρ πλησίασε και ρώτησε αν ίσχυε ακόμα το ραντεβού μας για τη συνέντευξη. «Φυσικά», είπα. «Αν και δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να σου πω. Νομίζω ότι τα είπα όλα απόψε». «Ω, θα σκεφτούμε μερικά πράγματα», είπε και θα 'παιρνα όρκο ότι μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι πίσω απ' τα βγαλμένα λες α-
πό τη δεκαετία του '50 στυλ πεταλούδα γυαλιά της, καθώς έδινε το κολονάτο ποτήρι της σε έναν από τους αεικίνητους σερβιτόρους. «Μεθαύριο, λοιπόν. A bientot, monsieur*». «Σίγουρα», είπα, καταπνίγοντας μια επιθυμία να προσθέσω ότι, αν σκόπευε να μου μιλήσει στα γαλλικά, θα έπρεπε να περιμένει ώσπου να φορέσω τον μπερέ μου σαν τον Μανέ. Απομακρύνθηκε ανάλαφρα, φιλώντας τον Ντάριο στο ένα μάγουλο πριν γλιστρήσει έξω, στην ευωδιαστή μαρτιάτικη νυχτιά. Ο Τζακ πλησίασε, κρατώντας δυο ποτήρια με σαμπάνια. Η Χουανίτα, η οικονόμος μου, περιποιημένη και κομψή μέσα σ' ένα ροζ κοστουμάκι, ήταν μαζί του. Πήρε ένα σουβλάκι με γαρίδες, αλλά αρνήθηκε τη σαμπάνια. Ο Τζακ πρότεινε το ποτήρι σ' εμένα και περίμενε ώσπου να καταπιώ την τελευταία μπουκιά του ορντέβρ μου για να το πάρω. Ύστερα τσούγκρισε το ποτήρι του στο δικό μου. «Συγχαρητήρια, αφεντικό... τους έκανες κι έπαθαν κολούμπρα». «Ευχαριστώ, Τζακ. Να ένας κριτικός που πραγματικά καταλαβαίνω». Ήπια τη σαμπάνια (μια γουλιά υπήρχε όλη κι όλη στο κάθε ποτήρι) και στράφηκα στη Χουανίτα. «Είσαι πολύ όμορφη». «Gracias, μίστερ Έντγκαρ», είπε και κοίταξε γύρω. «Αυτές οι ζωγραφιές είναι όμορφες, αλλά οι δικές σας είναι πολύ καλύτερες». «Σ' ευχαριστώ». Ο Τζακ έδωσε στη Χουανίτα άλλη μια γαρίδα. «Θα μας συγχωρήσεις μισό λεπτάκι;» «Ασφαλώς». Ο Τζακ με τράβηξε δίπλα σε ένα εντυπωσιακό γλυπτό του Γκέρσταϊν. «Ο κύριος Κέιμεν ζήτησε από τον Γουάιρμαν να μείνουν, αν ήταν δυνατόν, λίγο ακόμα στη βιβλιοθήκη, αφού θα έφευγε ο κόσμος». «Αλήθεια;» Ένιωσα ένα γαργάλημα ανησυχίας. «Γιατί;» «Κοίταξε, ταξίδευε σχεδόν μια ολόκληρη μέρα για να φτάσει μέχρις εδώ και είπε ότι αυτός και τα αεροπλάνα δεν τα πηγαίνουν και πολύ καλά». Ο Τζακ χαμογέλασε πλατιά. «Είπε στον Γουάιρμαν ότι πέρασε όλη την ημέρα καθιστός και ότι ήθελε να ξεμουδιάσει λίγο με την ησυχία του». Έσκασα στα γέλια. Ωστόσο, ένιωθα επίσης συγκινημένος. Σί*Εις το επανιδείν, κύριε. (Σ.τ.Μ.)
γουρα δε θα ήταν εύκολο για έναν άντρα με το εκτόπισμα του Κέιμεν να ταξιδεύει με τα μέσα μαζικής μεταφοράς.... και τώρα που το καλοσκεφτόμουν, υπέθεσα ότι θα του ήταν αδύνατο να καθίσει σε μια από εκείνες τις στριμόχωρες τουαλέτες των αεροπλάνων. Να σταθεί όρθιος για να ουρήσει; Ίσως. Με δυσκολία. Αλλά όχι να καθίσει. Πολύ απλά, δε θα χωρούσε. «Τέλος πάντων, ο Γουάιρμαν σκέφτηκε ότι ο κύριος Κέιμεν άξιζε ειδικής μεταχείρισης. Είπε ότι θα καταλάβεις». «Καταλαβαίνω», είπα κι έγνεψα στη Χουανίτα να έρθει πάλι κοντά μας. Έδειχνε τόσο μόνη έτσι όπως στεκόταν χωρίς καμιά παρέα, ντυμένη πιθανώς με τα καλύτερα ρούχα της, μέσα στο πολύβουο λεφούσι των κουλτουριάρηδων. Την αγκάλιασα και μου χαμογέλασε. Και τη στιγμή ακριβώς που επιτέλους την έπειθα να δεχτεί ένα ποτήρι σαμπάνια (η λέξη pequeno που χρησιμοποίησα για να πω μικρό την έκανε να χασκογελάσει, έτσι υπέθεσα ότι δεν ήταν απολύτως σωστή), μπήκαν ο Γουάιρμαν και ο Κέιμεν - ο τελευταίος κρατώντας ακόμα το μακρόστενο» κουτί. Το πρόσωπο του Κέιμεν φωτίστηκε μόλις με είδε κι αυτό μου έκανε περισσότερο καλό απ' όλα τα χειροκροτήματα που είχα εισπράξει εκείνη τη βραδιά, ακόμα και αν λογάριαζες κι εκείνη τη φορά που με χειροκροτούσαν όρθιοι. Πήρα ένα ποτήρι με σαμπάνια από το δίσκο ενός διερχόμενου σερβιτόρου, άνοιξα δρόμο μέσα από το πλήθος και του το έδωσα. Ύστερα γλίστρησα το χέρι μου όσο μπορούσα καλύτερα γύρω από τον όγκο του κορμιού του και τον αγκάλιασα. Με αγκάλιασε κι αυτός, με αρκετή δύναμη ώστε να κάνει τα ακόμα ευαίσθητα πλευρά μου να τσιρίξουν πονεμένα. «Έντγκαρ, φαίνεσαι σε εκπληκτική φόρμα. Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι. Ο Θεός είναι καλός, φίλε μου. Ο Θεός είναι καλός». «Το ίδιο κι εσύ», είπα. «Πώς έτυχε να βρεθείς εσύ στη Σαρασότα; Ο Γουάιρμαν σου το πρόφτασε;» Στράφηκα στον compadre* μου από τη ριγέ ομπρέλα. «Εσύ τον ειδοποίησες, έτσι δεν είναι; Εσύ τηλεφώνησες και ρώτησες τον Κέιμεν αν θα ήταν ο Προσκεκλημένος-Έκπληξη στη διάλεξή μου». Ο Γουάιρμαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Εγώ τηλεφώνησα απλώς στην Παμ. Είχα πανικοβληθεί, muchacho, γιατί έβλεπα •Σύντροφο. (Σ.τ.Μ.)
ότι κόντευες να σαλτάρεις μ' αυτή την ιστορία. Εκείνη είπε ότι μετά το ατύχημα άκουγες το δόκτορα Κέιμεν όταν δε δεχόσουν ν' ακούσεις κανέναν άλλο. Έτσι του τηλεφώνησα. Δεν περίμενα ότι θα ερχόταν γιατί του το είπα την τελευταία στιγμή, αλλά... να που ήρθε». «Όχι μόνο ήρθα, αλλά σου έφερα και ένα δώρο από τις κόρες σου», είπε ο Κέιμεν και μου έδωσε το κουτί. «Μόλο που θα πρέπει να αρκεστείς σε ό,τι είχα πρόχειρο στο απόθεμά μου, γιατί δεν πρόλαβα να πάω για ψώνια. Φοβάμαι ότι μπορεί να απογοητευτείς». Ξαφνικά κατάλαβα τι ήταν το δώρο και το στόμα μου στέγνωσε. Παρ' όλα αυτά έσφιξα το κουτί κάτω από το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου, έλυσα την κορδέλα και έσκισα το χαρτί περιτυλίγματος. Ούτε που κατάλαβα τη Χουανίτα όταν πήρε το χαρτί. Μέσα υπήρχε ένα στενόμακρο χαρτονένιο κουτί που μου έμοιασε σαν φέρετρο παιδιού. Φυσικά. Πώς αλλιώς θα έμοιαζε; Τυπωμένες πάνω στο καπάκι, διάβασα τις λέξεις ΧΩΡΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ: ΔΟΜΙΝΙΚΑΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. «Πολύ πρώτο, γιατρέ», είπε ο Γουάιρμαν. «Δεν είχα χρόνο να βρω κάτι καλύτερο, φοβάμαι», αποκρίθηκε ο Κέιμεν. Οι φωνές τους έμοιαζαν να έρχονται από πολύ μακριά. Η Χουανίτα έβγαλε το καπάκι. Νομίζω ότι αυτό το πήρε ο Τζακ. Και ξαφνικά με κοιτούσε από μέσα η Ρίμπα, αυτή τη φορά ντυμένη μ' ένα κόκκινο φόρεμα αντί για το μπλε, αλλά με τα ίδια πουά· και με τα ίδια γυαλιστερά μαύρα παλιομοδίτικα πέδιλα με τις μπαρέτες, τα ίδια άψυχα κόκκινα μαλλιά και τα ίδια γαλανά μάτια που έλεγαν Ουουου, κακέ άντρα! Μ' άφησες κλεισμένη εδώ μέσα τόσον καιρό! Εξακολουθώντας να έρχεται από μεγάλη απόσταση, η φωνή του Κέιμεν έλεγε: «Η Ίλσε ήταν εκείνη που μου τηλεφώνησε και πρότεινε για δώρο μια κούκλα. Αφού το είχε συζητήσει στο τηλέφωνο με την αδερφή της, φυσικά». Φυσικά και ήταν η Ίλσε, σκέφτηκα. Το αδιάκοπο βουητό των συζητήσεων μέσα στην γκαλερί ηχούσε στ' αυτιά μου σαν το κουβέντιασμα των κοχυλιών κάτω από το Μεγάλο Ροζ. Το Ω Θεέ μου, πόσο όμορφο χαμόγελο ήταν ακόμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου, αλλά, αν κάποιος με είχε σκουντήσει στην πλάτη εκείνες τις στιγμές, μπορεί και να είχα βάλει τις φωνές. Η Ίλσε ήταν εκείνη που ήρθε στο Ντούμα Κη. Που βρέθηκε στο δρόμο που οδηγεί πέρα από το Παλάσιο.
Όσο οξυδερκής κι αν ήταν, νομίζω ότι ο Κέιμεν δεν υποψιάστηκε καν την ταραχή μου -αλλά φυσικά ταξίδευε όλη μέρα και δεν ήταν στα καλύτερά του. Ο Γουάιρμαν, ωστόσο, με κοιτούσε με το κεφάλι ελαφρά γερμένο στο ένα πλάι και με αυλακωμένο μέτωπο. Και νομίζω πως ο Γουάιρμαν με ήξερε πια πολύ καλύτερα απ' ό,τι με είχε μάθει ποτέ ο δόκτωρ Κέιμεν. «Ήξερε ότι είχες ήδη μία», έλεγε ο Κέιμεν. «Σκέφτηκε ότι αν τις έκανες ζευγάρι θα σου θύμιζαν τις κόρες σου και η Μελίντα συμφώνησε. Αλλά, δυστυχώς, οι μόνες που έχω είναι ο τύπος της Λούσι...» «Της Λούσι;» ρώτησε απορημένα ο Γουάιρμαν παίρνοντας την κούκλα. Τα παραγεμισμένα με κουρέλια ροζ πόδια της ταλαντεύτηκαν. Τα ανέκφραστα μάτια της κοιτούσαν το κενό. «Μοιάζουν με τη Λουσίλ Μπολ, δε βρίσκεις; Τις δίνω σε μερικούς ασθενείς μου και φυσικά εκείνοι τους δίνουν τα δικά τους ονόματα. Πώς ονόμασες εσύ τη δική σου, Έντγκαρ;» Για μια στιγμή η παλιά παγωνιά σκέπασε τον εγκέφαλο μου και σκέφτηκα Ρόντα Ρόμπιν Ρέιτσελ, κάθισε στη βαρέλα, κάθισε στην κοπέλα, κάθισε στην καταραμένη τη σαμπρέλα. Ύστερα σκέφτηκα, Ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ. «Ρίμπα», είπα. «Όπως την τραγουδίστρια της κάντρι». «Και την έχεις ακόμα;» ρώτησε ο Κέιμεν. «Η Ίλσε είπε ότι την είχες, όταν ήρθε να σε επισκεφθεί». «Ω, ναι», είπα και θυμήθηκα τον Γουάιρμαν να μιλάει για τη λοταρία, για το πώς μπορούσες να κλείσεις τα μάτια σου και ν' ακούσεις τους αριθμούς να βγαίνουν ένας ένας από την κληρωτίδα: Κλικ και κλικ και κλικ. Μου φάνηκε ότι μπορούσα ν' ακούσω αυτό τον ήχο τώρα. Τη νύχτα που τελείωσα το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά, είχα επισκέπτες στο Μεγάλο Ροζ, δυο μικρές πρόσφυγες που έψαχναν καταφύγιο από την καταιγίδα. Τις πνιγμένες αδερφές της Ελίζαμπεθ, την Τέσι και τη Λόρα Ίστλεϊκ. Τώρα μου ήταν γραφτό να έχω και πάλι δυο δίδυμες στο Μεγάλο Ροζ, και για ποιο λόγο; Επειδή κάτι το είχε θελήσει, γι' αυτό. Κάτι το είχε θελήσει και είχε βάλει αυτή την ιδέα στο κεφάλι της κόρης μου. Αυτό ήταν το επόμενο κλικ της κληρωτίδας, το επόμενο μπαλάκι του πινγκ πονγκ που έβγαινε από το καλάθι. «Έντγκαρ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Είσαι καλά, muchacho;» «Ναι», είπα και χαμογέλασα. Ο κόσμος καθάρισε πάλι μπροστά
στα μάτια μου, επέστρεψε γύρω μου μ' όλο του το φως και το χρώμα. Ανάγκασα τον εαυτό μου να πάρει την κούκλα από τη Χουανίτα, που την κοιτούσε με απορία. Δε μου ήταν εύκολο, αλλά τα κατάφερα. «Ευχαριστώ, δόκτορ Κέιμεν. Ζάντερ». Σήκωσε τους ώμους κι άνοιξε τα χέρια του. «Τις κόρες σου να ευχαριστήσεις, ιδιαίτερα την Ίλσε». «Δε θα παραλείψω. Ποιος είναι έτοιμος γι' άλλο ένα ποτήρι σαμπάνια;» Όλοι ήταν. Ξανάβαλα την καινούρια κούκλα μου στο κουτί της, υποσχόμενος στον εαυτό μου δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι καμιά από τις κόρες μου δε θα μάθαινε ποτέ πόσο πολύ με τρόμαξε αυτό το αναθεματισμένο ανδρείκελο μόλις το είδα. Το άλλο ήταν ότι ήξερα δυο αδερφές -δυο ζωντανές αδερφές- που ποτέ, μα ποτέ, δε θα πατούσαν το πόδι τους συγχρόνως στο Ντούμα Κη. Ή που δε θα το πατούσαν και καθόλου, αν περνούσε από το χέρι μου. Αυτή ήταν μια υπόσχεση που κράτησα.
12 - Μια Αλλη Φλόριντα
i «Εντάξει, Έντγκαρ, νομίζω ότι έχουμε σχεδόν τελειώσει». Ίσως να είδε κάτι στο πρόσωπο μου, γιατί η Μαίρη Άιρ γέλασε. «Ήταν τόσο φρικτό;» «Όχι», είπα και πραγματικά δεν ήταν, μόλο που οι ερωτήσεις της σχετικά με την τεχνική μου με είχαν φέρει σε αμηχανία. Τελικά, το μόνο που μπορούσα να πω ήταν ότι κοιτούσα τα πράγματα και ύστερα άρχιζα να βάζω χρώματα πάνω στον καμβά όπως νόμιζα. Αυτή ήταν η τεχνική μου. Και οι επιδράσεις μου; Τι είχα να πω γι' αυτές; Το φως. Πάντα το πιο σημαντικό ήταν το φως, τόσο στους πίνακες που μου άρεσε να βλέπω όσο και σε εκείνους που μου άρεσε να ζωγραφίζω. Αυτό που έκανε το φως στις επιφάνειες των πραγμάτων κι αυτό που έμοιαζε να υποδηλώνει σχετικά με ό,τι υπήρχε μέσα τους και ζητούσε έναν τρόπο να εκδηλωθεί. Όμως αυτό δεν ακουγόταν και πολύ βαθυστόχαστο* στα αυτιά μου ακουγόταν μάλλον βλακώδες. «Εντάξει», είπε, «τελευταία ερώτηση: πόσα έργα υπάρχουν ακόμα;» Καθόμασταν στο ρετιρέ της Μαίρη Άιρ στα Ντέιβις Άιλαντς, έναν αριστοκρατικό θύλακο της Τάμπα που στα μάτια μου φάνταζε σαν η παγκόσμια πρωτεύουσα της αρ ντεκό. Το καθιστικό ήταν ένας αχανής, σχεδόν άδειος χώρος, με έναν καναπέ στη μια άκρη και δυο πτυσσόμενες πολυθρόνες στην άλλη. Δεν υπήρχαν βιβλία, αλλά, από την άλλη, δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση. Στον ανατολικό τοίχο, εκεί όπου θα έπεφτε το πρώτο φως της ημέρας, υπήρχε ένας μεγάλος πίνακας του Ντέιβιντ Χόκνεϊ. Η Μαίρη κι εγώ καθόμασταν στις δυο άκρες του καναπέ. Είχε το μπλοκάκι της στην αγκα-
λιά της. Ένα τασάκι ήταν ακουμπισμένο πλάι της στο μπράτσο του καναπέ. Ανάμεσά μας υπήρχε ένα μεγάλο ασημί μαγνητόφωνο Βόλενσακ. Ήταν τουλάχιστον πενήντα χρόνων παλιό, αλλά οι μπομπίνες γυρνούσαν αθόρυβα. Γερμανική τεχνολογία, μωρό μου. Η Μαίρη δε φορούσε μεϊκάπ, αλλά είχε περάσει τα χείλη της με μια διαφανή ουσία που τα έκανε να λάμπουν. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σ' έναν ετοιμόρροπο πρόχειρο κότσο, που έμοιαζε συγχρόνως κομψός και ασουλούπωτος. Κάπνιζε τσιγάρα Ίνγκλις Όβαλς και σιγόπινε μάλλον σκέτο ουίσκι από ένα κρυστάλλινο σωληνωτό ποτήρι Γουότερφορντ (μου πρόσφερε κι εμένα ένα ποτό και φάνηκε να απογοητεύεται όταν προτίμησα ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό). Φορούσε ένα βαμβακερό παντελόνι, ραμμένο κατά παραγγελία. Το πρόσωπο της έδειχνε γερασμένο, ταλαιπωρημένο και σέξι. Οι καλύτερες μέρες του μπορεί να ήταν γύρω στην εποχή που βγήκε στους κινηματογράφους το Μπόνι και Κλάιντ, αλλά τα μάτια της εξακολουθούσαν να σου κόβουν την ανάσα, ακόμα και με τις ρυτίδες στις γωνίες, τις χαρακιές στα βλέφαρα και χωρίς μακιγιάζ να τα τονίζει. Έμοιαζαν με τα μάτια της Σοφίας Λόρεν. «Έδειξες είκοσι δύο διαφάνειες στη Σέλμπι. Οι εννιά ήταν σχέδια με μολύβι. Πολύ ενδιαφέροντα, αλλά μικρά. Και έντεκα πίνακες, γιατί ουσιαστικά υπήρχαν τρεις διαφάνειες του Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά, δύο που απομόνωναν συγκεκριμένες λεπτομέρειες και ένα γενικό πλάνο. Οπότε, πόσα ακόμα έργα υπάρχουν; Πόσα θα εκθέσεις στη Σκότο τον ερχόμενο μήνα;» «Κοίταξε», είπα, «δεν μπορώ να πω με σιγουριά, γιατί ζωγραφίζω συνεχώς, αλλά νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου... είκοσι ακόμα». «Είκοσι», είπε, απαλά και άτονα. «Είκοσι ακόμα». Κάτι στον τρόπο που με κοιτούσε μ' έκανε να νιώσω άβολα και ανασάλεψα. Ο καναπές έτριξε. «Νομίζω ότι τελικά μπορεί να φτάσουν τα είκοσι ένα». Φυσικά, υπήρχαν και μερικές ζωγραφιές που δεν τις λογάριαζα. Το Φίλοι με Προεκτάσεις, για παράδειγμα. Εκείνο που μερικές φορές σκεφτόμουν ως Ο Κάντι Μπράουν με Κομμένη την Ανάσα. Και το σχέδιο της μορφής με την κόκκινη ρόμπα. «Ώστε έτσι. Περισσότερα από τριάντα, συνολικά». Έκανα νοερά την πρόσθεση και ανασάλεψα άλλη μια φορά. «Έτσι νομίζω». «Και δε σου περνάει καν από το μυαλό πόσο καταπληκτικό εί-
ναι αυτό. Μπορώ να το δω από την έκφρασή σου ότι δεν το υποψιάζεσαι καν». Σηκώθηκε, άδειασε το τασάκι της σε ένα καλάθι αχρήστων πίσω από τον καναπέ, ύστερα στάθηκε και κοίταξε τον πίνακα του Χόκνεϊ με τα χέρια της στις τσέπες του ακριβού παντελονιού της. Ο πίνακας έδειχνε ένα κυβόσχημο σπίτι και μια γαλάζια πισίνα. Πλάι στην πισίνα στεκόταν μια μεστωμένη έφηβη με μαύρο ολόσωμο μαγιό. Είχε πληθωρικά στήθη και μακριά μαυρισμένα πόδια και σκούρα μαλλιά. Φορούσε σκούρα γυαλιά κι ένας μικροσκοπικός ήλιος άστραφτε στον κάθε φακό. «Είναι αληθινό αυτό;» ρώτησα. «Ναι, πράγματι», είπε χωρίς να γυρίσει. «Και το κορίτσι με το μαγιό είναι αληθινό. Η Μαίρη Άιρ γύρω στο 1962. Η Ωραία της Τάμπα». Γύρισε σ' εμένα, με πρόσωπο αγριεμένο. «Κλείσε το μαγνητόφωνο. Η συνέντευξη τελείωσε». Το έκλεισα. «Θέλω να με ακούσεις. Θα το κάνεις;» «Φυσικά». «Υπάρχουν καλλιτέχνες που παιδεύονται μήνες για να φτιάξουν ένα μόνο πίνακα ο οποίος δε φτάνει ούτε στο μισό την ποιότητα του δικού σου έργου. Βέβαια, πολλοί περνάνε τα πρωινά τους προσπαθώντας να συνέλθουν από τις κραιπάλες της προηγούμενης νύχτας. Όμως εσύ... παράγεις αυτά τα πράγματα σαν άνθρωπος που δουλεύει στην αλυσίδα συναρμολόγησης μιας φάμπρικας. Σαν εικονογράφος περιοδικού ή σαν... δεν ξέρω... σαν σκιτσογράφος που φτιάχνει κόμικς!» «Μεγάλωσα πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται σκληρά πάνω σ' αυτό που κάνει -νομίζω πως αυτό είναι όλο. Όταν είχα τη δική μου εταιρεία, δούλευα πολύ πιο εξαντλητικά ωράρια, γιατί το σκληρότερο αφεντικό που μπορεί να έχει ποτέ κανείς είναι ο ίδιος του ο εαυτός». Έγνεψε ότι συμφωνούσε. «Δεν ισχύει για όλους αυτό, αλλά όταν ισχύει, ισχύει πραγματικά. Το ξέρω». «Απλώς μετέφερα αυτή την... ξέρεις, αυτή την εργασιακή ηθική... σε αυτό που κάνω τώρα. Και είναι καλά. Διάολε, είναι καλύτερα κι από καλά. Ανοίγω το ραδιόφωνο... νιώθω σαν να μπαίνω μέσα σ' ένα όνειρο... και ζωγραφίζω». Είχα κοκκινίσει. «Δεν προσπαθώ να καταρρίψω το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας ή κάτι τέτοιο,..» «Το ξέρω», είπε. «Πες μου, μπλοκάρεις ποτέ;»
«Αν μπλοκάρω;» Ήξερα τι σήμαινε η λέξη στη γλώσσα του φούτμπολ· κατά τα άλλα, δε μου έλεγε τίποτα. «Τι εννοείς μ' αυτό;» «Δεν πειράζει. Στο Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά -το οποίο είναι συγκλονιστικό, παρεμπιπτόντως, ιδίως εκείνος ο εγκέφαλοςπώς έφτιαξες τα χαρακτηριστικά;» «Τράβηξα μερικές φωτογραφίες», είπα. «Είμαι σίγουρη γι' αυτό, χρυσέ μου, αλλά όταν ετοιμάστηκες να ζωγραφίσεις το πορτραίτο, πώς έφτιαξες τα χαρακτηριστικά;» «Εε... να, εγώ...» «Χρησιμοποίησες τον κανόνα του τρίτου ματιού;» «Τον κανόνα του τρίτου ματιού; Πρώτη φορά ακούω ότι υπάρχει τέτοιος κανόνας». Μου χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Για να πετύχουν τη σωστή απόσταση ανάμεσα στα μάτια ενός προσώπου, οι ζωγράφοι συχνά φαντάζονται ή και φτιάχνουν πρόχειρα ένα τρίτο μάτι ανάμεσα στα δύο που υπάρχουν πραγματικά. Και το στόμα; Το κεντράρισες χρησιμοποιώντας τα αυτιά;» «Όχι... δηλαδή, δεν ήξερα ότι έπρεπε να κάνεις κάτι τέτοιο». Τώρα ένιωθα σαν να είχε κοκκινίσει ολόκληρο το κορμί μου από την ντροπή. «Ηρέμησε», είπε. «Δεν υπαινίσσομαι ότι πρέπει ν' αρχίσεις να τηρείς μερικούς ανόητους κανόνες που διδάσκουν στις σχολές καλών τεχνών αφού κατάφερες να τους σπάσεις τόσο θεαματικά. Απλώς...» Κούνησε το κεφάλι της. «Τριάντα πίνακες από τον περασμένο Νοέμβριο; Ή μάλλον όχι, σε ακόμα λιγότερο χρόνο, γιατί δεν άρχισες να ζωγραφίζεις αμέσως». «Ασφαλώς όχι, έπρεπε πρώτα να αγοράσω μερικά υλικά ζωγραφικής», είπα και η Μαίρη γέλασε τόσο πολύ που την έπιασε μια κρίση βήχα την οποία αντιμετώπισε πίνοντας μια γουλιά ουίσκι. «Αν τριάντα πίνακες ζωγραφικής μέσα σε τρεις μήνες είναι αυτό που παθαίνεις όταν κοντεύεις να γίνεις λιώμα σε ένα ατύχημα», είπε μόλις μπόρεσε να ξαναμιλήσει, «ίσως πρέπει να βρω κι εγώ ένα γερανό». «Δε θα το ήθελες», είπα. «Πίστεψέ με». Σηκώθηκα, πήγα στο παράθυρο και κοίταξα κάτω στην Αντάλια Στρητ. «Ωραία γειτονιά». Ήρθε κοντά μου και κοιτάξαμε έξω μαζί. Το υπαίθριο καφέ ακριβώς απέναντι και εφτά ορόφους πιο χαμηλά θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί ως διά μαγείας από τη Νέα Ορλεάνη. Ή από το Πα-
ρίσι. Μια γυναίκα περπατούσε στο πεζοδρόμιο τρώγοντας κάτι που έμοιαζε με μπαγκέτα, με τον ποδόγυρο της κόκκινης φούστας της να κυματίζει. Κάπου κάποιος έπαιζε στην κιθάρα ένα δωδεκάμετρο μπλουζ, με την κάθε νότα να ηχεί καθαρή σαν καμπάνα. «Πες μου κάτι, Έντγκαρ -όταν κοιτάζεις εκεί έξω, αυτό που βλέπεις σε ενδιαφέρει ως καλλιτέχνη ή ως τον εργολάβο οικοδομών που ήσουν παλιά;» «Και τα δυο», είπα. Γέλασε. «Κατανοητό. Τα Ντέιβις Άιλαντς είναι ένας τεχνητός παράδεισος -γέννημα της φαντασίας ενός ανθρώπου ονόματι Ντέιβ Ντέιβις. Ήταν ένας Τζέι Γκάτσμπι, στο στυλ της Φλόριντα. Έχεις ακούσει γι' αυτόν;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Αυτό απλώς αποδεικνύει πόσο εφήμερο πράγμα είναι η φήμη. Κατά την αχαλίνωτη δεκαετία του '20, ο Ντέιβις ήταν ένας θεός εδώ, στη δυτική ακτή της Φλόριντα». Έδειξε με μια κίνηση του χεριού το λαβύρινθο των δρόμων από κάτω μας· τα βραχιόλια στο λιπόσαρκο καρπό της κουδούνισαν· κάπου όχι πολύ μακριά, το ρολόι μιας εκκλησίας χτύπησε δύο. «Εκβάθυνε τα βαλτοτόπια που υπήρχαν στην εκβολή του ποταμού Χίλσμπορο. Έπεισε τις δημοτικές αρχές της Τάμπα να μεταφέρουν το νοσοκομείο και το ραδιοφωνικό σταθμό εδώ, όταν το ραδιόφωνο ήταν πιο σημαντικό από την υγειονομική περίθαλψη. Έχτισε παράξενα και πανέμορφα συγκροτήματα διαμερισμάτων σε μια εποχή που κανείς δεν ήξερε τι θα πει συγκρότημα διαμερισμάτων. Ύψωσε ξενοδοχεία και πολυτελή νυχτερινά κλαμπ. Σκόρπισε χρήματα δεξιά κι αριστερά, παντρεύτηκε τη νικήτρια ενός διαγωνισμού καλλονής, τη χώρισε και την ξαναπαντρεύτηκε. Είχε εκατομμύρια όταν ένα εκατομμύριο δολάρια άξιζε δώδεκα σημερινά εκατομμύρια. Και ένας από τους καλύτερους φίλους του ζούσε λίγο πιο έξω από την ακτή, στο Ντούμα Κη. Ο Τζον Ίστλεϊκ. Σου λέει κάτι αυτό το όνομα;» «Φυσικά. Έχω γνωρίσει την κόρη του. Ο φίλος μου ο Γουάιρμαν τη φροντίζει». Η Μαίρη άναψε ένα καινούριο τσιγάρο. «Λοιπόν, τόσο ο Ντέιβ όσο και ο Τζον ήταν πλούσιοι σαν τον Κροίσο - ο Ντέιβ με τις κερδοσκοπίες του σε οικόπεδα και οικοδομικές επιχειρήσεις και ο Τζον με τους μύλους του-, αλλά ο Ντέιβις ήταν ένα παγόνι και ο Ί-
στλεϊκ ήταν μάλλον ένας απλός καφετής τρυποφράκτης. Ευτυχώς γι' αυτόν, γιατί ξέρεις τι παθαίνουν τα παγόνια, έτσι δεν είναι;» «Τους κόβουν τα φτερά της ουράς;» Τράβηξε μια τζούρα από το καινούριο της τσιγάρο, ύστερα έστρεψε τα δάχτυλα που το κρατούσαν προς το μέρος μου ενώ εκτόξευε καπνό από τα ρουθούνια της. «Δεν πέσατε καθόλου έξω, σερ. Το 1925, η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων στην Πολιτεία της Φλόριντα χτύπησε τον τόπο σαν τούβλο που πέφτει πάνω σε μια σαπουνόφουσκα. Ο Ντέιβ Ντέιβις είχε επενδύσει σχεδόν ό,τι είχε και δεν είχε σε αυτό που βλέπεις εκεί έξω». Έδειξε τους ελικοειδείς δρόμους και τα ροζ κτίρια. «Το 1926, ο Ντέιβις είχε να λαμβάνει τέσσερα εκατομμύρια δολάρια από διάφορες επιτυχείς κερδοσκοπικές κινήσεις, αλλά εισέπραξε κάπου τριάντα χιλιάδες». Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που είχα βρεθεί καβάλα στο λαιμό της τίγρης -όπως έλεγε ο πατέρας μου το να ξανοίγεσαι τόσο πολύ, ώστε να βρίσκεσαι αναγκασμένος να δανείζεσαι από τον έναν πιστωτή για να ξεχρεώσεις τον άλλο και να γίνεσαι δημιουργικός με τα λογιστικά σου βιβλία- και ποτέ δεν είχα βρεθεί σε τόσο δεινή κατάσταση, ούτε καν στις πρώτες, απεγνωσμένες μέρες της Εταιρείας Φρίμαντλ. Ένιωθα συμπάθεια για τον Ντέιβ Ντέιβις κι ας ήταν μάλλον πεθαμένος από καιρό. «Πόσα από τα χρέη του μπόρεσε να καλύψει;». «Στην αρχή τα κατάφερε. Εκείνα ήταν χρόνια άνθησης σε άλλα μέρη της χώρας». «Ξέρεις πολλά γι' αυτό το θέμα». «Η τέχνη της δυτικής ακτής της Φλόριντα είναι το πάθος μου, Έντγκαρ. Η ιστορία της είναι το χόμπι μου». «Μάλιστα. Οπότε ο Ντέιβις τη σκαπούλαρε από τη φούσκα των ακινήτων». «Για λίγο μόνο. Φαντάζομαι ότι πούλησε τις μετοχές του εκμεταλλευόμενος την άνοδο των χρηματιστηριακών τιμών για να καλύψει τον πρώτο γύρο των απωλειών. Και υπήρξαν φίλοι που τον βοήθησαν». «Ο Ίστλεϊκ;» «Ο Τζον Ίστλεϊκ ήταν ένας ανεκτίμητος άγγελος, και χωρίς να λογαριάσουμε τα λαθραία οινοπνευματώδη που ίσως να αποθήκευε στο Κη από καιρό σε καιρό για λογαριασμό του Ντέιβ». «Το έκανε αυτό;» ρώτησα.
«Πιθανώς», είπε. «Εκείνη ήταν μια άλλη εποχή και μια άλλη Φλόριντα. Ακούς κάθε λογής περιπετειώδεις ιστορίες για παράνομη διακίνηση αλκοόλ κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης, αν ζήσεις λίγο καιρό εδώ κάτω. Ασχετα απ' αυτό, ο Ντέιβις θα είχε μείνει πανί με πανί το Πάσχα του '26 αν δεν υπήρχε ο Τζον Ίστλεϊκ. Ο Τζον δεν ήταν μπον βιβέρ, δεν πήγαινε σε νυχτερινά κλαμπ ούτε σε οίκους ανοχής όπως ο Ντέιβις και κάποιοι από τους άλλους φίλους του Ντέιβις, αλλά είχε μείνει χήρος από το 1923 και υποθέτω ότι ο γερο-Ντέιβ μπορεί να βοηθούσε ένα φίλο βρίσκοντάς του ένα κορίτσι από καιρό σε καιρό, όποτε αυτός ο φίλος ένιωθε μοναξιά. Όμως το καλοκαίρι του '26, τα χρέη του Ντέιβ ήταν πια πολύ μεγάλα. Ούτε καν οι παλιοί του φίλοι δεν μπορούσαν να τον σώσουν». «Οπότε εξαφανίστηκε μια νυχτιά χωρίς φεγγάρι». «Εξαφανίστηκε, αλλά όχι μια νυχτιά χωρίς φεγγάρι. Δεν ήταν στο στυλ του Ντέιβις κάτι τέτοιο. Τον Οκτώβριο του 1926, λιγότερο από ένα μήνα αφότου ο τυφώνας Έστερ χτύπησε και κατέστρεψε το έργο της ζωής του, μπήκε σ' ένα καράβι με προορισμό την Ευρώπη, μαζί με ένα σωματοφύλακα και με το καινούριο του κορίτσι, που τύχαινε να είναι μια από τις καλλονές με μαγιό που είχαν εμφανιστεί στις ταινίες του Μακ Σένετ. Το κορίτσι και ο σωματοφύλακας έφτασαν στο Χαρούμενο Παρίσι, αλλά ο Ντέιβ Ντέιβις όχι. Εξαφανίστηκε στη μέση του ωκεανού, χωρίς ν' αφήσει ίχνη». «Είναι αληθινή αυτή η ιστορία που μου λες;» Ύψωσε το δεξί της χέρι στον προσκοπικό χαιρετισμό -μόνο που το τσιγάρο που σιγόκαιγε ανάμεσα στο δείκτη και τον παράμεσό της χαλούσε λίγο την εικόνα. «Εκατό τοις εκατό. Το Νοέμβριο του '26 έγινε μια επιμνημόσυνη δέηση, ακριβώς εκεί πέρα». Έδειξε προς τα εκεί όπου ο Κόλπος στραφτάλιζε ανάμεσα σε δυο ζωηρόχρωμα ροζ αρ ντεκό κτίρια. «Τουλάχιστον τετρακόσιοι άνθρωποι παρευρέθηκαν, ανάμεσά τους, υποθέτω, και πολλές γυναίκες από εκείνες που είχαν αδυναμία στα φτερά στρουθοκαμήλου. Ένας από τους ομιλητές ήταν ο Τζον Ίστλεϊκ. Έριξε ένα στεφάνι από τροπικά λουλούδια στο νερό». Αναστέναξε και η μυρωδιά της ανάσας της έφτασε στα ρουθούνια μου. Δεν είχα αμφιβολία ότι η κυρία ήταν γερό ποτήρι· δεν είχα επίσης αμφιβολία ότι εκείνο το απόγευμα είχε πιει λίγο παραπάνω, αν δεν ήταν ήδη τελείως τύφλα.
«Ο Ίστλεϊκ οπωσδήποτε στενοχωρήθηκε για το θάνατο του φίλου του», είπε, «αλλά πάω στοίχημα ότι έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που γλίτωσε από τον τυφώνα Έστερ. Πάω στοίχημα πως όλοι έτσι ένιωθαν. Πού να 'ξερε ότι θα έριχνε κι άλλα στεφάνια στο νερό πριν περάσουν έξι μήνες. Όχι μόνο μια κόρη, αλλά δυο. Τρεις, υποθέτω, αν λογαριάσεις και τη μεγαλύτερη. Κλέφτηκε και πήγε στην Ατλάντα. Με έναν αρχιεπιστάτη από έναν από τους μύλους του μπαμπά, αν δε με απατά η μνήμη μου. Παρ' όλο που αυτός ο πόνος δε συγκρίνεται με το να σου παίρνει δυο κόρες ο Κόλπος. Θεέ μου, πρέπει να ήταν πολύ σκληρό». «"ΧΑΘΗΚΑΝ"», είπα, θυμούμενος τον τίτλο από το άρθρο της εφημερίδας που είχε αναφέρει ο Γουάιρμαν. Με κοίταξε διαπεραστικά. «Ώστε έχεις κάνει κι εσύ μερικές δικές σου έρευνες». «Όχι εγώ, ο Γουάιρμαν. Ήταν περίεργος για το παρελθόν της εργοδότριάς του. Δε νομίζω ότι ξέρει για τη σχέση μ' αυτόν τον Ντέιβ Ντέιβις». Φάνηκε συλλογισμένη. «Αναρωτιέμαι πόσα άραγε θυμάται η ίδια η Ελίζαμπεθ...» «Αυτό τον καιρό δε θυμάται ούτε τ' όνομά της», είπα. Η Μαίρη μου έριξε άλλο ένα βλέμμα, ύστερα απομακρύνθηκε από το παράθυρο, πήρε το τασάκι της και έσβησε το τσιγάρο της. «Αλτσχάιμερ; Κάτι πήραν τα αυτιά μου». «Ναι». «Λυπάμαι που το ακούω αυτό, γαμώτο. Τις πιο δραματικές λεπτομέρειες για την ιστορία του Ντέιβ Ντέιβις από αυτήν τις έμαθα, ξέρεις. Σε καλύτερες εποχές. Κάποτε την έβλεπα συνεχώς στο κύκλωμα. Και έχω πάρει συνέντευξη από τους περισσότερους καλλιτέχνες που έμειναν στο Σάλμον Πόιντ. Μόνο που εσύ το λες κάπως αλλιώς, έτσι δεν είναι;» «Μεγάλο Ροζ». Χαμογέλασε. «Ήξερα ότι ήταν κάτι νόστιμο». «Πόσοι καλλιτέχνες έμειναν εκεί;» «Πολλοί. Έρχονταν να δώσουν διαλέξεις στη Σαρασότα ή στο Βένις, ίσως και να ζωγραφίσουν για κάποιο διάστημα -μόλο που εκείνοι που έμειναν στο Σάλμον Πόιντ ελάχιστα το εκμεταλλεύτηκαν γι' αυτόν το σκοπό. Για τους περισσότερους από τους φιλοξενούμενους της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, η παραμονή τους στο Ντούμα
Κη ουσιαστικά δεν ισοδυναμούσε με τίποτα περισσότερο από δωρεάν διακοπές». «Η Ελίζαμπεθ πρόσφερε το σπίτι δωρεάν;» «Ω, ναι», είπε, χαμογελώντας μάλλον ειρωνικά. «Το Συμβούλιο Τεχνών της Σαρασότα έδινε ένα ποσό τιμής ένεκεν στους καλλιτέχνες για τις διαλέξεις τους και η Ελίζαμπεθ συνήθως πρόσφερε τη στέγη -το Μεγάλο Ροζ ή, όπως το βάφτισαν οι κτήτορές του, Σάλμον Πόιντ. Όμως εσύ δεν ήρθες εδώ με αυτό το καθεστώς, σωστά; Ίσως την επόμενη φορά. Ιδίως από τη στιγμή που εσύ πραγματικά εργάζεσαι εκεί. Θα μπορούσα να σου κατονομάσω μισή ντουζίνα καλλιτέχνες που έμειναν στο σπίτι σου χωρίς να λερώσουν καν ένα πινέλο». Πήγε με αποφασιστικό βήμα προς τον καναπέ, σήκωσε το ποτήρι της και ήπιε μια γουλιά. Μάλλον όχι -ήπιε πολύ περισσότερο από μια γουλιά. «Η Ελίζαμπεθ έχει ένα σκίτσο του Νταλί που έγινε στο Μεγάλο Ροζ», είπα. «Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Τα μάτια της Μαίρης άστραψαν. «Ω, ναι, λοιπόν. Ο Νταλί. Ο Νταλί λάτρεψε το μέρος, αλλά ούτε αυτός έμεινε για πολύ... αν και, προτού φύγει, το κάθαρμα προσπάθησε να με μπαλαμουτιάσει. Ξέρεις τι μου εκμυστηρεύτηκε η Ελίζαμπεθ αφού έφυγε;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Φυσικά και δεν ήξερα, αλλά ήθελα να μάθω. «Ότι της είπε πως το μέρος ήταν "υπερβολικά έντονο". Σου λέει κάτι αυτό, Έντγκαρ;» Χαμογέλασα. «Γιατί νομίζεις ότι η Ελίζαμπεθ μετέτρεψε το Μεγάλο Ροζ σε ησυχαστήριο για καλλιτέχνες; Ήταν ανέκαθεν μια προστάτιδα των τεχνών;» Έδειξε να εκπλήσσεται. «Δε σου είπε ο φίλος σου; Ίσως να μην το ξέρει. Σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο, η Ελίζαμπεθ ήταν κάποτε και η ίδια καλλιτέχνιδα κάποιας περιωπής». «Τι εννοείς όταν λες σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο;» «Υπάρχει μια φήμη - α π ' όσο ξέρω είναι τελείως φανταστικήότι ήταν ένα παιδί-θαύμα. Ότι ζωγράφιζε πολύ όμορφα, όταν ήταν πολύ μικρή, κι ύστερα απλώς σταμάτησε». «Τη ρώτησες ποτέ γι' αυτό;» «Ασφαλώς, ανόητε. Το να ρωτάω τον κόσμο είναι η δουλειά μου». Παραπατούσε λίγο τώρα, με τα μάτια της Σοφίας Λόρεν αισθητά κοκκινισμένα.
«Τι είπε;» «Ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως βάση σε αυτό. Είπε, "Εκείνοι που μπορούν το κάνουν. Κι εκείνοι που δεν μπορούν στηρίζουν εκείνους που μπορούν. Όπως εμείς, Μαίρη"». «Μου ακούγεται λογικό», είπα. «Ναι, κι εμένα έτσι μου ακούστηκε», είπε η Μαίρη πίνοντας άλλη μια γουλιά από το κρυστάλλινο ποτήρι της. «Το μόνο μου πρόβλημα ήταν ότι δεν το πίστεψα». «Γιατί;» «Δεν ξέρω, απλά δεν το πίστεψα. Είχα μια παλιά φίλη ονόματι Άγκι Γουίντερμπορν, που έγραφε τη στήλη με τις συμβουλές για τους ερωτοπλανταγμένους στην Τρίμπιουν της Τάμπα, κι έτυχε να της αναφέρω κάποτε την ιστορία. Αυτό έγινε γύρω στην εποχή που ο Νταλί τιμούσε με την παρουσία του τη δυτική ακτή της Φλόριντα, ίσως το 1980. Ήμασταν σε κάποιο μπαρ -εκείνες τις εποχές ήμασταν πάντα σε κάποιο μπαρ- και η συζήτηση είχε στραφεί στο πώς χτίζεται ένας θρύλος. Ανέφερα ως παράδειγμα τη φήμη πως η Ελίζαμπεθ υποτίθεται ότι στα παιδικά της χρόνια ήταν ένας μικρός Ρέμπραντ και η Άγκι -έχει πεθάνει από καιρό, ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της- είπε ότι δε νόμιζε πως ήταν θρύλος, νόμιζε πως ήταν αλήθεια ή τουλάχιστον μια εκδοχή της αλήθειας. Είπε ότι είχε δει ένα άρθρο σε κάποια εφημερίδα σχετικά με αυτό». «Το έλεγξες ποτέ;» ρώτησα. «Ασφαλώς και το έλεγξα. Μπορεί να μη γράφω όλα όσα ξέρω» -μου έκλεισε πονηρά το μάτι- «αλλά μου αρέσει να τα ξέρω όλα». «Τι βρήκες;» «Τίποτα. Ούτε στην Τρίμπιουν ούτε στις εφημερίδες της Σαρασότα και του Βένις. Οπότε ίσως τελικά να ήταν απλά ένα παραμύθι. Διάολε, ίσως και το ότι ο πατέρας της αποθήκευε το ουίσκι του Ντέιβ Ντέιβις στο Ντούμα Κη να ήταν απλά ένα παραμύθι. Όμως... θα στοιχημάτιζα και χρήματα στο μνημονικό της Άγκι Γουίντερμπορν. Και η Ελίζαμπεθ είχε ένα βλέμμα στο πρόσωπο της όταν τη ρώτησα γι' αυτό...» «Τι βλέμμα;» «Ένα βλέμμα που έλεγε Δεν πρόκειται να σου πω. Όμως όλ' αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό, πολύ ποτό κύλησε μέσα στα κορμιά μας από τότε, και δεν μπορείς να τη ρωτήσεις γι' αυτό τώρα, σωστά; Αν είναι τόσο άσχημα όσο λες».
«Όχι, αλλά ίσως επανέλθει. Ο Γουάιρμαν λέει ότι της έχει ξανασυμβεί». «Ας το ελπίσουμε», είπε η Μαίρη. «Είναι σπάνιος άνθρωπος, ξέρεις. Η Φλόριντα είναι γεμάτη από ηλικιωμένους -δεν τη λένε χωρίς λόγο αίθουσα αναμονής για το γραφείο του Θεού-, αλλά ελάχιστοι από αυτούς είναι γέννημα θρέμμα της. Η δυτική ακτή της Φλόριντα που θυμάται -που θυμόταν- η Ελίζαμπεθ ήταν πραγματικά μια άλλη Φλόριντα. Δεν ήταν αυτό το άναρχα εξαπλωμένο τερατούργημα που βλέπουμε σήμερα, με τα ακαλαίσθητα κλειστά στάδια και τους πλατιούς αυτοκινητοδρόμους να πηγαίνουν παντού, όπως και δεν ήταν και η Φλόριντα στην οποία μεγάλωσα εγώ. Η δική μου Φλόριντα ήταν αυτή που περιέγραψε στα μυθιστορήματά του ο Τζον Ντ. Μακντόναλντ, την εποχή που οι κάτοικοι της Σαρασότα ακόμα γνώριζαν τους γείτονές τους και η Ταμιάμι Τρέιλ ήταν γεμάτη φτηνά μπαρ που έπαιζαν ξέφρενη τζαζ. Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι έβρισκαν ακόμα κάποιες φορές αλιγάτορες στις πισίνες τους και αγριόγατες να ψάχνουν τα σκουπίδια τους, όταν επέστρεφαν στο σπίτι μετά την εκκλησία». Συνειδητοποίησα ότι ήταν πραγματικά πολύ μεθυσμένη... αλλ' αυτό δεν την έκανε λιγότερο ενδιαφέρουσα. «Η Φλόριντα στην οποία μεγάλωσαν η Ελίζαμπεθ και οι αδερφές της ήταν εκείνη που υπήρξε αφότου αφανίστηκαν οι Ινδιάνοι αλλά προτού ο καλός κύριος Λευκός Άνθρωπος ερδαιώσ... εδραιώσει πλήρως την κυριαρχία του. Το μικρό σου νησάκι θα σου είχε φανεί πολύ διαφορετικό εκείνο τον καιρό. Έχω δει φωτογραφίες. Ήταν γεμάτο λαχανοφοίνικες σκεπασμένους με συκιές-στραγγαλιστές, και βουρσερίες και ψηλόκορμα πεύκα στο εσωτερικό* δρύες της Βιρτζίνια και μαγκρόβια φύτρωναν σε μερικά μέρη όπου το έδαφος ήταν υγρό. Υπήρχαν κοραλλιόδεντρα και λιόπρινα χαμηλά στο έδαφος, αλλά τίποτα από εκείνη τη ζούγκλα που πνίγει τον τόπο εκεί πέρα τώρα. Μόνο οι ακτές έχουν μείνει οι ίδιες, και οι αβένες, φυσικά... σαν τον ποδόγυρο σε μια φούστα. Η κινητή γέφυρα υπήρχε στο βόρειο άκρο, αλλά μόνο ένα σπίτι ήταν χτισμένο στο νησί». «Τι προκάλεσε όλη αυτή τη βλάστηση;» ρώτησα. «Έχεις καμιά ιδέα; Θέλω να πω, τα τρία τέταρτα του νησιού είναι θαμμένα μέσα της». Ίσως και να μη με άκουσε. «Μόνο εκείνο το ένα σπίτι», επανέλαβε. «Ορθωνόταν εκεί, πάνω σ' ένα μικρό ύψωμα στο νότιο ά-
κρο, κι έμοιαζε σαν τα παλιά αρχοντόσπιτα που δείχνουν στους τουρίστες στο Τσάρλεστον και στο Μομπίλ. Κίονες και ένας δρόμος στρωμένος με ψιλό χαλίκι να διασχίζει το γκαζόν. Έβλεπες τον Κόλπο πιάτο στα δυτικά* την ακτή της Φλόριντα στα ανατολικά. Όχι ότι υπήρχαν και πολλά να δεις· μόνο το Βένις. Το χωριό που ήταν τότε το Βένις. Ένα κοιμισμένο χωριουδάκι». Συνειδητοποίησε πώς ακουγόταν και προσπάθησε να συνέλθει. «Συγχώρησέ με, Έντγκαρ. Σε παρακαλώ. Δεν το κάνω αυτό κάθε μέρα. Ειλικρινά, πρέπει να εκλάβεις τη... την έξαρσή μου... ως φιλοφρόνηση». «Αυτό κάνω». «Είκοσι χρόνια πριν θα είχα προσπαθήσει να σε ρίξω στο κρεβάτι αντί να πιω τον άμπακο και να γελοιοποιηθώ. Ίσως και δέκα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορώ μόνο να ελπίζω ότι δε σ' έχω τρομάξει τόσο ώστε να φύγεις και να μη θελήσεις να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο φτωχικό μου». «Πού τέτοια τύχη». Γέλασε, ένας κρωγμός συγχρόνως εύθυμος και απελπισμένος. «Τότε ελπίζω ότι θα με ξαναεπισκεφθείς σύντομα. Κάνω καταπληκτικό κοκκινιστό με μπάμιες. Όμως, αυτή τη στιγμή...» Πέρασε το ένα χέρι της στη μέση μου και με οδήγησε προς την πόρτα. Το κορμί της ήταν λιγνό και καυτό και σκληρό σαν πέτρα κάτω από τα ρούχα της. Το βάδισμά της ελάχιστα φάλτσαρε. «Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι είναι καιρός εσύ να φύγεις κι εγώ να πάρω τον απογευματινό μου υπνάκο. Μετά λύπης μου ομολογώ ότι τον χρειάζομαι». Βγήκα στο χολ κι ύστερα έκανα μεταβολή. «Μαίρη, άκουσες ποτέ την Ελίζαμπεθ να μιλάει για το θάνατο των δίδυμων αδερφών της; Θα ήταν τεσσάρων ή πέντε χρονών όταν συνέβη. Αρκετά μεγάλη για να θυμάται κάτι τόσο τραυματικό». «Ποτέ», είπε η Μαίρη. «Ούτε μια φορά». ii Υπήρχαν καμιά δεκαριά καρέκλες παραταγμένες έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας, σε μια λεπτή, αλλά ευπρόσδεκτη στις δύο και τέταρτο το απόγευμα, λωρίδα σκιάς. Πέντ' έξι παλαίμαχοι της ζωής κάθονταν εκεί και παρακολουθούσαν την κίνηση των αυτοκινήτων στην Αντάλια Στρητ. Ο Τζακ ήταν επίσης εκεί, αλλά ούτε
παρακολουθούσε την κίνηση ούτε θαύμαζε τα διερχόμενα θηλυκά. Είχε γείρει την καρέκλα του ώστε να ακουμπάει πάνω στο ροζ στούκο και διάβαζε το Επάγγελμα του Εργολάβου Κηδειών για ΑρχάριουςΣημάδεψε τη σελίδα, έκλεισε το βιβλίο και σηκώθηκε μόλις με είδε. «Καταπληκτική επιλογή γι' αυτή την Πολιτεία», είπα, δείχνοντας με το βλέμμα το βιβλίο με το γουρλομάτη σπασίκλα που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της σειράς στο εξώφυλλο. «Κάποτε πρέπει να διαλέξω κι εγώ ένα επάγγελμα», είπε, «κι αν κρίνω από το πώς κινείσαι τελευταία, δε νομίζω ότι η τωρινή απασχόλησή μου θα κρατήσει για πολύ ακόμα». «Μη με βιάζεις», είπα, ψηλαφώντας την τσέπη μου για να βεβαιωθώ ότι είχα μαζί μου το μπουκαλάκι με τις ασπιρίνες. Το είχα. «Για να είμαι ειλικρινής», είπε ο Τζακ, «αυτό ακριβώς θα κάνω». «Έχεις κάποιο ραντεβού και βιάζεσαι να προλάβεις;» ρώτησα προχωρώντας κούτσα κούτσα πλάι του στο τσιμεντένιο μονοπάτι και βγαίνοντας στη λιακάδα. Έκανε ζέστη. Υπάρχει άνοιξη στη δυτική ακτή της Φλόριντα, αλλά σταματάει μόνο για να πιει έναν καφέ πριν προχωρήσει βόρεια όπου την περιμένει η βαριά δουλειά. «Όχι, αλλά εσύ έχεις ένα ραντεβού στις τέσσερις με το δόκτορα Χάντλοκ στη Σαρασότα. Νομίζω ότι μόλις που προλαβαίνουμε, αν μας φερθεί φιλικά η κίνηση». Τον σταμάτησα βάζοντας το χέρι μου στον ώμο του. «Με το γιατρό της Ελίζαμπεθ; Τι είναι αυτά που λες;» «Για ένα τσεκάπ. Κάποια πουλάκια είπαν ότι διαρκώς το αναβάλλεις, αφεντικό». «Αυτό είναι δουλειά του Γουάιρμαν», ψέλλισα και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου. «Του Γουάιρμαν που δε δέχετα: να δει γιατρό ούτε ζωγραφιστό για τα δικά του προβλήματα. Δε θα του το συγχωρήσω ποτέ αυτό. Είσαι μάρτυρας μου, Τζακ, δε θα του το συγχωρήσω ποτέ...» «Κάνεις λάθος, αλλά είπε ότι θα το έλεγες αυτό», είπε ο Τζακ. Με τράβηξε πάλι να προχωρήσω. «Εμπρός, εμπρός, δε θα προλάβουμε ποτέ να είμαστε εκεί πριν από την ώρα αιχμής αν δεν ξεκουνηθούμε». «Τότε ποιος; Αν δεν έκλεισε το ραντεβού ο Γουάιρμαν, τότε ποιος το έκλεισε;»
«Ο άλλος φίλος σου. Εκείνος ο μεγαλόσωμος μαύρος κύριος. Δε φαντάζεσαι πόσο τον γουστάρισα, ήταν πολύ κουλ». Είχαμε φτάσει στη Μάλιμπου και ο Τζακ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να μπω, αλλά εγώ στάθηκα απλώς εκεί και τον κοιτούσα, εμβρόντητος. «Ο Κέιμεν;» «Ναι. Αυτός και ο δόκτωρ Χάντλοκ τα είπαν λίγο στη δεξίωση μετά τη διάλεξή σου, και ο δόκτωρ Κέιμεν έτυχε να αναφέρει ότι ανησυχούσε επειδή δεν είχες ακόμα κάνει το τσεκάπ που είχες υποσχεθεί. Ο δόκτωρ Χάντλοκ προσφέρθηκε να σου το κάνει». «Προσφέρθηκε», είπα. Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας μέσα στη ζωηρή λιακάδα της Φλόριντα. Απίστευτα νέος, με το καναρινί αντίτυπο του Το Επάγγελμα του Εργολάβου Κηδειών για Αρχάριους κάτω από το μπράτσο του. «Ο Χάντλοκ είπε στο δόκτορα Κέιμεν ότι δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν να συμβεί έστω και το παραμικρό σε ένα τόσο σημαντικό νεοανακαλυφθέν ταλέντο. Και, απλά για να σημειωθεί στα πρακτικά, το ίδιο πιστεύω κι εγώ». «Μας υποχρέωσες, Τζακ». Γέλασε. «Είσαι τρομερή περίπτωση, Έντγκαρ». «Να υποθέσω ότι είμαι και κουλ;» «Όσο δεν πάει. Μπες μέσα κι ας περάσουμε τη γέφυρα όσο ακόμα μπορούμε».
iii Τελικά, φτάσαμε στο γραφείο του δόκτορος Χάντλοκ στην Μπενίβα Ρόουντ ακριβώς στην ώρα μας. Το Θεώρημα του Φρίμαντλ για την Αναμονή στα Γραφεία των Γιατρών λέει ότι πρέπει κανείς να προσθέτει τριάντα λεπτά στην ώρα του ραντεβού του για να φτάσει την ώρα που πραγματικά τον βλέπει ο γιατρός, αλλά σε αυτή την περίπτωση με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Η γραμματέας φώναξε το όνομά μου μόνο δέκα λεπτά μετά την καθορισμένη ώρα και με οδήγησε σε μια πρόσχαρη αίθουσα εξετάσεων, όπου μια αφίσα στα αριστερά μου απεικόνιζε μια καρδιά πνιγμένη στο λίπος και μια στα δεξιά μου έδειχνε έναν καρβουνιασμένο από το τσιγάρο πνεύμονα. Ευτυχώς που υπήρχε και ο πίνακας οφθαλμολογικής
εξέτασης ίσια μπροστά, κι ας μην μπορούσα να ξεχωρίσω και πολλά μετά την έκτη γραμμή. Μια νοσοκόμα μπήκε, έβαλε ένα θερμόμετρο κάτω από τη γλώσσα μου, πήρε το σφυγμό μου, τύλιξε το μανίκι ενός πιεσόμετρου γύρω από το μπράτσο μου, το φούσκωσε και κοίταξε την ένδειξη που εμφανίστηκε στο μηχάνημα. Όταν ρώτησα πώς τα πήγαινα, χαμογέλασε διφορούμενα και είπε, «Περνάς την τάξη». Ύστερα μου πήρε αίμα. Μετά απ' αυτό αποσύρθηκα στο μπάνιο με ένα πλαστικό κυπελλάκι, να καταριέμαι τον Κέιμεν καθώς κατέβαζα το φερμουάρ μου. Ένας μονόχειρας άντρας μπορεί να δώσει δείγμα ούρων, αλλά ο κίνδυνος ατυχήματος είναι σημαντικά αυξημένος. Όταν επέστρεψα στην αίθουσα εξετάσεων, η νοσοκόμα είχε φύγει. Είχε αφήσει ένα φάκελο με το όνομά μου πάνω. Πλάι στο φάκελο υπήρχε ένα κόκκινο στυλό. Μια σουβλιά μπήκε στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου μπράτσου. Χωρίς να το σκεφτώ, πήρα το στυλό και το έβαλα στην τσέπη του παντελονιού μου. Είχα ένα μπλε Μπικ στην τσέπη του πουκαμίσου μου. Το έβγαλα και το άφησα εκεί που ήταν προηγουμένως ακουμπισμένο το κόκκινο στυλό. Και τι θα πεις όταν επιστρέψει η νοσοκόμα; ρώτησα τον εαυτό μου. Ότι η Νεράιδα των Στυλογράφων ήρθε και αποφάσισε να κάνει μια τράμπα; Προτού μπορέσω να απαντήσω αυτό το ερώτημα - ή να σκεφτώ γιατί κατ' αρχήν είχα κλέψει το κόκκινο στυλό-, ο Τζιν Χάντλοκ μπήκε και μου πρότεινε το χέρι του. Το αριστερό του χέρι.... το οποίο στην περίπτωσή μου ήταν το σωστό. Ανακάλυψα ότι μου ήταν πολύ πιο συμπαθής όταν δεν πήγαινε πακέτο με τον Πρίνσιπε, το νευρολόγο με το υπογένειο. Ήταν γύρω στα εξήντα, ελαφρώς προς το στρουμπουλό, μ' ένα λευκό μουστάκι από εκείνα που μοιάζουν με οδοντόβουρτσα κι έναν ευχάριστο τρόπο όταν σε εξέταζε. Με έβαλε να γδυθώ και να μείνω μόνο με το μποξεράκι μου, και εξέτασε διεξοδικά το δεξί μου πόδι και πλευρό. Με πίεσε με το δάχτυλο σε αρκετά σημεία, ρωτώντας με για την ένταση του πόνου. Με ρώτησε τι αναλγητικά έπαιρνα και φάνηκε να εκπλήσσεται όταν του είπα ότι τα έφερνα βόλτα μόνο με ασπιρίνη. «Τώρα θα εξετάσω το κολόβωμά σου», είπε. «Σύμφωνοι;» «Ναι. Μόνο με το μαλακό». «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ».
Κάθισα με το αριστερό μου χέρι ακουμπισμένο στο γυμνό αριστερό μηρό μου, κοιτάζοντας τον πίνακα οφθαλμολογικής εξέτασης ενώ εκείνος με το ένα του χέρι άδραχνε τον ώμο μου και με το άλλο χούφτωνε το κολόβωμα του δεξιού μου χεριού. Η έβδομη γραμμή στον πίνακα έμοιαζε να γράφει Ε Ν Α Σ Θ Ε Ο Σ Ι Π Ε . Ένας θεός είπε τι; αναρωτήθηκα. Από κάπου πολύ μακριά, ένιωσα μια ανεπαίσθητη πίεση. «Πονάει;» «Όχι». «Εντάξει. Όχι, μην κοιτάς κάτω, απλά συνέχισε να κοιτάζεις μπροστά. Νιώθεις το χέρι μου;» «Χμμ. Ελαφρώς. Νιώθω μια πίεση». Αλλά καμιά σουβλιά. Και γιατί να ένιωθα σουβλιά; Το χέρι που δεν ήταν πια εκεί είχε θελήσει το στυλό και το στυλό ήταν στην τσέπη μου, οπότε τώρα το χέρι είχε ησυχάσει πάλι. «Και τώρα, Έντγκαρ; Μπορώ να σε λέω Έντγκαρ;» «Ό,τι θες εκτός από κακό παιδί. Το ίδιο. Πίεση. Αμυδρή». «Τώρα μπορείς να κοιτάξεις». Κοίταξα. Το ένα του χέρι ήταν ακόμα στον ώμο μου, αλλά το άλλο ήταν κατεβασμένο στο πλευρό του. Ούτε καν κοντά στο κολόβωμα. «Οπς». «Μην εκπλήσσεσαι καθόλου, τέτοιου είδους φασματικές αισθήσεις στο κολόβωμα ενός ακρωτηριασμένου μέλους είναι φυσιολογικές. Απλώς εκπλήσσομαι από την ταχύτητα της ίασης. Και από την έλλειψη πόνου. Το ζούληξα πολύ δυνατά στην αρχή. Όλ' αυτά είναι θετικά». Έκλεισε πάλι στη χούφτα του το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου χεριού και το έσπρωξε προς τα πάνω. «Πονάει όταν το κάνω αυτό;» Πονούσε -ένα αμβλύ, ελαφρό σπίθισμα, ένα αμυδρό κάψιμο. «Λιγάκι», είπα. «Αν δεν πονούσε θα ανησυχούσα», Σταμάτησε να με σφίγγει. «Κοίταξε πάλι τον πίνακα για τα μάτια, εντάξει;» Έκανα όπως μου ζήτησε και αποφάσισα ότι εκείνη η τόσο σημαντική έβδομη γραμμή έγραφε ΕΝΑΘΟΣΠΕ. Το οποίο είχε περισσότερο νόημα επειδή δεν είχε κανένα νόημα. «Με πόσα δάχτυλα σε αγγίζω, Έντγκαρ;» «Δεν ξέρω». Δεν ένιωθα ότι με άγγιζε καθόλου. «Τώρα;»
«Δεν ξέρω». «Και τώρα». «Με τρία». Είχε φτάσει σχεδόν μέχρι το κόκαλο της κλείδας. Και είχα μια ιδέα -παρανοϊκή αλλά πολύ έντονη- ότι θα είχα μπορέσει να νιώσω τα δάχτυλά του οπουδήποτε πάνω στο κολόβωμα του χεριού μου αν βρισκόμουν σε έναν από τους δημιουργικούς μου παροξυσμούς. Μάλιστα, θα είχα μπορέσει να νιώσω τα δάχτυλά του και στον αέρα κάτω από το κολόβωμα. Και νομίζω ότι και αυτός θα είχε μπορέσει να νιώσει εμένα.,, πράγμα που αναμφίβολα θα είχε κάνει τον καλό γιατρό να μπήξει τις φωνές και να φύγει τρέχοντας από το δωμάτιο. Συνέχισε -εξέτασε πρώτα το πόδι μου, ύστερα το κεφάλι μου. Ακροάστηκε την καρδιά μου, κοίταξε τα μάτια μου και έκανε κάμποσα ακόμη από αυτά που κάνουν συνήθως οι γιατροί. Όταν είχε εξαντλήσει τα περισσότερα ενδεχόμενα, μου είπε να ντυθώ και να πάω να τον συναντήσω στο δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου. Το δωμάτιο αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν ένα ευχάριστα ακατάστατο γραφειάκι. Ο Χάντλοκ κάθισε πίσω από το γραφείο του κι έγειρε αναπαυτικά στην καρέκλα του. Ο τοίχος ήταν γεμάτος φωτογραφίες. Κάποιες υπέθεσα ότι ήταν της οικογένειας του γιατρού, αλλά υπήρχαν επίσης φωτογραφίες που τον έδειχναν να δίνει τα χέρια με τον Τζορτζ Μπους τον Πρώτο και τον Μόρι Πόβιτς (ισότιμους, από διανοητικής άποψης, στο δικό μου κιτάπι) και μία μαζί με μια εκπληκτικά ευσταλή και όμορφη Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Κρατούσαν ρακέτες του τένις και αναγνώρισα το γήπεδο. Ήταν εκείνο στο Παλάσιο. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να επιστρέψεις στο Ντούμα και να ξεκουράσεις λίγο το γοφό σου, έτσι δεν είναι;» είπε ο Χάντλοκ. «Πρέπει να σε πονάει πια αυτή την ώρα της ημέρας και πάω στοίχημα ότι σε ταλαιπωρεί σαν τις τρεις μάγισσες από τον Μάκβεθ όταν ο καιρός είναι υγρός. Αν θέλεις να σου γράψω Περκοσέτ ή Βικοντίν...» «Όχι, είμαι μια χαρά με την ασπιρίνη», είπα. Είχα προσπαθήσει πολύ να κόψω τα δυνατά φάρμακα και δε θα τα ξανάρχιζα σ' εκείνο το σημείο, όσο κι αν πονούσα. «Η βελτίωσή σου είναι εντυπωσιακή», είπε ο Χάντλοκ. «Δε νομίζω ότι χρειάζεσαι εμένα για να σου πω πόσο τυχερός είσαι που δε
θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου καθηλωμένος σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι, τρεφόμενος κατά πάσα πιθανότητα από ένα καλαμάκι». «Είμαι τυχερός και μόνο που ζω», είπα. «Μπορώ να υποθέσω ότι δε βρήκες τίποτα απειλητικό;» «Εκκρεμούν ακόμα οι εξετάσεις αίματος και ούρων, αλλά θα έλεγα ότι είσαι μια χαρά. Ευχαρίστως να σε παραπέμψω για ακτινογραφίες στα τραύματά σου στο δεξί πλευρό και στο κεφάλι, αν έχεις συμπτώματα που σε ανησυχούν, αλλά...» «Δεν έχω». Είχα συμπτώματα και με ανησυχούσαν, αλλά δε νόμιζα ότι οι ακτινογραφίες θα εντόπιζαν την αιτία. Ή τις αιτίες. Έγνεψε καταφατικά. «Ο λόγος που εξέτασα επισταμένως το κολόβωμά σου είναι επειδή δε φοράς τεχνητό μέλος. Σκέφτηκα ότι μπορεί να εμφάνιζε κάποιας μορφής ευπάθεια. Ή ότι μπορεί να υπήρχαν ενδείξεις μόλυνσης. Όμως όλα φαίνονται καλά». «Υποθέτω ότι απλώς δεν είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο». «Ωραία. Περισσότερο και από ωραία. Λαμβάνοντας υπόψη τη δουλειά που κάνεις, θα έπρεπε να πω ότι στην περίπτωσή σου ισχύει το "Αν δεν αχρηστευτεί, μην το πειράζετε καθόλου". Οι πίνακές σου... είναι εντυπωσιακοί. Δε βλέπω την ώρα να τους δω να εκτίθενται στη Σκότο. Θα φέρω και τη σύζυγο μου. Είναι πολύ ενθουσιασμένη». «Σπουδαία», είπα. «Σας ευχαριστώ». Ακούστηκε χωλό, τουλάχιστον στο δικό μου αυτί, αλλά ακόμα δεν είχα βρει πώς να απαντώ σε τέτοιες φιλοφρονήσεις. «Το γεγονός ότι ένας άνθρωπος σαν κι εσένα εμφανίστηκε ως κανονικός ενοικιαστής που πληρώνει στο Σάλμον Πόιντ είναι θλιβερό και ειρωνικό», είπε ο Χάντλοκ. «Επί χρόνια -ίσως να το ξέρεις ήδη αυτό- η Ελίζαμπεθ διέθετε το σπίτι δωρεάν ως ησυχαστήριο καλλιτεχνών. Ύστερα αρρώστησε και άφησε να το νοικιάζουν κι αυτό μαζί με τ' άλλα, παρ' όλο που επέμεινε ότι όποιος το έπαιρνε θα έπρεπε να το νοικιάσει τουλάχιστον για τρεις μήνες. Δεν ήθελε να ξεσαλώνουν σ' αυτό φοιτητές στις διακοπές του εαρινού εξαμήνου. Όχι στο σπίτι όπου ο Σαλβαντόρ Νταλί και ο Τζέιμς Μπάμα ξεκούρασαν κάποτε τα δοξασμένα κεφάλια τους». «Δεν μπορώ να πω ότι την κατηγορώ. Είναι ένα ιδιαίτερο μέρος». «Ναι, αλλά ελάχιστοι από τους επιφανείς καλλιτέχνες που έμειναν εκεί έκαναν κάτι ιδιαίτερο. Και ξαφνικά έρχεται ο δεύτερος "κανονικός" ένοικος -ένας εργολάβος οικοδομών από τη Μινεάπο-
λη που αναρρώνει από ένα ατύχημα και... λοιπόν. Η Ελίζαμπεθ πρέπει να νιώθει πολύ ικανοποιημένη». «Στο χωριό μου, αυτό το λέγαμε τα παραφουσκώνω, δόκτορ Χάντλοκ». «Τζιν», είπε. «Και οι άνθρωποι που παρακολούθησαν τη διάλεξή σου δε σχημάτισαν αυτή τη γνώμη. Ήσουν θαυμάσιος. Εύχομαι μόνο η Ελίζαμπεθ να μπορούσε να είναι εκεί. Πόσο θα καμάρωνε». «Ίσως τα καταφέρει να έρθει στα εγκαίνια». Πολύ αργά, ο Τζιν Χάντλοκ κούνησε το κεφάλι του. «Αμφιβάλλω. Έχει πολεμήσει το Αλτσχάιμερ με νύχια και με δόντια, αλλά έρχεται μια στιγμή που η ασθένεια απλά νικάει. Όχι επειδή ο ασθενής δεν έχει σθένος, αλλά επειδή είναι κάτι αναπόδραστο, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας. Ή ο καρκίνος. Άπαξ και αρχίσουν να εκδηλώνονται τα συμπτώματα, συνήθως ως απώλεια της βραχυπρόθεσμης μνήμης, ένα ρολόι μπαίνει σε λειτουργία. Νομίζω ότι ο χρόνος της Ελίζαμπεθ ίσως έχει τελειώσει και λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Μου είναι σαφές, νομίζω ότι ήταν σαφές σε όλους όσοι παρακολούθησαν τη διάλεξη, ότι όλος αυτός ο ντόρος σε κάνει να νιώθεις άβολα...» «Αυτό ξαναπές το». «...αλλά, αν η Ελίζαμπεθ ήταν εκεί, θα το είχε απολαύσει για λογαριασμό σου. Την ξέρω σχεδόν όλη μου τη ζωή και μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι θα είχε επιβλέψει τα πάντα, ακόμα και το πού θα κρεμαστεί ο κάθε πίνακας στην γκαλερί». «Μακάρι να την ήξερα τότε», είπα. «Ήταν εκπληκτική. Όταν ήταν σαράντα πέντε χρονών κι εγώ είκοσι, κερδίσαμε το μεικτό διπλό του ερασιτεχνικού τουρνουά τένις στο Κόλονι του Λόνγκμποουτ Κη. Εγώ είχα επιστρέψει από το κολέγιο για τις διακοπές του εξαμήνου. Ακόμα έχω το κύπελλο. Φαντάζομαι ότι κι αυτή θα έχει ακόμα κάπου το δικό της». Αυτό με έκανε να θυμηθώ κάτι ~Θα το βρεις, είμαι σίγουρη-, αλλά πριν μπορέσω να εντοπίσω την προέλευση αυτής της ανάμνησης κάτι άλλο μου ήρθε στο νου. Κάτι πολύ πιο πρόσφατο. «Δόκτορ Χάντλοκ -Τζιν-, ζωγράφιζε ποτέ η ίδια η Ελίζαμπεθ; Ή σχεδίαζε, έστω;» «Η Ελίζαμπεθ; Ποτέ». Και χαμογέλασε. «Είστε σίγουρος γι' αυτό». «Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Τη ρώτησα κάποτε, και θυμά-
μαι την περίσταση πολύ καλά. Ήταν όταν είχε έρθει στην πόλη για να δώσει μια διάλεξη ο Νόρμαν Ρόκγουελ. Δεν έμεινε στο σπίτι σουέμεινε στο Ριτζ. Ο Νόρμαν Ρόκγουελ, με την πίπα του και μ' όλα!» Ο Τζιν Χάντλοκ κούνησε το κεφάλι του, χαμογελώντας πιο πλατιά τώρα. «Θεέ μου, τι σάλος ήταν αυτός, τι κατακραυγής όταν το Συμβούλιο Τεχνών ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν ο κύριος Σάτερντεϊ Ίβνινγκ Ποστ. Ήταν ιδέα της Ελίζαμπεθ και απόλαυσε πολύ το θόρυβο που προκάλεσε, είπε ότι θα μπορούσαν να είχαν γεμίσει το στάδιο Μπεν Χιλ Γκρίφιν...» Είδε το ανέκφραστο βλέμμα μου. «Το στάδιο που παίζουν οι Αλιγάτορες, η ομάδα του Πανεπιστημίου της Φλόριντα. "Ο βάλτος όπου μόνο οι Αλιγάτορες βγαίνουν ζωντανοί";» «Αν μιλάτε για φούτμπολ, το ενδιαφέρον μου αρχίζει με τους Βάικινγκς και τελειώνει με τους Πάκερς». «Το θέμα είναι ότι τη ρώτησα για τις δικές της καλλιτεχνικές ικανότητες κάπου μέσα σ' εκείνη την αναταραχή που προκάλεσε η πρόσκληση του Ρόκγουελ —πράγματι δεν έπεφτε καρφίτσα στην αίθουσα* και όχι στο Γκέλντμπαρτ, αλλά στο Σίτι Σέντερ. Η Ελίζαμπεθ γέλασε και είπε ότι καλά καλά δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ούτε τα ανθρωπάκια που κάνει ένα παιδάκι της πρώτης δημοτικού. Μάλιστα, χρησιμοποίησε μια μεταφορά από το χώρο του αθλητισμού, και πιθανώς αυτός είναι ο λόγος που θυμήθηκα τους Αλιγάτορες. Είπε ότι ήταν σαν εκείνους τους πλούσιους απόφοιτους των κολεγίων, μόνο που αυτή ενδιαφερόταν για την τέχνη αντί για το φούτμπολ. Είπε, "Αν δεν μπορείς να γίνεις αθλητής, γλύκα, γίνε υποστηρικτής του αθλητισμού. Κι αν δεν μπορείς να γίνεις καλλιτέχνης, τάισέ τους, περιποιήσου τους και φρόντισε να έχουν κάπου να απαγκιάσουν στις δύσκολες στιγμές". Αλλά αν είχε ταλέντο η ίδια; Κανένα απολύτως». Σκέφτηκα να του πω για τη φίλη της Μαίρης Άιρ, την Άγκι Γουίντερμπορν. Ύστερα άγγιξα το κόκκινο στυλό στην τσέπη μου και αποφάσισα να μην το κάνω. Αποφάσισα ότι εκείνο που ήθελα ήταν να επιστρέψω στο Ντούμα Κη και να ζωγραφίσω. Το Κορίτσι και Πλοίο No 8 ήταν το πιο φιλόδοξο της σειράς, ήταν επίσης το μεγαλύτερο και το πιο πολύπλοκο, και είχε σχεδόν τελειώσει. Σηκώθηκα και του έδωσα το χέρι μου. «Σας ευχαριστώ για όλα». «Ούτε να το συζητάς. Κι αν αλλάξεις γνώμη και θέλεις κάτι λίγο πιο ισχυρό για τον πόνο...»
Η κινητή γέφυρα που οδηγούσε στο Κη ήταν ανεβασμένη για να επιτρέψει στο παιχνιδάκι κάποιου παραλή να βγει σιγά σιγά από το στενό προς την πλευρά του Κόλπου. Ο Τζακ καθόταν πίσω από το τιμόνι της Μάλιμπου και θαύμαζε το κορίτσι με το πράσινο μπικίνι που λιαζόταν στο κατάστρωμα της πλώρης. Το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο στο σταθμό Δε Μπόουν. Μια διαφήμιση για κάποια αντιπροσωπεία μοτοσικλετών τελείωσε (ο Μπόουν έκανε θραύση όσον αφορά τις διαφημίσεις δικύκλων για τους λάτρεις της ταχύτητας και για διάφορες υπηρεσίες ενυπόθηκων δανείων) και άρχισαν οι Χου: «Magic Bus». Το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου χεριού μου άρχισε να μυρμηγκιάζει, ύστερα να με φαγουρίζει. Και εκείνο το φαγούρισμα απλώθηκε σιγά σιγά προς τα κάτω, υπναλέο αλλά βαθύ. Πολύ βαθύ. Άνοιξα μια ιδέα την ένταση στο ραδιόφωνο και έβγαλα από την τσέπη μου το κλεμμένο στυλό. Δεν ήταν μπλε· δεν ήταν μαύρο- ήταν κόκκινο. Το θαύμασα για μια στιγμή μέσα στο φως του δειλινού. Ύστερα άνοιξα το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κι άρχισα να ψάχνω μέσα στα τυφλά. «Να σε βοηθήσω να βρεις κάτι, αφεντικό;» «Όχι. Συνέχισε να κοιτάς εκείνη εκεί την κούκλα. Εγώ είμαι μια χαρά». Έβγαλα ένα κουπόνι για ένα δωρεάν μπέργκερ από τα Τσέκερς -Πρέπει να φας!, διακήρυσσε το κουπόνι. Το γύρισα από την άλλη. Η πίσω όψη ήταν κενή. Σχεδίασα γρήγορα και χωρίς να σκέφτομαι. Είχα τελειώσει πριν από το τραγούδι. Κάτω από το μικρό μου σχέδιο έγραψα με κεφαλαία τέσσερα γράμματα. Το σχέδιο έμοιαζε με τις καλικαντζούρες που είχα κάνει στην άλλη μου ζωή, όταν παζάρευα (συνήθως με κάποιο χοντροκέφαλο πελάτη) στο τηλέφωνο. Τα γράμματα σχημάτιζαν τη λέξη ΠΕΡΣ, το όνομα του μυστηριώδους πλοίου. Μόνο που δεν πίστευα ότι το έλεγαν ακριβώς έτσι. Πήγα να προσθέσω άλλο ένα Ε, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Τζακ κοιτάζοντας το σχέδιο μου κι ύστερα έδωσε μόνος του την απάντηση. «Ένα μικρό κόκκινο καλάθι του πικνίκ. Χαριτωμένο. Αλλά τι είναι το Περς;» «Ίσως να είναι και Πέρσε».
«Αφού το λες εσύ». Η μπάρα στη δική μας άκρη της κινητής γέφυρας σηκώθηκε Και ο Τζακ έβαλε πάλι μπρος για το Ντούμα Κη. Κοίταξα το μικρό κόκκινο καλάθι του πικνίκ που είχα σχεδιάσει και αναρωτήθηκα γιατί μου φαινόταν τόσο γνωστό. Ύστερα συνειδητοποίησα ότι δε μου ήταν γνωστό αυτό το ίδιο. Η φράση ήταν που μου ηχούσε γνωστή. Ψάξε για το καλάθι του πικνίκ της παραμάνας Κάτι, είχε πει η Ελίζαμπεθ τη νύχτα που είχα φέρει πίσω τον Γουάιρμαν από το Σαρασότα Μεμόριαλ. Την τελευταία νύχτα που την είχα δει στα λογικά της, συνειδητοποιούσα τώρα. Είναι στη σοφίτα. Είναι κόκκινο. Και: Θα το βρεις, είμαι σίγουρη. Και: Είναι μέσα. Μόνο που όταν την είχα ρωτήσει για ποιο πράγμα μιλούσε, δεν είχε μπορέσει να μου πει. Είχε γλιστρήσει πάλι μέσα στην ομίχλη του Αλτσχάιμερ. Είναι στη σοφίτα. Είναι κόκκινο. «Φυσικά και είναι», είπα. «Όλα έτσι είναι». «Ποιο, Έντγκαρ;» «Τίποτα», είπα κοιτάζοντας το κλεμμένο στυλό. «Απλά σκεφτόμουν δυνατά». ν Το Κορίτσι και Πλοίο No 8 -το τελευταίο της σειράς, ένιωθα σχεδόν βέβαιος γι' αυτό- είχε πραγματικά τελειώσει, αλλά στάθηκα και το παρατήρησα στο τελευταίο φως της μέρας με το πουκάμισο μου βγαλμένο και τον Μπόουν να παίζει στη διαπασών το «Copperhead Road». Το είχα δουλέψει πολύ περισσότερο καιρό απ' όλα τα προηγούμενα -και ήταν ανησυχητικό. Γι' αυτό το σκέπαζα με ένα πανί κάθε φορά που σταματούσα να το δουλεύω. Τώρα, κοιτώντας το με αντικειμενικό, όπως ήλπιζα, μάτι, συνειδητοποίησα ότι ο χαρακτηρισμός ανησυχητικό πιθανώς δεν ήταν ο σωστός· αυτό το πράγμα ήταν τρομακτικό. Κοιτώντας το ένιωθες σαν να κοιτάζεις ένα μυαλό από το πλάι. Και ίσως να μην ολοκληρωνόταν ποτέ εντελώς. Οπωσδήποτε υπήρχε ακόμα χώρος για ένα κόκκινο καλάθι του πικνίκ. Μπορούσα να το ζωγραφίσω κρεμασμένο στο μπομπρέσο του Περς. Διάολε, γιατί όχι; Έτσι κι αλλιώς, αυτό το αναθεματισμένο πλοίο ήταν ήδη γεμάτο μορφές και λεπτομέρειες. Πάντα υπήρχε χώρος γι' άλλη μια.
Πήγαινα να πιάσω ένα πινέλο βουτηγμένο σ' ένα χρώμα που θα μπορούσε να ήταν και αίμα για να κάνω ακριβώς αυτό, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Λίγο έλειψε να το αφήσω να χτυπάει -σίγουρα θα το είχα κάνει, αν ήμουν σε μια από τις δημιουργικές μου εκστάσεις, αλλά δεν ήμουν. Το καλάθι του πικνίκ θα ήταν απλά μια φιοριτούρα και είχα ήδη προσθέσει αρκετές. Ξανάβαλα το πινέλο στο βαζάκι του και σήκωσα το τηλέφωνο. Ήταν ο Γουάιρμαν και ακουγόταν συγκινημένος. «Είχε μια αναλαμπή αργά σήμερα το απόγευμα, Έντγκαρ! Μπορεί να μη σημαίνει τίποτα -προσπαθώ να μην τρέφω πολλές ελπίδες-, αλλά το έχω ξαναδεί αυτό. Πρώτα ένα σύντομο διάστημα διαύγειας, ύστερα άλλο ένα, ύστερα ένα ακόμα, και τέλος αρχίζουν να συνενώνονται και ξαναγίνεται ο παλιός της εαυτός, τουλάχιστον για λίγο». «Ξέρει ποια είναι; Πού είναι;» «Αυτή τη στιγμή όχι, αλλά για περίπου ένα μισάωρο, κάπου από τις πεντέμισι και ύστερα, τα ήξερε κι αυτά και ποιος είμαι εγώ. Δε θα το πιστέψεις, muchacho -έφτασε μέχρι και να ανάψει μόνη της το τσιγάρο της!» «Δε θα αμελήσω να το αναφέρω στον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου», είπα, αλλά σκεφτόμουν. Πεντέμισι. Την ίδια πάνω κάτω ώρα που ο Τζακ και εγώ περιμέναμε να κατεβεί η κινητή γέφυρα. Την ίδια πάνω κάτω ώρα που είχα νιώσει την επιθυμία να ζωγραφίσω. «Ήθελε τίποτ' άλλο εκτός από το τσιγάρο;» «Ζήτησε φαγητό. Αλλά προηγουμένως ζήτησε να την πάω στο Πορσελάνινο Χωριό. Ήθελε τις πορσελάνες της, Έντγκαρ! Ξέρεις πόσος καιρός πάει από την τελευταία φορά;» Ήξερα, για να είμαι ειλικρινής. Και χαιρόμουν που τον άκουγα τόσο ενθουσιασμένο για λογαριασμό της. «Ωστόσο, άρχισε πάλι να τα χάνει αφότου την έφερα εδώ. Κοίταξε γύρω και με ρώτησε πού ήταν η Περς. Είπε ότι ήθελε την Περς, ότι η Περς έπρεπε να μπει μέσα στο κουτί από τα μπισκότα». Κοίταξα τη ζωγραφιά μου. Το πλοίο μου. Ήταν δικό μου τώρα, αναμφίβολα. Το δικό μου Περς. Έγλειψα τα χείλη μου, που ξαφνικά τα ένιωθα στεγνά σαν πετσί. Όπως ήταν συνέχεια την πρώτη περίοδο αφότου ανέκτησα τις αισθήσεις μου μετά το ατύχημα. Όταν κάποιες φορές δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος ήμουν. Ξέρετε
ποιο είναι το πιο αλλόκοτο; Μια να θυμάσαι και μια να ξεχνάς. Είναι σαν να κοιτάς μέσα σε μια αίθουσα με καθρέφτες. «Ποια είναι η Περς;» «Να με πάρει ο διάολος αν ξέρω. Όταν η Ελίζαμπεθ μου ζητάει να ρίξω το κουτί από τα μπισκότα στη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα, πάντα επιμένει να βάλει μέσα του μια γυναικεία πορσελάνινη φιγούρα. Συνήθως είναι η βοσκοπούλα με το φαγωμένο πρόσωπο». «Είπε τίποτ' άλλο;» «Ήθελε φαγητό, σ' το είπα και πριν. Τοματόσουπα. Και ροδάκινα. Ώσπου να της τα φέρω είχε πάψει να προσέχει τις πορσελάνες κι είχε αρχίσει πάλι να μπερδεύεται». Είχε μπερδευτεί επειδή η Περς δεν ήταν εκεί; Ή η Πέρσε\ Ίσως... Όμως, αν είχε ένα πορσελάνινο πλοίο, εγώ δεν το είχα δει ποτέ. Σκέφτηκα -όχι για πρώτη φορά- ότι αυτό το Περς ήταν μυστήρια λέξη. Δεν μπορούσες να την εμπιστευτείς. Συνέχεια άλλαζε. Ο Γουάιρμαν είπε, «Κάποια στιγμή μου είπε ότι το μπολ στάζει». «Και έσταζε όντως;» Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Ύστερα είπε, χωρίς ιδιαίτερο κέφι: «Προσπαθούμε να σπάσουμε πλάκα σε βάρος του Γουάιρμαν, mi amigo;» «Όχι, είμαι απλώς περίεργος. Τι είπε; Ακριβώς;» «Μόνο αυτό. "Το μπολ στάζει". Όμως ανάθεμά με κι αν ξέρω σε ποιο αναφερόταν». «Ηρέμησε. Μη χάνεις την καλή σου διάθεση». «Προσπαθώ να μην τη χάσω, αλλά πρέπει να πω ότι δε φαίνεσαι σε μεγάλη φόρμα για κουβέντα, Έντστερ». «Μη με λες Έντστερ, με κάνεις να ακούγομαι σαν αρχαίο μοντέλο της Φορντ. Της έφερες τη σούπα και είχε... τι; Είχε κατεβά. σει ασφάλειες πάλι;» «Λίγο ως πολύ, ναι. Είχε ρίξει δύο από τις πορσελάνινες φιγούρες της στο πάτωμα και τις είχε σπάσει -ένα άλογο κι ένα κορίτσι του ροντέο». Αναστέναξε. «Είπε "Το μπολ στάζει" πριν της φέρεις το φαγητό ή μετά;» «Μετά, πριν, τι σημασία έχει;» «Δεν ξέρω», είπα. «Πότε ακριβώς το είπε;» «Πριν. Νομίζω. Ναι, πριν. Μετά είχε χάσει το ενδιαφέρον της λίγο ως πολύ για όλα, ακόμα και για το να ρίξει το τενεκεδένιο κουτί από τα μπισκότα Σουίτ Όουεν στη λιμνούλα για νιοστή φο-
ρά. Της έφερα τη σούπα στην αγαπημένη της κούπα, αλλά την έσπρωξε πέρα με τόση δύναμη που έχυσε λίγη πάνω στο φτωχό γέρικο μπράτσο της. Δε φάνηκε να το αισθάνεται καν. Έντγκαρ, γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις; Τι ξέρεις;» Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο με το κινητό τηλέφωνο στο αυτί του. Νόμιζα ότι τον έβλεπα μπροστά μου. «Τίποτα. Προχωράω ψηλαφητά μες στο σκοτάδι, για το Θεό». «Αλήθεια; Και με ποιο χέρι το κάνεις αυτό;» Αυτό με κόλλησε για μια στιγμή, αλλά είχαμε προχωρήσει πάρα πολύ και είχαμε μοιραστεί πάρα πολλά για ν' αρχίσουμε τα ψέματα, ακόμα και αν η αλήθεια φαινόταν παρανοϊκή. «Με το δεξί μου». «Εντάξει», είπε. «Εντάξει, Έντγκαρ. Θα ήθελα πολύ να ήξερα τι συμβαίνει, αυτό είναι όλο. Γιατί κάτι συμβαίνει». «Ισως να συμβαίνει κάτι. Πώς είναι τώρα;» «Κοιμάται. Και εγώ σε διακόπτω. Εργαζόσουν». «Όχι», είπα και πέταξα παράμερα το πινέλο. «Νομίζω ότι ο πίνακάς μου έχει τελειώσει και νομίζω πως κι εγώ έχω τελειώσει μ' αυτά τα πράγματα για λίγο. Το πρόγραμμα του Έντγκαρ Φρίμαντλ από τώρα μέχρι τα εγκαίνια προβλέπει μόνο περιπάτους και συλλογή κοχυλιών». «Ευγενείς βλέψεις, αλλά δε νομίζω ότι θα μπορέσεις να το καταφέρεις. Όχι ένας εργασιομανής σαν εσένα». «Νομίζω ότι κάνεις λάθος». «Εντάξει, κάνω λάθος. Δε θα είναι η πρώτη φορά. Θα έρθεις να μας επισκεφθείς αύριο; Θέλω να είσαι μπροστά αν συνέλθει πάλι». «Οπωσδήποτε. Κι ίσως μπορούσαμε να παίξουμε λίγο τένις». «Κανένα πρόβλημα». «Γουάιρμαν, θέλω να σε ρωτήσω κάτι ακόμα. Ζωγράφιζε ποτέ η Ελίζαμπεθ;» Γέλασε. «Ποιος ξέρει; Τη ρώτησα μια φορά και είπε ότι καλά καλά δεν μπορούσε να ζωγραφίζει ούτε τα ανθρωπάκια που κάνει ένα παιδάκι της πρώτης δημοτικού. Είπε ότι το ενδιαφέρον της για τις τέχνες δε διέφερε πολύ από το ενδιαφέρον που έχουν κάποιοι πλούσιοι απόφοιτοι κολεγίων για το φούτμπολ και το μπάσκετμπολ. Αστειεύτηκε μάλιστα σχετικά με αυτό, είπε...» «Αν δεν μπορείς να γίνεις αθλητής, γίνε ένας υποστηρικτής του αθλητισμού». «Ακριβώς. Πώς το ξέρεις;»
«Είναι παλιό το αστείο», είπα. «Τα λέμε αύριο». Έκλεισα το τηλέφωνο και στάθηκα εκεί που ήμουν, παρακολουθώντας το λοξό φως του δειλινού να πυρπολεί τον ουρανό πάνω από τον Κόλπο με ένα ηλιοβασίλεμα που δεν είχα καμιά επιθυμία να ζωγραφίσω. Ήταν τα ίδια λόγια που είχε πει στον Τζιν Χάντλοκ. Και δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι αν ρωτούσα και άλλους, θα άκουγα το ίδιο ανέκδοτο μία ή δύο ή δέκα φορές. Είπε ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει ούτε τα ανθρωπάκια που κάνει ένα παιδάκι της πρώτης δημοτικού, είπε αν δεν μπορείς να γίνεις ένας αθλητής, γίνε ένας υποστηρικτής του αθλητισμού. Και γιατί; Επειδή μια ειλικρινής γυναίκα μπορεί κάπου κάπου να μπερδεύει κατά λάθος την αλήθεια, αλλά μια καλή ψεύτρα δεν παρεκκλίνει ποτέ από το παραμύθι της. Δεν τον είχα ρωτήσει για το κόκκινο καλάθι του πικνίκ, αλλά είπα στον εαυτό μου ότι δεν πείραζε· αν βρισκόταν πράγματι στη σοφίτα του Παλάσιο, θα ήταν ακόμα εκεί και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Είπα στον εαυτό μου ότι υπήρχε καιρός. Αλλά έτσι δε λέμε πάντα στον εαυτό μας; Δεν μπορούμε να φανταστούμε τα περιθώρια να εξαντλούνται και ο Θεός μας τιμωρεί για ό,τι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Κοίταξα το Κορίτσι και Πλοίο No 8 μ' ένα συναίσθημα που άγγιζε την αποστροφή και ξανάριξα πάνω του το πανί που χρησιμοποιούσα για να το σκεπάζω. Δεν πρόσθεσα ποτέ το κόκκινο πανέρι του πικνίκ στο μπομπρέσο· δεν ξανακούμπησα ποτέ πινέλο πάνω σ' εκείνη τη συγκεκριμένη ζωγραφιά -στον τελευταίο παρανοϊκό απόγονο του πρώτου σχεδίου που είχα κάνει στο Μεγάλο Ροζ, εκείνου που είχα ονομάσει Καλημέρα. To No 8 ήταν ίσως το καλύτερο έργο μου, αλλά, κατά έναν περίεργο τρόπο, σχεδόν το ξέχασα. Μέχρι την έκθεση, δηλαδή. Μετά από αυτήν δεν μπόρεσα να το ξεχάσω ποτέ.
vi Το καλάθι του πικνίκ. Το καταραμένο κόκκινο καλάθι του πικνίκ που ήταν γεμάτο με τις ζωγραφιές της. Πώς με στοιχειώνει αυτό το πράγμα.
Ακόμα και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, πιάνω τον εαυτό μου να παίζει το παιχνίδι των υποθέσεων και ν' αναρωτιέται πόσα άραγε θα άλλαζαν αν είχα αφήσει κατά μέρος όλα τα άλλα και είχα πάει να το βρω. Τελικά βρέθηκε -από τον Τζακ Καντόρι-, αλλά τότε ήταν πια πολύ αργά. Και ίσως -δεν μπορώ να πω με σιγουριά- να μην άλλαζε τίποτα, γιατί κάποια δύναμη είχε τεθεί σε λειτουργία, τόσο στο Ντούμα Κη όσο και μέσα στον Έντγκαρ Φρίμαντλ. Μπορώ να πω ότι αυτή η δύναμη με είχε φέρει εκεί; Όχι. Μπορώ να πω ότι δε με είχε φέρει; Όχι, δεν μπορώ να πω ούτε αυτό. Όταν ο Απρίλιος διαδέχτηκε το Μάρτιο, η δύναμη αυτή είχε αρχίσει να ισχυροποιείται και να επεκτείνει ολοένα περισσότερο την εμβέλειά της. Εκείνο το καλάθι. Το καταραμένο καλάθι του πικνίκ που είχε αναφέρει η Ελίζαμπεθ. Ήταν κόκκινο. vii Όι ελπίδες του Γουάιρμαν ότι η Ελίζαμπεθ θα συνερχόταν άρχισαν να μοιάζουν αβάσιμες. Παρέμεινε ένα γερασμένο κομμάτι κρέας που μουρμούριζε σωριασμένο στο αναπηρικό του καροτσάκι, ξυπνώντας κάθε τόσο όσο ήταν αρκετό για να ζητήσει ένα τσιγάρο με το ραγισμένο κρώξιμο ενός γερασμένου παπαγάλου. Ο Γουάιρμαν συμφώνησε με την Aw-Μαρί Γουίσλερ από το γραφείο με τους κατ' οίκον νοσηλευτές να έρχεται και να τον βοηθάει τέσσερις μέρες τη βδομάδα. Η επιπλέον βοήθεια μπορεί να μείωσε το φόρτο εργασίας του Γουάιρμαν, αλλά δεν κατάφερε να τον παρηγορήσει* ήταν ένα ράκος. Όμως αυτό ήταν κάτι που εγώ πολύ λίγο μπόρεσα να το προσέξω, μόλις μπήκε ο Απρίλιος, ηλιόλουστος και ζεστός. Γιατί εκείνες τις πρώτες μέρες του Απριλίου, έτρεχα και δεν προλάβαινα. Μόλις δημοσιεύτηκε η συνέντευξη που είχα δώσει στη Μαίρη Αιρ, έγινα μια τοπική διασημότητα. Και γιατί όχι; Η ταμπέλα του καλλιτέχνη ήταν αρκετή για να σε προσέξει ο κόσμος, ιδιαίτερα στην περιοχή της Σαρασότα. Η ταμπέλα του Καλλιτέχνη που Έχτιζε Τράπεζες κι Ύστερα Γύρισε την Πλάτη του στο Μαμμωνά ήταν
ακόμα καλύτερη. Η ταμπέλα του Μονόχειρα Καλλιτέχνη με το Ανεπανάληπτο Ταλέντο ήταν μοιραίο να σε κάνει Χρυσή Επιτυχία. Ο Ντάριο και ο Τζίμι προγραμμάτισαν έναν αριθμό επιπλέον συνεντεύξεων, περιλαμβανομένης και μιας στο Κανάλι 6. Βγήκα από το στούντιο τους στη Σαρασότα μ' έναν καραμπινάτο πονοκέφαλο κι ένα δωρεάν αυτοκόλλητο για τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου μου που έγραφε ΚΑΝΑΛΙ 6, ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΦΛΟΡΙΝΤΑ, που τελικά το κόλλησα σε ένα από τα τρίποδα στην είσοδο των ΚΑΚίΙΝ ΚΚΥΛΙίΙΝ. Μη με ρωτήσετε γιατί. Ανέλαβα επίσης να κανονίσω τα της υποδοχής και της φιλοξενίας των προσκεκλημένων μου. Ο Γουάιρμαν ήταν πια πολύ απασχολημένος να προσπαθεί να πείσει την Ελίζαμπεθ να βάλει στο στομάχι της οτιδήποτε άλλο εκτός από καπνό τσιγάρου. Βρέθηκα να διαβουλεύομαι με την Παμ κάθε δυο τρεις μέρες για τη λίστα των προσκεκλημένων από τη Μινεσότα και τις λεπτομέρειες του ταξιδιού εκείνων που θα έρχονταν από άλλα μέρη της χώρας. Η Ίλσε τηλεφώνησε δυο φορές. Μου φάνηκε ότι έκανε προσπάθεια για ν' ακούγεται εύθυμη, αλλά μπορεί να έκανα λάθος. Οι απόπειρές μου να ανακαλύψω πώς εξελισσόταν η ερωτική της ζωή αποκρούονταν ευγενικά αλλά σταθερά. Η Μελίντα τηλεφώνησε -για να ρωτήσει τι νούμερο καπέλου φορούσα, για τ' όνομα του Θεού! Όταν τη ρώτησα το λόγο, δεν ήθελε να μου πει. Δεκαπέντε λεπτά αφότου κλείσαμε το τηλέφωνο, κατάλαβα: αυτή και ο Φραντσέζος ami* της σκόπευαν να μου αγοράσουν έναν μπερέ. Έσκασα στα γέλια. Ένας δημοσιογράφος του Ασοσιέιτεντ Πρες από την Τάμπα ήρθε στη Σαρασότα -ήθελε να έρθει στο Ντούμα, αλλά δε μου άρεσε η ιδέα ένας δημοσιογράφος να περιφέρεται στο Μεγάλο Ροζ και να ακούει τα κοχύλια μου, όπως είχα καταλήξει πλέον να τα σκέφτομαι. Αντί γι' αυτό μου πήρε συνέντευξη στη Σκότο, ενώ ένας φωτογράφος φωτογράφιζε τρεις προσεκτικά επιλεγμένους πίνακες: το Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια, το Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα και το Ντούμα Ρόουντ. Φορούσα ένα διαφημιστικό μπλουζάκι από το Κέισι Κη Φις Χάουζ και μια φωτογραφία μου -με το καπελάκι του μπέιζμπολ φορεμένο το πίσω μπρος και το κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μπράτσου μου να προβάλλει από το ένα κοντό μανίκι- έκανε το γύρο της χώρας. Μετά απ' αυτό, το τηλέφωνο * Φίλος. (Σ.τ.Μ.)
μου δε σταμάτησε να χτυπάει. Τηλεφώνησε ο Έιντζελ Σλόμποτνικ και μιλήσαμε είκοσι λεπτά. Κάποια στιγμή, είπε ότι πάντα ήξερε πως είχα κάτι τέτοιο μέσα μου. «Τι δηλαδή;» ρώτησα. Η απάντησή του ήταν «Χίλια καντάρια τρέλα, αφεντικό», και γελάσαμε κι οι δυο σαν παλαβοί. Τηλεφώνησε επίσης η Κάθι Γκριν- άκουσα όλες τις λεπτομέρειες για τον καινούριο φίλο της (που δεν ήταν και τόσο ευχάριστες) και για το καινούριο της πρόγραμμα αυτοβοήθειας (που ήταν εξαιρετικό). Της διηγήθηκα πώς ο Κέιμεν είχε εμφανιστεί στη διάλεξή μου και με είχε σώσει από βέβαια πανωλεθρία. Καθώς ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε το τηλέφωνο έβαλε τα κλάματα, μου είπε ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε έναν τόσο γενναίο ασθενή, που κατόρθωνε να νικήσει το πρόβλημά του παρ' όλα τα προγνωστικά. Ύστερα είπε ότι όταν θα με ξανάβλεπε θα μου έλεγε να πέσω και να κάνω πενήντα κοιλιακούς. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σαν να ξανάκουγα την παλιά Κάθι. Και σε επιστέγασμα όλων αυτών, ο Τοντ Τζέιμισον, ο γιατρός που πιθανώς με έσωσε από το να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου σαν ανθρώπινο κουνουπίδι, μου έστειλε ένα μπουκάλι σαμπάνια με μια κάρτα που έγραφε, Αδημονώ να δω τη δουλειά σου. Αν ο Γουάιρμαν με είχε πάει στοίχημα ότι θα βαριόμουν και θα ξανάπιανα στα χέρια μου πινέλο πριν από την έκθεση, θα είχε χάσει. Όταν δεν προετοιμαζόμουν για τη μεγάλη μου στιγμή, περπατούσα, διάβαζα ή κοιμόμουν. Του το ανέφερα αυτό σ' ένα από τα σπάνια απογεύματα που περάσαμε μαζί στην άκρη της ξύλινης προβλήτας του Παλάσιο, πίνοντας πράσινο τσάι στη σκιά της ομπρέλας. Απέμενε πια λιγότερο από μια βδομάδα μέχρι τα εγκαίνια. «Χαίρομαι», είπε απλά. «Είχες ανάγκη από ξεκούραση». «Κι εσύ, Γουάιρμαν; Πώς τα πας;» «Όχι σπουδαία, αλλά θα επιβιώσω -Γκλόρια Γκέινορ, 1978. Το χειρότερο είναι η θλίψη». Αναστέναξε. «Θα τη χάσω. Κορόιδευα τον εαυτό μου ότι ίσως θα συνερχόταν πάλι, αλλά... Θα τη χάσω. Δε νιώθω όπως με τη Χούλια και την Εσμεράλδα, δόξα τω Θεώ, αλλά δεν παύει να μου έρχεται βαρύ». «Λυπάμαι». Ακούμπησα το χέρι μου στο δικό του. «Γι' αυτήν και για σένα». «Ευχαριστώ». Κοίταξε τα κύματα. «Μερικές φορές νομίζω ότι δε θα πεθάνει καθόλου». «Σοβαρά;»
«Σοβαρά. Νομίζω πως αντί γι1 αυτό θα έρθουν να την πάρουν η Φώκια και ο Μαραγκός, από τις περιπέτειες της Αλίκης Μες στον Καθρέφτη. Ότι απλά θα την πάνε κάπου μακριά, όπως έκαναν μ' εκείνα τα γεμάτα εμπιστοσύνη Στρείδια. Μακριά στο βάθος της παραλίας. Θυμάσαι τι λέει η Φώκια;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «"Είναι θαρρώ ντροπή τέτοιο κόλπο να τους παίξουμε, Αφού τα φέραμε τόσο μακριά, Και τόσο γρήγορα τα βάλαμε να τρέξουνε"». Πέρασε το μπράτσο του πάνω από το πρόσωπο του. «Κοίτα να δεις, muchacho, που κλαίω όπως η Φώκια. Δεν είμαι ανόητος;» «Όχι», είπα. «Δε θέλω καθόλου να αντιμετωπίσω το γεγονός ότι αυτή τη φορά έχει φύγει για τα καλά, ότι το καλύτερο κομμάτι του εαυτού της ξεμάκρυνε και χάθηκε στο βάθος της ακτής μαζί με τη Φώκια και το Μαραγκό, κι ότι πια δεν έχει απομείνει τίποτ' άλλο εκτός από ένα χοντρό γέρικο κομμάτι ξίγκι που απλά δεν έχει ξεχάσει ακόμα πώς να ανασαίνει». Δεν είπα τίποτα. Σκούπισε πάλι τα μάτια του με τον πήχη του χεριού του και πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. Ύστερα είπε, «Έψαξα την ιστορία του Τζον Ίστλεϊκ και του πώς πνίγηκαν οι κόρες του κι όσων συνέβησαν μετά -θυμάσαι που μου ζήτησες να το κάνω;» Το θυμόμουν, αλλά μου φάνηκε σαν κάτι μακρινό κι ασήμαντο. Εκείνο που νομίζω τώρα είναι ότι κάτι ήθελε να μου φανεί έτσι. «Κοίταξα στο Ίντερνετ και βρήκα κάμποσα άρθρα από τις τοπικές εφημερίδες και μερικά απομνημονεύματα που είναι διαθέσιμα για να τα κατεβάσεις. Ένα τους -δε σε δουλεύω, muchacho- επιγράφεται Ταξίδια με Πλοίο και Μελισσοκέρι, Η Ζωή ενός Κοριτσιού στο Νοκόμις, της Στέφανι Γουίντερ Γκράβελ-Μίλερ». «Ακούγεται σαν ένα μεγάλο ταξίδι στο μονοπάτι της μνήμης». «Δεν έχεις κι άδικο. Μιλάει για "τους ευτυχισμένους έγχρωμους, που μάζευαν πορτοκάλια και τραγουδούσαν απλούς ύμνους στο Θεό με τις γλυκόηχες φωνές του"». «Υποθέτω ότι αυτό συνέβαινε πριν ανακαλύψουν τη χιπ-χοπ». «Το βρήκες. Επιπλέον, μίλησα με τον Κρις Σάνινγκτον από το Κέισι Κη -σχεδόν σίγουρα τον έχεις δει. Ένα γραφικό γεροντάκι που περπατάει παντού με τη ροζιασμένη μαγκούρα του από αγριοτριανταφυλλιά, σχεδόν το ίδιο ψηλή μ' αυτόν, και μ' ένα μεγάλο
ψάθινο καπέλο στο κεφάλι. Ο πατέρας του, ο Έλις Σάνινγκτον, ήταν ο κηπουρός του Τζον Ίστλεϊκ. Σύμφωνα με τον Κρις, ο Έλις ήταν αυτός που πήγε τη Μαρία και τη Χάνα, τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της Ελίζαμπεθ, πίσω στο σχολείο Μπρέιντεν, δέκα περίπου μέρες μετά τους πνιγμούς. Είπε: "Εκείνες οι μικρούλες ήταν απαρηγόρητες γι' αυτό που είχε συμβεί στις δίδυμες αδερφές τους"». Είχε μιμηθεί τη νότια προφορά του γέρου άντρα με αλλόκοτη επιτυχία και για κάποιο λόγο έπιασα τον εαυτό μου να ξανασκέφτεται τη Φώκια και το Μαραγκό, να περπατάνε στην παραλία με τα μικρά Στρείδια. Το μόνο κομμάτι του ποιήματος που θυμόμουν καθαρά ήταν αυτό που ο Μαραγκός τους έλεγε ότι είχαν κάνει μια ευχάριστη τρεχάλα, μα φυσικά τα Στρείδια δεν μπορούσαν ν' αποκριθούν, γιατί είχαν όλα φαγωθεί -μέχρι το τελευταίο. «Θέλεις να σου τα πω τώρα;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Έχεις χρόνο να μου τα πεις τώρα;» «Ασφαλώς. Η Aw-Μαρί έχει αναλάβει τη βάρδια μέχρι τις εφτά, αν και στην πράξη την προσέχουμε λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος τις περισσότερες μέρες. Γιατί δεν πάμε μέχρι το σπίτι; Τα έχω μαζέψει σ' ένα φάκελο. Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, αλλά υπάρχει τουλάχιστον μια φωτογραφία που αξίζει να τη δεις. Ο Κρις Σάνινγκτον την είχε σ' ένα κουτί όπου φυλάει πράγματα του πατέρα του. Πήγα μαζί του μέχρι τη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Κέισι Κη και τη φωτοτύπησα». Κοντοστάθηκε. «Είναι μια φωτογραφία του Χέρον'ς Ρουστ». «Όπως ήταν τότε, εννοείς;» Είχαμε αρχίσει να επιστρέφουμε στο σπίτι, αλλά ο Γουάιρμαν σταμάτησε. «Όχι, amigo, δεν κατάλαβες καλά. Μιλάω για το αρχικό Χέρον'ς Ρουστ. Το Παλάσιο είναι το δεύτερο Χέρον'ς Ρουστ, που χτίστηκε σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια αφότου πνίγηκαν τα κοριτσάκια. Τότε, τα δέκα ή είκοσι εκατομμύρια του Τζον Ίστλεϊκ είχαν πια αβγατίσει σε περίπου εκατόν πενήντα εκατομμύρια. Ο Πόλεμος Είναι Επικερδής Επιχείρηση, Επενδύστε Το Γιο Σας». «Κίνημα διαμαρτυρίας κατά του πολέμου του Βιετνάμ, 1969», είπα. «Συχνά το συναντούσες σε συνδυασμό με το Μια Γυναίκα Χρειάζεται Έναν Άντρα Όσο Και Ένα Ψάρι Χρειάζεται Ένα Ποδήλατο». «Μπράβο, amigo», είπε ο Γουάιρμαν. Έδειξε με μια κίνηση του χεριού προς την οργιώδη βλάστηση που ξεκινούσε ακριβώς νότια
από το σπίτι. «Το πρώτο Χέρον'ς Ρουστ ήταν χτισμένο κάπου εκεί πέρα, τότε που ο κόσμος ήταν νέος και τα κοριτσόπουλα τραγουδούσαν πουπ-ούπι-ντουττ». Θυμήθηκα τη Μαίρη Άιρ, όχι απλά ζαλισμένη από το αλκοόλ αλλά τελείως μεθυσμένη, να λέει Μόνο εκείνο το ένα σπίτι· ορθωνόταν εκεί πάνω κι έμοιαζε σαν τα παλιά αρχοντόσπιτα που δείχνουν σήμερα στους τουρίστες στο Τσάρλεστον και στο Μομπίλ. «Και τι απέγινε;» ρώτησα. «Απ' όσο ξέρω, το ερείπωσαν ο χρόνος και η φθορά», είπε. «Όταν ο Τζον Ίστλεϊκ εγκατέλειψε τις προσπάθειες να περισυλλέξει τα πτώματα των διδύμων, εγκατέλειψε και το Ντούμα Κη. Απέλυσε το περισσότερο υπηρετικό προσωπικό, μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε τις τρεις κόρες που του απέμεναν, μπήκε στη Ρολς Ρόις του -είχε πράγματι μια Ρολς- και έφυγε. Ένα μυθιστόρημα που δεν έγραψε ποτέ ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, έτσι το έθεσε ο Κρις Σάνινγκτον. Μου είπε ότι ο Ίστλεϊκ δεν ξαναβρήκε ποτέ την ειρήνη του μυαλού του, ώσπου η Ελίζαμπεθ τον έφερε πάλι εδώ». «Νομίζεις ότι αυτό είναι κάτι που ο Σάνινγκτον το ξέρει με σιγουριά ή είναι απλώς μια ιστορία που έχει συνηθίσει ν' ακούει τον εαυτό του να διηγείται;» «Quien sabe?» είπε ο Γουάιρμαν. Σταμάτησε πάλι και έδειξε προς το νότιο άκρο του Ντούμα Κη. «Τότε δεν υπήρχε ζούγκλα. Μπορούσες να δεις το αρχικό σπίτι από την απέναντι στεριά και το αντίστροφο. Και, απ' όσο ξέρω, amigo, το σπίτι είναι ακόμα εκεί. Ό,τι έχει απομείνει, τουλάχιστον. Κάθεται εκεί και σαπίζει». Πήγε να ανοίξει την πόρτα της κουζίνας και με κοίταξε αγέλαστα. «Αυτό κι αν θα ήταν κάτι που θ' άξιζε να το ζωγραφίσει κανείς, δε συμφωνείς; Ένα πλοίο-φάντασμα πάνω στη στεριά». «Ίσως», είπα. «Ίσως και να ήταν». viii Με οδήγησε στη βιβλιοθήκη με την πανοπλία στη γωνία και τα παλιά όπλα στον τοίχο. Εκεί, πάνω στο τραπέζι, πλάι στο τηλέφωνο, υπήρχε ένας φάκελος που επάνω έγραφε ΤΖΟΝ ΙΣΤΛΕΪΚ/ΠΡΩΤΟ ΧΕΡΟΝ'Σ ΡΟΥΣΤ. Τον άνοιξε κι έβγαλε μια φωτογραφία που έδειχνε ένα σπίτι το οποίο είχε ολοφάνερα κάποια ομοιότητα με αυτό
στο οποίο βρισκόμασταν εκείνη τη στιγμή -την ομοιότητα, φέρ' ειπείν, που έχουν τα πρώτα ξαδέρφια. Ωστόσο υπήρχε μια βασική διαφορά και οι ομοιότητες - τ ο ίδιο ουσιαστικά σουλούπι, όπως μου φάνηκε τουλάχιστον, και η ίδια στέγη από ζωηρόχρωμα πορτοκαλιά ισπανικά κεραμίδια- απλώς την τόνιζαν. Το σημερινό Παλάσιο κρυβόταν από τον κόσμο πίσω από έναν ψηλό μαντρότοιχο που διακοπτόταν μόνο από μια πύλη -δεν υπήρχε καν βοηθητική είσοδος. Είχε μια όμορφη εσωτερική αυλή την οποία λίγοι άνθρωποι εκτός από τον Γουάιρμαν, την ταλαίπωρη Aw-Μαρί και τον κηπουρό που ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα έβλεπαν ποτέ· έμοιαζε με το κορμί μιας όμορφης γυναίκας που είναι κρυμμένο κάτω από ένα άμορφο ρούχο. Το πρώτο Χέρον'ς Ρουστ ήταν πολύ διαφορετικό. Όπως το αρχοντικό στην Πορσελάνινη Πολιτεία της Ελίζαμπεθ, είχε μπροστά μια σειρά από έξι κίονες και μια πλατιά, φιλόξενη βεράντα. Ένας φαρδύς ιδιωτικός δρόμος οδηγούσε μεγαλόπρεπα μέχρι τα σκαλοπάτια του κτιρίου, διασχίζοντας μια σπαρμένη με γρασίδι έκταση που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μέχρι και οχτώ στρέμματα. Και δεν ήταν στρωμένος με χαλίκι, όπως είχε πει η Μαίρη Άιρ, αλλά με τριανταφυλλόχρωμα θρυμματισμένα κοχύλια. Το αρχικό Χέρον'ς Ρουστ καλούσε τον κόσμο να μπει. Ο διάδοχος του -το Παλάσιο- του έλεγε να μείνει έξω. Η Ίλσε το είχε διακρίνει αμέσως, όπως κι εγώ, αλλά εκείνη την ημέρα το κοιτούσαμε από το δρόμο. Έκτοτε η εικόνα που είχα σχηματίσει γι' αυτό είχε αλλάξει, και δικαιολογημένα: είχα συνηθίσει να το βλέπω από την ακτή. Να το πλησιάζω από την αθωράκιστη πλευρά του. Το πρώτο Χέρον'ς Ρουστ ήταν επίσης ψηλότερο, τρεις όροφοι μπροστά και τέσσερις πίσω, έτσι που - α ν όντως ήταν χτισμένο σε ύψωμα, όπως είχε πει η Μαίρη- από το τελευταίο πάτωμα θα είχε κανείς μια μαγευτική πανοραμική θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα και θα μπορούσε να βλέπει τον Κόλπο, την απέναντι στεριά, το Κέισι Κη και το νησί Ντον Πέντρο. Διόλου άσχημα. Όμως το γκαζόν έμοιαζε να φυτρώνει ανώμαλα -σαν να είχε μείνει αφρόντιστο- και υπήρχαν κενά στις σειρές των διακοσμητικών φοινίκων που λικνίζονταν σαν Χαβανέζες σε χορό χούλα χούλα από τις δυο πλευρές του σπιτιού. Κοίταξα πιο προσεκτικά και είδα ότι κάποια από τα επάνω παράθυρα ήταν κλεισμένα με σανίδες. Η γραμμή της στέγης έμοιαζε αλλόκοτα ασύμμετρη. Μου πήρε μερικές στιγμές
για να συνειδητοποιήσω το γιατί. Υπήρχε μια καπνοδόχος στο ανατολικό άκρο. Έπρεπε να υπήρχε άλλη μια στο δυτικό, αλλά δεν υπήρχε. «Αυτή η φωτογραφία πάρθηκε αφότου έφυγαν;» ρώτησα. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Σύμφωνα με τον Σάνινγκτον, πάρθηκε το Μάρτιο του 1927, προτού πνιγούν τα κοριτσάκια, όταν όλοι ήταν ακόμα ευτυχισμένοι και καλά. Αυτό που βλέπεις δεν είναι ερείπωση, είναι ζημιές που προκάλεσε μια θύελλα. Μια Άλις». «Η οποία είναι τι;» «Η εποχή των τυφώνων σ' αυτά τα μέρη επίσημα αρχίζει στις δεκαπέντε Ιουνίου και διαρκεί περίπου πέντε μήνες. Τους τυφώνες που χτυπάνε τον τόπο εκτός εποχής, με καταρρακτώδεις βροχές και σφοδρούς ανέμους... απ' όσο θυμούνται οι παλιοί, τους ονόμαζαν ανέκαθεν Άλις. Ο τυφώνας Άλις. Είναι ένα είδος αστείου». «Τα βγάζεις από το μυαλό σου αυτά». «Όχι. Ο τυφώνας Έστερ - ο μεγάλος του '26- δεν πείραξε καθόλου το Ντούμα, αλλά ο Άλις, το Μάρτιο του '27, το έπληξε με όλη του την ορμή. Ύστερα προχώρησε προς τη στεριά και κόπασε κάπου πάνω από τα δυτικά της Κομητείας του Παλμ Μπιτς. Προκάλεσε τις ζημιές που βλέπεις σε αυτή τη φωτογραφία -τίποτα φοβερό, ουσιαστικά- έριξε μερικούς φοίνικες, έσπασε μερικά τζάμια, ξερίζωσε το γρασίδι. Από μια άλλη άποψη, όμως, οι επιπτώσεις του εξακολουθούν να είναι αισθητές μέχρι σήμερα. Γιατί μοιάζει σχεδόν βέβαιο ότι ο τυφώνας ήταν αυτός που οδήγησε στον πνιγμό της Τέσι και της Αόρα, κι αυτό οδήγησε σε όλα τα άλλα. Ακόμα και στο ότι εσύ κι εγώ βρισκόμαστε τώρα εδώ». «Εξηγήσου». «Θυμάσαι αυτό;» Έβγαλε άλλη μια φωτογραφία από το φάκελο του και ασφαλώς τη θυμόμουν. Η μεγέθυνσή της βρισκόταν στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου ορόφου, στην κεντρική σκάλα. Αυτή ήταν ένα μικρότερο, πιο ευκρινές αντίτυπο. Έδειχνε την οικογένεια Ίστλεϊκ, με τον Τζον Ίστλεϊκ να φοράει ένα μαύρο παλιομοδίτικο μπανιερό και να μοιάζει με ηθοποιό β' κατηγορίας του Χόλιγουντ που θα μπορούσε να ειδικεύεται σε αστυνομικές ταινίες και θεαματικές περιπέτειες της ζούγκλας. Κρατούσε την Ελίζαμπεθ. Η μια του φούχτα στήριζε το στρουμπουλό μωρουδίστικο πισινό της. Η άλλη έσφιγγε εκείνο
το παράξενο ψαροτούφεκο και μια μάσκα καταδύσεων με ενσωματωμένο αναπνευστήρα. «Και μόνο κρίνοντας από την Ελίζαμπεθ, τολμώ να υποθέσω ότι η φωτογραφία αυτή πρέπει να τραβήχτηκε γύρω στο 1925», είπε ο Γουάιρμαν. «Φαίνεται να είναι δύο χρονών και να πηγαίνει στα τρία. Και η Αντριάνα» -έδειξε με το δάχτυλο τη μεγαλύτερη κόρη«φαίνεται να είναι δεκαεφτά και να πηγαίνει στα τριάντα τέσσερα, δε συμφωνείς;» Πράγματι. Δεκαεφτά και μεστωμένη, ακόμα και μέσα σ' εκείνο το μαγιό της εποχής, που προσπαθούσε να κρύβει σχεδόν τα πάντα. «Έχει ήδη εκείνο το κατσούφικο και συγχρόνως λάγνο σούφρωμα στα χείλη που μοιάζει να λέει θέλω ν' ανοίξω τα φτερά μου και να βρεθώ κάπου αλλού», παρατήρησε ο Γουάιρμαν. «Αναρωτιέμαι πόσο πραγματικά αιφνιδιάστηκε ο πατέρας της όταν κλέφτηκε με έναν από τους αρχιεπιστάτες του. Και αναρωτιέμαι μήπως τελικά, στα μύχια της καρδιάς του, χάρηκε που την είδε να φεύγει». Μιμήθηκε πάλι την τραγουδιστή προφορά του Κρις Σάνινγκτον. «Πήγε στην Ατλάντα μ' έναν μορφονιό με γραβάτα και καπελάκι με πλατύ κεραμίδι». Ύστερα μίλησε πάλι με την κανονική του φωνή. Μάλλον ο θάνατος μικρών κοριτσιών, ακόμα κι αν είχαν πεθάνει ογδόντα χρόνια πριν, δεν έπαυε να είναι γι' αυτόν ένα ευαίσθητο θέμα. «Η Αντριάνα και ο καινούριος σύζυγος της επέστρεψαν, αλλά τότε στο Ντούμα Κη έψαχναν απλώς για τα πτώματα». Έδειξα τη μαύρη παραμάνα με το αγέλαστο πρόσωπο. «Ποια είναι αυτή;» «Την έλεγαν Μέλντα ή Τίλντα ή ίσως, ο Θεός να μας φυλάει, Χέκιουμπα, σύμφωνα με τον Κρις Σάνινγκτον. Ο πατέρας του ήξερε, αλλά ο Κρις δε θυμάται πια». «Ωραία βραχιόλια». Τους έριξε μια ματιά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Αν το λες εσύ». «Ίσως ο Τζον Ίστλεϊκ να κοιμόταν μαζί της», είπα. «Ίσως τα βραχιόλια να ήταν ένα δωράκι». «Qui0n sabe? Πλούσιος χήρος, νέα γυναίκα -συμβαίνουν αυτά». Έδειξα το καλάθι του πικνίκ, που η νεαρή μαύρη γυναίκα κρατούσε και με τα δυο της χέρια, με σφιγμένα τα μπράτσα σαν να ήταν βαρύ. Πιο βαρύ, θα έλεγες, απ' ό,τι θα δικαιολογούσαν απλά μερικά σάντουιτς... αλλά ίσως να είχε μέσα κι ένα ολόκληρο κοτό-
πουλο. Μαζί με μερικά μπουκάλια μπίρα για τον κύριό της -μια μικρή ανταμοιβή, αφού θα είχε τελειώσει τις καταδύσεις της ημέρας. «Τι χρώμα θα έλεγες ότι είναι το καλάθι; Σκούρο καφέ; Ή μήπως κόκκινο;» Ο Γουάιρμαν με κοίταξε περίεργα. «Σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, είναι δύσκολο να πεις». «Πες μου πώς η θύελλα οδήγησε στους θανάτους των δυο μικρών». Άνοιξε πάλι το φάκελο και μου έδωσε ένα παλιό άρθρο εφημερίδας που συνοδευόταν από μια φωτογραφία. «Αυτό είναι από την Γκοντολίερ του Βένις, από το φύλλο της 28ης Μαρτίου 1927. Αρχικά το βρήκα στο Ίντερνετ. Ο Τζακ Καντόρι τηλεφώνησε στην εφημερίδα, τους ζήτησε να του κάνουν ένα αντίγραφο και μου το έστειλε με φαξ. Ο Τζακ είναι καταπληκτικός, παρεμπιπτόντως». «Δε θα διαφωνήσω σ' αυτό», είπα. Περιεργάστηκα τη φωτογραφία. «Ποια είναι αυτά τα κορίτσια; Όχι - μ η μου πεις. Αυτή στα αριστερά του είναι η Μαρία. Η Χάνα είναι στα δεξιά του». «Παίρνεις δέκα με τόνο. Η Χάνα είναι εκείνη με τα στήθη. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών το '27». Μελετήσαμε τη σελίδα του φαξ σιωπηλοί για μερικές στιγμές. Ένα e-mail θα ήταν καλύτερο. Το φαξ ήταν γεμάτο ενοχλητικές σκούρες κάθετες γραμμές που έκρυβαν μερικά γράμματα, αλλά ο τίτλος διακρινόταν αρκετά καθαρά: ΘΥΕΛΛΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΘΗΣΑΥΡΟ ΣΕ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗ ΔΥΤΗ. Και η φωτογραφία ήταν αρκετά καθαρή επίσης. Τα μαλλιά του Ίστλεϊκ είχαν αραιώσει λίγο. Θαρρείς για ν' αντισταθμίσει αυτή την απώλεια, το κοντυλένιο μουστάκι που στόλιζε παλιότερα το πρόσωπο του έμοιαζε τώρα περισσότερο με τις μουστάκες ενός θαλάσσιου ελέφαντα. Και μόλο που φορούσε το ίδιο μαύρο ολόσωμο μπανιερό, τώρα τσίτωνε εμφανέστατα... και μου φάνηκε μάλιστα ότι είχε ξηλωθεί κάτω από το ένα μπράτσο, αν και η ευκρίνεια της φωτογραφίας δεν ήταν αρκετά καλή για να πω με σιγουριά. Φαίνεται ότι ο μπαμπάς Ίστλεϊκ είχε βάλει κάμποσα κιλά ανάμεσα στο 1925 και στο 1927 - ο ηθοποιός των ταινιών β' διαλογής σε λίγο θα δυσκολευόταν να παίρνει ρόλους, αν δεν έκοβε τα γλυκά και δεν άρχιζε να περνάει περισσότερο χρόνο στο γυμναστήριο. Τα κορίτσια δεξιά και αριστερά του δεν είχαν τα τσακίρικα λάγνα μάτια της αδερφής τους -κοιτούσες την Αντριάνα και σκεφτόσουν καυτά απογεύματα
στην αγκαλιά της μέσα σ' έναν αχυρώνα, κοιτούσες αυτές τις δυο κι αναρωτιόσουν αν είχαν κάνει τα μαθήματά τους-, αλλά ήταν χαριτωμένα μ' έναν άγουρο ακόμα τρόπο και η έξαψή τους ακτινοβολούσε ακόμα και μέσα από την παλιά φωτογραφία. Αυτό σίγουρα. Γιατί, απλωμένος μπροστά τους πάνω στην άμμο, υπήρχε ένας θησαυρός. «Δεν μπορώ να τα διακρίνω όλα και η καταραμένη η λεζάντα είναι θολή», παραπονέθηκα. «Υπάρχει ένας μεγεθυντικός φακός στο συρτάρι του γραφείου, αλλά επίτρεψέ μου να σε γλιτώσω από έναν πονοκέφαλο». Ο Γουάιρμαν πήρε ένα στυλό και άρχισε να μου δείχνει με τη μύτη του. «Αυτό είναι ένα φιαλίδιο από κάποιο φάρμακο και αυτό εκεί είναι ένα βόλι για μουσκέτο - ή έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει ο Ίστλεϊκ στο άρθρο. Η Μαρία φαίνεται ότι έχει ακουμπισμένο το χέρι της πάνω σε μια μπότα... ή, μάλλον, σ' ό,τι έχει απομείνει από αυτήν. Δίπλα στην μπότα...» «Ένα ζευγάρι γυαλιά», είπα. «Και... μια αλυσίδα για το λαιμό;» «Το άρθρο υποστηρίζει ότι είναι βραχιόλι. Δεν ξέρω. Το μόνο για το οποίο θα μπορούσα να ορκιστώ είναι ότι πρόκειται για κάποια μεταλλική θηλιά γεμάτη γλίνα. Αλλά το μεγαλύτερο κορίτσι σίγουρα κρατάει ένα σκουλαρίκι». Διέτρεξα το άρθρο. Εκτός από τα αντικείμενα που φαίνονταν στη φωτογραφία, ο Ίστλεϊκ είχε βρει διάφορα μαγειρικά σκεύη... τέσσερις κούπες που υποστήριζε ότι ήταν «ιταλιάνικης τεχνοτροπίας»... μια πυροστιά... ένα κουτί με γρανάζια (ό,τι κι αν μπορεί να σήμαινε αυτό)... και αναρίθμητα καρφιά. Είχε επίσης βρει μισό πορσελάνινο ανθρωπάκι. Δε φαινόταν στη φωτογραφία, τουλάχιστον απ' όσο μπορούσα να δω. Το άρθρο έγραφε ότι ο Ίστλεϊκ έκανε καταδύσεις στους διαβρωμένους κοραλλιογενείς υφάλους δυτικά του Ντούμα Κη επί μια δεκαπενταετία, κάποιες φορές για να ψαρέψει, συχνά απλά για να χαλαρώσει. Ο ίδιος είπε ότι είχε βρει ένα σωρό παλιοπράγματα, αλλά ποτέ πριν κάτι ενδιαφέρον. Είπε ότι ο τυφώνας Άλις (έτσι τον ονόμασε) είχε σηκώσει πολύ μεγάλα κύματα κι αυτά πρέπει να μετακίνησαν την άμμο μέσα στον ύφαλο όσο χρειαζόταν για να αποκαλυφθεί αυτό που αποκάλεσε «ένας χώρος απόρριψης σκουπιδιών». «Δεν το λέει ναυάγιο», είπα. «Δεν ήταν», είπε ο Γουάιρμαν. «Δεν υπήρχε σκάφος. Δεν το
βρήκαν ούτε αυτός ούτε οι δεκάδες άνθρωποι που τον βοήθησαν στην προσπάθεια να περισυλλέξει τα πτώματα των δύο μικρών. Το μόνο που υπήρχε ήταν αυτή η σαβούρα. Αν υπήρχε ναυάγιο, θα το είχαν βρει· το νερό στο νοτιοδυτικό άκρο του Κη, μέχρι και τον κοραλλιογενή ύφαλο που ονομάζεται Κιτ Ριφ, δεν έχει βάθος μεγαλύτερο από εφτάμισι μέτρα, κι ακόμα και σήμερα είναι αρκετά διαυγές. Εκείνη την εποχή πρέπει να έμοιαζε με τιρκουάζ γυαλί». «Υπάρχει καμιά θεωρία για το πώς κατέληξαν όλ' αυτά εκεί;» «Φυσικά. Η καλύτερη είναι ότι κάποιο πλοίο που παράδερνε στην τρικυμία έφτασε σπρωγμένο από τον άνεμο εδώ, εκατό, διακόσια, τριακόσια χρόνια πριν, σκορπίζοντας διάφορα πράγματα καθώς κλυδωνιζόταν μέσα στα μανιασμένα νερά. Ή ίσως το πλήρωμα να τα πέταξε επίτηδες στη θάλασσα για να μη βουλιάξει το καράβι. Αφού κόπασε η θύελλα, έκαναν τις απαιτούμενες επισκευές και συνέχισαν το ταξίδι τους. Αυτό θα εξηγούσε από πού προήλθαν τα αντικείμενα που βρήκε ο Ίστλεϊκ και επίσης γιατί κανένα τους δεν ήταν ιδιαίτερης αξίας. Ο πραγματικός θησαυρός θα έμεινε μάλλον πάνω στο πλοίο». «Και δε θα έσχιζε ο ύφαλος την καρίνα ενός σκάφους που το έσπρωξε εδώ ο άνεμος γύρω στα 1700 ή στα 1600;» Ο Γουάιρμαν σήκωσε τους ώμους. «Ο Κρις Σάνινγκτον λέει ότι κανείς δεν ξέρει ποια ακριβώς ήταν η μορφολογία του Κιτ Ριφ πριν από εκατόν πενήντα χρόνια». Κοίταξα τα απλωμένα λάφυρα. Τις χαμογελαστές μεσαίες κόρες. Το χαμογελαστό μπαμπά, που σύντομα θα χρειαζόταν να αγοράσει ένα καινούριο μπανιερό. Και ξαφνικά αποφάσισα ότι δεν κοιμόταν με την παραμάνα. Όχι. Ακόμα και μια ερωμένη θα του είχε πει ότι δεν μπορούσε να φωτογραφίζεται για την εφημερίδα μ' εκείνο το πατσαβούρι. Θα είχε βρει μια εύσχημη δικαιολογία, αλλά ο πραγματικός λόγος βρισκόταν μπροστά μου, ύστερα από τόσα χρόνια· ακόμα κι αν το δεξί μου μάτι δεν έβλεπε τέλεια, μπορούσα να τον δω. Είχε παχύνει πολύ. Μόνο που αυτός δεν το έβλεπε, όπως δεν το έβλεπαν και οι κόρες του. Τα μάτια που αγαπούν δε βλέπουν. Είχε παχύνει πολύ. Κάτι κρυβόταν σ' αυτό, σωστά; Κάποιο Α που πρακτικά απαιτούσε ένα Β. «Εκείνο που κατ' αρχήν με εκπλήσσει είναι ότι μίλησε για την ανακάλυψή του», είπα. «Αν εσύ τύχαινε να βρεις κάτι ανάλογο σή-
μερα και ύστερα το αποκάλυπτες στο Κανάλι 6, η μισή Φλόριντα θα έσπευδε μέσα σε βάρκες και βαρκάκια, να ψάξει με ανιχνευτές μετάλλων για δουβλόνια και ασημένια ισπανικά δολάρια». «Α, μα αυτή ήταν μια άλλη Φλόριντα», είπε ο Γουάιρμαν και θυμήθηκα ότι και η Μαίρη Άιρ είχε χρησιμοποιήσει την ίδια φράση. «Ο Τζον Ίστλεϊκ ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος και το Ντούμα Κη ήταν το προσωπικό του βασίλειο. Εξάλλου, δεν υπήρχαν δουβλόνια ούτε ασημένια ισπανικά δολάρια -μόνο μετρίου ενδιαφέροντος παλιατσαρίες που τις αποκάλυψε μια αλλόκοτη θύελλα. Επί βδομάδες κατέβαινε στην ακτή και βουτούσε στο σημείο όπου ήταν σκορπισμένα τα παλιοπράγματα στο βυθό του Κόλπου -και ήταν πολύ κοντά στην ακτή, σύμφωνα με τον Σάνινγκτον- όταν είχε άμπωτη, μπορούσες κυριολεκτικά να φτάσεις μέχρι εκεί τσαλαβουτώντας. Και σίγουρα είχε το νου του μήπως βρει κάτι πολύτιμο. Μπορεί να ήταν πλούσιος, αλλά δε νομίζω ότι αυτό κάνει έναν άνθρωπο απρόσβλητο από το μικρόβιο του θησαυροθήρα». «Όχι», είπα. «Είμαι βέβαιος πως όχι». «Η παραμάνα πιθανώς τον ακολουθούσε σε αυτές τις εξορμήσεις. Το ίδιο και οι τρεις κόρες που έμεναν ακόμα στο σπίτι: οι δίδυμες και η Ελίζαμπεθ. Η Μαρία και η Χάνα είχαν επιστρέψει στο σχολείο στο Μπρέιντεντον, και η μεγάλη αδερφή είχε κλεφτεί κι είχε φύγει στην Ατλάντα. Ο Ίστλεϊκ και οι μικρές του πιθανώς έκαναν πικνίκ εκεί κάτω». «Πόσο συχνά;» Άρχισα να βλέπω πού οδηγούσαν όλ' αυτά. «Συχνά. Ίσως κάθε μέρα όσο υπήρχαν ακόμα πολλά αντικείμενα στο βυθό. Έπαιρναν ένα μονοπάτι που οδηγούσε από το σπίτι στη Σκιερή Ακτή, όπως την είχαν ονομάσει. Ήταν μια απόσταση οχτακόσια μέτρα, το πολύ». «Ένα μονοπάτι που δυο ριψοκίνδυνα κοριτσάκια θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μόνα τους». «Και μια μέρα το έκαναν. Προς μεγάλη θλίψη όλων». Έχωσε πάλι τις φωτογραφίες στο φάκελο. «Υπάρχει μια ιστορία εδώ, muchacho, και υποθέτω ότι είναι ελαφρώς πιο ενδιαφέρουσα από εκείνη ενός μικρού κοριτσιού που κατάπιε ένα βόλο, αλλά η τραγωδία είναι τραγωδία και, σε τελευταία ανάλυση, όλες οι τραγωδίες είναι ανόητες. Δώσε μου τη δυνατότητα να διαλέξω, και θα προτιμήσω το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας από τον Άμλετ ασυζητητί. Οποιοσδήποτε ηλίθιος με σταθερά χέρια κι ένα ζευγάρι γερά
πνευμόνια μπορεί να χτίσει ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα κι ύστερα να το γκρεμίσει φυσώντας δυνατά, αλλά χρειάζεται μια μεγαλοφυία για να κάνει το κοινό να γελάσει». Έμεινε συλλογισμένος μερικές στιγμές. «Εκείνο που πιθανώς συνέβη είναι ότι μια μέρα του Απριλίου του 1927, όταν η Τέσι και η Λόρα υποτίθεται ότι κοιμούνταν για μεσημέρι, αποφάσισαν να σηκωθούν, να πάρουν κρυφά το μονοπάτι και να πάνε να ψάξουν για θησαυρούς στη Σκιερή Ακτή. Πιθανώς δεν είχαν σκοπό να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να μπουν στο νερό μέχρι τα γόνατα και να πλατσουρίσουν λίγο, που ήταν και το μόνο που τους επιτρεπόταν -ένα από τα δημοσιεύματα παραθέτει μια τέτοια δήλωση του Τζον Ίστλεϊκ και η Αντριάνα το επιβεβαίωσε». «Η παντρεμένη κόρη που επέστρεψε». «Ακριβώς. Αυτή και ο καινούριος της σύζυγος επέστρεψαν μία ή δύο μέρες πριν τερματιστεί επίσημα η έρευνα για την ανεύρεση των πτωμάτων. Αυτό σύμφωνα με όσα λέει ο Σάνινγκτον. Τέλος πάντων, ένα από τα κοριτσάκια ίσως είδε κάτι να λαμποκοπάει λίγο πιο έξω μέσα στο νερό και προσπάθησε να κολυμπήσει για να το φτάσει. Ύστερα...» «Ύστερα η αδερφή της προσπάθησε να τη σώσει». Ναι, ήταν σαν να το έβλεπα μπροστά μου. Μόνο που έβλεπα τη Λιν και την Ίλσε όπως ήταν όταν ήταν μικρές. Όχι δίδυμες, αλλά για τρία ή τέσσερα χρυσά χρόνια, σχεδόν αχώριστες. Ο Γουάιρμαν έγνεψε καταφατικά. «Και τότε το αντιμάμαλο τις παρέσυρε και τις δυο. Έτσι πρέπει να έγινε, amigo* γι' αυτό τα πτώματα δε βρέθηκαν ποτέ. Παρασύρθηκαν στ' ανοιχτά, στο caldo largo». Άνοιξα το στόμα μου να τον ρωτήσω τι εννοούσε με τη λέξη αντιμάμαλο, ύστερα θυμήθηκα έναν πίνακα του Γουίνσλοου Χόμερ, ρομαντικό αλλά με αναντίρρητη δύναμη: Το Υποβρύχιο Ρεύμα. Η συσκευή ενδοσυνεννόησης στον τοίχο άρχισε να βουίζει, ξαφνιάζοντάς μας και τους δυο. Ο Γουάιρμαν χτύπησε το φάκελο με το μπράτσο του καθώς γύριζε να δει, σκορπίζοντας φωτοτυπίες και φαξ παντού. «Κύριε Γουάιρμαν!» Ήταν η Aw-Μαρί Γουίσλερ. «Κύριε Γουάιρμαν, είστε εκεί;» «Εδώ είμαι», είπε ο Γουάιρμαν.
