ΠΪ. Ψοἰἰἱε
ΝΕΟΠΛΑΪΩΝ |ΣΜθΣ
ΜΕἌΦΡΑΣΗ
Γιάννης Σταματἐλλος
ε κ Δ
ο
±
ες/Ιῖυ̃
9: ιῖκ
Ι.;± Σ;
Ι
\ἐχ4›.
00:
ι
ΔΡΟΜΟΙ
'ΙἩΣ ΓΝΩΣΗΣ
Ι ἑὲ Ζ
“ / ι±<`ι ¿ ω ν
Ι
Αν
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΣΕΙΡΑ: ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Γιαννης Σταματέλλος
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ Άννα Τσιὡτσιου ΣΧ ΕΔ ΙΑΣΜΟΣ Δημιουργική Ομάδα Ηα̃ἰαεκδοτιιιή
Τίτλος πρωτοτύπου: ΝΕ ΟΡΣΑΤΟΝΙΘΜ
© Κ. Τ. ν$|αΙΙὶε, Νοέμὅριος Ι995 Ι`ια πρώτη φορά εκδόθηκε στη Μ. Βρετανία από την Οεταὶα Ι)υ.ι:Ι‹ννοτΙ:Ιι & ίζο. Ιπα. © Για την Ελληνικη Γλώσσα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΕΤΥΠΟ/ΜΕΤΑΕΚΔΟΤΙΚΗ Ε.ΙΙ.Ε
Α” ΕΚΔΟΣΗ: ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2002 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Λὡρη Μαργαρίτη Ι3, Τ.Κ. 546 22 ΤΗΛ.: (0310) 226.166 ¬ ι=ΑΧ± (0310) 22ι583 ΑοιιΝΑ± Μεοώνης 4751, τκ. 106 ει ΤΗΛ.: ιοιο) 38.ι0.56ε, 38.ι0.428 · εΑΧ± ιοιο) 38.ι0.ι39 Ιιϋρ//νννννιε:ηεὶ·εεΙ‹αο£ΙΙ‹Ι.ἔι· · Ε1τιεἱΙ:επ:Ι1ετγΡο©πιε!εεΙ‹α̃οΙ·ἱΙ‹ἱ.8τ
Απαγορεύεται η με οποιοδήποτε τρόπο αναπαραγωγή μέρους ἠ όλης της έκδοσης χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη ΙΒΒΝ: 960792865Ζ
"ει
Ν
ην
Κἐἑ να
το
.„ε.;~+
Μ..
/
/ / / /
± ‹9 \
Μ'Κ 7
ΡΜ
Ξρω
#
βΏ
Η/'(/
Δ//Κ
Ὁ* Ξἕἔ Ὁ αἔ 8 `>3=ἔν< ἐωω
. · .Ὁ 7
ΕΞΘ
συὶε82
υἕοξἔνΝ 6
ΰ.
.
Ξἔ°×
=_'=“._ Ν°“_=>ν_
ἑἑἕ· `
ύ
`
88_ω`
Ώ"
00
8
.Ο
\ΔὉο\\ω̨ εν>< Μνη̨ἕ ̃ Ὁ §ω×Ὁ=><.
Θ ἕἕἐαα̃ ἐἔἔῇμ εἕ< Ἱ ο
ῃῇἔ Ξἕ. .Φ
==ἕ
υῦὉα©κ.
ἔἔἄ α==<Δῦῦἶ ΕΞ
ΰ1'έ.
'Ξ Μ `Ν. .Φ `283Ο
Ὁ α+
ῦ×
ωὲἐο υΞῖ>αἩ_“_ 9828_. Θεωἔ Ν
`
ΕΞ ωυ̃ομ <=>=
ἐω̃ὲε
Ρα
=
=Μ=<Ομ<Ζ<
ω̨ ωο Ὁ ̃ὼ η̨̃ὅ
Ξ°Ξ6>=ἔΒ>3×
ἐἔοαο
Ξω¦Ε<.
α ΕΟ Ο
υΏΒεῖ<.
(Λο
ὁΦθ .|
υΞο=Ὁἕ<
.
Ι;
>ο=ῦὉη̨ο>=×
Π ΕΡ| ΕΧΟ Μ ΕΝΑ
Πρόλογος του μεταφραστή .
. . . . . . .
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση
Ι. Οι στόχοι του Νεοπλατωνισμού. Ζ.
11
. . . .
Οι πηγες του Νεοπλατωνισμού.
19
.
.
3. Πλωτίνος Ι. Έργα και ὅίος
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
ΙΙ. Οι τρεις Υποστόισεις
. . . . . . . . . . . . . .
ΠΙ. Απορροή, Λόγος, Συμπάθεια
. . . . . . .
. . . . . . . . Ιν. Η Ατομική Ψυχή ν. Επιστροφή στο Εν . . . . . . . . . νΙ. Πλωτίνος και ύστερος Νεοπλατωνισμός .
. . . .
. . .
. .
.
. . .
4. Πορφύριος και Ιἀμὅλιχος Ι. Ο Νεοπλατωνισμός από τον Πλωτίνο έως το θανατο του Ιουλιανού . . . . . . Π. Η αντιχριστιανική πολεμική και το πρόὅλημα της θεουργίας
.
. . . . .
ΠΙ. Οι τρεις Υποστόισεις στον Πορφύριο και ο σχολιαστής του διαλόγου Παρμενιδης
Ιν.
Η αντεπίδεση του Ιόιμὅλιχου· η Ψυχή και η σωτηρία της . . . . . . . . . . . . . . .
ν. Η
182
. . . .
. . . . . . . .
δομή της ύστερης νεοπλατωνικής μεταφυσικής
Χ/Ι. Η εξήγηση του κειμένου κατόι τον Πορφύριο
και τον Ιόιμὅλιχο . 5.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η Σχολή της Αδήνας
Ι. Ο Νεοπλατωνισμός στην Αδήνα και την Αλεξάνδρεια . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . .
Π. Μερικόι ὅασικόι δόγματα της Αδηναικής Σχολής.
ΠΙ. Ο Δαμάσκιος και το τέλος της Ακαδημίας . 6. Η επιρροή του Νεοπλατωνισμού .
Συντομογραφίες
.
234
. . . . .
. . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Παραπομπές αρχαίων πηγών .
. . . . . . .
Βιὅλιογραφία από τον Ι..Ιογὀ.
Ρ.
θοτεοπ
Ευρετήριο κύριων ονοματων και όρων .
. . . .
. . . .
. . . . .
286
Πρὀἰἱογος τον μεταφραστή
Η μετάφραση του ὅιὅλίου Νεοπλατωνισμός του Β. Τ. Ἄἴειὶἰὶε απο τελεί πρόκληση για τη σύγχρονη νεοελληνικη ὅιὅλιογραφία. Όταν το ὅιὅλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 198, στην αγγλικη γλώσσα, έλαὅε αμέσως την ευρύτατη αποδοχη από τους ακαδημαϊ κούς κύκλους. Σύντομα, εντάχδηκε στις ὅιὅλιογραφίες των εγκυρό τερων ερευνητικών συγγραμμάτων και αποτέλεσε έναυσμα για ὅα δύτερη και ευρύτερη μελετη του παραμελημένου και παρεξηγημἑ νου έως τότε Νεοπλατωνισμού. Μέχρι τις ημέρες μας, αποτελεί ίσως την πιο ολοκληρωμένη εισαγωγη στη δύσὅατη φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού. Σημερα στην Ελλάδα παρατηρείται μια στροφη μελετης προς την αρχαία ελληνικη γραμματεία και ιδιαίτερα στον τομέα της αρχαίας φιλοσοφίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το έργο του Ἄίαἰὶἰε καλείται να καλύψει ένα σημαντικό κενό: την παντελή έλλειψη ενός ολοκληρωμένου εισαγωγικού α̃ὅλιρυ για την ιστορική και φιλοσοφική περιοδο του αρχαίου Νεοπλατωνισμού. Η φύση αυτού του εγχειρηματος υποχρεώνει τον ι̃ΝειΙΙίε στην άρδρωση ενός συμπυκνωμένου και σύνδετου φιλοσοφικού λό γου. Ο σύγχρονος αναγνώστης οφείλει απέναντι σε αυτόν το λό γο να δείξει υπομονη, αφού τα νεοπλατωνικά νοηματα επισκο πούνται από το συγγραφέα στην καδαρότερη φιλοσοφικη τους μορφη. Οι εκτενείς αναφορές και υποσημειώσεις του ”ννειΙΙὶε κα τά την ανάλυση κεντρικών νεοπλατωνικών ιδεών καδιστά το ὅι ὅλίο ένα χρησιμο εργαλείο στη συνολικη μελετη της νεοπλατω νικης σκέψης, τουλάχιστον όπως αυτη περιστρέφεται γύρω από 8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
το δεωρητικό όιξονα του Πλατωνισμοὐ. Μέσα σε αυτό το πλαί σιο, η εισαγωγή του ι̃ΝειΙΙἰε είναι απαραίτητο ὅοήδημα τόσο για το φοιτητή της αρχαίας φιλοσοφίας όσο και για τον ανεξόιρτητο μελετητή της αρχαίας γραμματείας. Το έργο του ἌἴειΙΙὶε είναι συστηματικό και μεδοδικό. Ο συγ γραφέας ασχολείται εξ ολοκλήρου με την περίοδο του αρχαίου Νεοπλατωνισμου (Βοςόος αιών μ(ΧἌ), όπως αυτή ξεκινόι από την πρωτοποριακή σκέψη τ`ου τίνου„)(2Ο4/5,27Ο μ.Χ.), συνε χίξεται στους μαδητές αιώνας), μεταὅιὅόιξεται στὀνςίαμόλιχοῖκῶαιίἶτηξἔχολή τηδζπόιμειας (4ος αι
(Βος
ὡνσε) και κοποιλῆῃ στις δρειαςίὅος και ιόος
Σχολέεα̨ιειεοιἐα̃ῖι̃ιιοτῷίνι ιΦιι,πιεΑ7×εἐάν·
το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 522 μ.Χ. Με ὅό. ση την ιστορική και φιλοσοφική διαγρόιμμιση της πορείας του Νε οπλατωνισμου και ύστερα από δυο εισαγωγικόι κεφόιλαια για τους στόχους και τις πηγές της νεοπλατωνικής παράδοσης, ο ι̃ΝειΙΙὶε δι αιρεί το ὅιὅλίο του σε αντίστοιχα κεφόιλαια στηριξόμενος στην παραπόινω εξελικτική πορεία της νεοπλατωνικής σκέψης. Τέλος, παρουσιόιξει με συντομία την επίδραση που είχε ο Νεοπλατωνι σμός στην ύστερη σκέψη και προσπαδεί να αποκαταστήσει την αξία του τόσο στον πολιτισμό της Δύσης όσο και της Ανατολής. Το ὅιὅλίο συμπληρώνεται από μια ενημερωμένη ὅιὅλιογραφία του Ηογα Ρ. θετεοτι, απαραίτητο ὅοήδημα του αναγνώστη για πε ραιτέρω μελέτη. Η ὅιὅλιογραφία του Πογα Ρ. θετεοτι εντοπίξε ται στην ξένη ὅιὅλιογραφία που ήταν διαδέσιμη το 1993 όταν και ολοκληρώδηκε η δεύτερη έκδοση του ὅιὅλίου του ννειΙΙὶε. Το σημαντικότερο μήνυμα της εργασίας του Ἄἴαὶὶἰε είναι η αποκατάσταση της γνησιότητας και της σημασίας της νεοπλα τωνικής σκέψης. Ο ι̃ΝειΙΙὶε με ὅαδυτατη γνώση των ελληνικών πηγών διαπιστώνει πως για πολλό. χρόνια η δυτική παρόιδοση καμπὐλωσε την αλήδεια για να ταιριόιξει σε μια συγκεκριμένη ιστορικοφιλοσοφική πραγματικότητα. Η διόιδεση αυτή πόγωσε την έρευνα στον τομέα του Νεοπλατωνισμού και άφησε ανεξι χνίαστα τα μονοπόιτια της εναλλακτικής του σκέψης. Ίσως, αν ο ῖΝαΙΙὶε δεν έὅρισκε πρόωρο δόινατο, η συνεισφορά του στην 9
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
επαναξιολόγηση της ύστερης ελληνικής γραμματείας να ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Εύχομαι, συνεπώς, το παρόν ὅιὅλίο να οδη γησει τον Ελληνα αναγνώστη σε μια υγιἡ μελέτη και διερεύνη ση της ύστερης αρχαιότητας και των πηγών της. Εν κατακλείδι, δα ἠδελα να ευχαριστησω δερμα τον Φώτη Τερζάκη για την ανεκτίμητη ὅοἠδεια που μου προσέφερε τόσο σε δεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια του μεταφραστικού μου εγχειρήματος. Χωρίς τη δική του συμὅουλἠ και συμὅολἠ το παρόν ὅιὅλίο δεν δα είχε τη μορφη που του άξι ζε. Επίσης οφείλω να ευχαριστησω τον Σπύρο Ρόιγκο, ο οποίος με τις εύστοχες φιλοσοφικές του παρεμὅόσεις φώτισε σκοτεινά ερμηνευτικά σημεία της μετόιφρασης. Τέλος, δα ηδελα να ευχα ριστήσω τη μητέρα μου Αντωνία και τη σύντροφό μου Αλεξάν δρα για την υποστηριξη και την ιδιαίτερη υπομονη που έδειξαν κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας. Η ὅοἠδεια όλων ήταν πο λύτιμη και τους ευχαριστώ ὅαδύτατα. Γιάννης Σταματέλλος, Αδήνα 2002
ΙΟ
Πρὀἰὶογος στη δεύτερη έκδοση
Όταν πρωτοεμφανίστηκε το ὅιὅλίο του Κ. Τ, ῖΝειΙΙἰε το 1972, η με λέτη στο σκοτεινό πεδίο του Νεοπλατωνισμού ήταν ακόμη σε σχε τικά ανώριμο στάδιο. Για παράδειγμα, η πρώτη κριτική έκδοση των έργων του φιλοσόφου ο οποίος αναγνωρίζεται ως ιδρυτής του Νε οπλατωνισμσύ, του Πλωτίνου, ήδελε ακόμη ένα χρόνο για να ολο κληρωδεί. Όσο για τα κείμενα των ύστερων φυσιογνωμιών, σε πολ
λές περιπτώσεις δεν υπήρχε καμία σύγχρονη έκδοση διαδέσιμη, για να μη μιλήσουμε για μεταφράσεις στις σύγχρονες γλώσσες. Και παρότι είχαν εμφανιστεί αρκετές ακαδημοίἰκές μονογραφίες με αντικείμενο διάφορες όψεις της περίπλοκης ιστορίας και δεω ρίας του Νεοπλατωνισμού, ελάχιστα μπορούσαν να χρησιμοποιη δούν ως γέφυρα στους μη ειδικούς. Το ὅιὅλίο του ι̃Νε.ΙΙὶε έπαιξε δαυμάσια το ρόλο που ανέλαὅε. Σήμερα, δύο και πλέον δεκαετίες από την εμφάνιση αυτού του ὅιὅλίου, έχει πραγματοποιηδεί ένας τεράστιος όγκος πρόσδετης εργασίας. Κριτικές μελέτες, μετα φράσεις, σχολαστικά υπομνήματα, ιστορικές και συστηματικές μελέτες, έχουν όλα ὅοηδήσει να εμὅαδύνουμε την κατανόησή μας στο Ν εοπλατωνισμό και στη δέση του μέσα στην ιστορία της φι λοσοφίας και στο δυτικό πολιτισμό γενικά. Έχω παραδέσει μια αναδεωρημένη ὅιὅλιογραφία στο τέλος του ὅιὅλίου η οποία προ σπαδεί να επισημάνει τις σημαντικότερες πρόσφατες εργασίες, όπως και μερικές παλαιότερες που είναι απολύτως αναγκαίες. Ευ ελπιστώ ότι αυτή δα παράσχει στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη κά ποια σημεία προσανατολισμού για περαιτέρω μελέτη. Πέρα απ' όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, ο Νεοπλατωνισμός του ι̃|νεΙΙὶε παραμένει ακόμη η περιεκτικότερη και πιο αξιόπιστη Π
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
εισαγωγή στο θέμα στην αγγλική γλώσσα. Είναι ένα μικρό αρι στούργημα ευκρινούς, περιεκτικἡς και ακριΰούς έκθεσης. Μπορεί να συσταθεί θερμόι σε οποιονδήποτε αναζητεί κόιποιου είδους γε νικη επισκόπηση μιας εξαιρετικα πολύπλοκης περιόδου στην ιστο ρία της φιλοσοφίας η ένα εγχειρίδιο που απαντά ξεκάθαρα στο ερώτημα «Τι ακριὅώς είναι ο Νεοπλατωνισμός;››. Φυσικα, πολλα λεπτομερειακόι ζητηματα στο ὅιὅλίο μπορεί να τεθούν υπό αμφι σὅἠτηση, ιδιαίτερα υπό το φως των πρόσφατων μελετών. Αν ο κα θηγητης ι̃ΝειΙΙιε δεν είχε ὅρει πρόωρο θανατο, θα είχε ασφαλώς την επιθυμία να διορθώσει και να επεκτείνει το κείμενό του με διαφορους τρόπους. Ο ίδιος στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης μι λούσε για τις αναπόφευκτες υπεραπλουστεύσεις μιας τέτοιας ερευνητικής εργασίας. Παρά μια τέτοια υπεραπλούστευση, η οποία στην πραγματικότητα έκρυφε σπουδαία μόιθηση και ὅαθιόι σκέφη, ο ὅασικός της ισχυρισμός μού φαίνεται ακόμη λογικός. Ίσως έχει κάποια αξία να επισημόινω συνοπτικά διάφορες σημα ντικές νέες γραμμές έρευνας οι οποίες ανοιξαν στην πρόσφατη με λέτη και δείχνουν πέρα από την εισαγωγική μελέτη του ι̃ΝειΙΙιε. Οι όροι Νεοπλατωνισμός και Νεοπλατωνικός φαίνεται να προέρ χονται από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα από ι τη Γερμανία ι για να σημειωσουν | μια διαπιστωμενη εξελιξη στην ιστορια του Πλατωνισμού. ”Ενα από τα κεντρικόι στοιχεία αυτής της εξέλιξης είναι μια αυτοσυνείδητη αντίδραση και οικειοποίηση της δικης της φιλοσοφικής ιστορίας. Ο Νεοπλατωνισμός είναι έντονα παραγό μενος υπό την έννοια ότι παίρνει ως αφετηρία του τη φιλοσοφία του Πλόιτωνα και τα συνακόλουθα προὅλἠματόι της μέσα στην πα Κ ρόιδοση. Προκαλεί έκπληξη στους σύγχρονους αναγνώστες η πλη ροφορία ότι ο Αριστοτέλης θεωρούνταν μέρος εκείνης της παρόι δοσης από τους Νεοπλατωνικούς, οι οποίοι φυσικόι έὅλεπαν τους εαυτούς τους απλώς ως Πλατωνικούς. / Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι εθελοτυφλούσαν στις θεμε / . ι ι . ι λιωδεις αντιρρησεις . του Αριστοτέλη με μερικες θεωριες του Πλα τωνα. Μόιλλον, σε μερικές περιπτώσεις έὅλεπαν πέρα από αυτές τις αντιρρἠσεις στις υποθέσεις τους σχετικά με το τι ηταν εκείνο που δίδασκε ο Πλόιτωνας. Επιπρόσθετα, έτειναν να επικεντρωθούν Ρ
(.
»
ΙΖ
6ε‹ἦθγ4.„„„,ἶα.
κ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
σε εκείνους τους τομείς που αποτελούσαν το ενδιαφέρον του Αρι στοτέλη, όπως η λογικη, οι οποίοι δα μπορούσαν να ιδωδούν ως
παράρτημα των κύριων προὅληματισμών του Πλάτωνα και όχι σε αντίδεση με αυτούς. Οι Νεοπλατωνικοί δεν ςαμἔςσόητούσαν την εγκυρότητα της μαρτυρίας τού”Αρἶὅ·ἶότέληἶῦσον αφοράίδίτίςἶενω ι
ριειι̃ὸῦόίῇίλάτνια̃Αι<ιιὀιὡὶ±;η̨̃±±ίφτεωτεωι,ἐιιιίιζῖιὲάι ραἔιίίὸόϋι:19ι,ΕΣό±τεενα.„‹›5±τιιηιιοκ<ιν,εεεια̃α
ιειξἕἑεῖἑἔἑτἶἔἔἶιἶ
σημαίνει
με τηἐδδἠδεια αριστοτελικών όρωνυῃίἐαι αύτόδεν ἠδελαν να στραφούνίπροςί τδνίΑριστοτέλη· σημαίνει ότι αποδεχό μενοι τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη σε ό,τι έλεγε ο Πλάτων δεν πίστευαν ότι δα τους οδηγούσε στις αντιφάσεις για τις οποίες επέμενε ο Αριστοτέλης. Μάλλον, ήταν η αριστοτελική εναλλακτι κἡ η οποία ήταν στην πραγματικότητα δύσκολο να υποστηριχτεί. Οδηγούμενοι συνεπώς από τον Αριστοτέλη, οι Ν εοπλατωνικοί με
ταφέρδηκαν, ίσως κάπως ακούσια σε μερικές περιπτώσεις, σε πρωτότυπους ισχυρισμούς προς υποστήριξη του Πλάτωνα. Οι Νεοπλατωνικοί υπέδεταν, εν μέρει με ὅάση τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, ότι η πλατωνικἡ φιλοσοφία είναι πολύ μεγαλύτε ρη απ, ό,τι μπορούσε να σταχυολογηδεί αποκλειστικά από όλους τους διαλόγους. Αφενός η φιλοσοφία του Σωκράτη περιέχεται επί σης μέσα στους διαλόγους, και οι Νεοπλατωνικοί δεν ενδιαφερό ντουσαν καδόλου γι, αυτην. Αφετέρου η φιλοσοφία του Πλάτωνα υποστηριζόταν ότι προτεινόταν έξω από τους διαλόγους, σε επι στολές και σε προφορικές διδασκαλίες. Όταν το ὅιὅλίο του νναΙΙἰε εμφανίστηκε, υπηρχαν ηδη διαδέσιμες εργασίες από τους Γερμα νούς μελετητές Κοτιτεκὶ θαὶεετ και Ηαπε ]οε.‹:Ιιὶττι Κτὲὶπιετ, οι οποί οι αξίωναν να δώσουν μια περιγραφη των άγραφων δογμάτων του Πλάτωνα και της σχέσης τους με τους διαλόγους. Τα τελευταία όμως είκοσι χρόνια, αρκετή επιπλέον εργασία έχει γίνει, στη Γερ μανία, την Ιταλία και αλλού, για τη διασάφηση και ανάπτυξη αυ τού του ισχυρισμού, όχι μόνο με ὅάση τη μαρτυρία του Αριστοτέ λη, αλλά επίσης με ὅάση τη μαρτυρία των Μεσοπλατωνικών. Κα τά πόσο ἠ σε ποια έκταση αυτός ο ισχυρισμός είναι ορδός είναι ένα αρκετά αμφισὅητούμενο ζητημα. Αυτό που εγώ πιστεύω σε αντί δεση με την αμφισὅητούμενη πλευρά είναι ότι τα δεωρούμενα Ι3
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
άγραφα δόγματα ήταν μέρος του Πλάτωνα του Νεοπλατωνισμού. σε τόσο μεγάλο Επομένως, αφού η ερμηνεία του Πλάτωνα είναι χρησιμο να ὅαδμό μέρος του Νεοπλατωνισμού, είναι εξαιρετικά μέρος των πηγών έχουμε διαδέσιμο και να κατανοήσουμε κάποιο διαὅάσουν τους να έξω από τους διαλόγους το οποίο τους οδήγησε μπορεί να είναι μό διαλόγους με αυτόν τον τρόπο. Το αποτέλεσμα του Νεοπλατω νο ότι δα αποκτήσουμε μια ὅαδύτερη κατανόηση μερικών από τις νισμού όσο εκτιμάμε την αληδινή ιστορική ὅάση
ῳλ
μυστικότερες δεωρητικές κατευδύνσεις. να κατα Παρότι ο Πλωτίνος χρησιμοποιούσε τον Αριστοτέλη για Ἀ υπερασπιστεί νοήσει τον Πλάτωνα και με αυτόν τσν τρόπο να τον έφτασαν προο έναντι του Αριστοτέλη, οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί και ο Αρι δευτικά στο σημείο να δεχτούν την ιδέα ότι ο Πλάτωνας μεταξύ τουςἐὲ Όπως δσζιοτέλης ὅρίσκονταν σε απόλυτη συμφωνία φαίνονι̃ἶπλιγότε ακρῖΰώςοι νεοπλατωνικές ερμηνείες των διαλόγων δόγματα καδοδη ρο εύλογες όταν συνειδητοποιείται ότι τα άγραφα αρμονίας Πλάτωνα και γούν την ερμηνείαίἦι και η υπόδεση της ὅλέπουμε στο αληδινό Αριστοτέλη μάς εκπλήσσει λιγότερο όταν τη ότι ο Πλάτωνας, ο οποίος πίστευαν ότι ιμπο τί της φως. Με αυτό εννοώ ι | : ί ηταν ο Πλατωνας οπως ρουσε να συμφιλιωδει με τον Αριστοτελη, ι : | : | ι τ δει, δεν ηταν απλως αυτοι τον κατανοουσαν. Και αυτος, οπως εχουμε μόνο ένα απλό και προ ο Πλάτωνας των διαλόγων. Για να πάρουμε αιώνια ενατενίζει φανές παράδειγμα, η ιδέα ενός δείου νου ο οποίος στήριξη στους τις ιδέες, ιδέα πδυίέχει οπωσδήποτεκάποια κειμενική πιδανή ερμηνεία του δμιιλόγους, δεν ταυτίζεται χωρίς λόγο με μια οήοποίος είναι αυδεντικότερα αυτό ἕ
×
,Ψ
σ
κ
3
ενεργηῖιώ;νῳ:τουΞΑριστοτέλη Το ότι που είναι, λέει ο Αριστοτέλης, όταν διαχωρίζεται.
η προσέγγι
αλή
για τη φιλοσοφική ση εκείνων που ενδιαφερόντουσαν κυρίως έπρεπε να ήταν δεια (και έπαιρναν τον Πλάτωνα ως οδηγό τους) δα κυρίως ή και απο διαφορετική από εκείνων που ενδιαφερόντουσαν
κλειστικά για την ιστορική ορδότητα δεν μας εκπλήσσει. συμ “ Ο τεράστιος δησαυρός πηγών όπου συζητείται η δεμελιώδης τα κείμενα των αρι φωνία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη είναι γραμμένες μετα στοτελικών υπομνημάτων. Περίπου Ι5.ΟΟΟ σελίδες, πηγή για τη ξύ ΖΟΟ και 600 μ.Χ., είναι μια ανυπολόγιστα πολύτιμη Ι4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
νεοπλατωνική φιλοσοφία. Πολλά από τα εναπομείναντα υπομνήμα τα των Νεοπλατωνικών, από τους οποίους πολλοί έδρασαν στην Αλεξάνδρεια, προέρχονται από το τέλος του πέμπτου και τον έκτο αιώνα. Ο ι̃Νε.ΙΙὶε είχε οπωσδήποτε γνώση αυτού του υλικού και το χρησιμοποίησε, μολονότι δα χρειαξόταν, υποπτεύομαι, μια ολόκληρη ξωή για να εξοικειωδεί κανείς πλήρως με αυτόν το ὅιὅλιογραφικό όγκο. Τα πρόσφατα χρόνια, ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα υπσ μνήματα οδήγησε σε έναν αριδμό χρήσιμων εργασιών, από τις οποί ες η πιο αξιοσημείωτη είναι μια συλλογική προσπόιδεια, υπό την κα δοδήγηση του Ιἰὶὼειτὀ. Ξοτειὶη̨̃ί, να μεταφραστεί ουσιαστικά όλο αυ τό το υλικό για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα. Σχεδόν το ήμισυ του έργου έχει ολοκληρωδεί. Αναμφισὅήτητα, αυτό το έργο έχει ήδη εμπνεύσει μια καλύτερη εκτίμηση μερικών λεπτών ξητημάτων του Νεοπλατωνισμού και μια ώδηση να αντιμετωπιστούν οι σημαντικό τερρι σχολιαστές ως φιλόσοφοι που από μόνοι τους αξίξουν μελέτη. Ένας από τους ύστερους σχολιαστές, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, | Ι | : ι ξεχωριξει ως μια κρισιμη φυσιογνωμια στην εξελιξη της ιστοριας της φιλοσοφίας. Ο Φιλόπονος ήταν ο πρώτος σχολιαστής του Αρι : | | | ι στοτελη που ηταν Χριστιανός. Ειχε περισσοτερο στοχο να εναρμο : νισει τον Πλατωνα και τον Αριστοτελη με τη χριστιανικη/δεολογια : παρα να εναρμονίσειδ τον Αριστοτέλημεέλτον !Πλάτωνα.ςΜολονότι υπήρχαν Χριστιανοί πριν από τον Φιλόπονο οι οποίοι δα μπορού σαν εύλογα να ονομαστούν «Νεοπλατωνικοί», ήταν αυτός ο οποί ος έπαιξε το σπουδαιότερο ρόλο στη μεταφορά της φιλοσοφίας του Πλάτωνα όχι άμεσα στους Λατίνους χριστιανούς φιλοσόφους, χ
γ
ἶ
#
ι
π
κ
π
αλλά πρώτα στους Ἀραὅες φιλοσόφους του Ισλάμ στην Αλεξάν δρεια τον έὅδομο και τον όγδοο αιώναιί Ο Νεοπλατωνισμός των Αράὅων φιλοσόφων αναφέρεται μόνδμεί συντομία στο ὅιὅλίο του ι̃ΝεΙΙίε, αλλά αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον και απαιτητικό πεδίο : : | ειναι το επικεντρο μιας αυξανόμενης έρευνας που υποκινηδηκε εν μέρει από το μεγάλο όγκο των πρόσφατων εργασιών σχετικά με τον Φιλόπονο και τους ίδιους τους Ἀραὅες φιλοσόφους. Όσο η γνώση μας γι, αυτήν την περίοδο αυξάνεται, είναι πολύ πιδανό να έχουμε μια επανεκτίμηση της πορείας της ύστερης λατινικής χριστιανικής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα στο γόνιμο δέκατο τρίτο αιώνα. »
»
Ι5
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους παγανιστές Νε οπλατωνικούς που έὅλεπαν τους εαυτούς τους απλώς ως μαδητές του Πλάτωνα και σ” εκείνους, είτε Εὅραίους είτε Χριστιανούς εί τε Μουσουλμάνους, οι οποίοι προσέγγιξαν γενικά την ελληνική φι λοσοφία με αρχές και στόχους προερχόμενους από αλλού. Οι τε λευταίοι ήταν «Νεοπλατωνικοί» με την έννοια ότι επιξητούσαν να αξιοποιήσουν το σύνολο της πλατωνικής παράδοσης, από τα έργα του ιδρυτή της μέχρι τον Πρόκλο, με σκοπό να διατυπώσουν δεο λογικά δόγματα όπως αυτά της Τριάδας ή της ακαταληπτότητας του Θεού. Ενδιαφερόντουσαν περισσότερο για ό,τι έὅλεπαν ως κοινά μεταφυσικά και αξιολογικά αξιώματα τα οποία πίστευαν ότι μπορούσαν να εναρμονιστούν με τις δικές τους δρησκευτικές επι διώξεις παρά για τις περίπλοκες ή και μερικές φορές όχι τόσο πε ρίπλοκες διαφορές ανάμεσα στον Πλάτωνα και τους παγανιστές ερμηνευτές του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι συ ναντά κανείς κόιποιου είδους χαλαρότητα ή ακόμη και διστακτικό τητα στην απόδοση των χαρακτηρισμών «Πλατωνικός» και «Νε οπλατωνικός» σε συγγραφείς από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα. Συχνά δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά. Συνεπώς, κάποιοι δα αποκαλούν τους εαυτούς τους και άλλους «Πλατωνικούς», ενώ εμείς τείνουμε να τους αποκαλούμε «Ν εοπλατωνικούς›› και ο ίδιος ο όρος Νεοπλατωνισμός χρησιμοποιείται μερικές φορές για ιδέες που είναι αυδεντικόι πλατωνικές. Πρέπει να προσδέσουμε ωστόσο πως η αρχή σύμφωνα με την οποία ο Πλάτωνας και ο Αρι στοτέλης ὅρίσκονταν σε δεμελιώδη αρμονία υπερέὅαινε τη διά κριση ανάμεσα σε Χριστιανούς και παγανιστές. Ο Σιμπλίκιος, ο περήφανα παγανιστής νεοπλατωνικός σύγχρονος του Φιλόπονου, προσφέρει αρκετές αποδείξεις σχετικά με αυτό. Στο κεφάλαιο «Η επιρροή του Νεοπλατωνισμού», ο ι̃ΝειΙΙὶε δί γει πολύ σύντομα μερικά από τα σύγχρονα πνευματικά και δρη σκευτικά ρεύματα σκέψης τα οποία κληρονόμησαν στοιχεία της φιλοσοφικής παράδοσης που είναι ανιχνεύσιμη σε απώτατη ανά λυση ως τον Πλάτωνα. Μπορεί απλώς να προσδέσει κανείς μερι κά από εκείνα που παρέὅλεφε η επισκόπηση του ι̃ΝειΙΙὶε και τα οποία συνεχίξουν να είναι ξωηρά αντικείμενα έρευνας. Πέρα από Ι6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
την ελληνική νεοπλατωνική παράδοση, υπάρχει μια σημαντική λα τινική εξηγητική και σχολαστική παράδοση στον Πλάτωνα η οποία παρέχει το υπόὅαδρο για τους ύστερους Λατίνους χριστιανούς φι λοσόφους και δεολόγους, ιδιαίτερα εκείνους του δωδέκατου αιώνα. Με τη χρήση μεταφράσεων και υπομνημόιτων Ελλήνων συγγραφέ ων που έγινε από τον Βοήδιο, αυτή η λατινική παράδοση είναι γνή σια νεοπλατωνική. Στη συνέχεια, οι ουμανιστές του τέλους του δέ κατου πέμπτου και των αρχών του δέκοιτου/,έκτου.ομώνα, ο ]οΙ1ιι ΕοΙε·τ, ο Ἑρασμος του Ρότερνταμ οι πρω τοπόροι που έφεραν πλατωνικά ή νεοπλατωνικά ζητήματα στο επί κεντρο της προσοχής των λογίων στην Αγγλία. Όταν ο ΕοΙετ δια κήρυσσε πως οι χριστιανοί ευαγγελιστές που «αλίευαν» ψυχές δα πρέπει να χρησιμοποιούσαν «πλατωνικά δίχτυα», δεν δίσταζε να προσδέσει ότι ο Πλάτωνας που είχε στο μυαλό του ήταν στην πραγματικότητα ένας «νεοπλατωνίζων» Πλάτωνας των πρώτων Ελλήνων Χριστιανών. Αυτή η μορφή Πλατωνισμού επιζεί στην ύστερη άνδηση της χριστιανικής εικονιστικής λογοτεχνίας στην Αγ γλία τον εικοστό αιώνα, εκπροσωπούμενη από συγγραφείς όπως ο (]}το.τΙε·ε ῖΝΗΙιειτιτε και ο Ο Β. Εεννὶε. Τέλος, απλώς ονομάζω μερι κούς φιλοσόφους του δεύτερου μισού αυτού του αιώνα τον ]ε·ατι Ττου.ὶΙΙατὀ., τον Ηοτιτὶ Πιιπιότγ, τον ]. Ν. ΡὶτιάΙαγ και τον Βιερἰποτι Πατκ οι οποίοι έγραψαν φιλοσοφικά έργα που ὅασίστηκαν απο φασιστικά στο σύνολο της πλατωνικής παράδοσης, ιδιαίτερα στον Πλωτίνο. Αυτοί οι συγγραφείς είναι, παρά τις αξιοσημείωτες δια φορές στις απόψεις τους, γνήσια Νεοπλατωνικοί. Ο πλούτος του Νεοπλατωνισμού φαίνεται ξεκάδαρα από αυ τήν τη σύντομη ανασκόπηση. Από τις δύο πηγές, τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, εκπορεύεται μια σύνδετη, λεπτή και γόνιμη πνευμα τική ιστορία. Το τρομακτικό έργο να φτάσουμε σε μια ξεκάδαρη ιδέα σχετικά με το τι είναι ο Νεοπλατωνισμός έχει ὅοηδηδεί απε ριόριστα από το ὅιὅλίο του ν\ἴαΠὶε. Χάρη στον πλούτο της πρό σφατης ακαδημαϊκής έρευνας και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την όψιμη ελληνική φιλοσοφία εν γένει, η ανατύπωσή του είναι κά τι παραπάνω από ευπρόσδεκτη.
κάΟ .έήταν
Ηοντἰ
Ρ. Οοτεοη,
Μάρτιος Ι995 Ι?
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΩΤΟ
Οι στὀκοι του Νεοπῖὶατωνισμοὐ
ΝΕὉΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΟΡΟΣ που επινοήδηκε στα νεότερα χρόνια για να διακρίνει εκείνη τη μορφή της πλατωνικής παρόιδοσης η οποία εγκαινιόιστηκε από τον Πλωτίνο (ΖΟ4270 μ.Χ.) και διατηρήδηκε στην παγανιστική της μορφή μέχρι τον έἔωαιώνιαωιμ.Χ.· από τη διδασκαλία των όιμεσων διαδόχων του
Πλάτωνα (την «Παλιόι Ακαδημία››) και τον Πλατωνισμό της πρώιμης Εῳμαικῆς Αυτ9ΚΘ979οίας (το <‹Μεσοπλατω̨γιςσμ"όα̨›). Ανόιμεσα στις μεταπλωτινικές εξελίξεις του ρεύματος μπορούμε να διακρίνΰυμε τρεις περιόδους: πρώτον, τη διδασκαλία των μα δητων του Πλωτίνου Πι›ρ_φίΗ›υ (περ. 232περ. 305) και Αμέλι ου· δευτερον, τις σχολές της Συρίας και της Περγόιμου προερχό μενες από τη διδασιἔλία του Ιόιμὅλιχου (πέδανε περ. το 326) και
τέλος τις σχολές ιηεέέἑίιοιεζιἐἔτα̃ι̃ἐλεἑεἰιγἑιεειιιειτογ πέμπτου 'και έκτου αιώνα μ.Χ. Η τελευταίιἶήσχολή, σημαντική κυρίως για τα ερμηνευτικά της σχόλια στον Αριστοτέλη, πέρασε τον έκτο αι ώνα στα χέρια των χριστιανών διδασκόιλων και ήταν ακόμα ενερ γή μέχρι την όιλωση της Πόλης από τους Μουσουλμάνους το 641· οι κυριότερες δέσεις της ενσωματώδηκαν μεταγενέστερα στην ισλαμική φιλοσοφία. ΙΙ Σχολή των Αδηνών, από την όιλλη μεριά, παραμένοντας αποφασιστικότερα παγανιστική, έκλεισε από τον Ι9
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 529· ηγετικόι μέλη της υπήρξαν ο Πλούταρχος ο Αδηναίος (πέδανε το 432),' ο Συριανός (πέδανε περ. το 437), ο Πρόκλος (4Ι2485), ο Δαμόισκιος, διευδυντής της Ακαδημίας μέχρι το κλείσιμό της, και ο νεότερος σύγχρονος του Δαμόισκιου Σιμπλίκιος, ο σημαντικότερος αριστοτελικός σχολια στής της Αδηναϊκής Σχολής.ἕΣύγχρονοι χριστιανοί στοχαστές, όπως οι ΚαἩ”αδόςκεςζζΞΤΑϋγόυστίνος και ο ψευδοΔιονύσιος, επη ρεάστηκαν έντονα από τη σχολή και ο όρος Νεοπλατωνισμός συ χνόι απευδύνεται τόσο στη διδασκαλία τους όσο και στις μετέ πειτα προσπόιδειες αναὅίωσης των ὅασικών ιδεών της σχολής, όπως αυτές του Ρὶςὶιτο και του Ρὶεο στην Αναγέννηση και του 'Πιοαιειε Τεγἰοτ το δέκατο ένατο αιώνα. Μερική έκδεση της με τέπειτα επιρροής της σχολής πρόκειται να παρουσιαστεί στο τε λευταίο κεφόιλαιο, το κύριο όμως μέρος του ὅιὅλίου δα περιορι στεί στους αρχαίους Νεοπλατωνικούς και κυρίως ανόιμεσα στους παγανιστές. Αυτοί οι περιορισμοί οφείλονται τόσο στα όρια τουἶ ...ἢἐ χώρου όσο και στη δική μου επόιρκειοι· εξαλλου, είναι το λιγότε ρο σημαντικό, αφού η δετική χριστιανική επιρροή στο Νεοπλα τωνισμό ήταν ελόιχιστη, παρόι το γεγονός ότι η αντίδραση ενόιντια στους δεδηλωμένους χριστιανούς Γνωστικούς ὅοήδησε τον Πλω τίνο στη διαμόρφωση της σκέψης του, με τον ίδιο τρόπο που οι διόιδοχοί του ένιωσαν την ανόιγκη να σχεδιάσουν ένα δρησκευτι κό σύστημα για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη απειλή του Χριστιανισμού. Πρέπει συνεπώς να παρουσιόισουμε μια σύντομη σύγκριση των νεοπλατωνικών και των χριστιανικών αντιλήψεων (πρὅλ. σελ. 16874). Θα είναι επίσης απαραίτητο να συμπληρώ σουμε την έκδεσή μας για τους Νεοπλατωνικούς με μια συζήτη ση σχετικόι με την πραγμόιτευση του Πλόιτωνα και του Αριστοτέ λη εκ μέρους τους και να ασχοληδούμε με τους πιο σημαντικούς από τους μεσοπλατωνικούς προκατόχους τους. Οι στόχοι του Νεοπλατωνισμού, έτσι όπως ορίστηκαν, μπο ρούν να ιδωδούν καλύτερα από την πραγματεία του Πλωτίνου
Ώ
Ξ
τι
ι. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον γνωστότερα Πλούταρχο από τη Χαιρώνεια, τον ερα σιτέχνη πλατωνιστή φιλόσοφο του δεύτερου αιώνα και συγγραφέα των έργων Ηθικά και Παράλληλοι Βιρι. 2ο
τι
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΪ
υποστοι̃σεων (Ενν. ν. Ι). Το πρώτο μέρος αυτής της πραγματείας (κεφάλαια 27) μεταὅαίνει από την ανά λυση των συστατικών στοιχείων του κόσμου στο αξίωμα τριών διαδοχικών, περισσότερο ενοποιημένων, επιπέδων της αληδινής ή δεϊκής πραγματικότητας (των τριών πλωτινικών «Υποστάσεων››), αυτών της Ψυχής, του Νου και του Ενός. Τα κεφάλαια 8 και 9 προσπαδούν στη συνέχεια να δείξουν ότι αυτές οι αρχές πρου ποδέτονται από τη διδασκαλία των κλασικών Ελλήνων φιλοσό φων, αν και διασαφηνίξονται πλήρως από τον Πλάτωνα, ενώ τα κεφάλαια ΙΟ12 αποδεικνύουν την ύπαρξη των Υποστάσεων όχι μόνο στην εξωτερική φύση, αλλά και μέσα στον ανδρώπινο νου (πρὅλ. ν. Ι. ΙΟ. 56). Ανάλογα με τους τρεις τομείς στους οποί ους διαιρέσαμε την πραγματεία μπορούμε να διακρίνουμε τρεις όψεις του Νεοπλατωνισμού, τις οποίες είναι δυνατό να ορίσουμε αντίστοιχα ως τις μεταφυσικές, τις εξηγητικές καιιτις δρησκευτι_ κέςςή εμπειρικές του όψεις. Η τελευταία από αυτές δα χρειαστεί ιδιαίτερη επεξήγηση αφού, όπως δα δούμε, οι διάφοροι Νεοπλα τωνικοί την αντιλαμὅάνονταν με διαφορετική σημασία. Εντούτοις ήταν ομόφωνοι ότι η δεωρητική γνώση που προσέφεραν οι δύο πρώτες προσεγγίσεις ήταν κατά πολύ κατώτερη από την άμεση εμπειρία της πραγματικότητας μέσα στον ανδρώπινο νου. Οι μεταφυσικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται ο Νεοπλα τωνισμός περιγράφονται καταλληλότερα στο έργο του Πρόκλου Στοιχειι̃ιισις Θεολογική, εκεί όπου ολόκληρη η νεοπλατωνική κλί μακα του όντος προκύπτει συστηματικά από αυτές. Θεμελιώδης μεταξύ τους αρχή ήταν ότι η τάξη, και στην πραγματικότητα η ίδια η ύπαρξη, του παντός ὅασίξεται στην ενότητά του (δεώρημα 16, πρὅλ. Πλωτίνος Ἡ. 9. 1. 117) και ότι η αιτία ενός πράγματος είναι πάντοτε τελειότερη του αποτελέσματός της (δεώρημα 7). Άλλες αρχές πρόκειται να ανακαλύψουμε στην πορεία. Αυτές οι αρχές στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από την πρώιμη ελ ληνική σκέψη· για παράδειγμα, τα αξιώματα που αφορούν την ενό τητα ήταν δεμελιώδη στους Πυδαγορείους και στον Πλατωνισμό, όπως αργότερα στο Στωικισμό. Άρα, η μεταφυσική της σχολής συνδέεται στενά με την εξήγηση των προηγούμενων φιλοσόφων.
Περί των τριών αρχικών
ι”
ΖΙ
ι
Ι
ΕΤΕΟΠΛΑΤΩΣΠΣΜΟΣ
Στην πραγματικότητα, όπως δα δούμε, οι Νεοπλατωνικοί δεω ρούσαν τους εαυτούς τους απλόι και καδαρόι Πλατωνικούς, υπό την έννοια πως δεν ανέπτυξαν τίποτα που δεν είχε ήδη ειπωδεί, τουλαχιστον συμπερασματικόι, στη διδασκαλία του ίδιου του ”Πλόιτωνα. Οι μεταγενέστεροι Νεοπλατωνικοί προσπόιδησαν επι πλέον να δείξουν την παρουσία των ίδιων αληδειών όχι απλώς 9 στον Αριστοτέλη και στους πρώιμους Έλληνες φιλοσόφους, αλ λόι και στον Όμηρο, τον Ησίοδο και γενικό στην ελληνική μυδο λογία. Δύο πηγές υπήρξαν εδώ αξιοσημείωτης σημασίας: τα ποι ήματα που αποδίδονται στον Ορφέα και τα Χαλδαι̃κά Λόγια, μια υποτιδέμενη δεϊκή αποκάλυψη η οποία περιλόιμὅανε επίσης μια δεολογία και ένα δρόμο προς τη σωτηρία. Αυτό το έργο είναι που μας φέρνει κοντόι στους δρησκευτικούς στόχους της σχολής. Ακόμα και εκείνοι που δεν γνωρίξουν τίποτε όιλλο για το Νεο πλατωνισμό, γνωρίζουν ότι ο Πλωτίνος ήταν ένας μυστικιστής. Ο όρος μυστικιστής, πρέπει να τδνιστεί, χρηστμοποιείταῇσεῇαυτό το σημείο όχι με την έννοια του «ανορδολογιστή», του «αποκρυφι στή» ή του «διδασκόιλου κόιποιου εσωτερικού δόγματος», αλλά στην ακριὅέστερή του μορφή, ενός ανδρώπου που πιστεύει πως έχει ὅιώσει την ένωσή του με το Θεό ή την Υπέρτατη Πραγματι κότητα. Η εμπειρία του Πλωτίνου για την ένωσή του με το Εν εί ναι αντίστοιχη με την εμπειρία που ο Ἄἴ. Τ. Βτειςα̃ ονομάζει «αδιοιφοροποίητη ενότητα», μια κατόισταση κατά την οποία αι σδητικές παραστόισεις και εννοιακή σκέψη υπερὅαίνονται, ο νους καδίσταται πλήρως ενοποιημένος και ὅιώνεται η κατόιργηση των ατομικών ορίων. Ο Πορφύριος δηλώνει ότι ο Πλωτίνος ὅίωσε αυ τ ήν την κατόισταση τέσσερις φορές στη διόιρκεια των έξι χρόνων ης γνωριμίας τους και πως ο ίδιος ο Πορφύριος την είχε επιτύ ει μία φορόι σε προχωρημένη ηλικία (Β. Πλ. 23. 1218), ενώ ο ξ Χ Πλωτίνος, σε μια πραγματεία του γραμμένη πριν γνωρίσει τον Πορφύριο περιγρόιφει πως είχε συχνό. ὅιώσει αυτήν την εμπειρία (Ιν 8. Ι. Ι. κ.ε.). Εκεί όπου ο Πλωτίνος διαφέρει από τους πε ρισσότερους μυστικιστές είναι ότι γι” αυτόν, όπως και για τον Α
το έργο του Μγετἰοἰειη εηα Ρήϋοεορήγ (Λονδίνο ι̃96ι̃) και Τηε Τεεοήιηρέ οί Με Μνειιοε (Νέα Υόρκη ι̃Θ60) ρεεειτη.
2. Πρβλ.
ΖΖ
Η
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Πλάτωνα, η κάθαρση της ψυχής επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της φιλοσοφίας (πρὅλ. Ενν. Ι. 3 ραεεὶττι), μολονότι, όπως άλλοι μυ στικιστές, θεωρεί την ηθική αυτοΕἑιἶἶ¶Β)ἑί9"9})Ξ5>ΪδΠ (Ενν. Ι. 3. 6. Ιό κ.ε., Π. 9. Ι5 κῖλπ.Ϊκαι αντιμετωπίζει την αφηρημένη λογική ως περιορισμένης σημασίας, εκτός εάν αποκορυφώνεταῖθστή δῖ (πρὅλ. π.χ. νἱ. αισθητικήενόραση και 7. 36). Ωστόσο, ενώ ο Πορφύριος συνέχιζε να θεωρεί τη φιλοσο φία αναγκαία για την τελική σωτηρία της ψυχής, υποστήριζε την όχι αδικαιολόγητη άποψη ότι αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο για το μέσο άνθρωπο. Ως ένα πρώτο ευκολότερο ὅήμα συνιστούσε την πρακτική της θεουργίας, ἔαςσύστημα τελετουργικής κάθαρ σης ὅοισιζόμενοίστη μαγική θεώρηση του σύμπαντος καιςπροερ χόμενοίαπό τα Χαλδαι̃κἄ Λόγιαςζιὰυγουστίνος δΒτκ.,9). Για τον | Ιάμὅλιχο και τη Σχολή της Αθήνας ήταν επίσηςι̃ηιςθεουργιςωεκει νη που θεωρούνταν η υψηλότερη αξία και μπορούσε αποκλειστι κά να προσφέρει την πλήρη σωτηρία3 (εντούτοις τελικός στόχος λκ Θ Ι ) Γρ |υ̃ἔ παρεμενε, του αχιστον εωρητικα, η μυστικη ενωση . ι αυτο και ο ύστερος Νεοπλατωνισμός τονίζει της δικαίωση της παραδο ι \. : Ι σιακης τελετουργιας και την εξηγηση της παραδοσιακής μυθο λογίας, όπως κορυφώνεται στην προσπάθεια του Ιουλιανού του Ι Παραὅάτη (ανεξάρτητος αυτοκράτορας 3613) να αντικαταστή σει το Χριστιανισμό με έναν αναγεννημένο παγανισμό ο οποίος είχε ως φιλοσοφική του ὅάσή το Νεοπλατωνισμό. Το γεγονός ότι ο Νεοπλατωνισμός φαίνεται να συνδυάζει / αποκλίνοντες στόχους, αν όχι ασύμὅατους μεταξύ τους, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού το ίδιο συνέὅαινε σε πολλές από τις μεγαλύτερες φιλοσοφίες και όχι μόνο σε αυτές του ελ ληνικού κόσμου. τωνἐδεῷνςςτουςίἶίλάτωνα, για παρά δειγμζαιδίνει μια απάνττὔηβτόσο στο λογικό πρόὅλήμα των κα θολίκώνωεννοιώνόσο και στην των ὅασικών 7
τ
κ
(
7
κ
#
2
ι
ΣΧ
»
κ
Σ
ι
Μρία
ηθική ιι
θεωρία τον Αιοίιστστὲλη περί της ουσίας έχει τις ρίζες της τόσο στη σχέση υποκειμέ νουκατηγορήματος όσο και στη ὅιολογική, μελέτη της δομής ιἶδσῖὁἶήὲδνδτἢξύατιὅίλυτῆτ αἑίαεω̨̃ενὡ
3. Ιάμβλιχος
Μυστ
Η. Π,
Πρόκλος ΠΘ Ι. 25. σ. ΝΒ. 6ι̃0, Ολυμιτιὀδωρος Εις Φαίὀ. ι̃28. 36.
23
Χ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
των ζώντων οργανισμών. Το να οικοδομήσουμε όμως πόινω σε "αυτήνήἶτἶἄἰισηι̃μαη̃φιλοσοφία με απόλυτη συνοχή δεν είναι, προφανώς, καθόλου εύκολο. Οι δογματικές αντιπαραθέσεις
ἦ
μεταξύ ,ετων Νεοπλατωνικών ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα είτε διαφορετικών προσεγγίσεων σε καθέναν από τους τρεις στόχους που έχουμε διακρίνει, είτε αποκλινουσών απόψεων σχετικόι με το ποιος στόχος θα έπρεπε να προτιμηθεί όταν αυτοί συγκρούονται. Συχνόι εμπλέκονταν ταυτόχρονα πολλόι διαφορετικόι ζητήματα· ας πόιρουμε για παρόιδειγμα τις σύνθετες πηγές, μεταφυσικές, εξηγητικές και εμπειρικές, των περιγραφών που έδινε ο Πλωτίνος για το Νοητό κόσμο, ένα από τα σημαντικότερα σημεία αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του Ν εοπλατωνισμού (πρὅλ. σελ. 99ΙΟΙ). Αν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι Ν εοπλατωνικοί ποτέ δεν συνειδητοποίησαν την ασυμὅατότητα των στόχων τους, θα πρέπει να θυμηθούμε δύο ἕσημεία. Πρώτον, όπως έχουμε σημειώσει, οι περισσότερες από ἔτις φιλοσοφικές αρχές της σχολής ήταν τουλαχιστον υπονοού Ἡμενες ήδη στον Πλόιτωνα και στον Αριστοτέλη· κατόι συνέπεια, τἶὀἶρόι τον εξεςητημένο χαρακτήρα της νεοπλατωνικής εξήγη σης των κειμένων, η νεοπλατωνική μεταφυσική μπορεί κόιλλι στα να ισχυριστεί ότι μας προσφέρει μια λογική ανόιπτυξη και συστηματοποίηση ορισμένων θεμελιωδών ιδεών τους. Δεύτε ρον, η εναρμόνιση των μεταφυσικών και θρησκευτικών σκοπών της σχολής είχε διευκολυνθεί από τη σύνδεση, τόσο μέσα στην πυθαγόρειαπλατωνική παρόιδοση όσο και στη μυστική πρα κτική, ὅαθμίδων ενότητας και ὅαθμίδων τελειότητας. Κατόι συ νέπεια, 'το,¬Εςν της ελληνικήςεφιλοσοφικής παρόιδοσης θα μπο ρούσε να εξισωθεί με την «αδιαφοροποίητη ενότητα» των μυ στικών και με την «αναγωγή» του φιλοσόφου, είτε μέσω της ενατένισης του εξωτερικού κόσμου είτε στρέφοντας την προ σοχή του εντός. Και οι δύο τρόποι μπορούν να θεωρηθούν ότι περνούν από κοινόι στόιδια. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της θρησκευτικής εμπειρίας του Πλωτίνου μετατόπισε την ελληνική φιλοσοφία σε ένα νέο κλει δί. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στην εισαγωγή αυτής καθαυτής της 24
#1Χ
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
μυστικής εμπειρίας, η οποία, αν δεν μπορεί με ὅεὅαιότητα να ὅρεδεί στους κλασικούς Έλληνες διανοητές, είναι οπωσδήποτε παρούσα στα δρησκευτικά κείμενα της προνεοπλατωνικής πε ριόδου, ιδιαίτερα σε μερικά από τα Ερμητικά (π.χ. ΟΗ Χ. 46) και ίσως (αν και αμφισὅητείται) στον Ελληνοιουδαίο φιλόσοφο Φίλωνα τον Αλεξανδρέα. Το αποφασιστικό ὅήμα έγινε μάλλον από την πλωτινική ταύτιση μεταξύ μεταφυσικών πραγματικοτή των και καταστάσεων συνείδησης. Από φυχολογική άποψη, η δε ωρία του Πλωτίνου για τη συνείδηση παρουσιάζει μια αξιοσηΠ μείωτη αντίδεση τόσο προς την κλασική”ςεγλῃληνικαήἑφιλοσαηἔα, η οποία, πλην λίγων αποσπασμάτων του ΠΙ. 2. 4293 12 κ.ε., ΠΙ. 4. 42%) 26 κ.ε., Μεταφ. Λ. 9. ]Ο74ίο 33 Κ.8.), είχε ελάχιστα αναγνωρίσει την έννοια, όσο και προς την καρτε σιανή ταύτιση της «συνείδησης» με τη «σκέφη››,ή τη «νοητική δραστηριότητα» (πρὅλ. σελ. 270). Γιαα̨φςςτονωόπως δα δούμε, δεν είναι όλες οι σκέψεις ἱσύνειδητέ/ςἶακριὅέστερα, η επιφανειακή μας συνείδηση είναι μόνοωἔναήαπό τα διαφορετικό. επίπεδα αντίληψης, και πολλά στοιχεία της πνευματικής μας ζω ής διαφεύγουν φυσιολογικά από την προσοχή μας. Στην πραγ ματικότητα, οι παρατηρήσεις του Πλωτίνου σχετικά με τις ασυ νείδητες καταστάσεις του πνεύματος αποτελουν μερικά από τα συναρπαστικότερα και οιονεί σύγχρονα αποσπάσματα του έρ γου του. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ όμως είναι ότι, κατά την άποφη του Πλωτίνου, οι καταστάσεις συνείδησης είναι εκείνες που συνδέτουν τις πρωταρχικές πραγματικότητες· τα υλικά πράγματα είναι αμυδρότατες αναπαραστάσεις αυτών των πραγ ματικοτήτων. Κατά συνέπεια, οι τρεις Υποστάσεις του Πλωτίνου μπορούν να δεωρηδούν είτε στατικά, ως αντικειμενικές υπαρ κτές πραγματικότητες, είτε δυναμικά, από την άποψη της εσω τερικής ζωής του ατόμου. Η πρώτη τάση, που έχει οριστεί ως ‹‹8ο8ο11ετεὶ11αΙἰς}ι›› από τους Γερμανούς μελετητές, αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάσαμε μεταφυσική προσέγγιση τηςςπρὴαγματι κότητας· η τελευταία, εμπειρική τάση από τηνάλλη μεριάψῶτα Γερμανικά ‹‹ειΙ‹τιιεΠ››) εκφράζεται καλύτερα στις ζωηρές περι γραφές του Πλωτίνου για την ενατένιση πάνω στον κόσμο των 25
Χ
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ιδεών και τη μυστική ένωσηἔ Ακόμη και στον Πλωτίνο εντούτοις οι δύο προσεγγίσεις δεν μπορούν ξεκόιδαρα να διαχωριστούν, έτσι το στοιχείο ‹‹ειΙ‹ταεΙΙ›› στην πλωτινική του μορφή εξαφανίζεται σε μεγόιλο ὅαδμό στη φιλοσοφία των διαδόχων του· ιδίως οι περι γραφές της μυστικής ένωσης γίνονται στερεότυπες και στερούνται την αμεσότητα που είχαν στον Πλωτίνο. Η εξίσωση όμως πνευμα τικών καταστόισεων με μεταφυσικές οντότητες παραμένει δασική για τους ύστερους Νεοπλατωνικούς και δημιουργεί το ὅαδύτερο δίλημμα του Νεοπλατωνισμού. Κόιδε επίπεδο συνείδησης, ιδωμέ νο ως μεταφυσική πραγματικότητα, είναι αφ” εαυτού του πραγ ματικό° από την όιλλη μεριόι, ως καταστόισεις συνείδησης, τα κα τώτερα επίπεδα γίνονται ατελείς τρόποι δέασης των αληδινών πραγματικοτήτων που συλλαμὅόινει η νόηση στις ανώτερες κατα στόισεις συνείδησης. Η αντίληψη αυτή των κατώτερων αρχών ως «φευδαισδήσεων» μπορεί να στηριχτεί περαιτέρω από την περι γραφή τους ως «αντιγρόιφων» των ανώτερων αρχών που μας προ σφέρει η πλατωνική παράδοση. Εδώ λοιπόν τίδεται το πρόὅλημα της πραγματικότητας τους και το πώς αυτή η πραγματικότητα συνδέεται με το πρόὅλημα της αξίας τους. Κόιδε επίπεδο, ως αντί γραφο του ανώτερού του επιπέδου, και όιρα μιμούμενο εκείνο όσο καλύτερα μπορεί, είναι καλό και πολύτιμο· από την αλλη μεριά, ως απλό αντίγραφο, είναι αναμφισὅήτητα κατώτερο εκείνου και συνεπώς πρέπει τελικόι να επιτευχδεί η υπέρὅασή του. Το πρό ὅλημα αυτό είχε τεδεί από τη διφορούμενη στόιση του Πλόιτωνα απέναντι στον αισδητό κόσμο· έμεινε στους Νεοπλατωνικούς να το επεκτείνουν σε όλη την ιεραρχία των Υποστόισεων. Ἀρα ο Νεοπλατωνισμός δεν εγκαταλείπει τον ελληνικό ορδο λογισμό, αλλα αντιπροσωπεύει μια αναπροσαρμογή των κατηγο ριών της ελληνικής σκέψης στον κόσμο της εσωτερικής εμπει | | ι ριας. Ηταν ωστοσο αναπόφευκτο το οτι μια τετοια αναπροσαρμο γή δα οδηγούσε στην τροποποίηση, σε μερικόι σημεία, του ελληνι κού παραδοσιακού εννοιολογικού σχήματος, με καταφανέστερο κ
ρ
χ
4. Οι αναφερόμενοι όροι ειτινοήθηκον στο έργο του Ρ. Ο. Κιιετειιετ Πεκ
Βερτίίί αεκ 8εε|ε ίη αετ Ετήίκ αεε Ριοτίη (Γίιρἱιιςετι, ι̃929)· τιρβλ. επίσης Η.Η. Θοηννγπετ, «Πιο Ζννεὶίεοηε 8ίοητ ιο σει Ρηιιοεορηὶε Ριοτιηε», Μυεειιπι Ηεινειίοιιπι Ι (1944) 8799. 26
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
παράδειγμα αυτό της δέσης του απείρου (πρὅλ. σελ. ΙΟΙΖ, 2378). Εδώ το πρόὅλημα που ανακύπτει για τους Νεοπλατωνικούς είναι να εναρμονίσουν τη μυστική επιδυμία για την υπέρὅαση της μορ φής και του ορίου με την κλασική ελληνική αντίληψη των δύο αυ τών στοιχείων ως ουσίας της τελειότητας. Τέτοιου είδους αντι κρουόμενες τόισεις εξηγούν τέτοια παρόιδοξα, όπως ότι ένα κίνημα το οποίο ουσιαστικόι διαμόρφωσε την αναγεννησιακή έννοια του κλασικισμού δα εντυπωσίαζε τους σύγχρονους μελετητές λόγω της' συγγένειας του με την εξ ολοκλήρου μη κλασική σκέψη της Ινδίας. Μέχρι στιγμής έχουμε παρουσιόισει τις αντιφόισεις μέσα στη νεοπλατωνική σκέψη όπως αυτές ανακύπτουν από την ιστορική της κατάσταση και ως εκ τούτου έχουν ίσως συγκαλυφτεί, ύστε ρα από προσεκτικότερη σκέψη, από τους υποστηρικτές της. Εδώ όμως αγγίζουμε ένα ὅαδύτερο πρόὅλημα. Οι πραγματικότητεςι̃ με τις οποίες ασχολείται ο Νεοπλατωνισμός ήταν ατελέσταται εκφρόισιμες, αν ήταν καν, με εννοιακούς όρους και κατόι συνέι ` πεια εναλλακτικές, φαινομενικα αντικρουόμενες διατυπώσειςη̨̃χ μπορεί να φαίνονταν εξίσου σωστές, και σε τελευταία ανόιλυση ξ εξίσου ανεπαρκείς. Η πραγματικότητα, εν ολίγοις, είναι αδύνα το να περιοριστεί μέσα σε αυστηρές διατυπώσεις· όμως το μόνο που δεν ήταν πρόδυμοι να δυσιόισουν οι Νεοπλατωνικοί ήταν η ελληνική έμφαση στην εννοιακή ακρίὅεια. Μια περαιτέρω δυ σκολία ανέκυπτε από την ανόιγκη οποιαδήποτε ανόιλυση διανοη τικών καταστόισεων να χρησιμοποιεί μια γλώσσα η οποία να πη γόιζει από τον κόσμο των φυσικών πραγματων και καταρχόις να προορίζεται για εφαρμογή σε αυτόν. ίΕτσι, ενώ το πρόὅλημα ήταν καταφανέστερο στα ανώτερα οντολογικόι επίπεδα του νεο πλατωνικού σύμπαντος, ιδιαίτερα στο επίπεδο του Ενός, είναι επίσης ορατό, για παραδειγμα, στις διαδοχικές προσπόιδειες του Πλωτίνου να διαιρέσει την Ψυχή σε «επίπεδα» (πρὅλ. σελ. 126ι 8). Εν ολίγοις, υπήρχε η ανόιγκη για διατυπώσεις οι οποίες δα ήταν ακριὅείς και ωστόσο όχι τόσο αυστηρές ώστε να εμφανίζο ζτ νται αναληδείς απέναντι στη ζώσα εμπειρία. Εδώ ο Νεοπλατω Ζ νισμός αγγίζει ένα πρόὅλημα που παραμένει ανεπίλυτο και το οποίο κανένα μεταφυσικό σύστημα δεν μπορεί να αγνοήσει. "
Ε
Μ
27
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Εφόσον η ιστορική κατάσταση των Νεοπλατωνικών τούς έδεσε αντιμέτωπους με αυτό το δίλημμα σε εξαιρετικά έντονη μορφή, αξίξει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις λύσεις τους. Ο Νεοπλατωνισμός στην προσπάδειά του να ανακαλύψει ξα νά την πραγματικότητα μέσα από μια προς τα ένδον στροφή, μακριά από τον αισδητό κόσμο, εκδηλώνει με το δικό του ξεχω ριστό τρόπο την αυξανόμενη αδιαφορία για τα εγκόσμια η οποία επηρέαξε όλες τις σύγχρονές του φιλοσοφίες και τα δρησκευτι κά κινήματα. Θα ήταν σίγουρα λάδος να αποδώσουμε γενικά μια τέτοια διάδεση σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Όπως πάντα, οι ελ πίδες, οι φόὅοι και οι επιδυμίες τόσο των μαξών όσο και της αρι στοκρατίας επικεντρώνονται σταδερά στην υλική σφαίρα. Η πε ρίοδος αυτή έχει ορδά χαρακτηριστεί ως «εποχή αγωνίας» ή ανασφάλειας, της οποίας οι συνέπειες φανερώνονται αφενός στην εξάπλωση σωτηριακών λατρειών, όπως της Ίσιδος και του Μίδρα, και σε υποτιδέμενες δεϊκές αποκαλύψεις οι οποίες πε ριλάμὅαναν τη γνώση που ήταν αναγκαία στη σωτηρία (παρα δείγματος χάριν, τα γνωστικά συστήματα και τα γραπτά που αποδίδονταν στον Ερμή τον Τρισμέγιστο), αφετέρου στην άνδη ση των μαγικών πρακτικών και της πίστης στη μαγεία, ένα με γάλο μέρος της οποίας στρεφόταν αναμφισὅήτητα προς τους σκοπούς αυτού του κόσμου. Και οι δύο αυτές δυνάμεις, όπως δα δούμε, πρόκειται να επηρεάσουν το Νεοπλατωνισμό. Για να αποτιμήσουμε όμως τις επιδράσεις τους, είναι ουσιώδες και να διακρίνουμε τη νεοπλατωνική στάση συνολικά από εκείνη των άλλων κινημάτων και να εκτιμήσουμε τις αποκλίνουσες απόψεις που υπήρχαν μέσα στην ίδια τη σχολή. Ένα άλλο σύμπτωμα των καιρών, το οποίο αντανακλάται στη στάση των Νεοπλατωνικών απέναντι στις φιλοσοφικές και δρησκευτικές τους πηγές, ήταν μια υπερὅολικά αυξανόμενη εκτίμηση για τους σοφούς της Ανα τολής και της αρχαιότητας. Το να αντιμετωπίξουμε όμως αυτήν την περίοδο απλώς ως μια εποχή διανοητικής παρακμής είναι μια υπεραπλουστευμένη δέση· ενώ η επιστήμη και η λογοτεχνία ήταν σχεδόν νεκρές, η τέχνη και η αρχιτεκτονική σίγουρα δεν ήταν, και τόσο οι Ν εοπλατωνικοί όσο και οι σημαντικότεροι από 28
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
τους σύγχρονούς τους Χριστιανούς έδειχναν πως η δύναμη του σκέπτεσδαι δεν είχε χαδεί. Είναι ασφαλέστερο να δεωρήσουμε αυτήν την περίοδο μια εποχή κατόι την οποία οι ανδρώπινες δραστηριότητες στρέφονταν προς νέους στόχους· το κατό. πόσο αυτοί οι στόχοι ήταν καλύτεροι ή χειρότεροι από τους προηγού μενους ή απλώς διαφορετικοί μένει να καδοριστεί από τις προ σωπικές προϊδεόισεις του αναγνώστη. Ούτε μπορούμε εδώ να κόινουμε υποδέσεις για τις κοινωνιο λογικές αιτίες αυτής της νέας συμπεριφοράς. Μερικές είναι αρ κετόι προφανείς· για παραδειγμα, η έλλειψη ενδιαφέροντος του Νεοπλατωνισμού για την πολιτική σκέψη προκύπτει ξεκόιδαρα από την έλλειψη του ελεύδερου διαλόγου όπως επιὅαλλότανί από τη δομή της αυτοκρατορίας. Άλλες υποτιδέμενες αιτίες δα έπρεπε να εξεταστούν με μεγαλύτερη προσοχή. Συνεπώς το να επιρρίπτουμε τη νέα ροπή προς το υπερκόσμιο απλώς στις `” ””””¬/ | # ασταδεις πολιτικες και κοινωνικες συνδηκες που επικρατουσαν από τον τρίτο αιώνα και μετόι, παραὅλέπει το γεγονός ότι η πιο έντονη αδιαφορία για τα εγκόσμια είχε εμφανιστεί στα συστή ματα του Γνωστικισμού κατόι τον προηγούμενο σχετικόι ειρηνικό αιώναἔ Πρέπει πάντως να σημειωδεί ότι ο κατά την πλέον ταραγμένη περίοδο της παγανιστικήςαἶἶἶοκρατορικής ιστορίας, εκείνη μεταξύ του δανόιτου του Μόιρκου Αυρήλιου το 180 και της ανόδου του Διοκλητιανού το 284. Επίσης, τα συ στηματα του ύστερου Ν εοπλατωνισμού με την αυστηρή ιεραρ χική τους δομή συνέπεσαν με την αναπτυξη, από τον Διοκλη τιανό και μετα, μιας αντίστοιχα αυστηρής ιερόιρχησης μεταξύ των πολιτών της αυτοκρατορίας. Κατά τα όιλλα, οι Ν εοπλατω νικοί ήταν αρκετα έξω από τα μέτρα της εποχής τους· και τα εξωτερικόι γεγονότα, πέρα από τη διαμόιχη τους με το Χριστια νισμό, δεν αφησαν ουσιαστικα κανένα σημάδι στα γραπτόι τους και ως εκ τούτου μπορούμε να το αγνοήσουμε εδώ. Εντούτοις, ενώ η αδιαφορία των Νεοπλατωνικών για τα εγκό σμια ήταν πιο ολοκληρωτική από εκείνη των προδρόμων τους, η ¿ ί
»
κ
κ
έξησε
5. Πρβλ. Ε. Η. Οοσσε, Τηε Θτεεκε ειπα τήε Ιπετίοηεί, σελ. 4.
Αρε οί Αηχιειγ, σελ.
250ι̃, και Ρερεη επτα Οηπἰειἰεη ίη επ
29
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
έννοια της φιλοσοφίας ως τρόπου ζωής που αφορόι τον όινδρω πο στο σύνολό του ήταν καίρια στην ελληνική σκέψη και από τις παλαιότερες εποχές. Η ιδέα των Ν εοπλατωνικών σχετικό με την ιδεώδη φιλοσοφική ζωή μπορεί να επιὅεὅαιωδεί τόσο από τα ηδι κόι τους γραπτόι (για παρόιδειγμα, μερικόι από εκείνα που συ γκροτούν την πρώτη Εννεάδα του Πλωτίνου ή την επιστολή του Πορφύριου στη σύζυγό του Μαρκέλλα) όσο και από τις ὅιογρα φίες τους εκ μέρους των μαδητών τους. Οι σωζόμενες ὅιογραφι κές πηγές είναι τέσσερις στον αριδμό. Η πιο γνωστή είναι το Πε ρί του Πλωτιι̃κου Βίου του Πορφύριου και η ὅιογραφία του Πρό κλου από το μαδητή και διόιδοχό του Μαρίνο. Το Βιρι Φιλοσό φων και Σοφιστών του ρήτορα Ευνόιπιου από τις Σόιρδεις ασχο λείται με τον Πορφύριο, τον Ιόιμὅλιχο και τους μαδητές των ύστερων Νεοπλατωνικών, ενώ η ὅιογραφία του Δαμόισκιου για το δόισκαλό του Ισίδωρο (δυστυχώς σωζόμενη μόνο σε αποσπόι σματα) απομακρύνεται εντυπωσιακόι από το δέμα του και ασχο λείται με τις κυρίαρχες προσωπικότητες της Αδηναϊκής και της Αλεξανδρινής Σχολής. Όλες αυτές οι πηγές ΰρίσκονται χρονικόι κοντόι στο αντικείμενό τους (ακόμη και ο Ευνόιπιος είχε επαφή με τους μαδητές του Ιόιμὅλιχου) και δεν φαίνεται να υπόιρχει σοὅα ρός λόγος αμφισὅήτησης της ορδότητόις τους στα περισσότερα ζητήματα. Δυστυχώς όλοι τους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ὅαδ μό, πόισχουν από τρεις ελλείψεις. Πρώτον, όπως γνωρίζει καλόι κόιδε αναγνώστης τού Περί του Πλωτιι̃ιου Βιρυ του Πορφύριου (πρὅλ. σελ. 734), εμφανίζονται ενοχλητικές αποσιωπήσεις σε κρίσιμα σημεία· δεύτερον, εκδηλώνουν μια προτίμηση για το δαυμαστό και το υπερφυσικό· τρίτον, στοχεύουν λιγότερο σε μια ιστορική εικόνα του φιλοσόφου απ, ό,τι στην απεικόνισή του ως μοντέλου όλων των φιλοσοφικών αρετών. Αυτή η αγιογραφικἠ τόι ση είναι ιδιαίτερα εμφανής, και σχεδόν απερίφραστα ομολογη μένη, στον Μαρίνο (Β. Πρ. 2 κ.λπ.), του οποίου οι περιγραφές για το δάσκαλό του καπηλεύονται απροκάλυπτα φρόισεις από τις Εννεάδες και από το Περί του Πλωτιι̃ιου Βιρυ του Πορφύριου· ενώ το «εγκώμιο›› του Δαμόισκιου για τον Ισίδωρο συγκρίνεται διασκεδαστικά με τις ζωηρές απεικονίσεις των ελαττωμόιτων και 30
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
των ιδιορρυδμιών άλλων ύστερων Νεοπλατωνικώνἔ Εντούτοις, κάποιες στιγμές, οι ιδιοσυγκρασίες των ηρώων τους αναδύονται ενάντια στη δέληση τους· ο Μαρίνος, για παράδειγμα, ηταν υπο χρεωμένος να παραδεχτεί πως ο Πρόκλος ηταν ευέξαπτος (Β. Πρ. 16). Το υπερφυσικό στοιχείο τονίζεται περισσότερο στο έργο του Ευνάπιου, όπου συσκοτίςει εντελώς το ρόλο των ανδρώπων για τους οποίους μιλάει ως δεωρητικών φιλοσόφων· πρέπει να δυμό μαστε ότι ο Ευνάπιος ηταν ο μόνος από τους τέσσερις ο οποίος δεν ηταν φιλόσοφος. Αντίδετα, ο Πορφύριος στο Περί του Πλωτιἰ νου Βίου είναι πολύ πιο συγκρατημένος και δίνει μια έντονη, αν και σε κάποιο ὅαδμό εξιδανικευμένη, εικόνα της εντύπωσης που έκανε ένας μεγάλος φιλόσοφος στους συγχρόνους του. Εδώ όμως\
| ενδιαφερόμαστε για τη γενικοτερη εικονα της νεοπλατωνικης φι λοσοφικης ζωης την οποία μας προσφέρουν αυτές οι πηγές. Η δεωρητικἠ ὅάση αυτης της ζωης καδορίστηκε από τον ΠλωἩ” τίνο και δα συζητηδεί σε σχέση με τη φιλοσοφία του. Σε αυτό το /( ι | | | σημειο χρειαζεται απλως να διορδωσουμε τις λανδασμενες εντυ πώσεις που μπορεί να ανακύψουν από μια απρόσεκτη ανάγνωση των πηγών μας· μπορούμε να είμαστε σύντομοι εφόσον η εργα σία αυτη έχει πρόσφατα παρουσιαστεί δαυμάσια από τον Ρ. Ηειάοτ, ο οποίος παρατηρεί, για παράδειγμα, πως φράση του Πορφύριου ότι ο Πλωτίνος «απέφευγε τα λουτρά» (Β. Πλ. Ζ. 5 6) εννοεί όχι ότι δεν είχε ποτέ πλυδεί, αλλά ότι απέφευγε να δια σκεδάςει στους οίκους των δημόσιων λουτρών? Αυτό που πρέπει να τονιστεί απέναντι σε εκείνους οι οποίοι ενοχλούνται από την αναφορά του Πορφύριου πως ο δάσκαλός του «έμοιαζε να ντρέ πεται που ὅρισκόταν μέσα σε σώμα» (Β. Πλ. Ι. Ι2) είναι πως αυ τη είναι από τις ηπιότερες, σε σχέση με τα δεδομένα των Μανι χαϊστών και ακόμη μερικών χριστιανών συγχρόνων, του νεοπλα τωνικού ασκητισμού. Το γιατί αυτό συνέὅαινε δα δειχτεί μέσα /
|
Ά
Η
Ρ
π
τα επιγραμματικά του σχόλια στην Υτιατία (παραθέτονται πιο κατω, σελ. 227) και στον ιεροκλή (πρβλ. σελ. 2269)· επίσης Β. Ια 62 και ατι. ι̃ι̃5 (Θέων), 74 (Ερμείας). ΜΔ (Μα ρινος), εει ςιιγιοςι, ατι. 227 ςωμνινοε). απ. στο (Αμμώνιοω̨. 8. Πρβλ.
7. Ρίοτίη, σελ.
Οητίειίεη Ιη
επι
ι̃05τισ. Γενικα για το σύγχρονο ασκητισμὸ βλ. Αρε οι°Αη›‹ίειγ, σελ. 2988.
Ε. Η. Ε1οααε„
Ρεη̨εη εηὀ
3Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
από την έκδεσή μας για τον Πλωτίνο° έχουμε ήδη υπαινιχτεί τη όασική του αιτία, δηλαδή την πλατωνική όιποψη για τον υλικό κόσμο ως είδωλο του ιδεώδους του αρχέτυπου. Άρα, το σώμα δεν δεωρείται εχδρός. Δεσπόξουσα ιδέα παραμένει η ελληνική
ι
μετριοπόιδεια και η αυτοπειδαρχία σπόινια μετατρέπεται σε αυ τοὅασανισμό. Φυσικόι συνέὅαιναν υπερόολές° είναι αρκετα αμ φίὅολο κατόι πόσο η σχολή μπορεί να κατηγορηδεί για την περι ὅόητη αδιαφορία του Ιουλιανού στην υγιεινή (Μισοπώγων 338€), όμως ο Δαμόισκιος μας προσφέρει μια σειρόι παραδειγμόιτων, όπως αυτό των ελόιχιστα γυναικείων επιδετικών τακτικών που χρησιμοποιούσε η Αλεξανδρινή φιλόσοφοςμάρτυρας Υπατία για να αποδαρρύνει τους επίδοξους μνηστήρες της (Β. Ισ. απ. ΙΟΖ). Ενώ όμως η γενική νεοπλατωνική στόιση απέναντι στο σαρ κικό έρωτα ήταν, το λιγότερο που δα μπορούσε να ειπωδεί, πο λύ διαφορετική από αυτήν των ημερών μας, παρ' όλα αυτόι ήταν εξίσου αντίδετη με εκείνη του Μανιχαῖσμού. Το γεγονός ότι οι σεξουαλικές σχέσεις είχαν αξία μόνο για την αναπαραγωγική διαδικασία ήταν αναμφίὅολο στον Πλάτωνα και ήταν επίσης κοι νός τόπος για τους περισσότερους ηδικολόγους της ύστερης αρ χαιότητας. Και η δεωρία του έργου Συμπόσιο ότι η σεξουαλική : | | Ι ι ενεργεια αποὅαινει επωφελεστερη οταν στρεφεται απευδειας στον κόσμο των Ιδεών προσέφερε ένα ισχυρό κίνητρο για πλήρη σεξουαλική αποχή. Ο Πλωτίνος δεν παντρεύτηκε ποτέ, μολονό τι στον κύκλο του περιλαμὅανονταν παντρεμένοι όιντρες και χή ρες. Ο Πορφύριος παντρεύτηκε σε προχωρημένη ηλικία τη χή ρα ενός φίλου του, και αρα μόνο για να φροντίξει αυτήν και τα παιδια της (Π. Μαρκ. ΠΙ, Ευνόπιος Β. Φιλ. 457). Αργότερα στη σχολή, από την όιλλη μεριόι, ο γόιμος ήταν πιο συνηδισμένος, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τον Πρόκλο (Β. Πρ. 17). Επίσης αξιοση μείωτη ήταν η απόρριψη της σχολής απέναντι στην ομοφυλοφι λία της κλασικής Ελλαδας· ο Πλωτίνος είχε ταραχτεί από μια υπερόισπιση του πλατωνικού Αλκιόι̃άδη (Β. Πλ. 15. 167) και σιω πηρόι παρέλειψε ακόμη και την ιδέα του Πλάτωνα περί μη σω ματικής σχέσης μεταξύ των φιλοσόφων (πρὅλ. σελ. 146), ενώ ο Πρόκλος στην ερμηνεία του για τον έρωτα του Σωκρόιτη προς κ
32
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
τον Αλκιὅιόιδη εμφανίζεται πιο κοντόι στη χριστιανική αγάπη πα ρόι στον πλατωνικό έρωτα (πρὅλ. σελ. 2445). Μια παρόμοια σταση είχε υιοδετηδεί και στο ζήτημα της χορ τοφαγίας. Ο ίδιος ο Πλωτίνος απείχε από το κρέας (Β. Πλ. 2. 15), αλλά στις Εννεάδες ποτέ δεν δίγεται το δέμα, ενώ ο Πορφύριος συνέγραφε μια πραγματεία σχετικό. με αυτό το ζήτημα (Περί απο χής εμψύχων). Οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί είχαν μεγαλύτερη δυ σκολία, μιας και η δυσία του ζώου, η οποία περιλόιμὅανε κατανόι λωση ενός μέρους του, ήταν χαρακτηριστικό πολλών παραδοσια κών τελετουργικών τα οποία ήδελαν να υπερασπιστούν. Σε αυτό το δέμα η σταση του Πρόκλου ήταν και πόιλι αυστηρότερη από εκείνη των περισσότερων σύγχρονών του Νεοπλατωνικών και προ κόιλεσε ανησυχία από την πλευρόι του δασκόιλου του για την υγεία του (Β. Πρ. 12). Κατόι τις δυσίες, εντούτοις, ο Πρόκλος συναινού σε στο να δοκιμασει λίγο κρέας χόιριν της τελετουργίας (ό.π. 19). Συνεπώς, η νεοπλατωνική σταση σε τέτοια ζητήματα παρέμενε ελαστική και τελείως απόμακρη από τον ακραίο ασκητισμό. Μια προσεκτικότερη εξέταση των πηγών μας είναι ικανή, στην πραγματικότητα, να εγείρει αμφιὅολίες του αντίδετου είδους. Όταν μαδαίνουμε ότι ο Πλωτίνος είχε εξ ολοκλήρου στη διόιδεσή του το μεγαλο αρχοντικό μιας πλούσιας χήρας (Β. Πλ. 9) ή ανα λογιζόμαστε τα έσοδα που μπορούσε να αποκομίζει στα τελευ ταία της χρόνια η Ακαδημία της Αδήνας (Β. Ισ. 158, απ. 265, Ολυμπιόδωρος Εις Αλκ. 141. 13). αναρωτιόμαστε αν αυτές οι εχδρικές προς αυτόν τον κόσμο διακηρύξεις των Ν εοπλατωνικών δεν περιέχουν έναν τόνο υποκρισίας. Ἑναντι αυτού, μπορούμε να δυμηδούμε ότι οι αποφασιστικότερες διαὅεὅαιώσεις του Πλωτί νου για τη γαλήνη του φιλοσόφου εμφανίζονται στις πραγματεί ες των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, όταν οι μαδητες του τον είχαν εγκαταλείψει και πέδαινε από μια οδυνηρή ασδένεια. Ούτε με το διωγμό εκ μέρους των Χριστιανών ως μια μονίμως πα ρούσα απειλή η ζωή δεν ήταν χωρίς προὅλήματα για τους όψι μους οπαδούς του. Και αφού φυσικα η σχολή δεν είχε κανένα δόγμα περί κοινωνικής υπηρεσίας, όλοι περίμεναν από το φιλό σοφο να εκπληρώνει τέτοια καδήκοντα όταν παρουσιόιζονταν 33
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
'
καδ” οδόν και να δείχνει καλοσύνη σε εκείνους που συναντούσε. Ακόμα μία φορόι ο Πλωτίνος μόις δίνει το γνωστότερο παραδειγ μα, με την καλοσύνη που έδειχνε (συχνό περιλόιμὅανε πολύ πρα κτικές συμὅουλές) στους φίλους του και ιδιαίτερα με τη φροντί δα του για την ευτυχία των παιδιών τα οποία ανέδεταν υπό την επίὅλειμἠ του οι συγκλητικοί λόγω δανόιτου των γονιών τους και εντυπωσιασμένοι από την ευδύτητόι του (Β. Πλ. 9. 5 κ.ε.). Από την ύστερη περίοδο μπορούμε να αναφέρουμε περιπτώσεις όπως την επιμονή του Αλεξανδρινού Ερμεία να καλοπληρώνει τους πωλητές ὅιὅλίων οι οποίοι αγνοούσαν την αξία του εμπορεύμα τός τους (Β. Ισ. 74, απ. 122). Όμως η καλύτερη ίσως απόδειξη εί ναι το γεγονός ότι σε μια εποχη όπου οι ανδρωποι είχαν την τόι ση να εκμεταλλεύονται κόιδε ευκαιρία για να επιρρίιμουν σκαν δαλώδεις κατηγορίες στους αντιπάλους τους, οι Χριστιανοί που εχδρεύονταν τους Νεοπλατωνικούς δεν μπορούσαν να ὅρουν γε νικόι τίποτα χειρότερο για το οποίο να τους κατηγορἠσουν πέρα από «ασέὅεια» και ‹‹αλαςονεία››.8 Υπάρχουν και εξαιρέσεις: για παράδειγμα, ο Μάξιμος Εφέσιος, ο πνευματικός καδοδηγητἠς του Ιουλιανού, έγινε περιὅόητος για τη χλιδἠ και τις φιλοδοξίες του (Ευνόιπιος Β. Φιλ. 47680). Μπορούμε ωστόσο γενικόι να συ μπερόινουμε ότι, όπως οι περισσότεροι αρχαίοι φιλόσοφοι, έτσι και οι Νεοπλατωνικοί ενδιαφέρονταν να εφαρμόσουν στην πρόι | | | κ ξη αυτα που διδασκαν και κατορδωναν επισης οπως οι περισσο τεροι τόσο να χρησιμοποιούν σωστό. τους πόρους τους όσο και να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες με σδένος. Τα αποτελέσματα της νέας φυγής από τα εγκόσμια στη δεο λογία ήταν ομοίως ὅαδιόι. Σκοπός αυτης της αντίληψης ήταν πρώτα και κύρια να προσφέρει στον όινδρωπο ασφόιλεια μέσα από τη γνώση της αληδινἠς του φύσης και του πεπρωμένου, ενός πεπρωμένου που δεν περιοριςόταν πλέον, όπως στο Στωικισμό και στον Επικουρισμό, στον αισδητό κόσμο. Από αυτό προκύ πτει και η αναὅίωση στα νέα συστηματα του πλατωνικού δυι σμού σώματοςψυχῆς και η έμφαση τους στην απροσμέτρητη π
8. Εντούτοις ο Πορφύριος
»
είχε να αντιμετωπίσει την κατηγορία ότι ο γαμος του είχε παρα κινηθεί από ιῦιοτελή κίνητρα (Π. Μαρκ. Ι).
34
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
απόσταση του υπέρτατου Θεού από αυτόν τον κόσμο, με την οποία πολλοί από αυτούς ζητούσαν να συνδυάσουν την κοσμική συμπάθεια του Στωικισμού. Αλλά ήταν η γνώση του υπέρτατου Θεού εκείνη που τώρα δεωρούνταν ότι συνιστούσε τη σωτηρία, γνώση η οποία μόνο ανεπαρκώς μπορούσε να εκφραστεί, αν εκ φραζόταν, μέσα από εννοιολογικούς όρους. Αποτέλεσμα ήταν η άνοδος της αποφατικής δεολογίας, το δόγμα κοινό στα μυστικά συστήματα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι οι λέξεις μπορούν να μας πουν μόνο τι δεν ειναι ο Θεός, ποτέ το τι είναι. Μία ακόμη ./ συνέπεια ήταν η εισαγωγή δευτερευουσών μεσολαὅητικών δυνά μεων για να γεφυρώσουν το τεράστιο χάσμα μεταξύ Θεού και κό σμου. Στον Αλεξανδρινό Ιουδαίο φιλόσοφο Φίλωνα αυτή η απο στολή εκτελούνταν από το Λόγο και τις δείες ενέργειες, στους Πλατωνικούς από την κοσμική ψυχή του πλατωνικού έργου Τι μαιος και σε δημοφιλείς συγγραφείς από τους δαίμονες, ημιδεϊ κά πνεύματα που μπορούσαν να είναι είτε αγαδά είτε μοχδηρά και τα οποία ο Πλάτωνας είχε περιγράψει ως ενδιαμέσους μετα ξύ δεών και ανδρώπων (Συμπ. ΖΟΖΕ, Επιν. 98ΙΕ). Ο πολλαπλά? σιασμός των ενδιάμεσων υποστάσεων διατηρήδηκε σε μεγαλύτε ρη έκταση σε μερικά από τα συστήματα των Γνωστικών και επί σης, όπως δα δούμε, στο μεταιαμὅλίχειο Νεοπλατωνισμό. Οι επιδράσεις αυτών των τάσεων στους φιλοσοφικούς προ δρόμους των Νεοπλατωνικών δα συζητηδούν με συντομία στο επόμενόμας κεφάλαιο. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται απλώς να προειδοποιήσουμε ενάντια στους γενικευτικούς όρους με τους οποίους χαρακτηρίζονται οι παραπάνω εξελίξεις αγνοώντας τις σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των δεολογικών σχολών της ύστε ρης αρχαιότητας. Ένας τέτοιας μορφής όρος, δημοφιλής κατά το δέκατο ένατο αιώνα, ήταν ο όρος Σχολή της Αλεξάνδρειας, ετικέ τα η οποία ομαδοποιούσε τους Νεοπλατωνικούς με τους Ιουδαί ους και τους Χριστιανούς διανοητές που κατοικούσαν στην Αλε ξάνδρεια και παρουσίαζαν παρόμοιες τάσεις ιδιαίτερα ο Φί λων, ο Κλήμης και ο Ωριγένης. Η χρήση αυτών των όρων δολώ νει τα γεγονότα επειδή, πρώτον, οι υπό συζήτησιν διανοητές δεν ήταν ποτέ μέλη μιας συγκεκριμένης κοινής σχολής και, δεύτερον,
35
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
επειδη οι μόνοι Νεοπλατωνικοί που διέμεναν στην Αλεξάνδρεια μετά τον ίδιο τον Πλωτίνο ηταν λόγιοι μελετητές του πέμπτου και έκτου αιώνα στους οποίους έχουμε αναφερδεί, οι οποίοι από όλους τους Νεοπλατωνικούς ηταν οι λιγότερο επηρεασμένοι από τέτοιες πέραν των εγκοσμίων δρησκευτικές τόισεις. Γι” αυτους τους λόγους ο όρος σημερα γενικα εγκαταλείπεται, και ορδόι. Ένας ακόμη πιο επικίνδυνος όρος, ο οποίος συνηδως χρησι μοποιείται ακόμη, είναι Γνωστικισμός. Το πρόὅλημα αυτού του όρου είναι ότι έχει δύο σημασίες, μια γενικότερη και μια όιλλη περιορισμένη και πιο ακριὅη. Η εφαρμογη του όρου στην πρώ τη περίπτωση είναι παρόμοια, αν και μαλλον ευρύτερη από εκεί νη του Σχολή της Αλεξάνδρειας, περιλαμὅόινοντας στην πραγμα τικότητα όλα τα δρησκευτικόι συστηματα των πρώτων μ.Χ. αιώ νων τα οποία αναζητούσαν τη «σωτηρία» μέσω της «γνώσης». Στην αυστηρότερη του σημασία, εντούτοις, ο όρος δηλώνει μια ομάδα συστημόιτων τα οποία στην πλειονότητα τους υποστηρί χτηκαν από χριστιανούς αιρετικούς και όλοι τους αντιτίδονταν στο Νεοπλατωνισμό κατόι το ότι η «γνώση» που αναζητούσαν δεν ηταν προϊόν φιλοσοφικης επιχειρηματολογίας αλλά αποκα λυψης εκ μέρους ενός δεῖκού σωτηρα. Ενώ από δογματικη απο ψη οι ομοιότητες μεταξύ Νεοπλατωνισμού και Γνωστικισμού μπορεί να εντυπωσιάζουν το σύγχρονο αναγνώστη, τα πρόιγμα τα εμφανίςονται πολύ διαφορετικα στον Πλωτίνο, όπως μπορού με να δούμε από την πολεμικη πραγματεία που συνέγραψε ο ίδιος ενόιντια σε καποιους Γνωστικούς που είχαν εισδύσει στη /σχολη του (Ενν. Π. 9· πρὅλ. Β. Πλ. 16). Περισσότερο σημαντικη ηταν η αποψη των Γνωστικών για τον υλικό κόσμο ως το έργο ενος κακού η, στην καλυτερη περιπτωση, αδαους δημιουργού, που είχε ο ίδιος εκπέσει μέσα στην πνευματικη ιεραρχία (Π. 9. κεφ. 4, ΙΟ12). Η όιρνηση των Γνωστικών να σεὅαστούν τον υλικό κόσμο ως δείο δημιούργημα και οι υπερὅολικές τους αντιρρήσεις κατόι του σώματος ηταν σε μεγόιλο ὅαδμό μη αποδεκτές (πρὅλ. ό.π. κεφ. 8, 1618)· ακόμη χειρότερη ηταν η ύὅρις προς το δημι ουργό τους και η όιρνηση του δείου χαρακτηρα της κοσμικης ψυ χης και των ουρόινιων σωμάτων (πρὅλ. ό.π. κεφ. 5. Ι16 κ.λπ.). Το
/ Κ
36
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
:
κ
|
ιδιο δυσαρεστη ηταν η δυσφήμηση του Πλατωνα εκ μερους των) Γνωστικών, από τον οποίο, κατά την άποψη του Πλωτίνου, είχαν αντλήσει ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στο δόγμα τους, και η άρνη σή τους να διατυπώσουν τις απόψεις τους με λογικά επιχειρήμα τα αντί με τη μορφή ανθρωπομορφικών και μελοδραματικών μύ θων (ό.π. κεφ. 6 ραεεὶπι, ΙΟ. 5Ι4, Β. Πλ. Ι6. 89). Τέλος, ήταν η άποψη ότι είχαν εκ φύσεως σωθεί η οποία τους οδηγούσε να αμε λούν την ηθική πειθαρχία και ακόμη (στις αντινομικές γνωστικές σχολές) να ξεπερνούν τους πειρασμούς (Π. 9. 15 ρειεεὶπι, 17. 27 9). Ο Πλωτίνος παραδέχεται την ύπαρξη σημαντικών ομοιοτήτων ανάμεσα στα δύο συστήματα εξηγώντας την (ορθά σε γενικές γραμμές) ως το αποτέλεσμα δανεισμού από τον Πλάτωνα (Π. 9. 6. 6 κ.ε.). Πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι τόσο ο Πλατωνισμός όσο και ο Γνωστικισμός ήταν ετερογενή κινήματα· ο δυίσμός του Νουμήνιου από την Απάμεια, για παράδειγμα, ήταν σε πολλά ση μεία πολύ κοντά στο Γνωστικισμό (πρὅλ. σελ. 6871), ενώ από την άλλη μεριά δεν είχαν όλοι οι Γνωστικοί την ίδια αρνητική άποψη για το δημιουργό όπως οι αντίπαλοι του Πλωτίνου? Παρ” όλα αυ τά, υπό το φως αποκλίσεων όπως αυτές τις οποίες αποκαλύπτει η πολεμική του Πλωτίνου, και ιδιαίτερα των διαμετρικών αποτι μήσεων της φιλοσοφίας και της αποκάλυψης εκ μέρους των δύο κινημάτων, ακόμα και αν υποστηρίζεται μια γενική «γνωστική τά ση», η ταξινόμηση του Νεοπλατωνισμού ως μιας μορφής Γνώσης φαίνεται να προκαλεί περισσότερη σύγχυση απ” ό,τι αξίζει. Εν κατακλείδι, πρέπει να μελετήσουμε το επίμαχο θέμα της «ανατολικής επίδρασης». Η άποψη, κοινή κατά το δέκατο ένα το αιώνα και ακόμη συχνά υποστηριςόμενη, ότι ο Ν εοπλατωνι σμός σηματοδοτεί τη συνθηκολόγηση της ελληνικής φιλοσοφίας με τις ανατολικές επιδράσεις, κερδίζει σε αληθοφάνεια όταν εξετόιζουμε τις εθνικότητες των ηγετικών μελών της σχολής. Για παράδειγμα, στους επτά «Έλληνες φιλοσόφους» που πήγαν στην Περσία μετά το κλείσιμο της Ακαδημίας περιλαμὅάνονταν ένας Σύριος, δύο από τη Φοινίκη, ένας από τη Γάζα και τρεις »
»
#
οί Ρ|οτΙηυε επτα οί Θοτηο Θηοεϋο Υντἰτἰηρε, Μεἰηψ Με οϊ τηε· ιιυηρ Οοαευη Κωνσταντινούπολη ι96ι̃, ιδιαιτερα σελ. 246.
9. Πρβλ. ιΙ. Ζειηαεε, Τη̃ε Τετπιἰηο|ο9_γ
Ροιιπη Τποετἰεε
37
”`κ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία (ένας από την Κιλικία, ένας Φρύγιος και ένας Λυδός) (Αγαθίας, Ιστορια, Π. 30). Η υποτιθέ μενη αιγυπτιακή καταγωγή του Πλωτίνου μπορεί να είναι αμφι σὅητήσιμη, αλλά τα ίδια τα ονόματα του Ιάμὅλιχου και του Δα μάσκιου φανερώνουν τη συριακή τους καταγωγή,1® ενώ ο Πορφύ ριος ήταν φοινικικής καταγωγής από την Τύρο και το ελληνικό του όνομα ήταν μετάφραση του σημιτικού ονόματος Μάλχος (Β. Πλ. Ι7. 6 κ.ε., Ευνάπιος Β. Φιλ. 456). Ακόμη και ο Πρόκλος, αν και εί χε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, είχε καταγωγή από την πόλη Ξάνθο της Λυκίας (Β. Πρ. 6), ενώ ο ὅιογράφος και διάδοχός του Μαρίνος ήταν Σαμαρείτης από τη Νεάπολη (σημερινή Να μπλούς) της Παλαιστίνης (Β. Ισ. 141). Αλλά πριν αυτά τα στοιχεία εκληφθούν ως απόδειξη ενός «ανατολικού εκφυλισμού››, πρέπει πρώτα να θυμηθούμε ότι οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλέξαν δρου είχαν από καιρό εδραιώσει τον ελληνισμό ως κουλτούρα των μορφωμένων τάξεων σε κάθε σημείο της Εγγύς Ανατολής· δεύτε ρον, ότι η αναλογία μεταξύ ελληνικού και ανατολικού αίματος στους κατοίκους αυτών των περιοχών την περίοδο την οποία με λετάμε είναι αδύνατον να καθοριστεί· και τρίτον, ότι οι εν λόγω περιοχές (Μικρά Ασία, Συρία και Αίγυπτος) ήταν εκείνες που συ νιστούσαν τα πλέον πολιτισμένα τμήματα της Ρωμαϊκής Αυτο κρατορίας η οποία, μαξί με την Ινδία και την Κίνα, ήταν μία από τις τρεις μεγαλύτερες πολιτισμένες περιοχές της υδρογείου. Το πρόὅλημα της ανατολικής επίδρασης αναλύεται κατά την εξέταση σε τρία ερωτήματα. Πρώτον, εγκαταλείπει ο Νεοπλατω νισμός την ελληνική παράδοση της ορθολογικής κριτικής σκέ ψης; Δεύτερον, ήταν κάποιες από τις κύριες θεωρίες ή πρακτικές του ανατολικής προέλευσης; Τρίτον, μπορεί το διακριτό ύφος του Ν εοπλατωνισμού ως αντιτιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη, το οποίο ήδη σχολιάσαμε, να αποδοθεί σε ανατολική επιρροή; Μόνο στην πρώτη ερώτηση η απάντηση φαίνεται ξεκάθαρη και αυτή η απάντηση, εφόσον η ανάλυσή μας είναι σωστή, είναι «όχι». Έχουμε μόλις σημειώσει την κριτική του Πλωτίνου στην
ι̃Ο. Ο Συριονός εντούτοις, παρά το όνομά του. είχε γενέθλιο τόπο την Αλεξάνδρεια.
38
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
άρνηση των Γνωστικών να θιατυπώσουν τη θέση τους ορθολογι κα και θα θούμε και αλλους Νεοπλατωνικούς να παίρνουν πα ρόμοια θέση εναντια στη χριστιανική έκκληση για πίστη (πρὅλ. σελ. 169). Η θέση είναι λιγότερο ευκρινής όσον αφορα τον Ιαμ ὅλιχο και τους θιαθόχους του· αλλα, ακόμη και όταν η φιλοσο φία είχε αποκτήσει στα χέρια των ύστερων Ν εοπλατωνικών έναν πιο απερίφραστα θεολογικό σκοπό, ο φιλόσοφος ήταν ακόμα υποχρεωμένος, όπως θείχνει το έργο Στοιχειι̃υσις Θεολογική του Πρόκλου, να παρουσιαζει την αλήθεια .πανω σέορθολογικές ὅα σεις. Η αξίωση του Ιαμὅλιχου σύμφωνα με την οποία τα φιλο σοφικα και τα θεουργικα ζητήματα θεν πρέπει να αναμιγνύονται (Μυστ. Ι. 2, Π. Π σελ. 96. 6ΙΟ) απέτρεψε την αποτελματωση της φιλοσοφίας στη θρησκεία, ενώ στο Περί Μυστηριων προσέφερε μια ορθολογική θικαιολόγηση ακόμη και του θεουργικού τελε τουργικού. Ούτε η αναγνώριση από τους Νεοπλατωνικούς μιας περιοχής που υπερὅαίνει την εννοιακή σκέψη αποψη την οποία μοιραςονται με τον Πλατωνα, τον Καντ και τον ννὶιτςετιετεὶη περιλαμὅανει καποια χαλαρωση της κριτικής ακρίὅειας μέσα στα όρια της επιχειρηματολογίας ή αναφορικα με τον προσθιο ρισμό αυτών των ορίων. Ως απόθειξη της αντίθεσης των Νεο πλατωνικών στη χρησιμοποίηση του μυστικισμού ως θικαιολο γίας για τον ιρασιοναλισμό, η θήλωση του Πλωτίνου ότι «το να θέσει καποιος τον εαυτό του υπερανω του Νου σημαίνει ότι εκ πίπτει από αυτόν» (Π. 9. 9. 512) απηχείται σε εκείνη τη θήλω ση του Ισιθώρου ότι «αυτοί που πρόκειται να γίνουν θεοί πρέ πει πρώτα να γίνουν ανθρωποι» (Β. Ισ. 227). Η καταθειξη αυτής της θέσης είναι ένας από τους σκοπούς της εργασίας μας. Το θεύτερο και τρίτο ερώτημα μας είναι δυσκολότερο να απαντηθούν. Από την πρώιμή τους εποχή η ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη είχαν τροφοθοτηθεί με ιθέες της Εγγύς Ανατολής, στις οποίες συνήθως προσέθιναν νέα σημασία οργανώνοντας τες μέσα σε εννοιακό σύστημα το οποίο ως τότε έλειπε, και είναι αναμενόμενο ότι ο Ν εοπλατωνισμός θα έκανε το ίθιο. Κατα πό σο μπορούμε να προσθιορίσουμε ακριὅώς αυτό που είχε συμὅεί, είναι ένα αλλο ερώτημα· υποτιθέμενα ανατολικα θόγματα έχει 39
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
αποδειχτεί ότι μπορούν γενικό. να εξηγηδούν με τους όρους της πρώιμης ελληνικής σκέψης και είναι μόνο αυτοί οι όροι που ρητόι συγκρούονται με τις παραδοσιακές ελληνιστικές ιδέες, όπως, για παραδειγμα, η αποψη του Νουμήνιου από την Απόιμεια σύμφω να με την οποία το κακό είναι παρόν στις ουρόινιες σφαίρες," στην οποία μπορεί εύλογα να αποδοδεί ανατολική επιρροή. Οι ἔίἶσχυρισμοί των ίδιων των Νεοπλατωνικών περί ανατολικής κατα ωγής των ιδεών τους εξηγούνται συχνόι ως πυδαγόρειες ή πλα ωνικές αναγνώσεις των σοφών της Ανατολής. Η υπόδεση γίνεται 4/πιο εύκολη όσον αφορά μερικές από τις δεουργικές πρακτικές των ύστερων Νεοπλατωνικών° για παρόιδειγμα, η αιγυπτιακή κα ταγωγή της «τελεστικής», της μαγικής εμψύχωσης ενός δεϊκού αγάλματος, φαίνεται με ὅεὅαιότητα εδραιωμένη.Ω Όμως, οι φι λοσοφικές έννοιες μέσω των οποίων δικαιολογείται η δεουργία εμφανίζονται να είναι κυρίως ελληνικές· ο Πτολεμαίος και όιλλοι είχαν με παρόμοιο τρόπο δικαιολογήσει τη χαλδαίκή αστρολογία με τους όρους της ελληνικής επιστημονικής δεωρίας. Η εικόνα είναι ακόμη πιο σκοτεινή σε ό,τι αφορα το τρίτο μας ερώτημα. Φαίνεται εντούτοις σίγουρο ότι μόνο η ινδική σκέψη παρουσιαζει σαφή ομοιότητα με τον ενδοσκοπικό μυστι κισμό του Πλωτίνου έτσι ώστε να δεωρηδεί σοὅαρόι ως ενδεχό μενη πηγή. Έχουμε δείξει αφενός ότι οι πολιτιστικές επαφές ήταν σχεδόν ὅέὅαιες τόσο πριν όσο και κατόι τη διόιρκεια της περιόδου μας και αφετέρου ότι οι απόψεις του Πλωτίνου δα μπορούσαν να έχουν απλώς ανακύψει κατόπιν αναστοχασμού των παλαιότερων ιδεών, ιδίως της αριστοτελικής δεωρίας του ¿“Νου, υπό το φως της δικής του εμπειρίας. Η τάση της μυστικής εμπειρίας να εκφραζεται με όμοιους τρόπους σε όλες τις επο χές και σε όλους τους πολιτισμούς πρέπει επίσης να ληφδεί υπόψη. Είναι όμως αμφίὅολο κατόι πόσο όλες οι ομοιότητες των παρομοιώσεων που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ινδοί
γή
”
ι̃ι̃. Πρβλ. σελ. 70ι και Α. Η. Αιπιείιοιτς, Ετιιτείἰεηε Ηετατ Μ σελ. 58. ι̃2. Πρβλ. Ε. Η. Ποααε, Τήε Θτεεκε σπα Με Ιττειιἰοπιεί, 2984. Για μια προσπαθεια διάκρισης μεταξύ ιτλατωνικὡν και ανατολικών στοιχείων οτα Χαλδαίκά Λόγια βλ. Η. ιεννγ, Ο!ιε|αεεεη Οτεο|ε·ε ειπα Τήειπσκ κεφ. 67, 3ι ι441
4Ο
'“”τ<±ω|Δ`κ,`/
\Η ·<
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
συγγραφείς μπορούν να εξηγηδούν με αυτόν τον τρόπο· για πα ραδειγμα, η νεοπλατωνικη σύγκριση της δεῖκης δράσης με την αὅίαστη και απρομελέτητη ακτινοὅολία του φωτός από τον ηλιο είναι επίσης ευρέως διαδεδομένη στα ινδικόι κείμενα” Η τελικη όμως κρίση τέτοιων δεμόιτων πρέπει να περιμένει τη μελλοντικη έρευνα και δεν μπορεί μέχρι τότε, ὅέὅαια, να δεω ρηδεί ότι καποιος δανεισμός έχει γίνει από την ελληνικη πλευ κ ·'Χ ρόι. Εν τω μεταξύ, μολονότι οι παραλληλισμοί μεταζύ ελληνικης και ινδικης σκέψης αξίζει να μελετηδοὐν σοὅαρόι, ο Νεοπλατω νισμός πρέπει να μελετηδεί ως εξέλιξη της προηγούμενης ελ ληνικης παράδοσης. Είναι αυτη ακριὅώς η παρόιδοση, και η χρηση της από τους Νεοπλατωνικοὐς, η οποία δα αποτελέσει το αντικείμενο του δεύτερου κεφαλαίου μας.
ι3. Πρβλ. π.χ. το πώς χρησιμοποιεί αυπῆν και αλλες παρομοιὡσεις για να διευκρινίσει την απρο μελέτητη φύση της δράσης του Βούδα ο Θιβετιανός συγγραφέας Θειτιρορέ (.|εννο| Οτηεπιεπτ οί Ηοετείίοη, κεφ. 2ι̃, μεταφραση Θυοπιηοι, 27ι4), ακολουθώντας τον ινδὀ βουδιστη φιλόσοφο Αεειπαε (υπετειεπττε Μ 5860). Η παρομοίωαη του ήλιου επανεμφανίζεπαι στο σύγχρονο Ινδου ιοτη μυατικιστη Ηεπιειπει Μαηειιεπί ίῦοίίεοτεσ ΙΛ/οτκε, σελ. 48). Για έναν ακόμα παραλληλισμό βλ. Ε. Βτέπίετ, «ιοε Απείοαίεε σε ία Οιέετίοπ οπο: Ωατικατε οτ οπο: Ριοοίυε», Είυαεε σε· Ρηίίοεορηίε Ατιίιαυο, σελ. 2848. Για μια ανασκόπηση των μελετητών πανω στις πιθανές διασυνδέσεις μετα ξύ της ινδικἠς σκέψης και του Πλωτίνου, με πλήρεις βιβλιογραφικές αναφορές, βλ. Δ. Ρ. $ίααί, Αανείίε ειπί Νεορίειοπίεπι (Μεατεε ί96ι), σελ. 23548.
4Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Οι πηγές του Νεοπίὶατωνισμοὐ
ΠΡΙΝ ΜΕΛΕΤΗΣΟΥΜΕ τις φιλοσοφικές πηγές του Ν εοπλατωνι σμου, δα ήταν ίσως σκόπιμο να υπενδυμίσουμε στους αναγνώστες τόσο τις δεωρίες των οποίων τις πηγές αναζητούμε όσο και να δι ευκρινίσουμε με ποιοι έννοια χρησιμοποιείται ο όρος πηγές. Στην πραγματικότητα οι προσεκτικοί αναγνώστες δα παρατηρήσουν ότι η προσέγγιση μας κατόι κόιποιο τρόπο διαφέρει από το ένα σημείο αυτού του κεφαλαίου στο όιλλο. Στο πρώτο μέρος, το ενδιαφέρον '/ μας επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι Νεοπλατωνικοί χρησιμοποιούν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και, σε μικρότε ΚΜ! /Ι | | | | | ρη εκταση, τους Στωικους, εχοντας στοχο να επισημανουμε τοσο Κ τις δεωρίες που πραγματι όιντλησαν από αυτές τις πηγές όσο και τις δεωρίες που οι ίδιοι οι Νεοπλατωνικοί πίστευαν ότι συναγο νται από αυτές. Το γεγονός όμως ότι ελόιχιστα κείμενα έχουν δια σωδεί από τους άμεσους προκατόχους των Νεοπλατωνικών μας εμποδίζει να κανουμε το ίδιο και στη δικη τους περίπτωση. Το τε λευταίο μέρος του κεφαλαίου συνεπώς ασχολείται κυρίως με τις σημαντικές προαναγγελίες των νεοπλατωνικών ιδεών στο έργο αυ τών των συγγραφέων, χωρίς στις περισσότερες περιπτώσεις να προσπαδουμε να αποφασίσουμε ποιες ακριὅώς από τις νεοπλα τωνικές ιδέες προέρχονται ξεχωριστά από τον κόιδε στοχαστη. Ά
42
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Οι κύριες δεωρίες των οποίων τις πηγές αναζητούμε έχουν ήδη συνοψιστεί στη δεωρία του Πλωτίνου σχετικόι με τα τρία επίπεδα πραγματικότητας ή αλλιώς «Υποστόσεις» (πρὅλ. σελ. ΖΟ1). Η πρώτη και ύψιστη αναμεσα τους είναι η αδιαμόρφωτη και όιρρητη αρχή, γνωστή ως Εν ή Αγαδόν· επόμενη στη σειρά έρχεται αυτή του Νου, ενός όιχρονου, δεϊκού νου ο οποίος δεόι ται τον εαυτό του εμπεριέχοντας μέσα του όλες τις πλατωνικές Μορφές (ή τις Ιδέες)· τέλος, ενδιόιμεση μεταξύ αιωνιότητας και χρόνου είναι η Ψυχή, δημιουργός και ρυδμιστής της τόιξης του αισδητού κόσμου, ο οποίος με τη σειρό. του αποτελεί απεικόνι ση των Μορφών οι οποίες προὅόλλονται από την Ψυχή πόινω στο όμορφο υπόστρωμα της Πρώτης Ύλης. Μια ολοκληρωμένη εξήγηση των παραπόινω όρων δα παραμείνει προς ανόιλυση στο κεφόιλαιό μας για τον Πλωτίνο· προς το παρόν το ενδιαφέρον μας δα στραφεί στην ανεύρεση της καταγωγής αυτών των ιδεών στους παλαιότερους στοχαστές. Το ότι οι σύγχρονοι του Πλωτίνου, ιδιαίτερα ο φιλόσοφος Λογγίνος, είχαν εντυπωσιαστεί από την πρωτοτυπία του φαίνε ται ξεκόιδαρα στο Περί του Πλωτίνου Βίου του Πορφύριου (κεφ. 17, 1920). Ομοίως, ο Πρόκλος αναγνωρίζει ότι ο Πλωτίνος εγκαι νίασε μια νέατεξέλιξη στην πλατωνική παράδοση (ΠΘ Ι. Ι σελ. 6. 16 κ.ε.). Ωστόσο ο ίδιος ο Πλωτίνος δεν δεωρούσε αυτήν την πρωτοτυπία ένα εκ του μηδενός ξεκίνημα αλλόι μια αποκατόι σταση των δεωριών του Πλόιτωνα, οι οποίες είχαν διοιστρεὅλωδεί από τους προηγούμενους ερμηνευτές. Σχετικό. με αυτό δα μπο ρούσαμε αφενός να παραπέμφουμε στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλωτίνος την ελληνική λέξη φύσις («όπως αυτός δηλαδή ο δόισκαλος είπε››) παραδέτοντας τα λόγια του Πλόι τωνα, αφετέρου στην επίπληξη του Πλωτίνου προς τους Γνωστι κούς για την εγκατόιλειφη της πλατωνικής διδασκαλίας (Ενν. Π. 9. 6. 248, Β. Πλ. 16. 89)! Σε μια μεταγενέστερη εποχή, είναι γνωστός ο έπαινος του Αυγουστίνου για τον Πλωτίνο ως τον «όν δρωπο μέσα από τον οποίο αναὅίωσε ο Πλόιτωνας» (Ώ. Αεεα. 3. ι̃.
Πρβλ. επίσης |||. 7. Ἱ.
ι̃θι̃θ, ν. Ἱ.
Β.
ἹΟἹ4. νί. 2.
ί.
45, νί. 4.
ι̃θ. 47.
43
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ι8). Και μολονότι οι ὐστεροι Νεοπλατωνικοί απέρριπταν μερικές από τις ερμηνείες του, κανείς τους δεν αμφέὅαλλε για την ειλι κρίνεια των προδέσεών του. Τέτοιος ήταν ο σεὅασμός τους προς τον Πλάτωνα ώστε οδήγησε τον Πρόκλο να περιγράψει τη φιλο σοφία του ως δεϊκή αποκάλυψη η οποία δόδηκε στον άνδρωπο (ΠΘ Ι. Ι. σελ. 5. 6. κ.ε.)° ως τετοια, φυσικα, επρεπε να συμφω νεί με άλλες αντίστοιχες αποκαλὐψεις, ιδιαίτερα με τα Χαλδαι κά Λόγια. Τα Χαλδαικά Λόγια πρόκειται να συζητηδούν σε ένα προσεχές κεφάλαιο· αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι οι φι λοσοφικές πηγές των Νεοπλατωνικών. Αναπόφευκτα η στάση των Νεοπλατωνικών απέναντι σε αυτές τις πηγές δα παρουσια στεί περισσότερο μονολιδική απ” ό,τι πραγματικά ήταν, όμως δα προσπαδήσουμε να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή τουλάχιστον στις μείςονες διαφορές μεταξυ της προσέγγισης του Πλωτίνου και αυτής των διαδόχων του. ιι/ Ότι πολλές από τις νεοπλατωνικές δεωρίες δεν είχαν διατυ πωδεί ρητά στους πλατωνικους διαλόγους, αλλά προέρχονταν απο τον Αριστοτελη και τους Στωικους, οι Νεοπλατωνικοι το γνώριζαν πολυ καλά. Ο Πορφύριος, για παράδειγμα, αναφέρει την παρουσία ‹‹κρυμμένων στωικών και περιπατητικών (δηλ. αριστοτελικών) δεωριών» στις Εννεάδες και συγκεκριμένα ισχυ /Κρίςεται ότι περιέχουν μια συμπὐκνωση του Μετά τα Φυσικοί του Αριστοτέλη (Β. Πλ. Ι4. 47). Όμως, πεπεισμένοι καδώς ήταν οι \ Νεοπλατωνικοι οτι ολες οι σημαντικές αλήδειες είχαν αποκαλυ φτεί από τον Πλάτωνα, προσπάδησαν, όπου ήταν δυνατό, να 9.. αντλήσουν αυτές τις δεωρίες είτε από νύξεις σε ασαφή απο / σπάσματα των πλατωνικών διαλόγων είτε από τα σχόλια του Αριστοτέλη σχετικά με την προφορική διδασκαλία του Πλάτω να. Μια τέτοια στάση ήταν ισχυρά επικυρωμένη από την παρά δοση, πράγμα που δα διαπιστώσουμε και κατά τη μελέτη περι πτώσεων όπως αυτής του Αντίοχου Ασκαλιωνίτη (σελ. 60) και του Αλὅίνου (σελ. 64) μεταξυ των προδρόμων των Νεοπλατωνι κών. Φαινομενικές αντιφάσεις μεταξυ των διαλόγων, όπως για παράδειγμα σχετικά με το πρόὅλημα της καδόδου της ψυχής στο σώμα (Ενν. Ιν. 8. Ι. 27 κ.ε.), πρέπει ομοίως να εξηγηδουν έ
κ
ει
› Χ Ξ
γι
.ί ι
×
ξ
γ
,ι
44
„..Μςα¬.¦ ...Μαρ
,εκ ..„ «βίον
κ
κ
ν
»
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
:
|
|
|
·¬.
προσεκτικα. Σε τετοιες περιπτωσεις ο Πλωτίνος, οπως φαινεται, ι δεωρεί τον Πλάτωνα υπό το ίδιο φως που δεωρεί και τον Ηρά / κλειτο τον Εφέσιο, τον περίφημο «σκοτεινό» της αρχαιότητας, δηλαδή ως ένα φιλόσοφο ο οποίος σκόπιμαπαραδέτει αινίγμα Β) τα για να μαςίοδηγήσει να αναζητήσουμε την αλήδεια μόνοι μας. λ Αυτό τουλάχιστον υπονοείται τόσο από τα περιστασιακά σχόλια του Πλωτίνου στους δύο στοχαστές όσο και από τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται γενικά τον Πλάτωνα.: Ότι ο νεοπλατωνικός Πλάτωνας απέχει πολύ από τον ίδιο τον Πλάτωνα συνολικά είναι εμφανές ακόμα και μέσα από μια πρό χειρη σύγκριση. Ο Πλάτωνας του Πλωτίνου αμελεί τα μαδημα τικά και πολιτικά ενδιαφέροντά του (μολονότι ο Πλωτίνος συνι στά την άσκηση των μαδηματικών και ο ίδιος είχε πλήρη γνώση του δέματος, Ενν. Ι. 3. 3. 510, Β. Πλ. 14. 7ΙΟ) και αδιαφορεί για την ατελέσφορη αναζήτηση των ηδικών ορισμὡν στους πρώιμους σωκρατικούς διαλόγους. Το ενδιαφέρον για τα μαδηματικά επι στρέφει στον ύστερο Νεοπλατωνισμό, σε κάποιες περιπτώσεις υπό τη μορφή αριδμητικού μυστικισμού, περιλαμὅάνοντας όμως επίσης σοὅαρή έρευνα των δεμελίων και των επιστημονικών εφαρμογών των μαδηματικών· ένα καλό παράδειγμα είναι η υποστήριξη από τον Πρόκλο της γεωμετρικής σύλληψης της πλατωνικής ύλης? Παρέμεναν όμως οι δύο παραπάνω περιορι σμοί. Οι Νεοπλατωνικοί ήταν ομοίως επιλεκτικοί σε ό,τι αφορά τις δοξασίες που διατηρούσαν μέσα στη διδασκαλία τους. ”Ετσι,Κ η δεωρία των Ιδεών. όπως έχουμε παρατηρήσει (σελ. 234), είχε ί σχεδιαστεί για να απαντά τόσο στο λογικό πρόὅλημα των καδο λικών εννοιών δικαιολογώντας, για παράδειγμα. την κοινή χρή ση του όρου καλός με την υπόδεση ότι όλα τα επιμέρους όντα που δικαιολογούνται να φέρουν αυτό το επίδετο καδορίζονται από τη «μίμηση» ή τη «μέδεξή» τους στην αιώνια Ιδέα του 1
#
5
!
έν
2. Πρβλ. π.χ. Ν. 8.
ί. ι̃ι̃ι̃7
(για τον Ηράκλειτο) και ν. 8. 4. Βί4 (για τον Πλάτωνα).
8. Σχολιαζεται από τον Θ. 8:ιιηοιιτεκγ, Τίτο Ρ|τνείοε| Υίίοτία οί Δειτε Απίίσυίτγ, σελ. 44ῦι̃· πρβλ. επίσης Τ. ίλίηιτίεκει, Τίτο Νεορίείοηίείε, παράρτημα 3. σελ. 2258, και 8. Βιείοπ, Ρ!ιΙ|οεορ|·ιΙε
οί ιηείήέπιείίαυεε είτε: Ρτοοίυε (Παρίσι ίθθθ, ασχολεπαι κυρίως με το σωζόμενα σχόλιο στο πρώτο βιβλίο από τα Στοιχεια του Ευκλείδη και περιλαμβανει μια γαλλική μεταφραση ενός δοκιμίου σχετικα με το ίδιο θέμα από τον Ν. Ηεπιπειιπ).
45
Κάλλους όσο και στην ανάγκη ιδεωδών κριτηρίων για την ηδι κή και την αισδητική· τέλος, στο έργο Τζιιαιος είχαν προσδιορί σει το μοντέλο με δάση το οποίο ο μυστηριώδης Θείος Τεχνίτης (ή «δημιουργός››) μορφοποιεί τον αισδητό κόσμοἔ Το γεγονός ότι οι απαιτήσεις οι οποίες εγείρουν διαφορετικές όψεις της δε ωρίας συγκρούονται μεταξύ τους είχε διαπιστωδεί και από τον ίδιο τον Πλάτωνα· έτσι, η λογική δεωρία απαιτεί Ιδέες οπουδή ποτε χρησιμοποιείται ένας κοινός όρος (Πολιτεια 59όΑ), κατά συνέπεια και για πράγματα όπως οι τρίχες, η λάσπη και ο ρύ πος, που είναι γελοία για την αισδητική δεωρία (Παρμ. 130€Β). Η απάντηση των Νεοπλατωνικών ήταν ότι πρέπει να επικε ντρωδούμε
στις αισδητικές και κοσμολογικές λειτουργίες των Ιδεών εις ὅάρος του ρόλου τους ως καδολικών εννοιών και να εγκαταλείψουμε τις Ιδέες οι οποίες συγκρούονται με αυτές τις όψεις της δεωρίαςἔ Έτσι οι Νεοπλατωνικοί πέτυχαν ένα διαχω ρισμό μεταξύ λογικής και οντολογίας, διαχωρισμό ο οποίος, τελευταία ανάλυση, αποδείχτηκε σε ωφέλιμος και για τις δύο· ενώ ο Πλωτίνος εκτιμούσε ελάχιστα την αριστοτελική λογική σε σχέ ση με τη διαλεκτική του Πλάτωνα (Ενν. Ι. 3. 5. ΙΟ κ.ε.), οι ύστε ροι Νεοπλατωνικοί μπόρεσαν με αυτόν τον τρόπο να παραγά γουν μια λογική εντυπωσιακά λιγότερο περιορισμένη σε οντολο γικές δεσμεύσεις απ” ό,τι εκείνη του Αριστοτέλη. Για να δούμε τι απέμεινε από τον Πλάτωνα, δα μας ὅοηδού σε να αναφερδούμε σε δύο καταλόγους πλατωνικών διαλόγων, αρχικά αυτόν που μας δίνει ο ΙΙοιιτγ για τα έργα που παραδέ τονται συχνότερα από τον Πλωτίνο° και στη συνέχεια τον επί σημο κατάλογο της διδασκόμενης ύλης στην ύστερη σχολή έδινε ο Ιάμὅλιχος. Ο πρώτος που κατάλογος περιέχει τους διαλόγους:
4. Για διαφορετικές απόψεις της θεωρίας ιιρβλ. Η. Ο. Οιοεε και Ηεροοίιο: ε Ρ|τΙ|οεορ|τιοε| Α. Π. ΙΛ|οο2|εγ, Ρ|ετο'ε Οοπιπιεηιεη̨ις σελ. ι̃8095. 5. Πρβλ. Αλβίνος Ειτιτ. ΙΧ. 2, Πλωτίνος Ενκ ν. Θ. ι0ι4, ιδιαίτερα Ι4. ταφ. ι058, Πρόκλος 7 κ.ε., Σιιριονός Θς Με Εις· Παρμ. 7802, 8ι588. Για τη νεοιιλατωνική <‹Νεορ|ειτοοἰο απο Ατίετοιεϋειι λογική ιτρβλ. Α. Ο. Μογο, ίοαιο», Ρηποιιεείε | (ΙΘ558) Ηιειοτγ οί Δειετ Θτεεκ 5872, Μ659, και Οειηοτίαρε απο Εετη̨̃ι Μεαίενε| Ρ|ιί|οεορ|·ιχ σελ. 8 Ι 922. 8. Εισαγωγή στη μεταφραση του Μεοκειιιιει σελ. ›οο‹ί›‹ σημ. 2· τιρβλ. «Ριοτιτιοε», στήλη Βοηννγτει ΗΕ άρθρο 551.
