Φως στο Σκοτάδι Janet Beaton
Κεφάλαιο 1 Συνωστισμός και πίεση Η Τζίλι Στίρλιν μπήκε βιαστικά στη γραμματεία και χρειάστηκε να περάσουν λίγα λεπτά για να δουν οι δακτυλογράφοι ότι βρισκόταν εκεί. Κατόπιν, η μία μετά την άλλη, σταμάτησαν να φλυαρούν και τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους. Τα φτερωτά τους δάχτυλα άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά τα πλήκτρα ή να γλιστρούν τις γραφομηχανές τους στην επόμενη αράδα. Ο τρόπος με τον οποίο η «γραμματέας του αφεντικού» επιδρούσε πάνω τους έτσι κατεναυστικά, είχε κάτι μάλλον εκφοβιστικό. Η Τζιλ θα ήθελε να τους φωνάξει: «Ε, κορίτσια, χαλαρώστε. Εγώ είμαι. Και δεν είμαι παρά μια από σας, έτσι δεν είναι;» Η αλήθεια ήταν πως ορισμένες κοπέλες χρειάζονταν λίγη αυστηρότητα, για παράδειγμα η Μαίρη Ντάουσον που έκανε πολλή ώρα για ν' αποφασίσει να στρωθεί στη δουλειά. Καθώς περνούσε πλάι από το γραφείο της, η Τζιλ την άκουσε καθαρά να μουρμουρίζει: «Ω, η χαϊδεμένη του Γουίλι Γουώλς!» Ωστόσο, δεν ήθελε να καυγαδίσει με τη Μαίρη. Ο σκοπός της ήταν να διατηρήσει την τάξη και την αρμονία. Έτσι, πήγε ήρεμα στο γραφείο της πιο ώριμης Mις Τόμκινς και με καθαρή φωνή που ακουγόταν από τις άλλες, είπε: «Σας παρακαλώ, Μις Τόμκινς, έχετε τακτοποιήσει εκείνους τους λογαριασμούς; Ο κύριος Γουώλς θα ήθελε να τους παραλάβει». Βγήκε, νιώθοντας πολύ εκνευρισμένη, τόσο από το θορυβώδες γραφείο, όσο και από την καλυμένη αυθάδεια των κοριτσιών - ή μήπως, απλά, έφταιγε η αποπνικτική ατμόσφαιρα του δωματίου; Δεν ήταν έξυπνο εκ μέρους της ν' αφήσει αυτό το ζήτημα στην Μις Τόμκινς που σίγουρα, προτιμούσε τη ζέστη από τον φρέσκο αέρα -και ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει, στην ηλικία της; Κι όμως, δε θα μπορούσε ν' ανοίξει το παράθυρο, έστω και για λίγο; Στο κάτω κάτω, ο καιρός είχε αρχίσει να γλυκαίνει. Ήταν Μάιος. Άνοιξε το τζάμι για ν' αναπνεύσει τον καθαρό αέρα -κι αυτός ήταν γεμάτος από καπνούς, λάδια και πετρέλαια, από την πυκνή κυκλοφορία που έπνιγε τους δρόμους του Λονδίνου κι από ένα φύσημα καπνού από την καμινάδα κάποιου που ποτέ δεν είχε ακούσει για αντικαπνογόνους
ζώνες. Ουφ! Έκλεισε πάλι το παράθυρο. Η Μις Τόμκινς δεν είχε και τόσο άδικο, τελικά! Η Τζιλ ένιωθε ν' ασφυκτιά, να πνίγεται; τόσα άτομα μέσα στο δωμάτιο - το αποκαλούσαν «ανοιχτό πλάνο» - τόσα αυτοκίνητα και λεωφορεία στο δρόμο. Προσπάθησε να τα διώξει όλα αυτά από τη σκέψη της, πριν χτυπήσει την πόρτα του Γουίλι - συγνώμη! του κυρίου Γουώλς και μπορέσει να παρουσιαστεί μπροστά του με ήρεμη κι ευχάριστη όψη. Η Τζιλ κατάλαβε πως ο άντρας θα έπρεπε να είχε απλώσει τα πόδια του πάνω στο γραφείο πριν και τώρα, ξανακαθόταν σε μια πιο κόσμια θέση στην καρέκλα του. «Α, είσαι η Μις Στίρλιν!» είπε με κάποια ανακούφιση. «Ακριβώς η κυρία που ζητούσα». Κι έβγαλε ένα χασμουρητό, σίγουρα το τελευταίο μιας σειράς πολλών άλλων. «Συγνώμη, Τζιλ. Κοιμήθηκα αργά, χτες. Βλέπεις, φάγαμε και ήπιαμε πολύ με το διευθυντή της Μόρτον Ράμπερ Λίμιντιντ. Θα μας δώσουν την τελική απάντηση στο τέλος της εβδομάδας - ας ελπίσουμε ότι θα είναι ευνοϊκή κι ότι δεν θα χρειαστούν περισσότερα δείπνα καταχρήσεων. Εσύ, Τζιλ, δεν θα έρθεις ποτέ σ' ένα απ' αυτά; Ξέρεις πως είναι, σχεδόν, μέσα στα καθήκοντα σου. Είσαι βασικό στέλεχος της εταιρείας, ιδιαιτέρα γραμματεύς του διευθυντή της. Τι λες; Θα σε πάω στο σπίτι σου μετά, ξέρεις». «Σας έφερα τα γράμματα που ετοίμασα για να τα υπογράψετε, κύριε Γουώλς. Μου τα υπαγορέψατε από το ντικταφόν, θυμόσαστε; Α ναι, και να ρίξετε μια ματιά σ' αυτούς τους λογαριασμούς». Ο άντρας σταμάτησε απότομα από τον κοφτό τόνο της φωνής της, κι αυτό ακριβώς ήθελε η Τζιλ. «Α, ναι, φυσικά. Ευχαριστώ. Για να τα δω», είπε. Η Τζιλ κάρφωσε τα μάτια της στην προεξοχή μιας καπνοδόχου, πέρα στο δρόμο. Να ήταν αυτή από την οποία ερχόταν ο καπνός; Το δωμάτιο του κυρίου Γουώλς, όπως άρμοζε στη θέση του, ήταν φωτεινό και ήσυχο και αντίκριζε ένα στενό, πλαϊνό δρόμο. Αλλά της Τζιλ δεν της έλεγε τίποτα, έτσι που το έβλεπε ν' ατενίζει μια θέα γεμάτη συνωστισμό κι οχλοβοή. «Μου τα υπογράφετε, σας παρακαλώ, κύριε;» Εκείνο το «κύριε» είχε σκοπό να επαναφέρει το μυαλό του στη δουλειά και το κατόρθωσε. Τον έκανε, όμως, και να γκρινιάξει. «Κάνε μου μια χάρη. Μη με αποκαλείς «κύριε», τουλάχιστον όταν είμαστε μόνοι. Βρισκόμαστε μαζί εδώ και -πόσο καιρό; - πάνω από δύο χρόνια. Γνωρίζεις όλα τα επαγγελματικά μου μυστικά. Είμαστε συνεργάτες. Δε χρειάζεται να είσαι τυπική μαζί μου. Μου επέτρεψες να σε αποκαλώ
με το μικρό σου όνομα, έτσι δεν είναι; Νομίζω πως όταν είμαστε οι δυο μας, μπορείς να με λες Γουίλι. Στο κάτω κάτω, μου αξίζει να μου φέρονται με συμπάθεια, για λίγες ώρες της ημέρας. Στο σπίτι, δεν την απολαμβάνω και πολύ - το ξέρεις κι αυτό. Το κακό είναι ότι, εδώ και μερικά χρόνια τώρα, η γυναίκα μου δε με καταλαβαίνει. (Σε καταλαβαίνει πολύ καλά, Γουίλι!). Δεν θα είχες αντίρρηση να βάλω το χέρι μου στον ώμο σου, έτσι; Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε λίγη πατρική στοργή, δε συμφωνείς;» Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω της. Η Τζιλ δεν αισθάνθηκε φόβο - ήξερε πως ήταν αρκετά ακίνδυνος -αλλά αηδία. Ο άντρας είχε έρθει στο γραφείο πολύ αργά, μετά τις τρεις και προφανώς, είχε πιει πολύ περισσότερο απ' όσο έπρεπε. «Ήταν καλό το γεύμα σας;» τον ρώτησε, για ν' αλλάξει θέμα. «Αν ήταν καλό; Ναι, πολύ καλό. Και καθίσαμε μιλώντας πολύ, μετά. Με μια τόσο ικανή γραμματέα, μπορώ να κάνω μερικές απουσίες, που και που. Λοιπόν, που είχαμε μείνει;» «Στα γράμματα, κύριε Γουώλς. Αν έχετε την καλοσύνη, σας παρακαλώ να μου τα υπογράψετε για να τα πάω στο ταχυδρομείο. Κλείνει στις πέντε». «Ναι, ναι, θα τα υπογράψω. Επί τη ευκαιρία, ένα αντίγραφο της επιστολής στους Μόρτον πρέπει να σταλεί στην - πως την λένε; στην Τάιρ Κόμπανι». Καθώς η Τζιλ έπαιρνε τα γράμματα, είπε ήρεμα: «Κύριε Γουώλς, νομίζω πως πρέπει να σας το υπενθυμίσω. ' Εχετε βρει άτομο να με αντικαταστήσει ή μπορεί ν' αναλάβει η Μις Τόμκινς τη δουλειά μου; Μπορώ να της δείξω μερικά πράγματα, αν θέλετε. Φεύγω με άδεια την επόμενη βδομάδα. Το θυμόσαστε», πρόσθεσε γιατί ο Γουίλι κοιτούσε ανέκφραστα. «Φεύγεις με άδεια; Α, ναι, ναι, ναι, βέβαια! Θυμάμαι τώρα. Προσπαθώ μόνο να κάνω πως δεν θυμάμαι. Ευσεβείς πόθοι, θα μου πεις. Την ζήτησες εγκαίρως και πρέπει να φύγεις. Τυπική, όπως συνήθως, όχι σαν την Μις Τομ - και πόσο καιρό θα λείψεις;» «Τρεις βδομάδες, κύριε Γουώλς» «Ω, Τζιλ. Τρεις βδομάδες είναι πολύς καιρός». «Ω, ναι, ναι. Και σου αξίζει. Μα πόσο θ' αντέξω χωρίς εσένα, Τζιλ;» Είχε σηκωθεί και τώρα, έκανε το γύρο του γραφείου του κι η Τζιλ κατάλαβε πως προσπαθούσε να γλιστρήσει το χέρι του στους ώμους της. Πατρικά; Ίσως. Αλλά ευχήθηκε να μην το κάνει και απομακρύνθηκε, ένα δυο βήματα. «Δεν πηγαίνεις με κανένα ξανά, έτσι;» τη ρώτησε ήρεμα. «Έχεις κάποιον στο νου σου; Ελπίζω, όχι τον νεαρό μου αδελφό, τον Τζάκο. Ε, Τζιλ; Όχι, είμαι σίγουρος πως όχι».
«Κανέναν απολύτως. Με συγχωρείτε, κύριε Γουώλς αλλά...». «Μήπως προτιμάς ένα πιο ηλικιωμένο άντρα; Έχεις καλό γούστο, αγαπητή μου, όπως σε όλα όσα κάνεις. Εκτιμάς περισσότερο ένα πιο μεγάλο, πιο ώριμο άτομο». Η Τζιλ αναρωτήθηκε αν θα πήγαινε πάλι κοντά της. «Μια και μιλάμε για γούστο, δεν μ' άρεσε και πολύ εκείνος ο τύπος που είχε έρθει εδώ κάποτε και σε είχε ζητήσει. Έπρεπε να μου τον συστήσεις αλλά δεν θυμάμαι τ' όνομα του. Πάντως, ομολογώ ότι σ' αυτή την περίπτωση, το γούστο του ατύχησε». Η Τζιλ κατέπνιξε την ισχυρή παρόρμηση που της ήρθε να του πει: «Δεν είναι μέσα στα καθήκοντα μου να συζητώ τις προσωπικές μου υποθέσεις μαζί σου». Αντί γι' αυτό, είπε: «Δεν μ' άρεσε ούτε εμένα πολύ, κύριε Γουώλς. Δεν είχε καμιά δουλειά να έρθει εδώ και να μου μιλήσει. Αλλά, αν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα να μην μιλήσω...». «Τέτοιους τύπους, συνήθως, τους αποκαλούμε αγροίκους. Δεν μ' ένοιαξε για την γραβάτα ή για τα παπούτσια που φορούσε αλλά είπα στον εαυτό μου: «Πως γνώρισε η εκλεκτική μας Τζιλ ένα τέτοιο άνθρωπο;» «Κύριε Γουώλς, σας είχα πει, τότε, ότι τον είχα γνωρίσει από λάθος». «Μα την αλήθεια, θα ήσουν πιο καλά με τον καημένο τον γέροΤζάκο παρά μ' εκείνον εκεί. Τώρα, κοίτα, δεν ήθελα να σε προσβάλλω. Μην παίρνεις τέτοιο σκυθρωπό ύφος. Σκέφτομαι μόνο το καλό σου, αγαπητή μου. Δεν σου λείπει ο μνηστήρας σου; Καλό παιδί. Πως τον έλεγαν, να δεις. Του μίλησα λίγο, για πέντε λεπτά, σ' εκείνο το χριστουγεννιάτικο πάρτι που είχαμε κάνει. Καλό παλικάρι αλλά δεν βρήκε να πει ούτε μια λέξη. Ήταν, όμως, πολύ νέος για σένα. Ίσως να σου άρεσε πολύ. Αλλά, στο κάτω κάτω, θέλεις έναν άντρα για αρραβωνιαστικό σου, όχι ένα παιδαρέλι. Ω, ναι, βέβαια, θα διαπιστώσεις ότι είναι πιο καλά μ' ένα πιο ηλικιωμένο άντρα. Επί τη ευκαιρία, Τζιλ, τι θα έλεγες για ένα γλεντάκι, πριν πας για τις διακοπές σου; Ένα ήσυχο βράδυ, κάπου έξω από την πόλη; Μόνο εσύ κι εγώ. Ποτέ δεν σου έδειξα το θαυμάσιο, μικρό ξενοδοχείο που υπάρχει σ' αυτή την πλευρά του αγγλικού Καναλιού. Ήσυχο, διακριτικό, θαυμάσιο. Στο στοιχείο σου. Μη με κοιτάζεις έτσι, Τζιλ! Δεν ήθελα να...». «Το ταχυδρομείο, κύριε Γουώλς. Πρέπει να φύγω. Πως είναι η γυναίκα σας αυτές τις μέρες;» Ο Γουώλς έπιασε το μήνυμα και σούφρωσε τα χείλη του. «Η Κόνι; Ω, πάντα τα ίδια. Δεν τα πηγαίνει καλά με την Αναστάζια και πλήττει με τα παιδιά...». «Λοιπόν, θα σε δω πριν φύγεις; Όχι; Ωραία, τότε, σου εύχομαι να
περάσεις καλά, αγαπητή μου. Να τα ξεχάσεις όλα γύρω από εμάς, εδώ».
Κεφάλαιο 2 Μια Ονειροπόληση Η Τζιλ ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο του μικρού, ιδιωτικού της βεστιαρίου, νιώθοντας πολύ εξαντλημένη για να φορέσει το πανωφόρι και το μαντήλι της. Μέσα της, αισθανόταν συσσωρευμένη υπερένταση και κούραση. Το άγχος την είχε κυριεύσει. Τους τελευταίους μήνες, είχαν μαζευτεί πολλές εντάσεις στην ψυχή και στο μυαλό της, ή μάλλον πολλοί άνθρωποι της είχαν μεταδώσει τις δικές τους εντάσεις. Την είχαν αγγίξει αλλά δεν την είχαν σημαδέψει βαθιά, εκεί όπου βρισκόταν το φρούριο της καρδιάς της. Δεν είχε αγαπήσει κανένα τους, ούτε καν τον ευγενικό και περιποιητικό Τίμοθι, με τον οποίο, μια και εκείνος το ήθελε τόσο πολύ, είχε αρραβωνιαστεί. Είχε υποχωρήσει στις παρακλήσεις του, από συμπόνια, το να του αρνηθεί θα ήταν σα ν' απογοήτευε ένα καλό και τρυφερό παιδί. Επίσης, ίσως - κι αν ίσχυε αυτό, τότε έφταιγε πολύ - είχε συμφωνήσει γι' αυτό τον αρραβώνα, για ν' απομακρύνει τους άλλους. Τουλάχιστον, είχε απομακρύνει τον αδελφό του κυρίου Γουώλς, τον Τζακ Γουώλς, για ένα διάστημα. Και άλλους δυο ή τρεις γιατί, χωρίς να το θέλει, προσέλκυε πάντα μια τακτική ομάδα νέων αντρών. «Σε ζηλεύω, Τζιλ!» στέναξε η συνάδελφος της, η Άλιξ. «Ω, πόσο σε ζηλεύω! Νομίζω ότι, τουλάχιστον πέντε άντρες συγχρόνως είναι ερωτευμένοι μαζί σου. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένη με τον εαυτό σου». «Όχι», είχε αποκριθεί, με απόλυτη ειλικρίνεια. «Είναι κάτι κουραστικό, πολύ κουραστικό. Θέλω να έχω μόνο έναν άντρα στη ζωή μου και ακόμη, δεν τον έχω γνωρίσει. Μπορεί και να μην τον γνωρίσω ποτέ». Ο πιο κουραστικός απ' όλους αυτούς ήταν, βέβαια, ο Τζώρτζ Μπάρτον, «εκείνος ο τύπος», όπως τον είχε αποκαλέσει τόσο χαρακτηριστικά ο κύριος Γουώλς. Πως, στην ευχή, είχε μπλέξει μ' ένα άνθρωπο σαν αυτόν; Ήταν η Άλιξ που, όταν είχαν περάσει μαζί ένα Σαββατοκύριακο στο Μπράιτον, την είχε πείσει να πάει σε μια ντίσκο μαζί της. Είχαν πάει, τελικά αν και δεν ήταν ακριβώς του τύπου της αυτού του είδους η διασκέδαση, ήταν ένα υγρό, μελαγχολικό βράδυ που
ούτε τα χρωματιστά φώτα μπορούσαν να το κάνουν πιο εύθυμο. Η αίθουσα της ντίσκο έστελνε τα φώτα της στο δρόμο και μαζί μ' αυτά, τη δυνατή, ρυθμική της, ορμητική μουσική. Στην αρχή, ήταν διασκεδαστικό να στέκεται στον τοίχο και να παρατηρεί τους χαρούμενους νεαρούς να χορεύουν και πιο διασκεδαστικό όταν, καθώς πρόσεξαν τις κοπέλες, άρχισαν να τις ζητούν σε χορό. Είχε προσέξει έναν από τους άντρες που χόρευαν, ήταν τόσο κομψός στις κινήσεις του, τόσο ζωντανός, τόσο ωραία συγχρονισμένος με τον ρυθμό της μουσικής. Ο άντρας είχε συλλάβει το βλέμμα της πάνω του προφανώς, γιατί της έστειλε ένα πλατύ, αφοπλιστικό χαμόγελο που την έκανε να του χαμογελάσει κι η ίδια. Έτσι, όταν η μουσική άλλαξε, ο τύπος ήρθε κοντά της και με ευγένεια, της ζήτησε να χορέψει μαζί του. Ήταν μια ευχάριστη εμπειρία να συνταιριάζει τα βήματα της με τα βήματα κάποιου τόσο έμπειρου χορευτή. Στην πορεία της συζήτησης τους, εκείνος της αποκάλυψε ότι είχε εργαστεί για ένα διάστημα, ως ξενοδόχος σ' ένα από τα «καλά» ξενοδοχεία. Της είχε ζητήσει να χορέψουν γι' άλλη μια φορά μαζί, τραβώντας την παιχνιδιάρικα από ένα άλλο παρτεναίρ. Η Άλιξ, επίσης, είχε βρει ένα παρτεναίρ για πολλούς χορούς. Έτσι, είχαν βγει από τη ντίσκο κι είχαν πάρει ένα ταξί για το σπίτι, ευχαριστημένες Kι οι δυό, εκείνη τη βραδιά, που είχαν βρει όχι ξένους, αλλά φίλους, όπως τους είχαν θεωρήσει. Ήταν ένα ευχάριστο κι ανώδυνο βράδυ, όπως είχε πιστέψει. Ποιος θα το έλεγε ποτέ ότι την ίδια μέρα μετά την επιστροφή της στο Λονδίνο, θα συναντούσε τον χορευτή σ' ένα πάρκιν αυτοκινήτων; Τα αμάξια τους στέκονταν το ένα πλάι στο άλλο. «Λοιπόν, λοιπόν, για σκέψου! Τι φανταστική τύχη να πέσω πάνω σ' εσένα, το πιο όμορφο κορίτσι στην Αγγλία και επίσης, στην πιο καλή χορεύτρια! Αλλά γιατί έφυγες τόσο ξαφνικά από εκείνο το χορό, στο Μπράιτον; Ήσουν σαν την Σταχτοπούτα που έφυγε μακριά από την καλή της τύχη». Εκείνη τη στιγμή, η νέα είχε προσέξει αυτό που της είχε διαφύγει, όταν ήταν συνεπαρμένη από την ευχαρίστηση του χορού, τον ψυχρό του αέρα της υπεροψίας. Έβλεπε τον εαυτό του ως την «καλή τύχη» κάθε κοριτσιού, όπως φαινόταν. Ωστόσο, ήταν αρκετά γοητευτικός, έτσι, όταν της είπε: «Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σ' αυτό το ξενοδοχείο και να φλυαρούσαμε λίγο, πίνοντας ένα ποτό, πριν πάμε στα σπίτια μας; Δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε τα ονόματα μας, ξέρεις. Εμένα με λένε Τζώρτζ Μπάρτον, Μπακ κομψευόμενο - για τους φίλους μου». «Κι εμένα με λένε Τζίλιαν, Τζιλ για συντομία». «Ωραία, έλα Τζιλ. Θα πιούμε ένα ποτό στα γρήγορα και θα κουβεντιάσουμε». «Εργάζεσαι κι εσύ στο Λονδίνο, λοιπόν;»
«Εργάζομαι - και παίζω. Παρατηρώ, αγάπη, πόσο βαθιά σκούρα μάτια έχεις! Βιολέ - έχουν γίνει από βιολέτες. Θα ήθελα να μπορούσα να τα πάρω και να τ' αποκρυσταλλώσω και να τα φάω και τα δύο μαζί. Θα σε πείραζε, στ' αλήθεια, αν το έκανα;» Της έφτιαξε ένα παιχνιδιάρικο σχέδιο από μια τέτοια πράξη που την έκανε να γελάσει. Ήταν μάλλον ευχάριστος στην παρέα. Κι όμως, όταν της πρότεινε να βγουν για δείπνο το επόμενο βράδυ, με τα λόγια: «Μόνο για ένα απεριτίφ», η Τζιλ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Λυπάμαι, δε μπορώ. Εκτός αν φέρω μαζί μου τον αρραβωνιαστικό μου». «Τον αρραβωνιαστικό σου!» της σφύριξε. «Που να πάρει! Θα έπρεπε να το περιμένω. Μα δε φορούσες δαχτυλίδι, στο Μπράιτον. Βλέπω ότι τώρα, φοράς». «Είχα φύγει εκείνες τις μέρες, για να μπορέσω ν' αποφασίσω με την ησυχία μου. Τελικά, του είπα το ναι, έτσι...». «Για περίμενε λίγο! Μόνο λίγα λεπτά. Αυτό είναι πολύ λυπηρό. Να γνωριστούμε μόνο και μόνο για να χωρίσουμε». Η Τζιλ είχε γελάσει με το μελοδραματικό του ύφος κι εκείνου δεν του άρεσε αυτό. Το πρόσωπο του έχασε τη λάμψη του και σκυθρώπιασε. «Η γνωριμία μας ήταν μια σύμπτωση της στιγμής, κύριε Μπάρτον. Δεν είχα σκοπό να την αφήσω να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο. Και τώρα, είμαι αρραβωνιασμένη μ' έναν πολύ καλό άνθρωπο, έναν άνθρωπο με τον οποίο θα ζήσω ευτυχισμένη». Αλλά ο κύριος Μπάρτον ήταν φοβερά επίμονος. Την περίμενε, όταν έβγαζε το αυτοκίνητο της από το γκαράζ, ανακάλυψε που εργαζόταν και, μάλιστα, μια φορά είχε εισβάλλει στην εταιρεία και της έπιασε την κουβέντα, την ώρα που εργαζόταν. Ο κύριος Γουώλς είχε μια αμυδρή εικόνα απ' όλη αυτή τη σκηνή - ή να έκανε πως δεν είδε τίποτα, από διακριτικότητα; Η Τζιλ ήξερε, χωρίς ν' ακούσει τη γνώμη του, ότι η νέα της γνωριμία δεν ήταν καθόλου του τύπου της. Για λίγο, κολακεύτηκε από το φλερτ του, ξεφεύγοντας έτσι από τον αρραβώνα της. Μετά, όταν κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει και διέκοψε κάθε επαφή, βρέθηκε εκτεθειμένη σε μια επίμονη κι εχθρική ενόχληση. Πραγματικά, κουραστικό. Και πέρα απ' αυτό, ο καημένος ο Τζάκο Γουώλς που ήταν τόσο αδύναμος όσο δυναμικός ήταν ο μεγάλος του αδελφός, είχε φανταστεί ότι η Τζιλ είχε διακόψει με τον Τίμοθι Μπράντλεϊ, για δική του χάρη! «Ήξερα ότι θα λογικευόσουνα!» είχε κραυγάσει, αφήνοντας κατά μέρος τους δισταγμούς του κι είχε έρθει κατ' ευθείαν στο γραφείο του αδελφού του όπου η Τζιλ εργαζόταν. «Ήταν η δική μου σκέψη - Αγάπη μου!». Και της είχε αρπάξει το χέρι, κρατώντας ακόμη το στυλό του και
της το είχε φιλήσει, γεμίζοντας το σάλια. Ο Τίμοθι, ο Μπακ Μπάρτον, ο Τζάκο Γουώλς - και ο κύριος Γουώλς - ω, πως είχαν εγκλωβιστεί γύρω της, έτσι που την έκαναν να λαχταρά να ξεφύγει, να είναι ελεύθερη, να βρει χώρο κι αέρα για ν' ανασάνει! Ξύπνησε από το ονειροπόλημά της και κούμπωσε βιαστικά το παλτό της. Η δίψα της να φύγει μακριά και να αισθανθεί ελεύθερη, την έκανε να πηδήσει τα σκαλιά για να πάει στην μπροστινή είσοδο. Και τότε, έπεσε κατ' ευθείαν πάνω στον κύριο Γουώλς, που βάδιζε βαριά, βγαίνοντας από το ασανσέρ. Την κράτησε από το μπράτσο ενώ της μιλούσε. «Και που πηγαίνεις, λοιπόν, Τζιλ; Δεν εννοώ τώρα, εννοώ για τις διακοπές σου. Πάλι στην Ιταλία; Ή, νομίζω, πως κάποτε μου είπες πως σκεφτόσουν να πας στη Νορβηγία;» «Δεν έχω κατασταλάξει, ακόμα, κύριε Γουώλς». «Ακόμα! Υποθέτω ότι θα βασίζεσαι σε καμιά ακύρωση. Λοιπόν, τώρα σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να βοηθήσω, να σου βρω που θα μείνεις, ένα, δυο ξενοδοχεία. Δε με πειράζει καθόλου να σου κάνω τον συνοδό! Όχι, αλλά περίμενε μια στιγμή!», είπε καθώς η κοπέλα αγωνιζόταν να γλιτώσει από τη λαβή του. «Ξέρεις ότι ενδιαφέρομαι για σένα, την θαυμάσια γραμματέα μου. Λοιπόν, που πρόκειται να πας;» «Δεν θα πάω στο εξωτερικό. Κάπου στη Βρετανία, φαντάζομαι». (Αλλά κάπου μακριά από εδώ). «Αυτό είναι αόριστο. Σε ποιο μέρος της Βρετανίας; Έτσι, για να μπορώ να σε σκέφτομαι συχνά. Ω! καταλαβαίνω τι σκέφτεσαι. Όχι, δεν θα σου στείλω τον Τζάκο. Θα σ' ενοχλεί νύχτα και μέρα, το ξέρω. Αυτοί οι τεμπέληδες έχουν όλο το χρόνο του κόσμου για να πηγαίνουν εδώ κι εκεί, όπου τους κάνει κέφι, ενώ εμείς οι εργαζόμενοι, πρέπει να μένουμε και να τους συντηρούμε». «Δεν ξέρω ακόμη που πηγαίνω. Θα το αφήσω στην τύχη». «Αυτή είναι αλλόκοτη απάντηση. Στην πραγματικότητα, είσαι περίεργη, αυτές τις μέρες. Τι συμβαίνει;» «Είναι απλά ότι έχω κουραστεί λιγάκι». «Λυπάμαι, αγαπητό μου κορίτσι (και φαινόταν ειλικρινά λυπημένος, δεν ήταν κόλπο). Και για πόσο καιρό σκέφτεσαι να μας λείψεις;» «Τρεις βδομάδες, κύριε Γουώλς, εντάξει;» «Είναι πολύ διάστημα. Πάντως, αν σου κάνει καλό, εντάξει από μένα. Ειλικρινά, σου χρειάζεται μια καλή ανάπαυση. Να δοκιμάσεις ένα από τα καταφύγια: το Μπράιτον, το Μπούνμουθ, το Μπλάκπουλ!». «Όχι. Κάπου στην εξοχή, νομίζω. Κάπου ήσυχα». «Ναι, το βλέπω». Μετά, ο άντρας πρόσθεσε με κάποια επίγνωση:
«Η δημοτικότητα είναι κατάρα, έτσι δεν είναι; Όμως, θα έρθεις πίσω σ' εμάς. Δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψεις, έτσι;» «Και βέβαια όχι, κύριε Γουώλς! Θα σας ειδοποιούσα εγκαίρως, αν το έκανα». «Ίσως να μείνεις πιο πολύ απ' όσο υπολογίζεις!» Την φίλησε στο μέτωπο, μ' ένα φιλικό, πατρικό φιλί. «Μη με παρεξηγείς. Σε σέβομαι πάρα πολύ». Η Τζιλ μπορούσε να τον χειριστεί. Τον αντάμειψε μ' ένα μικρό, σύντομο χαμόγελο και πήγε προς την πόρτα. Εκείνος της την κράτησε ανοιχτή και, χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της, η Τζιλ κίνησε για το αυτοκίνητο της. Ω, όχι! Ο Τίμοθι Μπράντλεϊ στεκόταν εκεί, όπως το είχε κάνει μια φορά, με το ντροπαλό του πρόσωπο να την επιπλήττει; Ή ο Τζάκο, με την σαχλή του δικαιολογία ότι είχε έρθει να δει τον αδελφό του; Ή, το χειρότερο απ' όλα, ο Μπακ Μπάρτον, ελαφρά μεθυσμένος, γεμάτος σιγουριά και τελείως ανεπιθύμητος; Έμπαινε με ανακούφιση στο αυτοκίνητο της που έμοιαζε να την περιμένει υπομονετικά, όταν ένα γερό χέρι έπιασε τον ώμο της. Αναπήδησε από το φόβο κι ο τρόμος της δεν λιγόστεψε καθόλου, όταν ανακάλυψε ότι πράγματι, ήταν ο Μπάρτον που της χαμογελούσε. «Σε τσάκωσα!», της είπε με μεγάλη ευθυμία. «Το σκέφτηκες ξανά, αγάπη μου; Θα έρθεις μαζί μου για δείπνο;» «Δεν θα έρθω!» του είπε με πείσμα που θύμιζε παιδί. «Ω, ναι, θα έρθεις!» Ήταν σα να έπαιζαν παντομίμα. «Που αλλού καλύτερα έχεις να πας;» «Άσε με ήσυχη!», φώναξε θυμωμένη. «Μη μ' αγγίζεις. Φύγε μακριά!» (Είμαι πολύ κουρασμένη για να παλέψω μαζί του, σκέφτηκε αδύναμα). «Αν δεν μ' αφήσεις ήσυχη, θα φωνάξω στον φύλακα, εκεί πέρα. Θέλεις να σε συλλάβουν για επίθεση εναντίον μου;» Σ' αυτά τα λόγια, ο άντρας οπισθοχώρησε. Το πρόσωπο του ήταν πλημμυρισμένο με μανία. «Θα σε κάνω να έρθεις σε μένα, αργά ή γρήγορα. Δεν θα με διώχνεις πάντα», βρυχήθηκε. Μόνο όταν ο άντρας απομακρύνθηκε αρκετά, η Τζιλ ένιωσε την καρδιά της να ξαναχτυπά κανονικά.
Κεφάλαιο 3 Το ταξίδι αρχίζει Ήταν ήδη κουρασμένη, όταν ξεκίνησε το ταξίδι της και κουράστηκε ακόμη πιο πολύ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την πυκνή, λονδρέζικη κυκλοφορία. Μετά, βγήκε στον αυτοκινητόδρομο. Είχε αποφασίσει να πάει πρώτα στο Γιορκ, γιατί εκεί έμενε η καλή της φίλη, η Κάρολ. Η Κάρολ ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερη της, συμμαθήτρια της μεγαλύτερης αδελφής της που τώρα, δυστυχώς, ήταν στον Καναδά. Είχε τηλεφωνήσει, ήδη, για να εξακριβώσει αν ήταν κατάλληλος ο καιρός για να πάει. «Ναι! Ναι! Δε βλέπω την ώρα να σε δω!» είχε αναφωνήσει εγκάρδια η Κάρολ κι αυτό έδωσε φτερά στους τροχούς του αυτοκινήτου της Τζιλ. Θα μπορούσε να μιλήσει για όλα της τα προβλήματα σ' εκείνα τα έξυπνα και πρόθυμα αυτιά. Δεν θα μπορούσε να πει ποια ήταν ακριβώς αυτά τα προβλήματα, ίσως αυτό να ήταν το κύριο πρόβλημα. Ένιωθε εκείνη την βαριά αίσθηση κατάθλιψης, υπερέντασης, σα να ήταν συντετριμμένη και αποκλεισμένη από κάθε πλευρά. Η Κάρολ ήταν έτσι ακριβώς όπως είχε ελπίσει να την βρει, ήρεμη κι εύθυμη και γεμάτη καλωσορίσματα. Το βραδινό φαγητό μύριζε τόσο όμορφα που ένιωσε πεινασμένη σαν μικρό παιδί. Μετά, κάθισαν αναπαυτικά πλάι στο ξύλινο τζάκι γιατί τα βράδια ήταν ακόμη παγερά. Η Κάρολ άρχισε ν' ανασκαλεύει με προσοχή το ζήτημα που είχε θίξει η φίλη της. Ήταν πολύ έξυπνη για να μπει στο θέμα, αμέσως. «Και μετά από εδώ, που θα πας, Τζίλι;» «Δεν έχω αποφασίσει, ακόμη». «Ακόμη; Καλά, σίγουρα, ξέρεις ότι εγώ θέλω πάρα πολύ να σε κρατήσω εδώ, όσο καιρό μπορείς να μείνεις. Πηγαίνω στη δουλειά κάθε μέρα, εκτός από τα Σαββατοκύριακα, αλλά μπορείς να βολευτείς εδώ, σα να είναι το σπίτι σου, κι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα να δεις και να κάνεις». «Σ' ευχαριστώ, αγαπημένη μου Κάρολ, δε θα μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο από το να βρίσκομαι εδώ». «Τότε, μείνε. Να περάσεις όλη σου την άδεια μαζί μου. Θα μου άρεσε πολύ. Και ξέρεις τι θαυμάσια εποχή είναι αυτή εδώ, με όλη της την
ιστορία και την παράδοση». «Το ξέρω. Αλλά θέλω να πάω κάπου, αύριο». «Κάπου! Δεν πιστεύω να εννοείς ότι θέλεις, απλώς, να περιφέρεσαι άσκοπα». «Ναι, αυτό θέλω να πω. Είναι τόσο διαφορετικά εδώ από την συνηθισμένη μου ρουτίνα. Ιδανικό μέρος για απρόβλεπτες αλλαγές, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς μέθοδο...». Η Κάρολ την κοίταξε. «Ωραία. Αυτό μπορεί να είναι καλό, ως ένα σημείο. Για μια-δυο μέρες, ας πούμε. Μόνο που έπρεπε να κλείσεις δωμάτιο, από πριν. Κοίτα, θα μείνεις μαζί μου εδώ, ώσπου να κλείσουμε δωμάτιο από το τηλέφωνο. Κάπου, στην περιοχή της Λίμνης, τι λες; Τι θάλεγες για το μέρος που, κάποτε, μείναμε εσύ, η Σου κι εγώ; Δεν ήταν όμορφα; Αυτή τη φορά θα είναι το Μάιο. Τον Μάιο ανθίζουν όλα και τότε είναι που οι κούκοι κελαηδούν, μέχρι να σε ζαλίσουν. Θυμάσαι που κάποτε είχες μεθύσει από το τραγούδι τους και φώναζες κι εσύ «Κούκου!»;» Χαμογελώντας, η Τζιλ κούνησε το κεφάλι της. «Το θυμάμαι. Μα όχι, δεν θα πάω εκεί». Η Κάρολ έσμιξε τα φρύδια της με απορία. «Γιατί είσαι τόσο ανήσυχη; Τόσο νευρική; Τι συμβαίνει, φιλενάδα; Μετάνιωσες που διέλυσες τον αρραβώνα σου με τον Τίμοθι Μπράντλεϊ; Ξέρεις, εγώ στενοχωρήθηκα μ' αυτή την διάλυση γιατί πίστευα ότι μπορεί να έκανες μεγάλο λάθος. Όχι; Δεν υπάρχει κανένας άλλος στον ορίζοντα και νιώθεις άσχημα επειδή έχεις συνηθίσει να βγαίνεις ζευγαρωτά; Μου λένε ότι είναι σα να έχεις πένθος, όταν διαλύεις μια σχέση προσωπικά, δεν το ξέρω. Ώστε, κανείς άλλος δεν υπάρχει; Ε τότε, μπορεί να σου λείπει κάτι, να νιώθεις άδεια». Η Τζιλ γέλασε θλιμμένα. «Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αλλά είναι το ίδιο δυσάρεστο, να είσαι σίγουρη. Είμαι περικυκλωμένη από επίδοξους μνηστήρες, από τους οποίους κανείς δεν μου προκαλεί το ενδιαφέρον, για να μην πω ότι μου προκαλούν αλεργία. Είμαι πνιγμένη και νιώθω κυνηγημένη. Θέλω ηρεμία Κάρολ, ηρεμία και μοναξιά, χώρο για να ανασάνω...». «Λοιπόν, άκου, έχω μια ιδέα. Τι θα έλεγες για το Γιορκσάιρ; Ξέρω ένα σπουδαίο μικρό μέρος, που το λένε Γκόθλαντ, τόσο ήσυχο που τα πρόβατα ξαπλώνουν στη μέση του δρόμου. Θα μπορούσα να σε επισκέπτομαι από εδώ. Συμφωνείς; Λοιπόν, κοιμήσου και δες το στον ύπνο σου». Η Τζιλ κοιμήθηκε με την εικόνα του χωριού που της περιέγραψε η Κάρολ και το άλλο πρωί, πριν η Κάρολ φύγει για τη βιβλιοθήκη όπου εργαζόταν, της είπε ποια . ήταν η απόφαση της. «Θέλω να πάω στα βόρεια, στη Σκωτία. Υπάρχει μια πολιτεία που
τη λένε Στίρλιν, την έχεις ακουστά; Μια παλιά, ιστορική πόλη. Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι πίστευε πως οι προγονοί του κατάγονταν απ' αυτήν. Θα πάω εκεί πρώτα και θα την περιεργαστώ, απ' άκρη σ' άκρη». «Ανοησίες! Τρέλες! Είσαι τόσο παρορμητική. Τι σου συμβαίνει, Τζιλ; Ξέρω κάποιον στο Γκόθλαντ και θα μας εξυπηρετήσει κι εσύ - ω, ειλικρινά είσαι απερίγραπτη. Νομίζω ότι θα κάνεις μεγάλο λάθος αν δεν τα ξαναφτιάξεις μ' εκείνο το θαυμάσιο άνθρωπο, τον Τίμοθι Μπράν-τλεί. Θα γίνει πολύ καλός σύζυγος, πιστός και αξιόπιστος. Τέλος πάντων, δεν πρέπει να επεμβαίνω στις υποθέσεις σου. Η αδελφή σου με κατηγορούσε ότι έπαιζα τον αγαθό τύραννο, η παρέμβαση είναι το αποκλειστικό μου αμάρτημα, συνήθιζε να λέει». Η Τζιλ είπε ευγενικά: «Είσαι πολύ καλή, μην ανησυχείς. Αλλά τώρα βιάσου, γιατί θα καθυστερήσεις. Θα δεις πόσο θα ηρεμήσω, όταν θα επιστρέψω από τις διακοπές μου». Μόνο αφού έπλυνε τα φλυτζάνια και τα πιάτα που είχαν χρησιμοποιήσει στο πρόγευμα τους και αφού γέμισε το θερμό της με βραστό νερό για να φτιάξει καφέ στο δρόμο, η Τζιλ παραδέχτηκε στον εαυτό της τον πραγματικό λόγο που ήθελε να φύγει η φίλη της. «Πρέπει να πάω κάπου όπου μπορώ, να ξεφύγω από τις σκέψεις όλων, κάπου που δεν έχω βρεθεί ποτέ πριν». Λοιπόν, ήταν ένας σοβαρός λόγος, όπως οποιοσδήποτε άλλος. «Θέλω να χάσω τον εαυτό μου σε κάποιο μέρος που θα είναι ολοκληρωτικά καινούριο για μένα. Θέλω να επιστρέψω καινούριος άνθρωπος».