«Κύριε Γουάιρμαν;» Ακουγόταν ταραγμένη. Ύστερα, σαν να μιλούσε στον εαυτό της: «Χριστέ μου, πού είσαι;» «Γαμώτο, το κουμπί», ψέλλισε ο Γουάιρμαν κι έτρεξε σχεδόν στη συσκευή. Πάτησε το κουμπί. «Εδώ είμαι. Τι τρέχει; Τι έγινε; Έπεσε;» «Όχι!» κραύγασε η Aw-Μαρί. «Συνήλθε! Συνήλθε και καταλαβαίνει Σας ζητάει! Μπορείτε να έρθετε;» «Αμέσως», είπε εκείνος και στράφηκε σ' εμένα χαμογελώντας πλατιά. «Το άκουσες αυτό, Έντγκαρ; Εμπρός!» Κοντοστάθηκε. «Τι κοιτάς;» «Αυτές», είπα και του έδειξα τις δυο φωτογραφίες του Ίστλεϊκ με το μπανιερό του: εκείνη όπου ήταν περιστοιχισμένος από όλες τις κόρες του κι εκείνη που είχε παρθεί δυο χρόνια αργότερα, όπου δίπλα του ήταν μόνο η Μαρία και η Χάνα. «Άσ' τες αυτές τώρα -δεν άκουσες; Η μις Ίστλεϊκ είναι πάλι κοντά μας\» Τράβηξε προς την πόρτα. Εγώ άφησα το φάκελο του να πέσει πάνω στο τραπέζι της βιβλιοθήκης και τον ακολούθησα. Είχα κάνει τη σύνδεση -αλλά μόνο επειδή είχα περάσει τους τελευταίους λίγους μήνες καλλιεργώντας την τέχνη τού να βλέπω. Καλλιεργώντας την εντατικά. «Γουάιρμαν!» φώναξα. Είχε ήδη φτάσει στην άλλη άκρη του κεντρικού διαδρόμου και είχε ανεβεί τη μισή σκάλα. Πάσχιζα να τον προλάβω με το κουτσό μου πόδι, αλλά δεν τα κατάφερνα. Με περίμενε, χωρίς ιδιαίτερη υπομονή. «Ποιος του είπε ότι ήταν εκεί ο θησαυρός;» «Του Ίστλεϊκ; Υποθέτω έπεσε τυχαία επάνω του σε μια από τις καταδύσεις του». «Δε νομίζω -είχε να φορέσει εκείνο το μπανιερό πολύ καιρό. Οι καταδύσεις και το ψαροτούφεκο μπορεί να ήταν το χόμπι του στις αρχές της δεκαετίας του '20, αλλά νομίζω ότι γύρω στο 1925 το φαγητό έγινε η κύρια διασκέδασή του. Οπότε, ποιος του το είπε;» Η Aw-Μαρί βγήκε από μια πόρτα κοντά στο τέλος του διαδρόμου. Είχε ένα χαζό, έκπληκτο χαμόγελο στο πρόσωπο της, που την έκανε να δείχνει τα μισά από τα σαράντα χρόνια της. «Ελάτε», είπε. «Αυτό είναι υπέροχο». «Είναι...» «Είναι», ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο η ραγισμένη αλλά
χαρακτηριστική φωνή της Ελίζαμπεθ. «Έλα κοντά μου, Γουάιρμαν, κι άσε με να δω το πρόσωπο σου όσο ακόμα το αναγνωρίζω». ix Περίμενα στο διάδρομο με την Aw-Μαρί, μη όντας βέβαιος τι έπρεπε να κάνω, κοιτάζοντας τα διάφορα διακοσμητικά και το μεγάλο παλιό πίνακα του Φρέντερικ Ρέμινγκτον στην άλλη άκρη -Ινδιάνους πάνω σε πόνι. Ύστερα ο Γουάιρμαν με φώναξε. Η φωνή του ήταν ανυπόμονη και βραχνή από τα δάκρυα. Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Οι βαριές κουρτίνες ήταν όλες τραβηγμένες. Ο κλιματισμός ψιθύριζε μέσα από μια οπή κάπου από πάνω μας. Υπήρχε ένα κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι της με ένα λαμπατέρ επάνω. Το καπέλο του ήταν από πράσινο γυαλί. Το κρεβάτι ήταν νοσοκομειακό και το κομμάτι που ακουμπούσε η πλάτη της ήταν ανασηκωμένο τόσο, ώστε να είναι σχεδόν καθιστή. Το λαμπατέρ έλουζε το πρόσωπο της με ένα απαλό φως, τα μαλλιά της έπεφταν λυτά πάνω στους ώμους μιας ροζ ρόμπας. Ο Γουάιρμαν καθόταν πλάι της και της κρατούσε τα χέρια. Πάνω από το κρεβάτι υπήρχε ο μοναδικός πίνακας του δωματίου, ένα πολύ καλό αντίγραφο του Έντεκα Π.Μ. του Έντουαρντ Χόπερ, ένα αρχέτυπο της μοναξιάς που περιμένει υπομονετικά στο παράθυρο κάτι, οτιδήποτε, να αλλάξει. Από κάπου ακουγόταν το τικ τακ ενός ρολογιού. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Είδα τρία πράγματα στο πρόσωπο της. Με χτύπησαν το ένα μετά το άλλο σαν πέτρες, και το καθένα τους ήταν πιο οδυνηρό από το προηγούμενο. Το πρώτο ήταν ότι είχε χάσει πάρα πολύ βάρος. Το δεύτερο ότι φαινόταν τρομερά κουρασμένη. Το τρίτο ότι δεν της απέμενε πολύς χρόνος ζωής. «Έντουαρντ», είπε. «Όχι...» άρχισα να λέω, αλλά όταν σήκωσε το ένα της χέρι (η σάρκα κρεμόταν κάτασπρη και σακουλιασμένη πάνω από τον αγκώνα της), σώπασα μεμιάς. Γιατί τώρα έβλεπα και κάτι άλλο, κι αυτό με χτύπησε πιο σκληρά απ' όλα -δεν ήταν απλή πέτρα αλλά ογκόλιθος. Κοιτούσα τον εαυτό μου. Αυτό έβλεπαν οι άνθρωποι μετά το ατύχημά μου, όταν προσπαθούσα να συναρμολογήσω κακήν κακώς τα σκόρπια κομμάτια της μνήμης μου -όλο εκείνον το
θησαυρό που έμοιαζε με σκύβαλα, όταν ήταν σκορπισμένος με τόσο άσχημο, γυμνό τρόπο. Θυμήθηκα που είχα ξεχάσει το όνομα της κούκλας μου και ήξερα τι θα ακολουθούσε. «Μπορώ να το κάνω», είπε. «Το ξέρω ότι μπορείς», είπα. «Έφερες τον Γουάιρμαν πίσω από το νοσοκομείο», είπε. «Ναι». «Είχα φοβηθεί τόσο ότι θα τον κρατούσαν. Κι ότι θα έμενα μόνη». Δεν απάντησα σ' αυτό. «Σε λένε Έντμουντ;» ρώτησε δειλά. «Μις Ίστλεϊκ, μην κουράζεις άσκοπα τον εαυτό σου», είπε μαλακά ο Γουάιρμαν. «Είναι ο...» «Σιωπή, Γουάιρμαν», είπα. «Μπορεί να το κάνει». «Ζωγραφίζεις», είπε. «Ναι». «Ζωγράφισες και το πλοίο ή όχι ακόμα;» Κάτι παράξενο συνέβη στο στομάχι μου. Δε σφίχτηκε ακριβώς, αλλά μάλλον το ένιωσα σαν να εξαφανίζεται και ν' αφήνει ένα κενό ανάμεσα στην καρδιά και στα υπόλοιπα σπλάχνα μου. Τα γόνατά μου προσπάθησαν να λυγίσουν. Η ατσαλένια λάμα στο γοφό μου άρχισε να με καίει. Ο αυχένας μου πάγωσε. Και μια ήπια, γαργαλιστική φωτιά απλώθηκε στο μπράτσο που δεν ήταν πια εκεί. «Ναι», είπα. «Ξανά και ξανά και ξανά». «Είσαι ο Έντγκαρ», είπε. «Ναι, Ελίζαμπεθ. Είμαι ο Έντγκαρ. Μπράβο σου, γλύκα». Χαμογέλασε. Υποθέτω ότι είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος την είχε πει γλύκα. «Το μυαλό μου είναι σαν ένα τραπεζομάντιλο με μια μεγάλη τρύπα από κάψιμο πάνω του». Στράφηκε στον Γουάιρμαν. «Muy divertido, si?*» «Πρέπει να ξεκουραστείς», είπε εκείνος. «Για την ακρίβεια, πρέπει να dormir como un tronco». Εκείνη χαμογέλασε αχνά. «Να κοιμηθώ σαν κούτσουρο. Ναι. Και νομίζω πως, όταν ξυπνήσω, θα είμαι ακόμα εδώ. Για λίγο». Σήκωσε τα χέρια του στο πρόσωπο της και τα φίλησε. «Σ' αγαπώ, Γουάιρμαν». *Πολύ αστείο, ε; (Σ.τ.Μ,)
«Κι εγώ σ' αγαπώ, μις Ίστλεϊκ», είπε εκείνος. Μπράβο του. «Έντγκαρ;... Σε λένε Έντγκαρ;» «Εσύ τι νομίζεις, Ελίζαμπεθ;» «Ναι, ασφαλώς. Πρόκειται να κάνεις μια έκθεση; Εκεί δεν είχαμε μείνει πριν από το τελευταίο μου...» Χαμήλωσε τα βλέφαρα, σαν για να μιμηθεί τον ύπνο. «Ναι, στην γκαλερί Σκότο. Πραγματικά πρέπει να ξεκουραστείς». «Είναι σύντομα; Η έκθεσή σου;» «Σε λιγότερο από μια βδομάδα». «Οι πίνακές σου... οι πίνακές σου με το πλοίο... είναι στη στεριά; Στην γκαλερί;» Ο Γουάιρμαν κι εγώ ανταλλάξαμε ένα βλέμμα. Ο Γουάιρμαν σήκωσε τους ώμους. «Ναι», είπα. «Ωραία». Χαμογέλασε. «Τότε θα ξεκουραστώ. Όλα τ' άλλα μπορούν να περιμένουν.,. Ας γίνει πρώτα η έκθεσή σου. Η στιγμή σου στον ήλιο. Τους πουλάς; Τους πίνακες με το πλοίο;» Ο Γουάιρμαν κι εγώ ανταλλάξαμε άλλο ένα βλέμμα και το μήνυμα στα μάτια του ήταν πολύ σαφές: Μην την ταράξεις. «Τους έχουμε βάλει ΔΠ, Ελίζαμπεθ. Αυτό σημαίνει...» «Ξέρω τι σημαίνει, Έντγκαρ. Δεν έπεσα χθες από μια πορτοκαλιά». Μες στις βαθιές πτυχώσεις των ρυτίδων της, εγκλωβισμένα σ' ένα πρόσωπο που αποτραβιόταν προς το θάνατο, τα μάτια της άστραψαν. «Πούλησέ τους. Όσοι κι αν είναι, πρέπει να τους πουλήσεις. Κι όσο δύσκολο κι αν σου είναι. Σκόρπισέ τους, στείλ' τους να χαθούν στους τέσσερις ανέμους. Με καταλαβαίνεις;» «Ναι». «Θα το κάνεις;» Δεν ήξερα αν θα το έκανα ή όχι, αλλά αναγνώρισα πάνω της τα σημάδια της αυξανόμενης ταραχής με την εμπειρία που μου έδινε το δικό μου, όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. «Ναι». Εκείνη τη στιγμή θα της είχα υποσχεθεί ακόμα κι ότι θα πηδούσα μέχρι το φεγγάρι με τις μαγικές μου μπότες των εφτά λευγών, αν αυτό θα γαλήνευε το μυαλό της. «Ακόμα και τότε μπορεί να υπάρχει κίνδυνος», μονολόγησε με σχεδόν τρομοκρατημένη φωνή. «Αρκετά», είπα και της χάιδεψα το χέρι. «Μην τα σκέφτεσαι άλλο αυτά».
«Εντάξει. Θα μιλήσουμε περισσότερο μετά την έκθεσή σου. Οι τρεις μας. Θα είμαι πιο δυνατή... πιο νηφάλια... και εσύ, Έντγκαρ, θα μπορείς να προσέξεις αυτά που θα σου πω. Έχεις κόρες; Σαν να θυμάμαι ότι έχεις». «Ναι, και θα μείνουν στη στεριά με τη μητέρα τους. Στο Ριτζ. Αυτό έχει ήδη κανονιστεί». Χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο μαράθηκε σχεδόν αμέσως. Ήταν σαν το στόμα της να έλιωνε. «Κατέβασέ με, Γουάιρμαν. Έχω περάσει στο βάλτο... σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες... έτσι νιώθω... και είμαι κουρασμένη». Ο Γουάιρμαν την κατέβασε γυρίζοντας τη μανιβέλα και η ΑννΜαρί μπήκε με κάτι μέσα σ' ένα ποτήρι πάνω σε ένα δίσκο. Αλλά η Ελίζαμπεθ δεν υπήρχε περίπτωση να πιει ούτε μια γουλιά- είχε ήδη αποκοιμηθεί. Πάνω από το κεφάλι της, το πιο μοναχικό κορίτσι του κόσμου καθόταν σε μια πολυθρόνα και κοιτούσε έξω από το παράθυρο για πάντα, με τα χυτά μαλλιά της να της κρύβουν το πρόσωπο, γυμνό εκτός από ένα ζευγάρι παπούτσια. χ Για μένα, ο ύπνος άργησε να 'ρθει εκείνη τη νύχτα. Ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα όταν έκλεισαν επιτέλους τα μάτια μου. Η παλίρροια είχε τραβηχτεί και η ψιθυριστή κουβέντα κάτω από το σπίτι είχε πάψει. Ωστόσο, αυτό δε σταμάτησε τους ψιθύρους των φωνών μες στο κεφάλι μου. Μια άλλη Φλόριντα, ψιθύριζε η Μαίρη Αιρ. Αυτή ήταν μια άλλη Φλόριντα. Πούλησε τες. Όσες και αν είναι, πρέπει να τις πουλήσεις. Αυτή ήταν η Ελίζαμπεθ, φυσικά. Η μεγάλη Ελίζαμπεθ. Άκουγα και μια άλλη εκδοχή της, ωστόσο, και επειδή έπρεπε να επινοήσω αυτή τη φωνή, αυτό που άκουγα ήταν η φωνή της Ίλσε όταν ήταν παιδί. Υπάρχει θησαυρός, μπαμπά, έλεγε αυτή η φωνή. Μπορείς να τον βρεις αν φορέσεις τη μάσκα και τον αναπνευστήρα σου. Μπορώ να σου δείξω που να ψάξεις. Έφτιαξα μια ζωγραφιά.
Ξύπνησα τα χαράματα. Μου φάνηκε ότι θα μπορούσα να ξανακοιμηθώ, αλλά όχι προτού πάρω ένα από τα λίγα χάπια Οξικοντίν που είχα φυλάξει και πριν κάνω ένα τηλεφώνημα. Πήρα το χάπι, ύστερα κάλεσα τον αριθμό της Σκότο και μου απάντησε ο τηλεφωνητής -δε θα υπήρχε ψυχή ζώσα γι' αρκετές ώρες ακόμα στην γκαλερί. Οι κουλτουριάρηδες δεν είναι πρωινοί τύποι. Πήρα το 11 για να συνδεθώ με το γραφείο του Ντάριο Νανούτσι και μετά το χαρακτηριστικό ήχο είπα: «Ντάριο, είμαι ο Έντγκαρ. Άλλαξα γνώμη για τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο. Τελικά θέλω να τους πουλήσω, εντάξει; Ο μόνος όρος που έχω να θέσω είναι ότι πρέπει να πάνε σε διαφορετικούς αγοραστές, αν είναι δυνατό. Ευχαριστώ». Έκλεισα το τηλέφωνο και επέστρεψα στο κρεβάτι. Έμεινα ξαπλωμένος εκεί για δεκαπέντε λεπτά, κοιτάζοντας τα φτερά του ανεμιστήρα της οροφής να γυρνάνε νωχελικά και ακούγοντας τα κοχύλια από κάτω μου να ψιθυρίζουν. Το χάπι είχε αρχίσει να επιδρά, αλλά δεν έλεγε να με πάρει ο ύπνος. Και ήξερα το γιατί. Ήξερα ακριβώς το γιατί. Ξανασηκώθηκα, πήγα στο τηλέφωνο, πάτησα το πλήκτρο αυτόματης επανάκλησης, άκουσα το ηχογραφημένο μήνυμα, ύστερα πάτησα άλλη μια φορά το εσωτερικό για το γραφείο του Ντάριο. Η ηχογραφημένη φωνή του με κάλεσε να αφήσω ένα μήνυμα μετά το χαρακτηριστικό ήχο. «Εκτός από το No 5», είπα. «Αυτό εξακολουθεί να είναι ΔΠ». Και γιατί rycav ΔΠ; Όχι επειδή ήταν μεγαλοφυές, παρ' όλο που νομίζω ότι ήταν. Ούτε καν επειδή κοιτώντας το εγώ τουλάχιστον ένιωθα σαν ν' άκουγα το πιο σκοτεινό κομμάτι της καρδιάς μου να αφηγείται την ιστορία του. Ήταν επειδή ένιωθα ότι κάτι με είχε αφήσει να ζήσω απλά και μόνο για να το ζωγραφίσω, και ότι πουλώντας το θα ήταν σαν ν' αρνιόμουν την ίδια μου τη ζωή κι όλα τα βάσανα που είχα περάσει για να την ξαναχτίσω. Ναι, ακριβώς γι' αυτό. «Το No 8 είναι δικό μου, Ντάριο», είπα. Ύστερα επέστρεψα στο κρεβάτι και αυτή τη φορά κοιμήθηκα.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (VII)
Να θυμάστε ότι όποιος λέει «μόνο αν δω κάτι με τα μάτια μου μπορώ να το πιστέψω» βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Η τέχνη είναι το συγκεκριμένο γέννημα της πίστης και της προσδοκίας, η πραγμάτωση ενός κόσμου που διαφορετικά θα ήταν ελάχιστα περισσότερο από ένας πέπλος στείρας συνειδητότητας απλωμένος πάνω από μια άβυσσο μυστηρίου. Και εξάλλου ~αν εσείς δεν πιστεύετε αυτά που δημιουργείτε, ποιος θα πιστέψει την τέχνη σας; Όλα τα προβλήματα μετά από την ανακάλυψη του θησαυρού είχαν να κάνουν με την πίστη. Η Ελίζαμπεθ ήταν τρομερά ταλαντούχα, αλλά ήταν μόνο ένα παιδί -και στην περίτπωση των παιδιών, η πίστη είναι κάτι δεδομένο. Είναι μέρος του στάνταρ εξοπλισμού. Και τα παιδιά, ακόμα και τα ταλαντούχα (ιδιαίτερα τα ταλαντούχα), δεν έχουν πλήρη έλεγχο των ικανοτήτων τους. Η λογική τους ακόμα κοιμάται και ο ύτννος της λογικής γεννάει τέρατα. Θρίστε μια ζωγραφιά που δεν έφτιαξα ποτέ: Δυο απαράλλαχτα δίδυμα κοριτσάκια με απαράλλαχτες καζακούλες, μόνο που η μια είναι κόκκινη με ένα Λ μπροστά και η άλλη είναι μπλε με ένα Τ. Τα κοριτσάκια κρατιούνται χέρι χέρι καθώς τρέχουν στο μονοπάτι που οδηγεί στη Σκιερή Ακτή. Τη λένε έτσι γιατί το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τη σκεπάζει η σκιά του Βράχου της Μάγισσας. Υπάρχουν αυλάκια από δάκρυα πάνω στα χλομά φεγγαρίσια πρόσωπά τους, αλλά σύντομα τα αυλάκια θα χαθούν γιατί είναι πια πολύ τρομαγμένες για να κλάψουν. Αν μπορείτε να πιστέψετε αυτό, μπορείτε να δείτε τα υπόλοιπα. Ένα γιγαντιαίο κοράκι τις προσπερνάει αργά, πετώντας ανάποδα, με τα φτερά του απλωμένα. Τους μιλάει με τη φωνή του μπαμπά τους. Η Αο-Λο πέφτει και κόβει τα γόνατά της πάνω στα κοχύλια. Η Τέσι τη βοηθάει να σηκωθεί. Συνεχίζουν να τρέχουν. Εκείνο που τις φο-
βίζει δεν είναι το κοράκι που μιλάει με ανθρώπινη φωνή και πετάει ανάποδα, ούτε το πώς ο ουρανός μερικές φορές αλλάζει απότομα χρώμα κι από γαλανός βάφεται στο κόκκινο του δειλινού πριν πάρει και πάλι το γαλάζιο του μεσημεριού· είναι το πράγμα που τις ακολουθεί. Το μεγάλο αγόρι. Ακόμα και με τις δοντάρες του δεν παύει να μοιάζει λίγο με εκείνα τα αστεία βατραχάκια που ζωγράφιζε παλιότερα η Αίμπιτ, αλλά αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο και αρκετά πραγματικό για να ρίχνει σκιά. Αρκετά πραγματικό για να βρομάει και να τραντάζει τη γη στον κάθε του σάλτο. Έχουν τρομάξει από κάθε είδους πράγματα από τότε που ο μπαμπάς βρήκε το θησαυρό και η Αίμπιτ λέει πως δεν πρέπει να βγαίνουν από το δωμάτιο τους τη νύχτα ούτε καν να κοιτάνε έξω από το παράθυρο, αλλά τώρα είναι μέρα και το πράγμα πίσω τους είναι υπερβολικά πραγματικό για να πουν ότι δεν υπάρχει και ολοένα τις ζυγώνει. Την επόμενη φορά η Τέσι είναι αυτή που πέφτει και η Αο-Αο τη βοηθάει να σηκωθεί, ρίχνοντας μια τρομοκρατημένη ματιά πίσω της στο πράγμα που τις κυνηγάει. Περιτριγυρίζεται από μαμούνια που μοιάζουν να χορεύουν και μερικές φορές βγάζει τη γλωσσάρα του και τα χάφτει από τον αέρα. Η Αο-Αο μπορεί να δει την Τέσι να καθρεφτίζεται στο ένα γουρλωτό, ανόητο μάτι του. Η ίδια καθρεφτίζεται στο άλλο. Τρέχουν στην παραλία αγκομαχώντας ξεπνοϊσμένες και τώρα πια δεν έχουν πού αλλού να πάνε εκτός από το να πέσουν στο νερό. Μόνο που ίσως και να έχουν, γιατί το πλοίο έχει επιστρέψει πάλι, εκείνο που έβλεπαν όλο και πιο συχνά τις τελευταίες βδομάδες. Η Αίμπιτ λέει ότι το πλοίο δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά τώρα είναι ένα λευκό πλωτό όνειρο ασφάλειας και, εξάλλου, δεν έχουν άλλη επιλογή. Το μεγάλο αγόρι τις έχει σχεδόν φτάσει. Βγήκε από την πισίνα την ώρα ακριβώς που τέλειωσαν να παίζουν το γάμο της Αντι στο Ραμποπό, το ξύλινο σπιτάκι που χρησιμοποιούν για τα παιχνίδια τους στην πλαϊνή πρασιά (σήμερα ήταν η σειρά της Αο-Αο να παίξει την Άντι). Μερικές φορές η Αίμπιτ μπορεί να κάνει αυτά τα φρικτά πράγματα να εξαφανίζονται ζωγραφίζοντας κάτι στο μπλοκ της, αλλά τώρα η Αίμπιτ κοιμάται -έχει περάσει πολλές ανήσυχες νύχτες τελευταία. Το μεγάλο αγόρι βγαίνει μ' ένα σάλτο από το μονοπάτι και προσγειώνεται στην παραλία, τινάζοντας άμμο ολόγυρα. Τα γουρλωτά
του μάτια κοιτάζουν επίμονα. Η εύθραυστη άσπρη κοιλιά του, γεμάτη αηδιαστικά έντερα, φουσκώνει. Το προγούλι του τρεμουλιάζει. Τα δυο κοριτσάκια στέκονται με τα χέρια τους ενωμένα και τα πόδια τους μέσα στον αδιάκοπο αναβρασμό του αντιμάμαλου, όπως το λέει ο μπαμπάς, και κοιτάζουν το ένα το άλλο. Ύστερα κοιτάζουν το πλοίο, που λικνίζεται αγκυροβολημένο λίγο πιο έξω απ' την ακτή, με τα πανιά του μαζεμένα κι αστραφτερά. Σήμερα φαίνεται ακόμα πιο κοντά, σαν να έχει πλησιάσει για να τις σώσει. ΗΛο-Λο λέει Πρέπει να το κάνουμε. Η Τέσι λέει Αλλά δεν ξέρω ΚΟΛΥΜΠΙ! Μπορείς να κολυμπήσεις σιγά σιγά σαν το σκυλάκι! Το μεγάλο αγόρι κάνει άλλο ένα σολ το. Μπορούν να ακούσουν τα σωθικά του να γλουγλουκίζουν καθώς πέφτει πάλι στο έδαφος. Ακούγονται σαν βρεγμένα σκουπίδια μέσα σ' ένα βαρέλι με νερό. Το γαλανό σβήνει από τον ουρανό, που ματώνει και γίνεται κόκκινος. Ύστερα, σιγά σιγά, αλλάζει και ξαναγίνεται γαλανός. Τέτοια μέρα ήταν. Και μήπως δεν ήξεραν ότι αυτού του είδους η μέρα θα ερχόταν; Μήπως δεν το είχαν δει στα στοιχειωμένα μάτια της Αίμπιτ; Η παραμάνα Μέλντα το ξέρει· ακόμα και ο μπαμπάς το ξέρει, κι ας μην είναι εδώ όλο τον καιρό. Σήμερα είναι στην Τάμπα κι όταν κοιτάνε τον πρασινόλευκο εφιάλτη που τις έχει σχεδόν φτάσει, καταλαβαίνουν ότι η Τάμπα θα μπορούσε εξίσου καλά να βρίσκεται και στην πίσω πλευρά του φεγγαριού. Είναι μόνες τους και δεν έχουν να περιμένουν βοήθεια από πουθενά. Η Τέσι σφίγγει τον ώμο της Αο-Αο με παγωμένα δάχτυλα. Και το αντιμάμαλο; Αλλά η Αο-Αο κουνάει το κεφάλι της. Το αντιμάμαλο είναι καλό! Το αντιμάμαλο θα μας πάει στο πλοίο! Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για κουβέντες. Το τερατώδες βατράχι ετοιμάζεται να κάνει άλλο ένα σάλτο. Και καταλαβαίνουν πως, μόλο που δεν μπορεί να είναι πραγματικό, κατά κάποιον τρόπο είναι. Μπορεί να τις σκοτώσει. Καλύτερα να ριψοκινδυνεύσουν να πέσουν στο νερό. Γυρίζουν, ακόμα πιασμένες χέρι χέρι, και ρίχνονται στο caldo. Καρφώνουν τα μάτια τους στο κομψό λευκό σκαρί που θυμίζει χελιδόνι και λικνίζεται αγκυροβολημένο κοντά τους. Σίγουρα θα τις τραβήξουν πάνω, και κάποιος θα χρησιμοποιήσει τον ασύρματο για να ειδοποιήσει το Ρουστ. «Πιάσαμε στα δίχτυα μας δυο γοργόνες», θα πουν. «Ξέρετε κανέναν που να τις θέλει;»
Το αντιμάμαλο χωρίζει τα χέρια τους. Είναι ανελέητο και τελικά η Λο-Λο πνίγεται πρώτη επειδή παλεύει mo δυνατά να του αντισταθεί. Η Τέσι την ακούει να φωνάζει δυο φορές. Πρώτα για βοήθεια. Ύστερα, εγκαταλείποντας την προσπάθεια, το όνομα της αδερφής της. Στο μεταξύ, ένα καπρίτσιο των κυμάτων τραβάει την Τέσι κατευθείαν προς το πλοίο, κρατώντας τη συγχρόνως στην επιφάνεια. Για λίγες μαγικές στιγμές είναι σαν να βρίσκεται πάνω σε μια σανίδα του σερφ και τα αδύναμα χτυπήματα των χεριών και των ποδιών της καθώς προσπαθεί να κολυμπήσει σαν το σκυλάκι μοιάζουν να τη σπρώχνουν μπροστά σαν εξωλέμβια μηχανή. Ύστερα, ακριβώς πριν ένα ψυχρό ρεύμα ανεβεί από το νερό και τυλιχτεί γύρω από τους αστραγάλους της, βλέπει το πλοίο να μεταμορφώνεται σε... Ορίστε κάτι που ζωγράφισα, όχι μόνο μια φορά, αλλά ξανά και ξανά και ξανά: Η λευκότητα της καρίνας δεν εξαφανίζεται ακριβώς· ρουφιέται προς τα μέσα σαν αίμα που στραγγίζει από το μάγουλο τρομοκρατημένου ανθρώπου. Τα σχοινιά ξεφτίζουν. Οι μεταλλικές επιφάνειες και το λούστρο από τα ξύλα θαμπώνουν. Τα τζάμια στα παράθυρα της καμπίνας της πρύμνης εκρήγνυνται προς τα έξω. Ένα στρώμα από στοιβαγμένα παλιοπράγματα εμφανίζεται πάνω στο κατάστρωμα και σιγά σιγά το σκεπάζει ολόκληρο σαν χαλί που ξετυλίγεται, από την πλώρη προς την πρύμνη. Μόνο που ήταν εκεί όλη την ώρα. Η Τέσι απλά δεν το είχε δει. Τώρα το βλέπει. Τώρα πιστεύει. Ένα πλάσμα ξεπροβάλλει από τα σωθικά του πλοίου. Πλησιάζει με βήμα συρτό στην κουπαστή και κοιτάζει κάτω το κορίτσι. Είναι ένα καμπουριασμένο πράγμα, τυλιγμένο σ' έναν κόκκινο μανδύα με κουκούλα. Μαλλιά που ίσως και να μην είναι καθόλου μαλλιά σαλεύουν υγρά γύρω από ένα λιωμένο πρόσωπο. Κίτρινα χέρια αδράχνουν το σχισμένο, σάπιο ξύλο. Ύστερα το ένα σηκώνεται αργά. Και γνέφει στο κορίτσι που σύντομα θα ΧΑΘΕΙ. Λέει, Έλα σ' εμένα, παιδί μου. Και καθώς ττνίγεται, η Τέσι Ίστλεϊκ σκέφτεται Είναι μια ΓΥΝΑΙΚΑ! Βυθίζεται. Και μήπως αισθάνεται χέρια, ακόμα ζεστά, τα χέρια τής πρόσφατα πνιγμένης αδερφής της, να αρπάζουν τις γάμπες της και να την τραβάνε προς τα κάτω; Ναι, φυσικά. Φυσικά και τα αισθάνεται. Γιατί κανείς πρέπει να πιστεύει και αυτό που αισθάνεται. Οποιοσδήποτε καλλιτέχνης θα σας το πει αυτό.
13 - Η Έκθεση
i Κάποια μέρα, αν η ζωή σας κρατήσει πολύ και η μηχανή μες στο κεφάλι σας συνεχίζει να λειτουργεί, θα ζήσετε για να θυμηθείτε το τελευταίο καλό πράγμα που σας συνέβη ποτέ. Δεν το λέει ο πεσιμισμός αυτό, απλά η λογική. Ελπίζω πως δε μου έχουν τελειώσει ακόμη τα καλά πράγματα στη ζωή μου -δε θα υπήρχε λόγος για να ζω αν πίστευα κάτι τέτοιο-, αλλά έχει περάσει πολύς καιρός στο μεταξύ. Θυμάμαι την τελευταία φορά καθαρά. Συνέβη λίγο περισσότερο από τέσσερα χρόνια πριν, το βράδυ της δεκάτης πέμπτης Απριλίου, στην γκαλερί Σκότο. Ήταν ανάμεσα στις εφτά και σαράντα πέντε και στις οχτώ, και οι σκιές στην Παλμ Άβενιου άρχιζαν να βάφονται με τους πρώτους ανεπαίσθητους τόνους του μπλε. Ξέρω την ώρα, γιατί κοιτούσα συνέχεια το ρολόι μου. Η Σκότο ήταν ήδη φίσκα -μέχρι το νόμιμο όριο κι ίσως και λίγο παραπάνω-, αλλά η οικογένειά μου δεν είχε καταφθάσει ακόμη. Είχα δει την Παμ και την Ίλι νωρίτερα εκείνη την ημέρα και ο Γουάιρμαν με είχε διαβεβαιώσει ότι η πτήση της Μελίντα είχε φτάσει στην ώρα της, αλλά μέχρι στιγμής εκείνο το βράδυ δεν είχαν ξαναδώσει σημεία ζωής. Ούτε ένα τηλεφώνημα. Στην κόγχη στ' αριστερά μου, όπου τόσο το μπαρ όσο και οχτώ από τα ηλιοβασιλέματά μου είχαν προσελκύσει ένα πλήθος, ένα τρίο από το τοπικό ωδείο εκτελούσε μια πένθιμη εκδοχή του «My Funny Valentine». Η Μαίρη Αιρ (μ' ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι αλλά νηφάλια μέχρι στιγμής) αγόρευε επί κάποιου καλλιτεχνικού θέματος σ' ένα μικρό προσηλωμένο ακροατήριο. Στα δεξιά ανοιγόταν μια μεγαλύτερη αίθουσα, όπου ήταν στημένος κι ένας μπουφές. Στον έναν τοίχο της υπήρχε το Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από
Κοχύλια και ένας πίνακας που τον είχα ονομάσει Βλέπω το Φεγγάρι· στον άλλο, τρεις απόψεις της Ντούμα Ρόουντ. Είχα παρατηρήσει αρκετούς ανθρώπους να φωτογραφίζουν αυτά τα έργα με τις κάμερες των κινητών τους, μόλο που μια επιγραφή πάνω σ' έναν τρίποδα ακριβώς μόλις έμπαινες ανακοίνωνε ότι η λήψη φωτογραφιών ήταν verboten*. Το ανέφερα αυτό παρεμπιπτόντως στον Τζίμι Γιοσίντα κι εκείνος έγνεψε καταφατικά, χωρίς να δείχνει θυμωμένος ούτε καν ενοχλημένος, αλλά μάλλον σαστισμένος. «Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι εδώ μέσα που είτε δεν τους συνδέω καθόλου με τους καλλιτεχνικούς κύκλους είτε δεν τους γνωρίζω καν», είπε. «Το μέγεθος αυτού του πλήθους υπερβαίνει κάθε προηγούμενη εμπειρία μου». «Είναι κακό αυτό;» «Θεέ μου, όχι! Αλλά ύστερα από τόσα χρόνια που παλεύουμε να μείνουμε στην επιφάνεια, νιώθω παράξενα βλέποντας μια τέτοια λαοπλημμύρα». Η κεντρική αίθουσα της Σκότο ήταν μεγάλη, πράγμα καλό για εκείνο το βράδυ. Παρά το φαγητό, το ποτό και τη μουσική στις μικρότερες αίθουσες, οι περισσότεροι επισκέπτες φαίνονταν τελικά να συρρέουν σ' αυτήν. Στο κέντρο της, κρεμασμένοι κατευθείαν από το ταβάνι με σχεδόν αόρατα κομμάτια πετονιάς, υπήρχαν οι πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο. Το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά κρεμόταν στον τοίχο στην άλλη άκρη. Αυτό και το Κορίτσι και Πλοίο No 8 ήταν τα μόνα έργα της έκθεσης στα οποία είχα κολλήσει το αυτοκόλλητο με το ΔΠ, στο πρώτο επειδή ανήκε στον Γουάιρμαν, στο δεύτερο επειδή απλά δε μου πήγαινε η καρδιά να το πουλήσω. «Σε κρατάμε ξάγρυπνο, αφεντικό;» είπε ο Έιντζελ Σλόμποτνικ από τα αριστερά μου, αγνοώντας όπως πάντα τη σκουντιά που του έδωσε η γυναίκα του. «Όχι», είπα. «Ποτέ δεν ένιωσα πιο ζωντανός στη ζωή μου, απλά...» Ένας άντρας με κοστούμι που θα πρέπει να του είχε κοστίσει κοντά δυο χιλιάρικα μου πρότεινε το χέρι. «Χένρι Βέστικ, κύριε Φρίμαντλ, της Πρώτης Τράπεζας Ταμιευτηρίου & Επενδύσεων της Σαρασότα, Τμήμα Προσωπικών Λογαριασμών. Τα έργα σας είναι υπέροχα. Έχω μείνει έκπληκτος. Έχω μείνει άναυδος». * Απαγορευμένη. (Σ.τ.Μ.)
«Ευχαριστώ», είπα, ενώ σκεφτόμουν ότι είχε παραλείψει το ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΤΕ. «Πολύ ευγενικό». Ένα επαγγελματικό επισκεπτήριο εμφανίστηκε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ήταν σαν να παρακολουθούσες έναν περιπλανώμενο ταχυδακτυλουργό να κάνει ένα μαγικό κόλπο. Ή θα ήταν, αν οι περιπλανώμενοι ταχυδακτυλουργοί φορούσαν κοστούμια Αρμάνι. «Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σας... Έχω γράψει τους αριθμούς των τηλεφώνων μου στην πίσω πλευρά -σπίτι, κινητό, γραφείο». «Πολύ ευγενικό», επανέλαβα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ' άλλο να πω και, επιτέλους, τι νόμιζε ο κύριος Βέστικ ότι θα έκανα; Ότι θα του τηλεφωνούσα στο σπίτι του και θα τον ευχαριστούσα άλλη μια φορά; Ότι θα του ζητούσα ένα δάνειο και θα του πρόσφερα έναν πίνακα για ενέχυρο; «Μπορώ να φέρω αργότερα τη σύζυγο μου και να σας τη συστήσω;» ρώτησε, και τότε είδα το βλέμμα στα μάτια του. Δεν ήταν ακριβώς όπως το βλέμμα στα μάτια του Γουάιρμαν όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι εγώ είχα κόψει το νήμα της ζωής του Κάντι Μπράουν, αλλά πλησίαζε. Σαν ο Βέστικ να με φοβόταν λίγο. «Φυσικά», είπα, και απομακρύνθηκε. «Κάποτε έχτιζες παραρτήματα τραπεζών για κάτι τέτοιους τύπους κι ύστερα έπρεπε να τσακώνεσαι μαζί τους όταν δεν ήθελαν να πληρώσουν τις δαπάνες που υπερέβαιναν τα κονδύλια του προϋπολογισμού», είπε ο Έιντζελ. Φορούσε ένα έτοιμο μπλε κοστούμι κι έμοιαζε έτοιμος να ξεχειλίσει από μέσα του σε εννιά διαφορετικές κατευθύνσεις σαν τον Απίθανο Χαλκ. «Εκείνη την εποχή θα είχε νομίσει πως ήσουν απλά ένας ακόμα γάιδαρος που προσπαθεί να του χαλάσει την ημέρα. Τώρα σε κοιτάζει σαν να μπορούσες να χέσεις χρυσές αγκράφες». «Έιντζελ, σταμάτα!» φώναξε η Έλεν Σλομπότνικ, σκουντώντας τον με τον αγκώνα άλλη μια φορά και προσπαθώντας συγχρόνως να του πάρει το ποτήρι της σαμπάνιας από το χέρι. Εκείνος το κράτησε ατάραχα σε απόσταση που δεν μπορούσε να το φτάσει. «Πες της ότι είναι αλήθεια, αφεντικό!» «Νομίζω ότι κατά κάποιον τρόπο είναι», είπα. Και δεν ήταν μόνο το στέλεχος της τράπεζας που με κοιτούσε έτσι. Οι γυναίκες... Χριστέ μου. Όταν τα μάτια μου διασταυρώνονταν με τα δικά τους, έβλεπα ένα λίγωμα, μια ρεμβαστική διάθεση,
σαν ν' αναρωτιόνταν πώς θα μπορούσα να τις κρατήσω στην αγκαλιά μου μ' ένα μόνο χέρι. Αυτό ήταν πιθανώς της φαντασίας μου, όμως... Δυο χέρια με άδραξαν από πίσω και λίγο έλειψαν να με σηκώσουν στον αέρα. Το ποτήρι με τη σαμπάνια που κρατούσα θα είχε χυθεί, αν ο Έιντζελ δεν το έπιανε με επιδεξιότητα. Γύρισα και βρέθηκα μπροστά στην Κάθι Γκριν, που μου χαμογελούσε. Είχε αφήσει πίσω της την Γκεστάπο της Αποκατάστασης, τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ· φορούσε ένα κοντό λαμέ πράσινο φόρεμα που σφιχταγκάλιαζε κάθε καλοδιατηρημένη σπιθαμή του κορμιού της, και με τα ψηλοτάκουνά της μου έφτανε σχεδόν μέχρι το μέτωπο. Πλάι της, ψηλός σαν πύργος, έστεκε ο Κέιμεν. Τα τεράστια μάτια του κολυμπούσαν καλοσυνάτα πίσω από τα γυαλιά του με τον κοκάλινο σκελετό. «Χριστέ μου, Κάθι!» φώναξα. «Κι αν με είχες ρίξει κάτω;» «Θα σε είχα βάλει να πάρεις πενήντα», είπε, χαμογελώντας πιο πλατιά από ποτέ. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. «Σ' το είπα ήδη στο τηλέφωνο. Κοίτα πώς έχεις μαυρίσει, ομορφόπαιδο». Τα δάκρυα χύθηκαν στα μάγουλά της και με αγκάλιασε. Την αγκάλιασα κι εγώ, και ύστερα δώσαμε τα χέρια με τον Κέιμεν. Η χερούκλα του κατάπιε τη δική μου ολόκληρη. «Το αεροπλάνο σου είναι ο μόνος σωστός τρόπος για να πετάει ένας άντρας με τις διαστάσεις μου», είπε, κι ένα σωρό κεφάλια στράφηκαν προς την κατεύθυνσή του. Είχε μια από εκείνες τις βαθιές φωνές σαν του Τζέιμς Ερλ Τζόουνς, που μπορούν να κάνουν ακόμη και τις ανακοινώσεις στο σουπερμάρκετ ν' ακούγονται σαν το Βιβλίο του Ησαΐα. «Το απόλαυσα στο έπακρο, Έντγκαρ». «Δεν είναι πραγματικά δικό μου, αλλά σ' ευχαριστώ», είπα. «Μήπως έτυχε κανένας σας να δει...» «Κύριε Φρίμαντλ;» Ήταν μια νόστιμη κοκκινομάλλα που τα γεμάτα φακίδες στήθη της κινδύνευαν να ξεχειλίσουν από το ντεκολτέ ενός φορέματος σε χρώμα κουφετί. Είχε μεγάλα πράσινα μάτια. Φαινόταν να είναι γύρω στην ηλικία της κόρης μου, της Μελίντα. Πριν μπορέσω να πω οτιδήποτε, άπλωσε τα χέρια και έπιασε απαλά τα δάχτυλά μου. «Ήθελα απλώς ν' αγγίξω το χέρι που ζωγράφισε αυτούς τους πίνακες», είπε. «Αυτούς τους υπέροχους, παλαβιάρικους πίνακες. Θεέ μου, είστε καταπληκτικός». Σήκωσε το χέρι μου στα χείλη της
και το φίλησε. Ύστερα το πίεσε πάνω στο ένα στήθος της. Μπόρεσα να νιώσω τη θηλή, σαν τραχύ χαλίκι, μέσα από το αραχνοΰφαντο τούλι. Ύστερα χάθηκε μέσα στο πλήθος. «Συμβαίνει συχνά αυτό;» ρώτησε ο Κέιμεν, και την ίδια στιγμή η Κάθι ρώτησε, «Λοιπόν, κακοπερνάς πολύ με τη ζωή του διαζευγμένου, Έντγκαρ;» Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή και έσκασαν στα γέλια. Καταλάβαινα για ποιο πράγμα γελούσαν - η στιγμή της δόξας του Έντγκαρ- αλλά εμένα μου φαινόταν απλώς αλλόκοτο. Οι αίθουσες της Σκότο άρχισαν να μοιάζουν λίγο σαν τους θαλάμους μιας υποβρύχιας σπηλιάς, και συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να τις ζωγραφίσω έτσι: δωμάτια στο βυθό της θάλασσας και πάνω στα τοιχώματά τους ζωγραφιές, που τις κοιτούσαν κοπάδια ανθρωπόψαρα ενώ το Τρίο του Ποσειδώνα έπαιζε το «Octopus's Garden» των Μπιτλς. Αλλόκοτο όσο δεν έπαιρνε. Ήθελα τον Γουάιρμαν και τον Τζακ -που επίσης δεν είχαν εμφανιστεί-, αλλά, ακόμα πιο πολύ, ήθελα τους δικούς μου ανθρώπους. Την Ίλι περισσότερο απ' όλους. Αν τους είχα, ίσως αυτό που συνέβαινε γύρω μου ν' άρχιζε να μοιάζει πάλι με πραγματικό. Έριξα μια ματιά προς την πόρτα. «Αν ψάχνεις για την Παμ και τα κορίτσια, νομίζω πως δε θ' αργήσουν να φανούν», είπε ο Κέιμεν. «Η Μελίντα είχε ένα πρόβλημα με το φόρεμά της και πήγε επάνω να αλλάξει την τελευταία στιγμή». Η Μελίντα, σκέφτηκα. Φυσικά, θα ήταν η Μελ... Και τότε τους είδα, να ελίσσονται μέσα στο πλήθος των κουλτουριάρηδων και των περιέργων, δείχνοντας πολύ βόρειοι και παράταιροι ανάμεσα στα ηλιοκαμένα κορμιά. Ο Τομ Ράιλι και ο Γουίλιαμ Μπόουζμαν ο Τρίτος - ο αθάνατος Μπόζι- έρχονταν πίσω τους με σκούρα κοστούμια. Σταμάτησαν για να κοιτάξουν τρία από τα πρώιμα σχέδιά μου, που ο Ντάριο τα είχε στήσει κοντά στην πόρτα σε ένα τρίπτυχο. Πρώτη με είδε η Ίλσε. Φώναξε «ΜΠΑΜΠΑ!» κι άνοιξε δρόμο μέσα στο πλήθος σαν τορπιλάκατος, με την αδερφή της από κοντά. Η Λιν έσερνε πίσω της έναν ψηλό νεαρό άντρα. Η Παμ μου κούνησε το χέρι και κατευθύνθηκε κι αυτή προς το μέρος μου. Άφησα τον Κέιμεν, την Κάθι και τους Σλόμποτνικ, με τον Έιντζελ να κρατάει ακόμα το ποτό μου. Κάποιος άρχισε να λέει, «Με συγχωρείτε, κύριε Φρίμαντλ, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να σας
ζητήσω...» αλλά δεν έδωσα σημασία. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσα να δω ήταν το ακτινοβόλο πρόσωπο και τα χαρούμενα μάτια της Ίλσε. Συναντηθήκαμε μπροστά από την πινακίδα που έγραφε Η ΓΚΑΛΕΡΙ ΣΚΟΤΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ «Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΟΥΜΑ», ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΓΚΑΡ ΦΡΙΜΑΝΤΛ. Παρατήρησα ότι φορούσε ένα ανοιχτογάλαζο φόρεμα που δεν το είχα ξαναδεί κι ότι, με τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά ν' αποκαλύπτουν ένα μακρύ σαν κύκνου λαιμό, έμοιαζε αναπάντεχα ενήλικη. Συνειδητοποίησα την τεράστια, σχεδόν ακαταμάχητη αγάπη που είχα γι' αυτήν και την ευγνωμοσύνη μου που, ένιωθε κι αυτή το ίδιο για μένα -φαινόταν στα μάτια της. Ύστερα την κρατούσα στην αγκαλιά μου. Μια στιγμή αργότερα ήταν εκεί και η Μελίντα με το νεαρό συνοδό της να στέκεται πίσω της (κι από πάνω της -ήταν ένας πραγματικός ψηλολέλεκας). Δεν είχα δυο χέρια ώστε ν' αγκαλιάσω κι αυτήν και την αδερφή της συγχρόνως, αλλά αυτή είχε ένα ελεύθερο για μένα· με άρπαξε και με φίλησε στο μάγουλο. «Bonsoir, μπαμπά, συγχαρητήρια!» Ύστερα βρέθηκε μπροστά μου η Παμ, η γυναίκα που είχα αποκαλέσει προδότρα στόφα όχι πολύ καιρό πριν. Φορούσε ένα σκούρο μπλε κοστούμι, γαλάζιο μεταξωτό πουκάμισο και μια σειρά μαργαριτάρια στο λαιμό. Ένα ζευγάρι μικρά σκουλαρίκια. Πρακτικές αλλά όμορφες χαμηλοτάκουνες γόβες. Διακριτική κομψότητα, στο στυλ της Μινεσότα, αν υπήρχε κάτι τέτοιο. Ήταν προφανώς τρομαγμένη απ' όλο εκείνο τον κόσμο και το άγνωστο περιβάλλον, αλλά υπήρχε ένα αισιόδοξο χαμόγελο στο πρόσωπο της. Η Παμ μπορεί να είχε πολλές αδυναμίες, αλλά ποτέ δεν υπήρξε άνθρωπος που το έβαζε κάτω. «Έντγκαρ;» με ρώτησε σιγανά. «Είμαστε ακόμα φίλοι;» «Καλύτερα να το πιστέψεις», είπα. Τη φίλησα μόνο στα πεταχτά, αλλά την αγκάλιασα όσο πιο δυνατά μπορεί ν' αγκαλιάσει ένας μονόχειρας άντρας. Η Ίλσε με κρατούσε από τη μια πλευρά· η Μελίντα είχε γαντζωθεί πάνω μου από την άλλη και μ' έσφιγγε αρκετά δυνατά για να μου πονάει τα πλευρά, αλλά δε μ' ένοιαζε. Σαν από μεγάλη απόσταση, άκουσα την ομήγυρη να ξεσπάει σε ένα αυθόρμητο χειροκρότημα.
«Δείχνεις καλά», ψιθύρισε η Παμ στο αυτί μου. «Όχι, δείχνεις υπέροχα. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα σε αναγνώριζα στο δρόμο». Έκανα πίσω λίγο και την κοίταξα. «Κι εσύ δείχνεις μια χαρά». Γέλασε κοκκινίζοντας, μια ξένη με την οποία είχα κάποτε περάσει τις νύχτες μου. «Το μεϊκάπ καλύπτει πολλές αμαρτίες». «Μπαμπά, από εδώ ο Ρικ Ντουσό», είπε η Μελίντα, «Bonsoir και συγχαρητήρια, Monsieur Φρίμαντλ», είπε ο Ρικ. Κρατούσε ένα κάτασπρο κουτί. Τώρα μου το πρότεινε. «Από την Λίνι κι εμένα. Un cadeau. Ένα... δώρο;» Ήξερα τι σήμαινε cadeau, φυσικά* η πραγματική αποκάλυψη ήταν η εξωτική χροιά που έδινε η προφορά του στο υποκοριστικό της κόρης μου. Μου έδωσε να καταλάβω με έναν τρόπο που τίποτ' άλλο δε θα το κατάφερνε ότι τώρα ήταν περισσότερο δική του παρά δική μου. Είχα την εντύπωση ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που υπήρχαν μέσα στην γκαλερί είχαν συγκεντρωθεί γύρω μας για να με δουν να ανοίγω το δώρο μου. Ο Τομ Ράιλι είχε καταφέρει να φτάσει σχεδόν μέχρι τον ώμο της Παμ. Ο Μπόζι ήταν πλάι του. Ακριβώς πίσω τους, η Μάργκαρετ Μπόουζμαν μου έστειλε ένα φιλί με την παλάμη της. Πλάι της ήταν ο Τοντ Τζέιμισον, ο γιατρός που μου είχε σώσει τη ζωή... δυο ζευγάρια θείες και θείοι... ο Ρούντι Ρούντνικ, ο παλιός μου γραμματέας... ο Κέιμεν, φυσικά, αδύνατον να μην τον προσέξεις... και η Κάθι πλάι του. Είχαν έρθει όλοι τους, όλοι εκτός από τον Γουάιρμαν και τον Τζακ, κι άρχιζα να αναρωτιέμαι μήπως κάτι είχε συμβεί για να τους κρατήσει μακριά. Αλλά εκείνες τις στιγμές αυτό μου φαινόταν δευτερεύον. Θυμήθηκα που είχα ξυπνήσει στο κρεβάτι μου στο νοσοκομείο, μπερδεμένος και αποκομμένος από τα πάντα από ένα συνεχή πόνο, ύστερα κοίταξα γύρω μου κι αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατό τα πράγματα να έχουν αλλάξει τόσο ριζικά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν επιστρέψει στη ζωή μου για μια νύχτα. Δεν ήθελα να κλάψω, αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δε θα το απέφευγα- ένιωθα ήδη τον εαυτό μου να διαλύεται σαν χαρτομάντιλο μέσα σε μια νεροποντή. «Άνοιξέ το, μπαμπά!» είπε η Ίλσε. Μπορούσα να μυρίσω το άρωμά της, κάτι γλυκό και φρέσκο. «Άνοιξέ το! Άνοιξέ το!» ακούστηκαν να λένε καλοσυνάτες φωνές από τον πυκνό κλοιό που είχε σχηματιστεί γύρω μας και μας παρακολουθούσε.
Άνοιξα το κουτί. Έβγαλα λίγο λευκό χαρτί περιτυλίγματος και αποκάλυψα αυτό που περίμενα... αν και περίμενα κάτι που θα μου το είχαν αγοράσει απλά γΓ αστείο, και αυτό δεν ήταν καθόλου αστείο. Ο μπερές που μου είχαν φέρει η Μελίντα και ο Ρικ από τη Γαλλία ήταν από σκούρο κόκκινο βελούδο, με υφή απαλή σαν μετάξι. Δεν τους είχε κοστίσει φτηνά. «Είναι περισσότερο απ' όσο πρέπει ωραίο», είπα. «Όχι, μπαμπά», είπε η Μελίντα. «Δεν είναι τόσο ωραίο όσο θα σου άξιζε. Απλά ελπίζουμε να σου κάνει». Το έβγαλα από το κουτί και το κράτησα ψηλά. Το ακροατήριο άφησε επιφωνήματα ικανοποίησης. Η Μελίντα και ο Ρικ κοιτάχτηκαν ευτυχισμένα και η Παμ -που ένιωθε ότι για κάποιο λόγο η Λιν δεν είχε απολαύσει ποτέ το μερίδιο στοργής που της αναλογούσε από τη μεριά μου (και πιθανώς είχε δίκιο)- μου έριξε ένα βλέμμα που αναμφίβολα έλαμπε. Ύστερα φόρεσα τον μπερέ. Μου ερχόταν γάντι. Η Μελίντα άπλωσε το χέρι, έκανε μια μικροδιόρθωση, κοίταξε την ομήγυρη που παρακολουθούσε, γύρισε τις παλάμες της στραμμένες έξω προς τα μένα και είπε: «Void mon pere, ce magnifique artiste!*» Όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και άρχισαν να φωνάζουν Μπραβό! Η Ίλσε με φίλησε. Έκλαιγε και γελούσε συγχρόνως. Θυμάμαι πόσο λευκός και ευάλωτος μου φάνηκε ο λαιμός της, και το άγγιγμα των χειλιών της λίγο πάνω από το σαγόνι μου. Ήμουν η βασίλισσα του χορού και είχα την οικογένειά μου γύρω μου. Υπήρχαν φώτα και σαμπάνια και μουσική. Συνέβη πριν από τέσσερα χρόνια, το βράδυ της δεκάτης πέμπτης Απριλίου, ανάμεσα στις εφτά και σαράντα πέντε και στις οχτώ, ενώ οι σκιές στην Παλμ Άβενιου μόλις άρχιζαν να βάφονται με τους πρώτους αμυδρούς τόνους του μπλε. Αυτή είναι μια ανάμνηση που έχω φυλάξει.
*Ιδού ο πατέρας μου, αυτός ο καταπληκτικός καλλιτέχνης! (Σ.τ.Μ.)
Τους ξενάγησα στην έκθεση, με τον Τομ, τον Μπόζι και το υπόλοιπο πλήθος από τη Μινεσότα να ακολουθούν. Ίσως πολλοί από τους παρευρισκόμενους να επισκέπτονταν πρώτη φορά μια γκαλερί, αλλά ήταν αρκετά ευγενικοί για να μας κάνουν λίγο χώρο. Η Μελίντα σταμάτησε ένα ολόκληρο λεπτό μπροστά στο Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα κι ύστερα στράφηκε σ' εμένα, σχεδόν κατηγορητικά. «Αν μπορούσες να κάνεις κάτι τέτοιο τόσον καιρό, μπαμπά, γιατί για το Θεό σπατάλησες τριάντα χρόνια από τη ζωή σου χτίζοντας επεκτάσεις στα δημόσια κτίρια της κομητείας;» «Μελίντα Τζιν!» είπε η Παμ, αλλά αφηρημένα. Κοιτούσε προς την κεντρική αίθουσα, όπου κρέμονταν οι πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο. «Μα, αλήθεια λέω», διαμαρτυρήθηκε η Μελίντα. «Έτσι δεν είναι;» «Γλυκιά μου, δεν το ήξερα». «Πώς είναι δυνατόν να έχεις κάτι τόσο θαυμαστό μέσα σου και να μην το ξέρεις;» ζήτησε να μάθει. Δεν είχα απάντηση σ' αυτό, αλλά με έσωσε η Άλις Οκόιν. «Έντγκαρ, ο Ντάριο αναρωτιέται αν θα μπορούσες να πας στο γραφείο του Τζίμι για μερικά λεπτά· ευχαρίστως να συνοδέψω εγώ την οικογένειά σου στην κεντρική αίθουσα και θα μπορέσεις να τους ξαναβρείς σε λίγο εκεί». «Εντάξει... τι θέλουν;» «Μην ανησυχείς, όλοι χαμογελούν», είπε, και χαμογέλασε κι η ίδια. «Πήγαινε, Έντγκαρ», είπε η Παμ. Και στην Άλις: «Έχω συνηθίσει να τον ειδοποιούν και να φεύγει. Όταν ήμασταν παντρεμένοι, ήταν τρόπος ζωής». «Μπαμπά, τι σημαίνει αυτή η κόκκινη βούλα στο επάνω μέρος της κορνίζας;» ρώτησε η Ίλσε. «Ότι αυτό έχει πουληθεί, χρυσή μου», είπε η Άλις. Κοντοστάθηκα να κοιτάξω το Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα καθώς ετοιμαζόμουν να απομακρυνθώ και... όντως, υπήρχε μια μικρή κόκκινη βούλα στην επάνω δεξιά γωνία της κορνίζας. Αυτό ήταν καλό -ήταν ωραίο να ξέρεις ότι το πλήθος που είχε μαζευτεί εκεί
μέσα δεν απαρτιζόταν μόνο από απλούς περίεργους που τους είχε τραβήξει το παράδοξο ενός μονόχειρα σακάτη ο οποίος παρίστανε το ζωγράφο-, αλλά συγχρόνως ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά και αναρωτήθηκα αν ήταν φυσιολογικό να νιώθω έτσι. Δεν μπορούσα να πω. Δεν ήξερα κανέναν άλλο καλλιτέχνη να ρωτήσω. iii Ο Ντάριο και ο Τζίμι Γιοσίντα ήταν στο γραφείο· μαζί τους ήταν κι ένας άντρας που δεν τον είχα ξαναδεί. Ο Ντάριο μου τον σύστησε ως Τζέικομπ Ρόζενμπλατ και πρόσθεσε ότι ήταν ο λογιστής που κρατούσε σε τάξη τα βιβλία της Σκότο. Η καρδιά μου σφίχτηκε λίγο καθώς πήγαμε να κάνουμε μια χειραψία κι αναγκάστηκα να στρίψω το μοναδικό δικό μου γιατί μου έδινε λάθος χέρι, όπως συμβαίνει τόσο συχνά. Τελικά, ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος για τους δεξιόχειρες. «Ντάριο, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησα. Ο Ντάριο ακούμπησε μια ασημένια σαμπανιέρα πάνω στο γραφείο του Τζίμι. Μέσα της, πλαγιασμένο πάνω σε ένα στρώμα θρυμματισμένου πάγου, υπήρχε ένα μπουκάλι Περιέ-Ζουέ. Η σαμπάνια που σέρβιραν στην γκαλερί ήταν καλή, αλλά όχι τόσο καλή. Ο φελλός είχε ανοιχτεί πρόσφατα* ένα αμυδρό χνότο έβγαινε ακόμα από το πράσινο στόμιο του μπουκαλιού. «Σου φαίνεται για πρόβλημα αυτό;» με ρώτησε. «Θα έλεγα στην Άλις να καλέσει και την οικογένειά σου, αλλά το γραφείο είναι πολύ μικρό. Δυο άνθρωποι που θα έπρεπε να βρίσκονται εδώ αυτή τη στιγμή είναι ο Γουάιρμαν και ο Τζακ Καντόρι. Πού διάβολο είναι; Νόμιζα ότι θα έρχονταν μαζί». «Το ίδιο νόμιζα κι εγώ. Δοκίμασες να τηλεφωνήσεις στο σπίτι της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ; Στο Χέρον'ς Ρουστ;» «Φυσικά», είπε ο Ντάριο. «Μου απάντησε μόνο ο τηλεφωνητής». «Ούτε καν η νοσοκόμα της Ελίζαμπεθ; Η Ανν-Μαρί;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Μόνο ο τηλεφωνητής». Ο νους μου πήγε στο Σαρασότα Μεμόριαλ. «Δε μου αρέσει καθόλου αυτό». «Ίσως κι οι τρεις τους να είναι στο δρόμο για εδώ, αυτή τη στιγμή που μιλάμε», είπε ο Ρόζενμπλατ.
«Νομίζω πως αυτό είναι απίθανο. Η Ελίζαμπεθ έχει εξασθενίσει πολύ και κουράζεται εύκολα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει πια ούτε το Πι της». «Είμαι σίγουρος ότι το μυστήριο θα λυθεί από μόνο του», είπε ο Τζίμι. «Στο μεταξύ, εμείς πρέπει να κάνουμε μια πρόποση». «Επιβάλλεται να κάνουμε μια πρόποση, Έντγκαρ», πρόσθεσε ο Ντάριο. «Ευχαριστώ, παιδιά, αυτό είναι πολύ ευγενικό κι ευχαρίστως θα έπινα ένα ποτό μαζί σας, αλλά η οικογένειά μου είναι έξω και θέλω να τους συνοδεύσω όσο κοιτάζουν τα υπόλοιπα έργα μου, αν δε σας πειράζει». Ο Τζίμι είπε, «Κατανοητό, όμως...» Ο Ντάριο τον διέκοψε, με χαμηλή φωνή. «Έντγκαρ, η έκθεση ξεπούλησε». Τον κοίταξα. «Πώς είπες;» «Το φανταστήκαμε ότι δε θα είχες την ευκαιρία να κάνεις μια βόλτα και να δεις όλες τις κόκκινες βούλες», είπε ο Τζίμι. Χαμογελούσε και το χρώμα του ήταν τόσο έντονο που θα μπορούσε και να είχε κοκκινίσει. «Όσοι πίνακες και σχέδια ήταν για πούλημα, πουλήθηκαν». Ο Τζέικομπ Ρόζενμπλατ, ο λογιστής, είπε: «Τριάντα πίνακες και δεκατέσσερα σχέδια. Είναι πρωτάκουστο». «Αλλά...» Ένιωθα τα χείλη μου μουδιασμένα. Είδα τον Ντάριο να στρέφεται κι αυτή τη φορά να παίρνει ένα δίσκο με ποτήρια από το ράφι πίσω απ' το γραφείο. Είχαν το ίδιο λουλουδάτο σχέδιο όπως το μπουκάλι της Περιέ-Ζουέ. «Αλλά η τιμή που έβαλες στο Κορίτσι και Πλοίο No 7 ήταν σαράντα χιλιάδες δολάρια!» Από την τσέπη του κατάμαυρου κοστουμιού του, ο Ρόζενμπλατ έβγαλε ένα κατσαρωμένο χαρτί που μάλλον προερχόταν από κάποια αριθμομηχανή. «Οι πίνακες έπιασαν τετρακόσιες ογδόντα εφτά χιλιάδες δολάρια, τα σχέδια άλλες δεκαεννιά χιλιάδες. Το σύνολο ανέρχεται σε λίγο περισσότερο από μισό εκατομμύριο δολάρια. Είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει μαζέψει ποτέ η Σκότο από μια ατομική έκθεση. Ένα εκπληκτικό επίτευγμα. Συγχαρητήρια». «Όλα;» είπα με μια φωνή τόσο αδύναμη που μετά βίας μπορούσα να την ακούσω κι εγώ ο ίδιος. Κοίταξα τον Ντάριο καθώς μού έβαζε το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι. Έγνεψε καταφατικά. «Αν είχες αποφασίσει να πουλήσεις και το
Κορίτσι και Πλοίο No 8, πιστεύω πως αυτό μόνο του θα είχε πιάσει εκατό χιλιάδες δολάρια». «Δυο φορές τόσα», είπε ο Τζίμι. «Στον Έντγκαρ Φρίμαντλ, στο ξεκίνημα της λαμπρής του σταδιοδρομίας!» είπε ο Ρόζενμπλατ και ύψωσε το ποτήρι του. Σηκώσαμε όλοι τα ποτήρια μας και ήπιαμε, μη γνωρίζοντας ότι η λαμπρή μου σταδιοδρομία, όπως κι αν το έπαιρνες, είχε ήδη λήξει. Σ' αυτό τουλάχιστον σταθήκαμε τυχεροί, muchacho. iv Ο Τομ Ράιλι βρέθηκε δίπλα μου καθώς επέστρεφα μέσα από το πλήθος στην οικογένειά μου, χαμογελώντας και αποκρούοντας τις προσπάθειες των ανθρώπων να μου πιάσουν κουβέντα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. «Απίστευτη δουλειά, αφεντικό», είπε, «αλλά και λιγάκι τρομακτική». «Υποθέτω ότι αυτό είναι φιλοφρόνηση», είπα. Η αλήθεια ήταν πως το να μιλάω με τον Τομ μου φαινόταν τρομακτικό, ξέροντας τι είχα κάνει στην περίπτωσή του. «Είναι σίγουρα φιλοφρόνηση», είπε. «Κοίτα, πηγαίνεις να βρεις την οικογένειά σου. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να του δίνω». Και άρχισε να κάνει ακριβώς αυτό, αλλά τον άρπαξα από τον αγκώνα. «Μείνε μαζί μου», είπα. «Μαζί μπορούμε να αποκρούσουμε κάθε προσπάθεια για ρεσάλτο στο καράβι του ταλαίπωρου Έντγκαρ Φρίμαντλ. Μόνος μου, μπορεί να μην καταφέρω να φτάσω μέχρι την Παμ και τα κορίτσια πριν από τις εννιά». Γέλασε. Έδειχνε καλά. Είχε πάρει μερικά κιλά από εκείνη την ημέρα στη λίμνη Φάλεν, αλλά είχα διαβάσει ότι τα αντικαταθλιπτικά μερικές φορές το κάνουν αυτό, ιδιαίτερα στους άντρες. Πάνω του, λίγο περισσότερο βάρος ήταν καλό. Τα βαθουλώματα κάτω απ' τα μάτια του είχαν γεμίσει. «Πώς τα πηγαίνεις, Τομ;» «Αοιπόν... για να πω την αλήθεια... είχα πέσει σε κατάθλιψη». Σήκωσε το ένα χέρι ψηλά, σαν για να αρνηθεί μια κίνηση συμπόνιας που δεν είχα κάνει. «Φταίει μια χημική ανισορροπία και βλέπεις και παθαίνεις να συνηθίσεις τα χάπια. Στην αρχή σου θολώνουν το μυαλό -έτσι έκαναν σ' εμένα, τουλάχιστον. Τα έκοψα για
λίγο, αλλά τώρα έχω ξαναρχίσει να τα παίρνω και η ζωή μοιάζει καλύτερη. Είτε επειδή ενεργοποιούνται οι τεχνητές ενδορφίνες είτε επειδή έχει αρχίσει να επενεργεί πάνω μου η άνοιξη, που επιτέλους ήρθε στην Πολιτεία των Δέκα Χιλιάδων Λιμνών». «Και η Εταιρεία Φρίμαντλ;» «Η εταιρεία εμφανίζει κέρδη, αλλά δεν είναι το ίδιο χωρίς εσένα. Ήρθα εδώ κάτω νομίζοντας ότι θα μπορούσα να σε πείσω να επιστρέψεις. Ύστερα είδα αυτό που κάνεις και συνειδητοποίησα ότι οι μέρες σου στις οικοδομικές επιχειρήσεις έχουν πιθανώς τελειώσει». «Ετσι νομίζω κι εγώ, ναι». Μου έδειξε τους καμβάδες στην κεντρική αίθουσα. «Τι είναι αυτά, πραγματικά; Εννοώ στ' αλήθεια. Γιατί -δε θα το έλεγα αυτό σε πολλούς- μου θυμίζουν το πώς ήταν η ζωή μες στο κεφάλι μου όταν δεν έπαιρνα τα χάπια μου». «Είναι απλά χίμαιρες», είπα. «Ίσκιοι». «Ξέρω κι εγώ από ίσκιους», είπε. «Απλά πρέπει να προσέχει κανείς μη βγάλουν δόντια. Γιατί μπορούν. Ύστερα, μερικές φορές, όταν απλώνεις το χέρι στο διακόπτη που ανάβει το φως για να τους διώξεις μακριά, ανακαλύπτεις ότι είναι κομμένο το ηλεκτρικό». «Αλλά είσαι καλύτερα τώρα». «Ναι», είπε. «Η Παμ βοήθησε πολύ σ' αυτό. Μου επιτρέπεις να σου πω κάτι γι' αυτήν που μπορεί να μη γνωρίζεις ήδη;» «Ασφαλώς», είπα, ελπίζοντας μόνο ότι δε σκόπευε να μοιραστεί μαζί μου το γεγονός ότι μερικές φορές γελούσε βαθιά μες στο λαρύγγι της όταν έφτανε σε οργασμό. «Έχει τρομερή διαίσθηση, αλλά λίγη καλοσύνη», είπε ο Τομ. «Είναι ένα αλλόκοτα σκληρό κράμα». Δεν είπα τίποτα... αλλά όχι αναγκαστικά επειδή θεωρούσα πως έκανε λάθος. «Μου πάτησε μια γερή κατσάδα επειδή δε φρόντιζα τον εαυτό μου όχι πολύ καιρό πριν, και έπεσε διάνα». «Σοβαρά;» «Σοβαρά. Κι αν κρίνω από την όψη της, ίσως να είσαι κι εσύ υποψήφιος για μια γερή κατσάδα, Έντγκαρ. Νομίζω ότι θα βρω το φίλο σου, τον Κέιμεν, και θα του πιάσω λίγο την κουβέντα. Με συγχωρείς». Τα κορίτσια και ο Ρικ στέκονταν μπροστά στο Ο Γουάιρμαν
Κοιτάζει Δυτικά και φλυαρούσαν όλο κέφι. Η Παμ, ωστόσο, είχε σταθεί περίπου στα μισά της σειράς με τους πίνακες Κορίτσι και Πλοίο, που κρέμονταν σαν αφίσες κινηματογραφικής ταινίας, και φαινόταν ταραγμένη. Όχι ακριβώς θυμωμένη, αλλά ταραγμένη. Μπερδεμένη. Μου έγνεψε να πάω κοντά της και μόλις βρέθηκα εκεί δεν έχασε χρόνο. «Το κοριτσάκι σε αυτούς τους πίνακες είναι η Ίλσε;» Έδειξε το No 1. «Στην αρχή νόμισα ότι αυτή με τα κόκκινα μαλλιά ήταν η κούκλα που σου έδωσε ο δόκτωρ Κέιμεν μετά το ατύχημα σου, αλλά η Ίλσε είχε ένα φόρεμα με τρίλιζες όπως αυτό όταν ήταν μικρή. Το είχα αγοράσει στο Ρόμπερς. Και αυτό...» Τώρα έδειχνε το No 3. «Παίρνω όρκο ότι αυτό είναι το φόρεμα που τόσο πολύ επέμενε να της αγοράσουμε όταν άρχιζε την πρώτη τάξη -εκείνο που φορούσε όταν έσπασε το χέρι της το βράδυ ύστερα από το ράλι!» Ορίστε λοιπόν. Εγώ θυμόμουν το σπασμένο χέρι σαν να είχε συμβεί μετά την εκκλησία, αλλ' αυτό ήταν απλά ένα ασήμαντο στραβοπάτημα στο μεγάλο χορό της μνήμης. Υπήρχαν πιο σημαντικά ζητήματα. Το ένα ήταν ότι η Παμ ήταν σε μοναδική θέση να βλέπει πίσω από τα προπετάσματα καπνού και τους παραμορφωτικούς αντικατοπτρισμούς που οι κριτικοί αρέσκονται να αποκαλούν τέχνη -τουλάχιστον όσον αφορούσε τη δική μου τέχνη. Από αυτή την άποψη, και πιθανώς από πολλές άλλες, ήταν ακόμα η γυναίκα μου. Φαίνεται πως, τελικά, μόνο ο χρόνος μπορεί να εκδώσει απόφαση διαζυγίου για δυο ανθρώπους. Και πως η απόφαση αυτή θα ισχύει μόνο εν μέρει, στην καλύτερη περίπτωση. Την έστρεψα προς το μέρος μου. Μας παρακολουθούσαν πάρα πολλοί άνθρωποι και υποθέτω ότι στα μάτια τους φάνηκε σαν αγκάλιασμα. Και κατά κάποιον τρόπο ήταν. Κοίταξα μια στιγμή τα διάπλατα, έκπληκτα μάτια της, και ύστερα ψιθύριζα στο αυτί της. «Ναι, το κορίτσι μέσα στη βάρκα είναι η Ίλσε. Ποτέ δεν είχα σκοπό να τη βάλω εκεί, γιατί ποτέ δεν έκανα σκόπιμα τίποτα απ' όλα αυτά. Ποτέ δεν ήξερα καν ότι θα ζωγράφιζα αυτούς τους πίνακες μέχρι που άρχισα να τους ζωγραφίζω. Και επειδή είναι με την πλάτη γυρισμένη, κανένας άλλος δεν πρόκειται να το καταλάβει ποτέ, αν δεν τους το πούμε εσύ ή εγώ. Και εγώ δε θα το πω. Όμως...» Τραβήχτηκα πίσω. Τα μάτια της ήταν ακόμα ορθάνοιχτα, τα χείλη της χώρισαν θαρρείς για να δεχτούν ένα φιλί. «Τι είπε η Ίλσε;» «Το πιο παράδοξο πράγμα που μπορείς να φανταστείς». Μ' έ-
πιάσε από το μανίκι και με τράβηξε πιο κάτω, στο No 7 και στο No 8. Και στους δυο αυτούς πίνακες, το κορίτσι μέσα στη βάρκα φορούσε το πράσινο φόρεμα με τις ράντες που σταύρωναν πάνω από το γυμνό του λαιμό. «Είπε ότι πρέπει να διαβάζεις τη σκέψη της, γιατί παρήγγειλε ένα τέτοιο φόρεμα από το Νιούπορτ Νιουζ μόλις αυτή την άνοιξη». Κοίταξε πάλι τους πίνακες. Εγώ στάθηκα σιωπηλός πλάι της και την άφησα να τους μελετήσει με την ησυχία της. Σκέφτηκα τον Τιμ Ράιλι να λέει, Η πρώην σου έχει τρομερή διαίσθηση αλλά λίγη καλοσύνη. Η Παμ χαμήλωσε τη φωνή της. «Δεν ξέρεις κάτι που δε θα έπρεπε να ξέρεις για την Ίλι, έτσι; Όπως ήξερες για...» «Όχι», είπα, αλλά οι πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο με είχαν αναστατώσει περισσότερο από ποτέ. Ένα μέρος αυτής της αναστάτωσης οφειλόταν στο ότι τους έβλεπα κρεμασμένους όλους μαζί σε μια σειρά- έτσι συσσωρευμένη, η αλλόκοτη αίσθηση που ανέκαθεν μου δημιουργούσαν ήταν σαν μια γροθιά στο στομάχι. Πούλησέ τους. Αυτή ήταν η γνώμη της Ελίζαμπεθ. Όσοι κι αν είναι, πρέπει να τους πουλήσεις. Και καταλάβαινα γιατί το είχε πει αυτό. Δε μου άρεσε να βλέπω την κόρη μου, ούτε καν με τη μορφή του παιδιού που είχε αφήσει πια πίσω της από καιρό, τόσο κοντά σ' εκείνο το σαπιοκάραβο. Και κατά κάποιον τρόπο, είχα ξαφνιαστεί που το μόνο που ένιωθε η Παμ ήταν σύγχυση και ταραχή. Αλλά, φυσικά, οι πίνακες δεν είχαν ακόμα προλάβει να επιδράσουν πάνω της. Και δε βρίσκονταν πια στο Ντούμα Κη. Οι τρεις νέοι μάς πλησίασαν, ο Ρικ και η Μελίντα με τα χέρια τους περασμένα ο ένας στη μέση του άλλου. «Μπαμπά, είσαι μεγαλοφυία», είπε η Μελίντα. «Κι ο Ρικ το ίδιο νομίζει, έτσι δεν είναι, Ρικ;» «Μάλιστα», είπε ο Ρικ. «Πραγματικά. Ήρθα εδώ προετοιμασμένος να φανώ... ευγενής. Αντί γι' αυτό παλεύω να βρω τα λόγια για να πω ότι έχω μείνει κατάπληκτος». «Αυτό είναι πολύ ευγενικό», είπα. «Merci». «Είμαι τόσο περήφανη για σένα, μπαμπά», είπε η Ίλι και με αγκάλιασε. Η Παμ στριφογύρισε τα μάτια της κι εκείνη τη στιγμή ευχαρίστως θα της είχα δώσει μια σφαλιάρα. Αντί γι' αυτό έκλεισα την
Ίλσε στην αγκαλιά μου και τη φίλησα στην κορυφή του κεφαλιού. Καθώς το έκανα, η φωνή της Μαίρης Άιρ υψώθηκε από το μπροστινό μέρος της Σκότο σε μια βραχνή από το τσιγάρο κραυγή, γεμάτη έκπληκτη δυσπιστία. «Η Λίμπι Ίστλεϊκ! Δεν πιστεύω στα ματάκια μου!» Κι εγώ δεν πίστευα στα αυτιά μου, αλλά όταν κάποια αυθόρμητα χειροκροτήματα ακούστηκαν από την είσοδο, όπου οι πραγματικοί φιλότεχνοι είχαν μαζευτεί για να φλυαρήσουν και ν' απολαύσουν λίγο τον καθαρό βραδινό αέρα, κατάλαβα γιατί είχαν αργήσει ο Τζακ και ο Γουάιρμαν.
ν «Τι;» ρώτησε η Παμ. «Τι;» Την είχα στο ένα μου πλευρό και τηνΊλι στο άλλο καθώς πήγαινα προς την πόρτα· η Λίνι και ο Ρικ ακολούθησαν όλο περιέργεια στο κατόπι μας. Το χειροκρότημα δυνάμωσε. Οι άνθρωποι στρέφονταν προς την πόρτα και τέντωναν τους λαιμούς τους για να δουν. «Ποιος είναι, Έντγκαρ;» «Οι καλύτεροι φίλοι μου στο νησί». Ύστερα, στην Ίλσε: «Η μια τους είναι η κυρία από το σπίτι στο τέλος του δρόμου, θυμάσαι; Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν η Νύφη αλλά η Κόρη του Νονού. Ονομάζεται Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ και είναι μια γλύκα». Τα μάτια της Ίλσε έλαμψαν από ενθουσιασμό. «Η γριούλα με τα μεγάλα μπλε αθλητικά μποτάκια!» Οι παριστάμενοι -που πολλοί από αυτούς ακόμα χειροκροτούσαν- άνοιξαν δρόμο για να περάσουμε και είδα και τους τρεις τους στο χώρο υποδοχής, όπου ήταν τοποθετημένα δυο τραπέζια με μεγάλα μπολ γεμάτα ποντς. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Ο Τζακ φορούσε ένα γκριζοπράσινο κοστούμι. Με τη συνήθως αναμαλλιασμένη κόμη του σέρφερ τιθασευμένη, έμοιαζε είτε με νεαρό στέλεχος της Μπανκ οφ Αμέρικα είτε με ιδιαίτερα ψηλό γυμνασιόπαιδο την ημέρα της εκδήλωσης του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο Γουάιρμαν, που έσπρωχνε το αναπηρικό καροτσάκι της Ελίζαμπεθ, φορούσε ένα ξεβαμμένο τζιν χωρίς ζώνη κι ένα λευκό λινό πουκάμισο με στρογγυλό γιακά που τόνιζε το βαθύ μαύρισμά του. Είχε χτενίσει
τα μαλλιά του προς τα πίσω και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι ήταν όμορφος όπως ο Χάρισον Φορντ λίγο πριν τα πενήντα. Όμως η Ελίζαμπεθ ήταν εκείνη που έκλεψε την παράσταση, η Ελίζαμπεθ ήταν αυτή που απέσπασε το χειροκρότημα, ακόμα και από αυτούς που πρώτη φορά πατούσαν το πόδι τους σε γκαλερί και δεν είχαν την παραμικρή ιδέα ποια ήταν. Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι από χοντροϋφασμένο ματ βαμβακερό ύφασμα, φαρδύ αλλά κομψό. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα ψηλά μέσα σε ένα αραχνοΰφαντο φιλέ που άστραφτε σαν να ήταν φτιαγμένο από διαμάντια κάτω από τα σποτ στην οροφή της γκαλερί. Στο λαιμό της κρεμόταν ένα παντατίφ από σκαλιστό ελεφαντόδοντο σε μια χρυσή αλυσίδα και στα πόδια δε φορούσε τα μεγάλα γαλάζια· αθλητικά παπούτσια που θύμιζαν τον Φρανκενστάιν, αλλά κομψές χαμηλοτάκουνες γόβες στο πιο βαθύ άλικο χρώμα. Ανάμεσα στο δείκτη και τον παράμεσο του ροζιασμένου αριστερού χεριού της υπήρχε ένα τσιγάρο που δεν το είχε ανάψει ακόμα, στερεωμένο σε μια χρυσή σκαλισμένη πίπα. Κοίταξε αριστερά και δεξιά χαμογελώντας. Όταν η Μαίρη πλησίασε το καροτσάκι, ο Γουάιρμαν σταμάτησε να το σπρώχνει όσο χρειάστηκε ώστε η νεότερη γυναίκα να φιλήσει την Ελίζαμπεθ στο μάγουλο και να της ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Η Ελίζαμπεθ άκουσε, κούνησε το κεφάλι και ψιθύρισε με τη σειρά της μια απάντηση. Η Μαίρη γέλασε βραχνά και χάιδεψε το μπράτσο της Ελίζαμπεθ. Κάποιος πέρασε φουριόζος από δίπλα μου. Ήταν ο Τζέικομπ Ρόζενμπλατ, ο λογιστής, με μάτια υγρά και μύτη κοκκινισμένη. Πίσω του έρχονταν ο Ντάριο και ο Τζίμι. Ο Ρόζενμπλατ γονάτισε πλάι στο καροτσάκι της, τα κοκαλιάρικα γόνατά του έκαναν έναν κρότο σαν πιστόλια αφέτη, και είπε δυνατά, «Μις Ίστλεϊκ! Ω μις Ίστλεϊκ, πάει τόσος καιρός που δε σ' έχουμε δει, και τώρα... ω, τι υπέροχη έκπληξη!» «Ω Τζέικ», είπε εκείνη και λίκνισε το φαλακρό κεφάλι του στον κόρφο της. Έμοιαζε με πολύ μεγάλο αβγό, όπως ήταν ακουμπισμένο εκεί. «Πάντα γοητευτικός σαν τον Μπόγκαρτ!» Με είδε... και μου έκλεισε το μάτι. Της το έκλεισα κι εγώ, αλλά δεν ήταν εύκολο να διατηρήσω την ευτυχισμένη έκφρασή μου. Έδειχνε καταβεβλημένη, τρομερά κουρασμένη παρά το χαμόγελο της. Κοίταξα τον Γουάιρμαν και εκείνος απάντησε μ' ένα απειροε-
λάχιστο σήκωμα των ώμων. Αυτή επέμενε, έμοιαζε να λέει. Γύρισα το βλέμμα μου στον Τζακ και πήρα σχεδόν την ίδια σιωπηρή απάντηση. Στο μεταξύ, ο Ρόζενμπλατ έψαχνε σαν τρελός τις τσέπες του. Επιτέλους έβγαλε ένα κουτί με χάρτινα σπίρτα, ταλαιπωρημένο τόσο, που έμοιαζε να είχε μπει στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς διαβατήριο στο Έλις Άιλαντ. Το άνοιξε και έκοψε ένα σπίρτο. «Νόμιζα ότι το κάπνισμα απαγορεύεται πλέον από τους κανονισμούς σε όλους αυτούς τους δημόσιους χώρους», είπε η Ελίζαμπεθ. Ο Ρόζενμπλατ φάνηκε να ζορίζεται. Ο λαιμός του κοκκίνισε. Σχεδόν περίμενα το κεφάλι του να εκραγεί. Τελικά είπε δυνατά: «Γάμα τους κανονισμούς, μις Ίστλεϊκ!» «BRAVISSIMO!» φώναξε η Μαίρη γελώντας και τινάζοντας τα χέρια ψηλά, κι αμέσως ακολούθησε άλλη μια έκρηξη χειροκροτημάτων. Τα χειροκροτήματα δυνάμωσαν ακόμα περισσότερο όταν ο Ρόζενμπλατ κατόρθωσε επιτέλους να ανάψει το παμπάλαιο σπίρτο και το κράτησε κοντά στην Ελίζαμπεθ, η οποία έβαλε την πίπα ανάμεσα στα χείλη της. «Ποια είναι πραγματικά, μπαμπά;» ρώτησε μαλακά η Ίλσε. «Εκτός, δηλαδή, από τη γριούλα που ζει πιο κάτω από σένα στο δρόμο;» Είπα, «Σύμφωνα με όσα λέγονται, κάποια εποχή ήταν η καλλιτεχνική σκηνή της Σαρασότα». «Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό της δίνει το δικαίωμα να καταστρέφει τα δικά μας πνευμόνια με τον καπνό του τσιγάρου της», είπε η Λίνι. Η κάθετη γραμμή είχε επιστρέψει ανάμεσα στα φρύδια της. Ο Ρικ χαμογέλασε. «Ω, chdrie, ύστερα απ' όλα εκείνα τα μπαρ όπου...» «Αυτό δεν είναι εκεί», είπε κοφτά εκείνη, ενώ η κάθετη γραμμή βάθυνε κι άλλο και εγώ σκέφτηκα, Ρικ, μπορεί να είσαι Γάλλος, αλλά έχεις πολλά να μάθεις ακόμα γι' αυτή τη συγκεκριμένη Αμερικανίδα. Η Αλις Οκόιν ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Ντάριο κι εκείνος έβγαλε από την τσέπη του ένα τσίγκινο κουτί με μέντες Αλτόιντς. Άδειασε τις μέντες στην παλάμη του και έδωσε το κουτί στην Άλις. Εκείνη το έδωσε στην Ελίζαμπεθ, που την ευχαρίστησε και τίναξε μέσα του τη στάχτη του τσιγάρου της. Η Παμ παρακολουθούσε σαγηνευμένη, ύστερα στράφηκε σ' εμένα. «Τι γνώμη έχει αυτή για τους πίνακές σου;»
«Δεν ξέρω», είπα. «Δεν τους έχει δει». Η Ελίζαμπεθ μου έγνεφε να πλησιάσω. «Θα με συστήσεις στην οικογένειά σου, Έντγκαρ;» Το έκανα, αρχίζοντας από την Παμ και τελειώνοντας με τον Ρικ. Ο Τζακ και ο Γουάιρμαν επίσης αντάλλαξαν χειραψίες με την Παμ και τα κορίτσια. «Ύστερα από τόσα τηλεφωνήματα, χαίρομαι που σε γνωρίζω από κοντά», είπε ο Γουάιρμαν στην Παμ. «Παρομοίθ)ς», είπε η Παμ ζυγίζοντάς τον με το βλέμμα. Μάλλον της άρεσε αυτό που είδε, γιατί χαμογέλασε -και ήταν ένα πραγματικό χαμόγελο, από κείνα που φώτιζαν ολόκληρο το πρόσωπο της. «Τα καταφέραμε, έτσι δεν είναι; Δε μας διευκόλυνε και πολύ ο κύριος από δω, αλλά τα καταφέραμε», «Η τέχνη ποτέ δεν είναι εύκολη, νεαρή μου», είπε η Ελίζαμπεθ. Η Παμ την κοίταξε συνεχίζοντας να χαμογελά με το ειλικρινές χαμόγελο της -εκείνο που είχα ερωτευτεί. «Ξέρεις πόσος καιρός πάει από την τελευταία φορά που κάποιος με είπε νεαρή;» «Α, μα στα δικά μου μάτια φαίνεσαι πολύ νέα και όμορφη», είπε η Ελίζαμπεθ... και ήταν πραγματικά αυτή η γυναίκα που μόλις μια βδομάδα πριν είχε καταντήσει μια άμορφη νερουλιασμένη μάζα που απλά μουρμούριζε σωριασμένη στο αναπηρικό της καροτσάκι; Εκείνο το βράδυ ήταν δύσκολο να πιστέψεις κάτι τέτοιο. Όσο κουρασμένη και αν φαινόταν, έμοιαζε αδύνατο να το πιστέψεις. «Αλλά όχι τόσο νέα και όμορφη όσο οι κόρες σου. Κορίτσια, ο πατέρας σας είναι -κατά τα λεγόμενα όλων- ένας εξαιρετικά ταλαντούχος άνθρωπος». «Είμαστε πολύ περήφανες γι' αυτόν», είπε η Μελίντα, παίζοντας αμήχανα με το κολιέ της. Η Ελίζαμπεθ της χαμογέλασε κι ύστερα στράφηκε σ' εμένα. «Θα ήθελα να δω τα έργα σου και να κρίνω μόνη μου. Θα μου κάνεις τη χάρη, Έντγκαρ;» «Μετά χαράς». Το εννοούσα, αλλά συγχρόνως με είχε καταλάβει ένα διαβολεμένο τρακ. Ένα μέρος του εαυτού μου φοβόταν να ακούσει τη γνώμη της. Έτρεμε ότι μπορεί να κουνούσε το κεφάλι της απορριπτικά και να απήγγελλε την ετυμηγορία της με την ευθύτητα που της επέτρεπε η ηλικία της: Εύκολο... πολλά χρώματα... σίγουρα κρύβει μεγάλο δυναμισμό... αλλά ίσως όχι και τίποτα σπουδαίο. Σε τελευταία ανάλυση.
Ο Γουάιρμαν πήγε να πιάσει τις λαβές του καροτσιού, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Όχι -άφησε τον Έντγκαρ να με σπρώξει, Γουάιρμαν. Άσ' τον να με ξεναγήσει». Έβγαλε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο από την πίπα, εκείνα τα παραμορφωμένα δάχτυλα εκτέλεσαν την κίνηση με εκπληκτική επιδεξιότητα, και το έσβησε πιέζοντάς το στον πάτο του τσίγκινου κουτιού. «Και η δεσποινίς έχει δίκιο -νομίζω ότι αρκετά ανεχτήκαμε όλοι μας αυτή τη δυσοσμία». Η Μελίντα είχε τη λεπτότητα να κοκκινίσει. Η Ελίζαμπεθ έδωσε το κουτί από τις παστίλιες στον Ρόζενμπλατ, που το πήρε με ένα χαμόγελο και ένα νεύμα. Έχω συχνά αναρωτηθεί έκτοτε -το ξέρω ότι είναι νοσηρό, αλλά ναι, έχω αναρωτηθεί γι' αυτό- αν θα το είχε καπνίσει περισσότερο αν ήξερε ότι θα ήταν το τελευταίο της. νί Ακόμα κι εκείνοι που δε γνώριζαν τη μοναδική επιζώσα κόρη του Τζον Ίστλεϊκ από την προηγούμενη δράση της κατάλαβαν ότι μια Προσωπικότητα είχε βρεθεί ανάμεσά τους, και το παλιρροϊκό κύμα που είχε κινηθεί προς το χώρο της υποδοχής στον ήχο της χαρούμενης κραυγής της Μαίρης Άιρ τώρα στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς τσουλούσα το αναπηρικό καροτσάκι προς την εσοχή όπου ήταν κρεμασμένοι οι περισσότεροι από τους πίνακές μου με τα ηλιοβασιλέματα. Ο Γουάιρμαν και η Παμ προχωρούσαν στα αριστερά μου- η Ίλσε και ο Τζακ έρχονταν στα δεξιά μου, με την Ίλσε να σπρώχνει κάθε τόσο ελαφρά τη χειρολαβή του καροτσιού από εκείνη τη μεριά για να μην ξεφύγει από την πορεία του. Η Μελίντα και ο Ρικ ακολουθούσαν πίσω μας, ο Κέιμεν, ο Τομ Ράιλι και ο Μπόζι πίσω από αυτούς. Παραπίσω από εκείνο το τρίο ερχόταν καταπώς φαινόταν όποιος άλλος υπήρχε μέσα στην γκαλερί. Φοβόμουν ότι το αναπηρικό της καροτσάκι δε θα χωρούσε να περάσει ανάμεσα από το προσωρινό μπαρ που είχε στηθεί εκεί για τα εγκαίνια και τον τοίχο, αλλά χώρεσε, ίσα ίσα. Άρχισα να το σπρώχνω σ' εκείνη τη στενή λωρίδα ελεύθερου χώρου, ευγνώμων που τουλάχιστον θα αφήναμε για λίγο πίσω μας όλη εκείνη την κουστωδία, όταν η Ελίζαμπεθ φώναξε: «Σταμάτα!»
Σταμάτησα μονομιάς. «Ελίζαμπεθ, είσαι καλά;» «Ένα λεπτάκι, γλύκα -μη μιλάς». Σταθήκαμε εκεί, κοιτάζοντας τους πίνακες στον τοίχο. Ύστερα από λίγο άφησε έναν αναστεναγμό και είπε, «Γουάιρμαν, έχεις ένα χαρτομάντιλο;» Είχε ένα κανονικό μαντίλι, που το ξεδίπλωσε και της το έδωσε. «Έλα από μπροστά, Έντγκαρ», είπε. «Έλα από μπροστά για να σε βλέπω». Κατάφερα να περάσω ανάμεσα από το καροτσάκι και το μπαρ, ενώ ο μπάρμαν κρατούσε κόντρα το τραπέζι για να μην το αναποδογυρίσω. «Θα μπορέσεις να γονατίσεις, για να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο;» Μπόρεσα. Οι Μεγάλοι Παραθαλάσσιοι Περίπατοι μου είχαν κάνει θαύματα. Έσφιξε την πίπα της -γελοία και κάπως μεγαλοπρεπή συγχρόνως- στο ένα χέρι, το μαντίλι του Γουάιρμαν στο άλλο. Τα μάτια της ήταν υγρά. «Μου διάβασες ποιήματα επειδή ο Γουάιρμαν δεν μπορούσε. Το θυμάσαι αυτό;» «Μάλιστα, κυρία». Φυσικά και το θυμόμουν. Εκείνες ήταν γλυκές ανάπαυλες. «Αν σου έλεγα "Μίλησε, μνήμη", ο νους σου θα πήγαινε σε εκείνο τον άντρα -δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του- που έγραψε τη Λολίτα, έτσι δεν είναι;» Δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε, αλλά έγνεψα καταφατικά. «Υπάρχει όμως κι ένα ποίημα. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος το έγραψε, αλλά αρχίζει, "Μίλησε, μνήμη, για να μη λησμονήσω τη γεύση των ρόδων ούτε τον ήχο που κάνουν οι στάχτες στον άνεμο· Για να γευτώ άλλη μια φορά το πράσινο τάσι της θάλασσας". Σε συγκινεί; Ναι, μπορώ να το δω». Το χέρι που κρατούσε την πίπα άνοιξε. Ύστερα απλώθηκε και χάιδεψε τα μαλλιά μου. Σκέφτηκα (και το έχω ξανασκεφτεί από τότε πολλές φορές) ότι όλος ο αγώνας μου να ζήσω και να ανακτήσω έστω και ένα ωχρό απείκασμα του εαυτού μου ανταμείφθηκε και μόνο από το άγγιγμα του χεριού εκείνης της ηλικιωμένης γυναίκας. Από τη διαβρωμένη απαλότητα της παλάμης της. Από τη σκεβρωμένη δύναμη εκείνων των δαχτύλων.
