ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΓ
ΚΤΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ
ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΩΝ.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΟΥ ΑΣΤΡΑΧΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΑΕΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΚΤΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ, ΗΤΟΙ Ερμηνεία
καί
μ,ετ
αυτήν ήθίκή ομιλία
εις
τα κατά
πασαν
Κυριακήν εν τα7ς άγίαίς των ορθοδόξων χριστιανών έκκλησης άναγινωσκόμ,ενα Ευαγγέλια.
'Εξεδόθη πρώτον μεν Ιν Μόσχα κατά το 1796 δαπάνη ττ,ς Ζωσιμαίας άδελφότητος, προς το δωρεάν διανέμεσθαί τοις εύσεβέσι, καί άφιερώθη των
άγιωτάτων
Πατριαρχών
τ6
δε δεύτερον
τν) Τετρακτύΐ
«ν Βενετία
τω
1831,
δαπάνη της αύτης άδελφότητος, διά της άγρυπνου φιλογενείας του β*ξοχωτάτου Κυβερνήτου της Ελλάδος ΚΟΜΗΤΟΣ I. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ.
Νυν δε το τρίτον εκδίδοταί
ύπο του Φιλογενβστάτου
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΩΣΙΜΑ Δαπάνη ιδία καί τών αύτοϋ Ιν μακαρία τ, λήξε; γενομένων αδελφών, »να διανέμητα; δωρεάν είς τάς αγίας τών ορθοδόξων εκκλησίας. >ο»ββΟ. ΤΟΜΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΟΡΟΜΗΛΑ. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΟΥ ΕΡΜΟϊ Αρ. 215.
1840.
ΠΙΝΑ2 •1 Των τε Ερμηνειών χαι Ομιλιών των εν τω παροντι τόμω περιεχομένων.
;
·
Σβλ.
' Ερμηνβία βίς τό κατά Λουκαν
βύαγγελιον
της Α' Κυριακής
*
1
4
'
«β
13
Όμιλία μβτά τό όηθέν εύαγγελιον πβρί του ότι ή φυλακή των θείων εντο λών χορηγός β*στι και των επιγείων αγαθών
.
Ερμηνεία βίςτό κατά Λουκαν βύαγγβλιον της Β'. Κυριακής.
*
"Ομιλία μβτά τό όηθέν βύαγγβλιον περί της προς τους εχθρούς αγάπης Ερμηνεία εις το κατά Λουκδν βύαγγέλιον της Ρ. Κυριακής
*
15
*
23
.
"Ομιλία μετά το ρηθέν εύαγγελιον παραμυθητική των θλιβομενων διά τον θάνατον τών συγγενών και φίλων
|
.
;
»
·
26
·
*
33
Ερμηνεία εις τό κατά Λουκαν εύαγγελιον τής Δ'. Κυριακής
Όμιλία μετά το όηθέν εύαγγελιον περι της δρώμενης άκαρπίας του θείου λόγου
, '
*
.
.·
Ερμηνεία εις το κατά ΛουκόΣν εύαγγελιον τής Ε'. Κυριακής
·
·
38
.
*
41
Όμιλία μετά το £ηθέν εύαγγελιον κατά τών λεγόντων, ότι ή ελεημοσύνη ούκ βστι χρέος Ερμηνεία
,
εις τό κατά Λουκαν εύαγγελιον τής ς·'· Κυριακής
Όμιλία μετά τό ρηθέν εύαγγελιον περι αχαριστίας
»
Έρμηνβία βίς τό κατά Λουκδν εύαγγελιον τής Ζ'. Κυριακής
«
·
52
«
·
57
»
·
61
»
70
Όμιλία μετά τό όηθέν εύαγγέλιον περι του ότι ουδέν τώ θεώ εύπρόσδεκτον? εάν μη και την ψυχήν αύτώ άφιερώσωμεν, και περι τοΰ πώς γί νεται ή τωαυτη άφιερωσις Ερμηνεία εις τό κατά Λουκαν εύαγγελιον τής Η'. Κυριακής
.
*
76
..
-85
Όμιλία μετά τό ^ηθέν εύαγγελιον περί θείας εύσπλαγχνίας καΐ τών κατο> χρωμένων αυτής ·
„
'^
.
Ερμηνεία εις τό κατά Λουκαν εύαγγελιον τής Θ'. Κυριακής
«
»
90
.
.
98
Όμιλία μετά τό ρηθέν · εύαγγελιον περί αιφνίδιου θανάτου, και πώς δυνά μεθα φυγείν αύτόν
.
?
·
'
»
'
·
*
*
^
Π I Ν Α 3
Ερμηνεία εις τό κατά Λουκαν εύαγγέλιον της Γ. Κυριακής
-.·
.
108
.
.
112
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν εύαγγέλιον της ΙΑ'. Κυριακής
.
.
118
Όμιλία μετά τό ρηθέν εύαγγέλιον περι προφάσεων
.
.
****
Όμιλία μετά το ρηθέν^εύαγγέλιον περι ΰποκρίσβως
.
.
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν εύαγγέλιον της ΙΒ'. Κυριακής
124
.,.·>
127
Όμιλία μετά το ρηθέν εύαγγέλιον πβρι της τω θεώ χρεωστουμενης βύγνωμοσύνης
·
λ . «....·..
-·
133
Όμιλία μετά το κατά Λουκαν εύαγγέλιον ' της ΙΓ'. Κυριακής πβρί τής χριστιανικής τελειότητος
.
β
.
.
.
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν εύχγγέλιον τής ΙΔ'. Κυριακής Όμιλία μετά τ6 ρ*ηθέν εύαγγέλιον μένους~τήν άρετήν
. 138
,
146
κατά των έμποδιζόντων τους εργαζο:· "
. ' '.
.
. . ·
·.., '-ν
Έρμηνεία εις το κατά Λουκαν εύαγγέλιον τής ΙΕ'. Κυριακής.. ... „·. -· .....
; 157 149
Όμιλία μετά το ρ*ηβέν εύχγγέλιον περί ωφελίμου και ανωφελούς μετανοίας»";
161
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν εύχγγέλιον τής Ις'. Κυριακής του Τελώνουλ : ■· ■■' ;:·. . και Φαρισάίου■·. . Λ
» ·*
«
'-'"
...
.
-„ . . '. Γ
Όμιλία μετά το ρηθέν εύαγγέλιον περι ταπεινοφροσύνης; , Ερμηνεία
·.
·>*·■',■<*
είς τό κατά Λουκαν εύαγγέλιον τής Κυριακής του ασώτου
> ·
Όμιλία μετά το ρηθίν εύαγγέλιον περι του κανόνος τής μ*τανοίας και βαθ
1β? 17ΐ 171 178 . .. -ρ
μολογήσεως
?
.
.
'*
" 1
.
►
·
.
·
- ί;
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον εύαγγέλιον τής Κυριακής τής απόκρεω- .
187
Όμιλία μετά* το ρηθέν εύαγγέλιον περι του διά τί ή ελεημοσύνη μόνη μνη-
191 ι
μονεύετα! έν τη~ ημέρα τής κρίσεως
.
.
.
.· .,'
Ερμηνεία εις τό κατά Ματθαίον εύαγγέλιον τής Κυριακής τής τυροφάγου
197
Όμιλία μετά* τό ρηθέν εύαγγέλιον περί νηστείας
203
. -
«
·
· .
- „" -
Ερμηνεία είς-τό κατά Ιωάννην εύαγγέλιον τής Α'. Κυριακής των νηςειων
207
Όμιλία μετά*τό ρηθ*ν εύαγγέλιον περί 3)ς λαμβάνει ωφελείας ό διαπαγτος
Η$. '
συλλογιζόμενος, ότι ό θεός ενώπιον αύτοΰ παρίσταται .
..
Ερμηνεία εις τό κατά Μάρκον εύαγγέλιον τής Β'. Κυριακής των νης·«ιών
220
Όμιλία μετά τό ρ*ηθέν εύαγγέλιον περί του ότι ό θεός βοηθεΐ ήμΐν, ότβ η
22;
μείς ποιοΰμεν πάντα, όσα "δυνάμεθα
*
.
.
φ 229
Ερμηνεία εις τό κατά'Μάρκον εύαγγέλιον τής Γ'. Κυριακής των νης-βι&ν Όμιλία μετά τό ρηθέν εύαγγέλιον π^ρί ψυχής
.
..
Όμιλία μετά το κατά "Μάρκον εύαγγέλιον τής Δ'. Κυριακής νηστειών πε ρι καιρού *
.
'
„'
,
237 241
-ρ
Ερμηνεία εις τό κατά Μάρκον εύαγγέλιον τής Ε'. Κυριακής των νηστειών
248 235
1
ΤΩΝ
ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ.
γ-.
Όμιλία μβτά το ρηθέν βΰαγγέλιον περί του δτι ή αγάπη αχώριστος της τα πεινοφροσύνης.
.
·
.
.
.
.
.
261
.
266
Έρμηνβία βΐς το κατά Ίωάννην βΰαγγέλιον της Κυριακής των Βαΐων
Όμιλία μετά το £ηθέν εύαγγέλιον περί της έτοιμασίας της προς ύποδοχήν της θείας μεταλήψεως .......
2^3
Ερμηνεία είς τό κατά Ίωάννην εύαγγέλιον της Κυριακής προ της υ ψώσεως
........
277
Όμιλία μετά το ρΎ)θεν βΰαγγέλιον περί του τίνβς οί καρποί της τών θείων πραγμάτων μελέτης
.
.
.
.
.
.
.
281
Όμιλία μβτά το κατά Μάρκον βΰαγγέλιον της Κυριακής μβτά την δψωσιν περί φιλαυτίας
.......
287
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον εύαγγέλιον της Κυριακής τών πατέρων της Ζ'. συνόδου
.......
Όμιλία μβτά το ρ*ηθέν εύαγγέλιον περι τών ελαχίστων εντολών
.
.
300
Ερμηνεία εις τό κατά Ματθαίον εύχγγέλιον της Κυριακής προ της Χρί στου γεννήσεως
„
307
Όμιλία μετά το ρ'ηθέν βύαγγέλιον περι του πώς ή ενσαρκος οικονομία καί πτώσις και άνάστασις.
.
.
.
.
.
.
317
........
322
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον εύαγγέλιον της Κυριακής μετά την Χρί στου γέννησιν
Όμιλία μετά το ρ'ηθέν εύαγγέλιον πβρι υπακοής
....
32γ>
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον εύαγγέλιον της Κυριακής προ τών φώτων
334
Όμιλία μετά το ρ'ηθέν εύαγγέλιον περί του αγίου βαπτίσματος
.
339
Ερμηνεία είς τό κατά Ματθαίον εύαγγέλιον της Κυριακής μετά τά φώτα
345
Όμιλία μβτά τά ρηθέν εύαγγέλιον περί σκανδάλου
249
.
.
.
.
Όμιλία μβτά τό κατά Ματθαίον εύαγγέλιον της Κυριακής τών πατέρων της Δ'. συνόδου είς τό ρ'ητόν, 8ς δ' αν ποίηση και διδάξγ], ούτος μέγας κληθήσεται εν ττί βασιλεία τών ούρανών
·
359
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
Α Ο Υ Κ Α ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
Α'.
Ν
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
ΠοΛΛοί, βλέποντες τά εν τη θαλάσση
εχουσιν δμως
δψάρια φεύγοντα, καν μικρότατο; συμβη
την αΓσθησιν· όθεν τήν κίνησιν τοϋ ύδατος,
κτύπος, πείθονται, ότι αυτά Ιχουσιν όξυ-
τήν ύπο του κτύπου γινομένην, αίσθανόμενα
τάτην άκοήν· αυτά όμως, επειδή έστερη-
μεταβαίνουσιν εύθύς εις άλλον τόπον. Κωφά
μένα είσι
άκουστικής
ήσαν τά δψάρια της λίμνης Γεννησαρετ ,
δυνάμεως, ούδεμίαν αΓσθησιν άκοη; εχουσιν,
καθώ; και πάντα τά άλλα δψάρια· πλην
άλλ' είσι παντελώς κωφά. Πόθεν ούν κι
δταν, έλθών δ Ίησοΰ; εις τήν λίμνην έκεί-
νούνται καΐ φεύγουσιν, δταν άκουσθη κτύ
νην, ειπε τοις μαθητάϊς αύτοΰ ε Χαλάσατε αι«. β,
πος ^ Ό οποιοσδήποτε κτύπος ουδέν άλλο
ι τά δίκτυα ύμών εις άγραν », τότ» ήκου-
εστίν
τοΰ
σαν, κάν κωφά ήσαν, της δεσποτικής αύτοΰ
σώματος γινομένη· δ δέ αήρ,
φωνής, και άκούσαντα ύπήκουσαν τδ εξου-
των οργάνων της
ειμή
κτυποΰντος
κίνησις τοϋ αέρος ύπο
αίσθητικωτάτην της άφής
κινούμενος και κυματιζόμενος, συγκινεί και
σιαστικόν αύτοΰ πρόσταγμα. Όθεν
συγκυματίζει το εφαπτόμενον αύτοΰ ύδωρ.
εφυγον , άλλ' ήλθον ου διεσκορπίσθησαν ,
Τά όψάρια εστερημένα μεν είσι της ακοής ,
άλλα συνηχθησαν, και έχλείσθηίαν εις τέ
(ΚΪΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΤΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
1
ουκ
Ερμηνεία εις το κατά, Λουκάν 2 δίκτυον τοσούτον δέ πλήθος συνήχθη, ώστε είδε δύο πλοΓα τά μεν δίκτυον έσχίζετο, οί δέ άλιεΐς έγέμισαν δύο πλοΐα. ΉμεΤς εχομεν
λίμνην*
έστώτα παρά την
οι δέ άλίεΤς, άποβάντες άτ
τής ακοής π
τά όργανα, εχομεν ώτία, άκούομεν
αύτών, άπέπλυναν τά δίκτυα.
καθ' Πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ έδίδα-
έκάστην ήμέραν την δεσποτικήν του ευαγ σκεν ό Ιησούς Χριστός τόν λόγον τού θεού· γελίου φωνήν πλην μηδόλως υπακούοντες τοσούτον δέ πλήθος ανθρώπων συνήχθη εκεί, τοις θείοις αύτοΰ
προστάγμασι, γινόμεθα ως·ε επιπτον επάνω αυτού , σπουδάζοντες
των αλόγων καί κωφών όψαρίων άλογώτεάκούσαι την επουράνιον αυτού διδασκαλίαν ροι και κωφότεροι. Έφαπλούσι την σήμερον α Έγένετο δέ,
λέγει
ανωτέρω ό θεηγόρος Αουχ.5,ι.
οί ιεροκήρυκες διά της ερμηνείας τον ευαγ » Λουκάς, έν τώ τόν όχλον έπικεΐσθαι αύγελικών λόγον, καθώς τότε οί απόστολοι » τώ τού άκούειν τόν λόγον τού θεού , καί τά
δίκτυα διά της αλιευτικής
τέχνης· » αυτός ήν έστώς παρά την λίμνην Γεννη-
πλην οί άνθρωποι , άκούοντες του θεού τό β σαρέτ ». Έν εκείνη δέ τη" λίμνη είδε δυο πρόσταγμα, ούχ ύπακούουσιν, ουδέ συνά πλοΐα, το μέν τού Πέτρου, τό δέ τών υιών γονται ύποκάτω εις τον ελαφρότατον του τού Ζεβεδαίου· ειδε δέ καί τους άλιεΐς , οίΚυίρου ζυγόν, καθώς τότε
τά όψάρια εις τινες ,
εξελθόντες από
τών
πλοιαρίων ,
τά δίκτυα, αλλά παρακούουσι και φεύγουέπλυναν τά δίκτυα αύτών. 01. Τί άλλο λοιπόν μένει εις τους ιεροκήρυ Έμβάς δέ
είς εν τών πλοίων, δ βύτ·
κας ειμή ή σιωπή } Ούχί τούτο, διότι περί ην τοΰ Σίμωνος, ήρώτησεν
αύτον
ι Κορ.
τούτου έκήρυξεν ό Παύλος τό ούαί· β Ούαί
9' 16
» δέ μοί έστιν, έάνμή ευαγγελίζομαι ». Ό
άπο της γης
άλιεύς έκπληροΐ δλον τό χρέος αυτού, όταν
και καθ ίσα ς, ε'δίδασκεν εκ τοΰ πλοίου
καΙάπλώσΥ) επιτήδεια, κα! σύρη, ώς πρέπει,
τούς όχλους.
τά δίκτυα·
ομοίως κα'ι ό ίεροκήρυξ, όταν
έπαναγαγεΤν 'όλίγον'
Τά πλοΐα, ώς φαίνεται,
ήσαν
πολλά
εύσεβώς διδάξη της θείας γραφής τον λόγον,
πλησίον εις την γήν όθεν ό Ιησούς Χρις"ός,
και διερμήνευση
θεοπρεπώς, τότε
βλέπων, ότι ό λαός, έπιπίπτων έπ' αύτόν,
όλον τό χρέος αυτού έπλήρωσεν. Ήμεϊς ουν
καί κατας-ενοχωρών, καί την φωνήν αύτου
σπουδάσομεν, τη |τού θεού χάριτι πάσαν
διεσκέδαζε,
την
συνέχεεν,
αύτόν
ελπίδα άναθέμενοι, καί διδάξαι καί
διερμηνεύσαι τόν σημερινόν
εύαγγελικόν
καί την άκρόασιν τού
λαού
Γνα μή 'παρακοπη" τού θεού τό
έργον, είσέβη
εις τό τού Πέτρου πλοΐον,
λόγον έργον δέ ύμέτερόν εστι καί ή ευλα
και παρεκάλεσβν αύτόν, Γνα άπομακρύνη
βής τοΰ λόγου άκρόασις καί ή πρόθυμος εις
αυτό ολίγον από τής γής, όπως άν βκ τού
τόν θίόν υπακοή.
πλοίου άπαρεμποδίστως διδάσκη. Καθίσας ουν βν τώ πλοίω τού Πέτρου, εξ αύτου
Τώ καφω έκείνω
έστώς
ό Ιη επότιζβ τούς διψώντας λαούς
τής διδα
σούς παρά την λίμνην Γεννησαρετ, σκαλίας αυτού τά σωτήρια νάματα.
Εύαγγέλιον της Α'. Κυριακής.
3
τό δίκτυον εις την θάλασσαν. Τοσαύτην δέ Αο«χ.*, «.
Ως δέ έπαύσατο
λαλών, είπε εύλάβειαν και ύπακοήν έδειξεν δ Πέτρος ,
προς τον
Σίμωνα*
έπανάγαγε
εις επειδή, καν ούκ ήκολούθει τότε τώ Ίησοΰ
το βάθος, και χαλάσατε τά δίκτυα Χριστώ, έγνώριζεν δμως αυτόν εξότου δ ύμών εις άγραν. αύτάδελφος Ότε έτελείωσε το πνευματικόν έργον , τότε έφρόντισε τώ σώματι·
και περί τών αναγκαίων
τότε
είπε
τώ μέν
Πέτρω
« Έπανάγαγε εις τό βάθος ί, ήγουν άπομά-
αύτοϋ "Ανδρέας παρέστησεν
αυτόν ενώπιον αύτοϋ, καί ήκουσε παρ* αυ τού τό α Σύ ει Σίμων δ υιός Ίωνα· σύ κλη- ΐω,ίν. ι„ 45. » θήστ) Κηφάς, δ έρμηνεύεται Πέτρος ». Ου μόνον δέ είπεν δ Πέτρος « Έπι δε τώ £ή-
κρυνον ετι τό πλοΐον, καί φέρε αΰτό εις τό » ματί σου χαλάσω τά δίκτυον », άλλά βαθΰ μέρος της λίμνης· αύτώ δέ τω Πέτρω και ερ^ιψεν αυτό μετά τών"σύν αύτώ άλιέων και τοις σύν αύτώ είπε α Χαλάσατε τά
εις την θάλασσαν.
» δίκτυα ύμών εις άγραν », ήγουν άπλωσα τε τά δίκτυα, ίνα άλιεύσητε. Τοΰτο δε το
Κα? τοΰτο ποίήσαντες, συνέκλεί- λο«*.5, τ.
παράδειγμα διδάσκει και λέγει σοι· μηδέ-
σαν πλήθος
ποτε εγκαταλείψεις
γνυτο δέ το δίκτυον αύτών. Και κα-
τό έργον του θ:αϋ διά
την σωματικήν σου ύπηρεσίαν, άλλά τελείωσον πρώτον τό θεΐον έργον,
ιχθύων πολύ'
τένευσαν τοίς μετοχαις,
διερρή-
τοις έν τω
έπειτα έτέρω πλοίω, του έλθεΤν και συλλα-
φρόντισον και περί της του σώματος χρείας. βέσθαι αύτοΐς' καιηλθον, και επληΠρος δέ την προσταγήν ^τοϋ σωτηρος απο σαν αμφότερα τά πλοία,
ώστε βυ-
κριθείς ό Πέτρος, ειπβ τά έξης· θίζεσθαι αύτά. ΗχΛ.
Και αποκριθείς ό Σίμων εΤπεν αύ Ίδών ό Πέτρος καί οί σύν αύτώ άλιεύοντω" έπιστάτα,
δ! δλης της νυκτός τες τό πλήθος τών όψαρίων, και τό δίκτυον
κοπιάσαντες, ουδέν
έλάβομεν'
επί σχιζόμενον, διά νεύματος εκάλεσαν τούς
δέ τω
ρήματί
σου χαλάσω το
δί-
κτυον.
μετόχους, ήγουν τούς συντρόφους αύτών, τούς υίούς
τοϋ Ζεβεδαίου,
ίνα, έλθόντες
Τό επιστάτη; σημαίνει τόν προεστώτα
συμβοηθήσωσιν αύτοΐς. Ήλθον ούν εκείνοι-
και διοικητήν του έργου· οθεν ό Πέτρος ,
τοσούτον δέ εγέμισαν και τά δύο πλοΐα,
τιμήσαι θέλων τόν Κύριον, ώνόμασεν αυτόν
ήγουν καί τά του Πέτρου καί τά τών υιών-
έπιστάτην \2 έπιστάτα, λέγει, ήμεις μέν
τοϋ Ζεβεβαίου , ώστε υπό τοϋ βάρους έβυ-
εκοπιάσαμεν δλην την νύκτα, καθ' ην ες"ΐν
θίζοντο. Βλέπε δέ πρώτον της άγίας υπα
ό αρμόδιος της αλιείας καιρός, άλλ' ουδέ Ιν
κοής τόν καρπόν, ειτα σημείωσον, ότι, δταν
όψάριον έπιάσαμεν δμως « επί τώ όήματί
μεν άπέχη άφ' ημών δ Ιησούς, τότε άκαρ
» σου ϊ, ήγουν πιστεύων εις τόν λόγον σου,
ποι μένουσιν οί κόποι ημών , κοπιάζομεν
πειθόμενος εις την προσταγήν σου, ρίπτω
δέ ματαίως· δταν δέ ελθν) ό Ιησούς προς 1»
Ερμηνεία εις το κατά Λουκάν 4 .ζ βος καϊ εκστασιν. ήμας, τότε οί κόποι ήμών καρποφόροι γίνον ται
θερίζομεν δε πολμ κέρδος. Τούτο το
Αυτοί,
όντες,
ουδέποτε ειδον τοσούτον πλήθος ιχθύων, έν τω άμα συγκλεισθίν εις τό
Θα3μα ιδών ό Πέτρος,
άλιεΤς
δίκτυον· διό
τρεπόντως ό Πέτρος, ομοίως και ό Ιάκωβος, Α»™· 5>8·
Ίδών δέ
Σίμων Πέτρος, προσεκαι ό Ιωάννης, και πάντες, όσοι ήσαν μβ-
πεσε τοις γόνασι του Ιησού, λέγων'
τ'αύτών, ίδόντες τοσούτον πλήθος όψάριων,
έξελθε απ
έθαύμασαν
εμου, δτι άνήρ αμαρτω
ό δέ Πέτρος ου μόνον έθαύμα-
σεν, άλλα και έφοβήθη, διότι, έάν ουκ έφο-
λός είμι, Κύριε.
βέϊτο, ουκ έλεγεν αύτω ό Ιησούς τό « Μή Έάν παραβάλτις του ε κατοντάρχου τόν ι φοβοΰ ». Άλλά μ«τ. 8, ^5γον
β Κύριε,
ουκ είμι ικανός,
διά τί έφοβήθη ^ τό μεν
ίνα μου θάμβος εχει τόπον ει"δε πράγμα θαυμας·ό,ν
3 υπό την στέγην είσέλθγ)ς ϊ, τω λόγω τού καϊ έθαμβήθη· ό δέ φόβος τίνα % χει λόγον } Πέτρου <τ -Έξελθε άπ' εμού, δτι άνήρ άμαρέφοβήθη,
λέγει,
έπειδή ην
άμαρτωλός·
5 τωλός είμι, Κύριε », εύρίσκεις μβταξύ ε « Ότι άνήρ άμαρτωλός ειμι ν άληθώς δέ κείνου και τούτου διαφοράν μεγάλην διότι ή αμαρτία τό μεν
ειπείν προς τόν θέλοντα
φόβου πρόξενος.
Άλλά τί έ
είσελθέΐν φοβήθη \ Και τί άλλο
ειμή τήν διά τάς
εις τόν οικόν σου, Κύριε, ουκ ειμί άξιος, Γνα άμαρτίας τιμωρίαν^ έγνώρισβ διά τού θαύ είσέλθης εις τόν οικόν μου, ουκ είμι
άξιος ματος των όψαρίων του Ιησού
τοσαύτης
τιμής,
ταπείνωσιν
Χριστού
σημαίνει ό τήν παντοδυναμίαν. Όθεν, βλέπων αυτόν
λόγος σου, και εύλάβειαν πολλήν, και σέ έμπροσθεν αυτού, έφοβήθη τήν τιμωρίαν βας· τό δέ εΐπεΐν προς τον ήδη εΐσελθόντα διό καϊ εσπευδεν έκβαλεΐν αυτόν άπό προ εις τόν οικόν σου, Έξελθε άπ' εμού, ότι άνήρ αμαρτωλός ψυχής
είμι ,
Κύριε, εκστασιν
σώπου αύτού· « Έξελθε άπ' εμού 3. Τούτο λμιϊτ.ιι. 7. αυτό βλέπομεν και εις τούς Γαδαρηνούς· μ»τ, ι*,
σημαίνει, και δειλίαν, καϊ φόβον. αύτοϊ
παρέβαινον
τον νόμον,
βόσκοντες
"Οτι δέ ό Πέτρος τότε και έθαμβήθη, και χοίρους προς τροφήν αύτών δτε ουν ήκουέφοβήθη, φανερό ν έστιν έκ των έξης λόγων. σαν, δτι τούς μεν δαιμονισμένους έθεράΑον». ».
Θάμβος και
γαρ
πάντας τούς
άγρα των
περιέσχεν
αύτον
συν αύτω έπι τη
ιχθύων,
η
πευσεν ρ Ιησούς Χριστός, τούς δέ χοίρους κατεπόντισεν έν τη" θαλάσση, τότε, ©οβη- »«>*. *, λ, . , ' - , ' , ' , 1». 17. θεντες την τιμωριαν της αμαρτίας, παρεκα-
συνελαβον" λουν αυτόν, Γνα άναχωρήση άπό των ορίων
?»·
ομοίως δέ
και Ιάκωβον και
Ιωάναύτών. Τούτον τού Πέτρου τόν φόβον έθε-
νην, υιούς Ζεβεδαίου,
οι ησαν κοι ράπευσεν ό Ιησούς διά τού παντοδυνάμου
νωνοί
τω
Σιμωνι'
Και είπε προς αύτού λόγου β Μή φοβού >· έπειτα άπεκά-
τον Σίμωνα ό Ιησοΰς'
μήφοβοΰ' άλυψεν αύτω τόν σκοπόν της θείας προνοίας
πο του νυν ανθρώπους Ιση ζωγρών. Τά ασυνήθη πράγματα προξενοΰσι θάμ
περί της άπο στολής αυτού· ε Από τού νύν » άνθρώπους
εση ζωγρών >· μή φοβηθη^ς,
έυαγγέλίον της Α*. λέγει,* την τιμωρίαν της δικαιοσύνης μου, άλλά
περίμενε την
«ύεργβσίαν
της εΰ-
Κυριακής.
5
θάλασσαν »· δ δέ Λουκάς λέγει, Άποβάντας Μ*ί*; '» 1 ' Ιο, άπο τών πλοίων, και άποπλύνοντας τά Αίϋ*· δ'
σπλαγχνίας μου· άπο τοΰ νυν και ει'ς το
δίκτυα· τρίτη, ή σιωπή τοΰ θαύματος ,
έξης άλιεύσεις ούχΐ όψάρια άπο της θαλάσ
διότι ουδέ ό Ματθαίος ουδέ δ Μάρκος έδιη-
σης, άλλά ανθρώπους άπο τοΰ βυθοΰ της
γήθησαν τά περί ττ,ς άγρας τοΰ πλήθους
άπιστίας,
τών όψαρίων, Άλλά την μέν πρώτην δυσκολίαν εύκολα
Αο·.*. »,
λύεις, εάν στοχασθγ)ς, ότι
Και καταγαγόντες τά πλο7α επί ή θάλασσα της Γαλιλαίας, δΐ ής διέρχεται την γήν, αφέντες άπαντα, ήκολού ό Ιορδάνης, έστίν αύτη ή λίμνη Γεννησα θησαν αύτω.
ρέτ, δύο βχουσα
Τίνες ήσαν ούτοι, οΓτινες, άκούσαντες
ονομασίας·
εις δέ την
δευτέραν άπαντας, λέγων, ότι, επειδή ήσαν
• ίση ζωγρών », έσυραν τά πλοΐα αυτών είς
και μισθωτοί σύν τώ Πέτρω και τοις υ'ιόΐςΜάίχ. ι, 1 ' ίο» Ζεβεδαίου άλιεύοντες, τινές μέν έξ αυτών
την γην, έπειτα άφέντες άπαντα ήκολού-
επλυνον τά δίκτυα, τινές δέ εβαλλον άμ
θησαν τω Ίησοΰ Χριστώ} Ούτοι ησαν ό
φίβληστρον,
Πέτρος , και ό άδελφός αύτοΰ Ανδρέας ,
όψάρια, καν όλην τήν νύκτα κοπιάσαντες
και ό "Ιάκωβος, και ό Ιωάννης, υίοι τοΰ
ουδέν ελαβον ή δέ τρίτη δυσκολία εχει
Ζεβεδαίου. Τοΰτο δέ φανερόν έστιν εκ της
γενικήν τήν λύσιν, διότι φανερόν έστιν ,
διηγήσεως των ευαγγελιστών
ότι πολλά σιωπηθέντα υπό τοΰ Ματθαίου
τό α Μή φοβοΰ- άπο τοΰ νΰν ανθρώπους
Ματθαίου
έλπίζοντες
άγρεΰσαι τότε
και Μάρκου, οίτινες συμφώνως διηγοΰνται,
και Μάρκου συνεγράφησαν Οπό τοΰ Λου
ότι,
τούτους εύρων ό Χριστός παρά την
κά καϊ Ιωάννου· εγραψεν όμως δ Ματθαίος,
θάλασσαν της Γαλιλαίος, εκάλεσεν αυτούς,
ομοίως και δ Μάρκος τήν ουράνιον πρόσ-
μ«. *. ειπών α Δεΰτε οπίσω μου, και ποιήσω 6ιβ, »β. > ^ ( , Μ^Γ' 1' 5 ^ζ αλιείς άνθρώπων. Οί δέ ευθέως άφέν-
κλησιν τών άποστόλων και τήν πρόθυμον
8 τες τά δίκτυα,
ήκολούθησαν
αύτώ 5.
αυτών
ύπακοήν.
Αληθώς δέ μεγάλη ή
προθυμία της καρδίας αυτών, υπερβαίνουσα και αυτήν τήν τοΰ προφήτου Έλισσαίου
Άλλά τρεις περί τούτου προκύπτουσι δυσπροθυμίαν διότι αύτός, καλεσθεΐς υπό τοΰ κολίαι· πρώτη ή της ονομασίας τοΰ τόπου, προφήτου Ήλιου , άπεκρίθη· « Καταφιλήσω » β«λ, διότι δ μέν Ματθαίος και δ Μάρκος λέγου5 τόν πατέρα μου πρώτον, είτα άκολουθή- 19' σι « Περίπατων ό Ίησοϋς παρά την Ηί(%. ι, 5 θάλασσαν της Γαλιλαίας ί· δ δέ Λουκάς Α*ΐο
^Τδ1 ' Κη\ αύτός ην έστώ; παρά την
5 σω οπίσω σου ι* οί δέ θεΐοι άπόστολοι, ευθύς άφέντες άπαντα, τό πλοίον? τά δί κτυα,
ι λίμνην Γεννησαρέτ ί·
τους συντρόφους, τούς φίλους, τους
δευτέρα, ή της συγγενείς καϊ τόν πατέρα αυτών τόν Ζεβ«-
Εργασίας διαφορά, διότι
δ
μέν Ματθαίος δάϊον, ήκολούθησαν τώ Ίησοΰ Χριστώ.
Ψϊ$.
καϊ δ Μάρκος λέγουσιν, ότι εύρεν αυτούς δ Κύριος € βάλλοντας άμφίβληστρον εις την
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΤΚΑΝ
ΕΧΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
Α'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ*
ά
άνθρωπου κατάστασιν, άλλ' είς μόνην καζ
Πέτρος καΐ οι σύν αύτώ μαθηταΐ τοϋ Ίησοϋ
μόνην άφορώσι τήν ψυχικήν ήμών σωτη-
Χρίστου· α Χαλάσατε τά δίκτυα υμών εις
ρίαν διά τοΰτο ώφέλιμόν εστίν, Γνα λαλή-
» άγραν ιτ τοΰτό εστί τά πρώτον « Μη
σωμεν
» φοβοϋ·
από του νυν ανθρώπους Ιση ζω-
ταύτης ύπολήψεως, και δείζωμεν^ δτι αύτή.
» γρών », η, ώς λέγουσιν ό Ματθαίος και ό
εναντιοϋται ού μόνον είς τήν διδασκαλίαν
χοκος) α Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω
τών θείων γραφών και είς τά ίστορούμενα
άλιεΐς ανθρώπων »· τοΰτό έστι το
και βλεπόμενα παραδείγματα, άλλά καϊ
Δτο
προστάγματα
του
θεοΰ
ακούει
δεύτερον. Οί μαθηταϊ προθύμως μεν ύπα-
σήμερον κατά τής πεπλανημένης
είς αυτόν τον ορθόν λόγον.
κούσαντες εις το πρώτον ευτύχησαν, πιά-
Αναρίθμητα είσι τά ρητά τών θείων
σαντες πλήθος άναρίθμητον όψαρίων ύπα-
γραφών τά έπαγγελλόμενα είς τούς έργά-
κούσαντες
το δ:ύτερον,
τας τών θείων εντολών άμοιβάς επουρανίους,
Ίησοΰ Χρίστου·
άμα δέ και επίγειους· Γνα δέ μή περιβαρύνω
τοϋτο αρκετά αποδεικνύει, δτι, δσοι υπο
υμάς και πέραν λόγου τον λόγον παρεκτεί-
τάσσονται εις τά θεια προστάγματα, ου
νω, σιωπώ τά περι τής γής τής επαγγελίας
μόνον κληρονομοϋσι την αίώνιον βασιλείαν,
και δσα διαλαμβάνουσι δίά τον ύετον τόν
αλλά _ και ευτυχείς γίνονται εις ταύτην την
πρώΐμον και δψιμον και τήν καρποφορίαν
πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή δμως τινές στο-
τής γής, και δσα δηλούσι τόν πληθυσμών
χαζόμενοι,
του γένους
σύνθρονοι
δε ευθύς καΐ εις γεγόνασι του
δτι τό
άνθρώπινον γένος διά
και τάς
κατά
τών
εχθρών
τήν άμαρτίαν τοϋ προπάτορος εξωρίσθη εις
νίκας, και δσα περιέχονται είς τάς ευλογίας
τήν γήν ταύτην, Γνα έν αύτη"" διά παντός
του Ιακώβ και τοϋ Μωϋσέως και είς τά
πάσχη
βιβλία τών άγίων προφητών, δύο δέ προ
και
τιμωρήται,
νομίζουσιν ,
δτι
πάντες οί νόμοι και τά προστάγματα τοϋ
βάλλω έκ τής παλαιάς, ομοίως δύο εκ τής
θεοΰ ουδόλως άποβλέπουσιν είς τήν εν τω
νέας
κόσμω τούτω είρηνικήν και ευτυχή του
παντός άνθρωπου
διαθήκης,
ικανά
προς πληροφορία ν
υγιείς έχοντος τάς φρέ
Εύαγγ ελιον της Α*. Κυριακής. νας. Τό μεν πρώτον τούτων άνήγγειλεν ώς
ί ρα, η μητέρα, η γυναίκα, η τέκνα,
εκ στόματος θεοϋ ό μβγαλοφωνότατος προ
ϊ γρούς ένεκεν
φήτης Ήσάίας, δτε απεστάλη, Ινα κήρυξη
» έάν μή λάβη έκατονταπλασίονα νϋν εν
■0β. 1, την θείαν άπόφασιν α Έάν θέλητε, ειπε , 49, ϊΟ. 9 και είσακούσητέ μου, τά αγαθά της γης
» τώ καιρώ τούτω οικίας, καϊ άδελφούς, και
έμοϋ καϊ τοϋ ευαγγελίου ,
καϊ τέκνα, και αγρούς, μετά
> φάγεσθε· εάν δέ μη θέλητε, μηδέ είσακού-
ϊ διωγμών , καϊ
» σητέ μου, μάχαιρα
υμάς κατέδεται· τό
» αίώνιον 3). "Οστις πιστεύει τώ θεώ και
> γάρ στόμα Κυρίου έλάλησε ταϋτα »· τό
πεπεισμένος εστίν, δτι τά λόγια τών θείων
δέ δεύτερον έκήρυξεν ό άγιος προφήτης καϊ
γραφών είσι λόγια θεοϋ, εκείνος, ταϋτα ά-
βασιλεύς Δαβίδ·
αυτός, λαλών περι τών
κούων, ούδεμίαν άμφιβολίαν εχει, δτι διά
ανταποδόσεων τών διδομένων τώ δικαίω
την ύπακοήν είς τά θεια προστάγματα δι-
άνθρώπω, τέλειοι
πλην
τον λόγον, δηλοποιών
.ψ»λ. 9ο, πρώτον την έπίγειον άμοιβήν, α Μακρότη-
εν τώ
,λαμβάνομεν
έπίγειον
καϊ
την
ούράνιον ,
έρχομένω ζωήν
μισθαποδοσίαν, πρόσκαιρον
και
» τα ημερών, λέγει, έμπλήσω αυτόν »· ειτα
αίώνιον. Επειδή δέ τά παραδείγματα αύ-
και την επουράνιον, « Καϊ δείξω αύτώ τό
ξάνουσι
ϊ σωτήριον μου ».
πληροφορίαν, ουδέ ταύτα '.έγκαταλείψομεν.
Ό Ίησοΰς Χριστός, δστις ήλθεν εϊς τόν ,μ«. &, *όσμον, ούχ Ινα καταλύση, άλλ' Γνα πλη17'
» μητέρας,
α
τήν περι της
άληθείας ταύτης
Προς-άσσει ό ,θεός τόν Αβραάμ, λέγων « "Εξελθε έκ της γης σου και έκ της συγ- γ«. η,
ρώση τόν νόμον, τουτέστιν Γνα διδάξη της
ί γενείας σου καϊ έκ τοϋ οίκου τοϋ πατρός
τελειότητας τά μαθήματα τά μή εν τώ
» σου, καϊ δεύρο είς γην, ην άν σοι δείξω »·
νόμω περιεχόμενα· ( Ούδέν γάρ έτελείωσβν
ό Αβραάμ πιστεύσας
* ό νόμος » διά την άσθένειαν τών τότε
θεόν. Ό δέ θεός εδωκεν είς αυτόν πλοϋτον
.δεξαμενών αυτόν), ύπεσχέθη
φανερά
όσους
και
πολύν α Άβραμ δέ ήν πλούσιος σφόδρα αύτ. υ, 2. » κτήνεσι καϊ αργυρίω και χρυσίω 3>· τοϋτό
διά
της
δικαιοσύνης
βίς
άρβτής
ύπήκουσεν είς τόν
βασιλείας
έστιν άγαθόν έπίγειον. "Εδωκεν αύτώ νίκην
του θεοϋ και πάντα τά αγαθά της γης·
κατά τών εχθρών μεγάλην καϊ θαυμασίαν
ζητοϋσι
την χληρονομίαν της
«, « Ζητείτε, είπε, πρώτον την βασιλείαν του
ς Έπάταξε τέσσαρας βασιλεΐ;, και κατεΐ4, 15, 16. ■λ δίωξ^ν αυτούς Εως .Χοβά, ή έστιν εν
» θεοϋ και την δικαιοσύνην αύτοΰ, καϊ ταύ3 τα πάντα προστεθήσεται ύμΐν ». Λαλών
9 αριστερά Δαμασκού· καϊ άπέςρεψε πάσαν
δέ περι εκείνων, οιτινες διά την άγάπην
» τήν Γππον Σοδόμων, καϊ Λώτ τόν άδελ-
αύτοϋ
και
» φιδούν αύτοϋ άπέστρεψε, καϊ πάντα τά
και άποφασιστικώς
» υπάρχοντα αύτοϋ καϊ τάς γυναίκας καϊ
καταλιμπάνουσιν υπάρχοντα
συγγενείς , έκήρυξβ ,
¥«'?*·
έβεβαίωσεν , δτι οί τοιούτοι και είς τοϋτον
5) τόν λαό ν ». τρϋτό [εστίν
άγαθόν
τόν
γειον.
έκ της Σάρ-
κόσμον
λαμβάνουτι
τάς άμοιβάς·
"Εδωκεν της
αύτώ υίόν
στείρας
γυναικός αύτοϋ,
έπί
« Αμήν λέγω ύμΐν ουδείς εστίν, δς άφήκεν
ρας
και
? οίκίαν , ή αδελφούς , ή άδελφάς, ή πατε
έπλήθυνε τό σπέρμα αύτοϋ ώ; τους άς-έρας
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
8
αΐτ. η, τοϋ ουρανού· α Ιδού Σάρ£α ή γυνή σου 19· » τέξεταί σοι υίόν, καί καλέσεις το όνομα
τας τό θέλημα αυτού, είς τίνας χαρίζει αύ-
*| 16» 9 αυτού Ισαάκ. Άρίθμησον τούς άς"έρας,
τά } είς τούς εχθρούς αυτούς είς τούς παρα-
» ει δυνήσ/] έςαριθμήσαι αυτούς· και ειπεν,
βάτας τών νόμων και περιφρονητάς του
> Ούτως εσται το σπέρμα σου »· ταϋτά
θείου αυτού θελήματος } ουχί· τούτό εστίν
βίσιν αγαθά επίγεια.
Βλέπε τον Ιακώβ·
αδύνατον, επειδή έστιν άδικον. 'Εάν δέ
αυτός αναχωρεί από της πατρικής οικίας ,
μηδέ οί φίλοι μηδέ οί εχθροί άπολαμβάνωσι
μηδέν Ιτερον εχων ειμή την ράβδον αύτου ,
τών επιγείων άγαθών, εις μάτην λοιπόν ό
*·^. 28, άλλ' ανεγείρει ς"ήλην, καί προσεύχεται, καΐ 18» υπόσχεται τω θεώ το δέκατον πάντων
τού; φυλάσσοντας τάς έντολάς καί ποιούν-
θεός έδημιούργησε τόσα άνθη, τόσους καρ πούς, τόσα ζώα, τόσον χρυσίον και άργύ-
των μελλόντων κτημάτων αυτού· ό δέ θεάς
ριον, τόσους πολυτίμους λίθους, τόσα πο
εδωκεν αύτώ βόας, και όνους, και πρόβατα,
λυποίκιλα
ϊ5, και πάϊδας, και παιδίσκας· β: Ίκανούσθω ίο. . ■> , χ» μοι, ελεγεν, ότε ευχαριστεί τω θεώ, από
καί άμέτρητα κτίσματα·
είς
μάτην έδωκε τώ άνθρώπω τόσην σοφίαν είς
τόν
νούν και
τόσας τέχνας
είς τάς
» πάσης δικαιοσύνης) καί από πάσης άλη-
χείρας προς κατασκευήν τοσούτων αναρίθ
» θείας, ής έποίησας τώ παιδί σου· έν γαρ
μητων
ϊ τη" ράβδω μου ταύτΥ) διέβην τον Ίορδάνην
άσφάλειαν προξενούντων και τέρψιν αλλά
» τούτον νυνί δέ γέγονα εις δύο παρεμβο-
τίς ποτε πεισθήσεται, ότι ό θεός, πάνσοφος
» λάς ». Τίς δέ αμφιβάλλει, οτι ταύτα πάν
ων, καί
τα είσίν αγαθά επίγειας Βλέπε τον Δαβ'ιδ
πράγματα άχρηστα, και έποίησε τοσαύτα
τον
καί τοιαύτα κτίσματα είς μάτην }
άνδρα
κατά την καρδίαν τού θεού-
πραγμάτων,
πάσαν
προνοητικώτατος,
άνεσιν
και
έδημιούργησε
ι . Β»σιλ. αυτόν έξελέξατο ό θεός, αυτόν ί άνέλαβεν 1», 14. ' ^ 7 πρβίξ.^12, ^ των ποιμνίων τών προβάτων, έξόπι-
κατέστησε ν ημάς φθαρτούς, και εξώρισεν
**\Γ' ' σ^δν
εκ τού παραδείσου· άληθώς διά την άμαρ-
των λοχευομένων ελαβεν αυτόν »,
και έστεψε τώ βασιλικώ διαδήματι,
και
Αληθώς ή άμαρτία τού
τίαν
τού προπάτορος
προπάτορος
κατηράσατο ό θεός
δψωσεν εις τον θρόνον της βασιλείας τού
την γήν, καί ειπεν, « Έπικατάρατος ή Γι». »,
Ισραήλ· τούτο δέ τί άλλο εστίν ειμή αγα
3 γη ε'ν τοις εργοις σου·
θόν έπίγβιον } Περί δέ τού δτι και ό Αβρα
2 φαγη" αυτήν πάσας τάς ήμερας της ζωής
άμ και ό Ιακώβ κα'ι ό Δαβίδ κληρονόμοι
ϊ σου· ειπεν, άκάνθας καί τριβόλους άνα-
είσί της επουρανίου βασιλείας, άμφιβάλλει
9 τελεΐ σοι τι. Ναί, άληθώς· άλλλά διά τί
ουδείς.
ταύτα } φανερόν, δτι διά τήν άμαρτίαν.
ειπεν, έν λύπαις
Μετά τά λόγια τών θείων γραφών και
'Εάν ουν λείψη ή άμαρτία, καί άντ' αυτής
τά άληθή παραδείγματα άναγκάζει ήμας
ελθγϊ ή άρετή, αρά γε πάλιν και μετά τήν
κα'ι ό λόγος πιστεΰσαι, δτι άληθε; έστι τό
άρετήν ή γή έπικατάρατος, καί λύπαι, καί
προκείμενον
άκανθαι, καί τρίβολοι } ουχί· ή άρετή ανα
διότι, εάν ό θ^ός
ού χαρίζη
τά αγαθά της γης εις τούς φίλους αυτού.
βιβάζει τόν άνθρωπον είς τήν κατάστασιν
Εύαγγέλισν της Α'. Κυριακής
9
τοΰ προπάτορος, τήν προ της αμαρτίας·
αύτοΰ όδηγόν προς τήν ευτυχή αυτών κα
έ κείνη δέ ή κατάστασίς εστίν ή κατάστα-
τάστασιν, διαμερίσας αυτόν είς δέκα έν-
σις της ευλογίας, της χαράς
και της άνέ-
τολάς· λάτρευε, λέγει, καί αγάπα μόνον
σεως· εις αυτήν την κατάστασιν βύρίσκβτο
τον άληθινόν θεόν, μηδέποτε δέ προσκυνή-,
ό Δαβίδ, δταν εποίει τοϋ θεοΰ το θέλημα·
στις, μηδέ λατρεύσης τη" κτίσβι·
δταν δέ έπραξε την άμαρτίαν, τότε ν]σθάν-
μνημονοΰμεν τοΰ θεοΰ, καί άφιεροΰμεν τήν
Οη την κατάραν της γης, καί τάς λύπας,
καρδίαν ημών είς τά κτίσματα, ήγουν εις
και τάς άκανθας, και τους τριβόλους αυτής,
τους αγρούς, εις τους αμπελώνας, εις τους
διά τοΰτο μετά δακρύων δβόμενος, ελεγεν
κήπους, είς τά κειμήλια· ημείς προσκυνοϋ-
ψαλ. 50, « Άπόδος μοι την άγαλλίασιν τοϋ σωτη-
ήμ=ΐς ά- -
μεν, ως θεόν, τό χρυσίον καί τό άργύριον . '
» ριου σου, και πνευματι ηγεμονικω στηρι-
Μή όμνύης, λέγει ό θεός, τό δνομά μου· ή-
« ξόν με ».
μεΐς σχεδόν κατά πάσαν ώραν καί διά πράγ
Αύτ6 τό ηγεμονικό ν πνεΰμα,
τό όποιον ειχεν ό άνθρωπος προς της α
ματα ευτελέστατα ποιοΰμεν
μαρτίας, έρχεται
φυλαττομένους καί άθετουμένους, καί άλη -
πάλιν εις την καρδίαν
δρκους, καί
αύτοΰ μετά την αρετών αυτό δε ποιεί αυ
θεΐς καί ψευδείς. Φύλαττε τήν έορτήν, λέ
τόν άνώτερον πάντων των εν τη γη~ πραγ
γει ό θεός·
μάτων αύτό πείθει αυτόν, ίνα νομίζη- πάντα
έορτών ου μόνον ουκ έρχόμεθα είς τήν έκ-
♦αϊ*. 3, τά εν τνι γη
σκύβαλα·
ήμεΐς δέ έν τάΐς ήμέραις τών
« Καί ήγοΰμαι
κλησίαν, Γνα άκούσωμεν τον λόγον τοΰ θεοΰ,
» πάντα σκύβαλα είναι, ελεγεν ό τοΰ θεοΰ
καί ζητήσωμεν τήν συγχώρησιν τών ά-
» άνθρωπος, ίνα Χριστόν κερδήσω ». Αυτό
μαρτιών ήμών,
τό πνεΰμα τό ήγεμονικόν
διά τάς· άμέτρους αύτοΰ ευεργεσίας, ού μό
τοσούτον στη
καί δοξολογήσωμεν
αυτόν
ρίζει, ώστε καί ή κατάρα της γη;, καί αί
νον καί πωλοΰμεν, καί άγοράζομεν καί έρ-
λύπαι, καί αί άκανθαι,
καί οί τρίβολοι
γοχε;ροΰμ=ν έν τάΐς ήμέραις τών έορτών,
αυτής χαράν πρόξενοΰσι· Νυν, ελεγεν ό
άλλά περιμένομε ν τάς έορτάς, ίνα, λύσαν-
αύτός τοΰ θεοΰ
τες της εγκράτειας
άνθρωπος» ό Παύλος, νΰν,
ότε έφθασα εις της αρετής την τελειότητα, ,κολ. ι, « Χαίρω εν τοΐς παθήμασί μου ν. Επειδή λοιπόν ούτως εχουσι τά πράγ
καί της σωφροσύνης
τον χαλινόν, έκτελέσωμεν πάσαν άμαρτίαν Τίμα τον πατέρα σου , προστάττει ό θεός, καί τήν μητέρα σου· ήμεΐς δέ καί κατ' αυ
ματα, φανερόν έστιν, ότι, όστις θέλει τοΰ
τής της φύσεως έπανιστάμενοι παραβλέπο-
κόσμου τούτου τά αγαθά, εκείνος πρέπον ε
πομεν.τούς γονείς ήμών, καν χρείαν εχω-
στίν, Γνα περιπατη7" της αρετής τον δρόμον
σι της βοηθείας ήμών πολλάκις δέ καί είς .
ήμεΐς δέ οί άθλιοι πιστεύομεν καί πειθόμεθα,
τοσαύτην άπανθρωπίαν καταντώμεν, ώστε
δτι, τρέχοντες τους κρημνούς της απώλειας,
καί περιφρονοΰμεν αυτούς.
εύρίσκομεν έκεΐ την άπόλαυσιν των αγα
κελεύει ό θεός, μή κλέψη-ς, μή φονεύση-ς5 μή
θών της παρούσης
Ό πανάγαθος
ψευδομαρτυρήση-ς, μή επιθύμησες τό ξένον
θεός εδωκεν είς τους ανθρώπους τον νόμον
πράγμα· ήμεΐς δέ καί τήν ξένην κλίνην μι-
ζωής.
(ΚΪΡΙΑΚ.. ΕΪΑΓΤΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
Μή μοιχεύσ/)ς,
2
10
Ομιλία μετα τρ κατά Λουκαν
αίνομεν ,
και τήν περιουσίαν τών άλλων
χε.ίρονα τών πρώτων
πολλοί πείθονται ,
άρπάζομεν, και τάς χείρας εις το αΓμα του
ότι ή ακριβής του νόμου παρατήρησις εμ
άδελφοΰ ήμών βάπτομεν, και ψευδομαρτυ-
ποδίζω τήν άπόλαυσιν τών επιγείων αγα
ρούμεν, και τά ξένα πράγματα έπιβουλεύο-
θών πώς δύναται, λέγουσιν, ό ήγεμών ή ό
^εν. Τοιουτοτρόπως δέ παροργίζοντες τον
άρχων νά ευτυχή εις τήν διοίκησιν τοΰ κρά
βασιλέα της δόξης,
τους αυτού, εάν μή ενίοτε και ψεύδηται, κα'
ημερών,
έλπίζομεν μακρότητα ,
και πλούτον πολύν,
και
δόξαν
άδικη" υπό τών περις"άσεων προτρεπόμενος}
μεγαλοπρεπή, και τά λοιπά αγαθά της γής·
εάν ό πραγματευτής φεύγη τούς όρκους, τό
ώ πλάνη σατανική,1
ψεύδος, τήν άπάτην, ουδέ κερδαίνει, ούδέ
"Αλλη δέ πλάνη ταύτης χείρων κατα
πλουτεΐ· ,εάν ό τεχνίτης άπέχη από της
κυριεύει πολλούς· πολλοί πιστεύουσιν, ότ(
δολιότητος, γίνεται πένης και δυστυχής· ό
ό πολιτικός
απολαμβάνει του
κόσμος , λέγουσιν , έπι τό πονηρόν κείται·
ό πολιτικός, λέγουσι,
εάν μή δολιευθτϊς , και άπατήσης, καϊ ψευ-
άνθρωπος
κόσμου τά αγαθά·
γίνεται εις τούτον τον κόσμον. ευτυχής. Γί
σθη~ς, ουδέ νά πολιτευθείς δύνασαι, ούδέ νά
νομαι δέ πολιτικός, όταν μισώ και σχημα/-
ζήσης· τά πνεύμα, ό νούς, ή έπιτηδειότης )
τίζωμαι, ότι άγαπώ· όταν εχω την έχθραν
ουχί δέ ή ακριβής τού νόμου φύλαξις, φέρει
εις την καρδίαν μου, και τά γλυκά και φι
τήν εύτυχίαν εις τήν παροΰσαν ζωήν.
λικά λόγια είς τά χείλη μου· όταν υπάρχω εχθρός θανατηφόρος,
και φαίνωμαι
Άνθρωπε πεπλανημένε, και πώς ου κα
φίλος
ταλαμβάνεις τήν .άπάτην σου, και τούς
Αγαπημένος· γίνομαι πολιτικός, όταν, Γνα
παραλογισμούς σου ^ Τίς εντέλλεται ταΐς
η». $,
αρέσω εις τούς ανθρώπους, λέγω τό πικρόν
νεφέλαις τού μή βρέχειν } α Τίς βρέχει έπι
Αι*ώί·
γλυκύ και τό γλυκύ πικρόν, όταν λέγο> τό
ί πόλιν μίαν·> έπι δέ πόλιν μίαν ου βρέχει 3^
σκότος φώς και τό φώς σκότος, όταν διά
α Τ(ς συντριβών τήν ΰβριν της ύπερηφανίας,
ψεύδους η δόλου η δϊ άλλων διαφόρων τρό
δ ποιεί ύμΐν τόν ούρανόν σιδηρούν, και τήν
πων πλανήσω τόν άδελφόν μου, και κερδή-
» γήν υμών ώσεί χαλκήν 95 β Τίς εξάγει λ,υϊ^ ·-*»
σω τούς σκοπούς μου. Τότε είμι πολιτικός,
5 άνέμου; έκ θησαυρών αυτού
όταν άλλο στοχάζωμαι, καϊ άλλο λέγω,
2 ποστέλλει,πΰρ είς τάς πόλεις » προς άφα-
άλλο θέλω, και άλλο ζητώ· τότε ειμί πολι
νισμόν τών θεμελίων αυτών } τίς μεταβάλ- Α"*"5*'
τικός. *£2στε, Γνα λαλήσωμεν την άλήθειαν
λει τού πυρός
φανερά, πολιτικός έστιν ό υποκριτής,
« Τίς σείει τόν ούρανόν, καϊ τήν γήν, και
ό
τήν
Τίς έξα- ν*λ·8 1 '4·
δύναμιν είς δρόσον^
κόλαξ, ό δόλιος, ό ψεύστης, ό πανούργος
» τήν
και πονηρός· ή δέ επιστήμη, ή καλουμένη
ήλιον, τήν σελήνην, τά άστρα, τό φώς, τά
πολιτική και τοσούτον
έπαινουμένη υπό
ςοιχεΐα, πάντα τά κτίσματα } Και τίς άλ
τών ανθρώπων καϊ θαυμαζομενη, εςΐ τέχνη
λος ειμή εΓς ό θεός} αυτός εποίηιε τά πάν
διαβολική φανερά.
τα , υπό τήν έξουσίαν αυτού είσι τά σύμ
Ακούσατε και άλλην τρίτ,ην
πλάνην
θάλασσαν
Λιί·4·8'
Τίς
έξουσιάζει
**
τόν
παντα· α Ότι εν τη χειρί αυτού τά πέρατα ^ £$»
Εύαγγέλίον τή'< Α'. Κυρίάκής. > της γης, και τά Οψη των ορέων αύτοϋ
ουδείς οιδε τά απόκρυφα
> είσιν δτι- αύτοϋ εστίν ή θάλασσα, και
Μήπως δέ εκείνος, τόν όποιον σύ νομίζεις
ι αυτός έποίησεν αυτήν, καϊ την ξηράν αί
δίκαιον
β χείρες αύτοϋ
ψεύστης, καϊ καθαρίζει, ώσπερ δ οί φαρι- Α9ΜΧ. ι (;
έπλασαν β.
Αυτός εθηκε
καϊ άγιον, εστϊν
τοϋ ανθρώπου.
υποκριτής" κα*
νόμους εις πάντα τά κινήματα της φύσεως,
β σάιοι, τά έξωθεν τοϋ- ποτηριού καϊ τοϋ
και .αυτός μεταβάλλει, ως θέλει, τά ιδιώ
> πίνακος, τό δέ εσωθεν γέμει άρπαγης καϊ
ματα
β αδικίας »} Μήπως αύτός ές*ιν άλλος Ίώβ,
πάντων
των
πραγμάτων
αυτός
τ«λ. 1*4, ανοίγει « την χεΐρα αύτοϋ, και έμπιπλα ι. β«, » πάν ζώο ν ευδοκίας β* αυτός « θάνατοι
μής μακαριζόμενος, και εύλογούμενος <ί τά ϋ(. 4ΐ, β έσχατα (τά αόρατα) μάλλον ή τά εμπρο-
» γει,
β σθεν (τά όρατά) Β} διότι δοκιμάζει δ- θεός
πτωχίζει καϊ
πλουτίζει, ταπεινοί
59'
ύπό θεοϋ δοκιμαζόμινος, καϊ δίά της δοκι
β και ζωογονεί, κατάγει εις αδου και άνά-
» και άνυψοΐ, άνις·α από γης πένητα , και
τούς δικαίους ι ώς χρυσόν έν χωνευτηρίω »· *»»· 3·
* άπά κοπρία; εγείρίΐ πτωχόν καθίσαι με-
ούτοι δέ α ολίγα παιδευθέντες μεγάλα εύερ- <Λ·. 5.
β τά δυνας-ών λαοϋ β. Σύ δε δ σκώληξ της
)> γετηθήσονται β· διότι εύρων αυτούς δ θεός
γης διά της παραβάσεως
τών εντολών
άξιους έαυτοϋ, στέφει αυτούς βασιλείς της
παροργίζεις τόν βασιλέα καϊ εξουσιαστήν
επουρανίου Ιερουσαλήμ, δπου άναλάμψου*·
πάντων τών έν τω ούρανώ καϊ έν τη~ γη",
σιν ώς φωστήρες. Περϊ τών δευτέρων απο
καϊ έπειτα ελπίζεις τήν- άπόλαυσιν τών
κρίνεται σοι δ προφητάναξ, λέγων « Μή ΨβΧ 'ε·
επιγείων αύτοϋ αγαθών : Σύ, μετερχόμενος
9 παραζήλου εν πονηρευομένοις, μηδέ ζήλου
τήν πολιτικήν σου, καϊ δΐ αυτής πράττων
β τούς ποιοϋντας τήν άνομίαν β· διά τί }
τού διαβόλου τά τεχνουργήματα, παραπι-
« "Οτι ώσεϊ χόρτος ταχύ άποξηρανθήσονται,
κραίνεις τόν
» καϊ ώσεΊ λάχανα χλόης ταχΰ άποπεσοϋν-
παντοκράτορα, έπειτα
πι
στεύεις, δτι διά τούτων γίνεσαι ευτυχής}
β ται
Σύ διά της ύπερηφανίας καϊ τών άλλων
ταχέως φθείρεται· ή ευτυχία ή άνομος ώς δ·
αμαρτιών διεγείρεις κατά σοϋ τήν θείαν
καπνός διασκεδάζεται· σήμερον βλέπεις τόν-
άγανάκτησιν , έπειτα πείθεσαι , δτι δ θεός
παράνομον εύτυχοϋντα, ύπερυψούμενον ώς
δίδωσί σοι τά αγαθά, τά δποϊα ύπεσχέθη εις
τάς κέδρους τοϋ λιβάνου, αύριον έκλείπεί
τούς ποιοϋντας τό θέλημα αυτού}
άπό τών οφθαλμών σου αύτός τε καϊ πάσα'
β.
Ό άδικος πλούτος ώς δ χόρτος
Άλλ' ήμεΐς βλέπομεν, λέγετε, δτι τινές
ή ευτυχία αύτοϋ· ζητείς αύτόν, και ουδέ
μεν φυλάττουσι τούς νόμους τοϋ θεού, και
τό κατοίκημα αύτοϋ ευρίσκεις- ? Ε?δον τόν
δμω; δυστυχοϋσι· πολλοί δέ παραβαίνουσιν
Β ασεβή ύπερυψούμενον, καϊ έπαιρόμενον ώς
αυτούς, και δμως ζώσιν εν ευτυχία. Περί
β τάς κέδρους τοϋ Λιβάνου· καϊ παρήλθον,
μεν τών πρώτων αποκρίνεται προς ύμας δ
β καϊ ουκ ην καϊ έζήτησα αύτόν, καϊ ούχ
. κ»?. », θβΐος ·11-
11
απόστολος Παϋλος,
λέγων
α Τίς
β ευρέθη δ τόπος αυτού β. Τοιαύτας μετα-
β γάρ οιδεν ανθρώπων τά τοϋ άνθρωπου εί-
βολάς
ι μή τό πνεύμα τοϋ ανθρώπου τό έν αύτώ β}
βλέπομέν τινας πίπτοντας άπό .τοϋ ύψους
βλέπομεν
καθ' έκάστην
ήμέραν
2?
\<2
Ομιλία
μετά το κατά Λουκαν
της ευτυχίας εις την άβυσσον των δυστυ
λαττε μετά πάσης προσοχής και επιμελείας
χημάτων άκούομεν δέ και την φωνήν του
πάσας τάς έντολάς αύτοϋ, και μηδεπρτβ
ΜΤό 1ί' παντοκΡ*τοΡ°?
κηρύττουσαν
« Ό
μη
μηδεμίαν
παραβη~ς·
δεύτερον
δέ,
δταν
» συνάγων μετ' «μου, σκορπίζει », και δμως
βάλλης αρχήν είς επάγγελμα ή πολιτικόν,
ώς τυφλοί καϊ κωφοί άπονέμομεν τάς τοι
ή δικαστικόν, ή στρατιωτικόν, ή Σερατικόν,
αύτας μεταβολάς
ή ήγεμονικόν, ή εις
εις την τύχην,
εις τά
πραγματείαν, ή εις
συμβεβηκότα, εις την κακήν διοίκησιν ,
τέχνην, ή είς πάν άλλο έργον, μή θαρρήσης
και πάλιν ' εξακολουθοΰμεν παραβαίνοντες
μηδέ καυχηθττς μηδέ είς τήν φρόνησίν σου ,
τάς έντολάς του θεού, και έλπίζοντες την
μηδέ
άπόλαυσιν των αγαθών αυτού.
πλούτο ν σου· α Μή καυχάσθω ό φρόνιμος έν ι. Β*σ.
Χριστιανοί, περι της υποθέσεως ταύτης
είς τήν
δύναμίν σου,
μηδέ είς τον
» τη φρονήσει αύτου, και μή καυχάσθο) ό
ελάλησεν 6 ^θεός, ώστε
ί δυνατός έν τη" δυνάμει αύτου, και μή
ουδείς δύναται -αμφιβάλλων ακούσατε τί
» καυχάσθω ό πλούσιος έν τώ πλούτω αύ-
τοσούτον καθαρά
η*. 65, λέγει « Τάδε λέγει Κύριος· Ιδού οί δου13, 14* » λεύοντές μοι φάγονται, ύμεΐς δε πεινάσε3 τε·
Ιδού οί δουλεύοντές μοι άγαλλιάσον-
* του »·
άλλ' εχε πάσαν τήν έλπίδα καϊ
τήν πεποίθησίν σου είς ττ,ν φιλανθρωπίαν και τό έλεος του θεού- κατά τούτο καυχή-
» ται έν ευφροσύνη, ύμεις δέ κεκράξετε διά
θητι,
» τον πόνον της
πάντα· και αυτός έςτνό δοτήρ καϊ τών επι
καρδίας υμών, και απέ
» συντριβής πνεύματος
υμών όλολύξ$τε »·
γείων
καθο γνωρίζεις, δτι παρά θεού τά
και τών
επουρανίων άγαθών τοις
ποια άλλα λόγια η καθαρώτερα τούτων η
δουλεύουσιν αύτώ·
αποφασιστικότερα } Έάν ούν άμφιβάλλης,
» καυχάσθω ό καυχώμενος, έν τώ συνιεΐν
δτι τά λόγια ταΰτά είσι λόγια θεού, η δτι ό
β καϊ γινώσκειν τον
θεός υπόσχεται, άλλ' ουκ εκπληροΐ, ουδεμία
5 κρίμα και δικαιοσύνην έν μέσω της γης ».
μένει σοι έλπίς· χωρίσθητι από της όμηγύ-
Ζήτει διά παντός έξ δλης ψυχής καϊ καρ
ρεως τών χριστιανών, φύγε έ*κ της εκκλη
δίας τήν βασιλείαν του θεού καϊ τήν κα-
σίας , άπελπίσθητι
δέ
τόρθωσιν της άρετης, καϊ μηδόλως άμφί-
πιστεύης, δτι είσί λόγια θεοϋ, και δτι ό θϊός,
βαλλε, δτι ταϋτα ζητών απολαμβάνεις καϊ
βσα υπόσχεται, εκπληροΐ ύπερεκπερισσού}
τά έπίγεια άγαθά· τούτο υπόσχεται σοι ό
άκουσον και τά έξης.
άψευδέστατος θεός, λέγων « Ζητείτε πρώ- Μϊτ ,
παντελώς.
Έάν
α
Άλλ' ή
Κύριον,
έν τούτω
καϊ ποιεΐν
» τον τήν βατιλείαν
τού
θεού καϊ
μήν, έάν ζητη~ς εύτυχίαν, εάν ορέγεσαι τά
8 δικαιοσύνην
καϊ
ταύτα πάντα
αγαθά του
ί προστεθήσεται ύμΐν ».
Έάν θέλης πλούτον, έάν έπιθυμ-ρς τι
κόσμου τούτου, πρώτον μέν
δούλευε διά παντός τω Κυρίω, ήγουν φύ-
αυτού,
τήν
13
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΪΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Β'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
φχλ. ΙΟι, (( Μεγάλα τά εργα Κυρίου εξεζητημένα
τών ανθρώπων, εδίδαξεν έπειτα τά υψηλό
» εις πάντα τά θελήματα αύτοΰ 5 ! Τοιαύ-
τερα καϊ τελειότερα μαθήματα, τά λογιζό
την τάξιν καϊ εκθεσιν εχουσι του άναγνω-
μενα υπό τών ασθενέστερων εναντία εις τά
σθέντος ευαγγελίου τά λόγια, ώστε, όταν
ιδιώματα της φύσεω:. "Οστις προσηλώση
βάψωμεν τόν νοϋν ημών εις των εννοιών το
τόν νοϋν εις την εξής έρμηνείαν, εκείνος
βάθος, ύπερθαυμάζομεν της απείρου σοφίας
βλέπει καθαρά όσα είπομΕν.
τοϋ θβοϋ την οίκονομίαν. Διδάσκει το ση μερινών εύαγγέλιον μαθήματα δυσπαράδε-
Είπεν 6 Κύρίος"
καθώς
θέλετε, λο«. 6, 32. ύμΤν οι άνθρωπος και
κτα εις τους σαρκικούς ανθρώπους· τοιούτον
ίνα ποιωσιν
εστίν ή αγάπη των εχθρών και το δάνειον
ύμεΐς ποιείτε αύτο7ς ομοίως.
πρός εκείνους, παρ ών ουκ έλπίζομεν την άνταπόδσιν. "Οταν δέ ταύτα εξεφώνησεν ό
Νόμος εστίν ούτος, εις αυτήν την λογι-
θεάνθρωπος, τοιουτοτρόπως · επροοιμίασεν ,
κήν. φύσιν έμπεφυτευμένος, τοσούτον δί
ως» άπέδειξεν εΰπαράδεκτα τά δυσπαράδε-
καιος, εύλογος και
κτα, καΐ τοιουτοτρόπως παρέστησε το ότι
ουδείς ουδέ πιστός ουδέ άπιστος δύναται
δίκαια και ευλογοφανή είσιν, ώστε αναπο
κατά τούτου άντειπεΐν ή άντισταθήναι.
λόγητους κατέστησε τους μη ταύτα δεχο-
Καθώς θέλεις, ίνα ποιώσιν οί άνθρωποι πρός
μένους. Καθώς δε ό σοφός διδάσκαλος άρ
σέ, ποίει και σύ αύτοΐς ομοίως* θέλεις, Γνα
χεται της προς τους μαθητάς αυτού παρα
άλλος τις άρπάξη τά ύπάρχοντά σου, ή
δόσεως από τών άπλουςέρων και αισθητών
εξουδενώση
πραγμάτων, έπειτα διά τούτων προγυμνά-
σοι μικράν τινα βλάβην } ούχι άναμφιβό-
σας αυτούς, προάγει έπι τά δεινότερα και
λως· λοιπόν
τά υπέρ την αίσθ/;σιν μαθήματα, ούτω και
μηδέ άρπαζε,
ό πάνσοφος διδάσκαλος κα'ι του κόσμου
τόν άλλον. Τί θέλεις άπό τών άλλων ^ θέ
σωτήρ
πρώτον μέν έξέθετο τόν φυσικόν
λεις βέβαια,
Γνα
πάντες κα'ι
και τόν υπό την αίσθησιν νόμον · δί αυτών
και τιμώσι,
καϊ
κατά
δε προετοιμάσας τόν νουν και τάς διαθέσεις
γίνωνται εύεργέται σου·
καταπειστικός, ώστε
την τιμήν σου, ή προξενήση
ποίει και
σύ ομοίως, ήγουν
μηδέ άτί'ίαζε, μηδέ βλάπτε
άγαπώσι ,
πάντα
τρόπον
λοιπόν ποίει καϊ
\4
το κατά Λουκάν
Ερμηνεία είς
σύ προς πάντας ομοίως· πάντας αγάπα,
δί άρετήν,
πάντας τίμα, μετάδιδε εις πάντας τάς ευερ
νον
γεσίας σου. Ποία άπόκρισις ή ποίαάντιλογία
τούς ευεργετούνται, και δανείζουσιν εις μό
εις τούτο } ουδεμία. Επειδή δε δ θειος ευ
νους εκείνους, παρ' ων ελπίζουσιν άπολα-
αγγελιστής
βεΐν τά
Ματθαίος
τον
αυτόν νόμον
άλλα δϊ άμοιβήν, άγαπώσι μό
τούς φίλους, και εύεργετούσι μόνους
ίσα.
Ποιος λοιπόν μισθός, ή ποία
του θεοϋ γράψας, είπεν, δτι ό Κύριος, ότε
παρά θεοϋ άνταπόδοσις πρέπει εις αυτούς }
τούτον τον νόμον έξεφώνησε, τότε προσέ-
ουδεμία-
θηκε και τό
ταπόδοσιν παρά των υπ* αυτών εύεργετη-
« Ούτος γάρ εστίν ό νόμος ότι
θέντων άντι της προς τούς φίλους αυτών
και οί προφήται
άγάπτ,ς λαμβάνουσιν άγάπην και φιλίαν
» και
οί προφήται »· φανερόν
όσα
ό Μωσαϊκός νόμος
και τό εΰαγγέλιον
διότι αυτοί λαμβάνουσι τήν άν-
εστίν,
διδάσκουσι,
τοσούτον
άντι τού δανείου, δάνειον, ή ίσην άνταπό-
δίκαιά είσιν, δσον και ούτος ό δικαιότατος
δοσιν. Τοιουτοτρόπως δέ έξευτελίσας ό Κύ
νόμος.
Δια τούτου δέ του νόμου προπαρα-
ριος τήν υπό τών εθνικών καί άμαρτωλών
σκευάσας ό θεάνθρωπος τους άκροατάς, προ-
νομιζομένην άρετήν, παραδίδω σι της άληθι-
βιβάζει αυτούς επι τά υψηλότερα
νής και άςιομίσθου ευεργεσίας
καί τε
λειότερα μαθήματα, λέγων
και άρετής
τά άγια μαθήματα.
Καί εί αγαπάτε τους αγαπώντας Πλην αγαπάτε τούς εχθρούς υ ύμας,
ποία
ύμΐν χάρις έστί'
καί μών, καί άγαθοποίεΤτε ,
καί δανεί
γάρ οί αμαρτωλοί τούς αγαπώντας ζετε,
μηδέν άπελπίζοντες'
καί ε-
αυτούς άγαπώσί. Καί εάν άγαθοποίσταί δ μισθός υμών πολύς, καί εσεητε τούς άγαθοποίοΰντας ύμας, ποία σθε υ:θί υψίστου* δτι αύτΌς χρηστός ύμΐν
χάρις εστί ^
καί γάρ ο? αμαρ εστίν
τωλοί το αύτο ποίούσί.
επί τούς άχαρίστους
καί πο
Καί εάν δανηρούς.
νείζητε
παρ ων
ελπίζετε
λαβείν , Ιδού ή άρετή ή άληθινή ή τω θεω ευ
ποία
ύμΤν χάρίς εστί $
καί γάρ οι πρόσδεκτος
αμαρτωλοί άμαρτωλοΤς ίνα άπολάβωσί τά
δανείζουσιν,
ίσα.
Αμαρτωλούς ενταύθα
καλεΐ ου μόνον
και τοις άνθρώποις άξιοθαύμα-
στος, ή άρετή ή άξία πολλών καί μεγά λων μισθών άγαπας
και
άνταποδόσεων. Όταν
καϊ ευεργέτης
ου μόνον τούς φί
. τούς παραβάτας τού νόμου τού θεού, δστις
λους σου, άλλα και τούς εχθρούς σου, δταν
επαγγέλλεται μεγάλας άμοιβάς εις τούς τον
δανείζης
νόμον φυλάσσοντας, άλλα και τούς ανόμους
ελπίζεις λαβείν τά Γσα, άλλά και εις τούς
καί απίστους, οΐτινες ουκ εχουσι νόμον, ύ-
άπορους και πτωχού-:,
ποσχόμενον δια τήν άρετήν ουράνιους άν-
μή έλπίζης τήν άμο:βήν, ουκ άπελπίζεσαι
ταποδόσεις. Οί τοιούτοι ούν άμαρτωλοι ου
όμως άπ' αυτής, άλλ' ελπίζεις, δτι ό θεός
δι άγάπην θεού, άλλα δί ιδίαν ώφέλειαν, ου
άνταποδώσει σοι πολυπλάσιον τό άνταπό
ού μόνον εις εκείνους, παρ' ών
καν δ ξ παρ' αυτών
Εύαγγελίον της Β*. Κυριακής. δομά σου, τότε το έργον σου εστίν αληθινή
15
θρωπος τά προειρημένα, επάγει καιτά έξης.
άρετή7 τότε ό μισθός σου πολύς, τότε γίνε Γίνεσθε ουν οί'κτίρ μονές , καθώς Α,ΒΧ. βι καί ό πατήρ υμών οίκτφμων έστ!. ίβ'
σαι κατά χάριν καί καθ' όμοίωσιν υίός του θεοΰ του ύψίς·ου' διότι καθώς αυτός αγαθός ες·ι
Περί μέν τοΰ πατρός καϊ θεοΰ είπε τό
και επί τους αχάριστους και πονηρούς, καϊ μ»τ. β, α ανατέλλει τον ήλιον αύτοΰ επί πονηρούς ■•5. » κα'ι άγαθούς, και βρέχει έπι δικαίους και
« Εστίν οίκτίρμων ϊ·
περί δέ των άνθρώ-
πων « Γίνεσθε οΐκτίρμονες »·
διότι ό μεν
» αδίκους », ούτω και σύ τη~ αύτοΰ χάριτι
θεός έστι κατά φύσιν οίκτίρμων καί έλεή-
αγαπάς και ευεργετείς και φίλου; καί εχ
μων, άπειρον
θρούς, καϊ δανείζεις ου μόνον εις τους εύπο
καί τούς οίκτιρμούς· ό δέ άνθρωπος,
ρους, άλλα καϊ εις τούς άπορους, οΓτινες ε-
θέλη, γίνεται οίκτίρμων καί
χουσι
της χάριτος καί βοηθείας τοΰ θεοΰ· ό θεός
θεόν.
χορηγόν Επειδή
δε
της άνταποδόσεως
τον
κατά φύσιν
και ή άγάπη των έχ
θρων, και ή προς αυτούς ευεργεσία δάνειον εις τούς απόρους
ό άνθρωπος
και το
εχων άφ' έαυτοϋ τό έλεος
έλεήμων διά
άφ' έαυτοϋ έστιν οίκτίρμων, χωρίς
της τοΰ θεοΰ χάριτος
και βοηθείας ουδόλως
οίκτιρμάς καί ε-
εάν
γίνεται οίκτίρμων
λεός έστι, καϊ ταύτα ώς το«αΰτα παρά τώ
α Χωρίς έμοΰ, ειπεν αυτός ό θεός, ού δύνα-
θ,εω λογίζονται , διά τοϋτο , ειπών ό ^άν
5 σθε ποιέϊν ουδέν ».
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
Α Ο Υ Κ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΕρ
Α Ν
Β'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Α'··>*- β» ' Ρ ,τ/ ^ Λ _ , . 3ΐ. Ι1»ΝΤ0ΛΗ άραγε του θεου εστι το α Αγα-
τών ουρανών τόπου ονομαστού καί δόξης
ί πάτε τούς εχθρούς ημών 3, καθώς και τό
ύπερτέρας τών υιών καί θυγατέρων τοΰ θεοΰ·
« Τίμα τόν πατέρα καί τήν μητέρα σου ϊ·
όστις δέ ταύτης μέν της συμβουλής παρή-
ή συμβουλή ε'ςι, καθώς καί τό α Εί θέλεις τέ-
κουεν, έφύλαττε
5 λείος είναι, υπάγε, πώλησόν σου τά ύπάρ-
έμενε μεν ατελής και αμέτοχος της υπερ- ™ ι, »ττ.-
9 χοντα καί δός πτωχοΐς ί^Εάν ώς συμβουλήν είπε τούτο ό θεός, όστις μέν ήκουεν αυτήν,
βαλλούσης τιμής καί δόξης, έσυντάσσετο η» 5, " 56. όμως μετά τών σωζόμενων καϊ άπελάμβα-
εγίνετο τέλειος καί ήξιοΰτο έν τη~ βασιλεία
νβ της θείας μακαριότητος· αλλά τό α'Αγα
δέ τάς εντολάς, εκείνος δ?« τΐ>ν
Όμίλί'α μετά το κατά Λουκαν
16
» πάτβ τους εχθρούς υμών »
ούχ ώς συμ
βουλεύων ειπεν ό Κύριος, άλλ' ώς προστάτ-
άνθρωπον, ή δέ έχθρα μακρύνει τόν άνθρω
των ούχ ώς συμβουλών
πον άπό τού άνθρωπου· άλλ' ό μακρυσμός
ειπε τοΰτο , άλ
λ' ώς εντολήν. Όθεν όστις μή φυλάξη'ταύ-
ούτος ό σχετικός ουδέ άναιρεΐ ουδέ μετα
την
βάλλει τόν φυσικόν του άνθρώπου πλησια-
την
έντολήν αύτοΰ, κατακρίνεται,
καθώς και οι παραβάται των λοιπών εντο
σμόν εις τόν άνθρωπον ό φυσικός χαρακτήρ
λών αύτοΰ.
τού πλησίον μένει άναλλοίωτος , καν μεσο-
Τόσον δέ φανερόν έστιν, δτι ουκ εστί
θρώπου και ό εχθρός αυτού, καν ή έχθρα τού~
χρείαν το πράγμα άποδείξεως· πρώτον μεν
τον άπομακρύντ], καν πλησίον δνομάζωμεν
επειδή βλέπομεν, δτι οσάκις δ Κύριος Ιη
μόνον τόν φίλον.
άλλ'
σούς έδωκε τάς
αγίας αυτού συμβουλάς,
"Οταν ό θεός Ιγραψεν εις τάς πλάκας
ου μόνον ουκ έλάλησε προστακτικώς, άλλά
του νόμου τό α Αγαπήσεις τόν πλησίον
καϊ άφήκε τον καθένα
σου ώς σεαυτόν »,
εις
την εξουσίαν
αυτού, ινα ύπακούση ή μή τήν συμβουλήν Ματ. 1 9, α Εί θέλ·/)ς , ειπε , » πώλησόν σου ««^19, » πτωχοΐς »·
τέλειος είναι , υπάγε ,
τά
και
υπάρχοντα,
και δός
« ό δυνάμενος
χωρείν
τούτο εσκόπησε, και
τούτο ενομοθέτησεν, ήγουν τά άγαπήσεις πάντα άνθρωπον, τόν εχθρόν σου.
και τόν φίλον σου και
Τούτο βέβαιον εστι και
άναντίρρητον επειδή διά τού αυτού Μωσαϊ
τ> χωρείτω»· περϊ δέ της άγάπηςτών εχθρών
κού νόμου παρήγγειλεν ό θεός, Γνα καϊ τούς
ου μόνον έλάλησε προστακτικώς , λέγων
εχθρούς
« Αγαπάτε τους εχθρούς υμών», άλλά και
» συναντήσης,
μετά πολλής έμφάσβως
τούτο προστάξας,
» σου, ή τώ ύποζυγίω αύτοΰ πλανωμένοις ,
Κ Έγώ ^ε λέγω ύμΐν, Αγαπάτε τούς
» άποστρέψας άποδώσεις αύτώ· έάν δέ Γδης
» εχθρούς υμών »· δεύτερον δέ, επειδή τούτο
ι τά ύποζύγιον τού εχθρού σου πεπτωκός
τό πρόσταγμά ές"ι μία τών δέκα εντολών,
» υπό τόν γόμον, ήγουν ύποκάτω τού φορ-
ήγουν ή δευτέρα τού δεκάλογου
» τίου
ε*πεν
ήτις όμοία
εστί τη~ εντολή
τη"
εντολή, πρώτη·
αύτ. 22, β Αγαπήσεις, λέγει ή δευτέρα εντολή, τον 9
λαβτϊ ή έχθρα. Όθεν πλησίον έστϊ τού άν
εντολή , ώστε ουδέ εχει
συμβουλή,
βύ445'
μεν φιλία πλησιάζει τόν άνθρωπον εις τόν
ήμών
εύεργετώμεν β:
Έάν
δέ
λέγει, τω βοΐ του εχθρού
αυτού, ου παρέλευση αυτό ,
» συναρέϊς αυτά μετ' αυτού ».
άλλά
Ουκ ειπε δέ
τότε ό θεός έκπεφασμένως τό « Αγαπάτε
» πλησίον σου ώς σεαυτόν »· τό δέ όνομα
» τούς εχθρούς υμών », πρώτον μέν
πλησίον σημαίνει επίσης πάντα άνθρωπον ,
ή καρδία τών Ισραηλιτών τών γεννηθέντων
και τον συγγενή
και άνατραφέντων μετά τών Αιγυπτίων,
φίλον και
και τόν ξένον, καϊ τόν
τον έχθρόν,
και τόν έπίβουλον
και τον εύεργέτην
πάς
άνθρωπος
έστι
τών
πολλά
έφθαρμένων κατά
επειδή
τά ήθη,
ην πολλά σαρκική και παχυλή, και επο
πλησίον ημών, επειδή πάντες οί άνθρωποι
μένως ουκ ήδύνατο χωρήσαι τότε
τήν αυτήν εχομεν φύσιν, τόν αυτόν προ-
ταύτην
τήν διδασκαλίαν·
δεύτερον
ευθύ; δέ
πατορα, τόν αυτόν δημιουργόν. Αληθώς ή επειδή, Γνα μή πέσωσιν εις τήν άσέβειαν
* «!.*'
Εύαγγελίον της β'. Κυριακής.
17
και είδωλολατρείαν των πλησιαζόντων αυ
επαινούσι, και μή
τούς εθνών, παρσςήσας αΰτά ώς άξια θανά
αύτη εδειξεν,. δτι αληθώς θεοϋ έργον έστιν
του καί ώς εχθρούς αυτών, εδίδαξεν αυτούς
ή ήθική τοϋ ευαγγελίου διδασκαλία· αύτή
Αιι». 7, το κατ' αυτών μίσος- « Πατάξεις αυτούς >. ι ί. είπεν, ήγουν τούς Χεταίσυς, και Γεργεσαίους,
έστιν ή δόξα καϊ τό καύχημα τοϋ χριςια-
και Άμορραίους, και Φερεζαίους, και Εύαί-
έδίδαξε τοσαύτην τελειότητα, ουδείς ποτε
ους, καϊ Ίββουσαίους· κ Αφανισμό* άφανιεΐς
ενομοθέτησεν, Γνα άγαπώμεν
θέλοντες, οι άπιστοι*
νικοϋ νόμου. Ουδείς προ ΧριςΌϋ νομοθέτης
και εύεργε-
«»τ. Ην ϊ αυτούς. - - Ού προσαγορεύσεις, είπε περϊ
τώμεν τούς εχθρούς· αύτη. ή εντολή, φυλατ-
ί τών Άμμωνιτών και Μωαβιτών, ειρηνικά
τομένη πάντα παύει τά έν τώ κόσμω κακά,
ϊ αύτοϊς, καί συμφέροντα αύτοϊς, πάσας τάς
φέρει τήν είρήνην τοϋ ούρανοϋ εις τήν γήν,
ΑΡι·. 15, » ημέρας σου εις τόν αιώνα. —Έχθραίνετε, ει1 7 18 ι πε, τοις Μαδιηναίοις., και πατάξατεαύτούς,
καϊ μεταβάλλει τήν γήν εις ούρανόν αύτη ή εντολή, φυλαττομένη, αναβιβάζει τόν άν-
τ> δτιέχθραίνουο·*ν αύτοιύμΐν έν δολιότητι ».
θρωπον εις τά ύψη της ενδεχομένης αύτώ
Έκ τούτων οΐ Ιουδαίοι έλογίζοντο νόμαν
τελειότητος· αύτή ποιέΣ τόν άνθρωπον δμοΐον
θεοϋ ού μόνον ομογενείς
μ»τ. β, '
την προς τούς φίλους και
αυτών
τούς εχθρούς και αλλογενείς αυτών
μίσος.
Διό και ό σωτήρ ημών είπεν « Ή-
» κούσατε,
δτι
» σου ».
έρρέθη. Αγαπήσεις τόν καϊ
μισήσεις τον έχθρόν
Αυτός δέ ό σωτήρ ημών, δστις
ήλθεν εις τον κόσμον,
αβτοΐι.
και τό
προς
» πλησίον σου, «4ϊ«ι.
αγάπη ν, αλλά
ούχ ίνα καταλύση
τώ θεώ-, δστις ο: ανατέλλει τόν ήλιον αύτοϋ μ«τ. 5,. » έπι αγαθούς καϊ πονηρούς, και βρέχει έπι ί δικαίους καϊ αδίκους 2. Ναέ, λέγεις, ταΰτα πάντα είσϊν αληθή καϊ βέβαια· άλλ' αύτη ή εντολή εστι πολλά δύσκολος, έστϊν εναντία εις τήν γνώμην τοϋ κόσμου, εναντία καϊ εις αυτά τά ιδιώ ματα της άνθρωπίνης φύσεως· εάν αγαπώ
τόν Μωσαϊκόν νόμον, άλλ' Γνα αυτόν πλή
καϊ ευεργετώ εκείνον, δστις μέ καταφρονεί,
ρωση, σαφηνίσας
και έπιβουλεύει τά ύπάρχοντά μου
την δευτέραν τοϋ θεοϋ
και
εντολήν, καϊ δια της έξηγήσεως άναπλη-
τήν τιμήν μου και τήν ζωήν μου, νομίζουσί
ρώσας τό ατελές αυτής, ενετείλατο φανερά,
με μωρόν, γίνομαι όνειδος δλου του κόσμου·
και εΓπεν εκπεφασμένως· α Έγώ δέ λέγω
τόν έχθρόν μου καί ή καρδία μου μισεί,,
ί ύμΐν, Αγαπάτε τούς εχθρούς υμών, εύλο-
καϊ ή ψυχή μου άποστρέφεται, καϊ ό νοϋς
» γεΐτε τούς καταρωμένους υμάς, καλώς
μου πείθει με, Γνα αναλάβω τήν κατ' αύτοϋ
» ποιείτε τούς μισοϋντας .υμάς , και προσ-
εκδίκησιν. Αδελφέ, δσα είπες, είσϊ προλή
» εύχεσθε υπέρ τών έπηρεαζόντων υμάς
ψεις αδιάκριτοι, εΐσϊ διαλογισμοί σφαλεροί,
$ καϊ διωκόντων ύμας »·
είσΐν ανθρώπων άμαθων και διεφθαρμένων
Αύτη
δέ
ή
·
εντολή υπερύψωσε
και
γνώμαι. Όστις έξετάση τό πράγμα, ώς
ύπερευόξασε τήν ευαγγελικήν διδασκαλίαν
πρέπει, εκείνος βλέπει, δτι αυτη ή εντολή
ταύτην τήν εντολήν έθαύμασαν ο; "Ελληνες
ουκ εστι δύσκολος ουδέ εναντία εις τήν
οί αδωλολάτραι, ταύτην άχρι της σήμερον
γνώμην ΐοϋ
(Κ.ΥΡΙΔΚ.. ΕΪΑΓΓΕΑ, ΤΟΜ. Β'.)
κόσμου,
ουδέ άντιμαχομένη λ.
Ομιλία μετά το κατά Αουκαν 18 εις τά ιδιώματα της ανθρωπινής φύσεως. Ό εχθρός σου, μισούμενος ύπό σού, δυ
λύπη, άγανάκτησις, θυμός, όργή, φόβος, φροντίδες, αγώνες, βία του νοός σου, ταρα
σφημίζει πανταχού το όνομά σου· τούτο
χή της ψυχής σου, βάσανος της καρδίας
προξενεί σοι λύπην. Ό εχθρός μισούμενος
σου. Άράγε δέ ταύτα τά κακά είσΐ μικρά,
έπιβουλεύει την τιμήν σου· τούτο προξενεί
υποφερτά, εύκολα:} Τούτων των κακών ή
σοι άγανάκτησιν.
μισούμενος
απαλλαγή Γσταται εις μόνην τήν θέλησίν
εμποδίζει παντι τρόπω την αυξησιν των
σου, κρέμαται όλη εκ μιας μόνης σταθεράς
υπαρχόντων σου και την ευτυχή σου κα-
αποφάσεως σου·
τάστασιν τούτο προξενεί σοι θυμόν, θλίψιν,
πήσης τον έχθρόν σου, λυτροΰσαι έκ πάν
ταραχήν. Όταν μισής τον έχθρόν σου, ανάγ
των τών εΐρημένων κακών εάν εκρίζωσης
κη ές·ίν, ίνα επαγρυπνης νύκτα τε καΐ η
τήν εχθραν από της καρδίας σου, γίνεσαι
μέραν, Γνα προκαταλαμβάνης τάςέπιβουλάς
περιχαρής, άόργητος, πράος, άφοβος, άνέ-
αύτοΰ· άνάγκη εστίν, Γνα προσήλωσης το
πιβούλευτος, ήσυχος, ειρηνικός, ατάραχος.
περισσότερον μέρος της προσοχής σου, Γνα
Βάλλε
;μή βλάψη την γυναικά σου, τά τέκνα σου,
επισωρεύει σοι τό μΐσος του εχθρού σου, και
τούς συγγενείς σου, τους δούλους σου, τον
δλα τά καλά, όσα προξενεί σοι τού εχθρού
οΓκόν σου· πρέπει νά τρέχγ]ς ένθεν κακεΐθεν,
σου ή αγάπη, και τότε βλέπεις ποιόν έστι
παρακαλών τοΰτον, και προσκυνών εκεί
τό εύκολώτερον, ή αγάπη ή τό μΐσος.
Ό
εχθρός
νον, Γνα, υπέρμαχοι σου γενόμενοι, άντιστα-
εάν άποφασίσης νά άγα-
έμπροσθέν σου δλα τά κακά, όσα
Σύ λέγεις, ότι, όστις άγαπα και ευεργε
καΐ άπαλλάξωσί σε της καταδρομής
τεί τον εχθρόν αυτού, νομίζεται μωρός, καί
αύτοΰ· κάθεσαι εις την τράπεζαν^ ό άρτος
γίνεται όνειδος όλου τού κόσμου· λοιπόν,
σου γίνεται σοι πικρός, διότι φοβείσαι τον
κατά τούτον σου τον λόγον, ό άγιος προ
διωγμον του εχθρού σου· πίπτεις
φήτης Δαβίδ, όστις ήγάπα και εύηργέτει
θώσι,
εις την
κλίνην σου } ό ύπνος σου «στί παρακεκομ-
τον έχθρόν αυτού
τον Σαούλ, ψάλλων Ιν
μένος και ανήσυχος, διότι όνειροπωλεις του
κινύρα, και καταπραύνων τήν δαιμονική ν
εχθρού
αυτού ζάλην,
1\ 2*.
σου τά ενέδρα· όύδέ την
ημέραν
νομίζεται μωρός, καί εστίν
έχεις είρήνην, ουδέ την νύκτα ήσυχίαν,
όνειδος όλου τού κόσμου· λοιπόν, κατά τού
ουδέ τον νοΰν σου δύνασαι νά προσήλωσης,
τον
ως πρέπει, εις τάς υποθέσεις σου. Έάν.εκ-
.πρωτομάρτυς
δικηθης τον έχθρόν σου, και παίδευσης αυ
φανος, όστις κλίνας τά γόνατα παρεκάλεσε
τόν, χαίρει; μεν προς ολίγον, έπειτα ακο
τον
λουθεί σοι ό έλεγχος
λιθαζόντων
και ή βάσανος
της
σου τον λόγον,
θεόν Οπερ
ό άγιος
απόστολος,
και πρωτοδιάκονος, ό Στέ
ΠρΊ. 7, 60.
τών εχθρών αύτοΰ, τών
αυτόν, νομίζεται
μωρός
και
συνειδήσεως- εάν μη έκδικηθης αύτ·ν, ή
εστίν όνειδος, όλου του κόσμου· λοιπ.όν, κα
επιθυμία της έκδικήσεως γίνεται σκώληξ
τά τούτον σου τον λόγον, οί θεοφόροι από
ει; την καρδίαν σου και πΰρ εις τά σπλάγ
στολοι, οΓτινες « Λοιδορούμενοι,
χνα σου. Οί καρποί λοιπόν της έχθρας είσι
» διωκόμενοι, υπέφερον
εύλόγουν
1. Ε<φ. «, βλασφημούμενοι , 13, II.
Εύαγγέλίον της Β'. Κυριακής.