*** Οδήγησε πολύ χαρούμενη μέχρι το Εδιμβούργο και εντυπωσιάστηκε πολύ από το Φορθ Ρόουντ Μπριτζ και μετά, συνέχισε το δρόμο της, χωρίς καθυστέρηση, για μερικά μίλια - ώσπου συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σίγουρη αν κατευθυνόταν προς τα βόρεια όπου ήταν το Στίρλιν ή προς τα δυτικά. Θα έπρεπε να την είχε ανησυχήσει αυτή η αβεβαιότητα αλλά, καθώς βρισκόταν σε καλή, διάθεση, ένιωσε ευχαρίστηση. Αυτό είναι, είπε στον εαυτό της. Πήγαινε όπου σε πάει η φαντασία σου! Στο Περθ όπου σταμάτησε για τσάι, είδε πως κατευθυνόταν ακόμη προς τα βόρεια, αλλά ένιωσε κάποιο δέος μπροστά στα μεγάλα, διάστικτα με χιόνια βουνά που έμοιαζαν να τη ζυγώνουν κάπως απειλητικά. Μετά από μια ματιά στο χάρτη της, αποφάσισε να πάει στ' ανατολικά κι έφτασε σ' ένα μεγάλο χωριό που το έλεγαν Κούπαρ Άνγκους - πράγμα που αντήχησε πολύ περίεργα στ' αυτιά της - κι από εκεί, τράβηξε ανατολικά. Η φαντασία της κάλπασε, όταν είδε μια πινακίδα που έδειχνε πως βρισκόταν κοντά στο Κάστρο Γκλάμις, αλλά
ήταν πολύ αργά για να το επισκεφτεί, τώρα. Αντί γι' αυτό, πήρε ένα δρόμο που πήγαινε στο Κιριεμούιρ. Ο ήχος αυτής της ονομασίας της άρεσε και σταμάτησε εκεί για να ξεκουραστεί. Ήταν μια πολίχνη με κόκκινα σπίτια, συγκεντρωμένα, θαρρείς, συντροφικά το ένα πλάι στο άλλο. Οι δρόμοι είχαν μια ανεπιτήδευτη, χαρούμενη όψη που ταίριαζε τόσο πολύ με τη διάθεση της Τζιλ. Η φιλική σερβιτόρα της είπε με μεγάλη προθυμία όλα όσα ήθελε να μάθει. Ήταν ένα πολύ γνωστό μέρος σ' ολόκληρη τη Βρετανία - κι ήταν πολύ ευγενική για να πει το παραμικρό κακό. Γιατί; Γιατί ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε ο Τζ. Μ. Μπάρι. «Τι; Δεν είχε ακούσει γι' αυτόν η κυρία; Δεν είχε ακούσει για τον Πήτερ Παν και για τον Κάπταιν Κουκ κι όλες αυτές τις ιστορίες; Υπάρχει ένα άγαλμα του - του Πήτερ Παν - και μπορείτε να δείτε τον τόπο γέννησης του, αλλά όχι αυτή τη στιγμή, ανοίγει πάλι αύριο. Όλοι το βρίσκουν εξαιρετικά ενδιαφέρον, έτσι μου λένε». Φαινόταν βάρβαρο να μην τρέξει να επισκεφτεί το σπίτι και το άγαλμα. Αλλά η πείνα έκανε τη Τζιλ να μείνει για τα σάντουιτς και τις τηγανίτες και για το κέικ με τις σταφίδες που τόσο δελεαστικά επιδεικνύονταν σ' ένα δίσκο, στο τραπέζι. Πάντως, περιπλανήθηκε στην μικρή πόλη, αργότερα. Γοητεύτηκε από την απλή κι εγκάρδια ατμόσφαιρα της, από τα στενά δρομάκια και τις μικρές πλατείες και από τους τοίχους με ζεστή, κόκκινη πέτρα. Υπήρχε κάτι φιλικό ολόγυρα κι η Τζιλ αποφάσισε ότι θα έμενε εκεί για τη νύχτα, αν έβρισκε μέρος για να μείνει - αν και, άρρωστη καθώς ήταν από την πόλη, θα προτιμούσε μια πραγματική εξοχή. «Μπορείτε να μου συστήσετε ένα μέρος για να μείνω το βράδυ;», ρώτησε τη σερβιτόρα. Η γυναίκα φάνηκε κάπως αβέβαιη. Όπως πολλοί άνθρωποι, ήξερε ελάχιστα πράγματα για τα ξενοδοχεία της πόλης όπου ήταν το σπίτι της. «Θα φωνάξω τον διευθυντή και θα τον ρωτήσω», απάντησε επιφυλακτικά. Όταν ήρθε ο διευθυντής, βάλθηκε να της κάνει ερωτήσεις. «Θέλετε να μείνετε μέσα στην πόλη ή να πάτε κάπου πιο εξοχικά;» Έμοιαζε συνηθισμένος στους τουρίστες και στις προτιμήσεις τους. «Βέβαια, αυτή η πολιτεία είναι αρκετά ελκυστική. Αλλά, ναι, σκεφτόμουν κάπου στην εξοχή», είπε η Τζιλ. «Καταλαβαίνω». Έφερε το χέρι στα μαλλιά του. «Λοιπόν, εξαρτάται από το τι σας ενδιαφέρει. Σας αρέσει το ψάρεμα ή προτιμάτε το κυνήγι;» Η Τζιλ κούνησε το κεφάλι της, ζωηρά. «Μήπως, σας αρέσει το ποδήλατο; Όχι; Το σκι; Δεν υπάρχουν πολλά χιόνια τώρα, στο Γκλένσι αλλά υπάρχει μια μικρή σχολή εκμάθησης, όχι μακριά από εδώ. Σας αρέσει να βαδίζετε στους λόφους;
Ή να ορειβατείτε;» Φαινόταν καταφρονητέο να μην έχει κανένα χόμπι! Η Τζιλ πιάστηκε από την τελευταία του πρόταση. «Όχι ακριβώς να ορειβατώ αλλά μου αρέσει να βαδίζω στους λόφους. Να σκαρφαλώνω». «Θαυμάσια! Τότε, τι θα λέγατε για το Λέτερκερν; Είναι ένα όμορφο, μικρό μέρος, στην κορυφή των κοιλάδων». «Έχει ξενοδοχείο;» «Ω, ναι, βέβαια. Πάντα, ο κόσμος θέλεις να πηγαίνει εκεί. Δεν θέλει όμως να περπατά, πολλοί βλέπουν την άσκηση μόνο από τα παράθυρα τους!». Αφού αγνόησε τον υπαινιγμό του, μ' ένα χαμόγελο, η Τζιλ ρώτησε: «Είναι μακριά; Πως θα πάω εκεί;» «Δεν είναι καθόλου μακριά, μόνο τέσσερα ή πέντε μίλια. Θα πάτε εκεί, περίπου σ' ένα τέταρτο της ώρας. Θαυμάσιο μικρό μέρος, καλή θέα. Και κοντά στις κοιλάδες». Το Λέτερκερν φαινόταν όμορφο μέρος και η Τζιλ ήταν κουρασμένη από το ταξίδι κι έτοιμη να εγκατασταθεί εκεί. Πήγαν στην πόρτα του καφενείου κι ο άντρας της έδειξε το δρόμο.
*** Ήταν ένας καλοστρωμένος δρόμος και δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι. Η Τζιλ ένιωσε περισσότερο χαλαρωμένη απ' όσο ήταν εδώ και μερικές μέρες, ακόμη και παρότι υπήρχε η ελαφρή ανησυχία μέσα της μήπως δεν έβρισκε μέρος να μείνει και θα έπρεπε να πάει αλλού - αλλά που; Πάνω, στις κοιλάδες; Άφησε τον εαυτό της να απολαύσει τη θέα των λόφων όπου πλησίαζε, λόφων ψηλών με μια νύξη ακόμη πιο ψηλών από πίσω τους. Μπορούσε να βλέπει την κάθε τους πλευρά καθώς οδηγούσε, ενώ πλατιά, πράσινα λιβάδια με σιτηρά που μεγάλωναν και που την όψη τους έκοβαν που και που, ψηλές, παλιές οξιές, με τους όμορφους γκρίζους κορμούς τους να προβάλλουν από τα φρέσκα, πράσινα φύλλα του Μάη. Η γη έμοιαζε καλοφροντισμένη και εύφορη, άγγιξε μια χορδή στην ψυχή της - της άρεσε να είναι όλα σε τάξη - ακόμη και στις προσωπικές σχέσεις! Σύντομα, όπως της είχε πει ο διευθυντής, είδε μια ταμπέλα που έγραφε καθαρά «Λέτερκερν» και ανακάλυψε ότι ήταν ένα χωριό, ανάμεσα στα λίγα σπίτια που πρόβαλαν, δεν δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει το ξενοδοχείο, αφού έγραφε τη λέξη «Hotel» με πελώρια, μαύρα γράμματα, πάνω στον άσπρο του αέτωμα. Η ρεσεψιονίστ που ήρθε από τ' άλλα μέρη του κτιρίου, ακούγοντας το κουδούνι, στην αρχή κούνησε το κεφάλι της. «Ω, αγαπητή μου, αγαπητή μου! Έχουμε μια μεγάλη ομάδα από πούλμαν, απόψε. Είκοσι άτομα, τουλάχιστον - όλα στα εννέα διπλά
δωμάτια και στα δύο μονά — Ω, μα περιμένετε μια στιγμή!» Σήκωσε τα μάτια της από το βιβλίο και συνάντησε το απαρηγόρητο βλέμμα της Τζίλ και ξαφνικά, χαμογέλασε. «Υπάρχει μια ακύρωση. Ένα από τα μονά δωμάτια. Δεν είστε τυχερή; Αν δεν σας πειράζει που θ' ακούγεται λίγος θόρυβος από την τραπεζαρία». Η Τζιλ βρήκε τα πράγματα σκούρα. Είχε έρθει εδώ για να είναι μακριά από κόσμο και θόρυβο και σίγουρα, θα προτιμούσε ένα ξενοδοχείο τόσο ήσυχο, όσο ήταν η υπόλοιπη αυτή περιοχή. «Δεν υπάρχει άλλο μέρος να πάω;», ρώτησε βιαστικά. «Όχι, αν μιλάτε για ξενοδοχεία», είπε η κυρία. «Γιατί δεν μένετε μαζί μας για μια νύχτα και να δείτε πως θα πάει; Δεν έχουμε πάντα γκρουπ με πολλούς». Η πρόταση της γυναίκας της φάνηκε πολύ λεπτή για να την αρνηθεί. Εξάλλου πεινούσε πολύ. «Σας ευχαριστώ. Εντάξει, θα μείνω. Σερβίρετε δείπνο;» Δεν χρειαζόταν να το ρωτήσει αυτό, γιατί κάποιες ορεκτικές μυρωδιές έρχονταν κάθε τόσο στα ρουθούνια της. «Ναι, στις επτάμιση. Αλλά θα μπορούσατε να φάτε και τώρα αμέσως, αν προτιμάτε. Ίσως, αν είστε λίγο κουρασμένη με το ταξίδι σας, να πεινάτε, ήδη αρκετά». Ήταν ήδη επτά και τέταρτο. Με ευχαρίστηση, η Τζιλ είπε ότι θα έτρωγε. Μπήκε μέσα στο μάλλον μικρό, μονό δωμάτιο της και κρέμασε το φόρεμα και το παλτό της. Από το παράθυρο της, κοίταξε έξω, στον κήπο του ξενοδοχείου, στα φροντισμένα λιβάδια, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, απλώνονταν συστάδες από ασφόδελους αλλά υπήρχε, επίσης, ένας περιποιημένος κήπος με λαχανικά, σειρές από φυτά κεντούσαν το έδαφος και ήταν το καθένα πολύ προσεκτικά μαρκαρισμένο, με μια πινακίδα από πάνω του. Το γκρουπ είχε αργήσει. Η Τζίλ μπόρεσε να φάει ένα ωραίο δείπνο με την ησυχία της. Μετά από το φαγητό, βγήκε έξω για να ρίξει άλλη μια ματιά στην εξοχή με το βόρειο βραδινό φως. Τα λιβάδια σχημάτιζαν ένα απέραντο τοπίο που απλωνόταν μακριά προς το νότο, όπου διαγραφόταν μια σειρά από λόφους. Ω, αυτό ήταν που ήθελε, πλατιοί ορίζοντες: αυτό ήταν που αναζητούσε το μυαλό κι η ψυχή της. Βάδισε κάτω, στο δρόμο προς το χωριό. Ένα μοναχικός κότσυφας έψαλε το νυχτερινό τραγούδι του. Πέρα, μακριά, ένα πρόβατο βέλαζε. Πόσο ήρεμο σκηνικό, πόσο ερημικό αλλά και ασφαλές. Ένα ζευγάρι που συνάντησε στο δρόμο της, της έδωσε με προθυμία πληροφορίες. Οι λόφοι στα νότια ήταν το Σιντλάου Χιλς. Αυτό που η Τζιλ αποκαλούσε «πλατιά πεδιάδα», ήταν το Στράθμορ. Της είπαν,
επίσης, ότι οι λόφοι πίσω ήταν οι νότιες πλαγιές του Γκράμπιανς, έδειξαν την άκρη μιας από τις πεδιάδες. Μπορεί να μίλησε και να βάδισε μαζί τους πίσω, αλλά με την τωρινή, ακοινώνητη διάθεση της, της φάνηκε καλύτερο να προχωρήσει ολομόναχη. Ήθελε ν' απολαύσει τη γαλήνη. Όμως αυτό ήταν μια μάταιη ελπίδα γιατί όταν επέστρεψε, διαπίστωσε ότι το γκρουπ είχε φτάσει πράγματι και όλοι ήταν εξαιρετικά εύθυμοι, γελώντας και φωνάζοντας ο ένας στον άλλο για το πόσο κουρασμένοι ήταν και για το ότι είχαν ξεχάσει οι άνθρωποι από το ξενοδοχείο να πάρουν τις βαλίτσες τους. Μέσα στο μικρό της δωμάτιο, πάντως, ήταν ήσυχη. «Εδώ είσαι, Τζιλ Στίρλιν», είπε στον εαυτό της, καθώς αποκοιμιόταν. «Βρίσκεσαι σε μέρος άγνωστο, κανείς δεν σε ξέρει, δεν ενδιαφέρεις καθόλου κανένα».
Κεφάλαιο 4 Το σχολικό λεωφορείο Η Τζιλ κοιμήθηκε θαυμάσια εκείνη τη νύχτα, ξυπνώντας μόνο μια φορά, από την κραυγή μιας κουκουβάγιας, ήταν μια υπέροχη αίσθηση να βρίσκεται στην αληθινή εξοχή. Σηκώθηκε νωρίς κι όταν τράβηξε τις κουρτίνες, ένιωσε αληθινή ευτυχία που είδε τον ήλιο να λάμπει σ' ένα καταπράσινο κόσμο. Κατέβηκε για να δει αν το πρόγευμα ήταν κιόλας έτοιμο και πράγματι, ήταν. Επρόκειτο για ένα πλούσιο πρωινό, με φρουτοχυμούς και δημητριακά - κουάκερ, για όσους τα προτιμούσαν μπέικον και αυγά για συμπλήρωμα, μερικά ζεστά ψωμάκια που, όταν τα δοκίμασε, έλιωσαν μέσα στο στόμα της. Ήταν «βουτυρώματα», της είπε η σερβιτόρα, μια σπεσιαλιτέ της περιοχής. Η γαλήνη της κράτησε πολύ λίγο γιατί, όλη η ομάδα του πούλμαν μπήκε μέσα, με φασαρία. Η Τζιλ άρχισε ν' αποσύρεται βιαστικά. Καθώς είχε βαρεθεί τ' αυτοκίνητα, αποφάσισε να κάνει την πρωινή της βόλτα με τα πόδια. Στην αρχή, μίλησε στην ρεσεψιονίστ. «Αν θελήσω να μείνω εδώ το βράδυ, θα έχετε δωμάτιο;» Η νέα γυναίκα φάνηκε κάπως στενοχωρημένη. «Τι να σας πω; Για απόψε, το δωμάτιο σας είναι εντάξει. Αλλά, αύριο, θα έχουμε μια ομάδα από ορειβάτες». «Ω, δεν πειράζει». Η Τζιλ προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευση της. «Θα πρέπει να δοκιμάσω κάπου αλλού». Βρήκε το δρόμο που οδηγούσε σε μια από τις κοιλάδες και τον ανέβηκε, βαδίζοντας ένα ή δύο μίλια, κάνοντας παρεκβάσεις στο δάσος που απλωνόταν στην μια πλευρά, για να δει τις υπέροχες λευκές και πορφυρές ανεμώνες και ένα ακόμη μικρότερο, κατάλευκο λουλούδι που τ' όνομα του δε μπορούσε να το θυμηθεί. Μια φορά, προς μεγάλη της ευχαρίστηση, είδε ένα ελάφι να τρέχει ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων - ένα από εκείνα τα ελάφια δίχως κέρατα που, σίγουρα, κατοικούν στα μεγάλα βουνά στα οποία μπορούσε να ρίξει μόνο μερικές ματιές από εδώ. Και σ' όλη τη διάρκεια του περιπάτου της, άκουγε τα πουλιά να κελαηδούν γύρω της, μπορούσε ν' αναγνωρίσει το τραγούδι
του κότσυφα, αλλά ποθούσε να μπορεί ν' αναγνωρίσει και τα άλλα που άκουγε ν' αναμιγνύονται μ' αυτό. Καθώς έπαιρνε την τελευταία στροφή και αντίκρισε το ξενοδοχείο, είδε μια περίεργη και μάλλον συναρπαστική θέα: ένα εύθυμα χρωματισμένο, στολισμένο λεωφορείο που στεκόταν στο δημόσιο πάρκιν, απέναντι στο δρόμο. Είδε ότι οι εικόνες του ήταν από ιστορίες παραμυθιών: η μικρή Βοσκοπούλα που κοίταζε ολόγυρα για τα αρνιά της, η Κοκκινοσκουφίτσα που μετέφερε προσεκτικά το καλάθι της με τα αγαθά στην γιαγιά της, ο Καμπούρης Ντάμπτι, καθισμένος στον τοίχο του, ανίδεος ακόμη για την επικείμενη πτώση του. Στάθηκε, κοιτάζοντας με ενδιαφέρον. Τώρα, ποιος θα τολμούσε να οδηγήσει ένα τέτοιο λεωφορείο; Λοιπόν, δεν ήταν δική της δουλειά! Επέστρεψε στο ξενοδοχείο, στο μόνο της σπίτι, ήσυχη τώρα, ότι η ομάδα του λεωφορείου είχε φύγει και παράγγειλε καφέ. Μόνο ένα άλλο πρόσωπο ήταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου, μια κυρία που κοίταξε πάνω βιαστικά και χαμογέλασε, καθώς η Τζιλ την προσπέρασε για να πάει σε μια άλλη καρέκλα. Αν η κυρία, ήθελε κουβέντες, η Τζιλ, αντίθετα με ότι συνηθιζόταν, θα κλεινόταν στο καβούκι της. Παρόλα αυτά, ένιωθε μια επιθυμία να μιλήσει - στο κάτω κάτω, μπορεί κάποιος να έχει χορτάσει τη σιωπή και τη μοναξιά! Περίμενε, ώσπου η παρέα της σηκώθηκε να φύγει, στέλνοντας της άλλο ένα χαμόγελο και μετά, παρατήρησε: «Υπάρχει ένα πολύ περίεργο λεωφορείο, απέναντι στο πάρκιν. Το έχετε δει; Γεμάτο από ιστορίες και παραμύθια. Αναρωτιέμαι, ποιου μπορεί να είναι;» Μ' αυτά τα λόγια, η κυρία πήγε κοντά της. «Λοιπόν, μου φαίνεται ότι θα μπορούσα, σχεδόν, να πω ότι ήταν δικό μου. Θέλω να πω, έχω κάποια σχέση μαζί του. Είναι ένα σχολικό αυτοκίνητο, ένα αυτοκίνητο νηπιαγωγείου που ταξιδεύει. Έρχεται για δύο πρωινά την εβδομάδα στο Λέτερκερν, τον υπόλοιπο καιρό, πηγαίνει σε άλλα μέρη. Είναι για παιδιά απομακρυσμένων περιοχών που δεν έχουν δικό τους σχολείο και είναι πολύ μακριά για να ταξιδέψουν στο πλησιέστερο κέντρο. Κι εγώ, είμαι η οργανώτρια. Ήρθα εδώ για να πάρω μια ανάσα, αλλά τώρα, πηγαίνω πίσω. Θα ήθελες να έρθεις και να δεις το εσωτερικό; Είμαστε μάλλον περήφανοι γι' αυτό». Τώρα, ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να γεμίσει το πρωινό που της έμενε. Η Τζιλ ήπιε τον υπόλοιπο καφέ της με μια γουλιά και ακολούθησε την άλλη έξω και κατά μήκος του δρόμου, στο πάρκιν. Καθώς πήγαν κοντά, άκουσε διαπεραστικές φωνές και γέλια. «Καλωσόρισες!» είπε η κοπέλα και άνοιξε την πόρτα στο πλάι του λεωφορείου. Κανείς δε θα μπορούσε να το πιστέψει. Αντί για τους
συνηθισμένους δυο πάγκους διπλών θέσεων, υπήρχε ένας μεγάλος χώρος όπου βρίσκονταν ένας δίσκος, ένα μεγάλο δοχείο με νερό, με διάφορα ποτήρια, κύπελλα, πλαστικές πάπιες και βάτραχοι κι ένα λαμπερό, κόκκινο πλοίο. Ένα νεαρό κορίτσι, ντυμένο με λεπτό, νάιλον περικάλυμμα, ήταν η κυρία της τελετής, εδώ. Η μια γωνιά κρατούσε ένα μαγαζί με παιχνίδια μ' ένα ταμείο και πάνω σ' αυτό, ακουμπούσε ένα μικρό κορίτσι με ποδιά. Μ' ένα πολύ επαγγελματικό ύφος, σερβίριζε ένα άλλο είδος με φανταστική ζάχαρη, βούτυρο, μαρμελάδα και σοκολάτα. Τα παιδιά ήταν πάρα πολύ απορροφημένα για να κάνουν κάτι περισσότερο από το να κοιτάζουν τους επισκέπτες τους. «Ω, επί τη ευκαιρία, το όνομα μου είναι Ναν Χάρπερ, κυρία Χάρπερ», είπε η φίλη της Τζιλ. «Κι από εδώ», πρόσθεσε δείχνοντας το νεαρό κορίτσι, «είναι η Τζένη. Το σκηνικό μας χρηματοδοτείται από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Υπηρεσιών. Αυτή και οι συνάδελφοι της πάνω, έχουν προσληφθεί απ' αυτούς. Είναι γι' αυτούς μεγάλη εμπειρία και διασκέδαση, συγχρόνως, νομίζω. Θέλετε να δείτε κι επάνω;» Πάνω, βρισκόταν ένα παιδικό σαλόνι, με μικρούς καναπέδες και άνετες καρέκλες και υπήρχαν μισή ντουζίνα παιδιά που τα επέβλεπε ένα άλλο κορίτσι. «Έλα να γνωρίσεις την Κατριόνα», είπε η κυρία Χάρπερ. «Δεν θα συστήσω τα παιδιά, θα πουν τα ονόματα τους μόνα τους». Ήταν αλήθεια γιατί τα παιδιά είχαν τελειώσει μια ιστορία και ήταν έτοιμα να φλυαρήσουν. «Πως σε λένε;» ρώτησε η Τζιλ. «Εμένα με λένε Γκόρντον και αυτόν Τζόρτζι και εκείνη τη λένε Τζόαν». Ένα μικρό κορίτσι δεν είπε τίποτα, αλλά σκαρφάλωσε στα γόνατα της Τζιλ και, κολλώντας τον αντίχειρα του στο στόμα του, ετοιμάστηκε να το ρίξει στον ύπνο. «Είναι κουρασμένο», είπε η Κατριόνα. «Σηκώθηκε πολύ νωρίς, το καημενούλι. Οι δικοί της μένουν στην άκρη της κοιλάδας και κάνει μακρύ ταξίδι για να έρθει εδώ. Τη στέλνουμε στη μητέρα της κοιμισμένη, σχεδόν κάθε φορά». «Μπορώ να σας δείξω πως ντύνομαι», προθυμοποιήθηκε μια πιο ζωντανή φωνή κι ένα ανθρωπάκι, φορώντας ένα μικροσκοπικό αστυνομικό κράνος, έβγαλε μερικές χειροπέδες από την τσέπη του κι έδειξε τη χρήση τους σε μερικούς πρόθυμους συντρόφους. «Μπορεί να τις βγάλει ξανά;» ρώτησε η Τζιλ, κεντρισμένη. «Μα είμαι μια πριγκίπισσα», είπε μια πολύ νεαρή κυρία. «Περιμένετε, ώσπου να φορέσω το φόρεμα μου». Χρειάστηκαν οι συνδυασμένες προσπάθειες της Τζιλ και της Κατριόνα, για να μπορέσει να βάλει το φόρεμα της, αλλά η εμφάνιση της με το μακρύ, στολισμένο φόρεμα που έφτανε ως τα νύχια των ποδιών
της, τις αντάμειψε. Ένα μικρό αγόρι καθόταν ήσυχο, ολομόναχο. Πιπίλιζε το δάχτυλο του και φορούσε ένα ζευγάρι χοντρές μπότες με καρφιά που το έκαναν να χαμογελά με απερίγραπτη ευχαρίστηση και με καμάρι. «Αυτές είναι οι μπότες του για αναρρίχηση», εξήγησε η Κατριόνα μ' ένα διακριτικό ψίθυρο. «Δεν είναι αληθινές αναρριχητικές μπότες βέβαια, μόνο το πιο καλό του ζευγάρι. Απλά, φαντάζεται ότι είναι ορειβάτης». «Είναι πολύ ωραίες οι μπότες σου», είπε η Τζιλ ευγενικά στο μικρό αγόρι. Στην αρχή, εκείνο δεν άκουσε τι του είπε. Όταν η Τζιλ επανέλαβε την παρατήρηση, το αγόρι την κοίταξε. «Α», είπε μ' ένα τόνο ικανοποίησης στη φωνή του. «Αυτές είναι. Είναι οι ορειβατικές μου μπότες». Από το πρόσωπο της, τα μάτια του πήγαν εκεί όπου, από το παράθυρο του λεωφορείου, μπορούσαν να έχουν ένα θέαμα με ψηλούς λόφους. «Θα πάω εκεί ψηλά. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και στον ουρανό. Μπορώ να δω όλο τον κόσμο από κάτω μου». Κοίταξε πάλι τις μπότες του και η Τζιλ μεταφέρθηκε μαζί του στη φανταστική του σκηνή, ένιωσε τον διαπεραστικό αέρα του μεγάλου ύψους να φυσά στο πρόσωπο της, είδε τον κόσμο να απλώνεται μακριά, κάτω. Καταλάβαινε πως ένιωθε το μικρό αγόρι. Παρέμεινε εκεί, μιλώντας με τα άλλα παιδιά και με την Κατριόνα. Ήταν τόσο παράξενο, τόσο αναζωογονητικό να είναι ανάμεσα στα παιδιά, πάλι, δεν είχε αυτή την ευκαιρία από τότε που η αδελφή της, η Σου έφυγε στον Καναδά, παίρνοντας μαζί της και τον μικρό της κόσμο. Μετά τη ζωή στην εταιρεία όπου όλοι ήταν μεγάλοι, βέβαια, ήταν σα να μεταφερόταν σε μια ολότελα διαφορετική ατμόσφαιρα. Η Κατριόνα, αφού είδε τα παιδιά στην αγκαλιά των συγγενών που τα μάζεψαν, βάδισε μαζί με την Τζιλ, στο πάρκιν. Ο αέρας ήταν πολύ γλυκός, μ' ένα άρωμα από φρέσκα φύλλα. Ούτε υποψία από πετρέλαιο ή καυσαέριο. Ούτε νύξη από θορύβους κυκλοφορίας δεν τάραζε το ήσυχο άκουσμα ενός προβάτου που βέλαζε στους κοντινότερους λόφους, ούτε ξαφνικό τιτίβισμα πουλιού. «Ω, τι ωραία που είναι!» είπε η Τζιλ με βαθιά ανάσα, κάνοντας την Κατριόνα να νιώσει περήφανη. «Είσαι από κάπου αλλού;» τη ρώτησε. «Από τη νότια Αγγλία;» «Ναι, από το Λονδίνο». «Και σου αρέσει εδώ; Εγώ το βρίσκω μάλλον ήσυχο, μου λείπει το Εδιμβούργο, όπου έκανα την εξάσκηση μου. Αλλά είναι ωραία, ω ναι, φαντάζομαι ότι είναι ωραία. Αυτή την εποχή του χρόνου, θα είναι υπέροχα».
«Θα μείνεις στο ξενοδοχείο;» ρώτησε μετά, με ευγένεια, σα να χρειαζόταν διακριτικότητα για μια τέτοια ερώτηση. «Πιστεύω ότι είναι σπουδαία εδώ». «Είναι εντάξει. Ωραία- αλλά σε ζηλεύω, Κατριόνα, αν μένεις σ' αυτό το μέρος». «Ω, ναι, μεγάλωσα εδώ. Ο πατέρας μου έχει μια φάρμα - πέρα από εκείνο το δάσος - μπορείς, ίσως να δεις μια από τις καμινάδες;» Η Τζιλ είχε μια ξαφνική ιδέα. «Κατριόνα - αν ξέρεις αυτό το μέρος, μου λες που θα μπορούσα να μείνω, για μια-δυο βδομάδες; Θα το ήθελα πολύ. Αλλά, αν δεν γίνει αυτό, μήπως θα μπορούσα να βρω δωμάτιο σε κάποιο σπίτι;» Η Κατριόνα στράφηκε για να την κοιτάξει. Ήταν μια ζωηρή νεαρή με δροσερό πρόσωπο, με λαμπερά καστανά μαλλιά. Το δέρμα της ήταν τέλειο, λευκό και ρόδινο. Πάνω απ' όλα, τα καστανά της μάτια έλαμπαν από καλωσύνη. «Λοιπόν, άκου! Είναι εκπληκτικό. Η θεία μου έχει ένα μικρό σπίτι, στο χωριό, εδώ. Είναι άδειο, εδώ κι ένα μήνα, γιατί πήγε να δει το γιο της στην Αυστραλία. Ρωτούσε τη μητέρα μου, στο τελευταίο της γράμμα αν μπορούσε να βρει κάποιον για να το ανοίξει και να μείνει εκεί, μόνο για ν' αερίζεται το σπίτι, τουλάχιστον». «Ω, μη μου πεις! Είναι θαυμάσιο». Αλλά η Τζιλ ξαναβρήκε την ψυχραιμία της και είπε, πιο νηφάλια: «Νομίζεις ότι μπορώ να του ρίξω μια ματιά;» «Σίγουρα», είπε η Κατριόνα. «Είναι εδώ κοντά, πλάι σ' εκείνο τον μικρό δρόμο που ανοίγεται, μετά από το ξενοδοχείο σου. Είναι κλειδωμένο, ξέρεις. Πρέπει να φέρω το κλειδί». «Θα μπορούσα να το δω, μόνο απ' έξω;» «Σίγουρα», είπε πάλι η Κατριόνα. Τα μάτια της Τζιλ καρφώθηκαν στο χαρούμενο, μικρό σπίτι. Ήταν όλο χτισμένο από γκρίζα πέτρα, καρποφόρα δέντρα απλώνονταν σε σχήμα βεντάλιας πάνω από τον τοίχο του και μια σειρά από κατακόκκινες τουλίπες πρόβαλε ζωγραφιστά πάνω στο γκρίζο. Η οικογένεια της Κατριόνα φαινόταν να φροντίζει τον κήπο γιατί η μικρή χλόη μπροστά ήταν κλαδεμένη και περιποιημένη και λευκολούλουδα και πασχαλιές φύτρωναν μέσα από τα αγριόχορτα. «Θα έρθω αύριο και θα σε περάσω μέσα, για να δεις», προσφέρθηκε η Κατριόνα. «Τι ώρα θα σε βόλευε;» «Μπορείς να έρθεις για γεύμα, στο ξενοδοχείο; Μετά, μπορούμε να πάμε μαζί». «Στο ξενοδοχείο;» Η Κατριόνα εξακολουθούσε να το θεωρεί μεγάλο κελεπούρι. «Εντάξει. Σ' ευχαριστώ. Γύρω στις μία;» «Ναι. Γύρω στις μία».
Η Κατριόνα έστρεψε ένα πρόσωπο όλο λάμψη, προς το μέρος της. Μα και το πρόσωπο της Τζιλ θα πρέπει ν' ακτινοβολούσε. Φαινόταν να είναι μια τυχερή μέρα, όλα να πήγαιναν καλά γι' αυτήν. Με μια διάθεση ανακούφισης και χαράς, σκέφτηκε τους άλλους ανθρώπους και πηγαίνοντας στο ένα και μοναδικό μαγαζί, αγόρασε τρεις κάρτες. Το μαγαζί πρόσφερε τσάι και παγωτά, έτσι, κάθισε σ' ένα μικρό τραπέζι, πάνω από ένα φλυτζάνι με τσάι και άρχισε να γράφει τις κάρτες της: Μία στην ευγενική Κάρολ, μία στην αδελφή της τη Σου και την τρίτη - στον κύριο Γουίλι Γουώλς. Ο καημένος ο Γουίλι! Συχνά, η Τζιλ σκέφτονταν ότι του χρειαζόταν, πράγματι, λίγη ανθρώπινη τρυφερότητα - αν και τίποτα περισσότερο. Το μικρό ταχυδρομείο ήταν κοντά στο μαγαζί και ταχυδρόμησε τις κάρτες της, βάζοντας τις μέσα στο κόκκινο γραμματοκιβώτιο, πριν φύγει για το καθυστερημένο της γεύμα στο ξενοδοχείο.
Κεφάλαιο 5 Το Σπίτι του Δάσους Την άλλη μέρα, η Κατριόνα ήρθε στην ώρα της και φάνηκε ν' απολαμβάνει πολύ το γεύμα της στο ξενοδοχείο, αν και η Τζιλ θα στοιχημάτιζε ότι το φαγητό δεν ήταν καλύτερο απ' αυτό που συνήθιζε να τρώει στο σπίτι. Η Κατριόνα είχε φέρει μαζί της το κλειδί και άνοιξε την πόρτα του Σπιτιού του Δάσους, όπως ήταν η ονομασία του σπιτιού. Το σπίτι και ο κήπος είχαν φροντιστεί καλά και ανέδιδαν ένα φρέσκο μύρο. Δεν υπήρχε πουθενά υγρασία. Η Κατριόνα έδειξε στην Τζιλ την κουζίνα. «Χρησιμοποίησε όλα όσα είναι εδώ. Υπάρχει τσάι και καφές και ένα σωρό κονσέρβες, πάρε ότι θες». «Από που μπορώ να πάρω κι άλλες κουρτίνες;» «Ω, από το μαγαζί, πολύ απλά. Η κυρία Μπάξτερ έχει τα περισσότερα πράγματα. Αν δεν τα έχει, θα παραγγείλει ότι της πεις από το Κιριεμούιρ». Η Κατριόνα άνοιξε την κεντρική θέρμανση, μετά άνοιξε το ντουλάπι με τα σκεπάσματα και βοήθησε τη Τζιλ να κρεμάσει τα σεντόνια στον αέρα, πριν στρώσει το κρεβάτι της. Η κρεβατοκάμαρα, όπως η κουζίνα, έβλεπαν προς τα πίσω, στη λοφοπλαγιά. Η Κατριόνα άνοιξε τις βρύσες του μπάνιου για να βγει το νερό λευκό, όπως είπε, εξηγώντας ότι κάποια κατακάθια μπορεί να το έκαναν καφετί, μερικές φορές. «Αλλά έτσι είναι εντάξει», πρόσθεσε καθησυχαστικά. Πράγματι, ένας φύλακας άγγελος. Της Τζιλ της ήρθε η παρόρμηση να την αγκαλιάσει. «Μπορώ να το πάρω για δυο εβδομάδες; Και θα το νοικιάσω, βέβαια». «Εντάξει. Αλλά για μας, θα είναι βοήθεια που θα μένεις εδώ και θα το αερίζεις. Η μητέρα μου είπε ότι αυτό μειώνει το νοίκι». Ανέφερε ένα ποσό που η Τζιλ το βρήκε πολύ χαμηλό αλλά, όταν προσπάθησε να το συζητήσει, το κορίτσι, απλά απάντησε: «Θα έχεις φασαρίες με τη μητέρα μου! Αν ήμουν στη θέση σου, θα το άφηνα έτσι το πράγμα. Μα, δεν θα νιώθεις μόνη;» ρώτησε με συμπάθεια, καθώς μετά από ένα φλυτζάνι τσάι, χωρίστηκαν. Κι όταν η Τζιλ αποκρίθηκε: «Γι' αυτό ακριβώς ήρθα "εδώ!», η
κοπέλα δε μπόρεσε να βγάλει νόημα. «Κοίτα, αν νιώθεις μόνη, έλα πάνω, στο σπίτι μας», προθυμοποιήθηκε. «Στην Αγροικία του Δάσους - έτσι το λέμε. Να το θυμάσαι. Τα πρωινά θα λείπω, στο νηπιαγωγείο. Αλλά τα παιδιά μου θα ήθελαν να σε βλέπουν. Τι θα κάνεις;» Η Κατριόνα ήταν γεμάτη ενδιαφέρον. Ένα νέο κορίτσι, με μητρικές τάσεις! «Ω, θα... αλήθεια, τι κάνουν εδώ οι άνθρωποι, όταν είναι σε διακοπές, Κατριόνα;» «Βαδίζουν. Ή οδηγούν. Υπάρχει η Κοιλάδα Κιουχάριτι για να εξερευνήσουν, αυτή που βρίσκεται πιο κοντά εδώ. Είναι ωραία εκεί πάνω. Μήπως είσαι ορειβάτης;» «Όχι. Απλά, μου άρεσε να βαδίζω στην Περιοχή των Λιμνών. Αλλά όχι πολύ. Συνήθως, πηγαίνω στο εξωτερικό και τεμπελιάζω στον ήλιο και στην ακτή». «Χριστέ μου!» Η Κατριόνα άνοιξε διάπλατα τα σκούρα της μάτια. «Κάποια μέρα, ίσως να το κάνω κι εγώ αυτό. Λοιπόν, πάρε το αμάξι σου και ανέβα στην κοιλάδα, ώσπου να βρεις ένα καλό μέρος, μετά, σταμάτα λίγο και κάνε ένα περίπατο μόνη σου. Μπορείς να πας μόνη σου για πικ νικ. Υπάρχουν μερικά μέρη-σταθμοί, με χώρο για το αυτοκίνητο σου. Και υπάρχει το μεγάλο ξενοδοχείο στην Γέφυρα του Κιουχάριτι... Μα νομίζω, να... φαίνεσαι μοναχική!» Κούνησε το κεφάλι της, μετά την επανειλημμένη διαβεβαίωση της Τζιλ ότι είχε έρθει ακριβώς γι' αυτό. «Μμμμμ!....» έκανε. Ήταν απολαυστικό να βρίσκεται εδώ μόνη της, σ' αυτό το ευχάριστο, μικρό σπίτι. Το άλλο πρωί, μετά το πρόγευμα, κάθισε, κοιτάζοντας επιδοκιμαστικά έξω στον κήπο που φανέρωνε ομορφιές που ποτέ δεν είχε δει - σωρούς από κίτρινα, ανθισμένα μπουμπούκια και δάφνες με ρόδινα λουλουδάκια που σύντομα θα γίνονταν φύλλα. Και, πέρα από τον κήπο, τα πράσινα λιβάδια με τα στάχυα και οι ψηλές οξιές. Και ακόμη - και ακόμη κι άλλα που μπορεί κανείς να απολαύσει μέσα από τη μοναξιά του. Στις δέκα η ώρα, βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο και κατευθυνόταν στην Κοιλάδα Κιουχάριτι. Ήταν ένας τύπος εξοχής, όχι τόσο οικείος σ' αυτήν, αν και είχε εκείνη την μικρή γνωριμία με την Περιοχή της Λίμνης. Η κοιλάδα που στένευε, κοβόταν από ένα στιλπνό, μαύρο ποτάμι. Στην αρχή, σε κάθε πλευρά του δρόμου, υπήρχαν λιβάδια και αγροτόσπιτα αλλά, μετά από λίγο, φαινόταν ένα πιο άγριο τοπίο, με ρείκια και ξεμυτίσματα βράχων, που και που. Το ποτάμι άλλαζε κι αυτό όψη και από ήσυχο, βαθύ ρυάκι, γινόταν ορμητικό και γοργό, και τιναζόταν λευκό πάνω στις πέτρες του. Η Τζιλ βγήκε από το αμάξι και στάθηκε, ακούγοντας μαγεμένη τον ήχο που έβγαζε, ένα ήχο καταπραϋντικό ή διεγερτικό, δεν ήξερε να πει ποιο
από τα δύο. Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο και συνέχισε. Ο δρόμος, αν και η επιφάνεια του ήταν καλή, γινόταν στενότερος, θα ήταν δύσκολο να παρκάρει τώρα, στο πλάι. Αλλά, κόβοντας σε μια στροφή, βρέθηκε μπροστά σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο με πάρκιν για τ' αυτοκίνητα δίπλα και, νιώθοντας μια ξαφνική επιθυμία για καφέ που δεν θα τον έφτιαχνε μόνη της, μπήκε μέσα. Το ξενοδοχείο έγραφε «ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΚΙΟΥΧΑΡΙΤΙ». Πίνοντας τον καφέ της, ρώτησε τη σερβιτόρα αν μπορούσε κανείς να περπατήσει από εκεί και εκείνη της είπε με έμφαση ότι, σίγουρα ναι. «Είναι ένα θαυμάσιο τοπίο! Ίσως, σας αρέσει να δοκιμάσετε το Φόρεστ Γουαίη», πρότεινε. «Αυτός είναι ο πιο εύκολος δρόμος, είναι σχεδόν στο ισόπεδο». Θεέ μου! είπε η Τζιλ στον εαυτό της. Μοιάζω τόσο χλωμή και τόσο διαβρωμένη από την πόλη; Μα ίσως, σε σύγκριση με την Κατριόνα, έτσι να φαινόταν. «Και θα έχετε θεσπέσιο σκηνικό, όλη την ώρα». Η κοπέλα της είπε γρήγορα αυτά τα λόγια, πριν πάει να σερβίρει στο επόμενο τραπέζι. Μετά, γύρισε για να της υποδείξει το ξεκίνημα του δρόμου. «Να περάσετε τη γέφυρα, εκεί πέρα. Υπάρχει μια πινακίδα», της φώναξε, πάνω από τον ώμο της. Το Φόρεστ Γουαίη ήταν τόσο ευχάριστο, όσο και τ' όνομα του. Η Τζιλ περιπλανήθηκε σ' ένα μονοπάτι που οδηγούσε ανάμεσα σε δέντρα, όχι μόνο στις μεγάλες οξιές, αλλά και στις βελανιδιές και στα πρινάρια και στις συκομουριές. Το χώμα ήταν σπαρμένο με άγριες ανεμώνες, όπως στο δάσος που ήταν πιο κοντά στο σπίτι. Σπίτι! Της φάνηκε διασκεδαστικό, όταν συνειδητοποίησε πόσο γρήγορα είχε βάλει τις ρίζες της εκεί κάτω. Αλλά ο ποταμός, που τώρα γινόταν πιο στενός κι όμως, πιο ορμητικός πάνω από τα βράχια, μουρμούριζε ένα τόσο όμορφο τραγούδι που την τράβηξε κοντά του. Κάθισε πλάι σ' ένα καταρράκτη κι άρχισε να περιεργάζεται τη σκηνή. Μεγάλες βουνοκορφές ορθώνονταν γύρω της και μια ή δύο είχαν κηλίδες από χιόνια. Μια κίνηση τράβηξε το βλέμμα της και κοίταξε στο ποτάμι για να δει να εξαφανίζονται πίσω από την άκρη ενός βράχου, δυο ελάφια με όμορφα κέρατα. Τα γνήσια κόκκινα ελάφια των κορφών! Ω! αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να βάλει στην επόμενη κάρτα της. Σίγουρα, το Λονδίνο και η κυκλοφορία κάτω από τα παράθυρα του γραφείου, φαίνονταν πολύ μακριά, τώρα. Αλλά ακόμη κι η επικοινωνία με τη φύση μπορεί να κάνει κάποιον να αισθάνεται πείνα! Η Τζιλ ένιωσε ανακούφιση, όταν κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι κόντευε δωδεκάμιση, ώρα που θα ήταν κατάλληλη για να κοιτάξει για γεύμα. Έτσι, βάδισε πίσω και, πηγαίνοντας προς το πάρκιν,
έβγαλε το χάρτη της και μετά, πήγε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου. Με λύπη της είδε ότι ο χάρτης δεν έδινε πληροφορίες για βουνά και τώρα, η σερβιτόρα έμοιαζε πολύ απασχολημένη για να τη ρωτήσει οτιδήποτε. Καθώς έτρωγε, η Τζιλ κοίταξε έξω από το παράθυρο -της είχαν δώσει τραπέζι πλάι σε παράθυρο - και ανακάλυψε ότι μπορούσε να βλέπει, όχι μόνο την πορεία του ποταμού - που τον πλαισίωναν κλείθρες, μα και τραβηγμένη απότομα πάνω του, την πλαγιά μιας κοιλάδας. Το ενδιαφέρον της κεντρίστηκε, όταν είδε κόσμο εκεί, κάποιες μικροσκοπικές σιλουέτες στον ορίζοντα, κάποιες άλλες στον ορμητικό τους δρόμο προς τα πάνω. Κατάλληλα ντυμένοι όλοι - η αγάπη της για την τάξη τους χειροκρότησε νοερά που είχαν ντυθεί τόσο σωστά για την περίσταση - με αδιάβροχα, άνορακς ή ζακέτες χοντρές κι εφαρμοστές, ζεστά παντελόνια, μάλλινους σκούφους, σάκους στις πλάτες και χοντρές μπότες στα πόδια τους! Ο μικρός της φίλος από το σχολικό λεωφορείο θα βρισκόταν στο στοιχείο του, ανάμεσα τους. Τώρα, μια παρέα απ' αυτούς ήρθε στην τραπεζαρία, ήταν πέντε ή έξι άντρες, μερικοί πολύ νέοι κι άλλοι γύρω στα τριάντα. Μαυρισμένοι, γυμνασμένοι, ήταν εξαίρετα δείγματα του ανθρώπινου είδους, ειδικά ο ένας τους που στεκόταν στητός και ψηλότερος κάπου ένα κεφάλι απ' όλους τους άλλους. Πήραν ένα-δυο τραπέζια που βρίσκονταν κοντά στο μικρό, δικό της. Καθώς έπινε τον καφέ της, άκουσε τον βόμβο από τις κουβέντες τους, είχαν σκύψει με τα κεφάλια μαζί, πάνω από ένα χάρτη όχι με τους δρόμους, σαν τον δικό της - αλλά ένα χάρτη που έδειχνε τα ύψη και τις περιφέρειες των λόφων που το χρώμα τους ποίκιλε από το πιο ανοιχτό μέχρι το πιο σκούρο καφέ. Δε μπορούσε να δει περισσότερα. Θα ήθελε πολύ να πάει κοντά και να τους ρωτήσει τα ονόματα αυτών των ψηλών κορφών με τα στίγματα από χιόνι, που μόλις είχε δει, αλλά της φάνηκε άτοπο να επέμβει. Εκείνοι φαίνονταν να συζητούν για το ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για ν' ανέβουν στα βουνά και απευθύνονταν σ' εκείνο τον ψηλότερο άντρα, σαν να ήταν ο αρχηγός τους. Άκουσε να προφέρουν ονόματα, σε στιγμές που το ενδιαφέρον τους έκανε να υψώνουν τις φωνές τους - Τομ και Πωλ. Ο αρχηγός, αν ήταν πράγματι έτσι, λεγόταν Ηβ - ή κάτι τέτοιο - γιατί δεν αναγνώρισε τη λέξη ακριβώς σαν όνομα. Η τραπεζαρία άδειασε, καθώς οι πελάτες έφυγαν. «Μπορώ να καθίσω λίγο;» ρώτησε τη σερβιτόρα που καθάριζε χαρωπή τα τραπέζια. «Θα πάρω άλλο ένα φλυ-τζάνι καφέ για να δικαιολογήσω την παρουσία μου». «Ω, δεν χρειάζεται να βιάζεστε», είπε η σερβιτόρα, γεμάτη με καλή διάθεση που, στο μεταξύ, την είχε ξαναβρεί. «Μείνετε όσο θέλετε. Θα σας φέρω άλλο ένα φλυτζάνι και δεν είναι ανάγκη να πληρώσετε, ξανά». Πολύ ωραία, σκέφτηκε η Τζιλ και, χαμογελώντας, κάθισε...