π 46
Ο1
ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Ἱιμοιιος, Πολιτειοι, Φοιιδων, Φοιιδρος, Συμπόσιο, Θεοιιτητος, Φίληὅος, Σοφιστής, Ποιρμενιδης. Ο δεύτερος, κατά την προτεινόμενη σειρά ανάγνωσης, είναι όπως ακολουδεί: Αλκια̃άδης Ι, Γοργιος, Φοιιδων, Κρατύλος, Θεαιτητος, Σοφιστής, Πολιτικός, Φαιδρος, Συμπόσιο, Φιἰ ληὅος, Τιμαιος, Παρμενιδης (Αν. Προλ. 26). Ο μαδητής ήταν συ νεπώς υποχρεωμένος να προχωρεί από τους ευκολότερους στους δυσκολότερους διαλόγους μέχρι να φτάσει σε εκείνους τους δύο διαλόγους τους οποίους δεωρούσε ο Ιάμὅλιχος ότι περιείχαν το σύνολο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, δηλαδή στο Ἰι̃μοιιος, ο οποίος ασχολείται με τη φυσική επιστήμη, και στο Ποιρμενίδης, ο οποίος ασχολείται, όπως δα δούμε, με τη δεολογία (Αν. Προλ. 26. 1316, Πρόκλος Εις Τιμ. 1. 13, ΠΘ 1. 8. σελ. 32. 1418). Η Πολιτειοι και οι Νόμοι είχαν εξαιρεδεί από τον Πρόκλο από το πρόγραμμα της διδασκόμενης ύλης λόγω της έκτασής τους, οι Επιστολές λό γω του ύφους τους (Αν. Προλ. 26. 68), μολονότι οιναγνώριζε τη σημασία κάποιων χωρίων τους, όπως για παράδειγμα των δεολο γικών συζητήσεων στο δέκατο ὅιὅλίο του Νόμοι και στο δεύτερο του Πολιτειοι (ΠΘ 1. 5. σελ. 24. ΖΟ3, πρὅλ. ό.π. 1. κεφ. 1321). Ο Αλκια̃όδης και ο Γοργιος εισάγονταν με στόχο να προσφέρουν τις αναγκαίες ηδικές ὅάσεις του προγράμματος· ο Πλωτίνος είχε πολλές φορές αναφερδεί στο πλέον σημαντικό απόσπασμα του διαλόγου Αλκιᾶάδης (129ΒΟ), το σημείο δηλαδή όπου εξισώνεται ο άνδρωπος με την ψυχή του. Μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των δύο καταλόγων είναι στη σημασία που δίνεται από τους ύστε ρους Νεοπλατωνικούς στο διάλογο Κρατύλος, του οποίου η συ ζήτηση για τη γλώσσα συμφωνούσε με τα ενδιαφέροντά τους για τη λογική και η εξήγηση των δείων ονομάτων ως προς το οποίο η σχολή επιδείκνυε τη γνωστή τυφλότητά της απέναντι στην ει ρωνεία του Πλάτωνα ήταν ζωτικής σημασίας για τη δεουργίοι. Όσον αφορά τους υπόλοιπους διαλόγους (εκτός από το διάλογο Πολιτικός) οι δύο κατάλογοι είναι οι ίδιοι ακριὅώς. Εξέχουσα δέση και στους δύο καταλόγους, όπως ήταν ανα μενόμενο, έχουν οι μεταφυσικοί διάλογοι της μέσης και ύστερης περιόδου του Πλάτωνα: ο Φαιδων, ο Φοιίδρος, το Συμπόσιο και ιδιαίτερα ο Τιμαιος. Είναι οι διάλογοι που συγκροτούν το γνήσια 47
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
πλατωνικό υπόὅαδρο του Νεοπλατωνισμού μέσα από τις συζη τήσεις για τη δεωρία των Ιδεών, την αδανασία και τον προορισμό της ψυχής, την αναγωγή μέσω του Έρωτα στο Νοητό κόσμο και την περιγραφή από το διάλογο Τι̃μαιος της δεῖκής δημιουργίας του αισδητού κόσμου και της ζωοποίησής του από την Ψυχή. Η Πολιτειρι προσφέρει μια περαιτέρω σημαντική ιδέα, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη των Ιδεών εξαρταται από μια ακόμη πιο υφη ,λή αρχή, την Ιδέα του Αγαδού. Η σύνδεση όμως μιας συστημα τικής φιλοσοφίας ὅασισμένης σε αυτούς τους διαλόγους αντιμε τωπίζει τη δυσκολία, την οποία αναγνώριζαν οι Νεοπλατωνικοί, ότι για πολλά πρόιγματα ο Πλάτωνας έμενε σιωπηλός, ενώ για αλλα οι παρατηρήσεις του έμοιαζαν αντιφατικές. Δύο προὅλή ματα είναι εξαιρετικής σημασίας. Πρώτον, πώς η Ψυχή σχετίζε ται με τις Ιδέες και, πιο συγκεκριμένα, πώς ο Θείος Τεχνίτης (ή «δημιουργός››) στο διόιλογο Τζααιος σχετίζεται με το ιδεώδες του μοντέλο και με την Ιδέα του Αγαδού στην Πολιτεία; Εφόσον η πλειοψηφία των Νεοπλατωνικών συμφωνούσε με την ταύτιση του Δημιουργού με το ΝουΘεό του Αριστοτέλη (πρὅλ. Πρόκλος Εις Τιμ. Ι. 299ΒΙ9), το πρόὅλημα για αυτούς αφορούσε αφενός το συσχετισμό αυτής της αρχής με τις Ιδέες, αφετέρου το συσχετι σμό της με το Εν. Δεύτερον, με ποιο τρόπο η δεωρία του διαλό γου Ἱι̃μαιος για την αγαδότητα του αισδητού κόσμου εναρμονίζε ται με την επιμονή του διαλόγου Φαίδων στις ολέδριες επιδρόισεις του σώματος, και είναι αραγε η παρουσία της ψυχής σε αυτόν τον Ι κόσμο προϊόν δείκής αποστολής (Τίμαιος) ή ηδικής πτώσης (Φαύ δρος); Οι Ν εοπλατωνικοι δεν ειχαν φυσικόι την παραμικρή αντί ληφη περί εζελίξεως στη σκέφη του Πλόιτωνα, ούτε κόιτι τέτοιο δα εξόιλειφε, μολονότι δα μετρίαζε, την αμέσως προηγούμενη δυ σκολία· όπως έχουμε παρατηρήσει (σελ. 256), ο αμφίσημος χα ρακτήρας του αισδητού κόσμου αποτελεί πρόὅλημα εγγενές στον Πλατωνισμό. Δύο ακόμη προὅλήματα που τέδηκαν στο διόιλογο Τιμαιος, τα οποία σώδηκαν επίμαχα στους μεσοπλατωνικούς δια δόχους του Πλωτίνου και αφορούσαν το αν η Ύλη αποτελεί αρ χή ανεξάρτητη του Θεού και κατόι πόσο ο κόσμος είχε χρονική αρχή, είχαν ομόφωνα δεχτεί αρνητική απαντηση από τη σχολή.
Ι
Κ
48
Δω,.ω....
_,ε..εΙ„..§____
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Όσο οι σύγχρονοι μελετητές προσπαδούν να καλύψουν τέ τοια κενά, τόσο αναγκάζονται να επιστρέψουν στο σχολιασμό της προφορικἡς διδασκαλίας του Πλάτωνα στα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη. Αυτοί οι σχολιασμοί δεν άφησαν ανεπηρέαστο το Νεοπλατωνισμό, όπως για παράδειγμα στη διαμόρφωση της δεωρίας του Πλωτίνου σχετικό. με τη Νοητή Ύλη (πρὅλ. σελ. Πό7) και στην πραγμάτευση του Ορίου και του Απείρου από τις ύστερες σχολές (σελ. 2368). Βασίστηκαν όμως σε πηγές που οι σύγχρονοι ερευνητές δεωρούν τις πλέον αμφίὅολες, με σημαντι κότερη μεταξύ αυτών το διάλογο Παρμενίδης. Το πρώτο μέρος του διαλόγου, το οποίο έχει συςητηδεί εξαντλητικά τα τελευταία χρόνια, εγείρει μια σειρά αντιρρήσεων στη δεωρία των Ιδεών. Πρώτον, υπάρχει το πρόὅλημα, στο οποίο έχουμε αναφερδεί, του εύρους του κόσμου των Ιδεών. Το επόμενο πρόὅλημα είναι το πώς να κατανοἠσουμε τον ισχυρισμό του Πλάτωνα ότι τα επι μέρους πράγματα «μετέχουν» στις Ιδέες· διότι φαίνεται εξίσου παράλογο να πιστέψουμε είτε ότι μία Ιδέα εμφανίζεται την ίδια στιγμή ολοκληρωμένα σε κάδε επιμέρους πράγμα είτε ότι η εν λόγω Ιδέα τεμαχίςεται σε μέρη και διανέμεται μεταξύ αυτών των επιμέρους (Παρμ. ΒΙΑΕ). Τρίτον, πρέπει να δεωρούμε τις Ιδέ ες τέλεια επιμέρους για παράδειγμα, δα ήταν η Ιδέα του Αν δρώπου ένας τέλειος άνδρωπος; Μια καταφατικἡ απάντηση, για μία ακόμη φορά, δημιουργεί παράδοξα· πώς γίνεται, για παράί δειγμα, η Ιδέα του Μεγέδους να έχει μέγεδος, εφόσον οι Ιδέεςί δεν έχουν τη διάσταση του χώρου (πρὅλ. ΒΙΟΕ), Ακόμη, ποιες άλλες εξηγησεις μπορούν να δοδούν για την υποτιδέμενη ομοι ότητα των επιμέρους πραγμάτων με τις Ιδέες (1321)133Α); Οι Ν εοπλατωνικοί αφιέρωσαν πολύ χώρο σε αυτούς τους προὅλη ματισμούς· για παράδειγμα, η απάντηση τους στο δεύτερο ερώτημα ὅασίστηκε στην ασαφη δηλωση του Πλάτωνα ότι οι Ιδέες ενδέχεται να υπάρχουν ταυτόχρονα σε πολλά πράγματα (ΙΒΙΒ), σκέψη η οποία αναπτύχδηκε εκτεταμένα σε μια από τις εντυπωσιακότερες πραγματείες του Πλωτίνου (Ενν. νΙ. 45)?
Ι
7. Για την ομοιότητα των επιμέρους στις ιδέες πρβλ. Ενκ γέθους πρβλ. παρακάτω σελ. Θι̃2.
ι. 2
κεφ. ι8· για την ιδέα του Με
49
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ήταν όμως το δεύτερο, πιο προὅληματικό, μέρος του διαλόγου εκείνο το οποίο δεωρούσαν οι Νεοπλατωνικοί ότι περιείχε τη ὅα δύτερη διδασκαλία του Πλόιτωνα (Ενν. Ψ. Ι. 8. 237, ΠΘ Ι. 712). Σε αυτό το σημείο του έργου ο Παρμενίδης, ξεκινώντας από την υπόδεση πως «το Εν υπαρχει», αρχικα «αποδεικνύει» ότι, αν υποστηριχτεί η απόλυτη ενότητόι του, τότε τίποτα, ούτε καν η ίδια η ύπαρξη, μπορεί να προκύψει από αυτό, και στη συνέ χεια, ακολουδώντας την αντίστροφη πορεία, ότι αν το Εν υπόιρ χει (δηλαδη μετέχει στην ύπαθἔη), τότε καδετί υπαρκτό πρέπει να αποδοδεί σε αυτό. Η τρίτη και η τέταρτη υπόδεση (η, όπως οι Ν εοπλατωνικοί τις υπολόγιξαν, τέταρτη και πέμπτη) συνόιγουν επίσης από την ύπαρξη του Ενός αντιφατικόι συμπεράσματα για τα πρόιγματα που αινιγματικό καλούνται «τα όιλλα››. Οι υποδέ σεις πέντε έως οκτώ εξόιγουν παρόμοιες αντιφόισεις από τη μη ύποιθξη του Ενός, αρχικό. για το ίδιο το Εν και στη συνέχεια για «τα αλλα». Στη διαρκεια της προπλωτινικης περιόδου υπηρξε μεγόιλη διαφωνία σχετικόι με το κατόι πόσο οι παραπανω υποδέ σεις περιλόιμὅαναν καποια μεταφυσικη διδασκαλία η ηταν απλώς μια λογικη όισκηση (Πρόκλος Εις Παρμ. 630 κ.ε., ΠΘ Ι. 8)° ανόι μεσα σε εκείνους οι οποίοι ασπόιστηκαν τη δεύτερη εκδοχη ηταν και ο σημαντικός μεσοπλατωνικός φιλόσοφος Αλὅίνος (Εισαγ. κεφ. 3). Ήταν μόνο η αυδεντία του Πλωτίνου εκείνη που εξα σφόιλισε τη νίκη στην πρώτη εκδοχη, αν και η ερμηνεία που μας έδωσε ηταν, όπως δα δούμε, η παραδοσιακη. Στην πρώτη υπό δεση του διαλόγου Παρμενίδης (Ι37(ῖΙΙΖΑ) ο Πλωτίνος ανακα λυψε το υπέρτατο Εν, το οποίο μπορεί να περιγραφτεί μόνο με αποφατικούς όρους· την όιρνηση της ύπαρξης του Ενός ο Πλωτί νος τη συνέδεσε με την περιγραφη του Αγαδού ως «επέκεινα της ουσίας» στην Πολιτεία (5Ο9Β). Ο Πλωτίνος αναγνώρισε τη Δεύ τερη του Υπόσταση, το Νου, στη δεύτερη καταφατικη υπόδεση του έργου Παρμενιδης (Ι42ΒΙ55Ε), ενώ το τελευταίο μέρος αυ της της υπόδεσης, το οποίο σχετιξόταν με το έγχρονο γίγνεσδαι ίΙ'55ΕΙ57Β), αποκόπηκε και προηχδη σε μια ξεχωριστη υπόδεση σχετιξόμενη με την Τρίτη Υπόσταση η την Ψυχη. Στην ίδια τριόι δα οντοτητων δεωρούσε όμοια ο Πλωτίνος ότι έκανε νύξη ένα 50
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
σκοτεινό απόσπασμα από τη Δεύτερη Πλατωνική Επιστολή (3121) 313Α), ενώ τη Δεύτερή του Υπόσταση, που συνδύαζε το Νοητό Κόσμο του Πλάτωνα και τον αυτονόητο Νου του Αριστοτέλη, εί δε να προεικονίζεται στην αναφορά του διαλόγου Τήααιος (ΒΟΩ κ.ε.) για το Τέλειο Υπόδειγμα του κόσμου ως «νοητό ςώον» και στην απόδοση της κίνησης, της ζωής και της νόησης στο Παντε λώς Όν του έργου Σοφιστής (Ζ18Ε2491)). Ο Σοφιστής (2541) κ.ε.) ήταν επίσης πηγή υπεράσπισης για τον Πλωτίνο των πέντε πλατωνικών «κατηγοριών» (Ον, Στάση, Κίνηση, Ταυτόν, Ἑτερον) ως των μόνων που μπορούν να εφαρμοστούν στο Νοητό κόσμο αντί των δέκα κατηγοριών του Αριστοτέλη, σημείο στο οποίο, όπως δα δούμε αργότερα, διαφώνησαν οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί. Οι διάδοχοι του Πλωτίνου ήρδαν αντιμέτωποι με το δέμα της επέκτασης της νεοπλατωνικής ερμηνείας του διαλόγου Παρμενιδης σε όλες τις ὅαδμίδες των υποστάσεων, ένα δέμα που ο Πλωτίνος δεν είχε επιχειρήσει να πραγματευτεί. Ο Πρόκλος καταγράφει τις εξηγήσεις του Αμέλιου, του Πορφύριου, του Ιάμὅλιχου και ενός άλλου άγνωστου «φιλοσόφου από τη Ρόδο» (Εις Παρμ. 1Ο528),Β αλλά μόνο την εποχή του Πλούταρχου και του Συριανού, των ιδρυ τών της Σχολής της Αδήνας, δεμελιώδηκε μια γενικά αποδεκτή ερ μηνεία (ό.π. 105864) και αποκαταστάδηκε ο ρόλος του έργου Παρμενιδης ως συστηματικής δεολογικής πραγματείας του Πλάτω να. Σχετικά με αυτό δα πούμε περισσότερα στο κατάλληλο σημείο. Μέσα από την ανάλυσή μας για το διάλογο Παρμενιδης έχει | | | | Ι ηδη αναδειχτει| η κρισιμη διαφορα αναμεσα στην πραγματευση των διαλόγων από τον Πλωτίνο και σε εκείνη από τους διαδόχους του: ο Πλωτίνος εδώ δεν καταὅάλλει καμία προσπάδεια να ερμηνεύσει συνολικά το κείμενο του Πλάτωνα, απεναντίας η προσοχή του πε ριορίςεται σε ένα μικρό αριδμό γνωστών αποσπασμάτων από το πλατωνικό έργο. Με τον ίδιο τρόπο, οι πραγματεύσεις του πάνω στην Πολιτεια ασχολούνται αποκλειστικά σχεδόν με τα κεντρικά, μεταφυσικά ὅιὅλία και το μύδο του Ηρός και, ακόμη και μέσα σε αυτά τα όρια, οι παραπομπές του είναι πολύ περιορισμένες. Μια 8. Για τους συγγραφείς των ερμηνειών που σχολιόζοιπαι από τον Πρόκλο τιρβλ. Βείίτεγ και νιίεειετἰηκ, Τ|τἐο|ορΙε ρ|ετοηΙ‹:Ιεηηε Ι, σελ. |›οο‹ κ.ε.
51
1
έ Φ
Ξ
2
ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ι έ
Ἱ
”πιο ακραία περίπτωση είναι αυτη του διαλόγου Θεαιτητος, ο οποί ος εκπροσωπείται σχεδόν αποκλειστικα από τη γνωστη δέση του Πλόιτωνα για την αναγκαιότητα του κακού και την ανόιγκη της απόδρασης της ψυχης μέσαγαπό την ομοίωσημε το Θεό (Ι76ΑΒ). Ανδολογίες τέτοιων αποσπασμόιτων ηταν αρκετα συχνές και όιφη
σαν ξεκόιδαρα τη σφραγίδα τους στον Πλωτίνο. Εντούτοις, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Πλωτίνος δεν είχε διαὅόισει όλο τον Πλάτωνα, ιδιαίτερα στο φως της προσεκτικης μελέτης του Αριστοτέλη την οποία επιδεικνύουν οι Εννεάδες. Εξίσου αυδαί ρετη είναι η πραγμόιτευση του Πλωτίνου εκεί όπου ανακύπτουν δυσκολίες από τα πλατωνικόι κείμενα. ίΕτσι, όταν αντιμετώπιζε φανερόι αντιφατικές δηλώσεις σχετικόι με το κατόι πόσο η γη δια δέτει ψυχη, αφιέρωνε όλη του την προσοχη στο να διατυπώσει τη
«λογικη αποψη» του δέματος (Π/. 4. 22. 513), υποδέτοντας ότι η όιποψη του Πλόιτωνα δεν δα αντέφασκε με αυτην τη λογικη αποψη. Τυπικόι, έχοντας ανακαλύψει αυτην τη λογικη άποψη, εναρμονιξόταν με το κείμενο του Πλόιτωνα μέσα από μια παρα τραὅηγμένη ερμηνεία του τελευταίου· ας πόιρουμε για παραδειγ μα την εξηγηση του Πλωτίνου σχετικόι με το γεγονός ότι στο διόι λογο Φιληὅος περιλαμὅόινεται η ηδονη στον ενόιρετο ὅίο (Φιλ. ΖΙΠΕ, πρὅλ. Ενν. νἱ. 7. κεφ. 25. Ι16, 30 ρειεεὶπι). Με τη στόιση του Πλωτίνου οι διόιδοχοί του, αφιερωμένοι όπως ηταν από την πιο σχολαστικη τους ιδιοσυγκρασία στον ολοκληρωμένο σχολια σμό τουλόιχιστον των «επιλεγμένων» διαλόγων, δεν μπορούσαν να μείνουν ικανοποιημένοι. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να αγνοη σουν το γεγονός ότι ακόμα και αυτοί οι διόιλογοι περιείχαν εκ πρώτης όψεως πολλές αντιφόισεις με τη νεοπλατωνικη ερμηνεία και πολλόι χωρία που πραγματευόντουσαν δέματα όπως η πολι τικη για τα οποία δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η εξηγηση αυ τών των χωρίων από τον Πορφύριο δεν έμοιαζε αρκετόι συστημα τικη και απέμεινε στον Ιόιμὅλιχο να διατυπώσει λεπτομερείς ερ μηνευτικές αρχές σύμφωνα με τις οποίες οι παραπανω δυσκολίες δα μπορούσαν να παρακαμφδούν. Εφόσον αυτές οι αρχές εξαρ τώνται από τις μεταφυσικές αντιληψεις του Ιόιμὅλιχου, δα συξη τηδούν σε συσχετισμό με αυτές τις αντιληψεις. 52
„_Μ _,.._.....ι..“..
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Εντούτοις, δα ήταν χρήσιμο να προειδοποιήσουμε απέναντι σε οποιαδήποτε συνολική απαξίωση της ερμηνείας του Πλάτωνα από τους Νεοπλατωνικούς. Ήταν ο Πρόκλος, στο κάτω κάτω, εκείνος ο οποίος έδωσε στους σύγχρονους μελετητές τη σωστή ερμηνεία του Ἱι̃μαιος 35Α σχετικά με τη σύνδεση της Ψυχής του Κόσμου και υπάρχουν αναρίδμητα άλλα σημεία στα οποία ένας τόσο σύγχρονος νεοπλατωνικός σχολιαστής όπως ο Οοτιιἴοτά αναγκάστηκε να επικαλεστεί την αυδεντία του. Με ὅάση τις Εν νεάδες μπορούμε να μιλήσουμε για αναίρεση της ερμηνείας των Στωικών στο Φιληὅος ΒΟΑΒ από τον Πλωτίνο, σύμφωνα με την οποία οι ατομικές ψυχές αποτελούν μέρη της Ψυχής του Κόσμου (Ενν. Ιν. 3. 7). Επίσης, αν η νεοπλατωνική ερμηνεία του διαλό γου Παρμενιδης δεν γίνεται δεκτή, η αναίρεση της οπτικής του δεύτερου μέρους του διαλόγου από τον Πρόκλο ως απλής λογι κής άσκησης είναι αποστομωτική (ΠΘ Ι. 9). Κατά τα άλλα, αν η ερμηνεία που έκαναν οι Νεοπλατωνικοί στις πηγές τους φαντά ζει ανιαρή και συχνά παιδαριώδης, δα πρέπει να δυμηδούμε ότι οι συνέπειες αυτής της ερμηνείας στάδηκαν εξαιρετικά ευεργετι κές καδώς απέτρεψαν τους Νεοπλατωνικούς, όπως απέτρεψαν άλλωστε και τους σχολιαστές του Μεσαίωνα ύστερα από αυτούς, από το να παραμείνουν απλώς ένα ακριὅές αντίγραφο είτε των κλασικών φιλοσόφων είτε ο ένας του άλλου. Εν συντομία, σε μια εποχή όπου πρυτάνευαν οι αυδεντίες, μόνο σε μια τέτοια ὅάση ήταν εφικτή μια πραγματικά πρωτότυπη σκέψη. Το μέχρι ποιο σημείο ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης μπορού σαν να παρουσιαστούν σε συμφωνία ήταν ένα πολυσυζητημένο πρόὅλημα τόσο πριν όσο και πολύ αργότερα από τον Πλωτίνο. Ότι μεταξύ τους δεν υπήρχε κάποια ουσιαστική διαφορά ήταν μια ευλογοφανἠς άποψη, εφόσον ο Αριστοτέλης ήταν γνωστός κυρίως μέσα από τα πρώιμα, περισσότερο πλατωνικά του έργα, και μια άποψη η οποία δέχτηκε αξιοσημείωτη υποστήριξη ακόμη και αφότου το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στα πιο «ώριμα›› έργα της σχολής, όπως συνέὅαινε για τους περισσότερους (μολονότι όχι για όλους) τους Νεοπλατωνικούς. Ενόψει, όπως δα δούμε, αντι | : | : | κρουομενων αποψεων της μεσοπλατωνικης περιοδου, ο Πλωτινος 53
ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
//3]
ακολουδηἶει μια μέση οδό. Αφενός αποδεχόταν μερικές από τις ὅασικές αρχές ἶδἶδρίστοτέλη, ιδιαίτερα την ιδέα του για το Νου, μεγάλο μέρος του ιμυχολογικού του λεξιλογίου και της ανάλυσης του για την πραγματικότητα με όρους αντιδέσεων. όπως ύλημορφη, δύναμιςενέργεια. μολονότι ακόμη και αυτόι τα προσπόιδςησςεάιἐι
σημεία δεν παρέμειναν σε γενικές γραμμές αναλλοίωτα. Έτσι, για τον Πλωτίνο η έννοια της «δύναμης» είχε συνηθέστερα την ενερ γητικη έννοια της «ισχύος» παρόι την πιο παδητικη της «επιδε κτικότητας σε μεταὅολη». χρηση που ηταν συνηδέστερη στον Αρι στοτέλη (πρὅλ. Π. 5. 3. 1922, ν. 3. 15. 335 και πιο κατω. σελ. 108). Αφετέρου δεωρούσε πως ο Αριστοτέλης είχε υποπέσει σε σοὅαρό τατα σφόιλματα. Στο πεδίο της λογικης οι κατηγορίες του Αριστο τέλη ηταν ανεφόιρμοστες στο Νοητό κόσμο (ν1. 1. 124) και ακόμη και στον αισδητό κόσμο οι δέκα κατηγορίες του μπορούσαν να συρ ρικνωδούν σε πέντε (ν1. 3. 3)· η ψυχολογία του έκανε την ψυχη αχώριστη από το σώμα (Ιν 7. 85). η ηδικη του έκανε την ευτυχία να εξαρταται από την εξωτερικη ευημερία (1. 4. 5 κ.ε.) και η δεολογία δεν κατόρδωσε να αναγνωρίσει την αναγκη μιας αρχης πέρα από το Νου (ν. 6. 26. ν1. 7. 3742 κ.λπ.). Η διαφορα όμως ανόιμεσα στη στόιση του Πλωτίνου απέναντι στον Αριστοτέλη και σε εκείνη απέναντι στον Πλόιτωνα μπορεί καλύτερα να αναδειχτεί μέσα από την πραγμόιτευση δύο προὅλημόιτων της φυσικης φιλοσοφίας. Η πραγματεία Π. 1 είναι μια υπερόισπιση της δεωρίας σύμφωνα με την οποία οι ουρανοί συνδέτονται από καδαρό πυρ, δεωρία που συγκρούεται εξίσου με τη δεωρία του Αριστοτέλη για τη σύνδεση των ουρανών από το πέμπτο στοιχείο, αλλόι και με το συμπέρασμα του διαλόγου Ἰι̃μαιος σύμφωνα με το οποίο το πυρ των ουρανών εί ναι αναμεμιγμένο με γη (Τιμ, 3113, 4ΟΑ). Ενώ όμως σ Πλωτίνος αφιερώνει δύο κεφαλαια (Π. 1. 67) προκειμένου να εναρμονίσει το διόιλογο Ἰι̃μαιος με τη δικη του δέση, η δεωρία του Αριστοτέλη απορρίπτεται σε τρεις γραμμές (ό.π. 2. 1214). Παρόμοια διαφορα χαρακτηρίζει τη συζητηση του Πλωτίνου σχετικα με τον ορισμό του χρόνου από τους δύο φιλοσόφους (ΠΙ. 7. κεφ. 9. 1213. ιδιαίτερα 13. 9. κ.ε.). Ένα αξιοσημείωτο συμπέρασμα είναι πως η συζητηση του Πλωτίνου για τον Αριστοτέλη δείχνει μεγαλύτερη εξοικείωση με το 54
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
κείμενό του και καλύτερη κατανόηση της αριστοτελικής σκέφης απ” ό,τι της πλατωνικής. Πράγματι, μερικές από τις επικρίσεις του Πλωτίνου στον Αριστοτέλη, ιδιαίτερα της υποτιδέμενης πολ λαπλότητας των Νόων (ν. Ι. 9. 727) και της διάκρισης μεταξύ κι νήσεως και ενέργειας (νἰ. Ι. 16), προλαμὅάνουν τα συμπεράσματα της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης. Ωστόσο, για τους ύστερους Ν εοπλατωνικούς η στάση του Πλωτίνου απέναντι στον Αριστοτέλη φαινόταν υπερὅολικά αυ στηρή. Ο Πορφύριος έγραφε ένα έργο (σήμερα χαμένο) που πα ρουσιάζει τη συμφωνία Αριστοτέλη και Πλάτωνα (Ηλίας Εισαγ. 39. 6 κ.ε.) και υπερασπίζεται τις κατηγορίες του Αριστοτέλη ενά ντια στην επίδεση του δασκάλου του, μια υπεράσπιση που έμελ λε να σταδεί καδοριστική για τις ύστερες σχολές (Σιμπλίκιος Εις Κατ. Ζ. 5. κ.ε.). Η στάση του Ιάμὅλιχου φαίνεται πως υπήρξε | | κ ακομη πιο συμὅιὅαστικη (Ηλιας Εις τας Κατηγοριας 123. Ι3). Ο Αριστοτέλης δεωρούνταν συνολικά ο υπέρτατος δάσκαλος της λογικής και (μαζί με το διάλογο Τιμαιος) της φυσικής φιλοσοφίας, και στο πρόγραμμα των σπουδών της σχολής η μελέτη των έργων του αποτελούσε προαπαιτούμενο για την ανάγνωση των πλατω νικών διαλόγων, της υπέρτατης αυδεντίας στη μεταφυσική (Ηλίας Εις τας Κατηγορίας 123. 7Π). Κάποιες δέσεις που προ καλούσαν αμηχανία, όπως η πολεμική του Αριστοτέλη ενάντιαλγ | | | Ι | στις Ιδεες, μπορουσαν να αποφευχδουν με επιδεζιοτητα χαρη στην υπόδεση ότι αυτές οι δέσεις αφορούσαν μόνο τον αισδητό κόσμο ή οφείλονταν σε παρεξήγηση της δεωρίας (πρὅλ. π.χ. Ασκληπιός, Εις Μεταφ. 69. 17 κ.ε., 166. 24 κ.ε.)· ο αναγνώστης δα έχει παρατηρήσει την απουσία τους από τον κατάλογο των επικρίσεων του Πλωτίνου. Ωστόσο το κατά πόσο οι δύο φιλόσο φοι ὅρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία παρέμενε δέμα υπό συζή τηση. Όπως δα δείξουμε σε ένα επόμενο κεφάλαιο, η Σχολή της Αδήνας έτεινε να υιοδετήσει μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στον Αριστοτέλη από εκείνη των σύγχρονων της Αλεξανδρινώνἔ Στην πραγματικότητα, η κριτική του Αριστοτέλη στη δεωρία των »
γ
Θ.
Πρβλ. Δαμάσκιος Β. |σ. 356, Πρόκλος Εις Πορμ. νιι. 73. μια ύστερη περίοδο ιτρβλ. Ιουλιανός Οτ. ν. ι̃Θ2Ο.
ι̃. Από
ι̃0 κ.ε., και παρακατω σελ. 230
55
έ
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ιδεών είχε δεχτεί δριμύτατη επίδεση τόσο από τον Συριανό (Εις Μεταφ. 80. 4. κ.ε.) όσο και από τον Πρόκλο (πρὅλ. Φιλόπονος Π. Αιδ. Π. Ζ. 31. 7. κ.ε.), ο οποίος μαλιστα συνέγραψε μια απα ντητική πραγματεία σχετικά με τις ενστόισεις του Αριστοτέλη στο διόιλογο Ἰι̃μαιος (Εις Τίμ. Ι. 2789, Σιμπλίκιος Εις Κατ. 640. 20 κ.ε.). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι. παρόι τον πλατωνίςοντα προίδεασμό της σχολής. τα σωζόμενα σχόλιόι της στον Αριστοτέ λη είναι ανώτερα, ως ερμηνεία του πραγματικού νοήματος των πη γών της, από τα σχόλιά της στον Πλάτωνα. Η μεγαλύτερη όμως προσφορα της σχολής για τους σύγχρονους μελετητές σε ιστορι κό επίπεδο είναι ὅέὅαια η διάσωση, μέσα από τα σχόλια του Σι μπλίκιου, πολυόιριδμων αποσπασμόιτων των Προσωκρατικών, τα οποία υπό όιλλες συνδήκες δα είχαν οπωσδήποτε χαδεί. Τους Στωικούς πρέπει να τους πραγματευτούμε με μεγαλύτε ρη συντομία. Η επιρροή τους στον Πλωτίνο είναι εμφανέστερη ι ι στην αντιληψη του για τον αισδητο κοσμο ως ςωντανο οργανισμο ο οποίος αναπτύσσεται από τους ενδιόιδετους Σπερματικούς Λό γους της Ψυχής του Κόσμου και με μια οργανική αρμονία (ή «κο σμική συμπόιδεια››) να συνδέει όλα τα μέρη της. Η δεοδικίο. του (Ενν. ΠΙ. Ζ3) δανείζεται ομοίως πολλα από τα επιχειρήματα τους. Εντούτοις, οι Στωικοί έκαναν λόιδος σε δύο δεμελιώδη ση μεία: πρώτον, στη δεώρηση της Ψυχής του Κόσμου ως της υψη λότερης οντότητας και, δεύτερον, στο ότι αντιλαμὅόινονταν την Ψυχή με υλικούς και χωρικούς όρους (πρὅλ. σελ. 93). Στην πραγ ματικότητα, με το να αντιμετωπίζουν οι Στωικοί το Θεό και την Ψυχή ως καταστόισεις της ύλης, διαπρόιττουν το δεμελιώδες σφόιλμα να δεωρούν το οντολογικόι τελειότερο ύστερο από το οντολογικόι υποδεέστερο (Ενν. Π. 4. Ι. Π13, Ιν. 7. 4. 83, νΙ. Ι. 26 Ζ7° πρὅλ. ν. 9. 4. 312). Ομοίως στην ηδική, μολονότι η έννοια του σοφού στους Στωικούς είχε μεγόιλη ὅαρύτητα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επίτευξη της ευτυχίας ανεξαρτητα από τα υλικόι : αγαδόι, η στωική σχολή εσφαλμένα έὅλεπε τον ύψιστο σκοπο του ανδρώπου κατά την ηδική του δρόιση μέσα από την υποταγή του στην Ειμαρμένη που κυὅερνόι τον αισδητό κόσμο, αντί στην ενα τένιση της νοητής τάξης στην οποία ανήκει ο αληδινός εαυτός »
56
κ
κ
×
6
Ἑ
ἱ
4
ι λ
ἰ
ι ι
ι
ι
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
(πρὅλ. σελ. Ι4Ο κ.ε.). Η ὅιταλιστικἠ αντίληφη του Πλωτίνου για το Νοητό κόσμο φαίνεται να οφείλει πολλό. στους Στωικούς· οι μελετητές διαφωνούν ως προς το ὅαδμό (πρὅλ. σελ. ΙΟΟ). Οπωσ δηποτε όμως μια επιρροή των Στωικών διαποτίςει τη συνηγορία του Πλωτίνου, σε αντίδεση με τον Πλόιτωνα και τον Αριστοτέλη, υπέρ της ύπαρξης επιμέρους Ιδεών ίπρὅλ. σελ. 989). Η επικούρεια επιρροή στο Νεοπλατωνισμό είναι απεναντίας ελόιχιστη. Είναι περισσότερο αποφασιστική στο δεολογικό πεδίο, εκεί όπου οι Νεοπλατωνικοί όφειλαν να απαντήσουν στην αντίρ ρηση του Επίκουρου σύμφωνα με την οποία η άσκηση πρόνοιας έπρεπε να είναι ὅέιρος για τους δεούς (Ενν. Ιν. 4. ΙΖ. 39 κ.ε., Σαλούστιος Π. Θεών ΙΧ. 3. Πρόκλος ΠΘ Ι. Ι5 σελ. 74. 17 κ.ε.) και εκεί όπου ο Πλωτίνος στρέφει το επικούρειο ερώτημα από πού ο Θεός μπορεί να συνέλαὅε την ιδέα της δημιουργίας του κόσμου (Λουκρἠτιος ν. Ι8Ι6) ενόιντια στο δόγμα της σκόπιμης δημιουργίας (Ενν. ν. 8. 7. 112). Η κριτική όμως των Σκεπτικών. διατυπωμένη κυρίως από το δόισκαλο της Ακαδημίας Καρνεόιδη (213129 π.Χ.), ηταν περισσότερο σημαντική. Η επιρροή τους στο Νεοπλατωνισμό είναι δεμελιώδης τουλαχιστον σε τρία ση μεία, στη σχέση γνώσης και αντικειμένου της, στη δεωρία της απόιδειας και στη διόικριση μεταξύ δεῖκἠς και ανδρώπινης σο φίας. Όσον αφορόι το πρώτο σημείο. οι Σκεπτικοί ὅασίστηκαν στη δεμελιώδη δυσκολία που αντιμετωπίζει κόιδε εμπειρική επι στημολογία. Σύμφωνα με την τυπική ελληνική δεωρία της αί σδησης, η ψυχή λαμὅόινει «εντυπώσεις» από τα εξωτερικόι αντι κείμενα και αυτές οι εντυπώσεις είναι που διαμορφώνουν το αντικείμενο της γνώσης της. Συνεπώς, η γνώση της ψυχης πε ριορίζεται στις εικόνες των εξωτερικών αντικειμένων. Σε ποιο ὅαδμό αυτές οι εικόνες μοιόιςουν με τα πρωτότυπόι τους παρα μένει αγνωστο (Σέξτος Εμπειρικός Π? Π. 725, Προς Μαδ. νΠ. Ι9Ι8, 3578 κ.λπ.). Κόιδε γνώση είναι κατ” ανόιγκη εξωτερική, αφού η αυτογνωσία. στην αυστηρη της έννοια είναι αδύνατη· το μόνο που είναι δυνατό είναι η γνώση ενός μέρους του εαυτού από ένα όιλλο (Προς Μαδ. νΠ. ΒΙΟ312). Από αυτό προκύπτει και το ενδιαφέρον του Πλωτίνου να απαντησει στην πρώτη 57
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αντίρρηση τοποδετώντας τις Ιδέες μέσα στο Νου (ν. 5. ΙΖ), κα δώς και η υπεράσπισή του, ως απάντηση στη δευτερη, της αυ τογνωσίας με την έννοια που υποστηρίχτηκε από τον Αριστοτέ λη ιν. 3. ι. ι14. 5 Ρεεεωι). Το πρόὅλημα της απόιδειας μας φέρνει στις δεολογικές κριτι κές του Καρνεόιδη. Όλα τα ζωντανό όντα, ισχυρίζεται ο Καρνεόι δης. συμπεριλαμὅανομένου του Θεού, πρέπει να υπόκεινται σε ουσιαστική μεταὅολή (για παραδειγμα, η τροποποίηση των αι σδητήριων οργόινων που συνδέεται με την αισδητηριακή πρόσλη ιμη) και σε συγκινησιακή διατάραξη· όμως η επιδεκτικότητα στη μεταὅολή συνεπόιγεται επιδεκτικότητα στη φδορόι (Σέξτος Εμπειρικός Προς Μαΰ. ΙΧ. Ι3847, Κικέρωνας ΝΠ ΙΙΙ. 2934). Ασχέτως με το αν το επιχείρημα μπορεί να εφαρμοστεί στο Θεό ή όχι, η εφαρμογή του στην ανδρώπινη ψυχή είναι φανερή και έπεισε το στωικό φιλόσοφο Παναίτιο για τη δνητότητα της τε λευταίας (Κικέρωνας Τιιεε. Ι. 79). Συνεπώς, αντικείμενο της δεω ρίας του Πλωτίνου για την απόιδεια των ασώματων όντων ήταν να υπερασπίσει την αδανασία τους απαλλόισσοντόις τα από τη με ταὅολή κατόι οποιαδήποτε από τις δυο έννοιες που την έδεταν υπό αμφισὅήτηση (πρὅλ. Ενν. Ι. Ι. Ζ. 9Ι3, ΙΙΙ. 6. Ι. 2830). Ο Καρ νεόιδης τρόιὅηξε μακρύτερα την επιχειρηματολογία του Αριστο τέλη. εξαίρεσε δηλαδή τους δέους από την ηδική αρετή με το επι χείρημα ότι μια τέτοια αρετή προϋποδέτει είτε μια ανδρώπινου τυπου κοινωνία είτε την ύπαρξη ελαττωμόιτων που είναι ασυμὅα τα με τη δείκή τελειότητα (ΗΝ Χ. 8. ΙΙ78Ι›· πρὅλ. Σέξτος Εμπει ρικός Προς Μαδ. ΙΧ. Ι5Ζ77, Κικέρωνας ΝΠ ΙΙΙ. 389). Η συνει σφορόι του Καρνεόιδη έγκειται στο ότι εξέτεινε το επιχείρημα στο επίπεδο της πρακτικής σοφίας. Η τελευταία περιλαμὅόινει την ικανότητα της περίσκεφης· όμως η περίσκεφη είναι αναζήτηση πληροφορίας την οποία καποιος αρχικόι αγνοεί και ως εκ τουτου δεν μπορεί να αποδοδεί στο Θεό (Προς Μαδ. ΙΧ. Ι6773, ΝΠ ΠΙ. 38). Στην ένσταση ότι ο Θεός δεν έχει αναγκη περίσκεψης αφου από τη φυση του γνωρίζει τα πόιντα, ο Καρνεόιδης απαντόι ότι σε αυτήν την περίπτωση οι λειτουργίες του Θεού δα πρέπει να μη διακρίνονται από εκείνες της Φύσης, της ασυνείδητης σκόπιμης 58
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
δύναμης στην οποία ο Αριστοτέλης είχε προσαρτήσει τον υποσε λήνιο κόσμο και της οποίας το καδαρότερο παρόιδειγμα έὅλεπε στις τελεολογικές λειτουργίες των κατώτερων ξώων και φυτών (Φυσ. Π. 8. Ι99α ΖΟ30). Η τόιξη που για έναν Στωικό αποδείκνυε τη δεϊκότητα του κόσμου μπορούσε να αποδοδεί εξίσου στη Φύ ση, υποστήριξε ο Καρνεόδης, όσο και σε ένα νοήμονα Θεό, διότι το να δεῳρούμε την τελειότητα του κόσμου απόδειξη της ορδο λογικότητόις του είναι τόσο ανδρωπομορφικό όσο και να του απ δίδουμε γνώση της γραμματικής (Κικέρωνας ΝΠ ΠΙ. 218, Ας. Ρτ 121, Σέξτος Εμπειρικός Προς Μαδ. ΙΧ. ΙΟ8). Από αυτό προκύπτει και το ενδιαφέρον του Πλωτίνου να διατυπώσει μια έννοια της δεϊκής σοφίας η οποία δα αποφύγει και τις δύο πλευρές του δι λήμματος (Ιν. 4. 1213· πρὅλ. πιο κόιτω σελ. ΠΙ2). : κ | : Απο τις συνέπειες της σκεπτικισω̃τικύηὑςω̃πρνοκληξσης, δυο δα μας απασχολήσουν εδώ. Εφόσον ο Στωικισμός του Χρύσιππου αποδεί χτηκε παρα πολύ τρωτός απέναντι στη σκεπτικιστική επίδεση, πρώτη συνέπεια ήταν η αναὅίωση του ενδιαφέροντος για τον Πλα τωνα και τον Αριστοτέλη, διαδικασία η οποία στη συνέχεια ενι σχύδηκε ακόμα περισσότερο χόιρη στην έκδοση των διδακτικών έργων της σχολής του Αριστοτέλη από τον Ανδρόνικο τον πρώτο /¬ ς αιώνα π.Χ. Δεύτερη συνέπεια αποτελεί η σύγκλιση των αντίπαλων ζ\ Ρ σχολών (εκτός μόνο αυτής των Επικουρείων) ενόψει ενός κοινού εχδρού, με την πεποίδηση ότι αυτό που τους ένωνε ήταν πιο ση μαντικό από εκείνα που τους χώριξαν. Η στόιση αυτή ενισχύδηκε από την αυξανόμενη πίεση που αρχισε να ασκείται στη φιλοσοφία να διδόιξει μια δογματική οδό σωτηρίας και η οποία δα μπορούσε να εκδηλωδεί σε μία από τις δύο μορφές. Φημισμένοι φιλόσοφοι είχαν την τόιση να προτείνουν μια εκλεκτική φιλοσοφία που συν δύαξε τα κατόι κοινή ομολογία καλύτερα στοιχεία του Πλατωνι σμού και του Στωικισμού (μαζί με τα λιγότερο σημαντικόι αριστο | : : τελικα στοιχεια), συνδυασμος ο οποιος συνανταται απο κοινου με ιουδαικές, αιγυπτιακές και γνωστικιστικές ιδέες στον Ερμητικό κώδικα, μια σειρόι πραγματειών που είχαν συντεδεί στη διόιρκεια του πρώτου μ.Χ. αιώνα από Έλληνες της Αιγύπτου με τη μορφήἱ __„....~...›'.ε..„.„,„,.©6.ει±.ι.ι.ω¬.»·ω.ι..»$¬¬Ή _εβι¬ιρω." | ι | .; τ μιας αποκαλυψης του Αιγυπτιου δεου Θωδ, υπο: την ελληνικη του κ
κ
η
π
κ
ε ε ιι
«
.
ην
%
'59
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
προσωνυμία Ερμής ο Τρισμέγιστος. Μια παρόμοια εκλεκτική συν δεση εφαρμόστηκε από τον Ιουδαίο συγγραφέα Φίλωνα τον Αλε ξανδρέα (περ. 25 π.Χ.περ. 50 μ.Χ.) στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαδήκης και από τον Μόιρτυρα Ιουστίνο (περ. ΙΟΟ65) και τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (περ. 150215) στη διαμόρφωση της χρι στιανικής δεολογίας. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς αποτελουν σημα ντικη μαρτυρία των ιδεών που κυκλοφόρησαν εκείνη την εποχή, στο ὅαδμό όμως που η επίδρασή τους ασκήδηκε στους χριστιανι κους κυκλους ή, στην περίπτωση των Ερμητικών, κατα την Ανα γέννηση, ξεφεύγουν από το αντικείμενο αυτου του ὅιὅλίου. Η δευτερη αντίδραση, η οποία εκδηλώδηκε από επαγγελμα τίες φιλοσόφους προσκείμενους στη μία ή στην όιλλη σχολή, ήταν ο δανεισμός ιδεών από τους αντιπόιλους τους προκειμένου να στηρίξουν τα αδύνατα σημεία του δικού τους συστήματος. Τέτοια δόινεια παρέμεναν συχνόι ανομολόγητα χαρη στην πεποί δηση ότι, αν οι φιλόσοφοι συμφωνουσαν μεταξυ τους, οι εν λό γω ιδέες έπρεπε ήδη να υπονοοὐνταν στη σχολή του καδενός. Το
τ
πιο ακραίο παραδειγμα ήταν αυτό του Αντίοχου Ασκαλωνίτη (περ. 13068 π.Χ.), ο οποίος επανέφερε τη δογματική διδασκα λία στην πλατωνική Ακαδημία έπειτα από μια περίοδο κατόι την οποία ο Στωικισμός υπήρξε κυρίαρχος. Υποστηρίζοντας ότι ο Πλόιτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Στωικισμός, αν κατανοουνταν σωστόι, ὅρίσκονταν σε ουσιαστική συμφωνία, δίδασκε τον Πλα τωνα μέσα από μια περισσότερο στωική παρό. πλατωνική δεώ ρηση.Ι® Γενικότερα, ο Πλατωνικοί ενσωμόιτωναν την αριστοτελι κή λογική και τη δεωρία τους για το Νου, οι Στωικοί στρέφονταν σε μια περισσότερο πλατωνική ψυχολογία και οι Περιπατητικοί (η Αριστοτελική σχολή) προσπαδουσαν να δρουν στον Αριστο τέλη κόιποια αναγνώριση της δείας πρόνοιας. Η επισκόπησή μας δα δείξει παραδείγματα και από τις τρεις διαδικασίες. Μεταξυ των Στωικών τέτοιες τόισεις διατυπώδηκαν ιδιαίτερα από τον Ποσειδώνιο από την Απόιμεια (περ. 13046 π.Χ.). Γνω ρίξουμε ότι η εκτίμησή του για τον Πλάτωνα τον οδήγησε να ι̃0. Πρβλ. Σέξτος Εμπειρικός ΠΥ
6ο
=››ῃ;Μι..=.ιΜε
|.
285, Κικέρωνος Αο. ΡΑ 6970, Αο. Ροει.
Ι
Α0, ΝΟ Ι.
ι̃θ κλπ.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
εξηγήσει μερικά αποσπάσματα από το διάλογο Τζιιαιος (Σέξτος Εμπειρικός Προς Μαδ. νΠ. 93, Πλούταρχος Επιδ. 22, ΙΟ23Β), ενώ ο Πλωτίνος αντέταξε την ερμηνεία του στο διάλογο Φαιδρος 245 6, σύμφωνα με την οποία μόνο η Ψυχή του Κόσμου είναι αδάνατη (Ερμείας Εις Φαιδρ. ΙΟ2, Ενν. Πἴ. 3. Ι. 337, 7. 122Ο). Πρέπει αυ τός να ήταν υπεύδυνος για μεγάλο μέρος του πλατωνίςοντος Στω ικισμού του Κικέρωνα και των ύστερων στωικών συγγραφέων, ιδι αίτερα του Σενέκα, ο οποίος επίσης διαποτίςει πολλά χωρία του Πλωτίνου. Η ανασύσταση όμως της σκέψης του μπορεί μόνο υπο δετικά να γίνει και η άποψη ότι έστρεψε το Στωικισμό σε μια κα τεύδυνση πέρα από τα εγκόσμια ὅρίσκει μικρή υποστήριξη στα κείμενα που τον αναφέρουν ονομαστικά (εντούτοις πρὅλ. Σενέκα Ερ. 92. ΙΟ). Το μόνο μέρος της φιλοσοφίας του για το οποίο είμα στε καλά πληροφορημένοι είναι η ψυχολογία του, χάρη στις πα ραπομπές στο έργο του οι οποίες εμπεριέχονται στο έργο Πε ΡΙει‹:ἰτἰε του Γαληνού. Στη δέση της στωικής παραδοσιακής αντί ληψης περί μιας ενιαίας ορδολογικής ψυχής, όπου η συγκινησιακή διαταραχή ταυτιςόταν με την ψευδή κρίση, ο Ποσειδώνιος επέ στρεφε στην άποψη του Πλάτωνα για την ψυχή ως διαιρετή σε λο γικό, δυμοειδές και επιδυμητικό μέρος (Γαληνός ό.π. 405. 9. κ.ε.).όἔ Σε αυτό το σημείο ακολούδησε στενότερα τον Πλάτωνα απί ό,τι οι Νεοπλατωνικοί, οι οποίοι αντιμετώπιζαν την τριμερή διαίρεση της ψυχής ως μια απλή ταξινόμηση των κινήτρων για τις ανάγκες της ηδικής φιλοσοφίας και συνεπώς περιορισμένης εφαρμογής." Πολύ πιο σημαντική για τον Πλωτίνο ήταν η έμφαση του Ποσειδώνιου, ο οποίος ακολουδούσε τον Αριστοτέλη (Π. Ψυχ. Ι. Ι. 4Ο3ειΒ), στην επίδραση της σωματικής κράσης στον άνδρωπο και των κλιματι κών ή άλλων δυνάμεων οι οποίες τη διαμορφώνουν και επηρεάζουν το άλογο μέρος της ανδρώπινης ψυχής (Γαληνός ό.π. 422. 7 κ.ε., Πλούταρχος Ψυχ. κεφ. 6). Στα ψυχολογικά του έργα ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί συχνά αυτές τις δεωρίες (πρὅλ. σελ. 1289). Πρέπει τώρα να στραφούμε στους πλατωνικούς και αρι στοτελικούς σχολιαστές του 2ου αιώνα μ.Χ., για τους οποίους
ιι. Πορφύριος, σημειώνεται από τον Στοβοίο Εκλ. |. 850. ι925, Ιάμβλιχος. σημειώνεται ότι. 369. 9ι2, Πρόκλος Εις Πολ.
ι.
238. 258· για τον Πλωτίνο ιτρβλ. παρακάτω σελ. ι̃278.
6Ι
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
γνωρίξουμε ότι διαὅάξονταν στη σχολή του Πλωτίνου. Ο Πορφύ ριος μας δίνει έναν κατάλογο αυτών των στοχαστών, ο οποίος σί γουροι δεν πρέπει να ήταν διεξοδικός (Β. Πλ. 14. 1014). Είναι επί σης αντιπροσωπευτική η επιλογή των σχολιαστών που αναφέρο νταν από τους ύστερους Ν εοπλατωνικούς, περιλαμὅάνοντας τα ονόματα μεταξύ των Πλατωνικών του Σεὅήρου, του Κρονίου, του Νουμήνιου, του Γαίου και του Αττικού και μεταξύ των Περι πατητικών του Ασπάσιου, του Αλέξανδρου του Αφροδισιέως και του Αδραστου. Από την τελευταία ομάδα, ο Αλέξανδρος είναι κα τόι πολύ ο πιο σημαντικός και ο μόνος του οποίου τις δεωρίες γνω ρίξουμε σχετικά καλά. Πρώτον, υπάρχει μια συστημοιτοποίηση της | | κ ιμυχολογιας του Αριστοτελη μεσα απο την πραγματεια του Περι Ψυχής και από τη συλλογή δοκιμίων με τον τίτλο Περί Ψυχής Π . Εδώ ο Αλέξανδρος αντιπαρατίδεται σταδερά στη στωική σωματο μορφική αντίληψη της ψυχής, παράλληλα με την έντονη κριτική (Πτης Στοάς σε άλλες πραγματείες· και μερικά από τα επιχειρήμα ἑγ τά του, όπως για παράδειγμα η άρνηση της ιδέας να καταλαμὅά ςνει χώρο η ενσώματη ψυχή, απηχούνται στον Πλωτίνο (πρὅλ. Π. ξ/Ψυχ. 13. 9 κ.ε., Ενν. Ιν. 3. 20). Ο Αλέξανδρος όμως επιμένει εξί σου, απέναντι στους Πλατωνικούς, ότι η ψυχή ως «μορφή» ή «ενέργεια» του σώματος είναι αχώριστη από το σώμα (Π. Ψυχ. 17 21). Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ερμηνεία του στη δεωρία του Αρι στοτέλη για τον Ενεργητικό Νου. Ο Ενεργητικός Νους, τον οποίο ταυτίξει με το Θεό, δεωρεί ότι επενεργεί στο ανδρώπινο πνεύμα με το ρόλο του ως υπέρτατου Νοητού αντικειμένου. Συμφωνεί με τον Αριστοτέλη ότι πρέπει να έχει μια μορφή ανεξάρτητη από την /Λ ύλη· και εφόσον κατά την αριστοτελική δεώρηση η σκέψη και το αντικείμενό της ταυτίζονται, έπεται ότι διαλογιξόμενοι πάνω στο Θεό επιτυγχάνουμε ταύτιση μαξί του και άρα μετέχουμε στην αδα : νασια του (Π. Ψυχ. 8791, Π. Ψυχ. Π 1Οό10). Εδώ, η ξεκάδαρη δια τύπωση από τον Αλέξανδρο της δεωρίας για την ταυτότητα Νου και αντικειμένου του επηρέασε σημαντικά τη δεώρηση του Πλω τίνου για το Νοητό κόσμο. Επίσης, σημαντική είναι η πραγμάτευ ση της Θείας Πρόνοιας από τον Αλέξανδρο, η οποία σήμερα απο καδίσταται από έργα που σώξονται μόνο στα Αραὅικά. Όπως ο κ
1Σ
ι
1·
62
ἄ„.κεΜ.Μ›
κ
×
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Αριστοτέλης, έτσι και ο Αλέξανδρος δεωρεί μόνη επενέργεια του Θεού στον κόσμο εκείνη της εμφύσησης έρωτα για τον ίδιο στις ου ρόινιες σφαίρες. Αντίδετα όμως με τον Αριστοτέλη, δεωρεί ότι ο Θεός γνωρίζει και εγκρίνει τα γενικό. χαρακτηριστικό της κοσμικής τόιξης επειδη οφείλονται σε αυτόν. Συνεπώς, η Θεία Πρόνοια δεν είναι ούτε σκόπιμη επινόηση του Θεού ούτε απλώς μια δευτερεύ ουσα συνέπεια της αυτοδέασἠς του (Απορ; Π. 21). Όμως το ότι ο Θεός έπρεπε να γνωρίζει όλες τις απειρες λεπτομέρειες του κό σμου είναι αδύνατο σύμφωνα με την όιποφη του Αλέξανδρου, εφό σον ούτε το όιπειρο ούτε το τυχαίο, την ύπαρξη των οποίων υπε ρασπίζεται ενόιντια στο στωικό ντετερμινισμό, είναι ένα δυνατό αντικείμενο γνώσης (Π. Ειμ. ΖΟΟ. Ι2 κ.ε., Εις Μεταφ. απ. 36 Ρτειιαειιτιιεἰ). Εδώ ο Αλέξανδρος έδεσε ένα τεραστιο πρόὅλημα στους μεταγενέστερους δεολόγους (πρὅλ. σελ. ΙΟΙΖ, 2378, 259). Η αποτίμηση των μεσοπλατωνικών πηγών του Πλωτίνου καδίσταται δύσκολη επειδη δεν διασώδηκε ούτε ένα ολοκλη ρωμένο έργο από τους πλατωνικούς φιλοσόφους του καταλό γου του Πορφύριου. Η κατόισταση δεν δα άλλαζε πολύ αν ο κατόιλογος αυτός ήταν πληρης, εφόσον τα μοναδικόι σχεδόν μεσοπλατωνικόι κείμενα που διασώδηκαν είναι αυτό φημισμέ νων φιλοσόφων, όπως του Πλούταρχου από τη Χαιρώνεια και του Μόιξιμου Τύριου από τους Έλληνες και του Απουλἠιου περισσότερο γνωστού από το έργο του Ο ΧρυσόςΌνος από τους Λατίνους. Από αυτούς, μόνο ο Πλούταρχος αναφέρεται από τους νεοπλατωνικούς παγανιστές και ιδιαίτερα λόγω της περίφημης αντίληψης του για την εν χρόνω δημιουργία του σύμπαντος. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς είναι, ωστόσο, ιδιαίτε ρης σημασίας γιατί μας επιτρέπουν τη γενική ανασύσταση της μεσοπλατωνικης κοσμοεικόνας. Σε αυτούς δα πρέπει επίσης να προστεδεί και ο πολέμιος των Χριστιανών Κέλσος, του οποίου η πραγματεία διασώδηκε κυρίως μέσα από την αντί κρουσἡ του από τον Ωριγένη. Εντούτοις, εδώ φαίνεται καλύ τερο να συγκεντρώσουμε την προσοχη μας μόνο σε λίγα από τα μεσοπλατωνικόι συστηματα τα οποία ο Πλωτίνος και οι διόι δοχοί του είναι γνωστό ότι είχαν λόιὅει σοὅαρόι υπόψη τους. 63
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΘΣ
Από τους συγγραφείς που αναφέρονται στον κατόιλογο του Πορφόριου, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τις δεωρίες του Γαίου. Παρ' όλα αυτόι, δυο μικρές πραγματείες διασώδηκαν από τονμαδητη του Αλὅίνο, οιοποίος δίδαξε στη Σμυρνη το δευτερο αιώνα μ.Χ. και είχε μεταξυ των μαδητὡν του τον ευρέως γνωστό “γιατρό Γαληνό από την Πέργαμο. Αυτές οι πραγματείες είναι η Εισαγωγή, μια εισαγωγη στους διαλόγους του Πλόιτωνα, και η Επιτσμή η Διδασκαλικός, μια περίληψη της ερμηνείας του Αλὅί νου στην πλατωνικη δεωρία. Η κυρια επιρροη του Αλὅίνου είναι Χαριστοτελικη· αυτη τον οδηγεί να αποδώσει στον Πλόιτωνα (ανο μολόγητα) το σύνολο της λογικης αυτου του φιλοσόφου (Επιτ. κεφ. νΙ). Βρίσκεται επίσης στη ὅόιση της ταυτισης που έδεσε ο Αλὅίνος ανόιμεσα στη δικη του Υπέρτατη Θεότητα και τον αυτο συνείδητο αριστοτελικό Νου (ο οποίος στη συνέχεια ταυτίζεται με το Θείο Δημιουργό του Πλόιτωνα και με την Ιδέα του Αγα δού). Υπαινίσσεται επίσης ότι ο Θεός ενδέχεται πραγματι να υπερὅαίνει το Νου, ενώ η έμφαση του στο όιρρητο της Υπέρτα της Θεότητας (περί της οποίας, ωστόσο, παραμένει για μία ακό μη φορόι διφορουμενος) μόιλλον προεικονίζει το πλωτινικό Εν (Επιτ. κεφ. Χ). Ότι ο Θεός υπερὅαίνει το Νου διακηρυσσόταν με περισσότερη έμφαση από τον Κέλσο (Ωριγένης Κ. Κέλσ. νΙΙ. 45). Από τη δεωρία των Ιδεών, ο Αλὅίνος δέχεται την κοινη μεσο πλατωνικη ερμηνεία η οποία πρωτοσυναντόιται, μεταξυ των σω Ι ζόμενων συγγραφέων, στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (Μ. Κοσμ. \ 5). Ο Φίλων εξισώνει τις Ιδέες με τις σκέψεις του Θεού, και όιρα μερικώς προλαμὅόινει την ένωση που έκανε ο Πλωτίνος, στη Δευ τερη του Υπόσταση, των Ιδεών του Πλόιτωνα με το Νου του Αρι ἱωστοτέλη (Επιτ. κεφ. ΙΧ). Ο Αλὅίνος περιγρόιφει την Υπέρτατη Θεότητα ως αυτην που ρυδμίςει την Ψυχη του Κόσμου εγείρο ντόις την να δεαδεί τη δικη της τελειότητα (Επιτ. Χ. 3). Όπως και οι περισσότεροι Μεσοπλατωνικοί, αρνείται ότι ο Θεός δημιουργεί την Ύλη και την Ψυχη του Κόσμου, όμως προλαμὅόινει το Νεο πλατωνισμό όταν αρνείται ότιςο κόσμος έχει μια έναρξη στο χρό 3). Η στωικη επιρροη στη σκέψη του, μολονότι δευ τερευουσα, εκφραζεται για παραδειγμα στη στωικίζουσα γλώσσα 64
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
με την οποία παρουσιόιζει την πλατωνική θεώρηση της γνώσης ως Ανόιμνησης (Επιτ. Ιν. 6). Τέλος, θα πρέπει/να επισημάνουμε ότι η μυστική πλευρα του Πλατωνισμού λείπει σ.χεδόν.._εξ.ΟλΩΚ.λΪΙΩΩΏ από τον Αλὅίνο. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η ερμηνεία του
ι
στο έργο Θεαιτητος Ι'76Β όπου ο Πλόιτωνας προτρέπει στην ανα ζήτηση της ομοίωσης με το Θεό μέσω της αρετής. Αυτό δεν ση μαίνει την Υπέρτατη Θεότητα, υποστηρίζει ο Αλὅίνος, επειδή αυτή υπερὅαίνει την αρετή. Θ στόχος της ομοίωσής μας πρέπει να είναι η Ψυχή του Κόσμου (Επιτ. ΧΧνΠΙ. 3), όιποφη στην οποία αντιτόιχθηκε ο Πλωτίνος, ο οποίος με τη σειρόι του αρνεί ται ακόμη και στην Ψυχή του Κόσμου τη δυνατότητα να ασκεί ηθικές αρετές και υποστηρίζει ότι η αρετή μπορεί να μας κανει όμοιους με ένα Θεό επέκεινα τηςαρετής (Ενν. Ι. Ζ. 1. 5 κ.ε.). Σε αντίθεση με τον Αλὅίνο, ο Αττικός είναι ο κύριος αντιαρι στοτελικός εκπρόσωπος των Μεσοπλατωνικών. Εξέχουσα σημασία μεταξύ των αντιρρήσεων έχει η επίθεση κατά του υποτιθέμενου περιορισμού της Θείας Πρόνοιας από τον Αριστοτέλη στις συ μπαντικές σφαίρες, θεωρία την οποία ο Αττικός θεωρούσε χειρό τερη και από εκείνη του Επίκουρου. Εναντίον της αποψης του Αρι στοτέλη ότι ο υποσελήνιος κόσμος κυὅερνόιται από μια όιλογη Φύ ση, ο Αττικός προσυπογρόιφει την εμμονή του Πλόιτωνα στο ότι ο κόσμος είναι σχεδιασμένος σύμφωνα με τη θεία λογική και στην ταύτιση της «Φύσης» με την «έλλογη ψυχή» (Ευσέὅιος ΕΠ Χν. 5. 798€ κ.ε., Χν. Ι2. 8Ι4Α κ.ε., πρὅλ. Νόμοι Χ. 89ΖΑΩ). Ἀλλες σ/ επικρίσεις του αφορούν την αριστοτελική αρνηση της επόιρκειας της αρετής για την επίτευξη της ευδαιμονίας (Ευσέὅιος Χν. 4. 794 Ο κ.ε.), την αριστοτελική αποψη περί της σύνθεσης των ουρανών από το πέμπτο στοιχείο (ό.π. Χν. 7. 8Ο4Β κ.ε.), την ψυχολογία του, η οποία αρνείται την αθανασία της φυχής και, κατηγορεί ο Αττικός, έρχεται εγγύτερα στην αρνηση της ύπαρξής της (ό.π. Χν. 9, 8081) κ.ε.), και την αρνηση των Ιδεών (ό.π. Χν. 13. 8Ι5Α κ.ε.), τις οποίες ο Αττικός, αντίθετα με τον Αλὅίνο, τοποθετεί σε ένα κα τώτερο επίπεδο από εκείνο του Θείου Δημιουργού (Πρόκλος Εις Ι. 431. 14ΖΟ), μολονότι συμφωνεί με τον Αλὅίνο ως προς την ταύτιση του Δημιουργού με την Ιδέα του Αγαθού στον Πλάτωνα Α
65
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
(ό.π. Ι. 305. 6Ι6). Εν κατακλείδι, ο Αλὅίνος επικρίνει την αντίρ ρηση του Αριστοτέλη στην εν χρόνω δημιουργία του σύμπαντος
(Ευσέὅιος Χν. 6. ΒΟΙΟ κ.ε.). Η κυριολεκτική ερμηνεία του διαλό γου Τιμαιος από τον Αττικό ως διδασκαλία μιας τέτοιας εν χρόνω δημιουργίας και ο εντοπισμός της πηγής του κακού σε μια προϋ πόιρχουσα χαώδη Ψυχή του Κόσμου είναι σημεία στα οποία συμ φωνεί με τον Πλούταρχο, του οποίου το όνομα συνδέεται συχνόι με τις νεοπλατωνικές κριτικές (πρὅλ. Ιόιμὅλιχος όπως αναφέρεται από τον Στοὅαίο Ι. 374. 21 κ.ε., Πρόκλος Εις Τήα. Ι. 276. 30 κ.ε., 381. 26 κ.ε. κ.λπ.). Μερικές από τις επικρίσεις του Αττικού στον Αριστο τέλη ταυτίζονται με αυτές που έχουμε ήδη επισημάνει στον Πλωτί νο, όμως ο ακατόισχετος αντιαριστοτελισμός του και η κυριολεκτι ςκόι ανδρωπομορφική ερμηνεία του της δεολογίας του Πλόιτωνα εί
ναι σημεία στα οποία αυτός και οι Νεοπλατωνικοί παραμένουν
ασυμὅίὅαστα αντιτιδέμενοι. Παρόι τη «φονταμενταλιστική» του προσέγγιση στον Πλόιτωνα, ο Αττικός παρουσιαζει μια ιδιαίτερα ισχυρή στωική επιρροή, κυρίως στην έμφαση που έδινε στον ηδικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Πλόιτωνα. Μια αλλης μορφής στω ική επιρροή φαίνεται ότι κυριαρχούσε στον Σεὅήρο, όσο μπορούμε να κρίνουμε από τις λιγοστές πληροφορίες γύρω από τη διδασκα λία του· για παραδειγμα, ερμήνευε κυριολεκτικόι το διόιλογο Πολι τικός του Πλόιτωνα διδόισκοντας τη στωική δεωρία των κοσμικών περιόδων (ή «κοσμικών κύκλων››), σύμφωνα με την οποία σε κόιδε κοσμική περίοδο επαναλαμὅόινονται τα ίδια γεγονότα στην ίδια ακριὅώς μορφή (Πρόκλος Εις Τίμ. Ι. 289. 6 κ.ε.). Το ότι οι στωικί ζοντες φιλόσοφοι αποτελούσαν μια ισχυρή ομόιδα μεταξύ των Νε οπλατωνικών γίνεται φανερό από τις Εννεάδες, εφόσον οι στωικές επιρροές στον Πλωτίνο προέρχονται από τα κείμενα τους, μολονό τι ο ίδιος ο Πλωτίνος συχνόι επικρίνει τους Πλατωνικούς κατηγο ρώντας τους ότι επηρεάστηκαν πολύ από το στωικό υλισμό. Η απώλεια των γραπτών τους είναι ως εκ τούτου ιδιαίτερα λυπηρή. Μια όιλλη σημαντική σχολή που έδρασε την περίοδο των πρώ των μ.Χ. αιώνων ήταν αυτή των Νεοπυδαγορείων (οι οποίοι φυσι κόι δα αρνούνταν το πρόδεμα «νεο›› τόσο έντονα όσο και οι Νεο πλατωνικοί). Μερικοί από τους εκπρόσωπους της πυδαγόρειας 66
ΟΙ ΠΗΤἙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
αναὅίωσης ήταν κυρίως ασκητές και θαυματοποιοί που δεν προ σέφεραν τίποτα στη θεωρητική φιλοσοφία· γνωστότερος εκπρόσω πος αυτής της ομάδας ήταν ο Απολλώνιος ο Τυανέας, τον οποίο η ύστερη γενιά των παγανιστών προσπάθησε να τοποθετήσει σε μια θέση εφάμιλλη του Χριστού. Ἀλλοι, όπως ο Νικόμαχος από τη Γέ ρασα (περ. 150 μ.Χ.), ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τα μαθηματικά και τον αριθμητικό μυστικισμό· στα Θεολογούμενα της Αριθμητικής του Νικομάχου (μερικώς διασωςόμενα στον Φώτιο Βιὅλ. 187 και
αντικείμενο μιμησης απο: τον Ιαμὅλιχο) οι αριθμοι ταυτιζονταν μ Σ Γ τους Έλληνες θεούς της παράδοσης. Τα έργα του Ν ικομάχου έχαι ραν μεγάλης προσοχής στις ύστερες νεοπλατωνικές σχολές και ακόμη και ο ίδιος ο Πρόκλος πίστευε πως ήταν μετενσάρκωσή του (Β. Πρ. κεφ. 28). Τα μεταφυσικά δόγματα του Νεοπυθαγορισμού δεν μπορούν εύκολα να διακριθούν από εκείνα του Μεσοπλατωνι σμού και μερικοί από τους εκπροσώπους του, όπως ο Νουμήνιος από την Απάμεια, προσγράφονται αδιάφορα από τις πηγές μας και στις δύο σχολές (Μ. 45). Είναι ωστόσο ενδιαφέρον, αν δεν είναι συμπτωματικό, ότι οι εγγύτερες προαναγγελίες των θεωριών του Πλωτίνου ανάμεσα στους προκατόχους του προτείνονται από Νεο πυθαγορείους ή Πλατωνικούς με έντονη την πυθαγόρεια επιρροή. Μια από τις εγγύτερες αποτελεί το σύστημα που αποδίδεται από τον Πορφύριο (παραθέτεται από τον Σιμπλίκιο Εις Φυσ. 230. 34 κ.ε.) στο νεοπυθαγόρειο φιλόσοφο του πρώτου αιώνα μ.Χ. Μοντε ράτο από τα Γάδειρα. Αυτό προλαμὅάνει τον Πλωτίνο, πρώτον, σ ό,τι αφορά την Ύλη ως δημιούργημα του Θεού, δεύτερον, στη δι δασκαλία του δόγματος των τριών θεϊκών Υποστάσεων (ταυτίζονται αντίστοιχα με το Εν επέκεινα της Ουσίας, το Νοητό κόσμο και τη ν Ψυχή) και, τρίτον, στο ότι κατάγονται φανερά από το διάλογο Παρ μενίδης του Πλάτωνα. Στην πραγματικότητα η ερμηνεία του διαλό γου από τον Μοντεράτο μοιάζει περισσότερο επεξεργασμένη απ ό εκείνη του Πλωτίνου κατά το ότι καλύπτει τις πέντε πρώτες (κα ταφατικές) υποθέσεις, ταυτίςοντοις το αντικείμενο των τεσσάρων μ Σ τις εντός της Ύλης και την πέμπτη με την ίδια την Ύλη (πρὅλ. σελ. 232). Το ότι η Ύλη δημιουργείται από το Εν είχε υποστηριχτεί νω ρίτερα από τους Πυθαγορείους πριν από τον πρώτο αιώνα π.Χ. κ
2
2
κ
ς
τ
)=
67
Κ
Μ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
(πρὅλ. Διογένης Λαέρτιος ΨΠΙ. 25) και ήταν αποδεκτό από τον πυθαγορίςοντα πλατωνικό Εύδωρο τον Αλεξανδρινό (περ. 25 π.Χ.) (Σιμπλίκιος Εις Φυσ. 181. ΙΟ κ.ε.). Σημαντικότερος όμως από όλους ήταν ο Νουμήνιος από την Απόιμεια, τις θεωρίες του οποίου κα τηγορήθηκε ότι υπέκλεπτε ο Πλωτίνος, με αποτέλεσμα οι μαθητές του να συγγρόιφουν μια υπερόισπισή του (Β. Πλ. Π κ.ε.). Γι” αυτόν το λόγο, και επειδή ο Νουμήνιος αναγνωρίζεται από όλους σημερα ως ο σημαντικότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή στοχαστής του
δεύτερου αιώνα μ.Χ., αξίζει ιδιαίτερη προσοχή.Ι2 Η πιο εντυπωσιακή προαναγγελία του Νουμήνιου όσον αφορόι τον Πλωτίνο έγκειται καταρχόις στη διατήρηση της ύπαρξης τριών θεϊκών αρχών (Μ. 24 = Πρόκλος Εις Ἰι̃μ. Ι. 303. 27 κ.ε.), εν συνε χεία στο συσχετισμό της δεύτερης και της τρίτης αρχής με διακρι τόι επίπεδα νοητικής δραστηριότητας, αντιστοίχως αυτό της ενορα τικής και εννοιακής σκέψης (Μ. 25 = Πρόκλος Εις Τιμ. ΠΙ. ΙΟ3. 28 32). Όπως θα δούμε, διαφέρει από τον Πλωτίνο κατά το ότι δεν το ποθετεί τον πρώτο Θεό επέκεινα του Νου, όμως ο τόνος της περι γραφής του ορόιματος αυτού του Θεού (απ. Π = Ευσέὅιος ΕΠ ΧΙ. 22. 543Β κ.ε.) προαναγγέλλει τις περιγραφές της μυστικής ένωσης του Πλωτίνου.Β Ακόμη πιο σημαντικό είναι ένα απόσπασμα του Ιόιμὅλιχου, το οποίο, όπως θα δούμε, αποδεικνύεται θεμελιώδες για την κατανόηση του Νεοπλατωνισμού (Μ. 33 = Ιόιμὅλιχος Π. Ψυχ., παραθέτεται από τον Στοὅαίο Εκλ. Ι. 365. '5 κ.ε.). Εδώ ο Νουμήνιος περιγρόιφεται ως υποστηρικτής της θεμελιώδους για το Ν εοπλατω πραγματικο ι̃φ νισμό θεωρίας σύμφωνα με την οποία μεταξύ υλικών τητων «τα παντα ειναι μεσα στα παντα, αλλα στο καθενα αναλο γα με τη φυση του», το οποιο ερμηνευε ως παρουσια ολοκληρου κ
2
2
2
2
2
2
2
2
2
2
2
2
2
του Νοητου κοσμου μεσα σε καθε ατομικη ψυχη. Αυτη η τελευταια ερμηνεία της θεωρίας, όπως θα δούμε, γινόταν δεκτή από τον Πλω τίνο και του 9 Η αθ η τές του, απορρίφτηκε όμως από τον Ιόιμὅλιχο, 2
2
2
2
2
2
2
2
ι̃2. Οι λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τον Κρόνιο, τον πέμπτο Πλατωνικό στον κατό λογο του Γίορφύριου, δείχνουν πως οι θεωρίες του ήταν κατό πολύ παρόμοιες με αυτές του Νουμἠνιου.
ι8. Όμως, η χρήση της φρόσης του Νουμήνιου «μόνου προς μόνον» ίπρβλ. Ενα νι. 9. Μ. 50 ι ι‹.λπ.) είναι πιθανότατα χωρίς σημασία, αφού μια τέτοια φρόση ήταν κοινός τόπος μεταξύ των αρχαίων θρησκευτικών συγγραφέων.
ὁἔ
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΟΝΙΣΜΟΥ
ότι αρνείται κάθε θεμελιώδη διαφορά επιπέδου μεταξύ διαφορετικών τάξεων ψυχών (πρὅλ. σελ. Ι945). Ομοίως ο Ιάμὅλιχος αντιτάχθηκε στην περαιτέρω συναγωγή του Ν ουμήνιου ότι κάθε ψυχή στην καθαρή της κατάσταση δεν είναι διακριτή από τις Νοητές αρχές από τις οποίες προέρχεται (Μ. 34 = Στοὅαίος Ι. 458. 34). Και πάλι εδώ ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος, παρά τις εν στάσεις τους, κρίθηκε από τους διαδόχους τους ότι είχαν ακολου θήσει υπερὅολικά στενά τον Ν ουμήνιο. Ο Πλωτίνος ωστόσο απομακρύνθηκε από την αντίληψη του Νουμήνιου για τον πρώτο Θεό ως Νου, ακριὅέστερα ως «Νου εν στάσει» (δεδομένου ότι ο δεύτερος Θεός είναι «Νους εν κινήσει››). Με φανερή ασυνέπεια, αυτός ο Θεός ταυτίζεται με το «τέλειο ζώ ον» του διαλόγου Τιμαιος (το νοητό υπόδειγμα του αισθητού κό σμου) και ονομάζεται «Ον καθεαυτό», περιγράφεται ωστόσο πρό τερο του Όντος και της Ιδέας (πρὅλ. Μ. Ζ5, απ. 246). Η λύση ίσως να ὅρίσκεται στο ότι ο Νουμήνιος, όπως και κάποιοι από τους ύστερους Ν εοπλατωνικούς, θεωρούσε πως οι Ιδέες προϋπήρχαν σε ανεκδήλωτη κατάσταση μέσα στην Πρώτη Υπόσταση, απ” όπου και αναδύονται μέσα από το Νου (Πρόκλος Εις Παρμ. ΠΟ68). Στη συνέχεια θα έχουμε την ευκαιρία να επισημάνουμε την επιρροή αυτής της πλευράς της θεολογίας του Νουμήνιου στη σχολή του Πορφύριου (πρὅλ. σελ. 1912). Αντίθετα προς τον Αλὅίνο και τον Αττικό, ο Νουμήνιος διακρίνει το Αγαθόν του Πλάτωνα (το οποίο ταυτίζει με τον πρώτο Θεό) από το Δημιουργό (ο οποίος ταυτίζε ται με το δεύτερο Θεό) (απ. 25, 289). Η ενατένιση του Αγαθού πραγματοποιείται μέσω του Δημιουργού (Μ. 25)° έτσι, αν και κατ, ουσία ανενεργό (απ. ΖΙ = Ευσέὅιος ΕΠ ΧΙ. Ι7. 573()), είναι έμμεσα ικανό να συμμετέχει στη διαμόρφωση του κόσμου. Κατά συνέπεια, μολονότι ο Ν ουμήνιος προαναγγέλλει τη θεωρία του Πλωτίνου πε ρί της «ανεξάντλητης πηγής», σύμφωνα με την οποία η δημιουρ γία δεν εξαντλεί το απόθεμα της ουσίας των θείων Υποστάσεων (απ. 23 = Ευσέὅιος ΧΙ. 18. 538Ω κ.ε.), δεν τη χρησιμοποιεί όπως ο Πλωτίνος για να απαλλάξει τους θεούς από τη φροντίδα των δη μιουργημάτων τους (πρὅλ. σελ. ΠΟΙ). Αυτό φαίνεται ακόμη κα θαρότερα στις απόψεις του για τους δεύτερους και τρίτους Θεούς. ο οποίος θεώρησε
69
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
2
Στην πραγματικότητα, για τον Νουμἡνιο εδώ δεν πρόκειται τό σο για δύο Θεούς όσο για δύο όψεις του ίδιου Θεού (απ. 20 = Ευ , σέὅιος ΧΙ. 17. 5361) κ.ε.), από τις οποίες η ανώτερη παραμένει σε Ϊ διαρκη ενατἐνιση, ενώ η δεύτερη προὅαίνει στη ρύδμιση του αι σδητού κόσμου. Ἑτσι, ενώ ο πρώτος Θεός ασχολείται αποκλειστι κά με το Νοητό κόσμο, ο δεύτερος αναπτύσσει διττἠ δραστηριό τητα, ενδιαφερόμενος τόσο για τα αισδητά όσο και για τα Νοητά. Αυτό όμως με τη σειρά του φαίνεται να ισχύει μόνο σε μια φάση της εξέλιξης του κόσμου· σε μια επόμενη φέρεται να επαναστρέ φεται πληρως στην ενατένιση (απ. 21, 245). Όπως ακριὅώς ο πρώτος Θεός μπορεί να γίνει αντικείμενο ενατένισης μόνο μέσω του δεύτερου, έτσι και ο δεύτερος χρησιμοποιεί τον τρίτο Θεό (την τρίτη όψη του ιδίου) για να μορφοποιῆσει τον αισδητό κόσμο. Και, μολονότι ενοποιείται με την Ύλη, ο τελευταίος Θεός με τη σειρά του «τον διαχωρίζει» (προφανώς κατά τις δύο φάσεις που ανα φέρδηκανλ και, ενώ η υπερὅατικἠ ενατένιση της ανώτερης όψης του περιγράφεται με όρους που ο Πλωτίνος δεν μπορούσε να ὅρει καλύτερους (απ. 27 = Ευσέὅιος ΧΙ. 18. 539€Π), η κατώτερη όψη δεν λέγεται απλώς ότι στρέφει σκόπιμα την προσοχη της στον αι σδητό κόσμο (απ. 21 = Ευσἐὅιος ΧΙ. 17. 537€1)), αλλά ότι ως απο τἐλεσμα φτάνει να «ξεχάσει τον εαυτό της» και να πάψει να εδράζεται στο Νοητό κόσμο (απ. 20 = Ευσέὅιος ΧΙ. 17. 537αΒ). Το συμπέρασμα ότι η Ύλη μπορεί να επηρεάσει προς το χειρότε ρο ένα δει̃κό ον και να το αποστερἠσει από τη Νοητική ενατἐνιση ηταν απαράδεκτα γνωστικης έμπνευσης για τον Πλωτίνο, ο οποί ος ωστόσο χρησιμοποιεί κατά εντυπωσιακό τρόπο παρόμοια γλώσ σα όταν περιγράφει την πτώση της ανδρώπινης ψυχῆς, τη σχέση της οποίας με το σώμα προσεκτικά αντιπαραδέτει σε εκείνη της Ψυχής του Κόσμου (Ιν. 3. 17. 2131, πρὅλ. σελ. 1356). Η άποψη του Ν ουμηνιου για τον αισδητό κόσμο επίσης απο Ιδοκιμαζόταν από τους Νεοπλατωνικούς. Αντιτασσόμενος τους έ μονιστές της νεοπυδαγόρειας σχολῆς, δεωρούσε ότι η Ύλη υπηρ χε ανεξάρτητα από το Θεό και (αντίδετα με τον Πλούταρχο και Ϊ τον Αττικό) την ταύτιζε με το Απόλυτο Κακό (Μ. 30 = Χαλκίδιος Εις Τιμ. (ζΩΧ()ν κ.ε.). Από τις δύο αυτές αντίδετες δυνάμεις, των .
ε
Ή.
70
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Ἄ
οποίων η διαμάχη είναι ακατόιπαυστη και οδηγεί. όπως στον
Πλουταρχο και στον Αττικό, σε τελική εναρμόνιση, πηγάζουν οι γαντίδετες δυνάμεις της ψυχής, η..λογική..και..η. άλογη, .στον άνδρωπο (Μ. 356 = Ιάμὅλιχος Π. Ψυχ. 35Ο. 25 κ.ε., 374. 245). Ο Νουμήνιος είναι συνεπώς Ἀο πιο ακραίος δυῖστής μεταξύυτων Μεσοπλατωνικών και είναι φυσική συνέπεια να δεωρεί πάντοτε την ενσάρκωση κακό για την ψυχή (Μ. 4Ο = Ιάμὅλιχος Π. Ψυχ. 38Ο. Ι419 κ.ε.). Υιοδετεί την άποψη, που ήταν κοινή μεταξυ των υστέρων Στωικών και Πλατωνικών, ότι η ψυχή κατέρχεται σε αυ τόν τον κόσμο μέσω των πλανητικὡν σφαιρών, στις οποίες απο κτά διαδοχικά μεγαλύτερους ὅαδμοὐς υλικότητας και ένα άλλο πυκνότερο «αστρικό σώμα». Ένα χωρίο από τον Λατίνο νεο πλατωνικό Μακρόὅιο, το οποίο πιδανότατα ὅασίςεται στον Νου μήνιο, λέει για τις καδαρές ψυχές ότι κατοικούν στον ουρανό των απλανών αστέρων και αποδίδει την κάδοδό τους εδώ στην υποσυνείδητη έλξη αυτου του κόσμου μια προαναγγελία των στοχασμών του Πλωτίνου γυρω από το ασυνείδητο (Ιτι ὅοιππ. θε. Ι. Π. ΙΟ κ.ε. = Μ. 47· πρὅλ. Ενν. Ιν. 4. 34). Η δεωρία του Νου μήνιου για την κάδοδο της ψυχής χρησιμοποιήδηκε από τον Πορφύριο στο δοκίμιό του Περί του εν Οδυσσειρι των Νυμφών /. Ἀντρου και σε άλλα έργα που έχουν σήμερα χαδεί, ενώ αργότε “Ι ρα επηρέασε το ερμηνευτικό σχόλιο του Πρόκλου στην Πολιτεια και αυτό του Μακρόὅιου στο Ξοπιπἰιιπι ὅοἱρἰοτιἱε του Κικέρωνα (πρὅλ. Μ. 427). Κανένας όμως από υαυτους δεν μπορούσε να δεχτεί την άποψη του Νουμήνιου ότι η ύλη των πλανητικών σφαιρών, άρα και της ψυχής η οποία προέρχεται από αυτές, ήταν κακή (Μ. 30 = Χαλκίδιος ΟΟΧΟΙΧ° σε αντίδεση με Ενν. Ι. 8. 5. 3Ο4, Π. 9. 8. 346). Εδώ η ανατολική επιρροή είναι δυ σκολο να αμφισὅητηδεί. Οπωσδήποτε ο Νουμήνιος, όπως πολ λοί σύγχρονοί του φιλόσοφοι, πίστευε στην ανατολική προέλευ ση της ελληνικής φιλοσοφίας· ιδιαίτερα ο Νουμήνιος είχε κά ποια γνώση από την Παλαιά Διαδήκη και σε αυτόν οφείλουμε την περιγραφή του Πλάτωνα ως «αττικίζοντος Μωϋσέως››.'4 .
.
.
ι̃4. Μ.
|., απ.
ιο (= Κλήμης Στρ.
Ι.
22, Ευσέβιος ΕΓΗΧ.
Θ.
4ιι̃Α)·
πρβλ. Μ. 46, απ.
Θ,
ι̃8ι̃Θ. 32.
71
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Είναι λοιπόν προφανές ότι η σκέψη του Νουμηνιου αποτέλεσε μείζον κίνητρο για τον Πλωτίνο, τόσο εκεί όπου ο τελευταίος δέ χτηκε το δόγμα του όσο και εκεί όπου αντέδρασε ενόιντια του. Στον Πορφὐριο και στη σχολη του η επιρροη του Νουμηνιου είναι ακό μη ὅαδὐτερη, ενώ πολλές από τις δεωρίες του Ιόιμὅλιχου χαρακτη ρίζονται από μια αντίδραση εναντίον της διδασκαλίας του. Χαρη στον Μακρόὅιο και στη σύνοψη της δεωρίας του Νουμηνιου περί της Ύλης στο λατινικό σχόλιο του Χαλκίδιου σχετικόι με το έργο Ή: μαιος, η επιρροη του διόιρκεσε μέχρι τους μεσαιωνικοὐς χρόνους. Ο δόινατος του φιλόσοφουαυτοκρόιτορα Μάρκου Αυρηλιουίτο 180 σηματοδοτεί ένα σημείο καμπης για την αρχαία φιλοσοφία, όπως επίσης και για την αρχαία ιστορία. Έδρες φιλοσοφίας και για τις τέσσερις παραδοσιακές σχολές (Πλατωνικοί, Περιπατητικοί, Στωικοί, Επικουρειοι) είχαν ιδρυδεί από τον Μόιρκο στην Αδηνα, όμως στα τέλη του δεύτερου αιώνα μόνο ο Πλατωνισμός επιὅίωνε. Οι λίγοι Στωικοί που ακούγονται τον επόμενο αιώνα δεν είναι τί ποτε όιλλο παρόι απλό. ονόματα και ο Επικουρισμός χόινεται ομοί ως στην αφανεια. Τον τέταρτο αιώνα ὅρίσκουμε την Περιπατητικη σχολη να αντιπροσωπεύεται από τις αριστοτελικές παραφρόισεις του ρητορα Θεμίστιου, στις οποίες η νεοπλατωνικη επιρροη είναι σχετικόι μικρη. Όπως φαίνεται, μόνο ο Πλατωνισμός διέδετε αρ κετό ὅαδος για να αντιμετωπίσει τις πνευματικές ανόιγκες της επο χης και, αφότου ο Πλωτίνος τού εξασφόιλισε μια στέρεη πνευμα τικη ὅόιση, η καταδίκη των υπόλοιπων σχολών ηταν προδιαγεγραμ μένη. Αυτό δεν σημαίνει ὅέὅαια ότι η πλωτινικη έκδοση του Πλα τωνισμοὐ ηταν καδολικόι αποδέκτη· πιο συγκεκριμένα η Ακαδημία ·της Αδηνας, πατρίδα των επίσημων «διαδόχων» του Πλόιτωνα, δεν συνδηκολόγησε με την επιρροη του πέρα από τον πέμπτο αι ώνα. Ωστόσο, ελόιχιστα γνωρίζουμε τις αντίπαλες εκδοχές του Πλατωνισμοὐ. Το χρονικό της ελληνικης φιλοσοφίας από τον τρί το έως τον έκτο αιώνα μ.Χ. είναι το χρονικό του Νεοπλατωνισμού και είναι σε αυτόν που τώρα πρόκειται να στραφοὐμε.
72
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΡΙΤΟ
Πἰὶωτἰνος
Ι
'Εργα και ὅίος ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΙΘΑΝΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ, όλες οι τεκμηριωμέ νες “πληροφορίες σχετικόι με τη ςωἠ του Πλωτίνου προέρχονται από τη ὅιογραφία του Πορφυριου, η οποία περιλαμὅόινεται σε όλες κόίιωμεταφρασεις του έργου Εννεά ρδςες. Δυστυχώς, αν και οι πηγές του Πορφυρίου είναι από πρώτἶἶ χέρι, η επιφυλακτικότητόι του σε πολλόι σημεία, και ειδικό όσον αφορόι την περίοδο πριν ο ίδιος συνδεδεί με τη σχολἠ του Πλω τίνου, φαίνεται στο σύγχρονο αναγνώστη εξαιρετικά ενοχλητική. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, το γεγονός αυτό οφείλεται στην αδιαφορία του Πλωτίνου για τα εγκόσμια, μια αδιαφορία που τον έκανε να παραμένειγι” αυτό σιωπηλός Ι. Ι4, 2. 3740). ίΟμως και οι ασάφειες των αναφορών του Πορφὐριου, ακόμα και για τα γεγονότα που περιγράφει, δεν είναι λιγότερο ενοχλητικές· ωστόσο, δεδομένου ότι γι, αυτό. τα ζητἠματα είναι προσιτές κόι ποιες συγχρονες συζητησεις, ιδιαίτερα στις δυο πιο πρόσφατες αγγλικές πραγματείες σχετικα με τον Πλωτίνο, μπορούμε να ασχοληδοὐμε συνοπτικά με αυτόι. ΙΙ μοναδικἠ αναφορα για τον Πλωτίνο στις αρχαίες μας πηγές που ενδέχεται να είναι αληδινἠ και η οποία συναντάται και στον Πορφυριο αφορα τη γενέτειρα
εκδόσεις/
73
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
του, που σύμφωνα με τον Πορφύριο ο Πλωτίνος δεν ανέφερε ποτέ και η οποία κατονομάςεται από τους ύστερους συγγραφείς ως Αυκόπολη (η σημερινή πόλη Ασιούτ) της ὅόρειας Αιγύπτου (Ευνάπιος Β. Φιλ. 455, Δαὅίδ Εισαγ. 91. 25`κ.ε.ί· πρὅλ. Πρόκλος ΠΘ Ι. Ι σελ. 6. Ι9ΖΟ). Η πηγή αυτής της πληροφορίας δεν απο καλύπτεται από κανέναν από τους παραπάνω συγγραφείς, συ νεπώς ςη αξιοπιστία ςτηςγςπαρςαμένει αμφισὅητούμενη. Ούτε απο τελεί στοιχείο ιδιαίτερης σημασίαςῇεφόσον, όπδια και αν ήταν η γενέτειρα ή η φυλετική του καταγωγή και αυτά συνιστούν, φυ σικά, δύο διαφορετικά προὅλήματαηςκουλτούραὴτρυμΠλωτίνου είναι ξεκάδαρα ελληνική καιςης φιλοσοφία του ανεξάρτητη από οποιαδήποτε σημαντική αιγυπτιακή επιρροή. Σε δέματα αιγυ πτιακής δρησκείας δείχνει μάλιστα λιγότερο εξοικειωμένος από τον Πλούταρχο, και μάλιστα σε ένα περίφημο απόσπασμα από τις Εννεάδες φαίνεται να παρερμηνεύει τον ιερογλυφικό συμὅο λισμό (ν. 8. 6. Ι κ.ε.). Από τις πληροφορίες του Πορφύριου μπο ρούμε να προσδιορίσουμε τη γέννηση του Πλωτίνου στο 204 ή 205 μ.Χ. και το δάνατό του στο 270 (Β. Πλ. 2. 2931). Όσον αφο ρόι τα υπόλοιπα γεγονότα, ο Πορφύριος καταγράφει μόνο ένα πε ριστατικό από τη ζωή του δασκάλου του μέχρι τη σχετικά μεγά λη ηλικία των 28 χρόνων· τότε ο Πλωτίνος αποφάσισε να ακο λουδήσει τη φιλοσοφία, έχοντας δοκιμάσει τον ένα μετά τον άλ λο τους διδασκάλους της Αλεξάνδρειας και επιστρέφοντας απο γοητευμένος από όλους, μέχρις ότου κάποιος τον οδήγησε σε έναν πλατωνικό φιλόσοφο με το όνομα Αμμώνιος, στον οποίο δί νεται από τους ύστερους συγγραφείς το ψευδώνυμο ‹κΣακκάς››, αὅέόαιης ερμηνείας., Όταν ο Πλωτίνος άκουσε την ομιλία του, ανύαφώνησε «Αυτόν ςητούσαἱ» και παρέμεινε μαζί του για,τα επόμενα έντεκα χρόνια (Β. Πλ. 3. 621). Από τη διδασκαλία του Αμμώνιου, ο οποίος δεν έγραφε τί ποτα (πρὅλ. Β. Πλ. 20), λίγα πράγματα γνωρίζουμε, αν και πολ λές φανταστικές εικασίες έχουν γίνει γι” αυτόν, και επομένως δεν είμαστε σε δέση να ὅρούμε για ποιο λόγο εντυπωσίασε τον Πλωτίνο. Εντούτοις μπορούμε να υποδέσουμε ότι ξεπερνούσε τους αντιπάλους του τόσο σε πνευματική δύναμη όσο και στην 74
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
έμπρακτη εφαρμογή της φιλοσοφίας! Σε ένα εδόιφιο του εκκλη σιαστικού ιστορικού Ευσέὅιου παρμένο από τον Πορφύριο (ΒΙ νΙ. 19) αναφέρεται ότι ο Αμμώνιος ξεκίνησε ως Χριστιανός, αρ ί γότερα όμως εγκατέλειψε το Χριστιανισμό, και ότι ο χριστιανός δεολόγος Ωριγένης (Ι85254 μ.Χ.) υπήρξε ένας από τους μαδη του. Αμφιὅολίες και ανακρίὅειες,ωστόσο, ανακύπτουν σχε τικόι με αυτήν την πληροφορία λόγω της ανακρίὅειας τόσο του αρχικού εδαφίου όσο και του σχολίου του Ευσέὅιου, όπως επί σης από την παρουσία ενός παγανιστή Ωριγένη αναμεσα στους μαδητές του Αμμώνιου, ο οποίος, όπως φαίνεται, μαξί με τον Πλωτίνο και κόιποιον όιλλο εν ονόματι Ερέννιο ανήκαν στον εσω τερικό κύκλο της σχολής (Β. Πλ. 3. 2435). Το μόνο που φαίνε ται ὅέὅαιο είναι ότι ο παγανιστής και ο χριστιανός Ωριγένης ήταν δύο διαφορετικοί όινδρωποι, ωστόσο παραμένουν διιστόιμε νες οι απόψεις για τα υπόλοιπα στοιχεία της πληροφορίας. Ού τε είναι δυνατόν να ανασυγκροτήσουμε τη φιλοσοφία του Αμ μώνιου συγκρίνοντας τη διδασκαλία του Πλωτίνου με εκείνη του χριστιανού Ωριγένη, ακόμη και αν ο τελευταίος ήταν πραγματι μαδητής του Αμμώνιου. Πλωτίνος και Ωριγένης έχουν λίγα κοι νό. σημεία μεταξύ τους, τα οποία επίσης δεν παρατηρούνται στους Μεσοπλατωνικούς. Αν δεχτούμε όμως την (αμφίὅολη) υπόδεση ότι ο ισχυρισμός του νεοπλατωνικού Ιεροκλή σύμφωνα με τον οποίο ο Αμμώνιος κατόιφερε να φέρει σε συμφωνία τον Πλόιτωνα με τον Αριστοτέλη (Φώτιος Βιὅλ. 46ΙΑ· πρὅλ. σελ. 229) είναι σωστός, τότε ο Αμμώνιος τουλαχιστον σε αυτό το ση μείο διαφωνούσε με τον Πλωτίνο, του οποίου την κριτική στον Αριστοτέλη έχουμε ήδη παρατηρήσει. Γνωρίξουμε σε κόιδε περί πτωση τις διαφωνίες μεταξύ των παγανιστών μαδητών του Αμ μώνιου. Ο παγανιστής Ωριγένης δεωρούσε το Νου την υψηλότε ρη αρχή και απέρριπτε το Εν του Πλωτίνου (Πρόκλος ΠΘ Π. 4. 90), ενώ ο τίτλος ενός έργου του, Ότι ο μόνος Δημιουργός είναι ο Βασιλεύς (Β. Πλ. 3. 32), πιδανότατα ερμηνεύεται ως μια πο λεμική ενόιντια στην πλωτινική ιερόιρχηση των Υποστάσεων. ι̃. Πρβλ. περαιτέρω τη συζήτηση του Οοόσε στο Εηιτειίεηε Ηετστ λαιότερες θεωρίες εξετάζονται με κριτικό τρόπο.
Μ
σελ. 2432, όπου οι πα
75
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Δογματικές διαφωνίες πιστοποιούνται, επίσης, μεταξύ του Πλω τίνου και ενός αλλου παγανιστή μαθητή του Αμμώνιου, για τη διδασκαλία του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε. Αυτός ήταν ο Λογγίνος, ο λόγιος και κριτικός ο οποίος αργότερα στη ζωή του έγινε ακόλουθος της ὅασίλισσας Ζηνοὅίας από την Παλμύρα και στον οποίο μια λανθασμένη παραδοση αποδίδει την πραγματεία Περί Ύψους. Ο Πλωτίνος παρουσίαζε τον Λογγίνο ως «φιλόλο γο και όχι φιλόσοφο» (Β. Πλ. 14. 1820), ενώ ο Λογγίνος, μολο νότι στο τέλος απέκτησε έναν ιδιαίτερο σεὅασμό για τον Πλωτί νο (Β. Πλ. κεφ. 192Ο), επέμενε να απορρίπτει την τακτική του Πλωτίνου που εντόπιζε τις Ιδέες μέσα στο Νου, διατυπώνοντας σε αντίθεση την (επίσης μη πλατωνική) αποψη ότι οι Ιδέες ὅρί σκονται σε ένα επίπεδο κατώτερο του Νου (Πρόκλος Εις Τιμ. Ι. 322. 24). Ο Πορφύριος, ο οποίος είχε σπουδασει υπό την επί ὅλεψη του Λογγίνου στην Αθήνα (Ευναπιος Β. Φιλ. 4556), μας λέει ότι και ο ίδιος είχε υποστηρίξει τη θεωρία του Λογγίνου όταν είχε μπει στη σχολή του Πλωτίνου και ότι εκείνος, αφού χα μογέλασε, ανέθεσε στον κυριότερο μαθητή του, τον Αμέλιο Γε ντιλιανό από την Τοσκανη, να εξηγήσει τη δική του αποψη. Ο Αμέλιος πραγματι το έκανε· ο Πορφύριος έγραψε την ανταπα ντησή του και, ύστερα από τρεις επαναλήψεις της ίδιας διαδι κασίας, ο Πορφύριος μεταστραφηκε στην αποψη του Πλωτίνου, συνέγραψε την αποκήρυξή του και έγινε αποδεκτός στον εσωτε ρικό κύκλο της σχολής (Β. Πλ. 18. 823· πρὅλ. 20, 86 κ.ε.). Αφήνοντας τον Αμμὡνιο το 243, ο Πλωτίνος έλαὅε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκρατορα Γορδιανού εναντίον των Περ σών, πιθανότατα ως μέλος της επιστημονικής ομαδας η οποία συχνα συνόδευε τους στρατούς στα αρχαία χρόνια, ελπίζοντας να έρθει σε επαφή με τους σοφούς της Περσίας και της Ινδίας. (Η παρουσία του θρησκευτικού διδασκαλου Μανη στο αντίθετο περσικό στρατόπεδο έχει σχολιαστεί.) Η προσπαθεια, ωστόσο, του Πλωτίνου απέτυχε· ο Γορδιανός δολοφονήθηκε στη Μεσο ποταμία και ο Πλωτίνος διέφυγε μετα δυσκολίας στην Αντιόχεια και ποτέ δεν ξαναπροσπόιθησε έκτοτε να προσεγγίσει την Ανα τολή (Β. Πλ. 3. 1522). Ούτε επέστρεψε στον Αμμώνιο, τον οποίο 76
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
οι πηγές δεν αναφέρουν ξανά. Αντίδετα, πήγε στη Ρώμη, όπου
και παρέμεινε τα επόμενα δέκα χρόνια, παραδίδοντας μόνο προφορική διδασκαλία μέχρι το 253, οπότε ύστερα από προ τροπή των μαδητών του άρχισε να διατυπώνει τις σκέψεις του γραπτώς (Β. Πλ. 3. 2235, 4. 9ιι). Ο Πορφύριος δεν ήρδε στη σχολή παρά δέκα χρόνια αργό τερα (Β. Πλ. 4. Ι3). Ήταν λίγο μόνο μετά την άφιξή του όταν ξέσπασε η διαμάχη του Πλωτίνου με τους Γνωστικούς (πρὅλ. σέλἶό7). Ενάντια στις δεωρίες τους συνέγραψε μια πραγμα τεία χωρισμένη σε τέσσερα μέρη (Ενν. ΙΠ. 8, ν. 8, ν. 5 και Π. 9), αναδέτοντας στον Πορφύριο και στον Αμέλιο τη λεπτομερή φιλοσοφική κριτική των ὅιὅλίων μέσω των οποίων οι Γνωστικοί δεμελίωναν την υποτιδέμενη αποκάλυψή τους (Β. Πλ. 16). Ο Πορφύριος περιέγραφε τους Γνωστικούς ως Χριστιανούς και η σύγχρονη έρευνα προτείνει πως πρέπει να ταυτίζονται με τους Σηδιανούς, αίρεση της οποίας η διδασκαλία ὅρίσκεται πολύ κο ντά σε εκείνη του χριστιανού αιρετικού Βαλεντίνου. Η μεταπο λεμική ανακάλυψη μιας σηδιανής ὅιὅλιοδήκης στο Ναγκ Χαμ μάντι (αρχαίο Χηνοὅόσκιον) στη ὅόρεια Αίγυπτο αποκάλυψε πραγματείες με τίτλους πανομοιότυπους με εκείνους που ανα φέρει ο Πορφύριος και η μελλοντική έρευνα πιδανότατα δα επι ὅεὅαιώσει ότι σήμερα διαδέτουμε αρκετές από τις πραγματείες των αντιπάλων του Πλωτίνου σε μια διαμάχη που αποδείχτηκε πολύ σημαντικό ερέδισμα για τη σκέψη του. ιλιακεκριμένος προστάτης του Πλωτίνου κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων υπήρξε ο Γαλλιήνος, ανεξάρτητος αυτοκρά τορας από το 260 έως τόλίι̃όδ, και η σύζυγός του Σαλωνίνα. Παρότι η εύνοιά τους προς τον Πλωτίνο φαίνεται πως έχει υπερεκτιμηδεί, ήταν τόση που του επέτρεπε να ελπίζει ότι δα τους έπειδεν να ςανοικοδομήσουν μιαύύήαρχαία πόλη φιλοσόφων στήνἶῖἶαμπανῇία, την οποία δα ονόμαζαν Πλατωνόπολη και δα κυόερνιότανς σύμφωνα με το έργο Νόμοι του Πλάτωνα (Β. Πλ. 12). Ο Πλωτίνος και η σχολήτου ήταν έτοιμοι να μετακομίσουν και, μολονότι η ςπρόδεσή τους φαινόταν να είναι μια πόλη και όχι μια μοναστική δεν υπῆίλλὲ καμία 77
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
το ποια θα ήταν τα επιφανέστερα μέλη της πολιτείας, ενώ οι υπόλοιποιίπολίτες θα τους παρείχαν απλώς ,οικονομική υπο στήριξη. Είναι ὅέὅαιο ότι έτσι αντιλαμὅανόταν ο Πλωτίνος κατακριτέο οπωσδήποτε για τη σύγχρονη αντίληψη τη με γάλη μάξα των ανθρώπων (πρὅλ. Π. 9. 9. 6Π)° ως εκ τούτου το επεἶσόδίο δεν αντιὅαίνει στη συνήθη αποστροφή των Νεο πλατωνικών για την πολιτική, όπως ανταναιἕ7ι̃ιἶοἶιύί”χαίρακτηλρι στίκά” στην πράξη του συγκλητικού Ρογατιανού, ο οποίος απαρνήθηκε αξίωμα, οικογένεια και περιουσία και αυτοθερα πεύτηκε από την ποδάγρα με ασκητική πειθαρχία (Β. Πλ. 7. 31 46).2 Εντέλει, η αντίδραση της αυτοκρατορικής σχολής απέ τρεψε την πραγματοποίηση του σχεδίου. 9ςΠορφύριος έμεινε κοντά στον,Πλωτίνογμόνο έξι χρόνια, από το 263 μέχρι το 268, και είναι σε αυτά τα χρόνια που η ὅιογρα φία του Πλωτίνου παρουσιάξει την πιο ξωντανή εικόνα. Στοςτέ λος ,αυτής της περιόδου ο .Πορφύριος κατεὅλήθη από μελαγχο λία και σκεφτόταν την αυτοκτονία. Ο Πλωτίνος, επιδεικνύοντας ψυχολογική διορατικότητα, πράγμα που είχε κάνει και άλλες φο ρές, προέὅλεψε τι δεν πήγαινε καλά και (επίσης πολύ τυπικά) έδωσε στον Πορφύριο την πρακτική συμὅουλή να φύγει διακο πές. Ο Πορφύριος πήγε στη Σικελία και παρέμεινε εκεί μέχρι και το θάνατο του Πλωτίνου δύο χρόνια αργότερα (Β. Πλ. Π. Π19). Ένα άλλο ατυχές γεγονός συνέὅη στον Πλωτίνο το 268, ύστε ρα από τη δολοφονία του Γαλλιήνου, όταν οι διάδοχοι του αυτο κράτορα ήταν στρατιωτικοί χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τον ελ ληνικό πολιτισμό. Την ίδια στιγμή μια ασθένεια από την οποία έπασχε από παλιά (πιθανότατα κάποια μορφή λέπρας) επιδει νώθηκε και ο φόὅος της μετάδοσής της ανάγκασε τους περισσό τερους από τους μαθητές του να αποσυρθούν (Β. Πλ. Ζ. Ι17). Έτσι ο Πλωτίνος έφυγε από την πόλη και πήγε στο κτήμα ενός παλιού του φίλου στην Καμπανία, όπου και πέθανε το 270. Από όλους τους μαθητές του μόνο ο γιατρός Ευστόχιος (πρὅλ. Β. Πλ. 7. 812) ήταν παρών στο θάνατό του. Σε αυτόν ο Πλωτίνος είπε 2. Πρβλ. επίσης Ενν. ι. 5.
78
ι̃0. ι5ι8, νι.
Θ.
7. 268 κλπ.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
τα τελευταία του λόγια: «Προσπαδἠστε να αναγόιγετε το δεό μέ σαῇσαςςστο δείο πους εγμ1ἘῇλΩχἔ2ι.._¶ῖΏ.Ώλιι̃χἦ(Β. Πλ. 2. 1731). Οι μαδητές του παρηγορἠδηκαν από ένα χρησμό του Απόλλωνα που περιέγραφε τον Πλωτίνο να απολαμὅόινει την ουράνια ευδαιμονία μαζί με τους δεούς και τους παλαιούς φιλοσόφους (Β. Πλ. 22). Από τις γοητευτικές λεπτομέρειες που μας αφηγείται η ὅιο γραφία του Πορφύριου μπορούμε να συζητησουμε μόνο εκείνες που σχετίζονται με την κατανόηση του έργου Εννεάδες. Αφού αυ τές δεν έχουν κανένα προηγούμενο στη φιλοσοφική ὅιὅλιογρα φία, συμπεριλαμὅανομένων και των νεοπλατωνικών συγγραμμόι των, και εφόσον οι ιδιαιτερότητές τους απηχούν τα χαρακτηρι στικόι γνωρίσματα της προφορικἠς διδασκαλίας του Πλωτίνου όπως αυτόι περιγρόιφονται από τον Πορφύριο, μια έκδεση αυτἠς της διδασκαλίας δεν δα ηταν όισκοπη. Υπαρχει ωστόσο η διαφο ρόι ότι τα προφορικά μαδἠματα του Πλωτίνου ήταν ανοικτό σε μεγαλύτερο κοινό απ” ,ό,τι τα γραπτόι του, τα οποία προορίζονταν αυστηρα για έναν εσωτερικό κύκλο μαδητών (Β. Πλ. 4. Ι416, 7. Ι. κ.ε.). Τασημαντικότερα μέλη αυτού του εσωτερικού κύκλου ήταν ο Αμέλιος, ο Ευστόχιος και ο Πορφύριος, για καδέναν από τους οποίους δα πούμε κόιτι περισσότερο. Ο ευρύτερος κύκλος αποτελούνταν κυρίως από συγκλητικούς και, όπως σε πολλές όιλ λες φιλοσοφικές σχολές, συμμετείχαν και γυναίκες (Β. Πλ. 7. 29 κ.ε., 9. Ι5). Ήταν το σπίτι μιας τέτοιας γυναίκας, της χἠρας Γε μίνας, στο οποίο ο Πλωτίνος ζούσε, δίδασκε και φρόντιζε τα ορ φανόι τα οποία είχαν εμπιστευτεί στη φροντίδα του οι συγκλητι κοί (Β. Πλ. 9. 516). Σε αυτό ακριὅώς το πλαίσιο είναι που ο Πορ φύριος σημειώνει την αξιοσημείωτη ικανότητα του Πλωτίνου να συνδυόιζει τον εσωτερικό διαλογισμό με την εζωτερικἡ δραστη ριότητα, μια ικανότητα που δα διαπιστώσουμε και στον τρόπο γραφης του (Β. Πλ. 8. 1923, 9. 1622). Τρία είναι τα κοινό. σημεία των προφορικών διδασκαλιών και των γραπτών του Πλωτίνου. Πρώτον, προτιμόι να ασχολείται, με μεμονωμένα φιλοσοφικό προὅλἠματα παρά να εκδέτει τη σκέψη 3. Σχετικό με
Θτμαἰ Ο|εεεΙο|
το τελευταίο λόγια του Πλωτίνου ε·
Οτἰεπτεϋ || (Ρἰεε ι̃958) ΜΒ80.
βλ. Ρ. Ηοτιτγ, «με Οετηἰὸτε Ρετοιε δε Ριοιὶη»,
79
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
του σε ένα τυπικό σύστημα (πρὅλ. Β. Πλ. 4. ΙΟΠ) και είναι οπωσ δηποτε αδύνατονα τον φανταστούμε να γράφει ένα έργο όπως το Στοιχείωσις Θεολογική του Πρόκλου. Κατά παρόμοιο τρόπο στα μαδἠματά του, μας λέει ο Πορφύριος, επέτρεπε στους ακρο ατές του να δέτουν οποιαδηποτε προὅλἠματα επιδυμούσαν (Β. Πλ. 3. 358). Όταν κάποτε ο Πορφύριος συνέχιζε να υποὅάλλει ερωτησεις ακατάπαυστα επί τρεις ολόκληρες ημέρες σχετικά με το πρόὅλημα της ένωσης του σώματος με την φυχἡ, ένας ακροα της συγκλητικός, ο οποίος προτιμούσε τις τυπικές διαλέξεις, δυ σανασχέτησε. Ο Πλωτίνος απάντησε ότι, αν οι απορίες του Πορ φύριου δεν επιλυδούν, δεν δα μπορούσε να ειπωδεί τίποτα πε ρισσότερο σε αυτό το μάδημα (Β. Πλ. Ι3. ΙΟ17). Η αντιπάδεια του Πλωτίνου στα τυπικά συστηματα οφείλεται εζίσου στην πε ποίδηση, την οποία είχε κοινη με τον Πλάτωνα, ότι μας διαφεύ γει η σύλληψη της Πραγματικότητας μέσα από αυστηρές φόρ μουλες. Η πεποίδηση αυτή διαφαίνεται καδαρότερα στους συνε χείς μετριασμούς των εκφράσεων που χρησιμοποιούσε για να πε ριγράιμει το νοητό ον με λέξεις όπως οίον και ώσπερ (τέτοιο, όπωε)..ΞΞε.αντίὸεση. εἐιιω̨ιειιιε. τον Πλάτωνα. οι τιοοιιιιιατείεε. τειι : | ε : Πλωτινου εξαντλούν τα γλωσσικα τους αποδεματα πασχιζονταςι ×
ί
να επιτύχουν όσο το δυνατόν εγγύτερες προσεγγίσεις εκείνουζ | 1 › : | Η Ν ι πρυτελικα παραμενει ανεκφραστο. Γι αυτο εχει την ταση να πα ντρεύει εδάφια ζερἠς διαλεκτικἠς επιχειρηματολογίας με ζωντα ςνέςζ περιγραφές ενατένισης μυστικών εμπειριών και να τονίζει ότι όνο υπό το ω τέτοιων ε πει ιών πο. ούν να επιλυδούν όλε αυτό το πλαίσιο σχετίζεται και η χρηση της ει οι δυσκολίες, κονοποιίας από τον Πλωτίνο, ιδιαίτερα των λεγόμενων «δυναμι | | ι κω,ν.__ε_ικονω̨ν¿?, μεσω των οποιων οι διαδικασίες που αντλούνται από τον υλικόκόσμο χρησιμοποιούνται ως ζωντανές μεταφορές της Νοητήςγτψάζης. Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε την επιμονἠ του Πλωτίνου στην ανάγκη κάδαρσης τέτοιων εικόνων από τους υλικούς τους περιορισμόύςίπρινύαυτές εφαρμοστούν στο Νοητό 'ξξλἔἶιίἔἔἔξ συχνά αναφερόμενα παραδείγματα είναι εκείνα που πε ριγράφονται στην Εννεάδα νἰ. 4. 7. ένα χέρι που χειρίζεται ένα ξύλο και ένα μικρό φωτεινό σώμα το οποίο φωτίζει μια μεγάλη Π
Π
7
»
»
#
εο
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
/Ι σφαίρα προκειμένου να δειχτεί πως η Νοητή τάξη είναι ταυτό χρονα παρούσα σε κάδε σημείο του υλικού κόσμουι Περισσότερα σὲ ξαπαραδείγματα δεν χρειάξεται εδώ να παρουσιαστούν εφόσον τα πιο σημαντικά, όπως αυτά της απορροής, δα αναλυδούν εκτετα μένα αργότερα (πρὅλ. σελ. ΙΟ8 κ.ε.) και δα δείξουμε πόσο κεντρι κής σημασίας είναι μερικές από αυτές τις εικόνες στη σκέψη του Πλωτίνου. Εξίσου εντυπωσιακή είναι η ομοιότητα των υποδείξεων του Πλωτίνου σχετικά με την «κάδαρση ›› των εικόνων με τις πνευ ματικές ασκήσεις διαλογισμού από άλλες παραδόσεις· ας δούμε, για παράδειγμα, τις οδηγίες από την Εννεάδα ν. 8. 9: να φαντα στούμε νοερά μια εικόνα από τον αισδητό κόσμο και στη συνέχεια να είξαλείφουμε (και όχι απλώς να εξασδενίσουμε) τους χωρικούς καιξυλικούςξτηςςπεριορισμούς. Μολαταύτα, εφόσον στον Πλωτίνο η πνευματική άσκηση ταυτίζεται με τηςφιλοσοφία, τέτοιες εικόνες αποτξελούνίἔξίσουκ αναπόσπαστοίίμίέροής
τελευταίας. Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο οι πραγματείες του Πλωτίνου μοιάζουν με τα μαδήματά του είναι το ότι ξεκινάει από ένα εδά φιο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη όπως έχει ερμηνευτεί από τους σχολιαστές που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ςξωστόσο¿ςόπω'ς_προσδέτει ο Πορφύριος και επιὅεὅαιώνει ο ίδιος κετ. Ο Πλωῖίνοε δεν ακολονῦείι̃νφλά πειπαρσιδοσιακἐειιτοιιιτιιείἐε .ιι (Β. Πλ. 14. ιοιόἶ πρα̃ῖίἔίλἶἶν. 8. 8. 1 κ.ε.). ίενα καλό παρα δειγμα είναι η κατάδειξη από τον Ηειττγ ότι η Εννεάδα Ιν. 7. 6. | | 819 επιστρεφει διαμεσου του Αλεξανδρου (Π. Ψυχ. 613) στο πρωτότυπο αριστοτελικό κείμενο (Π. Ψυχ. ΠΙ. 2. 426Ἐ›7α).4 Η εξιχνίαση τέτοιων περιπτώσεων είναι, ωστόσο, εξαιρετικά δύ σκολη λόγω της απώλειας των έργων των συγκεκριμένων σχο λιαστών, καδώς και λόγω της άρνησης του Πλωτίνου να κατονο μάσει οποιονδήποτε φιλόσοφο μετά τον Επίκουρο. Ἑνα τρίτο σημείο στο οποίο οι Εννεάδες απηχούν τις προφο ρικές συξητήσεις του Πλωτίνου είναι το ότι συχνά παίρνουν τη μορφή διαλόγου με ένα φανταστικό συνομιλητήι Πιο αξιοσημεί /ί ωτη είναι η αίσδηση ταχύτατης εναλλαγής ανάμεσα σε ερωτώντα έξ
`×
1
×
`ι
4. «|.εε Βουτοοε σε Ριοτίη», Εηιτετἱεηε Ηετατ Μ σελ. 42949.
8Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Γ
και ερωτώμενο, την οποία αναδεικνύει πολύ καλά η έκδοση του Μα‹:Κετιτιει, σε χωρία όπως αυτά των συζητήσεων περί του Ενός στην Εννεάδα ΠΙ. 8. 9 και τα τελευταία κεφάλαια της νΙ. 7. Άλλες φορές, ο αντίπαλος του Πλωτίνου εκτυλίσσει ένα λόγο που καταλαμὅάνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο, στον οποίο εν συνε χεία ο δάσκαλος απαντά σε πρώτο πρόσωπο. Σύγχυση μπορεί να ανακύψει από τη συνήδεια του Πλωτίνου να μπαίνει σε τέτοια χωρία χωρίς τίποτα να δηλώνει ότι δεν αναφέρονται δικές του ιδέες· ούτε είναι πάντοτε εύκολο να διαὅλέψουμε σε ποιο ακρι ὅώς σημείο ξεκινά η απάντησή του ή σε ποιο ὅαδμό δέλει να αναιρέσει την άποψη του συνομιλητή. Και αυτό μας φέρνει στις γενικότερες υφολογικές δυσκολίες του έργου Εννεάδες. Αυτά συνοψίζονται καλύτερα στο σχόλιο του Πορφύριου ότι ο Πλωτίνος «ήταν ὅραχύλογος και πλούσιος περισσότερο σε νοήματα παρά σε λόγια» (Β. Πλ. 14. ΙΖ). Δυστυχώς η αδιαφο ρία του για υφολογικούς καλλωπισμούς δεν περιοριζόταν στην αποφυγή της πομπώδους ρητορικής που στους κύκλους της επο . χης του περνούσε για κομψότητα· έφτανε ως την παραμέληση των κανόνων καλλιγραφίας και ορδογραφίας, έλλειψη που στη συνέχεια επιδεινώδηκε λόγω της ασδενούς του όρασης, η οποία δεν του επέτρεπε να διορδώνει εκείνα που είχε γράψει (Β. Πλ. 8. Ι8). Αυτές όμως οι ατέλειες απαλείφτηκαν από το κείμενό μας χάρη στην εκδοτική επιμέλεια του Πορφύριου. Πολύ πιο σο ὅαρές είναι οι γενικότερες υφολογικές ερμηνείες του Πλωτίνου. Εδώ αναδεικνύεται η ικανότητά του να συνδυάζει την εσωτερική ενατένιση με την εξωτερική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, ο Πλωτίνος επεξεργαζόταν εκ των προτέρων διανοη τικά το σχέδιο της πραγματείας του και στη συνέχεια την έγρα φε αμέσως σαν να αντέγραφε από ένα ὅιὅλίο. Ακόμη πιο εντυ πωσιακή ήταν η ικανότητά του να διακόπτει το γράψιμο και να εμπλέκεται σε συζήτηση. συνεχίζοντας μετά να γράφει από εκεί ακριὅώς όπου είχε σταματήσει και διατηρώντας εν τω μεταξύ αδιάσπαστο τον ειρμό της σκέψης του (Β. Πλ. 8. 819). Οι δετικές συνέπειες αυτής της διαδικασίας δεν πρέπει να αγνοηδούν. Αρχικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναζητήσουμε 8Ζ
τ
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
ένα γενικότερο σχέδιο στις πραγματείες του Πλωτίνου, ακόμη και σε εκείνες όπου είναι λιγότερο φανερό· στην πραγματικότη τα, ακόμα και οι φαινομενικά «αποσπασματικές» του πραγμα τείες, όπως το Περί ψυχής αποριών (Ενν. Ιν. 34), δείχνουν έπει τα από ανάλυση ότι διατρέχονται από έναν καλά καδορισμένο ειρμό σκέψεων. Δεύτερον, προσφέρει στο έργο του τη ζωντάνια ενός πνεύματος που είναι στραμμένο με όλες του τις δυνάμεις στην αναζήτηση και τη μετάδοση της αλήδειας. Όμως, οι αρνη τικές συνέπειες είναι περισσότερο εμφανείς σε πρώτη ανάγνωση. Πρώτον, οι προτάσεις του Πλωτίνου ρέουν ασταμάτητα σε μια ταχύτατη διαδοχή χωρίς καμία ένδειξη λογικής δομής και διακλόιδωσης των επιχειρημάτων του ούτε της ὅαρύτητας που έχει κάδε ξεχωριστό κομμάτι του επιχειρήματος για το σύνολο της πραγματείας. Όλα αυτά πέρα από τη δυσκολία που ήδη ση μειώσαμε στη διάκριση των απόψεων του Πλωτίνου από αυτές των αντιπάλων του. Δεύτερον, οι Εννεοίδες είναι γραμμένες υπό μορφή φιλοσοφικής στενογραφίας, σε σύγκριση με την οποία ακόμη και ο Αριστοτέλης είναι υπόδειγμα μακρηγορίας. Μερι κές φορές χρειάςεται να προστεδούν λέξεις (όπως, ας πούμε, ρήματα) για να συμπληρωδούν οι προτάσεις του Πλωτίνου, άλ λες φορές να συμπληρωδούν κάποιοι λακωνικοί φιλοσοφικοί υπαινιγμοί των οποίων το δέμα δεν είναι πλέον εμφανές. Είναι γνωστό ότι ο Πλωτίνος δεν δεσμευόταν από τους κανόνες της ελ ληνικής γραδμματικήςι κατά πόσο αγνοούσε πράγματι τη γραμ έματικήί είναι ένα διαμφισὅητούμενο ζήτημα, το οποίο εξαρτάται πολύ από το ποια σύγχρονη έκδοσή του χρησιμοποιεί ο καδένας. Ευτυχώς, είναι λίγα μόνο τα χωρία στα οποία η γραμματική του Πλωτίνου σκιάςει την κατανόηση των σκέψεών του. Ακόμα και οι σύγχρονοι του Πλωτίνου έὅρισκαν το ύφος του συγκεχυμἑιρ. Ο Πορφύριος αφηγείται πώς ο Λογγίνος πίστευε ότι οιδπραγματείες που του έφερνε ο Αμέλιος ήταν γεμάτες από αντι γραφικά λόιδη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν τα πιο ακριὅή αντί γραφα των χειρογράφων του ίδιου του Πλωτίνου (Β. Πλ. 19. Ι9 κ.ε., ΖΟ. 59). Επίσης, ο μηχσυστηματικός τρόπος έκδεσης των ιδεών του συσκότιζε ακόμη περισσότερο τους λογικούς συσχετισμὁύς της
83
ι
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
/τσκέψης του (Β. Πλ. 18. 68). Στην πραγματικότητα, ένα μεγαλο μέρος της εργασίας των διαδόχων του έγκειται στη διασόιφηση της λογικής δομής του Νεοπλατωνισμού. Για το σύγχρονο ανα ίἰ./γνώστη, ο οποίος ὅρίσκεται στην ίδια δέση με έναν δυτικοευρω παίο που προσπαδεί να διαὅόισει Αριστοτέλη όχι μόνο πριν από τον Κοεε, αλλά και πριν από τον Ακινόιτη, τα πρόιγματα είναι φυ σικόι ακόμη χειρότερα. Όποιος όμως μπει στον πειρασμό από αυ τές τις δυσκολίες να αμφισὅητήσει τη σπουδαιότητα του Πλωτί νου δα πρέπει καλύτερα να ακολουδήσει τη συμὅουλή του Ποααε να συγκρίνει τον Πλωτίνο με τους συγχρόνους του5 ή την πιο συγκεκριμένη υπόδειξη του Ατπιεττοπς να συγκρίνει τις Εν νεάδες με τα Ερμητικάἔ Είναι φανερή η υπεροχή του Πλωτίνου στη σύνδεση της πρώιμης ελληνικής σκέψης σε σύγκριση με τους προκατόχουςτουζ Ίσως ακόμη εντυπωσιακότερη είναι η ανελέη τη κατόιδειξη της ανεπόιρκειας των ανδρωπομορφικών συλλήψε ων του Θεού ή της έμφυτηςτόισης του ανδρώπου να αντιλαμὅόι νεται τη νοητήςςπραγματικότητα χωρικούς όρους (πρὅλ. Ενν. νΪ. 45, παρ. νἰ. 2? Ή μπορούμε να δούμε για παρα δειγμα το σημαντικότατο κεφόιλαιο από την Εννεάδα ΨΙ. 8. Π, στο πλαίσιο μιας συζήτησης για το αν η φύση του Ενός πηγόιςει από τη ὅούληση, την ανόιγκη ή την τύχη. Τέτοια προὅλήματα, δηλώνει ο Πλωτίνος, ανακύπτουν από την εσφαλμένη εφαρμογή περιορι στικών συνδηκών στο Απόλυτα είναι σαν να δημιουργούμε έναν κενό χώρο, να εισόιγουμε το Θεό μέσα σε αυτόν και μετά να ανα ρωτιόμαστε πώς ὅρέδηκε εκεί. Μέσα από τέτοια χωρία ο σύγ χρονος αναγνώστης καταλαὅαίνει καλύτερα την αναφορα που κόι νει ο Πορφύριος στην ικανότητα του Πλωτίνου να «διαὅόιςει και να συλλαμὅόινει το ουσιώδες» (Β. Πλ. Β. Ι2) και να «εξηγεί το νόημα ενός ὅαδύτατου ζητήματος με λίγες λέξεις» (Β. Πλ. 14. 17). Ενόψει των παραπανω δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο σπουδα στής του Πλωτίνου, είναι ανταμοιὅή γι, αυτόν το γεγονός ότι έχει στην κατοχή του ένα πλεονέκτημα που δεν διαδέτουν οι μελετητές κανενός όιλλου μεγόιλου Έλληνα φιλοσόφου, το πλεονέκτημα ότι 5.