19
παρεκάλουν » τους εχθρούς αυτών, ήσαν μω
εστίν έργον δίκαιον, φανερόν εστίν, ότι ουκ
ροί και όνειδος δλου τοΰ κόσμου* λοιπόν, κα
εστίν εναντίον,, άλλ' οίκεΐον τώ άνθρώπω
τά τοΰτόν σου τον λόγον, ό Αθανάσιος, ό
καί φυσικόν. Άλλ'
Βασίλειος, ό Γρηγόριος, ό Χρυσόστομος,, οί
αγάπη , λέγεις, εστίν έργον δίκαιον ^ ναί·
λοιποί άγιοι, όσοι ήγάπησαν και εύηργέτη-
μη ταράττεσαι, πριν η ακούσης την άπό-
σαν τούς εχθρούς αυτών, νομίζονται μωροί,
δειξιν τάδε. λέγει Κύριος·
καί είσιν όνειδος όλου τοΰ
κόσμου· ημείς;,
ή προς τούς εχθρούς
« Καθώς θέλετε, Αουχ. β, ιι. » Γνα ποιώσιν ύμΐν οί. άνθρωποι, καί ύμεΐς
όμως βλεπομεν, ότι όλος ό κόσμος νομίζει
3 ποιείτε αύτοις όμοιω; » Τί λέγεις ^ ομολο
αυτούς φρονιμωτέρους πάντων των ανθρώ
γείς, ότι τοΰτό εστι δίκαιον ·, 'Εάν άμφιβάλ-
πων, λογίζεται αυτούς ήρωας καί δόξαν
λης, έρώτησον πάσης θρησκείας άνθρωπον·
καί καύχτ,μα της ανθρωπινής φύσεως, και
ερώτησον χριστιανούς, Εβραίους, Μωαμε-
ψάλλει καθ' εκάστην τά
θίτας,
εγκώμια καί ε
παίνα της άγίωσύνης αύτών ,
ευχόμενος,
καί
είδωλολάτρας,
αυτούς τούς
ερώτησον πάντας,
άπιστους
καί άθεους ·
ίνα γένηται μέτοχος της τιμής καί δόξης
πάντες ένί στόματι άποκριθήσονταί σοι, ότι
αύτών.
ό νόμος ουτός εστι δίκαιος καί τώ άνθρω
Βλέπεις λοιπόν, ότι αδίκως συκο
φαντείς όλον τον κόσμον } δύο, ή τρεις, $)
πω κατάλληλος. Είπε ού> τί θέλεις καί τί
δέκα; η καί περισσότεροι αμαθείς καί διε
ζητείς παρά τοΰ έχθροΰ σου·, εύεργεσίαν
φθαρμένοι άσυλλόγιστοι καί δούλοι τών πα-τ
ή καταδρομήν ·,
θών αύτών, οιτινες λέγουσιν, . ότι , εάν μη
θέλεις } Γνα σε άγαπα, η Γνα σε κατατρεχη ^
εκδικηθη~ς τον έχθρόν σου, νομίζεσαι μωρός
καθώς θέλεις, ινα ποίηση ό εχθρός σου επί
καί όνειδος όλου τοΰ κόσμου, αύτοί είσιν
σοί, ποίησον καί σύ τω έχθρώ σου ομοίως·
όλος ό κόσμος ^ ουχί· αύτοί ουκ είσίν όλος
« Καθώς θέλετε, ινα ποιώσιν ύμΐν οί άνθρω-
ό κόσμος, άλλ' ή μωρία
καί τό όνειδος, ό-τ
» ποι, καί ύμεΐς ποιείτε αύτοΐς ομοίως ». Σύ
λου τοΰ κόσμου καί ή αισχύνη πάσης της
θέλεις άναμφιβόλως, Γνα ό εχθρός σου παύση
ανθρωπινής φύσεως.
τόν διωγμόν, τήν καταδρομήν, τάς έπιβου-
"Ερχομαι
καί εις την έξέτασιν τών ι
ώφέλειαν ή βλάβην }
τί
λάς, τήν εχθραν, θέλεις, ένί λόγω, Γνα ά-
διωμάτων της ανθρωπινής φύσεως· ιδίωμα
γαπήση σε· παΰσαι λοιπόν σύ τήν δυσμέ-
πρώτον καί
νειαν, λύσον τόν δεσμον της έχθρας, καί
κύριον καί ουσιώδες
της αν
θρωπινής φύσεως έστι το εις αυτήν δοθέν
άγάπησον αυτόν.
ύπο θεού λογικόν τοΰ λογικού ίδιόν εστίν
λή της προς τούς εχθρούς άγάπης μακράν
ή- ορθή κρίσις· της ορθής κρίσεως
άπέχει από της εναντιότητος τών φυσικών
εκλογή τοΰ δικαίου·
ίδιον, ή
ό,τι λοιπόν έστι δί
Βλέπετε πόσον ή εντο
ιδιωμάτων, καί πόσον δικαία, έπομένως οι
καιον, εκείνο ουκ εστίν εναντίον εις τά ι
κεία καί, κατάλληλο; εστίν εις τήν άνθρώ-
διώματα της
πινον φύσΐν·,
προσφυές,
ανθρωπινής
οίκέϊον,
φύσεως, αλλά
κατάλληλον καί φυσι-
κόν. Επειδή δέη. προς τους εχθρούς αγάπη
Άλλ' εάν ή εντολή αύτη ύπάρχη οικεία καί κατάλληλος εις τήν φύσιν, διά τί,ή, 1*
Ομιλία μετά το κατά. Λου%αν
20
καρδία μου σφαδάζει εναντίον τοΰ έχθροΰ
τήν τροφήν και δ,τι άλλο εχει ό άνθρωπος
μου, και όρμώ, Γνα θύσω και απολέσω αυ
ό θϊός, δστις δί ήμάς τους ανθρώπους και
τόν } διότι ή
εχει τήν
διά τήν ήμετέραν σωτηρίαν κατήλθεν από
ύγειϊνήν και φυσικήν αυτής κατάστασιν ,
τοΰ ΰψους της θείας αύτοΰ δόξης εις τήν
άλλ' εστίν άρρωστος και διεφθαρμένη υπό
εύτέλειαν της άνθρωπίνης καταστάσεως,
της κακίας μου.
και έταπείνωσεν
καρδία μου
ουκ
Διά τί ή ψυχή μου το
έαυτον
μορφήν
σούτον βιαίως ζητεί τήν εκδίκησιν κατά
λαβών,
τοΰ εχθρού μου ^
δστις διά τήν άγάπην τοΰ
διότι εστί γυμνή πάσης
δούλου
και γενόμενος άνθρωπος· ό θεός , άνθρωπου, ώς
αρετής και έρημος της θείας χάριτος. Διά
βρέφος έκλαυθμήρισεν εις το εν Βηθλεέμ
τί ό νους μου πείθει με τοσούτον ισχυρώς, Γνα
σπήλαιον, ώς άνθρωπος έχυσε δάκρυα έπι
μισώ τον εχθρόν μου} διότι ε'ςιν έσκοτισμέ-
τήν
νος υπό των παθών μου· διότι τά αμαρτή
Λαζάρου, ώς δοΰλος έπλυνε τούς πόδας
ματα μου άμβλυνουσι -τήν
τών μαθητών
αύτοΰ
διακριτικήν
Ιερουσαλήμ καϊ εις τό μνημεΐον τοΰ
εκείνος, δστις δΐ άγάπην
δύναμιν κατ* έκείνας τάς ώρας, εις
τοΰ άνθρωπου παρέθηκεν εις τά θυσιαστή-
τάς οποίας ήσυχάζουσιν ολίγον τών παθών
ρια τό πανάγιον αύτοΰ σώμα καϊ τό αίμα,
μου τά κύματα", τότε ό νοϋς μου διδάσκει
ινα, μεταλαμβάνοντες αυτό, μένωμεν διά
με, λέγων
παντός συνενωμένοι μετ'αύτοΰ· εκείνος, δς·ις
Ή έχθρα βλάπτε: τήν ψυχήν
και το σώμα, ή έχθρα εξαφανίζει σε·
κα-
διά τήν σωτηρίαν τοΰ άνθρώπου επαθεν επι
ταλλάγτ,θι τω πολεμίω σου, μετάβαλε τόν Ποντίου Πιλάτου, έσταυρώθη εν μέσω δύο εχθρόν σου
εις φίλον
τοΰτο ωφελεί τήν
ψυχήν σου, τοΰτο ειρηνεύει τήν ζωήν σου.
ληστών, έγεύθη όζους και χολής, άπέθανε κρεμάμενος
έπι
σταυροΰ· εκείνο:, δστις
Άλλ' εως ου νά αποφασίσω, εγείρεται τών πάλιν έρχεται κριναι ζώντας και νεκρούς· παθών μου τό κΰμα, τό όποιον τον μέν
εκείνος, δστις προ καταβολής κόσμου ήτοί-
νουν μου σκοτίζει, τήν δέ θέλησίν μου δια μασε βασιλείαν αΐώνιον εις τούς υπακούον στρέφει, έμέ δε καταποντίζει. Άλλ', ώ άνθρωπε, Γνα πληροφορηθης , δτι, μή θέλων άγαπήσαι
τον εχθρόν σου ,
τας τά θεια αύτοΰ προστάγματα·
εκείνος,
δστις έπι σταυροΰ κρεμάμενος εύχήθη υπέρ τών εχθρών αύτοΰ, δικαιολογήσας αυτούς ,
ούδεμίαν έχεις άπολογίαν, εστω εξ υποθέ
και ειπών « Πάτερ, άφες αύτόϊς· ού γάρ οΓ- α™». 5»,
σεως, δτι τοΰτο τό έργον εστί δύσκολον ,
δ δασι τίποιοΰσιν! δ· αυτός έςιν εκείνος, οςις
βναντιοΰται εις τήν γνώμην τοΰ κόσμου, και προςάττει, Γνα άγαπώμεν τους εχθρούς ημών μάχεται τά ιδιώματα της φύσεως. Ό θεός,
κ Έγώ δέ λέγω ύμΐν, άγαπάτε τούς εχθρούς
ό δημιουργός τοΰ οΰρανοΰ και της γης και τ> υμών ο. Άρά γε αυτός ουκ εχει έξουσίαν, πάντων τών ορατών και αοράτων κτισμά
ούκ εχει δικαίωμα, ουκ εχει λόγον ζητήσαι
των ά θεός, ό πλάστης και κύριος καϊ δε
παρ ημών διά τό συμφέρον ημών , και τό
σπότης τοΰ άνθρωπου· ό θεός, οςις δίδωσιν
δύσκολον, και τό άντιμαχόμενον εις τόν κό-
εις τον άνθρωπον τήν υπαρξ·ν} τήν ζωήν. σμον, καϊ ει'ς τά φυσικά ιδιώματα^ εχομεν δέ;
Ματ ί, 4*.
Εύαγγελίον της β'. Κυριακής.
21
αρά γ6 ήμεΐς έξουσίαν, ή δικαίωμα, ί| λόγον
ού μόνον διά τήν αιώνων σωτηρίαν της ψυ
προς το μή ύπακούειν είς το θεΐον αυτοΰ
χής ημών, αλλά καί διά τήν πρόσκαιρον
πρόσταγμα, κάν δύσκολον, καν «ναντίον
της ζωής ημών ευτυχή κατάστασιν, θέλων
ήμΐν, καί ταϋτα προς βλάβην κα: αφανι
άπαλλάξαι ήμας άπό του πλήθους τών με
σμών ημών} Έάν δύσκολον, αύτός ό τούτο
γάλων κακών, όσα προξενεί ή έχθρα, εδω-
προστάξας, παντοδύναμος ών ,
κεν εντολήν άγίαν καί σωτήριον
ποιεί ού
μόνον το δύσκολον εύκολον, αλλά και τό Λονχ. 13, αδύνατον δυνατόν ( Τα αδύνατα, είπε ν Αϊ * 17. ι αυτός , παρά άνθρώποίς, δυνατά έστι
α Άγα- Λωχ. β,
» πάτε, είπε, τούς εχθρούς υμών, καί άγα» θοποιεΐτε
Είς τούς φύλακας τών εντο
λών αυτοΰ ύπεσχέθη άνταπόδοσιν. εκατον-
> παρά τω θεώ ». Έάν, εναντίον τής γνώμης
ταπλάσιον «Έκατονταπλασίονα λήψεται ϊ· μ»τ. ΐ9,
του κόσμου, αυτό; έδωκε ν εις τάς χείρας
εύλογίαν πατρικήν ι Δεύτε οί ευλογημένοι ■**.»*,
τοϋ εις αυτόν πιστεύοντος την νίκην τοϋ
β τοΰ
πατρός μου ϊ· βασιλείαν
αίώνιον
1. !·>« κόσμου, διότι α τίς έστιν ό νικών τον κό5, 5. > σμον ειμή ή πιστβύων, δτι Ίησοΰς έστιν
ο: Κληρονομήσατε τήν ήτοιμασμένην ύμΐν
ι ό υιός του θβοϋ } » Έάν, εναντίον των
σχέθη χαράν δεσποτικήν καί άνεκλάλητον
ιδιωμάτων της φύσεως, αυτός, ό δοΰς τά
« Είσελθε είς τήν χαράν τοΰ Κυρίου σου ϊ·
ιδιώματα είς την φυσιν, μεταβάλλει αυτά
ύπεσχέθη μακαριότητα άτελεύτητον α Μα-
ώς βούλεται · η αγνοείς, δτι καί τό φως του
> κάριος ό δοΰλος εκείνος, δν έλθών ό Κύριος
ηλίου μετέβαλεν είς σκότος, και τό σκότος
ϊ αυτοΰ εύρήσει ποιοΰντα ούτως ». Είς δέ
των τυφλών μετέβαλεν εις φως, δους ει'ς
τούς αγαπώντας τούς εχθρούς ού μόνον
αυτούς όμματα } η ούκ οίδας, ότι και την κώφωσιν μετέβαλεν εις εύηκοίαν, άνοίςας
ταΰτα πάντα ύπεσχέθη, εί-ών α Καί ες-χι ^ 6 ϊ ό μισθός υμών πολύς », αλλά καί άλλο τι ί5'
τά ώτα τών κωφών, και την άκινησίαν εις
ύπέσχετο άνώτερον τούτων καί ύπέρτερον,
κίνησιν, δούς ευκινησίαν εις τους παραλύ
ήγουν τήν υίοθεσίαν <τ Καί εσεσθε
τους, και τον θάνατον εις ζωήν, άναστήσας
ί ύψιστου ». Ποία δέ γλώσσα ανθρώπινος
εκ νεκρών
δύναται νά παραστήση είς πόσην δόξαν
ί βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου ν ύπε
21. 46.
καί
αυτούς τούς τεταρταίους
καί όδωδότας} Αυτός, όταν μόνον θελήσω-
υ'ιοί
• καί τιμήν, είς πόσην χάριν καί υψος ανα
μεν, επειδή ούτως έπρόσταξ-εν, ευκολύνει τό
βαίνει ό καταξιωθείς γενέσθαι υίός τοΰ θεοΰ }
δύσκολον, δίδωσι τήν κατά της γνώμης
Τί λοιπόν αποφασίζετε, αδελφοί ^ ύπακούετε
τοΰ κόσμου νίκην, μεταβάλλει της φύσεως
τό
τό ιδίωμα
ανυποταξίας εις τήν
ή μένετε στερεοί είς τήν όλέθριον καί ψυχο-
ύπακοήν. Ποίαν λοιπόν νόμιμον άπολογίαν
φθόρον παράβασιν της εντολής αυτοΰ, μι-
ή καν πρόφασιν ευλογοφανή εχγ εκείνος ,
σοϋντες διά παντός τούς εχθρούς υμών }
από της
όστις, παρακούων τοϋ θεοΰ τό πρόσταγμα, μισεϊ τον εχθρόν αυτοΰ ^ Ό φΐλανΟρωπότατος θεός, ός;ις προνοεί
πρόσταγμα
τοΰ
παντοδυνάμου θεοΰ,^
< Πασα παράβασις καί παρακοή ελαββν
,.
.
ϊ Ινδικον μισθαποδοσίαν.—Έάν δέ άθετήσας αΛ |0 » τις τόν νόμον Μωσέως,
χωρίς οίκτφμών
"·
Ερμηνεία ε!ς το κατά Λουκαν 22 9 βπΐ δυσίν η τρισί,μάρτυσιν άποθνήσκη ί
σωσι τήν εχθραν άπο της καρδίας αύτώ ν7
ο καταπατήσας τό πρόσταγμα
του υίοΰ
καϊ φυτεύσωσι πάλιν τήν άγάπην, δεΰτε
τοΰ θεοΰ ουχί επί δυσιν η τρισι μάρτυσιν,
καϊ προσπέσωμβν επί τούς πόδας τοΰ παν-
άλλ' ενώπιον πάντων των ανθρώπων, πό
τελεήμονος και σωτήρος ημών Ίησοΰ Χρι
σης τιμωρίας εστίν άξιος
Ό νόμος ούτος
στού, μετά κατανύξϊως και δακρύων έκ-
μ«. 5, 9 Έγώ δέ λέγω ύμΐν, αγαπάτε τοΰς έχ44. ί θρούς υμών » εστί τοσούτον σαφής και
βοώντες προς αυτόν Πανοικτίρμων Κύριε,
έκπεφασμένος ,
ώστε ουδέ έξήγησιν
επι
δέσποτα φιλάνθρωπε, ήμάρτομεν ενώπιον σου· σύ μεν, διά τήν ψυχικήν ημών σωτη-
δέχεται, ούδέ καν παραμικράν άμφιβολίαν
ρίαν και τήν είρηνικήν κατάστασιν της
επιφέρει· ή τούτου έκπλήρωσις ουκ εστι δύ
πρόσκαιρου ζωής ημών,
σκολος, ούδέ αντίκειται
εις τά ιδιώματα
και είπας « Αγαπάτε τούς έχθρούς ημών ν
έπαινε! δε ό κόσμος τους ά-
ήμεΐς δέ, πονηροί και άνόητοι, περιφρονή-
της φύσεως·
εδωκας εντολήν
γαπήσαντας τους εχθρούς, και διά πολλών
σαντες το θέϊον καί σωτηριώδές σου πρόσ
έγκωμιάζει επαίνων τούς παραβάτας τών
ταγμα,
Ιντολών τοΰ θεοΰ ουδέν έτερον περιμένει ει
Μακρόθυμε, δεΐξον εις ημάς τά ελέη σου.
μή πΰρ αΐώνιον, βρυγμός οδόντων, σκώληξ
πολυεύσπλαγχνε, σπλαγχνίσθητι επί τήν
ακοίμητος,
άσθένειαν
κόλασις ατελεύτητος·
τοΰτό
έμισήσαμεν τούς
ημών,
εστίν ή ευαγγελική άπόφασις. Τί λοιπόν ά-
έλέησον ημάς·
ποφασίζομεν δσοι μισοΰμεν τούς έχθρούς
δτι
έχθρούς ημών·
έλέησον ημάς ,
ήμέΐς
καταλλαγήν
Κύριε ,
δέ ύποσχόμεθά σοι ,
ποιήσομεν
μετά
Έάν πιστεύητε, δτι ό Ίησοΰς Χριστός ' εχθρών ημών, και άπο τοΰ νΰν και εις εστίν ό υιός τοΰ θεοΰ τοΰ ζώντος· στεύητε,
έάν πι
ότι αυτός έρχεται πάλιν κρΐναί:
τών τό
. έξης άγαπήσομεν άλλήλους ως μέλη ενός καί τοΰ αύτοΰ σώματος, σοΰ τοΰ Κυρίου
ζώντας
καί νίκρούς·
έάν πιστεύητε, δτι
καϊ θεοΰ καί σωτήρος Ίησοΰ Χριστού. 'Εάν
« οί τά
αγαθά ποιήσαντες » άνίστανται,
τις εύρίσκηται, δστις μηδέ νά άκούση θέλει
Ιοίι. 5, ινα άπολαύσωσι τήν μακαρίαν ζωήν, « Οί 29. » δέ τά φαΰλα πράξαντες », ίνα κατακρι-
τήν προσευχήν ταύτην, μηδέ νά ύποσχεθη
θώσιν
ει'ς τήν
αίώνιον
κόλασιν έάν πι
ταύτην τήν ύπόσχεσιν, ημείς μέν κλαίομεν νΰν καί θρηνοΰμεν επί τω άπελπισμω της
στεύητε, δτι, δσοι άποθάνωσιν έχοντες τήν
ψυχής αύτοΰ καί τη" αίωνίω αύτοΰ κατα
εχθραν είς τήν καρδίαν αυτών, εκείνοι ού
δίκη· εκείνος δέ, δταν έλθη ή φοβερά ώρα
δύνανται στήναι ένώπιον τοΰ θεοΰ, επειδή
τοΰ πικρού θανάτου
1. καν. ό θεός άγάπη εστί, μόνοι δέ έκεΐνοι βλέ4, 19. πουσι τό θείον αύτοΰ πρόσωπον, και μένουαι διά παντός μετ' αύτοΰ, δσοι έκριζώ-
νΰν
αύτοΰ, βλέπων όσα
ήκουσε, μετανοήσει
άνωφϊλώς,
καί
κλαύσει ματαίως επί τη άπωλεία αύτοΰ.. Μή γένοιτο, Κύριε!
23
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟ I Κ Α Ν ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ
Ζωγράφος ύπτ,ρχεν,
ώς λέγουσιν
ΤΗΣ
Γ'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
οί ίςοκαι συνεπορεύοντο
αύτω
ο'ί μ,αθη-
ρικοί, ό θεηγόρος άπός·ολος και εύαγγελιςης ταΐ αυτού ικανοί, καί όχλος πολύς. Λουκάς· ήμεΐς δέ βλέπομεν, ότι και ιστο Πλησίον του Θαβωρίου όρους εκείτο ή Εύσ/ί..;« ριογράφος ύπτιρχεν ό τρισμακάριος άριστος πόλις και σοφώτατος· τοσοϋτον εύτάκτως καί συντόμως περιγράφει τα ίστορούμενα, και τοσοϋτον
καθαρά διηγείται
πάσας
ή όνομαζομένη Ναίν έξελΟών δέ ό
Τ·». Ιησούς εκ της Καπερναούμ, καί ίατρεύσας α»* 7, 6. τόν δοϋλον του έκατοντάρχου, τη εφεξής
τάς ημέρα έπορεύετο εις την πόλιν Νάίν ήκο-
«,ναγκαίας περιστάσεις, ώστε φαίνεται σοι, λούθουν δέ αύτω πολλοί των μαθητών αυ ■ότι ουκ άναγινώσκεις β'.βλίον, αλλά βλέ τού, και πλήθος πολύ λαοϋ.
Μαθητάς δε
πεις εικόνα, έν η έζωγραφημένα εισίν αυτά ενταύθα λέγει ου μόνον τους δώδεκα άποτά
ίστορούμενα πράγματα.
Έπιβεβαιοΐ στόλους καί τους έβδομήκοντα μαθητάς ,
τόν λόγον μου και ή σήμερον άναγνωσθεΐσα ους μετά ταϋτα ανέδειξαν ό Κύριος, αλλά ■**· 10· περί της έν Νάίν χήρας ιστορία· διά χρω και εκείνους, οίτινες, κατ' αρχάς μέν άκομάτων τοσοϋτον
ζώντων
έζωγράφησεν ό λουθοϋντες αΰτώ, ήκουον μετ' ευλάβειας
άγιος ευαγγελιστής και της χήρας τό μέγα τήν διδασκαλίαν αύτοΰ, έπειτα, απελθόν δυστύχημα,
καί τοϋ Κυρίου Ίησοϋ
την τες εις τά οπίσω, κατέλιπον τόν διδάσκα-
άμετρον
εύσπλαγχνίαν, καί της θεότητος λον. Ό δέ πολύς όχλος ήκολούθει αύτω διά"
αύτοϋ τό έξαίσιον θαϋμα, ώστε ή ιστορία παντός, Γνα άλλοι μέν έξ αυτών βλέπωσιν, αδτη, μόνον άναγινωσκομένη, κατάνυξιν άλλοι δέ άπολαμβάνωσι τής τών θαυμάτων φέρει εις τήν ψυχήν καί δάκρυα εις τά όμ χάριτος. Τά δέ έξης της διηγήσεως δηλοματα· διό έλπίζομεν, ότι και ή έρμηνεία ποιοΰσιν ήμΐν , ότι ου κατά τύχην, αλλά αύτης, $ν εις υμάς προβάλλομεν, καρποφό κατά θείαν πρόνοιαν, έπορεύετο ό θεάνθρω ρος εσεται καί ψυχοσωτήρισς. πος εις τήν πόλιν Ναίν ήλθε δηλαδή έκεΐ, Γνα καί τόν νεκράν Τω καφω έκεί'νω
άναστήση, καί τήν
έπορεύετο ό χήραν παρηγορήσει, καί φωτίσ*} τόν λαόν
;Ιησοϋς ειζ πολιν καλουμ,ενην Ναίν, εις τήν πρός αυτόν πίστιν.
·*
Ερμηνεία εις το κατά, Αουκάν
24
Ως δε ήγγίσε τη πύλη της πό
Καί ίδών αυτήν ο Κύρίος εσπλαγ- λ^·-
12. λεως, και
ιδού έξεκομίζετο τεθνη-
κώς υίος μονογενής τη μητρι τού" καί αΰτη ην χήρα'
αυ
χνισυη επ αυτη, καί ειπεν αυτη, μή κλαΤε.
καί όχλος Ουδέ ή μήτηρ τοϋ νβκροΰ παρεκάλεσεν,
της πόλεως ικανός συν
αύτη.
ουδέ άλλος τις εμεσίτεοσεν , άλλ' άφ' εαυ
Επειδή κατά τόν Ίουδαΐκόν νόμον άίρΛ. 19, 11 ■ κάθαρτοι έλογίζοντο, δσοι έψηλάφων τά ανθρώπινα νεκρά σώματα,
διά
τοΰτο οί
Ιουδαίοι, εξω των πόλεων έχοντες τά νε
τού
ό
πολυεύσπλαγχνος , δεικνύων,
δτι
φύσβι εστίν ελεήμων, εύσπλαγχνίσθη, ίδών αυτήν όλολύζουσαν χτϊ
θρηνωδοΰσαν τόν
υίόν αυτής· και πρώτον μέν «παρηγόρησε ν
κροταφεία αυτών, εκεΐ εθαπτον τους νεκρούς. | αυτήν δια λόγου, ειπών αύτη, μη κλαίε· Όταν
ουν έπλτ,σίασεν
ό θεάνθρωπος εις
έπειτα δέ και δί βργου, άναστήσας τον μονο
την πύλην της πόλεως Ναΐν, ιδού εξεκόμι-
γενή αυτής υίόν.
ζον τότε εξω της πόλεως νεκρόν, ίνα εντα-
μάς ό σωτήρ της αληθινής εύσπλαγχνίας
Αο«*. 7, φιάσωσιν αυτόν ην δε ό νεκρός υίος γυ14. , , , ναικός χήρας) πολλά νέος, και μονογενής τη
τήν άρετήν, ίνα καίήμεΐς, δταν βλέπωμεν
μητρι αύτοΰ. Ώς φαίνεται δέ πλουσία και
ταθλιβομένων , μή άναμένωμεν ικεσίας καί
ένδοξος ην
δεήσεις και μεσιτείας-
πλήθος
ή χήρα εκείνη , διότι άρκετόν
των πολιτών, άκολουθοΰντες σύν
Διά τούτου έδίδαξεν η
τά δάκρυα τών στενοχωρουμένων και κα-
δταν
τίς ή χρεία λόγων,
λαλώσι τά πράγματα } άλλ' αυτο
αύτη, εσυνώδευον τον έκκομιζόμενον αύτης
προαιρέτως έκτείνωμεν ευθύς
υίόν. Σημείωσον δέ, δτι ή μεν νομική πα
θείας. Ακούσατε
ρατήρηση ή πβρι της ακαθαρσίας τών νε
ού ό τών άπάντων δεσπότης εύηργέτησβ
κρών σωμάτων κατηργήθη μετά τήν εν
τήν κατατεθλιμμενην μητέρα.
δέ
χεΐρα βοη
και τόν τρόπον, δί
κό^μω παρουσίαν τοΰ Ίησοϋ Χρις-οΰ παρά Καί προσελθών ήψατο τοΐς χριστιανοΐς,
καθώς κα'ι ή
της σο- Αου*- 7,
περιτομή, ροί3, (οί δέ
βαστάζοντες έστησαν),
παρατηρήματα· ή δέ συνήθεια του συνο-
καί
νεανίσκε, σοι λεγω
δεύειν τούς νεκρούς εις τον τάφον, ώς έργον
γερθητι.
και τό σάββατον, καί τ' άλλα τοΰ νόμου
αγάπης και επιεικείας, επεκράτησε
είπε'
έ-
καί Διά τί ό θεάνθρωπος-, παραβλέψας τόν
επικρατεί άχρι της σήμερον διότι διά του έργου τούτου καί οί συγγενείς παρηγορούν
Ίουδαΐκόν νόμον, δστις έκήρυττεν άκάθαρ- άριί ^ , , / > 14, ι».' τον τον απτομενον του νεκρού σώματος η
ται, και ό νεκρός τιμάται, καί ή άγάπη της οικίας ή τών σκευών αύτοΰ,
έπλησία-
ενεργείται. Τί δέ έποίησεν ό σωτήρ του σεν
εις
τόν νεκρόν,
και ήψατο της σο
κόσμου, συναντήσας τον νεκρόν, καί ίδών ρούς ήγουν τοΰ λεγομένου ξυλοκραββάτου } τήν μητέρα
αύτοΰ
θρηνολογοΰσαν
και Σκοπόν είχεν ό νόμος τήν τελείαν άποχήν
κλαίουσαν ^ πάντων τών νεκρών Ιργων της άμαρτίας
Εύαγγέλίον της Β. Κυριακής. και μάλιστα τοΰ φόνου· διότι ,
εάν ή μόνη
25
σωτερική τοΰ σώματος οικονομία·
ανέστη
ψηλάφησις του νεκρού ή της οικίας καίτών
ευθύς ό νεανίσκος εκ τών νεκρών, εκάθισεν
σκευών αύτοΰ ελογίζετο άμαρτία,πόσω μεί-
επάνω εις τήν νεκροφόρον κλίνην, καϊ έλά-
ιομ. ι», ζων αμαρτία έκρίνετο ό φόνος} Καθώς ουνό
λει πρός τούς περιεστώτας. Τοΰτο δέ τό
θεάνθρωπος έθεράπευσε την συγκύπτουσαν
εξαίσιον θαΰμα ετέλεσεν ό Ιησούς ού διά
καϊ τον ξηράν έχοντα την χεΐρα έν τη ημέ
εμφυσημάτων και επικλήσεως θεοΰ, ώσπερ ». Β«. 17, 21. ό Ηλίας, ουδέ διά προσευχής καϊ συγκάμ- 4, Βμ. 3*, 35. ψεως, ώσπερ ό Έλισσαΐος, αλλά διά μόνης
ρα τοϋ σαββάτου, εξελέγξας άμα την περι β. τοΰ σαββάτου Ιουδαϊκήν δεισιδαιμονίαν, ού τω, μέλλων άναστησαι τον υίόν της χήρας,
προστακτικής φωνής
παρέβλεψεν
> γω5 εγέρθητι ». Άναστήσας δέ αύτόν^
άνυποστόλως
τήν περι της
αυτόν τγ
ι Νεανίσκε, σοι λέ-
ακαθαρσίας διαταγήν, διδάσκων, ότι υπε
παρέδωκεν
μητρί
αύτοΰ, Γνα
ρέχει το έλεος τήν νομικήν παρατήρησιν.
δείξη, ότι διά τά δάκρυα αυτής άνέστησεν
Έπλησίασεν ουν παρρησία εις τόν νεκρόν,
αυτόν, και παραστήση τό μητρικόν δικαί
και εθηκε τάς χείρας αύτοΰ επί τοΰ κραβ-
ωμα, και διδάξη πάντας τήν πρός τούς
βάτου· και οί μέν βαστάζοντες τόν νεκρόν
γονείς χρεωστουμενην εύλάβειαν καϊ ύπα-
και περιπατοϋντες έστάθησαν, θεία δυνάμει
κοήν. Τοΰτο δέ αυτά έπραξε και ό Ηλίας,
τοΰ Κυρίου Ίησοΰ Χριστοΰ έμποδισθέντες·
δτε άνέστησε της Σαρεπτίας τό παιδάριον ·
αύτός δέ έξεβόησε τήν παντοδΰναμον και παντεξούσιον φωνή ν « Νεανίσκε, σοΙ λέγω,
« Και έδωκε, λέγει ή θεία γραφή, αυτά τη" 3. Β««. 17, 23. β μητρί αύτοΰ ϊ· όμοίως και ό Έλισσάϊος,
» εγέρθητι »· έλάλησε προς τον νεκρόν, κα
δτε άνέστησε τόν υίόν της Σωμανίτιδος·
θώς λαλοΰμεν μετά των ζώντων εφώνησε τόν άπνουν, καθώς φωνοΰμεν τους ύπνοΰν-
α Και εΓπεν Έλισσαιέ, λάβε τόν υίόν σου ». *. Βαι. *, 36. Τί δέ ελεγον οί περιεστώτες όχλοι, ίδόντες
τας και κοιμωμένους· α Νεανίσκε, είπε, σοι
τόν νεκρόν διά μόνου λόγου άναστάντα εκ
» λέγω 2, πρός,σε τόν νεκρόν, και ούχι προς
τών νεκρών, καϊ άνακαθίσαντα,
άλλον ζώντα λαλώ, εξέγειρε, ανάστα έκ
λούνται
και λα
τών νεκρών. Έλαβε δέ φόβος πάντας, κα: έ«ύτ. 7, ι*.
Και άνεκάθκτεν ό νεκρός, καϊ ήρ-
δόξαζον τον θέόν, λέγοντες, οτι προ
ξατο λαλεϊν' κα£ εδωκεν αύτον ττ\
φήτης μέγας έγήγερταί
μητρί αύτοΰ\
καϊ οτι έπεσκε'ψατο όθεοςτον λαον
'ΛΩ τοΰ παραδόξου θαύματος! Ήκουσεν δ. νεκρός την δεσποτικήν φωνην επέςρεψεν ευθύς ή ψυχή εις τό νεκρόν σώμα·
εν ήμ,Τν,
αύτοΰ. Της παντοδυναμίας καϊ
παντεξουσιό-
ελαβον
τητος τοΰ θεοΰ ίδόντες τά έργον οί περιε-
ευθύς τήν συνήθη κίνησιν τά αίμα καϊ τό
στώτες λαοί, έφοβήθησαν πάντες τό κράτος
ζωτικόν πνεΰμα· 2κινήθησαν πάντα τά
καϊ τήν
μέλη και μέρη τοΰ σώματος, καϊ δλη ή I-
καϊ δοξολογίαν
(ΚΪΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΤΕΑ. ΤΟΜ. »'.)
κυριότητα τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ, προσέφερον εις τόν θεόν,
Λουχ. 7, 16.
Ερμηνεία ε!ς το κατά Λουκάν 26 λέγοντες· Μέγας προφήτης εφάνη εν μέσω
» αδελφών αυτών, ώσπερ σέ· και δώσω τά
ημών έπεσκέφθη, και ήλέησεν ό θεός τόν
» ρήματα έν τώ στόματι αύτοΰ, και λαλή-
λαόν αύτοΰ, ήγουν το γένος τοΰ Ισραήλ.
» σει αΰτοΐς καθ' ό,τι άν έντείλωμαι αύ-
Επειδή δε τά λόγια της δοξολογίας αυτών
5 τώ »· δια τοΰτο πιθανόν εστίν, δτι αυτοί
όμοιά είσι τοΤς του
τότε
προφήτου Μωϋσέως,
έγνώρισαν, δτι
ό Ίησοϋς Χριστός
όστις, προκαταγγέλλων τοις υίοΐς Ισραήλ
έστιν ό
προσδοκώμενος Μεσίας ό ύπό τοΰ
την προς αύτούς θείαν έπίσκεψιν τήν έσο-
Μωϋσέως και τών λοιπών προφητών προ^
μένην δια της έν κόσμω παρουσίας τοΰ υίοΰ
καταγγελθείς
τοΰ θεοΰ, ελεγεν αύτοΐς εκ προσώπου του
γένους αύτών, καί πάντων τών έπι γης
σωτήρ
και λυτρωτής
τοΰ
ανθρώπων.
Αιυϊτ. 18, θεοΰ· ο: Προφήτην αναστήσω αύτοΐς εκ τών 18.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
Α
Ο
Λ.ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ « ■ -
ΤΟ
Υ
ΚΛΤΛ
Κ
ΤΗΣ 1 '
Α
Ν
Γ. ΚΥΡΙΑΚΗΣ. · ·'
■— ββ»<
Ο δεσποτικός λόγος τοΰ σωτήρος ημών Ίησοΰ Χρίστου
προς
τήν μητέρα
τοΰ
ράν της καρδίας και φώς τών
όρθαλμών
αύτης, δύναται, λέγω, εμποδίσαι τά δά
παρηγορητικήν
κρυα, βλέπουσα αύτόν κείμενον νεκρόν καί
προς τους κλαίοντας διά τόν θίνατον τών
άπνουν} Μεγάλη, ναί, ή αγάπη καί τοΰ
συγγενών αυτών κα'ι φίλων. Ίδών ό Κύριος,
φίλου προς τόν φίλον, και τοΰ αδελφού προς
λέγει ό ευαγγελιστής , τήν μητέρα τοΰ
τόν άδελφόν, και τοΰ πατρός προς τόν υίόν,
νεκροΰ, εσπλαγχνίσθη έπ' αύτη", και είπε
και τοΰ ανδρός πρός τήν γυναίκα· άλλ' ή
Αβ·«. 7, προς αύτήν, α Μή κλαϊε »· αληθώς δέ εύ-
αγάπη της μητρός της χήρας πρός τόν
σπλαγχνία κινούμενος ό φιλάνθρωπος, είπε
υίόν αύτής τόν μονογενή υπερέχει πάσαν
προς αύτήν, Μή κλαίνις.
κοσμικήν άγάπην. Πώς λοιπόν ήδύνατο νά
νεκροΰ
ανοίγει
ύπόθεσιν
Άλλ' αρά γε δύ
ναται μήτηρ και χήρα, βλέπουσα νεκρόν
κλείση τά σπλάγχνα αυτής, και νά ξηρά-
τόν ενα καί μόνον φίλτατον υίόν, τόν όποιον
ντ) τούς
είχε σύστασιν τοΰ οΓκου αυτής, γηροκομίαν
» κλάϊε ϊ. 'Εάν ό θεάνθρωπος
τοΰ γήρους, ελπίδα της κληρονομιάς, χα
αύτήν,
οχετούς τών
δακρύων}
α
Μή
έλεγε πρός
Άναστήσεται ό υίός σου,
καθώς !·«*■ *«,
Εύαγγέλίον της Γ*. βίπεν βίς την Μάρθαν
α Άναστήσεται δ
Κυριακής. όμως
27
ό λόγος τοΰ Κυρίου εστίν άληθινό^
5 αδελφός σου 2, τότβ εΓχε τόπον το α Μη
και βέβαιος· διότι προ τοΰ πάθους και τοΰ
Β κλαίε ϊ· τότε ό λόγος ούτος ήδύνατο νά
θανάτου τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ οί άνθρωποι ,
μεταβάλη
θρήνον εις εύφροσύνην άλλ' ό Κύριος, μηδέν
εχθροί όντβς τοΰ θεοΰ, μετά θάνατον έπο- ί»^. β, 10. ρεύοντο εις τόν αδην τοΰτο δέ ύπήρχεν άλ
ειπών περί της αναστάσεως τοΰ υίοΰ αυτής,
λος θάνατος, θάνατος μετά τόν θάνατον, ή
είπε, Μη κλάϊε.
ι δεύτερος θάνατος ί, ώς λέγει ό επιστήθιος Α™». 2 1,
τά
δάκρυα εις χαράν καΐ τον
Άλλά διά τί τούτο:, Και
Γ·τ. »ο, 'ό πατριάρχης Ιωσήφ,
α
έπιπεσών
επί
Ιωάννης· μετά δέ τό πάθος και τόν θάνα
2 πρόσωπον τοΰ πατρός αύτοΰ, έκλαυσεν
τον τοΰ σωτήρος, επειδή α κατηλλάγημβν *>β!1. β-,
2 αυτόν,
2 τω θεώ διά τοΰ .θανάτου αύτοΰ 2, ό μέν
πάντες
και έφίλησεν αυτόν 2, έπειτα οί αδελφοί αύτοϋ και
συγγενείς
οώτ. ίο. πένθος εποίησαν επτά ημέρας. Και ό προ5. Β«».λ. φήτης Δαβίδ έκλαυσε κ κλαυθαόν μέγαν II, II. ρ ρ' 2 σφόδρα » διά τον θάνατον τοΰ υίοΰ αύτοΰ
δεύτερος θάνατος κατηργήθη, ό δέ πρώτος ούκ εστί θάνατος, άλλ'
ύπνος. Διό ό μέν
σωτήρ έλεγε περί τοΰ θανάτου τοΰ Λαζά ρου· α Λάζαρος ό φίλος ημών κεκοίμηται 2* ι^π,
Αμνών έκλαυσε και έπένθησε τον νεκρόν
ό δέ Παύλος έγραφε περί πάντων τών εν
υίόν αύτοΰ Άβεσσαλώμ, και έθρηνολόγησε
πίστει
«»τ. ι», και βιπβν α Υίέ μου Άβεσσαλώμ, υίέ μου, 83. 2· υίέ μου Άβεσσαλώμ- τίς δώσει τον θά-
αποθανόντων
α Ού θέλω δέ ύμάς ι. β·». 4,
2 άγνοεΐν, άδελφοί, περι
τών
κεκοιμημέ-
2 νατόν μου αντί σοΰ ^ εγώ αντί σοΰ, Ά-
2 νων 2· και άλλαχοΰ· β Νυνι δε Χριστός 4 Κορ, , , " . « 15, 20. 2 εγηγερται εκ νεκρών, απαρχή των κε-
2 βεσσαλώμ, υίέ μου, υίέ μου ». Και ό σοφός
2 κοιμημένων έγένετο 2. Ή βν τω σταυρώ
δέ Σειράχ παρήγγειλε
θυσία τοΰ ζωοποιού αίματος και τοΰ ζωη-
τώ υίώ αύτοΰ, λέ-
χ.ιρ. β», γων α Τέκνον, επί νεκρώ κατάγαγε δά1*. 2 κρυα »· Διά ποΐον λόγον λοιπόν ειπεν ό θεάνθρωπος
φόρου θανάτου τοΰ Ίησοΰ Χριστού κατήρ- 8 Χιμ γησε τόν θάνατον, και μετέβαλεν αυτόν εις ζωήν
διό ό μέν Παύλος βοα <τ Πού σου , ι. *,?·
βίς την μητέρα, Μη κλαΐε ^ Τόν λόγον εφανέ-
2 θάνατε, τό κέντρον
ρωσεν άλλοτε, ήγουν, ότε εκ των νεκρών
2 νΐκος 2 ^ ό δέ επιστήθιος Ιωάννης μαρτυ
άνέστησε την τοΰ Ίαείρου θυγατέρα. Έ-
ρεί* α Ήμεΐς οΓδαμεν, δτι μεταβεβήκαμεν ι. 1««ν. 1. 14·. 2 εκ τοΰ θανάτου εις την ζωήν 2.
κλαιον τότε πάντες οί ίν τη" οικία αύτοΰ·
πού σου, αδη , τό
ό δέ Ιησούς, στραφείς προς αυτούς, και
Έάν λοιπόν ειχον φωνήν οί νεκροί, όσοι
ειπών, Μη κλαίετε, προσέθηκε τόν λόγον ,
δηλαδή, ορθόδοξοι ^χριςΊανοί όντες, άπέθανον
Μη κλαίετε, βιπε, διότι αύτη ουκ άπέθα-
εν μετάνοια και εξομολογήσει, συνηνωμένοι
λ?«. β, νεν, άλλά κοιμάται, β Μή κλαίετε· ουκ 63, 6». 2 άπέθανεν, άλλά καθεύδει »ν Και οί μεν
τω
Χριστώ
διά της μεταλήψεως
τών
θείων μυστηρίων, ελεγον βέβαια προς τούς'
περιεστώτες, σαρκικοί όντες και μή δυνά-
κλαίοντας επ' αυτούς, Μή κλαίετε* ελεγεν
μενοι χωρήσαι α τά τοΰ πνεύματος, κατβ-
ό νεκρός προς τόν ζώντα, Μή κλάϊε· τί
α««. β, 2 γέλων αύτοΰ, είδότες, δτι άπέθανεν 2* 53. ' '
κλαίεις*} εγώ ουκ άπέθανον, άλλά καθεύδω*
ι. ΐβ?.
' 10'
4*
Ομιλία μετά το κατά Αουκάν
Μή κλαίε· ουκ άκούεις τοϋ δεσπότου σου ΐωάν. ιι, τήν φωνήν, την λέγουσαν, « Ό πιστεύων 25'
5 εις έμέ, καν άποθάνη, ζήσεται 5 :> ουκ άπέθανον, αλλά ζώ· ουκ άκούεις
*ύτ.^5,
τί
θεηγόρος απόστολος Παύλος· α Ού θέλω δε, ι. β„. 4, » λέγει, υμάς αγνοείν, άδβλφοί, πβρι τών » κεκοιμημένων, ίνα
» και οί λοιποί, οί μή έχοντες ελπίδα ».
« Και πας δ ζών, και πιστεύων εις έμέ ,
Τίνες είσΐν β οί λοιποί, οί μή έχοντες ελπί-
2 ού μη άποθάνη εις τον αιώνα »·
2 δα
και πλάστης
εγώ ουκ
οδτοί είσιν οί άπιστοι· αύτοι ούδε-
άπέθανον, αλλά μεταβέβηκα « εκ τοϋ θα-
μίαν ελπίδα εχουσιν εις τον θεόν, επειδή ού
» νάτου εις την ζωήν ». Διά τί κλαίεις
δια
πις·εύουσιν, δτι ες*ι θεός· αύτοι ουκ εχουσιν
την εΰτυχίαν μου } διά την αι'ώνιον δόξαν
ελπίδα ουδέ ζωής αιωνίου ουδέ άναστάσεως
μου,^ διά την
νεκρών,
άνεκλάλητον χαράν μου}
13'
μη λυπησθβ, καθώς
ημών }
λέγει ό δημιουργός «λ™·»..
εγώ
Ακούσατε πώς εξηγεί το Μη κλάϊε ό
επειδή παραλόγως πείθονται , δτι
διά την βασιλείαν, ήν έκληρονόμησα-, Έάν
είσϊ θνητόψυχοι, και δτι μετά θάνατον δια
οί νεκροί ειχον φωνήν, ελεγεν δ νεκρός προς
λύεται και διαφθείρεται ή ψυχή, καθώς καΐ
τους ζώντας και κλαίοντας έπ' αύτον εκείνα
τό σώμα.
τά λόγια, τά όποια ειπεν ό Κύριος πρός τάς
πιστεύει, δτι εκ θεού είσι τά πάντα, και
εν Ιερουσαλήμ γυναίκας, δτε εκλαιον διά τον
δτι ό θεός β πτωχίζει και πλουτίζει , τα- 4 Βα,# 2,
Λ:**· ίϊ, θάνατον αύτοϋ· « Θυγατέρες, ειπεν, Ίερου-
Ό άπιστος λοιπόν, επειδή ού
ί πεινοΐ και άνυψόΐ, καθαιρεί δυνάστας άπο Αθοχ. ι,
ί σαλήμ, μη κλαίετε έπ'έμέ, πλην έφ'έαυτάς
» θρόνων, και ύψοΐ ταπεινούς, -τούς πεινών- **'
» κλαίετε κα; έπο τά τέκνα ύμών »·
β τας έμπίπλησιν αγαθών , και τούς πλου-
,κλαίετε
επ' έμέ·
εγώ
Μη
εφυγον την πολυ
5 τοϋντας έξαποστέλλει κενούς
και δτι
τάραχον τοϋ βίου θάλασσαν και τά άγρια
αυτός έστιν ,
τοΰ κόσμου κύματα, και πορεύομαι εις τοϋ
» αυτού, καϊ έμπιπλά πάν ζώον -ευδοκίας »·
Αβραάμ τούς γαληνούς και άκυμάντους
επειδή, λέγω, ρ άπιστος ..εις ουδέν τούτων
κόλπους·
πιστεύει, διά τούτο Ιχει αφιβρωμένην πά-
πορεύομαι εις τούς χορούς τών
•αγγέλων, εις τάς πανηγύρεις τών άγίων ,
όστις ανοίγει λ την χεΐρα Τβλ 144>
σαν τήν ελπίδα αύτοϋ εις
τά άνθρώπινα
εις την δόξαν τοϋ .θ:οϋ· πορεύομαι δπου το
πράγματα* διό, .όταν
φώς το άνέσπερον, δπου ή ειρήνη ή ατά
συγγενής αύτοϋ ή ό φίλος, δστις ετρεφεν
ραχος, δπου ή χαρά ή άνεκλάλητος και αιώ
αυτόν, όστις ην ή τιμή τοϋ οίκου αύτοϋ ,
νιος. Κλαίετε δέ έφ' ύμάς, οΐτινες έμείνατε
καϊ ό υπερασπιστής πάντων τών υπαρχόν
εις τούς καθημερινούς κινδύνους,
εις τάς
των αύτοϋ, εκείνος, εξ ού έκρέματο όλη ή
εις τάς συνεχείς
κυβέρνησις αύτοϋ και ή κατάστασις, τότε,
αλλεπάλληλους θλίψεις,
άποθάντ}
εκείνος δ
αρρώστιας, εις τάς άξιοδακρύτους ταραχάς,
δπου
άν προσήλωση τόν νοϋν αύτοϋ, ούχ
εις τούς δριμυτάτους πειρασμούς· εγώ έφθα
ευρίσκει ^.σταθεράν ελπίδα, δπου άν στρέψη
σα εις τόν άκύμαντον και πανεύδιον λιμένα,
τά όμματα, ούδέ Γχνος βλέπει εκείνων, τών
ύμεΤς.βύρίσκεσθε εις την πολυκύμαντον και
οποίων έστερήθη· έκ τούτου #οί άπαραμύθη-
πολυτάραχο ν τοϋ βίου θάλασσαν τί κλαίετε^
τοι.αναςεναγμοί, καϊ οί υπερβολικοί θρήνος
1'
Εύαγγέλίον της Γ'. Κυριακής.
29
και οί κοπετοί, και τά άπηλπισμένα και
σεως αύτοϋ ,
απαρηγόρητα δάκρυα. Αληθώς δε ούδέ αυ
ο: οΓς ούκ εστι σωτηρία », άλλ* εις τον θεόν
τός
άφ' εαυτού ούδέ άλλος δύναται πα-
τον παντοδύναμον και σωτήρα· αύτός, πι-
ρηγορήσαι αϋτόν η πίστις μόνη παρηγορεί·
στεύων, δτι τοσούτον άγαποϊ ό θεός τον
εάν πιστεύστ) εις τον Ίησούν Χριστόν, ευ
άνθρωπον, ώστε
ρίσκει παρηγορίαν της θλίψεως αυτού- άλλά
μνημονήση ή μήτηρ τά τέκνα αυτής, ήπερ
τοϋτο ούκ εστίν εϋκατόρθωτον εάν δέ εί-
ό θεός τόν άνθρωπον, λυπείται, ναί, δταν
πης προς αυτόν, δτι ευρίσκει άλλον άν
άποθάνη ό συγγενής ή ό φίλος αύτοϋ κλαίει,
θρωπον δμοιον τω άποθανόντι, ψυχρά ές^ιν
ναί, βλέπων κείμενον νεκρόν τόν ήγαπημέ-
ή τοιαύτη παρηγοριά- διότι αύτός βλέπει,
νον και φίλτατον αύτοΰ, τόν τροφέα, τόν
δτι ή εδρεσις τοιούτου άνθρωπου εστίν έργον
κυβερνήτην, τόν εύεργέτην, εκείνον, εξ ού
άβέβαιον
έκρέματο καϊ ή τιμή και ή κατάστασις
και δυσκολώτατον , μάλλον δέ
άδύνατον.
ούχϊ εις τους
αύτοϋ· άλλ' ού
Ή 'Ραχήλ, λέγει ό ευαγγελιστής Ματ
άνθρώπους ,
ούδέ κλαίει, ώς ό άπηλπισμένος, ούδέ θρη-
τέκνων αυτής, έθρηνολόγει άπαρηγόρητα·
μίαν εχων εις τόν θεόν ελπίδα. Τοϋτο δέ
», « "'Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αυτής, και
ές·ι τά Μη κλάϊε, τό όηθέν Οπό τοϋ Κυρίου
» ούκ ήθελε παρακληθήναι ί· διά τίδέ ούκ
βίς την εν Ναίν χήραν Μη κλάϊε, ήγουν
ήθελε παρακληθήναι } διότι ενόμιζεν, δτι
μή
τά σφαγέντα αύτης τέκνα εξέλιπον παν
κλαίτις, ώσπερ οί άπιστοι
τελώς· ζ Και ούκ ήθελε παρακληθήναι, δτι
ελπίδα. Ούδΐ δ Κύριος είπε προς τήν χή-
I ούκ είσίν ». Οί άπιστοι, επειδή, πλανώ ν -
ραν, Μή κλαΐε παντελώς, ούδέ ό άπός·ολος
τες έαυτούς, νομίζουσιν, δτι ή ψυχή έστι
ειπεν άπλώς, ινα μή λυπήσθε, άλλά προσ-
θνητή, και άρνοϋνται την εκ νεκρών άνά-
έθηκε τό καθώς· β "Ινα μή λυπήσθε, καθώς
στασιν οί άφρονες, δταν άποθάνη ό ήγαπη-
3 και
μενος και φίλτατος αύτών, ούχ εύρίσκουαι
Κλαϋσον τόν νεκρόν, άλλ' έν μέτρω· ό θεός
παρηγορίαν ,
πιστεύουσιν , δτι ό
διά τήν σωτηρίαν τής ψυχής άποστέλλει
εις το παντελές, και
τήν θλίψιν και τά δάκρυα· άλλ' άποςέλλει
αποθανών έξέλιπεν
ούκ ετι υπάρχει, άλλά διεφθάρη
εξ ολο
κλαίης υπερβολικά
οί λοιποί
και άμετρα, μή οί μή έχοντες
οί μή έχοντες ελπίδα ι.
αύτά, λέγει ό προφήτης, μέτρια· « Ποτιεϊς
,9)
» ημάς εν δάκρυσιν έν μέτρω ». Ή φύσις
κλήρου. Ό χριστιανός πιστεύει, δτι ό θ:ός ε'ςιν ό χορηγός
15'
λυπείται, ώς ό άπιστος ,
νολογεΐ ούδέ κόπτεται, ώς εκείνος ό μηδε-
επειδή
2'
εύκολώτερόν εστι νά ά- ή».
έκλαιε διά /τόν θάνατον των
θαίος, δταν
ι45,
πάντων τών άγαθών, ό δέ άν-
1»*. ΐ5, θρωπος χωρίς της τοϋ θεοϋ βοηθείας ού δύ
φέρει δάκρυα, άλλ' ή πίστις αναχαίτιζε» τούς κρουνούς τών δακρύων. Άπέθανβν ό πατήρ μου και ή μήτηρ μου· ε Ό πατήρ «ύτ. ι β,
ναται ποιήσαι ούδέν αύτός εχει παιαν
» μου και ή μήτηρ μου έγκατέλιπόν με >·
την ελπίδα και της συστάσεως, και της
έμεινα ορφανός και έρημος· διά τοϋτο ή φύ
κυβερνήσεως, και της εύτυχοΰς καταστά-
σις φέρει δάκρυα, άλλ' ή φύσις άντεπιφέρει
Ομιλία
50
μετά το κατά Λουκαν
παρηγορίαν· ό πατήρ σου, λέγει μοι, και ή
σώμα νεκρόν, άπνουν, έν τάφω και έν δια
μήτηρ
φθορά, πιστεύει, δτι ή ψυχή τοΰ σώματος
σου
έγκατέλιπόν σε, ό δέ Κύριος
προσελάβετό σου.
Ό
άδελφός 'μου και ή
εκείνου ζη, και κινείται, καϊ άναβαίνει εις
αδελφή μου και οί συγγενείς μου άπίθανον ,
τόν ούρανόν, και συναυλίζεται εις τά
έμεινα άπορος και συγγενών εστερημένος·
φθαρτα άγαπητά σκηνώματα του Κυρίου-
δια τοΰτο ή φύσις
αύτής ! πόσην παρηγορίαν λαμβάνει, δταν,
φέρει δάκρυα, άλλ' ή
ά
πίστις σπογγίζει τά δάκρυα μου, λέγουσα,
λυπούμενος διά τόν χωρισμον τοΰ συγγε
Έχεις άδελφόν και άδελφήν και
μητέρα
νούς ή τοΰ φίλου, πιστεύγ), δτι ό χωρισμός
ειπεν,
έστι πρόσκαιρος, και δτι έρχεται ώρα, έν
Ματ. 12, · Όστις άν ποιήση- τό θέλημα τοΰ πατρός
$ πάλιν δψεται αυτόν, και άπολαύσει, κα'
τον Κύριον Ίησούν ,
διότι
αύτός
2 μου του εν ουρανοις, αυτός μου αόίλφος
συζήσει μετ'
» και αδελφή και μήτηρ εστίν 5. Άπέθανεν
Ή χαρά διά τήν δόξαν και άνάπαυσιν της
ό ήγαπημένος μου φίλος, ό ευεργέτης μου, ό
ψυχής σμικρύνει τήν
ύπερασπιςής μου, έμεινα πτωχός, δυςυχής,
θάνατον καϊ τήν φθοράν τοΰ σώματος· ή
άθλιος· ή φύσις φέρει δάκρυα, άλλ' ή πίς-ις
έλπίς της άπολαύσεως γλυκαίνει τοΰ χω
βάλλει μέτρον εις τά δάκρυα μου· έχεις ,
ρισμού τήν πικρίαν
λέγει, φίλον, και εύεργέτην, και υπερασπι
στοί καϊ πιστεύομεν, και έλπίζομεν, «Ότι ι. β». «,
στών τον παντοδύναμον διότι αύτός ειπεν,
» αύτός ό Κύριος έν κελεύσματι, έν φωνη
1ω«. 15, ϊ Ύμεΐς φίλοι μου εστέ, εάν ποιητε, δσα
» άρχαγγέλου και έν σάλπιγγι θεοΰ κατα-
» εγώ εντέλλομαι
ύμΐν 2.
Λυπεΐται
ναί ,
» Χριστώ
άληθώς ό πιστός άνθρωπος, έν δσω βλέπει
» ήμεΐς
κάτω
ί σύν
#ίαλ. 76, παρηγορίαν « Άπηνήνατο, ελεγεν ό προ» φητάναξ,
ή ψυχή μου του παρακληθή-
λύπη ν τήν διά τόν
διότι πάντες οί πι
» βήσεται άπ' ουρανού,
και κλαίη καϊ ό πις-ός, άλλ' ούχ ώς όάπις·ος·
εις την γήν, άποστρέφεται πάσαν
αύτοΰ πάντοτε έν Κυρίω!
και οί
νεκροί εν
άναστήσονται πρώτον έπειτα
οί ζώντες οί περιλειπόμενοι αύτοΐς άρπαγησόμεθα εν
άμα
νεφέλαις
ϊ εις άπάντησιν τοΰ Κυρίου εις άέρα· και ί ούτω πάντοτε σύν Κυρίω έσόμεθζ ϊ. Ουδέ ή φωνή ή έν 'Ραμα άκουσθεΐσα, μ»τ. ι
» ναι »· άλλ' όταν ύψωση τούς οφθαλμούς εις τόν ούρανόν, και ενθυμηθη τοΰ θεού, ευθύς
ουδέ της 'Ραχήλ ό θρήνος και ά κλαυθμός
κατέρχεται εκείθεν ή παρηγοριά· « Έμνή-
κχϊ ό όδυρμάς ά πολύ; εχουσι τόπον εις
» σθην τοΰ θεοΰ, και εύφράνθην »·
τάς κηδείας καϊ τά έξόδια τών κεκοιμημέ-
Πόσην δέ παρηγορίαν λαμβάνει ό πιε
νων πις"ών, οιτινες έτέλεσαν τόν βίον εν πίς·ε*
στός άνθρωπος, δταν, κλαίων διά τον νε-
και μετάνοια και έξομολογήσει, και ευρέθη
κρόν συγγενή- ή φίλον τόν προκείμενον ε
σαν
νώπιον των οφθαλμών
της ζωής αυτών συνηνωμένοι διά της μετα-
αύτοΰ,
βλέπν) διά
και κατ' αυτήν τήν έσχάτην ώραν
τών ομμάτων της πίστ·ως, ότι αυτός ουκ
λήψεως τών
έ'ςέλιπεν ,
τω σωτήρι τών ψυχών ημών. Διά τί υπερβο
άλλ' υπάρχει
και ζγΐ
πόσην
παρηγορίαν λαμβάνει, δταν , βλέπων τό
μυστηρίων τω Ιησού Χριστώ
λικοί θρήνοι και κλαυθμοί
διότι άπέθανεν }
«—^——
—
αλλά τό ίωαν. »,
Εύαγγέλίον της Γ'. Κυριακής. — ■—
-
μέν σώμα κοιμάται, ή δέ ψυχή
και εγρηγορεΐ·
α Έρχεται δέ ώρα, ίν
στεΰβις ,
51
ότι εστί θεός ,
πανταχού πα-
ρών, καϊ τά πάντα πληρών
καϊ βλέπων,
I γ πάντες οι εν τοις μνημειοις ακουσονται
προνοητής του παντός και τροφεύς πάντων
ϊ της φωνής τοΰ υίοΰ τοΰ θεοΰ », και άνα-
τών ανθρώπων, πατήρ τών ορφανών, και
στήσονται, και ζήσονται τήν ζωήν την
τών
δεδοξασμένην καϊ μακαρίαν. Έάν άπέθανεν
πάντας καϊ φιλανθρωπότατος, παντοδύνα
άνεξομολόγητος και αδιόρθωτος, τότε αλη
μος και ποιών όσα βούλεται, σύ τολμάς καϊ
θώς πρέπουσι στεναγμοί και πολλά δάκρυα·
λέγεις ταΰτα ^ τί νά πράξης :> τοΰτο πρά-
μάλιστα εάν τοΰτο συνέβη η διά την ά-
ξον, πρόστρεξον εις τον θεόν ό θεός κατα-
μέλειαν, η, ώς συχνάκις συμβαίνει, διά την
φύγιόν σου, ό θεός βοήθειά σου,
τυφλήν και άδιάκριτον
τήρ τών ορφανών σου· μακράν από τοΰ ςό-
άγάπην και την
χηρών άντιλήπτωρ,
ελεήμων
πρός
ό θεός πα
δεισιδαιμονίαντών συγγενών, οΐτινες, άντϊ
ματος τών χριστιανών
νά πιστεύωσιν, ότι μετά την εξομολόγησιν
γήματα, μακράν από τά όμματα τών χρι-
και την τών μυστυρίων μετάληψιν πολλά
στιανών τοιαΰτα παράλογα , άδικα και
κις ό θεός εύσπλαγχνιζόμενος χαρίζει
βλαβερά δάκρυα.
%1ς
τοιαΰτα θρηνολο
πείθονται παραλό-
Βούλομαι δέ εγώ κατά ταΰτην τήν ώ-
γως, ότι, εάν έΐ-ομολογηθη" και μεταλάβη
ραν νά φανερώσω πότε τά δάκρυα, τά χεό-
τών μυστηρίων, αποθνήσκει· τότε, λέγω,
μενα επι τους νεκρούς, είσϊν ευλογοφανή καϊ
εχουσι τόπον οί θλιβεροί στεναγμοί καϊ τά
δίκαια καϊ ωφέλιμα. Έάν, όταν βλέπω τά
πικρά δάκρυα·
νεκρόν σώμα τοΰ συγγενοΰς ή τοΰ φίλου μου
τον άσθενοΰντα ζωήν,
αΰτά όμως, ού μόνον ύπό
·
τών συγγενών και φίλων, αλλά και ύπό της
άπνουν,
εκκλησίας., μετά δεήσεων και της άναιμά-
βίς γην μεταβαλλόμενον, και βρώμα τών
κτου θυσίας
πρέπει νά προσφέρωνται εις
σκωλήκων γινόμενον, συλλογίζωμαι, ότι ή
τον άπειροεύσπλαγχνον θεόν , ίνα δείξη
αμαρτία ταΰτα προεξένησε, καϊ ότι ταΰτα
προς τον τεθνεώτα το άπειρον αυτοϋ έλεος
πάντα άποτελέσματά είσι της διά την ά- Γι», β, 19. μαρτίαν τιμωρίας, καϊ έκπλήρωσις τοΰ διά
καϊ την εύσπλαγχνίαν. Πολλά δέ άτοπα και παράλογά εΐσι τά
άνενέργητον, άκίνητον, όδωδός,
τήν άμαρτίαν θείου προστάγματος·
<ε Ότι
θρηνολογήματα
εκείνων τών
ανθρώπων ,
ί γή βί, καϊ εις γήν άπελεύση ϊ· εάν, όταν
οιτινες, έχοντες
πρό οφθαλμών τό νεκρόν
βλέπω τήν άθλιωτάτην κατάστασιν τοΰ
σωμα του συγγενούς, στεναζουσι, και κτυ-
νεκραΰ ανθρωπίνου σώματος, στενάζω έκ
ποΰνται, καϊ «λοφύρονται, λέγοντες· και τί
καρδίας, και όλοφύρωμαι σφόδρα, και χέω
νά πράξω εις το έξης } και που νά καταφύ
θερμά δάκρυα, τότε οί στεναγμοί μου εχου-
γω }
καϊ τίς εσεται βοηθός μου :, τίς νά
σιν ευλογοφανή λόγον, τότε οί όλοφυρμοί μου
θρέψη τά ορφανά μου } Έάν οί άπιστοι οί
είσϊ δίκαιοι, τότε ό θρήνος μου καϊ τά δά-
μη πιστεύοντες, ότι έστΐ θεός, ταΰτα λέγω-
κρυά μου πολλή ν ώφέλβιαν προξενοΰσιν εςς
σιν, ούδέν παράδοςον
τήν ψυχήν μου· διότι ταΰτα
συ
δέ, όστις πι-
τά δάκρυα
:«
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
32
άποστρέφουσί με από της αμαρτίας, και ό-
ζουσα και κατακαίουσα αύτήν εάν συλλο-
δηγούσί με εις την μετάνοιαν
ταύτα τά
γίζησθί, ότι τότε ζητεί την μετάνοιαν, ην
δάκρυα πλύνουσι την ψυχήν μου άπο του
πολλάκις εις την πρόσκαιρον ζωήν κατε-
βορβόρου των άμαρτιών μου, και καρπδ-
φρόνησε,
φορούσιν εν έμοι της αρετής την άγιότητα.
αρετής,
Έάν, δταν βλέπητε τον νεκρόν, άνα-
και θέλει τήν τήν
οποίαν
κατόρθωσιν της
ουδέποτε
ήθέλησε·
βλέπουσα δέ, ότι εκεί οΰδε μετάνοια ές·.ιν,
βιβάζητε τον νουν υμών εις τον τόπον, ό
ούδέ άρετής
που ή ψυχή αύτοϋ πορεύεται, και συλλο-
δέ τής αιωνίου κολάσεως της περιμενούσης
γίζήσθε, ότι, εάν ό άνθρωπος εκείνος, όστις
αύτήν, όταν ό φοβερός καϊ αδέκαστος κρι
κβΐται
τής έκφωνήση τήν άπόφασιν, λέγων5 α Πο- μ«. »,
έμπροσθεν
υμών
νεκρός,
έπραξε
κατόρθωμα, συναισθανομένη
πονηρά εργα, και. άπέθανεν αμετανόητος,,
» ρεύεσθε απ' εμού οί κατηραμένοι
εύθύς μετά τον αυτού θάνατον παραλαμ-
5> πΰρ τό αίώνιον, τό ήτοιμασμένον τω δια-
βάνουσι την ψυχήν αύτού οί σκοτεινοί και
» βόλω και
άσπλαγχνοι δαίμονες, ελέγχοντες, όνειδί-
ταύτα συλλογίζησθε,
ζοντες, υβρίζοντες αυτήν εάν συλλογίζη-
νεκρόν, καί, ενθυμούμενοι τάς
σθε, δτε τότε ή ψυχή εκείνη ού πιστεύει,
υμών,
αλλά βλέπει όσα ή πίστις εδίδασκε, βλέπει
χύνητε
δέ πάσας τάς πράξεις, τους λόγους, τάς
κρυα υμών είσιν εύλογα^ δίκαια και ψυχο-
ενθυμήσεις αυτής, ώσπερ εν εϊκόνι έζωγρα-
σωτήρια. Τούτο δέ έσήμαινεν ό λόγος τοΰ.
φημενας μετά πασών τών
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού , δν είπε προς
περιστάσεων
τοΐς
εις τό
άγγέλοις αύτοΰ »·
εάν
όταν βλέπητε τον αμαρτίας
κατανύγησθε, και μετανοήτε,
κοΛ.
ποταμούς δακρύων, τότε τά δά
καϊ σχημάτων κα\ χαρακτήρων, όθεν φο
τάς διά τάν θάνατον αυτού κλαίουσας γυ
βερά και άπερίγραπτος αισχύνη
ναίκας·
περικα-
α
Θυγατέρες
Ιερουσαλήμ, μή λ·^ '*»
λύπτει αυτήν ή δε συνείδησις αυτής τότε
β κλαίετε έπ' έμέ, πλήν εφ' έαυτάς κλαίετι,
ουκ «στι 4συνείδησις, αλλά κάμινος φλογί-
3) και επί τά τέκνα υμών ».
33
ΕΡΜΗΝΕΙΑ £12 ΤΟ ΚΑΤΑ
ΑΟΪΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Δ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Θεοπρεπως τώ οντι ό θεάνθρωπος Ίησοΰς
τους δέ πολυμερίμνους και φιλήδονους κινεϊ
διά της σήμερον άναγνωσθείσης παραβολής
προς
εξωμοίωσ» το ευαγγελικών
μένει άπρακτος· εις μόνους δέ τούς καλο-
κήρυγμα
τω
τήν
άρετήν, άλλ' ή κίνησις
αύτοΰ
σπόρω, δν σπείρει δ γεωργός. Βλέπε δε τάς
διαθέτους καρποφορεί πλουσίως τούς
ομοιότητας τοΰ σπόρου και τοϋ λόγου·
ευσέβειας καρπού;
δ
και τής
της
άρετής.
γεωργός, άνοίγων την χεΐρα αύτοΰ, ρίπτει
καρπός τοΰ σπόρου τρέφει
τον σπόρον εις την γήν δ ίεροκήρυξ, άνοί
καρπός τοΰ λόγου σώζει τήν ψυχήν. Ακού
γων το στόμα αύτοΰ, εκχέει τόν λόγον εις
σατε, ευλογημένοι χριστιανοί , περι τούτου
τάς των άκροατών άκοάς·
αυτά τά τοΰ σωτήρος ημών Ίησοΰ Χρις·οΰ
ο σπόρος γίνε
ται άκαρπος η κάρπιμος κατά άναλογίαν
τό
Ό
σώμα·
δ
ψυχοσωτήρια λόγια.
της ποιότητος της γης, έν γ σπείρεται· δ Είπεν ό Κύριος τήν παραβολήν λ«*. ^ λόγος λογίαν
γίνεται αργός ή ενεργό; κατά άνα της διαθέσεως τοΰ
άνθρωπου· δ σπόρος,
εις
διδασκομένου μέν την όδόν
ταύτην'
εξήλθεν
ό σπείρων
σπεϊραι τον σπόρον αύτοΰ"
τοΰ
καί ε'ν
πεσών, άπολειται κατά κράτος, εις δέ την
τω σπεφείν αύτον
πετρώδη
ρά τήν όδόν, καί κατεπατήθη, καί
γήν,
παρρησιάζει μέν το φυτόν
αύτοΰ, άλλά τούτο μετ' ολίγον ξηραίνεται,
τά πετεινά
εις δέ την άκανθοφόρον γήν, βλ αστάνει ,
γεν αυτό.
δ μέν έπεσε πα
τοΰ ούρανοΰ
κατέφα-
άλλ' υπό των ακανθών πνίγεται, εις μόνην Δια τί αρά γε ό Κύριος εφανέρωσε μέν δέ τήν άγαθήν γήν σπαρείς, πολύν καρπο τι σημαίνουσι τής παραβολής ταύτης τά φορεί τον καρπόν δ λόγος τοΰ θεοΰ
διδα λόγια, έσιώπησε δέ τό τίς έστιν δ σπορεύς
σκόμενος, μηδέ
από μέν τών μη προσεχόντων
κατανοούντων
διασκεδάζεται
καΐ γεωργός τοΰ λόγου } Επειδή
πρώτος
και γεωργός τοΰ σπόρου, ήγουν πρώτος κήρυξ
διαφθείρεται
παντελώς,
εις δέ τους μη έ και διδάσκαλος τοΰ ευαγγελικού κηρύγμα
χοντας μηδέ ρανίδα καλής διαθέσεως ενερ
τος, έστιν αυτός δ Κύριος ημών Ίησοΰς
γεί προς
Χριςός δ καΐ τής παραβολής ταύτης ποιη-
τό άγαθόν, άλλ' ού τελεσφορεί,
(ΚΪΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'.)
5
'
Ερμηνεία ε!ς το κατά Λουκαν
34
της, διά τοΰτο, ίνα μή ειπη, Έγώ έξήλθον τοϋ σπέΐραι
τον
Καί έτερον επεσεν επί τήν πέ-
ε.
έμόν σπόρον, καί ουτω τραν, καί φυέν ε'ςηράνθη δίά το μή
φανη" φιλόδοξος, και άφορμήν παράσχη κα εχε*ν ί'κμάδα. τηγορίας εις τους άφορμήν ζητοΰντας φαρισαίαυς καΐ γραμματείς, έσχημάτισεν εις
Άλλο 'δέ του σπόρου μέρος επεσεν έπ'ι
τρίτον πρόσωπον άνώνυμον τόν λόγον ,
τήν πέτραν, και έβλάστησε, πλήν, επειδή
ειπών α Έξήλθεν
ό σπείρων του σπεΐραι
ή πέτρα ουκ είχεν ύγρασίαν, έξηράνθη. Μή
ι τόν σπόρον αυτοϋ ». Αυτός δέ έστιν, ός"ΐς
νοήσης δέ πέτραν γυμνήν και ξηράν, διότι
τους πατρικούς κόλπους μή καταλιπών, ώς
επάνω
Όεός, έξήλθεν εις τήν γην, άνθρωπος γενόμε
σπόρος· άκουσον δέ, πώς πλατύτερον τού
νος δί ημάς, και κηρύξας ύμΐν της σωτηρίας
το περιγράφουσιν οί δύο άλλοι εύαγγελιςαί, ό
τά μαθήματα.
Ματθαίος δηλαδή και ό Μάρκος· α Άλλα μ«τ. υ,
Ουτω δέ σχηματίσας τόν
εις
αυτήν ουδόλως βλαστάνει ό
» δέ επεσεν επί
τήν
πετρώδη,
όπου ούκ Μ5ί?*· *·
παραβολικόν λόγον, έφανέρωσε κήρυκα του ευαγγελίου ου μόνον εαυτόν, άλλά και τούς
» ειχε γήν πολλήν, και ευθέως έξανέτειλε ,
θεηγόρους άποστόλους, και τούς άγιους ίε-
» διά τό μή εχειν βάθος ». Όπου ή γη όλί-
ράρχας και διδασκάλους, και πάντα άλλον
γη εστί, καϊ βάθος ούκ εχει, έκεΐ ή δύνα-
της ευσέβειας και ορθοδοξίας κήρυκα. Ση-
μις
μείωσον δέ, ότι ουκ είπεν εξήλθεν ό γεωρ
προς τά κάτω, και αύξήσαι τήν ρίζαν διά
γός, άλλ' έξήλθεν ό σπείρων, Γνα διά τούτου
τό έμπόδιον τών πετρών, τών εν τώ βάθει
φανερώση, ότι καθώς γεωργός άληθινός ές*ιν
της γης, ή δύναμις τοϋ σπόρου ούκ· ενεργεί
ούχ όστις εχει μεν σπόρον, άλλ' ού σπείρει,
προς τά κάτω ουδέ αύξάνει τήν ρ*ίζαν ,
άλλ' όστις
άλλά φέρεται όλη προς τά άνο>, και χωρίς
και εχει σπόρον και σπείρει ,
ουτω και διδάσκαλος
άληθής έστιν
ουχί
του σπόρου, μή δυναμένη ένεργήσαι
αργοπορίας συνιστά τό φυτό ν όθεν ό σπό
εκείνος, όστις εχει μεν τήν δύναμιν του δι-
ρος ό εις τήν πετρώδη γην πεσών βλαςάνει
δάσκειν, όμως ού διδάσκει, άλλ' όστις έχων
μέν ταχέως,
της διδασκαλίας τό'χάρισμα, πράγματι καί
ήτις εστι του φυτοΰ τά στόμα, μηδέ εύρί-
άληθεία διδάσκει.
Βλέπβ δέ πρώτον όσα
σκων ίκμάδα εις τήν ύποκειμένην πέτραν,
συμβαίνουσιν εις τόν σπειρόμενον σπόρον ,
Γνα έξ αυτής τραφη", όταν άνατείλη ό ήλιος,
μή εχων δέ άνάλογον ρίζαν,
καυματίζεται, λέγουσιν οί αύτοι εύαγγελι- μ«. π, έπειτα άκούεις,
ότι τά όμοια συμβαίνουσι
και εις τόν διδασκόμενον
λόγον. "Οτε ,
λέγει, ό γεωργός «σπείρε τόν
σπόρον,
8
μεν, ήγουν μέρος μεν του σπόρου, επεσεν
σταί, και
διά τό μή εχειν ρίζαν, ήγουν
*,
επειδή ούκ εχει τήν άνάλογον £ίζαν , ξη ραίνεται. ι
εις τήν όδόν όθεν και οί διερχόμενοι κατεΚαί έτερον επεσεν ε'ν μέσω τών πάτησαν, και τά πετεινά
δε τά εις τόν ακανθών, και συμφυεΐσαί αί άκαν-
άέρα πετάμενα κατέφαγον αυτόν. θαί άπεπνίξαν αυτό.
»,
Εύαγγέλιον της Δ'. Κυριακής. Άλλο δέ μέρος σπόρου Ιπεσβν εις την άκαν-
δωσι καρπόν έπέκεινα τοϋ έκατονταπλα-
θοφόρον γήν, βλας·ήσασαι δέ αί άκανθαι όμοΰ
σίου·
συν τώ φυτώ τοϋ σπόρου, άπέπνιξαν αυτό.
θείας γραφής λ'εγούσης περί της γης Γερά-
Σημείωσαι δέ τό & Συμφυεΐσαι αί άκανθαι ι,
ρων ϊ Έσπειρε δε Ισαάκ εν τη* γη" εκείνη· Γ"·^6»
όπερ σημαίνει, ότι καθώς έν τη* άκανθώδε
» και εύρεν έν τώ ένιαυτώ έκείνω
γη~ βλαστάνει και τό ήμερον φυτόν και αί
ί στεύουσαν κριθήν 2. 'Εάν δέ στοχασθη"ς
άγριαι άκανθαι, πνίγουσι δέ αί άκανθαι τά
πόσας άρετάς καρποφορεί ό λόγος τοϋ θεοϋ,
φυτόν, εάν μη έν καιρώ τω προσήκοντι
όταν πέση. εις τήν
εκβληθώ^ιν,
άνθρώπου,
ούτω και 'ίν τη*" φύσει τοϋ
άλλά και διά- τήν μαρτυρίαν
βλέπεις
της
έκατο-
καρδίαν τοϋ άγαθοϋ τό
έκατονταπλάσιβν
άνθρώπου μετά την προπατορικήν άμαρ-
τοϋ καρπού· διότι πολλάκις είς μόνος
τίαν
της
γος μυρίας άρετάς εκαρποφόρησε· μαρτυ-
τη?
ροϋσι τοϋτο αί πολλαι τοϋ εύαγγελιστοϋ
βλαστάνουσι
σωτηριώδους
και οί βλαστοί
άρετης κα'ι
τά φυτά
λό
ψυχοβλαβοϋς αμαρτίας· εάν δέ μή έκριζωθη
Ματθαίου άρεταί,
ή αμαρτία, άλλά
άκολούθει μοι. Ταύτην δέ τήν παραβολήν η„. »,
συν αύξηση
μετά της
καρποί ενός λόγου τοϋ
άρετης, εξαφανίζει ή κακία της άρβτης τά
άκούσαντες οί μαθηται τοϋ Κυρίου Ίησοϋ,
βλαστήματα.
και μή κατανοήσαντες τοϋ λόγου τήν έν
.α™, ε,
Και έτερον επεσεν επί την γήν
νοιαν, εζήτησαν παρ' αύτοϋ τήν εξήγησιν.
την άγαθήν, και φυέν έποίησε καρ Επηρώτων δέ αύτον οι μαθηται α»*. ·, πόν έκατονταπλασίονα. αύτοϋ, λέγοντες" Καϊ άλλο μέρος σπόρου επεσεν επι την
τίς ε?η ή παρα
βολή αΰτη· Ο δέ είπεν' ύμΐν δέδο-
γην την άγαθήν, ήγουν τήν. καρποφόρον τα! γνώναί τά μυστήρια τής βασι την περιέχουσαν και ύγρασίαν, κα'ι έλαια, λείας* τοϋ θεοϋ'
τοΤς δέ λοίποΤς έν
και άλατα, και όσα άλλα άναγκαιά είσι παραβολαΤς, Τνα βλέποντες μή βλέπρος διατροφήν και αΰξησιν τοϋ φυτοϋ και πωσί, καϊ άκούοντες μή συνίώσίν. προς πλουσίαν καρποφορίαν έν τη" τοιαύτη δέ
γη"" ού μόνον
άλλά σιον. ότι
και
εβλάστησεν ό σπόρος ,
έ-οίησε καρπόν έκατονταπλά-
Κάν δέ τίνες άμφιβάλλωσι περί τοϋ είς
κόκκος
δύναται
Τό μέν ερώτημα των μαθητών σαφέ^ και εύκατανόητον, ή δέ άπόκρισις τοϋ δι δασκάλου άσαφής, και
άπορίας
πρόξενος.
καρποφορησαι
Ασαφής, επειδή άκατάλληλος τώ^έρωτήμα-
κόκκους εκατόν, τοϋτο όμως βέβαιον έστιν
τι· οί μέν μαθηται έρωτώσι, τίς ό σκοπός
ού μόνον διά τάς μαρτυρίας των φυσιολό-
και ή έννοια τής παραβολής, α Τίς ει ή πα-
Βα?ών. «·- γων, οιτινες ίστοροϋσιν, ότι ή των Συβα-
5 ραβολή αδτη^ » ό δέ διδάσκαλος άποκρί-
αλί». 2. ριτων γη, και ο εν τη Αφρική Βυζακιος 18.x. 16. , I Γ^ ' «ρ. »ίτς«. άγρός, και οί εν Σικελία λεγόμενοι Λεόντιοι
νεται προς αυτούς, ουχί έξηγών της παρα
αγροί, εξόχως δέ ή της Αίγύπου γη άποδί-
βολής τά νόημα, άλλά λέγων προς αυτούς· ο: Ύμΐν δέδοται γνώναι τά μυστήρια 5. Ά=ο*
ίο.
Ερμηνεία εις το χατα. Λουκάν
36
πορίαν δε προξενεί τά ινα· διότι το ίνα, εκ-
ακοών ουδέ κατανοοΰσιν αυτά·
λαμβανόμενον κατά τήν κοινήν χρήσιν, ση
έν παραβολαις λαλώ προς
μαίνει, δτι επίτηδες ελάλει δ Ίησοΰς παρα
δ Ότι βλέποντες ου βλέπουσι, και άκούον- «μ*,
βολικής, Γνα βλέποντες" και άκούοντες μή
χι τες ουκ άκούουσιν ουδέ συνιοΰσιν »· ίνα
κ ατανοώσι, και επομένως μηδέ πιστεύωσιν
ουν μή κολάζωνται, ώς μή θέλοντες κατα-
εις
αυτόν τοϋτο δέ πάντη άνάρμοστον,
νοήσαι και τά άνευ παραβολής λεγόμενα ,
μάλλον δέ εναντίον εις την άπειρον αύτοΰ
διά τοΰτο λαλώ έν παραβολαΐς, Ό πανευ-
εύσπλαγχνίαν άλλ' εάν θ3ωρήσωμεν την
φημος ουν Ματθαίος, φανερώσας τό πρώτον
αύτην περικοπήν εις τό κατά Ματθαίον εύ-
ερώτημα τών μαθητών του Χρίστου και
αγγέλιον, καΐ ή ασάφεια σαφηνίζεται, κα'ιή
ειπών τό α Ότι ύμΐν δέδοται », εσαφήνισβ
Ματ^ιβ, απορία παντελώς λύεται, β Και προσελθόν-
τήν άσάφειαν γράψας δέ τά δτι άντι τοΰ
,·ί τες, λέγει ό ιερός Ματθαίος, οί μαθηταί,
Γνα €
Ότι βλέποντες
διά τούτο
τούς λοιπούς,
ου βλέπουσιν » ,
2 είπον αύτώ· διά τί έν παραβολάϊς λαλέϊς
βλυσε τήν άπορίαν.
» αύτοΐς } » Έκ τούτου ουν φανερόν έστιν,
παντήσας ό Κύριος εις τό πρώτον ερώτημα,
δτι δύο ήσαν τά ερωτήματα των μαθητών
ήγουν εις τό διά τί έν παραβολάϊς λαλεί ,
τούτων δέ τά πρώτον,
αποκρίνεται έπειτα κάι εις τό δεύτερον ,
ήγουν τό « διά τί
Ϊ έν παραβολαΐς λαλείς αύτοις
εγραψεν ό
Ματθαίος-- τό δέ δεύτερον τό σιωπηθέν ύπό του Ματθαίου, ήγουν
Τοιουτοτρόπως δέ ά-
ήγουν εις τό Τίς εΓη ή παραβολή αΰτη,'έ'ξηγών της παραβολής τό νόημα.
τό α Τίς εΓη ή πα' Εστί δέ αΰτη ή παραβολή"
*
3 ραβολή αύτη κ, εγραψεν ό Λουκάς. Πρώσπόρος εστίν ό λόγος τοΰ θεοϋ"
6 Αονχ. 8, 11. 12. οι
.τον ουν άπεκρίθη ό Ίησοΰς εις τό πρώτον δέ παρά τήν όδόν, ζϊσϊνοΊ άκούοντες' ζήτημα, ειπών λαλώ εν παραβολάϊς^ διότι εις υμάς, τους εις έμέ πιστεύσαντας, εδω-
ειτα έρχεται ό διάβολος, και αφει
κεν ό θςρς την χάριν της γνώσεως τών μυ
τον λόγον άπ6 της καρδίας αυτών Τ
στηρίων, εις εκείνους δέ τους μή πιστεύ-
ίνα
σαντας ουκ έδωκε τοιαύτην χάριν διά την «ύ*. υ, άπιστίαν αΰτών α Όδέ αποκριθείς, εΓπεν 11. » αύτοΐς· δτι ύμΐν δέδοται γνώναι τά μυ-
μή πίστευσαντες σωθώσιν. « 'Εστι δέ αΰτη ή παραβολή », ήγουν
αυτη δ
εστίν ή
έξήγησις της παραβολής·
σπόρος εστίν
δ λόγος τοΰ ,θβου ·
όδός
» στήρια της βασιλείας τών ουρανών, έκεί-
δε οί παρά τήν όδόν όντες άνθρωποι και
» νοις δέ ου δέδοται ». Λαλώ, λέγει, έν πα-
άκούοντες· πετεινά δέ τοΰ ουρανού τά εναέ
ραβολάϊς,: διότι εκείνοι, βλέποντες τά θαύ
ρια της πονηρίας
ματα διά τών αισθητών ομμάτων, ου βλέ-
διάβολος. Άλλά τίνες είσΐν οί έν τη* όδώ
πουσιν αύτά διά τών οφθαλμών της ψυχής,
άκούοντες τον λόγον:,
και άκούοντβς διά τών σωματικών ώτίων,
λαβείς άνθρωποι, οί μή προσεχοντες, και
κάι αυτά τά φανερώς και άνευ παραβολής
•επομένως μηδέ κατανοοΰντες τά λεγόμενα·
λεγόμενα ουκ άκούουσι διά τών ψυχικών
^έπιβεβαιοΐ τοΰτο ό θεηγόρος Ματθαίος, λέ-
πνεύματα, τουτέστιν δ
Ουτοί είσιν οί ανευ
Εύαγγελίον της Δ. Κυριακής. Μϊτ. ΐϊ, γων· α Παντός
άκούοντος τόν λόγον της
57
θλιβερά περίστασις,
τότε
άθετοϋσι
τήν
ϊ βασιλείας και μη συνιέντος », ήγουν μη
πίστιν. Τοΰτο
καταλαμβάνοντος αύτόν, α έρχεται ό πο-
λαιούς καιρούς, συμβαίνει δέ και είς τάς
» νηρός, και αρπάζει τό έσπαρμένον έν τη"
καθ'
» καρδία αύτού· ούτός έστιν δ παρά την
στών ή διά τόν φόβον τών τυράννων,
ή
ϊ όδάν σπαρείς 3. Προς τού; τοιούτους αν
διά
ί|
θρώπους διά την άνευλάβειαν και άπροσε-
διά φιληδονίαν, ή διά φιλοδοξίαν ήρνήθησαν
ξίαν αΰτών τολμά και έρχεται ό διάβολος ,
τότε, και άχρι* της σήμερον τίνες αρνούν
« και αίρει άπό της καρδίας αύτών », ήγουν
ται οί τρισάθλιοι τήν εύσέβειαν
διασκεδάζει και εξαλείφει άπό της μνήμης
όρθοδοξίαν της πίστεως.
συνέβη
μεν
εις τούς πα
ημάς ημέρας· τινές δηλαδή τών πι
φιλοζωΐαν , ή διά φιλοχρηματίαν,
και τήν
αύτών τον λόγον, δν ήκουσαν καί ού κα Το δέ εϊς τάς άκανθας πεσόν, ούτοί ^· ». τενόησαν, ίνα μή μνημονεύοντες αύτοΰ καεί'σίν οί άκούσαντες,
καί ύπ6 μερί
τανοήσωσιν αυτόν, κατανοήσαντες δε πιμνων καί
ςεύσωσι, και πιστεύσαντες σωθώσιν.
πλούτου καί ηδονών τοΰ
βίου πορευομενοί συμπνίγονταί,
και
Οί δέ έπϊ της πέτρας, οί, δταν
Λ ου*. 8, 13.
ού τελεσφοροΰσί. άκουσωσί, μετά χαράς δέχονται τον Ό είς τάς άκάνθας πεσών σπόρος εστίν λόγον'
και ούτοι
£ίζαν
ούκ εχουδ λόγος τού θεού, δν άκούουσιν οί πολυμέ-
σίν, ο* προς καίρον πίστεύουσί,
καί ριμνοι και φιλόπλουτοι και φιλήδονοι· τού
εν
καφω πεφασμοΟ αφίστανται. του δε τού λόγου τήν δύναμιν χαΐ τήν Πέτρα
είσιν εκείνοι οί άνθρωπος
οχ ένέργειαν θανατούσιν αί κοσμικαϊ μέριμναι ,
τίνες, όταν ακούσω σι τον λόγον τοΰ θεοΰ, και ή απάτη τού
πλούτου, και ή ηδονή
δέχονται αυτόν μετά χαράς· αλλά, καθώς της σαρκός, καθώς πνίγουσιν αί άκανθαι ό σπόρος
ό πεσών επί τήν πετρώδη γην
βλαστάνει μεν, άλλ' επειδή ούκ ερ^ζωσε διά τήν
άνυδρίαν
τόν τού σπόρου βλαστόν: < Και ή μέριμνα^ μ«. ι», 22. ϊ λέγει ό εύαγγελις-ής Ματθαίος, τοΰ αιώνος
και σκληρότητα της ϊ τούτου, καί ή απάτη τοΰ πλούτου συμ-
πέτρας, ξηραίνεται, οδτω κα\ ό λόγος τοΰ ϊ πνίγει τόν λόγον, καϊ άκαρπος γίνεται ». θεοΰ βλαστάνει μεν «ΐς αύτούς τόν βλαστόν Έκ τούτων δέ φανερόν εστίν, δτι ού πάσα της πίστεως, πιστεύουσι δηλαδή οί τοιού μέριμνα, τοι,
άλλ' επειδή διά τήν
άλλ' ή
μέριμνα τών κοσμικών
άμέλειαν και ματαιοτήτων ούχ ό πλούτος, άλλ' ή α
ραθυμίαν αύτών ό λόγος τοΰ θεοΰ ούκ ερ'ρίπάτη τού πλούτου, ούχ ή ήδονή ή πνευ ζωσεν ούδέ «στηρίχθη εις τήν καρδίαν αύ ματική και αγία, ή θυγάτηρ της αρετής , τών, διά τοΰτο εις καιρόν μεν ειρήνης καί άλλ' ή ήδονή ή σαρκική καί παμβέβηλος, ή ήσυχίας παντός πειρασμοΰ διαμένουσι πι μήτηρ
της
άμαρτίας, βλάπτει τήν τοΰ
στοί, έν καιρώ δέ πειρασμού, ήγουν, δταν άνθρώπου ψυχήν. συμβνί διωγμό-ί $ άλλη τις κινδυνώδης καϊ
Ερμηνεία εις το κατά, Λουκαν
38
και Α.Μ»*. 8, 16.
υπομονής
καρποφοροΰσι της. αρετής:
Το δέ έν τγι καλτ] γ?), ουτοί εΐτους καρπούς. <πν,
οΤτίνες έν καρδία καλη κα£ α
γαθή άκούσαντες γ,ουσι
κα£
τον λόγον, κατε-
καρποφορούσα
Ταύτα
έν υπο
λέγων, έφωνεζ'
ό εχων α~χ. «,·.
ώτα άκούεζν, , άκουέτω.
μονή. Πάντες μεν εχομεν ώτία σωματικά, ουΙδού ποία ές"ίν ή καρποφόρος γή· εκεΐνο' βίσιν,
οίτινες
πάντες δέ ψυχικά· και διά μέν τών σωμα
έχοντες καρδίαν καλήν και
τικών άκούομεν καθώς και τά άλογα ζώα,
άγαθήν? ήγουν άγαθωτάτην, άκούσαντες
διά δέ τών ψυχικών κατανοοΰμεν ώς λογι
τον λόγον του θεού, κατέχουσιν αυτόν ,
κοί, και διακρίνομεν
τουτέστι μνημονεύουσι και μελετώσιν αυ
τών ψυχικών
τόν διά παντός· καν δέ οποιοσδήποτε πει
θεάνθρωπος, δί ών
ρασμός συμβη" εις αυτούς, μετά καρτερίας
και. κατανοίΐ, καϊ σώζεται.
τά
λεγόμενα.
Περί
δέ ώτίων ενταύθα λαλεί ό> ό άκούων καϊ ακούει ,.
ΥΥΫΪΪ 1 » ΐΐ ι 1 1 1 I (Τ Ι ΓΤ Τ-Υ ΤΤ ϊ Τ « Ι Τϊ Χ * 1 « 1 > ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
Α Ο Υ
ΚΑΤΑ
Κ
ΕΓΑΓΓΕΑΙΟΝ ΤΗΣ
Ν
Δ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ;
ΠαρΙδοξον πράγμα βλέπομεν την σήμε
» εκείνη ψυχαί ώσει τρισχίλιαι ». Άλλοτβ
ρον, άδελφοί, συμβαίνον
πάλιν
του λόγου τοϋ θεού,
εις το κήρυγμα
πάντη διαφέρον του
ό αυτός απόστολος έκήρυξεν εν τη>
καλουμένη ςοα τού Σολομώντος· έπίςευσαν
συμβαίνοντος εις την αρχήν της χριστιανι
δέ έκ τών άκουσάντων την διδαχήν αυτού
κής πίστεως. "Οτε τό πρώτον έν Ιερουσα
σχεδόν
λήμ ήνοιξεν
ό Πέτρος
στόμα αυτού
» άκουσάντων τόν λόγον έπίστευσαν , και
ενώπιον του
λαού, καϊ συντόμως τε καϊ
α έγενήθη ό αριθμός τών ανδρών ώσεΐ χιλι-
τό
άπλώς έδίδαξε του θεού τον λόγον, έπίς"ευ-
Βρ*^
Α
χιλιάδες πέντε·
β Πολλοί δέ τών «ΰτίβ.
σαν ευθύς και εβαπτίσθτ,σαν τρεις σχεδόν
». άδες πέντε ί. Έρχεται ό Φίλιππος εις την Σαμάρειαν, κηρύττει εκεΐ.β τά περί πρ«<».
χιλιάδες ανθρώπων β Οί μέν ουν ασμένως
» της βασιλείας τού θεού, και τού ονόματος.
» άποδβξάμβνοι τον λόγον αυτού, εβαπτί-
> τού Ιησού Χριστού »· πιςτεύουσι δέ ευθύς,
ϊ σθησαν
και βαπτίζονται άνδρες τε καϊ γυναίκες.
κα'ς προσετέθησαν
τγ
ήμερα
τη Δ'. Κυριακής. Εύαγγέλίον της Έρχονται '_ό
Βαρνάβας και ό Παύλος εις
την Πάφον, διδάσκουσιν έκεϊ τοϋ θεοΰ τον . λόγον, πιστεύει δέ εύθύς ό ανθύπατος Σερ-
59
ημών παρελάβομεν διδάσκουσιν, οΰχ Γνα άκολουθήσωμεν
άλλα ηθη καϊ συνήθειας,
άλλ' Γνα ζώμεν κατά τά παλαιά ηθη και
γιος ό Παΰλος. Σημειώσατε δέ το τί έδίδα-
έθιμα τών χριστιανών, και όμως την σή
σκον τότε οί θείοι άπόςολοι τους άκροατάς
μερον καρπός σχεδόν ουδείς. Καθείς εύκολα
αυτών έδίδασκον αυτούς, Γνα άθετήσωσι
κατανοεί πόσην δυσκολίαν είχε τότε, και
την πατροπαράδοτον
πόσην εύκολίαν εχει την σήμερον ή υπα
αυτών πίστιν, και
δεχθώσιν άλλην την εις Χριστόν εδίδασκον
κοή είς τό ευαγγελικόν κήρυγμα, καϊ όμως
αυτούς, Γνα ύποταχθώσιν είς άλλον νόμον
την σήμερον καρπός σχεδόν ουδείς. Τοΰτο
τον εύαγγελίκόν, 6 στις
αληθώς θαυμασμού και απορίας άξιον.