Η αλήθεια ήταν πως ένα κορίτσι που έχει δηλώσει ότι είναι πολύ ευχαριστημένο με τη μοναξιά, θα έπρεπε να βρίσκεται στην ύπαιθρο, επικοινωνώντας με τη φύση κι όχι να γατζώνεται στις κουβέντες των άλλων ανθρώπων. Ω, ναι! Κοίταξε με νωχέλεια τις μικρές ομάδες των αναρριχητών που ανέβαιναν στη λοφοπλαγιά. Το ένα γκρουπ θα πρέπει να ήταν η παρέα των αντρών που είχε ακούσει να μιλούν, αν και πριν περάσει πολλή ώρα, είχαν ανέβει τόσο ψηλά που οι σιλουέτες τους ήταν πολύ μικρές για να τους ξεχωρίσεις. Αλλά η Τζιλ ήταν σίγουρη ότι ένας απ' αυτούς τους άντρες ήταν εκείνος που είχαν αποκαλέσει Ηβ - κάπως έτσι, μάλιστα, σε κάποια στιγμή, όταν εκείνος στάθηκε με τη φιγούρα του να διαγράφεται στον ορίζοντα, ήταν σίγουρη πως ήταν αυτός. Και πράγμα περίεργο, η Τζιλ αισθάνθηκε ένα κέντρισμα επιθυμίας να σταθεί κι η ίδια σ' ένα τέτοιο ορίζοντα, ναι, ακριβώς όπως είχε πει το μικρό παιδί με τις μπότες. Βρίσκομαι ψηλά, πολύ ψηλά. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και στον ουρανό. Αυτοί θα ήταν οι πλατιοί ορίζοντες, πράγματι, όπου θα έστεκε πάνω από τον κόσμο και θα έβλεπε τα πάντα απλοποιημένα, εκεί κάτω. Ένιωσε κάποια ζήλεια για εκείνες τις μικροσκοπικές σιλουέτες που τώρα, εξαφανίζονταν πάνω από την άκρη του λόφου. Αλλά της άρεσε που κατέβηκε την κοιλάδα και επέστρεψε στο Σπίτι του Δάσους, στο δικό της σπίτι, έστω και για λίγο δικό της. Οι κατακόκκινες τουλίπες ταλαντεύονταν πάνω στον γκρίζο τοίχο, μια μυρωδιά από μενεξέδες γέμισε τα ρουθούνια της. Και όταν είχε χρησιμοποιήσει το κλειδί της και βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο της, κοίταξε από το παράθυρο την πράσινη, εύφορη πεδιάδα του Στράθμορ και είπε μέσα της: «Έχω αρκετούς πλατιούς ορίζοντες, εδώ».
Κεφάλαιο 6 Μοναχική Αναρρίχηση Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, όταν ο ταχυδρόμος έφτασε το επόμενο πρωί, μ' ένα γράμμα γι' αυτήν - μόνο ένα γράμμα. Σκέφτηκε με χαρά την δραπέτευση της από το βουνό με τα γράμματα που είχε ν' αντιμετωπίσει κάθε μέρα στο γραφείο! Ήταν ωραίο να έχει μόνο ένα, για τον εαυτό της και από ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο. Τι ευγενικό που ήταν εκ μέρους της Κάρολ να καταλάβει ότι μπορεί να ήταν κάπως μοναχή στην αρχή και να της γράψει σε απάντηση! Τώρα όμως, έπρεπε να γράψει ένα γράμμα στη Σου. Σήμερα, σκέφτηκε, θα πήγαινε στο Κιριεμούιρ και θα αγόραζε λίγο φρέσκο κρέας ή ψάρι και καινούριες μπαταρίες για το φορητό της ραδιοφωνάκι. Τα τέσσερα μίλια ήταν τόσο ευχάριστα στην οδήγηση, όσο την πρώτη φορά. Της άρεσε να κινείται μέσα από εκείνα τα πλατιά, καλοφροντισμένα λιβάδια, ταίριαζαν με την τακτική της φύση. Αλλά η μικρή πόλη της φαινόταν πολύ ελκυστική και περιφερόταν ευτυχισμένη μέσα και γύρω στους ανάστατους δρόμους της, με μια χαρούμενη σύγχυση, ψάχνοντας ένα μαγαζί με ραδιόφωνα για τις μπαταρίες της. Βρίσκοντας τον τόπο όπου γεννήθηκε ο Μπάρι, πήγε μέσα και, κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του φύλακα που ήταν εκεί, θαύμασε το παλιό, κλασικό σκηνικό των πρώτων χρόνων του μεγάλου άντρα και μετά, πήγε να δει και να υποβάλλει τα σέβη της στο άγαλμα του Πήτερ Παν. Έξω, στους δρόμους, ξανά, βρήκε ένα κατάστημα που ειδικευόταν σε είδη αναρρίχησης. Κοίταξε μέσα στο παράθυρο του, τους σάκκους, τους σκούφους - και τις ΜΠΟΤΕΣ. Μια εικόνα του παιδιού που ήταν απορροφημένο από τα όνειρα του έφερε γέλιο στα χείλη της. Και μετά, μια άλλη εικόνα ακολούθησε, μικρές φιγούρες στη γραμμή του ορίζοντα. Μια μεγάλη επιθυμία την κατέλαβε να ενωθεί με την ομάδα αναρρίχησης. Στο κάτω κάτω, δε μπορούσε να κάθεται έτσι, γύρω από ένα μικρό σπίτι, όσο όμορφο κι αν ήταν, έπρεπε να συγχαρεί την Κάρολ για τη σοφία και τη διεισδυτικότητα της να διαλέξει ένα μέρος απ' όπου θα μπορούσε να πάει για αναρρίχηση. «Τι θα χρειαστώ για μια μικρή αναρρίχηση;» ρώτησε τον καταστηματάρχη.
Εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά. «Εξαρτάται, κυρία μου. Ποια πράγματα έχετε, ήδη;» «Ω, ένα αδιάβροχο. Και ζεστά γάντια. Παπούτσια βαδίσματος, αν και όχι ειδικά για αναρρίχηση. Αυτά είναι όλα». «Και για πόσο θα αναρριχηθείτε;» «Όχι για πολύ. Ποτέ δεν έκανα πραγματική αναρρίχηση». «Καταλαβαίνω». Την κοίταξε με πατρικό ύφος. «Λοιπόν, αν ήμουν εγώ, δεν θα αγόραζα πολλά, ώσπου να έβλεπα πως θα πήγαινα, αν θα μου άρεσε. Τι θα λέγατε για ένα ελαφρύ σακίδιο κι ένα σφιχτό σκούφο; Οι πραγματικές αναρριχητικές μπότες είναι πολύ ακριβές, δεν θα θέλατε να ξοδέψετε τόσο πολλά, χωρίς να τις χρησιμοποιήσετε αρκετά. Απ' ότι καταλαβαίνω, είναι το περπάτημα στους λόφους περισσότερο που έχετε στο μυαλό σας;» Υπήρχε μια φιλικότητα στον τόνο του που την έκανε να του εξομολογηθεί: «Ναι. Θέλω πιο πολύ να περπατήσω». «Τότε, ένα σακίδιο για να μεταφέρετε τα σάντουιτς και τις πρώτες βοήθειες, είναι ότι πρέπει». «Δεν θα χρειαστώ πυξίδα, έτσι δεν είναι; Δε θα είμαι μακριά από τους κύριους δρόμους. Και πάντα, έχω μαζί μου ιώδιο και τραυμαπλάστ, σε τέτοιες περιπτώσεις». Διάλεξε ένα ωραίο, ελαφρύ σάκο κι ένα μάλλινο σκούφο με ζωηρό, κόκκινο χρώμα που έγραφε «ΑΓΑΠΩ ΤΟΝ ΑΝΓΚΟΥΣ» με λευκά γράμματα. Όταν ρώτησε τι σήμαινε αυτό, ο καταστηματάρχης της εξήγησε: «Ο Άνγκους δεν είναι άντρας, αγαπητή μου. Μην ανησυχείτε. Είναι η ονομασία της περιοχής στη Σκωτία όπου βρίσκεστε, αυτό είναι όλο. Φέρνουμε αυτούς τους σκούφους για τους καλοκαιρινούς μας επισκέπτες». «Ω! Ω! Καταλαβαίνω». Θυμήθηκε να πάει και να πάρει τις μπαταρίες για το ραδιόφωνο, μετά, βιάστηκε να πάει στο Σπίτι του Δάσους, όπου σαν παιδί με καινούριο φόρεμα, έβαλε τον κόκκινο σκούφο και πέρασε το σάκο της στον ώμο. Η εμφάνιση της στον μακρύ καθρέφτη, μέσα στην πόρτα της ντουλάπας, την εντυπωσίασε, έμοιαζε περίεργη, ο σφιχτός σκούφος έκανε τις καστανές της μπούκλες να ξεχύνονται γύρω στο πρόσωπό της και το πορφυρό του χρώμα - ή άραγε, να ήταν ο φρέσκος εξοχικός αέρας; -έκανε τα μαγουλά της ρόδινα. Δεν έχασε χρόνο κι ανέβηκε στην κοιλάδα, ίσια στο ξενοδοχείο που έμοιαζε να είναι το σημείο εκκίνησης για τις αναρριχήσεις. Με τη σκέψη ότι μπορούσε να μείνει αρκετή ώρα στους λόφους, προνόησε να πάρει ένα μεγάλο σάντουιτς και μπισκότα με σοκολάτα, καθώς και πορτοκάλια.
Κροτάλισαν μέσα στο σάκο. Μετά, εμπρός για τους λόφους! Πήρε το μονοπάτι που είχε δει ν' ακολουθούν άλλοι. Στην αρχή, ο δρόμος κατηφόριζε βαθμιαία, περικυκλώνοντας την προεξοχή ενός βράχου αλλά σύντομα, γινόταν απότομος. Μετά από την αναρρίχηση ενός λεπτού, χρειάστηκε να σταματήσει για λίγη ξεκούραση. Δεν είσαι πολύ καλή στην άσκηση, Τζιλ, κορίτσι μου, είπε στον εαυτό της. Μα έχεις γνωρίσει πολλή υπερένταση και οδήγησες πολύ για να έρθεις ως εδώ, γι' αυτό μην υποχωρείς τώρα. Συνέχισε το δρόμο της, χωρίς να της λείπει το κουράγιο - παρά μόνο λίγη αντοχή - κι έφτασε στο σημείο όπου απλωνόταν μια εκστατική θέα, ανάμεσα σε λόφους επίπεδης γης, κάτω. Το ηλιόφωτο απλωνόταν πάνω στο τοπίο, φωτίζοντας τα δέντρα, τα ρυάκια, τις λίμνες και τα σπίτια. Σ' ένα λιβάδι, κάποιος αγρότης οδηγούσε ένα τρακτέρ που, από εδώ, έμοιαζε με παιδικό παιχνίδι. Μερικά άτομα που κατέβαιναν το λόφο της χαμογέλασαν, προσπερνώντας την αλλά εκείνη φαινόταν ζαλισμένη από το θέαμα. «Περίμενε ώσπου να το δεις από ψηλά!», είπε κάποιος. Η Τζιλ κοίταξε μαζί τους με θαυμασμό, καθώς κατέβαιναν ζωηρά το λόφο. Συνέχισε πάλι, για πέντε ολόκληρα λεπτά. Τώρα, ζεσταινόταν πολύ και μπορούσε να περπατήσει χωρίς το σκούφο της. Είχε λαχανιάσει και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Που ακριβώς είναι η κορυφή;» ρώτησε την επόμενη παρέα που κατηφόριζε. Κάποιος της έδειξε με το χέρι. «Πηγαίνετε γύρω απ' αυτό το λόφο και θα δείτε το πέτρωμα ξέρετε, το σωρό από πέτρες που έβαλαν για να σημαδέψουν την κορυφή». «Είναι μακριά;» «Ω, ναι, θα χρειαστεί να περπατήσετε πολύ. Κι είναι απότομα. Καλή τύχη». Το μονοπάτι άρχιζε να γίνεται τραχύ κι ανώμαλο, μέσα από αγριόχορτα και συστάδες από ρείκια, πέτρες και ρυάκια νερού. Ακόμη και με τα ίσια παπούτσια της, κόντεψε να στραμπουλήξει τον αστράγαλο της. Μετά, ξαφνικά, κοίταξε πάνω και είδε το πέτρωμα, ψηλά στην κορυφή του απόκρημνου λόφου, κόντρα στη γραμμή του ορίζοντα, ήταν το τέρμα, το ύψιστο σημείο. Ωστόσο, φαινόταν πως θα χρειαζόταν πολύς δρόμος ακόμη, σ' αυτό το μάλλον εξαντλητικό, μικρό μονοπάτι. Σίγουρα, αν κάποιος σκαρφάλωνε ίσια πάνω στο βράχο, θα ερχόταν αντιμέτωπος μ' αυτό, πιο γρήγορα και με λιγότερη προσπάθεια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχε σκεφτεί να διαβεί ένα τόσο απότομο γκρεμό, αλλά πρέπει ν' αρχίζει κανείς από κάπου! Άρχισε να μελετά την περιοχή, ώσπου είδε κάποια σημεία όπου θα μπορούσε να πατήσει γερά. Απλά, έπρεπε να
προσέξει να βαδίζει αργά - και ήταν προσεκτική από τη φύση της. Ευτυχώς είχε αφήσει το σάκο της κλειδωμένο μέσα στο αυτοκίνητο της, έτσι, είχε ελεύθερα και τα δυο της χέρια. Στην αρχή, δεν ήταν πολύ πιο δύσκολο απ' όσο αν θα ανέβαινε μια απότομη σκάλα - εκτός του ότι δεν υπήρχε κανένα είδος κιγκλιδώματος ή κουπαστής για ν' ακουμπήσει και έπρεπε ν' ανεβεί τα σκαλιά, χωρίς στήριγμα. Μια φορά, όταν έβαλε το πόδι της κάτω αδέξια, δεν υπολόγισε την απόσταση και παραπάτησε, αλλά πιάστηκε από μια συστάδα με ρείκια που, ευτυχώς, ήταν αρκετά τραχεία για ν' αντέξει το βάρος της κι έτσι, γλύτωσε από το πέσιμο. Αυτή η πτώση την αναστάτωσε. Γαντζώθηκε εκεί όπου βρισκόταν, για μια στιγμή, πολύ φοβισμένη για να προχωρήσει. Μετά, έβαλε το άλλο της πόδι προσεκτικά πάνω στο επόμενο σκαλί. Είχε έρθει στην άκρη ενός βράχου, επίπεδου και λείου, αν και στενού και, κρατώντας την ανάσα της, υψώθηκε απαλά πάνω του, μετά προχώρησε αργά πάνω του με τα γόνατα της, για να ξεκουραστεί, πριν συνεχίσει την αναρρίχηση της προς τα πάνω. Αλλά πως θα έβαζε το πόδι της πάνω του, για να βρει το επόμενο σκαλί; Που υπήρχε κάτι τέτοιο τέλος πάντων; Δεν τόλμησε να συρθεί προς τα πάνω στην άκρη, για να δει. Άρχισε ν' αγωνιά, επιχειρώντας να κατεβεί ξανά τον δρόμο που είχε ανεβεί, η καρδιά της χτυπούσε από το φόβο, καθώς άρχισε να σέρνεται πίσω στα γόνατα της στο χείλος του βράχου, στο σημείο όπου είχε αναρριχηθεί. Αλλά της έλειπε ολότελα το κουράγιο να χαμηλώσει το ένα πόδι της πίσω και να βρει ένα μέρος να μεταφέρει το βάρος της. Ω! Ω! Εντελώς ξαφνικά, είδε το ύψος όπου βρισκόταν, πάνω από το μονοπάτι. Ήταν τόσο ψηλά που θα μπορούσε να είναι στον αέρα, αιωρούμενη στο κενό. Ένιωσε ένα τέτοιο σοκ που το στόμα της στέγνωσε κι άρχισε να αισθάνεται ναυτία. Όλα, βουνά, πέτρωμα και ουρανός στριφογύρισαν ολόγυρα της, ώσπου έγιναν σαν ένας εφιάλτης. Σχεδόν, ποθούσε να πέσει! Μια κραυγή ξέφυγε από το ξερό της στόμα. Άκουσε να βγαίνει από τα χείλη της μ' ένα ψηλό, διαπεραστικό ήχο, εκείνη η παγκόσμια, ανθρώπινη έκκληση: «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!» Κατόρθωσε να στρίψει το κεφάλι της, λιγάκι. Τα απεγνωσμένα της μάτια, αναζητώντας τις άδειες λοφοπλαγιές γύρω της, στο τέλος, είδαν μια κίνηση σε μια γειτονική πλαγιά. Ένα ανθρώπινο πλάσμα που κινιόταν -περισσότερα από ένα. Τρεις ή τέσσερις άντρες ορειβάτες. Προφανώς, την είχαν δει. Κάποιος αποκολλήθηκε από την υπόλοιπη ομάδα κι άρχισε να σκαρφαλώνει γρήγορα και σίγουρα από τη θέση όπου βρισκόταν, στο μονοπάτι. Α, πόσο ασφαλές και φιλικό φαινόταν τώρα εκείνο το περιφρονημένο μονοπάτι! Αλλά πόσο μακριά κάτω έβλεπε! Ω, ένα νέο κύμα ναυτίας την κατέλαβε. Δεν ήταν φτιαγμένη για τα ύψη. Αλλά τώρα, ο άντρας έστεκε κάτω απ' αυτήν, κοιτάζοντας ψηλά. Η
ζάλη της είχε μειωθεί αρκετά, για να μπορεί να ρίξει μια ματιά. Ο άντρας έκανε χωνί το στόμα του και τον άκουσε να φωνάζει: «Είσαι εντάξει, εκεί πάνω;» «Ό-ο-ο-χι!» βέλασε σαν χαμένο πρόβατο. «Δεν είμαι! Έχω σφηνωθεί». Δυνάμωσε κι άλλο τη λυπημένη της κραυγή. «Δεν ξέρω πως να κατεβώ». «Μείνε εκεί ακριβώς που είσαι», ήρθε η φωνή προς τα πάνω. «Θ' ανέβω και θα σε βοηθήσω». «Παρακαλώ-παρακαλώ», βόγγηξε. «Γρήγορα!» «Είσαι εντάξει, τώρα, μην ανησυχείς. Μείνε ακίνητη. Και μην κοιτάζεις κάτω». Υπάκουα, ζάρωσε εκεί που ήταν ενώ τα χέρια της, υγρά από ιδρώτα, γαντζώθηκαν στο βράχο. Φαινόταν σαν αιωνιότητα αλλά στο τέλος, άκουσε μια βαριά ανάσα πίσω της. Δυο σταθερά χέρια την άρπαξαν τόσο σφιχτά που πόνεσε. Η φωνή ήταν περίεργα ήσυχη στ' αυτιά της, μετά από εκείνα τα ουρλιαχτά του ανέμου, από κάτω. «Θα πιάσω το δεξί σου πόδι και θα το βάλω σ' ένα σταθερό στήριγμα. Απλά, άφησε τον εαυτό σου σε μένα». Ένα μπράτσο τυλίχτηκε γύρω της, ένα γερό οχύρωμα. Βήμα βήμα, την βοήθησε να κατέβει κάτω από το χείλος του γκρεμού και μετά, λίγο λίγο, κάτω, στην επιφάνεια του βράχου. Το στόμα της εξακολουθούσε να είναι ξερό από το φόβο αλλά ο πανικός και η ναυτία είχαν εξαφανιστεί. Επιτέλους, στάθηκαν μαζί στο μονοπάτι. Η Τζιλ αντίκρυσε ένα σκούρο πρόσωπο με καταγάλανα μάτια που την κοιτούσαν αυστηρά. Κοίταξε το υπόλοιπο πρόσωπο του και μετά, είπε: «Είσαι ένας από τους αναρριχητές - σε είδα στο ξενοδοχείο. Σε φώναζαν Ηβ - ή κάπως έτσι». Κάτι στην σιωπή του την έκανε να πάψει να φλυαρεί. «Σ' ευχαριστώ πολύ που μ' έσωσες», του είπε με ευγνωμοσύνη. Ακουγόταν τόσο παιδιάστικος ο τρόπος που μίλησε, ώστε άρχισε να γελά, ώσπου ένα βράχνιασμα στο λαρύγγι της την έκανε να θέλει να βήξει, αντί γι' αυτό. Ο άντρας, συνοφρυωμένος ακόμα, είπε: «Πρέπει να είσαι πολύ έμπειρη ορειβάτιδα για ν' ανεβείς στο Σγκαρ Μπίορατς μόνη σου». «Εγώ; Δεν είμαι καθόλου έμπειρη. Ποτέ μου δεν έχω ανεβεί σε κανένα βουνό. Απλά, ήθελα να φτάσω στο πέτρωμα, γρήγορα, αυτό είναι όλο. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, αυτό το... πως το είπες;» Η ανακούφιση που ένιωθε την έκανε να θέλει να φλυαρεί ακόμη. «Ναι», είπε ο άντρας, λακωνικά. «Θα πρέπει κανείς να έχει σχοινί». «Σχοινί; Ω, ναι, ναι, καταλαβαίνω. Σχοινί, βέβαια. Τι κουτό εκ
μέρους μου. Σε πειράζει αν καθίσω;» Και πριν προλάβει ν' απαντήσει αν τον πείραζε ή όχι, τα γόνατα της λύγισαν. Ο άντρας στάθηκε, κοιτάζοντας την αγέλαστα. «Δεν έχεις ευχέρεια στην αναρρίχηση, έτσι δεν είναι;» ρώτησε κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της. « Όχι, καθόλου. Πρέπει να κάνεις κάποτε την αρχή!» Μετά, ο άντρας τη ρώτησε: «Είσαι με παρέα; Μαζί με άλλους;» «Όχι», αποκρίθηκε η Τζιλ, λιγότερο εύθυμη, τώρα. Ένιωθε πόσο θυμωμένος ήταν μαζί της. «Είμαι ολομόναχη», είπε. «Τότε», της είπε αυστηρά, «δεν έπρεπε να έρθεις εδώ. Ποτέ δεν πρέπει να πηγαίνεις μόνη σε οποιοδήποτε ύψος ή οποιοδήποτε καταφύγιο ούτε να επιχειρείς μια τόσο δύσκολη αναρρίχηση». Η Τζιλ θα έπρεπε να του πει: «Και ποιός είσαι εσύ που θα μου κάνεις μάθημα, ένας ολότελα ξένος για μένα;» Αλλά, αντί γι' αυτό άκουσε τον εαυτό της να λέει απολογητικά: «Δεν ήξερα ότι θα σφηνωθώ». «Δε θα έπρεπε να το επιχειρήσεις μόνη σου. Όχι μόνο έθεσες τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αλλά μπορεί να έμπλεκες κι άλλους ανθρώπους που θα έρχονταν να σε σώσουν. Έχω μερικούς φίλους στην Ομάδα Διάσωσης Ορειβατών και φέρνω μεγάλες αντιρρήσεις, όταν μπαίνουν σε κίνδυνο για να βοηθήσουν άτομα που δεν παίρνουν προφυλάξεις». Κι αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. «Καλή σου μέρα», είπε, κουνώντας το κεφάλι του και στράφηκε κι άρχισε να αναρριχάται γρήγορα πάνω, όπου τον περίμεναν οι σύντροφοι του. «Ωραία!» είπε η Τζιλ μέσα της, όταν ξαναβρήκε τον εαυτό της. Με κατσάδιασε, στην κυριολεξία! Κι εγώ το δέχτηκα». Γιατί το περίεργο ήταν ότι δε μπορούσε να το πάρει αψήφιστα, όχι αφού εκείνος είχε έρθει να την γλυτώσει και την έσωσε από εκείνο τον εφιάλτη. Μα τα μαγουλά της έκαιγαν. Αυτή, η Μις Τζιλ Στίρλιν, η έμπιστη, ιδιαιτέρα γραμματέας του κυρίου Γουίλιαμ Γουώλς, των Γουώλς Μπράδερς, στο Σίτι, που την κυνηγούσαν και μάλωναν γι' αυτήν τρεις ή τέσσερις άντρες συγχρόνως, να είναι αναγκασμένη να την μεταχειρίζονται σαν ένα άτακτο σχολιαρόπαιδο και μάλιστα, κάποιος που ούτε καν ήξερε!
Κεφάλαιο 7 Αναρρίχηση με συντροφιά Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για κάποιον που είναι συνηθισμένος να είναι πάντα πολυάσχολος, μια ζωή οκνηρίας σύντομα ξεθυμαίνει. Η Τζιλ έκανε μια προσπάθεια, πάντως, να κρατηθεί ευτυχισμένη, απασχολημένη. Μετά από ένα πρόγευμα που το πήρε πολύ νωρίς, πήρε μερικά λευκά χαρτιά στον κήπο και προσπάθησε να κάνει ένα σκίτσο της θέας, με πένα και μελάνι. Θα ήταν ένα όμορφο, μικρό ενθύμιο των διακοπών της, όταν θα ξαναγύριζε στο «μαγγανοπήγαδο». Α, όχι, ας μην σκεφτόταν το γραφείο, ακόμη! Είχε μπροστά της πολύ διάστημα χαρούμενων διακοπών. Πίσω, λοιπόν, στο χαρτί της - τι θα έκανε σήμερα; Η κυρία που φύλαγε το μαγαζί, η κυρία Μπάξτερ, όταν τη ρώτησε, είχε ένα σωρό προτάσεις να της κάνει. «Γιατί δεν πάτε να δείτε τις αρχαίες, όρθιες πέτρες, αγαπητή μου; Πηγαίνετε στο Μέιγκλ πρώτα, είναι περίπου δώδεκα μίλια από εδώ. Υπάρχει ένα μουσείο γεμάτο απ' αυτές στο Μέιγκλ. Μετά, μπορείτε να μπείτε στο αυτοκίνητο σας και να ρίξετε μια ματιά σε μερικές απ' αυτές όπου στέκονται - γιατί το μουσείο θα έχει μόνο γύψινα εκμαγεία, νομίζω. Έχω ακούσει ότι αυτοί που έρχονται εδώ στις διακοπές περνούν πολύ καλά, όταν πηγαίνουν εκεί». Σκύβοντας πάνω από τον πάγκο, της εξήγησε ότι οι πέτρες έφεραν μυστήρια σύμβολα γραμμένα πάνω τους, κανείς δεν ήξερε τι σήμαιναν γιατί οι Πικτς - οι άνθρωποι που έμεναν κάποτε εδώ - δεν έγραφαν τίποτα κάτω. (Πολύ καλό γι' αυτούς! είπε μέσα της η Τζιλ. Τι εξοικονόμηση χαρτιού - και καμιά σκοτούρα για διαφώτιση!). Αν υπήρχε μια χτένα κι ένας καθρέφτης μαζί, οι μαθητές μάντευαν ότι η πέτρα ανήκε σε κάποια γυναίκα, σε μια πριγκίπισσα, δίχως αμφιβολία. Ναι. Μπορούσες να βρεις αυτές τις όρθιες πέτρες σ' όλη την ανατολική περιοχή της Σκωτίας όπου έμεναν οι Πικτς - «αμέτρητα χρόνια πριν, φανταστείτε», είπε η γυναίκα. «Μα, αν δεν σας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τέτοια πράγματα», συνέχισε η κυρία Μπάξτερ ανεκτικά, «τι θα λέγατε να πηγαίνατε στο Κάστρο του Γκλάμις; Λένε ότι ένα μέρος του είναι στοιχειωμένο».
«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε η Τζιλ ευγενικά. «Είναι και οι δύο εξαιρετικές προτάσεις. Σίγουρα, θ' ακολου-Μήσω τη συμβουλή σας, κάποια φορά». Το γεγονός ήταν ότι αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν ν' ανέβει πάλι σ' εκείνη την κοιλάδα και, αυτή τη φορά, να συμπληρώσει ένα περίπατο στο λόφο χωρίς καμιά παρεμβολή. Θα ξαναπήγαινε σ' εκείνο το πέτρωμα αλλά τώρα, θα ήταν υπομονετική και θα έκανε όλο το δρόμο ολόγυρα, χωρίς να ριψοκινδυνεύσει - τουλάχιστον, δεν θα έπεφτε σ' εκείνο τον ανυπόφορο άντρα με τα καταγάλανα μάτια! Η Κατριόνα τη φώναξε για να της δώσει ένα όμορφο, μικρό δώρο από την αγροικία, μισή ντουζίνα φρέσκα αυγά κι ένα κεσέ με βούτυρο που ακόμη δροσόσταζε. Εξάλλου, ήθελε να δει πως τα πήγαινε η ενοικιάστριά της. Η Τζιλ της πρόσφερε ένα πρώιμο μεσημεριανό με σούπα και τυρί. «Μα τι στην ευχή βρίσκεις να κάνεις, μόνη με τον εαυτό σου, Τζιλ;» ρώτησε. «Θυμήσου, όποτε σε πνίγει η μοναξιά, έλα επάνω στο σπίτι μας. Έχουμε μερικά όμορφα, μικρά αρνάκια, παχουλά και σγουρομάλλικα, θα τ' αγαπήσεις». «Αυτό μου φαίνεται θαυμάσιο», είπε η Τζιλ με ευγένεια. «Αλλά, ξέρεις, στην ουσία ήρθα εδώ για να είμαι ήσυχη με τον εαυτό μου». Η Κατριόνα σούφρωσε τα κόκκινα χείλη της. Δε φαινόταν να πιστεύει στ' αυτιά της. «Και ανέβηκα στην κοιλάδα και στο λόφο», είπε η Τζιλ, κρύβοντας προσεκτικά το κρυφό κέντρισμα που ένιωσε στη θύμηση του ξένου που είχε το θράσος να της κάνει κήρυγμα, καθώς και τη δική της ανόητη συμπεριφορά. «Ω!» Η Κατριόνα ετοιμαζόταν ν' ανοίξει ένα άλλο θέμα, μάλλον αυτό για το οποίο είχε έρθει. «Τζιλ, αν πας στην κοιλάδα, θα με πάρεις μαζί σου; Θέλω να επισκεφτώ τους γονείς εκείνου του μικρού αγοριού, με τις αναρριχητικές μπότες, θυμάσαι; Η μητέρα του ξέρει μια άλλη οικογένεια από την ψηλότερη κοιλάδα, της Ρουάντ - είναι η μικρή κοιλάδα που ανοίγει στο Κιουχάριτι - που έχουν ένα παιδί τρισήμισι ετών και που δεν έχει άλλα παιδιά να παίξει μαζί τους. Είναι ακριβώς το είδος παιδιού που φροντίζει το σχολικό μας λεωφορείο. Θα μπορούσε να κάνει παρέα με τους Ρόντρικ και οι μπαμπάδες τους θα μπορούσαν να φέρνουν και τα δυο παιδιά εδώ. Εύχομαι να μπορούσαμε να προσφέρουμε στο σχολείο περισσότερα από μία ή δύο φορές την εβδομάδα, αλλά δεν υπάρχουν ποτέ αρκετά χρήματα διαθέσιμα γι' αυτό το πράγμα, έτσι δεν είναι; Επί τη ευκαιρία, ελπίζω να έρθεις και να μας δεις ξανά στο λεωφορείο, την ερχόμενη εβδομάδα». Η Τζιλ ήταν διχασμένη μέσα της, για το αν ήθελε ή όχι να πάει
στην κοιλάδα. Η Κατριόνα είδε τον δισταγμό της. «Ίσως, δεν θα πας σήμερα;» «Να σου πω», είπε η Τζιλ, ψάχνοντας μια δικαιολογία για την ενοχή της. «Το βρήκα μάλλον δύσκολο να σου πω την αλήθεια... Προσπάθησα ν' ανεβώ σ' ένα βράχο και σφηνώθηκα. Δεν είμαι συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα. Είμαι Λονδρέζα». «Είσαι, πράγματι;» Τα μάτια της Κατριόνα στρογγύλεψαν. «Αυτό θα είναι θαυμάσιο!» « Όχι, δεν είναι». Αλλά ο θαυμασμός του νεαρού κοριτσιού ήταν γλυκός κι άρχισε πάλι να νιώθει ο εαυτός της. «Μα δεν πρέπει να το βάζω κάτω τόσο εύκολα, πρέπει; Νομίζω πως θ' ανέβω και θα κάνω άλλη μια προσπάθεια - όχι αναρρίχηση. Θέλω ν' ανεβώ εκεί όπου υπάρχουν οι πέτρες, στο ψηλότερο σημείο του λόφου». Ήταν ένα είδος τιμής ν' ανεβαίνεις εκεί πάνω! «Αυτό είναι!», φώναξε η Κατριόνα. «Ποτέ να μη λες ποτέ. Να μην το βάζεις κάτω. Η Ρώμη δεν χτίστηκε μέσα σε μια μέρα». Φαινόταν να παραθέτει το ένα μετά το άλλο τα αποφθέγματα ενός δασκάλου. Όλα ακούγονταν πολύ λαμπερά.
*** Η Κατριόνα βγήκε στο ξενοδοχείο. «Μη με πηγαίνεις μακρύτερα, εδώ είναι θαυμάσια», είπε. «Το σπίτι του Ρόντι είναι μόνο εκατό γιάρδες από δω και θα θέλεις να συνεχίσεις, πριν βραδιάσει». «Πως θα πας πίσω, στο Λέτερκερν;» «Ο πατέρας του Ρόντι θα με πάρει. Έρχονται στην αγροικία μας, να μαζέψουν τροφή για τις αγελάδες τους. Ήταν για να έρθει σήμερα».