«Η τέχνη είναι μνήμη, Έντγκαρ. Δεν υπάρχει απλούστερος τρόπος να το πει κανείς. Όσο καθαρότερη είναι η μνήμη, τόσο καλύτερη είναι η τέχνη. Τόσο πιο αγνή. Αυτοί οι πίνακες -μου ραγίζουν την καρδιά και την κάνουν να ξαναγεννιέται. Πόσο ευτυχής είμαι που ξέρω ότι έγιναν στο Σάλμον Πόιντ. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό». Σήκωσε το χέρι με το οποίο είχε χαϊδέψει το κεφάλι μου. «Πες μου πώς έχεις ονομάσει αυτόν εδώ». «Ηλιοβασίλεμα με Σοφόρα». «Και αυτά τα λες... πώς; Ηλιοβασίλεμα με Κοχύλι Τρίτωνα, Αριθμοί 1 έως 4;» Χαμογέλασα. «Για να είμαι ειλικρινής, υπάρχουν συνολικά δεκαέξι, που ξεκινούν από κάποια σχέδια με χρωματιστά μολύβια. Κάποια απ' αυτά είναι τοποθετημένα στην είσοδο. Διάλεξα τις καλύτερες ελαιογραφίες για εδώ μέσα. Είναι σουρεαλιστικά, το ξέρω, όμως...» «Δεν είναι σουρεαλιστικά, είναι κλασικά. Και ένας ανόητος θα μπορούσε να το δει αυτό. Περιέχουν όλα τα στοιχεία: γη... αέρα... νερό... φωτιά». Είδα το στόμα του Γουάιρμαν να σχηματίζει αθόρυβα τις λέξεις: Μην την κουράζεις! «Γιατί να μην κάνουμε ένα γρήγορο πέρασμα κι από τα υπόλοιπα, και ύστερα να σου φέρω κάτι δροσερό να πιεις;» τη ρώτησα, και τώρα ο Γουάιρμαν έγνεφε ανακουφισμένα και μου έκανε μια επιδοκιμαστική χειρονομία. «Κάνει ζέστη εδώ μέσα, παρά τον κλιματισμό». «Ωραία», είπε εκείνη. «Νιώθω πράγματι λίγο κουρασμένη. Όμως, Έντγκαρ;» «Ναι;» «Φύλαξε τους πίνακες με το πλοίο για το τέλος. Μετά απ' αυτούς θα χρειαστώ ένα ποτό. Ίσως στο γραφείο. Μόνο ένα, αλλά κάτι πιο δυνατό από Κόκα Κόλα». «Σύμφωνοι», είπα και ξαναπήρα προσεκτικά θέση πίσω από το αναπηρικό καροτσάκι. «Δέκα λεπτά», μου ψιθύρισε ο Γουάιρμαν στο αυτί. «Όχι περισσότερο. Θα ήθελα να τη βγάλω από εδώ προτού εμφανιστεί ο Τζιν Χάντλοκ, αν είναι δυνατό. Αν τη δει, ποιος τον ακούει. Και ξέρεις σε ποιον θα ρίξει το φταίξιμο». «Δέκα», είπα και οδήγησα την Ελίζαμπεθ στο δωμάτιο με τον
μπουφέ για να κοιτάξει τους πίνακες που εκτίθονταν εκεί. Το πλήθος ακόμα ακολουθούσε. Η Μαίρη Άιρ είχε αρχίσει να κρατάει σημειώσεις. Η Ίλσε γλίστρησε το ένα χέρι της στην καμπή του αγκώνα μου και μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα κι εγώ, αλλά είχα πάλι αρχίσει να νιώθω σαν να βρισκόμουν μέσα σ' ένα όνειρο. Από εκείνα που μπορούν να ανατραπούν και να γυρίσουν σε εφιάλτη ανά πάσα στιγμή. Η Ελίζαμπεθ άφησε ένα επιδοκιμαστικό επιφώνημα μπροστά στο Βλέπω το Φεγγάρι και τη σειρά των πινάκων με την Ντούμα Ρόουντ, αλλά ο τρόπος που άπλωσε τα χέρια της προς το Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια, σαν για να το αγκαλιάσει, πραγματικά με έκανε να ανατριχιάσω. Κατέβασε πάλι τα μπράτσα της και με κοίταξε πάνω απ' τον ώμο της. «Αυτό είναι η ουσία», είπε. «Η ουσία του Ντούμα. Ο λόγος για τον οποίο όποιος έχει ζήσει εκεί για λίγο δεν μπορεί να το εγκαταλείψει πραγματικά ποτέ. Ακόμα κι αν το κεφάλι του πάρει το κορμί του μακριά, η καρδιά του πάντα μένει πίσω». Ξανακοίταξε τον πίνακα και κούνησε το κεφάλι. «Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια. Σωστά». «Σ' ευχαριστώ, Ελίζαμπεθ». «Όχι, Έντγκαρ, εγώ σ' ευχαριστώ». Έριξα μια ματιά πίσω μου ψάχνοντας τον Γουάιρμαν και τον είδα να μιλάει με εκείνο τον άλλο δικηγόρο από την άλλη μου ζωή. Φαίνονταν να συνεννοούνται περίφημα. Ευχήθηκα μόνο ότι ο Γουάιρμαν δε θα μπερδευόταν και δε θα τον αποκαλούσε Μπόζι. Ύστερα στράφηκα πάλι στην Ελίζαμπεθ. Κοιτούσε ακόμα το Τριαντάφυλλα Φυτρώνουν από Κοχύλια και σκούπιζε τα μάτια της. «Μου αρέσει πολύ αυτό», είπε, «αλλά πρέπει να προχωρήσουμε». Αφού είδε τους άλλους πίνακες και τα σχέδια που υπήρχαν στην αίθουσα του μπουφέ, είπε, σαν να μιλούσε στον εαυτό της: «Ήξερα, ασφαλώς, ότι κάποιος θα ερχόταν. Αλλά ποτέ μου δε θα είχα φανταστεί ότι θα ήταν κάποιος ο οποίος θα μπορούσε να δημιουργήσει έργα με τόση δύναμη και γλυκύτητα». Ο Τζακ με χτύπησε ελαφρά στον ώμο κι έσκυψε να μου ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. «Ο δόκτωρ Χάντλοκ μόλις μπήκε. Ο Γουάιρμαν θέλει να επισπεύσεις, αν μπορείς». Η κεντρική αίθουσα -όπου ήταν κρεμασμένοι οι πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο- βρισκόταν στο δρόμο προς το γραφείο
και η Ελίζαμπεθ θα μπορούσε να φύγει από την πίσω πόρτα με τη ράμπα των φορτοεκφορτώσεων, αφού θα έπινε το ποτό της· θα ήταν μάλιστα πιο βολικό για το καροτσάκι της. Ο Χάντλοκ θα μπορούσε να τη συνοδεύσει, αν το επιθυμούσε. Όμως φοβόμουν να την περάσω από τη σειρά των πινάκων με το πλοίο και δεν ήταν πια η αισθητική της κρίση αυτό που με ανησυχούσε. «Εμπρός», είπε και χτύπησε το δαχτυλίδι της με τον αμέθυστο στο μπράτσο του καροτσιού της. «Ας τις δούμε. Δε θέλω δισταγμούς». «Εντάξει», είπα κι άρχισα να τη σπρώχνω προς την κεντρική αίθουσα. «Είσαι καλά, Έντι;» με ρώτησε χαμηλόφωνα η Παμ. «Μια χαρά», είπα. «Δεν είσαι. Τι τρέχει;» Κούνησα απλώς το κεφάλι μου. Βρισκόμασταν στην κεντρική αίθουσα τώρα. Οι πίνακες ήταν κρεμασμένοι σε ύψος γύρω στο ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά· ο χώρος κατά τα άλλα ήταν κενός. Οι τοίχοι, καλυμμένοι με ένα τραχύ καφέ υλικό που έμοιαζε με λινάτσα, ήταν γυμνοί εκτός από το Ο Γουάιρμαν Κοιτάζει Δυτικά. Οδήγησα αργά το καροτσάκι της Ελίζαμπεθ μπροστά στους πίνακες. Οι ρόδες κυλούσαν αθόρυβα πάνω στην αχνογάλανη μοκέτα. Το μουρμουρητό του πλήθους πίσω μας είχε σταματήσει ή τα αυτιά μου είχαν πάψει να το ακούν. Ένιωθα σαν να έβλεπα τους πίνακες για πρώτη φορά κι έμοιαζαν σαν καρέ απομονωμένα από ένα κομμάτι κινηματογραφικού φιλμ. Κάθε πίνακας ήταν λίγο πιο καθαρός, λίγο πιο ευκρινής, αλλά ουσιαστικά ήταν πάντα το ίδιο, πάντα το πλοίο που είχα πρωτοδεί σε ένα όνειρο. Ήταν πάντα η ώρα του δειλινού και το φως που γέμιζε τη Δύση ήταν πάντα ένα τιτάνιο κόκκινο αμόνι που σκόρπιζε αίμα πάνω στο νερό και μίαινε τον ουρανό. Το πλοίο ήταν ένα τρικάταρτο κουφάρι, κάτι που είχε έρθει από ένα λοιμοκαθαρτήριο γεμάτο νεκρούς. Τα πανιά του ήταν κουρελιασμένα. Το κατάστρωμά του έρημο. Υπήρχε κάτι φρικτό σε κάθε γωνιώδη γραμμή και, μόλο που ήταν αδύνατο να προσδιορίσεις τι ακριβώς ήταν, φοβόσουν για το κοριτσάκι που ήταν μονάχο μέσα στη βάρκα με τα κουπιά, για το κοριτσάκι που αρχικά παρουσιαζόταν να φοράει ένα φόρεμα με τρίλιζες, για το κοριτσάκι που αρμένιζε πάνω στο κρασοκόκκινο νερό του Κόλπου. Σ' εκείνη την πρώτη εκδοχή, η γωνία από την οποία παρουσία-
ζόταν το πλοίο του θανάτου ήταν λάθος και δε σου επέτρεπε να δεις καθόλου το όνομα. Στο Κορίτσι και Πλοίο No 2, η γωνία είχε βελτιωθεί, αλλά το κοριτσάκι (που ακόμα είχε τα λάθος κόκκινα μαλλιά και που τώρα φορούσε επίσης το φόρεμα με τα πουά της Ρίμπα) έφραζε τη θέα και μπορούσες να δεις μόνο το γράμμα 77. Στο No 3, το 77 είχε γίνει ΠΕΡ και ήταν φανερό ότι η Ρίμπα είχε δώσει τη θέση της στην Ίλσε, κι ας ήταν γυρισμένη πλάτη. Το παράξενο ψαροτούφεκο του Τζον Ίστλεϊκ ήταν ακουμπισμένο μέσα στη βάρκα. Αν η Ελίζαμπεθ το αναγνώρισε αυτό, δεν το έδειξε. Την έσπρωξα αργά στους επόμενους πίνακες, όπου ο όγκος του πλοίου πλησίαζε και μεγεθυνόταν, με τα μαύρα του κατάρτια ορθωμένα σαν δάχτυλα, τα πανιά του καμπυλωμένα σαν ψόφια ψάρια. Το πυρωμένο καμίνι του ουρανού άστραφτε μέσα από τις τρύπες του κανναβάτσου. Τώρα το όνομα στον καθρέφτη του πλοίου ήταν ΠΕΡΣ. Ίσως να υπήρχαν κι άλλα γράμματα -υπήρχε χώρος και γι' άλλα γράμματα-, αλλά αν υπήρχαν, έμεναν κρυμμένα στη σκοτεινιά. Στο Κορίτσι και Πλοίο No 6 (τώρα ο όγκος του πλοίου ορθωνόταν πάνω από τη βάρκα), το κοριτσάκι φορούσε ένα παλιομοδίτικο ολόσωμο μπλε μπανιερό με ένα κίτρινο σιρίτι γύρω από το λαιμό. Τα μαλλιά του είχαν μια πορτοκαλιά απόχρωση· ήταν το μόνο κορίτσι που δεν ήμουν βέβαιος για την ταυτότητά του. Ίσως να ήταν η Ίλσε, αφού αυτή ήταν στους υπόλοιπους... αλλά δεν ήμουν απόλυτα πεπεισμένος. Σε αυτό τον πίνακα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σκόρπια ροδοπέταλα πάνω στο νερό (καθώς και ένα μόνο κιτρινοπράσινο μπαλάκι του τένις που πάνω του μπορούσες να διαβάσεις τα γράμματα ΝΤΑΝΑ), κι ένα απερίγραπτο συνονθύλευμα από παλιατσαρίες ήταν στοιβαγμένο στο κατάστρωμα: ένας στενόμακρος καθρέφτης (που, αντανακλώντας το ηλιοβασίλεμα, έμοιαζε γεμάτος αίμα), ένα παιδικό κουνιστό αλογάκι, ένα παλαιικό σεντούκι, ένας σωρός παπούτσια. Τα ίδια αντικείμενα εμφανίζονταν επίσης στο No 7 και στο No 8, μαζί με κάμποσα άλλα -ένα κοριτσίστικο ποδήλατο ακουμπισμένο στο μπροστινό κατάρτι, μια στοίβα από λάστιχα αυτοκινήτου στην πρύμνη, μια τεράστια κλεψύδρα στο μέσον του καταστρώματος. Και αυτή η τελευταία αντανακλούσε τον ήλιο κι έμοιαζε γεμάτη με αίμα αντί για άμμο. Στο Κορίτσι και Πλοίο No 8, ακόμα περισσότερα ροδοπέταλα έπλεαν στο νερό, ανάμεσα στη βάρκα και στο Περς. Αλλά και τα μπαλά-
κια του τένις είχαν πληθύνει, ήταν τώρα τουλάχιστον πέντ' έξι. Κι ένα σαπισμένο στεφάνι από λουλούδια ήταν περασμένο στο λαιμό του ξύλινου αλόγου. Μπορούσα σχεδόν να μυρίσω τη δυσωδία τους μέσα στην άπνοια. «Θεέ μου», ψιθύρισε η Ελίζαμπεθ. «Πόσο έχει δυναμώσει, η άθλια!» Το χρώμα είχε στραγγίξει από το πρόσωπο της. Δεν έμοιαζε ογδόντα πέντε χρονών έμοιαζε διακοσίων. Ποια; προσπάθησα να ρωτήσω, αλλά δε βγήκε φωνή από το στόμα μου. «Κυρία... Μις Ίστλεϊκ... δεν πρέπει να κουράζεστε», είπε η Παμ. Καθάρισα το λαιμό μου. «Να σου φέρω ένα ποτήρι νερό;» «Θα φέρω εγώ, μπαμπά», είπε η Ίλι. Η Ελίζαμπεθ ακόμα κοιτούσε καθηλωμένη το Κορίτσι και Πλοίο No 8. «Πόσα από αυτά... από αυτά τα κειμήλια... αναγνωρίζεις;» ρώτησε. «Εγώ δεν... η φαντασία μου...» Σώπασα. Το κορίτσι στη βάρκα του No 8 δεν ήταν κειμήλιο, αλλά ήταν η Ίλσε. Το πράσινο φόρεμα με το μεγάλο άνοιγμα στην πλάτη και με τις σταυρωτές ράντες μού είχε φανεί ανάρμοστα αισθησιακό για ένα κοριτσάκι, αλλά τώρα ήξερα το γιατί: ήταν ένα φόρεμα που είχε αγοράσει η Ίλσε πρόσφατα, από έναν κατάλογο παραγγελιών μέσω ταχυδρομείου, και η Ίλσε δεν ήταν πια κοριτσάκι. Πέρα απ' αυτά, τα μπαλάκια του τένις παρέμεναν ακόμα για μένα άλυτο μυστήριο, ο καθρέφτης δε σήμαινε τίποτα, το ίδιο και η στοίβα με τα λάστιχα. Και δεν μπορούσα να πω με σιγουριά ότι το ποδήλατο που ήταν ακουμπισμένο στο τουρκέτο ήταν της Τίνα Γκαριμπάλντι, αλλά φοβόμουν πως ήταν... και για κάποιο λόγο η καρδιά μου ήταν βέβαιη γι' αυτό. Το χέρι της Ελίζαμπεθ, τρομερά παγωμένο, έπιασε τον καρπό μου. «Δεν υπάρχει βούλα στην κορνίζα σ' αυτό το τελευταίο». «Δεν καταλαβαίνω τι...» Η λαβή της δυνάμωσε. «Καταλαβαίνεις. Καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ. Όλα τα έργα της έκθεσης έχουν πουληθεί, Έντγκαρ, νομίζεις πως είμαι τυφλή; Υπάρχει μια κόκκινη βούλα στην κορνίζα κάθε πίνακα που έχουμε δει -ακόμα και στο No 6, εκείνο με την αδερφή μου την Άντι στη βάρκα-, αλλά όχι σ' αυτόν!» Κοίταξα πάλι το No 6, όπου το κορίτσι μέσα στη βάρκα είχε πορτοκαλιά μαλλιά. «Αυτή είναι η αδερφή σου;»
Δεν έδωσε σημασία. Δε νομίζω ότι με άκουσε καν. Όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη στο Κορίτσι και Πλοίο No 8. «Τι σκοπεύεις να κάνεις; Να τον πάρεις πίσω; Σκοπεύεις να τον πάρεις πίσω στο Ντούμα;» Η φωνή της αντήχησε μέσα στη σιγαλιά του χώρου. «Κυρία... Μις Ίστλεϊκ... πραγματικά δε θα έπρεπε να αναστατώνεστε έτσι», είπε η Παμ. Τα μάτια της Ελίζαμπεθ άστραψαν μέσα στη σακουλιασμένη σάρκα του προσώπου της. Τα νύχια της βυθίστηκαν στο λιγοστό κρέας του καρπού μου. «Και τι θα τον κάνεις; Θα τον βάλεις πλάι σε έναν άλλο που έχεις ήδη αρχίσει;» «Δεν έχω αρχίσει κανέναν άλλο...» Ή μήπως είχα; Η μνήμη μου πάλι μου έπαιζε παιχνίδια, όπως συνέβαινε συχνά σε στιγμές υπερέντασης. Αν κάποιος είχε απαιτήσει εκείνη τη στιγμή να πω το όνομα του φίλου της μεγαλύτερης κόρης μου, πιθανώς θα είχα πει Ρενέ. Όπως έλεγαν τον Μαγκρίτ. Το όνειρο είχε ανατραπεί, χωρίς αμφιβολία· τώρα άρχιζε ο εφιάλτης. «Εκείνο όπου η βάρκα είναι άδεια;» Πριν μπορέσω να πω οτιδήποτε, ο Τζιν Χάντλοκ άνοιξε δρόμο σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος, ακολουθούμενος από τον Γουάιρμαν, που τον ακολουθούσε η Ίλσε, κρατώντας ένα ποτήρι με νερό. «Ελίζαμπεθ, πρέπει να πηγαίνουμε», είπε ο Χάντλοκ, Έκανε να την πιάσει από το μπράτσο. Η Ελίζαμπεθ τον απόδιωξε με μια απότομη κίνηση. Μέσα στη φόρα του, το χέρι της χτύπησε το ποτήρι που πήγαινε να της δώσει η Ίλσε κι εκείνο εκσφενδονίστηκε σε έναν από τους γυμνούς τοίχους και έγινε κομμάτια. Κάποιος έμπηξε μια φωνή και μια γυναίκα, ποιος θα το πίστευε, γέλασε. «Βλέπεις το ξύλινο αλογάκι, Έντγκαρ;» Απλωσε το χέρι της για να μου δείξει. Έτρεμε φρικτά. Τα νύχια της ήταν βαμμένα σ' ένα χρώμα κοραλλί, πιθανώς από την Aw-Μαρί. «Ανήκε στις αδερφές μου, την Τέσι και τη Λόρα. Το αγαπούσαν. Το έσερναν παντού μαζί τους. Ήταν έξω από το Ραμποπό -το ξύλινο σπιτάκι για τα παιχνίδια τους στην πλαϊνή πρασιά του κήπου- όταν πνίγηκαν. Ο πατέρας μου δεν άντεχε να το βλέπει. Έβαλε να το ρίξουν στο νερό όταν έγινε το μνημόσυνο. Μαζί με το στεφάνι, φυσικά. Εκείνο που είναι περασμένο στο λαιμό του αλόγου». Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από τον τραχύ ρόγχο της ανάσας
της. Η Μαίρη Άιρ κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, έχοντας σταματήσει να κρατάει σημειώσεις, με το μπλοκάκι της να κρέμεται ξεχασμένο στο ένα κατεβασμένο χέρι της. Το άλλο της χέρι είχε πάει στο στόμα της. Τότε ο Γουάιρμαν έδειξε μια πόρτα πολύ έξυπνα κρυμμένη μέσα στο καφετί σαν λινάτσα υλικό που έντυνε τον τοίχο. Ο Χάντλοκ έγνεψε καταφατικά. Και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας ο Τζακ, και ο Τζακ ήταν ουσιαστικά αυτός που πήρε στα χέρια του την κατάσταση. «Θα σας βγάλω από δω σε μια στιγμούλα, μις Ίστλεϊκ», είπε. «Μην ανησυχείτε». Άδραξε τις χειρολαβές του καροτσιού. «Κοίταξεμέσα στ* απόνερα του πλοίου!» φώναξε σ' εμένα η Ελίζαμπεθ καθώς τη μετέφεραν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για τελευταία φορά. «Για το Θεό, δε βλέπεις τι έχεις ζωγραφίσει;» Κοίταξα. Το ίδιο και η οικογένειά μου. «Δεν υπάρχει τίποτα εκεί», είπε η Μελίντα. Κοίταξε επιφυλακτικά προς την πόρτα του γραφείου, που μόλις έκλεινε πίσω από τον Τζακ και την Ελίζαμπεθ. «Μήπως της έχει ελαφρώς σαλέψει;» Η Ίλι είχε ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών και τέντωνε το λαιμό της για να δει καλύτερα. «Μπαμπά», είπε διστακτικά. «Είναι πρόσωπα αυτά; Πρόσωπα μέσα στο νερό;» «Όχι», είπα, έκπληκτος από τη σταθερότητα της φωνής μου. «Το μόνο που βλέπεις είναι μια ιδέα που σου έβαλε στο κεφάλι η Ελίζαμπεθ. Θα με συγχωρήσετε ένα λεπτό;» «Φυσικά», είπε η Παμ. «Μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα, Έντγκαρ;» ρώτησε ο Κέιμεν με τη βροντερή μπάσα φωνή του. Χαμογέλασα. Και εξεπλάγην από το πόσο εύκολα μου ήρθε εκείνο το χαμόγελο. Φαίνεται ότι το σοκ εξυπηρετεί και κάποιους σκοπούς. «Ευχαριστώ, αλλά όχι. Είναι μαζί της ο γιατρός της». Έσπευσα προς την πόρτα του γραφείου, ανθιστάμενος στην επιθυμία να κοιτάξω πίσω. Η Μελίντα δεν τα είχε δει· η Ίλσε τα είχε. Υπέθετα ότι οι περισσότεροι δε θα τα έβλεπαν ακόμα κι αν τους τα έδειχνα... και ακόμα και τότε, οι πιο πολλοί θα τα αντιπαρέρχονταν είτε ως σύμπτωση είτε ως ένα μικρό καπρίτσιο του καλλιτέχνη. Εκείνα τα πρόσωπα. Εκείνα τα πρόσωπα των πνιγμένων που ούρλιαζαν μες στα βαμμένα από το ηλιοβασίλεμα απόνερα του πλοίου. Η Τέσι και η Λόρα ήταν εκεί, χωρίς αμφιβολία, αλλά υπήρχαν
και άλλοι, ακριβώς από κάτω τους, εκεί που το κόκκινο έδινε τη θέση του στο πράσινο και το πράσινο στο μαύρο. Ίσως ανάμεσά τους να έβρισκε κανείς κι ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι που φορούσε ένα παλιομοδίτικο ολόσωμο μπανιερό: τη μεγαλύτερη αδερφή της Ελίζαμπεθ, την Αντριάνα. vii Ο Γουάιρμαν της έδινε γουλιές από κάτι που έμοιαζε με Περιέ ενώ ο Ρόζενμπλατ στεκόταν στο πλευρό της, κυριολεκτικά στρίβοντας τα χέρια του από απελπισία. Το γραφείο έμοιαζε ασφυκτικά γεμάτο. Έκανε περισσότερη ζέστη απ' ό,τι στην κυρίως γκαλερί και η ατμόσφαιρα γινόταν ολοένα πιο αποπνικτική. «Θέλω να βγείτε όλοι έξω!» είπε ο Χάντλοκ. «Όλοι εκτός από τον Γουάιρμαν! Τώρα! Αμέσως!» Η Ελίζαμπεθ έσπρωξε πέρα το ποτήρι με την ανάστροφη του χεριού της. «Και τον Έντγκαρ», είπε βραχνά. «Ο Έντγκαρ θα μείνει». «Όχι, ο Έντγκαρ θα φύγει», είπε ο Χάντλοκ. «Έχεις ταραχτεί αρκετά...» Το χέρι του ήταν μπροστά της. Το άρπαξε και το έσφιξε. Με κάποια δύναμη μάλλον, γιατί τα μάτια του Χάντλοκ γούρλωσαν. «Θα μείνει». Ήταν μόνο ένας ψίθυρος, αλλά ήταν αρκετός. Το δωμάτιο άρχισε να αδειάζει. Ακουσα τον Ντάριο να λέει στο συγκεντρωμένο πλήθος έξω ότι όλα ήταν εντάξει, ότι η μις Ίστλεϊκ είχε νιώσει μια μικρή αδυναμία αλλά τώρα ήταν μαζί της ο γιατρός της και είχε αρχίσει να συνέρχεται. Ο Τζακ ετοιμαζόταν να βγει κι αυτός, όταν η Ελίζαμπεθ φώναξε, «Νεαρέ!» Ο Τζακ γύρισε. «Μην ξεχνάς», του είπε. Της άστραψε ένα σύντομο χαμόγελο και τη χαιρέτησε στρατιωτικά. «Όχι, κυρία, δε θα το ξεχάσω». «Έπρεπε να σε είχα εμπιστευτεί από την αρχή», είπε η Ελίζαμπεθ και ο Τζακ βγήκε. Ύστερα, πιο χαμηλόφωνα, σαν οι δυνάμεις της να την εγκατέλειπαν: «Είναι καλό παιδί». «Να τον είχες εμπιστευτεί για ποιο πράγμα;» τη ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Για να ψάξει στη σοφίτα για ένα καλάθι του πικνίκ», αποκρί-
θηκε εκείνη. «Στη φωτογραφία στο πλατύσκαλο, το κρατάει η παραμάνα Μέλντα». Με κοίταξε επιτιμητικά. «Συγνώμη», είπα. «Θυμάμαι που μου το είπες, αλλά απλά... ήμουν πολύ απασχολημένος με τη ζωγραφική και...» «Δε σε κατηγορώ», είπε. Τα μάτια της είχαν βουλιάξει βαθιά μέσα στις κόγχες τους. «Έπρεπε να το ήξερα. Φταίει η δύναμή της. Η ίδια δύναμη που κατ5 αρχήν σε τράβηξε εδώ». Κοίταξε τον Γουάιρμαν. «Κι εσένα». «Ελίζαμπεθ, αρκετά», είπε ο Χάντλοκ. «Θέλω να σε πάω στο νοσοκομείο και να κάνουμε μερικές εξετάσεις. Να σου βάλουμε κι έναν ορό για να δυναμώσεις, με την ευκαιρία. Να αναπαυθείς λίγο...» «Θα έχω άπλετο χρόνο για να αναπαυθώ πολύ σύντομα», του είπε εκείνη και χαμογέλασε. Το χαμόγελο αποκάλυψε μια μεγάλη και μάλλον φρικιαστική τεχνητή οδοντοστοιχία. Τα μάτια της στράφηκαν πάλι σ' εμένα. «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», είπε. «Γι' αυτήν όλα είναι ένα παιχνίδι. Όλος ο πόνος μας. Και έχει ξυπνήσει πάλι». Το χέρι της, πολύ παγωμένο, ακούμπησε στον πήχη του δικού μου. «Έντγκαρ, έχει ξυπνήσει]» «Ποιος; Ελίζαμπεθ, ποιος; Η Περς;» Το κορμί της άρχισε να τρέμει και σωριάστηκε πίσω στο καροτσάκι της. Θαρρείς και τη διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Το χέρι πάνω στο μπράτσο μου σφίχτηκε. Τα κοραλλί νύχια της μπήχτηκαν στο δέρμα μου, αφήνοντας τέσσερα άλικα μισοφέγγαρα. Το στόμα της άνοιξε, αποκαλύπτοντας την οδοντοστοιχία της, αυτή τη φορά όχι σε ένα χαμόγελο αλλά σ' ένα απειλητικό γρύλισμα. Το κεφάλι της έπεσε πίσω και άκουσα κάτι μέσα του σαν να σπάει. «Πιάσε το καροτσάκι πριν αναποδογυρίσει!» βρυχήθηκε ο Γουάιρμαν, αλλά δεν μπόρεσα... Είχα μόνο ένα χέρι και το κρατούσε σφιχτά η Ελίζαμπεθ. Οι κινήσεις μου ήταν απελπιστικά περιορισμένες. Ο Χάντλοκ άδραξε τη μια χειρολαβή και το καροτσάκι τσούλησε πλάγια αντί να ανατραπεί προς τα πίσω. Χτύπησε στο γραφείο του Τζίμι Γιοσίντα. Τώρα πια ήταν φανερό ότι η Ελίζαμπεθ είχε πάθει μια επιληπτική κρίση, έτρεμε μπρος πίσω στην καρέκλα της σαν νευρόσπαστο. Το φιλέ έφυγε από τα μαλλιά της κι άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε, λαμποκοπώντας στο φως των λαμπτήρων φθορισμού που υπήρχαν στην οροφή. Τα πόδια της τινάχτηκαν
σπασμωδικά και μια από τις κόκκινες γόβες της έφυγε και πετάχτηκε μακριά. Οι άγγελοι θέλουν να φορέσουν τα κόκκινα παπούτσια μου, σκέφτηκα, και θαρρείς και το είχε καλέσει αυτός ο στίχος, αίμα ανάβλυσε από τη μύτη και το στόμα της. «Κράτησέ τη!» φώναξε ο Χάντλοκ και ο Γουάιρμαν ρίχτηκε πάνω στα μπράτσα του καροτσιού. Δικό της έργο είναι αυτό, σκέφτηκα ψυχρά. Της Περς. Όποια κι αν είναι. «Την κρατάω!» είπε ο Γουάιρμαν. «Τηλεφώνησε στις Πρώτες Βοήθειες, για όνομα του Θεού!» Ο Χάντλοκ έτρεξε στην άλλη πλευρά του γραφείου, σήκωσε το τηλέφωνο, κάλεσε τον αριθμό, περίμενε. «Γαμώτο! Δεν μπορώ να πιάσω γραμμή!» Του άρπαξα το ακουστικό από το χέρι. «Πρέπει να πατήσεις το 9 για να καλέσεις εξωτερική γραμμή», είπα και το έκανα, με το τηλέφωνο στερεωμένο ανάμεσα στο αυτί και στον ώμο μου. Και όταν μια ήρεμη γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής με ρώτησε ποια ήταν η φύση του έκτακτου περιστατικού μου, μπόρεσα να της πω. Εκείνο που δε θυμόμουν ήταν η διεύθυνση. Δεν μπορούσα καν να θυμηθώ το όνομα της γκαλερί. Έδωσα το τηλέφωνο στον Χάντλοκ και ξαναπήγα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού κοντά στον Γουάιρμαν. «Ιησού Χριστέ», είπε. «Ήξερα ότι δεν έπρεπε να τη φέρω, το ήξερα... αλλά επέμενε τόσο πολύ, γαμώτο». «Λιποθύμησε;» Την κοίταξα, έτσι όπως ήταν σωριασμένη στο αναπηρικό της καροτσάκι. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, αλλά κοιτούσαν χωρίς να βλέπουν σε ένα σημείο κάπου στην αντικρινή γωνία. «Ελίζαμπεθ;» Καμιά απάντηση. «Ήταν εγκεφαλικό;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Δεν ήξερα ότι μπορούσαν να είναι τόσο βίαια». «Αυτό δεν ήταν εγκεφαλικό. Κάτι της έκλεισε το στόμα. Πήγαινε στο νοσοκομείο μαζί της...» «Φυσικά και θα...» «Κι αν πει οτιδήποτε άλλο, άκουσε προσεκτικά». Ο Χάντλοκ επέστρεψε. «Την περιμένουν στο νοσοκομείο. Ένα ασθενοφόρο θα καταφθάσει από λεπτό σε λεπτό». Κοίταξε αυστηρά τον Γουάιρμαν και ύστερα το βλέμμα του μαλάκωσε. «Ω, δεν πειράζει», είπε.
«Ω, δεν πειράζει;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Τι σημαίνει αυτό το ω, δεν πειράζει;» «Σημαίνει ότι αν κάτι τέτοιο θα της συνέβαινε έτσι κι αλλιώς», είπε ο Χάντλοκ, «πού νομίζεις ότι η ίδια θα ήθελε να της συμβεί; Στο κρεβάτι του σπιτιού της ή σε μια από τις γκαλερί όπου πέρασε τόσες ευτυχισμένες μέρες και νύχτες της ζωής της;» Ο Γουάιρμαν πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα, άφησε τον αέρα να βγει, έγνεψε καταφατικά, ύστερα γονάτισε πλάι της και άρχισε να της φτιάχνει τα μαλλιά. Το πρόσωπο της Ελίζαμπεθ ήταν γεμάτο κόκκινα μπαλώματα και πρησμένο, σαν να είχε υποστεί ένα οξύ αλλεργικό σοκ. Ο Χάντλοκ γονάτισε κι έγειρε πίσω το κεφάλι της, προσπαθώντας να διευκολύνει την αναπνοή της και να καταπραΰνει το φρικτό της ρόγχο. Πριν περάσει πολλή ώρα, ακούσαμε τη σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησίαζε. viii Τα εγκαίνια συνεχίστηκαν αργά και βασανιστικά, κι εγώ κατάφερα να σταθώ στο ύψος της περίστασης, εν μέρει από σεβασμό για όλους τους κόπους που είχαν καταβάλει για την επιτυχία τους ο Ντάριο, ο Τζίμι και η Λλις, αλλά κυρίως για την Ελίζαμπεθ. Σκέφτηκα ότι αυτό θα ήθελε. Η στιγμή μου στον ήλιο, το είχε αποκαλέσει. Ωστόσο, δεν πήγα στο γιορταστικό δείπνο που ακολούθησε. Ζήτησα συγνώμη κι ύστερα έστειλα στο εστιατόριο την Παμ και τα κορίτσια, μαζί με τον Κέιμεν, την Κάθι και μερικούς άλλους από τη Μινεάπολη. Καθώς τους έβλεπα να έχουν μπει στα αυτοκίνητα και να απομακρύνονται, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ζητήσει από κάποιον να με πετάξει μέχρι το νοσοκομείο. Στεκόμουν μπροστά από την γκαλερί κι αναρωτιόμουν μήπως η Άλις Οκόιν δεν είχε φύγει ακόμα, όταν μια στραπατσαρισμένη παλιά Μερσέντες σταμάτησε δίπλα μου και το παράθυρο του συνοδηγού κατέβηκε. «Μπες μέσα», είπε η Μαίρη Άιρ. «Αν πηγαίνεις στο Σαρασότα Μεμόριαλ, θα σε πετάξω εγώ». Με είδε που δίσταζα και χαμογέλασε στραβά. «Η Μαίρη ήπιε πολύ λίγο σήμερα, σε βεβαιώ, και, εν πάση περιπτώσει, η κίνηση στους δρόμους της Σαρασότα μετά τις δέκα το βράδυ πέφτει σε μηδενικά επίπεδα - η γερουσία πίνει το
ουίσκι και το Πρόζακ της, κι ύστερα κουλουριάζεται στον καναπέ για να δει το τοκ σόου του Μπιλ Ο'Ράιλι στην καλωδιακή». Μπήκα. Η πόρτα έκλεισε μ' έναν αβλύ ήχο και για μια τρομακτική στιγμή νόμισα ότι ο πισινός μου θα συνέχιζε να βυθίζεται στο κάθισμα ώσπου να βρεθεί κυριολεκτικά στο οδόστρωμα της Παλμ Άβενιου. Επιτέλους, το βούλιαγμα σταμάτησε. «Άκουσε, Έντγκαρ», είπε κι ύστερα κόμπιασε. «Μπορώ ακόμα να σε λέω Έντγκαρ;» «Φυσικά». Έγνεψε καθησυχασμένα. «Θαυμάσια. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πολύ καθαρά υπό ποιες συνθήκες είχαμε χωρίσει την τελευταία φορά. Μερικές φορές, όταν πίνω πάρα πολύ...» Σήκωσε τους οστεώδεις ώμους της. «Είμαστε μια χαρά», είπα. «Ωραία. Όσο για την Ελίζαμπεθ... δεν είναι και τόσο καλά. Σωστά;» Κούνησα απλώς το κεφάλι μου, γιατί δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου να μιλήσει. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, όπως μου είχε υποσχεθεί. Στα πεζοδρόμια δεν περπατούσε ψυχή. «Αυτή και ο Τζέικ Ρόζενμπλατ είχαν ένα δεσμό για λίγο. Ήταν αρκετά σοβαρός». «Τι συνέβη;» Η Μαίρη σήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Αν με ανάγκαζες να μαντέψω, θα έλεγα ότι στο τέλος αυτή ήταν απλά πολύ συνηθισμένη να είναι η αποκλειστική κυρία του εαυτού της για να βάλει οποιονδήποτε άλλο βραχνά στο κεφάλι της. Παρεκτός σε περιστασιακή βάση, δηλαδή. Αλλά ο Τζέικ ποτέ δεν την ξεπέρασε». Θυμήθηκα που είχε πει Γάμα τους κανονισμούς, μις Ίστλεϊκ! και αναρωτήθηκα πώς την έλεγε στο κρεβάτι. Σίγουρα όχι μις Ίστλεϊκ. Ήταν μια θλιβερή και ανώφελη σκέψη. «Ίσως να είναι καλύτερα που εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα», είπε η Μαίρη. «Είχε αρχίσει πια να παίρνει την κάτω βόλτα. Αν την είχες γνωρίσει στην ακμή της, Έντγκαρ, θα ήξερες ότι δεν ήταν από τις γυναίκες που θα ήθελαν να έχουν τέτοιο τέλος». «Μακάρι να την είχα γνωρίσει στην ακμή της». «Μπορώ να κάνω κάτι για την οικογένειά σου;» «Όχι», είπα. «Δειπνούν με τον Ντάριο και τον Τζίμι κι ολόκληρη την Πολιτεία της Μινεσότα. Θα πάω να τους βρω κι εγώ αργό-
τερα, αν μπορέσω -ίσως για το επιδόρπιο-, κι έχω κλείσει και για μένα ένα δωμάτιο στο Ριτζ, όπου μένουν όλοι. Αν μη τι άλλο, θα τους δω το πρωί». «Ωραία. Φαίνονται πολύ καλοί. Και με κατανόηση». Η Παμ ιδιαίτερα φαινόταν να έχει περισσότερη κατανόηση τώρα απ' ό,τι πριν από το διαζύγιο. Βέβαια, τώρα εγώ ήμουν εδώ κάτω και ζωγράφιζα, κι όχι εκεί πάνω να της φωνάζω. Ή να προσπαθώ να την κουφώσω με το πλαστικό πανέρι. «Θα γράψω διθυράμβους για την έκθεσή σου, Έντγκαρ. Αμφιβάλλω αν αυτό σου φαίνεται σημαντικό απόψε, αλλά ίσως να σημαίνει πολλά αργότερα. Οι πίνακες ήταν απλά εκπληκτικοί». «Ευχαριστώ». Εμπρός μας, τα φώτα του νοσοκομείου λαμπύριζαν μες στο σκοτάδι. Υπήρχε ένα Σπίτι της Βάφλας ακριβώς δίπλα. Πιθανώς προμήθευε άφθονη πελατεία στην καρδιολογική μονάδα. «Θα δώσεις στη Λίμπι την αγάπη μου, αν είναι σε θέση να το καταλάβει;» «Ασφαλώς». «Κι έχω κάτι και για σένα. Είναι στο ντουλαπάκι. Ένας κίτρινος φάκελος. Σκόπευα να το χρησιμοποιήσω ως δόλωμα για να εξασφαλίσω μια ακόμα συνέντευξη, αλλά δεν πειράζει». Δυσκολεύτηκα λίγο με το μπουτόν που άνοιγε το ντουλαπάκι του παλιού αυτοκινήτου, αλλά τελικά το πορτάκι άνοιξε κι έμεινε κρεμασμένο σαν στόμα πτώματος. Υπήρχαν πολύ περισσότερα από έναν κίτρινο φάκελο εκεί μέσα -ένας ιστοριοδίφης θα μπορούσε να βρει υλικό έρευνας που πιθανώς θ' ανερχόταν μέχρι το 1965-, αλλά ο φάκελος ήταν μπροστά και είχε το όνομά μου γραμμένο με κεφαλαία γράμματα επάνω. Καθώς σταματούσε μπροστά από το νοσοκομείο, σε ένα σημείο που σύμφωνα με την προειδοποιητική πινακίδα επιτρεπόταν η στάθμευση για διάστημα όχι μεγαλύτερο των πέντε λεπτών, η Μαίρη είπε: «Ετοιμάσου να εκπλαγείς. Εγώ τουλάχιστον έτσι ένιωσα. Μια παλιά φίλη που εργαζόταν ως αρχισυντάκτρια ύλης το ξετρύπωσε για χάρη μου -είναι μεγαλύτερη από τη Λίμπι, αλλά τα έχει ακόμα τετρακόσια». Άνοιξα το φάκελο και έβγαλα δυο φωτοτυπημένες σελίδες από ένα παμπάλαιο άρθρο εφημερίδας. «Δημοσιεύτηκε στη Γουίκλι Έκο του Πορτ Σάρλοτ», είπε η Μαίρη. «Τον Ιούνιο του 1925. Πρέ-
πει να είναι το άρθρο που είδε η φίλη μου η Άγκι και ο λόγος που δεν είχα μπορέσει να το βρω ήταν επειδή ποτέ δε σκέφτηκα να ψάξω τόσο νότια όσο το Πορτ Σάρλοτ. Επίσης, η Γουίκλι Έκο κατέβασε ρολά το 1931». Ο φανοστάτης κάτω από τον οποίο είχε παρκάρει δεν έριχνε αρκετό φως για να ξεχωρίσω τα ψιλά γράμματα, αλλά μπόρεσα να διαβάσω τον τίτλο και να δω τη φωτογραφία. Την κοίταξα πολλή ώρα. «Σου λέει κάτι εσένα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Ναι. Απλά δεν ξέρω τι». «Αν το βρεις, θα μου το πεις;» «Εντάξει», είπα. «Κι ίσως και να το πιστέψεις. Όμως, Μαίρη... αυτή την ιστορία δε θα τη δημοσιεύσεις ποτέ. Ευχαριστώ που μ' έφερες. Και ευχαριστώ που ήρθες στην έκθεσή μου». «Δική μου ευχαρίστηση και τα δυο. Μην ξεχάσεις να δώσεις την αγάπη μου στη Λίμπι». «Δε θα το ξεχάσω». Αλλά ποτέ δεν το έκανα. Είχα δει την Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ για τελευταία φορά. ix Η νοσοκόμα υπηρεσίας στην Εντατική μου είπε ότι η Ελίζαμπεθ ήταν στο χειρουργείο. Όταν ρώτησα γιατί, μου είπε ότι δεν ήξερε ακριβώς. Κοίταξα γύρω μου στην αίθουσα αναμονής. «Αν ψάχνετε τον κύριο Γουάιρμαν, νομίζω ότι πήγε στην καφετέρια για καφέ», είπε η νοσοκόμα. «Βρίσκεται στον τέταρτο όροφο». «Ευχαριστώ» Αρχισα να απομακρύνομαι, αλλά ύστερα γύρισα πίσω. «Συμμετέχει και ο δόκτωρ Χάντλοκ στη χειρουργική ομάδα;» «Δε νομίζω», είπε, «αλλά παρίσταται ως παρατηρητής». Την ευχαρίστησα πάλι και πήγα να αναζητήσω τον Γουάιρμαν. Τον βρήκα σε μια γωνιά της καφετέριας, καθισμένο μπροστά από ένα χάρτινο κύπελλο περίπου στο μέγεθος βλήματος όλμου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκτός από μερικές διάσπαρτες νοσοκόμες και υπαλλήλους και κάποιους συγγενείς ενός ασθενούς με αγχωμένα βλέμματα, ήμασταν μόνο εμείς οι δυο. Οι περισσότερες καρέκλες ήταν αναποδογυρισμένες πάνω στα τραπέζια και μια γυναίκα με κουρασμένη όψη και ρόμπα από κόκκινο ρεγιόν περνούσε το
πάτωμα με μια σφουγγαρίστρα. Ένα iPod κρεμόταν μέσα στη θήκη του ανάμεσα στα στήθη της. «Hola, mi vato», είπε ο Γουάιρμαν και μου έσκασε ένα αχνό χαμόγελο. Τα μαλλιά του, χτενισμένα με επιμέλεια προς τα πίσω όταν είχε κάνει την είσοδο του στην γκαλερί με την Ελίζαμπεθ και τον Τζακ, είχαν πέσει τώρα γύρω από τα αυτιά του και μαύροι κύκλοι είχαν σχηματιστεί γύρω από τα μάτια του. «Γιατί δεν παίρνεις κι εσύ έναν καφέ; Είναι ένα ετοιματζίδικο ξέρασμα, αλλά σε βοηθάει να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά». «Όχι, ευχαριστώ. Μόνο άσε με να πάρω μια γουλιά από τον δικό σου». Είχα τρεις ασπιρίνες στην τσέπη του παντελονιού μου. Τις έβγαλα και τις κατάπια μαζί με λίγο από τον καφέ του Γουάιρμαν. Σούφρωσε τη μύτη του. «Τις είχες εκεί μέσα μαζί μ' όλα τα βρόμικα ψιλά σου. Πολύ ανθυγιεινό αυτό». «Έχω ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα. Πώς είναι η Ελίζαμπεθ;» «Όχι καλά». Με κοίταξε μελαγχολικά. «Συνήλθε καθόλου στο νοσοκομείο; Είπε τίποτ' άλλο;» «Ναι». «Τι;» Από την τσέπη του λινού πουκαμίσου του, ο Γουάιρμαν έβγαλε μια πρόσκληση για την έκθεσή μου, με τις λέξεις Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΟΥΜΑ τυπωμένες στη μια όψη. Στην άλλη είχε σημειώσει τρεις φράσεις. Οι λέξεις σκαμπανέβαζαν ακανόνιστα -από την κίνηση του ασθενοφόρου, μάλλον-, αλλά μπόρεσα να τις διαβάσω: «Το μπολ στάζει». «Θα θέλεις, αλλά δε θα πρέπει». «Στείλ' την πάλι να κοιμηθεί στον υγρό της τάφο». Ήταν όλες τρομακτικές, αλλά ειδικά η τελευταία έκανε τη σάρκα στα μπράτσα μου να μυρμηγκιάσει. «Τίποτ' άλλο;» ρώτησα δίνοντάς του πίσω την πρόσκληση. «Είπε το όνομά μου μερικές φορές. Με αναγνώριζε. Και είπε και το δικό σου όνομα, Έντγκαρ». «Κοίταξε αυτό», είπα και έσπρωξα τον κίτρινο φάκελο προς τη μεριά του πάνω στο τραπέζι. Ρώτησε πού τον είχα βρει και του εξήγησα. Είπε ότι όλ' αυτά έμοιαζαν υπερβολικά βολικά κι εγώ σήκωσα τους ώμους. Θυμόμουν κάτι που μου είχε πει η Ελίζαμπεθ -Το νερό κυλά πιο γρήγορα τώρα. Σύντομα φτάνουμε στους καταρράκτες. Λοιπόν, είχαμε φτά-
σει στους καταρράκτες. Κάτι μου έλεγε ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή των αφρισμένων νερών. Ο γοφός μου είχε αρχίσει να ηρεμεί λίγο, οι νυχτερινοί λυγμοί του είχαν πια κοπάσει σ' ένα σιγαλό κλαψούρισμα. Η λαϊκή σοφία αποφαίνεται ότι ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, αλλά εγώ θα προτιμούσα την ασπιρίνη. Τράβηξα την καρέκλα στην άλλη μεριά του τραπεζιού και κάθισα δίπλα στον Γουάιρμαν, όπου μπορούσα να διαβάσω τον τίτλο: ΜΙΚΡΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΣ ΕΚΠΛΗΣΣΕΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ -ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΑΙΑΙ-ΘΑΥΜΑ; Από κάτω υπήρχε μια φωτογραφία. Έδειχνε έναν άντρα που ήξερα πολύ καλά, μ' ένα μπανιερό που επίσης ήξερα πολύ καλά: τον Τζον Ίστλεϊκ στην πιο αδύνατη, κομψότερη εκδοχή του. Χαμογελούσε, και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα χαμογελαστό κοριτσάκι. Ήταν η Ελίζαμπεθ, στην ίδια ηλικία που είχε και στο οικογενειακό πορτραίτο του Μπαμπά Με Τα Κορίτσια Του, μόνο που τώρα κρατούσε μια ζωγραφιά και με τα δυο της χέρια προς το φακό και είχε τυλιγμένο έναν επίδεσμο από γάζα στο κεφάλι της. Υπήρχε κι άλλο ένα, πολύ μεγαλύτερο κορίτσι στη φωτογραφία - η μεγάλη αδερφή Αντριάνα και, ναι, θα μπορούσε να είναι κοκκινομάλλα-, αλλά στην αρχή ο Γουάιρμαν κι εγώ ελάχιστα την προσέξαμε. Όπως ελάχιστα προσέξαμε και τον Τζον Ίστλεϊκ. Ακόμα και τη μικρούλα με τον επίδεσμο στο κεφάλι. «Θεέ και Κύριε», είπε ο Γουάιρμαν. Η ζωγραφιά παρίστανε ένα άλογο που κοιτούσε πάνω από ένα φράχτη. Είχε ένα απίθανο (και διόλου αλογίσιο) χαμόγελο. Σε πρώτο πλάνο, με γυρισμένη την πλάτη, υπήρχε ένα κοριτσάκι με πλούσιες χρυσαφιές μπούκλες, που κρατούσε ένα καρότο στο μέγεθος κυνηγετικής καραμπίνας για να το φάει το χαμογελαστό άλογο. Δεξιά και αριστερά, πλαισιώνοντας τη ζωγραφιά σχεδόν σαν αυλαία θεάτρου, υπήρχαν φοίνικες. Στον ουρανό ήταν ζωγραφισμένα αφράτα λευκά σύννεφα κι ένας λαμπερός μεγάλος ήλιος που έριχνε παντού τις χαρούμενες ακτίνες του. Ήταν μια παιδική ζωγραφιά, αλλά το ταλέντο που την είχε δημιουργήσει ήταν αναμφισβήτητο. Το άλογο εξέπεμπε μια τέτοια ανέμελη χαρά, που το χαμόγελο του έμοιαζε με την κορύφωση ενός σπαρταριστού ανεκδότου. Μπορούσες να βάλεις μια δεκαριά φοιτητές καλών τεχνών σ' ένα δωμάτιο, να τους πεις να ζωγραφίσουν
ένα ευτυχισμένο άλογο, και ήμουν πρόθυμος να στοιχηματίσω ότι ούτε ένας τους δε θα μπορούσε να παραβγεί σε επιτυχία αυτή τη ζωγραφιά. Ακόμα και το υπερφυσικού μεγέθους καρότο έδινε την αίσθηση ότι δεν ήταν λάθος, αλλά μέρος του αστείου, ένας πολλαπλασιαστής, ένα καλλιτεχνικό στεροειδές. «Δεν είναι αστείο», ψέλλισα, σκύβοντας πιο κοντά... μόνο που όσο πιο κοντά και αν έσκυβα δεν οοφελούσε. Έβλεπα αυτή τη ζωγραφιά μέσα από τέσσερα στρώματα συσκότισης που μείωναν την ευκρίνειά της: τη φωτογραφία, την αναπαραγωγή της φωτογραφίας στην εφημερίδα, τη φωτοτυπία της αναπαραγωγής της φωτογραφίας στην εφημερίδα... και τον ίδιο το χρόνο. Είχαν περάσει περισσότερα από ογδόντα χρόνια, αν έκανα σωστά το λογαριασμό. «Ποιο δεν είναι αστείο;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Οι υπερβολικές διαστάσεις του αλόγου. Και του καρότου. Ακόμα και οι ηλιαχτίδες. Αυτό δεν είναι μια παιδική κραυγή ευτυχίας, Γουάιρμαν!» «Είναι μια φάρσα. Πρέπει να είναι. Δε θα ήταν περισσότερο από δύο χρονών! Ένα παιδί σ' αυτή την ηλικία καλά καλά δεν μπορεί να ζωγραφίσει δυο ανθρωπάκια με πόδια και χέρια σαν σπιρτόξυλα και να τα ονομάσει μαμά και μπαμπά, μπορεί;» «Ήταν απλά μια φάρσα αυτό που συνέβη στον Κάντι Μπράουν; Ή μήπως αυτό που έγινε με τη σφαίρα που ήταν σφηνωμένη στον εγκέφαλο σου; Τη σφαίρα που τώρα πια δεν είναι εκεί;» Δεν είπε τίποτα. Έδειξα τις λέξεις ΠΑΙΔΙ-ΘΑΥΜΑ. «Κοίταξε, βρήκαν μέχρι και τον κατάλληλο φανταχτερό όρο για να χαρακτηρίσουν την ιδιαιτερότητα της. Αν ήταν φτωχή και μαύρη, δε θεωρείς πιθανότερο ότι θα τη χαρακτήριζαν ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ και θα την έπαιρναν να τη δείχνουν σε κάποιο τσίρκο; Γιατί εγώ έτσι νομίζω». «Αν ήταν φτωχή και μαύρη, δε θα είχε μπει ποτέ στην εφημερίδα, κατ' αρχήν. Ούτε θα είχε πέσει από ένα δίτροχο αμαξάκι, κατ' αρχήν». «Αυτό είναι που συνέ...» Σταμάτησα, το βλέμμα μου προσηλώθηκε πάλι στη θολή φωτογραφία. Αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή μου τώρα ήταν η μεγάλη αδερφή, Η Αντριάνα. «Τι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν και ο τόνος του εννοούσε Τι είναι πάλι;
«Το μπανιερό της, Σου φαίνεται γνωστό;» «Δεν το βλέπω και πολύ καλά, μόνο το πάνω μέρος. Έτσι όπως κρατάει η Ελίζαμπεθ τη ζωγραφιά της, κρύβει το υπόλοιπο». «Και τι μπορείς να πεις γι' αυτό που μπορείς να δεις;» Μελέτησε τη φωτογραφία αρκετή ώρα. «Μακάρι να είχα ένα μεγεθυντικό φακό». «Αυτό πιθανώς θα χειροτέρευε τα πράγματα αντί να τα καλυτερέψει». «Εντάξει, muchacho, μου φαίνεται πράγματι ότι κάπου το έχω ξαναδεί... αλλά ίσως είναι απλώς μια ιδέα που μου έβαλες εσύ στο κεφάλι». «Σ' όλους τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο, υπήρχε μόνο ένα κορίτσι μέσα στη βάρκα που ποτέ δεν ήμουν σίγουρος για την ταυτότητά του: το κορίτσι στο No 6. Εκείνο με τα πορτοκαλόχρωμα μαλλιά και το μπλε ολόσωμο μαγιό με το κίτρινο σιρίτι γύρω από τη λαιμόκοψη». Έδειξα το θολό είδωλο της Αντριάνα στη φωτοτυπία που μου είχε δώσει η Μαίρη Αιρ. «Αυτό είναι το κορίτσι. Αυτό είναι το μαγιό. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Το ίδιο ήταν και η Ελίζαμπεθ». «Τι άλλο έχουμε εδώ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. Αρχισε να διατρέχει το κείμενο μαλάζοντας συγχρόνως τους κροτάφους του. Τον ρώτησα αν τον ενοχλούσε το μάτι του. «Όχι. Απλά όλ' αυτά είναι τόσο... τόσο... που να πάρει ο διάολος!» Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε, με μάτια διάπλατα, συνεχίζοντας να μαλάζει τους κροτάφους του. «Έπεσε από εκείνο το καταραμένο το αμαξάκι και χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα, ή έτσι τουλάχιστον λέει εδώ. Ανέκτησε τις αισθήσεις της στο γραφείο του γιατρού που την είχαν πάει, ενώ ετοιμάζονταν να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο στο Σεντ Πιτ. Κατόπιν άρχισαν οι επιληπτικές κρίσεις. Γράφει, "Η μικρούλα Ελίζαμπεθ συνεχίζει να υποφέρει από κρίσεις, παρ' ότι η ένταση και η συχνότητά τους μειώνεται και δε φαίνεται να της προκαλούν μακροχρόνια βλάβη". Και τότε άρχισε να ζωγραφίζει!» Είπα, «Το ατύχημα πρέπει να συνέβη πολύ λίγο καιρό αφότου πάρθηκε η μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία, γιατί η Ελίζαμπεθ δείχνει ακριβώς ίδια και τα παιδιά αλλάζουν γρήγορα σ' αυτή την ηλικία».
Ο Γουάιρμαν δε φάνηκε να με προσέχει. «Είμαστε όλοι μέσα στην ίδια βάρκα», είπε. Πήγα να τον ρωτήσω τι εννοούσε, ύστερα συνειδητοποίησα ότι δε χρειαζόταν. «Si, senor», είπα. «Η Ελίζαμπεθ έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της. Εγώ αυτοπυροβολήθηκα στο κεφάλι. Εσένα σου έλιωσε το κεφάλι μια μπουλντόζα». «Ένας γερανός». Κούνησε το χέρι του σαν για να πει ότι δεν είχε καμιά διαφορά. Ύστερα το χρησιμοποίησε για να σφίξει το μοναδικό καρπό που μου απέμενε. Τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα. «Έχω απορίες, muchacho. Γιατί σταμάτησε να ζωγραφίζει; Και γιατί εγώ δεν άρχισα ποτέ;» «Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα γιατί σταμάτησε. Ίσως να ξέχασε το πώς -να το έδιωξε υποσυνείδητα από το μυαλό της- ή ίσως να έλεγε επίτηδες ψέματα και να το αρνιόταν. Όσο για σένα, το δικό σου ταλέντο είναι η συμπάθεια. Και στο Ντούμα Κη, η συμπάθεια ενισχύθηκε και έγινε τηλεπάθεια». «Αυτά είναι κουραφέ...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Περίμενα. «Όχι», είπε. «Όχι. Δεν είναι. Αλλά κι αυτό χάθηκε πλέον τελείως. Να σου πω κάτι, amigo;» «Ασφαλώς». Έδειξε με τον αντίχειρα την αγχωμένη παρέα των συγγενών στην άλλη άκρη της καφετέριας. Είχαν ξαναρχίσει την κουβέντα τους. Τώρα ο μπαμπάς κουνούσε το δάχτυλο του στη μαμά. Ή ίσως να ήταν η αδερφή του. «Πριν από μερικούς μήνες, θα μπορούσα να σου είχα πει ποιος είναι ο λόγος αυτής της εξημμένης συζήτησης. Τώρα το μόνο που θα μπορούσα να κάνω είναι να αποτολμήσω μια εικασία με βάση την προσωπική μου πείρα». «Και πιθανώς θα κατέληγες στο ίδιο εν πολλοίς συμπέρασμα», είπα. «Εν πάση περιπτώσει, θα ήσουν πρόθυμος να ανταλλάξεις το ένα για το άλλο; Την όρασή σου για μια περιστασιακή ικανότητα να διαβάζεις τη σκέψη των άλλων;» «Θεέ μου, όχι!» είπε κι ύστερα έγειρε το κεφάλι λοξά και κοίταξε γύρω του στην καφετέρια μ' ένα ειρωνικό, απεγνωσμένο χαμόγελο. «Μου φαίνεται απίστευτο ότι κάνουμε αυτή τη συζήτηση, ξέρεις.
Όλο νομίζω ότι θα συνέλθει και όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν, ότι θα μου φωνάξει Στρατιώτη Γουάιρμαν, γρήγορα στο πόστο σου». Τον κοίταξα στα μάτια. «Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο». χ Σύμφωνα με τη Γουίκλι Έκο, η μικρούλα Ελίζαμπεθ (όπως την ανέφεραν σχεδόν σε όλο το άρθρο) άρχισε τις καλλιτεχνικές της απόπειρες από την πρώτη κιόλας μέρα που την ξανάφεραν στο σπίτι για να αναρρώσει. Σύντομα προχώρησε, «ενώ η επιδεξιότητα και η μαεστρία της αυξάνονταν με κάθε ώρα που περνούσε, κατά τα λεγόμενα του έκπληκτου πατέρα της». Άρχισε με χρωματιστά μολύβια («Σου θυμίζει κάτι αυτό;» με ρώτησε ο Γουάιρμαν), για να συνεχίσει με ένα κουτί νερομπογιές που ο σαστισμένος Τζον Ίστλεϊκ έφερε στο σϊιίτι από το Βένις. Μέσα στους τρεις μήνες που ακολούθησαν μετά το ατύχημά της, το μεγαλύτερο διάστημα από τους οποίους το πέρασε στο κρεβάτι, έφτιαξε κυριολεκτικά εκατοντάδες ακουαρέλες, ολοκληρώνοντάς τες με ένα ρυθμό που ο Τζον Ίστλεϊκ και οι αδερφές της τον έβρισκαν κάπως τρομακτικό. (Αν η «παραμάνα Μέλντα» είχε κάποια άποψη επ' αυτού, δεν αναφερόταν στο κείμενο.) Ο Ίστλεϊκ προσπάθησε να της επιβάλει να μην εργάζεται τόσο γρήγορα -ακολουθώντας τις οδηγίες του γιατρού- αλλά αυτό αποδείχτηκε επιβαρυντικό για την κατάστασή της. Της προκαλούσε νευρικότητα, υστερικά κλάματα, αϋπνία, υψηλό πυρετό. Η μικρούλα Ελίζαμπεθ είπε ότι όταν δεν την άφηναν να σχεδιάσει ή να ζωγραφίσει, «πονούσε η καρδιά της». Ο πατέρας της δήλωσε επίσης ότι όταν η μικρή ζωγράφιζε «έτρωγε σαν ένα από εκείνα τα άλογα που της άρεσε να σχεδιάζει». Ο συντάκτης του άρθρου, ένας κάποιος Μ. Ρίκερτ, έμοιαζε να το βρίσκει αυτό συμπαθητικό. Ενθυμούμενος τις δικές μου γαστριμαργικές κραιπάλες, το βρήκα πολύ οικείο. Διάβαζα το θολό κείμενο για τρίτη φορά, με τον Γουάιρμαν εκεί που θα ήταν το δεξί μου χέρι, αν είχα δεξί χέρι, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζιν Χάντλοκ. Φορούσε ακόμα τη μαύρη γραβάτα και το ζωηρόχρωμο ροζ πουκάμισο που φορούσε στα εγκαίνια, αν και ο κόμπος της γραβάτας ήταν χαλαρωμένος και ο γιακάς του πουκαμίσου ξεκούμπωτος. Φορούσε επίσης το πλαστικό πράσινο
παντελόνι και τα πράσινα καλύμματα των παπουτσιών που επιβάλλεται να βάζει όποιος μπαίνει στο αποστειρωμένο περιβάλλον του χειρουργείου. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο. Όταν το σήκωσε, είδα ένα πρόσωπο τόσο κατσούφικο και θλιμμένο, που μου θύμισε γέρικο κυνηγόσκυλο. «Έντεκα και δεκαεννιά», είπε. «Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε ελπίδα». Ο Γουάιρμαν έκρυψε το πρόσωπο του στις παλάμες του. xi Έφτασα στο Ριτζ στη μία παρά τέταρτο το πρωί, κουτσαίνοντας από την κούραση και νιώθοντας ότι δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί. Ήθελα να είμαι στην κρεβατοκάμαρά μου στο Μεγάλο Ροζ. Ήθελα να ξαπλώσω στη μέση του κρεβατιού μου, να σπρώξω την παράξενη καινούρια κούκλα στο πάτωμα όπως είχα κάνει παλιότερα με τα διακοσμητικά μαξιλάρια και να σφίξω στην αγκαλιά μου τη Ρίμπα. Ήθελα να μείνω ξαπλωμένος εκεί και να κοιτάζω τα πτερύγια του ανεμιστήρα να γυρίζουν στην οροφή. Κυρίως, ήθελα ν' ακούω το ψιθυριστά κουβέντιασμα των κοχυλιών κάτω από το σπίτι καθώς θα μ' έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος. Αντί γι' αυτό έπρεπε να αντιμετωπίσω εκείνη την αίθουσα υποδοχής: υπερβολικά βαρυστολισμένη, υπερβολικά γεμάτη κόσμο και μουσική (κάποιος έπαιζε ένα κομμάτι στο πιάνο ακόμα κι αυτή την ώρα), και το χειρότερο, υπερβολικά φωτεινή. Ωστόσο, η οικογένειά μου ήταν εκεί. Είχα χάσει το γιορταστικό δείπνο. Δε θα έχανα και το γιορταστικό πρωινό. Ζήτησα από τον ρεσεψιονίστ το κλειδί μου. Μου το έδωσε, μαζί με μια στοίβα μηνύματα. Τα άνοιξα το ένα μετά το άλλο. Τα περισσότερα ήταν συγχαρητήρια. Εκείνο από την Ίλσε ήταν διαφορετικό. Έγραφε: Είσαι καλά; Αν δεν έχεις δώσει σημεία ζωής μέχρι τις 8 Π.Μ., θα έρθω να σε βρω. Σε προειδοποιώ. Στο τέλος της στοίβας ήταν ένα μήνυμα από την Παμ. Το κείμενο καθεαυτό ήταν μόνο τρεις λέξεις: Ξέρω ότι πέθανε. Όλα τα άλλα που χρειάζονταν να ειπωθούν τα εξέφραζε αυτό που βρήκα εσώκλειστο στο φάκελο. Ήταν το κλειδί του δωματίου της.
Πέντε λεπτά αργότερα στεκόμουν έξω από το 847 με το κλειδί στο χέρι. Πήγαινα να το βάλω στη σχισμή, ύστερα πλησίαζα το δάχτυλο μου στο κουδούνι της πόρτας, μετά κοιτούσα πίσω προς τους ανελκυστήρες. Πρέπει να στάθηκα έτσι για πέντε λεπτά ή και περισσότερο, υπερβολικά εξουθενωμένος για ν' αποφασίσω, κι ίσως θα στεκόμουν εκεί ακόμα πιο πολλή ώρα, αν δεν είχα ακούσει την πόρτα ενός ανελκυστήρα να ανοίγει, ακολουθούμενη από τον ήχο μεθυσμένου, κεφάτου γέλιου. Φοβήθηκα ότι μπορεί να ήταν κάποιοι γνωστοί - ο Τομ και ο Μπόζι ή ο Μεγάλος Έιντζ και η γυναίκα του. Ίσως ακόμα και η Λιν με τον Ρικ. Μπορεί τελικά να μην είχα κλείσει ολόκληρο τον όροφο, αλλά είχα καταλάβει τον περισσότερο. Έσπρωξα το κλειδί στην κλειδαριά. Ήταν από τα ηλεκτρονικά που δε χρειάζεται να τα γυρίσεις. Ένα πράσινο λαμπάκι άναψε και καθώς το γέλιο από το βάθος του διαδρόμου πλησίασε, γλίστρησα μέσα. Είχα ζητήσει γι' αυτήν μια σουίτα και το καθιστικό ήταν ευρύχωρο. Προφανώς είχε γίνει ένα πάρτι πριν από την έκθεση, γιατί υπήρχαν δυο τραπέζια του ρουμ σέρβις και πολλοί δίσκοι με απομεινάρια από καναπεδάκια πάνω τους. Εντόπισα δύο -όχι, τρεις- σαμπανιέρες. Δύο από τα μπουκάλια ξεπρόβαλλαν με τον πάτο προς τα πάνω, στρατιώτες που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης. Το τρίτο φαινόταν να έχει ακόμα μέσα του λίγη ζωή, μόλο που σίγουρα θα έπρεπε να μπει στην Εντατική. Αυτό με έκανε να σκεφτώ πάλι την Ελίζαμπεθ. Τη θυμήθηκα να κάθεται πλάι στο Πορσελάνινο Χωριό της, μοιάζοντας με την Κάθριν Χέπμπορν στο Η Γυναίκα της Χρονιάς, όταν έλεγε Δες πώς έχω βάλει τα παιδιά έξω από το σχολείο! Έλα να δεις! Ο πόνος είναι η μεγαλύτερη δύναμη της αγάπης. Έτσι λέει ο Γουάιρμαν. Προχώρησα ανάμεσα από τις καρέκλες όπου είχαν καθίσει τα πιο κοντινά και αγαπημένα μου πρόσωπα, κουβεντιάζοντας και γελώντας και -ήμουν σίγουρος γι' αυτό- κάνοντας προπόσεις υπέρ της επιτυχίας της δουλειάς μου και της ευτυχίας μου. Έβγαλα το τελευταίο μπουκάλι της σαμπάνιας από τη λιμνούλα μέσα στην ο-
ποία ακουμπούσε, το σήκωσα προς τη μεριά της τζαμαρίας που έπιανε ολόκληρο τον έναν τοίχο προσφέροντας μια πανοραμική θέα του Κόλπου της Σαρασότα και είπα, «Πίνω σ' εσένα, Ελίζαμπεθ. Hasta la vista, mi amada». «Τι σημαίνει amada;» Έκανα μεταβολή. Η Παμ στεκόταν στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας. Φορούσε ένα γαλάζιο νυχτικό που δε θυμόμουν. Τα μαλλιά της ήταν λυτά. Είχε να τα αφήσει τόσο μακριά από τότε που η Ίλσε πήγαινε στο γυμνάσιο. Άγγιζαν τους ώμους της. «Σημαίνει αγαπημένη», είπα. «Το έμαθα από τον Γουάιρμαν. Ήταν παντρεμένος με μια Μεξικανή». «Ήταν;» «Πέθανε. Ποιος σου το είπε για την Ελίζαμπεθ;» «Ο νεαρός που εργάζεται για σένα. Του ζήτησα να μου τηλεφωνήσει αν υπήρχε κάποια εξέλιξη. Λυπάμαι πολύ». Χαμογέλασα. Προσπάθησα να ξαναβάλω το μπουκάλι στη θέση του, αλλά δεν πέτυχα τη σαμπανιέρα. Διάολε, δεν πέτυχα καν το τραπέζι. Το μπουκάλι έπεσε στο χαλί και κύλησε. Κάποτε η Κόρη του Νονού ήταν ένα μικρό παιδί, που κρατούσε τη ζωγραφιά ενός χαμογελαστού αλόγου που είχε φτιάξει μπροστά στο φακό μιας φωτογραφικής μηχανής - ο φωτογράφος πιθανώς ήταν κάποιος δανδής της εποχής που φορούσε ένα ψάθινο καπέλο και λάστιχα για να κρατάνε τα μανίκια του πουκαμίσου του. Ύστερα ήταν μια γριά γυναίκα που πέρασε τις τελευταίες στιγμές της ζωής της σπαρταρώντας σε ένα αναπηρικό καροτσάκι ενώ το φιλέ της έφευγε από τη θέση του και ανέμιζε πιασμένο από μια τελευταία φουρκέτα κάτω από τις λάμπες φθορισμού στο γραφείο μιας γκαλερί. Και το μεσοδιάστημα; Πιθανώς δεν έμοιαζε με τίποτα περισσότερο από ένα νεύμα, ένα χαιρετισμό στον καταγάλανο ουρανό. Στο τέλος όλοι τσακιζόμαστε στο πάτωμα. Η Παμ άπλωσε τα χέρια της. Ένα ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό έξω από τη μεγάλη τζαμαρία, και στο φως του μπόρεσα* να δω το τατουάζ με το τριαντάφυλλο στην καμπύλη του στήθους της. Κάτι ακόμα καινούριο και διαφορετικό... αλλά το στήθος ήταν οικείο. Το ήξερα καλά. «Έλα εδώ», είπε. Πήγα. Χτύπησα σ' ένα από τα τραπέζια του ρουμ σέρβις με το σακατεμένο μου γοφό, έβγαλα μια πνιχτή κραυγή κι έκανα σκουντουφλώντας τα τελευταία δυο βήματα μέχρι την αγκαλιά της,
σκεπτόμενος ότι μόλις είχα καταφέρει να καταστρέψω την επανένωσή μας, ότι θα σωριαζόμασταν κι οι δυο στο χαλί μ' εμένα από πάνω της. Ίσως και να της έσπαγα μερικά πλευρά. Είχα πάρει εννιά κιλά από τότε που είχα έρθει στο Ντούμα Κη. Όμως ήταν δυνατή. Το είχα ξεχάσει αυτό. Κράτησε το βάρος μου, βάζοντας κόντρα το χέρι της στην παραστάδα της πόρτας που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα, και ύστερα όρθωσε πάλι το κορμί της μ' εμένα στην αγκαλιά της. Έβαλα το χέρι μου γύρω της κι ακούμπησα το μάγουλο μου στον ώμο της ανασαίνοντας απλώς το άρωμά της. Γουάιρμαν! Ξύπνησα νωρίς και πέρασα μια τόσο θαυμάσια μέρα με τις πορσελάνες μου! «Έλα, Έντι, είσαι κουρασμένος. Έλα στο κρεβάτι». Με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Το παράθυρο εδώ ήταν πιο μικρό, το φεγγαρόφωτο πιο αδύναμο, αλλά το τζάμι ήταν ανοιχτό και μπορούσα ν' ακούω τον αδιάκοπο αναστεναγμό του νερού. «Είσαι σίγουρη...» «Μη μιλάς». Είμαι σίγουρη ότι μου έχουν πει το όνομά σον, αλλά μον διαφεύγει, αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει. «Ποτέ δεν ήθελα να σε πληγώσω. Συγνώμη...» Ακούμπησε δυο δάχτυλα πάνω στα χείλη μου. «Δε θέλω τη συγνώμη σου». Καθίσαμε πλάι πλάι στο κρεβάτι μέσα στη σκοτεινιά. «Τι θέλεις;» Μου έδειξε με ένα φιλί. Η ανάσα της ήταν ζεστή και είχε τη γεύση της σαμπάνιας. Για λίγο ξέχασα την Ελίζαμπεθ και τον Γουάιρμαν, τα καλάθια του πικνίκ και το Ντούμα Κη. Για λίγο υπήρχαμε μόνο αυτή κι εγώ, όπως τον παλιό καιρό. Όπως τον καιρό που είχα δυο χέρια. Για λίγο αφότου αποκοιμήθηκα -ώσπου το πρώτο φως της μέρας να τρυπώσει μέσα στο δωμάτιο. Η απώλεια της μνήμης δεν είναι πάντα το πρόβλημα· μερικές φορές -ίσως και συχνά- είναι η λύση.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (VIII)
Να είστε γενναίοι. Μη φοβάστε να ζωγραφίσετε τα κρυφά πράγματα. Κανείς δεν είπε ότι η τέχνη είναι πάντα ένας ζέφυρος· μερικές φορές είναι ένας τυφώνας. Ακόμα και τότε δεν πρέπει να διστάσετε ούτε να αλλάξετε ρότα. Γιατί αν πείτε στον εαυτό σας το μεγάλο ψέμα της κακής τέχνης -ότι εσείς κρατάτε το τιμόνι- η ευκαιρία σας να αποκαλύψετε την αλήθεια θα χαθεί. Η αλήθεια δεν είναι πάντα όμορφη. Μερικές φορές η αλήθεια είναι το μεγάλο αγόρι. Οι μικρές λένε Είναι ο βάτραχος της Λίμπιτ. Ένας βάτραχος με δόντια. Και μερικές φορές είναι κάτι ακόμα χειρότερο. Κάτι όπως ο Τσάρλι με τη ζωηρόχρωμη μπλε φουφούλα του. Ή όπως ΑΥΤΗ. Εδώ υπάρχει μια ζωγραφιά που δείχνει τη μικρή Λίμπιτ με το δάχτυλο στα χείλη. Λέει Σσστ. Λέει Αν μιλήσεις θ' ακούσει, γι' αυτό σσστ. Λέει Ασχημα πράγματα μπορούν να συμβούν, και τα πουλιά που μιλάνε με ανθρώπινη φωνή και πετάνε ανάποδα θα είναι απλά το πρώτο και το λιγότερο, γι' αυτό σσστ. Αν προσπαθήσεις να τρέξεις, κάτι φρικτό ίσως βγει από το κυπαρίσσι ή τη βουρσερία και σε πιάσει στο δρόμο. Υπάρχουν ακόμα χειρότερα πράγματα μες στο νερό κάτω στη Σκιερή Ακτή -χειρότερα από το μεγάλο αγόρι, χειρότερα από τον Τσάρλι που κινείται τόσο γρήγορα. Είναι μέσα στο νερό και περιμένουν να σε πνίξουν. Κι ακόμα και ο πνιγμός δεν είναι το τέλος, όχι, ούτε καν ο πνιγμός. Γι' αυτό σσστ. Αλλά στην περίπτωση του πραγματικού καλλιτέχνη, η αλήθεια θα επιμείνει. Η Λίμπιτ Ίστλεϊκ μπορεί να επιβάλει σιγή στο στόμα της, αλλά όχι και στις μπογιές και στα μολύβια της. Υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο στο οποίο τολμάει να μιλήσει και
μόνο ένα μέρος όπου μπορεί να το κάνει -μόνο ένα μέρος στο Χέρον 'ς Ρουστ όπου η δύναμη ΤΗΣ φαίνεται να εξασθενεί. Λέει στην παραμάνα Μέλντα να πάει εκεί μαζί της. Και προσπαθεί να εξηγήσει πώς της συνέβηκε αυτό, πώς το ταλέντο απαίτησε την αλήθεια και η αλήθεια ξεγλίστρησε από τον έλεγχο της. Προσπαθεί να εξηγήσει πώς οι ζωγραφιές έχουν κάνει κατοχή στη ζωή της και πώς έχει καταλήξει να μισεί τη μικρή πορσελάνινη κουκλίτσα που βρήκε ο μπαμπάς μαζί με τον υπόλοιπο θησαυρό ~τη μικροσκοπική πορσελάνινη γυναίκα που ήταν η δίκαια ανταμοιβή της Λίμπιτ. Προσπαθεί να εξηγήσει το βαθύτερο φόβο της: αν δεν κάνουν κάτι, οι δίδυμες ίσως να μην είναι τα μόνα θύματα, αλλά μόνο τα πρώτα. Και ίσως οι θάνατοι να μην περιοριστούν στο Ντούμα Κη. Επιστρατεύει όλο το κουράγιο της (και για ένα παιδί που είναι λίγο περισσότερο από ένα μωρό, πρέπει να είχε πάρα πολύ κουράγιο) και διηγείται όλη την αλήθεια, όσο παράλογη και αν είναι. Πρώτα το πώς προκάλεσε τον τυφώνα, αλλά δεν ήταν δική της ιδέα -ήταν ιδέα ΕΚΕΙΝΗΣ. Νομίζω ότι η παραμάνα Μέλντα το πιστεύει. Επειδή έχει δει το μεγάλο αγόρι; Επειδή έχει δει τον Τσάρλι; Νομίζω ότι τα είδε και τα δυο. Η αλήθεια πρέπει να βγει στο φως, αυτή είναι η αφετηρία της τέχνης. Αλλ' αυτό δε σημαίνει ότι ο κόσμος πρέπει οπωσδήποτε να τη δει. Η παραμάνα Μέλντα λέει Πού είναι η καινούρια σου κούκλα τώρα; Η πορσελάνινη κουκλίτσα; Η Λίμπιτ λέει Είναι στο κουτί που φυλάω τους θησαυρούς μου. Στο κουτί μου σε σχήμα καρδιάς. Η παραμάνα Μέλντα λέει Και πώς τη λένε; Η Λίμπιτ λέει Τη λένε Περς. Η παραμάνα Μέλντα λέει Το Περς ακούγεται αγορίστικο όνομα. Και η Λίμπιτ λέει Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Τη λένε Περς. Αυτή είναι η αλήθεια. Και λέει Η Περς έχει ένα πλοίο. Φαίνεται όμορφο αλλά δεν είναι. Είναι κακό. Τι θα κάνουμε τώρα, παραμάνα; Η παραμάνα Μέλντα το σκέφτεται καθώς στέκονται εκεί, στο μόνο ασφαλές μέρος. Και πιστεύω ότι κατάλαβε τι έπρεπε να γίνει. Μπορεί να μην ήταν τεχνοκριτικός -μπορεί να μην ήταν η Μαίρη Άιρ— αλλά νομίζω ότι κατάλαβε. Η γενναιότητα φαίνεται σ' αυτά
που πράττεις όχι σε όσα δείχνεις. Ο καλλιτέχνης μπορεί να ζανακρύψει την αλήθεια, αν είναι πολύ τρομερή yia να τη δει ο κόσμος. Και συμβαίνει αυτό. Είμαι βέβαιος ότι συμβαίνει καθημερινά. Νομίζω ότι κάθε καλλιτέχνης που αξίζει να λέγεται έτσι έχει το δικό του κόκκινο καλάθι του πικνίκ.
14 - Το Κόκκινο Καλάθι
i «Μοιράζεστε την πισίνα σας, κύριε;» Ήταν η Ίλσε, με πράσινο σορτσάκι και ασορτί φανελάκι. Τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα, το πρόσωπο της χωρίς μακιγιάζ και πρησμένο από τον ύπνο. Είχε μαζέψει τα μαλλιά της πίσω σε αλογοουρά, όπως τα έκανε όταν ήταν έντεκα χρονών, κι αν δεν υπήρχε το φούσκωμα στα στήθη της, θα μπορούσες πραγματικά να την περάσεις για εντεκάχρονη. «Παρακαλώ!» είπα. Κάθισε πλάι μου στο επενδυμένο με πλακάκια χείλος της πισίνας. Βρισκόμασταν περίπου στο μέσον της μιας μακριάς πλευράς, ο δικός μου πισινός πάνω στην ένδειξη 1,5 και ο δικός της στο Μ. «Νωρίς ξύπνησες», είπα, αλλά χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη. Η Ίλι πάντα ήταν η πιο αεικίνητη από τις δύο. «Ανησυχούσα για σένα. Ιδίως αφότου ο κύριος Γουάιρμαν τηλεφώνησε στον Τζακ για να του πει ότι εκείνη η συμπαθητική γριούλα πέθανε. Ο Τζακ μας το είπε. Δεν είχαμε τελειώσει ακόμα το φαγητό». «Το ξέρω». «Λυπάμαι πολύ». Έβαλε το κεφάλι της στον ώμο μου. «Και μάλιστα μια τόσο σημαντική για σένα βραδιά». Έβαλα το μπράτσο μου γύρω της. «Όπως και να 'χει, κοιμήθηκα μόνο δυο τρεις ώρες κι ύστερα σηκώθηκα επειδή είχε ξημερώσει. Και όταν κοίταξα έξω, ποιον λες ότι είδα να κάθεται πλάι στην πισίνα; Τον πατέρα μου, και μάλιστα ολομόναχο!»
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ άλλο. Ελπίζω μόνο να μην ξύπνησα τη μητ...» Σταμάτησα, αντιλαμβανόμενος τα γουρλωμένα, κατάπληκτα μάτια της Ίλσε. «Μη σου μπαίνουν ιδέες, Μπισκοτάκι. Ήταν απλά και μόνο μια παρηγοριά». Δεν ήταν απλά και μόνο παρηγοριά, αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος να διερευνήσω με την κόρη μου το τι ακριβώς ήταν. Κύρτωσε λίγο το κορμί της, ύστερα ίσιωσε πάλι τη ράχη της και με κοίταξε, με το κεφάλι γερτό και την αρχή ενός χαμόγελου στις γωνίες των χειλιών της. «Αν νιώθεις να γεννιούνται μέσα σου ελπίδες, είναι δικό σου πρόβλημα», είπα. «Όμως θα σε συμβούλευα να μην τις αφήσεις να φουντώσουν πολύ. Πάντα θα νοιάζομαι γι' αυτήν, αλλά μερικές φορές τα πράγματα προχωράνε πάρα πολύ για να επιστρέψουν σ' αυτό που ήταν. Νομίζω... είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτό συμβαίνει στη δική μας περίπτωση». Κοίταξε πάλι την ασάλευτη επιφάνεια της πισίνας και η υποψία του χαμόγελου στις γωνιές των χειλιών της σιγά σιγά έσβησε. Δε μου άρεσε καθόλου να το βλέπω να χάνεται, αλλά ίσως έτσι ήταν καλύτερα. «Εντάξει, λοιπόν». Αυτό μου άφηνε ελεύθερο το πεδίο για να στρέψω τη συζήτηση σε άλλα θέματα. Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά ήμουν ακόμα ο πατέρας της και από πολλές απόψεις ήταν ακόμα ένα παιδί. Το οποίο σήμαινε ότι, όσο θλιμμένος κι αν ένιωθα για την Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ εκείνο το πρωί και όσο μπερδεμένος κι αν ήμουν σχετικά με τη δική μου κατάσταση, δεν έπαυα να έχω ορισμένα καθήκοντα να εκπληρώσω. «Πρέπει να σε ρωτήσω κάτι, Ίλι». «Ελεύθερα». «Δε φοράς το δαχτυλίδι επειδή δε θέλεις να το δει η μητέρα σου και να γίνει πύραυλος... το οποίο θα το κατανοούσα απολύτως... ή επειδή εσύ και ο Κάρσον...» «Το έστειλα πίσω», είπε με μονότονη και άχρωμη φωνή. Ύστερα άφησε ένα γελάκι κι ένα βάρος έφυγε από την καρδιά μου. «Όμως το έστειλα με μια αξιόπιστη εταιρεία κούριερ και το ασφάλισα». «Οπότε... τέλειωσε;» «Λοιπόν... ποτέ μη λες ποτέ». Είχε βάλει τα πόδια της μες στο νερό και τώρα τα κούνησε αργά μπρος πίσω. «Ο Κάρσον δε θέλει να τελειώσει, έτσι λέει. Ούτε κι εγώ είμαι σίγουρη αν το θέλω.
Τουλάχιστον όχι προτού δω πώς θα τα πάμε όταν συναντηθούμε και πάλι από κοντά. Το τηλέφωνο ή το e-mail πραγματικά δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να συζητήσεις διεξοδικά κάτι τέτοιο. Επιπλέον, θέλω να δω αν υπάρχει ακόμα μεταξύ μας κάποια έλξη και, αν ναι, πόση ακριβώς». Μου έριξε μια λοξή ματιά, λίγο αγχωμένα. «Δε σε σοκάρει αυτό, έτσι;» «Όχι, γλυκιά μου». «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» «Ναι». «Πόσες δεύτερες ευκαιρίες έδωσες στη μαμά;» Χαμογέλασα. «Κατά τη διάρκεια του γάμου μας; Θα έλεγα γύρω στις διακόσιες». «Και πόσες σου έδωσε εκείνη;» «Πάνω κάτω τον ίδιο αριθμό». «Σου έτυχε ποτέ να...» Κόμπιασε. «Δεν μπορώ να σ' το ρωτήσω αυτό». Κοίταξα την πισίνα, νιώθοντας ένα τελείως μικροαστικό κοκκίνισμα να βάφει τα μάγουλά μου. «Μια που κάνουμε αυτή τη συζήτηση στις έξι το πρωί και δεν είναι εδώ ούτε καν ο μικρός που καθαρίζει την πισίνα, και επειδή νομίζω ότι ξέρω ποιο είναι το πρόβλημά σου με τον Κάρσον Τζόουνς, μπορείς να μου το ρωτήσεις. Η απάντηση είναι όχι. Ούτε μια φορά. Αλλά αν θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής, πρέπει να πω ότι αυτό οφείλεται περισσότερο στην τύχη παρά στην αδιαπραγμάτευτη ακεραιότητα του χαρακτήρα μου. Υπήρξαν φορές που έφτασα κοντά και μια περίσταση στην οποία πιθανώς μόνο η τύχη ή η μοίρα ή η θεία πρόνοια το εμπόδισε να συμβεί. Νομίζω ότι υπάρχουν χειρότερα αδικήματα που μπορείς να διαπράξεις εναντίον του συντρόφου σου, αλλά δε χρησιμοποιούμε το ρήμα "απατάω" χωρίς λόγο. Ένα ολίσθημα μπορεί να συγχωρηθεί ως ανθρώπινο λάθος. Δύο μπορούν να συγχωρηθούν ως ανθρώπινη αδυναμία. Μετά απ' αυτό...» Σήκωσα τους ώμους. «Αυτός λέει ότι έγινε μόνο μια φορά». Η φωνή της ήταν ελάχιστα περισσότερο από ένας ψίθυρος. Τα πόδια της είχαν επιβραδύνει σ' ένα ονειρικό αργοσάλεμα κάτω από το νερό. «Είπε ότι αυτή άρχισε να του κολλάει. Και τελικά... ξέρεις». Σίγουρα. Είναι κάτι που συμβαίνει συνέχεια. Στα βιβλία και στις ταινίες, τουλάχιστον. Ίσως κάποιες φορές και στην πραγματι-
κότητα. Απλώς επειδή ακουγόταν σαν ένα βολικό ψέμα δε σήμαινε ότι ήταν. «Η κοπέλα με την οποία τραγουδάει;» Η Ίλσε έγνεψε καταφατικά. «Η Μπρίτζετ Άντρισον». «Αυτή με την άσχημη αναπνοή». Αχνό χαμόγελο. «Νομίζω ότι σε θυμάμαι να μου λες, όχι και πολύ καιρό πριν, ότι θα έπρεπε να κάνει μια επιλογή». Μια μακρά σιωπή. Ύστερα: «Είναι περίπλοκο». Πάντα είναι. Ρώτησε οποιονδήποτε μεθυσμένο σ' ένα μπαρ που του έχει δώσει τα παπούτσια στο χέρι η γυναίκα του. Δεν είπα τίποτα. «Της είπε ότι δε θέλει να τη βλέπει πια. Και σταμάτησαν να τραγουδάνε ντουέτο. Αυτό το ξέρω στα σίγουρα, γιατί κοίταξα μερικές από τις πιο πρόσφατες κριτικές στο Ίντερνετ». Κοκκίνισε αμυδρά λέγοντάς το αυτό, μόλο που δεν την κατηγορούσα που κοίταξε. Κι εγώ θα είχα κοιτάξει. «Όταν ο κύριος Φρέντερικς - ο διοργανωτής της περιοδείας- απείλησε να τον στείλει πίσω, ο Κάρσον του είπε ότι μπορούσε να το κάνει αν ήθελε, αλλά αυτός δε θα ξανατραγουδούσε με αυτό το ξανθό τσουλί». «Αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια του;» Χαμογέλασε ζωηρά. «Είναι Βαπτιστής, μπαμπά, σ' τα μεταφέρω σε ελεύθερη μετάφραση. Τέλος πάντων, ο Κάρσον ήταν αμετάπειστος και ο κύριος Φρέντερικς υποχώρησε. Για μένα, αυτό είναι ένας βαθμός υπέρ του». Ναι, σκέφτηκα, αλλά δεν παύει να είναι ένας απατεώνας που αυτοαποκαλείται Χαμογελαστούλης. Της έπιασα το χέρι. «Ποια θα είναι η επόμενη κίνησή σου;» Αναστέναξε. Η αλογοουρά την έκανε να δείχνει έντεκα χρονών ο αναστεναγμός την έκανε ν' ακούγεται σαν σαράντα. «Δεν ξέρω. Βρίσκομαι σε πλήρη αμηχανία». «Τότε άφησέ με να σε βοηθήσω. Θα το κάνεις αυτό;» «Εντάξει». «Προς το παρόν, μείνε μακριά του», είπα και ανακάλυψα ότι το ήθελα αυτό με όλη μου την καρδιά. Αλλά όχι μόνο αυτό. Όταν σκεφτόμουν τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο -ιδιαίτερα το κορίτσι μέσα στη βάρκα- ήθελα να της πω να μη μιλάει σε ξένους, να φυλάει το πιστολάκι των μαλλιών της μακριά από την μπανιέρα
και να κάνει τζόγκινγκ μόνο μέσα στον περίβολο του κολεγίου. Ποτέ πιο πέρα από το πάρκο Ρότζερ Γουίλιαμς όταν βραδιάζει. Με κοιτούσε ερωτηματικά και κατάφερα να ξαναβρώ τον ειρμό των σκέψεών μου. «Γύρισε αμέσως στο πανεπιστήμιο...» «Ήθελα να σου μιλήσω και γι' αυτό...» Έγνεψα καταφατικά, αλλά της έσφιξα το μπράτσο για να της δείξω ότι δεν είχα τελειώσει. «Τελείωσε το εξάμηνο σου. Δώσε τις εξετάσεις σου. Άσε τον Κάρσον να τελειώσει την περιοδεία. Δες τα πράγματα από κάποια απόσταση, κι ύστερα συναντιέστε πάλι... καταλαβαίνεις τι εννοώ;» «Ναι...» Καταλάβαινε, αλλά δεν ακουγόταν πεισμένη. «Όταν ξαναβρεθείτε, κάντε το σε ουδέτερο έδαφος. Και δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά είμαστε ακόμα μόνο εμείς οι δυο εδώ, γι' αυτό θα το πω. Το κρεβάτι δεν είναι ουδέτερο έδαφος». Χαμήλωσε το βλέμμα στα πόδια της μέσα στο νερό. Άπλωσα το χέρι και έστρεψα το πρόσωπο της στο δικό μου. «Όταν υπάρχουν ακόμα άλυτα ζητήματα, το κρεβάτι είναι ένα πεδίο μάχης. Αν ήμουν στη θέση σου, δε θα δεχόμουν καν να βγω για φαγητό μαζί του μέχρι να ξεκαθαρίσω μέσα μου τι ακριβώς νιώθω και τι θέλω από αυτόν. Συναντηθείτε στο... δεν ξέρω... στη Βοστόνη. Καθίστε στο παγκάκι ενός πάρκου και πείτε ό,τι έχετε να πείτε. Ξεκαθάρισε τα πράγματα στο μυαλό σου και σιγουρέψου ότι κι αυτός τα έχει ξεκαθαρίσει στο δικό του. Τότε να πάτε για φαγητό. Να πάτε σ' έναν αγώνα των Ρεντ Σοξ. Ή στο κρεβάτι, αν νομίζεις ότι αυτό είναι το σωστό. Απλά επειδή δε θέλω να σκέφτομαι τη σεξουαλική ζωή σου δε σημαίνει πως νομίζω ότι δεν πρέπει να έχεις σεξουαλική ζωή». Το γέλιο της με ξαλάφρωσε σημαντικά. Στον ήχο του, ένας μισοκοιμισμένος ακόμα σερβιτόρος βγήκε να μας ρωτήσει αν θέλαμε καφέ. Είπαμε ότι θέλαμε. Όταν έφυγε για να τον φέρει, η Ίλσε είπε, «Εντάξει, μπαμπά. Μήνυμα ελήφθη. Ετοιμαζόμουν να σου πω ότι επιστρέφω σήμερα το απόγευμα, έτσι κι αλλιώς. Γράφουμε μια πρόοδο στην Ανθρωπολογία στο τέλος της βδομάδας και μερικοί από εμάς έχουμε σχηματίσει μια μικρή ομάδα μελέτης. Αυτοαποκαλούμαστε Η Λέσχη των Επιζώντων». Με κοίταξε με αγωνία. «Θα σε πειράξει; Ξέρω ότι σχεδίαζες να περάσουμε μερικές μέρες όλοι μαζί, αλλά τώρα προέκυψε και αυτό με τη φίλη σου...»
«Όχι, γλυκιά μου, δε με πειράζει καθόλου». Τη φίλησα στην άκρη της μύτης, σκεπτόμενος ότι, από τόσο μικρή απόσταση, δε θα έβλεπε πόσο ευχαριστημένος ήμουν -ευχαριστημένος που είχε έρθει στα εγκαίνια, ευχαριστημένος που είχαμε περάσει λίγη ώρα μαζί εκείνο το πρωινό, ευχαριστημένος πάνω απ' όλα που θα βρισκόταν χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Ντούμα Κη όταν θα έδυε ο ήλιος εκείνο το βράδυ. Με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να βρει θέση σε κάποια πτήση, ασφαλώς. «Και τι θα κάνεις τελικά με τον Κάρσον;» Έμεινε σιωπηλή ίσως και για ένα ολόκληρο λεπτό, ταλαντεύοντας τα γυμνά της πόδια μπρος πίσω μέσα στο νερό. Ύστερα σηκώθηκε κι έπιασε το χέρι μου για να με βοηθήσει να σηκωθώ κι εγώ. «Νομίζω ότι έχεις δίκιο. Θα του πω ότι, αν βλέπει σοβαρά τη σχέση μας, θα πρέπει απλά να βάλει τα πάντα στην αναμονή μέχρι τις 4 Ιουλίου». Τώρα που είχε πάρει την απόφασή της τα μάτια της ζωήρεψαν πάλι. «Μέχρι τότε εγώ θα μπορέσω να τελειώσω το εξάμηνο και να κάνω κι ένα μήνα θερινές διακοπές. Και αυτός θα κάνει και την τελευταία εμφάνισή του στο Κάου Πάλας και θα έχει κι αρκετό χρόνο για να σκεφτεί αν έχει πραγματικά τελειώσει με την Ξανθιά, όπως πιστεύει. Σου φαίνεται καλό αυτό, αγαπητέ μου πατέρα;» «Άριστο». «Έρχεται ο καφές», είπε. «Το ερώτημα τώρα είναι, προλαβαίνουμε να τον πιούμε μέχρι την ώρα του πρωινού;» ii Ο Γουάιρμαν δεν παρευρέθηκε στο πρωινό της επόμενης μέρας των εγκαινίων, αλλά είχε κρατήσει την αίθουσα Μπέι Άιλαντ από τις οχτώ μέχρι τις δέκα. Δεξιώθηκα συνολικά πάνω από είκοσι φίλους και συγγενείς, τους περισσότερους από τη Μινεσότα. Ήταν μια από εκείνες τις συνάξεις που οι άνθρωποι τις θυμούνται και μιλάνε γι' αυτές επί δεκαετίες, εν μέρει επειδή τους έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να συναντήσουν τόσα πολλά οικεία πρόσωπα σε ένα εξωτικό περιβάλλον, εν μέρει επειδή το συναισθηματικό κλίμα ήταν τόσο ρευστό.
Αφενός, υπήρχε ολοκάθαρα η αίσθηση ότι το παλικάρι από το χωριό μας κατάφερε να γίνει μεγάλο και τρανό. Το είχαν διαισθανθεί στα εγκαίνια και η κρίση τους επιβεβαιώθηκε από τις πρωινές εφημερίδες. Οι κριτικές στην Χέραλντ Τρίμπιουν της Σαρασότα και στην Γκοντολίερ του Βένις ήταν πολύ καλές, αλλά σύντομες. Το άρθρο της Μαίρης Άιρ στην Τρίμπιουν της Τάμπα, από το άλλο μέρος, έπιανε σχεδόν μια ολόκληρη σελίδα και ήταν εγκωμιαστικό. Πρέπει να είχε γράψει το περισσότερο από πριν. Με αποκαλούσε «ένα από τα μεγαλύτερα νέα ταλέντα της Αμερικής». Η μητέρα μου -πάντα λίγο γκρινιάρα- θα είχε πει, Πάρε αυτό και μια δεκάρα, και θα μπορέσεις να σκουπίσεις τον πισινό σου με άνεση. Βέβαια, αυτή ήταν η ρήση της σαράντα χρόνια πριν, όταν με μια δεκάρα αγόραζες περισσότερα απ' ό,τι σήμερα. Η Ελίζαμπεθ, φυσικά, ήταν το αφετέρου. Δεν υπήρχε αναγγελία θανάτου σε καμιά εφημερίδα, αλλά ένα σύντομο κείμενο μέσα σε πλαίσιο είχε προστεθεί στη σελίδα της Τρίμπιουν της Τάμπα που φιλοξενούσε και την κριτική της Μαίρης: ΓΝΩΣΤΗ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΠΑΘΑΙΝΕΙ ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΦΡΙΜΑΝΤΛ. Το άρθρο, έκτασης μόλις δύο παραγράφων, ανέφερε ότι η Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, επί μακρόν σταθερή παρουσία στην καλλιτεχνική σκηνή της Σαρασότα και κάτοικος του Ντούμα Κη, είχε προφανώς υποστεί μια επιληπτική κρίση όχι πολλή ώρα αφότου έφτασε στην γκαλερί Σκότο και είχε μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Σαρασότα Μεμόριαλ. Κανένα νεότερο για την κατάστασή της δεν ήταν διαθέσιμο μέχρι την ώρα που τυπώθηκε η εφημερίδα. Οι άνθρωποι μου από τη Μινεσότα ήξεραν ότι τη νύχτα του θριάμβου μου μια καλή φίλη είχε πεθάνει. Υπήρχαν ξεσπάσματα γέλιου και σποραδικά πειράγματα, αλλ' αμέσως ακολουθούσαν φευγαλέες ματιές προς την κατεύθυνσή μου για να δουν αν είχα πειραχτεί. Στις εννιάμισι, η ομελέτα που είχα φάει καθόταν στο στομάχι μου σαν μολύβι και είχε αρχίσει να με πιάνει ένας από τους πονοκεφάλους μου - ο πρώτος σχεδόν μέσα σ' ένα μήνα. Ζήτησα συγνώμη και πήγα επάνω. Είχα αφήσει ένα μικρό σακίδιο στο δωμάτιο που τελικά δεν είχα κοιμηθεί. Στο τσαντάκι με τα ξυριστικά είχα κάμποσα Ζόμιγκ, χάπια για τις ημικρανίες. Δε θα σταματούσαν έναν καραμπινάτο πονοκέφαλο άπαξ και είχε εκδηλωθεί πλήρως, αλλά συνήθως έφερναν αποτέλεσμα αν έπαιρνα ένα
δυο αρκετά νωρίς. Τα ήπια με μια Κόκα Κόλα από το μπαρ του δωματίου, πήγα να φύγω και τότε είδα ότι το φωτάκι στο τηλέφωνο αναβόσβηνε. Παραλίγο να το αφήσω, αλλά ύστερα συνειδητοποίησα ότι το μήνυμα μπορεί να ήταν από τον Γουάιρμαν. Αποδείχτηκε ότι υπήρχαν συνολικά έξι μηνύματα. Τα πρώτα τέσσερα ήταν κι άλλα συγχαρητήρια, που έπεσαν στο πονεμένο κεφάλι μου όπως οι βόλοι του χαλαζιού πάνω σε μια τσίγκινη στέγη. Όταν έφτασα στο μήνυμα του Τζίμι -ήταν το τέταρτο- είχα αρχίσει πια να πατάω το 6 στο πληκτρολόγιο του τηλεφώνου, που με πήγαινε μια ώρα αρχύτερα στο επόμενο μήνυμα. Δεν είχα διάθεση να μου χαϊδεύουν το κεφάλι εκείνες τις ώρες. Το πέμπτο μήνυμα ήταν όντως από τον Τζερόμ Γουάιρμαν. Ακουγόταν κουρασμένος και κατάπληκτος. «Έντγκαρ, ξέρω ότι είχες φυλάξει μερικές μέρες αποκλειστικά για την οικογένεια και τους φίλους σου, και δε μου αρέσει καθόλου που σου το ζητάω αυτό, αλλά μπορούμε να συναντηθούμε στο σπίτι σου σήμερα το απόγευμα; Είναι απόλυτη ανάγκη να μιλήσουμε και το εννοώ. Ο Τζακ πέρασε τη νύχτα μαζί μου εδώ στο Παλάσιο -δεν ήθελε να με αφήσει μόνο, είναι χρυσό παιδί- και ξυπνήσαμε νωρίς, για να ψάξουμε εκείνο το κόκκινο καλάθι για το οποίο μιλούσε συνέχεια η Ελίζαμπεθ και... λοιπόν, το βρήκαμε. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, σωστά; Η Ελίζαμπεθ ήθελε να το πάρεις εσύ, έτσι ο Τζακ το πήρε στο Μεγάλο Ροζ. Το σπίτι ήταν ξεκλείδωτο και, άκουσε, Έντγκαρ, κάποιος είχε μπει μέσα». Ακολούθησε ένα διάστημα σιωπής, αλλά μπορούσα να ακούσω την ανάσα του. Ύστερα: «Ο Τζακ κοντεύει να σαλτάρει και πρέπει κι εσύ να προετοιμαστείς για ένα σοκ, muchacho. Μόλο που ίσως έχεις ψυλλιαστεί κάτι...» Ακούστηκε ένα μπιπ και στη συνέχεια άρχισε το έκτο μήνυμα. Ήταν πάλι ο Γουάιρμαν, τώρα μάλλον τσαντισμένος, πράγμα που τον έκανε ν' ακούγεται περισσότερο ο εαυτός του. «Κωλοκασέτα που δεν αφήνεις τον κόσμο να τελειώσει αυτά που θέλει να πει! Chinche pedorra! Ay!* Έντγκαρ, ο Τζακ κι εγώ πηγαίνουμε στους Άμποτ-Γουέξλερ. Είναι...» Μια σύντομη παύση καθώς προσπαθούσε να πνίξει τους λυγμούς του. «...το γραφείο τε*Κωλόπραμα, αχ! (Σ.τ.Μ.)
λετών που ήθελε. Θα έχω επιστρέψει στη μία. Πραγματικά πρέπει να μας περιμένεις πριν μπεις στο σπίτι σου. Δεν του έχουν κάνει ζημιές ή κάτι τέτοιο, αλλά θέλω να είμαι μαζί σου όταν θ' ανοίξεις εκείνο το καλάθι κι όταν θα δεις τι έχουν αφήσει στο στούντιο σου επάνω. Δε μου αρέσει να το παίζω αινιγματικός, αλλά ο Γουάιρμαν δεν πρόκειται να πει αυτά τα πράγματα σε καμιά κασέτα τηλεφωνητή που θα μπορούσε να την ακούσει ο καθένας. Υπάρχει και κάτι ακόμα. Τηλεφώνησε ένας από τους δικηγόρους της Ελίζαμπεθ. Άφησε ένα μήνυμα - ο Τζακ κι εγώ ήμασταν ακόμα πάνω στην κωλοσοφίτα. Λέει ότι είμαι ο μοναδικός κληρονόμος». Παύση. «La loteria». Άλλη μια παύση. «Παίρνω τα πάντα». Ακόμα μια παύση. «Που να με πάρει ο διάολος». Αυτό ήταν όλο. iii Πήρα το 0 για να συνδεθώ με το τηλεφωνικό κέντρο του ξενοδοχείου. Ύστερα από μια σύντομη αναμονή, μου έδωσαν τον αριθμό του Γραφείου Τελετών Άμποτ-Γουέξλερ. Τον κάλεσα. Απάντησε μια ηχογραφημένη φωνή, προσφέροντάς μου μια πραγματικά εκπληκτική σειρά από υπηρεσίες σχετικές με τις τελευταίες φροντίδες προς τους νεκρούς («Για το Εκθετήριο Φερέτρων, πιέστε 5»). Περίμενα να τελειώσει - η επιλογή της επικοινωνίας με ένα πραγματικό ανθρώπινο ον έρχεται πάντα τελευταία στην εποχή μας, ένα αριστείο βλακείας για τα ζωντόβολα που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την τεχνολογία του εικοστού πρώτου αιώνα-, και όσο περίμενα σκεφτόμουν το μήνυμα του Γουάιρμαν. Το σπίτι ξεκλείδωτο; Σοβαρά; Η μνήμη μου μετά το ατύχημα ήταν βέβαια αναξιόπιστη, αλλά η δύναμη της συνήθειας όχι. Το Μεγάλο Ροζ δε μου ανήκε και από πολύ νωρίς στη ζωή μου με είχαν μάθει να προσέχω ιδιαίτερα ό,τι ανήκε σε άλλους. Ήμουν απολύτως βέβαιος ότι είχα κλειδώσει το σπίτι. Αν λοιπόν κάποιος είχε μπει μέσα, γιατί δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στην πόρτα; Για μια στιγμή σκέφτηκα δυο κοριτσάκια με μουσκεμένα φορέματα -κοριτσάκια με σαπισμένα πρόσωπα που μιλούσαν με την τριβελιστή φωνή των κοχυλιών κάτω απ' το σπίτι- και βιάστηκα να διώξω την εικόνα τους από το νου μου μ' ένα τρέμουλο. Σίγου-
ρα ήταν απλά γεννήματα της φαντασίας μου, το όραμα ενός παρακουρασμένου μυαλού. Αλλ1 ακόμα και αν ήταν κάτι περισσότερο... τα φαντάσματα δε χρειάζονται να ξεκλειδώνουν πόρτες, σωστά; Απλώς περνάνε από μέσα τους, ή τρυπώνουν σαν αέρας μέσ' από τις σανίδες του πατώματος. «...το 0, αν χρειάζεστε βοήθεια». Θεέ μου, παραλίγο να ξεχαστώ. Πάτησα το 0 και ύστερα από μερικά διαστήματα μιας μελωδίας που θύμιζε αόριστα το «Μη Με Εγκαταλείπεις, Κύριε», μια επαγγελματικά καθησυχαστική φωνή ρώτησε αν μπορούσε να με βοηθήσει. Έπνιξα μια παράλογη και πολύ έντονη παρόρμηση να πω Τηλεφωνώ για το χέρι μου! Ποτέ δε θάφτηκε με μια χριστιανική ταφή! και να το κλείσω. Αντί γι' αυτό, στηρίζοντας το τηλέφωνο ανάμεσα στο αυτί και στον ώμο μου και μαλάζοντας ένα σημείο πάνω από το δεξί μου φρύδι, ρώτησα αν ήταν εκεί ο Τζερόμ Γουάιρμαν. «Μπορώ να ρωτήσω ποιον εκλιπόντα εκπροσωπεί;» Μια εφιαλτική εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό μου: ένα σιωπηλό δικαστήριο των νεκρών και ο Γουάιρμαν να λέει Ένσταση, κύριε πρόεδρε. «Την Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ», είπα. «Α, φυσικά». Η φωνή ζεστάθηκε, απέκτησε μια προσωρινή ανθρωπιά. «Αυτός και ο νεαρός φίλος του μόλις έφυγαν -θα πήγαιναν να ετοιμάσουν τη νεκρολογία της κυρίας Ίστλεϊκ, νομίζω. Ίσως έχω ένα μήνυμα για σας. Θα περιμένετε;» Περίμενα. Το «Μη Με Εγκαταλείπεις, Κύριε» ξανάρχισε. Η επαγγελματίας του θανάτου τελικά επέστρεψε στο ακουστικό. «Ο κύριος Γουάιρμαν ζητάει να συναντήσετε αυτόν και τον... ε... κύριο Καντούρι, αν είναι δυνατόν, στο σπίτι σας στο Ντούμα Κη στις δύο σήμερα το απόγευμα. Λέει, "Αν φτάσεις πρώτος, παρακαλώ περίμενε έξω". Το σημειώσατε αυτό;» «Ναι. Ξέρετε αν θα επιστρέψει;» «Όχι, δεν είπε». Την ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Αν ο Γουάιρμαν είχε κινητό, ποτέ δεν τον είχα δει να το κουβαλάει μαζί του, και έτσι κι αλλιώς δεν είχα τον αριθμό, αλλά ο Τζακ είχε και δεν το αποχωριζόταν. Έβγαλα τον αριθμό από το πορτοφόλι μου και τον κάλεσα. Με εξέτρεψε αμέσως στην υπηρεσία φωνητικού ταχυδρομείου, το οποίο μου έδωσε να καταλάβω ότι το τηλέφωνο ήταν ή κλειστό
ή κομμένο, είτε επειδή ο Τζακ είχε ξεχάσει να το φορτίσει είτε επειδή δεν είχε πληρώσει το λογαριασμό. Και τα δυο ήταν πιθανά. Ο Τζακ κοντεύει να σαλτάρει και πρέπει κι εσύ να προετοιμαστείς για ένα σοκ Θέλω να είμαι μαζί σου όταν θ' ανοίξεις εκείνο το καλάθι. Αλλά ήδη είχα μια αρκετά σαφή ιδέα για το τι υπήρχε μέσα στο καλάθι και αμφέβαλλα αν και ο Γουάιρμαν είχε εκπλαγεί μ' αυτό. Όχι πραγματικά. iv Η Μαφία της Μινεσότα καθόταν σιωπηλή γύρω από το μακρόστενο τραπέζι στην αίθουσα Μπέι Άιλαντ, και πριν ακόμα σηκωθεί η Παμ, συνειδητοποίησα ότι είχαν κάνει κάτι περισσότερο από το να μιλάνε απλώς για μένα όσο έλειπα. Είχαν κάνει μια σύσκεψη. «Επιστρέφουμε», είπε η Παμ. «Δηλαδή, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς. Οι Σλόμποτνικ έχουν κανονίσει να επισκεφθούν το Ντίσνεϊ Γουόρλντ μια που κατέβηκαν μέχρις εδώ, οι Τζέιμισον θα συνεχίσουν για το Μαϊάμι...» «Κι εμείς θα πάμε μαζί -τους, μπαμπά», είπε η Μελίντα. Κρατούσε τον Ρικ από το μπράτσο. «Μπορούμε να πάρουμε μια πτήση για το Ορλί από εκεί, που μάλιστα θα είναι φτηνότερη από αυτή στην οποία μας έχεις κρατήσει θέσεις». «Νομίζω ότι θα μπορούσαμε ν' αντέξουμε το έξοδο», είπα, αλλά χαμογέλασα. Ένιωθα το πιο αλλόκοτο κράμα ανακούφισης, απογοήτευσης και φόβου. Συγχρόνως μπορούσα να νιώσω τους ιμάντες που τόση ώρα σφίγγονταν μες στο κεφάλι μου να χαλαρώνουν και ν' αρχίζουν να πέφτουν. Ο πονοκέφαλος που πριν λίγο ένιωθα να αρχίζει είχε εξαφανιστεί, έτσι ξαφνικά. Θα μπορούσε να ήταν το Ζόμιγκ, αλλά συνήθως δεν επενεργεί τόσο γρήγορα, ακόμα και όταν το ενισχύεις συνοδεύοντάς το μ' ένα καφεϊνούχο ποτό. «Είχες καθόλου νεότερα από το φίλο σου τον Γουάιρμαν σήμερα το πρωί;» ρώτησε με τη βροντερή φωνή του ο Κέιμεν. «Ναι», είπα. «Άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή μου». «Και πώς είναι;» Λοιπόν. Αυτή ήταν μια ερώτηση που δεν μπορούσες να την απαντήσεις μονολεκτικά, σωστά; «Προσπαθεί να αντεπεξέλθει, κα-
νονίζει τις λεπτομέρειες με το γραφείο τελετών... και ο Τζακ βοηθάει... αλλά δε θα έλεγα ότι είναι και πολύ καλά». «Πήγαινε να τον βοηθήσεις», είπε ο Τομ Ράιλι. «Αυτή είναι η δουλειά σου για σήμερα». «Πράγματι», πρόσθεσε ο Μπόζι. «Πενθείς κι εσύ, Έντγκαρ. Δεν είναι ανάγκη να παριστάνεις τον καλό οικοδεσπότη αυτή τη στιγμή». «Τηλεφώνησα στο αεροδρόμιο», είπε η Παμ, σαν να είχα διαμαρτυρηθεί -που δεν είχα. «Το Γκάλφστριμ είναι έτοιμο και μας περιμένει. Και από το ξενοδοχείο μάς βοηθάνε να κανονίσουμε τις άλλες λεπτομέρειες του ταξιδιού. Στο μεταξύ, έχουμε ακόμα στη διάθεσή μας το σημερινό πρωινό. Το ερώτημα είναι, τι θα κάνουμε μ' αυτό;» Καταλήξαμε να κάνουμε αυτό που είχα σχεδιάσει: επισκεφθήκαμε το Μουσείο Τεχνών Τζον και Μέιμπλ Ρίνγκλινγκ. Και εγώ φόρεσα τον μπερέ μου. ν Νωρίς εκείνο το απόγευμα, βρέθηκα να στέκομαι στο χώρο επιβιβάσεων της Ντόλφιν Αβιέισον, αποχαιρετώντας τους φίλους και τους συγγενείς μου μ' ένα φιλί ή μια χειραψία ή μια αγκαλιά ή και με τα τρία μαζί. Η Μελίντα, ο Ρικ και οι Τζέιμισον είχαν ήδη φύγει. Η Κάθι Γκριν, η Βασίλισσα της Αποκατάστασης, με φίλησε με τη συνηθισμένη της αγριότητα. «Να προσέχεις τον εαυτό σου, Έντγκαρ», είπε. «Μου αρέσουν πολύ οι πίνακές σου, αλλά είμαι ακόμα πιο περήφανη για τον τρόπο που περπατάς. Έχεις κάνει εκπληκτική πρόοδο. Θα ήθελα να σε βάλω να κάνεις μια επίδειξη στην τελευταία φουρνιά των παραπονιάρηδων ασθενών μου». «Είσαι σκληρό καρύδι, Κάθι». «Όχι και τόσο σκληρό», είπε σκουπίζοντας τα μάτια της. «Η αλήθεια είναι ότι είμαι ένας αδιόρθωτος λαπάς». Την επόμενη στιγμή ορθωνόταν πλάι μου ο όγκος του Κέιμεν. «Αν χρειαστείς βοήθεια, επικοινώνησε μαζί μου το συντομότερο δυνατό». «Οπωσδήποτε», είπα. «Θα είσαι πάντα ο σωτήρας-γιατρός μου». Ο Κέιμεν χαμογέλασε. Ήταν σαν να σου χαμογελάει από ψηλά
ο Θεός. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχεις γίνει απολύτως καλά, Έντγκαρ. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι θα γίνεις καλά. Κανένας δεν αξίζει περισσότερο να ξαναβρεί την ευτυχία στη ζωή του». Τον αγκάλιασα. Ήταν το αγκάλιασμα ενός μονόχειρα, αλλ' αναπλήρωσε εκείνος την έλλειψη. Προχώρησα προς το αεροπλάνο πλάι στην Παμ. Σταθήκαμε στη βάση της κινητής σκάλας επιβίβασης ενώ οι άλλοι ανέβαιναν. Κρατούσε το χέρι μου και στα δυο δικά της και με κοιτούσε στα μάτια. «Θα σε φιλήσω μόνο στο μάγουλο, Έντγκαρ. Η Ίλι μας βλέπει και δε θέλω να σχηματίσει λάθος εντύπωση». Με φίλησε και ύστερα είπε, «Ανησυχώ για σένα. Έχεις μια χλομάδα γύρω απ' τα μάτια που δε μου αρέσει». «Η Ελίζαμπεθ...» Κούνησε το κεφάλι της αδιόρατα. «Την είχες και χθες βράδυ, ακόμα και πριν έρθει η Ελίζαμπεθ στην γκαλερί. Ακόμα και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της βραδιάς. Μια χλομάδα. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω καλύτερα. Την έχω ξαναδεί μόνο μια φορά πριν, το 1992, όταν για κάποιο διάστημα κινδύνευες να μην μπορέσεις να πληρώσεις την τελευταία δόση εκείνου του μεγάλου δανείου και να χάσεις την επιχείρηση». Οι κινητήρες του τζετ ούρλιαζαν και ένας καυτός αέρας ανέμιζε τα μαλλιά της γύρω απ' το πρόσωπο της, αναστατώνοντας τις προσεκτικές μπούκλες του κομμωτηρίου και δίνοντάς τους μια όψη πιο νεανική και φυσική. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, Έντι;» «Φυσικά». «Θα μπορούσες να ζωγραφίσεις οπουδήποτε; Ή πρέπει να το κάνεις εδώ;» «Οπουδήποτε, νομίζω. Αλλά θα ήταν διαφορετικά κάπου αλλού». Με κοιτούσε προσηλωμένα. Σχεδόν ικετευτικά. «Ωστόσο, μια αλλαγή ίσως να σου έκανε καλό. Πρέπει να φύγει από πάνω σου αυτή η χλομάδα. Δεν εννοώ να επιστρέψεις αναγκαστικά στη Μινεσότα, απλά να πας... κάπου αλλού. Θα το σκεφτείς;» «Ναι». Αλλά όχι προτού έβλεπα τι υπήρχε μέσα στο κόκκινο καλάθι. Και προτού πήγαινα τουλάχιστον μια φορά στο νότιο άκρο του Κη. Και μου φαινόταν ότι θα μπορούσα να το κάνω. Γιατί εκείνος που είχε αρρωστήσει ήταν η Ίλσε, όχι εγώ. Το μόνο που
είχα πάθει εγώ ήταν μερικά αιματόχρωμα φλασμπάκ στο ατύχημα. Κι εκείνο το φασματικό φαγούρισμα στο χέρι μου που δεν υπήρχε πια. «Να είσαι καλά, Έντγκαρ. Δεν ξέρω τι ακριβώς θ' απογίνεις, αλλά έχεις ακόμα μέσα σου αρκετό από τον παλιό σου εαυτό για να τον αγαπώ». Σηκώθηκε στις μύτες των λευκών της σανδαλιών -αγορασμένων ειδικά γι' αυτό το ταξίδι, δεν είχα αμφιβολία- και μου έδωσε άλλο ένα απαλό φιλί στο αξύριστο μάγουλο μου. «Σ' ευχαριστώ», είπα. «Σ' ευχαριστώ για χθες βράδυ». «Δε χρειάζεται να μ' ευχαριστείς», είπε. «Ήταν πολύ γλυκό». Μου έσφιξε το χέρι. Ύστερα ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στο αεροπλάνο. vi Έξω από τις αναχωρήσεις της Δέλτα και πάλι. Αυτή τη φορά χωρίς τον Τζακ. «Μείναμε μόνο εσύ κι εγώ, Μπισκοτάκι», είπα. «Φαίνεται ότι το κλείσαμε το μαγαζί». Τότε είδα ότι έκλαιγε και τύλιξα το μπράτσο μου γύρω της. «Μπαμπά, μακάρι να μπορούσα να μείνω εδώ μαζί σου». «Πήγαινε πίσω στο πανεπιστήμιο, γλυκιά μου. Μελέτησε για τις εξετάσεις σου και βάλε σε όλους τα γυαλιά. Θα ξαναϊδωθούμε σύντομα». Τραβήχτηκε πίσω. Με κοίταξε με αγωνία. «Θα είσαι καλά;» «Ναι. Κι εσύ θα είσαι καλά». «Θα είμαι. Θα είμαι». Την αγκάλιασα ξανά. «Εμπρός. Δώσε τις αποσκευές σου και πάρε κάρτα επιβίβασης. Αγόρασε περιοδικά. Χάζεψε το CNN. Καλό ταξίδι». «Εντάξει, μπαμπά. Ήταν καταπληκτικά». «Εσύ είσαι καταπληκτική». Μου έδωσε ένα αυθόρμητο φιλί στο στόμα -για ν' αναπληρώσει εκείνο που είχε αποφύγει να μου δώσει η μητέρα της, ίσωςκαι διάβηκε τη συρόμενη πόρτα. Γύρισε μια φορά και μου κούνησε το χέρι, αλλά δεν ήταν πια παρά η σιλουέτα ενός κοριτσιού πίσω
από το φιμέ τζάμι. Εύχομαι μ' όλη μου την καρδιά να είχα μπορέσει να τη δω καλύτερα, γιατί δεν την ξαναείδα ποτέ πια. vii Από το Μουσείο Τεχνών Ρίνγκλινγκ είχα αφήσει μηνύματα για τον Γουάιρμαν -ένα στο γραφείο τελετών και ένα στον τηλεφωνητή του Παλάσιο- ειδοποιώντας τον ότι θα επέστρεφα κατά τις τρεις και ζητώντας του να με συναντήσει εκεί. Του ζήτησα επίσης να πει στον Τζακ πως, αν ήταν αρκετά μεγάλος για να ψηφίζει και να τσιλημπουρδίζει με τις φοιτητριούλες του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, ήταν αρκετά μεγάλος και για να φροντίζει το κινητό τηλέφωνο του. Τελικά επέστρεψα στο Κη κατά τις τρεισήμισι, αλλά το αυτοκίνητο του Τζακ και η παλιά ασημιά Μερσέντες της Ελίζαμπεθ ήταν παρκαρισμένα στο ραγισμένο τσιμεντένιο τετράγωνο στα δεξιά του Μεγάλου Ροζ, και οι δυο τους κάθονταν στην πίσω βεράντα πίνοντας παγωμένο τσάι. Ο Τζακ φορούσε ακόμα το γκρίζο του κοστούμι, αλλά τα μαλλιά του είχαν επιστρέψει στη συνηθισμένη τους αταξία και κάτω απ' το σακάκι του είχε βάλει ένα μπλουζάκι των Ντέβιλ Ρέις. Ο Γουάιρμαν φορούσε ένα μαύρο τζιν κι ένα λευκό πουκάμισο, ανοιχτό στο γιακά· ένα καπελάκι των Νεμπράσκα Κορνχάσκερς ήταν γερμένο πίσω στο κεφάλι του. Πάρκαρα, βγήκα από το αυτοκίνητο και τεντώθηκα, προσπαθώντας να ξεμουδιάσω το σακατεμένο γοφό μου. Σηκώθηκαν και ήρθαν να με προϋπαντήσουν, αλλά κανένας από τους δυο τους δε χαμογελούσε. «Έφυγαν όλοι, amigo;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Όλοι εκτός από τη θεία Τζιν και το θείο Μπεν», είπα. «Είναι ξεσκολισμένοι τζαμπατζήδες, αφιερωμένοι στο να στύβουν μέχρι την τελευταία σταγόνα κάθε καλή ευκαιρία που τους δίνεται». Ο Τζακ χαμογέλασε χωρίς ιδιαίτερο κέφι. «Κάθε οικογένεια έχει μερικούς», είπε. «Πώς είσαι;» ρώτησα τον Γουάιρμαν. «Όσον αφορά την Ελίζαμπεθ, καλά. Ο Χάντλοκ είπε ότι πιθανώς ήταν καλύτερα που έγινε έτσι και υποθέτω ότι έχει δίκιο. Το ότι μου άφησε μια κληρονομιά που μπορεί να ανέρχεται σε εκατόν
εξήντα εκατομμύρια δολάρια, σε μετρητά, αξιόγραφα και ακίνητα...» Κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό είναι διαφορετικό. Ίσως κάποια μέρα έχω την πολυτέλεια να σπάσω το κεφάλι μου για να το καταλάβω, αλλά αυτή τη στιγμή...» «Αυτή τη στιγμή κάτι συμβαίνει». «Si, senor. Και είναι πολύ αλλόκοτο». «Πόσα έχεις πει στον Τζακ;» Ο Γουάιρμαν έδειξε λίγο αμήχανος. «Λοιπόν, θα σου εξηγήσω τι συνέβη, amigo. Μόλις άρχισα, ήταν πολύ δύσκολο να βρω ένα λογικό σημείο για να σταματήσω». «Μου τα είπε όλα», είπε ο Τζακ. «Ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται. Ανάμεσα στ' άλλα και αυτό που νομίζει ότι έκανες για ν' αποκαταστήσεις την όρασή του και αυτό που νομίζεις ότι έκανες στον Κάντι Μπράουν». Σταμάτησε. «Και για τα δυο κοριτσάκια που είδες». «Δεν έχεις πρόβλημα με αυτό που συνέβη στον Κάντι Μπράουν;» ρώτησα. «Αν ήταν στο χέρι μου, θα σου έδινα παράσημο. Και οι κάτοικοι της Σαρασότα πιθανώς θα σου έφτιαχναν το δικό σου τιμητικό άρμα στην παρέλαση της Ημέρας Μνήμης». Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες. «Αλλά, αν το περασμένο φθινόπωρο μου έλεγες ότι τέτοια πράγματα μπορούσαν να συμβούν έξω από τις ταινίες του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, θα είχα γελάσει». «Κι αν σ' το έλεγα την περασμένη βδομάδα;» ρώτησα. Ο Τζακ το σκέφτηκε. Από την άλλη πλευρά του Μεγάλου Ροζ, τα κύματα έσκαγαν ρυθμικά στην ακτή. Κάτω από το καθιστικό και το υπνοδωμάτιο μου, τα κοχύλια θα συζητούσαν. «Όχι», είπε. «Πιθανώς δε θα είχα γελάσει τότε. Από την αρχή κατάλαβα ότι είχες κάτι ιδιαίτερο, Έντγκαρ. Ήρθες εδώ και...» Κόλλησε μεταξύ τους τα δάχτυλα των δυο χεριών του και τα έπλεξε σφιχτά. Και σκέφτηκα ότι αυτό ήταν σωστό. Έτσι ήταν. Σαν τα δάχτυλα δυο χεριών που σφιχτοπλέκονται. Και το γεγονός ότι είχα μόνο ένα χέρι δε στάθηκε ποτέ εμπόδιο. Όχι εδώ. «Τι εννοείς ακριβώς, hermano*;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. Ο Τζακ σήκωσε τους ώμους. «Ο Έντγκαρ και το Ντούμα. Το *Αδερφέ. (Σ.τ.Μ.)
Ντούμα και ο Έντγκαρ. Ήταν σαν να περίμεναν ο ένας τον άλλο». Έδειχνε αμήχανος, αλλά όχι αβέβαιος. Έδειξα με τον αντίχειρα το σπίτι μου. «Ας μπούμε μέσα». «Πες του πρώτα πώς βρήκες το καλάθι», είπε ο Γουάιρμαν στον Τζακ. Ο Τζακ σήκωσε πάλι τους ώμους. «Δεν ήταν και δύσκολο· δεν πήρε ούτε είκοσι λεπτά. Ήταν ακουμπισμένο πάνω σε κάποιο παλιό γραφείο, στην άλλη άκρη της σοφίτας. Έπεφτε πάνω του το φως που έμπαινε από έναν από τους φεγγίτες. Σαν να ήθελε να το βρούμε». Κοίταξε τον Γουάιρμαν, που έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Τέλος πάντων, το κατεβάσαμε στην κουζίνα και το ανοίξαμε. Ήταν βαρύ, το κερατένιο». Η παρατήρηση του Τζακ για το βάρος του καλαθιού μ' έκανε να θυμηθώ πώς το κρατούσε η Μέλντα, η οικονόμος, στο οικογενειακό πορτραίτο: με τους μυς στα μπράτσα της σφιγμένους. Προφανώς ήταν βαρύ και τότε. «Ο Γουάιρμαν μου είπε να το φέρω εδώ και να σου το αφήσω, μια που είχα κλειδί του σπιτιού... μόνο που δε χρειάστηκα κλειδί. Το σπίτι ήταν ξεκλείδωτο». «Δηλαδή, η πόρτα ήταν ανοιχτή;» «Όχι. Στην αρχή έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισα, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσα ότι στην πραγματικότητα είχα ξανακλειδώσει. Φαντάζεσαι την έκπληξή μου». «Εμπρός», είπε ο Γουάιρμαν και προπορεύτηκε. «Ώρα να δεις με τα ίδια σου τα ματάκια». Μια γενναία ποσότητα από την ακτή του Κόλπου ήταν σκορπισμένη στο ξύλινο πάτωμα της εισόδου: άμμος, μικρά κοχύλια, μερικά κελύφη σοφόρας και λίγα ξεραμένα κομμάτια κλάδιου. Υπήρχαν επίσης πατημασιές. Τα χνάρια από τα αθλητικά παπούτσια ήταν του Τζακ. Εκείνα που έκαναν το δέρμα μου να ανατριχιάσει ήταν τα άλλα. Ξεχώρισα τρία ζευγάρια, ένα μεγάλο και δυο μικρά. Τα μικρά ήταν ίχνη παιδιών. Όλα εκείνα τα πόδια ήταν ξυπόλυτα. «Βλέπεις πώς ανεβαίνουν τα σκαλιά και πώς ξεθωριάζουν όσο ανεβαίνουν;» ρώτησε ο Τζακ. «Ναι», είπα. Η φωνή μου ακούστηκε αδύναμη και μακρινή ακόμα και στα δικά μου αυτιά. «Πάτησα πλάι τους, γιατί δεν ήθελα να τα αλλοιώσω», είπε ο
Τζακ. «Αν ήξερα τότε όσα μου είπε ο Γουάιρμαν τώρα που σε περιμέναμε, δε νομίζω ότι θα είχα τολμήσει να ανεβώ επάνω καθόλου». «Δε σε κατηγορώ», είπα. «Αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί», είπε ο Τζακ. «Μόνο... άσε καλύτερα, θα δεις. Και... κοίταξε!» Με οδήγησε στο πλάι της σκάλας. Το ένατο σκαλοπάτι ήταν στο ύψος των ματιών μας και στο φως που έπεφτε λοξά πάνω του μπόρεσα να δω, πολύ αχνά, ένα ζευγάρι πατημασιές μικρών γυμνών ποδιών να είναι στραμμένες προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Τζακ είπε, «Νομίζω ότι φαίνεται καθαρά τι συνέβη. Τα παιδιά πήγαν επάνω, στο στούντιο σου, κι ύστερα ξανακατέβηκαν. Ο ενήλικας έμεινε στην εξώπορτα, πιθανώς για να φυλάει τσίλιες... παρ' όλο που, αν αυτό έγινε μέσα στην άγρια νύχτα, μάλλον δεν υπήρχε λόγος για τέτοιες προφυλάξεις. Είχες ενεργοποιήσει το συναγερμό;» «Όχι», είπα, αποφεύγοντας να συναντήσω το βλέμμα του. «Δεν μπορώ να θυμηθώ τους αριθμούς. Τους φυλάω σ' ένα χαρτάκι στο πορτοφόλι μου, αλλά κάθε φορά που μπαίνω από την πόρτα πρέπει να κάνω έναν αγώνα ταχύτητας με αντίπαλο το χρόνο, να προλάβω να φτάσω στον τοίχο που είναι το καντράν και να χτυπήσω τον κωδικό πριν αρχίσει να χτυπάει η κωλοσειρήνα...» «Δεν πειράζει». Ο Γουάιρμαν έσφιξε τον ώμο μου. «Αυτοί οι διαρρήκτες δεν πήραν· άφησαν». «Δεν πιστεύεις πραγματικά ότι οι νεκρές αδερφές της μις Ίστλεϊκ σου έκαναν άλλη μια επίσκεψη, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τζακ. «Για να είμαι ειλικρινής», είπα, «το πιστεύω». Νόμιζα ότι αυτό θ' ακουγόταν ανόητο μέσα στο έντονο φως του απριλιάτικου απογεύματος, με τον ήλιο να λάμπει και ν' αντανακλάται στα νερά του Κόλπου, αλλά δεν ακούστηκε. «Στον Σκούμπι Ντου, θ' αποδεικνυόταν τελικά ότι ήταν ο τρελός βιβλιοθηκάριος», είπε ο Τζακ. «Ξέρεις, που προσπαθεί να σε τρομάξει για να σε κάνει να φύγεις από το Κη και να κρατήσει το θησαυρό για πάρτη του». «Μακάρι να ήταν απλά κάτι τέτοιο», είπα. «Έστω ότι αυτές οι μικροσκοπικές πατημασιές έγιναν όντως από την Τέσι και τη Λόρα Ίστλεϊκ», είπε ο Γουάιρμαν. «Ποιος άφησε τις μεγαλύτερες;».