ιδίου αυτών νόμου·
ην ενάντιος τοϋ
προέτρεπον
Τότ«, λέγουσί τίνες, έκαρποφόρει δ λό
αυτούς ,
Γνα εγκαταλίπωσι τα συνειθισμένα αυτών
γος τοΰ θεοΰ, επειδή έστήριζον αύτάν τά
ήθη, καϊ έναγκαλισθώσιν άλλα τά χριστια
θαύματα· έπίστευσαν σχεδόν τρεΐς χιλιάδες π?^5·
νικά, άλλον βίον, άλλας συνήθειας, άλλο
ψυχαι είς την πρώτην διδαχήν τοΰ Πέτρου,
πολίτευμα, το πνευματικόν άντι τοϋ σαρ
επειδή
κικού, το ουράνιο ν αντί τοϋ επιγείου. Και
σαντίς τούς αποστόλους, αιφνιδίως λαλοΰν-
όμως άκούοντες τό ευαγγελικών κήρυγμα ,
τας διαφόρους
ήρνοΰντο την πάλαιαν και πάτριον αυτών
την δευτέραν διδαχήν τοΰ αύτοΰ άποστό- «ύτ. ϊ,
θρησκείαν,
και έδέχοντο την νέαν και ξέ-
λου σχεδόν πέντε χιλιάδες, επειδή ειδον
κατεφρόνουν την έλευθερίαν
τον έκ κοιλίας μητρός αύτοΰ χωλόν καϊ
την έκ τών νόμων αυτών, και εβαλλον τόν
βασταζόμενον, περιπαντοΰντα καϊ πηδών-
τράχηλον αυτών ύποκάτω είς τον ευαγγε
τα·
λικών τοΰ Κυρίου ζυγόν άπεστρέφοντο τάς
και γυναίκες είς τό κήρυγμα τοΰ αποστόλου
ήδονάς της σαρκός και πάσαν σωματικήν
Φιλίππου, επειδή, « Πολλών τών εχόντων π?<ίζ. β,
τρυφήν και άνάπαυσιν, καϊ ετρεχον είς τούς
» πνεύματα
διωγμούς, είς τούς αγώνας, είς τούς κινδύ
» φωνη, εξήρχετο- πολλοϊ δέ παραλελυμένοι
νους, είς τον θάνατον.
» καϊ χωλοί εθεραπεύθησαν »· έπίστευσεν
νην πίστιν
έπίστευσαν
και έξέστησαν, άκού-
γλώσσας·
έπίστευσαν εις
έν τη Σαμάρεια άνδρες
ακάθαρτα,
βοώντα
μεγάλη
λόγος
ό άνθύπατος είς την διδαχήν τοΰ Παύλου,
άναγινώσκεται, και όμως
έπειδή εΓδεν, ότι ή κατάρα αύτοΰ έτύφλω-
Την σήμερον και διδάσκεται ό τοΰ θεοΰ, και
έθαύμασαν
καρπός σχεδόν ουδείς. Διδάσκουσι δέ την
σεν εύθύς τόν Έλύμαν τόν μάγον. Ναϊ ά- «4*. ι»,
σήμερον οί ιεροκήρυκες, ουχ Γνα άθετήσω-
ληθέστατόν έστιν, ότι τά σημεία καϊ θαύ
μεν την πατροπαράδοτον πίστιν, άλλ' Γνα
ματα συνήργουν καϊ έβεβαίουν τό κήρυγμα,
φυλάξωμεν αυτήν άμόλυντον και άμώμη-
ως μαρτυρεί ό ευαγγελιστής Μάρκος, λέ
τον διδάσκουσιν, ούχ Γνα δεχθώμεν άλλον
γων
νόμον νεοφανή, άλλ' Γνα φυλάξωμεν τον
» π^-νταχοΰ τοΰ Κυρίου συνεργοΰντος καϊ
χριστιανικόν νόμον, 8ν υπό τών πατέρων
α Εκείνοι
δέ εξελθόντες
έκήρυξαν η;μ ι& 4°'
Ομιλία
40 ϊ τον λόγον
μετά" το κατά Λουκαν
βεβαιοΰντος διά τών έπακο-
ϊ λουθούντων σημείων %.
» ουκ ολίγοι ».
Θαύμα ουδέν βίδον οί Α
θηναίοι, και δμως επίστευσαν εις το κή
'Αλλά πρώτον μεν βλέπομεν, δτί πολ λοί επίστευσαν, μη ίδόντες θαύματα. ΠοΤον
ρυγμα τού Παύλου « Και Διονύσιος ό 'Αρεο- «Δ*. ι7, 34. » παγίτης, και γυνή ονόματι Δάμαρις, και
πΡάξ. 8, θαύμα ειδεν « Ό Αίθίοψ ευνούχος, δυνάςης
έτεροι συν αύτοϊς ». Ποιον θαύμα εποίησβν
"ϊί*' » Κανδάκης της βασιλίσσης Αιθιόπων, δταν
ό Ιωάννης ό βαπτιστής, δταν
εκήρυττβ
6 πανεύφημος Φίλιππος, άνοίξας το στόμα
και έλεγε· δ Μετανοείτε· ήγγικε γαρ ή βα- μ«. ί,
αυτοΰ και έρμηνεύσας την ($ήσιν του προ
7) σιλεία τών ουρανών } » ουδέν, και δμως
φήτου Ήσαΐου, « Εύηγγελίσατο αύτω τον
« τότε έξεπορεύετο προς αύτον Ιεροσόλυμα
% Ίησοΰν » } ουδέν θαύμα ειδε, και δλως
» και πάσα ή περίχωρος τού Ιορδανού, και
άκουσας την του Φιλίππου έρμηνείαν επί-
» έβαπτίζοντο βν τω Ιορδάνη υπ' αυτού,
στευσεν ευθύς και εβαπτίσθη. Ποιον θαύμα
» έξομολογούμβνοι τάς αμαρτίας αυτών ».
«4τ. ιι, ειδον οί 'Αντιοχεΐς, δτβ α "Ανδρες τινές 3β' 21 ' » Κύπριοι και Κυρηνάΐοι ελάλουν προς τους
' '
Δεύτερον^δέ, εάν τά θαύματα είχον τήν δύναμιν τού πείθειν και επιστρέφεις έπρε
ί έχει έλληνιστάς, βύαγγελιζόμενοι τον Κύριον Ίησοΰν » } θαύμα ουδέν ειδον, καϊ όμως « Πολύς
αριθμός
πιστβύσας
» επί τον Κύριον ».
επέστρεψαν
πε πάντες, όσοι εΓδον θαύματα νά επιστρέψωυι· καϊ δμως ό Φαραώ ειδε θαύματα και πολλά και μεγάλα, άλλ' αντί νά πιστεύση,
Ποιον θαΰμα είδον ο; έσκληρύνθη· εάν τά θαύματα ειχον της ε
εν Αντιόχεια της Πισιδίας, δτε ό Παύλος πιστροφής τήν δύναμιν, επρεπεν, όσοι είδον καϊ ό Βαρνάβας παρρησιασάμενοι εδίδαξαν τά θαύματα τού Ιησού Χριστού, νά πιςΐύαυτούς την εις Χριστόν πίστιν } ουδέν, καϊ σωσιν εις αυτόν
ήμεις δέ βλέπομεν, δτι
όμως οί έκεΐ εθνικοί, άκούοντες το κήρυγμα, οί μεν
φαρισάϊοι, ίδόντες τον άλαλον καϊ
π?βξ. υ, α «χαΐρον και έδόξαζον τόν λόγον του Κυδαιμονιζόμενον θεραπευθέντα
ύπο του Ιη
» ριου, και επ:στευσαν όσοι ήσαν τεταγμβσού Χριστού, 2 νοι εις ζωήν αίώνιον ».
ελεγον
« 'Εν τω άρχοντι κ«. 9,
Ουδέν θαύμα ειδον » τών δαιμονίων έκβάλλει τά δαιμόνια »· Λο<«. ι3,
οί
εν Ίκονίω, δτε
οί αύτοι Παύλος καϊ ό δέ άρχισυνάγωγος, ίδών τήν συγκύπτου-
Βαρνάβας, είσελθόντες
εις τήν έκβΐ συνασαν ήνωρθωμένην^ αντί νά πιστεύστ) ήγα-
γωγήν, ελάλησαν τού θεού τον λόγον και νάκτει· ημ\. 14, όμως πολύ πλήθος
πάλιν τινές μέν
τών
ίδόντες τον έκ γενετής τυφλόν 1
φαρισαίων,
« Ιουδαίων τβ και 'Ελ-
» λήνων » επίστευσε·
βλέποντα,
Θαύμα ουκ ειδον οί ουκ επίστευσαν, άλλ' ελεγον περί τού Ιη
κατοικούντες τήν Βέρροιαν, και δμως δταν σού Χριστού- α Ούτος ό άνθρωπος ουκ εστι
9, «
ό Παύλος καί ^ό Σίλας εδίδαξαν εις τήν εν » παρά τού θεού, ότι το σάββατον ού τη«ϋτ. π, αύτη συναγωγήν τών Ιουδαίων β Έδέξαν1·, 12. ' , » το τον λόγον μετά πάσης προθυμίας, καϊ
» ρει »· οί δέ Ιουδαίοι οί ίδόντες τό αυτό θαύμα ουκ επίστευσαν, άλλ' ελεγον « Ή- *&τ. 2*.
ϊ πολλοί έξ αυτών βπίστβυσαν, και τών » μεΐς οιδαμεν, δτι ό άνθρωπος ούτος άμαρ2 Ελληνίδων τών βύσχημόνων, και ανδρών » τωλός έστι »· και συνεφώνησαν, « Ίνα, «*Τ·
Εΰιγγέλιον τής Δ. Κυριακής.
41
> «άν τις αύτόν όμολογήσν) Χριστόν, άπο-
9 καϊ ποιβϊτε·
> συνάγωγος γένηται ».
ϊ ποιείτε· λέγουσι γάρ, και ού ποιοϋσιν β.
Τινές πάλιν
κατά δέ τά Ιργα αύτών μη
λέγουσιν, δτι δ λόγος του
Ούκ άρνούμεθα ήμεΐς, δτι, δταν δ" Σερο-
θεοΰ την σήμβρον ού καρποφορεί, επειδή
κήρυξ Ιχη άρετήν και άγιότητα, τότβ ό
τά Ιργα. τοΰ Σεροκήρυκός είσιν ανάξια τοΰ
λόγος αύτοΰ καϊ διά τήν χάριν, ην αύτός
κηρύγματος και εναντία της διδασκαλίας
Ιχει παρά θεοΰ, καϊ διά τήν ύπόληψιν, ην
αυτού· τοΰτο φαίνεται, ότι έπιβεβαιοΐ και
οί άνθρωποι εχουσι προς αύτόν, καϊ συνερ
ί"»<». 6, ά. μακάριος Παΰλος, λέγων α Ό ούν διδά-
γεί προς τήν επι^τροφήν τοΰ πεπλανημένου,
» σκων έτερον, σεαυτάν ού διδάσκεις } ό
και ωφελεί προς τήν διόρθωσιν τοΰ άμαρτω-
> κηρύττων μη κλέπτειν, κλέπτεις ^ ό λέ-
λοΰ, αλλά λέγομεν , δτι ούδέ ή άγιωσύνη
» γων μην μοιχεύειν, μοιχεύεις ^ ό βδελυσ-
τοΰ ίεροκήρυκός έ~ι το αίτιον, ούδέ ή κακία
ι σόμενος τά είδωλα, Σεροσυλεις
αύτοΰ τό εμπόδιο ν τη; καρποφορίας τοΰ κη
Ό μέν
απόστολος Παΰλος ουκ είπεν, ότι ό λόγος
ρύγματος· καθώ; ούδέ τής καρποφορίας τοΰ
τοΰ θεοΰ μένει άκαρπος, επειδή ό διδάσκων
σπόρου ή εύμορφία και το κάλλος τοΰ γε-
αυτόν έστιν ανάξιος, καϊ εχει Ιργα εναντία
ωργοΰ, ούδέ τής άκαρπίας ή δυτμορφία και
της διδασκαλίας αυτού, άλλα μόνον έξή-
το άσχημον τοΰ προσώπου αύτοΰ. Έάν ό
λεγξβ καϊ κατησχυνε τον φαυλόβιον διδά-
λόγος τών άγίων μόνος είχε δύναμιν έπι-
σκαλον τον διδάσκοντα μέν τους άλλους,
ςρέφουσαν τούς άπίςΌυς, και έπανορθοΰσαν
μη φροντίζοντα δέ περι της ιδίας διορθώ
τού; άμαρτωλούς, έπίστευεν δλος ό κόσμο;,
σεως· ό δε Κύριος καϊ δεσπότης των άπάν-
δταν εδίδασκον αύτόν οί άγιοι πατέρε; ,.
των
έλάλησε περι της υποθέσεως ταύτης
έπίστευεν δλο; ό κόσμο;, δταν έκήρυττον
καθαρώς και έκπεφασμένως. Οί γραμματείς
αύτόν οί άγιοι τοΰ θβοΰ άπός·ολοι, έπίς·:υ3ν
καϊ οί φαρισάϊοι ήσαν πονηροί, ψεΰσται ,
δλος ό κόσμος ,
φθονεροί, δόλιοι· πολλάκις «κφωνήσας κα-
άγιος τών άγίων, ό υίό; και λόγος τοΰ θεοΰ
ν«τ. 23, αυτών ό θεάνθρωπος τό « Ούαϊ ύμιν , ι3' 16' 5 γραμματείς και φαρισάϊοι 3), κατέκρινεν
δταν έκήρυ;εν αύτόν ό
τοΰ ζώντο; , ό Κύριος ημών Ίησοΰς Χρι στός. Ήμεΐς δέ βλέπομε ν, δτι πολλοί καϊ εξ
αυτού; ώς ύποκριτάς
καϊ μωρούς καϊ τυ
αύτών τών άκουτάντων από τοΰ στόματος
φλούς· δμως ού μόνον ούκ εΓπεν, Ό λόγος
αύτοΰ τοΰ Κυρίου Ίησοΰ Χριστοΰ τής άλη-
ό ύπ' αύτών κν,ρυττόμενό; έστιν ανωφελής
θείας τό κήρυγμα, ούδόλω; ώφελήθησαν.
καϊ άκαρπος διά την άναξιότητα αυτών , άλλα καϊ παρήγγειλε Ιουδαίους , Γνα
και προέτρεψε τούς
άκούωσι
Άλλά διά τί περϊ ταύτης τής ύποθέσεω; ενστάσεις
και άπορίαι, καϊ άπαντήματα
τον υπ' αύτών
και λύσεις } Άπήντησεν εις πασαν ενς-ασιν,
διδασκόμενον λόγον, και φυλάττωσι πάντα,
και έλυσε πάσαν περϊ τούτου άπορίαν ή
όσα αύτοι
διδάσκουσιν, άπέχωσι δέ και
σήμερον άναγνωσθεΐσα τοΰ άγιου εύαγγε-
μ»τ 28, άπος-οέφωνται τάς τούτων, πράξεις· « Πάν3. Μ » τα, όσα άν ειπωσιν υμιν τηρεί ν, τηρείτε
λίου παραβολή, και ή έξήγητις αύτής , ήν
(ΚΥΡΙΑ Κ. ΕΓΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ Β'.).
ούδέ άνθρωπος ούδέ άγγελος, έποίησεν, άλ-%
Όμιλία μετά το κατά Λουκάν 42 λ' αύτη ή ένυπόστατος του θεού σοφία καί
πέτραν, άκανθαν καί γήν καλήν καϊ άγα-
δύναμις, ό Κύριος ήμών Ίησοΰς Χριστός.
θήν ταύτά είσι τά άληθινά της άκαρπίας
Αυτός , αρχόμενος
της παραβολής, εΓπε
και εύκαρπίας τού
λόγου αίτια, και ουχι
πρώτον α Έξήλθεν ό σπείρων του σπεΐραι
άλλα , όσα ήμέΐς
φανταζόμεθα. Επειδή
ί τον σπόρον αύτοϋ »· ουκ ειπεν, Έξήλθεν
δέ τήν σήμερον πάντες εσμέν ή όδός πεπα
ό δίκαιος, ή εξήλθεν ό ζηλωτής και ενάρε
τημένη ύπο τών παθών καϊ τών δαιμόνων,
τος, άλλ' ειπεν απλώς, € Έξήλθεν ό σπεί
ή πέτρα κατάξηρος καϊ άμοιρος ίκμάδος ,
5 ρων του σπεΐραι τον σπόρον αυτού ι. Εάν " 1 ούν ό διδάσκαλος σπείρη άληθινόν σπόρον ,
ήγουν γυμνοί πάσης
καϊ ουχί φθοροποιά ζιζάνια, ήγουν
ματικών μεριμνών καϊ πάσης ματαιότητος,
εάν
άκανθα,
καλής διαθέσεως, ή
ήγουν πλήρεις κοσμικών καϊ σω
διδάσκη τά ορθά δόγματα και τούς θείους
ήτις καταπνίγει πάν σωτήριον νόημα· πά
νόμους, ουχι
νυ
και
τάς
δέ τά αιρετικά φρονήματα
τών ανθρώπων
τούτο αρκεί
δεισιδαιμονίας,
εκ μέρους τού
διδάσκοντος
προς τήν καρποφορίαν τού λόγου, καϊ ουδε
δέ
ολίγοι καϊ
σπανιώτατοί είσιν
οί
έχοντες καλήν και άγαθήν διάθϊσιν, διά τοΰτο
ολίγον βλέπομεν και σπανιώτατον
τον καρπόν τού λόγου.
τον
Χριςιανέ, λοιπόν, εάν, όταν διδάσκηται
βίον καϊ τήν πολιτείαν αυτού. Τούτο δέ
ό λόγος τοΰ θεού, ό νούς σου ουδόλως προσ-
μόνον ΰπέθετο ό Κύριος περϊ τών πονηρών
έχη, ?να
καϊ διεστραμμένων γραμματέων καϊ φαρι-
λ' ένθεν κακεΐθεν περισπαζόμενος προσηλοΰ-
μία ανάγκη εστίν, Γνα έξετάζωμεν
3, σαίων όθεν ειπεν « Έπϊ της Μωσέως κα-
κατανοήση τά λεγόμενα, άλ
ται εις άλλα νοήματα, ή εάν, όταν διδά
καϊ οί
σκηται ό λόγος τοΰ θεοΰ, τότε άμελη*ς και
αύτοι μεν
νυςάζης, τότε σύ υπάρχεις όδός· τότε όρων
διδάσκουσι τά δόγματα και τούς νόμους
ό εχθρός σου ό διάβολος, ότι διά τήν άπροσ-
τού Μωϋσέως, διά τούτο πάντα, όσα διδά
εξίαν σου ό λόγος ουκ εισέρχεται εις τον
σκουσι, φυλάττετε αυτά καϊ ποιείτε· επει
νοΰν σου, άλλά πίπτει μόνον εις τά ώτά
δή δέ διδάσκουσιν, άλλ' ου ποιοΰσιν εργα
σου , ευθύς αρπάζει αύτόν καϊ διασκεδάζει,
κατά τήν διδασκαλίαν αυτών , διά τούτο
ίνα μή είσελθών είς τον νοΰν σου έπειτα
ύμεΐς μή ποιείτε κατά τά εργα αυτών.
και είς τήν καρδίαν σου, καρποφορήση τήν
3 θέδρας έκάθισαν 2 φαρισάϊοι
>·
οί γραμματείς
επειδή, λέγει,
Μβτά δέ ταύτα εφανέρωσεν ό Κύριος
έπιστροφήν σου· $κ τούτου δέ μένεις άκαρ
τρία μέν της άκαρπίας τού λόγου τά αί-
πος και άδιόρθωτος.
τια,
άκούσης
τήν άπροσεξίαν, τήν όκνηρίαν
καϊ
Έάν ερχόμενος , ίνα
τον λόγον τού θεοΰ,
ουκ εχης
τήν τοΰ παρόντος βίου άπάτην? έν δέ τό
σκοπόν, £να διόρθωσης τά ήθη σου, άλλ' ίνα
αίτιον της εύκαρπίας, τήν καλοκαγαθίαν
άνακρίνης τοΰ διδασκάλου τήν
διό και διαμερίσας τούς άκροατάς τού λό
ουκ εχης σκοπόν, Γνα ωφβλήσης τήν ψυχήν
γου
εις τέσσαρας τάξεις, εθηκεν αύτοΐς
σου, άλλ' Γνα παρατηρήσης τήν ρητορικήν
μεταφορικά ονόματα, καλέσας αυτούς όδόν,
τοΰ λόγου τέχνης ή Γνα περιεργασθη~ς τους
μάθνισιν·
Εύαγγελίον της Δ'. Κυριακής. άκροατάς, ή ίνα εκπλήρωσης τήν συνήθειαν, τότε, καν προσεχής) καν
κατανοη~ς τά
43 * ποφορείς της αρετής τά καρποφορήματα. Λοιπόν αδελφοί μου, όταν ερχησθε εις
λεγόμενα, σύ υπάρχεις πέτρα· όθεν προκύ
την ίκκλησίαν, Γνα άκούσητ* τόν λόγον
πτει εις την καρδίαν σου τό τρυφερόν τοΰ
τοΰ θεοΰ, η όταν άναγινώσκητβ αυτόν εις
λόγου φυτόν, ήγουν όλίγη κατάνυξις· άλ-
τά βιβλία, μη γίνεσθε μηδέ
λ' ίπειδή ή καρδία σου ουκ βχει διάθεσιν
πέτρα, μηδέ άκανθα, άλλά καταστήσατε
πρός ύπακοήν τοΰ λόγου, ξηραίνεται , και
την καρδίαν υμών γην καλήν καί άγαθήν,
διασκεδάζεται ευθύς ή κατάνυξίς σου, και
γινώσκοντες, ότι ό θεός, ό πλάσας τόν
μένει άκαρποφόρητος. 'Εάν δε, όταν άκούης
άνθρωπον ελεύθερον, θέλει μεν πάντας σω-
τον λόγον τοΰ θεοΰ, δ/ης μεν
διάθεσιν
θ/,ναι, εύσπλαγχνος ών, ούδένα δε βιάζει,
διορθώσεως, και προσέχης, και κατανοη'ς τά
δίκαιος υπάρχων. Εύρε δε ή εύσπλαγχνία
λεγόμενα, έξελθών δε της εκκλησίας, άντΐ
αυτού τρόπον και μέσον, διά τοΰ όποιου
νά άναμελετησης όσα ήκουσας, καταβύθι
ουδέ βιάζει ουδέ αναγκάζει, άλλά προσκα
ζες εύθύς τον νοΰν σου εις τάς ματαιότη
λεί και προτρέπει· ό δε τρόπος και τό μέ
τας τοΰ κόσμου, και καταποντίζεσαι εις
σον εστι τό κήρυγμα τοΰ λόγου. Τόν λόγον
τάς ήδονάς της σαρκός σου, τότε σύ υπάρ
ό θεός άπ' άρχης μετήλθε πρός σωτηρίαν
χεις γη άκανθοφόρος- όθ*ν τότε ό μεν λόγος
των ανθρώπων, δι αύτοΰ προσκαλέσας και
του θεοϋ βλαστάνει εν σοι τα απαλά αυτού
προτρέψας τούς πρό τοΰ νόμου, τούς έν νό-
βλας-ήματα, κατανύγει δηλαδή την καρδίαν
μω, τούς μετά τόν νόμον , τους κατά τόν
σου, φέρει δάκρυα εις τούς οφθαλμούς σου,
καιρόν της ένσάρκου παρουσίας αύτοΰ, τούς
και σκοπόν διορθώσεως εις την ψυχήν σου,
μιτά την ενσαρκον αύτοΰ επιφάνειαν ελά-
άλλ' αί άκανθαι των ματαίων , φροντίδων
λησε δε και διά τοΰ προφορικού και διά
σου καΐ των σαρκικών ηδονών σου πνίγου-
γραπτού λόγου και
σι, και έξχλείφουσι και την κατάνυξιν, και
εμμέσως διά τών προφητών , διά τών άπο-
τά δάκρυα, και τον σκοπόν της μετανοίας
στόλων, διά τών άγιων πατέρων
και επιστροφής σου· και ούτως ό λόγος τοΰ
λόγου προεφήτευσε τα μέλλοντα, προεΐπε
θ:οΰ γίνεται έν σο: άτελεσφόρητος.
την σάρκωσιν τοΰ μονογενούς υιού αύτοΰ ,
Έάν δέ, όταν
άκούης τόν λόγον τοΰ
όδός, μηδέ
αμέσως αυτός ,
και
διά τοΰ
έδίδαξε της πίστεως τά δόγματα, παρέδω-
θεοΰ, και ό σκοπός σου εστίν ορθός, και ή
κε τά
προσευχή σου μεγάλη, καί ή εύλάβειά σου
τούς θείους νόμους, έδωκε τάς άγίας παρα
πολλή, άκούσας δε τόν λόγον και κατανο-
δόσεις· ό λόγος αυτού Ιδειξε την όδόν τη?
ήσας αυτόν, μελετάς αυτόν συνεχώς και
σωτηρίας, περιέγραψε της απώλειας
συλλογίζεσαι
λόγου τά
κρημνόν, ύπεσχεθη την ούράνιον βασιλείαν,
νοήματα, τότί ό λόγος τοΰ θεοΰ γίνεται σοι
έφοβέρισε κόλασιν αίώνιον. Τό αυτό μέσον,
ωφέλιμο:, τότε έκριζοΐς από της καρδίας
ήγουν τόν λόγον, μετέρχεται ό θεός άχρι
σου της αμαρτίας τά φυτά ,
της σήμερον, λαλών δια τών ποιμένων, διά
διά παντός τοΰ
καί καρ-
σωτηριώδη
μυστήρια, έφανέρωσε
τόν
44
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
των
διδασκάλων, διά των πνευματικών
πατέρων,
διά των βιβλίων διό άχρι της
προθυμίας μεν και σπουδής υπέρ της ακροά σεως του λόγου, προσοχής δέ και εύλαβείας
σήμερον ό λόγος τοΰ θεοΰ εχει την δύναμιν
εν τη" άκροάσει τοΰ
της επιστροφής των άπιστων, της διορθώ
άναμνήσεως μετά την άκρόασιν τοΰ λόγου-
σεως
ούτω γίνεται ή καρδία ημών γή καλή καϊ
των αμαρτωλών, της έπιστηρίξεως
λόγου, μελέτης και
τών ενάρετων διά του λόγου άχρι της σή
άγαθή· τοιουτοτρόπως ό λόγος καρποφορεί
μερον ή χάρις ενεργεί τό έλεος αύτης έφ' η
εν ήμΐν της άρετής τούς καρπούς, και γίνε
μάς· ώστε, άγαπητοί μου, εάν άπειθώμεν
ται πρόξενος της σωτηρίας εν Χρ^ς-ω Ίησοΰ
εις
τώ Κυρίω ημών, ω ή δόξα [ καϊ το κράτος
τον λόγον τοΰ
θεοΰ, και ούδεμίαν εξ
αύτοΰ λαμβάνωμεν ώφέλειαν, ούδεμίαν ελ
εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
πίδα εχομεν σωτηρίας. Ανάγκη λοιπόν έςι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΈΙΣ ΤΟ Κ.ΑΤΑ.
Λ
Ο
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ψυχ. χ. 7. ϊί^ην. 2, 4. χ. 4. Α(χ?ρ. 2. Κ. ιίς τον Αιυχ. Γρ"Ύ- 6{ί.ιλ. 40.
Τ Κ ΤΗΣ
Α
Ε'.
Ν
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Ο μεν Τερτυλλιχνός καϊ οί άγιοι, Ειρη
εάν δε πάλιν συλλογισθη*ς όσας εχει μετα
ναίος Λουγδούνων καϊ Αμβρόσιος Μεδιολά-
φοράς, και άλληγορίας, καϊ τον πλούσιον
νων και Γρηγόριος ό 'Ρώμης, ό καλούμενος
εισαγόμενον χωρϊς ονόματος διά τοΰ α Άν-
Διάλογος, καϊ άλλοι ίστορίαν ένόμισαν την
ϊ θρωπός τις », ετι δέ και το ότι προ της
σημερινήν
κρίσεως παρίστησι τον μέν Λάζαρον εις
τοΰ - ευαγγελίου διήγησιν ό δε
τοΰ Πλουσ. θείος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, και ό έν χαϊ τοΰ Ααζοίίου. άγίοις Αλεξανδρείας Κύριλλος, και ό Βουλ Κ,ύριλλ ·ίς την Σ(ΐρ. ·!( τό χατά γαρίας Θεοφύλακτος, και άλλοι παραβολήν Α««χ. τήν αυτήν διήγησιν άνεκήρυξαν. Αληθώς
τοΰ Αβραάμ τούς κόλπους, τον δέ πλού σιον εις τον ο?δην, αποφασίζεις, ότι [παραβολίκώς έλάλησεν ό θεάνθρωπος τά σήμερον άναγνωσθέντα
λόγια. Άλλά τήν άπορίαν
δέ, εάν στοχασθη~ς τήν φαινομένων όλιγό-
ταύτην κατά κράτος έλυσαν τά άναφανέν-
τητα τών μεταφορών καϊ τών άλληγοριών,
τα τοΰ ευαγγελίου παλαιά χειρόγραφα, έν
τον τρόπον της ιστορικής
οΓς προ τοΰ « Άνθρωπος τις ήν πλούσιος » {δρ*Τ*ί
διηγήσεως, τό
κατ' όνομα τοΰ Λαζάρου πρόσωπον, σχε
κείνται ταΰτα τά λόγια·
δόν πείθεσαι, ότι ή διήγησίζ εστίν ιστορία·
» έτερα* παραβολήν
« Είπε δε καϊ Ί*·"^·
Άνθρωπος
τις
.ήν Α"'·
Ευαγγέλ:ον τής Ε'. Κυριακής.
45
) πλούσιος κτλ. ». Σκοπός δέ τής παραβο λής εστίν
ή παράστασις τής καταδίκης
Πτωχός δέ τίς ην, όνόματί Λά-Α.«*.ιβ, ζαρος, δς έβέβλητο προς τον πυλώα°'
των φιλήδονων και άσπλάγχνων πλουσίων, να αύτου ήλκωμένος,
καί έπίθυμών
«.
και της δόξης εκείνων, οίτινες καρτβρικώς χορτασθήναί άπ6 τών
ψίχίων, τών
ύποφερουσι την πτωχείαν και την άσθέπίπτόντων
άπο
τής τραπέζης τοΰ
νειαν. Όστις μετά πίστεως κα'ι εϋλαβείας πλουσίου*
άλλα κα: οί κύνες ερχό
άκούση ταύτην την ούράνιον διδασκαλίαν , έάν μεν πλούσιος ύπάρχη, γίνεται εγκρατής
μενος άπέλείχον τά ελκη αύτου.
καΐ ελεήμων εάν 3έ πτωχός και ασθενής , Διά ποίαν άράγε αίτίαν εσιώπησβ μέν γίνεται ανδρείος καί ύπομονητικός.
το τοϋ πλουσίου όνομα, έφανέρωσε δέ το του πτωχούς
Α7,·'·'
Είπεν
ό Κυρεος*
Γνα δείξη ανάξια τής τοϋ
άνθρωπος τις θβοΰ μνήμης τά ονόματα
τών
πονηρών
ην πλούσιος, και ένεδίδυσκετο πορανθρώπων, οΓος ή ν ό τής παραβολής ταύ φύραν
καί βύσσον,
εύφραίνόμενος της πλούσιος, άξια δέ μνήμης θείας τά
καθ
ήμέραν λαμπρώς.
τών δικαίων, οίος ήν ό πτωχός Λάζαρος.
Έβαπτον τούς παλαιούς
καφούς διά
Τών αμαρτωλών τά ονόματα μόνον εν τη
βαφής εκ των κογχυλίων κατεσκευασμένης
γη* μνημονεύονται και έν τοις τάφο:ς αυτών
τά ενδύματα, και ώνόμαζον αυτά πορφύρας
γράφονται·
εκ τοϋ πορφυρού χρώματος τής κογχύλης·
α αυτών έπι τών γαιών αύτών >·
βύσσος δέ έλέγοντο τά έξ Ινδίας λινά ιμά
ονόματα τών δικαίων γεγραμμένα εΐσϊν έν^^ιο,
τια· ήσαν δέ έν τοις καιροΐς εκείνοις πολυ
τοΐς
τιμότατα
πονηρών τά δνόματα ουδέ τής διά στόμα
τά τοιαύτα ενδύματα. Ούτος
« Έπεκαλέσαντο τά ονόματα «τλ 4»,
ούρανοΐς, και έν βίβλω
τά δέ
ζωής. Τών*:)ι*· *.
ουν ό πλούσιος, δστις σημαίνει πάντα φι-
τος προφοράς άξια εκρινεν ό προφητάναξ
λήδονον και άσπλαγχνον πλούσιον, ενεδύε-
Δαβίδ· « Ούδ' ου μη μνησθώ, έλεγε, τών <τ«α. ιβ,
το ιμάτια
ί ονομάτων αύτών διά χειλέων μου ΰ· τά δέ
πορφυρά
κα'ι
βύσσινα ,
και
εύφραίνετο ουχί ενίοτε, αλλά καθ* έκάστην
τών αγαθών ονόματα άξια μνήμης καί τι
ήμέραν λαμπρώς, ήγουν μεγαλοπρεπώς, καϊ
μής παρά τω θεώ έκήρυττε· « Καϊ έντιμον ·*». 75,
πολυτελώς, και πλουσιοπαρόχως, τράπεζαν
ΰ τό όνομα αύτών ενώπιον αυτού ». Βλέπε
έχων πολλών καϊ ποικίλων βρωμάτων και
δέ πώς εις τό πρόσωπον τοϋ. Λαζάρου συ
ποτών
νάπτει πολλά και σφοδρά πάθη, εις δέ τά
πλήρη, και μουσικά όργανα , και
άσματα ,
και χορού;,
και παίγνια, και
τοϋ πλουσίου τον πλοϋτον και τάς καθ* ή
άλλα τοιαύτα, όσα άχρι τής σήμερον βλέ^-
μέραν τρυφάς, Γνα, και τοϋ πτωχού τή\
πομεν εις τάς αύλάς τών φιλήδονων και
ύπομονήν καί τοϋ πλουσίου την σκληρότη -
φ ιλοδόξων πλουσίων, τών θεοποιούντων την
τα μαθόντες, τοϋ μέν μιμησώμεθα τό καρ-
γαστέρα και δουλευόντων τάϊς ήδονάϊς τής
τερόψυχον, τοϋ δέ φύγωμβν τό σκληροκάρ-
σαρκός αυτών.
διον. Πτωχός ό Λάζαρος· αλλά τοσούτον
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν
46
πτωχός, ώστε επεθύμει των ψιχίων τών
σημαίνει δέ ό κόλπος τοϋ Αβραάμ ^ και
πιπτόντων άπο της τραπέζης τοϋ πλου
διά τί ούκ ειπε και περί τοϋ πτωχοϋ τό
σίου- πτωχός, αλλά και άπορος, ώστε, μή
ετάφη, καθώς και περι τοϋ πλουσίους Ό
εχων μηδέ οΐκίαν μηδέ στέγην, κατέκειτο
κόλπος τοϋ Αβραάμ σημαίνει την περιο
εις την αύλήν του πλουσίου* πτωχός και
χήν τών άγαθών, « '\\ ήτοίμασεν ό θεός ι. κ*?.
ασθενής-
ού μόνον δέ ασθενής, άλλα και
» τοις άγαπώσιν αυτόν »· κόλπον δέ ταϋτα
τετραυματισμένος και άκίνητος, ώστε οί
ώνόμασεν, επειδή καθώς ή ναύς, φθάσασα
σκύλακες ερχόμενοι ελειχον τά τραύματα
εις τον λιμένα, ησυχάζει από τής ταραχής
αύτοϋ· τοσαύτα δέ πάσχων ουδέ εβλασφή-
τής πολυκυμάντου θαλάσσης, ούτω και ό
μησεν, ουδέ έμέμφθη της θΐίας προνοίας, οΰδέ
δίκαιος, καταντήσας εις τά αγαπητά τοϋ
εκατηγόρησε του πλουσίου την άσπλαγ-
Κυρίου σκηνώματα, άναπαύβται από τής
χνίαν, άλλ' ώς άλλος Ίώο ύπέμ-ινε καρ-
ζάλης τοϋ πολυταράχου βίου. Τοϋ Αβραάμ
τερικώς και άνδρειοφρόνως. Τοΰτο δέ φανε
δέ κόλπος λέγεται ή θεία μακαριότης, ε
ρόν εστι, διότι, εάν μη υπήρχε τοιούτος,
πειδή ή έν τω σταυρω θυσία τοϋ σώματος
ούκ εσυνώδευον την ψυχήν αύτοϋ οί άγ
τοϋ
γελοι εως τών κόλπων τοϋ Αβραάμ. Ό δε
αυτής εις τους δικαίους· τό δέ τοϋ Κυρίου
πλούσιος, τά πορφυρά και βύσσινα ενδεδυ-
Ιησού σώμα εκ τοϋ σπέρματος τοϋ Α
μένος, και άβροδιαίτοις
βραάμ,
τραπέζαις καθ' ή-
Ίησοϋ
Χριστού
ήνοιξε την
θύραν
ήγουν .εκ τής άγίας παρθένου,
μεραν εύ^ραινόμενος, βλέπων τον Λάζαρον
συνέστη·
πάσχοντα τοσαΰτα
ϊ λαμβάνεται, αλλά σπέρματος Αβραάμ
ελεεινά
πάθη,
ουδέ
α Ού γάρ δήπου άγγέλων έπι-
είσήγαγεν αυτόν εις τον οίκον αύτοΰ, ουδέ
ί επιλαμβάνεται 2.
βδωκεν αύτώ ποτε
περι τοϋ πλουσίου καϊ ουχί περί τοϋ πτω
ιμάτιο ν η τροφή ν, ουδέ
Είπε
δέ τό
ετάφη
ανέλαβε μικράν φροντίδα περί της ασθε
χοϋ, επειδή μετά θάνατον ή μέν ψυχή τοϋ
νείας
πλουσίου
αύτοϋ,
ουδέ καν έδίωξεν άπο της
κατέβη
εις τον αδην, ούτινος
αυλής αύτοϋ τους σκύλακας, τους λείχοντας
σύμβολον ό τάφος, ώς τόπος υπόγειος και
τάς πληγάς αύτοϋ.
σκοτεινός
και ζοφώδτ,ς· ή δέ τοϋ πτωχοϋ
ού κατήλθεν εις τάν άδην, άλλ' άνέβη εις Εγενετο δέ
άποθανεΤν τον πτωτον
χόν,
κα: άπενεχθηναί
αύτον
κόλπον
τοϋ
Αβραάμ ,
όστις
ση
ύπο μαίνει τό αίώνιον φως και τήν θείαν μακα
τών
αγγέλων
εις τον
κόλπον του ριότητα. Έκ τών λόγων τούτων μανθάνο-
Αβραάμ,"
απέθανε
δέ και δ πλού μεν, ότι μετά θάνατον τάς μέν τών δικαίων
σιος, καί ετάφη. ψυχάς παραλαμβάνουσιν οί άγιοι άγγελοι, 'Λπέθανεν ό πτωχό;, άπέθανε και ό
και
κατατάσσουσιν
αύτάς
εις
τόπον
πλούσιος· και τον μ^ν πτωχόν παραλα-
άνέτεως, καθώς τή,ν τοϋ
Λαζάρου· αί δέ
βόντες οί άγγελοι εφερον εί; τον κόλπον
τών
καταβιβάζονται
τοϋ
εις τόπον βασάνου, καθώ; ή τοϋ πλουσίου.
Αβραάμ·
ό δέ πλούσιος ετάφη. Τί
άμαρτωλών
ψυχαί
2,
Εύαγγέλίον της Ε . Κυριακής. Σημείωσαι δέ, ότι ουδέ 6 κόλπος τοΰ Α
έν τοις τοΰ Αβραάμ κόλποις· και τόν μέν
βραάμ σημαίνει τό τέλειον της θείας δόξης,
Αβραάμ βλέπει ως άνδρα φιλόξενον, τόν δε
ουδέ
κολάσεως·
Λάζαρον ως πτωχόν ύπ' αύτοΰ μη ελεηθέν-
διότι μόνον μετά την δευτέραν τοϋ Κυρίου
τα , Γνα ή όρασις έκατέρου αύξάντ) την αΐ-
παρουσίαν, καϊ
σχύνην,
6 οιδης το τέλιιον της
την
παγκόσμιον
κρίσιν,
και της
άσπλάγχνου
καρδίας
και την δεσποτικήν άπόφασιν άπολαμ-
αύτοΰ την βάσανον. Τί δέ σημαίνουσιν αί
βάνουσιν οί μεν δίκαιοι της τελειότητος
φωναϊ τοΰ πλουσίου, και ή οικτρά δέησις ,
της θείας μακαριότατος, οί δέ αμαρτωλοί
καϊ ή δίψα } την ύπερβολικην και άφόρη-
της τελείας κολάσεως, τότε δηλαδή, όταν
τον βάσανον των κολαζομένων
έκφωνήσ/) ό Κύριος της δόξης εις μέν τους
και ούχϊ πολύ ύδωρ έζήτησεν, αλλά ρΌινίδα,
μ·τ. «, δικαίους
α Δεύτε οί ευλογημένοι του πα-
διά τοΰτο
ίνα τό ύπερβαλλον τοΰ πάθους παραστήση·
» τρός μου κληρονομήσατε την ήτοιμασμέ-
διότι,
> νην
και ή μικροτάτη παρηγοριά μεγίστη λογί
ύμΐν
βασιλείαν
άπό
καταβολής
·*τ. ι», $ κόσμου ί, εις δέ τους αμαρτωλούς, <ι Πο-
όταν καθ' ύπερβολήν
ζεται. Έκ τούτων
πάσχωμεν,
δέ μανθάνομεν,
ότι
» ρεύεσθε άπ' εμοΰ οί κατηραμένοι εις τό
ύπερβολική και άμετρος έστιν ή των κολα
» πΰρ τό αΐώνιον, τό ήτοιμασμένον τω δια-
ζομένων τιμωρία,
» βόλω και τοις άγγέλοις αύτοΰ ί. Άκού-
και γνωρίζουσι τούς δικαίους ού μόνον τούς
σωμεν νϋν τί πράττει ό ελεεινός πλούσιος
γνωστούς, άλλά βλέπουσι δέ
και ότι αύτοι βλέπουσι
και
τούς
αγνώριστους·
και αυτούς τούς ύπ' αυτών
εν τω άδη ευρισκόμενος. ΐ6,
Και
έν τω αδη,
οφθαλμούς αύτοΰ, σάνοις, όρα τον κρόθεν,
έπάρας
τους
υπάρχων έν βα-
Αβραάμ
και Λάζαρον
άπ6
μα
έν τοΤς κόλ-
άδικηθέντας, πλην μακρόθεν
διότι πολλά
μακράν άπέχουσιν από της
άπολαύσεως
της αιωνίου βασιλείας και δόξης. Βλέπει ό μέν πλούσιος ό άνελεήμων καϊ τόν Αβραάμ τόν φιλόξενον, και τόν μη ύπ' αύτοΰ ελεηθέντα Λάζαρον. ή δέ Ασελγής Αιγύπτια
?4.
ποις αύτοΰ'
και
αύτος
εϊκε'
Αβραάμ,
φωνήσας, καϊ τήν Σωσάνναν την σώφρονα, και τόν
πάτερ
έλεησόν με, Ιωσήφ, δν «πείραξε, και έσυκοφάντησεν ή
και
πέμψον Λάζαρον ,
Τνα βάψη δέ
τ6 άκρον του δακτύλου αύτοΰ
άδικος Ίεζάβελ
καϊ τόν Ήλίαν τόν
ύ δίκαιον, καϊ τόν Ναβουθαί, δν ηδί^ησεν ό
δατος,
και καταψύςη
την γλώσδέ Νέρων ό τύραννος κα» τόν Κωνσταντΐνον
σάν μου*
οτί όδυνώμαί έν τη φλοτόν
γι ταύτη. Ό πλούσιος υπό των του αδου βασά
ίσαπόστολον,
Παΰλον,
και
τόν
κα* τούς λοιπούς
ύπ' αύτοΰ φονευθέντας.
Πέτρον καϊ άγιους
τούς
Έπιβεβαιοΐ τήν
αύτοΰ άνω, βλέπει τόν Αβραάμ μακρόθεν
ίννοιαν ταύτην τοΰ Κυρίου ,ό λόγος· α Ό- |·<ή. ι», 37. ι ψονται, εί; δν έξεκέντησαν »· τοΰτο δέ
αύτοΰ έστωτα^ βλέπει δέ και τόν Λάζαρον
πλατύτερον βκφράζα ό σοφός Σολομών ,
νων τυραννούμενος, ύψώσας τούς οφθαλμούς
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν
48
Σ5?· 5. λέγων « Τότε στήσεται εν παρρησία πολ-
βάνοντες τά επίγεια αγαθά κολάζονται εις
δίκχιος κατά πρόσωπον των θλι-
την μέλλουσαν ζωήν, πάντες δέ οί έν τω
> ψάντων αυτόν, και των άθετούντων τοΰς
κόσμω πάσχοντες δοξάζονται έν ουρανω-}
» πόνους
ουχί· εκείνοι μόνοι οί πλούσιοι και ευτυχείς
» λη ό
αύτοΰ.
» φόβω δεινώ,
Ίδόντες, ταρα/θήσονται και
έκστήσονται επί τώ
κολάζονται, δσοι, καθώς
ό πλούσιος του
μετά
σημερινού ευαγγελίου, νομίζοντες τά δοθέν
τάς έλεεινάς φωνάς και δεήσεις έπέτυχεν
τα αυτοις αγαθά ίδια, και μηδέν μεταδί
αρά γε ό βασανιζόμενος πλούσιος της ζη
δοντες τοις πτωχοΐς, καταδαπανώσιν αυτά
τούμενης ύπ' αύτοΰ μικρότατης παρηγοριάς:
είς τάς ιδίας τρυφάς και απολαύσεις· τοΰτο
ουχί. Ακούσατε τί προς αυτόν άπεκρίθη ό
δέ έφανέρωσεν, έπειδή ουκ ειπεν, Άπέλαβες
Αβραάμ.
τά άγαθά, άλλ' α Άπέλαβες τά αγαθά
» παραδόξω τ?,ς θεωρίας 5.
Α»^ιβ,
Έ]πε δέ Αβραάμ."
Άλλα
τέκνον,
μνή-
» σου β, ήγουν εκείνα, δσα ώς ίδια αγαθά , και ώς σοι μόνω δοθέντα κατηνάλωσας ,
σθηπ, οτι απέλασες
συ τα αγαθά ουδέν δέ τοΐς πτωχοΐς μετέδωκας.
σου
έν τή ζωη σου,
δμοίως
καί Λάζαρος εκείνοι μόνοι οί πτωχοί και ασθενείς δοξά
ομοίως τά κακά*
νυν δέ οδε παρα ζονται έν ούρανοΐς , δσοι, ώς δ Λάζαρος ,
καλείται,
συ δέ όδυνάσαί.
Τέκνον ώνόμασεν δ Αβραάμ τον πλού-
θχοΰ καί την πτωχείαν ύπομένουσι και τ/,ν
σίον, καν δια την σκληρότητα της καρδίας
άσθένειαν. Διά τούτων δέ τών λόγων δείξας^
αύτοΰ ανάξιο; ην της τοιαύτης ονομασίας.,
δτι ουκ εστι δίκαιον το τοΰ πλουσίου ζή
Γνα φανέρωση, δτι
τημα, προστίθησι τό δτι καί ή τούτου
και μετά θάνατον ή
αγάπη και τό έλεος μένει εις την ψυχήν τών 1. Χ·3. 13, 8
μετά υπομονής κα'ι καρτερίας δί άγάπην
έκπλήρωσίς έςιν έργον άδύνατον, λέγων
δικαίων « Ή γαρ αγάπη ουδέποτε έκπίΚαί
επί
πάσί τούτοις
μεταξύ Α'-υ^6ι6·
ϊ.πτει- »· όθεν ού κακίζουσιν, ούδέ μισοΰσιν ημών κα: υμών χάσμα μεγα έστήεκείνοι τους αμαρτωλούς, άλλ' οι'κτείρουσιν ρίκταί,
δτυως
οι θέλοντες δίαβήνα*
αυτούς, και έλεοΰ^ι* τοΰτο δέ δηλοΰσι ταύ τα τά ήμερώτατα καί συμπαθές~ατα λόγια·
εντεύθεν
Τέκνον,
μηδέ
ένθυμήθητι, δτι σύ άπέλαβε; τά
αγαθά σου εν τγ) ζωή σου, και ό Λάζαρος όμοίω; τά κακά· διό δικαίως ό μεν Λάζαρος νΰν ευφραίνεται,
προς ύμας
οί εκείθεν
μή δύνανται,
προς ήμας δίαπε-
ρώσίν. Προς "τούτοις δέ πάσι , λέγει , τοΐς δι-
σα δέ βασανίζεσαι· τά
καίοις λόγοις και άλλος λόγος εστίν , όστις
αυτά δέ άλλαχοΰ έδίδαξεν δ σωτήρ ημών ,
εμποδίζει την έκπλήρωσιν τοΰ ζητήματος
Μ,-. · ειπών « Μακάριοι οί πενθοΰντες, δτι αυτοί 4 α*<«5 β, παρχκληθήσονται 2· καί, « Ούαί ύμιν οί
σου· « Μέγα χάσμα « ήγουν μέγα καί βαθύτατον κ.νόν διάς·ημα στερεώς κατεσκευ-
ϊ έμπεπλησμένοι, δτι πενθήσετε κα': κλαύ-
ασμέτΌν κείται μεταξύ ημών τών έν τνΓ
ϊ σετε ϊ. 'Λλλ' αρά γε πάντες οί άπολαμ-
θεία δόξη καί υμών τών έν βασάνοις· τοΰτο
Εύαγγέλίον της Ε . Κυριακής.
49
δέ γέγονεν, ίνα μηδέ οι μακάριοι: δύνωνται,
τόν πολυεύσπλαγχνον εις οίκτον και διά
καν θελωσι, διαπεράσαι εις τόν τόπον τών
τάς
καταδίκων, μηδέ οι κατάδικοι εις τον τόπον
ταύττ) δέ τη~ πίστει και τη ελπίδι οί μέν
των μακαρίων. Σημείωσαι δέ πρώτον, δτι
χρί^ΐανοί, έχοντες καϊ τό τών Μακαβαίων ϊ. μ«.
διά της παραβολής ταύτης
παράδειγμα,
έλάλησεν- δ
Κύριος περι των μελλόντων γενέσθαι
με
άμαρτίας τών κεκοιμημένων.
προσφέρουσι τάς
ΈπΙ
υπέρ τών
κεκοιμημένων συγγενών και φίλων ικεσίας
τά την τελευταίαν αύτοϋ παγκόσμιον κρί
και προσφοράς, ή δέ αγία τοϋ θεοΰ εκκλη
σιν
ενεστώτων
σία, άπος*ολικάϊς ακολουθούσα παραδόσεσιν,
δεύτερον, δτι
εκτείνει τάς χείρας αυτής, ακαταπαύστως
ειπών τό α δπως οί θέλοντες 2>, και σιωπή-
πρεσβεύουσα και κατ' όνομα και άνωνύμως
σας το εάν θελγι ό θεός, εδωκεν άφορμήν εις
υπέρ πάντων τών κεκοιμημένων ορθοδόξων
τον καθένα , ίνα νοήση, δτι ιδία μέν θελή
χριστιανών, καϊ αύτήν δέ προσφέρει τήν
σει ουδείς δύναται μεταβήναι έκ τον τόπου
άναίμακτον θυσίαν εις έξιλεωσιν της κατά
της βασάνου εις τόν τόπον της μακαριότη-
τών αποθανόντων αμαρτωλών θείας άγανα-
τος, εάν δέ ό θεός θέλτ) , καταστήσας διά
κτήσεως. Έπανελθωμεν νϋν έπϊ τό προκεί-
της τών άμαρτημάτων συγχωρήσεως άξιον
μενον, κατ άκούσωμεν τί άπεκρίθη ό άσυμ-
του παραδείσου
παθτ.ς πλούσιος, άκουσας δσα είπεν αύτώ
καϊ άπόφασιν,
ως περι
πραγμάτων. Σημείωσαι δέ
τόν άνάξιον, ποιεΐ την
τοιαύτην μετάθεσιν.
Τοΰτο
τό έργον ά
45.
ό Αβραάμ.
χρι της ημέρας της κρίσεως τγ μέν δικαιο Είπε δέ'
ερωτώ ουν σε, πάτερ, αο·«. ιβ;
σύνη αυτοΰ ουκ εστίν εναντίον, εις δέ την ίνα πέμψης αύτΌν εις τον οίκον του εύσπλαγχνίαν
αυτοΰ έστι
κατάλληλον· , πατρός μου'
εχω γαρ
πέντε άδελ-
άχρι της σήμερον ούδέ ό υιός του θίοΰ καφους'
δπως- δίαμαρτύρητα:
αύτοΤς,
τέβη έξ ούρανοϋ κρΐναι ζώντας καϊ νεκρούς^ ούδέ οί νεκροί άνεστάθησαν, ούδέ τά σώ
ίνα μη καί αυτοί
ματα, δ£ών έπραξαν την άρετήν ή την
τόπον τούτον της βασάνου.
κακίαν, τάΐς ίδίαις- ψυχαΐς ήνώθησαν, ούδέ
τον
Τί τούτος ό άσυμπαθέστατος γίνεται
ή κρίσις γέγονεν, ούδέ ή άπόφασις έξεφω-
συμπαθής } ελεεΐ
νήθη· ό δέ αμνός του θεοΰ ό αίρων την
αδελφών αυτού ό μή έλεήσας τήν ψυχήν
άμαρτίαν τοϋ κόσμου θύεται καθ' έκάς·ην
αύτοϋ, μηδέ προνοήσας υπέρ της σωτηρίας,
ήμέραν επάνω εις τών ορθοδόξων τά θυσια-
αυτής } Ναί· παρακαλεί τόν 'Άβραάμ, ίνα
ι.Κ'-ρ. ιι,στήρια, « Άχρις ου αν Ιλθ/] », ήγουν εως 26'
ελθωσίν εί'ς
καϊ προνοεί ύπέρ τών
εκ νεκρών άναστήσϊ)
τόν Λάζαρον, καϊ
της δευτέρας παρουσίας αυτοΰ τοϋ Κυρίου
πέμψη αυτόν είς^ τόν οΓκον τοϋ πατρός:
ημών Ίησοΰ Χριστού. Αύτη ούν ή θυσία ,
αύτοϋ , ίνα μαρτυρήσει τοΐς άδελφοΐς αίπ
ήτις, εν τω σταυρώ προσενεχθεΐσα, κατήλ-
τοϋ πόσην καταδίκην και βάσανον προξε^
λαξε τόν άνθρωπον μετά τοϋ θεού, διηνεκώς
νεΐ ή;άμαρτία, πόσην άνάπαυσιν καϊ δόξαν
εως της συντέλειας προσφερομένη κάμπτει
ή άρετή.
(ΚΥΡΙΑΚ.. ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β .)
Καϊ ή τοιαύτη δέ μεταβολή τής; Τ ·. ι
ί8·
50
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν
άσυμπαθείας τοϋ πλουσίου την υπερβολι
9 σπέρματος σου μη ύπερόψει 5. Τί δέ προς
κήν σημαίνει δριμύτητα της βασάνου· τό
ταΰτα άπεκρίθη ό πλούσιος }
ση ή βάσανος, ώστε έδυνήθη καταστήσαι 'ρδέεΤπεν' ουχί πάτερ Αβραάμ." ΑΜ,Χ3·01β» συμπαθή τον άσπλαγχνον, και προνοητικόν αλλ
εάν
τις
έκ νεκρών πορευθή
υπέρ των άλλων τον υπέρ της ψυχής αύπρος αυτούς, μ,ετανοήσουσίν. τοΰ άπρονόητον. Τίνα δε άρα σκοπον εχει ή παραβολή, είσάγουσα τόν πλούσιον
ζη>
Ό πλούσιος ούτος, όταν ήκουε τά λό
τοΰντα παρά τοΰ Αβραάμ τοιαύτα ζητή
για τής θείας γραφής, ουκ επείθετο· όθεν,
ματα
τώ ίδίω μέτρω και τούς άλλους μετρών^
σκοπον εχει έλέγξαι τους μη πει-
θομένους
εις τάς θείας
γραφάς, άλλά ζη-
έλεγε πρός τον Αβραάμ· ουχί, πάτερ Α
τοΰντας θαύματα· τοΰτο δέ φανερόν εστίν
βραάμ, ουδέ εις τά
έκ των έξης.
ύπακούουσιν, ουδέ είς τήν διδασκαλίαν τών
»
λόγια τοΰ Μωϋσέως
προφητών πείθονται^ άλλ' εάν τις έκ νε Αβυ3916'
Λεγε: Μωσέα
αύτω
Αβραάμ."
καί τους προφήτας'
εχουσί
κρών άναστρ, και πορευθείς πρός αυτούς
άκου-
κηρύξη μετάνοιαν, τότε επιστρέψουσιν από τών άμαρτιών αύτών.
σάτωσαν αυτών.
Ό δέ Αβραάμ ά
παντα πρός ταΰτα ούτως. Ουδεμία, λέγει, χρεία έστι της άπος-οΕίπε
δέ αύτω"
εΐ Μωσε'ως
καίΑ'υ3ΐ!β'
λής του Λαζάρου εις τον οίκον του πατρός σου·
έχουσι τά
των προφητών
βιβλία τοΰ Μωϋσέως και άκουσάτωσαν
τήν διδα-
τών προφητών δέ
ούκ άκούουσίν,
εάν τ:ς έκ νεκρών άναστΥ),
ούπει-
σκαλίαν αυτών, ήτις όδηγεΐ αυτούς προς κασθήσονταί. τόρθωσιν
>».
πάσης αρετής·
Αληθώς δέ και
ό προφήτης Μωϋσής περί πάσης αρετής ε-
-Όστις ου πιστεύει, ουδέ πείθεται εί,ς
λάλησεν, εξόχως δέ καΐ περί τής προς τούς
τά λόγια τής θείας γραφής, εκείνος ου πι-
πτωχούς
στεύσει, ουδέ πεισθήσεται, ουδέ εάν τις άνα-
συμπαθείας ενετείλατο, λέγων, τώ ά-
σττΓέκ τών νεκρών αυτη ές-'ιν ή άπόκρισι,ς
» δελφώ σου τω πένητι, και τω έπιδεομένω
τοΰ Αβραάμ πρός τό δεύτερον ζήτημα τοΰ
β τω έπι τής γης σου· »
και οί προφήται
πλουσίου. -Έστι δέ ή άπόκρισις αυτη αλή
δβ πάντες τούτο έκήρυξαν τό μάθημα, μά-
θεια αποδεδειγμένη, και ύπο τών πραγμά
λις-α ό προφήτης. Ησαΐας, δς·ις, εξελέγχων
των επιβεβαιωμένη· διότι και ό Αάζαρος ό
τούς Ιουδαίους^ τούς εις μόνας τάς νης·είας
τής Μάρθας
α Άνοίγων ανοίξεις τάς χείρας σου
και Μαρίας αδελφός ανέστη
7. ' αυτών θαρροΰντας, ειπε « Διάθρυπτε πει-
εκ τών νεκρών, και όμως οί αρχιερείς ουδέ
» *ωντι τόν άρτον σου, πτωχούς αστέγους
έπίστευσαν, ουδέ μετενόησαν, άλλ' έβου-
» «ίσάγαγε εις τον οίκόν σου· εάν Γδης γυ-
λεύσαντο άποκτεΤναι χρν Αάζαρον α Κοκ ί#/,' » πολλά σώματα τών κεκοιμένων άγίων *Ιι,Μ5>.'
? μνόν, πβρ£5αλβ, καΐ από τών οικείων τοΰ
Εύαγγέλιον της Ε'. Κυριακής.
» ήγερθησαν » είς τόν καιρόν του σωτηρίου
άνάστασις είς βεβαίωσιν τών πιστευομενων
πάθους του Χρίστου, <τ και εξελθόντες εκ
καϊ διόρθωσιν τών άμαρτιών ό λόγος τών
» των μνημείων,- μετά την εγερσιν αύτοϋ ,
θείων γραφών εστι βεβαιότερος της μαρτυ
> είσηλθον εις την άγίαν πόλιν, και ενεφα·* ϊ νίσθησαν πολλοίς »· και όμως οι Ιουδαίοι
ρίας τών εκ νεκρών άναστάντων διότι εςΊ πιότερος και αύτών τών αισθήσεων ημών, ως πανσόφως εδίδαξε-ν ό θεηγόρος Πέτρος.,
ουκ επίστευσαν, οΰδέ μετενόησαν , άλλ' εδίωκον, κα! άπέκτεινον τούς άποςόλους και
όστις, καν είδε πάντα τά θαύματα τοΰ
μαθητάς τοΰ Ίησοϋ Χρίστου. Ανέστη, εκ
Ίησοΰ Χριστού, καν είδε την μεταμόρφω-
των νεκρών και αυτός ό άρχηγός της σω-
σιν αύτοΰ, και ήκουσε την εξ ούρανοΰ φω-
Πράξ. ι,τηρίας, δ Ίησοϋς Χριστός, α και παρέςησεν 2 εαυτόν ζώντα μετά το παθεΐν αυτόν ενπολ-
νήν λέγουσαν
« Ούτός έστιν ό υίό? μου ό1*", 17,
» άγαπητός, εν ω ευδόκησα, αύτοΰ άκούει τε », ελεγεν όμως « Καί ταύτην την *» Π<Τ?·
» λοΐς τεκμηρίοις, δι ημερών τεσσαράκόντα
Μ"ί' ι*'
» όπτανόμενος αύτοΐς , καΐ- λέγων τά περί
9 φωνήν ήκούσαμεν έξ ούρανοΰ ενεχθέΐσαν,
» της βασιλείας τοΰ θεοΰ »· καΐ όμως οί αρ
ί σύν αύτώ όντες έν τω όρει τώ άγίω, καί
χιερείς και οί πρεσβύτεροι τών Ιουδαίων
» εχομβν
*πί'?δυσαν) ου^ε μετενόησαν, β άλλ' άρν γύρια ικανά έδωκαν τοις στρατιώταις ,
βεβαιότερον
τόν
προφητικόν
ί λόγον ». ΣημεΣωσαι δέ, ότι ή παραβολή αδτη
» λέγοντες· ΕΓπατε, ότι οί μαθηται αύτοϋ ,
παρίστησιν ού μόνον
ι» νυκτός ελθόντες, έκλεψαν αυτόν, υμών
βλέποντας καί
> κοιμωμένων ». 'Εάν δέ και την σήμερον
καίους, άλλά και τό εναντίον, ήγουν τούς
είς έκ τών νεκρών
δικαίους βλέποντας
άνίστατο, έγίνετο δε
τούς κολαζομένους
αναγνωρίζοντας τούς δι
και
άναγνωρίζοντας
τούτο κατά άκολουθίαν, πόσαι άμφιβολίαι,
τούς κατάδικους. Και τό μεν πρώτον εχει
πόσαι ερευναι , πόσαι συκοφαντίαι , πόσοι
προφανή τόν λόγον, διότι- τών καταδίκων
δισταγμοί, μη τις
ή βάσανος αυξάνει, όταν βλέπωσι τών δι
υποκριτής εστι
και
ψεύστης ό λέγων ότι ανέστη εκ νεκρών ,
καίων τήν δόξαν τό δέ δεύτερον άπορίαν
μήτι εστί πνεύμα· διότι και εξ αύτών τών
προξενεί· διότι , εάν οί δίκαιοι βλέπωσι καί
Ιωαίχ. 2ο, αποστόλων, ότε πρώτον ειδον τόν Ίησοΰν
άναγνωρίζωσι τούς κατάδικους, ακολουθεί
μ*τ.^8, Χρίστον άναστάντα,. άλλοι, μεν ήπίστησαν,
τό ότι θλίβονται, εύσπλαγχνοι όντες και
Λουχ. ι», άλλοι
φιλάνθρωποι· ή δε θλίψις
δε- έδίστασαν, άλλοι δε « έδόκουν
ί πνεΰμα θεωρείν ».
Προς τούτοις , εάν
σμικρύνει την
τελειότητα της χαράς καί της μακαριότη-
κατά καιρούς άνίστατό τις εκ τών νεκρών,
τος αυτών»
Ή απορία αΰτη δύο λύσεις
ό διάβολος , όστις επετηδεύθη φαντασιώδη
δέχεται· ιδού- ή πρώτη·
θαύματα εις τον καιρόν τοΰ Φαραώ, 8πδτη^
πουσιν όλως τούς εν τω αδτ} άμαρτωλούς·
δεύετο και φαντασιώδεις νεκρών άναςάσεις,
έρρέθη δέ τοΰτο δια τήν άκολουθίαν τοΰ
καί, δί αύτών διδάσκων όσα ήθελεν, επλάνα
παραβολικού λόγου, καν μή άρμόζϊ) είς τόν
πολλούς, Μάτην λοιπόν ζητείται νεκρών
σκοπαν της, παραβολής, καθώς
οί δίκαιοι ού βλέ-
καί τινα
Τ
Ερμηνεία
52
εις
το κατά Λουκαν
Βλ/πι -Λν ^όγια των άλλων παραβολών ούχ άρμόζου-
τελειον ττ,ς κολάσεως· δθεν ή εκ της συμ
Ί^ *^ σιν εις τον παραβολικόν σκοπόν, ως άλλο-
παθείας
Κυ^ϋ' ®' που "ποίΧ·6ν·
Ί^ού
και ΐ δευτέρα·
ή
5λ7«ι'. παραβολή λαλεί περί των συμβαινόντων
θλίψης των δικαίων σημαίνει τό
ατελές της άπολαύσεως
της θείας δόξης·
τοΰτο δέ διαρκεί εως της ημέρας της κρί
προ της δευτέρας παρουσίας, και ττ,ς κρί
σεως·
σεως και άποφάσείος τοΰ θεοΰ, καθ' δν και
και άναγνωρίζοντες τούς κολαζομένους, Γνα
ρόν ούδέ οί άγιοι άπολαμβάνουσι το τελειον
εκτενώς υπέρ της σωτηρίας, και άπολυτρώ-
της μακαριότητας, ούδέ οί αμαρτωλοί το
σεως αύτών πρεσβεύωσιν.
θλίβονται δέ εως τότε, βλέποντες
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑ.ΤΑ.
ΑΟΪΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
Ε'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Φόβος και τρόμος περικαταλαμβάνει την
ταΰτα· επειδή εις αύτά καθ* ήμέραν προσ
άθλίαν
ηλωμένος,
ψυχήν μου,
δταν λαμβάνω κατά
υπέρ αύτών κατεδαπάνα τον
νουν τον έλεεινόν πλούσιον τοΰ σημερινού
πλοΰτον αύτοΰ, είτα, κλείων τά σπλάγχνα
ευαγγελίου.
αύτοΰ, ούκ ήλέει τον
Ποια τα άμαρτηματα αύτοΰ η
πτωχόν Δάζαρον
δια τά όποια κατεδικάσθη εις τοσαύτην
δς·ις, ασθενής και καθηλκωμένος, κατέκειτο
φοβεράν βασανον} αυτός ούδέ ειδωλολάτρης,
εις τήν αύλήν
ούδέ επίορκος, ούδέ τών εορτών περιφρονη
λειχόμενος.
αύτοΰ υπό τών σκυλάκων
τής, ούδέ τών γονέων ύβριςής, ούδέ μοιχός,
Ούαι λοιπόν! Ποσάκις εγώ, ενδεδυμένος
ούδέ κλέπτης, ούδέ φονεύς, ούδέ ψευδομάρ-
λαμπρά και πολύτιμα ενδύματα, εχων δέ
τυς, ούδέ τών ξένων πραγμάτων επιθυμη
και άλλα έν τάΐς άποθήκαις μου σηπόμενα,
τής- « Ένεδιδύσκετο, λέγει το ιερόν εύαγγέ-
συναντώ τον Λάζαρον γυμνόν
» λιον, πορφύραν και βύσσον 5, ήγουν λαμπρά
τοΰ ψύχους στένοντα, άπος·ρέφω δέ τό πρό
και πολύτιμα ενδύματα· άλλα διά τοΰτο α
σωπον μου άπ* αύτοΰ, και διώκω άπό της
ρά γε τοσαυτη
μνήμης μου τήν εννοιαν της τούτου γυ-
καταδίκη ^ « Εύφραίνετο,
ϊ λέγει , καθ* ήμέραν
λαμπρώς »,
και
ύπό
ήγουν
μνώσεως ·Ί Ποσάκις εγώ μέν κάθημαι εις
Ιτρωγεν, επινεν, εχόρευεν, εψαλλεν, εγέλα·
τράπεζαν γέμουσαν πολλών και ποικίλων
αλλά διά ταΰτα τόση βάσανος ·Ί Ναί, διά
βρωμάτων και ποτών, καΐ εσθίω, και πίνω,
Εύαγγελίον της Ε'. Κυριακής. και
ευφραίνομαι, βλέπω
δέ τον Λάζαρον
έλεημοσύνην « Αγαπήσεις, λέγει, τον πλη-ΜίΤ·9"»
πεινώ ντα και λιμωττοντα, καϊ ουδέ «κ τών
ι σίον σου ώς σεαυτόν ι· τίνι δέ τρόπω
περισσευόντων κα'ι
πρέπει νά άγαπώμεν τον πλησίον, έξήγησεν
πιπτόντων άπό
της
τραπέζης μου ψιχίων δίδωμι αΰτώ } Ποσά κις έρχεται ό Λάζαρος εις τον πυλώνα της
α Τεκνία, 1. 1·*^ 3, 18. > μή άγαπώμεν λόγω μηδέ γλώσση, άλ-
οικίας μου γυμνός, ασθενής, τετραυματι-
• λ' εργω και άληθεία ». Μή θάρρος ουν, ότι,
σμένος, και κρούιι της οικίας την θύραν,
λέγων δια τοϋ
και ζητών τό έλεός μου περίμενε;, αντί δέ
γλώσσης σου, Έγώ αγαπώ τον πλησίον
παραμυθίας ευρίσκει όδύνην, λείχουσι τά
μου, έπλήρωσας την έντολήν
ελκη αΰτοΰ οί κυνες μου, ήγουν περιφρονοϋ-
πλήρωσης αυτήν, πρέπον εστίν, Γνα άγα-
σι, καί διώκουσιν αυτόν οί δούλοι της οικίας
πήσης αυτόν « εργω και άληθεία »· μηδέ
μου^ Ταΰτά εΐσιν αμαρτήματα μεγάλα και
νομίσης, ότι, όταν μηδέ έπιβουλεύης, μηδέ
φρικτής κολάσεως πρόξενα, και όμως σχε
κατατρέχης, μηδέ μιστ}ς τόν πλησίον σου,
δόν ουδείς λογίζεται
τότε επλήρωσας την έντολήν διότι, Γνα
αυτά αμαρτήματα·
ό επιστήθιος Ιωάννης,
ειπών
στόματος σου
και της
διότι, Γνα
πάντες σχεδόν πλανώνται, νομίζοντες, ότι,
εκπλήρωσης αυτήν,
εάν έλεήσωσι τον πτωχόν, κατορθοϋσιν
« Έργω και άληθεία 2 άγαπήστης τόν πλη
έργον άρετης, εάν δέ μή έλεήσωσιν αυτόν ,
σίον σου ώς σεαυτόν σύ δέ ού μόνον ουκ
ουδόλως άμαρτάνουσι. Και τό μέν σημερι-
«πιβουλεύεις, ουδέ κατατρέχεις, ουδέ μισείς
νόν εύαγγελίον
σεαυτόν, άλλά και τρέφεις,
κηρύττει φανερά,
ότι δ
άνάγκη
εστίν,
Γνα
κα'ι ενδύεις^
πλούσιος κατεδικάσθη εις τά πυρ , επειδή ,
και κατά πάντα τρόπον άναπαύεις· τότε
μόνος
ούν μόνον
απολαμβάνων του πλούτου αΰτοϋ,
εκπληροΐς τήν έντολήν, όταν,
και καταναλίσκων αυτόν εν ταΐς καθ' ήμέ-
εχων δύο χιτώνας5 δίδης τόν Ινα τω μή
ραν ,τρυφάΐς αύτοΟ, ουδέποτε ήλέησε τον
εχοντι, και όταν, εχων τροφάς, ποιης το
πτωχόν ή πλάνη όμως .άχρι της σήμερον
αυτό, και όταν, έχων υπάρχοντα, πράττη; λ«μ. »,
διαμένει. Ανάγκη ουν έστιν ίνα έξετάσωμεν
όπερ
ποΰ ή τοιαύτη πλάνη στηρίζεται· έκ τού
τά ήμίση τών
του δέ μανθάνομεν και τό διά^τί τοσούτον
πτωχοΐς. "Οσον λοιπόν χρέος έχομεν διά
βαρέως
τήν έκπλήρωσιν της δευτέρας εντολής τοϋ
άμαρτάνει όστις ουκ
έλεεΐ τούς
επραξεν ό Ζακχάϊρς, όστις διένειμε «ΰτ. Ίθ, υπαρχόντων
αύτοΰ τοΐς
δεκάλογου, τοσούτον καί διά τήν έλεημο
πένητας. Ή προς τούς πένητας ελεημοσύνη, λέ-
σύνην έκ τούτου δέ φανερόν έστιν, ότ* οί
γουσί τίνες, ουκ εστι χρέος, επειδή ουκ
άσυμπαθεΐς και άνελεήμονες παραβαίνουσι
βστιν εντολή
τήν δευτέραν, τήν μεγάλην κα'ι όμοίαν τη~
τοϋ δεκάλογου· όθεν όστις
ουκ έλεεΐ τούς πένητας, εκείνος ουδόλως άμαρτάνει. Τοϋτό έστι
ψεύδος·
πρώτη, έντολήν τοϋ θεοϋ.
διότι ή
"Αλλο; πάλιν λέγει· ό θεός, εις όσα ε-
και όμοία τη"
χάρισέ μοι, κατέστησε με κύριον τούτων
■πρώτη, παραγγέλλει την εις τούς πτωχούς
και δεσπότην άμεταμέλητα δε είσι του
δευτέρα εντολή, ή μεγάλη
8'
Ομιλία
μετά το κατά Λουκάν
54
^Β"'
θεοΰ τά χαρίσματα· επειδή λοιπόν κατέ
9 βύρήσει ποιοΰντα ούτως ί· δστις δέ, λαβών
στησε με κύριον και δεσπότην των υπαρ
τόν πλούτον, σφετερίζεται αύτόν ώς Γδιον>
χόντων μου, ού κολάζει με, εάν μη θελήσω
και εσθίεΛ, και πίνει, κα! μεθύσκεται, τους
δούναι έξ αΰτών τοΐς πτωχοΐς, διότι τούτο
πτωχούς παντελώς άποστρεφόμενος, εκεί
ούκ εστι κατάλληλον τη δικαιοσύνη αύτού'
νον ελέγχει ώς άπιστον, και χωρίζω» αύτόν
ΤΙς έδίδαξέ σε τοΰτο το
από της όμηγύρεως τών πιστών, καταδι
αληθώς
ό
δλέθριον μάθγμα}
θεάς πλουτίζει τον
άνθρωπον,
αλλά πλουτίζει αυτόν, οΰχ Γνα σφετερίζε
κάζει μετά τών απίστων 2 Καϊ διχοτομή» σει, λέγει, αυτόν, κα!
τό μέρος
αύτου
ται τον πλούτον, και καταναλίσκη αύτον*- . » μετά τών απίστων θήσει ». Έάν ό θεός εις τάς τρυφάς
αυτού, ή κατακρύπτη, κα
κατακλείη αύτόν, δούς, άλλ'
μηδέν μηδέν! μεταδι-
Γνα χορηγη~ εξ αυτού είς τους
θεός,
δεσπότης τών
δοθέντων αύτω
αγαθών,
ποιη~, ώς σύ λέγεις, εΓτι αν θέλη, μηδέν
αύτοϋ,
σιτομετρών τοΐς πτωχόΐς, εκείνον δέ ε'πτώ-
τοΐς χρείαν εχουσιν. Ό
χιζεν, Γνα πάσχη κα! βασανίζηται, μηδενός
πτωχούς, καϊ άνοίγη τάς χείρας και μεταδίδωσι
τούτον μεν επλούτιζεν, Γνα, κύριος ών καϊ
πλουτίζων τον άνθρωπον,
καθίστα
τών του πλουσίου αγαθών μεταλαμβάνων,
αύτον οίκονόμον κα) διοικητήν των αγαθών^
αδικίας έργον εποίει. ό θεός·
ών εδωκεν αύτω, Γνα εν τω πρέποντι καιρώ
αδικία εστίν ή τοιαύτη άνισότης είς τούς
διαμερίζη εξ αύτών τοις
ανθρώπους, οιτινες επίσης είσΐ πλάσματα
δεομένοις
κατά
άναλογίαν της χρείας αύτών. Άκουσον τί
ό θεός δμως
τούτον
μεν εποίησε
β Τίς άρα
πλούσιον, εκείνον δέ πτωχόν, Γνα εκάτερον
κα! φρόνιμος,
σώστ)· τόν μέν- πλούσιον δια της πιστής
Λβυχ. 1 2, ττερ! τούτου λέγει αύτός ό θεός· » εστίν ό πιστός οικονόμος
αύτου·
διότι φανερά
» &ν καταστήσει ό Κύριος επί της θεραπείας
και
» αύτου, του δούναι έν καιρώ το σιτομέ-
τούς πτωχούς μεταδόσεως· τόν δέ πτωχόν
τριον », άκούεις^ οίκονόμον
διά της εύπειθοΰς και άγογγύστου υπομο
πλούσιον όποιον
ονομάζει, τόν
άκούεις καϊ τόν λόγον, διά τον
ό θεός
κατέστησε σε
πλούσιον }
φρονίμου οικονομίας,, ήγουν
της -εις
νής κα! καρτερίας. Βλέπετε λοιπόν πού θεμελιοΰται ή πλά
« Τοΰ δούναι, λέγει, εν καιρώ τό σιτομέ-
νη εκείνων, οΓτινες νομίζουσιν, δτι ή ελεητ
» τριον ϊ· ίνα σιτομετρής, ήγουν Γνα χορη-
μοσύνη ούκ Ιστι
γης
τό μέτρον
λ' αρετής κατόρθωμα} Αύτη ή πλάνη^χδελφοί
χρείας αύτών -
μου, προέρχεται ούκ εκ της πειθούς τοΰ
είς τούς πτωχούς κατά
του πλούτου σου και της
χρέους έκπλήρωσις, άλ
και όστις μεν, λαβών τόν πλούτον, οικονο
λόγου, άλλ' εκ της άσπλαγχνίας της καρ
μεί
δίας. Ή άσπλαγχνία εστίν ή δαιμονιώδης
αύτόν
κατά τό θέλημα του Κυρίου
αύτου, εκείνον κα! επαινεί ό θεός ώς πιςόν
ρίζα αύτής· ό άσπλαγχνος πλούσιος ουδό
κα! φρόνιμον οίκονόμον, και ανταμείβει διά
λως αισθάνεται ούδέ τήν έκ της πείνας
Α:υχ. ιι , τήν καλήν αύτου οίκονομίαν « Μακάριος,
στ*νοχωρίαν, ούδέ τήν εκ της γυμνώσεως
3 λέϊ«ί, ό δούλος εκείνος, δν ελθών ό Κύριος
ταλαιπωρίαν,. ούδέ τήν έ*κ της αρρώστιας
55
Εύαγγελίον της Ε . Κυριακής. όδύνην, ουδέ την εκ της πτώχειας θλίψιν,
ελεημοσύνης, παρήγγειλεν, ινα ελεγΓ « 2κα- 2. Κορ.
ην πάσχει ό πτωχός· διά τοϋτο, όσα άν
» στος, καθώς προαιρείται τη καρδία $ ,
είπης αύτώ, ουδέ μαλάσσεται) ούδέ κλίνει
ήγουν κατά την εύσπλαγχνίαν της καρ
εις έλεος
δίας αύτοϋ· ού διά την λύπην, ην προξενεί
και οΐκτιρμόν άκούων δέ την
κατάκρισιν των άνελεημόνων, καΐ τά βρα
ό φόβος της κολάσεως, ούδέ διά την άνάγ
βεία των ελεούντων, θέλων εαυτόν δικαι-
κην της άνταποδόσεως· « Μη εκ λύπης ί|
ώσαι, προβάλλει τά προειρημένα παράλογα
• άνάγκης ·
ίλαρόν γάρ δότην
άγαπα ό
θεός ». Τίς δέ έστιν ό ιλαράς δότης ^ όστις
λόγια. Εις τό έργον της ελεημοσύνης προτρέ
φοβείται μη κολασθη, καϊ διά τοϋτο δίδοι-
πει, ναί, καϊ ή δύναμις της εντολής τοϋ
σιν ^ ουχί, διότι ό φοβούμενος ουκ εστίν ιλα
θεοϋ, και ό φόβος της κολάσεως, και ή ελπΐς
ρός, αλλά τεταραγμένος· τίς έστιν ό ιλαρός
της άνταποδόσεως, προτρέπει όμως περισ
δότης $ εκείνος, όστις ελεεί, Γνα λάβη άν-
σότερον η εύσπλαγχνία της καρδίας. Ό
μοιβήν^ ουχί· διότι ό φιλοκερδής ουκ εστίν
εύσπλαγχνος , όταν Γδη άνθρωπον κινδυ-
ιλαρός, άλλ' ανήσυχος· δότης ιλαρός εκεΐνός
νεύοντα καϊ πάσχοντα, τοσούτον συντρί
εστι μόνος, όστις, εύσπλαγχνιζόμενος, μετά
βεται ή καρδία αύτοϋ, ώστε πάσχει, ώσπερ
χαράς και ευφροσύνης ελεεί.
άν εί εκινδύνευε και Ιπασχεν αύτός· όθεν
Άλλά προς ταϋταάποκρίνβσαι, λέγων εάν
κλαιόντων, καϊ
ή άσπλαγχνία ποιη~ τόν άνθρωπον άνελεή-
θλίβεται μετά των θλιβομένων διό, όταν
μονα, ή δέ εύσπλαγχνία ελεήμονα, ό άνελεή-
Γδη τον εν άνάγκαις και θλίψεσιν ούχ υπό
μων ουδόλως άμαρτάνει, διότι ή άσπλαγχνία
της εντολής, ούδέ υπό τοϋ φόβου, ούδέ υπό
καϊ ή εύσπλαγχνία εισϊν ιδιώματα φυσικά·
της ελπίδος της άνταποδόσεως έλκόμενος,
εάν ή φύσις έποίησε τά νεϋρα τών αισθήσεων
άλλ' υπό της ιδίας εύσπλαγχνίας κινούμε
μου σκληρά και άκαμπτα εις τάς προσβολάς
νος, ελεεΐ αυτόν θεραπεύων δέ την άνάγκην
τών προκειμένων μοι θλιβερών πραγμάτων,
του πτωχού συνθεραπεύει άμα καϊ την
εάν ή κράσις της φύσεως μου έποίησε με
θλίψιν, την οποίαν δοκιμάζει δΐ αυτόν
άσυμπαθή και δυσαίσθητον, τί πταίω εγώ
εκ τούτου μετά την μετάδοσιν της ελεημο
ή τί άμαρτάνω^ Ήμέΐς ουκ άρνούμεθα, ότι
σύνης χαίρει
ό ελεήσας
κατά φύσιν ούτος μεν εύκολα αισθάνεται
περισσότερον ήπερ ό ελεηθείς. Τοϋτο, όπερ
την θλίψιν τοϋ άλλου, εκείνος δέ δύσκολα·
λέγω,
όμολογοϋμεν, ότι τινές μεν φύσει εχουσιν
και
κλαίει
μετά
των
και ευφραίνεται
γινώσκουσι καϊ αισθάνονται, όσοι
είσϊν εύσπλαγχνοι- ή τοιαύτη δέ ελεημοσύ
άπαλήν καρδίαν, τινές δε σκληράν, καθώς
νη ή
κατά "φύσιν τινές μέν είσι σώφρονες , περι
εκ της εύσπλαγχνίας της καρδίας
προερχομένη εστίν ή ελεημοσύνη η αληθινή,
ών ό Κύριος είπε ν
β ΕΐσΙ γάρ εύνοϋχοι ?
ή άγία, ή ήγαπημένη εις τον πολυεύσπλαγ-
ϊ οΓτινες ?κ κοιλίας μητρός αυτών έγεννή-
χνον θεόν διά .τοϋτο ό πάνσοφος άπόςολος
ι θησαν ούτω »· τινές δέ επιρρεπείς εις την
ΪΙαϋλος, ,γράφων προς τους Κορινθίους περι | άσέλγειαν, καθώς ό
Σολομών, περί ου β-
(> ,2·
Ομιλία
36 3 . Βατ. 11, 1
μετά το κατά Λουκαν
γράφη· « Κα! ό βασιλεύς Σολομών ην φίλο
» θησιν δέ τοιαύτην εχομεν διά τοΰ Χριςοΰ
ι γύνης ». Λέγομεν δέ, δτι ή φύσις, δταν
» προς τον θεόν ούχ δτι ικανοί έσμεν- ά-
ήμείς θέλωμεν, υποτάσσεται εις την χάριν
$ φ' έαυτών λογίσασθαί τι ως εξ εαυτών,
ό Ζακχαΐος, ό σκληροκάρδιος, εγένετο προς
» άλλ' ή ικανότης ήμών εκ τοΰ θεοΰ.
τους πένητας συμπαθέστατος και εύεργετι-
εύκολα γίνεσαι εύσπλαγχνος. Όταν συν
δας του Ίησοΰ Χρίστου τοις δάκρυσι^ και
αντάς τόν
εγένετο σώφρων η Σαμαρεΐτις, ήτις έλαβε
πρόσωπον σου άπ' αύτοΰ, αλλά, στηρίξας
πέντε άνδρας, καϊ έτερον έκτον, έσωφρονί-
τά δμματά σου έπ' αυτόν, χαλ παρατηρή-
σθη, και έκήρυξε τον Ίησοΰν Χρις"όν ενώ
σας τήν ελεβινήν αύτοΰ κατάστασιν, προσ
πιον των τυράννων.
ήλωσαν τόν νοΰν σου βίς την στενοχωρίαν
πτωχόν , μή άποστρέφης τά
καϊ τήν θλίψιν της καρδίας αύτοΰ. "Οταν
υπάρχεις φύ?ει άσυμπαθής, ούδεμίαν άμαρ-
βλέπης τήν οίκίαν της πτωχής καϊ απόρου
τίαν έχεις, εάν μή ελεήσης τον πτωχόν
χήρας, μή φύγης, άλλ' είσελθών είς αύτήν
άλλ' επειδή της αρετής τα σπέρματα είσιν
βλέπε τά δάκρυα αύτης, δτε περικυκλοΰσιν
έμπεφυτευμένα εις τήν άνθρωπίνην φύσιν ^
αύτην τά μικρά ορφανά αύτης γομνά, και
και ή χάρις του θεοϋ ετοιμός έστιν βίς τήν
κλαίοντα, καϊ φωνη ελεεινή ζητοΰντα πα-
βοήθειάν σου, εάν θβλης, δύνασαι γενέσθαι
£ αύτης τροφήν. Όταν πλησιάζης είς τόν
συμπαθής και εύσπλαγχνος, καθώς, εάν θέ-
οίκον, δπου κατάκειται ό πτωχός, ό ασθενής,
λης, γίνεσαι εγκρατής και σώφρων δια τού
μή αναχώρησες εκείθεν, άλλ' «σελθε και
το δέ άμαρτάνβις, επειδή ού θέλπς.
βλέπε, δτι ούδέ ιατρός έκεΐ, ούδέ ίατρικόν,
Άλλ' ό ασελγής, λέγεις, έχει διαφόρους
ούδέ υπηρέτης, ούδέ τροφή, ούδέ άνθρωπος^
τρόπους, διά των όποιων μαραίνει της σαρ
ίνα δροσίση τήν δίψαν αύτοΰ· μή φύγη;ς
κός τήν φλόγα,, καϊ καταπραύνει της επι
εύθύς, αλλά ς-ήθι έκεΐ, κα\ βλέπε αύτόν κα-
θυμίας τήν λύσσαν διά της προσευχής ,
τακείμενον επί γης, βλέπε τάς πληγάς, έρεύ-
διά της νηστείας, διά ττ.ς αγρυπνία:, διά
νησον ποία ή ασθένεια- ς·ήθι έκεΐ, καϊ άκουσον
της
όδυνηράς φωνάς τάς έκ των πόνων
σκληραγωγίας ύποπιάζων τό
σώμα
και δουλαγωγών, γίνεται νικητής και τρο1. Κορ. »> «· παιούχος. Ούχ ήμεϊς, άλλ' ή χάρις τοΰ θ=οΰ νικα, καϊ τίθησιν
είς τήν κ:φαλήν ήμών
της
αρρώστιας αύτοΰ. Όταν βλέπης τόν πτω χόν έκτείνοντα τήν χεΐρα, και ζητοΰντα τό ελεός σου, μή οργίζεσαι, μή αγανακτείς >
της νίκης τόν στέφανον ημείς άφ' εαυτών
αλλά χαίρε καϊ άγάλλου, νομίζων, δτι αυ
ούκ έσμεν ικανοί προς τά τοιαύτα κατορ
τός έστιν ό Κύριος καϊ ό σωτήρ σου, δστις
θώματα·
ήμεΐς τήν καλήν διάθεσιν μόνον
εκτείνει τήν χεΐρα και ζητεΐ παρά σοΰ τήν
δεικνύομεν, τήν θέλησιν ήμών δίδομεν, το
κλείδα, ίνα άνοιξη σοι τοΰ παραδείσου τήν
κατά δύναμιν
θύραν. Όταν ταΰτα ποη~ς, τότε και τήν
ποιουμεν, ό δέ θεός ποιιϊ
ημάς ικανούς προς τό κατόρθωαα· <ί Πεποίβ·
τόν τρόπον, διά τοΰ οποίου
κώτατος· ή ασελγής πόρνη ένιψε τους πό
Άνθρωπε, λοιπόν συ λέγεις, δτι, επειδή
2· *>
Άκουσον
άγαθήν σου
προαίρεσιν δεικνύεις,
και το
Εύαγγέλίον της Ε'.
Κυριακής.
57
κατά δύναμίν σου συνεισφέρεις, καί ετοι
των πτωχών κα\ απόρων , γίνεσαι οίκτίρ- Αο«*· »,
μάζεις
μων, καθώς και ό πατήρ σου ό επουράνιος
την καρδίαν σου προς ύποδοχήν
της του θεοΰ χάριτος. Όθεν τότε ή χάρις
α οΐκτίρμων εστί ϊ· διό καΐ κληρονόμος γί
βνεργεΐ εν σοί, καΐ νικώσα την φύσιν, απα
νεσαι της αιωνίου βασιλείας αύτοΰ «ν Χρι
λύνει την σκληρότητα της καρδίας σου·
στώ Ίησοΰ τω Κυρίω ημών, ω ή δόξα, και
συμπαθής δε τότε και ευσπλαγχνος γενό
ή τιμή, και ή λατρεία εις τους αιώνας τών
μενος, και συμπάσχων τοΐς πάσχουσι, καΐ
αιώνων. Αμήν.
έκτείνων μετά χαράς την χεΐρα εις βοήθειαν
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ν ΕΚ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΪΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΣΤ'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
ΕΐΡίΣΚΟΝΤΑΙ άράγε την σήμερον δαιμο-
εάν πολλούς εβλεπον τοιούτους δαιμονισ
νιζόμενοι,
πάσχοντες
διηγείται τ&
μένους, έτοιμοι ήσαν ειπείν περΊ αύτών, όσα
σημερινόν
εύαγγέλίον, ότι έπασχεν ό δαι-
και περί τών τότε δαιμονιζομέ νων φλυαροΰσι ν.
μονιζόμενος
ό Οπό
δσα
του ΊησοΟ Χρίστου
Αυτοί, λέγουσιν, ότι οί τότε δαιμονιζόμενοι
θεραπευθείς ^ Τό πάθος και ό σταυρό; τοΰ
ήσαν μελαγχολικοί.
Ίησοΰ Χρίστου έξενεύρισε τών δαιμόνων
οί μελαγχολικοί
τήν δύναμιν, ως έδίδαξεν αυτός ό Ίησοΰς
γουσιν
ΐωιΐν. ιι, Χρωτός, ειπών « Νΰν ό άρχων τοΰ κόσμου ί τούτου έκβληθήσεται
εξω »· όθεν οί δαί
Κατ'
αυτούς
λοιπόν
περιπατουσι γυμνοί, φεύ-
από της
κατοικίας αύτών,
και
κατοικοϋσιν εν τοΐς μνήμασι· συντρίβοντες δέ τά σιδηρά δεσμά καΐ τάς άλύσε:ς, τρέ-
μονες μετά τό πάθος και τήν άνάστασιν
χουσιν εις τήν ερημον. Κατ' αυτούς λοιπόν
τοΰ σωτήρος ού δύνανται εκτελέσαι
ή μελαγχολία εξέρχεται από τοΰ άνθρωπου,
όσα
επραττον προ τοΰ πάθους και της άναστά_
και εισέρχεται
σεως. Οί άπιστοι λέγουσιν, ότι, εάν εβλε-
ροι, μελαγχολικό! γενόμενοι, όρμώσιν άγελη-
πον ε*να μόνον .τοιουτοτρόπως δαιμονιζόμε-
δόν κατά τοΰ κρημνού, και καταποντιζό-
νον, διά δέ τών πιστών
μενοι είς τήν λίμνην πνίγονται. Τίς άνθρω
θεραπευόμενον,
είς τούς χοίρους· οί δέ χοί
επίστευον ευθύς εις τον Κύριον ημών Ίη-
πος, εχων σώας τάς φρένας αύτοΰ, πείθεται
σοΰν Χριστόν ήμεΐς όμως λέγομεν, ότι, και
είς τοιαύτα
(ΚΤΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
μωρολογήματα } οί δαίμονες 8
Ερμηνε/α ξϊζ το κατά Λουκάν
58
όμως άκούοντες αυτούς λέγοντας, Ετι επί-
έμοί καί σο!, υίέ του 6εοΰ τοΰ υψί
στευον, εάν ταΰτα εβλεπον, και φοβούμενοι στου ^
δεομα! σου
μή με
βασά
μήπως τοΰτο συμβτ}, όρμώσι κατ' αυτών , νισες. καί δαιμονίζοντες αΰτους, ποιοΰσιν έν αύτοΐς όσα έπρατταν είς τού; τότε δαιμονι£ομένους·
ήγουν γυμνοΰσιν αυτούς τοΰ ορθοΰ
Διά τί ό μεν Ματθαίος είπε ν, « Είς τήν 2 χώραν τών Γεργεσηνών,
ό δέ Λουκάς,
λόγου, καί έξάγοντες τόν νοΰν αυτών της
» είς τήν χώραν τών Γαδαρηνών-2 καί δ&ά\
ιδίας κατας·άσεως, θάπτουσιν είς της άσυ-
τί ό μέν Ματθαίος έμνημόνευσε δύο δαιμοτ
νεσίας τά μνήματα- συντρίβοντες δέ τούς
νιζομένων, ό δέ Λουκάς ενός· και διά τί οί
έν αύτοΐς όρους και νόμους της ορθής κρίσεως,
δαιμονιζόμενοι κατωκουν έν τοϊς μνημείοις·
κατακρτμνίζουσιν αυτούς είς της απιστίας
τί δέ δηλοϋσι τά λόγια τ^ΰτα α Τί έμοί
τούς χάνδακας, ώσπερ τούς χοίρους είς την
» καί σοί, υίέ τοΰ θεοϋ } » έφανερώσαμεν ταΰ
θάλασσαν. Ήμεΐς δέ, οί πις"εύοντες την ά-
τα είς τήν έρμηνείαν τοΰ προειρημένου κατά
λήθειαν ταύτης της ευαγγελικής ιστορίας,
Ματθαίον ευαγγελίου· σημειοΰμεν δέ ένταΰτ
κλαίαμ=ν έπ' αυτούς, και
θα το ι Έκ χρόνων ίκανών », καί τό ί Αε
παρακαλοΰντες
ί ομαί σου, μή με βασανίσης », τά γραφέντα τόν θεόν, Γνα άπαλλάξη ημάς της τοιαύτης ύπο τοΰ εΰαγγελιστοϋ Λουκά·
καθότι το
καταδίκης, διερμηνεύομεν αυτήν προς κα μέν
πρώτον δεικνύει,
ότι ή
πολυκαιρία
τάληψη περισσοτέραν καί ώφέλείαν. Την αυξάνει τήν δυσκολίαν της ιατρείας, το δέ ίστορίαν ταύτην τρμηνεύσαμεν τη" πέμπτη δεύτερον, ότι καί ή δέησις αυτών τών δαιΤ κυριακη του κατά Ματθαίον ευαγγελίου· μόνων κάμπτει τοΰ φιλάνθρωπου Ίησοΰ τά έπειδή δέ ό θεηγόρος Λουκάς διηγείται τινας σπλάγχνα·
έκ τούτου δέ φανερόν έστιν,
περιστάσεις, ύπο του εΰαγγελιστοϋ Ματ ότι και αυτοί οί δαίμονες, έάν μετενόουν, θαίου σιωπηθείσας, διά τούτο ταύτας μόνον καί έπε'ςρεφον, καί έζήτουν παρά τοΰ θεοΰ έρμηνεύομεν, αφέντες όσα τότε
εκεί
εισυγχώρησιν, ό θεός εύσπλαγχνίζετο αυτούς,
πομεν. καί είσήκουε τήν δέησιν αύτών. Μετά φω ι™, β, 37'
χω
καφω
έκείνω,
Ιησού εις την χώραν
έλθόντε τω
νής δέ μεγάλης έβόησεν ό δαίμων καί πα-
των Γαδαρη-
ρεκάλεσεν, έπειδή, άκούσας τήν παντοδυ-
νων, υπήντησεν αύτω της πόλεως,
ανήρ τ(ς εκ
δς είχε δαιμόνια
ναμον φωνήν, έτρόμαξε.