*** Καθώς η Τζιλ στεκόταν στο πάρκιν του ξενοδοχείου, στρώνοντας το σκούφο της και σφίγγοντας τα παπούτσια της, μια μικρή παρέα από έξι-εφτά οδοιπόρους πέρασε πλάι της και, όπως ανασηκωνόταν, μια αντρική φωνή έκραξε: «Α, εσύ είσαι; Ελπίζω να μην έπαθες τίποτα χειρότερο». Και η Τζιλ είδε πάλι εκείνα τα ζωηρά γαλάζια μάτια, όχι συννεφιασμένα αυτή τη φορά, αλλά διασκεδαστικά, χαμογελαστά. «Εξακολουθείς να αναρριχάσαι μόνη σου;» « Όχι. Μόνο να βαδίζω», αποκρίθηκε με όση περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούσε να βάλει στη φωνή της. «Αυτή τη φορά, θα μείνω στο μονοπάτι». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του, φόρεσε το μπερέ που είχε βγάλει
όταν της μίλησε και στράφηκε μακριά για ν' ανταμώσει τους συντρόφους του. Φαινόταν να τους ρωτάει κάτι, ένας-δυο κοίταξαν πίσω τους, στην Τζιλ. «Ελπίζω να μην τους λέει ότι έκλαιγα, φωνάζοντας «Βοήθεια» σ' εκείνο το βράχο», είπε μέσα της, νιώθοντας τον φόβο μη γελοιοποιηθεί. Μα τα πρόσωπα στράφηκαν προς αυτήν αρκετά φιλικά, χωρίς τίποτα πειραχτικό πάνω τους. Περίμεναν, ώσπου ήρθε κοντά τους και μετά, ο σωτήρας της μίλησε. «Κοίταξε, Μις...». «Τζιλ». «Τζιλ. Πηγαίνουμε μέχρι το πέτρωμα. Θα ήθελες να μας κάνεις παρέα; Ίσως είναι καλύτερα από το να είσαι εδώ, ολομόναχη. Έχουμε δυο νεοφερμένους μαζί μας, γι' αυτό, δεν θα έχουμε πολύ έντονο ρυθμό. Και κοίταξε, έχουμε μια κυρία μαζί μας, είμαι σίγουρος ότι θα εκτιμήσει μια συντρόφισσα. Την εξαδέλφη μου, την Φλόρα». «Γεια σου», είπε η Φλόρα και χαμογέλασε. Ήταν πολύ νέα κι εξαιρετικά όμορφη και η Τζιλ - που δεν είχε τίποτα να πει μαζί της ένιωσε ένα στιγμιαίο κέντρισμα ζήλειας. Πράγμα ανόητο! Σύντομα το έδιωξε. «Κι από δω ο Γκέοφ και ο Άνγκους. Ο Άνγκους είναι στο καταφύγιο του Βουνού αλλά μην ανησυχείς, θα έρθει μαζί μας για το κέφι του, όχι για δουλειά». Γέλια ακούστηκαν ολόγυρα, καθώς η Τζιλ ξαφνικά έφερε το χέρι στο σκούφο της που έγραφε την αφιέρωση στον « Άνγκους». «Κι αυτοί οι νέοι από δω», είπε ο γαλανομάτης, «είναι ο Ρομπ και ο Άλαν. Ο Άλαν είναι και ξάδελφος μου, ο μικρός αδελφός της Φλόρα. Και ο καλύτερος φίλος του Ρόμπι, έτσι δεν είναι;» Ο Άλαν είχε τα ίδια μπλε μάτια με εκείνα του ξαδέλφου του. «Εγώ δεν θα είμαι μαζί σας στο δρόμο; Στο κάτω κάτω, το ξέρατε ότι δεν είμαι έμπειρη». «Είναι εύκολος ο δρόμος, αν και λίγο απότομος. Αν μπορείς να έρθεις ως το πέτρωμα, ίσως η Φλόρα να μείνει μαζί σου, ώσπου να σε βρούμε ξανά, κατηφορίζοντας». Η Φλόρα φάνηκε κάπως διστακτική. «Δεν θέλω να κρατήσω κανέναν πίσω», είπε η Τζιλ με ταπεινοφροσύνη. Ήταν τόσο περίεργο που ενώ στο δικό της τομέα ήταν άριστη, στα χωράφια κάποιου άλλου ένιωθε άπειρη, αδέξια. «Δεν θα κρατήσεις κανέναν πίσω», της είπε ο σωτήρας της. «Α, επί τη ευκαιρία, δεν σου είπα το όνομα μου». «Είναι Ηβ - νομίζω;» «Ναι. Ηβεραγκ, για την ακρίβεια. Σου φαίνεται ασυνήθιστο;»
«Ήβεραγκ», είπε η Τζιλ, στριφογυρνώντας τη λέξη στο στόμα της. «Πράγματι ασυνήθιστο όνομα». «Όχι εκεί απ' όπου κατάγεται η μητέρα μου», της αποκρίθηκε, γελώντας. «Από το Γουέστ Χάιλαντς. Οι Ήβεραγκς εκεί είναι πάρα πολλοί. Ήβεραγκ Μάτσιντερ - δύσκολο, έτσι; Κι εσύ είσαι η Τζιλ...». «Τζιλ Στίρλιν». Μετά απ' αυτό, άρχισαν να βαδίζουν δυο δυο ή ένας ένας. Ήταν κοπιαστικό. Η Τζιλ ανακάλυψε πως έμενε πίσω. Είχε λαχανιάσει και, το χειρότερο, φαινόταν ότι είχε βγάλει μια φουσκάλα στο αριστερό της πόδι, έτσι που δε γινόταν παρά να κουτσαίνει. Δεν την βοηθούσε καθόλου να προσπαθεί να κρατηθεί στο ρυθμό των άλλων. Νιώθοντας ότι δε μπορούσε να πάει πιο μακριά, κάθισε σε μια πέτρα, στην άκρη του μονοπατιού. Η Φλόρα είχε φύγει, ίσως ένας από τους άντρες ήταν τ' αγόρι της. Αλλά η Τζιλ θα καθόταν εκεί μόνη της, ώσπου να κατέβαιναν οι άλλοι. Όταν οι φωνές τους ακούστηκαν από μακριά, ένιωσε μόνη. Άκουγε το σφύριγμα του ανέμου και μια μοναχική κραυγή, που και που, από ένα αγριοπούλι. Όλα ήταν πολύ ερημικά. Και μετά, επιτέλους, ήρθαν φωνές ξανά κι ακούστηκε το κροτάλισμα από μπότες στο βραχώδες μονοπάτι και γύρω από μια στροφή, ήρθε ζωηρός, ο Ήβεραγκ Μάτσιντερ, μ' ένα από τ' αγόρια του. Την πρόσεξε αμέσως. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ευγενικά. Μετά, κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είσαι εξασκημένη σε τέτοιους τραχείς δρόμους, έτσι δεν είναι; Ίσως, πρέπει να δοκιμάσεις ένα περίπατο στο ίσιωμα πρώτα. Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί, πριν προτείνω...». « Όχι, όχι. Είσαι πολύ καλός. Είναι μόνο που έβγαλα μια φουσκάλα». «Λυπάμαι». «Είναι στην αριστερή μου φτέρνα», του είπε σα να την έκανε αυτό να νιώσει καλύτερα. Ωστόσο, ένιωσε ανακούφιση που ανακάλυψε ότι δεν θα την μάλωνε και τώρα, της φάνηκε συμπαθητικός. «Σε πειράζει να μ' αφήσεις να ρίξω μια ματιά;» «Εδώ; Τώρα;» Η Τζιλ ξαφνιάστηκε. Θα έβγαζε τα παπούτσια και τις κάλτσες της; Μετά, θυμήθηκε ότι δε φορούσε παρά κοντές καλτσούλες, κάτω από το τζην της. Χωρίς άλλο δισταγμό, έβγαλε παπούτσια και κάλτσες. Εκείνος σήκωσε το πόδι της τρυφερά πάνω στο γόνατο του, κοίταξε τη φουσκάλα, κόκκινη και αφρισμένη και είπε: «Ω, ω....» Κατόπιν, άνοιξε το σάκο του κι έβγαλε μια μικρή θήκη από την οποία τράβηξε ένα είδος λευκοπλάστη, το έβαλε πάνω στη φουσκάλα. «Αυτό, θα σου διώξει τον πόνο. Αλλά- έχουμε λίγα μίλια για να
πάμε πίσω, ξέρεις. Νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις, κουτσαίνοντας ή θα έπρεπε να σε μεταφέρουμε, ο Άνγκους κι εγώ; Δεν πρέπει να είσαι και τόσο βαριά». «Όχι, όχι! Είμαι εντελώς σίγουρη ότι θα τα καταφέρω, η μπότα δε με πιέζει πολύ». Ο Ηβ κούνησε το κεφάλι του. «Εντάξει. Δε νομίζω ότι οι άλλοι θ' αργήσουν πολύ αλλά, ίσως πρέπει να προχωρήσουμε, πριν μας προλάβουν. Φοβάμαι ότι θα πάρει ώρα για να πάμε στο ξενοδοχείο. Πρέπει να είσαι πίσω σε συγκεκριμένη ώρα; Θα σε περιμένει κανείς;» Γελώντας, η Τζιλ κούνησε το κεφάλι της. «Όχι. Δεν είμαι δεσμευμένη με τίποτε, άλλωστε. Είμαι μόνη μου». «Σε διακοπές; Ήρθες από την Αγγλία;» «Από το Λονδίνο». «Α! Κι εγώ. Εργάζομαι εκεί». Ο νεαρός Άλαν την κοίταξε με τον ίδιο θαυμασμό που έδειχνε η Κατριόνα. «Κι ήρθες τόσο μακριά, εδώ στο Βορρά, για τις διακοπές σου;» «Ναι. Ποτέ δεν έχω πάει τόσο μακριά. Ήρθα γιατί κάτι ακατανίκητο μ' έσπρωξε. Έτσι απλά, άρχισα να οδηγώ προς τα βόρεια και όταν κουράστηκα, σταμάτησα. Ήταν στο Κιεριεμούιρ. Κάποιος μου είπε για το Λέτερκερν και πόσο ωραίο ήταν. Έτσι, ήρθα εδώ». «Ολομόναχη;» ρώτησε τ' αγόρι. «Δε νιώθεις μόνη;» «Μόνη;» γέλασε η Τζιλ. «Και κάποια άλλη με ρώτησε, της είπα ότι αυτό ακριβώς χρειαζόμουν. Βλέπω τόσο πολύ κόσμο - τόσα πολλά, απίθανα άτομα!» «Καταλαβαίνω», είπε εκείνος. Στο μεταξύ, ο Ήβεραγκ δεν έλεγε τίποτα, αλλά τα μάτια του την διερευνούσαν βαθιά. «Άλλωστε», εξακολούθησε η Τζιλ σταθερά, «απολαμβάνω την κάθε στιγμή μου εδώ. Είχα την τύχη να βρω ένα εξοχικό σπίτι με το πιο προσιτό νοίκι. Λέγεται το Σπίτι του Δάσους γιατί ανήκει στην Αγροικία του Λέτερκερν. Είναι ένα αξιαγάπητο σπίτι, χτισμένο όλο από γκρίζα πέτρα, με κατακόκκινες τουλίπες στους τοίχους. Και η θέα είναι έξοχη, πολύ πλατιά, από το Στράθμορ μέχρι το Σίντλοου Χιλς». Ήταν πεφήφανη που ήξερε τα σωστά ονόματα των περιοχών. «Ω, όχι», ικέτεψε ο Άλαν. «Μη μου λες τέτοια. Πρέπει να πάω πίσω στο σχολείο, στο Εδιμβούργο, αύριο». Ήταν ευχάριστο να τους μιλάει, αν και ακόμη αισθανόταν άσχημα από τον απότομο τόνο της παρατήρησης που της είχε κάνει ο μεγαλύτερος άντρας. Αλλά αφού ήταν ευγενικός σήμερα, έπρεπε να τον συγχωρήσει. Το λευκοπλάστ που της είχε βάλει έφερνε τ' αποτελέσματα του, τώρα η Τζιλ μπορούσε να βαδίζει χωρίς πολύ κόπο. Όταν έφτασε η
υπόλοιπη συντροφιά, άρχισαν να περπατούν με πιο αργό ρυθμό, καταλαβαίνοντας τη δυσκολία που αντιμετώπιζε η Τζιλ. Τελικά, δεν ήταν και τόσο άσχημη μέρα.
Κεφάλαιο 8 Εδέμ 1 Η Κατριόνα έφτασε στις 12.30. Οι χτύποι από τις πόρτες των αυτοκινήτων και οι καθαρές φωνές των παιδιών μπορεί να είχαν προειδοποιήσει τη Τζιλ ότι το σχολικό λεωφορείο είχε τελειώσει για εκείνη τη μέρα. Η Κατριόνα ξαφνιάστηκε που τη βρήκε εκεί. «Ω, πως και βρίσκεσαι εδώ, Τζιλ; Δεν πήγες πουθενά σήμερα;» Η Τζιλ αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η φτέρνα της πονούσε πάρα πολύ για να της είναι ευχάριστο να βαδίζει. «Θα είμαι πολύ καλά εδώ, στο σπίτι ή στον κήπο». Η Κατριόνα βρήκε την ιδέα άχαρη. «Ω, άστα αυτά!», φώναξε. «Θα έρθεις στο σπίτι μαζί μου τώρα και θα φας μεσημεριανό μαζί μας». Όταν η Τζιλ κοίταξε με σημασία τα πόδια της που φορούσαν παντόφλες, αντιμετώπισε τις αντιρρήσεις της Κατριόνα. «Είναι μια όμορφη μέρα. Μπορείς να βαδίσεις λίγο μαζί μου, γύρω στην αγροικία και να μην πάθεις τίποτα». «Μα δεν θέλω να παρουσιαστώ δημόσια έτσι, θα είμαι σαχλή». Και πάλι, η Κατριόνα φώναξε: «Δεν θα πάμε μακριά! Που θα είσαι δημόσια; Μόνο εμείς θα είμαστε. Και ποιος θα κοιτάξει τα πόδια σου; Όπως και να είναι, φοράς όμορφες παντόφλες, από το Λονδίνο έτσι; Είναι κάπως εξεζητημένες και μοιάζουν με κανονικά παπούτσια. Εμένα δεν θα με πείραζε καθόλου να βγω έξω μ' αυτές. Πάντως, σήμερα είμαστε μόνο εμείς, δηλαδή, ο μπαμπάς και η μαμά μου και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Άλεκ - ο μικρότερος, ο Τζοκ, είναι έξω, στο κολέγιο του. Θα έρθει να εγκατασταθεί στην αγροικία όπως και ο Άλεκ. Ο πατέρας μου θα τους αφήσει από μισό κομμάτι γης». «Κι εσύ;» «Ω, φαντάζομαι ότι θα παντρευτώ κάποια μέρα και θα φύγω. Η μεγαλύτερη αδελφή μου η Μάριον έχει παντρευτεί μ' ένα αγρότη στο Μπόρντερς και μένουν κοντά στο Πημπλς. Εγώ πηγαίνω για διακοπές
εκεί, είναι όμορφα. Αλλά μερικές φορές, θέλω να δω το Λονδίνο. Ίσως να πάω κάποια μέρα, γιατί ο άλλος μου αδελφός ο Τομ - είναι στην Κένυα - λέει πως, όταν έρθει πίσω, θα μου ζητήσει να τον συναντήσω στο Λονδίνο και...». «Μα, άλλωστε, Κατριόνα, δεν ρώτησες τη μητέρα σου αν θα ήταν σωστό να έρθω». «Ω, έλα τώρα!», την διέκοψε η Κατριόνα. «Όταν είναι πέντε στην οικογένεια κι ίσως, κάποιοι αγρότες έρχονται για επίσκεψη ή κάποιος από το συμβούλιο της Γαλακτοκομίας - όταν ποτέ δεν ξέρεις πόσοι μπορούν να παρουσιαστούν, φτιάχνεις αρκετό φαγητό για να φτάνει και να περισσεύει. Θα έρθεις. Και η μαμά μου θα χαρεί πολύ που θα σε δει». Το σωστό θα ήταν να την έχω επισκεφτεί μια φορά, σκέφτηκε η Τζιλ. Η Αγροικία του Δάσους βρισκόταν ενάμιση μίλι μακριά από το σπίτι. Ήταν σε μια πλαγιά που έβλεπε από πάνω, στο Στράθμορ, πίσω της, στεκόταν το Μπήτσγουντ. Ήταν ένα γελαστό, εξοχικό τοπίο. Και το αγροτικό σπίτι ήταν πολύ χαρούμενο. Βάδισαν μέσα από μεγάλες εξώπορτες (που ήταν κλεισμένες, για να κρατήσουν έξω τα ζώα) και σ' ένα μακρύ μονοπάτι με ασπροβαμένες πέτρες, ανάμεσα στα δύο μισά του κήπου. Περισσότερο γρασίδι αλλά με στολίσματα λουλουδιών, χαμομήλια, πασχαλιές, ανεμώνες και πανσέδες. Το σπίτι ήταν μεγάλο, σχεδόν επιβλητικό, με το κεντρικό του μέρος από τρία πατώματα και τα πλαϊνά του από δύο. Στη μια πλευρά, ήταν το περιβόλι όπου άνθη μηλιάς σχημάτιζαν ένα ροζ και λευκό σύννεφο πάνω από τα δέντρα. Όλα ήταν αρχοντικά, αν και, όπως πλησίαζαν στην είσοδο, ο οικείος ήχος από μυκηθμούς και κακαρίσματα, έδειχνε ότι κάπου εκεί πίσω, ήταν η αγροικία. Η μητέρα της Κατριόνα βγήκε έξω, ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές της κόρης της: «Μαμά! Έλα να δεις ποιος είναι». Ήταν πιο κοντή από την Κατριόνα και πιο παχουλή, αλλά με τα ίδια καστανά, λαμπερά μάτια. «Από εδώ η Μις Τζιλ Στίρλιν, από το εξοχικό σπίτι». Η Κατριόνα έκανε μια άψογη παρουσίαση. «Η μητέρα μου, η κυρία Ράτρεϊ - η Τζιλ». «Έλα μέσα, έλα μέσα! είπε εκείνη η κυρία. «Ήθελα να σε γνωρίσω, Μις Στίρλιν αλλά ποτέ δεν βρήκα χρόνο για να έρθω στο σπίτι σου». «Ω, μα εγώ έπρεπε να σας επισκεφτώ», απάντησε η Τζιλ. «Η Κατριόνα εδώ είναι τόσο ικανή που άφησα το ζήτημα στα χέρια της». «Α, είναι καλή κόρη», απάντησε η κυρία Ράτρεϊ στοργικά. «Και μου δίνει μεγάλη βοήθεια. Αλλά έλα μέσα να φάμε. Το φαγητό σας περιμένει, στο τραπέζι». Το γεύμα βρισκόταν στη μεγάλη κουζίνα, στρωμένο πλούσια στο
μακρύ τραπέζι. «Κάθισε εκεί, αγαπητή μου», είπε η οικοδέσποινα. «Εκεί είναι ζεστά. Θα σου πω ποιος είναι ο καθένας. Από δω ο άντρας μου και από εκεί ο Άλεκ, ο μεγαλύτερος γιος μας - παντρεμένος, μ' ένα σπίτι μισό μίλι από δω, αλλά έρχεται να βοηθήσει τον πατέρα του, να ξεχωρίσει τα γογγύλια. Αυτός είναι ο βοσκός μας, ο Τεντ Μπάξτερ - η μητέρα του έχει το μαγαζί στο Λέτερκερν - ίσως, να την γνωρίζεις. Και από δω η ξαδέλφη του η Άλισον που με βοηθά στο σπίτι και στο γαλακτοπωλείο». Η Τζιλ κάθισε, με την πλάτη της στον πελώριο φούρνο που έστελνε τη ζεστασιά του σ' όλο το δωμάτιο. Ανάμεσα στις φλυαρίες, έριχνε κλεφτές ματιές γύρω της. Από την οροφή, κρέμονταν μεγάλοι γάντζοι που, στις παλιές μέρες, χρησίμευαν για να κρεμούν τα χοιρομέρια. Ένα ψηλό, παλιό, σκαλιστό ντουλάπι είχε πιάτα και ποτήρια και φλυτζάνια και διάφορες κούπες, όλα αρκετά όμορφα για να είναι διακοσμητικά, εκτός από χρήσιμα, σ' ένα πλατύ πρεβάζι, υπήρχαν γλάστρες με γεράνια με πράσινα φύλλα - κι όλα ήταν μια πολύ ευχάριστη σκηνή. Το γεύμα ήταν καλό, με τη νοστιμιά που έρχεται μόνο με τη χρήση φυσικών προϊόντων. Ο κρεατοζωμός είχε λαχανικά μέσα του που η Τζιλ ήταν σίγουρη ότι τα πιο πολλά είχαν φυτευτεί στον κήπο, υπήρχε ψητό αρνί με σπιτική μαρμελάδα και κρέμα χτυπημένη με την μηλότουρτα. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως όλα αυτά ήταν πάρα πολλά! Υπήρχε κι ένα σκυλάκι που ξάπλωσε το κεφάλι του στα γόνατα της Τζιλ, κάτω από το τραπέζι. «Ε! Όμορφη μου! Μα είσαι μια παλιοκατεργάρα!» φώναξε η κυρία Ράτρεϊ, οργισμένη. «Της δίνουμε να φάει από ένα πιάτο αλλά μόνο μια φορά. Τα υπόλοιπα θα πάνε στη λάντζα. Ακόμη κι αυτό την χαλάει. Είναι καλό σκυλάκι, όμως. Δε τεμπελιάζει αλλά και δεν του αρέσει πολύ να μένει μέσα στο σπίτι». Η Τζιλ νόμισε πως είδε την κυρία Ράτρεϊ να δίνει κι άλλο φαγητό κρυφά στην Όμορφη. «Λοιπόν, εγώ θα πάω βόλτα», είπε η Κατριόνα, όταν τελείωσαν. «Έτσι, για να ξεμουδιάσω λίγο. Έρχεσαι μαζί μας, μαμά; Θα σε βοηθήσω στο πλύσιμο, όταν επιστρέψουμε. Η Τζιλ κι εγώ φεύγουμε - εντάξει, Τζιλ; Θα σε πάω σε εύκολο μέρος, μην ανησυχείς. Μαμά, μήπως προτιμάς να ξεκουραστείς;» Στράφηκε πάλι στη μητέρα της. «Ούτε θα πάω βόλτα, ούτε θα ξεκουραστώ», είπε η κυρία Ράτρεϊ. «Πολύ απλά, θα δακτυλογραφήσω τα γράμματα». Η Τζιλ την κοίταξε, ερωτηματικά. «Βλέπεις, η μαμά μου έχει μάθει να δακτυλογραφεί», της εξήγησε η Κατριόνα. «Πίστευε ότι θα ήταν ωφέλιμο να βοηθά τον πατέρα μου με τις επαγγελματικές του επιστολές. Τώρα, μετανιώνει που το έκανε, γιατί όλοι της ζητούν να δακτυλογραφήσει τα γράμματα τους».
«Έλα, πάψε, Κατριόνα!» «Ω, μα γιατί; Είναι ωραίο να μπορείς να βοηθάς τον κόσμο. Αλλά, ορισμένοι μπορούν να δακτυλογραφήσουν μόνοι τους κι έρχονται να γράψουν στη μηχανή». «Καλά, καλά, δεν τους κρατώ κακία. Όλοι βοηθούμε ο ένας τον άλλο». «Ξέρετε, θα μπορούσα να το κάνω εγώ για σας», είπε η Τζιλ. «Η δακτυλογράφηση είναι το στοιχείο μου. Είμαι ιδιαιτέρα γραμματέας σε μια εταιρεία, στο Λονδίνο. Θα θέλατε να μου δώσετε τα γράμματα; Μετά, μπορείτε να ξεκουραστείτε. Όλο αυτό το υπέροχο γεύμα θα σας κόστισε αρκετό κόπο!». Έτσι, η κυρία Ράτρεϊ, μάλλον ευχαριστημένη, οδήγησε τη Τζιλ σ' ένα μικρό καθιστικό, όπου υπήρχε ένα τζάκι με ζωηρή φωτιά. Τοποθέτησε μια γραφομηχανή κι ένα σωρό από γράμματα στο τραπέζι. «Είναι οχτώ-εννέα», είπε απολογητικά. «Κυρία Ράτρεϊ, δεν είναι τίποτα για μένα». Η Τζιλ χρειάστηκε να κουράσει πολύ τα μάτια της για να βγάλει τι έγραφαν ένα-δυο επιστολές, τις έφερε, μάλιστα, στο παράθυρο για να τις αποκρυπτογραφήσει. Αλλά ήταν πολύ απλό γι' αυτήν να κάνει δακτυλογραφημένες κόπιες και των εννέα γραμμάτων. Μια αίτηση για αγροτική επιχορήγηση, ένα γράμμα σχετικό με την παράδοση γάλακτος στην γαλακταγορά, μια αίτηση για ασφάλεια - τα περιεχόμενα τους πηγαινοέρχονταν στο κεφάλι της και, μόλις δακτυλογράφησε τα γράμματα τα ξέχασε, όπως το συνήθιζε. Μόνο ένα γράμμα έμεινε στη μνήμη της, μια αίτηση για κάποια δωρεά για ιατρικές έρευνες, σ' ένα νοσοκομείο του Λονδίνου. Η κυρία Ράτρεϊ ήταν χαρούμενη. «Για φαντάσου!», είπε. «Όλοι θα νομίζουν ότι, ξαφνικά, έγινα άριστη επαγγελματίας! Θα είμαι πολύ περήφανη να τα παραδώσω». Η Κατριόνα, βαριεστημένη από το πλύσιμο, ανυπομονούσε να γνωρίσει στη Τζιλ την αγροικία. «Δεν θα πάμε στα γουρούνια, αν δε θες, αν κι εγώ τ' αγαπώ πολύ. Αλλά θα σου αρέσουν οι αγελάδες και τα μοσχάρια. Βρίσκονται ακόμη έξω, στη βοσκή, αλλά θα τα επισκεφτούμε. Είναι όμορφο να περπατάς στα λιβάδια. Και δεν πρέπει να ξεχάσω να σε πάω να δεις τ' αρνιά. Έχουμε τρία των οποίων οι μητέρες δε μπορούν να τα θηλάσουν - η μία πέθανε, η κακομοίρα, οι άλλες είχαν δίδυμα και δεν ήξεραν ποιο να πρωτοθηλάσουν». Τα αρνιά ήταν σ' ένα σταύλο που είχε μια γλυκιά ζεστασιά από κάποιες σωληνώσεις στους τοίχους. Σίγουρα, άξιζε τον κόπο να τα επισκεφτούν. Η Τζιλ απόλαυσε μια άγνωστη αίσθηση ως τώρα, παίρνοντας ένα στην αγκαλιά της. Ήταν απαλό και θερμό και το ανυπόμονο, ερευνητικό του στόμα έκλεισε στα δάχτυλα της κι άρχισε να
βυζαίνει ευχαριστημένο. Όταν το απόθεσε κάτω, τα πόδια του μπλέχτηκαν κάτω από το κορμί του. «Μην ανησυχείς», είπε εύθυμα η Κατριόνα. «Είναι λίγες μέρες μόνο που έχει γεννηθεί. Πριν περάσει πολύς καιρός, αυτό και τ' άλλα θα χοροπηδούν σαν τρελά ολόγυρα». Μετά τον περίπατο τους στα λιβάδια, άρχισαν να βαδίζουν στο περιβόλι. Ήταν μαγευτικό κάτω από τ' ανθισμένα δέντρα: απαλά ανθοπέταλα έπεφταν πάνω τους. «Σαν κομφετί», είπε η Κατριόνα. Υπήρχαν πασχαλιές και μοσχολούλουδα και η Κατριόνα έσκυψε κι έκοψε ένα μάτσο, για να το πάει η Τζιλ στο σπίτι. Η κυρία Ράτρεϊ επέμενε να περιμένει η Τζιλ για ένα φλυτζάνι τσάι. Στο τέλος, της επέτρεψαν να φύγει, αφού την φόρτωσαν με αυγά, βούτυρο, σπιτική μαρμελάδα κι ένα βαζάκι με κρέμα. Η κυρία Ράτρεϊ φαινόταν αποφασισμένη να μην αφήσει κανένα επισκέπτη της να πεινάσει, τώρα ή αργότερα! «Θα σε πάω στο σπίτι σου πρώτα», είπε η Κατριόνα, όταν βρέθηκαν στο σταθμό. «Μετά, θα δώσω αυτά τα πολύτιμα γράμματα σε μία ή δύο από τις γειτονικές φάρμες. Υπάρχει και ο Δόκτωρ Μάτσιντερ αλλά θα πρέπει να τον καλέσουν. Αν έρθει η Φλόρα - την μισοπεριμένω τότε, μπορεί να τα πάρει αυτή. Είμαι σίγουρη πως θα είναι ικανοποιημένος που γράφτηκαν τόσο καλά. Όπως και να είναι, την περίμενα όλο το απόγευμα. Χριστέ μου! Νάτη!» Σταμάτησε και πήδησε έξω, μετά έτρεξε προς τα πίσω, προς ένα σκούρο μπλε αυτοκίνητο που είχε σταματήσει στο δρόμο, πίσω τους. Μια στιγμή αργότερα, γύρισε ξανά, με φούρια. «Που να πάρει, ξέχασα το γράμμα!» Το άρπαξε από το σωρό, ελπίζοντας ότι δεν το είχε τσαλακώσει μετά, ξαναέφυγε. Δεν ήταν η Φλόρα, αλλά ένας ψηλός άντρας που βγήκε έξω, για να παραλάβει το γράμμα. Η Τζιλ, από το μπροστινό καθρεφτάκι, είδε κι αναγνώρισε τον Ήβεραγκ Μάτσιντερ. Βέβαια, ήταν το δικό του γράμμα για φαντάσου! Της φάνηκε ικανοποιητικό που έκανε αυτό που δε μπορούσε εκείνος να κάνει. Επίσης, ήταν ευχαριστημένη που ήταν ικανή να του προσφέρει αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση, ανταποδίδοντας του όλα όσα είχε κάνει εκείνος. «Η Φλόρα δεν ήταν εκεί», είπε η Κατριόνα, όταν επέστρεψε. « Έχει πάει στον αδελφό της. Αλλά ελπίζω ότι θα έρθει σε επαφή μαζί μου. Λέγαμε να πάμε στο Φόρφαρ, μαζί». Άφησε τη Τζιλ στην εξώπορτα του σπιτιού της.
***
Το περίεργο ήταν πως η αίσθηση ότι περιτριγυριζόταν από φιλική παρέα, έμεινε στη Τζιλ, αφού είχε πάει στο ήσυχο σπίτι της. Το βρήκε ευκολότερο να σκέφτεται ευχάριστα πράγματα, ικανοποιόταν με το γεγονός ότι ήξερε πως κοντά της υπήρχαν απασχολημένα αλλά ευγενικά άτομα με τα οποία θα μπορούσε να μοιραστεί τη ζωή της, όποια ώρα ήθελε. Καθώς έβαζε τα λουλούδια στο νερό και το βούτυρο με την κρέμα στο ψυγείο, θυμήθηκε ότι είχε ακούσει πως το μέρος, το Λέτερκερν, ήταν τόσο καλό που το θεωρούσαν σαν την μυθική Εδέμ.
Κεφάλαιο 9 Εδέμ 2 Η Τζιλ αποφάσισε να μείνει στο Σπίτι του Δάσους και την επόμενη μέρα. Η φουσκάλα πήγαινε καλύτερα αλλά υπήρχαν ένα-δυο πράγματα που έπρεπε να δει. Ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας στην κρεβατοκάμαρα της είχε χαλάσει, εντάξει ήξερε πως να τοποθετεί ένα άλλο και υπήρχαν μερικοί στο ντουλάπι. Η κάνουλα της βρύσης με το κρύο νερό έσταζε, ήξερε πως χρειαζόταν αντικατάσταση. Αλλά αυτό δε μπορούσε να το επισκευάσει μόνη της. Που θα έβρισκε υδραυλικό; Έπρεπε να πάει και να ρωτήσει την Μις Μπάξτερ, στο μαγαζί ή να περιμένει, ώσπου να ερχόταν η Κατριόνα και να της δώσει τη συμβουλή της. Πάντως, μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο. Καθόταν πλάι στο παράθυρο, διαβάζοντας ένα από τα μυθιστορήματα που είχε φέρει μαζί της και ρίχνοντας ματιές στη θέα που απλωνόταν έξω, που και που. Μια νεαρή γυναίκα, ένα κορίτσι, άνοιξε ξαφνικά την εξώπορτα, πλησίαζε την μπροστινή πόρτα. Μόνο όταν άνοιξε την πόρτα η Τζιλ, αναγνώρισε την. προ δυο ημερών συνοδοιπόρο της, τη Φλόρα. «Ω, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω!», είπε η Τζιλ ευχαριστημένη, αν και λίγο έκπληκτη. « Έλεγα ότι δεν θα σε πείραζε να περνούσα. Άκουσα που έλεγες, εκείνη τη μέρα που βαδίζαμε μαζί, ότι έμενες στο σπίτι του Δάσους και ότι γνώριζες την Κατριόνα Ράτρει. Την ξέρω την Κατριόνα». «Ναι, μου το είπε». «Βλέπεις, η οικογένεια μας πάντα ερχόταν στο Λέτερκερν για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, όταν ήμουν μικρή. Μείναμε στην αγροικία δυο φορές. Η Κατριόνα κι εγώ κάναμε μαζί όλες τις σκανταλιές - είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία - φτιάχναμε βούτυρο με κρέμα που βουτούσαμε από το γαλατάδικο και επιβλέπαμε ένα τεράστιο, φανταστικό κοπάδι από αγελάδες» «Είναι τόσο καλή, τόσο εξυπηρετική απέναντι μου. Την πρωτοσυνάντησα, όταν πήγα στο σχολικό λεωφορείο. Έφαγα μεσημεριανό στην αγροικία, χτες».
«Την περιμένεις σήμερα;» « Οχι ειδικά σήμερα, αλλά μπορεί να φανεί οποιαδήποτε στιγμή». «Λοιπόν τότε, μπορώ να περιμένω εδώ, μήπως έρθει; Δεν θα σε ενοχλήσω. Κανονικά, πρέπει να συνοδέψω τον αδελφό μου που θα φύγει για το σχολείο του. Έτσι, δεν θα μείνω πολύ. Ποτέ δε μου αρέσει να πηγαίνω στο σταθμό, στο Φόρφαρ. Πνίγομαι, όταν το τρένο τον καταπίνει και τον παίρνει μακριά. Κλαψουρίζω κι αυτός εκνευρίζεται. Είναι μόνο στο Εδινβούργο και εκείνου μάλλον του αρέσει το σχολείο, γι' αυτό είναι ανόητο εκ μέρους μου. Πάντως, έβαλα τον Ήβεραγκ, τον εξάδελφο μας - τον γνώρισες, θυμάσαι; να τον πάει στο σταθμό. Θα με πάρει από εδώ για να με πάει στο σπίτι. Εντάξει; Μήπως σ' ενοχλώ;» « Όχι, όχι. Μείνε όσο θέλεις. Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω». «Μα δεν έχεις δουλειά;» «Όχι», γέλασε η Τζιλ. «Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν έχω να κάνω τίποτα. Φλόρα, θα ήθελες λίγο καφέ;» Η Φλόρα κούνησε το κεφάλι της με ενθουσιασμό. «Ναι, ευχαρίστως. Σηκωθήκαμε μάλλον πρωί, σήμερα, βλέπεις και δε βλέπω την ώρα για καφέ». Κοίταξε γύρω της, με αληθινό ενδιαφέρον. «Σε πειράζει να ρίξω μια ματιά; Ξέρεις, ποτέ δεν έχω μπει σ' αυτό το σπίτι, πριν». «Μπορείς να το γυρίσεις όλο». Η Φλόρα δεν το σκέφτηκε πολύ. Καθώς η Τζιλ καταγινόταν με την κουζίνα, η φωνή της επισκέπτριας της ήρθε στ' αυτιά της από την κρεβατοκάμαρα, μετά, από το μπάνιο. «Θαυμάσιο, ακριβώς όπως ένα κουκλόσπιτο», έκραξε η Φλόρα. «Και πολλοί μένουν στο ξενοδοχείο! Θα προτιμούσα ένα τέτοιο, αξιαγάπητο, μικρό σπίτι για τις διακοπές μου». «Πραγματικά, κι εγώ το αγαπώ. Μόνο που δεν ξέρω τι να κάνω με κάποια μαστορέματα. Φλόρα, αναρωτιέμαι αν ξέρεις ένα υδραυλικό, εδώ. Η βρύση μου έχει χαλάσει. Πρέπει να θέλει νέα ροδέλα». «Ω, μα δε χρειάζεσαι υδραυλικό Οποιοσδήποτε άντρας μπορεί να το φτιάξει. Όταν παντρευτώ, θα τ' αφήσω όλα αυτά στον άντρα μου. Οι γονείς μου λένε ότι αυτό είναι τρομερό, ξεπερασμένο. Οι γυναίκες πρέπει να είναι ικανές να κάνουν όλα όσα κάνει κι ο άντρας. Είναι πολύ προοδευτικοί οι γονείς μου. Αλλά εγώ σκέφτομαι, γιατί να κάνω τον κόπο να τα μάθω όλα αυτά, όταν περνώ τόσο καλά, ως αρραβωνιασμένη; Ξέρεις ότι ο Άνγκους κι εγώ το σκεφτόμαστε να παντρευτούμε; Είναι στη Διάσωση Ορειβατών αλλά μόνο σε μερική απασχόληση, είναι και κτηματομεσίτης, το ήξερες; στο Κέποκ. Θα φύγει όποια στιγμή του το ζητήσουν. Δύσκολη ζωή, πράγματι. Η οικογένεια μου ήθελε να σκεφτώ πολύ σοβαρά, πριν τον παντρευτώ, ξέρεις είναι λίγο ριψοκίνδυνο... Μα πως θα μπορούσα να
παντρευτώ άλλον, εκτός απ' αυτόν;» Για λίγο, ήπιε τον καφέ της σιωπηλά, μετά συνέχισε: «Είναι μεγαλύτερος μου αρκετά, αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα. Είναι τριάντα έξι ετών κι εγώ είμαι μόνο δεκαεννιά. Αλλά λέω, τι φταίμε εμείς; Τώρα που συνάντησε ο ένας τον άλλον, πως θα μπορούσαμε να ερωτευτούμε άλλο άτομο ο καθένας μας;» Το πρόσωπο της φωτίστηκε από ένα χαμόγελο, τα χέρια της τρεμούλιασαν, έτσι που χύθηκε λίγος καφές στο πιατάκι. Μετά φώναξε: «Λέω, Τζιλ - μπορώ να σε λέω έτσι; Δεν έχω γράψει σημείωμα για την Κατριόνα και φοβάμαι ότι δεν θα έρθει εδώ, σήμερα. Μπορείς να μου δώσεις ένα κομμάτι χαρτί;» Για να της αφήσει χώρο για να γράψει, η Τζιλ μετέφερε τα φλυτζάνια και τα πιατάκια στην κουζίνα κι άρχισε να τα πλένει. Μετά από λίγο, η Φλόρα τη φώναξε: «Τζιλ! Εδώ είναι ο υδραυλικός σου». «Ο υδραυλικός μου;» «Ναι. Για την βρύση που μου είπες». Το σάστισμα της Τζιλ διαλύθηκε σε γέλιο, όταν διαπίστωσε ότι ο υδραυλικός ήταν ο Ήβερανγκ Μάτσιντερ. Χρειάστηκε να σκύψει το κεφάλι του για να μπει μέσα. Η Τζιλ ένιωσε αμηχανία, αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα, γιατί η Φλόρα άρχισε τις φωνές. «Καλώς ήρθες! Πως τα πήγε ο αδελφούλης μου; Είχε κουράγιο και αξιοπρέπεια, ελπίζω, σαν ένας Ρωμαίος στρατιώτης;» «Σταμάτα, σταμάτα!», της είπε ο Ηβ, πειράζοντας τα μαλλιά της. «Μην αστειεύεσαι μαζί του, όταν δεν είναι εδώ για να σου απαντήσει. Έκανες πολύ καλά που δεν ήρθες στο σταθμό για να τον αρρωστήσεις. Καλή σου μέρα, Τζιλ». «Καλημέρα. Η ξαδέλφη σου κι εγώ, μόλις ήπιαμε λίγο καφέ. Θέλεις κι εσύ;» «Μου φαίνεται πως δεν θα πω όχι. Ευχαριστώ. Έχεις ένα πολύ όμορφο σπίτι». «Και η θέα μου είναι πολύ όμορφη», είπε η Τζιλ, δείχνοντας έξω από το παράθυρο. «Πραγματικά, δε χρειάζεται ν' ανέβω στο βουνό. Το έχω ακριβώς μπροστά μου». «Μπορώ να δω κι εγώ;» Μα η Φλόρα είχε άλλα σχέδια γι' αυτόν. « Ήβεραγκ, πριν πιεις τον καφέ σου - η Τζιλ έχει ένα πρόβλημα. Μπορείς να τη βοηθήσεις;» «Τι πρόβλημα;» Τον οδήγησαν στην κουζίνα. Έμοιαζε τεράστιος μέσα στο μικρό δωμάτιο. «Ω, ναι, βλέπω, καινούριο παξιμάδι. Έχεις κανένα άλλο,
φυλαγμένο;» «Δεν ξέρω ούτε πως είναι». Η τόσο ικανή Μις Στίρλιν! «Άσε με να ψάξω». Βρήκε μερικές ροδέλες μέσα στο ντουλάπι - ήταν το σημείο όπου αποθήκευαν τα διάφορα εργαλεία. Η Τζιλ στεκόταν στην κουζίνα, παρακολουθώντας τις επιδέξιες κινήσεις του. Ο Ηβ είχε πολύ ικανά χέρια, με μακριά δάχτυλα. Η κοπέλα αναρωτήθηκε ποια να ήταν η δουλειά του, αλλά δεν τον γνώριζε αρκετά καλά για να ρωτήσει. «Ωραία», της είπε. «Που είναι το καλάθι των αχρήστων;» Και μέσα στο καλάθι των αχρήστων, έριξε την παλιά, φθαρμένη ροδέλα. «Ο καφές σου είναι έτοιμος», είπε η Τζιλ. Είχε αφήσει το φλυτζάνι του κάτω στο τραπέζι, πλάι στο παράθυρο, όπου η Φλόρα τελείωνε το σημείωμα της. Ήταν ωραίο που είχε συντροφιά. Η μοναξιά είναι πολύ καλή - μέχρι ενός σημείου. «Ω, επί τη ευκαιρία, πως πάει η φουσκάλα;» «Την είχα ξεχάσει. Θα την αισθανόμουν, μόνο αν έβαζα τις αναρριχητικές μου μπότες». Ο άντρας έκανε μια μικρή γκριμάτσα. «Τις αναρριχητικές σου μπότες; Τώρα, θα σου τα ψάλω ξανά και θα πιστέψεις ότι δεν έχω τρόπους - θα σε κατσαδιάσω σαν μαθήτρια. Μα σοβαρά, αν ήθελες πράγματι ν' ανεβείς στο βράχο, θα έπρεπε να πάρεις όλο τον εξοπλισμό. Είναι μια τέχνη που χρειάζεται πολλή μελέτη. Ακόμη και για το απλό περπάτημα, πρέπει να κουβαλάς μερικά πράγματα, μια πυξίδα και μια σφυρίχτρα για να τραβάς την προσοχή, αν χρειαστεί, κι ένα σάκο ασφαλείας, σε περίπτωση που νυχτωθείς. Στο μεταξύ, θα έπρεπε να δοκιμάσεις ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες - όχι εκείνες τις λεπτές που είχες - μέσα από τα παπούτσια σου. Το βάδισμα υποτίθεται ότι είναι ευχαρίστηση. Τα παπούτσια σου πρέπει να το βοηθούν». «Χαίρομαι που, επιτέλους, πέρασαν από επιθεώρηση», είπε η Τζιλ. Ο Ηβ την κοίταξε ερωτηματικά, σα να μην ήξερε πως να πάρει τα λόγια της και αποφάσισε να μην πει τίποτα. «Θα εγκρίνεις την θέα μου πάντως, έτσι;» του είπε. Πράγματι, ήταν υπέροχα όλα στην ηλιόλουστη μέρα, οι όμορφοι κήποι, τα φρέσκα, πράσινα λιβάδια, οι λαμπερές οξιές. «Πάνω απ' όλα, είναι η απεραντοσύνη που μ' αρέσει στο τοπίο, η αίσθηση ότι υπάρχουν ανοιχτοί, πλατιοί ορίζοντες. Εργάζομαι σ' ένα γραφείο στο Λονδίνο, βλέπεις, σ' ένα πολύβουο μέρος. Υπάρχουν τόσα πολλά άτομα στο κτίριο που δεν έχει κανείς ούτε μια στιγμή ησυχίας κι έξω, στους δρόμους, υπάρχει μια διαρκής κίνηση. Βλέπω τα κτίρια που κρέμονται ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Δεν είμαι γκρινιάρα - όχι, είμαι ευχαριστημένη που έχω μια δουλειά κι ένα σκοπό και γεμίζω τις
ώρες μου. Αλλά μετά, νιώθω τόσο άρρωστη, τόσο καταπονημένη. Ήρθα εδώ, στα βόρεια σκόπιμα, για να έχω όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στο Λονδίνο και σ' εμένα». Την κοιτούσε σοβαρά, σα να σκεφτόταν όχι μόνο τι του έλεγε αλλά τον τρόπο με τον οποίο του μιλούσε - η Τζιλ ένιωσε ότι ο άντρας προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις της, σα να είχε ανακαλύψει τον αληθινό λόγο για την ανησυχία της. Είχα τόσο πολλούς άντρες να με φορτώνουν με την προσοχή τους, έλεγε μέσα της η Τζιλ. Αυτό ήταν το πρόβλημα μου. Πολλή αγάπη να με πνίγει και πολλές διαρκείς απαιτήσεις για ν' ανταποδώσω την αγάπη. Και εγώ ποτέ δεν αγάπησα κανέναν απ' αυτούς, ούτε καν τον φτωχό μου τον Τίμοθι που, τουλάχιστον, ήταν τίμιος άντρας - αυτό που η μητέρα μου αποκαλεί τζέντλεμαν. Αλλά τώρα, θα μισούσα να ξέρω ότι αυτός ο άντρας ξέρει πάρα πολλά για μένα. Και, για να ξεφύγει από την σιωπηλή του εξερεύνηση, στράφηκε σε άλλο θέμα, ρωτώντας ανέμελα: «Κι εσύ; Τι δουλειά κάνεις;» «Είναι περίεργο που δε μπορείς να καταλάβεις από τη μυρωδιά1», πέταξε η Φλόρα που δίπλωνε το σημείωμα της. «Η μητέρα μου λέει ότι θ' αναγνώριζε από μίλια μακριά όλο αυτό τον αιθέρα ή το αναισθητικό ή οτιδήποτε άλλο σχετικό. Α!». Και ζάρωσε την όμορφη, μικρή, ανασηκωτή της μυτούλα. Ο Ήβεραγκ χαμογέλασε με κάποια αμηχανία. «Εργάζομαι σ' ένα νοσοκομείο. Είναι στ' ανατολικό άκρο του Λονδίνου, μάλλον πολύβουο μέρος. Εκεί, έχουμε μικρούς ορίζοντες. Έχουμε μια μικρή λωρίδα ασφάλτου γύρω από τα κτίρια, αυτός είναι όλος ο χώρος που μπορούμε να βλέπουμε. Ξέρω καλά τι εννοείς, όταν λες ότι τα κτίρια φαίνονται να κρέμονται από πάνω σου. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί έχω αυτό τον πόθο ν' ανεβαίνω ψηλά, να σκαρφαλώνω σε τέτοια ύψη όπου δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ο ουρανός από πάνω μου. Βέβαια, μπορεί και να είναι το ότι έρχομαι από το Περθσάιρ, όχι μακριά από δω κι έχω γνωρίσει τους λόφους από τα παιδικά μου χρόνια. Κάποια φορά, όταν το πόδι σου γίνει καλά, θα ήθελες να δοκιμάσεις πάλι; Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας;» Η Τζιλ στράφηκε και τον είδε να την κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Για μια στιγμή, κοίταξε ο ένας τον άλλο. Κι όπως γινόταν αυτό, κάτι φάνηκε να συμβαίνει μέσα της, έτσι που η καρδιά της Τζιλ αναπήδησε κι ύστερα, άρχισε να χτυπά άτακτα. Ένιωσε μια κάψα κι έπειτα, άρχισε να κρυώνει. Ήταν μια αίσθηση που δεν είχε ποτέ πριν γνωρίσει, στη ζωή της. Πήρε βαθιά ανάσα. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να θυμηθεί τι της είχε πει. «Σ' ευχαριστώ, θα δεχόμουν με χαρά», κατόρθωσε να πει, παλεύοντας τον εαυτό της ν' ακουστεί αδιάφορη. Γιατί δεν θ' άφηνε αυτό τον σχεδόν άγνωστο να καταλάβει πως είχε χοροπηδήσει η καρδιά της
στη σκέψη ότι θα τον ξανάβλεπε. Και φαίνεται ότι το είχε καταφέρει πολύ καλά γιατί - αλοίμονο! - εκείνος στράφηκε να φύγει. «Έχεις τελειώσει, Φλόρα; - Δεν πρέπει να σε ζαλίζω με τον ενθουσιασμό μου, Μις Στίρλιν. Είμαι πολύ μονόπλευρος, όταν πρόκειται για την αναρρίχηση, όλα τ' άλλα ωχριούν. Μάλιστα, συμβαίνει να είμαι τραχύς και με άτομα που δε γνωρίζω. Πάντως, μπορεί να θέλεις, κάποτε ν' ανέβεις σ' ένα λόφο. Τότε, να μας το πεις». Υπήρχε ένας τόνος έντασης στη φωνή του ή έτσι της φάνηκε; «Ευχαριστώ», του είπε. «Μόλις γιατρευτεί αυτή η φουσκάλα, θα χαρώ να περπατήσω πάλι στους λόφους. Πιστεύω, την τρίτη φορά να είμαι τυχερή». Ο Ηβ στάθηκε στο κατώφλι. Η Τζιλ είχε την παράξενη αίσθηση ότι η αγαπημένη της θέα τώρα μόνο ήταν πραγματικά πλήρης, ότι πριν, κάτι έλειπε στην Εδέμ. «Ευχαριστώ για τον καφέ», είπε ο Ηβ «Εγώ σ' ευχαριστώ για τη βρύση!» του αντιγύρισε η Τζιλ και τον παρατήρησε που έφευγε, ακολουθώντας τη Φλόρα. Πραγματικά, είναι ευγενικός, είπε στον εαυτό της. Φαινόταν σχεδόν να ενδιαφέρεται για μένα. Αλλά θα πρέπει να είναι έτσι με όλους γιατί κάνει μια δουλειά γεμάτη φροντίδα. Θα έπρεπε να τον ρωτήσω πιο πολλά για τον εαυτό του. Δεν ξέρω αν είναι παντρεμένος ή όχι, ούτε πόσων ετών είναι. Μοιάζει γύρω στα τριαντατρία, ίσως λίγο παραπάνω. Θα έπρεπε να τον είχα ρωτήσει. Είναι τελείως διαφορετικός απ' οποιονδήποτε έχω γνωρίσει. Έχει μια παράξενη δύναμη - ένα σθένος. Το νιώθω. Μερικές φορές, είναι μάλλον αλαζονικός και απότομος, αλλά εντελώς τρυφερός, από μέσα. Αναρωτιέμαι αν θα τον ξαναδώ ποτέ, αν θα με θυμάται και αν θα ρωτά για μένα. Καθώς κοιτούσε τους επισκέπτες της που έφευγαν, τα μάτια της στάθηκαν στο πάρκιν των αυτοκινήτων. Σύντομα, θα έβλεπε το σχολικό λεωφορείο, ξανά, ίσως η Κατριόνα να ερχόταν για γεύμα μαζί της, μετά. Δεν υπήρχε λεωφορείο εκεί τώρα, αλλά αυτοκίνητα που έρχονταν και έφευγαν. Τα κοιτούσε αφηρημένη, ενώ οι σκέψεις της ταξίδευαν μακριά.