Κανένας από τους δυο μας δεν απάντησε. «Ας πάμε πάνω», είπα τελικά. «Θέλω να δω τι υπάρχει μέσα στο καλάθι». Ανεβήκαμε (αποφεύγοντας τα χνάρια -όχι για να μην τα καταστρέψουμε, αλλά απλά επειδή κανένας μας δεν ήθελε να πατήσει πάνω τους) στο Μικρό Ροζ. Το καλάθι του πικνίκ, που έμοιαζε ακριβώς σαν εκείνο που είχα ζωγραφίσει με το κόκκινο στυλό που είχα κλέψει από το ιατρείο του δόκτορος Τζιν Χάντλοκ, ήταν ακουμπισμένο πάνω στη μοκέτα, αλλά εκείνο που μου τράβηξε πρώτα την προσοχή ήταν το καβαλέτο μου. «Φαντάζεσαι για πότε το έβαλα στα πόδια, όταν το είδα αυτό», είπε ο Τζακ. Το φανταζόμουν, αλλά εγώ δεν ένιωθα καμιά διάθεση να το βάλω στα πόδια. Το ακριβώς αντίθετο. Κάτι με τραβούσε μπροστά, όπως ο μαγνήτης έλκει μια σιδερένια βίδα. Ένας αχρησιμοποίητος καμβάς είχε τοποθετηθεί εκεί και στη συνέχεια, κάποια στιγμή μέσα στη μαύρη νύχτα -ίσως την ώρα που ξεψυχούσε η Ελίζαμπεθ, ίσως την ώρα που εγώ έκανα έρωτα με την Παμ για τελευταία φορά, ίσως ενώ κοιμόμουν πλάι της-, ένα δάχτυλο είχε βουτηχτεί σε ένα από τα χρώματά μου. Τίνος δάχτυλο; Δεν ήξερα. Σε ποιο χρώμα; Αυτό ήταν προφανές: στο κόκκινο. Τα άτσαλα, ακανόνιστα και γεμάτα σταξίματα γράμματα πάνω στον καμβά ήταν κόκκινα. Και κατηγορητικά. Σχεδόν έμοιαζαν να φωνάζουν.
ηΰί/
η V111
«Αυθόρμητη τέχνη», είπα με στεγνή σαν ροκάνα φωνή που σχεδόν δεν έμοιαζε δική μου. «Έτσι το λένε;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Ασφαλώς». Τα γράμματα μου φάνηκαν να τρεμοπαίζουν και σκούπισα τα μάτια μου. «Γκράφιτι. Θα τους άρεσε πολύ στη Σκότο».
«Μπορεί, αλλά είναι πολύ ανατριχιαστικό», είπε ο Τζακ. «Εμένα δε μου αρέσει καθόλου». Ούτε εμένα μου άρεσε. Και ήταν το δικό μου στούντιο, π' ανάθεμα, το δικό μου. Είχα υπογράψει ένα μισθωτήριο συμβόλαιο. Άρπαξα τον καμβά από το καβαλέτο, για μια στιγμή περιμένοντας ότι θα μου έκαιγε τα δάχτυλα. Δε μου τα έκαψε. Ήταν απλώς ένας καμβάς, στο κάτω κάτω, που μάλιστα τον είχα τελαρώσει εγώ ο ίδιος. Τον ακούμπησα στον τοίχο, γυρισμένο ανάποδα. «Είναι καλύτερα έτσι;» «Νομίζω ναι», είπε ο Τζακ και ο Γουάιρμαν έγνεψε καταφατικά. «Έντγκαρ... αν αυτά τα κοριτσάκια ήρθαν εδώ... μπορούν τα φαντάσματα να γράφουν πάνω σε μουσαμά;» «Αν μπορούν να μετακινούν τη δέλτο ενός πίνακα Ουίτζα και να γράφουν πάνω στην πάχνη που κάθεται στα τζάμια των παραθύρων, φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να γράψουν και πάνω σ' ένα μουσαμά», είπα. Ύστερα, μάλλον απρόθυμα, πρόσθεσα: «Αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποια φαντάσματα ξεκλείδωσαν την εξώπορτα του σπιτιού μου. Ούτε ότι έβαλαν έναν καμβά πάνω στο καβαλέτο, κατ' αρχήν». «Δεν υπήρχε ο καμβάς εκεί από πριν;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Είμαι απολύτως σίγουρος πως όχι. Όλοι οι αχρησιμοποίητοι είναι στοιβαγμένοι σ' εκείνο το ράφι στη γωνία». «Ποια είναι η αδερφή;» θέλησε να μάθει ο Τζακ. «Ποια είναι η αδερφή για την οποία ρωτάνε;» «Πρέπει να είναι η Ελίζαμπεθ», είπα. «Ήταν η μόνη αδερφή που απέμενε». «Σαχλαμάρες», είπε ο Γουάιρμαν. «Αν η Τέσι και η Λόρα ήταν στην τόσο δημοφιλή άλλη πλευρά του τάφου, δε θα δυσκολεύονταν να εντοπίσουν την Ελίζαμπεθ* δεν το κούνησε από το Ντούμα Κη για περισσότερο από πενήντα πέντε χρόνια και το Ντούμα είναι το μόνο μέρος που εκείνες γνώρισαν στη σύντομη ζωή τους». «Και οι άλλες αδερφές;» ρώτησα. «Η Μαρία και η Χάνα πέθαναν», είπε ο Γουάιρμαν. «Η Χάνα τη δεκαετία του '70, στη Νέα Υόρκη -στο Όσινινγκ, νομίζω-, και η Μαρία στις αρχές της δεκαετίας του '80, κάπου στα δυτικά. Και οι δυο είχαν παντρευτεί, η Μαρία περισσότερες από μία φορές. Αυτά τα ξέρω από τον Κρις Σάνινγκτον, όχι από τη μις Ίστλεϊκ. Η μις Ίστλεϊκ μιλούσε μερικές φορές για τον πατέρα της, αλλά σχε-
δόν ποτέ για τις αδερφές της. Έκοψε κάθε δεσμό με την υπόλοιπη οικογένειά της αφότου αυτή και ο Τζον επέστρεψαν στο Ντούμα το 1951». πού η αδελφή μας; «Και η Αντριάνα; Τι απέγινε αυτή;» Σήκωσε τους ώμους. «Quien sabe? Την κατάπιε ο χρόνος. Ο Σάνινγκτον νομίζει ότι αυτή και ο νέος σύζυγος της πιθανώς επέστρεψαν στην Ατλάντα, αφού σταμάτησε η έρευνα για την ανεύρεση των πτωμάτων- δεν ήταν εδώ στο μνημόσυνο». «Ίσως να θεώρησε υπεύθυνο τον μπαμπά για ό,τι συνέβη», είπε ο Τζακ. Ο Γουάιρμαν έγνεψε καταφατικά. «Ή ίσως απλά να μην άντεχε να μένει άλλο εδώ». Θυμήθηκα τα σουφρωμένα χείλη της στο οικογενειακό πορτραίτο, εκείνο το βλέμμα που έλεγε θέλω ν1 ανοίξω τα φτερά μου και να βρεθώ κάπου αλλού, και σκέφτηκα ότι ο Γουάιρμαν ίσως αυτή τη φορά να είχε δίκιο. «Εν πάση περιπτώσει», συνέχισε ο Γουάιρμαν, «πρέπει να είναι κι αυτή πεθαμένη πια. Αν ζούσε, θα κόντευε πια τα εκατό. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι πολύ μικρές». πού η αδελφή μας; Ο Γουάιρμαν με άρπαξε από το μπράτσο και μ' έστρεψε προς το μέρος του. Το πρόσωπο του έδειχνε σκυθρωπό και γερασμένο. «Muchacho, αν κάτι υπερφυσικό σκότωσε τη μις Ίστλεϊκ για να της κλείσει το στόμα, ίσως πρέπει να πιάσουμε το υπονοούμενο και να του δίνουμε από το Ντούμα Κη». «Νομίζω ότι είναι μάλλον πολύ αργά για κάτι τέτοιο», είπα. «Γιατί;» «Επειδή έχει ξυπνήσει και πάλι. Έτσι είπε η Ελίζαμπεθ πριν πεθάνει». «Ποιος έχει ξυπνήσει και πάλι;» «Η Περς», είπα. «Ποια είναι αυτή;» «Δεν ξέρω», είπα. «Αλλά νομίζω ότι σ' εμάς πέφτει ο κλήρος να τη στείλουμε πάλι να κοιμηθεί στον υγρό της τάφο».
Το καλάθι του πικνίκ θα ήταν κατακόκκινο όταν ήταν καινούριο και ελάχιστα είχε ξεθωριάσει στη μακρόχρονη ζωή του, ίσως επειδή ένα μεγάλο μέρος της το είχε περάσει καταχωνιασμένο στη σοφίτα. Άρχισα ζυγίζοντας στο χέρι μου μία από τις χειρολαβές. Το αναθεματισμένο, ήταν αναμφίβολα αρκετά βαρύ· το υπολόγισα γύρω στα δέκα κιλά. Η ψάθα στον πάτο, αν και σφιχτοπλεγμένη, είχε κάνει λίγο κοιλιά. Το ακούμπησα πάλι στη μοκέτα, κατέβασα τις λεπτές ξύλινες χειρολαβές δεξιά κι αριστερά, και άνοιξα το σκέπασμα που ήταν στερεωμένο σε μεντεσέδες, οι οποίοι έτριξαν ελαφρά. Υπήρχαν χρωματιστά μολύβια, τα περισσότερα τόσο χρησιμοποιημένα και πολυξυσμένα, που δεν απέμεναν πια παρά κοντά απολειφάδια. Και υπήρχαν και ζωγραφιές που είχε φτιάξει ένα συγκεκριμένο παιδί-θαύμα περισσότερο από ογδόντα χρόνια πριν. Ένα κοριτσάκι που είχε πέσει από ένα δίτροχο αμαξάκι όταν ήταν δύο χρονών, που είχε χτυπήσει το κεφάλι του και είχε ξυπνήσει με κρίσεις επιληψίας και μ' ένα μαγικό ταλέντο στη ζωγραφική. Το ήξερα αυτό, μόλο που η ζωγραφιά στην πρώτη σελίδα δεν ήταν καθόλου ζωγραφιά -όχι πραγματικά, αλλά κάτι τέτοιο:
Κοίταξα το επόμενο φύλλο χαρτιού. Εκεί υπήρχε αυτό:
Ύστερα απ' αυτό, οι ζωγραφιές γίνονταν κανονικές ζωγραφιές και εξελίσσονταν από άποψη τεχνικής και πολυπλοκότητας με μια ταχύτητα που δυσκολευόσουν να την πιστέψεις. Εκτός, δηλαδή, αν τύχαινε να είσαι κάποιος σαν τον Έντγκαρ Φρίμαντλ, ο οποίος δεν μπορούσε να κάνει παρά μερικές καλικαντζούρες ώσπου ένα ατύ-
χημα σ' ένα εργοτάξιο του είχε στερήσει το χέρι, του είχε συνθλίψει το κρανίο και είχε κοντέψει να του πάρει και τη ζωή. Είχε ζωγραφίσει αγρούς. Φοίνικες. Την παραλία. Ένα γιγαντιαίο μαύρο πρόσωπο, στρογγυλό σαν μπάλα του μπάσκετ, μ' ένα χαμογελαστό κόκκινο στόμα -πιθανώς της Μέλντα της οικονόμου, μόλο που αυτή η Μέλντα έμοιαζε με υπερτροφικό παιδί σε ένα υπερβολικό κοντινό πλάνο. Ύστερα ακόμα περισσότερα ζώα -ρακούν, μια χελώνα, ένα ελάφι, μια αγριόγατα- που απεικονίζονταν σε πιο φυσικές αναλογίες, αλλά περπατούσαν πάνω στον Κόλπο ή πετούσαν στον αέρα. Βρήκα έναν ερωδιό, καμωμένο με άψογες λεπτομέρειες, που στεκόταν στο κάγκελο του μπαλκονιού στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει η μικρή ζωγράφος. Ακριβώς από κάτω του υπήρχε άλλη μια ακουαρέλα με το ίδιο πουλί, μόνο που αυτή τη φορά ζυγιαζόταν ανάποδα στον αέρα πάνω από την πισίνα. Τα διαπεραστικά μάτια που σε κοιτούσαν από την εικόνα είχαν την ίδια μπλε απόχρωση με το νερό της πισίνας. Έκανε αυτό που έκανα κι εγώ, σκέφτηκα, κι ένιωσα πάλι το δέρμα μου να ανατριχιάζει. Προσπαθούσε να επανεφεύρει το συνηθισμένο, να του δώσει καινούρια πνοή μεταμορφώνοντας το σε όνειρο. Θα ενθουσιάζονταν ο Ντάριο, ο Τζίμι και η Αλις αν τα έβλεπαν αυτά; Νόμιζα ότι δεν υπήρχε αμφιβολία. Να δυο κοριτσάκια - η Τέσι και η Αόρα, σίγουρα- με πλατιά χαμόγελα που επίτηδες έβγαιναν έξω από τα περιγράμματα των προσώπων τους. Να ο μπαμπάς, ψηλότερος από το σπίτι πλάι στο οποίο στεκόταν -πρέπει να ήταν το πρώτο Χέρον'ς Ρουστ-, που καπνίζει ένα πούρο μεγάλο σαν πύραυλο. Ένα δαχτυλίδι καπνού κύκλωνε το φεγγάρι ψηλά. Να δυο κορίτσια με σκουροπράσινες καζάκες σ' ένα χωματόδρομο, με σχολικά βιβλία να ισορροπούν πάνω στα κεφάλια τους όπως μερικά κορίτσια φυλών της Αφρικής ισορροπούν τα σταμνιά τους: η Μαρία και η Χάνα, χωρίς αμφιβολία. Πίσω τους ακολουθούσε μια σειρά από βατραχάκια. Αψηφώντας τους κανόνες της προοπτικής, τα βατράχια μεγάλωναν όσο απομακρύνονταν αντί να μικραίνουν. Ακολουθούσε η περίοδος με τα Χαμογελαστά Άλογα. Υπήρχαν περισσότερα από δέκα. Τα πέρασα μια φορά στα γρήγορα, ύστερα
γύρισα σε ένα τους και το έδειξα στον Γουάιρμαν. «Αυτό είναι εκείνο που είδαμε στο άρθρο της εφημερίδας». Ο Γουάιρμαν είπε, «Συνέχισε. Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα». Κι άλλα άλογα... κι άλλες ζωγραφιές της οικογένειας, φτιαγμένες με μολύβι ή κάρβουνο ή με χαρούμενες νερομπογιές, τα μέλη της οικογένειας, σχεδόν πάντα με τα χέρια τους ενωμένα σαν ανθρωπάκια σε μια χάρτινη γιρλάντα... ύστερα μια θύελλα, το νερό στην πισίνα ανταριασμένο και γεμάτο κύματα, τα φύλλα ενός φοίνικα να ανεμίζουν σαν κουρελιασμένα λάβαρα στον άνεμο. Υπήρχαν πάνω από εκατό ζωγραφιές συνολικά. Μπορεί η μικρούλα Ελίζαμπεθ να ήταν απλά ένα παιδί, αλλά κι αυτή εκείνη την εποχή έβγαινε από το μπουκάλι. Άλλες δυο τρεις ζωγραφιές με τη θύελλα... ίσως να ήταν ο τυφώνας Άλις που αποκάλυψε το θησαυρό στον Ίστλεϊκ, ίσως απλά μια δυνατή καταιγίδα, ήταν αδύνατο να πω με σιγουριά... ύστερα ο Κόλπος... ο Κόλπος πάλι, αυτή τη φορά με ιπτάμενα ψάρια σε μέγεθος δελφινιών... ο Κόλπος με πελεκάνους που έμοιαζαν να έχουν ουράνια τόξα στα ράμφη τους... ο Κόλπος την ώρα του δειλινού... και... Σταμάτησα, η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό μου. Σε σύγκριση με πολλές από τις άλλες που είχα δει, αυτή ήταν πολύ απλή, μόνο το περίγραμμα ενός πλοίου μέσα στο τελευταίο φως του δειλινού, την ώρα ακριβώς που η μέρα δίνει τη θέση της στη νύχτα, αλλά η απλότητά της ήταν και η δύναμή της. Ασφαλώς έτσι είχα σκεφτεί κι εγώ όταν είχα ζωγραφίσει το ίδιο πράγμα την πρώτη μου νύχτα στο Μεγάλο Ροζ. Να το ίδιο καλώδιο, τεντωμένο ανάμεσα στην πλώρη και σε αυτό που ίσως στον καιρό της Ελίζαμπεθ να το ονόμαζαν πύργο Μαρκόνι, δημιουργώντας ένα λαμπερό πορτοκαλόχρωμο τρίγωνο. Να τα χρώματα του ουρανού που άλλαζαν σταδιακά προς τα πάνω, από το πορτοκαλί στο μπλε. Μέχρι και που είχε προσθέσει μερικές βιαστικές, αλλά όχι ακριβώς τυχαίες, κίτρινες μολυβιές πάνω από το πλοίο -πιο ισχνό από το δικό μου-, κάνοντάς το να μοιάζει σαν ένα φάντασμα καταμεσής της θάλασσας, που τραβάει σιγά σιγά τη ρότα του κατά το Βορρά. «Το ζωγράφισα κι εγώ αυτό», είπα αδύναμα. «Το ξέρω», είπε ο Γουάιρμαν. «Το έχω δει. Το ονόμασες Καλημέρα». Έψαξα πιο βαθιά, διατρέχοντας όλο και πιο γρήγορα μεγάλα μάτσα με ακουαρέλες και ζωγραφιές με χρωματιστά μολύβια, ξέ-
ροντας τι θα έβρισκα τελικά. Και ναι, κοντά στον πάτο βρήκα την πρώτη απόπειρα της Ελίζαμπεθ να ζωγραφίσει το Περς. Μόνο που το είχε ζωγραφίσει καινούριο, ένα πανέμορφο τρικάταρτο σκαρί με μαζεμένα τα πανιά, να ακουμπάει στα γαλαζοπράσινα νερά του Κόλπου κάτω από έναν από εκείνους τους χαρακτηριστικούς ήλιους που αποτελούσαν το σήμα κατατεθέν της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, εκείνους που ρίχνουν μακριές, ευτυχισμένες αχτίδες φωτός. Ήταν ένα θαυμάσιο έργο, που σχεδόν απαιτούσε ηχητική υπόκρουση καλίψο. Όμως, σε αντίθεση με τις άλλες ζωγραφιές της, έδινε συγχρόνως την αίσθηση πως ήταν λάθος. «Συνέχισε, muchacho». Το πλοίο... το πλοίο... η οικογένεια, ή, μάλλον, τέσσερα από τα μέλη της, να στέκονται στην παραλία με τα χέρια ενωμένα σαν ανθρωπάκια σε χάρτινη γιρλάντα και μ' εκείνα τα πλατιά ευτυχισμένα χαμόγελα που τόσο αγαπούσε να ζωγραφίζει η Ελίζαμπεθ... το πλοίο... το σπίτι, με μια μορφή που έμοιαζε με το άγαλμα ενός νέγρου τζόκεϊ, από εκείνα που κάποτε έβλεπες συχνά τοποθετημένα στις πρασιές των κήπων για διακοσμητικά, να στέκεται με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω... το πλοίο, εκείνο το υπέροχο λευκό σκαρί σαν χελιδόνι... ο Τζον Ίστλεϊκ... Ο Τζον Ίστλεϊκ να ουρλιάζει... αίμα να τρέχει από τη μύτη και το ένα μάτι του... Το κοίταξα σαν υπνωτισμένος. Ήταν μια παιδική ακουαρέλα, αλλά είχε εκτελεστεί με εκπληκτική δεξιοτεχνία. Απεικόνιζε έναν άντρα ο οποίος έμοιαζε να έχει αλλοφρονήσει από τρόμο, θλίψη ή και τα δύο. «Θεέ μου», είπα. «Ακόμα μία, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν. «Απομένει ακόμα μια». Έβαλα από κάτω τη ζωγραφιά του άντρα που ούρλιαζε. Οι παλιές, ξεραμένες ακουαρέλες κροταλίζουν σαν κόκαλα. Κάτω από τον πατέρα που ούρλιαζε υπήρχε πάλι το πλοίο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πραγματικά το δικό μου πλοίο, το δικό μου Περς. Η Ελίζαμπεθ το είχε ζωγραφίσει τη νύχτα, και όχι με πινέλο -μπορούσα ακόμα να διακρίνω τα παμπάλαια ξεραμένα αποτυπώματα που είχαν αφήσει τα παιδικά της δάχτυλα μέσα στους στροβίλους του γκρίζου και του μαύρου. Αυτή τη φορά ήταν σαν να είχε επιτέλους
δει πίσω από τη μεταμφίεση του Περς. Οι σανίδες ήταν σχισμένες, τα πανιά κρέμονταν σακουλιασμένα και γεμάτα τρύπες. Γύρω του, γαλαζωπά μέσα στο φως ενός φεγγαριού που δε χαμογελούσε ούτε έστελνε ευτυχισμένες αχτίδες, εκατοντάδες χέρια σκελετών υψώνονταν μέσα απ' το νερό σε έναν υγρό χαιρετισμό. Και όρθιο στο μπροστινό κατάστρωμα υπήρχε ένα κακόμορφο χλομό πράγμα, με αόριστα θηλυκά χαρακτηριστικά, που φορούσε ένα άμορφο σαπισμένο πανί το οποίο θα μπορούσε να είναι μανδύας, σάβανο... ή μια ρόμπα. Ήταν η κόκκινη ρόμπα, η δική μου κόκκινη ρόμπα, μόνο που την έβλεπες από μπροστά. Τρεις άδειες κόγχες κοιτούσαν από το κεφάλι του και το μειδίαμά του έβγαινε έξω από το περίγραμμα του προσώπου του σ' ένα παράλογο συνονθύλευμα από χείλη και δόντια. Ήταν πολύ πιο τρομακτικό από τους δικούς μου πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο, γιατί πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά του θέματος χωρίς καμιά κλιμάκωση για να προλάβει να το χωνέψει το μυαλό. Αυτό είναι η προσωποποίηση της φρίκης, έλεγε. Αυτό είναι όλα όσα έχεις φοβηθεί στη ζωή σου πως θα βρεις να σε περιμένουν μες στο σκοτάδι. Δες πώς το μειδίαμά του απλώνεται έξω από το πρόσωπο του μέσα στο φεγγαρόφωτο. Δες πώς οι πνιγμένοι το χαιρετούν. «Χριστέ μου», είπα, κοιτάζοντας τον Γουάιρμαν. «Πότε νομίζεις ότι το έφτιαξε; Αφού οι αδερφές της;...» «Έτσι πρέπει. Πρέπει να ήταν ο προσωπικός της τρόπος για ν' αντιμετωπίσει την τραγωδία, δε νομίζεις;» «Δεν ξέρω», είπα. Ένα μέρος του εαυτού μου προσπαθούσε να σκεφτεί τις δικές μου κόρες κι ένα μέρος προσπαθούσε να το αποφύγει. «Δεν το χωράει ο νους μου πώς ένα παιδί -οποιοδήποτε παιδί- θα μπορούσε να φτιάξει κάτι τέτοιο». «Φυλετική μνήμη», είπε ο Γουάιρμαν. «Έτσι θα το εξηγούσαν οι οπαδοί του Γιουνγκ». «Και πώς μπόρεσα να ζωγραφίσω κι εγώ το ίδιο αυτό καταραμένο πλοίο; Ίσως και το ίδιο αυτό καταραμένο πλάσμα, μόνο που εγώ το ζωγράφισα πλάτη; Έχουν οι οπαδοί του Γιουνγκ κάποια θεωρία και γι' αυτό;» «Δε γράφει Περς στη ζωγραφιά της Ελίζαμπεθ», επεσήμανε ο Τζακ. «Όταν την έκανε πρέπει να ήταν τεσσάρων χρονών», είπα. «Αμφιβάλλω αν το όνομα θα της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση».
Σκέφτηκα τις πιο πρώιμες ζωγραφιές της -εκείνες όπου το καράβι αυτό ήταν ένα όμορφο λευκό ψέμα στο οποίο είχε πιστέψει για λίγο. «Ιδίως όταν είδε τι ήταν πραγματικά». «Μιλάς σαν να υπάρχει στ' αλήθεια», είπε ο Γουάιρμαν. Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Πήγα στο μπάνιο, γέμισα ένα ποτήρι με νερό και το ήπια μέχρι τον πάτο. «Δεν ξέρω τι πιστεύω σχετικά με αυτό το θέμα», είπα, «όμως έχω συνηθίσει στη ζωή μου να ακολουθώ ένα γενικό εμπειρικό κανόνα, Γουάιρμαν. Αν μόνο ένας άνθρωπος βλέπει κάτι, μπορεί να είναι και παραίσθηση. Αν το βλέπουν δύο άνθρωποι, οι πιθανότητες να είναι πραγματικότητα αυξάνονται εκθετικά. Και η Ελίζαμπεθ και εγώ είδαμε το Περς». «Στη φαντασία σας», είπε ο Γουάιρμαν. «Στη φαντασία σας το είδατε». Έδειξα το πρόσωπο του Γουάιρμαν και είπα, «Έχεις δει τι μπορεί να κάνει η φαντασία μου». Δεν απάντησε, απλά κούνησε το κεφάλι. Ήταν πολύ χλομός. «Είπες, "Όταν είδε τι ήταν πραγματικά"», είπε ο Τζακ. «Αν το καράβι στη ζωγραφιά είναι πραγματικό, τι ακριβώς είναι;» «Νομίζω ότι ξέρεις», είπε ο Γουάιρμαν. «Νομίζω ότι όλοι ξέρουμε· διάολε, είναι πολύ δύσκολο να μην το καταλάβεις. Απλά φοβόμαστε να το πούμε δυνατά. Εμπρός, Τζακ. Ο Θεός δεν αγαπάει τους δειλούς». «Εντάξει, είναι ένα πλοίο των νεκρών», είπε ο Τζακ. Η φωνή του ήχησε άχρωμα μέσα στο καθαρό, άπλετα φωτισμένο στούντιο μου. Έβαλε τα χέρια στο κεφάλι του και πέρασε αργά τα δάχτυλά του μέσα απ' τα μαλλιά του, αναστατώνοντάς τα περισσότερο από ποτέ. «Όμως θα σας πω κάτι, φίλοι μου: αν κάτι τέτοιο περιμένει να με πάρει μόλις σωθεί το λάδι στο καντήλι μου, εύχομαι να μην είχα γεννηθεί ποτέ».
χ Ακούμπησα τη χοντρή στοίβα με τα σχέδια και τις ακουαρέλες κατά μέρος πάνω στη μοκέτα, ευχαριστημένος που δε θα έβλεπα άλλο τις δύο τελευταίες. Ύστερα κοίταξα αυτό που υπήρχε κάτω από τα έργα της Ελίζαμπεθ και βάραινε τόσο το καλάθι του πικνίκ. Ήταν πυρομαχικά για εκείνο το περίεργο ψαροτούφεκο. Σήκω-
σα ένα από τα κοντόχοντρα καμάκια και το έβγαλα από το καλάθι. Είχε μήκος περίπου σαράντα εκατοστά και ήταν πολύ βαρύ. Το στέλεχος ήταν φτιαγμένο από ατσάλι, όχι αλουμίνιο -πιθανότατα το αλουμίνιο δεν ήταν καν σε χρήση τη δεκαετία του '20. Το αιχμηρό άκρο απέληγε σε μια τριπλή λεπίδα και παρ' όλο που οι λεπίδες ήταν γανιασμένες, έδειχναν κοφτερές. Ακούμπησα τη ρώγα του δαχτύλου μου στη μία, και μια μικροσκοπική σταγόνα αίματος εμφανίστηκε αμέσως πάνω στο δέρμα. «Πρέπει να το απολυμάνεις αυτό», είπε ο Τζακ. «Πράγματι», είπα. Στριφογύρισα το κοντό καμάκι μέσα στην απογευματινή λιακάδα, κάνοντάς το να στείλει αντανακλάσεις που χοροπήδησαν πάνω στους τοίχους. Είχε τη δική του άσχημη ομορφιά, ένα παράδοξο που ίσως αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό ορισμένων πολύ αποτελεσματικών όπλων. «Αυτό το πράγμα δε θα μπορούσε να πάει και πολύ μακριά μέσα στο νερό», είπα. «Με τέτοιο βάρος». «Θα ξαφνιαζόσουν», είπε ο Γουάιρμαν. «Μόλις πατάς τη σκανδάλη, απελευθερώνεται ένα ελατήριο και μια αμπούλα με διοξείδιο του άνθρακα. Μπορεί να σκοτώσει μια χαρά. Και εκείνο τον παλιό καιρό, δε χρειαζόσουν πολύ μεγάλο βεληνεκές. Ο Κόλπος ήταν γεμάτος ψάρια, ακόμα και κοντά στην ακτή. Αν ο Ίστλεϊκ ήθελε να πυροβολήσει κάτι, συνήθως θα μπορούσε να το κάνει εξ επαφής». «Δεν καταλαβαίνω και πολλά από αυτές τις λεπτομέρειες», είπα. Ο Γουάιρμαν είπε, «Ούτε εγώ. Η μις Ίστλεϊκ είχε τουλάχιστον δέκα δώδεκα καμάκια, από τα οποία τέσσερα είναι κρεμασμένα στον τοίχο της βιβλιοθήκης, αλλά κανένα τους δεν είναι σαν κι αυτά». Ο Τζακ είχε πάει στο μπάνιο και τώρα επέστρεψε με ένα μπουκάλι υπεροξείδιο του υδρογόνου. Πήρε το καμάκι που κρατούσα και εξέτασε την αιχμή με την τριπλή λεπίδα. «Από τι είναι φτιαγμένο; Από ασήμι;» Ο Γουάιρμαν τέντωσε τον αντίχειρα και .το δείκτη του σαν πιστόλι και τον σημάδεψε. «Μην το πάρεις πάνω σου, αλλά ο Γουάιρμαν νομίζει ότι μόλις χτύπησες διάνα». «Και δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Τζακ. Ο Γουάιρμαν και εγώ κοιταχτήκαμε κι ύστερα κοιτάξαμε πάλι τον Τζακ. «Δεν έχετε δει τις κατάλληλες ταινίες», είπε. «Συνήθως χρησιμοποιείς ασημένιες σφαίρες για να σκοτώνεις λυκανθρώπους. Δεν
ξέρω αν το ασήμι έχει αποτέλεσμα και στην περίπτωση των βαμπίρ, αλλά προφανώς κάποιος νόμισε ότι έχει. Ή ότι θα μπορούσε να έχει». «Αν υπονοείς ότι η Τέσι και η Λόρα Ίστλεϊκ είναι βαμπίρ»^ είπε ο Γουάιρμαν, «θα πρέπει να έχουν κορακιάσει από τη δίψα από το 1927 και ύστερα». Με κοίταξε, περιμένοντας επιβεβαίωση. «Νομίζω ότι ο Τζακ έχει σε κάποιο βαθμό δίκιο», είπα εγώ. Πήρα το μπουκάλι με το υπεροξείδιο, βούτηξα μέσα του το τρυπημένο δάχτυλο μου και ταρακούνησα το μπουκάλι πάνω κάτω μερικές φορές. «Δε νομίζω ότι αυτό αποτελεί αντρικό νόμο», είπε μορφάζοντας αηδιασμένα ο Τζακ. «Διαφωνώ, εκτός κι αν σκοπεύεις να το πιεις αντί για μπίρα», είπα και, αφού το σκεφτήκαμε μια στιγμή, ο Τζακ κι εγώ σκάσαμε κι οι δυο στα γέλια. . «Ποιος ήρθε;» ρώτησε ο Γουάιρμαν, που προφανώς αγνοούσε την πληθώρα των νόμων που πρέπει να τηρεί κάθε άντρας, σύμφωνα με τις διαφημίσεις της μπίρας Μίλερ Λάιτ. «Δεν καταλαβαίνω». «Δεν πειράζει», είπε χαμογελώντας ακόμα ο Τζακ. Ύστερα σοβάρεψε πάλι. «Όμως δεν υπάρχουν βαμπίρ, Έντγκαρ. Θα μπορούσαν να υπάρχουν φαντάσματα, έστω, αυτό να το δεχτώ -νομίζω ότι σχεδόν οι πάντες πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν φαντάσματα-, αλλά δεν υπάρχουν βαμπίρ». Το πρόσωπο του φωτίστηκε καθώς σκέφτηκε κάτι άλλο. «Εξάλλου, χρειάζεται να υπάρχει ήδη ένα βαμπίρ για να δημιουργηθεί ένα καινούριο βαμπίρ. Και οι δίδυμες Ίστλεϊκ πνίγηκαν». Σήκωσα πάλι το κοντό καμάκι, γυρίζοντάς το απ' όλες τις μεριές, κάνοντας τις αντανακλάσεις της μαυρισμένης αιχμής να χορέψουν και πάλι στον τοίχο. «Ωστόσο, το ασήμι κάτι δείχνει». «Πράγματι», συμφώνησε ο Τζακ. «Το ίδιο και η ξεκλείδωτη πόρτα που βρήκες όταν έφερες το καλάθι του πικνίκ», είπα. «Οι πατημασιές. Ο καμβάς που με κάποιο τρόπο σηκώθηκε από το ράφι της γωνίας και τοποθετήθηκε πάνω στο καβαλέτο». «Θες να πεις ότι τελικά ήταν ο τρελός βιβλιοθηκάριος, amigo;» «Όχι. Μόνο που...» Η φωνή μου ράγισε, έσπασε. Χρειάστηκε να πιω άλλη μια γουλιά νερό πριν μπορέσω να πω αυτό που έπρεπε
να ειπωθεί. «Μόνο που ίσως τα βαμπίρ να μην είναι τα μόνα πράγματα που επιστρέφουν από τους νεκρούς». «Τι ακριβώς έχεις στο νου σου;» ρώτησε ο Τζακ. «Ζόμπι;» Σκέφτηκα το Περς με τα σάπια πανιά του. «Ας πούμε απλά λιποτάκτες». xi «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να μείνεις εδώ μόνος απόψε, Έντγκαρ;» με ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Γιατί δε θα έλεγα ότι είναι και πολύ καλή ιδέα. Ιδιαίτερα με εκείνη τη στοίβα τις παλιές ζωγραφιές για συντροφιά». Αναστέναξε. «Κατάφερες να κάνεις τον Γουάιρμαν να λερώσει το παντελόνι του από την τρομάρα». Καθόμασταν έξω στο δωμάτιο Φλόριντα, παρακολουθώντας τον ήλιο να ξεκινάει τη μακριά, αργή κάθοδο του προς τη γραμμή του ορίζοντα. Είχα βγάλει τυρί και κράκερ. «Δεν ξέρω αν θα έχουμε αποτέλεσμα διαφορετικά», είπα. «Σκέψου με σαν έναν μοναχικό πιστολέρο του κόσμου της τέχνης. Ζωγραφίζω μόνος, φιλαράκο». Ο Τζακ με κοίταξε πάνω από ένα φρεσκογεμισμένο ποτήρι παγωμένο τσάι. «Σκοπεύεις να ζωγραφίσεις;» «Αν μη τι άλλο... να κάνω μερικά σκίτσα. Είναι αυτό που ξέρω να κάνω». Και όταν ξαναθυμήθηκα ένα συγκεκριμένο ζευγάρι γάντια κηπουρικής - μ ε τη λέξη ΚΑΤΩ τυπωμένη στην ανάστροφη του ενός και τη λέξη ΤΑ ΧΕΡΙΑ στην ανάστροφη του άλλου-, μου φάνηκε ότι τα σκίτσα θα ήταν αρκετά, ιδιαίτερα αν τα έκανα με τα μικρά χρωματιστά μολύβια της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Γύρισα στον Γουάιρμαν. «Έχεις να πας στο γραφείο τελετών απόψε, σωστά;» Ο Γουάιρμαν κοίταξε το ρολόι του κι αναστέναξε. «Σωστά. Πρέπει να παρευρεθώ στο προσκύνημα της σορού, από τις έξι μέχρι τις οχτώ. Και αύριο επίσης, από το μεσημέρι μέχρι τις δύο. Συγγενείς από μέρη αλαργινά θα έρθουν να δείξουν τα δόντια τους στο σφετεριστή παρείσακτο. Αυτός υποθέτω ότι είμαι εγώ. Θα ακολουθήσει η τελευταία πράξη, μεθαύριο. Κηδεία στην Εκκλησία των Ουνιτάριων Ουνιβερσαλιστών, στο Όσπρεϊ. Αυτό έχει προ-
γραμματιστεί για τις δέκα. Και στη συνέχεια αποτέφρωση στο γραφείο των Άμποτ-Γουέξλερ. Και πάπαλα». Ο Τζακ έκανε ένα μορφασμό. «Τι πρόστυχοί Εμένα μη με λογαριάζεις». Ο Γουάιρμαν έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Ο θάνατος είναι πρόστυχος, γιε μου. Θυμάσαι τι τραγουδούσαμε όταν ήμασταν παιδιά; "Σκουλήκια μπαίνουν, σκουλήκια βγαίνουν και το πύο τρέχει σαν κρέμα για το ξύρισμα"». «Σούπερ», είπα. «Πράγματι», συμφώνησε ο Γουάιρμαν. Διάλεξε άλλο ένα κράκερ, το κοίταξε, ύστερα το ξαναπέταξε με βία στο δίσκο. Το κράκερ αναπήδησε και προσγειώθηκε στο πάτωμα. «Είναι μια παράνοια. Όλ' αυτά». Ο Τζακ σήκωσε το κράκερ, φάνηκε να σκέφτεται να το φάει, ύστερα το έβαλε στην άκρη. Ίσως είχε αποφασίσει ότι το να τρως κράκερ που είχαν πέσει στο πάτωμα ενός δωματίου Φλόριντα παραβίαζε άλλον έναν αντρικό νόμο. Πιθανώς να ήταν έτσι. Υπήρχαν τόσοι πολλοί. Είπα στον Γουάιρμαν, «Όταν επιστρέψεις από το γραφείο τελετών απόψε, χτύπα την πόρτα μου να δεις τι κάνω, εντάξει;» «Ναι». «Αν σου πω ότι είμαι καλά, απλά συνέχισε για το σπίτι σου, εντάξει;» «Να μη σε διακόψω αν είσαι σε επικοινωνία με τη μούσα σου. Ή με τα πνεύματα». Έγνεψα καταφατικά, γιατί δεν είχε πέσει και πολύ έξω. Ύστερα στράφηκα στον Τζακ. «Και εσύ θα μείνεις στο Παλάσιο όσο ο Γουάιρμαν θα είναι στο γραφείο τελετών, εντάξει;» «Ασφαλώς, αν αυτό θέλετε». Έδειχνε λίγο ταραγμένος με αυτή την προοπτική και δεν τον κατηγορούσα. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, η Ελίζαμπεθ είχε ζήσει σ' αυτό πολύ καιρό και η μνήμη της εκεί μέσα θα ήταν ακόμα πολύ ζωντανή. Κι εγώ θα ένιωθα άβολα, αν δεν ήμουν πεπεισμένος ότι τα φαντάσματα στο Ντούμα Κη ήταν κρυμμένα αλλού. «Αν σου τηλεφωνήσω, έλα τρέχοντας». «Έγινε. Τηλεφώνησέ μου στο τηλέφωνο του σπιτιού ή στο κινητό μου». «Είσαι σίγουρος ότι το κινητό σου λειτουργεί;»
Έδειξε να ντρέπεται λίγο. «Είχε αδειάσει η μπαταρία, αυτό ήταν όλο. Τη φόρτισα στο αυτοκίνητο». Ο Γουάιρμαν είπε, «Μακάρι να καταλάβαινα καλύτερα γιατί θέλεις να συνεχίσεις να σκαλίζεις αυτό το θέμα, Έντγκαρ». «Επειδή δεν έχει κλείσει. Επί χρόνια έμοιαζε τελειωμένο. Επί χρόνια η Ελίζαμπεθ έζησε εδώ πολύ ειρηνικά, πρώτα με τον πατέρα της και ύστερα μόνη της. Είχε τις φιλανθρωπίες της, είχε τους φίλους της, έπαιζε τένις, έπαιζε μπριτζ -έτσι μου είπε η Μαίρη Άιρ- και κυρίως, είχε την καλλιτεχνική σκηνή της δυτικής ακτής της Φλόριντα. Ήταν η γαλήνια, ικανοποιητική ζωή μιας ηλικιωμένης γυναίκας με πολλά χρήματα και λίγες κακές συνήθειες εκτός από τα τσιγάρα της. Ύστερα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. La loteria. Εσύ ο ίδιος το είπες, Γουάιρμαν». «Πραγματικά πιστεύεις ότι κάτι τα προκάλεσε όλ' αυτά;» είπε. Όχι με δυσπιστία- με τρόμο. «Εσύ το πιστεύεις πρώτος», είπα. «Μερικές φορές το πιστεύω. Αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να πιστέψω. Δε θέλω να πιστέψω ότι υπάρχει κάτι με τόσο μεγάλη δύναμη... με τόσο οξεία όραση, ώστε να μπορεί να βλέπει εσένα... εμένα... κι ένας Θεός ξέρει ποιον ή τι άλλο...» «Ούτε εμένα μου αρέσει», είπα, αλλά αυτό απείχε πολύ από την αλήθεια. Η αλήθεια ήταν ότι το μισούσα. «Δε μου αρέσει η ιδέα ότι κάτι μπορεί να άπλωσε τα δίχτυα του και να σκότωσε την Ελίζαμπεθ -ίσως να την έκανε να πεθάνει από την τρομάρα τηςαπλά για να της κλείσει το στόμα». «Και νομίζεις ότι μπορείς να ανακαλύψεις τι συμβαίνει από αυτές τις ζωγραφιές». «Μέχρι ένα σημείο, ναι. Πόσο ακριβώς, δεν ξέρω μέχρι να προσπαθήσω». «Και ύστερα;» «Εξαρτάται. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χρειαστεί να κάνουμε μια εκδρομούλα στο βόρειο άκρο του Κη. Υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί εκεί». Ο Τζακ άφησε κάτω το ποτήρι του με το τσάι. «Τι ανοιχτοί λογαριασμοί;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν ξέρω. Ίσως μου πουν οι ζωγραφιές της». «Μόνο μη χωθείς περισσότερο απ' όσο αντέχεις στα βαθιά και
μετά ανακαλύψεις ότι δεν μπορείς να επιστρέψεις στην ακτή», είπε ο Γουάιρμαν. «Αυτό έπαθαν εκείνα τα κοριτσάκια». «Το ξέρω», είπα. Ο Τζακ με έδειξε με το δάχτυλο. «Πρόσεχε τον εαυτό σου. Αντρικός νόμος». Έγνεψα ότι θα πρόσεχα και του απάντησα με την ίδια χειρονομία. «Αντρικός νόμος».
15 - Ανεπιθύμητος Επισκέπτης
i Είκοσι λεπτά αργότερα καθόμουν στο Μικρό Ροζ με το μπλοκ σχεδίου μου στην αγκαλιά μου και το κόκκινο καλάθι του πικνίκ πλάι μου. Ίσια μπροστά μου, πλημμυρίζοντας τη δυτική τζαμαρία με φως, απλωνόταν ο Κόλπος. Από κάτω μου ακουγόταν ο ψίθυρος των κοχυλιών. Είχα βάλει στην άκρη το καβαλέτο μου και είχα σκεπάσει το πιτσιλισμένο με μπογιές τραπέζι εργασίας μου με μια μεγάλη πετσέτα. Ακούμπησα τα φρεσκοξυσμένα απομεινάρια των χρωματιστών μολυβιών της Ελίζαμπεθ πάνω της. Ήταν χοντρά και κάπως παλαιικά, κι από το καθένα τους δεν απέμενε παρά ένα μικρό κομματάκι, αλλά είχα την εντύπωση ότι θα μου αρκούσαν. Ήμουν έτοιμος. «Κολοκύθια έτοιμος είμαι», είπα. Ποτέ δε θα ήμουν έτοιμος γι' αυτό κι ένα μέρος του εαυτού μου ήλπιζε ότι δε θα συνέβαινε τίποτα. Ωστόσο, είχα τη διαίσθηση ότι κάτι θα συνέβαινε. Νόμιζα ότι γι' αυτό η Ελίζαμπεθ ήθελε να βρω τις ζωγραφιές της. Αλλά πόσα από αυτά που υπήρχαν μες στο κόκκινο καλάθι θυμόταν πραγματικά; Έτεινα να πιστέψω ότι η Ελίζαμπεθ είχε ξεχάσει τα περισσότερα απ' όσα της είχαν συμβεί όταν ήταν μικρή, ακόμα και πριν έρθει να περιπλέξει την κατάσταση το Αλτσχάιμερ. Γιατί η λησμονιά δεν είναι πάντα ακούσια. Μερικές φορές είναι ηθελημένη. Ποιος θα ήθελε να θυμάται κάτι τόσο φρικτό, που είχε κάνει τον πατέρα του να αιμορραγήσει από τα ουρλιαχτά; Καλύτερα να πάψεις τελείως να ζωγραφίζεις. Να παραστήσεις τον ψόφιο κοριό. Καλύτερα να πεις στον κόσμο ότι δεν μπορείς να ζωγραφίζεις ούτε τα ανθρωπάκια που κάνει ένα παιδάκι της πρώτης δημοτικού, ότι όσον αφορά την τέχνη είσαι σαν εκείνους τους πλούσιους απόφοι-
τους που χρηματοδοτούν τις αθλητικές ομάδες των κολεγίων τους: αν δεν μπορείς να γίνεις αθλητής, γίνε υποστηρικτής του αθλητισμού. Καλύτερα να το βγάλεις τελείως από το μυαλό σου, κι όταν γεράσεις, η μαλάκυνση θα φροντίσει σιγά σιγά για τα υπόλοιπα. Ω, ίσως να μένει ακόμα κάτι από εκείνη την παλιά ικανότητα -σαν ουλή στη σκληρά μήνιγγα του εγκεφάλου από ένα παλιό τραύμα (που, φέρ' ειπείν, προκλήθηκε όταν έπεσες από ένα δίτροχο αμαξάκι)- κι ίσως χρειαστεί να βρεις τρόπους για να την εκτονώνεις μια στις τόσες, να τη βγάζεις από μέσα σου σαν το συσσωρευμένο πύον από μια μολυσμένη πληγή που ποτέ δε θα κλείσει εντελώς. Έτσι ενδιαφέρεσαι για την τέχνη των άλλων. Γίνεσαι, μάλιστα, μια προστάτιδα των τεχνών. Και αν ακόμα κι αυτό δεν είναι αρκετό; Ε, τότε ίσως αρχίζεις να συλλέγεις πορσελάνινες μινιατούρες, φιγούρες ανθρώπων και κτίρια. Αρχίζεις να χτίζεις για τον εαυτό σου μια Πορσελάνινη Πολιτεία. Κανένας δε θα αποκαλέσει τη δημιουργία τέτοιων παραστάσεων τέχνη, αλλά οπωσδήποτε είναι κάτι ευφάνταστο και η συχνή άσκηση της φαντασίας -της εικαστικής, ιδιαίτερα, πτυχής της- είναι αρκετή για να το κάνει να σταματήσει. Για να κάνει να σταματήσει τι; Το φαγούρισμα, ασφαλώς. Εκείνο το καταραμένο φαγούρισμα. Πήγα να ξύσω το δεξί μου μπράτσο, τα δάχτυλά μου πέρασαν από μέσα του και για δεκάκις χιλιοστή φορά βρήκαν μόνο τα πλευρά μου. Ανοιξα το μπλοκ μου στο πρώτο φύλλο. Αρχίστε με μια κενή επιφάνεια. Το ένιωσα να με καλεί, όπως ήμουν σίγουρος ότι παρόμοιες λευκές επιφάνειες είχαν καλέσει κάποτε κι αυτήν. Γέμισε με. Γιατί το λευκό είναι η απουσία μνήμης, το χρώμα αυτών που δεν μπορούμε να θυμηθούμε. Φτιάξε. Δείξε. Σχεδίασε. Κι όταν το κάνεις, το φαγούρισμα θα φύγει. Για λίγο η σύγχυση θα καταλαγιάσει. Σε παρακαλώ, μείνε στο Κη, είχε πει. Ό,τι κι αν συμβεί. Σε χρειαζόμαστε. Σκέφτηκα ότι αυτό μπορεί να ήταν αλήθεια. Σχεδίαζα γρήγορα. Μόνο μερικές μολυβιές.- Κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα κάρο. Ή πιθανώς ένα δίτροχο αμαξάκι, που στεκόταν ακίνητο και περίμενε το αλογάκι που θα το σύρει.
«Έζησαν εδώ αρκετά ευτυχισμένα», είπα στο άδειο δωμάτιο. «Ο πατέρας και οι κόρες. Ύστερα η Ελίζαμπεθ έπεσε από το αμαξάκι κι άρχισε να ζωγραφίζει, ο εκτός εποχής τυφώνας αποκάλυψε το θησαυρό, τα κοριτσάκια πνίγηκαν. Κατόπιν οι υπόλοιποι πηγαίνουν στο Μαϊάμι και τα προβλήματα σταματάνε. Κι όταν επιστρέφουν, σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια αργότερα...» Κάτω από το δίτροχο αμαξάκι έγραψα με κεφαλαία γράμματα ΚΑΛΑ. Σταμάτησα. Πρόσθεσα ΚΑΙ ΠΑΛΙ. ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ. Καλά, ψιθύρισαν τα κοχύλια κάτω από το σπίτι. Καλά και πάλι. Ναι, ήταν και πάλι καλά, ο Τζον και η Ελίζαμπεθ ήταν καλά. Και αφού πέθανε ο Τζον, η Ελίζαμπεθ είχε συνεχίσει να είναι καλά. Καλά με τις εκθέσεις τέχνης της. Καλά με τις πορσελάνες της. Ύστερα τα πράγματα για κάποιο λόγο ξανάρχισαν να αλλάζουν. Δεν ήξερα αν οι θάνατοι της γυναίκας και της κόρης του Γουάιρμαν αποτελούσαν μέρος αυτής της αλλαγής, αλλά κάτι μου έλεγε ότι μπορεί και να αποτελούσαν. Κι όσο για την άφιξή του Γουάιρμαν και τη δική μου στο Ντούμα Κη, νόμιζα ότι δεν υπήρχε αμφιβολία. Δεν είχα κανένα λογικό λόγο για να πιστεύω κάτι τέτοιο, αλλά το πίστευα. Τα πράγματα στο Ντούμα Κη ήταν εντάξει... ύστερα περίεργα... ύστερα, για πολύ καιρό, και πάλι εντάξει. Και τώρα... Έχει ξυπνήσει. Το μπολ στάζει. Αν ήθελα να μάθω τι συνέβαινε τώρα, έπρεπε να μάθω τι είχε συμβεί τότε. Επικίνδυνο ή όχι, έπρεπε να το μάθω. ii Σήκωσα την πρώτη ζωγραφιά της, που στην πραγματικότητα δεν ήταν ζωγραφιά αλλ' απλώς μια διστακτική γραμμή η οποία διέσχιζε στη μέση το χαρτί. Την κράτησα στο αριστερό μου χέρι, έκλεισα τα μάτια μου και προσποιήθηκα ότι την άγγιζα με το δεξί, όπως ακριβώς είχα κάνει με τα γάντια κηπουρικής της Παμ. Προσπάθησα να δω τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού να τρέχουν πάνω στη διστακτική γραμμή. Το κατόρθωσα -κατά κάποιον τρόπο- αλλά ένιωσα ένα είδος απόγνωσης. Σκόπευα να το κάνω αυτό με όλες τις ζωγραφιές; Πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον δώδεκα δωδεκάδες, κι
αυτό ήταν μια συντηρητική εκτίμηση. Επίσης, δεν μπορούσα να πω ότι είχα κατακλυστεί από υπερφυσικές πληροφορίες. Μη βιάζεσαι. Η Ρώμη δε χτίστηκε μέσα σε μια ώρα. Αποφάσισα ότι λίγη ροκ εντ ρολ δε θα έβλαπτε και ότι μπορεί αντίθετα να βοηθούσε. Σηκώθηκα ν' ανοίξω το ραδιόφωνο στον Δε Μπόουν κρατώντας το παλιό φύλλο χαρτιού στο δεξί μου χέρι και, φυσικά, το χαρτί έπεσε στο πάτωμα γιατί δεν υπήρχε δεξί χέρι. Έσκυψα να το σηκώσω, σκεπτόμενος ότι είχα θυμηθεί λάθος το ρητό, ότι κανονικά έπρεπε να πω Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα. Αλλά η Μέλντα λέει ώρα. Κοκάλωσα, κρατώντας το φύλλο του χαρτιού στο αριστερό μου χέρι. Το χέρι που δεν είχε μπορέσει να μου πάρει ο γερανός. Ήταν αυτό μια δική μου ανάμνηση, μια πληροφορία που είχε προέλθει από τη ζωγραφιά, ή απλώς κάτι που είχε επινοήσει η φαντασία μου; Απλά ένα γέννημα του μυαλού μου, που προσπαθούσε να βοηθήσει την κατάσταση; «Δεν είναι ζωγραφιά», είπα κοιτάζοντας τη διστακτική γραμμή. Όχι, αλλά προσπαθούσε να είναι. Ο πισινός μου έπεσε πάλι στην καρέκλα μ' ένα γδούπο. Δεν ήταν μια εκούσια κίνηση- μάλλον τα γόνατά μου λύγισαν και δεν μπορούσαν να με βαστάξουν άλλο. Κοίταξα τη γραμμή πάνω στο χαρτί, ύστερα τον Κόλπο που απλωνόταν έξω από την τζαμαρία. Από τον Κόλπο στη γραμμή. Από τη γραμμή στον Κόλπο. Είχε προσπαθήσει να ζωγραφίσει τον ορίζοντα. Ήταν η πρώτη της ζωγραφιά. Ναι. Πήρα το μπλοκ μου κι άρπαξα ένα από τα μολύβια της. Δεν είχε σημασία ποιο, αρκεί που ήταν δικό της. Το ένιωσα υπερβολικά μεγάλο, υπερβολικά χοντρό, μέσα στο χέρι μου. Ένιωσα επίσης ότι ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε. Αρχισα να ζωγραφίζω. Στο Ντούμα Κη, ήταν αυτό που έκανα καλύτερα. iii Σχεδίασα ένα κοριτσάκι καθισμένο σ' ένα γιογιό. Το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους. Είχε ένα ποτηράκι στο ένα χέρι. Το άλλο του χέρι ήταν περασμένο γύρω από το λαιμό του πατέρα του.
Ο πατέρας φορούσε μια αμάνικη φανέλα και είχε κρέμα ξυρίσματος στα μαγουλά του. Όρθια στο βάθος, μόνο μια σκιά, ήταν η οικονόμος. Δεν υπήρχαν βραχιόλια σ' αυτό το σχέδιο, γιατί δεν τα φορούσε πάντα, αλλά το τσεμπέρι ήταν δεμένο γύρω από το κεφάλι της, με τον κόμπο μπροστά. Η παραμάνα Μέλντα, ό,τι πιο κοντινό σε μια μητέρα είχε γνωρίσει ποτέ της η Λίμπιτ. Η Λίμπιτ; Ναι, έτσι την έλεγαν. Έτσι έλεγε και η ίδια τον εαυτό της. Λίμπιτ, μικρή Λίμπιτ. «Η πιο μικρή απ' όλες», ψιθύρισα και γύρισα στην επόμενη λευκή σελίδα του μπλοκ. Το μολύβι -υπερβολικά κοντό, υπερβολικά χοντρό, αχρησιμοποίητο για περισσότερο από τρία τέταρτα του αιώνα- ήταν το τέλειο εργαλείο, ο τέλειος δίαυλος. Άρχισε να κινείται πάλι. Σχεδίασα το κοριτσάκι μέσα σ' ένα δωμάτιο. Βιβλία εμφανίστηκαν στον τοίχο πίσω του και το δωμάτιο έγινε ένα γραφείο. Το γραφείο του μπαμπά. Ο επίδεσμος ήταν ακόμα τυλιγμένος γύρω από το κεφάλι του. Ήταν καθισμένο στο γραφείο. Φορούσε κάτι που έμοιαζε με ρομπίτσα για το σπίτι. Είχε ένα (μπο-λυ-βι) μολύβι στο χέρι του. Ένα από τα χρωματιστά μολύβια; Πιθανώς όχι -όχι τότε, όχι ακόμα-, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε βρει το πάθος του, την κλήση του, την ικανότητά του. Και πόση πείνα πρέπει να ένιωθε γι' αυτό! Τι βουλιμία! Σκέφτεται Θα ήθελα κι άλλο χαρτί, παρακαλώ. Σκέφτεται Είμαι η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ. «Κυριολεκτικά ανέσυρε τον εαυτό της στον κόσμο», είπα κι ανατρίχιασα σύγκορμος -γιατί μήπως κι εγώ δεν είχα κάνει το ίδιο; Μήπως κι εγώ δεν είχα κάνει ακριβώς το ίδιο, ακριβώς εκεί, στο Ντούμα Κη; Δεν είχα τελειώσει ακόμα. Ήμουν σίγουρος ότι με περίμενε ένα μακρύ και εξαντλητικό βράδυ, αλλά διαισθανόμουν ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα μεγάλων ανακαλύψεων κι αυτό που ένιωθα δεν ήταν τρόμος -όχι τότε- αλλά ένα είδος έξαψης που γέμιζε το στόμα μου με τη γεύση του χαλκού. Έσκυψα και σήκωσα την τρίτη ζωγραφιά της Ελίζαμπεθ. Την τέταρτη. Την πέμπτη. Την έκτη. Προχωρώντας με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα. Κάποιες φορές σταματούσα λίγο για να σχεδιάσω
κάτι, αλλά ως επί το πλείστον δε χρειαζόταν. Τώρα πια οι εικόνες σχηματίζονταν μες στο κεφάλι μου και ο λόγος που δεν ήταν ανάγκη να τις βάζω στο χαρτί μού φαινόταν ξεκάθαρος: η Ελίζαμπεθ είχε ήδη κάνει αυτή τη δουλειά, πριν από πολύ καιρό, όταν ανέρρωνε από το ατύχημα που λίγο έλειψε να της κοστίσει τη ζωή. Τις ευτυχισμένες μέρες πριν η Νοβίν αρχίσει να μιλάει. iv Κάποια στιγμή στη διάρκεια της συνέντευξης, η Μαίρη Άιρ είχε υποθέσει πως το να ανακαλύπτεις κάπου στα πενήντα σου ότι είχες ένα τόσο μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική πρέπει να ήταν σαν να σου δίνει κάποιος τα κλειδιά ενός πολύ γρήγορου αγωνιστικού αυτοκινήτου -ενός Ροουντράνερ ή ενός GTO. Εγώ είχα αποκριθεί ναι, στ' αλήθεια κάπως έτσι ήταν. Κάποια άλλη στιγμή είχε υποθέσει πως πρέπει να ήταν σαν να σου δίνει κάποιος τα κλειδιά για ένα πλήρως επιπλωμένο σπίτι. Μια έπαυλη, για την ακρίβεια. Είχα πει ναι, κι αυτός ήταν εύστοχος παραλληλισμός. Κι αν είχε συνεχίσει; Αν είχε υποθέσει ότι ήταν σαν να κληρονομείς ένα εκατομμύριο μετοχές της Μάικροσοφτ ή σαν να εκλέγεσαι ισόβιος ηγέτης κάποιου πλούσιου σε πετρέλαιο (και ειρηνικού) εμιράτου στη Μέση Ανατολή; Θα είχα πει ναι, φυσικά, το πέτυχες και πάλι. Για να την κ α θ η σ υ χ ά σ ω . Επειδή οι ερωτήσεις αυτές αφορούσαν εκείνη. Μπορούσα να δω πώς λαχταρούσαν τα μάτια της όταν μου τις έκανε. Ήταν τα μάτια ενός παιδιού που ξέρει ότι το πιο κοντά που θα βρεθεί ποτέ στο να πραγματοποιήσει το όνειρο του να γίνει ακροβάτης και να ταλαντεύεται στην πιο ψηλή αιώρα του τσίρκου θα είναι να κάθεται στις κερκίδες στην απογευματινή παράσταση της Κυριακής. Ήταν μια τεχνοκριτικός, και πολλοί τεχνοκριτικοί που δεν έχουν την έφεση να κάνουν αυτό για το οποίο γράφουν γίνονται φθονεροί και κακοί και μικροπρεπείς μες στην απογοήτευσή τους. Η Μαίρη δεν ήταν έτσι. Έπινε ουίσκι από ένα νεροπότηρο και ήθελε να μάθει πώς ήταν όταν η καλή νεράιδα εμφανιζόταν από το πουθενά και σε άγγιζε με το μαγικό ραβδάκι της στον ώμο κι ανακάλυπτες πως, μόλο που κόντευες πια να εξηνταρίσεις, είχες ξαφνικά αποκτήσει την ικανότητα να πετάς πλάι στο πρόσωπο του φεγγαριού. Έτσι, μόλο που δεν ήταν σαν ν' αποκτάς ένα γρήγορο
αυτοκίνητο ούτε σαν να σου δίνουν τα κλειδιά για μια πλήρως επιπλωμένη κατοικία, εγώ της είπα ότι ήταν. Γιατί δεν μπορείς να πεις σε κανέναν πώς πραγματικά είναι. Μπορείς μόνο να μιλάς γι' αυτό με περιστροφές, ώσπου να τους κουράσεις όλους και να έρθει η ώρα να πάνε για ύπνο. Όμως η Ελίζαμπεθ κι εγώ ξέραμε πώς ήταν. Υπήρχε μέσα στα σχέδιά της κι ύστερα μέσα στις ζωγραφιές της. Ήταν σαν να σου δίνουν μια λαλιά όταν τόσον καιρό ήσουν βουβός. Κι ακόμα περισσότερο. Ακόμα καλύτερο. Ήταν σαν να σου ξαναδίνουν τη μνήμη σου και η μνήμη ενός ανθρώπου είναι τα πάντα, στην πραγματικότητα. Η μνήμη είναι η ταυτότητά σου. Είναι εσύ. Ακόμα κι από εκείνη την πρώτη γραμμή -εκείνη την απίστευτα γενναία πρώτη γραμμή που αποσκοπούσε να δείξει το σημείο όπου ο Κόλπος συναντούσε τον ουρανό- είχε καταλάβει ότι το να βλέπεις και το να θυμάσαι ήταν εναλλάξιμα κι είχε βαλθεί να γιατρέψει τον εαυτό της. Η Περς δεν είχε καμιά ανάμειξη σ' αυτό τον άθλο. Τουλάχιστον στην αρχή. Ήμουν βέβαιος γι' αυτό. ν Τις επόμενες τέσσερις ώρες μπαινόβγαινα στον κόσμο της Λίμπιτ. Ήταν ένας κόσμος υπέροχος και τρομακτικός. Κάποιες φορές έγραφα βιαστικά μερικές λέξεις —Το χάρισμα πεινάει αδιάκοπα, αρχίστε με αυτά που γνωρίζετε- αλλά τον κύριο λόγο τον είχαν οι εικόνες. Οι εικόνες ήταν η πραγματική κοινή μας γλώσσα. Κατάλαβα τη γρήγορη μετάπτωση της οικογένειάς της από την έκπληξη στην αποδοχή και τέλος στην πλήξη. Κατά ένα μέρος οφειλόταν στο ότι η μικρή ήταν υπερβολικά παραγωγική, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο να έφταιγε το ότι η μικρή καλλιτέχνιδα ήταν μια από αυτούς, ήταν η μικρούλα τους Λίμπιτ, και πάντα υπάρχει εκείνη η αίσθηση ότι τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από τη Ναζαρέτ, σωστά; Όμως η πλήξη τους απλώς δυνάμωσε την πείνα της. Έψαξε καινούριους τρόπους για να τους αποσπάσει το θαυμασμό, αναζήτησε καινούριους τρόπους για να βλέπει τον κόσμο. Και τους βρήκε, ο Θεός ας τη λυπηθεί.
Σχεδίασα πουλιά που πετούσαν ανάποδα και ζώα που περπατούσαν πάνω στο νερό της πισίνας. Σχεδίασα ένα άλογο με χαμόγελο τόσο πλατύ που έβγαινε έξω από το περίγραμμα του κεφαλιού του. Είχα την εντύπωση ότι κάπου εκεί γύρω είχε μπει στο παιχνίδι η Περς. Μόνο... «Μόνο που η Λίμπιτ δεν ήξερε ότι ήταν η Περς», είπα. «Νόμιζε...» Διέτρεξα πάλι τα σχέδιά της, σχεδόν μέχρι την αρχή. Μέχρι το στρογγυλό μαύρο πρόσωπο με το χαμογελαστό στόμα. Την πρώτη φορά δεν του είχα δώσει σημασία, θεωρώντας το ένα πορτραίτο της παραμάνας Μέλντα, αλλά έπρεπε να ήξερα καλύτερα -ήταν το πρόσωπο ενός παιδιού, όχι μιας γυναίκας. Το πρόσωπο μιας κούκλας. Ξαφνικά το χέρι μου έγραφε δίπλα του ΝΟΒΙΝ με τόση βία, που το παλιό κίτρινο-καναρινί μολύβι της Ελίζαμπεθ έσπασε στην τελευταία κάθετη γραμμή του δεύτερου Ν. Το πέταξα στο πάτωμα κι άρπαξα ένα άλλο. Στην αρχή η Περς είχε μιλήσει μέσα από τη Νοβίν, για να μην τρομάξει τη μικρή μεγαλοφυία. Τι θα μπορούσε να ήταν λιγότερο απειλητικό από μια μικρή μαύρη κουκλίτσα που χαμογελούσε και φορούσε ένα κόκκινο τσεμπέρι στο κεφάλι, όπως ακριβώς η αγαπημένη παραμάνα Μέλντα; Και μήπως ξαφνιάστηκε ή τρόμαξε η Ελίζαμπεθ όταν η κούκλα άρχισε να μιλάει από μόνη της; Μάλλον όχι. Μπορεί να ήταν τρομερά ταλαντούχα σ' έναν πολύ συγκεκριμένο τομέα, κατά τα άλλα όμως δεν έπαυε να είναι απλώς ένα παιδάκι τριών χρονών. Η Νοβίν της έλεγε τι να ζωγραφίζει και η Ελίζαμπεθ... Άρπαξα πάλι το μπλοκ μου. Ζωγράφισα ένα κέικ στο πάτωμα. Σκορπισμένο στο πάτωμα. Η μικρούλα Λίμπιτ είχε νομίσει ότι το αστείο ήταν ιδέα της Νοβίν, αλλά ήταν της Περς, που δοκίμαζε τη δύναμη της Ελίζαμπεθ. Της Περς που πειραματιζόταν όπως είχα πειραματιστεί κι εγώ, προσπαθώντας να ανακαλύψει πόσο ισχυρό μπορούσε να είναι αυτό το καινούριο εργαλείο. Ύστερα είχε έρθει ο τυφώνας. Η Άλις. Γιατί, της ψιθύρισε η κουκλίτσα, υπήρχε ένας θησαυρός και μια θύελλα θα τον αποκάλυπτε. Έτσι στην πραγματικότητα δεν ήταν ένας τυφώνας Άλις. Και δε θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε ούτε τυφώνα Ελίζαμπεθ, γιατί το μικρό κοριτσάκι δεν ήταν ακόμα η Ελίζαμπεθ -ούτε για την οι-
κογένειά του, ούτε για τον εαυτό του. Η μεγάλη θύελλα του '27 ήταν ο τυφώνας Λίμπιτ. Γιατί ο μπαμπάς θα χαιρόταν να βρει ένα θησαυρό. Και γιατί ο μπαμπάς έπρεπε ν' απασχοληθεί με κάτι που θα τον έκανε να πάψει να σκέφτεται συνέχεια το... «Όπως έστρωσε», είπα με μια τραχιά φωνή που δεν έμοιαζε διόλου με τη δική μου. «Έτσι θα κοιμηθεί». ...το πόσο θυμωμένος ήταν με την Αντι που κλέφτηκε με τον Έμερι, εκείνον το λιμοκοντόρο που φορούσε κολάρα από σελουλόιντ. Ναι. Αυτή ήταν η κατάσταση στο νότιο άκρο του Ντούμα Κη το '27. Σχεδίασα τον Τζον Ίστλεϊκ -μόνο που ήταν μόνο τα βατραχοπέδιλά του, να ξεπροβάλλουν με φόντο τον ουρανό, κι η άκρη του αναπνευστήρα του και μια σκιά από κάτω. Τον Τζον Ίστλεϊκ να βουτά για να βρει το θησαυρό. Να βουτά για να βρει την καινούρια κουκλίτσα της μικρότερης κόρης του, μόλο που πιθανώς δεν πίστευε ότι θα έβρισκε τίποτε απ' όλα αυτά. Δίπλα στο ένα βατραχοπέδιλο έγραψα τις λέξεις ΔΙΚΑΙΑ ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ. Οι εικόνες αναδύονταν μες στο μυαλό μου ολοένα πιο καθαρά, θαρρείς και περίμεναν όλ' αυτά τα χρόνια να ελευθερωθούν, και για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως όλες οι ζωγραφιές (και όλα τα εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους), από εκείνες πάνω στα τοιχώματα των σπηλαίων της Κεντρικής Ασίας μέχρι τη Μόνα Λίζα, κρατούσαν φυλαγμένες τέτοιες κρυφές μνήμες της δημιουργίας και των δημιουργών τους, κωδικοποιημένες μέσα στις πινελιές τους σαν DNA. Χτύπα τα πόδια σου και κολύμπα ώσπου να πω σταμάτα. Πρόσθεσα την Ελίζαμπεθ στη ζωγραφιά του μπαμπά που βουτούσε, να στέκεται μέχρι τα στρουμπουλά γόνατά της μέσα στο νερό, με τη Νοβίν σφιγμένη κάτω από το μπράτσο της. Η Λίμπιτ θα μπορούσε σχεδόν να είναι το κορίτσι-κούκλα στο σχέδιο που είχε ζητήσει η Ίλσε -εκείνο που είχα ονομάσει Το Τέλος του Παιχνιδιού. Κι αφού ο μπαμπάς είδε όλα εκείνα τα πράγματα, με αγκάλιασε με αγκάλιασε με αγκάλιασε. Σκάρωσα ένα βιαστικό σκιτσάκι του Τζον Ίστλεϊκ να κάνει α-
κριβώς αυτό, με τη μάσκα του σπρωγμένη στην κορυφή του κεφαλιού του. Το καλάθι του πικνίκ ήταν κοντά τους, πάνω σε μια κουβέρτα, και το περίεργο ψαροτούφεκο ήταν ακουμπισμένο πάνω του. Με αγκάλιασε με αγκάλιασε με αγκάλιασε. Ζωγράφισε την, ψιθύρισε μια φωνή. Ζωγράφισε τη δίκαια ανταμοιβή της Ελίζαμπεθ. Ζωγράφισε την Περς. Αλλά δεν τολμούσα. Φοβόμουν τι μπορεί να έβλεπα. Και τι μπορεί να μου έκανε. Και ο μπαμπάς; Ο Τζον; Πόσα είχε καταλάβει αυτός; Έψαξα πάλι τις ζωγραφιές της, ώσπου βρήκα εκείνη που έδειχνε τον Τζον Ίστλεϊκ να ουρλιάζει, με αίμα να τρέχει από τη μύτη και το ένα του μάτι. Είχε καταλάβει πολλά. Πιθανώς πολύ αργά, αλλά είχε καταλάβει. Τι ακριβώς είχε συμβεί στην Τέσι και στη Λο-Λο; Και στην Περς, για να την κάνει να σωπάσει τόσα χρόνια; Τι ακριβώς ήταν αυτή η Περς; Όχι μια κούκλα, αυτό τουλάχιστον έμοιαζε βέβαιο. Θα μπορούσα να είχα συνεχίσει -μια εικόνα της Τέσι και της Λο-Λο να τρέχουν σ' ένα μονοπάτι, σε κάποιο μονοπάτι, πιασμένες χέρι χέρι, ήδη ζητούσε να τη βάλω στο χαρτί-, αλλά είχα αρχίσει να βγαίνω από εκείνη την ιδιόμορφη έκσταση κι έτρεμα από φόβο. Εξάλλου, νόμιζα πως είχα μάθει αρκετά για να προχωρήσωο Γουάιρμαν θα μπορούσε να με βοηθήσει να ανακαλύψω Kat τα υπόλοιπα, ήμουν σχεδόν σίγουρος γι' αυτό. Έκλεισα το μπλοκ μου. Άφησα κάτω το καφέ μολύβι εκείνου του μικρού κοριτσιού που είχε πάψει να υπάρχει από καιρό -δεν είχε απομείνει πια παρά ένα ελάχιστο κομματάκι- και συνειδητοποίησα ότι πεινούσα. Ότι λυσσούσα της πείνας, για την ακρίβεια. Όμως αυτό το επακόλουθο δε μου ήταν άγνωστο και υπήρχε άφθονο φαγητό στο ψυγείο.
νί Κατέβηκα στο ισόγειο σιγά σιγά, με το κεφάλι μου ακόμα γεμάτο εικόνες -ένας ερωδιός με διαπεραστικά γαλανά μάτια να πετάει ανάποδα, τα χαμογελαστά άλογα, τα μεγάλα σαν βάρκες βατραχοπέδιλα στα πόδια του μπαμπά- και δεν μπήκα στον κόπο να ανάψω τα φώτα του καθιστικού. Δεν υπήρχε ανάγκη· τον Απρίλιο μπορού-
σα πια να βρίσκω το δρόμο μου από τη βάση της σκάλας μέχρι την κουζίνα ακόμα και μέσα στο πιο πηχτό σκοτάδι. Είχα πλέον κάνει δικό μου το μοναχικό σπίτι μ' εκείνο το πιγούνι που ξεπρόβαλλε πάνω από την άκρη του νερού, και παρ' όλα όσα συνέβαιναν δεν μπορούσα καν να φανταστώ να το εγκαταλείψω. Είχα φτάσει στη μέση του δωματίου, όταν κοίταξα μέσα από το δωμάτιο Φλόριντα τον Κόλπο και κοκάλωσα. Αγκυροβολημένο εκεί, όχι περισσότερο από εκατό μέτρα απ' την ακτή, μέσα στο φως ενός φεγγαριού στο τελευταίο τέταρτο κι ενός εκατομμυρίου άστρων, είδα το Περς. Τα πανιά του ήταν μαζεμένα, αλλά σχοινένια δίχτυα κρέμονταν σακουλιασμένα από τα αρχαία κατάρτια του σαν ιστοί αράχνης. Τα σάβανα, σκέφτηκα. Αυτά είναι τα σάβανά του. Σκαμπανέβαζε σαν το σαπισμένο παιχνίδι ενός από καιρό πεθαμένου παιδιού. Τα καταστρώματα ήταν άδεια, απ' όσο μπορούσα να δω -και από ζωή και από κειμήλια-, αλλά ποιος ήξερε τι μπορεί να κρυβόταν στα σωθικά του; Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Την ίδια στιγμή που το συνειδητοποίησα αυτό, συνειδητοποίησα και το λόγο: είχα πάψει να ανασαίνω. Είπα στον εαυτό μου να εισπνεύσει, αλλά για μια τρομακτική στιγμή τίποτα δε συνέβη. Το στήθος μου παρέμεινε επίπεδο σαν σελίδα μέσα σ' ένα κλειστό βιβλίο. Όταν επιτέλους ανασηκώθηκε, άκουσα ένα ρόγχο. Ήμουν εγώ, που αγωνιζόμουν να συνεχίσω να ζω και να διατηρήσω τις αισθήσεις μου. Έβγαλα τον αέρα που είχα μόλις βάλει μέσα στα πνευμόνια μου και εισέπνευσα άλλη μια φορά, λίγο πιο άνετα. Μαύρες κηλίδες μαζεύτηκαν μπροστά απ' τα μάτια μου μες στο σκοτάδι κι ύστερα έσβησαν. Περίμενα να συμβεί το ίδιο και με το πλοίο έξω απ' το παράθυρο -το δίχως άλλο ήταν μόνο μια παραίσθηση-, αλλά εκείνο συνέχισε να είναι εκεί, ένα σκαρί με ίσως τριάντα πέντε μέτρα μήκος και λίγο λιγότερο από το μισό φάρδος. Σκαμπανέβαζε πάνω στα κύματα. Και λικνιζόταν λίγο πέρα δώθε. Το μπομπρέσο του κουνιόταν σαν δάχτυλο, μοιάζοντας να λέει Ουουου, κακέ άντρα, ετοιμάσου να πληρώσεις αυτή τη φο... Χαστούκισα τον εαυτό μου με αρκετή δύναμη ώστε να δακρύσει το αριστερό μου μάτι, αλλά το πλοίο ήταν ακόμα εκεί. Συνειδητοποίησα ότι αν ήταν εκεί -πραγματικά εκεί-, τότε κι ο Τζακ θα μπορούσε να το δει από την προβλήτα του Παλάσιο. Υπήρχε ένα τηλέφωνο στην άλλη άκρη του καθιστικού, αλλά από το σημείο
που στεκόμουν, εκείνο στον πάγκο της κουζίνας ήταν πιο κοντά. Και είχε το πλεονέκτημα να βρίσκεται κάτω ακριβώς από τους διακόπτες που άναβαν τα φώτα. Ήθελα φως, ιδιαίτερα εκείνους τους καλούς, δυνατούς λαμπτήρες φθορισμού που υπήρχαν στην κουζίνα. Βγήκα πισωπατώντας από το καθιστικό, χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από το πλοίο, και χτύπησα και τους τρεις διακόπτες με την ανάστροφη του χεριού μου. Τα φώτα άναψαν, και μέσα στην έντονη, πραγματιστική τους λάμψη έπαψα να βλέπω το Περς -δεν μπορούσα να δω τίποτα έξω από το δωμάτιο Φλόριντα. Πήγα να σηκώσω το ακουστικό, ύστερα σταμάτησα. Υπήρχε ένας άντρας στην κουζίνα μου. Στεκόταν πλάι στο ψυγείο μου. Φορούσε μουσκεμένα κουρέλια που ίσως κάποτε να ήταν ένα μπλουτζίν παντελόνι κι ένα πουλόβερ με λαιμόκοψη χαμόγελο. Ένα σκουροπράσινο στρώμα, μάλλον από βρύα, σκέπαζε το λαιμό, τα μάγουλα, το μέτωπο και τους πήχεις των χεριών του. Η δεξιά πλευρά του κρανίου του ήταν γουβιασμένη. Οστέινες πλάκες σαν πέταλα λουλουδιού προεξείχαν μέσα από τη μάζα των ίσιων μαλλιών του. Το ένα του μάτι -το δεξί- έλειπε. Ό,τι απέμενε ήταν μια σπογγώδης κόγχη. Το άλλο είχε ένα αλλόκοσμο, απειλητικό ασημένιο χρώμα, που δε θα μπορούσες να το βρεις ποτέ σε μάτι ανθρώπου. Τα πόδια του ήταν γυμνά, πρησμένα, μπλαβιά και πληγιασμένα τόσο που φαινόταν το κόκαλο στους αστραγάλους. Μου χαμογέλασε, τα χείλη του χώρισαν καθώς τραβιούνταν πίσω, αποκαλύπτοντας δυο σειρές κίτρινα δόντια φυτεμένα σε παλιά μαύρα ούλα. Ύψωσε το δεξί του χέρι και στον καρπό του είδα κάτι που υπέθεσα πως ήταν ένα ακόμα κειμήλιο από το Περς. Ήταν μια χειροπέδα. Ο ένας παλιός και σκουριασμένος κρίκος ήταν κλεισμένος γύρω από τον καρπό του πλάσματος. Ο άλλος κρεμόταν ανοιχτός σαν χαλαρό σαγόνι.· Ο άλλος ήταν για μένα. Το πλάσμα έβγαλε έναν τρεμουλιαστό συριστικό ήχο, ίσως τον μόνο που μπορούσαν να παραγάγουν οι σαπισμένες φωνητικές του χορδές, κι άρχισε να με πλησιάζει κάτω από το έντονο, πραγματιστικό φως των λαμπτήρων φθορισμού. Άφηνε αποτυπώματα πάνω στο παρκέ. Έριχνε σκιά. Άκουσα έναν ανεπαίσθητο τριγμό και πρόσεξα ότι φορούσε μια μουλιασμένη δερμάτινη ζώνη -φθαρμένη, αλλά που για την ώρα ακόμα άντεχε. Μια αλλόκοτη παράλυση είχε καταλάβει το κορμί μου. Είχα
συναίσθηση του τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα να τρέξω, μόλο που καταλάβαινα ποιον προορισμό είχε εκείνη η ανοιχτή χειροπέδα και τι ήταν αυτό το πράγμα εμπρός μου: ένα μίνι απόσπασμα βίαιης ναυτολόγησης. Θα με μάγκωνε και θα με πήγαινε στη φρεγάτα ή τη σκούνα ή την μπαρκομπέστια, ή ό,τι διάβολο κι αν ήταν τέλος πάντων εκείνο το σαπιοκάραβο που περίμενε εκεί έξω. Θα γινόμουν κι εγώ ένας από το πλήρωμα. Κι ενώ μπορεί να μην υπήρχαν αγοράκια που να μάθαιναν την τέχνη του ναυτικού πάνω στο Περς, είχα την εντύπωση ότι υπήρχαν τουλάχιστον δυο κοριτσάκια, που το ένα λεγόταν Τέσι και το άλλο Λο-Λο. Πρέπει να τρέξεις. Τουλάχιστον χτυπά τον με το τηλέφωνο, για όνομα του Θεού! Όμως δεν μπορούσα. Ήμουν σαν ένα πουλί που το είχε υπνωτίσει ένα φίδι. Το περισσότερο που κατάφερα ήταν να κάνω ένα μουδιασμένο βήμα προς τα πίσω μέσα στο καθιστικό... ύστερα άλλο ένα... ύστερα ένα τρίτο. Τώρα είχα ξαναβρεθεί μες στο σκοτάδι. Το πλάσμα στεκόταν στην είσοδο της κουζίνας, με το λευκό φως των λαμπτήρων φθορισμού να πέφτει πάνω στο υγρό και σαπισμένο πρόσωπο του και να ρίχνει τη σκιά του πάνω στο χαλί του καθιστικού. Ακόμα χαμογελούσε. Σκέφτηκα να κλείσω τα μάτια μου και να προσπαθήσω να το κάνω να εξαφανιστεί με τη δύναμη της θέλησής μου, αλλά δε θα πετύχαινε· ένιωθα στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά του, σαν κάδου απορριμμάτων πίσω από ένα εστιατόριο που ειδικεύεται στο ψάρι. Και... «Ώρα να πηγαίνουμε, Έντγκαρ». ...μπορούσε να μιλάει, τελικά. Οι λέξεις ήταν παραμορφωμένες αλλά κατανοητές. Έκανε ένα ακόμα βήμα μέσα στο καθιστικό. Εγώ έκανα άλλο ένα από τα μουδιασμένα βήματά μου προς τα πίσω, γνωρίζοντας στο βάθος της καρδιάς μου πως δε θα ωφελούσε, πως δεν ήταν αρκετό αντιστάθμισμα, πως όταν θα κουραζόταν να παίζει απλά θα χιμούσε και θα έκλεινε εκείνη τη σιδερένια χειροπέδα γύρω απ' τον καρπό μου και θα μ' έσερνε, αψηφώντας τα ουρλιαχτά μου, μέχρι το νερό, μέχρι το caldo largo, κι ο τελευταίος ήχος που θα άκουγα από τον κόσμο των ζωντανών θα ήταν το άλεσμα των κοχυλιών που σιγανοκουβέντιαζαν κάτω από το σπίτι. Ύστερα το νερό θα σκέπαζε τα μάτια μου. Έκανα άλλο ένα βήμα πίσω παρ' όλα αυτά, χωρίς να είμαι καν
βέβαιος ότι κατευθυνόμουν προς την πόρτα, απλά ελπίζοντας, ύστερα άλλο ένα... και τότε ένα χέρι έπεσε στον ώμο μου. Ούρλιαξα. vii «Τι διάβολο είναι αυτό;» ψιθύρισε στο αυτί μου ο Γουάιρμαν. «Δεν ξέρω», είπα μέσα από ένα αναφιλητό. Έκλαιγα από φόβο. «Ή, μάλλον, ξέρω. Ξέρω. Κοίταξε έξω στον Κόλπο, Γουάιρμαν». «Δεν μπορώ. Δεν τολμώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του». Όμως τώρα το πράγμα στην είσοδο της πόρτας είχε δει τον Γουάιρμαν -τον Γουάιρμαν που είχε μπει από την ανοιχτή πόρτα όπως ακριβώς είχε κάνει κι αυτό, τον Γουάιρμαν που είχε καταφθάσει σαν το ιππικό σε ένα γουέστερν με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν- και είχε σταματήσει τρία βήματα μέσα από την πόρτα του καθιστικού, με το κεφάλι ελαφρά χαμηλωμένο και τη χειροπέδα να ταλαντεύεται μπρος πίσω από το απλωμένο του χέρι. «Χριστέ μου», είπε ο Γουάιρμαν. «Εκείνο το πλοίο! Εκείνο στους πίνακές σου!» «Φύγε», είπε το πράγμα. «Δε θέλουμε εσένα. Φύγε και θα ζήσεις». «Λέει ψέματα», ψιθύρισα. «Πες μου κάτι που δεν ξέρω», είπε ο Γουάιρμαν κι ύστερα ύψωσε τη φωνή του. Στεκόταν ακριβώς πίσω μου και λίγο έλειψε να μου σπάσει τα τύμπανα των αυτιών. «Φύγε! Είσαι ανεπιθύμητος εδώ!» Ο πνιγμένος νεαρός άντρας δεν αποκρίθηκε τίποτα, αλλά ήταν τόσο σβέλτος όσο φοβόμουν. Τη μια στιγμή στεκόταν μόλις τρία βήματα μέσα από την πόρτα του καθιστικού. Την επόμενη βρέθηκε εμπρός μου, σχεδόν χωρίς να καταλάβω πώς διέσχισε τη μεταξύ μας απόσταση. Η μυρωδιά του -σαπίλα, φύκια και ψόφια ψάρια που αλλοιώνονται και γίνονται πολτός μέσα στον ήλιο- δυνάμωσε κι έγινε αφόρητη- Ένιωσα τα δάχτυλά του, κρύα σαν τον πάγο, να αδράχνουν τον πήχη του χεριού μου, και φώναξα από έκπληξη και τρόμο. Όχι από το κρύο, αλλ' από το πόσο μαλακά ήταν. Πόσο νερουλιασμένα. Εκείνο το ένα και μοναδικό ασημένιο μάτι με κοίταξε επίμονα, σαν να ήθελε να τρυπήσει το κεφάλι μου, και για μια
στιγμή ένιωσα το μυαλό μου να γεμίζει με απόλυτο σκοτάδι. Ύστερα η χειροπέδα έκλεισε γύρω από τον καρπό μου με μια σταθερή, δυνατή κλαγγή. «Γουάιρμαν!» φώναξα, αλλά ο Γουάιρμαν δεν ήταν πια εκεί. Έτρεχε ν' απομακρυνθεί από κοντά μου, διασχίζοντας το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο πνιγμένος άντρας κι εγώ ήμασταν πια αλυσοδεμένοι με τη χειροπέδα. Άρχισε να με σέρνει προς την πόρτα. viii Ο Γουάιρμαν επέστρεψε τη στιγμή ακριβώς που ο νεκρός άντρας ετοιμαζόταν να με τραβήξει έξω από το κατώφλι. Κρατούσε στο χέρι του κάτι που έμοιαζε με εγχειρίδιο χωρίς μύτη. Για μια στιγμή νόμισα ότι ήταν ένα από τα ασημένια καμάκια, αλλ' αυτό ήταν απλώς ένας ευσεβής πόθος· τα ασημένια καμάκια βρίσκονταν επάνω, μαζί με το κόκκινο καλάθι του πικνίκ. «Ε!» είπε. «Ε, εσύ! Ναι, α' εσένα μιλάω! Cojudo deputa madre!*» To κεφάλι του δεσμώτη μου γύρισε προς το μέρος του σβέλτα σαν το κεφάλι φιδιού που ετοιμάζεται να επιτεθεί. Ο Γουάιρμαν ήταν σχεδόν εξίσου γρήγορος. Κρατώντας το αμβλύ αντικείμενο και με τα δυο του χέρια, το έμπηξε στο πρόσωπο του πνιγμένου άντρα, πετυχαίνοντάς τον ακριβώς πάνω από την κόγχη του δεξιού ματιού. Εκείνος άφησε μια στριγκλιά που την ένιωσα να μου διαπερνάει το κεφάλι σαν θραύσματα γυαλιού. Είδα τον Γουάιρμαν να μορφάζει και να πισωπατάει τρεκλίζοντας· τον είδα να προσπαθεί να κρατήσει το όπλο του κι ύστερα να το αφήνει να πέσει στο γεμάτο άμμο πάτωμα της εισόδου. Αλλά δεν πείραζε πια. Ο νεκροζώντανος άντρας, που μέχρι τότε έμοιαζε τόσο αληθινός, χάθηκε στην ανυπαρξία χωρίς ούτε ένα ίχνος. Ένιωσα και τη χειροπέδα γύρω από τον καρπό μου να χάνει τη στερεότητά της. Μπορούσα να τη δω γι' ακόμα μια στιγμή, κι ύστερα ήταν απλώς νερό που στάλαζε πάνω στα αθλητικά παπούτσια μου και στο χαλί. Μια μεγάλη υγρή κηλίδα είχε σχηματιστεί εκεί που στεκόταν ο δαίμονας-ναύτης. Ένιωσα μια παχύρρευστη ζέστη πάνω στο πρόσωπο μου και * Ηλίθιε πουτάνας γιε! (Σ.τ.Μ.)
σκούπισα το αίμα από τη μύτη και το πάνω χείλος μου. Ο Γουάιρμαν είχε σκοντάψει σε ένα πουφ. Τον βοήθησα να σηκωθεί κι είδα ότι και η δική του μύτη αιμορραγούσε. Αίμα κυλούσε επίσης στο πλάι του λαιμού του από το αριστερό του αυτί. Λιγόστευε κι ανάβλυζε πάλι με τους γοργούς χτύπους της καρδιάς του. «Χριστέ μου, εκείνο το ουρλιαχτό», είπε. «Τα μάτια μου δακρύζουν και τα αυτιά μου βουίζουν σαν καταραμένα. Με ακούς, Έντγκαρ;» «Ναι», είπα. «Είσαι καλά;» «Αν εξαιρέσουμε ότι νομίζω πως μόλις είδα ένα νεκρό παλικαρά να γίνεται καπνός μπροστά στα μάτια μου; Υποθέτω πως ναι». Έσκυψε, σήκωσε το αμβλύ κυλινδρικό αντικείμενο από το πάτωμα και το φίλησε. «Ας δοξάσουμε το Θεό για τα πιτσιλωτά πράγματα, όπως λέει κι ο ποιητής», είπε και γέλασε τρανταχτά. «Ακόμα κι όταν δεν είναι πιτσιλωτά». Ήταν ένα κηροπήγιο. Η άκρη όπου έπρεπε να βάζεις το κερί είχε μαυρίσει, σαν να είχε αγγίξει κάτι πολύ καυτό αντί για κάτι κρύο και υγρό. «Υπάρχουν κεριά σε όλα τα σπίτια που νοικιάζει η μις Ίστλεϊκ, γιατί οι διακοπές ρεύματος σ' αυτό το μέρος είναι πολύ συχνές», είπε ο Γουάιρμαν. «Έχουμε μια γεννήτρια στο μεγάλο σπίτι, αλλά τα υπόλοιπα, ακόμα και αυτό εδώ, είναι καταδικασμένα να τη βγάζουν με το φως των κεριών. Όμως, αντίθετα από τα μικρότερα σπίτια, αυτό εδώ έχει κηροπήγια από το μεγάλο σπίτι, τα οποία τυχαίνει να είναι φτιαγμένα από ασήμι». «Και το θυμήθηκες αυτό», είπα. Θαύμασα, μάλλον. Σήκωσε τους ώμους και κοίταξε τον Κόλπο. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω εκτός από το φεγγαρόφωτο και την αστροφεγγιά πάνω στο νερό. Για την ώρα, τουλάχιστον. Ο Γουάιρμαν μ' έπιασε από τον καρπό. Τα δάχτυλά του αγκάλιασαν το σημείο όπου πριν λίγο είχε κλείσει η χειροπέδα και η καρδιά μου αναπήδησε. «Τι;» είπα, καθώς δε μου άρεσε ο καινούριος φόβος που είδα στο πρόσωπο του. «Ο Τζακ», είπε. «Ο Τζακ είναι μόνος στο Παλάσιο». Πήραμε το αυτοκίνητο του Γουάιρμαν. Μες στην τρομάρα μου, δεν είχα προσέξει το φως των προβολέων ούτε το είχα ακούσει να σταματάει δίπλα στο δικό μου.
Ο Τζακ ήταν καλά. Είχαν τηλεφωνήσει μερικοί παλιοί φίλοι της Ελίζαμπεθ, αλλά το τελευταίο τηλεφώνημα είχε γίνει γύρω στις εννιά παρά τέταρτο, μιάμιση ώρα πριν ορμήσουμε εμείς μέσα, γεμάτοι αίματα και με αγριεμένο βλέμμα, με τον Γουάιρμαν να κραδαίνει ακόμα το κηροπήγιο. Δεν είχαν υπάρξει ανεπιθύμητοι επισκέπτες στο Παλάσιο και ο Τζακ δεν είχε δει το πλοίο που είχε αγκυροβολήσει για λίγο στον Κόλπο, παραέξω από το Μεγάλο Ροζ. Ο Τζακ έτρωγε ποπκόρν ψημένο στο φούρνο μικροκυμάτων και έβλεπε τον Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς από μια παλιά βιντεοταινία. Άκουσε την ιστορία μας με ολοένα μεγαλύτερη έκπληξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να την πιστέψει- στο κάτω κάτω, ανήκε σε μια γενιά που είχε μεγαλώσει με σίριαλ όπως το X-Files και το Lost. Εξάλλου, ταίριαζε με όσα του είχαμε διηγηθεί πριν. Όταν τελειώσαμε, πήρε το κηροπήγιο από τον Γουάιρμαν και εξέτασε την άκρη του, που έμοιαζε σαν το νήμα πυρακτώσεως σε μια καμένη ηλεκτρική λυχνία. «Γιατί δεν ήρθε σ' εμένα;» απόρησε. «Ήμουν μόνος και τελείως απροετοίμαστος». «Δε θέλω να σε θίξω», είπα, «αλλά δε νομίζω ότι αποτελείς ακριβώς προτεραιότητα για όποιον κι αν είναι αυτός που κινεί τα νήματα σ' αυτή την ιστορία». Ο Τζακ κοιτούσε το στενόμακρο κόκκινο σημάδι στον καρπό μου. «Έντγκαρ, εδώ είναι που...» Έγνεψα καταφατικά. «Γαμώτο», είπε μέσα από τα δόντια του. «Ανακάλυψες τι συμβαίνει;» με ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Αν αυτή έστειλε εκείνο το πράγμα να σου επιτεθεί, πρέπει να νομίζει ότι το ανακάλυψες ή ότι τουλάχιστον είσαι κοντά». «Δε νομίζω ότι θα μάθει ποτέ κανείς όλες τις λεπτομέρειες», είπα, «αλλά ξέρω ποιος ήταν αυτός ο δαίμονας όταν ζούσε». «Ποιος;» Ο Τζακ με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Στεκόμασταν όρθιοι στην κουζίνα και κρατούσε ακόμα στα χέρια του το κηροπήγιο. Τώρα το άφησε παράμερα πάνω στον πάγκο. «Ο Έμερι Πόλσον. Ο σύζυγος της Αντριάνα Ίστλεϊκ. Επέστρεψαν από την Ατλάντα για να βοηθήσουν στην έρευνα όταν χάθηκαν
η Τέσι και η Λόρα, μέχρις εδώ όσα νομίζαμε ήταν σωστά, αλλά δεν ξανάφυγαν ποτέ από το Ντούμα Κη. Η Περς φρόντισε γι' αυτό». χ Πήγαμε στο σαλόνι όπου είχα πρωτοσυναντήσει την Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ. Το μακρόστενο, χαμηλό τραπέζι ήταν ακόμα εκεί, αλλά τώρα ήταν άδειο. Η λουστραρισμένη επιφάνειά του μου φάνηκε μια εύστοχη παρωδία της ανθρώπινης ζωής. «Πού είναι;» ρώτησα τον Γουάιρμαν. «Πού είναι οι πορσελάνες της; Πού είναι το Χωριό;» «Τα έβαλα όλα σ' ένα κουτί και τα πήγα στη βεράντα του μπάρμπεκιου», είπε, δείχνοντας αόριστα προς κάποιο σημείο του σπιτιού. «Χωρίς κανέναν πραγματικό λόγο, απλά... Απλά δεν μπορούσα... muchacho, θα ήθελες λίγο πράσινο τσάι; Ή μια μπίρα;» Ζήτησα νερό. Ο Τζακ είπε πως θα έπινε μια μπίρα, αν ήταν εύκολο. Ο Γουάιρμαν πήγε να τα φέρει. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το διάδρομο πριν βάλει τα κλάματα. Έκλαιγε με μεγάλα δυνατά αναφιλητά, από εκείνα που δεν μπορείς να πνίξεις όσο κι αν προσπαθείς. Ο Τζακ κι εγώ κοιταχτήκαμε κι ύστερα κοιτάξαμε αλλού. Δεν είπαμε τίποτα. xi Έλειψε πολύ περισσότερο απ' όσο χρειάζεται συνήθως για να φέρεις δυο κουτάκια μπίρα κι ένα ποτήρι νερό, αλλά όταν επέστρεψε είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Συγνώμη», είπε. «Δε μου τυχαίνει συχνά να χάνω κάποιον που αγαπάω και να μπήγω ένα κηροπήγιο στη μούρη ενός βαμπίρ μέσα στην ίδια βδομάδα. Συνήθως συμβαίνει είτε το ένα είτε το άλλο». Σήκωσε τους ώμους σε μια προσπάθεια να δείξει ανέμελος. Δεν τα κατάφερε, αλλά έπρεπε να του αναγνωρίσω ότι είχε προσπαθήσει. «Δεν είναι βαμπίρ», είπα. «Τότε τι είναι;» ρώτησε. «Γίνε πιο επεξηγηματικός». «Μπορώ να σου πω μόνο ό,τι μου είπαν οι ζωγραφιές της. Δεν
πρέπει να ξεχνάς πως, όσο ταλέντο και αν είχε, ήταν ακόμα μόνο ένα παιδί». Κοντοστάθηκα, ύστερα κούνησα το κεφάλι μου. «Ούτε καν αυτό. Ουσιαστικά δεν ήταν παρά ένα μωρό. Η Περς ήταν... Υποθέτω ότι θα μπορούσες να πεις ότι η Περς ήταν το πνεύμα-οδηγός της». Ο Γουάιρμαν άνοιξε την μπίρα του, ρούφηξε μια γουλιά κι ύστερα έσκυψε μπροστά. «Και στη δική σου περίπτωση; Είναι και για σένα η Περς το πνεύμα-οδηγός σου; Επιτείνει και το δικό σου έργο;» «Ασφαλώς», είπα. «Έχει δοκιμάσει τα όρια των ικανοτήτων μου και τα έχει επεκτείνει -είμαι σίγουρος ότι αυτόν το σκοπό είχε το σχέδιο με τον Κάντι Μπράουν. Και διαλέγει τα θέματά μου. Αυτό συνέβη με τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο». «Και οι υπόλοιποι πίνακές σου;» ρώτησε ο Τζακ. «Ως επί το πλείστον είναι δικοί μου, νομίζω. Μερικοί, όμως...» Σταμάτησα, καθώς μια τρομερή υποψία είχε γεννηθεί ξαφνικά στο μυαλό μου. Πήγα ν' αφήσω το ποτήρι μου και λίγο έλειψε να το ρίξω κάτω. «Ω Χριστέ μου». «Τι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» «Πρέπει να φέρεις τη μικρή κόκκινη ατζέντα σου με τα τηλέφωνα. Τώρα». Πήγε, την έφερε κι ύστερα μου έδωσε το ασύρματο τηλέφωνο. Κάθισα μερικές στιγμές με τη συσκευή στην αγκαλιά μου, μη όντας βέβαιος σε ποιον έπρεπε να τηλεφωνήσω πρώτα. Ύστερα αποφάσισα. Όμως υπάρχει ένας κανόνας της σύγχρονης ζωής ακόμα πιο απαρέγκλιτος από εκείνον που λέει ότι δε βρίσκεται ποτέ πρόχειρος ένας αστυνομικός όταν τον χρειάζεσαι: όταν πραγματικά χρειάζεσαι να μιλήσεις με ένα ανθρώπινο ον, σου απαντάει πάντα ο τηλεφωνητής. Αυτό ακριβώς συνέβη όταν τηλεφώνησα στα σπίτια του Ντάριο Νανούτσι, του Τζίμι Γιοσίντα και της Άλις Οκόιν. «Γαμώτο!» φώναξα, πατώντας το κουμπί της διακοπής κλήσης με τον αντίχειρά μου όταν η ηχογραφημένη φωνή της Άλις άρχισε να λέει «Λυπάμαι, δεν είμαι εδώ για να απαντήσω στο τηλεφώνημά σας αυτή τη στιγμή, αλλά...» «Πιθανώς γιορτάζουν ακόμα την επιτυχία σου», είπε ο Γουάιρμαν. «Δώσε τους χρόνο, amigo, και τα πράγματα θα επιστρέψουν στο συνηθισμένο τους ρυθμό».
«Δεν έχω χρόνο!» αποκρίθηκα. «Γαμώτο! Σκατά! Γαμώτο/» Ακούμπησε το χέρι του στο δικό μου και μίλησε με τόνο κατευναστικό. «Τι συμβαίνει, Έντγκαρ; Τι δεν πάει καλά;» «Οι πίνακες είναι επικίνδυνοι! Ίσως όχι όλοι, αλλά κάποιοι, σίγουρα!» Το σκέφτηκε λίγο κι έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Ας δούμε την κατάσταση με ψυχραιμία. Οι πιο επικίνδυνοι πιθανώς είναι εκείνοι της σειράς Κορίτσι και Πλοίο, σωστά;» «Ναι. Είμαι βέβαιος ότι έτσι συμβαίνει». «Είναι σχεδόν σίγουρο ότι βρίσκονται ακόμα στην γκαλερί, περιμένοντας να κορνιζαριστούν και να αποσταλούν στους αγοραστές τους». Να αποσταλούν. Θεέ και Κύριε, να αποσταλούν. Αυτό ακριβώς έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. «Δεν μπορώ ν' αφήσω να συμβεί αυτό». «Muchacho, εκείνο που δεν πρέπει ν' αφήσεις να συμβεί είναι να σου αποσπάσουν την προσοχή τέτοια δευτερεύοντα θέματα». Δεν καταλάβαινε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου δευτερεύον θέμα. Ότι αυτό θα έδινε στην Περς τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει το αποτρόπαιο έργο της όποτε ήθελε. Όμως η Περς χρειαζόταν βοήθεια. Βρήκα τον αριθμό της Σκότο και τον κάλεσα. Σκέφτηκα ότι υπήρχε μια ελάχιστη πιθανότητα να έβρισκα κάποιον εκεί, ακόμα και στις έντεκα παρά τέταρτο, το επόμενο βράδυ από τη μεγάλη φιέστα. Αλλά ο απαρέγκλιτος κανόνας επαληθεύτηκε γι' άλλη μια φορά, και μου απάντησε κι εδώ ο τηλεφωνητής. Περίμενα ανυπόμονα, ύστερα πάτησα το 9 για ν' αφήσω ένα μήνυμα προς όλους. «Ακούστε, παιδιά», είπα, «είμαι ο Έντγκαρ. Δε θέλω να στείλετε κανέναν από τους πίνακες και τα σχέδια μέχρι να σας πω εγώ, εντάξει; Ούτε έναν. Απλά καθυστερήστε το για μερικές μέρες. Πείτε όποια δικαιολογία χρειάζεται, αλλά κάντε το. Σας παρακαλώ. Είναι πολύ σημαντικό». Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Γουάιρμαν. «Θα το κάνουν;» «Λαμβανομένης υπόψη της αποδεδειγμένης κερδοφορίας σου; Οπωσδήποτε. Και απλώς γλίτωσες από μια μακρά, περίπλοκη συζήτηση. Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στο...» «Όχι ακόμα». Η οικογένεια και οι φίλοι μου ήταν οι πιο πιθανοί
στόχοι, και το γεγονός ότι είχαν αναχωρήσει προς διαφορετικούς προορισμούς δε μου πρόσφερε καμιά παρηγοριά. Η Περς είχε ήδη δείξει πόσο μακριά έφτανε η δύναμή της. Κι εγώ είχα παρέμβει στα σχέδιά της. Είχα την εντύπωση ότι είχε θυμώσει μαζί μου ή ότι με φοβόταν, ή και τα δύο. Η αρχική μου παρόρμηση ήταν να τηλεφωνήσω στην Παμ, αλλά ύστερα θυμήθηκα αυτό που μόλις είχε πει ο Γουάιρμαν και σκέφτηκα να γλιτώσω από ακόμα μια μακρά, περίπλοκη συζήτηση. Συμβουλεύτηκα τη δική μου αναξιόπιστη μνήμη αντί για την ατζέντα του Γουάιρμαν... και για μια φορά, υπό πίεση, λειτούργησε σωστά. Αλλά θα μου απαντήσει ο τηλεφωνητής του, σκέφτηκα. Και έτσι έγινε, αλλά στην αρχή δεν το κατάλαβα. «Γεια σου, Έντγκαρ». Η φωνή του Τομ Ράιλι, αλλά όχι η φωνή του Τομ. Ήταν νεκρωμένη από κάθε συναίσθημα. Φταίνε τα φάρμακα που παίρνει, σκέφτηκα... παρ' όλο που δεν είχα ακούσει εκείνη την απονέκρωση στη Σκότο. «Τομ, άκουσε και μην πεις τίποτ...» Όμως η φωνή συνέχισε. Εκείνη η νεκρή φωνή. «Θα σε σκοτώσει, ξέρεις. Εσένα κι όλους τους φίλους σου. Όπως σκότωσε κι εμένα. Μόνο που εγώ είμαι ακόμα ζωντανός». Ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. «Έντγκαρ!» είπε ανήσυχα ο Γουάιρμαν. «Έντγκαρ, τι συμβαίνει;» «Σκασμός», είπα. «Πρέπει να ακούσω». Το μήνυμα φάνηκε να έχει τελειώσει, αλλ' άκουγα ακόμα την ανάσα του. Μια αργή, κοφτή αναπνοή, που ταξίδευε μέχρι τα αυτιά μου από τη Μινεσότα μέσα από την τηλεφωνική γραμμή. Ύστερα άρχισε πάλι να μιλάει. «Είναι καλύτερα να είναι κανείς νεκρός», είπε. «Τώρα πρέπει να πάω και να σκοτώσω την Παμ». «Τομ!» φώναξα στον τηλεφωνητή. «Τομ, ξύττναί» «Αφού πεθάνουμε, θα παντρευτούμε. Ο γάμος θα γίνει πάνω σ' ένα πλοίο. Μου το υποσχέθηκε αυτή». «Τομ!» Ο Γουάιρμαν και ο Τζακ είχαν κολλήσει τ' αυτιά τους στο ακουστικό, αδράχνοντας ο ένας το μπράτσο μου κι ο άλλος το κολόβωμά μου. Ούτε που το πρόσεξα. Και μετά:
«Αφήστε ένα μήνυμα μετά από το χαρακτηριστικό ήχο». Ο χαρακτηριστικός ήχος ακούστηκε κι ύστερα η γραμμή βουβάθηκε. Δεν έκλεισα το τηλέφωνο· μου έπεσε από τα χέρια. Στράφηκα στον Γουάιρμαν. «Ο Τομ Ράιλι έχει πάει να σκοτώσει τη γυναίκα μου», είπα. Και πρόσθεσα, μόλο που ένιωθα σαν να μην το έλεγα εγώ: «Ίσως και να το έχει ήδη κάνει».
xii Ο Γουάιρμαν δε ζήτησε εξηγήσεις, μου είπε μόνο να της τηλεφωνήσω. Ξανάβαλα το τηλέφωνο στο αυτί μου, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό. Ο Γουάιρμαν μου τον διάβασε, αλλά δεν μπορούσα να τον πληκτρολογήσω- για πρώτη φορά ύστερα από βδομάδες, το σακατεμένο μάτι μου είχε σκεπαστεί πάλι από ένα κόκκινο πέπλο. Ο Τζακ πήρε τον αριθμό για μένα. Στάθηκα εκεί και άκουγα το τηλέφωνο να καλεί στο Μεντότα Χάιτς, περιμένοντας ν' ακούσω τη ζωηρή, απρόσωπη φωνή της Παμ στον τηλεφωνητή -ένα μήνυμα που θα έλεγε ότι βρισκόταν στη Φλόριντα και ότι θα απαντούσε στο τηλεφώνημά μου το συντομότερο δυνατό. Της Παμ που δεν ήταν πια στη Φλόριντα, αλλά που μπορεί να κειτόταν νεκρή στο πάτωμα της κουζίνας, με τον Τομ Ράιλι πλάι της, επίσης νεκρό. Αυτή η εικόνα ήταν τόσο καθαρή, που μπορούσα να δω το αίμα πάνω στα ντουλάπια και στο μαχαίρι που κρατούσε ο Τομ, σ' ένα χέρι που σιγά σιγά κοκάλωνε από τη νεκρική ακαμψία. Το τηλέφωνο κάλεσε μία φορά... ύστερα δύο... ύστερα τρεις... την επόμενη φορά θα έμπαινε σε λειτουργία ο τηλεφωνητής. «Εμπρός;» Ήταν η Παμ. Ακουγόταν λαχανιασμένη. «Παμ!» φώναξα. «Ιησού Χριστέ, είσαι στ' αλήθεια εσύ; Απάντησέ μου!» «Έντγκαρ; Ποιος σου το είπε;» Ακουγόταν τελείως σαστισμένη. Κι εξακολουθούσε να είναι λαχανιασμένη. Ή μάλλον όχι. Ήξερα καλά αυτή τη φωνή της Παμ: ελαφρά βραχνιασμένη, όπως όταν είχε κρυώσει ή όταν...
«Παμ, έκλαιγες;» Κι ύστερα, με καθυστέρηση: «Ποιος μου είπε τι;» «Για τον Τομ Ράιλι», είπε. «Νόμιζα ότι μπορεί να ήσουν ο αδερφός του. Ή -Θεέ μου, δε θα το άντεχα- η μητέρα του». «Τι να μου πει για τον Τομ;» «Ήταν μια χαρά στο ταξίδι της επιστροφής», είπε, «γελούσε και μας έδειχνε συνέχεια το καινούριο του σχέδιο, έπαιζε χαρτιά στις πίσω θέσεις του αεροπλάνου με τον Κέιμεν και μερικούς άλλους». Τώρα άρχισε να κλαίει πραγματικά, με μεγάλους λυγμούς να παρεμβάλλονται ανάμεσα στα λόγια της σαν παράσιτα. Ήταν ένας δυσάρεστος ήχος, αλλά συγχρόνως και όμορφος. Γιατί ήταν ζωντανή. «Ήταν καλά. Και ύστερα, απόψε, αυτοκτόνησε. Οι εφημερίδες πιθανώς θα γράψουν ότι ήταν ατύχημα, αλλά ήταν αυτοκτονία. Έτσι λέει ο Μπόζι. Ο Μπόζι έχει ένα φίλο στην αστυνομία που του τηλεφώνησε και του το είπε, κι ύστερα αυτός τηλεφώνησε σ' εμένα. Ο Τομ έριξε το αυτοκίνητο του σε έναν τοίχο αντιστήριξης, με ταχύτητα εκατόν δέκα χιλιόμετρα την ώρα ή και περισσότερο. Δεν υπάρχουν σημάδια από ντεραπάρισμα. Συνέβη στην Εθνική Οδό 23, που σημαίνει ότι πιθανώς ερχόταν προς τα εδώ». Καταλάβαινα τα πάντα και δε χρειαζόμουν κανένα φασματικό χέρι για να μου πει τι είχε συμβεί. Ήταν κάτι που το είχε θελήσει η Περς, επειδή ήταν θυμωμένη μαζί μου. Απλά θυμωμένη; Έξω φρενών. Μόνο που ο Τομ είχε μια αναλαμπή λογικότητας -μια στιγμή θάρρους- και είχε κάνει μια αλλαγή στο δρομολόγιο, ρίχνοντας το αυτοκίνητο πάνω σ' έναν τσιμεντένιο όγκο. Ο Γουάιρμαν χειρονομούσε σαν τρελός μπροστά στο πρόσωπο μου, ζητώντας να του πω τι τρέχει. Έστρεψα το κεφάλι μου αλλού. «Πάντα, σου έσωσε τη ζωή». «Τι;» «Ξέρω πολύ καλά τι λέω», είπα. «Το σχέδιο που σας έδειχνε στο αεροπλάνο... ήταν ένα από τα δικά μου, σωστά;» «Ναι... ήταν τόσο περήφανος... Έντγκαρ, τι...» «Είχε τίτλο; Είχε κάποιον τίτλο αυτό το σχέδιο; Ξέρεις;» «Το είχες ονομάσει Καλημέρα. Όλο έλεγε, "Δε μοιάζει και πολύ με τα τοπία της Μινεσότα, αγαπητέ"... μιμούμενος τον τρόπο που μιλάνε στην Ανω Χερσόνησο του Μίσιγκαν...» Μια παύση, που δεν τη διέκοψα γιατί προσπαθούσα να σκεφτώ. Ύστερα: «Αυτό ήταν κάποιο αστείο μεταξύ σας. Σωστά;»
To Καλημέρα, σκεφτόμουν. Ναι, φυσικά. Το πρώτο σκίτσο που είχα κάνει στο Μεγάλο Ροζ ήταν επίσης ένα από τα επικίνδυνα. Και ο Τομ το είχε αγοράσει. Καταραμένη Καλημέρα. Ο Γουάιρμαν πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια μου, μαλακά αλλά σταθερά. «Παμ; Ο Γουάιρμαν είμαι. Ο Τομ Ράιλι είναι;...» Άκουσε λίγο κουνώντας το κεφάλι. Η φωνή του ήταν πολύ ήρεμη, πολύ καθησυχαστική. Ήταν μια φωνή που τον είχα ακούσει να χρησιμοποιεί με την Ελίζαμπεθ. «Εντάξει... ναι... ναι, ο Έντγκαρ είναι καλά, εγώ είμαι καλά, όλοι είμαστε καλά εδώ κάτω. Λυπούμαστε για τον κύριο Ράιλι, φυσικά. Μόνο που πρέπει να κάνεις κάτι για μας, και είναι πολύ σημαντικό. Θα σε βάλω στην ανοιχτή ακρόαση». Πάτησε ένα κουμπί που δεν είχα προσέξει πριν. «Είσαι ακόμα εκεί;» «Ναι...» Η φωνή της ακουγόταν κουρασμένη αλλά καθαρή. Και είχε αρχίσει να ανακτά τον αυτοέλεγχο της. «Πόσοι από τους φίλους και τους συγγενείς του Έντγκαρ αγόρασαν έργα του;» Το σκέφτηκε λίγο. «Κανένας από την οικογένεια δεν αγόρασε κάποιον πίνακα, είμαι βέβαιη γι' αυτό». Άφησα ένα στεναγμό ανακούφισης. «Νομίζω ότι κατά κάποιον τρόπο ήλπιζαν - ή ίσως περίμεναν, είναι η πιο σωστή λέξη- ότι κάποια στιγμή αργότερα... στα κατάλληλα γενέθλια, ή ίσως τα Χριστούγεννα...» «Καταλαβαίνω. Οπότε δεν πήραν τίποτα». «Δεν είπα αυτό. Και ο φίλος της Μελίντα αγόρασε ένα από τα σχέδια. Γιατί μου τα ρωτάς αυτά; Τι πρόβλημα έχουν οι πίνακες;» Ο Ρικ. Η καρδιά μου αναπήδησε. «Παμ, ο Έντγκαρ είμαι. Η Μελίντα και ο Ρικ πήραν το σχέδιο μαζί τους;» «Με όλα εκείνα τα αεροπλάνα που έπρεπε να αλλάξουν, περιλαμβανομένης και μιας υπερατλαντικής πτήσης; Ζήτησε να το κορνιζάρουν και να του το στείλουν. Νομίζω ότι η Μελίντα δεν το ξέρει. Ήταν ένα με λουλούδια, φτιαγμένο με χρωματιστά μολύβια». «Οπότε αυτό βρίσκεται ακόμα στη Σκότο». «Ναι». «Και είσαι σίγουρη ότι κανένας άλλος από την οικογένεια δεν αγόρασε έργα». Της χρειάστηκαν ίσως δέκα δευτερόλεπτα για να το σκεφτεί.
Δέκα δευτερόλεπτα μαρτυρίου. Τελικά είπε, «Όχι. Είμαι απολύτως βέβαιη». Το καλό που σον θέλω, Πάντα, σκέφτηκα. «Όμως ο Έιντζελ και η Έλεν Σλόμποτνικ αγόρασαν ένα. Γραμματοκιβώτιο με Λουλούδια νομίζω ότι το έχεις πει». Ήξερα για ποιο μιλούσε. Για την ακρίβεια, επιγραφόταν Γραμματοκιβώτιο με Ayριομαργαρίτες. Και είχα την εντύπωση ότι αυτό ήταν ακίνδυνο, είχα την εντύπωση ότι αυτή η ζωγραφιά ήταν κατά πάσα πιθανότητα αποκλειστικά δικό μου δημιούργημα, αλλ' ωστόσο... «Δεν το πήραν μαζί τους, έτσι;» «Όχι, γιατί θα πήγαιναν πρώτα οδικώς στο Ορλάντο και θα επέστρεφαν με αεροπλάνο από εκεί. Κι αυτοί ζήτησαν να τους το κορνιζάρουν και να το στείλουν». Τέρμα οι ερωτήσεις τώρα, μόνο απαντήσεις. Ακουγόταν νεότερη -σαν την Παμ που είχα παντρευτεί, εκείνη που μου κρατούσε τα λογιστικά βιβλία τον παλιό καιρό, πριν αρχίσει να δουλεύει για μένα ο Τομ. «Ο χειρουργός σου... δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του...» «Ο Τοντ Τζέιμισον». Το είπα αυτόματα. Αν είχα προσπαθήσει να σκεφτώ, δε θα το είχα θυμηθεί. «Ναι, αυτός. Αγόρασε κι αυτός έναν πίνακα, και κανόνισε να του τον στείλουν. Ήθελε έναν από εκείνους τους τρομακτικούς της σειράς Κορίτσι και Πλοίο, αλλά είχαν ήδη πουληθεί. Συμβιβάστηκε με ένα κοχύλι τρίτωνα που πλέει πάνω στο νερό». Το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει πρόβλημα. Όλα τα σουρεαλιστικά θα μπορούσαν να σημαίνουν πρόβλημα. «Ο Μπόζι αγόρασε δύο από τα σχέδια και ο Κέιμεν ένα. Η Κάθι Γκριν ήθελε να πάρει επίσης ένα, αλλά είπε ότι δεν το άντεχε η τσέπη της». Μια παύση. «Νομίζω ότι ο άντρας της είναι ελαφρώς χαμένο κορμί». Θα της είχα δώσει ένα, αν μου το είχε ζητήσει, σκέφτηκα. Ο Γουάιρμαν μίλησε πάλι. «Άκουσε τώρα, Παμ. Έχεις δουλειά να κάνεις». «Εντάξει». Με φωνή που διατηρούσε ακόμα λίγη βραχνάδα, αλλά αποφασιστική. Προσηλωμένη στη στιγμή. «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στον Μπόουζμαν και στον Κέιμεν. Αμέσως». «Εντάξει». «Πες τους να κάψουν εκείνα τα σχέδια».
Μια μικρή παύση, ύστερα: «Να κάψουν τα σχέδια, εντάξει, κατάλαβα». «Μόλις κλείσουμε το τηλέφωνο», παρενέβην εγώ. Λιγάκι ενοχλημένα: «Είπα, κατάλαβα, Έντγκαρ». «Πες τους ότι θα τους αποζημιώσω πληρώνοντας δυο φορές όσα έδωσαν για να τα αγοράσουν ή θα τους δώσω άλλα σχέδια, όποιο από τα δυο προτιμούν, αλλά αυτά τα σχέδια που έχουν τώρα στα χέρια τους δεν είναι ασφαλή. Δεν είναι ασφαλή. Το κατάλαβες αυτό;» «Ναι, θα τους τηλεφωνήσω αμέσως». Και τελικά, έκανε μια ερώτηση. Την ερώτηση. «Έντι, εκείνη η ζωγραφιά με το Καλημέρα σκότωσε τον Τομ;» «Ναι. Μόλις τελειώσεις, θέλω να με πάρεις και να μου το πεις». Της έδωσα τον αριθμό του τηλεφώνου. Ακουγόταν σαν να έκλαιγε και πάλι, αλλά τον επανέλαβε άψογα. «Παμ, σ' ευχαριστούμε», είπε ο Γουάιρμαν. «Ναι», πρόσθεσε ο Τζακ. «Ευχαριστούμε, κυρία Φρίμαντλ». Νόμισα ότι θα ρωτούσε ποιος ήταν, αλλά δε ρώτησε. «Έντγκαρ, μου υπόσχεσαι ότι τα κορίτσια θα είναι καλά;» «Αν δεν πήραν καμιά από τις ζωγραφιές μου μαζί τους, θα είναι μια χαρά». «Ναι», είπε. «Τις καταραμένες ζωγραφιές σου. Θα σου τηλεφωνήσω πάλι σε λίγο». Και έκλεισε χωρίς να πει αντίο. «Καλύτερα;» ρώτησε ο Γουάιρμαν όταν έκλεισα κι εγώ. «Δεν ξέρω», είπε. «Ελπίζω στο Θεό πως ναι». Πίεσα το μετακάρπιο της παλάμης μου πρώτα πάνω στο αριστερό μου μάτι, ύστερα πάνω στο δεξιό. «Αλλά δε νιώθω ότι είναι καλύτερα. Δε νιώθω ότι το πρόβλημα έχει διορθωθεί». xiii Απομείναμε σιωπηλοί για ένα λεπτό. Ύστερα ο Γουάιρμαν ρώτησε, «Η πτώση της Ελίζαμπεθ από εκείνο το αμαξάκι ήταν πραγματικά ατύχημα; Τι νομίζεις;» Προσπάθησα να καθαρίσω το μυαλό μου. Κι αυτό το ζήτημα ήταν σημαντικό.
«Νομίζω πως ναι. Όταν συνήλθε, υπέφερε από αμνησία, αφασία, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο, ως συνέπεια εγκεφαλικών κακώσεων που δεν μπορούσαν να διαγνωστούν το 1925. Η ζωγραφική δεν ήταν απλώς η θεραπεία της- ήταν ένας πραγματικά τρομερά ταλαντούχος άνθρωπος, και το πρώτο της μεγάλο δημιούργημα ήταν ο ίδιος της ο εαυτός. Και η οικονόμος - η παραμάνα Μέλντα- παρακολουθούσε τις προόδους της με κατάπληξη. Δημοσιεύτηκε κι εκείνο το άρθρο στην εφημερίδα, και προφανώς όσοι το διάβασαν την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους εξεπλάγησαν... αλλά ξέρεις πώς είναι ο κόσμος...» «Ό,τι σε εκπλήσσει την ώρα του πρωινού το έχεις ξεχάσει μέχρι το μεσημεριανό», είπε ο Γουάιρμαν. «Χριστέ μου», είπε ο Τζακ, «αν είναι να γίνω τόσο κυνικός όσο εσείς οι δυο όταν γεράσω, καλύτερα να τα τινάξω αύριο». «Τότε ο καλός Θεούλης να σε φυλάει, γιε μου», είπε ο Γουάιρμαν και γέλασε. Ήταν ένας ζαλισμένος ήχος, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα πραγματικό γέλιο. Κι αυτό ήταν καλό. «Το ενδιαφέρον όλων άρχισε να φθίνει», είπα. «Και πιθανώς το ίδιο ίσχυε και για την Ελίζαμπεθ. Γιατί, πείτε μου, ποιος βαριέται γρηγορότερα από ένα παιδάκι τριών χρονών;» «Μόνο τα κουτάβια και τα παπαγαλάκια», είπε ο Γουάιρμαν. «Ένα δημιουργικό αδιέξοδο στην ηλικία των τριών χρονών», είπε σαστισμένος ο Τζακ. «Για φαντάσου!» «Έτσι άρχισε να... να...» Σταμάτησα για μια στιγμή, αδυνατώντας να συνεχίσω. «Έντγκαρ;» είπε σιγανά ο Γουάιρμαν. «Είσαι καλά;» Δεν ήμουν, αλλά έπρεπε να είμαι. Διαφορετικά, ο Τομ θα ήταν μόνο η αρχή. «Σκεφτόμουν απλά ότι φαινόταν καλά στα εγκαίνια. Καλά, καταλαβαίνεις; Σαν να τα είχε ξαναβάλει όλα σε μια τάξη μες στο κεφάλι του. Αν δεν είχε ανακατευτεί αυτή...» «Ξέρω», είπε ο Γουάιρμαν. «Πιες λίγο από το νερό σου, muchacho». Ήπια λίγο από το νερό μου και πίεσα τον εαυτό μου να ξανασυγκεντρωθεί στο προκείμενο. «Άρχισε να πειραματίζεται. Προχώρησε από τις ξυλομπογιές στα χρώματα που τα απλώνεις με το δάχτυλο και στη συνέχεια στις νερομπογιές, σε διάστημα μόλις μερικών βδομάδων, νομίζω. Χωρίς να λογαριάσουμε ότι μερικές από τις ζωγραφιές που υπήρχαν στο καλάθι του πικνίκ είναι φτιαγμένες
με πένα και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κάποιες έχουν γίνει με κοινά χρώματα από αυτά που βάφουμε τους τοίχους των σπιτιών, κάτι που σκόπευα να δοκιμάσω κι εγώ ο ίδιος. Δίνουν ένα αποτέλεσμα, όταν στεγνώνουν...» «Φύλαξέ τα αυτά για το μάθημα των καλλιτεχνικών σου, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν. «Σωστά, σωστά». Ήπια λίγο νερό ακόμα. Σιγά σιγά, ξανάβρισκα το ρυθμό μου. «Αρχισε να πειραματίζεται και με διαφορετικά μέσα. Αν αυτή είναι η σωστή λέξη* νομίζω πως είναι. Κιμωλία πάνω σε τούβλο. Σχέδια πάνω στην άμμο της ακτής. Μια μέρα ζωγράφισε το πρόσωπο της Τέσι πάνω στον πάγκο της κουζίνας με λιωμένο παγωτό». Ο Τζακ είχε σκύψει μπροστά, με τα χέρια πλεγμένα ανάμεσα στους μυώδεις μηρούς του, και με κοιτούσε σκυθρωπός. «Εντγκαρ... δεν τα βγάζεις από το μυαλό σου όλ' αυτά; Τα είδες;» «Κατά κάποιον τρόπο. Μερικές φορές τα είδα πραγματικά. Αλλες φορές ήταν περισσότερο σαν ένα... σαν ένα κύμα πληροφοριών που μου μεταδιδόταν από τις ζωγραφιές της και από το γεγονός ότι χρησιμοποιούσα τα μολύβια της». «Όμως είσαι σίγουρος ότι είναι αλήθεια». «Απολύτως». «Δεν την ένοιαζε αν οι εικόνες θα διατηρούνταν στο χρόνο ή όχι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Όχι. Η διαδικασία της δημιουργίας τους ήταν πιο σημαντική. Πειραματίστηκε με διάφορα μέσα και ύστερα άρχισε να πειραματίζεται με την πραγματικότητα. Να την αλλάζει. Και τότε, νομίζω, ήταν που την άκουσε η Περς, όταν άρχισε να παίζει με την πραγματικότητα. Την άκουσε και ξύπνησε. Ξύπνησε κι άρχισε να την καλεί». «Η Περς ήταν μαζί με τις άλλες παλιατσαρίες που βρήκε ο Ίστλεϊκ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Η Ελίζαμπεθ νόμισε ότι ήταν μια κούκλα. Η καλύτερη κούκλα που έγινε ποτέ. Αλλά δε θα μπορούσαν να συναντηθούν προτού δυναμώσει αρκετά». «Για ποια μιλάς τώρα;» ρώτησε ο Τζακ. «Για την Περς ή για τη μικρή;» «Πιθανώς και για τις δυο. Η Ελίζαμπεθ ήταν μόνο ένα παιδί.