έκ Παρήγγειλε
γαρ
τω πνεύματί α«*. »,
χρόνων αανών, καί ίμάτιον ούκ ένετω άκαθάρτω έξελθεϊν άπ6 τοΰ άν δίδύσκετο, καί έν οΙκία ουκ Ιμενεν, ί8·
αλλ
έν τοΤς μνήμασίν'
θρωπου" πολλοίς
γαρ
χρόνοις συν-
ηρπάκεζ
και
έδεσμεΐτο ά-
ίδών δέ τον αυτόν"
Ιησοΰν, καί άνακράξας, προσεπεσεν λύσεσί ρυτω, καί φωνή
μεγάλη είπε*
καί
πεδαις
φυλασσόμενος"
τί και διαρρήσσων
τά
δεσμά
ήλαύ^
Εύαγγελίον της Στ'. Κυριακής.
50
Ή άβυσσος νετο
ύπο τοΰ
δαίμονος
σημαίνει1 τόπον
έχοντα1
είς τάς έάπέραντον
τούτον
δέ ζόφο,ν και
ρήμοος. τάρταρον ώνόμασεν ό θεσπέσιος απόστολος **>*«ί* Έγίνωσκεν ό θεάνθρωπος, δτι προ πολ Πέτρος. Πού δε έστιν ούτος ό τόπος, εις λού καιρού ό δαίμων, άρπάσας τόν άθλιον της γης τά βάθη η ε-ω τού κόσμου, ουδείς εκείνον άνθρωπον, άνελεημόνως έβασάνιζεν οίδεν επειδή περί τούτου ουδέν έφανέρωσεν αυτόν όθεν σπλαγχνισθείς,
έκέλευσε τω ή θίία γραφή· οίδαμεν δε, δτι αυτός εστίν
άκαρθάρτω δαίμονι, Γνα έξελθν] άπ' αυτού. εκείνος ό τόπος, εν ω ό θϊί>ς δεσμοΐς άϊδίοις, Συνέτριβε δέ ό δαίμων τάς άλύσεις και των ώς λέγει ό απόστολος Ιούδας, φυλάττει τούς
«.
ποδών τά δεσμά, καΐ βιαίως εσυρεν αύτόν δαίμονας,
Γνα κρίνη αυτούς έν τη μεγάλή
εις την ερημον, «να, εκεί εύρίσκων αυτόν ημέρα της κρίσεως* Παρεκάλουν δέ αυτόν μεμονωμένον και ε'στερημένον πάσης αν οί- δαίμονες, Γνα μη προστάξη αυτούς άπελθρωπινής βοηθείας, όρμα" κατ' αυτού ελευ θεΐν εις την ώρισμένην αύτοΐς άβυσσον. θέρως, και κατατυραννη αυτόν άσπλάγχνως, ΤΗν δέ ε'κεΐ άγελη βασανίζγ)
δέ και τοΰς τούτου
χοίρων Έκα- Α·* «,
φύλακας,
άναγκάζων αυτούς τρέχειν ένθεν κάκεΐθεν, νών βοσκομενων
εν τω ορει'
και
Γνα ευρωσιν αύτδν. παρεκάλουν Επηρώτησε δέ αύτον Ό
Ιησούς,
αυτόν,
Τνα
έπίτρεψη
αύτοΓς είς εκείνους είσελθεΤν'
και ε-
λέγων, τί σοι έστιν όνομα $ ο δ-έ εί
πέτρεψεν αύτοΤς.
πε, Άεγεών'
δαιμόνια άκο του άνθρωπου, εΙσήλ-
δτι
δαιμόνια
πολλά
θον
εί'σήλθεν ε:ς αυτόν». Οΰχ ώς άγνοών ό Ιησούς
Χριστές ή-
Εξελθόντα δέ τά
»»·
είς τους χοίρους* κα£ ώρμησεν
ή άγελη κατά του κρημνοί; είς την
ρώτησε, διότι, ώς θεός αληθινός, και τό
λίμνην, καΐ άπεπνίγη.
Ιδόντες
δέ
όνομα έγίνωσκε και τον αριθμόν των δαι
ογ βόσκοντες- το
μόνων των είσελθόντων εις τόν δαιμονικό -
γον, και άπελθόντεςάπήγγείλαν εί'ς
μενον άλλ' ήρώτησεν, Γνα οί περιεστώτες
την πόλίν κα! είς τους αγρούς.
ί4.
γεγενημένον έφυ-
μάθωσιν, δτι πολλά δαιμόνια κατεκυρίευσαν ϊ.»ί*. ·;« αυτού (διότι τό λεγεών σημαίνει έξακισχιτ· Αιξ. λίους στρατιώτας), και δτι, καν τοσούτοι, ησαν οί
δαίμονες,
θείαν αυτού
έτρόμαξαν δμω$ την
δύναμιν διό και παρεκάλουν
Ό μεν Ματθαίος είπεν «. *Ην δέ μα- Μ„ $ι ί κράν άπ' αυτών άγελη χοίρων πολλών » βοσκομένων ϊ, ό
,0'
δέ Λουκάς ε'φανέρωσε
καΐ τήν τοποθεσίαν, εν η ήσ&ν οί χοίροι, ειπών, Έν τω δρει. Επειδή δέ ό μέν Ματ
αυτόν.
θαίος ειπεν, δτι; ή αγέλη των χείρων κα- α{Τ. «. *,
Κα£ παρεκάλουν αυτόν,
ίνα μή τεκρημνίσθη εις τήν θάλασσαν, δ δέ Αουκάς
επίταξη αύτοίς είς την άβυσσον
άεις τήν λίμνην, μή νόμισες, δτι άντιλεγου-
πελθεΤν. I αν* άλλήλοις οί άγιοι
εύαγγβλισταί·
διότι
Ερμηνεία είς το κατά Λουκάν
60
μία καϊ ή αυτή λίμνη ή ονομαζόμενη1 Γεν-
θερωθέντα έκ της δυναστείας
νησαρέτ ελέγβτο και θάλασσα
νων, καθήμενον παρά τούς πόδας του Ίη
λαίας, και Τιβερίάδος
της Γαλι-
θάλασσα·
οθεν ό
τών δαιμό
σου Χριστού, ένδεδυμένον και ήσυχον
και
μέν Ματθαίος ώνόμασεν αυτήν θάλασσαν,
φρόνιμον, και δτι οί ϊδόντες τούτο, άκού-
ό δέ Λουκάς λίμνην. Το δέ δια τί έζήτησαν
σαντες καϊ εξ αυτών τών έωρακότων
οί δαίμονες είσελθεΐν εις τούς χοίρους, ό δέ
τρόπον, δι ου αυτός έλυτρώθη, έφοβήθησαν
θεάνθρωπος
φόβον μέγαν. Άλλά δίά τί άράγε έφοβήθη
συνεχώρησεν,
ζημίαν πάθη ό κύριος
ινα
τοσαύτην
αυτών, και το διά
τί οί βόσκοντες αύτοίς έφυγον, τήν προειρημένην έρμηνείαν.
έρρέθη εις
Άκούσωμεν
ουν τά λοιπά της διηγήσεως.
σαν ^ ή λύτρωσις του, δαιμονιζομένου ουκ έφερε φόβον, αλλά χαράν, εύλάβειαν, ευχα ριστίας χρέος. Πιθανώτατον φαίνεται, δτι κατεφόβισεν
αυτούς ό αφανισμός τών χοί
ρων διότι ,ό μεν Ιουδαϊκός νόμος «». 8,
Έξήλθον
δέ
?δειν
τον
άπηγό- α·ι»ϊτ. ιΐ{
τ δ γεγονός, ρευε τά χοίρεια κρέατα, αύτοι δέ έτρεφον
και ηλθον πρδς τον
Ιησούν, και εύχοίρους· όθεν διά τήν άνομίαν έπαιδεύθη- Α·ντ. 14,
ρον
καθήμενον
τον άνθρωπον, άφ σαν διά της τών χοίρων απώλειας. Ίδόν-
ού τά δαιμόνια έξεληλύθει,
ίματιτες ουν
τήν ζημίαν ταύτην, έφοβήθησαν
σμενον -και σωφρονούντα παρά τους
μήτι παιδευθώσι καϊ δί άλλας. παρανομίας
πόδας του Ιησού,
αυτών -έκ τούτου ούν παρεκάλουν πάντες
και έφοβήθησαν"
*6·
άπήγγειλαν δέ αύτοΤς και οι ι'δόντες
τον 'ϊησοΰν Χριστόν,
37·
πώς έσώ&η ©""δαιμονισθείς. Και
π' αυτών. Και ό μέν Ίησοϋς, έίσελθών εις το
ή-
ινα άναχωρήση
ά-
ρώτησαν αυτόν άπαν τ6 πλήθος της
πλοιον, επέστρεψεν α εις τά πέραν της λί- Λονχ. »,
περιχώρου
» μνης ϊ, δθεν πρότερον έξελθων, ήλθεν εις
των
Γαδαρηνών άπελ-
τήν χώραν τών Γαδαρηνών ό δέ θεραπευ θεΤν απ αυτών,
δτι φόβω
μεγάλω θείς παρεκάλει αυτόν, ίνα μέν/) διά παν
συνειχοντο'
αύτος δε, έμβάς εις τ6 τός μετ' αύτοΰ.
,πλοΤον, υπ έστρεψε. Έδεετο δέ αύτοΰ δ άνήρ, άφ
οΰ «***·
Βλέπε πώς ό πανεύφημος Λουκάς διη γείται λεπτομερώς όσα γενικώς έξέφρασεν ό
έξεληλύθει
. ιερός Ματθαίος· « Έξηλθον, λέγει, οί έν τη
αύτω'
» πόλει και εν τοις άγροΐς ιδεΐν το γεγονός ».
λεγων'
Επειδή. δέ ανωτέρω εΓπεν, ότι ό δαιμονι-
σου, και
ζόμενος ην
θεός.
γυμνός, και κατωχει έν τοις
.μνήμασι, και σμνέτριβε τάς άλύσεις και τά
τά
δαιμόνια, είναι σύν
απέλυσε δέ αύτον δ Ιησούς, ύπόστρεψον
εις
τον οίκον
39.
διηγού δσα έ ποίησε σοι »
Και
απήλθε καθ' δλην τήν
πόλιν, κηρύσσων δσα έποίησεν αύτω
ι
δεσμά, .καϊ έφέρετο υπό του δαίμονος εις δ Ιησούς. τήν ερημον, νΰν λέγει, δτι οί έλθόντες ίδεΐν το γεγονός, ε,υρον τον άνθρωπον, τόν βλευ-
Τινές μέν'λέγουσιν, δτι ό ίαθείς άνθρω- «,ο^α.
Εύαγγέλίον της ΣΤ. Κυριακής.
61
πος παρεκάλε^τόν Ίησοϋν Χριςόν, Γνα με-
τον οίκον αυτού, Γνα κηρύττη του θβοϋ τά
ντ) μετ' αυτού· βπβιδή έφοβεΐτο μήτι, άνα-
θαύματα και την εύσπλαγχνίαν.
χωρήσας άπ' αύτοϋ, πίσγ πάλιν εις τήν
σαι δέ, ότι ό μεν Κύριος, διδάσκων τήντα-
εζουσίαν των δαιμόνων επειδή
όμως ή ά-
πείνωσιν, άπέστειλεν αύτόν εις τον οίκον
πόκρισις τοϋ 'Ιγ;σοϋ Χριστού
ουδέν περί
αύτοϋ, και ουκ είπε, διηγοϋ όσα έποίησά
φόβου διαλαμβάνει, πιθανώτερον φαίνεται,
σοι εγώ, αλλά, α διηγοϋ όσα έποίησέ σοι ό
ότι εις άντάμειψιν της ευεργεσίας ήθελε γε
θεός »· ό δέ θεραπευθείς, δεικνύων την πίς*ιν
νέσθαι υπηρέτης τοϋ Ίτ,σοϋ Χριστοΰ. Άλ-
αύτοϋ και την εύχάριστον διάθεσιν, διηγεΐ-
λ' ό θεάνθρωπος, προτιμήσας το
το και έκήρυττε καθ' όλην την πόλιν όσα
κήρυγμα
Σημείω-
έποίησεν αΰτώ ό Ιησούς.
της ιδίας ύπτρβσίας) άπέστειλεν αυτόν εις
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
Λ
Ο
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΟ
Υ
ΚΑΤΑ
Κ
Α
Ν
ΤΗΣ ΣΤ. ΚΥΡΙΑΚΗΣ-
Κ,ι. υ, ι Οσα προβγράφη, λέγει ό θεσπέσιος Παϋ-
τήν βϋεργεσίαν. « Έδέετο δέ, λέγει, αύτοϋ ±,ΒΚ· ·,
> λος, εις τήν ήμετέραν διδασκαλίαν προεγρά-
ό άνήρ,
» φη ϊ. Μη παραδράμωμεν λοιπόν μηδέ το
» ναι συν αϋτώ »· ήθελεν Γνα συζήστ) μετά
ζήτημα τοϋ ίατρευθέντος
άνεζερεύνητον,
τοϋ ευεργέτου αύτοϋ, Γνα, υπηρετών αύτόν,
μηδέ τ/,ν άπόκρισιν τοϋ Ίησοϋ Χριστού
άποδώστ) της ευχαριστίας το χρέος· επειδή
ά πολυπραγμόνητον
δέ ουκ έστερξε τούτο ό ευεργέτης, άλλον
αυτά εϊσι δύο μαθή
άφ' ού έςεληλύθει τά δαιμόνια, εί-
ματα ψυχοσωτήρια, δύο κανόνες είσι ψυ-
τρόπον έπενόη^ε, δί ου έδειξε τήν εύγνω-
χωφελέστατοι.
μοσύνην της ψυχτς αύτοϋ· εκήρυξεν εις
πρέπων
Τό ζήτημά έστι
κανών
εις πάντας του; εύεργετηθέντας,
ή άπόκρισίς έστι κανών
κατάλληλος
εις
πάντας τους εύεργετήσαντας. Ό ευεργε
όλην τήν πόλιν τήν βύεργεσίαν μετά πα σών τών ευεργετικών αυτής περιστάσεων
τηθείς χρέος εχει άπαραίτητον, Γνα φαν^"
« Άπήλθβ καθ' όλην τήν πόλιν κηρύττων «βτΛ. ι». > όσα εποίη^εν αύτώ ό θεός ». Ό ευεργέτης
ευχάριστος προς τον εΰεργέτην, άγωνίζόμε-
χρέος εχει, Γνα μή ζητη παρά τοϋ εύεργε-
μενος κατά πάντα τρόπον, Γνα ανταμείψω | τηθέντος
άμοιβήν
απέλυσε, λέγει,
τόν
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
62
εύεργετηθέντα δ ευεργέτης, ειπών β Ύπό-
ήλεγχε τήν τών Ιουδαίων άχαριστίαν, λέ
» στρεψον εις τον οίκόν σου, και διηγοΰ
γων α Έγνω βούς
» όσα έποίησε σοι ό θεός »· ού ζητώ παρά σου
ϊ όνος τήν φάτνην
άνταπόδοσιν, επίς-ρεψον εις τόν οίκον σου,
» σραήλ δε με ουκ εγνω, και ό λαός μου ού
και συλλογιζόαενος, ότι ουκ εγώ εύηργέτη-
» συνήκεν τ έπειτα διά τοΰ ούαϊ έφανέρωσε
σά σε, άλλ' ό θεός, διηγοΰ τήν εύεργεσίαν δρατΐιν («· τά τβ κ«ά το" ^εο"· Επειδή δέ άλλαχοϋ έφανερώσαμεν Ματί. Εύβγγ. πόσον άμαρτάνουσιν οί εύεργέται, όταν
τήν φοβεράν καταδίκην εκείνων, οΓτινες ,
ι»™, 6ι*ιλ'
ζητωσι παρα των υπ αυτών ευεργετηθέντων τάς άμοιβάς, άκόλουθόν έστιν, ίνα
τόν
κτησάμενον και *»·
τοΰ Κυρίου αύτοΰ·
Ί
κατά τοΰ νόμου της φύσεως εξανιστάμενοι, γίνονται α Ούαί,
αχάριστοι πρός τους εύεργέτας· ειπεν , έθνος άμαρτωλόν,
λαός «ι*· *·
ι πλήρης άμαρτιών , σπέρμα πονηρόν, υίοϊ λαλήσωμεν σήμερον περί τοΰ πόσον άμαρ
» άνομοι ,
τάνουσιν οί ευεργετούμενοι, όταν άχάριστοι
» Ισραήλ ». Άμαρτάνει ό άχάριστος κατά
φαίνωνται προς τους εαυτών εύεργέτας.
τοΰ όρθοΰ λόγου, επειδή ό μεν νοΰς πείθει ,
Κατά τρεΐς τρόπους οί άνθρωποι φαί
μάλλον
εγκατελίπατβ
τό,ν
δέ άναγκάζει καθένα ,
άγιον τοΰ
Γνα φανη
νονται άχάριστοι προς τους εύεργέτας· ή
ευχάριστος πρός τον εύεργέτην καθείς α
μή φροντίζοντες, Γνα διά τών
κούει εσωτερικώς τόν νοΰν αύτοΰ, λέγοντα,
ταποδώσωσιν εις γεσίας το τβς
τους ών
άνταπόδομα·
ή
Δίκαιον έστιν, Γνα εύχαριστήσης τόν εύεργετήσαντά σε· δίκαιον έστιν, Γνα βοήθησες
την
τω βοηθήσαντί σε, και έλεήσης τόν ελεήσαν-
προσφέροντες εις
τά σε· ή δέ θέλησις τοΰ αχάριστου, εξα-
ή άντΐ
ελαβον, άνταποδίδοντες
λοιπόν είσιν αί
άμνημονοΰν-
και μηδέ καν
εύχαριστίαν
εύεργέτας·
άν-
τον ευεργέτη ν της ευερ
της ευεργεσίας,
διά λόγου
έργων
τών αγαθών , κακά.
Τρεΐς
τάξεις τών άχαρίστων
νισταμένη
κατά τοΰ όρθοΰ λόγου τοΰ νοός
αύτοΰ, και συγκροτούσα κατ' αύτοΰ ίσχυρόν πόλεμον, νικα τοΰ νοός τήν όρθήν κρί
οί δέ άχάριςοι της τρίτης τάξεώς είσι χεί-
σιν τούτο δέ έργον έστι βεβιασμένον και
ρονες πάντων τών άλλων άχαρίστων, και
δυναστικόν, καθώς είπεν ό θεός διά ςόματος
άνθρωποι αληθώς παγκάκιστοι.
άχάριστος άμαρτάνει κατά τη; φύσεως ,
τοΰ προφήτου Ιερεμίου· α Ιδού έλάλησας, ί·ρ·«.. », ι. » λέγει, και έποίησας τά πονηρά ταύτα ,
κατά τοΰ όρθοΰ λόγου ,
ι και ήδυνάσθης >. Ό άχάρις-ος και άκούει,
Καθείς δέ
κατά τών
ιδίων
αισθήσεων, κα! κατά τοΰ θείου νόμου. Ά
καϊ βλέπει, και ψηλαφα,
μαρτάνει κατά της φύσεως, επειδή αυτή ή
τό ότι οί άχάριστοι άνθρωποι γίνονται μι
φύσις
σητοί και αποτρόπαιοι· διότι ού μόνον οί
εστί διδάσκαλος της ευγνωμοσύνης·
βλέπε τά άλογα ζώα, πώς γνωρίζουσι τους
εύεργετήσαντες,
όρώντες
Γν' ούτως είπω ,
τήν άχαριστίαν
τρέφοντας αυτά, και άκούουσι τήν φωνήν αυτών, παύουσι τάς ευεργεσίας, αλλά καϊ αυτών, και υποτάσσονται εις αυτούς, και οί λοιποί , άποστρεφόμενοι αυτούς, προσάπεριποιούνται όσον δύνανται* διά τοϋτο ό πτουσιν
εις
αυτούς το άτιμον και κατρ-
θεός, τό επιχείρημα της φύσεως άναλαβών , σχυμμένον όνομα τοΰ άχαρίς-ου· αισθάνεται.
Εύαγγελίον της ΣΤ. Κυριακής
Μ"Γ·
λέγω, ό αχάριστος, ότι ή άχαρις-ία βλάπτε;
παρακαλώ μετά προσοχής. Αληθώς ό θεός
αυτόν, και όμως, εξανιστάμενος κατά των
εφανέρώσεν ήμΐν διά τοΰ προφήτου αύτοϋ ,
ιδίων αισθήσεων, προτίμα την άχαριστίαν
ότι ούδεμίαν εχει χρείαν τών άγαθών ημών
της ευγνωμοσύνης· εις τούτους δέ αρμόζει ό λόγος τοΰ Κυρίου, « *Οτι βλέποντες ου
« Ότι τών άγαθών μου ού χρείαν εχε'.ς >· *·λ· 1δ»
ί βλέπουσι, και άκούοντες ούκ άκούουσιν
ευχαριστίας ημών χρη'ζει· καϊ ποίαν χρείαν
ί ουδέ συνιοΰσιν ί. 'Εάν δέ άνοίζης τό ίερόν
εχει της ευτέλειας καϊ ούδαμινότητος τών
εύαγγέλιον,
έργων ημών
βλέπεις, ότι ό αχάριστος κα
θ* ύπερβολήν άντιφέρεται εις τους νόμους », τοΰ θεοΰ·
λ'*3ί
ουδέ της διά τών έργων ουδέ της διά λόγου
ό δημιουργός
της κτίσεως,
όστις εχει υπό τήν έξουσίαν τοΰ παντοδυ
« Αγαπάτε, λέγει τοΰ θεοΰ ό
νάμου αύτοΰ νεύματος πάντα τά όρατά
» νόμος, τούς εχθρούς υμών >· ό άχάριςος
και αόρατα κτίσματα :, ή ποίαν χρείαν έχει
οΰδέ
φίλους δεικνύει άγάπην
της δοξολογίας τοΰ άνθρωπου ό θεός, ό ά-
« Ευλογείτε, λέγει ό νόμος, τούς καταρωμέ-
φ' έαυτοΰ ύπερτέλειον Ιχων τήν δόξαν, και
εις
τους
ι νους υμάς »· ό αχάριστος ουδέ τούς εύλο-
άκαταπαύστως υμνούμε νος
γοΰντας αυτόν ευλογεί· « Καλώς ποιείτε
ρουβίμ, και δοςολογούμενος ύπό τών Σερα- *ΐ>*·^**>
» τούς μισοΰντας υμάς », λέγει ό νόμος· ό
φίμ,
αχάριστος
αυτόν
επουρανίων δυνάμεων } ό ουρανός, ή γη, ό
άγαθοποιεΐ· α Προσεύχεοθε, λέγει ό νόμος,
ήλιος, ή σελήνη, τά άστρα, τό φώς, πάντα
9 υπέρ τών έπηρεαζόντων και διωκόντων
τά κτίσματα δοξολογοΰσιν αυτόν
ι υμάς γ ό αχάριστος ουδέ ύπέρ τών εύερ-
ϊ ρύρανοί διηγούνται δόξαν θ;οΰ, ποίησιν
γετούντων και προστατευόντων προσεύχε
ι δέ χειρών αύτοΰ αναγγέλλει τά ς"ερέωμα ».
ται.
Απαθής δέ ών ό θεός και πάσης προσπά
ουδέ
τούς
αγαπώντας
Οί αμαρτωλοί, λέγει ό θεό;, άγαπώσι
τούς αγαπώντας, και
άγαθοποιοΰσι
τούς
ύπό τών Χε-
και ΰπερυψούμενο; Οπό πασών τών
κ Οί «ύτ. ι·,
θειας υπέρτατο;, ουδόλως πάσχει, όταν ήμεΐς
άγαθοποιοϋντας αύτούς· ό αχάριστος υπερ
άνταποδίδωμεν αύτώ κακά άντί άγαθών
βαίνει τών άμαρτωλών την κακίαν, επειδή
έπειδή όμως ή μέν ευγνωμοσύνη εστίν άπό-
ουδέ τούς αγαπώντας αυτόν άγαπα, ουδέ
δειξις
τούς άγαθοποιοΰντας άγαθοποιεΐ.
άχαριστία ενδειξις της πονηράς ήμών γνώ
της καλής ημών διαθέσεως,
ή δέ
"Ανθρωποι πανάθλιοι , ημείς ού μόνον
μης, διά τοΰτο καϊ τήν δί έργων καϊ τήν
άχάριστοί έσμεν πρός τούς εύεργετοΰντας
διά λόγων ζητεΐ εύχαριςίαν, και άγανακτεϊ
ημάς ανθρώπους, άλλ' άχαριστίαν δδίκνύο-
δέ ύπερβαλλόντως,
μεν και πρός αυτόν τόν θεόν, όστις ακατα
αύτώ κακά άντί τών ευεργεσιών αύτοΰ.
παύστως διά μεγάλων
καϊ πολλών και
όταν άνταποδίδωμεν
Ακούσατε ουν πόσον φανερά ζητέΐ ό
παντοίων ευεργεσιών τμάς ευεργετεί. Άλ
θεός μετά τάς ευεργεσίας αύτοΰ τήν διά
λ' αρά γε ό θεός ό πανυπερτέλειος θέλει τήν
τών έργων ημών άντάμειψιν. Απαριθμεί
Ευχαριστίαν τών εύεργετηθέντων, και οργί
πρώτον εις τούς Ίσραηλίτας τάς μεγάλας
ζεται κατά τών αχάριστων } Ακούσατε ,
ευεργεσίας, όσας
εποίησεν εις αυτούς· τά
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
64
εν Αίγύπτω θαυμάσια, την άπο της δου
στον
λείας του Φαραώ έλευθερίαν, την δια της
γεσίαν
Ερυθράς θαλάσσης διάβασιν , την έν τω
α Άναστάς, ειπε προς αυτόν, πορεύου, ή-Α*·* 17
δρει Σινα νομοθεσίαν, την συγχώρησιν τόύ
» πίστις σου σέσωκέ σε·
αμαρτήματος της μοσχολατρείας, την δω
εδωκεν αύτώ διά τήν ευγνωμοσύνη ν αυτού
ρεάν της γ*?ις της επαγγελίας και τα άλλα·
την αίώνιον σωτηρίαν. Βλέπε δε φιλανθρω-
έπειτα λέγει προς αυτούς· « Και νυν », ή
πίαν θεού! ζητεί εύχαριστίαν, Γνα ευεργετή
γουν μετά τάς ευεργεσίας ταύτας, νΰν , ώ
σω πάλιν εύεργεσίαν
Ίσραηλΐται, τί ζητώ εγώ παρ υμών} ποίαν
πλουσιωτέραν. Όταν ήμεΐ;
Α·ντ. ίο, άνταπόδοσιν θέλω ; « Καί νυν , Ισραήλ ; η. ' ^ ' » τί Κύριος ό θεός σου αιτείται παρά ■» σοΰ, άλλ' η φοβεΐσθαι Κύριον τον θεόν
Σαμαρείτην εύηργέτησβν άλλην εύερ,της
πρώτης
πολλώ
ύπερτέραν
2 δπερ εστίν ,
της πρώτης πολλώ προσφέρωμεν
αύτώ τήν εύχαριστίαν, ουδέν λαμβάνει , επειδή , ούδεμίαν εχει χρείαν:
α Και γάρ 2. κ9?. 3, 10» κ ουδέ δεδόξας"αι το δεδοξασμένον εν τούτω
» σου, και πορεύεσθαι έν πάσαις ταΐς όδοΐς
ί τώ μέρει Ινεκεν της ύπερβαλλούσης δό-
ϊ αυτού, και αγαπάν αυτόν, και λατρεύειν
» ξης »· αλλά δίδωσιν ήμιν πάλιν, επειδή
> Κυρίω
αδαπάνητος έστιν ό θησαυρός του ελέους
τω θεώ σου έξ όλης της ψυχής
καί τών θείων αυτού δωρεών.
» σου^ » Ότι δέ ζητεί και την διά λόγου εύχα-
Φαίνεται δέ φανερά και έκ τών εμφαν
ριστίαν και δοξολογίαν, φανερόν έστιν έκ
τικών λόγων
της ιστορίας των δέκα λεπρών. Ούτοι, ά·
τών αχάριστων φοβέρας αυτού τιμωρίας ,
περχόμενοι προς
την
πόσον αυτός αγανακτεί , δταν ήμεΐς αντί
Χριστού,
τών ευεργεσιών αυτού καταφρονώμεν τους
καθ' όδόν έκαθαρίσθησαν πάντες· έξ αυτών
θείους αυτού νόμους. Προσκαλεί δ μεγαλο-
βίς μεν Σαμαρείτης τό γένος ,
φωνότατος Ήσαίας πάσαν τήν κτίσιν, Γνα
τους
προσταγήν του Κυρίου
εκαθαρίσθ/;,
ιερείς
κατά
Ιησού
ιδών,
δτι
ύποστρέψας, μετά φωνής με
άκούσν)
τοΰ θεού και έκ της κατά
πόσον δ θεός, άνθρωποπαθώς λά
γάλης έδόξαζε τον θεόν, και πεσών εις την
λων, θρηνωδεΐ και
γην επί πρόσωπον παρά τους ^πόδας- του
άχαριστίαν τών Ισραηλιτών
ευεργέτου αυτού, προσέφερεν
» λέγει, ουρανέ,
αύτώ
την
προσκλαίεται διά τήν
καί
ένωτίζου
α Άκουε , ή γη, δτι
πρέπουσαν εύχαριστίαν οί δέ λοιποί εννέα
5 Κύριος ελάλησε »· τί δε έλάλησεν} «Υιούς,
άνεχώρησαν, καί, της ευεργεσίας άμνημονή-
» λέγει, εγέννησα, καί ύψωσα ί· ιδού ή ευ
σαντες, ούδεμίαν
εργεσία· « Αυτοί δέ με ήθέτησαν 5· ιδού ή
εύχαριστίαν
προσέφεραν
προς τον εύεργετήσαντα αυτούς
Ίησοΰν.
Όθεν τών μεν εννέα την άχαρις"ίαν έξήλεγΑ·υ». π, ξεν ό Ιησούς, ειπών α Ουχί οί δέκα έκα-
αχαριστία,
άντι
ευγνωμοσύνης άθέτησις!
δ 'Ανταπεδίδοσάν μοι πονηρά αντί αγαθών ν«χ. %κ, ι*. 5 και άτεκνίαν ψυχη μου ». Κατά τον
» θαρίσθησαν, οί δέ εννέα πού } ούχ εύρέθη-
αυτόν δε τρόπον και δ μέγας
» σαν ύποστρέψαντες δούναι δόξαν τω θ:ώ
Μωϋσής τον ούρανον και τήν γην έκάλεσβ
5 ειμή ό αλλογενής ούτος
μάρτυρας, δταν εΓπε τά κατά τών άχαρί-
τον δέ εύχάρι-
6ι. 1.
προφήτης
Εύαγγελίον της ΣΤ'. Κυριακής.
65
στων λόγια τοϋ θεοϋ καϊ την κατ* αυτών
τοϋ *Ιησοϋ Χριστοϋ έν ταΐς ήμέραις Ούε-
λ»τ. μ; φοβεράν αύτοϋ άπόφασιν α Πρόσεχε, ειπεν,
σπασιανοϋ καϊ Τίτου. Όστις δέ άνοιξη τά
» ουρανέ, και λαλήσω, και άκουέτω ή γϋ
όμματα, βλέπει όφθαλμοφανώς τους
» ρήματα εκ στόματος μου ί. Ταύτα, λέγε;,
Ιουδαίους εις τά τέσσαρα μέρη τοϋ κόσμου
ώ αχάριστοι, τά άνομα Ιργα άνταποδίδοτε
διεσπαρμένους,
Α««τ. ίϊ, εί; τον θεόν:, β Ταύτα Κυρίω άνταποδίδο-
μέν
καϊ βασιλείας, καϊ ίερωσύ-
νης, και ναοϋ, και θυσιών, καϊ προφητείας,
» τε 5 ^ Λαέ μωρέ και άσοφε, τοιουτοτρό
καϊ
παντός χαρίσματος γεγυμνωμένους ,
πως ανταμείβεις τον ποιητήν σου
ο; Οδτω
καϊ από της χάριτος τοϋ θεοϋ άπομεμακρυμ-
ϊ λαός μωρός και ούχ'ι σοφός :, ί Τίς εστίν
μένους· τό δέ γένος τών εθνικών τό πρότε-
αύτός, 8ν σύ περιφρονείς ^ ουκ εστίν αύτός
ρον μωρόν καϊ άσύνετον, ως λατρεϋον τη
ό πατήρ σου, και ό κτίς^ης σου, και δ ποιη
κτίσει παρά τόν κτίσαντα, τά έθνος, λί
τής σου, καϊ ό πλάστης σου } « Ούκ αυτός
γο), τό μηδέ έθνος λογιζόμενον παρά τώ
» ούτός σου πατήρ, έκτήσατό σε, και εποίη-
θεώ διά την άπιστίαν αυτοϋ, φρόνιμον γε-
» σέ σε, και έπλασε σε » ^ Άπαριθμήσας
νόμενον
δέ τάς προς τον άχάριστον λαόν ευεργεσίας
θινοϋ
καϊ συνετόν καϊ λάτρην τοϋ άλη-
θεοϋ, καϊ εΐσίνεχθέν εις την χάριν
«ύτ. ;5. του θεοϋ, εξελέγχει αύτόν οδτως· α "Εφαγε,
αύτοϋ αντί τοϋ άπωσθέντος Ισραηλιτικού
ϊ λέγει, Ιακώβ, κα! άπελάκτισεν ό ήγα-
λαοϋ διά την άχαριστίαν αύτοϋ εις αίσχύ-
ί πημένος· έλιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη,
νην και παροργισμόν αύτοϋ, καθώς προεΐ-
» καϊ εγκατελιπε τόν θεόν τόν ποιήσαντα > αύτόν, και άπέστη από θεοϋ σωτήρος αύ-
πεν ό θεός· « Αύτοί , λέγει , παρεζήλωσάν Α«τ. α, 11. » με έπ' ού θεώ, παρωξυνάν με έν τοις είδώ-
» τοϋ 8.
ί λοις αυτών
Μετά δε ταϋτα εφανέρωσε και
την φοβεράν τοϋ θεοϋ άγανάκτησιν κατά <ύι. ι β. τών αχάριστων, είπών α Και είδε Κύριος, ί καϊ έζήλωσε, και παρωξΰνθη δί όργήν υιών » αύτοϋ καϊ θυγατέρων »· και την τιμωρίαν «ύ». ίο. ομοίως* « Καϊ είπεν, αποστρέψω τό πρόσω-
ί επ' ούκ εθνει, έπϊ εθνει άσυνέτω παροργιώ » αύτους 2>. Άλλά τίς, λέγεις, έστιν εκείνος ό άν θρωπος, όστις ού προσφέρει εις τόν θεόν καϊ την διά λόγου
καϊ την δί έργου
εύχαρι-
5 πόν μου άπ' αύτών, καϊ δείξω τί εσται
στίαν^ τίς έστιν εκείνος
ϊ αύτοΐς έπ' εσχάτων ημερών,
ότι γεν*ά
άνθρωπος, όστις τολμά, καϊ άποδίδωτιν
ό
ασυνείδητος
ι εξεστραμμένη εστίν
υιοί,
οΓς ούκ εστι
εις τόν θεόν πονηρά άντϊ άγαθών } Ήμεΐς
ϊ πίστις έν αύτοΐς ».
Ταϋτα δέ ούκ ησαν
εις τάς καθ* ήμέραν προσευχάς δοξολογοϋ-
φοβερισμοϊ άπρακτοι, αλλά τιμωρίαι θεοϋ
μεν τόν θεόν διά τάς προς ήμας εύεργεσίας
ένεργηθεΐσαι
αύτοϋ,
καϊ τελίΐωθεΐσαι.
Καϊ όστις
μέν ανάγνωση τάς ιστορίας, βλέπει την 6,3» τ* άποστροφήν ταύτην- συμβάσαν εις τό τα(Ί Ιου' .*«ι*ΐς Ίουδαϊκον γένος επ' εσχάτων τών ημερών , |",;π·
καγώ παραξηλώσω αύτούς
ήγουν μετά τό πάθος καϊ την άνάστασιν (ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'.)
ψάλλοντες
το
ί Ύμνοϋμέν σε,
5 εύλογοϋμέν σε^ προσκυνοϋμέν σε, δοξολο» γοϋμέν σε,, εύχαριστοϋμέν σοι $ μεγάλην σου δόξαν ».
διά την
Ήμεΐς ίίς αύτόν
μόνον πιστεύομεν , αύτόν μόνον προσκυ9
66 νοΰμεν, και αύτώ μόνω λατρεύομεν, και
χ«ρον αύτοϋ, και πάς τις άλλος ,
τούς θείους αύτοϋ νόμους φυλάττομεν, δσον
μικρόν η μέγα κατορθώσω] έργον, η όταν
δυνάμεθα. Γένοιτο, Κύριε, γένοιτο ! πλην
πολύ
εγώ φοβούμαι, ότι πολλοί, Γνα
μη ειπώ
τούτο αυτό ποιείς ήγουν δοξάζεί ουχί τόν
πάντες, έσμέν άχάρις/οι εις τον θεόν κατά
θεόν, άλλ' έαυτόν. Τούτο δε τί άλλο εστίν
πάντα τρόπον.
ειμή αχαριστίας τί άλλο εστί τούτο ειμή
Νικα κατά κράτος ό αρχιστράτηγος τούς πολεμίους,
και
αίρει τρόπαιον νίκης
ούρανόν
και βοήτη
ψ«λ. 145, δ Εύλογητός Κύριος ό θεός μου, ό διδάσκων
η ολίγον εύτυχήστ], καθείς, λέγω,
τά ότ£ ουδέ καν διά λόγου προσφέρομεν τήν εύχαριστίαν είς τόν εύεργέτην θεόν ς
λαμπρόν και τέλειον αυτός, αντί να ύψώσν) τα όμματα εις τον
όταν
Ήμεΐς, λέγετε, δοξολογούμεν τόν θεόν διά της προσευχής καθ* έκάστην ήμέραν. Άλλ' αρά γε προσεύχεσθε πάντες καθ* έκά
» τάς χέΐράς μου εις παράταξιν, και τούς
στην ήμέραν ς πόσοι
3 δακτύλους μου εις πόλεμον 5), βλέπει μόνον
παντελώς της προσευχής τό έργον ! Άρα
κάτω είς την γήν και πείθεται, ότι η πο
γε
λεμική αύτοϋ επιστήμη, και ή ανδρεία του
εύχαριστήσητε τόν θεόν διά τάς ευεργεσίας
δεινός στρατηγού, και των στρατιωτών ή
αύτοϋ ς πόσοι και πόσοι προσεύχονται μόνον διά τήν συνήθειαν ! ΤΑρά γε, όταν
προσεύχεσθε ,
και πόσοί αμελούσε
σκοπόν
έχοντες ,
Γνα
σταθερότης κατετρόπωσ.ε τών ,έχθρών τό φρύαγμα. Συγγράφει εκείνος ό σοφός βιβλίον
προσεύχησθ», προσηλωμένος εστίν ό νοΰς
γέμον πολυμάθειας καϊ επιστήμης· οί άνα-
υμών . εις τόν θεόν ς πόσοι και πόσοι διά
γινώσκοντες αυτά έπαινοΰσι τά νοήματα ,
μεν της γλώσσης άσματα προσευχής φθέγ-
την φράσιν, τήν συνθήκην,
γονται,
την τάξιν,
διά της ψυχής άτοπα νοήματα
και άγχίνοιαν
συλλογίζονται ! Τούτο δέ νομίζετε, ότι ές"ί>
του συγγραφέως· ό δε συγγραφεύς, αντί να
ή ευχαριστία ή είς τόν θεόν χρεωστουμένη
δοξολογήσω τόν θεόν, τον δοτηρα της σο-
διά τάς κατά πάσαν στιγμήν εύεργβίίας
την μέθοδον, τήν εύφυΐαν
"*» Ιι'η ' ?ι'ας' λέγων
α Μή ήμΐν, Κύριε, μη ήμΐν ,
αύτοϋ ς
» άλλ' ή τώ ονόματι σου δός δόξαν, επί τώ
Τί δέ λέγετε διά τά εργα ς εισίν άραγε
» έλέει σου και ττΓ άληθεία σου ί, άρεσκεύ-
τά εργα υμών εργα ευχαριστίας ς εχουσιν
εται, και
άρα τά εργα υμών
περπερεύεται, και ματαιούται ,
εκείνο τό φως, δι ου
και δοξάζει έαυτόν ως σοφόν και έπις-ήμο-
δοξάζεται ό θεός, κατά τήν παραγγελίαν
να. Τούτο αυτό ποιεί και ό ιατρός, όταν
αυτούς α Ουτω λαμψάτω, ειπε, τό φώς
θεραπεύσει τον άρρωστον από της βαρύτα
ϊ υμών έμπροσθεν τών ανθρώπων, όπως
της
αύτοϋ ασθενείας, και ό ρήτωρ, όταν
9 Γδωσιν υμών τά καλά εργα και δοξάσωσι
πείση τούς άκροατάς, και ό πραγματευτής,
ί τόν πατέρα υμών .τόν εν τοις ούρανοΐς ».
όταν κερδήσνϊ πολλά αργύρια, και ό γεωρ
Ναί, λέγετε, επειδή ήμεΐς είς μόνον τόν
γός, όταν θερίσγ; πολύν καρπόν, και ό τε-
άληθινόν θεόν πιστεύομεν, και αυτόν προ-
χνίτης, δταν κα^ως φιλοτεχνήση τό εργό-
σκυνούμεν·
τούτο δε εστίν Ιργον
καλόν
67
Εύαγγελων της ΣΤ. Κυριακής. καϊ φωτεΐνόν. Περϊ τούτου
αποκρίνεται
τείας
και
τρυφάς
της σαρκός
αύτοΰ·
Ιάκωβος, λέγων
εκείνον ύπερύψωσεν ό θεός διά της αξίας
!«· ϊ, « Σύ πιστεύεις, δτι ό θεός εΓς έστι· καλώς
και εξουσίας· αυτός δέ υπερηφανεύεται, ώς
εις υμάς ό άδελφόθεος
> ποιείς· και τά δαιμόνια πιστεύουσι και
δ Ναβουχοδονόσορ, καταφρονεί και δυνα
> φρίσσουσι. » Καλή ή πίστις, άλλα τοιαύτην
στεύει τούς άλλους, και θέλει, ίνα προσκυ
πίστιν άκαρπον εχουσι και τά δαιμόνια-
νείται ώς
%1τ. ι», εάν πιστεύης εις τόν άληθινόν θεόν, ί Δεΐ-
θεός· εις τόν άλλον
ετύπωσε
κάλλος και ωραιότητα, αυτός δέ ού σω-
> ξόν μοι, λέγει, τήν τΛ ?τιν σου εκ τών
φρονεϊ, ώσπερ ό πάγκαλος
% έργων σου ϊ. Ήμεΐς, λέγετε, φυλάττομεν,
καθίστησιν έαυτόν βίδωλον της ασέλγειας,
5σον δυνάμεθα, τους θείους νόμους·
καϊ διά της εύμορφίας αύτοΰ κατακρημνί-
άλλα
Ιωσήφ, άλλά
ποΐά είσι τά εργα ημών, τά όποια δεικνύ-
ζει πολλούς
ουσιν, δτι φυλάττομεν τοΰ θεοΰ τούς νόμους^
τοΰτον «στόλισε διά τοΰ χαρίσματος της
ποια βργα βλέπομεν την σήμερον ά% τόν
σοφίας, αύτός δέ ού σοφίζει τούς άλλους,
κόσμον ^
καθώς ό σοφός Σολομών ,
δόλους, συκοφαντίας, ψευδομαρ-
εις τοΰ άδου τό πέταυρον
άλλά
γίνεται
τυρία;, προδοσίας, αδικίας· ούτος άρπάζει
μωρός, καϊ πολεμεΐ τήν πίστιν και τήν
τό ξένον πράγμα, εκείνος αναβαίνει εις την
έκκλησίαν
ξένην κλίνην, ό άλλος μισεί και κατατρέχει
τέχνης, αύτός δέ ού τεχνουργεΐ άδόλως και
τόν άδελφόν αύτοϋ, τά τέκνα περιφρονοΰ-
εντελώς τά εργα αύτοΰ, ώς ό Βασελεήλ,
σι τοΰς γονείς, οί γονείς
άλλά γίνεται δόλιος , καϊ
τέκνα, οί
δεσπόται
παροργίζουσι
δυναστεύουσι
τά τούς
εις εκείνον βδωκε τελειότητα
εργόχειρα αύτοΰ·
καπηλεύει τά
Έξέτασον πώς ό καθείς
δούλους , οί δοΰλοι ούχ υποτάσσονται εις
μετέρχεται τό χάρισμα καϊ τήν εύεργεσίαν
τούς δέσποτας,
τοΰ θεοΰ,
οί ιερωμένοι ού ποιμαίνου-
και τότε βλέπεις, δτι πολλά
σι τον λαόν^ ό λαός ουκ εύλαβεΐται τούς
σπάνιοι είσιν εκείνοι, οίτινες διά τοΰ δοθέν
ιερωμένους.
τος αύτοΐς χαρίσματος
άλλοτέ ποτε
Εις τοΰτον τόν καιρόν ύπέρ άρμόζουσι τοϋ προφητάνα-
»·«λ. 13, κτος τά λόγια· α Πάντες εξέκλιναν, άμα 4. » ήχρειώθησαν, ουκ εστι ποιών χρης"ότητα,
θεόν
τότε βλέπεις, δτι
μετέρχονται
δοξολογοΰσι οί
τόν
περισσότεροι
αυτό τό χάρισμα καϊ
τήν
εύεργεσίαν τοΰ θεοΰ ώς μέσον και όργανον,
5 ουκ εστίν Ιως ενός ». Ταϋτά εισι τά φω
δΐ ου καταφρονοΰσι τους νόμους τοΰ θεοΰ,
τεινά εργα ·η διά τούτων τών έργων δοξά-
καϊ πράττουσι τά άμαρτήματα. Τοΰτο δέ
ζομεν τόν θεόν}
τ'ι άλλο εστίν ειμή άνταπόδοσις
Βλέπε δέ πώς ού μόνον ταΰτα πράττομεν,
άλλά και πονηρά άνταποδίδομεν εις
κακών
άντϊ τών άγαθών^ Άλλ* επειδή,
λέγεις,
τόν θεόν αντί τών ευεργεσιών αύτοϋ. Τοΰ
στοΰμεν άνταπόδοσιν
τον εύηργέτησεν ό θεός διά τοΰ πλούτου·
ούδεμίαν
αυτός δέ, ώσπερ
φανερόν έστι λοιπόν, δτι, δστις ουκ Ιλαβε-
λίου,
ό πλούσιος τοΰ ευαγγε
εύεργεσίαν
εις
ούδεμίαν χρεωεκείνον, δστις
έποίησεν
εις ημάς,,
δαπάνα τόν πλοΰτον εις τάς άσω- | παρά θεοΰ εύεργεσίαν, έκεΐνος ουδέ εύχα9*
Όμίλία μετά
68
το κατά Λουκάν
ριστίας άνταπόδοσιν χρεωστεΐ. Άνθρωπε,
ϊ ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα εύεργετηθή-
τί λέγεις :, και τίς έστιν εκείνος
» σονται· ότι ό θεός έπείρασεν αυτούς και
ό άνθρω
πος, όστις ουκ έλαβε παρά θεοΰ ευεργεσίας
8 εύρεν αυτούς άξιους έαυτοΰ ». "Οσα λοι
ό κλινήρες, αποκρίνεσαι,
πόν σύ ονομάζεις
ό
πάμπτωχος,
ταλαιπωρίας και βασά
6 δυστυχέστατος, αυτοί εισιν εκείνοι, οΓτι-
νους, αυτά είσι δόξα, χαρά και μακαριότης,
νες ούδεμίαν εύεργεσίαν
Αύτοι
αύταί εΐσιν εύεργεσίαι τοΰ πανυπεραγάθου
ελαβον το είναι παρά θεοΰ και την ζωήν,
θεοΰ και δωρεαι τη; αιωνίου ζωής πρόξενοι.
ελαβον.
Γνα ταλαιπωρώνται και βασανίζωνται· τού
Έάν δέ ήμέις διά την στενότητα τοΰ
το αυτό, όπερ συ λογίζεσαι βάσανον και
νοός τ,μών ού
ταλαιπωρίαν, τούτο
τοΰ πλούτου καϊ της σοφίας και της γνώ
έστιν
ευεργεσία του
κατανοώμεν τά μυστήρια
θεοΰ και έλεος· εάν δέ εις τοΰτο ού πείθεσαι,
σεως τοΰ θεοΰ· έάν
σύ σαλεύεις πάντα τά θεμέλια της πίστεως.
νωμεν τάς κρίσεις, δϊ ών ό θεάς εις ταύτην
"Ινα τί, αδελφέ, βλέπης μόνον κάτω } Γνα
την πρόσκαιρον
τί ουκ
διά της ευτυχίας, τόν δέ τιμωρεί διά της
ενατένιζες
και
έπι τά άνω } ού .
ημείς ού καταλαμβά-
ζωήν τον μεν ευεργετεί
πιστεύεις, ότι εστι ζωή μέλλουσα αιώνιος,
δυστυχίας, Γνα πάντας σωση, ουδέν παρά-
της οποίας σκιά και όναρ έστιν ό παρών
δοξον διότι ταΰτα 'ούδέ εκείνος κατανοή-
""Γϊ" β'οςό
ομολογείς,
ότι α 'Όν άγαπα
σας, όστις άνέβη β: Εως τρίτου ούρανοΰ καϊ
» Κύριος παιδεύει, μαστιγοΐ δέ πάντα υίόν,
» είδε και ήκουσεν άρρητα ρήματα,
» δν παραδέχεται 8 } ουκ άκούεις τόν
» ώ βάθος πλούτου,
δε-
Κβ?.
έβόα· *·ρ· ».
και σοφίας, και γνώ-
σπότην σου, όστις μακαρίζει τους πεινών
8 σεως θεοΰ!
τας και κλαίοντας, και υπόσχεται αύτοΐς
2 αύτοΰ και ανεξιχνίαστοι αί όδοϊ αύτοΰ.' »
άντϊ της πρόσκαιρου πείνας κα; τών ολίγων
Τοΰτο δε αυτός κατενόησε, και περί τούτου
δακρύων την αιώνιον άπόλαυσιν
και την
τελείαν είχε πληροφορίαν, περί τοΰ ότι τά
Αβν«· «» χαρά,ν την άτελεύτητον } « Μακάριοι, ει-
πάθη τοΰ νΰν καιροΰ, όταν μεθ' υπομονής
ϊ πεν, οί ποινώντες νΰν, ότι χορτασθήσεσθε.
υποφέρω νται, χωρίς τινο; αμφιβολίας προ-
» Μακάριοι οί κλαίοντες νΰν, ότι γελά-
ξενοΰσι την αιώνίον μακαριότητα· διό τότε
» σετε ». Ουκ άκούεις τόν>6εόν διδάσκοντα
εχαιρεν, όταν επασχεν « Νΰν χαίρω, ελε- Κίλβί- $>
και βεβαιοΰντα, ότι, όσοι φαίνονται εις τά
β γεν, έν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών
όμματα τών ανθρώπων βασανιζόμενοι, ε κείνοι εΐσιν 3,
*7'
Αγαπητοί μου άδελφοί, όταν ς*οχάζωμαι
οί κληρονόμοι της αθανάτου
την άχαριστίαν ημών, και ακούω τον θεόν
βασιλείας } α Και γάρ εν όψει ανθρώπων,
φοβερίζοντα τούς άχαρίστους και λέγοντα,
5 λέγει, εάν κολασθώσιν,
α Πΰρ έκκέκαυται έκ τοΰ θυμοΰ μου, καυ- Αΐ¥Τ ,,
ή έλπις αυτών
» αθανασίας πλήρης »· αυτοί, δια της όλί, γης .και ■»*·'*·
ώς άνεξερεύνητα τά κρίματα
β θήσεται εως άδου κατωτάτου- συνάξω εις
πρόσκαιρου παιδεύσεως δοκιμα-
» αυτούς κακά, και τά βέλη μου συντελε-
σθέντες και άναφανέντες άξιοι, λαμ^άνουσιν απείρους τοΰ θεοΰ ανταποδόσεις· α Και
8 σω εις αύτούς », φοβούμαι ναί και τρέμω· άλλ' όταν βλέπω την άναισθησίαν
ημών
Εύαγγελίον της ΣΤ'. Κυριακής.
69
διά την φοβεράν αμαρτίαν της αχαριστίας,
της δουλείας του διαβόλου του εχθρού μου
τότε απελπίζομαι παντελώς.
Διά πάσαν
καϊ από της κατάρας τοΰ νόμου, και κατα-
τύπτομεν το στήθος,
στήσης με υίόν σου, έξαπέστειλας εις τον
κλαίομεν , έξομολογούμεθα ,
κόσμον τον μονογενή σου υίόν « γενόμενον
άλλην
άμαρτίαν
μετανοοΰμεν,
ζητοΰμεν συγχώρησιν διά την -άμαρτίαν
» εκ γυναικός, γενόμενον
της αχαριστίας ουδέ δάκρυα, ουδέ μετά
ποία τότε ή απολογία μου^ Ποία ή απολο
νοια, ουδέ προσευχής ουδέ συνειδήσεως έλεγ
γία μου,
χος, ουδέ έξομολόγησις. Τίς ποτε εξομολογεί
τον σωτήρά μου τον Τησοΰν, τόν θεόν μου
ται την προς τον θεον ή την πρός τον πλη
τον σεσαρκωμένον, κάι Γδω τόν σταυρόν,
σίον αύτοΰ άχαριστίαν ^ Τίς εξομολογείται^
και τους ήλους, καϊ τόν άκάνθινον ς-έφανον,
λέγων, Έγώ έπεσα εις την μεγάλην άμαρ
καϊ τό όξος, καϊ την χολήν, και την λόγ-
τίαν της αχαριστίας } Τίς ποτε μετανοών
χην, καϊ την πορφύραν, καϊ διακρίνω εν
και έξομολογούμενος λέγει, Έγώ ουκ έδό-
τελώς τών χειρών
ξασα τον θεον διά τάς ευεργεσίας αυτού }
τους μώλωπας, και της κεφαλής αύτοΰ
έγώ ε:άνην αχάριστος εις τον πλησίον μου
τά τραύματα, και τό κέντημα της πλευ
τον εύεργετήσαντά με:, εγώ κατέστησα τά
ράς, έξ ης εξήλθε τό ΰδωρ, ίνα άγιάση με,
χαρίσματα του θεοϋ όργανα της αμαρτίας ^
και τό αΓμα, ινα σώση με, ποία τότε ή
ουδείς.
απολογία μου} Όταν βλέπω, ότι ού μόνον
Θεέ μου πανοικτίρμων, όταν τούτο το ι.Κορ.ι&, παχυλον σώμα ρΊψη το πάχος , και ένδυθη την άφθαρσίαν, καΐ άναλάβη τά
όμματα
όταν Γδω
Οπό
νόμον
»,
καί γνωρίσω εντελώς
και τών ποδών αύτοΟ
ουδέποτε διά τών καλών έργων μου εδόξασα
αυτόν διά τάς ευεργεσίας αύτοΰ, ού
μόνον ουδέ καν διά λόγου προσέφερον αύτω
της τελείας γνώσεως εκείνων τών πραγμά
την πρεπουσαν εύχαριστίαν, αλλά και άν-
των, τά όποια νυν βλέπει ώς έν έσόπτρω
ταπέδωκα αύτω πονηρά άντϊ αγαθών, τόν
5*ί, και αινίγματι, ποία ή απολογία μου, όταν, 11. παριστάμενος ενώπιον του φοβερού σου
πλοΰτον έδαπάνησα εις τάς τρυφάς, την ύγείαν εις τάς ασέλγειας, την άξίαν εις τάς
βήματος, Γδω σε πρόσωπον πρός πρόσωπον,
καταδυναστείας, την
και γνωρίσω
ουκ εκ μέρους, καθώς την
γογγυσμούς, την άσθένειαν εις την άγανά-
ώραν ταύτην,
αλλά τόσον εντελώς, όσον
κτησιν
και
την
πτωχείαν εις τούς
άποδυσπέτησιν
όταν
και αυτός έμέ έγνώρισας· όταν γνωρίσω ,
βλέπω, ότι τά όργανα της σωτηρίας εποίη-
ότι σύ έπλασάς με, και βθηκάς μοι
οστά,
σα όργανα τής άπωλείας μου, καϊ ότι διά
σάρκα, και πνοήν, και ψυχήν, καϊ
την άμαρτίαν τής άχαριςίας μου ούδέποτε'
και
ζωήν δταν, λέγω, εντελώς γνωρίσω, ότι
μετενόησα,
διά
νόμους ,
ποιήσω τότε, ή τί άπολογήσωμαι } 'Ώ ποίος
άπέστειλας προφήτας, έκήρυξας μετάνοιαν
φόβος τότε, ποία αισχύνης ποία βάσανος
όταν γνωρίσω εντελώς, ότι τοσούτον ήγά-
τής συνειδήσεως , ποίος απελπισμός ! Πο-
πησάς με, ώστε, ίνα ελευθερωτής με από
λυεύσπλαγχνε, δός μετάνοιαν καϊ επις·ρο-
την
σωτηρίαν μου ιδωκας
ουδέποτε εξωμολογήθ ην ,
τί
4,
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν φήν έως οδ
καιρός εστί. Παντοδύναμε ,
φύτευσον εις τάς καρδίας ημών την μεγά-
λην άρβτήν της ευγνωμοσύνης· Κύριβ του ελέους, ελέησον το πλάσμα σου. Αμήν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
*
ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΪΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Ζ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Πολαοι είτε έξ άπλότητος εΓτε έκ πονη
τα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού περι
ρίας όνομάζουσι θαύματα
και εκείνα, δσα
γράφει το σήμερον άναγνωσθέν εύαγγέλιον,
πράγματι και άληθεία ουκ εΐσι θαύματα ,
την ΐατρείαν της αίμορροούσης και την β κ
άλλ' εργα της φύσεως σπάνια καί δύσκολα.
νεκρών άνάςασιν της τού Ίαείρου θυγατρός*
Το αληθές θαϋμά εστίν έργον ουχί της φύ
καϊ τά δύο μεγάλα, πλην το δεύτερον τού
σεως, αλλά της του θεού δυνάμεως. Όταν
πρώτου πολλώ μείζον και εξαίσιον. Επει
βλέπωμεν την συνήθη της φύσεως κίνησιν •ΤΙ ιστάμενηV, η βραδυνομένην, η ταχυνο-
δή δε εκ της σκέψεως και πολυπραγμοσύ
μ,ένην
λάμπβι
δταν βλέπωμεν
τους
νόμους της
νης τών περιστάσεων φανερούται και εκπαντός
θαύματος το μεγαλεΐον ,
φύσεως μεταβεβλημένους και τά ιδιώματα
ευλογοφανές εστίν
οοΟτής
σημερινήν ερμηνείαν εις την ερευναν τών
εξηλλοιωμένα,
τότε
το εκ τούτου
γινόμενον έργον έστι θαύμα άληθ:ς και βέ βαιον
Γνα άφι-ρώσωμεν την
περις-άσεων τούτων τών θαυμάτων.
διότι ουκ εστίν έργον της φύσεως , Τω καίρω έχείνω άνθρωπος τις
Υ)τις εχει δρους άμεταβλήτους και αναλλοί ωτους, αλλά της παντοδυνάμου δεξιάς, η
προσήλθε
τις ποιεΐ δσα θέλει και βούλεται· διά τούτο
εφος, καί αύτος
καΐ
γωγής υπήρχε"
διαφέρει θαύμα θαύματος· άλλο εστί
τω Ιησοΰ, ω όνομα
Ιά-
άρχων της συνα καί πεσών παρά
μικρόν, και άλλο μέγα3 και άλλο μέγις-ον ,
τους πόδας το5 Ίησοΰ, παρεκάλει
και άλλο ύπερμέγιστον και εξαίσιον όσον
αύτον εισελθεΤν ε:'ς τον οίκον αύτοΰ,
περισσότερον ή κίνησις της φύσεως άλλοι οτι
θυγάτηρ
μονογενής ην αύτω ,
οΰται, δσοι περισσότεροι νόμοι της φύσεως ως ετών δώδεκα, άργοΰσιν, δτε το
θαύμα γίνεται,
καί
αύτη άπε-
τόσον θνησκεν.
*,
Εν δέ τω ύπάγείν αυτόν,
μβΐζόν βστι το θαυματούργημα. Δύο θαύμα ο? όχλοί συνέπνίγον αυτόν.
■'Λ.
Εύαγγέλιον της ζ'. Κυριακής. Μά**2'·
Το
Άρχων
της συναγωγής
71
και τό ήψατο τοΰ κράσπεδου
άρχισυνάγωγος
ίν καί τό αυτό
τοΰ Ιματίου
σημαί αύτοΰ, και παραχρήμα εστη ή ρυ-
νει, τουτέστι τόν προεστώτα και πρόεδρον σις τοΰ αίματος αυτής. της Ιουδαϊκής
συναγωγής.
άρχισυναγώγου Ίαείρου νατον, και έπνεε
Τούτου
ήσθένει
τοΰ
προς θά
τά λοίσθια ή μονογενής
Ή άσθενοΰσα γυνή υπήρχε ν, ώς μαρ- Εύιίί. ϊ. τυροΰσιν οί ιστορικοί, Έλληνίς
τό γένος, «ίι α. '
προσελθών προς τόν Ίησοΰν Χριστόν, και
έκ Καισαρείας της Φιλίππου της και Πα- ζ<ψ· 3. *· ( κ. αι. ανεάδος λεγομένης καταγομένη, Βερονίκη τό ·ν· *^7:
πεσών παρά τούς πόδας αύτοΰ, παρεκάλει
ό νομα, ήτις, είς άνάμνησιν της ευεργεσίας ϊ"λ*ί^ ,
αύτόν,
τοΰ σωτηρος Χριστού, ανδριάντα χαλκοΰν
και ώσε! δωδεκαετής θυγάτηρ αύτοΰ· "Οθεν,
Γνα ελθη είς τόν οΓκον αύτοΰ, και
Τ1ί·
έστησε πλησίον της θύρας τοΰ οίκου αυτής· ίατρεύση αυτήν.
Σημείωσαι ενταΰθα τήν
πίστιν, και τήν ελπίδα, καί τήν εύλάβειαν
εβλάστανε δέ έν τη" τοΰ άνδριάντος βάσει βοτάνη πάσης αρρώστιας ιαματική· έπήρ-
τοΰ Ίαείρου· αυτός έπίστερσεν, ότι ό Ίηκεσε δέ ό άνδριάς ούτος σοϋς δύναται
άχρι των ίμερων
θεραπεΰσαι τήν θυγατέρα τοΰ άποστάτου Ιουλιανού, όστις συνέτρι-
αύτοΰ· ηλπισεν, δτι
είσακουσθήσεται
ή ψεν αύτόν. Έπασχεν ή γυνή αΰτη δώδε
πρός τόν Ίησοϋν δέησις αύτοΰ·
εύλαβεία κα ετη της αίμορροίας τό πάθος, και έδα-
κινούμενος επεσεν είς τήν γην παρά τούς πάνησε πάντα
τά υπάρχοντα αυτής είς
πόδας /τοΰ Ίησοΰ, και μετά πολλής ταπειτούς ιατρούς· ού μόνον δέ ουδέν ήδυνήθηνώσεως παρεκάλει αυτόν ό δέ φιλάνθρωπος σαν οί ιατροί βοηθησαι αύτη, αλλά και είς είσήκουσεν ευθύς της δεήσεως αύτοΰ, καί χείρονα κατάστασιν κατήντησε τό πάθος συγκατένευσεν έλθεΐν είς τόν οίκον αύτοΰ, αυτής,
ώς μαρτυρεί ό ευαγγελιστής Μάρ
Γνα θ-ραπεύση τήν ασθενούσαν αύτοΰ θυγα τέρα.
Έκ τούτου μανθάνομεν, ότι τρία
κος, λέγων « Καϊ μηδέν ώφεληθεΐσα, αλλά ΜάΡ. «, 26. » μάλλον είς τό χείρον ελθοΰσα $. Αύτή ή-
τινά είσιν αναγκαία, Γνα είσακουσθη" ή πρός κουσε τά περί τοΰ Ίησοΰ, ώς ό αυτός εύαγ- Λίι.η. τόν θίόν ημών δέησις, πίστις δηλαδή, έλγελιστής λέγει, πίς, και ευλάβεια.
ήγουν ήκουσε τά εξαίσια
Είς τόν δρόμον, εν α> αύτοΰ θαύματα· όθεν ήλθε πρός τόν Ίησΰν
περιεπάτει ό Ίησοΰς,
Γνα έλθη είς τήν οίΧριστόν, άναμίξασα έαυτήν τω όχλω, καί
κίαν του Ίαείρου, πλήθος πολύ λαοΰ συν στάσα όπισθεν αύτοΰ, ήψατο τοΰ άκρου τοΰ τρέχοντες έστενοχώρουν, καί
συνέθλιβον ενδύματος αύτοΰ· ευθύς δέ κατ' εκείνην τήν
αύτόν. στιγμήν έστάθη ή (5οή, καί έξηρανθη ή πη Αουκ. 8>
Καί γυνή ουσα
έν ρύσεε αίμα γή τοΰ αίματος·
σωματικώς η'σθάνθη, ότι ίατρεύθη τό πά
τρούς
θος αύτής.
βίον, ·«·
έγνώρισε δέ ή γυνή και
τος άπο ετών δώδεκα, ήτίς, εις ια προσαναλώσασα ουκ
ϊσχυσεν υπ
ραπευθήναί'
ολον
τον
ούδενος θε-
προσελθοΰσα όπισθεν,
Παρατήρησον τοΰ πάθους τάς
περιστάσεις,
ίνα τό μέγεθος τοΰ θαύματος
κατανόησης. Ή αΣμόρ^οιά εστίν ασθένεια
72
Ερμηνεία
καΟ' εαυτήν δυσκολοθεράπευτος·
είς
ή πολυ-
τδ κατά Λουκαν
χωροΰσι και συσφίγγουσί σε,
και έρωτας ,
καιρία, ήγουν τά δώδεκα ετη κατέστησαν
« Τίς ό άψάμενός μου ί ·, Ό δέ Ίησοΰς, ίνα
την παρά φύσιν £οήν τοΰ αίματος φυσικήν
φανερωθτ)" της γυναικός ή πίστις και της
αύτοΰ
θείας αύτοΰ δυνάμεως το θαΰμα, καί ούτω
κίνησιν εις
το σώμα της ασθενού
σες· ή αδυναμία των ιατρών δια την θερα-
πιστεύσωσιν εις αυτόν οί περιεστώτες, καν
πείαν
ταΰτα ήκουσεν, έπιβεβαιοι, ότι έψηλαφήθη
και ή εις το χείρον κατάστασις της
ασθενείας εδεεξαν τοσούτον δύσκολον ιατρείας Ή ροή
ώστε
την
υπο τίνος.
εφθασεν ει'ς τ6 αδύνατον. Ο δε
του αΓματος έπαυσε καί έξηράνθη
όλοτελώς εν τω άμα, κατ' έκείνην την ς*ιγ-
τις
μήν, καθ' ήν ή ασθενής έψηλάφησε το κρά-
θούσαν
Ιησούς είπεν, ήφατο μου *··*· 8»
εγώ γαρ εγνων δύναμιν άπ
έξελ-
εμαΰ.
σπεδον του ιματίου του σωτήρος Χρίστου. Όταν τά βάλσαμα, τά μύρα, αί. βοτάΠοία της φύσεως δύναμις άνεχαίτισεν
εν ναι, αί άλοιφαΓ, τά έμπλαστρα επιτεθώσιν
τω άμα τήν ρΌήν
τοϋ αίματος, καΐ εστηεπάνω έΐς άλλο σώμα, τότε εξέρχεται μεν
σεν
έν ρΊπτί οφθαλμού τήν κίνησιν αύτοΰ έξ αύτών δύναμις, ήγουν μερίδια σωματι
και τήν φοράν, καθ* ήν δώδεκα ετη έφέρεκά, λεπτά, αόρατα, εισέρχονται δε εις το ρβτο 'η
δύναμις φυσική ουδεμία* ή θεία δέ άπτόμενον αύτών σώμα, και διά της ε'νερ-
του σωτίρος δύναμις μόνη τοΰτο εποίησεν. γείας αύτών ίατρεύουσιν αυτό. Τό κράσπε "Οθεν ή ιατρεία της αίμορρΌούσης θαΰμά ες-* δον τοΰ ιματίου τοΰ Κυρίου Ίησοΰ ουκ εΓχε μέγα καΐ ύπερφυσικόν. τοιαύτην δύναμιν, ουδέ έξήλθον άπ' αύτοΰ Και ειπεν δ
Ιησούς* τις ο άψά-
τοιαύτα σωματικά ιαματικά μερίδια, · ουδέ είσήλθον
διά
της άψαμένης χειρός
της
μενόςμου^ Αρνουμένων δέ πάντων, I αίμορ^οούσης εις τά βεβλαμμένα αύτης μεείπεν δ Πέτρος
και οΓ μετ αύτοΰ, ι λη. Όθεν άκούων το « Έγώ γάρ εγνων
ε'πιστάτα,
ο\ όχλοι
συνέχουσί
σε » δύναμιν έξελθοΰσαν άπ' έμοΰ ϊ, μή νομί-
και άποθλίβουσί,
κα< λέγε·ς,
τις δ σττ/ς, ότι εξήλθε δύναμις σωματική από τοΰ
άψάμενός μου$ ιματίου τοΰ Ίησοΰ Χριστού, ήτις μεταδοΈρωτα ό τά πάντα γινώσκων τίς έςιν
θεΐσα
εις τήν αίμορροοΰσαν
έθεράπευσεν
•κείνος, όστις εψηλάφησεν αυτόν και πάν αυτήν,
αλλά νόησον,
δτι ό Ίησοΰς ώς
τες μεν Όΐ περιεστώτες αρνούνται, ήγουν καρδιογνώστης καί ειδώς τήν πίστιν αυτής λεγουσιν,
ότι ουδείς σε
εψηλάφησεν ώς και τήν ψηλάφησιν
τοΰ ιματίου αύτοΰ ,
φαίνεται, ουδείς είδε τήν ψηλαφήσασαν το τη παντεξουσίω αύτοΰ δυνάμει ίάτρευσεν κράσπεδον αύτοΰ γυναίκα·
ό δε Πέτρος αυτήν.
και οί μετ' αύτοΰ, ήγουν οί απόστολοι, λέγουσι
προς αυτόν
Έπιστάτα , βλέπεις
Ιδοΰσα δέ ή γυνή, οτι ουκ έλα-
τοσούτον πλήθος ανθρώπων, οίτινες στενοθε, τρέμουσα ηλθε καί προσπεσοΰ
Εύαγγέλίον της
σα αύτω,
δ! ην αί'τί'αν ήψατο
αύ
ζ'. Κυριακής.
73
Μάρκος· < Και Γσθι υγιής άπδ της μάςιγός Μ">· 5» ϊ σου ϊ.
Αληθώς δέ μεγάλη ήν ή πίστις
τοΰ, άπήγγείλεν αύτω ένωπίον παν αυτής· άσθενής ούσα καΐ αδύνατος, έτρεξε τός του
λαού, καί ως ίάθη
παρα προς τον Ίησοϋν Χριστόν,
χρήμα.
συγκατέμιξεν
έαυτήν τώ δχλω, δστις συνέθλιβε και ώθει
Ή αίμόρρους γυνή έξ άπλότητος Γσως και
αυτήν,
επείσθη, δτι ΐαθήσετάι
άπδ τής
άμαθίας ενόμιζεν, ότι αυτή μεν έλαβε τήν
αρρώστιας αυτής, εάν μόνον άψηται των
ίασιν διά
ιματίων αύτοΰ· α "Ελεγε γάρ έν έαυτη ,ώς Μ*Τ| 9»
της άφής τοΰ' κρασπέδου
του
Ίησοΰ, δ δέ Ίησοΰς οΰδέ έγνώρισεν , ουδέ
ί μαρτυρεί ό θεηγόρος Ματθαίος, εάν μόνον
ησθάνθη το γεγονός· δταν δέ ήκουσεν, ότι
τ> άψωμαι των ιματίων αύτοΰ, σωθήσομαι ».
τό έργον ούκ ελαθε τον λυτρωτήν, ουδέ
Σημείωσαι δέ, δτι ού μόνον δια τοΰ προσ
ίμεινε κεκρυμμένον άπ' αύτοΰ, και έγνώρι-
τακτικού λόγου, καϊ διά τής άφης τών
σεν, ότι δ Ίησοΰς παντεπόπτης εστί, τότβ
χειρών, κα': σιέλου τοΰ ς·όματος τοΰ Ιησού
βφοβήθη μήτι, θελήσασα λαθεΐν, παρώργισε
Χριστοΰ εθεραπεύοντο οί
τον
καί διά τής χάριτος τής έν τοις ίματίοις
εύεργέτην
δθεν τρέμουσα ήλθε, και
ασθενείς, άλλά
πεσοΰσα έμπροσθεν αύτοΰ, έφανέρωσεν αύ
αύτοΰ. Τοΰτο αύτό
τω ενώπιον παντός τοΰ λαου τήν αίτίαν ,
καϊ εις τούς αγίους· διότι και € Τά σουδά- π?»ξ. ι», ι 12. ϊ ρια και τά 1 σιμικίνθια ι, τά άπδ τοΰ
ήγουν τδ δτι έψηλάφησεν αυτόν,
ίνα ία-
βλέπομεν τελούμενον
τρευθη· δμολογήσασα παρρησία καί τοϋτο5
χρωτός τοΰ αποστόλου Παύλου, ήλευθέρουν
ήγουν
ίατρεύθη
τούς ασθενείς άπό τών άρρωστιών αυτών.
ευθύς άπδ τής ασθενείας αυτής. Τί δέ προς
Έκ τούτου εμαθεν ή ορθόδοξος εκκλησία
ταϋτα
τό σέβας και τήν βύλάβειαν ού μόνον τών
τδ δτι τοϋτο ποιήσασα
άπεκρίθη
δ πολυέλεος
και παν
τοδύναμος ^
λειψάνων,
άλλά καί τών
ιματίων τών
άγίων άνδρών. Έν τοσούτω δέ, ήγουν εν Α.υ*. ·,
Ο δέ είπεν αύτη' θάασεί θύγαω ετελοΰντο τά περ'ι τήν αίμορροοΰσαν , τερ, · ηπίσπς σου
σεσωκε σε
ποκαι έλάλει δ Ίησοΰς τά εΐρημένα λόγια,
ρεύου εϊς εφήνην.
ιδού έρχεται τις άπό τής οικίας τοΰ άρχι-
Πρώτον μέν έκβάλλει τον φόβον, κα\ θαρσοποιεΐ
αυτήν "α Θάρσει,
συναγώγου.
θύγατερ »· -
Ετί αύτου λαλουντος,
έρχεται Λ5υ*9*'
«πειτα, διδάσκων τήν ταπεινοφροσύνην, α πονέμει τδ θαΰμα εις τήν πίστιν αύτης·
τις παρά του
« Ή πίστις σου σέσωκε σε »· μετά ταϋτα
γων
εύχεται αύττϊ του θεοϋ τήν εΐρήνην α Πογ
τηρ σου,
ι ρεύου
και
λον.Όδέ Ίησους άκουσας, άπεκρί-
επιστηρίζων τήν εις τδ έξης ύγείαν της
θ η αύτω, λέγων, μή φόβου, μόνον
άρρως-ίας αύτής, ειπεν, ώς μαρτυρεί δ ιερά;
πίστευε, καί σωθήσεταί.
εις εΐρήνην ϊ· έπιβεβαιών δέ
(ΚϊΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
άρχισυναγώγου,
αύτω, οτι τέθνηκεν μή σκυλλε
λέ
ή θυγά-
τον δίδασκα59'
Ερμηνεία
74 Αυτοί
ούκ επίστευον,
εις το κατά Λουκαν
οτι ό Ιησούς
ετι δέ
και τον πατέρα και /την μητέρα
Χριστός εστι θεάς παντοδύναμος· όθεν ένό-
της άποθανούσης.
μιζον, ότι δύναται μεν θεραπεύσαι τούς
όχλου ούκ άφήκεν είσελθεΐν εις τήν οίκίαν,
ασθενείς, ούχί δέ καϊ άναστήσαι τούς νε
διδάσκων
κρούς. Επειδή ουν ή ασθενούσα κόρη άπέ-
στροφήν, τούς δέ τρεις άποστόλους "και
θανεν, « "Ερχεται τις », συγγενής
Γσως ή
τούς γονείς της παιδός άφήκεν είσελθεΐν ,
φίλος η δούλος, εκ της οικίας τού άρχισυνα-
ινα μαρτυρήσωσι περί τού θαύματος· διότι,
γώγου, και λέγει προς αυτόν, ή θυγάτηρ
εάν μόνος εμενεν έν τηοικία, εκείνοι, οίτινες
σου απέθανε, μη ένοχλης λοιπόν τον διδά-
ούκ επίστευον,
σκαλον, μηδέ φέρης αύτόν ματαίως εις τον
νεκρών άναστήσαι, εδίσταζον, Γσως δέ και
οίκόν σου. Ταύτα δέ άκούσας ό Ιησούς,
εσυκοφάντουν τό θαύμα, μή πειθόμενοι ,
πρϊν η λαλήση ό άρχισυνάγωγος και πα
ότι
ραίτηση
νέστησεν
αύτόν τού έργου, άπεκρίθη προς
Και τούς μεν έκ του
ημάς της φιλοδοξίας τήν άπο-
διά μόνου
ότι δύναται καί έκ τών
λόγου
τήν
θανούσαν ά-
αυτόν} λέγων, μη φοβού, μηδέ δίσταζε, ' -
Εκλαίον
δέ
πάντες καί
έκό-
»,
συλλογιζόμενος, δτι ούκ εχω δύναμιν άνα πτοντο αύτήν. Ο δέ είπε, μή κλαίε-
·
στήσαι τούς νεκρούς, πίστευε δέ μόνον, εάν τε, δέ πιστεύης, ή θυγάτηρ σου
ούκ άπε'θανεν,
άλλα καθεύδε*.
σωθήσεται, Καί κατεγέλών αύτοΰ, είδότες, οτι
53.
ήγουν εγερθήσεται έκ των νεκρών* άπεθανεν. α»·«. 3,
ΕλΟών δέ εϊζ την οιχίαν
ούκ ά Ό εύαγγελιστής Ματθαίος λέγει,
ότι μ*». »,
φήκεν είσελθεΐν ούδένα
ειμή Πε-
ήσαν εις τήν οίκίαν τού Ίαείρου και αύλη-
τρον
Ιάκωβρν ,
ταί, και όχλος πολύς, θορυβουμενος διά τον
κα! Ίωάννην
καί
και τον πάτερα της παίδες .καί την
θάνατον της κόρης·
μητέρα.
ότι ρί" τότε Ιουδαίοι ού μόνον έκάλουν θρη-
εξ ου φανερόν εστίν 0
χομένως εως της οικίας τού Ίαείρου, Γνα ίδη
κατά τήν πα- ί·». »; 17. λαιάν αυτών συνήθειαν, άλλά και αύλητάς 1ρ. ε, 16. αύλούντας μέλη θρηνώδη· πάντες δέ οί έκεΐ δ?« 1«ΟΥΙΙΓ. 1,3. συναθροισθέντες εκλαιον και εθρηνολόγουν. *· 3,°·
και τά γενησόμενα εις την αυτού θυγατέρα.
Διά τί δέ
Τούτου ουν τού πλήθους τών ανθρώπων ού
πρός αύτούς, ότι ούκ άπέθανεν ή νεκρά ,
δένα άφήκεν ό Ιησούς εισελθεΤν εις την οΐ-
άλλά κοιμάται } ή διότι έμελλε μετ' ολίγον
κίαν τούτο αυτό δέ λέγε» καϊ ό Ιερός Μάρκος
ώς
Το πλήθος τών ανθρώπων, ίδόν τό είς την αίμορ'ρ'οοΰσαν γενόμενον θαύμα, είτε ευ λάβεια εΓτε περιέργεια κινούμενον,ηλθε ν ενδε
■»»?*. 5. δια τού « Ούκ άφήκεν ούδένα συνακολου-
νωδούσας εις τούς νεκρούς
έξ
αρά γε ό Ιησούς Χριστός είπε
ύπνου άναστήσαι
αύτήν, ή
διότι
έβούλετο , Γνα πάντες όμολογήσωσιν , ότι
» θήσαι αύτω ι ένδον της οικίας, είμή μό
άληθώς άπέθανε, και ούτω μετά τήν άνά-
λους τούς τρεις αποστόλους, τούς και εις
στασιν αύτής μή δυνηθώσιν άρνηθήναι τό
τό Θαβώριον όρος άκολουθήσαντας αύτώ ,
ότι νεκρά ην και άνέστη. "Οθεν, Γνα άφελη
1**··
Εύαγγελίον της Ζ. Κυριακής. πάσαν ύποψίαν και συκοφαντίας πρόφασιν,
» εγείρου »■
καί
νεκρών.
πείσ/] αυτούς
πιστεΰσαι,
ότι αυτός
75
παιδίον,
ανάστα
«κ
τών
βστιν ό παντοδύναμος, ό ζωής και θανάτου Καί επέστρεψε το πνεύμα
αύ Μ.
ίχων την έξουσίαν, ες·£ρζβ καταγελασθήναι τής, καί
ανέστη παραχρήμα.
Και
ύπ* αυτών διότι, άκούσαντες αύτόν λέγον δίέταξεν αύτη δοθήναί
φαγεΐν"
έξεστησαν
αύτής'
καί
"·
τα, ότι ουκ άπέθανεν ή κόρη, αλλά κοιμά ο\
γονεΤς
ό δέ
ται, κατεγέλων αύτόν ώς παραλογούνταδια ταύτης δέ της χλεύης ώμολόγουν , ότι
παρήγγείλεν
αληθώς και αναμφιβόλως άπέθανεν.
το γεγονός.
αύτοΤς
μ,ηδενί
εί'πεΤν
"Ω τοΰ παραδόξου θαύματος ! ή άνάΑ·νχ. «, »4
Αύτος δε, ε'κβαλών εςω πάντας, στασις τών νεκρών εστι θαύμα θαυμάτων, και
κρατήσας της
χεφος
αύτής, θαύμα υπερβαίνον τά θαύματα. Μετά τόν
ε'φώνησε, λέγων, ή παΓς ε'γεφου. χωρισμόν
της ψυχής από τοΰ σώματος
Ανάξιοι ησαν της θεωρίας τοΰ θαύματος
παύ=ι παντελώς και του αίματος και τοΰ
οί αύλούντες και θρηνολογοΰντες και θορυ-
ζωτικού πνεύματος ή κίνησις^ στερούνται
βούμενοι· όθεν ό Ίησοΰς εξέβαλεν αυτούς
πάντα τά μέρη καί τά μέλη τοΰ σώματος
πάντας εξω της οικίας ,
πλην τών τριών
πασών τών ζωτικών φυσικών αύτών δυνά ·
και τών γονέων της άποθα-
μεων, άλλη άντ' άλλου γίνεται πάσα ή
αποστόλων,
νούσης τών πρότερον είσελθόντων μετ' αυ
οικονομία καϊ ή κατασκευή τοΰ σώματος^
τού εις την οικίαν. Μαρτυρεί τοϋτο
άρχεται ή άνάζεσις^ εξ ί,ς ή διαφθορά. Ή
ό θε
σπέσιος Μάρκος, λέγων, ότι εξέβαλεν εξω
ψυχή πλάττεται υπό τού δημιουργού εντός
της οικίας απαντάς, ήγουν πάντα-, όσους
τοΰ σιόματος κατά τό « Πλάσσων πνεύμα ζ»χ. ·3,
εύρ£ν έν τη~ οικία- παραλαβών δέ τούς- γο
ανθρώπου εν αύτώ »· εξελθούσα όμως τού
νείς της κόρης καί τούς μετ' αυτού, ήγουν
σώματος ού δύναται εϊσελθίΐν πάλιν εις
τούς μετ' αύτοϋ όντας τρεις άποστόλους,
αυτό· « "Οτι πνεύμα διήλθεν έν αύτώ, κα'ι »λ ιοί,
είσήλθεν εις έκείνην την - παστάδα, όπου
5 ουχ υπάρξει, και ουκ ε'πιγνώσεται Ιτι τόν
μ«ιχ & εκείτο τό νεκρόν σώμα· α Ό δέ έκβαλών *θ' » απαντάς, παραλαμβάνει τον πατέρα τοΰ
» τόπον αυτού 2. Ή μόνη παντοδύναμος τού
ϊ παιδίου καϊ την μητέρα, ί ΐ'
καί τούς με-
αυτού, καί εΐσπορεύεται όπου ην το
ϊ ποαδίον άνακείμενον ».
Επειδή δέ ό πα
τήρ της άποθανούσης, ότε ηλθε προς τον »»τ. α. Ίησοΰν, παρεκάλεσεν
αύτόν,
υψίστου
δύναμις μεταβάλλει, όταν
θέλη, τούς αμετάβλητους κατά φύσιν νό μους, ους έδωκε ν εις τήν φύσιν αυτή μόνη προστάσσει τήν
ψυχήν,
εις τό νεκρόν σώμα ,
Γνα επιστρέψγ)
δίδωσι
κυκλοφερή
α ινα ελθών
κίνησιν εις τό άκίνητον αΓμα κα'ι «νέργίΐχν
όπως σωθή" και
ζωοποιόν εις τό νεκρόν ζωτικό ν πνεύμα·
ζήσηται, διά τούτο, έπιλαβόμενος ό Ιησούς
αύτη επιστρέφει εις τά μέρη και μέλη τού
της χειρός αύτής, εφώνησεν, ι Ή
σώματος τάς απολεσθείσας δυνάμεις, κα
> επιθη" αύτη" τάς χείρας ,
παις
ί 0»
Ερμηνεία
76
είς το κατά Λουκαν
ταπαύει τήν άνάζεσιν, εμποδίζει τήν διάτ
Ίνα δε μη νομίσωσιν, δτι φάντασμα εστι
λυσιν και διαφθοράν και ανακαινίζει πάσαν
το θαύμα, διέταξε δοθήναι
την έξαλλοιωθέΐσαν
τοΰ νεκροϋ σώματος
Και οί μεν γονείς αύτης έξέστησαν, ίδόντες
οίκονομίαν. Ταΰτα ούν
τό έξαίσιον θαύμα· ό δέ Ιησούς παρήγγει-
κατασκευήν και
αύττ^" φαγέΐν.
πάντα έτέλεσεν έν ριπη οφθαλμού ή παν
λεν αύτοΐς, ίνα μηδενι φανερώσωσι το γενό-
τοδύναμος τοΰ Ιησού Χρίστου φωνή « Ή
μενον σύ δέ έκ τούτου μάθε, όταν έργά-
» παΐς έγείρου ».
ζησαι τά αγαθά έργα, φεύγειν τό κενόν της
Επέστρεψε δέ ουκ άλλο
πνεύμα, άλλά το Γδιον πνεύμα αυτής εις
φιλοδοξίας δοξάριον.
τό σώμα, και ανέστη ευθύς εκ των νεκρών.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΑΟΤΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Ζ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Τό ερώτημα τού Κυρίου ήμών Ιησού Χρι
ή άψαμένη
στού α Τίς ό άψάμενός μου » περιέχει δι-
ιατρείας τήν χάριν. Τί άράγε τούτο σημαί
δασκαλίαν άναγκαίαν προς την σωτηρίαν
νει ^ τούτο ουδέν άλλο σημαίνει
ημών, καν πολλοί αυτήν ουδόλως στοχά-
■δτι ουδέν τών έργων ήμών εστίν εύπρόσδε-
ζωνται. Τόσον πλήθος ανθρώπων, περικυ-
κτον εις τόν θεόν, και ουδέν έργον ώφελεΐ η
κλούντες αυτόν στενοχωρούσι και συνθλί-
μάς, εάν μή προσφέρωμεν εις τόν θεόν τόν
βουσι, περι ούδενός δέ αυτών είπε α Τίς ό
νοΰν,καί τήν καρδίαν, και τήνψυχήν ήμών.
λ άψάμενός μου ^ » δταν δμως ή αίμορροούσα
Οί όχλοι ήκολούθουν τω Ιησού Χριστώ
έψηλάφησε τό άκρον τού ενδύματος αυτού,
σωματικώς· ή αίμορροούσα ετρεχεν οπίσω
τότε ευθύς έβόησε « Τίς ό άψάμενός μου } β
αυτού ου μόνον σωματικώς, άλλά και νοε-
Τόσον πλήθος άνθρώπων εγγίζει, και συν
ρώς· διότι α Έλεγεν εν έαυτη, ήγουν εσυλ- μ**. 9,
θλίβει αυτόν,
» λογίζετο, εάν μόνον άψωμαι τού ιματίου
και δμως ουδεμία δύναμις
τού ιματίου αυτού έλαβε της
ειμή το
εξέρχεται άπ' αυτού, ούδεμίαν χάριν λαμ-
» αυτού,
βάνουσιν οί προσεγγίζοντες αύτω· δτε δέ
θούντες τω Ιησού, φροσέφερον αύτω τιμήν
ή αίμορροούσα ήψατο τού
και περιποίησιν σωματικήν ή αίμορροούσα,
κρασπέδου αυ
τού, ευθύς εξήλθε δύναμις άπ' αυτού, βύθύς
σωθήσομαι »· Οί όχλοι, άκολου-
τρέχουσα οπίσω αυτού, προσέφερεν αύτω
Εύαγγελίον της Ζ. Κυριακής.
77
βύλάβειαν και λατρείαν τοΰ νοος και τής
φρόνησιν και την διάκρισιν, όπερ εστί, την
καρδίας αύτής. Εκείνο» προσέφερον αύτω
προσήλωσιν τοΰ νοός εις τόν θεό ν, τής ο
μόνον το σώμα, αύτη προσέφερεν
ποίας ενδειξίς έστιν ή ύλική θυσίας
αύτω
Ένο-
και την ψυχήν και τό σώμα· διά τοΰτο
μοθέτησε ναϊ
ό θεός τάς ύλικάς προσφοράς'
εκείνων μεν ή προσφορά έγένετο άπρόσδε-
άλλ' όταν ό
λαός τοΰ Ισραήλ προσέφερε
κτος εις τόν Ίησοΰν καϊ άκαρπος εις αυτούς,
μεν εις αύτόν τά υλικά καϊ παχυλά πράγ
εκείνης δέ ή θυσία καί ευπρόσδεκτος βίς
ματα, την δέ καρδίαν αύτοΰ έμάκρυνεν
τόν ΊησοΟν καϊ
άπ' αύτοΰ, τότε εκήρυξ» φανερά, ότι τά
καρποφόρος
εις αυτήν
περί εκείνων ουδέ 2να λόγον είπεν ό Ιη
τοιαΰτα δώρά εϊσιν ανωφελή καϊ μάταια·
σούς, περι αυτής εΓπεν, δτι ήψατο αύτοϋ,
ι Καϊ είπε Κύριος, Εγγίζει μοι ό λαός ού-
αλχ. «, και εκήρυξε την πίστιν αυτής « Ή πίστις
ί τος εν τώ στόματι αύτοΰ, κα>. εν τοις
» σου σέσωκέ σε ». Εκείνοι ού μόνον ούδέν
2 χείλεσιν αύτών τιμώσί με, ή δέ καρδία
ελαβον, αλλά και ούκ αφέθησαν είσελθεΐν
ϊ αύτών πόρρω απέχει άπ' έμοΰ· μάτην δέ
«ς
» σέβονται
την οικίαν του Ίαείρου,
και ιδεΐν τό
με ,
διδάσκοντες
εντάλματα
θαΰμα τοΰ θεοΰ· αύτη έλαβε τοΰ θεοϋ την
» άνθρώπων καϊ διδασκαλίας β. Ενομοθέ
ειρήνην, α Πορεύου εις ειρήνην », καϊ την
τησεν
ιατρείαν της μαστιγούσης
καϊ τών δώρων
αύτην
άσθε-
ε, νείας· α Και ίσθι υγιής άπό τής μάςΊγός σου ί. Τοΰτο τό μάθημα έδίδαζεν ό θεός εις τόν
'9»
ό θεός την προσφοράν τών θυσιών άλλ' ε?πε φανερά, δτι θυ
σία τώ θεώ έςΊ τό πνεΰμα τό συντετριμμέ-
παλαιόν νόμον, τοΰτο εκήρυξαν οί άγιοι
νον, καϊ δτι α Καρδίαν συντετριμμένην καϊ ν«λ. *·, 18. » τεταπεινωμένην ό θεός ούκ έξουδενώσει ».
προφήται , τοΰτο έπεκύρωσεν ό μονογενής
Όταν δέ οί Ίσραηλϊται προσεφερον
υίός τοΰ θεοΰ·
αύτόν πλήθος θυσιών χωρίς συντριβής ψυ
τοΰτο τό μάθημά εστι τό
εις
θεμέλιον τών ευαγγελικών νόμων, ή βάσις
χής, καϊ χωρίς κατανύξεως και ταπεινώσεως
τής πίστεως, ό κανών και ό τύπος πάσης
καρδίας,
αρετής και αγαθοεργίας, κάν πολλοί ουδέ
< Τί μοι πλήθος τών θυσιών ύαών^ πλήρης *·. ι,
προσ.έχωσιν, ουδέ φροντίζωσι περι αύτοΰ.
3) είμϊ ολοκαυτωμάτων κριών, και στέα
Αληθώς ενομοθέτησεν ό θεός εις
> άρνών, καϊ αΓμα ταύρων καϊ τράγων ού
παλαιόν
τόν
νόμον, Γνα προσφέρωσιν αύτώ ο
τότε έξήλεγξεν αύτούς , ειπών,
ϊ βούλομαι
».
Ό θεός
ένομοθέτησε
τάς
άνθρωποι θυσίας βοών , προβάτων, κριών ,
προσευχάς, καϊ τάς νηστείας, καϊ τάς έορ-
και δώρα, θυμίαμα, σεμίδαλιν καϊ άλλα
τάς, και έζήτησεν αύτάς παρά τών άν-
ι««ϊϊ. ι, υλικά πράγματα, πλην είπε « Καϊ πάν
θρώπων
άλλ'
ένομοθέτησε, καϊ έζήτησε
» δώρον θυσίας υμών άλι άλισθήσεται* ού
ταΰτα ως εξωτερικά σημεία τής ψυχικής
$ διαπαύσετε άλας διαθήκης Κυρίου άπό
διαθέσεως, ως αποδείξεις αίσθητάς τής ψυ
> θυσιασμάτων υμών έπϊ παντός δώρου
χής τής εις αύτόν αφιερωμένης. Όταν δέ
» υμών προσοίσετβ Κυρίω τω θεώ υμών
ελειψβν ό κύριος σκοπός τούτων τών έργων,
> άλας »· Τί δέ σημαίνει τό άλας βίμή την
τότβ εδειξβ την άπ' αύτών άποστροφήν
Ομιλία
78
μ,ετά το κατά Λουκαν
αύτοΰ, είπών πρώτον γενικώς περί τούτων «ύτ. υ. πάντων «Τίς γαρ έξεζήτησε ταΰτα β κ των » χειρών
υμών
έπειτα περί μεν
προσευχών τών εις
τών
τον ναόν τελουμένων
είπε β Πατεΐν την αύλήν μου ου προσθή«»ϊ. 5β,| » σεσθε »· περι δέ τών νηστειών, «-Ούδ' άν ϊ κάμψης
ώς κρίκον τον τράχηλόν σου ,
* και σάκκον και σποδόν ύποστρώση,
«»»· ι.
» ζητέϊ
και γάρ ό πατήρ
τους
προσκυνοΰντας
και
τοιούτους αυτόν Υ
διά τί δέ τούτο } « διότι πνεύμα ό θεός, ·ύτ. %*. » και τους προσκυνουντας αυτόν έν πνεύ9 ματι και άληθεία δεΐ προσκυνείν ϊ. Τοιου τοτρόπως έτύπωσεν ό υίός του θεού της αληθινής και αρεστής εις τον θεόν προσκυ-
9 δ' ούτω καλέσατε νης"είαν δεκτήν τ περί
νήσεως καϊ λατρείας τον κανόνα* τύπος δέ
δέ τών εορτών, β Τάς νουμηνίας υμών και
έστιν ούτος
ϊ τα σάοβατα,
και ώφελιμώτατος· δικαιότατος, επειδή ό
καϊ ήμεραν μεγάλην ουκ
και κανών δικαιότατος, άμα
» ανέχομαι· νηστείαν, και άργίαν, καϊ τάς
άνθρωπος ουκ εστι μόνον σώμα, αλλά σύγ
> νουμηνίας
κειται έκ ψυχής και σώματος· καϊ τών δύο
υμών, . και τάς έορτάς υμών
δέ τούτων ποιητής και πλάστης έστιν ό
Ό θεός διά τοΰ Μωσαϊκού νόμου έζή-
θεός· άλλ' ή ψυχή, ώς άϋλος, ώς πνεΰμα,ώς
τησε τον νοΰν, και την ψυχήν, και την
αθάνατος, ές-ϊ πολλώ τιμιωτέρα και οίκειο-
καρδίαν. ημών β Αγαπήσεις Κύριον τον
τέρα τω θεώ του υλικού καί σαρκικού καί
9 θεόν σου εξ δλης της διανοίας σου, και έξ
φθαρτού σώματος·
» όλης της ψυχής σου, και εξ δλης της δυ-
της ψυχής τήν λατρείαν μάλλον ή τήν τοΰ
* νάμεώς σου β. Τούτον τον νόμον έπικυ-
σώματος· κανών ώφελιμώτατος, επειδή ,
ρώσας δ μονογενής
δταν άφιερώσωμεν τήν ψυχήν ημών εις τον
υίος του θεοΰ διά τοΰ
Μ*ί. 22, β Αύτη έστι πρώτη και μεγάλη, εντολή »,
διά τοΰτο λοιπόν ζητεΐ
θβόν, τότε αυτή τη~ δυνάμει της θείας χάρι
έδίδαξε ποία έστιν ή αληθινή προσκύνησις,
τος οδηγεί τό σώμα πράς τήν ύπηρεσίαν
και ή λατρεία, και ή προσφορά ή εις τον
πάσης αρετής και αγαθοεργίας.