Κεφάλαιο 10 Ένα φίδι στον παράδεισο; Η Τζιλ αποφάσισε να δώσει στο πόδι της άλλη μια μέρα ξεκούρασης, για να γίνει καλά γρηγορότερα και να μπορεί να βαδίσει πάλι. Αλλά ο καιρός ήταν τόσο δελεαστικός που δε μπορούσε να μείνει μέσα. Μια βόλτα με το αμάξι θα ήταν καλός συμβιβασμός. Η Κοιλάδα Κιουχάριτι την τραβούσε πολύ, αλλά φοβόταν ότι μπορεί να έπεφτε πάνω στον Ήβερανγκ και στους φίλους του εκεί κι αυτή η σκέψη την έκανε να δειλιάζει. Η κυρία Μπάξτερ που τα ήξερε όλα, της πρότεινε να πάει στην κοιλάδα Σίομπχαν, μια μικρότερη κοιλάδα, κοντά στην πρώτη. Γέμισε το αμάξι της με πετρέλαιο, από το πρατήριο που ήταν απέναντι στο ξενοδοχείο και ξεκίνησε. Ήταν λιγότερο όμορφη από την κοιλάδα Κιουχάριτι, με πράσινες, πλούσιες νησίδες που απλώνονταν κατά μήκος του ποταμού. Αλλά το ίδιο το ποτάμι ήταν όπως το γειτονικό του, ήσυχο και στιλπνό κάτω, αλλά ορμητικό και βίαιο, όσο ανέβαινε πιο ψηλά. Η Τζιλ ανακάλυψε ένα κολπίσκο στο πλάι του στενού δρόμου και βγήκε έξω, βγάζοντας τα παπούτσια της, βάδισε για λίγο πάνω στο γρασίδι που ήταν σαν χάδι στα πόδια της. Μετά, η ακροποταμιά την προκαλούσε με το θέαμα και τον ήχο της. Βρήκε μια μικρή, ετοιμόρροπη γέφυρα που οδηγούσε εκεί όπου ένας ψηλός βράχος υποσχόταν καταφύγιο από τον διαπεραστικό άνεμο του βουνού και άπλωσε εκεί το χαλάκι του αυτοκινήτου. Μετά, κάθισε κι άρχισε να συλλογίζεται. Έβγαλε το φαγητό που είχε στο πακέτο για το γεύμα του πικ-νικ της κι ετοιμάστηκε να το απολαύσει στον καθαρό αέρα. Αλλά δε μπορούσε να φάει. Κάθισε, κοιτάζοντας τα ρεύματα του ποταμού, εκεί όπου το νερό συναντούσε τους ορθούς βράχους στην πορεία του - και υπήρχαν πάρα πολλοί - ανέβλυζε κατάλευκο, ήταν σα να έτρεχε μια στρατιά με κατάλευκα λάβαρα. Το θέαμα την υπνώτιζε. Η Τζιλ κάθισε κι άρχισε να ονειρεύεται. Βρισκόταν σ' ένα κόσμο που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει. Στ' αλήθεια, ποιο κόσμο είχε γνωρίσει; Τον κόσμο της μπίζνες. Ήταν ικανή, επιτυχημένη, καλοπληρωμένη. Μπορούσε να ντύνεται καλά, να μιλά καλά, να έχει αυτοπεποίθηση, να
προκαλεί το ενδιαφέρον των άλλων ανθρώπων, κι όπως φαινόταν, ιδίως των αντρών - αν και δεν είχε αυτή την πρόθεση. Είχε περισσότερους θαυμαστές απ' οποιοδήποτε κορίτσι γνώριζε. Και τι σήμαιναν όλα αυτά; Τίποτα δεν της είχε φέρει την ευτυχία ή τη γαλήνη. Ήταν πολύ επιδέξια στο να διευθετεί τις υποθέσεις ενός επιχειρηματία, είχε εξυπνάδα, σωστή κρίση, ενέπνεε εμπιστοσύνη, έτσι που ο διευθυντής της την αντάμοιβε μ' ένα μισθό αρκετά μεγάλο για να μπορεί να έχει ότι επιθυμούσε. Και ποιο ήταν το κέρδος; Αναρωτήθηκε ξανά. Αν σκαρφάλωνε με κόπο σ' ένα βράχο και σφηνωνόταν εκεί, καμία επαγγελματική ικανότητα δεν θα την κατέβαζε κάτω. Υπήρχε ένας κόσμος όπου τα προσόντα της δεν είχαν καμία αξία. Μια αίσθηση ταπεινοφροσύνης την κατέκλυσε, μια γλυκιά και χαρούμενη αίσθηση ότι ήταν ασήμαντη, αλλά ευτυχισμένη μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Κάποιος με κατέβασε κάτω, σκέφτηκε. Ο Ήβεραγκ. Και μ' έκανε να - στ' αλήθεια, τι νιώθω γι' αυτόν; Τι θα έπρεπε να νιώθω; Δεν τον γνωρίζω παρά μόνο επιφανειακά. Δεν ξέρω αν έχει γυναίκα ή αν είναι αρραβωνιασμένος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχει ξαδέλφια και είναι γιατρός και φαίνεται γύρω στα τριανταπέντε. Γι' αυτό, δεν θα έπρεπε να τον σκέφτομαι. Αλλά θα έδινα τα πάντα για να ένιωθα τα χέρια του πάνω μου, και πάλι. Πρέπει να πάψω να τον σκέφτομαι. Σα να επιβεβαίωνε την μισοσχηματισμένη ακόμη απόφαση της, ένας παγερός άνεμος φύσηξε από τα γύρω βουνά, κεντώντας τα μαγουλά της και τα μπράτσα της με ανατριχίλες. Είναι καιρός να πάψω τα όνειρα και να γυρίσω στο σπίτι είπε στον εαυτό της. Όταν έφτασε στο σπίτι της, πήγε στον κήπο κι άρχισε να ποτίζει τα λουλούδια που έμοιαζαν να έχουν φυτρώσει λίγο πριν φτάσει και που μ' αυτό τον ξερό αέρα, ήταν κάπως μαραμένα. Αισθάνθηκε ένα είδος τρυφερότητας προς την άγνωστη ιδιοκτήτρια αυτής της Εδέμ και θέλησε να κάνει κάτι για να της μεταδώσει την ευχαρίστηση της. Η ώρα πέρασε ευχάριστα αλλά μια περίεργη μοναξιά την έκανε ν' αποφασίσει να πάει στο ξενοδοχείο για το δείπνο της, τη νύχτα. Αυτό έδινε ένα είδος συντροφιάς, τουλάχιστον. Και πραγματικά, η μοναξιά της εξαφανίστηκε. Γιατί υπήρχε μια παρέα από το Γιορκσάιρ που ήταν όλο γέλια και φωνές που έκαναν την τραπεζαρία ν' αντηχεί. Η Τζιλ κοίταξε γύρω της για ένα άδειο τραπέζι, αλλά δε μπόρεσε να βρει κανένα, ούτε καν ένα μικρό. Η σερβιτόρα είχε ζαλιστεί. «Μήπως θέλετε να περιμένετε το δικό σας αργότερα. Μις Στίρλιν;» «Όχι!» φώναξε ένας ροδομάγουλος κύριος, χτυπώντας το τραπέζι μπροστά του, έτσι που τα μαχαιροπή-ρουνα αναπήδησαν. Η κυρία είναι τόσο πεινασμένη όσο κι εμείς. Υπάρχει χώρος για όλους. Ποιος θα τολμήσει να πει το αντίθετο;»
Κανείς δεν τόλμησε ν' απαντήσει στην πρόκληση του. Η παρέα μαζεύτηκε πιο κοντά μαζί, η σερβιτόρα έφερε μια καρέκλα και βρέθηκε χώρος για τη Τζιλ. Ποιος θα μπορούσε ν' αντισταθεί σε μια τόσο φιλική κι ευχάριστη παρέα; Η Τζιλ άκουσε για το ταξίδι τους, τους άκουσε να πειράζουν κάποιον για τις «αταξίες» του, να αστειεύονται μεταξύ τους για τα περασμένα και πολλά άλλα. Φαινόταν να είναι ένα ξεχωριστό είδος ταξιδιού, κάποιος εορτασμός σαράντα χρόνων έγγαμης ζωής, ένα γλέντι παλιών φίλων. Είχαν σχεδόν αφήσει κάποιον πίσω στο Καρλάισλ, είπαν και τρεις κυρίες της παρέας δεν έλεγαν να φύγουν από τα μαγαζιά του Εδιμβούργου. Όλοι μιλούσαν για τις περιπέτειες τους, επιμένοντας να πουν τα πάντα με λεπτομέρειες στη Τζιλ. Η Τζιλ αισθάνθηκε πραγματικά άσχημα, όταν η παρέα έφυγε για να πάει στην κοιλάδα Κιουχάριτι, πριν από τον ύπνο. «Έρχεσαι μαζί μας, κυρία;» την προσκάλεσαν. «Υπάρχει χώρος στο αμάξι και για σένα». Αλλά η Τζιλ είπε ευγενικά πως θα προτιμούσε να καθίσει λίγο στο σαλόνι, να πιει τον καφέ της και μετά να πάει στο σπίτι της. Η παρέα βγήκε έξω με θόρυβο. Η Τζιλ λυπήθηκε που τους είδε να φεύγουν. Όταν έφυγαν, σιγή απλώθηκε πίσω τους. Το τραπέζι της ήταν κοντά στο μπαρ, χωριζόταν από ένα τζαμωτό παραβάν και μέσα στη σιωπή, άρχισε ν' ακούει τη δυνατή κουβέντα των αντρών που έπιναν εκεί τα ποτά τους. Μια δυνατή φωνή αναμιγνυόταν με άλλες πιο σιγανές φωνές. «Που να πάρει», φώναζε η δυνατή φωνή. «Πήξαμε από ένα σωρό ταξιδιώτες. Όλο το μέρος έχει ξεχειλίσει. Όπου και να πας, τουρίστες παντού». Ωραία, είπε η Τζιλ στον εαυτό της. «Ταξιδιώτες», είναι ένας όρος σχετικός. Ποιος μπορεί να πει ποιοι είναι ταξιδιώτες και ποιοι δεν είναι, όταν είμαστε όλοι σε διακοπές; Ίσως, βέβαια, ο φωναχτός ομιλητής ήταν ένας άντρας της περιοχής με κάποια δικαιολογία για τη δυσαρέσκεια του, αλλά η προφορά του δεν ήταν εκείνη, ας πούμε, της κυρίας Μπάξτερ, στο μαγαζί ή της Κατριόνα. «Θεέ μου. Να μια που ξανάρχεται!» φώναξε η φωνή, καθώς μια από τις πιο νεαρές γυναίκες ήρθε, τρέχοντας πίσω, για να πάρει το σάκο της. «Σώπα!» του είπαν οι άλλοι άντρες στο μπαρ. «Ησύχασε, πια!» «Τουρίστες - όλοι τουρίστες. Μαζεμένοι σ' αυτό το ξενοδοχείο. Και ταξιδιώτες...». Από τις χωρίς νόημα επαναλήψεις και την συρτή του ομιλία, καταλάβαινες ότι ο άντρας είχε πιει αρκετά. Η Τζιλ ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. Πολύ λίγη ευχαρίστηση θα υπήρχε με το να κάθεται εδώ, αν αυτός ο μεθυσμένος επρόκειτο να της
χαλάσει την ηρεμία. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ήταν τραχύς και ασυνάρτητος που την εκνεύριζε, αλλά και ο τόνος της φωνής του - που της έφερνε κάποιο φόβο, μια αηδία... Ευτυχώς, οι άλλοι άντρες μιλούσαν ήρεμα, αν και κάπως δυνατά. «Μα σου λέω ότι μας χρειάζεται η βροχή. Αν συνεχιστεί έτσι ο καιρός, θα πρέπει να βάλω το ποτιστήρι μου». «Α, μη βιάζεσαι. Περίμενε ώσπου να σφίξουν οι ζέστες, το καλοκαίρι». «Κι εγώ σου λέω, Τομ...». «Παράξενα πράγματα μου συμβαίνουν», συνέχισε η δυνατή φωνή. «Για άκουσε αυτό εδώ». Αυτός που μιλούσε, παράπαιε ανάμεσα στην αγριάδα και στο μεθύσι. «Ήξερα αυτή τη μικρή κοπέλα...». «Σσσσσσ. Σσσσσ... Όχι τόσο δυνατά», είπε ένας από τους άλλους άντρες. «Περίεργο θηλυκό, διαβολικό. Το μόνο που ήθελε ήταν το πήδημα...». «Έλα, είναι καιρός να βάλεις στο στόμα σου λίγη στερεή τροφή. Μέθυσες πολύ, ξέρεις». Και μετά, άρχισαν να μιλούν για τις δικές τους υποθέσεις. «Α, Χάρι, τον είδα στη στάση, στο Κίρι και δεν μου φάνηκε καθόλου καλά. Είναι η δεύτερη φορά που πήγε για τεστ...». «Μη μου ρίχνετε άδικο!», μπήκε στη μέση η μεθυσμένη φωνή. «Ο άντρας που έχει στενοχώρια - κρυφή στενοχώρια- πρέπει να βρίσκει κατανόηση. Προσπαθώ να ξεχάσω, αλλά δε μπορώ». «Κι άλλα προβλήματα με τις γυναίκες;» «Αυτό, είναι... ναι. Με ξετρέλανε αυτό το παλιοθήλυκο. Μου αρέσουν οι μελαχρινές εμένα, που το φανταζόμουν ότι θα έμπλεκα με ξανθιά. Αυτή η μικρή είναι... πολύ όμορφη, ξέρετε, γυναίκα κλάσεως... ξέρετε τι εννοώ. Καλοαναθρεμένη. Μόνο που έβλεπε τον εαυτό της πολύ ψηλά για μένα. Αλλά...». Η Τζιλ σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε διακριτικά μέσα από το μετάλινο κιγκλίδωμα. Δε μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του άντρα που μιλούσε, γιατί ήταν σκυμένος πάνω από το ποτό του. Αλλά το σχήμα του κεφαλιού του και οι ώμοι, η στάση - η καρδιά της αναπήδησε, μετά άρχισε να χτυπά δυνατά, σχεδόν οδυνηρά. Το στόμα της ήταν ξερό, όπως πάντα όταν φοβόταν. Έσφιξε τα χέρια της τόσο δυνατά που τα νύχια της χώθηκαν στις παλάμες της. Δε μπορεί να ήταν Ε κ ε ί ν ο ς. Δε μπορεί να ήταν τόσο άτυχη και να είχε διαλέξει ο άντρας, απ' όλα τα μέρη να έρθει ακριβώς εδώ. Απ' ότι ήξερε, δεν είχε καμία σχέση με τη Σκωτία. Η Τζιλ είχε την εφιαλτική σκέψη ότι ο άντρας είχε μαντικές ικανότητες και την είχε βρει μέσα από
ένα είδος μαύρης μαγείας! Αλλά αυτή δεν ήταν λογική σκέψη και αντιστάθηκε όσο μπορούσε. «Τότε, μπάι μπάι», είπαν οι άντρες και σηκώθηκαν να φύγουν. «Αν είμαστε στη θέση σου, φιλαράκο, θα πίναμε πολύ μαύρο καφέ». Μπήκαν μέσα στην τραπεζαρία και τον άφησαν μόνο. Η Τζιλ τον είδε να τρεκλίζει και να ετοιμάζεται να τους ακολουθήσει. Σηκώθηκε και έφυγε σαν τρελή. Όρμησε στη σερβιτόρα που ερχόταν από την αποθήκη για να πάρει τις παραγγελίες των νέων πελατών. «Τι σας οφείλω, παρακαλώ; Βιάζομαι πολύ». «Τέσσερις λίρες και εβδομηνταπέντε», φώναξε η σερβιτόρα πίσω της. «Ήταν Ειδική Προσφορά γι' απόψε. Μπορείτε να το δώσετε στη...». Η Τζιλ έδωσε ένα χαρτονόμισμα στο κορίτσι του γραφείου, έξω από την τραπεζαρία. Δεν είχε αφήσει αρκετά για φιλοδώρημα αλλά θα το άφηνε για μια άλλη φορά. Όρμησε έξω και διέσχισε τον κεντρικό δρόμο. Τα τρεμάμενα χέρια της έψαχναν το κλειδί της απεγνωσμένα μα, όταν έφτασε στο σπίτι της, επιτέλους το βρήκαν και το έβαλαν νευρικά στην κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε και η Τζιλ χύμηξε μέσα και την έκλεισε, χτυπώντας την δυνατά, ακουμπώντας πάνω της για να βρει την χαμένη της ανάσα. Τράβηξε το μάνταλο - πράγμα που ποτέ πριν δεν είχε σκεφτεί να κάνει. Ήταν σα να ξέφευγε από επίθεση σε μια κυνηγημένη πόλη. Να έμενε πραγματικά εδώ εκείνος ο άντρας; Και αν ναι, πως θα τολμούσε ποτέ η Τζιλ να βγει έξω; Μα όχι, όχι δε μπορούσε να ήταν... μπορούσε;
Κεφάλαιο 11 Ένας απροσδόκητος επισκέπτης Η Τζιλ ξύπνησε πολλές φορές στη διάρκεια της νύχτας, από ανήσυχα όνειρα. Όταν άκουσε το κράξιμο της κουκουβάγιας, δεν της θύμιζε πια τη γαλήνη της εξοχής, αλλά μια απειλή που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, όταν ξύπνησε επιτέλους για να διαπιστώσει ότι ήταν εξήμισι το πρωί, ένας λαμπερός, πρωινός ήλιος κατάφερε να της διώξει τους νυχτερινούς φόβους. Εκείνη η φωνή σίγουρα, είχε ηχήσει στ' αυτιά της τρομερά όμοια με τη φωνή του Μπακ. Αλλά ένας μεθυσμένος κύριος μπορεί να θυμίζει άλλους. Και πως θα μπορούσε να είχε ανακαλύψει το κρυσφήγετό της, εδώ; Δεν ήταν λογικό να σκέφτεται ότι είχε υπερφυσικές δυνάμεις, μόνο ο πανικός της την οδήγησε στο να πιστεύει κάτι τόσο κουτό. Κάποιος θα μπορούσε να του είχε πει που βρισκόταν η Τζιλ. Αλλά ποιος - ποιος; Είχε γράψει μόνο μια κάρτα στον γέρο-Γουώλς και είχε φροντίσει να μην βάλει τη διεύθυνση της στο φάκελο. Η σφραγίδα του ταχυδρομείου μπορεί να έλεγε ΑΝΓΚΟΥΣ ή το χειρότερο, ΚΙΡΙΕΜΟΥΙΡ - γιατί δεν πίστευε ότι ένα τόσο μικρό μέρος όσο το Λέτερκερν θα είχε την προσωπική του σφραγίδα. Σίγουρα, θα χρειάζονταν υπερφυσικές δυνάμεις για να την εντοπίσει κανείς στο Λέτερκερν. Πάντως, ο κύριος Γουώλ δεν μπορούσε να δώσει πληροφορίες. Δεν ήταν τόσο κακός, από μέσα του, άλλωστε δε θα εξυπηρετούσε έτσι κάποιον που αντιπαθούσε, όπως τον Μπακ Μπάρτον. Μήπως, η αδελφή της στον Καναδά; Λοιπόν, σίγουρα, δεν θα μπορούσε να το είχε πει σε κανένα. Τότε, η Κάρολ; Ναι, της είχε κάνει μια λεπτομερή περιγραφή αυτού του μικρού σπιτιού και της είχε δώσει τ' όνομα του. Αλλά πως θα μπορούσε η Κάρολ να έρθει σε επαφή μαζί του; Ο Μπακ βρισκόταν τόσο μακριά από την Κάρολ, όσο ο Νότιος από τον Βόρειο Πόλο. Όχι. Θα πρέπει να την είχε κυριέψει πανικός που την οδηγούσε σε λαθεμένα συμπεράσματα. Ήταν ο φόβος και όχι η λογική που την επηρέαζε.
Μουρμούρισε μια μελωδία, καθώς γέμισε την κατσαρόλα για να βράσει δυο από τα θαυμάσια, φρέσκα αυγά της Κατριόνα. Σφυρίζοντας, βγήκε έξω, με τον καφέ της και με τα αυγά για να τα φάει στον κήπο. Σταμάτησε να σιγοτραγουδά για ν' αναρωτηθεί αν έπρεπε να φάει τοστ ή φρέσκο ψωμί αυτό το πρωί και αποφάσισε ότι δεν θα έτρωγε τίποτε από τα δυο, αλλά ένα από τα περίφημα «βουτυρώματα» που θα τα έβαζε να ψηθούν, για να είναι τραγανιστά. Όλα, η ίδια η ζωή, ήταν τόσο χαριτωμένα και γοητευτικά σ' αυτό το μικρό, αγαπητό σπίτι. Η τροφή εδώ είχε πιο νόστιμη γεύση απ' οπουδήποτε αλλού. Κάθισε κάτω κι άρχισε να απολαμβάνει τα αυγά της... Και τότε, ένας θόρυβος την απόσπασε από τις σκέψεις της, ο γνωστός, ελαφρός θόρυβος της εξώπορτας. Άφησε κάτω το κουτάλι του αυγού και κοίταξε προς το παράθυρο. Να περνούσε η Κατριόνα, πριν πάει στο σχολικό; Όχι. Είδε ένα άντρα να έρχεται προς την πόρτα της. Όχι! είπε σταθερά στον εαυτό της. Ο πανικός ξανάρχισε να την κυριεύει. Δεν είναι ο ταχυδρόμος, σίγουρα αλλά θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος, ένας ξένος που θα ρωτούσε κάποιο δρόμο, ακόμη και κάποιος αγρότης από το Γουντσάινι μ' ένα μήνυμα της Κατριόνα για εκείνη. Ταυτόχρονα, χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να βρει το θάρρος της. Μετά, σταθερά, έπιασε το πόμολο και το γύρισε. Και βρέθηκε αντιμέτωπη... με τον Τίμοθι Μπράντλει! Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει, οι σκέψεις της έκαναν τρελό χορό. Ο Τίμοθι! Πως στην οργή την είχε βρει εδώ; Τουλάχιστον, δεν ήταν ο Μπακ Μπάρτον, πάλι καλά. Αλλά ήταν αρκετά δυσάρεστο να βρει κάποιον από την περασμένη της ζωή να στέκει στο τωρινό της σπίτι. «Τζιλ.. » άρχισε να της λέει δειλά, σα να ντρεπόταν μπροστά στο φοβισμένο της πρόσωπο. «Τζιλ, αγαπητή μου, δεν με αναγνωρίζεις; Εγώ είμαι, ο Τιμ. Μη με κοιτάζεις έτσι, σε παρακαλώ». «Σε αναγνωρίζω πολύ καλά», του είπε βραχνά. «Αυτό που δεν γνωρίζω είναι γιατί έχεις έρθει εδώ». «Ω, Τζιλ!» Μόνο μια πέτρινη καρδιά θα μπορούσε να μην συγκινηθεί από τα έκπληκτα, μπροστά στην παρατήρηση, μάτια του. Ακόμη και σ' αυτή την κατάσταση του σοκ όπου βρισκόταν, ένιωσε ένα είδος μεταμέλειας. «Με συγχωρείς, Τιμ. Αλλά είναι πολύ κακό αυτό! Είναι ενοχλητικό εκ μέρους σου να με ζητάς, όταν ξέρεις ότι είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα. Σε περίμενα πιο διακριτικό, πρέπει να σου το πω. Νόμιζα πως με υπολόγιζες περισσότερο - πως με σεβόσουν περισσότερο». Η λύπη του φαινόταν αρκετά ειλικρινής. «Λυπάμαι αγαπητή μου, λυπάμαι ειλικρινά. Δεν ήθελα να δείξω
έλειψη σεβασμού απέναντι σου. σε διαβεβαιώνω. Ναι, ξέρω ότι ήθελες ειλικρινά να σε αφήσω μόνη», πρόσθεσε, διακόπτοντας την διαμαρτυρία της. «Και θα το έκανα, αν και ήταν πολύ σκληρό, Τζιλ - μόνο που...». «Μόνο που... τι;» «Ω, Τζιλ! Με μισείς τόσο πολύ, λοιπόν; Γιατί;» Τόση ικεσία! Η Τζιλ άρχισε να συγκινείται, αν και ήταν ενάντια στη θέληση της. «Δεν είναι ότι σε μισώ, Τιμ. Δεν μισεί κανείς κάποιον, ακόμη κι αν δεν θέλει να τον παντρευτεί. Εσύ κι εγώ δεν είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, αυτό είναι όλο. Και γι' αυτό διέλυσα τον αρραβώνα μας κι εσύ μου υποσχέθηκες, πολύ αξιοπρεπώς, να μ' αφήσεις ελεύθερη, ήσυχη. Το ξέρεις ότι το υποσχέθηκες. Δεν το θυμάσαι;» «Το ξέρω. Ο λόγος που ήρθα εδώ ήταν...». Σταμάτησε. Η Τζιλ, στενάζοντας, κούνησε το κεφάλι της· «Μην προσπαθείς να μου εξηγήσεις. Δεν ήταν σωστό αυτό εκ μέρους σου... Πάντως, αφού έχεις έρθει...». Ξαφνικά, της φάνηκε κάπως αστείο να τον μαλώνει, ενώ στέκονταν κι οι δυο στην είσοδο και χαμήλωσε τη φωνή της. «Έχεις παραβεί την υπόσχεση σου, Τιμ, έτσι δεν είναι;» τον προκάλεσε για τελευταία φορά, αλλά πιο μαλακά. Και όταν εκείνος κούνησε χαζά το κεφάλι του, του χαμογέλασε και του είπε: «Λοιπόν, έλα τώρα. Είναι πολύ νωρίς, τρώω ακόμη το πρωινό μου. Μπορώ, τουλάχιστον, να σου προσφέρω ένα φλυτζάνι τσάι, πριν σε στείλω μακριά». Είχε ξεχάσει πόσο γλυκός ήταν, πόσο υπομονετικός, πόσο ευγενικός. Για μια μοναδική στιγμή, σκέφτηκε: Μήπως, κάνω λάθος; Μήπως, πρέπει να συνεχίσω με τον Τίμοθι; Αλλά ήξερε ότι αυτό δεν θα γινόταν, δε θα μπορούσε να βρει πάνω του αυτά που ήθελε από ένα σύζυγο. Κάποια άλλη κοπέλα ναι - έλπιζε - αλλά όχι αυτή. Πάντως, ήταν ευγενικός μαζί της κι εκείνη τον αντάμειψε με φιλόξενη ευγένεια. Έβρασε άλλα δυο χωριάτικα αυγά γι' αυτόν, του έκοψε μια φέτα μαύρο, τραγανό ψωμί και του έβαλε τσάι. «Ή προτιμάς καφέ;» τον ρώτησε. « Όχι, όχι. Μόνο ότι έχεις». Ήταν πάντα διακριτικός. «Και τώρα, Τιμ», του είπε με τόνο φιλικού δασκάλου. «Πες μου για τον εαυτό σου, για το πως στην ευχή βρέθηκες εδώ τόσο νωρίς και που πέρασες τη χτεσινή νύχτα». (Το μόνο που θα ήθελα να μάθω είναι γιατί μου κουβαλήθηκε εδώ, αλλά δεν θα τον ξαναρωτήσω). Της είπε ότι είχε φτάσει στο Κιριεμούιρ την περασμένη νύχτα και είχε ρωτήσει το δρόμο για το Λέτερκερν, είχε βρει το ξενοδοχείο, τα παράθυρα του που έλαμπαν μέσα στο σούρουπο και πέρασε τη νύχτα εκεί. Το πρωί, πολύ νωρίς, ρώτησε μια υπηρέτρια αν είχε ακούσει για
κάποια επισκέπτρια από «το νότο» με τ' όνομα Τζιλ και η κοπέλα, χωρίς δισταγμό, του είπε: «Α, λέτε για την όμορφη, νεαρή κυρία που μένει στο σπίτι της θείας Ράτρεϊ; Είναι μόνο δυο βήματα από δω». Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Τιμ δεν είχε πάει στην τραπεζαρία όπου σερβίριζαν το πρόγευμα, αλλά είχε φύγει. «Το πρωινό σας», του είχε φωνάξει η υπηρέτρια. «Ελάτε πίσω, κύριε, να φάτε το πρόγευμα σας. Συμπεριλαμβάνεται στην τιμή». Αλλά δεν περίμενε, πήγε πίσω και πλήρωσε το χρέος του. Και τώρα, βρέθηκε εδώ. Και ω! θαυμάσια! Εδώ βρισκόταν κι αυτή μαζί του, κοιτάζοντας τον και μην ξέροντας τι να κάνει... «Ήσουν πολύ τυχερός που βρήκες δωμάτιο», του είπε, λίγο δυσαρεστημένη. Ο άντρας χαμογέλασε λοξά. «Ναι, αλλά μόνο για δυο νύχτες. Αύριο, θα πρέπει να το αδειάσω». «Ε, δεν υπάρχει κανένας λόγος, να μείνεις εδώ, υπάρχει;» Την κοίταξε θλιμένα. « Όχι, όχι Τζιλ. Φαντάζομαι, όχι. Αν και είναι τόσο όμορφο αυτό το μέρος». Μετά από μια σιγή, συνέχισε: «Πήρα τις καλοκαιρινές μου διακοπές, τώρα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να πάω στη Βουλώνη για να δω τους Γάλλους φίλους μου, αυτό το καλοκαίρι». «Δε μπορείς; Μπορείς». Η Τζιλ κατάπιε και τις άλλες παρατηρήσεις που ετοιμαζόταν να του κάνει. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν δικό του λάθος που εκείνη ένιωθε εκείνο τον τρομερό φόβο στη σκέψη του Μπακ Μπάρτον. «Λοιπόν, άκου, μείνε εδώ, σήμερα. Θα σε πάω με το αυτοκίνητο, αν θες, πάνω στις κοιλάδες, για να δεις το τοπίο. Αυτοί οι λόφοι πέρα στο νότο, επί τη ευκαιρία, είναι οι Λόφοι Σίντλοου. Φτιάχνουν ένα θαυμάσιο φόντο στο Στράθμορ, έτσι δεν είναι;» «Ναι, πράγματι. Έχεις μια θαυμάσια θέα. Είσαι πολύ τυχερή». Η Τζιλ έβαλε μερικά σάντουιτς μαζί με άλλα μικροπράγματα για πικ-νικ, όταν ξαφνικά, θυμήθηκε - η οικογένεια της Κατριόνα ήθελε να εγκαταστήσει ένα παρτέρι στον κήπο για την ιδιοκτήτρια του σπιτιού, όταν εκείνη θα επέστρεφε, ως ένα δώρο καλωσορίσματος. Ο αδελφός της Κατριόνα θα ερχόταν στις τέσσερις το απόγευμα για να το τοποθετήσει, θα ήταν ένα κυκλικό παρτέρι, γύρω από τον κορμό του θαμνόδεντρου κι είχε ζητήσει από την Κατριόνα να έρθει μαζί του για τσάι και για λίγη κουβεντούλα. Καθώς έπρεπε να είναι πίσω πριν από τις τέσσερις, μάλλον περιέκοψε την ώρα που θα είχαν για να εξερευνήσουν την κοιλάδα. Λοιπόν, τόσο το καλύτερο! «Δεν πειράζει», είπε ο Τιμ, ανοιχτόκαρδα. «Δεν με νοιάζει,
ειλικρινά, που είμαι». Όσο είμαι μαζί σου, θέλησε να προσθέσει, αλλά δεν τόλμησε. Ο Τιμ ένιωσε τόσο ευχαριστημένος με το σκηνικό του βουνού και με το γλυκό αέρα που η Τζιλ ένιωσε ν' ανταμείβεται και μετά, αισθάνθηκε άσχημα που είχε δεχτεί τόσο πρόθυμα τη σύντομη διαμονή του. Επέστρεψαν στο Σπίτι του Δάσους γύρω στις τέσσερις και η Τζιλ πήγε να ετοιμάσει το απογευματινό τσάι. Ευτυχώς, είχε μπισκότα και ένα κέικ φρούτου που τα είχε αγοράσει από το μαγαζί (αλλά ήταν ότι καλύτερο υπήρχε για τα μάτια της Κατριόνα): το σπιτικό ψωμί θα ήταν κάτι κοινό γι' αυτήν. Λίγα λεπτά μετά τις τέσσερις, ακούστηκαν βήματα και, μ' ένα χαρούμενο ξεφωνητό, μπήκε η Κατριόνα και ο Τζοκ, ο αδελφός της. Τα πρόσωπα τους ήταν φρέσκα, δροσερά, γεμάτα από χαρά και φιλικότητα. Η Κατριόνα, με μεγάλη ευγένεια, σύστησε τον αδελφό της στη Τζιλ και μετά, στον Τίμοθι στον οποίο είχε συστηθεί η ίδια από τη Τζιλ. Ο Τζοκ που βαριόταν τις τυπικότητες, δήλωσε αμέσως ότι είχε όλα τα εργαλεία μαζί του και ήθελε ν' αρχίσει αμέσως τη δουλειά. Η Κατριόνα έδειχνε πολύ ενοχλημένη απ' αυτή την ανάγωγη συμπεριφορά και του έκανε παρατήρηση. «Λες και δε μπορούμε να πιούμε ένα φλυτζάνι τσάι, πρώτα και μετά να δουλέψεις!» Αυτό το τελευταίο, με μια επιδοκιμαστική ματιά σε ότι βρισκόταν απλωμένο πάνω στο τραπέζι. Ήταν απλά, ευχαριστημένη να έχει τα καλύτερα φλυτζάνια και πιατάκια πάνω του, αντί για κύπελλα και τις μικρές πετσέτες τραπεζιού. Η Κατριόνα, προφανώς, αγαπούσε το στιλ. Οποτεδήποτε ο αδελφός της έκανε μια σπασμωδική κίνηση προς το σάκο με τα εργαλεία του, του φώναζε: «Τζοκ!» με αυστηρή φωνή και ο φτωχός νεαρός αναγκαζόταν να περιμένει και να τρώει όλα όσα ήταν πολύ γλυκά ή αλμυρά για τα γούστα του. Πάντως, είχε την παρηγοριά της κουβέντας με τον Τιμ. Η Τζιλ είχε περιγράψει πως ο Τιμ είχε βγει έξω από τ' αμάξι, για να εξετάσει τους βράχους στην Κοιλάδα Σίομπαν και από εκεί, τους δυο νέους άντρες που μελετούσαν το έδαφος και το λίπασμα. «Τι είδος χώματος έχετε στην αγροικία;» ρώτησε ο Τιμ και ο Τζοκ που ήταν λιγόλογος, αποκρίθηκε: «Έλα να δεις». Η Κατριόνα στέναξε με ανακούφιση, όταν ο αδελφός της ζήτησε συγνώμη και βγήκε με τα εργαλεία του στον κήπο. Μετά, εκείνη κάθισε ν' απολαύσει λίγη φλυαρία με τον καλεσμένο της φίλης της. «Λοιπόν, πόσο θα μείνετε κύριε Μπράντλεϊ;» ρώτησε ήρεμα. «Μόνο σήμερα, για κακή μου τύχη». «Τόσο λίγο!»