σο ›ο‹ ρεεε), Με.
Θ.
Εισαγωγή των εκδόσεων |.οεο στο Πλωτινος. τόμος Ι., σελ. χίν›‹ν.
84
ΠΛΩΤΙ ΝὉΣ
η ὅιογραφία του Πορφύριου μας παρέχει δύο"πλήρεις καταλό γουςςτωνγέργων τους Πλωτίνου. τον ένα διατεταγμένοςκατόι χρο
νολογική σειρόι συγγραφής (Β. Πλ. 4.έΪό6.25) και τον αλλο δι ευδετημένο κατό. τη σειρα έκδοσηςγτου Πορφύριου (Βζ¬ΪΪλ. 24. Ιό2ό.ίΖ7). Έτσι, μπορούμε με ασφαλεια να δεωρήσουμε εξαρίῖἔ | : κ : χης οτι εχουμε στην κατοχη μας καδετιι που εγραψε ο Πλωτινοςἴ αλλα και, αντιστροφως, οτι ολα τα κειμενα του Πλωτινου πους \ ι : εχουμε στη διαδεση μας ειναι αυδεντικόιἔ Είναι αλήδεια ότι, από/ ξ/ : | τη στιγμη που τα κειμενα του Πλωτινου γραφτηκαν στη διαρκεια των τελευταίων δεκαεπτά χρόνων της ζωής του, δεν επιδεικνύ ουν κόιποια καδοριστική εξέλιξη όπως εκείνη των έργων του Πλόιτωνα και του Αριστοτέλη. Παρί όλα αυτό είναι χρήσιμο να συσχετίσουμε τα δέματα των ατομικών του πραγματειών ή ομόι δων πραγματειών με εξωτερικό γεγονότα της ζωής του. Και το ότι η χρονολογική ταξινόμηση του Πορφύριου είναι στο σύνολό της σωστή επιὅεὅαιώνεται από διασταυρούμενες αναφορές με ταξύ των πραγματειών, μολονότι παραμένουν καποιες αμφιὅο λίες, ιδίως όσον αφορόι την πραγματεία ΠΙ. 9 (αριδμός 13 στον κατόιλογο του Πορφύριου), μια συλλογή η οποία στην πραγμα τικότητα αποτελείται από σύντομες σημειώσεις του Πλωτίνου σε διαφορα ζητήματα. Ούτε υπαρχει λόγος να δεωρήσουμε πλαστό οποιοδήποτε ουσιώδες μέρος κάποιας πραγματείας (το μεγαλύ τερο σε έκταση αμφίὅολο απόσπασμα είναι το Π. 3. Ι2. ΙΖ3Ζ).8 Ο χρονολογικός κατάλογος του Πορφύριου διαιρεί τις πραγ ματείες του Πλωτίνου σε τρεις ομαδες, σε εκείνες που γραφτη καν πριν από την άφιξή του στη Ρώμη (25363, είκοσι μία στον αριδμό), εκείνες που χρονολογούνται κατά τη διαμονή του εκεί (2638, συνολικα είκοσι τέσσερις) και εννέα που γράφτηκαν τα
/
κ
ν
ν
ν
»
κ
σ
„
7. Το έργο Επιστολή στον Ρίεοουε,
το οποίο αποδίδεται από τους σύγχρονους μελετητές του μυοτικιομου στον Πλωτίνο, δεν είναι στην πραγματικότητα έργο του ίδιου του Πλωτίνου αλλα ένα έργο που συντίθεται από φράσεις σταχυολογημένες απο τις Εννεάδες από το συγγρα φέα του ι̃Θου αιώνα Η. Α. νευη̨πεπ και έχει δημοσιευτεί στο έργο του Ηουτε ννίίη τπε Μνειίεε. 8. Η προσπαθεια του Ρ. Ηείπεπιεππ (στο έργο του Ρίοιίπ, Λειψία ί9ι9) να αποδείξει πως αρ κετές πραγματείες είναι αμφίβολες και να επαναπροσδιορίσει τη σειρα όσων απέμειναν έτσι ώστε να παρουσιαστεί η αληθινή αναπτυξη της σκέψης του Πλωτίνου έχει γενικα απορρι φτεί· πρβλ. την εισαγωγή του Βτέπίει· στο Ρίοιίπυε των εκδόσεων Βυοέ, σελ. ›‹νίίί›ο‹νί.
85
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
δύο τελευταία χρόνια της ζωής του Πλωτίνου (Ζ6870). Γενικά μι λώντας, οι πραγματείες της πρώτης ομάδας προσφέρουν την κα λύτερη εισαγωγή στη σκέψη του Πλωτίνου, εφόσον η εικόνα της πραγματικότητας που παρουσιάζουν είναι απλούστερη και μεδοδι κότερη, αν και σε μερικά σημεία λιγότερο περιπετειώδής, από εκεί
νες της δεύτερης ομάδας. Τέτοιου είδους πραγματείες είναι η Ι. 6 για το Ωραίο, Ιν. 8 για την Κάδοδο της Ψυχής, ΥἹ. 9 για το Εν και ν. Ι για τις Τρεις Υποστάσεις. Αρκετές πραγματείες της ομάδας, ιδιαίτερα η Ιν. 7 για την Αδανασία της Ψυχής, η ΠΙ. Ι για την Ει μαρμένη και η ν. 9 για τις Ιδέες, αναδεικνύουν μια έντονη επιρροή από τον παραδοσιακό σχολαστικό Πλατωνισμό, ωστόσο ακόμη και σε αυτές εισὅάλλει καταλυτικά το ιδιαίτερο πνεύμα του Πλωτίνου. Έτσι, τα παραδοσιακά επιχειρήματα της Ιν. 7 σχετικά με την αδα νασία στεφανώνονται από μια έκκληση στην εμπειρία της ενατένι σης ως εκείνης που μπορεί να προσφέρει την καλύτερη απόδειξη αδανασίας (Ιν. 7. ΙΟ. 3Π. 2). Οι πρώτες πραγματείες της δεύτε ρης ομάδας ασχολούνται με τη μάστιγα των Γνωστικών και ιδιαίτε ρα με το πρόὅλημα της εξάλειφης του υλισμού και του ανδρωπι σμού από τη σύλληψη του Θεού και του Νοητού κόσμου. Μεταξύ αυτών των πραγματειών είναι οι νῖ. 45 για την Πανταχού Παρου σία του Αληδινού Όντος, ΙΠ. 6 για την Απάδεια των ασωμάτων, Ιν. 35 για την Ψυχή και το αντιγνωστικιστικό κουαρτέτο ΠΙ. 8, ν. 8, ν. 5 και Π. 9. Οι πραγματείες νΙ. 7 και νΙ. 8 για το Εν σημα τοδοτούν μια μετάὅαση μεταξύ της αντιγνωστικής ομάδας και των τελευταίων έργων της δεύτερης περιόδου, η οποία ασχολείται με την αντιαριστοτελική πολεμική· μεταξύ αυτών, πιο σημαντικές εί ναι οι νἰ. Ι3 για τις Κατηγορίες και ΠΙ. 7 για την Αιωνιότητα και το Χρόνο. Από την αρχή μέχρι το τέλος της δεύτερης περιόδου, η ανάγκη προσδιορισμού της δέσης του Πλωτίνου σε αντιπαράδεση με ανταγωνιστικά συστήματα γεννά μερικές από τις λαμπρότερες κριτικές του ενοράσεις, και σε αυτόν το ὅαδμό έχει κάποια εγκυ ρότητα η κρίση του Πορφύριου ότι αυτές περιέχουν το σπουδαιό τερο έργο του (Β. Πλ. 324). Μερικές από αυτές τις πραγματείες επιδεικνύουν μεγαλύτερη συνοχή κατά την επανεξέταση δεμάτων με τα οποία είχε και παλαιότερα ο φιλόσοφος καταπιαστεί στα 86
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
πρώτα του έργα° ένα καλό παράδειγμα είναι η ανωτερότητα της πραγματείας Ιν. 3. 9Ι? για την κάθοδο της φυχής σε σχέση με ό,τι είχε αναφερθεί νωρίτερα στην Ιν. 8. Εν κατακλείδιχρι πραγματεί
εε που ὲνοαιιιεε.ιΞ!?ιο±τ.ίνι›ε...τ9 δὐ9..τελεντ<ιί0 χρόνια της ὲωῆε τον ασχολούνται σε μεγάλο ὅαθμόδ με ηθικά ζητήματα, όπως με το κα κό και τη θεοδικία, με την επίδραση των άστρων, με τη γαλήνη του φιλοσόφου και την ψυχολογική της ὅάση· αυτό πιστοποιεί την ανά γκη του Πλωτίνου για την αναζήτηση της γαλήνης πριν από το θά νατο. Μόνο η πραγματεία ν. 3 από την τελευταία ομάδα ασχολεί ται κυρίως με τις τρεις Υποστάσεις, ενώ η ΠΙ. 5, ασυνήθιστη με τάὅαση για τον Πλωτίνο, επιχειρεί μια αλληγορική ερμηνεία του μύθου στο έργου Συμπόσιο για τη γέννηση της Αφροδίτης. Η έκδοση των έργων του Πλωτίνου από τον Πορφύριο δεν είχε εμφανιστεί μέχρι και την πρώτη δεκαετία του τέταρτου αιώνα περισσότερο από τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Πλωτίνου. Στο μεταξύ διάστημα ο Ευστόχιος είχε κυκλοφορήσει μια δική του έκδοση, ὅασισμένη σε διαφορετικές αρχές από εκείνες που επρό κειτο να ακολουθήσει ο Πορφύριος, μια έκδοση που σήμερα έχει χαθεί, μολονότι ενδέχεται να αποτελεί πηγή των εδαφίων του Πλω τίνου που ὅρίσκονται στην Ευαγγελική Προπαρασκευή του Ευσέὅι ου. Ἑνα κοινό χαρακτηριστικό και των δύο εκδόσεων αποτελεί η δι αίρεση των μεγαλύτερων πραγματειών σε δύο ή και περισσότερα μέρη, ωστόσο όχι πάντοτε των ίδιων· αυτές που διαιρούνται από τον Πορφύριο είναι οι πραγματείες ΠΙ. Ζ3, Ιν. 35, νΙ. Ι3 και νἱ. 45, ενώ τα τέσσερα μέρη του αντιγνωστικιστικού έργου (ΠΙ. 8, ν. 8, ν. 5 και Π. 9) τοποθετούνται από τον Πορφύριο σε διαφορετι κές Εννεάδες. Μεβάση αυτήν την κατανομή ο Πορφύριος διαμόρ φωσε μια σειρά πενήντα τεσσάρων πραγμαἶέιώἶνἶτιςςζόπρίεςς διαί ρεσε σε έξι ομάδεςθτώνῖείννέα (‹‹Εννεάδες»), ένας συνδυασμός μυ στικών αριθμών που τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα. θεωρούσε ότι αυ τή η κατανομή των πραγματειών παρήγε συστηματική ταξινόμησή τους σύμφωνα με τοθίέμα, προχωρώντας από τα ευκολότερα ερω τήματα στα πιο δύσκολα (Β. Πλ. 24. ΙΙΙ6)· μπορούμε ναίτη συ γκρίνουμε με την προσπάθεια του Ιάμὅλιχου να ταξινομήσει συ στηματικά τους πλατωνικούς διαλόγους (πρὅλ. σελ. 467). Στην
87
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
τη
πρώτη Εννεαδα ο Πορφύριος ενέταξε τις πραγματείες που ο ίδιος δεωρούσε ότι αφορούσαν την“Ηδική, στη δεύτερη και (με μεγαλύ τερη αμφιὅολία) στην τρίτη εκείνες που αφορούσαν στην τέταρτη, πέμπτη και έκτη αυτές που αφορούσαν αντίστοιχα την Ψυχή, τις τρεις Υποστασεις και το Νου, τις Κατηγορίες και το Εν. Όμως, ο μη συστηματικός τρόπος της φιλοσοφ.ίας.το_υ,_Πλω̨τί νουλίλκόιδἶσλτόιίλ αδύνατη κόδε αυστηρή διόικριση μεταξύ των πραγ 5
ματειών του· στην πραγματικότητα οι περισσότερες πραγματείες αησχολοι̃ῖντὥί με περισσότερα του ενός από τα παραπανω ζητήμα τα και ο Πορφύριος οφείλει να παραδεχτεί πως η τρίτη του Εννε άδα δεν έχει συνοχή (Β. Πλ. 25. 29). Συνεπώς, δα συμὅουλεύαμε τους αναγνώστες να ακολουδήσουν καλύτερα τη χρονολογική διόι ταξη των έργων του Πλωτίνου, όπως έχει γίνει από τη σύγχρονη γερμανική έκδοση και μετόιφραση του Ηαταετ. Για παρόμοιους λό γους, οι τίτλοι των διάφορων πραγματειών (που έχουν προστεδεί από τους μαδητές του Πλωτίνου, Β. Πλ. 4. 1619) είναι μόνο ένας αδρός οδηγός των περιεχομένων τους. Στην έκδοσή του ο Πορφύριος συμπεριέλαὅε πρόσδετο δικό του επεξηγηματικό υλικό (Β. Πλ. 26. 2937) από το οποίο σήμε ρα δεν διασώςεται τίποτα, εκτός από ένα μέρος του πίνακα των περιεχομένων του έργου Εννεάδα Ιν. 4, το οποίο διασώδηκε στην αρχή της αραὅικής έκδοσης του έργου Αριστοτέλους Θεολογία? Επίσης ο Πορφύριος διόρδωνε τα ορδογραφικό. λαδη του Πλωτί νου και όιλλες επιφανειακές ατέλειες (Β. Πλ. 26. 3740· πρὅλ. ό.π. 7. 4951), δεν έχουμε όμως κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι έκανε περαιτέρω αλλοιώσεις στα λόγια του δασκόιλου του και το αποτέλεσμα της εργασίας των πρόσφατων εκδοτών, ιδιαίτερα των Ηετττγ και $‹:ΙιννγΖε·τ, μας προσέφερε μια τόσο ακριὅή ανα παρόισταση των κειμένων της έκδοσης του Πορφύριου, ώστε εί μαστε τώρα σε δέση να διαπιστώσουμε και να ὅεὅαιώσουμε ότι ελόιχιστα από τα προὅλήματα του κειμένου που απέμειναν επη ρεόιςουν την κατανόηση της σκέψης του Πλωτίνου. Είναι τώρα σε αυτήν τη σκέψη που πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας. μελετητές πιστεύουν ότι το υπόμνημα του Πορφύριου αποτελεί επίσης πηγή του μη ιτλωτινικού υλικού που διοσώζετοι στην ίδιο τη Θεολογιι̃τ (πρβλ. σελ. 257).
9. Πολλοί
88
ΠΛΩἹἹ ΝΟΣ
ΙΙ
Οι τρεις Υποστάσεις Η πρώτη δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας ερμηνευτής του συ στήματος του Πλωτίνου σχετίζεται με τη σειρά της έκθεσης την οποία θα ακολουθήσει. Μια λογική πρόταση θα ήταν να ξεκινήσει από την κορυφή της μεταφυσικής ιεραρχίας με το Εν, να κατέὅει προοδευτικά μέσω των διαδοχικών επιπέδων του πλωτινικοὐ συ μπαντος στον υλικό κόσμο και από εκεί να επιστρέψει ακολουθώ ντας την Ψυχή πίσω στο Εν. Η διαδικασία όμως αυτή ταιριάζει πε ρισσότερο στον Πρόκλο, του οποίου το συστημα παρουσιάζεται ως μια λογική παραγωγή από την αφηρημένη αρχή της ενότητας, παρά στον Πλωτίνο, ο οποίος συνήθως ξεκινά από τον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας, είτε από την εξωτερική πραγματικότητα είτε από την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, και ανάγεται πίσω στο Εν. Αυτή όμως η προσέγγιση συναντά εγγενείς δυσκολίες. Σημει ωτέον, οι κατώτερες πραγματικότητες που προκύπτουν από το Εν δυσκολα μπορεί να γίνουν νοητές χωρίς κάποια προηγούμενη αντίληψη του ίδιου του Ενός· στην πραγματικότητα, όσες πραγ ματείες ασχολούνται με αυτό το θέμα ακολουθούν κυρίως την «καθοδική» σειρά ανάπτυξης. Η παρουσα έκθεσή μας είναι ένας συγκερασμός των δυο αυτών προσεγγίσεων· θα ξεκινήσει με μια σκιαγράφηση του πλωτινικοὐ συστήματος ακολουθώντας την ανο δική τάξη και ειδικότερα θα ασχοληθεί κάπως συνοπτικά με το επίπεδο της Ψυχής. Στη συνέχεια, ·έπειτα από μια διεξοδική έκ θεση του Ενός, όσο φυσικά ο χώρος μάς το επιτρέπει, θα κατε ὅουμε ξανά, ακολουθώντας την προοδευτική ανάπτυξη της Πραγ ματικότητας, από το Εν στον αισθητό κόσμο. Τέλος, έπειτα από μια λεπτομερή συζήτηση των απόψεων του Πλωτίνου για την ατομική ψυχή, θα ασχοληθούμε με την αντίληψή του για την ανα γωγή του φιλοσόφου και θα τελειώσουμε με την περιγραφή της μυστικής του εμπειρίας. Η ανεπάρκεια μιας τέτοιας προσέγγισης είναι φανερή· συγκεκριμένα απαιτεί να διαιρέσουμε την περιγρα φή του Νοητου κόσμου σε τρία μέρη (σελ. 96ΙΟ4, Π48, 1448). Από την άλλη, έχει τουλάχιστον δυο θετικά στοιχεία. Πρώτον, ο 89
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αναγνώστης μπορεί να ωφεληδεί από την απόκτηση μιας σφαιρι κότερης αντίληψης κόιδε επιπέδου πριν εντρυφήσει λεπτομερέ στερα σε αυτό· δεύτερον, δα αναπαραγόιγουμε τη μη συστηματι κή μορφή των ίδιων των πραγματειών του Πλωτίνου. Η δεμελιώδης αρχή του Νεοπλατωνισμού, ότι η πραγματικό τητα έγκειται στην ιερόιρχηση ὅαδμίδων ενότητας, αποτελεί συ στηματοποίηση της πυδαγορειοπλατωνικής παραδοσιακής ταύτι σης της αγαδότητας και της τόιξης με τη μορφή, του μέτρου με το όριο. Αυτόι με τη σειρόι τους παραπέμπουν στον αριδμό και στη μαδηματική αναλογία και, σε τελευταία αναλυση, υπονοούν την παρουσία μιας οργανικής ενότητας (πρὅλ. Ενν. Ι. 6. 2)· στην προ φορική διδασκαλία του Πλάτωνα, όπως την αναφέρει ο Αριστο τέλης, οι Ιδέες συλλαμὅόινονταν ως απορρέουσες από την επιὅο λή της Ενότητας στην Αόριστη Δυόιδα (Μεταφ. Α. 6. 987Β 18 κ.ε. κ.λπ.). Ο Πλωτίνος υποστηρίζει, ακολουδώντας ένα επιχείρημα των Στωικών, ότι αναγκαία συνδήκη ενός πρόιγματος είναι η ενό τητα της ύπαρξής του (νΙ. 9. Ι. Ι. κ.ε.). Γιατί κόιδε πολλαπλότη τα, οσοδήποτε αόριστη είναι, αποτελεί πόιντα μια πολλαπλότητα πραγματων, καδένα από τα οποία είναι ένα, εφόσον πολλαπλό τητα χωρίς ενότητα μπορεί να ισχύει μόνο για την έσχατη απροσ διοριστία της Ύλης. Από την εξέταση του υλικού κόσμου γίνεται προφανές ότι η ενότητόι του είναι μια ενότητα εξαιρετικα ατελής. Εκτεινόμενα αρχικόι τα σώματα στον τρισδιόιστατο χώρο, υπό κεινται σε διαιρέσεις, περιορισμούς και αμοιὅαίους αποκλεισμούς που επιὅόιλλονται ειδικόι λόγω της κατάληψης χώρου. Δεύτερον, και εδώ οι Πλατωνικοί αποδέχονται την αριστοτελική ‹‹υλομορφι κή» ανόιλυση των υλικών πραγματων, τα σώματα συγκροτούνται από δύο στοιχεία, την ύλη και τη μορφή (πρὅλ. Ιν. 7. Ι. 8Ι9, ν. 9. 3. 9ΖΟ). Ἀρα, στην περίπτωση ενός χρυσού ποτηριού, το χρυσό αποτελεί την ύλη πόινω στην οποία ο τεχνίτης επιὅόιλλει τη μορφή του ποτηριού. Ενώ κατά τη μεταὅολή το ὅαδύτερο υλικό υπό στρωμα λαμὅανει διάφορες μορφές, αυτό καδαυτό το υπόστρωμα παραμένει αμετόιὅλητο. Όμως, εφόσον ακόμη και τα απλούστερα σώματα, τα στοιχεία της γης, του αέρα, της φωτιόις και του νερού, έχουν το καδένα τη δική του μορφή και μεταὅόιλλονται από το ένα 9Ο
ΠΛΟΤΙ ΝΟΣ
στο άλλο, πρέπει να συνεχίσουμε την ανάλυσή μας ακόμη πιο πέρα και να αναζητήσουμε ένα υπόστρωμα στο οποίο οι μορφές των στοιχείων δα δεμελιώνονται, ενώ το ίδιο δα παραμένει τελι κά κατά τη μεταὅολή των στοιχείων αμετάὅλητο (Π. 4. 6). Αυτό το υπόστρωμα είναι η Πρώτη Ύλη, μια ύλη χωρίς δική της μορ / φή και ποιότητα και σαφώς πολύ διαφορετική από την ύλη τηςἕ μετακοιρτεσιανής σκέψης (Π. 4. 8. Ι κ.ε., πρὅλ. Αριστοτέλης Με ταφ. Ζ. 3. ΙΟ29ε. 2Ο6). Πράγματι, η Ύλη μοιάζει να είναι τελεί ως ανύπαρκτη, όμως ο Πλωτίνος, μολονότι τη χαρακτηρίζει «μη ον» ενόψει του άμορφου και παντελώς μη ουσιώδους χαρακτήρα της (Π. 5. 45, ΠΙ. 6. 7. 7 κ.ε.), αρνείται ότι αυτό σημαίνει από λυτη ανυπαρξία (Ι. 8. 3. 6 κ.ε., Π. 4. Ι6. 3). Η συνακόλουδη πα ραδοζότητα αυτής της έννοιας τονίζεται στην πραγματεία ΙΠ. 6 για την Απάδεια. Πιο συγκεκριμένα, ο Πλωτίνος ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει αληδινή ενότητα μεταξυ μορφής και μιας τέτοιας μη ουσιώδους οντότητας όπως παρουσιάζει η ανάλυση την Ύλη° εναλλακτικά πρέπει να σκεφτούμε την αντανάκλαση εικόνων σε καδρέφτη (ωστόσο, αφού ο καδρέφτης έχει τη δική του μορφή, η σύγκριση παραμένει ατελής) (ΠΙ. 6. 7. 2343, 9. 16 19, 13. Ι855).\‹‹Η Ύλη σε όλες τις εξαγγελίες της ψεύδεται» και η φαινομενική σταδερότητα του υλικού κόσμου ὅασίζεται σε μια ψευδαίσδηση (ό.π. 7. 21 κ.ε.). Στην πραγματικότητα, εκείνο που οι άνδρωποι δεωροὐν το πιο πραγματικό είναι εντέλει το λιγότε ρο πραγματικό· απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι τα πιο ὅαριά αντικείμενα και φαινομενικά τα πιο σταδερά είναι τελικά και τα πιο εὐδραυσταζίάπ. 6. 3364· πρὅλ. ν. 8. 9. 2837). Μια παρό μοια ανατροπή των απόψεων της αὅασάνιστης κοινής λογικής συναντάται σε κάδε επίπεδο του πλωτινικοὐ σύμπαντος (πρὅλ. ν. 5. ιι. 5ιο, νι. 1. 28. 1 κ.ε., νι. 4. 2. 27 κε. κ.λπ.). Φυσικά, η αντίληψη του Πλωτίνου για το μη ουσιώδες της Ύλης δεν οφείλεται πρωταρχικά στο στοχασμό του Αριστοτέλη. Στην πραγματικότητα, η αντίληψή του απηχεί πλήρως τη μυστη ριώδη «Υποδοχή του Γίγνεσδαι», την οποία ο Τιμαιος (48Ε52Ι)) έχει αζιωματικά δεωρήσει ότι αποτελεί δεμέλιο της μη ουσιώ δους ροής του αισδητοὐ κόσμου. Όπως και άλλοι παλαιότεροι 9Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Πλατωνικοί. ο Πλωτίνος ταυτίζει την Υποδοχή με την Ύλη του Αριστοτέλη και κατά συνέπεια απορρίπτει τη φυσική ερμηνεία του έργου Τιμαιος σύμφωνα με την οποία η Υποδοχή ταυτίζεται με το χώρο. Ο Πλωτίνος αρνείται ότι η Ύλη εκτείνεται στο χώρο ὅασιζό μενος στο γεγονός ότι ο χώρος έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα (Π. 4. 8Ι2, ΙΠ. 6. 16Ι8)° το γεγονός ότι ο όγκος δημιουργείται από τη μορφή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η μορφή κάδε φυσικού είδους συνεπάγεται ένα ορισμένο μέγεδος (Π. 4. 8. 2527, ΙΙΙ. 6. 16. 1Π). Ο όγκος συνεπώς δημιουργείται από την αντανάκλαση της μορφής πάνω στην Ύλη χωρίς να ανήκει αποκλειστικά ούτε στην Ύλη ούτε στη μορφή. Άρα, η πλατωνική Ιδέα του Μεγέδους δεν είναι καδαυτή ένα μεγάλο αντικείμενο (Π. 4. 9. 57· πρὅλ. παρα πάνω σελ. 49)· αντίδετα, το πραγματικό Μέγεδος είναι ελεύδερο από χωρικούς περιορισμούς και η τρισδιάστατη έκταση είναι απλώς η καλύτερη μίμηση που η αισδητή ύλη μπορεί να επιτύχει του αληδινού αδιάστατου Μεγέδους του Νοητού κόσμου (ΙΠ. 6. Ι7 18). Όπως δα δούμε. το αληδινό μεγαλείο για τους Νεοπλατωνι κούς ήταν ζήτημα δυναμικότητας. όχι μεγέδους. και κάδε επίπεδο πραγματικότητας διασπάται και έτσι εξασδενίςει εκείνο που η δη μιουργική του αρχή περιείχε σε μια πιο συμπυκνωμένη, άρα δυνα μικόιερη. μορφή (νι. 4. 5, νι. 6. ι. νι. 7. 32. ι421). Οι Μεσοπλατωνικοί είχαν διαφωνήσει στο κατά πόσο η Ύλη αποτελούσε μια αδρανή, άμορφη και συνεπώς ηδικά ουδέτερη φύση ή αποτελούσε μια ενεργή αρχή του κακού. Ο Πλωτίνος προσφέρει χαρακτηριστικά έναν παράδοξο συνδυασμό και των δύο απόψεων. Ισχυρίζεται πως, εφόσον η αγαδότητα έγκειται τη μορφή, είναι ακριὅώς η έλλειψη κάδε μορφής στην Ύλη που αποδεικνύει την ταύτισή της με το Απόλυτο Κακό (Ι. 8. ΙΟ κ.λπ.. Π. 4. 16. Ιό25. ΙΠ. 6. Π. Ι545). Ο Πλωτίνος ωστόσο δεν είναι δυ ϊστής· η Ύλη του δεν είναι μια αρχή ύπαρξης που παραμένει ανεξάρτητη αλλά το σημείο στο οποίο η απορρέουσα πραγματι κότητα του Ενός εξασδενεί σταδιακά στο απόλυτο σκότος." Το κακό της Ύλης δεν είναι άρα μια δετική δύναμη (μολονότι ο ι̃θ.
92
"·`_...._..“εωψ¬..„
Ο
|. Β. 7.
ί?23.
Η.
5. 5.
Ἱ?ι̃θ,
|||. 4.
ί. ΒἹΐ,
Ν. 3.
Θ.
23Θ.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
τι ι λεω ίἐἶη̨ ιι̃ιγια τ αλιεία '± αενεις Πλωτίνος μιλόι μερικές φορές σαν να ήταν)° είναι περισσότερο πλήρης στέρηση ή «πενία›› (πρὅλ. 1. 8. 3. 16, Π. 4. 16. 1924, 111. 6. 14. 515), η οποία κοινωνεί την έλλειψή της στα σώματα που στηρίζονται σε αυτήν και έτσι γίνεται πηγή κάθε ατέλειας στον αισθητό κόσμο, συμπεριλαμὅανρμ,έγη,ς„,όπ.ως1θαθούμε, και ΤΠΩ κακίας των 8. 4, κλπ., πρὅλ. σελ. 1301). ωίἶοῃήπρόόύληματολοποίο συνεπώς ανακύπτει είναι από πού ο αι σθητός κόσμος αντλεί την παρούσα τόιξη και τι τον αποτρέπει από το να θιαλυθεί στην παντελή αμορφία της Ύλης. Εθώ είναι αναγκαία μια πιο σταθερή και πιο ενοποιημένη αρχή και ο Πλω τίνος σε αυτό το σημείο ακολουθεί το επιχείρημα των σχέσεων μι κρόκοσμου και μακρόκοσμου που είχε θιατυπωθεί από τους πρώ τους Ἑλληνες φιλοσόφους και είχε κυριαρχήσει τόσο στην πλα τωνική όσο και στη στωική παραδοση. Σύμφωνα με αυτό, η ορ γανωση και η εύτακτη κίνηση του κόσμου, όπως και εκείνη του σώματος ενός ζώου, εξαρτάται από την παρουσία μιας ρυθμίζου σας ψυχής (Ιν. 7. 2. ΖΟ5, ν. 1. 2)." Πρέπει εντούτοις να αποφύ γουμε τσ λαθος των Στωικών και να συλλόιὅουμε την Ψυχή μέσα από υλικούς και χωρικούς όρους· γιατί με αυτόν τον τρόπο προ σθέτουμε απλώς ακόμα μια υλική οντότητα σε εκείνες που απαι τούν εξήγηση αντί να προχωρήσουμε στην ανώτερη ενότητα που χρειαζόμαστε (Ιν. 7. 3. 1935). Η υλική αντίληψη των Στωικών για την Ψυχή θεν είναι μόνο ασύμὅατη με το ρόλο της ως οργανωτι κής αρχής του κόσμου· υπάρχουν επίσης πολλές άλλες ψυχολο γικές θιεργασίες που αποδεικνύουν το λαθος της. Ας θεωρήσουμε, για παρόιθειγμα, την περίπτωση της αίσθη σης. Ο Πλωτίνος υποστηρίζει ότι πρέπει να υπαρχει μια κεντρική αντιληπτική λειτουργία που λαμὅόινει πληροφορίες και από τις
Τ,
Ώ'
ι.
ι̃ι̃.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η αρχαιοελληνική λέξη ψυχή μεταφράζεται ακριβέστερα ως «ζωτική αρχή» συγκεκριμένα ο αρχαιοελληνικός όρος δεν φέρει τη σημασία της αθανασίας η καποιας οντότητας ικανής να υπαρχει ξεχωριστό από το σώμα. Η νεοτιλατωνική ιδέα της ψυχης είναι εντούτοις αρκετα κοντα στην έννοια που τιροσέλαβε η ψυχή στη χριστιανική και
μεταχριστιανική σκέψη (σε μεγαλο βαθμό ειτηρεασμένες από την πλατωνική παραδοση), έτσι ώστε η απόδοση της λέξης ψυχή να μην είναι σοβαρα παραπλανητική· ο αναγνώστης όμως πρέπει να σημειώσει ότι η νεοιιλατωνική «ψυχή» περιλαμβανει τόσο ψυχολογικές όσο και φυσιολογικές διεργασίες.
93
ι
μα
Ϊ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
πέντε αισδήσεις και από όλα τα μέρη του σώματος° αλλιώς δεν δα υπήρχε στενότερη σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις δύο διαφορετι κών αισδήσεων απ, ό,τι στις αντιλήψεις δύο διαφορετικών ζωντα πρὅλ. νΙ. 4. Ι. 246, 6. 5Ι3). Πώς όμως, σύμφωνα με τη στωική αποψη, μπορεί η κεντρική λειτουργία να αντιληφδεί έναν πόνο ταυτόχρονα από το δόικτυλο και από τη γλώσσα; Οι Στωικοί απαντούν ότι οι αισδήσεις μεταδίδονται από το ένα μέρος του σώματος στο όιλλο μέχρις ότου φτόισουν στην ηγετική αρχή της ψυχής, η οποία εντοπίζεται στην καρδια. Σε αυ τήν την περίπτωση, απαντόι ο Πλωτίνος, ή ο πόνος δα ήταν αντι ληπτός αποκλειστικό από την καρδια ή δα υπήρχε μια διαδοχή αι σδήσεων πόνου από το πόισχον μέλος μέχρι την καρδιά· όμως σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν μπορεί να προσδιοριστεί η αρ λχική δέση του πόνου (Ιν. Ζ. Ζ, Ιν. 7. 7). Η μόνη εναλλακτική λύ ση είναι ότι η ψυχή ὅρίσκεται στο σύνολό της παρούσα σε κόιδε \σημείο του σώματος και αυτό είναι δυνατό να συμὅεί μόνο αν η ψυ φχή είναι ασώματη και ελεύδερη από χωρικούς περιορισμούς. Εξισου απορριπτονται αποψεις οπως του Αριστοτελη, οι οποι ες ομολογούν μεν το ασώματο της Ψυχής, αρνούνται όμως τη δια φοροποίηση της Ψυχής από το σώμα (Ιν. 7. 85). Αντίδετα, η πλα τωνική αντίληψη της ψυχής ως μιας ενδιόιμεσης οντότητας μετα ξύ αισδητού και Νοητού κόσμου συνοψίζεται στην αινιγματική πε ριγραφή από το διόιλογο Τι̃μαιος ως «αναμεμιγμένης από την αδι αίρετη ουσία και από την ουσία που γίνεται (και είναι) διαιρετή στα σώματα» (35Α), απόσπασμα του οποίου το νόημα έγινε αντι κείμενο πολλών συζητήσεων στο Μεσοπλατωνισμό. Το «αδιαίρε το» της Ψυχής ερμηνεύεται από τον Πλωτίνο ως έλλειψη έκτασης στο χώρο και όχι όπως το αδιαίρετο ενός γεωμετρικού σημείου νών όντων
(Ιν.
7. 6. 119,
(νἱ.
4. 13. 1826· πρὅλ. ΥΊ. 9. 5. 416). Αυτή είναι η πραγματική φύση της Ψυχής. Αφού όμως τα σώματα που η Ψυχή δημιουργεί
και ρυδμίζει εκτείνονται στο χώρο, η δραση της σε αυτό την πα ρουσιαζει σαν να υπόκειται σε χωρικούς κερματισμούς (Ιν. 2. Ι)." Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας κόινει να προσόιπτουμε στην ψυχή ι̃2. Στον Τιμ 35Α, πρβλ. επίσης Θ. 3. ι̃0 κ.ε.
Ν. 94
Ι.
ι̃.
8
ι̃0 κ.ε.,
ΠΙ.
4.
Θ.
80
κε., Ν. ί. ρεεείπι, Ν.
3.
ι̃9,
ΠΛΩΤ1 ΝΟΣ
καδεαυτή τους χωρικούς περιορισμούς του σώματος· το πρόὅλη μα έγκειται στο ότι οι όινδρωποι εσφαλμένα πιστεύουν πως οι αρ χές της υλικής ύπαρξης ισχύουν για το σύνολο της Πραγματικό τητας (νῖ. 4. Ζ. 2734, 1/Ι. 5. 2). Στην πραγματικότητα, είναι απο κλειστικά η μη έκταση της Ψυχής στο χώρο που την καδιστά ικα νή να είναι συνολικά παρούσα σε κάδε σημείο του σώματος, όπως απαιτούν φαινόμενα σαν την αισδητηριακή αντίληψη (νἱ. 4. 3. 17 31). Το ότι δεν εμφανίζονται όλες οι δυνάμεις της Ψυχής παρού σες σε κάδε σημείο του σώματος οφείλεται στην αδυναμία του φυ σικού κόσμου να συλλάὅει την πλήρη δύναμη της ασώματης Πραγματικότητας (1/Ί. 4. 3. 611, 11. 1ΙΟ. νῖ. 5. 11. 283δ)· πιο συ γκεκριμένα, όπως δα δούμε, δεν προσαρμόζεται κάδε μέρος του σώματος σε κάδε λειτουργία της ψυχής (Ιν. 3. 23, Ιν. 9. 3. 1923· πρὅλ. σελ. 132). Συνεπώς, μπορούμε να περιγράψουμε τα άυλα όντα ως «πανταχού και πουδενά» παρόντα (ΠΙ. 9. 4, νΙ. 4. 3. 17 19). Και εφόσον ασχολούμαστε με μη χωρικές οντότητες, η μόνη έννοια που μπορούμε να δώσουμε στην πρόδεση «εις» είναι αυ τή του «εξαρτάται από»: πρέπει να περιγράψουμε τις ασδενέ στερες αρχές ως «μέσα σε» ή «εξαρτώμενες από» άλλες δυνα μικότερες° άρα η ψυχή δεν ανήκει στο σώμα. αλλά το αντίστρο φο, εφόσον η Ψυχή καδεαυτή ανήκει στο Νου και ο Νους ανήκει στο Εν (Ιν. 3. 20. 4151, ν. 5. 9. 2938, νῖ. 4. 2. Ζ12). Ωστόσο. αυστηρά μιλώντας. το κατώτερο επίπεδο της Ψυχής είναι το μόνο που έρχεται σε άμεση επαφή με τα σώματα (Ιν. 3. 19. Ιν. 8. Ζ. 303 κ.λπ.). Το μέρος αυτό της Ψυχής του Κόσμου είναι ταυτόσημο με την αριστοτελική Φύση,'3 ενώ στον άνδρωπο, ανάλογα με την πολυπλοκότητα του σώματος που ρυδμίζει, οι
λειτουργίες της είναι πολύ περισσότερο διαφοροποιημένες όπως δα δείξουμε σε ένα προσεχές μέρος του ὅιὅλίου, εμπερι κλείει τις δυνάμεις της ανάπτυξης και της δρέψης, τις σωματι κές επιδυμίες και τα συναισδήματα και (σε μερικά χωρία) την αισδητηριακή αντίληψη, με άλλα λόγια όλες τις λειτουργίες που έχουν τις ρίζες τους στο ζωντανό σώμα (πρὅλ. σελ. 127 κ.ε.). 13. Πρβλ. σελ. 589, 118 και
Ενκ
111.
Θ.
Ζ4, Ιν. 4. 1213, 201, ν. 2. 1. 1828.
95
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
Ωστόσο επί του παρόντος, εφόσον παρακολουθούμε την αναζή τηση του φιλοσόφου για ενότητα, μπορούμε να περιοριστούμε στο υψηλότερο επίπεδο της ψυχής, αυτό της εννοιακής λογικής, η οποία σύμφωνα με την αντίληψη του Πλωτίνου δεν έχει υλικές ρίζες (πρὅλ. σελ. 136). Ότι η Ψυχή δεν μπορεί να είναι η Από λυτη Ενότητα που αναζητούμε είναι φανερό από το γεγονός ότι η έννοια της «Ψυχής» διακρίνεται από την έννοια της «Ενότη τας», ενώ αυτό που αναζητούμε δεν είναι μια αρχή που απλώς «μετέχει στην» Ενότητα (για να χρησιμοποιήσουμε την ορολο γία του Πλόιτωνα) αλλά μια αρχή που δεν είναι τίποτε όιλλο πα ρα «Ενότητα» (νἰ. 9. Ι. Ι?43, πρὅλ. ΠΙ. 8. Ζθ3, ν. 5. 4. Ι κ.ε.). Αυτό επιὅεὅαιώνεται περαιτέρω από την εμπειρική ανόιλυση της συνείδησης που διαδέτει η Ψυχή. Η συνείδηση δεν πρέπει να εκτείνεται στο χώρο, γιατί είναι αφελές να δεωρούμε ότι ακόμη και οι εικόνες που λαμὅόινονται μέσω της αίσδησης εκτείνονται σε όλο το μήκος της κεντρικής αντιληπτικής λειτουργίας (σύμ φωνα με την απαίτηση της στωικής δεωρίας) (Ιν. 7. 6. 19 κ.ε., ν. 8. 2. 2628). Και η στωική όιποψη είναι αδύνατο να εφαρμο στεί στην ενατένιση των ασώματων όντων από την έλλογη ψυχή (όπως η δικαιοσύνη ή οι αλλες αρετές) (Ιν. 7. 8. Ι26). Όμως το ότι η ενότητα ακόμη και αυτού του επιπέδου ενατένισης είναι ατελής αποκαλύπτεται εόιν τη συγκρίνουμε με το αμέσως προη γούμενο επίπεδο, εκείνο του Νου, της Δεύτερης Υπόστασης. Η ανόιγκη να αποτελέσει προϋπόθεση μια αιώνια ενεργητική αρχή που δα υποστηρίζει την ασυνεχή ενατένιση της ανδρώπι νης σκέψης είχε συζητηδεί στο περίφημο κεφόιλαιο του Αριστο τέλη περί του Ενεργητικού Νου (Π. Ψυχ. ΠΙ. 5· πρὅλ. Ενν. ν. 9. 2. 20Ζ, 3. ΖΙ κ.ε. κ.λπ.) και η αριστοτελική επιρροή είναι κατα φανέστερη στις περιγραφές της Δεύτερης Υπόστασης του Πλω τίνου. Από εμπειρική σκοπιόι, η διόικριση μεταξύ Ψυχής και Νου αντιστοιχεί στη διόικριση μεταξύ εννοιακής και ενορατικής σκέ ψης. Όπως ο Ακινόιτης παρατηρεί (ΒΤ Ιε.. 14. 7), η σκέψη μπο ρεί να δεωρηδεί «εννοιακή» υπό δύο όρους, είτε όταν συνόιγε ται συλλογισμός από προκείμενες προτόισεις που οδηγεί σε λο γικό συμπέρασμα είτε όταν σημειώνεται απλή μετόιὅαση από το ι
96
ΠΛΠΤΙΝΟΣ
ένα αντικείμενο στο άλλο. Η ανθρώπινη σκέψη είναι ξεκάθαρα εννοιακή και με τις δύο σημασίες. Οι θεϊκές ψυχές, από την άλ λη μεριά, δεν μπορούν να κατανοηθούν σαν να ασκούν εννοια κή σκέψη σύμφωνα με τον πρώτο όρο, αφού ένας τέτοιος συλ λογισμός πρέπει να ξεκινά από μια θεμελιώδη προϋπόθεση άγνοιας Πν. 3. 18, Ιν. 4. 12) και συνεπώς αυτός ο συλλογισμός είναι ασύμὅατος με τη θεϊκή παντογνωσία (πρὅλ. παραπάνω σελ. 58). Αφετέρου, η σκέψη των ψυχών συλλαμὅάνεται συνή θως από τον Πλωτίνο σαν να συνεπάγεται μεταὅολή και άρα υπόκειται στο χρόνο (αν και πρὅλ. Ιν. 4. 1516, συζητείται πα ρακάτω σελ. 139). Απεναντίας ο Νους είναι το επίπεδο της ενό ρασης, εκεί όπου παρακάμπτονται οι κοπιώδεις διαδικασίες της εννοιακής σκέψης και ο Νους πετυχαίνει μια άμεση και στιγμι αία ενατένιση της αλήθειας (πρὅλ. Πλάτωνας Επ. 1/Π. 341 Ο1)). Στην πρώιμη ελληνική σκέψη ο νους είχε χρησιμοποιηθεί τόσο για μια τέτοια ενορατική θέα όσο και με την ευρύτερη έννοια της «λογικής» εν γένει· ούτε είναι πάντοτε εύκολο στους ανα γνώστες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη να σιγουρευτούν για το ποια από τις δύο έννοιες έχουν στο μυαλό τους οι δύο φιλό σοφοι. Ο Πλωτίνος, από την άλλη μεριά, είναι προσεκτικός να διακρίνει την αληθινή Νόηση από την εννοιακή λογική, στην οποία κακώς εφαρμόζεται ο προηγούμενος όρος." Όμως, εφόσον η ενορατική θέα παραμένει για τον Πλωτίνο το αποκορύφωμα της πνευματικής ζωής του ανθρώπου, είναι προτιμότερο να με ταφράςουμε τη λέξη νους ως «Διάνοια» παρά ως «Πνεύμα», όρο τον οποίο χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, ο Ιιτςο. Οι ὅασικές διακρίσεις ανάμεσα στην ενατένιση της Ψυχής και του Νου είναι δύο. Πρώτον, ενώ ο Νους αγκαλιάζει το σύνολο του Νοητού κόσμου μέσα από μια μοναδική άχρονη ενατένιση, η Ψυχή κατά την ενατένισή της, όπως έχουμε δει, αναγκάζεται να μετακινείται από το ένα πράγμα στο άλλο (ν. 1. 4. ΙΟ25). Ἀρα, για μία ακόμη φορά, η κατώτερη αρχή κερματίςει τη ζωή της ανώ τερής της (1. 5. 7. 1420, Π1. 7. 11. 20 κ.ε.). Αποτέλεσμα αυτού
> 14.
1.
8. 2.
Θ
κε., τιρβλ. επίσης
1.
1.8.
1
κ.ε., Υ. 1.10. 1213,ν1. 2. 21.27 κ.ε., ΥΙ. 9. 5. 7 κ.ε.
97
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
του κερματισμού είναι η γέννηση του χρόνου, ο οποίος ορίζεται από τον Πλωτίνο ως «η μετόιὅαση της ζωής της Ψυχής από μια κατασταση ὅίου σε αλλη» (ΙΙΙ. 7. 11. 435), ενώ η αιωνιότητα είναι η ζωή του Ν οητού κόσμου, η οποία με τα λόγια του Πλάτωνα (Τιἰ μαιος 3713) «ενοικεί στην ενότητα», χωρίς χρονική διαδοχή, αφού ο Νους περιέχει κόιδε δυνατό ον και όιρα δεν έχει ανόιγκη τίποτα περισσότερο να αναζητήσει.Ι5 Είναι μέσω της αέναης ακούραστης αναζήτησης νέων αντικειμένων ενατένισης που η Ψυχή επιτυγχά νει την εγγύτερη δυνατή προσέγγιση στη Νοητή ζωή και είναι με αυτήν την έννοια που ο Πλωτίνος ερμηνεύει την περιγραφή του χρόνου στο έργο Ἱι̃μαιος ως «κινητής εικόνας της αιωνιότητας›› (Τι̃μαιος ό.π., Ενν. ΙΙΙ. 7. 11. ν. Ι. 4. 1821). Η δεύτερη διόικριση με ταξύ των Δύο Υποστόισεων έγκειται στο γεγονός ότι η τέλεια αυ τογνωσία του Νου, η οποία ὅασίζεται στην πλήρη ταύτιση υπο κειμένου και αντικειμένου, είναι αδύνατη στο επίπεδο της Ψυχής (ΙΙΙ. 8. 8. 130, ν. 3. 24). Συμπέρασμα αυτού είναι ότι η ενατένι ση της Ψυχής περιορίζεται σε εικόνες ή λεκτικές διατυπώσεις στις οποίες αντανακλώνται οι Ιδέες (Ιν. 3. 30 κ.λπ., πρὅλ. σελ. 137), ενώ τα αντικείμενα που δεόιται ο Νους είναι οι πλατωνικές Ιδέες καδαυτές, η πλατωνική Πραγματικότητα του Αληδούς Όντος. Έχουμε ήδη αναφέρει τη γενικότερη στόιση του Νεοπλατωνι σμού απέναντι στη δεωρία των Ιδεών (σελ. 456). Σε αυτό το ση μείο χρειόιζεται να σημειώσουμε μια κατηγορία Ιδεών που ανα γνωρίζεται από τον Πλωτίνο, μολονότι δεν αναγνωρίζεται συνολι κόι από τους διαδόχους του (πρὅλ. Συριανός Εις Μεταφ. 39. 8 28, Πρόκλος Εις Παρμ. 824), αυτήν των Επιμέρους Ιδεών. Δυ στυχώς, δεν είναι σαφές με πόση συνέπεια ο Πλωτίνος διατηρεί αυτήν τη δεωρία του και μέχρι ποιο σημείο προτίδεται να την εφαρμόσεν" η πραγματεία στην οποία υποστηρίζονται αυτές οι Ιδέες (ν. 7) ασχολείται κατόι κύριο λόγο με τις Ιδέες των επιμέ ρους ανδρώπων και όιλλων έμὅιων όντων (πρὅλ. ν. 9. 12), ενώ σε ένα όιλλο σημείο ο Πλωτίνος καταδεικνύει τον παραλογισμό της 15. Ι||. 7. 3Θ,
ιδιαίτερα 3. 37Θ, 4. 3743, 5, 258° Πρβλ. ν.
1. 4. 125,
ν. 9. 7. 112. \/Ι. 7.
16. Πρβλ. τις συζητήσεις των Η. Β|ιιιτιεητήεΙ, Ρήτοιιεεἰε || (1966) 6180, Ιηαὶνἰσυεὶε Ιιι Ριοιὶτιυε», ΟΟ 18 (1863) 22381.
98
Δ.
1.
4558.
Μ. Ηιετ, «Ροτιηε οί
ΠΛΩΤΙ Ν ΟΣ
υπόθεσης μιας ξεχωριστής Ιδέας της Φωτιάς για κάθε επιμέρους φωτιά (νΙ. 5. 8. 3946). Όμως ο ὅασικός του σκοπός είναι ξεκά θαρος: να προσδώσει στην ατομική προσωπικότητα ένα μόνιμο τόπο στον κόσμο του Νου. Η ατομικότητα σύμφωνα με την άπο ψή του οφείλεται εμφατικά στη Μορφή, όχι στην Ύλη, και κάθε ατομική ψυχή είναι με τη σειρά της αθάνατη και εξαρτώμενη από ένα δικό της ξεχωριστό αρχέτυπο (Ιν. 3. 5, νἱ. 4. 4. 3446). Η θεώρηση του Πλωτίνου για το Νοητό κόσμο έχει τις ρίζες της στη μεσοπλατωνική αντίληψη των Ιδεών ως σκέψεων του Θε ού, τις οποίες ωστόσο ερμηνεύει και πάλι υπό το φως του αρι στοτελικού δόγματος της ταυτισης της σκέψης με το αντικείμενό της, με σκοπό να καταλήξει σε μια θεμελιωδώς καινουργια και οιναπάντεχη σύλληψη. Επιμένει επίσης ότι οι Ιδέες δεν είναι σκέ ψεις με τη σημασία αυθαίρετων εννοιών χωρίς κανένα δικό τους ουσιώδες περιεχόμενο. Ο Ν ομιναλισμός πρέπει να αποφευχθεί· η υπαρξη των Ιδεών δεν εξαρτάται από το ότι είναι σκέψεις (ν. 9. 7. Π18, νΙ. 6. 6· πρὅλ. Παρμ. ΒΖΒΟ). Ωστόσο, όπως οι συνεχι στές του Πλωτίνου επρόκειτο να αντιτείνουν, τέτοιες προτάσεις είναι δύσκολο να συμφιλιωθουν με κάποιες άλλες του θέσεις (πρὅλ. σελ. Π78). Μπορουμε να αναγνωρίσουμε τους νόμους που διέπουν το Ν οητό κόσμο εξετάζοντας την ενατένισή του από τους επιμέρους νόες. Αφενός ο επιμέρους νους διατηρεί την ταυτότη τά του· αφετέρου η ενατένισή του αγκαλιάζει το σύνολο του Ν οητοὐ κόσμου και ό,τι περιέχεται σε αυτόν. Άρα, εφόσον σε αυ τό το επίπεδο υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται, κάθε στοιχείο της Ν οητής τάξης ταυτίζεται με το σύνολο της τάξης αυ τής και με κάθε άλλο στοιχείο προερχόμενο από αυτήν (Ιν. 4. Ζ. 314, νΙ. 5. 7). Εδώ συναντάμε την πλωτινική έκδοση της νεο πλατωνικής αρχής σύμφωνα με την οποία «τα πάντα ενυπάρ χουν στα πάντα», την οποία συναντήσαμε σε σχέση με τον Νου μήνιο (ΙΠ. 8. 8. 405, πρὅλ. σελ. 68). Ακριὅέστερα, κάθε νους εκ φράζει ολόκληρη τη Νοητή τάξη μέσα από τη δική του συγκε κριμένη οπτική (ν. 8. 4. 4Πλ ή, σύμφωνα με την ορολογία του Πλωτίνου, καθετί είναι «ενεργεία» ο εαυτός του, αλλά «δυνά μει» όλα τα άλλα (νἰ. Ζ. ΖΟ· πρὅλ. Ιν. 8. 3. 1416, νΙ. 7. 9. 318). 99
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΧΣΜΟΣ
Η αναλογία που προτείνει ο Πλωτίνος είναι μιας κλειστής επα γωγικής επιστήμης, όπως της Ευκλείδειας γεωμετρίας, στην οποία μολονότι κόιδε δεώρημα έχει το δικό του συγκεκριμένο περιεχό μενο, περικλείει επαγωγικόι το σύνολο της εν λόγω επιστήμης." Η ενότητα που συγκροτεί το Νου είναι ωστόσο εγγύτερη από αυτήν που η αναλογία υπονοεί, εφόσον οι οικείες προς εμόις επιστήμες ανήκουν στο επίπεδο της εννοιακής σκέψης· παρ' όλα αυτόι έχει το πλεονέκτημα ότι τονίζει πως η Νοητή τόιξη δεν είναι απλώς ένα συγκεχυμένο αμόιλγαμα. Ακόμη και αν μέσα στο Νου «τα πόι ντα ὅρίσκονται σε ταυτότητα», τα περιεχόμενά του διακρίνονται καδαρόι χωρίς να διαχωρίζονταιἔδ Αρα, ο Καδολικός Νους αναδύεται ως μια ενότητασεπολλα πλότητα, ένας πολλαπλός οργανισμός που εμπεριέχει μια πολλα πλότητα Νόων και Ιδεών· ο Πλωτίνος εξισώνει τον Καδολικό Νου με το «Ἑμὅιο Ον» του διαλόγου Τιμαιος 3Ο‹: κ.ε.'9 Επιπλέον, δεω ρεί τις Ιδέες αφ, εαυτού ζωντανούς, ενσυνείδητους νόες (ν. Ι. 4. 26, 9. 8. 24, νἰ. 7. 9. 2Ο κ.ε.). Στο σύγχρονο αναγνώστη αυτή η αντίληψη του Νοητού κόσμου ως «υπερζέουσας ζωής» (νΙ. 5. 12. 9, νἰ. 7. 12. 23) και των Ιδεών ως ενεργών δυνόιμεων φαίνεται ως η κύρια διαφοροποίηση του Πλωτίνου από τον Πλόιτωνα. Εντούτοις ο Πλωτίνος πίστευε ότι η δέση του αυτή απέρρεε από το χωρίο του διαλόγου Ἱι̃μαιος και από την περιγραφή του Καδολικού Όντος στο Σοφιστής (248Ε`. κ.ε.) ως προικισμένου με ζωή και νόηση (πρὅλ. π.χ. Π. 5. 3. 2240, ΠΙ. 6. 6. ΙΟ32). Μια υποστηρικτική όιποφη ήταν ότι, όπως το αρχέτυπο του αισδητού κόσμου, το οποίο ο Πλωτίνος κα δώς και οι Στωικοί δεωρούσαν ζωντανό οργανισμό, ο Νοητός κό σμος πρέπει επίσης να είναι ζωντανός (πρὅλ. νΙ. 7. ΠΙ2). Ακόμα πιο σημαντική ήταν η δεωρία του Αριστοτέλη για την ταύτιση της ενορατικής σκέψης με το αντικείμενό της, ενισχυμένη από την κριτική των Σκεπτικών για τη γνώση των εξωτερικών αντικειμένων ως κατ” ανόιγκη ατελών (πρὅλ. σελ. 57). Ο Νους, υποστηρίζει ο Πλωτίνος, πρέπει να διαφέρει από την Ψυχή κατά το ότι διαδέτει
ν.
ι7. ν. ει. ε. ειο· ιιριιλ. ιιι. ει. 2, ιν. ο. ε, νι. 4. 4. οιε. ιο. ν. ο. ε. ωι., ι. ει 2. ι7ιο, ιιι. ε. ε. εε7, νι. ο. 7. ιιο, νι. 7. ιι. ιε23. νι. ιο. πρωι. ενν. ν. Θ. ει. τιε, νι. 2. ει. εεΘ, νι. 6. 7. νιιο, νι. 7. ε. 27εε.
ΙΟΟ
ει.
ε. ιο2ο.
Π ΛΩΤΙΝ ΟΣ
τέλεια αυτογνωσία· ούτε μπορεί να συγκριθεί με την ανεπαρκή ενατένιση των εικόνων των Ιδεών από την Ψυχή αντί των Ιδεών καθαυτών. Αυτές όμως οι προϋποθέσεις μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν υπάρχει μια τέλεια ταύτιση μεταξύ του Νου και των πε ριεχομένων του, και άρα μόνο αν οι Ιδέες είναι οι ίδιες Νόες.2® Κά θε άλλη υπόθεση, για παράδειγμα ότι οι Ιδέες είναι λεκτικές φόρ μουλες, είναι ασυνεπής προς τον εαυτό της και αποτυγχάνει να εκπληρώσει τα παραπάνω κριτήρια (ν. 5. Ι. 3750). Η ιδέα όμως του Πλωτίνου για το Νου, όπως και η ιδέα του για το Εν, έχει εμπειρικές όσο και μεταφυσικές και παραδοσιακές καταὅολές. Ότι ὅασίςεται σε μια δραστική οιονείμυστική εμπειρία διαφαίνε ται έντονα από τη γλαφυρότητα μερικών περιγραφών του, ιδιαί τερα της πραγματείας ν. 8 για το Νοητό Κάλλας, και επιὅεὅαιώ νεται από τις προτροπές προς τους αναγνώστες να επιτύχουν μό νοι τους αυτήν την εμπειρία (ν. 8. ΙΟ. 3943, νΙ. 7. Ι5. 3Ο2).2Ι Στον Ιάμὅλιχο, από την άλλη μεριά, η απεριόριστη πλωτινική ταύτιση Ν όων και Ιδεών φαινόταν ότι υπερτόνιζε την ενότητα του Ν οητού κόσμου εις ὅάρος των διακρίσεων εντός του (πρὅλ. σελ. ΖΟ2). Η ένταση μεταξύ στατικών και δυναμικών όψεων της πλωτινι κής σκέψης φαίνεται καθαρά στις περιγραφές του Νου. Θα τις πα ρατηρήσουμε στην αισθητική φιλοσοφία του Πλωτίνου (πρὅλ. σελ. Ι478) και έχει ήδη σημειωθεί η επιρροή τους στην κρίση του για το άπειρο (πρὅλ. σελ. 267).22 Σε χαρακτηριστική αντιπαράθεση 20. ν. 8. ί5. τε48, ν. 5. τ. τε2. 24· πρβλ. ν. 4. 2. 488, ν. Θ. 5. ί34. Για τις πηγές των θεωριών πρβλ. Ρ. Ηεάοτ, «ίἔιτε, νίε, ρεπεἐε είτε: Ρίοίίπ ετ ενεπτ Ρίοιίη», Επίτείίεπε Ηεται Μ σελ. ί0757.
2ί. Μπορούμε περαιτέρω να σημειώσουμε τις ομοιότητες μεταξύ του πλωτινικού Νοητού κό
σμου και των περιγραφών μοντέρνων εμπειριών που δημιουργούνται από τη χρήση ψυχεδε λικὡν ναρκωτικών· κοινά χαρακτηριστικά είναι η κατάργηση της διάκρισης υποκειμενουαντι κειμενου και των περιορισμών χώρου και χρόνου, καθώς και η αντίληψη μιας διάχυτης κινη τικότητας ακόμη και στα αντικείμενα τα οποία κατά την κοινή αίσθηση θεωρούνται άψυχα (ωστόσο ο Πλωτίνος, φυσικά, ξεκαθαρίζει ότι η εμπειρία του επιτυγχάνεται μέσω της φιλο σοφικής θέασης και μόνο· για τις «πνευματικές ασκήσεις» που περιλαμβάνονταν πρβλ. πα ραπάνω σελ. 8η. Η εμπειρία του Πλωτίνου πρέπει επίσης να διαφοροποιηθεί από αυτό που ονομάζεται «εξωοτρεφης μυστικιαμός». ο οποίος περιλαμβάνει την αίσθηση μιας ενότητας που διαχεει τον εξωτερικό κόσμο· ο Πλωτίνος τονίζει ότι η δική του Θέαση επιτυγχάνεται μέ σα από την απόσυρση ένδον (πρβλ. Υ. 8. τί. ι̃0ι̃2). 22. Πρβλ. Α. Η. Απηείτοπς, ‹‹Ρίοτίπυε' άοοιτίπε οί τπε ίπύπίτε ειπα ίίε είαπίίίοεπσε ίοτ Οπτίειίεπ τίιουαπί», Οοννπείσε Ηενίενν 78 Π955) 4758.
ΙΟΙ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
\ ὲγ Η
με το χριστιανό σύγχρονό του Ωριγένη, ο οποίος υπό την επιρροή της παραδοσιακής ελληνικης ταύτισης του πεπερασμένου με την τελειότητα και ιδιαίτερα του γνωστού επιχειρἠματος ότι το άπει ρο είναι άγνωστο ακόμα και στο Θεό (πρὅλ. σελ. 63, 238) είχε υποστηρίξει το πεπερασμένο της δείας δύναμης (Π. Αρχ. απ. 24, 38), ο Πλωτίνος υποστηρίζει πως η δύναμη των Υποστάσεων είναι άπειρη (Ιν. 3. 8. 35 κ.ε.· πρὅλ. νΙ. 9. 6. ΙΟΙ2) και ότι δεν πρέπει να φοὅόμαστε να εισαγάγουμε την απειρία στο Νοητό κόσμο (ν. 7. Ι. 256, 3. 2θ3). Αυτό ωστόσο δύσκολα μπορεί να δεωρηδεί και νοτομία· ο Αριστοτέλης έχει ἠδη υποστηρίξει το άπειρο της δεί ας δύναμης (Φυα Ι/ΠΙ. ΙΟ) και ο Πλωτίνος αρνείται την ύπαρξη είτε της άπειρης χωρικής μάζας είτε του άπειρου αριδμού, δεω ρώντας τον τελευταίο λογική αντίφαση (νΙ. 6. κεφ. 2, Ι7. Ι3, Ι8. Ι κ.ε.). Η απειρία του Ν οητού κόσμου πρέπει, φυσικά, σε κάδε πε ρίπτωση να συνίσταται όχι από άπειρη χωρικἠ έκταση, αλλά από πληρη μη χωρικότητα.” Όμως, οι Ιδέες έχουν ειδικά οριστεί ως πε περασμένες στον αριδμό και, μολονότι ο Νους είναι ελεύδερος από κάδε εξωτερικό περιορισμό, εξακολουδεί να ισχύει ότι παίρ νοντας μορφη επιὅάλλεται ένα όριο στον εαυτό του (νΙ. 6. Ι8, νΙ. 7. Ι7. Ι426, 33. 7 κ.ε.). Ο Νους, ιδωμένος υπό αυτό το πρίσμα, ως ένα κλειστό, τέλεια οργανωμένο σύστημα το οποίο περικλείει έναν πεπερασμένο αριδμό Ιδεών, εμφανίζεται ως η αποδέωση της παραδοσιακής ελληνικης ιδέας της τελειότητας (πρὅλ. παρ. ΠΙ. 6. 6. ΙΟ κ.ε.)° στην πραγματικότητα ο Πλωτίνος ισχυρίζεται ότι αυ τό ἠταν το αληδινό νόημα της πεπερασμένης, αιώνιας σφαίρας του Παρμενίδη και της πρότασης του ότι (όπως ο Πλωτίνος την ερμηνεύει) «Νόηση και Είναι είναι ένα και το αυτό» (απ. 3, Ενν. ν. Ι. 8. Ι423). Εκεί όπου ο Πλωτίνος αποδεσμεύεται αποφασιστι κα απο τις παραδοσιακές ελληνικες ιδεες ειναι κατα το οτι δεω ρεί το ίδιο το γεγονός πως ο Νους έχει όρια ως απόρριψη της αξίωσἠς του να αποτελεί την ύψιστη πραγματικότητα. | | | | Πρωτον, είναι φανερο οτι ο Νους, περιεχοντας ως έχει μια πολλαπλότητα Ιδεών, δεν μπορεί να είναι η Απόλυτη Ενότητα 23. ν. 5. ΙΟ. ι̃θ23, ν|. 5.
ΙΟ2
ι̃ι̃, \||. Θ.
Ι7.
ι̃ι̃Ι4, νἱ. 7. 32.
'Ι524.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
που ψάχνουμε. Ούτε έχει απόλυτη αυτάρκεια, εφόσον εξαρτά ται από τα συστατικά του στοιχεία και οποιαδήποτε αποστέρη ση αυτών των στοιχείων δα τον καδιστούσε ελλιπή (ΙΙ. 9. Ι. 811, ν. 4. 1. 1215, νι. 9. 2, 6. 16 Κω· πάνω απ° όλα, όπως Θα σου με, είναι ελλιπής λόγω της ανάγκης να ασκεί τη σκέψη. Ο Παρ
μενίδης είχε υποστηρίξει ότι μια άπειρη οντότητα έπρεπε να εί ναι ελλιπής (απ. 8. 303)· ο Πλωτίνος το δεωρεί αυτό σωστό μό νο για τα όντα που έχουν ανάγκη του ορίου σε πρώτο ὅαδμό. Και, όσον αφορά τη γενική αΩΧἠ που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των οντολογικών επιπέδων, το Εν δεν πρέπει να είναι ένας απλός αναδιπλασιασμός του Νοητού κόσμου αλλά η υπερὅατή πηγή πέραν αυτού. ”Ετσι, και ο Πλωτίνος υποστηρίζει με όρους σκανδαλιστικούς για τους παραδοσιακούς ίΕλληνες διανοητές ότι το Εν, η πηγή της Μορφής, του Μέτρου και του Ορίου, πρέ πει να είναι καδεαυτό Ἀμορφο, Απροσμέτρητο και Απειρο.“ Η ιδέα του Πλωτίνου για το Εν μπορεί να γίνει καλύτερα κα τανοητή αν δυμηδούμε ότι κατά την άποψή του η πολλαπλότητα δεν αποτελεί ποτέ σημαντική προσδήκη σε μια αρχική ενότητα, αλλά μάλλον υποδηλώνει τον κερματισμό αυτής της ενότητας (νΙ. 6. 1, νΙ. 7. 8. 1922). ”Ετσι σε κάδε ὅαδμίδα του πλωτινικού σύμπαντος η κάδοδος σε μεγαλύτερη πολλαπλότητα επιὅάλλει καινούργια όρια και περιορισμούς, διασκορπίζει και εξασδενίςει τη δύναμη των προηγούμενων ὅαδμίδων και δημιουργεί νέες ανά γκες οι οποίες απαιτούν την ανάπτυξη νέων ικανοτήτων που πριν ήταν περιττές. Αντίστροφα, το γεγονός ότι το Απόλυτο Εν πρέ πει να συμπίπτει με το Απόλυτο Αγαδό αποτελεί παράδειγμα του παραδόξου του μυστικού ότι η Αδιαφοροποίητη Ενότητα που ὅιώνει είναι την ίδια στιγμή, λόγω της ελευδερίας της από όλους τους περιορισμούς, η πιο ουσιώδης και ικανοποιητική από όλες τις πραγματικότητες. Οι αρνήσεις τις οποίες ο Πλωτίνος, ακο λουδώντας την πρώτη υπόδεση στο Παρμενιδης, εφαρμόζει στο Εν πρέπει συνεπώς να γίνουν κατανοητές όχι με την ίδια έννοια που χρησιμοποιούνται για άλλες οντότητες, αλλά ως αρνήσεις
24. ν. 5. 4.
ι̃2ι̃θ.
θ.
ι̃ι̃ι̃, Π.
ι̃5, \||. 7. Ἱ7. 3943, 32. 5ι̃θ, νἰ.
Β. 3.
3740.
ΙΟ3
γ
ὶ
Χ
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
τού οτιδηποτε είναι ασύμὅατο με την τελειότητα του Ενός και συγκεκριμένα κόιθε πολλαπλότητας και κόιθε ορίου. Εξυπακούεται πόινω απ, όλα ότι δεν πρέπει να παρανοησου με αυτές τις αρνησεις και ιδιαίτερα την όιρνηση του Πλωτίνου ότι το Εν μετέχει στο Είναι, πιστεύοντας ότι το Εν είναι ανύ παρκτο (πρὅλ. ΙΠ. 8. 10. 2632). Πρέπει να θυμηθούμε ότι γιοι έναν Πλατωνικό ο κόσμος του Όντος είναι ο κόσμος της σταθε ρης και καθορισμένης Μορφης· κύριο σημείο στον Πλόιτωνα ηταν η εναντίωση του στην ασταθη ροη του Γίγνεσθαι, δηλαδη του αισθητού κόσμου· είναι όμως φανερό ότι το Γίγνεσθαι είναι εξίσου αντίθετο προς το Εν (ν. 6. 6. 13 κ.ε., ν1. 9. 3. 384Ο). Μια απλη κατόιφαση της ύπαρξης του Ενός είναι όιρα επιτρεπτη, υπό τον όρο ότι το Είναι δεν θα θεωρείται κατηγόρημα του Ενός." Πρώτον, επειδη υποκείμενο και κατηγόρημα συνιστούν δυαδικότητα· δεύτερον, επειδη ό,τι επιδέχεται προσδιορισμό εί ναι πόιντοτε ορισμένης μορφης και η μορφη υποδηλώνει όριο (ν. 1. 7. 236, ν. 5. 6. 1 κ.ε.). Με όιλλα λόγια, ένα ουσιώδες κατηγό ρημα συνεπόιγεται όιρνηση του οτιδηποτε είναι ασύμὅατο με αυ τό και όιρα περιορίζει την πραγματικότητα στην οποία το κατη γόρημα εφαρμόζεται. Από αυτό απορρέει η θεμελιώδης αρχη της αποφατικης θεολογίας, σύμφωνα με την οποία οι λέξεις μπορούν να μας πουν μόνο τι δεν είναι το Εν, ποτέ το τι είναι (ν. 3. 14. 67). Απόρροια αυτού είναι ότι η όιρνηση ενός συγκε κριμένου κατηγορηματος του Ενός δεν συνεπάγεται και ὅεὅαίω ση του αντιθέτου του· όιρα, η όιρνηση ότι τος Εν είναι σε κίνηση δεν ὅεὅαιώνει ότι είναι σε στόιση, αλλόι τοποθετεί το Εν σε ένα επίπεδο όπου δεν ισχύει η αντίθεση κίνησηςστόισης (ΠΙ. 9. 7. 1 2, ν. 5. 10. 1418, ν1. 9. 3. 419). Τέλος πρέπει, φυσικόι, να απο φύγουμε τη σύγχυση των αρνητικών χαρακτηρισμών του Ενός με εκείνες που χρησιμοποιούνται για το χαρακτηρισμό της Ύλης στο όιλλο όικρο της κλίμακας της πραγματικότητας, μολονότι τα 25. ν. 8. 10. 84Θ, 13. 2431, ν. 5. 18. 1113, ν|. 7. 38. 19. Το επιχείρημα του Πλωτίνου χρει αζεται βεβαια να αναδιατυπωθεί στο φως της σρνησης εκ μέρους της σύγχρονης λογικής ότι η υπαρξη είναι κατηγόρημα· ωστόσο, πιθανότατα ηθελε να υποστηρίξει πως η φύση του
Ενός αποκλείει την πιθανότητα οποιουδήποτε ουσιὡδους κατηγορηματος.
104
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
δύο όικρα είναι επιφανειακά όμοιοι ως προς την απόλυτή τους απλότητα (νΙ. 7. 13. 34). Γιατί ενώ η αρνητικότητα της Ύλης οφείλεται στην πλήρη στέρηση μορφής, το Εν αντίδετα ὅρίσκε ται σε υψηλότερη δέση από το Ν οητό κόσμο (ν. 3. 14. 1619) και μέσα στην τέλεια αυτόιρκειόι του δεν έχει την ανάγκη καμίας μορφής (1/Ί. 7. 32. 910). Το να αρνηδούμε αντίστοιχα τον ισχυ ρισμό του Αριστοτέλη ότι η Υπέρτατη Θεότητα εξασκεί τη Νόη ση δεν σημαίνει ότι το Εν είναι αδαές ή ασυνείδητο, αλλόι ότι εί ναι τόσο τέλειο ώστε δεν χρειαζεται τη Νόηση." Σε αυτό το σημείο έχουμε το ψυχολογικό σύστοιχο των απόψε ων του Πλωτίνου για την ενότητα και την πολλαπλότητα, σύμφω να με το οποίο οι ψυχολογικές λειτουργίες ανακύπτουν μόνο όπου χρειαζονται και είναι περιττές στα όντα τα οποία μπορούν να κόι νουν χωρίς αυτές (πρὅλ. νΙ. 7. 9. 3846). Άρα, κατά την όιποψή του η αισδητηριακή αντίληψη έχει αξία μόνο για πρακτικούς λό γους ως ὅοήδεια στην επιὅίωση ενός ζώου ή ως πηγή γνώσης των όντων τα οποία έχουν λησμονήσει την ενατένιση του Νοητού (Ιν. 4. 24. 112). Αντίστοιχα, ακόμη και η Νόηση είναι μόνο ένα «μόιτι για τον τυφλό», απαραίτητη όπου είναι παρούσα η πολλαπλότη τα, περιττή όμως για το Εν (ν. 6. 5. 15, νΙ. 7. 41). Το να δεωρή σουμε τη Νόηση, όπως ο Αριστοτέλης, απαραίτητη στη δεία τε λειότητα είναι για τον Πλωτίνο σαν να αρνούμαστε ότι ο Θεός εί ναι τέλειος από την ίδια τη φύση του. Γιατί η Νόηση συνεπάγε ται τη λογική δυαδικότητα ουσίας και δραστηριότητας, υποκει μένου και αντικειμένου, η οποία είναι ασύμὅατη με την απόλυτη απλότητα του Ενός (νΙ. 7. 37. 116). Και ενώ στη νοητική ενατέ νιση υποκείμενο και αντικείμενο δεν διακρίνονται, τα περιεχόμε να αυτής της ενατένισης παραμένουν σε πολλαπλότητα (ν. 3. 13. 936). Μπορούμε εντούτοις να αποδώσουμε στο Εν μια απολύτως απλή επιὅολή (Ἡ. 7. 38. 256), που μπορεί επίσης να χαρακτηρι στεί ως «εγρήγορση» ή «υπερνόηση» (νἰ. 8. 16. 325· πρὅλ. επί σης ν. 4. 2. 1519). Εναλλακτικά μπορούμε να περιγρόιψουμε το Εν όχι ως περιέχον Νόηση, αλλόι σαν να ήταν η καδαρή νοητική
ζ 28. |||.
Θ.
9,
ν. 3. 13, ν.
Β. Β. 29Βδ.
νί. 7. 37. 2431, νἰ. 9.
Θ.
4455.
105
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
δραστηριότητα πρότερη της εμφάνισης υποκειμένου και αντικει μένου (1/1. 7. 37. 1516. νΙ. 9. 6. 505). Είναι υπό το φως αυτών των αντιλήψεων που πρέπει να μελετήσουμε τους δύο κύριους δετι κούς όρους τους οποίους χρησιμοποιούσε ο Πλωτίνος για την Υπέρτατή του Θεότητα, τους όρους Εν και Αγαδόν. Ο Πλωτίνος τονίζει ότι κανένας από αυτούς τους όρους δεν αποτείνεται ως κατηγόρημα του Ενός (Π. 9. 1. 18, νΙ. 7. 38. 49. 171. 9. 5. 2934 κ.λπ.). Στην πραγματικότητα ο όρος Εν υποδηλώ ;” νει αυστηρά και μόνο την άρνηση της πολλαπλότητας° γι” αυτό και οι Πυδαγόρειοι είχαν δίκιο να ονομάζουν το Εν ως Απόλλωνα ΜΖ(ὅάσει της ετυμολογίας α + πολλά) (ν. 5. 6. 268). Εναλλακτικά, ο ορος μπορει να δεωρηδει με εκεινη τη σημασια που δηλωνει οτι η Υπέρτατη Αρχή επιτυγχάνεται μέσα από την ενοποίηση του δι κού μας νου (ν1. 9. 5. 3841). Ο όρος Αγαΰόν από την άλλη μεριά ταιριάζει στο ρόλο του Ενός ως υπέρτατου αντικειμένου της επι δυμίας όλων των κατώτερων πραγματικοτήτων. πράγμα που με τη σειρά του οφείλεται στην απόλυτη ελευδερία από κάδε περιορι σμό και συνεπώς από κάδε επιδυμία (Ι. 7. 1, νΙ. 7. 23. 79, νΙ. 9. 6. 1639). Το κριτήριό μας για το Αγαδόν δεν είναι λοιπόν απλώς υποκειμενικό· το Εν επιδυμείται επειδή είναι Αγαδόν, δεν είναι Αγαδόν επειδή επιδυμείται (νΙ. 7. 19. 19. 25. 1618). Εφόσον όμως το Εν δεν έχει καμία ανάγκη, είναι αγαδό μόνο για τα άλλα όντα, όχι για τον εαυτό του (νΙ. 7. 24. 1316, 41. 2831. νΙ. 9. 6. 3942)." Εν κατακλείδι, το «Αγαδόν››δεν δηλώνει μια συγκεκριμένη μορ φή ή ποιότητα· αντίδετα, είναι ακριὅώς η υπέρὅαση του ορίου κά δε μορφής που κάνει το Εν να είναι το Αγαδόν (ν. 5. 13. 19· πρὅλ. ν. 3. 11. 235). Η παράδοξη ομοιότητα, αλλά και απόλυτη αντίδεσή του με την Ύλη είναι εδώ καταφανής. Ο Πλωτίνος λοι πόν καταδικάζει τον παράλογο εκδειασμό του Ενός μέσα από την ανταπόδοση σε αυτό ενός πλήδους κατηγορημάτων, εφόσον τέ τοιες προσδήκες υποὅιὅάζουν την τελειότητά του (ΠΙ. 8. 11. 12 13. ν. 5. 13. 916). Πρέπει μάλλον να φοὅόμαστε μήπως υπάρχει 1
_
1
*
27. Έτσι, παρότι ο Πλωτίνος συνήθως περιγράφει το Εν ως τη μοναδική τέλεια και αιπάρκη αρχή. μερικές φορες το τοποθετεί επέκεινα της αυτάρκειας και συνεπώς επέκεινα του Αγα θού (ν. Θ. 17. 1214,1|1.9.θ.557).
106
ΠΛΩΤ1 ΝΟ Σ
κόιτι ακόμα που δα έπρεπε να αφαιρέσουμε από την ιδέα μας για το Εν (ν1. 8. 21. 258), δήλωση η οποία, όπως δα δούμε οιργότε ρα, έχει τόσο δεωρητικές όσο και πρακτικές εφαρμογές. Γιατί όλες οι δεωρητικές συζητήσεις για το Εν αποδεικνύονται εντέλει ανε παρκείς, αφού η πραγματική του φύση αποκαλύπτεται μόνο μέ σα από τη μυστική ένωση (ν1. 7. 36). Μια αλλη σημαντικη πλευρα της σκέψης του Πλωτίνου σχετι κόι με το Εν παρουσιαζεται στις συζητήσεις της δημιουργίας των κατώτερων πραγματικοτήτων από αυτό. Στο ερώτημα πώς η πολ
λαπλότητα ανακύπτει από την ενότητα, η απάντηση του Πλωτί νου είναι ότι, εφόσον το δημιούργημα είναι πόιντοτε κατώτερο του δημιουργού του, τα δημιουργήματα του Ενός μπορούν να είναι μό _ Ἑἶἱιγἑιι κ νο πολλαπλότητα (ν. 3. 15. 111, ν1. 7. 8. 17¬32). Γιατί το δημιούρ ί.ντσκ. έ ιι γημα πρέπει να είναι κατώτερο του δημιουργού του οι Νεοπλα ι ι : τωνίκοι ποτε δεν το εξηγησαν. ηταν ενα που επρεπε να αποδεχτούν προκειμένου να περιγράψουν τις έκδηλες ανισότητες του σύμπαντος (πρὅλ. Πρόκλος ΣΘ π. 7). Η πολλαπλότητα για Ξ.± τν κ μία ακόμη φορα εξισώνεται με τον κατακερματισμό· και αυτό με τη σειρα του σημαίνει ότι τα περιεχόμενα του Νοητού κόσμου πε Δ Χ Χ. σκιες πρέπει να είναι ήδη παρόντα σε «αδιόισπαστη» ή τέλεια ενοποι ε ημένη μορφή μέσα στο Εν. Ο Πλωτίνος στην πραγματικότητα δη εε ,ι λώνει ότι το Εν είναι όλα τα πραγματα κατα έναν υπερὅατικό τρό ;ίζ”ἶ;Ϊ® 1 ε ζ_ικιιτ~.: 7. πο (εκεινως ν. 2. 1. 2· πρὅλ. Ἡ. 8. 18. 3241). Συνέπεια αυτου Μγ. ναι ένα δογμα που παρουσιαστηκε στο Χριστιανισμό απο τον ψευ δοΔιονύσιο και είναι δεμελιώδες στο Θωμισμό, σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε τηνςιδέαῃμιας οντότητας κατ, αναλογίαν προς τα δημιουργήματα της. δυνατότητα την οποία έἐιίἐῆζ1ῖ5ιΕιιι̃ῦῖἐω̃ι̃τι̃ῖΠ”7ιῶἐἰνι›ςιν.`3Σ°14. 78,ν1. 7. 36. 68. νι. 8. 8. 1 κ.ε.).Ζ8 Για παραδειγμα, δικαιολογεί την περιγραφή τού Ενός ως καδαρής Ενέργειας της Σκέιμης ὅόισει της υπόδεσης ότι το Εν, μολονότι το ίδιο δεν σκέφτεται, είναι η αιτία της σκέψης των
Ρ
..
!·
2
2
7
2
εε
Κ
4 ¬..¬
2
ἔκ
_γ
ςιν
¬
°°°
Ε
Γ
Γ
Ὁ
.
εί
28. Για τους τρεις δρόμους της γνώσης του Θεού όπως διακρίνονται στην νι. 7. 86 και στο Μεσοιτλατωνισμό (Αλβίνος Επιτ. Χ. 56, Ωριγένης Κ Κέλσ. νιί. 42). της αρνησης, της αναλο γίας και της διὀικρισης, ιτρβλ. Η. Α. Υνοίίεοη. «Τίτο Πίνἰιιε Ατττίουτεε ιη Αίυιηυε απο Ρ1οτίιιυε»„ Ηεινετσ Τ|τοο|ορίοε| Ηενίειν, 45 (1952) 11534.
107
1
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
υπόλοιπων όντων (Ἡ. 9. 6. 525). (Ομοίως, μπορούμε να δυμη δούμε, η Ιδέα του Μεγέδους δεν είναι μέγεδος αλλόι η υπερὅατι κή αιτία του μεγέδους· πρὅλ. σελ. 92). Το παραδειγμα αυτό δεί χνει ότι ο Πλωτίνος δεν δεωρούσε αυτές τις δηλώσεις αντιφατικές |
ΑΚ
|
με τους ισχυρισμους του οτι το Εν δεν μπορει να εξισωνεται με κα νένα από τα δημιουργήματα του ή και με όλα τα δημιουργήματα ι του μαζί (ΠΙ. 8. 9. 3954, ν. 5. 13. 1738 κ.λπ.) και ως εκ τούτου δη μιουργεί ό,τι το ίδιο δεν έχει (ν. 3. 15, 171. 7. 15. 1820, 17. 16). Η αλήδεια είναι ότι το Εν είναι «τα παντα και τίποτε από αυτόι» (ν. Ζ. 1. 13, νΙ. 7. 32. 1214), τίποτε στο ὅαδμό που μέσα στο Εν τα πρόιγματα δεν είναι ακόμη διακριτόι, τα πάντα στο ὅαδμό που το Εν είναι η αιτία τους και πρέπει συνεπώς τουλάχιστον αυτό υπο δηλώνουν μερικόι αποσπόισματα να τα περιέχει σε σπερματική μορφή· εξ ου και η περιγραφή του Ενός από τον Πλωτίνο ως (σπερματικής) δύναμης των πάντων." ”Ενα τελικό σημείο που πρέ πει να σημειώσουμε είναι ότι η περιγραφή του Ενός ως «αιτίας» δεν αποδίδει τίποτε στο Εν καδεαυτό, απλώς χαρακτηρίζει τη δι κή μας σχέση με αυτό (ν1. 9. 3. 4951). Εδώ συναντόιμε μια αρχή σύμφωνα με την οποία οι ουσιώδεις σχέσεις μεταξύ του Ενός και των δημιουργημόιτων του (και μεταξύ αυτών και των δικών τους δη μιουργημόιτων) είναι μη αντιστρεπτές, αρχή η οποία δα δούμε πως είναι δεμελιώδους σημασίας στο νεοπλατωνικό σύμπαν. ×
7
ΙΙΙ
Απορροή, Λόγος, Συμπόιδεια Η δημιουργία της πραγματικότητας από το Εν περιγράφεται από τους Νεοπλατωνικούς μέσα από την περίφημη εικόνα της Απορροής. Η λανδόινουσα αρχή αυτής της εικόνας συνοψίζεται στο σχολαστικό απόφδεγμα ότι το «αγαδό διαχέει τον εαυτό 29. Πι. 8. 10. 1, ν. 1. 7. 910, ν. 3. 15. 88, Υ. 4. 1. 38· η απόδοση τον παντων» πρέπει να αποφευχθεί, εφόσον υποδηλώνει εσφαλμένα (αποδίδοντος τη στην αριστοτελική της σημασία) ότι τα δημιουργήματα του Ενός είναι μια τελεεαεετ· εἔελιξη του ίδιου του Ενός· πρβλ. σελ. 54 και 120.
108
ΠΛΠΤΙΝΟΣ
του» (‹‹}σοιιι.ιπι ἀἰἱΐαεὶνυαι ευ.ὶ››). Με αλλα λόγια, οντότητες οι οποίες έχουν επιτύχει την τελειότητα της ίδιας τους της ύπαρξης
ιλ. ¬
δεν ι<‹>οιτεέ>ωιιτ±ι±ι.τιι1..εε?¥ει.ἐτατ9..ιιει....1ειιι..εε>ιιιτιὲ..εειι±ε.ι αλλά πιι ν δίαχσέόύν έξω από αυτές δημιουργώντας μια εξωτερική «εικόνα» της εσωτερικής τους δραστηριότητας. Τα παραδείγματα που δίνει ο Πλωτίνος είναι αυτό της δερμικής ακτινοὅολίας από τη φωτιό. ή του ψύχους από το χιόνι ή το παράδειγμα που δίνει το όνομόι του στη συγκεκριμένη αρχή της απορροής του φωτός από τον ήλιο (παρ. ν. Ι. 6. 284Ο, ν. 3. ΙΖ. 3944, ν. 4. Ι. 234ὶ). Όμως, όπως πόιντοτε, η εικόνα απαιτεί διόρδωση και «απουλοποίηση». Συ γκεκριμένα πρέπει να αποφευχδεί η κατανόηση του φωτός, όπως στους Στωικούς, ως μιας υλικής εκροής από τον ήλιο· αντίδετα, η συχνή χρήση αυτής της εικόνας από τον Πλωτίνο πηγόιςει σε με γόιλο ὅαδμό από το γεγονός ότι αυτός δεωρεί το φως όχι σώμα ή (όπως ο Αριστοτέλης) μετατροπή του αέρα, αλλά μια πραγματι κή, όιυλη δύναμη (Ιν. 5. 67, πρὅλ. Π. Ι. 7. 263Ο).3® Στην πραγ ματικότητα, συνιστόι την ορατή εκδήλωση στο φυσικό κόσμο της ζωής της Νοητής τάξης ή, πιο συγκεκριμένα, της λαμπρότητας με την οποία φωτίζει αυτήν την τάξη το Αγαδόν (πρὅλ. ν. 5. 7, ὅασισμένο στην Πολιτειι̃: του Πλόιτωνα νῖ. 5079, και παρακατω σελ. 148). Εντούτοις, η εικόνα της απορροής έχει ορισμένες ελ λείψεις, ιδιαίτερα στο ότι ο ήλιος από τον οποίο ακτινοὅολεί το φως αποτελεί ένα φυσικό σώμα σε καδορισμένο τόπο και με κα δορισμένες διαστάσεις (νΙ. 4. 7. 458. Ι2, πρὅλ. ν. 3. 9. 7ΖΟ). Όπως πάντα, η αποϋλοποίηση των εικόνων μας πρέπει να συνο δεύεται και από την αντίστοιχη χωρική αφαίρεση. Εφόσον οι κατώτερες πραγματικότητες τείνουν εκ φύσεως να αναπαράγονται, δεν μπορούμε, υποστηρίζει ο Πλωτίνος, να υπο δέσουμε ότι το Εν, το τελειότερο των όντων,ς§_,α,_ο.ρ¬νςιόταν να μοι ρα_στεί„μ.εετα.υ1τ§.?ιΩιῖΕα̨_όντα την τελειότητόι του (ν. 4. Ι. Η
ι
30. Για αλλες χρήσεις της αναλογίας του φωτός πρβλ. Ι. ι. 4. ι2ι̃8 και Ν. 3. 22. ι7 (εικο νογρσφώντας την ενωση της ψυχής με το σώμα, συζητούνται παρακατω σελ. ι̃834) και νι. 4. 7. 22 κ.ε., ακολουθώντας το Πσρμενὥης ι̃8ιΒ (πρβλ. παραπανω σελ. 50 και 80ι). Πρβλ. περαιτέρω Α. Η. Αιιηετιοπα, Τπε Αιοπιιεοιιιτε οί τηε ιπιειιιριϋιο ϋπινετεε ιη Ιπε Ριιιιοεορπν οι Ριοιιηιιε, σελ. 548 και ιλι. Βειετνιιειτεε. «Οιε Μετερηγεικ αεε Ηοπτεε ἱιι αει Ρπἰιοεορπἰε Ριοιὶπε», Ζειτεοπτιπ ϊιι̃τ ριιιιοεορηιεοπε Ροτεοηυπρ ι̃5 (ι̃96ι) 33482.
ΙΟ9
ε
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΧΣΜΟΣ
Ἀρα, η υπεράφδονη δύναμη του Ενός υπερεκχειλίξει (ν. 2. Ι. 7 9) και το αποτέλεσμα αυτής της υπερεκχείλισης, εφόσον πρέπει να είναι κατώτερο του Ενός, είναι το επόμενο τελειότερο των όντων, η ενότητασεπολλαπλότητα του Ν οητού κόσμου (ν. Ι. 6. 39 κ.ε., ν. 3. Ι5. ΙΠ). Συνεπής με τη γενική του εξίσωση της με γαλύτερης ενότητας με την υψηλότερη πραγματικότητα και δύ ναμη, ο Πλωτίνος δεωρεί ότι η καδαρότερη ενέργεια παράγεται από όντα που δεν διαχέουν τη δύναμή τους σε εξωτερικές δρα στηριότητες, αλλά τη διατηρούν συγκεντρωμένη μέσα στον εαυ τό τους (πρὅλ. νῖ. 6. Ι. 414), αρχή η οποία εξηγείται πλήρως μέ σα από το παράδειγμα της σιωπηρής αυτοδέασης των δεϊκών Υποστάσεων. Είδαμε με ποιο τρόπο η άποψη αυτή είχε οδηγήσει τον Πλωτίνο στο να δεωρεί τις νοητικές καταστάσεις αληδέστερες των υλικών πραγμάτων· αντίστροφα, όταν καταργούνται οι χωρι κοί και οι υλικοί περιορισμοί, αυτό που μας μένει, υποστηρίξει ο Πλωτίνος, μπορεί να είναι μόνο μια μορφή ενατένισης ή τουλάχι στον κάτι ανάλογο αυτής (πρὅλ. ΠΙ. 8. 3. Ι κ.ε., 8. Ι226). Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι μια τέτοια ενατένιση δεν χρειάζεται να εί ναι «συνειδητή», τουλάχιστον με τη συνηδισμένη έννοια του όρου (πρὅλ. σελ. 1378)· γι” αυτό ακόμη και η Φύση ως μη συνει δητή οντότητα εμφορείται από μια «υπνώττουσα ενατένιση», τε ΩΉ, λευταίο ίχνος της ενατένισης που χαρακτηρίζει τις ανώτερες ι,.„ ἶἑβπραγματικότητες (ΠΙ. 8. 4. 1529), ενώ το Εν, δυνάμει της «υπερ δέασής» του, μπορεί ομοίως να λεχδεί ότι ‹:τΕ!ραμέγἔσηααμμέ ἔὲίίκι νο στον εαυτό του» (ν. Ι. 6. 18). Σε κάδε οντολογικό επίπεδο η δημιουργία είναι συνεπώς το αποτέλεσμα της ενέργειας που πα ί “ίἶλ ράγεται μέσω αυτής της ενατένισης (ΠΙ. 8. 34). Ακόμη και στην ωΐί· καλλιτεχνική δημιουργία, η κινητήρια δύναμη δεν είναι τα εργα ἑίίίδ λεία του καλλιτέχνη, αλλά το σχέδιο μέσα στο νου του, και με ταξύ των Υποστάσεων δεν τίδεται ὅέὅαια ξήτημα εργαλείων (ΠΙ. 8. 2. Ι κ.ε., ν. 9. 6. 204)· η εκροή ενέργειας από την ενατένιση ἕγι δημιουργία είγαμεντελώς αυῦόρμητη (πρὅλ. ΠΙ. 8. 4. 9ΙΟ). Ερχόμαστε τώρα στο σημείο όπου η ανάγκη να ‹‹αποϋλο ποιηδεί» η παρομοίωση της απορροής είναι ακόμη μεγαλύτερη, στη νεοπλατωνική δεωρία της «ανεξάντλητης προσφοράς».
στη
ΠΟ
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
Αποτέλεσμα της όιπειρης δύναμης των δεϊκών Υποστάσεων είναι ότι η δημιουργία δεν συνεπάγεται καμία εξάντληση της δύναμης αυτής μέσα στα δημιουργήματά της ούτε οποιαδήποτε μείωση της ουσίας της (ΙΙΙ. 8. 8. 468, 10. 119). Εδώ και πάλι η άποψη του Πλωτίνου για τα ουράνια σώματα συνιστά μια εικόνα πιο εύστο χη απ” όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Γι” αυτόν, όπως και για άλ λους ”Ελληνες στοχαστές, ο ήλιος και τα αστέρια είναι αιώνια και δα συνεχίσουν αέναα να ακτινοὅολούν δερμότητα και φως σε ολό κληρο το σύμπαν χωρίς ποτέ να εζαντλήσουν την ενέργειόι τους (ΙΙ. 3. 18. 1922, ν1. 4. 1Ο. 2230, ν1. 9. 9. 111). Από αυτό συναγε ται ότι οι δεϊκές Υποστάσεις, παραμένοντας ανεπηρέαστες από ι | | : : ῃλι̃ὲἶ τα δημιουργήματα τους, δεν χρειαζεται να τους δειξουν κανενα ,γι ενδι̃ιαφερονμηῃπροσοχη. Οπως δα δουμε, ειναι μονο η ατελης φυ Η ση του ανδρωπου και του σωματος του εκείνη η οποία απαιτεί μια ως 9 ΑΜ = °τιτ ῖὲ *Ι νετὶε τί ‹ τέτοια προσοχή εκ μέρους του (Π. 9. 2. 415, Ιν. 3. 4. 2137). «Για ς: .ι τα απολύτως μακάρια όντα», απεναντίας, «αρκεί μόνο να μένουν σταδερά στον εαυτό τους και να είναι αυτά που είναι» (ΙΙΙ. 2. 1. 402)° γι, αυτό και το Εν, όπως και οι υπόλοιπες Υποστάσεις, δη μιουργεί «χωρίς κίνηση» (ν. 1. 6. 257· μια πρὅλ. ν. 3. 12. 2Ο39)· παραμένει αναδιπλωμένο στον εαυτό του, ενώ η δημιουργία του πηγάζει από αυτό και Μιμὅάνεςιςςτάξη από αυτό, αυτόματα. Ούτε έχουν οι δείκές Υποστάσείιςωκίαμίία των δημιουργημάτων τους. Το Εν, ὅέὅαια, υπερὅαίνει εξ ολοκλή ρου τη «γνώση» (ν1. 7. 39. 1933), ενώ οι κατώτερες Υποστόισεις γνωρίζουν μόνο τις αιτιώδεις αρχές τις οποίες οι ίδιες περιέχουν και όχι τα δημιουργήματα τα οποία απορρέουν από αυτές· για πα ράδειγμα, η Ψυχή του Κόσμου γνωρίζει τη δραστηριότητά της στον κόσμο μόνο μέσα από την ενότητά της, όχι από την άμεση δραστηριότητά της στον κόσμο (Ιν. 4. 9. 1618, πρὅλ. ν. 8. 3. 26 7). Αυτό όμως δεν υπονοεί καμία ατέλεια στη γνώση τους, εφόσον είναι περιττό για κάποιον ο οποίος γνωρίζει τις αρχέτυπες πραγ ματικότητες να αναζητεί την πρόσδετη γνώση των αισδητών τους 2
#
ροπή,
ειδώλων
(111.
8. 4.
434, ιν. 4.
19
8. 37).
Η δημιουργία δεν είναι συνεπώς το αποτέλεσμα εσκεμμένης απόφασης εκ μέρους των δεϊκών Υποστάσεων (ΠΙ. 2. 2. 815, ν. 111
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
8. 7. 116 κ.λπ.). Ένας πρόσδετος λόγος για να αποκλείσουμε την περίσκεφη και την απόφαση είναι η συνδἡλωση που αυτές κου ὅαλούν του δισταγμοὐ ανόιμεσα σε δύο διαφορετικές πορείες και, ιιε..ι>ιἶιηγγι›ς εκ τούτου, της όιγνοιας και της αμφιὅολίας. Απεναντίας, για ττ Ψνίττιτπις Υποστόισεις όλα συμὅαίνουν αυτόματα με¿ιρ_ν..καλότ.ερο, και τ
ιι
στην .τιειατ.ιιατικω̨̃.τιταμε.τοιιοναῦι5§.....§ι±πιιτό...τα6πο (ιν. 4. 12, 7. 1. 21 κ.ε.). Η δραστηριότητα τους συνεπώς, μέχρι εκείνη της Ψυχής του Κόσμου, μοιόιζει από αυτἠν την αποψη περισσό τερο με την αυδόρμητη λειτουργία της Ψυχής παρα με τους κο πιώδεις υπολογισμούς του τεχνίτη (11/. 3. 1Ο. 1319, Ιν. 4. 11) εντούτοις δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα των Σκεπτικών και να μπερδέψουμε το υπολογικό με το υπερλογικό· (πρὅλ. Ιν. 4. 13 και παραπόινω σελ. 589). Έτσι, οι αναφορές του έργου Τιμαι ος στις δει̃κές σκέψεις μπορούν μόνο να σημαίνουν ότι ο κόσμος είναι τόσο καλός όσο και ο καλυτερος δυνατός λογισμός που δα μπορούσε να τον σχεδιάσει." Συνόιγεται εξίσου ότι η απορροη εί ναι αναγκαία με την έννοια ότι ούτε δα μπορούσε να μη συμὅεί ούτε ήταν δυνατό να συμὅεί με διαφορετικό τρόπο. Και αυτό μας φέρνει στην πλωτινικἡ όιποιμη για την ελεὐδερη ὅοὐληση. Σε συνέπεια με αυτην την αποψη, ο Πλωτίνος, όπως και πολ λοί μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, αρνείται την υπαρξη της ελεὐδε ρης ὅουλησης κατόι οποιαδηποτε έννοια που δα ηταν ασυμὅατη με τον ντετερμινισμό. Είναι αληδεια ότι αντιτίδεται στη στωικὴ υποταγη του ανδρώπου στην Ειμαρμένη που ελέγχει τον αισδη τό κόσμο (11. 3. 9. 14 κ.ε., 111. 1. 810 κ.λπ.), όμως ενώ η ανώτε ρη ψυχἠ του ανδρώπου είναι ανεξάρτητη από την Ειμαρμένη, ο χαρακτηρας του και όλη η μοίρα του παραμένουν έκφραση ενός Ν οητοὐ αρχετὐπου και ως τέτοια ορίζονται από το αρχέτυπο αυ τό (Ιν. 3. 12. 1230, 15. ΙΟ23· πρὅλ. 111. 2. 18. 529). Από την όιλ λη μεριό., δεν είναι ακριὅέστερο να υποστηρίζουμε ότι τα ασώ ματα όντα καδορίζονται από τη φύση παρόι ότι δημιουργουν τη φυση τους αυτοὅουλως (ν1. 8. 4. 2232, 7. 4653, 13. 5. 11). Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι μέσα στο Νοητό κόσμο
νΙ.
31.
112
111.
2. 14. 18,1".
221.328,1".
7. 1. 2832.1/1. 8. 17. 112.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
ὅούληση και τάξη υποδηλώνουν η μία την άλλη· το να διακρί νουμε ποιο είναι πρότερο του άλλου είναι δυνατό μόνο σε ένα επίπεδο μεγαλύτερης πολλαπλότητας. Η ελευθερία για τον Πλω τίνο συνίσταται στην αυθόρμητη και με πλήρη επίγνωση ροπή ενός ανθρώπου στην πραγμάτωση του αληθινού του αγαθού και συνεπώς αντιτίθεται στις πράξεις που εκτελούνται με κατανα γκασμό ή κάτω από την παρώθηση της άλογης φύσης του (Π1. 1. 9, ΥΙ. 8. 4. 11 κ.ε.). Η δυνατότητα επιλογής μεταξύ αντίθετων κα ταστάσεων ή, πιο αυστηρά, η ψευδαίσθηση μιας τέτοιας επιλο γής είναι συνεπώς κατά παράδοξο τρόπο σημάδι έλλειψης ελευ θερίας· σε τέτοιες περιπτώσεις η άλογη φύση μας θολώνει την κρίση μας και μας εμποδίξει τόσο να δούμε καθαρά όσο και να ακολουθήσουμε αυτόματα τη σωστή επιλογή. Η αληθινή ελευθε ρία αντίθετα συνίσταται στην απουσία οποιασδήποτε πιθανότη τας αλλαγής προς το χειρότερο (ν1. 8. 10. 2535, 21. 17). 'Εχο ντας αυτές τις παρατηρήσεις στο μυαλό μας, πρέπει να προσεγ γίσουμε τις αναφορές του Πλωτίνου στη δημιουργία ως υποκι νούμενη από τη θεϊκή αφθονία (Ιν. 8. 6. 1213, ν. 4. 1. 346 κ.λπ.) ή, για να χρησιμοποιούμε μια λιγότερο προϊδεασμένη μετάφραση του υπό συξήτησιν όρου (αφθονια), τη θεία «γενναιοδωρία››. Πηγή τέτοιων ισχυρισμών είναι φυσικά η περιγραφή στο έργο Ἱι̃μαιος για το θεϊκό κίνητρο της δημιουργίας (29ΕΒΟΑ). Το πόσο κοντά έρχονται είτε ο Πλάτωνας είτε ο Πλωτίνος στο χριστιανικό δόγμα της θείας αγάπης έχει προκαλέσει, και ακόμη προκαλεί, έντονες αντιπαραθέσεις. Αυτοί που υποστηρίξουν ότι ο Πλωτίνος οραματίξεται κάτι τουλάχιστον ανάλογο με μια δράση της αγάπης ή της ελεύθερης ὅούλησης" αναφέρονται στην πραγματεία ΨΙ. 8, η οποία περιγράφει το Εν ως ὅούληση, και ως έρωτα, προς τον εαυτό του (νἰ. 8. 13. 5. κ.ε., 15. 1). Πρέπει ωστόσο να υπενθυμί σουμε ότι ο Πλωτίνος τονίξει την ανεπάρκεια τέτοιων όρων (ΨἹ. 8. 13. 15, 18. 523)· για παράδειγμα, ο έρωτας (με την έννοια του έρως στην κλασική περίοδο) υποδηλώνει ανάγκη (πρὅλ. ΠΙ. 5. 7. 915), ενώ το Εν δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Χρησιμοποιώντας
82. Πρβλ.
.1.
Ττοιιί11ετσ, Δε Ρτοοεεείοη
ρίοιίηίεηιιε, ρεεείπι·
76 κ.ε. και Ρίοίίηιιε: ίήε Ηοεσ το Ηεεϋτν, σελ. 6688.
.1.
Μ. Ηἰετ, Ετοε ειηα Ρενοηε, σελ.
113
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αυτούς τους όρους, σκοπός του Πλωτίνου είναι να αναιρέσει κά δε υπόδεση ότι το Εν, πηγή ελευδερίας και τάξης για τα υπό λοιπα όντα, οφείλει τη φύση του στην ανάγκη ή η χειρότερη από όλες τις ύὅρεις στην τύχη (νἰ. 8. ΙΟ. ΙΙ8· πρὅλ. παραπά νω σελ. 84). Και ούτε καν εδώ αναφέρεται ότι το Εν ερωτεύεται κάτι πέραν του εαυτού του. Η διαφορά με το Χριστιανισμό φαί νεται καλύτερα από ένα άλλο απόσπασμα στο οποίο η αναφο ρά στη δεία «γενναιοδωρία» εξισορροπείται από τη δήλωση ότι το Εν δεν έχει καμία ανάγκη των δημιουργημάτων του και ούτε δα το ενδιέφερε αν δεν είχε κανένα απολύτως δημιούργημα (ν. 5. 12. ΙΟ9). Από την όιλλη μεριά, η πραγματεία νἰ. 8 μας προ ειδοποιεί να μη δεωρήσουμε ότι το Εν αναγκάζεται να δημιουρ γήσει· η αλήδεια είναι ότι τόσο η ὅούληση όσο και η ανάγκη εί όροι ανεπαρκείς για να περιγράφουν μια διαδικασίαωπου πη γόιΞἕ#αυδόρ_μη_τ,α„.από τη δεϊκή δύναμη, η οποία όμως αφήνει το Εν εντελώς ανεπηρέαστο και αδιάφορο. Συνέπεια της άπειρης δύναμης του Ενός είναι ότι η απορροή αποτελεί τυπικό παράδειγμα αυτού που ο Αττὶιιιτ Εονείογ, στο ὅιὅλίο του Τίιε· Οτοετ Πιεἰπ οί Βοἰπἔ, ονομάζει «Αρχή της Πλη ρότητας». Πρώτον, από τη στιγμή που μια διαδικασία συνεχίζεται όσο η πηγή της υπάρχει, τότε αυτή είναι χωρίς τέλος ή αρχή στο χρόνο (Π. 9. 3 κ.λπ.). Ότι αυτό δα πρέπει να ισχύει για τον άχρο νο Ν οητό κόσμο είναι πέρα από κάδε αμφιὅολία (Π. 4. 5. 248, ν. Ι. 6. 19Ζ2)° κατά παρόμοιο τρόπο ο Πλωτίνος αρνείται ότι η από δοση μιας συγκεκριμένης χρονικής αρχής στον αισδητό κόσμο που γίνεται στο έργο Τιμαιος πρέπει να εκληφδεί κυριολεκτικά (ΠΙ. Ζ. Ι. ΖΟ6, Ιν. 3. 9. Ι220, νἱ. 7. 3. Ι9 κ.λπ.). Δεύτερον, η αυδόρμη τη εκροή της Πραγματικότητας από το Εν δεν μπορεί να σταμα τήσει μέχρις ότου οτιδήποτε είναι δυνατό να υπάρξει κατ” αυτόν τον τρόπο να υπάρξει πραγματικά. Γι, αυτόν το λόγο και η δημι ουργία δεν μπορεί να σταματήσει στο Νου, αλλά πρέπει να συ νεχίσει προς τα κάτω μέχρι όλα τα δυνατά επίπεδα πραγματικό τητας και ατέλειας, έως ότου φτάσει το σκότος της Ύλης (Π/. 8. 6, ν. 2. 2. Ι κ.ε.). Και καδένα από αυτά τα επίπεδα πρέπει με τη σειρά του να είναι πλήρες, καδώς ο Νους περιέχει το σύνολο του
ςναι ἐῇῇ 5
ΙΙ4
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
Όντος σε μια άχρονη αιωνιότητα (πρὅλ. ν. Ι.
7. 27 κ.ε., και πα ραπάνω σελ. 978), την Ψυχή υπό όρους χρονικής διαδοχής και τον αισδητό κόσμο υπό όρους χωρικής έκτασης (ΠΙ. 2. 3. 194Ι).33 Στο έργο Τίμαιος είχε ήδη υποστηριχτεί ότι ο αισδητός κόσμος δα
ήταν ατελής αν δεν περιείχε όλα τα ζωντανά πλάσματα που μπο ρούν να δημιουργηδούν (3ΟΩΒ, 39Ε). Έτσι, αφού η Αρχή της Πληρότητας επιὅάλλει τη δημιουργία όχι μόνο όλων των όντων που μπορούν να υπάρχδυἑνῇαλδλόιθκαι κάδε είδους όντος, τότε όλα τα πράγματα δεν μπορουν να είναι εξίσου καλά (Π. 9. Ι3. Ι5, 25 33, ΠΙ. 2. 14. 6 κ.ε., ΠΙ. 3. 3 κ.λπ.). Στην πραγματικότητα το σύ μπαν δα ήταν λιγότερο τέλειο αν όλα τα όντα ήταν εξίσου τέλεια, με τον ίδιο τρόπο που σε ένα ωραίο έργο τέχνης είναι απαραίτη το να μην είναι ωραία όλα τα μέρη του μεμονωμένα (ΠΙ. 2. Π). Όπως έχει δείξει ο Εονεῇογ, αυτή η δικαιολόγηση των ατελειών του κόσμου έμελλε να έχει τεράστια επιρροή. Παρ” όλα αυτά, εφόσον η Αρχή της Πληρότητας συνδεόταν στο Νεοπλατωνισμό με την αντίληψη της δημιουργίας ως μιας φυσικής και όχι εσκεμμένης πράξης, η οποία κατά συνέπεια ήταν αδιανόητο να μη συμὅεί, ήταν πολύ δυσκολο για τους χρι στιανοὐς διανοητές να τη δεχτούν χωρίς επιφυλάξεις. Μια πα ρόμοια αντίδεση με τις χριστιανικές ιδέες μπορεί να παρατηρη δεί σε ό,τι αφορά τα όντα που δημιουργουνται μέσω της απορ ροής, αντίδεση η οποία συνοψίζεται στην περιγραφή τους από τους ὐστερους Νεοπλατωνικους ως «αυδυπόστατων» (πρὅλ. σελ. 2Ο8ΖΙΟ). Στη νεοπλατωνική σκέψη τα πνευματικά όντα δεν ρίχνονται στην υπαρξη από έναν εξωτερικό δημιουργό χωρίς κα μία επιλογή από μέρους τους. Αντίδετα, πηγάζουν αυδόρμητα από την πηγή τους και μορφοποιουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Εί ναι όμως αδύνατον γι” αυτά τα όντα να προσλάὅουν την οποια δήποτε μορφή εφόσον η κάδοδός τους στην απεριόριστη πολ λαπλότητα συνεχίζεται ανεξέλεγκτα· πρέπει επομένως να επι στρέψουν στους εαυτούς τους και να μιμηδουν την τελειότητα της πηγής τους στο μέγιστο των δυνάμεών τους. Με τον τρόπο
? 33. Πρβλ. επίσης
Ηί. 2. 4.
Ἱ820. |ν.
Θ. ἹΟ.
3842, νί. 2. 22. 42θ, νί.
Θ.
7.
ι̃5Ἱθ, \||.
7.
ι̃ι̃.
Ἱ4.
Π5
·
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
αυτόν ανακύπτουν δύο δασικοί νόμοι τόσο της νεοπλατωνικής μεταφυσικής όσο και του νεοπλατωνικού μυστικισμού. Πρώτον,
ονςεπιξῃτεί να επιστρέφει..στην,_α.ιῖ!ίΘΕ.Ξ9Ώ (ΠΙ.
8. 7. Ι718)·
δεύτερον, αφού αυτό επιτυγχόινεται μέσω της στροφής προς τα ένδον, η αναγωγή στηνςαιτία ενός όντος συμπίπτει με την επι ιι γ·ιἔῖτ·ἔΜτὲ στροφή στον εαυτό του (νἰ. 9. Ζ. 3343 πρὅλ. ό.π. 7. 29 κ.ε.). >.„¬.. .Ϊ Συνεπως,'δύο φόισεις μπορούμε να διακρίνουμε κατόι την αυτο γδὲιἔλ δημιουργία του Νου (και, σε ένα κατώτερο επίπεδο, της Ψυχής): την πρώτηςφόιση, εκείνη της Προόδου, κατόι την οποία μια όιμορ φη, άπειρη ακτίνα ζωής διαχέεται από το Εν· και τη δεύτερη, εκείνη της Επιστροφής, κατόι την οποία επιστρέφει πίσω, ενατε νίξει το Εν και έτσι λαμὅόινει μορφή και τόιξη. Οι δύο αυτές φόι σεις αναλύονται περαιτέρω από τον Πλωτίνο με τους όρους της αριστοτελικής περιγραφής της γνωστικής λειτουργίας. Άρα η Πρόοδος αντιστοιχεί στη δύναμη της εσωτερικής όρασης κατά τη φόιση που «αναζητεί την ενατένιση», την Επιστροφή στην ίδια δύναμη όταν αυτή ενεργοποιείται από την ενατένιση ενός αντικειμένου (ν. 3. Π. 116, ν. 4. 2. 48, Χ/Ι. 7. Ι6. ΙΟ22). Για τον Αριστοτέλη αυτό οδηγούσε στην εισδοχή της μορφής τού υπό ενατένιση αντικειμένου· στην παρούσα περίπτωση, ωστόσο, αυ τό είναι σαφώς αδύνατον, εφόσον το Εν δεν έχει καμία μορφή. Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι ο Νους δεν είναι σε δέση να προσλόιὅει την ενατένιση του Ενός στην απόλυτη πληρότητόι της· έτσι την «κερματίξει» και το αποτέλεσμα είναι η ενότητα σετιολλαπλότήτα του Κόσμου των Ιδεών (νΙ. 7. 15. ΙΟ24)Δ ίδια αναλογία εξηγεί μια όιλλη φαινομενικόι παράδοξη πλωτινική δεωρία, την εφαρμογή του όρου Νοητή Ύλη στη φόι ση της Προόδου (Π. 4. 5. 2437, ΠΙ. 8. Π. Ι8). Η δικαιολόγησή του ὅασίξεται στην αριστοτελική περιγραφή των γνωστικών δυ νόιμεων της ψυχής ως «ύλης» για τις μορφές που λαμὅόινει (αν και ο όρος νοητή ύλη είχε χρησιμοποιηθεί από τον Αριστοτέλη με καπως διαφορετικό τρόπο· πρὅλ. Μετοιφ. Ζ. ΙΟ. ΙΟ3όο 9ΙΟ, Ζ. Π. ΙΟ37α 45, Η. 6. 10458. 346). Για ποιο λόγο η ύλη πρέπει να δεωρηδεί στοιχείο του Νοητού κόσμου εξηγείται στα πρώτα κεφόιλαια της πραγματείας Π. 4, στα οποία ο Πλωτίνος τονίξει τι
.ι .
ί,
ι.
.
Φ
αν 4,!)
ΙΙ6
5
.
›.η̨̃¬±·ε·=±·±·τε>××σε¬×τεε3τι3ὲΗ=°°*ε3εττι
ΠΛΩΤΙ ΝΟΣ
προσεκτικόι ότι η Νοητή Ύλη είναι ελευδερη από τις ατέλειες της αντίστοιχής της αισδητής· ενώ και οι δυο συγκροτούν την αρχἠ της απροσδιοριστίας μέσα στους αντίστοιχους κόσμους τους, η Νοητή Ύλη δεν συμμετέχει στο μη ουσιώδες της αισδη τής υλης και, φυσικά, δεν πρέπει να δεωρηδεί κακό (Π. 4. 5. ΙΖ 23, 15. 1728, Π. 5. 3. 8Ι9). Μία ακόμη ξεκόιδαρη συνέπεια είναι η ταύτισή της με την «Αόριστη Δυόιδα» που τίδεται ως αξιωμα τική αρχή των Ιδεών στην προφορική διδασκαλία του Πλόιτωνα (ν. Ι. 5. 6 κ.ε., ν. 4. Ζ. 78· πρὅλ. παραπάνω σελ. 90). Σημαντι κή επίσης σε αυτήν τη σχέση είναι η ερμηνεία του Πλωτίνου για τις πέντε πλατωνικές «κατηγορίες» (μέγιστα γένη) οι οποίες αναγνωρίζονται στο έργο Σοφιστής (Ον, Σταση, Κίνηση, Ταυτό τητα και Διαφορόι). Για τον Πλωτίνο αυτές οι κατηγορίες εκ φρόιςουν διαφορετικές όψεις της αιώνιας ζωής του Νου· συγκε κριμένα η Κίνηση και η Διαφορα συνδέονται με την κόιδοδο στην πολλαπλότητα η οποία λαμὅόινει χώρα κατα τη φαση της Προ όδου, οι όιλλες με τη σταδερότητα η οποία επιτυγχόινεται μέσω της Επιστροφήςἔί Έχουμε επομένως εδώ πολλα εντυπωσιακόι παραδείγματα ελεὐδερης προσαρμογής των πλατωνικών και αριστοτελικών ιδεών στην προσωπική διδασκαλία του Πλωτίνου. Η παραπανω επισκόπηση, όπως δα έχει παρατηρήσει ο ανα γνώστης, περιέγραφε το Νου ως δημιουργό των Ιδεών μέσω της ενατένισης του Ενός, πρόταση η οποία μοιαζει αντιφατική με την αρνηση του Πλωτίνου, σε όιλλο σημείο, ότι η ύπαρξη των Ιδεών συνίσταται στο ότι αποτελουν σκέψεις (σελ. 99). Η υπο τιδέμενη απαντηση του Πλωτίνου φαίνεται παρόμοια με τη στόι ση που είδαμε ότι κρόιτησε στο πρόὅλημα της σχετικής προτε ραιότητας ὅούλησης και ανάγκης στο Ν οητό κόσμο, συμφωνα με την οποία σε αυτόν τον κόσμο Είναι καίηἶκέμιμηή είναι τόσο στενόι αλληλοεξαρτώμενα ώστε, μολονότι για τους σκοπούς της ανόι λυσης μπορουμε να πουμε πως η μία είναι αιτία της όιλλης, στην πραγματικότητα τα προὅλήματα λογικής προτεραιότητας είναι
84. Περί των τιλατωνικών Κατηγοριών ιτρβλ. περαιτέρω Η. 4. 5. 2885, Πι. 7. 3. 8ι̃ι̃, Υ. ι̃. 4. 8048, ν|. 2. 78. Η θεωρία του Πλωτίνου συζητείται ενδελεχώς από τον Ηειοοτ, Ροτρηντε ετ ιἄοιοτἱηυε |, σελ. 2ι̃522.
Π7
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
χωρίς σημασία (ν. 1. 4. 2633, ν. 9. 8. 822). Στον Ιόιμὅλιχο ωστόσο μια τέτοια στόιση φαινόταν διφορούμενη και η διαφορο ποίηση του στο συγκεκριμένο σημείο από την πλωτινικη διδα σκαλία έμελλε να αποτελέσει μια από τις σημαντικότερες τρο ποποιησεις του στο νεοπλατωνικό δόγμα (πρδλ. σελ. 2Ο2Β Μια όιλλη δεμελιώδης δεωρία του ύστερου Νεοπλατωνισμού ηταν η αναγνώριση μιας τρίτης ενδιαμεσης αρχης, μεταξύ του Είναι και της Νόησης: της Ζωης. Μια παρόμοια τριαδικη ομα δοποίηση απαντάται σε μερικα χωρία του έργου Εννεάδες, ιδιαί τερα στην πραγματεία νΙ. 6 για τους Αριδμούς πρδλ. επίσης ν. 6. 6. 2Ο1 όμως δύσκολα δα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο Πλωτίνος είχε αναπτύξει μια συνεκτικη δεωρία σχετικόι με το δέμα. Στην πραγματικότητα προτείνει την ταξινόμηση των τριών αρχών με τη σειρα Είναι, Νους, Ζωη, τοποδετώντας στην κατώτερη δέση τη Ζωη λόγω του συσχετισμού της με την Ψυχη (ΜΙ. 6. 8. 1722, 17. 3543). Μια εγγύτερη προσέγγιση στην ύστε ρη νεοπλατωνικη διδασκαλία είναι η υπόδειξη του ότι η Ζωη δα έπρεπε να εξισωδεί με τη Δεύτερη Υπόσταση στο αμορφοποίη το στάδιο (π.χ. στην Πρόοδο) και με τη Νόηση στη φόιση της Επιστροφης, όταν λαμὅόινει όριο και μορφη (ΜΙ. 7. 17. 1426, 21. 26). Σε αυτό όμως το σημείο, όπως και σε πολλα όιλλα, έμεινε στους διαδόχους του Πλωτίνου να μεταγρόιφουν τους υπαινιγ μούς του σε ολοκληρωμένη δεωρία.
Τα κατώτερα επίπεδα της διαδικασίας προκύπτουν με τον ίδιο τρόπο. Μερικές φορές ο Πλωτίνος αντιμετωπίξει τη δημι ουργία της Ψυχης ως μια μοναδικη διαδικασία, συχνα όμως απο δίδει στο κατώτατο επίπεδο της Ψυχης τη δέση μιας ξεχωριστης οντότητας την οποία, όπως έχουμε δει, εξισώνει με την αριστο τελικη Φύση (ΠΙ. 8. 24, Ιν. 4. 1213, ν. 2. 1. 1828· πρδλ. σελ. 589 και 95). Είναι αυτη η Φύση που μεταφέρει αυτόματα στην Ύλη το μόνο ίχνος μορφης που μπορεί να προσλόιὅει. Σε σχέση με τη δημιουργία της Ψυχης εμφανίξεται μια αλλη επίσης ση μαντικη αρχη, ο Λόγος. Ο όρος αυτός είναι ο πιο δεμελιώδης και ο περιπλοκότερος στην ελληνικη φιλοσοφία· προερχόμενος από το ρηματικό ουσιαστικό τού λέγειν, σημαίνει όιλλοτε «λέξη» η 118
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
«ομιλία», άλλοτε «λογική», «σκέψη» ή «αρχή» εκφραςόμενη μέσα σε αυτήν, αλλού, μέσα από μια φυσική μετάὅαση, τη «λο γική αιτία» ή τη «ρυδμίςουσα αρχή» ενός πράγματος και άλλα πολλά ακόμα. Στον Πλωτίνο όλες αυτές οι σημασίες συγκλίνουν σε μια εξαιρετικά πλούσια και πολύσημη έννοια η οποία δα πα ραμείνει, συνεπώς, αμετάφραστη εδώ. Αυτό γίνεται απαραίτητο επειδή ο Πλωτίνος, όπως και άλλοι συγγραφείς, έχει συχνά στο μυαλό του ταυτόχρονα πολλές από τις παραπάνω σημασίες. Εδώ, ωστόσο, μπορούμε να πραγματευτούμε το Λόγο μόνο ως μεταφυσική αρχή. Υπό αυτήν, όπως και με τις περισσότερες από
τις άλλες έννοιες,
η κανονική του εφαρμογή είναι στο επίπεδο της Ψυχής, το οποίο είναι φυσικό σύμφωνα με το ψυχολογικό νόημα της εννοιακής, σε αντίδεση προς την ενορατική, σκέψης. Επίσης όμως εφαρμόζεται και στη σχέση της Νόησης με το Εν (ν. Ι. 6. 448· πρὅλ. ωστόσο νἰ. 7. Ι7. 413), όπου ανακύπτει μια περαιτέρω επιπλοκή από το γεγονός ότι η αναγνώριση δύο η πε ρισσότερων επιπέδων της Ψυχής οδηγεί μερικές φορές τον Πλω τίνο να διακρίνει αντίστοιχα δύο ή περισσότερα επίπεδα Λόγων (π.χ. ΠΙ. 8. 2. 253. ΙΟ). Είναι αυτό ακριὅώς το στοιχείο που δια κρίνει τον Πλωτίνο από τον Φίλωνα και τους Πατέρες της Εκ κλησίας: κατά την άποψή του ο Λόγος δεν αποτελεί μια ξεχωρι στή Υπόσταση (Π. 9. Ι. 5763), αλλά εκφράζει τη σχέση της Υπό στασης με την πηγή της, με τα δημιουργήματά της ή ταυτόχρο να και με τα δύο (πρὅλ. π.χ. ΙΙΙ. 2. 2. 15 κ.ε.). Ωστόσο, πέραν αυτής της σύγκλισης, η έννοια, και πιθανότατα και η πηγή, των δύο εφαρμογών είναι διαφορετική. Ο Λόγος, όταν εφαρμόζεται στη σχέση Υπόστασης και δημι ουργήματός της, υποδηλώνει συνήδως το «έλλογο σχέδιο» ή τη «διαμορφωτική αρχή» από την οποία αναπτύσσονται οι κατώτερες πραγματικότητες και η οποία στη συνέχεια ρυδμίςει την ανάπτυξή τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Λόγος έχει κεντρική σημασία στη δεώρηση του Πλωτίνου σχετικά με τη διακυὅέρνηση του αισδητού κόσμου από την Ψυχή (Π. 3. Ι617, ΠΙ. Ζ3, Ιν. 3. 9Ι6 κ.λπ.), δεώ ρηση η οποία προέρχεται από τη στωική σκέψη. Σύμφωνα με τους Στωικούς, όπως ο σπόρος ενός ζωντανού οργανισμού περιέχει σε ΙΙ9
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
μικροσκοπική κλίμακα τις αιτιώδεις αρχές οι οποίες αργότερα θα αναπτυχθούν σε ένα πλήρως μορφοποιημένο ον, έτσι και ο κό σμος αναπτύσσεται από τις αιτιώδεις αρχές του που ενδημούν στο θεϊκό νου, οι οποίες κατόι συνέπεια ονομόιςονται «σπερματι κοί λόγοι» (ΠΙ. Ζ. Ζ. 1831, ν. 9. 6. ΙΟ24). Στο ὅαθμό που ο κό σμος, τόσο για τον Πλωτίνο όσο και για τους Στωικούς, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, η παρομοίωση είναι κόιτι περισσότερο από μια απλή μεταφορόι (πρὅλ. Ιν. 3. ΙΟ. ΙΟ κ.ε., Ιν. 4. Π). Ήτσι, μο λονότι το Εν δεν αποκαλείται ποτέ Λόγος, η παρομοίωση του σπόρου χαρακτηρίζει το ρόλο τους ως «δύναμης των πόιντων» (Ιν. 8. 6. 7ΙΟ, πρὅλ. παραπόινω σελ. ΙΟ8). Η εικόνα όμως του σπόρου, όπως και όιλλες ανάλογες, χρειάζεται διασόιφηση. Πρώ τον, δεν είναι αναγκαίο να επαναλόιὅουμε ότι το αδιαίρετο των θεϊκών Υποστόισεων δεν είναι αυτό της μικροσκοπικής μάζας· δεύτερον, εφόσον η δημιουργία είναι μια αιώνια διαδικασία, η προτεραιότητα των Υποστόισεων είναι λογική και οντολογική, όχι χρονική (ΠΙ. 2. Ι. ΖΟ6, ν. 5. 12. 378). Ουτε πρέπει η αναλογία του σπόρου να μας οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα μιας εξελικτικής όιποψης της απορροής, κόινοντας το τελικό δημιούρ γημα ανώτερο της αιτίας του (πρὅλ. ΠΙ. 7. 11. 237, ΠΙ. 8. 8. 32 40). Το ότι η Αρχή της Πληρότητας ὅεὅαιώνει πως είναι καλό να υπόιρχουν και όιλλα πραγματα δίπλα στις θεϊκές υποστόισεις, δεν πρέπει να παρερμηνευτεί με την έννοια ότι αυτόι προσθέτουν κό. τι παραπόινω στη μακαριότητα των Υποστόσεων, πόσο μαλλον ότι είναι περισσότερο τέλεια από τις Υποστόισεις. Στην πραγμα τικότητα αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως θα δουμε αρ γότερα, ο Πλωτίνος υιοθετεί μερικές φορές μια πιο πεσιμιστική αντίληψη για την προέλευση των κατώτερων πραγματικοτήτων.35 πηγή της όιλλης σημασίας του Λόγου, εκείνης που δηλώνει τη σχέση μιας οντότητας με το δημιουργό της, μπορεί να εντοπιστεί στην πλατωνική και στωική ψυχολογία. Το κρίσιμο σημείο αυτής της αναλογίας είναι ότι, όπως ο εξωτερικευμένος λόγος (λόγος πρα φορικός) αποτελεί την εξωτερική έκφραση της εσώτερης σκέψης
ΠΙ
85. Πρβλ.
|Η. 7.