θεόν ευπρόσδεκτος.
Άλλά πώς, λέγεις, δύναται ό άνθρωπος
Ή Σαμαρέϊτις, νομίζουσα, δτι ό τόπος
4,
» άληθεία ·
τώ πατρί έν πνεύματι
ού-
» μισεΐ ή ψυχή μου ».
δικτ. β.
» κυνήσουσι
νά άφιερώση
και νοΰν, και καρδίαν
καϊ
απαρτίζει και τέλειοι τήν εις τον θεόν προσ-
ψυχήν εις τον θεόν } πώς γίνεται προσκυνη
κύνησιν, έλεγε προς τον Ίήσοΰν Χριστόν,
τής τοΰ θεοΰ α έν πνεύματι και άληθεία
« Οί πατέρες ημών έν τούτω τώ όρει προσε-
Πέντε βιβλία, κατά τόν αριθμόν τών πέν
3 κύνησαν καϊ ύμεΐς λέγετε, δτι εν Ιερο
τε αισθήσεων, εδωκεν εις τάς χείρας ημών
ί σολυμοις εστίν ό τόπος, δπου δει προσ-
ό θεός· τά βιβλίον τοΰ θανάτου, τό βιβλίον
ι κυνεΐν ί· Ό δέ θεάνθρωπος διά της προς
της ζωής, τό βιβλίον της κρίσεως, τό βι
αυτήν άποκρίσεω; έδίδαξε τον κόσμον όλον,
βλίον της κολάσεως και τό βιβλίον της
ποΐοί είσιν
θείας δόξης. Διά της αναγνώσεως καϊ με
οί αληθινοί προσκυνηται
του
*4τ· 2ϊ· θβοΰ* « Έρχεται ώρα, εΓπε, καϊ νϋν έστιν , » δτε
οί αληθινοί
προσκυνηται
προσ-
λέτης τούτων τών πέντε βιβλίων προσκυνοΰμεν τόν θεόν <ί έν πνεύματι καϊ άληθεία ι·
Εύαγγέλίον της Ζ'. Κυριακής.
79
όσοι άναγινώσκουσι ταΰτα τά πέντε βιβλία,
ούδέ ιατρός, ούδέ φίλος, ούδέ συγγενής, ουδέ
καϊ μβλβτώσιν αυτά συχνώς, εκείνοι άφιε-
αδελφός, ούδέ ό πατήρ, ούδέ ή μήτηρ δύ
ροΰσι νοΰν, καΐ καρδίαν, και ψυχήν βίς τόν
νανται την ώραν
θβόν, και εκείνοι είσιν οί αληθινοί και μακά
βοηθήσαι.
ριοι προσκυνηταΐ του θεοΰ τοϋ ζώντος.
σκει τά μετά τόν θάνατον
Όστις άνοίγβι το βιβλίον του θανάτου,
έκείνην καν "ολίγον τι
Είς τάς έξης σελίδας άναγινώάναγινώσκει
δέ τά λόγια ταΰτα· Τά κτήματα, τά πα
«κείνος βλέπει ευθύς έπιγραφήν εν αύτώ· ή
λάτια, τούς δούλους, τό χρυσίον, τό άργύ-
δέ επιγραφή ε'ς-ιν άπόφασις τοϋ θεοΰ* « Ότι
ρισν, τούς πολύτιμους λίθους, πάντα, όσα
» γη ει, και εις γην άπελεύση »· άναγινώ-
έχεις, καταλιμπάνεις ώδε είς την γην", !ν
σκει
πρόλογον, ότι ή άμαρτία
μόνον σάβανον λαμβάνεις μετά σοϋ, και
*, προεξένησβ τον θάνατον « Δί ένος άνθρώ-
τοϋτο, Γνα μετ' ολίγον σαπη, και άπομείνη
τ> που ή άμαρτία είς τόν κόσμον εισήλθε ,
είς την γην. Άνοιξε τούς τάφους, λέγει
5 καΐ. διά της άμαρτίας ό θάνατος »· θά
σοι, καϊ Γδε τοΰ προσώπου τό κάλλος, της
νατος δέ διπλούς, θάνατος ψυχής , όστις
νεότητος τό άνθος, τοΰ σώματος την εύ-
βστίν ό χωρισμός της ψυχής άπο τοΰ θεοΰ·
πρέπειαν, Γδε
θάνατος σώματος, δστις
ποιος ό πλούσιος και ποίος ό πένης, ποιος
Γ·ν. », 1».
εις τον
11.
εστίν ό άπο τοΰ
σώματος χωρισμός της ψυχής.
Γιν. I, 17, Ι9·
Μετά δέ
και διάκρινε, εάν δύνασαι,
ό άρχων και ποιος ό άρχόμενος,
τον πρόλογον ευρίσκει γεγραμμένα τά απο
ό βασιλεύς και ποΐος
τελέσματα
τάς
τοϋ θανάτου·
βλέπει έξορίαν
εστεμμένας
ποΐός ές-ιν
ό στρατιώτης·
Γδε
κβφαλάς, και τάς χείρας
-άπο τοϋ παραδείσου και της δόξης τοϋ θεοϋ
τάς βασταζούσας τά σκήπτρα,
καϊ τά
είς την έπικατάρατον γην, όπου
πορφυροενδεδυμένα σώματα· Γδε
και τά
άκανθαι
και τρίβολοι, ήγουν στενοχωρίαι καΐ θλίψεις,
σώματα εκείνων τών άνθρώπων, οΓτινες
όπου ιδρώτες και κόποι, όπου χιτώνες δερ
εφόρουν τά ευτελέστατα
μάτινοι, ήγουν σώμα παχυλον καϊ φθαρ-
ενδύματα·
τόν, καϊ διαλυόμενον βίς την γην, έξ ης
ήγουν σαπρία, δυσωδία, χώμα,
βλήφθη·
Ιπειτα συναντά την περιγραφήν
άνάγνωσις τούτου τοΰ βιβλίου, διά λαμ
τοϋ άγωνιζομένου τόν άγώνα τοΰ θανάτου·
πρών χρωμάτων ζωγραφοΰσα τούς χαρα
βλέπει δε εν αύτη τόν πτωχότατον
κτήρας τής ματαιότητος τοϋ κόσμου, καϊ
και
πάντα
καί πολύτρυπα
είσ'ιν 8ν και τό αυτό , γη.
Ή
•ΰτελέστατον άνθρωπον, δμοίως και τον
δεικνύουσα,
πανένδοξον βασιλέα κείμενον εν τη κλίνη,
ουδέν ετερόν βίσιν ειμή χόρτος, σκιά, κα
όδυνώμενον άπεριγράπτως , φοβούμενον ύ-
πνός, όναρ, εξωθεί την
πβρβαλλόντως, τρέμοντα, κατακλονούμενον,
τών άνθρωπίνων πραγμάτων, και άντεισ-
σπαζόμενον, βοηθείας
άγει είς την καρδίαν ημών την ψυχωφελε-
δεόμενον
και υπό
ότι πάντα τά εν τω κόσμω
μηδενός βοηθούμενον διότι ουδέ ό πλοΰτος,
στάτην βπιθυμίαν
ουδέ τά άξιώματα, διά τά όποια τοσοΰτον
άφθάρτων αγαθών.
βκοπίασβν βίς τόν καιρόν τής ζωής αύτοϋ,
τών
λυσσώδη
όρεξιν
επουρανίων
και
'Εάν δέ άνοιξης τό βιβλίον τής ζωής ,
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
80
—» βλέπεις εν τη κεφαλίδι αύτοϋ ψ «λ. ι9. λόγια·
? Ιδού ήκω·
ταύτα
έν κέφαλίδι
τά
βιβλίου
» γεγραπται περί εμου, του ποιησαι » θέλημα σου, ό θεός μου,
ήβουλήθην »·
τούτο δέ διδάσκει σε την σάρκωσιν λόγου,
δστις
το
του
ήθέλ/,σεν υπήκοος γενέσθαι
Μικ. 2, τβ) ττατρι ο: μέχρι θανάτου, θανάτου
δέ
άγγέλων λειτουργούντων αύτώ δας μυριάδων
άνθρώπων
καϊ μυριά
παρεστηκότων
ενώπιον αύτοϋ* τότε βλέπω, δτι κριτήριον έκάθισε,
καϊ βίβλοι ήνεωχθησαν εις
κριτήριον
κάθηται
κριτής
άλάνθαστος, αδυσώπητος, αύτός ό παντο δύναμος
το γένος έκ του θανάτου
βίβλους βλέπω γεγραμμένα τά εργα ,
εις την
ζωήν
τό
δικαιότατος ,
» ς"αυροϋ », Γνα ύπερυψώση των ανθρώπων
ποιητής ούρανοϋ και γης· εις τάς τά
βλέπεις, λέγω, τον υίόν τοϋ: θεού έρχόμενον
λόγια, τάς ενθυμήσεις μου· βλέπω τον κρι- Ματ. 24,
εις τον κόσμον, και γενόμενον άνθρωπον ,
την χωρίζοντα τούς
ΐωϊν. ίο, Γνα οί άνθρωποι « ζωήν έχωσι, καϊ περισσόν 10. ϊ εχωσι »· βλέπεις τον θεάν δϊ άγάπην τοϋ
δικαίους άπό
των
πρόβατα άπό τών εριφίων
και τούς μεν
βάλλοντα εις τά δεξιά, του; δέ εις τά άρι-
φύσιν, καϊ μετ' αυτής ύπος·ατικώς ένωθέν-
στερά· άκούω τήν φωνήν τήν εύλογημένην,
τα, Γνα
προσκαλούσαν
άναλαβόντα
την
ένώση τω θεώ τον από τοϋ θεου
χωρισθέντα άνθρωπον βλέπεις τον
ζωοδό
τούς δικαίους· α Δεύτε οί
ΰ ευλογημένοι τοϋ πατρός μου »· καϊ πέμ-
την σου πάσχοντα έπΐ Ποντίου Πιλάτου ,
πουσαν αυτούς
υπό ανόμων ύβριζόμενον και βλασφημούμε-
βασιλείας , της
νον, άκάνθαις την κεφαλήν ς·εφανούμενον ,
ήτοιμασμένης· άκούω τήν φωνήν τήν
και φραγγελούμενον, καλάμω τήν κεφαλήν
ταρωμένην,*και άποπέμπουσαν τούς άμαρ-
τυπτόμενον, και εμπτυόμενον, τον ςαυρόν
τωλούς
αΓροντα,
ί μένοι 2, καϊ πέμπουσαν αυτούς α εις τό
και έπι σταυρού επάνω εις τον
εις τήν κληρονομίαν της άπό καταβολής
κόσμου κα-
« Πορεύεσθε άπ' έμοϋ · οί κατηρα-
ΤΌλγοθάν έν μέσω δύο ληστών κρεμάμενον,
2 πύρ τό
χολήν και ό;ος ποτιζόμενον, αποθνήσκοντα
» διαβάλω καϊ τοις άγγέλοις αύτοϋ 3>. Όσον
και ένταφιαζόμενον, καϊ εις τους ουρανούς
περςσσότερον μελετώ τοΰτο τό βιβλίον, τόσον
άναλαμβανόμενον , , ούρανόθεν έν πυρίναις
περισσότερον στηρίζεται
γλώσσαις πέμποντα τό παράκλητον πνεύ
τοϋ φοβερού κρ^τοϋ καϊ της φοβέρας εκείνης
μα, και τήν οίκουμένην φωτίζοντα, Γνα σύ
ώρας
άναστηθης έκ τοϋ θανάτου, καϊ άναλάβης
ποφάσεως
ήν άπώλεσας ζωήν. Έχν συχνά μελετάς
σαρκικών ορέξεων τήν φλόγα, και διεγείρει
τό βιβλίον τοϋτο, ισχυρώς φλέγεται ή καρ
εις τήν ψυχήν μου της επουρανίου βασιλιίας
δία, σου προς τήν άγάπην τοϋ ευεργέτου
τόν έρωτα.
καϊ σωτήρός σου Ίησοϋ Χριστού. Όταν δέ εγώ- μελετώ τό βιβλίον της κρίσεως , τότε βλέπω ποταμόν πύρινον
'
άμαρτωλών, καθώς ό ποιμήν χωρίζει τά
άνθρωπίνην
άνθρωπου
Λ"'07'
έμπροσθεν τοϋ θεοϋ, και χιλιάδας χιλιάδων
αϊώνιον,
τά ήτοιμασμένον τω
εις τάν νούν μου
καϊ της φρικτής καϊ άμεταθέτου άή
μνήμη, ήτις μαραίνει τών
Όταν άνοίγω τό βιβλίον της κολάσεως, βλέπω
καϊ τά έμπροσθεν
και τά όπισθεν
αύτοϋ γεγραμμένα· τά δε γραφέντα «σι
α,
Εύαγγελίον της Ζ*. Κυριακής. 1& »,
81
τά εξής· ο: Και εγέγραπτο, λέγει ό προφή-
τδν νουν αυτού τδ βιβλίον εις την πόλιν την
τ> της του θεού, θρήνος, και μέλος, καί ούαί ».
άγίαν, τήν έπουράνιον Ιερουσαλήμ, και βλέ- «οτΛι,.
Τδ βιβλίον τοϋτο καταβιβάζει τον νουν μου
πει αυτήν, καθώς περιέγραψεν αυτήν έν
κάτω εις τον άδην έκεΐ βλέπω την γλώσ-
ττ) αποκαλύψει αύτοΰ
ό ήγαπημένος
σαν των καταλάλων, των συκοφαντών ,
επιστήθιος
τοϋ
των
στού· βλέπει τά θεμέλια του τείχους της
επίορκων, των αίσχρολόγων, των ΰ-
μαθητής
ϊ ύπό της γεέννης »· ε κει βλέπω τους διά
πολύτιμοι λίθοι, τοϋ δέ τείχους ή ύλη Γα- λ™*, 1 1,,
την δειλίαν αυτών προδόντας την πίστιν ,
σπις· βλέπει τούς δώδεκα πυλώνας της
και τούς απίστους, και τους έβδελυγμένους
πόλεως, καί αυτοί είσι
διά τά σαρκικά
» ρΐται ί· βλέπει την πόλιν δλην
Λ«μ. ϊΐ, εϊδωλολάτρας, τούς ψεύστας « εν τη~ λίμνη
σίου όμοίαν
καθαρού
ίίσιν
οί
Χρι
πόλεως ,
φονεΐς, τους πόρνους ^ τούς μάγους, τούς
αυτά
και
βριστών, των βλάσφημων « φλογιζομένην
αμαρτήματα, και τούς
καί
Ίησοϋ
1β'
δώδεκα β«τ. ι»,
«.
« Δώδεκα μάργα- "ύϊ· 18εκ χρυ-
κατεσκευασμένην,
καθαρώ ύάλω, και τήν
δλην
πλατεΐαν
α τ·/}" καιομένη πυρί και θείω, δ εστι δεύτε-
αυτής χρυσίον καθαρόν, ώς ύαλον διαφανή·
» ρος θάνατος »· έκεΐ ακούω τδν θρήνον τών
εκεΐ φώς, άλλ' ούχ ώσπερ τδ κοσμικόν ϊ1τ· 21·
άσπλάγχνων, καί τδ θρηνώδες μέλος τών
φώς, τδ όποιον φωτίζει, έπειτα σβέννυται,
αδικητών, καί τδ ούαί τών καταδυναστευ-
αλλά φώ;
όντων τδν όρφανδν
και
τήν ψυχήν διά παντός εΰφραΐνον, ε-ειδή
χήραν εκεΐ εστίν δ θρήνος, καί τδ
εκεΐ ουδέ δ ήλιος, ουδέ ή σελήνη, άλλ' ή
την
καί τδν πτωχδν
άνέσπερον, φώς ίλαρόν, φώς,
μέλος , καί τδ ούαί· έκεΐ κλαυθμός απαρη
δόξα τού θεού φωτίζει τήν πόλιν, α Κάι ό «ϋτ. ι*.
γόρητος, βρυγμδς οδόντων
5 λύχνος αυτής έστι τδ άρνίον
έλεεινότατος ,
ί, ήγουν
σκότος εξώτερον, πυρ αΐώνιον, σκώληξ α
ό σωτήρ τού κόσμου ό Ιησούς· έκεΐ χαρά,
κοίμητος, τάρταρος βασανις·ικώτατος· εκεί
άλλ' ούχ ώσπερ ή χαρά τοϋ κόσμου, ήτις
απελπισμός
μετ' ολίγον μεταβάλλεται εις λύπην, άλλά
παντέλειος.
Όσάκις
μετά
προσοχής μελετώ τοϋτο τδ βιβλίον, τοσά-
χαρά
αμετάβλητος, χαρά πεπληρωμένη
κις τοσούτος φόβος καί τρόμος πίπτει εις
καί ατελεύτητος- δόξα εκεΐ, άλλ' ούχ ώς δ
την καρδίαν μου, ώστε, χωριζόμενος ό νους
καπνός καί ό άνεμος τής πρόσκαιρου του
μου από τών αισχρών της αμαρτίας λογι
κόσμου δόξης, τής πίκρας καί κινδυνώδους,
σμών, βυθίζεται όλος εις τά άγια της άρετής
άλλά δόξα άληθινή καί αμάραντος, δόξα
νοήματα.
γλυκεία και άκίνδυνος και αιώνιος, δόξα,
Εκείνος δέ ό μακάριος άνθρωπος, δστις | ήτις δφθεΐ-α μόνον χορτάζβι πάσης τρυ- Ψλ> ^ «χει
καθημβρινήν άνάγνωσιν και μελέτην
τδ βιβλίον της
επουρανίου δόξης,
αυτές
φής καί άγαλλιάσεως καί μακαριότητος τούς
ιδόντας αυτήν καί άπολαύσαντας·
αναβιβάζει τδν νουν αυτού εις τδν ούρανόν,
διότι ή έκεΐ δόξα εστίν ή δόξα τοϋ θεοϋ.
όπου
άνθρωπου
Βλέπει έκεΐ τά σκηνώματα τού κυρίου τά
γλώσσα ου δύναται λαλήσαι· αναβιβάζει
άγαπητά καί πεποθημένα· ώδε ό χορός τών
βλέπει
και ακούει, δσα
(ΚΪΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΑ, ΤΟΜ. Β'.)
11
ΐι;
Όμ.ίλί'α
προφητών, λάμπων ψυχής
καθαρότητι της
αυτών εκεί τών αποστόλων ή ό-
άναβάσεις· α 'ίΐς άγαπητά τά σκηνώματά «*τί·'· » σου^ Κύριε τών δυνάμεων!
έπιποθεΐ και
μήγυρις, άστράπτουσα τη~ λαμπρότητι του
» εκλείπει ή ψυχή μου εις τάς αύλάς τοΰ
ευαγγελικού
» Κυρίου, ή καρδία μου
κηρύγματος·
εκεί τών άγιων
και ή σάρξ μου
μαρτύρων τά τάγματα, πεποικιλμένα της
» ήγαλλιάσαντο έπ'ι θεόν ζώντα »· τότε α
ομολογίας τω αίματι, περιβεβλημένα τους
ποφασίζει και αυτός, ώσπερ εκείνος, Γνα ά-
στεφάνους της νίκης· έκεΐ βλέπει τους θεο-
φιερωθγΓ δλος εις τον θεόν α Έξελεξάμην , αύτ. 11.
φόρους ίεράρχας και διδασκάλους, τους ά
3) λέγει, παραρριπτεΐσθαι έν τώ οΓκω τοΰ
γιους άσκητάς, πάντας τους δικαίους έκ-
» θεοΰ
λάμποντας ώς φως·ήρας· έκεΐ βλέπει τάς
» άμαρ,τωλών ».
Ματ^ΐϊ, ταξιαρχίας
Α»·6»
μετά το κατά Αουκαν
τών άγιων
αγγέλων, καΐ α
μάλλον ή οίκεΐν με έν σκηνώμασιν
Μακάριος λοιπόν
εκείνος ό άνθρωπος,
κούει τά τερπνά και γλυκύτατα αυτών
δστις ημέρας και νυκτός μελέτα ταΰτα τά
άσματα* έκεΐ ακούει αυτούς άδοντας, βο
πέντε βιβλία· αυτά τίθενται έν τη* καρδία
ώντας,
τον
αύτοΰ τάς θείας αναβάσεις· αυτά ποιοϋσιν
"Αγιος, άγιος, άγιος,
αυτόν προσκυνητήν τοΰ θεοΰ « Έν πνεύ-
κεκραγότας,
έπινίκιον & Κύριος
ΰμνον «
και λέγοντας
σαββαώθ, πλήρης πάσα ή γη
ί ματι και άληθεία ι>·
αυτά δέ Γσως είσιν
» της δόξης αύτοΰ »· έκεΐ βλέπει και τον
οί πέντε λόγο;, τούς οποίους ό ούρανοβάμων
ναόν ό δέ ναός έστιν ό τρισυπόστατος θεός
Παΰλος προέκρινε μυρίων
Αι«χ. 2ΐ, και ό σεσαρκωμένος λόγος· « Ό γάρ Κύριος, 22. ' » ό θεός ό παντοκράτωρ, ναός αυτής έστι, » και τό άρνίον »· έκεΐ βλέπει και την βασί-
άλλων λόγων,
και γ$ελεν, ίνα, πρός κατήχησιν και ώφέλειαν τών άλλων, λαλτϊ αυτούς εις την έκκλτ,σίαν μάλλον η μυρίους άλλους· α Άλ- , Κορ_ κ λ' ·έν εκκλησία, έλεγε, θέλω πέντε λόγους 14' ϊ9'
λ ισσαν, την μητέρα αύτοΰ, τών άμαρτωπροστασίαν, παρισταμένην έκ
» διά τοΰ νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους
Ταλ. 44, δεξιών τοΰ υίοϋ αυτής « Έν ίματισμώ 11 » διαχρύσω περιβεβλημένην, πεποικιλμέ-
» κατηχήσω, η μυρίους λόγους έν γλώσ-
λών την
» νην » την άμεμπτον παρθενίαν
και πα
σών τών αρετών τάς λαμπρότητας.
5 σγ ». Ιδού λοιπόν, άγαπητοί μου άδελφοί, τό πώς δύναται πάς άνθρωπος, εάν θέλτ), εις πάντα τόπον, και είς πάσαν κα-
Αύται είσιν, αδελφοί μου, αί αναβάσεις
τάστασιν και περίστασιν, νά άφιερώση εις
τοΰ νοός εις τον θεόν, διά τών οποίων ό
τον θεόν και -νοΰν, και ψυχήν, και καρδίαν.
κ Μακάριος
Έστι δέ και άλλος τρόπος υψηλός και
& άνηρ, ου ές-;ν άντίληψις αύτώ παρά σοί·
θαυμάσιος, δί ού δύναται πάς άνθρωπος,
» άναβάσεις «ν τη" καρδία αύτοΰ διέθετο
εάν
"Οταν ό άνθρωπος μελέτα τοΰτο τό βιβλίον,
τον θεόν. Ακούσατε
τότε άρπάζεται και ό νοΰς .αύτοΰ όλος, καΐ
» αύτοΰ, λέγει
ή καρδία όλη,
9 κτίσεως κόσμου
οώτ. 83, άνθρωπος
γίνεται μακάριος·
και ή ψυχή αύτοΰ· τότε
,έκβοα ώς ό Δαβίδ, όστις τοιαύτας έποίει
θελήστ), νά άφιερώση δλον εαυτόν εις ποιος· α Τά άόρατα ι
ό θεηγόρος
Παΰλος,
άπό
τοις ποιήμασι νοούμενα
5 καθοράται, ή τε άίδιος αύτοΰ δύναμις και
^ 20'
Ζ*. Κυριακής.
85
> θειότης, εις τό είναι αυτούς άναπολογή-
ίδιάζουσαν ενός έκάστου κατασκευήν, και
> τους »· έξότου, λέγει, εκτίσθη ό κόσμος,
εις τά Γδια ενός έκάστου ιδιώματα·
όστις βλέπει τά ποιήματα τοϋ θεοΰ, εκείνος
ποί της γης, τά μέταλλα, οί λίθοι διδά-
νοεί και βλέπει τήν άόρατον παντοδυναμίαν
σκουσί σε τήν
αύτοΰ, και πάσας τάς λοιπάς τοΰ θεοΰ
διότι προς χρήσιν τών άνθρώπων και ώφέ-
τελειότητας. Είτι λοιπόν και άν βλέπτης
λειαν εδωκεν
κάτω εις τήν γην, εκείνο αναβιβάζει
και τό κάλλος τοΰ προσώπου, και ή συμμε
τον
οί καρ
φιλανθρωπίαν τοΰ
αυτά
ό θεός·
θεοΰ ,
ή ώραιότης
νουν σου εις τον ουρανόν πάν κτίσμα έστ'ι
τρία τοΰ αναστήματος και τών μερών και
κάτοπρον, εις το
όποιον,
εάν προσεχές,
τών μελών τοΰ ωραίου ανθρώπου, ώσπερ
βλέπεις τον θεόν
δταν βλέπης τον ούρα-
σάλπιγ'ξ, κηρύττει τήν πάνσοφον άρχιτε-
νόν, τον ήλιον,
την σελήνην, τους αστέ
ρας, μή μέννις
εκστατικός, αλλά νόησον
κτονίαν
και χρωματουργικήν
σοφίαν τοΰ
δημιουργού. Και εις αυτά δε τά τεχνητά
τά αόρατα τοϋ θεοΰ, ήγουν την παντοδυ
πράγματα, δσα ή χεφ τοΰ ανθρώπου κατα
ναμίαν αύτοΰ, την ταϋτα δημιουργήσασαν ·
σκευάζει, βλέπεις τήν διανομήν τών ταλάν
δταν παρατηρης ,
των τοΰ θεοΰ· διότι τίς άλλος ειμή ό θεός
ότι αναλλοίωτοι είσιν
οί δροι και οί κανόνες, διά των οποίων κι
εδωκεν
νούνται πάντα τά
έπιτηδειότητα,
ουράνια
σώματα, μή
εις τον άνθρωπον νοΰν , χείρας, σοφίαν,
εις
κατασκευήν
γίνεσαι ανόητος, αλλά νόησον τά αόρατα
πάντων τών υπό τών άνθρώπων φιλοτε-
τοΰ θεοΰ, ήγουν την δύναμιν της άϊδίου
χνουμένων πραγμάτων
αύτοΰ προνοίας, ήτις διά παντός κρατεί και
και εις τά λεγόμενα ήθικά·
διευθύνει τάς κινήσεις αυτών εις τά αυτά
βλέπεις τοΰ θεοΰ τήν χάριν, εις τήν άμαρ-
δρια. Σύ βλέπεις το. πΰρ·
τίαν τοΰ θεοΰ τήν παραχώρησιν, εις τούς
αυτό φωτίζει,
Τον θεόν βλέπεις εις τήν άρετήν
θερμαίνει, κινεΐ- βλέπεις τό ύδωρ- αυτό πλύ
δικαίους τοΰ θίοΰ τήν άγάπην, εις τούς
νει,
δροσίζει, καθαιρεί- βλέπεις τήν γην
αμαρτωλούς τοΰ θεοΰ τήν εύσπλαγχνίαν,
αύτη βλαστάνει, καρποφορεί, τρέφει· αι'οθά-
εις τάς ευτυχίας τοΰ θεοΰ τό έλεος, εις τάς
νεσαι τόν άόρατον αέρα· αυτός
δυστυχίας τοΰ θεοΰ τήν δικαιοσύνην δπου
άναπνοήν, ρώσιν, άπερισκέπτως
δίδωσιν
ζωήν μή παρέρχεσαι
ταΰτα· αλλά στήσαν τον
και άν ς-ραφτΓς, άνω, κάτω, έμπροσθεν, όπι σθεν, δεξιά, άρις-ερά, τον θεόν βλέπεις· <ε Ποΰ ψαλ. ι»·;
νοΰν σου.έπ' αυτά· διότι7 βλέπων τά εναν
» πορευθώ,
τία
και
» πνεύματος σου, και από ,τοΰ προσώπου
κα! αύξησιν
δ σου ποΰ φύγω^ Έάν άναβώ εϊς τόν ούρα-
αυτών
ιδιώματα
συνερχόμενα
συμπλεκόμενα εί; σύστασιν και διατήρητιν
πάντων τών έπι γης σω
μάτων, βλέπεις εν αύτοΐς αυτών φίαν
τήν παντοδυναμίαν και πρόνοιαν.
εις τά. αμέτρητα τών
τοΰ
ποιητοΰ
και τήν σο-
Τοΰτο αυτό βλέπεις ζώων είδη, εις τήν
ελεγεν ό προφήτης, από τοΰ
2 νόν, σύ έκεΐ εί· έάν καταβώ εις τόν οΤδήν , , » πάρει·
έάν- αναλάβω τάς πτέρυγάς μου.
5 κατ' όρθρον,
καΐ
κατασκηνώσω εις τά
ί έσχατα της θαλάσσης·
και γάρ έκεΐ ή
ί χείρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με ή , 1Γ
' 9
Ομιλία μετά τρ κατά Λουκαν
84
3 δεξιά σου »· άλλοτε δε πάλιν μετά φόβου ΐί, Ιψαλλε· « Προωρώμην τον Κύριον δια παν
άφιεροΰσιν δλον τόν νοΰν
αύτών είς τά
βλάπτοντα τήν ψυχήν αύτών } και ούχι είς
ί τός, δτι εκ δεξιών μου εστίν , Γνα μή
τάς ιδίας ύποθέσεις^ πώς εκείνος προσηλω-
» σαλευθώ
ϊ. Επειδή λοιπόν εΓτι καϊ άν
μένον εχει τόν νοΐ.ν ούχι είς τό επάγγελμα
βλέπης, δεικνύει σοι τον θεόν, εάν μέν βλέ-
αύτοΰ, άλλ' είς τήν φιλαργυρίαν και είς τήν
πνκ αυτό μόνον διά των ομμάτων τοΰ σώ
πλεονεξίαν ^ πώς ούτος αφιέρωσε και νοΰν
ματος, ώσπερ τά άλογα καϊ άνόητα .ζώα,
και καρδίαν ούχι είς τό έργον αύτοΰ, άλλ' είς
τότε η ουδέν ωφελείσαι, η και βλάπτεσαι·
τά κάλλη της ερωμένης αύτω } πώς ό άλ
δθεν διά τήν δυστροπίαν σου γίνεσαι ανα
λος } Άλλά τίς ή χρεία της απαριθμήσεως
πολόγητος ενώπιον τοΰ θεοΰ·
εκείνων, οίτινες προσηλοΰσι τόν νοΰν αύ
εάν δέ ώς
λογικός άνθρωπος βλέπ'/)ς πάν πράγμα και
τών
διά τών οφθαλμών της ψυχής σου , τότε ,
είς τάς εργασίας αύτών, άλλ' είς τάς ψυχο-
βλέπων εν πάσι τον θεόν σου, προσκυνείς
βλαβεΐς και ψυχολέθρους πράξεις } Τό πώς
αύτόν
ερωτάτε ^
α εν πνεύματι και άληθεία »· τότε-
και τήν ψυχήν καϊ τήν καρδίαν ούχι
τοΰτό εστι
φανερόν
διά της
δέ δλος ό νους , και όλη ή καρδία σου, και
ιδίας θελήσεως· ή θέλησις εύρίσκει τά πώς.
όλη ή ψ·^χή σου
Τίς έστιν εκείνος ό άνθρωπος, δστις, δταν
προσκολλάται τω θεώ-
τότε δέ, συνηνωμένος τω θεώ, ψάλλεις διά
θέλη, ού δύναται
παντός τό γλυκύτατον μελωδημα, « Έκολ-
πάσαν ήμέραν
ί λήθη ή
ταίων και πρόσκαιρων τοΰ κόσμου υποθέ
ψυχή μου
οπίσω σου, εμοΰ δέ
» άντελάβετο ή δεξιά σου ».
σεων,
*Αλλά τοΰτο τό μάθτμα, λέγετε, άρμό-
Γνα
κάν μίαν ώραν κατά
νά σχολάση άπό τών μα
στοχασθη
τόν
θάνατον, τήν
ζωήν, τήν κρίσιν, τήν κόλασιν,
τόν
πα-
ζει είς τους άσκητάς, εις τους έρημίτας, εις
ράδεισον ^ ουδέ κόπου, ούδέ άγώνων, ουδέ
εκείνους, οιτινες εμάκρυναν άπό τοΰ κόσμου·
χρημάτων χρεία εστίν, ΐνα, όποιον πράγμα
διότι πώς δύνανται οί έν τώ κόσμω ζώντες
καϊ άν βλέπεις, στοχάζεσαι ευθύς τόν ποιη
άνθρωποι άφιερώσαι δλον τόν νοΰν αύτών
τήν τοΰ παντός· εί; τάς αρχάς ίσως τοΰτο
είς την μελέτην τοΰ θεοΰ} εκείνος, υπουργός
τό έργον εχει τινά δυσκολίαν άλλά βίασον
ων της βασιλικής αυλής, εχει τόν
σεαυτόν, εως άν συνειθίσ/)ς· έπειτα τοσαύ-
νοΰν
αύτοΰ άφιερωμένον είς τάς βασιλικάς υπο
της ηδονής
θέσεις· ούτος, ςρατιωτικός ων, αφιερωμένος
ώστε έφέλκεσαι είς τοΰτο, σχεδόν
έ^τ'ιν είς τά τακτικά τοΰ πολέμου· εκείνος
θέλων βίασον ουν σεαυτόν α Ή βασιλεία
αφιέρωσε τόν νοΰν. είς τήν πραγματείαν, ό
β τών ουρανών βιάζεται, καϊ βιασται άρ-
άλλος είς τά εργόχειρα , και ούτω καθεξής
5 πάζουσιν αυτήν », ής
πάς άνθρωπος
τοΰ κόσμου εχει τόν νοΰν
βασιλεΰ επουράνιε! δτι σόν τό κράτος, και
Ικδοτον εί; τήν έαυτοΰ ύπόθεσιν και είς τό
σοΰ εστίν ή βασιλεία είς τους αιώνας τών
ίδιον
αιώνων. Αμήν.
επάγγελμα.
Άλλ' εΓπατέ μοι καϊ
ν^εις, πώς αύτοι οί έν τω κόσμω άνθρωποι
καϊ γλυκύτητος αισθάνεσαι , και μη
καταςίωσον ημάς,
85
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
Λ Ο Υ Κ Α Ν ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ Η'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
ΛΙεγαδη διαφορά μεταξύ 'της σοφίας των
τικήν αίσθ/,σιν,
θείων γραφών, και της σοφίας των βιβλίων
Ψ'-»χήζ σου τον πόθον, και ού μόνον πείθει
των άνθρώπων. Έάν αναγνώστες τον περί
τόν νοΰν, άλλά νικα κα'· τήν καρδίαν σου·
ψυχής, τον περί αρετής, τόν περι σωφρο
όθεν οί άναγνώσται και οί άκροαταϊ τοΰ
σύνης και τους π«ρί τοΰ δικαίου λόγους
λόγου
τοΰ Πλάτωνος, πάσαν τήν ήθικήν διδα-
ι τριάκοντα, Ιν δέ έκατόν 5 κατά άναλο-
σκαλίαν τοΰ Αριστοτέλους, τά χρυσά επη
γίαν της καλής αυτών προαιρέσεως. Ότι
τοΰ Πυθαγόρου, τά ηθικά συγγράμματα
δέ πας λόγος της θείας γραφής ποιεί τοιαύ
τοΰ Πλουτάρχου και άλλα τοιαύτα των
τα άποτελέσματα, μαρτυρεί καΐ ή σήμερον
σοφών τοΰ κόσμου βιβλία, βλέπεις ναι εδρε-
άναγνωσθεΐσα
τοΰ
Κυρίου ήμών Τησοΰ
σιν
Χρΐ3τοΰ άπόκρισις
πρός τόν πειράζοντα
νοημάτων
πλουσίαν ,
ευρεθέντων ευτακτον,
διάθεσιν
τών
ευρροιαν λόγου ήδο-
άλλ' εξεγείρει
και της
τοΰ θεοΰ καρποφοροΰσιν ι 1ν μεν *
αΰτόν νομοδιδάσκαλον. Έάν άκούτητε τήν
νικήν, κάλλος συντάξεως τεχνικόν, επιχει
έρμηνείαν αΰτης μετά της πρεποΰσης προσ
ρήματα γενναία, άποδείξεις ί^χυράς, και
οχής και εΰλαβείας, βλέπετε, και αισθάνε-
δσα άλλα ή πάνδημος ρητορική και ή κο
σθε, όπερ λέγω.
σμική διδάσκει φιλοσοφία·
πλην, εν όσω Τω
καφω
εκείνω
νομικός τις
μεν άναγινώσκεις αυτά, και θαυμάζεις, και προσήλθε τω
Ιησοϋ, πεφάζων αυ
ήδύνεσαι , και πείθεσαι , έπειτα, κλείσας τόν,
καΐ λέγων" διδάσκαλε, τί ποι-
το βιολίον, μένεις γυμνός τοΰ πνευματικού ήσας, ζωήν αίώνίον κληρονομήσω ^ καρποΰ, ώς και τό πρότερον όταν δέ άναγινώσκτις τά λόγια, τά περιεχόμενα εις τά
Νομικοί έλέγοντο εκείνοι, οΓτινες διηρ-
βιβλία τών θείων γραφών, τότε ή θεία ά-
μήνευον
και έδίδασκον τόν Μωσαϊκόν νό-
πλότης ή εν αύτοις λάμπουσα, και ή άπλή
μον, και ήσαν έτοιμοι άποκριθήναι εις δσα
τών πραγμάτων αλήθεια, και ή εν άύτόίς
έπροβαλλοντο ζητήματα νομικά .
επουράνιος σοφία, και ή χάρις τοΰ θεοΰ και
ουν ό νομικός, άκουσας, δτι ό Ίησοΰς εδί-
ή δύναμις ου μόνον καθηδυνβι τήν σωμα-
δασκε παρρησία τόν λαόν, εΓτε έξ ύπερη
Ούτος
Ερμηνεία
86 φανείας,
εϊς το κατά Λουκαν
επειδή ένόμιζεν, ότι ουδείς, ώς
άφορμήν λαβών, διδάξη αύτόν και τά περι
αύτός, γινώσκει τον νόμον, εΓτε εκ φθόνου,
της ένσάρκου αύτοΰ οικονομίας· τί εγράφη,
,"ιί,·911» επειδή έβλεπαν, δτι ό κόσμος ετρεχεν οπίσω
λέγει, εις τον Μωσαϊκών νόμον:, πώς, ήγουν
τοΰ Ίησοϋ Χριστού, ήλθε προς αύτόν, οΰχι
ποίω πνεύματι και
Γνα άκούση και ώφεληθη", άλλ' Γνα πειράξη
σύ τον νόμον ^ κατά το γράμμα μόνον ώς
αυτόν, καί ακύρωση τά υπ' αύτοΰ διδα
Ιουδαίος, ή και κατά τό πνεύμα, ώς αλη
σκόμενα· όθεν έρωτα αύτόν, λέγων, Διδά
θινός Ισραηλίτης ^
σκαλε, ποιον
έργον
έστίν
σκοπώ άναγινώσκεις
άναγκαΐον εις Ο δέ αποκριθείς,
είπεν,
άγα-
*·.
έμέ, Γνα κληρονομήσω τήν αιώνιον ζωήν } Τοϋτο τό ερώτημα φαίνεται μέν, ότι ουκ
πήσείς
Κυρίον τον θεόν σου
εστι πειρακτικόν, περιέχει όμως πειρασμόν
λης της καρδίας σου, καί εξ όλης
μεγάλον. Ό νομικός ένόμιζεν5 ότι διά τού
της ψυχής
σου,
του τοΰ έρωτήματος έστησε παγίδα κατά
ισχύος σου,
καί
τοΰ Ίησοϋ Χρίστου· επειδή, εάν ό Ιησούς
νοίας σου, καί τον πλησίον σου
καί εξ
εξ ό
όλης της
εξ δλης της δια ώς
άπεκρίνετο, ότι ό νόμος, δν εγώ διδάσκω, σεαυτόν. εκείνος εισάγει τον άνθρωπον εις τήν ζωήν, Άλλα ήλπιζεν ό νομικός άκουσας και
ό νομικός τότε έλάμβανεν άφορμήν κατη γορίας κατά τοΰ Ίησοϋ Χριστοΰ, και έκήρυττεν αύτόν άντίθεον? ώς διδάσκοντα
•
άλλα ήκουσεν δθεν7 αναγκασθείς προβάλλει τά λόγια του νόμου, τά περιεχόμενα εν τω Λευϊτικώ καί έν τω Δευτερονομίω, καί
ι9,
άλλον νόμον, και ούχϊ τον τοΰ θεοΰ. Άκουε διδάσκοντα τήν εξ όλης καρδίας
καί ψυ- 6Λ"ίΤ"^
δέ μετά πόσης σοφίας άπεκρίθη προς αύτόν χής και δυνάμεως
ό θεάνθρωπος.
καί διανοίας άγάπην
6·
προς τον θεόν καί τον πλησίον, καί ζωήν Αο««. ίο,
'Ο δέ είπε προς αυτόν" εν τω νόμω
τι γεγραπταί $
πως
αναγίνω-
Επειδή ό Μωσαϊκός νόμος « Ούδέποτε » δύναται ,
=.ί>τ. 7, 25.
της εντολής. Είπε δέ αύτω,
σκείς 5 έβρ. ίο,
έπαγγελλόμενα εις τους φύλακας ταύτης
καταστησαι
τελείους
τοΰτο ποίεί,
Ορθώς άπεκρίθης' Λ^8|σ-
καί ζήση.
τούς
Ό νομικός ούκ έπίστευεν εις τον Ίη-
» εις αύτόν προσερχόμενους ϊ, και επομένως
σοϋν Χριστόν διά τί ουν ό Ίησοΰς εΓπ«
άξιους της αιωνίου ζωής, ή εις Χριστόν δέ
προς άυτόν « τούτο ποίει,» ήγουν άγάπα τον
πίστις δύναται κ Σώζειν
θεόν καί τον πλησίον σου," και ζήση, τουτβ-
εις·- το παντελές
» τους προσερχομένους δι αύτοΰ τω θεώ »,
στι
διά τοϋτο ούκ ειπεν αύτώ, εάν φυλάξης τον
ζωήν }
Μωσαϊκόν νόμον, εισέρχεσαι εις τήν ζωήν, άλλ' ήρώτησεν αύτόν, τί έστι γεγραμμένον
της εις Χριστόν πίστεως } άπαγε· «Χω- 4βρ. μ, ιι ρις δέ πίστεως, της εις Χριστόν δηλαδή, β'
«ν τω νόμω Γνα, εκ της άποκρίσεως αύτοΰ
ί αδύνατον εύαρεστήσαι »·
καί ούτω κληρονομήσεις τήν αίώνιον δύναται τις αρά γε σωθήναι χωρίς
ούτω δέ άπι
Εύαγγέλίον της Η'. Κυριακής.
Γ«λ. ι,
κρί θη προς τον νομικόν ό θεάνθρωπος) πρώ-
αύτοϋ τόν σκοπόν. Έπείδή δέ οί Ιουδαίοι
τον μεν
πλησίον αυτών έλογίζοντο ούχ'ι πάντα άν-
επειδή
δ Μωσαϊκός « νόμος παι-
» δαγωγός έστι κ
*»
και διδάσκαλος της εις
θρωπον, αλλά μόνους τους ομογενείς καϊ φί
Χριστόν πίστεως· όστις δέ πιστεύει εις την
λους αύτών, διά τοϋτο καταφεύγει εις τοϋ-
διδασκαλίαν τοϋ Μωϋσέως, εκείνος πις-εύει
το τό δεύτερον ερώτημα, Γνα και τόν σκο
καΐ εις τον Ίησοϋν Χριστόν, κατά το « Εί
πόν αύτοϋ κρύψη, κα': φανη άθώος της διά
> γάρ έπιστεύετε Μωση, έπιστευετε αν ε
τήν άμάθειαν κατηγορίας· Γσως δέ εκφώ
.46, ι- Ιβόν. ι μοί »· δεύτερον επειδή « πάς ό αγαπών 5 τον
γεννησαντα, αγάπα *αΐ
2 γεννημένον
έξ
αύτοϋ »·
τον
γε-
όστις αληθώς
αγαπά τον
θεόν ,
τη
της απιστίας, άλλ' υπό τοϋ
σκοτία
θεοϋ φωτιζόμενος, πίστεως·
εκείνος
ού μένει
εν
έρχεται εις το φώς της
και μάρτυς ό Κορνήλιος ό έκα-
νησε τοϋτο τό δεύτερον ερώτημα, ίνα πα ραστήσει εαυτόν
τοσοϋτον δίκαιον και ά-
γιον, ώστε ούδένα είχεν όμοιον και πλησίον αύτοϋ εις της αρετής
τά κατορθώματα.
Έκ τούτου δέ τοϋ ερωτήματος
ό 'ϊησοϋς
άφορμήν λαβών, αποκρίνεται ούτως. Υπολαβών δέ 6
Ιησούς,
είπεν' ΑίΜΧί01β>
τόνταρχος, καί ό Αίθίοψ ό Κανδάκης, και άνθρωπος τις χατίζαινεν
άπο
Ιε
άλλοι πολυάριθμοι, οιτινες, μή έχοντες την ρουσαλήμ, εις Ιεριχώ,
και λτ)σταΤς
εις Χριστόν πίστίν, επειδή ήγάπησαν τον περίεπεσεν,
ο? καί εκδύσαντες αυ
θεόν, έφωτίσθησαν ύπ' αύτοϋ, καί επίστευτόν, κα: πληγάς ε'πίθέντες, άπήλσαν εις δν αυτός άπέστειλεν Ίησοϋν Χρι στόν.
Τί δέ προς τά λόγια τοΰ
σωτηρος
άπβκρίθη ό νομικός ^
θον, αφέντες ήμίθανή τυγχάνοντα. Διά της άποκρίσεως ταύτης
έδίδαξεν
ό Ίησοϋς τίς ές-ιν ό πλησίον διότι ειπών , Λβυ».ιο.
Ο
δέ θέλων δίκαίοΰν
εαυτόν, άνθρωπος τις γενικώς,
βίτα παραστήσας
είπε προς τΌν Ιησοΰν, Καί τις εστί τόν άνθρωπον 'έλεηθεντα ούχ ύπό Ιουδαίου, μου πλησίον. Άρά γε
άλλ' ύπό Σαμαρείτου, έφανέρωσεν, ότι πάς
ήγνόει ό νομικός τίς εστίν ό
άνθρωπος διά τήν ομοιότητα
της φύσεώς
πλησίον αύτοϋ } ποία δέ χρεία δικαιολογίας
έστι πλησίον τοϋ ανθρώπου, καί εις πάντα
διά τά προειρημενα }
άνθρωπον χρεωστοϋμεν τήν άγάπην καί
και πώς διά τούτου
τοϋ ερωτήματος εδικαιολόγει εαυτόν } Αυ
βοήθειαν εδίδαξεν όμως διά της αυτής πα
τός, ώς νομοδιδάσκαλος, έγίνωσκε βέβαια
ραβολικής
τίς ίστιν ό πλησίον ενόμισε δε, ότι χρείαν
θρωπίσεως αυτού έλεος προς τήν
εχει δικαιολογίας, επειδή
νην φύσιν διότι ό άνθρωπος, όστις κατε-
είδεν, ότι ή ά-
άποκρίσεως και τό της άνανένθρωπί-
πόκρισις τοϋ Ίησοϋ Χριστοϋ άπέδειξεν αυ
βαινβν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, εστί
τόν αμαθή των πρώτων τοϋ νόμου στοι
πάσα ή άνθρωπίνη φύσις ή διά τήν άμαρ-
χείων προς τούτοις δέ ύπβνόησεν, ότι ό
τίαν τοϋ προπάτορος εκπεσοϋσα από της
Ιησούς Χριστός «γνώρισε
Ιερουσαλήμ,
της πονηρίας
ήγουν
από της
μακάριας
'Ρρμηνεία εις το κατά Λουκαν
88
ειρήνης και απάθειας, εις τήν Ιεριχώ τήν
τήν άνθρωπίνην φύσινέκ τοϋ ελεεινού αύ-
λακκώδη και πνιγηράν
της πτώματος· « Αδύνατον γάρ αίμα ταυ- έ6Ρ. ίο,
καύσονα,
διά τόν εν αύτ·/}"
ήγουν εις τήν πολύπαθη
ι ρων και
τράγων άφαιρεΊν
άμαρτίας ».
οί δαίμονες
Ήλθον ούν και ό νόμος και οί προφηται
οί έκδύσαντες αύτήν
εις τήν όδόν, και είς τον τόπον, εν ω έξω-
βεβασανισμέ >ην ταύτην γήν δε είσιν οί λησταΐ
και
των θείων χαρισμάτων, και κατατραυμα-
ρίσθη ό
τίσαντες διά των πληγών της αμαρτίας,
ειδον τήν ά&οδάκρυτον αυτού κατάς*ασ ιν ,
και καταστήσαντες αύτήν ήμίθνητον. Είπε
πλήν
δέ αύτήν ήμίθνητον, ή καθότι ή μεν ψυχή
ρησαν ,
και μετά τήν άμαρτίαν εμεινεν αθάνατος,
θεραπεϋσαι.
το δέ σώμα
έγένετο
άνθρωπος, ήγουν είς τήν γήν, και
άντιπαρήλθον ,
τουτέστιν ύπεχώ-
μή δυνηθέντες τάς πληγάς αυτού
θνητόν, ή καθότι, Σαμαρείτης δε τις όδεύων,
μετά τήν άμαρτίαν μόλις
κατ αυτόν, καί ίδών αύτον ε'σπλαγ-
ζωης, ή καθότι τώ μέν παραπτώματι του
χνίσθη'
5» Αδάμ απέθανε, τ/Γ δέ εις Χριστόν έλπίδι εζη. Κατά
ίδών
και προσελθών
τά τραύματα αύτοΰ,
8«.
κατέδησε
έπιχεων
ε-
λα:ον καί οίνον' επίβίβάσας δέ αυ συγκυρίαν
κατέβαινεν
32.
ηλθε Αοϋ3,.10'
ενθυμεΐτο του
θεοϋ του ποιητοϋ αυτής και χορηγού της
ίο,
'
αύτον
εν
δέ Ιερεύς τις
τη οδω εκείνη, και
άντίπαρήλθεν'
δέ καί Λευίτης,
ομοίως
γενόμενος
κατά
ε'λθών καί ίδών,
άντί-
τόν επί το ίδιον κτήνος, ήγαγεν αυ τόν είς πανδοχείον, αύτοΰ.
καί έπεμελήθη
.
Ό Σαμαρείτης σημαίνει τΐ>ν τόπον,
τόν τοϋ θεού
μονογενή υίόν καί λόγον, τόν Κύριον ημών παρήλθε. Ίησούν Χριστόν, 8ν οί Ιουδαίοι ΣαμαρείΌ μέν
ιερεύς σημαίνει τόν Μωσαϊκόν
την ώνόμασαν, λέγοντες, « Σαμαρείτης ει 1»»»· »,
νόμον τον νομοθετήσαντα τα περί ί;ρωσύ-
» σύ, και δαιμόνιον έχεις ». Αυτός, όδεύων,
νης· ό δέ Λευΐτης τούς προφήτας, ως χρη-
εΓτουν
ματίσαντας υπουργούς του θεού, και διδα
κόλπων"1, καν
σκάλους τών αποκαλύψεων της εν κόσμω
α ήλθε κατ' αυτόν », ήγουν είς τόν κόσμον
παρουσίας του μονογενούς υίού αύτοϋ' τό δέ
ίδών δέ τήν άθλίαν τού άνθρωπου κατάς*α-
κατά
σ»ν, έσπλαγχνίσθη·
συγκυρίαν
παρερχόμενον νόμος,
τό κατά
σύμβαμα και
σημαίνει, διότι παρήλθεν ό
της χάριτος ελθούσης. Ούρανόθεν
κατερχόμενος
εκ τών
πατρικών
έξ αυτών ουκ
ε'χωρίσθη ,
εύσπλαγχνία δέ <εστ»
τό έργον τούτο, διότι « ουκ εξ έργων τών Τι-Τ. »? ί έν
δικαιοσύνη , ών έποιήσαμεν ήμεΐς ,
μέν κατέβη ό νόμος, και εδόθη εις τό Σινα,
» αλλά κατά τόν αυτού ελεον εσωσεν ημάς ί.
εκ
Αυτός,
θεοϋ δέ και
οί προφηται εστάλησαν
προσελθών, όπερ
έστι μετά τών
δμως ούδέ ό νόμος ούδέ οί προφηται έδύναν-
ανθρώπων συναναστραφείς, βδεσε τη αυτού
το έξαλειψαι τήν άμαρτίαν, καί ανάστησα»
χάριτι της ψυχής τά τραύματα, καθώς ό
Εύαγγε'λίον της Η'. επιστημονικές
χβιροΰργος τάς πληγάς Τοΰ
σώματος δια των επιδέσμων,
έπιχέας β-
π'αύτών ελαιον, ητοι διδασκαλίαν φιλάνθρωΐί«τ. α, πον και ιλαράν, α Δεϋτε πρός με πάντες,
Κυριακής.
89
αληθινός· πανδοχεύς δέ λέγεται, ώς δεχό μενος είς τά πανδοχεΐον τού θεού, ήγουν είς: την εκκλησίαν, πάντας τού; προσερχόμε νους μετά πίστεως·
δύο δέ δηναριά είσιν
ϊ λέγων, οι κοπιωντες και πεφορτισμενοι ,
αί δύο διαθήκαι, ή παλαιά γραφή
» κάγώ
και οινον ,
ιερόν εύαγγέλιον. Καϊ δσον μεν ό Κύριος
ήγουν μάθημα δριμύ και φοβεριστικόν, κα-
Ιησούς εζη είς τόν κόσμον τούτον, αυτές
Λ··«. ι», θώς το α Άπόστητε άπ' εμού πάντες οί 27 9 εργάται της αδικίας ϊ· η ελεον και οί-
έπεμελεΐτο της εκκλησίας αυτού , καθώς
νον νόησης την τοΰ σώματος και αίματος
ϊ τ' αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς
αυτού μβτάδοσιν. Αυτός άνββίβασεν έπΐ
» εν τω ονόματι σου ι· ΈπΙ δέ την αύριον
τό ίδιον κτήνος τον
έξελθών ,
αναπαύσω υμάς 3,
τουτέστιν
τετραυματισμένον ,
ανέλαβε την εκπεσούσαν άν-
θρωπίνην φύσιν, ποιήσας
αυτές εβεβαίωσεν, ειπών, α Ότε ημην με- 1* "ν. ί7,
ήγουν
ότε εξήλθεν έκ τού κό
σμου τούτου, τότε διά τού άποστολικού
τούς εις
κηρύγματος έκβαλών είς πάσαν την οίκου-
αυτέν πιστεύοντας μέλη αυτού· διό καΐ ό
μένην ταύτα τά δύο δηνάρια, παρέδωκεν
ι.Εορ. 1 1, μακάριος Παύλος εγραφεν,
ημάς
και τό
α Ύμεΐς εστε
αυτά είς πάντας τούς της εκκλησίας αυ
ν σώμα Χριστού, καΐ μέλη έκ μέρους »·
τού ποιμένας, παραγγείλας αϋτοΐς ,
παρέδωκε δε ημάς « είς πανδοχεΐον ρ, ητοι
δί αυτών
βίς την εκκλησίαν αυτού, ητι; πανδοχεΐον
περί της σωτηρίας τών πιστών « Έπιμε-
λέγεται, ώς δεχομένη πάντα τα έθνη, και
9 λήθητι αυτού ». Ύπέσχετο δέ διά τούς
τά γένη, και τάς φυλάς, και τάς γλώσσας,
κόπους, και αγώνας, και ιδρώτας αυτών ,
καΐ πάντα άνθρωπον
όσου; αν καταβάλωσιν υπέρ τη; τοιαύτης
είς
τον μετά πίστεως
αυτήν προσερχόμενον
των έν
τη
επεμελήθη
δε
εκκλησία αυτού, δούς αύτοΐς
έπιμελώνται
ινα
παντί τρόπω τά
επιμελείας, την άνταπόδοσιν τότε , όταν ελθη
πάλιν κρΐναι ζώντας και νεκρούς-
την δωρεάν τού άγίου πνεύματος, και των
ι Και ό,τι αν προσδαπανήσης,
θαυμάτων την χάριν, καΐ των άγίων μυς-η-
ί έπανέρχεσθαί με αποδώσω σοι ϊ.
εγώ έν τώ
ρίων την μβτάληψιν. Τίς ούν τούτων τών τριών Α4ΒΚ (0
Κα: Ιπϊ την αύρων έξελθών, ε'κ-
σίον δοκεΐ σοί γεγονένα:
βαλών δύο δηνάρια, έδωκε τω παν-
σόντος εϊς τους ληστάς ^
πλη
τοΰ έμπε-
δοχεί, και είπεν αύτω, επίμελήθηΜετά ταύτην την διήγησιν αυτόν τον τι αυτού, και ο,τί αν προσδαπανήνομικόν, τόν έρωτήσαντα, « Τίς έστί μου στις, εγώ,
έν τω έπανερχεσθαί με, 2 πλησίον ί, κατέστησε κριτήν
περί τού
αποδώσω σαι, τίς έστιν ό πλησίον αυτού- α Τίς οδν, είπε, Πανδοχεύς έστι πας απόστολος , πάς διδάσκαλος
της εκκλησίας, πάς ποιμήν
ί τούτων τών τριών β φαίνεται σοι πλησίον τού έμπεσόντος είς τούς ληστάς } ό ιερεύς,
(Κ.ΥΡΙΑ&. ΕΤΑΓΓΕΔ. ΤΟΜ. Β'.) 12
10, :ο.
Ερμηνεία είς το κατά Λουκαν
90
ή ό Αευΐτης, οιτινες, Κόντες αυτόν γυμνών
δυνάμεως των λόγων τού Ιησού Χρίστου
και
όμολογήσαι
τετραυματισμένον
και ήμίθνητον ,
την
άλήθειαν
ΈκεΤνός εστι
ύπεχώρησαν, ή ό Σαμαρείτης^ δστις έδειξεν
πλησίον, ειπεν, όστις έποίησε τό έλεος εις
είς αύτόν -τοσαύτην άγάπην και περιποίη-
τον περιπεσόντα είς τους λίστας, ήγουν ό
σιν και έλεος }
Σαμαρείτης. Ό δέ Ιησούς, άκουσας, ότι ό
10>
Ο δέ
είπεν'
ό ποίήσας τ6 έλεος
νομικός έκρινεν Πορεύου ,
μετ αύτοΰ. Είτυεν
ουν αύτω
ορθώς, ειπε προς αυτόν
ποίει
καί σύ έλεος προς τον
ό Ιη πλησίον σου, καθώς
και
ό Σαμαρείτης·
σούς" πορεύου, και σύ ποίει ομοίως. « Πορεύου, και σύ ποίει ομοίως 5. Ό μεν νομικός ήναγκάσθη υπό της
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑ.ΤΑ.
ΛΟΥΚΑΝ
ΕΤΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
Η'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Γ Η προς τον νομικόν παραβολική άπόκρι-
μυστήριον της ενανθρωπίσεως του μονογε
σις του
Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού δια
νούς υ.ίοΰ αυτούς δί ^ς άνεκάλεσε προς την
χρωμάτων τοσούτον ανθηρών καί ζώντων
αίώνιον βασιλείαν όλον τό εξ αύτης εξορι-
έζωγράφησε την προς τους ανθρώπου; εύ-
σθέν άνθρώπινον γένος, άλλά καί είς πάντα
σπλαγχνίαν τού θεού, ώστε έξεδίωξε τόν
άνθρωπον
διά
την άμαρτίαν θλιβερόν άπελπισμόν ,
μίας άπομεμακρυσμένον άπ' αυτού.
και
είσήγαγεν είς την
ανθρώπου ελπίδα.
την
καρδίαν
χαροπριάν της
Όθεν ό θεσπέσιος
παρρησίας
και χαράς
παντός σωτηρίας
τόν διά τάς άμαρτίας καί άνο-
Πλήρης έστιν ή παλαιά διαθήκη, πλή ρης *ή νέα λόγων και παραδειγμάτων, βε-
Παύλος
μετά
βαιούντων
έκήρυττεν
α Εί
βύσπλαγχνίαν ,τοΰ θεού. Διά τού προφητι
» γάρ, εχθροί δντες, κατηλλάγημεν τώ θεώ
κού
» διά τού θανάτου τού υιού αυτού, πολλώ
σπλαγχνος
» μάλλλον καταλλαγέντες
μεγάλη
σωθησόμεθα εν
την
κηρύγματος
πράς
τούς
προσεκάλει
πάντας
τούς
άμαρτωλούς
ό πανεύάμαρτωλούς
τη~ φωνή*, λέγων, β Τάδε λέγει ι
ι τη~ ζωη" , αύτοΰ ». Βλέπομεν δέ ταύτην
5 Κύριος5 Κύριος·
τού θεού την εύσπλαγχνίαν ού μόνον είς το
2 στρίψατε άπό των επιτηδευμάτων υμών.
επιστράφητε, καί [άπο-
Εύαγγελίον της Η'. Κυριακής. » και άπό πασών των ανομιών υμών , και
λίας νόμος. Οί Αιγύπτιοι της μέν μοιχαλί-
» επιστρέψατε τά πρόσωπα υμών τ ώσπερ
δος
δε λυπούμενος υπέρ της άπωλείας αΰτών '
» άσεβους, ώς άποστρέψαι τον άσεβη άπο
έρράβδιζον, χιλίας πληγάς έπιθέντες. Οί δΡ«- Α'βϊ· Σικ, βι6. 1 . Λοκροί τους μοιχευομένους έξετύφλουν, οί δ?αού*λ. Μχς* 2^ δέ Κροτωνιαται κατέκαιον. Αυτά τά ά- 6· Χ· 5·
» της όδοϋ αύτοϋ, καΐ ζην αυτόν* άπος*ροφη
μάρτημα εμβάζει εις τόν οίκον ξένον κλη-
ϊ άποστρέψατε άπό της όδοϋ υμών και
ρονόμον αυτό χωρίζει, ο&ς ό θεός συνέζευξεν,
» Γνα τί άποθνήσκητε, ο?κος Ισραήλ} 5 Γνα
ήγουν τόν άνδρα άπό της γυναικός αύτοΰ·
δέ έμβάλη
αύτά πολλάκις έξήλειψεν ολόκληρους οικίας,
β4··1ϊ3' ελεγεν α Ου βούλομαι τον θάνατον του
θάρρος εις
την
καρδίαν τών
εκοπτον την ρϊνα ,
τόν
δέ μοιχόν
αμαρτωλών, και προτρέψγ) αυτούς εις με-
και έξήγειρε φθοροποιούς πολέμους εις ^ολό
τάνοιαν, υπόσχεται νά έπιστρέψη πάλιν
κληρα γένη· δί αύτά έδιώρισεν ό θεός κα-
ζ«χ. ι, καΐ
αυτός προς
» πρός με,
λέγει
αύτούς·
α Επιστρέψατε
Κύριος τών δυνάμεων ,
η και έπιστραφήσομαι
β», ι,
91
πρός υμάς , λέγει
τάραν
ίδιάζουσαν
ί λήψονται,
και
φρικτήν
ο: Και 1·? 2», 21. λέγει ό θεός, άπ' αύτών ί ,
ήγουν άπο τοϋ Άχαάβ και άπό τοϋ Σεδε-
» Κύριος τών_δυνάμεων ». Ίνα δέ μή τις ,
κίου, παράδειγμα κατάρας επί τούς μοι
στοχαζόμενος τό πολυχρόνιον και δυσκά-
χούς, λέγοντες,
θαρτον τών αμαρτημάτων αύτοϋ, διστάζη
3 Σεδβκίαν εποίησε, και ώς 'Αχαάβ, οδς
περί της καθάρσεως. και άφέσεως αυτών )
2 άπετηγάνισε βασιλεύς Βαβυλώνος εν πυ-
«πρόβαλε τό παράδειγμα τοϋ ερυθρού κα'
3 ρί. » Τοϋτο τό άμάρτημα τά τοσούτον
τοϋ κοκκίνου χρώματος, τά όποιον δυσκο-
παροργίζον τόν θεό ν κατ' εκείνου, όστις έ
λώτατα μεταβάλλεται εις τό λευκόν χρώμα
χει μίαν μόνην γυναίκα, πολλώ μάλλον
της χιόνος,
παρώργισεν αυτόν κατά τοϋ Δαβίδ, όστις
κα'ι
εις τό τών τριχών τοϋ
προβάτου, και ειπ«· α Δεύτε διαλεχθώμεν , » λέγει Κύριος·
α Ποιησαί σε Κύριος, ώς
είχε πολλάς γυναίκας και παλλακίδας.
και εάν ώσιν αί άμαρτίαι
Διά τόν φόνον « βοα εκ της γης ή φων ή
» υμών ώς φοινικοΰν, ώς χιόνα λευκανώ ,
» τοϋ έκχυθέντος
» εάν
φονέως όργισθείς ό θεός, κατηράσατο αυτόν,
δέ ώσιν
ώς
κόκκινον ,
ώς
εριον
» λευκανώ ί.
·
αίματος 2>·
κατά
Γ,ν·
τοϋ
α Έπικατάρατος
Βλέπομεν δέτάς περί της εύσπλαγχνίας
σε δϊ άναστεναγμοϋ και τρόμου· <ε Στενών
υποσχέσεις τοΰ θεοϋ έξ ολοκλήρου πεπλη-
» και τρέμων εσν) έπϊ της" γης »· τόν φονέα
ρωμένας εις την συγχώρησιν τών αμαρτιών.
εσΥ,μείωσε· « Καϊ εθετο Κύριος ό θεός ση- ««. α,
Μέγα και φρικώδες της μοιχείας τό αμάρ
ί μεΐον τώ Κάϊν ».
τημα·
ό Δαβίδ, ουκ ην φόνος άπρομελέτητος", άλ-
τοΰτο κα'ι οΐ εθνικοί άσύγγνωστον
Ό φόνος, 6ν έποίησεν
λογιζόμενοι, αυστηρώς τους εις αυτό πε-
λά
σόντας έπαίδευον μαρτυρεί τούτο εΖς τών
σκευασμένος·
νόμων, τών
της σκοτομτ|'νης τοϋ θυμοϋ, η έκ της αιφνί
εν τοις δώδεκα πίναξι τών
' Ρωμαίων, και αύτός ό λεγόμενος της Ιου
φόνος προμεμελετημένος και προκατεούκ ην φόνος γεγενημένος εκ
διου συναρπαγής τοϋ φθόνου, άλλά φόνος ,. 12»
02
μετά το κατά Λουκαν
Ομιλία
υίός της
σαρκικής
πόθου
της
αυτός
έφόνευσεν
άλλα
επιθυμίας
και
τοΰ
αρπάγης της ξένης γυναικός· άνθρωπον ουχί
εχθρόν,
φίλον, ούχί υποπτον , άλλα πιστόν
β. Βαβιλ. της βασιλείας δοΰλον., ού πονηρόν και διε11 11. , στραμμένον, άλλ' άγαθόν καϊ τον θεόν φοβούμενον.
θαν νουθετηθείς,
μετανοεί,
καί βοά
τό
ήμαρτον
κ Και είπε Δαβίδ τώ Νάθαν· ί. β«. * 12 13 ί ήμάρτηκα τω Κυρίω ». Βλέπε νΰν την άπειρον εύσπλαγχνίαν τοΰ θεοΰ ένεργουμένην,
βλέπε τό
βλέπε
πώς
άμέτρητον αύτοΰ έλεος,
ούδεμία
άμαρτία
νικα τήν
Ό φόνος, δν έποίησεν ό Δαβίδ ,
εύσπλαγχνίαν αύτοΰ· « Καί είπε Νάθαν
οΰκ ην φόνος' ενός μόνου ανθρώπου , άλλα
» προς Δαβίδ, Καί Κύριος παρββίβασε τό
φόνος πολλών εκ του λαοΰ, όσοι κατά την
ι άμάρτημά σου, ού μή άποθάντις. »
προσταγήν αύτοΰ «δτ. 15, Ούριου
α
2 κραταιού
ετάχθησαν μετά
τοΰ
έξ εναντίας του πολέμου
του
ι.
'Εάν δέ στοχασθττϊς τό πλήθος και τά βάρος
τών αμαρτημάτων τοΰ Μανασσή,
Αύται αι περιστάσεις εοα-
καί τό πότε αύτός εις εαυτόν έπιστρέψας
ρυναν ταΰτα τά δύο αμαρτήματα, τά και
μετενόησε, καί ποίας συγχωρήσεως έτυχε,
καθ' αυτά μεγάλα και βαρύτατα* έβάρυνε
τότε
δέ ταΰτα ετι περισσότερον αύτό του Δαβίδ
της εύσπλαγχνίας τοΰ θεοΰ τά
τό πρόσωπον.
νησις τοΰ άληθινοΰ θεοΰ, καί άθέτησις τών
Ό Δαβίδ βασιλεύς· ό δε βασιλεύς έστι τό ό
παράδειγμα
παντός τοΰ λαοΰ
δέ Δαβίδ , επειδή τον νόμον
ψαν Π8, είχε
μελέτημα, έγνώριζεν
αύτοΰ· τοΰ θεοΰ
υπέρ
πάντα
βλέπεις φανερά, ότι
άπέραντά εΐσι όρια. Άρ-
τοΰ νόμου διαταγμάτων οι'κοδομαΐ ειδωλικών θυσιαστηρίων εις πάντα τόπον ύψηλόν, και εις τόν οίκον τοΰ Κυρίου, και ει; τάς 4. β™. δύο αύλάς τοΰ οΓκου Κυρίου· άναστήλωσις αύτ«,'$.
άνθρωπον τούτων των αμαρτιών τό βάρος·
γλυπτοΰ ειδώλου εις αυτόν τόν ■ οίκον τοΰ ««τ. ».
ό Δαβίδ , κατ' εξοχήν εύηργεττ,μένος υπό
ϋεου· προσκυνησις και λατρεία πάσης της
θεοΰ, διότι
δυνάμεως τοΰ ούρανοΰ, ήγουν πάντων τών
ποιμνίων
ό θεός έξελέξατο αύτόν έκ τών
τών προβάτων,
καί
έφύλαξεν
άστέρων* διάβασις τών τέκνων διά μέσου
αύτόν εκ της κραταιάς τοΰ Σαούλ κατα
τοΰ πυρός, καί κλυδωνισμοί, καί οίωνισμοί,
δρομής ,
καί μαγεΐαι, καί μαντεΐαι, καί πάντα τά 4. β«.
και
άνεβίβασεν αύτόν εις
θρόνον της βασιλείας
τοΰ Ισραήλ·
τόν
ό Δα
βίδ, χάριτος θεοΰ πεπλη;ωμένος, ήτις και
τών ειδωλολατρών βδελύγματα· πλάνησις ι.Π«ρ·λ. είδωλολατρείας εις τήν όρθόδοξον φυλήν τοΰ
έφώτιζε και ένίσχυβν αύτόν κατά πάσης ' Ιούδα·
σφαγή
τών
'
θεοφοβουμένων, τών
αμαρτίας· και δμως ό τοσοΰτος καί τοιοΰτος
μή θελησάντων είδωλολατρεΰσαι, καί σφα
άνθρωπος, μηδέν ς·οχασθείς τό σκάνδαλον,
γή τοσαύτη, ώστε έπληρώθη ή Ιερουσαλήμ
σβύσας τό φώς της γνώσεως αύτοΰ, παρα-
κ Στόμα εις στόμα ». Ταΰτά είσιν εξαίσια Βμ καί μέγιστα άμαρτήματα· ταΰτα δέ πάν- 11> 1β·
βλέψας τάς εύεργεσίας τοΰ θεοΰ,
έπραξε
ταΰτα τά δύο φρικώδη άμαρτήματα, συνω-
τα έπραξεν ό Μανασσής. Ό θεός έλάλησβ
δευμένα μετά άνομων περιστάσεων.
και εκάλεσεν αύτόν εις μετάνοιαν, καί εφο-
'Αλλά ό Δαβίδ, υπό τοΰ προφήτου Νά-
βέρισεν αύτόν διά τών άγιων
προφητφν
·
Εύαγγελίον της Η. Κυριακής. πλην αυτός ούχ ύπήκουσεν όλοτελώς, άλ-
σπλαγχνον αύτοΰ πατέρα ίδόντα αυτόν
λ' εμεινεν αδιόρθωτος και αμετανόητος. Έρ
μακρόθεν, και μετά σπουδής συναντήσαν-
χονται εις την Ιερουσαλήμ οι άρχοντες
τα, και πεσόντα εις τόν τράχηλον αύτοΰ,
5. π«?«λ. « Του βασιλέως Άσσούρ ϊ, και δεσμεύσαν33, 10, 11. Γ ' , τες τον Μανασσήν άλύσεσι, φέρουσιν αυτόν
και έναγκαλίσαντα αύτόν, και ενδύσαντα
•ϋτΛι.
την στολήν
την πρώτην , και θέντα δα
εις τήν Βαβυλώνα αϊχμάλωτον και δέσμιον.
κτύλιον εις την χεΐρα
Εις τοιαύτας περιστάσεις ή μετάνοια ουκ
ματα εις τούς πόδας , καϊ σφάξαντα τόν
εστίν αύτοπροαίρετος, άλλ' ήναγκασμένη
μόσχον
και βεβιασμένη· τότε και ό σκληροκαρδι-
τράπεζαν , και εύφρανθέντα, καθότι ό υιός
ώτατος
θεοΰ· τότε δε μόνον ό Μανασσής, υπό των
αύτοΰ, α νεκρός ήν, λέγει, καϊ άνέζησε, καϊ Λμ»* 1 1; 32. ί άπολωλώς ην, και ευρέθη ». Τί άλλο δε
ελεεινών περιστάσεων άναγκαζόμενος, « Έ-
σημαίνουσι ταΰτα ειμή τήν προς τούς ά-
ι ζήτησε τό πρόσωπον θεοΰ τοΰ
μαρτωλούς άνεκδιηγητον τοΰ θεοΰ εύσπλαγ
κάμπτεται,
και μνημονεύει τοΰ
Κυρίου
αύτοΰ
τόν σιτευτόν ,
και ύποδή-
και έτοιμάσαντα
5 αύτοΰ »· ισχύει δμως και ή τοιαύτη με
χνίαν^ Και ταΰτα μέν ελάλησεν ό Κύριος
τάνοια·
τά πολλά και
ημών παραβολικώς· συ δέ βλέπε και δσα ε
θεοστυγή αυτοϋ αμαρτήματα νικήσαι την
γράφησαν εις τό ευαγγέλιον αύτοΰ ιστο
ουκ έδυνήθησαν
«ίτ. ι», εύσπλαγχνίαν τοΰ θεοΰ· α Άλλ' επήκουσε, » λέγει, ό θεός αύτοΰ, και
επήκουσε της
ϊ βοής αύτοΰ »· ού μόνον δε τάς άμαρτίας αύτοΰ έσυγχώρησεν ό θεός, άλλα και α Έ■ » πέστρεψεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ επί την
ρικώς. Ίδε έκεΐ.
Ό Ζακχαΐος
συκοφαντεί,
άδικεΐ, αρπάζει, άλλ* άναβαίνει εις τήν «ύτ. ι», συκομο>ρέαν, ινα Γδγι τόν εκείθεν διερχόμενον Ίησιΰν ό δέ Ίησοΰς ευθύς καλεΐ αύτόν
» βασιλείαν αύτοΰ »· ώ άβυσσος εύσπλαγ-
κατ' όνομα, « Ζακχάϊβ,
χνίας θεοΰ .'
> κατάβηθι· σήμερον γάρ εν τω οΓκω σου
Έάν δέ ανοίξω τό ιερόν
εύαγγελίον^
» δεΐ με μεΐναι »·
λέγει, σπεύσας β$Τ. ϊ,
έπειτα είσελθών εις τόν
μ«γ. 18, βλέπω έκεΐ τόν ποιμένα, τρέχοντα επάνω
οίκον αύτοΰ, συγχωρεί πάσας τάς άμαρ
α«ι. «. |{ς τ£ 5ρη, καϊ ζητοΰντα τό πρόβατον τό
τίας αύτοΰ, και εύαγγελίζει αύτώ τής ψυ
άπολωλός· βλέπω τόν μεν δοΰλον τόν κα-
χής αύτοΰ τήν σωτήριαν, ι Σήμερον, λέγει, αύτ 9
τάχρεων
ζητοΰντα μακροθυμίαν διά την
» σωτηρία τω οίκω τούτω έγένετο β· Ή
άπόδοσιν τοΰ χρέους, τόν δε βασιλέα και
πόρνη, μετά τάς πολλάς άμαρτίας, πλύνει
δεσπότην ού μόνον μακροθυμοΰντα, αλλά
τούς πόδας τού Ίησοΰ τοις δάκρυσι, καϊ
καϊ δωρούμενον αύτώ πάντα, δσα έχρεώ-
σπογγίζει αυτούς ταΐς θριξϊ τής κεφαλής
στει· βλέπω τόν μέν άσωτον υίόν κατα-
αύτής, καϊ αλείφει αύτούς τώ μύρω· ό δέ
φαγόντα τόν βίον αύτοΰ μετά πορνών, και
Ίησοΰς συγχωρεί ευθύς τό πλήθος τών α
καταδαπανήσαντα πάσαν την περιουσίαν
μαρτιών αύτη;· α Άφέωνται, λέγει εις τόν Α,ΪΛ 7
αύτοΰ εν ταΐς άσωτείαις, επε&τα εις έαυτόν
ι Σίμωνα, αί άμαρτίαι αύτής αί πολλαί ϊ.
«λθόντα καϊ μετανοήσαντα> τόν δέ πανβύ-
Ό Πέτρος κλαίει πικρώς διά τήν μεθ' δρ-
*7'
Ομιλία
94
μετά το κατά Λουκαν
}22· κου άρνησιν, δ δε Ιησούς αναβιβάζει αυτόν <··· πάλιν εις το άποστολικόν αξίωμα. Ό τε
σπλαγχνία5 και ουδέν βλάπτεται ή δικαιο σύνη,
βλέποντες
δέ [και τά φοβερά των
λώνης στενάζει, καΐ τύπτει το στήθος αυ
άμαρτωλών παιδευτήρια, και στοχαζόμενοι
τού έμπροσθεν τοϋ ιερού, καταβαίνει δέ εκ
τό πλήθος τών άμαρτιών αυτών, άπελπί-
τοϋ ίεροΰ δεδικαιωμένος. Ό ληστής μίαν
ζονται παντελώς· Πώς άν (λέγει δ αιρετι
φωνήν έξεβόησεν εν τώ σταυρω κρεμάμενος,
κός Ναυάτος
23, α Μνήσθητί μου, Κύριε, είπεν, δταν ελθης 4*. » εν τη "βασιλεία σου ί, και ήκουσεν ευθύς
τήν μετάνοιαν άρνούμενος,
και δ μαθητής αυτού ό άπελπιζόμενος·) πώς άν ό θεάς συγχωρήση τά άμαρτήματα τής
τδ α Αμήν λέγω σοι, σήμερον εση μετ' ε-
νεότητός σου, άσελγείας ,
2 μου εν τω παραδείσω β. Μία φωνή ενός
φιλοδοξίας?,
άμαρτωλοΰ ανοίγει τδν δια τάς άμαρτίας
και τά λοιπά } εάν
αυτού κεκλειμένον παράδεισον.
κατήντησα εις τήν άνδρικήν ήλικίαν, ε'άν
Τίς δε δύναται νάάπαριθμήση πάντα
επαυον
υπερηφάνειας ,
φθόνους, ψεύδη,
κατακρίσεις
επαυον, καν εξότου
καν ει'ς τό γήράς μου· άλλ' εγώ
τά παραδείγματα τής εύσπλαγχνίας του
καθ' έκάστην ήμέραν επανακυλίομαι
θεού, δσα περιέχουσιν αί θεΐαι γραφαί } Αυ
τά αυτά άμαρτήματα ^
τά ευδοκία θεού εγράφησαν εις τάς θείας
προς*ίθημι άλλα νέα και βαρύτερα· ποσάκις
γραφάς πρός σωτηρίαν των ανθρώπων ό
άπεφάσισα, Γνα αφήσω τήν κατακυριεύου-
μως οί άνθρωποι, μεριζόμενοι εις δύο κόμ
σάν μου άμαρτίαν·^ ποσάκις ύπεσχέθην τω
ματα, μετέρχονται αυτά εις άπώλειαν τής
θεώ τήν τελείαν άποχήν τών άμαρτημά-
ψυχής αυτών
των μου, είτα έψεύσθην ενώπιον [αυτού 9
οί μέν, άκούοντες τά άμε
μάλλον
δβ
εις και
τρα παραδείγματα τής προς τούς άμαρτω-
άντϊ δέ τής άποχής έπεσα εις τά αυτά ?
λούς άπειρου εύσπλαγχνίας τοϋ θεού, λύου-
ετι δε και εις χείρονα και βαρύτερα άνο-
σι τής άμαρτίας τον χαλινόν, κα'ι πράτ-
μήματα^ πώς λοιπόν νά ελπίσω τού δι
τουσί πάσαν άμαρτίαν άφόβως·
καιοτάτου κριτού τήν συγχώρησιν }
δ θεός,
λέγουσιν, εστίν εύσπλαγχνος, ουδεμία ά-
Αύθάδόίαν ύπερβολικήν βλέπω εις τούς
εύσπλαγχνίαν αυτού·
πρώτους, άπελπισμον τέλειον εις τούς δευ-
λοιπόν εις τήν ώραν τού θανάτου βοώμεν
τέρους· ταύτα δέ είσι δύο άκρα κακά· και
και ήμεϊς, ώσπερ
ό αυθάδης κατακρίνεται, και δ άπηλπισμε-
μαρτία
νίκα
τήν
δ ληστής, το α Μνή-
» σθητί μου, Κύριε, δταν ελθης εν τη βα
νος κολάζεται. Αυθάδη σύ, δστις, κακώς
χ σιλεία σου »· αυτός δέ, ώς άπειροεύσπλαγ-
μετερχόμενος τήν εύσπλαγχνίαν τού θεού.,
χνος, συγχωρεί τάς άμαρτίας ήμών, λέγει
περιμένεις τήν ώραν τού θανάτου σου, Γνα
δέ και εις ήμάς τήν συμπαθεστάτην αυτού
μετανοήσης, ώ; δ ληστής εν τώ σταυρω ?
φωνήν « Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού
και λάβης, ώς αυτός, τον παράδεισον εάν
» Ιση έν τώ παραδείσω ». Οί δέ, μή δυνάμε
μεν άποδείξης, δτι καί ό ληστής επραγμα-
νοι κατανοήσαι πώς ό θεός έστι δίκαιος άμα
τεύετο τήν σωτηρίαν τής ψυχής αύτοΰ ,
και εύσπλαγχνος, και
και περιέμενε τήν ώραν τού θανάτου, καθώ;
πώς ενεργεί ή εύ-
Εύαγγέλίον της Η\ Κυριακής.
95
σύ, ίνα μετανοήση, καλώς εχει, τρέχε της
ψυχής υμών, στοχαζόμενοι τό πλήθος τών
άπωλείας σου
ανομιών ύμών, καί τά εις τήν αυτήν άμαρ-
τούτο
τον
δρόμον
άλλ'
ούδεμίαν εχει άπόδειξιν,
επειδή δέ ,
τίαν πολλά και πολυχρόνια επανακυλίσμα-
πραγματευόμενος τήν σωττ,ρίαν σου, πα-
τα, άκούσατε τί κράζει ό παντοκράτωρ·
ροργίζεις τον
α Δεύτε, λέγει, πρός με πάντες 2>. Άκούετε μ»τ. ι ι, 28. πώς ούδένα εξαιρεί, καν μεγάλας, καν πολ-
πλανάσαι,
θεόν, φανερόν
σύ
εστίν ,
δτι
και μένεις άσυγχώρητος. 'Εάν
εχης άναμφίβολον βεβαιότητα, δτι δυνασαι
λάς ,
εις τήν ώραν τοΰ θανάτου σου νά μετανο-
Πάντες, λέγει, μηδενός εξαιρουμένου· β: Δεύ-
ση?, &5 ° καλός ληστής, και νά έκβοήσης ,
» τε πρός με πάντες »· πάντας κράζει άδια-
ώς αυτός , μετά της αυτής κατανύξεως και
φόρως· αλλά ποίους πάντας } τους κοπιών
συντριβής της καρδίας σου τό α Μνήσθητ ί
τας καί δουλεύοντας τη~ άμαρτία, και τους
» μου, Κύριε, δταν ελθης εν τη~ βασιλεία
πεφορτισμένους τά θανατηφόρα άμαρτήμα-
» σου »,
τα. α Δεύτε πρός με πάντες οί κοπιώντες
καλώς εχει, τρέχε της απώλειας
καν
πολυχρονίους εχη
άμαρτίας }
σου τόν δρόμον πλήν στήθι, και άκουσον
» καί πεφορτισμένοι ». Διά
μου· διά τί προσήλωσας τά όμματά σου εις
τούς τοιούτους^ Γνα συγχωρήση τάς άμαρ
μόνον Λτόν καλόν ληστήν^
στρέψον αυτά
τίας αυτών, και άναπαύση αυτούς εις τήν
εις τό άλλο μέρος, και Γδε και τόν πονηρόν
αιώνιον άνάπαυσιν « Δεύτε πρός με πάντες
ληστήν, και
» οί
άκουιον πώς αποθνήσκει ,
τί δέ κράζει
κοπιώντες καί πεφορτισμένοι,
κάγώ
έχων τάς βλασφημίας εις τό στόμα- διά τί
» άναπαύσω ύμάς ». Άλλ' ήκούσαμεν, λέ
ελπίζεις, δτι αποθνήσκεις, ώς ό καλός λη
γετε, ταύτην τήν φιλανθρωποτάτην αυτού
στής, κραυγάζων της μετανοίας τήν φω
φωνήν, καί ήλθομεν πολλάκις πρός αυτόν ,
νήν, καί ου φοβείσαι μή τύχη και άποθά-
και πολλάκις ύπεσχέθημεν τήν διόρθωσιν
νης, ώς ό κακός ληστής ,
καί αυτό; μέν, ώς πανοικτίρμων, έσυγχώρη-
βοών 4τής βλα
σφημίας τά λόγια } εστω, δτι και τά δύο
σε τάς άμαρτίας ήμών, ήμεΐς δέ πάλιν, ώς
εΐσιν
παγκάκιστοι και συνειθισμένοι εις τάς ά
επίσης ενδεχόμενα·
άλλ' επάνω εις
τό ενδβχόμενον κρέμας τήν αιώνιον σωτη-
μαρτίας, επράζαμεν τά αυτά καί ετι χείρο-
ρίαν της ψυχής σου^ γίνωσκβ δμως,
δτι
να· ποσάκις νά ελπίζωμεν, δτι, μή φυλά-
τό δεύτερον εστι πλέον ένδεχόμενον
του
ξαντες τήν ύπόσχεσιν, μηδέ διορθωθέντες ,
πρώτου· διότι δ προφήτης τοΰ θεοϋ μεγα-
αλλά ψ^υσθέντες ενώπιον αυτού, λαμβάνο-
»3, λοφώνως κραυγάζει , λέγων, β Θάνατος ?1· 5 άμαρτωλών πονηρός »· διά τούτο επίς-ρβψαι πρός τόν θεόν, καί μετανόησον, Ιως οδ έχεις καιρόν, καί μή περίμενης τήν ώραν ■υτ. 45, τοΰ θανάτου, « εν η* άπολοΰνται πάντες οί 3 ϊ διαλογισμοί σου ». "Οσοι δέ απελπίζετε τήν σωτηρίαν της
μεν πάλιν
τήν συγχώρησιν^ Τούτο τό
ζήτημα προέβαλεν εις τόν Τησούν Χριστόν ό Πέτρος τοιουτοτρόπως· « Κύριε , ειπε , Μ„ ,,^ »ι. 9 ποσάκις άμαρτήσει εις εμέ ό αδελφός μου, ι και αφήσω
αύτώ } εως έπτάκις^ ϊ ώς
φαίνεται, ό Πέτρος ενόμιζεν, δτι ό δρος της συγχωρήσεως προάγεται Ιως τού επτά, καί
Όμ,ίλί'α μετά το κατά Λουκαν
96
περαιτέρω ού προβαίνει. Ακούσατε δέ ποιον
κατανοώμεν τά πώς, συμβιβάζεται δμως ή
δρον συγχωρήσεως
θεία
αμαρτιών έδιώρισεν ό
«ύτ. μ. άπειροεύσπλαγχνος Ιησούς· < Λέγει αύτω > ό Ίησοΰς·
Ού
λέγω σοι εως έπτάκις ,
> άλλ' έως έβδομηκοντάκις επτά »· 2ως έβδομηκοντάκις
έπτά
το δε
σημαίνει
ά-
6ρ« τ»ν ριθμόν αόριστον και άπέραντον, καθώς Χίυϊ· ,!ί , , , ·> > ττ,·* χατ« και το μυριακις σημαίνει αορίστως το Ματ. ^ ( ■ Σ··.ρ. πολλάκις. Φανερον δε τούτο εκ της παρα βολής
τοϋ βασιλέως , όστις έχάρισε τω
χνίας, και συνέρχονται επι τό αυτό, καθώς ψάλλει ό προφητάναξ, λέγων, α Έλεος και νβ>. 84, » αλήθεια
συνήντησαν ,
συμ.βιβαζονται συμβιβασμού
τά αποτελέσματα καθαρώς
βλέπο^εν. Διά τάς αμαρτίας τών ανθρώπων άπβ-
των
ανθρωπίνου γένους·
β, έπήγαγεν
2,,24'27· ευθύς την παραβολήν, διά τη; οποίας εξή
καΐ
ήμεΐς άγνοοΰμεν, τοΰ δέ
φάσισεν ό θεός τον
διότι, ειπών ό Ίησοΰς Χριστός το
δικαιοσύνη
» ειρήνη κατεφίλησαν 3. Και τό μεν πώς
δούλω αυτού το χρέος τών μυρίων ταλάν
ν« ι» δ *ωξ έβδομηκοντάκις έπτά
Η8''
δικαιοσύνη μετά της θείας εύσπλαγ-
καταποντισμόν τοΰ α Και
ειπεν
ό θεός, Γί„. β,
» απαλείψω τόν άνθρωπον, δν έποίησα, από 3 προσώπου της γης 3· τοΰτό έστιν έργον
γησε την σημασίαν τοΰ έβδομηκοντάκις
της θείας δικαιοσύνης· ταύτην δέ την από
επτά, λέγων, α Διά τοΰτο ώμοιώθη ή βασι-
φαση» κοινολογεί ό θεός εις τόν Νώε·
ϊ λεία τών· ουρανών άνθρώπω βασιλεΐ , δς
2 είπε Κύριος ό θεός τώ Νώε, καιρός παντός
3 ηθέλησε συνάραι λόγον μετά τών δούλων
β άνθρωπου ηκει εναντίον μου· εγώ δέ ιδού
ϊ αυτού- Άρξαμένου δέ αύτοΰ συναίρειν
β επάγω τόν κατακλυσμόν ν τοΰτό εστίν
» προσηνέχθη αυτώ οφειλέτης μυρίων τα-
έργον της θείας εύσπλαγχνίας· δημοσιεύει
3 λάντων σπλαγχνισθεις ?έ ό Κύριος του
την άπόφασιν της τιμωρίας, Γνα φέρη εις
2 δούλου εκείνου, άπέλυσεν αυτόν, και το
μετάνοιαν, και άπαλλάξη της συμφοράς· ι
» δάνειον άφηκ=ν αυτώ ».
δού τοΰ συμβιβασμού
ι Και γ.*, β,
τά αποτελέσματα·
Άλλά πώς συμβάζονται, λέγεις, ταΰτα
βλέπεις πώς %, Έλεος και αλήθεια συνήν-
μετά τη; δικαιοσύνη; τοϋ θεοΰ ^ Αληθώς
3 τησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλη-
ημεΐς ού
3 σαν 3} αποφασίζει ό θεός την καταςροφήν
κατανοοΰμεν το
πώ;· επειδή οί
διαλογισμοί και τα διανοήματα και τα έρ
τών Σοδόμων
γα ημών διαφέρουσιν από της βουλής και
καιοσύνης αύτοΰ·
τών διανοημάτων και τών έργων τοΰ θεοΰ ,
την άπόφασιν « Ό δέ Κύριος
δσον ό ουρανός από της γη;· « Ού γάρ είσιν 3 αί βουλαί μου, ώσπερ αί βουλαΐ ύμών, ούδέ,
ϊ κρύψω εγώ από Αβραάμ του παιδός μου, ί ά εγώ ποιώ } 3
3 ώσπερ
τόν Αβραάμ,
αί οδοί ύμών, αί όδοί μου , λέγει
τοΰτό έστιν έργον της δι άλλ' ού κρύπτει ταύτην είπε,
μή β·τ 18>
άλλά φανεροί αυτήν εις
και συμφωνολογεΐ μετ' αύ
8 Κύριος· άλλ' ως απέχει ό ουρανός από
τοΰ, καϊ υπόσχεται , δτι, εάν ευρη εις τά
» της γη;, ούτως απέχει ή όδό; μου από
Σόδομα δέκα δικαίους, ουκ απολέσει αύτά
ί τών όδών ύμών, και τά διανοήματα ύμών
δΐ εκείνους τού; δέκα ανθρώπους· « Και ει-
« από της διανοίας μου ». Καν συν ήμεΐ; ού
3 πεν, ού μή απολέσω Ενεκεν τών δέκα ί·
51,
Εύαγγέλίόν τής Η'. Κυριακής. τούτο εστίν έργον της θείας ευσπλαγχνίας·
» τοίμασεν
ιδού ουν
» σκεύη θανάτου· -έπειτα, επειδή κατακαυ- 1«. »,
δ λόγος τού προφήτου-
« Έλεος
αυτό, και εν
» και άλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και
» χάται έλεος
» ειρήνη κατεφίλησαν ί. Αποφασίζει δ θεός
σπλαγχνία αυτού σημεία, Γνα, ταύτα βλέ
της Νιν:υί
ποντες, μετανοήσωμεν, καϊ ούτω φύγωμεν
τόν αφανισμόν
εστί της θείας δικαιοσύνης·
τοΰτο έργον άλλά πέμπει
*' τον Ίωνάν, Γνα κηρύξη εκει τό « "Ετι τρεις ι ημέρα;, καϊ Νινευΐ
καταστραφήσεται »·
κρίσεως »,
αύτώ ήτοίμασβ
δίδωσιν ή" εύ-
τήν τιμωρίαν τούτο δέ σημαίνει ό προφή- *"«>·■ *». της Δαβίδ, λέγων, α Έδωκας τοις φοβου» μένοις σε σημείωσιν τού φυγείν άπόπρο-
τούτό εστίν βργον της εύσπλαγχνίας αυ
ί σώπου τόξου »* σημείωσις δέ έστιν ό έ
τού· διότι οί μεν Νινευΐτα:, άκούσαντες
λεγχος τής συνειδήσεως , ή επερχομένη ά-
τούτο .το κήρυγμα, μετενόησαν ό δέ θεός
σθίνεια, ή προτροπή τού λόγου τού θεού,
την Νινευί διεφύλαξε , και τόν Ίωναν, ώς
τού πολλάκις εισερχομένου άχρι της καρ
λυπηθέντα διά τούτο λύπην μεγάλην, I-
δίας ημών. "Οστις φοβείται τόν θεόν,
ι% η. ζήλεγζβ,
και ειπε·
« Σύ έφείσω υπέρ της
προσέχει,
καϊ
εκείνος βλέπει τό σημεϊον, και
» κολοκύνθης, υπέρ ης ουκ έκακοπάθησας
τρέχων εί; τήν
I επ' αυτήν,
προσώπου τού τόξου, ήγουν από τής δι
και ουδέ έξέθρεψας αυτήν, ή
ί εγεννήθη υπό νύκτα, καϊ Οπό νύκτα ά* πώλετο· εγώ δέ ού φείσομαι ϊ νευί ί τ|
της
πόλεως
τής
ύπ:ρ Νι-
μεγάλης , βν
κατοικούσι πλείους η δώδεκα μυριά-
φεύγει από
καίας τιμωρίας, καϊ σώζεται, καθώς έσώ- *ΐ#· β» 1 ' ' ίο, 2ι. θησαν από τής πληγής τής χαλάζης τά κτήνη εκείνων, οιτινβς έπίστευσαν εις τόν λόγον
τού Μωϋσέως. Όςις δέ ού φοβείται
ί8ού ουν δ προφητικός
τόν θεόν, ουδέ προσέχει, εκείνος ού βλέπει
« "Ελεος και αλήθεια συνήντησαν,
τό σημεϊον όθεν ουδέ φεύγει τό πρόσωπον
» δες ανθρώπων^ ί λόγος·
μετάνοιαν ,
» δικαιοσύνη καϊ ειρήνη
κατεφίλησαν ι.
τού τόξου, καθώς ούκ εφυγον τήν έκ τής
'Εάν εξετάσης και τ' άλλα παραδείγματα,
χαλάζης βλάβην
δσα είσϊν
τό υπό τού Μωϋσέως δοθέν σημεϊον.