Τα καστανά της μάτια γούρλωσαν από έκπληξη. «Δεν σας αρέσει εδώ, λοιπόν;» «Μ' αρέσει πολύ. Αλλά το ξενοδοχείο έχει δωμάτιο για μένα, μόνο γι' απόψε». «Ω, αγαπητέ μου!» Το ευγενικό της πρόσωπο φαινόταν λυπημένο. «Κρίμα. Δε μπορεί η Τζιλ να σας βρει χώρο, εδώ;» Η Τζιλ κούνησε αργά το κεφάλι της και η Κατριόνα που, μ' όλη την αθωότητα της ψυχής της, δεν είχε δει τίποτα το ανάρμοστο στην πρόταση της, συνέχισε να λέει δυνατά τις σκέψεις της. «Όχι. Δεν υπάρχει δεύτερο υπνοδωμάτιο. Θα μπορούσε να μείνει στο καθιστικό δωμάτιο, εδώ αλλά μ' εσένα να μπαίνεις μέσα για το πρωινό, δεν θα έχει ησυχία». Η φωνή της έμοιαζε να έχει μια παράξενη επίδραση στον Τίμοθι. Την κοιτούσε και τα μάτια του καρφώνονταν στο πρόσωπο της, σα να μην ήθελαν να το αφήσουν και πραγματικά, ήταν μια πολύ γλυκιά και τρυφερή στιγμή. «Θα σου πω κάτι», του είπε. «Θα μπορούσαμε να σου δώσουμε ένα κρεβάτι στην αγροικία. Είμαστε όλοι λίγο απασχολημένοι και ίσως, δε θα μπορούσαμε να σε διασκεδάσουμε ακριβώς, αλλά θα μπορούσες να κοιμάσαι σ' εμάς και μετά, να κατεβαίνεις εδώ κάτω και να περνάς τις μέρες σου με τη Τζιλ». « Όχι!» φώναξε η Τζιλ και μίσησε τον τόνο της φωνής της που ήταν τόσο παγερός και οξύς, μετά από εκείνο τον ζεστό κι ευγενικό της Κατριόνα. «Φοβάμαι ότι δεν είναι καλή ιδέα. Ο κύριος Μπράντλει είναι πολυάσχολος. Είναι χημικός - όχι σ' ένα μαγαζί, όχι, δουλεύει σε εργαστήριο, κάνοντας σημαντικές έρευνες. Δε μπορεί να μείνει...». «Α! Κάνει έρευνες έτσι;» είπε η Κατριόνα και τον κοίταξε μ' ένα τρόπο που θα έπαιρνε τα μυαλά κάθε νεαρού άντρα. «Μα εγώ βρίσκομαι σε διακοπές!» έκραξε ο Τιμ. «Πήρα τις καλοκαιρινές μου διακοπές από πριν, μόνο και μόνο για να έρθω εδώ, στα βόρεια. Δεν θα κάνω τις διακοπές μου το καλοκαίρι». Ένας τόνος λύπης, ακόμη κι αυτολύπησης, πλανιόταν στη φωνή του. Η Κατριόνα τον κοίταξε σα να ήταν ένας από τους μικρούς μαθητές του σχολικού λεωφορείου. «Αυτό ήθελες» είπε η Τζιλ απότομα, κάνοντας την Κατριόνα να μείνει μ' ανοιχτό στόμα. Η Τζιλ βγήκε έξω, στον κήπο. Είμαι φρικτή, είπε στον εαυτό της. Θα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη που είναι ο Τιμ εδώ κι όχι ο άλλος που αντιπαθώ. Είναι καλύτερα με την Κατριόνα παρά με μένα, πάντως. Πήγε να κοιτάξει τα επιδέξια χέρια του Τζοκ, όπως εφάρμοζαν το κυκλικό παρτέρι γύρω στον κορμό του δέντρου, στην αρχή τα δύο μισά δεν ταίριαζαν καλά αλλά εκείνος, με υπομονή, έξυσε λίγο εδώ και λίγο
εκεί, ώσπου εφάρμοσαν μαζί, άψογα. Φαινόταν ένα ρομαντικό μέρος, πλασμένο για τρυφερές κουβεντούλες ανάμεσα σε δυο ερωτευμένα άτομα, τα κλαδιά με τα φρέσκα τους φύλλα ανέμιζαν πάνω από το δέντρο, ο κήπος ολόγυρα ήταν γεμάτος από τη μυρωδιά των λουλουδιών. Για συμπλήρωμα, ένα πουλί άρχισε, ξαφνικά, να κελαηδά μια γλυκιά μελωδία. Ω, τι θαυμάσιο που θα ήταν να είσαι ερωτευμένος σ' ένα τέτοιο μέρος! Ο Τζοκ, όταν η φιλόξενη αδελφή του εξασφάλισε την υποστήριξη του για την πρόσκληση της στον Τιμ, ήταν εντελώς σύμφωνος μ' αυτήν, αν και δεν ήταν στο χαρακτήρα του να είναι ενθουσιώδης. «Ω, ναι, θα μου άρεσε. Υπάρχουν πράγματα που θα ήθελα να τον ρωτήσω για τα λιβάδια μας», είπε στον Τιμ. «Να σου πω: Θα έρθω εδώ, αύριο το πρωί και θα σε πάρω. Εντάξει;» «Εντάξει από μένα!», αποκρίθηκε ο Τιμ. Και η Τζιλ είπε στον εαυτό της: Κι από μένα εντάξει. Θα κάνει τις διακοπές του, αλλά θα είμαι κι ελεύθερη από την συντροφιά του.
Κεφάλαιο 12 Αθώος Προδότης Το άλλο πρωί, ο Τιμ βρισκόταν πάλι στην πόρτα της αλλά αυτή τη φορά, ακριβώς μόλις η Τζιλ είχε αρχίσει να τρώει το πρωινό της γιατί, σήμερα, εκείνος είχε μείνει για να πάρει το δικό του, στο ξενοδοχείο. Φαινόταν ένας τελείως διαφορετικός νέος άντρας από χτες το πρωί: η στάση του ήταν πιο ευθυτενής, κρατούσε το κεφάλι του ψηλά, τους ώμους του ίσιους. Σπάνια η Τζιλ τον είχε δει τόσο χαρούμενο, σε τόσο καλή φόρμα. «Θα πάω σύντομα στην αγροικία, ξέρεις», της είπε. «Ο νεαρός Τζοκ θα έρθει για μένα. Θα περνώ από σένα, όποτε μπορώ, Τζιλ. Αλλά φαντάζομαι ότι θα είμαι μάλλον πολυάσχολος εκεί, παίρνοντας δείγματα από το έδαφος. Θέλω να συγκρίνω - ή να αντιπαραβάλλω - τα χώματα εδώ με εκείνα στο Ντόρσετ, στης μητέρας μου». «Χαίρομαι που θα σου βγουν σε καλό οι διακοπές», μουρμούρισε η Τζιλ, αρκετά ευγενικά, τώρα. «Τι κάνεις με τον εαυτό σου εδώ;» «Εγώ; Ω, κάποιο μέρος του χρόνου μου, περιφέρομαι άσκοπα στο σπίτι και στον κήπο. Φαντάζομαι ότι μου ανήκουν πραγματικά. Μερικές φορές, πηγαίνω για ψώνια στο Κιριεμούιρ. Άλλες φορές, ανεβαίνω στις κοιλάδες και κάνω λίγη αναρρίχηση - δηλαδή, βαδίζω, όχι τίποτα σπουδαίο». «Θαυμάσια. Καλύτερα να επιστρέψω στο ξενοδοχείο τώρα, από εκεί θα με πάρουν. Γεια!» «Μπάι-μπάι. Σου εύχομαι μια καλή μέρα». Αναρωτήθηκε αν θα του άρεσε να του έδινε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Αλλά εκείνος στράφηκε μακριά. «Μπάι μπάι, Τζιλ», είπε κι αυτός. Αλλά μετά, ήρθε πάλι κοντά της. «Όχι, που να πάρει! Πρέπει να σου το πω. Ειλικρινά, ετοιμαζόμουν να σου πω ότι έκανα όλο αυτό το ταξίδι στο βορρά, Τζιλ, για να σου κάνω μια εξομολόγηση».
«Αλήθεια, Τιμ;» του είπε χαμογελαστά. «Δε μπορώ να το μαντέψω. Τι μπορεί να είναι;» Συνέχισε να μιλά, για να γεμίσει την αμήχανη σιωπή. «Δε μπορώ να σε φανταστώ να κάνεις κάτι πολύ κακό». «Λοιπόν», της πέταξε, «έχω μια αίσθηση ότι ήμουν κάπως αδιάκριτος. Σου είπα ότι η φίλη σου η Κάρολ μου έγραψε, νομίζω, ότι πάντα ήταν με το μέρος μου, έτσι δεν είναι; Σκεφτόταν ότι μπορεί να έκανες λάθος που διέκοψες μαζί μου... Λοιπόν! Έτσι, σκέφτηκα να πάω στο Γιορκ και να την δω. Κι αυτή - απλά, μου είπε που έμενες. Σε λατρεύει». «Αυτή δεν είναι εξομολόγηση., Τιμ, είναι; Μου το είπες αυτό, ήδη». «Ναι. Αλλά άκου, αυτό είναι το θέμα: Μπορεί να έδωσα τη διεύθυνση σε... σ' εκείνο τον τύπο που σε τριγύριζε, πως τον έλεγαν;» Ο Τιμ είχε γίνει πάλι ο παλιός, δειλός του εαυτός. «Δεν πιστεύω να εννοείς τον Τζωρτζ Μπάρτον! Τιμ! Τι του είπες;» «Να, βλέπεις, με ακολούθησε στο σπίτι μου ένα βράδυ, ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μου, όταν πήγα ν' ανοίξω την πόρτα που χτυπούσε. Και... μετά, μπήκε μέσα και...». Η Τζιλ μπορούσε να φανταστεί θαυμάσια τη σκηνή. «Και μετά, σε τρομοκράτησε και φώναζε και απειλούσε και, ίσως να πήγε να σε χτυπήσει». «Ναι», είπε ο Τιμ, με αξιοθρήνητο ύφος. «Είναι ένα κτήνος. Δε μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί του. Άλλωστε, το σκάνδαλο - μπορεί να έλεγε το όνομα σου στην αστυνομία. Νόμιζα πως δεν θα πείραζε αν έλεγα απλά, σε ποιο μέρος της Σκωτίας είχες πάει. Είπα και παραπλανητικά το όνομα αυτού του χωριού, το πρόφερα Λέτερκραγκ ή κάπως έτσι - αλλά Τζιλ, λυπάμαι τόσο πολύ. Το μετάνιωσα. Σκέφτηκα πως, αν ερχόμουν και σου έλεγα τι έγινε, αυτό θα μπορούσε, τουλάχιστον, ν' αποκαταστήσει κάτι. Είναι εντάξει, δεν είναι; Δεν έχει έρθει. Έτσι, δεν θα ενοχληθείς απ' αυτόν». Τι θα μπορούσε να του πει, του αθώου προδότη; Ένιωθε ζαλισμένη, σαστισμένη, σαν να είχε φάει χαστούκι. «Εντάξει, Τιμ», του είπε. «Μην ανησυχείς. Γεια σου». Του ανέμισε το χέρι σε απάντηση στο χαιρετισμό του, όπως εκείνος βρισκόταν στην έξοδο. Μετά, η Τζιλ είδε ένα γράμμα πεταμένο στο πάτωμα, κάτω από το γραμματοκιβώτιο. Το σήκωσε και το κοίταξε με απορία γιατί είχε ένα γραφικό χαρακτήρα που-δεν αναγνώριζε. Ήταν από τον Ήβεραγκ Μάτσιντερ. Ήταν σύντομο αλλά κάθε του λέξη έμοιαζε να έχει απερίγραπτη αξία. «Νομίζω πως είπες ότι θα σου άρεσε ένας περίπατος στους λόφους, κάποια φορά. Αλλά δεν έχουμε, ακόμη, κανονίσει πότε. Θα ήθελες να με ενημερώσεις πότε θα μπορούσες; Το Κιουχάριτι Χοτέλ θα λάβει το μήνυμα για μένα».
Ήταν σα να έριχναν ένα σχοινί σ' ένα άνθρωπο που πνίγεται ή, πιο σωστά, σε κάποιον που δυσκολευόταν ν' αναρριχηθεί σ' ένα βράχο! Ο πανικός την εγκατέλειψε απότομα, σα να είχε κλείσει ένα διακόπτη. Δεν ήταν απομονωμένη εδώ. Είχε κάποιον να τη σώσει. Θα έμπαινε μέσα στο αμάξι του και θα πήγαινε στη γνωστή Κοιλάδα Κιουχάριτι και στο ξενοδοχείο που είχε γίνει κάτι σαν δεύτερο σπίτι γι' αυτήν. Αλλά μεγάλο μέρος από τον πανικό της έμεινε μέσα της, κάνοντας τη να φύγει αμέσως, χωρίς να περιμένει να κλείσει ραντεβού από το τηλέφωνο, όπως της είχε ζητήσει ο Ηβ. Οδηγούσε πολύ γρήγορα για τον όχι και τόσο μεγάλο δρόμο και, όπως έπαιρνε μια στροφή, λίγο έλειψε να συγκρουστεί μ' ένα άλλο αυτοκίνητο. Που να πάρει η οργή, είπε στον εαυτό της. Γιατί ήταν τόσο νευρική; Έφτασε σώα στο ξενοδοχείο. Ήταν άδειο από πελάτες. Αλλά, όταν μπήκε μέσα στο σαλόνι, μια κάπως γνωστή φυσιογνωμία την πλησίασε. Ήταν ο Ρόμπι, το αγόρι που βρισκόταν μαζί με την παρέα των αναρριχητών όπου είχε πάει η Τζιλ. Ήταν έκπληκτη και ικανοποιημένη που θυμόταν το όνομα της. «Μις Στίρλιν» της είπε και κοκκίνισε. «Είστε εδώ, λοιπόν;» Και κοκκίνισε πάλι, νιώθοντας ανόητος με την παρατήρηση αυτή. «Γεια σου, Ρόμπι. Που είναι οι άλλοι, σήμερα;» «Οι μοτοσυκλετιστές δεν έχουν έρθει ακόμη για καφέ και οι αναρριχητές έχουν φύγει, κιόλας». Πήρε ένα ποτήρι από κάπου και το γυάλισε μ' ένα πανί. Η Τζιλ σκέφτηκε ότι θα ήταν υπάλληλος του ξενοδοχείου. «Δουλεύεις εδώ, Ρόμπι; Κάνεις τις διακοπές σου, δουλεύοντας;» «Όχι ακριβώς. Δεν είναι χρόνος διακοπών, είναι χρόνος προθεσμίας. Άλλωστε, έχω αφήσει το σχολείο. Εργάζομαι εδώ, μερικές φορές, όταν έχουν πολλή δουλειά. Αλλά δεν είναι αυτό το επάγγελμα μου. Θα γίνω βοσκός σαν τον πατέρα μου. Μαθαίνω τη βοσκή απ' αυτόν. Αλλά είναι ωραίο να μπορείς να βγάλεις λίγα έξτρα χρήματα για το καλοκαίρι, ξέρουμε τι να κάνουμε μ' αυτά». «Πολύ καλό αυτό για σένα. Και χαίρομαι που πηγαίνεις στο λόφο συχνά. Θέλω να πω, ήσουν μαζί μας όταν σκαρφαλώσαμε...». «Ω, το να περπατώ στους λόφους δεν είναι τίποτα σπουδαίο για μένα. Το κάνω όλη την ώρα, μετά τα πρόβατα. Αλλά μου αρέσει η παρέα. Και ο δόκτωρ Μάτσιν-τερ πάντα με παίρνει μαζί τους. Ο ανεψιός τους κι εγώ είμαστε κοντά στην ηλικία». «Λοιπόν Ρόμπι, αφού είσαι στο καθήκον τώρα, νομίζεις ότι θα μπορούσες να μου φέρεις καφέ;» «Σίγουρα», είπε το αγόρι, με ενδιαφέρον. «Θέλετε να φάτε τίποτα;» Η Τζιλ ένιωσε, ξαφνικά, πεινασμένη. Η διάθεση της είχε αλλάξει, αισθανόταν χαλαρωμένη, άνετη. Και, στο κάτω κάτω, δεν είχε φάει πολύ πρωινό, εξαιτίας της επίσκεψης του Τίμοθι.
«Τι θα πάρετε;» είπε ο Ρόμπι. «Τι υπάρχει;» «Υπάρχουν μπισκότα με τον καφέ, βέβαια. Αλλά υπάρχουν και κέικ, φρέσκα κέικ με σταφίδες». «Θα μου άρεσε πολύ ένα κέικ με σταφίδες. Και μπισκότα από σοκολάτα, σε παρακαλώ». Ο Ρόμπι την κοίταξε με θαυμασμό. Έφερε τα πράγματα σ' ένα δίσκο και τ' άφησε κάτω. μπροστά της, με επαγγελματικό ύφος. «Που είναι όλοι, σήμερα;» τον ρώτησε, ελπίζοντας ότι δεν θα καταλάβαινε ποιον ακριβώς εννοούσε με το «όλοι». «Γίνεται ένα πάρτι στο Μπεν Σκριόνταμ. Ο θείος μου είναι μαζί τους, είναι εδώ για διακοπές, είναι δικηγόρος στη Γλασκώβη - και μερικοί άλλοι. Έφυγαν πολύ νωρίς. Αναρωτιέμαι αν θα τους δούμε να έρχονται». Ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου και τώρα, οι τέσσερις κάτοχοι του ήρθαν μέσα στο σαλόνι. Ο Ρόμπι της έριξε μια έντονη ματιά και έσπευσε να τους εξυπηρετήσει. Η Τζιλ κάθισε, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, το περίγραμμα των λόφων, ξεχνώντας τα κέικ και τα μπισκότα που ήταν δίπλα της. Ξαφνικά, άκουσε μια βραχνή φωνή στ' αυτιά της. «Νάτοι, μπορείτε να τους δείτε;» Το δάχτυλο του Ρόμπι πέρασε ξυστά από το μάγουλο της κι έδειξε πέρα. «Κοιτάξτε πάνω εκεί. Βλέπετε; Νομίζω πως είναι αυτοί που κατεβαίνουν». Και πραγματικά, η Τζιλ είδε μια γραμμή από μικροσκοπικές, ανθρωποειδείς φιγούρες στον ορίζοντα, από τις οποίες η πρώτη ήταν η ψηλότερη. Η φλόγα που ένιωσε το κορμί της ήταν τόσο έντονη που φοβήθηκε ότι ο Ρόμπι μπορεί να ένιωσε τη ζεστασιά της. «Θα πάω να τους συναντήσω», είπε, τραγανίζοντας βιαστικά το τελευταίο κομμάτι κέικ στο στόμα της. «Μη φεύγετε ακόμα, περιμένετε, ώσπου να κατέβουν κι άλλο», την συμβούλευσε τ' αγόρι. «Είναι τραχύς ο βράχος που κατεβαίνουν. Αλλά, αν αναρριχηθείτε, Μις Στίρλιν, ίσως δεν θα έπρεπε να φάτε τα δυο μπισκότα, αλλά μόνο το ένα». «Τι εννοείς; Οχι, όχι» γέλασε η Τζιλ με τη σοβαρότητα του. «Δεν θα τα φάω. Η αλήθεια είναι ότι τα πήρα για σένα και τα δύο. Μπορείς να τα φας για μένα;» «Ω, Χριστέ μου!» είπε τ' αγόρι με ευχαρίστηση. Αφού πλήρωσε το λογαριασμό της η Τζιλ, βγήκε από το σαλόνι και στάθηκε στην είσοδο, παρατηρώντας τις σιλουέτες που μεγάλωναν σε μέγεθος, καθώς κατέβαιναν. Αλλά η μία φιγούρα που θα ήθελε τόσο να
δει, δεν βρισκόταν ανάμεσα τους. Απογοητευμένη, είπε στον εαυτό της: Θα πρέπει να πάω πίσω, στο Λέτερκερν. Ήταν ανόητο εκ μέρους μου να έρθω, κάνοντας όλο αυτό το δρόμο, χωρίς να κλείσω ένα ραντεβού, όπως μου είχε πει ότι έπρεπε να κάνω. Έπαιξε με την ιδέα ν' αφήσει ένα σημείωμα με το Ρόμπι, αλλά δεν το βρήκε τόσο ευγενικό όπως και να ήταν, εκείνο το νεαρό άτομο πετούσε πιο γρήγορα κι από το φως, έχοντας να εξυπηρετήσει τρία τραπέζια. Αργά, άρχισε να οδηγεί προς το σπίτι της, κατεβαίνοντας το δρόμο της κοιλάδας. Πόσο όμορφα ήταν όλα γύρω της, καθώς τα πόδια του λόφου αγκάλιαζαν το ποτάμι και τα δάση. Άνοιξε το παράθυρο για ν' ανασάνει τη γλυκιά φρεσκάδα του αέρα. Τι σπατάλη, στις πολύτιμες μέρες των διακοπών της εδώ, ν' απογοητεύεται και να φοβάται. Πήγε γύρω από μια στροφή - και η καρδιά της αναπήδησε, όπως αναγνώρισε μια μοναχική φιγούρα να βαδίζει μπροστά της, με ελαφρύ βήμα. Γλίστρησε σ' ένα σταμάτημα, ακριβώς μόλις τον είχε περάσει. «Περπατάς για ευχαρίστηση Ήβεραγκ ή μήπως, θα μπορούσα...». «Ω, ναι. Το βάδισμα είναι μια ευχαρίστηση παντού εδώ γύρω, έτσι δεν είναι; Αλλά, αν σκεφτόσουν να με πάρεις στο αμάξι σου, ναι, δε θα έλεγα όχι γιατί έχω μια δουλειά στο Κιριεμούιρ και σίγουρα, θα γλύτωνα χρόνο». Η Τζιλ έσκυψε κι άνοιξε την πόρτα κι εκείνος γλίστρησε μέσα, πλάι της. Η Τζιλ αισθάνθηκε λίγο δειλή και αναρωτήθηκε πως ν' αρχίσει να μιλά, αλλά εκείνος ήρθε κατευθείαν στο θέμα. «Τζιλ, μόλις σου έγραψα ένα σημείωμα. Δεν το πήρες ακόμη;» «Ναι, το πήρα. Σ' ευχαριστώ. Ήθελα να σου τηλεφωνήσω για να σου απαντήσω αλλά...». «Λοιπόν, τώρα, μπορείς να μου το πεις. Θα ήθελες να κάνουμε μια μικρή αναρρίχηση - ένα περίπατο; Ένας-δυο άλλοι σχεδιάζουν να πάνε. Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας; Αύριο το πρωί; Έχεις καιρό;» Πιστεύω ότι θα πέθαινα για να πάω! είπε μέσα της. Αλλά είπε, με τυπικότητα «Νομίζω πως ναι, θα ήθελα να έρθω μαζί σου - μαζί τους». «Ωραία. Τότε, αν φέρω πίσω τ' αμάξι μου - είναι στο γκαράζ, στο Κιριεμούιρ για σέρβις - να έρθω για σένα; Αν δεν είναι έτοιμο - τα πράγματα αργούν να γίνουν -τότε...». «Μην κάνεις τον κόπο να έρθεις, είτε έτσι είναι, είτε αλλιώς. Θα μπορούσα να έρθω στο Κιουχάριτι Χοτέλ και να σας συναντήσω όλους εκεί». «Σίγουρα; Εντάξει. Σ' ευχαριστώ. Φαίνεται πως σου αρέσει αυτός ο δρόμος, πάντως, έτσι; Έχεις βαδίσει κάπου ή έχεις ψαρέψει; Υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα να κάνεις. Και μετά, η βοσκή - κάποια μέρα, πρέπει να γνωρίσεις το βοσκό. Τον πατέρα του Ρόμπι, που με τον αδελφό
του μένω στο πλαϊνό σπίτι. Νομίζω ότι έχεις συναντήσει ένα από τα παιδιά του, ένα πλασματάκι που είναι απέραντα περήφανο για τις αναρριχητικές μπότες, όπως τις αποκαλεί». «Ω, ναι, τον συνάντησα στο λεωφορείο του σχολείου». Γέλασε στη θύμιση αυτή. Αν και τα μάτια της ήταν μπροστά στο δρόμο, ένιωσε ότι εκείνος στράφηκε προς το μέρος της. Της είπε μαλακά: «Αυτό είναι, Τζιλ! Μέχρι αυτό σου το γελάκι, φαινόσουν αυστηρή. Άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν όλα πήγαιναν καλά με σένα». Προσπάθησε να του απαντήσει, αλλά δε μπορούσε να μιλήσει. Όταν ένα πρόσωπο μας συμπαθεί, νιώθουμε μια τάση να κλάψουμε, καθώς θέλουμε να αισθανθούμε ακόμη περισσότερο άνετα μαζί του. Η Τζιλ προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό της, ξεροκαταπίνοντας. Επειδή φοβόταν να την αποσπάσει από την οδήγηση, ο Ηβ δεν είπε τίποτε άλλο, για μια στιγμή. Μετά, είπε ευγενικά: «Γιατί, αν δεν υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά και δεν είχες που να το πεις, είχα την ελπίδα πως θα το έλεγες σε μένα. Θα έκανα το παν για να μπορούσα να σε βοηθήσω». «Ευχαριστώ», κατάφερε να πει με σταθερότητα η Τζιλ. «Αλλά είμαι μια χαρά». «Χαίρομαι», της είπε ήρεμα και μετά άρχισε να λέει για το μέρος που περνούσαν, ένα αγροτόσπιτο φωλιασμένο σε μια λοφοκορφή - είχαν κερδίσει μια δίκη την περασμένη βδομάδα - ένα λάκο στο ποτάμι, όπου έβρισκες σίγουρα σολωμούς, ένα δάσος που θα το έκοβαν, προς μεγάλη δυσαρέσκεια όλων. Πολύ σύντομα, πλησίαζαν στο Λέτερκερν. Η Τζιλ ετοιμάστηκε να περάσει από το ξενοδοχείο, αλλά εκείνος της φώναξε: «Ω, σταμάτα εδώ, σε παρακαλώ. Μπορώ να πάω με τα πόδια στον υπόλοιπο δρόμο, είναι μόνο τέσσερα μίλια». «Θα μπορούσα να σε πάω, αν θέλεις». Αλλά εκείνος φαινόταν ν' ανησυχεί μήπως της γίνει ενοχλητικός. «Όχι, όχι. Θ' απολαύσω το βάδισμα». Έτσι, η Τζιλ αναγκάστηκε να σταματήσει στην άκρη του δρόμου, ανάμεσα στο ξενοδοχείο και στο πάρκιν. Και, ακριβώς στο πάρκιν, μοναχό του μέσα στο μεγαλείο του, έστεκε ένα γκρίζο αυτοκίνητο... «Γεια σου, Ήβεραγκ», του είπε βιαστικά, προσπαθώντας να φανεί φυσική και περίμενε να βγει και να φύγει ο άντρας. Αλλά εκείνος δεν φαινόταν να βιάζεται. «Μα, Τζιλ, έχουμε κανονίσει πότε και που θα συναντηθούμε;» «Αύριο!», του φώναξε, με το πόδι της ήδη στο συμπλέκτη, τα χέρια της στο τιμόνι. «Ναι αλλά να πούμε την ώρα. Μπορείς να μας συναντήσεις στις δέκα και μισή, το πρωί; Έλα στο σαλόνι του ξενοδοχείου και θα...». «Ναι, ναι. Εντάξει. Γεια σου».
Και πριν προλάβει ο Ηβ, καλά καλά, να βγει, η Τζιλ έβαλε μπρος κι έστριψε στον πλαϊνό δρόμο, παίρνοντας το μονοπάτι που οδηγούσε στο γκαράζ. Ευτυχώς που υπήρχε ένα ιδιωτικό γκαράζ! Όσο πιο γρήγορα θα έκλεινε και θα κλείδωνε την πόρτα του σπιτιού της, τόσο πιο ασφαλής θα ήταν. Αλλά δεν ήταν τόσο βιαστική, ώστε να μη δει τον Μπακ Μπάρτον να στέκει στον κεντρικό δρόμο, κοιτάζοντας την σιλουέτα του Ήβεραγκ που εξαφανιζόταν. Πήδησε μέσα στο αμάξι του και όρμησε στο δρόμο, πίσω του. Αλλά μόλις βρέθηκε πλάι στον Ήβεραγκ, φάνηκε να επιταχύνει το ρυθμό του - μπήκε σ' ένα άλλο αυτοκίνητο που, προφανώς, είχε σταματήσει γι' αυτόν, λίγες γυάρδες μπροστά του. Κι ο Μπάρτον έγειρε πίσω, απαρηγόρητος, σαν γάτα που της πήραν ένα πουλί που μόλις είχε πιάσει στο στόμα της. Μόλις βρέθηκε μακριά η Τζιλ, έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Εδώ είμαι ολομόναχη, δόξα τω Θεώ, είπε αλλά θα πρέπει να μ' έχει δει, θα ξέρει τώρα που μένω. Θα έρθει και θα με βασανίσει. Κατόπιν, άκουσε ευτυχισμένα γέλια, ζωηρά βήματα. Γύρω στο εξοχικό, ήρθαν τρέχοντας η Κατριόνα και ο Τιμ. Ποιος κυνηγούσε τον άλλο, θα ήταν δύσκολο να πει μάλλον, ο ένας σταματούσε και άφηνε τον άλλο, πριν τρέξει μακριά. Η Τζιλ άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. «Ω, γεια σου, Τζιλ! Αναρωτιόμαστε αν είχες κανένα κλειδί να περισσεύει, κρυμένο στον κήπο, όπως κάνει η θεία μου. Νόμιζα πως δεν θα σε πείραζε, αν μπαίναμε μέσα κι έφτιαχνα τσάι στον Τιμ». «Θα φτιάξω εγώ τσάι, για όλους μας», είπε η Τζιλ. Το στόμα της ήταν στεγνό. Ήταν τόσο ευχαριστημένη όμως, που τους είδε, ώστε της ήρθε να τους αγκαλιάσει. Τους έβαλε να περάσουν μέσα, έβαλε στη φωτιά το μπρίκι και ψωμάκια με βούτυρο στη φρυγανιέρα. Επίσης, τηγάνισε μερικές φέτες μπέικον. Είχαν φάει κιόλας μεσημεριανό, στην αγροικία. «Μεσημεριανό! Ήταν ένα γεύμα για τρεις!», φώναξε ο Τιμ. Κι όμως, δεν έλεγαν όχι για λίγο μπέικον. Παρότι είχαν φάει μόλις πριν από λίγη ώρα, είχαν την ίδια όρεξη με την οικοδέσποινα τους. Ξαφνικά, ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, την έκανε ν' αναπηδήσει. Άνοιξε, για να βρεθεί μπροστά στον Μπακ Μπάρτον που έστεκε στην είσοδο. «Ώστε, εδώ είσαι, έτσι; Πολύ ωραία. Μπορώ να περάσω μέσα;» Δεν περίμενε να πάρει την άδεια. Μπήκε μέσα τη στιγμή που οι νεαροί έβγαιναν με θόρυβο από την κουζίνα, με τον Τιμ να φωνάζει ότι η Κατριόνα δεν ήθελε να του δέσει την ποδιά γύρω του. «Γεια σου», είπε ο Μπακ, οπισθοχωρώντας λίγο. « Έχεις παρέα, έτσι; Νόμιζα ότι θα έμενες μόνη σου». Έκανε πίσω και τα ανήσυχα μάτια του στάθηκαν στην Κατριόνα.
Για δεύτερη φορά, έχανε τη λεία του. Όταν η Τζιλ έκλεισε την πόρτα πίσω του, δε μπόρεσε να μη ξεσπάσει σε γέλια.
Κεφάλαιο 13 Κίνδυνος Αλλά, όταν έμεινε μόνη, άρχισε να νιώθει το σπίτι σαν μια παγίδα, γι' άλλη μια φορά. Δεν πείραζε, θα συναντούσε τον Ήβεραγκ και την παρέα του αύριο, μ' αυτούς θα ήταν ασφαλισμένη και ήσυχη. Η σκέψη την παρηγόρησε τις άγρυπνες ώρες εκείνης της νύχτας. Κι όταν ο πρωινός ήλιος την ξύπνησε, της έδωσε ενέργεια και αποφασιστικότητα. Μόλις έφαγε το πρωινό της, μπήκε στο αυτοκίνητο και σύντομα, βρέθηκε στο δρόμο της κοιλάδας που, τώρα, της ήταν τόσο γνωστός. Παρά λίγο να ξεχάσει να κλειδώσει την πόρτα του σπιτιού, τόσο ανυπόμονη ήταν να ξεφύγει. Μα πόσο μεγάλη ήταν η στενοχώρια της, όταν, μετά από λίγο, το αμάξι κλώτσησε και κόλησε. Ο δείκτης του πετρελαίου στάθηκε στο μηδέν - πως είχε κάνει ένα τόσο βασικό λάθος; Το έσυρε ως το πιο κοντινό πρατήριο. Ο κύριος Μπάξτερ, ο άντρας της κυρίας που είχε το μαγαζί, βρισκόταν στα κέφια του. Έμοιαζε να περηφανεύεται που θυμόταν τα ονόματα των επισκεπτών του. «Γεια σας, Μις Στίρλιν. Είστε πολύ κομψή, σήμερα. Φαίνεται ότι ο καιρός θα φτιάξει. Μα περιμένετε, οι αγρότες θα βρουν κάτι για να παραπονεθούν, θα δείτε ότι θα φωνάζουν για ξηρασία. Πόσο να σας βάλω;» «Τρία γαλόνια, παρακαλώ». Κι αν θέλετε, μπορείτε να κάνετε γρήγορα;» «Αυτό είναι», επευφήμησε ο άντρας, παρακολουθώντας την πορεία του γεμίσματος. «Λέω πάντα, επωφεληθείτε από τον ήλιο. Οι διακοπές είναι τόσο σύντομες». «Γιατί οι χαρές είναι σαν τις παπαρούνες. Αρπάζουμε τον ανθό...». Η Τζιλ είχε έτοιμα τα χρήματα. Αλλά ακόμη και τότε, εκείνος στάθηκε, περνώντας τα νομίσματα από χέρι σε χέρι. Και μετά, είπε χαρούμενα: «Κι άλλος πελάτης! Α, θα είναι γεμάτη η μέρα μου, φαίνεται!».
Ο άλλος πελάτης δεν ήταν άλλος από τον Μπακ Μπάρτον. «Και που πηγαίνετε, Μις Στίρλιν;» ρώτησε ευγενικά κι όλος όρεξη ο κύριος Μπάξτερ. «Γεια σας, γεια σας!» φώναξε η Τζιλ και βυθίστηκε στο κάθισμα της. Έλπιζε ότι ο κύριος Μπάξτερ είχε αντικαταστήσει το καπάκι. Το αμάξι ξεχύθηκε στην κοιλάδα. Αλλά ο Μπακ ήταν πολύ γρήγορος γι' αυτήν. Μετά από μερικά λεπτά, το αυτοκίνητο του βρυχόταν και την προσπερνούσε. Η Τζιλ πάτησε γκάζι για να τον περάσει, αλλά εκείνος αύξησε την δική του ταχύτητα κι άλλο και πάλι βρέθηκε μπροστά, μετά στρέφοντας ριψοκίνδυνα το αμάξι του λοξά στο δρόμο, της έφραξε το πέρασμα. Η Τζιλ κόντεψε να πέσει πάνω του. «Άσε με να περάσω! Άσε με να περάσω!», φώναξε μάταια, αφού δεν τολμούσε να κατεβάσει το παράθυρο της, για ν' ακουστεί η φωνή της. «Αυτό που κάνεις είναι εντελώς παράνομο. Άσε με να περάσω!». Το αλαζονικό του πρόσωπο την κορόιδεψε. Η Τζιλ φανταζόταν μόνο τι της έλεγε, έριχνε πίσω το κεφάλι του, γελώντας της. Μανία την κατέλαβε. Θα τον προσπερνούσε, ότι κι αν της έκανε! Πήρε βαθιά ανάσα, μετά πάτησε το γκάζι, ανεβαίνοντας τη δεξιά πλευρά του δρόμου και πέρασε ξυστά από πλάι του. Ακούστηκε ένας τρομερός κρότος: είχε ξύσει το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του με το δικό της, όπως τραβιόταν στ' αριστερά, πάλι. Αλλά ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε θριαμβεύσει, για να είναι προσεκτική. Δεν κοίταξε πίσω ούτε μια φορά, για να δει πως το είχε πάρει ο άντρας. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα τον καθυστερήσει για την υπόλοιπη μέρα, είπε στον εαυτό της, όπου κι αν σκέφτεται να πάει. Μόνο όταν βρέθηκε πενήντα γυάρδες μακριά του, σταμάτησε και κοίταξε πίσω της. Κάποιος είχε τρέξει στο αυτοκίνητο του Μπακ σίγουρα ο καλός κύριος Μπάξτερ - και εκείνος είχε βγει έξω για να του μιλήσει. Κι η Τζιλ είχε την ελπίδα πως κάποιος θα καλούσε την αστυνομία και μετά, θα έβλεπαν πως είχε οδηγήσει. Ο δρόμος προς την κοιλάδα της ήταν τόσο γνωστός που ήξερε κάθε στροφή και κάθε καμπή, κάθε φυσικό γνώρισμα, δέντρο ή ρεματιά ή λοφίσκο. Για μια στιγμή, ένιωσε λύπη για εκείνες τις υπέροχες βιολέτες που οι ρόδες του αυτοκινήτου της είχαν συνθλίψει, πάνω στη βιασύνη της. Αλλά του ξέφυγα, του ξέφυγα! είπε μέσα της χαιρέκακα. Δεν πρόκειται να μου εμποδίσει τη χαρά πια. Όταν έφτασε στο πάρκιν, στο Κιουχάριτι Χοτέλ. σταμάτησε και κοίταξε πίσω, στο δρόμο από τον οποίο είχε έρθει. Δεν έβλεπε κανένα γκρίζο αμάξι. Τότε, ο άντρας θα πρέπει να είχε χάσει τα ίχνη της. Ίσως χρειάστηκε να σταματήσει για να φτιάξει το αυτοκίνητο του -η Τζιλ είχε την ελπίδα ότι αυτό θα του έπαιρνε πολύ-πολύ καιρό... Ο Ήβεραγκ δεν ήταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Η Τζιλ κάθισε
και περίμενε για ένα τέταρτο της ώρας και ακόμη, εκείνος δεν είχε φανεί ούτε κάποιος από τους άλλους, όπως η Φλόρα. Μια σερβιτόρα την είδε και, αναγνωρίζοντας την, ήρθε κοντά της. «Καλημέρα, Μις Στίρλιν. Θέλετε καφέ; Δεν είναι έτοιμος, ακόμη, φοβάμαι. Δεν θ' αργήσω να καθαρίσω τα τραπέζια». Ξαφνικά, η Τζιλ αντιλήφθηκε ότι είχε έρθει πολύ νωρίς. Δεν ήταν ενιάμιση, ακόμη. «Μα καθίστε», επέμενε η σερβιτόρα. «Θα σας φτιάξω ένα καφέ. Δεν θ' αργήσω». «Α... αναρωτιόμουν αν κάποιος με τ' όνομα Ήβεραγκ Μάτσιντερ, ήταν εδώ. Ξέρετε τι εννοώ;» «Λέτε τον Δόκτορα Μάτσιντερ; Ω ναι, πράγματι, τον ξέρω. Όλοι εδώ γύρω γνωρίζουν τον Δόκτορα Μάτσιντερ. Θα τον συναντούσατε εδώ;» « Έχω ξεχάσει τι ώρα είπαμε». (Ένα μικρό ψεματάκι, Τζιλ, κορίτσι μου, είπε μέσα της, λίγο ντροπιασμένη). «Πρέπει να βρίσκεται, πάνω, στο σπίτι του βοσκού, Μις. Ίσως να τον βρείτε εκεί». Το κορίτσι χάθηκε, σφυρίζοντας εύθυμα, μη βλέποντας προφανώς, τίποτα περίεργο στην κουβέντα με την πελάτισσα. Η Τζιλ πήγε ως το σπίτι του βοσκού, αμήχανη και δειλή. Ξαφνικά, ένιωσε να την αγκαλιάζουν από τους γοφούς. Ήταν ο μικρούλης Ρόντι που την είχε αναγνωρίσει και τώρα, της έδινε το σιωπηλό του καλωσόρισμα. «Γεια σου, Ρόντι!» του είπε κι η καρδιά της ζεστάθηκε από την φιλικότητα του παιδιού. «Που είναι οι μπότες σου, σήμερα;» Το λιγομίλητο παιδί της απάντησε, σηκώνοντας τα πόδια του, το ένα μετά το άλλο, για να της δείξει τις μπότες. Της ήρθε η επιθυμία να τον σηκώσει ψηλά και να τον φιλήσει, αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτό μπορεί να μην του ήταν τόσο ευχάριστο. Μετά, στάθηκε δίπλα της ένα πιο μεγαλόσωμο άτομο, δεν ήταν άλλο από τον Ήβεραγκ. Είχε βοηθήσει, προφανώς, τον βοσκό στη δουλειά του γιατί ήταν ντυμένος με φόρμα και μπότες. «Τζιλ», της είπε, έκπληκτος. «Ναι», του είπε ξέπνοα. «Φοβάμαι ότι σε άφησα πολύ απότομα, χτες το απόγευμα. Ίσως, δεν ξεκαθάρισα αν μπορούσα να έρθω μαζί σας ή όχι στους λόφους». «Νόμιζα πως θα συναντιόμαστε στο ξενοδοχείο, στις δέκα και μισή. Ειλικρινά, έλπιζα ότι θα γινόταν έτσι. Δεν έχω αργήσει, έτσι; Δεν πρέπει να είναι ούτε δέκα». «Όχι, δεν έχεις αργήσει. Εγώ ήρθα νωρίς - φαίνεται ότι έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου».
«Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα», της αποκρίθηκε, με χαμόγελο. Την κοίταξε προσεκτικά. Όταν ο Ρόντι ήρθε κοντά του ορμητικά, τον σήκωσε ψηλά αλλά εξακολουθούσε να έχει στραμμένη την προσοχή του στη Τζιλ. «Συμβαίνει τίποτα; Έχω μια διαίσθηση ότι κάτι υπάρχει». «Όχι, όχι, τίποτα. Γιατί να συμβαίνει κάτι;» «Φαίνεσαι λίγο...». Τα ερευνητικά του μάτια την διαπερνούσαν. «Είμαι εντελώς εντάξει». Κατανίκησε την επιθυμία της να κλάψει. «Ναι; Ωραία. Λοιπόν τώρα, τι θα έλεγες για ένα καφέ; Ήμουν έξω με τον πατέρα του Ροντ και δεν είχαμε καιρό για καφέ. Ας πάμε στο ξενοδοχείο να τον πιούμε. Μόνο, δώσε μου μερικά λεπτά καιρό, για ν' αλλάξω. Και θα βρω ένα χάρτη της περιοχής για να διαλέξεις που θες να πας». «Δεν έχεις μπότες σαν τις δικές μου», είπε ο Ρόντι. «Ω ναι, έχω», αποκρίθηκε η Τζιλ. «Βέβαια, όχι τόσο όμορφες». «Δεν τις φοράς, όμως». Αυτό ήταν αλήθεια. Μέσα στη βιασύνη και στην έξαψη της, είχε ξεχάσει ν' αλλάξει παπούτσια. Αλλά η μέρα της δεν θα χανόταν, γιατί θυμήθηκε ότι είχε αφήσει τα παπούτσια του περιπάτου μέσα στο αυτοκίνητο της. «Ο δόκτωρ Μάτσιντερ έχει πολύ μεγάλες μπότες», παρατήρησε η Τζιλ. «Ναι αλλά δε μπορεί ν' αναρριχηθεί μ' αυτές», είπε ο Ρόντι, περιφρονητικά. Η Τζιλ πήγε με τον Ήβεραγκ πρώτα στο αμάξι της. Ένα άλλο αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο πλάι του, ένα γκρίζο αυτοκίνητο... Το κοιτούσε σαστισμένη, όταν ο Ήβεραγκ αναφώνησε: «Τζιλ! Είχες ένα τρακάρισμα, έτσι; Γι' αυτό φαινόσουν λίγο - πως να το πω; - έξω από τα νερά σου; Δεν έχεις τραυματιστεί έτσι; Μήπως έχεις πάθει λίγο σοκ;» « Έχω ταραχτεί λίγο, αυτό είναι όλο». Είχε την ελπίδα ότι αυτό θα την κάλυπτε. «Πότε έγινε;» «Δεν είναι τίποτα, Ήβεραγκ. Έγινε, όταν άφηνα το Λέτερκερν». «Πληγώθηκε κανένας άλλος;» Ευτυχώς, ο Ηβ ήταν πολύ απασχολημένος με το δικό της αυτοκίνητο για να προσέξει εκείνο του Μπακ. «Όχι», του είπε. Και σκέφτηκε μέσα της, με κακία: Που τέτοια τύχη! «Λοιπόν, πως θα επιδιορθώσεις αυτή τη ζημιά; Πρέπει να πάμε το αμάξι στο Κιριεμούιρ. Θα σου δώσω το όνομα και τη διεύθυνση του
γκαράζ όπου πηγαίνω, πάντα τους βρίσκω αξιόπιστους». «Σ' ευχαριστώ. Ξέρω ότι φαίνεται άσχημο, αλλά δε με νοιάζει. Θα περιμένω, ώσπου να πάω στα νότια. Μην ανησυχείς μ' αυτό, τώρα». Κατάφερε να κατευθύνει την προσοχή του στο ξενοδοχείο και μακριά από εκείνο το γκρίζο αμάξι. «Υπάρχουν εκείνα τα κόκκινα, κερασφόρα ελάφια στα δάση; Θα δούμε κανένα απ' αυτά, τι λες;» Την έφερε στο σαλόνι όπου η σερβιτόρα που τώρα πρόσφερε καφέ, τους ανέμισε το χέρι σ' ένα φιλικό χαιρετισμό. Αυτή τη στιγμή, δεν υπήρχε παρά ένας άλλος πελάτης - κι αυτός ήταν ο Μπακ Μπάρτον! Το σερβίριζε - ή μάλλον προσπαθούσε να του σερβίρει». «Εδώ σερβίρουμε μόνο καφέ ή τσάι, κύριε», του έλεγε, κρατώντας ένα μικρό δίσκο με καφέ, γάλα και ζάχαρη. «Το μπαρ είναι εκεί, αλλά δεν έχει ανοίξει, ακόμη». «Τότε, κορίτσι μου, θα πιω το δικό μου ποτό και σ' ευχαριστώ». Έβγαλε ένα μπουκάλι και, χωρίς άλλες διαδικασίες, το έφερε στα χείλια του κι άρχισε να πίνει. «Ω, μα κύριε...». Η σερβιτόρα κοίταζε γύρω της, αβοήθητη. Τα μάτια της στάθηκαν στη Τζιλ και στον Ήβεραγκ. «Ειλικρινά, δεν επιτρέπεται», τους είπε. Τα μάτια του Μπακ ακολούθησαν τα δικά της, αλλά με κάποια αδράνεια, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. «Δόκτωρ Μάτσιντερ...». Η κοπέλα έκανε την έκκληση της στον πελάτη εκείνο που γνώριζε καλά. « Έχουμε κάτι δυσκολίες εδώ», είπε ο Ήβεραγκ στη Τζιλ. Μετά, την οδήγησε κοντά στο παράθυρο που βρισκόταν μακριά από την αναστάτωση του Μπακ κι ο ίδιος στράφηκε για να δει. «Τι λέει αυτή;», είπε ο Μπακ, δείχνοντας την σερβιτόρα. «Αυτή λέει ότι δεν είναι σωστό να πίνεις το δικό σου ποτό στο ξενοδοχείο. Δεν υπάρχει νόμος γραμένος γι' αυτό, αλλά εξυπακούεται ότι δεν πρέπει». «Κι εσύ τι είσαι;», ρώτησε ο Μπακ. «Αστυνομικός;» Η Ήβεραγκ γέλασε. « Όχι. Αλλά, μήπως θα είχες την καλωσύνη να κάνεις αυτό που σου είπε η κυρία;» Και, με ευγένεια, βούλωσε το μπουκάλι του Μπακ και του το έδωσε πίσω. «Ηλίθιε», είπε ο Μπακ, δείχνοντας τώρα, φανερά ίχνη μέθης. « Έχεις κολήσει σ' εκείνο το... όμορφο κορίτσι, έτσι; Αλλά εγώ την θέλω για πάρτη μου. Εγώ... εγώ... την ακολούθησα μέχρι εδώ, για τον εαυτό μου... Το αμάξι μου είναι έξω... να σου το δείξω».
Τα λόγια του είχαν αρχίσει να βγαίνουν ασυνάρτητα. Ο Ήβεραγκ κοίταξε τη σερβιτόρα, γελώντας. «Φέρε του λίγο μαύρο καφέ. Βάλτον στο λογαριασμό μου, σε παρακαλώ, Σέιλα. Θα συνέλθει άμα πιει λίγο». «Συγνώμη», στράφηκε στη Τζιλ. «Έπρεπε να βοηθήσω την καημένη τη Σέιλα. Είναι πολύ ευγενική, για να κρατήσει την τάξη». «Κι εσύ ήσουν ευγενικός», του είπε η Τζιλ. Θα προτιμούσε να δει κάποιον ν' αρπάζει τον Μπακ Μπάρτον από το σβέρκο και να τον πετάξει έξω από την πόρτα. «Ω, είναι πιο εύκολο να πείσεις κάποιον με την ευγένεια. Εξάλλου, τον λυπήθηκα τον καημενούλη. Πνίγει τις λύπες του στο ποτό, φαίνεται. Ή ακόμα χειρότερα, δημιουργεί προβλήματα στον εαυτό του, με το να πίνει τόσο πολύ». Άρχισε να κάνει μια περιγραφή για τη θεραπεία του αλκοολισμού, όταν η Τζιλ του θύμισε: «Έφερες το χάρτη σου;» «Ναι, τον έφερα. Αλλά λυπάμαι τόσο, Τζιλ - δεν σου το είπα, ακόμη. Τα παιδιά που έλπιζα ότι θα έρχονταν μαζί μας δεν μπορούν. Θα έπρεπε, ίσως, να σου το είχα πει, αλλά δεν είχα καιρό. Όπως και να είναι, είχα την ελπίδα ότι, έστω κι έτσι, μπορεί να ερχόσουν μαζί μου. Το θέλεις;» Η Τζιλ χρειάστηκε να σκύψει πάνω από το φλυτζάνι με τον καφέ της για να κρύψει το πρόσωπο της που, σίγουρα, πρόδινε την ευχαρίστηση που ένιωσε, ακούγοντας αυτή την είδηση. Πάνω από τον καφέ τους, ρίχτηκαν στη μελέτη του χάρτη κι ο Ήβεραγκ άρχισε να της εξηγεί πως έπρεπε να προσανατολιστούν, μετά να εξοικειωθούν με την περιοχή. Η Τζιλ προσπάθησε να κρατήσει την προσοχή της σ' αυτά που της έλεγε αλλά, μ' εκείνο τον άντρα στο ίδιο δωμάτιο, ήταν μάλλον δύσκολο. Δε μπόρεσε να μην κοιτάξει με τρόπο πίσω της, για να δει τι έκανε ο Μπακ. Είχε βάλει το μπουκάλι με το ουίσκι ξανά στην τσέπη του κι έπινε τον δυνατό του καφέ, κοιτάζοντας γύρω του, αφηρημένα. Κι όπως η Τζιλ τον κοιτούσε, ξαφνικά φάνηκε να την αναγνωρίζει. Σηκώθηκε και βάδισε, τρεκλίζοντας προς το μέρος τους. «Δεν είναι... ποτέ... ώστε εδώ είσαι, έτσι; Εδώ είσαι, έπρεπε να το φανταστώ. Ήξερα ότι θα έπεφτα πάνω σου, σύντομα». Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει και τότε, ο Ήβεραγκ επενέβη και σηκώθηκε όρθιος. «Ήσυχα!» του είπε γελαστά, αλλά σταθερά. «Δεν θέλεις να δημιουργήσεις προβλήματα, έτσι δεν είναι; Καλύτερα να καθίσεις εκεί, ώσπου να ξεκαθαρίσει το μυαλό σου. Εντάξει;» Είχε μιλήσει ευγενικά, αλλά ο μεθυσμένος άντρας δεν έλαβε υπόψη τα λόγια του.
«Και ποιος νομίζεις ότι είσαι;», ρώτησε άγρια. «Ε; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Αυτό είναι το κορίτσι μου, φίλε. Και να πάρεις τα χέρια σου από το κορίτσι μου. Αυτό... το κορίτσι δεν σε θέλει, βλάκα, δεν το βλέπεις; Μην την αγγίζεις γιατί αλλιώς...». Σήκωσε το δεξί του χέρι, αλλά ο Ήβεραγκ το έπιασε και το έβαλε σταθερά στην καρέκλα, πάλι. «Ήσυχα, παλιόφιλε», του είπε με την ίδια ηρεμία. «Κάθισε φρόνιμα, για λίγο». Τώρα, ο Μπακ κατεύθυνε τις παρατηρήσεις του στη Τζιλ. «Μαζί του είσαι, αγάπη; Όχι, θα έρθεις μαζί μου. Πολύ καλύτερα μαζί μου». Η Σέιλα είχε καλέσει τον υπεύθυνο του μπαρ και τώρα, εκείνος είχε έρθει, σφίγγοντας τη γραβάτα του γιατί ήταν έτοιμος ν' αρχίσει τη δουλειά. «Συγνώμη κύριε», είπε στον Ήβεραγκ. «Πάντα, κάποιος καταστρέφει την ησυχία των άλλων. Καθίστε ήσυχα κύριε, μ' ακούτε;» είπε δυνατά στον Μπακ που τον κοίταζε σα χαζός. «Η κυρία και ο κύριος δεν έχουν τίποτα μαζί σας». «Ας φύγουμε, ας φύγουμε», ικέτεψε η Τζιλ και ο Ήβεραγκ πήρε το χάρτη του και πήγε μαζί της στο γραφείο, όπου πλήρωσε. «Τρεις καφέδες», θύμισε στη σερβιτόρα, με χαμόγελο. «Θα σε πάω στο αγαπημένο μου μέρος, σε όλους εκεί-, νους τους λόφους», είπε ο Ήβεραγκ. «Υπάρχει μια πολύ όμορφη, μικρή λίμνη, είμαι σίγουρος πως θα σου αρέσει. Δεν είναι πολύ μακριά, ό,τι πρέπει για ένα ωραίο περίπατο». «Δε θέλω να χαλάσω το κέφι σου, Ήβεραγκ. Μήπως σε περιορίσω;» «Όχι, όχι. Δεν είμαι τόσο φανατικός για την απόστάση, ξέρεις. Θα γυρίσουμε το απόγευμα και θα πιούμε το τσάι μας εδώ. Ας ελπίσουμε ότι ο μεθυσμένος μας φίλος θα έχει φύγει, ως τότε. Παράξενος δεν ήταν; Έδειχνε να σε ξέρει, μάλιστα. Τον έχεις ξαναδεί ποτέ;» Η Τζιλ δεν πρόφερε ούτε ένα ψέμα αλλά, κουνώντας το κεφάλι της μ ένα χαμόγελο, σίγουρα, υπονόησε ένα. Μετά, ένιωσε άσκημα γι' αυτό. Αλλά στο τέλος, το ξέχασε τελείως.
Κεφάλαιο 14 Το ατύχημα «Τζιλ», είπε πάλι ο Ήβεραγκ, καθώς άρχισαν να βαδίζουν προς τους λόφους. «Θέλω να σε πάω κάπου που δεν έχεις ξαναπάει. Είναι ένας ελαφρύς περίπατος, δεν υπάρχει πολλή αναρρίχηση, μόνο λίγη προς το τέλος. Είχα την προνοητικότητα να φέρω μερικά σάντουιτς και ένα θερμός με καφέ στο σάκο μου. Έχεις καιρό;» «Είμαι εντελώς ελεύθερη», του αποκρίθηκε ήρεμα, δεν είναι ανάγκη να δείχνω τόσο πρόθυμη είπε στον εαυτό της. «Άλλωστε, πρέπει κανείς να επωφελείται κάθε μέρα απ' αυτό το θαυμάσιο μέρος. Εδώ ο αέρας μυρίζει υπέροχα». Πραγματικά, υπήρχε μια γλυκιά μυρωδιά από φρέσκα φύλλα. Τα δέντρα με τα ρείκια απλώνονταν παντού γύρω, πρασινίζοντας το ανθισμένο τοπίο. «Πρέπει να έρθεις τον Αύγουστο, μια φορά», είπε ο Ήβεραγκ. «Όλο αυτό το τοπίο βάφεται βιολετί και το φυλάνε για το μέλι, γίνεται βοσκή για τις μέλισσες. Ίσως, έρθεις πάλι, ξανά έτσι;» Η ερώτηση του δε χρειαζόταν απάντηση, παρά ένα καταφατικό νεύμα κι ένα χαμόγελο. Πήραν ένα δρόμο που η Τζιλ δεν είχε προσέξει πριν και τον ανέβηκαν αργά, γύρω από ένα ογκώδη λόφο. Καθώς βάδιζαν, πέρασαν από ένα ξεροπόταμο σκεπασμένο με θάμνους από σκουροπράσινο χρώμα, με πιτσιλιές κίτρινου και, καθώς η αύρα στροβιλιζόταν, ανάσαιναν την αρωματική μυρωδιά των σπάρτων. Ήταν ένα λιτό τοπίο, χωρίς λαμπερά χρώματα αλλά, αν κοίταζες πιο προσεκτικά θα έβλεπες, ανακατεμένα με τα ρείκια, μικροσκοπικά ανθάκια, κίτρινα και κόκκινα και γαλάζια. Έξαφνα, ένα πουλί υψώθηκε από κάτω, κοντά στα πόδια τους και πέταξε στον άνεμο, με τα φτερά του ολάνοιχτα, ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και, όλη την ώρα, το κελάδημά του κυλούσε προς τα κάτω, σαν τη βροχή. «Ένας κορυδαλλός!» είπαν και οι δυο μαζί και χαμογέλασαν με την
ευχαρίστηση που νιώθουν τόσο συχνά οι άνθρωποι μπροστά σ' αυτό το μικρό, καφετί πουλί. «Α, αυτό είναι που έχω ανάγκη να κάνω!» είπε η Τζιλ με χαμόγελο. «Μου χρειάζεται να υψώνομαι πάνω από τα πράγματα - σου το έχω πει κιόλας, έτσι δεν είναι;» «Μα περίμενε, ώσπου να δεις ένα αετό να πετά!» είπε ο Ήβεραγκ. «Αυτός είναι που έχει το μεγαλείο. Είναι συνηθισμένο να βλέπεις αετούς από ένα μέρος, λίγο μπροστά μας, ίσως είμαστε τυχεροί σήμερα. Ναι, ανεβαίνουμε στην κορυφή και σκεφτόμαστε ότι έχουμε την πιο υπέροχη θέα, αλλά εκείνος πετά ψηλά, πάνω από τα κεφάλια μας». Εκτός από τους αετούς, υπήρχαν κι άλλα όμορφα πράγματα, ολόγυρα. Σ' ένα σημείο, ανάμεσα σε δυο λοφοπλαγιές, είχαν μια ξαφνική θέα, καθαρή σαν κρύσταλλο, του Στράθμορ, των μικρών λιβαδιών του, ενός ποταμού μικρού και διάφανου και του δάσους με τις οξιές. Ο Ήβεραγκ χαμογέλασε με το εκστατικό πρόσωπο της Τζιλ. «Χαίρομαι που σ' έφερα, πιστεύω ότι είναι ο πιο ωραίος περίπατος στους λόφους απ' όλους, εδώ γύρω. Ω ναι, εδώ μπορείς να κάνεις πραγματική αναρρίχηση. Αλλά πρέπει να είσαι προσεκτικός γιατί, εδώ κι εκεί, ο βράχος είναι εύθραυστος, επικίνδυνος και μετά, υπάρχει μια ολισθηρή κατωφέρεια». «Κατωφέρεια;» Τότε, η Τζιλ, από κάποιες άλλες διακοπές της, θυμήθηκε τι ήταν η κατωφέρεια. «Δηλαδή, ασταθείς λόφοι;» «Ακριβώς. Μπορούν να πέσουν κάτω με μια χιονοστιβάδα, είναι πολύ επικίνδυνοι στην αναρρίχηση, καταστροφικοί για όποιον βρίσκεται από κάτω. Πρέπει να είναι κάποιος εξαιρετικά προσεκτικός, όταν κινείται εκεί, λένε πως ακόμη και μια δυνατή κραυγή θα μπορούσε να προκαλέσει μια πτώση». Σα να υπήρχε κίνδυνος, ακόμη και τώρα, τράβηξε τη Τζιλ στην άκρη του μονοπατιού, μακριά από τη λοφοπλαγιά. «Συνάντησα κάτι τέτοιο στην Περιοχή της Λίμνης», είπε η Τζιλ. «Κάποτε, πέρασα πολύ ωραίες διακοπές εκεί, με την αδελφή μου και την φίλη της. Φαντάζομαι ότι θα ξέρεις την Περιοχή της Λίμνης». «Ναι, εκεί έκανα τις περισσότερες αναρριχήσεις μου. Αλλά θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι προτιμώ αυτό εδώ το μέρος. Οι πρόγονοι του πατέρα μου κατάγονται από το Περθσάιρ, κοντά στο Άνγκους - της μητέρας μου από το Σκάι». «Γνωρίζω τόσα λίγα για σένα», είπε η Τζιλ σιγανά, έχοντας μισομετανιώσει για τα λόγια της, αμέσως μόλις τα είπε. «Τι υπάρχει για να σου πω; Είμαι ένας νοσοκομειακός γιατρός, όπως νομίζω ότι σου είπα. Για την ακρίβεια, ένας γενικός χειρούργος. Κι όπως επίσης σου είπα, το νοσοκομείο μας βρίσκεται σε μια μάλλον
υποβαθμισμένη περιοχή, με ελάχιστα δέντρα γύρω. Είμαστε ευχαριστημένοι, όταν δεν χρειαζόμαστε να βάλουμε τα κρεβάτια κοντά μαζί. Ξέρεις πως πάνε τα πράγματα με την Εθνική Υγεία, αυτές τις μέρες. Ποτέ δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά για όλα όσα χρειάζονται». «Και που μένεις; Έχεις ένα σπίτι μακριά από το νοσοκομείο ή μένεις στα περίχωρα;» «Μένω στο κέντρο αν κι έχω ένα σπίτι δικό μου στα περίχωρα. Μόνο το παντρεμένο προσωπικό μένει μακριά. Ένα μέλος από εμάς μοιράζεται τις υπηρεσίες ενός κηπουρού και μαγειρεύει τα γεύματα που δεν παίρνουμε στην καντίνα του νοσοκομείου». Τώρα, γιατί η Τζιλ αισθάνθηκε, ξαφνικά, τόσο ευχαριστημένη με την απάντηση του; «Πες μου για σένα», την παρακίνησε τώρα ο Ηβ. «Ω, εγώ για τον εαυτό μου, έχω να πω ακόμα λιγότερα. Οι γονείς μου, αλοίμονο, έχουν πεθάνει και οι δυο. Έχω μια μεγαλύτερη αδελφή που είναι παντρεμένη και μένει στον Καναδά, όπου ο άντρας της εργάζεται ως δασοκόμος. Έχει δυο παιδιά και είμαι μια αφοσιωμένη θεία, αν και λυπάμαι που δεν τα βλέπω συχνά. Έχω ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα και γνωρίζω πολλά κορίτσια και η φίλη της αδελφής μου, η Κάρολ, είναι για μένα μεγάλη βοήθεια και συγχρόνως, σύμβουλος μου». «Ναι. Αλλά λες ότι ο κόσμος είχε έρθει πολύ κοντά σου. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς εννοούσες». « Ότι νιώθω πνιγμένη. Δεν αισθάνεσαι ποτέ έτσι;» «Ναι, νομίζω πως ναι. Αλλά, από τη στιγμή που αυτό είναι στη φύση της δουλειάς μου, δε μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν μ' ενοχλεί με τον τρόπο που έχω την αίσθηση ότι ενοχλείσαι εσύ». «Τζιλ, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Όταν λες ότι ο κόσμος είναι πολύ κοντά γύρω σου, έχεις τίποτα ιδιαίτερο υπόψη σου;» Έγινε σιγή και μετά, η Τζιλ είπε: «Νομίζω ότι ξέρω τι εννοείς. Όχι. Δεν υπάρχει κανείς που θέλω να έχω κοντά μου. Κανείς απολύτως. Ποτέ δεν υπήρξε». Της έριξε μια πλάγια ματιά μέσα από τα γαλάζια διαπεραστικά του μάτια, μετά κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε. Αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Η Τζιλ αναρωτήθηκε αν ήταν αυτή η στιγμή για να είναι ανοιχτή μαζί του, να του πει για τον αρραβώνα της με τον Τίμοθι Μπράντλεϊ που τώρα, είχε διαλύσει και για την καταδίωξη που της έκανε ο Μπακ Μπάρτον. Αλλά το απέφυγε γιατί ήθελε ν' απολαύσει τη γαλήνη αυτής της μέρας. Το μονοπάτι τους οδηγούσε γύρω από το λόφο. «Έλα τώρα. θα πρέπει να περάσουμε από τα ρείκια», είπε ο Ήβεραγκ. «Δε σε πειράζει λίγο σκαρφάλωμα, σε πειράζει; Εντάξει με τα παπούτσια σου;»
«Τελείως εντάξει. Ανυπομονώ να πάμε εκεί». Ο Ηβ πέρασε το χέρι του κάτω από τον αγκώνα της, όταν ο δρόμος έγινε τραχύς. Πράγματι, ήταν μια δύσκολη αναρρίχηση που της έκοψε την ανάσα. Αλλά όταν έφτασαν στην κορυφή, κάτι άλλο την συνεπήρε, μια διαφορετική αίσθηση. «Ω!» έκραξε. «Τι όμορφα!». Ήταν μια μικρή, βουνίσια λίμνη, μ' ένα περίεργα συμμετρικό, στρογγυλό σχήμα που θύμιζε παραμύθι. Και ολόγυρα στην όχθη της, υπήρχε ένα κύκλος από νούφαρα. Τα πλατιά, πράσινα φύλλα απλώνονταν γύρω από τα μπουμπούκια των λουλουδιών, πάνω από το σκοτεινό, γυαλιστερό νερό. Αλλά - αυτό ήταν το πιο εξαιρετικό - ένα λουλούδι είχε ανοίξει, κατάλευκο, ένα θαύμα φωτεινότητας. «Ποτέ δεν είδα κάτι τόσο θεσπέσιο!» Ο Ήβεραγκ χαμογέλασε με τον ενθουσιασμό της. «Θα ήταν ακόμη πιο θεσπέσιο, αν τα λουλούδια όλα ήταν έξω. Θα έπρεπε να έρθουμε εδώ στα τέλη του Μαΐου ή τον Ιούνιο για να το δούμε αυτό. Και θυμήσου, το να προσπαθεί κανείς να μαζέψει νούφαρα, είναι ριψοκίνδυνη δουλειά: μπαίνει στον πειρασμό να σκύβει κι άλλο κι άλλο, προσπαθώντας ακόμη περισσότερο, ώσπου κατρακυλά, χωρίς να το καταλάβει». «Ξέρεις, μου αρέσει καλύτερα το ένα μοναχικό». Ο άντρας έμεινε σκεφτικός στα λόγια της και μετά, είπε: «Τζιλ, έχεις απόλυτο δίκιο. Είναι όπως με την ανθρώπινη ζωή, έτσι δεν είναι; Είναι η εικόνα ενός προσώπου καθαρού και λευκού στην ψυχή που είναι ολομόναχο στη μέση ενός μάλλον βρώμικου κόσμου, αλλά ανέπαφο απ' αυτόν. Ω, Χριστέ μου, με κάνεις ποιητή!» Το χαμόγελο του ήταν τρυφερό. Χρειάστηκε να στρέψει το κεφάλι της. Μετά, άρχισε ν' απασχολείται με το ν' ανοίγει το πακέτο με τα σάντουιτς που είχε βγάλει από το σάκο του. Υπήρχε ένα χωριστό πακέτο με κομμάτια από κέικ, αλειμένο με κίτρινο βούτυρο και λευκό, χωριάτικο τυρί. «Το κέικ της Μαίρης είναι περίφημο», είπε ο Ήβεραγκ με ικανοποίηση. «Χαίρομαι που το βλέπω. Δοκίμασε λίγο». Για λίγο, έφαγαν μαζί, συντροφικά. Μετά, ο Ηβ είπε, ξαφνικά: «Τζιλ! Ίσως δεν είναι τόσο καλή ιδέα για σένα να βρίσκεσαι ολομόναχη στο Λέτερκερν. Τι λες; Ξέρω ότι είναι μόνο για μερικές βδομάδες. Αλλά νομίζω ότι είσαι πολύ νέα για να ζεις ολομόναχη, μακριά απ' όλους τους ανθρώπους που ξέρεις». «Πολύ νέα!» είπε η Τζιλ. «Είμαι εικοσιπέντε στα εικοσιέξι». «Λοιπόν», είπε ο Ηβ με άνεση. «Σου ρίχνω αρκετά χρόνια, γιατί είμαι τριάντα τριών και πάω στα τριαντατέσσερα». «Και όπως και να είναι», είπε η Τζιλ, με όση πειθώ μπορούσε να μαζέψει, «απολαμβάνω τη συντροφιά με τον εαυτό μου. Η Κατριόνα
Ράτρεί από την αγροικία έρχεται, μερικές φορές. Ξέρεις, με βοηθά στο λεωφορείο του σχολείου, εκεί την πρωτοσυνάντησα. Και υπάρχει εκείνη η κυρία στο μαγαζί και η σερβιτόρα στο Λέτερκερν Χοτέλ». Το γέλιο της, παρόλη της την προσπάθεια, ακούστηκε λυπητερό. «Και έχει έρθει κάποιος γνωστός μου από το Λονδίνο και μένει στην αγροικία. Είναι αναλυτικός χημικός». «Ω, ωραία», δέχτηκε όσα του είπε ο Ηβ αλλά σα να ήταν αβέβαιος για το νόημα των λόγων της, την κοίταξε για μια δυο στιγμές. «Πρέπει να με συγχωρέσεις. Είμαι άξεστος και δεν έχω τρόπους». Η Τζιλ γέλασε μαζί του, μουρμουρίζοντας μια άρνηση. «Οχι, όχι, δεν είσαι». Θα ήθελε να πει, μου αρέσεις πιο πολύ έτσι. «Αυτό που θέλω να ρωτήσει είναι: Είναι αυτός ο αναλυτικός χημικός που ανέφερες φίλος σου;» «Όχι. Όχι, δεν είναι. Και δεν του ζήτησα εγώ να έρθει εδώ. Δεν ήθελα να έρθει. Δεν ήρθε για να μείνει, άλλωστε αλλά η Κατριόνα τον προσκάλεσε να μείνει για λίγο στη φάρμα». «Θα του αρέσει εκεί», είπε ο Ήβεραγκ, πολιτισμένα. Αλλά η Τζιλ πρόσεξε ότι ο άντρας άρχισε να μαζεύει το θερμός και τα κύπελλα και να τα βάζει πάλι μέσα στο σάκο. «Νομίζω ότι πρέπει να φεύγουμε. Θα πρέπει να αφήσουμε αρκετό καιρό για μια μικρή ξεκούραση στο δρόμο μας πίσω. Όχι κι άλλο περπάτημα για σένα, μόνο όσο μπορείς ν' απολαύσεις». Η Τζιλ, με μεγάλη της λύπη, είπε αντίο στη λιμνούλα και στα νούφαρα της, ήταν σα ν' αποχαιρέτιζε περισσότερα πράγματα: την ώρα της οικειότητας και της κατανόησης με τον Ήβεραγκ που κάποιος παγερός άνεμος φαινόταν να ταράζει από καιρό σε καιρό, ένας άνεμος σαν εκείνον που τάραζε την επιφάνεια της λίμνης του βουνού. Τι το είχε προκαλέσει αυτό; Η αναφορά στον καημένο τον Τίμοθι; Αν ήξερε εκείνος πως ένιωθε η Τζιλ! «Ελπίζω ότι αισθάνεσαι καλύτερα εδώ, απ' όσο στο Λονδίνο», της είπε ο Ήβεραγκ, καθώς πήγαιναν προς το σπίτι. «Αν ένιωθες «πνιγμένη», ήρθες στο πιο κατάλληλο μέρος για να συνέλθεις». «Ναι, αλήθεια. Έχω αγαπήσει την ησυχία και την απομόνωση αυτής της περιοχής». Αλλά δεν είμαι πια ήσυχη, θα ήθελε να προσθέσει μα δεν τόλμησε να το πει δυνατά. Ίσως, ο τόνος της φωνής της να έκφραζε τα λόγια που δεν είπε γιατί ο συνοδός της την κοίταξε παράξενα. «Αλλά όχι τόσο όσο στην αρχή, έτσι;» την πείραξε ευγενικά. Εκείνη τη στιγμή, η Τζιλ είχε την έντονη επιθυμία να του πει για τον Μπακ Μπάρτον και για την αναστάτωση -ακόμη και τον φόβο - που είχε φέρει στη ζωή της, να ζητήσει τη συμβουλή του, αν όχι την προστασία του. Αλλά εκείνη η δυσάρεστη σκηνή στο ξενοδοχείο πάγωσε
την απόφαση της. Η ώρα πέρασε, μιλώντας για απλά πράγματα, για το σχήμα ενός σύννεφου, για μια ματιά σ' ένα πουλί που έτρεχε ανάμεσα στα ρείκια, για τις σποραδικές ψιχάλες της βροχής που έπεφτε.
*** Βάδιζαν σ' εκείνο το σημείο του μονοπατιού που διέτρεχε την κατωφέρεια της πλαγιάς κι ήταν τόσο απορροφημένοι από την κουβεντούλα τους που ο Ήβεραγκ ξέχασε να την τραβήξει στο πλάι. Ξαφνικά, ένα σκόρπισμα από πέτρες προσγειώθηκε στα πόδια τους . Η Τζιλ κραύγασε, καθώς μια πέτρα την χτύπησε στο κόκαλο του αστραγάλου και σταμάτησαν κι οι δυο. Ο Ήβεραγκ στάθηκε συνοφρυωμένος, κοιτάζοντας την πλαγιά, προσπαθώντας να δει, όμως, η θέση του ήλιου, πίσω από το βουνό, θάμπωνε τη θέα. Τότε, ο Ηβ είπε: «Υπάρχει κάποιος εκεί πάνω που κινείται. Τον βλέπω, όταν ανεβαίνει από τον ορίζοντα. Τον βλέπεις; Τον ανόητο! Τι νομίζει πως κάνει;» Η Τζιλ ακολούθησε το βλέμμα του με το δικό της αλλά, στην αρχή, δε μπόρεσε να δει τίποτα. Μετά, είδε να εμφανίζεται η σιλουέτα ενός άντρα. Πραγματικά, πηδούσε γύρω, σα να έκανε ένα είδος γυμναστικής ή χορού, στηριζόμενος από το ένα πόδι στο άλλο, κυματίζοντας τα χέρια του και φωνάζοντας. «Ίσως, φοβάται ο καημένος!», είπε ο Ηβ και μετά, πρόσθεσε: «Είναι σα να προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή μας. Μπορεί να έχει χάσει το κεφάλι του, όπως κι εσύ. Δεν είναι κανείς μαζί του!» Ακούστηκε ένα κομμάτιασμα στους βράχους της πλαγιάς. Ο Ήβεραγκ έβαλε τη Τζιλ ν' ακουμπήσει σε μια πέτρα, στο πλάι του μονοπατιού. «Μείνε εδώ, Τζιλ. Για κάτι επείγον. Αναρωτιέμαι πως ανέβηκε εκεί πάνω ο τύπος, αφού είναι τόσο άπειρος». Ένας καταρράκτης από μικρές πέτρες έπεσε ξανά πάνω στο μονοπάτι. «Δε μπορώ να κάνω τίποτα. Φαίνεται να προσπαθεί στ' αλήθεια, να ξεκολήσει την κατωφέρεια». Σαν επιβεβαίωση στα λόγια του, ακολούθησε ένας δεύτερος χείμαρρος από πέτρες. Τώρα, ο άντρας στην πλαγιά ήταν πιο κοντά, είχε γλιστρήσει λίγο κάτω, είτε από ατύχημα, είτε σκόπιμα, δεν ήξεραν. Φώναζε πιο δυνατά ακόμη, με μια άγρια, βραχνή φωνή. «Δώσε μου την ευχή σου!» είπε ο Ήβεραγκ. «Νομίζω ότι είναι ο μεθυσμένος μας φίλος από το ξενοδοχείο!». Πραγματικά, ήταν δυνατό, τώρα, να βγάλουν μερικά από τα λόγια του. «Θα σας πιάσω και τους δύο! Θα σας κανονίσω, καταραμένοι!»
«Πρόσεξε!» φώναξε ο Ήβεραγκ και η Τζιλ τραβήχτηκε γρήγορα, πίσω από την πέτρα. Άλλος ένας σωρός από πέτρες εκσφενδονίστηκε κάτω. «Σταμάτα εσύ, εκεί πάνω!» έκραξε ο Ήβεραγκ. «Θες να σκοτωθείς; Κάτσε ήσυχος. Κοίτα, μείνε ακίνητος, ηρέμησε. Θα ανέβω να σε βοηθήσω». Ένα δυνατό ξέσπασμα γέλιου ήταν η μοναδική απάντηση και μια κίνηση που έριξε κι άλλες πέτρες. Μετά, έξαφνα ακούστηκε μια κραυγή και, μ' ένα ανέμισμα των χεριών του, ο άντρας γλίστρησε προς τα εμπρός και κάτω, για να πέσει με το κεφάλι στην κατωφέρεια, σαν μια μικρή χιονοστιβάδα. Τον κοιτούσαν, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, καθώς κυλιόταν και έπεφτε κάτω. Τελικά, στάθηκε σε μια μακρουλή προεξοχή βράχου που πρόβαλε σαν μια στενή νησίδα, στη μέση της θάλασσας. «Σκοτώθηκε!», είπε η Τζιλ, με στεγνό στόμα. Και μετά της είπε: «Μόνος του σκότωσε τον εαυτό του». Και πάλεψε να διώξει την απρεπή σκέψη της που έλεγε: τι ανακούφιση! Αλλά, από το μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος, άκουσαν τον άντρα να θρηνεί: δεν ήταν σκοτωμένος. «Πρόσεχε, κι άλλες πέτρες μπορεί να κυλήσουν», είπε γρήγορα ο Ηβ στη Τζιλ. «Μα εσύ...». Η Τζιλ, έχοντας χάσει το χρώμα της, τον είδε να σκαρφαλώνει γρήγορα στο σταθερό μέρος της λοφοπλαγιάς, με χέρια και με πόδια, ώσπου ήρθε στο επίπεδο του πεσμένου άντρα. «Τι πας να κάνεις; Δεν θα μπλεχτείς εκεί». Μα αυτό θα έκανε ο Ήβ. Τρέμοντας, ιδρωμένη, τον κοίταζε που δοκίμαζε την πλησιέστερη κατωφέρεια με το πόδι του. Μετά, κάθισε κάτω και προχώρησε στην προεξοχή του βράχου - ύστερα, αργά αργά, προσεκτικά, σύρθηκε πάνω του. Σε μια στιγμή, στάθηκε ορθός και βάδισε ισορροπώντας σαν σχοινοβάτης. Κατόπιν, κατέβηκε πάλι, σε μια σκυφτή στάση. Η Τζιλ ένιωσε ν' αρρωσταίνει από τον τρόμο. Ο Ηβ έφτασε στον πεσμένο άντρα που ήταν κουλουριασμένος σε μια σχεδόν αφύσικη στάση, άναρθρες κραυγές έβγαιναν από το στόμα του. Ο Ηβ σηκώθηκε όρθιος, προσπαθώντας να ισορροπήσει, η Τζιλ τον είδε να παίρνει τον σάκο του από την πλάτη του και να τον ανοίγει. «Πρόσεξε! Πρόσεξε!» έλεγε συνέχεια με τα ξερά της χείλη. Μετά, τον είδε να παίρνει κάτι από τον σάκο, με το κεφάλι ψηλά, στερέωσε δυο μικρά αντικείμενα μαζί, κρατώντας το ένα πάνω, ψηλά στο φως. Έπειτα σιγά σιγά, άρχισε πάλι να κατεβαίνει κι η Τζιλ μπορούσε μόνο να υποθέσει ότι είχε πάρει κάποιο φάρμακο για τον πόνο, γιατί οι κραυγές σταμάτησαν. Δεν ακουγόταν ήχος, αλλά ο αδύνατος ψίθυρος του
ανέμου και ο δυνατός χτύπος της καρδιάς της. «Μπορείς να κατέβεις, τώρα;» είπε σιγανά, έτσι που ο Ηβ δεν την άκουγε. «Σε παρακαλώ, κατέβα κάτω». Αλλά εκείνος δεν την άκουσε, σίγουρα, δεν την πρόσεχε. Ήταν απασχολημένος με το να κάνει κάτι που η Τζιλ δεν μπορούσε να δει. Ένας μικρός σωρός από πέτρες μαρτυρούσε ότι είχε κάνει μια απρόσεκτη κίνηση. «Ήβεραγκ, πρόσεξε. Δε μπορείς να κατεβείς;» Δεν αξίζει τον κόπο να ριψοκινδυνεύσεις τη ζωή σου γι' αυτόν, θα ήθελε να του πει. «Μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω;» «Έχεις κάποιο πανί ή κάτι τέτοιο κάτω από το αδιάβροχό σου;», της φώναξε. Ευχαριστημένη που της δόθηκε μια ευκαιρία να κάνει κάτι, αποκρίθηκε: «Ναι. Θα σου το δώσω. Θέλεις και το αδιάβροχο;» «Όχι. Φόρεσε το ξανά, θα σου χρειαστεί. Αλλά, θα ήθελα το πανί, για να κάνω ένα μαξιλαράκι για το λαιμό του». Βάδιζε προς τα πίσω, κατά μήκος της προεξοχής του βράχου. «Μείνε εκεί που είσαι», του φώναξε. «Μπορώ ν' ανέβω πάνω». «Όχι, όχι, μην το κάνεις αυτό». Μα, προτού τελειώσει τα λόγια του, εκείνη είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει στο σταθερό μέρος του λόφου, προσπαθώντας να θυμηθεί τα στηρίγματα που είχε βρει ο Ηβ για τα πόδια και τα χέρια. Με όσο περισσότερη ψυχραιμία διέθετε, κατανικώντας το φόβο της, ανέβηκε στο σημείο που ήταν απέναντι στον Ήβεραγκ. Εκείνος την κοίταγε με προσοχή και μετά, είπε ήρεμα: «Μπράβο, Τζιλ». Κατόπιν, όπως εκείνη έτρεμε σύγκορμη, ζυγώνοντας στην προεξοχή του βράχου, ο Ηβ της είπε γρήγορα: «Μείνε εκεί που είσαι. Μόνο, προσπάθησε να μου ρίξεις το πανί». Επιδέξια, άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το μαντήλι που του έριξε η Τζιλ. «Τώρα, μείνε εκεί, ώσπου να έρθω σε σένα. Θα σε βοηθήσω να κατέβεις κάτω». Τα χέρια του κινιόνταν εδώ κι εκεί, πάνω από το φτωχό, ανθρώπινο πεσμένο κορμί, η Τζιλ δε μπορούσε να κοιτάξει, μια φορά, όταν έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τα δάχτυλα του, κόκκινα και καταϊδρωμένα. Φαινόταν να έχει περάσει μια αιωνιότητα - αλλά θα μπορούσαν να ήταν μόνο λίγα λεπτά - ώσπου να βρεθεί ο Ήβεραγκ πλάι της, στη λοφοπλαγιά. «Έχει πληγωθεί βαριά;» ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή κι εκείνος αποκρίθηκε:
«Φοβάμαι πως ναι. Είναι ευτύχημα που δεν σκοτώθηκε. Αλλά έχει σπάσει και τα δυο του πόδια - κι έχει τσακίσει το κλειδοκόκαλό του. Εξάλλου, φοβάμαι πως έχει παντού μώλωπες και χτυπήματα. Τώρα, θα κατέβουμε κάτω, μόνοι μας». Ο Ήβεραγκ γλίστρησε πλάι της κι άρχισε να κατεβαίνει πρώτος, ήταν εύκολο, σχεδόν ευχάριστο να τον ακολουθεί, χρησιμοποιώντας τα στηρίγματα που έβρισκε εκείνος. Η Τζιλ πήρε βαθιά ανάσα, όταν επιτέλους, στάθηκαν μαζί στο μονοπάτι, ξανά. «Πως θα τον κατεβάσουμε;» «Δε μπορώ να καταφέρω κάτι τέτοιο μόνος μου. Θα γυρίσω πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, στο Κιουχάριτι. Υπάρχουν τρία συνεργεία διάσωσης. Θα πρέπει να βιαστούν, δεν θα νιώθει και πολύ ζεστά εκεί πάνω ο τύπος, έτσι που είναι σκεπασμένος μόνο με το αδιάβροχό μου». «Θα ήθελα να μπορούσα να σε βοηθήσω», είπε η Τζιλ, αλλά τρομοκρατήθηκε, όταν εκείνος της είπε: «Ναι, μπορείς. Θέλω να μείνεις εδώ, Τζιλ και να καθοδηγήσεις το συνεργείο διάσωσης, όταν έρθει. Μπορεί να μην τον βρουν, εκεί πάνω που είναι κρυμένος. Δεν θα καθυστερήσουν πολύ, ίσως μια ώρα ή μιάμιση. Μπορείς να μείνεις εδώ μόνη σου; Πρέπει να βαδίζεις πάνω και κάτω. για να κρατηθείς ζεστή, αγαπητή μου. Ω, και μην ανησυχείς για τον καημένο τον φίλο μας... Δεν θα νιώσει τίποτα μέχρι εκείνη την ώρα, του έδωσα ένα αναισθητικό». «Θέλω να έρθω μαζί σου». « Όχι, Τζιλ. Σε παρακαλώ, μείνε. Μην ανησυχείς για το πως αισθάνεται γιατί...». «Μα - μη μ' αφήνεις εδώ μόνη μου μαζί του! Ήβεραγκ, δε μπορώ να μείνω τόσο κοντά του». Αλλά ο Ήβεραγκ είχε φύγει, διέσχιζε το μονοπάτι με μεγάλες δρασκελιές. Πως μπορείς να είσαι τόσο σκληρή; είπε στον εαυτό της, ενώ τα μάτια της γέμιζαν με τρόμο. Αλλά συνειδητοποίησε ότι ο Ηβ δεν είχε ιδέα πως εκείνη γνώριζε τον Μπακ Μπάρτον. Εν πάσει περιπτώσει, γιατί φοβόταν ένα αναίσθητο άντρα; Μάλωσε τον εαυτό της για την υπερβολική ανησυχία της κι άρχισε να βαδίζει πάνω και κάτω. Οι κραυγές των μοναχικών πουλιών και η φωνή του ανέμου ήταν οι μόνοι ήχοι που άκουγε. Αισθάνθηκε μια απέραντη μοναξιά.