τω σελ. Μ0.
ΙΖΟ
Ν. ι̃5 κ.ε.,
ΠΙ. 8.
8. 3240.
ν. 2. ι̃. ι̃828, νι. 9. 5. 29. συζητείται παρακα
ΠΛΩΤ1 Ν ΟΣ
(λόγος ενδιάδετος), έτσι μια Υπόσταση απορρέει από την πρότε ρή της και την «εκδηλώνει» υπό συνδήκες μεγαλύτερης πολλα πλότητας, αποκαλύπτοντας την με αυτόν τον τρόπο στον εξωτε ρικό κόσμο (1. 2. 3. 2730· πρὅλ. Θεσιίτητος 18913, Σοφιστής 26313). Έτσι η Καδολική Ψυχή αποτελεί ένα Λόγο του Νου (ν. 1. 3. 610, 6. 445) και οι ατομικές ψυχές είναι Λόγοιῃτων δικών τους ατομι κών νόων (1ν. 3. 15. 814). Οι αρχές που δρουν μέσαστονυλικό κό σμο είναι συνεπώς Λόγοι και με τις δύο έννοιες (και με πολλές όιλ λες)° γι” αυτό και ο όρος είναι κατάλληλος να περιγράψει το ρό λο της Ψυχής ως ενδιόμεσης αρχής μεταξύ του Νου και του αι σδητού κόσμου, μεταφέροντας στην Ύλη τα απεικόισματα των Ιδεών που λαμὅόινει η Ψυχή από το Νου (πρὅλ. 111. 2. 2. 15 καὲἔί
Ω9 9ΕῖιΞΕ1£9ιε9ε1εενιΝ<›ητον..κόσμον. ο φυσικόςιυι<όοιιοε..,ε£νιιι
μια ἶι1ΒΤηΤα·σε·πΟλλαπ?5§,ττι±οιυκοιδεειντεἑειιέγοιε,.π,ο2ιλιτπυλ±5,ε,..Δό Κο”οπδίῇοςλήππῇέλρλίέχεμιλήκμια πολλαπλότητα ατομικών Λόγων (111. 3. 1, 1λἶ33ζ 8. 1722) και εκτρρόιςει στοεςπίπεδόμτου την καλύτερη δυνατή απεικόνιση Νοητού /κόσμου. Όμως, παρότι όλες οι Ψυχές είναι μία (1ν. 9 ρειεεὶιπιπρὅλ. ν1. 4. 14. 116), δεν δα πρέ πει να ακολουδήσουμε τους Στωικούς στο χαρακτηρισμό των ατομικών ψυχών ως «μερών» της Ψυχής του Κόσμου, εφόσον για μία ακόμη φορά αυτός ο χαρακτηρισμός μόις οδηγεί στην εσφαλμένη κατανόηση των ασώματων όντων με ποσοτικούς όρους (Ιν. 3. 23). Επιπλέονωη Ψυχήψτου Κόσμου, έχοντας ως γέρ σώμα, είναι και η ίδιαςμια ατομική ψυχή (εντούτοις η ισχυρότερη όλων)· στηνςπραγματικό τητα τόσο αυτή όσο και οι αλλες ατομικές ψυχές αποτελούν εκ δηλώσεις της Καδολικής Ψυχής 1 της Αμέδεκτης Ψυχής του ύστερου Νεοπλατωνισμού (Ιν. 3. 2. 110, 549, 4. 1421· πρὅλ. σελ: 3211511 Ϊἔνύκατακλλείδι, το να περιγρόιψουμε τις ψυχές ως μέ ρη της Ψυχής του Κόσμου περιορίςει τις ψυχές στον αισδητό κό σμο, αν και το υψηλότερο μέρος της ψυχής μας, όπως τη̨ψη λότερο επίπεδο της Ψυχής του Κόσμου καδεαυτής, ,ανήκει ,στη Νοητή «έξη (ιν. 3. 4. 1437, 7. 2ο3ο· ιν. 7.12. 211). κα̨ι.η,Ψι› χή του Κόσμου υπάρχει εκεί ως ατομική ψυχή° οποιαδήποτε όιλ λη υπόδεση δα οδηγούσε στο παρόιλογο συμπέρασμα ότι δα
γρςνα
121
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
έπαυε να υπάρχει όταν δα επιτύγχανε την πλήρη μακαριότητα (ιν. 3. 5., πρωι. νι. 4. 4. 3446). Από την ενότητα όλων των ψυχών συνόγονται δύο σημα ντικά συμπεράσματα, τα οποία απηχούν αργότερα στη φιλο σοφία του 1.εὶ1πι12. Πρώτον, με τον ίδιοςτρςόπο που ο Νους πε ριέχει το σύνολο τουΝοητο,ύ κόσμου, ,πε ριέχει όλες τις λογικές αρχές της φυσικής τόιξης (ν. 7. 1. 7 γι” αυτό και «καδένας μας είναι ένας νοητός κόσμος» (Πι. 4. 3. 22., ιν. 7. ιο. 327, προλ. 111. 8. 6. 4ο) και ορίζου με τη μοίρα μας διαλέγοντας ποιες από αυτές τις αρχές δα κυ ὅερνούν τη ζωςήςμςας (πρὅλ. σελ. 125). Δεύτερον, υπαρχει μια αρμονία που συνδέει τις μοίρες όλων των ψυχών. Εδώ ὅασίςεται η όιποψη του Πλωτίνου σχετικόι με τη δείαὴδίκη. Το ότι αυτή λειτουργεί αυτόματα είχε ήδη υποστη ριχτεί στο έργο Νόμοι του Πλόιτωνα, όπου ο Θεός γινόταν αντιληπτός ως εκείνος που απλώς ρύδμιζε το νόμο σύμφωνα με τον οποίο κόιδε ατομο τείνει προς την καταλληλη δέση του και όιφηνε στην ελεύδερη ὅούληση του ατόμου να φροντίσει για τα υπόλοιπα (9Ο4Α κ.ε.). Ο Πλωτίνος τώρα κόινει το επό μενο ὅήμα εξαλείφοντας την αρχική απόφαση του Θεού (πρὅλ. Ιν. 8. 4. 3842) και καδιστώνταςψ_το,_ν,όμο..αμτ,όματηςσ,υ νἐ.τΞει_οι„..τιιις„..πρ.οεγκατεστημένης αρμονίας. Είναι αυτός που εξασφαλίζει ότι, ενόσω οιςεπιδυμίες δεσμεύουν το ατομο σε αυτόν τονκόσμο, ο ανδρωπος δα ελκύεται αυδόρμητα από το περιὅόιλλον που δημιούργησε γι” αυτόν η Ψυχή του Κόσμου (ΠΙ. 2. 13, Ιν. 3. 24, Ιν. 4. 45). Η ίδια αρχή διαπνέει την όιπο ψη του Πλωτίνου για ταςπαραφυσικόι φαινόμενα. Σε αυτό τα φαινόμενα, όπως ουσιαστικα και όλοι οι σύγχρονοί του εκτός από τους αποφασισμένους αδεϊστές και υλιστές σπόι νιο είδος τον τρίτο αιώνα μ.Χ. πίστευε ακλόνητα. Εκεί όπου δια φοροποιόταν από πολλούς ήταν στην προσπόιδειόι του να προ σαρμόσει τέτοια φαινόμενα σε μια έλλογη, οργανωμένη ιδέα του κόσμου (Ιν. 4. 31. 2932). Η εξήγησή του ὅασίζεται στη στωική δεωρία της «κοσμικής συμπόιδειας», άποψη σύμφωνα με την οποία, αφού ο κόσμος είναι ένας ζωντανός οργανισμός, καδετί .,1/ τ`
122
4
ΠΛΩΤἹΝΟΣ
που συμὅαίνει σε ένα μέρος του πρέπει να δημιουργεί μια αντί δραση «ανταπόκρισης» σε όλα τα υπόλοιπα μέρη (Π. 3. 7, Ιν. 4. 32 κ.ε.). Είναι μέσα από τη μελέτη και την εφαρμογή των συγ γενικών δυνάμεων του κόσμου που οι μάγοι επιτυγχάνουν τις επιδράσεις τους (Ιν. 4. 40). Με παρόμοιο τρόπο ο Πλωτίνος εξηγεί τα αποτελέσματα της προσευχής. Η προσευχή στους ου ράνιους δεούς δεν μπορεί να αγγίξει το ανώτερο μέρος των ψυ χών τους, οι οποίες είναι απορροφημένες στην ενατένιση και αγνοούν οτιδήποτε συμὅαίνει στον αισδητό κόσμο· αυτό που κά νει ωστόσο είναι να προκαλεί την αυτόματη ανταπόκριση του καιτώτερςουςμῇέρρςυςςςτης ψυχής τους, το οποίο ικανοποιεί την ευ ..γῇ χή τουῃπροσευχόμενου (Ιν. 4. 40. 27 κ.ε.). Ομοίως, όπως είναι δύνατό να διακρίνουμε το χαρακτήρα ενός ανδρώπου από τα μάτια του, έτσι καιςηανδρώπινηῇςμοίρα μπορείῇςναςςδιαὅαστεί στα άστρςα__Ωξε3.ῖ.4ὲ9). Ούτε είναι ταωάση̨τίράαπλά σημάδια, χωρίς ἶάμία αιτιώδη δράση (Ιν. 4. 34. /Ζ36), μολονότι η αιτιότητά τους είναι αυστηρά περιορισμένη: εκτείνεται μόνο στο σώμα του ανδρώπου και στο κατώτερο μέρος της ψυχής του (Π. 3. 9ΙΟ, ΠΙ. 3. 6., Ιν. 3. 7. 2030). Τις ενέργειες του ανώτερου μέρους της ψυχής του μπορούν όντως να τις υποδείξουν δυνάμει της προεγκατεστημένης αρμονίας· όμως. εφόσον η ανώτερη ψυχή ἔίδὲ | | | | ναι μια ανεξάρτητη αρχη. οσοι ξουν σύμφωνα με αυτην δεν υπό \\ κεινται στον αστρικό ντετερμινισμό (Π. 3. 9. 1430, Ιν. 4. 39. Ι 5). Εν κατακλείδι, όπως πάντα. δεν πρέπει να αντιληφτούμε την αστρική αιτιότητα ούτε με υλικούς όρους ούτε ως ὅουλητική δράση εκ μέρους τους (Π. 3. Ι6, Ιν. 4. 31. 3257)· μόνο η νεο πλατωνική αντίληψη μιας κοσμικής συμπάδειας μπορεί να είναι ικανοποιητική (πρὅλ. Ιν. 4. 39. Ι732). 04 Γι” αυτόν το λόγο ο Πλωτίνος τονίζει ότι η μαγεία δεν επιδρά στις ανώτερες ψυχές ούτε των ανδρώπων ούτε των δεών (πρΰλ. Π. 9. 14. ΙΠ). Συνεπώς δεν μπορεί να ὅοηδήσει την επιστροφή της ψυχής στη Νοητή τάξη· πράγματι. η ενατένιση τοποδετεί το φιλόσοφο πέρα από τη δύναμή της (Ιν. 4. 434). Στην πραγμα τικότητα. για τον Πλωτίνο ο σοφός είναι ικανός να αντισταδεί σε οποιαδήποτε μαγική προσὅολή στον ψυχοφυσικό του οργανισμό Κ;
ἱ
ΙΖ3
χ
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
με τη δική του ισχυρότερη δραστηριότητα (Ιν. 4. 43. ΙΙΙ) και είναι πιδανό να το έκανε αυτό και ο ίδιος σε μία περίπτωση (Β. Πλ. ΙΟ. ΙΙ3). Μια τέτοια όμως εφαρμογή της μαγείας μπορεί να έχει μόνο όιμεσα πρακτικούς σκοπούς και οπωσδήποτε δεν δι καιολογεί σε καμία περίπτωση τα δεουργικόι τελετουργικά του ύστερου Νεοπλατωνισμού. Σε ένα εδόιφιό του ο Πλωτίνος ανα φέρεται με φανερή συμπαδεια στη δεουργική πρακτική εμφύ χωσης ενός δεϊκού αγόιλματος (Ιν. 3. ΙΙ), αλλόι ούτε εδώ υπαι νίσσεται ότι αυτό είναι αναγκαίο για το φιλόσοφο. Πράγματι, όταν ο Αμέλιος προσπόιδησε να τον πείσει να πόιει μαζί του σε μια τελετουργική λατρεία των δεών, ο Πλωτίνος αρνήδηκε με την περήφανη και κόιπως αινιγματική απάντηση: «Εκείνοι πρέ πει να έρδουν σύ εμένα, όχι εγώ σύ εκείνους» (Β. Πλ. ΙΟ. 338). Ωστόσο, μία φορόι πείστηκε να προσφύγει σε επίκληση του οι κείου του δαίμονα, ο οποίος φανηκε ότι δεν ήταν απλός δαίμο νας αλλόι δεός· σύμφωνα με τον Πορφύριο ήταν αυτή η αφορ μή που τον ώδησε να γράψει την πραγματεία ΠΙ. 4. Περίτου Ει ληχότος ημάς Δαιμονος (Β. Πλ. ΙΟ. Ι433). Αν όμως η τελευταία πληροφορία είναι σωστή, αποκαλύπτει τη στόιση του Πλωτίνου ακόμη καδαρότερα. Ο «ειληχώς δαίμων» της εν λόγω πραγμα τείας δεν είναι ένας ανδρωπόμορφος δαίμονας." αυτός με τον οποίο συνειδητό ζούμε. και ως εκ τούτου είναι τόσο μέσα μας όσο και υπερὅατικός (ΠΙ. 4. 36, ιδιαίτερα 3. 38, 5. Ι924). Ο Πλωτίνος είχε συνεπώς εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να πάρει τους μαδητές του από την παραδοσιακή δρησκεία και να τους οδηγήσει προς τη φιλοσοφία. Μπορούμε ως εκ τούτου να πούμε ότι η μαγεία, μολονότι είναι μια πραγματική δύναμη για τον Πλωτίνο, παραμένει περιορισμέ νης εφαρμογής και χωρίς καμία δέση στην εκπαίδευση του φιλο σόφου. Συνεπώς έδεσε μια πρόκληση σε φιλοσόφους όπως ο Ιαμ ὅλιχος, οι οποίοι είχαν μια υψηλότερη εκτίμηση για τη δεουργία." 38. Ο Πλωτίνος ωστόσο πίστευε σε τέτοιους δαίμονες· πρβλ. ΙΙ. Ι. 6. 54, ΙΙΙ. 5. 87, Ν. 3. ι8. 224, Ν. 4. 43. Ι2ι̃θ. 37. Πρβλ. περαιτέρω Α. Η. Ατιηειτσησ, «Υνεε ΡΙοτἰι·ιυε ει πιεη̨ίσΙετι?», Ρη̃τοηεειε Ι Ι (ι̃955) 78 9, σντιτιθέμενσς στον Ρ. Μσηεη, ‹‹ΡΙοτὶηυε απο πιεσὶσ», Ιείε ΧΠΥ (ΙΘΒΒ) 84ι̃8.
ΙΖ4
Φωώε...........έα..¬"Ω
ΠΛΩΤΙ ΝΟΣ
Ιν
Η Ατομική Ψυχή Συνεπώς, εφόσον η εμπειρία μάς δείχνει ότι η ανθρώπινη ψυχή περιέχει μέσα της όλες τις θεϊκές Υποστάσεις, το λογικό ερώτη μα το οποίο ανακύπτει είναι γιατί η ψυχήθπαραμένει χωρίς συ νείδηση αυτού του γεγονότος και πώς εξέπεσε σε αυτήν την άθλια κατάσταση (Ιν. 8. Ι. ΙΠ, ν. Ι. 12). Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα είναι πρώτα απαραίτητο να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε «εμείς» που ρωτάμε." Και αυτό το ερώτημα, όπως και άλλα, μπορεί να τεθεί είτε «στατικά» είτε «δυναμικά». Εφός σον η ψυχή, ως ένας «νοητός κόσμος», περιέχει όχι απλώς όλους τους Λόγους που επενεργούν στο επίπεδο της Ψυχής, αλλά και στα υψηλότερα επίπεθα του Νου και του Ενός (ΠΙ. 4. 3. 2127), τότε η ψυχή μπορεί να επιλέξει σύμφωνα με ποιες από αυτές τις αρχές προτίθεται να ζήσει και είναι το αποτέλεσμα της δικής της στάσης εκείνο που καθορίζει τη μελλοντική της επανοιγἐννηση.....,_........±ἔ°ιΜ Έτσι ιι }ΡΡ2ίίΙΞΡΟυ.επιλέγει το επίπεθο του λόγου θα ἑαναγεννηθεί ΚΝ, ως άνθρωπος, ενώ η ψυχή η οποία ενθίθει στην κατώτερη άλογη έῖ./, γή φύση της θα γεννηθεί ως ζώο ή ακόμη και ως φυτά" μπορούμε 7 επίσήςίνοι υπερὅούμε το ανθρώπινο επίπεθο και να ταυτιστούμε ί με το Νου (ν. 3. 4, ν. 8. 7. 315, ΙΙ. Ι24, νΊ. 5. 7. και 12), έτσι ,ΨΔζστες να θιαφύγουμε τελείως την επαναγέννησηἢἶ Έτσι από δυ ναμική άποψη «ταυτιςόμαστε» με το επίπεδο εκείνο στο οποίο επικεντρώνουμε εντονότερα την προσοχή μας. Από την άλλη με ριά, εάν θέσουμε το ερώτημα από στατική άποψη και ρωτήσουμε ποιο από αυτά τα επίπεθα είναι ο «πραγματικός μας εαυτός», τότε με αυτή μας την ερώτηση ενθέχεται να εννοούμε είτε (α) τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο επίπεθο; ή (ὅ) ποιον εαυτό ανακαλύπτουμε μετά την κάθαρσητων προσμίξεων που αποκτήσαμε κατά την
/
2
Μ
Ἐόίθἶἶω̃έ
εε. ιιρβλ. εε. ιιι.
ι.
4. 2.,
ι. ιο, ιν. 3. ι. ιιε. ν. ι. ι. εο5. νι. 4. ιν. 3. ιε. 85Θ. ν. 2. 2. ιιο. νι. 7. 67.
4ο. ιιρβιι. ιιι. 2. ιι.
8ιι,
ιιι. 4. ε. 3ο κε., ιν. 3. 24.
ιι.
2
ιο κε. κιιπ.
ει8, νι. ιι. ιο. εε47. Ι25
2
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
«εισὅολέα» που «τυλίχτηκε γύρω μας» (νΙ. 4. Ι4. 1615. 40· πρὅλ. Ι. 6. 5. 2258, Ιν. 7. ΙΟ. 2752); Στο πρώτο ερώτημα η απόιντηση είναι ξεκάθαρα η «Λογική Ψυχή» (Ι. Ι. 78, Ι3, ν. 3. 3. 2345)· στο δεύτερο φαίνεται πως η απαντηση είναι ο Νους, ο οποίος θεωρήθηκε υπερὅατικός στην πρώτη απαντηση (πρὅλ. Ι. 4. 9. 2830, ΠΙ. 4. 6. Ι5, Ιν. 7. 10. 3040). Η ασυμφωνία με ταζύ των δύο απαντήσεων αίρεται αν θεωρήσουμε ότι ο «Νους» στα τελευταία αυτά χωρία αποτελεί τη συντομογραφία της «Ψυ χής που συμμορφώνεται με το Νου››,4' αφού, όπως θα δούμε, η ψυχή στην καθαρή της κατασταση ταυτίζεται ουσιαστικα με το Νου (πρὅλ. σελ. 13940). Η αποδοχή όμως αυτής της απόιντησης εγείρει μια ακόμη σοὅαρότερη δυσκολία: ποια ὅόιση παραμένει για να διακρίνουμε ανάμεσα στην καθαρή Ψυχή και το Νου και συνεπώς ανόιμεσα στη Δεύτερη και την Τρίτη Υπόσταση; Εντού τοις μπορούμε τουλαχιστον να παρατηρήσουμε πως ούτε κατα τη στατική ούτε κατόι τη δυναμική αποψη παύουμε να είμαστε Ψυχή." Είναι λοιπόν η φύση της Ψυχής εκείνη στην οποία πρέ πει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Έχουμε ήδη μιλήσει σχετικά με την αντίληψη του Πλωτίνου για την Ψυχή ως μεταφυσική οντότητα. Αξίζει ωστόσο να δώ σουμε ιδιαίτερη προσοχή στῖς λεπτομέρειες της ψυχολογίας του, αφού κατά κοινή ομολογία αυτή περιλαμὅόινει μερικές από τις οξύτερες και προσφιλέστερες στο μοντέρνο αυτί παρατη ρήσεις. Το ενδιαφέρον του Πλωτίνου δεν είναι, ωστόσο, να δη μιουργήσει μια συστηματική και συνεκτική ψυχολογία η οποία θα καλύπτει όλες τις όψεις των ψυχικών δραστηριοτήτων. Αντ, αυτού προσεγγίζει μεμονωμένα τα διαφορα προὅλήματα, έχο ντας γενικόι στο νου του τις ανάγκες της πνευματικής ζωής του ανθρώπου· είναι αυτό ακριὅώς, για παραδειγμα, που υποκινεί το ενδιαφέρον να ανακαλύπτει ποιες ψυχικές λειτουργίες ανήκουν στην καθαρή κατασταση της ψυχής και ποιες εμφανίζονται ως συνέπεια της ενσόιρκωσής της. Ἑτσι οι αμφιταλαντεύσεις και 4ι̃. Πρβλ.
|. Θ. 6.
ι̃θΖι̃, Ν. 4. ι̃2. ν.
3.
Θ.
ι̃2·Ἱ5, νί.
4. Ἱ4.
ι̃72ι̃.
42. Η πιο λειττομερἠς προσπαθεια να εναρμονίσει στοτικές και δυναμικές αντιλήψεις γίνεται στην πραγματεία νι. 7. 47· ιτρβλ. επίσης ι. ι. ι2 και νι. 4. ιο.
Ι26
Π ΛΩΤΙΝΟΣ
μερικές φορές οι ασυνέπειες που ανακύπτουν ως προὅλήματα δεωρούνται από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ένα παράδειγμα έχουμε μόλις δει. Ένα αλλο εμφανίζεται κατά την πλωτινική δι αίρεση της ψυχής σε «λειτουργίες» ή «επίπεδα». Εφόσον κατά την όιποψη του Πλωτίνου η Ψυχή αποτελεί ένα μοναδικό έμὅιο συνεχές, κανένας κόιδετος διαχωρισμός δεν μπο ρεί προφανώς να γίνει μεταξύ τέτοιων επιπέδων και κόιδε διαί ρεση πρέπει ως εκ τούτου να είναι καπως αυθαίρετη. Γι“ αυτό. ενώ ο Πλωτίνος είναι συχνόι ικανοποιημένος με μια διμερή δια κριση των ψυχών σε ανώτερες και κατώτερες ή λογικές και όιλο γες (οι τελευταίες εγκολπώνονται όλες τις λειτουργίες που απα ριδμήδηκαν παραπάνω στη σελ. 95), σε όιλλςαςσημεία διαιρεί την
ψυχή
ση̨Β¿ εἑ3εεε.ετίη̨ἔδάζΠ¬ίΚαΤ8£¥ι3Β3ίΒ`λὀῖίγιεεχιι
μένο μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να χρησιμοποιεί εναλλα κ ι ¬7ί””× κτικα υο διαφορετικες τριμερειςῃδιαιρεσεις. Η πρωτηι απο αυς ×
2
2
×
τες αναγιβ›ρίξ_έςι_τῖηΞ:αιΑσδ_ιιτηΞακη..αντιληψη ωω̃ότῖομο επί πεδο, ενδιόιμεσο μεταξύ ενςιἐοιαιςήςςισκέψης και ‹‹φυ~τικής”ψυχής›› η οποία ονομάζεται έτσι λόγω της ευδύνης της για τη δρέψη και την αύξηση. περιλαμὅόινει όμωςςςεπίσης τις σωματικές επι δυμίες και τα συναισδήματα.“ αναγνωρίζει στην κο ρυφή της Ψυχής έγαἕοαπτωτοωῃεπίτίεδο. το οποίο παραμένει σε αιώνια ενατένιση τιου Νου χωρίς ποτέ να κατεὅαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Ο Πλωτίνος δέχεται ότι η αναγνώριση ενός τέτοιου επι πέδου αποτελεί καινοτομία (Ιν. 8. 8. Ι6), μια καινοτομία την οποία λίγοι από τους διαδόχους του δέλησαν να ακολουδήσουν. Σύγχυση πιδανότατα προκύπτει από το γεγονός ότι το «ενδιόιμε σο» επίπεδο της Ψυχής ταυτίζεται κατά την πρώτη ταξινόμηση με την αισδητηριακή αντίληψη και κατά νοιακή σκέψη (Π. 9. 2. 4. κ.ε.. Ιν. 3. 12. 18) και το πρόὅλημα γί νδεται̃διι̃κόμήί χειρότερο από τις συχνές προσπόιδειες του Πλωτί νου να υποστηρίξει τον «απτωτο» χαρακτήρα της έλλογης ψυ χής στο σύνολό της (πρὅλ. σελ. 130Ι). Είναι συνεπώς αναγκαίο
τη
48. Γα τη διμερή διαίρεση πρβλ. π.χ. Ν. 8 κεφ. 4 και 2732· για την τριμερή διαίρεση πρβλ. ΙΝ. 4. 2, Ν. Θ. 3. 1029. Υ. 2. 2. 4ι̃0, νι. 7. 56· ακόμη πιο λεπτομερής αναπτυξη της τελευ ταίας παραδίδονται στις ί. ί. 8. ί823, Ν. 4. 27. ίι̃ί7, Υ. 8. 9. 2835.
ΙΖ7
τ
ἱ
.
β
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
να στρέψουμε την προσοχή μας στα συμφραξόμενα ώστε να δια κρίνουμε ποια ταξινόμηση τίδεται ως προϋπόδεση σε κόιδε δεδο μένο χωρίο. Μια τριμερής ταξινόμηση την οποία απεναντίας ο Πλωτίνος πολύ δυσκολα χρησιμοποιεί είναι η πλατωνική τριμε ρής διακριση της ψυχής σε λογικό, «δυμοειδές» (θυμός) και επι δυμητικόν (εντούτοις πρὅλ. ΠΙ. 6. 2. ΖΖ κ.ε.). Προσδιορίξοντας το «δυμοειδές μέρος» της ψυχής αποκλειστικα ὅόισει του δυμου (σε αντίδεση με τα ετερογενή φαινόμενα που ο Πλόιτωνας περι λαμὅόινει σε αυτόν τον όρο), ο Πλωτίνος αρνείται συμπερασμα τικό. να του προσδώσει υψηλότερη δέση από εκείνη του επιδυ μητικού. Τόσο ο δυμός όσο και η επιδυμία είναι κατά την όιποψή του εκδηλώσεις της «φυτικής» ψυχής του ανδρώπου και αμφό τερες έχουν τις ρίξες τους στο φυσικό σώμα (Ιν. 4. Ζ8).“ Οι λεπτομερέστερες συζητήσεις του Πλωτίνου για τη σχέση σώματος και ψυχής εκτυλίσσονται σε σχέση με το πρόὅλημα της Απόιδειας. Στόχος του εδώ είναι να προφυλάξει την ψυχή από την ουσιαστική μεταὅολή και τη συγκινησιακή διατάραξη, με σκοπό να απαντήσει τόσο στην κατηγαρίΩαΈω̨1£.Σ.κΞπ1υ‹ών.ό_π_έ,ν,αρν.±ιπο κείμενο σε αυτές δεν μπορεί νριςείναιαδανατο (1. 1. 2. 913, ΠΙ. 6. 1. 283Ο° πρὅλ. σελ. 58) όσο και στην πγαραδοχήἑτῳνςωσςτικών ότι υφίσταται αμαρτία και όιγνοια στονίπνευματικό κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόὅλημα κυριαρχεί στις πρώιμες πραγ ματείες της δευτερης περιόδου του, όταν τον απασχολοόσε η γνωστικιστική απειλή· εμφανίξεται τόσο στην πραγματεία του για την Απόιδεια (ΠΙ. 6. 15) όσο και στην πραγματεία για την Ψυχή (Ιν. 4. 1829), ενώ μια τρίτη συξήτησή του γίνεται στη μεταγενέ στερη πραγματεία Ι. 1. Θεμελιώδης σε όλες αυτές τις πραγματεί ες είναι η δεωρία του Πλωτίνου συμφωνα με την οποία η ψυχή δί νει στο σώμα μέρος της δικής της ξωής (ή, με νεοπλατωνικοὐς όρους, μια «εικόνα» αυτής της ξωής, Ι. 1. 7. 16, Ιν. 4. 14, 18 κ.ε., νἰ. 4. 15. 818) και ότι σε αυτό το ξωοποιημένο σώμα είναι που εδρεύουν τα συναισδήματα ή τα πάδη, όρος ο οποίος περιλαμ ὅόινει φαινόμενα όπως η ηδονή, ο πόνος, η επιδυμία και ο δυμός. 44. Για τη σταση των Νεοπλατωνικών απέναντι στον ιτλατωνικό τριμερισμό της ψυχής πρβλ.
παραπανω σελ. 61 και σημ. 11.
128
ΠΛΩΤΙΝ ΟΣ
Η οπτική των πραγματειών είναι ωστόσο κάπως διαφορετική και τις λεπτομέρειες τους δεν δα τις παρακολουδήσουμε εδώ. Η κύ ρια απόκλισή τους έγκειται στο γεγονός ότι η πραγματεία για την Ψυχή προσφέρει μια λεπτομερέστερη ανάλυση από τις άλλες δύο, διακρίνοντας δύο ὅαδμίδες στη διαμόρφωση των συγκινήσε ων, την καταγωγή τους στο ζωοποιημένο σώμα και την ολοκλήρω σή τους στο κατώτερο μέρος της ψυχής (πρὅλ. Ιν. 4. 20Ι). Η πραγματεία Ι. 1, από την άλλη μεριά, απλώς διακρίνει τις δρα στηριότητες της καδαρής ψυχής από εκείνες που ὅρίσκονται στ η σύνδετη οντότητα η οποία αποτελείται από το σώμα και το κα τώτερο μέρος της ψυχής (το «ζώιον›› του τίτλου της πραγματεί ας). Γιατί η ανάλυση δείχνει ότι τα «πάδη» δεν μπορούν να απο δοδούν μεμονωμένα ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την επιδυμία για τροφή και πο τό. Είναι σαφές αφενός ότι δεν είναι η ψυχή αλλά το σώμα εκεί νο το οποίο χρειάζεται ανανέωση· αφετέρου τα άψυχα σώματα δεν νιώδουν επιδυμία." Η αμφιταλάντευση του Πλάτωνα επί του δέματος είναι ευρέως γνωστή: ο Φαίδων αποδίδει τέτοιες επιδυ μίες στο σώμα, ο Φιληὅος στην ψυχή. Ακόμη είναι σαφέστερ Ο ότι τόσο η φυσική ευχαρίστηση και ο πόνος (Ιν. 4. Ι8. 1936) όσο και η αισδητηριακή αντίληψη (Ιν. 4. 23) προϋποδέτουν την απο κοινου δραση σωματος και ψυχής. Το τελικό συμπέρασμα Χ της πλωτινικής συζήτησης είναι συνεπώς σαφές: η μεταὅολητ και η συςναισδ ατικί δι αραχή εδρεύουν στο ζωντανό σώ αίἶςψτςὅῃέ .............. Με μ και δεν αγγίζουν την ψυχήα̃κρἑδι̃αυτή. Οι λεπτομέρειες αυτου το ι. Ν Μι συμπεράἦμάτος συχνά αντλούνται από τις παρατηρήσειςι προηγούμενων στοχαστών, ιδιαίτερα από την έρευνα του Πο σειδωνίου και του Γαληνού, στη γραμμή του Αριστοτέλη (Π. Ψυχ. Ι. Ι. 4Ο3εΒ· πρΰλ. παραπάνω σελ. 60Ι), για τις σχέσεις μεταξύ των συναισδημάτων του ανδρώπου και της φυσικής το Ὁ σύστασης (πρὅλ. Ενν. Ιν. 4. 21. ΙΙ4, 28. 28 κ.ε.). Εζίσου σημα ντική είναι η αριστοτελική άρνηση (που αναπτύχδηκε, όπως Ο να
ι
νι
Ι. ι. 2. ισι8, 4. ιι̃0, Ν. 4. 20. ιιο, 2ι̃. ι42ι. Αυτό είναι αλήθεια, ωστόσο, μόνο γιατη φυσική επιθυμία· οι επιθυμίες της ανώτερης ψυχης (οπως η λαχτάρα της προς το Αγαθόν) δεν έχουν σωματικές ρίζες (ιτρβλ. Ι. ι. 5. 268, ι. 8. τη̨̃. 213, ιν. 7. 85. 235).
45.
Ι29
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Πλωτίνος αποτυγχάνει να εντοπίσει, ως αντίρρηση στον Πλά τωνα) ότι η ψυχη, προκειμένου να κινησει το σώμα, πρέπει η ίδια να κινείται (Π. Ψυχ. Ι. 34. 4Ο5Ἐ›4Ο9α· πρὅλ. Ενν. Ι. Ι. 4. 257, ΠΙ. 6. 4. 3452) και η προσέγγιση του, εκεί όπου συζητά την αι σδητηριακη αντίληψη στη διάκριση διανοητικών και σωματικών πράξεων (Π. Ψυχ. Π. 5. 4Ι7Ι› 2 κ.ε.). Ο Πλωτίνος παραπονιέται ωστόσο, και όχι αδικαιολόγητα, ότι ο Αριστοτέλης αποτυγχάνει να στηρίξει επαρκώς αυτην τη διάκριση και ότι η δεωρία του για τη μνημη, συγκεκριμένα, τείνει επικίνδυνα προς το στωικό υλι σμό (Ιν. 6. 3). Ενάντια στους Στωικους, τον κύριο στόχο της επί δεσης του, επιχειρηματολογεί ότι στη γνώση δεν περιλαμὅάνε ται η αποδοχη μιας παδητικης «εντὐπωσης» από την ψυχη° στην αίσδηση, όπως και σε άλλα ψυχολογικά φαινόμενα, όλες οι παδητικές μεταὅολές λαμὅάνουν χώρα στο έμψυχο σώμα και ο ρόλος της ψυχης είναι η εζ ολόκληρου ενεργητικη παρατηρηση των εντυπώσεων που εγγράφονται στο σώμα. Και εδώ δεν μπο ρεί να υπάρξει ζητημα εντυπώσεων οποιουδηποτε είδους σε σχέση με τη σκέψη και τη μνημη οι οποίες είναι εντελώς ανε ξάρτητες από το σώμα." Γι, αυτό, αν λέμε ότι η ψυχη «μετα ὅάλλεται» όταν ασκεί η όταν σταματά να ασκεί αυτές τις δρα στηριότητες, δα πρέπει να ξεκαδαρίζουμε ότι τέτοιες «μεταδο λές» δεν έχουν τίποτε κοινό με τις παδητικές μεταὅολές των υλικών αντικειμένων και συνεπώς δεν αποτελουν την παραμικρη απειλη για την αδανασία της (ΠΙ. 6. 2. 3454). Μέχρι στιγμης οι στόχοι του Πλωτίνου είναι λογικά ξεκάδα ροι. Η δυσκολία της δεωρίας του πηγάζει από την αμφισημία του όρου απάδεια, η οποία τον οδηγεί να υποστηρίξει όχι μόνο ότι η πλάνη και η κακία δεν προκαλούν καμία ουσιώδη μεταὅο λη στην ψυχη (ΠΙ. 6. 2), αλλά και ότι η ψυχη στην πραγματικό τητα δεν υπόκειται με κανέναν τρόπο σε αυτές. Το πρόὅλημα δα αποσαφηνιστεί αν πάρουμε ξεχωριστά τα διάφορα ψυχικά επί πεδα. Έτσι ο Πλωτίνος δεν αντιφάσκει πουδενά με τον ισχυρι σμό του ότι το υψιστο, άπτωτο επίπεδο της ψυχης παραμένει 46. ί. Ἱ. 7. 8Ἱ7, ||ί.
Ι3Ο
Β.
Ἱ. Θι̃ι̃, Ν. 3. 28. ί34, ίν.
Θ
ρεεεἰτη, ίν. 7.
Θ.
3?48.
ΠΛΩΤ1 Ν ΟΣ
ανεπισκίαστο από την πλάνη και ποτέ δεν κατεὅαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Από την άλλη μεριά, γενικά παραδέχεται ότι η άλο γη ψυχή μπορεί ναςαμαρςτήσει, τουλάχιστον υπό την έννοια ότ
απεεπγπτετοεόαΚΟτδδεἦδἔιειτετεττα̃εεετἦιξιοιιττγιιειιξ; αν Κα ακόμη και εδώ προτείνει ότι η κακία μπορεί να είναι μόνο μια ανδυγιεινή κατάσταση του σώματος (ΠΙ. 6. 2. 657). Η πραγμα τική δυσκολία όμως ανακύπτει πάνω από το ενδιάμεσο, το λογι κό μέρος της φυχής. Γιατί, ενώ ο Πλωτίνος σε μερικές περιπτώ σεις παραδέχεται ότι μπορεί να αποτύχει να ακολουδήσει τις εντολές του Νου ή ότι μπορεί να υποστεί ζημία από την προσή λωσή της στην ύλη (1. 8. 4. 1722), σε άλλες περιπτώσεις αρνεί ται ότι ο λόγος υπόκειται σε σφάλμα. Στην πραγματικότητ υποστηρίζει, η αιτία του σφάλματος οφείλεται στην αποτυχία της άλογης φύσης μας να ακούσει το λόγο· ομοίως, ένας ηλι κιωμένος σοφός μπορεί να αποτύχει να επιὅληδεί σε μια άτακτη συνάδροιση αν ο ίδιος δεν τιδασεύσει την αταξία στον εαυτό του (1. 1. 9, Ιν. 4. 17. 1927, ν1. 4. 15. 18 κ.ε.). Οι δυσκολίες που εμπε ριέχονται σε μια τέτοια οπτική είναι προφανείς, και ακόμη και με την καλύτερη προαίρεση στον κόσμο την οποία ομολογου μένως δεν επιδείκνυαν πάντα οι χριστιανοί επικριτές είναι δύ σκολο να δούμε πώς δα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Για τον ίδιο τον Πλωτίνο είναι δύσκορλοη̨̃ναῇεἐςηγήσειωγιαωποιοςλωόγο χρειά ζεται η ηδβή.πειδαρἶχ_ἔι:τΕρῖόκειμέν,ου...νεα̨ςγίνει η ψυχή απαδής αν είναι ήδη απαδής από τη φύση της (ΠΙ. 6. 5· πρὅλ. 1. 1. 12, ν1. 4. 16). Εκεδόπδῖΐείνόιιδπάνταίεμφατικός, ωστόσο, είναι στο ότι
| ι κ κ Γννὐ°ΡἶἴΧρΰ απωτατηπηγηαταπεκακομεῷχψη̨ γαιςη̨ ςςφυχη αλλοιςηω Υλη, η οποία κοινωνεί τη δική της αδυναμία στα σώματα που ὅασίξόνται σε αυ εἴγι 5 τήν και ως εκ τούτου, χάρη στην αμοιὅαία σύνδεση σώματος και άλογης ψυχής, στην τελευταία° τελικά, η αναταραχή που με αυ τόν τον τρόπο δημιουργείται αποσπά τη λογική ψυχή από την ενατένιση (1. 8. κεφ. 45, 8, 1315). Συνάγεται λοιπόν ότι δεν μπο α
2
2
2
.
Μ,
ρεί να υπάρχει καμία αμαρτία ή πλάνη σε μια φυχή ελεύδερη από τη σωματική επιρροή (1. 8. 15. 1223· πρὅλ. 1. 1. 2). Ακόμη όμως και αυτόν τον ισχυρισμό ὅρίσκουμε δυσκολίες να τον εναρ μονίσουμε με την πλωτινική δεωρία της πτώσης της φυχής.
131
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΧΣΜΟΣ
Η αποδοχή της ψυχικής παδητικότητας ήταν ένα σημείο για το οποίο ο Πλωτίνος δεωρούσε πως οι σύγχρονοί του Πλατωνι κοί ήταν υπερὅολικά επηρεασμένοι από το στωικό υλισμό. Ένα άλλο σημείο αφορούσε ένα κλασικό ζήτημα διαμάχης από την εποχή του Αριστοτέλη, την ερμηνεία της αναφοράς του Πλάτω να στην ψυχή ως αποτελούμενη από «μέρη», τα οποία ο Τη̨̃ιιαι ος τοποθετούσε σε διαφορετικές περιοχές του σώματος. Για τον Πλωτίνο ήταν απολύτως απαραίτητο να ερμηνεύσει αυτούς τους ισχυρισμούς σύμφωνα με τη δική του μη χωρική σύλληψη της Ψυχής. Η απάντησή του ήταν, πρώτον, ότι οι διάφορες λειτουρ γίες της ψυχής είναι «παρούσες» στα κατάλληλα όργανα, υπό την έννοια ότι η λειτουργία τους λαμὅάνει χώρα εκεί, και ότι αυ τό με τη σειρά του απορρέει από το γεγονός ότι κάδε μέρος του σώματος είναι προσαρμοσμένο έτσι ώστε να υπηρετεί ως όργα νο κάδε δύναμη της ψυχής (πρὅλ. παραπάνω σελ. 951· για πα ράδειγμα, μόνο το αίμα γύρω από την καρδιά αποτελεί κατάλ ληλο όχημα για το δυμό. Με αυτόν τον τρόπο εξηγεί τον εντο πισμό του δυμού στο στήδος και της επιδυμίας στην κοιλιά από τον Πλάτωνα (Ιν. 3. 23, Ιν. 4. 28. 118). Ο λόγος, κατά την άπο ψή του, δεν διαδέτει κανένα ιδιαίτερο σωματικό όργανο (1ν. 3. 19. 247, ν. 1. ΙΟ. 13 κ.ε.), κατά συνέπεια εδράζεται στο κεφάλι μόνο κατά την έννοια ότι ο λειτουργικός ρόλος της ψυχής είναι να εποπτεύει την αίσδηση και την κίνηση, η οποίες είναι «πα ρούσες» στον εγκέφαλο στο ὅαδμό που τα όργανά τους, τα νεύ ρα, έχουν εκεί την απόληζή τους (Ιν. 3. 23. 2135). Παρόμοιοι λόγοι εξηγούν για ποιο λόγο η ατομική ψυχή, μολονότι ελεύδερη από χωρικούς περιορισμούς, εντούτοις περιορίζεται στη διακυ ὅέρνηση ενός συγκεκριμένου σώματος (Ιν. 9. 3. 18 κ.ε.)° για μία ακόμη φορά, μόνο αυτό το σώμα μπορεί να προσαρμοστεί σε αυ τήν τη συγκεκριμένη ψυχή (και ότι πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο σώμα, όπως έχουμε δει, διασφαλίζεται από το νόμο της δείας δί κης· πρὅλ. Ιν. 3. 13. 15, 24 Ραεεὶπι). Ενώ όμως οι χωρικοί πε ριορισμοί στους οποίους φαίνεται να εμπίπτει η ατομική ψυχή είναι άρα μόνο φαινομενικοί, παρ, όλα αυτά δηλώνουν ότι η δύ ναμη της ατομικής ψυχής, αντίδετα προς την Ψυχή του Κόσμου, 132
_κ
#3· π..„___,
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
δεν αρκεί για να κυὅερνἠσει ολόκληρο το σύμπαν (Ιν. 3. 6). Επιπλέον η σχέση της ανθρώπινης ψυχῆς με το σώμα της (μο λονότι όχι και η σχέση μεταξύ των ουρόινιων ψυχών με τα σώμα Τει τους, ιι. 9. 8. 3ο9, ιν. 3. 11. 237, ιν. 8. 2. 3853) εμπεριεχει μια ανεπιθύμητη συναισθηματική προσκόλληση σε αυτό το σώ μα, πρόιγμα που την οδηγεί να επικεντρώνει την προσοχη της στο σώμα αντί σε ολόκληρο το σύμπαν. Και αυτό εγείρει το πρό ὅλημα του πώς η ψυχη αρχικόι εισέρχεται σε αυτόν τον κόσμο. Όπως και οι περισσότεροι διόιδοχοί του, ωστόσο λιγότερο κα τηγορηματικόι, ο Πλωτίνος δέχεται τη στωικἠς έμπνευσης θεω ρία των διαδοχικών κοσμικών κύκλων, στον καθένα από τους οποίους επαναλαμὅάνονται ατέρμονα τα ίδια γεγονότα (Ιν. 3. 12. 1219, ν. 7. 3. 1318)· αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η ψυχή πρέ πει να κατέὅει σε αυτόν τον κόσμο τουλαχιστον μία φορόι στη διόιρκεια καθενός κύκλου. Προσεκτικἠ εξέταση θα δείξει ότι μό νο έτσι μπορεί να υποστηριχτεί η ύπαρξη τόσο ενός αιώνιου κό σμου όσο και ενός πεπερασμένου αριθμού ψυχών και Ιδεών (πρὅλ. ν. 7. 1. 11 13· επίσης παρακόιτω σελ. 159). Το πρόὅλημα για έναν Πλατωνικό ήταν να συμὅιὅόισει την αντίληψη του έργου Φαιδρος για την κόιθοδο της ψυχῆς ως αποτέλεσμα αμαρτίας με τον ισχυρισμό του έργου Τιμαιος ότι η ψυχη ὅρίσκεται εδώ με θε ῖκἠ αποστολή. Οι διεξοδικότερες προσπαθειες συμὅιὅασμού από τον Πλωτίνο ὅρίσκονται στην πρώιμη πραγματεία Ιν. 8 και στο μεγόιλο ψυχολογικό έργο Ιν. 34 της μέσης περιόδου του (Ιν. 3. 917· πρὅλ. Ιν. 4. 35). Η λύση του ὅασίξεται στην πραγμόιτευση της καθόδου της ψυχῆς ως ὅιολογικἠς αναγκαιότητας προερχό μενης από τον Καθολικό Λόγο." Έχουμε δει ότι ο φυσικός κόσμος ως ξωντανός οργανισμός πρέπει να διέπεται από ένα νόμο παρό μοιο με εκείνους που προκαλούν όιλλους οργανισμούς να ανα πτύξουν τις κατόιλληλες δυνόιμεις και όργανα την κατόιλληλη στιγμή (Ιν. 3. 13. 117). Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η ψυχή στέλνεται εδώ η̨οιτια̨ό" το Θεη̨̃όωυπωόηη̨̃τωηνω̨̃έςννοια τόσονότιἐιαεἑιθοδός της 47. 'Ενα ζήτημα το οποίο παρουσιαζεται καλά από τον Ε. Η. Οοαοε, Ρειρεπ πιο Οπτιειιεπ Ιπ επ Αη̨ε οι°Αιυ‹Ιοτν, σελ. 246. Δεν μπορώ, ωστόσο, να συμφωνήσω μαζί του ότι η ‹<βιολογική» προσέγγιση έχει την πρόθεση να εξαιρέσει την έννοια της πτώσης.
ι.το
ζ Ξ
1
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
είναμαυδόρμἑητω̨οὔαπἔέλεσμα αυτού του νόμου όσο και ότι η δια κυὅέρνηση του σώματος στο οποίο κατέρχεται ὅοηδόι στη δεϊκἠ διαχείριση του αισδητού κόσμου (Ιν. 8. 5. ΙΟΙ4). Το σημείο στο οποίο η ὅιολογικἡ προσέγγιση συνδέεται με την αρνητικη αποψη της καδόδου της ψυχης είναι στο ότι η ῷυ̃ἰἦζιἔα̃υ̃ἔδξίνη̨̃ῖενστι κτωδώς και Λο.. .ιητυφλόι· ο Πλωτίνος το συγκρίνει αυτό με τη σε .. ρω) .|..........κ¬..‹„...„ ,όιρα ἶουαλικἠ ορμη η με την παρορμητικἠ εκτέλεση μιας ηρωικἠς πρόιξης (Ιν. 3. Ι3. 1820). Ακόμη λιγότερο μπορεί να ιδωδεί ως εκούσιος προσδιορισμός της ταυτότητας της εκ μέρους της ίδιας της φυχἡς ‹‹η επιδυμία να ανηκει στον εαυτό της», ΠΙ. 9. 3. 9 16, Ιν. 4. 3. Ι3, ν. 1. Ι. 5 ἡ ως πρόιξη ναρκισσισμού μέσω της οποίας ερωτεύεται το ίδιο το είδωλό της (δηλαδη με το αστρικό της σώμα να την περιμένει), «ὅλέποντας το είδωλο ωσόιν στον καδρέφτη του Διόνυσου» (Ιν. 3. 12. 12, πρὅλ. Ι. 6. 8. 816). Υπό αυτό το πρίσμα, το κίνητρό της μπορεί να χαρακτηριστεί από τον πυδαγόρειο όρο τόλμη (τόλμα, ν. Ι. Ι. 4). Και οι συνέπειές του εί ναι ατυχείς, εφόσον ο αυτοπροσδιορισμός ισοδυναμεί με αυτοα πομόνωση· το αποτέλεσμα είναι ότι μια φυχἠ η οποία εν δυνάμει εμπεριέχει το σύνολο του Πραγματικού επιλέγει όιντό αυτού να συνδέσει τον εαυτό της με, και ως εκ τούτου να αυτοφυλακιστεί σε, ένα μικρό μέρος αυτού του Πραγματικού (Ιν. 7. Ι3. 813, Ιν. 8. 4. ΙΟ κ.ε., νΙ. 4. Ι6. 2236). Γι' αυτό και αντίδετα προς την αυ τοδημιουργία των δεῖκών Υπω̃ι̃τόσεων η κόιδοδος της φυχἠς δεν Μ
νιιειεί νοωιεκοιικ±εοιε.1εΞ„ἑ×ν9.<2ιειιι鱄Β;›παυτον9 διότι εοαι πλήρως
3
.σμνε@τη,ἶιδεύτερον, επειδἢἢδόοδηγείἰ την να συνδέσει τον εαύτόὴίἦςχμε μια κατώτερη σφαίρα ύπαρξης (Ιν. 8. 5. 8ΙΟ). Από την όιλλη μεριόι, δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικού καταναγκα σμού, αφού ο νόμος ο οποίος την υποκινεί αποτελεί έκφραση της ΰσδύτεοης φύσης της ψυχης (Ιν. 3. 13. 1732). Με αυτόν τον τρόπο ο Πλωτίνος προσπαδεί να συμὅιὅόισει τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς του Πλόιτωνα. Όσο ευφυἠς όμως και αν είναι η προσπόιδειόι του, αφηνει σοὅαρόι προὅλἠμα τα όιλυτα. Γιατί, αν η κόιδοδος της ψυχῆς (και εντέλει οτιδηποτε αυτη κανει) αποτελεί έκφραση του Καδολικού Λόγου, με ποιο τρόπο οι φαύλοι μπορούν να κατηγορηδούν για τις πρόιξεις Ι34
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
τους; Η απάντηση του Πλωτίνου δεν μπορεί να δεωρηδεί επι τυχής (πρὅλ. 111. 2. κεφ. 1Ο, 1718, 111. 3. 34). Αντίστροφα, με ποιο τρόπο το πρωταρχικό αμάρτημα το οποίο αποδίδεται στην ψυχή κατά την προενσαρκωμένη της κατάσταση μπορεί να συμ ὅιὅαστεί με την επιμονή του Πλωτίνου ότι το κακό εγείρεται σε αυτή μ ἑ9Ξἐ¥ἑη̨ἑ*α̨μ#ζυἑΧ2ἩἕἩη̨̃ΕΧ3ασώμα (1. 8. 15. 12 21), Προφανως με τέτοιους συλλογισμούς κατά νου (πρὅλ. Π. 3. 1Ο. 36, 111. 4. 5. 419) η ύστερη πραγματεία 1. 1 δηλώνει ότι η ψυχή δεν κατεὅαίνει πραγματικά σε αυτόν τον κόσμο, αλλά απλώς προὅάλλει το είδωλο του εαυτού της εδώ (1. 1. 12. 218). Αυτό ολοφάνερα δεν λύνει το πρόὅλημα, αφού αποτυγχάνει να εξηγησει γιατι ταυτιςουμε εσφαλμενα τους εαυτους μας με αυτο το είδωλο και χρειάζεται να εξαγνιστούμε από την επιρροή του. Και αυτό μοιάζει να επιὅεὅαιώνει το μη ικανοποιητικό της πλω τινικής δεωρίας για την Απάδεια της ψυχής. Είδαμε σε σχέση με τον Νουμήνιο (σελ. 71) τη δεωρία σύμφω να με την οποία η ψυχή κατεὅαίνει σε αυτόν τον κόσμο μέσω των πλανητικών σφαιρών. Ο Πλωτίνος εναρμονίςει αυτήν τη δεωρία με τη δική του άποψη μέσα από την παρατήρηση ότι, αφού τα λεπτότερα σώματα είναι καταλληλότερα στο να συμμετέχουν στην ψυχική δραστηριότητα, οι ουρανοί δα πρέπει συνεπώς να τη λαμὅάνουν πριν από τη γη (Ιν. 3. 17. 112). Όμως, μόνο όταν φτά σει στο γήινο σώμα που έχει προδιαγράψει γι' αυτήν η Ψυχή του Κόσμου, ολοκληρώνεται η πτώση. Γιατί τώρα ένας καινούργιος κίνδυνος ανακύπτει. Σε αντίδεση με το καδολικά περιεκτικό κο σμικό σώμα και τα λεπτοφυή σώματα των άστρων, το ανδρώπινο σώμα αποτελεί ένα σύνδετο και ασταδή συνδυασμό στοιχείων, χρειάζεται διαρκή ανανέωση και είναι εκτεδειμένο σε εξωτερι κούς κινδύνους (1ν. 8. 2. 614). Είναι ακριὅώς αυτή η αστάδεια που αποτελεί την πηγή των επιδυμιών και των συγκινησιακών αναταραχών της κατώτερης φύσης του ανδρώπου και αυτή η οποία απαιτεί την εσκεμμένη μεσολάὅηση της ανώτερης ψυχής του (πρὅλ. Ιν. 4. 1721 Ρεεεὶτιι, Ιν. 8. 8. 1722)° ο έλεγχος των σω μάτων τους εκ μέρους των δεϊκών ψυχών είναι αντίδετα μια άκο πη διαδικασία η οποία δεν παρεμποδίζει την υπερὅατική τους 135
4
σ'
νι
\/
Β/
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ό
αφ
ενατένιση (Π. 9. 7. 118, ΠΙ. 4. 4. 27, Ιν. 8. 2. 14 κ.ε.). Εξ ου και το σώμα τους δεν είναι γι, αυτές φυλακή και τοσο η περιφρόνη τικη κατηγορια των Γνωστικων οτι δεν μπορουν ποτε να το εγκα ταλείψουν όσο και ο ισχυρισμός των Επικούρειων ότι η άσκηση της πρόνοιας δα είναι φορτίο γι” αυτές ὅασίζονται σε εσφαλμέ νους συλλογισμούς (Π. 9. 18. 3548, Ιν. 4. 12. 3949). Η ανδρώ πινη ψυχή, από την άλλη μεριά, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο η φροντίδα του σώματος και της κατώτερης φύσης της να γίνει πρωταρχικός της σκοπός και να ξεχάσει το Νοητό κόσμο (Ιν. 3. 17. 1831). Έτσι δένεται με το σώμα και καταδικάζει τον εαυτό της σε μελλοντική επαναγέννηση. μέχρις ότου την ελευδερώσει η φιλοσοφια (πρωι. 111. 9. 3. 716. ιν. 8. 4. ιο35. 7. 9. κε). Ένα περαιτέρω παράδοξο αναφαίνεται στην πλωτινική πραγ μάτευση της λογικής και της μνήμης. Δίνει έμφαση στο ότι αυτές οι λειτουργίες δεν χρειάζονται κανένα σωματικό όργανο (Ιν. 3. 19. 247, 26 ρεεεὶτιι, ν. 1. 1Ο. 13 κ.ε.), αντιπαρερχόμενος το αριστο τελικό επιχείρημα συμφωνα με το οποίο οι ανδρώπινες δυνάμεις της μνήμης διαφέρουν συμφωνα με τη σωματική τους φυση μέ σω της πλατωνικής άποψης ότι το σώμα δεν αποτελεί ὅοήδεια, αλλά εμπόδιο στις πνευματικές δυνάμεις του ανδρώπου (Ιν. 3. 26. 1216, 506· πρὅλ. Φαιδων 65Α κ.ε.). Είναι άρα φανερό ότι αυ τές οι δυνάμεις δα ὅελτιωδουν από το διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα, στην πραγματικότητα όμως αυτό είναι εφικτό μόνο ανά μεσα στις διαδοχικές ενσαρκώσεις (πρὅλ. Ιν. 3. 27. 1422). Διότι, όταν η ψυχή επιστρέφει στο Νοητό κόσμο, επαναστρέφεται στην ενορατική ενατένιση και δεν έχει καμία περαιτέρω ανάγκη οποι ασδήποτε κατώτερης λειτουργίας (Ιν. 3. 18, Ιν. 4. 12). Ότι η εν νοιακή σκέψη είναι απαραίτητη μόνο στα όντα των οποίων η γνώ ση είναι ατελής υποστηρίζεται από τον Πλωτίνο, που εδώ ακο λουδεί τον Αριστοτέλη, ὅάσει του επιχειρήματος ότι ακόμα και σε αυτόν τον κόσμο οι τελειότερες τέχνες προσφεὐγουν λιγότερο στην περίσκεψη.°®8 Η περίπτωση της μνήμης είναι περισσότερο πολύπλοκη και απαιτεί λεπτομερέστερη ανάλυση. 48. 1ν.3. 18. 57, Ν. 8. 8. 1318· πρβλ. Φυσ. παραπάνω σελ. 588, 987, Μι2.
136
Η.
8. 1991: 26 κ.ε.,
ΗΝ |||. 3. 1112131. κ. ε., Πρβλ.
ΠΛΩΤ1 ΝΟΣ
Σημείο εκκίνησης για τον Πλωτίνο είναι η θεωρία του Αρι στοτέλη σύμφωνα με την οποία η μνήμη συνδέεται με την ενα τένιση μιας νοητικής αναπαράστασης. Ωστόσο, δεν συμφωνεί με τον Αριστοτέλη στο ότι αυτό αποτελεί λειτουργία της αισθητη ριακής ψυχής· σύμφωνα με την άποψη του Πλωτίνου οι λογικές και αισθητηριακές ψυχές διαθέτουν η καθεμία τη δική της φα ντασια, μολονότι η διττότητά τους συνήθως διαφεύγει από την προσοχή μας (Π/. 3. 2931). Τα αντικείμενα αυτής της φαντασίας μπορεί να είναι είτε νοητικές αναπαραστάσεις είτε λεκτικοί τύ ποι (λόγοι), τα οποία αντιπροσωπεύουν τις καθαρές Ιδέες στο επίπεδο της Ψυχής, προὅάλλοντάς τες στη συνείδηση «όπως σε καθρέφτη». Και αυτό εξηγεί γιατί συνήθως δεν αντιλαμὅανόμα στε τη Νοητική ενατένιση στην οποία είναι αέναα προσηλωμέ νος ο ανώτερος εαυτός μας· το πρόὅλημα είναι ότι η τελευταία αποτυγχάνει να φτάσει στη «φαντασία» μας, εκεί όπου συγκε ντρώνεται η προσοχή μας." Ένα περαιτέρω συμπέρασμα είναι η ερμηνεία του Πλωτίνου ότι η θεωρία του Πλάτωνα για τη γνώση ως Ανάμνηση δηλώνει όχι μια προσωρινή ανάκτηση αυτού που η ψυχή γνώριζε στο παρελθόν, αλλά μια αφύπνιση εκείνου που ο αληθινός της εαυτός γνωρίζει αιώνια (Ιν. 3. 25. 2734). Ομοίως ισχυρίζεται ότι υπάρχουν πολλές δραστηριότητες του κατώτε ρου μέρους της ψυχής, για παράδειγμα επιθυμίες και αναμνή σεις, των οποίων δεν αποκτούμε επίγνωσηἔο Ιδιαίτερη ὅαρύτητα έχει η παρατήρηση του Πλωτίνου ότι ο όρος μνήμη έχει δύο εφαρμογές, η μία από τις οποίες δηλώνει τη συνειδητή διατήρηση μιας μνημονικής εικόνας, ενώ η άλλη μια εν στικτώδη συνήθη αντίδραση (11/. 3. 28). Διακρίνοντας τις δύο αυ τές ο Πλωτίνος αποφεύγει τόσο τη στωική ταύτιση ενορμήσεων και κρίσεων (Ι. 1. 5. 1221, ΙΠ. 6. 4. 8. κ.ε.) όσο και τον αντίθετο μπεχεὅιοριστικό υποὅιὅασμό της μνήμης σε απλή συνήθη αντί δραση. Παρ, όλα αυτό. κατά τη συνειδητή ενατένιση οι δύο πα ράγοντες διαπλέκονται αμοιὅαία, αφού η ενατένιση πάντοτε συ νεπάγεται ενδιαφέρον για το αντικείμενο που γίνεται δέκτης της
ΠΠ 49. Ν. 3. 30· πρβλ. 50.
111.
Θ.
1.
1. 11.
18,
1.
4. 10. 121, Ν. Β. 8. 111, ν. 1. 12.
3. 1922. Ν. 4. 4. 1020, Ν. 8. 8.611, Ν.
Θ.
2. 1221.
137
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
τέτοιου τύπου αντικείμενα (πρὅλ. Ιν. 4. 34, 25. ΙΠ). Γι” αυτό και οι αισδήσεις των οποίων τα αντικείμενα είναι για μας απολύτως αδιάφορα αποτυγχάνουν να διεισδύσουν στη συ νείδησή μας και η ένταση της συνείδησης είναι ανάλογη με το ὅαδμό ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, αν σε έναν περίπατο εν διαφερόμαστε μόνο για το περπάτημα και όχι για τους τόπους που διασχίζουμε, η αντίληψή μας αυτών των τόπων είναι ανάλογα αμυδρή. Γι” αυτόν το λόγο, μολονότι τα άστρα περιστρέφονται αέναα γύρω από τη γη, όλη τους η προσοχή είναι στραμμένη στο Νοητό κόσμο και συνεπώς δεν καταγράφουν τίποτε από τον αιἴς σδητό (Ιν. 4. 8). Για τον ίδιο λόγο επίσης, αφού η μνήμη εξαρτά Ἰ | | | ται από τη διάδεσή μας, «γινομαστε ο,τι δυμομαστε» (Ιν. 4. 3. 6 8) και τα αντικείμενα της προσοχής μας γίνονται ζωτικής σημα ἑςσιαςγιατον καδορισμό τηςςμοίρας μας τώρα όσο και στο μέλλον. ,. μ Είναι άρα ξεκόιδαρο ότι η επιστροφή της ανώτερης ψυχής στο Νοητό κόσμο προϋποδέτει την εγκατάλειψη κάδε ενδιαφέροντος για την κατώτερη ψυχή και το αισδητό σύμπαν, και ως εκ τούτου κάδε ανάμνησή τους (Ιν. 3. 32. ΙΟ κ.ε.). Όμως μπορούμε να πά με ακόμη πιο μακριά, επειδή, όπως έχουμε δει, πλήρης ταύτιση με το αντικείμενο της ενατένισης είναι αδύνατη στο επίπεδο της Ψυχής (πρὅλ. σελ. 98). Με τα λόγια του Πλωτίνου, η συνείδηση σε αυτό το επίπεδο της ψυχής ασκεί μια «αμυδρή επίδραση››· επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι διαὅάζουμε καλύτερα για πρόι ξεις δάρρους όταν είμαστε περισσότερο απορροφημένοι από αυ τές και έτσι έχουμε λιγότερη συνείδησή τους (Ι. 4. 10. 2133). Οι συνέπειες όμως δεν είναι πάντοτε ὅλαὅερές αφού, όπως παρα τηρεί ο Πλωτίνος, οι αναμνήσεις για τις οποίες είμαστε λιγότερο συνειδητοί είναι εκείνες που εξουσιάςουν πλήρως την ψυχή και άρα είναι οι πιο επικίνδυνες (Ιν. 4. 4. ΙΟ14). Στην πραγματικό τητα η «τόλμη» που ωδεί την ψυχή να εγκαταλείψει το Νοητό κόσμο μπορεί να εξισωδεί με την υποσυνείδητη μνήμη του υλικού κόσμου και με τη δική της ξεχωριστή ύπαρξη εκεί (Ιν. 4. 34). Ιδωμένος όμως σε σχέση με το Νου, ο τύπος της συνείδησης που συνδέεται με τη μνήμη και την εννοιακή σκέψη μπορεί να δεω ρηδεί μόνο υπολειμματικός· γι, αυτό και ο Πλωτίνος προτείνει το ή τουλάχιστον για
ΠΠ
δν
γ
Ι38
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
παράδοξο ότι η ευδαιμονία του φιλοσόφου είναι πληρέστερη όσο λιγότερο έχει ο ίδιος επίγνωσή της (Ι. 4. 9ΙΟ). Πιο συγκεκριμένα, μόνο όταν εγκαταλείπει την καδησυχαστική σταδερότητα της κα δημερινής μας συνείδησης (που από τον Πλωτίνο ονομάζεται αντίληψις ή παρακολούδησις), επιτυγχάνεται η πραγματική αυτο συναίσδηση (η οποία ορίζεται ως συναισδησις). Όπως επισημαί νει ο Πλωτίνος, η γνώση μας είναι τελειότερη όταν με τα δικά μας κριτήρια, που έχουν τη ρίζα τους στην οιισδητηριακή αντίληψη, φαινόμαστε να γνωρίζουμε λιγότερα· ομοίως η ασθένεια, και γε νικό. το κακό, κάνουν ισχυρότερα αισδητή την παρουσία τους απ” ό,τι η υγεία και η αγαδότητα (ν. 8. Π. Ι94Ο). Τις ηδικές συνέ πειες αυτής της αντιστροφής των αρχών της κοινής λογικής δα τις δούμε στο επόμενο μέρος του ὅιὅλίου μας. Συνάγεται λοιπόν ότι, άπαξ και ὅρίσκεται στο Νοητό κόσμο, η ψυχή είναι πλήρως απορροφημένη στην ενορατική ενατένιση αυτού του κόσμου και δεν διατηρεί καμία μνήμη για οτιδήποτε, ούτε ακόμη και του ίδιου του εαυτού της ως διακριτής οντότη τας. Γνωρίζει τον εαυτό της, πράγματι, στο ὅαδμό που μέσω της ενατένισης ταυτίζεται με το Νου· αντίστροφα, η αυτογνωσία της είναι η ταυτόχρονη γνώση όλων όσων περιέχει αυτή η αρχή. Επι πλέον, σε αυτό το στάδιο η ενατένισή της μετέχει στην αιωνιό τητα του Νου (Ιν. 4. ΙΖ). Και αυτό δεν είναι αληδινό μόνο για την εξαγνισμένη ατομική ψυχή· η Ψυχή του Κόσμου και οι αστρι κές ψυχές ὅρίσκονται διαρκώς σε αυτήν την κατάσταση (Ιν. 4. 1516) και είναι μόνο τα δημιουργήματα της Ψυχής του Κόσμου, όχι η Ψυχή του Κόσμου καδεαυτή, που υπόκεινται στο χρόνο (Ιν. 4. 15. Ι5ΖΟ° σύγκρινε ΠΙ. 7. Π. 5962). Το πρόσδετο αυτό ὅήμα ήταν ξεκάδαρα αναγκαίο εάν η Ψυχή του Κόσμου έπρεπε να διαφύγει τη γνωστικιστική κατηγορία σύμφωνα με την οποία η ενατένισή της είναι κατώτερη από την υψηλότερη που μπορεί να επιτύχει ο άνδρωπος. Ωστόσο φαίνεται ότι οδηγεί στην κα τάργηση της διάκρισης μεταξύ Ψυχής και Νου ως Υποστάσεων, διάκριση στην οποία αλλού ο Πλωτίνος επιμένει, τόσο στην πρώιμη πραγματεία του για τις Τρεις Υποστάσεις (ν. Ι. 4. Ι28) όσο και στην πραγματεία για το Χρόνο και την Αιωνιότητα, η Ι39
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ἀ
ί \ί
οποία γράφτηκε στο τέλος της δεύτερης περιόδου του (ΠΙ. 7. 11). Αξίζει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι στην τελευταία αυτή πραγ ματεία ο αποχωρισμός της Ψυχής από το Νου χαρακτηρίζεται σχεδόν ως επιλήψιμη πράξη παράλληλη με εκείνη της πτώσης της ατομικής ψυχής (ΠΙ. 7. 11. 15 κ.ε., πρὅλ. ν. 2. 1. 1828). Ο Πλωτίνος ὅρίσκεται αντιμέτωπος, στην πραγματικότητα, με ένα δυσεπίλυτο δίλημμα. Είτε η διάκριση ανάμεσα σε Ψυχή και Νου ισχύει για την ενσώμοιτη ανδρώπινη ψυχή, οπότε η διάκριση ανά μεσα στη Δεύτερη και την Τρίτη Υπόσταση καταργείται· είτε δα δεωρήσουμε ότι η Ψυχή του Κόσμου είναι σταδερά στιγματισμέ νη από μερικές από τις ατέλειες της ανδρώπινης κατάστασης. Και παρόμοια προὅλήματα μπορούν να ανακύψουν στη σχέση του Νου με το Εν· μολονότι ο Πλωτίνος αποφεύγει να τα δέσει, μπορεί κάποιες φορές να υιοδετεί μια πεσιμιστική οπτική της αυ τοδημιουργίας του Νου και να αναφέρεται στο χωρισμό του από το Εν ως πράξη αυδάδειας (ΠΙ. 8. 8. 328, ν1. 9. 5. 29). Τέτοια προὅλήματα δα μπορούσαν, φυσικά, να αποφευχθούν εάν οι τρεις Υποστάσεις είχαν δεωρηδεί απλώς διαφορετικοί τρόποι δέ ασης του ίδιου πράγματος και η διάκρισή τους απλώς μια ψευ δαίσδηση της σκέψης. Όπως δα δούμε, ένα τέτοιο συμπέρασμα σύντομα επρόκειτο να αντληδεί στη Νεοπλατωνική σχολή.
ν
Επιστροφή στο Εν Η νεοπλατωνική αντίληψη για τον αισδητό κόσμο εμφανίζεται ως ενδιάμεση μεταξύ αυτής των Στωικών και εκείνης των Γνωστικών. Έχουμε ήδη μιλήσει για την αντίδεση του Πλωτίνου στην αντίλη ψη της Σχολής των Γνωστικών για τον κόσμο ως αποτυχημένο δη μιούργημα ενός κακού Δημιουργού (πρὅλ. σελ. 36). Κατά την επί δεσή του σε αυτήν την άποψη δανείζεται πολλά επιχειρήματα από τη στωική δεοδικία, όπως για παράδειγμα ότι στο σύμπαν περι λαμὅάνεται αναγκαία η διαμάχη (παράδειγμα 11. 3. 16. 41 κ.ε., 111. 140
Π Ξ. Ξ.
ανω
Π.4.3Ξιιειπ.α:..ωιω1ιιεἐπιπ..ωλαγωατοόλοπρέτ·ιεινα ιαιιλο ιιαιιτ για τα Ψ. Ϊ. 339. ΠΙ. Ζ. 3. 9 κ.ε.
Ενἐι ο ο δυνατός που δα να με δαση την ύλη, παραμένει για τον αποφασιστικό. κατώτερος από το νοητό του αρχέτυπο ιΠ. 9. 8. 16 κ.ε.). Όμως η αντιγνωστική πολεμική του Πλωτίνου .ι̃ιομὅανει αποφασιστικά μια μη στωική τροπή όταν υποστηρίξει ότι το να επικρίνουμε τις ατέλειες του αισδητοὐ κόσμου προκα λεί το σφάλμα να απαιτούμε την ίδιαςτελειότητα από ςτηνςεικόνα σκι .νι ι οσο και απο 2. /|”( ςτο_,αρ.χε:ι·.υπο της. Μια παρομοια μιξη πλατωνικων __? Ι τι και στωικων δεματων ανακυπτει κατα την εξηγηση της φαινομε ίτι νικα άδικης οδύνης. Αρνείται ότι είναι πραγματικά αδικη αποδε κι | | χομενος την πλατωνικην αποψη συμφωνα με την οποια η τιμωρια ἔκ» ιι ιό? ὐν ὲι' οφείλεται σε αμαρτία μιας προηγούμενης ξωής (ΠΙ. 2. 13, Ιν. 3. Ι6. 12Ι5)· υποστηρίξει όμως, όπως και οι Στωικοι, οτι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαταράξει τη μακαριότητα του σοφοὐ (Ι. 4. 4. ΒΟ6, 7. 7. κ.ε., ΠΙ. Ζ. 5. Ι5 κ.ε.). Τα εξωτερικά γεγονότα κ:..ῖι.π..ι
κ
ι
»
»
7
»
#4
7
7
×
7
είναι ένα .9.πλ§..παιι¥ίδι ίι ῦέιιτρε
στα ἄ›Ϊὅᾶἶ›ῖῖίἶΪΙ.Μ“ἔἶ 9ἶ”ὶἶ2ίὅ.`\\ΪΪίἶἔἶΛ1ίἐλ.Μ2ιίίκ.ε.).λν οι κοινα ίἀνοροἐιόι παὴρἶτἶόιἶίδίυνται όταν αδικούνται, είναι δικό τους λαδος που δεν εκπαίδευσαν τις ψυχές τους να αντέχουν στις δυσκολίες της μοί ρας. Δεν δα έπρεπε να περιμένουν από τους δεούς να τους σώ σουν όταν ο δείος νόμος ορίξει ότι η ευτυχία είναι αποτέλεσμα της ίδιας της αρετής του ανδρώπου (Ι. 4. 8. 2430, ΠΙ. 2. 8. 79. Ι9). Είναι αμφίὅολο κατά πόσο αυτό είναι ένας συγκεκριμένος υπαινιγμός προς το Χριστιανισμό° ο στόχος του Πλωτίνου μπο ρεί να είναι γενικόι η λαϊκή δρησκεία. Κατά συνέπεια ο Πλωτίνος συμφωνεί με τους Στωικούς στο ότι η ευτυχία είναι δυνατή στον επίγειο κόσμο και, ενάντια στο Αριστοτέλη, ότι είναι ανεξόιρτητη από την εξωτερική ευημερία (Ι. 4. 4 κ.ε.). Μια τέτοια όμως όιποιμη δεωρείται από τον Πλωτίνο δι καιολογήσιμη μόνο από την πλατωνική διαίρεση του ανδρώπου σε ανώτερο και κατώτερο εαυτό, διαίρεση η οποία εντοπίξει την 5ι̃.
ίί.
Θ.
4. 2232. 8.
ίθι̃8„
|||. 2. 7.
'Ι
κ.ε., Ἱ4.
Θ.
κ.ε., ν. 8. 8. 223.
Ι4Ι
6'
ι
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ευτυχία αποκλειστικό στην ευδαιμονία της πρώτης (είναι σημα ντικό να δυμόμαστε ότι για τον Πλωτίνο αυτη η διαίρεση είναι μεταξύ ανώτερης και κατώτερης ψυχης και όχι μεταξύ σώματος και ψυχῆς). Ἐτσι είναι απλώς παρόιλογος ο επικούρειος ισχυρι σμός ότι ο σοφός μπορεί να ὅρει ευχαρίστηση όταν ὅασανίξεται μέχρι δανόιτου· το δέμα για έναν Πλατωνικό είναι ότι ο πόνος που νιώδει στο σώμα του και στην κατώτερη ψυχή δεν επηρεά ξει τον πραγματικό του εαυτό, ο οποίος παραμένει συγκεντρω μένος στην ενατένιση (1. 4. 13. 51Ζ° πρὅλ. ό.π. 8. 1. κ.ε., 111. Ζ. 15. 4762). Κατα παρόμοιο τρόπο μια μικρη ποσότητα εξωτερι κών αγαδών με ὅεὅαιότητα δα συμὅόιλουν στη συντηρηση και στην αρμονία της κατώτερης φύσης του ανδρώπου (πρὅλ. 1. 4. 7. 18), μολονότι η υπερὅολἠ τους δα αποδειχτεί εμπόδιο (ό.π. 14. 911). Γι, αυτόν το λόγο ο σοφός συνἡδως δα δώσει στο σώμα εκείνο που χρειόιξεται, παραδείγματος χόιριν, για να διατηρησει την υγεία του, όμως για μία ακόμη φορά χωρίς να ταυτίξει τον εαυτό του με την κατώτερη φύση του (1. 4. 4. 25ΒΟ, 16. 1329). Και δα εκπαιδεύσει επίσης το σώμα να χαλαρώνει την επιρροἡ του στην ιμυχἠ στο ὅαδμό που, κόιτω από τις κατόιλληλες περι στόισεις, να προτιμόι την ασδένεια παρόι την υγεία (1. 4. 14). Και όταν ακόμα εξωτερικές ατυχίες έρχονται χωρίς να το επιδυμεί, η ευδαιμονία του αληδινού του εαυτού παραμένει αμείωτη (1. 4. 7. 8. κ.ε.). Ομολογουμένως ο Πλωτίνος συχνόι υποστηρίξει ότι η ανόιγκη να φροντίξουμε έστω και λίγο το σώμα αποτελεί έναν αξιοδρἠνητο περισπασμό (παρ. 1. 4. 6. 214). Επιμένει όμως ότι ένας τέτοιος περισπασμός δεν αρκεί για να καταστρέψει την ευ δαιμονία του φιλοσόφου και έχουμε δείξει με πόσο επιτυχημένο τρόπο συνδύαξε την ενατένιση και τη δρόιση στη δική του ξωἠ (παραπάνω σελ. 33, 79). Αντίδετα με τους Γνωστικούς, λοιπόν. ο πλατωνικός σοφός δεν πρέπει να υποὅιὅόιξει το σώμα· αντίδε τα, δα περιμένει υπομονετικόι την απελευδέρωσἠ του από το δόι νατο, όταν δα το εγκαταλείψει, όπως ένας μουσικός που τελικόι εγκαταλείπει τη λύρα του η οποία τον υπηρέτησε όιξια (1. 4. 16. 1329. Π. 9. 18). Ο χωρισμός όμως από το σώμα, όταν συνίστα ται στη συναισδηματικἠ αδιαφορία γι) αυτό, δεν επιτυγχάνεται 142
ΠΛΩΤΙΝ ΟΣ
απλώς μέσω του σωματικού θανάτου. Γι, αυτό και ο Πλωτίνος απαγορεύει την αυτοκτονία υπό κανονικές περιστάσεις· έχουμε δει πώς απέτρεψε τον Πορφύριο από την αυτοκτονία (παραπά νω σελ. 78) και στα ελάχιστα αποσπάσματα στα οποία φαινεται να την επιτρέπει εξηγούνται ως υποχωρήσεις χάριν της συζήτη σης απέναντι σε συγκεκριμένους αντιπάλους
Περαιτέρω ο Πλωτίνος απορρίπτει τη στωική άποψη σύμφω να με την οποία ορίζεται ο σκοπός του ανθρώπου καθ, υποτα γήν στην Ειμαρμένη που διέπει τον αισθητό κόσμο. Αφού η φυ χή είναι «αμφίὅια», ανήκοντας τόσο στον αισθητό όσο και στο Ν οητό κόσμο (Πἴ. 8. 4. 315), αυτό θεωρείται καλό μόνο για την κατώτερή μας ψυχή· ο αληθινός μας εαυτός ανήκει στη Νοητή τάξη? Συμπερασματικά ο Πλωτίνος συμφωνεί με τον Αριστοτέ λη ενάντια στους Στωικούς αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα της θεωρητικής ζωής έναντι της πρακτικής (Ιν. 4. 44). Θα ήταν φυσικά αδύνατο να απαγορεύσει στο σοφό κάθε εξωτερική θρα στηριότητα· στην πραγματικότητα, τόσο στη θεωρία όσο και ακόμη περισσότερο στην προσωπική του ζωή, ο Πλωτίνος θεω ρούσε το σοφό υποχρεωμένο να εκτελεί όσα καθήκοντα εμπί πτουν στο θρόμο του και, σε κάθε περίπτωση, να ασκεί την ηθι κή αρετή (πρὅλ. Ι. 2. 7. 1321). Τέτοιες όμως δραστηριότητες πρέπει να τις αντιμετωπίζει απλώς ως αναγκαίο παρεπόμενο της ανθρώπινης φύσης, με πλήρη συνείδηση ότι το αληθινό αγα θό ὅρίσκεται αλλού. Πάνω απ, όλα, θεν πρέπει να συγχέει τις αισθητές εικόνες της ομορφιάς αυτές της ωραιότητας των υλι κών αντικειμένων ή των μεγαλόπρεπων πράξεων με το αρχέτυ πο κάλλος του Νοητού κόσμου (ΙΙΙ. 5. Ι. 30 κ.ε., ν. 8. 2. 315). Το να εκλαμὅόινει κάποιος την ηθική πράξη ως αυτοσκοπό, αγνοώντας αυτήν τη θιάκριση, σημαίνει πως ενθίθει στην άλογη φύση του ανθρώπου. Είναι, σχεθόν κυριολεκτικά, μια περίπτω ση μαγικής γοητείας, εφόσον οι θυνάμεις που χρησιμοποιούνται από τους μάγους είναι απλώς εκείνες οι οποίες κατά κύριο λόγο 52. Πρβλ. Ηίει, Ρ|οΙ|ηωε: Με Ηοεια το Ηεεϋιγ, σελ. ι̃747, Ενν. Η. Θ. 8. 423, ι̃θἹ7. 53.
Π.
3. Θι̃θ, Πί.
ι̃.
Ι. Θ
ρεεεἰτη,
|.
4. 7. Θι̃2, 8. 89·
8ἹΟ, Ν. 3. Ἱ5. ι̃θ23, Ν. 4. 34. Ἱ7.
Ι43
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
/τί
δεσμεύουν την ψυχή εδώ (Ιν. 4. 43. 16 κ.ε.· πρὅλ. 11. 3. 15. 13 κ.ε.). Γι' αυτόν το λόγο, σύμφωνα με την άποψη περί ελευθερίας που περιγράφτηκε νωρίτερα, μόνο η θεωρητική ζωή είναι ελεύ θερη (πρὅλ. σελ. 1123). Ακόμη και οι πράξεις του σοφού δεν εί ναι πλήρως ελεύθερες, στο ΰαθμό που εξαρτώνται από τις εξω τερικές περιστάσεις. Από την άλλη μεριά, ενώ ο άνθρωπος της απλής ηθικής αρετής θα ακολουθήσει δουλικά τις υπαγορεύσεις αυτών των περιστάσεων, ο σοφός θα σχεδιάσει την πορεία του υπό το φως της εσωτερικής του ενατένισης, εγκαταλείποντας, αν αυτό είναι αναγκαίο, οικογένεια, πατρίδα, ίσως και την ίδια του τη ζωή (ν1. 8. 6. 131). Στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να μην έχει καμία αφορμή να ασκήσει την ηθική αρετή, εφόσον αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη δυστυχίας που χρειάζεται ανα κούφιση· ο ιδανικός γιατρός επιθυμεί να μην υπήρχαν άρρωστοι οι οποίοι να χρειάζονται τις ικανότητές του αν τουλάχιστον δεν συνειδητοποιούσε ότι σε αυτόν τον ατελή κόσμο η δυστυχία είναι αναπόφευκτη (1. 4. 11. 1217, 1/1. 8. 5. 120). Δεν είναι όμως μόνο ότι η δράση είναι κατώτερη της ενατένισης· όλες οι δράσεις στ, 9λ'ίΙῦε1(1ἑη̨̃χςἐχ9υχ άλλο σκοπό από την ενατένιση. θρώτἶἶτης δράσης ικανοποιείται μόνο ότανθενατενίζει το απο τέλεσμα των πράξεών του μέσα στο νου του και αυτή η ικανο ποίηση είναι ο πραγματικός του σκοπός (ΙΠ. 8. 6). Με άλλα λό για, η πράξη ειναι μια ασθενής μορφή ενατένισης και ως εκ τού του λειτουργεί ως υποκατάστατο της τελευταίας σε εκείνους οι οποίοι δεν έχουν τη λεπτότητα να ακολουθήσουν απευθείας την ενατένιση, όπως τα παιδιά που ανίκανα για οικαδημοίίκές σπου δές ασχολούνται με την εκμάθηση διάφορων τεχνών (ΠΙ. 8. 4. 31 47, 5. 1725). Για μία ακόμη φορά η ενστικτώδης αναζήτηση στα θερότητας εκ μέρους του ανθρώπου έχει τοποθετηθεί άστοχα, οδηγώντας τον μακριά από το σκοπό του ή, στην καλύτερη περί πτωση, επιτυγχάνοντάς τον μόνο δι” ενός έμμεσου δρόμου. Όπως και άλλοι Πλατωνικοί, έτσι και ο Πλωτίνος προσδιορί ζει ως σκοπό της ψυχής την ομοίωσή της προς το Θεό μέσω της αρετής (Ι. 2. 1 κ.ε.)· χωρίς αρετή, υποστηρίζει ενάντια στους Γνωστικούς, ο «Θεός» είναι απλώς ένα όνομα (Π. 9. 15. 5940).
Δἶόἶἄἶ
144
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
Είναι όμως ξεκάθαρο από αυτά που έχουν ειπωθεί ότι μια τέ τοια «αρετή» πρωταρχικά δηλώνει την άσκηση που εξαγνίςει την ψυχή για την ενατένιση, μολονότι ο Πλωτίνος παραδέχεται ότι θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε στις κοινωνικές αρετές οποιονδήποτε ρόλο σε αυτήν την κάθαρση (1. 2. 1. 236). Εφό σον ο άνθρωπος διαθέτει ανώτερη και κατώτερη ψυχή, αυτή η άσκηση είναι διττή (1. 1. 3. 216, 1. 2. 5, 111. 6. 5. 13 κ.ε.). Η κά)1 θαρση της ανώτερης ψυχής συνεπάγεται την απομακρυνση τ ης προσοχης της απο τον αισθητο κοσμο και την επιστροφη στή Νοητη τάξη, ετσι ωστε να αποκατασταθει η πρωταρχικη της κα τάσταση ως θεία εικόνα αυτής της τάξης (1. 2. 3 κ.ε., 1. 6. 5. κ.ε κ.λπ.). Για την κατώτερη ψυχή σκοπός είναι να ηρεμήσει τα πά θη της έτσι ώστε αυτά να μην ταράσσουν την ανώτερη φύση το ανθρώπου (εκτός ίσως από μια παροδική εικόνα, που αμέσως θα ηρεμεί με μία και μόνη ματιά από το λόγο). Όμως, για μί Ο. 1 ακόμη φορά δεν πρέπει να υπάρξει καμιά ὅίαιη απώθηση της άλογης ψυχής (1. 2. 5. 2131, 1. 4. 15. 1625). Ο σκοπός είναι αρ χικά να εκπαιδευτεί οικειοθελώς ώστε να δέχεται την καθοδή : | γηση του λογου και στη συνεχεια να απομακρυνεται η προσοχ η της από αυτήν (Ιν. 3. 32. 618). Η φιλοσοφία είναι συνεπώς για τον Πλωτίνο κάτι μακράν της αφηρημένης ακαδημαίκής σπουδής. Γι, αυτόν, όπως και για τον 2
2
Πλάτωνα, η εκγυμναση του φιλοσόφου είναι τόσο ηθική όσο και πνευματική· χωρίς τη διαλεκτική η αρετή είναι ατελής, όμως και χωρίς την αρετή η αληθινή φιλοσοφία είναι ανέφικτη (1. 3. 6. 14 24). Και μολονότι ο Πλωτίνος επιμένει, και η πρακτική του σε όλο το μήκος των Εννεάδων το επιὅεὅαιώνει, ότι αυτός ο εξαγνισμός περιλαμὅάνει μια αυστηρή διανοητική εκγυμναση, κάνει επίσ ης σαφές ότι ο σκοπός του φιλοσόφου είναι να υπερὅεί τους αφηρη μένους τύπους (1. 3. 5. 1Ο23· πρὅλ. ν. 8. 4. 3555) και να φτάσει στο σημείο να ενατενίσει το Νου «ως εάν ήταν αισθητό αντικεί μενο» (ν1. 9. 5. 1213). Γιατί δεν περιοριςόμαστε στις εικόνες του Ν οητου κόσμου, «στους νόμους που εγχαράσσονται από το Νου στην ψυχή μας» (ν. 3. 4. 1 κ.ε.° πρὅλ. 1. 1. 8. 18)· μπορούμε αντ ι θετα να υψωθούμε στην ενατένιση των Ιδεών καθεαυτών και με 2
145
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
τον τρόπο αυτό να ταυτιστούμε μαζί τους (ν1. 5. 7). Ταυτόχρο να η ψυχή ξεπερνόι την προσκόλληση στην ξεχωριστή της ατο μικότητα και συνειδητοποιεί την εσώτερη ταυτότητα της με το σύνολο του Νοητού κόσμου (ν1. 5. 12. 16 κ.ε.). Τότε απομένει η τελική επιστροφή στο Εν. Ο ρόλος που παίζει ο έρωτας για την επιστροφή της ψυχής αξίζει ιδιαίτερη προσοχή, αφού προσφέρει ένα εξαιρετικό πα ρόιδειγμα πλατωνικού δέματος το οποίο παραλαμὅόινεται από τον Πλωτίνο και υποὅόιλλεται σε υπόρρητες δραστικές διορδώ σεις. Πρώτα απ” όλα, αποκλείει τις ομοφυλοφιλικές συνδηλώ σεις του πλατωνικού έρωτα. Στην πραγματικότητα, η καταδίκη του σοδομισμού εκ μέρους του απηχεί τη στόιση του ίδιου του Πλόιτωνα (ΠΙ. 5. 1. 505· πρὅλ. Νόμοι ν1Π. 8361› κ.ε.). Ωστόσο, ακόμα και η πλατωνική ιδέα μιας μη σωματικής σχέσης μεταξύ δύο ψυχών στην αναζήτηση της αλήδειας δεν προσλαμὅόινει κα μία σημασία στις Εννεάδες, όπου η αναγωγή του φιλοσόφου εί ναι ουσιαστικόι μοναχική." Ακόμα και ο ετερόφυλος φυσικός έρωτας είναι κατόι πολύ κατώτερος του ιδεώδους (ΠΙ. 5. 1. 368). Είναι αλήδεια ότι ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί την ένωση των ερα στών ως σύμὅολο της ένωσης της φυχής με το Εν (νΙ. 7. 34. 14 16), παραμένει όμως και αυτή, όπως όλες οι υλικές εικόνες, μια εξαιρετικό ατελής σκιαγρόιφηση του τελευταίου (ν1. 9. 9. 39 47). Όπως και όλων των εξωτερικών δραστηριοτήτων, πραγματι κός σκοπός του έρωτα είναι η ενατένιση (Π1. 8. 7. 1822) και, ακόμη προφανέστερα απ) ό,τι εκείνες, οδηγεί στην αναζήτηση μιας δνητής εικόνας της ομορφιόις αντί του Κόιλλους καδεαυτού (ΠΙ. 5. 1. 3Ο8, ν. 8. 8. 1215). Συνεπής σε αυτήν την όιποιμη, ο Πλωτίνος τροποποιεί τον πλατωνικό χαρακτηρισμό του έρωτα ως αποὅλέποντος στη «γέννηση μέσα στο ωραίο» (Συμπόσιο 2Ο6Ε). Για τον Πλωτίνο ο έρωτας είναι τελειότερος όταν δεν αποὅλέπει στη γέννηση, εφόσον ένας τέτοιος σκοπός δηλώνει μια δυσφορία για την παρούσα κατόισταση του ανδρώπου (ΠΙ. 5. 1. 3850). Και 54. Πρβλ. συγκεκριμένα την προσαρμογή του Φαίὀρος 25213 στο Ενν. |. 8. Θ. 7ι̃5· στον Πλω τίνο το ενδιαφέρον του φιλοσόφου στρέφεται προς τη δική του ηθική βελτίωση, όχι σε εκεί νη του αγαπημένου του. Πρβλ. επίσης ν|. 7. 31. ι̃ι̃17.
146
ΠΛΩΤΙ ΝΟΣ
αυτές οι επιφυλάξεις ισχύουν ακόμη και για την «πνευματική δημιουργία» (διανοητική ή καλλιτεχνική) την οποία ενδάρρυνε ο Πλάτωνας. Δεν δα πρέπει ωστόσο να δεωρήσουμε τον πλωτι νικό έρωτα μη δηι±ι0νρνιι<ό° §.Θ.×..έ.ιαι;.ι1ι...ἔΗ„μ.ι.9ε9Θ.1ί.(1ι..2ΔΖι5ἶ. την ι~¬ εεεὲἑἐ εσκεμμένη πρόδεση για δημιουργια που υποτιμά, διότι, όπωςπτ έἦιέι Πέχίδἶἶιἶὲἢδω̨έίἶκἶἶίίἶἶῇκῖῖτἴἔϋδύνει κάποιος τις ενέργειες προς τα έξω Η σημαίνει ότι τις σπαταλά. Γι, αυτό και ο Πλωτίνος υποστηρίζει, 34%' σε ένα απόσπαα̃σμαηπου δυμίζει το μυστικισμό της Άπω ΑνατοἌι̃νιίεὲ λής, πως η τελειότητα του αισδητού κόσμου απορρέει από το γε ίίιι̃ἕ Γιἐἶἐιι γονός ότι ο δημιουργός του δεν είχε καμία πρόδεση να τον δη ἶἱἐ μιουργήσει, αλλά ότι «τα σπουδαία έργα επιτυγχάνονται μέσα από τη μη δράση» (ΠΙ. 2. Ι. 3445). όλω Φ ἩΜέιες έεέέν ὸΐέἔεδέ ίέγξτἔἴ; Επιπλέον υπόρρητες διορδώσεις στον Πλάτωνα εμφανίζονται στους προὅληματισμους του Πλωτίνου σχετικά με το κάλλος και την καλλιτεχνική δημιουργία. Έτσι, ενώ ο Πλάτωνας δεωρούσε τον καλλιτέχνη περιοριςόμενο στη μίμηση των αισδητών επιμέ ρους πραγμάτων, ο Πλωτίνος υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης μπο ρεί να ὅασίσει το έργο του σε εκείνα τα Ν οητά αρχέτυπα των επι μέρους πραγμάτων. Παραδέτει το παραδοσιακό παράδειγμα του Φειδία ο οποίος δημιουργησε το περίφημο άγαλμα του Δία «όχι από κάποιο αισδητό υπόδειγμα, αλλά συλλαμὅάνοντας πώς δα έμοιαζε ο ίδιος ο Δίας εάν φανερωνόταν στα μάτια μας» (ν. 8. Ι. 3240). Όμως η «δυναμική» προσέγγιση του Νοητοὐ κόσμου από τον Πλωτίνο οδηγεί σε ακόμη πιο ριζοσπαστικές αλλαγές. Οι πραγματικές συνέπειες δεν είναι ακόμη φανερές στην επίδεση, στην πρώιμη πραγματεία του για το Κάλλος, κατά της στωικής ταύτισης του ωραίου με τη συμμετρία. Συμφωνεί στην πραγματι κότητα ότι το κάλλος έγκειται μάλλον στη συμμετρία παρά στο αντίστροφο· αν ήταν όμως απλώς ταυτόσημο με τη συμμετρία, η οποία έγκειται στην αρμονία των μερών, ουτε τα άυλα όντα ουτε τα μη σὐνδετα υλικά αντικείμενα δα μπορουσαν να είναι όμορφα (Ι. 6. [1]. 1. 2054). Το Κόιλλος πρέπει μάλλον να ταυτιστεί με τη Μορφή και η ασχήμια με την Ύλη που δεν έχει υποταχτεί στη Μορφή (Ι. 6. 23). Ωστόσο μια συζήτηση σχετικά με το ίδιο δέμα από τη μέση συγγραφική του περίοδο σηματοδοτεί μια νέα αρχή. .
Κ
±
Ι47
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Γιατί τώρα δεν είναι η Μορφή αλλά η Ζωή εκείνη στην οποία ο Πλωτίνος ὅλέπει την ουσία του κάλλους υποστηρίζοντας, για πα ράδειγμα, ότι τα ζωντανά δυσανάλογα πρόσωπα είναι πιο όμορ φα από τα νεκρά συμμετρικά (ΜΙ. 7. [38]. 22. 2436). Ακόμη πιο ριζικά υποστηρίζει ότι ακόμη και το κάλλος των Μορφών δα απο τύχει να μας αφυπνίσει αν οι Μορφές δεν ακτινοὅολούσαν από τη λάμψη που τους ρίχνει το Αγαδόν (ό.π. Ι24). Με άλλα λόγια, είναι με αυτήν τη λάμψη, «την άνδιση του φωτός» στο Νοητό κό σμο (Μ. 8. ΙΟ. 2930), παρά με τις Μορφές αυτές καδαυτές που πρέπει να ταυτίσουμε το αληδινό Κάλλος. Γι” αυτό και ο Πλωτί ος φτάνει μέχρι το σημείο να δηλώσει ότι το Πρωταρχικό Κάλ ος είναι άμορφο (ΜΙ. 7. 33. 378), διαρρηγνύοντας έτσι ολοκλη ρωτικά το δεσμό του με τον παραδοσιακό Πλατωνισμό. Φαίνεται έτσι ότι το Αγαδόν, ως πηγή του Κάλλους, δα έπρε πε να ὅρίσκεται σε ένα ανώτερο επίπεδο από το Κάλλος καδε αυτό. Στην πραγματικότητα ο Πλωτίνος διστάζει να συμφωνήσει εάν το Εν μπορεί να ονομαστεί Καλόν, όπως κάνει και με την εφαρμογή οποιουδήποτε δετικού όρου· εξ ου και η χρήση αμφί σημων εκφράσεων όπως «Κάλλος πέραν του Κάλλους» (ΜΙ. 7. 32. 29) σε σχέση με αυτό” Όμως σε μια ωριμότερη πραγμάτευ σή του (Μ. 5. Ι2) υποστηρίζει ότι το Αγαδόν είναι στην πραγμα τικότητα η ανώτερη Πραγματικότητα μεταξύ των δύο και το αντι κείμενο της πιο δεμελιώδους επιδυμίας, η οποία δρα σε όλα τα όντα ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου μολονότι μόνο εκείνοι που είναι σε κάποιο ὅαδμό αφυπνισμένοι αναζητούν το Κάλλος ή τη Νόηση (πρὅλ. ΜΙ. 7. 20. ΙΙ24). Γι” αυτό και ο έρω τας για το Αγαδόν είναι ελεύδερος από τα ὅίαια πάδη που προ καλούνται από το Κάλλος, το οποίο συχνά εκτρέπει τα όντα από τον πραγματικό τους σκοπό. Αυτός ο σκοπός είναι συνεπώς να αρδούν πάνω τόσο από το Κάλλος όσο και από τη Νόηση· έγκει ται στην ομοίωση προς το Αγαδόν, εφόσον ο άπειρος έρωτας απαιτεί ένα άπειρο ερωτικό αντικείμενο (ΜΙ. 7. 32. 249). Είναι η λαχτάρα αυτού του σκοπού η οποία υποκινεί κάδε επίπεδο της
55. Πρβλ. επίσης |. 8. 8 κ.ε., ιδιαίτερα
148
......¬·¬®.,__ὥ,....¬×π`\!
>®<
Θ.
3448,
Ι. 8.
2. 79, Μ.
Θ.
2. 89, Μι. 7. 33. ι̃θ22. 42.
ι̃θι̃8.
ΠΛΟΤΙΝΟΣ
Πραγματικότητας να επαναστραφεί στην ενατένιση της πηγής της και με αυτόν τον τρόπο να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ενό τητα γι” αυτήν. Γι” αυτόν το λόγο οι Στωικοί κόινουν λόιδος όταν τοποδετούν το καλό ενός όντος στην αυτοσυντήρηση· συνίστα ται μόιλλον στη λαχτάρα ενός υπερὅατικού σκοπού (νΙ. 7. 25. 18 ι κ.ε., 27. 3. κ.ε.). Ουτε ειναι η ψυχη δεσμευμένη στην ατελη ενο τητα του δικού της επιπέδου· είναι ικανή, στη μυστική εμπειρία, να περάσει επέκεινα του Νου, στην ένωση με το Απόλυτο Εν. Το Εν, τονίζει ο Πλωτίνος, δεν χρειαζεται να στραφεί προς εμόις (ΨΙ. 9. 8. 33 κ.ε.)· είναι παρόν οποτεδήποτε στρεφόμαστε προς τα ένδον, διακόπτοντας τη συνήδη προσκόλλησή μας στον αισδητό κόσμο, και με τον τρόπο αυτό γινόμαστε ικανοί να γνω ρίσουμε τον εαυτό μας και τελικόι το Εν που είναι η πηγή μας (ν1. 9. 7. 334). Για να αντικρίσουμε το τελευταίο πρέπει να «απεκδυδούμε από τα παντα» (ν. 3. 17. 38) ή να «εγκαταλεί ψουμε κάδε ετερότητα››, που σημαίνει κόιδε πολλαπλότητα και καδετί τα οποίο μας διακρίνει από το Εν (νΙ. 9. 8. 335). Και όπως η αναγωγή στο Νοητό κόσμο συνεπόιγεται εγκαταλειψη κόι δε αισδητής μορφής, έτσι τώρα η όινοδος στο όιμορφο Εν απαι τεί η ψυχή να «επανενώνει και καταργεί τις διακρίσεις του Νου» (Ἡ. 7. 35. 334· πρὅλ. ν. 5. 6. 1720) και να γίνεται συνει »
2
κ
2
2
(νΙ. 7. 34. 18, νΙ. 9. 7. 516). Ο Πλωτίνος αναγνω ρίζει ότι αυτό έρχεται σε αντίδεση με τους ὅαδύτερους φόὅους του ανδρώπου· η ψυχή από το φόὅο μήπως και μείνει χωρίς τίπο τε απολύτως ζητεί να επιστρέψει στην καδησυχαστική σταδερό τητα των αισδήσεων (νΙ. 9. 3. 110). Ωστόσο δεν μπορούμε να φτασουμε το Εν παρόι μόνο περνώντας μέσω του Νοητού κόσμου (π.χ. νΙ. 9. 3. 22 κ.ε.). Όντας εκεί, πρέπει να επιδιώξουμε να υπερὅούμε τη δυαδικότητα υποκειμένουαντικειμένου και να ενω δούμε με το φως που φωτίζει και τα δύο, έτσι ώστε να τα αντι κρίσουμε χωρίς διόιμεσο (ν. 5. 7). Διότι οι πνευματικές οντότητες δεν είναι χωρισμένες η μία από την αλλη (πρΰλ. ν. 1. 6. 489)° όπως ακριὅώς το ανώτερο επίπεδο της Ψυχής παραμένει ενωμέ νο με το Νου, έτσι και το ανώτερο μέρος του Νου παραμένει συν δεδεμένο με τη δική του πηγή, με την οποία απολαμὅόινει αέναη δητόι όιμορφη
149
Ξ
ι
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
μυστική ένωση.56 Σε αντίδεση με τη «νηφάλια» ενατένιση που προσιδιάζει στο Νου, αυτό το επίπεδο ορίζεται ως «Νους ερω τευμένος» ή «Νους μεδυσμένος από το νέκταρ» (1/1. 7. 35. 19 33)· επίσης ονομάζεται «πρώτο (επίπεδο) του Νου» (νΙ. 9. 3. Ζ78) ή «εκείνο το στοιχείο στο Νου που δεν είναι Νους» (ν. 5. 8. ΖΖ3). ίΕχοντας φτάσει σε αυτό το επίπεδο, η ψυχή μπορεί μό νο να περιμένει ήρεμα και υπομονετικά μέχρι τη στιγμή που το Εν ξαφνικά εμφανιστεί (ν. 5. 7. 318. 7. 1/Ι. 7. 34. 1213) ή μέχρις ότου «παρασυρμένη ψηλά από το κύμα του Ν ου. ξαφνικά δει, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο το πώς» (νΙ. 7. 36. 1719). Όπως και άλλοι μυστικιστές, ο Πλωτίνος τονίζει πως η μυ στική ένωση δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια· μάλιστα δηλώ νει ότι η σιωπή που απολαμὅάνουν οι μυοὐμενοι στα Μυστήρια είναι συμὅολική αυτου του γεγονότος (ν1. 9. 10. 1911. 4). Για το μεταφυσικό πρόὅλημα σχετικά με το άρρητο του Ενός έχουμε ήδη μιλήσει (σελ. 102 κ.ε.) και ελάχιστα χρειάζεται να προσδέ σουμε εδώ. Αυτό που έχει προκαλέσει το μεγαλυτερο ενδιαφέ ρον των μελετητών είναι ότι, ενώ ο Πλωτίνος συχνά μιλά για τη μυστική εμπειρία με τους παραδοσιακούς πλατωνικους όρους της «δέασης», παρ' όλα αυτά δεωρεί ότι μια τέτοια γλώσσα αποπνέει υπερὅολικό δυῖσμό για να είναι ικανοποιητική (πρὅλ. νἰ. 9. ΙΟ. 11 κ.ε., Π. ΖΖ6). Γι, αυτό και συχνά προτιμά μετα φορές που προέρχονται από την αίσδηση της αφής ως εκείνης η οποία υποδηλώνει μεγαλυτερη οικειότητα μεταξυ αυτού που ὅιώνει την εμπειρία και του αντικειμένου του (π.χ. ν. 3. 17. 25. ν1. 7. 36. 4. νΙ. 9. 4. Ζ7)· αλλου αναφέρεται απλώς σε μια «παρουσία υπέρτερη της γνώσης» (1/Ἱ. 9. 4. 3). Το πρόὅλημα είναι στην πραγματικότητα ταυτόσημο με το μεταφυσικό ερώ τημα κατά πόσο το Εν διαδέτει «γνώση» (πρὅλ. σελ. 1056)· εντέλει η αλήδεια είναι, ὅέὅαια, ότι όλοι αυτοί οι όροι είναι ανεπαρκείς για να εκφράσουν μια ενότητα η οποία. όσο διαρ κεί, καταργεί κάδε διάκριση μεταξύ της ψυχής και του Ενός
(νι.
9.
ιο.
1921·
νι.
7. 34. 1314).
56. Αυτό τουλάχιστον δηλώνεται στην Ενν ν|. νεται αντίθετη σε αυτό.
150
7. 35.
27 κ.ε., εντούτοις η
Υ. 5. 8. 78
κ.ε. φαί
ΠΛΠΤΙΝΟΣ
Η ένωση με το Εν δεν απορρέει, ωστόσο, από την κατάργηση της ατομικης ύπαρξης της φυχἡς. Περιγράφοντας τα δύο επίπε δα του Νου ο Πλωτίνος δηλώνει (αν και είναι ομολογουμένως δύ σκολο να συντονιστεί με τις περιγραφές της μυστικἠς ένωσης) ότι η ενότητασεπολλαπλότητα του Νου υπερτερεί αιωνίως της ενατένισης του προς το Εν (νἰ. 7. 35. 2733). Περισσότερο φως σε αυτό το ζητημα πέφτει από τον τρόπο που ο Πλωτίνος δέτει σε εφαρμογη μια από τις σημαντικότερες μυστικιστικές του ιδέ ες, ότι η επαφη με το Εν γίνεται μέσω του κέντρου της φυχἠς μας αι. 2. 2. 6 κε., ν. ι. ιι. 915, πρσλ. νι. 8. 18. 8 κε. κλπ). Διότι ο Πλωτίνος τονίζει ότι αυτό το κέντρο δεν είναι το Εν κα δεαυτό· πρέπει να πάμε μακρύτερο και να αναζητήσουμε ένα κέντρο στο οποίο τα κέντρα όλων αυτών των κύκλων συμπί πτουν (νῖ. 9. 8. ΙΟΙΖ). Οι πλήρεις συνεπαγωγές αυτης της ανα λογίας αποκαλύπτονται όταν αναλογιστούμε ότι τα κέντρα δύο ομόκεντρων κύκλων είναι αδιαχώριστα όταν αυτοί ὅρίσκονται μαζί και η διάκριση τους φανερώνεται μόνο όταν διαχωρίζονται (Ϊ/Ι. 9. ΙΟ. 1618). Το Εν δεν είναι συνεπώς ο εσώτερός μας εαυ τός αλλά η υπερὅατικἠ μας πηγη, με την οποία ενωνόμαστε μέ σω του έρωτα (νΙ. 9. 9. 26 κ.ε.)· και, ανεξάρτητα από το αν ορι σμένες φράσεις που λαμὅάνονται χωρίς το συμφραζόμενό τους υπονοούν μια ταυτότητα των δύο, τίποτα στις περιγραφές της μυστικης ένωσης από τον Πλωτίνο δεν μοιάζει με την επιμονή του στην εσώτερη ταυτότητα της ψυχῆς με το σύνολο του Νοη τού κόσμου (παρ. νΙ. 5. 12. 16 κ.ε.). Η ερμηνεία της μυστικἠς εμπειρίας από τον Πλωτίνο διαφέρει λοιπόν από εκείνη του «μο νιστικού›› μυστικισμού, όπως τυπικά εκπροσωπείται, για παρά δειγμα, από τη μη δυϊστικη Βεδάντα του Ινδουισμού." Οι διαφορές που χωρίζουν τον Πλωτίνο από το χριστιανικό μυστικισμό είναι, ωστόσο, εξίσου δεμελιώδεις· πάνω απ' όλα, στο μυστικισμό του Πλωτίνου δεν υπάρχει οποιαδηποτε έννοια 57. Οι όροι μονιστικό και θείστικὀ οφείλονται στον Ζεείπιετ. Μνειίοίειη Βεοτεσ από Ρτοίεηε. Συμφωνώ με τον Βτέοε ωστόσο (του οποίου η αποψη υποστηρίζεται από τον Ποααε, Ρερεη
ειπα Οίπίειιεη ίπ επι Αρε οίΑη›‹|ειμ σελ. 90) ότι αφορά μόνο μια διαφορα στην ερμηνεία, όχι την πραγματική εμπειρία. Πρβλ. επίσης Νίηίειτι Θτηετι, «ιηιετριειαιἰοη από ιηγειίοει ε›‹ρετίετι‹:ε», Ηεϋρίουε 8τυαΙεε Ι ι. (ι̃Θ85) 7587.
ΠΙ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αμαρτίας ή αναγκης απολύτρωσης. Για τον Πλωτίνο ο αληδινός μας εαυτός είναι αιώνια σωσμένος και αυτό που πραγματικόι χρειαζεται είναι να αρχίζει να αντιλαμὅόινεται κανείς αυτό το γε γονός, διαδικασία η οποία απαιτεί αυτοπειδαρχία, αλλα ὅρίσκε ται απόλυτα μέσα στις ίδιες τις δυνόιμεις της ψυχής (πρὅλ. Ι. 6. 9, ιδιαίτερα 225). Και είναι αμφίὅολο κατόι πόσο ο μυστικισμός του μπορεί να κατηγοριοποιηδεί ως «δεῖστικός» χωρίς σοὅαρούς μετριασμούς. Το αν η τελική ένωση περιλαμὅόινει κόιτι ανόιλογο της δείας χόιριτος είναι ένα ερώτημα που απαιτεί περισσότερο χώρο απ” όσο έχουμε εδώ διαδέσιμο. Το «εξαίφνης» της ενατέ νισης δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη δείας χόιριτος με τη δε ιστική έννοια, εφόσον, καταρχάς, ο Πλωτίνος εδώ απηχεί τον Πλόιτωνα (Συμπόσιο ΖΙΟΕ, Επ. Ϊ/Π. 341€Π)· δεύτερον, τονίζει ότι η αναγκαία κίνηση είναι έργο της ψυχής, όχι του Ενός ίν. 5. 8. Ι3 κ.ε., νἰ. 9. 8. 33 κ.ε.) και, τρίτον, παρόμοιες διακηρύξεις απαντώνται και στο μη δεϊστικό μυστικισμό, ιδιαίτερα στο Ζεν \Βουδισμό. Και η όιρνηση του Πλωτίνου ότι το Εν αγαπόι τα δη ἔμιουργήματόι του (πρὅλ. παραπόινω σελ. Π34) φαίνεται να ση ἑματοδοτεί μια αποφασιστική απόρριψη του δεμελιώδους δόγμα ἔτος τόσο του χριστιανικού όσο και του δεϊστικού μυστικισμού εν ἶγένει, ότι η μυστική ένωση συνεπόιγεται μια αμοιὅαία ερωτική σχέση ανόιμεσα σε δύο πρόσωπα. Στην πραγματικότητα, δα δια πιστώσουμε πως η ιδέα της δείας χόιριτος είναι εγγύτερη (αν και μακριόι από το να είναι ταυτόσημη) με τη χριστιανική αντίστοι χή της στον Ιαμὅλιχο και στον Πρόκλο. Το ότι εδώ, όπως και αλλού, ο Πλωτίνος δα αντιστεκόταν στην κατηγοριοποίηση με όρους καδαρών αντιδέσεων της σκέ ψης δεν δα πρέπει να εκπλήσσει όσους έχουν παρακολουδήσει την παραπόινω επισκόπηση και ακόμη λιγότερο εκείνους που έχουν διαὅόισει τις ίδιες τις Εννεάδες. Έχει επίσης σημασία σε αυτό το πλαίσιο να δυμηδούμε την ταλόιντευσή του μεταξύ προ σωπικὡν και απρόσωπων όρων (ιδιαίτερα μεταξύ αρσενικών και ουδέτερων αντωνυμιών και επιδέτων) όταν περιγρόιφει το Εν. Ο λόγος, όπως παντα, δεν είναι απλώς μια αδυναμία εκ μέρους του να εναρμονίσει μια σύνδετη παράδοση, αλλόι το γεγονός ότι, Ι5Ζ
ΠΛΟΤΙΝΟΣ
λαμὅανόμενη καδεαυτἠ, κάδε πλευρά τέτοιων αντινομιών απο τυγχάνει να αποδώσει ικανοποιητικό. τον πνευματικό κόσμο (πρὅλ. παραπάνω σελ. 27, 8Ο). Μερικοί μπορεί να δρουν αυτό το φευγαλέο στοιχείο ένα από τα πιο ελκυστικό. χαρακτηριστικά του Πλωτίνου, άλλοι δα το εκλάὅουνςως απλό παραλογισμό. Όμως ανεξάρτητα από το κατά πόσο γίνεται δεκτή η υπόδεση ότι έχει ὅιωματικἠ δεμελίωση, δεν υπάρχει καμία αμφιὅολία ότι η εκτίμηση των Εννεάδων απαιτεί μια πρόδυμη άρση της δυσπι στίας απέναντι σε ό,τι ξεγλιστρά από την κοινη λογικη και, σε πολλές περιπτώσεις, υπερὅαίνει και την ίδιοι τη λογικη.
νΙ
Πλωτίνος και ύστερος Νεοπλατωνισμός Είναι ωστόσο σαφές ότι σε κάδε επίπεδο του πλωτινικού σύ παντο συναντά μ ε ένα συνδυασ ό από δό μ ατα τα οποία ανε ξάρτητα από το πόσο είναι ευδέως αντιφατικά μεταξύ τους, εί ναι τουλάχιστον ικανά να αναπτυχδούν προς αντιτιδέμενες κα τευδύνσεις. Γι” αυτό και οι μεταφυσικές αποκλίσεις μεταξύ των συνεχιστών του απορρέουν από το ότι έχουν αναπτύξει τη μία ἡ | | | την αλλη πλευρα αυτων των αντινομιων ως το λογικο| τους οριο. ι ι Μπορούμε συνεπώς, πριν εγκαταλείψουμε τον Πλωτίνο, να επι σημάνουμε/τα πιοςσῃμαντικάγαπό αυτά τα ζητήματα. Πρώτον, υπάρχουν τα προὅλἠματα που ανακύπτουν από την Ύλη. Έχουμε δει το επιχείρημα του Πλωτίνου ότι η ταύτιση που κάνει της Ύλης με το Απόλυτο Κακό, χωρίς καδόλου να αντιφά σκει με την έλλειψη κόιδε ποιότητας εκ μέρους της Ύλης, αποτε λεί αναγκαία συνέπεια αυτης της έλλειψης (σελ. 92). Αν όμως η Ύλη δημιουργείται από το Θεό, πώς μπορεί να είναι εντελώς κα κη; Πάλι εδώ, ενώ ο Πλωτίνος ήταν προσεκτικός να διακρίνει τις αρνἠσεις που χρησιμοποιούνται για την Ύλη από εκείνες που χρη σιμοποιούνται για το Εν, είχε παραδεχτεί ότι οι δύο αρχές μοιά ζουν η μία με την άλλη ως προς την απόλυτη απλότητά τους (νΙ. 7
Ά
Ά
Ι$3
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
πρὅλ. σελ. ΙΟ45). Και αυτό είναι απλώς η ακραία πε ρίπτωση της αρχής σύμφωνα με την οποία η πολυπλοκότητα αυ ξάνεται προς το κέντρο της μεταφυσικής ιεραρχίας, φτάνοντας στο απόγειό της στην ανδρώπινη ψυχή, με το Νου και τη Φύση να λαμὅάνουν μια ενδιάμεση δέση (πρὅλ. Ιν. 4. 13). Εδώ φαίνεται πως υπάρχει ένα άλλο σημείο το οποίο απαιτεί εξήγηση. Από τα προὅλήματα που ανακύπτουν από το Εν μπορούμε να αναφέρουμε μόνο τρία. Πρώτον, πώς το Εν μπορεί να δημιουργή σει κάτι που το ίδιο δεν περιέχει; Και συγκεκριμένα, πώς μπορεί από την Ενότητα να πηγάξει πολλαπλότητα; Αντίστροφα, αν προ κειμένου να αποφύγουμε αυτό το πρόὅλημα συλλαμὅάνουμε τα δημιουργήματα του Ενός ως προϋπάρχοντα σε αυτό, δεν εγκατα λείπουμε την απόλυτή του ενότητα; Η τελευταία εναλλακτική εκ δοχή, όπως έχουμε δει, έχει εγείρει τη δυνατότητα το Εν να καδί σταται γνωστό κατά αναλογίαν προς τα δημιουργήματά του (σελ. 1Ο7). Πώς όμως μπορεί αυτό να συμφωνήσει με την πλήρη αγνωσία που συνεπάγεται η αποφατική δεολογία; Μπορούν πράγματι σε κάποιο ὅαδμό να χρησιμοποιηδούν δετικοί όροι για το Εν; Μια τέ τοια δυνατότητα φαίνεται να κατατάσσει το Εν και τα δημιουργή ματά του υπό έναν κοινό παρανομαστή· αυτή όμως η δυνατότητα αποκλείεται από τον Πλωτίνο (ν. 5. 13. 203). Και αυτό μας φέρ νει στο τρίτο πρόὅλημα. Στο ρόλο του ως Απολύτου, το Εν, όπως ο Πλωτίνος ορδά επιμένει, πρέπει να είναι ελεύδερο από περιορι στικές συνδήκες (ν. 5. 6. 58, νΙ. 8. 11. 28 κ.ε.° πρὅλ. παραπάνω σελ. 84 και ΙΟ3 κ.ε.). Ως τέτοιο δεν μπορεί να είναι πλέον απλώς ο υπέρτατος όρος της μεταφυσικής ιεραρχίας, διότι το να το τοπο δετήσει μέσα στην ιεραρχία σημαίνει ότι το περιορίξει. Αν όμως δε ωρήσουμε ότι το Εν υπερὅαίνει πλήρως οποιαδήποτε τέτοια όρια, ποιες σχέσεις μπορεί να υπάρχουν μεταξύ αυτού και των υπόλοι πων πραγμάτων; Η πραγματική σημασία αυτού του διλήμματος δα δίασαφηνιστεί στο επόμενό μας κεφάλαιο (σελ. 187 κ.ε.). 7. 13. 34·
Εξίσου κρίσιμης σημασίας είναι τα προὅλήματα που τίδε νται από τα επίπεδα του Νου και της Ψυχής. Σε ορισμένα χωρία συναντάμε τον Πλωτίνο να προσπαδεί να καδιερώσει μια τάξη λογικής, και κατ' επέκταση οντολογικής, προτεραιότητας μέσα 154
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
στο Νοητό κόσμο, αν και αλλού επιμένει ότι οι συνδήκες αυτού του κόσμου καδιστούν τέτοιες προσπόιδειες ό.νευ σημασίας (πρὅλ. σελ. Π?8). Το δίλημμα που έχουμε δει πως είναι το πιο αιχμηρό αφορῷῖιιυ̃χέυ̃ῃ Τ0ν.Νου με τις Ιδέες. Και όπου ακόμα. ο Πλωτίνος προτείνει μια τόιξη λογικής προτεραιότητας, όπως στις συζητήσεις του περί Είναι, Ζωής και Νόησης, παρουσιαζει διόιφορες εναλλακτικές και φανερόι αντικρουόμενες προτάσεις. Εδώ, όπως και αλλού, οι συνεχιστές του πρόκειται να επιμείνουν σε ένα αυστηρότερα ορισμένο σύστημα. Από τη συζήτησή μας σχετικόι με την ψυχολογία του Πλωτί ·ι νου πρέπει αρχικόι να δυμηδούμε τις δυσκολίες που περιὅόιλ λουν την απόιδεια της ψυχής (σελ. Ι28 κ.ε.). Ιδιαίτερη εξαίρεση έκανε ο Ιόιμὅλιχος στο πλωτινικό αξίωμα σχετικό με την ύπαρξη ενός όιπτωτου στοιχείου μέσα στην ψυχή (παραπόινω σελ. Ι27). Όμως ακόμη πιο σοὅαρόι προὅλήματα, όπως έχουμε δει, ανακύ ¦Ἑρυ¿ι|από_.την κόιδοδό τηςσε αυτόν τον κόσμο. Ακόμη και αν δεχτούμε τη συνεκτικότητα της προσπόιδειας του"Πλωτίνου να δείξει ότι αυτό απορρέει τόσο από έναν παγκόσμιο νόμο όσο και από μια αλογη παρόρμηση, πώς μπορεί μια τέτοια παρόρμηση να αναδύεται σε μια ψυχή ελεύδερη από την επίδραση του σώ ματος (πρὅλ. σελ. 134), Το πρόὅλημα στον Πλόιτωνα είχε συν2.7 δεδεί με το περαιτέρω ερώτημα κατόι πόσο η ψυχή στην καδαρήἶ της κατόισταση είναι εξ ολοκλήρου έλλογη ή περιέχει και ένα] όιλογο στοιχεία εντούτοις, σχετικό. με την καταγωγή και την τειγ λική μοίρα της όιλογης ψυχής ο Πλωτίνος είναι κόιδε όιλλο παρόιἔ ακριὅής." Ίσως όμως οι πιο σοὅαρές δυσκολίες σε ολόκληρη της] φιλοσοφία του Πλωτίνου ανακύπτουν με την ουσιαστική κατόιρ γηση, σε μερικά αποσπόισματα, ςοποιασδήποτε ,διόικρισης είτε μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών ςφυχών είτεςμε,ταξύ_,της, Ψυχής συνολικόι και του Νου. Το ότι δεν μπορεί να υπαρξει κα μία απόλυτη διακριση μέσα στον κόσμο των ψυχών είναι επακό λουδο της δεωρίας σύμφωνα με την οποία κόιδε ψυχή περιέχει όλους τους Λόγους που δρουν στο φυχικό επίπεδο· είναι αυτό,
ε
Μ
58. Πρβλ. (σε χρονολογική σειρα) Ν. 7. {2]. ι̃4, Ν. Θ. [8]. 3. 239, ν|. 4. [22]. ι̃4ι̃θ, ιδιαίτερα ιῦ. 408, Ν. 3. [27]. 2782 (ιδιαίτερα 27. ι̃3). Ν. 4. [28}. 29, Ν. 5. [29]. 7. 4982, Ι. ί. [53]. ι̃2.
Ι55
2
”
7
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Μάπωςγέχουμε δει (σελ. 125), με το οποίογίνεταιςεφικτό οποιαδή
“ῇὴςποτε ψυχή να μετοικήσει στηςμορςφήςενός
ζ
ζώου.5®
Αντίστροφα,
εφόσον κάδε ψυχή περιέχει το σύνολο του Νοητού κόσμου, μπο ρεί να αναδυδεί με τις δικές της δυνάμεις και να πετύχει την ταύτιση με τον κόσμο αυτό, και με αυτόν τον τρόπο να υπερὅεί πλήρως τα όρια της Ψυχής. Και αφού οι δεϊκές ψυχές ὅρίσκο νται αέναα σε αυτήν την κατάσταση, η διάκριση μεταξύ Ψυχής και Νου ως Υποστάσεων φαίνεται πως καταργείται (πρὅλ. σελ. 139). Μπορούμε να παρατηρήσουμε εν παρόδω ότι, αν προχω ρήσουμε ακόμα περισσότερο και δεωρήσουμε τόσο τη Δεύτερη όσο και την Τρίτη Υπόσταση ατελείς τρόπους ενατένισης του Ενός, το πρόὅλημα που ανέκυψε νωρίτερα, των σχέσεων του Ενός με τα υπόλοιπα πράγματα, δεν μπορεί να εμφανιστεί. Αυ τό κάνει ακόμη πιο ισχυρά τα κίνητρα προς μια τέτοια οπτική. Αν ήταν συνεπώς απαραίτητο για τους διαδόχους του Πλωτί νου να γίνουν ακριὅέστεροι στα σημεία εκείνα όπου η σκέψη του φαινόταν αμφιλεγόμενη, δεν ήταν λιγότερο ουσιώδες να αποσα φηνίσουν τη λογική δομή των επιχειρημάτων του (πρὅλ. παραπά νω σελ. 83). Και, περιττό να το αναφέρουμε, η ιπποτική του προ σέγγιση στα πλατωνικά κείμενα προκάλεσε αντίστοιχο ενδιαφέ η ερμηνεία αυτή /. ρον μεταξύ των διαδόχων του. Ακόμη και όπου τούς φαινόταν να αντικατοπτρίζει το ίδιο το νόημα του Πλάτωνα, ὅασιςόταν σταδερά μόνο σε ένα μέρος του πρωτοτύπου και συ χνά μόνο σε λίγες φράσεις αποσπασμένες από τα συμφραζόμενα. ί““Παρόμοιες σκέψεις προκαλούνταν από την πρόχειρη χρήση της μυδολογίαςς προκειμἔἶὀύη̨̃ναί επεξηγεί τη μεταφυσική ί χρειαζόταν, χωρίς καμία προσπάδεια συνεπούς αλλη του όπου ε ‹ γορικής ερμηνείας (πρὅλ. παρακάτω σελ. 217). Μια τέτοια στάση τι/ήταν ακόμη λιγότερο ικανοποιητική υπό το φως του σκοπού των ύστερων Νεοπλατωνικών να συντηρήσουν τις παραδοσιακές μορφές λατρείας, τις οποίες ο Πλωτίνος δεν δεωρούσε απαραί τητες για το φιλόσοφο (πρὅλ. σελ. 1234). Ο κοινός όμως άνδρω πος δεν απαιτούσε έναν ευκολότερο δρόμο σωτηρίας απ, ό,τι ο ι
×.
59. Από την άλλη μεριά λίγα αποσπάσματα στις ίδιες τιραγματείες δηλώνουν μια πιο αυστη
ρή διάκριση μεταξύ των ψυχών· πρβλ. Ν. 3. 6. 10 κ.ε. και νί. 7. 6. 2931.
156
··ετ \.ς/ε\
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
Πλωτίνος τού επέτρεπε; Και, ακόμη και για την πνευματική ελίτ, ήταν η φιλοσοφία ο καλύτερος τρόπος σωτηρίας; Και παλι εδώ, μόνο μια μειοψηφία ύστερων Ν εοπλατωνικών επρόκειτο να ακολουδήσει τον ιδρυτή της σχολής τους. Ο ύστερος Ν εοπλατωνισμός συνεπώς παρουσιάζει δύο κύριες τάσεις: από την πρακτική του πλευρό. μια αυξανόμενη έμφαση : | /η Μ” ΜΠιΜΑ_ῃ°_η¬;„Μ¬ΠΜΠ"ΝἶΑΜ×ΜΠ”Μ" στη η̨̃ἑουργτα . απο| δεωρητικη αποψη ενα συνεχωςμαυζανομενο ,εζἶκσχαλαϋτικἔυ̃μόι εκδηλούμενο ωςιαυστηριήιεμμονή στη λογικήαπό:.., . Ψτ' δειξη̃"ικαι”στην εννοιολογική ακρίὅεια όσο και ως_„αυστῃρή„προ Δσκόλληση, τουλαχιστον στο επίπεδο της πρόδεσης, στο„κε,ίμε,νο„, ῇὴσἶἦολίοίδτίουθκειμένου και τίποτε αλλο έξωςαπό το κείμενο των" κλασικών του πηγών. Γι, αυτόν το λόγο, μολονότι ο Πλωτίνος Κ υπήρξε ασύγκριτα ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της ύστερης αρχαι ότητας, δεν μπορούσε ποτέ να γίνει υπέρτατη αυδεντία για τους ύστερους Νεοπλατωνικούς, αν και η μεταφυσική τους είναι σε πολλές περιπτώσεις απλώς μια σειρα υποσημειώσεων στις Εννε άδες. Ούτε ο Πορφύριος μπορούσε να κόινει κόιτι τέτοιο, του οποίου η προσέγγιση, παρότι πιο σχολαστική από εκείνη του δα σκάλου του, παρέμενε ακόμη, όπως δα δούμε, ανεπαρκώς συ στηματική. Ἑμενε συνεπώς στον Ιόιμὅλιχο ναςγκαδορίσειςτογπλαί σιοςτης ύστερης νεοπλατωνικής σκέψης. .