εργα της δικαιοσύνης τού θεού,
τούτο αυτό βλέπεις, τουτέστι τήν δικαιο-
οί μή
πιστεύσαντες εις
Χριστιανοί, ό απελπισμός έστι παραλο-
συνερχομένην μετά τής
γία και άνοια· διό, διώξαντες αυτόν μακράν,
βύσπλαγχνίας αυτού και συμπεπλεγμένην.
εμβάσατε εις τήν καρδίαν υμών τού παν-
Βλέπε δέ χαι τήν τάξιν καϊ πρόοδον
οικτίρμονος θεού τήν ελπίδα, π/ηροφορηθέν-
τής δικαιοσύνης και τής εύσπλαγχνίας τού
τες, δτι εκείνος μόνος εστϊν άπηλπισμένος,
θεού·
όταν ούκ έπιστρέφωμεν από τής ά-
δστις διά τήν ϊσχυρογνωμίαν αυτού θέλει
μαρτίας, τότε ή δικαιοσύνη αυτού άκονά
και απελπίζεται. "Οσοι δέ, θαρρούντες εΓς
ρομφαίαν, καϊ έντείνει τόξον , καϊ έν αύτώ
τήν θείαν εύσπλαγχνίαν, άμαρτάνετε άμε-
σύνην τού
θεού
ψ«λ. 7, βάλλει τά σκεύη τού θανάτου·
β 'Εάν μή
τανοήτως, ένθυμήθητε,
ότι καταφρονεΐτ: 4,
» επιστραφήτε, τήν ρΌμφαίαν αυτού στιλ-
α τού πλούτου τής χρηστότητος, και τής
» βώσει, τό τόξον αυτού ενέτεινε-, και ή-
5 ανοχής, και τής μακροθυμίας, άγνοοΰντες,
(ΚΓΡΙΑΚ. ΕΓΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'Ο
13
ΌμίλΙα μετά το κατά Αουκάν
98
ϊ ότι το χρηστόν τοΰ θεοΰ εις μετάνοιαν
δικαιοσυνών
3 άγει ». Έγώ δέ, καταπαύων τον λόγον ,
σω
τολμώ και λέγω, ότι φοβούμαι τήν
εύσπλαγχνίαν
εύ-
σπλαγχνίαν τοΰ θεοΰ περισσότερον ή την
αύτοΰ·
δ;ότι,
εάν παροργί-
τήν δικαιοσύνην , καταφεύγω εις την εάν δέ παροργίσω την βύ-
σπλαγχνίαν, ουκ εχω άλλο καταφύγιον.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ.
ΑΟΪΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Θ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Ο μέγας ούρανοφάντωρ Βασίλειος δι ένός
τήν έξουσίαν ημών, δσοι μηδόλως φοβεϊσθε
ολοκλήρου
τό αΐφνίδιον
λόγου εξήγησε
άναγνωσθεΐσαν
την
σήμερον
τοΰ θανάτου δρέπανον , ένι
εύαγγελικήν παραβολήν
λόγω, πάντες, όσοι θέλετε τήν σωτηρίαν
ήμεΐς, όμολογοΰντες και παρρησία κηρύτ-
της ψυχής υμών, προσέλθετε, και άνοίξαν-
τοντες , ότι ούκ έσμέν
τες της
άξιοι
λύσαι τον
ψυχής τά ώτα, ακούσατε μετά
ιμάντα των υποδημάτων τοιούτου πανσό-
προσοχής της παραβολής τήν εξήγησιν*
φου και άγιωτάτου και θεοπνεύς*ου ανδρός,
διότι, καν 6 σκοπός αύτής άποβλέπη εξό
δειλιώμεν μετά τόν τοσοΰτον σοφόν εκείνου
χως τούς πλεονέκτας, περιέχει δμως μαθή
λόγον
ματα εις πάντα άνθρωπον ώ^ελιμώτατα
το
έπιχείρχμα
άλλης ερμηνείας .
'Αλλά πρώτον μεν εις τάς θεοπειθεΐς εύχάς εκείνου θαρροΰντες, δεύτερον δέ εκ της ερ
και σωτήρια. Ειπεν ό Κύριος τήν παραβολήν Α««. «ϊ
μηνείας εκείνου συλλέξαντες δσα έδυνήθημεν, ταύτην'
άνθρωπου τίνος
πλουσίου
τολμώμεν άνοίξαι στόμα περί της αυτής υ εύφόρησεν ή χώρα. ποθέσεως.
Όσοι λοιπόν πλεονέκται,
όσοι
φιλόσαρκοι και κοιλιόδουλοι , δσοι άσυμπα-
Τοΰ πλουσίου τούτου ανθρώπου εύφόρη
θεϊς και άμετάδοτοι, δσοι ουδέν άλλο φροντί
σεν ή χώρα, ήγουν και οί άγροι πολλά και
ζετε ειμή την ιδίαν σωματική ν τρυφήν καί
καλά άπέδωκαν γεννήματα, και οί άμπε-
άνάπαυσιν, δσοι λαλείτε και διορίζετε περί
λώνες
των
μελλόντων γενέσθαι έν τω μέλλοντι
ελαιώνες ποσότητα πιόνων έλαιών πολλήν,
κάψω , ωσπερ αν εϊ ό καιρός ύπήρχεν υπό
και οί παράδβισοι ωρίμους, γλυκείας και
ωραίων σταφυλών πλήθος,
και οί
Εύαγγέλιον της θ'. Κυριακής. παμπληθεϊς όπώρας.
Αλλά δια τί άρά γε
τάς πεινώσας γαστέρας καϊ τάς κενάς τών
βύδόκησεν δ θεός, Γνα ή χώρα τούτου τοϋ
πτωχών
κακοϋ
καρπούς αύτοϋ, συνάγει θησαυρόν έν ούρα-
καί διεστραμμένου πλουσίου καρ-
οικίας,
όπου
άποθέμενος
τούς
ποφορήση τοσοϋτον πλήθος παντοίων και
νώ, όπου α Ουδέ σης, ούτε βρώσις άφανίζει, μ«. β;
καλών καρπών } Πρώτον μέν, Γνα δείξη
• καϊ όπου
τήν ιδίαν αγαθότητα, καϊ φανέρωση, ότι
2 κλέπτουσιν ί· δ δέ πτωχός δικαίως ελεει-
β„. 5ι « Τον ήλιον αύτοϋ ανατέλλει επί πονηρούς
νολογεΐ, λέγων Τί ποιήσω } ότι ούκ εχω·
**
κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ
» και αγαθούς, καϊ βρέχει έπι δικαίους και
διότι άλτ,θώς ού μόνον ούδέν εχει, άλλ' ούδε
ι αδίκους ί· δεύτερον δέ, Γνα χορτάση τήν
εύρίσκει διά την άσπλαγχνίαν τών πλου
έπιθυμίαν του πλουσίου, καί ούτω προτρε-
σίων. Πώς δε ησυχάζει ό πλούσιος άπό της
ψη αυτόν εις τήν μετάδοσιν και έλεημο-
ς·ενοχωρίας αύτοϋ, καί ποιον πόρον εύρίσκει
σύνην· έάν δε μτ,δέ τοΰτο μεταβάλη τήν
«ς τήν αύτοϋ άπορίαν} Ά,κουσον.
σκληράν αύτοϋ γνώμην, αύτδς μεν κατασταθη" αναπολόγητος, ή δε κατ' αύτοϋ τιμωρία άνακαλύψη την δικαιοσύνην του *«λ. $ο, θεού κατά το « Όπως αν δικαιωθης έν τοις ε. 1 » λόγοις σου, καϊ νικήσης έν τω κρίνεσθαί
Καί
είπε*
τούτο ποιήσω* καθε-
λώ μου τάς άποθήκας, καί μείζονας
Οικοδομήσω,
και συνάξω έκεΤ
πάντα τά γεννήματα μου, καί τά
> σε ». Τί δε έποίησεν ό πλούσιος, βλέπων άγαθά μου. τήν τοσαύτην εύτυχίαν καϊ τόν πλοΰτον Εύρηκε της άπορίας αύτοϋ την λύσιν
αύτοϋ τοσοϋτον αυξανόμενο ν }
β: Τοϋτο ποιήσω ϊ εΓπε· κατεδαφίσω *»». ι>,
Καί δίελογίζετο έν έαυτω,
λέ
τάς α-.»». «, 18. άποθήκας μου, καϊ οικοδομήσω άλλα; εύρυ-
γουν- τι ποιήσω $ οτι ουκ εχω που
χωροτέρας, όπου συνάξω καί ένθήσω πάντα
συνάξω τους καρπούς μου.
τά
Βλέπεις τί προξενεί ό πλοϋτος } διαλο
γεννήματά μου
καϊ
τά
άγαθά μου.
Ανόητε, τοϋτο ούκ εστί λύσις της άπορίας
γισμούς καϊ φροντίδας· ς Και διελογίζετο
σου ούδε της στενοχώριας σου άνάπαυσις ,
ι έν έαυτω, λέγων, Τί ποιήσω} 3) Άκούεις }
άλλά μέριμναι, καϊ κόποι, καϊ αγώνες· έάν
άντι
δέ καϊ τό έρχόμενον ετος εύφορήσ·/] ή χώρα
χαράς φέρει άπορίαν, καί άντϊ άνα-
παύσεως στενοχωρίαν.
Τί
ποιήσω} τήν
σου, πάλιν κατακρημνίσεις τά οικοδομή -
αύτήν άπορίαν καί στενοχωρίαν πάσχει καϊ
θέντα,
ό πάμπτωχος άνθρωπος· τόν αύτόν λόγον
άλλά τί τούτου κοπιαστικώτερον καί ά-
Τί ποιήσω λέγει ό πάμπτωχος, ότι
θλιώτερον} καθαίρεσις
«χω άρτον, Γνα θρέψω έμαυτόν, γυναικά
καί τά τέκνα μου.
ουκ
και τήν
Καϊ ό μεν
καί πάλιν
οικοδομήσεις μείζονα }
καί οικοδομή, καϊ
μετ' ολίγον πάλιν καταστροφή
καί άνέ-
γερσις· τοϋτό έστιν ή άνάπαυσις τοϋ πλού
πλούσιος αδίκως βοα τό ούκ εχω, διότι εχει
του σου^ Έχει τάς άποθήκας αύτοϋ πε-
τό ποϋ συνάξει τούς καρπούς αυτού, εχει
πληοωμενας, καϊ όμως ούκ αρκείται. Τοι 13*
Ερμηνεία
100
εις τ δ κατά Λουκάν
οΰτον κακόν εστίν ή πλεονεξία· πάθος εςΊν
καί πολυχρόνιον α Ψυχή, έχεις πολλά άγα-
άκόρεστον
δ πλεονέκτης πάθος
» θά, κείμενα εις ετη πολλά ». Εύλογοφανώς
δμοιον τω τοΰ ύδρωπικοΰ· ό ύδρωπικός δσον
ουν και πρεπόντως ονομάζει αυτόν ό θεός
πίνει, τόσον περισσότερον διψα· ό πλεονέ-
άφρονα.
πάσχει
κτης δσον συνάγει, τόσον περισσότερα επιθυμίΐ.
Είπε
Άφ' ου δέ καθέλης τάς άποθήκας
δέ αύτω
δ θεός*
άφρον, α£«λ «,
σου, καί ο ΐκοδομήσης μείζονας, τί αρά γε
ταύτη τη νυκτ* την ψυχήν σου α
ποιήσεις τότε ^
παιτούν
άπδ σου
ά δέ
ήτοίμα-
σας, τίν? εστα.ί$ Λοιμ ΐ2,
Κα:
ε'ρώ τη ψυχη μου' ψυχή,
εχεες πολλά ετη πολλά"
αγαθά,
κείμενα ε(ς
άναπαύου,
φάγε, πίε,
Ελέγχει αυτόν ό θεός σφοδρώς, καί ανακη ρύττει αυτόν άφρονα, ώς μή νοήσαντα τήν ευγένειαν καί τήν άθανασίαν της ψυχής
εύφρα:νου.
αύτοΰ, αλλά προβάλλοντα εις αυτήν βρώΒλέπε μωρίαν καϊ άφροσύνην. Πρώτον
ματα καί πόματα, και σαρκικάς ήδονάς καί
μεν, ώσπερ άν εΐ ψυχήν εΓχε χοίρου, τοιου
άναπαύσεις, ώσπερ άν υπήρχε σωματική
τοτρόπως λαλεΐ πρός αυτήν « Ψυχή μου,
καί φθαρτή· άφρονα, ώς οίκειοποιησάμενον
» λέγει, άναπαύου, φάγε, πίε, εύφραίνου τ
τά άγαθά τοΰ ·θεοΰ· άφρονα, ώς νομίζοντα.
τό δέ εΰφραίνου τάς αίσχράς ήδονάς τοΰ
έαυτόν κύριον
σώματος σημαίνει.
αύτοΰ, καί διορίζοντα αύτη" ετη πολλά ,
ίδια άγαθά
Δεύτερον δέ λογίζεται
τά μή ίδια· « Ψυχή, λέγει,
δτε
αυτός
καί έξουσιαστήν της ζωής
τήν νύκτα εκείνην ήρπάζετο
ϊ έχεις πολλά άγαθά δ· αλλά πόθεν εχει τά
αιφνιδίως, και εκόπτετο βιαίως της ζωής·
άγαθά ό γυμνός εξελθών εκ της κοιλίας της
άφρονα , ώς
μή
γινώσκοντα
διά
ποιον
Ιώδ. ι, μητρός αύτοΰ, καί γυμνός άπελευσόμενος ϊ 21. οι καρποί της γης ούκ είσϊν άγαθά τ*?ις ψυ
ήτοίμασε τά αγαθά εκείνα και ώς μή κα
χής, άλλ' άγαθά τοΰ θεοΰ, διδόμενα εις τους
θανάτου εμποδίζει τήν τελείωσιν των μελε
πλουσίους, ίνα, οίκονομήσαντες αυτά διά
τημάτων
της εις τους πτωχούς διανομής, λάβωσι
απαιτούντες
της καλής οικονομίας τον στέφανον καρ-
δαίμονες· καί διά τοΰτο ούκ ειπεν, Απαι
"οι και άγαθά της ψυχής εϊσιν <τ ή άγάπη,
τώ τήν ψυχήν σου, άλλ' β άπαιτοΰσι τήν
ϊ ή χαρά, ή ειρήνη, ή μακροθυμία, ή χρη-
» ψυχήν σου & , ήγουν βιαίως άρπάζουσιν
ϊ ςότης, ή άγαθωσύνη, ή πίςις, ή πραότης,
αυτήν εκείνοι , οίτινες αυτήν εδούλωσαν:
» ή εγκράτεια ». Τρίτον δέ γίνεται κύριος
διότι των μεν δικαίων αί ψυχαί παρατίθεντ
γ«>. 5,
και εξουσιαστής των χρόνων καί των και■μ?%\. ι, ρων, « ους ό πατήρ εθετο εν τη ιδία εξου-
τάνοήσαντα, δτι τό άδηλον τής ώρας τοΰ
αύτοΰ· τήν
Σημείωσαι δέ,
δτι οί
ψυχήν αύτοΰ είσιν οί
ται έν χειρί θεοΰ, των δέ αδίκων κ*αί πονη ρών άρπάζονταί βιαίως υπό" των δαιμόνων
» σία >, και διορίζει έαυτώ ζωήν πολυετή
εν νυκτί, %γουν δτε αύτοι κατάκεινται βίς
Εύαγγελίον της Θ'. Κυριακής.
101
το σκότος της αμαρτίας. Ταΰτα δέ ειπών
πλοΰτον, καθότι ουκ Ιχει θησαυρον εν ού-
ό
ρανοΐς, άλλά γυμνός έστι πάσης αρετής,
Κύριος παραβολικώς5 επάγει ευθύς καϊ
την 'άρμογήν
της παραβολής, δηλοποιεΐ
και πάσης θείας χάριτος. Ούτω, λέγει δ
δηλαδή τον σκοπον και 4τό τέλος αυτής ,
θεός, ήγουν δμοίως άφρων έστι καί ανόητος
λέγων·
πας πλεονέκτης καϊ φιλάργυρος, όστις συ νάγει, και ουδέποτε χορτάζεται, συνάγει
αμχ. ι»,
Ούτως ό θησαυρίζων έαυτω, καί καϊ ουδέποτε μεταδίδωσιν εις τους πτω μή εις θεον πλούτων. γων ε'φώνεί,
Ταΰτα λέ
ό εχων ωτα
άκουείν
άκουετω.
μωρός
έστι και ανόητος πάς
φιλόσαρκος
καϊ φιλήδονος, όστις μηδέν έτερον μελέτα
Τίς εστίν εκείνος, δστις θησαυρίζει έ αυτω, και ουκ είς θεον πλουτεΐ σιος έστιν,
χούς· ούτως, ήγουν κατά τον όμοιον τρόπον
ό
χορταζόμενος,
πλεονέκτης, δ καν
ό πλού μηδέποτε
νάς·
ούτως ,
ήγουν όμοιοτρόπως
μωρός
εστίν, όστις φαντάζεται ζωήν μακροήμερον
εχη
και πολυετή- ούτως, ήγουν κατά τόν αύ-
δ πλούσιος
τον τρόπον αποθνήσκει όστις πράττει τά
πεπληρωμένας
πάσας τάς άποθήκας αύτοΰ·
ειμή τά φαγοπότια καϊ τάς σαρκικάς ήδο
έργα τούτου τοΰ πλουσίου· αποθνήσκει μεν βστιν, δ άδικος, όστις σφετερίζεται τα α εξαίφνης
άδιάτακτος
και
αμετανόητος,
γαθά του θεοϋ, και μετέρχεται αυτά ώς άρπάζουσι δε τήν ψυχήν αύτοΰ οί δαίμονες. ίδια,
ένθηκιάζει
χρυσίον
επάνω εις
το Επειδή
δε καν πάντες Ιχωμεν ώτα καϊ
χρυσίον, και κτήματα επάνω εις τά κτή πάντες άκούωμεν, όμως ού πάντες ώφελούματα, ούχ Γνα βύεργετήση άλλον
τινά, μεθα, διά τοΰτο ταΰτα ειπών δ Κύριος,
άλλ' Γνα μόνος άπολαμβάνη
αυτά, μόνος έφώνησε, λέγων, « Ό εχων ώτα άκούειν
άναπαύηται,
και τρώγη,
καί πίνη, και Β άκουέτω
ώσπερ αν εί έλεγε διά τούτου,
εκπληρόΐ τάς της σαρκός αύτοΰ ήδονάς· Όστις εχει διάθεσιν ψυχής προς ύποδοχήν ό πλούσιος έστιν δ αυθάδης και ανόητος, της εκ τούτων των λόγων ωφελείας) ώφεόστις φαντάζεται πολυχρόνιον ζωήν, καί λείσθω· £τη πολλά· αυτός ού πλουτεΐ
τον θείον
102
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
Λ
Ο
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΟ
Υ
ΚΑΤΑ
Κ
Α
Ν
ΤΗΣ &. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Ανλμεςοκ των πολλών υποθέσεων, των
μή συμβαίνον εις τους αιφνίδιους θανάτους^
περιεχομένων έν τη" παραβολή τοΰ σημερι
ήγουν παρέστησεν αύτόν τόν θβόν, πρώτον
νού ευαγγελίου, βλέπομεν και την φοβεράν
μεν ελέγχοντα τόν πανάθλιον εκείνον ά-
ύπόθεσιν του αιφνίδιου θανάτου· αυτή ε'ςΐν
μαρτωλόν, καί άναγγέλλοντα αύτω
ύπόθεσος φόβου μεγάλου καί τρόμου υπερ
φοβεράν καταδίκην τοΰ
βολικού·
« Άφρον, ταύτη- τη7 νυκτί τήν ψυχήν σου λ»«*. \\
ό
αιφνίδιος θάνατος εστίν παί-
τήν
βίαιου θανάτου·
θείας άγανακτήσεως διά τάς
» άπαιτοΰσιν από σοΰ »· έπειτα καί τήν
αμαρτίας ημών τοΰτο βλέπομεν φανερά εις
αίτίαν δηλοποιοΰντα τής τοιαύτης ολέθριου
τον πλούσιον της παραβολής. Αυτός πλε~
καταδίκης·
ονέκτης, δοϋλος της σαρκός και τών ηδο
σεαυτάν εις τήν πλεονεξίαν, συνάγων καί
νών, αυτός, άμνημονήσας παντελώς και της
μηδέποτε χορταζόμενσς, διά τοΰτο νΰν άρ-
αθανασίας της ψυχής, και του θανάτου, και
πάζουσι τήν ψυχήν σου· τίς ουν κληρονο μήσει δσα σύ ήτοίμασας:, « ,νΑ δε ήτοίμα*
δευσις της
επειδή ,
λέγει , προσήλωσας
τοΰ θεοΰ, και προσηλώσας τόν νοΰν αύτοΰ και την καρδίαν εις τά άγαθά της γης, και
5> μασάς, τίνι' εσται
»
εις τάς τρυφάς τής σαρκός, απεφάσισε νά ζη
Φοβερός ό αιφνίδιος θάνατος·· επειδή εις"
ούχ ώς άνθρωπος πις·ευων εις τόν θεόν, άλ-
οποίαν κατάστασιν εύρεθώμεν είς τήν ώραν
λ' ώς άνθρωπος
άσεβης και άπιςΌς, ούχ ώς
τοΰ θανάτου ημών, είς τήν αύτήν διαμένο-
άνθρωπος έχων ψυχήν άθάνατον, άλλ' ώς
μεν είς τόν άτελεύτητον αιώνα τοΰ αιώνος*
άνθρωπος θνητόψυχος, ούχ ώς άνθρωπος λο
μετά θάνατον ούδέ ό ενάρετος μεταβάλλε
γικός, άλλ' ώς ζώον άλογον
ται άπό τής αρετής είς τήν άμαρτίαν, ούδέ
εις αύτόν οδν
διά τάς άμαρτίας και άλογίας αύτοΰ ς·έλλει
ό άμαρτωλός άπό τής
άμαρτίας «ς τήν
ό θεό; βίαιον και αίφνίδιον θάνατον. Ίνα δέ
άρετήν δθεν, όπως καί αν ευρέθη δ άνθρω
καθείς πληροφορηθη~, δτι ού κατά φύσιν, αλ
πος εις τήν ώραν τοΰ
λά κατά θείαν προς·αγήν έθέρισεν αυτόν του
διαμένει. Έπιβεβαιοΐ τοΰτο ό θειος εκκλη
αΐφνιδίου θανάτου τό δρέπανον, παρέστησεν
σιαστής, λέγων, α Και εάν πέση ξύλον έν^ ιι
ό Ίησοϋς Χριστός βίς την παραβολήν τό
» τω ^νότω, καί εάν βν τω βορ^α, τόπω
θανάτου, ούτω καί
*'
Εύαγγέλίον της Θ'. Κυριακής. » ου πεσέΐτε τό ξύλον, εκεΐ εσται », του
γουσαι, «Τάδε λέγε Κύριος, Τάξαι περί του *·· »»ί
τέστιν
5 οΓκου σου· αποθνήσκεις γάρ σύ
δια όποιον τόπον ευρέθη άξιος ό
και οί)
άνθρωπος εις την ώραν τοϋ θανάτου αύτοϋ,
» ζήση »· τότε αΰτή βοα ώς μεγαλόφωνος
είτε διά τον παράδεισον, εΓτε διά την κό-
σάλπιγξ, Άνθρωπε, έτοίμασον σεαυτόν διά
λασιν, εκεί διορίζεται, και εκεΐ διαμένει εις
την μέλλουσαν ζωή ν και διά τό εκεΐ φοβε-
τους απέραντους αιώνας τών αιώνων.
ρόν κριτήριον. Οί πόνοι και ή βάσανος της έκά-
άρ^ωστίας, και ό φοβερός φόβος τοϋ θανά
στην σιγμήν σχεδόν άμαρτάνομεν πότε
του και τήν σκληροτάτην καρδίαν πολλά
Ήμεΐς
οί
ταλαίπωροι
καθ'
ιι, λείπει από τών βργων ημών ή αμαρτίας 13. ταύτην την ώραν ευρισκόμεθα εις πολυφα
κις κάμπτει· τότε αισθάνεται ό άνθρωπος , ότι χωρίζεται από τοϋ κόσμου, τότε βλέ
γίας και πολυποσίας, και κραιπάλην και
πει, ότι ουδέν ωφελεί αύτώ οΰδέ ό πλοϋτος,
μέθην, την άλλην ώραν εις
ουδέ ή δόξα, οΰδέ όλα τά αγαθά τοϋ κόσμου·
ασέλγειας,
εις
μάχας
κοίτας και
καϊ φθόνους, την
τότε οί ήγαπημένοι συγγενείς
καϊ οί αλη
εφεξής στιγμήν ει'ς άρπαγάς και αδικίας,
θινοί φίλοι φέρουσιν αύτώ τον Σερέα, σύμ-
«ίς καταδυναστείας και καταδρομάς τών
βουλον και διδάσκαλον της σωτηρίας αύ-
αδελφών πότε λείπει από τών λόγων ημών
τοϋ· όθεν εύκαιρεΐ τότε, "μάλιστα όταν ή
ή αμαρτίας ύβρεις, συκοφαντίαι, καταλα-
άσθένεια ύπάρχη πολυήμερος, ίνα μετανοή-
λιαί, ψεϋδος, αίσχρολογίαι, εξόχως ή άργο-
ση, και κλαύση, καϊ επιστρέψη προς τον
λογία
τοϋ
θεόν, καϊ έξομολογηθη τάς άμαρτίας αΰτοΰ,
πότε μένει ό νους ημών
καϊ συνενωθη μετά τοϋ σωτηρος Ίησοϋ Χρι-
καθαρός από της υπερηφάνειας, από της
ς·οϋ, διά της μεταλήψεως τοϋ παναχράντου
φιλοδοξίας,
σώματος και αΓματος αύτοϋ, και διατάξη
σχεδόν
ουδέποτε λείπει από
στόματος ημών
από τών αισχρών
λογισμών
καϊ από τών πονηρών ενθυμήσεων } σχε
τά περί τοϋ οΓκου αύτοϋ· τότε δέ βεβαία
δόν ουδέποτε, ουδέ κατ' αυτόν τον καιρόν ,
ελπίς έστιν, ότι πίπτει και διαμένει ούχί εις
καθ' 8ν προσευχόμεθα ενώπιον τοϋ θεοϋ· έν
τον βορράν, τον τόπον της κολάσεως, άλλ'είς
άμαρτίαις εσμέν διά παντός καϊ εις την
τόν νότον , τον τόπον τ*ης μακαριότητος.
νεότητα, καϊ εις την άνδρικήν ήλικίαν )
Άλλ' όταν εξαίφνης, ώσπερ καταιγίς ά-
ή εύπερίστατος
προσδόκητος, και όταν, ώς άνεμοςρόφιγξ αι
αμαρτία περικυκλοΐ ημάς διά παντός, ποι-
φνίδιος, παρά πασαν ελπίδα άρπάξη ό θά
οϋμεν διά παντός πάντα τά μέλη ημών
νατος τήν ζωήν
« Δοϋλα τη άκαθαρσία, και τη ανομία εις
ταύτην βύρίσκηται ό άνθρωπος ύγιής και
» την άνομίαν ϊ.
εύρωστος καϊ άμαρτάνων, μετά δέ μίαν
και εις αυτό τό γήρας·
«ύτ. β, 19.
103
όταν,
λέγω, τήν ώραν
"Οταν προ τοϋ θανάτου ό φιλάνθρωπος
ς·ιγμήν άλαλος καϊ άναίσθητος, ποία ελπ'ις
θεάς 'εξαποστείλη ως άγγελον βαρυτάτην
τότε σωτηρίας } ποϋ μετάνοια τότε ^ ποϋ
άσθένειαν, τότε αύτη, ερχομένη προς ημάς,
έξομολόγησις } ποϋ επιστροφή ^ ουδέ συγγε
ώς άλλος Ησαΐας, αναγγέλλει ήμιν, λέ-
νής, ουδέ φίλος9 ουδέ ιερεύς δύναται βοηθή-
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
104 σαι τότε, καν θέλη, καν
σπουδάζη και
θερμαίνει την γήν και πάντα τά έν αώζγ'
εξ δλτ,ς καρδίας επιποθη* μόλις προφθάνει
διά της στάσεως τοΰ ηλίου εξαφανίζει τούς *«·. ιο,
ό δυστυχής εκείνος νά αίσθανθη, ότι από
Άμορραίους , και διά τοΰ πυρός κατακαίει Γ"^19»
θνησκες και οί άνελεήμονες έρχονται ζη-
τά Σόδομα και τά Γόμορρα· διά τού ύδατος **\77'
Ασ^ΐ2, τούντες τήν ψυχή ν αυτού· > νυκτί την ψυχήν σου
β: Ταύτη τη
άπαιτοΐσιν
από
ποτίζει τήν γήν και αύξβι τούς καρπούς, διά τού ύδατος κατακλύει τον κόσμον και αύ\ιι0' καταποντίζει
» σού ». Οί της ιατρικής επιστήμης διδάσκαλοι λέγουσιν, ότι,
τούς
Αιγυπτίους·
διά του '^'**
αέρος χορηγεί τήν άναπνοήν καί δίδωσιν
όταν εν τω άμα παύση ή
εις πάντα τά ζώα ζωην, διά τοΰ αέρος
νευρώδους υγρού, εΓτουν τού
φέρει σκότος ψηλαφητόν είς τήν ΑΓγυπτον
ζωτικού πνεύματος, εις τά περί τον έγκέ-
και επάγει κονιορτόν κατατραυματίζοντα
φαλον αγγεία,
ευθύς και ή βν τη"
τούς Αιγυπτίους και τά τετράποδα αυτών
καρδία κίνησις του αΓματος, εν τώ άμα δέ
&ιά της γης τρέφει πάντα τά ζώντα, διά
παύει και ή αναπνοή και ή ζωή* καί κα-
της
λούσι μεν τό πάθος τούτο άποπληξίαν, της δέ αποπληξίας αποτέλεσμα τον αίφνίδιον
Άβειρών. Αυτός, ώς εξουσιαστής και δε- ά?ιβ ιβ, 82. σπότης και τής στάσεως, και της κινή
θάνατον. Και ήμεΐς μεν ουκ εναντιούμεθα
σεως, καί τών νόμων και ιδιωμάτων τής φύ
εις τους φυσιολογούντας ιατρούς, ουδέ άπο-
σεως, και αυτής τής φύσεως καί τών κτισμά
φασίζομεν,
των
κίνησις
τοΰ
ότι
παύει
ψευδής
εστίν
ή τούτων
γης
άποκτείνει τον Δαθάν και τον
πάντων δημιουργός και παντοδύνα
φυσιολογία· λέγομεν δέ, ότι ή στάσνς του
μος, και ίστησι, καί κινεί, καί μεταβάλλει,
ζωτικού πνεύματος καϊ του αΓματος ουκ
τά πάντα, και ποιεί όσα θέλε;, καί καθώς
είσί τά πρώτα αίτια τοΰ αιφνίδιου θανάτου,
θέλει καί βούλεται. Αύτός ούν ό θεός, όταν-
αλλά τά δεύτερα, καί, Γν' ούτως εΓπω^ τά.
θέλη, καταπαύει έν τω άμα καί τήν περι
όργανα, δια των οποίων
τον έγκέφαλον κίνησιν του ζωτικού πνεύμα
όργανίζεται
καί
Αληθώς ό
τος καί τήν έν τη καρδία κίνησιν τού αΓμα-
πρίων πρίζε:, και τό άροτρον άροτρια, και
τος, καί ούτω φέρει τον αίφνίδιον θάνατον.
το δίκτυο ν άγρεύει, πλήν ταύτα ουδέ εΐσιν
Πρώτον ό θεός προβάλλει είς τον άμαρ-
ουδέ λογίζονται αίτια, όργανα δέ μόνον είσί
τάνοντα τής θείας αυτού φιλανθρωπίας καί.
των έξ αυτών τελουμένων έργων* ό τέκτων
μακροθυμίας τά βότανα. Έδωκεν είς τον
δέ της οικοδομής, καί ό γεωργός της άρού-
πλούσιον τού
ρας, και ό άλιεύς της άγρας ες\ τό καθ' αυ
πλούτον « Ανθρώπου, λέγει,, τινός πλου- λ««*. ·τ, κ. β σίου »· αύτός δέ, μηδενί μηδέν μεταδούς,
εκτελείται ό αιφνίδιος θάνατος.
τό και πρώτον αίτιον. Ό θεός τιμωρίαν
και προς εύεργεσίαν και προς
τών
ανθρώπων μετέρ-χεται τά
σημερινού
ευαγγελίου
τον
επλήρωσε τάς άποθήκας αυτού, καί κατέκλεισε τον πλούτον αύτού [έκεΐ< Ό -θεός,,
κτίσματα αυτού ώς όργανα· διά της ανα
Γνα χορτάση τήν έπιθυμίαν αύτού, καί με-
τολής τοΰ ηλίου φωτίζει, και διά τού πυρός
ταβάλτ)
εις
τό
μεταδοτικόν
ήθος
τήν
Εύαγγέλίον της Θ*. Κυριακής. πλεονεκτικήν αύτοϋ γνώμην, άναδείκνυσι ι.,
πάλιν την γην αύτοϋ καρποφόρον <τ Άν-
άπαιτοϋσιν άπό σοΰ >.
Πάσα συμφορά, πάσα θλίψις, πάν κα
χ θρώπου τίνος πλουσίου εύφόρησεν ή χώ-
κόν, δταν ελθγ]
ν ρα »·, γεννήματα και καρποί πολλοί και
βαρύτερον και θλιβερώτερον διά τοϋτο δ
άμετροι, αί άποθήκαι πλήρεις5 ό πλούτος
προφήτης τοϋ θεοϋ ελεγεν « Ήτοιμάσθην,Ψι(λ1ι8>
αχώρητος· δ δε πλούσιος αντί νά άνοιξη
» και ούκ έταράχθην ι. Όταν Ιχτ} δ άνθρω-
τάς άποθήκας,
πος προϋπάρχουσαν είδησιν τοϋ
και εκκενώσας αύτάς των
εξαίφνης, γίνεται πολλά
τοϋ επί τήν κεφαλήν αύτοϋ κρεμαμένου,
οΰτω μείντι πάλιν πλούσιος, και βχτ] πε-
εάν μέ το κακόν φευκτόν, ή φεύγει αύτό
πληρωμένας τάς άποθήκας, ήκούσατ» το
παντελώς, ή διά τρόπων
τί διελογίσθη και τί άπεφάσισεν εσυλλογί-
αύτό μετριώτερον εάν δέ άφευκτον, προε
σθη, Γνα κατακρημνίση τάς παλαιάς αύτοϋ
τοιμάζει τήν καρδίαν αύτοϋ προς τήν τού
άποθήκας, και οίκοδομήση άλλας
του ύποδοχήν άλλ' δταν χωρίς τίνος ούδε
νεόκτι
«6τ. 13, τούς νέους καρπούς·
β Καθελώ μου τάς
» άποθήκας, κάί μείζονας οικοδομήσω ».
διαφόρων ποιεϊ
μικράς εΐδήσεως πίπτη επάνω εις αύτόν ή συμφορά, τότε έστιν
απαρηγόρητος και
άπρόφθαστος.
διά τί δε καθαιρέσεις και οίκοδομαί } μήπως,
Αληθώς ό θάνατος εστίν άφευκτος, εστί
Γνα σιτομετρη εις τους χρείαν έχοντας,
φοβερός, καν προβλέπωμεν αύτόν ερχόμε-
ώσπερ ό πατριάρχης Ιωσήφ εις την ΑΓγυ-
νον και αύτός ό Κύριος ημών Ίησοϋς Χρι
γ·».^47, πτον^
Ουχί διά τοϋτο, άλλ' Γνα ή ψυχή
στός, δστις διά τήν καθ' ύπόστασιν §νωσιν
αύτοϋ μόνη άναπαύηται , και τρώγη, και
της άνθρωπότητος αύτοϋ μετά της θεότη-
α·»». ιι, πίνη, και εύφραίνηται· ϊ χη μου·
« Και ερώ τνϊ'ψυ-
τος είχε και ώς άνθρωπος πάσας τάς ύπερ-
ψυχή, Ιχεις πολλά αγαθά, κεί-
τελείους τελειότητας, ελυπήθη, δταν ήλθεν
> μενα εις ετη πολλά· άναπαύου, » πίε, εύφραίνου ». Ίδών ουν αύτός
καταφρονεί ί
» χρηστότητος
Τοϋ
αύτοϋ,
φάγε,
ό θεός, δτι
πλούτου της
καΐ
της άνοχής
60'
κακοϋ,
παλαιών καρπών πλήρωση τών νέων, και
στους, χωρούσας και τους παλαιούς καΐ
Κρ.
ϊ τήν ψυχήν σου
105
ή ώρα τοϋ θανάτου αύτοϋ, α Περίλυπος, ΜβΤ ί6 » ειπεν, έστιν ή ψυχή μου εως θανάτου ϊ, και παρεκάλεσε τον
πατέρα
*8*
αύτοϋ, Γνα
μή πά) τοϋ θχνάτου τό πικρόν ποτήριον
2 και της. μακροθυμίας, άγνοών, ότι το
α Πάτερ μου, εί δυνατόν, άπελθέτω άπ' ε- ΜβΤ 1β>
» χρηστόν τοϋ
ϊ μοϋ τό ποτήριον τοϋτο »· τοσαύτην
θεοϋ εις μετάνοιαν αύτόν
δέ
3*'
» άγει >, και ότι ού μόνον μένει άδιόρθωτος,
άγωνίαν εδοκίμασε τήν ώραν εκείνην,
αλλά και άμαρτάνει χείρον ή πρότερον,
αεγένετο. ό ίδρώς αύτοϋ, ώσεί θρόμβοι αΓ-Α««. »,
τότε, εΓτε στήσας τήν περί τον έγκέφαλον
ί ματος καταβαίνοντες επί τήν γην 5. Ό
κίνησιν τοϋ ζωτικοϋ πνεύματος, ως λέγου-
ταν όμως προγνωρίσωμεν
σιν οί ιατροί, εΓτβ κατά άλλον τρόπον, δν
τότε πρώτον μεν διατάσσομεν, ώς θέλομεν,
αύτός οιδε , δί αιφνίδιου
τά περί της οικίας} τά περί τών τέκνων,
θανάτου
έθέρι-
α*»*. υ, σ«ν 'αύτοϋ τήν ζωήν « Ταύτη τη νυκτι *ΚΪΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
ώς*ε
τον θάνατον ,
τά περί τών μετά θάνατον ύποθέσεων 14.
ή-
\ 06
Ομίλ/α μετά το κατά Λόυκαν
μών δθεν μένει κατά τοϋτο ή ψυχή ήμών
τράχηλον αύτοϋ φερομένη ν ζητεί, Γνα φυ
ήσυχος και άφρόντιστος·
γή, άλλά φυγή ουκ εστί* θέλει, Γνα διατάξη
δεύτερον δέ δίά
της μετανοίας και εξομολογήσεω;
άραντες
τά περί τοϋ οίκου αύτοϋ, άλλ' ό νοϋς συγ-
το. βαρύ φορτίον των αμαρτημάτων ημών,
κέχυται, καϊ οί διαλογισμοί σχεδόν άπώ-
καθησυχάζομεν της συνηδείσεως τον Ιλεγ-
λοντο· θέλει ίσως ίερέα, Γνα έξομολογηθη,
χον,
και διώκομεν τον ύπέρμετρον φόβον
άλλ' ή γλώσσα παρελύθη, και ου δύναται
της αιωνίου κολάσεως· τρίτον, μεταλαβόν-
ζητήσαι αυτόν, τό στόμα έκλείσθη, και ού
τες των αγίων μυστηρίων,
δύναται έξαγγεΐλαι τάς αμαρτίας αύτοϋ·
τω σωτήρι Χριστώ.
συνενούμεθα
Διό έρχεται ευθύς εις
βλέπει, ότι μετά
θάνατον
έγκαταλείπει
την καρδίαν ημών ή έλπΐς της ελεημοσύ
θλιβεράς
νης
αύτοϋ κληρονόμους· τοϋτο τραυματίζει αυ
τοϋ θεοϋ,
ή έλπ/ς
της αιωνίου ανα
κρισολογίας εις τούς φιλτάτους
παύσεως, ή έλπϊς της αθανάτου βασιλείας,
τόν οξύτατα. Βλέπει, ότι αποθνήσκει αμε
ήτις αΓρει την θλίψιν της στερήσεως του
τανόητος, καϊ αισθάνεται τοϋ φοβερού κρι
κόσμου και της ζωής, καϊ φέρει τήν χαράν
τηρίου
της άπολαύσεως τών ουρανίων αγαθών ,
κολάσεως τήν τιμωρίαν
και
αυτόν τοΰ ο?δου τάς όδύνας* εκ
της
άνεκλαλήτου
δόξης τοΰ
θεού.
τήν άπόφασιν,
και της
αιωνίου
τοϋτο φέρει
εις
τούτου
Ουδέν άλλο μένει τότε πικρό ν άμα καϊ φο
σκοτεινός
βερών ειμή ή αγωνία τοϋ χωρισμού της ψυ
σπαραγμοί ελεεινοί,
χής άπο τοϋ σώματος- άλλα μετά ταύτην
Έπϊ τούτοις καϊ οί δαίμονες, οί σκοτεινοί
τήν προετοιμασίαν
καϊ άσπλαγχνοι, τάς πράξεις ελέγχοντες,
έρχονται οί άγιοι άγ
γελοι, οι ελεήμονες και φωτεινοί,
οιτινες,
θόρυβος,
φόβοι
έντρομώτατοι,
απελπισμός
τέλειος.
καϊ τήν ψυχήν αύτοϋ απαιτούντες, σπα-
διώκοντες μακράν τούς δαίμονας, και τήν
ράττουσιν αυτόν βασανιστικώτατα-
πικρότητα
καϊ τούς πόνους
ζεται τέλος πάντων άνιλεώς ή ψυχή από
ελαφρύνουσι, και της ψυχής τον φόβον διώ-
τοϋ σώματος, και τρέμουσα καϊ στένουσα,
κουσι, καϊ χαίροντες παραλαμβάνουσιν αυ
αρπάζεται βιαίως. Κύριε παντελεήμων, (&»
τήν. Μακάριος, άδελφοί μου, εκείνος, όστις
σαι ήμάς ταύτης της φοβέρας καταδίκης.
καταξιωθη~ τοιούτου
καλοϋ θανάτου· έκεΐ-
Ούαί, άδελφοί μου, είς εκείνον τον άνθρω-
ψ*λ. 4, νος ψάλλει μετά τοϋ
Δαβίδ, « Έν ειρήνη
πον, δττις τοιουτοτρόπως άποθάνη! ούτος
» έπϊ το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω ».
εστίν ό κακός θάνατος, περί ού ό προφήτης
γλυκαίνουσι,
Άλλ' όταν ελθη ό θάνατος άπροσδόκητος και αιφνίδιος, και εδργ} ημάς έν τω μέ σω τών αμαρτιών ημών, ώ πόσον φοβερός
σχί
Δαβίδ λέγει, α Θάνατος άμαρτωλών πο- Τλ. 5 νηρός ». Ταλαίπωροι
άνθρωποι! ού μόνον άγνο-
τότε γίνεται! ώ πόσον πικρός και ψυχο-
οϋμεν τήν
λέθριος ί Βλέπει τότε ό δυστυχής εκείνος
οίδαμεν ποΐον τοϋ θανάτου ημών τό είδος·
άνθρωπος εξαίφνης τοϋ θανάτου τήν μάχαι
άράγε έρχεται είς έμέ ό θάνατος ήμερος καϊ
ρα^ ήκονημένην και γυμνήν,
πράος, ή άγριος καϊ θηριώδης } άραγε βλέ
και επί τον
ώραν τοϋ
θανάτου, άλλ' ουδέ
Εύαγγελίον της πω
εγώ πρώτον τά θανατηφόρα αύτοϋ
107
αληθώς- άλλ' ό σωτήρ σου καϊ Κύριος εδί-
σημεία, ή αυτός με προφθάνει, ώς ό κλέ
δαξέ σε τί πρέπει νά πράξης· « Γρηγορείτε μ«τ. ιϊ,
πτης, κρυφίως^ άραγε δίδωσί μοι καιρόν,
ι ουν, ειπεν,
καν ολίγον, Γνα κλαύσω δια τάς αμαρτίας
ϊ ουδέ τήν ώραν, εν νί ό υίός του ανθρώπου
μου, γ) αρπάζει με ευθύς άμετανόητον ^ Διά τ»
ϊ έρχεται. Διά τούτο καϊ ύμεΐ-, ειπε, γίνε- αύ^14*
τόσον σκότος, διά τί τότη άγνοια διά του
5 σθε έτοιμοι, δτι, η ώρα ού δοκεΐτε, ό υίός
θανάτου την ώραν, και διά τό είδος του
» τοϋ ανθρώπου έρχεται ». Λοιπόν γρηγορεί
θανάτου, εξ ών κρέμαται της ψυχής ή σω
καϊ πρόσεχε, λοιπόν γίνου έτοιμος· έρχεται
τηρία ^ Ταύτα, αγαπητοί μου, ωκονόμησεν
να! εξαίφνης δ θάνατος· άλλ' εις ποιον } εις
ό φιλανθρωπότατος θεός διά την ήμετέραν
τόν μή γρήγορου ντα και εις τόν ανέτοιμον.
σωτηρίαν ή άγνοια της ώρας φέρβι' φόβον, ό
Έάν τις κατασταθη πονηρός καϊ διες-ραμ-
φόβος βάλλει χαλινόν, ό χαλινός ανακόπτει
μένος, διαλογίζεται δέ, δτι ό θάνατος άργο^
την εις τάς άμαρτίας όρμήν και την πτώσιν
πορεΐ καϊ ούκ έρχεται ταχέως· όθεν υβρίζει,
ή, άγνοια της ώρας φέρει προσοχήν, ή προ
δέρρει ,
σοχή προθυμίαν, ή προθυμία εργάζεται της
αδελφούς αυτού, καϊ άπεριμερίμνως προση-
άρετής τά κατορθώματα· διά τούτο ούκ
λοΰται
έφανέρωσε καλός η πονηρός εσεται ό θάνα
σίας, και μέθας, καϊ εις τάς λοιπάς ανομίας
τος ημών, Γνα, φοβούμενοι, φεύγωμεν την
και άμαρτίας· α Έάν δε εΓπη
άμαρτίαν, Γνα, προσέχοντες, έργαζώμεθα
ι δούλος εκείνος έν ττΐ καρδία αυτού, Χρο-
την άρετήν. Ποσάκις διά τον φόβον του
ί νίζει ό κύριος μου έλθεΐν,
θανάτου άπέχομβν άπό της αμαρτίας} πο
» τύπτειν τούς συνδούλους, έσθίειν τε καϊ
σάκις, φοβούμενοι μήπως αυριον άποθάνω-
2 πίνειν
μεν, εργαζόμεθα
Ιργα } Διά τί
κατ' εκείνην τήν ήμέραν, καθ' ήν αυτός ού
λοιπόν προσκλαιόμεθα } "Ισως θέλομεν γνω-
περιμένει, καϊ κατ* εκείνην τήν ώραν, γ) ν
στήν τήν ώραν τοϋ θανάτου ήμών, Γνα
αυτός ού
πραγματευώμεθα της ψυχής τήν σωτηρίαν,
θάνατος* « Ήξει δ κύριος τού δούλου εκεί- «οτ. 5ο,
τουτέστιν, Γνα άμαρτάνωμεν πάσαν φοβε-
ϊ νου. έν ήμέρα, η ού προσδοκά, καϊ εν ώρα,
ράν άμαρτίαν Ιως της εσχάτης ώρας τής
3 ■/[ ού γινώσκει ».
τά καλά
δτι ούκ οΓδατε τήν ήμέραν ,
άρπάζει ,
καταδυναστεύει
τούς
εις τάς πολυφαγίας, καϊ πολυπο-
ό
κακός
και άρξηται
μετά τών μεθυόντων ι· εκείνον
γνωρίζει,
άρπάζει αιφνιδίως
δ
προστρέχοντες εις
Ή ώρα τού θανάτου έςΐν άδηλος· δ θάνατος
τήν μετάνοιαν, νά κερδαίνωμεν τήν βασι-
έρχεται ώς ό κλέπτης. Να\ αληθώς· λοιπόν
λείαν τών ουρανών άλλ' β Ό θεός ού μυ-
γρηγορεί καϊ πρόσεχε, λοιπόν γίνου έτοιμος,
ί κτηρίζεται ί, ώς παντεπόπτης δέ και
διότι όποιον εύρτι άμετανόητον και ανέτοιμος
δίκαιος, βλέπει τά διανοήματα ήμών, και
αυτόν δ Κύριος α διχοτομήσει, και τό μέρος «»■· 51·
κρίνει δικαίως πάσαν. τήν οικουμένην.
ϊ αυτού
μετά τών υποκριτών θήσει·
» έσται
ό
ζωής ημών τότε δέ,
Γ«λ. β,
Θ. Κυριακής.
Ή ώρα του θανάτου εστίν άδηλος , ό θάνατος έρχεται πολλάκις
αιφνίδιος. Να'ι
ε κει
κλαυθμός, και ό βρυγμός τών
ϊ οδόντων ».
Λοιπόν καθείς εχει
χρείαν
14*
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
408 μεγάλης προσοχές, καθημερινής
καθείς εχει ανάγκην
έτοιμασίας, καθείς χρεωστεΐ
του σου, καΐ προλέγεις, ώς εκείνοι, « Ιδού ™. α, » εγώ άποθνήσκω Τ>· τότε βλέπεις
υιούς «»τ· *·.
ιδιάζουσαν περί τούτου φροντίδα, και ιδιά
των υιών σου, τότε άποθνήσκεις εύλογών
ζουσαν πυκνήν προς τον θβον δέησιν, Γνα ,
και ευχόμενος τά τέκνα σου, τότε προσ
ελεήσας αύτον κατά το μέγα αυτού Ιλεος,
διορίζεις πρώτον
λύτρωση άπο του αίφνιδίου
έπειτα έξαπλοΐς τους πόδας σου επί την
και πονηρού
θανάτου. Ή ώρα του θανάτου εστίν άδηλος· δ θάνατος έρχεται πολλάκις αιφνίδιος.
Ναι
τά περι της ταφής σου ,
κλίνην σου, και κοιμάσαι και αναπαύεσαι ««τ. 49, 33. εν είρήνν) και αιωνία αγαλλιάσει. Γίνου δούλος τού Κυρίου πιστός
καί φρόνιμος·
αληθώς· άλλα διά τί περί τούτου προσκλαί-
πιστός, φυλάττων ώς κόρην οφθαλμού Εως
εσαι:> εάν θέλ^ς, δύνασαι διώξαι και τόν
εσχάτης σου αναπνοής την όρθόδοξον πίςΐν
φόβον του αίφνιδίου θανάτου, και την παν-
φρόνιμος , απέχων άπο πάσης άμαρτίας ,
όλεθρον αυτοϋ βλάβην. Γίνου δούλος του Κυ
και εργαζόμενος πάσαν άρετήν τότε δέ μή
ρίου πις"ος καΐ φρόνιμος, ώς ό Αβραάμ και δ
φοβηθης αιφνίδιον θάνατον, τότε μή φοβη-
Γ«ν. 55, Ισαάκ· τότε αποθνήσκεις πρεσβύτης έν γήρα θη~ς κόλασιν αΐώνιον, διότι, δταν Ιλθτ] δ 8. αντ. 35, καλώ· άποθνήσκεις δέ ουχί βιαίως, και αι 1 θάνατος, και ευρν} σε τοιούτον, τότε δ ?9· φνιδίως άλλ' ίλαρώς και προεγνωσμένως· με δεσπότης και Κύριος σου συντάσσει σε τά δε τόν θάνατον προςίθεσαι εις την τάξιν
μετά τών
των δικαίων. Γίνου δούλος του Κυρίου πις·δς
« Μακάριος δ δούλος εκείνος, δν
καΐ
φρόνιμος, ώς δ Ιακώβ και δ Ιωσήφ·
τότε γνωρίζεις και συ την ώραν του θανά
μακαρίων
διότΐ' αυτός
είπε,
έλθών δ μ«*. », 46, » Κύριος αυτού, εύρήσει ποιούντα ούτως ». Αμήν.
α .» ». .ι. οττοττο ο"», χ. ι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ ΕΪΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ ΐ.
ΚΪΡΙΑΚΗ2,
Κλ) εις άλλα μέρη της παλαιάς και νέας
πληγαί τού δικαίου Ίώβ ,
γραφής βλέπομεν, δτι δ
έτραυμάτισεν « έλκει πονηρώ από κεφαλής
σατανάς
κατά
δν ό
διάβολος «,
άδειαν ή κατά παραχώρησιν τού θεού διαφό
» εως ποδών », και δ ύπο του πονηρού , ΒλοΑ
ρους επιφορτίζει τόν άνθρωπον άσθενείας. Αί
πνεύματος πνιγμός τού Σαούλ, δν διά της 16^*
Εύαγγέλίον της I. κινύρας κατβπράϋνεν δ Δαβίδ, και ή κώφωμ«τ. », σις
τοΰ άνθρωπου, του θεραπευθέντος Οπό
του Ίησοΰ σαρκός του
Χρίστου,
καί ό όλεθρος
της
ανόμου ανθρώπου του κατά
109
Κυριακής.
διερμηνεύων της άγίας γραφής τά λόγια , και
εξηγών τό
μυστήριον της
έαυτοΰ
ενανθρωπίσόως , καθώς καί όταν είσήλθεν εις τήν «ν Ναζαρέτ συναγωγή ν, α όπου ΑβΜβ>4 » επεδόθη αύτώ βιβλίον Ήσαΐου τοΰ προι1'
την ^προςαγήν του Παύλου παραδοθέντος κορ. β, τω σατανά, καθαρά τοϋτο μαρτυροϋσιν. β. _ Ή ιστορία όμως του σημερινού ευαγγελίου
» φήτου ». Καί Ιδού, γυνή ήν πνεύμα εχον- ·**·^.
τοΰτο αυτό τοσούτον σαφές·ερον παρές-ησεν,
σα ασθενείας ετη δέκα καί
ώστβ ουδείς των πιστών ουδέ καν μικρο-
καί ην συγκύπτουσα, καί μή δυνα
οκτώ,
τάτην ^δύναται Ιχειν περί τούτου άμφιβομένη άνακύψαι εί'ς το παντελές. λίαν
διότι ό Κύριος ημών ού μόνον είπεν
άπλώς περί της συγκυπτούσης γυναικός , Αο·χ. ι», ότι β εδησεν αυτήν ό σατανάς ετη δέκα 16. 2 και οκτώ », άλλά και διά παραδείγματος
Ή άσθενοΰσα γυνή ήν Εβραία τό γένος, «ι^,. ώς έκ τοΰ Αβραάμ καταγομένη· όθεν ως 1β' πιστή ήλθε τό σάββατον εις τήν συναγω-
τοΰτο έβεβαίωσεν, ελέγξας τον υποκριτικόν
γήν, Γνα άκούση της θείας γραφής
τοΰ άρχισυναγώγου ζήλον. Ή ιςορία ε'ςΊν
άνάγνωσιν
τήν
και τήν έζήγησιν. Ούκ ειπβ
δέ περί αυτής ό ευαγγελιστής, ότι ήσθένει , άπλή, περιες-ατωμένη, και τοσούτον σαφής, ή ότι ήν άσθενοΰσα, άλλ' ότι είχε πνεΰμα ώστε ουδέ ερμηνείας χρείαν βχει. Επειδή άσθενείας, ίνα φανέρωση, ότι πνεΰμα πο δέ
καθώς τό μύρον όσον ψηλαφάται καΐ νηρόν, ήγουν ό σατανάς εβασάνιζεν αυτήν
τρίβεται, τοσούτον εύωδιάζει καί τέρπει , διά της τοιαύτης άσθενείας δεκαοκτώ «τη. ούτω καί τοΰ θεοΰ τά λόγια όσον μελετών Καί όπισθότονος μεν άνίατος ονομάζεται ή ται και διερμηνεύονται, τοσοΰτον φωτίζουσι άσθένεια
ή άναστρέφουσα τήν
κεφαλήν
και ώφελοΰσι, διά τοΰτο εις ώφέλειαν τών τοΰ άνθρώπου είς τά οπίσω αύτοΰ μέρη , άκουόντων προβάλλομεν της ΣςΌρίας ταύτης καί έπικυρτοΰσα αυτόν εις τά οπίσω , και την έρμηνείανισχυρώς αύτόν εντείνουσα· ταύτης δε της Α.ν». η, *°'
Τω καφω
έκείνω
6 Ίησοΰς έν μία
ην διδάσκων
των συναγωγών
άσθένειαν πρεπόντως δύνα
ται τις όνομάσαι έμπροσθότονον, διότι αύτη ήν κεκυρτωμένη
έν τοις σάββασιν. π:«ξ. 15,
γυναικός τήν
Οί Ιουδαίοι, τω σαββάτω πάση; έβδο-
επί τά έμπροσθεν, καί
κάτω νεύουσα τήν κεφαλήν, καί τοσοΰτον εντετονύΐα καί ςερεωμένη εις τήν τοιαύτην
21 '
μάδος συναθροιζόμινοι εις τάς συναγωγάς αυτών, ανεγίνωσκον την θείαν
γραφήν,
θέσιν, ώστε ουδόλως ήδύνατο ύψώσαι τήν κεφαλήν αύτης καί ίδεΐν τόν ούρανόν. Θέα
έπεξήγουν δέ αυτήν και διηρμήνευον οί σοφοί μα ήν αληθώς ελεεινόν I ώς κρίκος έφαίνετο ■ύτ. ι», *αΙ διδάσκαλοι αυτών. Εις μίαν ου ν τούτων πετράϊος καί ουχί άνθρωπος·
τύπος αυτή
1*·-16' τώ> Ιουδαϊκών συναγωγών ελθών ό Ίησοΰς παντός άνθρώπου, συνεργεία τοΰ διαβόλου Χριστός εν ημέρα σαββάτου , έδίδασκε ,
Ερμηνεία εΐζ το κατά Λουκαν
% \0
προσηλωμένου καί βλέποντος διά παντός
λόγου,
άμα
δέ και τήν θαυματουργικήν
κάτω εις τά γήϊνα καί μάταια πράγματα,
χάριν τών
και μηδέποτε άνυψούντος τά όμματα εις
και τήν γυναίκα εύθύς λελυμένην έκ τοΰ
τόν ούρανόν, μηδέ άναλογιζομενου τον θεόν,
σατανικού δεσμού, καί άνωρθωμένην, καί
την κρίσιν και την μέλλουσαν ζωήν.
δοξάζουσαν τόν θεόν, τον εύεργέτην αύτής
θείων αύτου χειρών. Βλέπε δέ
καί δεσπότην. Ιδών δέ αύτήν σεφώνησε,
δ Ιησούς, προ-
και είπεν αύττι'
Αποκριθείς δέ ό άρχίσυνάγωγος,
γύναί,
άπολελυσα: της ασθενείας σου. Καί
άγανακτών, δτί τω σαββάτω
έπεθηκεν
ράπευσεν
αυτγ
παραχρήμα
τάς χεΤρας'
καί
άνωρθώθη, καί έδόξα-
έθε
ό Ιησούς ,
έλεγε τω δ-
χλω' εξ ήμεραί εΐσίν,
εν αΤς δεΤ ε'ρ-
γάζεσθαΓ εν ταύταίς ουν ερχόμενοι
ζε τόν θεόν.
θεραπεύεσθε, καί μη τ? ήμερα τοΰ Ουδέ ή άσθβνοΰσα ουδέ άλλος τις παρεσαββάτου. κάλεσεν
η έμεσίτευσε περί της ιατρείας
αύτής· αύτος δέ ό σωτήρ μόνον , ώς είδεν
Ό φθόνος, και ούχί ό υπέρ τοΰ νόμου
αύτήν πάσχουσαν, εύσπλαγχνίσθη έπ' αύ-
ζήλος, έςήγειρε τόν προεστώτα της συνα
τ·/), και προσφωνήσας και ειπών το Άπο
γωγής εις θυμόν καί άγανάκτησιν δίότι ά
λέλυσαι ,
νομος τοΰ θεού άργίαν πάντων τών εργό
ΐάτρευσεν αύτήν άπ6 της ασθε
νείας αύτης, Γνα και ήμεΐς,
παράδειγμα δούς εις ημάς , δταν βλέπωμεν τους χρείαν
χειρων
εδιωρισ* κατά
σαββάτου, ούχί
τήν
ήμέραν τοΰ
δέ καί άργίαν της διά.
έχοντας της εύεργεσίας ημών, μη περιμέ-
θαυματουργικού λόγου θεραπείας. Σημείωσαι
νωμεν
δέ πρώτον,
μεσιτείας
καί δεήσεις, άλλ' αύτο-
δτι ώς υποκριτής σκεπάζει,
προαφέτως εύσπλαγχνιζόμενοι, εύεργετώ-
τον φθόνον αύτοΰ διά τοΰ ζήλου· καί εστι
μεν αυτούς. Επειδή δέ
μέν φθονερώτατος, δείκνυσι δέ έαυτόν ζη-
ή άσθένειαι της
γυναικάς ούκ ήν ασθένεια φυσική, καθώς ή
λοτικώτατον καί τοις μέν χείλεσιν υπερα
λέπρα, ό ύδρωψ, ή τυφλότης, ή κώφωσις ,
σπίζεται
ή παράλυσις καίαι-λοιπαί άσθένειαι, δσας
προστάζοντα άργίαν εν τη~ ημέρα τοΰ σαβ
αύτος
βάτου, τη" δέ καρδία καί τω σκοπώ κατα
έθεράπευσεν, άλλ' ήν δεσμός του
σατανά,
διά τοΰτο ειπε το « Άπολέλυσαι
κρίνει
τάχα τοΰ
το θαύμα ,
και
καταδικάζει
θαυματουργόν
του δεσμού του σατανά. Βλέπε δέ, ότι λέ
ζηλωτής καί δίκαιος, εσωθεν δε γίμει φθό
γων
νου καί άδικίας.
σου ,
Άπολέλυσαι άπο της άσθενείας
άμα εβαλεν
επάνω εις αύτήν
και
έξωθεν μέν
τόν
» της άσθενείας σου », έλύθης δηλαδή άπό
το
καί
θεοΰ τόν νόμον , τον
φαίνεται
Δεύτερον δέ παρατήρησον
τήν δειλίαν αύτοΰ καί τήν πονηρίαν
ού
τάς παναγίας αύτοΰ χείρας, Γνα διά τούτου
τολμά ουδέ κατακρΐναι φανερά κατ' εύθειαν
δ=ίξν) τήν εξουσίαν τοΰ παντοδυνάμου αύτου
τό θαύμα, ούδέ κάν λαλήσαί μδτά τοΰ Ίη-
Εύαγγέλίον της I . Κυριακής. σοΰ
Χρίστου κατά πρόσωπον άλλ' οΰδέ
111
λύσιν άπο τοΰ πολυχρονίου δεσμού τοϋ σα
λέγει καθαρά έκεΐνο, δπερ έβούλετο ειπείν
τανά, δστις εδησεν αυτήν διά της βαρυτά-
στραφείς δέ προς το εκεΐ πλήθος τοΰ λαοί,
της ασθενείας δέκα και οκτώ ετη, καί διά
ώς ύπουλος, προς αυτούς διευθύνει τον λό-
τοΰτο παραγγέλλεις καί διδάσκεις τόν λαόν,
γον 'Έξ ήμέραι, λέγει, της εβδομάδος είσίν
Γνα μή
υπό τοΰ νόμου ώρισμέναι διά τήν έργασίαν
τ·/}- ήμερα τοΰ σαββάτου } Σημείωσαι δέ ,
παντός έργου· δταν ουν άσθενήτε, εν ταύ-
δτι ώς προνόμιον της γυναικός προβάλλει ό
ταις τάϊς 5'ζ ήμέραις έρχεσθε εις τούς ια
Ιησούς τοΰ Αβραάμ τά γένος, ουχί διά τό
τρούς, και θεραπεύετε τάς άσθβνείας υμών, και μή εν τη* ημέρα τοΰ σαββάτου , ήτι;
γένος· διότι < εν παντί εθνει ό φοβούμενος πρ«'ζ. ίο. 35* ϊ αυτόν, καί εργαζόμενος δικαιοσύνην, δε-
εστίν ημέρα έορτής και αργίας. Τί δέ προς
» κτάς αύτω εστίν β,
τά παραλογήματα τοΰ άρχισυναγώγου ά-
πίστιν τοΰ γένους· ειπεν ουν αυτήν θυγα
πεκρίθη ό Ιησούς }
τέρα τοΰ Αβραάμ, σημαίνων, δτι ήν πις·ή,
θεραπεύσωσι τάς ασθενείας αυτών
άλλά δ;ά τήν δρθήν
καί φοβουμένη τόν θεόν, καί αύτω μόνω Α:υχ. 13, 15.
Απεκρίθη καί είπεν'
ουν αύτω
ό Κυρίος,
ύποκρίτά, έκαστος υμών
τω σαββάτω ου λύεί τον βοΰν αυ τού ή τον όνον
άπο
λατρεύουσα· οθβν διά τοΰτο πρέπουσα και νόμιμος ήν ή λύσις αυτής άπό τοΰ σατανι κού δεσμού.
της φάτνης, Καί ταΰτα λέγοντος αύτοΰ, κα-Α»υχ. υ,
19.
καί άπαγαγών ποτίζει ^ Ταύτην δε, τησχύνοντο πάντες θυγατέρα
οι άντικείμενοί
Αβραάμ ούσαν, ην εδηαύτω" καί πάς ό όχλος εχαίρεν
έ-
σεν 5 σατανάς ίδου δέκα καί οκτώ πι πάσί το?ς ένδόξοίς τοΤς γίνομένοίς ετη, ουκ Ιδεί λυθήναί άπο τοΰ δε ύπ' αύτοΰ. σμού τούτου
τη
ήμερα
τοϋ σαβ Ότε ταΰτα ελεγεν δ Ιησούς Χριστός ,
βάτου ^
τότε τούς μεν φθονερούς καί διά τόν φθόνον Θεοπρβπώς έξήλεγξεν ό Βεάνθρωπος διά εναντιουμένους αύτω, περιεκάλυψεν αισχύ της άποκρίσεως αύτοΰ την τοΰ άρχισυνα νη καί εντροπή· μηδέν δέ έχοντες άντειγώγου ύπόκρισιν. Ύποκρίτά, ειπε, καθείς πεΐν κατά τών θείων αύτοΰ λόγων, έφίμώύμών των Ιουδαίων τω σαββάτω λύει άπο θησαν, καί έσιώπησαν. Πάν δέ τό πλήθος της φάτνης το άλογον ζώον, τον βοΰν η τοΰ λαοΰ, καθαρόν υπάρχον φθόνου, ουδόλως τόν όνον, καί, φέρων αυτό δπου τό Οδωρ , προσεΐχε ταΐς παραλογίαις τοΰ άρχισυνα ποτίζει, καθότι τοΰτο ουκ εμποδίζεται υπό γώγου, άλλ' έχαιρεν α επί τοις ένδόξοις », τοΰ νόμου·
σύ δέ ταύτης της γυναικός , ήγουν διά τά
ένδοξα,
καί ύπέρλαμπρα
η τις ες-ίν άνθρωπος λογικός καί τοΰ Αβρα θαυμάσια τά υπό τοΰ Ίησοΰ Χριστού γι άμ θυγάτηρ, ώς έκ τοΰ γένους αύτοΰ κατανόμενα. γομένη? κατακρίνεις
ώς
παράνομον την
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Ηκοτςατε τον θεάνθρωπον
ποίαν δνο-
·
Γ. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
» λόγος ήμών ναί, ναί,
ού) ού·
το δέ πε-
άρχισυνάγωγον,
» ρισσάν τούτων εκ του πονηρού εστίν »·
μέν ελβγεν, άλλα δέ εννοεί,
Άνθρωπε, λέγει, το ναι συλλογίζεται δ νους
άλλα ήσαν τά λόγια, και άλλος ό σκοπός
σου} τό ναι λεγέτω καί τό στόμα σου· τό
των λόγων αυτού } Υποκριτών ώνόμασεν
ου συλλογίζεται ό νους σου} τό ου λέγετω
αυτόν ό θεάνθρωπος· ύποκριτά, ειπε προς αυ
και τά στόμα σου· τό δέ περισσόν του ναι
τόν, έπειτα έξήλεγξε και κατεθεάτρισε την
καϊ του ου, ήγουν αί άμφιλογίαι,
τούτου υπόκρισιν. Της ύποκρίσεως το α
διφορούμενα λόγια, και ή επιτετηδευμένη
μάρτημα, τό όποιον άλλοι μεν όνομάζουσιν
σκοτεινή άπόκρισις, έκ του πονηρού είσιν.
έπιτηδειότητα φυσικήν, άλλοι δέ
Έάν άλλο στοχάζεσαι,
μασίαν
εδωκεν
δστις άλλα
εις τόν
τέχνην
και τά
καί άλλο λέγ^ς,
ώφελιμον, και άλλοι άναγκαίαν οίκονομίαν,
εάν ό λόγος σου λέγγ)
εστίν αμάρτημα μέγα, και
πολλών καΐ
σου ου, ή τά πράγματα λέγωσι ναί, καί ό
ποικίλων και μεγάλων άμαρτιών πρόξενος.
λόγος σου ού, ταΰτά είσι γεννήματα της
Ή ύπόκρισις ρΊζαν μεν εχει την πονηρίαν,
πονηρίας,
καρπούς δε το ψευδός, την άπάτην, την
ταΰτά είσιν ή ύπόκρισις, ως βέβαιοι ό θεη-
δολιότητα,
την αίσχροκέρδειαν, την άτι-
γόρος Ιάκωβος, επαναλαμβάνων τά αυτά
μίαν του πλησίον και την βλάβην. Ύμεΐς
λόγια, και λέγων, α Ήτω δέ υμών τό ναί,
Γσως, ταύτα άκούοντες, νομίζετε,
9 ναί, και τό ού, ου, ίνα μή εις υπόκρισιν
καινά, και παράδοξα, Ίνα ουν
δτι είσί
καί ψευδεπίπλαστα.
πληροφορηθήτε, δτι ταΰτά εΐσι
εισιν εφευρέματα τοΰ διαβόλου·
» πέσητε 5. και
άλλο
ναί, κα'ι τό έργον
Όταν λέγτ^ς,
άλλο άλλο
μελετάς
άλλο
τάς θείας γραφάς.
λο πράττης, τότε πίπτεις είς τό αμάρτημα
αύτοΰ θέλει τά ήθη τών ανθρώπων τίμια,
λέγης
καί
καί
παλαιά καί συνήθη, καϊ άληθινά, άνοίγω
Ό θεός, δστις διά την φιλανθρωπίαν
υπόσχεσαι , άλλο
συλλογίζεσαι
άλ
της ύποκρίσεως, ήγουν γίνεσαι ψεύστης, καί άπατεών,
καί επιβλαβής, και δόλιος.
τόν νοΰν αυτών καθαρόν, και την ψυχήν
Έάν στρέψης τά όμματα εις του ύπο-
Μ,ιΐ », άγίαν, προστάττβι λέγων, « Έστω δέ ό
κριτοΰ τά εργα, βλέπεις αυτόν ποιοΰντα
*·
113 έλεημοσύνην, προσευχόμενον, νηστεύοντα,
και της αίρέσεως και της άσεβε ίας· αυτοί,
ελέγχοντα καϊ τά κάρφη, ήγουν
και τά
διά τοϋ ύποκριτικοϋ ψεύδους μιμηθέντες καϊ
««. 23, μικρότατα των άλλων σφάλματα, ζηλοϋν-
σχηματισθέντες κατά τά αληθινά και άγια
οώ-. β,
τα υπέρ τοϋ
πράγματα , εκήρυξαν
«'·
και άγιωσύνην βλέπεις, λεγω, και ομιλίαν,
και ύπό θεοϋ άπεσταλμένους, ύπεκρίθησαν,
α*», υ, και σχήμα και βάδισμα του ύποκριτού,
ότι λαλούσι μετά τών αγγέλων, έπλασαν
Μ»», β.
μ«τ. 28.
νόμου,
διδάσκοντα άρετήν
πάντα τά εργα αύτοϋ ένδεδυμένα το
εαυτούς προφήτας
οπτασίας και θαύματα, κατεσκεύασαν νό
μόρφωμα της αρετής και της άγιότητος.
μους, τάχα ύπό θεού δοθέντας εις αυτούς·
Όθεν, νομίζων, ότι αυτός ποιεΐ ταΰτα εις
διό, πλανήσαντες εθνη
δόξαν θεού και σωτηρίαν της ψυχής αύτοϋ,
λαούς βαρβάρους, και ύποτάξαντες διάφορα
εύλαββίσαι αυτόν ως ένάρετον και άγιον
γένη, κατεκυρίευσαν αύτών, και αρχηγοί
άνθρωπον άλλ' εάν έξετάσης ακριβώς τά
γεγονότες πλήθους
περιστατικά τά συνοδεύοντα τάς πράξεις
πάντων τών τη; γης αγαθών. — Νοείτε βέ
αύτοϋ, βλέπεις φανερά, ότι αύτός, ταϋτα
βαια οί άκούοντες πού άφορα ό λόγος. —Νϋν
ποιών, ούδένα άλλον σκοπόν εχει ειμή ίνα
δέ βλέπομεν τά τοιαύτα εν μέρει ενεργούμενα
φανη" άγιος ενώπιον τών ανθρώπων, καϊ
ύπό τίνων ύποκριτών, οίτινες, πλανώντες '
δοξασθη
διά της
ύπ' αυτών. Διό περι τών ύποκρι-
«ο^,. ^τών ειπεν ό Κύριος, ο: Πάντα τά εργα αύ-
αναλφάβητα
ανθρώπων,
και
άπέλαβον
ύποκρίσεως τούς άπλουστέρους,
καταγυμνούσι τάς οικίας αύτών. Άκούομεν
ϊ τών ποιοϋσι προς τό θεαθήναι τοις άν-
δέ τά αυτά κηρυττόμενα κατά τών ύπο
» θρώποις ».
κριτών ύπό τοϋ σωτήρος Ίησοΰ Χριστού,
Έάν δέ τοϋτο μόνον, ήγουν
ή φιλοδοξία μόνη, ην ό σκοπός τοϋ ύπο-
όστις, ταλανίζων αυτούς, ειπεν, « Ούαί ΜϊΓ· 23·
κριτοϋ, έβλαπτε μόνον εαυτόν αυτός όμως
ν ύμΐν γραμματείς και φαρισάϊοι ύποκριταί,
έχει καϊ άλλον
β ότι
σκοπόν κύριον και
κα-
ϊ και προφάσει μακρά προσευχόμενοι· διά
θ' αύτό, την φιλοκέρδειαν. Διά τών τοιούτων δολερών και απατη λών της ύποκρίσεως τρόπων απατών ό υ ποκριτής τούς άνθρωπου;,
κατεσθίετε τάς οικίας τών χηρών,
κερδαίνει
τήν
τούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. Προς τούτοις βλέπομεν, ότ: τό θεομίσητον πράγμα και
όνομα της
ύποκρίσεως
ύπόληψιν της άρετής καϊ της άγιότητος·
μετέβαλεν ή πονηρία τών ανθρώπων εις
όθεν γίνεται κύριος
πράγμα περισπούδαστον και όνομα ευφη-
της
καρδίας αύτών.
Τότε δέ ό λόγος αύτοϋ εχει ίσχύν και κρά
μον. Τίς τήν σήμερον ήμέραν ουκ επιθυμεί
τος- τότε τρέχει
και σπουδάζει ,τήν πολιτική ν ^ σχεδόν ου
ό κόσμος οπίσω αύτοϋ-
τότε προσπορίζεται οΰ εύλάβειαν
μόνον τιμήν
και προσκύνησιν,
χρήματα και κτήματα
αλλά
και
δείς. Τίς ου θέλει, Γνα λογίζωνται και όνο-
καϊ
μάζωσιν αυτόν πολιτικον άνθρωπον ·η σχεδόν
και πάντα όσα
ουδείς» τήν πολιτικήν σχεδόν πάντες λογί
επιθυμεί. Βλέπομεν ταϋτα πάλαι μέν τελε-
ζονται τέχνην άναγκαίαν και έπιστήμην
σθέντα ύπό τών διδασκάλων
ώφελιμωτάτην όθεν αυτή κάθηται εις τάς
της άνομίας
(ΚϊΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΔ. ΤΟΜ. Β .)
Ιό
ΌμΓλία μετά το κατά Αουκαν 114 βασιλικάς αύλάς,
πολιτεύεται εις τά κρι
Γν'
ούτως είπω, τάς
χεϊράς σου,
έπαθες
τήρια, περιπατεί εις την άγοράν, εισέρχε
τοσαύτην βλάβην. Τούτο ούν διδάσκει ή
ται, φευ!, και εις αυτήν την έκκλησίαν
πολιτική τέχνη, τό ναι εις τό στόμα, και
αύτη επαινείται, και θαυμάζεται, και νο
τό ού εις τήν καρδίαν, η τό άνάπαλιν τού
μίζεται ώς μεγάλη προκοπή, και μεγάλων
το ποιεί ό πολιτικός άνθρωπος, τό ναϊ διά
έργων κατορθώτρια. Κα! ομως ή μεν ση
λόγου, τό ού διά τοΰ έργου, ή τό άνάπαλιν
μερινή πολιτική
τούτο δέ τί άλλο εστίν είμή ύπόκρισις γυτ
ουδέν ετερόν έστιν είμή
ύπόκρισις, ό δέ πολιτικός ουδέν άλλο ειμή
μνή, και ψεΰδος,
υποκριτής·
τού πλησίον^
καί τά μέν πράγμάτά είσι τά
αυτά, τά δέ
ονόματα άλλα· διότι τί άλλο
και άπάτη, και βλάβη
Συναντάς τόν πολιτικόν άνθρωπον, δστις
εστίν ό λεγόμενος πολιτικός ειμή εκείνος,
έστιν εχθρός σου κρυπτός·
δστις άλλο έχει εις το στόμα καί άλλο εις
μέλι εις τό
τήν καρδίαν }
τήν καρδίαν χαιρετίζει σε
Έρχεσαι εις πολιτικόν
καιρόν χρείας πρός τον
άνθρωπον,
παρακαλών
αυτόν
αυτός εχει τό
στόμα, και τό φάρμακον εις εύθύς ώς ήγα-
πημένος, γλυκοφιλεΐ σε ώ; φίλος, λέγει σοι λόγια μαλακά και άπαλά υπέρ τό ελαιον
στάτησόν με, δί άγάπην .θεοΰ, εις τήν ανάγ
ε- ψαλ. « 24. » λαιον »· άλλ' αυτά τά λόγιά εΐσιν άκον-
κην
τίσματα και
και λέγων.
Ευγενέστατε κύριε μου , έπι-
μου, βοήθησαν
μοι,
παρακαλώ, εις
κ Ήπαλύνθησαν οί λόγοι αύτού υπέρ
τοξεύματα· « Οί δέ είσι βο-
τούτον μου τόν κίνδυνον.-Ναί, άποκρίνεται
» λίδες »· διότι, έάν πλανηθης,
εκείνος, μετά χαράς, καϊ λόγια γλυκά, και
σας δτι εστί φίλος σου, έμπιστεύσης αύτώ
υποσχέσεις μ3γάλας· διό άναχωρεΤ; ήσυχος,
τό μυστικόν σου
και αναπαύεσαι
εκείνος τότε σε εξαφανίζει. Τούτο ούν έςιν
άμερίμνως,
έλπίζων, δτι
και νομί-
καί τήν ύπόθεσίν
σου,
αυτός, κατά τά λόγια καί τάς υποσχέσεις
ή σήμερον
παραλόγως μέν καλούμενη πο
αύτοΰ, φροντίζει περί της καλής έκβασεως
λιτική, ευλόγως δέ τέχνη διαβολική· δόλος
της υποθέσεως σου· καϊ αυτός μέν ούδεμίαν
εστί, δί ής παντί ύποκρίσεως τρόπω πλα-
ουδέ καν παραμικράν φροντίδα περί αυτής
νώμεν τόν πλησίον. Είπα, δτι ευλόγως λέγεται τέχνη δια
αναλαμβάνει, ή δέ ύπόθεσίς σου καταντά εις τό χείρον, σύ δέ τρυγάς τους καρπούς
βολική·
της βλάβης. Έάν, δταν ήλθες παρακαλών
διδάσκαλος αυτής έστιν ό διάβολος· αυτός
αυτόν,
πρώτος ενεδΰθη τό σχήμα τού όφεως, κα
ελεγέ σοι τήν άλήθειαν, ήγουν τό
επειδή
ό
πρώτος
εύρετής
καϊ
ού θέλω ή ού δύναμαι έκπληρώσαι τό ζή-
θώς οί πολιτικοί τό σχήμα τού προστάτου
τημά σου, σύ τότε έφρόντιζες, και έτρεχες
κα'ι φίλου·
άλλαχοΰ, και μετερχόμενος πάντα τρόπον
α Θανάτω άποθανεΐσθε », ώς ειπεν ό θεός, ει- γ„. 2ι ι
άπετίναζες το δλον ή κΊν
πε τά α Ού θανάτω άποθανεΐσθε 3>·
μέρος της ζη
αυτός
πρώτος
άντι τού
ναι
αυτός
μίας· επειδή δέ αυτός διά τών πολιτικών
πρώτος έψεύσθη, και ήπάτησε, και έβλα
αύτοΰ
ψε
λόγων άπε κοίμισε σε, κα'ι εδεσεν^
τό άνθρώπινον
γένος·
καθώς καί ο\
115
σήμερον πολιτικοί, λέγοντες άντϊ τοΰ ναι
ρίων, ίνα άποδείξτ;ς τό ναί ναί, καί τό ού
το ου, καί αντί τοΰ ου το ναί,
ου. Επειδή δέ ύποπτευόμεθα, δτι τό ναί ουκ
ψεύδον
ται, καϊ άπατώσι, και βλάπτουσι
και
εστι ναί, και τό ού ουκ εστίν ού, ποία
καθ1 εκαστον ανά μέρος, και κοινώς πόλεις,
άγάπη μεταςύ αλλήλων:, ποία ομόνοια εις
και χώρας, και λαούς. Ταύτην την τέχνην
τάς συζυγίας } ποία ειρήνη εις τήν συγγέ-
έδίδαξε πρώτος ό παμπόνηρος τοΰ ανθρω
νβιαν ^ ποία αλήθεια εις τά κριτήρια ^ ποία
πίνου γένους εχθρός, επειδή έγνώρισεν , δτι
βεβαιότης εις τήν φιλίαν } ποία συμφωνία
αύτη προξενεί άμετρα και έςαίσια κακά.
βίς τά; πραγματείας ^ ποία 2νωσις εις τούς
Αληθώς δέ αύτη ή διαβολική ύπόκρισις βσβυσε
άνθρώπους
πού ή μία καρδία ^ που ή μία
τήν άρ^τήν, τήν τοσούτον αναγ
ψυχή καί γνώμη } πού ή σωτηρία τού κό
καίαν ού μόνον διά τήν σωτηρίαν της ψυ
σμου καί της ψυχής \ άλλος τόν άλλον υπο
χής, αλλά και διά τήν σύστασιν τοΰ κο
πτεύεται, άλλος τόν
σμικού
καθείς σπουδάζει,
πολιτεύματος, και τήν στερέωσιν
της τών
ανθρώπων όμηγύρεως-
εσβυσε ,
λέγω, τήν άγάπην, και άναψε τήν
ύπο-
άλλον
πλανά,
καί
ίνα διά περισσοτέρας
ύποκρίσεως άπατήσ/) τούς άλλους. Άλλά
πώς άν ζήσωμεν, λέγετε, εις
ψίαν καϊ τήν άμφιβολίαν, ές ων έβλάςτ,σαν
τούτον τόν κόσμον ^ εάν μή μετέλθωμεν τό
«ις τον
πολιτικόν, ουδέ ή διοίκησις τών υπηκόων
κόσμον πάντα τά κακά. Ό δε
σπότης διστάζει περί της όρωμενης πιστο-
διευθύνεται, ουδέ ή πραγματεία προκύπτεις
σύνης τοΰ δούλου αυτού, κάι ό δούλος περι
ουδέ ή οικιακή οικονομία
της προστασίας, ήν επαγγέλλεται αύτω ό
άλλο έργον ευοδοΰται. ΎμΕΪς οί ταύτα λέ
δεσπότης αυτού· οί φίλοι άμφιβάλλουσι πε
γοντες νομίζετε, ώς φαίνεται, δτι ό φιλαν-
ρί
θρωπότατος θεός διά τοΰτο ένομοθέτησε τό
της φαινόμενης
αδελφός ουκ
φιλίας τών φίλων- ο
εμπιστεύεται
τόν
ευδοκιμεί, ουδέ
άδελφόν
α *£ς·ω δε ό λόγος υμών ναί ναί, ού ού ϋ, Γνα
αύτού· ό πατήρ υποπτεύεται τον υίόν, και
βλάψϊ) ημάς, καί καταστήσ/) δυς-υχεΐς κάι
ό υίός τόν πατέρα·
άθλιους. Φεΰ της παραλογίας καί της βλα
ό άνήρ φοβείται περι
της τιμής, ην υπόσχεται ή γυνή αυτού, ή
σφημίας ! μεγάλη άληθώς τοΰ άνθρώπου ή
γυνή αμφιβάλλει περί της σωφροσύνης τοΰ
σκοτομήνη ! αυτός ούδέ εις τόν θεάν πις·εύει,
ανδρός αυτής. Όπου δέ κυριεύει ή υποψία,
ούδέ εις τάς αισθήσεις αυτού πείθεται. 'Τμεΐς,
και ή άμφιβολία, και ό φόβος, εκείθεν φεύ
οί ταύτα λέγοντες, και βλέπετε, καί άκούετε,
γει ή αγάπη·
επειδή τό ναΐ ουκ εστι ναί,
καί ψηλαφάτβ, Γν' ούτως είπω, δτι εκείνος
αλλά ου, καί τό ου ουκ βστιν ου, άλλά ναί·
ό άνθρωπος, ού τίνος τό ναί εστι ναί, καί τό
επειδή
ού εστίν ού, εκείνος ό άνθρωπος, δστις ου
καί ή από στόματος ομολογία, καϊ
ή έγγραφος καί ένορκος υπόσχβσις ουδέ ο
δέποτε ούδέ ψεύδεται, ούδέ άπατα, ούδέ
μολογία ε ττίν, ουδέ ύπόσχεσις, άλλά σχη
δολιεύεται, ούδέ βλάπτει τόν πλησίον, άλ
ματισμοί
λά λαλεί πάντοτβ τήν άλήθειαν, μισεί τήν
καί
πλάσματα·
β*πειδή
βχβις
χρείαν φιλονεικίας, καί μάχης, καί κρ<τη-
άπάτην? φεύγει τόν δόλον,
ωφελεί όσον
116
δύναται κα'ι Ικαστον κατ' ιδίαν, και όλην
εύτυχοΰσι καϊ μακαρίζονται·
την κοινότητα· εκείνος έστιν ό
τικούς όνομάζητε τούς ύποκριτάς και ψεύ-
τον και
όποιον
και
τιμα,
άνθρωπος ,
και
επαινεί ,
εύλαβεΐται , και εμπιστεύεται όλος ό
κόσμος·
έκέΐνός
εστίν
τίμιος, και σεβάσμιος,
ό
άνθρωπος
ό
και επαινετός, και
ήγαπημένος όλου τοΰ κόσμου·
εκείνος και
στας,
εάν δέ πολι
τούς απατεώνας και δολίους, τάς
παρδάλεις διά τά πολυποίκιλον τών λόγων, τάς
άλώπεκας
διά την
πανουργίαν του
ήθους, τούς χαμαιλέοντας διά τήνμεταμόρ·*φωσιν τών σχημάτων, εάν, λέγω, πολιτι
διοικεί τούς ύπ' αυτοΰ άριστα, και προκό-
κούς καλητε τούς ύποκριτάς, οίτινες ουδέν
πτει εις την πραγματείαν, και κατευθύνει
άλλο σπουδάζουσιν ειμή τό Γδιον κέρδος,
την οίκονομίαν της οικίας αυτοΰ, και ευδο
κάν τοΰτο μεγάλως βλάπτη και τόν πλη
κιμεί εις πάντα των χειρών αυτοΰ τά έργα.
σίον
Άλλ' ημείς βλέπομεν, άποκρίνεσθε, ότι
και την κοινότητα, και αυτήν την
έκκλησίαν ούτοι,
οί πολιτικοί δια της πολιτικής τέχνης και
και
τιμώνται,
ευτυχείς
προς καιρόν, και ύπερυψώνται, και ύπεραί-
γίνονται· Ποίους λέγετε πολιτικούς^ τούς
ρωνται, έξότου όμως γνωρισθη τό πανουρ-
πολιτικούς τούς αληθινούς, ήγουν εκείνους ,
γότατον
οΓτινες
πίπτουσι, και εξαφανίζονται) ουδέ ίχνος δέ
και
πλουτοΰσι,
και
γινώσκουσι τούς νόμους τούς φυσι
κούς, τούς πολιτικούς, τούς τούς τοΰ θεοΰ,
των εθνών,
και παρατηροΰντες εΰφυώς
συνεργεία
αυτών
τοΰ
κάν παραχωρήσει θεοΰ διαβόλου εύδοκιμώσι
και παγκάκιστον
αυτών
ήθος,
φαίνεται, καθώς ό ^προφήτης τοΰ
θεοΰ επιβεβαιοΐ, λέγων, α Ειδον τόν άσεβη ψαΧ
και έπιτηδείω; πάσας τάς προκειμένας των
ϊ ύπερυψούμενον και επαιρόμενον ώς τάς 37'
πραγμάτων περιστάσεις,
» κέδρους
ενίοτε δέ εκ της
τοΰ
Λιβάνου·
και
παρήλ-
πολλής αυτών πείρας και κοσμικής πράξεως
2 θον, και ιδού ουκ ή ν
και τά μέλλοντα συμβήναι εύστόχως προ-
» τόν,
βλέποντες ,
καιρώ τω
Πρός τούτοις, ινα τί ήμης, χριςιανοι όντες,
προσήκοντι, και άβλαβώς προσπορίζονται
ου βλέπομεν ειμή μόνον τά παρόντα } ίνα
την έκ τών πραγμάτων ώφέλειαν, και ως
τί ου στοχαζόμεθα , ότι εστί μέλλουσα ζωή
άνθρωποι τίμιοι, και τον θεόν φοβούμενοι ,
αιώνιος, και ότι ό θεάς « εστησεν ήμέροιν ,
^
καλώς διοικοΰσι
» εν γ μέλλει κρίνειν τήν οίκουμένην », και
8
προφθάνουσιν
έν
τά της πολιτείας πράγ
καϊ ούχ
και ,έζήτησα αύ-
ευρέθη ό τόπος
αυτοΰ ».
ματα, άνακόπτοντες όσα εναντία είσ'ιν εις
ότι τότε ι άποδώσει έκάστω κατά τά εργα
τούς νόμους της δικαιοσύνης, και ως πατέ
ί αύτοΰ
ρες ι φιλόστοργοι διακυβερνώσι πάν μέλος
της κρίσεως, καϊ τήν άνταπόδοσιν πριν ή
της πολιτικής όμηγύρεως, εύσεβώς τε και
ελθϊ] ό καιρός της άνταποδόσεως }
άλλά ζητοΰμεν τήν κρίσιν προ £ωμ.
θεοφιλώς διευθύνοντες πάσαν την υπ' αυτών
Τήν άμαρτίαν της ύποκρίσεως ζύμην
διοικουμένην πολιτείαν^ εάν μεν τούτους
ώνόμασεν ό τοΰ κόσμου λυτρωτής· β Πρώ- Α,υχ.
τούς όντως πολιτικούς υμεΐς καλητε πολι
ι τον προσέχετε, είπεν, έαυτοΐς από της
τικούς, αληθώς ούτοι καϊ τιμώνται , και
» ζύμης τών Φαρισαίων, ήτις εστίν ύπόκρι-
!*
Εύαγγελίον της I . Κυριακής ι. κ9?. 5, » σις ϊ. Αληθώς δέ ζύμη εστί- διότι, κα θώς « ή ζύμη όλον
τό (εκ τοΰ αλεύρου)
:> φύραμα ζυμόϊ », ούτως ή ύπόκρισις όλον τον άνθρωπον διαφθείρει·
β.
φθείρει τον νοΰν,
κοΰ
\\7
στόματος τοΰ Δαβίδ αί φοβεραΐ και
φρικώδεις κατάραι, δσας περιέχει δ έκατοςός όγδοος ψαλμός. Βλέπομεν πράς τούτοις, δτι καϊ ό θεάν
φθείρει την καρδίαν, φθείρει την γλώσσαν,
θρωπος
φθείρει τα λόγια, φθείρει τό σχήμα, φθείρει
εξεβόησβ τοσάκις τό ούαί,
τό ήθος, φθείρει την ψυχήν ό νοΰς τοΰ
τών υποκριτών
ύποκριτοϋ συλλογίζεται τα δόλια, ή καρδία
» γραμματείς και Φαρισάϊοι τ καϊ πάλιν ,
επιθυμεί την άπάτην, ή γλώσσα ψεύδεται·
« Ούαι ύμΐν, γραμματείς και Φαρισάϊοι ύπο-
τοΰ ύποκριτοϋ τά λόγιά βΐσι πανούργα, το
« κριταί ί·
τά αυτό δέ πλέον ή έπτάκις
σχήμα μεταμεμορφωμένον, τό ήθος ποικίλον,
έπανέλαβεν
ούδένα δέ άλλον άμαρτωλόν
ή ψυχή πονηρίας γεμουσα. Έάν παρατηρή
κατ' όνομα κατές-ησε τών κολασθησομένων
στε τον Ίσκαριώτην Ίούδαν, βλέπεις δσα
παράδειγμα ειμή
είπα·
ό νοΰς αύτοΰ έμελέτα την προδο-
α Και τό μέρος αύτοΰ, είπε, μετά τών ύπο-
σίαν, αυτός δέ έδείκνυε φιλίαν ή καρδία
ί χριτών θησει τ ούδενάς άλλου άμαρτωλοΰ
αύτοΰ έπεθύμει τά αργύρια, καϊ ή γλώσσα
έφανέρωσεν δνομαστι τά είδη τών βασανι
αύτοΰ έλάλει περί φιλοπτωχείας· έάν' ήκουες
στικών κολαστηρίων ειμή τών ύποκριτών
τά λόγια αύτοΰ, ένόμιζες, ότι ούδέν Ετερον
£ Έκεΐ, ειπεν, δπου οί ύποκριταί, εσται δ
φροντίζει ειμή περί τών πτωχών εάν έβλε
» κλαυθμός καϊ ό βρυγμάς τών οδόντων ».
πες τά πράγματα, έβλεπες αυτόν κλέπτην
Τί δέ έφανέρωσε διά τούτων ό θεάνθρωπος }
και
—Και τί άλο ειμή δτι, επειδή ή άμαρτία της
ζητοΰντα την πράσιν τοΰ μύρου, ίνα
Ιησούς κατ' ούδενός άμαρτωλοΰ
ι
οσάκις
κατά
Ούαί , ειπεν , ύμΐν ,
μόνον τους ύποκριτάς·
χλεψη τά χρήματα· κατά τό σχήμα έφαί-
ύποκρίσεώς έστι τό όργανον τών φρικτότε
νετο φίλος τοΰ Ίησοΰ Χριστού, διότι έφί-
ρων άμαρτημάτων, εστίν άμαρτία εκ δια
λησεν
πράγμα ην
μέτρου εναντία εις τήν άρετήν της άπλό-
διότι διά τοΰ φιλήματος παρέ-
τητος, ήτις ές-Ί χαρακτήρ της θείας φύσεως,
αύτόν, κατά
προδότης,
δέ
τό
^ωκεν αυτόν τοΐς άνόμοις κριταΐς· κατά τό
και
φαινόμενον ήθος
τοΰ Ίησοΰ
άνθρωπον, δτε επλασεν αύτόν διά τοΰτο
κατά τό αφανές ήν φιλαργυρώ-
καθ' ύπερβολήν μισών αυτήν δ θεός, παρα-
Χριστού, τατος
ήν μαθητής
και προδότης
και κλέπτης· ή δέ
ψυχή αύτοΰ έλύσσα μέν διά τά αργύρια ; πλήρης
κόσμημα, δί ού ό θεός έστόλισε τον
δειγματικώς τούς ύποκριτάς παιδεύει. Άκουσον λοιπόν, 5> ύποκριτά·
σύ ού
δέ ήν πάσης δολιότητος, πάσης
μόνον ουδόλως ςοχάζεσαι, δτι ή ύπόκρισίς
απάτης, πάσης πονηρίας· αύτός υπερέβη
έστιν άμαρτία μεγάλη, αλλά και καυχάσαι,
πάντας τους ύποκριτάς, όσοι ποτέ ήσαν,
λέγων, δτι εστίν άρετή πολιτική αναγκαία
δσοι τε κατά τά παρόν εΐσι, και δσοι μέλ-
και χρήσιμος· δθεν άποθνήσκεις, μηδόλως
λουσιν εσεσθαι έν τω
υπέρ αύτης μετανοήσας·
κόσμω· διά τούτο
κατ' αύτοΰ έξεφωνήθησαν εκ του προφητι-
παρόν
σύ κατά μέν τά
διά της δολερός σου
ύποκρίσεως
Όμίλί'α μετά το κατα Αουκαν
*Ι8
πλάνας Γσως τούς ανθρώπους, φαινόμενος ενώπιον αυτών αγαθός και δίκαιος· ένθυμήθητι, δτι έρχεται ώρα, ανθρώπων
κριτής και
ό τών
δεσπότης έν
τω
» τα εργα τοϋ σκότους, και ένδυσώμεθα » τα δπλα τοϋ φωτός τ
σκότος έστϊν ή
ύπόκρισις^ τοϋ ψεύδους ή πηγή, φως έστιν
φοβερώ αυτοϋ βήματι σχίζει και ανακαλύ
ή άπλότης της άληθείχς ή μήτηρ. Άπο
πτει της ύποκρίσεώς σου τό κάλυμμα· τό
θώμεθα, εως ου καιρόν εχομεν,
τε
σεως τό σκότος, καϊ ένδυσώμεθα τοϋ Κυ
ουν φανερωθήσονται ενώπιον πάντων
των ^ανθρώπων οί νοός σου,
-
δτε
πλην
χετε τον καιρόν δ 'Αποθώμεθα, αδελφοί , &
αί
δόλιοι λαβύρινθοι του
άπατηλαι
περι~λοκαϊ
της
ρίου Ίησοϋ εστω
τό φως.