Και η Περς... Η Περς κοιμόταν για πολύ καιρό. Κοιμόταν κάτω από την άμμο, πέντε οργιές του βάθου». «Πολύ ποιητικό», είπε ο Τζακ, «αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς». «Ούτε εγώ», είπα. «Γιατί αυτή δεν τη βλέπω. Αν η Ελίζαμπεθ είχε φτιάξει ποτέ ζωγραφιές της Περς, τις κατέστρεψε. Προσωπικά, θεωρώ πως η στροφή της στη συλλογή από πορσελάνινες φιγούρες στα γεράματά της δηλώνει κάτι, αλλά ίσως αυτό να είναι απλώς μια σύμπτωση. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η Περς δημιούργησε σιγά σιγά ένα δίαυλο επικοινωνίας με τη μικρή, πρώτα μέσα από τις ζωγραφιές της και ύστερα μέσα από τη μέχρι τότε αγαπημένη κούκλα της, τη Νοβίν. Και η Περς ξεκίνησε ένα είδος... ένα είδος προπόνησης. Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα το λέγατε. Έπεισε την Ελίζαμπεθ να ζωγραφίζει πράγματα, κι αυτά τα πράγματα συνέβαιναν στην πραγματικότητα». «Το ίδιο παιχνίδι που έπαιξε και σ' εσένα, συνεπώς», είπε ο Τζακ. «Με τον Κάντι Μπράουν». «Και με το μάτι μου», είπε ο Γουάιρμαν. «Μην ξεχνάς ότι ο Έντγκαρ διόρθωσε το μάτι μου». «Θα ήθελα να πιστέψω ότι αυτό ήταν αποκλειστικά δικό μου έργο», είπα... αλλά ήταν πράγματι; «Υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις, ωστόσο. Ασήμαντες, ως επί το πλείστον... κάποιες ζωγραφιές μου που μου αποκάλυπταν πράγματα σαν μια κρυστάλλινη σφαίρα...» Δεν ολοκλήρωσα τη φράση μου. Δεν ήθελα πραγματικά να υπεισέλθω σ' αυτό το θέμα, γιατί αυτός ο δρόμος οδηγούσε πάλι στον Τομ. Στον Τομ που έπρεπε να είχε διορθωθεί. «Πες μας τα υπόλοιπα που ανακάλυψες από τις ζωγραφιές της», είπε ο Γουάιρμαν. «Εντάξει. Ξεκινούν από εκείνο τον εκτός εποχής τυφώνα. Τον προκάλεσε η Ελίζαμπεθ, πιθανώς με τη βοήθεια της Περς». «Σίγουρα με δουλεύεις», είπε ο Τζακ. «Η Περς είπε στην Ελίζαμπεθ πού κρυβόταν ο θησαυρός, και η Ελίζαμπεθ το είπε στον πατέρα της. Ανάμεσα στα σκόρπια αντικείμενα υπήρχε η... ας πούμε, η πορσελάνινη φιγούρα, με ύψος γύρω στα τριάντα εκατοστά, μιας όμορφης γυναίκας». Ναι, μπορούσα να το δω αυτό. Όχι τις λεπτομέρειες, αλλά το γενικό σουλούπι. Και τις άδειες, δίχως κόρες, πέρλες των ματιών της. «Ήταν το τρόπαιο της
Ελίζαμπεθ, η δίκαια ανταμοιβή της, και μόλις βγήκε από το νερό, στρώθηκε πραγματικά στη δουλειά». Ο Τζακ μίλησε πολύ μαλακά. «Από πού μπορεί να προήλθε ένα τέτοιο πράγμα κατ' αρχήν, Έντγκαρ;» Μια φράση ανέβηκε στα χείλη μου, δεν ξέρω από πού, μόνο ότι δεν ήταν δική μου: Υπήρχαν πιο τρανοί θεοί εκείνο τον καιρό· ρηγάδες και ρήγισσες ήταν. Δεν την είπα. Δεν ήθελα να την ακούσω, ούτε καν μέσα σ' εκείνο το άπλετα φωτισμένο δωμάτιο, έτσι απλώς κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν ξέρω. Ούτε ξέρω ποιας χώρας η σημαία μπορεί να κυμάτιζε σ' εκείνο το καράβι όταν έφτασε εδώ παρασυρμένο από τον άνεμο, ίσως γδέρνοντας και τρυπώντας την καρίνα του στην κορυφή του Κιτ Ριφ, και σκορπίζοντας λίγο από το φορτίο του μέσα στο αφρισμένο κύμα. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα με σιγουριά... αλλά νομίζω ότι η Περς έχει ένα δικό της πλοίο, και μόλις βγήκε απ' το νερό κι αγκιστρώθηκε για τα καλά στο πανίσχυρο παιδικό μυαλουδάκι της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ, το κάλεσε να 'ρθει». «Ένα πλοίο των νεκρών», είπε ο Γουάιρμαν. Το πρόσωπο του είχε γίνει σαν παιδιού από το φόβο και την έκπληξη. Έξω, ένας άνεμος έσεισε τις πυκνές φυλλωσιές στην αυλή· τα ροδόδεντρα κούνησαν τα κεφάλια τους και στ' αυτιά μας έφτασε ο σταθερός, υπνωτιστικός ήχος των κυμάτων που σφυροκοπούσαν την ακτή. Είχα αγαπήσει αυτό τον ήχο από τότε που είχα έρθει στο Ντούμα Κη και ακόμα τον αγαπούσα, αλλά τώρα με φόβιζε συγχρόνως. «Ένα πλοίο που λεγόταν... πώς; Περσεφόνη;» «Αν το θες», είπα. «Οπωσδήποτε μου πέρασε κι εμένα από το νου ότι το Περς ήταν μια προσπάθεια της Ελίζαμπεθ να προφέρει αυτό το όνομα. Δεν έχει σημασία* εδώ δε μιλάμε για ελληνική μυθολογία. Μιλάμε για κάτι πολύ πιο αρχέγονο και τερατώδες. Και πεινασμένο, επίσης. Αυτό είναι σίγουρα ένα κοινό που έχει με τα βαμπίρ. Μόνο που είναι πεινασμένο για ψυχές, όχι για αίμα. Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Η Ελίζαμπεθ δεν είχε την καινούρια "κούκλα" της περισσότερο από ένα μήνα, κι ένας Θεός ξέρει πώς μπορεί να ήταν εκείνο το διάστημα η ζωή στο πρώτο Χέρον'ς Ρουστ, αλλά σίγουρα δεν ήταν ευχάριστη». «Τότε ήταν που έβαλε ο Ίστλεϊκ να του φτιάξουν τα ασημένια καμάκια;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Δεν μπορώ να σου πω. Υπάρχουν πάρα πολλά που αγνοώ, για-
τί όσα ξέρω προέρχονται από την Ελίζαμπεθ, που τότε ήταν ακόμα σχεδόν μωρό. Επίσης, δεν έχω καμιά αίσθηση για το τι συνέβη στη δική της άλλη ζωή, γιατί τότε είχε πάψει πια να ζωγραφίζει. Και αν θυμόταν την εποχή που ζωγράφιζε...» «Έβαζε τα δυνατά της να την ξεχάσει», συμπλήρωσε τη φράση μου ο Τζακ. Το πρόσωπο του Γουάιρμαν σκυθρώπιασε. «Στο τέλος, κόντευε θέλοντας και μη να ξεχάσει τα πάντα». Είπα, «Θυμάστε τις ζωγραφιές όπου όλοι χαμογελούν μ' εκείνα τα πλατιά, παλαβά χαμόγελα, σαν ναρκομανείς; Αυτή ήταν η Ελίζαμπεθ, που προσπαθούσε ν' αναδημιουργήσει τον κόσμο που θυμόταν. Τον κόσμο πριν από την εμφάνιση της Περς. Έναν πιο ευτυχισμένο κόσμο. Τις μέρες πριν πνιγούν οι δίδυμες αδερφές της ήταν ένα τρομαγμένο παιδί, αλλά φοβόταν να πει οτιδήποτε, γιατί ένιωθε πως ό,τι συνέβαινε ήταν δικό της λάθος». «Τι δηλαδή;» Αυτός ήταν ο Τζακ. «Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά υπάρχει μια ζωγραφιά που δείχνει το άγαλμα ενός νέγρου τζόκεϊ, από αυτά που πολλοί συνήθιζαν να βάζουν για διακοσμητικά στις πρασιές τους εκείνο τον καιρό, να στέκεται με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω. Νομίζω ότι για την Ελίζαμπεθ, εκείνες τις τελευταίες μέρες, όλα έμοιαζαν να έχουν έρθει τα πάνω κάτω». Το διακοσμητικό άγαλμα του μαύρου τζόκεϊ σήμαινε και άλλα πράγματα -ήμουν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό-, αλλά δεν ήξερα τι και, έτσι κι αλλιώς, μάλλον δεν ήταν εκείνη η κατάλληλη στιγμή για να τα ψάξω. «Νομίζω ότι τις μέρες πριν και μετά τους πνιγμούς της Τέσι και της Λόρα, η οικογένεια ήταν ουσιαστικά φυλακισμένη στο Χέρον'ς Ρουστ». «Και μόνο η Ελίζαμπεθ ήξερε το γιατί;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Δεν ξέρω». Σήκωσα τους ώμους. «Η παραμάνα Μέλντα ίσως να ήξερε επίσης ένα μέρος της αλήθειας. Πιθανώς ήξερε ένα μέρος της αλήθειας». «Ποιος ήταν στο σπίτι την περίοδο μετά την ανακάλυψη του θησαυρού και πριν από τους πνιγμούς;» ρώτησε ο Τζακ. Το σκέφτηκα λίγο. «Υποθέτω ότι η Μαρία και η Χάνα μπορεί να επέστρεψαν στο σπίτι από το σχολείο για ένα ή δύο Σαββατοκύριακα και ότι ο Ίστλεϊκ ίσως να έλειπε για δουλειές ένα μέρος του Μαρτίου και του Απριλίου. Εκείνες που σίγουρα ήταν όλο το διάστημα εκεί ήταν η Ελίζαμπεθ, η Τέσι, η Λόρα και η παραμάνα
Μέλντα. Και η Ελίζαμπεθ προσπάθησε να εξαφανίσει την καινούρια "φίλη" της με τη δύναμη της ζωγραφικής της». Έγλειψα τα χείλη μου. Ήταν ολόστεγνα. «Το έκανε με τα χρωματιστά της μολύβια, εκείνα που βρήκαμε μέσα στο καλάθι. Αυτό συνέβη προτού η Τέσι και η Λόρα πνιγούν. Ίσως το προηγούμενο βράδυ. Γιατί οι πνιγμοί τους ήταν η τιμωρία της, καταλαβαίνετε; Όπως ο φόνος της Παμ από τον Τομ θα ήταν η δική μου τιμωρία, επειδή προσπάθησα να μάθω το μυστικό της Περς. Το καταλαβαίνετε αυτό;» «Παντοδύναμε Θεέ», ψιθύρισε ο Τζακ. Ο Γουάιρμαν είχε χλομιάσει. «Μέχρι τότε, δε νομίζω ότι η Ελίζαμπεθ είχε καταλάβει». Το σκέφτηκα λίγο περισσότερο και σήκωσα τους ώμους. «Διάολε, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα πολλά καταλάβαινα εγώ όταν ήμουν τεσσάρων χρονών. Αλλά μέχρι τότε, πιθανώς το χειρότερο πράγμα που της είχε συμβεί στη ζωή -εκτός από την πτώση της από εκείνο το δίτροχο αμαξάκι, που πάω στοίχημα ότι δεν τη θυμόταν καν- ήταν να την ξαπλώνει μπρούμυτα ο μπαμπάς πάνω στα γόνατά του για να της δώσει μερικές ξυλιές στα πισινά ή να της χτυπάει το χέρι επειδή είχε προσπαθήσει να πάρει μια από τις τάρτες με μαρμελάδα της παραμάνας Μέλντα πριν κρυώσουν. Τι μπορούσε να ξέρει από τη φύση του κακού; Το μόνο που ήξερε ήταν ότι η Περς ήταν άτακτη, ότι η Περς ήταν μια κακιά κι όχι καλή κουκλίτσα, ότι ήταν ανεξέλεγκτη και γινόταν όλο και πιο ανεξέλεγκτη, ότι έπρεπε να την ξεφορτωθεί. Έτσι η Λίμπιτ κάθισε κάτω με τα μολύβια της και με λίγο χαρτί ιχνογραφίας, και είπε στον εαυτό της, "Μπορώ να το κάνω. Αν δε βιαστώ και βάλω τα δυνατά μου, μπορώ να το κάνω"». Σταμάτησα και πέρασα το χέρι μου πάνω απ' τα μάτια μου. «Νομίζω ότι έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να πάρετε τα λόγια μου τοις μετρητοίς. Θα μπορούσα να τα μπερδεύω με δικές μου αναμνήσεις. Το μυαλό μου μου παίζει κι άλλα παιχνίδια. Κι άλλα ηλίθια, καταραμένα παιχνίδια». «Ηρέμησε, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν. «Με το μαλακό. Προσπάθησε να εξαφανίσει την Περς με τη δύναμη της ζωγραφικής της. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό;» «Ζωγραφίζεις και κατόπιν σβήνεις». «Και η Περς δεν την άφησε;» «Η Περς δεν το ήξερε, είμαι σχεδόν σίγουρος γι' αυτό. Γιατί η Ελίζαμπεθ μπόρεσε να κρύψει την πρόθεσή της. Αν με ρωτήσετε
πώς, δε θα μπορούσα να σας πω. Αν με ρωτήσετε αν ήταν δική της ιδέα -κάτι που το σκέφτηκε μόνη της στην ηλικία των τεσσάρων χρονών...» «Δεν είναι κι απίστευτο», είπε ο Γουάιρμαν. «Κατά κάποιον τρόπο, είναι σκέψη ενός τετράχρονου παιδιού». «Δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε να το έχει κρατήσει κρυφό αυτό από την Περς», είπε ο Τζακ. «Θέλω να πω... ένα μικρό παιδί;» «Ούτε κι εγώ ξέρω», είπα. «Εν πάση περιπτώσει, δεν πέτυχε», είπε ο Γουάιρμαν. «Όχι. Δεν πέτυχε. Νομίζω ότι έφτιαξε τη ζωγραφιά και είμαι βέβαιος ότι την έφτιαξε με μολύβι και νομίζω πως, όταν τέλειωσε, την έσβησε ολόκληρη. Κάτι τέτοιο πιθανώς θα είχε σκοτώσει ένα ανθρώπινο ον όπως εγώ σκότωσα τον Κάντι Μπράουν, αλλά η Περς δεν ήταν ανθρώπινο ον. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τη θυμώσει. Εκδικήθηκε παίρνοντας τα δίδυμα, που η Ελίζαμπεθ τους είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Η Τέσι και η Λόρα δεν πήραν το μονοπάτι για τη Σκιερή Ακτή επειδή ήθελαν να ψάξουν για θησαυρούς. Οδηγήθηκαν εκεί. Κατέληξαν μέσα στο νερό, και χάθηκαν». «Μόνο που δε χάθηκαν για πάντα», είπε ο Γουάιρμαν και ήξερα ότι σκεφτόταν κάποιες μικροσκοπικές πατημασιές. Για να μην αναφέρουμε το πράγμα που είχε εμφανιστεί μες στην κουζίνα μου. «Όχι», συμφώνησα. «Όχι για πάντα». Ο άνεμος φύσηξε πάλι, αυτή τη φορά αρκετά δυνατά για να στείλει κάτι να χτυπήσει μ' ένα γδούπο στην παραλιακή πλευρά του σπιτιού. Όλοι τιναχτήκαμε αλαφιασμένοι. «Πώς σκότωσε τον Έμερι Πόλσον;» ρώτησε ο Τζακ. «Δεν ξέρω», είπα. «Και την Αντριάνα», ρώτησε ο Γουάιρμαν, «την πήρε κι αυτή η Περς;» «Δεν ξέρω», είπα. «Ίσως». Και πρόσθεσα απρόθυμα: «Πιθανώς», «Δεν έχουμε δει πουθενά την Αντριάνα», είπε ο Γουάιρμαν. «Αν μη τι άλλο». «Όχι μέχρι στιγμής», είπα εγώ. «Αλλά οι μικρές πνίγηκαν», είπε ο Τζακ. Σαν να προσπαθούσε να το ξεκαθαρίσει στο μυαλό του. «Αυτή η Περς, ό,τι κι αν είναι, τις παρέσυρε μέσα στο νερό. Ή κάτι τέτοιο». «Ναι», είπα. «Ή κάτι τέτοιο».
«Όμως ύστερα έγινε μια έρευνα. Από ανθρώπους που δεν είχαν καμιά σχέση με αυτή την ιστορία». «Ήταν αναπόφευκτο, Τζακ», είπε ο Γουάιρμαν. «Υπήρχαν άνθρωποι που ήξεραν για την εξαφάνισή τους. Ο Σάνινγκτον, κατ' αρχήν». «Το ξέρω», είπε ο Τζακ. «Αυτό λέω κι εγώ. Ώστε η Ελίζαμπεθ και ο μπαμπάς της και η οικονόμος απλά έκαναν τον ψόφιο κοριό;» «Ποια άλλη επιλογή είχαν;» ρώτησα. «Θα έλεγε ο Τζον Ίστλεϊκ σε σαράντα ή πενήντα εθελοντές 'Ένας θηλυκός μπαμπούλας πήρε τις κόρες μου, ψάξτε για το θηλυκό μπαμπούλα"; Ίσως να μην το ήξερε καν. Μόλο που πρέπει να το ανακάλυψε, κάποια στιγμή». Σκεφτόμουν τη ζωγραφιά που τον έδειχνε να ουρλιάζει. Να ουρλιάζει και να αιμορραγεί. «Το ποια άλλη επιλογή εμένα μου αρκεί», είπε ο Γουάιρμαν. «Θέλω να μάθω τι συνέβη αφού σταμάτησε η έρευνα. Λίγο πριν πεθάνει, η μις Ίστλεϊκ είπε να τη στείλουμε πάλι να κοιμηθεί στον υγρό της τάφο. Εννοούσε την Περς; Και αν ναι, πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν ξέρω». «Γιατί δεν ξέρεις;» «Επειδή οι υπόλοιπες απαντήσεις είναι κρυμμένες στο νότιο άκρο του νησιού», είπα. «Σ' ό,τι έχει απομείνει από το αρχικό Χέρον'ς Ρουστ. Και νομίζω ότι εκεί είναι κρυμμένη και η Περς». «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Γουάιρμαν. «Εκτός κι αν είμαστε προετοιμασμένοι να εγκαταλείψουμε το Ντούμα ολοταχώς, νομίζω ότι επιβάλλεται να πάμε εκεί». «Αν κρίνουμε από αυτό που συνέβη στον Τομ, στην πραγματικότητα δεν έχουμε άλλη επιλογή», είπα. «Πούλησα πολλούς πίνακες και οι ιδιοκτήτες της Σκότο δε θα τους κρατήσουν για πάντα». «Αγόρασέ τους πίσω», πρότεινε ο Τζακ. Όχι πως δεν το είχα ήδη σκεφτεί αυτό και μόνος μου. Ο Γουάιρμαν κούνησε το κεφάλι του. «Πολλοί από τους αγοραστές δε θα δεχτούν να τους πουλήσουν, ούτε καν στη διπλάσια τιμή. Και νομίζω ότι μια τέτοια ιστορία δε θα πείσει κανέναν τους». Σ' αυτό, κανείς μας δεν είπε τίποτα. «Όμως δεν είναι τόσο δυνατή στο φως της μέρας», είπα. «Θα πρότεινα να ξεκινήσουμε στις εννιά». «Εγώ είμαι σύμφωνος», είπε ο Τζακ και σηκώθηκε. «Θα είμαι
εδώ στις εννιά παρά τέταρτο. Προς το παρόν, όμως, θα περάσω τη γέφυρα και θα επιστρέψω στη Σαρασότα». Τη γέφυρα. Μια καινούρια ιδέα άρχισε να παίρνει μορφή μες στο μυαλό μου. «Είσαι ευπρόσδεκτος να μείνεις εδώ», είπε ο Γουάιρμαν. «Μετά απ' αυτή τη συζήτηση;» Ο Τζακ σήκωσε τα φρύδια του. «Με όλο το σεβασμό, φίλε, αποκλείεται. Αλλά αύριο θα είμαι εδώ». «Με μακρύ παντελόνι και μπότες οπωσδήποτε», είπε ο Γουάιρμαν. «Θα είναι ζούγκλα σωστή εκεί πέρα, και μπορεί να υπάρχουν φίδια». Έτριψε με το χέρι του το μάγουλο του. «Φοβάμαι ότι δε θα μπορέσω να παρευρεθώ στο αυριανό προσκύνημα της σορού στους Άμποτ-Γουέξλερ. Οι συγγενείς της μις Ίστλεϊκ θα πρέπει να δείξουν τα δόντια τους ο ένας στον άλλο. Τι κρίμα... Έι, Τζακ». Ο Τζακ είχε αρχίσει να πηγαίνει προς την πόρτα. Τώρα έκανε μεταβολή. «Μήπως τυχαίνει να έχεις κι εσύ κάποιο δείγμα της τέχνης του Έντγκαρ;» «Χμμ... λοιπόν...» «Έλα, πες το. Η εξομολόγηση κάνει καλό στην ψυχή, companero». «Ένα σχέδιο», είπε ο Τζακ. Έσυρε λίγο νευρικά τα πόδια του και μου φάνηκε ότι είχε κοκκινίσει. «Με πενάκι και μελάνι. Στην πίσω όψη ενός φακέλου. Δείχνει ένα φοίνικα. Το... εμμ, το ψάρεψα μια μέρα από το καλάθι των σκουπιδιών. Συγνώμη, Έντγκαρ. Λάθος μου». «Δεν πειράζει, αλλά κάψ' το», είπα. «Ίσως μπορέσω να σου δώσω ένα άλλο όταν τελειώσει όλη αυτή η περιπέτεια». Αν τελειώσει ποτέ, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Θέλεις να σε πάω με το αυτοκίνητο πίσω στο Μεγάλο Ροζ;» «Θα μείνω εδώ με τον Γουάιρμαν», είπα, «αλλά προηγουμένως θέλω ξαναπεταχτώ για λίγο στο Μεγάλο Ροζ». «Μη μου πεις», είπε ο Τζακ. «Πιτζάμες και οδοντόβουρτσα». «Όχι», είπα, «Καλάθι του πικνίκ κι εκείνα τα ασημένια καμ...» Το τηλέφωνο χτύπησε και κοιταχτήκαμε κι οι τρεις. Νομίζω πως αμέσως κατάλαβα ότι τα νέα δε θα ήταν ευχάριστα· ένιωσα εκείνο το σφίξιμο, καθώς το στομάχι μου μεταμορφωνόταν σε ασανσέρ. Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Κοίταξα τον Γουάιρμαν, αλλά
ο Γουάιρμαν κοιτούσε απλώς εμένα. Το είχε καταλάβει κι αυτός. Το σήκωσα. «Εγώ είμαι». Η Παμ, με βαριά φωνή. «Ετοιμάσου ν' ακούσεις κάτι δυσάρεστο, Έντγκαρ». Όταν κάποιος σου λέει κάτι τέτοιο, πάντα προσπαθείς να δέσεις μια ψυχική ζώνη ασφαλείας. Αλλά σπάνια πετυχαίνει. Οι περισσότεροι άνθρωποι δε διαθέτουν τέτοιο αξεσουάρ. «Πες το». «Πήρα τον Μπόζι στο σπίτι του και του είπα αυτό που μου ζήτησες. Άρχισε να με ρωτάει διάφορα, πράγμα διόλου περίεργο, αλλά του είπα ότι βιαζόμουν και ότι δεν είχα τις απαντήσεις που ζητούσε έτσι κι αλλιώς, οπότε -για να μην τα πολυλογά)- συμφώνησε να κάνει ό,τι ζήτησες. "Για χάρη του παλιού καιρού", είπε». Το σφίξιμο στο στομάχι μου χειροτέρευε. «Ύστερα απ' αυτό τηλεφώνησα στην Ίλσε. Δεν ήξερα αν θα την έβρισκα, αλλά μόλις είχε μπει. Ακουγόταν κουρασμένη, αλλά έχει επιστρέψει και είναι καλά. Θα επικοινωνήσω με τη Αίνι αύριο, όταν...» «Παμ...» «Τώρα έρχομαι και σ' αυτό. Μετά από την Ίλι τηλεφώνησα στον Κέιμεν. Κάποιος απάντησε αφού το τηλέφωνο κάλεσε δύο ή τρεις φορές, και άρχισα να λέω το ποίημά μου. Νόμιζα ότι μιλούσα σ' αυτόν». Έκανε μια παύση. «Ήταν ο αδερφός του. Είπε ότι ο Κέιμεν σταμάτησε στο Στάρμπακς για έναν εσπρέσο με γάλα επιστρέφοντας από το αεροδρόμιο. Υπέστη καρδιακή προσβολή ενώ περίμενε στην ουρά. Κάλεσαν ένα ασθενοφόρο και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αλλά το έκαναν απλώς για τους τύπους. Ο αδερφός του είπε ότι ο θάνατος του ήταν ακαριαίος. Με ρώτησε γιατί τηλεφωνούσα και είπα ότι δεν είχε σημασία πια. Έκανα καλά;» «Ναι». Δεν πίστευα ότι το σχέδιο που είχε αγοράσει ο Κέιμεν θα είχε επίδραση στον αδερφό του ή σε οποιονδήποτε άλλο· πίστευα ότι είχε επιτελέσει το σκοπό του. «Σ' ευχαριστώ». «Αν αυτό μπορεί να σε παρηγορήσει κάπως, θα μπορούσε να είναι απλώς μια σύμπτωση -ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά είχε και πολλά παραπανίσια κιλά. Ο καθένας μπορούσε να το δει αυτό». «Ίσως να έχεις δίκιο». Παρ' όλο που ήξερα ότι δεν είχε. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα».
«Εντάξει». Κόμπιασε. «Να προσέχεις τον εαυτό σου, Έντγκαρ». «Κι εσύ. Κλείδωσε τις πόρτες σου απόψε, και βάλ' το συναγερμό». «Πάντα το κάνω». Έκλεισε το τηλέφωνο. Στην άλλη μεριά του σπιτιού, το κύμα μάλωνε με τη νύχτα. Το δεξί μου μπράτσο με φαγούριζε. Σκέφτηκα: Αν μπορούσα να σε πιάσω, πιστεύω ότι θα σε ξανάκοβα σύρριζα γι' άλλη μια φορά. Εν μέρει για να σταματήσω το κακό που μπορείς να κάνεις, αλλά κυρίως για να σε κάνω να πάψεις παντοτινά. Αλλά, φυσικά, το πρόβλημα δεν ήταν το χαμένο μου μπράτσο ούτε το χέρι που υπήρχε στην άκρη του μια φορά κι έναν καιρό- το πρόβλημα ήταν εκείνη η διαβολογυναίκα με την κόκκινη ρόμπα, που με χρησιμοποιούσε σαν να ήμουν κάποιο είδος πίνακα Ουίτζα. «Τι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Μη μας κρατάς σε αγωνία, muchacho, τι έγινε;» «Ο Κέιμεν», είπα. «Καρδιακή προσβολή. Είναι νεκρός». Σκέφτηκα όλες τις ζωγραφιές που ήταν αποθηκευμένες στη Σκότο, ζωγραφιές που είχαν πουληθεί. Θα ήταν ακίνδυνες για λίγο εκεί που βρίσκονταν, αλλά στο τέλος το χρήμα μιλάει κι όλοι οι άλλοι κάνουν μόκο. Αυτό δεν ήταν καν ένας αντρικός νόμος, ήταν ο καταραμένος αμερικάνικος τρόπος για να γίνονται όλες οι δουλειές. «Έλα, Έντγκαρ», είπε ο Τζακ. «Θα σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου κι ύστερα θα σε ξαναφέρω εδώ».
xiv Δε θα πω ότι η ανάβασή μας στο Μικρό Ροζ ήταν ακριβώς γαλήνια (εγώ κρατούσα το ασημένιο κηροπήγιο σε στάση παρουσιάστε, αρμ όλη την ώρα που ήμασταν μέσα στο σπίτι), αλλά κύλησε χωρίς απρόοπτα. Τα μόνα πνεύματα που στοίχειωναν το μέρος ήταν οι ταραγμένες φωνές των κοχυλιών. Ξανάβαλα τις ζωγραφιές μέσα στο κόκκινο καλάθι του πικνίκ. Ο Τζακ άδραξε τα χερούλια και το μετέφερε στο ισόγειο. Φύλαγα τα νώτα του σ' όλο το δρόμο και κλείδωσα πίσω μας την πόρτα του Μεγάλου Ροζ. Όχι ότι θα ωφελούσε σε τίποτα αυτό. Καθώς επιστρέφαμε στο Παλάσιο, μια σκέψη μού πέρασε από το
νου... ή, μάλλον, μου ξαναπέρασε. Είχα αφήσει την ψηφιακή κάμερά μου πίσω και δεν ήθελα να επιστρέψω για να την πάρω, αλλά... «Τζακ, έχεις καμιά φωτογραφική μηχανή Πολαρόιντ;» «Ασφαλώς», είπε. «Βγάζει κι εμφανίζει φωτογραφίες στη στιγμή. Είναι αυτό που ο μπαμπάς μου αποκαλεί "παλιά αλλά πρακτική". Γιατί;» «Όταν έρθεις αύριο, θέλω να σταματήσεις για λίγο στην κινητή γέφυρα από την πλευρά του Κέισι Κη. Τράβηξε μερικές φωτογραφίες τα πουλιά και τα καράβια, εντάξει;» «Εντάξει...» «Και, επ' ευκαιρία, φωτογράφησε και τη γέφυρα, ιδιαίτερα το μηχανισμό ανύψωσης». «Γιατί; Τι τις θέλεις;» «Θα σχεδιάσω την κινητή γέφυρα χωρίς το μηχανισμό», είπα. «Και θα το κάνω μόλις ακούσω την κόρνα, που θα σημαίνει ότι θα έχει σηκωθεί για να περάσει ένα σκάφος. Δε νομίζω ότι ο κινητήρας και τα υδραυλικά συστήματα θα εξαφανιστούν πραγματικά, αλλά με λίγη τύχη ίσως της προκαλέσω αρκετή ζημιά ώστε να κρατήσουμε τους πάντες μακριά από το νησί για λίγο. Όσους σκοπεύουν να έρθουν με αυτοκίνητο, τουλάχιστον». «Σοβαρολογείς; Πραγματικά πιστεύεις ότι μπορείς να σαμποτάρεις τη γέφυρα;» «Δεδομένου του πόσο συχνά χαλάει από μόνη της, δεν πρέπει να είναι και δύσκολο». Κοίταξα πάλι το σκοτεινό νερό και σκέφτηκα τον Τομ Ράιλι, που έπρεπε να είχε διορθωθεί. Που είχε διορθωθεί, γαμώτο. «Εύχομαι μόνο να μπορέσω να κοιμηθώ απόψε».
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (IX)
Ψάξτε για την εικόνα μέσα στην εικόνα. Δεν είναι πάντα εύκολο να τη δείτε, αλλά είναι πάντα εκεί. Κι αν σας ξεφύγει, μπορεί να χάσετε τον κόσμο. Το ξέρω αυτό καλύτερα από τον καθένα, γιατί όταν κοίταξα την εικόνα του Κάρσον Τζόουνς και της κόρης μου - του Χαμογελαστούλη και της Κολοκύθας του~ νόμιζα ότι ήξερα τι έψαχνα και μου ξέφυγε η αλήθεια. Επειδή δεν τον εμπιστευόμουν; Ναι, αλλά αυτό είναι σχεδόν αστείο. Η αλήθεια ήταν ότι δε θα εμπιστευόμουν οποιονδήποτε άντρα θ' αποτολμούσε να διεκδικήσει την πιο ακριβή μου, τη χαϊδεμένη μου, την Ίλσε μου. Βρήκα μια φωτογραφία που τον έδειχνε μόνο του πριν βρω εκείνη και των δυο τους μαζί, αλλά είπα στον εαυτό μου ότι δεν ήθελα το σόλο ενσταντανέ, ότι αυτό δε θα με βοηθούσε, ότι αν ήθελα να ξέρω τις προθέσεις του σχετικά με την κόρη μου έπρεπε να τους αγγίξω με το μαγικό μου χέρι ως ζευγάρι. Έκανα ήδη υποθέσεις, βλέπετε. Άσχημες. Αν είχα αγγίξει την πρώτη φωτογραφία, αν είχα πραγματικά ερευνήσει την πρώτη φωτογραφία -του Κάρσον Τζόουνς με το μπλουζάκι των Μινεσότα Τουίνς, του Κάρσον μόνου του-, ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Ίσως να είχα διαισθανθεί ότι ουσιαστικά ήταν ακίνδυνος. Σχεδόν σίγουρα θα το είχα διαισθανθεί. Αλλά την αγνόησα. Και δεν αναρωτήθηκα ποτέ γιατί, αν αυτός ο άντρας ήταν ο κίνδυνος που την απειλούσε, εγώ την είχα ζωγραφίσει μόνη της, να κοιτάζει όλα εκείνα τα μπαλάκια του τένις που έπλεαν πάνω στο νερό. Γιατί το μικρό κοριτσάκι με το φορεματάκι του τένις ήταν αυτή, ασφαλώς. Σχεδόν όλα τα κορίτσια που είχα σχεδιάσει και ζωγραφίσει στο διάστημα που έμεινα στο Ντούμα Κη ήταν αυτή, ακόμα κι ε-
κείνα που παρουσιάζονταν με τις μορφές της Ρίμπα, της Λίμπιτ ή -σε μια περίπτωση- της Αντριάνα. Υπήρχε μόνο μια γυναικεία φιγούρα που αποτελούσε εξαίρεση: εκείνη με την κόκκινη ρόμπα. Αυτή. Όταν άγγιξα τη φωτογραφία της Ίλσε και του φίλου της, είχα διαισθανθεί θάνατο -δεν το παραδέχτηκα τότε στον εαυτό μου, αλλά ήταν αλήθεια. Το χέρι μου που δεν ήταν εκεί διαισθάνθηκε θάνατο, να εγκυμονείται όπως η βροχή μέσα στα σύννεφα. Υπέθεσα ότι ο Κάρσον Τζόουνς ήθελε να βλάψει την κόρη μου και γι' αυτό ήθελα να μείνει μακριά τον. Όμως ο Κάρσον Τζόουνς ποτέ δεν ήταν το πρόβλημα. Η Περς ήθελε να με σταματήσει -προσπαθούσε, νομίζω, απεγνωσμένα να με σταματήσει από τότε που βρήκα τις παλιές ζωγραφιές και τα μολύβια της Λίμπιτ-, αλλά ο Κάρσον Τζόουνς δεν υπήρξε ποτέ όπλο της Περς. Ακόμα και ο άμοιρος Τομ Ράιλι ήταν μόνο μια λύση ανάγκης, ένα μπάλωμα της στιγμής. Η εικόνα ήταν εκεί, αλλά είχα κάνει μια λάθος υπόθεση και μου είχε ξεφύγει η αλήθεια: ο θάνατος που διαισθανόμουν δεν προερχόταν από αυτόν. Κρεμόταν πάνω από εκείνη. Και ένα μέρος του εαυτού μου πρέπει να ήξερε ότι είχα κάνει λάθος. Για ποιον άλλο λόγο είχα ζωγραφίσει εκείνα τα καταραμένα τα μπαλάκια του τένις;
16 - Το Τέλος του Παιχνιδιού
ΐ Ο Γουάιρμαν μου πρόσφερε ένα Λουνέστα για να με βοηθήσει να κοιμηθώ. Μπήκα σε μεγάλο πειρασμό, αλλά αρνήθηκα. Ωστόσο, πήρα ένα από τα ασημένια καμάκια και ο Γουάιρμαν με μιμήθηκε. Με την τριχωτή κοιλιά του να ξεχειλίζει ελαφρά από το γαλάζιο μποξεράκι του κι ένα από τα περίεργα εκείνα μαντζαφλέρια του Τζον Ίστλεϊκ στο δεξί του χέρι, έμοιαζε σαν κάποια αστεία εκδοχή του θεού Έρωτα σε κάποια ιστοσελίδα ερασιτεχνικών πορνοφωτογραφιών. Ο άνεμος είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο* μούγκριζε στα πλαϊνά του σπιτιού και σφύριζε στις γωνίες. «Θα κοιμηθούμε με τις πόρτες των υπνοδωματίων ανοιχτές, εντάξει;» ρώτησε. «Έγινε». «Κι αν συμβεί κάτι τη νύχτα, ούρλιαξε σαν να σε σφάζουν». «Μήνυμα ελήφθη, Χιούστον. Κι εσύ παρομοίως». «Θα είναι εντάξει ο Τζακ, Έντγκαρ;» «Αν κάψει το σχέδιο, θα είναι μια χαρά». «Είσαι καλά μ' αυτό που συνέβη στους φίλους σου;» Σκέφτηκα πάλι τον Κέιμεν, που μου είχε μάθει να σκέφτομαι πλαγίως. Τον Τομ, που μου είχε πει να μην παραιτηθώ από το πλεονέκτημα της έδρας. Ήμουν καλά μ' αυτό που είχε συμβεί στους φίλους μου; Λοιπόν, ναι και όχι. Ένιωθα λυπημένος και σαστισμένος, αλλά θα ήμουν ψεύτης αν δεν παραδεχόμουν ότι συγχρόνως ένιωθα μια βαθύτερη και σιωπηρή ανακούφιση· από κάποιες απόψεις, οι άνθρωποι είναι μεγάλα καθάρματα. Γιατί ο Κέιμεν και ο Τομ, παρ' ότι πολύ κοντινά μου πρόσωπα, στέκονταν λίγο πιο έξω από τον
προνομιούχο κύκλο εκείνων που μου ήταν πραγματικά σημαντικοί. Εκείνους τους ανθρώπους δεν είχε μπορέσει να τους αγγίξει η Περς. Κι αν κινούμασταν γρήγορα, ο Κέιμεν και ο Τομ θα ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες. «Muchacho?» «Ναι», είπα, νιώθοντας να με επαναφέρουν από πολύ μακριά. «Ναι, είμαι καλά. Φώναξε αν με χρειαστείς, Γουάιρμαν, και μη διστάσεις. Έτσι κι αλλιώς, δεν περιμένω να κοιμηθώ και πολύ». ii Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοίταξα το ταβάνι με το ασημένιο καμάκι πλάι μου στο κομοδίνο. Αφουγκράστηκα το αδιάκοπο φύσημα του αγέρα και την αδιάκοπη αντάρα των κυμάτων. Θυμάμαι που σκέφτηκα, Αυτή θα είναι μια ατέλειωτη νύχτα. Ύστερα με πήρε ο ύπνος. Ονειρεύτηκα τις αδερφές της μικρής Λίμπιτ. Όχι τις Μεγάλες Κακές· τις δίδυμες. Οι δίδυμες έτρεχαν. Το μεγάλο αγόρι τις κυνηγούσε. Είχε ΑΟΝΤΑΡΕΣ. iii Ξύπνησα με το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού μου στο πάτωμα εκτός από ένα πόδι -το αριστερό μου-, που ήταν ακόμα πάνω στο κρεβάτι και σχεδόν μουδιασμένο. Έξω ο άνεμος και το κύμα συνέχιζαν να λυσσομανούν. Μέσα μου η καρδιά μου βροντοχτυπούσε σχεδόν τόσο δυνατά όσο και τα κύματα που έσπαγαν στην ακτή. Ακόμα έβλεπα την Τέσι να χάνεται μες στο νερό -να πνίγεται ενώ εκείνα τα απαλά και αμείλικτα χέρια άδραχναν τις κνήμες της. Ήταν μια εικόνα ολοκάθαρη, μια διαβολική ζωγραφιά μες στο μυαλό μου. Όμως δεν ήταν το όνειρο των δύο μικρών κοριτσιών που έτρεχαν να γλιτώσουν από εκείνο το απαίσιο βατράχι ο λόγος που έκανε την καρδιά μου να βροντοχτυπάει, όπως δεν ήταν και ο λόγος που
με είχε κάνει να ξυπνήσω στο πάτωμα με τη γεύση του χαλκού στο στόμα και κάθε νεύρο του κορμιού μου να καίει. Είχα ξυπνήσει μάλλον όπως ξυπνάς από ένα άσχημο όνειρο συνειδητοποιώντας ότι ξέχασες κάτι σημαντικό: να κλείσεις την κουζίνα, για παράδειγμα, και τώρα το σπίτι έχει γεμίσει από τη μυρωδιά του γκαζιού. Τράβηξα το πόδι μου από το κρεβάτι κι έπεσε στο πάτωμα δίνοντάς μου μια σουβλιά σαν να το τρυπούσαν χιλιάδες βελόνες. Το έτριψα μορφάζοντας. Στην αρχή ήταν σαν να τρίβω ένα κούτσουρο, αλλά σιγά σιγά το μούδιασμα άρχισε να υποχωρεί. Η αίσθηση ότι είχα ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό παρέμεινε. Αλλά τι μπορεί να ήταν αυτό; Είχα κάποιες ελπίδες ότι η εξόρμησή μας στο νότιο άκρο του νησιού μπορεί να έβαζε ένα τέρμα σε όλη αυτή τη δυσάρεστη και ολοένα πιο επικίνδυνη ιστορία. Το μεγαλύτερο εμπόδιο, στο κάτω κάτω, ήταν η αδυναμία να πιστέψουμε στην αλήθεια της, κι εφόσον δεν υπαναχωρούσαμε μόλις θα βγαίναμε στη λαμπερή λιακάδα της Φλόριντα το επόμενο πρωί, αυτό τουλάχιστον το εμπόδιο θα είχε ξεπεραστεί. Πιθανώς να βλέπαμε πουλιά να πετάνε ανάποδα ή ένας γιγαντιαίος τερατώδης βάτραχος όπως εκείνος στο όνειρο μου να προσπαθούσε να μας κλείσει το δρόμο, αλλά είχα τη διαίσθηση ότι αυτά ουσιαστικά ήταν φαντάσματα -πολύ αποτελεσματικά για να τρομάζουν εξάχρονα κοριτσάκια, αλλά όχι και τόσο καλά ενάντια σε ενήλικους άντρες, ιδίως όταν ήταν οπλισμένοι με καμάκια με ασημένιες αιχμές. Και, φυσικά, θα είχα το μπλοκ και τα μολύβια μου. Είχα καταλήξει ότι η Περς φοβόταν πλέον εμένα και το νιόβρετο ταλέντο μου. Μόνος, και χωρίς να έχω ακόμα συνέλθει από την εμπειρία που λίγο έλειψε να με στείλει στον άλλο κόσμο (και με τη σκέψη της αυτοκτονίας ακόμα στο μυαλό μου, για να είμαι ειλικρινής), μπορεί να ήμουν ένα χρήσιμο όπλο κι όχι ένα πρόβλημα. Γιατί, παρ' όλα τα μεγάλα λόγια του, εκείνος ο Έντγκαρ Φρίμαντλ στην πραγματικότητα δεν είχε μια άλλη ζωή- εκείνος ο Έντγκαρ είχε απλώς αλλάξει το σκηνικό της σακάτικης ύπαρξής του από τα πεύκα στους φοίνικες. Αλλά από τη στιγμή που απέκτησα πάλι φίλους... από τη στιγμή που είδα αυτό που υπήρχε ολόγυρά μου κι άπλωσα το χέρι να το πιάσω... Τότε είχα γίνει επικίνδυνος. Δεν ξέρω ακριβώς τι είχε κατά νου -άλλο από το να ξανακερδίσει τη θέση της στον κόσμο, δηλαδή-, I αλλά πρέπει να πίστεψε πως, στην προσπάθειά της να σπείρει το
κακό, οι δυνατότητες που πρόσφερε ένας ταλαντούχος μονόχειρας καλλιτέχνης ήταν ιδανικές. Θα μπορούσα να είχα στείλει δηλητηριώδεις ζωγραφιές σε ολόκληρο τον πλανήτη, Θεέ μου! Όμως τώρα το όπλο είχε γυρίσει μέσα στο χέρι της, όπως είχε συμβεί και με τη Λίμπιτ. Τώρα ήμουν κάτι που έπρεπε πρώτα να το σταματήσει και ύστερα να το ξεφορτωθεί. «Άργησες λίγο γι' αυτό, σκύλα», ψιθύρισα. Οπότε γιατί μύριζα γκάζι; Οι πίνακες -ιδίως οι πιο επικίνδυνοι, εκείνοι της σειράς Κορίτσι και Πλοίο- ήταν κλειδαμπαρωμένοι με ασφάλεια και μάλιστα έξω απ' το νησί, όπως ακριβώς το είχε επιθυμήσει η Ελίζαμπεθ. Σύμφωνα με την Παμ, κανένας από τον οικογενειακό και φιλικό μας κύκλο δεν είχε πάρει μαζί του σχέδια, εκτός από τον Μπόζι, τον Τομ και τον Ζάντερ Κέιμεν. Ήταν πολύ αργά για τον Τομ και τον Κέιμεν, και θα έδινα πάρα πολλά για να το αλλάξω αυτό, αλλά ο Μπόζι είχε υποσχεθεί να κάψει το δικό του, οπότε αυτό το θέμα είχε τακτοποιηθεί. Ακόμα και ο Τζακ ήταν εκτός κινδύνου, γιατί είχε ομολογήσει τη μικροκλοπή του. Ήταν πολύ έξυπνο από μέρους του Γουάιρμαν που τον ρώτησε, σκέφτηκα. Απόρησα μόνο που δε με είχε ρωτήσει αν είχα δώσει εγώ ο ίδιος κάποιο έργο μου στον Τζ... Η ανάσα μου έγινε γυαλί μες στο λαιμό μου. Τώρα ήξερα τι είχα ξεχάσει. Τώρα, αυτή την πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας, με τον άνεμο να βρυχιέται έξω. Ήμουν τόσο προσηλωμένος στην καταραμένη την έκθεση, που ούτε για μια στιγμή δεν είχα σκεφτεί σε ποιον μπορεί να είχα δώσει κάποιο έργο μου πριν από την έκθεση. Μπορώ να την πάρω; Η μνήμη μου, που ακόμα έτεινε να κολλάει, μερικές φορές με εξέπληττε με εκλάμψεις τεχνικολόρ λαμπρότητας. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί και τώρα. Είδα πάλι την Ίλσε να στέκεται ξυπόλυτη στο Μικρό Ροζ, φορώντας ένα σορτσάκι κι ένα μπλουζάκι με ράντες. Στεκόταν μπροστά στο καβαλέτο μου. Είχε χρειαστεί να της ζητήσω να μετακινηθεί για να δω τη ζωγραφιά που την είχε τόσο συνεπάρει. Τη ζωγραφιά που δε θυμόμουν καν ότι είχα κάνει. Μπορώ να την πάρω; Όταν παραμέρισε, είδα ένα μικρό κοριτσάκι μ' ένα φορεματάκι του τένις. Είχε γυρισμένη την πλάτη του, αλλά ήταν το κεντρικό θέμα της ζωγραφιάς. Τα κόκκινα μαλλιά του έλεγαν πως ήταν η Ρί-
μπα, η μικρή μου αγάπη, εκείνη η φιλενάδα από την άλλη μου ζωή. Ωστόσο ήταν επίσης η Ίλσε - η Ίλσε που σε κάποιους άλλους καταραμένους πίνακες την είχα ζωγραφίσει μέσα σε μια βάρκα με κουπιά- και η μεγάλη αδερφή της Ελίζαμπεθ, η Αντριάνα, γιατί εκείνο ήταν το φόρεμα του τένις που είχε η Αντριάνα, εκείνο με το γαλάζιο σιρίτι στον ποδόγυρο. (Δεν ήταν δυνατόν να το ξέρω αυτό, αλλά το ήξερα· ήταν μια πληροφορία που μου είχε μεταβιβαστεί σαν ψίθυρος από τις ζωγραφιές της Ελίζαμπεθ -τις ζωγραφιές που είχε κάνει όταν ήταν ακόμα γνωστή ως Λίμπιτ.) Μπορώ να την πάρω; Αυτή θέλω. Ή, μάλλον, αυτό που κάτι ήθελε να θέλει. Τηλεφώνησα στην Ίλσε, είχε πει η Παμ. Δεν ήξερα αν θα την έβρισκα, αλλά είχε μόλις μπει. Ολόγυρα στα πόδια της κούκλας-κοριτσιού υπήρχαν μπαλάκια του τένις. Ακόμα περισσότερα πλησίαζαν στην ακτή πάνω στο απαλό κύμα. Ακουγόταν κουρασμένη, αλλά είναι καλά. Ήταν; Αλήθεια; Της είχα δώσει εκείνη την καταραμένη ζωγραφιά. Ήταν το Μπισκοτάκι μου και δεν μπορούσα να της αρνηθώ τίποτα. Μέχρι και που είχα δώσει ένα όνομα στη ζωγραφιά για χάρη της, γιατί είχε πει ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να δίνουν ονόματα στα έργα τους. Το Τέλος του Παιχνιδιού, της είχα πει, και τώρα αυτό αντηχούσε μέσα στο κεφάλι μου σαν καμπάνα.
iv Δεν υπήρχε τηλεφωνική συσκευή στο υπνοδωμάτιο των ξένων, έτσι σύρθηκα σιγά σιγά στο χολ σφίγγοντας στο χέρι το ασημένιο καμάκι μου. Παρά την ανάγκη μου να επικοινωνήσω με την Ίλσε το συντομότερο δυνατό, καθυστέρησα μια στιγμή για να ρίξω μια ματιά μέσα από την ανοιχτή πόρτα στο απέναντι υπνοδωμάτιο. Ο Γουάιρμαν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σαν φώκια που έχει βγει στη στεριά, ροχαλίζοντας γαλήνια. Το δικό του ασημένιο καμάκι ήταν πλάι του, μαζί μ' ένα ποτήρι νερό. Προσπέρασα το οικογενειακό πορτραίτο, κατέβηκα τη σκάλα και μπήκα στην κουζίνα. Εδώ το βουητό του ανέμου και το μου-
γκρητό των κυμάτων ηχούσαν πιο δυνατά απ' οπουδήποτε αλλού. Σήκωσα το τηλέφωνο και άκουσα... τίποτα. Φυσικά. Νόμιζες ότι η Περς θ' άφηνε έτσι τα τηλέφωνα; Τότε κοίταξα το πληκτρολόγιο της συσκευής στο χέρι μου και είδα ότι είχε κουμπιά για δυο γραμμές. Στην κουζίνα τουλάχιστον, δεν αρκούσε απλά να σηκώσεις το τηλέφωνο. Ψιθύρισα μια σύντομη προσευχή, πάτησα το κουμπί που έγραφε ΓΡΑΜΜΗ 1 και ανταμείφθηκα με τον ήχο μιας ελεύθερης τηλεφωνικής γραμμής. Μετακίνησα τον αντίχειρά μου στα πλήκτρα με τους αριθμούς και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό τηλεφώνου της Ίλσε. Η ατζέντα μου ήταν στο Μεγάλο Ροζ και ο αριθμός της είχε σβηστεί τελείως από το μυαλό μου. ν Το τηλέφωνο άρχισε να κάνει έναν ήχο σαν σειρήνα. Ήταν αδύναμος -είχα αφήσει το ακουστικό στον πάγκο-, αλλά έμοιαζε δυνατός μέσα στη σκοτεινή κουζίνα και μ' έκανε να σκεφτώ άσχημα πράγματα. Περιπολικά της αστυνομίας που είχαν ειδοποιηθεί για κάποιο βίαιο έγκλημα. Ασθενοφόρα που έσπευδαν σε τόπους ατυχημάτων. Πάτησα το κουμπί διακοπής κλήσης Kt έγειρα το κεφάλι μου πάνω στο παγερό σμυριδωμένο ατσάλι που έντυνε την πρόσοψη του μεγάλου ψυγείου του Παλάσιο. Μπροστά στα μάτια μου υπήρχε ένα μαγνητάκι που έγραφε ΤΟ ΠΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΚΟΜΨΟΤΗΤΑΣ. Σωστά, και ο θάνατος είναι η τελευταία πράξη της ζωής. Δίπλα στο μαγνητάκι υπήρχε μια μαγνητισμένη θήκη με ένα μπλοκάκι για σημειώσεις και το υπόλειμμα ενός μολυβιού κρεμασμένο από ένα κορδόνι. Ξαναπάτησα το κουμπί που άνοιγε τη ΓΡΑΜΜΗ 1 και πήρα τις πληροφορίες καταλόγου. Η ηχογραφημένη φωνή με ευχαρίστησε που είχα επικοινωνήσει με τις Πληροφορίες Καταλόγου της Βέριζον και μου ζήτησε να πω την πόλη και την Πολιτεία για την οποία ενδιαφερόμουν. Είπα, «Πρόβιντενς, Ρόουντ Άιλαντ», αρθρώνοντας την κάθε συλλαβή σαν να βρισκόμουν στη σκηνή ενός θεάτρου. Μέχρις εκεί καλά, αλλά το ρομπότ βραχυκύκλωνε στον ήχο του ονόματος της Ίλσε, όσο προσεκτικά κι αν το πρόφερα. Με παρέπεμψε στο ζωντανό τηλεφωνητή, ο οποίος έλεγξε και μου είπε αυτό
που είχα ήδη υποπτευθεί: ο αριθμός της Ίλσε ήταν απόρρητος. Του εξήγησα ότι προσπαθούσα να επικοινωνήσω με την κόρη μου και ότι το τηλεφώνημα ήταν σημαντικό. Ο τηλεφωνητής είπε ότι θα μπορούσα να μιλήσω με κάποιον επόπτη, ο οποίος πιθανώς θα προθυμοποιούνταν να κάνει ένα διερευνητικό τηλεφώνημα εκ μέρους μου, αλλά όχι πριν από τις 8 π.μ., ώρα Ανατολικής Ακτής. Κοίταξα το ρολόι πάνω στο φούρνο μικροκυμάτων. Ήταν 2:04. Έκλεισα το τηλέφωνο και σφάλισα τα μάτια μου. Θα μπορούσα να ξυπνήσω τον Γουάιρμαν, να δω αν είχε την Ίλσε στη μικρή κόκκινη ατζέντα του, αλλά είχα ένα εφιαλτικό προαίσθημα ότι ακόμα κι αυτό μπορεί να ήταν μια μοιραία καθυστέρηση. «Μπορώ να το κάνω», είπα, αλλά χωρίς πραγματική ελπίδα. Φυσικά και μπορείς, είπε ο Κέιμεν. Ποιο είναι το βάρος σου; Τώρα πια ζύγιζα εκατόν εβδομήντα τέσσερις λίβρες, ενώ σ' όλη την ενήλικη ζωή μου μέχρι να έρθω στο Ντούμα Κη δεν είχα ξεπεράσει ποτέ τις εκατόν πενήντα. Είδα αυτούς τους αριθμούς στο μυαλό μου: 174150. Οι αριθμοί ήταν κόκκινοι. Ύστερα πέντε από αυτούς έγιναν πράσινοι, ο ένας μετά τον άλλο. Χωρίς ν' ανοίξω τα μάτια μου, έπιασα το απολειφάδι του μολυβιού και τους έγραψα στο μπλοκ. 40175. Και ποιος είναι ο αριθμός μητρώου σου στην Κοινωνική Ασφάλιση; ρώτησε τώρα ο Κέιμεν. Εμφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι, μια σειρά από κατακόκκινους αριθμούς. Τέσσερις από αυτούς έγιναν πράσινοι και τους πρόσθεσα σ' εκείνους που είχα ήδη σημειώσει. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, είδα ότι είχα γράψει 401759082. Οι αριθμοί κατηφόριζαν ακανόνιστα πάνω στο χαρτί, σαν μεθυσμένοι. Ήταν σωστό, το αναγνώρισα, αλλά μου έλειπε ακόμα ένα ψηφίο. Δεν πειράζει, είπε ο Κέιμεν μέσα στο κεφάλι μου. Ία τηλέφωνα με πληκτρολόγιο είναι ένα θείο δώρο για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα μνήμης. Αν καθαρίσεις το μυαλό σου και πάρεις γρήγορα τα ψηφία που ήδη έχεις, θα πατήσεις και το τελευταίο που σου λείπει χωρίς κανένα πρόβλημα. Είναι γραμμένο στη μνήμη των μυών σου. Ελπίζοντας ότι είχε δίκιο, άνοιξα πάλι τη ΓΡΑΜΜΗ 1 και σχημάτισα τον κωδικό περιοχής για το Ρόουντ Αιλαντ και ύστερα 759-082. Το δάχτυλο μου δε δίστασε ούτε μια στιγμή. Χτύπησε και
το τελευταίο ψηφίο του αριθμού και, κάπου στο Πρόβιντενς, ένα τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. vi «Εμπ-ρός;... Ποιος... είναι;» Για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι τελικά δεν είχα θυμηθεί σωστά τον αριθμό. Η φωνή ήταν γυναικεία, αλλ' ακουγόταν σαν να ανήκε σε μια γυναίκα μεγαλύτερη από την κόρη μου. Πολύ. Και σαν ζαβλακωμένη από ψυχοφάρμακα. Όμως αντιστάθηκα στην αρχική μου παρόρμηση να πω «Συγνώμη, λάθος» και να το κλείσω. Ακουγόταν κουρασμένη, είχε πει η Παμ, αλλά, αν ήταν η Ίλσε, δεν ακουγόταν απλώς κουρασμένη· ακουγόταν πτώμα από την εξάντληση. «Ίλσε;» Καμιά απάντηση για πολλή ώρα. Άρχισα να πιστεύω ότι η κουρασμένη γυναίκα στο Πρόβιντενς είχε κλείσει το τηλέφωνο. Συνειδητοποίησα ότι είχα ιδρώσει και μάλιστα αρκετά ώστε να μπορώ να μυρίζω τον εαυτό μου, σαν πίθηκος πάνω σ' ένα κλαδί. Ύστερα, το ίδιο λακωνικό ρεφρέν: «Εμπ-ρός;... Ποιος... είναι;» «Ίλσε!» Τίποτα. Την αισθάνθηκα που ετοιμαζόταν να το κλείσει. Έξω ο άνεμος βρυχιόταν και το κύμα σφυροκοπούσε την ακτή. «Μπισκοτάκι!» φώναξα. «Μπισκοτάκι, μην τολμήσεις να μου κλείσεις το τηλέφωνο!» Αυτό έφερε αποτέλεσμα. «Μπα... μπάα;» Ανείπωτη έκπληξη κλεινόταν μέσα σ' αυτή τη σπασμένη λέξη. «Ναι, γλυκιά μου, ο μπαμπάς είμαι». «Αν είσαι στ' αλήθεια ο μπαμπάς...» Μια μακριά παύση. Μπορούσα να τη δω, μέσα στην κουζίνα της, ξυπόλυτη (όπως εκείνη τη μέρα στο Μικρό Ροζ, όταν κοιτούσε τη ζωγραφιά με την κούκλα και τα μπαλάκια του τένις που έπλεαν πάνω στο κύμα), με το κεφάλι σκυφτό και τα μαλλιά να κρέμονται γύρω από το πρόσωπο της. Αλαφιασμένη, ίσως και τρομοκρατημένη τόσο που κόντευε να της σαλέψει το μυαλό. Και για πρώτη φορά ένιωσα να μισώ την Περς, εκτός από το να τη φοβάμαι. «Ίλσε... Μπισκοτάκι... Θέλω να με ακούσεις προσεκτικά...»
«Πες μου το ψευδώνυμο που χρησιμοποιώ στα e-mail μου». Υπήρχε μια σοκαρισμένη πονηριά στη φωνή της τώρα. «Αν είσαι πράγματι ο μπαμπάς μου, πες μου το ψευδώνυμο που χρησιμοποιώ στα e-mail μου». Κι αν δεν το έκανα, συνειδητοποίησα, θα έκλεινε το τηλέφωνο. Γιατί κάτι την είχε πλησιάσει. Κάτι την είχε εξαπατήσει, και είχε παίξει μαζί της, παγιδεύοντάς τη στους ιστούς του. Μόνο που δεν ήταν κάτι. Ήταν αυτή. Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε η Ίλσε στα e-mail της. Για μια στιγμή, δεν μπορούσα να το θυμηθώ ούτε αυτό. Μπορείς να το κάνεις, είπε ο Κέιμεν, αλλά ο Κέιμεν ήταν νεκρός. «Δεν είσαι... ο μπαμπάς μου», είπε το τρομαγμένο κορίτσι στην άλλη άκρη της γραμμής και ήταν πάλι έτοιμη να κλείσει το τηλέφωνο. Σκέψου πλαγίως, συμβούλεψε ψύχραιμα ο Κέιμεν. Μια υπόθεση, σκέφτηκα, χωρίς να ξέρω το γιατί. Εφόσον, εάν, αν... «Δεν είσαι ο μπαμπάς μου, είσαι αυτή», είπε η Ίλσε. Μ' εκείνη τη μαστουρωμένη, συρτή φωνή που δεν έμοιαζε διόλου με τη δική της. «Ο μπαμπάς μου πέθανε. Το είδα σ' ένα όνειρο. Γεια...» «If so!» φώναξα, χωρίς να με νοιάζει αν θα ξυπνούσα τον Γουάιρμαν. Χωρίς ούτε καν να σκεφτώ τον Γουάιρμαν. «Είσαι το IfSo-Girl\» Μια μεγάλη παύση από την άλλη άκρη της γραμμής. Ύστερα: «Και το υπόλοιπο;» Είχα άλλη μια στιγμή φρικτής αμηχανίας, αλλά ύστερα σκέφτηκα: Αλίσια Κιζ, παίζει πιάνο, τα πλήκτρα του πιάνου, πόσα είναι... «88», είπα. «Είσαι το If-So-Girl88». Ακολούθησε μια πολύ μεγάλη παύση. Μου φάνηκε ότι κράτησε μια αιωνιότητα. Ύστερα έβαλε τα κλάματα.
vii «Μπαμπά, αυτή είπε ότι ήσουν νεκρός. Αυτό ήταν το μόνο που πίστεψα. Όχι απλώς επειδή το ονειρεύτηκα, αλλά επειδή τηλεφώνησε η μαμά και είπε ότι πέθανε ο Τομ. Ονειρεύτηκα ότι ήσουν λυπη-
μένος κι ότι μπήκες στο νερό του Κόλπου. Ονειρεύτηκα ότι ένα υπόγειο ρεύμα σε παρέσυρε και πνίγηκες». «Δεν πνίγηκα, Ίλσε. Είμαι καλά, σ' το υπόσχομαι». Μου διηγήθηκε τι είχε συμβεί αποσπασματικά και με προσπάθεια, ξεσπώντας κάθε τόσο σε αναφιλητά και ξεφεύγοντας συχνά σε παρεκβάσεις για άσχετα θέματα. Ήταν φανερό ότι το άκουσμα της φωνής μου την είχε καλμάρει, αλλά δεν την είχε γιατρέψει. Ο λογισμός της ακόμα παράδερνε, μη έχοντας καμιά αίσθηση του χρόνου· αναφερόταν στα εγκαίνια στη Σκότο σαν να είχαν γίνει τουλάχιστον πριν από μια βδομάδα και μια φορά διέκοψε την αφήγησή της για να μου πει ότι ένας φίλος της είχε συλληφθεί επειδή καλλιεργούσε «φούντα». Αυτό την έκανε να ξεκαρδιστεί στα γέλια, σαν να ήταν μεθυσμένη ή μαστουρωμένη. Ύστερα είπε ότι δεν πείραζε. Είπε ότι ακόμα κι αυτό μπορεί να ήταν μέρος του ονείρου της. Τώρα ακουγόταν και πάλι νηφάλια. Νηφάλια... αλλά όχι φυσιολογική. Είπε ότι αυτή ήταν μια φωνή μες στο κεφάλι της, αλλά ότι ερχόταν επίσης από τους σωλήνες της αποχέτευσης και την τουαλέτα. Ο Γουάιρμαν μπήκε στην κουζίνα κάποια στιγμή, άναψε τους λαμπτήρες φθορισμού και κάθισε στο τραπέζι με το καμάκι του μπροστά του. Δεν είπε τίποτα, μόνο άκουγε όσα έλεγα στο τηλέφωνο εγώ. Η Ίλσε είπε ότι είχε αρχίσει να νιώθει παράξενα -σαν «νεραϊδοπαρμένη» ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε- από την πρώτη στιγμή που επέστρεψε στο διαμέρισμά της. Στην αρχή ήταν απλώς μια αλλόκοτη υπνηλία, αλλά σύντομα άρχισε να νιώθει επίσης ναυτία -όπως εκείνη τη μέρα που είχαμε προσπαθήσει να εξερευνήσουμε το νότιο τμήμα του νησιού ακολουθώντας το μοναδικό δρόμο του Ντούμα Κη. Και γινόταν όλο και χειρότερο. Μια γυναίκα της μίλησε από το νεροχύτη, της είπε ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός. Η Ίλσε είπε ότι είχε βγει έναν περίπατο για να καθαρίσει το κεφάλι της ύστερα απ' αυτό, αλλά σχεδόν αμέσως αποφάσισε να γυρίσει πίσω. «Πρέπει να είναι εκείνα τα διηγήματα του Λάβκραφτ που διαβάζω για την εργασία μου στο μάθημα των Αγγλικών», είπε. «Όλο νόμιζα ότι κάποιος με παρακολουθούσε. Εκείνη η γυναίκα». Όταν επέστρεψε στο διαμέρισμα, έβαλε να φτιάξει λίγο κουάκερ, με την ελπίδα ότι θα της έφτιαχνε το στομάχι, αλλά και μόνο
βλέποντας το όταν άρχισε να πήζει της ήρθε πάλι ναυτία -κάθε φορά που το ανακάτευε της φαινόταν ότι έβλεπε μέσα του διάφορα. Κρανία. Πρόσωπα παιδιών να ουρλιάζουν. Ύστερα το πρόσωπο μιας γυναίκας. Η γυναίκα είχε πάρα πολλά μάτια, είπε η Ίλσε. Η γυναίκα μέσα στο κουάκερ τής είπε ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός και ότι η μητέρα της δεν το είχε μάθει ακόμα, αλλά όταν θα το μάθαινε, θα έκανε πάρτι. «Έτσι πήγα και ξάπλωσα», είπε, προφέροντας τώρα ασυναίσθητα τις λέξεις όπως όταν ήταν μικρό παιδί, «και τότε ήταν που ονειρεύτηκα ότι η γυναίκα είχε δίκιο και ότι είχες πεθάνει, μπαμπά». Σκέφτηκα να τη ρωτήσω πότε είχε τηλεφωνήσει η μητέρα της, αλλά αμφέβαλλα αν θα το θυμόταν, και έτσι κι αλλιώς δεν είχε σημασία. Όμως, Θεέ μου, η Παμ δεν είχε διαισθανθεί τίποτα περισσότερο από απλή κούραση, με δεδομένο μάλιστα και το τηλεφώνημά μου; Ήταν κουφή; Σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος που μπορούσε ν' ακούσει αυτή τη σύγχυση στη φωνή της Ίλσε, αυτή την εξουθένωση. Αλλά ίσως να μην ήταν τόσο άσχημα όταν είχε τηλεφωνήσει η Παμ. Η Περς ήταν ισχυρή, αλλ' αυτό δε σήμαινε ότι δε χρειαζόταν το χρόνο της για να πετύχει το σκοπό της. Ιδίως από απόσταση. «Ίλσε, έχεις ακόμα τη ζωγραφιά που σου έδωσα; Εκείνη με το κοριτσάκι και τα μπαλάκια του τένις; Την ονόμασα Το Τέλος του Παιχνιδιού». «Αυτό είναι άλλο ένα αστείο», είπε. Είχα μια αίσθηση ότι προσπαθούσε να μιλάει με συνοχή, όπως ένας μεθυσμένος οδηγός που τον σταματάει ένας τροχονόμος προσπαθεί ν' ακούγεται ξεμέθυστος. «Ήθελα να την πάω να την κορνιζάρουν, αλλά δε βρήκα ευκαιρία, έτσι την κάρφωσα στον τοίχο στο μεγάλο δωμάτιο με μια πινέζα. Ξέρεις, εκείνο το δωμάτιο που είναι συγχρόνως κουζίνα και καθιστικό. Σου πρόσφερα τσάι εκεί». «Ναι». Δεν είχα βρεθεί ποτέ στο διαμέρισμά της στο Πρόβιντενς. «Όπου θα μπορούσα να τη... να τη βλέπω... αλλά όταν επέστρεψα... χμμμ...» «Θα κοιμηθείς; Μη μου κοιμηθείς στο τηλέφωνο, Μπισκοτάκι». «Δεν κοιμάμαι...» Αλλά η φωνή της έσβηνε. «Ίλσε! Ξύπνα! Ξύπνα, γαμώτο!» «Μπαμπά!» Ακουγόταν σοκαρισμένη. Αλλά είχε ξυπνήσει και πάλι για τα καλά.
«Τι συνέβη στη ζωγραφιά; Τι το διαφορετικό είχε όταν επέστρεψες;» «Ήταν στο υπνοδωμάτιο. Υποθέτω ότι πρέπει να τη μετακίνησα εγώ η ίδια -μέχρι και που είναι καρφωμένη με την ίδια κόκκινη πινέζα-, αλλά δε θυμάμαι να το έκανα. Υποθέτω ότι ήθελα να την έχω πιο κοντά μου. Δεν είναι αστείο;» Όχι, δεν το έβρισκα αστείο. «Δε θα 'θελα να ζήσω αν πέθαινες, μπαμπά», είπε. «Θα ήθελα να πεθάνω κι εγώ». «Άκουσέ με προσεκτικά, Ίλσε. Είναι σημαντικό να κάνεις ό,τι θα σου πω. Θα το κάνεις αυτό;» «Ναι, μπαμπά. Αρκεί να μην πάρει πολλή ώρα. Είμαι...» Ο ήχος ενός χασμουρητού, «...κουρασμένη. Ίσως μπορέσω να κοιμηθώ, τώρα που ξέρω ότι είσαι καλά». Ναι, θα μπορούσε να κοιμηθεί. Κάτω ακριβώς από το Τέλος του Παιχνιδιού, που κρεμόταν στον τοίχο από την κόκκινη πινέζα του. Και θα ξυπνούσε πιστεύοντας ότι το όνειρο ήταν αυτή η συνομιλία και η πραγματικότητα η αυτοκτονία του πατέρα της στο Ντούμα Κη. Αυτό ήταν έργο της Περς. Εκείνης της μάγισσας. Εκείνης της σκύλας. Η οργή είχε επιστρέψει, έτσι ξαφνικά. Σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Όμως δεν μπορούσα να την αφήσω να θολώσει τη σκέψη μου- δεν μπορούσα να την αφήσω καν να φανεί στη φωνή μου, γιατί η Ίλσε μπορεί να νόμιζε ότι στρεφόταν εναντίον της. Στερέωσα το τηλέφωνο ανάμεσα στο αυτί και στον ώμο μου. Ύστερα άπλωσα το μοναδικό μου χέρι και άδραξα το λεπτό μεταλλικό λαιμό της βρύσης του νεροχύτη. Έκλεισα τη γροθιά μου γύρω του. «Δε θα πάρει πολλή ώρα, γλυκιά μου. Αλλά πρέπει να το κάνεις. Ύστερα μπορείς να πας να κοιμηθείς». Ο Γουάιρμαν καθόταν στο τραπέζι, τελείως ασάλευτος, και με παρακολουθούσε/Εξω, το κύμα λυσσομανούσε. «Τι είδους κουζίνα έχεις, Μπισκοτάκι;» «Γκαζιού. Κουζίνα γκαζιού». Γέλασε πάλι. «Ωραία. Πάρε τη ζωγραφιά και ρίξ' τη στο φούρνο. Ύστερα κλείσε την πόρτα και άναψέ τον. Στο πιο δυνατό. Κάψ' τη να γίνει στάχτη». «Όχι, μπαμπά!» Τελείως ξύπνια πάλι και σοκαρισμένη όσο κι
όταν είχα πει γαμώτο, αν όχι και περισσότερο. «Την αγαπάω αυτή τη ζωγραφιά!» «Το ξέρω, γλυκιά μου, αλλά η ζωγραφιά είναι αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι έτσι». Πήγα να πω και κάτι άλλο, αλλά σταμάτησα. Αν αυτό που έφταιγε ήταν το σχέδιο που της είχα δώσει -και αυτό ήταν, οπωσδήποτε ήταν αυτό-, τότε δε χρειαζόταν να της το κάνω λιανά. Θα το καταλάβαινε πολύ καλά μόνη της, όπως το είχα καταλάβει κι εγώ. Αντί να μιλήσω έσφιξα πιο δυνατά τη βρύση και την ταρακούνησα μπρος πίσω, ευχόμενος με όλη μου την καρδιά να ήταν ο λαιμός εκείνης της σκύλας μάγισσας. «Μπαμπά! Ειλικρινά νομίζεις...» «Δε νομίζω, ξέρω. Κατέβασε τη ζωγραφιά από τον τοίχο, Ίλσε. Θα περιμένω στο τηλέφωνο. Κατέβασέ τη, χώσ' τη στο φούρνο και κάψ' την. Κάν' το αυτή τη στιγμή». «Εε... εντάξει. Περίμενε». Ακούστηκε ένας αμβλύς ήχος καθώς άφηνε κάτω το ακουστικό. Ο Γουάιρμαν ρώτησε, «Το κάνει;» Πριν προλάβω ν' απαντήσω, ακούστηκε ένας κρότος. Τον ακολούθησε ένας πίδακας κρύου νερού που μ' έβρεξε μέχρι τον αγκώνα. Κοίταξα τη βρύση στο χέρι μου, ύστερα την ανώμαλη τομή στο σημείο όπου είχε σπάσει. Πέταξα το κομμάτι που κρατούσα στο νεροχύτη. Νερό ανάβλυζε από το σπασμένο σωλήνα. «Νομίζω πως ναι», είπα. Και ύστερα: «Λυπάμαι». «De nada». Ο Γουάιρμαν έπεσε στα γόνατα, άνοιξε το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη, έχωσε το χέρι πίσω από το καλάθι των σκουπιδιών και τις αποθηκευμένες σακούλες των σκουπιδιών. Γύρισε κάτι και το νερό που ανάβλυζε από τη σπασμένη βρύση άρχισε να λιγοστεύει. «Δε γνωρίζεις τη δύναμή σου, muchacho. Από την άλλη, ίσως και να τη γνωρίζεις πολύ καλά». «Λυπάμαι», είπα πάλι. Αλλά δε λυπόμουν. Η παλάμη μου αιμορραγούσε από ένα επιπόλαιο κόψιμο, αλλά ένιωθα καλύτερα. Σαν να μου είχε καθαρίσει το μυαλό. Σκέφτηκα ότι μια φορά και έναν καιρό, αυτή η βρύση θα μπορούσε να είναι ο λαιμός της γυναίκας μου. Διόλου περίεργο που με χώρισε. Καθίσαμε στην κουζίνα και περιμέναμε. Ο μεγάλος δείκτης στο ρολόι πάνω από την κουζίνα έκανε μια βασανιστικά αργή περιστροφή πάνω στο καντράν κι άρχισε άλλη μια. Το νερό που έβγαινε από τη σπασμένη βρύση ήταν πια μόλις ένα μικρό ρυάκι. Ύστε-
ρα, πολύ αμυδρά, άκουσα την Ίλσε, να φωνάζει: «Επέστρεψα... Την κρατάω στα χέρια μου... Την...» Ύστερα ούρλιαξε. Δεν μπορούσα να πω αν ήταν από έκπληξη, πόνο ή και τα δυο. «Ίλσε!» φώναξα. «Ίλσε!» Ο Γουάιρμαν σηκώθηκε πάλι βιαστικά, χτυπώντας το γοφό του στο πλάι του νεροχύτη. Σήκωσε τις παλάμες του ανοιχτές προς το μέρος μου σε μια ερωτηματική χειρονομία. Κούνησα το κεφάλι μου -Δεν ξέρω. Τώρα μπορούσα να νιώσω τον ιδρώτα να τρέχει στα μάγουλά μου, μόλο που δεν έκανε ιδιαίτερη ζέστη στην κουζίνα. Αναρωτιόμουν τι να κάνω στη συνέχεια -σε ποιον να τηλεφωνήσω- όταν η Ίλσε ξανάπιασε το τηλέφωνο. Ακουγόταν εξουθενωμένη. Ακουγόταν επίσης να έχει ξαναβρεί τον εαυτό της. Επιτέλους, να έχει ξαναβρεί τον εαυτό της. «Θεέ και Κύριε», είπε. «Τι συνέβη;» Έπρεπε να κρατηθώ για να μη φωνάξω. «Ίλι, τι συνέβη;» «Πάει. Πήρε φωτιά και κάηκε. Την είδα μέσα από το τζάμι. Έγινε στάχτη. Πρέπει να βάλω έναν επίδεσμο στην ανάστροφη της παλάμης μου, μπαμπά. Είχες δίκιο. Κάτι πήγαινε πραγματικά πολύ στραβά μ' αυτή τη ζωγραφιά». Γέλασε τρεμάμενα. «Η καταραμένη, δεν εννοούσε να μπει μέσα στο φούρνο. Διπλώθηκε και...» Πάλι εκείνο το τρεμουλιαστό γέλιο. «Θα έλεγα ότι κόπηκα στην άκρη του χαρτιού, αλλά δε μοιάζει με κόψιμο από χαρτί, ούτε το ένιωσα έτσι. Το ένιωσα σαν δαγκωνιά. Νομίζω ότι με δάγκωσε».
viii Το σημαντικό για μένα ήταν ότι η Ίλσε ήταν καλά. Το σημαντικό γι' αυτήν ήταν ότι εγώ ήμουν καλά. Ήμασταν κι οι δυο σώοι και αβλαβείς. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε ο μωρός καλλιτέχνης. Της είπα ότι θα της τηλεφωνούσα την επομένη. «Ίλι; Κάτι ακόμα». «Ναι, μπαμπά». Ακουγόταν τελείως ξύπνια και νηφάλια πάλι. «Πήγαινε στο φούρνο. Έχει κάποιο φωτάκι;» «Ναι». «Αναψέ το. Πες μου τι βλέπεις». «Θα πρέπει να περιμένεις -το ασύρματο είναι στην κρεβατοκάμαρα».
Ακολούθησε άλλη μια παύση, πιο σύντομη. Ύστερα ξανάπιασε το ακουστικό και είπε, «Στάχτες». «Ωραία», είπα. «Και οι υπόλοιπες ζωγραφιές σου, μπαμπά; Είναι όλες σαν αυτήν;» «Το έχω ήδη φροντίσει, γλυκιά μου. Αλλ' αυτή είναι μια ιστορία που θα σου τη διηγηθώ μια άλλη φορά». «Εντάξει. Σ' ευχαριστώ, μπαμπά. Είσαι ακόμα ο ήρωάς μου. Σ' αγαπώ». «Κι εγώ σ' αγαπώ». Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε και κανένας από τους δυο μας δεν το ήξερε. Ποτέ δεν το ξέρουμε, έτσι δεν είναι; Τουλάχιστον κλείσαμε διαβεβαιώνοντας ο ένας τον άλλο για την αγάπη μας. Το θυμάμαι καλά αυτό. Δεν είναι σημαντικό, αλλά είναι κάτι. Άλλοι είναι σε χειρότερη μοίρα. Έτσι λέω στον εαυτό μου τις δύσκολες νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Άλλοι είναι σε χειρότερη μοίρα. ix Σωριάστηκα στην καρέκλα απέναντι από τον Γουάιρμαν και στήριξα το κεφάλι μου στο χέρι μου. «Ιδρώνω σαν γουρούνι». «Ίσως το ότι έβγαλες νοκάουτ το νεροχύτη της μις Ελίζαμπεθ να έχει παίξει κάποιο ρόλο σ' αυτό». «Αυπάμ...» «Αν το ξαναπείς θα σε χαστουκίσω», είπε. «Τα πήγες μια χαρά. Δεν καταφέρνουν όλοι οι άντρες να σώσουν τη ζωή της κόρης τους. Πίστεψέ με όταν λέω ότι σε ζηλεύω. Θέλεις μια μπίρα;» «Θα ξερνούσα σ' όλο το τραπέζι. Έχεις γάλα;» Κοίταξε στο ψυγείο. «Γάλα όχι, αλλά έχω κρέμα για τον καφέ με χαμηλά λιπαρά». «Δώσε μου λίγη κρέμα, τότε». «Τα γούστα σου είναι πραγματικά εμετικά, Έντγκαρ». Αλλά μου γέμισε με κρέμα ένα ποτήρι του χυμού κι εγώ την ήπια μονορούφι. Ύστερα ανεβήκαμε πάλι επάνω, προχωρώντας αργά, σφίγγοντας στα χέρια μας τα κοντόχοντρα βέλη μας με τις ασημένιες
αιχμές, σαν πολεμιστές της ζούγκλας που έχουν αρχίσει να τους παίρνουν τα χρόνια. Επέστρεψα στο υπνοδωμάτιο των ξένων, ξάπλωσα και γι' άλλη μια φορά βρέθηκα να κοιτάζω το ταβάνι. Το χέρι μου πονούσε, αλλά δε με πείραζε. Εκείνη είχε κόψει το δικό της· εγώ είχα κόψει το δικό μου. Έτσι έπρεπε να γίνει, κατά κάποιον τρόπο. Το μπολ στάζει, σκέφτηκα. Στείλ' την πάλι να κοιμηθεί στον υγρό της τάφο, σκέφτηκα. Και κάτι άλλο - η Ελίζαμπεθ είχε πει και κάτι άλλο. Πριν μπορέσω να θυμηθώ τι ήταν, θυμήθηκα κάτι πολύ πιο σημαντικό: η Ίλσε είχε κάψει το Τέλος του Παιγνιδιού στο φούρνο της κουζίνας της χωρίς να υποστεί τίποτα περισσότερο από ένα κόψιμο - ή ίσως μια δαγκωνιά- στην ανάστροφη της παλάμης της. Έπρεπε να της είχα πει να το απολυμάνει, σκέφτηκα. Έπρεπε να απολυμάνω και το δικό μου. Αποκοιμήθηκα. Αυτή τη φορά δεν εμφανίστηκε κανένας γιγαντιαίος βάτραχος στα όνειρά μου για να με προειδοποιήσει. χ Ένας γδούπος με ξύπνησε την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος. Ο αέρας φυσούσε ακόμα δυνατά -πιο δυνατά από ποτέ- κι είχε παρασύρει μια από τις πολυθρόνες παραλίας του Γουάιρμαν ρίχνοντάς την πάνω στον πλαϊνό τοίχο του σπιτιού. Ή ίσως να ήταν η χαρούμενη ομπρέλα κάτω από την οποία είχαμε μοιραστεί το πρώτο μας ποτό -παγωμένο πράσινο τσάι, πολύ δροσιστικό. Φόρεσα το τζιν μου κι άφησα όλα τα άλλα ρούχα μου πεταμένα στο πάτωμα, μαζί με το καμάκι με την ασημένια αιχμή. Σκέφτηκα ότι ο Έμερι Πόλσον δε θα επιχειρούσε να με ξαναεπισκεφθεί, τουλάχιστον στο φως της μέρας. Έριξα μια ματιά στον Γουάιρμαν, αλλά απλώς για τους τύπους· μπορούσα να τον ακούσω να ροχαλίζει και να σφυρίζει στον ύπνο του. Ήταν και πάλι ξαπλωμένος ανάσκελα, με απλωμένα τα χέρια. Κατέβηκα στην κουζίνα και κούνησα το κεφάλι μου βλέποντας τη σπασμένη βρύση και το ποτήρι του χυμού με τον ξεραμένο αφρό της κρέμας στα τοιχώματά του. Βρήκα ένα μεγαλύτερο ποτήρι σ' ένα ντουλάπι και το γέμισα με πορτοκαλοχυμό. Το πήρα και
βγήκα έξω, στην πίσω βεράντα. Ο αέρας που φυσούσε από τον Κόλπο ήταν δυνατός αλλά ζεστός, κι ανασήκωνε προς τα πίσω τα ιδρωμένα μου μαλλιά από το μέτωπο και τους κροτάφους μου. Μου άφηνε μια αίσθηση ευχάριστη. Καθησυχαστική. Αποφάσισα να κατεβώ στην παραλία και να πιω το χυμό μου εκεί. Κόντευα πια να φτάσω στην άκρη της ξύλινης προβλήτας κι ετοιμαζόμουν να πιω μια γουλιά από το χυμό μου, όταν κοκάλωσα. Το ποτήρι έγειρε μέσα στο χέρι μου και λίγος χυμός πιτσίλισε το ένα γυμνό μου πόδι. Ούτε που το πρόσεξα. Έξω στον Κόλπο, πλησιάζοντας προς την ακτή καβάλα σ' ένα από τα μεγάλα κύματα που σήκωνε ο άνεμος, υπήρχε ένα καταπράσινο μπαλάκι του τένις. Δε σημαίνει τίποτα, είπα στον εαυτό μου, αλλά δεν τον έπεισα. Σήμαινε τα πάντα και το ήξερα από την πρώτη στιγμή που το είδα. Πέταξα το ποτήρι μέσα στις αβένες κι άρχισα να προχωράω μ' ένα βιαστικό τρέκλισμα -το ιδιαίτερο στυλ τρεξίματος του Έντγκαρ Φρίμαντλ για εκείνη τη χρονιά. Μου πήρε δεκαπέντε δευτερόλεπτα, ίσως και λιγότερο, για να φτάσω στην άκρη της προβλήτας, αλλά σ' εκείνο το διάστημα είδα άλλα τρία μπαλάκια του τένις να έρχονται κατά την ακτή με την παλίρροια. Ύστερα έξι, ύστερα οχτώ. Τα περισσότερα ήταν συγκεντρωμένα στα δεξιά μου -στο Βορρά. Δεν έβλεπα πού πήγαινα και φτάνοντας στην άκρη της προβλήτας έκανα ένα ακόμα βήμα και βρέθηκα στον αέρα, με τα χέρια μου να σπαρταράνε. Έπεσα στην άμμο τρέχοντας ακόμα, και μπορεί να είχα καταφέρει να μείνω όρθιος αν είχα προσγειωθεί στο γερό μου πόδι, αλλά δεν είχα τέτοια τύχη. Μια σουβλιά πόνου διαπέρασε το σακατεμένο πόδι μου, από το καλάμι ως το γόνατο κι ύστερα μέχρι το γοφό, και ξαπλώθηκα φαρδύς πλατύς στην άμμο. Δεκαπέντε εκατοστά μπροστά απ' τη μύτη μου είχε σταθεί ένα από εκείνα τα καταραμένα μπαλάκια του τένις, με το μουλιασμένο χνούδι κολλημένο πάνω στη στρογγυλή επιφάνεια. ΝΤΑΝΛΟΠ έγραφε στο πλάι με κεφαλαία γράμματα, μαύρα σαν καταδίκη. Πάλεψα να σηκωθώ, κοιτάζοντας πανικόβλητος τον Κόλπο. Ελάχιστα μπαλάκια πλησίαζαν πάνω στο κύμα μπροστά στο Παλάσιο, αλλά πιο βόρεια, κοντά στο Μεγάλο Ροζ, είδα έναν πράσινο στολίσκο -τουλάχιστον εκατό, πιθανώς πολύ περισσότερα.
Δε σημαίνει τίποτα. Είναι ασφαλής. Έκαψε τη ζωγραφιά και κοιμάται στο διαμέρισμά της, χίλια χιλιόμετρα μακριά από δω, σώα και αβλαβής. «Δε σημαίνει τίποτα», είπα, αλλά τώρα ένιωθα τον άνεμο που φυσούσε πίσω τα μαλλιά μου κρύο αντί για ζεστό. Κατευθύνθηκα κουτσαίνοντας προς το Μεγάλο Ροζ, περπατώντας κοντά στο νερό, όπου η άμμος ήταν βρεγμένη και κρουστή κι αστραφτερή. Οι τσιλιβήθρες σηκώνονταν ψηλά σε σύννεφα εμπρός μου. Κάθε λίγο ένα από τα κύματα που έσκαγαν άφηνε ένα μπαλάκι του τένις στα πόδια μου. Τώρα είχαν γίνει πάρα πολλά, σκορπισμένα πάνω στη σκληρή, υγρή άμμο. Ύστερα είδα ένα ανοιχτό κιβώτιο που έγραφε Μπαλάκια Τένις Ντάνλοπ και ΟΙ ΚΟΝΣΕΡΒΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ. Ήταν τριγυρισμένο από μπαλάκια του τένις που σκαμπανέβαζαν πάνω στο κύμα. Αρχισα να τρέχω. xi Ξεκλείδωσα την πόρτα κι άφησα τα κλειδιά μου να κρέμονται στην κλειδαριά. Πήγα παραπατώντας στο τηλέφωνο και είδα το λαμπάκι των μηνυμάτων να αναβοσβήνει. Πάτησα το PLAY. Η ανέκφραστη αντρική φωνή του τηλεφωνητή μού είπε ότι αυτό το μήνυμα είχε παραληφθεί στις 6:48 π.μ., που σήμαινε λιγότερο από μισή ώρα πριν. Ύστερα ξέσπασε από το ηχείο η φωνή της Παμ. Έσκυψα το κεφάλι, όπως θα το έσκυβε κανείς για ν' αποφύγει να τον χτυπήσει καταπρόσωπο μια έκρηξη από αιχμηρά θραύσματα γυαλιού. «Έντγκαρ, τηλεφώνησαν από την αστυνομία και είπαν ότι η Ίλι είναι νεκρή! Αένε ότι μια γυναίκα ονόματι Μαίρη Αιρ πήγε στο διαμέρισμά της και τη σκότωσε! Μια από τους φίλους σου\ Μια από τους κουλτουριάρηδες φίλους που έχεις κάνει εκεί κάτω, στη Φλόριντα, σκότωσε την κόρη μας!» Ξέσπασε σ' έναν καταιγισμό από βραχνά και κακόηχα αναφιλητά... ύστερα γέλασε. Ήταν φρικτό εκείνο το γέλιο. Ένιωσα σαν ένα από εκείνα τα ιπτάμενα θραύσματα γυαλιού να με είχε κόψει στο πρόσωπο. «Τηλεφώνησέ μου, μπάσταρδε. Τηλεφώνησε και εξηγήσου. Είχες πει ότι θα ήταν ΑΣΦΑΛΗΣ!»
Ύστερα κι άλλα αναφιλητά. Που τα διέκοψε ένα κλικ. Ακολούθησε ο βόμβος της ελεύθερης γραμμής. Απλωσα το χέρι και πάτησα το OFF, για να τον σταματήσω. Πήγα στο δωμάτιο Φλόριντα και κοίταξα τα μπαλάκια του τένις, που ακόμα σκαμπανέβαζαν πάνω στα κύματα. Ένιωθα διπλός, σαν ξαφνικά να υπήρχε ένας Έντγκαρ που πατούσε στη γη κι ένας δεύτερος, που μετεωριζόταν πάνω από το κεφάλι του πρώτου και τον παρακολουθούσε. Οι νεκρές δίδυμες είχαν αφήσει ένα μήνυμα στο στούντιο μου -Πού η αδελφή μας; Μήπως τελικά η αδερφή που εννοούσαν ήταν η Ίλι; Ο άνεμος όρμησε μέσα στο δωμάτιο Φλόριντα από τις σήτες. Τα κύματα έσπαγαν στην ακτή με κανονικότητα μετρονόμου. Πουλιά πετούσαν πάνω απ' το νερό κρώζοντας. Στην παραλία μπορούσα να δω άλλο ένα ανοιχτό κιβώτιο από μπαλάκια, ήδη μισοθαμμένο στην άμμο. Θησαυρός από τη θάλασσα· η δίκαια ανταμοιβή μου από το caldo. Με παρακολουθούσε, χωρίς αμφιβολία. Περίμενε να καταρρεύσω. Ήμουν απολύτως βέβαιος γι' αυτό. Οι... τι; Οι φρουροί της; Μπορεί να κοιμούνταν την ημέρα, αλλά όχι αυτή. «Κερδίζω εγώ, κερδίζεις εσύ», είπα. «Αλλά νομίζεις ότι κέρδισες τον πόλεμο, έτσι δεν είναι; Έξυπνη Περς». Φυσικά και ήταν έξυπνη. Έπαιζε το παιχνίδι πολύ καιρό. Κάτι μου έλεγε πως ήταν ήδη γριά όταν τα Τέκνα του Ισραήλ πότιζαν ακόμα με τον ιδρώτα τους τα περιβόλια της Αιγύπτου. Κάποιες φορές κοιμόταν, αλλά τώρα είχε ξυπνήσει. Και η δύναμή της έφτανε μακριά. Το τηλέφωνο μου άρχισε να χτυπάει. Ξαναπήγα μέσα, εξακολουθώντας να νιώθω σαν ένας άντρας που παρακολουθούσε από ψηλά τον εαυτό του, και σήκωσα το τηλέφωνο. Ήταν ο Ντάριο. Ακουγόταν αναστατωμένος. «Έντγκαρ; Τι ανοησίες ήταν αυτές, να μη στείλουμε τα έργα στους...» «Όχι τώρα, Ντάριο», είπα. «Μη λες άλλα». Διέκοψα τη σύνδεση και τηλεφώνησα στην Παμ. Τώρα που δεν το σκεφτόμουν, θυμήθηκα τα ψηφία χωρίς καμιά δυσκολία· εκείνη η θαυμαστή μνήμη των μυών ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο. Σκέφτηκα ότι ίσως οι άνθρωποι να βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα αν είχαν μόνο αυτό το είδος μνήμης.
Η Παμ ήταν πιο ήρεμη. Δεν ξέρω τι είχε πάρει, αλλά είχε ήδη αρχίσει να επενεργεί. Μιλήσαμε είκοσι λεπτά. Την περισσότερη ώρα της συνομιλίας μας έκλαιγε και κάθε τόσο τα λόγια της είχαν έναν τόνο κατηγορίας, αλλά όταν δεν έκανα καμία προσπάθεια να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ο θυμός της ξεφούσκωσε κι έδωσε τη θέση του στη θλίψη και στην παραζάλη. Έπιασα τα σημαντικότερα σημεία, ή έτσι νόμιζα τότε. Υπήρχε ένα πολύ σημαντικό σημείο που μας είχε διαφύγει και των δυο, αλλά, όπως είπε κάποτε κάποιος σοφός, «Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ό,τι δεν μπορείς να δεις», και ο εκπρόσωπος της αστυνομίας που είχε τηλεφωνήσει στην Παμ δεν είχε σκεφτεί να της πει τι είχε φέρει μαζί της η Μαίρη Άιρ στο διαμέρισμα της κόρης μας στο ΓΙρόβιντενς. Εκτός από το όπλο, δηλαδή. Εκτός από την Μπερέτα. «Η αστυνομία λέει ότι πρέπει να πήγε με το αυτοκίνητο και να οδήγησε σχεδόν χωρίς στάση», είπε ανέκφραστα η Παμ. «Ποτέ δε θα μπορούσε να βάλει ένα τέτοιο όπλο μέσα σ* ένα αεροπλάνο. Γιατί το έκανε; Έφταιγε άλλη μια από τις καταραμένες ζωγραφιές σου;» «Ασφαλώς», είπα. «Αγόρασε κι αυτή έναν πίνακα. Δεν πήγε ποτέ ο νους μου σ' ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν πήγε ποτέ ο νους μου σ' αυτήν. Ούτε μια φορά. Ο μόνος κίνδυνος που έβλεπα ήταν εκείνος ο αναθεματισμένος φίλος της Ίλι». Μιλώντας με απόλυτη ηρεμία, η πρώην σύζυγος μου -γιατί σίγουρα αυτό ήταν τώρα- είπε: «Εσύ το έκανες αυτό». Ναι. Εγώ το είχα κάνει. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί ότι η Μαίρη Άιρ θα αγόραζε τουλάχιστον έναν πίνακα, και ότι πιθανώς θα ήθελε έναν από τους πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο -τους πιο τοξικούς απ' όλους. Κι ότι δε θα ζητούσε από τη Σκότο να τον φυλάξει και να της τον στείλει, από τη στιγμή που ζούσε μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, στην Τάμπα. Μπορεί μέχρι και να τον είχε στο πορτμπαγκάζ της στραπατσαρισμένης Μερσέντες της όταν με είχε πετάξει στο νοσοκομείο. Από εκεί θα μπορούσε να πάει κατευθείαν στο διαμέρισμά της στα Ντέιβις Άιλαντς, για να πάρει το αυτόματο που φύλαγε στο σπίτι της για προστασία από τους διαρρήκτες. Διάολε, θα ήταν στο δρόμο της προς τα βόρεια. Αυτό το κομμάτι έπρεπε τουλάχιστον να το είχα μαντέψει. Την είχα γνωρίσει, στο κάτω κάτω, και ήξερα πόσο εκτιμούσε το έργο μου.
«Παμ, κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει σ' αυτό το νησί. Εγώ...» «Νομίζεις ότι νοιάζομαι γι' αυτό, Έντγκαρ; Ή για το γιατί έκανε αυτό που έκανε εκείνη η γυναίκα; Εσύ σκότωσες την κόρη μας. Δε θέλω να σου ξαναμιλήσω ποτέ πια, δε θέλω να σε ξαναδώ πια, και θα προτιμούσα να βγάλω τα μάτια μου παρά να κοιτάξω ξανά μια ζωγραφιά σου. Έπρεπε να είχες πεθάνει όταν σε χτύπησε εκείνος ο γερανός». Υπήρχε μια φρικτή στοχαστικότητα στη φωνή της. «Αυτό θα ήταν ένα ευτυχές τέλος». Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, ύστερα ακούστηκε και πάλι ο βόμβος της ελεύθερης γραμμής. Σκέφτηκα να εκσφενδονίσω τη συσκευή μαζί με τον τηλεφωνητή στον απέναντι τοίχο, αλλά ο Έντγκαρ που μετεωριζόταν πάνω από το κεφάλι μου είπε να μην το κάνω. Ο Έντγκαρ που μετεωριζόταν πάνω από το κεφάλι μου είπε ότι ίσως αυτό να έδινε πολύ μεγάλη ικανοποίηση στην Περς. Έτσι, αντί γι' αυτό έκλεισα μαλακά το τηλέφωνο, και απλά στάθηκα εκεί για ένα λεπτό προσπαθώντας να μη λυγίσουν τα πόδια μου, ζωντανός, ενώ η δεκαεννιάχρονη κόρη μου ήταν νεκρή, όχι με μια σφαίρα φυτεμένη στο κεφάλι, αλλά πνιγμένη στην ίδια της την μπανιέρα από μια τρελή τεχνοκριτικό. Ύστερα, σιγά σιγά, βγήκα έξω. Αφησα την πόρτα ανοιχτή. Δεν έμοιαζε να υπάρχει κανένας λόγος να την κλειδώσω τώρα. Υπήρχε μια σκούπα για να σαρώνω την άμμο από το μονοπάτι ακουμπισμένη στον πλαϊνό τοίχο του σπιτιού. Την κοίταξα και το δεξί μου μπράτσο άρχισε να με φαγουρίζει. Σήκωσα το δεξί μου χέρι και το κράτησα μπροστά στα μάτια μου. Δεν ήταν εκεί, αλλά όταν το ανοιγόκλεισα μπόρεσα να το νιώσω να λυγίζει. Μπόρεσα επίσης να νιώσω δυο μακριά νύχια να βυθίζονται στην παλάμη μου. Τα άλλα τα ένιωσα κοντά και με ακανόνιστες άκρες. Πρέπει να είχαν σπάσει. Κάπου -ίσως πάνω στη μοκέτα που έντυνε το πάτωμα του Μικρού Ροζ- υπήρχαν μερικά νύχια-φαντάσματα. «Φύγε», του είπα. «Δε σε θέλω πια, φύγε και πέθανε». Δεν έφυγε. Δε θα έφευγε. Όπως και το μπράτσο του οποίου κάποτε αποτελούσε συνέχεια, το χέρι με φαγούριζε και πονούσε και μου έδινε σουβλιές κι αρνιόταν να με εγκαταλείψει. «Τότε πήγαινε να βρεις την κόρη μου», είπα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. «Φέρ' την πίσω, γιατί δεν κάνεις τουλάχιστον αυτό; Φέρ' τη σ' εμένα. Θα ζωγραφίσω ό,τι θες, μόνο φέρ' τη σ' εμένα».
Τίποτα. Ήμουν απλά ένας μονόχειρας μ' ένα φανταστικό φαγούρισμα σε ένα χέρι που δεν υπήρχε πια. Το μόνο φάντασμα ήταν το δικό μου, που έκοβε βόλτες πάνω απ' το κεφάλι μου, παρακολουθώντας όλ' αυτά. Η ανατριχίλα στη σάρκα μου χειροτέρεψε. Έπιασα τη σκούπα, κλαίγοντας τώρα όχι μόνο από θλίψη αλλά και από την τρομερή δυσφορία που μου προκαλούσε εκείνο το φαγούρισμα που δεν μπορούσα να το ξύσω, και ύστερα συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να κάνω αυτό που ένιωθα την ανάγκη να κάνω -ένας μονόχειρας δεν μπορεί να σπάσει το κοντάρι μιας σκούπας πάνω στο γόνατο του. Την ακούμπησα πάλι λοξά πάνω στον τοίχο του σπιτιού και την πάτησα δυνατά με το καλό μου πόδι. Ένας ξερός κρότος ακούστηκε, και το άκρο με τα μουστάκια τινάχτηκε στον αέρα. Κράτησα το κομμένο κοντάρι μπροστά στα πλημμυρισμένα δάκρυα μάτια μου και κούνησα το κεφάλι ικανοποιημένος. Ήταν ό,τι έπρεπε. Πήγα από την άλλη πλευρά του σπιτιού, που έβλεπε την παραλία, και κάπου πολύ βαθιά μες στο μυαλό μου άκουσα τη φωνακλάδικη κουβέντα των κοχυλιών κάτω από το Μεγάλο Ροζ καθώς τα κύματα χιμούσαν μέσα στο σκοτάδι κι ύστερα τραβιούνταν πάλι. Μια φευγαλέα σκέψη μού πέρασε από το νου καθώς έφτανα στην υγρή και λαμπερή άμμο, σπαρμένη εδώ κι εκεί με μπαλάκια του τένις: Το τρίτο πράγμα που είχε πει η Ελίζαμπεθ στον Γουάιρμαν ήταν Θα θέλεις, αλλά δε θα πρέπει. «Πολύ αργά», είπα, και ξαφνικά το σχοινί που κρατούσε δεμένο τον Έντγκαρ πάνω απ' το κεφάλι μου έσπασε. Εκείνος ο Έντγκαρ πέταξε μακριά, και για λίγο δεν ήξερα τίποτ' άλλο.
17 - Το Νότιο Ακρο του Κη
ί Το επόμενο που θυμάμαι είναι ο Γουάιρμαν να έρχεται και να με βοηθάει να σηκωθώ. Θυμάμαι να κάνω μερικά βήματα, ύστερα να συνειδητοποιώ πάλι ότι η Ίλσε ήταν νεκρή, να λυγίζω και να πέφτω στα γόνατα. Και το πιο αισχρό ήταν ότι, μόλο που η καρδιά μου κόντευε να ραγίσει από τη θλίψη, ένιωθα επίσης να πεινάω. Να πεθαίνω της πείνας. Θυμάμαι τον Γουάιρμαν να με βοηθάει να μπω από την ανοιχτή πόρτα και να μου λέει ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο, ότι το μυαλό μου είχε κλονιστεί από τον τρόμο, κι όταν του είπα όχι, ήταν αλήθεια, η Μαίρη Άιρ το είχε κάνει, η Μαίρη Άιρ είχε πνίξει την κόρη μου μέσα στην ίδια της την μπανιέρα, γέλασε και είπε πως τώρα πια ήταν βέβαιος πως το 'χα ονειρευτεί. Για μια φρικτή στιγμή τον πίστεψα. Έδειξα τον τηλεφωνητή. «Άκουσε το μήνυμα», είπα και πήγα στην κουζίνα. Τρέκλισα μέχρι την κουζίνα. Όταν ακούστηκε πάλι η φωνή της Παμ -Έντγκαρ, τηλεφώνησαν από την αστυνομία και είπαν ότι η Ίλι είναι νεκρή!- εγώ έτρωγα με τις χούφτες δημητριακά, κατευθείαν από το κουτί. Είχα μια αλλόκοτη αίσθηση σαν να ήμουν ένα παράξενο ζωύφιο σ' ένα εργαστήριο. Σύντομα θα με τοποθετούσαν κάτω από ένα μικροσκόπιο για να με μελετήσουν. Στο άλλο δωμάτιο, το μήνυμα τελείωσε. Ο Γουάιρμαν βλαστήμησε και το ξανάπαιξε. Εγώ συνέχισα να τρώω δημητριακά. Δε θυμόμουν τίποτα από το διάστημα που είχα περάσει στην παραλία πριν εμφανιστεί ο Γουάιρμαν. Εκείνο το κομμάτι της μνήμης μου ήταν εξίσου κενό όσο και οι πρώτες μέρες μου στο νοσοκομείο μετά το ατύχημά μου.
Πήρα μια τελευταία χούφτα δημητριακά, την έχωσα στο στόμα μου και κατάπια. Κόλλησαν στο λαιμό μου, κι αυτό μου φάνηκε καλό. Αυτό μου φάνηκε υπέροχο. Είχα την ελπίδα ότι θα μ' έπνιγαν. Μου άξιζε να πνιγώ. Ύστερα γλίστρησαν στον οισοφάγο μου. Επέστρεψα σέρνοντας το κουτσό μου πόδι στο καθιστικό. Ο Γουάιρμαν στεκόταν δίπλα στον τηλεφωνητή, με γουρλωμένα μάτια. «Έντγκαρ... muchacho... για όνομα του Θεού, τι;...» «Μία από τις ζωγραφιές», είπα και συνέχισα να σέρνω τα πόδια μου. Τώρα που είχα βάλει κάτι στο στομάχι μου, επιθυμούσα λίγη ακόμα λησμονιά. Έστω και για λίγο. Μόνο που, στην πραγματικότητα, ήταν κάτι περισσότερο από μια επιθυμία· ήταν μια ανάγκη. Είχα σπάσει το ξύλο της σκούπας... ύστερα εμφανίστηκε ο Γουάιρμαν. Τι μεσολάβησε στο μεσοδιάστημα; Δεν ήξερα. Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ξέρω. «Οι πίνακες;...» «Η Μαίρη Άιρ αγόρασε έναν. Είμαι σίγουρος πως ήταν ένας από τη σειρά Κορίτσι και Πλοίο. Και τον πήρε μαζί της. Έπρεπε να το είχαμε καταλάβει. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Γουάιρμαν, χρειάζομαι να ξαπλώσω. Χρειάζομαι να κοιμηθώ. Μόνο για δυο ώρες, εντάξει; Ύστερα ξύπνησέ με και θα πάμε στο νότιο άκρο του νησιού». «Έντγκαρ, δεν είναι δυνατόν... Ύστερα από όσα συνέβησαν, δεν περιμένω να...» Σταμάτησα και τον κοίταξα. Ένιωθα το κεφάλι μου να ζυγίζει εκατό κιλά, αλλά τα κατάφερα. «Ούτε αυτή το περιμένει, αλλά αυτή η υπόθεση θα λήξει σήμερα. Δύο ώρες». Η ανοιχτή πόρτα του Μεγάλου Ροζ έβλεπε στην Ανατολή κι ο πρωινός ήλιος έλουζε το πρόσωπο του Γουάιρμαν, αποκαλύπτοντας μια συμπόνια τόσο δυνατή που σχεδόν δεν άντεχα να τη βλέπω. «Εντάξει, muchacho. Δύο ώρες». «Στο μεταξύ, προσπάθησε να τους κρατήσεις όλους μακριά». Δεν ξέρω αν άκουσε αυτά τα τελευταία λόγια μου ή όχι. Είχα στραφεί πια προς το υπνοδωμάτιο μου και η φωνή μου έσβηνε. Έπεσα στο κρεβάτι μου και βρήκα να με περιμένει εκεί η Ρίμπα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να την πετάξω στην άλλη άκρη του δωματίου, όπως είχα σκεφτεί να πετάξω το τηλέφωνο. Αντί γι' αυτό την τράβηξα κοντά μου, έκρυψα το πρόσωπο μου στο μαλακό πάνινο κορμί της κι άρχισα να κλαίω. Ακόμα έκλαιγα όταν με πήρε ο ύπνος.
ii «Ξύπνα». Κάποιος με ταρακουνούσε. «Ξύπνησε, Έντγκαρ. Αν είναι να κάνουμε αυτό που είπαμε, πρέπει να ξεκινήσουμε», «Δεν ξέρω... Δεν είμαι σίγουρος ότι θα συνέλθει». Αυτή η φωνή ήταν του Τζακ. «Έντγκαρ!» Ο Γουάιρμαν με χαστούκισε πρώτα στο ένα μάγουλο, ύστερα στο άλλο. Κι όχι μαλακά. Ένα έντονο φως έπεσε πάνω στα κλειστά μου μάτια, κατακλύζοντας τον κόσμο μου με κόκκινο. Προσπάθησα να ξεφύγω απ' όλα αυτά τα ερεθίσματα -πολλά δυσάρεστα με περίμεναν από την άλλη πλευρά των βλεφάρων μου-, αλλά ο Γουάιρμαν δε με άφηνε. «Muchacho! Ξύπνα! Είναι έντεκα και δέκα!» Αυτό έκαμψε τις αντιστάσεις μου. Ανακάθισα και τον κοίταξα. Κρατούσε το πορτατίφ του κομοδίνου μπροστά στο πρόσωπο μου, τόσο κοντά που μπορούσα να νιώσω τη ζέστη του λαμπτήρα. Ο Τζακ στεκόταν πίσω του. Η συνειδητοποίηση ότι η Ίλσε - η Ίλι μου- ήταν νεκρή μου μάτωσε την καρδιά, αλλά προσπάθησα να μην το σκέφτομαι άλλο εκείνη την ώρα. «Έντεκα! Γουάιρμαν, σου είπα δυο ώρες! Τι θα γινόταν αν κάποιοι από τους συγγενείς της Ελίζαμπεθ αποφάσιζαν να...» «Ηρέμησε, muchacho. Τηλεφώνησα στο γραφείο τελετών και τους είπα να μην αφήσουν κανέναν να πλησιάσει στο Ντούμα. Είπα ότι και οι τρεις μας έχουμε κρεβατωθεί με κακοήθη ιλαρά. Που κολλάει και με τον αέρα. Τηλεφώνησα επίσης στον Ντάριο και του είπα για την κόρη σου. Η παράδοση των πινάκων στους αγοραστές αναβλήθηκε, τουλάχιστον για την ώρα. Αμφιβάλλω αν αυτό είναι σημαντικό για σένα αυτή τη στιγμή, όμως...» «Φυσικά και είναι». Σηκώθηκα όρθιος και έτριψα τα μούτρα μου. «Η Περς δε θα καταφέρει να κάνει περισσότερο κακό απ' όσο έχει ήδη κάνει». «Συλλυπητήρια, Έντγκαρ», είπε ο Τζακ. «Λυπάμαι πολύ για την απώλειά σου. Ξέρω ότι αυτό δε βοηθάει και πολύ, αλλά...» «Βοηθάει», είπα, και ίσως με τον καιρό να βοηθούσε. Αν συνέχιζα να το λέω- αν συνέχιζα να προσπαθώ. Το ατύχημά μου ουσιαστικά μου έμαθε μόνο ένα πράγμα: ο μόνος τρόπος για να προχω-
ρήσεις είναι να προχωρήσεις. Να πεις Μπορώ να το κάνω, ακόμα κι όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς. Είδα ότι κάποιος από τους δυο τους είχε φέρει και τα υπόλοιπα ρούχα μου, αλλά για τη δουλειά που μας περίμενε εκείνη την ημέρα ήθελα τις αρβύλες που είχα στην ντουλάπα ανΐί για τα αθλητικά που με περίμεναν στα πόδια του κρεβατιού. Ο Τζακ φορούσε ορειβατικά μποτάκια και μακρυμάνικο πουκάμισο- αυτό ήταν καλό. «Γουάιρμαν, θα φτιάξεις καφέ;» ρώτησα. «Έχουμε χρόνο;» «Πρέπει να βρούμε χρόνο. Υπάρχουν διάφορα πράγματα που χρειάζομαι, αλλά εκείνο που προέχει είναι να ξυπνήσω. Ίσως κι εσείς να χρειάζεστε λίγη τόνωση. Τζακ, μπορείς να με βοηθήσεις να φορέσω τα άρβυλά μου;» Ο Γουάιρμαν έφυγε για την κουζίνα. Ο Τζακ γονάτισε, χαλάρωσε τα κορδόνια στις αρβύλες μου, μου τις φόρεσε και στη συνέχεια τις έδεσε για μένα. «Πόσα ξέρεις;» τον ρώτησα. «Περισσότερα απ' όσα θα ήθελα», είπε. «Αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' αυτά. Μίλησα μ' εκείνη τη γυναίκα -Μαίρη Αιρ δεν την έλεγαν;- στην έκθεσή σου. Τη συμπάθησα». «Κι εγώ». «Ο Γουάιρμαν τηλεφώνησε στη γυναίκα σου όσο κοιμόσουν. Δεν ήταν σε θέση να του μιλήσει πολλή ώρα, έτσι ύστερα τηλεφώνησε σε κάποιον τύπο που είχε γνωρίσει στην έκθεσή σου -έναν κύριο Μπόουζμαν;» «Πες μου». «Έντγκαρ, είσαι σίγουρος...» «Πες μου». Η εκδοχή της Παμ ήταν απελπιστικά αποσπασματική, και ακόμα κι αυτή δεν ήταν πια ξεκάθαρη μες στο μυαλό μου -οι λεπτομέρειες επισκιάζονταν από μια εικόνα των μαλλιών της Ίλσε να επιπλέουν στην επιφάνεια μιας ξέχειλης μπανιέρας. Αυτό μπορεί να ανταποκρινόταν στην αλήθεια ή και όχι, αλλά η εικόνα ήταν διαβολεμένα έντονη, διαβολεμένα λεπτομερής, και είχε σβήσει σχεδόν όλα τ' άλλα. «Ο κύριος Μπόουζμαν είπε ότι η αστυνομία δε βρήκε ίχνη παραβίασης, γι' αυτό νομίζουν ότι η κόρη σου πρέπει να της άνοιξε να μπει, κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα...» «Ή η Μαίρη άρχισε απλώς να χτυπάει κουδούνια, ώσπου κάποιος άλλος της άνοιξε». Το κομμένο χέρι μου με φαγούριζε. Ήταν
ένας βαθύς κνησμός. Ληθαργικός. Ονειρικός, σχεδόν. «Ύστερα ανέβηκε στο διαμέρισμα της Ίλι και χτύπησε το κουδούνι. Ας πούμε ότι προσποιήθηκε ότι ήταν κάποιος άλλος». «Έντγκαρ, κάνεις απλώς υποθέσεις ή...» «Ας πούμε ότι προσποιήθηκε πως ήταν από μια χορωδία που τραγουδάει γκόσπελ και ονομάζεται Τα Κολιμπρί, κι ας πούμε ότι είπε πίσω από την κλεισμένη ακόμα πόρτα πως κάτι κακό είχε συμβεί στον Κάρσον Τζόουνς». «Ποιος είναι...» «Μόνο που η Μαίρη τον λέει Χαμογελαστούλη και αυτό πείθει την Ίλσε να της ανοίξει». Ο Γουάιρμαν είχε επιστρέψει. Το ίδιο και ο δεύτερος Έντγκαρ, που μετεωριζόταν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ο Έντγκαρ που πατούσε στη γη έβλεπε όλα τα εγκόσμια πράγματα ενός τυπικού ηλιόλουστου πρωινού της Φλόριντα. Ο Έντγκαρ πάνω απ' τα κεφάλια μας έβλεπε περισσότερα. Όχι όλα- αλλά αρκετά για να είναι αβάσταχτα. «Τι συνέβη στη συνέχεια, Έντγκαρ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. Μιλούσε πολύ απαλά. «Τι νομίζεις ότι συνέβη;» «Ας πούμε ότι η Ίλι ανοίγει την πόρτα, κι όταν την ανοίγει, βρίσκεται μπροστά σε μια γυναίκα που τη σημαδεύει με ένα όπλο. Ξέρει αυτή τη γυναίκα από κάπου, αλλά έχει περάσει ήδη ένα άσχημο σοκ εκείνη τη νύχτα, είναι αποπροσανατολισμένη και δεν μπορεί να θυμηθεί από πού -το μνημονικό της έχει μπλοκάρει. Ίσως και να μην έχει σημασία. Η Μαίρη της λέει να κάνει μεταβολή κι όταν το κάνει... όταν γυρίζει για να ξαναμπεί στο...» Αρχισα πάλι να κλαίω. «Έντγκαρ, φιλαράκο, μην κάνεις έτσι», είπε ο Τζακ. Κόντευε να κλάψει κι ο ίδιος. «Αυτά είναι απλώς εικασίες». «Δεν είναι εικασίες», είπε ο Γουάιρμαν. «Ασ' τον να μιλήσει». «Αλλά γιατί χρειάζεται να ξέρουμε...» «Τζακ... muchacho... δεν ξέρουμε τι χρειάζεται να ξέρουμε. Άσε τον άνθρωπο να μιλήσει». Άκουγα τις φωνές τους, αλλά από πολύ μακριά. «Ας πούμε ότι η Μαίρη τη χτύπησε με το όπλο όταν έκανε μεταβολή». Σκούπισα τα μάγουλά μου με το μετακάρπιο του χεριού μου. «Ας πούμε ότι τη χτύπησε κάμποσες φορές, τέσσερις ή πέντε.
Στις ταινίες, σου δίνουν μια κατακέφαλα και σωριάζεσαι αμέσως αναίσθητος. Στην πραγματικότητα, αμφιβάλλω αν συμβαίνει έτσι». «Όχι», μουρμούρισε ο Γουάιρμαν και ασφαλώς αυτό το παιχνίδι τού «ας πούμε ότι» αποδείχτηκε τελικά υπερβολικά ακριβές. Το κρανίο του If-So-Girl μου είχε κατάγματα σε τρία σημεία από επανειλημμένα δυνατά χτυπήματα, και είχε χάσει πολύ αίμα. Η Μαίρη άρχισε να τη σέρνει. Η γραμμή του αίματος περνούσε μέσα από το καθιστικό/κουζίνα (η μυρωδιά του καμένου σκίτσου κατά πάσα πιθανότητα πλανιόταν ακόμα στον αέρα) και συνεχιζόταν στο μικρό διάδρομο ανάμεσα στην κρεβατοκάμαρα και στη μικρή κόγχη που χρησίμευε ως γραφείο της Ίλσε. Στο μπάνιο στο τέλος του διαδρόμου, η Μαίρη γέμισε την μπανιέρα κι έπνιξε μέσα της την αναίσθητη κόρη μου σαν ορφανό γατάκι. Όταν είχε ολοκληρώσει την αποστολή της, επέστρεψε στο καθιστικό, κάθισε στον καναπέ και αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Η σφαίρα βγήκε από την κορυφή του κρανίου της, σκορπίζοντας τις ιδέες της περί τέχνης, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα από τα μαλλιά της, πάνω στον τοίχο του καθιστικού πίσω της. Η ώρα τότε ήταν λίγο πριν τις τέσσερις το πρωί. Ο άντρας στο κάτω διαμέρισμα υπέφερε από αϋπνίες, ήξερε πώς ηχεί ένας πυροβολισμός και τηλεφώνησε στην αστυνομία. «Γιατί να την πνίξει;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Δεν το καταλαβαίνω αυτό». Επειδή αυτός είναι ο τρόπος της Περς, σκέφτηκα. «Δε θα το λύσουμε αυτό τώρα», είπα. «Εντάξει;» Πλησίασε κι έσφιξε το χέρι που μου απέμενε. «Εντάξει, Έντγκαρ». Και αν καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε μ' αυτή την ιστορία, ίσως να μη χρειαστεί να το λύσουμε ποτέ, σκέφτηκα. Όμως είχα σχεδιάσει την κόρη μου. Ήμουν σίγουρος γι' αυτό. Την είχα σχεδιάσει πάνω στην άμμο της παραλίας. Τη νεκρή μου κόρη. Την πνιγμένη μου κόρη. Την είχα σχεδιάσει πάνω στην άμμο, για να την πάρουν τα κύματα. Θα θέλεις, είχε πει η Ελίζαμπεθ, αλλά δε θα πρέπει. Ω, μα, Ελίζαμπεθ. Μερικές φορές δεν έχουμε δυνατότητα επιλογής.
lii Ήπιαμε το δυνατό καφέ που είχε φτιάξει ο Γουάιρμαν στην ηλιόλουστη κουζίνα του Μεγάλου Ροζ, ώσπου σταγόνες ιδρώτα γέμισαν τα μάγουλά μας. Πήρα τρεις ασπιρίνες, προσθέτοντας στον οργανισμό μου άλλο ένα στρώμα καφεΐνης, και ύστερα έστειλα τον Τζακ να φέρει δυο μπλοκ Αρτιζαν από επάνω. Του είπα επίσης να ξύσει και να φέρει όλα τα χρωματιστά μολύβια που θα μπορούσε να βρει. Ο Γουάιρμαν γέμισε ένα πλαστικό σακίδιο με τρόφιμα από το ψυγείο: καθαρισμένα καρότα, φετούλες αγγουριού, μια εξάδα κουτάκια Πέπσι, τρία μεγάλα μπουκάλια νερό Εβιάν, λίγο ροσμπίφ και ένα από τα Κοτόπουλα του Αστροναύτη, όπως τα έλεγε ο Τζακ, ακόμα μέσα στη διαφανή θήκη του. «Απορώ πώς μπορείς έστω και να σκέφτεσαι το φαγητό τέτοιες ώρες», είπε, με ένα αδιόρατο ίχνος επίπληξης. «Το φαγητό δε μ' ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο», είπα, «αλλά ίσως χρειαστεί να ζωγραφίσω. Μάλιστα, είμαι βέβαιος ότι θα χρειαστεί να ζωγραφίσω. Κι αυτό φαίνεται πως καίει πολλές θερμίδες». Ο Τζακ επέστρεψε με τα μπλοκ και τα μολύβια. Τα κοίταξα, ύστερα τον έστειλα πάλι πάνω να φέρει μερικές ειδικές γόμες σχεδίου. Υποπτευόμουν ότι θα υπήρχαν κι άλλα πράγματα που θα χρειαζόμουν -έτσι δε συμβαίνει πάντα;- αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τι θα μπορούσε να είναι. Έριξα μια ματιά στο ρολόι. Ήταν δώδεκα παρά δέκα. «Φωτογράφησες την κινητή γέφυρα;» ρώτησα τον Τζακ. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι τη φωτογράφησες». «Ναι, αλλά σκέφτηκα... αυτή η ιστορία με την κακοήθη ιλαρά...» «Να δω τις φωτογραφίες», είπα. Ο Τζακ έβαλε το χέρι στην κωλότσεπη του παντελονιού του κι έβγαλε μερικές Πολαρόιντ. Τις ξεδιάλεξε και μου έδωσε τέσσερις, τις οποίες άπλωσα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας σαν τα χαρτιά μιας πασιέντζας. Πήρα ένα από τα μπλοκ Αρτιζαν και άρχισα να σκιτσάρω βιαστικά αυτό που έβλεπα στη φωτογραφία, η οποία έδειχνε τα γρανάζια και τις αλυσίδες κάτω από την κινητή γέφυρα την ώρα που άνοιγε -ήταν απλά ένα στενό γεφυράκι, με μόνο μια
λωρίδα-, όσο μπορούσα πιο καθαρά. Το δεξί μου χέρι εξακολουθούσε να με φαγουρίζει: ένα αδύναμο, ληθαργικό μυρμήγκιασμα. «Η ιστορία με την κακοήθη ιλαρά ήταν μεγαλοφυής», είπα. «Θα κρατήσει μακριά σχεδόν τους πάντες. Αλλά, σ' αυτή την περίπτωση, το σχεδόν δεν αρκεί. Η Μαίρη δε θα είχε μείνει μακριά από την κόρη μου αν κάποιος της είχε πει ότι η Ίλσε είχε ανεμοβλο... Γαμώτο!» Τα μάτια μου είχαν θολώσει, και μια γραμμή που έπρεπε να αποδίδει την αλήθεια είχε ξεστρατίσει μέσα στο ψεύδος. «Χαλάρωσε, Έντγκαρ», είπε ο Γουάιρμαν. Κοίταξα το ρολόι. Τώρα έδειχνε 11:58. Η κινητή γέφυρα θα ανέβαινε το μεσημέρι· πάντα έτσι γινόταν. Τρεμόπαιξα τα βλέφαρα για να διώξω τα δάκρυα και ξανάρχισα να σχεδιάζω. Ο μηχανισμός άρχισε να ξεπροβάλλει από τη μύτη του μαύρου Βένους μολυβιού μου, κι ακόμα και τώρα, που η Ίλσε ήταν νεκρή, η μαγεία τού να βλέπεις κάτι πραγματικό να αναδύεται από το τίποτα -σαν μια μορφή που ξεπροβάλλει μέσα από ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης- με συνεπήρε. Και γιατί όχι; Ποια θα ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή; Ήταν ένα καταφύγιο. «Αν έχει βάλει κάποιους να μας επιτεθούν και η κινητή γέφυρα είναι εκτός λειτουργίας, θα τους στείλει απλώς από την άλλη μεριά, από την πεζογέφυρα που φτάνει στο Ντούμα από το νησί Ντον Πέντρο», είπε ο Γουάιρμαν. Χωρίς να σηκώσω τα μάτια από το σχέδιο μου, είπα: «Μην είσαι τόσο βέβαιος. Πολύς κόσμος αγνοεί την ύπαρξη της πεζογέφυρας και είμαι απολύτως βέβαιος ότι το ίδιο ισχύει και για την Περς». «Γιατί;» «Επειδή χτίστηκε τη δεκαετία του '50, εσύ μου το είπες αυτό, και τότε αυτή κοιμόταν». Το σκέφτηκε για μια στιγμή και ύστερα είπε, «Νομίζεις ότι μπορούμε να τη νικήσουμε, έτσι δεν είναι;» «Ναι, το νομίζω. Ίσως όχι να τη σκοτώσουμε, αλλά να την ξαναστείλουμε για ύπνο». «Ξέρεις πώς;» Βρες το μπολ που στάζει και φτιάξ' το, κόντεψα να πω... αλλά δεν έβγαζε νόημα. «Όχι ακόμα. Υπάρχουν κι άλλες ζωγραφιές της Λίμπιτ στο άλλο σπίτι. Εκείνο στο νότιο άκρο του νησιού. Αυτές θα μας πουν πού είναι η Περς και θα μου πουν τι να κάνω».