/
ί
Ι57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Πορφύριος και |αμβΠικος
Ι
Ο Νεοπλατωνισμός από τον Πλωτίνο εως το δάνατο του Ιουλιανού Τουσκάνος Ο ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ του Πλωτίνου, ο
Αμέλιος Γεντιλιανός, εμφανίζεται στη ὅιογραφία του Πορφύρι ου ως ένας μορφωμένος και ενδουσιώδης, αλλά και σχολαστικός δαυμαστἠς του δασκάλου του· η αντίκρουση του, για παράδειγ μα, σε ένα από τα Γνωστικό. Απόκρυφα έφτανε τουλάχιστον τα σαράντα ὅιὅλία (Β. Πλ. 16. 1214). Έχουμε ηδη δείξει ότι ο Αμέ ο δά λιος είχε μεγαλυτερη κλίση προς την τελετουργία απ” ό,τι ενδουσια ο είναι σκαλός του (σελ. 124). Αξιοσημείωτος επίσης σμός του για τον πρόλογο του Ευαγγελίου του Ιωάννη (Ευσέὅιος ΕΠ ΧΙ. 19. 1· πρὅλ. Αυγουστίνος ΠΠ Χ. 29), γεγονός το οποίο στο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συμπαδοὐσε το Χριστιανισμό Στο σύνολό του περισσότερο απ, ό,τι άλλοι Νεοπλατωνικοί. ανασυγκρο να ὅαδμό που η φιλοσοφικη του διδασκαλία μπορεί του τηδεί, φαίνεται ότι περιλάμὅανε τις ίδιες τάσεις με εκείνες τα Πορφυριου. Αφενός η διδασκαλία του έτεινε να καταργἠσει όρια μεταξύ των Υποστάσεων, τονίζοντας ιδιαίτερα τη διδασκα και λία του Πλωτίνου σχετικά με την ενότητα όλων των ψυχών 158
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
τη συγγένειόι τους με το Νου] αφετέρου εισήγαγε νέες λογικές διακρίσεις μέσα στις Υποστόισεις, όπως για παρόιδειγμα την επηρεασμένη από τον Ν ουμηνιο τριπλἠ διαίρεση του Ν ου (Πρό κλος Εις Τιμ. Ι. 306). Όμως η πιο ενδιαφέρουσα από τις καινο τομίες του Αμέλιου αφορόι τις Ιδέες. Πρώτον, και εξαιρετικό. ασυνἠδιστα για έναν Νεοπλατωνικό, υποστήριζε την Ιδέα του Κακού, προφανώς στηριςόμενος στο γεγονός ότι διαφορετικά το κακό δα έπρεπε να παραμένει όιγνωστο στο Θεό (Ασκληπιός Νικ. Εισ. 44. 35, σελ. 32 Τετέιτι· πρὅλ. Πρόκλος ΠΘ Ι. 2Ι. σελ. 98. Ι6ΖΟ, Εις Παρμ. 829ΒΙ). Δεύτερον, δεωρούσε τις Ιδέες) όιπειρες σε αριδμό (Συριανός Εις Μεταφ. Ι47. Ζ6) και κατ, αυ τόν τον τρόπο ηταν σε δέση να εγκαταλείψει τη δεωρία των ταυ τόσημων κοσμικών κύκλων. Όπως έχουμε δει (πρΰλ. σελ. Ι33), μόνο σε αυτην τη ὅόιση μπορούσε η απελευδέρωση της ψυχής να δεωρηδεί μόνιμη· κατόι πόσο ο Αμέλιος υποστήριζε την τελευ ταία δεωρία δεν το γνωρίζουμε, μολονότι ο Πορφύριος αναφέρει ότι την είχε υποστηρίξει (Αυγουστίνος Ό!) Χ. 30, ΧΧΙΙ. 27). Όμως το μαδηματικό όιπειρο δεν ήταν αποδεκτό από τον Ιόιμ ὅλιχο και τους συνεχιστές του και οι καινοτομίες του Αμέλιου δεν ὅρἠκαν συνέχεια. Η επιρροή του είναι εμφανής στο νεο πλατωνικό φιλόσοφο του τέταρτου αιώνα Θεόδωρο Ασιναίο, όμως το σημαντικότερο ρεύμα της νεοπλατωνικἠς σκέψης δεν περνόι από αυτούς, αλλόι από τον Πορφύριο και τον Ιαμὅλιχο. Ο Πορφύριος γεννἠδηκε περίπου το 232 στην Τύρο (πρὅλ. σελ. 38) και πέδανε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του τέταρ του αιώνα, σύντομα μετόι την παρουσίαση της έκδοσης του του έργου Εννεοι̃δες. 'Εχουμε ήδη κόινει νύξη στα πιο σημαντικά γε γονότα της ζωῆς του, τις πρώτες σπουδές του στην Αδἠνα δίπλα στον Λογγίνο, τα έξι χρόνια μαζί με τον Πλωτίνο, την αναχώρηση του το 268 για τη Σικελία και το γόιμο του αργότερα στη ζωη του με τη Μαρκέλλα, τη χἠρα ενός φίλου του (πρὅλ. σελ. 32). Στον Λογγίνο όφειλε την ευρύτατη πολυμόιδειό. του και την κριτική του επιστημονική γνώση την οποία αργότερα χρησιμοποίησε στο Ι. Πρβλ. Ιάμβλιχος Π. Ψυχ., παρατίθεται από τον Στοβαίο Εκλ. Βΐθ. 24.
Ι.
385. ΙΘΙ7, 372. ΘΙ2, 236,
Ι59
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
έργο του για να κατατάξει το συνολο του αρχαίου πολιτισμού υπό το έμὅλημα του Νεοπλατωνισμου (πρὅλ. Ευνέιπιος Β. Φιλ. 4556). Το πότε ακριὅώς επέστρεψε από τη Σικελία στη Ρώμη δεν είναι ὅέὅαιο. φαίνεται όμως ότι η φημισμένη αντιχριστιανι κή του πολεμική συντόιχτηκε στη Σικελία (πρὅλ. Ευσέὅιος ΕΙ Ιν. 19. 2). Ο Ιόιμὅλιχος καταγόταν από τη Χόιλκη της Συρίας και ήταν ακριὅώς στη Συρία όπου, υστερα από μια περίοδο σπου δής δίπλα στον Πορφυριο, ίδρυσε τη δική του σχολή (Ευνόιπιος ΕἹ 457 κ.ε.). Πέδανε περίπου το 326, όχι πολύ αργότερα αφό του ο Κωνσταντίνος έγινε κυρίαρχος του Ρωμαικου κόσμου. Ο ὅασικός του μαδητής, ο Εδέσιος, ίδρυσε στη συνέχεια μια σχολή στην Πέργαμο (Β. Φιλ. 461). αλλόι ουτε αυτός ουτε κανείς όιλλος από τους διαδόχους του Ιόιμὅλιχου οι οποίοι εμφανίζονται στον Ευνόιπιο φαίνεται πως έκαναν καποια ουσιαστική συμὅολή στη νεοπλατωνική σκέψηἔ Μια σημαντικότερη μορφή υπήρξε ο μα δητής και αντίπαλος του Ιόιμὅλιχου Θεόδωρος Ασιναίος (πρὅλ. Β. Φιλ. 458, Ιουλιανός Επ. 12), του οποίου η φιλοσοφία φαίνεται ότι συνδυαςε διόιφορα ρευματα του πρώιμου Νεοπλατωνισμου. Αφενός ο Θεόδωρος αναφέρεται ότι είχε επηρεαστεί τόσο από τον Νουμήνιο (Πρόκλος Εις Τιμ. Π. 274. 10 κ.ε.) όσο και από τον Πορφυριο (Δαμασκιος Β. Ισ. 166) και η ερμηνεία του για το Δη μιουργό στο έργο Τίμαιος αποτελεί αναπτυξη της αποψης του Αμέλιου (Πρόκλος Εις Τιμ. Ι. 309. 14 κ.ε.), ενώ η ψυχολογία του επιστρέφει στην πλωτινική σχολή ως προς διαφορα σημαντικό ζητήματα, ιδιαίτερα εκεί όπου υποστηρίζει ένα όιπτωτο επίπεδο της φυχήςἔ Αφετέρου, εμφανίζεται να ακολουδεί τον Ιαμὅλιχο στην αναπτυξη ιδεών όπως αυτών της Τριαδικής Αρχής και του Νόμου της Αντιστοιχίας (πρὅλ. Εις Τιμ. Π. 274. 1Ο κ.ε. και πα ρακόιτω σελ. 201. 210 κ.ε.). Ένα υπόμνημα στις Κατηγορίες του 2. Από την όλλη μεριό, το γεγονός ότι η σχολή δεν είχε αφοσιωθεί πλήρως στη θεουργία απο δεικνύεται από την ανεπιτυχή προσπαθεια ενός από τα μέλη της, του Ευσέβιου εκ Μύνδοιι να
πείσει τον αυτοκρατορα ιουλιανό να ακολουθήσει τον πλωτινικό φιλοσοφικό δρόμο κόθαραης. 3. Πρόκλος Εις Πρ.
111.
333. 28 κ.ε.· πρβλ. ό.π. 111. 246. 238 και Νεμέσιος Φιισ. Ανθ. 51. 117 11. 215. 29 κ.ε. αναφέρει ότι παίρνει το μέρος του
(ΡΘ. Χ|.. 584). Από την αλλη μερια, Εις Τιμ
ίαμβλιχου ενόντια στον Πορφύριο σχετικα με το πρόβλημα της ενδιόμεσης κατόοτασης της ψυχής· (πρβλ. σελ. 1838, 1945).
160
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Αριστοτέλη διασώξεται απόν το συνεχιστή του Ιάμὅλιχου Δέξιππο και ένα άλλο αποδίδεται στον μαδητή του Εδέσιου Μάξιμο τον Εφέσιο (Σιμπλίκιος Εις Κατ. Ι. Ι4Ιό). Όμως η μεγάλη σημασία του Μάξιμου έγκειται αλλού: στο ρόλο του ως πνευματικού καδοδη γητή του Ιουλιανού του Αποστάτη (ανεξάρτητος αυτοκράτορας 36Ι3) κατά την προσπάδεια του τελευταίου να αναστρέψει τη διαδικασία που ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος και να επανεγκαδιδρύ σει την αρχαία παγανιστική δρησκεία υπό τη μορφή μιας εκκλη σίας με δόγμα της τον ιαμὅλίχειο Νεοπλατωνισμό. Η προσπάδεια έληξε άδοξα ωστόσο με το δάνατο του Ιουλιανού στη μάχη και ο Μάξιμος, του οποίου η φιλοδοξία είχε δημιουργήσει μια αρνητική φήμη γύρω από το πρόσωπό του, πλήρωσε με τη ξωή του τη χρι στιανική αντίδραση που ακολούδησε (πρὅλ. Β. Φιλ. 47380). Διά φορες επιστολές και δεολογικά δοκίμια διασώξονται από τον ίδιο τον Ιουλιανό° η φιλοσοφία τους είναι σε μεγάλο ὅαδμό μια εκλαίκευση της διδασκαλίας του Ιόιμὅλιχου, όπως άλλωστε και εκείνη της ελκυστικής «παγανιστικής κατήχησης» από τον πραι τωριανό αξιωματούχο του Ιουλιανού Σαλούστιο που έχει σωδεί με τον τίτλο «Περί Θεών και Κόσμου». Το έργο είναι μια περίληψη της νεοπλατωνικής δρησκευτικής διδασκαλίας χάριν των καλ λιεργημένων λαικών· το τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο σχετικά με την ερμηνεία της μυδολογίας, με την περίφημη αλληγορία του μύ δου του Ἀττιος, είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Από τον Πορφύριο και τον Ιάμὅλιχο ωστόσο κανένα μεταφυ σικό έργο δεν σώξεται ολόκληρο και η σπουδαιότητα τους έχει κατά συνέπεια συχνά υποτιμηδεί. Έτσι ο Πορφύριος έχει δεω ρηδεί απλώς ένας εκλαϊκευτής του Πλωτίνου και είναι ὅέὅαιη αλήδεια ότι η σημαντικότερή του επιρροή υπήρξε προς αυτήν την κατεύδυνση (πρὅλ. Β. Φιλ. 4567), ιδιαίτερα στη λατινική Δύση, όπου η απλοποίηση της σκέψης του δασκάλου του αντα ποκρίδηκε στη δυσπιστία των πρακτικά σκεπτόμενων Ρωμαίων απέναντι στις λεπτολογίες της δεωρητικής φιλοσοφίας. Είναι συνεπώς η δική του επιρροή που δεσπόξει τόσο στους παγανι στές όπως ο Μακρόὅιος όσο και σε Χριστιανούς όπως ο Αυγου στίνος, μολονότι αυτό δεν πρέπει να ληφδεί υπό το νόημα ότι οι Ι6Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Λατίνοι συγγραφείς δεν διόιὅαζαν τον ίδιο τον Πλωτίνο·
ο
Αυ
γουστίνος είχε οπωσδήποτε διαὅόισει τουλόιχιστον κόιποια από τα έργα του (Πε ι̃ὅτει Βεειτει Ι. 4).έ Σημαίνει όμως ότι διόιὅαζαν τον Πλωτίνο μέσα από το πρίσμα του Πορφύριου και ότι ήταν ως εκ τούτου η εκδοχή του Πορφύριου σχετικόι με το Νεοπλα τωνισμό εκείνη που επικρόιτησε στη δυτική παρόιδοση μέχρι τη μετάφραση του Διονυσιακού κώδικα από τον Εριγένη (πρΰλ. πα ρακόιτω σελ. 2612). Και ορισμένα χαρακτηριστικα αυτής της εκ δοχής ξεχωρίζουν τόσο στις λατινικές μας πηγές όσο και στα σω ζόμενα έργα του Πορφύριουἔ Μεταξύ αυτών δα μπορούσαμε να αναφέρουμε πρώτα απ) όλα το Περί Αποχής Εμψύχων, μια υπε ρόισπιση της χορτοφαγίας, και έναν παρηγορητικό λόγο προς τη σύζυγό του Μαρκέλλα πριν από την αναχώρησή του για ταξίδι όπου της παρέχει ηδικές οδηγίες. Σε αυτόι τα κείμενα μπορούμε να διαπιστώσουμε τον ενδουσιοισμό του Πορφύριου για την ηδι κή και ασκητική πλευρόι του νεοπλατωνικού δόγματος, καδώς και το ενδιαφέρον του, κόιτι στο οποίο διέφερε από το δόισκαλό του, για τις καδιερωμένες δρησκευτικές πρακτικές. Η πρώτη τόι ση είναι εξίσου ορατή στο έργο του Περί του Πυδαγορικού Βιου, μαρτυρία της αυξανόμενης πυδαγορικής επιρροής στον ύστερο Ἐ Νεοπλατωνισμό η οποία φαίνεται στην ηδική του διδασκαλία, | | Ϊ | στο ολο και μεγαλυτερο ενδιαφερον του για τα μαδηματικα και το μυστικισμό των αριδμών, καδώς και σε δογματικόι ζητήματα όπως η διδασκαλία της ύστερης σχολής περί Ορίου και Απεί ρου (πρὅλ. σελ. 237). Το συγκεκριμένο έργο αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας της φιλοσοφίας, από την οποία ελόι χιστα όιλλα αποσπόισματα έχουν διασωδεί. Οι καρποί των δρη σκευτικών ενδιαφερόντων του Πορφύριου, από την αλλη μερια, περιλαμὅόινονται στην αντιχριστιανική του πολεμική και στις
αρ
4. Σχετικα με αυτό το κείμενο και την ερμηνεία του ιτρβλ. Ρ. Ηεητγ, Ρ|οτΙπ ετ Ι' οοοίοεητ, σελ.
νε 82 κ.ε., διορθὡνοντας την αποψη του Τπειίετ στο Ροτρήντίοε υηα Αυρυείίη. Σχετικα με τις οπλατωνικες πηγές του Αυγουστίνου ιτρβλ. τα πιο πρόσφατα έργα του Η. Δ. Ο' Οοηπειι.
λιγότερο σημαντικό έργα σε ιδιαίτερα Θέματα παραλείιτοιπαι από τον κατόλογό μας. Για έναν πλήρη καταλογο πρβλ. Ρ. Ηεαοτ, Ροτρηντε ετ λἢστοτίηυε |, σελ. 458 σημ. ι. Σχε τικό με τα χαμένα έργα τιρβλ. επίσης Δ. Βἰαετ, Με σε Ροτρηντε, υπόμνημα 4, Η. Βευτιετ ΗΕ αρθρο «Πορφύριος», στήλες 279301 5. Μερικά
Ι6Ζ
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
προσπάθειές του για μια αλληγορική ερμηνεία των παραδοσια κών μύθων. Το μοναδικό σωζόμενα παράδειγμα αυτής της ερμη νείας αποτελεί το δοκίμιό του σχετικά με το Άντρο των Νυμφών που περιγράφεται στη ραφωδία ν της Οδύσσειας. Το έργο αντι προσωπεύει επίσης ένα εξαιρετικό παράδειγμα της πορφύρειας σχολαστικής μεθόδου η οποία, όπως θα δούμε, διαφέρει από εκείνη του Ιάμὅλιχου και του Πρόκλου. Όμως τα πιο σημαντικά και σπουδαία δείγματα αυτής της μεθόδου, τα πλατωνικά και αριστοτελικά υπομνήματα του Πορφύριου, έχουν χαθεί, μολονό τι τα αποσπάσματα του σημαντικού υπομνήματός του στο Τι μαιος έχουν πρόσφατα εκδοθεί και ο Ρ. Ηαάοτ έχει προσπαθή σει με ισχυρά επιχειρήματα να του αποδώσει κάποια ανώνυμα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα στο Παρμενιδηςἄ Το έργο που είχε ωστόσο τη μεγαλύτερη επιρροή και το οποίο ακό μη διασώςεται ήταν η Εισαγωγή που συνέταξε πάνω στις Κατη γοριες του Αριστοτέλη· σώζεται επίσης ένα υπόμνημά του στην αριστοτελική πραγματεία με τη μορφή ερωτήσεων και απαντή σεων. Η Εισαγωγή μεταφράστηκε στα Λατινικά από τον Βοήθιο και ένα απόσπασμα της, το οποίο πρότεινε μια διαφορετική άποψη σχετικά με το οντολογικό καθεστώς των καθολικών εν νοιών (Ι. 914), επρόκειτο να αποτελέσει εστία της μεσαιωνικής διαμάχης μεταξύ Ρεαλισμού και Νομιναλισμού. Από την επισκόπηση των σωςόμενων έργων του Πορφύριου τρία κύρια ζητήματα συνεπώς ανακύπτουν: πρώτον, ο ρόλος του ως εκλοιίκευτή του Πλωτίνου, δεύτερον, οι ηθικές και θρησκευτι κές του κλίσεις, τρίτον, το έργο του ως υπομνηματιστή και σχο λαστικού φιλοσόφου. Εκείνο το οποίο παρέμενε σε μεγάλο ὅαθμό παραγνωρισμένο έως και τα πρόσφατα χρόνια ήταν ο ρόλος του ως πρωτότυπου μεταφυσικού. Αν και η επικρατούσα σήμερα τά ση είναι απεναντίας να υπερτονίζονται η πρωτοτυπία και η επί δραση που άσκησε στη μεταγενέστερη φιλοσοφία, εξίσου ορθά
_ 6. Πρβλ. Ροτρηγτε ετ
ιόοιοιιηιιε ραεείιη και το παλαιότερο αρθρο του στο Ηενιιε αοε ότιιαεε ρτεοααεε |.ΧΧ|ν (ι̃θθι̃) 4ίΟ88. Ο καθηγητής Α. Ο. ι.|ογα με πληροφορεί ότι τα μέχρι στιγμής αδημοσίειιτα έργα των μαθητών του Ηααοι προσφέρουν πρόσθετες επιβεβαιώσεις της υπό θεσης του· εν τω μεταξύ θα πρέπει να διατηρηθεί κάποιος βαθμός αμφιβολίας.
Ι63
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
έχει αποδείξει το ρόλο του ως εισηγητή μιας ορισμένης ανάπτυ ξης της πλωτινικής σκέψης η οποίοι οπωσδήποτε συμφωνεί με τα υπόλοιπα κυρίαρχα ενδιαφέροντά του. Από την άλλη μεριά, όπως δα δούμε, η έκδεση των απόψεων του Πορφύριου που επι κρατεί είναι μάλλον υπερὅολικά μονολιδική· ο Πορφύριος, όπως και ο δάσκαλός του (και στην πραγματικότητα, όπως επίσης ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης), ωδήδηκε προς αντικρουόμενες κατευδύνσεις και φαίνεται ότι υιοδέτησε διαφορετικές στάσεις σε διαφορετικά έργα. Επί του παρόντος, ωστόσο, είναι απαραί τητο να παραδέσουμε απλώς τα κύρια έργα του, που όλα δυ στυχώς σώζονται μόνο σε αποσπάσματα, μέσα από τα οποία πρέπει να ανασυγκροτήσουμε τις μεταφυσικές του αντιλήψεις. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι τα αποσπάσματα του έργου Αφορμαί προς τα Νοητά, μια συλλογη 44 αφορισμών σχετικά με με ταφυσικά δέματα, που κυμαίνονται από απλές προτάσεις μέχρι σύντομα δοκίμια. Τα περισσότερα ὅασίςονται σε κείμενα του έρ γου Εννεοι̃δες· μερικά είναι απλές παραπομπές ή παραφράσεις αυ τού του έργου. Όμως, όπως σημειώνει ο Ι..Ιογα, οποιαδήποτε ιδέα ότι προσφέρουν μια εύκολη εισαγωγή στον Πλωτίνο είναι απίδανο να αντέξει την έμπρακτη δοκιμασία? Γενικά το Αφορμαί σηματο δοτεί μια σκλήρυνση των προτάσεων του Πλωτίνου σε αυστηρές φόρμουλες που προεικονίζουν το Στοαειι̃υσις Θεολογική του Πρό κλου. Παράλληλα, αυτό συνοδεύεται από ένα αυξανόμενο ενδια φέρον για την εννοιολογική ακρίὅεια· έτσι η Πρόταση 22 συμφω νεί με τον Πλωτίνο στο ότι κάδε Νους εμπεριέχει το σύνολο της Πραγματικότητας, αλλά προσδέτει ότι στον «καδολικό Νου ακό μη και τα επιμέρους υπάρχουν σε μια καδολική μορφή, δεδομένου ότι στους επιμέρους νόες τόσο οι καδολικές όσο και οι επιμέρους έννοιες υπάρχουν κατά τρόπο που προσιδιάζει στο μέρος». Και παρότι το έργο δεν είναι ολοκληρωμένο, είναι ενδιαφέρον το ότι πολλές Προτάσεις ασχολούνται με δέματα τα οποία ο ίδιος ο Πορφύριος παραδεχόταν ότι τα έὅρισκε περίπλοκα, όπως τη σχέ ση του Νου με τα αντικείμενόι του (Αφ. 41, 434, πρὅλ. Β. Πλ. 18. 7. Οετηίπίσρε Ηἰειοῃγ
164
οί Δείετ Θτεεκ εηα Εετ|γ Μοαίενε1! Ρ|τ||οεορήγ,
σελ. 286.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
823) και την ένωση της ψυχῆς με το σώμα (Β. Πλ. 13. ΙΟ17), με τα οποία δα ασχοληδούμε αργότερα. Όπως ο τίτλος δηλώνει, ωστόσο, το κύριο μέρος του έργου ασχολείται με τη διάκριση με ταξύ αισδητῆς και Νοητἠς τάξης και με τη μεταὅολἡ της διανοη τικής και ηδικἠς στάσης του ανδρώπου όπως αυτές κατ” ανάγκη συνάγονται από αυτήν τη διάκριση. Το τελευταίο σημείο αποτελεί αντικείμενο του πιο γνωστού τμἠματος του έργου, της Πρότασης 32, η οποία συστηματοποιεί τις τέσσερις κατηγορίες της αρετής που διακρίνονται από τον Πλωτίνο° περισσότερες κατηγορίες επρόκειτο να προστεδούν από τους ύστερους Νεοπλατωνικούς σύμφωνα με την αντίληψη τους για τη δεουργία ως ανώτερη της φιλοσοφίας.8 Από τις υπόλοιπες μεταφυσικές πραγματείες του Πορφύριου μόνο λιγοστά αποσπάσματα σώζονται. Αρχικά υπάρ χουν τα αποσπάσματα από τα Σύμμεικτα Ζητήματα τα οποία κα ταπιάνονταν με την ένωση ψυχής και σώματος, ενσωματωμένα στην πραγματεία ΠερίΦύσεως Ανδρώπου του χριστιανού επισκό που Ν εμέσιου Εμέσης (Ρίἔ ΧΤ.. 592 κ.ε.) και σε ένα άλλο έργο το οποίο αποδίδεται στον Πέρση ὅασιλιά Χοσρόη από τον Πρισκια νό, έναν από τους τελευταίους φιλοσόφους της Σχολῆς της Αδη νας, και σημερα σώζεται μόνο στα Λατινικά. Έπειτα υπάρχουν τα σπουδαία αποσπάσματα στο Παρμενίδης τα οποία ο Ηαεἰοτ απο δίδει στον Πορφύριο· αν δεν προέρχονται με ὅεὅαιότητα από τον ίδιο τον Πορφύριο, πρέπει να προέρχονται οπωσδήποτε από τη σχολη του και δα χρειαστεί να τα συζητησουμε εκτενώς. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε τα σημαντικά αποσπάσματα που έχουν διασωδεί από τον Πορφύριο σχετικά με τη φιλοσοφία της δρη σκείας. Τρία από αυτά είναι εζέχουσας σημασίας, το Φιλόσοφος Ιστορια, η επιστολή προς τον Αιγύπτιο ιερέα Ανεὅώ και η πραγ ματεία Περί επανόδου της ψυχής η οποία συζητείται στο έργο του Αυγουστίνου Πε· είνίτατε Πεί. Τα σωζόμενα κατάλοιπα αυτών των 8. Οι τέσσερις
κατηγορίες που διακρίνονται απο τον Πορφύριο είναι οι πολιτικές ίτιρβλ. Ενικ (οτι. 8. τίι̃9), οι θεωρητικές (ότι. 8. 227) και οι παραδειγματι κές αρετές (ό.ιτ. 7. ι̃8), μια κατηγοριοτιοίηοη η οποία ακολουθήθηκε από τον Μακρόβιο, ίπ Ξοτηη. 8ο. ι. ΥΗ· από τους ύστερους Νεοτιλατωνικοὐς τιρβλ. Μαρίνος Β. Πρ. κεφ. 8 και Ολυ μτιιόδωρος Εις Φαιδ. 45Θ, Π8ι̃4. Ι.
2. τ. το2τ). οι καθαρτικές
Ι65
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
έργων διαφέρουν τόσο πολύ υφολογικά ώστε οι μελετητές έχουν γενικά δεωρήσει ότι χρονολογικά ανήκουν σε διαφορετικές περιό δους της ζωής του Πορφὐριου και ότι το πρώτο από αυτά, με την άκριτη, για να μην πούμε δεισιδαιμονική, ευλάὅειά του προς τα μυστήρια, πρέπει να προχρονολογείται της συνάντησής του με τον Πλωτίνο. Αν και όχι απαραίτητα εσφαλμένα, η άποψη αυτή έχει γίνει με μεγαλύτερη ὅεὅαιότητα αποδεκτή από όσο επιτρέ πουν τα υπάρχοντα στοιχεία? Εν πάση περιπτώσει, το πρόὅλημα αυτό δεν δα μας απασχολήσει εδώ, αφου σκοπευουμε να ασχολη δούμε μόνο με τη μεταπλωτινική περίοδο του Πορφυρίου, δηλα δή με το δεύτερο και το τρίτο από τα παραπάνω έργα. Όσον αφορά τον Ιάμὅλιχο, τα πράγματα είναι ακόμη χειρό τερα για εμάς. Το σημαντικότερο έργο του που διασώζεται ολό κληρο είναι μια υπεράσπιση της δεουργίας με τον τίτλο Περίτων Αιγυπτιι̃υν Μυστηριῖον, την αυδεντικότητα του οποίου, παρότι αμφισὅητήδηκε κατά το δέκατο ένατο αιώνα, φαίνεται να εγ γυάται η μαρτυρία του Πρόκλου.'® Το έργο δεν ασχολείται ωστό σο συστηματικά με τη μεταφυσική, παρότι μερικές από τις από ψεις του συγγραφέα αναδύονται έμμεσα. Όσον αφορά τα υπό λοιπα έργα του, έχουν διασωδεί δυο μαδηματικά έργα, ένας ακό μη ὅίος του Πυδαγόρα και ο Προτρεπτικός, μια προτροπή προς τη φιλοσοφία η οποία ελεύδερα ενσωματώνει αποσπάσματα από τα έργα των κλασικών φιλοσόφων, μεταξύ αυτών τα Γοργίοις και Φαιδων του Πλάτωνα και το χαμένο Προτρεπτικός του ίδιου του Αριστοτέλη, για τον οποίο το έργο του Ιάμὅλιχου αποτελεί πρω τογενή μας πηγή. Τέλος, υπάρχουν τα αποσπάσματα της σημα ντικής πραγματείας του Ιάμὅλιχου Περί Ψυχής σωζόμενα από γενικότερα αποδεκτή χρονολόγηση (παρουσιάζεται ιδιαίτερα στο έργο του Βίαε: ιάσ σε Ροτρηγτε) αντικρούεται στο έργο του τί. Ο' Μεετε, Ροτρήντγε Ρ|τί|οεορήγ ίτοπι Οτεο|εε ίπ Αυρυειίηε· (Παρίσι ι̃959), το οποίο υπερβόλλει ωστόσο στην ταυτιση του Φιλόσοφος Ιστορια με το Πε Ηοστοεευ Απἰπιειε. Ενάντια στον Ο' Μεειτει πρβλ. Ρ. Ηεαοτ, Ηονυε αεε έίυαεε ευσυείίπίεππεε νί Η860) 20544. Η χρονολόγηση του Βίαε: βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στον Ευνάπιο Β. Φιλ 457· από την άλλη μεριά, το ότι το Φιλόσοφος ίστοριι̃τ βρισκόταν εγ γύτερα στα υπόλοιπα έργα, περισσότερο απ' ό,τι τα σωζόμενα αποσπάσματα υπονοούν, προτείνεται από τον Ευσέβιο ΕΠ Ν. 7. 8. και τον Αυγουστίνο ΟΠ ΧΙΧ. 23. 9. Η
ί0. Πρβλ. το σχόλιο (από το Βυζαντινό φιλόσοφο Ψελλό) το οποίο βρίσκεται στην προμε τωπίυ̃α του χειρογράφου που διαθέτουμε· επίσης Εις Τιμ Ι. 888. ι̃0ι̃ ί.
166
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
τον ανδολόγο Στοὅαίο° αν και τα σωζόμενα χωρία αναφέρονται κατά κύριο λόγο στις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, πολλά μπορούμε να μάδουμε από την κριτική που ασκεί ο Ιάμὅλιχος στη διδασκαλία τους. Για τα υπόλοιπα εξαρτόμαστε πλήρως από τις αναφορές που κάνει στη δεωρία του ο Πρόκλος και άλλοι από τους ύστερους Νεοπλατωνικούς. Συμπερασματικά, η σημασία του Ιάμὅλιχου δεν έχει γίνει πάντοτε πλήρως αντιληπτή· έχει δεωρη δεί ότι εγκαταλείπει τη φιλοσοφία χάριν της δεισιδαιμονίας και η νηφάλια κριτική των απόψεών του έχει συχνά αντικατασταδεί από την επιτίμηση. Μια τέτοια στάση έρχεται σε παράδοξη αντίδεση με την εκτίμησή του από τον Ιουλιανό ως ισάξιου του Πλάτωνα (Λογ. Ιν. Ι46ε), όπως και με το σεὅασμό των ύστερων Νεοπλα τωνικών για τη «δεία του έμπνευση», που υπερέὅαινε ακόμη και την εκτίμησή τους για τον Πλωτίνο. Ελάχιστη διάδεση υπάρχει στις ημέρες μας για να γίνει δεκτή μια τέτοια εκτίμηση· από την άλλη μεριά υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι ο Ιάμὅλιχος ήταν ένας δημιουργικός φιλόσοφος όχι ευκαταφρόνητης αξίας και δεν υπάρ χει καμία αμφιὅολία ότι ήταν εκείνος ο οποίος καδόρισε την πο ρεία της ύστερης νεοπλατωνικής σκέψης, τουλάχιστον στο ελλη νόφωνο ήμισυ της Αυτοκρατορίας· στη Δύση, όπως έχουμε σή μειώσει, κυριάρχησε η επιρροή του Πορφύριου. Και μολονότι η σύγκρουση μεταξύ των δρησκευτικών απόψεων του Ιάμὅλιχου και εκείνων του Πλωτίνου μπορεί να παρουσιαστεί σαν μια σύ γκρουση ανάμεσα σε δεισιδαιμονία και ορδολογισμό, δεν δα ήταν λιγότερο έγκυρο, και ίσως μάλιστα περισσότερο αποδοτικό, να τη δούμε σαν σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πάντα ελκυστικές ιδέες για τη σχέση ανδρώπου και Θεού. Οπωσδήποτε τον Ιάμὅλιχο τον απασχολούσε, όπως φαίνεται καδαρά από το Περί Μυστηράυν, να δικαιολογήσει τις δρησκευτικές του καινοτομίες με λογικό τρό πο· και ούτε κάποιο άλλο στοιχείο υποδηλώνει μια άκριτη στά ση εκ μέρους του προς τη δεισιδαιμονία. Ο Ευνάπιος ομολογου μένως αφηγείται διάφορες δαυμαστές ιστορίες γύρω από τον Ιάμὅλιχο, αναφέρει όμως επίσης και την άρνησή του στις φήμες ότι, ενώ προσευχόταν, το σώμα του μεταμορφώδηκε και ανυψώ δηκε στον αέρα (Β. Φιλ. 458). Σε ποιο ὅαδμό ακριὅώς το ύστερο Ι67
ΝΕΟΠΑΑΤΠ ΝΙΣΜΟΣ
νεοπλατωνικό σύστημα αντανακλά τη συμὅολή του Ιόιμὅλιχου εί ναι αδύνατο να το πούμε με ὅεὅαιότητα λόγω της απώλειας των έργων του. Από την όιλλη μεριόι αξίζει την προσοχή μας και δα το συζητήσουμε εκτενώς στο παρόν κεφαλαιο.
ΙΙ
Η αντιχριστιανική πολεμική και το πρόὅλημα της δεουργίας Η σύγκρουση μεταξύ της παγανιστικής φιλοσοφίας και του Χρι στιανισμού είχε ξεκινήσει το δεύτερο αιώνα μ.Χ. με την αντιχρι στιανική πραγματεία του πλατωνικού Κέλσου. ο οποίος λανδα σμένα ταυτίζεται από τον Ωριγένη με έναν Επικούρειο με το ίδιο όνομα και ανασυντασσεται σε ένα από τα γνωστότερα έργα του Πατέρα της Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Ιουλιανός δα συνέδετε τη δική του πολεμική. Από όλα όμως τα αντιχριστιανικόι κείμενα ήταν εκείνο του Πορφύριου το οποίο επρόκειτο να κριδεί ως το πιο επι κίνδυνο. εξαιτίας της ευρυμόιδειας (συμπεριλαμὅανομένης της ει δικής γνώσης των Εὅραίκών) που χρησιμοποιούσε στην ανόιλυση των ὅιὅλικών κειμένων. Αν και το έργο ρίχτηκε από την Εκκλησία στην πυρόι. οι σωζόμενες μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η ὅιὅλική του κριτική παραμένει απαρόιμιλλη μέχρι τις ημέρες μας. Αυτή όμως η κριτική δεν εμπίπτει δυστυχώς στην παρούσα μελέτη. Ού τε μπορούμε να ασχοληδούμε με τις γενικότερες παγανιστικές εν στάσεις του Χριστιανισμού, πολλές από τις οποίες γίνονταν δε κτές από τους Νεοπλατωνικούς. Πρέπει να περιοριστούμε στις κύριες φιλοσοφικές αποκλίσεις μεταξύ των δύο κινημόιτων. όπως αυτές ανακύπτουν από τις τρεις πολεμικές, όπως και από τις ανταπαντήσεις των Πατέρων της Εκκλησίας· η αντιγνωστική πραγματεία του Πλωτίνου είναι επίσης σημαντική, εφόσον πολλές από τις επικρίσεις της ισχύουν εξίσου για τον ορδόδοξο Χριστια νισμό. Μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τα σχετικόι δέματα σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, υπόιρχει το ζήτημα που προκύπτει από τη Ι68
Χ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
χριστιανική πρόκριση της πίστης έναντι της λογικής. Δεύτερον, υπάρχουν τρία ζητήματα που δεωρούνταν μη αποδεκτά από τον ερασιτέχνη πλατωνικό φιλόσοφο Συνέσιο τον Κυρηναίο κατά τη χειροτόνησή του το ΠΟ ως επισκόπου Πτολεμοίίδος, τα οποία πραγματευόταν στην ΙΟ5η επιστολή του· τα ίδια ζητήματα δεω ρούνταν κατά κοινή ομολογία απαράδεκτα για τους Πλατωνικούς, οι οποίοι κατά τα άλλα διατείνονταν ευνοικά προς το Χριστιανι σμό. Τρίτον,υπάρχουν τα προὅλήματα της ενανδρώπισης του Ιη σού (πρὅλ. Αυγουστίνος Οοτυ". νΠ. 9) και των δαυμάτων του. Το γεγονός ότι Εὅραίοι και Χριστιανοί αξίωναν μια πίστη όα σιζόμενη σε προτάσεις για τις οποίες ήταν ανίκανοι να προσκομί σουν αποδείξεις ήταν κοινός τόπος της πλατωνικής κριτικής, εντο νότερα ίσως εκφρασμένη σε ένα πολύ γνωστό απόσπασμα του Γα ληνού." Ο Πλωτίνος, μπορούμε να δυμηδούμε, είχε όμοια επιτεδεί στην άρνηση των Γνωστικών να υποστηρίξουν τις απόψεις τους με λογικά επιχειρήματα (Π. 9. 6. 4352, πρὅλ. παραπάνω σελ. 367). Στους ύστερους αιώνες, ωστόσο, αυτή η αντίδεση αμὅλύνδηκε στο ὅαδμό που οι Χριστιανοί πάσχισαν για μια λογική δεμελίωση .ες των απόψεών τους, ενώ ο Νεοπλατωνισμός προσέλαὅε περισσό τερο τα χαρακτηριστικά δρησκείας και στην τελική του μορφή προέκρινε την πίστη ως την υψηλότερη των αρετών (πρὅλ. πα ρακάτω σελ. Ζ45). Ούτε ήταν πρόδυμοι οι ύστεροι Ν εοπλατωνι κοί να επιτρέψουν την ελεύδερη συζήτηση ανατρεπτικών ιδεών· ο Πρόκλος ήδελε να αποσύρει από την κυκλοφορία όλα τα δι ὅλία εκτός από τα Τιμαιος και Χαλδαι̃κά Λόγια, ώστε να εμποδί σει να ὅλάψουν τους ανεκπαίδευτους (Β. Πρ. 38). Παρότι αυτή) δεν ήταν παρά μια απλή εφαρμογή της ίδιας της διδασκαλίας του Πλάτωνα, φέρει έντονη ομοιότητα με τη χριστιανική πρακτική.'2
ί
"ι
ιι. Παρατίθεται από τον ΙΝαΙ:ει·, ΘειΙεπ οπ αεννε απο Οήτίειίεηε, σελ.
Ι5. Πρβλ. Ωριγενης Κ
75, νΙ. ΙΙ., Πορφύριος Κ Χρ. ατι. Ι (=Ευσέβιος ΕΠ Ι. 2. Ι κε.) γρ. ί7, ατι. 73 ί=Ευσέβιος ΕΑ Ι. Ι. Ι2), Ιουλιανός = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Λογ. 4. Ι02 ΙΡΟ ΧΧΧν. 687). Σχετικό με το σύνολο του προβληματος τιρβλ. ΙΝεΙ:ετ ότι., σελ. 4856.
Κέλσ. Ι.
Θ, ΙΙΙ.
Ι2. Από την αλλη μερια, οι Νεοτιλατωνικοί δεν φαίνεται να είχαν ενθαρρύνει τη δίωξη των Χριστιανών, αν και το έργο του Πορφόριου χρησιμοτιοιόταν προς υποστήριξη της δίωξης του Διοκλητιανοό από τον αιποκρατορικό αξιωματούχο Ιεροκλή Ιτιου δεν πρέπει να συγχέε ται με το νεοπλατωνικό φιλόσοφο με το ίδιο όνομα, για τον οποίο πρβλ. σελ. 224, 229).
169
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Οι τρεις δυσκολίες του Συνέσιου ήταν δυσκολότερο να ξεπερα στούν, μολονότι ακόμη και σε μερικές από αυτές ο Νεοπλατωνι σμός και ο Χριστιανισμός ήρδαν εγγύτερα· αφορούσαν την αιω νιότητα του κόσμου και την προύπαρξη της ψυχής, τις οποίες οι Πλατωνικοί είχαν την πρόδεση να υποστηρίξουν, και την αναστα ση του σώματος, την οποία δεν αποδέχονταν. Σε κόιδε περίπτωση η δυσκολία στη μορφη που διατυπωνόταν ήταν απλώς το τελευταίο κατάλοιπο μιας δεμελιώδους διαφορόις στόσεων. Και, μολονότι εδώ εμπλέκονταν και όιλλα σημαντικά ζητήματα, η ὅασική νεοπλατωνι κή κριτική για μία ακόμη φορόι αφορούσε τον υποτιδέμενο ανορ δολογισμό του Χριστιανισμού. Ότι τόσο η κοσμική τόιζη όσο και ο σχεδιαστής της ακολουδούσαν τέλειες ορδολογικές αρχές αποτε λούσε δεμελιώδες ελληνικό δόγμα, όπως συνοψίζεται στην αντίρ ρηση του Κέλσου ότι ο Θεός δα μπορούσε να κόινει ή επιδυμούσε να κόινει κόιτι που είναι είτε ηδικόι αισχρό είτε αντίδετο στη φύση (Κ. Κέλσ. ν. 14· πρὅλ. Πορφύριος Κ. Χρ. απ. 35 = Μακάριος Μόι γνης Αποκρ. Ιν. Ζ, απ. 94 = ό.π. Ιν. 24), ενώ για τους Νεοπλατω νικούς, όπως έχουμε δει, το σύμπαν ήταν ένα αυδόρμητο δημιούρ γημα της Νοητής τόιξης χωρίς κανένα απολύτως ζήτημα ανδρωπό μορφου δημιουργού. Και το ότι ο Χριστιανισμός έδειχνε να αρνεί ται αυτές τις αρχές το ὅλέπουμε αν εξετάσουμε το πρώτο πρό ὅλημα του Συνέσιου, εκείνο της αιωνιότητας του κόσμου. Αυτό στην πραγματικότητα περικλείει δύο ερωτήματα, κατά πόσο ο κόσμος υπήρχε ανέκαδεν και κατόι πόσο είναι όιφδαρτος, δύο ζητήματα τα οποία, φυσικα, δεν δέχονταν οι Χριστιανοί. Ο Τί μοιιος απεναντίας φαινόταν να διδόισκει ότι αφενός ο κόσμος είχε μια συγκεκριμένη χρονική αρχή (Ζ8ΒΟ), αφετέρου η δεϊκή δύνα μη από εκείνο το σημείο και μετόι δα τον διατηρούσε στην ύπαρ ξη για πόιντα (41Β), και καποιοι Μεσοπλατωνικοί ήταν πρόδυμοι να δεχτούν κατόι γρόιμμα και τους δύο ισχυρισμούςιςπρα̃λ,`¦ύςίΑττι ως = ιειισεσιος ΕΠ Χν. 6. εο2Β κε., Πλωινος Ενιἐςπξι̃ιῇιι. Για | ι. ν .Α Μ ι τους Νεοπλατωνικους, ωστοσο, το να δεωρεις τον κοσμὸ`υποκει μενο είτε σε χρονική γέννηση είτε σε καταστροφή προσέδιδε ατέ λεια τόσο στον ίδιο τον κόσμο όσο και στο δεῖκό του δημιουργό. Η ανυποχώρητη εμμονή του Πλωτίνου, ενόιντια σε Γνωστικούς και »
ΠΟ
Ἱ
»
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
σε Χριστιανούς ταυτόχριόύα. στη θεῖκη φύση της Ψυχης του Κό σμου και των άστρων έχει ηδη σημειωθεί (παραπάνω σελ. 36) και για έναν Έλληνα το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της θεῖκης φύσης ηταν η αθανασία. Όμως οι σοὅαρότερες συνέπειες της υπόθεσης μιας εν χρόνω δημιουργίας αφορούσαν το δημιουργ Ο του κόσμου. Ότι ο Θεός είναι αμετάὅλητος ηταν θεμελιώδες τό σο για τον Πλάτωνα (Πολ. Π. 380Ι) όσο και για τον Αριστοτέλη (Π. Φιλ. απ. 16 Κοεε = Σιμπλίκιος Πε Ο 288. 28 κ.ε.° Μεταφ. Λ. ΙΟ74ρ 257)· ωστόσο δεν ηταν απλώς η μεταὅολη εκείνο το οποί Ο φαινόταν να του αποδίδει η ιουδαιοχριστιανικη αντίληψη, αλληΟ. η αυθαίρετη μεταὅολη χωρίς κάποια φανερη αιτία. Η ὅασικ ηί αντίρρηση των Νεοπλατωνικών συνοφιξόταν σε ένα δίλημμ α που αρχικά είχε προταθεί από τον Αριστοτέλη. Είτε τα πράγμα τα είναι καλύτερα μετά τη δημιουργία του κόσμου (η την κατα στροφη). λέει, είτε χειρότερα. Είναι όμως εξίσου ὅλάσφημο να υποθέτεις είτε ότι η δράση του Θεού μεταὅάλλεται προς το χε [ ροτερο ειτε οτι ηταν αρχικα ατελης και ως εκ τουτου ειχε την ανάγκη να αλλάξει προς το καλύτερο. Ή, αν η τελικη κατάστα ση δεν είναι ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη, κάθε μεταὅολη ε ι.. κ
γ ι
ι ι γ
κ
ναι ολοκληρωτικά μάταιη.13 Ο Πρόκλος συνέθεσε μια περίφημ πραγματεία όπου διατύπωνε δεκαοκτώ επιχειρηματα ενάντι στη χριστιανικη θέση. στα οποία ο χριστιανός νεοπλατωνικός από την Αλεξάνδρεια Ιωάννης ο Φιλόπονος απάντησε με έν Ο. έργο το οποίο σώζεται ακόμα. Η απάντηση του Αυγουστίνου ότι ο χρόνος δεν υπηρχε πριν από τη δημιουργία του κόσμου και οι αντιρρησεις των παγανιστών χάνουν συνεπώς το στόχο τους (δοιιΐ. ΧΙ. Ι3, ΟΠ ΧΙ. 46. 21) εγκωμιάξεται επίσης εδώ. Η δεύτερη και η τρίτη επιφύλαξη του Συνέσιου συνδυάζο νται μεταξύ τους. Στους Νεοπλατωνικούς φαινόταν παράλογο | | | | να υποθεσουν. οπως οι Χριστιανοι,| οτι η ψυχη επιὅιωνει μετα το θάνατο τη στιγμη που αρνούνταν την ύπαρξη της πριν από τ η Χ
Χ
ι̃3. Αριστοτέλης Π. Φιλ. ατι. ι̃θο Ποεε (= Φίλων Π. Αφθ. 8. 8943), ιτρβλ. ατι. 20 (= Κικέρω νας Αο. Ρτ. Π9), Πορφύριος Κ Χρ. ατι. 34 (= Μακάριος Αποκρ. Ν. ι). Σαλούστιος Π. Θεών νιι. ι2, Πρόκλος Εις Πτι. Ι. 288. ι̃4 κ.ε. Ενάντια στην αλλαγη στάσης από την πλευρα του Θε ού τιρβλ. Πλωτίνος Ενιλ Η. ι. 4. 2583, ΙΙ. Θ. 4. 48. ι7ι̃θ. Υ. 8. ι̃2. ι̃526, νι. 7. 3. ι̃9. ΠΙ
Α
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
γέννηση (πρὅλ. Αυγουστίνος ΟΠ Χ. 31). Και αυτό επειδή, σε αντίθεση με τους Χριστιανούς, θεωρούσαν την ψυχή προικισμέ νη με αθανασία χάρη στην ίδια της τη φύση και όχι μέσω της θείας ευσπλαχνίας. Και το ότι εδώ επίσης η αθανασία συνεπά γεται θεϊκότητα φαίνεται καθαρά από την πολύ γνωστή ανά πτυξη του Λατίνου χριστιανού συγγραφέα Αρνόὅιου (Αἀντ Νειι. Π. 1166), ο οποίος επιτίθεται ειδικά στην πλατωνική αντίληψη της ψυχής ως κατά φύσιν αναμάρτητης (ό.π. 11. 1415 κ.λπ.). Η τελευταία θεωρία επρόκειτο να ατονήσει στο μεταιαμὅλίχειο Νεοπλατωνισμό, αλλά, όπως θα δείξει η συξήτησή μας για τον ύστερο νεοπλατωνικό όρο αυθυπόστατος, η θεμελιώδης αντίθε ση με το Χριστιανισμό παρέμενε αμετάὅλητη (πρὅλ. σελ. ΖΟ8 ΖΙΟ). Και σύμφωνα με την αρχική νεοπλατωνική αντίληψη η αθανασία περιοριξόταν μόνο στην ψυχή, ενώ οι Χριστιανοί πί στευαν ότι ο Θεός θα αναστηθεί μαξί ως σώμα και ως ψυχή." Και εδώ επίσης τα δύο κινήματα ήρθαν πιο κοντά με το πέρα σμα των χρόνων. Μολονότι η Καθολική Εκκλησία διακήρυσσε την αθανασία της ψυχής (και όχι μόνο την τελική ανάσταση του όλου ανθρώπου) ως δόγμα για περισσότερο από χίλια χρόνια, έγινε η οικουμενική διδασκαλία των χριστιανών Πλατωνικών, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Νεμέσιος, υπερασπίστηκαν ακόμη και την προύπαρξή της (Φυσ. Ανθ. 45. 1Ο4 κ.ε. = ΡΟ Χ1.. 57ΖΒ)° τα πρώιμα έργα του Αυγουστίνου προϋποθέτουν αυτήν τη θεωρία και ο ίδιος ποτέ δεν επρόκειτο να την αρνηθεί κατη γορηματικά.'5 Από πλατωνική πλευρά, η θεωρία των ύστερων Ν εοπλατωνικών σχετικά με την αθανασία του λεπτοφυούς «αστρικού» σώματος της ψυχής (πρὅλ. σελ. 180 και σημ. 20, 249) φαινόταν να δίνει ελπίδες για τη γεφύρωση του χάσματος. Η αντίθεση όμως μεταξύ αυτού του σώματος και του χονδροει δούς γήινου σώματος του ανθρώπου χαραξόταν υπερὅολικά έντονα από τους παγανιστές για να γίνει δεκτή από τη χριστια νική ορθοδοξία και, μολονότι ήταν ένας διαρκής πειρασμός για 14. Πρβλ. Κ Κόλα Υ. 14, Πορφύριος Κ Χρ. απ. 94 ‹= Μακάριος ότι. Ν. 24)· επίσης απ. 92 8, Αυγουστίνος ΟΠ Χ. 28, ΧΗΙ. 19, ΧΧΠ. 267. 15. Πρβλ. Ε.
172
θϋεοο, Τήε Οη̃πἰειἰεη Ρήϋοεορην οί 8εΙη1Αυρυε1ἰηε, σελ. 501. 275.
ΠΟΡΦΥΡΙΘΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
τους πλατωνίςοντες στοχαστές, η δεωρία καταδικάστηκε ως Ωριγενισμός από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553. Η δεωρία της δείας ενσάρκωσης στη χριστιανικη της μορφη ήταν για πολλούς λόγους απαράδεκτη από τον ορδόδοξο Νεο πλατωνισμό, παρότι ο Πορφύριος τουλάχιστον ήταν διατεδειμέ νος να δεωρἠσει τον Ιησού έναν ενάρετο άνδρωπο που έγινε δε κτός στους ουρανούς χάρη στην αρετή του (Αυγουστίνος ΠΠ ΧΙΧ. 23). Πρώτον, η χριστιανικη δεωρία φαινόταν για μία ακόμη φορά να εμπεριέχει μια αυδαίρετη δραστηριότητα εκ μέρους του Θεού μέσα σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή _ το μετα φυσικό πρόὅλημα εδώ ενισχύει την ηδικἠ δυσχέρεια της φαινο μενικἠς αδιαφορίας του Θεού για τις προχριστιανικές γενιές των ανδρώπων (πρὅλ. Κ. Κέλσ. Ιν. 7, ΙΙΙ. 78, Πορφύριος Κ. Χρ. απ. 81Ζ = Αυγουστίνος ΕΡ. 102. 8, Ιερώνυμος Ερ. 133. 9). Έπειτα έπρεπε να ξεπεραστεί η/οιτέχδςεια των Πλατωνικών απέναντι στην ιδέα της δεῖκἡς ένωσης σε ένα εξαγνισμένο σαρκικό σώμα (Κ. Κέλσ. νΈ¬73ῖΙΠδρφύριος Κ. Χρ. απ. 77 = Μακάριος ό.π. Ιν. 22, Αυγουστίνος ΟΠ Χ. 289). Τρίτον, ἠταν σχεδόν αδύνατο για τους Έλληνες στοχαστές να δεχτούν μια μοναδικη και δια παντός εν σάρκωση της δεότητας. Το πόσο δύσκολο ήταν μια τέτοια ιδέα να εναρμονιστεί με τη νεοπλατωνικἠ μεταφυσικἠ δεν χρειάζεται ιδι αίτερη σκέψη· γενικότερα, οι μορφωμένοι παγανιστές επέμεναν ότι η υπέρτατη δόξα του Θεού αποκαλύπτεται καλύτερα στην πολλαπλότητα των κατώτερων δεών τους οποίους έχει δημιουρ γἡσει (πρὅλ. Ενν. 11. 9. 9. 2642, Πορφύριος Κ. Χρ. απ. 758 = Μακάριος ό.π. Ιν. 203) και έὅρισκαν τον ισχυρισμό σχετικά με τη μία και μοναδική αποκάλυψη της νέας δρησκείας ιδιαίτερα αποκρουστικό. Ίσως όμως η πιο σοὅαρη δυσκολία αφορούσε την ιδέα ενός πάσχοντος δεού, την οποία το νεοπλατωνικό δόγμα της Απάδειας ανηγε σε ορολογικη αντίφαση (πρὅλ. Μεδόδιος = Πορ φύριος Κ. Χρ. απ. 84). Το γεγονός ότι κανένας δεός δεν δα μπο ρούσε να υποὅληδεί στον εξευτελισμό της σταύρωσης ηταν μια κοινη παγανιστικη κατηγορία, όπως αυτή απηχείται στον Κέλσο (Κ. Κέλ. Π. 31 κ.ε., νΙΙ. 1315 κ.λπ.), ενώ σε ένα ὅαδύτερο φιλο σοφικό επίπεδο υπηρχε η δυσκολία ότι για τον Έλληνα σοφό ο 173
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
πόνος ήταν αδιάφορο ζήτημα· γι, αυτό και ο θρήνος του Ιησού πριν από το θάνατό του προκαλούσε ιδιαίτερα αρνητικά σχόλια (Κ. Κέλ. ΙΙ. 24, Πορφύριος Κ. Χρ. απ. 623 = Μακάριος ό.π. ΙΙΙ. ΙΖ). Τέλος, υπήρχαν τα θαύματα του Ιησού, στα οποία έδινε με γάλη ὅαρύτητα η πρώτη Εκκλησία, οι παγανιστές όμως θεωρού σαν ότι οφείλονταν στη μαγεία και κατ” αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατό να επαναληφθούν από τον καθένα που ήταν ικανός να
: : : : χρησιμοποιει τις κατάλληλες κοσμικες δυναμεις (Κ. Κελ. Ι. 6 κ.λπ., Πορφύριος Κ. Χρ. απ. 4 = Ιερώνυμος Τταεί. Πε ΡεαΙπι. ΕΧΧΧΙ). Συνεπώς, για μία ακόμη φορά έχουμε να κάνουμε με τη θεμελιώδη αντίθεση μεταξύ Νεοπλατωνισμού και Χριστιανισμού, αυτην της έλλογης κοσμικής τάξης εναντίον της υπερφυσικής ευ σπλαχνίας. Είναι αυτό ακριὅώς, όπως θα δούμε, που διαφορο : | | ποιει τη θεουργια απο τη χριστιανικη πιστη στις μυστηριακες τε λετές και το οποίο επρόκειτο να γίνει εμπόδιο για τους πλατωνι κών αποχρώσεων Χριστιανούς στη διάρκεια πολλών από τους κ
ί Ι
Ι
λ
π
κ
επόμενους αιώνες (πρὅλ. π.χ. σελ. 2535). Ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα για τους Χριστιανούς στη δια μάχη τους με τις άλλες θρησκείες είναι ότι είχαν στην κατοχή τους ένα ιερό ὅιὅλίο. Για να καλύψουν το κενό από την πλευρά τους, οι Νεοπλατωνικοί στράφηκαν προς τα Χαλδαικά Λόγια, μια συλ λογή από πομπώδεις και σκοτεινούς εξόιμετρους χρησμούς οι οποίοι συντάχτηκαν ή συλλέχτηκαν κατά τη διάρκεια της ὅασι λείοις του Μάρκου Αυρήλιου από κάποιον Ιουλιανό και το γιο του με ίδιο όνομα (οι οποίοι ονομάζονται αντίστοιχα Χαλδαίος και Θε ουργός) και πιθανότατα προέρχονται από τις αποκαλύψεις ενός εκστατικού προφήτη ή προφήτισσας. Ο πρώτος φιλόσοφος ο οποί ος είναι γνωστό ότι παρέθεσε από τα Χαλδαικά Λόγια ήταν ο Πορ φύριος· ο Πλωτίνος είτε δεν τα γνώριζε είτε σκόπιμα τα αγνοού σε." Ο Πορφύριος στη συνέχεια τα εφοδίασε με ένα υπόμνημα το οποίο εναρμόνιζε τη διδασκαλία τους με το Νεοπλατωνισμό και για τον Ιάμὅλιχο και τη Σχολή της Αθήνας έγιναν η υπέρτατη αυ
θεντία υπερὅαίνοντας ακόμη και τον Πλάτωνα. Ενώ ὅέὅαια καμία
ι̃θ. Αν και ο Φελλός (ΡΘ ΟΧΧΙΙ. ι̃ι25 της Ενν. |. 9 στη χαλδαίκή συλλογή.
Ι74
ΟΟ) αποδίδει
το χρησμό που παρατίθεται στην αρχή
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
αντίδεση μεταξύ των πηγών δεν γινόταν δεκτή, είναι χαρακτηρι στικό ότι αποτελούσαν τα έργα «δεολόγων» (του Ορφέα και των Χαλδαίων) που συνιστούσαν το αποκορύφωμα του προγράμματος σπουδών της Σχολἠς των Αδηνών, τα οποία ο μαδητἡς προσέγγι ζε μόνο ύστερα από επισταμένη μελέτη πρώτα του Αριστοτέλη και κατόπιν του Πλόιτωνα (πρὅλ. Β. Πρ/13 και 26). Όμως, περιτ τό να λεχδεί, όπως όλα τα ιερό. κείμενα, έτσι και τα Χαλδαι̃κσι̃ Λό για χρειόιζονταν εκτεταμένη ερμηνεία, εφόσον η δεολογία τους συ γκροτούσε μια προπλωτινικἠ έκδοση του Πλατωνισμού, έχοντας συγγένειες με τη δεωρία του Νουμἠνιου, ιδιαίτερα με τον ισχυρι σμό της ύπαρξης δύο δεϊκών Νόων από τους οποίους ο κατώτε ρος διπλασιαζόταν σε μια πρακτική και μια δεωρητικἠ ὅαδμίδα (Κτ. σελ. 14· πρὅλ. παραπανω σελ. 69). (Οι μελετητές διαφωνούν κατά πόσο τα Χαλδαικά Λόγια δανείζονται από τον Ν ουμῆνιο ἡ το αντίστροφο, η κατόι πόσο και οι δύο ὅασίζονται σε κόιποια κοινη πηγἠ). Παραδόξως ελόιχιστες δυσχέρειες έχουν προκαλέσει οι στωικίζουσες περιγραφές των Χαλδαικών Λόγων για το Νου ως «πυρ» (Κτ. σελ. 13)·" οι Νεοπλατωνικοί εκλαμὅόινοντας το «πυρ» ως ισοδύναμο του «φωτός», μπορούσαν να το ‹‹εξαυλώ σουν» (πρὅλ. παραπόινω σελ. 109). Οι περιγραφές του έργου Χαλ δαικά Λόγια για το Υπέρτατο Ον προκαλούσαν σοὅαρότερα προ ὅλἠματα. Όπως και όιλλα μεσοπλατωνικόι κείμενα, τα Χαλδαικσί Λόγια ταλαντεύονταν μεταξύ τού να περιγράφουν τον «Πατέρα» (όπως τον αποκαλούσαν) ως υπέρτατο Νου (πρὅλ. Κτ. σελ. 14) ἡ ως υπέρτατο Νοητό αντικείμενο πέραν της δικαιοδοσίας του Νου (Κτ. σελ. 11, αναφέρεται από τον Δαμόισκιο, Π. Αρ. 1. 154. 162ό)° η τελευταία όιποψη στηρίζεται από μια πιο στομφώδη περιγραφή του Πατέρα ως εκείνου που έχει «ὅυδίσει τον εαυτό του στα ὅόι δη χωρίς να περικλείει το ίδιο το πυρ στη νοητικἠ του δύναμη» (Κτ. σελ. 12). Ένας όιλλος σημαντικός στίχος τον περιγρόιφει ως «όλα τα πραγματα, αλλό. σε νοητη κατόισταση›› (Κτ. σελ. 19). Το πιο σημαντικό όμως από όλα ηταν η περιγραφη στα Χαλδαικα Λόγια για τον Πατέρα ως τριόιδασεενότητα, μέσα από τέτοιες ι̃7. Εξ ου και ο όρος ομράνιος (κτ. σελ. 54)· σχετικό με τη θεωρία πρβλ. Οτεο|εε εησ Τηοιποιη σελ. 42982.
1.εννγ,
Οηε|σεεεη
175
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
διακηρύξεις όπως ότι «σε κάδε κόσμο ακτινοὅολεί μια τριάδα κυὅερνὡμενη από μια μονάδα» (Κτ. σελ. 18), πράγμα που ση μαίνει ότι το σύνολο της πραγματικότητας ήταν τριαδικά οργα νωμένο. Βασιξόμενοι σε ένα στίχο από τα Χαλδαικοι̃ Λόγια (Κτ. σελ. 12· Πρόκλος ΠΘ νἰ. 9. 365), οι Νεοπλατωνικοί έδειξαν ότι η υπέρτατη τριάδα αποτελούνταν από την Ύπαρξη, τη Δύναμη και το Νου του Πατέρα, τα οποία δεωρούσαν ότι αντιστοιχούν στην πλωτινική νοητή τριάδα Είναι, Ζωή και Νους και στις τρεις φάσεις της Μονής, της Προόδου και της Επιστροφής όπως αυ τές ενυπάρχουν στη σύσταση κάδε δυνατής πραγματικότητας. Για τους χριστιανούς Νεοπλατωνικούς, όπως τον Συνέσιο ή τον Λατίνο δεολόγο Μάριο Βικτωρίνο, μια τέτοια τριάδα ήταν φυσι κά πολύ πιο ελκυστική από τις τρεις ιεραρχικό διαστρωματωμέ νες Υποστάσεις του Πλωτίνου. Για τους παγανιστές όμως το πρό ὅλημα ήταν ότι η συγκεκριμένη τριάδα ὅρισκόταν στο επίπεδο της Δεύτερης Υπόστασης γι” αυτό και ο Πατέρας που περιγρά φεται στα Χαλδαικά Λόγια δεν μπορεί να ταυτίξεται με την υπέρ τατη οντότητα. Η προσπάδεια του Πορφύριου να ταυτίσει το Εν με τον πρώτο όρο της νοητής τριάδας επικρίδηκε ως κάτι που κα τέστρεψε την υπερὅατικότητα της πρώτης (Δαμάσκιος Π. Αρ. Ι. 86. 8 κ.ε.)· το πόσο σημαντικός ήταν ο κίνδυνος δα το δούμε σύ ντομα. Πιο σημαντική (αν και λιγότερο δικαιολογημένη) ήταν η ερμηνεία του Πορφύριου σχετικά με τις αναφορές στην Εκάτη στα Χαλδαικά Λόγια, στην οποία ένα έργο αφιερωμένο στην τε λετουργική μαγεία προσέδιδε δεσπόξοντα ρόλο και την οποία ταύτιξε με την Ψυχή του Κόσμου. Αγνοώντας αυτό και γράφο ντας σε ένα στίχο που την περιέγραφε ως «μεσολαὅούσα μεταξύ των πατέρων›› (Κτ. σελ. 27), ο Πορφύριος την ταύτισε με τη Ζωή, το μεσαίο όρο της Νοητής τριάδας· η σύνδεση αυτής της δεω ρίας με εκείνη που μόλις αναφέρδηκε εξηγεί την αινιγματική ανα φορά του Αυγουστίνου στο ενδιάμεσο που εισηγήδηκε ο Πορφύ ριος μεταξύ των δύο πρώτων Υποστάσεων (ΟΠ κ. 23). Από δεωρητική πλευρά, το χαλδαϊκό σύστημα περιείχε ελά χιστα στοιχεία τα οποία δεν περιλαμὅάνονταν σε μερικά από τα ανταγωνιστικά του, όπως τα Ερμητικά. Πιο σημαντικό ήταν το Ι76
ἰ
Μγη̃η̨̃ι̃
ίπ Μκείυξ ως τι
_
έι..×ῖ=>εἔιἐι ιτιὲἶ`ι·ιτἐ\·ι
!.ι¬ιε>„¦
ιι̃νἶι
›
ὶ
.
επεωἔι
έι
γ
Ε;#ιειΐἔ“ἔλ=τ
και
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Η ῃβἶ.ιι 32 ὸίἔ ἔ.ἶι̃λλγῖθιἑ”(μ"ἶἔ›ίξ, έ ωἐατιιε, ιι: η̨̃μ
ἕε Φ
Υ!
ἔὔα̨ιιειιιιγείχίι
μμε ιιῃ, γι
,Αγ
'ρ
ί
”°
ἶιζἔτι̃ὲ Ιιιἔιιιε Με ιλί°Μιιλι.›ι>;ι=·ι.ι;ζ εγῳἶύἕ η̨̃ύ |`ιλιιιιιἢνιιιιενεΜιι=ι... μνδ;λἕιιὲ | ξδὲ δχδ : λὅθω ἑιιιἶιζωἑι γεγονος οτι τα Χαλδαικα Λογια ι αζαν εναν ευκρινη ρομο σω τηριας μεσω του θεουργικου τελετουργικου. Ο ορος θεουργια, με την ετυμολογική σημασία του «θεῖκού έργου››,Ι8 φαίνεται ότι επι νοήθηκε, ίσως από τον Ιουλιανό τον νεότερο, κατ” εσκεμμένη αντιπαράθεση προς τη θεωρια, τη φιλοσοφική ενατένιση την οποία υπερασπίστηκε ο Πλωτίνος και της οποίας την ανεπαρκεια τόνιζαν επίσης οι θεουργοί. Οι μέθοδοι της θεουργίας ήταν ου λ
σιαστικά αυτές της τελετουργικής μαγείας: σκοπός της η ενσαρ κωση μιας θεϊκής δύναμης είτε σε ένα υλικό αντικείμενο, όπω ένα όιγαλμα, είτε σε έναν ανθρωπο και αποτέλεσμά της μια κα τόισταση προφητικής έκστασης. Η δικαιολόγησή της, όπως ξεκόι θαρα αναπτύσσεται στο μικρό δοκίμιο του Πρόκλου !λεριΊερατι κής Τέχνης (ΏΜΑΟ νΙ. 14851), ὅασίζεται στη μαγική «Αρχή της Αντιστοιχίας» την ιδέα, πρώτον, ότι κάθε μέρος του σύμπαντος καθρεφτίζει όλα τα υπόλοιπα μέρη και, δεύτερον, ακόμη πιο ση μαντικό, ότι το σύνολο του υλικού κόσμου είναι ο καθρέφτης τωνἔ αόρατων θεϊκών δυνάμεων· γι' αυτόν το λόγο, δυνόιμει του δι ί κτύου των δυνάμεων οι οποίες συνδέουν την εικόνα με το αρχέι̃” τυπο, ο χειρισμός των κατόιλληλων υλικών αντικειμένων φέρνει τους θεουργούς σε επαφή με τις οντότητες που απεικονίζουν. αρχή ὅασίζεται στην πραγματικότητα στο νεοπλατωνικό δόγμα; συστηματοποιημένο όπως θα δούμε από τον Ιόιμὅλιχο, ότι «τα πόιντα ενυπἀρχουν στα πόιντα, αλλόι το καθένα ανόιλογα με τη φύση του» (πρὅλ. σελ. ΖΟΙ)· δικαιολογούσε, για παραδειγμα, τη δημιουργία (η οποία είχε ξεκινήσει πολύ πριν από το Νεοπλατω νισμό) μακροσκελών καταλόγων από πέτρες, φυτόι, ζώα κ.λπ. τα οποία εξέφραζαν τη δύναμη του Ήλιου, της Σελήνης και αλλων ουρόινιων θεών. Και ήταν κοινή πεποίθηση όλων των Νεοπλατω νικών ότι η συμπόιθεια που ενώνει όλα τα μέρη του αισθητού κό | / | / | | σμου καθιστα ικανο| το μαγο να αντλει δυναμη απο τις ουρανιες ι | ί | | σφαιρες. Εκεινο που η πλωτινικη σχολη| αρνιόταν ηταν οτι η επι δραση της θεουργικής πρακτικής εκτεινόταν μέχρι το Νοητό ί σμο ή μέχρι το Εν (πρὅλ. σελ. ΙΖΖ4).
ζ.
ὲ
δ
Ξ
κ
λ
π
ρ
Β
ύ
4
ι̃8. Ίσως επίσης «δημιουργία θεών» (ηρβλ. ΟΗ Ασκληπιός 234) ή «δημιουργία θεών από αν θρώπους» (πρβλ. Φελλός ΡΘ Ολοι". 72ιΕ3). Σχετικό με τον όρο ιιρβλ. ι.ε·ννγ απ., σελ. 46ι6.
Ι77
ε
0
..κκ
40
9·
.γε
.
.§
Ϊ ΣΝ. κ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
μἐω
Η αυξανόμενη σημασία που αποδόδηκε στη δεουργία από τον ύστερο Νεοπλατωνισμό αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο ὅόιρος που δόδηκε στην τελετουργία από τις ύστερες, ταντρικές μορ φές της ινδικης δρησκείας° και στις δύο περιπτώσεις, η περι φρόνηση με την οποία όιλλοτε μιλούσαν οι μελετητές για τις τε λευταίες εξελίξεις έχει σημερα αντικατασταδεί από μεγαλύτερο σεὅασμό και ενδιαφέρον. Αυτό σε μεγαλο ὅαδμό συμὅαίνει επει δη στις ημέρες μας έχει γίνει αντιληπτό πως, οτιδηποτε και αν σκεπτόμαστε για τους πιο ακραίους ισχυρισμούς εκείνων που την ασκούν, η τελετουργία, καδώς και τα σύμὅολα που χρησι μοποιεί, είναι όντως σημαντικόι σε ψυχολογικό επίπεδο απαντώ ντας με τη χρηση τους σε ανόιγκες ὅαδιόι ριςωμένες στην αν δρώπινη ψυχη. Η ηττα των ύστερων Νεοπλατωνικών στην ανα μέτρηση τους με το Χριστιανισμό μπορεί στην πραγματικότητα να μην οφείλεται τόσο σε συνδηκολόγηση εκ μέρους τους με τη «δεισιδαιμονία» όσο με το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις τελετουργίες που προσπόδησαν να υποστηρίξουν δεν είχαν πα ρόι μόνο ένα αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Η συμμαχία με μια από τις νέες σωτηριακές λατρείες, όπως αυτην της Ίσιδος η του Μί δρα, ίσως να είχε επιφέρει στερεότυπα αποτελέσματα. Μπο ρούμε να δεχτούμε τουλόιχιστον ότι ο Πορφύριος είχε δίκιο να δεωρεί αυτές τις μεδόδους αμεσότερα χρησιμες απ, ό,τι τη φι λοσοφία στο μέσο όινδρωπο. Ίσως είμαστε λιγότερο διατεδειμέ νοι να δεχτούμε τον ισχυρισμό του Ιόιμὅλιχου ότι αυτές είχαν με αξία ακόμη και για το φιλόσοφο· πρέπει επιπλέον να παρα φξγμδυμόμγαστγεςγπως,οι Καδολικοίςπαροτρύνονταν κυρίως να κολουδούν τ笛@είαςΛειτουργί,α, ,όχι_να,μελετούν δεολογία. Με ἱφῶη̨̃αυτηνυίτηνίαφορμη, μπορούμε να δυμηδούμε τοίεπίιχεἔίρἶἶμα του ανόιγκη μιας μορ ἐ_ἐἶἶ__ Ιόιμὅλιχου ότι ο όινδρωπος, ως σύνδετο ον, έχει φης λατρείας που δα περιλαμὅόινει τόσο το σώμα όσο και την ψυχη (Μυστ. ν. 1517), ιδέα η οποία απηχείται στο ὅυςαντινό τε λετουργισμό (πρὅλ. σελ. 2556). Η μεγαλη διαφορόι μεταξύ της νεοπλατωνικης δεουργίας και του χριστιανικού τελετουργισμού ηταν, όπως έχουμε δει, ότι η πρώτη δεωρούσε πως η ίδια χρησι και μοποιούσε δυνόιμεις ενυπόιρχουσες στη φυσικη κοσμικη τόιξη
γαλύτερη τετ ἐς,
δεσ
*ολα
.
ἔ
Ι78
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
ί
δεν εξαρτιόταν από κάποια υπερφυσική δεία μεσολάὅηση πάνωί και έξω από την τάξη αυτή. Πρέπει πράγματι να δεχτούμε ότι{ πολλοί Νεοπλατωνικοί, όπως και άλλοι αποκρυφιστές, χάδηκαν επιδιώκοντας ασυνήδιστες ψυχικές καταστάσεις· ωστόσο τελικός σκοπός της δεουργίας δεωρούνταν, τόσο από τα Χαλδαικά Λόγια όσο και από την Αδηνοίἰκή Σχολή, η μυστική ένωση. Ο Πρόκλος δεν αναφέρει ότι την είχε πετύχει, όμως ο Δαμάσκιος στο Βίος Ισιδώρου υπονοεί ότι άλλοι, περιλαμὅανομένου του ίδιου του Ισί δωρου, ίσως είχαν καλύτερη τύχη (πρὅλ. Β. Ισ. 38). Η μυστική ένωση δεν είναι ωστόσο κεντρική στο Περι”Μυστηρίων του Ιάμ ὅλιχου,Ι® ίσως επειδή το έργο ὅασίζεται περισσότερο σε αιγυπτια κές παρά σε χαλδαίκές ιδέες. Και εφόσον η δεωρητική της δικαι ολόγηση, στο ὅαδμό που μπορούμε να την ανασυγκροτήοου̃με, ὅασίςεται σε ιδέες ιδιόμορφες για την Αδηνοίίκή Σχολή, δα τη συ ζητήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο (πρὅλ. σελ. 2436). Η στάση του Πορφύριου απέναντι στη δεουργία ήταν, ωστό σο, αποφασιστικά επιφυλακτικότερη. Κατά την άποψή του, η οποία αναπτύσσεται στην πραγματεία του Περί Επανόδου της Ψυχής, η δεουργία αποτελούσε απλώς ένα ευκολότερο πρώτο ὅή μα για εκείνους που δεν ήταν ικανοί να ακολουθήσουν κατευδεί αν τη φιλοσοφία· δεν είχε καμία χρησιμότητα για το φιλόσοφο ούτε μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει την ψυχή πίσω στο Νοητό κόσμο (πρὅλ. Αυγουστίνος ΕἸ) Χ. 9 και 278). Το μόνοΚ που μπορούσε να κάνει ήταν να καδαρίσει το «πνευματικό περί ὅλημα» της ψυχής, το λεπτοφυές «αστρικό» σώμα το οποίο αυ ) τή αποκτούσε στη διάρκεια της καδόδου της από τους ουρανούς. γ Αυτό σημαίνει, δυνάμει της αλληλοσυχέτισης σώματος και κατώ τερης ψυχής, ότι η τελευταία μπορούσε να εξαγνιστεί επαρκώς
ὡατειαῦοσει αιαννατότειιταιετίαι.ιειιέτειιτινιιιιη̃ι του Ωινααὡτιου να αι<ελανἑάαειιτιιτ,.ενατέ2,ι.5ΞΞιιιιιιιαἑ,ε.τιειι,ιαιι‹ιι.ι›ιι6ι Η υ̃εονονία δεν μπορούσε, ωστόσο, να προσφέρει αδανασία ούτε στην άλο γη ψυχή ούτε στο «όχημά» της· κατά την επιστροφή μας στο Νοητό κόσμο και τα δύο για μία ακόμη φορά επιστρέφουν στις ι̃Θ. Φαίνεται ότι υπονοείται στο Ι. 8, Η. ιι, Υ. 26 και πιο ξεκάθαρα οτο Χ. 57, αν και η ορο λογικἡ ανακρίβεια του έργου καθιοτα δυσκολη τη βεβαιότητα.
Ι79
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
σφαίρες από όπου κατάγονται." Τέλος, η δεουργία μπορεί να εφαρμοστεί λανδασμένα και είναι πόιντοτε επικίνδυνη· δεν είναι όλες οι δαιμονικές δυνόιμεις ηδικόι ευεργετικές και υπάρχει ο κίν δυνος να γίνει επίκληση κακών δυνόιμεων (πρὅλ. Αυγουστίνος ΕΠ Χ. 9). Το έργο Επιστολή Προς Ανεὅώ περιέχει μια περαιτέ ρω κριτικη του Πορφύριου στην κοινη δρησκεία. Ο Ανεὅώ του τίτλου είναι ένας (πραγματικός η φανταστικός) Αιγύπτιος ιερέας. στον οποίο ο Πορφύριος απευδύνει μια σειρόι από ερωτηματα που αφορούν την εξηγηση και την αξία των δε ουργικών πρακτικών και τη φύση των όντων που υπαρχει πρόδε ση να γίνει επίκληση τους. Ο κριτικός τόνος του έργου Επιστολή παρουσιαζεται στο πρώτο του μέρος, στο οποίο τίδεται το πρό ὅλημα της διόικρισης των ποικίλων τόιξεων των υπεροινδρώπινων όντων και αίρονται οι πιδανές αντιρρησεις σε κόιδε απαντηση που διατυπώνεται. Η διόικριση μεταξύ δεών και δαιμόνων (α) αντι στοιχεί σε αυτη μεταξύ όσων κατοικούν στις ουρόινιες σφαίρες και όσων κατοικούν στον αέρα; Πώς μπορούν όμως τα δεϊκόι όντα να περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο και πώς αυτη η αντίρρη ση εναρμονίςεται με την αναγνώριση «χδόνιων» δεοτητων των οποίων η κατοικία ΰρίσκεται κατω από τη γη (Επ. Ι. ΖεΒ = Ιάμ ὅλιχος Μυστ. Ι. 89); Ή (ὅ) μηπως η διάκριση έγκειται στο ότι οι δεοί είναι απαδείς, ενώ οι δαίμονες υπόκεινται σε πόιδη; Ή (γ) πρέπει μηπως οι δεοί να ταυτίζονται με το Νου και οι δαίμονες με την Ψυχη; Με ὅάση καμία όμως από αυτές τις υποδέσεις δεν μπο ρούν οι δεοί να παρακινηδούν από τις δεησεις και τις επικλησεις που τους απευδύνονται· προς τι συνεπώς η χρηση των τελευταί ων (Επ. Ι. ΖεΒΒ = Μυστ. Ι. ΙΟ15, Ευσέὅιος ΕΠ ν. ΙΟ. ΙΟ); Ή (δ) έχουν όιραγε οι δαίμονες σώματα, ενώ οι δεοί είναι ασώματοι; Τό τε όμως τα ουρόινια σώματα δεν δα ηταν δεία (Επ. Ι. 3ο = Μυστ. Ι. Ι6Ι7)· και ούτω καδεξης. Το τελευταίο μέρος της Επιστολής ασχολείται με τις δεουργικές πρακτικές καδαυτές, ιδιαίτερα εκεί νες που αφορούν τη δέωση, όπως και με την αιγυπτιακη δεολογία 20. ιαμβλιχος Π. Ψυχ. 370. 5 κ.ε., Πρόκλος Εις Τιμ. ΙΝ. 284. ι̃8 ι‹.ε. Είναι σημαντικό ότι ο Ιαμ βλιχος είχε την αντίθετη αποψη (ιτρβλ. Εις Πίι. ό.τι.). Σχετικό με το αστρικό σώμα ιτρβλ. Πόααε. Ειεπιεηίε οί Τηεοίορν, ηαρόρτημα 2, σελ. 8ι82ι̃.
Ι8Ο
ι...“..„„..
·=¬=×εε...ι.._ε.`....“ι.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
και το συμὅολισμό της. Η σκεπτικιστική κατακλείδα ορισμένων | κριτικών του Πορφύριου, οι οποίες προχωρούν μακρύτερα και απο του Πλωτίνου, είναι αξιοσημείωτη· στην πραγματικότητα φτόινει σε σημείο να επικαλεστεί, χωρίς εμφανή διαφωνία, τη χριστιανικη όιποψη ότι η μαντεία αποτελεί έργο απατηλών δαιμόνων και ως εκ τούτου είναι άχρηστη (Επ. Π. 7 = Κύριλλος δοπττα Ιιιίἱειπιιπι Ιν. 125, ΡΟ Ι.ΧΧνΙ. 692, Μυστ. ΠΙ. 31). Η εξήγηση πιδανότατα ὅασί ξεται στις συμὅόισεις της αρχαίας πολεμικής και δεν χρειάζεται να υποδέσουμε ότι ο Πορφύριος επιδυμούσε ακόμη και εδώ να απορ ρίψει τη δεουργία στο σύνολό της, μολονότι ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με οποιαδήποτε πρακτική που περιλόιμΰανε ςωική δυσία, την οποία καταδίκαξε στο δεύτερο ὅιὅλίο τού ΠερίΑποχής Εμφύ | χων (πρὅλ. Επ. Π, 8ρ, Μυστ. ν. Ι, νΙ. Ι). Οι ενστασεις του μαλλον αφορούν την εξήγηση της δεουργίας και τη συνακόλουδη αξία που της αποδίδεται και εδώ η στόιση του είναι εξ ολοκλήρου πλωτι νική: τέτοιες πρακτικές λειτουργούν μόνο μέσω της κοσμικής συ μπόιδειας που ορίςει τον αισδητό κόσμο (Επ. Π. 5α = Μυστ. ΠΙ. 27) και δεν μπορούν ως εκ τούτου να επηρεόισουν τις ανώτερες ψυχές των δεών. Το να υποστηρίξει κανείς κατι διαφορετικό οδη γεί στο ὅλόισφημο συμπέρασμα ότι οι δεοί μπορούν να περιορι στούν υπό την πίεση των ανδρώπων, ιδέα την οποία πολεμόι στα δερόι παντού στην Επιστολή." Ο Πλωτίνος είχε κρατήσει παρόμοια στάση και απέναντι στις λειτουργίες της προσευχής (πρὅλ. σελ. Ι224). Συνόγεται λοιπόν ότι η δέση της δεουργίας είναι πολύ χα μηλότερη απ” ό,τι ισχυρίζονται εκείνοι που την ασκούν και ότι δεν μπορεί από μόνη της να φέρει τη σωτηρία· απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η προφητική δύναμη, η οποία, ισχυρίςεται ο Πορφύ ριος, είναι καδαρόι ψυχολογικό φαινόμενο, δεν εγγυόιται την ευτυ χία (Επ. ΙΙ. ὅρ, 186! = Μυστ. ΠΙ. 24, Χ. 4). Αυτό ήταν το δίλημμα το οποίο ο Ιόιμὅλιχος, γράφοντας στο Περί Μυστηριων υπό το όνο μα του δόισκαλου του Ανεὅώ Αὅόιμμωνα, έπρεπε να λύσει.
ι·
ί ί
ί
ί
/Π/
2
2ι̃.
Πρβλ. Επ. ί. 2ο, Π. Θεο, Βεε, ί3ρ = Ευσέβιος ΕΠΥ. ι̃0. ι̃ι̃0, Μυατ. |. ι̃2, Πι. ι̃7ι̃8, Ν. ι, νι. 5 κ.ε., νίίί. 8. Για τον Πλωτίνο πρβλ. Ενν. Η. Θ. ι̃4. ιιι, Ν. 4. 80. 2680 κλπ. Η κατηγορία του Αυγουστίνου (ΟΠ Χ. ι̃0) ότι ο ίδιος ο Πορφύριος θεωρούσε τους θεούς υποκείμενους στον ανθρώπινο εξαναγκασμό πρέπει να αποτελεί παρανόηση.
Ι8Ι
ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ΙΠ
Οι τρεις Υποστάσεις στον Πορφύριο και ο σχολιαστής του διαλόγου Παρμενίδης Η κριτική στάση του Πορφύριου απέναντι στη δεουργία ήταν αναμενόμενη λόγω της εμπιστοσύνης που μοιραζόταν με το δά σκαλό του στη δύναμη της ψυχής να αυτοαπελευδερώνεται, χά ρη στη συμμετοχή της στη Νοητή τάξη, μέσα από την ηδική αρε τή και τη φιλοσοφική ενατένιση. Οι κύριες πηγές μας για την ψυ χολογική δεωρία του Πορφύριου είναι, πρώτον, κάποιες από τις Προτάσεις, δεύτερον, τα αποσπάσματα από το Σύμμεικτα Ζητή ματα που σώζονται στον Νεμέσιο και στον Πρισκιανό, τρίτον, οι επικρίσεις των απόψεών του από τους ύστερους Νεοπλατωνι κούς, ιδίως τα αποσπάσματα της πραγματείας Περί Ψυχής του Ιάμὅλιχου. Μπορούμε να ξεκινήσουμε ανακαλώντας ένα σημα ντικό χωρίο από το τελευταίο έργο στο οποίο αναφερδήκαμε όταν μιλούσαμε για τον Νουμήνιο (Στοὅαίος Ι. 365. 521· πρὅλ. σελ. 689). Θυμόμαστε ότι η άποψη αυτή η οποία επικρινόταν από τον Ιάμὅλιχο περιλάμὅανε δύο αντικρουόμενες και αλληλοσχετι ζόμενες δέσεις, που και οι δύο τείνουν να εξαλείψουν τα όρια των διάφορων επιπέδων της μεταφυσικής ιεραρχίας. Η πρώτη υπο στήριζε ότι δεν υπάρχει καμία ουσιώδης διαφορά μεταξύ των ποι κίλων κατηγοριών ψυχών, αφού όλες περιέχουν το σύνολο της Νοητής τάξης μέσα τους, η δεύτερη ότι δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση ανάμεσα στην Καδολική Ψυχή και το Νου. Την εφαρ μογή των επικρίσεων του Ιάμὅλιχου στον Νουμήνιο και στον Πλωτίνο την έχουμε ήδη συζητήσει (πρὅλ. σελ. 13940, 155). Και μολονότι ο Ιάμὅλιχος περιγράφει τον Πορφύριο σαν να έχει δύο απόψεις, άλλες φορές αποδεχόμενος τις εν λόγω δεωρίες και άλ λες φορές απορρίπτοντας τες, είναι οπωσδήποτε η πρώτη άπο ψη εκείνη που δεσπόζει στα σωζόμενα έργα του Πορφύριου. Έχει συχνά παρατηρηδεί ότι τα κείμενα του Πορφύριου, όπως και εκείνα των Λατίνων συγγραφέων που ὅασίζονται σε αυτόν, επιδεικνύουν μια αναμφισὅήτητη απλοποίηση του συστήματος Ι82
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
του Πλωτίνου. Δεν είναι μόνο ότι, σε σύγκριση με τη διάκριση αι σδητής και Νοητής πραγματικότητας, οι διακρίσεις μεταξύ των Υποστόισεων λαμὅόινουν μια δευτερεύουσα δέση στο έργο του. Πιο κατηγορηματικά, ο Πορφύριος επιδεικνύει μια αποφασιστική τόιση να καταργήσει κόιδε απόλυτη διόικριση μεταξύ των Υπο στόισεων ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Πογα, να «συμπτύξει» τη μία μέσα στην αλλη. Επί του παρόντος είναι αυ τή η «σύμπτυξη» της Ψυχής και του Νου στον Πορφύριο που μας ενδιαφέρει. Όπως είχαμε υποδείξει, η ρίξα της δυσκολίας ὅρισκόταν στην εγγενή αμφισημία της πλατωνικής αντίληψης για την Ψυχή, πρόιγμα που με τη σειρα του συνδεόταν με τη διφο ρούμενη στόιση του Πλόιτωνα απέναντι στον αισδητό κόσμο (πρὅλ. σελ. 26, 49). Αφενός ο Τῇιιαιος δεωρούσε την ψυχή ενδιόι μεση μεταξύ Νοητού και αισδητού κόσμου και υπεύδυνη για την οργόινωση του τελευταίου· αφετέρου ο περισσότερο δυϊστικόι προδιοιτεδειμένος Φαιδων την προέτρεπε να αποφεύγει το σώμα και ουσιαστικόι αποδεχόταν την πλήρη συμμετοχή της στη Νοη τή τόιξη. Το ότι η τελευταία δα έπρεπε να είχε συγκινήσει τον ασκητικών αντιλήψεων Πορφύριο δεν προκαλεί έκπληξη· στην πραγματικότητα αυτή η αποψη δεσπόξει τόσο στο Αφορμαί προς τα Νοητοι̃, των οποίων ο κύριος στόχος έχουμε δει πως ήταν η διόι κριση μεταξύ των δύο τόιξεων της πραγματικότητας, όσο και ακό μη περισσότερο στα Σύμμεικτα Ζητήματα, όπου η Ψυχή ορίζεται ως μια «νοητή» οντότητα χωρίς προσδιορισμό (πρὅλ. Νεμέσιος
Ανα 579. 12935 Μειιιιεευ. Ο στόχος του κυρίως σωξόμενου τμήματος του τελευταίου έρ γου είναι η ένωση ψυχής και σώματος. Φαινόταν ξεκόιδαρο στους Φυσ.
Νεοπλατωνικούς, σε αντίδεση με τους Στωικούς, ότι μια τέτοια ένωση δεν μπορούσε να είναι όμοια εκείνης μεταξύ δύο σωμόιτων. Διότι αφενός έπρεπε να είναι μια πραγματική ένωση και όχι μια απλή συμπαρόιδεση° αφετέρου μια επί της ουσίας ένωση μεταξύ των δύο δα κατέστρεφε την ξεχωριστή ύπαρξη της ψυχής και έτσι δα έκανε ανεξήγητη την κίνησή της έξω από το σώμα στη διανοητική δραστηριότητα και στα όνειρα. Ο Αμμώνιος Σακκόις είχε γι' αυτό υποστηρίξει ότι η ένωση των νοητών οντοτήτων με Ι83
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
το σώμα γίνεται χωρίς ουσιαστική μεταὅολή ή ανάμιξη των νοη τών από την πλευρά τους, αποφεύγοντας έτσι το παραπάνω δί λημμα· ως παραλληλισμό χρησιμοποιούσε το παράδειγμα της ένωσης του φωτός με τον αέρα (Φυσ. Ανδ. 558. 12534), σύγκρι ση η οποία επαναλαμὅάνεται από τον Πλωτίνο (Ενν. 1. 1. 4. 1218. Ιν. 3. 22. 17). Και όπως ο δάσκαλός του. έτσι και ο Πορφύριος χρησιμοποιεί τη νεοπλατωνική «άυλη» ιδέα του φωτός (σχετικά με αυτήν πρὅλ. παραπάνω σελ. 109) για να υπερασπιστεί την απάδεια της ψυχής. τουλάχιστον υπό την έννοια ότι η ψυχή εξαι ρείται από την κατ” ουσίαν μεταὅολή (πρὅλ. σελ. 12831). Όπως ο Πλωτίνος, έτσι και ο Πορφύριος δεωρεί τα επονομαζόμενα «πάδη» της ψυχής πραγματικές δραστηριότητες και αρνείται κατά συνέπεια ότι δα έπρεπε η ψυχή να δεωρηδεί πάσχουσα μα ζι με το έμψυχο σώμα (Φυσ. Ανα. 6ο1. 13740. Αφ. 18. 21). Εξίσου δεμελιώδης στο έργο Αφορμαί προς τα Νοητά. όπως ήταν αναμενόμενο, είναι η άρνηση ότι οι ασώματες οντότητες υπόκεινται σε χωρικούς περιορισμούς· για τον Πλωτίνο. όπως και για τον Πορφύριο, υπάρχουν «παντού και πουδενά» (Αφ. 27, 31, 38). Η «παρουσία» της ψυχής στο σώμα δεν είναι δέμα χωρικού προσδιορισμού, αλλά έγκειται στη «σχέση» της ψυχής με αυτό το σώμα. Αν ρωτήσουμε πώς συνίσταται αυτή η σχέση, η απάντηση δα είναι απολύτως πλωτινική. Πρώτον. το να δηλώ σουμε ότι η ψυχή «ὅρίσκεται» κάπου είναι ένας λανδασμένος τρόπος να πούμε ότι λειτουργεί σε εκείνο το σημείο. Δεύτερον, αυτό ὅασίζεται στη συμπεριφορά της. εφόσον οι ασώματες οντό τητες ὅρίσκονται εκεί όπου δέλουν να ὅρίσκονται (Φυσ. Ανδ. 58 9. 1347, Αφ. 3. 27 κ.λπ.· πρὅλ. σελ. 934. 132 κ.ε.). Η ψυχή είναι συνεπώς παρούσα «μέσα» στο Νου όταν ασκεί την ενορατική της διάνοια και «μέσα» στη δική της σφαίρα όταν σκέπτεται εν νοιακά· αντίστροφα. «κατεὅαίνει στον Άδη» εάν το πνευματικό όχημα στο οποίο έχει προσαρτηδεί εκτραχύνεται τόσο ώστε με τά το δάνατο του υλικού σώματος ὅυδίζεται στις υποσελήνιες περιοχές (Αφ. 29). Γιατί είναι η συναισδηματική προσκόλληση της ψυχής στο σώμα η οποία τη δεσμεύει εκεί, «όπως ο εραστής δεσμεύεται από το αντικείμενο του έρωτά του» (Φυσ. Ανδ. 59. 184
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
135), και ο σωματικός δόινατος, αν και χωρίζει το σώμα από την
ψυχή, δεν απελευδερώνει απαραίτητα την τελευταία από την επιρροή του σώματος (Αφ. 89, 28). Το συνακόλουδο δόγμα φαίνεται πως είναι τρωτό σε δύο ση μεία. Πρώτον, υπόιρχει το πρόὅλημα το οποίο αναφέρδηκε σε σχέση με τον Πλωτίνο, της εναρμόνισης δηλαδή της απόιδειας της ψυχής με την ανόιγκη της για κἀδαρση (πρὅλ. σελ. ΒΟΙ). Δεύτερον, φαινόταν να συναγεται συμπερασματικόι από τη συγ γένεια της ψυχής με το Νοητό κόσμο το γεγονός ότι η ένωσή της με το σώμα είναι πλόινη. Φαινόταν λοιπόν απαραίτητο, για να αποφευχδεί ένας δυῖσμός ανεπιδύμητος από έναν Νεοπλατωνι κό, να δεωρηδούν τα κατώτερα επίπεδα ύπαρξης απλή ψευδαί σδηση. Έχουμε δει ότι ο Πλωτίνος έδειχνε συχνόι να δεωρεί την Ψυχή μια απλή εκδήλωση του Νου (πρὅλ. σελ. 1394Ο, 1556) και όιλλη μία πιο ριζική «ψευδαισδησιακή» αντίληψη έχει ανι χνευτεί από τον Πογα σε συγκεκριμένα εδόιφια του Πορφύριου. Το πιο σημαντικό από αυτόι είναι ο ισχυρισμός του ότι μόνο εσφαλμένα ο τόπος ή η σχέση (περιλαμὅανομένης κατ” αναλο γίαν της σχέσης προς το σώμα) αποδίδεται στην Πραγματικότη τα (Αφ. 4θ)° ο παρηγορητικός λόγος προς τη σύζυγό του σύμ φωνα με τον οποίο, παρότι το υλικό του σώμα απουσίαζε, ο πραγ ματικός Νοητός του εαυτός παρέμενε μαζί της (Π. Μαρκ. νΠΙ) επίσης κινείται προς αυτήν την κατεύδυνση. Εκτός από αυτούς τους υπαινιγμούς, ωστόσο, υπαρχουν ελαχιστα στοιχεία στα απο σπόισματα που μέχρι στιγμής συζητήδηκαν τα οποία να πηγαζουν πέρα από τη διδασκαλία του Πλωτίνου· στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε αν ο Πορφύριος έφτασε μέχρι εκεί όπου είχε φτόισει ο Πλωτίνος, όταν σε μια περίπτωση ανυψώδηκε η ψυχή του πέ ραν του χρόνου. Η αλήδεια είναι ότι τέτοια χωρία αντιπροσω πεύουν μόνο μια πλευρόι της σκέψης του Πλωτίνου· γιατί σε όιλ λα χωρία είχε ξεκόιδαρα διακρίνει την Ψυχή από το Νου. Πρέπει να δυμηδούμε ωστόσο ότι ο Ιαμὅλιχος δεωρούσε πωςο Πορφύ ριος είχε περισσότερες επιφυλάξεις στο να ενσωματώσει τις δύο Υποστόισεις απ' ό,τι είχε ο Πλωτίνος. Η Πρόταση 5, η οποία υποστηρίζει την παραδοσιακή πλατωνική όιποψη της Ψυχής ως
φ
Ι85
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
/
ενδιαμεσης οντότητας, δεν προτείνει απαραίτητα αυτό, καδώς ο Πρόκλος διατείνεται ότι ο Πορφύριος το δεωρούσε εφαρμόσιμο μόνο στην Ψυχη κατα τη σχέση της με το σώμα και όχι στη δεω ρητικη της κατασταση (Εις Τιμ. Π. ΙΟ5. 3 κ.ε.). Όπου τα στοιχεία μας δείχνουν φανερό. δισταγμό εκ μέρους του Πορφύριου, είναι αναφορικα με τη σχέση αναμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες ψυ χών, το αλλο ημισυ της δέσης στην οποία επιτίδεται ο Ιαμὅλιχος. Αυτό ανακύπτει προπαντων από τις μαρτυρίες μας οι οποίες αφορούν τις απόψεις του Πορφύριου για τη μετενσαρκωση, πρό ὅλημα γύρω από το οποίο οι εσωτερικές έριδες της σχολης είχαν τασει στο αποκορύφωμα τους· γιατί ο Νουμηνιος και ο Πλωτίνος, ύμφωνα με την ταση τους να καταργησουν τα όρια μεταξύ των ψυχικών κατηγοριών (δεῖκη, ανθρώπινη, ςωικη κ.λπ.), δέχονταν τη μετενσαρκωση των ανδρώπινων ψυχών σε ζώα, ενώ ο Ιαμὅλιχος, εξίσου πιστός στη δικη του αποψη, την απέρριπτε (πρὅλ. παρα κατω σελ. 196)." Το ότι ο Πορφύριος έμεινε με το πλωτινικό στρα τόπεδο υποδηλώνεται από τη δηλωση του Νεμέσιου σύμφωνα με την οποία ο Πορφύριος δεωρούσε έλλογες φύσεις τόσο τις ανδρώ πινες όσο και τις ζωικές ψυχές και αρα μέλη ενός κοινού είδους (Φυσ. Ανδ. 51. ΙΙ7 = ΡΟ ΧΕ. 584)· από την αλλη μερια, ο Αυγου στίνος (ΕἸ) Χ. 30) και ο Αινείας Γαςαίος (ΡΟ ΕΧΧΧν. 893) δηλώ νουν ότι απέρριπτε τη μετενσαρκωση των ζώων, και ο τελευταίος συγγραφέας αποδίδει την ίδια εξηγηση στον Πορφύριο όπως και στον Ιαμὅλιχο, ότι υπαρχει μια διαφορα ουσίας μεταξύ των αν δρώπινων και των ζωικών ψυχών (πρὅλ. Ιαμὅλιχος Π. Ψυχ. 375. 24 8). Ο Ιαμὅλιχος περαιτέρω δηλώνει ότι ο Πορφύριος χαραςε μια ευκρινη διακριση αναμεσα στις λειτουργίες της Καδολικης και των ατομικών ψυχών, την οποία ο Πλωτίνος και ο Αμέλιος είχαν την τα ση να συγχέουν (Π. Ψυχ. 372. 914). Είναι αληδεια ότι ακόμη και αυτη η διακριση δεν αρκούσε για να ικανοποιησει τον Ιαμὅλιχο· ωστόσο το ότι δεν ηταν απλη συνέπεια της ενσαρκωσης της ψυ χης υποδηλώνεται από μια αλλη πρόταση σύμφωνα με την οποία, αντίδετα με τον Πλωτίνο, ο Πορφύριος δεωρούσε ότι ακόμα και 22. Πρβλ. Η. Οὁτιια «Κοιιτιονειεεη υπι αιο Βεειεηννεηαειυπς ἰπι Κεἱεετ:οἰι|ιοηειι Ρίετοηἰειηιιε», Ηεπηεε 85 0957) 4ι̃485, μολονότι η ερμηνεία για τον Πορφύριο διαφέρει από αυτόν.
Ι86
.ΜΞΜΜἔ
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
της αρμόζουσα δέση (ό.π. 457. ΠΒ). Αν αυτό είναι σωστό, αποτελεί μείζονα μετακίνηση από τη δέση του Πλωτίνου κατευδείαν προς εκείνη του Ιάμὅλιχου. Η εικόνα που προκύπτει για τις απόψεις του Πορφύριου είναι συνεπώς συγκεχυμένη και παρουσιάζει τη δέση του σαν να ήταν ίσως λιγότερο συνεκτικά «μονιστική» απ” ό,τι τα σωζόμενα έργα του έχουν οδηγήσει τους μελετητές να συμπεράνουν. Μια τέτοια κρίση πρέπει ωστόσο να αναδεωρηδεί εκ δεμελίων αν ο Πορφύριος είναι πράγματι ο συγγραφέας των ανώνυμων αποσπασμάτων στο Παρμενίδης του Ηαάοι, εφόσον αυτά προχωρούν πέρα από τον Πλωτίνο στη «σύμπτυξη ›› του Νου με το Εν. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν δεν είναι με ὅεὅαιότητα έργο του Πορφύριου, τα αποσπάσματα αυτά ὅρίσκονται έντονα υπό την επιρροή του και έχουν επιπλέον τη σημασία ότι περιέχουν μερικές από τις ὅαδύτε ρες σκέψεις της σχολής σχετικά με τη φύση του Ενός ως Απολύ του. Γιί αυτό αξίζει να τις πραγματευτούμε κάπως λεπτομερώς. Στο Αφορμαί του Πορφύριου το Εν παίζει μικρό ρόλο και ό,τι αναφέρει εκεί γι” αυτό δεν είναι συνολικά έξω από το πνεύμα του Πλωτίνου· αυτό ταιριάζει, για παράδειγμα. στον ισχυρισμό ότι το Εν περιέχει τα πάντα «ανεννοήτως και υπερουσίως» (Αφ. ΙΟ· πρὅλ. παραπάνω σελ. ΙΟ?8). Από την άλλη μεριά η Πρόταση ΙΖ υποστη ρίζει πιο αποφασιστικά απ” ό,τι είχε υποστηρίξει ο Πλωτίνος ότι το Εν διαδέτει το δικό του τρόπο ζωής." Τέλος, οι Προτάσεις 25 και 26 ασχολούνται με τη δική μας γνώση για το Εν και το λεξιλόγιό τους (για παράδειγμα, η αναφορά της Πρότασης 25 σε μια «μη νόηση ανώτερη της Νόησης››) έρχεται πολύ κοντά στη γλώσσα των ανώ νυμων αποσπασμάτων. Τα τελευταία αποσπάσματα είναι έξι στον αριδμό και ασχολούνται με διάφορα εδάφια του δεύτερου μέρους του Παρμενιδης, τα αποσπάσματα Ι4 ασχολούνται με το Εν της πρώτης του υπόδεσης, τα αποσπάσματα 5 και 6 με το Εν Ον της δεύτερης υπόδεσης. Από αυτά, το απόσπασμα 3, μια απλή έκδεση και σχολιασμός του Παρμενιδης 14ΙΑ5 κ.ε., μπορεί να παραλειφτεί. Μια παρόμοια δεωρία με εκείνη των αποσπασμάτων συναντάται η ασώματη ψυχή διατηρούσε τη δική
23. Για τη στάση του Πλωτίνου στο θέμα τιρβλ. Ενν. Ἱ4, νι. 8. ι̃θ. 348.
ΙΝ.
9. 9.
ι̃7ι̃8,
Υ. 4. 2.
ι8ι̃7, νι.
7.
ι̃7. 9
Ι87
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
επίσης στο Λατίνο χριστιανό θεολόγο Μάριο Βικτωρίνο. Το από σπασμα Ι ασχολείται με τα προὅλήματα που τίθενται από το όνομα «Εν» και από την αποφατική θεολογία. Πρώτον, υπαρχει η ανόιγκη να αποφευχθεί η σύλληψη της απόλυτης απλότητας του Ενός ως έλλειψης· δεύτερον, υπαρχουν οι αντίθετες παγί θες, από τη μία μεριόι να αποθοθεί οτιθήποτε στο Εν, από την όιλλη να εκληφθούν οι αρνήσεις που χρησιμοποιούνται για το Εν ως δήλωση μιας απλής κενότητας· ο Μηθενισμός μπορεί να
αποφευχθεί, υποστηρίζουν τα αποσπόισματα, εόιν θυμηθούμε πως είναι η υπεραφθονία του Ενός που έχει θημιουργήσει το σύ μπαν· για να αποφύγουμε τον αντίθετο κίνθυνο πρέπει να ανα λογιστούμε ότι, εφόσον το Εν είναι η αιτία όλων των πραγμάτων, μπορεί να μην ταυτίζεται με κανένα από αυτό. (πρὅλ. Ενν. ΠΙ. 8. ΙΟ. 2335), έτσι λοιπόν ακόμη και ο όρος Εν αστοχεί ως προς τη φύση του Ενός. Για να συλλόιὅουμε τη φύση του Ενός, λέει το απόσπασμα, με όρους που προμηνύουν τη μεσαιωνική ιθέα της «γνωρίςουσας άγνοιας», πρέπει να παραμείνουμε σε μια «πέ ραν της κατανόησης κατανόηση και μια νόηση που θεν ενορόιται τίποτα». Μπορούμε συνεπώς να φτασουμε σε «μια όιρρητη προκατανόηση η οποία απεικονίζει το Εν μέσα στη σιωπή, χωρίς αντίληψη αυτής της σιωπής ή συνείθηση ότι αποτελεί εικόνα του Ενός ή γνώση οποιουθήποτε πράγματος», που συνιστόι μια «ει κόνα του Αρρήτου το οποίο είναι αρρητα ταυτόσημο με το Ἀρρητο». Το απόσπασμα 2 επιστρέφει στη σημασία της φύσης του Ενός ως Απολύτου, συγκεκριμένα στο ότι θεν μπορεί να έχει
την παραμικρή σχέση με οτιθήποτε όιλλο. Το Εν, συμφωνεί το απόσπασμα, θεν ταυτίζεται με το Νου. Δεν θα πρέπει όμως με ὅόιση αυτόν τον ισχυρισμό να περιγρόι φουμε το Εν ως «διαφορετικό από το Νου», εφόσον η ετερό τητα, όπως και όλες οι σχέσεις, συνεπόιγεται την έννοια του ορί ου και μπορεί συνεπώς να είναι παρούσα μόνο στα θημιουργή ματα του Ενός, όχι και στο Εν καθαυτό. Όπως ο Πλωτίνος, έτσι και ο σχολιαστής ισχυρίζεται ότι η θημιουργία θεν προσθέτει τί ποτα στο Εν, το οποίο θα παρέμενε το ίθιο είτε τα θημιουργή ματόι του υπήρχαν είτε όχι, εφόσον διαφορετικα θα έπρεπε να Ι88
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
ήταν εξαρχής ατελές." Το συμπέρασμό. του ότι το Εν δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα πράγματα είναι ομοίως μόνο μια λογική προέκταση των απόψεων του Πλωτίνου· ο σχολιαστής συ γκρίνει τις αναφορές του καδημερινού λόγου με την ανατολή και δύση του ήλιου, οι οποίες εσφαλμένα αποδίδουν τη σχέση μας με τον ήλιο στο ίδιο το ουρανιο σώμα. Συνόιγεται ότι δεν μπορεί να υπαρξει καμία σύγκριση μεταξύ του Ενός και των υπόλοιπων πραγματων και ότι το Εν πρέπει να είναι άγνωστο σέ εμόις, εφό σον το όμοιο γνωρίζει το όμοιο. Παρότι όμως η αποφατική δεο λογία μιλόιει για το Εν ως ανύπαρκτο, στην πραγματικότητα, ο σχολιαστής υποστηρίζει με όρους που ταιριάζουν όσο τίποτε όιλ λο με τις Εννεάδες ότι το Εν είναι εκείνο το οποίο είναι η μονα δική αληδινή Ύπαρξη και τα υπόλοιπα πραγματα (συμπεριλαμ ὅανομένου και του εαυτού μας) δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με εκείνο. Ο σχολιαστής έρχεται εγγύτερα στον Πλωτίνο αργότερα στο απόσπασμα, εκεί όπου αποδίδει στο Εν μια κατασταση αντί ληψης η οποία υπερὅαίνει τη διττότητα υποκειμένου και αντι κειμένου και την αντίδεση γνώσης και όιγνοιας (πρὅλ. σελ. ΙΟ5 6). Και μολονότι εδώ ὅρισκόμαστε μπροστόι στο σπέρμα μιας δε τικής ιδέας για το Εν η οποία αντισταδμίςει την αποφατική δεο λογία και δείχνει κατευδείαν προς τα αποσπόισματα 5 και 6, προς το παρόν η αποφατική δεολογία υπερτερεί. Είναι καλύτε ρο, καταλήγει το απόσπασμα, να εγκαταλείψουμε τέτοιους συλ λογισμούς παρόι να διακυὅεύσουμε και να μειώσουμε την αξία της απόλυτης απλότητας του Ενός. Η μεγαλύτερη έμφαση στην αποφατική δεολογία δίνεται, ωστόσο, στο απόσπασμα 4, όπου δηλώνεται ότι το Εν είναι ανώτερο ακόμη και από τις δετικές ὅε ὅαιώσεις για το Θεό που ὅρίσκονται στα Χαλδαι̃κά Λόγια. Τέτοιες ὅεὅαιώσεις, δηλώνει ο σχολιαστής, μπορεί να είναι αληδινές, όμως εφόσον στερούνται οποιαδήποτε επαρκή ιδέα για το Εν, δεν καταλαὅαίνουμε με ποιο τρόπο δα μπορούσαν να γί νουν αντιληπτές· γι” αυτόν το λόγο είναι τόσο άχρηστες σ” εμας 24. Το ότι το Εν βρίσκεται εκτός ετερότητας δηλώνεται στην Ενν. ν|. 9. 8. 334· σχετικά με τις μη αντιστρεπτές σιτισκές σχέσεις ιτρβλ. Υ. 5. ι̃2. 40Θ, νι. Θ. 3. 495ι̃, επίσης παραπάνω
στη σελ. ι̃07 κ.ε.
Ι89
.ι̃
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
όσο και οι περιγραφές των χρωμάτων σε έναν τυφλό. Επιπλέον αυτοί που τις κάνουν στη συνέχεια υπαναχωρούν και διακηρύσ
σουν την ανεπάρκεια των ίδιων τους των όρων· συνεπώς ποιος εί ναι ο λόγος να μαδαίνεις τέτοιες περιγραφές, μόνο και μόνο για
να τις εγκαταλείψεις αμέσως μετά; Εφόσον το Εν υπερὅαίνει τό σο την ποιότητα όσο και την ουσία, κανένας δετικός όρος δεν μπορεί να εκφράσει τη φύση του· γι, αυτό και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ούτε το Εν καδαυτό ούτε τον τρόπο με τον οποίο οι κατώτερες πραγματικότητες απορρέουν από αυτό. Σε τούτο το ριζικά αποφατικό συμπέρασμα η πιο καταφατική δεολογία των αποσπασμάτων 5 και 6 στέκει σε χαρακτηριστική αντίδεση. Όπως έχει σημειωδεί, αντικείμενο των δύο τελευταίων απο σπασμάτων είναι η δεύτερη Υπόσταση, το ΕνΟν της δεύτερης υπόδεσης του Παρμενιδης. Το απόσπασμα 5 δηλώνει ότι το Εν Ον είναι κατά μια έννοια ταυτόσημο με το πρωταρχικό Εν και κατά μια άλλη όχι. Διότι ως δημιούργημα και απεικόνιση του Ενός διατηρεί κάτι από τη φύση του τελευταίου· από την άλλη μεριά, ως ΕνΟν δεν είναι πλέον το Εν στην αρχικη του καδα ρότητα. Η πιο τολμηρή ανάπτυξη του αποσπάσματος ωστόσο εμφανίζεται στην περιγραφή που κάνει (με κάποια επιφύλαξη) του πρωταρχικού Ενός ως Μορφής του Όντος, στο ὅαδμό που αποτελεί την πηγή του Όντος στην οποία ο Πλάτωνας δηλώνει ότι το δεύτερο Εν συμμετέχει. Το Εν ὅρίσκεται πράγματι επέ κεινα του Όντος και της Δράσης· εντούτοις, εφόσον είναι ενερ γό με το δικό του τρόπο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Απόλυ το Ον επέκεινα του Όντος». Η επισήμανση του σχολιαστή επι στρέφει στη διάκριση μεταξύ του απαρεμφάτου (το είναι) και του αφηρημένου ουσιαστικού (ουσία) και είναι κατά συνέπεια δύσκολο να αποδοδεί. Μπορεί ωστόσο να είναι χρήσιμο εάν δυ μηδούμε τη γενικότερη πραγμάτευση των Νεοπλατωνικών για τις Ιδέες (για παράδειγμα, της Ιδέας του Μεγέδους), οι οποίες είχαμε δει να αποτελούν τη ὅάση των αναφορών του Πλωτίνου για το Εν ως την «ενέργεια της σκέψης η οποία δεν σκέπτεται η ίδια» (πρὅλ. σελ. ΙΟ?8), ιδέα η οποία απηχείται στην περιγραφή του αποσπάσματος 2 σχετικά με την απόλυτη γνώση του Ενός Ι9Ο
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
(πρὅλ. επίσης Ενν. ν. 6. 6. 38). Ο Πλωτίνος όμως δεν είχε πο τέ μιλήσει για το Εν ως Απόλυτο Ον· και οποιαδήποτε αμφιὅο λία ότι αυτή η ιδέα είναι απολύτως ξένη στον Πλωτίνο διαλύε ται από την ανάπτυξη του σχολιαστή στο απόσπασμα 6.
Ακόμη και εδώ, ωστόσο, το σημείο εκκίνησης του σχολιαστή είναι ένα πλωτινικό δόγμα, εκείνο των δύο καταστάσεων του Νου (πρὅλ. σελ. 14950). Η πρώτη αυτών των καταστάσεων, δη λώνει ο σχολιαστής, ότι δηλαδή υπερὅαίνει τη διακριση υποκει μένουαντικειμένου, είναι ταυτόσημη με το πρωταρχικό Εν. Η δευτερη κατάσταση, αντίδετα, αυτή που προσιδιάςει στο Νου, δεν είναι πλέον απλή, αλλά αντιστοιχεί στη χαλδαῖκή τριάδα της Ύπαρξης, της Ζωής (ή της Δύναμης) και του Νου. Ο σχολιαστής προλαμὅόινει τον Ιάμὅλιχο συσχετίςοντας κάδε φάση της τριά δας με μια ξεχωριστή στιγμή κατά την ανάδυση της πραγματι κότητας από το Εν, συνδέοντας τη Ζωή με την Πρόοδο και το Νου με την Επιστροφή· αλλά συμφωνεί με τον Πορφὑριο, ενά ντια στον Ιάμὅλιχο, κατόι το ότι ταυτίζει την πρώτη στιγμή της τριάδας, εκείνη' της Ύπαρξης, με το Εν καδαυτό (πρὅλ. Δαμά σκιος Π. Αρ. Ι. 86. 8ΙΟ, σημειώνεται παραπάνω σελ. 176). (Γι” αυτόν το λόγο, παρότι η ὅαδμίδα ονομάζεται Σταση, η φάση αυ τή υπερὅαίνει αυστηρά την αντίδεση Στόισης και Κίνησης.) Το Εν και ο Νους καταλήγουν συνεπώς να είναι δύο δρόμοι ενατέ νισης του ίδιου πράγματος. Και τα αποτελέσματα είναι παραδό ξως αντικρουόμενα, ανάλογα με το αν εξετάζουμε το Εν ως προς την υπερὅατική ή την εμμενή του κατάσταση. Και οι δύο προ σεγγίσεις έχουμε δει ότι περιλάμὅαναν την ξένη στον Πλωτίνο δεώρηση του Ενός ως Απόλυτου Όντος. Εάν όμως η πρώτη άπο ψη (εκείνη των αποσπασμάτων Ι4) υποστηρίζει την έλλειψη πραγματικότητας οποιουδήποτε πράγματος πέραν του Ενός, η τάση των αποσπασμάτων 5 και 6 είναι μάλλον να πραγματευ τουν το Εν ως ένα απλό στοιχείο στο Νου καταργώντας έτσι την υπερὅατικότητά του. Και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες για τη μεταφυσική ιεραρχία του Πλωτίνου είναι εξίσου ολέδριες. Το ότι η τελευταία άποψη δεν καταργεί στην πραγματικότητα την υπερὅατικότητα του Ενός υποστηρίζεται στο πρώτο μέρος Ι9Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
του αποσπάσματος 6, όπου ο ρόλος του Ενός σε σχέση με το Νου συγκρίνεται με εκείνη της κεντρικής αντιληπτικής λειτουρ γίας του Αριστοτέλη έναντι των πέντε αισδήσεων. Η ανεπάρκεια μιας τέτοιας υπεράσπισης της υπερὅατικότητας του Ενός φαί νεται σαφέστατα από το γεγονός ότι η πλωτινική οντότητα την οποία δυμίξει πιο πολύ η ανάπτυξη του σχολιαστή δεν είναι το Εν αλλά η Νοητή Ύλη (πρὅλ. παραπάνω σελ. Πό7)." Δεν δα ήταν αλήδεια ωστόσο αν περιγράφαμε τις απόψεις αυτές ως εντελώς ξένες προς τον Πλωτίνο· διότι ένα αινιγματικό απόσπα σμα από τις Εννεάδες (ν. Ι. 7. 56) μοιάξει να περιγράφει το Νου σαν να δημιουργείται από την αυτοδέαση του Ενός, ιδέα η οποία φαίνεται ασυμὅίὅαστη με την επιμονή του Πλωτίνου σε άλλα σημεία σύμφωνα με την οποία το Εν υπερὅαίνει τα δημιουργή ματά του και δεν έχει καμία ανάγκη το Νου. Οι τελευταίες δεω ρήσεις φαίνεται ότι στρέφονταν συγκεκριμένα ενάντια στην άποψη του Νουμήνιου σύμφωνα με την οποία οι ανώτερες Υπο στάσεις χρησιμοποιούν τις κατώτερες (πρὅλ. σελ. 69), μια ιδέα που μοιάξει σαφέστατα να συμπλέει με την περιγραφή του Ενός στο απόσπασμα 6 όπου το Εν φαίνεται να «χρησιμοποιεί» τις ποικίλες λειτουργίες του Νου. Άλλες νουμηνιακές ιδέες στα αποσπάσματα είναι, πρώτον. η ιδέα του υπέρτατου Θεού ως Απόλυτου Όντος (πρὅλ. Νουμήνιος απ. 26) και ως Ιδέας της Δεύτερης Υπόστασης (πρὅλ. απ. 289) και, δεύτερον, η ταύτιση της διάκρισης μεταξύ των δύο πρώτων Υποστάσεων με εκείνη μεταξύ του Νου εν στάσει και του Νου εν κινήσει (πρὅλ. σελ. 69). Σε όλα αυτά τα σημεία τα αποσπάσματα σηματοδοτούν μια επιστροφή από τον Πλωτίνο στο Μεσοπλατωνισμό. Εντούτοις, όπως έχουμε σημειώσει (σελ. 154), οι παραπάνω δυσκολίες δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των προδέσεων του σχο λιαστή. αλλά ενυπάρχουν μέσα στην Ιδέα ενός μεταφυσικού Απολύτου. Συνεπώς τα παράδοξα των αποσπασμάτων Ι4 απο τελούν απαραίτητη συνέπεια του αξιώματος ότι μεταξύ Απολύ του και σχετικού δεν μπορεί να υπάρξει κανένα κοινό μέτρο. Και 25. Πρβλ. επίσης Ηιετ, Ρ|οτ|πιιε: Ντε Ηοαα το Ηεεϋτγ, σελ. 337, μολονότι δεν μπορώ να δεχτώ
τα περαιτέρω συμπεράσματά του.
Ι92
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
αν προσπαδήσουμε να αποκαταστήσουμε κόιποια σχέση μεταξύ
τους τονίζοντας τον εμμενή χαρακτήρα του Ενός, κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε την υπερὅατικότητόι του. Εν συντομία οι εναλ λακτικές λύσεις είναι είτε η αρνηση του κόσμου (απορρίπτοντας οποιαδήποτε πραγματικότητα πέραν του Ενός) ή ένας εμμονο κρατικός πανδεϊσμός, απόψεις εξίσου μοιραίες για το νεοπλατω νικό δόγμα μιας διαστρωματωμένης μεταφυσικής ιεραρχίας. Τα προὅλήματα που τίδενται από την «αρνητική υπερὅατικότητα» στην αντίληψη του Ενός επρόκειτο να επανέλδουν στον Δαμόι σκιο, τον τελευταίο διευδυντή της Αδηνοίίκής Ακαδημίας (πρΰλ σελ. 250), υπήρχαν ωστόσο αναμφίὅολα σε πιο μετριασμένη μ ορ φή σε όλο τον ύστερο Νεοπλατωνισμό, του οποίου η γενική από. ντηση ήταν απλώς να τα περιγρόιψει ως μια αναγκαία συνέπεια της όιρρητης φύσης του Ενός, στην οποία η σχολή δα έδινε όλο και μεγαλύτερη ὅαρύτητα (πρὅλ. σελ. 240Ι). Η «σύμπτυξη» όμως των Υποστόισεων από τις σχολές του Πλωτίνου? και τουύΠορ φυριου, της οποίας οι απόψεις του σχολιαστή ήταν απλώς το πιο ακραίο παραδειγμα, φαινόταν να δέτει μια πολύ πιο σοὅαρή απει λήςστα μόιτιας του Ιαμὅλιχου. Ήταν συνεπώς ενόιντια σε τέτοιες τόισεις_πΟ1›.κατευδύινονταν οι δικές του μεταφυσικέςκαινοτομίες
Ιν
Η αντεπίδεση του Ιἀμὅλιχου· η Ψυχή και η σωτηρία της Η αντίδραση του Ιόιμὅλιχου στον τρόπο με τον οποίο πραγμα τευόταν η Σχολή του Πορφύριου την Πρώτη Υπόσταση δεν ήταν ε | απλως για να επαναφερει το Εν στην πλωτινικη του δεση υ πε ρόινω της Νοητής τριόιδος· σύμφωνα με τον Δαμόισκιο προχώ ρησε ακόμη περισσότερο αξιώνοντας μια υπέρτατη αρχή οποία υπερέὅαινε ακόμη και το Εν, μια αρχή την οποία απο λεσε απλόι το «Ἀρρητον» (Π. Αρ. Ι. 86. 3 κ.ε.). Αν και δεν μπ ρούμε να είμαστε σίγουροι για τους λόγους που οδήγησαν τον #
2
Ι93
Οε κι ί.
ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ \
Δαμασκιος Ιόιμὅλιχο, ήταν μόιλλον επηρεασμένος, όπως και ο ύστερα από αυτόν (ό.π. Ι. 56), από την αντίληψη ότι η ενότητα και ως εκ τού έχει νόημα μόνο σε αντίθεση με την πολλαπλότητα | | | | του ανηκει στη σφαιρα της σχετικής πραγματικότητας. Οι πληρο και φορίες μας σχετικόι με την πραγμόιτευσή του για τη Δεύτερη Τρίτη Υπόσταση είναι πολύ πιο εκτεταμένες και αρκούν να τεκ μηριώσουν την ευθύνη του για τις περισσότερες από τις θεμελιώ θεις καινοτομίες που συναντάμε στους συγγραφείς της Αθηνοίίκής
\/
και της Αλεξανθρινής Σχολής. Επίσης όμως θεν υπόιρχει καμία αμφιὅολία ότι οι θεωρίες που προτείνουν αυτοί οι συγγραφείς ακολουθούν μια θεμελιώδη μεταιαμὅλίχεια εξέλιξη. Λόγω της απουσίας οποιασδήποτε σωξόμενης μεταφυσικής πραγματείας του Ιόιμὅλιχου, είναι αθύνατο να είμαστε σίγουροι σε ποιο ὅαθμό σε η ύστερη νεοπλατωνική θεωρία είχε προταθεί από τον ίθιο και Εδώ του. ποιο ὅαθμό αντανακλόι την παρέμὅαση των θιαθόχων θεν θα επιχειρήσουμε αυτό το έργο. Τα τρία τελευταία μέρη του παρόντος κεφαλαίου θα ασχοληθούν με τις θεωρίες τις οποίες έχουμε λόγο να θεχόμαστε ως κατόι ὅόιση ιαμὅλίχειες, αν και πολ να λό. στοιχεία από την εξέλιξή τους μπορεί στην πραγματικότητα πιθανό που θεωρίες αποτελούν έργο της Αθηνοιίκής Σχολής. Τις τατα, απ, όσο μπορούμε να πούμε, προέρχονται από την τελευ
ταία σχολή, θα τις κρατήσουμε για το επόμενο κεφαλαιο." Σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι για μία ακόμη φορόι το εθόι φιο του έργου Περί Ψυχής του Ιόιμὅλιχου στο οποίο αυτός επικρί
νει τους προκατόχους του (Στοὅαίος Ι. 365. 5 κ.ε.). Εναντίον τους ο Ιόιμὅλιχος επιμένει ότι η Ψυχή είναι μια ξεχωριστή αυθύπαρκτη Υπόσταση, εξαρτώμενη και κατώτερη από το Νου (ό.π. 365. 22 κ.ε.). Με αλλα λόγια δεν αποτελεί ούτε έναν ελλιπή τρόπο ενα τένισης του τελευταίου ούτε συντακτικό στοιχείο της Νοητής τα ξης. 'Ετσι ο ορισμός στο Τιμαιος για την Ψυχή ως ενθιόιμεσης αρ χής αφορόι την ουσιώθη της φύση και όχι απλώς τη σχέση της με τα σώματα (Πρόκλος Εις Τίμ. Π. ΙΟ5. 15 κ.ε.). Εξίσου ουσιώθης για να προέρχεται από 28. Η καλύτερη σνόλυση του κατα πόσο η θεωρία του Πρόκλου μπορεί Οοοαε, Ρτοοίυε: του εκείνη είναι Συριονὀ Πρόκλου του δασκαλο τον !όμβλιχο ή από τον Εωπιεηιε οί Τηεοιοη̨γ, σελ. ›ο‹ι›ο‹ν.