φωτεινός,
Αδελφέ,
ή καρδία σου
της ύποκρί-
ό νοϋς σου άπλή ,
ή
καρδίας σου, τό ψεύδος της γλώσση; σου ,
γλώσσα σου άδολος, τά λόγιά σου αληθινά,
ή
τό σχήμά σου
διπλόη τών λόγων σου,
αί μεταβολαί
σταθερό ν , ή ψυχή σου α
τοϋ σχήματος σου, ή ' απόκρυφο; πονηρία
κέραιος· τότε γίνεσαι άληθής τοϋ Χριστοϋ
της ψυχής σου· τότε ζητήσουσιν έκδίκησιν
μαθητής, τίμιος εις τόν
και οί υπό της ύποκρίσεώς σου άπατηθέν-
θεοϋ· τότε ενδύεσαι τοϋ επουρανίου γάμου·
τες. και ζημιωθέντες·
τό ένδυμα· τότε γίνεσαι άξιος τοϋ νυμφώ-
ώ ποία τότε ή αί-
κόσμον, φίλος τοϋ
σχύνη σου, ποία ή κόλασις και ή κατα
νος τη; θείας δόξης, έν Χριστώ Ίησοϋ τώ
δίκη σου !
Κυρίω ημών, ω ή δόξα και τό κράτος
Αγαπητοί μου χριστιανοί, ελεήσατε εαυτούς,
εες
τους αιώνας. Αμήν.
αναλάβετε νοϋν φρόνιμον, εω; ου"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
Λ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Γ Κ Α ΤΗΣ
Ν
ΙΑ'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Πόθεν αρά γε 6 θεάνθρωπος Ίησοϋς άφορ-
έκεΐ
εύρεθέντας της ταπεινοφροσύνης τόν
μήν λαβών,
τρόπον? και την τιμήν και δόξαν, την έξ
έκήρυξε την άναγνωσθεΐσαν
σήμερον τοϋ ευαγγελίου παραβολήν } Προ-
αυτής
προξενούμενη ν.
Μετά δε
ταύτα,
·*■ Η» σεκάλεσεν αυτόν « εΓς τών αρχόντων τών
στραφείς προς τόν άρχοντα, τόν προσκα-
) Φαρισαίων », Γνα φάγη άρτον έν τη οικία
λέσαντα αύτόν εν τη"οίκία αύτοϋ, και πα-
αύτοϋ. Έκεΐ ουν πρώτον μεν ίάτρευσε τόν
ραγγβίλας αΰτω, Γνα, όταν ποιη~ άριστον^
ύδρωπικόν,
μή προσκαλή φίλους και συγγβνεϊς , μηδέ
έπειτα έδίδαξε
πάντας τούς
Εύαγγέλίον της ΙΑ'. Κυριακής. πλουσίους γείτονας,
αϋτοίι.
άλλα πτωχούς, άνα
119
» μενον υπό νόμον 2. Μέγα δέ τό δεΐπνον,
πήρους, χωλούς, τυφλούς, είπε προς αυτόν
έπειδή <ε Όμολογουμένως μέγα έστι τό της ι. Τιμ. ι,
εάν ταύτα ποιής, α Μακάριος εση,
ϊ ευσέβειας μυστήριον ϊ ,
» εχουσιν άνταποδοΰναί σοι·
δτι ουκ
και υψηλόν και
άνταποδοθή-
άκατάληπτον κα! άγγέλοις και άνθρώποις·
» σεται γάρ σοι έν τη άναστάσει των δι-
μέγα, έπειδή ό θεός έλαβε δούλου μορφή ν,
» καίων ».
άνθρωπος γενόμενος· μέγα,
Τότε εΓς των έκει ευρεθέντων·)
άνθρωπος άμαθης,
ως φαίνεται,
και πα
χυλός τον νοΰν, επειδή ενόμιζεν, ότι έν τη*
έπειδή έμεγά-
λυνε και υπερύψωσε τήν άνθρωπίνην φύσιν α Έν δεξιά* τοΰ θρόνου της μεγαλωσυνης εν έερ. 8,
βασιλεία τοΰ θεού εσθίουσι και πίνουσιν, έ«υχ. 14, ξεβόησε. α Μακάριος, δς φάγεται άρτον έν
δεΐπνον ώνόμασε τήν ένανθρώπισιν αΰτοΰ
ί τη βασιλεία τοΰ θεοΰ ». Ό δέ θεάνθρωπος
ό Ιησούς δια τόν μυστικόν δεΐπνον, έν ω
ταϋτα άκουσας,
μεταλαμβάναμε ν τό σώμα και πίνόμεν τό
και δσους
ίνα και αυτόν διόρθωση,
δμοια φρονώσι περί της βασι
η τοΐς ούρανοΐς ϊ. Κατά άλλην δέ εννοιαν
αίμα αύτοϋ- μέγα δέ τό δεΐπνον τούτο, ε
λείας των ουρανών, διεκήρυΐ-ε την σήμερον
πειδή, δια της τοιαύτης μεταλήψειος συν-
άναγνωσθεΐσαν
παραβολήν.
ενούμενοι τω σαρκωθέντι λόγω συνδοξαζό-
Πάσα παραβολή σύμβολόν έστι και τύπο:,
μεθα αύτώ , και γινόμεθα θεοί κατά χάριν.
δστις άλλα σημαίνει,
Τούτο ούν έστι της παραβολής τό νόημα·
εύαγγελικήν
και ουχί δσα δηλοΐ
το γράμμα- και τον μεν τύπον ήκούσατε,
δτε
δτε άνεγνώσθη τό ιερόν εύαγγέλίον Ακού
θεός και πατήρ εύδόκησεν, Γνα σαρκωθη~ ό
σατε
μονογενής υίός αυτού, τότε έκάλεσε πολλούς,
δε νϋν και τό υπ1 αύτοϋ σημαινόμε-
νον, ήγουν της παραβολής τον σκοπόν.
ό
πανάγαθος
Είπεν
ό Κύριος την
φιλανθρωπότατος
ινα'πιστεύσωσιν εις τούτο τό μέγα μυς-ήριον. Διά τί δέ αρά γε
«ΰτο6ι. 16.
και
ειπε πολλούς, και ουχί
παραβολήν πάντας; « ό θεός θέλει πάντας σωθήναι ,
ταύτην' άνθρωπος τις
έποίησε δεΤ-
πνον μεγα, καί έκάλεσε πολλούς. Άνθρωπον μεν ονομάζει ό Ιησούς Χρι-
» και εις έπίγνωσιν άληθείας έλθεΐν »· χωρίς δέ της εις Χριστόν πίστεως ουδείς σώζεται. Διά τί ουν ουκ ειπεν,
έκάλεσε πάντας ,
τός τον θεόν, δια τήν πρός τό άνθρώπινον
άλλ' α έκάλεσε πολλούς 2 } διότι ή παρα
γένος άπειρον αυτού φιλανθρωπίαν δεΐπνον
βολή εχει δύο νοήματα, τό της εικόνος και
δέ την ένανθρώπισιν αυτού, έπειδή. καθώς
τό τοΰ είκονιζομένου, ή τό τοΰ γράμματος
τό δεΐπνον γίνεται ούχι τό πρωΐ, άλλά τό
και τό τοΰ πνεύματος· όθεν πάσα παραβο
έσπέρας, δταν πληρωθη ή ήμέρα, ουτω και ό
λή εχει τινά λόγια άρμόζοντα μόνον εις
υ'ιός του θεού ουκ έσαρκώθη εις τήν άρχήν
τήν σειράν τοΰ γράμματος και της εικόνος,
της κτίσεως τοΰ κόσμου, άλλ' δτε ήλθε τό
ούχι δέ και εις τήν εννοιαν τοΰ εικονιζόμε
Γ«λ. 4/ πλήρωμα τού χρόνο'υ· α "Οτβ ήλθε τό πλή-
νου και τοΰ πνεύματος· ειπεν ουν πολλούς
ϊ ρωμα τού χρόνου, έξαπέστειλεν ό θεός τον
διά τήν άκολουθίαν τοΰ κατά τό γράμμα νο
> υίόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενό-
ήματος της παραβολής· έπειδή, εάν ελεγεν,
ι.Τψ.
\ 20
Ερμηνεία εις το κατά Λουκάν
έκάλεσε πάντας, ούδεμίαν πιθανότητα ειχεν
σαντα αύτου τό Ιργον. Έκάλεσβ δέ αυτούς
ό λόγος· διότι τίς ποτε, δέϊπνον έτοιμάσας,
ό άπες*αλμένος υιός του θεού και διά λόγου,
προσκαλεί
ειπών προς αυτούς· β Δεύτε πρός με πάντες Μα^ 1 £
πάντας
τους ανθρώπους^ ίνα
μετ' αύτοΰ δειπνήσωσι } τό ούν
πολλούς
» οί κοπιώντες και πεφορτισμενοι, καγώ
κατά την εννοιαν τοΰ γράμματος σημαίνει
» αναπαύσω υμάς·—καί/Απ'άρτιοψεσθε τον Ιωα». ι,
τό πάντας κατά τό νόημα του πνεύματος.
» ουρανόν άνεωγότα· — καί9Έρχεσθε, ότι ήδη
Ειπών δέ τό έκάλεσε,
» ετοιμά
δηλοποιεΐ και τό
διά τίνος έκάλεσε, λέγων
έστι πάντα, », ήγουν ή άφεσις
τών αμαρτιών, ή δωρεά του αγίου πνεύ ματος, ή υιοθεσία, καί ή βασιλεία
•Αίυχ.14,
Και απέστειλε τον
δοΰλον
τών
αυ ουρανών. Έκάλεσεν αυτούς και διά τών
τού τύι ώρα του δείπνου ειπείν τοις ισχυρών της θείας γραφής επιχειρημάτων, κεκλημένοίς' έρχεσθε, οτί ήδη έτοι μα εστί πάντα. Συνήθεια ην τότε, ώς φαίνεται, Γνα καί
πότε μεν λέγων πρός αυτούς, ί Ει έπιστεύ- ««γ. 5, ~ 46. » ετε Μωσ'/^ έπιστεύετε αν εμοί· περϊ γάρ~ β έμοϋ εκείνος έγραψε· ς> ποτέ δέ « Δαβίδ ουν ^ μ,
προ του δείπνου, και εν αύτνΐ" τη" ώρα του
» Κύριον αυτόν καλέϊ, και πώς υίός αύτοΰ
δείπνου πάλιν προσκαλώσι τους καί πρότερον εις το δίΐπνον προσκεκλημένους. ΤΗσαν
» έστιν : 5 "Ετι δέ έκάλεσεν
δέ προ της ένσάρκου οικονομίας προσκεκλη
θαυμάτων, όσα έποίησεν ενώπιον αυτών.
μένοι
αυτούς πρός
την εις αυτόν πίστιν και διά τών εξαίσιων
οί Ιουδαίοι εις την πίς"ΐν τούτου του Κα: ήρξαντο
μυς-ηρίου Οπό των άγίων προφητών, οιτινες
άπο
μ,ίας παραί- α«»«. ι «,
προκατήγγειλαν αύτοΐς την δια του Ίησοΰ
τεΤσθαί πάντες. Ο πρώτος είπεν αύ-
Χρίστου έσομένην σωτηρίαν, παραγγείλαν-
τω'
τες εις αυτούς την εις αυτόν πίστιν καί
νάγκην ε'ξελθεΐν,
Διυτ. ΐδ, ύ-ακοήν α Προφήτην, ειπεν ό θεόπνευς-ος
άγρον ήγόρασα, καί εχω α καί ίδεΐν
αυτόν"
ερωτώ σε, εγε με παρητημένον. ΚαΣ
ϊ Μωϋσης προς αυτού;, έκ τών άδελφώνσου,
έτερος είπε"
ζεύγη βοών
» ώς έμέ? αναστήσει σοι Κύριος ό θεός σου·
πέντε,
πορεύομαι
καί
ήγόρασα
19·
δοκίμάσαι
» αύτοϋ άκούσεσθε ». Καί έν τγΤ ώρα δέ τοΰ αύτά' ερωτώ σε,
εχε με παρητη-
δείπνου, ήγουν τότε, ότε εύδόκησεν ό θεός μενον.
Καί έτερος είπε'
γυναίκα
εγημα,
καί δίά τοΰτο ου δύναμαι
εκτελέσαι τό μέγα της ευσέβειας μυς-ήριον, άπές-ειλε τον υίόν αύτοΰ, Γνα καλέσν] αυτούς έλθεΤν. εις την επίγνωσιν τις άληθείας. Δοΰλον δέ ΦΛπ. 2. αυτόν
ώνόμασεν , α ώς
δούλου μορφήν 5 Τίνες εΐσϊν ούτοι, οιτινες, πρώτοι προ-
λαβόντα ,
α.
και
εν
όμοιώματι
άνθρώσκαλεσθέντβς, από μιάς?*4ήγουν συμφώνως,
« πων » γενόμενον , και σχήματι ευρε ιών \, θέντα ώς άνθρωπον, και τό θέλημα του θεού
έπροφασίσθησαν,
και ουκ εδεχθησαν
τ£
κάλεσμα } — Ούτοί είσιν οί Φαρισάϊοι κα I και πατρός αύτοΰ_ποιήσαντα3 και τελειώγραμματείς^ και
νομοδιδάσκαλοι,
καί ο ί
2».
Εύαγγελίον της ΙΑ. Κυριακής. 121 άρχοντες τών Ιουδαίων τούτους πρώτους
σωτήρ διά τού & Οΰ δύναμαι έλθβΐν » το
β'κάλβσβν
κράτος καϊ τήν δύναμιν τού δεσμού τών
τάς
6
θείας
Κύριος, γραφάς,
ώς άναγινώσκοντας και
ώς
μαθόντας
σαρκικών προσπαθειών "και αμαρτημάτων.
εξ αυτών τά περί της εις τόν κόσμον πα
Ούτοι
ρουσίας αύτοϋ. Έζ αύτών δε
πάντας τούς φιλοκτήμονας, και φιλήδονους,
άλλοι μεν
δέ οί τρεις παρητημένοι σημαίνουσι
άπεστράφησαν την πρόσκλησιν, προβάλ
καϊ φιλοσάρκους άνθρώπους, [οιτινβς, προσ-
λοντες την άγοράν τοϋ άγροΰ, ήγουν τάς
καλούμβνοι υπό της ευαγγελικήςάφωνης εις
κοσμικάς αύτών υποθέσεις και ματαιότη
μετάνοιαν, και εις τήν μετάληψιν τών θείων
τας· διότι ό άγρός σημαίνει τόν
μυς-ϊΐρίων, καϊ τήν άπόλαυσιν της επουρανίου
κόσμον,
κατά την έξήγησιν τοϋ σωτήρος Χριστοϋ,
βασιλείας, παραιτούνται, οί μεν
διά την
Κατ. II όστις είπεν « Ό δε άγρός έστιν ό κόσμος ». I*. Παραιτούνται ουν ουτοί) επειδή δούλοι ήσαν
φροντίδα τών υπαρχόντων αύτών, οί δέ
της κοσμικής ματαιότητος και φαντασίας· ό-
τόν δβσμόν τών σαρκικών αμαρτημάτων
θβν και ελεγον α'Ημεΐς του Μωσέως εσμέν μα-
αύτών. Άκούσωμεν δέ καϊ τά έξης παρα
» θηταί· ήμεΐς οίδαμεν, δτι Μωση* λελάληκεν
βολικά λόγια.
διά τά εκ τών ηδονών εμπόδια, οί δέ διά
!·άν. 9,
» ό θεός· τοΰτον δέ ουκ οίδαμεν πόθεν έςίν ί. Άλλοι δέ πάλιν έπροφασίσθησαν, προβάλ
Καί
παραγενόμ,ενος ό δοΰλος ε- α·».",
λοντες την άγοράν τών πέντε ζεύγεων τών
κείνος,
άπήγγείλε τω κυρίω αύτοΰ
βοών, ήτις σημαίνει τήν προσήλωσιν εις
ταΰτα.
Τότε, οργωθείς ά οικοδε
τάς τρυφάς ' τών πέντε αισθήσεων, αίτινες
σπότης, είπε τω δούλω αύτοΰ*
πέντε ζεύγη είσί· διότι δύο εχομβν οφθαλ
ξελθε ταχέως εις τάς πλατείας κα:
μούς, δύο ώτα,
έ
δύο της ρινός πόρους, δύο ρύμας της πόλεως, καί τούς
πτω
της γεύσβως όργανα, ήγουν τήν γλώσσαν χούς καϊ αναπήρους και τόν
ούρανίσκον,
καί
τυφλούς
δύο άφάς εις πάντα καί χωλούς εισάγαγε ώδε.
τά μέλη, τήν εξω και τήν εσω, ήγουν τήν £ν τη~ επιφάνεια του σώματος ήμών γενο
Ό δούλος σημαίνει, ώς
είπομεν, τόν
μένη ν, καΐ τήν εσω εισχωρούσαν άχρι της
μορφήν
καρδίας
Πώς ουν αυτός έρχεται, καϊ δηλοποιεΐ προς
και της ψυχής ημών ούτοι ουν
δούλου λαβόντα Ίησούν Χριστόν.
έκδοτοι όντες εις τάς τρυφάς τών αισθή
τόν κύριον αυτού, ήγουν προς τόν θεόν καϊ
σεων ,
τήν
πατέρα αυτού, όστις τά πάντα γινώσκει,
πνευματική ν καϊ ουράνιον τού προσκαλοΰν-
τάς προφάσεις τών μή θελόντων εις αυτόν
τος αυτούς σωτηρος διδασκαλίαν, ελεγον
πις*εΰσαι } Περιέχει πολλάκις ή παραβολή,-
60 ' α Σκληρός βς·ιν ούτος ό λόγος· τίς δύναται » αυτού άκούειν 5 } Άλλοι δε ού μόνον
ώς άνωτέρω είπομεν, λόγιά τινα άναγκάϊα μόνον εις τόν παραβολικόν λόγον, οΰχϊ δέ
παρητήθησαν, άλλ' είπον, ότι ού δύνανται
καϊ· εις τά ύπ' αυτού σημαινόμενα· όθεν ,
έλθεΐν ' διά τήν γυναίκα- εφανέρωσβ δέ ό
ίνα άκολουθήση τού παραβολικού λόγου ή
και μή
δυνάμενοι
χωρήσαι
(Κ.ΪΡΙΑΚ, ΕΓΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.),
16-
Ερμηνεία ε:ς το κατά Λουκάν
σ«ρά, φανερωθτϊ δέ και ή άγανάκτησις τοΰ
εις τον Ίησοΰν Χριστόν ειμή κατ' εύδοκίαν
θεοΰ κατά των προφασιζομβνων, παρές-ησε
τοΰ θεοΰ και πατρός αύτοΰ, κατά τό είρη-
τον δοΰλον παραγενόμενον και άναγγέλλον-
μένον «
τα
» εάν μη
προς τον κύριον αυτού τάς προφάσεις
Ουδείς δύναται έλθειν πρός με, ί·*· 6» ό πατήρ ό πέμψας με
έλκύση
των προφασιζομένων. Βλέπε δέ που στέλ
» αύτόν ». Δια δέ
λεται ό θεάνθρωπος· εις τάς πλατείας μέλ
δ εστίν ϊ
λεται και εις τάς ρύμας· ούτοι δέ [είσι τό
αύτοΰ τό εύρύχωρον, εφανέρωσε δέ καί τό
ποι ^ όπου ούδέ ηγεμόνες κάθηνται , ουδέ
δτι ού μόνον δια τούς έκ τών Ιουδαίων ,
άρχοντες, ουδέ μεγιστάνες, ούδέ πλούσιοι ,
αλλά καί διά τούς εκ τών εθνών -πιστεύ-
άλλ' δ κοινός λαός περιέρχεται. Ποιοι δέ οι
σαντας ήτοίμασεν από καταβολής κόσμου
κατά την πατρικήν|παραγγελίαν ύπ' αύτοΰ
την θείαν αύτοΰ βασιλείαν α Καί ετι τό-
προσκαλεσθέντες και
» πος εστί »· καν οί έκ τών Ιουδαίων Ικ-
δαίοι πτωχοί,
πιστεύσαντες^ Ιου
ανάπηροι, ήγουν
ελλείπεις
τοΰ β Και ετι τόπος
εφανέρωσε μεν της
λεκτοι εισήλθον εις
βασιλείας
τήν βασιλείαν,
ετι
κατά τά κοσμικά πράγματα και ανίσχυροι,
τόπος εστίν ήτοιμασμένος και διά τούς έκ
τυφλοί, ήγουν αμαθείς και αγράμματοι ,
τών εθνών πις*εΰσαι μέλλοντας.
χωλοί, ήγουν ατελείς
κατά τά σωματικά Κα] είπεν ο Κυρίος προς τον δοΰ- λίϊ>ι23|*'
προτερήματα· τούτο δέ αΰτό δι άλλων λό λον, έξελθε εί'ς τάς οδούς κα: φραγ γων έφανέρωσεν ό ι. Κορ. 1, 28.
θεηγόρος
απόστολος ,
ειπών, «Τά άγενή τοΰ κόσμου και τά έξου' » θενημένα έξελέξατο ό θεός, και τά μη-όν-
μούς, καί
άνάγκασον είσελθεΤν, ίνα
γεμίσθτι ό οίκος μου. « Έξελθε εις τάς οδούς καί φραγμούς »·
ί τα, ινα τά όντα κατάργηση ?.
τοΰτο σημαίνει, δτι εύδόκησεν ό θεός, Γνα αο»*. η,
Κα: έϊπεν δ δούλος, Κύ,ριε, 'γετά εύαγγελικόν κήρυγμα τοΰ Ίησοΰ Χριγονεν ώς έπεταξας,
καί
|τι τόπος
εστί. Πότε ταΰτα είπε προς τον -θεόν και
στοΰ
έξέλθτ] έκ τής Ιερουσαλήμ
καί 'έκ
τοΰ γένους τών Ιουδαίων , .καί μεταδοθϊ] καί εις αύτούς τούς άπιστους καί είδωλο-
πατέρα αύτοΰ ό θεάνθρωπος } Όταν ίπλη-
λάτρας τούς εύρισκομένους έν
σίασ^ν ό καιρός του πάθους αύτοΰ , τότε
ασεβείας, ήγουν εν τη" ακαταστασία τής
17, « επήρε τους οφθαλμούς αύτοΰ εις τον ού-
απιστίας, και έν τω φραγμώ, ήγουν έν τη~ φραγμάν δέ ώνόμασεν
όδώ της
» ρανόν », καί προς τοΤς άλλοις εΓπε και
άμαρτία·
τοΰτο, « Τό έργον έτελείωσα, δ δέδωκάς
καθότι χωρίζει .τάν άνθρωπον άπά τοΰ θεοΰ,
» μοι, ινα ποιήσω ». Σημαίνουσι δέ ταΰτα
καθώς ό φραγμός χωρίζει άπ' άλλήλων τούς
την άκραν ύπακοήν της ανθρωπινής αύτοΰ
τόπους.
φύσεως εις την Οπερούσιον φύσιν της θεό-
< Καί
τητος· ετι δέ και τό δτι ούδείς ούδέ έκ των
αρά γβ τό βίασον, δυνάστευσον, βασάνισον
Ιουδαίων^ ούδέ έκ τ.ών εθνικών έπίστευσβν
.σωματικώς,
Ποίαν
δέ άρα
άνάγκασον
αύτήν ,
εννοιαν βχει
εισέλθει ν
τά
σημαίνει
καθώς τίνες τών έτεροδόξων
■
Εύαγγελίον της ΙΑ. Κυριακής. κακώς
και παραλόγως οΰτω νοήσαντες ,
βασιλείας.
125
Τοιουτοτρόπως δέ δηλοποιήσας
άπέκτειναν, και κα-
ό θεάς τήν θέλησιν αύτοΰ, επάγει ευθύς καϊ
τέκαυσαν } Μή γένοιτο ! δ λόγος, ουχί δέ ή
τήν δικαίαν αύτοΰ άπόφασιν κατά τών
ράβδος
προσκαλεσθέντων και μή θελησάντων πι-
μυριάδας άνθρωποι
πείθει τον νοΰν,
ό δέ νους εγείρει
την θέλησιν, ή δέ θέλησις προαιρείται καΐ
ς·εΰσαι εις αύτόν.
• δέχεται της πίστεως τα δόγματα· « Ειτις Λεγώ γαρ
ύμΤν,
οτι ουδείς τών α*»^ι*,
» θέλει, ειπεν δ Κύριος, οπίσω μου ελθεΐν ». Επειδή δέ τά εθνη ούδέ τον άληθινόν θεόν
ανδρών
εκείνων
τών
κεκλημένων
εγνώριζον, ούδέ νόμον θείον ειχον, ούδέ λό
γεύσεταί μου
για προφητικά, ούδέ θείαν γραφην, οδηγού
γάρ εισι κλητοί, όλίγοί δέ εκλεκτοί..
του δείπνου*
πολλοΣ
σαν αύτούς προς την εις Χριστόν πίστιν, Ταύτην τήν
άπόφασιν εξεφωνησεν δ
καθώς ό Ιουδαϊκός λαός, βεβυθισμένα δε Κύριος εξόχως κατ' εκείνων τών Ιουδαίων, ήσαν εις παν είδος άμαρτίας , τοις πάθεσι οιτινες προσκεκλημένοι μέν ήσαν υπό τών λατρεύοντες, και θεούς προσκυνοΰντες μέ άγίων προφητών, εκάλεσβ δε αύτούς καϊ θυσους, και μοιχούς, καϊ αδίκους, και άρ αύτός ό θεάνθρωπος προς τήν εις αύτόν παγας· διά τοϋτο αναγκαίοι ησαν διά. την πίστιν επειδή δέ ούκ επίστευσαν εις αυ τούτων
έπιστροφήν
τρόποι
ισχυρότεροι , τόν, ανάξιοι γεγόνασι και της εκκλησίας
δυνάμενοι πεϊσαι αύτούς και φωτίσαι εις αύτοΰ, και τών θείων μυστηρίων,
καϊ της
την έπίγνωσιν της αληθείας. Σημαίνει ουν θείας αύτοΰ βασιλείας. τό
άνάγκασον
Ουδείς, λέγει, εκεί
το κατάπεισον τον νοΰν νων τών άνδρών, οίτινες εκαλέσθησαν καϊ
δί επιχειρημάτων ισχυρών, όποια ησαν τά ούκ επίστευσαν, απολαύσει τών επουρανίων του αποστόλου Παύλου προς τούς Άρεοπαμου δωρεών. Αρμόζει όμως ή άπόφασις και γίτας· φώτισον την ψυχήν διά τοΰ φωτός προς πάντας τούς άνθρώπους , όσοι προσ της άγιας ζωης, όποία ύπηρχεν ή φωτοβό καλούνται πρός τήν εις Χριστόν πίστιν , λος πολιτεία των θεοκηρύκων άποστόλων και ού δέχονται αύτήν,
ή δεχόμενοι άθε-
νίκησον την καρδίαν αυτών διά της ενερ τοΰσι διά της αρνήσεως, ή διά τών πονη γείας τών θαυμάτων, όποια ήσαν τά υπό τών
μαθ/,τών
τοϋ
Χριστού
ρών έργων, τών
εναντίων της πίστεως^
τελεσθέντα διά τοΰτο ειπε τό α πολλοί κλητοί », ήγουν
ενώπιον τών εθνών. Το δέ α "Ινα γεμισθιη. ό πολλοί είσιν οί υπό θεοΰ προσκαλούμενοι , » οικός μου τ> παρίστησι την άμετρον φι ολίγοι δέ είσιν οί διά τήν άγαθήν προαίρε* λανθρωπίαν
και τό προς
πάντας
τούς
σιν κα\ τήν τών καλών πράξεων εργασίαν
ανθρώπους ελίος τοϋ θίοΰ, όστις θέλει, ίνα γινόμενοι εκλβκτοί, καϊ άξιοι της αιωνίου, πάντες οί εις τό μυστήριον της ευσέβειας μακαριότητος» πιστβύσαντες άπολαύσωσι της θείας αύτοΰ.
424
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ.
ΛΟΪΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ,
Χό σημερινόν εύαγγέλιον διδάσκει μάθτ,μα
θεός είς μετάνοιαν πότε διά στόματος τών
άναγκαΤον διά \τήν σωτηρίαν παντός αν
προφητών, λέγων, α Επιστρέψατε πρός με, 2_, ,4
θρώπου. Ουδείς
» λέγει Κύριος τών δυνάμεων, και έπις·ρα-
άνθρωπος ευρίσκεται εις
τον κόσμον, δστις οΰ προφασίζεται εν τάις
» φήσομαι
άμαρτίαις αύτοΰ· εκείνος εχει ταύτην την
» δυνάμεων », πότε διά τών αποστολικών
πρόφασιν, ό άλλος προβάλλει
λόγων,
άλλην, καϊ
κηρύττων,
α Άποθώμεθα ούν τά^^ (<
» εργα τοΰ σκότους, και ενδυσώμεθα τά
χος εν τώ βυθώ της άμαρτίας αύτοΰ , και
» δπλα τοΰ φωτός », πότε διά της ευαγγε
άμελεΐ την ψυχικήν αυτού
λικής αύτοΰ
σωτηρίαν. Το
β προς με πάντες οι κοπιωντες και πεφορ-
στόματος του καθενός την πρόφασιν, δει-
» τισμένοι », και υποσχόμενος εις τους πρός
κνύον τον θεόν όργιζόμενον κατά των προ-
αύτόν
φασιζομένων, καϊ διδάσκον φανερά τό δτι αί
παυσιν α Καγώ αναπαύσω υμάς 5.
άρπάζει
προσερχομένους την
Τί δε άποκρινόμεθα
προφάσεις κατακρίνουσιν εκείνους, δσοι ταύ
αΐώνιον άνά-
ημείς, δταν άκού-
τας προβάλλουσι· « Λέγω γάρ ύμΐν, δτι ού-
ωμεν τούτο τοΰ θεού τό κάλεσμα^ -ήμεΐς
» δεις των άνδρών εκείνων των κεκλημένων
πολλάκις η ως κωφοί ουδόλως αυτό άκούο-
5 γεύσεταί μου τοΰ δείπνου ».
μεν, η ως μωροί ως ουδέν αύτά λογιζόμεθα.
Πάντες οί χριστιανοί εσμεν κεκλημένοι
Όσάκις δέ είσέλδ'/) ό λόγος
τοΰ θεού είς
υπό θεού, ίνα γευθώμεν^τοΰ επουρανίου δεί
την καρδίαν ημών, καϊ έςυπνίση
πνου, ήγουν Γνα γενώμεθα μέτοχοι
νειδήσεως τον Ιλεγχον,
και
τμεΐς
της συ διά
τών
συγκοινωνοι της βασιλείας του Κυρίου η
προφάσεων την ταραχήν αύτης ήσυχάζο-
μών
μεν. Έως πότε, λέγει ή συνείδησις πρός
Ίησοΰ
Χρίστου· μαρτυρεί τούτο ό
'· 9°ρ· '» θειος απόστολος, λέγων, « Πιστός δ θεός , ϊ δι ου έκλήθητε είς
κοινωνίαν
του
υίοΰ
τον
1'·
φωνής, κραυγάζων, α Δεύτε Μβϊ 1{
από του
εύαγγέλιον
'
πρός υμάς , λέγει Κύριος τών
ουτω καθείς προφασιζόμενος κοιμάται ήσυ
σημερινόν
«ώ»31.
ΤΗΣ ΙΑ'.
πλεονέκτην και φιλοκτήμονα, τόσαι
φροντίδες και κόπο* διά τους αγρού;, διά
* αύτοΰ Ίησοΰ Χριστού τοΰ Κυρίου ημών ».
τάς οίκοδομάς, διά τά πρόσκαιρα κτήμα
Καθ" έκάστην ήμέραν προσκαλεί ημάς δ
τα } Εως
πότε, προσηλωμένος εις τά γήϊνα ■
Εύαγγέλίον της ΙΑ'. Κυριακής.
125
καί φθαρτά, αμβλείς την σωτ^ρίαν της
τόν άνυπόκριτον της νηστείας τρόπον « Σύ μ*τ. #,
αθανάτου ψυχής σου } αύριον αποθνήσκεις,
5 δε, λέγει,
τά δέ πράγματα, διά τά όποια τοσούτον
» κεφαλήν, και τό πρόσωπον σου νίψα» ί.
κοπιάζεις, άλλος κληρονομεί ή
αρπάζει,
Προσκαλεί ήμάς ό αυτός εις τήν προσευχήν,
συ δέ ούδεμίαν εξ αΰτών έχεις ώφέλειαν
διδάξας και αυτά της προσευχής τά λόγια·
ανάστα, εκτίναξον τήν πβρικυκλούσάν σε
ε Ούτως
πλάνην, σχόλασον άπ6 τοΰ θορύβου των
» ημών ό εν τόϊς ούρανοΐς 3).
φροντίδων σου, πρόσελθε βίς τον προσκα-
κοιλιόδουλος
και λαίμαργος αποκρίνεται·
λοϋντά σβ Ίησοΰν Χριστόν, καί περιπάτει
ού δύναμαι
νηστεύσαι, διότι ειμί ασθενής·
της αρετής τον δρόμον. Τί προς τούτους
εάν μή φάγω μίαν ήμέραν, άδυνατώ καί
τούς
γίνομαι ακίνητος και άχρηστος· τά νηστί
ελέγχους και
συνειδήσεως και
τάς
αποκρίνεται
συμβουλάς της ό
φιλοκτήμων
φιλόϋλος^ Ήγόρασα, λέγει,
αυτός εχει χρείαν της
άγρόν,
επισκέψεως μου·
νηστεύων, άλειψαί σου τήν
ούν
προσεύχεσθε ήμεΐς· Πάτερ «ύτ. *< Και ό μεν
σιμα βρώματα βλάπτουσι τήν ύγείαν μου· ό ιατρός έδιώρισεμοι δίαιταν ταύτα λέγει^ έπειτα
ετοιμάζει
άβροδίαιτα τραπέζια,
φυτεύω αμπελώνα, αύτός ζητεΐ την έπι-
παντοίων εδεσμάτων και ποτών πλήρη,
στασίαν μου· οικοδομώ οικίαν, ή οικοδομή
και τρώγει υπέρ τό μέτρον, και πίνει άχρι
αρπάζει
εκείνο τό
μέθης μετά τών φίλων αυτού. Τοιουτοτρό
πράγμά εστίν άναγκάϊον διά καλλωπισμών
πως ούν αυτός δέχεται τού θεού τό κάλε
τοΰ οΓκου μου, τούτο διά τήν ύπηρεσίαν
σμα, και τιμα τάς ήμέρας της νηστείας.
μου, τ6 άλλο διά τά ένδύματά μου, αυτό
Ο δέ ανευλαβής και ράθυμος, τόσας ώρας,
διά τάς χρείας μου· ταύτα δε αΐχμαλωτί-
λέγει, νά μένω εις τήν εκκλησίαν, ού δύ
ζουσι τον νούν μου* όθεν ού δύναμαι κατά
ναμαι· νυστάζω, μελαγχολώ , ατονώ καί
τό παρόν νά προσηλώσω αυτόν
άποκάμνω- ταύτα λέγει, έπειτα κατατρίβει
τήν προσοχήν
μου·
εις τόν
θεόν. "Α, μάτ αιε ! τοιουτοτρόπως αποκρίνε
τόσας και τόσας ώρας εις τά θέατρα, δια
σαι προς τόν θεόν, τόν διά της συνειδήσεως
νυκτερεύει εις τοΰς χορούς, επιμένει παίζων
σου και συμβουλεύοντα, καί ελέγχοντα,
ήμέραν τε καί νύκτα. Ά, πεπλανημένοι,
και προσκαλοΰντά σε εις τήν αϊώνιον αυτού
τοιουτοτρόπως άποκρίνεσθε εις τόν παντο
βασιλείαν } ελπίζεις άράγε, ότι αί τοιαύται
κράτορα, τόν προσ καλούντα υμάς εις τήν
προφάσεις σου δικαιολογούσί σε
άπόλαυσιν
ενώπιον
της
αιωνίου αυτού βασιλείας }
τοΰ προσκαλούντός σε θεού ^ πλανάσαι· ή
και έπειτα άναπαύεσθε, νομίζοντες, ότι αί
άπόφασις κατά τών προφασιζομένων εγρά-
τοιαύται προφάσεις
Α.υχ. ι«, φη* « Λέγω γάρ ύμΐν, δτι ουδείς τών άν34. > δρών εκείνων τών κεκλημένων γεύσεταί > μου τού δείπνου ι. Προσκαλ&ϊ ημάς ό μονογενής υίός τού θεού εις τήν νηστείαν, διδάσκων άμα και
δικαιούσιν ύμας ενώ
πιον αύτού } μή πλανάσθε* ή άπόφασις έγένετο· α Λέγω γάρ ύμΐν, δτι ουδείς τών αο«*. ι*, 24. δ ανδρών εκείνων τών κεκλημένων γεύσε» ταί μου τού δείπνου 3. Τά μαλακά ιμάτια, τά άπαλά στρώ-
Όμ,ίλί'α
126
μετά το κατά Αουκαν
ματα, τά άσεμνα θεάματα, τά αισχρά α
τί μολύνεις τήν ψυχήν σου διά πάσης σαρ
κούσματα, αί γαργαλίζουσαι εύωδίαι, τά
κικής άμαρτίας } άνάστα εκ τοΰ βορβόρου
πολυηρτυμμένα βρώματα, τά πνευματ ώδη
τής ανομίας σου, μή ελθών ό θάνατος, εδ-
ποτά, αί ήδοναι των αισθήσεων, αί- σκαν
ρη σβ κατακείμενον εις τήν άκαθαρσίαν
δαλώδεις συναναστροφαί, ή τόση , λέγω,
τής άμαρτίας σου. Τί προς ταΰτα αποκρί
επιμέλεια της σαρκός γέννα
νεται ό ασελγής } τούτο, λέγει, εστίν αδύ
επιθυμίας,
φλογοφόρους
αΓτινες καταποντίζουσιν ημάς
εις τον βορβορώδη μαρτημάτων
βυθον των ρυπαρών α
δ θεός, θέλων άπαλλάξαι η
μάς, προσκαλεί διά της άποςολικής φωνής ΐ»βμ, 43. λέγων, α Ένδύσασθε 5. Χριστόν,
και
τον Κύριον
επειδή
είμι τετρωμένος. υπό τοΰ έρωτος,
επειδή,
εκ
νεότητός μου εσυνβίθισα
τήν
της σαρκός πρόνοιαν μη
ή επιθυμία βιάζει μ«, και νικα με ή συνή.-
Τί προς ταΰτα
φιλόσαρκοί}
ήμεΐς, λβ
ούτως έζήσαμεν και
θβια.
Πανάθλιε,
αυτή εστίν ή άπόκρισίς
σου προς τον θεόν σου, τον βύεργέτην καΐ πλάστην σου, τον προσκαλοΰντά σε
είς
εσυνειθήσαμεν. "Α, μάταιοι και πεπλανημέ
μετάνοιαν, και υποσχόμενον σοι βασιλείαν,
νοι, ταΰτα άποκρίνεσθε
ης ουκ εσται τέλος ^ έπειτα ησυχάζεις, και
εις τον δεσπότην
της κτίσεως, τον προσκαλοϋντα την άπόλαυσιν της αιωνίου
υμάς εις
αυτού βασι
λείας } νομίζετε δέ, δτι αί τοιαϋται προ φάσεις δύνανται δικαιώσαι υμάς ενώπιον Α»», ι*, αυτού} ουχί· « Λέγω γάρ υμΐν, δτι ουδείς ϊ των
ανδρών
εκείνων
τών
κεκλημένων
» γεύσεταίμου τού δείπνου
* '·
εις τά σαρκικά πάθη ,
άμαρτίαν θέλω μεν και αποφασίζω, πλήν
γρυσιν, οΰ δυνάμεθα·
α·«χ. ι»,
πολλά επιρ'ρεπής
Ίησοϋν
» ποιεισθε εις επιθυμίας ». αποκρίνονται οί
νατον, επειδή εχω κράσιν θερμήν, καΐείμΐ
άναπαύεσαι, και κοιμάσαι, ελπίζων, ότι ό θεάς δέχεται τάς τοιαύτας προφάσεις σου^ πλανάσαι· « Λέγω γάρ υμΐν, ότι ουδείς τών ^ 24. Λ ανδρών εκείνων τών κεκλημένων γεύτ » σεταί μου τοΰ δείπνους. Πάντες, λέγω, οίχρις·ιανοί εσμεν ύπο θεοΰ κεκλημένοι προς σωτηρίαν πάντας επίσης
5 Έστωσαν υμών αί όσφύες, λέγει δ
αύτος ό Ίησοΰς Χριστός Τν παρεστώς άορά-
» θεός, περιεζωσμέναι »· ήμεΐς δέ, παραβαί
τως εν μέσω
νοντες ταύτην την έντολήν, λύοντες της
φωνής προσκαλεί ήμάς νΰν, καθώς προσε-
σαρκός
πράττομεν πάσαν
κάλει τότε
πάντας τους εν Ιερουσαλήμ·
σαρκική ν άμαρτίαν. Ό πολυίλεος θεός, εύ-
«Έρχεσθε,
λέγει, δτι
τον χαλινόν,
ήμών, διά τής ιδίας αύτοΰ
σπλαγχνιζόμενος, προσκαλεί ημάς εις με?
είσι Αμχ 14ι ι". λ πάντα ». Άκούετε, αδελφοί, φωνήν φι-
τάνοιαν διά τών προφητικών λόγων, διά
λάνθρωπον, φωνήν πατρικήν, φωνήν εύερ-
της άποστολικής φωνής, διά τής ευαγγελι
γετικήν } « Έτοιμα είσι πάντα »· ή άφεσις
κής διδασκαλίας, διά του εσωτερικού έλέγ
τών άμαρτιών , ή τράπεζα τών μυς*ηρίων,
χου τής συνειδήσεως.
τό ένδυμα τής άγιωσύνης· β "Ερχεσθε, δτι
Διά τί, λέγει, πολλά
κις ή συνείδησις, αδικείς τήν ξένην κλίνην^ διά τί κρατείς τήν άνομον γυναίκας
ήδη
ετοιμά
5 Ιτοιμά είσι πάντα ι· ή. επουράνιος μακα-
διά ριότης,
ή
βασιλεία ή αιώνιος, τά .αγαθά
Εύαγγέλίον της ΙΑ . Κυριακής. *°ρ· *» εκείνα, « α οφθαλμός ούκ εΓδε, και ους ουκ
127
και πολλής προθυμίας πράττομεν διά μίαν
» ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ
πρόσκαιρον άπόλαυσιν, λέγομεν, δτι
ϊ άνέβη
δυνάμεθα ποιήσαι διά μίαν βασιλείαν κα'
ϊ· ταΰτά εΐσι
τά αγαθά , α &
ού
χ ήτοίμασεν ό θεός τοις άγαπώσιν αυτόν »·
δόξαν αίώνιον}
βλέπετε λοιπόν πόσον ά
"Ερχεσθε, κράζει- τί δέ ήμεΐς άποκρινόμεθα
πρεπα και άδικά εΐσιν δσα προφασιζόμεθα
πρός τοΰτο τό καθολικον και φανερόν κά
ενώπιον τοΰ θεοΰ}
λεσμα ^ ναί, Κύριε, θέλομεν, καϊ έπιθυμοΰ-
Πώς^ προτιμάς τον άγρόν σου, ή την
μεν, Ινα ελθωμεν πρός σέ τον φιλάνθρωπον
οίκίαν σου , ή τον πλοΰτόν σου και τά
πάτερα και θεόν ημών, και καταξιωθώμεν
άξιώματά σου, τά όποια αύριον άποθνή-
τών επουρανίων σου δωρεών άλλ' ή άσθέ-
σκων
νεια τής
αύτών τών αιωνίων άγαθών τοΰ θεοΰ } Πώς }
κόσμου^
σαρκός, καϊ ή ματαιότης τοϋ και του διαβόλου οί πειρασμοί
εγκαταλείπεις, καν μή θέλης, και
προτιμάς
την επιθυμίαν
τής σαρκός σου
εμποδίζουσιν ημάς άπό τό άγιόν σου θέ
και αυτής τής προσταγής
τοΰ θεοΰ} διά
λημα· αύτη εστίν ή άπόκρισις ημών. Ίνα
την εΰμορφίαν εκείνου τοΰ προσώπου, τό
δε πληροφορηθήτε, δτι
ταΰτα ουκ εΐσιν
όποιον αύριον μαραίνεται και γίνεται βρώμα
εμπόδια ανίκητα , άλλά προφάσεις γυμναί,
τών σκωλήκων και δυσωδία, καταφρονείς τά
ού προβάλλω ούδέ τό άναρίθμητον πλήθος
πάντερπνα και ωραιότατα κάλλη τοΰ πα
τών αγίων ανδρών τε και γυναικών, οΐτινες
ραδείσους Πώς }
ταΰτα κατά κράτος
κατήργησαν , ουδέ
θελήματα, και ούχι τοΰ θεοΰ τά προς·άγμα-
την αύτεξούσιον τοΰ
άνθρωπου δύναμιν,
τα } γίνεσαι δούλος μάλλον τοΰ διαβόλου η
ούδε τής θείας χάριτος την ενέργειαν, ήτις,
τοΰ θεοΰ } Πώς} προκρίνω εγώ και αύτοΰ τοΰ
δταν ημείς μόνον θελήσωμεν, διαλύει πά-
πλάνου και θεοΰ μου τό πεΐσμάμου, τόνθυ-
σαν δυσκολίαν , άλλά προτείνω μόνον τό
μόν μου, την επιθυμίαν μου, την μνησικα-
ύπακούεις τά διαβολικά
κίαν μου^ τόν φθόνον μου, την ματαιότητα εξής παράδειγμα. Έάν τις βασιλεύς επίγειος προσεκάλει σβ εις τό βασιλικόν αυτού παλάτιον, ύπο- .
τοΰ -κόσμου, την συμβουλήν τοΰ διαβόλου } Και μή νομίσητε, άγαπητοί μου χριςια-
σχόμενός σοι πλοΰτον , τιμήν, άζιώματα
,νοί, δτι -ό θεός τάς μεν παραλόγους προφά
βασιλικά καϊ συμμετοχήν τής ιδίας αυτού
σεις άποστρέφεται, τάς
βασιλείας, έφευγες άρά γε τοιούτον κάλε
δέχεται* διότι ούδε αύται αί ευλογοφανείς
σμα, προφασιζόμενος ή άδυναμίαν, ή εμπό
προφάσεις 'εχουσι τόπον
δια, ή πειρασμούς, ή άλλο τι παρόμοιον }
Ποία πρόφασις ή εύλογωτέρα, ή νομιμωτέ-
ουχί· σύ τότε έσπευδες ένισχύων την άδυ
ρα τής διά την τιμήν και περιποίησιν τήν
ναμίαν σου, και έτρεχες καταπατών πάντα
χρεωστουμένην πρός τούς γονείς} αυτός ό
τά εμπόδια,καί επήδας υπεράνω παντός πει
θίός
ρασμού, και ουδέ ηνοιγες όλοις προφασιολο-
ήμών τιμήν, και περιποίησιν, και εύλάβειαν
γίας ς-ρμα. Έκεΐνο λοιπόν, όπερ μετά χαράς
« Τίμα^ ειπϊ, τόν πατέρα σου »· ύπεσχέθη έξ.
δέ ευλογοφανείς
ενώπιον αύτοΰ.
ενομοθέτησε τήν πρός
τούς
γονείς
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
428
δ; εις τους φυλάσσοντας ταύτην την εντο-
υπερπόθητον τοΰτο έκτον. Ό θεός ήτοίμασί
λήν πάσαν εύτυχίαν και ήμερων μακρότα
τοΐς άγαπώσιν αυτόν βασιλβίαν άτελεύτη-
τα· α "Ινα ευ σοι γένηται, και μακροχρόνιος
τον, καί δόξαν αίώνιον τοΰτο εβδομον. Ό
» γένη έπι τΐ,ς γης της αγαθής »· Και δμως
θεός δί ημάς τους ανθρώπους και διά την
ό αυτός Κύριος ειπε προς τον προφασιζομε-
ήμετέραν σωτηρίαν έξαπέστειλβ
νον και λέγοντα, δτι θέλει πρώτον θάψαι
αύτοΰ εις τδν κόσμον, δστις, άνθρωπος γβ~
τον πατέρα αύτοΰ, και έπειτα άκολουθησαι
νόμενος, ύπέμεινε σταυρόν
ϊΐ«. *. αύτω, « Ακολουθεί μοι, και άφες τους νε22'
» κρούς θάψαι
τους εαυτών νεκρούς »·
«ο*, ίο, αυτός Κύριος ειπε ν 87'
ό
β Ό φιλών πατέρα ή
ϊ μητέρα υπέρ εμέ ουκ
εστι μου άξιος ».
τοΰτο
τον υίόν
καϊ θάνατον
άλλο δικαίωμα τών δικαιωμάτων
ύπέρτερον. Οί άνθρωποι, η αμαθείς και κα κοί, προστάττουσι τά αδύνατα, ή άδικοι,, τά άδικα, ή άσπλαγχνοι, τά σκληρά καϊ
Πώς ουν ταΰτα συμβιβάζονται } διά τίούδέ
δύσκολα· ό θεός, ώς πάνσοφος καϊ πανάγα
η νόμιμος καϊ δικαία πρόφασις ούδεμίαν
θος, ουδέν αδύνατον προστάττει, ώς δικαι
δικαιολογίαν
ότατος, ουδέν άδικον, ώς πανεύσπλαγχνος,
ευρίσκει
ενώπιον του
δι
καιοτάτου θεοΰ} διότι ό θεός εχει πάντα
ουδέν σκληρόν δταν προστάττϊ], προς"άττει
τά δικαιώματα, διά τά όποια πρέπει αύτώ
τά δυνατά, τά δίκαια^ τά ομαλά.
και ή αγάπη,
θρωποι, η
και ή προτίμησις, και ή
πονηροί
δντες,
Οί άν
προσκαλοΰσι
υπακοής και ό φόβος, καϊ ή εύλάβεα πλέον
τους ανθρώπους β*ς τά εργα της πονηρίας,,
και των φίλων,
ή φθονεροί, εις τά επιβλαβή, η διεφθαρμέ
και τών
συγγενών, και
των γονέων, και πάντων τών κτισμάτων,
νοι, εις τά ολέθρια· ό δε θεός, πανυπερτε λείος
και πραγμάτων, και υποθέσεων, και αύτης
και πανυπεράγαθος ών, δταν προσκαλη" ,,
της ιδίας ζωης ημών.
προσκαλεί διά τά καλά, διά τά ωφέλιμα ,
Ό θεός εστι δημιουργός πάσης της ορα
διά τά σωτήρια.
Μετά ταΰτα ποία πρό-
τής καΐ άοράτου κτίσεως· τοΰτο δικαίωμα
φασις έχει τόπον, δταν αυτός μεν προς-άτ-
του θεοΰ πρώτον. Ό θεός έστι κύριος καϊ
τη, ημείς δε ούχ ύπακούωμεν } ποία πρό-
δεσπότης πάντων τών αοράτων και ορα
φασις έχει λόγον, δταν αύτόςμέν προσκαλη,
τών κτισμάτων τοΰτο δικαίωμα δεύτερον
ήμεΐς δέ φεύγωμεν τά θειο ν αύτοΰ κάλεσμα^
Ό θΐός εστι ποιητής και πλάστης του άν
Ή πρόφασι; ενώπιον μέν
θρωπου· τούτο δικαίωμα τρίτον Αυτός έστι
λόγον, επειδή τά δικαιώματα τοΰ ανθρώ
χορηγός της ζωής* τοϋτο τέταρτον. Αυτός
που προς τόν άνθρωπόν βίσι μικρά καϊ
δοτήρ πάντων τών έπι γης άγαθών τοΰτο
ολίγα·
πέμπτον. Ό^θεός έστι τό πανυπερτέλειον
εχει, επειδή τά δικαιώματα τοΰ θεοΰ πρός
δ ν,
τόν άνθρωπόν είσιν ύπερμέγιστα και ανα
τό φιλάνθρωπον, τό
πανάγαθον , τό
πάνσοφον, τό δικαιότατον,τό πανεύτπλαγχνον, τό
ανθρώπων έχει
ενώπιον δε τοΰ θεοΰ ούδένχ λόγον-
ρίθμητα.
εύεργετικώτατον, τό αυτό καΑδελφοί μου, μή πλανάσθε· αί προφάσεις
ί»' έαυτό άγαπητόν και πανάγιον καϊ πανπρός την εκπλήρωσιν τών προσταγμάτων
129
Εύαγγέλίον της ΙΑ'. Κυριακής. τοϋ θεοϋ ουκ 'βϊσί δικαιολογίας άλλα πονη-
πονηρία, και διαβόλου έφεύρεμα, δί ου απο
ρολογίαι· βγνώρισε τούτο καλώς δ προφη-
κοιμίζει
τάνα,ξ Δαβίδ, δστις προσευχόμενος έλεγε·
άποθάντ)
*λι*ο,« Μή εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους
τον τρισάθλιον άμαρτωλόν,
Γνα
εν τάΐς άμαρτίαις αύτοϋ.· Φεϋγε
λοιπόν,'χριστιανέ,'τάς προφάσεις, Γνα φύγεις
» πονηρίας του προφασίζεσθαι προφάσεις
της κολάσεως την κατάκρισιν. "Ινα δέ ταύ
» εν άμαρτίαις 2. Καθώς γίνεται τδ θέλημα
τας
τοϋ θεοΰ εν τώ ούρανώ χωρίς άντιλογίας ,
τάς χείρας και τά όμματα εις τον ουρανόν,,
χωρίς γογγυσμοϋ, χωρίς αμφιβολίας, χωρίς
και μετά ευλάβειας εύχου ενώπιον τοϋ θεοΰ,
τίνος
ώς δ Δαβίδ· α Μή έκκλίν7?ς την καρδίαν
προφάσεως,
τοιουτοτρόπως . πρέπον
εστίν, Γνα εκτελήται και
επί της γης·
« Γενηθήτω το θέλημα σου, ώς εν ούρανώ, > και «πϊ της γης·
ευκόλως φεύγ-ρς , εκτεινον συχνάκις
» μου εις λόγους πονηρίας του προφασίζεϊ σθαι προφάσεις εν άμαρτίαις ί.
Πάσα πρόφασίς έστι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ ΕΪΑΓΤΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ ΙΒ'.
ψλ. ι .4, * Μ, ΙΤΙΕΓΑΣ Κύριος καΐ αϊνετός σφόδρα, και » της μεγαλωσύνης αύτοΰ ουκ εστι πέρας 2 !
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
θινης λέπρας τό πάθος, όταν φθάση είς τήν άκμήν, και είς τον
αύτοϋ βαθ-
Της λέπρας το πάθος φθορά εστίν δλου τοϋ
μόν,
αΓματος·
περιέχοντα αύτα
ενίοτε παρά τοις Ίουδαίοις, ώς φαίνεται
άγγεΐα, της ελαστικής αυτών δυνάμεως
είς τήν νομοθεσίαν τοϋ Μωϋσέως, επειδή
στερούμενα, ούδέ τρίβουσιν, ουδέ έξωθοϋσι
μετά μεγάλης προσοχής παρετηρεΐτο ευθύς,
τά εν τω αΓματι άλατα και έτεροειδή μό
είς τήν αρχήν, δτε ούδέ
ρια· εκ τούτου δέ στάσεις αυτών γίνονται
ούδέ πρόοδον, αλλά μόνον τό πρώτον αύτοϋ·
εις την έπιφάνειαν τοϋ σώματος· εξ αύτών
Γχνος εδείκνυε, Τοϋτο τό
δέ άναζέσεις και πυρώσεις, και ή βλεπο-
άνίατον πάθος δί ενός νεύματος όλοτελώς
μενη μεταβολή τοϋ φυσικού χρώματος, καϊ
εθεράπ$υσεν ό θεάνθρωπος Ίησοϋς· <ς Μέγας
ή άλλοίωσις τοϋ δέρματος, και τοϋ κρέα
» Κύριος καϊ αίνετός σφόδρα, καϊ της με-
τος
» γαλωσύνης αύτοϋ ούκ εστι πέρας > ! Ούχϊ
δθεν και τά
καϊ τών μελών ή διαφθορά. Της άλη(ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓ. ΤΟΜ. &'.)
γίνεται πάντη-
τέλειον
άνίατον
ίατρεύετσ
αύξησιν
είχεν,
φθοροποιόν καϊ
17
Ερμηνεία Ινα, ουδέ δύο, αλλά δέκα λεπρούς,
εϊς πάσης
το κατά Λουκα^
γοντες" Ίησοΰ
έπίστάτα,
έλεησον
ιατρείας απελπισμένους, όμοΰ έν μια ς·ιγήμας. μη~ καιρού δια της παντουργικής αύτοΰ δυνάμεως έκαθάρισεν δ παντοδύναμος σω-
Επειδή
μακράν
ήσαν οί λεπροί από
τήρ. Την περί τούτων σύντομον ίστορίαν
του Ίησοΰ Χριστοΰ, Γνα άκούση
ήκούσατε εις το σημερινόν άναγνωσθέν
ύψωσαν τήν φωνήν αυτών, και μεγαλοφώ-
εύ-
γέλιον νυν δέ και την πλατυτέραν αυτής
νως " έκραύγασαν
εκφρασιν και έξήγησιν ακούσατε.
Κύριε,
αύτούς,
α Έπιστάτα », ήγουν
κηδεμών, έφορε, β ελέησον ημάς ».
Αυτοί ενδεχομένως ήκουσαν τών εξαίσιων α«*. π,
Τω καφω εκε:νω, εισερχομένου του
Ιησού εις τίνα
κώμην, απήν
τησαν αύτω δεκα λεπρό!
άνδρες,
τοΰ Χριστοΰ θαυμάτων τδ πλήθος·
στεύσαντες, δτι δύναται θεραπεΰσαι αύ τούς, έζήτουν παρ' αύτοΰ τήν ίατρείαν τοΰ πάθους αυτών,
ο* έστησαν πόρ'ρωθεν.
διό πι-
κραυγάζοντες μεγάλη τΐ}
φωνή" « Έλέησον ήμάς ». Τί δέ έποίησεν Αύτη ή κώμη,
ήγουν ή μικρά πόλις, ό φιλανθρωπότατος, άκούσας τήν έλεεινήν
εκείτο μεταξύ
της Σαμάρειας
καΐ Γαλιαυτών φωνήν:,
λαίας·
διότι, δτε δ Κύριος ημών Ιησούς ε-
πορεύετο είς την Ιερουσαλήμ,
διαβαίνων
διά της Σαμάρειας και Γαλιλαίας,
τότεν
λουχ. 17, κατήντησεν είς αυτήν τήν κώμην.
'Οτα,
Κα: ίδών, είπεν αύτοΤς, θέντες, επιδείξατε εαυτούς ρεΰσι.
Κα« έγενετο έν
πορευ- Λ*υχ.^7, τοΤς 1ε-
τω ύπάγείν
δέ επλησίασε, και εμελλεν είσελθεΐν είς αυ αύτούς, έκαθαρίσθησαν. τήν,
τότε απήντησαν αύτω
οί δέκα άν Ότε κατά πρώτον β^ταίνετο είς το σώ
δρες οί λεπροί, οίτινες μακρόθεν έστάθησαν μα τοΰ άνθρωπου μικρόν καΐ άμφίβολον της μή τολμήσαντες πλησιάσαι είς
τον Ίηλέπρας σημεΐον, παρίστατο εύθύς ό άνθρω
σοΰν Χριστόν,
μηδέ πεσεΐν είς τους πόδας πος εκείνος ενώπιον τοΰ ιερέως* δ δέ ιερεύς,
αύτοΰ· επειδή ό Ιουδαϊκός
νόμος άπηγόεξετάζων ακριβώς το πάθος ημέρας δεκα-
ρευεν είς τους λεπρούς τήν μετά τών κα τέσσαρας, θαρών άναστροφήν και
απεφάσισε,
λέπρα εστί τό πά
άνάμιξιν, λέγων θος εκείνο ή ού· εάν δέ μετά τήν δοκ'.μήν
αμϊτ. ι», <Σ Κεχωρισμένος
καθήσεται
( δ λεπρός) , έφαίνετο δ άνθρωπος τώ όντι λεπρός, έχώ-
**'
ϊ εξω της παρεμβολής αύτοΰ εσται ή διαριζεν αυτόν » τριβή ·>·
από τών άλλων άν&ρώπων,
δθεν δ Ίωσηπος δ Φλάβιος περι καΐ έξέβαλεν εξω της παρεμβολής αύτοΰ,
του Μωϋσέως ειπε,
« Τούς δέ λεπρούς
είς Γνα μή και τούς άλλους μιάνη. Μετά ταΰ-
ϊ τό παντελές έξήλασε της πόλεως, μηδετα, εάν δ άνθρωπος εκείνος ένόμιζεν, ϊ νι συνδιαιτωμένους,
και
δτι
νεκρού μηδέν Ζατρεύθη, παρίστατο πάλιν προς τον ίερέα,
5 διαφέροντας ». όστις, Α^η,
Κα;
αυτοί ηραν φωνήν ,
λέ
ακριβώς εξετάσας καΐ πληροφορη
θείς περί της αληθούς αύτοΰ θεραπείας, προ-
η 14.
Εύαγγελίον της ΪΒ . Κυριακής.
131
σέφερε τάς υπέρ τοϋ καθαρισμού αύτοΰ θυ
δταν δε αυτός μετά
σίας,
αυτόν καθαρόν
ώσπερ εκείνοι, Ιησού, υίέ το} θεού, έλέησόν
άπό της λέπρας, εδιδεν αύτω άδειαν , Γνα
με, τότε ό παντελεήμων Ιησούς, επακούων
είσέλθτ) εις την πόλιν, και εις τον οίκον
της προσευχής αύτοΰ,
αύτοΰ. Ταϋτα διωρισμένα ήσαν εν τω Ίου ·
καθαρίζει την ψυχήν αύτοΰ άπό της λέ
δαϊκω νόμω.
κατά την προ-
πρας τών αμαρτιών αύτοΰ. Τί δέ εποίησαν
ό λεπρός παρίστατο
οί λεπροί, ίδόντες δτι τοσούτον παραδόξως
καί άνακηρύττων
Δ!ς λοιπόν,
σταγήν τοϋ νόμου,
ενώπιον του ιερέως, πρώτον, δτε ύπώπτευε ν, δτι εστί λεπρός·
κατανύξεως κράζ>],
έλ:εΐ αυτόν, και
έκαθαρίσθησαν }
δεύτερον, δτε ένόμιζεν,
δτι ΐατρεύθη άπο της λέπρας. Επειδή οδν
Είς δέ εξ αυτών
ίδών, οτι
Ιά-
οί δέκα λεπροί εξω της πόλεως ησαν, δπου
θη, ύπεστρεψε, μετά φωνής μεγά
απήντησαν τω Ιησού Χριστώ, και ουδέ
λης δοξάζων τον
«τόλμησαν
σεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας
πλησιάσαι προς αυτόν, φανε-
θεόν,
ρόν έστιν, δτι αύτο'ι παρεστάθησαν πρότε-
αύτοΰ, ευχάριστων αύτω'
ρον προς τούς ιερείς, και έδειξαν τό πάθος
τός ην Σαμαρείτης.
και επε-
καί αυ
αυτών, και άνακηρυχθέντες ύπ' αυτών λε προί, έξωρίσθησαν της πόλεως. Λοιπόν ό θεάνθρωπος Ίησοϋς, δστις είδε,
και ίδών,
Έκ τών δέκα καθαρισθέντων είς μόνος
λεπρών
έφάνη ευχάριστος, δστΐ;ίδών
λέγει, δτι άληθώ; ησαν λεπροί και άπο-
δτι εκαθαρίσθη άπό της λέπρας, επέστρε-
βεβλημένοι της πόλεως, προορίσας σιωπη
ψεν ευθύς άπό της όδοΰ, και εδόξαζε μεγα-
λώς Γνα καθαρισθώσι κατ' αυτόν τόν καιρόν,
λοφώνως τόν θεόν πεσών δέ προς τού; πό
καθ' 6 ν επορεύοντο προς τούς ίερεΐς^
άπέ-
δας τοΰ Ίησοΰ Χριστού, προσέφερεν αύτω
προς τούς ίερεΐς, ούχ Γνα
την εύχαριστίαν διά την εύεργεσίαν αύτοΰ.
στειλεν αυτούς
αυτοί εξετάσωσι τά περί της λέπρας,
άλ-
Σαμαρείτης δέ ην ούτος ό ευχάριστος άν
λ' Γνα άνακηρύξωσιν αυτούς υγιείς και καθα
θρωπος. Επειδή δε οί Σαμαρεϊται ούδέ είς
ρούς.
τά περι πίστεως ησαν σύμφωνοι τοις Ίου-
Γέγονε δέ ως ό παντοδύναμος έδιώ-
ρισεν α Έν τω ΰπάγειν αυτού;», ήγουν κα
δαίοις, ούδέ τούς ίερεΐς αύτών εύλαβοΰντο,
θ' δν καιρόν επορεύοντο προς τούς ίερεΐς, εν
ούδέ συνανεστρέφοντο μετ' αύτών, ούτος
αύτη τη' όδω έκαθαρίσθησαν άπο της λέ
δέ ό Σαμαρείτης μετά τών λοιπών εννέα
πρας. Βλέπε δέ, δτι οί μέν λεπροί κραυγά-
λεπρών τών Ιουδαίων
ζουσι
και προθύμως άπηλθε προς τού; τών Ιου
τό δ Έπιστάτα,
ό δέ επιστάτης δεήσεως
αυτών,
έλέησον ήμας »,
Ιησούς, επακούσας της έκαθάρισεν αυτούς από
συνανεστρέφετο ,
δαίων ίερεΐς, δτε τούτο έκέλευσεν ό Ιησούς Χριστός, φανερόν εστίν,
δτι ούτος, καν
της λέπρας αυτών. Τύπος τούτο του α
Σαμαρείτης ην τό γένος, όμόπιστος δμως
μαρτωλού· λϊλεπρωμένην εχει ό άμαρτωλός
ην τοις Ίουδαίοις, πιστεύων καί δεχόμενος
την ψυχήν, καθώς οί δέκα λεπροί τό σώμα·
πάντα, όσα καί εκείνοι επίστευον και ε17*
ι7·
ι«.
Ερμηνεία εϊς το κατά Λουκαν
132 δέχοντο·
διά τούτο δέ
ό Ιησούς Χρίστος
Σαμάρειαν,
μετέστησε πάντας
ουκ είπε περί αύτού, ό αλλόπιστος ούτος,
κατοικούντας Ίσραηλίτας
η ό έτερόδοξος ούτος, « άλλ' δ αλλογενής ου-
αύτών Ώσηέ
ϊ τος », σημαίνων,
ράν,
δτι άλλου μεν γένους
ην δ άνθρωπος, ουκ άλλης δέ πίστεως.
τούς εκεΐ
σύν τω βασιλεί
εις τήν των Άσσυρίων χω
άντ' αυτών
δέ άπέστειλεν
είς τήν
Σαμάρειαν Άσσυρίους, οιτινβς κατοίκησαν \ έν αύτη. "Ινα τί δέ δ θεάνθρωπος μετά το-
α*>*. ·ν
ΑποκρίΌείς δέ δ
Ιησούς, επυεν' σαύτης ακριβείας έστ,μείωσβν, δτι ούτος δ
ούχι οι δέκα εκαθαρίσθησαν 5 οι δέ εύχάριστος άνθρωπος ην Σαμαρείτης καί ι»,
έννεα που · ούχ ευρέθησαν ύποστρεαλλογενής } ίνα διδάξη πάντας τό τού θεού ψαντες δούναι δόξαν τω θεω,
ειμή
6 αλλογενής ούτος.
άπροσωπόληπτον, καϊ δτι ο: εν παντί εθνει Π^ξ. ι β, ί ό φοβούμενος αύτόν,
και εργαζόμενος δι-
| » καιοσύνην, δεκτός αύτώ εστί 5.
Ταύτα
Επειδή οσάκις ό θεάνθρωπος εθεράπευδέ ειπών δ Ιησούς προς τούς πβριβστώτας, ιΰΒν ασθενείς, η άνέστησε νεκρούς, η άλλας στραφείς προς τόν είς τούς πόδας αυτού πε θαυματουργικάς ευεργεσίας έπραξε , διδά σόντα Σαμαρείτην, είπε· σκων ημάς την ταπεινοφροσύνην φυγην της φιλοδοξίας,
και την
ού μόνον ουδέποτε Κα:
παρ' ούδενάς των
είπεν
αύτώ, Αναστάς πο-
εύεργετηθέντων έζήτηρεύου'
ή πίστις σου σεσωκε σε.
σεν εύχαριστίαν, άλλά καί παρήγγειλεν αύτοίς την σιωπήν της ευεργεσίας. "Ινα μήτις
Άκουε τ ής ταπεινοφροσύνης τό μάθη
νομίση, δτι ούδεμίαν εύχαριστίαν ζητεί ό
μα· ούκ εγώ, λέγει, έθεράπευσα τήν άσθέ-
θεός παρ' ήμών διά τάς προς ημάς ευεργε
νειάν σου, άλλ' ή πίστις σου· ή πίστις σου
σίας αύτού,
δτε ό καθαρισθείς
εκαθάρισέ σε από της λέπρας· « Ή πίστις
αύτώ την εύχαρι
» σου σέσωκέ σε ».
διά τούτο,
Σαμαρείτης προσέφερεν
Τά
μ«. »,
αύτά λόγια είπε
στίαν, τότε, στραφείς προς τούς περιεστώ-
προς τήν αίμορ^οούσαν, τά αύτά προς τόν Μάρχ. ι»,
τας, έμέμφθη μεν τούς αχάριστους, εδέχθη
τυφλόν τόν Βαρτίμαιον,· δτε
δέ την εύχαριστίαν του ευγνώμονος, ειπών,
αυτούς· τά αύτά πρός τήν άμαρτωλόν
Και οί δέκα εκαθαρίσθησαν,
ναίκα, δτε έσυγχώρησε τάς άμαρτίας αύ- Αου*. 7,
ποΰ δέ είσιν
έθεράπευσεν γυ
οι λοιποί εννέα } αύτοί ούχ ύπέστρεψαν, Γ-
της. Έκ τούτων δέ φανερόν εστίν, δτι ού
να προσφέρωσι την είς τόν θεόν χρεωστού
μόνον δ Σαμαρείτης, άλλά και οί λοιποί εν
μενην εύχαριστίαν μόνος δέ ούτος ό αλλο
νέα λεπροί επίςευσαν είς τόν Ίησοΰν Χρις-όν·
γενής
διότι, εάν ούκ επίστευον, ούκ έκαθαρίζοντο*
εύχάριστος έφάνη , προσελθών
και
Αλλογενείς δέ ήσαν οί Σα-
άλλ' δ μέν Σαμαρείτης
μετά τήν εύεργε-
μαρειται και ούχ ομογενείς τοις Ίουδαίοις,
σίαν εφάνη εύχάριστος,
οί δέ λοιποί εννέα
εύχαριστήσας.
ί. Βα>. επειδή ήσαν Άσσύριοι το γένος· διότι δ 17, 6. βασιλεύς των Άσσυρίων, καθυποτάξας τήν
έφάνησαν αχάριστοι τον εύεργέτην αυτών.
καί άγνώμονες πρός
133
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
Α
Ο
ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ
ΤΟ
Υ
ΚΑΤΑ
Κ
Α
Ν
ΤΗΣ ΙΒ7. ΚΥΡΙΑΚΗΣ-
■9 Ααηθως
παντεξουσιος ών
ό* θεός
και
αρετή μεγάλη· αύτήν ζητεΐ ό Θεός παρ η
πανυπερτέλειος, ούδεμίαν εχει χρείαν τών
μών, αύτη εστί πολλά
ευχαριστιών καΐ τών δώρων τοΰ ανθρώπου·
αύτόν,
■Ϋαλ. ι ε, α Ότι τών αγαθών μου ού χρείαν έχεις »· ούτως εψαλλεν ενώπιον τοΰ θεοϋ ό προφη-
ευπρόσδεκτος εις
δί αύτήν λαμβάνομεν- ήμεϊς
τάς
πλουσίας αύτοΰ άνταμοιβάς. Μείζων πασών τών αρετών ή διάκρι-
τάναξ Δαβίδ. Οί άνθρωποι δεικνύουσι την
σις. αύτη έστι τό άλας τά άρτίζον
εύγνωμοσύνην αυτών, ή διά λόγου εύχαρι-
τελείαν ποιοΰν πάσαν άρετήν χωρίς αύτής
στοΰντες, ή δώρα προσφέροντες προς τον
πίσα αρετή εστίν ατελής και δύσμορφος*
εύεργέτην. Ό θεός ούδεμίαν εχει χρείαν της
διά τοΰτο εδιώρισεν
ευχαριστίας
ρ πάν δώρον Θυσίας ύμών άλι άλισθήσεται·
και δοξολογίας ημών, επειδή
εστίν αύτοδόξαστος· ή θεία αύτοϋ
φύσις
5 ού διαπαύσεται
καί
ό Θεός, λέγων, « ΚαΙ α<ι>γτ. ί,
άλας
διαθήκης Κυρίου
άφ' έαυτής φύσει Ιχει άπειρον και άκατά-
5 από θυσιασμάτων υμών επί παντός δώ-
παυστον την δόξαν και την αΓνεσιν ούδε
2 ρου ύμών προσοίσετε άλας ί· Όπου δέ ή
μίαν χρείαν εχει της δί έργου } ήγουν της
διάκρισις, εκεΐ και ή εύγνωμοσύνη· ουδείς
διά θυσιών και δώρων προσφερόμενης αύτώ
διακριτικός έστιν αχάριστος* πάς δέ άχά-
ευχαρις-ίας, επειδή, πνεΰμα πανυπερτέλειον
ριστός εστίν αδιάκριτος· διά τοΰτο βλέπο-
δνΤ ουδόλως μετέχει ί) απολαμβάνει τών σω
μεν, ότι της εύγνωμοσύνης ή αρετή κατοι
ματικών
κεί εις τήν ψυχήν τών άγίων και δικαίων
και
Ολικών
πραγμάτων τών
προσφερομένων αύτώ. Επειδή όμως και ή διά λόγου και ή δί έργου προσφερόμενη αύ
ανδρών. Πρώτος
πάντων
τών
εν κόσμω αν
τώ βύχαριστία εστίν ενδειξις βεβαία δια
θρώπων ό δίκαιος Άβελ ένόησε τρόπον, δι ι
κριτικής
τοΰ οποίου έδειξε τήν προς τόν θεόν εύγνω
και
καλοδιαθέτου
ψυχής *, διά
τοΰτο ό θεός δέχεται αύτήν ευμενώς· και
μοσύνην αύτοΰ·
εγνώρισεν αύτός, καϊ κα
τά λόγια, και τά δώρα τοΰ ευχάριστου αν
λώς διέκρινεν, δτι ό θεός εδωκεν αύτώ και
θρώπου δέχεται διά τήν εύγνωμοσύνην της
τό είναι, και τήν ζωήν, και πάντα, δσα
ψυχής αύτοΰ· διότι ή ευγνωμοσύνη εστίν
είχεν επί της γης* όθεν, άγαθήν Ιχων τήν
154
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
προαίρεσιν και φιλοδίκαιον, ηθέλησαν
άπό της διαφθοράς
τοΰ κατακλυσμού, στήσας θυσιαστήριον ,
λοιπόν τά πρωτότοκα των προβάτων αυ
κα! όλοκαυτώσας ι άπό πάντων τών κτη- ·ύ^0β·
τού, και άπό των στεάτων
και
» νών τών καθαρών, και άπό πάντων τών
Και
τ> πετεινών τών καθαρών ί. *Ινα δέ φανέρω
πώς μεν αύτά προσέφερεν ούκ έφανέρωσεν
ση ό θεός, δτι πολλά άρεστή και ευπρόσδε
ή θεία γραφή·
κτος έφάνη εις αύτόν ή εύγνωμοσύνη
αΰτών ,
επειδή δε βλέπομεν, δτι οί
τοΰ
μετά ταΰτα άγιοι άνδρες, δσα προσέφερον
Νώε, πρώτον μεν λέγει, α Και ώσφράνθη ■*!**·
εις
ι Κύριος ό θεός όσμήν εύωδίας ί· έπειτα
τον θεόν, κατέκαιον [αύτά επάνω εις
τ6 θυσιαστήριον το υπ' αυτών οίκοδομηθέν,
προστίθησί,
συμπεραίνομεν, δτι και ό Άβελ τοΰτο αύτό
» Νώε και τούς υιούς αύτοΰ ». Έκ τούτου
επραξεν εξ έκ ίνου δέ οί μετ* αυτόν τοΰτο
ήμεΐς μανθάνομεν, οτι της εύγνωμοσύνης ή
παρέλαβον. "Ινα δέ μη άμφιβάλλωμεν, περί
αρετή πολλά εύάρεστός
τοϋ δτι ευπρόσδεκτα γεγόνασι τά δώρα
τοΰ θεοΰ. Αληθώς δέ τά ύπό της εύγνωμο
αύτοΰ, εσημείωσεν ή θεία γραφή τό « Έπεΐ-
σύνης προσφερόμενα εις τόν θεόν είσιν άπό-
$ δεν ό θεός έπΐ Άβελ και έπ: τοις δώροις αύ-
δειξις και βεβαίωσις, δτι πιστεύομεν και
Τ) τοΰ ί· Τοΰτο δέ σημαίνει, δτι ό θεός εδέχθη
όμολογοΰμεν, δτι αύτός μόνος εστίν ό δημι
ευμενώς τά δώρα τοΰ Άβελ, και εύλόγησεν
ουργός της κτίσεως, και προνοητής , και
αυτόν.
Διά τούτων δέ τών λόγων έδίδαξε
εύεργέτης· δθεν ή προσφορά ήμών γίνεται
πάντας, δτι δέχεται τά έκ πίστεως και
ψυχής λατρεία, εις τόν θεόν προσφερομένη.
ευλάβειας προσφερόμενα αύτώ δώρα, βλέπων εις την διάκρισιν γνώμην,
κα! εις
επι
και εύχάριστον
την εύγνωμοσύνην της
€ Και εύλόγησεν ό θεός τον *°\ *»
έστιν
ενώπιον
Μετά τόν Νώε ό πατριάρχης Αβραάμ έστησε τρία θυσιαστήρια, τό μέν πρώτον τό εις
την
εν Συχέμ ύψηλήν δρΰν
και τό γ·'. ιι»
καρδίας τοΰ προσφέροντος. Διά τοΰτο και
δεύτβρον τό εν Βαιθήλ, προς εύχαριστίαν
ήμεΐς, δταν προς εύχαριστίαν τών προς
τοΰ θεοΰ, όστις ύπεσχέθη αύτώ τήν γήν
ήμας εύεργεσιών
Χαναάν, τό δέ τρίτον τά εις τήν Χεβρών,
τοΰ
θεοΰ
προσφέρωμεν
αύτώ θυμιάματα, κηρούς, έλαιον, ή άλλο τι, ούδόλως
"■^ «,
γένος τών άνθρώπων
άνταμείψη τόν εύεργέτην αύτοΰ· έξελέξατο
προσέφερεν αυτά δώρον εις τον θεόν.
τιι. «,
Γνα
πρέπει
νά
άμφιβάλλωμεν, δτι ,
δτε ήκουσε τόν θεόν λέγοντα αύτώ- < Και *·>. 1 1, χ' ' 16. » ποιήσω τό σπέρμα σου ως τήν άμμον
δεχόμενος την εύγνωμοσύνην ήμών, επιβλέ
» της γης ι. Όμοίως δέ καίό Ισαάκ, δτε
πει έφ' ημάς και επί τά δώρα ήμών, κα
ό θ:ός έβεβαίωσεν
θώς επεϊδε και επι Άβελ
Αβραάμ
και επί τοις δώ
αύτώ
τήν
πρός τόν
ύπόσχεσιν, ειπών πρός αύτόν,
ρο ις αύτοΰ.
« Και εύλογήσω σε, και πληθυνώ τό σπέρ-
Μετά τον κατακλυσμόν πρώτος ό Νώε, δς"ΐς ί εύρε χάριν εναντίον Κυρίου τοΰ θεοΰ »,
» μα σου δί Αβραάμ τόν πατέρα σου
«, 14·
χ,
εύθύς προσέφερε τήν εύχαριστίαν τώ θεώ , έδειξε τήν εύχαριστίαν αύ του εις τον θεόν,
οΐκοδομήσας θυσιαστήριον α έν τή~ φχραγγι
τόν σώσαντα αύτόν και δί αύτοΰ άπαν τό
ι Γίράρων ι. Τοΰτο αύτό εζιραςεν ό πατρι-
«ώτ· ι»,
Εύαγγελίον της ΙΒ. Κυριακής.
.35
άρχης Ιακώβ, ότε « Έκτήσατο την μερίδα
καί εκείνοι. Βλέπε τόν Μωϋσην· αυτός διά
» του άγροΰ παρά Έμμώρ πατρός Συχέμ ι,
τήν
όπου εςησε την σκηνήν
θυσιαστήριον, και όνομάσας αυτό α Κύριος έξοί. π,
αύτοΰ · έποίησε
κατά τοΰ Άμαλήκ νίκην οικοδομεί
δηλαδή α θυσιαστήριον εκεΐ, καί επεκαλέ-
ϊ καταφυγή μου ί, προσφέρει είς τόν θεόν
ι σατο τον θεόν Ισραήλ», τον καταξιώσαν-
τήν εύχαριστίαν αύτοΰ. Βλέπε τόν Ίησοΰν
τα αυτόν κτήσασθαι γην και στησαι ε κει
τοΰ Ναυή· αυτός διά τήν καταστροφήν της
τήν σκηνήν αύτοΰ.
Γαϊ οικοδομή θυσιαστήριον εν όρει Γαιβάλ,
Έπιβεβαιοΐ δε ημάς ή πρός τον πατριάρχην Ιακώβ προσταγή τοΰ αύτός θέλει
θεοϋ ,
δτι
Γνα γενώμεθα ευχάριστοι προς
καϊ εύχαρις^ΐ τώ θεω, ότι ενίσχυσεν αυτόν 5 9· 30" κατά τών εχθρών αύτοΰ. Βλέπε τόν Γεδεών και τόν Σαμουήλ οΐκοδομοΰντας θυσιαστή
αυτόν, και ζητεί τήν Ινδειξιν της ευγνωμο
ρια, καί τήν
σύνης ημών. Όταν ό Ιακώβ, φοβηθείς τήν
προσφέροντας· ό μεν Γεδεών, επειδή απέ-
καταδρομήν
στειλεν ό θεός
Ήσαΰ του αδελφού αύτοΰ ,
εύχαριστίαν αύτών τώ θεώ
τόν άγγελον
β·
αύτοΰ πρός
εφευγεν από τοΰ οΓκου τοΰ πατρός αυτοΰ ,
αυτόν ό δέ Σαμουήλ, επειδή κατηξίωσεν
τότε φανείς αύτώ ό θεός, έθάρρυνεν αυτόν
αύτόν
« Ιδού, ειπεν, εγώ είμι μετά σοΰ διαφυλάσ-
Άρμαθαίμ, όπου ήν ό οΓκος Κυρίου, ήγουν ··»··*·
» σων σε εν τη όδώ πάση·, ου εάν πορευθη*ς$·
ή κιβωτός της διαθήκης.
οίκοδομήσαι τόν
οίκον
αύτοΰ
εν
ό δέ Ιακώβ έδειξε τότε ευθύς τήν πρός τόν
Έάν δέ άνοίξωμεν της νέας διαθήκης
θεόν εύγνωμοσυνην αυτοΰ, άναστηλώσας
τά βιβλία, βλέπομεν έν αύτοΐς τήν άρετήν
λίθον ως στήλην και ειπών, Έάν επιστρέψη·
της
με ό θεό; μετ' ειρήνης, ποιήσω τόν λίθον
λειότητα τήν τώ θεώ πρέπουσαν. Ό Σα
τοΰτον θυσιαστήριον τοΰ θ:οΰ·
μαρείτης τοΰ
βοήθεια
ότε δε ,
της θείας χάριτος ευτυχής
ευγνωμοσύνης ύψουμένην εις τήν τε
σημερινοΰ ευαγγελίου ούδέ
και
θυσιαστήρια ωκοδόμησεν, ούδέ θυσίας ζώων
πλούσιος γενόμενος, επέστρεψεν από της
ώλοκαύτωσεν, ούδέ δώρα ύλικά προσέφερεν
Μεσοποταμίας, τότε ό θεός προσέταζεν αύ
εις τόν Ίησοΰν Χριστόν τόν εΰεργέτην και
τώ Γνα δείξη
ίατρόν αύτοΰ· τήν καρδίαν καί τήν ψυχήν
πρός αυτόν τήν χρεωστου"
μένην εύγνωμοσύνην « Είπε δέ ό θεός πρός
αύτοΰ προσέφερεν είς αύτόν ή καρδία αύ
ν Ιακώβ, Άναστάς, άνάβηθι εις τόν τόπον
τοΰ, αίσθανθεΐσα τήν εύεργεσίαν, κατενύ-
» Βαιθήλ, κα'ι οικεί εκεί, καί ποίησον εκεί
γη· όθεν ι ύπεστρεψε μετά φωνής μεγάλης αοοχ. η,
ϊ θυσιαστήριον τώ θεώ τω όφθέντι σοι εν
> δοξάζων τόν θεόν »· ή ψυχή αύτοΰ επλη-
9 τώ άποδιδράσκειν σε από προσώπου Ή-
ρώθη της πρός τόν Ίησοΰν Χριστόν ευγνω
» σαΰ τοΰ άδελφοΰ σου ϊ.
μοσύνης· όθεν ι έπεσε ν έπι πρόσωπον παρά «Οτ. ι«.
Βλέπομεν δε
της ευγνωμοσύνης
τήν
9 τους πόδας αύτοΰ εύχαριστών αύτώ »· ή
άρβτήν ου μόνον εις τους προ νόμου, αλλά
κατάνυξις καί ή εύγνωμοσύνη ήνοιξαν το
καί είς τους έν νόμω δικαίους· ευχάριστοι
στόμα αύτοΰ, και έδίδαξαν αύτόν της ευχα
καί αύτοΐ διά παντός πρός τόν θεόν, καθώς
ριστίας τά λόγια.
Επειδή δέ ή συντριβή
·
Όμελια μετά το κατά Λουκαν 156 της
καρδίας έστιν ή ευπρόσδεκτος εις τον
ναλ. 50, θεόν θυσία· α Θυσία τω θεοί πνεύμα συντβ3 τριμμένον ι·
εδέχθη
δ θεάνθρωπος την
πέση είς '.τής βλασφημίας τόν^ολεθρον. Ό ταν υγιαίνω, δταν ευτυχώ, δταν εύεργετώμαι,
πάς λόγος πείθει με, ίνα εύγνώμων
δια λόγου εύχαριστίαν αύτοΰ ως θυμίαμα
γίνωμαι, και προσφέρω^ εύχαριςίαν αλλ* δ
καθαρόν
τελείαν.
ταν βασανίζωμαι και πάσχω, καΐ μαςίζω-
Αου». ΐ7, 5 Άναστάς, είπε προς αύτόν, πορεύου· ή
μαι, τότε ποΐον τόπον εχει ή ευγνωμοσύνης
και
ώς
όλοκαύτωσιν
αύτη λοιπόν του αποστόλου ή διδασκαλία
» πίστις σου σέσωκέ σε 3. Ό θεόπνευστος απόστολος Παύλος, οςις έδειξε τόσην εύγνωμοσύνην εις τον θεόν τον ούρανόθεν προσκαλέσαντα αύτόν^ και άναδείξαντα άπόστολον και κήρυκα του εύαγΚΛ24 *' Ύ6^ου? ώ^τ5 Χρίστου
Ζαράν έλογίζετο τά υπέρ
παθήματα ,
και
επροτίμα τον
θάνατον και αύτής της ζωής αύτοΰ· αυτός, *· λέγω, ό ουράνιος άνθρωπος, γράφων προς τους
Θεσσαλονικείς, εδίδαξε
τον κανόνα
της παρ ημών χρεωστουμένης τω θεώ εύι. θεϊΐ. γνωμοσύνης· « Έν παντί, είπεν, εύχαριςεΐ-
α Έν Γπαντΐ "ευχαριστείτε 5 φαίνεται, ότι ουκ εχει λόγον, και ες·ι δυσκατόρθωτος. Σφάλλεις, αδελφέ·
λόγον εχει ή διδα
σκαλία του Παύλου μέγαν
και
ισχυρόν.
Ού μόνον ή ευεργεσία, άλλά και αύτη ή τιμωρία φέρει
του θεοΰ εστίν ευεργεσία· αύτη
είς ήμάς
τοΰ θεοΰ την «νθύμησιν
ι Κύριε, «ν θλίψει έμνήσθημέν σου 3· όταν ό<,·^6' πάσχωμεν, τότε ενθυμούμεθα τον θεόν. Ή τιμωρία
τοιουτοτρόπως ανοίγει τά
ώτα
τοΰ άνθρωπου, ώστε ουδέ άπειθεΐ εις τον
» τε· τούτο γάρ θέλημα θεοΰ έν Χριστώ
θεόν, ουδέ άντιλέγει· « Ή παιδεία Κυρίου «**. *<ν
» Ίησοΰ εις υμάς 3. Τοϋτο δε σημαίνει, ότι
» άνοίγει μου τά ώτα· εγώ δε ουκ άπειθώ,
«ς πάσαν ύπόθεσιν, εις πάσαν περίστασιν,
3 ούδέ άντιλέγω 3. Αύτη παρακαλεί και
εις πάν έργον, εις πάντα, δσα συμβαίνουσιν
προτρέπει
είς ημάς, είτε χαροποιά, είτε λυπηρά, είτε
<ί Ή ράβδος σου και ή βακτηρία σου αύται ψβχ. ι»;.
υγεία, είτε ασθένεια, είτε ευτυχία, είτε θά
3 με παρεκάλεσαν 3. Αύτη δείκνυσιν, ότι ό
νατος, πρέπον εστίν ίνα προσφέρωμεν την
θεός τον μεν δίκαιον άγαπα, τοΰ δε αμαρ
εύχαριστίαν εις τον θεόν είς πάσαν κατάστασιν ημών πρέπει νά εύχαριστώμεν τώ
τωλού δέχεται την μετάνοιαν· α 'Ον γάρ Πφφ. »» 11. > άγαπα Κύριος, παιδεύει, μαστιγοΐ δε υιόν,
θεώ· διότι τούτο θέλει αύτός ό τών δλων
» δ ν παραδέχεται 3. Αί τιμωρίαι τοΰ θεοΰ
θεός· « Τοΰτο γάρ θέλημα θεου έν Χριστώ
είσι' τά όργανα, και τά μέσα, και οί τρόποι,
» Ίησοϋ είς υμάς 3.
διά τών οποίων ό θεός τούς μεν δικαίους
Άλλά πώς δύναται, λέγεις, ό άνθρωπος,
τον άμαρτωλόν είς μετάνοιαν
στηρίζει είς την άρετήν, τούς δε αμαρτω
δταν βασανίζη αύτόν όδυνηροτάτη ασθέ
λούς καλεΐ είς
νεια, ή καταλαμβάνη αύτον θλιβερωτάτη
πατήρ σου
συμφορά, νά φανη~ εύγνώμων είς τον θεόν }
έπιμένης στερεός
τότε φεύγει ή ύπομονή,
καλών έργων, πότε δέ σε έρράβδιζεν , ίνα
τότε έρχεται 6
γογγυσμός, τότε κινδυνεύει ό άνθρωπος νά
άποκόψης
μετάνοιαν. Έάν λοιπόν σ
πότε μέν σε έπαίδευεν, ίνα είς
την έργασίαν τών
τάς πονηράς σου πράξεις, ούκ
Εύαγγέλίον της ΙΒ. Κυριακής. είχες
αρά γβ
σύ χρέος
Γνα ευχάριστης
εν πάσιν
137
έκχέει
επί σε τάς θείας αυτού
ήμεραν τε και νύκτα τόν επίγειον πατέρα
ευεργεσίας- δθεν πάντοτε καί εν παντί πρέ
σου διά την προς σέ άγάπην αύτοΰ , και
πον εστίν
την φροντίδα, και την επιμέλειαν ^ Τοΰτο
εύχαριστίαν.
αύτό ποιεί ό πατήρ σου ό επουράνιος· παι
ούκ εστι
δεύει σε, ίνα στηριχθης εις την άρετήν ,
πολλοί
καθώς τον *Ιώβ· μας-ίζει σε , Γνα έπις-ρέψης
στα δε πάντων
από της άμαρτίας, καθώς τον Μανασσήν
Ίώβ.
σύ δέ λέγεις, «χεις χρέος
ότι, δταν σε παιδεύη^ ουκ
ίνα προσφέρεις εις αυτόν την
Ό μεν ιατρός, δταν σε ποτίζη το κα-
Ότι δε ή αύτη διδασκαλία
δύσκολο κατορθωτός,
άνδρες
δίκαιοι
απέδειξαν
καί άγιοι ,
ανθρώπων
μάλι
ό πολύαθλος
Αυτός ού μόνον, δταν άπελάμβανε πά σας τάς ευτυχίας, έδείκνυε την εύγνωμοσύνην
εύχαριστίαν }
Γνα προσφερης εις- αυτόν την
αύτοΰ
πρός τόν θεόν , θυσίας προ-
σφέρων εις αυτόν ο: πίσας τάς ημέρας », ι«β. ι.
θάρσιον, πικραίνει τό στόμα σου, κατατα-
αλλά και έν μέσω τών
ράττει
χιών , ήγουν τής άτεκνίας, τής εσχάτης
την κοιλίαν σου,
καταπληροΐ σε
φοβερών δυστυ
ναυτίας καί αηδίας· ό δέ χειρουργός, δταν
πτώχειας,
Γδη χρείαν, καίει της πληγής σου τό εφθαρ-
ροτάτης άσθενείας, έβόα μεγάλη τη φωνη α '£2ς τώ Κυρίω εδοξεν, ούτως εγένετο »■ εν «ο,*.,
μένον -κρέας, καί κόπτει τα σεσηπότα μέ λη σου, και
όμως σύ και εις τον ΐατρόν
τών πληγών
καί τής όδυνη-
μέσω, λέγω, τών τοσούτων αιφνίδιων, συμ-
σου καί εις τον χειροΰργόν σου μυρίας προ
νημμένων, και
σφέρεις ευχαριστίας, καί πληροίς τάς χεί
φορών και θλίψεων ευχαριστεί, και έδο-
ρας αυτών χρυσίου και αργυρίου· έπειτα
ξολόγει, καϊ εύλόγει τόν θεόν, κραυγάζων,
λέγεις,
β Ειη τό όνομα Κυρίου εύλογημένον ϊ εφά-
ποΐος λόγος πείθει με
ευχάριστος προς τόν θεόν, δεύη} την
Γνα φανώ
δταν με παι-
Αυτός διά της θλίψεως καθαρίζει ψυχήν σου, καί
ίατρεύει
διά της μάστιγος
τάς πληγάς αυτής, διά δε
την
πρόσκαιρον τιμωρίαν χαρίζει σοι βασιλείαν αΐώνιον
έπειτα λέγεις, δτι ή άποστολική
άπαραδειγματίστων συ-
νη ευχάριστος εις τόν θεόν επίσης καί πο λύτεκνος καί άτεκνος , και
ύπέρπλουτος
και πενεστατος, καί υγιής και άσθενέστατος, καί χαίρων καί θλιβόμενος,
καί πα-
νίυτυχής καί δυστυχέστατος. Χριστιανοί, « δσα προεγράφη, εις τήν $
διδασκαλία ουκ εχει λόγον } Τά φρονήμα
β ήμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη κ. Γί-
τα σου ουκ εχουσι λόγον ,
νου λοιπόν, ώ άνθρωπε, εν παντί πράγματι
τοΰτο δέ γνω
ρίζεις, δταν, ως πρέπει , έξετάσης αυτά·
ό
*'
ευχάριστος εις τόν θεόν, εύλόγει αυτόν « εν Ψβχ, ^
θεός επίσης σε ευεργετεί, και όταν σε πλου-
» παντί καιρώ, ή αΓνεσις αύτοΰ εστω διά
τίζη, και όταν σε πτωχίζη·
» παντός » έν τώ στόματί σου·
και δταν σε
,5
4'
εάν ύγι-
άνάγη, και δταν σε κατάγη· και δταν σε
αίνης, ή υγεία εστί δώρον θ^οΰ· έξομολογοΰ
περιποιήται διά τής υγείας, καΐ δταν σε
λοιπόν τήν εύεργεσίαν, καί λέγε μετά τοΰ Δαβίδ « Καί άνέθαλεν ή σάρς μου, καί βδ^7'
μαστίζ'/)
διά τής άσθενείας· πάντοτε και
(ΚΪΡΙΑΚ. ΕϊΜΤΕΛ, ΤΟΜ. Β'.)
1»
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
158
Ιώβ. ι, 21.