«Πώς ξέρεις ότι υπάρχουν κι άλλες ζωγραφιές;» Επειδή πρέπει να υπάρχουν, θα είχα πει, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε η μεσημεριανή κόρνα. Τετρακόσια μέτρα μακριά μας, η κινητή γέφυρα που συνέδεε το Ντούμα Κη με το Κέισι Κη - η μόνη οδός επικοινωνίας στο Βορρά ανάμεσα σ' εμάς και στην ηπειρωτική στεριά- ανέβαινε. Μέτρησα μέχρι το είκοσι, βάζοντας κάθε φορά ανάμεσα στους αριθμούς τη λέξη Μισισίπι όπως έκανα όταν ήμουν παιδί. Ύστερα έσβησα το μεγαλύτερο γρανάζι από τη ζωγραφιά μου. Είχα μια αίσθηση καθώς το έκανα -στο χέρι που έλειπε, αναμφίβολα, αλλά και ανάμεσα κι ακριβώς πάνω από τα μάτια μου- ότι εκτελούσα κάποια εξαιρετική δουλειά ακριβείας. «Εντάξει», είπα. «Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Όχι ακόμα», είπα. Κοίταξε το ρολόι, ύστερα πάλι εμένα. «Νόμιζα ότι βιαζόσουν, amigo. Κι αν λάβουμε υπόψη αυτό που είδαμε εδώ χθες βράδυ, ξέρω ότι εγώ βιάζομαι. Λοιπόν, τι άλλο μένει να γίνει;» «Πρέπει να ζωγραφίσω εσάς τους δυο», είπα. ίν «Πολύ θα ήθελα να μου κάνεις το πορτραίτο, Έντγκαρ», είπε ο Τζακ, «και είμαι βέβαιος ότι η μαμά μου θα πετούσε από τη χαρά της, όμως νομίζω ότι ο Γουάιρμαν έχει δίκιο. Πρέπει να πηγαίνουμε». «Έχεις πάει ποτέ στο νότιο άκρο του Κη, Τζακ;» «Χμμ... όχι». Γι' αυτό ήμουν σχεδόν σίγουρος. Αλλά καθώς έσχιζα το φύλλο με το σχέδιο του μηχανισμού της κινητής γέφυρας από το μπλοκ μου, κοίταξα τον Γουάιρμαν. Παρά το παχύ στρώμα του μολυβιού που ένιωθα να έχει σκεπάσει την καρδιά και τα αισθήματά μου, ανακάλυψα ότι αυτό ήταν κάτι που πραγματικά είχα την περιέργεια να μάθω. «Κι εσύ; Έτυχε ποτέ να κατέβεις για μια μικρή εξερεύνηση στο αρχικό Χέρον'ς Ρουστ;» «Για να είμαι ειλικρινής, όχι». Ο Γουάιρμαν πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. «Η κινητή γέφυρα είναι ακόμα ανεβασμένη -μπορώ να δω το δυτικό τμήμα της όρθιο με φόντο τον ουρανό από εδώ. Μέχρις εδώ, όλα καλά».
Δε θα μου έστρεφε αλλού την προσοχή τόσο εύκολα. «Γιατί όχι;» «Με απέτρεψε η μις Ίστλεϊκ», είπε, ακόμα στραμμένος προς το παράθυρο. «Είπε ότι το περιβάλλον ήταν εχθρικό. Ότι ήταν όλα επικίνδυνα, το νερό, η χλωρίδα, ακόμα και ο αέρας. Είπε ότι η Πολεμική Αεροπορία είχε κάνει δοκιμές στη θάλασσα λίγο πιο έξω από το νότιο άκρο του Ντούμα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και κατάφερε να μολύνει εκείνη την πλευρά του νησιού, και ότι πιθανώς σε αυτό να οφείλεται η οργιαστική βλάστηση που καλύπτει τα περισσότερα σημεία. Είπε ότι η δηλητηριώδης βελανιδιά που υπάρχει εκεί είναι ίσως η χειρότερη στην Αμερική -χειρότερη και από τη σύφιλη πριν από την εφεύρεση της πενικιλίνης, έτσι το έθεσε. Σου παίρνει χρόνια για να απαλλαγείς από το δηλητήριο της, αν τύχει να την αγγίξεις. Νομίζεις ότι έχει περάσει κι ύστερα τα συμπτώματα επιστρέφουν. Και είναι παντού. Έτσι είπε». Αυτό είχε κάποιο ενδιαφέρον, αλλά ο Γουάιρμαν ακόμα δεν είχε απαντήσει στην ερώτησή μου. Έτσι την ξανάκανα. «Ισχυρίστηκε επίσης ότι υπάρχουν φίδια», είπε, γυρίζοντας επιτέλους προς το μέρος μου. «Φοβάμαι τα φίδια. Τα φοβάμαι από τότε που ήμουν μικρό παιδί και ξύπνησα ένα πρωί μέσα στη σκηνή μας, σ' ένα ταξίδι με τους δικούς μου, για ν' ανακαλύψω ότι μοιραζόμουν τον υπνόσακο μου με ένα γαλατόφιδο. Είχε καταφέρει να χωθεί μες στη φανέλα μου. Μου πέταξε ένα υγρό. Νόμιζα ότι είχα δηλητηριαστεί και θα πέθαινα. Ικανοποιήθηκες;» «Ναι», είπα. «Και αυτό το περιστατικό τής το διηγήθηκες πριν ή αφού σου είχε πει για τα φίδια που λυμαίνονται το νότιο άκρο;» Πεισμωμένα, είπε: «Δε θυμάμαι». Ύστερα αναστέναξε. «Πιθανώς πριν. Καταλαβαίνω τι θες να πεις -ήθελε να με κρατήσει μακριά». Συ είπας, σκέφτηκα. Αυτό που είπα ήταν, «Εκείνος για τον οποίο ανησυχώ κυρίως είναι ο Τζακ. Αλλά καλύτερα να φυλάμε τα ρούχα μας». «Εγώ;» ρώτησε κατάπληκτος ο Τζακ. «Εγώ δεν έχω τίποτα με τα φίδια. Και ξέρω να αναγνωρίζω τη δηλητηριώδη βελανιδιά και το δηλητηριώδη κισσό. Έχω κάνει στους Προσκόπους». «Έχε μου εμπιστοσύνη, κάτι ξέρω που το λέω», είπα κι άρχισα να του κάνω το σκίτσο. Δούλευα γρήγορα, καταπνίγοντας την επιθυμία μου να επιμείνω στις λεπτομέρειες... όπως έμοιαζε να θέλει ένα μέρος του εαυτού μου. Καθώς σχεδίαζα, το πρώτο θυμωμένο κλάξον άρχισε ν' ακούγεται στην ηπειρωτική πλευρά της κινητής γέφυρας.
«Φαίνεται ότι η κινητή γέφυρα κόλλησε πάλι», είπε ο Τζακ. «Ναι», συμφώνησα χωρίς να σηκώσω τα μάτια από το σχέδιο μου. ν Προχώρησα ακόμα πιο γρήγορα το σκίτσο του Γουάιρμαν, αλλά και πάλι έπιασα τον εαυτό μου να αγωνίζεται να καταπολεμήσει την επιθυμία να απορροφηθεί από τη δουλειά... γιατί όταν δούλευα, ο πόνος και η θλίψη υποχωρούσαν. Η δουλειά ήταν σαν ναρκωτικό. Αλλά το φως της ημέρας δε θα διαρκούσε για πάντα και δεν ήθελα να ξανασυναντήσω τον Έμερι όπως δεν ήθελε να τον ξανασυναντήσει ούτε ο Γουάιρμαν. Εκείνο που ήθελα ήταν να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης και να βρισκόμαστε και οι τρεις μας μακριά από το νησί -πολύ μακριά από το νησί- όταν τα χρώματα του δειλινού θα άρχιζαν να βάφουν τον ουρανό πάνω απ' τον Κόλπο. «Εντάξει», είπα. Είχα φτιάξει τον Τζακ με μπλε και τον Γουάιρμαν με έντονο πορτοκαλί. Κανένα σχέδιο δεν ήταν τέλειο, αλλά νόμιζα ότι και τα δυο αποτύπωναν τα βασικά χαρακτηριστικά των μοντέλων μου. «Μόνο ένα πράγμα ακόμα». Ο Γουάιρμαν αναστέναξε. «Έντγκαρ!» «Δεν είναι κάτι που πρέπει να σχεδιάσω», είπα κι έκλεισα πάλι το εξώφυλλο του μπλοκ πάνω από τα δυο σκίτσα. «Απλά χαμογέλασε για τον καλλιτέχνη, Γουάιρμαν. Αλλά πριν το κάνεις, σκέψου κάτι που σε κάνει να νιώθεις ιδιαίτερα καλά». «Είσαι σοβαρός;» «Όσο και μια καρδιακή προσβολή». Το μέτωπο του ρυτιδώθηκε... ύστερα οι ρυτίδες χάθηκαν. Χαμογέλασε. Όπως πάντα, το χαμόγελο φώτισε όλο το πρόσωπο του και τον έκανε άλλο άνθρωπο. Στράφηκα στον Τζακ. «Σειρά σου τώρα». Και επειδή πραγματικά ένιωθα ότι αυτός ήταν ο πιο σημαντικός από τους δυο, τον παρατήρησα πολύ προσεκτικά όσο χαμογελούσε.
vi Δεν είχαμε τζιπ με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς, αλλά η παλιά Μερσέντες SEL 500 της Ελίζαμπεθ έμοιαζε ένα αρκετά καλό υποκατάστατο* ήταν γεροφτιαγμένη σαν τανκς. Πήγαμε μέχρι το Παλάσιο με το αυτοκίνητο του Τζακ και παρκάραμε έξω ακριβώς από την πύλη. Ο Τζακ και εγώ μεταφέραμε τις προμήθειές μας στη Μερσέντες. Ο Γουάιρμαν ανέλαβε να φέρει από το σπίτι το καλάθι του πικνίκ. «Θα χρειαστούμε μερικά ακόμα πράγματα, μια που πας μέσα, αν μπορείς», είπα. «Εντομοαπωθητικό σπρέι και έναν πραγματικά καλό φακό. Έχεις κάτι από αυτά;» Έγνεψε καταφατικά. «Υπάρχει ένας φακός οχτώ στοιχείων στο σπιτάκι του κήπου. Φέγγει σαν προβολέας». «Ωραία. Και, Γουάιρμαν;...» Μου έριξε ένα βλέμμα σαν να έλεγε Τι είναι πάλι - μ ' εκείνη την απηυδισμένη γκριμάτσα που κάνεις κυρίως με τα φρύδια σου-, αλλά δεν είπε τίποτα. «Το ψαροτούφεκο του Ίστλεϊκ;» Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του. «Si sehor. Para fijaciono*». Όσο έλειπε, εγώ ακούμπησα την πλάτη μου στη Μερσέντες και κοίταξα το γήπεδο του τένις. Η πόρτα στην πέρα άκρη είχε μείνει ανοιχτή. Ο ημι-εξημερωμένος ερωδιός της Ελίζαμπεθ είχε μπει μέσα και στεκόταν πλάι στο δίχτυ. Τα γαλανά του μάτια με κοίταξαν επιτιμητικά. «Έντγκαρ;» Ο Τζακ άγγιξε τον αγκώνα μου. «Είσαι καλά;» Δεν ήμουν καλά και δε θα ήμουν καλά για πολύ καιρό ακόμα. Όμως... Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκα. Πρέπει να το κάνω. Δε θα την αφήσω να νικήσει. «Μια χαρά», είπα. «Δε μου αρέσει που είσαι τόσο χλομός. Δείχνεις όπως όταν πρωτοήρθες εδώ». Η φωνή του Τζακ ράγισε στα τελευταία λόγια. «Είμαι μια χαρά», είπα πάλι και η παλάμη μου αγκάλιασε φευ*Για σιγουριά. (Σ.τ.Μ.)
γαλέα το σβέρκο του. Συνειδητοποίησα ότι, εκτός από κάποιες χειραψίες, ήταν πιθανώς η μοναδική φορά που τον άγγιζα. Ο Γουάιρμαν βγήκε κρατώντας σφιχτά τις χειρολαβές του καλαθιού του πικνίκ και με τα δυο του χέρια. Φορούσε τρία καπελάκια τζόκεϊ με πλατύ γείσο στο κεφάλι του, το ένα πάνω στ' άλλο. Το ψαροτούφεκο του Τζον Ίστλεϊκ ήταν χωμένο κάτω από το μπράτσο του. «Ο φακός είναι μέσα στο καλάθι», είπε. «Το ίδιο και το εντομοαπωθητικό και τρία ζευγάρια γάντια κηπουρικής που βρήκα στο σπιτάκι του κήπου». «Λαμπρά», είπα. «Si. Αλλά είναι μία παρά τέταρτο, Έντγκαρ. Αν είναι να πάμε, μπορούμε παρακαλώ να ξεκινήσουμε;» Κοίταξα τον ερωδιό στο γήπεδο του τένις. Στεκόταν πλάι στο δίχτυ, ασάλευτος σαν δείκτης σε σπασμένο ρολόι, και διασταύρωσε το βλέμμα του με το δικό μου χωρίς έλεος. Δεν πειράζει, σκέφτηκα- λίγο ως πολύ, ζούμε σ' έναν ανελέητο κόσμο. «Ναι», είπα. «Ας ξεκινήσουμε». vii Τώρα είχα μνήμη. Δε λειτουργούσε πια στην εντέλεια κι ακόμα και σήμερα μερικές φορές μπερδεύω τα ονόματα και τη σειρά με την οποία συνέβησαν ορισμένα πράγματα, αλλά κάθε στιγμή της εξόρμησής μας στο σπίτι στο νότιο άκρο του Ντούμα Κη παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου -όπως η πρώτη ταινία που με άφησε άναυδο ή η πρώτη ζωγραφιά που ένιωσα να μου κόβει την ανάσα (Το Χαλαζοβρόχι του Τόμας Χαρτ Μπέντον). Στην αρχή, ωστόσο, ένιωθα μια ψυχρότητα, μια αποστασιοποίηση, σαν ένας μπλαζέ φιλότεχνος που κοιτάζει έναν πίνακα σε κάποιο μουσείο β' κατηγορίας. Μόνο όταν ο Τζακ βρήκε την κούκλα μέσα στη σκάλα που οδηγούσε στο πουθενά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι βρισκόμουν κι εγώ μέσα στο κάδρο και δεν ήμουν απλώς ένας παρατηρητής. Και ότι δε θα υπήρχε επιστροφή για κανέναν μας, αν δεν κατορθώναμε να τη σταματήσουμε. Ήξερα ότι ήταν δυνατή· αν μπορούσε ν' απλώσει τα δίχτυα της μέχρι την Όμαχα και τη Μινεάπολη για να πάρει αυτό που ήθελε, κι ύστερα μέχρι το Πρόβιντενς για να το διατηρήσει, τότε ασφαλώς ήταν δυνατή. Κι ωστόσο, εξακο-
λουθούσα να την υποτιμώ. Ώσπου να βρεθούμε πραγματικά μέσα σ' εκείνο το σπίτι στο νότιο άκρο του Ντούμα Κη, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο δυνατή ήταν η Περς. viii Ήθελα να οδηγήσει ο Τζακ και ο Γουάιρμαν να καθίσει στο πίσω κάθισμα. Όταν ο Γουάιρμαν ρώτησε γιατί, είπα ότι είχα τους λόγους μου κι ότι νόμιζα πως θα γίνονταν φανεροί πριν περάσει πολλή ώρα. «Και αν κάνω λάθος σ' αυτό», πρόσθεσα, «κανένας δε θα χαρεί περισσότερο από μένα». Ο Τζακ βγήκε με την όπισθεν στο δρόμο και κατευθύνθηκε νότια. Περισσότερο από περιέργεια παρά απ' οτιδήποτε άλλο, άνοιξα το ραδιόφωνο και ανταμείφθηκα με τη φωνή του Μπίλι Ρέι Σάιρους, που μούγκριζε για τη ραγισμένη του καρδιά που τον πονούσε στο «Achy Breaky Heart». Ο Τζακ βόγκηξε και άπλωσε το χέρι στο ραδιόφωνο, πιθανώς σκοπεύοντας να βρει τον Δε Μπόουν. Προτού προλάβει, ένας καταιγισμός από παράσιτα είχε καταπιεί τη φωνή του Μπίλι Ρέι. «.Χριστέ μου, κλείσ' το», τσίριξε ο Γουάιρμαν. Αλλά εγώ πρώτα το χαμήλωσα. Η ελάττωση της έντασης δεν άλλαξε τίποτα. Αντίθετα, τα παράσιτα δυνάμωσαν. Μπορούσα να νιώσω τα σφραγίσματα στα δόντια μου να κροταλίζουν και πάτησα το OFF πριν αρχίσουν να αιμορραγούν τα τύμπανά μου. «Τι ήταν αυτό το πράγμα;» ρώτησε ο Τζακ. Είχε σταματήσει το αυτοκίνητο. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα. «Πες το εχθρικό περιβάλλον, γιατί όχι;» είπα. «Ένα μικρό κουσούρι που έχουν αφήσει στον τόπο εκείνες οι δοκιμές που έκανε η Πολεμική Αεροπορία εξήντα χρόνια πριν». «Πολύ αστείο», είπε ο Γουάιρμαν. Ο Τζακ κοιτούσε το ραδιόφωνο. «Θέλω να ξαναδοκιμάσω». «Σαν στο σπίτι σου», του είπα και σκέπασα με το χέρι μου το αριστερό μου αυτί. Ο Τζακ άνοιξε πάλι το ραδιόφωνο. Τα παράσιτα που ξεχύθηκαν από τα τέσσερα ηχεία της Μερσέντες αυτή τη φορά ήταν τόσο δυνατά όσο κι ο κινητήρας ενός μαχητικού αεριωθούμενου. Ακόμα και με την παλάμη μου πάνω από το ένα αυτί, μου τρύπησαν το κε-
φάλι. Μου φάνηκε πως άκουσα τον Γουάιρμαν να ουρλιάζει, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Ο Τζακ έκλεισε πάλι το ραδιόφωνο και ο διαβολικός θόρυβος σταμάτησε. «Νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε και χωρίς μουσική», είπε. «Γουάιρμαν; Είσαι καλά;» Η φωνή μου έμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά, μέσα από ένα αδιάκοπο χαμηλό κουδούνισμα. «Στη σπίντα», είπε. ix Μπορεί ο Τζακ να τα κατάφερε να φτάσει λίγο πέρα από το σημείο όπου αρρώστησε η Ίλσε· μπορεί και όχι. Ήταν δύσκολο να πεις από τη στιγμή που πύκνωσε η βλάστηση. Ο δρόμος στένεψε κι έγινε μόλις μια λωρίδα, η επιφάνειά του γέμισε εξογκώματα και ρυτιδώσεις από τα λαγούμια που έσκαβαν οι ρίζες κάτω του. Οι φυλλωσιές των δέντρων μπλέκονταν πάνω απ' το αυτοκίνητο, κρύβοντας το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού. Ήταν σαν να βρισκόσουν μέσα σ' ένα ζωντανό τούνελ. Είχαμε ανεβάσει τα παράθυρα, αλλ' ακόμα κι έτσι το αυτοκίνητο είχε γεμίσει με μια πράσινη και γόνιμη μυρωδιά ζούγκλας. Ο Τζακ δοκίμασε τις αναρτήσεις της παλιάς Μερσέντες σε μια τεράστια λακκούβα, καβάλησε με ορμή ένα σαμαράκι που είχε δημιουργηθεί στο οδόστρωμα από την άλλη πλευρά, ύστερα πάτησε απότομα φρένο κι έφερε το λεβιέ των ταχυτήτων στη νεκρά. «Λυπάμαι», είπε. Το στόμα του έτρεμε και τα μάτια του είχαν γουρλώσει. «Λυ...» Ήξερα πολύ καλά ότι το εννοούσε. Άνοιξε ψηλαφητά την πόρτα, έσκυψε έξω και ξέρασε. Νόμιζα ότι η μυρωδιά της ζούγκλας (γιατί μόνο έτσι θα μπορούσες να περιγράψεις αυτό που σε κυκλώνει μόλις προχωρήσεις ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα από το Παλάσιο) ήταν δυνατή μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά εκείνο που εισέβαλε μόλις άνοιξε η πόρτα ήταν δέκα φορές πιο δυνατό, πηχτό, πράσινο και επιθετικά ζωντανό. Ωστόσο, δεν άκουσα ούτε ένα πουλί να κελαηδά μέσα σ' εκείνη την ανθυγιεινή πράσινη μάζα. Ο μόνος ήχος ήταν ο Τζακ, που άδειαζε το πρωινό του.
Ύστερα το μεσημεριανό του. Τελικά σωριάστηκε πάλι στο κάθισμα. Είχε πει ότι εγώ έμοιαζα πάλι με αποδημητικό πτηνό; Αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο αστείο, γιατί τις πρώτες ώρες εκείνου του απριλιάτικου απογεύματος ο Τζακ Καντόρι ήταν εξίσου χλομός όσο και ο Μάρτιος στη Μινεσότα. Αντί για παλικάρι είκοσι ενός χρονών, έμοιαζε με μαραζωμένος σαρανταπεντάρης. Πρέπει να έφταιξε η τονοσαλάτα, είχε πει η Ίλσε, αλλά δεν είχε φταίξει η τονοσαλάτα. Ήταν κάτι που είχε έρθει από τη θάλασσα, αναμφίβολα, αλλά όχι ένας κονσερβαρισμένος τόνος. «Λυπάμαι», είπε. «Δεν ξέρω τι έπαθα. Η μυρωδιά, υποθέτω -αυτή η σάπια μυρωδιά της ζούγκλας...» Το στήθος του τραντάχτηκε, ένας ήχος αναγούλας ακούστηκε βαθιά μες στο λαρύγγι του κι έσκυψε πάλι έξω από την πόρτα. Αυτή τη φορά είχε αφήσει το τιμόνι, κι αν δεν τον γράπωνα από το γιακά για να τον τραβήξω πίσω, θα είχε σωριαστεί με τα μούτρα μέσα στα ίδια του τα ξερατά. Έγειρε πίσω, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο να γυαλίζει από τον ιδρώτα, κοντανασαίνοντας. «Καλύτερα να τον πάμε πίσω στο Παλάσιο», είπε ο Γουάιρμαν. «Δε θέλω να χάσουμε χρόνο, -διάολε, δε θέλω να χάσουμε αυτόν-, αλλά κάτι πηγαίνει πολύ στραβά εδώ». «Όσον αφορά την Περς, τίποτα δεν πηγαίνει στραβά», είπα. Τώρα το σακατεμένο πόδι μου με φαγούριζε σχεδόν όσο και το μπράτσο μου. Ένιωθα σαν να περνούσε από μέσα μου ηλεκτρικό ρεύμα. «Είναι η πρώτη της αποτρεπτική επίθεση. Εσύ πώς είσαι, Γουάιρμαν; Πώς είναι το στομάχι σου;» «Μια χαρά, αλλά το γκαβό μου μάτι -εκείνο που ήταν γκαβόμε φαγουρίζει σαν τρελό και το κεφάλι μου βουίζει. Πιθανώς φταίει εκείνο το καταραμένο το ραδιόφωνο». «Δε φταίει το ραδιόφωνο. Και ο λόγος που επιδρά έτσι στον Τζακ και όχι σ' εμάς είναι επειδή εμείς έχουμε... λοιπόν... θα έλεγα ότι έχουμε πάθει ανοσία. Είναι κάπως ειρωνικό, δε βρίσκεις;» Πίσω από το τιμόνι, ο Τζακ βόγκηξε. «Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις γι' αυτόν, muchacho;» «Νομίζω. Ελπίζω». Είχα τα μπλοκ μου στην αγκαλιά μου και τα μολύβια και τις γόμες μου σε ένα τσαντάκι μέσης. Γύρισα το μπλοκ στο σκίτσο του Τζακ και βρήκα μια από τις ειδικές γόμες μου. Αφαίρεσα το στόμα του και τα κάτω τόξα των ματιών, μέχρι τις γωνίες. Το φαγούρισμα
στο δεξί μου χέρι ήταν πιο άγριο από ποτέ, και ειλικρινά δεν είχα καμία αμφιβολία ότι αυτό που σκόπευα να κάνω θα πετύχαινε. Ξανάφερα στη μνήμη μου το χαμόγελο του Τζακ στην κουζίνα μου -εκείνο που του είχα ζητήσει να μου χαρίσει ενώ θα σκεφτόταν κάτι ιδιαίτερα καλό- και το σχεδίασα γρήγορα με το σκούρο μπλε μολύβι μου. Δε μου πήρε περισσότερο από τριάντα δευτερόλεπτα (όταν θέλεις να δώσεις χαμογελαστή έκφραση σ' ένα πρόσωπο, τα μάτια είναι πάντα το κλειδί, αλλά εκείνες οι λίγες γραμμές άλλαξαν την όλη ιδέα του προσώπου του Τζακ Καντόρι πάνω στο χαρτί. Και τότε συνέβη κάτι που δεν το περίμενα. Καθώς σχεδίαζα, τον είδα να φιλάει ένα κορίτσι με μπικίνι. Όχι, δεν τον είδα απλώς. Μπορούσα να νιώσω το απαλό της δέρμα, ακόμα και λίγους κόκκους άμμου, φωλιασμένους στη λακκούβα της μέσης της. Μπορούσα να μυρίσω το σαμπουάν της και να γευτώ ένα αδιόρατο ίχνος αλμύρας στα χείλη της. Ήξερα ότι την έλεγαν Κέιτλιν και ότι αυτός τη φώναζε Κέιτ. Έβαλα πάλι το μολύβι μου στο τσαντάκι και ξανάκλεισα το φερμουάρ. «Τζακ;» είπα μαλακά. Είχε τα μάτια του κλειστά και ο ιδρώτας ακόμα γυάλιζε στα μάγουλα και στο μέτωπο του, αλλά μου φαινόταν ότι η αναπνοή του είχε ηρεμήσει. «Πώς είσαι; Νιώθεις καθόλου καλύτερα;» «Ναι», είπε χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια. «Τι έκανες;» «Λοιπόν, μια που είμαστε μόνο οι τρεις μας, μπορούμε να το πούμε με το όνομά του: ένα μαγικό. Ένα μικρό ξόρκι που έριξα πάνω σου για να σε φυλάει». Ο Γουάιρμαν άπλωσε το χέρι πάνω απ' τον ώμο μου, πήρε το μπλοκ, περιεργάστηκε τη ζωγραφιά και κούνησε το κεφάλι με θαυμασμό. «Αρχίζω να πιστεύω ότι αυτή η κυρία θα έπρεπε να σε είχε αφήσει ήσυχο, muchacho». Είπα, «Εκείνη που θα έπρεπε να είχε αφήσει ήσυχη ήταν η κόρη μου».
χ Μείναμε εκεί που ήμασταν άλλα πέντε λεπτά, αφήνοντας τον Τζακ να συνέλθει. Επιτέλους είπε ότι ένιωθε ικανός να συνεχίσει. Είχε ξα-
ναβρεί το χρώμα του. Αναρωτήθηκα αν θα είχαμε αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα αν είχαμε προσπαθήσει να πάμε από τη θάλασσα. «Γουάιρμαν, έχεις δει ποτέ σου ψαροκάικα να ρίχνουν άγκυρα στ' ανοιχτά του Κη;» Το σκέφτηκε λίγο. «Τώρα που το λες, όχι. Συνήθως μένουν από την πλευρά του στενού που είναι το Ντον Πέντρο. Περίεργο αυτό, δε συμφωνείς;» «Δεν είναι περίεργο, είναι δυσοίωνο, γαμώτο», είπε ο Τζακ. «Όπως αυτός ο δρόμος». Τώρα πια είχε στενέψει κι είχε γίνει μια στενή λωρίδα ασφάλτου. Κλαδιά από κοκολόμπες και μπάνιαν έγδερναν τα πλευρά της Μερσέντες, βγάζοντας ανατριχιαστικά τριξίματα. Ο δρόμος, που ήταν γεμάτος εξογκώματα από τις ρίζες που απλώνονταν κάτω από την άσφαλτο και είχε διαλυθεί σε χαλίκι και λακκούβες σε ορισμένα σημεία, συνέχισε να χώνεται πιο βαθιά στο εσωτερικό του νησιού και τώρα άρχισε επίσης να ανηφορίζει. Προχωρούσαμε αργά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, με τα φύλλα και τα κλαδιά να χτυπάνε αλύπητα το αυτοκίνητο. Όλο περίμενα ότι στην επόμενη στροφή ο δρόμος θα είχε διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, όμως οι πυκνοπλεγμένες φυλλωσιές από πάνω του τον είχαν προστατέψει σε κάποιο βαθμό από τα στοιχεία της φύσης και ποτέ δε χάθηκε εντελώς. Ένα αποπνικτικό δάσος από βραζιλιάνικες πιπεριές διαδέχτηκε τα μπάνιαν, και εκεί είδαμε το πρώτο δείγμα άγριας ζωής: μια τεράστια αγριόγατα, που στάθηκε μια στιγμή μες στα ξεχαρβαλωμένα απομεινάρια του δρόμου, συρίζοντας κατά το μέρος μας με ισιωμένα τα αυτιά της, κι ύστερα χάθηκε σαν αστραπή μέσα στα χαμόκλαδα. Λίγο πιο πέρα, καμιά δεκαριά στρουμπουλές κάμπιες έπεσαν κι έσκασαν επάνω στο παρμπρίζ, σκορπίζοντας κολλώδη έντερα που οι υαλοκαθαριστήρες και το υγρό καθαρισμού δεν μπόρεσαν να διώξουν το μόνο που κατάφεραν ήταν ν' απλώσουν περισσότερο τα υπολείμματα, ώσπου όταν κοιτούσες μέσα από το παρμπρίζ ήταν σαν να έβλεπες από ένα μάτι που είχε προσβληθεί από καταρράκτη. Είπα στον Τζακ να σταματήσει. Βγήκα, άνοιξα το πορτμπαγκάζ και βρήκα μερικά καθαρά πατσαβούρια. Χρησιμοποίησα ένα για να σκουπίσω το παρμπρίζ, προνοώντας να φορέσω ένα ζευγάρι από τα γάντια που είχε βρει ο Γουάιρμαν -ήδη φορούσα καπέλο. Αλλά, απ' όσο μπορούσα να πω, ήταν απλώς κάμπιες· μπορεί να είχαν λερώσει το τζάμι, αλλά δεν ήταν υπερφυσικές.
«Καθόλου άσχημα», είπε ο Τζακ από το ανοιχτό παράθυρο του οδηγού. «Τώρα θα ανοίξω το καπό, για να ελέγξεις το...» Σταμάτησε, κοιτάζοντας πέρα από μένα. Γύρισα. Ο δρόμος δεν ήταν πια περισσότερο από ένα μονοπάτι, γεμάτο κομμάτια παλιάς ασφάλτου και σκεπασμένος από αναρριχώμενες άγριο μαργαρίτες. Καμιά τριανταριά μέτρα πιο πέρα, τον διέσχιζε μια σειρά από πέντε βατράχους σε μέγεθος κουταβιών κόκερ σπάνιελ. Οι πρώτοι τρεις είχαν ένα λαμπερό καταπράσινο χρώμα που σπάνια το συναντάς στη φύση, αν το συναντάς ποτέ· ο τέταρτος ήταν γαλάζιος· ο πέμπτος ήταν ένα ξεθωριασμένο πορτοκαλί που ίσως κάποτε να ήταν κόκκινο. Χαμογελούσαν, αλλά υπήρχε κάτι βεβιασμένο και κουρασμένο σ' εκείνα τα χαμόγελα. Προχωρούσαν χοροπηδώντας αργά, θαρρείς και τα ποδάρια τους ήταν σχεδόν σπασμένα. Όπως η αγριόγατα, έφτασαν στα χαμόκλαδα και εξαφανίστηκαν μέσα τους. «Τι διάβολο ήταν αυτά;» ρώτησε ο Τζακ. «Φαντάσματα», είπα. «Τ' απομεινάρια της ζωηρής φαντασίας ενός μικρού κοριτσιού. Και δε θ' αντέξουν για πολύ ακόμα, αν κρίνω από την όψη τους». Μπήκα πάλι στο αυτοκίνητο. «Εμπρός, Τζακ. Ας προχωρήσουμε όσο ακόμα μπορούμε». Ο Τζακ έβαλε πάλι μπροστά τη μηχανή. Ρώτησα τον Γουάιρμαν τι ώρα ήταν. «Λίγο μετά τις δύο». Τελικά καταφέραμε να φτάσουμε με το αυτοκίνητο μέχρι την πύλη του πρώτου Χέρον'ς Ρουστ. Δε θα είχα πάει ποτέ στοίχημα γι' αυτό, αλλά τα καταφέραμε. Οι φυλλωσιές πύκνωσαν για μια τελευταία φορά -μπάνιαν και πεύκα της Βιρτζίνια πνιγμένα μέσα σε γκρίζους καταρράκτες από ισπανικά βρύα-, αλλά ο Τζακ οδήγησε αποφασιστικά τη Μερσέντες ανάμεσά τους και ξαφνικά τα χαμόκλαδα αραίωσαν. Εδώ τα στοιχεία της φύσης είχαν ξεπλύνει τελείως την πίσσα και το τέλος του δρόμου ήταν μόνο μια αυλακωμένη ανάμνηση, αλλ' ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για τη Μερσέντες, η οποία προχώρησε σκαμπανεβάζοντας με ταχύτητα σε μια μακριά ανηφοριά που κατέληγε σε δυο πέτρινους κίονες. Ένας θεόρατος φράχτης από θρασεμένους θάμνους, που θα είχε ύψος τουλάχιστον πεντέμισι μέτρα κι ένας θεός ξέρει πόσο πάχος, ξεκινούσε δεξιά και αριστερά από τις κολόνες- είχε επίσης αρχίσει να απλώνει χοντρά πράσινα πλοκάμια κάτω στο λόφο, προς τις φυλλωσιές της
ζούγκλας. Η δίφυλλη καγκελόπορτα υπήρχε ακόμα, αλλά έστεκε σκουριασμένη και μισάνοιχτη. Εκτίμησα ότι η Μερσέντες δε θα χωρούσε να περάσει ανάμεσα. Αυτό το τελευταίο κομμάτι του δρόμου ήταν πλαισιωμένο από αιωνόβια αυστραλέζικα πεύκα επιβλητικού ύψους. Έψαξα για πουλιά που πετούσαν ανάποδα και δεν είδα κανένα. Ούτε κανένα από εκείνα που πετούσαν κανονικά είδα, μόλο που μπορούσα να ακούσω τώρα το αμυδρό βούισμα εντόμων. Ο Τζακ σταμάτησε έξω από την πύλη και μας κοίταξε απολογητικά. «Αυτή η κούκλα δε χωράει να περάσει από δω μέσα». Βγήκαμε. Ο Γουάιρμαν στάθηκε να κοιτάξει τις παλιές, σκεπασμένες με λειχήνες πλακέτες που ήταν στερεωμένες πάνω στους κίονες. Η μία στα αριστερά έγραφε Χ Ε Ρ Ο Ν Έ ΙΡΟΥΣΤ. Η άλλη στα δεξιά έγραφε ΙΣΤΛΕΐΚ, αλλά από κάτω κάτι άλλο ήταν χαραγμένο πρόχειρα, θαρρείς με τη μύτη ενός μαχαιριού. Κάποτε μπορεί να ήταν δύσκολο να το διαβάσεις, αλλά οι λειχήνες που γέμιζαν τις μικρές εγκοπές πάνω στο μέταλλο το έκαναν τώρα να διακρίνεται καθαρά: Abyssus abyssum invocat. «Καμιά ιδέα τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα τον Γουάιρμαν. «Για να πω την αλήθεια, ναι. Είναι μια προειδοποίηση που δίνεται συχνά στους νέους δικηγόρους, όταν περάσουν τις εξετάσεις για την άδεια άσκησης του επαγγέλματος. Θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε ελεύθερα "Το ένα στραβοπάτημα οδηγεί στο άλλο". Η κατά λέξη μετάφραση ίσως θα ήταν "Η Κόλαση γεννάει Κόλαση"». Με κοίταξε μελαγχολικά, ύστερα κοίταξε πάλι το μήνυμα κάτω από το όνομα της οικογένειας. «Κάτι μου λέει ότι αυτό ενδέχεται να είναι η τελική ετυμηγορία του Τζον Ίστλεϊκ, πριν αφήσει πίσω του για πάντα αυτή την εκδοχή του Χέρον'ς Ρουστ». Ο Τζακ άπλωσε το χέρι ν' αγγίξει το ακανόνιστα γραμμένο ρητό, ύστερα φάνηκε να αλλάζει γνώμη. Ο Γουάιρμαν το έκανε αντί γι' αυτόν. «Η ετυμηγορία, κύριοι... και μάλιστα διατυπωμένη στην κατ' εξοχήν γλώσσα του Νόμου. Εμπρός. Ο ήλιος δύει στις 7:15, πάνω κάτω, και το φως της ημέρας φεύγει και χάνεται γοργά. Θα κουβαλάμε εναλλάξ το καλάθι του πικνίκ. Είναι βαρύ, το κερατένιο».
xi Αλλά πριν πάμε οπουδήποτε, σταθήκαμε από τη μέσα μεριά της πύλης για να κοιτάξουμε καλά το πρώτο σπίτι της Ελίζαμπεθ στο Ντούμα Κη. Η πρώτη αντίδραση μου ήταν η απογοήτευση. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε ένα ξεκάθαρο νήμα αφήγησης: θα μπαίναμε στο σπίτι, θ' ανεβαίναμε στο πάνω πάτωμα και θα βρίσκαμε αυτό που ήταν το υπνοδωμάτιο της Ελίζαμπεθ εκείνο τον πολύ παλιό καιρό, όταν ήταν γνωστή ως Αίμπιτ. Εκεί το κομμένο μου χέρι, γνωστό και ως Η Θαυματουργή Ραβδοσκοπική Ράβδος του Έντγκαρ Φρίμαντλ, θα με οδηγούσε σ' ένα ξεχασμένο παλιό σεντούκι (ή ίσως απλά σε ένα ταπεινό κασόνι). Μέσα θα υπήρχαν κι άλλες ζωγραφιές, οι ζωγραφιές που έλειπαν, εκείνες που θα μου έλεγαν πού ήταν η Περς και θα έλυναν το αίνιγμα του μπολ που έσταζε. Όλ' αυτά πριν δύσει ο ήλιος. Ήταν μια όμορφη ιστορία και υπήρχε ένα μόνο πρόβλημα: το πάνω μισό του Χέρον'ς Ρουστ δεν υπήρχε πια. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε ένα γυμνό λοφίσκο, και οι επάνω όροφοι του είχαν ρημάξει τελείως πριν καιρό, από κάποια θύελλα. Το ισόγειο άντεχε ακόμα, αλλά ήταν πνιγμένο σε γκριζοπράσινες περικοκλάδες, όπως αυτές που σκέπαζαν την κιονοστοιχία της πρόσοψης. Ισπανικά βρύα κρέμονταν από το γείσο της στέγης, μεταμορφώνοντας τη βεράντα σε σπηλιά. Το σπίτι ήταν τριγυρισμένο από θρυμματισμένα πορτοκαλιά κεραμίδια, το μόνο ίχνος που απέμενε από τη σκεπή. Ξεπρόβαλλαν σαν τα δόντια ενός γίγαντα μέσα από τα φουντωτά αγριόχορτα που είχαν αντικαταστήσει το γρασίδι. Τα τελευταία είκοσι μέτρα του στρωμένου με θρυμματισμένα κοχύλια δρόμου ήταν θαμμένα κάτω από ένα πυκνό στρώμα από συκιές-στραγγαλιστές. Το ίδιο και το γήπεδο του τένις κι αυτό που ίσως κάποτε ήταν ένα ξύλινο σπιτάκι για να φιλοξενεί τα παιχνίδια των παιδιών. Ακόμα περισσότερες κληματσίδες σκαρφάλωναν στα πλαϊνά τού σαν αχυρώνα στενόμακρου βοηθητικού κτιρίου πίσω από το γήπεδο και γαντζώνονταν πάνω σ' ό,τι απέμενε από το ξύλινο σπιτάκι. «Τι είναι αυτό εκεί;» Ο Τζακ έδειχνε ανάμεσα στο γήπεδο του τένις και το κυρίως σπίτι. Ένα στενόμακρο ορθογώνιο γεμάτο απαίσιο μαύρο πολτό στραφτάλιζε στον απογευματινό ήλιο. Το βούισμα των εντόμων έμοιαζε να έρχεται κυρίως από εκείνη την κατεύθυνση.
«Τώρα; Θαρρώ απλώς ένας λάκκος με βουρκόνερα», είπε ο Γουάιρμαν. «Στην ξέφρενη δεκαετία του '20, φαντάζομαι ότι η οικογένεια Ιστλεϊκ θα σου έλεγε πως ήταν η πισίνα τους». «Φαντάσου να κάνεις βουτιά μέσα σ' αυτό το πράγμα», είπε ο Τζακ και ρίγησε. Η πισίνα ήταν τριγυρισμένη από ιτιές. Πίσω της υπήρχε άλλη μια πυκνή συστάδα από βραζιλιάνικες πιπεριές και... «Γουάιρμαν, μπανανιές είναι αυτά;» ρώτησα. «Ναι», είπε. «Και πιθανώς είναι γεμάτες φίδια. Τι σίχαμα, Θεέ μου! Κοίταξε στη δυτική πλευρά, Έντγκαρ». Στην πλευρά του Χέρον'ς Ρουστ που έβλεπε προς τον Κόλπο, το μπερδεμένο κουβάρι από τα αγριόχορτα και τις κληματσίδες που κάποτε ήταν ο σπαρμένος με γκαζόν κήπος του Τζον Ίστλεϊκ έδινε τη θέση του στις αβένες. Το αεράκι ήταν λυτρωτικό και η θέα ήταν ακόμα καλύτερη, δίνοντάς μου την ευκαιρία να συνειδητοποιήσω ότι το μόνο πράγμα που σπάνια απολάμβανες στη Φλόριντα ήταν το υψόμετρο. Εδώ υπήρχε όσο ακριβώς χρειαζόταν για να μας δίνει την αίσθηση ότι ο Κόλπος του Μεξικού ήταν στα πόδια μας. Το νησί Ντον Πέντρο φαινόταν στα αριστερά, το Κέισι Κη στο βάθος δεξιά, σαν όνειρο τυλιγμένο σε μια γκριζογάλανη αχλή. «Η γέφυρα είναι ακόμα ανεβασμένη», είπε ο Τζακ κι ακούστηκε σαν να το διασκέδαζε. «Φαίνεται πως έχουν πραγματικά χοντρό πρόβλημα αυτή τη φορά». «Γουάιρμαν», είπα. «Κοίταξε εκεί κάτω, κατά μήκος του παλιού μονοπατιού. Τον βλέπεις;» Ακολούθησε το τεντωμένο μου δάχτυλο. «Το βράχο που προεξέχει; Ασφαλώς και τον βλέπω. Δεν είναι κοραλλιογενής, δε νομίζω, αν και θα έπρεπε να πάω λίγο πιο κοντά για να πω με σιγουριά -τι το ιδιαίτερο έχει;» «Πάψε να παριστάνεις το γεωλόγο για μια στιγμή και απλά κοίταξε. Τι βλέπεις;» Κοίταξε. Κοίταξαν κι οι δυο. Ο Τζακ το παρατήρησε πρώτος. «Ένα προφίλ;» Ύστερα το ξαναείπε, χωρίς δισταγμό. «Ένα προφίλ». Έγνεψα καταφατικά. «Από εδώ μπορούμε να δούμε μόνο το μέτωπο, το βαθούλωμα της κόγχης του ματιού και το επάνω μέρος της μύτης, αλλά πάω στοίχημα πως, αν ήμασταν στην παραλία, θα βλέπαμε κι ένα στόμα. Ή κάτι τέλος πάντων που θα έμοιαζε με στόμα. Είναι ο Βράχος της Μάγισσας. Και σε πάω στοίχημα ό,τι
θες πως ακριβώς από κάτω του είναι η Σκιερή Ακτή. Εκεί όπου ο Τζον Ίστλεϊκ πήγαινε και βουτούσε για να βγάλει το θησαυρό του». «Και εκεί όπου πνίγηκαν τα δίδυμα», πρόσθεσε ο Γουάιρμαν. «Αυτό είναι το μονοπάτι που πήραν για να πάνε εκεί. Μόνο που...» Σώπασε. Το αεράκι χάιδευε τα μαλλιά μας. Κοιτάξαμε το μονοπάτι, ακόμα ορατό ύστερα από τόσα χρόνια. Σίγουρα δεν το είχαν ανοίξει μικρά ποδαράκια που κατέβαιναν στην ακρογιαλιά για να κολυμπήσουν. Ένα απλό μονοπάτι ανάμεσα στο Χέρον'ς Ρουστ και στη Σκιερή Ακτή θα είχε εξαφανιστεί σε πέντε χρόνια, ίσως και μόνο σε δύο. «Αυτό δεν είναι μονοπάτι», είπε διαβάζοντας τη σκέψη μου ο Τζακ. «Αυτό ήταν ένας δρόμος. Όχι ασφαλτοστρωμένος, αλλά πάντως δρόμος. Γιατί να θέλει κάποιος να φτιάξει ένα δρόμο ανάμεσα στο σπίτι του και στην παραλία, όταν δεν απέχει περισσότερο από δέκα λεπτά με τα πόδια;» Ο Γουάιρμαν κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω». «Έντγκαρ;» «Δεν έχω ιδέα». «Ίσως να βρήκε περισσότερα πράγματα στο βυθό από απλώς μερικές παλιατζούρες», είπε ο Τζακ. «Πιθανώς, αλλά...» Έπιασα κάτι να κινείται με την άκρη του ματιού μου -κάτι σκοτεινό- και στράφηκα προς το σπίτι. Δεν είδα τίποτα. «Τι είναι;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Πιθανώς απλά τα νεύρα μαυ», είπα. Το αεράκι που φυσούσε κατά το μέρος μας από τον Κόλπο άλλαξε ελαφρά κατεύθυνση κι άρχισε τώρα να έρχεται από το Νότο. Έφερε μαζί του μια μπόχα σαπίλας. Ο Τζακ έκανε ένα μορφασμό αηδίας. «Τι διάβολο είναι αυτό;» «Η ευωδιά της πισίνας, υποθέτω», είπε ο Γουάιρμαν. «Φίλε μου Τζακ, δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο από τη μυρωδιά του βούρκου το πρωί». «Ναι, αλλά τώρα είναι απόγευμα». Ο Γουάιρμαν του έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα κι ύστερα στράφηκε σ' εμένα. «Τι λες κι εσύ, muchacho; Προχωράμε;» Έκανα μια βιαστική απογραφή. Ο Γουάιρμαν κουβαλούσε το κόκκινο καλάθι* ο Τζακ είχε το σακίδιο με τα τρόφιμα· εγώ είχα τα σύνεργα ζωγραφικής μου. Δεν ήξερα τι ακριβώς θα κάναμε αν οι
υπόλοιπες ζωγραφιές της Ελίζαμπεθ είχαν σκορπιστεί στους τέσσερις ανέμους από τη θύελλα που είχε ρίξει τη στέγη του ερειπίου που ορθωνόταν εμπρός μας (ή αν δεν υπήρχαν άλλες ζωγραφιές), αλλά είχαμε φτάσει μέχρις εκεί και έπρεπε να κάνουμε κάτι. Η Ίλσε επέμενε σ' αυτό, μέσα απ5 τα κόκαλα και την καρδιά μου. «Ναι», είπα. «Προχωράμε». xii Είχαμε φτάσει στο σημείο όπου ο δρόμος της αυλής άρχιζε να σκεπάζεται από συκιές-στραγγαλιστές, όταν είδα πάλι κάτι μαύρο να εμφανίζεται φευγαλέα μέσα στα θρασεμένα αγριόχορτα, στα δεξιά του σπιτιού. Αυτή τη φορά, το είδε και ο Τζακ. «Κάποιος είναι εκεί», είπε. «Εγώ δεν είδα κανέναν», είπε ο Γουάιρμαν. Άφησε κάτω το καλάθι του πικνίκ και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του με την ανάστροφη της παλάμης. «Έλα ν' αλλάξουμε για λίγο, Τζακ. Πάρε εσύ το καλάθι και θα πάρω εγώ τα τρόφιμα. Είσαι νέος και δυνατός. Ο Γουάιρμαν είναι γέρος και κουρασμένος. Θα πεθάνει τόοοσο -διάολε, τι είναι πάλι αυτό!» Πισωπάτησε τρεκλίζοντας από το σημείο που είχε αφήσει το καλάθι και θα είχε πέσει αν δεν τον είχα πιάσει από τη μέση. Ο Τζακ άφησε μια φωνή έκπληξης και τρόμου. Ο άντρας ξεπετάχτηκε μέσα από τα χαμόκλαδα, λίγο πιο κάτω αριστερά μας. Ήταν αδύνατο να έχει φτάσει κιόλας εκεί - ο Τζακ κι εγώ τον είχαμε δει πενήντα μέτρα μακριά μόλις πριν από μερικά δευτερόλεπτα-, αλλά έτσι συνέβαινε. Είχε τη μορφή ενός μαύρου άντρα, αλλά δεν ήταν ανθρώπινο ον. Ποτέ δε σκεφτήκαμε ότι ήταν πραγματικό ανθρώπινο ον. Κατά πρώτον, τα πόδια του, ντυμένα με μια μπλε φουφούλα και ανοιχτά σε έναν παράξενο διασκελισμό, δεν κινούνταν όταν πέρασε από εμπρός μας. Και το πυκνό στρώμα από συκιές-στραγγαλιστές που ξεφύτρωνε ολόγυρά του δε σάλεψε καν. Ωστόσο τα χείλη του χαμογελούσαν πλατιά· τα μάτια του στριφογυρνούσαν με εύθυμη μοχθηρία. Φορούσε ένα καπελάκι με γείσο και μ' ένα κουμπί στην κορυφή, κι αυτό για κάποιο λόγο ήταν το χειρότερο.
Σκέφτηκα ότι αν αναγκαζόμουν να κοιτάξω εκείνο το καπελάκι για πολύ, θα τρελαινόμουν. Το πράγμα εξαφανίστηκε μες στο χορτάρι στα δεξιά μας, ένας μαύρος άντρας με μπλε φουφούλα και ύψος γύρω στο ένα και εξήντα πέντε. Το γρασίδι δεν είχε ύψος περισσότερο από ενάμισι μέτρο, και τα απλά μαθηματικά έλεγαν ότι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί μέσα σ' αυτό, αλλά εξαφανίστηκε. Μια στιγμή αργότερα τον -το- είδαμε πάλι στην μπροστινή βεράντα, να μας χαμογελάει πλατιά σαν παλιός έμπιστος υπηρέτης της οικογένειας, κι ύστερα, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα απολύτως διάστημα, βρισκόταν στη βάση της σκάλας κι έτρεχε πάλι μέσα στα αγριόχορτα, χαμογελώντας μας συνεχώς. Χαμογελώντας μας κάτω από το καπέλο του. Το καπέλο του ήταν ΚΟΚΚΙΝΟ. Ο Τζακ γύρισε να το βάλει στα πόδια. Στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένος μόνο ανεξέλεγκτος, τυφλός πανικός. Άφησα τον Γουάιρμαν για να τον πιάσω, κι αν και ο Γουάιρμαν είχε αποφασίσει να τραπεί σε φυγή εκείνη τη στιγμή, νομίζω ότι αυτό θα ήταν το τέλος της εξερεύνησής μας· στο κάτω κάτω, είχα μόνο ένα χέρι και δεν μπορούσα να τους κρατήσω και τους δυο. Δε θα μπορούσα να κρατήσω κανέναν τους, αν πραγματικά ήθελαν να φύγουν. Όσο τρομοκρατημένος κι αν ήμουν, ποτέ δε σκέφτηκα να τρέξω για να σωθώ. Και ο Γουάιρμαν, ο Θεός ας τον ευλογεί, έμεινε ψύχραιμος στη θέση του, παρακολουθώντας με στόμα ορθάνοιχτο το μαύρο άντρα να χάνεται και να εμφανίζεται ξανά, αυτή τη φορά μέσα από τη συστάδα των μπανανόδεντρων που φύτρωναν ανάμεσα στην πισίνα και στο βοηθητικό κτίριο. Έπιασα τον Τζακ από τη ζώνη και τον τράβηξα πίσω. Δεν μπορούσα να τον χαστουκίσω -δεν είχα χέρι για να τον χαστουκίσωκαι αρκέστηκα να του φωνάξω. «Δεν είναι πραγματικό! Είναι ο εφιάλτης της!» «Ο... εφιάλτης της;» Μια σπίθα κατανόησης άστραψε στα μάτια του Τζακ. Ή ίσως απλά μια μικρή συναίσθηση της κρισιμότητας της κατάστασης. Μου ήταν αρκετό κι αυτό. «Ο εφιάλτης της, ο μπαμπούλας της, αυτό που φοβόταν όταν έσβηναν τα φώτα», είπα. «Είναι απλώς άλλο ένα φάντασμα, Τζακ». «Πώς το ξέρεις;»
«Κατ' αρχάς, τρεμοσβήνει σαν παλιά ταινία», είπε ο Γουάιρμαν. «Κοίταξέ το». Ο μαύρος άντρας χάθηκε, ύστερα εμφανίστηκε πάλι, αυτή τη φορά μπροστά από την κατασκουριασμένη σκάλα που οδηγούσε στο βατήρα της πισίνας. Μας χαμογέλασε πλατιά κάτω από το κόκκινο καπελάκι του. Παρατήρησα ότι το μπλουζάκι του είχε το ίδιο μπλε χρώμα με τη φουφούλα του. Γλιστρούσε από μέρος σε μέρος με τα ακίνητα πόδια του ανοιχτά στον ίδιο πάντα διασκελισμό, σαν μια φιγούρα στον πάγκο της σκοποβολής ενός λούνα παρκ. Χάθηκε πάλι, ύστερα εμφανίστηκε πάνω στη βεράντα. Μια στιγμή αργότερα ήταν στο δρόμο του κήπου, σχεδόν μπροστά μας. Ένιωσα την καρδιά μου να θλίβεται στη θέα του και συγχρόνως εξακολουθούσε να με φοβίζει... αλλά μόνο επειδή τον φοβόταν εκείνη. Η Λίμπιτ. Την επόμενη φορά που εμφανίστηκε, ήταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στη Σκιερή Ακτή κι αυτή τη φορά μπορέσαμε να δούμε τον Κόλπο να λάμπει μέσα από το μπλουζάκι και τη φουφούλα του. Εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά και ο Γουάιρμαν ξέσπασε σ' ένα υστερικό γέλιο. «Τι;» Ο Τζακ στράφηκε προς το μέρος του. Σχεδόν έτοιμος να του ορμήσει. «Τι;» «Που να με πάρει και να με σηκώσει! Είναι ένας τζόκεϊ για τον κήπο», είπε ο Γουάιρμαν, γελώντας πιο δυνατά από ποτέ. «Ένα από εκείνα τα διακοσμητικά αγάλματα των μαύρων τζόκεϊ, που κάποτε ο κόσμος στόλιζε με αυτά τις πρασιές αλλά που σήμερα είναι τόσο πολιτικώς verboten, μεγεθυσμένος σε τρεις, ίσως και τέσσερις φορές τις κανονικές του διαστάσεις! Ο μπαμπούλας της Ελίζαμπεθ ήταν το άγαλμα του τζόκεϊ που στόλιζε την πρασιά του σπιτιού!» Προσπάθησε να πει περισσότερα, αλλά δεν μπόρεσε. Διπλώθηκε στα δυο, γελώντας τόσο δυνατά που χρειάστηκε να στηρίξει τα χέρια του στα γόνατά του για να μην πέσει. Καταλάβαινα το αστείο του πράγματος, αλλά δεν μπορούσα να συμμεριστώ την ευθυμία του.... και όχι μόνο επειδή η κόρη μου ήταν νεκρή στο Ρόουντ Αιλαντ. Ο Γουάιρμαν γελούσε τώρα μόνο επειδή στην αρχή είχε φοβηθεί εξίσου πολύ όσο ο Τζακ κι εγώ, όσο θα πρέπει να είχε φοβηθεί και η Λίμπιτ. Και γιατί είχε φοβηθεί η Λίμπιτ; Επειδή κάποιος, πιθανότατα κατά τύχη, της είχε βάλει λάθος ιδέες στο ευφάνταστο μυαλουδάκι της. Θα πήγαινα στοίχημα ότι ήταν η παραμά-
να Μέλντα και -ίσως- μια ιστορία την οποία διηγήθηκε στη μικρούλα Λίμπιτ όταν την έβαζε για ύπνο, με μοναδικό σκοπό να ηρεμήσει ένα παιδί που ήταν ακόμα πολύ ταραγμένο από τον τραυματισμό που είχε υποστεί στο κεφάλι. Που πιθανώς να υπέφερε μέχρι και από αϋπνίες. Μόνο που ο σπόρος αυτής της ανώδυνης ιστορίας είχε φυτρώσει σε λάθος μέρος και είχε βγάλει ΔΟΝΤΑΡΕΣ. Ο κύριος Γαλαζοβράκης δεν ήταν σαν τους βατράχους που είχαμε δει καθώς ερχόμασταν στο Χέρον'ς Ρουστ. Εκείνοι ήταν αποκλειστικό δημιούργημα της Ελίζαμπεθ και δεν είχαν πάνω τους καμιά κακεντρέχεια. Ο τζόκεϊ, ωστόσο... μπορεί αρχικά να είχε γεννηθεί από το σακατεμένο κεφάλι της Ελίζαμπεθ, αλλά κάτι μου έλεγε πως η Περς τον είχε ιδιοποιηθεί εδώ και καιρό, για τους δικούς της σκοπούς. Αν κάποιος κατόρθωνε να πλησιάσει τόσο πολύ στο πρώτο σπίτι της Ελίζαμπεθ, να τον που ξεπετιόταν, πανέτοιμος να τρομάξει και να διώξει τον ανεπιθύμητο επισκέπτη. Για να τον στείλει στο πλησιέστερο άσυλο φρενοβλαβών, πιθανώς. Το οποίο σήμαινε ότι ίσως υπήρχε κάτι να βρούμε σ' εκείνο το μέρος, τελικά. Ο Τζακ κοιτούσε νευρικά προς το σημείο όπου το βουλιαγμένο μονοπάτι -που πράγματι φαινόταν σαν να ήταν αρκετά φαρδύ για να χωράει ένα κάρο ή κι ένα φορτηγό μια φορά κι έναν καιρό- κατηφόριζε και χανόταν προς την ακτή. «Θα ξανάρθει;» «Δεν έχει σημασία, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν. «Δεν είναι πραγματικό. Αυτό το καλάθι του πικνίκ, από την άλλη, πρέπει να μεταφερθεί. Οπότε εμπρός. Κουνήσου». «Και μόνο που το έβλεπα ένιωθα πως κόντευε να μου σαλέψει», είπε ο Τζακ. «Το καταλαβαίνεις αυτό, Έντγκαρ;» «Φυσικά. Η Λίμπιτ είχε πολύ ισχυρή φαντασία εκείνη την εποχή». «Τι απέγινε, λοιπόν, η φαντασία της;» «Ξέχασε πώς να τη χρησιμοποιεί». «Χριστέ μου», είπε ο Τζακ. «Αυτό είναι φρικτό». «Ναι. Και νομίζω ότι αυτό το είδος λησμονιάς είναι εύκολο. Το οποίο είναι ακόμα πιο φρικτό». Ο Τζακ έσκυψε, σήκωσε το καλάθι, ύστερα κοίταξε τον Γουάιρμαν. «Τι έχει εδώ μέσα\ Ράβδους χρυσού;» Ο Γουάιρμαν πήρε το σάκο με το φαγητό και χαμογέλασε γαλήνια. «Πήρα μαζί μερικά επιπλέον πραγματάκια».
Προχωρήσαμε στο σκεπασμένο με βλάστηση δρόμο, προσέχοντας μήπως επιστρέψει ο αλλόκοτος τζόκεϊ. Δεν ξαναφάνηκε. Στην κορυφή των σκαλοπατιών που οδηγούσαν στη βεράντα, ο Τζακ άφησε κάτω το καλάθι του πικνίκ με έναν ελαφρό στεναγμό ανακούφισης. Από πίσω μας ακούστηκε ένα δυνατό φτεροκόπημα. Γυρίσαμε και είδαμε έναν ερωδιό να προσγειώνεται στο δρόμο της αυλής. Θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος που με είχε κοιτάξει παγερά από το γήπεδο τένις του Παλάσιο. Σίγουρα τα μάτια ήταν τα ίδια: γαλανά, διαπεραστικά και χωρίς ίχνος οίκτου. «Είναι πραγματικό αυτό;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Τι νομίζεις κι εσύ, Έντγκαρ;» «Είναι πραγματικό», είπα. «Πώς το ξέρεις;» Θα μπορούσα να είχα επισημάνει ότι ο ερωδιός έριχνε σκιά, αλλά, απ' όσο μπορούσα να πω, και ο τζόκεϊ έριχνε σκιά· απλώς τότε ήμουν πολύ κατάπληκτος για να το παρατηρήσω. «Απλά το ξέρω. Ελάτε, ας μπούμε μέσα. Και μην κάνετε τον κόπο να χτυπήσετε. Δεν πρόκειται για κοινωνική επίσκεψη». xiii «Ωχ, εδώ μάλλον έχουμε πρόβλημα», είπε ο Τζακ. Η βεράντα σκιαζόταν από τις πυκνές μάζες ισπανικών βρύων που κρέμονταν από το γείσο της πρόσοψης, αλλά, μόλις τα μάτια μας προσαρμόστηκαν στο μισοσκόταδο, είδαμε μια χοντρή και σκουριασμένη αλυσίδα να ζώνει τη δίφυλλη πόρτα. Όχι ένα αλλά δύο λουκέτα κρέμονταν από τους κρίκους της. Η αλυσίδα ήταν περασμένη μέσα από χαλκάδες και στις δυο παραστάδες. Ο Γουάιρμαν πλησίασε να δει καλύτερα. «Ξέρετε», είπε, «ίσως ο Τζακ κι εγώ να μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε τον έναν ή και τους δύο από αυτούς τους χαλκάδες χωρίς μεγάλη δυσκολία. Έχουν δει και καλύτερες μέρες». «Καλύτερα χρόνια», είπε ο Τζακ. «Ίσως», είπα, «αλλά οι πόρτες αυτές καθαυτές είναι σχεδόν σίγουρα κλειδωμένες, κι αν αρχίσετε να τραντάζετε αλυσίδες και να ξεκολλάτε χαλκάδες, θα ενοχλήσετε τους γείτονες». «Ποιους γείτονες;» απόρησε ο Γουάιρμαν.
Έδειξα ακριβώς από πάνω μας. Ο Γουάιρμαν και ο Τζακ ακολούθησαν με το βλέμμα το δάχτυλο μου και είδαν εκείνο που εγώ είχα ήδη δει: μια μεγάλη αποικία από καφέ νυχτερίδες κοιμόταν σ' ένα τεράστιο κρεμαστό σύννεφο από ιστούς αράχνης. Κοίταξα κάτω και είδα ότι η βεράντα ήταν σκεπασμένη από μια παχιά κρούστα κουτσουλιές. Ένιωσα πολύ ευτυχής που φορούσα καπέλο. Όταν ξανασήκωσα το βλέμμα, ο Τζακ Καντόρι βρισκόταν στη βάση της σκάλας. «Απο-και-κλείεται, μάγκες», είπε. «Πείτε με δειλό, πείτε με αδερφάρα, πείτε με ό,τι θέλετε, αλλά εγώ εκεί μέσα δεν μπαίνω. Ο Γουάιρμαν έχει πρόβλημα με τα φίδια. Εγώ με τις νυχτερίδες. Μια φορά...» Έδειχνε σαν να είχε να πει κι άλλα, ίσως μάλιστα πολλά, αλλά να μην ήξερε πώς να τα πει. Έκανε άλλο ένα βήμα πίσω, αντί γι' αυτό. Δεν μπόρεσα για μια στιγμή να μην αναλογιστώ την εκκεντρικότητα του πόσο προσωπικό πράγμα είναι ο φόβος: ό,τι δεν είχε πετύχει ο αλλόκοτος τζόκεϊ (είχε πλησιάσει να το πετύχει, αλλ' αυτό μετράει μόνο στη σκοποβολή) το είχε κατορθώσει μια αποικία από κοιμώμενες νυχτερίδες. Για τον Τζακ, τουλάχιστον. Ο Γουάιρμαν είπε, «Μπορούν να μεταδώσουν λύσσα, muchacho -το ήξερες αυτό;» Έγνεψα καταφατικά. «Νομίζω ότι πρέπει να ψάξουμε για την πίσω πόρτα». xiv Προχωρήσαμε αργά κατά μήκος της πλαϊνής πλευράς του σπιτιού, με τον Τζακ μπροστά να κουβαλάει το κόκκινο καλάθι του πικνίκ. Το πουκάμισο του είχε σκουρύνει από τον ιδρώτα, αλλά δεν έδειχνε πια το παραμικρό σημάδι ναυτίας. Το φυσιολογικό θα ήταν να είχε δείξει· το ίδιο πιθανώς ίσχυε και για μένα και για τον Γουάιρμαν. Η δυσωδία που έβγαινε από την πισίνα ήταν σχεδόν αποπνικτική. Χορτάρια που μας έφταναν μέχρι τους μηρούς χτυπούσαν πάνω στα παντελόνια μας· αλύγιστα κλαδιά κιθαρόξυλου χώνονταν στους αστραγάλους μας. Υπήρχαν παράθυρα, αλλά εκτός κι αν ο Τζακ ήθελε να δοκιμάσει να σταθεί πάνω στους ώμους του Γουάιρμαν, ήταν όλα πολύ ψηλά. «Τι ώρα είναι;» ρώτησε αγκομαχώντας ο Τζακ.
«Ώρα να προχωρήσεις λίγο πιο γρήγορα, mi amigo», είπε ο Γουάιρμαν. «Θέλεις να σε ξαλαφρώσω λίγο από εκείνο το καλάθι;» «Σίγουρα», είπε ο Τζακ κι ακουγόταν πραγματικά κακοδιάθετος για πρώτη φορά από τότε που τον γνώρισα. «Κι ύστερα να πάθεις μια καρδιακή προσβολή, ώστε εγώ και το αφεντικό να δοκιμάσουμε τις γνώσεις μας στις πρώτες βοήθειες». «Υπονοείς ότι δεν είμαι σε φόρμα;» «Σε φόρμα μπορεί να είσαι, αλλά δεν παύω να σε κόβω είκοσι κιλά πάνω από το κανονικό σου βάρος και πρώτης τάξεως υποψήφιο για καρδιακό». «Σταματήστε», είπα. «Και οι δυο σας». «Άσ' το κάτω, γιε μου», είπε ο Γουάιρμαν. «Άσε κάτω αυτό το cesto de puta madre* και θα το κουβαλήσω εγώ τον υπόλοιπο δρόμο». «Όχι. Ξέχνα το». Έπιασα κάτι μαύρο να σαλεύει με την άκρη του ματιού μου. Σχεδόν δεν κοίταξα. Σκέφτηκα ότι ήταν πάλι ο τζόκεϊ, που αυτή τη φορά έτρεχε δίπλα στην πισίνα. Ή πάνω στη δυσώδη και γεμάτη ζωύφια επιφάνειά της. Ευτυχώς που αποφάσισα να βεβαιωθώ. Ο Γουάιρμαν στο μεταξύ στραβοκοιτούσε τον Τζακ. Ο ανδρισμός του είχε πληγωθεί. «Θα σε ξαλαφρώσω, θες δε θες». Ένα κομμάτι από τη φουσκωμένη βρόμα της πισίνας είχε ζωντανέψει. Αποσπάστηκε από τη μαυρίλα κι έπεσε βαριά στο ραγισμένο, γεμάτο αγριόχορτα τσιμεντένιο χείλος της, σκορπώντας γύρω του πιτσίλες γλίνας. «Όχι, Γουάιρμαν, θα συνεχίσω να το κρατάω εγώ». Ένα κομμάτι κακότητας με μάτια. «Τζακ, σ' το λέω για τελευταία φορά». Ύστερα είδα την ουρά και συνειδητοποίησα τι ήταν αυτό που κοιτούσα. «Κι εγώ σου λέω...» «Γουάιρμαν», είπα και τον άδραξα από τον ώμο. «Όχι, Έντγκαρ, μπορώ να το κάνω». Μπορώ να το κάνω. Πώς αντήχησαν εκείνες οι λέξεις μέσα στο κεφάλι μου. Πίεσα τον εαυτό μου να μιλήσει αργά, δυνατά και εμφατικά. *Το κερατένιο το καλάθι. (Σ.τ.Μ.)
«Γουάιρμαν, βούλωσ' το. Υπάρχει ένας αλιγάτορας. Μόλις βγήκε από την πισίνα». Ο Γουάιρμαν φοβόταν τα φίδια, ο Τζακ τις νυχτερίδες. Δεν είχα ιδέα ότι εγώ φοβόμουν τους αλιγάτορες, ώσπου είδα εκείνο το κομμάτι προϊστορικού σκοταδιού ν' αποχωρίζεται το σηπόμενο πολτό της παλιάς πισίνας και να ζυγώνει κατά το μέρος μας, πρώτα προχωρώντας πάνω στο χορταριασμένο τσιμέντο (σπρώχνοντας πέρα την τελευταία αναποδογυρισμένη καρέκλα κήπου που απέμενε καθώς περνούσε από δίπλα της) και ύστερα γλιστρώντας μέσα στα χορτάρια και στις κληματσίδες που σέρνονταν στο έδαφος από τις πιο κοντινές βραζιλιάνικες πιπεριές. Είδα μια στιγμή το ρύγχος του να ανασηκώνεται, ένα μαύρο μάτι να σφιχτοκλείνει θαρρείς και μου έγνεφε πονηρά, κι ύστερα φαινόταν μόνο η ράχη του που έσταζε νερά και ξεπρόβαλλε εδώ κι εκεί μέσα στις πρασινάδες που αναριγούσαν, σαν υποβρύχιο που είναι κατά τα τρία τέταρτα κάτω απ' το νερό. Ερχόταν καταπάνω μας, και αφού το είπα στον Γουάιρμαν δεν μπορούσα να κάνω τίποτ' άλλο. Μια γκριζάδα απλώθηκε τα μάτια μου. Έγειρα πίσω κι ακούμπησα τη ράχη μου στις παλιές σκεβρωμένες σανίδες του Χέρον'ς Ρουστ. Ήταν ζεστές. Έμεινα ασάλευτος εκεί και περίμενα να με φάει ο σερνάμενος εφιάλτης που ζούσε στην παλιά πισίνα του Τζον Ίστλεϊκ. Ο Γουάιρμαν δε δίστασε ούτε στιγμή. Άρπαξε το κόκκινο καλάθι από τα χέρια του Τζακ, το έριξε στο έδαφος και γονάτισε πλάι του, σηκώνοντας ταυτόχρονα το ένα μισό του σκεπάσματος. Έχωσε μέσα το χέρι κι έβγαλε το μεγαλύτερο πιστόλι που είχα δει ποτέ μου έξω από τις ταινίες στον κινηματογράφο. Γονατίζοντας εκεί, μέσα στα ψηλά χορτάρια, με το ανοιχτό καλάθι του πικνίκ εμπρός του, ο Γουάιρμαν κράτησε το πιστόλι σφιχτά και με τα δυο του χέρια. Από το σημείο που ήμουν μπορούσα να δω καλά το πρόσωπο του και νόμισα, κι ακόμα και τώρα νομίζω, ότι έδειχνε τελείως γαλήνιο... ιδίως για έναν άντρα που αντιμετώπιζε αυτό που θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ένα φίδι σε μεγέθυνση. Περίμενε. «Πυροβόλησε το!» ούρλιαξε ο Τζακ. Ο Γουάιρμαν περίμενε. Και πέρα απ' αυτόν, είδα τον ερωδιό. Ζυγιαζόταν στον αέρα πάνω από το στενόμακρο, σκεπασμένο με κληματσίδες βοηθητικό κτίριο πίσω από το γήπεδο του τένις. Πετούσε ανάποδα. «Γουάιρμαν;» είπα. «Έχεις κατεβάσει την ασφάλεια;»
«Caray*», μουρμούρισε και μετακίνησε ένα μικρό διακόπτη με τον αντίχειρά του. Ένα κόκκινο στίγμα ψηλά πάνω στη λαβή του πιστολιού εξαφανίστηκε. Ούτε στιγμή δεν πήρε τα μάτια του από τα ψηλά χορτάρια, που τώρα είχαν αρχίσει να ταράζονται. Ύστερα χώρισαν και ο αλιγάτορας του επιτέθηκε. Τους είχα δει στο Ντισκάβερι Τσάνελ και στα αφιερώματα του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, αλλά τίποτα δε με είχε προετοιμάσει για το πόσο γρήγορα μπορούσε να κινείται αυτό το πράγμα πάνω σ' εκείνα τα κοντόχοντρα ποδάρια. Το χορτάρι είχε καθαρίσει την περισσότερη λάσπη από το υποτυπώδες πρόσωπο του και μπορούσα να δω το τεράστιο χαμόγελο του. «Τώρα!» φώναξε ο Τζακ. Ο Γουάιρμαν πυροβόλησε. Ο θόρυβος της εκπυρσοκρότησης ήταν τρομακτικός -αντήχησε σαν κάτι στέρεο, κάτι φτιαγμένο από πέτρα- και το αποτέλεσμα ήταν εξίσου τρομερό. Το πάνω μισό του κεφαλιού του αλιγάτορα αποκολλήθηκε μέσα σ' ένα σύννεφο λάσπης, αίματος και σάρκας. Το κτήνος δε σταμάτησε· αντίθετα, εκείνα τα κοντόχοντρα πόδια έμοιαζαν να επιταχύνουν καθώς διένυε τα τελευταία δέκα περίπου μέτρα που μας χώριζαν από αυτό. Μπορούσα να ακούσω τα χορτάρια να τρίβονται πάνω στις σκληρές φολίδες των πλευρών του. Η κάννη του όπλου σηκώθηκε από το κλότσημα. Ο Γουάιρμαν δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο ήρεμο, κι ακόμα και σήμερα σκέφτομαι την αντίδρασή του με θαυμασμό. Όταν το όπλο επέστρεψε στην οριζόντια θέση, ο αλιγάτορας δεν απείχε πια περισσότερο από πέντε μέτρα. Ο Γουάιρμαν πυροβόλησε πάλι, και η δεύτερη σφαίρα σήκωσε στον αέρα το μπροστινό μισό κορμί του ερπετού, αποκαλύπτοντας μια πρασινόλευκη κοιλιά. Για μια στιγμή έμοιαζε να χορεύει πάνω στην ουρά του, σαν ένας ευτυχισμένος αλιγάτορας σε ταινία κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ. «Άρπα την, κακομούτσουνε μπάσταρδε!» ούρλιαξε ο Τζακ. «Να πας να γαμηθείς! Να πας να σκυλογαμηθείς!» Το όπλο πάλι σηκώθηκε από το κλότσημα. Και πάλι ο Γουάιρμαν δεν προσπάθησε να το συγκρατήσει. Ο αλιγάτορας έπεσε μ' ένα γδούπο στο πλευρό του, με την κοιλιά εκτεθειμένη, τα κοντόχο*Π' ανάθεμα! (Σ.τ.Μ.)
ντρα πόδια του να σπαρταράνε, την ουρά του να μαστιγώνει τη γη και να τινάζει σβόλους από χορτάρια και χώμα. Όταν η κάννη ήρθε πάλι στην οριζόντια θέση, ο Γουάιρμαν πάτησε πάλι τη σκανδάλη και το κέντρο της κοιλιάς του πλάσματος φάνηκε να διαλύεται. Ξαφνικά ο ανώμαλος κύκλος των τσαλαπατημένων χορταριών πάνω στον οποίο κειτόταν είχε βαφτεί κόκκινος. Έψαξα για τον ερωδιό. Ο ερωδιός είχε εξαφανιστεί. Ό Γουάιρμαν σηκώθηκε και είδα ότι έτρεμε. Πλησίασε τον αλιγάτορα -μόλο που φρόντισε να μείνει έξω από την ακτίνα της ουράς που ακόμα σφάδαζε- και του φύτεψε άλλες δυο σφαίρες. Η ουρά χτύπησε μια τελευταία φορά σπασμωδικά το έδαφος, ο κορμός έκανε μια τελευταία σύσπαση και ύστερα το τέρας έμεινε ασάλευτο. Ο Γουάιρμαν στράφηκε στον Τζακ και του πρότεινε το αυτόματο με τρεμάμενο χέρι. «Ντέζερτ Ιγκλ .357», είπε. «'Ένα μεγάλο παλιό περίστροφο, φτιαγμένο από σκληροτράχηλους Εβραίους" -Τζέιμς Μακμέρτρι, 2006. Αυτό που πρόσθετε το περισσότερο βάρος στο καλάθι ήταν τα πυρομαχικά. Έριξα μέσα όλους τους γεμιστήρες που είχα. Ήταν κοντά μια ντουζίνα». Ο Τζακ τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Θα κουβαλήσω εγώ αυτό το καλάθι ακόμα και μέχρι το Κλίβελαντ, αν θες, και δε θα πω ποτέ λέξη». «Τουλάχιστον δε θα χρειάζεται να κουβαλάς το όπλο», είπε ο Γουάιρμαν. «Στο εξής, αυτή η κούκλα πηγαίνει στη ζώνη μου». Και το έχωσε εκεί, αφού έβαλε έναν καινούριο γεμιστήρα και το ασφάλισε πάλι με προσοχή. Του χρειάστηκαν δυο προσπάθειες, γιατί τα χέρια του έτρεμαν. Τον πλησίασα και επίσης τον φίλησα σταυρωτά. «Ω Θεέ μου», είπε. «Ο Γουάιρμαν δε νιώθει πια Ισπανός. Ο Γουάιρμαν αρχίζει να νιώθει βέρος Φραντσέζος». «Πώς έτυχε να έχεις όπλο, για να έχουμε καλό ρώτημα;» ρώτησα. «Ήταν ιδέα της μις Ίστλεϊκ, ύστερα από την τελευταία συμπλοκή εμπόρων κοκαΐνης στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Τάμπα». Στράφηκε στον Τζακ. «Τη θυμάσαι;» «Ναι. Τέσσερις νεκροί». «Τέλος πάντων, η μις Ίστλεϊκ πρότεινε να πάρω ένα όπλο για προστασία στο σπίτι. Πήρα ένα μεγάλο. Αυτή και εγώ μέχρι που κάναμε λίγη σκοποβολή μαζί». Χαμογέλασε. «Ήταν καλή στο ση-
μάδι και δεν την πείραζε ο θόρυβος, αλλά δεν της άρεσε καθόλου το κλότσημα». Κοίταξε το διαλυμένο αλιγάτορα. «Υποθέτω ότι έκανε τη δουλειά του. Και τώρα τι, muchacho',» «Θα πάμε από πίσω, αλλά... είδε κανείς σας εκείνο τον ερωδιό;» Ο Τζακ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Το ίδιο και ο Γουάιρμαν, που με κοιτούσε σαστισμένος. «Εγώ τον είδα», του είπα. «Κι αν τον ξαναδώ... ή αν κάποιος απ' τους δυο σας τον ξαναδεί... θέλω να τον πυροβολήσεις, Τζερόμ». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τα φρύδια του αλλά δεν είπε τίποτα. Ξαναρχίσαμε την αργή και δύσκολη πορεία μας κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της εγκαταλελειμμένης έπαυλης.
XV
Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν πρόβλημα να βρούμε έναν τρόπο για να μπούμε από την πίσω μεριά: δεν υπήρχε πίσω μεριά. Σχεδόν ολόκληρο το πίσω μέρος του αρχοντικού εκτός από την ανατολική γωνία είχε γκρεμιστεί, πιθανώς από την ίδια θύελλα που είχε ρίξει και τους πάνω ορόφους. Καθώς στεκόμουν εκεί και παρατηρούσα τα σκεπασμένα από φυτά ερείπια αυτού που κάποτε ήταν μια κουζίνα και μια αποθήκη για τα τρόφιμα, συνειδητοποίησα ότι το Χέρον'ς Ρουστ ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια στολισμένη με μούσκλα πρόσοψη. «Μπορούμε να μπούμε από εδώ», είπε διστακτικά ο Τζακ, «αλλά δεν ξέρω αν εμπιστεύομαι το πάτωμα. Τι λες κι εσύ, Έντγκαρ;» «Δεν ξέρω», είπα. Ένιωθα πολύ κουρασμένος. Ίσως να έφταιγε απλώς η υπερέκκριση αδρεναλίνης από την αναμέτρησή μας με τον αλιγάτορα, αλλά μου έδινε την αίσθηση ότι ήταν κάτι περισσότερο απ' αυτό. Μου έδινε την αίσθηση της ήττας. Είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια, πάρα πολλές θύελλες. Και οι ζωγραφιές ενός μικρού κοριτσιού είναι εφήμερα πράγματα, αν μη τι άλλο. «Τι ώρα είναι, Γουάιρμαν; Χωρίς εξυπνάδες, παρακαλώ». Κοίταξε το ρολόι του. «Δύο και μισή. Τι λες, muchacho; Θα μπούμε μέσα;» «Δεν ξέρω», επανέλαβα. «Λοιπόν, εγώ ξέρω», είπε εκείνος. «Σκότωσα έναν κωλοαλιγάτορα για να φτάσω μέχρι εδώ- δε θα φύγω χωρίς τουλάχιστον να
ρίξω μια ματιά στο παλιό σπίτι της κυράς μου. Το πάτωμα της αποθήκης φαίνεται στέρεο, και είναι αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στο έδαφος. Ελάτε, και οι δυο σας, ας βρούμε κάτι να βάλουμε για να πατήσουμε και να ανεβούμε. Ένα δυο από εκείνα τα δοκάρια θα πρέπει να είναι αρκετά. Τζακ, πήγαινε εσύ πρώτος, ύστερα βοήθησέ με. Θα τραβήξουμε μαζί τον Έντγκαρ». Κι έτσι τα καταφέραμε, βρόμικοι, αναμαλλιασμένοι και ξεπνοϊσμένοι, σκαρφαλώνοντας πρώτα στην αποθήκη και περνώντας από εκεί στο κυρίως σπίτι, κοιτάζοντας γύρω μας με θαυμασμό, νιώθοντας σαν να ταξιδεύαμε μες στο χρόνο, σαν τουρίστες που περιηγούνταν σε έναν κόσμο ο οποίος είχε πάψει να υπάρχει περισσότερο από ογδόντα χρόνια πριν.
18 - Η Νοβίν
ί Το σπίτι έζεχνε σάπιο ξύλο, παλιό σοβά και μουχλιασμένο ύφασμα. Υπήρχε επίσης μια βαθύτερη φυτική οσμή. Κάποια από τα έπιπλα έστεκαν ακόμα στη θέση τους -ρημαγμένα από το χρόνο και σκεβρωμένα από την υγρασία- αλλά η κομψή παλιά ταπετσαρία κρεμόταν λωρίδες από τους τοίχους του σαλονιού και υπήρχε μια τεράστια σφηκοφωλιά, πανάρχαια και σιωπηλή, στο ταβάνι του σαπισμένου μπροστινού χολ. Από κάτω της, ψόφιες σφήκες κείτονταν σ' ένα λοφάκι με ύψος γύρω στους τριάντα πόντους, πάνω στις σκεβρωμένες σανίδες από κυπαρίσσι του πατώματος. Κάπου σ' ό,τι απέμενε από τους επάνω ορόφους έσταζε νερό, μια μοναχική σταγόνα τη φορά. «Τα ξύλα του κυπαρισσιού και της σεκόιας που έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ μέσα θ' άξιζαν μια περιουσία, αν κάποιος είχε έρθει να τα πάρει πριν καταστραφούν», είπε ο Τζακ. Έσκυψε, άδραξε την άκρη μιας σανίδας που προεξείχε και την τράβηξε. Η σανίδα σηκώθηκε, λύγισε σχεδόν σαν να ήταν φτιαγμένη από καραμέλα γάλακτος, κι ύστερα έσπασε -όχι με έναν ξερό κρότο αλλά μ' ένα άτονο κρραμπ. Μερικά ζωύφια βγήκαν από την ορθογώνια τρύπα από κάτω της. Η μυρωδιά που ανέβηκε στα ρουθούνια μας ήταν υγρή και σκοτεινή. «Δεν υπάρχουν ίχνη ούτε από ρακοσυλλέκτες ούτε από φιλοπερίεργους εξερευνητές ούτε από κανένα ζευγαράκι που έψαχνε μια έρημη γωνιά για να διασκεδάσει», είπε ο Γουάιρμαν. «Δεν υπάρχουν ούτε πεταμένα προφυλακτικά ούτε κιλοτάκια ούτε καν ένα Ο ΤΖΟ ΑΓΑΠΑ ΤΗΝ ΝΤΕΜΠΙ γραμμένο με σπρέι στον τοίχο. Δε νομίζω ότι έχει έρθει κανείς εδώ, από τότε που ο Τζον πέρασε την α-
λυσίδα στην πόρτα κι έφυγε για τελευταία φορά. Ξέρω ότι είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς...» «Όχι», είπα. «Δεν είναι. Το Χέρον'ς Ρουστ σ' αυτό το άκρο του Κη ανήκει στην Περς από το 1927. Ο Τζον το κατάλαβε αυτό, και φρόντισε να το διατηρήσει έτσι όταν συνέταξε τη διαθήκη του. Το ίδιο και η Ελίζαμπεθ. Όμως δεν είναι ένα ιερό». Κοίταξα μέσα στο δωμάτιο απέναντι από το καλό σαλόνι. Ίσως κάποτε να χρησίμευε ως γραφείο. Ένα παλιό σεκρετέρ ακουμπούσε σε μια λιμνούλα βρομερού νερού. Υπήρχαν ράφια, αλλά ήταν άδεια. «Είναι ένας τάφος». «Λοιπόν, πού πρέπει να ψάξουμε για τις ζωγραφιές;» ρώτησε ο Τζακ. «Δεν έχω ιδέα», είπα. «Δεν ξέρω καν αν...» Ένα μεγάλο κομμάτι σοβά ήταν πεσμένο στην πόρτα και το κλότσησα. Ήθελα να το στείλω μακριά, αλλά ήταν πολύ παλιό και υγρό· απλώς θρυμματίστηκε. «Δε νομίζω ότι υπάρχουν άλλες ζωγραφιές. Τώρα που βλέπω το μέρος». Κοίταξα πάλι γύρω μου, μυρίζοντας την υγρή δυσοσμία. «Μπορεί και να 'χεις δίκιο, αλλά δε σ' εμπιστεύομαι», είπε ο Γουάιρμαν. «Γιατί, muchacho, αυτή τη στιγμή πενθείς. Και το πένθος κουράζει τον άνθρωπο. Σου μιλάει η φωνή της πείρας». Ο Τζακ προχώρησε στο γραφείο, και οι υγρές σανίδες βόγκηξαν ξέχειλες από υγρασία κάτω απ' το βάρος των βημάτων του ώσπου να φτάσει στο παλιό σεκρετέρ. Μια σταγόνα νερού έπεσε μ' ένα πλινκ στο γείσο του καπέλου του και σήκωσε τα μάτια. «Το ταβάνι έχει βουλιάξει», είπε. «Νομίζω πως υπάρχει τουλάχιστον ένα λουτρό εκεί πάνω, ίσως και δύο, κι ίσως επίσης μια δεξαμενή στη στέγη, που εκείνη την εποχή θα συνέλεγε το βρόχινο νερό. Βλέπω ένα σωλήνα να κρέμεται. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα καταρρεύσει τελείως, και αυτό το γραφείο θα μας αφήσει γεια». «Φρόντισε μόνο να μη μας αφήσεις εσύ γεια», είπε ο Γουάιρμαν. «Εκείνο που με ανησυχεί προς το παρόν είναι το πάτωμα», είπε εκείνος. «Το νιώθω κάτω απ' τα πόδια μου σαν πολτό». «Έλα πίσω, τότε», είπα εγώ. «Σ' ένα λεπτάκι. Να ρίξω πρώτα μια ματιά σ' αυτό». Άνοιξε τα συρτάρια, το ένα μετά το άλλο. «Τίποτα», είπε. «Τίποτα... κι εδώ τίποτα... τίποτα απολύτως...» Σταμάτησε. «Εδώ έχει κάτι. Ένα σημείωμα. Χειρόγραφο».
«Ας το δούμε», είπε ο Γουάιρμαν. Ο Τζακ του το έφερε, προχωρώντας με μεγάλες, προσεκτικές δρασκελιές ώσπου πέρασε το υγρό κομμάτι του δαπέδου. Το διάβασα πάνω απ' τον ώμο του Γουάιρμαν. Το σημείωμα ήταν γραμμένο πάνω σε απλό λευκό χαρτί, με μεγάλα, στρωτά γράμματα που φαίνονταν να έχουν γίνει από αντρικό χέρι: 19 Αυγούστου του '26 Τζόνι -Ζήτησες, και παίρνεις. Αυτό είναι ό,τι έχει απομείνει από το καλό πράμα & είναι μόνο για σένα, φίλε μου. Ο «καμπανίτης» δεν είναι κι ό,τι καλύτερο, αλλά «δεν πάει στο διάολο...» Το σινγκλ μαλτ είναι οκέι. CC για τον «πολύ κόσμο» (χα-χα). 5 Ken το βαρέλι. Κι όπως ζήτησες, Μπολ Χ 2 και in cera. Δε θέλω να περηφανευτώ για τίποτα, απλά στάθηκα τυχερός, όμως πραγματικά είναι το τελευταίο. Ευχαριστώ για όλα, φιλαράκο. Θα σε δω όταν επιστρέψω απ' αυτή τη μεριά του ωκεανού. NT. NT. Ο Γουάιρμαν έδειξε με το δάχτυλο το Μπολ Χ 2 και είπε, «Μπολ. Το μπολ στάζει. Σου λένε κάτι τα υπόλοιπα εσένα, Έντγκαρ;» Μου έλεγαν, αλλά για μερικές στιγμές η καταραμένη σακάτικη μνήμη μου αρνήθηκε να μου πει τι. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκα... κι ύστερα σκέφτηκα πλαγίως. Πρώτα την Ίλσε να λέει Μοιράζεστε την πισίνα σας, κύριε; κι αυτή η ανάμνηση με πόνεσε, αλλά δεν προσπάθησα να τη διώξω γιατί ήταν ο τρόπος για να μπω. Ακολούθησε η ανάμνηση ενός άλλου κοριτσιού, σε μια άλλη πισίνα. Το κορίτσι είχε πληθωρικά στήθη και μακριά πόδια και φορούσε ένα μαύρο ολόσωμο μαγιό- ήταν η Μαίρη Άιρ όπως την είχε ζωγραφίσει ο Χόκνεϊ - η Ωραία της Τάμπα, όπως είχε αποκαλέσει η ίδια τη νεότερη εκδοχή του εαυτού ,της. Και τότε το θυμήθηκα. Άφησα να βγει από τα πνευμόνια μου μια ανάσα που δεν είχα καταλάβει ότι κρατούσα. «Τα αρχικά NT. NT. σημαίνουν Ντέιβ Ντέιβις», είπα. «Στην ξέφρενη δεκαετία του '20 ήταν ένας μεγιστάνας της δυτικής ακτής της Φλόριντα». «Πώς το ξέρεις αυτό;» «Μου το είπε η Μαίρη Άιρ», αποκρίθηκα, κι ένα κρύο κομμάτι του εαυτού μου που πιθανώς δε θα ζεσταινόταν ποτέ ξανά μπόρεσε
να εκτιμήσει την ειρωνεία· η ζωή είναι ένας τροχός, κι αν περιμένεις αρκετά, πάντα γυρίζει κι επιστρέφει στο σημείο όπου ξεκίνησε. «Ο Ντέιβις ήταν φίλος του Τζον Ίστλεϊκ, και προφανώς του προμήθευε άφθονο καλό αλκοόλ». «Καμπανίτης», είπε ο Τζακ. «Αυτό σημαίνει σαμπάνια, σωστά;» Ο Γουάιρμαν είπε: «Εύγε, Τζακ, όμως εκείνο που θέλω να μάθω είναι τι ακριβώς σημαίνει το Μπολ. Και το in cera». «Είναι ισπανικό», είπε ο Τζακ. «Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό». Ο Γουάιρμαν τον κοίταξε σηκώνοντας το φρύδι. «Εννοείς το sera. Όπως στο que serd, sera. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». «Ντόρις Ντέι, 1956», είπα. «Δεν μπορούμε να δούμε το μέλλον». Και ευτυχώς, σκέφτηκα. «Ένα πράγμα για το οποίο είμαι απολύτως βέβαιος είναι ότι ο Ντέιβις είχε δίκιο όταν έγραφε ότι αυτή ήταν η τελευταία παράδοση». Έδειξα την ημερομηνία: 19 Αυγούστου. «Ο τύπος μπήκε σ' ένα πλοίο για την Ευρώπη τον Οκτώβριο του 1926, και δεν επέστρεψε ποτέ. Εξαφανίστηκε στη θάλασσα -έτσι τουλάχιστον μου είπε η Μαίρη Άιρ». «Και το in cera;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Άσ' το αυτό τώρα», είπα. «Όμως είναι παράξενο -μόνο αυτό το σημείωμα». «Λιγάκι ασυνήθιστο, ίσως, αλλά όχι και ανεξήγητο», είπε ο Γουάιρμαν. «Αν εσύ ήσουν ένας χήρος με ανήλικες κόρες, θα ήθελες να πάρεις την τελευταία απόδειξη του λαθρέμπορου που σε προμήθευε με παράνομο αλκοόλ στην καινούρια σου ζωή;» Το σκέφτηκα και αποφάσισα ότι είχε κάποιο δίκιο. «Όχι... αλλά πιθανώς θα την κατέστρεφα, μαζί με τις κρυμμένες μου γυμνές καρτποστάλ από τη Γαλλία». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τους ώμους. «Ποτέ δε θα μάθουμε πόσο πολλά ενοχοποιητικά έγγραφα πράγματι κατέστρεψε... ή πόσο λίγα. Εκτός από το ότι έπινε ένα ποτάκι μια στις τόσες με τους φίλους του, ίσως τα χέρια του να ήταν σχετικά καθαρά. Όμως, muchacho...» Ακούμπησε το ένα του χέρι στον ώμο μου. «Αυτό το χαρτί είναι πραγματικό. Το έχουμε. Κι αν κάτι έχει βγει παγανιά για να μας βλάψει, ίσως κάτι άλλο να προσπαθεί να μας βοηθήσει... έστω και λιγάκι. Το θεωρείς απίθανο αυτό;» «Θα ήταν ωραίο να πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο, όπως και να 'χει. Ας δούμε αν υπάρχει τίποτ' άλλο».
ii Στην αρχή φάνηκε ότι δεν υπήρχε. Ψάξαμε όλα τα δωμάτια του ισογείου και δε συναντήσαμε τίποτ' άλλο παρά μόνο την παραλίγο καταστροφή, όταν το πόδι μου χώθηκε μέσα στις σανίδες του πατώματος στο δωμάτιο που κάποτε πρέπει να χρησίμευε ως τραπεζαρία. Ο Γουάιρμαν και ο Τζακ αντέδρασαν γρήγορα, ωστόσο, και τουλάχιστον εκείνο που χώθηκε μέσα στο πάτωμα ήταν το σακατεμένο μου πόδι- είχα το καλό μου για να κρατάω κόντρα. Δεν υπήρχε ελπίδα να ερευνήσουμε τους επάνω ορόφους. Η σκάλα ανέβαινε μέχρι το τέρμα, αλλά πέρα από το πλατύσκαλο κι ένα στραπατσαρισμένο κομμάτι κάγκελου πλάι του υπήρχαν μόνο ο γαλανός ουρανός και τα σεινάμενα φύλλα ενός ψηλού λαχανοφοίνικα. Ο δεύτερος όροφος ήταν ένα ρημάδι, ο τρίτος σχεδόν ανύπαρκτος. Αρχίσαμε να επιστρέφουμε προς την κουζίνα και το αυτοσχέδιο σκαλοπάτι μας που θα μας έβγαζε πάλι στον έξω κόσμο, χωρίς να έχουμε αποκομίσει τίποτ' άλλο εκτός από ένα παλιό σημείωμα που ανήγγελλε την παράδοση μιας παρτίδας αλκοόλ. Είχα μια υποψία τι μπορεί να σήμαινε το in cera, αλλά χωρίς να ξέρω πού ήταν η Περς, η υποψία αυτή ήταν άχρηστη. Και η Περς ήταν εκεί. Ήταν κοντά. Αλλιώς, γιατί να προσπαθήσει τόσο πολύ να μας εμποδίσει να φτάσουμε ως εκεί; Ο Γουάιρμαν προπορευόταν και σταμάτησε τόσο απότομα που έπεσα πάνω του. Ο Τζακ έπεσε πάνω σ' εμένα, χτυπώντας με στα πισινά με το καλάθι του πικνίκ. «Πρέπει να ελέγξουμε τα σκαλιά», είπε ο Γουάιρμαν. Είχε μιλήσει με τον τόνο ανθρώπου που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε διαπράξει τέτοια ασυγχώρητη βλακεία. «Παρακαλώ;» ρώτησα. «Πρέπει να ψάξουμε τα σκαλιά, μήπως υπάρχει κάποια κρύπτη. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί από την αρχή. Μου φαίνεται πως έχω αρχίσει να φυραίνω». «Πού δηλαδή μπορεί να υπάρχει αυτή η κρύπτη;» ρώτησα. Ο Γουάιρμαν είχε αρχίσει να κάνει μεταβολή. «Εκείνη στο Παλάσιο είναι στο τέταρτο σκαλοπάτι από τη βάση της κεντρικής
σκάλας. Η ιδέα -είπε ότι ήταν του πατέρα της- ήταν να βρίσκεται κοντά στην εξώπορτα σε περίπτωση πυρκαγιάς. Υπάρχει ένα φορητό χρηματοκιβώτιο μέσα, που τώρα πια δεν περιέχει τίποτα σπουδαίο εκτός από μερικά παλιά αναμνηστικά και λίγες φωτογραφίες, αλλά κάποτε φύλαγε εκεί τη διαθήκη της και τα καλύτερα κοσμήματά της. Ύστερα το είπε στο δικηγόρο της. Μεγάλο λάθος. Εκείνος επέμεινε να μεταφέρει όλ' αυτά τα πράγματα σε μια θυρίδα ασφαλείας στη Σαρασότα». Είχαμε επιστρέψει στη βάση της σκάλας τώρα, κοντά στο λοφίσκο με τις ψόφιες σφήκες. Η μπόχα του σπιτιού μάς κύκλωνε πυκνή. Ο Γουάιρμαν στράφηκε σ' εμένα, με μάτια που έλαμπαν. «Muchacho, φύλαγε επίσης μερικές πολύτιμες πορσελάνινες φιγούρες σ' εκείνο το κουτί». Επιθεώρησε τη ρημαγμένη σκάλα, που δεν οδηγούσε πια σε τίποτ' άλλο εκτός από μερικά δίχως νόημα γκρεμίδια και το γαλανό ουρανό πέρα από αυτά. «Νομίζεις... αν τελικά η Περς είναι κάτι σαν μια πορσελάνινη φιγούρα που ο Τζον ανέσυρε από το βυθό του Κόλπου... νομίζεις ότι μπορεί να είναι κρυμμένη εδώ που στεκόμαστε, μέσα στα σκαλιά;» «Νομίζω ότι τα πάντα είναι πιθανά. Πρόσεχε. Πολύ». «Σε πάω στοίχημα ό,τι θες ότι υπάρχει μια κρύπτη», είπε. «Επαναλαμβάνουμε αυτό που μαθαίνουμε ως παιδιά». Παραμέρισε με την αρβύλα του τις ψόφιες σφήκες -έκαναν έναν απαλό ήχο σαν θρόισμα χαρτιού- και γονάτισε στη βάση της σκάλας. Εξέτασε το πρώτο σκαλοπάτι, ύστερα το δεύτερο, μετά το τρίτο. Όταν έφτασε στο τέταρτο, είπε, «Τζακ, δώσε μου το φακό». iii Ήταν εύκολο να πω στον εαυτό μου ότι η Περς δεν κρυβόταν σ' ένα μυστικό ντουλαπάκι κάτω από τα σκαλιά -κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά βολικό-, αλλά θυμήθηκα τις πορσελάνες που η Ελίζαμπεθ αγαπούσε να χώνει στο τενεκεδένιο κουτί από τα μπισκότα Σουίτ Όουεν κι ένιωσα τους παλμούς μου να επιταχύνονται καθώς ο Τζακ έψαχνε στο καλάθι του πικνίκ κι έβγαζε τον ογκώδη φακό με το στέλεχος από ανοξείδωτο ατσάλι. Τον άφησε με μια κοφτή κίνηση στο χέρι του Γουάιρμαν, σαν νοσοκόμος που δίνει ένα εργαλείο στο γιατρό την ώρα μιας εγχείρησης.
Όταν ο Γουάιρμαν έριξε τη φωτεινή δέσμη του φακού πάνω στη σκάλα, είδα τη μικρή χρυσή λάμψη: λιλιπούτειοι μεντεσέδες, βιδωμένοι στις δυο άκρες του σκαλοπατιού. «Εντάξει», είπε κι έδωσε πίσω το φακό. «Φέξε στην άκρη του σκαλοπατιού». Ο Τζακ έκανε όπως του είπαν. Ο Γουάιρμαν έβαλε τα χέρια του στην παρυφή του σκαλοπατιού, που κανονικά θα 'πρεπε να ανασηκωθεί χάρη σ' εκείνους τους λιλιπούτειους μεντεσέδες. «Γουάιρμαν, περίμενε ένα λεπτό», είπα. Στράφηκε προς το μέρος μου. «Μύρισέ το πρώτα», είπα. «Τι πράγμα;» «Μύρισέ το. Πες μου αν μυρίζει υγρασία». Μύρισε το σκαλοπάτι με τους μεντεσέδες στο πίσω μέρος κι ύστερα στράφηκε πάλι προς εμένα. «Ίσως να μυρίζει λίγο σαν νοτισμένο, αλλά όλα εδώ μέσα έτσι μυρίζουν. Θέλεις να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος;» «Απλά άνοιξέ το πολύ αργά, εντάξει; Τζακ, φέξε με το φακό κατευθείαν μέσα. Ψάξτε για υγρασία, και οι δυο σας». «Γιατί, Έντγκαρ;» ρώτησε ο Τζακ. «Επειδή το Μπολ στάζει, το είπε η Ελίζαμπεθ. Αν δείτε ένα κεραμικό δοχείο -ένα μπουκάλι, ένα κανάτι, ένα βαρελάκι-, είναι αυτή. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είναι ραγισμένο, ίσως και να έχει ανοίξει στα δύο». Ο Γουάιρμαν πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε τον αέρα να βγει. «Εντάξει. Όπως είπε και ο μαθηματικός όταν διαίρεσε με το μηδέν, δεν τρέχει κάστανο». Προσπάθησε ν' ανασηκώσει το σκαλοπάτι, χωρίς αποτέλεσμα. «Είναι κλειδωμένο. Βλέπω μια μικροσκοπική σχισμή... πρέπει να είναι για ένα πάρα πολύ μικρό κλειδί...» «Έχω μαζί μου έναν ελβετικό σουγιά», είπε πρόθυμα ο Τζακ. «Μισό λεπτό», είπε ο Γουάιρμαν κι είδα τα χείλη του να σφίγγονται καθώς έβαζε δύναμη για να σηκώσει το ξύλο με τις άκρες των δαχτύλων του. Μια φλέβα πετάχτηκε στη λακκούβα του κροτάφου του. «Γουάιρμαν», άρχισα να λέω, «πρόσε...» Πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, η κλειδαριά -παλιά και μικροσκοπική και αναμφίβολα φαγωμένη απ' τη σκουριά- έσπασε. Το πάτημα του σκαλοπατιού σηκώθηκε απότομα και το ξύ-
λο σχίστηκε στους μεντεσέδες. Ο Γουάιρμαν παραπάτησε προς τα πίσω. Ο Τζακ τον έπιασε κι εγώ έπιασα τον Τζακ σ' ένα αδέξιο αγκάλιασμα με το μοναδικό μου χέρι. Ο μεγάλος φακός έπεσε στο πάτωμα, αλλά δεν έσπασε- η ζωηρή του ακτίνα κύλησε και φώτισε τον αποκρουστικό σωρό με τις ψόφιες σφήκες. «Που να πάρει ο διάολος», είπε ανακτώντας την ισορροπία του ο Γουάιρμαν. «Τύφλα να 'χει το Τρίο Στούτζες». Ο Τζακ σήκωσε το φακό και έστρεψε τη δέσμη του στην τρύπα μέσα στα σκαλιά. «Τι;» ρώτησα. «Βλέπεις κάτι; Δε βλέπεις τίποτα; Μίλα!» «Υπάρχει κάτι, αλλά όχι ένα κεραμεικό δοχείο», είπε. «Είναι ένα μεταλλικό κουτί. Μοιάζει σαν κουτί από καραμέλες, μόνο που είναι μεγαλύτερο». Έσκυψε στο άνοιγμα. «Ίσως είναι καλύτερα να μην το κάνεις αυτό», είπε ο Γουάιρμαν. Όμως ήταν πολύ αργά για προειδοποιήσεις. Ο Τζακ έχωσε μέσα το χέρι του μέχρι τον αγκώνα, και για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι το πρόσωπο του θα παραμορφωνόταν από μια κραυγή καθώς κάτι θα ροκάνιζε το μπράτσο του και θα το τραβούσε μέσα μέχρι τον ώμο. Ύστερα ίσιωσε πάλι τη ράχη του. Στο χέρι του κρατούσε ένα τσίγκινο κουτί σε σχήμα καρδιάς. Μας το έδειξε. Στο επάνω μέρος, ελάχιστα διακρινόμενο κάτω από τις κηλίδες της σκουριάς, υπήρχε ένα ροδομάγουλο αγγελάκι. Από κάτω από το αγγελάκι, με παλιομοδίτικα γράμματα, ήταν ζωγραφισμένες οι λέξεις:
Ο Τζακ μας κοίταξε απορημένα. «Εμπρός», είπα. Δεν ήταν η Περς -τώρα ήμουν σίγουρος γι' αυτό. Ένιωθα συγχρόνως απογοητευμένος και ανακουφισμένος. «Εσύ το βρήκες* εμπρός, άνοιξέ το». «Είναι οι ζωγραφιές», είπε ο Γουάιρμαν. «Πρέπει να είναι». Έτσι νόμιζα κι εγώ. Αλλά δεν ήταν. Αυτό που έβγαλε ο Τζακ από το παλιό σκουριασμένο κουτί σε σχήμα καρδιάς ήταν η κουκλίτσα της Λίμπιτ, και βλέποντας τη Νοβίν ένιωσα σαν να ξανάβλεπα ένα οικείο πρόσωπο. Ουουου, έμοιαζαν να λένε τα μαύρα μάτια της και το άλικο χα-
μογελαστό της στόμα. Ονονον, μ ' άφησες εδώ μέσα τόσον καιρό, κακέ άντρα. iv Όταν την είδα να βγαίνει από εκείνο το κουτί σαν πτώμα που το ξεθάβεις από μια κρύπτη, ένιωσα να με κυριεύει μια απαίσια, συντριπτική φρίκη, που ξεκινούσε από την καρδιά και διαχεόταν σ' όλα μου τα μέλη, απειλώντας πρώτα να χαλαρώσει όλους τους μυς του κορμιού μου κι ύστερα να τους ξηλώσει τελείως. «Έντγκαρ;» ρώτησε απότομα ο Γουάιρμαν. «Είσαι καλά;» Έβαλα τα δυνατά μου να κυριαρχήσω στον εαυτό μου. Εκείνο που μου στοίχιζε πιο πολύ ήταν το φαφούτικο χαμόγελο της. Όπως το καπελάκι του τζόκεϊ στον κήπο, εκείνο το χαμόγελο ήταν κόκκινο. Κι όπως το καπελάκι του τζόκεϊ στον κήπο, ένιωθα ότι αν το κοιτούσα για πολλή ώρα θα τρελαινόμουν. Εκείνο το χαμόγελο έμοιαζε να επιμένει πως όλα όσα είχαν συμβεί στην καινούρια μου ζωή ήταν ένα όνειρο που το έβλεπα στην Εντατική κάποιου νοσοκομείου, ενώ μηχανήματα κρατούσαν λίγο ακόμα ζωντανό το παραμορφωμένο μου κορμί... και ίσως αυτό να ήταν καλό, κι ίσως αυτό να ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, γιατί σήμαινε ότι τίποτα δεν είχε συμβεί στην Ίλσε. «Έντγκαρ;» Όταν ο Τζακ με πλησίασε, το κεφάλι της κούκλας στο χέρι του ανεβοκατέβηκε σε μια γκροτέσκα παρωδία ανησυχίας. «Δεν πιστεύω να ετοιμάζεσαι να λιποθυμήσεις;» «Όχι», είπα. «Να το δω αυτό». Κι όταν πήγε να μου δώσει την κούκλα: «Δε θέλω να το πιάσω. Απλά κράτησέ το κοντά μου». Έκανε όπως του ζήτησα κι αμέσως κατάλαβα γιατί είχα νιώσει εκείνη την οικειότητα, εκείνη την αίσθηση ότι ξανάβλεπα έναν παλιό γνωστό μου. Δεν ήταν εξαιτίας της Ρίμπα ούτε της πιο πρόσφατης συντρόφισσάς της -μόλο που και οι τρεις ήταν πάνινες κούκλες γεμισμένες με κουρέλια, υπήρχε αυτή η ομοιότητα. Όχι, ήταν επειδή την είχα ξαναδεί, πριν, σε αρκετές από τις ζωγραφιές της Ελίζαμπεθ. Στην αρχή είχα υποθέσει ότι ήταν η παραμάνα Μέλντα. Και είχα κάνει λάθος, όμως... «Η παραμάνα Μέλντα της την έδωσε», είπα. «Σίγουρα», συμφώνησε ο Γουάιρμαν. «Και πρέπει να ήταν η α-
γαπημένη της, γιατί ήταν η μόνη κούκλα που ζωγράφισε ποτέ. Το ερώτημα είναι, γιατί την άφησε πίσω όταν η οικογένεια εγκατέλειψε το Χέρον'ς Ρουστ; Γιατί την κλείδωσε εδώ μέσα;» «Μερικές φορές και οι κούκλες πέφτουν σε δυσμένεια», είπα. Κοιτούσα εκείνο το κόκκινο και χαμογελαστό στόμα. Ακόμα κόκκινο, ύστερα από τόσα χρόνια. Κόκκινο όπως ένα μέρος όπου οι αναμνήσεις πηγαίνουν να κρυφτούν, όταν έχεις πληγωθεί και δεν μπορείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε τάξη. «Μερικές φορές οι κούκλες γίνονται τρομακτικές». «Οι ζωγραφιές της σου μίλησαν, Έντγκαρ», είπε ο Γουάιρμαν. Έπαιξε στα χέρια του λίγο την κούκλα, ύστερα την έδωσε στον Τζακ. «Κι αυτή; Θα σου πει η κούκλα αυτό που θέλουμε να μάθουμε;» «Η Νοβίν», είπα. «Το όνομά της είναι Νοβίν. Και μακάρι να μπορούσα να σου απαντήσω καταφατικά, αλλά μόνο τα μολύβια και οι ζωγραφιές της Ελίζαμπεθ μου μιλάνε». «Πώς το ξέρεις;» Καλό ερώτημα. Πώς το ήξερα; «Απλά το ξέρω. Πάω στοίχημα ότι θα μπορούσε να μιλήσει σ' εσένα, Γουάιρμαν. Πριν σε διορθώσω. Όταν ακόμα είχες εκείνο το μικρό σπίθισμα». «Αλλά τώρα είναι πολύ αργά», είπε ο Γουάιρμαν. Έψαξε στο σακίδιο με το φαγητό, βρήκε τις φέτες του αγγουριού κι έφαγε μερικές. «Οπότε τι κάνουμε; Γυρίζουμε πίσω; Γιατί κάτι μου λέει ότι αν γυρίσουμε τώρα πίσω, muchacho, δε θα βρούμε ποτέ ξανά τα κότσια να επιστρέψουμε». Το ίδιο νόμιζα κι εγώ. Και, στο μεταξύ, γύρω μας το απόγευμα περνούσε κι έφευγε. Ο Τζακ είχε καθίσει σ' ένα σκαλοπάτι δυο τρία σκαλιά πάνω από την κρύπτη. Κρατούσε την κούκλα στο γόνατο του. Ο ήλιος που έμπαινε από την γκρεμισμένη στέγη τούς έλουζε με φως. Ήταν ένα παράξενο ζευγάρι, καταπληκτικό θέμα για έναν πίνακα: Νεαρός Άντρας και Κούκλα. Ο τρόπος που κρατούσε τη Νοβίν μου θύμιζε κάτι, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς τι. Τα γυάλινα μαύρα μάτια της Νοβίν έμοιαζαν να με κοιτάνε, σχεδόν αυτάρεσκα. Έχω δει πολλά, κακέ άντρα. Τα έχω δει όλα. Τα ξέρω όλα. Τι κρίμα που <5εν είμαι μια ζωγραφιά που να μπορείς να την αγγίξεις με το φασματικό σου χέρι, δε συμφωνείς;
Ναι. Ήταν κρίμα. «Υπήρχε μια εποχή που εγώ θα μπορούσα να την κάνω να μιλήσει», είπε ο Τζακ. Ο Γουάιρμαν φάνηκε ν' απορεί, αλλά εγώ ένιωσα εκείνο το μικρό κλικ που νιώθεις όταν το μυαλό σου κάνει επιτέλους μια σύνδεση που προσπαθούσες ώρα να πετύχεις. Τώρα ήξερα γιατί ο τρόπος που κρατούσε την κούκλα μού φαινόταν τόσο γνώριμος. «Ήσουν κάποτε εγγαστρίμυθος, σωστά;» Ήλπιζα ότι είχα ακουστεί ψύχραιμος, αλλά η καρδιά μου είχε ξαναρχίσει να βροντοχτυπάει μέσα στο θώρακά μου. Κάτι μου έλεγε ότι εδώ, στο νότιο άκρο του Ντούμα Κη, πολλά ήταν δυνατά. Ακόμα και στο άπλετο φως της μέρας. «Ναι», είπε ο Τζακ μ' ένα χαμόγελο αμήχανο μα και νοσταλγικό. «Αγόρασα ένα βιβλίο γι' αυτό όταν ήμουν μόλις οχτώ χρονών και παθιάστηκα με την εγγαστριμυθία κυρίως επειδή ο μπαμπάς μου είπε πως ήταν πεταμένα λεφτά, πως μ' ό,τι κι αν καταπιανόμουν το παρατούσα». Σήκωσε τους ώμους και η Νοβίν σάλεψε λίγο πάνω στο πόδι του. Σαν να προσπαθούσε κι αυτή να σηκώσει τους ώμους. «Ποτέ δεν τα κατάφερα να γίνω πολύ καλός σ' αυτό, αλλά έγινα αρκετά καλός για να κερδίσω το Διαγωνισμό Ταλέντων στην έκτη τάξη. Ο μπαμπάς μου κρέμασε το μετάλλιο στον τοίχο του γραφείου του. Αυτό σήμαινε πολλά για μένα». «Ναι», είπε ο Γουάιρμαν. «Τίποτα δε συγκρίνεται με την επιβράβευση ενός μπαμπά που δεν πιστεύει στις ικανότητες του γιου του». Ο Τζακ χαμογέλασε και, όπως πάντα, το χαμόγελο φώτισε ολόκληρο το πρόσωπο του. Μετακινήθηκε λίγο και η Νοβίν μετακινήθηκε μαζί του. «Το σημαντικότερο, ωστόσο, ήταν πως ήμουν ένα ντροπαλό παιδί και η εγγαστριμυθία με βοήθησε να βγω λίγο απ' το καβούκι μου. Μου έγινε πιο εύκολο να μιλάω με τους ανθρώπους -προσποιούμουν ότι ήμουν ο Μόρτον. Η κούκλα μου, καταλαβαίνετε. Ο Μόρτον ήταν ένας παρλαπίπας που δε δίσταζε να πει οτιδήποτε στον οποιοδήποτε». «Όλοι έτσι είναι», είπα. «Είναι κανόνας, νομίζω». «Ύστερα πήγα στο γυμνάσιο και, σε σύγκριση με το σκέιτμπορντ, η εγγαστριμυθία άρχισε να μοιάζει σαν χόμπι για σπασίκλες, έτσι την παράτησα. Δεν ξέρω τι απέγινε το βιβλίο. Πώς να Κάνετε τις Κούκλες να Μιλούν, έτσι το έλεγαν».
Απομείναμε σιωπηλοί. Το σπίτι ανάδινε τη νοτερή του μυρωδιά γύρω μας. Πριν από λίγο, ο Γουάιρμαν είχε σκοτώσει έναν αλιγάτορα που ετοιμαζόταν να μας επιτεθεί. Μου φαινόταν δύσκολο να το πιστέψω τώρα, μόλο που τα αυτιά μου ακόμα βούιζαν από τους πυροβολισμούς. Ξάφνου ο Γουάιρμαν είπε: «Θέλω να σε ακούσω να το κάνεις. Κάν' τη να πει, Buenos dias, amigos, mi nombre es Noveen*, και το μπολ στάζει». Ο Τζακ γέλασε. «Ναι, καλά». «Όχι, σοβαρολογώ». «Δεν μπορώ. Αν το αφήσεις για λίγο καιρό, ξεχνάς πώς γίνεται». Και από την προσωπική μου εμπειρία, ήξερα ότι θα μπορούσε να έχει δίκιο. Όταν πρόκειται για επίκτητες ικανότητες, ο δρόμος της μνήμης χωρίζει στα δύο. Από το ένα σκέλος είναι οι ικανότητες όπως το να κάνεις ποδήλατο· πράγματα που, άπαξ και τα μάθεις, δεν τα ξεχνάς σχεδόν ποτέ. Όμως τις δημιουργικές ικανότητες, εκείνες που διαρκώς εξελίσσονται και που εδράζονται στον πρόσθιο εγκέφαλο, πρέπει να τις ασκείς σχεδόν καθημερινά, κι εύκολα φθείρονται ή καταστρέφονται. Ο Τζακ έλεγε ότι η εγγαστριμυθία ήταν μια από αυτές. Κι ενώ δεν είχα κανένα λόγο να τον αμφισβητήσω -στο κάτω κάτω, προϋπέθετε το να δημιουργήσεις μια νέα προσωπικότητα, εκτός από το να μιλάς με κλειστά τα χείλη ώστε να φαίνεται ότι η φωνή παράγεται από μια άλλη πηγή- είπα: «Κάνε μια προσπάθεια». «Τι;» Με κοίταξε. Χαμογελώντας. Σαστισμένος. «Εμπρός, κάνε μια δοκιμή». «Σας είπα, δεν μπορώ...» «Προσπάθησε, όπως και να 'χει». «Έντγκαρ, δεν έχω ιδέα πώς θα έπρεπε να ακούγεται η φωνή της ακόμα κι αν μπορούσα να την κάνω να φαίνεται ότι μιλάει». «Ναι, αλλά την έχεις πάνω στο γόνατο σου, και είμαστε μόνο εμείς κι εμείς, οπότε μη διστάζεις». «Διάολε, και γιατί όχι;» Φύσηξε τα μαλλιά από το μέτωπο του. «Τι θέλετε να πει;» Ο Γουάιρμαν είπε, πολύ γαλήνια πραγματικά: «Γιατί να μη δούμε απλά τι θα βγει;» *Καλημέρα, φίλοι, με λένε Νοβίν. (Σ.τ.Μ.)