194
„
..υ>¬»,__
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
το ρόλο της ως μεσολαΰητικής αρχής μεταξύ των δύο κόσμων είναι η αντίληψη των ύστερων Νεοπλατωνικών σύμφωνα με την οποία, μολονότι η ουσία της Ψυχής είναι αιώνια, οι δραστηριό τητές της λαμὅόινουν χώρα μέσα στο χρόνο (Πρόκλος ΣΘ 191)· 1ί | ίι › ο Πλωτινος ειχε υποστηριζει ακριὅως το ιδιο για την ανδρωπι νη ψυχή (Ενν. Ιν. 4. 15. 1620). Αλλόι για τον Ιόιμὅλιχο και τον Πρόκλο αυτός ο περιορισμός εφαρμόζεται ακόμη και στην ενα τένιση των δεϊκών ψυχών (Εις Τιμ. Π. 289. 3 κ.ε. κ.λπ.). Μια πε ραιτέρω συνέπεια της νέας αντίληψης της Ψυχής ηταν η τρο ποποίηση του Ιόμὅλιχου στην όιποψη των προκατόχων του ότι «τα πόιντα ενυπόιρχουν στα πόιντα››. Αυτό δα το εξετάσουμε λεπτομερέστεροι αργότερα· επί του παρόντος χρειόιςεται απλώς να σημειώσουμε ότι ο πλωτινικός Νεοπλατωνισμός φαι νόταν στον Ιόιμὅλιχο να είχε δώσει πολύ λίγη έμφαση στο γεγο νός ότι μια οντότητα περιέχει το σύνολο της πραγματικότητας μόνο με έναν τρόπο κατόιλληλο προς τη δική της ατομική φύση (Πρόκλος ΣΘ 1Ο3, 1767· πρὅλ. παρακόιτω σελ. 2012). Ήταν συνεπώς πλήρως προετοιμασμένος να αποδεχτεί όχι μόνο ότι η Καδολική Ψυχή καδρεφτίςει το σύνολο του Νοητού κόσμου, αλ λόι και ότι κόιδε ατομική ψυχή εμπεριέχει όλους τους Λόγους οι οποίοι λειτουργούν μέσα στην Καδολική Ψυχή (ΣΘ 1945). Εκεί νο που ο Ιόιμὅλιχος και ο Πρόκλος οιπέρριπταν κατηγορηματι κόι ήταν η δέση του Πλωτίνου για τον όινδρωπο ως «νοητό κό σμο» (Πρόκλος Εις Παρμ. 930. 26 κ.ε., 948. 14 κ.ε.· πρὅλ. πο. ι ραπόινω σελ. 122, 125) και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, εφό σον η Ψυχή διακρίνεται από το Νου, οι αρχές τις οποίες δεόιτοιι είναι μόνο Λόγοι, όχι οι υπερὅοιτικές Ιδέες καδαυτές· τις τε λευταίες, σε αντίδεση με τη διδασκαλία του Πλωτίνου, καμία ψυχή δεν μπορεί να γνωρίσει εφόσον παραμένει ψυχή (ΣΘ 190. σελ. 166. 20 1)ο‹:1αε)." Δεύτερον και εδώ αγγίζουμε την όιλλη δασική διαφωνία με τον Πλωτίνο δεν πρέπει να αγνοήσουμε 1 . . . τις διακρίσεις μεταξυ. των διοιφορετικων κατηγοριών ψυχων· η ἶἑ ψυχή μας δεν ειναι ομοούσιοι με εκείνες των δεών. 2
2
2
κ
γ
27. 'Ενας σημαντικός περιορισμός εφόσον, όπως θα δουμε, αυτό που δεν επιτευχθεί από την ίδια τη δύναμη της ψυχής, είναι δυνατόν μέσω της θεουργίας.
195
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Διότι, αν οι δεῖκές ψυχές εξακολουδούν να κατανοούνται σαν καδεμία να ήταν εξαρτημένη από έναν υπερὅατικό Νου απολαμ ὅόινοντας την αιώνια ενατένιση των Ιδεών, το γεγονός ότι το ίδιο δεν ισχύει και για την ανδρώπινη ψυχή αποδεικνύεται για τον Ιόιμ ὅλιχο από το ότι οι διανοητικές δυνάμεις του ανδρώπου λειτουρ Υ ούν μόνο διαμεσολαὅημένα (ΣΘ 111, 175, Εις Τιμ 1. 245. 17 κ.ε. γι, ι,ι¬.„ι.ι± κ.λπ). Για παρόμοιους λόγους, και εξαιτίας της ασυμφωνίας του με › : ι ιιιιι _ Ι α πλατωνικα κειμενα, ο Ιαμὅλιχος και ολοι οι υστεροι Ν εοπλατω ίΐψω 1, νικοί εκτός από τον Θεόδωρο Ασιναίο (πρὅλ. παραπόινω σελ. 160) : | 1 γαπερριψαν τη δεωρια του Πλωτινου σχετικα| με ένα απτωτο μερος ἦιτης ψυχής (Πρόκλος Εις Ἱι̃μ ΠΙ. 333. 28 κ.ε., ΣΘ 211, Σιμπλίκιος Π. η. Ψυχ. 6. 1217· πρὅλ. σελ. 127). Πέρα από το δέμα της απόιδειας της ψυχής, διέφεραν λιγότερο από τον Πλώτίνο από όσο κανείς δα πε ρίμενε, συμφωνώντας μαζί του στο ότι η συναισδηματική διαταρα ξη επηρεάζει μόνο τη σχέση σώματος και κατώτερης ψυχής και μό ν ο εσφαλμένα πιστεύεται ότι επηρεόιζει την ψυχή καδαυτή (Μυστ. 1. 1Ο. σελ. 35. 8. κ.ε., Εις Ἱι̃μ. 111. 330. 9 κ.ε.· πρὅλ. παραπάνω σελ. 12831). Παραδέχοντανςωστόσο ότι ολόκληρη η ψυχή μπορούσε να επηρεάζεται απόςτο σφάλμα. Και ήταν ουσιώδες για το αυστηρό ιε “τ ραρχικό σύμπαν του Ιόιμὅλιχου το γεγονός ότι καμία ψυχή ποτέ δεν εγκαταλείπει την τάξη στην οποία ανήκει. Γι, αυτό και απέρριπτε / | } το ὅασικο αξιωμα της δεώρησης του Πλωτίνου σχετικόι μεη̃τη μεἑ" ί τενσόιρκωση, ότι η ανδρώπινηδψυχήύ μπορούσε να μεταμορφωδεί σε . .,..... ψυχή ζώου (Νεμέσιος Φυσ. Ανδ. 51. 11718 = ΡΟ ΧΕ. 584, Αινείας 1 Γαζαιος ΡΟ ΕΧΧΧν. 893· πρὅλ. σελ. 125, 186)· στην πραγματικο τητα οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί αρνούνταν πλήρως το γεγονός ότι ζώα έχουν ψυχή με την αυστηρή έννοια του όρου (πρὅλ. Πρόκλος ι ΠΘ 111. 128, Π. Κακ. 25. 2234). Ερμήνευαν συνεπώς τις αναφο ρές του Πλόιτωνα στη μετενσόιρκωση των ζώων είτε απλώς με τη σημασία ότι ο φαύλος όνδρωπος αποκτόι ένα ζώώδη χαρακτήρα εί τε το πολύ ότι επέτρεπε στην ψυχή του, ενόσω παρέμενε ανδρώ πινη, να συσχετίζεται προσωρινόι με ένα σώμα ζώου (Σαλούστιος Π. Θεών ΧΧ. 1, Πρόκλος Εις Ἱι̃ρ. ΙΠ. 294. 22 κ.ε.)." Ανόιλογες 2
2
2
λι
τμ ί^ἔ'ί®
2
Ἡ
·ι·
κ
κ
·°“
ια
Ι
ύ
ύ
(Ψ
1
φ
2
3
Μ
1
28. Μπορούμε να σημειώσουμε ότι το Χαλδσικά Λόγια σπέρριιπσν τη μετεμψύχωση των ζώ ων (Πρόκλος Εις Πολ 11. 386. 27 κ.ε.).
196
§\` πμ.../τ
Η
ΠΟΡΦΥΡΧΟΣ
ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
προσπόιδειες έγιναν από τον Ιόιμὅλιχο για να εναρμονίσει τη ὅασι κή του δέση με το ενδεχόμενο, το οποίο δεχόταν, να μπορεί η ψυ χή να ανελιχτεί στη ὅαδμίδα των αγγέλων. Στην πραγματικότητα, υποστήριζε, αυτό δεν συμὅαίνει μέσω των δυνόιμεων της ψυχής ή
της κατοχής όλων των Λόγων, αλλόι διαμέσου της σχέσης της με τις υπερὅατικές αιτίες. Είναι συνεπώς αποτέλεσμα «της αγαδής προ αίρεσης των δεών και της λόιμιμης που μεταδίδεται από αυτούς» (Μυστ: Π. 2). Το ότι αυτό επιτυγχάνεται μέσω της δεουργίας υπο στηρίζεται εκτενώς στο ΠερίΜυστηριι̃ων. Η ανωτερότητα της δεουργίας έναντι της φιλοσοφίας υπο στηρίζεται σε ένα περίφημο κεφόιλαιο του ΠεριίΜυστηριων στο οποίο ο Ιόιμὅλιχος αρνείται το γεγονός ότι η σκέψη από μόνη της | ι : ι μπορει να ενωσει το φιλοσοφο με τους δεους (Μυστ. Π. Π). Η δεωρητική κατανόηση των δυνόιμεων που επικαλείται είναι χωρί αμφιὅολία δευτερευόντως σημαντική για το δεουργό, παραδέχε ται ο Ιόιμὅλιχος, αλλόι η ζωντανή ένωση δεν εξαρτάται από αυτήν αλλόι από την επιτέλεση των κατόιλληλων τελετουργικών πρακτι κών. Η αποτυχία του Πορφύριου να εκτιμήσει αυτό το γεγονος ήταν ο κύριος λόγος για να τον κατηγορήσει ο Ιόιμὅλιχος ότι απέ τυχε να κρατήσει τα φιλοσοφικόι προὅλήματα χωριστόι από τα δε ουργικόι (πρὅλ. ό.π. Ι. Ζ. σελ. 7. 2 κ.ε.). Η όιποφη του Πορφύρι ου για τη δεουργία ότι αυτή εξαρταται από τη «συμπόιδεια» που ενώνει τον αισδητό κόσμο ήταν ενδεικτική της ανόιλογης αποτυ χίας του να διακρίνει τα συναιτια από τα αληδινόι αίτια της δε ουργικής δύναμης, της δύναμης που απονέμεται από τη δεία χόι ρη στα τελετουργικόι της και στα συμὅολικόι αντικείμενα που | χρησιμοποιουνται (πρὅλ. ΙΙΙ. 267, ν. 7 ΙΟ). Η δυναμη της δε ουργίας δεν εμπίπτει συνεπώς μέσα στα όρια του αισδητού κό σμου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι δεοί μπορούν να εξαναγκα στούν από τους ανδρώπους· ο εζαναγκασμός του ανωτέρου από τον κατώτερο είναι αδύνατος. Η αλήδεια είναι ότι οι τελετουρ γίες με τις οποίες καλούνται οι δεοί λειτουργούν μόνο δυνόιμει μιας αυδόρμητης προσφορόις εκ μέρους της δεϊκής δύναμης. Και το αποτέλεσμα είναι ότι οι δεοί δεν κατεὅαίνουν με τη ὅία στον αισδητό κόσμο, αλλά εξαγνίζουν τους πιστούς και τους ανόιγουν μ
Ι97
ι ιίε
ἕι
Β
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
στη Νοητή τόιξη (Μυστ. Ι. 12. 1. 14, ΠΙ. 1618. σελ. 138. 6 κ.ε. κ.λπ.). Οι αναφορές των ὐστερων Νεοπλατωνικών σχετικα με τη δεία «ὅοὐληση». είναι σημαντικό να σημειώσουμε, δεν υποδηλώ νουν καμία δεμελιώδη αλλαγή στην ιδέα του Πλωτίνου σχετικόι με τη δεία δρόιση. Όπως έχουμε δει, ο νεοπλατωνικός «τελετουργι σμός» διαφέρει από τον αντίστοιχό του χριστιανικό κατά το ότι ὅασίςεται αποκλειστικά στους δεμελιώδεις εδραιωμένους από το δεό κοσμικους νόμους και όχι σε μια υπερφυσική μεσολόιὅηση πόι ιδέα τόσο αποκρουστική ω και πέρα από αυτούς τους νόμους και σε όλους τους Ελληνι όσο Ν εοπλατωνικοὐς τους ύστερους τικοὐς στοχαστές (πρὅλ. σελ. 17Ο4). Οι Νεοπλατωνικοί ήταν εξί σου διατεδειμένοι να υποστηρίξουν τις διακρίσεις που έκανε ο Πλωτίνος αναμεσα στη δεῖκή ὅουληση και την αντίστοιχη ανδρώ πινη (πρὅλ. σελ. 111 κ.ε.). αρνοὐμενοι ότι η πρώτη περιλαμὅόινει είτε εσκεμμένη δρόιση είτε συνειδητή προσοχή στα δημιουργήμα σε «ὅοὐληση» , στο ση τα της." Παρ” όλα αυτόι οι αναφορέςςτους ε
ι
ί
μείο όπου ο Πλωτίνος είχε αναφερδεί...αΞτ_λώς_στη δεία «γεννω̨ο ςςδωρίκαςε (πρὅλ. σελ. 113), σηματοδοτούν μια σημαντική αλλδίγή στη στόιση του ανδρώπου απέναντι στο δείο. Και ακόμη πιο σημαντι κό ήταν το συμπέρασμά τους, σύμφωνα με την κατώτερη εκτίμη ση που είχαν για την ανδρώπινη ψυχή, ότι η σωτηρία δεν ήταν μέ σα στις δυνόιμεις του ανδρώπου. Η όιρνηση αυτού ήταν ένας από τους λόγους που ρητόι επικαλέστηκε ο Ιόιμὅλιχος προκειμένου να αρνηδεί ότι η φιλοσοφία μπορούσε να οδηγήσει στη δεία ένωση (Μυστ. Π. 11. σελ. 97. Ζ κ.ε.). Το Περί Μυστηρίων δείχνει. στην πραγματικότητα. τόσο ότι ο Ιόιμὅλιχος είχε πλήρη επίγνωση της κατηγορίας ότι μετέτρεπε τη σωτηρία σε μια διαδικασία περισσό τερο μηχανιστική απ” ό,τι ήταν για τους παλαιότερους Νεοπλα τωνικούς όσο και ότι αυτό ήταν μακριόι από τις προδέσεις του. Απεναντίας. το έργο επιδεικνύει μια νέα έμφαση στην ανόιγκη για δεία χόιρη, συνδυαςόμενη με μια νέα ταπεινότητα και δεκτικότη τα εκ μέρους του ανδρώπου απέναντι στη χόιρη αυτή. Περισσότε ρα σημόιδια αυτου του γεγονότος δα ὅρούμε στον Πρόκλο. 29. Πρβλ. Μυστ. 111. 17 σελ. 140. 6 κ.ε., Πρόκλος ΠΘ κ.ε.· επίσης παρακατω σελ. 238.
198
................................«×#° Να...
< Ο
1.
15 σελ. 74. 17
κε., Εις
Τιμ. 1.899. 17
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Ιδιαίτερη προσοχή δίνει το Περί Μυστηρίων στο πρόὅλημα της μαντείας, την οποία ο Ιόμὅλιχος διακρίνει σε μια ανώτερη και μια κατώτερη μορφή. από τις οποίες αποκλειστικό. η πρώτη ενδιαφέρει το δεουργό. Ο Ιόιμὅλιχος ὅασίζεται στην παραδοσια κή διόικριση ανόιμεσα σε «τεχνητή μαντική». η οποία στηρίζεται στην ανόιγνωση σημείων μέσα στον αισδητό κόσμο (όπως η αστρολογία ή η αποκρυπτογράφηση των οιωνών). και «φυσική μαντική» (πρὅλ. Ενν. ΠΙ. Ι. 3. Ι317), με την οποία η ψυχή, απε λευδερωμένη από το σώμα μέσα από την προφητική έκσταση ή τα όνειρα, είναι σε δέση να ενατενίσει τις αιτιακές αρχές του σύμπαντος που περιέχονται μέσα στο Θείο Νου. Η διακριση με ταξύ των δύο είχε αναλυδεί πλήρως από τους Στωικούς, των οποίων οι απόψεις εξετάζονται διεξοδικά στο έργο του Κικέρω να Πε· Πἰνἱπειτἰοπε. Ο Πλωτίνος είχε αφιερώσει πολλές σελίδες στην τεχνητή μαντική, την οποία είχε εξηγήσει, όπως και οι Στω ικοί πριν από αυτόν. με τη δεωρία της «κοσμικής συμπόιδειας» (πρὅλ. σελ. 1223)· για τη φυσική μαντική, από την όιλλη πλευ ρό., είχε δείξει μικρό ενδιαφέρον, εφόσον ο σκοπός της πλωτινι κής ενδοσκόπησης ήταν η ένωση με το Νου και όχι οι προφητικές ενορόισεις. Το κρίσιμο ὅήμα το οποίο γίνεται τώρα από τον Ιόιμ ὅλιχο είναι να μεταγρόιψει τη φυσική μαντική σε νεοπλατωνικούς όρους συζητώντας την ως αποτέλεσμα της ένωσης της ψυχής με τον υπερὅατικό Νου και να την ταυτίσει, ως τέτοια, με την υψη λότερη, «δεϊκή» μορφή της μαντικής (Μυστ. ΙΙΙ. 3). Η αναξιοπι στία των αποτελεσμόιτων της τεχνητής μαντικής είχε επί μακρόν υπαρξει κοινός τόπος και ο Ιόιμὅλιχος ήταν έτσι σε δέση να την ταυτίζει με την κατώτερη «ανδρώπινη» μαντική και να την αντι παραὅόιλλει στην ενορατική ὅεὅαιότητα που επιτυγχάνεται μέσω την εκστατικής ένωσης με το Νου. Ἀρα ο Πλωτίνος και ο Πορ φύριος δικαιολογούνται όταν τονίζουν την κατωτερότητα αυτής της μορφής μαντείας· το σφόιλμα τους έγκειται στο ότι την ταυ τίζουν με τη δεία μαντική που εφαρμόζεται από τους δεουργούς (Μυστ. ΠΙ. Ι, ΠΙ. 267, Χ. 34). Εζίφσουσπαρζαπλρινητική ήταν η πρόταση του Πορφύριου σύμφωνα με την οποία η μαντι κη αδαραΝφΝυχολογικζοφαινομενο για μια ακομη φορα Ι99
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
εία χάρις είναι απαραίτητη και η ψυχική διάδεση του προφή η είναι απλό συναίτιο (ΠΙ. Ι. σελ. ΙΟΟ. ΙΟ κ.ε., ΠΙ. 24 κ.λπ.). Ἑνα υναφές σφάλμα ήταν η ταύτιση εκ μέρους των ὐστερων Νεο πλατωνικών του «ειληχότος» δαίμονα του ανδρώπου με ένα μέ ρος της ψυχής του ή με τον ατομικό του νου (Μυστ. ΙΧ. 8, πρὅλ. Πρόκλος Εις Αλκ. 758 και παραπάνω σελ. ΙΖ1)· εφόσον ο άν δρωπος δεωρείται ότι δεν έχει πλέον δικό του νου, ένα τέτοιο συ μπέρασμα από εδὡ και στο εξής είναι αδύνατον. Ομοίως, τώρα που η δεῖκή μαντική γίνεται αντιληπτή σαν να συνεπάγεται την ένωση με το Νου, το συμπέρασμα του Πορφυριου ότι η προφη τική δύναμη δεν φέρνει πάντοτε την ευτυχία συνιστά για έναν Νεοπλατωνικό αντίφαση (Μυστ. Χ. 4). Τέτοιες ήταν οι συνέπει ες για τη σωτηρία του ανδρώπου της νέας αντίληψης του Ιάμ ὅλιχου σχετικά με την ψυχή. Πρέπει τώρα να εξετάσουμε τις δο μικές αρχές που διέπουν τη γενική του αντίληψη για το σύμπαν.
ν
Η δομή της ύστερης νεοπλατωνικής μεταφυσικής Η αντίδεση ανάμεσα στην ιδέα του Ιάμὅλιχου για τον τρόπο σω τηρίας και σε εκείνη των προκατόχων του είχε πλήρως αναγνω ριστεί από τους ίδιους τους ὐστερους Νεοπλατωνικους (πρὅλ. Ολυμπιόδωρος Εις Φαίδ. 123. 36). Μια παρόμοια αντίδεση είναι εμφανής ανάμεσα στην απλή σχετικά μεταφυσική ιεραρχία του Πλωτίνου και τον πολλαπλασιασμό των Υποστάσεων, που χωρί ζονται από ακόμη πιο αυστηρές διαιρέσεις στις μεταιαμὅλίχευ ες σχολές. Πρέπει εντούτοις να δυμηδουμε ότι η «συμπυκνωση» των Υποστάσεων, στην οποία ο Ιάμὅλιχος με τόση σφοδρότητα αντιτάχδηκε, ήταν μόνο μια τάση, μολονότι δεσπόζουσα, στα έρ γα του Πλωτίνου και ίσως επίσης στα έργα του Πορφυριου. Έτσι, παρά τη γενική τάση του συστήματος του Ιάμὅλιχου, πολ λές από τις μεταφυσικές του δεωρίες μπορούν να ιδωδοὐν ως ΖΟΟ
Ωι̃ἢβ
Οὐ
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
απλή συστηματοποίηση και εξέλιξη μέχρι τη λογική τους κατόι ληξη ιδεών οι οποίες υπήρχαν ήδη στους προκατόχους τους. Ἑνα
χαρακτηριστικό παραδειγμα αυτου μπορούμε να δούμε στη δεω ρία του Ιόιμὅλιχου σχετικό. με τους «Αμέδεκτους» όρους (πρὅλ. σελ. 2056), δεν ισχυει όμως λιγότερο για τις γενικές αρχές στις οποίες ὅασιςόταν το σύστημα του. Τρεις από αυτές είναι κεντρι κής σημασίας: πρώτον, η Αρχή του Ρεαλισμου, συνέπεια της οντολογικής προτεραιότητας των Νοητών αντικειμένων έναντι των σκεπτόμενων υποκειμένων, δεύτερον, η Τριαδική Αρχή. ὅα σιςόμενη από την πλευρά της στον ιαμὅλίχειο Νόμο των Μέσων Όρων και, τρίτον, η Αρχή της Αντιστοιχίας, ο νόμος, με τον οποίο πρέπει τώρα να εξοικειωδοὐμε, ότι «τα πόιντα ενυπόιρχουν στα πόιντα, αλλόι το καδένα ανόιλογα με τη φύση του››ἕ® Μπορουμε να ξεκινήσουμε από την αρχή που αναφέρδηκε τελευταία, εφόσον η σπουδαιότητα της δα πρέπει να έχει γίνει σαφής από τα προηγουμενα κεφάλαια. Έχουμε δει ότι στην πρόιξη μπορεί να εφαρμοστεί είτε «κόιδετα», προκειμένου να εκφρόισει τη συνέπεια της Αρχής της Πληρότητας συμφωνα με την οποία κόιδε Υπόσταση εκφραζει την Πληρότητα του Όντος υπό τις κατόιλληλες συνδήκες (πρὅλ. σελ. Π45), είτε «οριζό ντια», προκειμένου να εκφράσει το γεγονός ότι κόιδε μέρος μιας συγκεκριμένης Υπόστασης καδρεφτίζει το συνολο της Υπόστα σης αυτής (ως εκ τουτου και το σύνολο της Πραγματικότητας)· το καδαρότερο παραδειγμα της τελευταίας εφαρμογής ὅλέπου με στην πλωτινική ιδέα της Νοητής τόιξης (σελ. 99100· για τον Ιόιμὅλιχο πρὅλ. Πρόκλος Εις Τιμ. Ι. 423. 9 κ.ε.). Ομοίως, για όλους τους Νεοπλατωνικοὐς κόιδε ψυχή, δυνόιμει της κατοχής όλων των Λόγων μέσα της, «είναι όλα τα πράγματα, παραδειγ ματικώς μεν προς τα αισδητόι, εικονικώς δε προς τα νοητόι›› (ΣΘ 195). Αλλόι ο μετριασμός, «το καδένα ανόιλογα με τη φυση του», δεν είναι λιγότερο σημαντικός· καδετί είναι αυτό που είναι διότι μέσα σε αυτό δεσπόζει μια συγκεκριμένη αρχή (ή αρχές). Συνε πώς, αν και ο όινδρωπος περιέχει μέσα του όλους τους Λόγους,
η̨̃
80. Πρόκλος ΣΘ ι̃08· για τον Ιόμβλιχο πρβλ. ιδιαίτερα Εις Πρ.
Ι.
87. 6 κ.ε., 428. 3 κ.ε. κλπ.
ΖΟΙ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
όχι εκείνος του αλό είναι ο Λόγος ακριὅώς του ανδρώπου, και σύμφωνα με την γου, ο οποίος επικρατεί μέσα του. Ο Πλωτίνος, αποτύχει να επισημόι όιποφη του Ιόιμὅλιχου, είχε μερικές φορές εντοπισμό των νει το τελευταίο σημείο, για παραδειγμα στον τους, μέσα στην Ιδεών καδαυτών, και όχι απλώς των Λόγων απεναντίας, ατομική ψυχή (πρὅλ. σελ. Ι95). Για τον Ιόιμὅλιχο, αντιστοιχίες μετα αυτό το οποίο έχουμε μέσα μας είναι απλώς όχι πλέον η όιμε ξύ διαφορετικών τόιξεων πραγματικότητας και μέσα στην αλλη. Γίνε ση παρουσία της μίας πραγματικότητας δεωρή ται συνεπώς κατανοητό γιατί η Αρχη της Αντιστοιχίας Νεοπλατωνι δηκε δεμελιώδους σημασίας για τους ύστερους δει, επίσης κούς, όχι μόνο στη μεταφυσικη, αλλα, όπως έχουμε του κεφα αυτού στη δεουργία και, όπως η τελευταία ενότητα
λαίου δα δείξει, στην εξήγηση των κειμένων. αρχή του Περισσότερο σημαντική ωστόσο ήταν η ιαμὅλίχεια ήταν η δεω Λογικού Ρεαλισμού. Η δεμελίωση αυτης της αρχης ισχυρότερα δια ρία, δεμελιώδης στον ελληνικό ορδολογισμό και πρὅλ. πα τυπωμένη στο έργο Παρμενίδης του Πλόιτωνα (ΒΖΒΟ της σκέ ραπανω σελ. 99), σύμφωνα με την οποία τα αντικείμενα το στο από ψης πρέπει να υπαρχουν πρότερα και ανεξαρτητα 831, 891901, 1054. χασμό τους (πρὅλ. Πρόκλος Εις Παρμ. 753. του Νου με τα 2537). Το ότι η πλωτινικη όιποιμη για τη σχέση συγκεκρι αντικείμενα του ήταν τουλαχιστον αμφίσημη επί του 1178). Γι, μένου δέματος έχει ηδη σημειωδεί (πρὅλ. σελ. ΙΟΟ1, Πλόιτωνα δα αυτόν το λόγο, κατέληγε ο Ιόιμὅλιχος, η δέση του σε υψη μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο εόιν το Ον προαγόταν ενατενίςει το λότερο οντολογικό επίπεδο από το Νου ο οποίος έπρεπε να δι και κατ, αυτόν τον τρόπο η Δεύτερη Υπόσταση δα είναι ου αιρεδεί σε Νοητή και Νοερη Τάξη." Γενικότερα, εφόσον να υπο σιώδες στην Αρχη του Ρεαλισμού οι λογικές διακρίσεις ο Νοητός κόσμος δηλώνουν οντολογικές διακρίσεις και εφόσον ύστερου, ανακύ ὅασίςεται σε μια λογικη ιεραρχία πρότερου και οντολογικης πτει ένας επιπλέον λόγος να οριστούν διακρίσεις για την ιδέα του Ιόμβλιχου σχετικα με τη Βι̃. Ποβλ. Πρόκλος Εις Τίμ. Ι. 808. ι̃7 κε., ΣΘ ιθι· σελ. 52. 2 κε. Νοητή Τόξη πρβλ. Εις Τιμ Ι. 230. 5 κ.ε., ΠΘ Ι. ι̃ι̃.
202
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
φύσης μεταξύ των μερών της Υπόστασης. Όπως ο Πρόκλος ποι ρατηρεί, η συνήθης απροθυμία του Πλωτίνου να δεχτεί αυτό το γεγονός ήταν για μία ακόμη φορό. το αποτέλεσμα αδιόικριτης εφαρμογής της αρχης «τα πόιντα ενυπόιρχουν στα πάντα» (ΠΘ Ι. ΙΟ. σελ. 43. Ι6ΖΙ)· εντούτοις αλλού, ιδιαίτερα στην πιο ‹‹ρεα λιστικἠ» πραγματεία νΙ. 6 σχετικόι με τους Αριδμούς, φαινόταν να οδηγείται σε μια πιο «ιεραρχική» αποψη, στη διακριση Είναι, Ζωἠς και Νου και στην επιμονή στην προτεραιότητα του Είναι τόσο έναντι της Σκέψης όσο και έναντι του Αριθμού (ό.π. Ι. ΙΙ. σελ. 50. Ι5 κ.ε.· πρὅλ. παραπάνω σελ. ΙΙ78). Τέτοιες τάσεις στη σκέψη του Πλωτίνου ηταν που οι μεταΙαμὅλίχειοι επρόκειτο να εξελίξουν έως τη λογικη τους καταληξη. Όπως παρατηρεί ο Α. Ε. Ι..Ιογὀ., η μεταφυσικη τους στόχευε πόινω απ” όλα «να δείξει για ποια πράγματα μπορούσε να ει πωθεί ότι έχουν ξεχωριστή ύπαρξη και ποια ήταν η λογική ιεράρ χησή τους››.3Ζ Στο πρώτο ερώτημα η απαντηση τους ήταν ότι θα έπρεπε να διατυπωθεί αξιωματικό μια πραγματικη οντολογικη διόικριση η οποία να αντιστοιχεί σε κάθε αυθόρμητη διακριση σκέψης, ενώ στο δεύτερο ότι η οντολογικἠ προτεραιότητα αντι στοιχεί στη λογικη προτεραιότητα. Γι) αυτό και οι καθολικότερες ιδέες αποκτούν μια υψηλότερη θέση στη μεταφυσικἠ ιεραρχία, εφόσον (μεταγρόιφοντας τους λογικούς όρους σε οντολογικούς) αποτελούν αιτίες περισσότερων πραγματων και ως εκ τούτου έχουν μεγαλύτερη δύναμη (ΣΘ 25, 57, 60). Γι, αυτό ακριὅώς, για παραδειγμα, το Είναι πρέπει να είναι πρότερο της Ζωής και η Ζωη πρότερη του Νου, εφόσον οτιδηποτε υπαρχει δεν είναι ζω ντανό ούτε όλα τα όντα που υπαρχουν μπορούν να σκεφτούν (ΣΘ ΙΟΙ, ΠΘ ΠΙ. Ι26 κ.ε.). Και εφόσον οι καθολικότερες ιδέες εί ναι επίσης και οι πιο απλές, δικαιολογείται το λογικό συμπέρα σμα των Νεοπλατωνικών ότι η απλότητα συνοδεύεται από με γαλύτερη ισχύ και ανώτερη οντολογικἡ θέση (ΣΘ 6Ι2). Η τελι κἠ αναπτυξη αυτών των αρχών θα εξεταστεί σε αναφορόι με τη Σχολη της Αθηνας. Επί του παρόντος πρέπει να τονιστεί ότι η Ι
32. Οετηοτιαη̨ε Ηίετοτγ οί Δειετ Θτεεκ εικί Εετίγ ΜοσΙενε| Ρηϋοεορηχ σελ.
3ι̃0.
203
ΝΕΟΠΛΑἹὉΝΙΣΜΟΣ
/
ι;Ι Ώ
ιαμὅλίχεια θεωρία ήταν μια ακραία έκφραση του ρεαλισμού, 8 νός ρεαλισμού ο οποίος μεταχειριςόταν τις Ιδέες όχι, όπως ο αριστοτελικός μετριοπαθής ρεαλισμός, ως αρχές που λειτουρ Υ ούν μέσα στα επιμέρους πράγματα (ιυιἰνετεεὐἰει ἱπ τεὸαε), αλ λά ως αυθυπόστατες και αυτοδύναμες ουσίες, και ως τέτοιες δεν ήταν απλώς απαραίτητες για την εξήγηση των επιμέρους πραγ μάτων αλλά υπεύθυνες για την αληθινή ύπαρξη των πραγμάτων καθαυτών. Κατά συνέπεια το όλο δεν είναι απλώς μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του· πριν από το όλοσταμέρη πρέ πει να αξιώσουμε την ύπαρξη ενός ξεχωριστού όλουπριναπό Τ αμέρη (πρὅλ. ΣΘ 679, Εις Τιμ. Ι. 4263 κ.ε.). Ἑνα άλλο πολύ γνωστό παράδειγμα που δείχνει το ὅαθμό στον οποίο ο Ιάμὅλι Χ ος και οι διάδοχοί του ήταν αποφασισμένοι να αναπτύξουν αυ τ ές τις αρχές ήταν εκείνο του Χρόνου και της Αιωνιότητας. Η ανάλυση αυτών των εννοιών, καθώς και των αντίστοιχων πλατω ν ικών κειμένων που τους αφιερώνονταν, έδειξε στον Ιάμὅλιχο ότι αυτές οι έννοιες θα έπρεπε να γίνουν κατανοητές ως λογικό., Κ αι κατά συνέπεια οντολογικά, πρότερες της Ψυχής και του Νου αντίστοιχα· γι' αυτό δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούνται απλώς ως όψεις αυτών των Υποστάσεων, αλλά πρέπει οι ίδιες να | : : αὅουν τη θεση αυθυποστατων ουσιων (ΣΘ 53, Εις Τιμ. ΙΙΙ. 8 4° πρὅλ. Σιμπλίκιος Εις Φυσ. 792. ΖΟ κ.ε.). Και ο εξαντλητικός και σχολαστικός χαρακτήρας πολλών από τις διακρίσεις των ύστερων Νεοπλατωνικών είναι εξίσου μπερδεμένος. Όπως μπορεί κάποιος να υποπτευτεί και όπως θα δούμε αρ τα κίνητρα των ύστερων Νεοπλατωνικών για όλες αυτές ότερα, Υ τ ις διακρίσεις δεν ήταν μόνο μεταφυσικά. Παρί όλα αυτά, κατ” ουσίαν οδηγούσαν απλώς έναν πλατωνικό Ρεαλισμό ως τα ακραία λογικά του όρια. Και θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο ρεαλισμός Τ ους ήταν λιγότερο ακραίος από εκείνον του Πλάτωνα ο οποίος προυποθέτει μια διακριτή Ιδέα για κάθε κοινό όνομα, αποφεύγο ντας έτσι μερικούς από τους χειρότερους παραλογισμούς της αρ Χ ικής θεωρίας των Ιδεών (πρὅλ. παραπάνω σελ. 456). Η ταύτιση ε κ μέρους των Νεοπλατωνικών της αληθινής αιτιότητας με τη δραστηριότητα της Νοητής τάξης (με ὅάση την ενδιάμεση σχέση, »
204
ω>1
#
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
φυσικα, Νου και Ψυχής) και η συνακόλουδη υποὅαδμιση των μη χανικών αιτιών μέσα στον υλικό κόσμο σε απλόι ‹‹συναίτια›› (πρὅλ. ΣΘ 75) είχαν ομοίως τη ρίζα τους στα Φαιδων 98101 και Ἰι̃ι̃ιιαιος 46(ζΕ· έχουμε ήδη παρατηρήσει τη σπουδαιότητα αυτής της διόικρισης στη δικαιολόγηση της δεουργίας από τον Ιόιμὅλιχο (παραπάνω σελ. Ι97ΖΟΟ). Ίσως όμως η πιο σημαντική εφαρμογή των παραπανω αρχών ήταν η δεωρία του Ιόιμὅλιχου περί ‹‹Αμέ δεκτων Όρων», ένας συνδυασμός, όπως δα δούμε, μιας ὅασικής πλατωνικής δεωρίας με πλωτινικές ιδέες” Ουσιώδες στην περιγραφή εκ μέρους του Πλάτωνα της «μέ δεξης» των επιμέρους πραγματων στις Ιδέες ήταν το ότι η Υπερ ὅατική Ιδέα (π.χ. η Ιδέα της Λευκότητας) είναι διαφορετική από την καδολική έννοια «λευκότητα» η οποία ενυπήρχε στα επιμέ ρους λευκόι αντικείμενα· αυτό υπονοείται στο διόιλογο Φαιδων και συνόιγεται αναγκαία από την όιρνηση στο απόσπασμα 52Α από το Τη̨̃ιιαιος σύμφωνα με το οποίο οι Ιδέες καδαυτές εισάγονται στον αισδητό κόσμο. Δικαιολογείται συνεπώς ο Ιόιμὅλιχος να εξα γει από αυτό τα εδόιφια την τριόιδα Υπερὅατική Ιδέα, Εμμενή Καδολική Έννοια και Υλικό Επιμέρους, όρους τους οποίους ονό μασε αντίστοιχα Αμέδεκτον, Μετεχόμενον και Μετέχον (ΣΘ 24). Μια ευρύτερη όμως εφαρμογή της δεωρίας προέκυπτε από την επέκταση που έκανε ο Ιόιμὅλιχος του όρου μέδεξη για να περι γράψει γενικότερα τη «διαπότιση» των κατώτερων αρχών από ανώτερες π.χ. των σωμόιτων από τις ψυχές και των ψυχών από τους νόες και από τη συναγόμενη διόικριση μεταξυ Αμέδεκτης (δηλ. Καδολικής) Ψυχής, η οποία δεν είχε σχέση με κανένα επι μέρους σώμα, και των ατομικών ψυχών στις οποίες μετέχουν τα σώματα (Εις Ἱι̃μ. ΙΙ. ΙΟ5. 156 κ.ε.), όπως επίσης μεταξυ του Αμέ δεκτου Νου και των Μετεχόμενων Νόων που ενυπόιρχουν στις ατομικές ψυχές." Ο Πλωτίνος, μπορούμε να δυμηδούμε, είχε ομοίως εισηγηδεί μια Καδολική Ψυχή η οποία ήταν πηγή προέ λευσης όλων των ατομικών ψυχών, συμπεριλαμὅανομένης και της
„
33. ΣΘ 28, Εις Πσρμ. ι̃0Θ9. 23 κ.ε.· σχετικα με τον ιόμβλιχο πρβλ. Εις Τιμ 4 κ.ε., 8ι̃3. ι̃5 κ.ε.
34. Εις
Πμ
Η.
252. 21 κ.ε.,
8ι2. 30 κ.ε., Εις Αλκ. 65. ι6 κ.ε.· Πλωτίνος
Ν.
ι̃05. Ι5 κ.ε.. 240.
Ενν. νί. 2. 20.
τοε
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ψυχής του Κόσμου (Ιν. 3. Ζ. 5 κ.ε. κ.λπ.· πρὅλ. Ιν. 8. 3. 621 και παραπάνω σελ. ΙΖΙ). Αυτό που ο όρος Αμέδεκτον φαίνεται ωστό σο να αρνείται είναι η έμφαση που έδινε ο Πλωτίνος στο γεγονός ότι η Νοητή τόιξη ενυπόιρχει στον υλικό κόσμο (Ενν. νί. 4. 3 κ.λπ.). Είναι περιττό να πούμε ότι ο Ιόιμὅλιχος δεν επιδυμούσε να επανεισαγόιγει μια χωρική διόικριση αναμεσα στις δύο πραγ ματικότητες· επιπρόσδετα δα δούμε τη Σχολή των Αδηνών, αν όχι τον ίδιο τον Ιόιμὅλιχο, να αναπτύσσει τη δική της, μολονότι πλήρως μη πλωτινική, δεωρία της δείας εμμένειας (πρὅλ. σελ. 2468). Αυτό που ο Ιόιμὅλιχος πραγματικό. επιδυμούσε να τονί σει ήταν το γεγονός ότι η λειτουργία των Αμέδεκτων Όρων στις κατώτερες πραγματικότητες είναι μόνο έμμεση, μέσω της μεσο λόὅησης των Μετεχόμενων Όρων τους οποίους δημιουργούν. Έχουμε στην πραγματικότητα μία ακόμη περίπτωση όπου η δεω ρία του Πλωτίνου δα μπορούσε να αναπτυχδεί προς την κατεύ δυνση μιας μεγαλύτερης έμφασης είτε προς στην εμμένεια του Ν οητού κόσμου είτε στην υπερὅατικότητα και, όπως πάντα, η τόι ση του Ιόιμὅλιχου είναι προς την τελευταία κατεύδυνση (πρὅλ. Εις Τιμ. Π. 3Ι3. 15 κ.ε.). Μια τελική συνέπεια της δεωρίας είναι η διασάφηση της δομής της Δεύτερης και της Τρίτης Υπόστασης ως πολλαπλότητας Μετεχόμενων όρων που χαρακτηρίζεται ποικιλότροπα ως «τόιξις», «σειρόι››35 ή «πλήδος›› με την κα ταλληλη ιεραρχηση μεταξύ τους, έχοντας όμως κοινή προέλευση από το μοναδικό Αμέδεκτο Όρο (ή «μονόιδα››) στην κορυφή αυ τής της ιεραρχίας (ΣΘ 212, ΙΟΟ· πρὅλ. Εις Τίμ. Π. 240. 4 κ.ε.). Ἑμενε στην Αδηναϊκή Σχολή να επεκτείνει την αρχή και στην Πρώτη Υπόστοιση, μέσα από τη δεωρία των Θεϊκών Ενόιδων. Τα χαρακτηριστικά του συστήματος του Ιόιμὅλιχου τα οποία αναδύονται ακριὅώς μέσα από την περιγραφή της μέδεη̨̃ης είναι συνεπώς, πρώτον, η ώδηση έως τη λογική τους απόληξη ιδεών των προκατόχων του κατόι τρόπο ώστε να πολλαπλασιόιςει τα οντολογικόι επίπεδα και να διασφαλίζει τη δεία υπερὅατικότητα, 35. Σύγχυση μπορεί εντούτοις να προκαλεί τσ ότι και οι δύο παραπανω όροι μπορούν επίσης να εφαρμοστούν στις κάθετες σειρές που σχηματίζουν σι αντίστοιχες ατομικές αρχές (δηλ.
νουςψυχήσώμα) μέσα στις διαφορες τόξεις.
206
Α””ΜΜ”`”“”““/Όι
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
δεύτερον, η υποστασιοποίηση της γενικής έννοιας της «Ψυχής» ως Αμέδεκτης Ψυχής, τρίτον, η συγχώνευση αυτού που δα μπο ρούσε να δεωρείται λογικό πρόὅλημα, η σχέση μεταξύ επιμέ ρους πραγμόιτων και Ιδεών, με το οντολογικό πρόὅλημα της σχέ σης Ψυχής και σώματος. Η τελευταία σχέση είναι ωστόσο πιο πολύπλοκη απ” ό,τι η πρώτη, διότι για τους Πλατωνικούς, σε αντίδεση με τους Αριστοτελικούς, η ψυχή δεν είναι η ενδιόιδετη μορφή του σώματος (‹‹εντελέχεια››), αφού, εόιν ήταν, δεν δα εί χε τη δυνατότητα της χωριστής ύπαρξηςἔό Αυτό που για έναν Νεοπλατωνικό αντιστοιχεί στην αριστοτελική εντελέχεια είναι μόιλλον η ενδιόιδετη ζωή του σώματος, την οποία η σχολή, όπως έχουμε δει, δεωρούσε είδωλο που προὅόιλλεται από την ίδια την ψυχή (πρὅλ. σελ. 1289). Έτσι, στην ανόιλυση της σχέσης σώμα τοςψυχής πρέπει να αναγνωρίσουμε τέσσερις όρους αντί τρεις, διακρίνοντας την ατομική ψυχή, η οποία ως αυδυπόστατη ουσία μετέχει στο σώμα χωρίς να χόινει τη χωριστή της ύπαρξη (χωρι στός μετεχόμενη), από το είδωλό της ή την «έλλαμψη», η οποία δεν μετέχει (πρὅλ. Πρόκλος ΣΘ 64, 812, Εις Τίμ. Ι. 360. 28 κ.ε.). Αυτό φυσικό. αποτελεί απλώς τυποποίηση μιας δεμελιώ δους πλωτινικής και πορφύρειας αρχής (πρὅλ. σελ. 1834)· ούτε η αντίστοιχη διακριση του Ιόιμὅλιχου ανόιμεσα στον αυδυπόστα το Νου και την «εικόνα» του στο επίπεδο της Ψυχής (π.χ. των γνωστικών δυνόιμεων της Ψυχής) είναι κατι περισσότερο από αυ τό. Μια ξένη στον Πλωτίνο νότα εμφανιζόταν μόνο με την επι μονή του Ιόιμὅλιχου ότι μερικόι σώματα, εκείνα των ζώων και των φυτών, δεν διέδεταν καμία δική τους αυδυπόστατη ψυχή, αλλόι μόνο μια εικόνα της (πρὅλ. ΠΘ ΠΙ. 128, Π. Κακ. 25. 2234) και ότι η ανδρώπινη ψυχή διέδετε κατόι παρόμοιο τρόπο μια εικόνα του Νου (Πρόκλος Εις Κρατ. ἰ.ΧΙν. 28. 226, πρὅλ. Εις Αλκ. 247. Ι2). Και αν αναλύσουμε τον όρο αυδυπόστατος, ο οποίος εφαρμόζεται από τους ύστερους Νεοπλατωνικούς στις ασώμα τες ουσίες, δα δούμε ότι αφενός χρησιμοποιείται για να ορίσει 36. Τις ιτεριτιλοκές που εγείρονται από το λειποφυές, αοτρικό σώμα της ψυχής το οποίο, όπως έχουμε δει, ο Ιάμβλιχος το θεωρούσε αθάνατο (ιτρβλ. σελ. ι̃80 σημ. 20), πρέπει να τις
παρακόμψοιιμε.
207
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
τη νεοπλατωνική αντίληψη αυτών των ουσιών ενάντια στις αντι λήψεις των άλλων σχολών, αφετέρου σηματοδοτεί μια δεμελιώ δη απόκλιση μεταξύ των ίδιων των Ν εοπλατωνικών. Το πρώτο σημείο μπορεί να διευκρινιστεί αν εξετάσουμε την αμφισημία του όρου, η οποία εμποδίζει τη μετάφρασή του από ένα και μοναδικό ισοδυναμό του· ενώ η έννοια «αυδυπόστατο» το νίζει την ανεξαρτησία των ψυχών και των νόων απέναντι στο σώ μα, το νόημα της συσχετιζόμενης έννοιας του «αυδυπόστατου» συνιστά τη δεμελιώδη αρχή της δεωρίας της απορροής (πρὅλ. Μ σελ. 1156)· συμφωνα με αυτή μια ασώματη ουσία, μολονότι προ ιιττιτι σε νέέί σλαμὅάνει την απόλυτη αρχή της από μια ανώτερη πηγή, παρ, χ ξδαχτ =>Χει±® ολα αυτά εμμένει η ίδια να «καδορίζει τη συγκεκριμένη δύναμη η * Ϊ? οποία δα ενεργοποιηδεί μέσα στον εαυτό της››" και έτσι συμμετέ „^ζ§{ ἑμ„:η ἐξ* ίχει η ίδια στη δημιουργία της (παρότι η συνολική υπαρξη του σώ η̨̃ὶ | ματος καδοριζεται απο εξωτερικές αιτιες). 38 Υπό αυτήν την έννοια Ώ” β ·¿;ιιι. ςινη̨ ̃ἰι γω ,ἔνωχῖἔγο πρόδηλος στόχος της δεωρίας ηταν ο Χριστιανισμός (πρὅλ. σελ. „Έ,Μ Μι, γζιγ ιιζ7Ζ)° και, εφόσον ήταν δεμελιώδες στη νεοπλατωνική σύλληψη της | ‹ι σε Ψυχης οτι η τελευταια μετεχει στην αδανασια συμφωνα με τους ιδέα δικούς της όρους, είναι απόλυτα φυσική η πραγμάτευση του Πρό κλου (ΣΘ 4051) να προσπαδεί να συνδέσει τα σημαντικότερα και σπουδαιότερα επιχειρήματα του Πλάτωνα σχετικά με το δέμα. Ένας κύριος στόχος της μεσοπλατωνικής παράδοσης ήταν να επαναδιατυπώσει τα καδόλου συνεκτικά επιχειρήματα των διαλό γων Φαιδων και Φαίδρος σε μια πιο συστηματική και λιγότερο τρω τή μορφή. Τα αποτελέσματα τίδενται με τον πιο εύχρηστο τρόπο στην πρώιμη, εξαιρετικά «σχολαστική» πραγματεία του Πλωτί νου Ιν. 7 σχετικά με την Αδανασία, της οποίας τα επιχειρήματα επαναλαμὅάνονται με σχετικά λίγες τροποποιήσεις από τον Αυ γουστίνο και άλλους συγγραφείς και γίνονται έτσι κοινό κτήμα της ευρωπαικής μεταφυσικής παράδοσης. Ίσως το πιο σημαντι κό από αυτά ήταν η ιδέα της ψυχής ως αυτοκινούμενης στο χω ρίο 2456 του διαλόγου Φαιδρος και ως εκ τουτου έμφυτα προικι σμένη με ζωή (μια εξέλιξη του διαλόγου Φαιδων ΙΟ56· πρὅλ. Ενν. #
Ν
”
..
Κλ.3*×.ἐἐ×ι
ἔν
ἶἕιτξὲ
κ
®
κ
2
_
,Ψ
”
λ
2
δ
2
2
1
2
.
37. Οοααε, Ε|ετηεηΙε
οί Τ|·ιεο|ορν,
38. ΣΘ 40ι, Εις Πρ.
Πι.
208
σελ. 224.
39. 25, 2ι̃0. 302, Συριανός Εις Μεταφ.
ι̃ι̃θ. Θ7,
ι̃87.
6Θ.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Ιν.
Πρόκλος ΣΘ 456), καδώς και το επιχείρημα στο Φαιἰ είναι αμέριστη, συνεπώς και ακαταλυτη (πρὅλ. Ενν. Ιν. 7. Ι2. 1219, ΣΘ 479). Η εξαρτη ση της νεοπλατωνικής έννοιας του αυδυπόστατου από τη δεω ρία της αυτοκίνησης του Πλατωνα είναι αρκετό. ευκρινής· η τρο πή όμως που δίνουν στο επιχείρημα του Φαίδων είναι πολυπλο κότερη. Το ότι οι αυλες ουσίες πρέπει να είναι αδιαίρετες συνα γόταν για έναν Νεοπλατωνικό από τη δύναμη της αυτοδέασής τους· γιατί όπως ο Πλωτίνος, απαντώντας στη σκεπτικιστική πρόκληση, είχε υποστηρίξει, μόνο τα όντα τα οποία είναι πλή ρως αμέριστα είναι ικανόι για μια τέτοια ενατένιση (πρὅλ. σελ. 578). Γι” αυτό, υποστήριζε ο Πορφύριος, η αυτογνωσία είναι δυ νατή μόνο σε δυνόιμεις όπως ο Νους, οι οποίες δεν έχουν σωμα τικόι σύστοιχα και είναι ως εκ τούτου απολύτως ελεύδερες από χωρικές διαιρέσεις (Αφ. 41· πρὅλ. Πρόκλος ΣΘ 1516). Ένα κρι τήριο συνεπώς προσφερόταν για τη διόικριση εκείνων των ικανο τήτων οι οποίες ανήκουν στην αυδυπόστατη ψυχή από εκείνες, όπως η αισδητηριακή αντίληψη, που χρειαζονται ένα εξωτερικό αντικείμενο και/ή ὅασίζονται σε σωματικό όργανα. Και χρειαζό ταν μόνο η πρόσδεση ενός νόμου σύμφωνα με τον οποίο μια οντότητα επιστρέφει στην ενατένιση της αιτίας της (πρὅλ. πα ραπανω σελ. 1156) για να αποδειχτεί ότι μια αυδυπόστατη οντό τητα πρέπει να είναι επίσης αιτία του εαυτού της (πρὅλ. ΣΘ 42 3). Εδώ όμως αγγίζουμε για μία ακόμη φορα τις εσωτερικές δια μόιχες των Νεοπλατωνικών. Γιατί μολονότι στη Σχολή του Πορ φύρισυ ο όρος αυῦυπόστατος φαίνεται πως σήμαινε ότι οι κατώἔ τερες Υποστόισεις αποτελούν αυτοεκδήλωση των ανώτερων) Υποστόισεων,39 για τον Ιόιμὅλιχο είχε ακριὅώς την αντίδετη σηλφ μασία, ότι η Ψυχή είναι αφ" εαυτού της μια αυδυπόστατη Ύπαργ ξη, εξαρτώμενη πρόιγματι από το Νου, αλλα με κανένα τρόπο μια απλή «εκδήλωση» του τελευταίου. Εξ ου και η εφαρμογή από τον Ιόιμὅλιχο του όρου αυτοτελής στην ψυχή ως ένσταση 7. 9,
δων 78Β σύμφωνα με το οποίο η ψυχή
ΠΠ
39. Αιιτό προκύπτει από τον Μαριο Βιισωρίνο· πρβλ. Ηεόοι, Ροτρηντε οι νίοτοτὶπμε Ι, σελ 297880. Ο όρος αυθυπόσιατος δεν σιιναντόται στα σωζόμενα μας ελληνικό κείμενα πριν από τον Ιόμβλιχο (παρατίθεται από τον Στοβαίο Εκλ. Π. ι̃74. 22), ο Πορφύριος όμως (Π. Φιλ απ.
ί8) χρησιμοποιεί αντίστοιχη ορολογία για το Νου.
209
/
ΝΕΟΠΑΑΤΟΝΙΣΜΟΣ
(Π. Ψυχ. 365. 256) εκ προς τη «σύμπτυξη» των δύο Υποστόισεων απόκλισης ήταν μέρους των προκατόχων του. Αιτία αυτής της ήταν κοινή σε φυσικα η ενδιόδετη αμφισημία της έννοιας, που των Νοητών όλους τους Νεοπλατωνικούς, της διττής καταγωγής τον εαυτό τους οντοτήτων, από μια υπερὅατική πηγή και από αναπτύξεις ανόι ακόμα ένα δόγμα που καλούσε σε αντιτιδέμενες λογα με τις ιδιοσυγκρασιακές κλίσεις του φιλοσόφου. έχουν Μέχρι στιγμής οι μεταφυσικές δεωρίες του Ιόιμὅλιχου παρόι παρουσιαστεί κυρίως ως εξέλιξη της πρώιμης πλατωνικής πίσω από δοσης. Αλλόι δεν είναι λιγότερο φανερό ότι τα κίνητρα πολλές δεωρίες είναι τόσο δρησκευτικόι όσο και μεταφυσικό· της έχουμε δει, για παραδειγμα, την αντιχριστιανική προέλευση Αρχής της έννοιας του αυδυπόστατου και τη δεουργική εφαρμογή προ παρόιδειγμα της Αντιστοιχίας. Ένα όιλλο χαρακτηριστικό από σφέρει η υποστασιοποίηση του Χρόνου και της Αιωνιότητας είχε (αιών) τον Ιαμὅλιχο· στα Χαλδαικά Λόγια ο Αιώνιος Χρόνος και δινόταν δεωρηδεί οντότητα (ὅόισει του Περσικού Ζερὅόιν) ΠΙ. ΖΟ. 22 κ.ε.). Ο επωδή για την επίκλησή του (Πρόκλος Εις Τίμ. επέτρεψε πολλαπλασιασμός των Υποστόισεων από τον Ιόιμὅλιχο για όλες τις στον ίδιο και στους συνεχιστές του να ὅρουν χώρο λατρεία επι οντότητες, ελληνικές και ανατολικές, των οποίων τη ότι η μετα δυμούσαν να ενισχύσουν. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει γιατί, τους· φυσική τους ήταν απλό προκόιλυμμα της δρησκείας ότι δεν εφόσον ήταν αξίωμα για όλους τους Νεοπλατωνικούς έχει σημασία να υπήρχε καμία σύγκρουση μεταξύ των δύο, δεν (μολο αναρωτηδούμε ποιο από τα δύο δεωρείται σημαντικότερο έπρεπε να νότι, όπως δα δούμε, σε μερικές περιπτώσεις το ένα δύο πηγών δυσιαστεί χόιριν του όιλλου). Η συνύφανση των δα γίνουν έμπνευσης και οι περιπλοκές στις οποίες οδηγούσαν του Ιόιμ Αρχή ακόμη εμφανέστερες αν εξετάσουμε την Τριαδική αυτή ὅασιςόταν. ὅλιχου και το Νόμο των Μέσων Όρων στον οποίο δομή ὅεὅαιωνό Το γεγονός ότι η πραγματικότητα έχει τριαδική (πρὅλ. σελ. Λόγια ταν ρητόι, όπως έχουμε σημειώσει, στα Χαλδαικά της αρχής είναι με 1756). Και συγκεκριμένες εφαρμογές αυτής πηγές των αφδονία διαδέσιμες στις φιλοσοφικές και μυδολογικές
ΖΙΟ
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Ν εοπλατωνικών· διότι ο γενικός δαυμασμός του αριδμού τρία ήταν τόσο έντονος στους Έλληνες όσο και σε πολλούς αλλους λαούς. Η πραγμόιτευσή μας δα δείξει παραδείγματα από τον Πλόιτωνα, τον Πλωτίνο, τα Χαλδαικά Λόγια, ακόμη και από τον Αριστοτέλη, όπως επίσης από τη μυδολογία. Και δεν χρειόιςεται να πούμε ότι ο Ιόιμὅλιχος και οι συνεχιστές του δεν ήταν λιγότερο οξυδερκείς στο να ανακαλύπτουν καινούργιες τριόιδες και να εξόιγουν αναλογίες ανόιμεσα σε φαινομενικόι όισχετες τριόιδες από όιλλα πεδία. Ένα σχετικό απλό παρόιδειγμα είναι η τριαδική κατόιταξη από τον Πρό κλο, στο πρώτο ὅιὅλίο της Πλατωνικής Θεολογιας, των δεῖκών χα ρακτηριστικών που παρατίδενται σε διόιφορους πλοιτωνικούς διοι λόγους· για παραδειγμα, στο Φαιδων 8ΟΑΒ αποδίδονται δύο τριόι δες (δείοαδόινατονοητό και μονοειδέςαδιόιλυτοταυτόν), όπου σχετίζονται τόσο μεταξύ τους όσο και με την κύρια τριόιδα Είναι ΖωήΝους (ΠΘ Ι. 267). Τέτοιες αντιστοιχίες ήταν ὅέὅαια ζωτικής σημασίας εόιν οι διόιφορες τριόιδες επρόκειτο να ενοποιηδούν σε ένα ενιαίο σύστημα, μολονότι ο αναγνώστης συχνόι δα ανακαλύψει μόνο τις πιο μακρινές «οικογενειακές ομοιότητες», αν υπαρχουν, μεταξύ τους. Μια προειδοποίηση πρέπει επίσης να γίνει απέναντι σε κόιδε προσπόιδεια αντιστοίχησης των νεοπλατωνικών τριόιδων με το εγελιανό τριαδικό σχήμα δέσηαντίδεσησύνδεση, παρότι ο
ίδιος ο Χέγκελ αναγνώριςε το χρέος του στον Πρόκλο και παρότι το φιλοσοφικό σύστημόι του μπορεί να λειτουργήσει με κόιποιες από τις νεοπλατωνικές ομαδοποιήσεις, ιδιαίτερα της τριόιδας του Φίληὅος Όριο, Ἀπειρο και η Μίξη των δύο (πρΰλ. σελ. 237). Η δεμελιώδης διαφορόι των δύο σχημόιτων είναι ότι στον Εγελιανι σμό είναι ο τελικός όρος της τριόιδας ο οποίος συνδέτει τις δύο προηγούμενες, ενώ η έμφαση των Ν εοπλατωνικών πέφτει στο ρό λο του μέσου όρου ως μεσολαὅητικού κρίκου ανόιμεσα στα δύο όικρα (πρὅλ. ΠΘ ΠΙ. Ι234).4® Αυτό είναι συνέπεια του Νόμου των 40. Ο Πρόκλος παραδέχεται, ωστόσο, ότι ο καθε όρος μιας τριόδας συνδέει με το δικό του τρόπο τους δύο όλλους όρους της (ΣΘ ΜΒ). Το σχήμα του Χέγκελ έχει πιθανότατα επηρεα στεί από την κυριαρχία της τριαδας του έργου Φιληβος στην Πλατωνική Θεολογια ΙΙΙ· πρβλ. το έργο του Δεσιυτεε οη Με Ηἰετοτγ οί Ρπϋοεορίτν (μεταφραση στην αγγλική γλώσσα Ηειαετιε από Θιιπεοπ) τομ. Η, σελ. 4409. Μια όλλη τροποποίηση του νεοπλατωνικσύ σχήματος εμφα νίζεται στις τριαδικες ομαδοποιήσεις της αναγεννησιακἠς τέχνης (πρβλ. παρακατω σελ. 288).
ΖΙΙ
Κ
ε
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Μέσων Όρων του Ιάμὅλιχου, μιας αρχής μεγάλης σημασίας ακόμη και πέρα από τη συμὅολή του στο πρόὅλημα που μας απασχολεί. Η ουσία του συγκεκριμένου νόμου είναι ότι δύο ανόμοιοι με ταξύ τους όροι πρέπει να συνδεδούν από έναν ενδιάμεσο όρο ο οποίος δα έχει κάτι κοινό με καδέναν από αυτούς." Παραδείγ ματα από τους πλατωνικούς διαλόγους περιλάμὅαναν το ρόλο των δαιμόνων ως ενδιάμεσων οντοτήτων μεταξύ δεών και αν δρώπων" και, ακόμα σημαντικότερο, της Ψυχής ως ενδιάμεσης αρχής μεταξύ αιωνιότητας και χρόνου και μεταξύ Νοητού και αισδητού κόσμου (Πλάτωνας Τιμαιος 35Α, Πρόκλος ΣΘ 1067, 190Ι). Από μεταφυσική πλευρά, ο νόμος είναι ταυτόσημος με ό,τι είχε ονομαστεί Αρχή της Συνέχειας, η δεωρία σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει καμία ακαριαία μετάὅαση από μια τάξη πραγματικότητας σε άλλη (πρὅλ. Ενν. ν. 2. 2. 269, Πρόκλος Πε Ρτον. 20. 1634). Η σημασία της ως συνέπειας της Αρχής της Πληρότητας φαίνεται καδαρά στο έργο του Εονεῇογ Τ}ιε Οτεετ Πιεἱπ οί Βεἰηἔ· συνοψισμένο στο σχολαστικό απόφδεγμα «η φύση δεν κάνει άλματα», επρόκειτο να κυριαρχήσει στη δυτική σκέψη, ιδιαίτερα στη ὅιολογία, για περισσότερο από χίλια χρό νια οδηγώντας μεταξύ άλλων στην αναξήτηση «χαμένων συνδέ σεων» μεταξύ των ειδών. Και αποτέλεσε σαφώς έναν ισχυρότα το παράγοντα στο μεταιαμὅλίχειο πολλαπλασιασμό των Υπο στάσεων οδηγώντας, όπως αναπόφευκτα έγινε, στην αναγνώριση καινούργιων ενδιάμεσων όρων που κανείς προηγουμένως δεν υποιμιαξόταν. Ο ρόλος της παραπάνω αρχής είναι κατά συνέ πεια εξαιρετικά ποιράδοξος· γιατί, ενώ προσφέρει μια σύνδεση ανάμεσα σε δύο αντίδετα άκρα, ένας ιαμὅλίχειος Μέσος Όρος ταυτόχρονα παίξει τον αντίδετο ρόλο κρατώντας αυτά τα άκρα σταδερά χωρισμένα. Η λειτουργία του είναι, με άλλα λόγια, αφενός να εξασφαλίσει τη δεία υπερὅατικότητα, αφετέρου να εμποδίσει να γίνει αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ Θεού και αν δρώπου. Ούτε πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή 4ι̃. ΣΘ 28, ι̃32 κ.ε., Μυστ.
Ι.
κ.λπ.· ιτρβλ. Πλάτων
Ἱι̃μ 3ι̃ΒΟ· για τον Ιάμβλιχο πρβλ. Εις Πρ.
57.
42. Συμπ. 202Ε, Επιν. 984Ε· πρβλ. Μυστ. Ι. 57, ΣΘ 202 και παρακατω σελ. 242.
212
Η.
3ι̃3. ι̃5
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
η αρχή, όπως και άλλες, μπορεί να εμφανιστεί σε εντελώς ανα
πάντεχα συμφραζόμενα. Έτσι στη δικαιολόγηση της δυσίας ζώ ων από τον Σαλουστιο η ζωή του εξιλαστήριου δυματος αποτε λεί τον αναγκαίο μεσολαὅητικό παράγοντα ο οποίος συνδέει τη ζωή μας με εκείνη των δεών (Π. Θεών ΧΜΙ. 2). Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι κάδε προσπάδεια να συμπιέ σουμε τις διάφορες νεοπλατωνικές τριάδες προκειμένου να τις φέρουμε σε πιο αρμονική σχέση μεταξύ τους είναι μια προσπά δεια καταδικασμένη να αποτυχει. Μερικές κατευδυντήριες γραμμές χρειάζονται ωστόσο για να ὅοηδήσουν τον αναγνώστη στην προσέγγιση των πιο σημαντικών τριάδων. Πρώτον, μπο ροὐμε να αναφέρουμε ότι η ὅασική δομή μιας ιαμὅλίχειαςπρό κλειας τριάδας, όπως ορίζεται από το Νόμο των Μέσων Όρων, είναι ΑΑΒΒ ή ΑΒΑ όχι Β (ή Β όχι Α) ούτε Α ούτε Β (πρὅλ. Πρόκλος ΠΘ ΙΠ. 1234). Δευτερον, όπως η Αρχή της Αντιστοι χίας έτσι και η Τριαδική Αρχή μπορεί να εφαρμοστεί είτε «ορι ζοντίως», στη σχέση μεταξυ των διαφορετικών όψεων μιας ξε χωριστής Υπόστασης, είτε «καδέτως», στη σχέση μεταξυ δια φορετικών τάξεων πραγματικότητας· η σχέση που εκτίδεται στην τελευταία περίπτωση είναι εκείνη της Μέδεξης, στην πρώ τη εκείνη της Προόδου, μολονότι για κάποιες τριάδες, ιδιαίτερα την τριάδα ΒίναιΖωήΝους,“ δα δείξουμε ότι διατηρούν ένα κοινό σημείο και με τις δυο ομάδες. Σχετικά με τις καδαρά κά δετες τριάδες λίγα πράγματα χρειάζεται εδώ να ειπωδοὐν, εφό σον έχει μελετηδεί το τυπικότερο παράδειγμα, αυτό της τριάδας ΑμέδεκτονΜετεχόμενονΜετέχον (ΣΘ 24). Με αυτό συνδέεται η δεωρία που ὅασίζεται στην Αρχή της Αντιστοιχίας, σύμφωνα με την οποία κάδε οντότητα έχει μια τριπλή ύπαρξη, κατ' αιτιον ως προς την αρχή από την οποία πηγάζει, καδ” ύπαρξιν στο δι κό της επίπεδο και κατά μέδεξιν στα είδωλά της των κατώτερων επιπέδων (ΣΘ 65). Αυτό τώρα δεν δα πρέπει να παρουσιάζει καμία δυσκολία· είναι ευκολο, για παράδειγμα, να δούμε την εφαρμογή στους Λόγους τους οποίους ενατενίζουν οι ψυχές
48. Σχετικό με αυτήν την τριάδα τιρβλ. ΣΘ τοι3, ΠΘ ΙΝ. ι̃26 κε. Για τον Ιαμβλιχο τιρβλ. Εις ΙΝ. 45. 5 κ.ε.· για τον Πορφύριο και τον Θεόδωρο ό.ιτ. 64. 8 κ.ε.
ι̃ι̃μ
ΖἘ3
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
(πρὅλ. σελ. ΖΟ1Ζ). Οι «οριζόντιες» τριάδες απαιτούν μάλλον περισσότερη μελέτη εφόσον εξαρτώνται από την ύστερη νεο πλατωνική ανάπτυξη της δεωρίας της απορροής. Ο Πλωτίνος, όπως έχουμε δει (σελ. 1167), είχε αρκεστεί να δι αιρέσει τη διαδικασία της απορροής στις δύο φάσεις της Προόδου και της Επιστροφής. Η περιγραφή της δημιουργίας του Νου από τον ανώνυμο σχολιαστή του έργου Παρμενιδης, από την άλλη με ριά, είχε αναγνωρίσει μια φάση Στάσης πρότερη αυτών των δύο, κατά την οποία ο Νους ταυτίζεται με το Πρωταρχικό Εν (πρὅλ. σελ. 191). Και μολονότι η τελευταία ταύτιση δεν ήταν αποδεκτή από τους ύστερους Ν εοπλατωνικούς, συμφωνούσαν με το σχολια στή σε ό,τι αφορά τη διαίρεση της απορροής σε τρεις φάσεις, της Μονής ή της εμμένειας στην αιτία κάποιου πράγματος, της Προό δου από αυτήν την αιτία και της Επιστροφής σε αυτήν (ΣΘ 35· για τον Ιάμὅλιχο πρὅλ. Εις Τιμ. Π. 215. 5 κ.ε.). Και αυτή η τριάδα δεν εφαρμόξεται αποκλειστικά στην απορροή μιας Υπόστασης από μια άλλη, αλλά δεωρείται έμφυτος νόμος στη δομή κάδε υπαρ κτού πράγματος. Στη συνέχεια, εξισώδηκε (μεταξύ άλλων) με την πλωτινική τριάδα Είναι, Ζωή και Νους (πρὅλ. σελ. 118), τη χαλ δαίκή τριάδα Ύπαρξη, Δύναμη και Νους (σελ. 176), την αριστοτε λική τριάδα Ουσία, Δύναμη και Ενέργεια, την τριάδα στο Φιληὅος Όριο, Ἀπειρο και Μίξη των δύο (σελ. 237) και με τη μυδολογική τριάδα Κρόνος, Ρέα και Δίας όπως αυτή προέκυπτε από τα Ορφι κά ποιήματα και (καταχρηστικά) από τα Χαλδαικοι̃ Λόγια (πρὅλ. Πρόκλος Εις Κρατ. ΕΧΠΠ 81. Ζ κ.ε.).“ Το ότι οι παραπάνω ομά δες δεωρούνταν παραδείγματα της ίδιας ὅασικής αρχής δεν ση μαίνει, ὅέὅαια, ότι οι διαφορές μεταξύ τους παραὅλέπονταν· αντί δετα, ήταν ακριὅώς η δυνατότητα εύρεσης αντιστοιχιών μεταξύ ιδεών οι οποίες δεν ήταν ακριὅώς ταυτόσημες μεταξύ τους εκείνη που έδωσε τη δυνατότητα στους ύστερους Νεοπλατωνικούς να πολλαπλασιάσουν τόσο ανοικονόμητα τις οντότητες. Διότι πρώτον, όπως έχουμε δει, Είναι, Ζωή και Νους δεν απο τελούν πλέον όφεις μιας μοναδικής πραγματικότητας, αλλά πρέπει 44. Για αντιστοιχίες μεταξύ των διάφορων τριάῦων τιρβλ. τι.χ. Πρόκλος Εις Τιμ 371. 13. κ.ε., ΠΘ 111. 135, 144 κ.λτι. Δομάσκιος Π. Αρχ. 1. 86. 20 κ.ε.
214
1.
17. 23
κε..
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
σύμφωνα με την Αρχή του Ρεαλισμού να θεωρούνται ιεραρχικά ταξινομημένες ουσίες. Αντίστοιχα με αυτές τις τρεις αρχές, η Σχολή της Αθήνας επρόκειτο να ὅεὅαιώσει την ύπαρξη τριών τάξεων πραγματικότητας, της Νοητής τάξης όπως αυτή αντι στοιχεί στο Είναι, της Νοητής και της Νοερής τάξης στη Ζωή και της Ν οερής τάξης στο Νου. Αλλά σύμφωνα με την Αρχή της Αντιστοιχίας, καθεμία από αυτές τις τάξεις πρέπει να αντανα κλάται και στις δύο άλλες· άρα καθεμία από αυτές περιέχει τη δική της τριάδα Είναι, Ζωής και Νου, μολονότι το Είναι υπερέ χει στη Νοητή τάξη κ.ο.κ. (πρὅλ. ΣΘ ΙΟ3). Και εφόσον καθεμία από αυτές τις αρχές εκφράζει παραδειγματικά την τριάδα Μο νή, Πρόοδος και Επιστροφή, μπορούμε να τις πολλαπλασιάσου με επί τρία για μία ακόμη φορά. Θα έπρεπε συνεπώς να περι μένουμε να ὅρούμε τρεις τάξεις των εννέα αρχών, στις οποίες, ακολουθώντας ένα νόμο ο οποίος θα εξηγηθεί στο επόμενο κε φάλαιο, πρέπει να αντιστοιχούν τρεις εννεάδες θεών. Και προ φανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσουμε εδώ· το πό σο εξαντλητικές ήταν οι υποδιαιρέσεις των θεμελιωδών τριάδων από τους ύστερους Νεοπλατωνικούς και πόσο επεξεργασμένες ήταν οι ταυτίσεις των μελών αυτών των υποδιαιρέσεων με οντό τητες που ανασύρθηκαν από τους διαλόγους του Πλάτωνα και άλλες οι οποίες ανασύρθηκαν από την ελληνική μυθολογία, μπο ρεί να γίνει φανερό από τα τελευταία ὅιὅλία του έργου Πλατω νική Θεολογία του Πρόκλου· συνοπτικοί πίνακες έχουν ευτυχώς ταξινομηθεί από σύγχρονους μελετητές." Ούτε ήταν εύκολη η προσπάθεια να εναρμονιστούν οι μεταφυσικοί, θρησκευτικοί και εξηγητικοί στόχοι της σχολής και μερικές φορές έπρεπε ο ένας στόχος να θυσιαστεί προς χάριν ενός άλλου. |Ενα καλό παρά δειγμα έχουμε ήδη δει· διότι, πέρα από τις τρεις εννεάδες θεών που προαναφέραμε, συναντάμε στην πραγματικότητα δύο εννε άδες, ακολουθούμενες από μια εὅδομάδα ή ομάδα των επτά. Και παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες του Πρόκλου να δικαιολο γήσει την ασυμμετρία (ΠΘ ν. 2. 24952), γίνεται σαφές ότι η εν 45. Πρβλ. ίεννγ, Οηειίσεεετι Οτεολεε ειπα Τήειπρν. σελ. 4884 και Βείτεγ και ννεειετιοκ, Τ|τέο|οοΙε ρίετοηίοἰεηπε Ι, σελ. Ικνικνίί.
215
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
λόγω εὅδομάδα ήταν απαραίτητη για θρησκευτικούς και εξηγη τικούς λόγους (εφόσον ένας επταπλός θεός είχε ανακύφει από
τη χαλδαϊκή λατρεία° πρὅλ. Εις Τιμ. Ι. 34. ΖΙ, Δαμάσκιος Π. Αρ. Ι. 237. Π, Ιουλιανός Λογ. ν. 1721)) και η μεταφυσική συνοχή ήταν υποχρεωμένη να παραχωρήσει τη θέση της. Η παραπάνω απλοποιημένη περιγραφή της δομής του ύστε ρου νεοπλατωνικού κοσμοειδώλου ὅασίστηκε στον Πρόκλο κατ” ανάγκη εφόσον οι περιγραφές μας της μεταφυσικής του Ιάμὅλιχου ὅασίξονται μόνο σε αποσπάσματα αλλά συνιστά προφανώς απλή ανάπτυξη των αρχών του Ιάμὅλιχου. Στην πραγματικότητα ο Πρόκλος αποδίδει μια παρόμοια αριθμολογι κή κατάταξη των θεών (δύο τάξεις των εννέα και μία των επτά) στον ίδιο τον Ιάμὅλιχο (Εις Τιμ. Ι. 308. 17 κ.ε.). ΔΗ κύρια συνει σφορά της Αθηναϊκής Σχολής στο παρόν πρόὅλημα φαίνεται πως ήταν η αναγνώριση της Νοητής και Νοερής τάξης ανάμεσα στο καθαρά Νοητό και το καθαρά Νοερό επίπεδο. Τίνος ακρι ὅώς ήταν η καινοτομία παραμένει μυστήριο· ὅρίσκεται στα υπο μνήματα του Πρόκλου και στην Πλατωνική Θεολογία, της οποί ας το τέταρτο ὅιὅλίο συξητά το ξήτημα εκτενώς, αλλά δεν εμ φανίξεται στο Στοιχειι̃υσις Θεολογική, το οποίο γράφτηκε πιθανό τητα αργότερα στη ξωή του. Ήταν εντούτοις απαραίτητη, τόσο από το Νόμο των Μέσων Όρων όσο και για να προκύψει μια ξε χωριστή τάξη θεών που να αντιστοιχεί στην ενδιάμεση αρχή της Ζωής· λόγω έλλειψης αυτής της λεπτότητας, ο Ιάμὅλιχος εμφα νίξεται να έχει απλώς προτείνει δύο τάξεις Νοερών θεών." Αυ τό το παράδειγμα αρκεί για να δείξει ότι ο ρόλος των Αθηναίων ήταν κυρίως να συμπληρώσουν εκείνα τα κενά που φαίνεται ότι είχε αφήσει ο Ιάμὅλιχος, παρότι ήταν πιθανότατα υπεύθυνοι για τις περισσότερες από τις λεπτομερείς επεξεργασίες των παρα πάνω αρχών από όσες η έκθεσή μας αφήνει να εννοηθούν. Οι ὅασικές θρησκευτικές και μεταφυσικές καινοτομίες του Ιάμὅλι χου έχουν συνεπώς εξεταστεί· απομένει να μελετήσουμε τη συμ ὅολή του στο πρόὅλημα της εξήγησης του κειμένου. 48. Τουλάχιστον αν το κείμενο του Εις
καθορίσουμε.
ΖΙ6
ι̃ι̃ιι. είναι γνήσιο, κότι το
οποίο φαίνεται αδύνατο να
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
νΙ
Η εξήγηση του κειμένου κατα τον Πορφύριο και τον Ιαμὅλιχο 'Ενας χρησμός του Απόλλωνα ο οποίος παρατίδεται από τον αριστοτελικό σχολιαστή Δαὅίδ (Εισαγ. 92. 3· Αινείας Γαζαίος ΡΟ ΕΧΧΧν. 893) αντιπαρέὅαλλε την «πολυμόιδεια» του Πορφύρι ου με τη «δεία έμπνευση» του Ιόιμὅλιχου. Η παρατήρηση του χρησμου αφορούσε αναμφίὅολα το «δρησκευτικό» τόνο της σκέψης του Ιόιμὅλιχου, αλλά επίσης λόιμὅανε υπόψη αυτό που ο Πρόκλος κατόι τη συζήτηση των πλατωνικών διαλόγων είχε ονο μόισει «εποπτικό» χαρακτήρα (Εις Τιμ. Ι. 204. 247)· με άλλα λόγια, την ενοποίηση νεοπλατωνικής μεταφυσικής και σχολαστι κισμού σε ένα μοναδικό και καδολικόι περιεκτικό όραμα (πρὅλ. ΣιμπλίκιοςιΠ. Ψυχζ 3132. 6 κει). Σκοπός του Πρόκλου, όπως και του Απόλλωνα, ήταν να δείξει την αντίδεσή του στον «αποσπα | » σματικο» τροπο εξηγησης του Πορφυριου (πρὅλ. Εις Τιμ. Ι. 174. 24 κ.ε.) και οπωσδήποτε η διαφορα μεταξυ Πορφυρίου και Ιόιμ ὅλιχου είναι ιδιαίτερα φανερή στην ερμηνεία τους των παραδο σιακών κειμένων της σχολής. Το πρόὅλημα, όπως είδαμε στο τέλος του τελευταίου μας κε φαλαίου, ήταν διττό: πρώτον, να επεκτείνει τη νεοπλατωνική ερ μηνεία σε όλους τους διαλόγους του Πλόιτωνα· δεύτερον, να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη και συνεπή ερμηνεία των πα ραδοσιακών μυδων. Εφόσον τα πλατωνικόι υπομνήματα του Πορφυριου έχουν χαδεί, η καλύτερή μας εξήγηση των μεδόδων του είναι το δοκίμιό του σχετικόι με το Ἀντρο των Νυμφών που περιγρόιφεται στη ραφωδία ν της Οδύσσειας (ΙΟ212), το οποίο, όπως έχουμε δείξει, φωτίζει τα σχόλια του Πρόκλου στη δική του πλατωνική εξήγηση. Η αλληγορική ερμηνεία της μυδολογίας δεν ήταν, φυσικόι, κόιτι καινουργιο και ειδικόι οι Στωικοί έκαναν εκτεταμένη χρήση της. Ο Πλωτίνος ωστόσο αρκοὐνταν να χρη σιμοποιεί τη μυδολογία για την επεξήγηση συγκεκριμένων δεω ρητικών ζητημάτων όταν προέκυπτε η ανόιγκη, χωρίς όμως να κ
2
×
2Ι7
2
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αξιώνει και τη συγκατόιθεση των αληθινών συγγραφέων των μύ θων για τις ερμηνείες του." Πόσο απείχε από να χρησιμοποιεί τους μύθους ως Ιερό Κείμενο φαίνεται από τις αδιόιφορες ταυ τότητες που κανει του Δία με την Ψυχή (π.χ. ν. Ι. 7. 357), με το Νου (π.χ. ν. 8. 4. 4ΟΖ) και ακόμη σε ένα απόσπασμα με το Εν (νἰ. 9. 7. ΖΟ6). Τέτοιες διακυμάνσεις εμφανίζονται ακόμη και στην πιο αποκλειστική του πραγματεία σχετικα με την αλ ληγορική ερμηνεία, στην έκθεση που παρουσιάζει για το μύθο του έργου Συμπόσιο στην Εννεάδα ΠΙ· για παραδειγμα, ο Νους ταυτίζεται στο δεύτερο κεφάλαιο με τον Κρόνο. στο όγδοο κε φόιλαιο με τον Δία. Η δυσκολία που αντιμετώπιζε μια αυστηρό τερη ερμηνεία ήταν, φυσικό, το γεγονός ότι διαφορετικό. χαρα κτηριστικόι ενός και μοναδικού μύθου συχνόι φαίνονταν να .συμ. φωνούν με διαφορετικές μεταφυσικές αρχές. Και ήταν σε αυτό ακριὅώς το σημείο όπου οι λύσεις του Πορφύριου και του Ιόιμ ὅλιχου διέφεραν σε μεγαλύτερο ὅαθμό. να : : Χ Η απαντηση του Πορφυριου, οπως ανακύπτει απο: το ομηρικο του δοκίμιο. ήταν απλώς να παραδεχτεί ότι ένας και μοναδικός μύθος ή σύμὅολο μπορούσε την ίδια στιγμή να μεταφέρει πολλόι αλληγορικόι μηνύματα. Συνεπώς πολλα χαρακτηριστικα της περι γραφής του Ομήρου στηρίζουν την ταύτιση του όιντρου του με τον υλικό κόσμο· η απειθαρχία της Ύλης υποδηλώνεται από το ὅρόι χο του όιντρου. η ρευστότητα της Ύλης από τα νερόι που κυλούν μέσα του. η σκοτεινότητα της Ύλης από τη σκοτεινιόι του (κεφ. 5). Όμως η σκοτεινιόι του όιντρου μπορεί εξίσου να συμὅολίςει τις αόρατες δυνόιμεις μέσα στον υλικό κόσμο (κεφ. 7). Και αν δε χτούμε τη σκοτεινιό. ως δηλωτικό του απρόσιτου στις αισθήσεις και το ὅρόιχο ως σύμὅολο της αφθαρσίας, θα πρέπει να αντιλη φθούμε το όιντρο ως ένα σύμὅολο του Νοητού κόσμου (κεφ. 9). Καμία προσπαθεια δεν γίνεται από τον Πορφύριο να εναρμονίσει τις εναλλακτικές του ερμηνείες· εκείνο που προσπαθεί μερικές φορές είναι να τις ταξινομήσει ως προς το ὅαθμό αληθοφόινειας. κ
2
ν
47. Πρβλ. τα οχόλια του στην Ενν. Ν. 3. Μ. ι̃7ι̃9 στην κατακλείδα ενός κεφαλαίου στο οποίο ερμηνεύει (και από μια αποψη ριζοοτιαατικα διαφορετική) το μύθο του Προμηθέα ως μια αλληγορία για τη δυσάρεστη κατασταση της ψυχής.
ΖΙ8
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Για παράδειγμα, προτιμά τον «υλικό κόσμο» ως εξήγηση του συμ ὅολισμού του άντρου, εφόσον μόνο αυτή από τις τρεις προτεινό μενες εκδοχές μπορεί να περιγράψει τη ροή των υδάτων που ανα φέρεται από τον Όμηρο (κεφ. ΙΟ). Εξίσου χαρακτηριστική είναι η ηθική ερμηνεία εκ μέρους του Πορφύριου της ελιάς την οποία Ν: κ | Ι Ι | Ομηρος περιγραφει να μεγαλωνει πανω απο τη σπηλιά, οπως και η μετάὅασή του από αυτό σε ένα γενικότερο στοχασμό σχετικά με τη σημασία του Οδυσσέα ως συμὅόλσιιιτου.,ανθρώπού,ςπ9ύςαγσἱ ζητεί τη σοφία (κεφ. 32 κ.ε.· πρὅλ. Ενν. Ι. 6. 8. ΙΟ2Ο). Μια τέ τοιου είδους εξήγηση ήταν ὅέὅαια συναφής με την ηθικολογική ιδιοσυγκρασία του Πορφύριου και ο Πρόκλος αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν εξίσου συνήθης στα πλατωνικά του υπομνήματα και συ νέὅαλε κατά πολύ στο μη συστηματικό τους χαρακτήρα (πρὅλ. Εις Ι. 19. 249, Π6. 25 κ.ε. κ.λπ.). Και ήταν σε αυτά ακριὅώς τα έργα όπου τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας εξήγησης, από τη νε οπλατωνική σκοπιά, αναδεικνύονται καθαρότερα. Γιατί ο Πορφύριος, παρά το φανταστικό χαρακτήρα πολλών εῇι̃ήνεξιὥνητθου, δεχόταν ακόματην κοινή άποψη σύμφωνα με την οποία, ενώ ένας πἰλατωνικός διάλογος μπορούσε ύνάύύέχειξέναύκαι μοναδικό κύριο θέμα, περιλάμὅανε ακόμα συξητήσεις ενός αριθ μού δευτερευόντων ξητημάτων τα οποία μόνο αόριστα αναφέ ρονται σε αυτό (πρὅλ. Πρόκλος Εις Τιμ Ι. ΖΟ4. 247). Μια τέ τοια όμως «αποσπασματική» εξήγηση ήταν εμπόδιο εάν ο Πλα τωνισμός ήθελε να θεωρηθεί συστηματική φιλοσοφία ίδιου τύ που με τον Αριστοτελισμό. Γι, αυτό και ο Ιάμὅλιχος, πέρα από την κατάταξη που επιχείρησε τα̃ιύη̨̃κύριθωνδιαλόγων·σε μια με θοδική σειρά μαθημάτων (πρὅλ. σελ. 467), έπρεπε επίσης να διαμορφώσει νέες αρχές για την ερμηνεία τους. Η ὅάση της λύ σης του ήταν το πόρισμα της Αρχής της Αντιστοιχίας σύμφωνα με το οποίο οι διαφορετικές επιστήμες στην πραγματικότητα πραγματεύονται το ίδιο θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες (πρωι. πχ. Πρόκλος Εις τιμ. ι. 8. 13 κε., 87. 6. κε., Πι. 173. 2 κ.ε.). Ο παραλληλισμός μεταξύ φυσικής και θεολογίας, για πα ράδειγμἶιἶεἶἰἶαι εκείνος μεταξύ εικόνας και αρχετύπου, ενώη φυ σική και η πολιτική επιδεικνύουν τη σχέση μεταξύ μικρόκοσμου 2
219
Ν ΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
και μακρόκοσμου (ό.π. Ι. Ι3. Ι. κ.ε., 33. 23 κ.ε.). Η δεύτερη ὅασι κή αρχή του Ιάμὅλιχου ήταν ότι κάδεδιάλογος είχε έναν και μό νο σκοπό, με τον οποία πρέπει να σχετίζονται όλα τα περιεχόμε ρἶκάι̃οιιμήίι̃έἱλίας στο Κατ. 131. ΙΟΙ3).48 Η δικαιολόγηση αυτής της αρ χής αναζητούνταν στις ίδιες τις υποδείξεις του Πλάτωνα σε ό.τι αφορά τον τρόπο οργάνωσης ενός λογοτεχνικού έργου (Φαιδρ. 264. Ερμείας Εις Φαιδρ. 9. 6ΙΟ). Ήταν επομένως απαραίτητο για /την επιτυχή εξήγηση ενός συγκεκριμένου κειμένου να καδορίσου Ι | | | | | | δις με, Τἰρωῖον, εαν ΤΟ (ΙνΤ!Κ8!μενΟ ΤΟΌ ηῖαν φίλΟσΟφΙΚΟ η 8εΟὉργίΚΟ ί(πρὅλ. σελ. 197) και, δεύτερον, τον κλάδο της φιλοσοφίας στον Ϊοποίο αναφερόταν. Συνεπώς είχε ομόφωνα συμφωνηδεί ότι το αντικείμενο του διαλόγου Ϊιμαιος ήταν η φυσική επιστήμη· κατά συνέπειἰἶκόώμῆΕδκαιῃεκείναήτα αποσπάσματά του τα οποία εμφα νώς αφορούσαν άλλα ζητήματα (όπως ο πρόλογος, περιλαμὅανο μένου και του μυδου της Ατλαντίδος) έπρεπε να δειχτεί μέσα από τηνΑρχή της Αντιστοιχίας ότι έχουν σχέση με τη φυσική (πρὅλ. Εις Τιμ. Ι. 4. 6. κ.ε., 78. Ι2 κ.ε., 2Ο5. 4 κ.ε. κ.λπ.). Με έναν τέτοιο τρόπο (που συχνά περιλάμὅανε τηνπιο..πάρατραὅηγμένη αλλη γγαογριφκωήἔεη̃ρμηνεία) ένας πλούτος νοημάτων που δεν είχε προηγου μένως φανταστεί μπορουσε να αποκαλυφτεί σε αποσπάσματα με φαινομενικά μικρό νεοπλατωνικό ενδιαφέρον. Και ήταν ὅέὅαια εξίσου δυνατό να ακολουδηδεί η αντίστροφη διαδικασία και μέσω αναγωγής από την εικόνα στο αρχέτυπο να εξαχδούν δεολογικά μαδήματα μέσα από ένα φυσικό διάλογο (Εις Τιμ. Ι. 8. Ζ κ.ε.. Ζ4. Ι? κ.ε., ΠΘ Ι. 4. σελ. 19. 622). Για μία ακόμη φορά, μόνο η συ στηματική εφαρμογή της αρχής από τον Ιάμὅλιχο ήταν καινούρ ”για· διότι, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες του Πλάτωνα, η επιση μανση τέτοιων αντιστοιχιών ήταν κοινός τόπος από την εποχή του πρώιμου Πυδαγορισμου (πρὅλ. Εις Ἱι̃μ Ι. 30. 2 κ.ε.). Δεν ήταν λιγότερο ευκολο να εφαρμοστεί αυτή η αρχή στο φωτισμό της μυδολογίας και κατ” αυτόν τον τρόποἶαποδφευ χδοὐν τα προὅλήματα που έχουμε σημειώσει. Γιατί ίσως υπάρχει
(Α
Ά
»
`
48. Πρβλ. Εις Πτι. |. ι̃Θ. 249. 77. 25 κ.ε., Εις Πολ. |. 8. ι̃0ι̃2, 24 ι‹.ε. Περαιτέρω αποσπασμα τα τίθενται σε κατάλογο από τον Ρτειεοητεη Ηἰεήτυηη̨εη υηα Ξοηωεη ιτη Νειιρ|ειοηίειτιιιε, σελ. ι284ι̃, και στη σημείωση του ννεειετιηκ στο Αν. Προλ. 21
220
ι
Ν
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
δυνατότητα να εξαχδούν αρκετόι νοήματα από έναν και μόνο μύδο· από τη στιγμή όμως που αυτό μπορούν να συσχετιστούν μέσω της Αρχής της Αντιστοιχίας, μπορεί σε όλα να δοδεί ένας ὅαδμός εγκυρότητας (αν και πρωταρχικό ήταν, ὅέὅαια, εκείνο που συμφωνούσε καλύτερα με το υποτιδέμενο δέμα του υπό συ ξήτησιν έργου). Και οι δυσκολίες σχετικα με τον Δία μπορούσαν με τον ίδιο τρόπο να επιλυδούν χαρη στην αναγνώριση διαφο ρετικών δεών οι οποίοι εξέφραξαν την ίδια αρχή σε διαφορα επί πεδα της δεϊκής ιεραρχίας και κατά συνέπεια μοιρόιξονταν το ίδιο όνομα (πρὅλ. Πρόκλος Εις Τιμ ΙΙΙ. 190. 19 κ.ε.). Άρα ο Δίας, για παράδειγμα, εμφανίζεται στη Νοητή πραγματικότητα ως μέλος της τριόιδας ΚρόνοςΡέαΔίας, στην Υπερκοσμική τόι ξη (στο επίπεδο της Αμέδεκτης Ψυχής) ως ένα μέλος της τρια δας ΔίαςΠοσειδώνΠλούτων, και ανόιμεσα στους Ενδοκόσμιους δεούς ως ένα μέλος των δώδεκα Ολυμπίων.°®® Σε ποιο ὅαδμό αυ τό πρέπει να αποδοδεί στον ίδιο τον Ιόιμὅλιχο δεν είναι ὅέὅαια το τελευταίο του σταδιο, στη δεωρία της Σχολής της Αδήνας, δα το δούμε στο επόμενο κεφαλαιο. Έχει παρατηρηδεί ότι αναμε σα στις αδέλητες συνέπειες αυτού ήταν η αποστρόιγγιση των πα ραδοσιακών δεών και από τα τελευταία ίχνη προσωπικότητας που ακόμη διατηρούσαν· έτσι οι μεταιαμὅλίχειοι στην προσπά δειόι τους να δεμελιώσουν μια παραδοσιακή λατρεία σε φιλοσο φική ὅόιση, ενίσχυσαν κατόι ειρωνικό τρόπο την επέλαση του Χριστιανισμού. Όμως, με λίγες εξαιρέσεις,5® οι εξηγητικές αρχές του Ιόιμὅλιχου έγιναν γενικα αποδεκτές και εισήχδησαν στις ύστερες Νεοπλατωνικές Σχολές. Και εφόσον τα πλατωνικόι και τα αριστοτελικόι υπομνήματα εκείνων των σχολών συνέδεταν το κύριο μέρος της ὅασικής τους παραγωγής, η σημασία τους δεν πρέπει να υποτιμηδεί. Ἑτσι και μόνο αυτή η καινοτομία δα δι καίωνε την αξίωση του Ιόιμὅλιχου να είναι η κυρίαρχη φιγούρα του ύστερου Νεοπλατωνισμού. η
49. Πρβλ.
τα σχετικα τμήματα του βιβλίου του Ρι̃οεέιη Ρήϋοεοριιγ οί Ρτοειιιε.
50. ιδιαίτερα, όπως παρατηρεί ο Ρεριιι. ο Σαλούστιος (Εκιιτετίειιε Ηετσι Χ!! σελ. 250).
ΖΖΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η
ΠΕΜΠΤΟ
Σκοἢτι̃ της Αθήνας
Ι Ο Νεοπλοιτωνισμός
στην Αδἠνα και την Αλεξάνδρεια Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΑΣΗ του παγανιστικοὐ Νεοπλατωνισμου είναι αυτη των Σχολών της Αδἠνας του πέμπτου και έκτου αιώνα μ.Χ., εκεί όπου ο Νεοπλατωνισμός ανακηρύσσεται τελικα επίσημη διδα σκαλία της Ακαδημίας του Πλάτωνα, και της Αλεξόινδρειας. Δεν γνωρίζουμε πολλά πραγματα για τον τρόπο με τον οποίο το κίνημα του Νεοπλατωνισμοὐ εδραιώδηκε σε κόιδε πόλη, αν και αυτό απη χεί τη γενικότερη αγνοια μας γυρω τόσο από το Νεοπλατωνισμό του τέταρτου αιώνα όσο και από την πνευματική ζωη της εποχής γενι κόι. Ο πρώτος νεοπλατωνικός διευδυντης της Ακαδημίας, ο Πλού ταρχος ο Αδηναίος (πρὅλ. παραπάνω σελ. ΖΟ σημ. 1), πέδανε το 432 (πρὅλ. Β. Πρ. 12) και από αυτην τη χρονολογία και μετό. η δια δοχη των νεοπλατωνικών διευδυντών της σχολης συνεχίστηκε μέχρι το κλείσιμό της το 529? Η σχολη απέκτησε τη μεγαλύτερη φἠμη της από τους διαδόχους του Πλούταρχου, τον Συριανό (πέδανε περ. το ί. Ο καταλογος (ο οποίος περιλαμβανει τα ονόματα αυτών των οιτοίων η διεύθυνση της σχο λής αμφισβητείται) έχει ως εξής: Πλούταρχος, Σιιριανός, ίΔόμνινος;)„ Πρόκλος, Μαρίνος, ίσίδωρος, ίΗγίας:), Ζηνόδοτος, Δαμασκιος. 222
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
437) και τον Πρόκλο (41285), το γνωστότερο από τους ύστερους Νεοπλατωνικούς και το σπουδαιότερο συστηματικό φιλόσοφο της σχολής. Ο διόιδοχος και ὅιογρόιφος του Πρόκλου Μαρίνος ήταν
αντίδετα ένας όινδρωπος με μικρό φιλοσοφικό ταλέντο (πρΰλ. Δα μόισκιος Β. Ισ. 144) και με αυτόν η σχολή μπήκε σε μια περίοδο πα ρακμής η οποία διάρκεσε μέχρι τον Δαμασκιο, τον τελευταίο διευ δυντή της Ακαδημίας, υπό την ηγεσία του οποίου υπήρξε μια ανόι καμφη. Στην πραγματικότητα, έχει υποστηριχτεί ότι αυτή ακριὅώς η αναὅίωση του τελευταίου οχυρού του παγανισμού από τον Δαμα σκιο ήταν που οδήγησε τον Ιουστινιανό στην απόφαση να κλείσει τη σχολή. Είναι γνωστή η ιστορία σχετικα με το πώς ο Δαμόισκιος και έξι από τους φιλοσόφους του, συμπεριλαμὅανομένου και του σχολιαστή του Αριστοτέλη Σιμπλίκιου, μετανόιστευσαν στην Περ σία, έχοντας αναπτύξει μεγαλες προσδοκίες χόιρη στις φιλοσοφικές φιλοδοξίες του νέου της ὅασιλιόι Χοσρόη, αλλά γρήγορα απογοη τεύτηκαν. Έτσι επέστρεφαν στην Αδήνα, όχι ωστόσο πριν ο Χοσ ρόης υπογράφει μια συμφωνία με τον Ιουστινιανό όπου παρέχονταν εγγυήσεις ότι δεν δα υποστούν διώξεις (Αγαδίας Ιστ. Π. 3Ο1). Πα ντως τους απαγορεύτηκε να διδόιξουν φιλοσοφία και είναι πιδανό τατα χόιρη στις μελέτες του Σιμπλίκιου στη διόιρκεια της εξαναγκα σμένης του αργίας που οφείλουμε τη διόισωση τόσων πολλών από τους Προσωκρατικούς για τις επόμενες γενιές· η επικρατούσα όιπο ψη είναι ότι τα υπομνήματόι τους γράφτηκαν για αναγνωση και όχι, όπως τα περισσότερα από τα έργα της σχολής, ως υλικό διαλέξεων. Στην Αλεξόινδρεια δεν διακρίνουμε μια τέτοια συνεχόμενη δια δοχή από τόσο νωρίς όσο στην Αδήνα· ακόμη λιγότερο υπόιρχουν ενδείξεις μιας συνεχούς νεοπλατωνικής παράδοσης που φτόινει πί σω έως τον Αμμώνιο Σακκόι. Στα τέλη του τέταρτου και αρχές του πέμπτου αιώνα ο Ν εοπλατωνισμός αντιπροσωπεύεται από έναν μα δηματικό με το όνομα Θέων και την κόρη του Υπατία, η οποία μαρ τύρησε το 415 στα χέρια ενός χριστιανικού όχλου, με ή χωρίς την υποκίνηση του δυσώνυμου Πατριόιρχη Κυρίλλου (πρὅλ. Β. Ισ. απ. 104, Σωκράτης Εκκλ. Ιστ. νΠ. 14. 5). Εντούτοις ήταν παρόιδοξο για την Αλεξανδρινή Σχολή το ότι, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ των παγανιστών οπαδών της και των χριστιανικών αρχών συχνόι 223
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Ἐ
ι
ί
ι
έπαιρναν πιο ὅίαιη μορφή από οτιδήποτε σχετικό είχε καταγραφεί στην Αδήνα, η σταση τους ήταν λιγότερο φανατικό. παγανιστική από εκείνη των Αδηναίων και οι προσωπικές τους σχέσεις με Χρι στιανούς ήταν συχνόι πολύ φιλικές. Το πρώτο σημάδι αυτού του γε γονότος είναι η παρουσία μεταξύ των μαδητών της Υπατίας ενός ευγενούς αγρότη και ερασιτέχνη φιλοσόφου, ο οποίος επρόκειτο αργότερα να γίνει χριστιανός επίσκοπος, του Συνέσιου του Κυρή ναίου (πρὅλ. σελ. 169). Μια παρόμοια διφορούμενη δέση σε ό,τι αφορόι τη σταση του απέναντι στο Χριστιανισμό χαρακτηρίζει τον επόμενο κύριο νεοπλατωνικό διδόισκαλο στην Αλεξάνδρεια, τον Ιε ροκλή, μαδητή του Πλούταρχου του Αδηναίου. Ο παγανισμός του Ιεροκλή τον έφερε σε σύγκρουση με τις αρχές της Κωνσταντινού πολης, από τις οποίες μαστιγώδηκε (Β. Ισ. απ. ΙΟ6)· εντούτοις οι μαδητές του, συμπεριλαμὅανομένου του Αινεία, ιδρυτή της χρι στιανικής φιλοσοφικής σχολής της Γόιςας, όπως και η προσωπική του διδασκαλία, απηχούν έναν περισσότερο «μονοδεῖστικό» τόνο από οποιονδήποτε όιλλο νεοπλατωνικό παγανιστή (πρὅλ. σελ. 229). Δεν είναι όμως πριν από τον Ερμεία (ένα μαδητή του Συ ριανού, με τον οποίο ήταν συγγενής εξ αγχιστείας) και το γιο του Αμμώνιο (ο οποίος με τη σειρά του σπούδασε στην Αδήνα δίπλα στον Πρόκλο) που μπορούμε να καταγρόιφουμε μια σίγουρη δια δοχή στην Αλεξόινδρειαἔ Ήταν υπό τον Αμμώνιο κατόι την καμπή από τον πέμπτο στον έκτο αιώνα όπου η σχολή έφτασε στο με σουρόινημόι της, σημείο το οποίο συμπίπτει χρονικά με την παρακ μή της Σχολής των Αδηνών. Στους μαδητές του Αμμωνίου περι λαμὅανονταν τόσο ο Δαμόισκιος όσο και ο Σιμπλίκιος· επίσης εξέ χων μεταξύ τους ήταν ο χριστιανός Ιωάννης Φιλόπονος, εκδότης των αριστοτελικών διαλέξεων του Αμμωνίου και συγγραφέας δύο δικών του πολεμικών έργων στα οποία αμφισὅητούσε την αιωνιότη τα του κόσμου, το ένα (ακόμη διασώζεται) εναντίον του Πρόκλου, το όιλλο (σήμερα χαμένο) εναντίον του Αριστοτέλη. Το διακριτό χα ρακτηριστικό του τελευταίου έργου, που είναι γνωστό σ' εμόις μέσω της απάντησης του Σιμπλίκιου (Φυσ. Π5682, Π. Ουρ. 25ΖΟΙ), είναι 2. Η πιθανή
σειρα διαδοχής έχει ως εξής: Ερμείας, Αμμὡνιος, (Ευστόχιοςι), Ολυμπιοὀωρος,
Ηλίας, Δαβίδ, Στέφανος.
224
.Ζ Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
η αμφισὅήτηση της παραδοσιακής αντίληφης σύμφωνα με την
οποία οι ουρανοί συντίδενται από μια ουσία καδαρότερη εκείνης του υποσελήνιου κόσμου. Ο Φιλόπονος όμως δεν φαίνεται να είχε επιτυχία στη διεύδυνση της σχολής, η οποία υπό τον πλατωνικό σχολιαστή Ολυμπιόδωρα̃ προσέλαὅε έναν πιο αποφασιστικό παγα νιστικό τόνο. Ο Ολυμπιόδωρος ήταν ακόμη εν ζωή το 565 και μόνο με το δάνατό του η σχολή πέρασε τελικά σε χριστιανικά χέρια, υπό τη διεύδυνση των σχολιαστών του Αριστοτέλη Ηλία και Δαὅίδ. Ο διάδοχός τους Στέφανος μετοίκισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 610 έγινε διευδυντής της νεοιδρυδείσας Αυτοκρατορικής Ακα δημίας, ενώ άλλοι φιλόσοφοι δρούσαν ακόμη στην Αλεξάνδρεια την εποχή που περιήλδε η πόλη το 641 στους Ἀραὅες. Η σχολή έπαιξε συνεπώς δεμελιώδη ρόλο για τη διατήρηση της νεοπλατωνικής επιρροής τόσο στο ὅυςαντινό όσο και στο μουσουλμανικό κόσμο. Από τα κείμενα των Σχολών της Αδήνας και της Αλεξάνδρειας ένας ικανός αριδμός σώζεται μέχρι σήμερα, σε σύγκριση τουλάχι στον με τα σωςόμενα έργα του Πορφύριου και του Ιάμὅλιχου. Η με λέτη τους όμως παρουσιάζει μεγάλες, σχεδόν ανυπέρὅλητες δυσκο λίες. Διότι, πρώτον, η φιλολογική τους μορφή είναι εκείνη της ενδο σχολικής πραγματείας και η συνακόλουδη προσέγγιση στεγνή και σχολαστική στο έπακρο. Δεύτερον, η πολυπλοκότητα του εννοιολο γικού τους σχήματος, κατά την ανάπτυξη των αρχών που εξηγήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, έχει πάρει στα τελευταία μέλη της Σχο λής των Αδηνών εφιαλτικές διαστάσεις. Τρίτον, η μεγάλη πλειονό τητα των κειμένων τους αποτελείται από υπομνήματα στους κλασι κούς φιλοσόφους και συνεπώς στερούνται ακόμη και το πλεονέκτη μα να παρουσιάζουν τη νεοπλατωνική δεωρία σε συστηματική μορ φή. Σε αυτόν τον κανόνα οι συστηματικές πραγματείες του Πρόκλου (και ίσως το Περί Αρχών του Δαμάσκιου) αποτελούν τις μοναδικές εξαιρέσεις. Και τα περισσότερα από τα σωζόμενα υπομνήματα έχουν το επιπλέον μειονέκτημα ότι ασχολούνται όχι με τον Πλάτωνα, αλλά με τον Αριστοτέλη. Η εικόνα που παρουσιάζουν για τον Αριστοτέλη
_ 3. Δισσώζοντσι επίσης
τα υπσμνήμστά του στις Κατηγοριες και στα Μετεωρολογικό του Αρι στοτέλη, δεν πρέπει όμως να τον συγχέουμε με τον Ολυμπιόδωρο υπό την επίβλεψη του οποίου ο Πρόκλος σπούδασε Αριστοτέλη (Β. Πρ. Θ).
225
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΧΣΜΟΣ
είναι φυσικόι αρκετόι νεοπλατωνίξουσα, όμως παρ” όλα αυτό ο σχο λιασμός στα έργα του Αριστοτέλη έγειρε συνήδως λιγότερο διαμφι σὅητημένα μεταφυσικά προὅλήματα απ, ό,τι ο σχολιασμός του Πλό τωνα. Όπως δα δούμε, αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που οι Αλεξανδρινοί προτιμούσαν να επικεντρώνονται στον Αριστο τέλη. Απείχαν ωστόσο πολύ από το να αγνοούν εντελώς τον Πλατω να. Ο Αμμώνιος δίδασκε και τους δύο φιλοσόφους, αλλόι ειδικότητα του ήταν ο Αριστοτέλης (Β. Ισ. 79) και μόνο οι σχολιασμοί του στον Αριστοτέλη έχουν διασωδεί· πέρα από τους σχολιασμούς της λογι κής του Αριστοτέλη, οι οποίοι διασώζονται υπό το όνομα του ίδιου του Αμμωνίου, έχουμε την έκδοση από τον Ασκληπιό των διαλέξεων του Αμμωνίου σχετικόι με το Μετά τα Φυσικά, ενώ τα υπομνήματα του Φιλόπονου συντίδενται κατόι μεγαλο μέρος από σημειώσεις των διαλέξεών του με καποιες προσδήκες από τον ίδιο τον Φιλόπονοἔ Το υποδεέστερο επίπεδο των πλατωνικών μελετών της σχολής μπορεί να πιστοποιηδεί από τα υπομνήματα του Ολυμπιόδωρου, τα οποία εν πόιση περιπτώσει είναι σε μεγόιλο ὅαδμό εξαρτημένα από τους Αδηναίους, ενώ το υπόμνημα του Ερμεία στο διόιλογο Φαίδρος απο τελείται από σημειώσεις των διαλέξεων του Συριανού τις οποίες ο Ερμείας είχε κρατήσει στη διαρκεια της αδηναικής του περιόδου. Η συμὅολή των Αδηναίων στις αριστοτελικές σπουδές φαίνεται πρόιγ ματι πως ήταν περισσότερο σημαντική απ' ό,τι το έργο των Αλεξαν δρινών στον Πλόιτωνα· εντούτοις, πέρα από τα υπομνήματα του Σι μπλίκιου, τα οποία οφείλουν πολλόι τόσο στην πρώτη του αλεξαν δρινή όσο και στην ύστερη αδηναική του περίοδο. τίποτε από το έρ γο τους σε αυτόν τον τομέα δεν σώξεται εκτός τεσσόιρων ὅιὅλίων με διαλέξεις του Συριανού στο Μετά τα Φυσικά. Και οι μαρτυρίες μας υποδεικνύουν ότι αυτό δεν είναι ξήτημα τυχαίας επιὅίωσης, αλλόι δη λώνει μια ὅασική διαφορόι στην έμφαση μεταξύ των δύο σχολών. Οι αποκλίσεις μεταξύ τους έχουν ομολογουμένως συχνόι υπερ τιμηδεί. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο σχολών ήταν πόιντοτε στενές και ο γόιμος μεταξύ των μελών τους συχνός· για παραδειγμα, η σύ ξυγος του Βρμεία Αιδεσία ήταν συγγενής του Συριανού, την οποία Περί ψυχής ΠΙ, το οποίο κατα παραδοση αποδίδεται στον Φιλόπονο, θε ωρείται. ωστὀσο, σήμερα έργο του Στέφανου.
4. Το υπόμνημα οτο
226
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
είχε παλαιότερα αρνηδεί να παντρευτεί ο Πρόκλος (Β. Ισ. απ. 124). Επιπλέον πολλοί Νεοπλατωνικοί σπούδασαν και στις δύο πόλεις ή | | | : τουλαχιστον σπουδασαν στη μια πριν πανε να σπουδασουν στην όιλλη. Το ότι ο Ιεροκλής, ο Ερμείας και ο Αμμώνιος όλοι σπούδα σαν κοντόι σε Αδηναίους διδασκόιλους το έχουμε ήδη αναφέρει. Αντίδετα ο Συριανός και ο Ισίδωρος ήταν από καταγωγή Αλεξαν δρινοί και ο Πρόκλος, ο Δαμασκιος και ο Σιμπλίκιος σπούδασαν επίσης σε αυτήν την πόλη. Όμως η διαφορά ατμόσφαιρας είναι φα νερή από τις μεταξύ τους αναφορές των σχολών. Οι Αδηναίοι από τη μερια τους δεωρούσαν τους Αλεξανδρινούς, όπως και ο Πλωτί νος δεωρούσε τον Λογγίνο (πρὅλ. σελ. 76), περισσότερο φιλολόγους παρα φιλοσόφους. Είναι γνωστή η αναφορόι του Δαμόισκιου στον Ισίδωρο ως ανώτερο της Υπατίας «όχι ως ανδρα προς γυναίκα αλ λόι ως φιλόσοφο προς μαδηματικό» (Β. Ισ. 164) και ο Πρόκλος φαί νεται ότι έτρεφε ακόμη λιγότερη εκτίμηση στους Αλεξανδρινούς που του δίδαξαν Αριστοτέλη (Β. Πρ. ΙΟ· Β. Ισ. 346). Τα σχόλια του Συνέσιου για τη σύγχρονή του Αδήνα είναι εξίσου υποτιμητικόι (Βπ. 136). Διότι, ενώ οι Αδηναίοι ασπόιςονταν τον ενδουσιασμό του Ιόιμ ὅλιχου για τη δεωρητική μεταφυσική όσο και για την παραδοσιακή δρησκεία, οι Αλεξανδρινοί επέλεγαν αντίδετα να επικεντρωδούν στην καδαρή μελέτη των πηγών και έτειναν, πιο ειδικά, να είναι πο λύ περισσότερο αρνητικοί απέναντι στη δεουργία. Εξ ου και η έντα ση που εκφραςόταν σε περιπτώσεις όπως η παραπανω. Μια παραδοση αμερόληπτης έρευνας χαρακτήριζε ὅέὅαια τις φιλολογικές και επιστημονικές σχολές της Αλεξάνδρειας μέχρι την Ελληνιστική Εποχή. Ο διακριτός τόνος όμως της Σχολής της Αλε ξόινδρειας δεν ήταν σε μικρότερο ὅαδμό αποτέλεσμα των πιέσεων της εποχής. Διότι, ενώ η Ακαδημία είχε δικές της όιφδονες οικονο μικές πηγές από κληροδοτήματα (Β. Ισ. 158, απ. 265, Ολυμπιόδω ρος Εις Αλκ. 141. 13) και έδρευε σε μια πανεπιστημιακή πόλη η οποία είχε προ καιρού χασει την πολιτική της σημασία και ήταν εκείνη τη στιγμή ένα από τα τελευταία οχυρόι του παρακμόιςοντος παγανισμού, οι Αλεξανδρινοί δεν ήταν μόνο εξαρτημένοι από τις χορηγίες των δημοτικών αρχών, αλλόι και κινδύνευαν συνεχώς από την παρουσία στην πόλη τους του χριστιανού πατριάρχη και του κ
227
/
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
όχλου του που αποτελούνταν από φανατικούς μοναχούς. Το λι ντσάρισμα της Υπατίας ήταν συνεπώς ένα παράδειγμα που έπρεπε πάντα να θυμούνται ώστε να μετριάσουν τον παγανισμό τους. Οι
.ι
Ώ
Αθηναίοι στην πραγματικότητα θεωρούσαν τη διακριτικότητα μέγι στη σοφία· για παράδειγμα, ο Πρόκλος επέλεξε να εγκαταλείψει την Αθήνα για ένα χρόνο παρά να διακινδυνέψει τη δίωξη για ασέ ὅεια (Β. Πρ. 15). Δεν ηταν ωστόσο διατεθειμένοι ούτε να παραιτη δούν από την παγανιστική λατρεία ούτε να μετριάσουν τη θεολογι κή τους διδασκαλία. Ο Αμμώνιος, αντίθετα, αναγκάστηκε λόγω οι κονομικών πιέσεων να υπογράψει μια συμφωνία με τον πατριάρχη Αθανάσιο, της οποίας οι όροι είναι άγνωστοι, αλλά για την οποία ο Δαμάσκιος τον κατακρίνει έντονα (Β. Ισ. απ. 316). Ενώ δεν ανα γκαξόταν φανερά να εγκαταλείψει τις διαλέξεις του σχετικά με τον Πλάτωνα, υπηρχαν ολοφάνερα ισχυρά κίνητρα για τους Αλεξαν δρινούς να επικεντρωθούν στο θεολογικά πιο ουδέτερο Αριστοτέ λη. Ο Ολυμπιόδωρος επισημαίνει την ανάγκη να μετριαστούν οι | | τονοι της διδασκαλιας του (Εις Αλκ. 22. Ι4 κ.ε.) και ειναι σημαντι κο οτι φτανει να περιορισει την προσοχη του στους ηθικους διαλό γους του Πλατωνα (στους Αλκιὅιάδης, Γοργιας και Φαίδων) αγνοώ ντας τα επίμαχα μεταφυσικά έργα όπως είναι ο Παρμενιδης. Από την άλλη μεριά οι Χριστιανοί που συμμετείχαν στη σχολη απέφευ γαν γενικά να παρουσιάζουν στα υπομνήματά τους προσωπικές τους θεολογικές απόψεις· χαρακτηριστική είναι η αντίθεση μεταξύ των υπομνημόιτων του Φιλόπονου στον Αριστοτέλη και της πολε μικής του ενάντια στον Πρόκλο (έχει σημασία ότι γράφτηκε το : | 529, το χρονο κατα τον οποιο εκλεισε η Ακαδημια). Συμὅιὅασμοι : Ι οπως αυτοι εξηγουν την ομαλη μεταὅιὅαση της σχολης σε χριστια νικόι χέρια και της έδωσαν τη δυνατότητα να διατηρηθεί περισσό τερο από την ανταγωνιστική της Αθηναίκή. ι ν : Κατα ποσο τα παραπανω σημεια αποτελουν ενδειξη ὅαθυτερων δογματικών διαφορών είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Δεν υπάρχει κα μία αμφιὅολία ότι ο Νεοπλατωνισμός του Συριανού και του Πρό κλου είναι ὅασικόι μια εξέλιξη της διδασκαλίας του Ιάμὅλιχου και ελάχιστα μπορούν να σταθούν υποθέσεις όπως ότι ο Πλούταρχος διαφοροποιήθηκε από αυτούς επιστρέφοντας από τον Ιάμὅλιχο σε Ά
2
έ
2
2
2
2
2
ν
ι
ίτι ἱ
κ
1
2
έΞ δ
τι
.ε..„.ιων.#
2
2
ν
2
2
2
228
'τ°ι̃α¬·ειι.ε=.
2
2
2
ν
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
ένα περισσότερο πορφύρειο σύστημα. Οι απόψεις των Αλεξανδρι νών είναι πολύ πιο φευγαλέες. Γνωρίζουμε ελόιχιστα για τη διδα
σκαλία του Θέωνα και της Υπατίας και, ενώ η πορφύρεια επιρροή επικρατεί στα δοκίμια και στους ύμνους του Συνέσιου, αυτό δα μπορούσε να μαρτυρεί τις προσωπικές προτιμήσεις του Συνέσιου και όχι εκείνες της Υπατίας. Το σύστημα όμως του Ιεροκλή, όπως απεικονίζεται μέσα από το σωζόμενο σχολιασμό του στα πυδαγό Ρ εια ΧΡ υσά Ἐπη και από τα αποσπόισ ατα του έ ου του Πε ί Πρόνοιας (διασώζεται από τον Φώτιο Βιὅλ. οοαα. 2Ι3 και 251), απο τελεί αίνιγμα για οποιαδήποτε υπόδεση. Τα κατώτερα επίπεδα του σύμπαντος του Ιεροκλή, πραγματι, δεν διαφέρουν από εκείνα των όιλλων ύστερων Ν εοπλατωνικών, με τους μέσους όρους τους και τα αυστηρόι οροδετημένα οντολογικό. επίπεδα° εκείνο που είναι μονα δικό είναι ότι στην κορυφή του συστήματος δεν ὅρίσκεται το νεο πλατωνικό Εν, αλλά ένας Νους (ΧΕ εκδ. ΜυΙΙα‹:Ιι 28. 12, Φώτιος Βίὅλ. 462Β 18), ο οποίος ταυτίζεται με το Δημιουργό του Πλάτωνα (Φώτιος ό.π. Ι72Α 42) και περιγράφεται σαν να έχει δημιουργήσει τόσο το Νοητό όσο και τον αισδητό κόσμο εκ του μηδενός μια δε : ι | ωρια μοναδικη σε ολη την παγανιστικη| ελληνιστικη| φιλοσοφια, την | | | : ι ι οποια ωστοσο ο Ιεροκλης αποδιδει οχι μονο στον Πλατωνα και στον Αριστοτέλη, αλλά (εμφανώς) στον Αμμώνιο Σακκόι, στον παγανιστή Ωριγένη, στον Πλωτίνο και σε όλους τους σημαντικούς Νεοπλατω νικούς μέχρι και τον Πλούταρχο τον Αδηναίο (Φώτιος 1713, 46ΙΑ Β). Θα μπορούσε κάποιος να συμπερόινει μαζί με τον Δαμόισκιο ότι η ηδική ευγένεια του Ιεροκλή δεν συμὅόιδιζε με τα αντίστοιχα πνευ ματικόι του προσόντα (Β. Ισ. απ. ΙΟ6). Αλλόι το πιο σημαντικό στη σύγκριση Αδηναίων και Αλεξανδρινών και ενόψει της μορφής των δυσκολιών που παρουσιάζει το έργο τους είναι να προσδιορίσου με τις αντιλήψεις του Αμμώνιου και των διαδόχων του. Η πρόσφα τη έρευνα του όλου ζητήματος κλίνει στο ότι οι παγανιστές Αλε ξανδρινοί, μολονότι προτιμούσαν να αποφύγουν τις δεολογικές διαμόιχες, σιωπηρόι αποδέχονταν το αδηναϊκό σύστημα· ειδικόι, πρέπει να έχουμε κατά νου την εξαρτηση της πλατωνικής τους εξήγησης από τον Συριανό και τον Πρόκλο. Υπήρχε όμως τουλάχι στον ένα σημαντικό ζήτημα στο οποίο ο Αμμώνιος διέφερε από κ
ι ι
2
229
3
Ν ΕΟΠΛΑΤΩ ΝΙ ΣΜΟΣ
τους Αδηναίους και αυτό ήταν το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο ο Αρι στοτέλης συμφωνούσε με τον Πλόιτωνα. Όπως έχουμε δει (πρὅλ. σελ. 556), η τόιση μέχρι τον Πορφύριο και τον Ιόιμὅλιχο ήταν να υποστηρίξεται η συμφωνία μεταξύ των δύο διδασκόιλων όσο αυτό ήταν δυνατό. (Ενα καλό παρόιδειγμα της αναμιξης των ιδεών τους στον ύστερο Νεοπλατωνισμό αντιπροσω πεύεται από την πραγμόιτευση του Πρόκλου σχετικα με την κίνηση (ΣΘ 14, ΠΘ 1. 14). Ο Πρόκλος υποστηρίξει πλήρως το επιχείρημα του Αριστοτέλη σύμφωνα με το οποίο η κίνηση πρέπει να οδηγεί σε ένα Κινούν που είναι το ίδιο ακίνητο· και αυτό το Κινούν ο Πρό κλος, όπως και ο Αριστοτέλης, το ταυτίξει με το Νου. Επιπλέον όμως αντίστοιχα με το Πρώτο Κινούν πρέπει να υποδέσουμε αξιω ματικόι ένα Πρώτο Κινούμενο και αυτό, υποστηρίξει ο Πρόκλος (ακολουδώντας τα έργα Φαιδρος 245€ κ.ε. και Νόμοι 8946), μπο ρεί μόνο να είναι μια Αυτοκινούμενη Ψυχή. Εφόσον ο Αριστοτέλης δεν κατόρδωσε να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο ο έρωτας που εμπνέει ο Θεός στις ουρόινιες σφαίρες μπορούσε να τις δέτει σε κί νηση, η παρέμὅασή του αυτή δεν είναι αὅόισιμη, μολονότι ο Πρό κλος χαρακτηριστικό. υποστηρίξει επίσης ότι ένας μέσος όρος είναι απαραίτητος μεταξύ των εξ ολοκλήρου ακίνητων όντων και εκείνων τα οποία απαιτούν ένα εξωτερικό κινούν. Αντίστροφα, η αναφορόι του Πλόιτωνα στην Ψυχή του Κόσμου ως προικισμένη με «δεία διόι νοια» (Νόμοι Χ. 897Β 12) λαμὅόινεται ως αναγνώριση της εξόιρτη σής της από τις δύο ανώτερες νεοπλατωνικές Υποστόισεις (εφόσον για τους Αδηναίους, όπως δα δούμε, το «δεικό» επίπεδο είναι εκεί νο της Πρώτης Υπόστασης). Και αυτό, η σχολή υποστήριξε, απο δεικνύει την ανωτερότητα του Πλόιτωνα έναντι του Αριστοτέλη, ο οποίος δεν είχε δέσει τίποτε ανώτερο από το Νου (Πρόκλος ΠΘ 1. 3 σελ. 12. 23 κ.ε., Εις Παρμ. 1214. 715, Βε Ρτον. 31. 171). 'Ετσι έκα νε την αριστοτελική όιποφη του Νου μόνο τελικό αίτιο (δηλαδή υπεύδυνη μόνο για την Επιστροφή και όχι επίσης για την Πρόοδο).5 Όπως έχουμε δει, αυτό δεν ήταν τα μόνα σημεία (μολονότι ήταν τα πιο σημαντικό) στα οποία οι Αδηναίοι διαφωνούσαν με τον Αρι στοτέλη (πρὅλ. Πρόκλος Εις Παρμ. νΠ. 73. 10 κ.ε. και παραπόινω 5.
Πρόκλος Εις Πίι.
230
Ι.
2667, Εις Πσρμ. 922.
1
κ.ε.· πρβλ. ΣΘ 84, Συριονός
ἐι̃ς Μεταφ.