Κεφάλαιο 15 Μια εξομολόγηση Ήταν σαν ένας εφιάλτης - η μοναξιά, η απόκοσμη σιγή που την διέκοπτε μόνο ο στεναγμός του αγέρα ή το λυπητερό κάλεσμα από κάποιο πουλί, ποτέ πριν δεν είχε νιώσει πόσο μελαγχολικοί ήταν αυτοί οι ήχοι! Και πέρα απ' όλα αυτά, το κορμί της μούδιαζε από το κρύο - ή δεν ήταν τόσο το κρύο, όσο η σκέψη εκείνου του άντρα που ήταν γερμένος τόσο κοντά της και δεν υπήρχε κανένας άλλος; Μα είπε στον εαυτό της: Δεν τον φοβάμαι, πια. Είναι αβοήθητος, ίσως να πεθαίνει. Και, σ' αυτή τη σκέψη, ένιωσε συμπόνια γι' αυτόν αλλά, σε άλλες στιγμές, αισθανόταν αηδία και οργή εναντίον του, όταν σκεφτόταν πως είχε προσπαθήσει να τους βλάψει - να τους σκοτώσει, αν μπορούσε - κι αυτήν και τον Ήβεραγκ. Τόσο το κορμί της, όσο και το μυαλό της ήταν τεντωμένα, κατακλυσμένα από υπερένταση. Περπάτησε ολόγυρα για να ξεμουδιάσουν τα μέλη της. Ο ήλιος θ' αργούσε ακόμη να δύσει, αλλά ένα αργό σούρουπο είχε αρχίσει να βυθίζεται πίσω από το βουνό. Θα έβλεπε το μακρύ, βόρειο λυκόφως, μα τι θα γινόταν αν δεν ερχόταν το συνεργείο διάσωσης; Αν ο Ήβεραγκ δεν είχε μπορέσει να έρθει σε επαφή μαζί τους κι αν η Τζιλ νυχτωνόταν εδώ, με τον τραυματισμένο άντρα κοντά της; Oι φόβοι της μεγάλωναν, καθώς άκουγε, που και που, τα βογγητά του. Τι θα γινόταν αν ξανάβρισκε τις αισθήσεις του και ξανάρχιζε να πονά; Πως θα τον περιποιόταν, πως θα μπορούσε έστω και να πάει κοντά του, χωρίς δυσκολία; Μετά από ένα ατέλειωτο διάστημα, άκουσε φωνές να την καλούν. «Ε, ε! Είσαι εκεί;» Και μετά, ακούστηκαν ελαφρά βήματα που έτρεχαν. Ήταν τρεις άντρες - ο ένας τους ήταν ο αγαπημένος της Φλόρα, ο Άνγκους. Την γνώρισε. «Γεια σου, Τζιλ. Που είναι;» «Είναι εκεί πάνω, ανάμεσα στην κατωφέρεια. Κοιτάξτε εκεί όπου
προεξέχει εκείνο το μακρύ κομμάτι βράχου». «Ωραία. Εντάξει.» «Πρέπει να προσέξετε την κατωφέρεια». Ο άντρας έκανε μια γκριμάτσα. «Το ξέρουμε!» Άρχισαν ν' ανεβαίνουν από την σταθερή πλευρά του λόφου. Ένας άντρας μετέφερε το καραβόπανο του φορείου στην πλάτη του, ενώ ο καθένας από τους άλλους κρατούσε από ένα κοντάρι. Η Τζιλ κοιτούσε άφωνη τους άντρες που σέρνονταν, όπως είχε κάνει ο Ήβεραγκ, για να φτάσουν στον πληγωμένο. Έκλεισε τα μάτια της, καθώς άρχισαν να τον ξαπλώνουν στο φορείο. Εκείνος έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή, η Τζιλ φοβήθηκε ότι θα συνερχόταν ξανά. Αλλά δεν ακούστηκε άλλη κραυγή. Οι άντρες γλίστρησαν τα δυο κοντάρια και μετά, προσεκτικά - ω, πόσο προσεκτικά! - ορθώθηκαν σαν σχοινοβάτες και πήγαν στην πλαγιά. Ο ένας κατέβηκε κάτω πρώτος, ακολούθησε ένας δεύτερος και, καθώς ο τρίτος άντρας έγειρε το φορείο και το έσπρωξε κάτω, το κατέβασαν αργά, πάρα πολύ αργά, με εξαιρετική προσοχή. Οι δύο άντρες μετέφεραν το φορείο μ' ένα γρήγορο αλλά ψύχραιμο ρυθμό. Ο τρίτος, πλάι στη Τζιλ, της έδωσε το χέρι του για να κατέβει. Είχε κοιτάξει το πρόσωπό της και μετά, είπε κωμικά: «Ίσως θα έπρεπε να βρίσκεστε εσείς στο φορείο». Η Τζιλ αισθάνθηκε δυσάρεστα που ο άντρας είχε παρατηρήσει την κατάστασή της, έτσι που ήταν κατάχλωμη και έτρεμε σύγκορμη. Είχαν ένα φορτηγό, με την πόρτα ανοιχτή να τους περιμένει εκεί όπου το μονοπάτι ήταν αρκετά πλατύ. Με επιδέξιες κινήσεις, μετέφεραν τον άντρα μέσα και τον σκέπασαν με κουβέρτες, δίνοντας στη Τζιλ το αδιάβροχο του Ήβεραγκ, που είχε αποδειχθεί πολύ χρήσιμο. Κατόπιν, μπήκαν όλοι μέσα κι η Τζιλ τους ακολούθησε. Η τραχύτητα του δρόμου έκανε τον δύστυχο Μπακ να βογγά. Ένας άντρας τον παρηγόρησε: «Ησύχασε, φίλε. Σύντομα θα γίνεις καλά». Έσυραν το αμάξι το πάρκιν του Κιουχάριτο Χοτέλ, όπου περίμενε ένα ασθενοφόρο. Ο Ήβεραγκ περίμενε κι αυτός εκεί και τους άνοιξε την πόρτα. Μετά, βοήθησε τη Τζιλ να κατέβει. «Ευχαριστώ, αγαπητή μου», της είπε. Μετά, πήγε να βοηθήσει ξανά τον χτυπημένο. «Το επόμενο πράγμα που θ' αντικρύσει θα είναι ο θάλαμος του νοσοκομείου», είπε εύθυμα, όταν γύρισε πίσω. «Πόσο κρυώνεις, Τζιλ. Τρέμεις ολόκληρη. Έλα, φόρεσε αυτό». Πέρασε ένα χοντρό σακάκι στους ώμους της και της το κούμπωσε, σα να ήταν παιδί. «Η γυναίκα του βοσκού μου είπε να του το δανείσω. Κι εδώ, υπάρχει ένα ζεστό ρόφημα. Έλα», της είπε, ρίχνοντας τσάι από ένα
φλασκί. «Πιες λίγο». Το ζεστό τσάι σταθεροποίησε το τρεμάμενο σώμα της Τζιλ και μια ευλογημένη ζεστασιά την τύλιξε. «Τώρα, καλά θα κάνεις να πας στο σπίτι του, ένα ζεστό κρεβάτι σε περιμένει. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να οδηγήσεις πίσω, στο Λέτερκερν». «Είμαι εντελώς καλά», είπε ψυχρά η Τζιλ - κι ήταν σαν όλη της η παγωνιά να είχε πάει στα λόγια της. «Καλύτερα να φροντίσεις τον εαυτό σου. Να, πάρε το αδιάβροχό σου». Ο Ηβ την κοίταξε σαστισμένος. Αλλά στην τεταμένη κατάσταση που βρισκόταν η Τζιλ, η αμηχανία του δεν την συγκίνησε καθόλου. «Είμαι μια χαρά», επέμενε και, πηγαίνοντας κάπως κλονισμένα προς το αυτοκίνητο της, μπήκε μέσα και άρχισε να το οδηγεί, ευτυχώς για την αξιοπρέπεια της, το άσχημο χτύπημα μπροστά δεν εμπόδισε το ξεκίνημα του αυτοκινήτου.
* * * Πράγμα παράξενο, η Τζιλ κοιμήθηκε βαθιά εκείνη τη νύχτα. Κι ακόμη, αισθανόταν μια θαυμάσια ασφάλεια, ξέροντας ότι εκείνος ο τρομερός Μπακ Μπάρτον ήταν ακινητοποιημένος. Ελπίζω ότι δε θα μπορέσει να σηκωθεί για πολλές μέρες, είπε με εκδικητικότητα μέσα της. Σχεδόν - μα όχι! αυτό θα ήταν κακεντρέχεια - έφτασε στο σημείο να εύχεται κρυφά το θάνατό του Έγειρε στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας την λύτρωση της. Δεν είχε προλάβει να πιει το τσάι της, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Φόρεσε τη ρόμπα της και πήγε στην πόρτα, νομίζοντας ότι θα της είχε φέρει κάποιο γράμμα ο ταχυδρόμος. Αλλά μια σκοτεινή σιλουέτα στην άλλη πλευρά της γυάλινης πόρτας, έδειξε ότι κάποιος έστεκε εκεί. Την άνοιξε για τον Ήβεραγκ. «Πως είσαι, Τζιλ;» «Πως είμαι; Εντάξει. Εσύ;» Προσπάθησε να φανεί ευπρεπής, αν και τα μαλλιά της ήταν ακόμη αναστατωμένα από το μαξιλάρι. «Ήρθα πολύ νωρίς. Αλλά, ήθελα να σου επιστρέψω το μαντήλι που πήρα από το νοσοκομείο χτες τη νύχτα, όταν πήγα να δω πως πήγαινε ο μυστηριώδης μας πληγωμένος. Είναι πλυμένο, ξέρεις - η καλή μας Μαίρη, πάλι!» «Θες να πεις ότι πήγες, αλήθεια, να δεις τον «μεθυσμένο μας φίλο» όπως τον αποκαλούσες χτες βράδυ;» «Ναι, ε, δεν είναι και τόσο μακριά, τον ξέρω τον δρόμο. Κι ανησυχούσα για το πως ήταν, ο φουκαράς. Έχει χτυπηθεί άσχημα, ξέρεις». Σταμάτησε κι η Τζιλ κατάλαβε πως ο άντρας περίμενε να του κάνει
κάποια ερώτηση. Μετά από λίγο, η κοπέλα ρώτησε: «Λοιπόν, πως είναι;» «Εκτός κινδύνου», της αποκρίθηκε. «Τα τραύματα στο κεφάλι του δεν είναι τόσο σοβαρά όσο φοβόμουνα, παρότι έχει ραγίσει το κρανίο του». Ο τόνος του που ήταν γεμάτος ενδιαφέρον την εξαγρίωσε - αν και, στο κάτω κάτω, εκείνος δεν ήξερε πόσο ανάξιος ήταν ο «πληγωμένος» του. «Θα περιμένεις ώσπου να ντυθώ», ρώτησε, προσθέτοντας ψυχρά: «Δεν πήρα το πρωινό μου, ακόμη». «Συγνώμη! Θα φύγω». «Όχι, σε παρακαλώ, μείνε. Πιες ένα καφέ μαζί μου». «Εντάξει. Στο μεταξύ, θα ρίξω μια ματιά στη βρύση της κουζίνας σου». Καθώς έπιναν τον καφέ τους, ο Ηβ της είπε: «Τζιλ, είχα κι άλλο λόγο για να έρθω εδώ, σήμερα. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου τώρα στο νοσοκομείο, να τον δεις;» «Εγώ; Για ποιο λόγο; Όχι!» «Ω, συγνώμη. Είχα την εντύπωση πως θα νοιαζόσουν. Δεν κατάλαβα καλά κάτι που μου είπες τότε, αλλά αργότερα, σχημάτισα την ιδέα ότι τον γνώριζες. Έτσι είναι; Αυτό θα ήταν θαυμάσιο, γιατί όλοι πιστεύουν ότι είναι ένας απλός επισκέπτης, ένας τελείως ξένος σ' αυτά τα μέρη. Δεν ξέρουν ποιον να ενημερώσουν. Τον γνωρίζεις;» Τώρα, ήταν η στιγμή της αλήθειας! Η Τζιλ άρχισε να κουνά το πιατάκι με τη μαρμελάδα εδώ κι εκεί στο τραπέζι. «Λοιπόν» είπε στο τέλος «είναι περίεργο, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι κάποιος που έχω συναντήσω μια-δυο φορές στο Λονδίνο. Για πολύ λίγο». «Ώστε, δεν τον ξέρεις καλά;» «Όχι, όχι! Κι αυτό που ξέρω το απεχθάνομαι πολύ». Ξαφνικά, η Τζιν ξέσπασε: «Ο άνθρωπος είναι σκέτη καταστροφή. Σπαταλάς τον χρόνο σου μαζί του. Ω, ξέρω ότι αυτό ακούγεται σκληρό, μόνο. Αλλά μου δημιούργησε τόσα προβλήματα, χωρίς να φταίω σε τίποτα. Με βασάνισε, μου έδιωξε τη γαλήνη του. Κατάστρεψε τη σχέση μου με τον αρραβωνιαστικό μου». «Είσαι αρραβωνιασμένη, λοιπόν; Μα δε φοράς δαχτυλίδι». «Δεν είμαι αρραβωνιασμένη, τώρα πια. Το διαλύσαμε. Θυμάσαι που σου το είχα πει; Ω, όχι εξαιτίας αυτού εδώ μόνο, υπήρχαν κι άλλα πράγματα». Ο Ηβ έβγαλε ένα στεναγμό και χαμογέλασε. Αλλά το μυαλό του ήταν ακόμη σε κάτι άλλο. «Ωραία, τότε, θα έρθεις στο νοσοκομείο μαζί μου; Ελπίζω ότι θα
έχει λογικευτεί τώρα. Αν σε γνωρίσει, θα σε θεωρήσει απλά, ως μια φίλη. Τουλάχιστον, μπορείς να τους δώσεις το όνομα του - δεν ξέρουν ούτε κι αυτό ακόμη, γιατί δεν είχε χαρτιά μαζί του στο αυτοκίνητο του. Και ίσως, θα μπορούσες να πεις που μένει και που εργάζεται, έτσι που να μπορούν να ενημερώσουν τους φίλους και τους συγγενείς του για το τι του συνέβη. Βέβαια, καλό θα ήταν να έδινες σε μένα τα στοιχεία. Μόνο θέλω να ξέρεις ότι δεν υπάρχει τίποτα για να φοβάσαι. Τίποτα απολύτως. Μπορείς να πας και να δεις αυτό τον άντρα γιατί, απλά δεν τον φοβάσαι καθόλου». «Θα έρθεις μαζί μου;» «Φυσικά. Θα σε πάω εγώ». «Ωραία. Θα πάμε μαζί, λοιπόν» είπε η Τζιλ και, όπως είχε κάνει εκείνος προηγουμένως, έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό. «Αλλά δε νομίζω ότι συνειδητοποίησες το γεγονός πως ήθελε να μας σκοτώσει», του είπε, καθώς πήγαιναν προς το αυτοκίνητο. Ο άντρας την κοίταξε λοξά. «Ω, σίγουρα όχι. Γιατί να το ήθελε;» «Σου λέω ότι προσπάθησε σκόπιμα να προκαλέσει πτώση στην κατωφέρεια του λόφου. Αλλιώς, για ποιο λόγο θα πηδούσε έτσι ολόγυρα και θα μας φώναζε; Ηταν τόσο απορροφημένος με το να μας κάνει κακό που ξέχασε τη δική του ασφάλεια. Σου το ξαναλέω, διακινδύνεψες τη ζωή σου για κάποιον που δεν το αξίζει ούτε στο ελάχιστο. Να γιατί δε μπορώ να τον συγχωρήσω πραγματικά». «Μα γιατί να έκανε κάτι τέτοιο;» «Γιατί θα σκέφτηκε ότι είμαστε φίλοι. Με είδε στο Λέτερκερν και φρόντισε να μη με χάσει από τα μάτια του. Με ακολούθησε στην κοιλάδα και πάνω, στους λόφους. Είναι δολοφόνος, θέλω να πω, αν μπορούσε, θα ήταν». Ο Ήβεραγκ κάθισε ακίνητος, σκεφτικός. Μια αίσθηση δικαιοσύνης τον έκανε να πει: «Ισως, ήταν πολύ μεθυσμένος για να ξέρει τι έκανε. Νομίζω πως είχε προβλήματα από το ποτό. Τον καημένο». «Τον καημένο, αλήθεια! Γίνομαι έξω φρενών όταν σ' ακούω. Σπατάλησες τον χρόνο σου μαζί του, δεν το άξιζε. Θα έπρεπε να τον είχες αφήσει εκεί που ήταν, δικό του ήταν το φταίξιμο». «Τζιλ!», είπε ο Ηβ και χαμογέλασε. Η ηρεμία του την έκανε να ντραπεί για το δικό της ξέσπασμα. «Τζιλ!» ξαναείπε ο Ηβ. «Δεν καταλαβαίνεις; Δεν θα μου ήταν ποτέ δυνατό ν' αφήσω κάποιον τραυματισμένο, όταν μπορούσα να τον βοηθήσω. Δε θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Έχω κάνει ένα όρκο, όπως όλοι οι γιατροί, να διαφυλάξω την ανθρώπινη ζωή, όπου κι όποτε μπορώ. Μου έχει γίνει δεύτερη φύση, τώρα. Ακόμη και παρόλο που προσπάθησε να με σκοτώσει, έπρεπε να
τον βοηθήσω γιατί με καλούσε το καθήκον. Καταλαβαίνεις;»
*** Στην επιστροφή, κανένας από τους δυο δεν είχε διάθεση να μιλά πολύ. Είχαν βρει τον Μπάρτον με τις αισθήσεις του ανακτημένες, κάπως λυτρωμένο από τον πόνο, αλλά αδύναμο και χαμένο και φοβισμένο. Είχε αναγνωρίσει τη Τζιλ, αλλά η πράξη του και το κίνητρο της ήταν θολά μέσα στο μυαλό του. «Είδα ένα όνειρο», είπε, «ένα πολύ κακό όνειρο. Δεν ξέρω που είμαι τώρα. Αλλά σε γνωρίζω, είσαι η Τζιλ Στίρλιν, έτσι δεν είναι; Μα πως ήρθες εδώ; Πως με βρήκες;» «Έμαθα ότι έπαθες ατύχημα και ο γιατρός από δω μου είπε ότι μπορεί να σ' ευχαριστούσε μια επίσκεψη». «Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη. Αλλά κάτι δεν πάει καλά με τα πόδια μου. Και το κεφάλι μου πονά τρομερά. Είμαι τυχερός που είμαι ζωντανός, μου λένε. Ο Θεός ξέρει τι μπορούσα να πάθω». «Δεν πρέπει να μιλάει τόσο πολύ», ψιθύρισε ο Ήβεραγκ και η Τζιλ σηκώθηκε να φύγει. «Ήμουν τόσο ζαλισμένος. Μα δε νιώθω τόσο άσχημα, τώρα που σε είδα. Τα πράγματα πάνε πιο καλά. Σ' ευχαριστώ που ήρθες, Τζιλ, ξέρω ότι σου ήμουν μπελάς. Σου υπόσχομαι ότι, από δω και στο εξής, δεν θα είμαι». Του είχαν φέρει μερικά μαύρα σταφύλια - κατεστημένο σύμβολο στο νοσοκομείο, είπε ο Ήβεραγκ κι ένα φρουτοχυμό. Ακόμη κι αν δεν αγαπάς ένα πρόσωπο, είναι παράδοση εκεί να κάνεις κάτι ευγενικό απέναντι του. Ήταν μια καινούρια ιδέα γι' αυτήν αλλά, έτσι κι αλλιώς, η ζωή έμοιαζε τελείως καινούρια, τώρα. «Δε νόμιζα ότι ήταν δυνατό να σκέφτεται κανείς έτσι», είπε στον Ήβεραγκ, πηγαίνοντας προς το σπίτι της. «Να έχει κανείς τόσο ξεκαθαρισμένους στόχους μπροστά του που, ακόμη κι η προσωπική αντιπάθεια να παραμερίζεται. Πρέπει να πω ότι θα ήταν πολύ ανακουφιστικό, αν μπορούσα να σκέφτομαι έτσι». «Εσύ δεν έλεγες για πλατείς ορίζοντες;» της είπε, μισοπειραχτικά.
Κεφάλαιο 16 «Θα έρθεις μέσα, να φάμε μαζί;» ρώτησε η Τζιλ τον Ήβεραγκ, όταν σταμάτησαν στο Σπίτι του Δάσους, για να την αφήσει εκεί. Το πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Πολύ ευχαρίστως». «Αλλά, αν πήγαινες για οδοιπορία το απόγευμα, δεν θα επέμενα να σε κρατήσω». «Έχω άφθονο καιρό». Καθώς εκείνη καταπιανόταν με την κουζίνα, ο Ηβ-στάθηκε στο παράθυρο του καθιστικού. «Τζιλ», φώναξε σε μια στιγμή, «έλα να δεις. Είναι σαν τον Μάγο Μουσικό, στο ανάποδο». Πήγε κοντά του και κοίταξε μαζί του τα παιδιά που άφηναν το σχολικό λεωφορείο. Ακούγονταν δυνατοί χτύποι στις πόρτες, βουές από κουβέντες και γέλια, καθώς οι συνοδοί των παιδιών εγκατέλειπαν τα σεβαστά τους καθήκοντα. «Κοίτα, να ο Ρόντι με τις μπότες του», γέλασε ο Ήβεραγκ. «Δεν είναι φανταστικό παιδί;» «Έχω την αίσθηση ότι αυτό τ' αγόρι έχει ασκήσει επιρροή στη ζωή μου», αποκρίθηκε η Τζιλ, μισο-σοβαρά, μισο-αστεία. «Γιατί, χωρίς αυτόν, μπορεί να μην σκεφτόμουν ποτέ να σκαρφαλώσω στους λόφους». Και αν δεν το είχα κάνει, δεν θα σε γνώριζα ποτέ, ήθελε να προσθέσει. Η Κατριόνα εμφανίστηκε στο σκηνικό, πολύ απασχολημένη, ακόμη και για να ρίξει μια ματιά στο σπίτι. Οδηγούσε δυο-τρία παιδιά σε μια μεγάλη πόρτα που η Τζιλ ήξερε ότι ανήκε στην αγροικία. Η Τζιλ δεν ήθελε πολύ την επίσκεψη της τώρα, όσο κι αν τη συμπαθούσε. Προτιμούσε να είναι μόνοι τους, για την ώρα. Ο Ηβ στεκόταν ακόμη στο παράθυρο, όταν η Τζιλ μπήκε μέσα με ένα δίσκο με σούπα και κρέας και τυρί. «Α, ωραία. Θα θυμάμαι αυτό το θέαμα πιο καλά απ' οποιοδήποτε
άλλο, όταν θα βρεθώ πίσω, στη ρουτίνα. Είναι σαν ένας άλλος κόσμος, απ' όπου είναι το νοσοκομείο μου, τόσο καθαρός, τόσο ήσυχος, τόσο γεμάτος από ομορφιά. Δεν πειράζει! Έχω βάλει το κεφάλι μου πολύ μέσα στον τροχό για να δω τις ελλείψεις. Και φοβάμαι πως οι ασθενείς μου το έχουν συνηθίσει κι αυτοί και δεν καταλαβαίνουν - ή έτσι ελπίζω - αυτό που καταθλίβει ένα εραστή της εξοχής, όπως εμένα. «Είναι τα παιδιά που λυπάμαι περισσότερο», συνέχισε, καθώς έπαιρναν το γεύμα τους μαζί. «Μερικά απ' αυτά μεγαλώνουν, γνωρίζοντας μόλις και μετά βίας τι σημαίνει χορτάρι, πράσινο, κι όσο για τα λουλούδια, τις πεταλούδες, τις μέλισσες, ας τ' αφήσουμε κατά μέρος. Μια νοσοκόμα μας συνήθιζε να φέρνει δείγματα από μούσκλα και κοχύλια και φτερά, απλώς για να τα βλέπουν και να τα πιάνουν οι μικροί της άρρωστοι. Αν είχαμε ένα πάρκο τουλάχιστον κοντά μας, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα γι' αυτά αλλά το πιο κοντινό πάρκο είναι τέσσερα μίλια μακριά, που θα πρέπει να τα διανύσεις μέσα σε μια φοβερή κυκλοφορία». «Δεν έχουν κανένα νηπιαγωγείο εκεί;» «Πιστεύω πως έχουν ένα, πράγματι. Η διευθύντρια μου μίλησε γι' αυτό. Αλλά, όπως πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα, δεν πηγαίνει πολύ καλά, τελευταία. Πιστεύω ότι το προσωπικό πρέπει να βάζει δικά του έξοδα για οτιδήποτε έξτρα χρειάζονται. Θα ήταν τόσο ευεργετικό για τα μικρά πλασματάκια αν η διοργάνωση του νηπιαγωγείου πήγαινε καλύτερα». «Εκείνο το νηπιαγωγείο εκεί πάνω», είπε η Τζιλ δυνατά. «Εκείνο το σχολικό λεωφορείο - μπήκα μέσα κάποτε και τα παιδάκια ήταν τόσο γλυκά - πιστεύω ότι θα μπορούσα να τα πάω πολύ καλά με τα μικρά παιδιά». Ο Ηβ την κοίταξε λίγο σαστισμένος. Η Τζιλ ξαναήρθε στην πραγματικότητα. «Είναι πολύ ωραίο να πίνουμε τον καφέ μας στον κήπο, τις λες;» Και γέλασε μόλις το είπε αυτό, καθώς θυμήθηκε την ανεμοθύελλα και τη βροχή. Ήταν καθισμένοι στη σκέπη του τοίχου, στο φρεσκοσκαμένο παρτέρι κάτω από τα λάβουρνα, με τις κόκκινες τουλίπες και τα μοσχολούλουδα να σχηματίζουν ένα υπέροχο, αρωματικό πέπλο γύρω τους. Ξαφνικά, μέσα στη σιγαλιά, άκουσαν τη φωνή ενός κούκου, μέσα από το δάσος με τις οξιές. Η Τζιλ σχεδόν δεν πρόσεξε ότι ο Ήβεραγκ είχε βάλει το χέρι του στο δικό της, όταν το κατάλαβε, κοίταξε κάτω με μια γλυκιά απορία. Τα δάχτυλα του ήταν μακριά, εκείνα τα ευγενικά, νευρώδη δάχτυλα, στη ράχη της παλάμης του υπήρχαν δυο βαθιές γρατζουνιές από την αναρρίχηση του χτες. Όταν η Τζιλ δεν τράβηξε το δικό της χέρι κάτω από το δικό του, εκείνος της το κράτησε πιο σφιχτά. Η Τζιλ δεν τόλμησε να κοιτάξει το πρόσωπο του, από το φόβο μήπως
έβλεπε λιγότερη αγάπη μέσα του απ' όση έκαιγε την ίδια. Στο τέλος της είπε: «Τζιλ, πρέπει να με θεωρείς κάπως άξεστο. Αν και βλέπω πολλά άτομα στη δουλειά μου, δεν είμαι πολύ καλός στην επικοινωνία. Εννοώ, δεν είμαι πολύ καλός με τις κυρίες. Με τους άντρες νιώθω πιο άνετα ιδίως με τους άντρες της υπαίθρου». Η Τζιλ του απάντησε: «Δεν είσαι άξεστος με τους αρρώστους σου, όμως, έτσι δεν είναι;» «Όχι, όχι μ' αυτούς, είτε είναι άντρες, είτε γυναίκες, οποιασδήποτε ηλικίας. Μ' αυτούς, είμαι στο στοιχείο μου». Μετά από κάποια σιγή, που την διέκοπτε μόνο η φωνή του κούκου, ο Ήβεραγκ, είπε πάλι: «Τζιλ - ξέρεις πόσο λιγόλογος είμαι. Υπάρχουν πολλά που θέλω να πω αλλά δε μπορώ να τα εκφράσω. Είναι αυτό - είμαστε κι οι δυο στο Λονδίνο, εσύ στα δυτικά κι εγώ στ' ανατολικά, αλλά πάντως στο Λονδίνο. No... νομίζεις ότι μπορούμε να συναντηθούμε κάπου; Θα μπορούσες να μου δίνεις λίγο από το χρόνο σου, που και που;» Όταν εκείνη δεν απάντησε, ο άντρας πρόσθεσε, ευγενικά: «Αν θα μπορούσες, βέβαια». Ετοιμαζόταν να του απαντήσει καταφατικά, αν και δεν ήταν τελείως αποφασισμένη, όταν μια ανάλαφρη και χαρούμενη φωνή της έκραξε: «Γεια σου, Μις Στίρλιν!» Και η Κατριόνα ήρθε από την εξώπορτα. Φάνηκε να μαζεύεται, όταν είδε ότι η Τζιλ είχε επισκέπτη και κοκκίνισε. Αλλά μετά, αναγνώρισε τον Ήβεραγκ και ξαναβρήκε το θάρρος της. «Γεια σας, Δόκτωρ Μάτσιντερ», είπε σοβαρά. «Γεια σου Κατριόνα», απάντησε αυτός, εύθυμα. «Πως είναι ο πατέρας σου; Δεν κάνει πολλή αναρρίχηση τώρα, έτσι;» «Είναι πιο απασχολημένος με την αγροικία, τώρα». «Έτσι γίνεται. Όσο πιο πολύ παλεύεις μ' αυτά, τόσο περισσότερο θες να καταγίνεσαι». «Ελπίζω να μη σας διακόπτω». Η Κατριόνα στράφηκε στη Τζιλ. «Αλλά περίμενα να περάσεις από το λεωφορείο χτες». Μα υπήρχαν άλλα πράγματα χτες! Η Τζιλ μουρμούρισε κάτι αόριστο και η προσοχή της ήταν στραμμένη στον Ήβεραγκ που ετοιμαζόταν να φύγει. Έπρεπε να υποχρεώσει τον εαυτό της να δείξει στον επισκέπτη της τη ζεστασιά που του άξιζε. «Πήρες μεσημεριανό;» Η Κατριόνα είχε φάει, έτσι, δέχτηκε λίγο καφέ. Έγερνε το φλυτζάνι της για να πιει τον υπόλοιπο καφέ της, όταν,
ξαφνικά, παρατήρησε: «Τζιλ, έχω δυο τρία παιδιά μέσα στο αυτοκίνητο μου. Δεν πρέπει ν' αργήσω. Να» πρόσθεσε, «όταν η Τζιλ σήκωσε τα φρύδια της ερωτηματικά, «τα πήρα στην αγροικία για το γεύμα. Τα πιο πολλά απ' αυτά είναι συνηθισμένα στα ζώα, αλλά τα μικρά στο μέρος κάποιου άλλου, πάντα νιώθουν καλύτερα απ' όσο στο σπίτι τους. Είπα στους γονείς τους ότι θα βρίσκονταν στις τρεις στο πάρκιν». «Πολύ ωραία!» φώναξε η Τζιλ. «Γιατί τα άφησες μέσα στο αμάξι; Φέρε τα μέσα». «Είναι τέσσερα». «Ωραία». Τα παιδιά ήταν χαρούμενα όπως πάντα και ακόμη περισσότερο, γιατί την θυμήθηκαν από την επίσκεψη της περασμένης βδομάδας. Όπως πολλά παιδιά που μένουν σε απομακρυσμένες περιοχές, είχαν μια ευγένεια και την χαιρέτισαν με μια κωμική για τόσο μικρά παιδιά, τυπικότητα. «Πως είσαι σήμερα, Μις Στίρλιν; Είστε καλά;» Η Τζιλ είχε παγωτό στο ψυγείο και μπισκότα με αμύγδαλα. Θα τους έδειχνε τη φροντίδα της. Μετά, τους έβγαλε κάτι εικονογραφημένα βιβλία και τους έδωσε λευκά χαρτιά για να κάνουν τις δικές τους εικόνες, τους διηγήθηκε μια ιστορία από τη φαντασία της. Βρισκόταν στη μέση της ιστορίας, όταν της ήρθε μια ιδέα και μετά, έγινε τόσο επίμονη που δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο κι άρχισε να την λέει με τρεμουλιαστή φωνή, προκαλώντας κάποια έκπληξη αν όχι δυσαρέσκεια στους μικρούς ακροατές της. Χρειάστηκε να καταβάλλει μια προσπάθεια για να συνεχίσει, αλλά κατάφερε να τελειώσει την ιστορία με συνέπεια. Όσο πιο σύντομα μπορούσε, παρέδωσε τα παιδιά στην Κατριόνα που έπρεπε να τα ετοιμάσει για τα σπίτια τους. Η Τζιλ έμοιαζε να είχε βυθιστεί σ' ένα όνειρο. Είδε τον εαυτό της σ' ένα άλλο νηπιαγωγείο, που τα παράθυρά του έβλεπαν σε μια τελείως διαφορετική θέα απ' οποιαδήποτε άλλη εκεί, ψηλά κτίρια μέσα στο σκοτάδι, θόρυβος και ατέλειωτα πήγαινε - έλα και ατμόσφαιρα πνιγηρή παιδιά που δεν ήταν καλοντυμένα, ούτε ευγενικά, αλλά παιδιά πάντως. Και κάποια παρουσία πλάι της που μπορούσε να κάνει τις ταλαιπωρίες υποφερτές, «Κατριόνα», είπε. «Θα πάρεις το δείπνο μαζί μου στο ξενοδοχείο;» Κι όταν κάθονταν μαζί εκεί, αργότερα, ξαφνικά η Τζιλ της είπε: «Πόσος χρόνος χρειάζεται για να σπουδάσεις νηπιαγωγός;» Μετά, με μια ξαφνική επιστροφή της ενεργητικότητας της, πήρε το ημερολόγιο της κι ένα μολύβι κι έγραψε κάποια στοιχεία. «Απλά, αναρωτιόμουν», εξήγησε και η Κατριόνα το άφησε να περάσει, αφού ήθελε να πει στη φίλη της κάτι, εδώ και ώρα.
«Τζιλ!» Τα μάτια της έλαμπαν και τραύλιζε από τη συγκίνηση. «Ω, Τζιλ, πηγαίνω στο Λονδίνο για διακοπές, το καλοκαίρι! Ο... ο Τιμ μου το ζήτησε. Πρώτα στο Λονδίνο, μετά θα μείνω με τη μητέρα του στο Ντόρσετ. Αλλά είναι το Λονδίνο που εξάπτει τη φαντασία μου. Πως είναι το Λονδίνο, Τζιλ; Μπορώ να σε ρωτήσω τι ρούχα πρέπει να φορέσω; Πρόκειται να με πάει στο θέατρο και στο Μουσείο της Μαντάμ Τυσώ και στον Πύργο του Λονδίνου - και όλα αυτά». Η Τζιλ πήρε το χέρι της και την τράβηξε προς το μέρος της. Πάνω από το τραπέζι, μπροστά σε όλους, φιλήθηκαν.
*** Ο Ήβεραγκ ήρθε στο Σπίτι του Δάσους, το άλλο πρωί. «Επιστρέφω στο Λονδίνο, αύριο. Ω, επί τη ευκαιρία, ο φίλος μας στην κατωφέρεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στο Εδιμβούργο και όταν γίνει εντελώς καλά, θα μεταφερθεί με αεροπλάνο στην πατρίδα του. Έχει μια αδελφή στο Κεντ - δεν το ξέρεις; - και θα τον φροντίσει. Εγώ φεύγω αύριο. Εσύ πότε;» «Μετά από μια εβδομάδα». «Δεν πειράζει, έχουμε λίγες ώρες μπροστά μας, πριν φύγουμε. Τι θα τις κάνουμε; Ν' αναρριχηθούμε; Φοβάμαι ότι δεν έχουμε αρκετό χρόνο για πολύ βάδισμα». Η Τζιλ πρότεινε: «Έχω αγαπήσει αυτό το δάσος με τις οξιές που βλέπουμε από το παράθυρο μας. Αλλά ποτέ δεν βάδισα εκεί μέσα. Εκεί όπου κελαηδά ο κούκος...». Ήταν ένα τόσο όμορφο μέρος που η μόνη της λύπη ήταν ότι δεν το είχε επισκεφτεί πριν. Περπατούσαν πάνω σ' ένα βαθύ χαλί από καστανόφυλλα οξιάς, κάτω από το απαλό πράσινο των φρέσκων φύλλων. Το ηλιόφωτο περνούσε μέσα από τις κορφές των πανύψηλων δέντρων, πιτσιλίζοντας το έδαφος με φως και σκιά. Ο Ήβεραγκ την κοιτούσε. «Είσαι τόσο όμορφη, με αυτές τις κηλίδες του ήλιου να κεντούν το πρόσωπο σου. Την μια στιγμή, φαντάζεις σκοτεινή και την άλλη γεμάτη με φως. Μάλλον όπως η ανθρώπινη προσωπικότητα, έτσι; Ένα μείγμα από φως και σκιά. Είδες, έχω γίνει φιλόσοφος!» Περπατούσαν μέσα στη σιγαλιά κι ένιωθαν μια τέτοια συντροφικότητα που δεν τους χρειάζονταν λόγια. Αλλά, μετά από λίγη ώρα, ο Ήβεραγκ είπε: «Σου είπα τόσα πολλά για τον εαυτό μου. Εσύ, όμως; Τι γίνεται μ' εσένα; Με συγχωρείς που ρωτώ - ξέρεις τι δεσποτικός γεράκος είμαι αλλά μήπως φοβάσαι κάτι;» Η Τζιλ χρειάστηκε λίγες στιγμές για ν' απαντήσει.
«Ναι,» είπε στο τέλος. «Φοβάμαι λίγο. Ήρθα εδώ, μ' ένα είδος πανικού, όπως θα μάντεψες. Τα πράγματα είχαν σκουρήνει γύρω μου, ιδίως οι άνθρωποι - οι άνθρωποι και ο πιο ενοχλητικός και δυσάρεστος απ' όλους ήταν ο τραυματισμένος φίλος μας. Αλλά και άλλοι χρειαζόταν να βάζω συνεχώς φρένο, ακόμη και στον εργοδότη μου». «Μπορείς να το κάνεις αυτό;» «Ω, ναι, μπορώ! Δεν είναι κακός στο βάθος. Απλά, αρχίζει να νιώθει ότι γερνά και χρειάζεται περισσότερη συμπάθεια απ' όση, ίσως, του δείχνουν. Αλλά είναι κάπως εξαντλητικό να πρέπει πάντα, να καταλαβαίνεις». «Ίσως, είναι σαν την αναρρίχηση. Πρέπει να προσέχεις πολύ, αλλά πρέπει επίσης, να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να μη φοβάσαι. Και συχνά, είναι πολύ καλό να σχοινοβατείς με άλλα άτομα. Πάντως, θα μ' ενδιέφερε τρομερά να ξέρω πως τα πηγαίνεις. Ελπίζω να μου πεις που μένεις και ίσως να μπορούσαμε - να μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου. Και, αν μπορώ να σε βοηθήσω, κάποτε...». Νιώθοντας μια ξαφνική δειλία, η Τζιλ δε μπόρεσε ν' αποκριθεί τίποτα, για λίγο. Όταν ξανάρχισε να μιλά, ήταν για κάτι άλλο. «Δεν είμαι τελείως ευχαριστημένη με τη δουλειά που κάνω. Είμαι πολύ καλή, επιδέξια, ικανότατη, όπως μου λένε. Αλλά είναι σα να μη μου προκαλεί κανένα ενδιαφέρον. Άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να στραφώ σε κάτι άλλο. Υποθέτω ότι είμαι αρκετά νέα για να κάνω κάποια αλλαγή». Ο Ηβ την κοίταξε λοξά. «Για μένα, είσαι πολύ νέα! Φοβάμαι μήπως υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα». Ένα μεγάλο χάσμα; Καθώς ένιωσε το υπονοούμενο των λόγων του, αισθάνθηκε μια ζεστασιά κι η ανάσα της πιάστηκε στο λαρύγγι της. Δεν ένιωσε μεγάλη έκπληξη, όταν τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξαν απαλά προς το μέρος του. «Ω, Τζιλ!» είπε. «Ποτέ δεν θα τολμούσα να σκεφτώ ότι ήταν δυνατό για ένα στεγνό γεροντοπαλίκαρο σαν εμένα να νιώσει ξαφνικά ερωτευμένο. Μην μου πεις το «ναι», πολύ γρήγορα. Σκέψου το, πρώτα. Αλλά, άσε με να σε βλέπω στο Λονδίνο, πότε πότε. Ας γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Τι λες; Μπορούμε;» Η Τζιλ αισθανόταν πολύ ευτυχισμένη για να βρει τα κατάλληλα λόγια, αλλά άφησε το χέρι του να παραμείνει στο δικό της όπου, πραγματικά, ήταν τόσο βολικά σαν να ήταν πάντα εκεί. Καθώς βάδιζαν, άρχισε να της λέει για ένα σχέδιο που είχε μέσα στο μυαλό του, ν' αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι κοντά σ' ένα πάρκο και να το μετατρέψει σε νηπιαγωγείο για παιδιά που θα βρίσκονταν στην ανάρρωση από κάποια ασθένεια. Τουλάχιστον, θα πάρουν λίγο καθαρό αέρα. Σκέφτομαι, μάλιστα,
να μείνω κι εγώ στο πάνω πάτωμα. Θα σε πείραζε να μείνεις στο Λονδίνο, για πάντα; Θα μπορούσαμε να ερχόμαστε εδώ για τις διακοπές μας». Για φαντάσου! Γιατί το Λονδίνο της φαινόταν τώρα, όπως στη νεαρή Κατριόνα, ένα είδος Γης της Επαγγελίας; Κανείς από τους δυο δεν φάνηκε να προσέχει ότι ο άντρας είχε πηδήσει σε συμπεράσματα και σε αποφάσεις, έμοιαζε τόσο σωστό και κατάλληλο να μιλούν έτσι! Και η Τζιλ δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν, μπροστά στην πόρτα της, ο Ηβ την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε τόσο φλογερά που η ανάσα της κόπηκε και το κορμί της παρέμεινε ακίνητο, μουδιασμένο μέσα στην πιο γλυκιά νάρκη...
ΤΕΛΟΣ