Ο Τζακ κάθισε μια στιγμή ακόμα με τη Νοβίν πάνω στο γόνατο του, με το φως του ήλιου να λούζει τα κεφάλια τους ενώ κόκκοι σκόνης που είχαν σηκωθεί από τα σκαλοπάτια κι από το παμπάλαιο χαλί του χολ μετεωρίζονταν γύρω απ' τα πρόσωπά τους. Ύστερα μετακίνησε το χέρι του έτσι που τα δάχτυλά του αγκάλιασαν τον υποτυπώδη λαιμό της κούκλας και τους πάνινους ώμους της. Το κεφάλι της Νοβίν ανασηκώθηκε. «Γεια σας, αγόρια», είπε ο Τζακ, μόνο που προσπαθούσε να μην κουνάει τα χείλη του και βγήκε σαν Γειασαγόρια. Κούνησε το κεφάλι του· η σκόνη στροβιλίστηκε στον αέρα. «Μισό λεπτό», είπε. «Αυτή η προσπάθεια ήταν για κλάματα». «Δε μας βιάζει τίποτα», τον καθησύχασα. Νομίζω ότι ακούστηκα ήρεμος, αλλά η καρδιά μου βροντούσε πιο δυνατά από ποτέ. Εν μέρει από φόβο για τον Τζακ. Αν αυτή η προσπάθεια πετύχαινε, ίσως να τον έβαζε σε κίνδυνο. Τέντωσε το λαιμό του και χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι του για να μαλάξει το μήλο του Αδάμ. Έμοιαζε με τενόρο που ετοιμάζεται να τραγουδήσει. Ή με πουλί, σκέφτηκα. Ένα Κολιμπρί που τραγουδάει γκόσπελ, ίσως. Ύστερα είπε: «Γεια σας, αγόρια». Ήταν καλύτερο, αλλά... «Όχι», είπε. «Πάλι τζίφος. Ακούγεται σαν εκείνη την παλιά ξανθιά γκόμενα, τη Μέι Γουέστ. Περιμένετε». Μάλαξε πάλι το λαιμό του. Κοιτούσε ψηλά, στο χείμαρρο του φωτός, καθώς το έκανε, και δεν είμαι βέβαιος ότι καταλάβαινε πως το άλλο χέρι του -εκείνο που κρατούσε την κούκλα- κινούνταν. Η Νοβίν κοίταξε πρώτα εμένα, ύστερα τον Γουάιρμαν, μετά πάλι εμένα. Μαύρα γυάλινα μάτια. Μαύρες κορδέλες για μαλλιά, να πλαισιώνουν ένα πρόσωπο σαν μπισκότο σοκολάτας. Ένα κόκκινο όμικρον για στόμα. Ένα στόμα φτιαγμένο λες για να λέει αποδοκιμαστικά Ουουου, κακέ άντρα. Το χέρι του Γουάιρμαν έσφιξε το δικό μου. Ήταν παγωμένο. «Γεια σας, αγόρια», είπε η Νοβίν, και παρ' όλο που το καρύδι στο λαιμό του Τζακ ανεβοκατέβηκε, τα χείλη του κινήθηκαν ελάχιστα, μόνο στο πρώτο α. «Ε! Πώς σας φάνηκε αυτό;»
«Καλό», είπε ο Γουάιρμαν, κι ακούστηκε τόσο ήρεμος όσο ταραγμένος ένιωθα εγώ. «Κάν' τη να πει κάτι άλλο». «Θα πληρωθώ έξτρα γι' αυτό, έτσι δεν είναι, αφεντικό;» «Ασφαλώς», είπα. «Μιάμιση φορά το...» «Δε θα ζωγραφίσεις τίποτα;» ρώτησε η Νοβίν, κοιτώντας με μ' εκείνα τα στρογγυλά μαύρα μάτια. Ήταν πραγματικά κουμπιά παπουτσιών, ήμουν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό. «Δεν έχω τίποτα να ζωγραφίσω», είπα. «Νοβίν». «Θα σου πω εγώ κάτι που μπορείς να ζωγραφίσεις. Πού 'ναι το μπλοκ σου;» Ο Τζακ κοιτούσε τώρα στο πλάι, στο μισοσκόταδο που οδηγούσε στο ερειπωμένο σαλόνι, σαν ζαλισμένος, με βλέμμα απόμακρο. Δεν μπορούσες να πεις αν είχε επίγνωση ή όχι αυτού που συνέβαινε· έμοιαζε κάπου ανάμεσα. Ο Γουάιρμαν με άφησε κι έχωσε το χέρι του μέσα στο σακίδιο με το φαγητό, όπου είχα βάλει δυο μπλοκ Αρτιζαν. Μου έδωσε το ένα. Τα δάχτυλα του Τζακ κάμφθηκαν λίγο, και η Νοβίν φάνηκε να σκύβει ελαφρά το κεφάλι της για να το περιεργαστεί, καθώς πρώτα γύρισα το εξώφυλλο κι ύστερα άνοιξα το φερμουάρ στο τσαντάκι που είχα τα μολύβια μου. Πήρα ένα. «Όχι, όχι. Χρησιμοποίησε ένα από τα δικά της». Έψαξα πάλι κι έβγαλα το ανοιχτό πράσινο της Λίμπιτ. Ήταν το μόνο που είχε ακόμα αρκετό μήκος για να το πιάσεις κανονικά. Μάλλον δεν ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Ή ίσως απλώς τα πράσινα στο Ντούμα ήταν πιο σκούρα. «Εντάξει. Και τώρα τι;» «Ζωγράφισε εμένα στην κουζίνα. Βάλε με πάνω, στην ψωμιέρα, εκεί θα είμαι μια χαρά». «Εννοείς στον πάγκο;» «Θαρρείς πως έλεγα στο πάτωμα;» «Χριστέ μου», ψιθύρισε ο Γουάιρμαν. Η φωνή άλλαζε σταθερά με κάθε φράση· τώρα πια δεν ήταν καθόλου η φωνή του Τζακ. Και τίνος ήταν, δεδομένου ότι, στις καλές της μέρες, η μόνη δύναμη που μπορούσε να κάνει την κούκλα να μιλήσει ήταν η φαντασία ενός μικρού κοριτσιού; Σκέφτηκα ότι πρέπει να ήταν εκείνη της παραμάνας Μέλντα, κι ότι αυτό που ακούγαμε τώρα ήταν μια εκδοχή εκείνης της φωνής. Μόλις άρχισα να σχεδιάζω το φαγούρισμα ξεχύθηκε σ' όλο το ακρωτηριασμένο μου χέρι, οριοθετώντας το, κάνοντάς το να είναι
εκεί. Τη σχεδίασα καθιστή, με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια παλαιική ψωμιέρα, ύστερα σχεδίασα τα πόδια της να κρέμονται από την άκρη του πάγκου. Δίχως παύση ή δισταγμό -κάτι βαθιά μέσα μου, εκεί απ' όπου προέρχονταν οι εικόνες, μου έλεγε ότι αν δίσταζα θα χαλούσα τα μάγια τη στιγμή που γεννιόνταν, τη στιγμή που ήταν ακόμα εύθραυστα-, ζωγράφισα το κοριτσάκι να στέκεται δίπλα στον πάγκο. Να στέκεται δίπλα στον πάγκο και να σηκώνει το βλέμμα. Ένα μικρό κοριτσάκι τεσσάρων χρονών με μια παλιομοδίτικη παιδική ποδίτσα. Δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου τέτοια ποδίτσα, πριν τη ζωγραφίσω πάνω από το φόρεμα της μικρής Λίμπιτ όπως στεκόταν εκεί στην κουζίνα πλάι στην κούκλα της, όπως στεκόταν εκεί και σήκωνε το βλέμμα, όπως στεκόταν εκεί... Σσσστ... ...μ' ένα δάχτυλο στα χείλη. Τώρα, δουλεύοντας πιο γρήγορα από ποτέ, με το μολύβι να τρέχει πάνω στο χαρτί, πρόσθεσα την παραμάνα Μέλντα, που την έβλεπα για πρώτη φορά έξω από τη φωτογραφία όπου κρατούσε το κόκκινο καλάθι του πικνίκ στα σφιγμένα από την προσπάθεια χέρια της. Την παραμάνα Μέλντα σκυμμένη πάνω από το κοριτσάκι, με πρόσωπο αυστηρό και θυμωμένο. Όχι, όχι θυμωμένο... vi Τρομαγμένη. Αυτό είναι η παραμάνα Μέλντα, τρομαγμένη, του θανατά σχεδόν. Ξέρει ότι κάτι συμβαίνει, η Αίμπιτ ξέρει ότι κάτι συμβαίνει και τα δίδυμα το ξέρουν επίσης -η Τέσι και η Λο-Λο είναι εξίσου τρομαγμένες όσο κι αυτή. Ακόμα κι εκείνος ο ανόητος ο Σάνινγκτον ξέρει ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Γι' αυτό έχει αρχίσει να μένει όσο μπορεί μακριά από το σπίτι, προτιμώντας να δουλεύει στη φάρμα στην απέναντι στεριά παρά να έρχεται στο Κη. Και ο κύριος; Όταν είναι εδώ, ο κύριος είναι πολύ οργισμένος με την Αντι, που έχει φύγει στην Ατλάντα, για να δει αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τον. Στην αρχή η παραμάνα Μέλντα νόμιζε ότι αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια της ήταν απλά της φαντασίας της, που είχε εττη-
ρεαστεί από τα παιχνίδια των μικρών σίγουρα ποτέ δεν είδε πραγματικά πελεκάνους ή ερωδιούς να πετούν ανάποδα, ούτε τα άλογα να της χαμογελούν όταν ο Σάνινγκτον έφερνε την άμαξα με τα δυο ζευγάρια από το Νοκόμις για να πάει βόλτα τα κορίτσια. Και νόμιζε πως ήξερε γιατί οι μικρές φοβούνταν τον Τσάρλι· μπορεί να υπήρχαν μυστήρια στο Ντούμα τώρα, αλλ' αυτό δεν ήταν ένα από αυτά. Αυτό ήταν δικό της λάθος, κι ας το έκανε με καλή πρόθεση... vii «Τσάρλι!» είπα. «Το όνομά του είναι Τσάρλι!» Η Νοβίν συμφώνησε μ' ένα βραχνό γέλιο. Πήρα το άλλο μπλοκ από το σακίδιο με το φαγητό -τραβώντας το στην αγκαλιά μου με βία- και το γύρισα στο πρώτο λευκό φύλλο με τόση μανία που έσκισα το μισό εξώφυλλο. Έψαξα πυρετικά ανάμεσα στα μολύβια και βρήκα το απολειφάδι από το μαύρο της Λίμπιτ. Ήθελα μαύρο γι' αυτή τη συνοδευτική ζωγραφιά, και ήταν τόσο κοντό που ίσα που μπόρεσα να το κρατήσω ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη μου. «Έντγκαρ», είπε ο Γουάιρμαν. «Για μια στιγμή νόμισα πως είδα... μου φάνηκε σαν...» «Βούλωσ' το εσύ!» φώναξε η Νοβίν. «Άσε εκείνο το Μαγικό Χέρι να κάνει τη δουλειά του! Θα θέλεις να το δεις αυτό, πάω στοίχημα!» Σχεδίαζα γρήγορα, και ο τζόκεϊ αναδύθηκε μέσα από το λευκό σαν μια μορφή μέσα από πυκνή ομίχλη. Το σκίτσο ήταν πρόχειρο, οι γραμμές απρόσεκτες και βιαστικές, αλλά η ουσία ήταν εκεί: τα πονηρά μάτια και τα πλατιά χείλη που μπορεί να χαμογελούσαν είτε με ευθυμία είτε με μοχθηρία. Δεν προλάβαινα να χρωματίσω το πουκάμισο και το φουφουλιαστό παντελόνι, αλλά βρήκα το μολύβι που έγραφε πάνω Κλασικό Κόκκινο (ένα από τα δικά μου) και πρόσθεσα το απαίσιο καπέλο, γεμίζοντάς το με λίγες γρήγορες μολυβιές. Και μόλις το καπέλο μπήκε στη θέση του, ήξερες τι ήταν στην πραγματικότητα εκείνο το χαμόγελο: ένας εφιάλτης. «Δείξε μου!» φώναξε η Νοβίν. «Θέλω να δω αν το πέτυχες σωστά!» Κράτησα την εικόνα μπροστά στην κούκλα, που τώρα καθόταν
στητή πάνω στο πόδι του Τζακ, ενώ ο Τζακ είχε γείρει πάνω στον τοίχο δίπλα στη σκάλα και κοιτούσε κάπου πέρα στο σαλόνι. «Ναι», είπε η Νοβίν. «Αυτός είναι ο λεχρίτης που τρόμαξε τα κορίτσια της Μέλντα. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις». «Τι;...» πήγε να πει ο Γουάιρμαν και κούνησε το κεφάλι του. «Τα έχω χαμένα». «Και η Μέλντα είδε το βάτραχο», είπε η Νοβίν. «Εκείνον που οι μικρές φωνάζουν μεγάλο αγόρι. Εκείνον με τις δοντάρες. Τότε ήταν που η Μέλντα στρίμωξε τελικά τη Λίμπιτ στην κουζίνα. Για να την κάνει να μιλήσει». «Στην αρχή η Μέλντα νόμιζε ότι οι ιστορίες με τον Τσάρλι ήταν απλά γεννήματα της φαντασίας μικρών παιδιών που προσπαθούσαν να τρομάξουν το ένα το άλλο, σωστά;» Η Νοβίν έκρωξε πάλι, αλλά τα γυάλινα μάτια της κοιτούσαν με ένα βλέμμα που θα μπορούσε να ήταν φρίκης. Βέβαια, μάτια σαν κι αυτά μπορούν να μοιάζουν με ό,τι βλέμμα θέλεις, έτσι δεν είναι; «Σωστά, γλύκα. Όμως, όταν είδε εκείνο το σιχαμένο το Μεγάλο Αγόρι στη κάτω άκρη της πρασιάς, να διασχίζει το δρόμο του κήπου και να χώνεται στα δέντρα...» Το χέρι του Τζακ κάμφθηκε. Το κεφάλι της Νοβίν κουνήθηκε αργά μπρος πίσω, δείχνοντας την ταραχή της παραμάνας Μέλντα. Έβαλα το μπλοκ με τον Τσάρλι από κάτω και επέστρεψα στο σκίτσο της κουζίνας: η παραμάνα Μέλντα να κοιτάζει κάτω, το μικρό κορίτσι να σηκώνει το μάτια του με το δάχτυλο στα χείλη -Σσσστ!- και η κούκλα να παρίσταται σιωπηλός μάρτυρας από τη θέση της πλάι στην ψωμιέρα. «Το βλέπεις;» ρώτησα τον Γουάιρμαν. «Το καταλαβαίνεις;» «Κατά κάποιον τρόπο...» «Οι γλύκες και τα ζαχαρώματα τέλειωσαν όταν βγήκε έξω εκείνη», είπε η Νοβίν. «Αυτή ήταν η κατάληξη». «Ίσως στην αρχή η Μέλντα να νόμισε ότι ο Σάνινγκτον μετακινούσε τον διακοσμητικό τζόκεϊ του κήπου για πλάκα -επειδή ήξερε ότι οι τρεις μικρές τον φοβούνταν». «Γιατί, για τ' όνομα του Θεού, να τον φοβούνται;» απόρησε ο Γουάιρμαν. Η Νοβίν δεν είπε τίποτα, έτσι πέρασα το κομμένο χέρι μου πάνω από τη Νοβίν στη ζωγραφιά μου -τη Νοβίν που ακουμπούσε
στην ψωμιέρα- και τότε εκείνη, πάνω στο γόνατο του Τζακ, μίλησε πάλι. Όπως κατά κάποιον τρόπο ήξερα ότι θα έκανε. «Η παραμάνα δεν το 'κανε για κακό. Ήξερε ότι φοβούνταν τον Τσάρλι -αυτό πριν αρχίσουν τα κακά πράγματα- κι έτσι τους είπε ένα παραμύθι πριν κοιμηθούν για να τους διώξει το φόβο. Αντί γι' αυτό, όμως, έκανε τα πράγματα χειρότερα, όπως συμβαίνει μερικές φορές με τα μικρά παιδιά. Ύστερα ήρθε η κακιά γυναίκα - η κακιά λευκή γυναίκα από τη θάλασσα- κι εκείνη η στρίγκλα τα έκανε πιο χειρότερα ακόμα. Έκανε τη Λίμπιτ να ζωγραφίσει τον Τσάρλι ζωντανό, για πλάκα. Έκανε κι άλλες πλάκες, επίσης». Γύρισα το μπλοκ με τη Λίμπιτ που έκανε Σσσστ στο επόμενο άδειο φύλλο, άρπαξα από το τσαντάκι μου την Ψημένη Όμπρα -τώρα πια έμοιαζε να μην έχει σημασία τίνος μολύβια χρησιμοποιούσα- και σχεδίασα πάλι την κουζίνα. Να το τραπέζι, με τη Νοβίν ξαπλωμένη στο πλάι, με το ένα μπράτσο σηκωμένο ψηλά, πάνω από το κεφάλι της, σαν να ικετεύει. Να η Λίμπιτ, που τώρα φοράει ένα αμάνικο καλοκαιρινό φορεματάκι κι έχει μια έκφραση αποκαρδίωσης την οποία πέτυχα να αποδώσω μόνο με πέντ' έξι γρήγορες γραμμές. Να και η παραμάνα Μέλντα, που απομακρύνεται πισωπατώντας από την ανοιχτή ψωμιέρα και ουρλιάζει, γιατί μέσα... «Αρουραίος είναι αυτό;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Μια μεγάλη, γέρικη, τυφλή μαρμότα», είπε η Νοβίν. «Στην πραγματικότητα, δε διέφερε από τον Τσάρλι. Εκείνη έβαλε τη Λίμπιτ να τη ζωγραφίσει μέσα στην ψωμιέρα και ήταν μέσα στην ψωμιέρα. Άλλη μια πλάκα. Η Λίμπιτ ζήτησε συγνώμη, είπε ότι λυπάται, αλλά η κακιά νερο-γυναίκα; Μπα. Αυτή ποτέ δε λυπάται». «Και η Ελίζαμπεθ - η Λίμπιτ- έπρεπε να σχεδιάζει», είπα. «Σωστά;» «Ξέρεις την απάντηση σ' αυτό», είπε η Νοβίν. «Σωστά;» Την ήξερα. Επειδή το χάρισμα πεινάει. viii Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κοριτσάκι έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Κι αυτό επέτρεψε σε κάτι -σε κάτι θηλυκό- να απλώσει τα δίχτυα του και να έρθει σε επαφή μαζί του. Οι καταπληκτικές ζωγραφιές που ακολούθησαν ήταν το
δόλωμα, το καρότο που κρεμόταν στην άκρη του ραβδιού. Υπήρξαν χαμογελαστά άλογα και στρατιές από βατράχους στα χρώματα της ίριδας. Αλλά μόλις η Περς βγήκε -πώς το είχε πει η Νοβίν;-, οι γλύκες και τα ζαχαρώματα τέλειωσαν. Το ταλέντο της Λίμπιτ Ίστλεϊκ είχε μετατρέψει το χέρι της σε μαχαίρι. Μόνο που, ουσιαστικά, δεν ήταν πια το δικό της χέρι. Ο πατέρας της δεν το ήξερε. Η Άντι είχε φύγει. Η Μαρία και η Χάνα ήταν μακριά, εσωτερικές στο σχολείο Μπρέιντεν. Τα δίδυμα δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Όμως η παραμάνα Μέλντα άρχισε να υποψιάζεται και... Γύρισα στο προηγούμενο φύλλο του μπλοκ και κοίταξα το κοριτσάκι με το δάχτυλο στα χείλη. Ακούει, γι' αυτό σσστ. Αν μιλήσεις, Θα ακούσει, γΓ αυτό σσστ. Κακά πράγματα μπορούν να συμβούν κι ακόμα χειρότερα περιμένουν. Φρικτά πράγματα μέσα στον Κόλπο, που περιμένουν να σε πνίξουν και να σε πάρουν στο πλοίο όπου θα ζήσεις κάτι που δε θα είναι ζωή. Κι αν προσπαθήσω να το πω; Τότε τα κακά πράγματα μπορεί να συμβούν σε όλους μας κι όλα μονομιάς. Ο Γουάιρμαν στεκόταν τελείως ασάλευτος πλάι μου. Μόνο τα μάτια του κινούνταν, κοιτάζοντας πότε τη Νοβίν και πότε το κατάχλομο χέρι που μια φαινόταν και μια χανόταν στη δεξιά πλευρά του κορμιού μου. «Όμως, υπήρχε κάποιο ασφαλές μέρος, έτσι δεν είναι;» ρώτησα. «Ένα μέρος όπου μπορούσε να μιλήσει. Πού;» «Ξέρεις», είπε η Νοβίν. «Όχι, δεν...» «Μάλιστα, κύριος, ξέρεις. Θα 'πρεπε να το ξέρεις. Μόνο που το ξέχασες για λίγο. Ζωγράφισέ το και θα το δεις». Ναι, είχε δίκιο. Ζωγραφίζοντας είχα επανεφεύρει τον εαυτό μου. Από αυτή την άποψη, η Λίμπιτ (πού η αδελφή μας) ήταν συγγενής μου. Και για τους δυο μας, η ζωγραφική ήταν ένας τρόπος για να θυμόμαστε πώς να θυμόμαστε. Γύρισα το μπλοκ σε ένα καθαρό φύλλο. «Πρέπει να χρησιμοποιήσω τα μολύβια της;» ρώτησα. «Όχι πια. Όποιο και να χρησιμοποιήσεις, κάνει». Έτσι έψαξα μέσα στο σακούλι μου, βρήκα το δικό μου λουλακί και άρχισα να σχεδιάζω. Σχεδίασα την πισίνα των Ίστλεϊκ χωρίς δισταγμό -ήταν σαν να είχα κλείσει τους διακόπτες της σκέψης και
ν' άφηνα τη μνήμη των μυών μου να σχηματίσει έναν αριθμό στο πληκτρολόγιο του τηλεφώνου. Τη ζωγράφισα όπως όταν ήταν λαμπερή κι ολοκαίνουρια και γεμάτη καθαρό νερό. Την πισίνα, όπου για κάποιο λόγο δεν έφτανε η δύναμη της Περς και η ακοή της εξασθενούσε. Ζωγράφισα την παραμάνα Μέλντα, μέχρι τα καλάμια των ποδιών μες στο νερό, και τη Λίμπιτ, μέχρι τη μέση, με τη Νοβίν χωμένη κάτω από το μπράτσο της και την ποδίτσα της να πλέει γύρω της στην επιφάνεια. Λέξεις άρχισαν να σχηματίζονται από τις γραμμές του μολυβιού μου. Πού είναι η καινούρια σον κούκλα τώρα; Η πορσελάνινη κουκλίτσα; Είναι στο κουτί που φυλάω τους Θησαυρούς μου. Στο κουτί μου σε σχήμα καρδιάς. Οπότε είχε μείνει εκεί, τουλάχιστον για λίγο. Και πώς τη λένε; Τη λένε Περς. Το Περς ακούγεται αγορίστικο όνομα. Και η Λίμπιτ, σταθερή και σίγουρη: Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Τη λένε Περς. Εντάξει τότε. Και λες ότι δεν μπορεί να μας ακούσει εδώ. Δε νομίζω... Ωραία. Λες ότι μπορείς να κάνεις πράγματα να γίνονται στ' αλήθεια. Όμως, άκουσέ με, παιδί μου... ix «Ω Θεέ μου», είπα. «Δεν ήταν ιδέα της Ελίζαμπεθ. Δεν ήταν ποτέ ιδέα της Ελίζαμπεθ. Έπρεπε να το είχαμε καταλάβει». Σήκωσα τα μάτια από τη ζωγραφιά της παραμάνας Μέλντα και της Λίμπιτ που στέκονταν μέσα στην πισίνα. Συνειδητοποίησα, σαν απόμακρος παρατηρητής, ότι πεινούσα πολύ. «Τι θες να πεις, Έντγκαρ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Το να ξεφορτωθεί την Περς ήταν ιδέα της παραμάνας Μέλντα». Στράφηκα στη Νοβίν, που ήταν ακόμα καθισμένη στο γόνατο του Τζακ. «Δίκιο δεν έχω;» Η Νοβίν δεν είπε τίποτα, έτσι πέρασα το δεξί μου χέρι πάνω α-
πό τις μορφές στη ζωγραφιά μου με την πισίνα. Για μια στιγμή είδα εκείνο το χέρι, με τα μακριά του νύχια και μ' όλα. «Η κακομοίρα η παραμάνα, τόσα ήξερε, τόσα είπε», είπε η Νοβίν μια στιγμή αργότερα από το πόδι του Τζακ. «Και η Λίμπιτ εμπιστευόταν την παραμάνα». «Φυσικά και την εμπιστευόταν», είπε ο Γουάιρμαν. «Η Μέλντα ήταν σχεδόν σαν μητέρα για το παιδί». Είχα φανταστεί το ζωγράφισμα και το σβήσιμο να γίνονται στο δωμάτιο της Ελίζαμπεθ, αλλά τώρα ήξερα την αλήθεια. Είχε συμβεί στην πισίνα. Ίσως και μέσα στην πισίνα. Γιατί η πισίνα ήταν, για κάποιο λόγο, ασφαλής. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε η μικρή Λίμπιτ. Η Νοβίν είπε, «Δεν εξαφάνισε την Περς, αλλά σίγουρα της τράβηξε την προσοχή. Νομίζω ότι τη λαχτάρησε για τα καλά, εκείνη τη σκύλα». Η φωνή ακουγόταν κουρασμένη τώρα, βραχνή, και μπορούσα να δω το μήλο του Αδάμ του Τζακ να γλιστράει πάλι πάνω κάτω στο λαιμό του. «Έτσι Ελπίζω, τουλάχιστον!» «Ναι», είπα. «Πιθανώς να το κατάφερε αυτό. Οπότε... τι έγινε μετά;» Όμως ήξερα. Όχι τις λεπτομέρειες, αλλά ήξερα. Η λογική των γεγονότων ήταν ζοφερή και αδιάψευστη. «Η Περς πήρε την εκδίκησή της πάνω στις δίδυμες. Και η Ελίζαμπεθ και η παραμάνα Μέλντα το ήξεραν. Ήξεραν τι είχαν κάνει. Η παραμάνα Μέλντα ήξερε ότι αυτό που έγινε ήταν δικό της έργο». «Ήξερε», είπε η Νοβίν. Ήταν ακόμα η φωνή μιας γυναίκας, αλλά πλησίαζε ολοένα περισσότερο σ' εκείνη του Τζακ. Όποια κι αν ήταν η μαγεία που είχε κάνει την κούκλα να μιλήσει, δε θα βαστούσε ακόμα για πολύ. «Κράτησε το στόμα της κλειστό, ώσπου ο κύριος βρήκε τις πατημασιές τους που οδηγούσαν στη Σκιερή Ακτή -πατημασιές που οδηγούσαν μέσα στο νερό-, αλλά ύστερα απ' αυτό δεν μπόρεσε να σωπάσει άλλο. Ένιωθε ότι αυτή είχε σκοτώσει τα μωρά της». «Είδε το πλοίο;» ρώτησα. «Το είδε εκείνη τη νύχτα. Δεν μπορείς να δεις εκείνο το πλοίο τη νύχτα και να μην πιστέψεις». Σκέφτηκα τους δικούς μου πίνακες της σειράς Κορίτσι και Πλοίο, και κατάλαβα ότι έτσι ήταν. «Αλλά και προτού ο κύριος καλέσει το τηλεφωνικό κέντρο και ζητήσει να τον συνδέσουν με το Γραφείο του Σερίφη για να πει ότι
οι δίδυμες κόρες του αγνοούνταν και πιθανώς είχαν πνιγεί, η Περς μίλησε στη Λίμπιτ. Της είπε τι έγινε. Και η Λίμπιτ το είπε στην παραμάνα». Η κούκλα καμπούριασε, το στρογγυλό σαν μπισκότο πρόσωπο της φάνηκε σαν να περιεργαζόταν το κουτί σε σχήμα καρδιάς από το οποίο είχε ξεθαφτεί. «Της μίλησε και της είπε τι, Νοβίν;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Δεν καταλαβαίνω». Η Νοβίν δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκα ότι ο Τζακ έδειχνε εξουθενωμένος κι ας μην είχε κινηθεί καθόλου. Απάντησα εγώ για τη Νοβίν. «Η Περς είπε, "Προσπάθησε άλλη φορά να με ξεφορτωθείς, και οι δίδυμες θα είναι μόνο η αρχή. Προσπάθησε ξανά και θα πάρω όλη σου την οικογένεια, έναν προς έναν, και θ' αφήσω εσένα για τελευταία". Σωστά δε λέω;» Τα δάχτυλα του Τζακ κάμφθηκαν. Το πάνινο κεφάλι της Νοβίν έγνεψε αργά πως είχα δίκιο. Ο Γουάιρμαν έγλειψε τα χείλη του. «Εκείνη η κούκλα», είπε. «Τίνος ακριβώς φάντασμα είναι;» «Δεν υπάρχουν φαντάσματα εδώ, Γουάιρμαν», είπα. Ο Τζακ βόγκηξε. «Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε τόση ώρα, amigo, αλλά τέλειωσε», είπε ο Γουάιρμαν. «Ναι, αλλά εμείς δεν έχουμε τελειώσει». Άπλωσα το χέρι να πιάσω την κούκλα -εκείνη που είχε πάει παντού μαζί με τη μικρή καλλιτέχνιδα. Και καθώς το έκανα, η Νοβίν μου μίλησε για τελευταία φορά, με φωνή που ήταν μισή δική της και μισή του Τζακ, θαρρείς κι οι δυο να πάσχιζαν να ακουστούν την ίδια στιγμή. «Όχι! Όχι μ' αυτό το χέρι -αυτό το χέρι το χρειάζεσαι για να ζωγραφίσεις». Κι έτσι άπλωσα το χέρι που είχα χρησιμοποιήσει για ν' ανασηκώσω τον ετοιμοθάνατο σκύλο της Μόνικα Γκόλντστιν από το δρόμο έξι μήνες πριν, σε μια άλλη ζωή και σ' ένα άλλο σύμπαν. Χρησιμοποίησα εκείνο το χέρι για να πιάσω την κούκλα της Ελίζαμπεθ Ίστλεϊκ και να την πάρω από το γόνατο του Τζακ. «Έντγκαρ;» είπε ο Τζακ, ισιώνοντας τη ράχη του. «Έντγκαρ, πώς διάβολο ξαναφύτρωσε το...» χέρι σου, υποθέτω ότι είπε, αλλά δεν μπορώ να πω με σιγουριάδεν άκουσα το τέλος. Η προσοχή μου είχε εστιαστεί σ' εκείνα τα
μαύρα μάτια και σ' εκείνο το μαύρο στόμα με τον κόκκινο κύκλο γύρω. Στη Νοβίν. Τόσα χρόνια είχε μείνει εκεί, μέσα σε διπλό σκοτάδι -κάτω από τη σκάλα και μέσα στο τενεκεδένιο κουτί-, περιμένοντας ν' αποκαλύψει τα μυστικά της, και το κοκκινάδι της είχε μείνει λαμπερό όλο αυτό τον καιρό. Είσαι έτοιμος; ψιθύρισε μια φωνή μες στο κεφάλι μου, και δεν ήταν της Νοβίν, δεν ήταν της παραμάνας Μέλντα (ήμουν σίγουρος γι' αυτό), δεν ήταν καν της Ελίζαμπεθ· ήταν αποκλειστικά της Ρίμπα. Είσαι έτοιμος να ζωγραφίσεις,, κακέ άντρα; Είσαι έτοιμος να δεις και τα υπόλοιπα; Είσαι έτοιμος να τα δεις όλα; Δεν ήμουν... αλλά έπρεπε. Για την Ίλσε. «Δείξε μου τις ζωγραφιές σου», ψιθύρισα, κι εκείνο το κόκκινο στόμα με κατάπιε ολόκληρο.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (Χ)
Να είστε προετοιμασμένοι να τα δείτε όλα. Αν θέλετε να δημιουργήσετε -και ο Θεός να σας βοηθήσει αν το θέλετε, ο Θεός να σας βοηθήσει αν μπορείτε-, μην τολμήσετε να διαπράξετε την ανηθικότητα να σταματήσετε στην επιφάνεια. Πηγαίνετε βαθιά και πάρτε τη δίκαια ανταμοιβή σας. Κάντε το όσο κι αν πονάει. Μπορείτε να ζωγραφίσετε δυο κοριτσάκια -δίδυμα—, αλλά ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό. Μη σταματήσετε εκεί απλώς επειδή το υπόλοιπο είναι ένας εφιάλτης. Μην αμελήσετε να προσθέσετε το γεγονός ότι στέκονται μέσα στο νερό, που τους φτάνει μέχρι τα μπούτια ενώ κανονικά θα έπρεπε να τους σκεπάζει τα κεφάλια. Ένας μάρτυρας -ο Έμερι Πόλσον, φέρ' ειπείν- θα μπορούσε να το δει αυτό αν έβλεπε, αλλά πολλοί δεν είναι προετοιμασμένοι να δουν την αλήθεια, κι ας είναι μπροστά στα μάτια τους. Ώσπου, φυσικά, να είναι πολύ αργά. Έχει κατεβεί στην παραλία για να καττνίσει ένα πούρο. Μπορούσε να το καττνίσει και στην πίσω βεράντα ή κοντά στις κολόνες της εισόδου, αλλά κάποια ισχυρή παρόρμηση τον έχει σπρώξει να κατεβεί τον αυλακωμένο χωματόδρομο που η Άντι αποκαλεί το Βουλεβάρτο του Μπεκρή κι ύστερα να πάρει το πιο απότομο, αμμουδερό μονοπάτι που βγάζει στην ακτή. Αυτή η φωνή τού έχει υποδείξει ότι ένα πούρο θα έχει καλύτερη γεύση εκεί. Μπορεί να καθίσει σ' ένα κούτσουρο που το έχουν ξεβράσει τα κύματα και να παρακολουθήσει τις τελευταίες αναλαμπές του δειλινού, καθώς το πορτοκαλί δίνει τη θέση του στο χρώμα του μανταρινιού και τ' αστέρια βάφονται γαλάζια. Ο Κόλπος θα φαίνεται πολύ όμορφος κάτω από ένα τέτοιο φως, προτείνει η φωνή, ακόμα κι αν ο Κόλπος είχε την κακογουστιά να αμαυρώσει το ξεκίνημα του γάμου του καταπίνοντας τις δυο μικρές αδερφές της αγαπημένης του.
Όμως φαίνεται πως υπάρχουν περισσότερα να δει κανείς εκτός από ένα ηλιοβασίλεμα. Υπάρχει ένα πλοίο εκεί έξω. Είναι ένα πλοίο του παλιού καιρού, ένα όμορφο, κομψό σκαρί με τρία κατάρτια και μαζεμένα πανιά. Αντί να καθίσει πάνω στο κούτσουρο, ο Έμερι κατεβαίνει στην άκρη του γιαλού, εκεί που η στεγνή άμμος γίνεται υγρή και στερεή σαν συμπαγές σώμα, θαυμάζοντας εκείνο το σκαρί που μοιάζει με χελιδόνι, με φόντο το ηλιοβασίλεμα που σβήνει. Κάποια οφθαλμαπάτη, καπρίτσιο της ατμόσφαιρας, κάνει να μοιάζει σαν το τελευταίο κόκκινο της μέρας να λάμπει μέσα από τη γάστρα. Αυτό σκέφτεται όταν ακούγεται η πρώτη κραυγή, που αντηχεί μες στο κεφάλι του σαν ασημένια καμπάνα: Έμερι! Και τότε ακούγεται μια άλλη: Έμερι, βοήθεια! Το ρεύμα! Το αντιμάμαλο! Τότε είναι που βλέπει τα κορίτσια και η καρδιά του σκιρτάει μες στο στήθος του. Τη νιώθει ν' ανεβαίνει ως το λαιμό του πριν ξαναπέσει στη θέση της, όπου βροντοχτυπάει σαν τρελή. Το πούρο που δεν έχει ανάψει ακόμα πέφτει από τα δάχτυλά του. Δυο κοριτσάκια, που μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Φαίνονται να φοράνε απαράλλαχτες καζακούλες και, μόλο που ο Έμερι δε θα 'πρεπε να μπορεί να διακρίνει τα χρώματα σ' αυτό το λιγοστό τελευταίο φως, μπορεί: η μια καζάκα είναι κόκκινη, με ένα Λ μπροστά* η άλλη είναι μπλε, με ένα Τ. Το ρεύμα! φωνάζει το κορίτσι με το Τ στην καζάκα, υψώνοντας ικετευτικά τα χέρια. Το αντιμάμαλο! φωνάζει το κορίτσι με το Λ. Και μόλο που κανένα από τα δυο τους δε φαίνεται να διατρέχει έστω και τον παραμικρό κίνδυνο να πνιγεί, ο Έμερι δε διστάζει. Η χαρά του δεν του επιτρέπει να διστάσει, ούτε η αισιόδοξη βεβαιότητα ότι αυτή είναι μια θαυμαστή ευκαιρία: όταν εμφανιστεί στο σπίτι με τις δίδυμες, ο μέχρι τότε επιφυλακτικός πεθερός του θ' αλλάξει αμέσως σκοπό. Και οι ασημένιες καμπάνες που εκείνες οι φωνές κάνουν να χτυπούν μες στο κεφάλι του τον σπρώχνουν κι αυτές να το κάνει. Τρέχει να σώσει τις αδερφές της Άντι, να περισυλλέξει τα χαμένα κορίτσια και να βγει πλατσουρίζοντας μαζί τους στην ακτή. Έμερι! Αυτή είναι η Τέσι, με τα μαύρα μάτια της να λάμπουν πάνω στο χλομό σαν πορσελάνινο πρόσωπο της... όμως τα χείλη της είναι κόκκινα. Έμερι, βιάσου! Αυτή είναι η Αόρα, με τα λευκά της χέρια απλω-
μένα προς το μέρος του να στάζουν νερό και τις λεπτές μπούκλες της κολλημένες πάνω στα λευκά μάγουλά της. Φωνάζει Έρχομαι, κορίτσια! Κάντε κουράγιο! Αρχίζει να τσαλαβουτάει προς το μέρος τους, τώρα το νερό του φτάνει μέχρι τα καλάμια, τώρα μέχρι τα γόνατα. Φωνάζει Μην το βάζετε κάτω! θαρρείς κι εκείνες είναι έτοιμες να πνιγούν και δε στέκονται απλά μες στο νερό που τους φτάνει μόνο μέχρι τα μπούτια, μόλο που κι αυτού τώρα του φτάνει μέχρι τα δικά του μπούτια, κι ας έχει ύψος κοντά ένα μέτρο και ογδόντα οχτώ εκατοστά. Το νερό του Κόλπου -ακόμα παγωμένο στα μέσα του Απριλίουτου έχει ανεβεί μέχρι το στήθος όταν τις φτάνει, όταν απλώνει τα χέρια για να τις πιάσει κι όταν αυτές τον αδράχνουν με χέρια που είναι πιο δυνατά απ' ό,τι θα έπρεπε να είναι τα χέρια οποιουδήποτε μικρού κοριτσιού- όταν έχει πλησιάσει αρκετά για να διακρίνει την ασημένια λάμψη στα γυάλινα μάτια τους και να μυρίσει την οσμή μιας δυσάρεστης αλμύρας, σαν ψόφιου ψαριού, που αναδίνεται από τα σάπια μαλλιά τους, είναι πια πολύ αργά. Παλεύει, οι χαρούμενες κραυγές του και οι προτροπές του να αντισταθούν στο αντιμάμαλο μετατρέπονται πρώτα σε κραυγές διαμαρτυρίας και ύστερα σε ουρλιαχτά φρίκης, αλλά τότε είναι πια πάρα πολύ αργά. Έτσι κι αλλιώς, τα ουρλιαχτά δε διαρκούν πολύ. Τα μικρά τους χέρια έχουν γίνει παγωμένες αρπάγες που χώνονται βαθιά μέσα στη σάρκα του καθώς τον τραβάνε πιο βαθιά, και το νερό γεμίζει το στόμα του, πνίγοντας τα ουρλιαχτά του. Βλέπει το πλοίο μέσα στις τελευταίες αναλαμπές του ηλιοβασιλέματος και -πώς δεν το είδε πριν; πώς δεν το κατάλαβε;- συνειδητοποιεί ότι είναι ένα κουφάρι, ένα πλοίο χτυπημένο απ' την πανούκλα, ένα πλοίο των νεκρών. Κάτι τον περιμένει εκεί, κάτι τυλιγμένο σ' ένα σάβανο, και θα φώναζε αν μπορούσε, αλλά τώρα το νερό γεμίζει τα μάτια του και υπάρχουν κι άλλα χέρια, χέρια που του δίνουν την αίσθηση πως δεν είναι τίποτ' άλλο από ακτινώσεις γυμνωμένων κοκάλων, που κλείνουν γύρω από τους αστραγάλους του. Ένα γαμψό νύχι τού βγάζει το ένα του παπούτσι, ύστερα του τσιμπά ένα δάχτυλο του ποδιού... σαν να σκοπεύει να παίξει μαζί του όπως έπαιζε η μητέρα του όταν ήταν μωρό καθώς πνίγεται. Καθώς ο Έμερι Πόλσον πνίγεται.
19 - Απρίλιος του '27
i Κάποιος φώναζε μες στο σκοτάδι. Ακουγόταν σαν Κάν' τον να σταματήσει να ουρλιάζει. Ύστερα ακούστηκε ένα καθαρό και δυνατό χτύπημα και το σκοτάδι φωτίστηκε μ' ένα βαθύ κόκκινο, πρώτα στο ένα πλάι, ύστερα πίσω. Το κόκκινο απλώθηκε αργά στο μπροστινό μέρος του σκοταδιού σαν σύννεφο αίματος μέσα στο νερό. «Τον χτύπησες πολύ δυνατά», είπε κάποιος. Να ήταν ο Τζακ; «Αφεντικό; Ε, αφεντικό!» Κάποιος με ταρακουνούσε, οπότε είχα ακόμα κορμί. Πιθανώς αυτό ήταν καλό. Με ταρακουνούσε ο Τζακ. Ο Τζακ τι; Μπορούσα να το βρω, αλλά έπρεπε να σκεφτώ πλαγίως. Το επώνυμο του έμοιαζε με κάποιου στο Γουέδερ Τσάνελ... Κι άλλο ταρακούνημα. Πιο δυνατό. «Muchacho! Είσαι εκεί;» Το κεφάλι μου κοπάνησε πάνω σε κάτι και άνοιξα τα μάτια μου. Ο Τζακ Καντόρι ήταν γονατιστός στα αριστερά μου, με πρόσωπο σφιγμένο και τρομαγμένο. Ο Γουάιρμαν, όρθιος αλλά σκυμμένος εμπρός μου, ήταν αυτός που με ταρακουνούσε σαν κοκτέιλ ντάκιρι. Η κούκλα κειτόταν μπρούμυτα στην αγκαλιά μου. Την πέταξα μακριά μ' ένα βογκητό αηδίας -ουουου, κακέ άντρα, πράγματι. Η Νοβίν προσγειώθηκε στο σωρό με τις ψόφιες σφήκες μ' ένα θρόισμα σαν αυτό που κάνει το χαρτί. Ξαφνικά άρχισαν να μου ξανάρχονται στο νου τα μέρη όπου με είχε ταξιδέψει: μια περιήγηση στην κόλαση. Το μονοπάτι για τη Σκιερή Ακτή που η Αντριάνα Ίστλεϊκ αποκαλούσε (προκαλώντας την οργή του πατέρα της) το Βουλεβάρτο του Μπεκρή. Η ίδια η παραλία και τα όσα φρικτά είχαν συμβεί εκεί. Η πισίνα. Η στέρνα. «Τα μάτια του είναι ανοιχτά», είπε ο Τζακ. «Δόξα τω Θεώ. Έντγκαρ, με ακούς;»
«Ναι», είπα. Η φωνή μου είχε βραχνιάσει από τις κραυγές. Ήθελα φαγητό, αλλά προηγουμένως ήθελα κάτι υγρό να δροσίσει το φλογισμένο μου λαιμό. «Διψάω... μπορείτε να προσφέρετε κάτι σ' έναν αδερφό;» Ο Γουάιρμαν μου έδωσε ένα από τα μεγάλα μπουκάλια με το νερό Εβιάν. Κούνησα το κεφάλι μου. «Πέπσι». «Είσαι σίγουρος, muchacho; Ίσως το νερό να είναι...» «Πέπσι. Καφεΐνη». Δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος, αλλ' αρκούσε για εκείνη τη στιγμή. Ο Γουάιρμαν ξανάβαλε στο σακίδιο το Εβιάν και μου έδωσε μια Πέπσι. Ήταν ζεστή, αλλά κατέβασα λαίμαργα τη μισή, ρεύτηκα κι ύστερα συνέχισα να πίνω. Κοίταξα γύρω και είδα μόνο τους φίλους μου κι ένα κομμάτι βρόμικου διαδρόμου. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Στην πραγματικότητα, ήταν τρομακτικό. Το χέρι μου -είχα επανέλθει οριστικά στην κατάσταση του μονόχειρα- είχε μουδιάσει και μου έδινε σουβλιές, σαν να το είχα χρησιμοποιήσει αδιάκοπα τουλάχιστον για δυο ώρες, οπότε πού ήταν οι ζωγραφιές; Σκέφτηκα με τρόμο ότι, χωρίς τις ζωγραφιές, όλα θα ξεθώριαζαν όπως σβήνουν τα όνειρα μόλις ξυπνάμε. Και είχα ρισκάρει περισσότερα από τη ζωή μου γι' αυτές τις πληροφορίες. Είχα ρισκάρει την πνευματική μου υγεία. Προσπάθησα να σηκωθώ. Ένας σφάχτης διαπέρασε το κεφάλι μου εκεί που το είχα χτυπήσει στον τοίχο. «Πού είναι οι ζωγραφιές; Παρακαλώ, πείτε μου ότι υπάρχουν ζωγραφιές!» «Ηρέμησε, muchacho, εδώ είναι». Ο Γουάιρμαν παραμέρισε και μου έδειξε τα κομμένα φύλλα του μπλοκ, συγκεντρωμένα σε μια σχετικά νοικοκυρεμένη στοίβα. «Ζωγράφιζες σαν τρελός και τις έσχιζες από το μπλοκ σου μόλις τις τελείωνες. Τις πήρα και τις μάζεψα εδώ». «Ωραία. Καλά. Πρέπει να φάω. Πεθαίνω της πείνας». Κι ένιωθα ότι κυριολεκτούσα. Ο Τζακ κοίταξε γύρω του ανήσυχα. Ο μπροστινός διάδρομος, που ήταν γεμάτος από το απογευματινό φως όταν είχα πάρει τη Νοβίν από τον Τζακ και είχα χάσει την επαφή με τον κόσμο γύρω μου για να χωθώ μέσα σε μια μαύρη τρύπα, ήταν τώρα πιο σκοτεινός. Όχι κατασκότεινος -Όχι ακόμα, κι όταν σήκωσα το κεφάλι μπόρεσα να δω ότι ο ουρανός ψηλά ήταν ακόμα γαλανός-, αλλά ήταν φανερό πως το απόγευμα είτε είχε τελειώσει είτε πλησίαζε στο τέλος του.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα. «Πέντε και τέταρτο», είπε ο Γουάιρμαν. Δε χρειάστηκε να κοιτάξει το ρολόι του, πράγμα που μου έδειξε ότι το παρακολουθούσε διαρκώς. «Ο ήλιος θέλει ακόμα μια δυο ώρες μέχρι να δύσει. Πάνω κάτω. Οπότε, αν βγαίνουν μόνο τη νύχτα...» «Νομίζω πως έτσι συμβαίνει. Έχουμε αρκετό χρόνο κι εξακολουθώ να χρειάζομαι φαγητό. Μπορούμε να βγούμε από αυτό το ερείπιο. Έχουμε τελειώσει με το σπίτι. Ίσως χρειαστούμε μια σκάλα, ωστόσο». Ο Γουάιρμαν σήκωσε τα φρύδια αλλά δε ρώτησε τίποτα· είπε μόνο, «Αν υπάρχει σκάλα, πιθανώς θα είναι στον αχυρώνα. Που, για να πούμε την αλήθεια, φαίνεται να μην τον έχει πειράξει και πολύ ο πανδαμάτωρ χρόνος». «Και η κούκλα;» ρώτησε ο Τζακ. «Η Νοβίν;» «Ξαναβάλ' τη στο κουτί της Ελίζαμπεθ και φέρ' τη μαζί», είπα. «Της αξίζει μια θέση στο Παλάσιο, μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα της κυρίας της». «Ποια θα είναι η επόμενη στάση μας, Έντγκαρ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Θα σας δείξω, αλλά προηγουμένως έχω να σε ρωτήσω κάτι». Έδειξα το όπλο στη ζώνη του. «Αυτό το πράγμα είναι γεμάτο, σωστά;» «Φυσικά. Έβαλα καινούριο γεμιστήρα». «Αν ξαναφανεί ο ερωδιός, εξακολουθώ να θέλω να τον πυροβολήσεις. Μην το αμελήσεις». «Γιατί;» «Επειδή είναι αυτή», είπα. «Η Περς τον χρησιμοποιεί για να μας παρακολουθεί». ' ii Βγήκαμε από το ερειπωμένο σπίτι με τον ίδιο τρόπο που είχαμε μπει κι έξω μας περίμενε ένα από τα απόβραδα της Φλόριντα, γεμάτο λαγαρό φως. Ο ουρανός από πάνω μας δεν είχε ούτε ένα συννεφάκι. Ο ήλιος σκόρπιζε μια εκτυφλωτική ασημένια γυαλάδα πάνω στον Κόλπο. Σε μια περίπου ώρα ακόμα, εκείνο το μονοπάτι πάνω στο νερό θ' άρχιζε να σκουραίνει και να χρυσίζει, αλλά όχι ακόμα. Προχωρήσαμε αργά πάνω στ' απομεινάρια του Βουλεβάρτου
του Μπεκρή, ο Τζακ κουβαλώντας το καλάθι του πικνίκ, ο Γουάιρμαν το σακίδιο με τα τρόφιμα και τα μπλοκ Άρτιζαν. Εγώ κρατούσα τις ζωγραφιές μου. Αβένες ψιθύριζαν στα μπατζάκια των παντελονιών μας. Οι σκιές μας σέρνονταν πίσω μας μακριές προς την ερειπωμένη έπαυλη. Πέρα μπροστά, ένας πελεκάνος κιαλάρισε ένα ψάρι, δίπλωσε τα φτερά του και βούτηξε σαν βομβαρδιστικό αεροπλάνο κάθετης εφόρμησης. Δεν είδαμε τον ερωδιό ούτε μας επισκέφθηκε ο Τσάρλι, ο τζόκεϊ του κήπου. Αλλά όταν φτάσαμε στην κορυφή του υψώματος, εκεί που κάποτε το μονοπάτι κατηφόριζε μες στους αμμόλοφους που τώρα ήταν διαβρωμένοι και απόκρημνοι, είδαμε κάτι άλλο. Είδαμε το Περς. Ήταν αγκυροβολημένο κάπου τριακόσια μέτρα μακριά από την ακτή. Τα κάτασπρα πανιά του ήταν μαζεμένα. Κλυδωνιζόταν πέρα δώθε πάνω στη φουσκοθαλασσιά, βγάζοντας ένα ρυθμικό τριγμό που θύμιζε ρολόι. Από το σημείο όπου βρισκόμασταν μπορούσαμε να διαβάσουμε ολόκληρο το όνομα που ήταν ζωγραφισμένο στο δεξί του πλευρό: Περσεφόνη. Έμοιαζε έρημο, και είμαι σίγουρος ότι ήταν -την ημέρα οι νεκροί παρέμεναν νεκροί. Όμως η Περς δεν ήταν νεκρή. Για κακή μας τύχη. «Θεέ μου, θα έλεγες πως βγήκε από τις ζωγραφιές σου», ψέλλισε ο Τζακ. Υπήρχε ένα πέτρινο παγκάκι στα δεξιά του μονοπατιού, που μόλις και διακρινόταν μέσα στους θάμνους που φύτρωναν γύρω του και τις κληματσίδες που φιδοσέρνονταν πάνω στο επίπεδο κάθισμά του. Ο Τζακ κατέρρευσε πάνω του, κοιτάζοντας μ' ανοιχτό στόμα το καράβι. «Όχι», είπα. «Εγώ ζωγράφισα την αλήθεια. Αυτό που βλέπεις είναι το προσωπείο που φοράει την ημέρα». Ο Γουάιρμαν στάθηκε δίπλα στον Τζακ, σκιάζοντας τα μάτια του για να μην τα τυφλώνει ο ήλιος. «Το βλέπουν κι από το Σαν Πέντρο; Δεν το βλέπουν, ε;» «Ίσως μερικοί να το βλέπουν», είπα. «Οι ετοιμοθάνατοι, οι σχιζοφρενείς που έχουν σταματήσει να παίρνουν τα φάρμακά τους...» Αυτό μ' έκανε να σκεφτώ τον Τομ. «Όμως βρίσκεται εδώ για εμάς, όχι γι' αυτούς. Εμείς προοριζόμαστε να φύγουμε πάνω του από το Ντούμα Κη απόψε. Ο δρόμος της επιστροφής από την ξηρά θα γίνει αδιάβατος μόλις ο ήλιος δύσει. Μπορεί όλοι οι νεκροζώντανοι να είναι συναγμένοι εκεί πέρα, στο Περσεφόνη, όμως υπάρχουν
πράγματα μέσα στη ζούγκλα. Κάποια -όπως ο τζόκεϊ στον κήποείναι πράγματα που δημιούργησε η Ελίζαμπεθ όταν ήταν μικρή. Υπάρχουν όμως κι άλλα, που ήρθαν από τότε που ξύπνησε πάλι η Περς». Σταμάτησα. Δε μου άρεσε αυτό που ετοιμαζόμουν να πω, αλλά το είπα. Έπρεπε. «Φαντάζομαι ότι είμαι κι εγώ υπεύθυνος για κάποια από αυτά. Κάθε άνθρωπος έχει τους εφιάλτες του». Σκέφτηκα τα χέρια των σκελετών ν' απλώνονται μέσα στο φεγγαρόφωτο. «Ώστε, λοιπόν», είπε τραχιά ο Γουάιρμαν, «το πρόγραμμα προβλέπει ότι θα φύγουμε από δω διά θαλάσσης, σωστά;» «Σωστά». «Θα 'ρθει να μας τσιμπήσει ένα απόσπασμα βίαιης ναυτολόγησης; Όπως γινόταν στη χαρούμενη παλιά Αγγλία;» «Λίγο ως πολύ». «Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε ο Τζακ. «Παθαίνω ναυτία». Χαμογέλασα και κάθισα πλάι του. «Τα θαλασσινά ταξίδια δεν είναι στο δικό μας πρόγραμμα, Τζακ», «Χαίρομαι». «Μπορείς τώρα να ανοίξεις εκείνο το κοτόπουλο και να μου κόψεις ένα μπούτι;» Έκανε όπως του ζήτησα, και κάθισαν και με κοιτούσαν κι οι δυο, γοητευμένοι, καθώς καταβρόχθιζα πρώτα το ένα πόδι και ύστερα το άλλο. Ρώτησα αν ήθελε κανείς το στήθος, και όταν κι οι δυο είπαν όχι, το έφαγα κι εκείνο. Ενώ το έτρωγα σκέφτηκα την κόρη μου, που κειτόταν χλομή και νεκρή στο Ρόουντ Άιλαντ. Συνέχισα να τρώω, μασώντας μεθοδικά, σκουπίζοντας ανάμεσα στις μπουκιές τα λιγδιασμένα χέρια μου πάνω στο τζιν μου. Η 'ίλσε θα είχε καταλάβει. Η Παμ όχι, πιθανώς ούτε η Αιν, αλλά η Ίλι; Ναι. Φοβόμουν αυτό που μας περίμενε, αλλά ήξερα ότι και η Περς φοβόταν. Διαφορετικά, δε θα είχε προσπαθήσει τόσο σκληρά να μας κρατήσει μακριά. Αντίθετα, θα μας είχε καλοδεχτεί. «Η ώρα περνάει, muchacho», είπε ο Γουάιρμαν. «Το φως της μέρας χάνεται». «Το ξέρω», είπα. «Και η κόρη μου είναι παντοτινά νεκρή. Όμως εγώ πεινάω ακόμα. Έχουμε τίποτα γλυκό; Κέικ; Μπισκότα; Κανένα ρολό σοκολάτας, ίσως;» Δεν είχαμε. Συμβιβάστηκα με μία ακόμα Πέπσι και με μερικές
φέτες αγγουριού βουτηγμένες σε ντρέσινγκ σαλάτας ραντς, που αρέσει στους περισσότερους Αμερικανούς αλλά εμένα ανέκαθεν μου θύμιζε μύξα ανακατεμένη με κάποιο γλυκαντικό. Επιτέλους ο πονοκέφαλος μου υποχωρούσε. Οι εικόνες που μου είχαν έρθει μες στο σκοτάδι -εκείνες που όλ' αυτά τα χρόνια περίμεναν μέσα στο γεμισμένο με κουρέλια κεφάλι της Νοβίν- έσβηναν κι αυτές, αλλά είχα τις δικές μου ζωγραφιές να μου τις θυμίζουν. Σκούπισα τα χέρια μου μια τελευταία φορά κι έβαλα το πάκο με τα σχισμένα και τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού στην αγκαλιά μου: το οικογενειακό άλμπουμ από την κόλαση. «Το νου σου μήπως φανεί εκείνος ο ερωδιός», είπα στον Γουάιρμαν. Κοίταξε γύρω, έριξε μια ματιά στο έρημο πλοίο που κλυδωνιζόταν πέρα απ' την ακτή πάνω στην ήπια φουσκοθαλασσιά, ύστερα κοίταξε πάλι εμένα. «Δε θα ήταν καλύτερο το ψαροτούφεκο του Ίστλεϊκ για το Μεγάλο Πουλί; Μ' ένα από τα ασημένια καμάκια;» «Όχι. Ο ερωδιός είναι κάτι που χρησιμοποιεί για να μεταφέρεται, όπως ένας άνθρωπος καβαλάει ένα άλογο. Πιθανώς θα το διασκέδαζε αν σπαταλούσαμε ένα από τα καμάκια μας με τις ασημένιες αιχμές πάνω του, αλλά, από δω και πέρα, η Περς δε θα κατορθώνει πια ό,τι της αρέσει». Χαμογέλασα χωρίς να βρίσκω κάτι αστείο. «Αυτό το μέρος της καριέρας εκείνης της κυρίας ανήκει στο παρελθόν».
iii Ο Γουάιρμαν είπε στον Τζακ να σηκωθεί, για να μπορέσει να καθαρίσει το παγκάκι από τις κληματσίδες. Ύστερα καθίσαμε εκεί, τρεις απίθανοι πολεμιστές, οι δύο γύρω στα πενήντα και ο ένας σχεδόν έφηβος ακόμα, με θέα τον Κόλπο του Μεξικού από τη μια μεριά και μια ερειπωμένη έπαυλη από την άλλη. Το κόκκινο καλάθι και το σχεδόν άδειο πια σακίδιο με τα τρόφιμα ήταν στα πόδια μας. Υπολόγισα πως θα μου έπαιρνε είκοσι λεπτά για να τους πω όσα ήξερα, ίσως και μισή ώρα, και θα μας έμενε ακόμα αρκετός χρόνος. Έτσι ήλπιζα, τουλάχιστον. «Η σχέση της Ελίζαμπεθ με την Περς ήταν πιο στενή από τη δική μου», είπα. «Πολύ πιο έντονη από τη δική μου. Δεν ξέρω πώς το
άντεξε. Μόλις απέκτησε την πορσελάνινη φιγούρα, μπορούσε να βλέπει τα πάντα, είτε ήταν η ίδια παρούσα είτε όχι. Και ζωγράφισε τα πάντα. Ομως τις χειρότερες εικόνες τις έκαψε πριν φύγει από τούτο το μέρος». «Όπως τη ζωγραφιά με τον τυφώνα;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Ναι. Νομίζω ότι φοβόταν τη δύναμή τους και είχε δίκιο να τη φοβάται. Όμως τα είδε όλα. Και η κούκλα τα αποθήκευσε όλα. Σαν μια μεταφυσική κάμερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είδα αυτό που έβλεπε η Ελίζαμπεθ και ζωγράφισα αυτό που ζωγράφιζε η Ελίζαμπεθ. Το καταλαβαίνετε αυτό;» Και οι δυο έγνεψαν καταφατικά. «Αρχίζουμε μ' αυτό το μονοπάτι, που κάποτε ήταν δρόμος. Οδηγούσε από τη Σκιερή Ακτή στον αχυρώνα». Έδειξα το στενόμακρο, σκεπασμένο από κληματσίδες βοηθητικό κτίριο όπου ήλπιζα ότι θα βρίσκαμε μια σκάλα. «Δε νομίζω ότι ο λαθρέμπορος που τον άνοιξε πάνω στον κοραλλιογενή βράχο ήταν ο Ντέιβ Ντέιβις, αλλά είμαι βέβαιος ότι ήταν ένας από τους συνεταίρους του Ντέιβις και ότι μια ικανή ποσότητα παράνομου αλκοόλ διοχετεύτηκε στη δυτική ακτή της Φλόριντα μέσω του Ντούμα Κη. Από τη Σκιερή Ακτή στον αχυρώνα του Τζον Ίστλεϊκ κι ύστερα στην απέναντι στεριά. Κυρίως αλκοόλ πρώτης ποιότητας, που προοριζόταν για ορισμένα τζαζ κλαμπ της Σαρασότα και του Βένις, και που αποθηκευόταν εδώ ως εκδούλευση στον Ντέιβις». Ο Γουάιρμαν κοίταξε τον ήλιο που χαμήλωνε κι ύστερα το ρολόι του. «Έχει κάποια σημασία αυτό για το θέμα μας, muchacho; Υποθέτω πως έχει». «Να είσαι σίγουρος». Τους έδειξα το σχέδιο ενός μικρού βαρελιού με μια χοντρή βιδωτή τάπα στην κορυφή. Η λέξη ΜΠΟΛ ήταν γραμμένη σε ένα ημικύκλιο από τη μια μεριά, με τη λέξη ΣΚΟΤΙΑ από κάτω της, σε ένα άλλο ημικύκλιο. Ήταν άτσαλη δουλειά· ζωγραφίζω πολύ καλύτερα απ' ό,τι γράφω. «Ουίσκι, κύριοι». Ο Τζακ έδειξε μια ακαθόριστη ανθρωπόμορφη μουντζούρα πάνω στην κοιλιά του βαρελιού, ανάμεσα στο ΜΠΟΛ και το ΣΚΟΤΙΑ. Ήταν φτιαγμένη με πορτοκαλί κι είχε το ένα πόδι σηκωμένο πίσω. «Ποια είναι αυτή η τύπισσα με το φόρεμα;» «Δεν είναι φόρεμα, είναι ένα κιλτ. Υποτίθεται πως είναι ένας Χαϊλάντερ».
Ο Γουάιρμαν σήκωσε τα δασιά του φρύδια. «Δεν πρόκειται να κερδίσεις κανένα βραβείο γι' αυτό, muchacho». «Η Ελίζαμπεθ έβαλε την Περς σε κάποιο βαρελάκι από ουίσκι», είπε συλλογισμένος ο Τζακ. «Ή ίσως να το έκανε η Ελίζαμπεθ μαζί με την παραμάνα Μέλντα...» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Μόνο η Ελίζαμπεθ». «Πόσο μεγάλο ήταν αυτό το πράγμα;» Κράτησα τα χέρια μου περίπου εξήντα εκατοστά μακριά το ένα από τ' άλλο, το ξανασκέφτηκα, ύστερα τ' άνοιξα λίγο πιο πολύ. Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι, συνοφρυωμένος. «Εβαλε μέσα την πορσελάνινη φιγούρα και βίδωσε πάλι το καπάκι. Και νόμισε πως έκλεισε το κακό τζίνι πάλι στο μπουκάλι του. Στέλνοντας την Περς να κοιμηθεί σ' έναν υγρό τάφο. Το οποίο μου φαίνεται μεγάλη κουταμάρα, αφεντικό. Προς Θεού, η Περς ήταν κάτω απ' το νερό όταν άρχισε να καλεί την Ελίζαμπεθ. Δεν τη βρήκαν στο βυθό του Κόλπου;» «Άσ' το αυτό για την ώρα». Έβαλα το σκίτσο με το βαρέλι του ουίσκι τελευταίο στη στοίβα και τους έδειξα το επόμενο. Έδειχνε την παραμάνα Μέλντα να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο στο σαλόνι. Υπήρχε κάτι επιφυλακτικό στην κλίση του κεφαλιού της και στο κύρτωμα των ώμων της, μόνο μια δυο βιαστικές κοντυλιές, αλλά έλεγε όλα όσα χρειάζονταν να ειπωθούν για το πώς ένιωθαν οι Νότιοι νοικοκυραίοι το 1927 για τις μαύρες οικονόμους που χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνο του σαλονιού, έστω και σε μια επείγουσα ανάγκη. «Νομίσαμε ότι η Άντι και ο Έμερι διάβασαν για την τραγωδία στην εφημερίδα κι έτσι επέστρεψαν, αλλά οι εφημερίδες της Ατλάντα πιθανώς δεν ανέφεραν καν τον πνιγμό δύο μικρών κοριτσιών στη Φλόριντα. Όταν η παραμάνα Μέλντα βεβαιώθηκε ότι οι δίδυμες δε θα γύριζαν πίσω, τηλεφώνησε στον Ίστλεϊκ -τον κύριό τηςστη στεριά, για να του προφτάσει το κακό μαντάτο. Ύστερα τηλεφώνησε εκεί που έμενε η Άντι με τον καινούριο της σύζυγο». Ο Γουάιρμαν χτύπησε τη γροθιά του στο πόδι του. «Η Άντι είχε πει στην αγαπημένη της παραμάνα πού θα έμενε! Φυσικά!» Έγνεψα καταφατικά. «Οι νιόπαντροι πρέπει να πρόλαβαν να πάρουν ένα τρένο εκείνη την ίδια νύχτα, γιατί έφτασαν στο σπίτι πριν σκοτεινιάσει την επόμενη μέρα». «Τότε πια πρέπει να είχαν γυρίσει και οι δυο μεσαίες κόρες», είπε ο Τζακ.
«Ναι, ολόκληρη η οικογένεια», είπα. «Και η θάλασσα εκεί έξω...» Έδειξα προς τα εκεί όπου είχε ρίξει άγκυρα το λυγερό λευκό σκαρί, περιμένοντας το σκοτάδι, «...ήταν γεμάτη βάρκες. Η έρευνα για την ανεύρεση των δύο κοριτσιών συνεχίστηκε για τουλάχιστον τρεις μέρες, μόλο που όλοι καταλάβαιναν ότι ήταν πια σχεδόν σίγουρα νεκρά. Φαντάζομαι πως το τελευταίο πράγμα που πέρασε από το νου του Τζον Ίστλεϊκ ήταν να προσπαθήσει να ανακαλύψει πώς είχαν πληροφορηθεί το νέο η μεγαλύτερη κόρη του και ο σύζυγος της. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνες τις μέρες ήταν οι χαμένες δίδυμες κόρες του». «ΧΑΘΗΚΑΝ», μουρμούρισε ο Γουάιρμαν. «Pobre hombre*». Τους έδειξα την επόμενη ζωγραφιά. Εδώ υπήρχαν τρεις άνθρωποι, όρθιοι στη βεράντα του Χέρον'ς Ρουστ, που κουνούσαν τα χέρια, ενώ ένα μεγάλο παλιό ανοιχτό αυτοκίνητο κατηφόριζε το δρόμο της αυλής με τα θρυμματισμένα κοχύλια προς τις πέτρινες κολόνες και τον ισορροπημένο κόσμο πέρα απ' αυτές. Είχα προσθέσει και μερικούς σκόρπιους φοίνικες και μπανανιές, αλλά όχι φράχτη από θάμνους- ο φράχτης δεν υπήρχε το 1927. Στο πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου, δυο μικρά λευκά οβάλ κοιτούσαν προς το σπίτι. Έδειξα το καθένα τους με τη σειρά. «Η Μαρία και η Χάνα», είπα. «Επιστρέφουν στο σχολείο Μπρέιντεν». Ο Τζακ είπε: «Αιγάκι ψυχρή η αντίδρασή τους, δε νομίζετε;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Τα παιδιά δεν πενθούν όπως οι ενήλικες». Ο Τζακ έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Ναι. Υποθέτω πως έχεις δίκιο. Όμως εκπλήσσομαι...» Σώπασε. «Τι;» ρώτησα. «Τι σε εκπλήσσει;» «Που η Περς τις άφησε να φύγουν», είπε ο Τζακ. «Στην πραγματικότητα δεν τις άφησε. Πήγαιναν απλά στο Μπρέιντεντον». Ο Γουάιρμαν χτύπησε με το δάχτυλο το σκίτσο. «Πού είναι η Ελίζαμπεθ εδώ μέσα;» «Παντού», είπα. «Βλέπουμε τη σκηνή μέσα απ' τα μάτια της».
*Φτωχέ άνθρωπε. (Σ.τ.Μ.)
«Δεν υπάρχουν πολλά περισσότερα, αλλά τα υπόλοιπα είναι αρκετά δυσάρεστα». Τους έδειξα το επόμενο σκίτσο. Ήταν εξίσου βιαστικό με τα προηγούμενα, και η αντρική μορφή απεικονιζόταν με γυρισμένη την πλάτη, αλλά δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι ήταν η ζωντανή εκδοχή του πράγματος που είχε μαγκώσει με μια χειροπέδα τον καρπό μου στην κουζίνα του Μεγάλου Ροζ. Τον βλέπαμε από ψηλά. Ο Τζακ κοίταξε από τη ζωγραφιά στη Σκιερή Ακτή, που η διάβρωση την είχε καταντήσει τώρα μια λωρίδα, κι ύστερα πάλι τη ζωγραφιά. Τέλος, στράφηκε σ' εμένα. «Αυτό είναι ζωγραφισμένο σαν να το βλέπει κανείς από εδώ;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Από το σημείο που καθόμαστε αυτή τη στιγμή;» «Ναι». «Αυτός είναι ο Έμερι», είπε ο Γουάιρμαν, αγγίζοντας τη μορφή. Η φωνή του ήταν ακόμα πιο χαμηλή από του Τζακ. Σταγόνες ιδρώτα είχαν ξεφυτρώσει στο μέτωπο του. «Ναι». «Το πράγμα που ήταν στο σπίτι σου». «Ναι». Μετακίνησε το δάχτυλο του. «Κι αυτές είναι η Τέσι και η Λόρα;» «Η Τέσι και η Λο-Λο. Ναι». «Και κάνουν... τι; Τον παρασέρνουν να μπει στο νερό; Σαν τις σειρήνες σ' εκείνους τους αρχαίους ελληνικούς μύθους;» «Ναι». «Αυτό συνέβη πραγματικά», είπε ο Τζακ. Σαν να προσπαθούσε να το χωνέψει. «Συνέβη πραγματικά», επιβεβαίωσα. «Μην αμφιβάλλεις ούτε μια στιγμή για τη δύναμή της». Ο Γουάιρμαν κοίταξε τον ήλιο, που κόντευε πια ν' αγγίξει τον ορίζοντα. Το μονοπάτι πάνω στο νερό είχε αρχίσει επιτέλους να σκουραίνει. «Τότε τέλειωνε, muchacho, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Για να μπορέσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να του δίνουμε από δω». «Δεν έχω πολλά περισσότερα να σας πω, έτσι κι αλλιώς», είπα.
Έψαξα ανάμεσα σε μερικά σκίτσα που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αόριστες μουντζούρες. «Η πραγματική ηρωίδα ήταν η παραμάνα Μέλντα, και δε θα μάθουμε ποτέ το επώνυμο της». Τους έδειξα ένα από τα μισοτελειωμένα σχέδια: η παραμάνα Μέλντα, αναγνωρίσιμη από το τσεμπέρι στο κεφάλι της και μερικές βιαστικές σκούρες γραμμές πάνω στο μέτωπο και στο ένα μάγουλο για να υποδηλώνουν το χρώμα του δέρματος της, να μιλάει σε μια νεαρή γυναίκα στο μπροστινό χολ. Η Νοβίν ήταν ακουμπισμένη κοντά τους, πάνω σ' ένα τραπέζι που δεν ήταν τίποτε άλλο από έξι ή οχτώ κάθετες γραμμές με ένα πρόχειρο οβάλ να τις συνδέει από πάνω. «Να την, που λέει στην Αντριάνα κάποια φανταστική δικαιολογία για την ξαφνική εξαφάνιση του Έμερι. Ότι τον κάλεσαν ξαφνικά πίσω στην Ατλάντα; Ότι πήγε στην Τάμπα να αγοράσει ένα γαμήλιο δώρο-έκπληξη; Δεν ξέρω. Οτιδήποτε για να κρατήσει την Άντι μέσα ή τουλάχιστον κοντά στο σπίτι». «Η παραμάνα Μέλντα προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο», είπε ο Τζακ. «Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει». Έδειξα προς την πυκνή βλάστηση που μεσολαβούσε ανάμεσα σ' εμάς και στο βόρειο άκρο του Κη, βλάστηση που δεν είχε καμιά δουλειά να βρίσκεται εκεί -τουλάχιστον χωρίς μια ομάδα επαγγελματίες κηπουρούς να μοχθούν μέρα νύχτα για να τη διατηρήσουν. «Όλ' αυτά δεν υπήρχαν εδώ το 1929, αλλά η Ελίζαμπεθ ήταν εδώ, και το ταλέντο της βρισκόταν στην ακμή του. Δε νομίζω ότι οποιοσδήποτε προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει το δρόμο που οδηγούσε στη στεριά θα είχε κάποια πιθανότητα να τα καταφέρει. Ο Θεός μόνο ξέρει τι είχε βάλει η Περς την Ελίζαμπεθ να δημιουργήσει ζωγραφίζοντάς το ανάμεσα στο σπίτι και στην κινητή γέφυρα». «Η Αντριάνα θα ήταν η επόμενη;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Και ύστερα ο Τζον. Η Μαρία και η Χάνα μετά απ' αυτούς. Γιατί η Περς το 'χε βάλει σκοπό να τους πάρει όλους εκτός -ίσωςαπό την ίδια την Ελίζαμπεθ. Η παραμάνα Μέλντα πρέπει να είχε καταλάβει ότι μπορούσε να κρατήσει την Άντι μόνο μία μέρα. Αλλά δε χρειαζόταν περισσότερο». Τους έδειξα μια άλλη ζωγραφιά. Παρ' όλο που ήταν φτιαγμένη πολύ πιο βιαστικά, έδειχνε και πάλι την παραμάνα Μέλντα και τη Λίμπιτ, αυτή τη φορά να στέκονται στο ρηχό άκρο της πισίνας. Η
Νοβίν ήταν ακουμπισμένη στο χείλος με το ένα πάνινο χέρι της να κρέμεται μέσα στο νερό. Και δίπλα στη Νοβίν, ακουμπισμένο πλάγια πάνω στη χοντρή κοιλιά του, υπήρχε ένα κεραμικό βαρελάκι με πλατύ στόμιο και με τη λέξη ΜΠΟΛ γραμμένη με κεφαλαία γράμματα σ' ένα ημικύκλιο από τη μια πλευρά. «Η παραμάνα Μέλντα είπε στη Λίμπιτ τι έπρεπε να κάνει. Και είπε στη Λίμπιτ ότι έπρεπε να το κάνει ό,τι κι αν έβλεπε μες στο κεφάλι της και όσο δυνατά κι αν ούρλιαζε η Περς διατάζοντάς τη να σταματήσει... γιατί θα ούρλιαζε, είπε η παραμάνα Μέλντα, αν το ανακάλυπτε. Είπε ότι έπρεπε μόνο να ελπίζουν ότι η Περς θα το ανακάλυπτε πολύ αργά για να μπορέσει ν' αλλάξει κάτι. Και τότε η Μέλντα είπε...» Σταμάτησα. Το μονοπάτι που έγραφε ο δύων ήλιος πάνω στο νερό γινόταν όλο και πιο λαμπερό. Έπρεπε να συνεχίσω, αλλά μου ήταν δύσκολο τώρα. Μου ήταν πολύ δύσκολο. «Τι, muchacho;» ρώτησε μαλακά ο Γουάιρμαν. «Τι είπε;» «Είπε ότι μπορεί να φώναζε κι αυτή. Και η Άντι. Και ο μπαμπάς της. Όμως η Ελίζαμπεθ δεν έπρεπε να σταματήσει. «ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ, παιδί μου», είπε. «ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ, ειδάλλως όλα θα πάνε χαμένα». Θαρρείς από δική του πρωτοβουλία, το χέρι μου άρπαξε το μαύρο μολύβι Βένους από την τσέπη μου κι έγραψε δυο λέξεις κάτω από τη σχηματική ζωγραφιά του κοριτσιού και της γυναίκας μέσα στην πισίνα: μη σταματήσεις Τα μάτια μου θόλωσαν από τα δάκρυα. Άφησα το μολύβι να πέσει μέσα στις αβένες και τα σκούπισα. Απ' όσο ξέρω, το μολύβι βρίσκεται ακόμα εκεί που το έριξα. «Κι αυτά τα καμάκια με την ασημένια μύτη;» ρώτησε ο Τζακ. «Δεν άκουσα να λες τίποτα γι' αυτά». «Δεν υπήρχαν μαγικά καμάκια», είπα κουρασμένα. «Πρέπει να κατασκευάστηκαν χρόνια αργότερα, όταν ο Ίστλεϊκ και η Ελίζαμπεθ επέστρεψαν στο Ντούμα Κη. Ο Θεός μόνο ξέρει ποιος από τους δυο είχε την ιδέα, κι όποιος και αν την είχε, ίσως να μην ήξερε ακριβώς γιατί του φαινόταν να είναι σημαντικό». «Όμως...» Ο Τζακ είχε συνοφρυωθεί πάλι. «Αν δεν είχαν τα ασημένια καμάκια το 1927... τότε πώς...» «Δεν υπήρχαν ασημένια καμάκια, Τζακ, αλλά υπήρχε άφθονο νερό». «Ακόμα δεν το έχω καταλάβει αυτό. Η ΤΙερς βγήκε μέσα απ' το
νερό. Είναι πλασμένη από νερό». Κοίταξε το πλοίο, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι ήταν ακόμα εκεί. Ήταν. «Σωστά. Όμως στην πισίνα, η δύναμη της εξασθενούσε. Η Ελίζαμπεθ το ήξερε, αλλά δεν καταλάβαινε τις συνέπειες. Πώς θα μπορούσε; Ήταν μόνο ένα παιδί». «Ω διάολε», είπε ο Γουάιρμαν. Χτύπησε το μέτωπο του. «Η πισίνα. Γλυκό νερό. Ήταν μια πισίνα με γλυκό νερό. Γλυκό, όχι αλμυρό». Τον έδειξα με το δάχτυλο. «Συ είπας», συμφώνησα. Ο Γουάιρμαν έδειξε τη ζωγραφιά με το κεραμικό βαρέλι ακουμπισμένο δίπλα στην κούκλα. «Το βαρέλι ήταν άδειο; Το γέμισαν από την πισίνα;» «Χωρίς αμφιβολία». Παραμέρισα το σχέδιο με την πισίνα και τους έδειξα το επόμενο. Η σκηνή απεικονιζόταν και πάλι σαν να την παρακολουθούσε κάποιος από το σημείο όπου καθόμασταν. Πάνω από τον ορίζοντα, ένα φεγγάρι σαν δρεπάνι που είχε μόλις ανατείλει έλαμπε ανάμεσα στα κατάρτια ενός μισοσαπισμένου πλοίου που ήλπιζα ότι δε θα χρειαζόταν να ζωγραφίσω ποτέ ξανά. Και στην ακτή, στην άκρη του νερού... «Χωριστέ μου, αυτό είναι φρικτό», είπε ο Γουάιρμαν. «Δεν μπορώ να το δω καθαρά, κι ωστόσο είναι φρικτό». Το δεξί μου χέρι με φαγούριζε, μου έδινε σουβλιές. Έκαιγε. Το άπλωσα και άγγιξα τη ζωγραφιά με το χέρι που ήλπιζα ότι δε θα χρειαζόταν να δω ποτέ ξανά... μόλο που φοβόμουν ότι ίσως ήταν μια φρούδα ελπίδα. «Μπορώ να το δω εγώ για όλους μας», είπα.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (XI)
Μην τα παρατήσετε ώσπου η ζωγραφιά να ολοκληρωθεί. Δεν μπορώ να σας πω αν αυτός είναι ο θεμελιώδης κανόνας της τέχνης ή όχι, δεν είμαι δάσκαλος, αλλά πιστεύω ότι αυτές οι οχτώ λέξεις συνοψίζουν όλα όσα έχω προσπαθήσει να σας πω. Το ταλέντο είναι θαυμαστό πράγμα, αλλά δε θα οδηγήσει πουθενά έναν λιπόψυχο. Κι έρχεται πάντα μια στιγμή -αν το έργο είναι ειλικρινές, αν προέρχεται από εκείνον το μαγικό τόπο όπου η σκέψη, η μνήμη και το συναίσθημα γίνονται όλα ένα- που θα θέλετε να τα παρατήσετε, που θα νομίσετε ότι, αν αφήσετε κάτω το μολύβι σας, το μάτι σας θα πάψει να βλέπει, η μνήμη σας θα εξασθενίσει κι ο πόνος θα τελειώσει. Τα ξέρω όλ' αυτά από την τελευταία ζωγραφιά που έφτιαξα εκείνη τη μέρα -εκείνη της σύναξης στην παραλία. Ήταν μόνο ένα σκίτσο, αλλά νομίζω πως, όταν χαρτογραφείς την κόλαση, ακόμα κι ένα σκίτσο είναι αρκετό. Άρχισα με την Αντριάνα. Όλη τη μέρα κόντευε να τρελαθεί από ανησυχία για τον Εμ, με την ψυχή της να ταλαντεύεται από τον παράφορο θυμό εναντίον του στο φόβο για το τι μπορεί να του είχε συμβεί. Μέχρι και που της πέρασε από τό νου ότι ο μπαμπάς έχει κάνει Κάποια Αποκοτιά, μόλο που κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο· η θλίψη του τον έχει αποχαυνώσει και τον έχει κάνει τελείως απαθή και αδιάφορο για όλα από τότε που σταμάτησε η έρευνα. Όταν έρχεται το δειλινό και ο Εμ δεν έχει δώσει ακόμα σημεία ζωής, θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν πιο ταραγμένη από ποτέ, αλλά αντί γι' αυτό ηρεμεί, γίνεται σχεδόν χαρούμενη. Λέει στην παραμάνα Μέλντα ότι ο Εμ θα έρθει πάλι από στιγμή σε στιγμή> είναι σίγουρη γι' αυτό. Το νιώθει στα κόκαλά της και το ακούει στο κεφάλι της, σαν ένα μικρό καμπανάκι που σημαίνει χαρμόσυνα. Υποθέτει ότι αυ-
τό το καμπανάκι είναι εκείνο που ονομάζουν «γυναικεία διαίσθηση» και δε συνειδητοποιείς πλήρως ότι το έχεις ώσπου να παντρευτείς. Το λέει κι αυτό στην καλή της παραμάνα. Η παραμάνα Μέλντα κουνάει το κεφάλι καθησυχαστικά και χαμογελάει, αλλά δεν αφήνει από τα μάτια της την Άντι. Την παρακολουθούσε όλη μέρα. Ο άντρας του κοριτσιού χάθηκε και πάει, η Λίμπιτ της το έχει πει αυτό και η Μέλντα την πιστεύει, όμως η Μέλντα πιστεύει επίσης ότι η υπόλοιπη οικογένεια μπορεί να σωθεί... ότι κι αυτή η ίδια μπορεί να σωθεί. Πολλά, ωστόσο, εξαρτώνται από την ίδια τη Λίμπιτ. Η παραμάνα Μέλντα πηγαίνει επάνω να ελέγξει τι κάνει το μωρό που της απομένει και αγγίζει τα βραχιόλια στο αριστερό της χέρι ανεβαίνοντας τη σκάλα. Τα ασημένια βραχιόλια τα έχει από τη μάνα της και τα φοράει στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Ίσως γι' αυτό τα έβγαλε από τη μικρή της μπιζουτιέρα σήμερα, τα πέρασε στους καρπούς της και τα έσπρωξε ψηλά ώσπου σφήνωσαν στο φούσκωμα του πήχη της, αντί να τ αφήσει να κρέμονται χαλαρά γύρω από τους καρπούς της. Ίσως ήθελε να νιώθει λίγο πιο κοντά τη μάνα της, να δανειστεί λίγη από την αθόρυβη δύναμη της μάνας, ή ίσως ήθελε να την αγγίζει κάτι ιερό. Η Λίμπιτ είναι στο δωμάτιο της και ζωγραφίζει. Ζωγραφίζει την οικογένειά της, μαζί με την Τέσι και τη Λο-Λο. Οι οχτώ τους (η παραμάνα Μέλντα είναι κι αυτή μέλος της οικογένειας, όσον αφορά τη Λίμπιτ) στέκονται στην ακτή, όπου έχουν περάσει τόσες ευτυχισμένες στιγμές κολυμπώντας και κάνοντας πικνίκ και χτίζοντας κάστρα στην άμμο, με τα χέρια ενωμένα σαν σειρά από ανθρωπάκια σε μια χάρτινη γιρλάντα και με υπέροχα μεγάλα χαμόγελα που βγαίνουν έξω από το περίγραμμα των προσώπων τους. Είναι σαν να νομίζει ότι ζωγραφίζοντάς τους έτσι μπορεί να τους ξαναδώσει τη χαμένη τους ζωή και ευτυχία με μόνη τη δύναμη της θέλησης της. Η παραμάνα Μέλντα Θα μπορούσε σχεδόν να πιστέψει πως κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Το παιδί έχει θαυμαστές δυνάμεις. Όμως η αναδημιουργία της πραγματικής ζωής είναι πέρα από τις δυνάμεις αυτές. Η αναδημιουργία της ζωής είναι ακόμα και πέρα από τις δυνάμεις του πράγματος που βγήκε από τον Κόλπο. Τα μάτια της παραμάνας Μέλντα ξεστρατίζουν στο κουτί με τους θησαυρούς της Λίμπιτ πριν επιστρέψουν στην ίδια τη Λίμπιτ. Έχει δει το αγαλματάκι που βγήκε από τον Κόλπο μόνο μια φορά, μια μικροσκοπική γυναίκα μ' έναν
ξεθωριασμένο ροζ μανδύα που θα μπορούσε κάποτε να ήταν άλικος και μια κουκούλα απ' την οποία ξεχύνονται μαλλιά, κρύβοντας το μέτωπο της. Ρωτάει τη Λίμπιτ αν είναι όλα καλά. Είναι το μόνο που τολμάει να πει και πιο πέρα δεν τολμάει να προχωρήσει. Αν υπάρχει πράγματι ένα τρίτο μάτι κρυμμένο κάτω από τις μπούκλες του πράγματος μες στο κουτί —ένα μαγικό μάτι που βλέπει μακριάόσο προσεκτικός κι αν είναι κανείς, πάλι λίγο είναι. Η Αίμπιτλέει Καλά. Απλά ζωγραφίζω, παραμάνα Μέλντα. Έχει άραγε ξεχάσει τι πρέπει να κάνει; Η παραμάνα Μέλντα μπορεί μόνο να ελπίζει ότι δεν το \χει ξεχάσει. Πρέπει να επιστρέψει κάτω τώρα και να παρακολουθεί την Άντι. Ο άντρας της θα την καλέσει σύντομα. Ένα μέρος του εαυτού της δεν μπορεί να πιστέψει ότι συμβαίνει αυτό· ένα άλλο μέρος του εαυτού της νιώθει σαν όλη η ζωή της να ήταν μια προετοιμασία γι' αυτό. Η Μέλντα λέει Ίσως με ακούσεις να μιλάω με τον μπαμπά σου. Αν το κάνω, εσύ να πας και να μαζέψεις εκείνα τα πράγματα που άφησες πλάι στην πισίνα. Μην τα αφήσεις έξω όλη νύχτα, γιατί η υγρασία θα τα καταστρέψει. Η Λίμπιτ ακόμα ζωγραφίζει κι ούτε που σηκώνει το κεφάλι. Όμως ύστερα λέει κάτι που γεμίζει με χαρά την τρομαγμένη καρδιά της Μέλντα. Δε θα τ' αφήσω. Θα πάρω μαζί μου την Περς. Έτσι δε θα φοβάμαι αν είναι σκοτεινά. Η Μέλντα λέει, Πάρε όποιον θέλεις, μόνο φέρε μέσα τη Νοβίν, είναι ακόμα εκεί έξω. Είναι το μόνο που έχει καιρό να πει, το μόνο που τολμάει να πει, όταν σκέφτεται εκείνο το ιδιαίτερο διορατικό μαγικό μάτι και πώς αυτή τη στιγμή μπορεί να προσπαθεί να δει μες στο κεφάλι της. Η Μέλντα αγγίζει πάλι τα βραχιόλια της καθώς κατεβαίνει κάτω. Χαίρεται πολύ που τα φορούσε όσο ήταν στο δωμάτιο της Λίμπιτ, κι ας ήταν η μικρή πορσελάνινη γυναίκα κρυμμένη μέσα στο τσίγκινο κουτί. Φτάνει ακριβώς την τελευταία στιγμή για να δει την άκρη από το φόρεμα της Άντι στο τέλος του πίσω χολ καθώς η Άντι μπαίνει στην κουζίνα. Είναι ώρα. Πρέπει να τα παίξει όλα για όλα. Αντί ν' ακολουθήσει την Άντι στην κουζίνα, η Μέλντα τρέχει στο
μπροστινό χολ προς το γραφείο τον κυρίου της, όπου, για πρώτη φορά στα εφτά χρόνια που εργάζεται για την οικογένεια, μπαίνει χωρίς να χτυπήσει. Ο κύριος κάθεται πίσω από το σεκρετέρ του με το λαι~ μοδέτη του βγαλμένο και το κολάρο του ξεκούμπωτο και οι τιράντες του κρέμονται χαλαρά, σχηματίζοντας καμπύλες. Κρατάει στα χέρια τη διπλή χρυσή κορνίζα με τις φωτογραφίες της Τέσι και της Λο-Λο, Σηκώνει το βλέμμα και την κοιτάζει, τα μάτια του είναι κόκκινα και το πρόσωπο του έχει κιόλας αδυνατίσει. Δε φαίνεται να εκπλήσσεται που η οικονόμος του εισβάλλει έτσι απροειδοποίητα· έχει την έκφραση ανθρώπου που τίποτα δεν μπορεί να τον εκπλήξει πια, που τίποτα δεν μπορεί να τον σοκάρει, αλλά ασφαλώς αυτό θα αποδειχτεί ότι δεν είναι αλήθεια. Λέει Τι συμβαίνει, Μέλντα Λου; Εκείνη λέει Πρέπει να έρθετε αμέσως. Την κοιτάζει, και μες στα πλημμυρισμένα δάκρυα μάτια του αυτή βλέπει μια γαλήνια κι εξοργιστική αποχαύνωση. Να έρθω πού; Εκείνη λέει Στην παραλία. Και φέρτε κι αυτό εκεί. Δείχνει το περίεργο ψαροτούφεκο που κρέμεται στον τοίχο, μαζί με αρκετά κοντά καμάκια. Οι αιχμές είναι ατσάλινες, όχι ασημένιες, και τα στελέχη είναι βαριά. Το ξέρει· μήπως δεν τα έχει κουβαλήσει μες στο καλάθι τόσες φορές; Εκείνος λέει Για ποιο πράγμα μιλάς; Εκείνη λέει Δεν υπάρχει χρόνος να σας εξηγήσω. Πρέπει να έρθετε στην παραλία αμέσως, αν δε θέλετε να χάσετε άλλη μια. Εκείνος πηγαίνει. Δε ρωτάει ποια κόρη ούτε ζητάει πάλι να μάθει γιατί πρέπει να πάρει το ψαροτούφεκο· απλά το αρπάζει από τον τοίχο, παίρνει δύο από τα καμάκια στο άλλο τον χέρι και βγαίνει με μεγάλες δρασκελιές από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου, προχωρώντας πρώτα δίπλα στη Μέλντα και ύστερα μπροστά της. Όταν φτάνει στην κουζίνα όπου η Μέλντα είδε τελευταία φορά την Άντι, έχει αρχίσει πια να τρέχει μ' όλη του τη δύναμη κι εκείνη μένει πίσω μόλο που τρέχει κι αυτή, σηκώνοντας τη φούστα της μπροστά και με τα δυο της χέρια. Και μήπως την εκπλήσσει αυτή η ξαφνική έξοδος του από τη χαύνωση, αυτή η ξαφνική ηλεκτρισμένη αντίδραση; Όχι. Γιατί, παρά το βαρύ πέπλο της θλίψης του, και ο κύριος έχει καταλάβει ότι εδώ κάτι δεν πηγαίνει καλά και ότι χειροτερεύει με την κάθε ώρα που περνάει. Η πίσω πόρτα είναι ανοιχτή. Ένα βραδινό αεράκι τρυπώνει μέσα
σπρώχνοντάς τη ν' ανοίξει κι άλλο πάνω στους μεντεσέδες της... μόνο που τώρα θα ήταν πιο σωστό να πει κανείς ένα νυχτερινό αεράκι. Το ηλιοβασίλεμα σβήνει. Θα υπάρχει ακόμα φως στη Σκιερή Ακτή, αλλά εδώ, στο Χέρον ς Ρουστ, το σκοτάδι έχει ήδη πέσει. Η Μέλντα διασχίζει τρέχοντας την πίσω βεράντα και βλέπει τον κύριο να έχει φτάσει κιόλας στο μονοπάτι που οδηγεί στην παραλία. Είναι μόνο μια σκιά. Ψάχνει γύρω της για τη Αίμπιτ, αλλά φυσικά δεν τη βλέπειαν η Αίμπιτ κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, τότε είναι ήδη καθ' οδό ν προς την πισίνα με το κουτί της στο σχήμα της καρδιάς κάτω απ' το μπράτσο της. Το κουτί με το τέρας μέσα. Τρέχει πίσω από τον κύριο και τον προλαβαίνει στο παγκάκι, εκεί που το μονοπάτι κατηφορίζει προς την παραλία. Στέκεται εκεί, κοκαλωμένος. Στα δυτικά, ό,τι απομένει από το δειλινό είναι μια μελαγχολική πορτοκαλιά γραμμή που σύντομα θα χαθεί κι αυτή, αλλά υπάρχει αρκετό φως για να δει την Άντι στην άκρη του νερού και τον άντρα που πλησιάζει τσαλαβουτώντας για να την προϋπαντήσει. Η Αντριάνα ουρλιάζει Έμερι! Ακούγεται τρελή από χαρά, σαν ο καλός της να έχει λείψει ένα χρόνο αντί για μια μέρα. Η Μέλντα φωνάζει Όχι, Άντι, μείνε μακριά του! πίσω από τον καθηλωμένο άντρα που κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, αλλά ξέρει ότι η Άντι δε θα της δώσει σημασία, και δεν της δίνει· η Άντι τρέχει στο σύζυγο της. Ο Τζον Ίστλεϊκ λέει Τι... και αυτό είναι όλο. Είχε αποδιώξει τη χαύνωσή του όσο χρειαζόταν για να φτάσει μέχρις εδώ, αλλά τώρα έχει παραλύσει πάλι. Να είναι επειδή βλέπει τις δυο άλλες μορφές, που είναι πιο μακριά μες στο νερό αλλά που επίσης προχωράνε τσαλαβουτώντας προς την ακτή; Τσαλαβουτώντας μέσα σε νερό που θα έπρεπε να τους σκεπάζει τα κεφάλια; Η Μέλντα νομίζει πως όχι. Νομίζει πως ο κύριος της ακόμα κοιτάζει τη μεγαλύτερη κόρη του, καθώς η σκοτεινή μορφή του άντρα βγαίνει από το νερό και απλώνει προς το μέρος της τα μπράτσα του που στάζουν και την αδράχνει από το λαιμό με τα δάχτυλά του που στάζουν, πρώτα για να Ίτνίξει τις χαρούμενες κραυγές της κι ύστερα για να τη σύρει μες στο κύμα. Εκεί έξω στον Κόλπο, κλυδωνιζόμενο μπρος πίσω πάνω στη μαλακή φουσκοθαλασσιά μ' ένα ρυθμικό τριγμό σαν ρολόι που μετράει
το χρόνο σε έτη και αιώνες μάλλον παρά σε λεπτά και ώρες, περιμένει το μαύρο κουφάρι του πλοίου της Περς. Η Μέλντα αρπάζει τον κύριό της από το μπράτσο, βυθίζει το χέρι της βαθιά μες στο δικέφαλο και του μιλάει όπως δεν έχει μιλήσει ποτέ πριν στη ζωή της σ' ένα λευκό άντρα. Λέει Βοήθησε την, παλιοτόμαρο! Προτού την πνίξει! Τον τραβάει με βία να προχωρήσει. Αυτός έρχεται. Εκείνη· δεν περιμένει να δει αν αυτός συνεχίζει να περπατάει ή αν έχει πάλι κοκάλώσει, κι έχει ξεχάσει τελείως τη Λίμπιτ· το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι η Άντι. Πρέπει να εμποδίσει αυτόν τον βρικολακιασμένο Έμερι να τη σύρει μέσα στο νερό και πρέπει να το κάνει πριν τα πεθαμένα μωρά της φτάσουν εκεί για να τον βοηθήσουν. Φωνάζει Άσ' την! Άσ' την! Βάζει στα πόδια της φτερά και τρέχει προς την παραλία με τη φούστα της να φουσκώνει πίσω. Ο Έμερι έχει τραβήξει την Άντι μέσα στο νερό σχεδόν μέχρι τη μέση της. Η Άντι τώρα παλεύει, αλλά και πνίγεται. Η Μέλντα τρέχει τσαλαβουτώντας προς το μέρος τους και ρίχνεται πάνω στο χλομό πτώμα που έχει αδράξει τη γυναίκα του από το λαιμό. Εκείνος ουρλιάζει όταν το αριστερό μπράτσο της Μέλντα, εκείνο με τα βραχιόλια, τον αγγίζει. Είναι ένας γαργαριστός ήχος, θαρρείς και το λαρύγγι του είναι γεμάτο νερό. Σπαρταράει μέσα στη λαβή της Μέλντα σαν ψάρι, κι αυτή οργώνει το χέρι του με τα νύχια της. Η σάρκα ξεκολλάει από κάτω τους με αηδιαστική ευκολία, αλλά δε χύνεται αίμα από τα ωχρά τραύματα. Τα μάτια του στριφογυρίζουν μέσα στις κόγχες τους κι είναι σαν τα μάτια ενός ψόφιου κυπρίνου στο φεγγαρόφωτο. Σπρώχνει πέρα την Αντριάνα για ν' αντιμετωπίσει την άρπυια που του έχει επιτεθεί, την άρπυια με την παγωμένη, απωθητική φωτιά στο μπράτσο της. Η Άντι ικετεύει Όχι, παραμάνα, σταμάτα, τον πονάς! Η Άντι τρέχει τσαλαβουτώντας πάλι μέσα στο κύμα, να τραβήξει πίσω τη Μέλντα ή τουλάχιστον να τους χωρίσει, και αυτή είναι η στιγμή που ο Τζον Ίστλεϊκ, που έχει μπει και στέκεται μέχρι τα καλάμια μέσα στο νερό του Κόλπου, πατάει τη σκανδάλη του πιστολιού του. Η αιχμή με τις τρεις λεπίδες βρίσκει τη μεγαλύτερη κόρη του ψηλά στο λαιμό κι αυτή στέκει ορθόσχητη, με πέντε εκατοστά ατσαλιού να ξεπροβάλλουν από μπροστά της και άλλα δέκα να προεξέχουν από πίσω, κάτω ακριβώς από τη βάση του κρανίου.
Ο Τζον Ίστλεϊκ ουρλιάζει Άντι, όχι! Άντι, ΔΕΝ ΤΟ ΗΘΕΛΑ! Η Άντι στρέφεται προς τον ήχο της φωνής του πατέρα της και αρχίζει να προχωράει προς το μέρος του, αλλ' αυτό είναι το μόνο που προλαβαίνει να δει η παραμάνα Μέλντα. Ο νεκρός σύζυγος της Άντι προσπαθεί να ελευθερωθεί από τη λαβή της, αλλά εκείνη δε θέλει να τον αφήσεν θέλει να δώσει τέλος σ' αυτή τη φρικτή ζωή που δεν είναι ζωή κι ίσως έτσι να διώξει και τους δυο μικρούς εφιάλτες πριν προλάβουν να φτάσουν πολύ κοντά. Και σκέφτεται (όσο ακόμα το μυαλό της μπορεί να σκέφτεται) ότι μπορεί να το κάνει αυτό, γιατί έχει δει ένα σημάδι από καψάλισμα που κουφοκαίει στο χλομό, υγρό μάγουλο του νεκροζώντανου Έμερι και καταλαβαίνει ότι το έχει κάνει το βραχιόλι της. Το ασημένιο της βραχιόλι. Ο Έμερι απλώνει τα χέρια του να την πιάσει, το ρυτιδιασμένο στόμα του ανοίγει διάπλατα, μπορεί από φόβο, μπορεί από λύσσα. Πίσω της, ο Τζον Ίστλεϊκ φωνάζει το όνομα της κόρης του, ξανά και ξανά. Η Μέλντα γρυλίζει Εσύ το έκανες αυτό! κι όταν ο Έμερι την αδράχνει, δεν αντιστέκεται. Εσύ και η στρίγκλα που σε κυβερνά, θα πρόσθετε, αλλά τα λευκά του χέρια κλείνουν γύρω από το λαιμό της όπως έκλειναν πριν γύρω από το λαιμό της δύσμοιρης Άντι, και το μόνο που μπορεί είναι να βγάλει ένα γουργουριστό βογκητό. Ωστόσο, το αριστερό της χέρι είναι ελεύθερο, εκείνο με τα βραχιόλια, κι αυτό το χέρι το νιώθει πολύ δυνατό. Το μαζεύει πίσω και το κατεβάζει με δύναμη μπροστά, διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο που καταλήγει στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού του Έμερι. Το αποτέλεσμα είναι θεαματικό. Το κρανίο του πλάσματος βουλιάζει από το χτύπημα, θαρρείς και ο λιγοστός χρόνος που έχει περάσει μέσα στο νερό έχει μετατρέψει εκείνο το σκληρό κέλυφος σε καραμέλα. Αλλά είναι ακόμα σκληρό, δεν υπάρχει αμφιβολία* ένα από τα θραύσματα που προεξέχει από την μπερδεμένη μάζα των μαλλιών του σχίζει βαθιά τον πήχη του χεριού της και σταγόνες αίματος πέφτουν στο νερό που τρικυμίζει γύρω τους. Δυο ίσκιοι την προσπερνάνε, ένας στα αριστερά και ένας στα δεξιά της. Η Αο-Αο φωνάζει Μπαμπά! με την καινούρια της ασημένια φωνή. Η Τέσι φωνάζει Μπαμπά, βοήθησέ μας! Ο βρικολακιασμένος Έμερι προσπαθεί τώρα να απομακρυνθεί α-
πό τη Μέλντα, σπαρταρώντας και δέρνοντας το νερό, μη θέλοντας να παλέψει άλλο μαζί της. Η Μέλντα μπήγει τον αντίχειρα του δυνατού αριστερού χεριού της στο δεξί του μάτι και νιώθει να βγαίνει κάτι κρύο, σαν άντερα βατράχου λιωμένου κάτω από μια πέτρα. Ύστερα γυρίζει από την άλλη, τρεκλίζοντας καθώς το αντιμάμαλο προσπαθεί θαρρείς να της βάλει τρικλοποδιά. Απλώνει το αριστερό χέρι και αρπάζει τη Αο-Αο από το σβέρκο και την τραβάει πίσω. Δεν είσαι εσύ! βρυχιέται, και η Αο-Αο χτυπιέται να της ξεφύγει με μια κραυγή έκπληξης και αγωνίας... και η Μέλντα ξέρει ότι ποτέ δε βγήκε τέτοια κραυγή από το λαρύγγι ενός ζωντανού μικρού κοριτσιού. Ο Τζον ουρλιάζει Μέλντα, σταμάτα! Γονατίζει μέσα στους τελευταίους λεπτούς αφρούς του κύματος με την Αντι εμπρός του. Το στέλεχος του καμακιού ξεπροβάλλει από το λαιμό της. Μέλντα, άσε ήσυχες τις κόρες μου! Δεν έχει καιρό να τον ακούσει, παρ' όλο που προλαβαίνει να σκεφτεί τη Αίμπιτ -γιατί η Αίμπιτ δεν έττνιξε την πορσελάνινη φιγούρα; Ή μήπως το έκανε αλλά δεν έφερε αποτέλεσμα; Μήπως το πράγμα που η Αίμπιτ ονομάζει Περς κατάφερε με κάποιον τρόπο να τη σταματήσει; Η Μέλντα ξέρει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου απίθανο- η Λίμπιτ μπορεί να είναι δυνατή, αλλά δεν παύει να είναι ακόμα μόνο ένα παιδί. Δεν έχει χρόνο να το σκεφτεί αυτό. Κάνει να αδράξει την άλλη νεκροζώντανη, την Τέσι, αλλά το δεξί της χέρι δεν είναι όπως το αριστερό της, δεν υπάρχει ασήμι να το προστατεύει, και η Τέσι στρέφεται με ένα γρύλισμα και το δαγκώνει. Η Μέλντα αισθάνεται μια μικρή σουβλιά, αλλά ούτε που παίρνει είδηση ότι δύο δάχτυλα και μέρος ενός τρίτου έχουν κοπεί και τώρα πλέουν στο νερό πλάι στο χλομό παιδί. Η αδρεναλίνη έχει ανεβεί πολύ ψηλά μέσα της για να προσέξει κάτι τέτοιο. Πάνω από την κορυφή του λόφου, εκεί που οι λαθρέμποροι μερικές φορές κουβαλάνε παλέτες φορτωμένες με αλκοόλ, ένα μικρό φεγγάρι σαν δρεπάνι ανατέλλει, φωτίζοντας κι άλλο με την ισχνή του λάμψη αυτό τον εφιάλτη. Στο φως του, η Μέλντα βλέπει την Τέσι να στρέφεται πάλι στον πατέρα της• βλέπει την Τέσι να απλώνει πάλι τα χέρια της.
Μπαμπά! Μπαμπά, σε παρακαλώ, βοήθησε μας! Η παραμάνα Μέλντα τρελάθηκε! Η Μέλντα δε σκέφτεται. Απλώνει το δεξί της χέρι από την αριστερή πλευρά κι αρπάζει το παιδί από τα μαλλιά που έχει λούσει και πλέξει κοτσίδες χίλιες φορές. Ο Τζον Ίστλεϊκ φωνάζει ΜΕΛΝΤΑ, ΜΗ! Ύστερα, καθώς ο κύριος της σηκώνει το πεσμένο ψαροτούφεκο και ψάχνει πάνω στην άμμο κοντά στο κορμί της νεκρής του κόρης για το καμάκι που απομένει, μια άλλη φωνή ακούγεται. Αυτή έρχεται από πίσω από τη Μέλντα, από το πλοίο που είναι αγκυροβολημένο εκεί έξω, στο caldo. Λέει Δεν έπρεπε να τα είχες βάλει μαζί μου. Η Μέλντα, κρατώντας ακόμα την Τέσι από τα μαλλιά (αντιστέκεται και κλοτσάει, αλλά η Μέλντα δεν το καταλαβαίνει καν), γυρίζει αδέξια μέσα στο νερό και τη βλέπει, να στέκει στην κουπαστή του πλοίου της, ντυμένη μ' έναν κόκκινο μανδύα. Η κουκούλα της είναι κατεβασμένη και η Μέλντα βλέπει ότι δε μοιάζει καν με άνθρωπο, ότι είναι κάτι άλλο, κάτι πέρα από αυτά που μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου. Στο φεγγαρόφωτο, το πρόσωπο της είναι φρικιαστικό και γεμάτο πανουργία. Από το νερό, ισχνά χέρια σκελετών υψώνονται και τη χαιρετούν τιμητικά. Το αεράκι χωρίζει τα φίδια που έχει για μαλλιά της· η Μέλντα βλέπει το τρίτο μάτι στο μέτωπο της Περς· το βλέπει που την κοιτάζει κι όλη η θέλησή της να αντισταθεί σβήνει μονομιάς. Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, το κεφάλι της στρίγκλας θεάς γυρίζει απότομα σαν να έχει ακούσει κάτι ή κάποιον να την πλησιάζει από πίσω στα νύχια των ποδιών. Φωνάζει Τι; Κι ύστερα: Όχι! Άσ' το κάτω αυτό! Ασ' το κάτω αυτό! ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ! Όμως προφανώς η Λίμπιτ μπορεί —και το κάνει—, γιατί η μορφή του πράγματος στην κουπαστή του πλοίου τρεμουλιάζει, γίνεται υδαρής... κι ύστερα μένει μόνο το φεγγαρόφωτο. Τα χέρια των σκελετών γλιστρούν πάλι κάτω από το νερό και χάνονται. Και ο Έμερι έχει φύγει -έχει εξαφανιστεί-, αλλά οι δίδυμες στριγκλίζουν κι οι δυο μαζί, με οδύνη και απόγνωση που τις εγκατέλειψαν. Η Μέλντα φωνάζει στον κύριό της Oka θα πάνε καλά!
Αφήνει εκείνη που είχε πιάσει από τα μαλλιά. Δε νομίζει πως το μικρό τέρας Θα θέλει να έχει άλλα πάρε-δώσε με τους ζωντανούς, τουλάχιστον όχι τώρα, τουλάχιστον για λίγο. Φωνάζει Η Λίμπιτ τα κατάφερε τα κατάφερε! Η... Ο Τζον Ίστλεϊκ ουρλιάζει ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΑΠ' ΤΙΣ ΚΟΡΕΣ ΜΟΥ, ΒΡΟΜΟ-ΝΕΓΡΑ! Και πατάει τη σκανδάλη του πιστολιού του για δεύτερη φορά. Βλέπετε το καμάκι που βρίσκει το στόχο τον, τρυπώντας απ' άκρη σ' άκρη την παραμάνα Μέλντα; Αν το βλέπετε, η ζωγραφιά έχει ολοκληρωθεί. Α, Θεέ μου -η ζωγραφιά έχει ολοκληρωθεί.
20 - Η Περς
ί Η ζωγραφιά -όχι το τελευταίο έργο της ώριμης περιόδου του Έντγκαρ Φρίμαντλ, αλλά το προτελευταίο- έδειχνε τον Τζον Ίστλεϊκ να γονατίζει στη Σκιερή Ακτή με τη νεκρή του κόρη πλάι του και το δρεπάνι του φεγγαριού, που μόλις είχε ανατείλει στον ορίζοντα, πίσω του. Η παραμάνα Μέλντα στεκόταν μέχρι τους γοφούς μες στο νερό, μ' ένα μικρό κορίτσι στο κάθε της πλευρό· τα υγρά, στραμμένα προς τα πάνω πρόσωπά τους παραμορφώνονταν από εκφράσεις τρόμου και οργής. Το στέλεχος ενός από εκείνα τα κοντά καμάκια προεξείχε ανάμεσα στα στήθη της γυναίκας. Τα χέρια της σφίγγονταν πάνω του, καθώς κοιτούσε έκπληκτη τον άντρα που τις κόρες του είχε προσπαθήσει τόσο σκληρά να προστατέψει, τον άντρα που την είχε αποκαλέσει βρομο-νέγρα προτού της πάρει τη ζωή. «Ο Ίστλεϊκ άρχισε να ουρλιάζει», είπα. «Ούρλιαξε ώσπου μάτωσε η μύτη του. Ώσπου αίμα άρχισε να τρέχει από το ένα του μάτι. Είναι ένα θαύμα που δεν έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία». «Δεν υπάρχει κανένας πάνω στο πλοίο», είπε ο Τζακ. «Σ' αυτό το σχέδιο, τουλάχιστον». «Όχι. Η Περς είχε χαθεί. Εκείνο που ήλπιζε η παραμάνα Μέλντα συνέβη πραγματικά. Τα τεκταινόμενα στην παραλία απέσπασαν την προσοχή εκείνης της σκύλας όσο χρειαζόταν η Λίμπιτ για να την τακτοποιήσει. Για να τη στείλει να κοιμηθεί στον υγρό της τάφο». Έδειξα το αριστερό μπράτσο της παραμάνας Μέλντα, όπου είχα σχεδιάσει βιαστικά δύο τόξα κι είχα προσθέσει δύο χιαστί γραμμές για να δηλώσω την αντανάκλαση του αδύναμου φεγγαρόφωτου. «Και όλ' αυτά έγιναν εφικτά κυρίως επειδή κάτι της είπε
να φορέσει τα ασημένια βραχιόλια της μητέρας της. Ασήμι, όπως αυτό από το οποίο ήταν φτιαγμένο κάποιο κηροπήγιο». Κοίταξα τον Γουάιρμαν. «Οπότε ίσως τελικά να υπάρχει κάτι στη φωτεινή πλευρά της εξίσωσης, που προσπαθεί να μας προστατέψει». Έγνεψε καταφατικά κι ύστερα έδειξε τον ήλιο. Σε μια δυο στιγμές θα άγγιζε τον ορίζοντα και το φωτεινό μονοπάτι πάνω στο νερό, που τώρα ήταν κίτρινο, θα σκούραινε και θα γινόταν σαν καθαρό χρυσάφι. «Όμως το σκοτάδι είναι η ώρα που αυτοί οι διάβολοι και οι τριβόλοι βγαίνουν για να παίξουν. Πού είναι η πορσελάνινη Περς τώρα; Καμιά ιδέα για το πού μπορεί να κατέληξε ύστερα απ' όσα συνέβησαν στην παραλία;» «Δεν ξέρω ακριβώς τι συνέβη αφού ο Ίστλεϊκ σκότωσε την παραμάνα Μέλντα, αλλά έχω πιάσει τη γενική ιδέα. Η Ελίζαμπεθ...» Σήκωσα τους ώμους. «Είχε καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια. Ένιωθε το μυαλό της σαν να κόντευε να καεί. Ο πατέρας της πρέπει ν' άκουσε τα ουρλιαχτά της και πιθανώς αυτό ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε ακόμα να τον επαναφέρει από το σοκ. Πρέπει να θυμήθηκε ότι, όσο φρικτή κι αν ήταν η κατάσταση, του απέμενε ακόμα μια ζωντανή κόρη στο Χέρον'ς Ρουστ. Ίσως θυμήθηκε ότι του απέμεναν κι άλλες δύο, πενήντα μ' εξήντα χιλιόμετρα μακριά. Το οποίο σήμαινε ότι είχε ακόμα δουλειά να κάνει». Ο Τζακ έδειξε σιωπηλά τον ορίζοντα, που τώρα τον άγγιζε ο ήλιος. «Το ξέρω, Τζακ, όμως είμαστε πιο κοντά απ' ό,τι νομίζεις». Έφερα το τελευταίο φύλλο χαρτιού στην κορυφή της στοίβας. Το σχέδιο ήταν φτιαγμένο πολύ σχηματικά, αλλά δε χωρούσε αμφιβολία για εκείνο το πονηρό χαμόγελο. Ήταν ο Τσάρλι, ο τζόκεϊ του κήπου. Σηκώθηκα όρθιος και τους έδειξα από την άλλη πλευρά του Κόλπου και του πλοίου που περίμενε και που τώρα διαγραφόταν σαν μια μαύρη σιλουέτα σε χρυσό φόντο. «Το βλέπετε;» τους ρώτησα. «Εγώ το είδα, καθώς ερχόμασταν προς τα εδώ από το σπίτι. Το πραγματικό άγαλμα του τζόκεϊ, εννοώ, όχι την προβολή του που είδαμε μπαίνοντας». Κοίταξαν. «Εγώ δεν το βλέπω», είπε ο Γουάιρμαν, «και νομίζω πως θα το έβλεπα αν ήταν εκεί, muchacho. Ξέρω ότι το χορτάρι είναι ψηλό, αλλά εκείνο το κόκκινο καπελάκι θα έβγαζε μάτι. Εκτός κι αν είναι μέσα σε μια από εκείνες τις συστάδες με τις μπανανιές». «Το βρήκα!» φώναξε ο Τζακ και γέλασε.
«Σιγά να μην το βρήκες», είπε πικαρισμένος ο Γουάιρμαν. Ύστερα: «Πού;» «Πίσω από το γήπεδο του τένις». Ο Γουάιρμαν κοίταξε προς τα εκεί, ξεκίνησε να λέει ότι και πάλι δεν το έβλεπε, ύστερα σταμάτησε. «Που να με πάρει και να με σηκώσει», είπε. «Αυτό το διαβολόσπερμα είναι γυρισμένο ανάποδα, σωστά;» «Ναι. Και αφού δεν έχει πραγματικά πόδια για να προεξέχουν, εκείνο το σιδερένιο τετράγωνο που βλέπετε είναι η βάση του. Ο Τσάρλι σημαδεύει τη θέση, amigos. Όμως πρώτα πρέπει να πάμε στον αχυρώνα». ίί Δεν είχα κανένα προαίσθημα γι' αυτό που μας περίμενε μες στο στενόμακρο, σκεπασμένο από κληματσίδες βοηθητικό κτίριο, που ήταν σκοτεινό και αποπνικτικά ζεστό, ούτε είχα καταλάβει ότι ο Γουάιρμαν είχε τραβήξει το αυτόματο Ντέζερτ Ιγκλ, ώσπου το άκουσα να εκπυρσοκροτεί. Η δίφυλλη πόρτα ήταν από το είδος που κυλάει πάνω σε ράγες, αλλ' αυτή δε θα κυλούσε ποτέ ξανά· τα φύλλα της ήταν μισάνοιχτα, με απόσταση μεταξύ τους γύρω στα δυόμισι μέτρα, κι είχαν μείνει έτσι επί δεκαετίες, ώσπου είχαν ακινητοποιηθεί από τη σκουριά. Ένα παραπέτασμα από γκριζοπράσινα ισπανικά βρύα κρεμόταν από τη στέγη, κρύβοντας το επάνω μέρος του κενού ανάμεσά τους. «Αυτό που ψάχνουμε κατ' αρχ...» άρχισα να λέω, αλλά εκείνη τη στιγμή ξεπρόβαλε από μέσα ο ερωδιός, χτυπώντας τα φτερά του, με τα γαλανά μάτια του ν' αστράφτουν, το μακρύ λαιμό του τεντωμένο μπροστά και το κίτρινο ράμφος του ν' ανοιγοκλείνει επιθετικά. Ετοιμαζόταν να πετάξει μόλις θα έβγαινε από την πόρτα και δεν είχα αμφιβολία πως είχε βάλει στόχο τα μάτια μου. Τότε το Ντέζερτ Ιγκλ βρυχήθηκε και το λυσσασμένο γαλανό βλέμμα του πουλιού εξαφανίστηκε μαζί με το υπόλοιπο κεφάλι του, σ' ένα σύννεφο από λεπτές σταγόνες αίματος. Χτύπησε πάνω μου, ελαφρύ σαν μια δέσμη καλώδια τυλιγμένη γύρω από έναν κοίλο πυρήνα, και σωριάστηκε στα πόδια μου. Την ίδια στιγμή άκουσα μια οξεία, μεταλλική κραυγή οργής μες στο κεφάλι μου.
Και δεν την άκουσα μόνο εγώ. Ο Γουάιρμαν μόρφασε. Ο Τζακ άφησε τις χειρολαβές από το καλάθι του πικνίκ κι έκλεισε σφιχτά με τις παλάμες του τα αυτιά του. Ύστερα η κραυγή έσβησε. «Ένας ψόφιος ερωδιός», είπε ο Γουάιρμαν και η φωνή του έτρεμε λίγο. Τσίγκλησε λίγο το σωρό των φτερών με το πόδι, ύστερα τον κλότσησε μακριά από τα άρβυλά μου. «Προς Θεού, μην το πείτε στις οικολογικές οργανώσεις. Το ότι σκότωσα ένα από δαύτα πιθανώς θα μου κόστιζε πενήντα χιλιάδες δολάρια και πέντε χρόνια φυλακή». «Πώς το ήξερες;» ρώτησα. Σήκωσε τους ώμους. «Τι σημασία έχει; Μου είπες να το πυροβολήσω αν το δω. Εσύ είσαι ο Λόουν Ρέιντζερ, εγώ ο Τόντο». «Όμως είχες το όπλο έτοιμο». «Είχα αυτό που η παραμάνα Μέλντα θ' αποκαλούσε "ένα προαίσθημα", όταν φορούσε τα ασημένια βραχιόλια της μαμάς της», είπε σοβαρά ο Γουάιρμαν. «Κάτι μας προστατεύει, το δίχως άλλο, ας αφήσουμε το θέμα εκεί. Κι ύστερα από αυτό που συνέβη στην κόρη σου, θα έλεγα ότι μας οφείλεται λίγη βοήθεια. Όμως πρέπει κι εμείς να παίξουμε το ρόλο μας». «Απλά έχε πρόχειρο το θαυματουργό σιδερικό σου όσο θα το κάνουμε», είπα. «Ω, να είσαι βέβαιος γι' αυτό». «Και, Τζακ; Μπορείς να βρεις πώς μπαίνουν τα καμάκια στο ψαροτούφεκο του Ίστλεϊκ;» Κανένα πρόβλημα σ' αυτό. Από καμάκια ήμασταν κομπλέ.
XXX
Το εσωτερικό του αχυρώνα ήταν σκοτεινό, κι όχι μόνο επειδή το ύψωμα ανάμεσα σ' εμάς και στον Κόλπο έκοβε το φως του ήλιου που έδυε. Υπήρχε ακόμα άφθονο φως στον ουρανό, και υπήρχαν μπόλικες χαραματιές και τρύπες ανάμεσα στις πλάκες του σχιστόλιθου στη στέγη, αλλά οι κληματσίδες τις είχαν σκεπάσει. Όσο φως έμπαινε από πάνω ήταν πράσινο, βαθύ και αναξιόπιστο. Ο κεντρικός χώρος του βοηθητικού κτιρίου ήταν άδειος εκτός από ένα παμπάλαιο τρακτέρ που ακουμπούσε χωρίς ρόδες πάνω στις κοντές συμπαγείς προεξοχές των αξόνων του, αλλά σε ένα από
τα χωρίσματα όπου παλιά φυλάσσονταν διάφορα χρήσιμα υλικά το δυνατό φως του φακού μάς αποκάλυψε μερικά σκουριασμένα εργαλεία και μια ξύλινη σκάλα στηριγμένη στον πίσω τοίχο. Ήταν βρόμικη και απελπιστικά κοντή. Ο Τζακ προσπάθησε να σκαρφαλώσει πάνω της ενώ ο Γουάιρμαν τη φώτιζε με το φακό. Χοροπήδησε λίγο στο δεύτερο σκαλοπάτι κι ακούσαμε έναν προειδοποιητικό τριγμό. «Σταμάτα να χοροπηδάς πάνω της και ακούμπησέ την έξω, πλάι στην πόρτα», είπα. «Σκάλα είναι, όχι τραμπολίνο». «Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα», είπε. «Το κλίμα της Φλόριντα δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό για τις ξύλινες σκάλες». «Καποιανού χαρίζανε γάιδαρο», είπε ο Γουάιρμαν. Ο Τζακ σήκωσε τη σκάλα, μορφάζοντας αηδιασμένα από τη σκόνη και τα ψόφια έντομα που έπεσαν πάνω του βροχή από τα έξι βρομερά σκαλοπάτια. «Εύκολο να το λες εσύ αυτό. Με τα κιλά που έχεις, δε θα είσαι εσύ εκείνος που θα σκαρφαλώσει πάνω της». «Εγώ είμαι ο σκοπευτής της ομάδας, nino», είπε ο Γουάιρμαν. «Καθένας στο πόστο του». Προσπαθούσε να δείχνει αμέριμνος, αλλ' ακουγόταν τσιτωμένος και έδειχνε κουρασμένος. «Πού είναι τα υπόλοιπα πήλινα βαρελάκια, Έντγκαρ; Γιατί εγώ δεν τα βλέπω». «Ίσως στο πίσω μέρος», είπα. Είχα δίκιο. Υπήρχαν περίπου δέκα πήλινα «βαρελάκια» από ουίσκι Μπολ στο πίσω πίσω μέρος του κτιρίου. Λέω περίπου γιατί ήταν δύσκολο να πεις με σιγουριά. Είχαν γίνει όλα θρύψαλα. ίν Γύρω από τα μεγαλύτερα κομμάτια του λευκού κεραμικού κι ανακατεμένα μ' αυτά, υπήρχαν αστραφτεροί σωροί και σκορπισμένα θραύσματα γυαλιού. Στα δεξιά των σπασμένων βαρελιών υπήρχαν δυο παλαιικά ξύλινα χειραμάξια, και τα δυο αναποδογυρισμένα. Στα αριστερά, ακουμπισμένη στον τοίχο, ήταν μια βαριά με σκουριασμένο κεφάλι και βρύα να φυτρώνουν μπαλώματα μπαλώματα στο στειλιάρι της. «Κάποιος αποφάσισε να διασκεδάσει κάνοντας αυτά τα βαρελάκια σκόνη», είπε ο Γουάιρμαν. «Ποιος νομίζεις ότι μπορεί να ήταν, Έντγκαρ; Αυτοί;»
«Μπορεί», είπα. «Πιθανώς». Για πρώτη φορά άρχισα ν' αναρωτιέμαι μήπως τελικά η Περς θα μας νικούσε. Είχαμε ακόμα λίγη ώρα μπροστά μας μέχρι να χαθεί το φως της μέρας, αλλά λιγότερη απ' όσο είχα υπολογίσει και πολύ λιγότερη από αυτή που θα μ' έκανε να νιώσω άνετα. Και τώρα... πού θα πνίγαμε το πορσελάνινο ομοίωμά της; Σ' ένα μπουκάλι με νερό Εβιάν; Δεν ήταν κακή ιδέα, από μια άποψη -ήταν πλαστικά και, σύμφωνα με τους περιβαλλοντολόγους, αυτό το αναθεματισμένο υλικό θα αντέξει στον αιώνα τον άπαντα, αλλά μια πορσελάνινη φιγούρα ποτέ δε θα χωρούσε να περάσει απ' το στενό στόμιο τους. «Ποια εναλλακτική λύση μάς απομένει, λοιπόν;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Το ρεζερβουάρ εκείνου του παλιού Τζον Ντιρ; Θα μας κάνει αυτό;» Η σκέψη να προσπαθήσουμε να πνίξουμε την Περς στο ντεπόζιτο βενζίνης του παλιού τρακτέρ μ' έκανε να παγώσω ολόκληρος. Το ντεπόζιτο πιθανώς δεν ήταν πια παρά μια σκουριασμένη δαντέλα. «Όχι, νομίζω ότι κάτι τέτοιο δε θα πιάσει». Πρέπει να διέκρινε στη φωνή μου τα πρώτα σημάδια του πανικού, γιατί με άρπαξε από το μπράτσο. «Ηρέμησε. Θα σκεφτούμε κάτι». «Σίγουρα, αλλά τι;» «Θα την πάρουμε πίσω, πάνω στο Χέρον'ς Ρουστ, πολύ απλά. Κάτι θα βρεθεί εκεί». Όμως με το μάτι του μυαλού μου έβλεπα διαρκώς πόσο σκληρά είχαν φερθεί οι θύελλες στο αρχοντικό που κάποτε δέσποζε σ' αυτό το άκρο του Ντούμα Κη, πώς το είχαν καταντήσει να μην είναι παρά μια πρόσοψη. Ύστερα αναρωτήθηκα πόσα δοχεία θα βρίσκαμε όντως εκεί, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δε μας απέμενε περισσότερο από ένα σαραντάλεπτό πριν πέσει το σκοτάδι και η Περς στείλει ένα αποβατικό απόσπασμα για να βάλει τέρμα στη δυσάρεστη παρέμβαση μας. Θεέ μου, να έχουμε ξεχάσει κάτι τόσο βασικό όπως ένα στεγανό δοχείο! «Γαμώτο!» είπα. Κλότσησα ένα σωρό συντρίμμια και τα σκόρπισα. «Γαμώτο!» «Ήρεμα, vato. Ο εκνευρισμός δε βοηθάει». Όχι, ο εκνευρισμός δε βοηθούσε. Και θα της άρεσε να με βλέπει έτσι οργισμένο, σωστά; Ο παλιός οργισμένος Έντγκαρ θα ήταν
εύκολο να ελεγχθεί. Προσπάθησα να κυριαρχήσω στον εαυτό μου, αλλά η μαγική επωδή του Μπορώ να το κάνω δεν έφερνε αποτέλεσμα. Ωστόσο, ήταν το μόνο που είχα. Και τι κάνεις όταν δεν μπορείς να ζητήσεις καταφύγιο στο θυμό; Παραδέχεσαι την αλήθεια. «Εντάξει», είπα. «Όμως δεν έχω ιδέα τι θα μπορέσουμε να κάνουμε». «Χαλάρωσε, Έντγκαρ», είπε χαμογελώντας ο Τζακ. «Αυτό το σκέλος της αποστολής θα τακτοποιηθεί». «Πώς; Τι εννοείς;» «Άσ' το πάνω μου αυτό», είπε.