10. 32 κ.ε.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
σελ. 556). Και το ότι προχώρησαν από αυτήν την όιποψη μακρύτε
ρα από τον Αμμὡνιο φαίνεται από τις προσπόιδειες του τελευταίου
να αποδείξει ότι ο Θεός του Αριστοτέλη ήταν τελικόι επαρκές αίτιο (Σιμπλίκιος Π. Ουρ. Ζ7Ι. Π27, Φυσ. Ι36Ο3, Ασκληπιός Εις Μεταφ. ΙΟ3. 34, Ι5Ι. 1532). Ο Ηλίας ομοίως του αποδίδει τη δεωρία του Ενός υπερόινω του Νου (Εις Κατ. ΙΖΟ. 24 κ.ε.). Το τελευταίο ζήτη μα δεν επρόκειτο ωστόσο να λόιὅει ιδιαίτερο ὅαρος στα έργα των Αλεξανδρινών, εφόσον, πέρα από τον Ολυμπιόδωρο, προτιμούσαν να αποφεύγουν να συζητούν οτιδήποτε υψηλότερο από το Νουἔ Είναι συνεπώς εξαιρετικα δύσκολο να διαμορφώσουμε μια συ νολική εικόνα των μεταφυσικών απόψεων των Αλεξανδρινών και, μέχρις ότου πραγματοποιηδούν περαιτέρω μελέτες στα έργα τους, τα παραπανω σχόλια δα πρέπει να δεωρούνται προσωρινό. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι το κύριο επίτευγμα τους ὅασίζεται στο ότι συ νέχισαν την αφομοίωση της αριστοτελικής δεωρίας, ιδιαίτερα στον τομέα της λογικής, κόιτι που είχε ξεκινήσει από τον Πορφύριο και τον Ιόιμὅλιχο, και με αυτόν τον τρόπο ὅοήδησαν στη μετόιδοσή της στο μεσαιωνικό κόσμο. Και, μολονότι έτειναν να είναι περισσότερο προσγειωμένοι από τους Αδηναίους, οι τελευταίοι είχαν με τη σει ρόι τους δίκιο να τους κατηγορούν για έλλειψη μεταφυσικής δημι ουργίας. Γι' αυτό και δα πρέπει να αποκλειστούν από την παρού σα μελέτη μας. Το κύριο ενδιαφέρον μας δα στραφεί στη Σχολή των Αδηνών και ιδιαίτερα στο γνωστότερο εκπρόσωπό της, τον Πρόκλο. Από τα έργα του Πλούταρχου και του Συριανού διασώζονται μόνο τέσσερα ὅιὅλία του τελευταίου από το υπόμνημα του στο Μετά τα Φυσικά, καδώς και οι σημειώσεις του Ερμεία από τις διαλέξεις του Συριανού σχετικό. με το Φαιδρος. Φαίνεται όμως, τόσο από αυτόι τα έργα όσο και από την παραδοχή του ίδιου του Πρόκλου, ότι οι πε ρισσότερες από τις χαρακτηριστικές δεωρίες της Αδηναίκής Σχολής είχαν ήδη διατυπωδεί από τον Συριανό και ότι ο ρόλος του Πρόκλου τις Εναδες στον Ολυμτιιόδωρο ιτρβλ. Εις Αλκ. 4. 49, 5ί. ι̃θ, Εις Φαιδ. 280, ι̃8. Το ότι ο Σι μιτλίκιος παίρνει το μέρος του Αμμὼνιου μας δείχνει ότι η αντίθεσή τους δεν ήταν ατιλώς μια αντί θεση μεταξύ Αθηναίων και Αλεξανδρινών· ιτρβλ. επίσης Εις Κατ. 7. 2932, Π. Ουρ. 640. 2732, Φυα ι̃249. ι̃2ι̃7 σχετικό με την αποψή του ότι η διαφωνία των δύο δασκόλων είναι σε μεγόλο βαθμό λεκτικἡ. Αντίστροφα, ο Αλεξανδρινός συγγραφέας τού Αν. Προλ. Θ. 24 κ.ε. ακολουθεί την αποψη του Πρόκλου. Ο Ηλίας στο Εις Κατ. ι̃22. 2732 θεωρεί ότι οι ίδιοι σχολιαστές έτειναν να υιοθετούν διαφορετικές στασεις ατιέναντι ατο συγκεκριμένο πρόβλημα σε διαφορετικό τους έργα. 8. Γ ια
Ζ3Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ήταν περισσότερο ρόλος συστηματοποιητή των ιδεών άλλων παρά ρόλος πρωτότυπου διανοητή? Ως τέτοιος έχει ελάχιστους ομοίους του στην ιστορία της σκέψης. Η σημαντικότερη καινοτομία που αποδίδεται ειδικά στον Πλούταρχο αφορά την ερμηνεία του στο δεύτερο μέρος του διαλόγου Παρμενιδης (πρὅλ. σελ. 51). Η λύση του ὅασιςόταν στο γεγονός ότι οι εννέα υποδέσεις πρέπει να δια κριδούν, οι πρώτες πέντε ως καταφατικές, οι τέσσερις τελευταίες ως αποφατικές. Οι υποδέσεις Ιν, οι οποίες ασχολούνται με τις συ νέπειες της αξίωσης μιας απόλυτης Ενότητας, αφορούσαν αντί στοιχα το Εν καδαυτό, το Νου, την Ψυχή, την Ενσώματη Μορφή και την Ύλη· οι υποδέσεις νΙΙΧ συγκροτούν μια εις άτοπον απαγωγή καταδεικνύοντας ότι χωρίς μια τέτοια ενότητα τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει (Πρόκλος Εις Παρμ. ΙΟ5861, ΠΘ Ι. ΙΟ σελ. 41. 7 κ.ε., Ι. 12 σελ. '568). Ακόμη μεγαλύτερη ακρίὅεια προστέδηκε από τον Συ ριανό σχετικά με τη δεύτερη υπόδεση, της οποίας τα δεκατέσσερα συμπεράσματα δεωρούσε ότι αντιστοιχούσαν ένα προς ένα με τις διαφορετικές τάξεις μέσα στο Νοητό κόσμο, ενώ οι προηγούμενοι ερμηνευτές τα είχαν αποδώσει αδιακρίτως στο σύνολο αυτού του κόσμου (Εις Παρμ. 10614, ΠΘ Ι. ΙΟΠ). Το δέμα όμως που τον εν διέφερε δεν ήταν τα μέλη του Νοητού κόσμου αυτά καδαυτά, αλλά οι αντίστοιχες τάξεις δεών (πρὅλ. παρακάτω σελ. 236 σημ. ΙΟ και σελ. 240Ι). Ο Συριανός έτσι ξεπέρασε την αντίρρηση ότι τα πλα τωνικά κείμενα δεν είχαν μια συστηματική πραγματεία σχετικά με τη δεολογία και προσέφερε έναν κανόνα στον οποίο μπορούσε να αναφέρεται η δεολογία άλλων έργων, τόσο πλατωνικών όσο και μη πλατωνικών (ΠΘ Ι. 67). Αν το δούμε με αυτόν τον τρόπο, ο Παρ μενιδης προσέφερε το σχέδιο με ὅάση το οποίο ο Πρόκλος συνέδε σε το πιο περίτεχνο έργο του, την Πλατωνική Θεολογια. Παρά τη σημασία της και τη συστηματική της μορφή, εντούτοις, η Πλατωνική Θεολογια έχει ελάχιστα μελετηδεί στα νεότερα χρόνια. Αυτό οφείλεται εν μέρει τόσο στην απεραντολογία αλλά και στις ασάφειες των τελευταίων της ὅιὅλίων, όπως και στην απουσία μιας σύγχρονης έκδοσης, έλλειψη η οποία μόνο στις ημέρες μας επα νορδώνεται. Όπως και τα πλατωνικά υπομνήματα του Πρόκλου, 7. Πρβλ. Ποασε, Ε|επιε·ηιε. σελ. ›ο‹ί›ο‹ν.
232
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
είναι και αυτή ημιτελής, μολονότι αμφισὅητείται το κατά πόσο αυ τό οφείλεται στον ίδιο τον Πρόκλο ή είναι αποτέλεσμα μεταγενέ στερης λογοκρισίας, ίσως και εσκεμμένης ακόμη από τους χριστια νούς αντιπάλους του. Από τα ίδια τα υπομνήματα σώζονται εκείνα στα Αλκια̃άδης Ι, Ἱι̃μαιος και Παρμενίδης (όπως επίσης και ένα στο πρώτο ὅιὅλίο από τα Στοαεία του Ευκλείδη), μαζί με αποσπάσματα του υπομνήματος στο Κρατύλος και μια συλλογή δοκιμίων σχετικά | | | | | | με ζητήματα απο την Πολιτεια, απο τα οποια τα πιο γνωστα ειναι μια υπεράσπιση του Ομήρου ενάντια στις επικρίσεις του Πλάτωνα και ένας σχολιασμός του μύδου του Ηρός. Από τα υπόλοιπα σωζό μενα έργα του Πρόκλου (που αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο μόνο μέρος της τεράστιας παραγωγής του) μόνο εκείνα που ασχολούνται με μεταφυσικά ή δρησκευτικά ζητήματα μπορούν να μνημονευτούν. Αρχικά, μπορούμε να σημειώσουμε τρεις μικρές πραγματείες σχετι κά με δεολογικά ζητήματα, δύο (το Πεοετπ Παὸἰτετἰοπεε οὶτοει Ρτονἰα̃επϋειπι και το Πε Ρτονἰα̃ετιϋε ετ Ρ”είο)8 οι οποίες αναφέρο νται στην πρόνοια και την ειμαρμένη και μία (το Περί της των Κα κών Υποστοι̃σεως) η οποία πραγματεύεται την έννοια του κακού. Αυ τές ήταν προηγουμένως γνωστές μόνο από τη μεσαιωνική λατινική μετάφραση του Γουλιέλμου του Μοετοεκε, αλλά στα πρόσφατα χρόνια μεγάλο μέρος του ελληνικού του κειμένου έχει αποκατα σταδεί. Η δεουργία εξετάζεται σε ένα απόσπασμα του Περί της Ιε ρατικής Τέχνης (επίσης γνωστό ως Πε ὅαοτἱἰἰεἱο ετ Μεἔἰε) και σε λίγα σωζόμενα αποσπάσματα από το υπόμνημα του Πρόκλου στα Χαλδαι̃κοι̃ Λόγια· σύντομες καδώς είναι, και οι δύο είναι εξαιρετικής σημασίας για τις δρησκευτικές απόψεις της σχολής. Όμως το πιο γνωστό και με τη μεγαλύτερη επιρροή έργο του Πρόκλου είναι φυ σικά η Στοιχείωσις Θεολογική, ένα σπουδαίο έργο το οποίο, προλαμ ὅάνοντας τη μέδοδο του έργου Ηΰική του Σπινόζα, παρουσιάζει το σύνολο της νεοπλατωνικής μεταφυσικής ως μια σειρά 211 προτά σεων, καδεμία από τις οποίες προκύπτει από τη λογική επαγωγή των προηγουμένων της ακολουδώντας τη διαδικασία της Ευκλεί δειας γεωμετρίας. Ένα ακόμη έργο, η Φυσική Στοιχειι̃οσις, πραγμα τεύεται τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη με τον ίδιο τρόπο. Ζ
8. Σ.τ.μ.:
τα κείμενο έχουν διασωθεί σε λατινική μεταφραση. 233
ΝΕΟΠΛΑΤΩ ΝΙΣΜΟΣ
Η περιεκτική και δομημένη μέθοδος έκθεσης έχει εξασφαλίσει στο Στοιχεάυσις Θεολογική μια δίκαιη φήμη. Ωστόσο, αν μελετηθεί μεμο νωμένα, παρουσιάζει μια διαστρεὅλωμένη εικόνα του έργου του Πρόκλου, καθώς αναδεικνύει μόνο τη μεταφυσική του πλευρόι σε αντίθεση με τη θρησκευτική και την εξηγητική. Δεν χρειαζεται να υπογραμμίσουμε τη σημασία του Πρόκλου ως πλατωνικού υπομνη ματιστή· και τόσο τα ίδια του τα κείμενα (τα οποία περιλαμὅόινουν έναν αριθμό ύμνων) όσο και η ὅιογραφία του Μαρίνου τον παρου σιάζουν ως ένα ὅαθιόι θρησκευόμενο άνθρωπο. Ο ίδιος πίστευε ρόιγματι ότι η Αθηνά τον είχε καλέσει στη φιλοσοφία μέσα από ένα ειρο (Β. Πρ. 6) και τηρούσε ενσυνείδητα τις παγανιστικές τελε τουργίες (ό.π. Ι9)· ήταν επίσης γνώστης της θεουργικής πρακτικής, ο οποίος δεχόταν φωτισμένα οράματα της Εκόιτης και είχε τις δυ νόιμεις να θεραπεύει και να φέρνει ὅροχή (ό.π. 289). Γι” αυτό δεν μπορούμε να έχουμε μια συνολική εικόνα παρα μόνο μέσα από τη μελέτη μιας αντιπροσωπευτικής επιλογής των έργων του. Το να συ νοφίσουμε όμως έστω και ένα από αυτά είναι αδύνατο στο χώρο που έχουμε στη διάθεσή μας εδώ και θα πρέπει να θυμίσουμε στους ανα γνώστες ότι τα έργα αυτό δεν ασχολούνται μόνο με τις θεωρίες που συζητάμε εδώ, αλλόι και με τις αρχές τις οποίες ήδη εξετόισαμε σε σχέση με τον Ιόιμὅλιχο. Και, όπως έχουμε παρατηρήσει, πολλές από τις λεπτομέρειες αυτών των αρχών πρέπει να είναι έργο της Σχολής των Αθηνών. Εδώ όμως θα πρέπει να περιοριστούμε στα δόγματα εκείνα τα οποία δεν υπαρχει λόγος να θεωρήσουμε αποκλειστικα ή τουλαχιστον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της σχολής.
Π Μερικά. δασικό. δόγματα της Αθηναϊκής Σχολής Το μόνο σημαντικό ιαμὅλίχειο δόγμα που απορρίφτηκε από τον Πρόκλο (μολονότι αργότερα έγινε αποδεκτό από τον Δαμόισκιο, Π. Αρχ. Ι. 4 κ.ε.) ήταν η υπόθεση μιας Ἀρρητης Αρχής επέκεινα του Ζ34
ιιεω··τ°“`”Μ„`_ὶ°“'
οι 7!<
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ενός (πρὅλ. σελ. 1934). Ως προς τα υπόλοιπα δόγματα, οι Αδη ναίοι δεώρησαν καδἠκον τους να οδηγήσουν τις αρχές του Ιόιμὅλι χου ως τα ακραία τους λογικόι όρια και να καλύψουν οποιαδηποτε
κενά στη μεταφυσική ιεραρχία που τους φαινόταν ότι είχε αφησει.
Με ένα παράδειγμα, την εισαγωγη Νοητών και Νοερών δεών, έχου με ηδη ασχοληδεί (σελ. 2146). Το επιφανέστερο όμως παραδειγμα
είναι αυτό των δείκών Ενόιδων? Οι απαιτησεις τις οποίες εκπληρώνει το συγκεκριμένο δόγμα, το οποίο αναγνωρίζει μέσα στην Πρώτη Υπόσταση μια σειρά από Ενό τητες («Ενόιδες››) πέρα από το ίδιο το Εν, είναι τουλάχιστον τρεις. Πρώτον, εγκαδιστόι πληρη συμμετρία ανάμεσα σε αυτήν την Υπό σταση και τις κατώτερες τάξεις επεκτείνοντας σε αυτην την Υπό σταση την ιαμὅλίχεια διακριση Αμέδεκτων και Μετεχόμενων Όρων (ΣΘ 21, 113, πρὅλ. σελ. 2056). Οι Ενόιδες αποτελουν συνεπώς τις Μετεχόμενες ενότητες οι οποίες συνδέουν τις κατώτερες πραγματι κότητες με το Εν, το οποίο με τη σειρόι μετατρέπεται στην Αμέδεκτη Μονάδα της Πρώτης Υπόστασης (ΣΘ 116). Και ενώ οι σχέσεις μετα ξὐ των μελών αυτης της Υπόστασης δηλώνεται ότι είναι εγγύτερες ακόμη και από εκείνες των μελών της Νοητἠς τάξης (Εις Παρμ. 1048. 1121), πρέπει να τονιστεί ότι οι Ενόιδες δεν είναι απλώς όφεις ἡ χα ρακτηριστικόι της Πρώτης Αιτίας αλλά πραγματικές, αυδύπαρκτες οντότητες οι οποίες πηγάζουν από το Εν και εξαρτώνται από αυτό (πρὅλ. ΣΘ 114). Από εκεί πηγάζουν και οι όιλλες τους λειτουργίες, η μία μεταφυσικἠ, η άλλη δρησκευτικἡ. Η πρώτη λειτουργία, εκείνη η οποία γεφυρώνει το χάσμα μεταξυ Ενότητας και Πολλαπλότητας, δα εξεταστεί με συντομία· συγκεκριμένα δα δούμε τον τρόπο με τον οποίο, μολονότι το Εν είναι απολυτως ακατόιληπτο, οι Ενόιδες, πα ρότι ακατόιληπτες καδαυτές, μπορούν να γίνουν γνωστές κατ” ανα λογία προς τα δημιουργήματα τους. Πρώτα, συνεπώς, πρέπει να εξε τάσουμε τη δρησκευτικἠ τους λειτουργία, εκείνη που προσφέρει δέ ση στο νεοπλατωνικό σύστημα για τους παραδοσιακούς δεούς. Όπως έχουμε δει, οι Αδηναίοι δεν ηταν με κανένα τρόπο οι πρώ τοι Έλληνες φιλόσοφοι που έδεσαν το τελευταίο πρόὅλημα. Αυτό 1 κε.. 183. 24. Ο καθηγητής Δ. Ο111οη. ωστόσο. έχει σήμερα ιτροβόλει ισχυρό επιχειρήματα σχετικό με την ιαμβλίχειο προέλευση της θεωρίας.
9. ΣΘ 11885· πρβλ. Σιιρισνός Εις Μεταφ. 141.
235
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
που είναι καινούργιο στη λύση τους είναι η διάκριση που εισηγού ντομγμεταἑύςτων δεώνίοι οποίοι ταυτίζονται με τις Ενόιδες)ςκαι των «δεϊκών» αρχών των κατώτερων επιπέδων οι οποίες μετέχουν στη δεότητα των πρώτων μέσα από τη συμμετοχή στην ενότητά τους." Ο Πρόκλος έπρεπε πράγματι να παραδεχτεί ότι μια τέτοια διά κριση μεταξύ δεών και αρχών οι οποίες είναι απλώς «δείες κατά
μέδεξιν» είναι μια διάκριση την οποία ο Πλάτωνας, όπως και άλ λοι Ἑλληνες στοχαστές, παρέλειψε να υποστηρίξει· ούτε και ο ίδιος ο Πρόκλος επιτυγχάνει πάντοτε να τη διατηρήσει. Και (πέρα ακόμη και από τις πολυδεῖστικές περιπλοκές που τίδενται από τις Ενόιδες) η διάκριση ανάμεσα στην Πρώτη και τις κατώτερες Υπο στόισεις των Νεοπλατωνικών είναι προφανώς λιγότερο αυστηρή από εκείνη ανάμεσα στο Θεό και τα δημιουργήματα του στις σημι τικές δρησκείες. Παρ” όλα αυτά, η ιδέα της «δεῖκότητας κατά μέ ξιν» έχει φανερές συγγένειες με τη διδασκαλία της Ανατολικής δόδοξης Εκκλησίας σύμφωνα με την οποία ο άνδρωπος μπορεί να δεοποιηδεί μέσα από τη δεία χάρη" και ο Βοήδιος δεν ήταν με κανένα τρόπο ανορδόδοξος λοιπόν όταν εισήγαγε αυτήν την ιδέα στη Δύση (δοτιε. ΠΙ. ΙΟ). Μια παρόμοια αρχή διέπει την πραγμά τευση του Πρόκλου σχετικά με δύο μεγάλα δρησκευτικά ζητήμα τα, την Πρόνοια καιςτις δείες ιδιότητες. Θεμελιώδες στην εξήγηση του Πρόκλου για τις δείες ιδιότητες είναι το κύριο νεοπλατωνικό δόγμα ότι η ίδια η ιδιότητα (και ακό μη και ο ίδιος ο δεός, πρὅλ. σελ. ΖΖΟΙ) μπορεί να υπάρξει υπό μια κατάλληλη αλληλουχία διαδοχικώνςοντολογικών επιπέδων. Η συμ ὅολή του Πρόκλου είναι απλώςνα τδνι̃σει,`σΐ›μφωνα“μέτηίί γενικό τερη δέση του, ότι τέτοιες ιδιότητες παρουσιάζονται τέλειες και αναμφίὅολες μόνο στο επίπεδο των Ενάδων. Για παράδειγμα, ενώ ο Νους είναι αυδυπόστατος «κατά μέδεξιν», η Ψυχή «κατ' έλ λαμφιν» και ο αισδητός κόσμος «καδί ομοίωσιν προς το δείον», οι δεοί είναι αυδυπόστατοι από την ίδια τους τη φύση (ΠΘ Ι. 19, σελ. ι̃0. Γίρβλ. ΣΘ ι29, ΠΘ ί. 26 σελ. Μ4ισ κλπ. Είναι αυτη η εξίσωση της θεϊκότητας με την ενό τητα η οποία εξηγεί την αναφορά των Αθηναίων στη δευτερη υπόθεση του Παρμενιδης ίσχε τικά με τη Μετεχόμενη Ενότητα) σε σχεση με τις Ενάδες ίΠΘ ί. ί2 σελ. 58. Η κ.ε. και παρα πάνω σελ. 232).
ι̃ί. Πρβλ. Υ. |.οεεί‹γ, 236
εἶτα(ΌΌ
Τίτε·
Μνειίοεί Τίιεοίοαν οί ιίιε Εεείετη Οίιιποίτ, σελ. ί334.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
9Ι. Ι6ΖΙ)." Ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο ισχυρισμός των ύστερων
Νεοπλατωνικών σύμφωνα με τον οποίο κάδεςτάἑῳηὥπραγμγατικότῃταςςςῇως, προφανώς, και μάλλον αναπάντεχα, πὥἶλαμὅανομένων ακόμη και των Ενάδων (ΣΘ Ι59) αντιπροσωπεύει έναν κατάλληλο συνδυασμό Ορίου και Απείρου.'3 Ο κοσμογονικός ρόλος αυτών των δύο αρχών στον πρώιμο Πυδαγορισμό και στο έργο Φιληὅος του Πλάτωνα είναι αρκετά γνωστός και η εφαρμογή τους έχει επεκταδεί στο Νοητό κό σμο με την παραγωγή των Ιδεών εκ μέρους του Πλάτωνα από τις σχετιζόμενες αρχές της Ενότητας και της Αόριστης Δυάδας. Οικο δομώντας πάνω σε αυτές τις υποδείξεις, οι ύστεροι Ν εοπλατωνικοί προχώρησαν να ανακαλύψουν σε καδετί το υπαρκτό μια τριάδα Ορί ου, Απείρου και Μίξης των δύο, την οποία περαιτέρω εξίσωσαν με τις τρεις φάσεις της Μονής στην αιτία ενός πράγματος, της Προό δου και της Επιστροφής." Οι λόγοι αυτού του συσχετισμού δα γίνο νταν πλήρως ξεκάδαροι αν δυμόμασταν την περιγραφη του Πλωτί νου για τη γέννηση του Νου, σύμφωνα με την οποία το Ἀμορφο Ἀπειρον της Νοητής Ύλης είχε λάὅει Μορφή και Όριο μέσω της επιστροφής της προς στο Εν (παραπάνω σελ. 1167). Η μόνη αντί δεση του Πρόκλου στον Πλωτίνο ήταν ότι απέρριπτε την εφαρμογή του όρου Νοητή Ύλη στη φάση της Προόδου (ΠΘ ΠΙ. Ι38)· αντίδε τα δεωρεί ότι η απειρία του Νοητού κόσμου έγκειται στη δύναμή του, εφόσον, όπως και πολλοί άλλοι Νεοπλατωνικοί, αρνείται την ύπαρξη του μαδηματικού απείρου (ΣΘ 86). Για τον Πρόκλο, όπως και γι' αυτούς, η δύναμη όλων των αιώνιων αρχών είναι ανεξάντλητη και συνεπώς απεριόριστη (ΣΘ 84· πρὅλ. Ενν. νἱ. 5. Π και παραπά νω σελ. ΙΟ12). Αυτό όμως φαίνεται να αντιφάσκει με την άλλη ὅα σική αρχή των Ν εοπλατωνικών σύμφωνα με την οποία η δύναμη των κατώτερων Υποστάσεων είναι μικρότερη από εκείνη των δημιουργών τους (πρὅλ. σελ. 912). Η λύση των Αδηναίων ήταν να δεωρήσουν Ρ
ι̃2. Όπως και σε μερικά εδάφια του Πλωτίνου (ιτρβλ. σελ. ι̃06 σημ. 27). το Εν θεωρείται υιτερβατική αυτάρκεια (ΣΘ ι̃Ο). ι̃3. Πρβλ. ΣΘ 8992, ΠΘ |||. 79. ι̃3ι̃ κ.ε., ιδιαίτερα ι̃334, Εις Τάι. Ι. ι̃75 κ.ε., 884 κ.ε., Εις Παρμ. κ.ε., Συρισνὁς Εις Μεταφ. ι̃ι̃2. ι̃4 κ.ε.· σχετικό με τον Ιάμβλιχο πρβλ. Δαμάσκισς Π. Αρχ. Ι. ι̃0ι̃. τι κ.ε., ι̃03. 6 κ.ε. Οι λεπτομέρειες συνοψίζονται από τον Οοσσε, Ε|ετηεητε, σελ. 247 και τον Βευτιετ. ΗΕ στο άρθρο του ‹‹ΡτοΙ‹Ιοε». στήλη 228.
ι̃ι̃ι̃υ
ι̃4. Πρβλ. ΠΘΙΝ. σελ. τ35, Μι, ι44. ι̃57 κλπ., Δαμασκιος Π. Αρχ
ι.
86.
ι̃0 κ.ε. κλπ. 237
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΧΣΜΟΣ
την απειρία, όπως και ό.λλα δεϊκόι χαρακτηριστικό, ένα σχετικό όρο (ΣΘ 93, Π. Κακ. 11. 889, Συριανός Εις Μεταφ. 147. 1322). Και αυ τό τους έδωσε περαιτέρω τη δυνατότητα να απαντήσουν στην αντίρρηση του Αλέξανδρου ότι το όιπειρο πρέπει να είναι ακατόιλη πτο ακόμη και από το Θεό (πρὅλ. σελ. 63) υποστηρίζοντας ότι η άπειρη δύναμη κόιδε επιπέδου είναι πράγματι απεριόριστη (γιί αυ τό και ακατόιληπτη) για τα δημιουργήματα της, όμως (εφόσον είναι αυτόιρκης) περιορισμένη (και συνεπώς καταληπτή) από τον εαυτό της και τα πρότερόι της. Μια παρόμοια ενασχόληση με την κριτική της δεϊκής γνώσης από τον Αλέξανδρο χαρακτηρίζει και την πραγ ματεία του Πρόκλου σχετικόι με την πρόνοια (ΣΘ 1202). Το ότι η άσκηση της πρόνοιας πρέπει να αποτελεί ένα σημαντι κό μέρος της δρησκευτικής λειτουργίας των Ενόιδων δεν μας εκ πλήσσει. Και όπως όλοι οι Νεοπλατωνικοί, έτσι και ο Πρόκλος λαμ ὅόινει ως αφετηρία του τη δεωρίοι του Πλωτίνου συμφωνα με την οποία η δεία πρόνοια λειτουργεί αυτόματα και χωρίς εσκεμμένη προσπόιδεια ή, συμφωνα με την ορολογία της Σχολής των Αδη νών, «δυνόιμει της αληδινής ύπαρξης (των δεών)›› (αυτώ τω ειναι) (π.χ. ΣΘ 122, ΠΘ Ι. 15 σελ. 746). Με αυτούς τους όρους, ισχυρίζε ται ο Πρόκλος, οι Πλατωνικοί απέφυγαν τόσο την όιρνηση της πρό νοιας του Αριστοτέλη όσο και την κατόιργηση της δείας υπερὅατι κότητας των Στωικών (ΠΘ ό.π. σελ. 76. ΙΟ κ.ε., Εις Παρμ. 921). Εκεί όπου ο Πρόκλος προχωρεί πέρα από τον Πλωτίνο είναι στη δεώρη ση της πρόνοιας ως μιας ιδιαίτερης λειτουργίας των Εναδων, στην οποία τα υπόλοιπα όντα λαμὅόινουν μέρος μόνο δυνόιμει της συμ μετοχής τους στη δεότητα των Ενόιδων· οι δεϊκές ψυχές, για πα ραδειγμα, έχουν μια τριμερή δραστηριότητα: να ασκούν την πρό νοια ως δεϊκές, να κατέχουν γνώση ως προικισμένες με Νου και να παρόιγουν την κίνηση ως ψυχές (ΣΘ 201· πρὅλ. ό.π. 134). Αυτήν τη σχέση πρόνοιας και Ενόιδων ο Πρόκλος τη δικαιολογεί με ὅαση, πρώτον, το γεγονός ότι η πρόνοια περιλαμὅόινει απονομή του αγα δού και ότι η Αγαδότητα είναι το διακριτό χαρακτηριστικό της Πρώτης Υπόστασης (ΣΘ 1192Ο, ΠΘ Ι. 15. σελ. 74. 2 κ.ε.) και, δευ τερον, από την ετυμολογική προέλευση της ελληνικής λέξης πρό νοια από την πρανόηση. Διότι, όπως το Εν, έτσι και οι Ενόιδες
238
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
υπερὅαίνουν Είναι, Ζωη και Νου (ΣΘ 115), μολονότι τις αντικατο πτρίζουν στη δικἠ τους τριάδα ΎπαρξηΔυναμηΓνώση (την οποία ο Πρόκλος περαιτέρω συσχετίςει με τα τρία δεμελιώδη δόγματα του δέκατου ὅιὅλίου του έργου Νόμοι· πρὅλ. ΣΘ 121, ΠΘ Ι. 1316 και 17 σελ. 80. 1423)· εξ ου και ο συσχετισμός που κάνει του όρου πρό νοια με το τρίτο μέλος της τριάδας, την υπερνοητἠ γνώση της Ενά δος (ΣΘ 120· πρὅλ. Ενν. ν. 3. 1Ο. 43). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας κατάστασης γνώσης, πρέπει να δυμίσουμε, ήταν ένα παραδοσιακό δέμα διαμάχης (πρὅλ. σελ. 1θ67, 1889). Η κύρια συμὅολἠ του Πρόκλου είναι το επιχείρημά του, ενάντια στον Αλέξανδρο, σύμ φωνα με το οποίο η δεϊκἠ παντογνωσία εκτείνεται τόσο σε μεμονω μένα όσο και σε τυχαία γεγονότα.'5 Αφετηρία του Πρόκλου αποτε λεί η αρχη την οποία διατύπωσε ο Ιάμὅλιχος (πρὅλ. Αμμώνιος Π. Ερμ. 135. 1415) ότι η φυση της γνώσης δεν εξαρτάται από το γνω στικό αντικείμενο αλλά από το γνωστικό υποκείμενο· για παράδειγ μα, η αίσδηση και η λογικη ασχολουνται με τα ίδια αντικείμενα, αλ λά η πρώτη με αυτά τα αντικείμενα ατομικό., η τελευταία με τις κα δολικές τους όψεις. Ομοίως, η δεϊκῆ γνώση δεν πρέπει να εξαρτά ται από τις ατέλειες των αντικειμένων της, αλλά από την τελειότη τα του ίδιου του δεου. Γι' αυτόν το λόγο, πρώτον, η δεϊκῆ γνώση εί ναι μια αδιαίρετη ενότητα η οποία, όντας ελεὐδερη από τους πε ριορισμούς των κατώτερων επιπέδων και εκτεινόμενη ως τη δεία αι τιότητα (πρὅλ. σελ. 2468), αγκαλιάζει τόσο τα επιμέρους πράγμα τα όσο και τα καδολικά. Δεύτερον, οι δεοί συλλαμὅάνουν τα έγΗ χρονα συμὅάντα σε μία και μοναδικη άχρονη ενατένιση και γνωρί ζουν τα τυχαία γεγονότα χωρίς να επηρεάζονται από την τυχαία φυ ση τους. Τα λογικά συμπεράσματα του τελευταίου ισχυρισμου είχαν αναλυδεί περαιτέρω στο υπόμνημα του Αμμωνίου για τη συζήτηση του Αριστοτέλη σχετικά με τα τυχαία μελλοντικά γεγονότα (Π. Ερμ. κεφ. 9. 18ε. 28 κ.ε., Αμμώνιος Π. Ερμ. 1327) και η συνακόλουδη δεωρία παρουσιάζεται στο έργο του Βοἠδιου Εοπεοἔιτἰοτι (ν. 46). Αποτέλεσε συνεπώς τη ὅάση των προσπαδειών του Μεσαίωναςνα εναρμονιστεί η ελεὐδερη ὅοὐληση με τη δεία πρόγνωση.
.
15. ΣΘ ι̃24, ΠΘ 1. 21. Εις Τιμ. Ρτον. 825 (ι̃935).
Η
1
Ι.
351. 20
κε., Εις Πορμ. 956. 80 κ.ε.,
Π. Κακ. 2 κ.ε. (78 κ.ε.), Πε
239
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Πρέπει τώρα να επιστρέφουμε στην τρίτη λειτουργία των Ενα δων, αυτήν της μεσολόιὅησης μεταξύ της ασύλληπτης ενότητας του
Ενός και των κατώτερων πραγματικοτήτων. Η άποψη ορισμένων Ν εοπλατωνικών ότι η Υπέρτατη Αρχή περιέχει τις αιτίες αυτών των πραγματικοτήτων ιδέα η οποία, όπως έχουμε δει, υποστηριξόταν από τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο (πρὅλ. σελ. ΙΟ7, Ι878) απορ ρίπτεται από τον Πρόκλο ως αντιφατική προς την απόλυτη ενότη τα του Ενός (Εις Παρμ. ΙΙΟ78). Αντί γι, αυτήν εισόιγει την πολλα πλότητα στην Πρώτη Υπόσταση μέσω των Ενάδων. Μια αναγκαία
συνέπεια ήταν η απόρριφη της δεωρίας, που συνδέεται με την αντί δετη όιποιμη, σύμφωνα με την οποία το Εν μπορούσε να κατανοη δεί κατ, αναλογία προς τα δημιουργήματα του. Κατόι συνέπεια ο Πρόκλος δεν έκρινε απαραίτητο να ακολουδήσει το ιαμὅλίχειο αξίωμα της Ἀρρητης αρχής επέκεινα του Ενός (ΣΘ ΖΟ. σελ. 22. 30 Ι Ποααε). Αντίδετα τονίζει συνεχώς, ιδιαίτερα στο δεύτερο ὅιὅλίο του έργου Πλατωνική Θεολογια και στο τελευταίο μέρος του υπο μνήματος στο Παρμενιδης, την όιρρητη φύση του Ενός, τονίξοντας εμφατικόι, για παραδειγμα, ότι ακόμα και οι αρνήσεις στο Παρμενύ δης πρέπει τελικά να αρδούν (Εις Παρμ. νΠ. 6876· πρὅλ. ΠΘ Π. ΙΟ9).'® Και μια ακόμη πιο σημαντική συνέπεια είναι η διάκριση που εισάγει ο Πρόκλος μεταξύ του Ενός, το οποίο όντας Αμέδεκτον δα πρέπει να είναι πλήρως ακατόιληπτο, και των Ενόιδων· διότι, παρόι το ότι οι Ενόιδες παραμένουν ακατόιληπτες εν αυτές, κόιποια ιδέα μπορεί παρ” όλα αυτόι να σχηματιστεί για τη φύση τους μέσα από τα όντα που μετέχουν σε αυτές (ΕΤ ΙΖ3). Όπως ο Ποααε παρατη ρεί," ο Πρόκλος είναι κατ” αυτόν τον τρόπο σε δέση να αφιερώσει περισσότερες από 4ΟΟ σελίδες του έργου Πλατωνική Θεολογία στους «άγνωστους δεούς». Διότι, όπως και άλλες πραγματικότητες, έτσι και οι Ενόιδες τοποδετούνται σε μια ιεραρχική τόιξη αντικατο πτρίξοντας τη δομή των κατώτερων πραγματικοτήτων του σύμπα ντος. Υπαρχουν συνεπώς Νοητές Ενόιδες (αντίστοιχες στο Αμέδε κτο Ον), Νοητές και Νοερές Εναδες (αντίστοιχες στην Αμέδεκτη ιο. Εξ ου και ο Νόμος της Ανιίφααης δεν εφαρμόζεται στο Εν· διότι, αν και τα αντίθετα δεν είναι ποτέ και τα δύο αληθή, στο επίπεδο του Ενός είναι και τα δύο ψευδή (Εις Παρμ. νι|. 72. 222).
ι̃7.
240
Ειεπηετπε
οί Τήεοιοργ, σελ.
266.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ζωή), Νοερές Ενάδες (αντίστοιχες στον Αμέδεκτο Νου), Υπερκό σμιες Ενάδες (αντίστοιχες στην Αμέδεκτη Ψυχή) και Εγκόσμιες Ενάδες (αντίστοιχες στις Θείες Μετεχόμενες Ψυχές και στα σώμα τα που αυτές ςωοποιούν) (ΣΘ Ι6Ζ5). Σε κάδε περίπτωση οι εν λό γω Ενάδες δεν αποτελούν μέλη της τάξης της οποίας το όνομα φέ ρουν (μολονότι ο ίδιος ο Πρόκλος φαίνεται συχνά να τις συγχέει), αλλά της υπερὅατικής πηγής των διακριτών χαρακτηριστικών αυ τής της τάξης (σε κάδε περίπτωση φυσικά, όπως δείχνει το διά γραμμα στην επόμενη σελίδα, μέσω των κατάλληλων ενδιάμεσων οντοτήτων). Είναι αυτό το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα, με τη Μέδοδο της Αναλογίας, να συμπεράνουμε κάποια στοιχεία για τη φύση των Ενάδων μέσω των αποτελεσμάτων τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύμπαν στο οποίο οι δομικές αρχές του ιαμὅλίχειου Νεοπλατωνισμού οδηγούνται μέχρι το λογικό τους όριο και στο οποίο, περισσότερο από κάδε άλλη φορά, κάδε μεμονωμένη οντότητα έχει το δικό της καδορισμένο τόπο. Θα ήταν απλούστερο, και δα ὅοηδούσε να αποφύγουμε μια ανακεφαλαίω ση των προηγούμενων κεφαλαίων, να παρουσιάσουμε τη δομή των ανώτερων επιπέδων αυτού του σύμπαντος υπό τη μορφή δια γράμματος." Πάνω απ” όλα μπορεί να δειχτεί πώς κάδε ατομική αρχή έχει διττή καταγωγή, αντλώντας τα γενικά χαρακτηριστικά τηςύίαπό την Αμέδεκτη Μονάδα της τάξης της και τα ειδικά χα ρακτηριστικά της από την αντίστοιχη αρχή της αμέσως προηγού μενης τάξης· για παράδειγμα, οι ατομικές ψυχές είναι το κοινό πα ράγωγο της Αμέδεκτης Ψυχής και του δικού τους υπερὅατικού Νου. Γι, αυτόν το λόγο, εξαιτίας του νόμου σύμφωνα με τον οποίο τα αποτελέσματα επιστρέφουν στις αιτίες τους, μια οντότητα μπορεί να έρδει σε επαφή με τις κατώτερες πραγματικότητες μέ σω της διαμεσολάὅησης οποιασδήποτε από αυτές τις αρχές (ΣΘ 1089). Ο νόμος όμως αυτός τροποποιείται δραστικά από το επι πλέον αξίωμα σύμφωνα με το οποίο τα μέλη των ανώτερων Υπο στάσεων, καδώς ὅρίσκονται εγγύτερα στο Εν, πρέπει να είναι μι κρότερα σε αριδμό, μολονότι μεγαλύτερα σε δύναμη, από εκείνα
_
ι̃8. Με βαση το διάγραμμα του Οοααε της σελ. 282 από το έργο του Είεπιεητε και σύμφωνα με το σχήμα αυτου του έργου. το οποίο τιαραβλέιτει τους Νοητούς και Νοερούς θεούς.
ΖΙΙ
Ν ΕΟΠΛΑΤΩ Ν Ι ΣΜΟΣ
Εν
Νοητές Ενάδες |
Αμέδεκτον Ον
Νοερές Ενάδες
Μετεχόμενον
|
Ον ί
Αμέδεκτος Θείος Νους
Υπερκόσμιες Ενάδες
Μετεχόμενον
|
Ον |
Μετεχόμενος Θείος Νους ί
Αμέδεκτη Θεία Ψυχή
Εγκόσμιες Ενάδες |
Μετεχόμενος Θείος Νους
Μετεχόμενη Θεία Ψυχη
Μετεχόμενον Ον ί
|
|
Θείο Σώμα
των κατώτερων επιπέδων (ΣΘ 61Ζ). Γι” αυτόν το λόγο, όπως έχου με δει, δεν έχουν όλες οι ψυχές το δικό τους υπερὅατικό Νου (πρὅλ. παραπάνω σελ. 196), ακριὅώς όπως δεν έχουν όλοι οι Νό ες τη δικη τους δεῖκἠ Ενάδα (ΣΘ ΠΟΠ), αν και λόγω μιας εξαίρε σης που μας περιπλέκει, τα μέλη της Νοητἡς τάξης (π.χ. οι Ιδέ
ες) δηλώνεται ότι είναι ισάριδμα με τις Ενάδες από τις οποίες εξαρτώνται (ΣΘ 135). Από αυτό προκύπτει η διαίρεση των ψυχών σε τρεις κατηγορίες: δεϊκές ψυχές, εξαρτώμενες από έναν ατομι κό δεῖκό Νου, ανδρώπινες ψυχές οι οποίες στερούνται δικό τους υπερὅατικό Νου, και δαιμονικές ψυχές που αποτελούν ενδιάμεσες οντότητες μεταξύ των δύο, αφού, μολονότι έχουν το δικό τους Νου και είναι άρα ικανές να σκέπτονται συνεχώς, ο Νους τους δεν είναι δεῖκός εφόσον στερείται μια δικη του Ενάδα (ΣΘ 1845, ΖΟ2). Εξ ου και η ταύτιση των δαιμονικών ψυχών με τις ψυχές που συνοδεύουν διαρκώς τους δεούς όπως αυτές περιγράφονται στο Φαίδρος 248Α (πρὅλ. Ιάμὅλιχος Μυστ. Ι. ΙΟ. 36. 613), ένα χωρίο του οποίου η εικόνα των ψυχών να ακολουδούν την πομπή των δε ών αποκτά τώρα μεγάλη σημασία εφόσον είναι μόνο μέσα από τη μεσολάὅηση μιας υπερανδρώπινης ψυχης που μπορεί η ανδρώπι νη ψυχἠ να έρδει σε επαφη με το Νοητό κόσμο (ΣΘ 204). Ακόμη λιγότερο μπορεί να επιτευχδεί η ένωση με το Εν μέσα από τις ίδιες τις δυνάμεις του ανδρώπου ἡ απλώς μέσω της φιλοσοφίας 242
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
(ΠΘ Π. 96)· χρειόιςεται τη δρόιση μιας υπερὅατικἠς μόνο δύνα μης, με την οποία η δεουργία μόις φέρνει σε επαφη. Η δεμελίωση αυτης της δυνατότητας ὅασίςεται στην υπόδεση ότι.ο.όροςς}.ῖνάδα, όπως και οι όροι Ψυχή και Νους, μπορεί να χρη σιμοποιηδεί εναλλακτικό *δύο διαφορετικούς τρόπους (πρὅλ. σελ.2Ο7), δηλώνοντας είτε τους αυδύπαρκτους δεούς καδαυτούς είτε τις «ελλόιμψεις» (τα «είδωλόι››) τους τις οποίες οι ενότητες προὅόιλλουν στα κατώτερα όντα (ΣΘ 64° πρὅλ. Εις Παρμ. 1Ο62. 22 κ.ε.). Όπως έχουμε δει, χωρίς ενότητα τίποτα δεν μπορεί να υπαρξει (ΣΘ 1· πρὅλ. παραπανω σελ. 9Ο)· και σύμφωνα με την αρχή ότι το όμοιο αναγνωρίζεται από το όμοιο, μέσω της ενότη τας (ἠ της «ενόιδος››) που είναι παρούσα στην ανδρώπινη ψυχη μπορεί να επιτευχδεί η μυστικἠ ένωση με το Εν. Γι” αυτην την ενότητα οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί έχουν ποικίλους όρους, ο προ σφιλέστερος όμως είναι ο ανδός του Νου (δηλ. το πιο όιριστο μέ ρος του Νου, όρος ο οποίος προέρχεται από τα Χαλδαι̃κά Λό νια)"9 αλλού διακρίνεται μια ακόμη υψηλότερη αρχη, ς«ο ανδός ολόκληρης της φυχἠς» (Π. Χαλ. απ. 4 ]ε.11τι). Είναι αυτή η αρχἠ, στον πυρηνα της ύπαρξης μας, την οποία κατακτούμε μέσα από την ενοποίηση του νου μας και μέσω της οποίας ερχόμαστε σε επαφη με το δείο. Αυτό, φυσικό., δυμίζει τη δεωρία του Πλωτί νου σχετικόι με τις δύο καταστόισεις του Νου (πρὅλ. σελ. 14950), με τη σημαντική όμως διαφορα ότι ο Νους που αναφέρεται εδώ δεν είναι πλέον για τον Πρόκλο η υπερὅατικἠ Δεύτερη υπόσταση αλλά απλώς μια «έλλαμψἠ» της." Ομοίως, ενώ επαναλαμΰόινει τη μεταφορό. του Πλωτίνου για το «κέντρο» της ψυχῆς (πρὅλ. σελ. 151), ο Πρόκλος συμφωνεί με τον Ιόιμὅλιχο εναντίον του Πλω τίνου κατά το ότι αρνείται πως κόιποιο μέρος της ψυχής παραμέ νει όιπτωτο (ΣΘ 211, Εις Τίμ. ΠΙ. 333. 29 κ.ε.° πρὅλ. σελ. 196).
ἶ_ 10. ΧΛ σελ. 11
Κι· ιτρβλ. ΠΘ1.3. σελ. 1417. ΕιςΑλκ. 2478, Πε Ρτοκ 312 11712), Εις Παρμ. Θ κ.ε., Εις· Πρ. 1. 211. 24 κ.ε., Εις· Κροτ ΟΧ||1.86. 1113.
1044. 278, 1047. 1624, 1071.
20. Αιπό είναι ο λογος για τον οποίο ο Πρόκλος μερικες φορες φαίνεται να επιβεβαιώνει (Π. Κακ.) αυτό που σε αλλα σημεία εμφατικιίι αρνείται, ότι είμαστε ένας «νοητός κοσμος» (Εις
Πορμ). Τα παντα βρίσκονται πραγματι μέσα μας, μόνο ομως «με τον τρόπο που αρμόζει στην ψυχή» (ΠΘ13. σελ. 16. 1818).
243
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Έτσι γι, αυτόν, όπως και για τον Ιόιμὅλιχο, το μοναδικό δρόμο σωτηρίας."
η δεουργία προσφέρει
Υπήρχε πόιντοτε το πρόὅλημα να διαφοροποιηδεί η δεουργία από την κοινή μαγεία. Εφόσον οι εξωτερικές λειτουργίες και των δύο ήταν συχνόι ταυτόσημες, ήταν λογικό να αποδοδεί η διάκριση τους στην ιδιαίτερη νοοτροπία αυτών που τις εφόιρμοςαν. Εξ ου και η ση μασία η οποία δίνεται από τον ύστερο Νεοπλατωνισμό σε μια τριόι δα (περιττό να το πούμε) αρετών, πίστης, αλήδειας και έρωτος, με τις οποίες συνδέεται συχνόι ως τέταρτη η ελπιδα." Όσον αφορόι την καταγωγη και τη σημασία αυτης της πολύ σημαντικής τριόιδοις υπόιρχει συμφωνία μόνο σε ένα σημείο, ότι οι Νεοπλατωνικοί την πήραν όχι από το Χριστιανισμό, αλλά από τα Χαλδαι̃κοι̃ Λόγια (σελ. 26 Κτ.)· το κατά πόσο η εμφόινισἠ της έχει κόιποια σχέση με την παυλιανἠ τριόιδα πίστης, ελπιδας και αγάπης (Ι. Οοτ. ΧΙΙΙ) είναι κα τι για το οποίο είναι απίδανο να είμαστε ποτέ σε δέση να αποφα σίσουμε. Η τριάδα αναφέρεται τόσο από τον Πορφύριο (Εις Μαρκ. ΧΧΙν) όσο και από τον Ιόιμὅλιχο (Μυστ. ν. 26. σελ. Ζ39)· εφόσον όμως οι μόνες λεπτομερείς συζητήσεις που διαδέτουμε είναι σε σχέ ση με τις δρησκευτικές απόψεις της Σχολής των Αδηνών, η εξέτα σἠ της έχει αναὅληδεί μέχρι σημερα. Τα Χαλδαικά Λόγια πραγμα τεύονταν τις τρεις αρχές ως κοσμικές δυνάμεις· και ο Πρόκλος ομοίως τους αποδίδει το μεταφυσικό ρόλο της σύνδεσης των διά φορων τόιξεων μεταξύ τους και συγκεκριμένα των κατώτερων αρχών με τη δεῖκη τριόιδα Αγαδόν, Σοφία και Καλλος (ΠΘ Ι. 25, Εις Αλκ. 513· πρὅλ. Εις Τιμ Ι. ΖΙ2. ΖΟ5). Ο συσχετισμός της Αλἠδειας με τη Σοφία και του Έρωτα με το Καλλος είναι πλατωνικός και αυτο νόητος. Η εξήγηση του Πρόκλου για τον έρωτα προκαλεί σύγχυση 2τ. Οι αναγνώστες θα πρέπει να προειδοποιηθοόν ότι η σχέση των παραπανω ιδεών, καθώς και εκείνων που ακολουθούν, με την τελετουργική θεουργία δεν είναι καθόλου ξεκάθαρες. Μερικοί μελετητές βλέπουν στις πρώτες έναν υψηλότερο τύπο θεουργίας, που δεν έχει τί ποτα κοινό πέρα από το όνομα με την τελευταία. Το ότι η τελετουργική θεουργία έχει πε ριορισμούς υπονοείται στο Εις Κροτ. ι.ΧΧΙ. 32. ι̃8 κ.ε. και ΟΧΝΙ. 65. 238 (τις αναφορές τις οφείλω στον κ. Απσιενν Βιπιιιι).
τις πρόσφατες συζητήσεις σχετικό με την τριόδα πρβλ. Η. ιεννγ, Οπειαεεπ Οτεο|εε ειπα Τπευτον, σελ. ι̃448· Α. Η. Απηειιοηα, <‹Ρ|ειοηἰε Ετοε από Οπτιετἰεη Ασορε». Οοννηεισε· Ηενιενα 79 (ι̃θθι̃) ι̃052ι̃· Ε. Η. Οοααε. Ρεςεη ειπα Οητιετιεπ ιη επ Ασε οίΑη›‹ιετ_ν. σελ. ι̃223· 22. Για
ιι. Μ. Ηιει, Ρ|οΙ|ηυε: τησ Ηοεα το Ηεε|Ιι,ιη κεφ.
244
ι̃7
(σελ. 28ι̃48).
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
σε εκείνους που δα χάραξαν μια ευδιάκριτη αντίδεση μεταξύ πλα
τωνικού έρωτα και χριστιανικής αγάπης, εφόσον ο Πρόκλος διακρί νει δύο μορφές έρωτα, την καδαρά πλατωνική, την «ανοδική» μορ φή που υποκινεί τις κατώτερες αρχές να επιδιώξουν τις ανώτερές τους, και την «καδοδική ›› ή «προνοιακή ›› μορφή (έρως προνοητικός) κατά την οποία προτρέπει αυτές τις ανώτερες αρχές να φροντίσουν τα δημιουργήματά τους (Εις Αλκ. 546). Όπως παρουσιάξεται από τον Πρόκλο, η τελευταία υποδεικνύει μια μετάδεση σε κοσμικό επί πεδο της φροντίδας του πλατωνικού φιλοσόφου για το αντικείμενο του έρωτά του. Μολονότι μια τέτοια μετάδεση δα μπορούσε να διεκδικήσει επιὅεὅαίωση από την περιγραφή που γίνεται στο έργο Τιμαιος των κινήτρων του Θείου Δημιουργού (29Ε), ο Πλάτωνας δεν τον είχε περιγράψει ως υποκινούμενο ειδικά από τον έρωτα και ο Πλωτίνος, όπως έχουμε δει, απέρριπτε πρακτικά οποιαδήποτε έν νοια «καδοδικού» είτε εκ μέρους του φιλοσόφου είτε εκ μέρους του Θεού (πρὅλ. σελ. Π3, 1467). Έχουμε συνεπώς ένα ακόμη σημάδι της αυξανόμενης έμφασης των ύστερων Νεοπλατωνικών στη δεία χάρη. Και είναι σε αυτό το φως που πρέπει να δεωρήσουμε το νέο τους, εξ ολοκλήρου μη πλατωνικό δόγμα της πίστης ως υπέρτερης της ορδολογικής γνώσης και ως οδηγού της ένωσης με το Αγαδόν. Ο Πρόκλος γνώριξε καλά, περιττό να πούμε, ότι στην Πολιτειρι είχε χρησιμοποιηδεί η «πίστη» ως τεχνικός όρος για τη γνώση του αισδητού κόσμου και ως εκ τούτου ιεραρχούνταν κάτω από τη λογι κή (Πολ. νἰ. 5ΠΠΕλ και η δική του περιγραφή ήταν προσεκτική στο να διακρίνει μια τέτοια πίστη από τα περιεχόμενα του νου (ΠΘ Ι. 25 σελ. ΠΟ. 1722). Η χρήση της «πίστης» από τον Πρόκλο μπο ρεί συνεπώς να συνιστά σε μεγάλο ὅαδμό ένα παράδοξο όμοιο με την αναγνώριση της «γνωρίξουσας άγνοιας» που υπερέὅαινε τη γνώση εκ μέρους των Μεσαιωνικών Πατέρων. Όμως ο συσχετισμός της πίστης με το Αγαδόν δείχνει την επιρροή των απόψεων της χαλ δαἰκής παράδοσης για τη δεουργία ως οδό προς την υπέρτατη αρ χή και για την πίστη ως την κατεξοχήν δεουργική αρετή (πρὅλ. ΠΘ ό.π. σελ. Π3. 4ΙΟ, Εις Αλκ. 53. Ι2). Όπως έχουμε δει, απώτατος στόχος της δεουργίας ήταν η μυστική εμπειρία (σελ. 179) και για τον Πρόκλο, όπως για τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Αγ. Ιωάννη του 245
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
Σταυρού, η πίστη φαίνεται πως έχει το ρόλο να ενδαρρύνει τον μυ ούμενο να εγκαταλείψει τη σταδερότητα της διανοητικής σκέψης και να ρίξει τον εαυτό του στο δεϊκό σκότος. Η χρήση της πιδανό τατα δεν δηλώνει τόσο πολύ έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους του Πρόκλου σχετικό. με τις ικανότητες της ατομικής ψυχής (εφόσον η πίστη περιγράφεται στην ΠΘ ό.π. ΠΟ. Ζ16 ως η δύναμη η οποία συνδέει τους ίδιους τους δεούς με το Εν· πρὅλ. ΠΘ Ιν. Ι94), αλλά μόιλλον τη νέα τόιση της παράδοσης με εμπιστοσύνη η οποία γινό ταν αναγκαία από την έμφαση των ύστερων Νεοπλατωνικών στη δεία υπερὅατικότητα. Ἐτσι λοιπόν συνδέεται με τη ρήση του Θεό δωρου του Ασιναίου, την οποία ο Πρόκλος παραδέτει περισσότερες από μία φορές, ότι «τα παντα προσεύχονται πλην του Πρώτου» (Εις Τιμ. Ι. ΖΙ3. Ζ3, ΟΜΑΟ νἱ. Ι48. ΙΖ18), μια σε δρησκευτική γλώσσα έκφραση της αρχής ότι τα πόιντα επιστρέφουν στην αιτία τους και έτσι έμμεσα στην αιτία του παντός. Ότι ακόμη και τα όιψυ χα αντικείμενα επιδιώκουν να μιμηδούν το Αγαδόν είχε διατυπωδεί ανεπιφύλακτα τόσο στο διόιλογο Φαίδων (74Ι) κ.ε.) όσο και από τον Αριστοτέλη και είναι ακριὅώς η ομοιότητα προς τους δεούς που αποκτόιται από αυτήν την επιστροφή η οποία για τους ύστερους Νεοπλατωνικούς δικαιολογεί τη χρήση της δεουργίας.23 Και είναι φυσικό να διαὅλέψουμε ότι με την αναφορα του στη «δεία πίστη» ο Πρόκλος αναγνωρίζει μια παρόμοια δύναμη στο υπερανδρώπινο πεδίο. Εν πόιση περιπτώσει, παρότι μια δετική χριστιανική επιρροή στον Πρόκλο παραμένει αναπόδεικτη, φαίνεται ξεκάδαρα ότι η ανόιγκη να οικοδομηδεί μια δρησκεία ικανή να ανταγωνιστεί το Χρι στιανισμό αποτελεί τη μείζονα δύναμη πίσω από τη χρήση των όρων που μόλις μελετήσαμε. Ένας παρόμοιος συνδυασμός μεταφυσικών, δρησκευτικών και εξηγητικών σκοπών είναι φανερός στην όιλλη κύρια δογματική και νοτομία των Αδηναίωνἔ' που αφορούσε τη σχετική αιτιακή ισχύ των ανώτερων και κατώτερων αρχών και περιλόιμὅανε δύο στενό συν δεόμενες δεωρίες. Η πρώτη είναι ότι, εφόσον η δύναμη ενός όντος 23. Πρβλ. ΣΘ 39, ΠΘ 24. Ο καθηγητής
Η.
ΙΟ45. Εις Πρ.
Ι.
2ι̃0.
2 κ.ε.,
Ης Κρατ.
|.ΧΧΙ. 30.
ι̃θ κ.ε.
Οἰιίοη παρατηρεί ότι ο Ολυμπιόδωρος στο Εις Αλκ. ΝΟ. σετοι πως η θεωρία δεν ήταν ισμβλίχεια.
246
ι1.
ι̃8
κ.ε. υιτοινίσ
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
προέρχεται από την ίδια πηγή από την οποία προέρχεται και η ύπαρξή του, οι ανώτερες αρχές πρέπει να είναι υπεύδυνες όχι απλώς για τα δικόι τους όιμεσα δημιουργήματα, αλλόι και για όλα τα δημιουργήματα αυτών των τελευταίων (ΣΘ 56). Η δεύτερη, πιο ρι ζοσπαστική καινοτομία είναι ότι η αιτιακή ισχύς των ανώτερων αρ χών εκτείνεται ακόμη πιο κόιτω στην οντολογική κλίμακα απ” ό,τι εκείνη των κατώτερων αρχών (ΣΘ 57, 712). Ήταν δεμελιώδες στοι χείο για το Νεοπλατωνισμό ότι τα υψηλότερα μέλη της μεταφυσι κής ιεραρχίας είχαν μεγαλύτερη ισχύ και έπρεπε ως εκ τούτου να αποτελούν αιτίες περισσότερων αποτελεσμάτων απ, ό,τι τα δημι ουργήματόι τους· ήταν αυτό, όπως έχουμε δει, που οδήγησε τους ύστερους Ν εοπλατωνικούς να κατατασσουν το Είναι υπερόινω της Ζωής και τη Ζωή υπερανω του Νου (ΣΘ ΙΟΙ, πρὅλ. παραπάνω σελ. ΖΟ3). Αλλα, με αυτό ως δεδομένο, γίνεται φανερό ότι η δύναμη του Είναι δα εκτείνεται μακρύτερα από τα τρία, εφόσον όλα τα υλικόι αντικείμενα πρέπει να έχουν μορφή και αρα να υπόιρχουν, μολονό τι μόνο τα φυτόι έχουν ζωή και μόνο τα ζώα στοιχειώδη νόηση (πρὅλ. ΠΘ ΙΠ. 1279). Ομοίως, ένας άνδρωπος ή ένα ζώο υφίσταται ως σώ μα πριν εκδηλώσει ζωή και εκδηλώνει ζωή προτού αποκτήσει νόηση, ενώ στη γεροντική ηλικία και στο δόινατο η εξαφάνιση των τριών αρ χών γίνεται με αντίστροφη σειρόι (ΣΘ 70· πρὅλ. Συριανός Εις Με ταφ. 29. Ζ8). Το γεγονός όμως ότι ούτε και αυτή η ισχύς του Είναι (π.χ. της Μορφής) εκτείνεται μέχρι την Ύλη προκύπτει σαφώς από την όιμορφη φύση της τελευταίας" και είναι που εξηγεί την παρόι δοξη ομοιότητα μεταξύ της αμορφίας της Ύλης και εκείνης του Ενός ή, στην ορολογία των Αδηναίων, της «ομοιότητας στην ανο μοιότητόι» τους (ΠΘ Ι. 12. σελ. 57. 18ΖΟ, Συριανός Εις Μεταφ. 153. 27 κ.λπ.). Ήταν αυτή η ομοιότητα που έδωσε τη δυνατότητα στους ύστερους Νεοπλατωνικούς να συσχετίσουν τις αρνήσεις της πέ μπτης υπόδεσης στο Παρμενιδης με την Ύλη και ως εκ τούτου να τη συγκρίνουν με την αρνητική περιγραφή της πρώτης υπόδεσης για το Εν. Τώρα αυτό εξηγείται ὅόισει του επιχειρήματος ότι η Ύλη είναι δημιούργημα του Ενός και μόνο, καδώς η επιρροή όλων των 25. ΣΘ 72· τιρβλ. ΠΘ |. 3. σελ. ι̃θι̃8 κ.λιτ.
ι̃3. 23 κε., Εις Παρμ. ν||. 56. 36, Συριανός Εις Μεταφ. 59.
247
Ω
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ανώτερων αρχών έχει προηγουμένως εξαντληδεί. Γενικότερα, γίνε ται σαφές γιατί η πολυπλοκότητα αυξάνει στο κέντρο της μεταφυ
σικής ιεραρχίας και αποκορυφώνεται με την έλλογη ψυχή (πρὅλ. σελ. 1534), αφού οι αρχές που διέπουν το κέντρο αυτής της ιεραρ χίας είναι το δημιούργημα περισσότερων αιτιών απ” ό,τι εκείνες στο κάδε άκρο (ΣΘ 589). Η αρχή εξυπηρετούσε εξίσου τους εξηγητικούς και δρησκευτι κούς σκοπούς της σχολής. Στην πρώτη περίπτωση δινόταν η εξήγη ση γιατί ο Δημιουργός στο Ήμαιος (του οποίου η ακριὅής δέση στην πνευματική ιεραρχία ήταν αντικείμενο διαμάχης, όμως οι Νεοπλα τωνικοί ποτέ δεν τον ταύτισαν με το Εν)" είχε έρδει αντιμέτωπος με μια προυπάρχουσα Ύλη (Εις Ἰι̃μ. Ι. 387. 5 κ.ε.). Από δρησκευτική πλευρά φαίνεται ότι προσέφερε μια δικαιολόγηση της δεουργίοις· διότι, εφόσον η Ύλη τώρα δεωρείται άμεσο δημιούργημα του Ενός, ενώ η Ψυχή χωρίζεται από αυτό μέσω πολυάριδμων μεσολαὅητικών όρων, μοιάζει εμφανώς ευκολότερο να ὅρεδεί η δεϊκή δύναμη μέσα στα υλικά αντικείμενα." Αυτό εντούτοις δεν φαίνεται να δηλώνεται απερίφραστα στο σωςόμενο κείμενο. Αυτό που πραγματικά επιτυγ χάνει η νέα περιγραφή της αιτιότητας και ως εδώ οπωσδήποτε χρησιμεύει στη δικαιολόγηση της δεουργίας είναι να διασφαλίσει την ισοδύναμη παρουσία της δεϊκής δύναμης σε κάδε επίπεδο (πρὅλ. Εις Τίμ. Ι. ΖΟ9. 13 κ.ε.) μια υπεράσπιση της δείας εμμέ νειας που είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε με εκείνη του Πλωτί νου. Μια τέτοια εκδοχή της δείας αιτιότητας ήταν ολοφάνερα πιο οικεία στους Χριστιανούς απ” ό,τι εκείνη των πρώιμων Νεοπλατω νικών και έμελλε να ανοίξει ένα δρόμο, μέσω του Αραὅικού Εὶϋετ α̃ε δειιιεὶε, έως το Μεσαιωνικό Σχολαστικισμό. Ήταν προφανώς αδύνατο σε μια τέτοια εκδοχή να διατηρηδεί η ταύτιση της Ύλης με το Κακό που υποστήριζε ο Πλωτίνος. Για τον Πλωτίνο ήταν δύσκολο είτε να εναρμονίσει αυτήν την ταύτιση με το μονισμό του είτε να αποδώσει όλα τα κακά της ψυχής στην Ύλη
(πρὅλ. σελ. 1345) και γι, αυτό άλλωστε, όπως και για άλλους λό γους, την απέρριπτε ο Πρόκλος (Π. Κακ. 307. 22939). Η εξίσωση 26. Για τις νεοιτλατωνικὲς αντιλήψεις ιτερί του Δημιουργού ιτρβλ. Εις Τιμ 27. Πρβλ. Οοοοε, Ε|εη·ιεηΙε
248
|.
2993ι̃9.
οί Τ|τεο|ορ_ν, σελ. 238 (σχολιέιζοιπαι π. 58 και 59).
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
ι
όμως του κακού με το μη ον από τον Πλωτίνο δεν μπορούσε να
εγκαταλειφτεί αν η δεῖκἠ παντοδυναμία έπρεπε να εναρμονιστεί με την επιμονή στην Πολιτεια ότι το κακό δεν οφείλεται ποτέ στο Θεό (Πολ. Π. 37980, πρὅλ. Π. Κακ. 23. 1979, Βοἠδιος δοιιε. ΠΙ. 12). Η λύση του Πρόκλου ήταν να δεωρἡσει το κακόςαπλώς απου .·π_°°°”°`°“ σία καλού· ακριὅέστερα είναι μια παρυπόστασιςςόρςος ,οοποίος δηλώνει, πρώτον, ότι το κακό παραπροιόν η διαστρέ και, δεύτερον, ότι ὅούλησης προς το καλό ὅλωση της παγκόσμιας το κακό δεν είχε καμια αυθεντική ύπαρξη. Διότι, πρώτον, ακόμη και το κακό του υλικού κόσμου ισχύει μόνο για τα μέρη του και όχι για το σύνολο του κόσμου· δεύτερον, εφόσον δεν υπόιρχει κόι ποια απόλυτη αρχἡ για το κακό, το τελευταίο δεν είναι ποτέ κα δαρό και πάντοτε χάρη στην πρόνοια μεταστρέφεται σε καλό. Τέ λος, το κακό είναι παρόν μόνο στα κατώτερα μεταφυσικόι επίπε δα, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να προσλόιὅουν το αγαδό που διαχέεται από τα πρότερό. τους επίπεδα στην πρωταρχικἠ του καδαρότητα° γι” αυτό, περιττό να το πούμε, δεν έχει καμία δέση στις δει̃κές Υποστόισεις. Πέρα από την όιρνηση μιας απόλυτης αρ χης του κακού, όλα αυτόι δεν είναι παρόι μια πιο συστηματικἠ αναδιατύπωση ενός μακραίωνου δόγματος." Η αποψη του Πρόκλου για την ψυχη ελόιχιστα προσδέτει σε εκείνη του Ιόιμὅλιχου. Μια ενδιαφέρουσα καινοτομία είναι η μεσο λόιὅησἠ του ανόιμεσα στον Πορφύριο και τον Ιόιμὅλιχο με την ανα γνώριση δύο λεπτοφυών «οχημόιτων» της ψυχης, το ένα από τα οποία είναι αδόινατο, το όιλλο φδαρτό." Με αυτό συμὅαδίςει ένας συμὅιὅασμός σχετικόι με την αδανασία της όιλογης ψυχής, διότι 9
είναί
7
σύμφωνα με τον Πρόκλο το αδόινατο όχημα είναι η έδρα ορισμέ νων «ριζωμόιτων της όιλογης ζωής», τα οποία η ψυχη πόιντα διατη ρεί και συνιστούν το πρωταρχικό ερέδισμα πίσω από την κόιδοδό της σε αυτόν τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο ο Πρόκλος λύνει το δύσκολο πρόὅλημα σχετικόι με το πώς μπορούν οι όιλογες κινησεις να εμφανίζονται σε μια μη ενσαρκωμένη ψυχη (πρὅλ. σελ. 133 κ.ε.). Συνολικόι στον Πρόκλο κυριαρχεί η «δετικη» όιποψη της καδόδου 28. Πρβλ. Π. Κακ. 504 (252Θ), ΠΘ |. 29. Εις Πτι.
ΠΙ.
288. Θι̃ κ.ε., 297..
ι̃8, Εις Πρ. Ι. 373 κ.ε., Σιμπλίκιος Εις Επικ. 898ι̃ Οϋοηετ.
ι̃6 κ.ε.· τιρβλ. ΣΘ ἹΘ8, 205, 207ι̃θ και παραπανω σελ.
ι̃7Θ80.
249
γιό
ί
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
της ψυχής αναγκαία, εφόσον υποστηρίζει (πιθανότατα ακολου θώντας τον Ιόιμὅλιχο) ότι απαιτείται να κατεὅεί τουλόιχιστον μία φορα στη διαρκεια κόιθε κοσμικού κύκλου (ΣΘ 206, Εις Τιμ. ΙΙΙ. 278. 9 κ.ε.· πρὅλ. Σαλούστιος Π. Θεών ΧΧ. Ζ3). Στην πραγματι κότητα υποστηρίζει ακόμη ότι η κάθοδος της ψυχής μιμείταμτήη̨ θεία πρόνοια και αγόιπη (Εις Αλκ. 32. 9 κ.ε.). η στάση του αλλού είναι περισσότερο πεσιμιστική (π.χ. Π. Κακ. 12. ΖΙΟ)° ούτε αυτό όμως προκαλεί έκπληξη, αφού έχουμε δει (σελ. 48) ότι η συ γκεκριμένη σύγκρουση ήταν ὅαθιόι ριζωμένη στον Πλατωνισμό για να ξεριζωθεί με μια απλή κίνηση.
ΠΙ Ο Δαμασκιος
και το τέλος της Ακαδημίας Από τον Δαμόισκιο, τον τελευταίο διευθυντή της Ακαδημίας. έχου με καποιες διαλέξειςσημειώσεις σχετικόι με το έργο Φιληὅος και μια σημαντική και σκοτεινή πραγματεία για τις Πρώτες Αρχές (Πε ρίΑρχών) γραμμένη όπως αρμόζει στην ερμηνεία των Αθηναίων γι” αυτόν το διάλογο με τη μορφη υπομνήματος στο Παρμενιδης. Πολλά στοιχεία από την πραγματεία του Δαμόισκιου είναι γραμμέ να ως πολεμική ενόιντια στην ερμηνεία του έργου από τον Πρόκλο° συγκεκριμένα ο Δοιμόισκιος ακολουθεί τον Ιόιμὅλιχο στην εδραίω ση μιας Ἀρρητης αρχής επέιδεινα του Ενός (Π. Αρ. Ι. 4. 6 κ.ε.). Εν μέρει στο ύφος του ανώνυμου σχολιαστή του Παρμενιδης, αλλά ακόμη πιο αποφασιστικό. τονίζει το απροσπέλαστο της Υπέρτατης Αρχής από την εννοιακή σκέψη (Π. Αρ. Ι. Ι5. 13 κ.ε.), ενώ δίνει συ νεχή έμφαση, σε κάθε επίπεδο. στη σχετικότητα όλων των εννοιών και στην ανεπάρκεια της ανθρώπινης γλώσσας (Π. Αρ. Ι. ΙΟ9. ΙΟ κ.ε.)· ένα καλό παράδειγμα είναι η έκθεσή του σχετικόι με την ανε πόιρκεια της παραδοσιακής εικονοποιίας της απορροής. Μια ολο κληρωμένη έκθεση της σκέψης του Δαμόσκιου θα πρέπει να περι μένει μια αξιόπιστη έκδοση των έργων του· στο μεταξύ μπορούμε 250
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
απλώς να παρατηρήσουμε ότι, ενώ δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να φέρνει στο φως κάποιες από τις συνέπειες της παρα
δοσιακής διδασκαλίας, εντούτοις σε αυτόν, όπως και στον ανώνυ μο σχολιαστή, οι συνέπειες ισοδυναμούσαν σχεδόν με την εκμηδέ νιση της όλης νεοπλατωνικής ιεραρχίας. Το πιδανότερο είναι ότι δα είχε υπάρξει σοὅαρή αντίσταση σε τέτοιες φυγόκεντρες τάσεις εάν η σχολή συνέχιζε να υφίσταται, όπως είχαν υπάρξει και στο παρελδόν° είναι σημαντικό ότι η ταυτόχρονη προσπάδεια του Φι λόπονου να καταργήσει τη διχοτομία μεταξύ ουρανών και υποσε λήνιων σφαιρών (πρὅλ. σελ. 2245) είχε ελάχιστη επιτυχία ακόμη και ανάμεσα στους Χριστιανούς, οι οποίοι ίσως αναμενόταν να κα λωσορίσουν μια τέτοια επίδεση στην παγανιστική δρησκεία. Αλλά για τη Σχολή των Αδηνών δεν υπήρχε πλέον χρόνος. Οι πλατωνι κές δεωρίες δέχονταν ήδη ισχυρές επιδέσεις από τη χριστιανική αριστοτελική Σχολή της Γάζας και το κλείσιμο της Ακαδημίας από τον Ιουστινιανό ήταν ένδειξη μιας γενικότερης αντίδρασης στον Πλατωνισμό, ιδιαίτερα στην παγανιστική αδηναϊκή του μορφή. Ο Στέφανος αναφέρεται ότι είχε διδάξει Πλάτωνα και Αριστοτέλη στην Κωνσταντινούπολη τον έὅδομο αιώνα· ως επί το πλείστον όμως οι Βυζαντινές σχολές επικεντρώδηκαν στον τελευταίο φιλό σοφο. Το ότι η επιρροή των Αδηναίων στη σκέψη του Βυζαντίου υπήρξε παρ, όλα αυτά ὅαρυσήμαντη ήταν αποτέλεσμα της αξιο σημείωτης πλαστογραφίας των γραπτών του Διονυσίου, μιας από τις κύριες πηγές της ὐστερης νεοπλατωνικής επιρροής, με την οποία δα ασχοληδοὐμε στο τελευταίο μας κεφάλαιο.
Ζ5Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΤΟ
επιρροή του Νεοπἢατωνισμου Η
ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ σε αυτό το κεφαλαιο, μια επισκόπηση της επιρροής του Νεοπλατωνισμοὐ απειλεί να γίνει κατι σχεδόν ταυτόσημο με την πολιτιστική ιστορία της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής μέχρι την Αναγέννηση, και από ορισμένες πλευρές κα τι ακόμα περισσότερο. Ο λόγος που αυτό δεν έχει παντοτε ανα γνωριστεί είναι ότι η επιρροή του Νεοπλατωνισμού υπήρξε συχνα έμμεση. Το ότι ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση είδαν τον Πλατω να μέσα από το πρίσμα του Μεσοπλατωνισμοὐ και του Νεοπλα τωνισμοὐ στην πραγματικότητα δεν έχει αναγνωριστεί σαφώς· εκείνο που έχει ακόμα λιγότερο εκτιμηδεί είναι η έκταση στην οποία οι νεοπλατωνικές ιδέες επηρέασαν τις μεσαιωνικές ερμη νείες του Αριστοτέλη. Αυτό είναι σημαντικό, αφού σημαίνει ότι το κυρίαρχο ρευμα της χριστιανικής δεολογίας, τόσο στην πλατωνι κή όσο και στην αριστοτελική του μορφή, υπήρξε παντοτε νεο πλατωνικό. Εδώ μπορούμε να επικεντρωδούμε μόνο σε λίγα από τα σημαντικότερα επεισόδια αυτής της ιστορίας· δα είμαστε, για παράδειγμα, σε δέση να πούμε λίγα για τη νεοπλατωνική επιρροή στην αναπτυξη της επιστήμης ή στην Αναγέννηση και στο σύγ χρονο αποκρυφισμό. Ούτε, πρέπει να τονιστεί, σκοπό έχουμε να 252
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
δώσουμε μια εξαντλητική ή ολόπλευρη περιγραφή των φιλοσόφων που πρόκειται να συζητήσουμε ούτε ὅέὅαια να ισχυριστούμε ότι
όλοι αυτοί δα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αδιακρίτως «Νεο πλατωνικοί››, αλλόι να δείξουμε, πρώτον, την έκταση της ύστερης επιρροής του Νεοπλατωνισμού και, δεύτερον, την ποικιλία των μορφών που αυτός μπόρεσε να πόιρει. Πιο ειδικόι δα δούμε πώς κόι ποιες μεταγενέστερες διαμάχες συχνόι απηχούν εκείνες τις οποίες είχαμε ήδη δει στον παγανιστικό Νεοπλατωνισμό και πώς νεοπλα τωνικών αντιλήψεων στοχαστές ασχολήδηκαν με το νέο πρόὅλημα να συμὅιὅόισουν την παγανιστική φιλοσοφία με την εξ αποκαλύψε ως δρησκεία. Σε αυτό το πρόὅλημα ο ὅυςαντινός, ο ισλαμικός και ο δυτικός μεσαιωνικός κόσμος ανταποκρίδηκαν ο καδένας με διαφο ρετικό τρόπο, μέχρις ότου τα διαφορα ρεύματα τους να συγκλίνουν στην πολιτιστική ζωή της Αναγέννησης. Ένας τρόπος και, όπως αποδείχτηκε, εκπληκτικό αποτελε σματικός να διατηρηδεί η νεοπλατωνική επιρροή σε πείσμα της επίσημης εχδρότητας στο ὅυζαντινό κόσμο εμφανίζεται στα κεί μενα του συγγραφέα κατόι τα τέλη του πέμπτου και τις αρχές του έκτου αιώνα τα οποία σώζονται ως εμόις με το όνομα του πρώτου Αδηναίου οπαδού του Απόστολου Παύλου, του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, στα οποία τα δόγματα του αδηναικού Νεοπλατωνι σμού παρουσιάζονται με χριστιανικό ένδυμα. Πέρα από καποιες επιστολές, το φιλολογικό σώμα του Διονυσίου περιλαμὅόινει τέσ σερα έργα: τη σύντομη αλλά εξαιρετικό σημαντική Μυστική Θεο λογια, η οποία πραγματεύεται την ‹‹αποφατική›› ή αρνητική δεο λογία και την πρακτική ασκηση του μυστικού· το Περί Θειι̃υν Ονο μάτων, που πραγματεύεται τη δετική ή «καταφατική» δεολογία° και τα Περί Ουρανίου Ιεραρχισς και Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρ χιας, τα οποία εξετάζουν τη μεσολόιὅηση της δεότητας στα γήινα όντα μέσω των ουρόινιων τόιξεων των αγγέλων και των γήινων τόι ξεων της Εκκλησίας. Η ταυτότητα και η εποχή του συγγραφέα, η σχέση του με τα γνωστόι μέλη της Αδηναι̃κής Σχολής και η σχετική καδαρότητα του Χριστιανισμού του παραμένουν αντικείμενα έντο νης διαμόιχης. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως η προσπά δειόι του να ενώσει το Νεοπλατωνισμό με την Ορθόδοξη δεολογία 253
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
δεν ήταν σε καμία περίπτωση η πρώτη. Η αποφατική δεολογία εί χε πλήρως εδραιωδεί στην ανατολική παράδοση το δεύτερο αιώνα από τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, ενώ η σκέψη και ο μυστικισμός των Καππαδοκών Πατέρων του πέμπτου αιώνα, του Γρηγόριου Ναςιανςηνού (περ. 330περ. 390), του Βασιλείου Καισαρείας (περ. 330379) και ιδιαίτερα του Γρηγόριου Ν ύσσης (πέδανε το 394) ΰρί σκονταν υπό έντονη πλωτινική επιρροή. Το πρόὅλημα που τέδηκε από τα κείμενα του Διονυσίου, παρά το υποτιδέμενο αποστολικό τους κύρος, ήταν ότι ο Νεοπλατωνισμός του άνηκε στην πιο απε ρίφραστη παγανιστική Αδηναι̃κή Σχολή· ειδικότερα, η αγγελολογία του Διονυσίου δύμιςε σε μεγάλο ὅαδμό τις τάξεις των δεών της Αδηναῖκής Σχολής. Ως εκ τούτου ο Θεός του έτεινε να γίνει απλώς ο ανώτατος όρος της μεταφυσικής ιεραρχίας και ως τέτοιος να συλληφδεί σαν να επενεργούσε στον υλικό κόσμο μόνο μέσω με σολαὅητικώνδυνάμεων. Σε αυτό ο Διονύσιος απηχούσε τις αμφι λεγόμενες τάσεις του παγανιστικού Νεοπλατωνισμού και, ίσως ακόμα σημαντικότερο, παρουσιαςόταν εξίσου διφορούμενος στα δεμελιώδη σημεία που διέκριναν το νεοπλατωνικό από το χριστια νικό κοσμοείδωλο, όπως το αν η δημιουργία είναι απόρροια της δε ϊκής φύσης ή οφείλεται σε μια δωρεά χάριτος (πρὅλ. σελ. 170 κ.ε.). Γι, αυτό και ο τελετουργισμός του έτεινε να χάσει το υπερφυσικό του στοιχείο και γινόταν δύσκολο να διακριδεί από την παγανιστι κή δεουργία (σελ. 174, 1789). Τέλος, ο Διονύσιος φαινόταν να δί νει ελάχιστη σημασία στην ενανδρώπιση. Δεν δα κρίνουμε εδώ το δίκιο αυτών των κατηγοριών· πρέπει απλώς να σημειώσουμε ότι έγιναν και ήταν μόνο αφότου η ορδοδοξία του υποστηρίχτηκε από τα σχόλια του Ιωάννη Σκυδουπόλεως (περ. 53Ο) και του Μάξιμου του Ομολογητή (58Ο622) που τα κείμενα του Διονυσίου μπόρεσαν να γίνουν πλήρως αποδεκτά. Η επίδρασή τους στη δυτική μεσαιω νική δεολογία και το μυστικισμό, που χρονολογείται από τη λατινι κή μετάφραση του 858 από τον Ιρλανδό φιλόσοφο Ιωάννη Σκὡτο Εριγένη (περ. 810περ. 877), η οποία ὅρήκε σύντομα μιμητές, στά δηκε εξίσου σημαντική. Μεγαλύτερες διαμάχες προκάλεσε η ίδια η σκέψη του Εριγένη, μια εξέλιξη των ὅυζαντινών νεοπλατωνικών ιδεών την οποία αξίζει να εξετάσουμε εν συντομία. 254
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Μια κύρια πηγή έντασης στο Νεοπλατωνισμό, όπως έχουμε δει, ήταν η διφορουμενη στάση τους απέναντι στον υλικό κόσμο. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το ότι και οι δύο πλευρές της εικονομα χικής διαμάχης του όγδοου αιώνα, γύρω από τη λατρεία των δείων εικόνων, και της ησυχαστικής διαμάχης του δέκατου τέταρτου αιώ να, στην οποία ο Γρηγόριος Παλαμάς (Ι2961357) υπερασπίστηκε το μυστικισμό του δείου φωτός ενάντια στην καδαρά αποφατική δεο λογία του μοναχού Βαρλαάμ, εκφράστηκαν με νεοπλατωνικοὐς όρους. Ήταν όμως χαρακτηριστικό για τη στάση της Ανατολικής Εκκλησίας απέναντι στον υλικό κόσμο το ότι και στις δύο περιπτώ | σεις δριάμὅευσε η δετική αποτίμηση του κόσμου αυτού. Ο λογος ήταν η αντίληψη του ὅυςαντινοὐ Νεοπλατωνισμοὐ για τη δημιουρ γία ως «δεοφάνεια» ή εκδήλωση του δείου, μια εξέλιξη της πλα τωνικής άποφης του αισδητοὐ κόσμου ως εικόνας του Νοητοὐ η οποία έδινε στον πρώτο μια δετικότερη αξία° η δεωρία των εικόνων ήταν απλώς μια συγκεκριμένη εφαρμογή αυτού. Εκεί όπου ο Εριγέ νης έσφαλε στα μάτια της Εκκλησίας, όταν προσπάδησε να εισα γάγει αυτό το δόγμα στη Δύση, ήταν η εκ μέρους του πραγμάτευση της δημιουργίας ως φυσικής εκδίπλωσης της δείας ενότητας και η συνακόλουδη παραδοχή ότι στη διάρκεια της δημιουργίας των άλ λων πραγμάτων ο Θεός δημιουργεί ταυτόχρονα και τον εαυτό του (Πἰν. Ναί. ΠΙ. 23). Εξ ου και η καταδίκη για πανδείσμό που επέσυ ρε η πραγματεία του Πε· Πἰνἱεὶοπε Νατιιτειε. Όλες οι νεοπλατωνικές επιδράσεις στο ὅυςαντινό κόσμο που έχουμε ως εδώ εξετάσει ήταν έμμεσες. Η μελέτη των ίδιων των πα γανιστών Νεοπλατωνικών ξανάρχισε μόνο κατά τη ὅυςαντινή Ανα γέννηση του ενδέκατου αιώνα, η οποία είχε επίκεντρο τη σχολή του Μιχαήλ Ψελλοὐ (ΙΟΙ879). Σε ένα περίφημο χωρίο του έργου Χρο νογραφιο του Ψελλοὐ (νΙ. 378), περιγράφει ο ίδιος τις νεοπλατω νικές του σπουδές και τον ιδιαίτερο ενδουσιασμό του για τον Πρό κλο. Όμως, μολονότι στον Ψελλό είναι όπου οφείλουμε πολλές από τις πληροφορίες μας σχετικά με τη δεουργική πλευρά του Πρό κλου, η στάση του Ψελλοὐ απέναντι στη δεουργία δεν ήταν καδό λου κριτική· στην πραγματικότητα, επιτέδηκε στο σὐγχρονό του πατριάρχη Κερουςάριο για την υποτιδέμενη εισαγωγή δεουργικών 255
\
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
τελετουργικών στην Εκκλησία. Ωστόσο η ίδια η ορδοδοξία του Ψελ λού δεν έγινε δεκτή χωρίς αμφισὅήτηση και ο μαδητής του Ιωαννης ο Ιταλός αφορίστηκε το ΙΟ8Ζ για διδασκαλία παγανιστικών δεω ριών, συμπεριλαμὅανομένης, όπως είχε υποστηριχτεί, της μετεν σόιρκωσης. Η ίδια η στόιση του Ψελλού έμοιαζε αμφίσημη. Αφενός δεν υπαρχει κανένας λόγος να αμφισὅητήσουμε την ομολογία πί στεώς του στην Εκκλησία· αφετέρου δεν κατόρδωσε να εναρμονί σει τη φιλοσοφία του με την εξ αποκαλύψεως δρησκεία και σαφέ στατα έδειχνε πολύ μεγαλύτερη αφοσίωση στην πρώτη απ' ό,τι στην τελευταία. Θα συναντήσουμε μια παρόμοια στόιση μεταξύ των Αρόὅων φιλοσόφων, με την περίφημη δεωρία τους της «διπλής αλήδειας», και πιδανώς στον Βοήδιο μεταξύ των Λατίνων. Παρό μοιες αντιλήψεις ανέκυψαν σε σχέση με την πλατωνική σχολή του δέκατου πέμπτου αιώνα που ιδρύδηκε στο Μυστρά της Πελοπον νήσου από τον Γεώργιο Πλήδωνα Γεμιστό (περ. 1360περ. 1450) και όχι όιδικα, αν οι αναφορές των εχδρών του για τις δεωρίες του είναι ακριὅείς. Παρ, όλα αυτό. είχε σταλεί ως αντιπρόσωπος στη Σύ νοδο της Φλωρεντίας το 1438 για να διαπραγματευτεί την επανέ νωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας και εκεί ενέπνευ σε τον Κόζιμο των Μεδίκων να ιδρύσει τη δική του Πλατωνική Ακα δημία, ενώ ο μαδητής του Βησσαρίων στην πραγματικότητα μετα στρόιφηκε από την Ελληνική στη Λατινική Εκκλησία, όπου και έγι νε καρδινόιλιος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων ήταν η μεταδοση στη Δύση των ὅασικών κειμένων του Πλάτωνα και των παγανιστών Νεοπλατωνικών, πολλών από τους οποίους για πρώτη φορα. Τις συνέπειες δα τις δούμε σύντομα. Ο μουσουλμανικός κόσμος είχε εν τω μεταξύ προσλόιὅει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή του Νεοπλατωνισμού. Το ὅασικό του συστατικό, ένας νεοπλατωνικός αριστοτελισμός, ήταν μια συνέχεια της φιλοσοφικής παρόιδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής. Η τελευ σημειώσει, επέζησε στα αραὅικόι χρόνια, μέχρι ταία, όταν ετα έ δηκε στην Αντιό εια και πε Ρ ίπου το ίπου τ Δεν ήταν όμως ο μόνος δίαυλος μέσα από τον 90 στη Βαγ όιτη. ί οποίο η νεοπλατωνική σκέψη πέρασε στους Ἀραὅες: μια όιλλη κύ ρια πηγή ήταν οι συριακές μεταφράσεις των ελληνικών κειμένων
όπω με
Σ
256
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
στην Εγγύς Ανατολη. Και ενώ πολλόι νεοπλατωνικόι έργα πέρασαν στους Μουσουλμάνους μέσω της μίας ἡ της όιλλης οδού, τον κύριο ρόλο έπαιξε μια όιλλη αξιοσημείωτη πλαστογραφία, η αποκαλού μενη Αριστοτέλους Θεολογιοι, η οποία στην πραγματικότητα αποτε λείται από αποσπόισματα από τις Εννεάδες ΙνΜΙ επαυξημένη με συμπληρωματικό ἡ επεξηγηματικό υλικό προερχόμενο ίσως από το χαμένο υπόμνημα του Πορφύριου. Το ότι στην παρούσα μορφή του το έργο είναι μια εσκεμμένη πλαστογραφία αποδεικνύεται από τον πρόλογό του, όπου ο «Αριστοτέλης» το περιγράφει ως το αποκο ρύφωμα της σκέψης του στο οποίο απέὅλεπαν όλα τα υπόλοιπα έρ γα του. Δύο όιλλες παραφρόισεις του Πλωτίνου, το Επιστολή περί της Θειοις Επιστήμης και το Ρήσεις Ελλήνων Σοφών είναι γνωστές, ωστόσο, χωρίς το αριστοτελικό κύρος, είχαν πολύ μικρότερη επιρ ροη. Επίσης λιγότερο σημαντικό για τον αραὅικό κόσμο, αλλόι δε μελιώδες για το μεσαιωνικό ευρωποιἰκό Σχολαστικισμό, υπήρξε ένα όιλλο φευδοαριστοτελικό απόκρυφο, το Βιὅλίο περί του Απολύτου Αγαδού, γνωστό στη μεσαιωνική Δύση με τον τίτλο ‹‹Εὶρετ είε Οειιιεὶε», ένα έργο στην πραγματικότητα ὅασισμένο στό Στοιχειι̃υσις Θεολογική του Πρόκλου. Μπορεί να φανταστεί κανείς τη σύγχυση που προκληδηκε από τέτοια έργα· για παρόιδειγμα, το κεφαλαιο ΙΠ (παρ. 6776) από την αποκαλούμενη Θεολογιοι (ὅασισμένη στην Ενν. ΙΜ. 7. 85) απορρίπτει την ίδια τη δεωρία του Αριστοτέλη περί φυ χἠς, την οποία αποδίδει στους «υλιστές». Και το αποτέλεσμα ήταν ότι η ερμηνεία του Αριστοτέλη από τους Αραὅες στόιδηκε τουλόιχι στον τόσο νεοπλατωνικἠ όσο και η ερμηνεία τους στον Πλόιτωνα η ίσως και περισσότερο, αφού τον τελευταίο τον έὅλεπαν μέσα από τα ματια των προπλωτινικών ερμηνευτών, ιδιαίτερα του Γαληνού: για παραδειγμα, οι περισσότεροι από τους Ἀραὅες συμφωνούσαν με τον Γαληνό και τον Φιλόπονο, μια όιλλη σημαντικη επιρροή στη σκέψη τους, κατόι το ότι λόιμὅαναν κυριολεκτικόι την έγχρονη δημι ουργία στον Ἱι̃μαιο. Μια όιλλη απομάκρυνση από το Νεοπλατωνι σμό ηταν η αναὅίωση της πολιτικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα εκ μέ ρους τους. Εντούτοις, μερικοί από τους Μουσουλμόινους υποστηρι ξαν τη συμφωνία Πλόιτωνα και Αριστοτέλη, ιδιαίτερα ο αλΦόιρα μπι, ο οποίος έγραφε και ένα έργο για να το αποδείξει.
257
\\
Ν ΕΟΠΛΑΤΩ Ν ΙΣΜΟΣ
Ούτε δα έπρεπε να υποτιμηδεί η επιρροή των προνεοπλατωνι κών πηγών, ιδιαίτερα του Αλέξανδρου του Αφροδισιέως, στις αρα ὅικές ερμηνείες του Αριστοτέλη. Ωστόσο τα νεοπλατωνικόι απόκρυ φα προσέφεραν την ελόιχιστη προσδήκη που ήταν απαραίτητη για να γίνει ο αριστοτελισμός δεκτός σε ένα δρησκευόμενο νου, ιδιαίτε ρα στο ότι δεωρούσε το Θεό μια ικανή, όπως και τελική αιτία, μέσω της δεωρίας της απορροής. Ως εκ τούτου η επιρροή της Θεολογιας ήταν τόσο σημαντική όσο και το Μετά τα Φυσικά του ίδιου του Αρι στοτέλη και ούτε ακόμα και ο Αὅερρόης, παρόι τη διαδεσή του να επιστρέψει από το Ν εοπλατωνισμό του Αὅικέννα σε έναν αυστηρό τερο αριστοτελισμό, δεν μπορούσε να απορρίψει πλήρως τις ιδέες τηςἔ Διότι οι Ἀραὅες φιλόσοφοι, αν και με κόιπως διαφορετικούς τρόπους, ήταν στο σύνολό τους ειλικρινόι δρησκευόμενοι όινδρωποι, μολονότι η δρησκεία τους δεν ήταν τέτοια ώστε να γίνει δεκτή από τη μουσουλμανική ορδοδοξία. Σε αντίδεση με τη δέση που έλαὅε μέσα στο Χριστιανισμό, ο Νεοπλατωνισμός αποτέλεσε μόνο μια μι κρή συνιστώσα στην ορδόδοξη μουσουλμανική δεολογία μέχρι την εποχή του αλΓαξόιλι (ΙΟ58ΠΠ). Και ενώ ο πρώτος από τους κύριους μουσουλμάνους Περιπατητικούς, ο φιλόσοφος του ένατου αιώνα αλ Κίντι, προσπἀδησε να εναρμονίσει τη φιλοσοφία του με την αποκόι λυψη, εγκαταλείποντας χαρακτηριστικα την αιωνιότητα του κόσμου, μεταξύ των διαδόχων του, ο Τούρκος αλΦαραμπι (απ. 950), ο Πέρ σης ΙμπνΣίνα (Αὅικέννας, 980ΙΟ37) και ο Ισπανός ΙμπνΡουσντ (Αὅερρόης, ΙΙ2398) τήρησαν αντίδετη στάση. Δεν μπορεί εδώ να γί νει μια πλήρης περιγραφή των διαφορών μεταξύ όλων αυτών των φιλοσόφων, οι οποίες είναι τόσο σημαντικές όσο και οι ομοιότητές τους. Το μόνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η ὅασική τους οπτική απέναντι στην ορδοδοξία, όπως συνοψίξεται στην περίφημη δεωρία της «διπλής αλήδειας››° ανεξάρτητα από το κατόι πόσο αυτή διδα σκόταν ρητόι από τους φιλοσόφους, εκφρόιξει οπωσδήποτε τη δέση τους. Βαση της ήταν η απόρριψη οποιασδήποτε ορδολογικής συμ φιλίωσης λόγου και αποκόιλυψης, αφού και τα δύο μπορούσαν να αληδεύουν καδένα στη δική του σφαίρα. Γι” αυτό εόιν στην ουσία δεν ι . Η απορροή απορρίπτεται στην πραγματικότητα στο έργο του Αβερρόη Η Καταστροφή της Καταστροφής (Πι. ι̃86), ενώ αυτός φαίνεται να την αποδέχεται αλλού. 258
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΪ
πραγματευόταν την εξ αποκαλύψεως δρησκεία (όπως φαινόταν να κάνει ο Αὅερρόης), ως απλώς μια συμὅολική παρουσίαση της φιλο σοφικής διδασκαλίας για τις μάζες, τουλάχιστον διασφάλιζε την αυ τονομία της φιλοσοφίας από τη δεολογική παρέμὅαση. Εξ ου, για παράδειγμα, η απόρριψη εκ μέρους του φιλοσόφου της εκ του μη δενός δημιουργίας προς χάριν της απορροής. Εξ ου επίσης και η φυ σική τους εξήγηση για τα δαὐματα και την προφητεία (πρὅλ. σελ. 1223), τα πρώτα μέσω της κοσμικής συμπάδειας και η δεύτερη ως αποτέλεσμα της ένωσης του προφήτη με τον Ενεργητικό Νου του Αριστοτέλη· η ομοιότητα της διδασκαλίας του Αὅικέννα στο τελευ ταίο ζήτημα, σε συνδυασμό με στωικές και νεοπλατωνικές ιδέες, με εκείνη του Ιάμὅλιχου (πρὅλ. Αὅερρόης Τειήεἰαία]Τε}ιειΐαι® Χνἰ. 4967, και παραπάνω σελ. 199ΖΟΟ) είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Οι στάσεις των φιλοσόφων απέναντι στην προσωπική αδανασία ποίκιλ λαν· εκεί που συμφωνούσαν ήταν στο ότι απέρριπταν το ορδόδοξο δόγμα της ανάστασης του σώματος. Το τελευταίο ήταν ένα από τα τρία δεμελιώδη ζητήματα για τα οποία τους κατηγόρησε ο αλΓαζόι λι στο ορδόδοξο μανιφέστο του Η Καταστροφή των Φιλοσόφων· τα υπόλοιπα ήταν η αποδοχή της αιωνιότητας του κόσμου και η άρνη σή τους ότι ο Θεός γνωρίζει τις ατομικές ουσίες. Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτά τα τρία ζητήματα με τις τρεις επιφυλάξεις του Συνέσιου του Κυρηναίου (πρὅλ. σελ. 169 κ.ε.)· το πρόὅλημα της δε ῖκής γνώσης φυσικά έπαιζε ὅαρὐνοντα ρόλο στον αριστοτελισμό και είχε ιδιαίτερα τονιστεί από τον Αλέξανδρο (πρὅλ. σελ. 613), ενώ η εγκατάλειψη της προύπαρξης από τους Ἀραὅες οφειλόταν στην επιδυμία τους να συνδυάσουν τη νεοπλατωνική με την αριστοτε λική ψυχολογία. Οι επικρίσεις του αλΓαζάλι απαντήδηκαν στο έρ γο του Αὅερρόη Η Καταστροφή της Καταστροφής (Τα}1α1”ιιταΙ Ταίιειΐατ), μια από τις εκτενέστερες και πιο ενδιαφέρουσες διαμάχες στην ιστορία της δρησκευτικής σκέψης. Ο αλΓαζάλι πέτυχε το στό χο του και η επιρροή της αριστοτελικής σχολής στη μουσουλμανική σκέψη έφτασε στο τέλος της. Το μέλλον του ὅρισκόταν πλέον στα χέρια του δυτικοευρωπαϊκου Σχολαστικισμού, ο οποίος ξεκίνησε με ταφράσεις των αραὅικών κειμένων το δωδέκατο αιώνα. ίΕτσι άλλο ένα ρεύμα νεοπλατωνικής σκέψης έφτασε στη Δόση. 259
`°¬
ΝΕΟΠΛΑΤΠΝΙΣΜΟΣ
Ο δρίαμὅος του αλΓαςάλι ωστόσο δεν έδεσε τέλος στη νεοπλα τωνική επιρροή στο Ισλάμ. Έχουμε σημειώσει τη νεοπλατωνική τά ση της ίδιας της δεολογίας του αλΓαςάλι· πράγματι ο Αὅερρόης τον κατηγορεί δίκαιοι ότι ο ίδιος αποδέχεται μερικές από τις δεωρίες που επικρίνει στους φιλοσόφους. Ακόμη σημαντικότερη στάδηκε η
συμὅολή του στον ισλαμικό μυστικισμό (ή Σουφισμόλ στην πραγ ματικότητα οι νεοπλατωνικές ιδέες είναι απίδανο να μην υπήρχαν πριν στο Σουφισμό (μολονότι οι καταὅολές του κινήματος είναι αντικείμενο εκτεταμένων διαμαχών), αλλά επικράτησαν με τον αλ
Γαςάλι. Ανάμεσα στους πρώτους σούφι ήταν ο Αιγύπτιος Ντουλ Νουν (απ. 859) εκείνος που δεωρείται ότι εισήγαγε ελληνικές ιδέες, μολονότι αυτές πρέπει να ήταν περισσότερο ερμητικές παρά νεο πλατωνικές° σε κάθε περίπτωση, είναι απίδανο να γνώριζε τη Θεο λογια, η οποία δεν είχε μεταφραστεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Εντούτοις μια άλλη εκδοχή του ισλαμικού Ν εοπλατωνισμού επρό κειτο να εμφανιστεί στη δεοσοφική σχολή του Πέρση Σουχραὅαρυ τί (Π5591), ὅασιςόμενη σε ιδέες που προέρχονταν από τη Θεολογια
και ήδη παρούσες στον Αὅικέννα· ωστόσο, σε αντίδεση με τους μουσουλμάνους Περιπατητικούς, ο Σουχραὅαρυτί δεωρούσε τον εαυτό του πλατωνιστή και τόνιζε την κατωτερότητα του Αριστοτέ λη. Όλες οι παραπάνω παραδόσεις, φιλοσοφικές, μυστικές και δε οσοφικές, ενώδηκαν στο έργο του γεννημένου στην Ισπανία Ιμπν Ἀραμπι (Π651240), ο οποίος συνδυάζει τη δεοσοφική αντίληψη του σύμπαντος με κάποιου είδους μονισμό. Με την ιδέα ότι ο Θεός επι τυγχάνει την αυτογνωσία του μέσω του ανδρώπου διαφοροποιείται από το κύριο ρεύμα του Νεοπλατωνισμού προς την κατεύδυνση του Νουμήνιου και του ανώνυμου σχολιαστή του έργου Παρμενιδης, με τους οποίους ο Ἀραμπι συγγενεύει επίσης ως προς την παράδοξη λύση που δίνει στο δίλημμα εμμένειαςυπερὅατικότητας. Τις νεοπλατωνικές επιδράσεις στη μεσαιωνική ιουδαϊκή σκέψη και το μυστικισμό πρέπει να εξετάσουμε με μεγαλύτερη συντομία. Η παρουσία του στην Καμπαλά αποδεικνύεται από μια παραπομπή στη Θεολογία του Αριστοτέλη από τον Μωυσή της Λεόν, τον υποτι δέμενο συγγραφέα του Ζοχάρ* στη φιλοσοφία, η νεοπλατωνική 2. Βοηοιεπι,
260
Με/οι Ττειιαε ιη άεννιεή Μγειιοιεπι, σελ. 203.
ΗΠΠΡΡΟΗῖὉ!”ἶ επιρροη είναι ισχυρότερη στην ομολογουμένως πλατωνίςουσα διδα σκαλία του Ιμπν Γκεμπιρόλ (Αὅισεὅρών, περ. ΙΟΖΙπερ. 1058), που είναι γνωστότερος για την εξέλιξη της αντίληψης του Πλωτίνου σχε τικόι με τη Νοητη Ύλη. Απέναντι σε αυτην τη σχολη ο συνδυασμός που πρότεινε ο Μαϊμονίδης (Π35ΙΖΟ4) ενός αυστηρότερου αριστο τελισμού με μια δεμελιωδώς αποφατικη δεολογία παίζει τον ίδιο ρό λο που έπαιξε ο Αὅερρόης απέναντι στον Αὅικέννα. Μια ὅασικη σημασία αυτης της ιουδαικης φιλοσοφικης παρόιδοσης ηταν το ότι μετέδωσε τις νεοπλατωνικές ιδέες στον Σπινόςα. Σε σύγκριση με τη γνώση των Αρόιὅων για το Νεοπλατωνισμό, όπως και για τα ελληνικα φιλοσοφικό κείμενα γενικόι, εκείνη της πρώιμης μεσαιωνικης Δύσης είναι πενιχρη. Πράγματι, μεγαλο μέρος του μεσαιωνικού Πλατωνισμού, της κυρίαρχης δύναμης στη δυτικη σκέψη ως τη σχολαστικη περίοδο, δεν ηταν καδόλου ο Νεοπλατω νισμός, αλλό. μόιλλον ο Μεσοπλατωνισμός. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το υπόμνημα του Χαλκίδιου (τέταρτος αιώνας;) στο Ἰι̃μαιος, το μοναδικό πλατωνικό διόιλογο που ηταν γνωστός στη Δύση μέχρι τη μετάφραση των Μένων και Φαίδων το δωδέκατο αιώνα από τον Αρί στιππο· διότι, παρόι την πιδανη μεταπλωτινικη ημερομηνία του Χαλκίδιου, είναι η επιρροη του Νουμηνιου εκείνη που κυριαρχεί στο έργο του. Άλλες σημαντικές πηγές ηταν αυτές του Απουληιου, του Λατίνου Πλατωνικού του δεύτερου αιώνα, και η μετάφραση του Ερ μητικού έργου Ασκληπιός η οποία εσφαλμένα αποδίδεται στον ίδιο. Αλλόι ακόμη και αυτοί οι Λατίνοι συγγραφείς, των οποίων ο Νεο πλατωνισμός είναι αδιαμφισὅητητος, γενικόι διδόισκουν ένα σύστη μα αξιοσημείωτα πιο απλουστευμένα και πολύ πιο κοντό. στο Με σοπλατωνισμό απ' ό,τι εκείνο του ίδιου του Πλωτίνου. Έχουμε ηδη
δει δύο αλληλοσυσχετιζόμενους λόγους γι, αυτό (παραπάνω σελ. 1612): την αντιπαδεια των Δυτικών για τις μεταφυσικές λεπτολο γίες και το συνακόλουδο ενδουσιασμό τους για την εκλαῖκευτικη εκδοχη του Πορφύριου στη σκέψη του δασκόιλου του. Έτσι ακόμα και εκείνοι οι Λατίνοι συγγραφείς, όπως ο Αυγουστίνος (354430), που είχαν ασφαλώς μελετησει τον ίδιο τον Πλωτίνο, έτειναν να τον ὅλέπουν μέσα από το πρίσμα του Πορφύριου. Μεταξύ των παγα νιστών αυτό αληδεύει για τον Μακρόὅιο (περ. 400), συγγραφέα Ζ6Ι
ί
Ἡ
ΝΕΟΠΛΑΤΟΝΙΣΜΟΣ
ενός υπομνήματος στο Ξοηπιὶιιπι Ξεἱρὶοπὶε του Κικέρωνα, το οποίο παρουσίαζε το νεοπλατωνικό δόγμα σε μια μορφή αφομοιώσιμη από την καλλιεργημένη ανώτερη τάξη των Ρωμαίων της εποχής του. Η αδυναμία του Αυγουστίνου να δει την πλήρη αντίδεση μεταξύ των Υποστάσεων του Πλωτίνου και της χριστιανικής τριάδος εξη γείται ομοίως από τον τρόπο που είχε «συμπιέσει» τις πρώτες ο Πορφύριος. Παρ” όλα αυτά η γνώση που είχε ο Αυγουστίνος του Πλωτίνου, ιδιαίτερα της ψυχολογίας του, ήταν κάδε άλλο παρά επι φανειακή: παραδείγματά της είναι η ανάλυσή του σχετικά με τους αντίστοιχους ρόλους του σώματος και της ψυχής στην αίσδηση3 και η περίφημη «υποκειμενική» αντίληψη του χρόνου που παρουσιά ζεται στο έργο δοπἰεεεἱοπε ΧΙ. Ακόμη αργότερα στη ζωή του, αφό του στο έργο του Ιἔεττειετειτἰοπε είχε επικρίνει πολλές από τις νεα νικές πλατωνικές του ιδέες, η επιρροή τους πάνω του παρέμενε ισχυρή· δυστυχώς δεν μπορούμε αυτό να το αναλύσουμε περισσό τερο εδώ ούτε να εξετάσουμε τις ριζικές αλλαγές που υπέστησαν στο φως της προσωπικής εμπειρίας του Αυγουστίνου. Δύο Λατίνοι συγγραφείς ξεχωρίζουν από το κύριο ρεύμα, κατά πολύ λόγω της ανωτερότητας της φιλοσοφικής τους κατάρτισης έναντι των περισσότερων από τους Λατίνους συγχρόνους τους. Ο ένας είναι ο δεολόγος του τέταρτου αιώνα Μάριος Βικτωρίνος, του οποίου η μετάφραση του Πλωτίνου είχε χρησιμοποιηδεί από τον Αυγουστίνο και ο οποίος στην ύστερή του περίοδο μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και συνέγραψε διάφορες πραγματείες με τις οποίες πολεμούσε την αίρεση του Αρειανισμού αντανακλώντας την άποψη του ανώνυμου υπομνηματιστή του έργου Παρμενιδης για τις Υποστάσεις· αν το υπόμνημα είναι στην πραγματικότητα του Πορ φύριου, αντιπροσωπεύει μια πλευρά του έργου κατά τα άλλα χωρίς μεταγενέστερη επιρροή. Ο άλλος συγγραφέας, ο Βοήδιος (480 γι” 524), αντιπροσωπεύει την αλεξανδρινή παράδοση του ύστερου Νε | Ϊ, | Χ, οπλατωνισμού. Αυτο εμφανίζεται ιδιαιτερα στην εμφαση που δινει στη λογική, η οποία δικαιολογεί απολύτως την αξίωσή του στον τίτ λο του «Πρώτου Σχολάρχη», και στην άποψή του για τη συμφωνία Χ
7
Ρ
3. Πρβλ. θιἱίεοη, Οίπίείίεη Ρίιίίοεορήν οι' θι. Αυη̨υειίηε. σελ. 5865, 27882.
262
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Για να το αποδείξει αυτό είχε την πρό θεση να μεταφράσει το συνολο των έργων των δύο συγγραφέων στα Λατινικά, αλλά είχε μεταφράσει μόνο τις λογικές πραγματείες του Αριστοτέλη και την Εισαγωγή του Πορφυριου, όταν συνελήφθη από τον Γότθο ὅασιλιά Θεοδώριχο με την κατηγορία της προδοσίας. Και ενώ περίμενε την εκτέλεσή του, συνέθεσε το πιο πλατωνικό του έρ γο, το Βε εοηεοΙειτίοπεε Ρ}ιὶΙο5ορ}ιίσε. Έχει συχνά σχολιαστεί ότι, ενώ οι περί τριάδος πραγματείες του Βοήθιου, που είχαν γραφτεί νωρίτερα στη ζωή του, μαρτυρούσαν τη θεολογική του ορθοδοξία, τη στιγμη της κρίσης στράφηκε προς τον Πλατωνισμό· μια πιθανή εξήγηση έχει προταθεί παραπάνω (σελςςἔἔἔω̃). Εντούτοις, ο μη δογματικός και «μη αιρετικός» χαρακτήρας του αλεξανδρινοὐ Νε οπλατωνισμοὐ ὅοήθησε τον Βοήθιο να αποφύγει πολλά από τα δόγ ματα που ήταν ασὐμὅατα με το Χριστιανισμό, μολονότι όπως και άλλοι Πλατωνικοί είχε υποστηρίζει την προΰπαρξη της ψυχής και την αιωνιότητα του κόσμου. Όπως είπαμε, η πρώιμη θεωρία του δεν ήταν ακόμη εντελώς ανορθόδοξη (πρὅλ. σελ. 1713), ενώ ακόμη και ο Ακινάτης επρόκειτο να παραδεχτεί πως η τελευταία ίσως δικαιο λογείται από τη σκοπιά της φυσικής αιτιότητας, μολονότι όχι της αποκάλυψης. Ωστόσο, ο Βοήθιος τονίζει την αντίθεση μεταξυ της έγχρονης διάρκειας του κόσμου και της άχρονης αιωνιότητας του Θεού, δημιουργώντας σταδιακά τον τυπικό σχολαστικό ορισμό της αιωνιότητας ως «της πλήρως παράλληλης και τέλειας κατοχής της ατέρμονης ζωής» (‹‹ὶπτετπιὶπειρὶΙίε νὶτειε τοτε. εὶπιυ.Ι ετ ρετίεετει ροεεεεὶο», Εοηε. ν. 6). Το χρέος αυτής της περιγραφής στους Αθη ναίους και Αλεξανδρινοὐς διδασκάλους το έχουμε ήδη σημειώσει. Η μετάφραση του Διονυσίου από τον Εριγένη και οι μεταφρά σεις του δωδέκατου αιώνα, όπως και οι μεταγενέστερες μεταφρά σεις φιλοσοφικών πραγματειών από τα Αραὅικά, σηματοδότησαν σημαντικά στάδια της ανάκτησης του Νεοπλατωνισμοὐ από τη Δυ ση και εξασφάλισαν τη θέση ότι η αναγνώριση του Αριστοτέλη ως του φιλόσοφου δεν θα αποδυνάμωνε καθόλου τη νεοπλατωνική επιρροή° στην πραγματικότητα, ίσως και να την ενδυνάμωσε. Οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη και των νεοπλατωνικών σχολιαστών άρχισαν συντομα να γίνονται από το ελληνικό πρωτότυπο. Στην 263
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
επίδραση τους προστέδηκε αυτη της μετόιφρασης που έγινε μεταξύ του 1268 και 1281 από το φίλο τού Ακινόιτη Γουλιέλμο του Μοετοεκο, Αρχιεπίσκοπο Κορίνδου, του έργου Στοιχειι̃οσις Θεολογι κή του Πρόκλου, των υπομνημόιτων του στα Παρμενιδης και Ήμαιος και των τριών του σύντομων δρησκευτικών του πραγματειών. Αυτές οι μεταφρόισεις ὅοἠδησαν τον Ακινόιτη να διαγνώσει την πλαστότη τα του Εὶϋετ σε Εεαεὶε και έτσι να ελευδερώσει τον Αριστοτέλη από πολλές νεοπλατωνικές προσδἠκες που είχε δεχτεί από τους Ἀραὅεςἐ* Ένας όιλλος παρόιγοντας που συνέὅαλε στην ίδια κατεύ δυνση ηταν η αναγκη να συμφιλιωδεί ο Αριστοτέλης με την Καδο λικἡ ορδοδοξία, πρόιγμα που οδηγησε τον Ακινόιτη, με τον ίδιο τρό πο που οδηγησε νωρίτερα τους λεγόμενους Αὅικεννίςοντες Αυγου στινιανούς, όπως τον Γουλιέλμο της Ωὅέρνης (απ. 11801249), να απορρίφουν την απορροη για χαρη της εκ του μηδενός δημιουργίας και να υποὅιὅόισουν τις υπερὅατικές συνέπειες του δόγματος περί Ενεργητικού Νου. Ο Ακινό.της όμως δεν είχε καμία πρόδεση να εγκαταλείψει το ίδιο το Πε δειιιεὶε· στην πραγματικότητα, παραλ 2 ληλα με τον Διονύσιο (συνέδεσε ένα υπόμνημα σχετικόι με το Περι Θείων Ονομάτων), ο Αυγουστίνος, ο Βοἠδιος και τώρα ο Πρόκλος όιφησαν ένα τόσο ουσιώδες νεοπλατωνικό ίχνος στο έργο του που έκανε τον Πρωτοπρεσὅύτερο Ιιτἔε· να το τοποδετεί εγγύτερα στον Πλωτίνο παρόι στον πραγματικό Αριστοτέλη? Μόνο ένα παρόιδειγ μα της αλληλεπίδρασης αυτών των δυνόιμεων μπορούμε να δώσου με εδώ, τον ισχυρισμό του Ακινόιτη ότι ο Θεός του Αριστοτέλη, κα τανοώντας τον εαυτό του, κατανοούσε και καδε όιλλο ον (Μεταφ. ΧΠ. 11). Στο έργο του ίζοηττε Οεηω̃εε (1. 49. 6) επικαλείται την αυ δεντία του Διονυσίου (ΘΟ νΠ. 2) γι” αυτην τη δεωρία, όμως οι Ἀρα ὅες την είχαν δει να αναφέρεται από τον ίδιο τον «Αριστοτέλη» στη Θεολογία Π. 24, μια παρόιφραση της Εννεάδας Ιν. 4. 2. 1014. Δεν μπορούμε να συζητησουμε εδώ όιλλες νεοπλατωνικές επι δρόισεις στον Ακινόιτη, όπως και στους υπόλοιπους μεγόιλους Σχο λαστικούς. Μπορούμε μόνο να σημειώσουμε δύο κατευδύνσεις στις 4. Η ψευδοαριστοτελική Θεολογία
είχε μεταφραστεί στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, αλλα ποτέ δεν είχε την ίδια επιρροή στους Λατίνους με αυτήν που είχε στους Άραβες. 5. ΡΜ|οεορ|τγ
264
οί Ρ|οτ|ηαε σελ. 1,
15 σημ. 1.
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΘΪ
οποίες ασκήθηκε η νεοπλατωνική επίδραση έπειτα από αυτόν και υπό τη δική του επιρροή. Η μία είναι η Θεία Κωμωδία του Δάντη, του οποίου το καταληκτικό όραμα, όπως και πολλόι όιλλα σημεία του ποιήματος, είναι εξ ολοκλήρου νεοπλατωνικό. Η αλλη είναι η μυστικιστική σχολή του ΙἰΙιὶτιεΙειτια, όπως αυτή αντιπροσωπεύεται
από το Δομινικανό μοναχό Μεὶετετ Εεκίιαττ (περ. Ι26Ο1327) και τους μαθητές του Ταυ.Ιετ (περ. 130061) και θαεο (περ. 12951366). Όπως ο Διονύσιος και ο ίδιος ο Πλωτίνος, έτσι και ο Εοκὶιαττ πολ
λές φορές παρέὅαινε τα όρια της Ορθοδοξίας μέσα στο μυστικό του ενθουσιασμό και ήταν πραγματι συμὅολή εκ μέρους της σύγ χρονης έρευνας ότι τον κατέταξε οριστικόι στη σχολαστική παρόιδο ση. Είναι παρ” όλα αυτόι αξιοσημείωτο ότι η υπεράσπιση ορισμένων νεοπλατωνικών μοτίὅων από τους μυστικούς του ΙὶΙτὶτιεΙαιτ‹:ὶ, ιδίως της αποφατικής θεολογίας, είναι περισσότερο ανενδοίαστη απ” ό,τι του ίδιου του Ακινόιτη. Ως εκ τούτου η υπεράσπιση εκ μέρους του Εεκὶταττ δογμόιτων όπως η κατεξοχήν διόικριση μεταξύ Θεού και της Μη Γνώσιμης Κεφαλής του Θεού και η παραδοχή του ενός αδημι ούργητου στοιχείου μέσα στην ψυχή, το οποίο προσέγγιςε στον Πλωτίνο περισσότερο απ, ό,τι θα μπορούσε η Εκκλησία να ανεχτεί, οδήγησε το 1329 στη μεταθανόιτια καταδίκη του. Η σκέψη του Ν ικολόιου Κουςόινο (ΙΙΟΙ64) είναι σε μεγόιλο ὅαθ μό μια σύνθεση της διονυσιακής παρόιδοσης, όπως παρουσιάστηκε από τη σχολή του ΒΙι1τιεΙειιια. Ήταν όμως το έργο του Πρόκλου εκείνο που αποτέλεσε την αγαπημένη μελέτη του Κουςόινο, περι λαμὅανομένου τώρα και του Πλατωνική Θεολογία, του οποίου είχε κόινει μια ιδιαίτερη μεταφραση· διότι ως καρδιναλιος είχε εμπλα κεί στις διαπραγματεύσεις για την επανένωση με την Ανατολή και
μπόρεσε έτσι να παίξει το δικό του ρόλο στη μεταδοση της αρχαί ας σοφίας στη Δύση. Οι σύγχρονες μελέτες έχουν επιόεὅαιώσει την ισχυρή επιρροή του Πρόκλου στη σκέψη του· ένα σημαντικό πα ραδειγμα είναι η εξαρτηση της δασικής αρχής του Κου®ςόινο σύμ το τε φωνα με την οποία στο Θεό τα αντίθετα συμπίπτουν από
λευταίο μέρος του υπομνήματος του Πρόκλου στο Παρμενίδηςἔ Τα εεὶηε Βεαευτυησ. σελ. 28, Ρ!ετο'ε Ρετπιεηίσεε επίσης παραπανω, σελ. 240 σημ. ισ. 3048· σελ. ιη τηε Μίααίο Ασεε εησ Ηεηείεεεηοε,
8. Πρβλ. Η. ΚΙὶυετιεΚγ„ Είη ΡτοκίοεΡυησ υηα
265
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
πιο πρωτότυπα χαρακτηριστικό. της φιλοσοφίας του Κουξόινο προ έρχονται από την επίδραση του νομιναλισμού του ΟεΙ‹Ιτειπι· γιατί παρόλο που η άρνησή του της ξεχωριστής ύπαρξης των καδολικών εννοιών δεν αντέφασκε με τη στόιση των Ν εοπλατωνικών απέναντι στις Ιδέες (πρὅλ. σελ. 456), ο Κουξόινο, αντί να ακολουδεί το με σαιωνικό Ν εοπλατωνισμό που τοποδετούσε τις Ιδέες μέσα στο Θείο Νου, προτιμόι μόιλλον να μιλόι για τον ίδιο το Θεό ως το μόνο Ιδεώ δες Πρότυπο και εκ τούτου ως Υπέρτατη Καδολική ίΕννοια (Ποστ. Ιἔτι. ΙΙ. 6). Με παρόμοιο τρόπο εγκαταλείπει το συμὅιὅασμό των Νεοπλατωνικών μεταξύ κλασικών και μυστικών αντιλήψεων στην αποτίμηση πεπερασμένου και απείρου· στη σκέψη του Κουξόινο το όιπειρο ὅασιλεύει ασυναγώνιστο. Εξ ου και η έμφασή του, όπως συ νοψίξεται στον τίτλο του γνωστότερου έργου του Πε· Ποςτει Ιἔτιοτειπτὶε, για ανεπαρκεια της εννοιακής σκέψης· διότι μέσα σε έναν περιορισμένο κόσμο η γνώση μπορεί να είναι μόνο κατά προ σέγγιση, και αναμεσα σε αυτόν τον κόσμο και το δείο Ἀπειρο δεν μπορεί να υπαρξει κανένα κοινό μέτρο. Εν κατακλείδι, η απόρριψη του παραδοσιακού πεπερασμένου σύμπαντος από τον Κουξόινο αποκλείει κάδε απόλυτη διόικριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων περιοχών· ως εκ τούτου καμία δαση δεν μένει για να δεωρηδούν οι ουρανοί ανώτεροι του επίγειου κόσμου (Ποστ. Ιἔτι Π. ΙΖ). Συνεπώς η επανόισταση του Φιλόπονου διατηρείται (πρὅλ. σελ. 2245) και ο Νεοπλατωνισμός κόινει ένα αποφασιστικό ὅήμα πέρα από τα αρ χαία και μεσαιωνικόι όρια στον κόσμο της Αναγέννησης. Στην πραγματικότητα οι ιδέες του Κουξόινο δεν ήταν λιγότερο σημαντικές από εκείνες των περισσότερων από τους Ιταλούς Νε οπλατωνικούς της Αναγέννησης, στους οποίους πρέπει τώρα να στραφούμε. Εδώ δα πρέπει και πόιλι να περιοριστούμε σε λίγες γενικές παρατηρήσεις που αφορούν κόιποιες ηγετικές μορφές του κινήματος. Για την πολιτιστική και πνευματική επιρροή του ανα γεννησιακού Πλατώνισμού, η οποία στόιδηκε ίσως μεγαλύτερη στην τέχνη, τη λογοτεχνία και την επιστήμη παρόι στην κυρίως φι λοσοφία, λίγα μπορούν εδώ να λεχδούν· το πόσο δεσπόξουσα ήταν αυτή η επιρροή στον καλλιτεχνικό τομέα έχει δειχτεί από το έργο του Ιόἴἰπα Ρειἔειπ Μγετετἱεε ἱτι Βεπεἰεσεπεε. Πρέπει ωστόσο να 266
Η ῖΠῖ με τον αναγεννησιακό διορδώσουμε κάποιες παρανοησεις σχετικά δεν ήταν μια επιστροφη Πλατωνισμό. Πρώτον και σημαντικότερο, Πλάτωνα››· ο διαχωρισμός από το Νεοπλατωνισμό στον «αυδεντικό πριν από τον Εεὶριτἰπ και μεταξύ των δύο δεν ξεκίνησε πραγματικά ένατο αιώνα. Ούτε η δεν είχε πληρως επιτευχδεί μέχρι το δέκατο της Αναγέννησης, συ μαδηματικη έμφαση ορισμένων Πλατωνικών απαραίτητα την μπεριλαμὅανομένου του Κουςάνο, συνεπάγεται να σημαίνει απλώς απομάκρυνση από το Νεοπλατωνισμό· μπορεί μορφη Νεοπλα την προτίμηση τους για την ιαμὅλίχειαπρόκλεια Δεύτερον, ο ανα τωνισμού αντί της πλωτινικης (πρὅλ. σελ. 456). στις λιγότερο ευφά γεννησιακός ενδουσιασμός δεν περιοριςόταν γούστο νταστες όψεις του Νεοπλατωνισμού· ένα αποκρυφιστικό εξαίρε με εποχης, ηταν στην πραγματικότητα χαρακτηριστικό της επιστημης, σύγχρονης της ση πολλούς από τους πρωτοπόρους και Τρίτον, τον Κέπλερ. όπως για παράδειγμα τον Παράκελσο και χρονολόγηση του έργου σε σχέση με το τελευταίο ζητημα, μέχρι τη παράδοση δεω Ερμητικά από τον ίζειεειυιροιι το 1614 η πλατωνικη σοφίας του ρούνταν ύστερη εξέλιξη της πανάρχαιας αιγυπτιακης πηγης του Ερμη του Τρισμέγιστου, της υποτιδέμενης πρωτογενούς με λόγιους ουμανι ρΙτὶΙοεορΙιἱει ρετεπτιὶε. Και τέλος, σε αντίδεση Νεοπλατωνισμός δεν στές όπως ο Πετράρχης, ο αναγεννησιακός είτε απέναντι στον ηταν με κανένα τρόπο αποφασισμένα εχδρός Όπως δα Αριστοτέλη είτε απέναντι στο μεσαιωνικό Σχολαστικισμό. παρέμε δούμε, η ακριὅης σχέση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη νε (όπως πάντα) ένα ζητημα σκληρά διαφιλονικούμενο. Πλατωνισμού Η κύρια όμως συνεισφορά του Φλωρεντιανού τους αρχαί εκείνους ηταν ὅέὅαια ότι έκανε διαδέσιμους στη Δύση προηγουμένως γνωστά ους φιλοσόφους των οποίων τα έργα ηταν Γεμιστού έφερε καρ μόνο έμμεσα. Η έμπνευση του Πληδωνα του Ακαδημία του πούς, όπως έχουμε δει (σελ. 256), στην Πλατωνικη τις μεταφράσεις Με.τεὶΙὶο Ρὶείττο (Ι43399) και στις εκδόσεις και (1463), του Πλάτωνα του, ιδιαίτερα του Ερμη του Τρισμέγιστου Το κύριο έργο (14649) και (με υπόμνημα) του Πλωτίνου (Ι48492). περί της Αδανασίας της του ίδιου του Ρὶεὶτιο, το Πλατωνική Θεολογία το 1474, ενώ το υπόμνημά του στο Συμπόσιο Ψυχής, εμφανίστηκε
Ζ67
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
(1469) στάδηκε μια από τις κύριες πηγές, μαξί με το έργο του
(Ηοτάεπο Βτιιιτο Ετοιεὶ Ρατοτὶ, της αναγεννησιακής, ιδιαίτερα της ελισαὅετιανής, ιδέας για τον έρωτα. Ο κυρίαρχος σκοπός του Ρὶεὶιτο, η απόδειξη της αρμονίας της πλατωνικής και της χαλδαικής παράδοσης με το Χριστιανισμό, προχώρησε ένα ακόμη ὅήμα από το νεότερο σύγχρονό του, τον θἰονατιπὶ Ρὶεο αεΠει Μὶτειιιάοὶα (1463 94), ο οποίος προσέδεσε τον Ιουδαι̃κό Καμπαλισμό στον κατάλογο των αυδεντικών πηγών. Από αυτές τις διαφορετικές πηγές ο Ρὶεο δημιούργησε έναν κατάλογο 900 δέσεων (περιλαμὅάνοντας 55 πλα τωνικά συμπεράσματα που πήρε από τον Πρόκλο), των οποίων την αρμονία ξήτησε να υποστηρίξει σε δημόσιο διάλογο. Εντούτοις, πολλές από τις εργασίες καταδικάστηκαν από την Εκκλησία και ο πρόωρος δάνατος του Ρὶοο έὅαλε τέρμα στο σχέδιο. Το πιο γνωστό έργο του, το Λόγος περί της αξιοπρέπειας του Ανδρώπου, μια έκδε ση της νεοπλατωνικής αντίληψης, που έγινε δεμελιώδης για τον αναγεννησιακό ουμανισμό, του ανδρώπου ως μικρόκοσμου, επρό κειτο να αποτελέσει το προοίμιο της υποστήριξης των ιδεών του. Οι αναγεννησιακοί απόγονοι των Νεοπλατωνικών δεν ήταν απλά αντίγραφα είτε των αρχαίων πηγών τους είτε ο ένας του άλλου, όσο τουλάχιστον δεν ήταν ούτε οι αρχαίοι τους πρόγονοι. Ένα παρά δειγμα της μεταμόρφωσης που επέφεραν στις ιδέες των αρχαίων εί ναι η σιωπηλή αντικατάσταση της τριάδας ΠρόοδοςΜονήΕπιστρα φή στο παραδοσιακό νεοπλατωνικό σχήμα έτσι ώστε να συμφωνή σει με το χριστιανικό δόγμα (πρὅλ. σελ. 214). Ήταν αυτήν την τριά δα που έὅλεπαν να εκφράξεται στην παραδοσιακή εικονογραφία των τριών Χαρίτων, ερμηνεία η οποία εξηγεί τη δημοτικότητα αυ τής της εικόνας στην αναγεννησιακή τέχνη? Οι διαφορές μεταξύ του Ρἰοἰιιο και του Ρὶεο δεν ήταν λιγότερο σημαντικές. Πρώτον, υπάρχει ο μυστικότερος τόνος της σκέψης του Ρὶςο· διότι, ενώ ο Ρὶςὶτιο, ο οποίος παρέμεινε εγγύτερα στη λόγια ουμανιστική παρά δοση, δεωρούσε την ενατένιση ολοκλήρωση των φυσικών δυνάμεων του ανδρώπου, σκοπός του Ρὶςο ήταν η μυστική αυτοεξάλειψη. Δεύτερον, ο Ρὶεὶιιο, ως ιερέας, έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για 7. Πρβλ. ννιιια
268
ότι., σελ. 88 κ.ε.
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
τη δεολογική ορδοδοξία απ” ό,τι ο Ρὶςο, μια διαφορόι που είναι φα νερή από τις αντίστοιχες στόισεις τους απέναντι στον αποκρυφισμό· διότι, μολονότι ο Ρἰοο ήταν πιο επικριτικός από τον Εὶςὶτιο προς την αστρολογία, ο τελευταίος χρησιμοποιούσε τη μαγεία μόνο ως τρόπο φυχοδεραπείας, ενώ ο Ρὶοο, σύμφωνα με τις καμπαλιστικές του κλί σεις, επεξέτεινε την εφαρμογή της στη δρησκευτική σφαίρα. Η κὐ ρια φιλοσοφική τους διαφωνία αφορούσε το αιώνιο ερώτημα σχετι κόι με το κατόι πόσο ο Αριστοτέλης συμφωνούσε με τον Πλόιτωνα, όπου ο Εὶςὶιτο έπαιρνε την αρνητική και ο Ρὶςο τη δετική πλευρό στην πραγματεία του Περί Ειναι και Ενότητας. Το κλειδί στη λύση του Ρὶεο είναι η δωμιστική ερμηνεία του «Είναι», η οποία του επι τρέπει να υποστηρίξει ότι η αριστοτελική αποψη για το Θεό ως Υπέρτατο Ον σημαίνει το ίδιο με την τοποδέτηση του Ενός επέκει να του Όντος από τον Πλόιτωνα, όιρα και οι δυο φιλόσοφοι κόινουν συνετακτή την Ενότητα με το Είναι· μια αναγκαία συνέπεια ήταν η εγκατόιλειιμη από τον Ρὶοο της νεοπλατωνικής ερμηνείας του Παρ μενιδης. Η διαμόιχη είχε ξεκινήσει από μια πραγματεία του Πλήδω να που υποστήριζε την κατωτερότητα του Αριστοτέλη, άποψη η οποία επαναλήφτηκε τον επόμενο αιώνα από τον Ετατιςεεεο Ρειττὶπὶ (152997), αντιπρόσωπο των αποκρυφιστικών επιστημονικών τόισεων μέσα στον αναγεννησιακό Νεοπλατωνισμό και εκδότη όπως και με ταφραστή αρχαίων κειμένων· ανάμεσα στις εκδόσεις του ήταν μια λατινική εκδοχή της ιμευδοαριστοτελικής Θεολογιας, της οποίας την αυδεντικότητα ο Ρε.ττὶ2Ζἰ δεχόταν και την οποία δεν μας προκαλεί έκπληξη που την προτίμησε από τα αυδεντικόι έργα του Αριστοτέλη. Ενώ ο Ρὶοο και ο Ρειττὶπὶ μπορεί να διέφεραν στον Αριστοτέλη, οι φιλοσοφίες τους επέσυραν την κοινή συνέπεια μιας καταδίκης από την Εκκλησία. Ωστόσο κανείς τους δεν ήταν εσκεμμένα ανορ δόδοξος και σε αυτό διέφεραν από τον πλέον διαὅόητο των ανα γεννησιακών Πλατωνικών, τον (Ηοτἀεηο Βτιιιτο (Ι5481600), ο οποίος, καδώς δεν ήταν ικανοποιημένος από τη «συμπὐκνωση» των τριών Υποστόισεων του Πλωτίνου της μίας μέσα στην όιλλη, έκανε το επόμενο ὅήμα στο οποίο αντιστόιδηκαν όλοι οι υπόλοι ποι Νεοπλατωνικοί να ταυτίσει το όιπειρον της Ύλης με εκείνο του Ενός. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι τα επιχειρήματα του 269
Ν ΕΟΠΛΑἹὉΝΙΣΜΟΣ
Βταιτο, στο τέταρτο κεφάλαιο του έργου του Αιτια, Αρχή και Ενό τητα, για την ταύτιση της αισδητής ύλης του Πλωτίνου με τη νοητή ύλη. Γενικότερα, η σκέψη του Βτιιτιο σηματοδοτεί μια αυστηρότε ρη εφαρμογή της αρχής της σύμπτωσης των αντιδέτων του Κουζόι νο (ιδιαίτερα της δύναμης και της ενέργειας) μέσα στο Θεό από ό,τι ο ίδιος ο Κουζόινο δα τολμούσε. Και ήταν αυτό, μαζί με την υπερά σπιση μιας διακηρυγμένα αντιχριστιανικής ερμητικής δρησκείας, που τον οδήγησε στο μαρτυρικό δόινατο. Σχολαστικές (περιλαμὅανομένων νεοπλατωνικών) ιδέες συνι στούν ένα μεγόιλο μέρος της φιλοσοφίας του Καρτέσιου° τον επη ρέασαν, για παραδειγμα, στη δεολογία του, αλλά σημαντικότερη από όλα είναι η έννοια της συνείδησης στην οποία ὅασίςεται η ψυ χολογία του και η οποία, μολονότι ξένη στην κλασική ελληνική σκέψη, αποτελεί ένα από τα πολλα δανεια του Καρτέσιου από την αυγουστίνεια παρόιδοση και ως εκ τούτου από το Νεοπλατωνισμό. Σε δύο κρίσιμα ζητήματα όμως διαχωρίζεται από τη νεοπλατωνική παραδοση. Το ένα είναι η περίφημη διχοτομία του μεταξύ ύλης και πνεύματος, η οποία είναι αυστηρότερη από εκείνη οποιουδήποτε αρχαίου φιλοσόφου και πλήρως ξένη στον Αριστοτελισμό (όπου η ψυχή είναι η μορφή του σώματος) και στο Νεοπλατωνισμό (όπου το σώμα είναι μια εικόνα της ψυχής). Είναι ομολογουμένως ευκο λότερο να δρηνήσουμε τις δλιὅερές συνέπειες του διαζυγίου παρόι να δείξουμε πώς μπορούν να επανορδωδούν° και ήταν οπωσδήπο τε απαραίτητες προκειμένου η επιστήμη να προοδεύσει. Δεν μπο ρεί να ειπωδεί το ίδιο για την όιλλη καινοτομία του Καρτέσιου, την υπεραπλουστευτική ταύτιση της νοητικής δραστηριότητας με τη συνείδηση, η οποία τον οδήγησε να αγνοήσει όλες τις ασυνείδητες ψυχολογικές διεργασίες τις οποίες ο Πλωτίνος είχε προσέξει (πρὅλ. σελ; 25). Ένας από τους στόχους των πλατωνικόι προδια τεδειμένων στοχαστών μέσα στους επόμενους αιώνες ήταν να διορδώσουν αυτήν την παράλειψη: εξέχουσα παραδείγματα αυτού υπήρξαν ο Ι.εὶι̃:›τιὶΖ και οι Πλατωνιστές του Κέιμπριτζ (αν και ο Εοοκε έμεινε με την πλευρόι του Καρτέσιου).8 8. Πρβλ. Ι.. Ι.. ννηγιε, Τη̃ε ϋηοοηεοἰουε
270
Βεϊοτε Ρτεαα, σελ. 86 ι‹.ε.
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Με τις μετακαρτεσιανές επιδράσεις του Νεοπλατωνισμού πρέπει να ασχοληθούμε ακόμη πιο σύντομα. Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτη ριστικό τους είναι η αντίθεση αναμεσα στην κατάσταση της Βρετα νίας και σε εκείνη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Στην πρώτη, η φιλο σοφική του επιρροή έχει σε μεγαλο ὅαθμό περιοριστεί σε προσωπι κότητες δεύτερου και τρίτου μεγέθους, όπως οι Πλατωνιστές του
Κέιμπριτξ, υπό την ηγεσία του Ηετιτγ Μοτε (Ι61487) και του ΚειΙρΙι Ου‹ἰννοττΙτ (161788) το δέκατο έὅδομο αιώνα, και ο ΟοΙετὶ‹:ίςε το δέ κατο ένατο, μολονότι πρέπει επίσης να γίνει μνεία του παρόιξενου έργου του Βει·Ι‹οΙεγ Βὶτιε, το οποίο μέσα από ένα στοχασμό για τις απόκρυφες θεραπευτικές ιδιότητες του νερού περνόι σε ένα μυστικό όραμα της θείας ενότητας. Αντίθετα, η μετακαρτεσιανή σκέψη της ηπειρωτικής Ευρώπης έχει διατηρήσει μια ουσιώδη νεοπλατωνική συνιστώσα. Έτσι κατόι το δέκατο έὅδομο αιώνα ο μονισμός του Σπι νόξα και η μοναδολογία του Εείοπὶε αντιπροσώπευαν διαφορετικές εξελίξεις ενός κοινού νεοπλατωνικού υποὅόιθρου, ενώ κατόι το δέκα το ένατο αιώνα η πλωτινικών αποχρώσεων σκέψη του $‹:ΙτεΙΙὶπ8 έρ χεται σε αντίστιξη με το πιο πρόκλειο σύστημα του Χέγκελ. Μερι κές από τις σημαντικότερες αντιστοιχίες με τον αρχαίο Νεοπλατωνι σμό τις έχουμε αγγίξει με τη μελέτη μας. Το κοινό χαρακτηριστικό των Γερμανών Ιδεαλιστών του δέκατου ένατου αιώνα είναι η εφαρ μογή ενός από πολλές απόψεις νεοπλατωνικού σχήματος στην ιστο ρική εξέλιξη του κόσμου, διαδικασία η οποία οδηγήθηκε ακόμη μα κρύτερα κατά τον εικοστό αιώνα από τον Ηειιτί Βετἔεοιι. Η σκέψη του Βετἔεοτι μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπαθεια αναδιατύπωσης της φιλοσοφίας του Πλωτίνου για την Ψυχή (αγνοώντας χαρακτηρι στικόι τον αιώνιο Νοητό του κόσμο) με τους όρους των σύγχρονων επιστημονικών ιδεών και ήταν η τέταρτη Εννεάδα του Πλωτίνου πόι νω στην οποία ο Βετςεοτι έδωσε τις διαλέξεις του κατά τη διαρκεια του 18978 στο ΟοΙΙὲἔε ἀε Ρταιτεε, οι οποίες του προσέφεραν μερι κές από τις πιο καρποφόρες ιδέες του· για παραδειγμα τη διόικριση που έκανε στο έργο τουΎλη και Μνήμη μεταξύ συνειδητής και αυ τόματης μνήμης (πρὅλ. σελ. 1378). Στην Αγγλία, από την άλλη μεριόι, η κύρια επιρροή του Νεο πλατωνισμού υπήρξε στον τομέα της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα στη 27Ι
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
διάρκεια της ελισαὅετιανής περιόδου και στους κύκλους των Ρομα ντικών, οι οποίοι ένιωσαν την έλξη της σχολής όχι λιγότερο από τους Γερμανούς συγχρόνους τους. Η επίδραση της πλατωνικής παράδο σης στον ἌἴίΙΙίαπι ΒΙειΙ‹ε· έχει φωτιστεί πρόσφατα από την Κατίτίεετι Βαίιιε· ένα καλό παράδειγμα είναι ο πίνακάς του Τίτο θεα οί Τἰπιε ειπα ὅρεσε, ὅασισμένος στο έργο του Πορφύριου Περί του εν Οδυσ σεισ των Νυμφών Ἀντρου (αναπαριστάται στο εξώφυλλο της δεύτε ρης αγγλικής έκδοσης).9 Ως παράδειγμα της χρήσης των νεοπλατω νικών κειμένων από τους ελισαὅετιανούς μπορούμε να παραδέσου με τη διασκευή που έκανε ο θρεττεετ στην αρχή της πραγματείας Ι. 6 του Πλωτίνου, περί Κάλλους: Πόσο μάταια οι κενές γνώσεις διδάσκουν Πως η ομορφιά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μίξη
Ωραίων χρωμάτων και αρμονική σύκγραση Αγνών αποχρώσεων, που σύντομα δα χαδεί
Και δα περάσει, σαν ίσκιος του καλοκαιριού°
Ή ότι δεν είναι παρά μια τεράστια σύνδεση Καλοζυγισμένων μερών, που γυρεύουν να ενωδούνί μπορεί η αναλογία της εξωτερικής όψης
Να κινήσει τέτοια συγκίνηση μεσ, στα ὅάδη της ψυχής, Που αρκεί να τυφλώσει αισδήσεις και λογικό; Ρονντε Ιινπιτιε: οί Βεαατἱε" Στον εικοστό αιώνα η νεοπλατωνική επιρροή είναι ιδιαίτερα ισχυ ρή στον Υεαίε, κυμαινόμενη από μεμονωμένες φράσεις όπως «το μέλι της δημιουργίας», μιας αντήχησης του Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Ἀντρου," μέχρι την παράφραση του Δελφικού Χρη σμού για τον Πλωτίνο (1931). 9.
Συζητείται από τον Ηείηο, Βίεκε από Τπεαίιίοπ. κεφ. 8, σελ. 8998.
ι̃0. Σ.τ.μ.: Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμό τον Φώτη Τερζόκη και τις μαθήτριες του στο αγγλικό μεταφραοτικό τμήμα του ΕΚΕΜΕΛ για την απόδοση του ποιήματος του 8ρεηεει·.
ιι. Απιοηρ 8ο|·ιοο| Οήί|ι:|ι·εη ίι̃Θ28)· ιτρβλ. Πορφύριος Ἀντρ. κεφ. ι̃8ι̃7· οφείλω τα παράλλη λα αυτό χωρία στο φίλο μου και παλαιότερο μαθητή μου, κ. Οενίό Εειειίγ, του οποίου η αδη μοσίευτη διατριβή δείχνει την τερόοτια βελτίωση της προηγούμενης πολύ επιφανειακής γνώσης που είχε ο Υεετε του Πλωτίνου αφότου διαβασε τη μεταφραση του ΜεοΚεππε. 272
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Η περίπτωση του Υεετε δείχνει ότι η έλξη του Ν εοπλατωνισμού δεν έχει με κανένα τρόπο εξαντληδεί στις ημέρες μας. Η σύγχρονη ακαδημαϊκή διερεύνηση του κινήματος, από την άλλη μεριά, ελάχι στα μπορεί να συγκριδεί με εκείνη των περισσότερων κλάδων των κλασικών σπουδών: στην πραγματικότητα μέχρι πολύ πρόσφατα έχει προσελκύσει σχετικά λίγους από τους πρώτου διαμετρήματος ερευνητές. Οι λόγοι αυτής της παραμέλησης είναι τρεις. Πρώτον, το ύφος των Νεοπλατωνικών δεν ήταν τέτοιο ώστε να προσελκύσει εκείνους που είχαν εκπαιδευτεί στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία, ενώ η δυσκολία τους συσκότιξε (και ακόμη τείνει να συσκοτίξει) την πνευματική τους αξία. Δεύτερον, ὅρίσκονταν έξω από τα χρονολο γικά όρια μέσα στα οποία ένας κλασικός συγγραφέας μπορούσε να χαίρει εκτίμησης, ενώ ήταν πολύ πρώιμοι για να εμπέσουν στην αρ μοδιότητα του Μεσαιωνιστή. Τρίτον, όταν το δέκατο ένατο αιώνα ο Νεοπλατωνισμός διακρίδηκε τελικά από τη διδασκαλία του ίδιου του Πλάτωνα, η σχολή δεν έγινε αντιληπτή ως μια φυσική και εν διαφέρουσα εξέλιξη της κλασικής ελληνικής σκέψης, αλλά ως μια αξιολύπητη παρέκκλισή της· ούτε έξω από τους ρομαντικούς και τους εγελιανούς κύκλους ήταν οι ὅασικές ιδέες του κινήματος ελ κυστικές στο φιλοσοφικό κλίμα του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα. Εδώ οφείλεται και ο πολύ μικρότερος αριδμός εκδοτών και μεταφραστών των Νεοπλατωνικών στις αρχές του δέ κατου ένατου αιώνα που το ενδιαφέρον τους ήταν μάλλον προσω πικό παρά ακαδημαϊκό ιδιαίτερα του Ωτειηετ στη Γερμανία, του Ωουιεὶττ στη Γαλλία και της σημαντικής μορφής του ΤΙιοπιε.ε ΤαγΙοτ (Ι7581835) στην Αγγλία, του οποίου οι μεταφράσεις πολλών ύστε ρων νεοπλατωνικών κειμένων παραμένουν οι μόνες διαδέσιμες. Μολονότι υφολογικά ήταν ακόμη λιγότερο ελκυστικές από τα ελ ληνικά τους πρωτότυπα, ήταν αξιοσημείωτα ακριὅείς για την επο χή τους και έκαναν τον Πλάτωνα και πολλά νεοπλατωνικά κείμε να προσιτά στους Άγγλους Ρομαντικούς, από τους οποίους μόνο ο ΩοΙει·ἰὀ.ςε και ο ΒΙτεΙΙεγ μπορούσαν να διαὅάσουν το ελληνικό πρωτότυπο. Το γενικό όμως επίπεδο των νεοπλατωνικών μελετών του δέκατου ένατου αιώνα δεν ήταν ικανοποιητικό· παρότι πα ρουσιάξονταν εκδόσεις των περισσότερων νεοπλατωνικών κειμένων
Ζ 73
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
(με σημαντική εξαίρεση την Πλατωνική Θεολογία του Πρόκλου), με γάλο μέρος της δουλειάς έπρεπε ή πρέπει να ξαναγίνει. Ίσως το πιο ικανοποιητικό ήταν οι εκδόσεις του Βερολίνου των υπομνηματιστών του Αριστοτέλη, οι οποίες ωστόσο δεν στρέφονται στη λεπτομερή μελέτη των ίδιων των υπομνηματιστών. Η γενική κατανόηση των Νεοπλατωνικών προόδευσε από τις πρωτοποριακές μελέτες του Βὶτιιοη (1845) και του νει‹:1ιετοτ (1846), μολονότι το σφάλμα της ὅα σικής του οπτικής, όπως συνοψίζεται στη φράση «Σχολή της Αλε ξάνδρειας», έχει σημειωδεί (πρὅλ. σελ. 36). Η τάση αυτών των με λετητών να δουν το Νεοπλατωνισμό απλώς ως ανατολικό μυστικι
σμό αμφισὅητήδηκε στο έργο του Ζε11ετ Ηὶετοτγ οι" Οτεεκ ΡΙιἰΙοεοΡ}ιν και στην αγγλική μελέτη του 1ι'ιί11ἰ°ιτει1‹ετ που πρωτοδη μοσιευτηκε το 1901, αλλά η εσωτερική εξέλιξη της σχολής δεν είχε διασαφηνιστεί πριν από το 1910, με το έργο του Ρταεὼτετ Πὶεήιαπἔεη υηα 5εΙταΙε·π έτη Νει.ιρΙετοηἰεοπιε. Το άρδρο του
Ρτεεὼτετ ήταν ιδιαίτερα σημαντικό διότι καταδείκνυε την επιρροή του Ιάμὅλιχου, ενώ το έργο του Βὶἀεε ι̃ἄε είε Ροτρήγτε (1913) άνοι ξε το δρόμο για τη μετέπειτα μελέτη του Πορφυριου. Η σημαντι
κότερη συμὅολή στις ύστερες νεοπλατωνικές σπουδές που επρό κειτο να εμφανιστεί στον εικοστό αιώνα ήταν ωστόσο η έκδοση του έργου Στοιχείωσις Θεολογική του Πρόκλου από τον Βοαἀε, η οποία παρουσιάστηκε το 1936. Το άρδρο του Ποααε το 1928 για τη νεο πλατωνική ερμηνεία του Παρμενίδης χρησίμευσε ομοίως στο να φω τίσει το υπόὅαδρο του Πλωτίνου, ενώ άλλες αξιοσημείωτες συμὅο
λές σε αυτό το πεδίο περιλαμὅάνουν το έργο του Ν. Τ1τεὶ1ετ 1/οτοετεἱτιιηἔ αεε Νεαρῶτοπἰεπιαε (1930), το ὅιὅλίο του Η. Ε. ι̃ινὶττ για τον Αλὅίνο (1937) και η έκδοση των αποσπασμάτων του Νου μήνιου (1937) από τον Ε. Α. Ιπεεπιατι. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας σχετικά με το υπόὅαδρο του Πλωτίνου συνοφίξονται στο έργο του Α. Η. Ατιτιεττοπς Ατεήἱτεετυτε οἱ Ηιε ΙητεΙΠ8ὶΖ›1ε· Ππὶνετεε ὶιι Ηιε ΡΙιἰΙοεορΙτγ οἰ ΡΙοΗπιιε (1940). Και ήταν ο ίδιος ο Πλωτίνος ο οποίος, καδόλου αναπάντεχα, έλκυσε τη μεγαλύτερη προσοχή στο μεσοπόλεμο. Στην Αγγλία η μετάφραση του ΜαεΚε·τιηα (191730) και οι διαλέξεις του Ιηεε στο Οὶίίοτά (191718) πέτυχαν ευρεία απήχηση, ενώ την ίδια 274
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΧΣΜΟΥ
στιγμή γίνονταν μεταφράσεις στα Γαλλικά από τον Ε. Βτέίιὶοι· (Ι92438) και στα Γερμανικά από τον Η. Ηετἀοτ (Ι93Ο7). Οι τε λευταίες ἠταν και παραμένουν οι ακριὅέστερες που έγιναν ποτέ· αντίδετα, η αξία της έκδοσης του Βτέίιὶει· στις εκδόσεις Βυαέ· έγκειται περισσότερο στις δαυμάσιες εισαγωγές του στις διάφορες πραγματείες παρά στη μετάφραση ἡ το κείμενό του, τα οποία μάλ λον επαληδεύουν τον κανόνα που διατύπωσαν οι Ηοιιτγ και ΒοΙιννγΖετ, ότι κάδε έκδοση των Εννεάδων που δημοσιεύτηκε στο δέκατο ένατο και στο πρώτο ημισυ του εικοστού αιώνα παρουσιά ζει μια επιδείνωση σε σύγκριση με τις προηγούμενεςῃ Η κατάστα ση άρχισε να διορδώνεται μόνο το 1951, με τον πρώτο τόμο της κρι τικἠς έκδοσης των Ηοτιτγ και ΞοΙιινγΖοτ, η οποία για πρώτη φορά έλαὅε υπόψη της το σύνολο των χειρογράφων της παράδοσης. Δυ στυχώς αυτη δεν έχει φτάσει ακόμα στην Εννεάδα νΙ, εν τω μετα ξύ όμως ένα ολοκληρωμένο κείμενο, συναρπαστικότερο από των Ηετιτγ και $οΙ·ιννγΖοτ, που έχει όμως λάὅει υπόιμη το έργο τους, τό σο το δημοσιευμένο όσο και το αδημοσίευτο, έχει εμφανιστεί στην αναδεώρηση της μετάφρασης του Ηειτάετ από τους ΤΙιεἰΙε·ι· και Βειιίίετ, όπου έχουν προστεδεί και σημειώσεις. Ο Ατπιείτοιις στις εκδόσεις Ι..οεὶ› είχε ομοίως πάρει ως ὅάση τους Ηοιιτγ και Β‹:ΙτννγΖέτ. Η κατανόηση του Πλωτίνου έχει προοδεύσει περαιτέρω από πολυάριδμες γενικές και ειδικές μελέτες σχετικά λίγες από αυτές, δυστυχώς, διαδέσιμες στην αγγλικη γλώσσα και ένα λεξικό του Πλωτίνου πρόκειται σύντομα να εμφανιστεί,'3 αλλά η έλλειψη φιλοσοφικού σχολιασμού εμποδίζει ακόμη την περαιτέρω έρευνα. Μόνο πιο πρόσφατα ο ύστερος Νεοπλατωνισμός έχει αρχίσει να δεωρείται πνευματικά σεὅαστός, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηδεί ένας κατακλυσμός από εκδόσεις και μελέτες πολλών ὅοισικών του κειμένων, με πιο πρόσφατα παραδείγματα το σημα ντικό έργο του Ηεάοτ Ροτρἡγτο ετ ίἄετοτἱπυε και τον πρώτο τόμο από την Πλατωνική Θεολογιρι των θείίτογ και ννοετοτὶηκ στις εκ δόσεις Βιιόέ, ο οποίος τελικά εξασφαλίζει στο έργο τη μελέτη που ι̃2. Ρ|οίΙηί Εηηεεαεε Ι., σελ.
›ο‹ί›‹.
ι̃3. Σ.τ.μ.: Το Λεξικό του Πλωτίνου κυκλοφόρησε το ι̃980 από τον 8|εειηεη, Δεκίεοη Ρ|οτΙηΙευπι, λείσεη: Ε.
Δ.
Βτίίι.
275
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
του αξίξει. Ο Ιάμὅλιχος μέχρι στιγμής έχει λάὅει λιγότερη προ σοχή από τον Πορφύριο ή τον Πρόκλο, όμως το έργο του Περί των Αινυπτίων Μυστηριι̃υν έχει εμφανιστεί στη σειρά των εκδόσεων Βιιαέ και ετοιμάξεται μια έκδοση των αποσπασμάτων του, όπως είναι αξιόπιστες οι εκδόσεις του έργου Χαλδαὶκά Λόγια και του Περί Αρχών του Δαμάσκιου. Γενικά, οι Αγγλοσάξονες μελετητές καδυστέρησαν να στραφούν στους Ν εοπλατωνικούς περισσότερο απ” ό,τι οι συνάδελφοί τους από την ηπειρωτική Ευρώπη, μολο νότι ο Βοαάε, ο Αττιτεττοτιἔ, ο Α. Ο. Πογα, ο ]. Μ. Ιἰἰετ και άλ λοι αποτελούν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Αντίδετα, η αγγλική με λέτη των ύστερων επιδράσεων της σχολής δεν ήταν αμελητέα και το έργο του Ινστιτούτου ννατουτἔ και των σχετιξόμενων με αυτό αξίξουν μια ιδιαίτερη μνεία. Το ότι η πολιτιστική επίδραση του Νεοπλατωνισμού τού δίνει το δικαίωμα μιας πολύ σοὅαρής μελέτης δύσκολα μπορεί να αμ φισὅητηδεί. Οι γνώμες μπορεί να διαφέρουν περισσότερο ως προς το τι έχει να πει σέ εμάς σήμερα. Σε σχέση με αυτό μπορούμε κα ταρχάς να παρατηρήσουμε ότι, όπως και άλλα κινήματα, ο Νεο πλατωνισμός περιέχει καλά και κακά στοιχεία· δα ήταν προφανώς ανόητο να τοποδετήσουμε τον Ιεροκλή ή τον Ολυμπιόδωρο στο ίδιο επίπεδο με τον Πλωτίνο ή να ισχυριστούμε ότι καδετί ακόμη και στον Πλωτίνο έχει απαραμείωτη αξία. Αν περιοριστούμε στις κύριες τάσεις της σχολής, η δρησκευτική και ὅιωματική της πλευ ρά φαίνεται ότι έχει περισσότερα να δώσει απ, ό,τι η αναγωγική της μεταφυσική. Ίσως είναι απερίσκεπτο στο φως των προηγού μενων εμπειριών να συμπεράνουμε με ὅεὅαιότητα ότι μια τέτοια μεταφυσική είναι τελείως νεκρή, όμως όλα τα φαινόμενα σήμερα δείχνουν προς αυτήν την κατεύδυνση. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν καταστρέφει με κανένα τρόπο τη φιλοσοφική σημασία του Νεο πλατωνισμού, εφόσον, όπως γίνεται σαφές από τη μελέτη μας, πολλά στοιχεία της καλύτερης και αυδεντικότερης φιλοσοφίας της σχολής προέρχονται από την ανάλυση που κάνει των δεολογι κών και ψυχολογικών ιδεών, όπως και της συνειδητής εμπειρίας. Ο Πλωτίνος φυσικά αποτελεί ένα από τα καταφανέστερα παραδείγ ματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσουμε τα αναρίδμητα ξητήματα, 276
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
τις συνέπειες του ρόλου του Ενός ως Απολύτου, στα οποία οι διαδοχοί του αποσαφήνισαν τις ιδέες του. Και ως προς την εμπειρική της πλευρό. η σχολή αποτελεί τον κύριο δυτικό αντιπρό
όπως
σωπο του έργου που προωδήδηκε στη σύγχρονη εποχή από τον
ι̃ΝὶΙΙὶατη ]απιεε“ και αλλους, να οικοδομηθεί μια δεολογία στη ὅόι ση της δρησκευτικής εμπειρίας. Γι” αυτό και δα πρέπει να έχει πολλό. να διδόιξει σε όσους πασχίςουν σήμερα για μια τέτοια ερ γασία. Δεν είναι λιγότερο σημαντικές οι δρησκευτικές αποκλίσεις μεταξύ των μελών της, ιδιαίτερα μεταξύ του Πλωτίνου και του Ιόιμ ὅλιχου, οι οποίοι έχουμε δει ότι εκπροσωπούσαν διαφορετικούς δρόμους, παντα εξίσου ελκυστικούς, στη λύση του προὅλήματος της δείας εμμένειας έναντι της υπερὅατικότητας. Η ειδική σύγχρονη σημασία της σχολής δα δούμε πως είναι δι πλή. Φιλοσοφικά προσφέρει ένα αντίδοτο στην αποψη, που είναι ευρέως διαδεδομένη στους σύγχρονους αγγλοσόιξονες φιλοσόφους, πως η φιλοσοφία πρέπει να ὅρίσκεται σε συμφωνία με τις επιταγές της «κοινής λογικής». Και σε αυτό το σημείο η εμπειρική ὅαση του Νεοπλατωνισμού απαιτεί ιδιαίτερη σημασία· διότι δείχνει πως η
παραδοξότητα των συμπερασμάτων του δεν μπορεί να αποφευχδεί απλώς απορρίπτοντας τη μεταφυσική του ως στερούμενη νοήμα τος, εφόσον η παραδοξότητα είναι εγγενής στην ίδια τη φύση της συνειδητής εμπειρίας, οποιαδήποτε συμπεράσματα και αν οικοδο μήσουμε πανω της. Αυτό είναι φυσικό εμφανέστερο στα ὅαδύτερα, μυστικό. επίπεδα, όμως επαληδεύεται επίσης σε μικρότερη έκταση και στην καδημερινή συνειδητή εμπειρία· εξ ου και η αποτυχία των πρόσφατων προσπαδειών να πραγματευτούμε τη συνείδηση με τους όρους της «κοινής γλώσσας». Το δεύτερο ζήτημα, η σημασία του Ν εοπλατωνισμού στη σύγ χρονη δρησκευτική σκηνή, δα γίνει σαφές από μια σύντομη εξέτα ση της πραγματείας του Πλωτίνου Προς Γνωστικούς. Είναι αλήδεια ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτές όλες οι δρησκευτικές στάσεις των Ν εοπλατωνικών· ειδικα, ακόμη και στις καλύτερες στιγμές τους, δί νουν ελάχιστη σημασία στο σώμα και στον υλικό κόσμο. Εντούτοις, Μ. Υετὶετιεε οί Ηεϋη̨ἰουε Εχρετἰεηοε, σελ. 4868.
277
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
όπως ορθόι παρατηρεί ο Ηειαοτ, η αντίδρασή μας σε τέτοιες υπερ
ὅολές πρέπει να είναι μια κάθαρση της πνευματικής ζωής και όχι η πλήρης εξάλειψη ενός σημαντικού μέρους της ανθρώπινης εμπει ρίας” Η σύγχρονη μυστικιστική αναὅίωση καθιστόι σαφές ότι πρέ πει να δώσουμε στη θρησκεία τα οφειλόμενόι της· ωστόσο με τη σει ρόι τους οι προφήτες των ημερών μας, ιδιαίτερα εκείνοι των ψυχε δελικών λατρειών, πολύ συχνό. αγνοούν την ανόιγκη μιας θρησκευ τικής ζωής διάκρισης και αυτοπειθαρχίας και σε αυτό διαφέρουν από τους πραγματικούς μυστικούς όλων των παραδόσεων, συμπε ριλαμὅανομένων των Ανατολιτών τους οποίους δηλώνουν ότι ακο λουθούν. Το δίλημμα της θέσης του λόγου μέσα στην πνευματική ζωή είναι, όπως έχουμε δει, οξύ και σε τελευταία ανόιλυση όιλυτο· ένα πολύ αυστηρό εννοιακό σύστημα οδηγεί σε αποστέωση, λίγος ορθολογισμός στο χάος, τόσο στη θεολογία όσο και στην ατομική ψυχή. Τούτο το δίλημμα έχει τεθεί με ιδιαίτερα υποὅλητικό τρόπο από την ιστορική θέση των Ν εοπλατωνικών· και, οποιεσδήποτε επι κρίσεις και αν ασκηθούν σε επιμέρους ζητήματα, η θεμελιώδης αντίδρασή τους υπήρξε αναμφισὅήτητα εύλογη και σημόιδι της ελ ληνικής ισορροπίας και περίσκεφης που χαρακτήριζε την όλη προ σπόιθειόι τους. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες τους έχουν συνεπώς πολλόι να μας διδάξουν στη δική μας πνευματική αναζήτηση· διότι από τη δική μας επιτυχία ή αποτυχία στο να επιτύχουμε μια αρμό ζουσα ισορροπία εξαρταται το μέλλον του πολιτισμού μας.
ι5. Ρ|οΙΙη, σελ. ι̃59.
278
Σιιντομογραφἱες ΕΗ ΕΜΑΟ ΕΟ ΡΟ Επ.
Λογ.
Μ.
ΧΛ
δοτραε Ηεπτιετἰειιοι ξ”ειι°αΙο8ιιε· άσε Πιετιυεετἰιε ειΙε}ιΞπιἰ‹;αοε ἔτοοοαεε ΕἹεεεἰοεΙ Οαευτετψ Ρει°τοΙοἔἰα Οταεοει, εκδ. Μὶςιιε· Επιστολή Λόγος μαρτυρία Χαλὅαικά Λόγια (Κι: = εκδ. ΚτοΙΙ) απόσπασμα πρόταση
απ. π.
Ακινάτης ΕΤ Αλὅίνος Εισαγ. Επιτ.
Ξιιιππια Τὶιοοἰοἔἰεε· Εισαγωγή Επιτομή
Αλέξανδρος Αφροδισιεὐς Π. Ψυχ. Περί Ψυχής Π. Ψυχ. Π Περί Ψυχής Π Απορίαι και Λύσεις Απορ. Π. Ειμ. Περί Ειμαρμένης Εις Μεταφ. Εις τα Μετά τα Φυσικά Αριστοτέλους Αμμώνιος, γιος του Ερμείοι, ὅλ. Αριστοτέλης Αν. Προλ. Ανωνύμου Προλεγόμενα εις την Πλάτωνος Φιλοσοφίαν
Αριστοτέλης
ΗΝ
Μεταφ. Π. Ερμ. Π. Ουρ. Π. Ψυχ. Π. Φιλ. Φυσ.
Αρνόὅιος Αα̃ν. Ναι.
Ηθικά Νικομάχεια Μετά τα Φυσικά
Περί Ερμηνειας Περίθυρανού Περί Ψυχής Περί Φιλοσοφιας
Φυσική Ακρόασις
Αα̃νετεαε Νειτἱοτιεε
Ασκληπιός
Μκ. Εισ. Εις Μεταφ.
Εις την Μκομάχου Αριΰμητικήν Εισαγωγήν Εις τα Μετα τα Φυσικά Αριστοτέλους
279
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Αυγουστίνος Ε. Αςεά. ΟΠ
Πε Ει̃νίιοτε Πε!
δοτιί.
ίξοπἰεεείοτιε
Εοπττο Αςεαεπιὶοοε
Βοἠῦιος δοπε.
Πε· οοτιεοίειὶοποε ΡΙιίΙοεορ}ιἰεε·
Δαὅίδ Εισαγ.
Δαμάσκιος Β. Ισ. Π. Αρχ.
Εις την Πορφυρίου Εισαγωγήν Βιρς Ισιδώρου
Περί Αρχών
Διονύσιος Αρεοπαγίτης ΘΟ Περί Θειι̃υν Ονομάτων Εριγένης, Ιωάννης Σκώτος
Πίν. Νειτ.
Πε Πίνίεὶοτιε Νετιιτειε
Ερμείας Εις Φαιΰρ.
Εις τον Πλάτωνος Φαιΰρον
Ευναπιος Β. Φιλ.
Βιρι φιλοσόφων και σοφιστών
Ευσέὅιος
ΕΑ ΕΠ
ΕΙ
Ε υαγνελική Απόὅειξις Ε υανγελική Προπαρασκευή Εκκλησιαστική Ιστορια
Ηλίας Εισαγ.
Εις την Πορφυρίου Εισαγωγήν
Ιόιμὅλιχος
Π. Ψυχ. Μυστ.
Ιεροκλἠς Π. Πρ.
ΧΕ
Περί Ψυχής Περί των Αιγυπτιι̃υν Μυστηριφν
Περί Προνοιος Εις τα Χρυσά |Επη
Ιωάννης Φιλόπονος
Π. Αιΰ. Κικέρωνας Ας. Ροετ. Ας. Ρτ.
ΝΒ
Ταες.
280
Περί Αιΰιότητος του Κόσμου Αςοὀοπιἰςει Ροετετίοτε Αςοοίεπιὶοε Ρτίοτο (Ζ.αςαΠαε) Πε Νατατει Πεοπιοτ Ταεοαὼοπ Πὶερατειτὶοτιοε
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Κλήμης Αλεξανδρεὐς Στρ. Στρώματεις
Μακάριος Μαγνης Αποκρ. Αποκριτικός Μακρόὅιος Πι ὅοιππ. δε. Πι (Ἰοετοτιἰε ὅοπιιιἰυπι Ξοἰρἰοιιἰε Μαρίνος Β. Πρ. Βιρς Πρόκλου Νεμέσιος Εμέσης Φυσ. Ανῦρ.
Περι” Φύσεως Ανθρώπου
Νικόλαος Κουζανο Ποστ. Ιςτι. Πε Βορέα Ιἔποταπιἰε Ολυμπιόδωρος
Εις Αλκ. Εις Φαιΰ.
Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιᾶάδην Εις τον Πλάτωνος Φαίδωνα
Πλάτων
Αλκ. Επ. Επιν. Θεαιτ.
Κρατ. Παρμ. Πολ. Σοφ. Συμπ. Τιμ. Φαίδρ. Φαιΰ. Φιλ.
Αλκιὥοι̃δης Επιστολές Επινομις Θεαιτητος Κρατύλος Παρμενιΰης Πσλιτεια Σοφιστής Συμπόσιον Ἰι̃μαιος Φαίδρος
Ι
Φαιΰων
Φιληὅος
Πλούταρχος Ψυχ.
Επιΰ.
Περί της εν Τιμαίω Ψυχογονιας
Πότερον
ψυχής ή σώματος επιθυμια και λύπη
Πλωτίνος Ενν.
Πορφύριος Αφ. Εισ. Επ.
Κ. Χρ. Π. Μαρκ.
Εννεάδες
Αφορμαί προς τα Νοητά Εισαγωγή Επιστολή προς Ανεὅώ
Κατά Χριστιανών Προς Μαρκέλλαν
ΖΒΧ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Β. Πλ. Φ. Ιστ. Ἀντρ.
Πρόκλος Πες. Πιιο.
Πε Ρτον. Εις Αλκ. Εις Κρατ. Εις Παρμ. Εις Πολ. Εις Τιμ. Π. Κακ. Π. Χαλ. ΠΘ ΣΘ Σαλοὐστιο 9 Π. Θεών
Περί του Πλωτίνου Βίου Φιλόσοφος Ιστορια Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Αντρου
Πεοεπι Πιιοἰτειτἰοποε οὶτοο Ρτονὶάετιϋειπι (Περί Προνοιας) Πε· Ρτονὶάειττἰα οτ Εατο Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλικια̃άδην. Εις τον Πλάτωνος Κρατύλον Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην Εις την Πλάτωνος Πολιτειον Εις τον Πλάτωνος Τιμαιον Περί της των Κακών Υιτοστάσεως Περί Χαλδαικής Φιλοσοςυιας Πλατωνική Θεολογια Στοιχειῖνσις Θεολογική
Περί Θεών και Κόσμου
Σέξτος Εμπειρικός Πυρρώνειες Υποτυπώσεις ΠΥ Προς Μαΰ. Προς Μαΰηματικούς Σιμπλίκιος ὅλ. επίσης Αριστοτέλης Εις το Επικτήτου Ενχειριΰιον Εις Επικ. Εις Κατ. Εις τας Αριστοτέλους Κατηγορίας Εις Φυσ. Εις την Αριστοτέλους Φυσικήν Ακρόασιν
Στοὅαίος Εκλ.
Εκλογαί
Συριανός Εις Μεταφ.
Εις τα Μετά τα Φυσικά
Φίλων ο Αλεξανδρεύς
Π. Αφΰ.
Μ. Κοσμ. Φώτιος Βιὅλ.
Χαλκίδιος Εις Τιμ. Ωριγένης Κ. Κέλσ. Π. Αρχ.
282
ΠερίΑφὅαρσίας Κόσμου
Περί της κατά Μωυσέα Κοσμοποιιας Βιὅλιοΰήκη
Εις τον Πλάτωνος Τιμαιον Κατά Κέλσου ΠερίΑρχών
Παραπομπές αρκαἱων πηγών
Οι ημερομηνίες και οι τόποι έκδοσης παρατίδενται ως επί το πλεί στον για εκδόσεις οι οποίες δεν σημειώνονται στη ὅιὅλιογραφία.
Αλὅίνος, Επιτομή: οι υποδιαιρέσεις των κεφαλαίων ακολουδούν την έκδοση του Ι..οα1ε.
Αλέξανδρος Αφροδισιεύς, Περί Ψυχής και όιλλα έργα σωζόμενα στα Βλληνικόι: παρατίδενται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του Βερολίνου ΞιιρρΙεπιεπίαιπ Ατὶείοίεὐἱειιπι.
Δαμόισκιος, Περί Αρχών: παρατίδεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του 1ὶαε11ε (Παρίσι 1889, ανατύπωση Άμστερνταμ 1966). Βιρς Ισιδώρου: η αρίδμηση των αποσπασμάτων ακολουδούν την έκδοση του Ζἰτιί2επ.
Ερμείας, Εις τον Πλάτωνος Φαιδρον: παρατίδεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του Οοαντειιτ (Παρίσι 1901).
Έλληνες Υπομνηματιστές του Αριστοτέλη: παρατίδενται σύμ φωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του Βερολίνου (δοπττηεπτετἰε ίπ Ατἰετοτείεαπ ίἔτειεεα, 18821907).
Ιόιμὅλιχος, Περί των Αιγυπτιων Μυστηριι̃ον: παρατίδεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του Ρεττίιεγ (Βερολίνο 1857), επανεκδόδηκε στο αεε Ρ1εοεε των εκδόσεων Βιιαέ.
Ιεροκλἠς, Περί Προνοίας: ὅλ. Φώτιος . Νεμέσιος, ΠερίΦύσεως Ανθρώπου: παρατίδεται σύμφωνα με σε λίδες της έκδοσης της Ατιτννετρ το 1565 και με εκείνες του Μειϋιειεἰ (Ηε.11ε 1810). Αναφορές από την Πατρολογία έχουν συχνα προστεδεί.
283
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Νουμἠνιος: η αρίθμηση των αποσπασμάτων και των μαρτυριών ακολουθεί τον Εεειπεπε° οι αναφορές των πηγών προστίθενται για τις σημαντικότερες από αυτές.
Πλωτίνος και το Περί του Πλωτίνου Βίου του Πορφύριου: πα ρατίθενται σύμφωνα με τα παραδοσιακά κεφάλαια και τις γραμμές του Βτ6Ιιὶε·τ, όπως αυτά επανεκδόθηκαν από τους Ηειττγ και $‹:ΙιννγΖε·τ. Οι αριθμοί στις αγκύλες είναι εκείνων των πραγματειών σύμφωνα με τη χρονολογική κατάταξη του Πορφύριου.
Πορφύριος, Αφορμαί προς τα Νοητά: η αρίθμηση ακολουθεί τον Μοπιιτιεττ στις εκδόσεις Τεαρτιετ (Λειφία Ι9θ7). Επιστολή προς Ανεὅώ: παρατίθεται σύμφωνα με τις παραγρά φους και τα υποκεφάλαια του $οὀ.ειτιο. Προστίθενται γενικά οι αναφορές των πηγών.
Κατά Χριστιανών: η αρίθμηση των αποσπασμάτων ακολουθεί τον Ηετπαεκ. Σύμμεικτα Ζητήματα: ὅλ. Ν εμέσιος.
Περί Ψυχής: ὅλ. Στοὅαίος. Πρόκλος, Στοαειι̃υσις Θεολογική: οι παραπομπές των προτάσεων ακολουθούν την παραδοσιακή αρίθμηση. Αναφορές έχουν μερι κές φορές προστεθεί στις γραμμές και στις σελίδες του Ποααε. Πλατωνική Θεολογιο, Βιὅλίο Ι: οι γραμμές και οι σελίδες αναφέ ρονται στον θαἰἰτεγ και Ἄἴεετετὶτικ στις εκδόσεις Βααό· Βιὅλία Πνἱ: οι σελίδες αναφέρονται στην έκδοση του Ροττιιε (Αμ ὅούργο 1618, ανατύπωση Φρανκφούρτη Ι96Ο).
Πεεεπι Παὺἱἰοίἱοπεε εἱιτο Ρτονἰείετιτίεπι (Περί Προνοιρις), Πε Ρτονἰὀετπἰο ετ Γοτο, Περί της των Κακών Υποστάσεως: παρατί θενται σύμφωνα με παραγράφους και σελίδες του ίζοιιεὶιτ, επα νεκδόθηκε στην έκδοση του Βοεεε.
Εις τον Πλάτωνος Παρμενιΰην: παρατίθεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του ίζοαείιτ (Παρίσι 1864, ανατύπωση ΗὶΙάεεΙτεὶτιτ 1961), εκτός από το τελευταίο μέρος του Βιὅλίου 284
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΗΓΩΝ
νΠ,
όπου οι αναφορές είναι της έκδοσης Κἰἰρααεκγ, Εεοοντεκγ και Αιιεοοιτιοε της λατινικἠς έκδοσης του Μοετοεκε.
Πρόκλος και Ολυμπιόδωρος, Εις τον Πλάτωνος Αλικια̃άδην: παρατί δεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες του Οτεαεετ, επανεκδόδη κε στις εκδόσεις ννεετετυικ (Πρ. Άμστερνταμ 1954, Ολ. ό.π. 1956).
Πρόκλος, Εις τον Πλάτωνος Τιμαιον, Εις τον Πλάτωνος Παρμενιδην, Εις τον Πλάτωνος Κρατύλον· Ολυμπιόδωρος, Εις τον Πλάτωνος Φαιδωνα· Φιλόπονος, Περί Αιδιότητος του Κόσμου: παρατίδε νται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες των εκδόσεων Τεαὶπιετ. Σαλούστιος, Περί Θεών και Κόσμου: οι υποδιαιρέσεις των κεφα λαίων ακολουδούν τον Ιἰοὼείοττ στις εκδόσεις Βααέ. Στοὅαίος, Εκλονοιιῖ παρατίδεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης των ννειεὶτειτιαα̃τ και Ηετιεε (Βερολίνο 18841923). Φώτιος, Βιὅλιοδήκη: παρατίδεται σύμφωνα με γραμμές και σελίδες της έκδοσης του Βεκκετ (Βερολίνο Ι825). Χαλδαῖκό. Λόγια: παρατίδενται σύμφωνα με γραμμές και σελί δες της έκδοσης του ΚτοΙΙ (Βερσαλίες 1894, ανατύπωση ΗὶΙ‹1εεΙιεὶιπ 1962).
Χριστιανοί Πατέρες: αν δεν καδορίςονται με άλλο τρόπο, παρα τίδενται σύμφωνα με σελίδες και τόμους του έργου Πατρολονιο του Μὶςτιε. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι αναφορές είναι οι παραδοσιακές σελίδες ἡ υποδιαιρέσεις, εκτός και αν κατονομόιζεται μια συγκεκρι μένη έκδοση.
285
Βιβἰὶιογραιρἱα .Μονά Ρ. Οετεοπ
Βιὅλιογραφική σημείωση: έχω ετοιμάσει μια ενημερωμένη έκδοση της αρχικής ὅιὅλιογραφίας του 1Να11ὶε, ακολουδώντας τους τίτλους των κεφαλαίων του. Αυτή η έκδοση ενσωματώνει εκείνες τις παραπομπές στο αρχικό κείμενο που μου φαίνονται ακόμη πολύτιμες, όπως επί σης και έναν αξιοσημείωτο όγκο μελετών ο οποίος εμφανίστηκε μετόι το 1972. Είναι σε μεγαλο ὅαδμό περιορισμένη σε ὅιὅλία και σε έργα γραμμένα στην αγγλική γλώσσα, με μερικές σημαντικές εξαιρέσεις. 1.
Γενικόι
Η επίσημη πηγή για τις τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικόι με τους Νεοπλατωνικους είναι το έργο του Ρει.ιΙγ, Βε>α1ε·πενεΙορἐ‹;ϋε α̃εν· Ε`ΙειεεἰεοΙτεη ΑΙι°ετι°ιιπιεννἱεεεπεεΙιειΠ. Για αυτούς που δεν διαὅόιζουν Γερμανικά, το έργο ΤΙιε ΕπεγεΙορε·α̃Ιε οί ξἸαεεὶεαΙ Ρ}ιὶΙο5ορΙτν σε έναν τόμο, που εκδόδηκε από τον Ποτια1‹1 Ζε·γ1, πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει και δα περιέχει πολλές χρήσιμες πληροφορίες. Το έργο ΤΙιε· δαπιὺτὶαἕε Ηἰείοτν οι" Εειτετ Οτεεκ από Ε'ειτΙγ Με·α̃ὶε·νεΙ Ρ}τἱΙοεορΙιν, που εκδόδηκε από τον Α. Η. Ατπιεττοτιἕ (Κέιμπριτζ, 1967, ανατυπώδηκε το 1970), περιέχει μερικα σημαντικά δοκίμια σχετικά με τους Ν εοπλατωνικούς μαζί με ιστορικές πληροφορίες και χρήσιμες ὅιὅλιογραφίες έργων τα οποία είναι έκτοτε διαδέσιμα. Για την περίοδο 1967 μέχρι σήμερα, ὅλ. Αιιϊετἱεἔ από Νὶεαετἕεπἔ αετ Ιἔὀπιἰεεπεπ Ρνεϋ (ΑΝΒΡΥ), που εκδόδηκε από τους Ν. Ηαειεε και Η. Τεπιροτὶπὶ (Βερολίνο/Ν έα Υόρκη, 1987), 36. 1 και 36. 2, το οποίο περιέχει δοκίμια σχετικόι με διαφορες φυσιογνωμίες και προὅλήμα τα στον Πλατωνισμό και στο Νεοπλατωνισμό με εκτενείς ὅιὅλιο γραφίες. Η σειρά Εοευ (κείμενα με αγγλικές μεταφράσεις) περι λαμὅόινει ένα μεγάλο αριδμό Βλλήνων και Λατίνων συγγραφέων που ΖΒ6
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
το έργο τους είναι σχετικό με την κατανόηση όλης της περιόδου με την οποία ασχολείται το παρόν ὅιὅλίο. 1Ι σειρόι Βαἀέ· (εισαγωγές, κείμενα με γαλλικές μεταφράσεις) είναι παρόμοια, περιλαμὅόινει όμως επίσης πολύ περισσότερους Νεοπλατωνικούς. Αυτές αναφέ ρονται παρακόιτω υπό το όνομα καδενός συγγραφέα. Η μοναδικη γενική επισκόπηση του Ν εοπλατωνισμού στα Αγγλικα πριν από εκείνη του Ἄίει11ὶε και πέρα από το Οοπιίπίαἔο Ηίετοτγ που σημειώδηκε παραπάνω είναι από τον Τ. ννίιἰτίεκοτ, Τίτο Νοορίοίοττἰείε (4η έκδοση 1928, επανέκδοση Ηἰίαοείιοἰιττ 1968). Αξίζει ακόμα να το συμὅουλευτεί κανείς. Ένα σύντομο εισαγωγικό έργο στα Γαλλικα είναι το Το Νοορίείοτιἰεπτο του ]. Βτιττι (Παρίσι, 1988). Πιο πρόσφατα, το ὅιὅλίο του Α. (Ϊ. 1„1ογ‹1 Τίτο Αττοίοπιγ οί Νοορίετίοτιίεπι (Οξφόρδη, 1990) είναι ένα απαιτητικό και φιλοσοφικά σὐνδετο ὅιὅλίο το οποίο δεν σκοπεύει να αξιολογήσει όλο το Ν εοπλατωνισμό, αλλά μαλλον με ρικές από τις κύριες δέσεις του. Για μια γενικη έκδεση της ιστορίας της ελληνικης φιλοσοφίας, συμπεριλαμὅανόμενου και του Αριστοτέ λη, ὅλ. το έργο του ΙΝ. Κ. Ο. Οιτίίττἰο Ηὶείοτγ οί Οτοοκ Ρίτἰίοεορίτγ (Κέιμπριτζ, 196281) σε έξι τόμους. Τρεις εκτεταμένες συλλογές, όλες έχουν εκδοδεί από τον 11. Β. Ηετττὶε, περιλαμὅόινουν τα έργα Τίτο Ξἰἔτιἱίἰοειτιοο οί Νοορίοίοττἰεπτ (Α11›ειττγ, 1976), Τίτο Ξίτιιοίιιτο οί Βοίττἔ: Α Νοορίετοτιἱο Αρρτοεοίτ (Α11›ετιγ, 1982) και Νοορίείοττἰεπι επτά Ιτταίετι Τίτουἔίτί (Α11›ετιγ, 1982). Το έργο του Α. Α. 1.οιτ8 Ηοίίοτιἱείἰε Ρίτίίοεορίτγ (Ζη έκδοση, Μπέρκλεϊ/Λος Άντζελες, 1986) εί ναι ένας έγκυρος οδηγός στις ὅασικές φιλοσοφικές σχολές της ελληνι στικής περιόδου. Το έργο του ΙΙ. Πὸττὶο Ποτ· Ρίείοττίεπιιτε ίπ ὀοτ Αττίἰκο, 3 τόμοι, που συνεχίστηκε από τον Μ. Βα1ίοε (Στουτγάρδη, 19871993) είναι μια ανεκτίμητη πηγη κειμένων με γερμανικές μετα φρόισεις και σχολιασμό. Βλέπε επίσης Ο. ΖὶτττΖοττ (επιμ.), Πίο Ρίτἰίοεορίτίο ὀοε Νοιτρίείοιτὶεπιιιε (Ντόιρμσταντ, 1977). Σχετικα με το ιστορικό και κοινωνικό υπόὅαδρο του Ν εοπλατωνι σμοὐ, ὅλ. Ε. Β. Βοααε, Ρετἔεη οιτα̃ Είττίετίετι Ιτι επ Αἔο οί Ατικἰοίγ (Κέιμπριτς, 1965)· Ρ. Βτοννιτ, Τίτο Ρνοτία οί Ι.ετ°ο Αττίἰοιιὶτχ ΑΠ 150 Ϊἔθ (Λονδίνο/Ν έα Υόρκη, 1971)· Τίτο Μεικίπἔ οί βετο Αττίὶαιτίίγ (Κέι μπριτζ, Μασσ., 1978)· Τίτο Βοείγ ετιὀ ὅοοἱοίγ (Νέα Υόρκη, 1988). Σχετικά με το Γνωστικισμό, ὅλ. Η. ]οιιειε, Τίτο ῶιοείἰο ίἔοίἰἔὶοη (2η έκδοση, Βοστόνη, 1963)° Τίτο ίἔοείἰεοονοτγ οί θττοείἰοίεπι: Ρτοοοοοἰίτιἔε οί ίίτο ίπίοτιτοτὶοττοί δοηίοτοτιοο οτι ῶτοείἰείεπτ εί Ιθίο 1978, εκδόδηκε 287
/
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
από τον Β. 1.αγτοτι (1.ε1αετι, 1980)· Κ. Κυ.‹1ο1ρ1ι, Οποεὶε: ΤΙιε Νααιτε από Ηὶετοτγ οί Οποετἱοἱεπι (Σαν Φραντσίσκο, 1983)· ΡΙοτἰιιιιε Απιὶα θποετἰεε αιπἰ Οιτἱετἰαπε, εκδόδηκε από τον 1). Κατιἰα (Άμστερνταμ, 1984)· Νεορίαἰοπἰεπτ από Θποετὶεἰεοι, εκδόθηκε από τους Β. Τ. 1Να111ε
και ]. Βτεἔτιιατι (Α11›αιιγ, 1992). Επίσης, το έργο Οποεϋεἱετηε ει Μοπεἱε ΗέΙΙειιὶε£ἰοαε, εκδόδηκε από τους ]. Ιἰἰεε (ΕουναἰπΙαΝευνε, 1982) και Μ. Βι·υιπ1ὶ1‹, Πὶε Οηοεϋκετ (Φρανκφούρτη, 1992). Μετα φράσεις των Γνωστικών μπορούν να ὅρεδούν στο έργο του Β. Μ. Ωταιττ, Οιιοετὶεὶεπι: Απ Ατιτ1ιοΙο_ςν (Λονδίνο, 1961).
2. Οι
φιλοσοφικές πηγές του Νεοπλατωνισμού
Μια πολύ σημαντική σειρά εργασιών για τη σχέση του Πλωτίνου με τη σκέψη των προκατόχων του περιέχεται στο Ειιττειίετιε Ηαταί ῖξ «Εεε Βοιιτεεε αε Ρ1οτὶ1τ›› (νατιάοειιντεείἑειτενα, 1960). Για τη χρηση των έργων του Πλάτωνα από τον Πλωτίνο, ιδιαίτερα του Παρμενιΰης, αφετηρία των σύγχρονων έργων είναι το άρδρο του Ε. Κ. Ποααε, ‹‹Τ1ιε Ρατπιετιὶαεε οί Ρ1ατο ααα τ1τε Οτὶἔὶιι οι" τ1ιε ΝεοΡ1ατοτιἰ‹: Οιιε», δίαεεἰεαἰ ()υαττετΙγ 22 (1928), 12942. Πιο πρόσφατα και εκτενέστερα ὅλ. ].Μ. Πιαττιιε, Ρίοϋιι Ιεετειιτ οἱε ΡΙατο1ι (Παρίσι, 1978). Σχετικά με το πρόὅλημα του κακού από τον Πλάτωνα μέχρι τον Πλωτίνο ὅλ. Ε. Ρ. Ηαεετ, Οοϋ υηα εἰαε Βοεε ὶπι απτὶκεπ ΡΙαι°ο:ιὶεπιαε (1Νἰ1τΖ1›ιιτε, 1987). ίΕνα πολύ σημαντικό παλαιότερο έργο είναι το ὅιὅλίο του Μ. Πε Οοττε, Ατὶετοτε ετ ΡΙοϋπ (Παρίσι, 1935). Επίσης πολύ διορατικό είναι το έργο του Τ. Α. 8Ζ1εΖα1‹, ΡΙατοη μπα Ατἱετοίείεε ὶτι αετ ΝαεΙε}ιι·ε ΡΙοΗηε (Βαεε1, 1979) και το άρδρο του ]. Ι8α1 ‹‹Ατὶετοτε1εε γ Ια ενο1ιιεὶότι αε Ια ατιτι·ορο1ο8ὶα αε Ρ1οτ1ιιο››, Ρεπεὶαπιεπτο 35 (1979), 31546. Μια άλ λη σημαντική συλλογή που περιέχει εργασίες σχετικά με τις πηγές του Νεοπλατωνισμού είναι το Εε ΝἐορΙατοπἱεπιε, Εο11οαιιε άε
Ιὶογαατηοητ, 913 Ιούνιος 1969 (Παρίσι, 1971). Ἀλλες χρήσιμες εργασίες περιλαμὅάνονται στο έργο του Ρ. Μετ1απ, Μοπορεγεπὶεπι, Μγειὶεὶεπι, Μειαεοιιεεὶοοειιεεε: Ρτο1›Ιεπιε οί Ηιε 5οιιΙ ἰτι Ηιε Νεοατἰει°οίεΙἰαιι από Νεορἰατοπἰε Ττααἰϋοπε (Τ1ιε Ηαειιε, 1963) και του ιδίου Ρτοητ Ρίαίοτιἱεπτ το Νεορίατοτιἱεπι (3η έκδοση, Τ1ιε Ηαἔιιε, 1975)· ]. Ρέρὶπ, Ια̃ὀεε ἕτεοσιιεε εαπ Ι ' Ιιοοιπιε ετ εατ Πὶεα (Παρίσι, 1971)· Η. ]. Κταιηετ, Βετ Πτερταπἕ 288
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/
α̃ετ Οεἰείπιετερλγείκ: Ππτετευεὸαπἔεπ Ζιιτ Οεεε1ιίε1ιτε ὀεε Ρὶειίοτιἰεπταε Ζννἰεάιετι Ρ1ειτοιι ιιτιεἱ ΡΙΟΗΠ (2η έκδοση, Άμστερνταμ, 1974). Δύο σημαντικές εργασίες από τον Κ. Ξοτερῇ είναι το Τίπιε, Ετεετίοπ ειιεἱ Ηιε δοιιτἰηιιιιπι (Εοιταοτι ειτια Ιϋιεεε, Ν.Υ., 1983) και το Μειτίετ, Ξρεεε ειπα Μοτἰοη (Εοτιαοιι ειπα Ιτ1ιεεε, Ν .Υ., 1988)· και τα δύο περιλαμὅόινουν ένα σπουδαίο όγκο πληροφοριών σχετικά με το φιλοσοφικό υπόὅαδρο του Ν εοπλατωνισμού. Επίσης ὅλ. το όιρ δρο του ].Μ. Αιτατέ ‹‹1..εε εεο1εε ρ1ιὶΙοεορ1ιἰαυ.εε αμκ αειικ ρτετιιὶετε εὶεε1εε ὀ.ε 1Ἑπιρὶτε››, στο ΑΝΒΙΨ (1987), 36.1, 577. Για τη χρηση των Στωικών από τον Πλωτίνο ὅλ. Α. Οταεεετ, Ρίου̃ἱιιιιε από Ηιε ὅτοἱεε. Α Ρτείἰτηἱιιετγ Ξἰαείγ (Εεἰἀειτ, 1972). Η καλύτερη εισαγωγη στο Μεσοπλατωνισμό είναι το ὅιὅλίο του ]. 1)111οιτ Τ}ιε Μίάεϋε ΡΙει°οπὶει°ε, 80 Β.ξ”. το Α.Π. 220 (Λονδίνο, 1977). Βλέπε επίσης την εργασία του ]. 1Ν1τ1ττα1‹ετ ‹‹Ρ1ατοιιἰε Ρ1τ11οεορ1ιγ ὶιι τ1τε Εειτ1γ ίζετιτυτὶεε οί τ1πε Επιρ1ι·ε››, στο ΑΝΒΡΥ (1987), 36.1, 81123 και τη ὅιὅλιογραφία που ακολουδεί από τον Ε. 1)εὶτΖ, 12482, και 8. 1„111ε., Ιτπτοαιιείοπε ει1 πιεείίο ρΙειίοηὶεπιο (Ρώμη, 1992). Ο Αλὅίνος, τον οποίο η πρόσφατη έρευνα τον επαναπροσδιόρισε ως Αλκίνοο, εκ δόδηκε από τον ]. Ἄί1ι1®ετει1‹ετ, Α1εἰ:ιοοε (Παρίσι, 1990). Η καλύτερη μετάφραση με εισαγωγή και σχολιασμό είναι το έργο του Ι. 1)111οτι, Α1εἱηοαε: Τἰιε Ηεπα̃ϋοοκ οἱ ΡΙεἰο1τὶε:η (Οξφόρδη, 1993). Βλ. επίσης τους τόμους 3 και 4 του μνημειώδους έργου του Α. ]. Ρεεταςἰετε Εε Βενεΰείίοτι εἰ' Ηεπηεε Ττίεπιέἔίετε (Παρίσι, 1953). Βλ. επίσης το ὅι ὅλίο του ]. (}1ιιε1‹ετ Απτίοεηαε ειπα Ηιε Εειίε Αεειἀεπιγ (ίἑὸττὶτιεετι, 1978) και το ὅιὅλίο του 8. (}ετε1ι, Μἰα̃εϋε Ρίειτοπἱεπι από Νεορ1ειίοιιἰεπι: Τ}ιε Δετίπ Ττειὀἰϋοτι, 2 τόμοι (Νοττε Πεπιε, 1986). Για τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα ὅλ. την πολύτιμη ακόμη ερ γασία του Ρ. Μοτειιικ ΑΙε›‹επιείτε εἰ' Αρἡτοἀἰεε, εκέἔείε είε Ια τιοεϋσιιε εἰ' Ατὶετοιε (Παρίσι, 1942). Πιο πρόσφατα, σημαντικη εί ναι η μελέτη του Ιὶ. ΙΝ. 81τετρ1εε «Α1εκετι‹;ὶετ οἱ Αρμτοαἰεἰαε: 8ε1ιοΙε.ετ1εὶεπι από 1ιιιτονατἰοτι››, στο ΑΝΠΡΥ (1987), 36.2, 1176 1243, με ὅιὅλιογραφία. Βλ. επίσης τη μετόιφρασἡ του του Περί Ει μαρμένης του Αλέξανδρου (Λονδίνο, 1983) και το έργο του Α. Ρ. Ροτὶτιὶε, Τίιε Πε Αηίπιει οί Α1ε×ετι‹1ει· οι" Αρίιτοα̃ἰεἱεε (Ουάσιγκτον, Π. Ο., 1979). Το έργο Ττειἰτέ εἱιι Πεετὶτι του Ρ. Τ1·ιὶ1Ιετ, μια γαλλική μετάφραση του ΠερίΕιμαρμένης (Παρίσι, 1984), περιέχει μια εκτε ταμένη και χρήσιμη μετάφραση.
289
ΝΕΟΠΛΑΤΟΝΙΣΜΟΣ
Τα αποσπάσματα του Ποσειδώνιου έχουν συλλεχτεί με εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις στο έργο ΤΙιε Ρτοὅπιεπίε από τους Ισ. Ε‹1ε1ετε1τι και Ι. Κὶάά, σε 3 τόμους (Κέιμπριτς, 197288). Βλ. επίσης Ροεἱείοιιἰοε. Πἰε Γτοἔτπεπτε, εκδόδηκε από τον 1Ν. Τ1τεὶ1οτ (Βερολί νο/Ν έα Υόρκη, 1982). Τα αποσπάσματα του Νουμήνιου έχουν εκδοδεί στο Ε. άεε ΡΙειεεε (Παρίσι, 1973). Βλ. επίσης το δοκίμιο του Μ. Ρτεάε «Νυ.ητεπὶιιε››, στο ΑΝΗΡΥ (1987), 36. 2, 103475, με ὅιὅλιογραφία.
3. Πλωτίνος Γενικά Ανάμεσα στις πολλές εισαγωγικές εργασίες για τη φιλοσοφία του Πλω τίνου μπορεί κάποιος να μελετήσει το πιο πρόσφατο ὅιὅλίο του Π. 1. Ο”Με·ειτει, Ρ1οΠπι.ι5: Απ Ιπἰτοα̃ιιοϋοπ το Ηιε Ετπιεοεἱε (Οξφόρδη, 1993). Βλ. επίσης το ὅιὅλίο του Ρ. Ηαάοτ ΡΙοϋτι, οιι Ια εἰπιρΙΙοΙι°ό άι: τοἔειτὀ (Παρίσι, 1963), μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα ως Ρἰοἰἰτιαε οτι Πιο ΞἰηιρΙὶεὶτν οἰ ι̃ὅεἰοπ από τον Μ. (Πτεεε (Σικάγο, 1993)· ]. Μ. Βὶετ, ΡΙοΗηαε: ΤΙτε Ποσό το ΕεειΙὶι°ν (Κέιμπριτς, 1967)· Η. ]. Β1ιιπιειιτ11ε1, ΡΙο±ὶπιιε' Ρενεὴοίοἔν: Ηὶε Ποοὲτἰπε· οἱ Πιο Επιοοα̃ἱεά 5611" (Τ1τε Ηαἔυε, 1971)· Ε. Κ. Επιῦεεοπ, ΡΙοϋτιιιε οπ δεπεοΡετεερϋοτι (Κέι μπριτζ, 1988)· Ρ. Μ. θὼτοεάετ, Ροτπι ειπε! Ττεηείοττπετἰοπ (Μόντρε αλ/Κίνγκστον, 1992)° Ε. Ρ. Οετεοπ, Ηοϋτιιιε. Ατἔιιπιεπἰε οί Ητε· Ρ}ιἰ1ο5ορ1ιετε (Λονδίνο, 1994). Βλ. επίσης τη συλλογή δοκιμίων Τ}το δειπιὺτἰὀἕε δοτπρεπίοπ το Ηοτἱπιιε, που εκδόδηκε από τον Ισ. Ρ. θετεοπ (Κέιμπριτς, 1996). Τρεις παλαιότερες εργασίες οι οποίες ποι ραμένουν σημαντικής έμπνευσης είναι το έργο του Β. Αττιοιι, Ι.ε Πέεἰι· ἀε Πὶειι ὀοπε Ια ρ1ιἱ1οεορ}τὶε άε· ΡΙοτὶπ (2η έκδοση, Ρώμη 1968)· Ν. Κ. Ιτιεε, Πιο ΡΙιἱ1ο5ορ1ιγ οί Ρίοϋπιιε, 2 τόμοι (Βη έκδοση, Λονδίνο 1929, επανεκδόδηκε το 1948)· Α. Η. Ατπιεττοιτς, Τ}ιε· Ατοήἰτεετατε οΐ Ηιε ΙτιτεΙΙἰ81Ι1!ε Πτιὶνετεε οι Ηιε Ρ}ιἱ1οεορ}ιγ οί Ρ1οϋτιιιε (Κέιμπριτζ, 1940, επανεκδόδηκε στο Άμστερνταμ, 1967). Η ὅιογραφία του Πλωτίνου από τον Πορφύριο συμπεριλαμὅά νεται σε όλες τις συγχρονες εκδόσεις και μεταφράσεις των Εννεά δων. Η σημαντικότερη κριτική έκδοση του κειμένου με γαλλική με τάφραση και εκτεταμένες μελέτες αυτής της ὅιογραφίας είναι το 1.2 νἰε είε ΡΙοϋτι, 2 τόμοι (Παρίσι, 1982, 1992), που εκδόδηκε από τον 1.. Βτὶεεοη κ.ά. Αυτοί οι τόμοι περιέχουν έναν τεράστιο όγκο 290
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
λεπτομερών πληροφοριών σχετικό. με τη ζωή του Πλωτίνου και την εποχή που γράφτηκαν τα έργα του. Εκδόσεις και Μεταφράσεις
Η κριτική και σήμερα ὅασική έκδοση των Εννεάδων είναι των Ρ. Ηετττγ και Η.Β. Β‹:1τννγΖετ, ΡΙοτ11ι1 Ορετει, 3 τόμοι (τ. 1, Εννεάδες 1111, Βρυςέλες, 1951), (τ. 2, Εννεάδα ινν, Βρυςέλες, 1959), ίτ. 3 Εννεάδα ν1, Παρίσι και Λέιντεν, 1973). Μια εεἰὶτἰο πιὶτιοι· από τους ίδιους μελετητές η οποία παραλείπει αρκετά στοιχεία από το κρι τικό υπόμνημα, αλλά περιέχει σημαντικές διορδώσεις στα αντίστοι χα κείμενα της κύριας έκδοσης, έχει εκδοδεί από την Οξφόρδη σε 3 τόμους (1964, 1976, 1982). Η ὅασική έκδοση του κειμένου με μεταφράσεις στην αγγλική γλώσ σα είναι του Α. Η. Ατιτιεττοτιἔ, ΡΙοτ11ιι:ε, 7 τόμοι στη σειρά 1σοε1› (Κέι μπριτς, Μασσ. 196888). Στα Γαλλικα, η σειρόι των εκδόσεων Βααό με μεταφράσεις από τον Ε. Βτέ1ι1ετ σε 6 τόμους (Παρίσι, 192338) πα ραμένει ακόμη χρήσιμη. Επίσης χρήσιμη είναι η γερμανική έκδοση του Β. Ηεταετ, Ζη έκδοση που συνεχίστηκε από τους Π. Βεατ1ε1· και νν. Τ1τε11ετ (Αμὅούργο, 195671), η οποία περιέχει εκτενείς σημειώσεις και την ιταλική μεταφραση του ν. Ο11ε1ττο σε 3 τόμους (Μπάρι, 19479), με έναν τέταρτο τόμο ο οποίος περιέχει την πληρέστερη ὅιὅλιογρα φία για τον Πλωτίνο μέχρι εκείνη την εποχή από τον Β. Μειτ1ἐ·τι. Μια εξαντλητική ὅιὅλιογραφία η οποία συνεχίζει αυτό το έργο μέχρι το 1987 περιέχεται σε δύο μέρη στο ΑΝΗΡΥ (1987), 36. 1, από τον Η. ]. Β1υ.11ιε1ττ1ταΙ για την περίοδο 195171, σελ. 57870, και από τους Κ. Ωοττἰἔεττ και Ρ. ΟἘ1ε11·181τ για την περίοδο 197186, σελ. 571623. Η παλαιότερη αγγλική μεταφραση από τον 8. ΜειοΚ‹ειττια είναι γλαφυ ρή και εμπνευσμένη, συχνα όμως είναι ανακριὅής. Διατίδεται σε μια πιο εύχρηστη και συντομευμένη έκδοση την οποία επιμελήδηκε ο ]. Π11Ιοτι στις εκδόσεις Ρειτςυπι (Λονδίνο, 1991).
Σήμερα υπόιρχουν διαδέσιμα ένας αριδμός μεταφράσεων και υπο μνημόιτων σχετικα με συγκεκριμένες πραγματείες των Εννεάδων. Πολ λές από αυτές είναι εξαιρετικα ὅοηδητικές. Βλέπε Ν. Βι:1ετινει1τεε,
ιι̃ὸει· Εινἰγςκεἰτ από Ζείτ (ΠΙ. 7) (Φρανκφούρτη, 1967) και από Ετἰαὴταπἔ αει· Ε11ιΙτε·1τ (ν. 3) (Φρανκφούρτη, 1991)· 1). 1ὶο1ο1"Ϊ, Ρ1οτ1τι:[Ἱ1ε (ἔτσεεεήτἱίτ (1Π.8ν.8ν.511.9) (Βερολί νο, 1970)· ν. Ο11ε1ιτο, Ραὶείεὶε ειτιτἰἔτισεϋεσ: Ιἔἱεοιιετταεἰοιιε εἰ' ιιιι Ρ1οτ1π
5ε·ΙΙ9ετε1·1‹ε>11τιττι1.9
291
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
αιιὶεο εετἰττο ασ Ετιιιεεια̃ἰ ΠΙ. 8., Κ 8., ἱἄ 5., Π. 9 (Φλωρεντία, 1971)· Α. Μ. 1Νο1ίετε, ΡΙοι°Ι:ιιιε οτι Ετοε (ΙΙΙ. 5) (Άμστερνταμ, 1972)· ]. Βειτὶετ κ.όι., Ττειἰίέ εατ Ιεε ποητίπεε (ν1. 6) (Παρίσι, 198Ο)° Ν. Ηε11επι8.τι 1Ξ18ετεπιε, $οιιΙΒἱετετε (Ιν. 3) (Άμστερνταμ, 1980)· Μ. Ατκίπεοπ, Ειυιεεὀ ῖἄ 1: Οτι Ηιε· Πιτεε Ρτἱιι‹:ἰρεΙ Ηγροεἰεεεε (Οξφόρδη, 1983)° Ρ. Βοοί, ΡΙοΗιιιιε, Ονετ 1/οοτ2ἰειιὶ8Ιιε>ἱα (ΠΙ. 23) (Άμστερνταμ, 1984)· Ρ. Ηααοτ, ΡΙοτὶ1ι, Τταἰίέ 38 (νΙ. 7) (Παρίσι, 1988)· Ο. Ιαετοιικ, ΡΙοι°ὶιι. Τταἰἰέ εατ Ζει Ιἰὺετἰό εἰ Ια νοΙοτιίέ είε· Ζ/ Πτι (ν1. 8) (Παρίσι, 1990)· Ρ. Ηειαοί, Ττειἰίὀ 50 (ΙΙΙ. 5) (Παρίσι, 1990)· Η. Οοεα̃ιοιιτ, Μοαεε οί Κτιονιαεαἔε ειπα Τι·ειπε‹:ετιαε:ιι°εΙ: Απ Ιπττοεἰαείἰοτι το ΡΙοϋτιαε Εππεεἀ 1/1 3 (Άμστερνταμ, 1991)· Ρ. Α. Μεη̨̃ετ, Ρὶοτἱτιιιε σα Ηιε (ἕοοα οι· Ηιε Οπε ('71. 9) (Άμστερνταμ, 1992)· ].Μ. Νετβοπαε, ΡΙοϋΠ. Εεε α̃εακ ιπετἱὲτεε. Εηπέεα̃ε Π. 4 (Παρίσι, 1993).
4. Πορφύριος και Ιαμὅλιχος Γενικά Βλ. στο ΤΙιε Οειτιϋτὶαἔε Ηἰετοτγ οΐ Ι.ετε·τ Οτεεκ ειπα ΕειτΙγ Μεαίενεὐ ΡΙιἱΙοεορΙιν, μέρος Ιν, 1719 από τον Α. Ο Ι..1ογε1. Για τον Πορφὐριο ὅλ. το δοκίμιο ‹‹Τ1τε Ηετπιοτιγ οἱ Ρ1οτ1τιυ.ε ατιὀ. Αι·ἰείοτ1ε Αεεοτἀἰιιἔ το Ροτρίιγτγ» του Ρ. Ηειαοί στο Ατἰείοίίε Ττειιεϊοππεα, που εκδόθηκε από τον Β. Βοταοη̨̃ι (1..οτι‹1οιτ ειτιὀ. Ιἀιειεει, Ν.Υ., 1990), κεφ. 6. Το έργο του Ρ. Ηειἀοί Ροτρἡγτγ ετιεί ῖὅείοτἱιιιιε, 2 τόμοι (Παρίσι, 1968) περιέχει αφδονία πληροφοριών όσον αφορόι την ιστορία των νεοπλατωνικών ιδεών. Ο δεύτερος τό μος περιέχει κείμενα με γαλλική μετάφραση· Ειιττεἰὶετιε Ηειτϋ ΧΠ, Ροι·ρΙιγι·Θ (ναπἀοεαντεε(ἔειιενει, 1966), περιέχει σπουδαίες εργασίες από σημαντικούς μελετητές· το ὅιὅλίο του Α. θπιίτ1ι ΡστρΙιι×τ/5 Ρἰειεε ἰιι Ητε Νεορίειἰοπἰε Ττειαἰἱἱοτι (Τ1ιε Ηειἕιιε, 1974). Βλ. επίσης το δοκίμιο του Α. $πιίτ1τ «Ροτρ1ιγτἰειιι θτιιαἰεε θὶιιεε ι9ι3», σω Αινκιν (1987), 36.2, 71773. Για τον Ιόιμὅλιχο ὅλ. το ὅιὅλίο του Β. 13ε.1ε8αε.τὀ Εειτεετι ]ειπιὺΙἱαιιε> είε (]Ιιε1εὶε, εχὀἔὲτε ετ ρΙιἱΙοεορΙιε· (Αειι·1ιαε, 1972)· ]. Πὶ11οιι, ‹‹1ειηι1›1ὶε1ιυε οί €1ιε1εὶε (ε. 240325 Α.13.)››, στο ΑΝΒἌ/ (1987) 36.2, 862909, με ὅιὅλιογραφία· 1). ]. Ο'Μεειτα, Ργίίιειἔοτειε Κενἰεὶτεεί (Οξφόρδη, 1989)· Η. ]. Β1ιιτιιειιί1ιει1 και Ε. Ο. (]1ειτ1‹ (επιμ.), Τίιε· Πἱνἰπε Ιειπιωἱείιαε (Μπρίστολ, 1993). 292
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για τη διαμάχη μεταξύ Νεοπλατωνισμού και Χριστιανισμού ὅλ. Π. ννα1Ζετ, δα]επ οπ ]ε>ννε απα δπτἰεϋαπε (Οξφόρδη, 1949), Οεἱἔεπ: δοπττα δεἰειιπι, που μεταφράστηκε από τον Η. Ο1ιαὀ.ννἰο1‹ (Κέιμπριτζ, 1953), Ε. Β. Ποααε, Ραἔαπ απα Επτὶετἰαπ Ιπ απ Αἔε οί
Απχἰειγ, κεφ. 4· Α.
Μοπτ1811απ0 (επιμ.), Τπε Ε`οπΠἰςτ Βετινεεπ Ραἔαπὶεπι απα δπτἱεϋαππγ ίπ τπε· Ροατιπ δεπαιτγ (Οξφόρδη, 1963)· 1. Ρέρὶπ, ΤπέοΙο8ἰε οοεπιἰαιιε· οι τ}ιέοΙοἔΙε οπτὀϋεππε (Πα ρίσι, 1964)· ΝεορΙαι°οπἱεπι απα Οπτὶετἰαπ Τποαἕπι, που εκδόθηκε από τον Π. ]. Ο®Μεατα (ΝοτἙοΠ‹, να., 1982). Για τα Χαλδαικά Λόγια ὅλ. Οι·α‹:Ιοε ξ”}ιαΙααέσυεε, που εκδόθηκε από τον Ε. άοε Ρἱαοεε (Παρίσι, 1971). Αυτό είναι ένα κείμενο και η γαλλική μετάφραση των αποσπασμάτων όπως και το υπόμνημα του Ψελλού, μαζί με άλλα σχετικά κείμενα από τον Ψελλό και τον Πρό κλο. Υπάρχει μια αγγλικη μετάφραση από τον Β. Μαῇετοὶκ, Τπε Ε”πα1αεαπ Οταάεε: Τεχτ, ΤταπεΙαι°ἱοπ απα δοπιπιοπτατγ (Ιπεἰάεπ, 1989). Βλ. επίσης Η. Ι.εννγ, βἸιαΙαεαπ Οταάεε από Τπειιτἔν (Κάι ρο, 1956), που επανεκδόὕηκε από τον Μ. Ταταὶειι (Παρίσι, 1978).
Εκδόσεις και Μεταφράσεις
Πορφύριος: Ε. Ἄἴαττεπ, Ροτρπγτγ Πιο Ρποεπἰοἰαπ. Ιεαἔοἔε· (Τορό ντο, 1975)· Ἄἴ. Ρὀτεοὶιετ, Ροτρπγτὶοε. ΠΡΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΑΝ, ελλη νικό κείμενο με γερμανική μετάφραση. Υπάρχει μια αγγλική μετά φραση αυτού του έργου από τον Κ. Ο. ννἰεκετ (Ατλάντα, 1987). Υπάρχει μια έκδοση του ΠερίΑποχής Εμψύχων με ελληνικό κείμενο και αγγλική μετάφραση σε 3 τόμους από τους ]. Βοαΐίατιὶἔαε και Μ. ΡαὶὶΠοπ (Παρίσι, 1979)· μια συλλογή κειμένων από τον Α. Ναυ.‹:1‹, Ροτρπγτἰἱ ρ}ι1Ιοεορπἰ Πατοπἰοἱ Οριιεοιιλα εεὐεςτα (ΗὶΙαεε1ιεὶπι, 1963)· Ξεπτοποεε (Αφορμαί προς τα Νοητά), που εκ δόθηκε από τον Ε. Ιααπι1›οτΖ (Λειιμία, 1975)· ελληνικό κείμενο με ιτα λική μετάφραση των Ομηρικών Ζητημάτων από τον Α. Κ. θοααπο (Νάπολη, 1970)· το Πυῦαγόρου Βιρς που εκδόθηκε σε γαλλική με τάφραση από τον Ε. αεε Ρ1α‹:εε (Παρίσι, 1982)° Α. 8πι1τ1ι, Ροτρπγτπ ΡΙιἰΙοεορΙιὶ Ρταςιπεπια (Στουτγκάρδη/Λειψία, 1993). Το έργο Προ τρεπτικός του Πορφύριου μεταφράστηκε από τον Τ. Ν. ]ο1ιπεοπ ως ΤΙιε Εχποιταιἰοπ ιο Ρ}ιἱ!οεορ}ιγ (θταπά Καρὶαε, ΜΙ, 1988). Ιάμὅλιχος: το Περί των Αιγυπτιων Μυστηριων που εκδόθηκε από τον 8. Βοπαπ (Ηαετὶπεε, 1989), εκδόθηκε και μεταφράστηκε στα
293
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ
Γαλλικά από τον Ε. άεε Ρ1ειςεε (Παρίσι, 1966)· το Περί του Πυθα γορείου Βίου εκδόδηκε από τον 1... Πευρηετ (διορδωτική έκδοση από τον Π. Κ1εὶπ, 1975) (Λειφία, 1957) και μεταφράστηκε ως Οπ Ηιε Ργτὴεὅοτεεπ Εἰίε· με σημειώσεις από τον Ο. (:1ειτ1‹ (Λίὅερπουλ, 1989)· το Προτρεπτικός επίΦιλοσοφιον εκδόδηκε και μεταφράστη κε στα Γαλλικά από τον Ε. αεε Ρ1ει‹:εε (Παρίσι, 1989). Το Ιπ Ηοίοπίε Πἰεὐοἔοε δοωωεπτετὶοτυοτ Ρτεἔπιεπίε εκδόδηκε με μετάφραση και σχολαστικό υπόμνημα από τον ]. 1)ὶ11οτι (Ιπεὶάεη, 1973). Σαλούστιος: Αγγλική μετάφραση με εισαγωγή και σχολαστικό υπόμνημα από τον Α. Π. Νο‹:1‹ (Κέιμπριτς, 1926, επανεκδόδηκε το 1966) και γαλλική μετάφραση, (}. Ιὶοάιείοττ (Παρίσι, 1960).
5.
Η Αδηναῖκή και Αλεξανδρινή Σχολή Γενικά
Τίτο ΡΙιὶΙοεορΙιν οί Ρτοείαε (Νέα Υόρκη, 1949)· νν. Βεὶει·ννει1ιεε, ΡτοΙ‹1οε: Οτιιπ‹ὶ2ίὶ8ε εεὶτιετ Μετερίιγεἰκ (Φραν κφούρτη, 1965)· Ρ. Βεετὶά, Ρτοείιιε οί Ιε· ςτέριιεειιΙε αε Ιει ρετιεἐε ἔτεςσιιε· (Παρίσι, 1969). Αυτό το έργο περιέχει μια εκτενή έκδεση των υπομνημάτων του Πρόκλου (342Ο7)° 8. 8ειπι1πιτε1‹γ, Τίτο δοτιοερτ οί Τἱπιε· ίπ βετο Νεορίοίοτιἰεπι (Ιερουσαλήμ, 1971) και Τίτο
Π ]. Ιὶοεόη,
δοπεερί οί Ρίειεε ἰτι Εοίε Νεορίειίοπὶεοτ (Ιερουσαλήμ, 1982). 8. Ε. ((}οτε1ι, ΚΙΝΗΣΙΣ ΑΚΙΝΗΤΟΣ: Α Ξίιιεἱγ οί Ξρἰτίίαεί Μοίἱοπ ίπ ίίιε \ΡΙ·ιὶΙοεορ}ιγ οί Ρτοείιιε (1.ε±ἰ‹:1ετι, 1973)· Επίτείἱεπε Ηετὀί ΧΧΙ. Πε ]οητὺΠοαε ὲ Ρτοείιιε (νειπαοευντεείἔετιενε., 1975)· 1. Ηααοί, Εε· ρτοὸίὲπιε απ πέορίειίοπἱεπιε είεαοπὀτίτι, Ηἰὀτοοίὲε οί 5ἰπιρΙἱεὶιιε (Παρίσι, 1978)· Ο. 8τεε1, Τίιε Πιειηἔἰηἔ 5ε·Ιί. Α ΰίιιαγ οί Ηιε ὅουί ίπ Εετετ Νεορίετοπίεπι: ΙεπιΖ›ΙὶεΙιαε, Πετηεεεἰαε, σπα Ρτἰεςὶεπιιε (Βρυξέλες, 1978)· ]. Τι·οιιὶΙ1ει·‹1, Ζ.ει υιγείεἔοἔἰε είε Ρτοςίοε (Παρί σι, 1982)· Βου! ειπα τίιε Ξίτιιοίατε οί ΒΘΙΠ8 ίπ Εειτε· ΝεορΙειτοηὶεπι, που εκδόδηκε από τους Η. ]. Β1απιε1ιτ1ιει1 και Α. Ο. Ι.1ογά (Λίὅερ πουλ, 1982)· ΡτοεΙιιε. Εεςίευτ εἰ ὶπίετρτὲίε εἱεε επεἰετιε, που εκ δόδηκε από τους ]. Ρέρὶιτ και Η.1). θείίτεγ (Παρίσι, 1987)· Ν. Α]οιι1εὶ, Εε Νέορκὶίοτιἰεπιε ΑΙε·χεπα̃τὶ1τ. Ηἰότοςίὲε α' Αίεκευιὀτὶε· (1„ε1‹1ετι, 1986)° Ο. 1ὶε·ει1ε, Ι1ιίτοεἰαΖίοιιε· επ Ρτοείο (Μπάρι, 1989).
“Ν
294
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εκδόσεις και Μεταφράσεις
Η έκδοση από τον Ε. Β. Ποααε του έργου Στοω̨γειι̃υσις Θεολογική του Πρόκλου (Ζη έκδοση, Οξφόρδη, 1963) με μετάφραση και υπόμνημα είναι ένα απολυτως απαραίτητο ὅοήδημα στη μελέτη του υστερου Νεοπλατωνισμοὐ. Υπάρχει μια γαλλική μετάφραση με σημειώσεις από τον ]. Ττοιιἰ11ειτα (Παρίσι, 1965). Η Πλατωνική Θεολογια εκδόδη κε σε γαλλική μετάφραση, με εισαγωγή και σημειώσεις σε 5 τόμους από τους Η.15. εειιτθν και π. ο. ιινθειθιιπκ ιπαρισι, 196887). Το υπόμνημα στο Αλκιόι̃άδης εκδόδηκε σε μετάφραση του Ε. (Ι. ννεετετὶπκ (Άμστερνταμ, 1954). Υπάρχει μια αγγλική μετάφραση αυ του του έργου από τον ΙΝ. Ο”Νε11, Ρτοάιιε. ΑΙεὶρἰεα̃εε Ι (Τ1τε Ηειἕαε, 1965). Το υπόμνημα στο Τι̃ιιαιος υπάρχει σε γαλλική μετάφραση από τον Α.]. Ρεεταςιὲτε (5 τόμοι, Παρίσι, 19668). Έχει επίσης μεταφρα στεί το υπόμνημα στην Πολιτεια σε 3 τόμους (Παρίσι, 1970). Το υπό μνημα στο Παρμενιδης, που εκδόδηκε από τον Υ. ίζοαεὶιι (Παρίσι, 1864, επανεκδόδηκε Ηὶ1ι:Ιεε1ιε±1πι, 1961), έχει μια αγγλική μετάφραση από τους Ο Κ. Ιὶονναπ και ]. 1)111οιι, Ρι·σεΙαε° Οσπιπιεπτετν οτι ΡΙει°ο,ε Ρετπιετιὶαεε (Ρτὶποετοπ, 1989) και μια γαλλική μετάφραση από τον Α. Ε. (Πτειὶεπετ σε 3 τόμους (Παρίσι, 1900). Το τελευταίο μέρος του έὅδο μου ὅιὅλίου, που σώζεται μόνο στη λατινική μετάφραση του Γουλιέλ μου της Μοετοεκε, έχει εκδοδεί σε αγγλική μετάφραση με σημειώσεις από τους Κ. Κἰἰοεπεκγ, (Ζ. 1.αΙοοννε1‹γ και Ε. Αιτεοοιτὼε· (Λονδίνο, 1953). Το ελληνικό κείμενο των έργων Πεςεπι Παὺἱιετἰοτιεε ριτσα Ρτονὶεἰετιτὶειπι, Πε Ρτονἱαετιτἱε ετ Γατα και Πε ΜαΙοτα1π Ξαρεὶστειιτὶε, άλλοτε σωζόμενα μόνο στα Λατινικά, έχει σε μεγάλο ὅαδμό αποκατασταδεί και εκδοδεί από τον Η. Βοεεε (Βερολίνο, 1960). Υπάρχει ένα κείμενο σε γαλλική μετάφραση από τον 1). Ιεειαι: σε 3 τόμους (Παρίσι, 197782). Το έργο Εις Ευκλειδου Στοαειι̃ι μετα φράστηκε από τον ίἑ. Μοττοιλι (Ρττιιοειοιι, 1970). Το Περί Αρχών του Δαμάσκιου εκδόδηκε από τον Ι... Ο. Ιιιἴεειετὶπκ με γαλλική μετάφραση από τον ]. Οοπιοεε σε 3 τόμους (Παρίσι, 19861991). Υπάρχει μια ακόμη γαλλική μετάφραση με ει σαγωγή και σημειώσεις σε έναν τόμο από τον Μ.Ο. (}ει1ρ‹ἐτὶιιε (Πα ρίσι, 1987). Το Εις τον Φιληὅον εκδόδηκε από τον Ε. (Ξ. ννεετετὶπκ (Άμστερνταμ, 1959, επανεκδόδηκε το 1983). Για τη σκέψη του Δα μάσκιου ὅλ. την εισαγωγή στην έκδοση του Περί Αρχών από τον Νεετετὶπκ και τον (ζοτπρὲε και την εισαγωγή από τον (}ει1ρ6ι·1ιτε. 295
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Το έργο του Ολυμπιόδωρου Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκια̃ά δην εκδόδηκε από τον 1.. Ο. 1Λἴεε'τοτἰιτ1‹ (Αμστερνταμ 1956, επανεκ
δόδηκε το 1983)· το έργο του Σχόλια εις τον Πλάτωνος Γοργισν εκ δόδηκε από τον 1... Ο. ννεετετὶπκ (Αμστερνταμ, 197Ο), και το υπό μνημά του στο Φαιδων του Πλάτωνα, το οποίο περιέχεται στο Εις τον Πλάτωνος Φαιδωνα, τόμος 1, Ολυμπιόδωρος, εκδόδηκε από τον 1... Ο. 1Λἴεετετἰτι1‹ (Άμστερνταμ, 1976). Τα έργα των Ελλήνων Υπομνηματιστών του Αριστοτέλη περιέ χονται στη σειρά της Ακαδημίας του Βερολίνου η οποία εκδόθηκε από διάφορους μελετητές. Το υπόμνημα του Φιλόπονου στο έργο Φυσική Ακρόασις του Αρι στοτέλη, Βιὅλία 58, μεταφράστηκε από τον Ρ. 1.ετιὶ1ιι:1‹ (1.οτι‹:1οτι ειπα Ιυ̃ιεεει, Ν.Υ., 1994). Αυτός ο τόμος περιέχει επίσης μια μετά φραση από τον ]. Ο. Πτπιεοτι του υπομνηματος του Σιμπλίκιου στην πραγματεία του Αριστοτέλη σχετικά με το Κενό στο έργο Φυσική Ακρόασις. Το έργο του Φιλόπονου ΠερίΑιδιότητος του Κόσμου με ταφράστηκε από τον Ο. νἩ1‹11›ετ8 (Ιφηαοτι ειπα ΙτΙ·ιειςε., Ν .Υ., 1987). Το υπόμνημόι του σχετικά με το Περι” Ψυχής του Αριστοτέλη, ὅιὅλίο 3, 48 μεταφράστηκε από τη λατινικη έκδοση από τον Ν. Ο1·ιετ1τοιτ (1,.οτι‹1ο1τ ειπα 1ι1τειοει, Ν.Υ., 1991). Μια πολύτιμη συλλογη δοκιμίων εκδόδηκε από τον Β. θοτερη̨̃ὶ, Ρ!τἰΙοροπιιε ειπα Πιο Ιἔεη̨̃εςτἱσπ οἰ Ατὶετοτεα̃ιεπ δςιεπεε· (Ι.οτιαοτι ειπα Ιι1τεοε, Ν .Υ., 1987). Το υπόμνημα του Σιμπλίκιου στο έκτο ὅιὅλίο της Φυσικής Ακρο άσεως του Αριστοτέλη μεταφράστηκε από τον Β. Κοτιεταπ (1..οτιαοτι αιτὀ. 1τ1τε.εει, Ν.Υ., 1989) και το υπόμνημα του στο έὅδομο ὅιὅλίο από τον Ο. Ηεἔετι (11οιιαοιτ ετια Ιτἰτεεα, Ν.Υ., 1994). Βλ. επίσης $ἰπτρΠεὶιιε. ὅε νἰε, εοπ οεαντε, σε ειιτνἰε, που εκδόδηκε από τον 1. Ηειάοι (Βερολίνο, 1987).
6. Επιρροές (1) Για γενικές ανασκοπἡσεις σχετικά με την ύστερη επιρροή του Νεο πλατωνισμού ὅλ. Β. Κ1ὶ1›ετιε1‹γ, ΤΙιε Οοπιιτιιιιιν οί Πιο ΡΙειιοιιὶ‹: Ττεαὶτἱστι Πιιτὶιιἔ Ηιε· ΜἰααΙε Αἔεε (Ζη έκδοση, Λονδίνο, 1951)· ΡΙοτἰπο ε ΙΙ Νεορκποπἰεπτο ιη Οτἰειιιε ε· πι Οςοἰαεπτε, Ατϋ αε· Οοιτνεςτιο Ιιιιεττιε.2ἰοτιε1ε, Ρώμη, 59 Οκτωὅρίου 1970 (Ρώμη: 1974)· ]. 1Λἴ1ιὶτια1‹ετ, ὅτααἰεε ἰπ ΡΙει°οιιἰεπι ειπα Ρεττἰετἱε Τ}ισι.ι8}ιτ (Λονδίνο, 1975)° Α. Η. Ατπιεττοτιἔ, ΡΙοι°ὶιιὶειπ ειπα Πιτἱειἰεπ Ξτιιαιεε (Λονδίνο, 1979)· Η. ].
296
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
και Κ. Α. Ματ1‹υ.ε (επιμ.), Νε·ορΙαΙοπἰ5πι από Ε”ειτΙγ ΤΙιοιι8}ιἰ (Λονδίνο, 1981)· Η.Ι). Β1ιιιτιε (επιμ.), ΡΙειοιτἱεπιιιε από Πιτἰετεπἰυπι (Ματιετετ, 1983)· ]. Ιἰὶετ, ΡΙειὶοιιἱεπι ειτό ιτε Πιτἰεὲἱοπ Ηετἰταἔε (Λονδίνο, 1985)· Κ. Κτοτιτετ, «Βοτιιιπι εετ όὶἰἰιιεἰνιιπι ειιι. Εὶτι Βοἰττειἔ Ζιιιτι νετ1ιὲΙιτιὶε νοτι Νειιρ1ειτοιιἰει1ιιιε υιιό Ε1ιτὶειετιτιιπι›› στο ΑΝΠΡΥ (1987), 36. 2, 9941032· Ο. Βοεε και (Ξ. 5ε·ε1 (επιμ), ΡτοεΙιιε ετ εοπ ὶτμ"Ιιιε·ιιεε> (Ζυρίχη, 1987)· ]. 1)ι11οιι, ΤΙιε· ΟοΙόεπ Πιοιιι: Ξτιιόιεε ὶτι ότε Ι)ενεΙορπιειιτ οί ΡΙειτοιτἰεπι από Πιτὶετὶαπἰτχ (Λονδίνο, 1991)· Ε. Ρ. Βοε και Ρ. Α. Μεη̨̃οτ (ε:ιτιμ.), Οτι Ρτοάιιε από Με Ιπὔυειιεε ἰιι Β1υ.πιετιτ1τε.1
(.”Ιιι·ἰει°Ιατι
ΜεόἰενεΙ ΡΙιἱΙο5ορΙιγ (Ιοοἰόετι,
1992)· Τ. Ρἰιτειιτ και
ν. Τννοπιεγ (επιμ.),
Πιο ΕεΙατἰο:ι5ΙιἱΡ Βοιτνοεῃ ΝεορΙειοτιιεπι από Πιτὶετἰαῃἱιγ (Δουὅλίνο, 1992)· 8. (}οι·ε1τ και Ο Κειιιτιετιἔἰοεοτ (επιμ.), ΡΙειὲοτιὶεπι ίπ Ι.ειτε> Απτὶσυιτγ (Νοττο Πειιιιε, 1992). (11) Τα έργα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου ΠερίΘειι̃υν Ονομά των και Μυστική Θεολογία έχουν μεταφραστεί με εισαγωγή (Μὶ1ννειιι1‹εε±, 1980). Υπάρχει μια γερμανική μετόιφραση με σημειώ σεις από τον ΠΙ. ΤτΙτε‹:1ι (Μόναχο, 1956). Βλ. επίσης τα σχετικό κε φάλαια στο Πιο δεπιὸτἱόἔει Ηὶετοτγ οι" Ι.οι°ε>ι· (}ι·ε~ε~Ι‹ από Ε”ειτΙγ ΜεόἰΘναΙ Ρ}τἰΙοεορΙιγ και στο έργο του 8. Ε. (}ετε1τ Ρτοπι ΙειοιοΙιεΙιμε το Ετἰαἔοιιο. Ατι Ιιτνεετἰἔειτιοιι οί Πιο Ρτεήὶειοτγ ειιτό Ηιε· Ε”νοΙιιιἹο1ι οι" Πιο ΡεοιιόοΠἱοιιγεἰειιι Τταόἱιἱοπ (Εεὶόεπ, 1978) Για τη ὅυζαντινή σκέφη και ιστορία ὅλ. ]. Πα1ι1έ1οιι, ΡΙει2οιιἱεπιε· οι ΤΙιόοΙο8Ιε· (Παρίσι, 1963)· Β. Ταιακὶε, Ι.ει ΡΙιὶΙοεορΙιἰο Βγ2α:ιΗιιε (Παρίσι, 1949)· 8. Βιιτιεὶτιιατι, Τ}ιε Ι.ειτε·ι· Βγ2ειτιτἰιιε> Ιἔειιαἱεεατιεε (Κέιμπριτζ, 1970)· Π. Βτονντιὶτιἔ, ΤΙτε~ Βγπιτιϋτιε· Επιρἰτε· (Λονδίνο, 1980)· ]. ]. Νοτνν1‹:1ι, Βγ2ειτιτἱι.ιπι. ΤΙιΘ Ε”ειτΙγ δετιτατἱεε (Νέα Υόρ κη, 1989) και ΒγΖαιττΙιιηι. Τήε Αροἔεε (Λονδίνο, 1991)· Η. Ηυ.τι8οι·, Πιο ΙτοεΙιερταεΙιΙΙε}τε· ρτοἰειπο Εἱτοτετυτ όει· Βγ2αιιτἱιιε:·, Ζ τόμοι (Μόναχο, 1978), κ. 1, με εκτενή ὅιὅλιογραφία (5462). (111) Για το Νεοπλατωνισμό και τη σχέση του με την ισλαμική και την ιουδαι̃κή φιλοσοφία ὅλ. Ο. νεη̨̃όα, Ιτιττοόυετιοπ ὲι Ισ ρετιεἐε χιιἰνε· όυ πιονετι ἑἔε (Παρίσι, 1947)· Η. Α. 1ΝοΙΙεοτι, Τ}ιε· ΡΙιΙΙοεορΙιγ οτ” Ητε· Κεόειπι (Κέιμπριτζ, Μασσ., 1976)· Μ. Ωε.1τεοτι, «Α ΙὶεΘκαπιἰτιατἰοτι οι" α1Ρατε.1:›1,ε Νεορ1α'εοτιὶετιι››, ]οιιττιειΙ οι" Ηιε· Ηἰειοτγ οι" Ρ}ιἰΙοεορ}ιγ 15 (1977), 1332· Β. ι̃Λἴα12ει· (επιμ.), ΑΙίειτεὼἰ οτι Ηιε· Ροτἰεετ Ξτειιε (Οξφόρδη, 1985)· Α. ]. ναπόεἠοἔτ και 1). Ρειτ2ο1ό (επιμ.), Τήε Νοορλατοιτἰε Ττειόἰτὶοιι, ]εινἱε}ι, Πιτἰετὶοπ, ειιιό 297
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
ΙεΙαπιἰε Τπεπτεε (Κολωνία, 1991)·
Ρ.
Μοτεννεόἔε (επιμ.),
Νεορἰατοπἰειπ από ΙεΙαπιἰο ΤΙιοπἔπτ (Α11›απγ, 1992)· 12. Οοοόπιαπ (επιμ.), Νοορ1ατοπὶεπι από ]ε>ινἱ5}ι Τποπἔπτ (Α11›α.πγ, 1992) και Ανὶεεππα (Λονδίνο, 1992)· Η. Πανὶόεοπ, ΑΙίαταΙσ1,Ανὶ‹:ε·ππα, από Αναττοοε οπ Ιπ£ε·Ποετ: Τπεπ· Ε`ο5πιοΙοἔἰοαΙ Τπεοτὶαε οί ότε Αοϋνα Ιπι°οΙΙεοτ, από Τπεοτὶοε οί Ηππταπ Ιπτε·Πε·‹:τ (Οξφόρδη, 1992). (ιν) Για τις νεοπλατωνικές επιρροές στον Αυγουστίνο ὅλ. Ν. Τ1τεἰ1ε·τ, Ροτρπγτἱοε από Αιιἔαετιπ (Ηα11‹2, 1933), επανεκδόδηκε στο Ροτεοπαπἔεπ Ζιιτπ Νεπρ1ατοπἰειππε (Βερολίνο, 1966)· Ρ. Ηεπτγ, Ρἰοιὶπ οι Ιίοοοἱόεπτ (1..ου.ναὶπ, 1934)· Ρ. Ωοιιτοε11Θ, Εεε Εαττταε ἔτεοσιιεε επ οοεἱόεπι όε· Ματοοὺο α δαεεἱοόοτε (2η έκδοση, Παρίσι, 1948)· ]. Οαὶιιοπ, Ζ.ε> Τατπρε οι Ι ' αἰατπὶτέ ε}ιε2 Ρ]οϋπ ετ Απἔιιεἰἰπ (3η έκδοση, Παρίσι, 1959)· Ρ. Χ. Ματτὶπ και ]. Α. 1ὶὶι:1ιπιοπό (εκ.), Γτοπι Αμἔιιετἱπε· το Ετἰιιἔεπα (Ουάσινγκτον, ΠΕ., 1991)· ]. Πὶετ, Αιιἔιισιἱπει: Αποἰεπτ Τποιιἔπτ ΒαρτὶΖεό (Κέιμπριτζ, 1994). Για το Νεοπλατωνισμό και τη Μεσαιωνική σκέψη ὅλ. Ε. θ11εοπ, Ηἱετοτγ οι" δπτἰετἱαπ Ρ}ιἰΙοεορ}ιγ ἰπ Ηιε· ΜἰόόΙα Αἔεε (Λονδίνο, 1955)· Τ. θτειὅοτγ, Ηατοπὶειπο Μεόἰε·ναΙε> (Ρώμη, 1958)· Ε. νοπ 1νέιπ1‹α, Ρἰατο δπτἰετὶαππε (Εὶπεἰτ:όε1π, 1964)· Κ. Κτεπιετ, Βια ΝοιιρΙαιοπὶε‹:Ιιε> $ε>ἱπερΙιὶΙοεορ}ιὶε ιιπό ὶπτε Ρὶ/ι̃τκαπἔ αιιἰ Τποιπαε νοπ Ασπἱπ (Ρεὶόαπ, 1966)° Ν. Βεὶατννα1τε·ε (επιμ.), ΡΙαι°οπὶε1πυ5 ίπ ςόειτ ΡΙιΠοεορΙιὶε> όοε ΜἰττεΙαΙτοτ5 (Πατπιειαότ, 1969)· Ρ. Ραιιοοπ, Αερεοτε πὀορΙαι°οπΙοΙε~πε όε Ια όοειτἰπα όε εαἰπι Τποπιαε ό ' Ααπἰπ Ω(Παρίσι, 1975)· Γτοπι Αόιεπε το ζπατττοε. Λἴαοῳαἰοπἱεπτ από ΜαόἰαναΙ Τποπἔπἰ, εκδόδηκε από τον Η. ]. ννεειτα (Ιπεὶόεπ, 1992). (ν) Για την αναγεννησιακἡ φιλοσοφία ὅλ. γενικά Τπα δαιπρτὶόἔε Ηὶετοητ οΐ Εεπαὶεεαπεα ΡΙιἰΙοεορ}ιγ, που εκδόδηκε από τους (Ζ. Β. θοπτπὶιι, Ο. δκὶππατ και Ε. Κεεε.1ατ (Κέιμπριτζ, 1988). Αγγλικές μεταφράσεις των νεοπλατωνικών κειμένων της Αναγέν νησης περιλαμὅάνονται στο έργο του Νικόλαου Κουζάνο, Πε· Πόρτα Ιἔποταπτἱα, μεταφρασμένο από τον Ο. Ηετοπ (Λονδίνο, 1954)· Ριοο όα11α Μἰι·απόο1α, Οπ Ηιε· Πιεπἱτγ οί Μαπ, Οπ Βαἰπἔ από Πππγ, και Ηερίαρπιε (Εἰρτατγ οἱ Ιπρετα1 Αττε, Ινδιανάπολη/Ν έα Υόρκη, 1965). Υπάρχει μια ολοκληρωμένη έκδοση των έργων του με γαλλι κἠ μετάφραση και σημειώσεις, που εκδόδηκε από τους Ο. Βοιι1ποἰε και Ο. Τοἔποπ (Παρίσι, 1993). Οὶοτόαπο Βτιιπο, δαιιεα, Ρτἰπεἱρἰο από Ππἰἰγ, μεταφράστηκε από τον ]. Εὶπόεαγ (Λονδίνο, 1964), 298
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ηετοἰε
Ρ”1·ε>π2ἰε·ε, μεταφράστηκε από τον Ρ. Ε. Μοιτιιο, ]τ. (ΩΙπαΡεΙ ΗΠΙ, Ν. Ω., 1966). Το έργο του Μετεἰἰἰο Ρἰεἰτιο Τ}ιεοΙοἔἱει ΡΙεἰοπἰεε μεταφράστηκε στα Γαλλικά από τον Ρ.. Μετεεἰ σε 3 τόμους (Παρί σι, 1964). Έχει επίσης μεταφραστεί το υπόμνημόι σχετικόι με το Συ μπόσιο του Πλάτωνα (Παρίσι, 1956). Βλ. επίσης Ρ. Ο. Κι·ὶετεΙΙετ, ΤΙιε Ρ}ιἰΙοεορ}ιγ οι” .Μετεόὶο Ρἰεἱτιο (Νέα Υόρκη, 1943)· Ιἔετιεἱεεειπεε ΤΙιου8Ιιτ (Νέα Υόρκη, 1961), Εὶἔῆτ ΡΙιΙΙοεορΙιετε οί ότε Ιι°ειΠειιι Ιἔεπειἰεεειηεε (Λονδίνο, 1965), Πετιειἰεεεπεε· Οοπεερτε από Οϋιετ Εεεεγε (Νέα Υόρκη, 1972)· Ν. Ω. Κορία, Νεορἰετοπἰετπ οἱ” Ηιε Ιτειϋειι Ιἕετιεἱεεειτιεε (Λονδίνο, 1935)· Ε. Ἄἴἰιιό, Ρεἔειη Μνεὲετἰεε ἱπ Ητε Ηεπεἰεεεπεε (Ζη έκδοση, Λονδίνο, Ι967)· Π. Ρ. ι̃ΛἴεΠ‹ε·ι·, 5'ρὶτἰἰαειΙ από Πεπιοπἱε Μεἔὶε ἰτοιπ Ρὶεἱπο το ξ”επιρειτιεΙΙει (Λονδίνο, Ι958)· Ρ. Α. Υειτεε, Οἰοτόεπο Βτυηο από Ηιε Ηεπιιειἰε Ττειόἰίἰοιι (Λονδίνο, Ι964)° Ν. Βεὶετννω̃τεε, Μειτεόὶο Γὶεἰποε Τηεοτἱε όεε Εεἡόπεπ ἰπι
Κοπἰεκτ όεε ΡΙειτοιιἰεπιυε (Χαϊδελὅέργη, Ι98Ο)° Μ. ΑΙΙειι, Τ}ιε ΡΙειἰο:ιΙεπι οί ΜειτεἰΙἱο Ρἰεἰπο (Μπέρκλεϊ, Ι984)° ΜετεἰΙἱο Ρὶεἰτιο ε· ΙΙ τὶτοπιο όὶ ΡΙειι°οπε, 2 τόμοι, εκδόδηκε από τον Ο. ίἔατἰαἔτιὶτιὶ (Φλωρεντία, 1986)· Ρἱεἰπο ειπό Βεηειἱεεειιισε Νεορὼιτοπἰεηι, εκδό δηκε από τον Κ. ΕἰεετὼἰοΙιΙετ και Ο. Ζ. Ραεἰὶεεε (Οτόιὅα, 1986)· Η. Π. θειἰἱτεγ, Πεεὺετεὴεε ειιτ Ζε ττειόἱἰἱοιι ρΙευ̃ο:ιἱεἰε·1ιπε ευ πιογετι ἑἕε ει Ξ: Ιει τεπεἰεεεπεε (Παρίσι, Ι987). (νι) Για τις μετααναγεννησιακές επιρροές ὅλ. Ρ. ]. Ροννὶεκε, ΤΙιε Πεωὸτὶόἔε ΡΙειι°ο:ιἰ5ἐε (Λονδίνο, 1926, επανεκδόδηκε Ἄἴεετροττ, ΕΤ., Ι97Ο)° Α. Εονεη̨̃ογ, Τ}ιε (ἔτεειἰ Πιεὶπ οί Βεἱτιἔ (Χόιρὅαρντ, 1936)· ]. Α. Ν οιοροιιΙοε, ΤΙιε· Ρλειοπὶεπι οι" 5Ιιε·Πεν (Ι)υ.τΙιεπι, 1949)· Ο Α. Ραττἰόεε (εκ), Τ}ιε δεπιὺτἱόἔε ΡΙει°οπὶ5£ε (Λονδίνο, 1969)· Β. Μ. ΜοεεέΒαετὶαε, Βετἔεοπ ει ΡΙΟΗΠ (Παρίσι, 1959)· Ε. ΜὶΙε·ε, ]ο}ιτι ξ`σΙει° από Ηιε ΡΙε12οιιἱε Ττειόὶτὶοιι (ἰε. $αΙΙε, ΠΙ., Ι96Ι)° ]. Β. (Πεειεοιι, ]ο}πι δοΙε>ι° (Βε·τΙ‹εΙε·γ, 1989)· Κ. Κεἰτιε, ΒΙεΙ‹ε ειπό Ττειόἰτἱοτι, Ζ τό μοι (Λονδίνο, 1969)· Κ. Βεὶιιε και Ο. Μ. Ηειτρει· (εκ.), ΤΙιουιει5 Τετόοτ, Ηιε ΡΙειιοιιΙετ: 5εΙεειεό Ι4/τἰτα̃πἔε (Λονδίνο/Ν έα Υόρκη, 1969)· Ρ. Α. Υειτεε, Ε”ΙὶΖεὺε·τ}ιε:ι Νε>ορΙειτοτιΙεπι Ιἰεεοπεὶόετεό. Ξρειιεετ από Ρτεπεεεοο Οἱοτἔὶ (Λονδίνο, 1977)· Α. Ρ. Βεὺόννὶιι, ΡΙειι°οτιΙ5πι ειτιό Ηιε ΕιιἔΠεΙι Ιπιεἔἰπειίἰοτι (Κέιμπριτζ, 1994)· Ε. Βἰεπιειιπ, ΡΙειἰο Βε:ρτἰΖεό: Τοινετόε επι Ιπιετρτετειἰοπ οί Ξρενιεετίε Μὶπιετἰε Πετἰοπε (Τορόντο, 1988)° ν. ΟοΙόε‹:Ιιιτιὶότ, ΡΙειοπἰεπιε εἰ ρεπεέε εοτιιεπιροτεἱιιε (Παρισι, 1990).
299
Ευρετήριο κύριων ονομάτων και όρων Αὅερρόης 25861
ΙΟ2, 105, 109, 1168, 12930, 132, 1367,
Αὅικἑννο. 25861, 264
141, 143, 161, 1634, 166, 171, 175, 192,
Αγάπη 2445
207,
Αισθητός Κόσμος 26, 28, 34, 43, 46,
2389, 246, 251, 252, 256261, 2634,
48, 546, 70,
81,
89,
934, 104,
91,
112,
1145, 121, 123, 138, 140, 143, 145, 149, 181, 197, 199,
205, 212, 229, 236, 245
Αιωνιότητα 43, 86, 98,
115,
139, 170,
204, 210, 212, 224, 2589, 263
Ακινἀτης 84, 96, 2635 Αλδίνος 44, 46 (σημ. 5), 107 (οημ.
223231, 233,
267, 269, 270, 274
Αρχἠ της Αντιστοιχίας
177, 2012, 210,
213, 215, 219, 2201
Αρχἠ της Πληρότητας
1145, 120, 201,
212
Αρχή του Ρεαλισμού 2012, 50, 646, 69,
Ασκληπιός 55,159, 226,
215
231
Αυγουστίνος 20, 23, 43, 1589,
28), 274
Αλέξανδρος Αφροδισιεύς 623,
81,
2389, 2589
Αμἐδεκτον
211, 214, 219, 221,
1612, 165,
169, 1713, 176, 17980, 181 (σημ. 21),
186, 208, 2ΰ1·2, 264
201, 2056, 213, 221, 235,
Αυὕυπόστοτα
115, 172,
207210
2402
Αμμώνιος Σακκἀς 746,
183, 223, 229
Αόριστη Δυἀδσ. 9Ο,117, 237.
Απαοεια 578, 86,
Βοῆΰιος
163, 236, 239, 249, 256, 2624
Βυζάντιο
91, 128, 15ο, 135, 155,
166 (οημ. 10), 178, 225, 251,
2535
1845, 196
Απειρο 27, 49, 211, 214,
Απορροἠ
63, 1013, 148, 159, 162,
2378, 266, 269
Γνωστικισμός 20, 289, 357, 39, 43, 59, 70, 77, 867, 128, 136, 13940, 142, 144,
81, 10810, 112, 1145, 120,
208,
158, 16970, 277
214, 250, 258, 264
Αποφατικἠ Θεολογία
35, 104, 154, 188
Ἀραὅες 225, 2569, 264 Αριστοτέλης, Αριοτοτελισμός
Δαὅἰδ 74,
217, 224 (σημ.
Δαίμονες 35,
9, 2535, 261, 265
2), 225
124, 180, 200, 212, 242
Δαμἀσκιος 20, 30, 32, 38,
55 (σημ. 9),
19 20,
160, 1756, 179, 191, 1934, 214 (σημ.
225, 40, 42, 44, 46, 489, 5166, 72,
44), 216, 2235, 2279, 234, 237 (οημ.
75, 81, 835, 88, 902, 947, 99100,
13, 14),
300
250, 276
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΟΝ ΟΝΟΜΑΤΟΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ
Διονύσιος Αρεοπαγίτης
162, 251, 2534,
Θεός 22, 345, 48, 52, 569, 625, 6770, 79, 84, 86, 99, 102, 105, 107 (σημ. 28),
2635
122, 124, 133, 144, 153, 167, 170,
Ειμαρμἐνη 56, 86,
είναι
112, 143,
1ο2, 1ο4, 1128, 155, 126, 2ο5, 211,
εμμωία
1925, 2ο6, 214, 248, 26ο, 222
212, 24, 45, 48, 5ο, 64, 62, 25, 84,
86, 889, 92, 95,
(σημ.
256, 258, 245, 249, 2545, 2586ο, 265
6, 2692ο
2155, 259, 242, 269
εν
171
13), 1723, 189, 192, 198, 212, 216, 2301,
233
1ο1, 1ο511, 1154, 116
2, 1192ο, 125, 14ο, 146, 14854, 156,
Θωυργω
25, 4ο, 42, 124, 152, 160 ωημ.
21, 1656, 168, 124, 12282, 195
ωημ.
221, 192, 199, 2ο2, 285, 21ο, 22ο, 222,
255, 2456, 248, 2545
1767, 18793, 214, 218, 229, 2312, 235
Ιἀμὅλιχος 19, 23, 30, 389, 467,
2378, 2403, 2468, 250, 269, 277
Ενατενιση 245, 56, 6970, 80, 82, 86, 969,
669, 712, 87,
512, 55,
101, 118, 124, 152, 155,
101, 105, 110, 1167, 123, 127, 131,
157, 15961,163, 1668, 174, 17782, 185
1369, 142, 1446, 14952, 156, 177, 179,
7, 191,193202, 2047, 20912, 214, 216
182, 191, 1946, 209, 239, 268
21,
Ενότητσ. 212, 24, 50, 8991, 93, 96, 98,
225, 2278, 2301, 2345, 239, 242
4, 24950, 259, 274, 2767
1003, 105, 107, 1101, 116, 1212, 14951,
Ιδέες 23, 43, 46, 489, 556, 58, 645, 69,
154, 158, 175, 194, 232, 2357, 23940,
76, 86, 90, 92, 98102, 108, 1167, 121,
243, 255, 26971
133, 137, 145, 155, 159, 190, 1956,
Επιστροφή
1168, 138, 140, 1456, 176,
Εριγἑνης
Ερμείας
51
ωημ.
(σημ. 6), 34, 61, 220, 224,
Ισλαμικἠ Φιλοσοφία, Ισλαμικός Νεο πλατωνισμός
2262, 251
Ερμητικό. 25, 5960, 84,
61, 25, 169 (σημ. 12),
224, 222, 229, 226
162, 2545, 263 31
2045, 207, 237, 242, 266
Ιεροκλἠς
179, 191, 2145, 230, 237, 246, 268
202,
176, 177 (σημ.
19, 253,
Ιωάννης Φιλόπονος 56,
260 171,
2246, 228,
251, 257, 266
181, 26ο1, 262
°15ρω±ω, 525, 48, 65, 115, 1468, 151, 25ο,
Κακό 40, 52, 66, 70,
2445, 268
Ετερύτητσ. 149, 188
Ευνἀπιος 302, 34, 38, 74, 76, 160,
166
(σημ. 9), 167
ωημ. 91,
Κικἑρωνας 589,
61, 71, 171 (σημ. 13),
199, 262
Ευσἐὅιος 656, 6870, 75, 87, 166
87, 92, 117, 131, 135,
139, 153, 159, 233, 248
169
ωημ.
111,
158, 160,
12ο,18ο,
181
Κλήμης Αλεξανδρεύς 35, 60,
71
(σημ.
141, 254
ίϋημ. 21)
Λόγος 55, 56,
Ηλίας 55, 220, 224 (σημ. 2), 225, Ηρἀκλειτος 45
231
11821, 125, 1554, 152, 155,
195, 197, 2012, 213
301
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Μαγεία 28, 1234, 174, 1767, 244, 269 Μοκοοιοο Μογοηο 17ο, 171 ωομ. 131,
2ο2, 2045, 2ο89, 2112, 215, 217, 219 20, 2223, 22530, 233, 2367, 245,
1734
Μακρόὅιος 712, 161, 165 (σημ. 8), 261 Μαρίνος 301, 38, 165 (σημ. 8), 223, 234 Μεσοπλατωνισμός 1920, 48, 50, 53, 635, 67, 71, 75, 92, 94, 99, 107 (σημ.
28), 170,
175, 192,
208, 252, 261
Μετεχόμενον 2057,
Μετἐχον 205, Μνήμη Μονὴ
164, 1667, 169, 171, 1745, 183, 190, 196,
2502, 2567, 261, 263, 2667, 269, 273
Πλούταρχος Αὔηναίος 20,
51, 61, 63,
66, 701, 74, 222, 224, 2289, 2312
Πλωτίνος 1922, 247, 2934, 3640, 43 59, 6194, 96114, 11620, 1224, 1268,
213, 235, 241
130159, 16170, 174, 176, 18193, 1956,
198200, 2023, 2059,
213
211, 214, 217,
227, 229, 2378, 240, 243, 245, 2489,
130, 1379, 271
257, 2612, 2645, 267, 26972, 2747
176, 2145, 237, 268
Νοοεοιοοεμἐοοο 1οο(οημ.3),1ο5,
172,
Πολλαπλότητα
55, 90, 100, 1027, 110,
115, 1157, 121,
149, 151, 154, 175, 194,
206, 235, 240
1823, 186, 196
Πορφύριος
Νικόλαος Κουςόινο 2657, 270 Νόμος των Μέσων Όρων 201, 210, 212
19, 223,
303, 38, 434, 512,
55, 624, 67, 69, 7188, 124, 143, 157
68, 170, 1734, 176, 178, 1807,
3, 216
191, 193,
Νους, Νοητός Κόσμος, Νοητό., Νοερό.
197, 199200, 209, 2179, 225, 2301,
3940, 43, 4851, 54, 568, 60,
240, 244, 248, 257, 2613, 272, 274,
21, 24,
62, 64, 6770, 756, 801, 86, 889, 92, 94103, 105, 107, 10910, 112, 1203, 1257,
131,
114, 1168,
13740, 143, 14551,
276
Πρόκλος 201, 303, 389, 435, 478, 50 1,
53, 567, 659,
71,
746, 80, 88, 98,
1546, 159, 1645, 170, 1757, 17980,
107, 152, 15960, 1634, 1667, 169, 171,
1825, 1878, 1916, 198207, 209, 212,
1767,179,186,1946,198, 2003, 20717,
2146, 218, 221, 2302, 2358, 2403,
219, 221, 2235, 22734, 23641, 2436,
255, 259, 261, 264, 266, 2701
24850, 255, 257, 2645, 268, 274, 276
Πρόοδος Ολυμπιόδωρος 23 (σημ. 3), 33,
81, 2οο, 224 (οημ. 21, 2268, 251, 24ο
(σημ. 24), 276
°οοιο 27, 9ο,
θυσια 23,
1168, 191, 2145, 230, 237, 268
165 (σημ.
11124, 1οο, 118, 211, 214, 257
214
Σολοοοοος
57, 161,
171
(οημ.
151, 196,
213, 221 (σημ. 50), 250
Σεςωο εμοοιοοοοο 579, ο1 Σιμπλίκιος 20, 556, 678, 161,
171, 196,
204, 217, 2234, 2267, 231, 249 (σημ.
Πλάτων, Πλατωνικἠ Ακαδημία, Πλα
τωνισμός 1924, 26, 32, 35, 37, 39, 42
28)
Στωικοἱ
21,
34, 42, 44, 53, 5664, 66, 71
57, 5962, 647, 69, 712, 75, 77, 801,
2, 90, 934, 96, 100, 109, 112, 11923,
85, 90, 968,100,104, 109, 113,117, 122,
130, 137, 1401, 143, 147, 149, 175, 183,
12830, 132, 134, 137, 1458, 152, 1556,
199, 217, 238, 259
302
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΟΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ
Συμπἀῖὶεισ., Κοσμική 35, 56, 1223, 181, 197, 199,
177,
259
Ψυχή, Ψυχή του Κόσμου, Καθολική Ψυχή
Συριανός 20, 38 (σημ. 10), 46 (σημ. 5),
21, 23, 27,
52, 54,
346, 434, 478, 50,
568@2,
6471, 80, 83, 869,
56, 98, 159, 194 ωημ. 26), 2ο8
931ο1, 1112, 1156, 1189, 1213, 1254ο,
(σημ. 38), 222, 224, 2269, 2312, 235
1426, 14952, 1546, 159σο, 1656, 17ο
51,
(σημ. 9), 237 (σημ. 13), 238, 247
Σχολή της Αθήνας
19, 23,
30, 33,
2, 176, 1788ο, 1827, 1932ο2, 2‹›49, 51, 55,
212, 218, 221, 230, 232, 236, 2413,
72, 165, 174, 179, 1934, 203, 206, 215
246, 24850, 257, 2623, 265, 267,
6, 221, 22251, 253, 263
2702, 278
Σχολή της Αλεξάνδρειας
19,
30, 32, 34
6, 55, 171, 194, 22231, 256, 2623, 274
Ωριγἐνης 35, 634, 28), 168,
Τριάδα 50,
173,
75, 102, 107 (σημ.
229
1756, 191, 193, 205, 211, 213
5, 221, 237, 239, 244, 2623, 268
Υλη 43, 45, 489, 54, 56, 62, 64, 67, 70 2, 903, 99, 1046, 114, 1168, 121, 141, 147, 153, 192, 218,
131,
232, 237, 2479,
261, 26971
Υπερὅατικότητσ.
176, 1913, 206, 212,
238, 246, 260, 277
Υποστἀσεις
21,
256, 35, 43, 64, 67, 69,
75, 868, 89157, 1589, 176, 18293,
194, 20117, 23051, 262
Φίλων ο Αλεξοινδρεύς 25, 35, 60, 64, 119, 171
ωημ. 13)
Φύση 589, 65, 95, Φως 41, 109,
111,
110, 118, 154
1489, 175, 184, 255
Φώτιος 67, 75, 229
Χαλδαι̃α̃ά Λόγια 223, 40 (σημ.
12), 44,
169,1747, 179,189,196 (σημ. 28), 21ο 1,
214, 233, 2434, 276
Χριστιανισμός
23, 29, 75, 107, 114, 141,
158, 16870, 172, 178, 208, 224, 244,
246, 258, 2623, 268
303
.Τ
Το ΰιΰλίο του Ιἱ.Τ. νναΙΙἰε
Ν ΕΟΠΛΑΤΩΝ ΙΣΜΟΣ εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 2002 για λογαριασμό των εκδόσεων
ΑὉΗΥΤΡ © Κ.Τ. ῖΝαΙΙὶε, Νοέμθριος Ι995
Σ.
© Για την Ελληνική Γλώσσα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΕΤΥΠΟ/ΜΕΤΑΕΚΔΟΤΙΚΗ Ε.Π.Ε
ΔΡΟΜΟΙ
'ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
ΣΕΙΡΑ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΗΣΗ ΧΤ. Οταρἱιἱσε
ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΜΟΝΤΑΖ Μ. Διαμαντίδης Πρότυπος Βιομηχανία Γραφικών Τεχνών ΑΕ.
ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Βιὅλισδετικἡ
Ιἶ Δεληδημητρίου
4
ι 5
ι̃