ν Όπως στεκόμασταν και κοιτούσαμε τον Τσάρλι, τον τζόκεϊ του κήπου, στο φως που τώρα έπαιρνε μια αναμφίβολα μαβιά απόχρωση, θυμήθηκα ένα ευτράπελο κουπλέ από ένα παλιό μπλουζ του Ντέιβ Βαν Ρονκ; «Η μαμά αγόρασε μια κότα, νόμισε πως ήταν πάπια· την έβαλε στο τραπέζι με τα πόδια ψηλά». Ο Τσάρλι δεν ήταν ούτε κότα ούτε πάπια, αλλά τα πόδια του, που δεν απέληγαν σε παπούτσια αλλά σ' ένα σκουρόχρωμο σιδερένιο βάθρο, ήταν πράγματι σηκωμένα ψηλά. Το κεφάλι του, ωστόσο, είχε εξαφανιστεί. Είχε σφηνωθεί σ' ένα τετράγωνο από παμπάλαιες σανίδες, σκεπασμένες με βρύα και κληματσίδες. «Τι είναι αυτό, muchacho;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Ξέρεις;» «Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είναι μια στέρνα», είπα. «Ελπίζω να μην είναι ένας σηπτικός βόθρος». Ο Γουάιρμαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ο Ίστλεϊκ δε θα τις είχε ρίξει μέσα στα σκατά, σε όσο άσχημη διανοητική κατάσταση κι αν ήταν. Ποτέ των ποτών». Ο Τζακ κοίταξε πρώτα τον Γουάιρμαν κι ύστερα εμένα, με το νεανικό πρόσωπο του γεμάτο φρίκη. «Η Αντριάνα είναι εκεί κάτω; Και η παραμάνα;» «Ναι», είπα. «Νόμιζα πως το είχες καταλάβει αυτό. Αλλά το σημαντικότερο είναι να βρίσκεται εκεί κάτω η Περς. Και ο λόγος που νομίζω ότι είναι μια στέρνα είναι...» «Η Ελίζαμπεθ θα είχε φροντίσει να σιγουρευτεί ότι αυτή η σκύ-
λα θα κοιμόταν σ' έναν υγρό τάφο», είπε σκυθρωπά ο Γουάιρμαν. «Με γλυκό νερό». νϊ Ο Τσάρλι ήταν βαρύς και οι σανίδες που σκέπαζαν την τρύπα που ανοιγόταν μες στο ψηλό γρασίδι ήταν πιο σάπιες από τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας. Ήταν φυσικό· αντίθετα από τη σκάλα, το ξύλινο σκέπασμα ήταν άμεσα εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης. Εργαστήκαμε προσεκτικά παρά το σκοτάδι που πύκνωνε, μη ξέροντας πόσο βαθύ ήταν το άνοιγμα από κάτω. Επιτέλους, μπόρεσα να σπρώξω τον ενοχλητικό τζόκεϊ αρκετά προς τη μια πλευρά, ώστε ο Γουάιρμαν και ο Τζακ να αδράξουν τα πόδια με την μπλε φουφούλα και τον παράξενο εκείνο διασκελισμό. Καθώς το έκανα, πάτησα πάνω στο σαπισμένο ξύλινο σκέπασμα· κάποιος έπρεπε να το κάνει, κι εγώ ήμουν ο πιο ελαφρύς. Λύγισε κάτω απ' το βάρος μου, έβγαλε ένα μακρόσυρτο, προειδοποιητικό τριγμό και μια πνοή ξινού αέρα ανέβηκε στα ρουθούνια μου. «Κατέβα από δαύτο, Έντγκαρ!» ούρλιαξε ο Γουάιρμαν και την ίδια στιγμή ο Τζακ φώναξε, «Πιάσ' το, διάολε, θα τρυπήσει τα σανίδια και θα πέσει μέσα!» Έπιασαν τον Τσάρλι τη στιγμή που εγώ κατέβαινα από το ετοιμόρροπο σκέπασμα, ο Γουάιρμαν γύρω από τα λυγισμένα γόνατα κι ο Τζακ από τη μέση. Για μια στιγμή νόμισα ότι παρ' όλα αυτά θα έπεφτε μέσα στην τρύπα, παρασέρνοντάς τους και τους δυο μαζί του. Ύστερα έκαναν μια συνδυασμένη προσπάθεια αφήνοντας ταυτόχρονα ένα βογκητό κι έπεσαν ανάσκελα με το άγαλμα του τζόκεϊ από πάνω τους. Στο χαμογελαστό πρόσωπο του και στο κόκκινο καπελάκι του σέρνονταν άπειρα τεράστια σκαθάρια. Κάμποσα έπεσαν στο σφιγμένο πρόσωπο του Τζακ κι ένα τους χώθηκε κατευθείαν στο στόμα του Γουάιρμαν. Ο Γουάιρμαν ούρλιαξε, το έφτυσε και σηκώθηκε όρθιος μ' ένα σάλτο, συνεχίζοντας να φτύνει και τρίβοντας τα χείλη του. Μια στιγμή αργότερα βρέθηκε πλάι του κι ο Τζακ, χοροπηδώντας γύρω του και προσπαθώντας να διώξει τα ζωύφια από το πουκάμισο του. «Νερό!» μούγκρισε ο Γουάιρμαν. «Δώσ' μου το νερό, ένα τους
μπήκε στο στόμα μου, μπορούσα να το νιώσω να σέρνεται πάνω στη γλώσσα μου, γαμώτο!» «Δεν υπάρχει νερό», είπα, ψάχνοντας μέσα στο σημαντικά αδειασμένο σακίδιο. Τώρα που είχα πέσει στα γόνατα, μπορούσα να μυρίσω τον αέρα που έβγαινε από την ακανόνιστη τρύπα εκεί που είχε μετακινηθεί το σκέπασμα πολύ καλύτερα απ' ό,τι ήθελα. Ήταν η οσμή που αναδύεται από έναν πρόσφατα παραβιασμένο τάφο. Το οποίο, ασφαλώς, ήταν αναμενόμενο. «Μόνο Πέπσι». «Τσίζμπεργκερ, τσίζμπεργκερ, Πέπσι», είπε ο Τζακ. «Όχι Κόκα Κόλα». Γέλασε σαστισμένα. Έδωσα στον Γουάιρμαν ένα κουτάκι αναψυκτικό. Το κοίταξε δύσπιστα για μια στιγμή, ύστερα έβαλε το δάχτυλο στο κρικάκι και το άνοιξε. Γέμισε το στόμα του, έφτυσε τον καφετή αφρό, το ξαναγέμισε και ξανάφτυσε. Το υπόλοιπο κουτί το ήπιε σε τέσσερις μεγάλες ρουφηξιές. «Ay, caramba!*» είπε. «Είσαι σκληρό καρύδι, Βαν Γκογκ». Εγώ κοιτούσα τον Τζακ. «Τι λες; Μπορούμε να το μετακινήσουμε;» Ο Τζακ περιεργάστηκε μερικές στιγμές το σκέπασμα, ύστερα έπεσε στα γόνατα και άρχισε να το καθαρίζει από τις κληματσίδες που ήταν κολλημένες στις πλευρές του. «Ναι», είπε. «Αλλά πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτές τις αηδίες». «Έπρεπε να είχαμε φέρει ένα λοστό», είπε ο Γουάιρμαν. Ακόμα έφτυνε. Δεν τον κατηγορούσα. «Δε θα είχε ωφελήσει, δε νομίζω», είπε ο Τζακ. «Το ξύλο είναι πολύ σάπιο. Βοήθησέ με, Γουάιρμαν». Κι όταν έπεσα κι εγώ στα γόνατα πλάι του: «Μην μπαίνεις στον κόπο, αφεντικό. Αυτή είναι δουλειά γι' ανθρώπους με δυο χέρια». Ένιωσα άλλο ένα σπίθισμα θυμού στο άκουσμα αυτής της φράσης - η παλιά οργή ήταν πολύ κοντά τώρα- και το κατέπνιξα όσο καλύτερα μπορούσα. Στάθηκα και τους παρακολουθούσα να μπουσουλάνε γύρω από το κυκλικό σκέπασμα, κόβοντας τις κληματσίδες και τα αγριόχορτα ενώ το φως στον ουρανό λιγόστευε. Ένα μόνο πουλί πέρασε πετώντας, με τα φτερά του μαζεμένα. Πετούσε ανάποδα. Έβλεπες κάτι τέτοιο και σου ερχόταν να πας και να κλειστείς στο πιο κοντινό τρελάδικο. Κατά προτίμηση για πολύ καιρό. *Π' ανάθεμα! (Σ.τ.Μ.)
Δούλευαν ο ένας απέναντι απ' τον άλλο, και όπως ο Γουάιρμαν πλησίαζε στο μέρος όπου είχε αρχίσει ο Τζακ κι ο Τζακ κόντευε να φτάσει εκεί όπου είχε ξεκινήσει ο Γουάιρμαν, είπα: «Έχεις βάλει καμάκι στο ψαροτούφεκο του Ίστλεϊκ, Τζακ;» Σήκωσε το βλέμμα. «Ναι. Γιατί;» «Επειδή, τελικά, η αναμέτρηση εκεί κάτω θα κριθεί στο φώτοφίνις». νίί Ο Τζακ και ο Γουάιρμαν γονάτισαν από το ένα πλάι του καπακιού. Εγώ γονάτισα από το άλλο. Από πάνω μας, ο ουρανός είχε σκουρύνει σ' ένα λουλακί που σύντομα θα γινόταν μενεξεδί. «Με το τρία», είπε ο Γουάιρμαν. «Uno... dos... TRES!» Αυτοί τράβηξαν κι εγώ έσπρωξα όσο καλύτερα μπορούσα με το χέρι που μου απέμενε. Δεν τα κατάφερνα κι άσχημα, γιατί το χέρι που μου απέμενε είχε δυναμώσει τους μήνες που είχα μείνει στο Ντούμα Κη. Για μια στιγμή, το καπάκι αντιστάθηκε. Ύστερα γλίστρησε προς τον Γουάιρμαν και τον Τζακ, αποκαλύπτοντας μια φέτα σκοταδιού -ένα μαύρο και φιλόξενο χαμόγελο. Η φέτα πάχυνε, έγινε πρώτα μισοφέγγαρο κι ύστερα πλήρης κύκλος. Ο Τζακ σηκώθηκε. Το ίδιο και ο Γουάιρμαν. Έψαχνε τα χέρια του, μήπως σέρνονταν κι άλλα μαμούνια. «Ξέρω πώς νιώθεις», είπα, «αλλά δε νομίζω ότι έχουμε χρόνο για να ξεψειριαστείς εντελώς». «Σύμφωνοι, αλλά αν δεν έχεις μασουλήσει ένα από αυτά τα maricones, δεν ξέρεις πώς νιώθω». «Πες μας τι να κάνουμε, αφεντικό», είπε ο Τζακ. Κοιτούσε ανήσυχα μες στο λάκκο, απ' όπου έβγαινε ακόμα εκείνη η αρρωστημένη μπόχα. «Γουάιρμαν, έχεις χρησιμοποιήσει πριν το όπλο του Ίστλεϊκ, σωστά;» «Ναι, σε στόχους. Με τη μις Ίστλεϊκ. Δεν είπα ότι ήμουν ο επίλεκτος σκοπευτής της ομάδας;» «Τότε να είσαι σε επαγρύπνηση. Τζακ, φέξε με το φακό». Μπόρεσα να δω από το πρόσωπο του ότι δεν ήθελε να το κάνει, αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή -ώσπου να τελειώσει αυτό, δεν υπήρχε επιστροφή. Κι αν δεν τέλειωνε, δε θα υπήρχε καμιά επιστροφή.
Διά ξηράς, τουλάχιστον. Σήκωσε το φακό με το μακρύ στέλεχος, τον άναψε και κατηύθυνε την ισχυρή φωτεινή του δέσμη μέσα στην τρύπα. «Ω Θεέ μου», ψιθύρισε. Ήταν πράγματι μια στέρνα σκαμμένη μέσα στον κοραλλιογενή βράχο, αλλά κάποια στιγμή μέσα στα τελευταία ογδόντα χρόνια το έδαφος είχε μετατοπιστεί, ένα ρήγμα είχε ανοίξει -πιθανώς στον πάτο- και το νερό είχε στραγγίξει. Αυτό που αντικρίσαμε στο φως του φακού ήταν ένα υγρό, σκεπασμένο από βρύα λαγούμι, με περίπου τρία με τριάμισι μέτρα βάθος και γύρω στο ενάμισι μέτρο διάμετρο. Στον πυθμένα, μπλεγμένοι σ' ένα αγκάλιασμα που είχε διαρκέσει ογδόντα χρόνια, κείτονταν δυο σκελετοί ντυμένοι με σάπια κουρέλια. Σκαθάρια σέρνονταν με ζήλο γύρω τους. Ασπριδερά βατράχια -μικρά αγόρια- χοροπηδούσαν πάνω στα οστά. Ένα καμάκι ήταν πεσμένο πλάι στον ένα σκελετό. Η άκρη του δεύτερου καμακιού ήταν ακόμα χωμένη στην κιτρινισμένη σπονδυλική στήλη της παραμάνας Μέλντα. Το φως άρχισε να ταλαντεύεται. Επειδή ο νεαρός άντρας που το κρατούσε ταλαντευόταν. «Μη λιποθυμήσεις τώρα, Τζακ!» είπα απότομα. «Αυτό είναι διαταγή!» «Είμαι εντάξει, αφεντικό». Αλλά τα μάτια του έμοιαζαν γυάλινα κι είχαν γουρλώσει, και πίσω από το φακό -που δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί τελείως στο χέρι του- το πρόσωπο του ήταν κατάχλομο. «Αλήθεια». «Ωραία. Φέξε πάλι εκεί κάτω. Όχι, στ' αριστερά. Λίγο περισσότερο... εκεί». Η δέσμη του φακού έπεσε πάνω σ' ένα βαρελάκι από ουίσκι Μπολ, που τώρα δεν ήταν περισσότερο από μια καμπούρα κάτω από ένα παχύ στρώμα βρύων. Ένα από τα λευκά βατράχια ήταν κουκουβισμένο πάνω του. Με κοίταξε, με τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν μοχθηρά. Ο Γουάιρμαν κοίταξε το ρολόι του. «Έχουμε... νομίζω γύρω στα δεκαπέντε λεπτά πριν να βασιλέψει ο ήλιος. Ίσως λίγο περισσότερο, ίσως λίγο λιγότερο. Οπότε;...» «Οπότε ο Τζακ θα βάλει τη σκάλα μέσα στην τρύπα κι εγώ θα κατεβώ». «Έντγκαρ... mi amigo... έχεις μόνο ένα χέρι».
«Πήρε την κόρη μου. Δολοφόνησε την Ίλσε. Ξέρεις ότι αυτό είναι δική μου δουλειά». «Εντάξει». Ο Γουάιρμαν κοίταξε τον Τζακ. «Μας μένει να βρούμε ένα στεγανό δοχείο». «Μην ανησυχείς», είπε εκείνος κι ύστερα πήρε τη σκάλα και μου έδωσε το φακό. «Φέξε εκεί κάτω, Έντγκαρ. Χρειάζομαι και τα δυο μου χέρια γι' αυτό που κάνω». Μου φάνηκε ότι του πήρε μια αιωνιότητα ώσπου να τοποθετήσει τη σκάλα με τρόπο που να τον ικανοποιεί, αλλά τελικά τα πόδια της ακούμπησαν στον πυθμένα, ανάμεσα στα κόκαλα του τεντωμένου χεριού της παραμάνας Μέλντα (μπορούσα ακόμα να διακρίνω τα ασημένια βραχιόλια της, αν και τώρα ήταν σκεπασμένα από βρύα) και σ' ένα από τα πόδια της Άντι. Η σκάλα ήταν πράγματι πολύ κοντή και το πάνω σκαλοπάτι ήταν εξήντα εκατοστά πιο χαμηλά από την επιφάνεια του εδάφους. Μικρό το κακό· στην αρχή, θα μπορούσα να στηριχτώ πάνω στον Τζακ. Σκέφτηκα να τον ξαναρωτήσω για το δοχείο όπου θα κλείναμε την πορσελάνινη φιγούρα, αλλά δεν το έκανα. Δε φαινόταν να ανησυχεί καθόλου γι' αυτό και αποφάσισα να τον εμπιστευτώ τυφλά. Ήταν πραγματικά πολύ αργά για να κάνω διαφορετικά. Μες στο κεφάλι μου, μια φωνή, πολύ χαμηλή, σχεδόν στοχαστική, είπε: Σταμάτησε τώρα, και θα σ' αφήσω να φύγεις χωρίς να πάθεις τίποτα. «Ποτέ», είπα. Ο Γουάιρμαν με κοίταξε χωρίς έκπληξη: «Το άκουσες κι εσύ, ε;» viii Ξαπλώθηκα μπρούμυτα κι έχωσα τα πόδια μου στην τρύπα. Ο Τζακ με άρπαξε από τους ώμους. Ο Γουάιρμαν στεκόταν πλάι του με το γεμάτο ψαροτούφεκο στα χέρια και τρία ακόμα από τα καμάκια με ασημένιες αιχμές χωμένα στη ζώνη του. Ο φακός ήταν ακουμπισμένος στο έδαφος ανάμεσά τους, φωτίζοντας ένα μπερδεμένο κουβάρι από ξεριζωμένα αγριόχορτα και κληματσίδες. Η μπόχα της στέρνας ήταν πολύ δυνατή κι ένιωσα ένα γαργάλημα στο καλάμι, σαν κάτι να έτρεχε πάνω στο πόδι μου. Έπρεπε να είχα χώσει τα ρεβέρ του παντελονιού μου μέσα στις αρβύλες
μου, αλλά ήταν λίγο αργά για να γυρίσω πίσω και να ξαναρχίσω απ' την αρχή. «Νιώθεις τη σκάλα;» ρώτησε ο Τζακ. «Την έφτασες;» «Όχι, ε...» Εκείνη τη στιγμή το πόδι μου άγγιξε το πάνω σκαλοπάτι. «Να την. Περίμενε». «Σε κρατάω, μην ανησυχείς». Έλα εδώ κάτω και θα σε σκοτώσω. «Για προσπάθησε», είπα. «Έρχομαι, στρόφα, γι' αυτό βάλε τα δυνατά σου». Ένιωσα τα χέρια του Τζακ να σφίγγονται σπασμωδικά στους ώμους μου. «Χριστέ μου, αφεντικό, τρα...» «Σίγουρα. Εσύ απλά συνέχισε να με κρατάς». Η σκάλα είχε συνολικά έξι σκαλοπάτια. Ο Τζακ μπόρεσε να με κρατήσει από τους ώμους ώσπου κατέβηκα τα τρία και χώθηκα μέσα στην τρύπα μέχρι το στήθος. Πήγε να μου δώσει το φακό. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Χρησιμοποίησέ τον για να με εντοπίζεις». «Δεν κατάλαβες. Δεν τον χρειάζεσαι για να σου φέγγει, τον χρειάζεσαι γι' αυτήν». Για ένα λεπτό, εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω. «Ξεβίδωσε το επάνω μέρος του. Βγάλε τις μπαταρίες. Βάλ' τη μέσα. Ύστερα θα σου δώσω το νερό». Ο Γουάιρμαν γέλασε, αλλά όχι επειδή είχε ακούσει κάτι αστείο. «Πολύ του αρέσει αυτό του Γουάιρμαν, nino». Ύστερα έσκυψε σ' εμένα. «Και τώρα προχώρα. Σκρόφα ή στρόφα, πνίχ' την κι ας τελειώνουμε με δαύτη». ix Το τέταρτο σκαλοπάτι έσπασε. Η σκάλα έγειρε, κι εγώ έπεσα με το φακό ακόμα σφιγμένο ανάμεσα στο πλευρό μου και στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου μου χεριού, να φωτίζει πρώτα τον ουρανό που έπαιρνε να σκοτεινιάζει κι ύστερα τα σκεπασμένα με βρύα εξογκώματα του κοραλλιογενούς βράχου. Το κεφάλι μου χτύπησε πάνω σ' ένα από αυτά και είδα αστεράκια. Μια στιγμή αργότερα, ήμουν σωριασμένος πάνω σ' ένα αιχμηρό στρώμα οστών και αντίκριζα το αιώνιο μειδίαμα της Αντριάνα Ίστλεϊκ Πόλσον. Ένας από
εκείνους τους ασπρουλιάρηδες βατράχους πήδηξε καταπάνω μου ανάμεσα από τα γεμάτα βρύα δόντια της και τον έδιωξα χτυπώντας τον με το στέλεχος του φακού. «Muchacho!» φώναξε ο Γουάιρμαν και ο Τζακ πρόσθεσε, «Αφεντικό, είσαι καλά;» Είχα τραυματιστεί κάπου μέσα στα μαλλιά μου -μπορούσα να νιώσω το αίμα να κυλάει στο πρόσωπο μου σε ζεστά ρυάκια-, αλλά μάλλον ήμουν εντάξει· σίγουρα είχα περάσει και χειρότερα στην Πολιτεία των Δέκα Χιλιάδων Λιμνών. Και η σκάλα, παρ' όλο που είχε γείρει, άντεχε ακόμα. Κοίταξα στα δεξιά μου και είδα το σκεπασμένο με βρύα βαρελάκι από το ουίσκι Μπολ που είχαμε κάνει τόσο ταξίδι για να το βρούμε. Υπήρχαν δύο βάτραχοι πάνω του τώρα αντί για έναν. Με είδαν που τους κοιτούσα και πήδηξαν στο πρόσωπο μου, με μάτια γουρλωτά και στόματα ορθάνοιχτα. Δεν είχα αμφιβολία ότι η Περς ευχόταν να είχαν δόντια, όπως το μεγάλο αγόρι της Ελίζαμπεθ. Α, οι παλιές, καλές μέρες. «Είμαι καλά», είπα, διώχνοντας με μια ανάστροφη τους βατράχους και προσπαθώντας να ανακαθίσω. Κόκαλα έσπασαν από κάτω και γύρω μου. Μόνο που... όχι. Δεν έσπασαν. Ήταν πολύ παλιά και υγρά για να σπάσουν. Πρώτα λύγισαν και ύστερα διαλύθηκαν μ' έναν κούφιο κρότο. «Στείλε μου το νερό. Μπορείς να το βάλεις μέσα στο σάκο, μόνο προσπάθησε να μη με χτυπήσεις στο κεφάλι». Κοίταξα την παραμάνα Μέλντα. Θα σου πάρω τα ασημένια βραχιόλια σου, της είπα, αλλά δε σ' τα κλέβω. Αν είσαι κάπου εδώ κοντά και μπορείς να δεις τι κάνω, ελπίζω ότι θα το θεωρήσεις σαν ένα είδος μοιράσματος. Ένα είδος μεταβίβασης. Τα έβγαλα από το λείψανο της και τα πέρασα στον αριστερό καρπό μου, υψώνοντας το χέρι μου κι αφήνοντας τη βαρύτητα να τα γλιστρήσει μέχρι το σημείο όπου σφήνωσαν. Από πάνω μου, ο Τζακ είχε κρεμαστεί με το κεφάλι μέσα στη στέρνα. «Πρόσεχε, Έντγκαρ!» Ο σάκος κατέβηκε. Ένα από τα κόκαλα που είχα σπάσει πέφτοντας τρύπησε το πλαστικό και ένα ρυάκι νερού ανάβλυσε. Ούρλιαξα έντρομος και θυμωμένος, άνοιξα το σάκο, κοίταξα μέσα. Μόνο ένα πλαστικό μπουκάλι είχε τρυπήσει. Τα άλλα δύο ήταν ακόμα άθικτα. Στράφηκα στο σκεπασμένο με βρύα πήλινο βαρέλι, έχωσα το χέρι μου μέσα στην παχιά γλίνα από κάτω του και προσπάθησα
να το ελευθερώσω. Δεν έλεγε να κουνηθεί, αλλά το πράγμα που κρυβόταν μέσα του μου είχε πάρει την κόρη μου κι ήμουν αποφασισμένος να το εξοντώσω. Τελικά, το βαρέλι κύλησε προς το μέρος μου και την ίδια στιγμή ένα μεγάλο κομμάτι κοραλλιού γλίστρησε από την άλλη μεριά κι έπεσε βαριά στο λασπώδη πυθμένα της στέρνας. Έστρεψα το φακό στο βαρέλι. Υπήρχε μόνο ένα λεπτό στρώμα βρύων στην πλευρά που κοιτούσε προς το τοίχωμα της στέρνας και διέκρινα τον Χαϊλάντερ με το κιλτ του, με το ένα πόδι σηκωμένο πίσω στη χαρακτηριστική χορευτική φιγούρα του. Διέκρινα επίσης μια πριονωτή ρωγμή να διατρέχει ίσια κάτω την κοιλιά του βαρελιού. Την είχε κάνει εκείνο το κομμάτι του κοραλλιού, όταν έπεσε από το τοίχωμα της στέρνας. Το βαρελάκι που είχε γεμίσει η Λίμπιτ από την πισίνα το 1927 έτρεχε από τότε που το είχε χτυπήσει εκείνο το ξεκολλημένο κομμάτι κοραλλιού, και τώρα είχε σχεδόν αδειάσει. Άκουσα κάτι να κροταλίζει μέσα. Θα σε σκοτώσω αν δε σταματήσεις, αλλά, αν σταματήσεις, θα σε αφήσω να φύγεις. Κι εσένα και τους φίλους σου. Ένιωσα τα χείλη μου να τραβιούνται σ' ένα χαιρέκακο μειδίαμα. Και μήπως είχε δει και η Παμ ένα τέτοιο μειδίαμα, όταν το χέρι μου έκλεινε γύρω απ' το λαιμό της; Φυσικά και το είχε δει. «Δεν έπρεπε να είχες σκοτώσει την κόρη μου». Σταμάτησε τώρα, αλλιώς θα πάρω και την άλλη. Ο Γουάιρμαν μου φώναξε κι η απόγνωση στη φωνή του δεν κρυβόταν. «Μόλις ξεπρόβαλε η Αφροδίτη, amigo. Θαρρώ πως αυτό είναι κακό σημάδι». Καθόμουν στηριγμένος στον υγρό τοίχο, με κοράλλια να κεντρίζουν την πλάτη μου και κόκαλα τα πλευρά μου. Οι κινήσεις μου ήταν περιορισμένες και σε κάποια άλλη διάσταση ο γοφός μου μου έδινε σουβλιές -δεν ούρλιαζε ακόμα από τον πόνο, αλλά πιθανώς σύντομα θα το έκανε κι αυτό. Ούτε που μπορούσα να φανταστώ πώς θα κατόρθωνα να σκαρφαλώσω πάλι από τη σκάλα σε τέτοια κατάσταση, αλλά ήμουν πολύ οργισμένος για να νοιαστώ γι' αυτό. «Με συγχωρείς, Μπισκοτάκι», ψιθύρισα στην Άντι κι έχωσα τη βάση του φακού στο οστέινο στόμα της. Ύστερα πήρα το πήλινο βαρελάκι στα δυο μου χέρια... γιατί και τα δυο μου χέρια ήταν εκεί.
Λύγισα το καλό μου πόδι, σπρώχνοντας κόκαλα και λάσπη δεξιά κι αριστερά με το τακούνι της αρβύλας μου, σήκωσα το βαρελάκι μέσα στη γεμάτη σκόνη φωτεινή δέσμη του φακού και το κατέβασα με δύναμη στο ανασηκωμένο μου γόνατο. Ράγισε πάλι, αποδεσμεύοντας μια μικρή ποσότητα λασπώδους νερού, αλλά δεν έσπασε. Η Περς ούρλιαξε μέσα του κι ένιωσα τη μύτη μου ν' αρχίζει να αιμορραγεί. Και το φως του φακού άλλαξε. Έγινε κόκκινο. Μέσα σ' εκείνη την άλικη λάμψη, τα κρανία της Άντι Πόλσον και της παραμάνας Μέλντα με παρατηρούσαν χάσκοντας και μειδιώντας. Κοίταξα τους σκεπασμένους με βρύα τοίχους εκείνου του βρομερού λαγουμιού στο οποίο είχα κατεβεί με δική μου πρωτοβουλία και είδα κι άλλα πρόσωπα; της Παμ... της Μαίρης Άιρ, παραμορφωμένο από οργή καθώς κατέβαζε τη λαβή του όπλου της στο κεφάλι της Ίλσε... του Κέιμεν, γεμάτο από την έκπληξη του θανάτου καθώς κατέρρεε χτυπημένος από την αιφνίδια καρδιακή προσβολή... του Τομ, που έστριβε το τιμόνι του αυτοκινήτου του για να το στείλει να καρφωθεί στο τσιμέντο με εκατόν δέκα χιλιόμετρα την ώρα. Και, το χειρότερο απ' όλα, είδα τη Μόνικα Γκόλντστιν να ουρλιάζει Εσύ σκότωσες το σκυλάκι μου! «Έντγκαρ, τι συμβαίνει;» Ήταν η φωνή του Τζακ, από χίλια χιλιόμετρα μακριά. Θυμήθηκα τους Σαρκ Πάπι στον Δε Μπόουν, να τραγουδάνε το «Dig». Θυμήθηκα εμένα να λέω στον Τομ, Εκείνος ο άνθρωπος πέθανε μέσα στο φορτηγάκι του. Τότε βάλε με στην τσέπη σου και θα φύγουμε μαζί, είπε εκείνη. Θ' ανοίξουμε μαζί πανιά για την πραγματική άλλη ζωή σου κι όλες οι πολιτείες του κόσμου θα είναι δικές σου. Θα ζήσεις πολύ... μπορώ να το κανονίσω αυτό... και θα είσαι ο πιο τρανός καλλιτέχνης του καιρού σου. Θα σε μνημονεύουν μαζί με τον Γκόγια. Με τον Λεονάρντο. «Έντγκαρ;» Υπήρχε πανικός στη φωνή του Γουάιρμαν. «Έρχονται άνθρωποι από τη μεριά της παραλίας. Νομίζω πως τους ακούω. Δε μου αρέσει καθόλου αυτό, muchacho». Δεν τους χρειάζεσαι. Δεν τους χρειαζόμαστε. Αυτοί είναι απλά... απλά το πλήρωμα. Είναι απλά το πλήρωμα. Στο άκουσμα αυτής της φράσης, η κόκκινη οργή κατέκλυσε το νου μου ενώ το δεξί μου χέρι άρχισε πάλι να εξαφανίζεται. Αλλά πριν χαθεί τελείως... πριν καταλαγιά-
σει η οργή μου και μου φύγει από το χέρι το καταραμένο ραγισμένο βαρέλι... «Να πάρεις το πλήρωμα και το καράβι σου και να τα χώσεις στο μώλο σου, στρόφα», είπα και σήκωσα το βαρέλι πάνω από το πονεμένο, υψωμένο γόνατο μου. «Να τα χώσεις στο βόλο σου». Το κατέβασα όσο πιο δυνατά μπορούσα σ' εκείνο το οστέινο καρούμπαλο. Πόνεσα, αλλά ο πόνος ήταν λιγότερος από αυτόν για τον οποίο είχα προετοιμαστεί... και, τελικά, έτσι συμβαίνει συνήθως, δε νομίζετε; «Να τα χώσεις στον καταραμένο το θόλο σου». Το βαρέλι δεν έσπασε· όντας ήδη ραγισμένο, απλώς έσκασε, περιλούζοντας το τζιν παντελόνι μου με θολή υγρασία από τα τρία περίπου δάχτυλα νερού που είχαν απομείνει ακόμα μέσα. Και μια μικρή πορσελάνινη φιγούρα κατρακύλησε έξω: μια γυναίκα, τυλιγμένη σ' ένα μανδύα με κουκούλα. Το χέρι που συγκρατούσε τις άκρες του μανδύα στο λαιμό της στην πραγματικότητα δεν ήταν χέρι, ήταν μια αρπάγη. Την πήρα και την σήκωσα. Δεν είχα χρόνο να την περιεργαστώ -έρχονταν τώρα, δεν είχα καμιά αμφιβολία γι' αυτό, έρχονταν για τον Γουάιρμαν και τον Τζακ-, αλλά υπήρχε αρκετός χρόνος για να δω ότι η Περς ήταν εκπληκτικά όμορφη. Αν, δηλαδή, μπορούσες να αγνοήσεις το χέρι-αρπάγη και την ανησυχητική υπόνοια ενός τρίτου ματιού πίσω από τα μαλλιά που χύνονταν απ' την κουκούλα της και σκέπαζαν το μέτωπο της. Η φιγούρα ήταν επίσης εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη, σχεδόν διάφανη. Μόνο που, όταν προσπάθησα να τη σπάσω ανάμεσα στα χέρια μου, ήταν σαν να προσπαθούσα να σπάσω ατσάλι. «Έντγκαρ!» ούρλιαξε ο Τζακ. «Καθυστερήστε τους!» είπα κοφτά. «Πρέπει να τους καθυστερήσετε!» Την έχωσα στην τσέπη του πουκαμίσου μου κι αμέσως ένιωσα μια αηδιαστική ζεστασιά ν' απλώνεται σιγά σιγά σε όλο μου το δέρμα. Κι ένα βόμβο. Το αναξιόπιστο μαγικό χέρι μου είχε χαθεί και πάλι, έτσι σφήνωσα ένα μπουκάλι Εβιάν ανάμεσα στο πλευρό και στο κολόβωμα του ακρωτηριασμένου χεριού μου και ξεβίδωσα το καπάκι. Επανέλαβα αυτή την αδέξια και χρονοβόρα διαδικασία με το άλλο μπουκάλι. Από πάνω, ο Γουάιρμαν ακούστηκε να φωνάζει, με φωνή σχεδόν αταλάντευτη: «Κάντε πίσω! Αυτό το πράγμα έχει μύτη από ασήμι! Θα το χρησιμοποιήσω!»
Η απάντηση στην απειλή του ακούστηκε καθαρά, ακόμα και στον πάτο της στέρνας. «Νομίζεις πως μπορείς να το ξαναγεμίσεις αρκετά γρήγορα, ώστε να μας πυροβολήσεις και τους τρεις;» «Όχι, Έμερι», αποκρίθηκε ο Γουάιρμαν. Μιλούσε σαν σ' ένα παιδί και η φωνή του είχε ανακτήσει πλήρως τη σταθερότητά της. Ποτέ δεν ένιωσα να τον αγαπώ περισσότερο από εκείνη τη στιγμή. «Θ' αρκεστώ σ' εσένα». Τώρα ερχόταν το δύσκολο, το τρομερό μέρος της επιχείρησης. Άρχισα να ξεβιδώνω το καπάκι του φακού. Στη δεύτερη βόλτα το φως έσβησε και βρέθηκα σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι. Πέταξα τις αλκαλικές μπαταρίες από τον ατσάλινο σωλήνα του φακού κι ύστερα έψαξα ψηλαφητά για το πρώτο μπουκάλι. Τα δάχτυλά μου έκλεισαν γύρω του και το άδειασα μέσα, πάντα ψηλαφητά. Δεν είχα ιδέα πόσο νερό μπορούσε να χωρέσει ο φακός και νόμιζα πως το ένα μπουκάλι θα ήταν αρκετό για να γεμίσει μέχρι πάνω. Έκανα λάθος. Είχα απλώσει το χέρι για να πιάσω το δεύτερο, όταν πρέπει να έπεσε η νύχτα στο Ντούμα Κη. Το λέω αυτό, γιατί τότε ήταν που η πορσελάνινη φιγούρα μέσα στην τσέπη μου ζωντάνεψε.
χ Κάθε φορά που αμφιβάλλω για εκείνο το τελευταίο, παρανοϊκό κομμάτι της παραμονής μου μέσα στη στέρνα, το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να κοιτάξω το πυκνό πλέγμα από λευκές ουλές στην αριστερή πλευρά του στέρνου μου. Όποιος με δει γυμνό δε θα τους δώσει ιδιαίτερη προσοχή· εξαιτίας του ατυχήματος μου, το κορμί μου είναι ένας οδικός χάρτης από ουλές κι εκείνη η μικρή λευκή δέσμη τείνει να χάνεται μέσα στις πιο φανταχτερές. Όμως αυτές έγιναν από τα δόντια μιας ζωντανής κούκλας. Μιας κούκλας που μάσησε το πουκάμισο και το δέρμα μου κι έφτασε μέχρι το μυ από κάτω. Μιας κούκλας που ήθελε να με ροκανίσει ώσπου να φτάσει στην καρδιά μου.
Παραλίγο ν' αναποδογυρίσω το δεύτερο μπουκάλι με το νερό πριν καταφέρω να το πιάσω. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην έκπληξη, αλλά κι ο πόνος ήταν μεγάλος και έμπηξα τις φωνές. Ένιωσα φρέσκο αίμα να τρέχει, αυτή τη φορά κυλώντας μες στο πουκάμισο μου, στην πτυχή ανάμεσα στο στέρνο και στην κοιλιά μου. Συστρεφόταν μέσα στην τσέπη μου, σφάδαζε μέσα στην τσέπη μου, τα δόντια της βυθίζονταν στη σάρκα μου και τη δάγκωναν και την όργωναν, σκάβοντας ολοένα πιο βαθιά. Έπρεπε να την ξεκολλήσω από πάνω μου και μαζί της ξεκόλλησα ένα μεγάλο κομμάτι ματωμένου υφάσματος και σάρκας. Η φιγούρα είχε χάσει τη λεία και δροσερή αίσθηση της πορσελάνης. Τώρα έκαιγε και σπαρταρούσε μέσα στο χέρι μου. «Για έλα να σε δω!» ούρλιαξε ο Γουάιρμαν από πάνω. «Έλα, το θέλεις;» Βύθισε τα μικροσκοπικά πορσελάνινα δόντια της, μυτερά σαν βελόνες, στο κομμάτι της σάρκας ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη μου. Ούρλιαξα. Ίσως και να μου είχε ξεφύγει τότε, παρ' όλο το άχτι, την οργή και την αποφασιστικότητά μου, αλλά τα βραχιόλια της παραμάνας Μέλντα γλίστρησαν χαμηλά και την ένιωσα να τραβιέται μακριά τους, να ζαρώνει πιο βαθιά μες στην παλάμη μου. Ένα πόδι της κατάφερε να γλιστρήσει ανάμεσα στον μέσο και τον παράμεσό μου. Έκλεισα σφιχτά τα δάχτυλά μου, ακινητοποιώντας το. Ακινητοποιώντας την. Οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές. Δεν μπορώ να πάρω όρκο ότι ένα από τα βραχιόλια την άγγιζε -ήταν πίσσα σκοτάδι-, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι έτσι συνέβαινε. Από πάνω μου ακούστηκε το υπόκωφο ΤΣΑΦ του συμπιεσμένου αέρα καθώς ένα καμάκι εκσφενδονιζόταν από το πιστόλι του Ίστλεϊκ, κι ύστερα μια κραυγή που ήταν σαν να μου τρυπούσε τον εγκέφαλο. Κάτω από αυτήν -πίσω της-, άκουσα τον Γουάιρμαν να φωνάζει, «Καλύψου πίσω μου, Τζακ! Πάρε ένα από τα...» Ύστερα τίποτ' άλλο, μόνο τα γρυλίσματα και τις κραυγές των φίλων μου, και το θυμωμένο, απόκοσμο γέλιο δυο πεθαμένων από καιρό παιδιών. Είχα τον κύλινδρο του φακού σφηνωμένο ανάμεσα στα γόνατά μου και δε χρειαζόμουν κανέναν να μου πει πως οτιδήποτε μπορούσε να πάει στραβά μες στο σκοτάδι, ιδιαίτερα για έναν μονόχει-
ρα. Θα είχα μόνο μία ευκαιρία. Υπό τέτοιες συνθήκες, είναι καλύτερα να μη διστάζεις. Όχι! Σταμάτα! Μην το κάνεις αν... Την έριξα μέσα, και αμέσως συνέβη τουλάχιστον μια αλλαγή: από πάνω μου, το θυμωμένο γέλιο των παιδιών έδωσε τη θέση του σε στριγκλιές έκπληξης και τρόμου. Ύστερα άκουσα τη φωνή του Τζακ. Ακουγόταν υστερικός και μισοτρελαμένος, αλλά ποτέ άλλοτε δε χάρηκα τόσο στη ζωή μου στο άκουσμα μιας ανθρώπινης φωνής. «Ναι, τρέξτε να φύγετε! Πριν το κωλοκάραβό σας κάνει πανιά και σας αφήσει πίσω!» Τώρα είχα ν' αντιμετωπίσω ένα λεπτό πρόβλημα. Κρατούσα το φακό στο μοναδικό χέρι που μου απέμενε κι εκείνη ήταν μέσα... αλλά το καπάκι ήταν κάπου δίπλα μου μέσα στη στέρνα και δεν μπορούσα να το δω. Ούτε είχα άλλο χέρι για να το βρω ψηλαφώντας. «Γουάιρμαν!» φώναξα. «Γουάιρμαν, είσαι εκεί;» Ύστερα από μια σιωπή, αρκετά παρατεταμένη για να σπείρει μέσα μου τέσσερα διαφορετικά είδη φόβου και να τα ποτίσει για ν' αρχίσουν να φυτρώνουν, ο Γουάιρμαν απάντησε, «Ναι, muchacho. Είμαι ακόμα εδώ». «Όλα εντάξει;» «Ένας τους με έγδαρε και θα 'πρεπε να απολυμάνω το τραύμα, όμως κατά τα άλλα, ναι. Ουσιαστικά, νομίζω ότι κι οι δυο είμαστε μια χαρά». «Τζακ, μπορείς να κατεβείς κοντά μου; Χρειάζομαι να μου δώσεις ένα χέρι». Κι αφού το είπα αυτό, έτσι όπως στεκόμουν εκεί σκυφτός ανάμεσα στα κόκαλα, κρατώντας το γεμάτο νερό σωλήνα του φακού ψηλά σαν τον πυρσό του Αγάλματος της Ελευθερίας, άρχισα να γελάω. Μερικά πράγματα είναι απλά τόσο αλήθεια, που δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά.
Τα μάτια μου είχαν προσαρμοστεί αρκετά για να διακρίνω μια σκοτεινή σιλουέτα που έμοιαζε να χαμηλώνει πετώντας κοντά στο τοίχωμα της στέρνας -τον Τζακ, που κατέβαινε τη σκάλα. Ο σωλήνας του φακού βομβούσε μέσα στο χέρι μου -αδύναμα, αλλά αναμφίβολα. Φαντάστηκα μια γυναίκα να πνίγεται μέσα σε μια στενή ατσάλινη δεξαμενή κι αμέσως έδιωξα απ' τη σκέψη μου την εικόνα. Έμοιαζε υπερβολικά με αυτό που είχε συμβεί στην Ίλσε και το τέρας που είχα φυλακίσει δεν είχε τίποτα κοινό με την Ίλσε. «Λείπει ένα σκαλοπάτι», είπα. «Αν δε θέλεις να πεθάνεις εδώ κάτω, πρόσεχε πού πατάς». «Δε γίνεται να πεθάνω απόψε», είπε με φωνή αδύναμη και τρεμάμενη, που λίγο έλειψε να μην την αναγνωρίσω. «Έχω ένα ραντεβουδάκι αύριο». «Συγχαρητήρια». «Ευχαρι...» Ξέχασε το σπασμένο σκαλοπάτι. Η σκάλα κουνήθηκε. Για μια στιγμή, ήμουν βέβαιος ότι θα έπεφτε πάνω μου, πάνω στον ορθωμένο φακό. Το νερό θα χυνόταν έξω, αυτή θα χυνόταν έξω, κι όλοι οι κόποι μας θα είχαν πάει του κάκου. «Τι συμβαίνει;» φώναξε ο Γουάιρμαν από πάνω μας. «Τι διάβολο συμβαίνει;» Ο Τζακ κατάφερε να κολλήσει πάνω στον τοίχο, με το ένα χέρι να αδράχνει ένα σωτήριο κομμάτι κοραλλιού που έτυχε να βρει την τελευταία κρίσιμη στιγμή. Μπόρεσα να δω το ένα πόδι του να πατάει σταθερά στο επόμενο άθικτο σκαλοπάτι κι ακούστηκε ένας ανώδυνος ήχος υφάσματος που σχίζεται. «Ω αδερφάκι», ψιθύρισε. «Ω αδερφάκι, ω, γαμώτο». «Τι συμβαίνει;» μούγκρισε σχεδόν ο Γουάιρμαν. «Ο Τζακ Καντόρι έσκισε τον καβάλο του τζιν του», είπα. «Τώρα βγάλε το σκασμό για ένα λεπτάκι. Τζακ, έχεις σχεδόν κατεβεί. Η Περς είναι μέσα στο φακό, αλλά έχω μόνο το ένα χέρι και δεν μπορώ να πιάσω το καπάκι. Πρέπει να κατεβείς και να το βρεις. Δε με πειράζει αν πατήσεις πάνω μου, μόνο μη ρίξεις το φακό. Σύμφωνοι;»
«Σ-σύμφωνοι. Χριστέ μου, Έντγκαρ. Νόμιζα ότι θα κουτρουβαλιαστώ και θα σε πλακώσω». «Κι εγώ το ίδιο. Κατέβα τώρα. Αλλά σιγά σιγά». Κατέβηκε, πατώντας πρώτα στο μπούτι μου -που πόνεσε- κι ύστερα πάνω σ' ένα από τα άδεια μπουκάλια του Εβιάν. Το μπουκάλι έτριξε. Ύστερα πάτησε σε κάτι που έσπασε μ' έναν υγρό κρότο, σαν ελαττωματική ροκάνα. «Έντγκαρ, τι ήταν αυτό;» Ακουγόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι...» «Τίποτα». Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ήταν το κρανίο της Άντι. Ο γοφός του χτύπησε το φακό. Κρύο νερό χύθηκε πάνω στον καρπό μου. Μέσα στο μεταλλικό σωλήνα, κάτι κοπάνησε στο τοίχωμα και στριφογύρισε. Μες στο κεφάλι μου, ένα τρομερό πρασινόμαυρο μάτι -στο χρώμα που έχει το νερό στα βάθη της θάλασσας, τις τελευταίες στιγμές πριν χαθεί τελείως το φως- επίσης στριφογύρισε. Κοίταξε τις πιο μύχιες σκέψεις μου, το μέρος όπου ο θυμός ξεπερνάει την οργή και γίνεται φονική διάθεση. Είδε... κι ύστερα δάγκωσε. Όπως μια γυναίκα θα δάγκωνε ένα δαμάσκηνο. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την αίσθηση. «Πρόσεχε, Τζακ -είναι πολύ τριμόχωρα. Σαν σε υποβρύχιο-νάνο. Να είσαι όσο πιο προσεκτικός μπορείς». «Κοντεύω να τα παίξω, αφεντικό. Μ' έχει πιάσει μια μικρή κρίση κλειστοφοβίας». «Πάρε μια βαθιά ανάσα. Μπορείς να το κάνεις. Θα βγούμε σύντομα. Έχεις σπίρτα;» Δεν είχε. Ούτε αναπτήρα. Ο Τζακ μπορεί να μην έλεγε όχι σε μια εξάδα μπίρες το σαββατόβραδο, αλλά τα πνευμόνια του δεν ήταν μολυσμένα από καπνό. Έτσι ακολούθησαν κάμποσα εφιαλτικά λεπτά - ο Γουάιρμαν λέει ότι δεν ήταν περισσότερα από τέσσερα, αλλά σ' εμένα φάνηκαν τριάντα,.τουλάχιστον τριάντα-, κατά τα οποία ο Τζακ γονάτισε, έψαξε ψηλαφητά ανάμεσα στα κόκαλα, σηκώθηκε, μετακινήθηκε λίγο, γονάτισε πάλι κι άρχισε πάλι να ψάχνει. Το μπράτσο μου είχε αρχίσει να κουράζεται. Η χούφτα μου είχε αρχίσει να μουδιάζει. Οι πληγές στο στήθος μου συνέχιζαν να αιμορραγούν, είτε επειδή το αίμα μου αργούσε να πήξει είτε επειδή δε θα έπηζε καθόλου. Όμως η παλάμη μου ήταν το χειρότερο. Δεν την ένιωθα καθόλου και σύντομα άρχισα να πιστεύω ότι δεν κρατούσα πια καθόλου το σωλήνα του φακού, γιατί δεν μπορούσα
να τον δω κι άρχισα να μην τον αισθάνομαι πάνω στο δέρμα μου. Την αίσθηση του βάρους στο χέρι μου την είχε καταπιεί ο πόνος των κουρασμένων μυών μου. Χρειάστηκε να καταπολεμήσω την επιθυμία να χτυπήσω το μεταλλικό σωλήνα πάνω στο τοίχωμα της στέρνας για να σιγουρευτώ ότι τον κρατούσα ακόμα, κι ας ήξερα πως, αν το έκανα, μπορεί να μου έπεφτε. Άρχισα να σκέφτομαι ότι το καπάκι πρέπει να είχε χαθεί μέσα στο δαίδαλο από τα οστά και τα θραύσματα, κι ότι ο Τζακ δε θα το έβρισκε ποτέ χωρίς φως. «Τι συμβαίνει;» φώναξε ο Γουάιρμαν. «Τελειώνουμε!» αποκρίθηκα. Αίμα στάλαξε στο αριστερό μου μάτι, μ' έτσουξε και τρεμόπαιξα τα βλέφαρα για να το διώξω. Προσπάθησα να σκεφτώ την Ίλι, το If-So-Girl μου, και με τρόμο συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ το πρόσωπο της. «Μια μικρή μεσοποδιά, ένα μικρό μεθόδιο, αλλά τελειώνουμε». «Τι πράγμα;» «Αναποδιά! Μια μικρή αναποδιά, ένα μικρό εμπόδιο! Κουφάθηκες τελείως, Γουάιρμαν;» Έγερνε στ' αλήθεια ο σωλήνας του φακού; Φοβόμουν πως έγερνε. Ίσως το νερό να έτρεχε πάνω στο χέρι μου κι εγώ να ήμουν πολύ μουδιασμένος για να το νιώσω. Όμως, αν ο σωλήνας δεν έγερνε και προσπαθούσα να τον ισιώσω, θα έκανα τα πράγματα χειρότερα. Αν φεύγει νερό, το κεφάλι της θα ξαναβρεθεί πάνω από την επιφάνεια σε μερικά δευτερόλεπτα. Και τότε όλα θα έχουν τελειώσει. Το ξέρεις αυτό, σωστά; Το ήξερα. Κάθισα μες στο σκοτάδι με το μπράτσο μου υψωμένο, μη τολμώντας να κάνω τίποτα. Αιμορραγώντας και περιμένοντας. Ο χρόνος είχε ακυρωθεί και η μνήμη ήταν ένα φάντασμα. «Να το», είπε επιτέλους ο Τζακ. «Έχει μπλεχτεί στα παίδια κάποιου. Περίμενε... το έπιασα». «Ας είναι δοξασμένος ο Θεός», είπα. «Σ' ευχαριστώ, Χριστέ μου». Μπορούσα να τον δω εμπρός μου, μια σκοτεινή σιλουέτα, με το ένα γόνατο ανάμεσα στα άγαρμπα λυγισμένα πόδια μου, χωμένο μέσα στα σκόρπια ανακατωμένα κόκαλα που κάποτε αποτελούσαν μέρος της μεγαλύτερης κόρης του Τζον Ίστλεϊκ. Του άπλωσα το χέρι μου με το σωλήνα του φακού. «Βάλ' το και βίδωσέ το. Με το μαλακό, γιατί δεν μπορώ να το κρατήσω ίσιο για πολλή ώρα ακόμα». «Ευτυχώς», είπε, «εγώ έχω δύο χέρια». Κι έβαλε το ένα χέρι του πάνω απ' το δικό μου, σταθεροποιώντας το γεμάτο νερό φακό, ενώ
άρχισε να ξαναβιδώνει το καπάκι. Σταμάτησε μόνο μια φορά, για να με ρωτήσει γιατί έκλαιγα. «Από ανακούφιση», είπα. «Εμπρός. Τελείωνε. Βιάσου». Όταν τέλειωσε, του πήρα τον κλεισμένο φακό από τα χέρια. Δεν ήταν τόσο βαρύς όσο όταν ήταν γεμάτος με τις αλκαλικές μπαταρίες, αλλά δεν ήταν αυτό που μ' ένοιαζε. Αυτό που μ' ένοιαζε ήταν να βεβαιωθώ ότι το καπάκι ήταν βιδωμένο ερμητικά. Απ' ό,τι μου φάνηκε, ήταν. Είπα στον Τζακ να βάλει τον Γουάιρμαν να το ελέγξει ξανά, όταν θα ανέβαινε επάνω. «Θα το κάνω», είπε. «Και προσπάθησε να μη σπάσεις άλλα σκαλιά. Θα τα χρειαστώ όλα». «Αν περάσεις το σπασμένο, Έντγκαρ, θα σε τραβήξουμε εμείς έξω». «Εντάξει, κι εγώ δε θα πω σε κανέναν ότι έσκισες τον καβάλο του παντελονιού σου». Ακούγοντας αυτό, πραγματικά γέλασε. Παρακολούθησα τη σκοτεινή μορφή του να ανεβαίνει τη σκάλα, να κάνει μια μεγάλη δρασκελιά για να περάσει το σπασμένο σκαλοπάτι. Για μια στιγμή με κατέλαβε μια αμφιβολία, μαζί με μια φρικτή εικόνα μικροσκοπικών πορσελάνινων χεριών να ξεβιδώνουν από μέσα το καπάκι του φακού -ναι, μόλο που ήμουν βέβαιος ότι το γλυκό νερό την είχε ακινητοποιήσει-, αλλά ο Τζακ δεν έμπηξε τις φωνές ούτε ξανάπεσε κουτρουβαλώντας μέσα στη στέρνα και η κακή στιγμή πέρασε. Ένας κύκλος από πιο φωτεινό σκοτάδι ανοιγόταν πάνω απ' το κεφάλι μου και τελικά τον έφτασε. Όταν είχε βγει και είχε σηκωθεί όρθιος, ο Γουάιρμαν φώναξε σ' εμένα: «Σειρά σου τώρα, muchacho». «Σ' ένα λεπτό», είπα. «Έφυγαν οι φιλενάδες σας;» «Όπου φύγει φύγει. Τέρμα η άδεια εξόδου, υποθέτω». «Και ο Έμερι;» «Αυτό νομίζω πως πρέπει να το δεις μόνος σου. Έλα πάνω». Επανέλαβα: «Σ' ένα λεπτό». Ακούμπησα το κεφάλι μου στο γλιστερό από τα μούσκλα κοράλλι, έκλεισα τα μάτια μου και τέντωσα μπροστά το χέρι. Έψαξα ώσπου άγγιξα κάτι λείο και στρογγυλό. Ύστερα τα δυο πρώτα μου δάχτυλα γλίστρησαν μέσα σε μια κοιλότητα που ήταν σχεδόν σί-
γουρα η κόγχη ενός ματιού. Κι αφού ήμουν σίγουρος ότι το κρανίο που είχε τσακίσει με το πόδι του ο Τζακ ήταν της Αντριάνα... Όλα τελειώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σ' αυτό το άκρο του νησιού, είπα στην παραμάνα Μέλντα. Και σίγουρα αυτός δεν είναι κανένας σπουδαίος τάφος, αλλά ίσως να μη μείνεις για πολύ ακόμα εδώ, αγαπητή μου. «Μου επιτρέπεις να κρατήσω τα βραχιόλια σου; Ίσως να τα ξαναχρειαστώ». Ναι. Φοβόμουν ότι κάτι ακόμα με περίμενε. «Έντγκαρ;» Ο Γουάιρμαν ακουγόταν ανήσυχος. «Σε ποιον μιλάς;» «Σ' αυτήν που πραγματικά τη σταμάτησε», είπα. Κι επειδή αυτή που πραγματικά τη σταμάτησε δε μου είπε ότι ήθελε πίσω τα βραχιόλια της, τα κράτησα φορεμένα στο χέρι μου κι άρχισα την αργή και οδυνηρή προσπάθεια να σηκωθώ. Ξεκολλημένα θραύσματα οστών και σκεπασμένου από μούσκλα κεραμικού έπεσαν βροχή γύρω στα πόδια μου. Ένιωθα το αριστερό μου γόνατο -το γερό μου- πρησμένο και αλύγιστο πάνω στο σχισμένο ύφασμα του παντελονιού μου. Το κεφάλι μου πονούσε και το στήθος μου έκαιγε. Η σκάλα μού φαινόταν τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο ψηλή, αλλά μπορούσα να δω τις σκοτεινές σιλουέτες του Τζακ και του Γουάιρμαν κρεμασμένες από το χείλος της στέρνας, περιμένοντας να με πιάσουν όταν -αν- κατόρθωνα ν' ανεβώ ίσαμε εκεί όπου θα με έφταναν τα χέρια τους. Σκέφτηκα: Απόψε υπάρχει ένα φεγγάρι τριών τετάρτων στον ουρανό κι εγώ δε θα μπορέσω να το δω αν δε βγω από αυτή την τρύπα μέσα στη γη. Έτσι ξεκίνησα. xiii Το φεγγάρι είχε ξεπροβάλει στρουμπουλό και κίτρινο πάνω απ' τον ορίζοντα στα ανατολικά, ρίχνοντας τη λάμψη του στη θρασεμένη ζούγκλα που σκέπαζε το νότιο άκρο του Κη και χρυσώνοντας την ανατολική πλευρά της ερειπωμένης έπαυλης του Τζον Ίστλεϊκ, όπου είχε ζήσει κάποτε με την οικονόμο και τις έξι κόρες του -αρ-
κετά ευτυχισμένα, υποθέτω, προτού η πτώση της Ελίζαμπεθ από το αμαξάκι αλλάξει τα πράγματα. Χρύσωνε επίσης τον παμπάλαιο, σκεπασμένο με κοράλλια σκελετό που κειτόταν πάνω στο στρώμα από τις πατημένες κληματσίδες που ο Τζακ και ο Γουάιρμαν είχαν ξεριζώσει για να ελευθερώσουν το σκέπασμα της στέρνας. Κοιτάζοντας το λείψανο του Έμερι Πόλσον, ένα απόσπασμα του Σαίξπηρ από τα μαθητικά μου χρόνια μου ξανάρθε στο μυαλό, και το απήγγειλα δυνατά: «Πέντε οργιές του βάθου κείτεται ο πατέρας σου· τα κόκαλά του γίνανε κοράλλια, μαργαριτάρια εκείνα που ήταν μάτια του*», Ο Τζακ ρίγησε δυνατά, σαν να τον είχε χαϊδέψει ένας παγερός, υγρός άνεμος. Κυριολεκτικά ζάρωσε. Αυτή τη φορά, είχε καταλάβει. Ο Γουάιρμαν έσκυψε και σήκωσε ένα ισχνό, σερνόμενο χέρι. Εκείνο έσπασε στα τρία χωρίς ήχο. Ο Έμερι Πόλσον είχε μείνει πάρα πολύ καιρό στο caldo. Ένα καμάκι προεξείχε από τη γεμάτη κολλημένα όστρακα άρπα της θωρακικής του κοιλότητας. Ο Γουάιρμαν πήγε να το μαζέψει και χρειάστηκε να ελευθερώσει την αιχμή από το χώμα για να το τραβήξει. «Πώς κρατήσατε μακριά σας τα Δίδυμα της Κολάσεως, με το πιστόλι του Ίστλεϊκ άδειο;» ρώτησα. Ο Γουάιρμαν κράτησε το καμάκι στο χέρι του σαν εγχειρίδιο. Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Άρπαξα κι εγώ ένα από τη ζώνη του και έκανα το ίδιο. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, δεν ξέρω πόση ώρα θα καταφέρναμε να τις κρατήσουμε μακριά μας μ' ένα τέτοιο μέσο -έκαναν σαν λυσσασμένα σκυλιά». Ο Γουάιρμαν ξανάβαλε στη ζώνη του το καμάκι με την ασημένια αιχμή που είχε χρησιμοποιήσει για τον Έμερι. «Μια που μιλάμε για το μακροπρόθεσμο διάστημα, ίσως πρέπει να βρούμε ένα άλλο δοχείο για να βάλουμε την καινούρια σου κουκλίτσα. Τι λες κι εσύ, Έντγκαρ;» Είχε δίκιο. Για κάποιο λόγο, δεν μπορούσα να φανταστώ την Περς να περνάει τα επόμενα ογδόντα χρόνια μέσα στο σώμα ενός αδιάβροχου φακού Γκάριτι. Ήδη αναρωτιόμουν πόσο λεπτό μπορεί να ήταν το προστατευτικό χώρισμα ανάμεσα στο χώρο για τις μπαταρίες και στο μπροστινό μέρος του φακού. Και το κομμάτι του *Σαίξπηρ, Η Τρικυμία, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, Βούλας Δαμιανάκου, εκδ. Επικαιρότητα. (Σ.τ.Μ.)
κοραλλιού που είχε πέσει από το τοίχωμα της στέρνας και είχε ραγίσει το βαρέλι του ουίσκι Μπολ ήταν ένα ατύχημα... ή μια τελική νίκη του πνεύματος ενάντια στην ύλη, έπειτα από χρόνια υπομονετικής προσπάθειας; Μια άλλη εκδοχή της προσπάθειας των καταδίκων να δραπετεύσουν σκάβοντας τον τοίχο του κελιού τους με την ακονισμένη λαβή ενός κουταλιού, προσαρμοσμένη στις συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει η Περς; Ωστόσο, ο φακός είχε εξυπηρετήσει το σκοπό του. Ας έχει καλά ο Θεός το πρακτικό μυαλό του Τζακ Καντόρι. Όχι -αυτό ήταν πολύ λειψό. Ας έχει καλά ο Θεός τον Τζακ. «Υπάρχει ένας αργυροχόος που αναλαμβάνει επί παραγγελία ειδικές κατασκευές στη Σαρασότα», είπε ο Γουάιρμαν. «Mexicano muy talentoso*. Η μις Ίστλεϊκ έχει... είχε αγοράσει μερικές από τις δημιουργίες του. Είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να του παραγγείλω να φτιάξει ένα στεγανό κύλινδρο αρκετά μεγάλο ώστε να χωράει το φακό. Κάτι τέτοιο θα μας παρείχε αυτό που οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι προπονητές του φούτμπολ ονομάζουν διπλή προστασία. Θα κοστίσει, αλλά και τι μ' αυτό; Αν δεν υπάρξει κανένα κώλυμα στην επικύρωση της διαθήκης, θα είμαι ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Σ' αυτό σταθήκαμε τυχεροί, muchacho». «La loteria», είπα, χωρίς να το σκεφτώ. «Si», αποκρίθηκε εκείνος. «Η αναθεματισμένη loteria. Έλα, Τζακ. Βοήθησέ με να ρίξω τον Έμερι μέσα στη στέρνα. Ο Τζακ μόρφασε. «Εντάξει, αλλά... αλλά, πραγματικά, δε θέλω να το αγγίξω αυτό το πράμα». «Θα βοηθήσω εγώ με τον Έμερι», είπα. «Εσύ κράτα το φακό. Γουάιρμαν;... Εμπρός!» Κυλήσαμε τον Έμερι μέσα στην τρύπα κι ύστερα ρίξαμε και τα κομμάτια των οστών του που είχαν σπάσει -όσα τουλάχιστον μπορέσαμε να βρούμε. Ακόμα θυμάμαι το παγερό κοραλλένιο χαμόγελο του, καθώς κατρακυλούσε μες στο σκοτάδι για να ξανασμίξει με την αγαπημένη του. Και μερικές φορές, φυσικά, το ονειρεύομαι. Σ' αυτά τα όνειρα ακούω την Αντι και τον Έμερι να με φωνάζουν από το σκοτάδι, να με ρωτάνε αν θέλω να κατεβώ κι εγώ για να τους βρω. Και μερικές φορές, σ' αυτά τα όνειρα, το κάνω. Μερικές *Ένας Μεξικανός πολύ ταλαντούχος. (Σ.τ.Μ.)
φορές ρίχνομαι κι εγώ μέσα σ' εκείνο το σκοτεινό και δυσώδες λαγούμι, απλά για να δώσω ένα τέλος στις αναμνήσεις μου. Αυτά είναι τα όνειρα απ' τα οποία ξυπνάω ουρλιάζοντας, σφαδάζοντας μες στο σκοτάδι με ένα χέρι που δεν είναι πια εκεί. χίν Ο Γουάιρμαν και ο Τζακ έβαλαν πάλι στη θέση του το σκέπασμα και στη συνέχεια επιστρέψαμε στη Μερσέντες της Ελίζαμπεθ. Ήταν μια αργή, οδυνηρή πορεία κι όταν πια φτάσαμε στο αυτοκίνητο δεν περπατούσα- τρέκλιζα. Ήταν θαρρείς και το ρολόι είχε γυρίσει στον προηγούμενο Οκτώβριο. Ήδη σκεφτόμουν τις λίγες ταμπλέτες Οξικοντίν που είχα να με περιμένουν μόλις θα επέστρεφα στο Μεγάλο Ροζ. Αποφάσισα ότι θα έπαιρνα τρεις. Τρεις θα ήταν αρκετές όχι απλώς για να διώξουν τον πόνο* με λίγη τύχη, θα με αποχαύνωναν αρκετά ώστε να μου χαρίσουν τουλάχιστον τρεις ώρες ύπνου. Κι οι δυο μου φίλοι με ρώτησαν μήπως ήθελα να στηριχτώ πάνω τους καθώς προχωρούσαμε. Αρνήθηκα. Δε θα ήταν αυτός ο τελευταίος μου περίπατος για εκείνο το βράδυ· είχα πάρει την απόφασή μου ως προς αυτό. Μου έλειπε ακόμα το τελευταίο κομμάτι του παζλ, αλλά είχα μια ιδέα πού θα μπορούσα να το βρω. Πώς το είχε πει η Ελίζαμπεθ στον Γουάιρμαν; Θα θέλεις, αλλά δε θα πρέπει. Πολύ αργά, πολύ αργά, πολύ αργά. Η ιδέα δεν ήταν ξεκάθαρη. Εκείνο που ήταν ξεκάθαρο ήταν ο ήχος των κοχυλιών. Μπορούσες να τον ακούσεις οπουδήποτε μέσα στο Μεγάλο Ροζ, αλλά για να τον ακούσεις σ' όλη του την ένταση, έπρεπε να πλησιάσεις το σπίτι από έξω. Τότε ήταν που έμοιαζε περισσότερο με φωνές. Είχα σπαταλήσει τόσες νύχτες ζωγραφίζοντας, όταν θα μπορούσα να ακούω. Απόψε θα άκουγα. Έξω από τους κίονες της εισόδου, ο Γουάιρμαν σταμάτησε. «Abyssus abyssum invocat», είπε. «Η Κόλαση γεννάει Κόλαση», είπε ο Τζακ και αναστέναξε. Ο Γουάιρμαν με κοίταξε. «Νομίζεις ότι θα δυσκολευτούμε να φτάσουμε στο σπίτι;» «Τώρα; Όχι». «Κι έχουμε τελειώσει από εδώ;»
«Ναι». «Θα επιστρέψουμε ποτέ εδώ;» «Όχι», είπα. Κοίταξα το ερειπωμένο σπίτι που ονειρευόταν στο φεγγαρόφωτο. Τα μυστικά του είχαν αποκαλυφθεί. Συνειδητοποίησα πως είχαμε αφήσει πίσω το κουτί σε σχήμα καρδιάς της μικρής Λίμπιτ, αλλά ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Ας μείνει εδώ. «Κανένας δε θα έρθει εδώ πια». Ο Τζακ με κοίταξε, παραξενεμένος και λίγο τρομαγμένος. «Πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό;» «Το ξέρω», είπα.
21 - Τα Κοχύλια στο Φεγγαρόφωτο
i Δε δυσκολευτήκαμε ιδιαίτερα στο δρόμο της επιστροφής. Η μυρωδιά ήταν ακόμα αισθητή, αλλά τώρα ήταν καλύτερα -εν μέρει επειδή ένας ευνοϊκός άνεμος είχε σηκωθεί και φυσούσε προς το μέρος μας από τον Κόλπο, και εν μέρει επειδή ήταν απλώς... καλύτερα τώρα. Τα φώτα της αυλής του Παλάσιο λειτουργούσαν με χρονοδιακόπτη και έδειχναν υπέροχα, όπως λαμπύριζαν μες στο σκοτάδι. Μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ο Γουάιρμαν πήγε μεθοδικά από δωμάτιο σε δωμάτιο και άναψε κι άλλα φώτα. Άναψε όλα τα φώτα, ώσπου το σπίτι όπου η Ελίζαμπεθ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της φεγγοβολούσε σαν υπερωκεάνιο που μπαίνει μεσάνυχτα στο λιμάνι. Όταν το Παλάσιο ήταν πια κατάφωτο, κάναμε με τη σειρά ντους, περνώντας το γεμάτο με νερό φακό από χέρι σε χέρι σαν σκυτάλη. Κάποιος τον κρατούσε πάντα. Ο Γουάιρμαν μπήκε πρώτος, ύστερα ο Τζακ και τέλος εγώ. Μετά το ντους, ο καθένας μας εξετάστηκε σχολαστικά από τους άλλους δύο κι ύστερα τριφτήκαμε με υπεροξείδιο του υδρογόνου, εκεί που το δέρμα μας είχε αμυχές. Εγώ ήμουν σε χειρότερη κατάσταση κι από τους τρεις, και όταν επιτέλους ξαναφόρεσα τα ρούχα μου, βρομοκοπούσα ολόκληρος. Είχα φορέσει τα άρβυλά μου και πάσχιζα να δέσω τα κορδόνια μ' ένα μόνο χέρι, όταν ο Γουάιρμαν μπήκε στο υπνοδωμάτιο των ξένων με ύφος βαρύ. «Υπάρχει ένα μήνυμα που πρέπει να ακούσεις στον τηλεφωνητή κάτω. Από την Αστυνομία της Τάμπα. Έλα, άσε με να σε βοηθήσω». Έπεσε στο ένα γόνατο μπροστά μου κι άρχισε να σφίγγει τα
κορδόνια μου. Είδα χωρίς έκπληξη ότι το γκριζάρισμα στα μαλλιά του είχε απλωθεί... και ξαφνικά με διαπέρασε ένα ρίγος πανικού. Άπλωσα το χέρι και άδραξα τον ψωμωμένο του ώμο. «Ο φακός. Ο Τζακ...» «Χαλάρωσε. Κάθεται στο Σαλόνι με τις Πορσελάνες της μις Ίστλεϊκ και τον έχει στην αγκαλιά του». Παρ' όλα αυτά, βιάστηκα να κατέβω κάτω. Δεν ξέρω τι περίμενα να βρω -το δωμάτιο άδειο, το φακό να κείτεται πάνω στο χαλί ξεβιδωμένος μέσα σε μια λιμνούλα υγρασίας, ίσως, ή τον Τζακ να έχει αλλάξει φύλο και να έχει μεταμορφωθεί στη σκύλα με τα τρία μάτια και με την αρπάγη στη θέση του χεριού που είχε βγει από το παλιό ραγισμένο βαρέλι-, αλλ' αυτός καθόταν απλώς εκεί με το φακό στα χέρια και με ύφος ταραγμένο. Τον ρώτησα αν ένιωθε καλά. Και κοίταξα προσεκτικά τα μάτια του. Αν κάτι πήγαινε... στραβά... νόμιζα ότι θα το έβλεπα στα μάτια του. «Είμαι μια χαρά. Όμως εκείνο το μήνυμα από τους μπάτσους...» Κούνησε το κεφάλι του. «Ας το ακούσουμε, λοιπόν». Ένας άντρας που συστήθηκε ως ντετέκτιβ Σάμσον είπε ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει τόσο με τον Έντγκαρ Φρίμαντλ όσο και με τον Τζερόμ Γουάιρμαν για να κάνει μερικές ερωτήσεις σχετικά με τη Μαίρη Άιρ. Ιδιαίτερα ήθελε να μιλήσει με τον κύριο Φρίμαντλ, αν δεν είχε αναχωρήσει για το Ρόουντ Άιλαντ ή για τη Μινεσότα -όπου, όπως υπέθετε ο Σάμσον, θα μεταφερόταν η σορός της κόρης του για την ταφή. «Κατανοώ ότι ο κύριος Φρίμαντλ βρίσκεται σε κατάσταση πένθους», είπε ο Σάμσον, «και αντιλαμβάνομαι ότι αυτά είναι πράγματα που κανονικά θα έπρεπε να τα ρωτήσει το Αστυνομικό Τμήμα του Πρόβιντενς, όμως ξέρουμε ότι ο κύριος Φρίμαντλ έδωσε πρόσφατα μια συνέντευξη στη Μαίρη Άιρ για κάποια εφημερίδα και προσφέρθηκα να μιλήσω εγώ μαζί του και μαζί μ' εσάς, κύριε Γουάιρμαν, αν είναι δυνατόν. Μπορώ να σας πω από το τηλέφωνο τι είναι αυτό που έχει προπάντων κινήσει την περιέργεια των συναδέλφων μου στο Πρόβιντενς, αν η ταινία του τηλεφωνητή σας δεν τελειώσει...» Δεν τελείωσε. Και το τελευταίο κομμάτι του παζλ μπήκε στη θέση του.
«Έντγκαρ, αυτό είναι τρελό», είπε ο Τζακ. Ήταν η τρίτη φορά που το έλεγε αυτό κι άρχιζε ν' ακούγεται απελπισμένος. «Καθαρή παλαβομάρα». Στράφηκε στον Γουάιρμαν. «Πες του κι εσύ!» «U,η poco loco», συμφώνησε ο Γουάιρμαν, αλλά ήξερα τη διαφορά ανάμεσα στο poco και στο muy, ακόμα κι αν ο Τζακ δεν την ήξερε. Στεκόμασταν στην αυλή, ανάμεσα στο σεντάν του Τζακ και στην παλιά Μερσέντες της Ελίζαμπεθ. Το φεγγάρι είχε σηκωθεί πιο ψηλά· και ο άνεμος είχε δυναμώσει. Τα κύματα σφυροκοπούσαν την ακτή κι ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα τα κοχύλια κάτω απ' το Μεγάλο Ροζ θα κουβέντιαζαν κάθε είδους αλλόκοτα πράγματα: muy asustador. «Όμως νομίζω πως κι όλη τη νύχτα αν καθόμουν να μιλάω, πάλι δε θα κατόρθωνα να του αλλάξω γνώμη». «Επειδή ξέρεις ότι έχω δίκιο», είπα. «Tu perdon, amigo*, ίσως να έχεις δίκιο», είπε. «Ένα πράγμα θα σου πω: ο Γουάιρμαν έχει σκοπό να πέσει στα χοντρά και γερασμένα γόνατά του, και να προσευχηθεί να έχεις δίκιο». Ο Τζακ κοίταξε το φακό στο χέρι μου. «Τουλάχιστον μην πάρεις μαζί σου αυτό», είπε. «Μη με παρεξηγήσεις γι' αυτό που θα σου πω, αφεντικό, αλλά θα είσαι τρελός για δέσιμο αν πάρεις μαζί σου αυτό το πράγμα!» «Ξέρω τι κάνω», είπα, ελπίζοντας στο Θεό να μη βγω ψεύτης. «Και μείνετε εδώ, κι οι δυο σας. Μην προσπαθήσετε να με ακολουθήσετε». Σήκωσα το φακό και τον έστρεψα προς τον Γουάιρμαν. «Μου ορκίζεσαι στο λόγο της τιμής σου». «Εντάξει, Έντγκαρ. Η τιμή μου είναι λίγο στραπατσαρισμένη, αλλά σου ορκίζομαι σ' αυτήν. Ένα πρακτικό ζήτημα: είσαι σίγουρος ότι δύο Τάιλενολ θα είναι αρκετά για να κάνεις το δρόμο από την παραλία μέχρι το σπίτι σου όρθιος, ή θα καταλήξεις να σέρνεσαι σαν αλιγάτορας;» «Θα φτάσω εκεί μια χαρά». «Και θα τηλεφωνήσεις μόλις φτάσεις». «Θα τηλεφωνήσω». *Με συγχωρείς, φίλε. (Σ.τ.Μ.)
Άνοιξε τα χέρια του, κι εγώ έκανα ένα βήμα και βρέθηκα στην αγκαλιά του. Με φίλησε σταυρωτά. «Σ' αγαπάω, Έντγκαρ», είπε. «Είσαι σπουδαίος άνθρωπος. Sano como una manzana*». «Τι σημαίνει αυτό πάλι;» Σήκωσε τους ώμους. «Να 'σαι καλά στην υγεία σου, νομίζω». Ο Τζακ μου πρότεινε το χέρι του -το αριστερό, ο μικρός μάθαινε γρήγορα- κι ύστερα αποφάσισε ότι, τελικά, επιβαλλόταν ένα αγκάλιασμα. Μου ψιθύρισε στο αυτί, «Δώσε μου το φακό, αφεντικό». Κι εγώ απάντησα στο δικό του: «Δε γίνεται. Λυπάμαι». Πήρα το μονοπάτι που οδηγούσε στην πίσω μεριά του σπιτιού, εκείνο που θα μ' έβγαζε στην ξύλινη προβλήτα. Στην άκρη της, περίπου χίλια χρόνια πριν, είχα πρωτογνωρίσει το μεγαλόσωμο άντρα που άφηνα τώρα πίσω μου. Καθόταν στη σκιά μιας ριγέ ομπρέλας. Μου είχε προσφέρει παγωμένο πράσινο τσάι, πολύ δροσιστικό. Και είχε πει, Για δες -ο χωλός άγνωστος επιτέλους αφίχθη. Και τώρα φεύγει πάλι, σκέφτηκα. Έκανα μεταβολή. Με παρακολουθούσαν. «Muchacho!» φώναξε ο Γουάιρμαν. Νόμισα ότι θα μου ζητούσε να γυρίσω πίσω για να το ξανασκεφτούμε, να το ξανασυζητήσουμε. Αλλά τον είχα υποτιμήσει. «Vaya con Dios, mi hombre». Του κούνησα το χέρι μια τελευταία φορά κι έστριψα στη γωνία του σπιτιού. iii Και έτσι έκανα τον τελευταίο μου Μεγάλο Παραθαλάσσιο Περίπατο, κουτσαίνοντας και πονώντας όσο και τις πρώτες φορές που είχα προσπαθήσει να περπατήσω σ' εκείνο το σπαρμένο με κοχύλια ακρογιάλι. Μόνο που εκείνες οι πρώτες προσπάθειες είχαν γίνει μέσα στο τριανταφυλλένιο φως της αυγής, όταν η πλάση ήταν στην πιο γαλήνια στιγμή της και τα μόνα πράγματα που σάλευαν ήταν ο απαλός φλοίσβος των κυμάτων και τα καφετιά σύννεφα από τις τσιλιβήθρες που τρέπονταν σε φυγή εμπρός μου. Εκείνο το βράδυ ήταν διαφορετικό. Εκείνο το βράδυ ο άνεμος βρυχιόταν και *Γερός σαν μήλο. (Σ.τ.Μ.)
τα κύματα λυσσομανούσαν, δεν έσπαγαν απλώς στην ακτή, αλλά χιμούσαν καταπάνω της σαν να ήθελαν ν' αυτοκτονήσουν. Τα κύματα πιο έξω ήταν βαμμένα μ' ένα μεταλλικό χρώμα κι αρκετές φορές νόμισα πως είδα με την άκρη του ματιού μου το Περς, αλλά κάθε φορά που γυρνούσα να κοιτάξω δεν υπήρχε τίποτα. Εκείνο το βράδυ δεν υπήρχε τίποτα στη δική μου μεριά του Κόλπου εκτός από το φεγγαρόφωτο. Συνέχισα να προχωράω τρεκλίζοντας, με το φακό σφιγμένο στο χέρι μου, και θυμόμουν τη μέρα που είχα περπατήσει εκεί με την Ίλσε. Με είχε ρωτήσει αν αυτό ήταν το πιο όμορφο μέρος στη γη και εγώ την είχα διαβεβαιώσει πως όχι, υπήρχαν τουλάχιστον άλλα τρία που το ξεπερνούσαν σε ομορφιά... όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ ποια της είχα πει ότι ήταν εκείνα τα μέρη, μόνο ότι κανένας δεν μπορούσε να γράψει σωστά τα ονόματά τους. Εκείνο που θυμόμουν ολοκάθαρα ήταν ότι είχε πει πως μου άξιζε ένα όμορφο μέρος, και χρόνος για να ξεκουραστώ. Χρόνος να γιατρευτώ. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου και τ' άφησα να κυλήσουν. Είχα το φακό στο χέρι που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να τα σκουπίσω, έτσι τα άφησα απλώς να κυλήσουν. iv Άκουσα το Μεγάλο Ροζ προτού το δω. Ποτέ πριν τα κοχύλια από κάτω του δεν έκαναν τέτοια φασαρία. Προχώρησα λίγο ακόμα κι ύστερα σταμάτησα. Ήταν ακριβώς μπροστά μου τώρα, ένα μαύρο σχήμα που έκρυβε τα άστρα. Άλλα σαράντα ή πενήντα αργά, σερνόμενα βήματα, και οι λεπτομέρειες άρχισαν να διαγράφονται στο φεγγαρόφωτο. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά, ακόμα κι εκείνα που σχεδόν πάντα άφηνα αναμμένα στην κουζίνα και στο δωμάτιο Φλόριντα. Μπορεί να έφταιγε μια διακοπή ρεύματος που είχε προκαλέσει ο άνεμος, αλλά δε νόμιζα ότι έφταιγε κάτι τέτοιο. Συνειδητοποίησα ότι τα κοχύλια μιλούσαν με μια φωνή που αναγνώριζα. Έπρεπε να την είχα αναγνωρίσει και νωρίτερα- ήταν η δική μου. Το ήξερα ανέκαθεν αυτό; Υποθέτω πως το ήξερα. Σε κάποιο επίπεδο, εκτός κι αν είμαστε τρελοί, νομίζω ότι οι περισσότεροι γνωρίζουμε τις διάφορες φωνές με τις οποίες μας μιλάει η φαντασία μας.
Και οι αναμνήσεις μας, ασφαλώς. Έχουν κι αυτές φωνές. Ρωτήστε όποιον έτυχε να χάσει ένα μέλος του κορμιού του ή ένα παιδί ή ένα όνειρο που τον φλόγιζε για καιρό. Ρωτήστε οποιονδήποτε κακίζει τον εαυτό του για μια λάθος απόφαση, που συνήθως την πήρε σε μια έντονη στιγμή (σε μια στιγμή που το μυαλό του είχε χτυπήσει κόκκινο). Και οι αναμνήσεις μας έχουν φωνές. Συχνά θλιμμένες, που κραυγάζουν και διαμαρτύρονται σαν υψωμένα χέρια μες στο σκοτάδι. Συνέχισα να προχωρώ, αφήνοντας πίσω μου πατημασιές που μέσα τους φαινόταν καθαρά ότι έσερνα το ένα πόδι. Ο κατασκότεινος όγκος του Μεγάλου Ροζ πλησίασε. Δεν ήταν ερειπωμένο σαν το Χέρον'ς Ρουστ, αλλά εκείνο το βράδυ ήταν στοιχειωμένο. Εκείνο το βράδυ περίμενε εκεί ένα φάντασμα. Ή ίσως κάτι λίγο πιο στέρεο. Ο άνεμος σηκώθηκε κι άλλο ξαφνικά, κι εγώ κοίταξα αριστερά, ίσια μέσα στην επίμονη βία του. Το πλοίο ήταν εκεί έξω τώρα, δε χωρούσε αμφιβολία, σκοτεινό και σιωπηλό, με τα πανιά του ένα πλήθος από κουρέλια που φτεροκοπούσαν στον αέρα, και περίμενε. Μπορείς και να φύγεις, είπαν τα κοχύλια όπως στεκόμουν στο φεγγαρόφωτο, τώρα λιγότερο από είκοσι μέτρα μακριά από το σπίτι μου. Να τα σβήσεις όλα από το μαυροπίνακα -μπορεί να γίνει, κανένας δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από σένα— κι απλά ν' ανέβεις στο πλοίο και να φύγεις. Ν' αφήσεις πίσω αυτή τη θλίψη. Αν θέλεις να παίξεις, πρέπει να παίξεις. Και το καλύτερο; «Το καλύτερο είναι ότι δε χρειάζεται να πάω μόνος», είπα. Ο άνεμος δυνάμωσε. Τα κοχύλια ψιθύρισαν. Κι από το σκοτάδι κάτω από το σπίτι, εκεί που απλωνόταν εκείνο το οστέινο στρώμα με δυο μέτρα βάθος, μια πιο σκοτεινή σκιά ξεχώρισε και βγήκε στο σεληνόφωτο. Στάθηκε σκυφτή για μια στιγμή, σαν να το σκεφτόταν, κι ύστερα άρχισε να με πλησιάζει. Άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Αλλά δεν ήταν η Περς· η Περς κοιμόταν πια στον υγρό της τάφο. Ήταν η Ίλσε. ν Δεν περπατούσε- δεν περίμενα να περπατάει. Σερνόταν. Ήταν θαύμα -ένα μαύρο θαύμα- και μόνο το ότι μπορούσε να κινείται. Ύστερα από το τελευταίο τηλεφώνημά μου με την Παμ (δε θα
μπορούσες να το πεις ακριβώς συνομιλία), είχα βγει από την πίσω πόρτα του Μεγάλου Ροζ και είχα σπάσει το κοντάρι της σκούπας που χρησιμοποιούσα για να σαρώνω την άμμο από το μονοπάτι που οδηγούσε στο γραμματοκιβώτιο. Ύστερα είχα πάει από την άλλη μεριά του σπιτιού, στην παραλία, εκεί που η άμμος ήταν υγρή και λαμπερή. Δεν είχα μπορέσει να θυμηθώ τι ακολούθησε ύστερα απ' αυτό, γιατί δεν ήθελα. Προφανώς. Μόνο που τώρα το θυμόμουν, τώρα ήμουν αναγκασμένος να το θυμηθώ, γιατί τώρα το έργο των χεριών μου στεκόταν εμπρός μου. Ήταν η Ίλσε και συγχρόνως δεν ήταν. Το πρόσωπο της τη μια στιγμή ήταν εκεί, ύστερα θάμπωνε και δεν ήταν. Η μορφή της τη μια στιγμή ήταν εκεί, την άλλη γινόταν μια άμορφη μάζα, για ν' αποκτήσει πάλι το σουλούπι της κόρης μου μετά από λίγο. Κομματάκια από ξεραμένες αβένες και θραύσματα κοχυλιών έπεφταν από τα μάγουλα, το στήθος, τους γοφούς και τα πόδια της καθώς κινούνταν. Το φεγγαρόφωτο τόνισε ένα μάτι που ήταν οδυνηρά καθαρό, οδυνηρά δικό της, κι ύστερα το μάτι χάθηκε, για να ξαναφανεί λίγες στιγμές μετά, γυαλίζοντας μέσα στο φεγγαρόφωτο. Η Ίλσε που σερνόταν προς το μέρος μον ήταν φτιαγμένη από άμμο. «Μπαμπά», είπε. Η φωνή της ήταν ξερή, με μια χροιά σαν άλεσμα μέσα της -θαρρείς και κάπου μες στο λαρύγγι της ήταν φυλακισμένα κοχύλια. Υπέθεσα πως ήταν. Θα θέλεις, αλλά δε θα πρέπει, είχε πει η Ελίζαμπεθ... αλλά μερικές φορές δεν μπορείς ν' αντισταθείς. Το κορίτσι από άμμο άπλωσε το χέρι του. Μια ριπή ανέμου το χτύπησε και τα δάχτυλα στην άκρη της παλάμης έχασαν το σχήμα τους καθώς ένα πλήθος απειροελάχιστοι κόκκοι αποσπάστηκαν από πάνω τους, και λέπτυναν τόσο που έλεγες πως είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα. Καινούρια άμμος σηκώθηκε από γύρω της και το χέρι απέκτησε πάλι την επίφαση της σάρκας. Τα χαρακτηριστικά της άλλαζαν διαρκώς σαν τοπίο που γοργοδιαβαίνουν από πάνω του καλοκαιρινά σύννεφα. Ήταν μαγευτικό... υπνωτιστικό. «Δώσε μου το φακό», είπε. «Ύστερα θα πάμε στο καράβι μαζί. Εκεί πάνω μπορώ να είμαι όπως με θυμάσαι. Ή μάλλον... δε χρειάζεται να θυμάσαι τίποτα». Τα κύματα έκαναν επίθεση στην ακτή. Κάτω από τ' άστρα έσπαζαν στην αμμουδιά με βρυχηθμούς, το ένα μετά το άλλο. Κάτω
από το φεγγάρι. Κάτω από το Μεγάλο Ροζ, τα κοχύλια μιλούσαν δυνατά: η φωνή μου, που είχε στήσει καβγά με τον εαυτό της. Φέρε τη βαρέλα. Κερδίζω εγώ. Κάθισε στη σαμπρέλα. Κερδίζεις εσύ. Εκεί εμπρός μου στεκόταν μια Ίλσε φτιαγμένη από άμμο, ένα άπιαστο ουρί κάτω απ' το φως ενός φεγγαριού στο τρίτο τέταρτο, με τα χαρακτηριστικά της ν' αλλάζουν από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο. Τη μια στιγμή ήταν η Ίλι στα εννιά της- την άλλη η Ίλι στα δεκαπέντε της, όταν έβγαινε από το σπίτι για το πρώτο της πραγματικό ραντεβού· την τρίτη ήταν η Ίλι όπως έδειχνε όταν κατέβαινε από το αεροπλάνο το Δεκέμβριο, η Ίλι η φοιτήτρια, μ' ένα δαχτυλίδι αρραβώνα στο δάχτυλο της. Εκεί εμπρός μου στεκόταν αυτή που πάντα αγαπούσα περισσότερο -μήπως γι' αυτό δεν την είχε σκοτώσει η Περς;-, με το χέρι απλωμένο για να πάρει το φακό. Ο φακός ήταν η κάρτα επιβίβασής μου για μια μακριά κρουαζιέρα σε θάλασσες λησμονιάς. Βέβαια, αυτό το κομμάτι της υπόσχεσης μπορεί να ήταν ψέμα... αλλά μερικές φορές πρέπει να το ρισκάρουμε. Και συνήθως το ρισκάρουμε. Όπως λέει ο Γουάιρμαν, κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας τόσο πολύ, που θα μπορούσαμε να το κάνουμε επάγγελμα. «Η Μαίρη έφερε αλάτι μαζί της», είπα. «Σακούλες αλάτι. Το έβαλε στην μπανιέρα. Η αστυνομία θέλει να μάθει το γιατί. Όμως δε θα πίστευαν ποτέ την αλήθεια, έτσι δεν είναι;» Στεκόταν εμπρός μου, με τα βροντερά κύματα να σκάνε πίσω της. Στεκόταν εκεί, μια να διαλύεται από τον άνεμο και μια να ξανασχηματίζεται από την άμμο κάτω της, γύρω της. Στεκόταν εκεί και δεν έλεγε τίποτα, μόνο κρατούσε το χέρι της προτεταμένο για να πάρει αυτό για το οποίο είχε έρθει. «Το να σε ζωγραφίσω στην άμμο δεν ήταν αρκετό. Ακόμα και το να σε πνίξει η Μαίρη δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να σε πνίξει σε αλμυρό νερό». Κοίταξα το φακό. «Η Περς της είπε τι ακριβώς να κάνει. Από τη ζωγραφιά μου». «Δώσ' το μου, μπαμπά», είπε το πρωτεϊκό κορίτσι από άμμο. Το χέρι της ήταν ακόμα απλωμένο. Μόνο που, όπως φυσούσε ο άνεμος, κάποιες φορές το χέρι γινόταν μια αρπάγη. Ακόμα και με την άμμο της παραλίας να σηκώνεται και να το ντύνει για να διατηρήσει την επίφαση της σάρκας, κάποιες φορές γινόταν μια αρπάγη. «Δώσ' το μου και μπορούμε να φύγουμε». Αναστέναξα. Μερικά πράγματα είναι αναπόφευκτα, τελικά. «Ε-
ντάξει». Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της. Άλλο ένα από τα γνωμικά του Γουάιρμαν μου ήρθε στο νου: Στο τέλος, υπερβαίνουμε τις έγνοιες μας. «Εντάξει, Μπισκοτάκι. Αλλά θα σου κοστίσει». «Θα μου κοστίσει τι;» Η φωνή της ήταν ο ήχος της άμμου που χτυπάει πάνω σ' ένα παράθυρο. Το άλεσμα των κοχυλιών. Αλλά ήταν και η φωνή της Ίλσε. Του If-So-Girl μου. «Μόνο ένα φιλί», είπα, «όσο είμαι ακόμα ζωντανός για να το νιώσω». Χαμογέλασα. Δεν ένιωθα τα χείλη μου -είχαν μουδιάσει-, αλλά ένιωθα τους μυς γύρω τους να τεντώνονται. Λίγο μόνο. «Υποθέτω πως θα είναι ένα αμμώδες φιλί, αλλά θα προσποιηθώ ότι έπαιζες στην παραλία. Ότι έχτιζες κάστρα στην άμμο». «Εντάξει, μπαμπά». Πλησίασε, μ' ένα αλλόκοτο σύρσιμο που δεν μπορούσες να το πεις περπάτημα, σαν σωρός άμμου που τον παρασέρνει ο άνεμος, κι από κοντά η ψευδαίσθηση διαλύθηκε τελείως. Ήταν σαν να φέρνεις μια ζωγραφιά πολύ κοντά στα μάτια σου και να βλέπεις την απεικονιζόμενη σκηνή -πορτραίτο, τοπίο, νεκρή φύση- να αναλύεται σε πινελιές χρώματος, τις περισσότερες με χαραγμένα ακόμα μέσα τους τα σημάδια του πινέλου. Τα χαρακτηριστικά της Ίλσε εξαφανίστηκαν. Αυτό που είδα στη θέση τους δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά ένας μανιασμένος κυκλώνας από άμμο και μικροσκοπικά θραύσματα κοχυλιών. Αυτό που μύρισα δεν ήταν δέρμα και μαλλιά, αλλά μόνο αλμυρό νερό. Ωχρά μπράτσα τεντώθηκαν προς το μέρος μου. Μεμβράνες άμμου έφυγαν από πάνω τους στον άνεμο. Το φεγγάρι φέγγρισε από μέσα τους. Σήκωσα ψηλά το φακό. Ήταν κοντός. Και ο κορμός του ήταν πλαστικός κι όχι από ανοξείδωτο ατσάλι. «Παρ' όλα αυτά, ίσως θέλεις να ρίξεις μια ματιά σ' αυτό, πριν αρχίσεις να μοιράζεις τα φιλιά σου», είπα. «Προέρχεται από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του Τζακ Καντόρι. Εκείνο με την Περς μέσα είναι κλειδωμένο στο χρηματοκιβώτιο της Ελίζαμπεθ». Το φάντασμα κοκάλωσε, κι εκείνη τη στιγμή ο άνεμος που φυσούσε από τον Κόλπο απέσπασε από πάνω της και την τελευταία επίφαση ανθρωπιάς. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα μπροστά μου τίποτ' άλλο από ένα στροβιλιζόμενο κουρνιαχτό άμμου. Δεν το ριψοκινδύνευσα, ωστόσο· είχα περάσει μια δύσκολη μέρα και δεν είχα καμιά πρόθεση να το ριψοκινδυνεύσω, ιδίως αν η κόρη μου εξακολουθούσε να υπάρχει κάπου... κάπου αλλού... και περίμενε ν' ανα-
παυθεί για πάντα. Κατέβασα το χέρι μου όσο πιο δυνατά μπορούσα, με το φακό σφιγμένο στη γροθιά μου και τα ασημένια βραχιόλια της παραμάνας Μέλντα να γλιστρούν στο μπράτσο μου μέχρι τον καρπό μου. Τα είχα καθαρίσει προσεκτικά στο νεροχύτη της κουζίνας του Παλάσιο και κουδούνιζαν. Είχα ένα από τα καμάκια με την ασημένια μύτη χωμένο στη ζώνη μου, πίσω από τον αριστερό γοφό μου, σαν ύστατη λύση, αλλά δεν το χρειάστηκα. Ο αμμοστρόβιλος έσκασε προς τα έξω και προς τα πάνω. Μια κραυγή οργής και πόνου διαπέρασε το μυαλό μου. Ευτυχώς ήταν σύντομη, αλλιώς νομίζω πως θα με είχε τρελάνει. Ύστερα δεν υπήρχε τίποτα εκτός από τον ήχο των κοχυλιών κάτω από το Μεγάλο Ροζ και ένα φευγαλέο θάμπωμα των αστεριών πάνω από τους αμμόλοφους στα δεξιά μου, καθώς και η τελευταία άμμος σκορπίστηκε μακριά σε μια αποδιοργανωμένη ανεμοζάλη. Ο Κόλπος ήταν και πάλι άδειος εκτός από τα φεγγαροφωτισμένα κύματα που προέλαυναν προς την ακτή. Το Περς είχε χαθεί, αν ήταν ποτέ εκεί. Η δύναμη στράγγισε απ' τα πόδια μου κι έπεσα καθιστός στην άμμο μ' ένα γδούπο. Τελικά, ίσως κατέληγα να κάνω τον υπόλοιπο δρόμο σερνόμενος σαν τον αλιγάτορα. Ακόμα κι έτσι, το Μεγάλο Ροζ δεν ήταν μακριά. Προς το παρόν σκέφτηκα ότι θα καθόμουν απλώς εκεί και θ' άκουγα τα κοχύλια. Θα ξεκουραζόμουν λίγο. Ύστερα ίσως να τα κατάφερνα να σηκωθώ και να περπατήσω εκείνα τα τελευταία είκοσι περίπου μέτρα, να πάω μέσα και να τηλεφωνήσω στον Γουάιρμαν. Να του πω ότι ήμουν καλά. Να του πω ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι ο Τζακ μπορούσε να έρθει και να με πάρει. Αλλά προς το παρόν θα καθόμουν απλά εκεί και θ' άκουγα τα κοχύλια, που δεν έμοιαζαν πια να μιλάνε με τη φωνή μου ούτε με τη φωνή οποιουδήποτε άλλου. Τώρα θα καθόμουν απλώς μονάχος εκεί στην άμμο και θ' ατένιζα τον Κόλπο και θα σκεφτόμουν την κόρη μου, την Ίλσε Μαρί Φρίμαντλ, που όταν γεννήθηκε ζύγιζε δύο κιλά και οχτακόσια πενήντα γραμμάρια, που η πρώτη λέξη της ήταν σκυλί, που κάποτε είχε φέρει σπίτι ένα μεγάλο καφετί μπαλόνι ζωγραφισμένο με κραγιόνια πάνω σ' ένα κομμάτι χαρτόνι, φωνάζοντας χαρούμενα: «Σου έφιατσα το ποταίτο, μπαμπά!» Την Ίλσε Μαρί Φρίμαντλ. Τη θυμάμαι καλά.
22 - Ιούνιος
Οδήγησα τη βάρκα στη μέση της λίμνης Φάλεν κι έσβησα τη μηχανή. Παρασυρθήκαμε προς τη σημαδούρα με το πορτοκαλί σημαιάκι που είχα αφήσει εκεί. Μερικά σκάφη αναψυχής πηγαινοέρχονταν με θόρυβο στα γαλήνια νερά, αλλά κανένα ιστιοπλοϊκό· δε φυσούσε ούτε για δείγμα. Υπήρχαν μερικά παιδάκια στην παιδική χαρά, μερικές οικογένειες στην περιοχή του πικνίκ και μερικοί πεζοπόροι στο πιο κοντινό μονοπάτι που έκανε το γύρο της όχθης. Γενικά, ωστόσο, για μια λίμνη που ουσιαστικά βρίσκεται μέσα στα όρια της πόλης, η περιοχή ήταν σχεδόν άδεια. Ο Γουάιρμαν -που για πρώτη φορά τον έβλεπα να έχει πετάξει από πάνω του το στυλ της Φλόριντα και φορούσε ένα ψαράδικο καπέλο και μια μπλούζα των Βάικινγκς- το σχολίασε. «Δεν έχουν κλείσει ακόμα τα σχολεία», είπα. «Περίμενε άλλες μια δυο βδομάδες, και θα χαλάει ο κόσμος από τις βάρκες». Έδειχνε ανήσυχος. «Και, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, νομίζεις ότι είναι το κατάλληλο μέρος γι' αυτήν, muchacho; Θέλω να πω, αν κάποιος ψαράς την πιάσει στα δίχτυα του...» «Δεν επιτρέπονται δίχτυα στη λίμνη Φάλεν», είπα, «και ελάχιστοι έρχονται για να ψαρέψουν με καλάμια και πετονιές. Η λίμνη προορίζεται σχεδόν αποκλειστικά για σκάφη αναψυχής. Και για κολύμπι, αλλά μόνο κοντά στην όχθη». Έσκυψα και σήκωσα τον κύλινδρο που είχε φτιάξει ο αργυροχόος από τη Σαρασότα. Είχε μήκος κοντά στο ένα μέτρο, μ' ένα βιδωτό καπάκι στο ένα άκρο. Ήταν γεμάτος γλυκό νερό και μέσα του βρισκόταν ο γεμάτος νερό φακός. Η Περς ήταν κλεισμένη ερμητικά μες σε διπλό σκοτάδι και
κοιμόταν περιβαλλόμενη από ένα διπλό στρώμα γλυκού νερού. Σύντομα θα κοιμόταν ακόμα πιο βαθιά. «Πολύ όμορφη δουλειά», είπα. «Όσο γι' αυτό, σίγουρα», συμφώνησε ο Γουάιρμαν, παρακολουθώντας τον απογευματινό ήλιο να στραφταλίζει πάνω στον κύλινδρο καθώς τον στριφογύριζα στο χέρι μου. «Και χωρίς καμιά προεξοχή για να γαντζωθεί κάποιο αγκίστρι. Μόλο που θα ένιωθα πιο ήσυχος αν το πετούσαμε σε μια λίμνη κάπου κοντά στα σύνορα με τον Καναδά». «Όπου θα υπήρχε πράγματι κίνδυνος κάποιος να το μαζέψει στα δίχτυα του», είπα. «Κρύψε το μέσα στο πλήθος -δεν είναι κι άσχημη τακτική». Τρεις νεαρές γυναίκες πέρασαν από κοντά μας μ' ένα κριςκραφτ. Μας χαιρέτησαν κουνώντας τα χέρια. Τις χαιρετήσαμε κι εμείς. Μία φώναξε, «Γεια χαρά στα ομορφόπαιδα!» και γέλασαν κι οι τρεις τους. Ο Γουάιρμαν τις φιλοδώρησε μ' ένα χαμογελαστό στρατιωτικό χαιρετισμό κι ύστερα στράφηκε σ' εμένα. «Πόσο βαθιά είναι εδώ; Ξέρεις; Εκείνο το πορτοκαλί σημαιάκι δείχνει ότι ξέρεις». «Να σου πω. Έκανα μια μικρή έρευνα σχετικά με τη λίμνη Φάλεν -πιθανώς καθυστερημένα, μια που η Παμ κι εγώ έχουμε το σπίτι στην Άστερ Λέιν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Το μέσο βάθος είναι είκοσι οχτώ μέτρα... εκτός από αυτό το σημείο, όπου υπάρχει ένα ρήγμα». Ο Γουάιρμαν χαλάρωσε κι έσπρωξε λίγο πίσω το καπέλο του από το μέτωπο του. «Αχ, Έντγκαρ. Ο Γουάιρμαν νομίζει ότι εξακολουθείς να είσαι el zorro -ότι εξακολουθείς να είσαι μια πονηρή αλεπού». «Ίσως si, ίσως no, αλλά υπάρχουν εκατόν δεκαέξι μέτρα νερού κάτω από εκείνο το πορτοκαλί σημαιάκι. Εκατόν δεκαέξι τουλάχιστον. Πολύ καλύτερα από μια στέρνα βάθους τριάμισι μέτρων, σκαμμένη στη σχισμή ενός κοραλλιογενούς βράχου, στην άκρη του Κόλπου του Μεξικού». «Αμήν». «Δείχνεις καλά, Γουάιρμαν. Πιο ξεκούραστος». Σήκωσε τους ώμους. «Εκείνο το Γκάλφστριμ είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για να πετάς. Ούτε να στέκεσαι στην ουρά για ελέγχους, ούτε να σου ψαχουλεύουν τη χειραποσκευή για να σιγουρευ-
τούν ότι δεν έχεις μετατρέψει τον ταλαίπωρο αφρό ξυρίσματος σου σε βόμβα. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου κατάφερα να πετάξω βόρεια χωρίς να κάνω στάση στην καταραμένη την Ατλάντα. Ευχαριστώ... αν και, απ' ό,τι φαίνεται, θ' άντεχα να πληρώσω κι από την τσέπη μου το έξοδο». «Να υποθέσω ότι τα βρήκες με τους συγγενείς της Ελίζαμπεθ;» «Ναι. Ακολούθησα την υπόδειξή σου. Τους πρόσφερα το σπίτι και το βόρειο άκρο του Κη με αντάλλαγμα τα μετρητά και τα χρεόγραφα. Θεώρησαν ότι ήταν μια πολύ συμφέρουσα συμφωνία και μπορούσα να δω τους δικηγόρους τους να σκέφτονται, "Ο Γουάιρμαν μπορεί να είναι δικηγόρος, αλλά σήμερα έχει για πελάτη έναν ηλίθιο"». «Υποθέτω ότι δεν είμαι ο μόνος zorro σ' αυτή τη βάρκα». «Θα καταλήξω με περισσότερα από ογδόντα εκατομμύρια δολάρια σε ρευστό ή άμεσα ρευστοποιήσιμους τίτλους. Συν διάφορα ενθύμια από το σπίτι. Ανάμεσά τους και το τενεκεδένιο κουτί από τα μπισκότα Σουίτ Όουεν της μις Ίστλεϊκ. Νομίζεις ότι προσπαθούσε να μου πει κάτι μ' αυτό, muchacho;» Σκέφτηκα την Ελίζαμπεθ να ρίχνει διάφορες πορσελάνινες φιγούρες μέσα στο τσίγκινο κουτί κι ύστερα να επιμένει να το ρίξει ο Γουάιρμαν στη λιμνούλα με τα χρυσόψαρα. Ασφαλώς και προσπαθούσε να του πει κάτι. «Οι συγγενείς πήραν το βόρειο άκρο του Ντούμα Κη, που αν γίνει οικόπεδα θ' αξίζει... ούτε μπορώ να φανταστώ πόσα. Ενενήντα εκατομμύρια;» «Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύουν». «Ναι», συμφώνησε σκυθρωπιάζοντας. «Έτσι πιστεύουν». Μείναμε σιωπηλοί για λίγο. Πήρε τον κύλινδρο από τα χέρια μου. Μπορούσα να δω το πρόσωπο μου να καθρεφτίζεται στο πλάι του, αλλά παραμορφωμένο από την καμπύλη. Δε με πείραζε να το βλέπω έτσι, αλλά πολύ σπάνια κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη πια. Δεν είναι ότι έχω γεράσει· τα μάτια του Φρίμαντλ δε σοκάρονται ό,τι κι αν δουν αυτό τον καιρό. Έχουν δει πάρα πολλά. «Πώς είναι η γυναίκα κι η κόρη σου;» «Η Παμ είναι στην Καλιφόρνια με τη μητέρα της. Η Μελίντα επέστρεψε στη Γαλλία. Έμεινε με την Παμ για λίγο ύστερα από την κηδεία της Ίλι, αλλά ύστερα γύρισε πίσω. Νομίζω ότι αυτό ήταν το πιο σωστό. Έχει αρχίσει να το ξεπερνάει».
«Κι εσύ, Έντγκαρ; Αρχίζεις να το ξεπερνάς;» «Δεν ξέρω. Ο Σκοτ Φιτζέραλντ δεν είπε ότι δεν υπάρχει Δεύτερη Πράξη στη ζωή ενός Αμερικανού;» «Ναι, αλλά ήταν ένας ξοφλημένος μπεκρής όταν το είπε». Ο Γουάιρμαν άφησε τον κύλινδρο στα πόδια του και έσκυψε μπροστά. «Ακουσέ με, Έντγκαρ, και πρόσεξε αυτό που θα σου πω. Στην πραγματικότητα υπάρχουν πέντε πράξεις, κι όχι μόνο στη ζωή των Αμερικανών -στη ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου ξέρει να ζει πλέρια. Όπως και σε κάθε δράμα του Σαίξπηρ, τραγωδία ή κωμωδία. Γιατί από αυτό είναι φτιαγμένη η ζωή μας -το κωμικό και το τραγικό πορεύονται πλάι πλάι». «Η δική μου είχε λίγη έλλειψη από γέλιο τώρα τελευταία», είπα. «Ναι», συμφώνησε, «αλλά η Τρίτη Πράξη έχει προοπτικές. Είμαι στο Μεξικό τώρα. Σ' το είπα, σωστά; Σε μια όμορφη ορεινή κωμόπολη ονόματι Ταμασουντσάλε». Δοκίμασα να το πω. «Σ' αρέσει όπως κυλάει πάνω στη γλώσσα σου. Ο Γουάιρμαν μπορεί να δει ότι σου αρέσει». Χαμογέλασα. «Έχει έναν ιδιαίτερο ήχο». «Υπάρχει ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο που πωλείται εκεί και σκέφτομαι να το αγοράσω. Θα πρέπει να βάζω τρία χρόνια χρήματα από την τσέπη μου για να καταφέρω ένα τέτοιο εγχείρημα να μου αποφέρει κέρδη, αλλά έχω παχύ πορτοφόλι αυτή την εποχή. Ωστόσο, θα μου ήταν χρήσιμος ένας συνέταιρος που να σκαμπάζει λίγο από χτισίματα και εργασίες συντήρησης. Βέβαια, αν εξακολουθεί να σε τρώει το μικρόβιο του καλλιτέχνη...» «Νομίζω πως ξέρεις ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο». «Τότε τι λες; Ας παντρέψουμε τις τύχες μας». «Σάιμον & Γκαρφάνκελ, 1969», είπα. «Ή κάπου εκεί γύρω. Δεν ξέρω, Γουάιρμαν. Δεν μπορώ να αποφασίσω τώρα. Έχω έναν ακόμα πίνακα να ζωγραφίσω». «Πράγματι. Πόσο μεγάλη θα είναι η θύελλα αυτή τη φορά;» «Δεν ξέρω. Αλλά το Κανάλι 6 θα τη λατρέψει». «Ωστόσο, θα τους στείλεις κάποιο προειδοποιητικό σήμα ώστε να λάβουν τα μέτρα τους, έτσι; Δεν πειράζει να καταστραφούν περιουσίες, αλλά να μη σκοτωθεί κανείς». «Κανένας δεν πρόκειται να σκοτωθεί», τον διαβεβαίωσα, ελπίζοντας ότι θα έβγαινα αληθινός, αλλά, μόλις το φασματικό μου ά-
κρο αναλάμβανε τον έλεγχο, δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος για τίποτα. Γι' αυτό η δεύτερη καριέρα μου έπρεπε να πάρει τέλος. Όμως Θα έφτιαχνα αυτή την τελευταία ζωγραφιά, γιατί ήθελα να εκδικηθώ στο έπακρο. Κι όχι μόνο για την Ίλι* και για τα άλλα θύματα της Περς. «Μαθαίνεις καθόλου νέα από τον Τζακ;» ρώτησε ο Γουάιρμαν. «Σχεδόν κάθε βδομάδα. Θα πάει στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, στο Ταλαχάσι, το φθινόπωρο. Κέρασμα από μένα. Στο μεταξύ, αυτός και η μητέρα του μετακομίζουν πιο νότια στην ακτή, στο Πορτ Σάρλοτ». «Κι αυτό δικό σου κέρασμα είναι;» «Για να είμαι ειλικρινής... ναι». Από τότε που ο πατέρας του Τζακ πέθανε από τη νόσο του Κρον, αυτός και η μητέρα του πέρασαν δύσκολες μέρες. «Και δική σου ιδέα;» «Και πάλι μέσα πέφτεις». «Ώστε, κατά τη γνώμη σου, το Πορτ Σάρλοτ είναι αρκετά νότια ώστε να θεωρείται ασφαλές». «Έτσι νομίζω». «Και βόρεια; Τι πρέπει να περιμένει η Τάμπα;» «Καταρρακτώδεις βροχές στη χειρότερη περίπτωση. Θα είναι μια μικρή θύελλα. Μικρή αλλά ισχυρή». «Μια περιορισμένη Άλις. Όπως εκείνη του 1927». «Ναι». Καθίσαμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο και τα κορίτσια πέρασαν πάλι δίπλα μας με το κρις-κραφτ τους, γελώντας πιο δυνατά και κουνώντας μας το χέρι με περισσότερο ενθουσιασμό απ' ό,τι πριν. Γλυκό πουλί της νιότης, που πετάς φτερωμένο κάθε απόγευμα από το δροσερό κρασί. Τις χαιρετήσαμε κι οι δυο στρατιωτικά. Όταν απομακρύνθηκαν και πάλι, ο Γουάιρμαν είπε: «Οι εν ζωή συγγενείς της μις Ίστλεϊκ δε θα χρειαστεί να μπουν στον κόπο να βγάλουν άδειες δόμησης για την καινούρια τους ιδιοκτησία, σωστά;» «Νομίζω πως όχι». Το σκέφτηκε λίγο κι ύστερα έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Καλώς. Στείλε όλο το νησί στον πάτο του ωκεανού. Εμένα με βολεύει». Σήκωσε τον ασημένιο κύλινδρο, έστρεψε την προσοχή του στο πορτοκαλί σημαιάκι πάνω από το ρήγμα που ανοίγεται στη μέση
της λίμνης Φάλεν, ύστερα κοίταξε πάλι εμένα. «Θέλεις να πεις κάποια τελευταία λόγια, muchacho;» «Ναι», είπα, «αλλά όχι πολλά». «Ετοίμασέ τα, λοιπόν». Ο Γουάιρμαν γονάτισε, έστρεψε το κορμί του και κράτησε τον ασημένιο κύλινδρο έξω από τη βάρκα. Ο ήλιος στραφτάλισε πάνω του για τελευταία, όπως ήλπιζα, φορά τουλάχιστον για τα επόμενα χίλια χρόνια... όμως κάτι μου έλεγε ότι η Περς ήταν ικανή να βρίσκει τρόπους για να βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια. Ότι το είχε καταφέρει πριν και θα το κατάφερνε ξανά. Ακόμα κι από τη Μινεσότα, με κάποιον τρόπο θα έβρισκε το caldo. Είπα τα λόγια που φυλούσα στο μυαλό μου. «Κοιμήσου για πάντα». Τα δάχτυλα του Γουάιρμαν άνοιξαν. Ακούστηκε ένας μικρός παφλασμός. Σκύψαμε στο πλάι της βάρκας και παρακολουθήσαμε τον ασημένιο κύλινδρο να γλιστράει απαλά και να χάνεται, με ένα τελευταίο καθρέφτισμα του ήλιου να σημαδεύει την κάθοδο του. ii Ο Γουάιρμαν έμεινε εκείνη τη νύχτα και την επόμενη. Φάγαμε μπριζόλες σενιάν, ήπιαμε πράσινο τσάι το απόγευμα και μιλήσαμε για οτιδήποτε εκτός από τον παλιό καιρό. Ύστερα τον πήγα στο αεροδρόμιο, όπου θα έπαιρνε μια πτήση για το Χιούστον. Εκεί σχεδίαζε να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο και να κατευθυνθεί νότια. Να δει λίγο τη χώρα, είπε. Προσφέρθηκα να τον συνοδεύσω μέχρι το σημείο ελέγχου επιβατών, αλλά αρνήθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού. «Δεν πρέπει να είσαι μπροστά όταν ο Γουάιρμαν θα βγάζει τα παπούτσια του για έναν απόφοιτο λυκείου», είπε. «Εδώ λέμε adios, Έντγκαρ». «Γουάιρμαν...» είπα, και δεν κατάφερα να πω περισσότερα. Ο λαιμός μου είχε γεμίσει με δάκρυα. Με τράβηξε στην αγκαλιά του και με φίλησε σταθερά και στα δυο μάγουλα. «Άκουσε, Έντγκαρ. Είναι καιρός για την Τρίτη Πράξη. Με καταλαβαίνεις;» «Ναι», είπα. «Έλα στο Μεξικό όταν θα είσαι έτοιμος. Και αν το θες». «Θα το σκεφτώ».
«Να το κάνεις. Con Dios, mi amigo; siempre con Dios*». «Και μαζί σου, Γουάιρμαν. Και μαζί σου». Στάθηκα και τον κοιτούσα ν' απομακρύνεται με την τσάντα του κρεμασμένη στον ώμο. Ξάφνου θυμήθηκα ολοζώντανα τη φωνή του, τη νύχτα που μου είχε επιτεθεί ο Έμερι στο Μεγάλο Ροζ και ο Γουάιρμαν είχε φωνάξει cojudo de puta madre πριν μπήξει το κηροπήγιο στο πρόσωπο του νεκροζώντανου εισβολέα. Ήταν καταπληκτικός. Ευχήθηκα να γυρίσει και να με κοιτάξει μια τελευταία φορά... και το έκανε. Πρέπει να είχε διαβάσει τη σκέψη μου, θα έλεγε η μητέρα μου. Ή να είχε ένα προαίσθημα. Αυτό θα το έλεγε η παραμάνα Μέλντα. Με είδε που έστεκα ακόμα εκεί κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του. «Ρούφα τη ζωή, Έντγκαρ!» φώναξε. Μερικοί άνθρωποι γύρισαν να δουν, ξαφνιασμένοι. «Κι άσε τη ζωή να σε ρουφήξει», φώναξα κι εγώ. Με χαιρέτησε στρατιωτικά, γελώντας, και προχώρησε προς το αεροπλάνο του. Και εννοείται ότι τελικά κατέβηκα νότια στη μικρή του πόλη, αλλά μόλο που για μένα μένει πάντα ζωντανός μέσα απ' τα αποφθέγματα του -πάντα τα σκέφτομαι σε ενεστώτα χρόνο-, ποτέ δεν ξαναείδα τον ίδιο. Πέθανε από καρδιακή προσβολή δυο μήνες αργότερα, στην υπαίθρια αγορά του Ταμασουντσάλε, ενώ παζάρευε μερικές φρέσκιες ντομάτες. Νόμιζα ότι θα υπήρχε καιρός, αλλά πάντα έτσι δε νομίζουμε; Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας τόσο πολύ, που θα μπορούσαμε να το κάνουμε για επάγγελμα.
iii Πίσω στο σπίτι της Άστερ Λέιν, το καβαλέτο μου ήταν στημένο στο καθιστικό, όπου το φως ήταν καλό. Ο καμβάς πάνω του ήταν σκεπασμένος με μια μεγάλη πετσέτα. Πλάι του, στο τραπέζι με τις λαδομπογιές μου, υπήρχαν κάμποσες αεροφωτογραφίες του Ντούμα Κη, αλλά σχεδόν ούτε που τις κοίταξα· έβλεπα το Ντούμα στα όνειρά μου, κι ακόμα το βλέπω. Πέταξα την πετσέτα στον καναπέ. Στο πρώτο πλάνο του πίνακα -του τελευταίου μου πίνακα- ορθωνόταν το Μεγάλο Ροζ, αποτυ* 0 Θεός μαζί σου, φίλε μου- ο Θεός πάντα μαζί σου. (Σ.τ.Μ.)
πωμένο τόσο ρεαλιστικά, που σχεδόν μπορούσα ν' ακούσω το άλεσμα των κοχυλιών από κάτω του κάθε φορά που ερχόταν το κύμα. Με την πλάτη στηριγμένη σε μια από τις κολόνες που υποβάσταζαν το κτίριο, η τέλεια σουρεαλιστική πινελιά, υπήρχαν δυο κούκλες με κόκκινα μαλλιά, καθισμένες πλάι πλάι. Στ' αριστερά ήταν η Ρίμπα. Στα δεξιά ήταν η Φάνσι, εκείνη που μου είχε φέρει ο Κέιμεν από τη Μινεσότα. Εκείνη που ήταν ιδέα της Ίλι. Τον Κόλπο, που συνήθως ήταν καταγάλανος κατά την παραμονή μου στο Ντούμα Κη, τον είχα ζωγραφίσει μ' ένα θολό και απειλητικό πράσινο. Από πάνω, ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα σύννεφα· είχαν συσσωρευτεί στην κορυφή του καμβά και συνεχίζονταν κι εκεί που δεν τα έβλεπε το μάτι. Το δεξί μου χέρι άρχισε να με φαγουρίζει κι εκείνη η παλιά αίσθηση της δύναμης άρχισε να ρέει πρώτα μέσα μου κι ύστερα μέσα από μένα. Μπορούσα να δω τη ζωγραφιά μου σχεδόν με τα μάτια ενός θεού... ή μιας θεάς. Μπορούσα να τα παρατήσω, αλλά δε θα ήταν εύκολο. Όταν έφτιαχνα εικόνες, ένιωθα ερωτευμένος με τον κόσμο. Όταν έφτιαχνα εικόνες, ένιωθα ολόκληρος. Ζωγράφισα για λίγο, ύστερα άφησα το πινέλο στην άκρη. Ανακάτεψα καφέ και κίτρινο με τον αντίχειρά μου, το άπλωσα πάνω στη ζωγραφισμένη ακρογιαλιά... ω, πόσο απαλά... κι ένα σύννεφο άμμου σηκώθηκε, θαρρείς στην πρώτη διστακτική πνοή του ανέμου. Στο Ντούμα Κη, κάτω από το μαύρο ουρανό μιας καλοκαιρινής καταιγίδας που πλησίαζε, ένας άνεμος άρχισε να σηκώνεται.
Πώς να ζωγραφίσετε έναν πίνακα (XII)
Νιώστε μέσα σας πότε έχετε τελειώσει, κι όταν το νιώσετε, αφήστε κάτω το μολύβι ή το πινέλο σας. Όλα τα υπόλοιπα είναι μόνο ζωή. Φεβρουάριος 2006 - Ιούνιος 2007
Υστερόγραφο
Έχω πάρει κάποιες ελευθερίες σε σχέση με τη γεωγραφία και την ιστορία της δυτικής ακτής της Φλόριντα. Παρ' όλο που ο Ντέιβ Ντέιβις ήταν υπαρκτό πρόσωπο και όντως εξαφανίστηκε, εδώ χρησιμοποιείται με μυθιστορηματικό τρόπο. Και κανένας στη Φλόριντα δεν ονομάζει τους εκτός εποχής τυφώνες «Άλις», εκτός από μένα. Θέλω να ευχαριστήσω τη σύζυγο μου, τη μυθιστοριογράφο Τάμπιθα Κινγκ, που διάβασε αυτό το βιβλίο σε μια από τις αρχικές μορφές του και υπέδειξε κάποιες πολύτιμες αλλαγές* το τενεκεδένιο κουτί από τα μπισκότα Σουίτ Όουεν ήταν μόνο μία από αυτές. Θέλω να ευχαριστήσω τον Ρας Ντορ, παλιό μου φίλο και γιατρό, που μου εξήγησε με υπομονή την περιοχή του Μπροκά και τις ιδιομορφίες του αντικτυπήματος. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω τον Τσακ Βέριλ, που επιμελήθηκε αυτό το βιβλίο με το συνηθισμένο του συνδυασμό λεπτότητας και σκληρότητας. Ευχαριστώ ακόμα τον Τέντι Ρόζενμπαουμ, τον φίλο μου και διορθωτή: muchas gracias. Κι εσένα, παλιέ μου φίλε, Πιστέ Αναγνώστη· πάντα εσένα. Στίβεν Κινγκ Μπάνγκορ, Μέιν