» εκ θελήματος μου έξομολογήσομαι αύτώ
σοι τά ουράνια· λέγε μετά τοΰ Ίώβ, « Ώς Ιώβ. ι,
εάν ασθενές, ή ασθένεια τοΰ σώματος εστι
» τω Κυρίω εδοξεν, οΰτως έγένετο ». Πάντες
σωτηρία
λοιπόν
έν παντί , ήγουν εις πάσαν ύπόθεσιν, κα\
μετά τοϋ Ίώβ, α ΕΓη το δνομα Κυρίου εύ-
περίστασιν, καϊ κατάστασιν ευχαριστείτε
9 λογημένον »·
τόν θεόν μή λείπη άπο του στόματος υμών
της
ψυχής σου·
λέγε
εάν πλουτης και ευτυχής,
ή δοξολογία τοΰ θεοΰ, μή λείπη
ΨαΧ 102, ευχαριστεί, ώς ό Δαβίδ, κ Τόν έμπιπλώντα
τών χειλέων
ποτέ άπο
δόξα σοι ό θεός· α: Έν <.β«*. 5, 1 &. » παντι ευχαριστείτε- τοΰτο γάρ θέλημα
ϊ εν άγαθοΐς την επιθυμίαν σου %· λέγε μετ' αύτ. 1. αύτοΰ, α Εύλόγει ή ψυχή μου τον Κύριον,
το
·» και μη επιλανθάνου πάσας τάς άνταποδό-
» θεοΰ έν Χριστώ Ίησοΰ εις υμάς », ω ή δό
ϊ σεις αύτοΰ ϊ>· εάν πτωχός ύπαρχος καί
ξα και το κράτος εις τοΰς αιώνας τών αι
δυστυχής, μετά υπομονής δόξαζε τον προ-
ώνων. Αμήν.
νοητήν, δστις άντι των επίγειων έτοιμάζει
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ ΙΓ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Την ίστορίαν· τοΰ σημερινοΰ ευαγγελίου,
ήτις εις την ρ>,θέϊσαν κυριακήν άναγινώ-
ου μόνον ό θεηγόρος Λουκάς, άλλά προ αύ-
σκεται, προβάλλομεν σήμερον την περι της
Μ*τ. ιβ, τοΰ και ό θεόπνευστος Ματθαίος καϊ ό θείος 16. ίο, Μάρκος κατά διαφόρους καιρούς καϊ τόπους
χριστιανικής τελειότητος όμιλίαν, περι ης διαλαμβάνει αύτή ή υπο τών τριών αγίων
συνέγραψαν. Καϊ ή μεν έννοια της συγ
ευαγγελιστών συγγραφεΐσα ιστορία. Καθά-
γραφής μία και ή αυτή ές-ι, μικροί δέ τίνες
ρατε ουν, αδελφοί, τον νοΰν και την καρ-
περιστάσεις,
υπό τοΰ ένός
δίαν άπο πάσης γήινης προσπάθειας, Γνα
εύαγγελιστοΰ, εγράφησαν υπό τοΰ άλλου.
χωρήσωσι ταύτης της υψηλής διδασκαλίας
Ια'ίίί Επειδή δέ την ίστορίαν ταύτην διηρμη-
τόν έπουράνιον σπόρον, καϊ υψώσατε τά
νεύσαμεν εις την δεκάτην δευτέραν κυρι-
όμματα τοΰ νοός υμών εις (εκείνα τά όρη,
ακήν τοΰ κατά Ματθαίον ευαγγελίου, πε
εις τά όποια ό Δαβίδ ήρε τους οφθαλμούς
ριττών
αύτοΰ, Γνα ελθγ] προς υμάς, καθώς και εις
σιωπηθεΐσαι
νομίζομεν,
επαναλάβωμεν
Γνα πάλιν τά αυτά
διό άντϊ της
ερμηνείας,
εκείνον, β Ή βοήθεια παρά Κυρίου, τοΰ
1ί0'
Εύαγγελίον της ΙΓ. Κυριακής.
159
ενώπιον αυτού, ήρώτα αυτόν, λέγων, ι Δι-Ματ·719'
ι ποιήσαντος τόν ουρανον και την γήν ». Προς τόν άρχοντα τόν είπόντα, ότι εκ
ϊ δάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αίώνιον λ«». ιβ,
νεότατος αυτού έφύλαξε τάς έντολάς τοϋ
ί κληρονομήσω } β ήθελε, καϊ επεθύμει Γνα
Λ'.υχ. 18, θεού, ο: Ταύτα πάντα εφυλαξάμην έκ νεό-
φθάση εις τήν τελειότητα, ακολουθών καί
$ τητός μου », άπεκρίθη ό θεάνθρωπος β Έ-
μιμούμενος τόν Ίησούν Χριστόν, πλήν ήθε-
> τι Ιν σοι λείπει ». Διά τούτου δέ έφανέ-
λεν άμα καί τόν πλούτον αυτού, καί ου
ρωσεν ό Κύριος, δτι όστις φυλάττει μόνας
δόλως εστεργεν έγκαταλιπεΐν αυτόν ήθελε
τάς δέκα εντολάς, εκείνος φίλος τοϋ θεού
τό εν, ήγουν τήν άκολούθησιν τού Ίησοϋ
εστι, και αγαπητός αυτώ, καί κληρονόμος
Χριστού, τό δέ άλλο, ήγουν τήν τελείαν
της βασιλείας αυτού, πλην ουκ Ιστι τέλειος,
διανομήν τοϋ πλούτου αύτοϋ, ουκ εστεργε·
λείπει δε αυτώ Ιν, Γνα φθάση εις τόν βαθμόν
τούτο δέ μή στέρξας, απέτυχε καί εκείνου,
της τελειότητος, ήγουν πρέπει Γνα πώλη
όπερ έπόθει, τουτέστι της μαθητείας τοϋ
ση πάντα, όσα έχει, καί, διαμερίσας αύτά
Ίησοϋ Χριστού· « Ό δε στυγνάσας, λέγει μ»τ. ισ; 22. ι ό ευαγγελιστής Μάρκο:, έπΐ τω λόγω, α
εις τους
πτωχούς,
ακόλουθη τω
Ίησοϋ
Χριστώ, τουτέστι μιμήται τάς άρετάς αύΐοι»χ. ιέ, τοϋ· * 'ΕιΧΐ εν σοι λείπει· πάντα, όσα έχεις, 22 «ν 5. πώλησον, καί διάδος πτωχοΐς, καί έξεις » θησαυρόν έν ούρανοΐς , και δεϋρο
άκο-
ϊ πήλθε λυπούμενος >, όπερ εστίν, άκουσας τόν λόγον
τοϋ Ίησοϋ Χριστού α Πάν
τα, όσα έχεις, πώλησον, καί διάδος πτωί χοις ι, άνεχώρησεν άπό τού χορού τών μαθητών, σκυθρωπάζων καί θλιβόμενος.
3) λούθει μοι 2>.
Όμοίως καί εάν τις έγκαταλείψγ) πάντα,
Ή διανομή τών υπαρχόντων εις τούς πτωχούς
καί ή άκολούθησις του
Χριστού
φαίνονται
Ίησοϋ
ουχί εν, αλλά
δύο
όσα εχει ουχί δί άγάπην θεοϋ, ούδ' Γνα άκολουθήστ)
τω
Ίησοϋ
Χριστώ ,
αλλά
πράγματα, ό δε θεάνθρωπος Ιν αύτά ειπεν
δί άλλους
β Έτι εν σοι λείπει »· επειδή, διά τήν κα-
μόνον ουκ άναβαίνει
τόρθωσιν της τελείας αρετής, είσίν αχώρι
αρετής βχθμόν, αλλά καί πίπτει εις της
στα και αδιαίρετα· ό-τις επιθυμεί τήν τε
κακίας καί άγνωσίας τό βάραθρον. Ό Κρά-
λειότητα, εάν χωρίση τά εν από του άλλου,
της ό φιλόσοφος έγκατέλιπε μέν πάντα τά
μένει έστερημένος του σκοπού αυτού.
υπάρχοντα αυτού, ρίψας καί τά αργύρια α«ι'ρτ.
Ό πλούσιος άρχων τού σημερινού ευαγ
σκοπούς και τέλη , εκείνος ού εις τόν ύψηλόν της
αυτού εις τήν θάλασσαν, πλήν έκ τούτου
γελίου εζήτει της αρετής τήν τελειότητα·
ού
αυτός ,
καν έφύλαξε πάσας τάς έντολάς
άλλ' έγένετο καί άδικος, καί φιλόδοξος, καί
μ»(«. «ο, τού θεού εκ νεότητος αυτού, έξ ου καί α ή21. » γάπησεν αυτόν » ό Ιησούς Χριστός, ως
ασύνετος· άδικος μέν, επειδή τόσους ήδί-
μαρτυρεί ό ιερός Μάρκος, προσήλθε
όμως
προς αυτόν μετά
πολλής ευλάβειας
καί
ταπεινοφροσύνης ,
και κλίνας τά γόνατα
μόνον ούδεμίαν άρετήν
κατώρθωσεν ,
κησεν, όσου; έδύνατο εύεργετήσαι διά της μεταδόσεως τών υπαρχόντων αύτοϋ, καί ουκ εϋηργέτησε· φιλόδοξος δέ,
επειδή, ρί
ψας τά υπάρχοντα αύτοϋ εις τήν θάλασσαν, 18*
Ομ,ίλί'α μετά τΙ κατά. Λουκάν
140
*
έκόμπαζε και ύπερηφανεύετο έπι τώ κατορ
λή· α Έσκόρπισεν , έδωκε τοις πένησιν, ή <ι·αχ. πι,
θώματα αύτοΰ, κραυγάζω ν, < Κράτης Κρά-
» δικαιοσύνη αύτοΰ μένει είς τον αιώνα τοΰ
$ τητα Κράτητος άφίησιν ελεύθερον »· ασύ
» αιώνος·
το
νετος δέ και μωρός, επειδή, μή εχων ελπίδα
» δόξ·/] 2.
Πλήν τοΰτό έστιν ή μία τών
πνευματικόν και θείαν, έλύτρωσε μεν έαυ-
πτερύγων,
τάς οποίας ζητών ό προφήτης
τον έκ του περισπασμοΰ και τής φροντίδος
Δαβίδ, Γνα
πετασθη" και κατάπαυση εις
των υπαρχόντων αύτοΰ, περιέπεσε δέ είς
τής τελειότητος τήν
τάς άνάγκας της πτώχειας, και είς την
« Τίς δώσει μοι πτέρυγας ώσει περιστεράς} ψ«λ. 5*,
μέριμναν της καθημερινής
» καϊ
αύτοΰ
τροφής
και των λοιπών της ζωής αναγκαίων.
άνάπαυσιν,
πετασθήσομαι, και
Ή άλλη πτέρυξ
τής
έλεγε,
καταπαύσω ».
περιστεράς έστιν ή
Βλέπε δέ πώς ή συνδρομή τούτων των
μίμησις τής πολιτείας τοΰ Ίησοΰ Χρις-οΰ-
δύο κατορθωμάτων αναβιβάζει τον άνθρω-
όθεν, όστις άγαπα τήν τελειότητα, εκείνος
Κ>ρ. 1$, πον' είς της αρετής την τελειότητα. Ή α γάπη
εστίν δλου τοϋ νόμου το πλήρωμα·
και άλλος μεν άγαπα ολίγον, άλλος δέ α
ζητεΐ και τήν άλλην πτέρυγα , Γνα πετασθη* εις τής τελειότητος τά δρη, και καταπαύση έκεΐ.
κατά τον λόγον τοΰ Κυρίου ,
Καθώς δέ ό επιτήδειος ζωγράφος, δταν
δν ειπε προς Σίμωνα τον Φαρισάιον περί
ζωγ ραφή" εικόνα , βάλλει έμπροσθεν αύτοΰ
τής -άμαρτωλοΰ γυναικός· « Οδ χάριν λέ-
τό πρωτότυπον, και προς αύτο προσηλώ-
» γω σοι,
σας τά όμματα,
γαπά" πολύ
Αν*, ί,
κέρας αύτοΰ ύψωθήσεται εν
άφέωνται αί άμαρτίαι αυτής αί
άγωνίζεται μετά πάσης
» πολλαι , δτι ήγάπησε πολύ· ω δέ ολίγον
προσοχής, Γνα γράψη το σχήμα, το χρώ
» άφίεται,
μα, τον χαρακτήρα
ολίγον άγαπα β. Έκ τούτου
και .τά Γχνη πάντα
φανερόν εστίν, δτι ό βαθμός τής τελειότη-
τοΰ πρωτοτύπου, και άναδείξη τήν εικόνα
τός έστιν άνάλογος τώ μέτρω τής άγάπης,
εικόνα ζώσαν
καθώς και ό βαθμός τής πολυμάθειας τω
πρωτοτύπω, ουτω καϊ
πλήθει τών μαθημάτων δσον περισσότερα
λειότητος βάλλει έμπροσθεν αύτοΰ το ύπερ-
ή άγάπη,
τέλειον πασών τών άρετών πρωτότυπον ,
τοσούτον
μείζων ή τελειότης^
και κατά πάντα όμοίαν τω ό εραστής τής τε-
καθώς δσον περισσότερα τά μαθήματα, το
τόν σωτήρα λέγω τοΰ κόσμου, τόν Ίησοΰν,
σούτον πλουσιωτέρα
ή πολυμάθεια. "Οςις
και προσηλώσας είς αύτον τόν νοΰν και τήν
δι άγάπην θεοΰ δίδο:σιν ολίγον μέρος τών
καρδίαν, επιμελείται, δσον ή φύσις δύναται,
υπαρχόντων
ύπο
αύτου
είς
τους πτωχούς ,
εκείνος άγαπα ολίγον τον
θεον και τον
τής χάριτος
δυναμουμένη,
Γνα και
τάς διαθέσεις, και τά λόγια, και τάς πρά
πλησίον αύτοΰ· δστις δίδωσι πολύ, εκείνος
ξεις μιμηθη", καϊ έπακολουθήση πάσι τοις
άγαπα πολύ· δς-ις δέ δώση πάντα, δσα εχει,
Γχνεσιν
εκείνος άγαπα κατά τό δλον, εκείνος άγα
τελείαν τοΰ
πα δλως δί δλου τον θεον και τον πλησίον
εικόνα.
αύτοΰ ,
καϊ
παραστήσ/)
έαυτον
πρωτοτύπου Ίησοΰ Χριστοΰ
αυτοΰ· τοΰτό εστίν αρετή μεγάλη και υψη Έκ τούτου γίνεται πράος και ταπειν&ς
Εύαγγέλίον της ΙΓ. Κυριακής.
141
τη καρδία, κατά τό μάθημα του διδασκά
» Γδετε, ότι χρηστός ό Κύριος ». Επειδή
λου αυτού· γίνεται υπήκοος εις του θεοϋ το
δέ ή ψυχή μου ουδέποτε εγεύθη , άλλ' εστι
πρόσταγμα, ώς ό
νήστις, και
αρχηγός τις πίστβως
γυμνή,
καί άμοιρος
πάσης
'Γκσοΰς, άνεξίκακος εί; τάς συκοφαντίας ,
άρετής, διά τούτο ουδέ ειδον, ουδέ ενόησα,
μακρόθυμος εις τάς ύβρεις, υπομονετικός
ουδέ δύναμαι λαλήσαι περί τούτων αξιο
εις τούς διωγμούς, ισχυρός εις τους κατά
πρεπώς· καταβαίνω λοιπόν κάτω, ήγουν
των δαιμόνων πολέμους· ή μεν ψυχή αύτοϋ
εις τήν δυσκολίαν τούτου τοϋ επουρανίου
γίνεται άπλή και άκακος, ό δέ νοϋς καθαρός
έργου της χριστιανικής τελειότητος.
και πνέων θείου ζήλου, ή δέ καρδία πλήρης
"Οταν ό θεάνθρωπος Ιησούς έδίδαξε τά
εκείνης της άγάπης, περί της όποιας είπεν
μάθημα της διανομής πάντων τών ύπαρ-
1«άν. 15, ό Κύριος, « Μείζονα ταύτης άγάπην ουδείς
χόντων, καί της μιμήσεως αύτοϋ , ειδε
» εχει, Γνα τις την ψυχή ν αύτοϋ θη ύπέρ
δέ τόν πλούσιον άρχοντα περίλυπον γενό-
η τών φίλων
έτοιμος και
μενον, τότε αυτός μέν ειπε, καί έβεβαίω-
Γνα θυσιάση την ζωήν
σεν, ότι δυσκολώτατόν εστι τό έργον της
αύτού »·
αυτός δια παντός
δθεν
αύτοϋ διά τόν άγαπήσαντα ημάς , παραδόντα εαυτόν σωτηρίαν ημών. γλυκυτάτη
φλόξ
και
εις θάνατον διά την
Ταύτης της άγάπης ή καταφλέγει ακαταπαύ
στως τήν καρδίαν αύτοϋ· εκ
τούτου δέ
τελειότητος εις τούς πλουσίους· « Εύκοπώ- ΑθϋΧ. ι8> ι» τερον γάρ εστίν, εΓπε, κάμιλον διά τρυί μαλιάς ρ*αφίδος είσελθεΐν
ή πλούσιον είς
2 τήν βασιλείαν τοϋ θεού είσελθεΐν ». Οί δέ μαθηταί αύτοϋ, μή κατανοήσαντες, ότι ό
προέρχονται αί συχναι προσευχαί, αΐ ευλα
διδάσκαλος αύτών ουκ έλάλει περι σωτη
βείς γονυκλισίαι, αί ολονύκτιοι άγρυπνίαι ,
ρίας γενικώς, αλλά περί τελειότητος ειδι
αί προσεκτικά! άναγνώσεις τών ίερών βι
κώς, ουδέ περί
βλίων, ή
νοερά μελέτη τών επουρανίων
περί της τελείας άγιωσύνης, ενόμισαν, ότι
πραγμάτων, ή διηνεκής προσήλωσις τοϋ
τό έργον της σωτηρίας εστίν αδύνατον
νοός εις τόν θεόν.
όθεν ελεγον, β Καί τίς δύναται σωθήναι 5 ^
Ου δύναμαι εγώ, αδελ
φυλακή; εντολών, αλλά
φοί, νά περιγράψω πάσας τάς πρακτικάς
Τί δ' άρα λέγουσι περί ταύτης {της διδα
και θεωρητικάς άρετάς εκείνου τοϋ ανθρώ
σκαλίας οί άνθρωποι τοϋ νϋν αιώνος} τί
που, όστις, μιμητής γενόμενος τοϋ Ίησοϋ
λέγουσι τήν σήμερον οί άνθρωποι, άκούοντες τήν εύαγγελικήν φωνήν « Έτι εν σοι «ύτ£ι»
Χριστού, εφθασεν εις της τελειότητος τά μέτρα·
«τ·^»»,
όστις έγεύθη τό τοιούτον ούράνιον
» λείπει· πάντα, όσα έχεις πώλησον, και
μάννα, εκείνος μόνος και ειδε, και κατενό
ϊ διάδος πτωχοΐς,
και
Εξεις θησαυρόν «ν
ησε, καΐ δύναται νά άναβιβάση τόν νοϋν
ι ούρανώ· και δεΰρο άκολούθει μοι
αύτοϋ τόσον ύψηλά, και νά κατανόηση και
δή τήν σήμερον εψυχράνθη ή πίστις, έξέλι-
διηγηθτϊ τό ύψος , τό πλήθος, τό κάλλος ,
πεν ό ζήλος, ήμελήθη ή άρετή, έσβέσθη ή
τήν λαμπρότητα τών αρετών τοϋ τελείου
άγάπη· ποιον άλλον λόγον περιμένεις άπό
άνθρωπου· « Γεύσασθε, εΓπεν ό θεός, καί
τοϋ στόματος
Επει
τών σημερινών ανθρώπων
1442 ειμή
0[Χίλ:'α
μετά το κατά Λουκαν
τά ότι το έργον τοΰτο υπερβαίνει τάς
δυνάμεις της φύσεως, αδύνατον
και εστί παντελώς
Και τίς εχει, λέγουσι, τοιαύτην
πρός αυτούς, ότι και αυτά τά αδύνατα εις την δύναμιν
τοΰ
άνθρωπου δυνατά είσιν
εις την παντοδυναμίαν
τοΰ
θεού· α Ό δε «4γ·
μεγαλοψυχίαν, ώστε, πλούσιος ών και ένδο
» είπε, Τά αδύνατα παρά άνθρώποις, δυνα-
ξος, · και μετά πάσης άνέσεως και τρυφης
2 τά έστι παρά τώ θεώ 2. Έστω, λέγει, ό
ζών, νά καταστήση έαυτόν από μιας στιγ
άνθρωπος ιδία δυνάμει ού δύναται
μής εις την άλλην πτωχό ν, και ευτελή ,
θώσαι τούτο το μέγα κατόρθωμα· άλλ' όταν
και ύπό των κακών της πτώχειας ταλαι-
ό άνθρωπος
πωρούμενον ι τίς εχει τόσην δύναμιν, δση
δυνάμενος, δύναται τοΰτο ποιήσαι, ένισχύων
αναγκαία έστϊν Γνα μιμηθη~ και κατορθώση
αυτόν τη~ αύτοΰ χάριτι, και ενδυναμών τη"
τάς ύπερφυεις άρετάς τοΰ Κυρίου Ίησοΰ ,
θεία αύτοΰ δυνάμει,
τοΰ υίοΰ τοΰ θεού ^
εργαζόμενος πρός τοΰ έργου την κατόρθω-
Άνθρωποι, Γνα τί παραλογώμεν:, αληθώς
θέλη, τότε ό
κατορ- '
θεός, ό πάντα
και άρκετόν
αυτόν
σιν· « Και διαιρέσεις ενεργημάτων είσίν, δ ι. ζ
της τελειότητος το έργον έστι δύσκολο ν ,
» δέ αυτός έστι θεός, ό ενεργών τά πάντα
καθώς
» εν πάσιν ί.
δύσκολα είσι πάντα τά εργα τά
υψηλά,
καί
μεγάλα, και θαυμάσια· και
Ή άπόκρισις τοΰ Κυρίου Ίησοΰ πρός
ποία οικοδομή υπερμεγέθης, άριστα άρχιτε-
τους
κτονουμένη, και κάλλιστα περικεκαλλωπι-
πληροφορίαν
ημών , καν μηδέν
σμένη, ουκ εστί δύσκολος } ποιον έπιςημο-
περί
παράδειγμα-
νικόν σύστημα , σοφόν , άληθινόν, τέλειον,
χάρις τώ παντοκράτορι θεώ, χιλιάδας χι
ουκ έστι δύσκολον ^ πάν έργον εχει δυσκο-
λιάδων
λίαν κατά άναλογίαν της ιδίας μ,εγαλειό-
ματα ανθρώπων ,
τητος, του κάλλους , και της ευπρεπείας
πάντα, όσα ειχον, και άκολουθήσαντες τω
αύτοΰ, και της χρησιμότητος.
Ίησοΰ Χριστώ, και μιμηται γενόμενοι τών
αληθώς
Δύσκολον
μαθητάς
τούτου
αύτοΰ άρκετή έστι
οΓτινες ,
θείων αύτοΰ αρετών,
κατόρθωμα, επειδή ές·ιν ύψηλότατον, ύπερ-
δυνατόν τό αδύνατον.
και επουράνιο·;·
δυσκολό
εχωμεν
εχομεν όμως ,
καϊ μυριάδας μυριάδων παραδείγ
της χριστιανικής τελειότητος τό
μέγιστον, θεΐον
προς
καταλιπόντες
έδειξαν εμπράκτως
" Πρώτοι αυτοί οί νομίσαντες τό έργον
τατο ν εστίν, ώς αυτός ό σωτήρ ημών εβε^
αδύνατον απέδειξαν αυτό δυνατόν και τε-
βαίωσεν
τελεσμένον όθεν ό Πέτρος μετά παρρησίας
έλυσε την
ό αυτός όμως δυσκολίαν,
αύτοΰ, νομίσαντες
απήντησε , όταν
και
οί μαθηται
αυτά άδύνατον, ειπον,
έλεγε πρός τόν Ίησοΰν Χριστόν,
« Ιδού μ*^
» ημείς άφήκαμεν πάντα, και ήκολουθήσα-
α Καϊ τίς δύναται σωθηναι » 'η τότε αυτός,
» μέν σοι ». ΚαΙ μη είπης, ότι ήσαν πτω
Γνα.
χοί,
μη λογοτριβη" περί τοΰ ότι δύσκολον
έστιν
ή αδύνατον, ύπέθετο άληθινήν
και έπομένως μετ' ευκολίας μεγάλης
την
κατέλιπον τά πτωχικά αύτών πράγματα·
ύττόληψιν τών μαθητών αύτοΰ, οΓτινες ένό-
διότι τόσην προσπάθειαν και πόθον εχει ό
μιζον τοΰτο αδύνατον, και αποκριθείς, είπε πτωχός διά την ιδίαν καλύβην, όσην και ό
Εύαγγελίον της ΙΓ . Κυριακής.
143
πλούσιος δια τά εαυτού παλάτια· τόσον
ηγεμόνες, αξιωματικοί,
πόθον εκείνο; διά τά ίδια ράκια, δσον ού
άρχοντες, υπουργοί τών βασιλικών αυλών,
τος
βασιλέων υίοί, και
δίά τά
ύπέρλαμπρα αύτοϋ ιμάτια·
σοφοί ,
ευγενείς ,
βασιλείς- Λογγΐνος ό
τόσον εκείνος διά τά ξύλινα και όστράκινα
έκατόνταρχος, Θεόδωρος ό σοφός και ωραίος
αύτοϋ σκεύη, όσον και ούτος διά τά χρυσά
στρατηλάτης, Ευστάθιος ό στρατηλάτης
και αργυρά· τόσον εκείνος
καί
διά τά ολίγα
ύπέρπλουτος, Αρτέμιος
ό δούξ και
αύτοϋ δηνάρ*α, δσον καΐ ούτος διά τάς χι
αύγουστάλιος , Σέργιος ό πριμμικήριος, και
λιάδας, και μυριάδας των ιδίων νομισμάτων
Βάκχος ό σεκουνδικήριος, Δημήτριος ό της
προς τούτοις ουδείς πείθεται, ότι δ πτωχός
πίς·εως διδάσκαλος, Γεώργιος ό εξ ευγενών
άγαπα τον πατέρα, ή την μητέρα, η τούς
ευγενέστατος καί τοις στρατιωτικοΐς έμ-
αδελφούς, η τους συγγενείς, ί) τους φίλους
πρέπων άξιώμασιν, Άρέθας ό τής έν Αιθιο
αυτού όλιγώτερον τοϋ πλουσίου· Γση εστίν
πία Νεγράς πόλεως προεδρεύων, Ιάκωβος
ή τοιαύτη αγάπη και εις τούς πτωχούς ,
ό περιφανής καί ένδοξος υπουργός τής τών
και εις τους πλουσίους. Όθεν φανερόν ές*ιν,
Περσών βασιλείας καί παρά τού βασιλέως
δτι τόσην άγάπην έδειξαν οί απόστολοι εις
Είσδιγερδου τιμώμενος, Γοβδελαάς δ υίός
τον Ίησούν Χριστόν, αφέντες δΐ αυτόν τά
Σαβωρίου βασιλέως Περσών καί τού θρόνου
δίκτυα, το πλοΐον, τόν μικρόν οίκίσκον ,
αυτού διάδοχος· ού μόνον δέ άνδρες, αλλά
τά ολίγα χρήματα, τούς γονείς, τους συγ
καί γυναίκες, καί κόραι άπαλαι καί άνδρί
γενείς, τούς φίλους, δσην και ό πλουσιώτα-
μεμνηστευμέναι·
τος Ξενοφών , δστις δΐ άγάπην Χριστού κατέλιπε τά πολύτιμα σκεύη, και ετά κει
Θέκλα ή πρωτομάρτυς, Αΐκατερΐνα ή βασι-
μήλια, και τά παλάτια, καί τον πλούτον,
φημος
διανείμας αυτόν είς τούς
καί
πτωχούς,
και
λίς
ή
και πάνσοφος, καί
τών
ή
ευγενής καί
ή
Ευφημία ή πανεύ-
Αλεξάνδρα ,
"Ρωμαίων
ένδοξος
βασίλισσαι
βασιλέων
σύζυγοι ,
άπελθών είς της Παλαιστίνης τά ήσυχας-ή-
ή μέν τοϋ Μαξεντίου, ή δέ τού Διοκλητια-
ρια, και έκεΐ τελέσας όσίως τόν βίον αύτοϋ·
νού· άλλοι και άλλαι μυριάδες μυρίων ώσεί
δσην καί ή μεγάλη τών'Ρωμαίων Ματρωνα,
άμμος τής θαλάσσης
ή όσιωτάτη Μελάνη, ήτις διεμέρισε δώδε
τοϋ ουρανού. Ούτοι δί άγάπην τού Ιησού
κα μυριάδας χρυσίου είς τούς πτωχούς ,
Χριστού ού μόνον άφήκαν τόν πλοϋτον ,
και συνέζησε μετά τών υπ* αύτης συνα-
τήν δόξαν, τήν άξίαν, τά στέμματα, τούς
χθεισών έννενήκοντα παρθένων, πτωχεύου-
θρόνους, τούς γονείς, τούς συγγενείς καί
σα και υπηρετούσα 'αύτάις, καί πάν είδος
φίλους, καί πάντα, δσα έκαστος είχεν, αλ
ασκητικής αρετής μετερχομένη.
λά καί είς βασάνους δριμυτάτας
Μετά τούς άποστόλους έρχεται τό άναρίθμητον πλήθος τών άγιων μαρτύρων και ηλικίας
έν
αύτόΐς
πάσης τάξεως
και
γίνους
άνθρωποι, στρατηγοί , πλούσιοι ,
καί ώς
οί άστέρες
εαυτούς
παρέδο>καν, καί τό ίδιον αίμα έξέχεον, και τήν ιδίαν ζωήν αύτώ προσέφεραν. Στρέψατε νύν τοϋ νοός υμών τά όμμα τα βίς τάς
έρημους τής Αιγύπτου, τής
Ομιλία μετά το κατά Αουκάν ί44 Λιβύης, τής Θηβα'ί'δος, τοϋ Πηλουσίου, τοϋ
πάντα τά εν τώ κόσμω,
Πόντου, τοϋ Ίορδάνου· εκεί βλέπετε τόν
τανεύοντες εις τής άσεβείας τά δόγματος
Παϋλον τον Θηβαΐον, τον Άντώνιον τον
έκχέουσι τά
μέγαν, τον Χαρίτωνα, τον Παχώμιον εκεί
ιδίαν ζωήν εις θάνατον;, και στέφονται διά
τους Μακάριους^
και τον
τών μαρτυρικών ςεφάνων. Βλέπομεν άχρι
Αίγύπτιον, τον Άρσένιον, τόν Ίσίδωρον
τής σήμερον άνδρας, οΓ τιν^ς, επιθυμούντες
ώδε βλέπετε τον Σάββαν, τον Θεοδόσιον,
την χριστιανικήν τελειότητα, εγκαταλεί-
τον Εύθύμιον, τον Έφραίμ, τούς πολυάριθ
πουσι τά πάντα, και
μους των ασκητών χορούς· αύτοϋ καΐ γυ
εις τούς άσκητικούς αγώνας, κατά μίμησιν
ναίκες, ή Θεοδώρα, ή Ίουλίττα, ή Μαρία,
τών παλαιών άγίων άσκητών. Μαρτυροϋσι
ή Πελαγία,
τούτο τά έν τοις όρεσι του Άθω και του
τον 'Ρωμάΐον
ή Ευφροσύνη·
αύτοϋ πλήθος
και "μη συγκα-
ίδιον αίμα, προδίδουσι
την
έκδίδουσιν έαυτούς
άμετρον πάσης τάξεως ανθρώπων. Ούτοι
Σινά, και τά έν τη" έρήμω τής Παλαιστί
πάντες, άκούσαντες τής ευαγγελικής φω-
νης άχρι τής
χχτ. ι9> νής του Κυρίου α Εί θέλεις τέλειος είναι,
σήμερον
σωζόμενα άσκη
τήρια.
5 ΰπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα, καϊ
Μετά ταύτα τά παραδείγματα τά αλη
ί δός πτωχοΐς, και έξεις θησαυρόν έν ούρα-
θινά, τά βέβαια, τά βλεπόμενα, τίς πείθε
» νώ·
και δεΰρο άκολούθει μοι », διεμέρισαν
ται, δτι τό έργον τής τελειότητός έστιν
πάντα, δσα ειχον, εις τούς πτωχούς, έγκα-
αδύνατον^ Άλλ' εστι, λέγεις, πολλά δύσ-
τέλιπον πατρίδα,
κολον.
φίλους, συγγενείς , τόν
Ναι
άληθώς
δύσκολον
διά τού
κόσμον δλον καιτά εγκόσμια, καί, ινα μη
το ό πάνσοφος και φιλανθρωπότατος
δέν
εις τόν θεάν του νοός
άφήκεν αυτά εις τοϋ καθενός την προαίρβ-
άπήλθον εις τάς έρη
σιν « Εί θέλ=ις, ειπε, τέλειος είναι ι. Όθεν ό Μ„. ΐΛ μέγας θεολόγος Γρηγόριος σοφώτατα έσηι"
έμποδίζη
την
αυτών προσήλωσιν,
θεός
μους, εις τά όρη , εις τα σπήλαια , εις τα μοναστήρια, εις τά άσκητήρια, δΐ δλου
προσηλώσαντες
και δλως
έαυτούς τώ θεώ,
μείωσεν ,
δτι τάς μεν έντολάς
καθείς εξ άνάγκης
πρέπβι
τοϋ θεού
νά φυλάττη,
έτελείωσαν τόν βίον έν παρθενία ψυχής και
διότι, εάν παραβη αύτάς, καταντά εις τόν
σώματος, έν νηστείαις, έν προσευχάΐς, έν
έσχατον κίνδυνον τής σωτηρίας αύτοϋ· ή
δάκρυσι, ζήσαντες έπι γής, ως οί άγγελοι
δε τελειότης έστί προαιρετή, και ουκ αναγ
έυ ούραν ώ-
καία προς σωτηρίαν, καί δστις μεν άναβ·/}"
Καν δε την σήμερον ολίγα και μικρά φαίνωνται τοιαύτα παραδείγματα) επειδή ίβ?. υι όμως ι Ιησούς Χριστός χθές και σήμερον,
εις τό ΰψος αυτής, εχει έξαίρετον
τιμήν
και άνταπόδοσιν δστις δε μείνν] κάτω, ούδένα
εχει τής σωτηρίας
αύτοϋ
κίνδυνον
3 ό αυτός και εις τούς αιώνας », βλέπομεν
α Τής ημετέρας,
άχρι τής σήμερον άνδρας, οι τίνες, δΐ άγά-
ϊ ανάγκην εχει τοις επιταττομε νοις, α και
πην τοϋ Ιησού Χρίστου, και διά την ά-
» μή φυλάττουσι, κίνδυνος· τά δέ ούκ άνάγ-
λήθειαν
ϊ κην, αιρεσιν δέ , ά φυλάττουσι μ|ν τιμήν
τής
πίστεως,
καταφρονοΰντες
λέγει, νομοθεσίας τά μεν Εί, -ν, ά, ^,.
Εύαγγέλίον της ΙΓ'. Κυριακής. » και άντίδοσιν,
μή φυλάττουσι δέ, οΰδ'
145
τελειότητος. Περιγράφων δέ τάς ανταπο δόσεις τών τελείων και τών ατελών, δι
χ> όντιν' ούν κίνδυνον ϊ· Αληθώς τό έργον έστι δύσκολον επει
δάσκει φανερά τό ύπερέχον τής αμοιβής
δή δέ δύσκολον, διά τούτο εχει και τάς ά-
τών πρώτων, καν υιούς και θυγατέρας αυ
μοιβάς πολυπλασίους. Βλέπε δέ πώς ό θεές
τού όνομάζη και τούς δευτέρους· « Και
δβ> 6.
δια, τοΰ προφήτου /Ησα'ί'ου τελείους
από τών ατελών, και τάς αντα
ποδόσεις τών τελείων Ησ. 56, 4.
Μχτ. 5, 4$.
ήσ. 56.
διέκρινε τους
άπό τάς τών ατε
ϊ δώσω, λέγει
περί τών τελείων, αύτοίς
ϊ εν τω οΓκω μου και έν τω τείχει μου τόί πον όνομαστόν, κρείττω υιών και θυγα-
λών « Τάδε λέγει Κύριος τοΐς ευνούχο ις,
ι τέρων, όνομα αίώνιον δώσω αύτοΐς, και
» όσοι αν φυλάξωνται
τά σάββατά μου,
3» ουκ εκλείψει >· περί δέ τών ατελών λέγει,
» και έκλέξωνται α εγώ θ3λω, και άντέχων-
« Είσάξω αυτούς εις τό όρος τό άγιόν μου
» ται τής διαθήκης μου. » Ιδού τών τελείων
β και εύφρανώ αυτούς έν τ ω οίκω τής προ»
οί χαρακτήρες· αυτοί είσιν ευνούχοι, ήγουν
ι σευχής μου ».
παρθένοι· αύτοι φυλάττουσι τοΰ Κυρίου τά
Άνθρωποι λοιπόν μακάριοι και τρισμα-
σάββατα, τουτέστι άργοι διαμένουσιν άπό
κάριοι, σκεύη εκλεκτά, κατοικητήρια τής
πάσης πονηρας πράξεως·
θείας χάριτος, οίκόνες ζώσαι τής θείας τε
αύτοι αντέχον
ται τής διαθήκης τοΰ θεοΰ, ήτοι μετά πά
λειότητος, σάλπιγγες μεγαλόφωνοι τής τοΰ
σης προθυμίας εκπληροΰσι διά παντός τάς
θεοΰ άγιωσύνης, ύμεΐς, λέγω, οί ύψώσαντες
έντολάς και τά προστάγματα τοϋ θεοΰ·
τον νοΰν άπό τής γής και τών γη'ϊνων, οί
πρός τούτοις αύτοι εξ ιδίας προαιρέσεως έκ-
τά πάντα σκύβαλα
λέγουσιν όσα θέλει ό θεό;· δ Και
σταυρόν τοΰ Κυρίου Ίησοΰ άραντες, καΐ
εκλέξων-
4νομίσαντες, οί τόν
» ται ά εγώ θέλω ». Τί δέ θέλει παρ' ήμών ό
αύτώ προθύμως ακολούθησαντες, οί ως ά
θεός ϊ την τελειότητα· β Έσεσθε ουν ύμεΐς,
σαρκοι έπι τής γής περιπατήσαντες, και
ϊ ειπε, τέλειοι, ώσπερ ό πατήρ ήμών ό έν
ώσπερ άγγελοι έν σαρκί πολιτευσάμενο ι,
τοις ούρανόΐς τέλειος εστίν «.
ζήσαντες δέ ούκ αυτοί, άλλ' ό Χριστός εν
Άκουσον δέ « Και
ύμΐν άνθρωποι, όσοι τε τά υπάρχοντα, τό
3) πάντας τούς φυλασσομένους τά σάββα# τά μου μή βεβηλοΰν, και άντεχομένους
αίμα, τήν ζωήν, τά πάντα τω Χριστώ
ί τής διαθήκης μου· ί άργοΰσι και ούτοι ά
κατηξιώθητε, και όσοι τόν μοναδικόν βίον
πό πάσης αμαρτίας, και ού
ζήσαντες, όσίως και άσκητικώς τόν δρόμον
και τούς χαρακτήρας τών ατελών·
μολύνουσιν
προσενέγκαντες, τοΰ μαρτυρικού θανάτου
εαυτούς διά τών μιαρών πράξεων· αντέχον
τής ζωής έτελέσατε, μακάριοι και ύπερέν-
ται και ούτοι τής διαθήκης Κυρίου , ήγουν
δοξοι! δι' υμάς έν τω οίκω τοϋ θεοΰ, ένδον
εργάζονται προθύμως πάσας τάς έντολάς
τοϋ τείχους τής επουρανίου
τοΰ θεοΰ, καθώς και οί τέλειοι- πλήν λείπει
εις τά σκηνώματα τοΰ Κυρίου τά αγαπη
εις αυτούς τής παρθενίας ή αρετή·
τά και πεποθηαένα, ετοιμός έστι
λείπει
άπό τής προαιρέσεως αυτών ή εκλογή τής (ΚΤΡΙΑΚ.. ΕΪΑΓΓΕΔ. ΤΟΜ. Β'.)
Ιερουσαλήμ,
τόπος
όνομαστός, ήγουν άπόλασις τής θείας δόξης 19
Ό[λίλ!α
μετά το κατά Λουκάν
146
πσ. 5β, 6.
πλουσιωτερα εκείνης, της οποίας μετέχου-
εκεί εΐσελεύσεσθε, καί εύφρανθήσεσθε τήν
σιν οί λοιποί τοΰ θεοΰ φίλοι· το δέ όνομα
εύφροσύνην την αίώνιον έκεΐ έν τω οΓκω
υμών, όνομα ύπερένδοξον,
τοΰ Κυρίου, όπου ακαταπαύστως προσφέ
μάρτυρες
Χρί
στου και όσιοι όνομάζεσθε, και τό τοιούτον
ρονται
όνομα, όνομα αι'ώνιον, ουδέποτε έκλεΐπον,
δοςολογίαι
αλλά διαμένον εις τους απέραντους αιώνας
Κύριος·
τών αιώνων β Και δώσω αύτοΐς, οΰτως ύ-
5 άγιόν μου, και εύφρανώ αυτούς έν τώ
» πόσχεται ό θεός, έν τω οΓκω μου, και εν
ϊ οΓκω της προσευχής μου ϊ.
9 τω τείχει μου τόπον όνομαστόν, κρείττω
αί προσευχαί τών αγίων τών αγγέλων,
καί αί
εΐσάξει ύμάς ό
« Είσάξω αυτούς εις τό όρος τό ώσ. δβ,
Πανάθλιοι
δέ καί
δυστυχέστατοι
οί
ϊ υιών και θυγατέρων, όνομα αίώνιον δώσω
πονηροί, οί άνομοι, οί αμαρτωλοί, οί αμε
ϊ αύτοΐς, και ουκ εκλείψει ϊ.
τανόητοι ! αυτοί μακράν έσονται της χα
Άλλα κα'ι ύμεΐς, ώ αδελφοί, όσοι άπο-
ράς, μακράν της θείας δόξης, μακράν από
στρέφεσθε πάσαν κακίαν, καϊ ού μολύνετε
τοΰ θεοΰ· « Άπόστητε άπ' έμοΰ,
τήν ψυχήν υμών δια τοΰ £ύπου της αμαρ
« θεός, πάντες οί εργαζόμενοι την άνομίαν τ>.
τίας, όσοι μετά πάσης ακριβείας φυλάτ-
Κύριε. τοΰ ελέους,
τετε τάς «ντολάς τοΰ θεοΰ! δι ύμάς άνεωγ-
μονογενούς σου υίοΰ, ρ*ΰσαι ημάς της τοιαύ
μένη εστίν ή θύρα τοΰ ούρανοϋ, ετοιμον τό
της
ορος τοΰ θεοΰ τό άγιον, ή Σιών
Αμήν.
ή άγία·
φοβεράς
καί
λέγει ό νβλ·ββ>
διά τών οικτιρμών τοΰ
ελεεινής
άποστάσεω;!
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ ΕΤΑΓΓΕΑΙΟΝ
Ο
τυφλός
τοΰ σημερινού
ΤΗΣ
ευαγγελίου
ΙΔ'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
διά της όδοΰ, όΛου αυτός εκάθητο,
ευθύς
«Σχε βεβλαμμενα τά όμματα τοΰ σώματος
μετά προθυμίας μεγάλης εζήτει τό φως τών
υπό σωματικής ασθενείας· ήμεΐς εχομεν ΐ-
οφθαλμών αυτού,
σκοτισμένους
φωνη~ 5 Ίησοΰ υίε Δαβίδ, έλέησόν με »·
τους όφθαλμούς της ψυχής
κραυγάζων
μεγάλη τη7 ή 31.
ύπό τών αμαρτημάτων
της προαιρέσεως·
«κείνος ούκ έβλεπε τά επίγεια,
ημείς ού
μεΐς δέ, καν πιστεύωμεν, ότι ό αύτός Ίη σοΰς Χριστός ενώπιον ήμών «στι
βλέπομεν τά επουράνια. Άλλ' ό μεν τυφλός,
τός, καν λέγωμεν
άκούσας
» ριον ενώπιον μου διά παντός,
ότι ό Ίησοΰς Χριστός διήρχετο
διά παν
ί Ιϊροωρώμην τόν Κ6- ΤΛ 16> ότι εκ δε-
Εύαγγελίον της ΙΔ'. Κυριακής.
147
9 ξιών μου εστίν, «να μή σαλευθώ 5, ουδό
εϊσελθϊΐν εις αυτήν, τότε εύρε τον τυφλόν
λως όμως φροντίζομεν περί τής συγχωρή-
καθήμενον εν τη" όδώ· α Έν τώ έγγίζειν
σβως των αμαρτιών ημών, ούδέ κραυγά-
ϊ τον Ίησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις
ζομεν
» θτ,το παρά τήν όδόν »· τότε βλέπεις, ότι
εκ ψυχής το α Έλέησον ήμάς υίέ
εκά-
> Δαβίδ ϊ. Μιμησώμεθα, αδελφοί, σήμερον
ούχ'ι εΓς, αλλά δύο
τον
και ήμεΐς
των δε τον μέν ενα, περί ου λαλεΐ ό Μάρ
ωσπερ εκείνος , βοήσωμεν καί
κος, συνήντησβν ό Κύριος Ιησούς, εξερχό
τυφλόν , παρακαλέσωμεν
προθύμως, ήμεΐς ,
Ίησοΰ υίέ Δαβίδ ,
ελέησον ήμάς,
σημερινής
μενος από τής Ιεριχώ, τόν δέ Ετερον περί ου λαλεΐ ό Λουκάς, εισερχόμενος εις τήν
κατανοή-
αυτήν πόλιν Ιεριχώ· και τού μέν ένός τό
ευαγγελικής σου
όνομα ό Λουκάς έσιώπησε, τού δέ έτέρου
Γδωμεν τά θαυμάσια σου, της
τού
ίνα
άνοιξον ημών τά όμματα της ψυχής,
σαντες
ήσαν οί τυφλοί·
καί,
φωνής την δύναμιν, άπροσκόπτως πορευ-
ό Μάρκος εφανέρωσεν , ειπών, < Υίός Τι
σώμεθα την μακαρίαν όδόν τών αγίων σου
κ μαίου, Βαρτίμαιος »· καί ό μέν Ματθαίος,
προσταγμάτων.
όστις
ι α™, ι»,
καί προ τού Μάρκου και προ τού
Λουκά έγραψε τό εΰαγγέλιον αυτού, συμΤω καφω έκείνω, εγενετο εν τω περιελαβεν εν τη αύτη* ιστορία και τούς εγγίζει τον Ιησοΰν ε?ς Ιεριχώ, τυ
δύο. τυφλούς, καθότι
φλός τις
δύο συνέβησαν, ό δέ Μάρκος ύστερον κατά
εκάθητο
παρά την όδον
Την αυτήν τοΰ τυφλού ύπόθεσιν
καί
περιστάσεων
μετά
καθιστορούσς
οί δυο άλλοι ευαγγελισταί, ό Ματ
θαίος δηλονότι και ό Μάρκος· ό Ματθαίος όμως λέγει, ότι δυο ήσαν οί υπό τοϋ Κυμ«τ. ίο, ρίου Ίησοΰ φωτισθέντες τυφλοί· α Καί 80. 3> ιδού δύο τυφλοί καθήμενοι παρά τήν
ωσαύτως καί ό Λουκάς τά περι τού έτέ ρου μόνον, ειπών, ότι ό τυφλός ούτος, κα θήμενος
παρά τήν
όδόν, έζήτει ελεημο-
σύνην. Άκουσας μενού,
δέ
όχλου δ:απορευο- Αί**·β1ί>
έπυνθάνετο,
τι ε"η τούτο.
Άπήγγείλαν δέ αύτω, οτι Ό Ιησούς 9 όδόν »· δθϊν άσύμφωνοι φαίνονται οί άγιοι ό ΝαζωραΤος παρέρχεται. ευαγγελισταί.
·
μέρος τά περι τού ένός μόνον ίστόρησεν,
προσαίτών.
τών αυτών
τά αυτά και εις τούς
'Εάν όμως στοχασθη^ς, ότι
ό μέν Μάρκος λέγει, ότι, όταν ό Ιησούς εξήρχετο από τής Ιεριχώ, εύρε τον τυφλόν μ«ρ»^ ι»· καθήμενον εις τήν όδόν α Και εκπορευο-
Έξ ολοκλήρου τυφλός ύπήρχεν ό άνθρωπος·
διότι ούδέ τόν Ίησούν Χρι-
στόν εβλεπεν ούδέ
» μένου αυτού από Ιεριχώ, και τών μαθη-
τό διερχόμενον
» τών αυτού,
εκάθητο·
και όχλου ικανού,
υίός Τι-
ούτος
τό πλήθος τού λαού,
διά τής οδού, όπου αυτός
μόνον δέ τόν κρότον και τόν θό-
»μαίου, Βαρτίμαιος, ό τυφλός εκάθητο παρά
ρυβον τού πλήθους τών συνακολουθούντων
ϊ τήν όδόν »· ό δέ Λουκάς ΣςΌρεΐ, ότι, όταν ό
τώ Χριστώ, καί διερχομένων δΐ
Ιησούς, έγγίσας «ίς τήν Ιεριχώ,
τής όδού άκουσας, ήρώτησε,
εμελλεν
εκείνης
Τίέστι τοΰ19*
87.
Ερμηνεία εις το κατά. Λουκαν 148 οί πε-
Είσήκουσεν ό φιλάνθρωπος την έλεεινήν
δ Ναζωραΐος
φωνήν τοΰ τυφλού- είσήκουσε τό « Έλέη-
το } άπεκρίθησαν δέ προς αύτον ριεστώτες,
δτι ό Ίησοΰς
» σόν με, υίέ Δαβίδ »· δθεν έστάθη, και ουκ
διαβαίνει.
έπεριπάτει· ς-αθεις δέ έκέλευσεν Γνα φέρωσι «4τ;9ι,
Καί έβόησε, λέγων,
Ίησου υίε τον τυφλόν ενώπιον αυτού· δτε δέ έστησαν
»».'
Δαβίδ, έλεησόν με.
Καί οι
προάαυτόν πλησίον αύτού', τότε ήρώτησεν αυ
γοντες έπετίμων αύτω
ίνα σίωπητόν, Τί θέλεις Γνα ποθήσω σοι ^ δ δέ τυφλός
σΎ[
αύτος δέ πολλώ μάλλον
εκραάπεκρίθη, Κύριε, τό φως τών οφθαλμών μου
ζεν, υιέ Δαβίδ, έλεησόν
με.
θέλω,
Βλέπε πίστιν, προθυμίαν και έπιμονήν!
τά δμματά μου,
δπως Γδω τό φώς.
Άλ-
έπίστευσεν, δτι δ Ίησοΰς Χρίστος δύναται
λ' αρά γε ήγνόει ό θεάνθρωπος τί έζήτει δ
φωτίσαι τους οφθαλμούς αυτού· όθεν, μα
τυφλός :, Άπαγε ! αυτός, ώς θεός αληθινός ,
θών, δτι αυτός έστιν δ εκείθεν διαβαίνων,
και τούς κρυπτούς διαλογισμούς τών καρ
ευθύς μετά πόθου ψυχής και προθυμίας με
διών
γάλης έκραύγαζε μεγάλη τη~ φωνη~· α Ίησου
τούτο, δταν έφανέρωσε τούς διαλογισμούς
» υίέ Δαβίδ, έλεησόν με ».
Δεδιδαγμένος
τών ανθρώπων έγνώριζεν έδειξε δέ
τών μαθητών αυτού, οιτινες « διελογίζοντο μχτ. 16,
Οπήρχεν, ώς φαίνεται, των άγίων προφη
» έν έαυτοΐς, λέγοντες, « "Οτι άρτους ουκ
τών τάς προρρ*ήσεις, αΓτινες προκατήγγει-
» έλάβομεν λ· ομοίως και τούς διαλογισμούς
λαν, δτι δ του κόσμου σωτήρ γεννηθήναι
τών γραμματέων , οΓτινες ήσαν καθήμενοι
εμελλεν εξ οΓκου καί πάτριας Δαβίδ· πις"εύ-
και διαλογιζόμενοι έν ταΐς καρδίαις αυτών,
σας, δε, δτι δ Ίησοϋς χριστός έστιν
« Τί ούτος ούτω λαλεΐ βλασφημίας » } ήρώ- Μίρχ. ί,
θαρσαλέως
« Ίησου
δ υπό
έκραύγαζε
τησε δέ αυτόν , πρώτον μέν Γνα δείξη, δτι
υίέ Δαβίδ, έλεησόν
εις πάν έργον αγαθόν άναγκαία έστι και ή
τών προφητών καταγγελθείς,
» με ». Και οί μεν διαβαίνοντες έπέπλητ-
συνδρομή
τον
δεύτερον δέ
καϊ ήλεγχον αυτόν , προστάττοντες
Γνα σιωπήση-
αυτός δέ, επιμένων ανένδο
άνθρώπου
θελήσεως·
Γνα πάντες οί περιεστώτες ,
άκούσαντες και έξ αυτού τοΰ ςόματος τοΰ τυφλοΰ, δτι τυφλός έστι και ζητεί τό φώς
αύτοΰ, πολλώ
τών οφθαλμών αυτού, μηδόλως άμφιβάλλω-
« Υιέ Δαβίδ, έ-
σι περι της θαυματουργικής ιατρείας αυτού·
την προθυμίαν της ψυχής περισσότερον έκραύγαζεν
της τοΰ
καί
το; εις την πίστιν και την έλπίδα
» λέησόν με ». αο»». ι»,
τούτο θέλω παρά σού, Γνα άνοιξης
τρίτον δέ, Γνα ^φανερώση,
δτι ουκ άλλο ,
αλλ* έκεΤνο, δπερ έζήτησεν,
ελαβεν ό τυ
Σταθείς δέ ό Ιησούς, ε'κελευσεν φλός, έκ τούτου δε φανερωθτ}- και ή πίστις
4ΐ.
αυτόν αχΰηναί προς αυτόν.
Εγγίαυτού·
σαντος δέ αύτοΰ,
έπηρώτησεν
αυτός ήν ου μόνον
τυφλός,
αλ
αύλά
και πάμπτωχος,
διότι , καθήμενος
τόν, λέγων. Τι σο: θέλεις ποίήσω $ έν τη όδώ, ο δέ είπε, Κύρίε,
ίνα
έζήτει
έλεημοσύνην
δθεν οί
άναβλέψω. παρόντες
έδύναντο
ύποπτευθήναι ,
δτι
Εύαγγέλίον της ΙΔ . Κυριακής. κραυγάζων τό ϊ Υίέ Δαβίδ, έλέησόν μ8 »,
τα
καί φωτίσαι
ουκ έζήτει παρά του Ιησού Χρίστου τό
παντοδύναμος
φως αυτού, άλλ' έλεημοσύνην, καθώς και
φωνή εστίν αύτη παντεξούσιος, φωνή θεού·
παρά των άλλων, των εκείθεν διαβαινόν-
εκείνος ό θεός ό αληθινός και δημιουργός ,
των ερωτηθείς δέ, και ειπών, ότι ζητεΐ τό
όστις εί~ε, « Γενηθήτω φως », καί έγένετο η», ι, 8.
φως αυτοϋ, άφέϊλε πάσαν ύποψίαν, και έδει-
ευθύς τό φως, ό αυτός ειπεν, Άνάβλεψον ,
ξεν εις πάντας την εις Χρις·όν πίςιν αυτού.
και εύθύς άνεβλεψε, καί έφωτίσθη ό τυφλός. Βλέπε δ;
Αουχ. 18 41.
149
Και Ό Ιησούς
εΤπεν
αυτόν ειμή είς μόνος ό
θεός ^
Άνάβλεψον, είπεν
πώς ό μεν θεάνθρωπος κατάτήν
αύτω, Α συνήθειαν αυτοΰ, άποδούς τό θαύμα ούχΐ εις
νάβλεψον" ή π'ιστις- σου σέσωκέ σε. τήν θαυματουργόν αυτού δύναμιν, άλλ' εις 4». Και παραχρήμα άνεβλεψε, καί ή-
τήν πίστιν τοΰ τυφλού κ Ή πίστις σου
-κολούθεί αύτω, δοξάζων τον θεόν' καί
α σέσωκέ σε », έδίδαξε τήν φυγή ν της φι
πας 6 λαος ιδών, εδωκεν αΐνον τω θεώ.
λοδοξίας· ό δέ ίατρευθεΐς τυφλός, αισθανθείς
Ό φωτισμός του τυφλού έστι μία άπόδειξις μεταξύ των πολλών
άλλων,
Ίησοΰς Χριστός έστι θεός αληθινός·
της ευεργεσίας τά μέγεθος,
έδειξε τήν εύ-
ότι 6
γνωμοσύνην αυτού, δοξολογών μέν τον θεόν,
διότι
άκολουθήσας δέ τόν εύεργέτην αυτού Ιησού ν
τίς άλλος ^δΐ ενός μόνου προστακτικού λό
αλλά καί ό λαός, ίδών τό έξαίσιον θαύμα, Ο
γου δύναται άνοΐξαι του τυφλού" τά όμμα
Ι μνους προσέφερεν εις τόν θεόν καί δοξολογίας.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟ ΥΚ ΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ ΙΑ.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Βαεπομεν εις τήν ίστορίαν τού σημερινού
ουκ εχει όμματα, Γνα Γδη αυτόν, κ*ί προσ-
ευαγγελίου μίαν άμαρτίαν, ήτις φαίνεται
ελθών προσπέση προς τούς πόδας αυτού, καί
μέν πολλά μικρά καί αβλαβής, αυτή όμως
παρακαλέση αυτόν διά τήν ϊατρείαν αύτού,
βστί πολλά μεγάλη, καί πολλής βλάβης ■πρόξενος «ς τάς ψυχάς των ανθρώπων. Ό
κραυγάζει
» Δαβίδ, έλέησόν με »· ό δέ λαός, ό συμπο-
τυφλός πιστεύει, ότι ό Ιησούς Χριςός έστι
ρευόμενος μετά τού
φωτοδότης
μόνον ού συνεργεί εις τούτο τό εύσπλαγ-
και παντοδύναμο;·
επειδή δέ
μεγάλη
τη* φωνή, « Ιησού υίέ ΑίΜ< ,
Ιησού Χριστού, ού
*"
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
150
χνικόν έργον, αλλά και εμποδίζει αυτό δσον
ϊ σου, καϊ πορεύου εκ προσώπου Κυρίου ί·
δύναται.
Ήλί, διά τί ελέγχεις τήν Άνναν ώς μεμβ-
Κακότροπε λαέ, αντί να τρέςγις
ευθύς, καϊ λαβών εκ της χειρός τόν τυφλόν,
θυσμένην ^
χειραγώγησης αυτόν και φέρης ενώπιον τοϋ
ιερού } βλέπεις, δτι αύτη Γσταται ενώπιον
Κυρίου, δνειδίζεις αυτόν, καΐ επιτιμάς, και
Κυρίου μετά
α»*. 18, προς"άττεις Γνα σιωπήση; α Και οί προά39. ^ , I Τ) γοντες έπετίμων αυτώ ινα σιωπήση ».
αυτήν
έκ τοϋ
σεμνότητος και ευλάβειας·
επειδή δέ βλέπεις τά χείλη κινούμενα , καϊ τήν φωνήν αυτής ουκ άκούεις, διά τοϋτο
Λαέ πονηρέ, επειδή δια τήν κακοτροπίαν
αποφασίζεις,
σου ου θέλεις συνεργός γενέσθαι τοϋ καλοϋ
τοϋτο
«ργου, καν σιώπα, καϊ μή έμποδίζης αυτό
εμποδίζεις αυτήν άπά τοϋ έργου της αρε
δια των επιτιμίων σου. Τοιαύτη εςίν, αδελ
τής πόθεν τόση κακία } —Έκ της απροσε
φοί, ή κακία των ανθρώπων! είσί τίνες άν
ξίας καϊ άσυλλογιστίας· εάν ό Ήλί ε'πρόσε-
θρωποι, οίτινες ού μόνον ου συνεργοΰσιν,
χε
άλλα και έμποδίζου~ι τά καλά εργα· αύτη
νεν, δτι αύτή προσεύχεται τήν εσωτερικήν
δέ έστιν η μεγάλη και επιβλαβής αμαρτία,
καϊ
περί της οποίας εγώ λαλώ.
φανερόν εστίν επειδή, δτε ή Άννα άπε-
Πολλά ύσι της αίτια,
ή
αμαρτίας ταύτης τά
απροσεξία, ή
άσυλλογιστία , ό
δτι
διώκεις
εστί μεμεθυσμένη }
αυτήν
διά
εκ τοϋ ίεροϋ, και
και έσυλλογίζετο ορθώς, έκαταλάμβα-
νοεράν καϊ άγίαν προσευχήν.
Τούτο
κρίθη εις αυτόν, « ΟΓνον καϊ μέθυσμα ού » πέπωκα ,
καϊ έκχέω
τήν
,5,
ψυχήν μου
φθόνος, ό φόβος, ή φιλοδοξία, ή ζηλοτυπία,
5 ενώπιον Κυρίου ί, τότε αυτός μετενόησβ,
ή φιλαυτίχ και άλλα μύρια πάθη. Πολλά
και μετέβαλεν ευθύς τόν ελεγχον εις εύχήν,
δε και τά όργανα, ή συμβουλή, ό έλεγχος,
και τόν διωγμόν εις εύλογίαν & Πορεύου , "*Τ- ,7,
ή χλεύη, ή κατάκρισις, οί φοβερισμοί , τά
» ειπεν,
δεσμά,
ί σοι τό αίτημά σου, δ η'τήσω παρ αύτοϋ ».
τά παιδευτήρια· και οί καιροί δέ
δουλεύουσιν αύτη~, του
καλοϋ
διότι γίνεται
έργου , καϊ μετά τό
και προ καλόν
εις εΐρήνην ό θεός Ισραήλ δωη
Βλέπετε
λοιπόν,
αμαρτίας
δτι τό μέν αίτιον της
τοϋ ' Ήλί εστίν
ή άπροσ^ία,
τό δέ όργανον ό έλεγχος και ό διωγμός ,
έργον. Έρχεται ή Άννα, ή μήτηρ τοΰ προφήτου Σαμουήλ, εις τόν
ναόν
τοϋ
Κυρίου , και
στάσα ενώπιον τοϋ θεού, προσεύχεται νοερώς εν τη καρδία αυτής· ό δέ Ήλι ό ιερεύς,
ό
δέ
καθ' δν
καιρός ή
εστίν
αύτός
ό
Άννα έπραττε τό
καιρός , έργον τοϋ
θεοϋ . ΊερεΤς τοϋ θεού, δσοι ίερατεύετε εις τάς
ίδών, δτι έκίνει μέν τά χείλη, άλλ' ή φωνή
ενορίας, εγώ φοβούμαι, δτι πολλάκις πίπτε
αύτης ουκ ήκούετο, ένόμισεν, ότι εστί με-
τε εις τό άμάρτημα τοϋ Ήλί, και γίνεσθε
μεθυσμένη·
διώκτάι τοϋ έργου της προσευχής, καθώς
δθεν
ελέγχει αυτήν διά
τοϋ
ι. β«ϊΛ. παιδαρίου αύτοΰ^ καϊ διώκει αυτήν εκ τοϋ '» 14
διά τί διώκεις
εκείνος.
Τινές των χριστιανών, εύλαβεία
ίερού· « Και εΓπεν αύτη" τό παιδάριον Ήλί,
φερόμενοι, έρχονται εις τήν έκκλησίαν προ
» "Εως πότε μεθυσθήση^ περιελού τόν οινόν
της κοινής ακολουθίας, ή μένουσιν εις τήν
Εύαγγελίον της ΙΔ'. εκκλησία ν μετά κατ' ιδίαν
την κοινήν άκολουθίαν
προσευχόμενοι·
στοχαζόμενοι
της
ύμεΐς
αμαρτίας
,Καϊάφας, και όσοι ησαν έκ γένους αρχιερα
μή
τικού , συναχθέντες και συμβουλευθέντες ,
ταύτης
το
ε'μποδίζουσι
παντί τρόπω τό μέγα της
βάρος , μηδέ έχοντες της υπομονής την
σωτηρίας έργον. Πόθεν τόση κακίας
άρετήν, ύποκριτάς αυτούς νομίζοντες, όρ-
τοΰ φθόνου καϊ έκ τοΰ φόβου· και τον μέν
γίζεσθε κατ' αυτών, καί διώκετε δέ, όταν
φθόνον άναψε ν
τύχω σι πτωχοί και αδύνατοι, ελέγχοντες
τοΰ
αυτούς, και λέγοντες,
ετρεχεν οπίσω τών αποστόλων,
Φθάνει, χριστιανέ
Ίησοΰ
ή
δόξα
τοΰ
εκ
ονόματος
Χριστού, και ό λαός,
όστις
και εμε-
μου, πορεύου εις τον οίκόν σου· έχω και
γάλυνεν αυτούς· τον δέ φόβον ή συνείδησις
εγώ
διά την άνομίαν,ην εποίησαν, ςαυρώσαντες
τάς υποθέσεις μου, και
διατεταγμένους
πρέπει νά
καιρούς·
κάν δε
άποκρίνωνται μετά πραότητος
εκείνοι
και ευλά
τόν άναμάρτητον Ιησού ν « Και βούλεσθε , «ύτ. 5, 28. » έλεγον προς τούς άποστόλους, έπαγαγεΐν ί εφ' ήμας τό αΓμα τοΰ άνθρωπου τούτου ι.
βειας^ ύμεΐς όμως ού μετανοείτε, ώς ό Ήλί,
Σημείωσαι δέ και τούς τρόπους, διά τών
αλλ* επιμένετε, κατ' αυτών
οποίων επεχείρησαν έμποδίσαι τοΰ κηρύγ
όργιζόμενοι.
Τοΰτο δέ το έργον τί άλλο ές-ιν ειμή έκεϊνο,
ματος τό σωτήριον έργον πρώτον μέν διά
διά το όποιον έταλάνισεν ό Κύριος ημών
τών φοβερισμών € Άπειλη, ειπον, απειλή- ,οΤ. 4,
Ηλ\"' το"' γραμματείς και φαρ^σαίους^ ι
Ούαί
> σόμεθα αύτοΐς μηκέτι λαλεΐν επί τώ όνό-
ύποκρι-
ί ματι τούτω μηδενΐ ανθρώπων ι· έπειτα
ρ ταί, ότι κλείετε την βασιλείαν τών ούρα-
ίδόντες, ότι οί φοβερισμοϊ ουδέν κατώρθω-
» νών έμπροσθεν τών άνθρωπο^· ύμεΐς γαρ
σαν, έπειδή οί απόςολοι λαμπροτέρα φων-ρ
5 ουκ εισέρχεσθε, ούδέ τούς είσερχομένους ά-
τόν Χριστόν έκήρυττον, μετέρχονται τάς
> φίετε εισέλθειν ί' ου μ'&ν ού προσεύχεσαι ,
τιμωρίας, πιάσαντες δηλαδή τούς άποστό
καθώς πρέπει , του;
λους, κατέκλεισαν αυτούς εί; τήν φυλακήν
3> ΰμΐν, γραμματείς και φαρισαΐοι
δε προσευχομένους
? Καϊ
εμποδίζεις. Οί την
μέν θεοφόροι
άπός"θλοι κηρύττουσι
εις Χριστόν πίστιν, έπιβίβαιοΰντες
τοΰ κηρύγματος τον λόγον διά τών έξαιΠρίξ^ δ, σίων θαυμάτων τών διά χειρών αυτών γι
««γ. *,
151
δέ,
ανοίγω καί κλείω την έκκλησίαν εις τους
·*»·>.
Κυριακής.
έπέβαλον
τάς χείρας
αύτών επί
5,
ί τούς άποστόλους, καϊ εθΐντο αυτούς εν » τηρήσει δημοσία 3·
επειδή δ; καϊ τού
το έματαιώθη, καθότι άγγίλος Κυρίου εξή γαγε τούς άποστόλους έκ της φυλακής ,
νομένων .όθεν καί πιστεύουσιν όσοι ήσαν
αυτοί δέ, είσελθόντες βίς τό ιερόν, πάλιν
σκεύη άξια της υποδοχής τοΰ επουρανίου
έδίδασκον
μύρου της πίστεως· εν μια ημέρα επίστευ-
άνομοι νοοΰσιν εμπόδιον
σαν ,ψυχαΐ
φονεύσωσι τούς άποστόλους· α Καί εβου- π?*ξ ι,
ώσεϊ τρισχίλιαι, καϊ
άλλην
παρρησία
τον
λαόν, άλλο οί βουλεύονται, ίνα
ημέραν πάλιν ώσεϊ χιλιάδες πέντε. Οί δέ
> λεύοντο άνελεΐν αυτούς »· Έπειδή δέ
άρχοντβ?5 και οί πρεσβύτεροι, καϊ οί γραμ-
Γαμαλιήλ διά της
*' *' *' ματβΐς,
καί ό Άννας ό
άρχιερεύς, και ό
πόδισε τόν φόνον ,
ό
συμβουλής αύτοΰ εμ έδειραν
αυτούς, καϊ
Ομιλία
μετά το κατά Λουκαν
152 παρήγγειλαν Γνα μη κηρύττωσι το όνομα
γού της κτίσεως· α Ου φιμώσεις βοϋν άλο-
«4τ. 4ο. του Ίησοϋ Χρις*οϋ· « Και προσκαλεσάμενοι
ί ώντα 3>· μη ς-ενοχωρήσης, μη δυνας·εύση·ς,
ί τους αποστόλους, δείραντες παρήγγειλαν
μή εμπόδισες δια μηδενός τρόπου τον άν-
» μη λαλεΐν επί τω ονόματι του Ίησοϋ >.
θρωπον, δστις εργάζεται τό καλόν έργον,
άρχοντες, προες"ώτες, διδάσκαλοι, άρχιερεΐς, προσέχετε, μήποτε βλέποντες τους
αύτώ δσον δύνασαι·
υπηκόους υμών εργαζομένους τήν άρετήν ,
» άλοώντα ι.
της οποίας ύμεΐς έστε γυμνοί, και τιμωμέ
σητε αΰτούς, υπό τοϋ φθόνου δέ κυριευθέν-
άρετης τα εργα, και ποιον δνομα άπονέμει
τες, φοβερίζητε
εις αυτούς, και ποία κατάρα αυτούς καθυ-
και
καταδιώκητε αυ
Προσέχετε , μήποτε βλέποντες τόν
έμποδίζουσι της
ποβάλλει· διότι έκ τούτου ου μόνον κατα
κόσμον τιμώντα τους υπό την έςουσίαν
λαμβάνετε πόσον άμαρτάνουσιν οί ποιοϋντες
υμών ,
και
ταύτην τήν άμαρτίαν, άλλα και φρίττετε,
κατακο-
βλέποντες πόσον ό θεός παιδεύει αυτούς.
και άρετήν ,
Ούτος ό πανεύφημος άπόστολος τοϋ θεοϋ ,
φοβηθέντες μήπως ή αρετή, ύπερισχύσασα,
διελθών συν τω Βαρνάβα τήν Κύπρον ,
εκείνους μέν ύψωση, υμάς δέ κατακρημνίση,
κα?ήντησεν εις μίαν τών εν αύτη πόλεων,
υπό δέ τοΰ φόβου σκοτισθέντες, παντοιο
ήγουν εις τήν Πάφον έκεΐ ό ήγεμών της
τρόπως καταφρονητε, και έπιβουλεύητε ,
πόλεως, Σέργιος Παϋλος ό άνθύπατος, συνε
και έμποδίζητε αυτούς από τών Ιργων τοϋ
τός ων και φρόνιμος,
θεοϋ· τότε ούαι ύμΐν,
τούς δύο άποστόλους, Γνα άκούση παρ αυ
και περιποιούμενον
τοις
αυτούς ,
δια τήν
σμοϋσαν αυτούς προκοπήν
τότε γίνεσθε
όμοιοι
προσκαλεί
τούτους
τών
τών τόν λόγον τοϋ θεοϋ , και φωτίση τήν
και τοις γραμματεύσι, και τώ
ψυχήν αυτού. Άνθρωπος δέ τις, ψευδοπρο-
άρχουσι και τοις πρεσβυτέροις
Ιουδαίων,
9
Ακούσατε πώς χαρακτηρίζει ό άπόςΌλος Παύλος εκείνους, οίτινες
τρέχοντα οπίσω αυτών
ι.
α Ου φιμώσεις βοϋν
νους υπό των ανθρώπων δι αυτήν, φθονή-
τούς.
Αΐυτ. 25,
άλλα βοήθησον, προστάτευσον, συνέργησον
Άννα και Καϊάφα, οιτινες, θεομαχοϋντες ,
φήτης Ιουδαίος, ήγουν
κατεδίωκον και έπαίδευον τούς άπος·όλους
ήγωνίζετο παντί τρόπω
τούς έργάτας της αρετής.
άνθύπατον άπό της πίστεως. Τούτο κατα-
δ Ου φιμώσεις βοϋν άλοώντα ϊ, λέγει ό
νοήσας
Έλύμας ό μάγος , Γνα έμποδίσν) τόν
ό Παϋλος, ένατενίσας προς
τόν
θεός·" τί δέ σημαίνει τούτο ^ μήπως μέλλει
Έλύμαν, εΐπεν, ο *ί2 πλήρης 7:αντός δόλου π?άξ. ι».
τω θεω δια τούς βόας } α Μη τών βοών μέλ-
5 και πάσης ραδιουργίας , υιέ
ι λει τώ θεώ »}—Ου λαλεΐ περί τών βοών
> εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, ού παύση· δια-
τών άλοώντων ό θίόί,
ί στρέφων τάς όδούς Κυρίου τάς ευθείας
άλλα περί τών αν
διαβόλου ,
άρετήν.
Άκούεις λόγια φοβερά} Σημείωσαι δέ, δτι
« Ου φιμώσεις βοϋν άλοώντα κ· αύτη ή
τα λόγια ταύτα ουκ βίσί λόγια τοϋ Παύλου,
φωνή έστι φωνή τοϋ παντοκράτορος θεού-
άλλα λόγια τοϋ άγιου πνεύματος·
προσταγή εστι τοϋ παντοδυνάμου δημιουρ
Παϋλος, λέγουσι τών άπος*όλων αί πράξεις,
θρώπων
τών
εργαζομένων
τήν
διότι ό
Εύαγγελίον της ΙΔ'.
Κυριακής.
1&3
π?ίΕ. ΐ3,α πλησθεϊς πνεύματος άγιου », ταΰτα έλά-
2 τόν ήλιον άχρι καιρού ι, είπεν ό Παΰλος
λησβ. Και δτι μέν δς·ις εμποδίζει τό καλόν,
προς τόν Έλύμαν, τόν γενόμενον υίόν τοΰ
εκείνος πλήρης εστί παντός
διαβόλου· καί, ώ τοΰ παραδόξου θαύματος !
δόλου
και
πάσης κακουργίας, καϊ εχθρός πάσης δι
ευθύς έτυφλώθη παντελώς ό Έλύμας , καϊ
καιοσύνης ,
ουδεμίας
περιστρεφόμενος ώδε κακέίσε, εζήτει χειρα-
χρήζει αποδείξεως· δτι δέ ό αυτός εστι καϊ
γωγούς· α Παραχρήμα δέ έπέπεσεν έπ' αύ-
υίός τοΰ διαβόλου, τοΰτο φαίνεται παράδο-
β τόν άχλύς και
ξον και δυσκατανόητον αληθώς παράδοξον
ι έζήτει χειραγωγούς 5.
φανερόν εστι , καϊ
και δυσκολονόητον, πλην άληθέςατον καϊ
α Ύμεΐς, είπεν ό σωτήρ προς τους Ίουί δαίους, εκ πατρός » καϊ
γ«. 8.
"Ινα δέ πληροφορηθης, δτι ό Παΰλος ού δί άλλο τι ώνόμασε τόν Έλύμαν υίόν τοΰ
βέβαιον. Ιωάν. 8, 44.
σκότος, καϊ περιάγω ν
τάς
επιθυμίας
τοΰ
διαβόλου έστέ,
τοΰ πατρός
υμών
διαβόλου,
ειμή διότι ήγωνίζετο νά εμπό
διση τόν άνθύπατον από της αρετής και σωτηρίας, βλέπε τόν Πέτρον τόν άπός"ολον·
» θέλετε ποιεΐν 3. Τί δέ έπεθύμησεν ό διά
δταν
βολος, δτε είδε τόν άνθρωπον πλασθέντα
προλέγοντα
και εις τόν παράδεισον της δόςης τεθέντα ^
πρέ-ον έστιν ίνα ελθη είς τά Ιεροσόλυμα,
έπεθύμησεν
και ύπομείντ} πολλά πάθη, και φονευθτϊ υπό
Γνα εμπόδιση αυτόν από της
αυτός ήκουσε τόν Τησοΰν Χριστόν εις τούς μαθητάς αύτοΰ, δτι
εις τόν θεόν υπακοής. Τί δέ έπραξε κατ' αυ
τών πρεσβυτέρων καϊ αρχιερέων, καϊ τη
τούς ήπάτησεν αυτόν και ύπεσκέλισεν από
τρίτη ημέρα άναστηθη, τότε παρασταθείς
τοΰ δρόμου της αρετής. Όστις λοιπόν και
ενώπιον αύτοΰ , ήρξατο
επιθυμεί, και εμποδίζει τόν άνθρωπον από
Κύριε, ίλεγεν, έλίησον σεαυτόν Κύριε μου,
τών καλών έργων, εκείνος πατέρα έχει τόν
μή πράξης τοιοΰτον πράγμα· « Και προσλα- Μ"Τ^ιβ·
διάβολον. Εύλογοφανώς λοιπόν ό πνευματο-
» βόμενος αυτόν ό Πέτρος, ήρξατο επιτιμαν
φόρος Παΰλος ώνόμασε τόν Έλύμαν υίόν
ϊ αύτώ, λέγων, ΊλΕως σοι, Κύριε· ού μή
διαβόλου,
» εσται σοι τοΰτο ». Τί δέ πρός ταύτην
διότι 6 Έλύμας
έπραττε τάς
επιτιμαν αύτώ·
επιθυμίας τοΰ πατρός αύτοΰ, ήγουν τοΰ
τήν φαινομένην φιλικήν
διαβόλου, έμποδίζων και διαστρέφων τόν
κρίθη ό θεάνθρωπος
άνθύπατον από της πίστεως. Επειδή δέ
Πέτρω, α "Γπαγε οπίσω μου, σατανά
υίός τοΰ διαβόλου ό Έλύμας, διά τοΰτο και
Άκούετε ,
φοβεράν κατάραν κατ' αύτοΰ έξεφωνησεν ό
κορυφαΐον τών ά~οστόλων, τόν ήγαπημέ-
απόστολος, καθώς πρότερον κατά τοΰ πα
νον φίλον, τόν άγιον
τρός
αυτόν
αύτοΰ
κατάραν επήγαγεν
ό
θεός-
ι Έπικατάρατος : σύ », είπεν ό θεός προς
συμβουλήν άπε-
ό δ έ στραφείς είπετώ
αδελφοί} τόν μαθητήν ,
άνδρα, δταν
»: τόν
είδεν
ό θεάνθρωπος 'ίησοΰς στοχαζόμενον
ουχί τά επουράνια καϊ θεια, αλλά τά επί
τον οφιν, τον εμφαινοντα. τον πάτερα του υ, Έλύμα, τόν διάβολον « Και νΰν χειρ Κυ-
δαλίζοντα, καϊ έμποδίζοντα αυτόν άπό τοΰ
> ρίου επι σέ· και βση τυφλός μή βλέπων
έργου της σωτηρίας, τότε ώνόμασεν αυτόν
&ΪΡΙΑΚ. ΕΤΛΓΓ. ΤΟΜ. Β'.)
γεια και ανθρώπινα
και διά τοΰτο σκαν-
20
*»·
' Ομιλία
154 ■σατανάν
μετά το κατά Λουκάν
κ "Υπάγε οπίσω μου, σατανά ,
εγραφεν, ο: Έγώ γάρ είμι ό ελάχιστος τών ι. κορ.
» σκάνδαλον μου ει- ότι ού φρονείς τα τοΰ
» αποστόλων, δς ούκ είμι ικανός καλεΐσθαι
ι θεού, αλλά τα των ανθρώπων ».
3) άπόστολος>.Διά τί δέ τούτος—β: διότι εδί-
Τί μανθάνομεν ημείς εκ τούτων των λόγων του
σωτήρος} Μανθάνομεν πρώτον
» ωξα τήν εκκλησίαν τού Χριστού ϊ. Τούτο στοχαζόμενος πάς άνθρωπος, επρβπεν ούδέ-
ού μόνον πόσον άμαρτάνει εκείνος ό άνθρω
ποτε, ούδέ έργω, ούδέ λόγω, ούδέ καν νεύ-
πος.) όστις τολμά
ματι νά έμποδίζη τον έργαζόμενον τήν
και αγωνίζεται
ίνα
έμποδίστ) της αρετής τό έργον, άλλα καϊ
άρετήν.
όποιον βάρος έχει εις τήν κρίσιν τοϋ δικαι
Και όμως καθ' έκάστην ήμέραν βλέπο-
οτάτου κριτού μία τοιαύτη άμαρτία. Ανα
μεν πολλούς, οίτινες πράττουσι τά τοιαύτα,
γνώσατε όλην την θείαν γραφήν παλαιάν τε
καϊ ούδόλως
και νέαν εις αυτήν βλέπετε ονομασίας δια
Έκεΐνος ό χριστιανός, φοβούμενος της ά-
φόρους τών αμαρτωλών οί αμαρτωλοί ονομά
μαρτίας τήν πτώσιν , φεύγει τάς κινδυ-
ζονται άνομοι , άδικοι, άσωτοι, ύποκριταί,
νώδεις συναναστροφάς, νηστεύει, προσεύ
τάφοι κεκονιαμένοι, μωροί, τυφλοί ,άλώπεκ ες,
χεται, ζγ μοναδικόν βίον ούτοι δέ οί πονηροί
δφεις, γεννήματα εχιδνών, και τά παρόμοια
καί
τούτοις άποτρόπαια ονόματα· διάβολος δέ
καϊ χλευάζοντες αύτόν, ψυχραίνουσι τήν
και σατανάς ούΒεις άλλος άμαρτωλός ώνο-
προθυμίαν
μ,άσθη
καρδίας αύτού τον ζήλον έπειτα, μηδόλως
ειμή ό τών καλών έργων έμπόδιος·
λογίζονται αύτά
κακότροποι
άμαρτίαν.
άνθρωποι, περιπαίζοντες
αύτού,
και
μαραίνουσι
της
η άμαρτία αποχωρίζει τον
κατανοούντες της αμαρτίας αυτών τό βάρος,
άνθρωπον από τοΰ άριθμοΰ τών άνθρώπων,
γελώσι της άπωλείας αυτών τον γέλωτα.
και συγκαταλέγει αύτόν, έτι ζώντα, εις τον
Ό άνήρ εμποδίζει τήν γυναίκα άπό της
κατάλογον τών δαιμόνων αύτη ή άμαρτία
προσευχής, άπό της ελεημοσύνης, άπό της
μεταβάλλει τον άνθρωπον, το ήγαπημένον
νηστείας· και τό άνάπαλιν ή γυνή εμπο
του θεού πλάσμα, εις διάβολον, τον άπος·ά-
δίζει πολλάκις τον άνδρα αυτής άπό της
την και θεομίσητον. Τούτο άληθώς φρικτόν
εργασίας τών καλών έργων ούδέτερος δέ
έστι και φοβερόν
τούτο στοχαζόμενος ό
αισθάνεται πόσον άμαρτάνει ενώπιον τοΰ
τρισμακάριος Παύλος, καν μετβνόησε, καν
θεού, κοιμώνται δέ καϊ οί δύο ήσυχοι της
περιήλθε
άμαρτίας τόν ΰπνον. Πολλάκις τά τέκνα
μόνη
αύτη
τήν
οίκουμένην
διδάσκων
το
εύαγγέλιον, και στηρίζων τάς εκκλησίας,
έκλέγουσιν, ώσπερ ή Μαρία, τήν
άγαθήν
καν ήθλησβν υπέρ πάντα άλλον άνθρωπον
μερίδα, θέλουσιν ίνα έγκαταλείψωσι τόν
κηρύττων του Ίησοΰ Χριστού τό όνομα ,
κόσμον, και όλως δί δλου άφιερωθώσιν εις
επειδή όμως πρότερον εξ άγνοιας και ζήλου
τόν θεόν τότε ούν οί γονείς γίνονται δαί
ήγωνίσθη4
ίνα εμπόδιση της [εύσεββίας το
μονες·
κήρυγμα ,
βνόμιζεν έαυτόν
άνάζιον του
κρυα, βνίοτε και δολιότητες, και φοββρι-
αποστολικού ονόματος· δθ«ν και βλβγε καΐ
σμοί, και βίαι> και εμπόδια, όσα δύνασαι νά
στεναγμοί , ελεεινολογήματα, δά
'
Εύαγγελίον της ΙΔ. Κυριακής. στοχασθη'ς· βπειτα
νικήσαντες
την κα
155
μως τόν μέν Έλύμαν ώνόμασεν ό Παύλος
κήν νίκην, μηδόλως λογιζόμενοι την α
υίόν τοΰ διαβόλου,
μαρτίαν, ή ν έπραξαν, χαίρουσι
και άγάλ-
σοϋς σατανάν. Όταν δέ σύ νικάς, καϊ πβί-
Άλλοτε μέν οί συγγενείς, άλλοτε
θτ)ς τόν άνθρωπον ίνα βγκαταλείψν) τήν
λονται.
δέ οί φίλοι, άλλοτε οί γείτονες ,
ενίοτε και
τόν δέ Πέτρον 6 Ίη-
άρετήν, τότε ποιόν σοι πρέπει όνομα ^ και
αυτοί οί εκκλησιαστικοί η διά συμβουλής,
ποιον άλλο μάλλον μισητόν
η
παιον
διά κολακείας,
η διά φοβερισμών, η δι
άλλων παντοίων τρόπων φιμουσι τον βοΰν
τοΰ διαβόλου,
και
Μανθάνομεν δεύτερον
εκ τών αυτών
λόγων τοΰ Κυρίου Ίησοΰ τό πώς νά νικώ-
τόν εργαζόμενον τά καλά εργα. Πανάθλιε άνθρωπε , πώς ού φρίττεις Εις τους
ονόματος
τοΰ σατανάς
τον άλοώντα, ήγουν πλέκουσιν εμπόδια εις
ταΰτα πράττων^
τοΰ
και άποτρό-
κοσμικούς α
μεν τούς πειράζοντας
και θέλοντας δια-
στρέψαι ημάς ^άπά της εργασίας τών κα
γώνας, δστις μέν νικήσν), έχει κέρδος· ός*ις
λών έργων. Όταν, στοχαζόμενος, ότι, εάν
δέ νικηθγ), εχει ζημίαν σύ δέ είς τόν τοι
μή
ούτον σατανικόν άγώνά σου, κάν τε νικη-
θεός συγχωρεί τάς άμαρτίας σου, αποφάσι
θττς,
ζες
κάν τε νίκησες , μένεις ζημιωμένος·
μάλιστα,
δταν νικήσης, τότε βλάπτεσαι
περισσότερον διότι, εάν μέν
νικηθ^ς Οπό
συγχώρησης τόν εχθρόν σου , ουδέ ό
ίνα είρηνεύσης και φιλιωθης μετ' αύ-
τοΰ· τοϋτο δέ μαθών ό φίλος σου, έρχεται πρός σε, και άρχεται ευθύς τά επιτίμια, λέ
της ανδρείας καϊ καρτερότητος τοΰ εργα
γων, ίλεως σοι, φίλε μου , ελέησον τόν έαυ
ζομένου
την άρετήν , καϊ ουδέν κατορθώ-
τόν σου, τήν τιμήν σου, τόν οίκόν σου· ού
σωσι τά εμπόδια, σου, άμαρτάνεις, ως θε-
μή εσται σοι τοΰτο, μή πράξης τοιούτον
λήσας
πράγμα, διότι γίνεσαι όνειδος τών ανθρώ
και επιχειρήσας πράξαι τοιούτον
θεοστυγές έργον εάν δέ νίκησες, τουτέστι
πων εάν μή
καταπείσ^ς τόν άνθρωπον, και εμπόδισες
άφανίζεσαι, διότι πάντες βπειτα καϊ κα-
αυτόν από της αρετής,
τότε οΰ μόνον σύ
ταφρονοΰσί σε εύκολα, καϊ άδικοΰσί σβ
και αύτός, ως καταλι-
χωρίς συστολής· τότε διδάσκει σε ό θεός
άμαρτάνεις, αλλά πών την άρετήν
διά της προτροπής σου·
δθεν έχεις διπλήν
τήν άμαρτίαν. Ουδέ ό
έκδικηθης τόν εχθρόν σου,
σου, πώς πρέπει νά άπαντήσης είς τά λό για τοΰ φίλου σου·
αύτός
τότε ουκ βστι
Έλύμας ένίκησεν, ουδέ ό Πέτρος, διότι ό
φίλος σου, άλλ' εχθρός της ψυχής σου· αύ
μέν ανθύπατος , μή πεισθείς εις τάς τοΰ
τός τότε ού φρονεί τά τοΰ θεοΰ, άλλά τά
Έλύμα συμβουλάς,
επίστευσεν εις τό κή
τών άνθρώπων αύτός τότε εστι τό σκάν-
ρυγμα του Παύλου·
ό δέ 'ίησοΰς, μή πει
δαλόν σου·
τότε αύτός
γίνεται σατανάς·
σθείς είς τά έπιτίμια τοΰ Πέτρου, παρέδω-
διά τοΰτο σύ μέν μηδόλως υπακούσεις αύ-
κεν έαυτόν είς τό πάθος
τώ, άλλά μένε στερεός
και τόν θάνατον
είς τοΰ θεοΰ τό έρ
και ό Έλύμας, λέγω , και ό Πέτρος ένι-
γον, και συγχώρησον τόν εχθρόν σου· πρός
κήθησαν,
εκείνον δέ είπέ όσα ειπεν ό Κύριος
και ουδέν κατώρθωσαν καϊ ό
20*
πρός
Ομιλία
μετά το κατά Λουκαν
156 η«τ. ίο, τον φίλον αύτοΰ,
τόν Πέτρον, «: Ύπαγε
» οπίσω μου, σατανά, σκάνδαλόν μου
εί·
» δτι ού φρονείς τά του θεού, αλλά τά των
δαλα. Πόσον επβίραξαν τον καρτερικώτατον Ίώβ
2 ανθρώπων ». Σύ μεν άρχεσαι μετά προ
οί φίλοι αυτού } δμως αυτός εμεινεν ακλόνη
θυμίας
την τεσσαρακοστών ή τάς άλλας
τος επάνω εις τήν πέτραν της υπομονής·
νηστείας, ή δε γυνή σου, η ό αδελφός σου,
πόσον έπείραξεν αυτόν ή γυνή αύτοϋ, όνει-
η άλλος συγγενής σου και οικιακός γίνον
δίζουσα αυτόν, και
ται σοι κακοί σύμβουλοι· μή, λέγουσι, μή
συμφοράς, και έλεεινολογουσα τήν άθλίαν
νηστεύης
αυτής
τόσον πολλά , διότι
αδυνατείς
προσκλαιομένη τάς
κατάστασιν, τελευτάϊον δε και εις
καΙ φθείρεις τήν ύγείαν σου· φάγε· των ά-
βλασφημίαν αυτόν προτρέψασα
σκητών εστι χρέος ή τοσούτον σκληρά νη
» πον ,
στεία· σύ δέ τότε
9 ριον, και τελεύτα 5 , ήγουν βλασφήμησε,
ένθυμήθητι, δτι αυτοί
α Άλλ' ει- 1»β· *,»·
έλεγε προς αυτόν, τι ρήμα εις Κύ-
κατά τον λόγον τοΰ Κυρίου είσι το σκάν
ίνα τέλειωσες τήν ζωήν σου· αυτός δέ, ώς
δαλόν σου3
άδάμας άκαμπτος εις τούς πειρασμούς αυ
και δτι αυτοί ού φρονουσι τά είπε προς
τής, ελεγεν προς αυτήν έλάλησας, ώς γυνή
αυτούς το β *Υπάγε οπίσω μου, σατανά »·
άφρων και μωρά* α Ώσπερ μία τών αφρό-
μή υπάκουσες της συμβουλής αυτών οί τοι
ί νων γυναικών ελάλησας·
ούτοι
ρ έδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τά
τοΰ θεού, αλλά τά της κοιλίας·
συγγενείς, οί έμπόδιοι των καλών
έργων, είσίν ό οφθαλμός ό δεξιός
και ή χειρ
ή δεξιά, περί των οποίων είπεν ό θεάνθρωπος, αύτ. 5, 23 30.
μεν τούς πειρασμούς αυτών και τά σκάν
» ούχ
ύποίσομεν^ 5
"Οσον
ιο
εί τά αγαθά κακά
περισσότερον
πειράζουσιν ήμάς οί κακότροποι άνθρωποι,
5 Εί δέ ό οφθαλμός σου ό δεξιός σκανδαλί- | τόσον περισσότεροι πλέκονται οί της άρει ζει σε, εξελε αυτόν, και βάλε από σοΰ·
τής ήμών στέφανοι· διά τούτο δσον περισ-
» Και εί ή δεξιά σου χείρ σανδαλίζει σε,
σότερον
» εκκοψον
σατανά, Γνα έμποδίσωσιν ήμάς άπό τών
αυτήν, και βάλε από σοϋ »·
ουτοί είσιν εκείνοι οι οικιακοί, περί
τών
μ«τ. ίο, οποίων ειπεν ό σωτήρ ημών, α Καϊ εχθροί «6. » του ανθρώπου οί οικιακοί αυτού ». Καϊ οί φίλοι, και οί οικιακοί, και πάσης
καλών
σπουδάζουσιν
οί ύπηρέται τοΰ
έργων, τόσον περισσότερον ήμεΐς
πρέπει νά
επιμένωμεν είς τήν έργασίαν
τής άρετής, του σημερινού ευαγγελίου τον γεννάϊον
τυφλόν μιμούμενοι, δστις, δσον
τάξεως καϊ καταστάσεως άνθρωπος, δταν
περισσότερον έπετιμάτο ύπό τών προαγόν-
εμποδίζωσιν ημάς άπό της εργασίας τών
των,
εντολών του θεού, τότε είσιν εχθροί, τότε γίνονται όργανα τοΰ σατανά· δθεν. ουδόλως
« Υίέ Δαβίδ, ελέησόν με· και οί προάγοντες αο·«. ι », 18, Ϊ9· » επετίμων αύτώ ίνα σιωπήση· αυτός δέ
πρέπει νά άκούωμεν αυτούς, άλλά, μένον
» πολλώ μάλλον εκραζεν Ύίε Δαβίδ, έλέη-
τες στερεοί καϊ ακλόνητοι, νά άπορρίπτω-
» σόν με ».
τοσούτον
περισσότερον έκραζε τό
157
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
Λ Ο Υ Κ Α Ν ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ ΙΕ'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Οί
τυφλοί και ανόητοι είδωλολάτραι, οί
άκούεις και κατανοείς έκ της
άποκρίσεως
τον
άληθινόν θεον μή γνωρίζοντες, μηδέ
ότι ό άποκρινόμενός σοι ουκ οιδε τί λέγει ,
τήν εις τά πάντα άκοίμητον αυτού πρό-
ούδέ κατανοεί τί
νοιαν κατανοοϋντες, καΐ αυτά τά φαντά
άμαθής ούδέ σοφός εξήγησέ ποτε τί έστιν
σματα της άσυνέτου αυτών διανοίας θεο-
έκεΐνο, όπερ όνομάζουσι τύχην. Ό Ίησοΰς
ποιοϋντες, τάς οικονομίας του προνοητοΰ
Χριστός, ύψώσας τά όμματα, βλέπει
θεοϋ ενόμιζον
Ζακχάΐον επάνω εις τήν συκομωρέαν τοϋτο
της τύχης αποτελέσματα.
λαλεΐ, διότι ουδείς ουδέ
τόν
Όθβν την τύχην , ητις ουδέν έστιν , ουδέ
δέ γίνεται σωτηρία τοΰ Ζακχαίου· ό άπι
όρατόν
άόρατον, ουδέ ΰπαρξιν εχει
στος, μή εϊδως τί λαλεΐ, λέγει, ότι κατά
όλως, άλλα μόνη τοΰ νοός φαντασία εστίν
τύχην ό Ίησοΰς Χριστός ύψωσε τά όμματα
αλλόκοτος και όνομα κενόν, μηδενός πράγ
και ενητένισεν εις τόν Ζακχάΐον ό πις-ός
ματος σημαντικόν, αυτοί οί δύστηνοι έχει-
κηρύττει, ότι ό Ιησούς Χριστός, ώς καρδιο-
ροτόνουν θεάν ,
γνώστης, γνωρίσας τήν διάθεσιν τοΰ Ζακ
ούδέ
ποικιλόμορφα
και πλάττοντβς
είδωλα
και βωμούς διαφόρους, έλά-
χαίου, κλίνουσαν εις τήν έπιστροφήν καϊ
τρευον αύτη, καί είτι άν αύτοΐς συνέ€αινεν,
μετάνοιαν,
εις αυτήν
και ειδεν αυτόν, ίνα δώση αύτώ τήν σωτη-
τοϋτο άπένεμον. Της πλάνης
επίτηδες ύψωσε τά όμματα ,
ταύτης τά λείψανα έμειναν Ιως της σήμε
ρίαν. Όστις προσήλωση τόν νουν αυτοϋ είς
ρον
τήν έρμηνείαν τοΰ σημερινού ευαγγελίου,
εις των
χριστιανών τάς
όμηγύρεις.
Αληθώς ουδείς τών χρις*ιανών τήν σήμερον
εκείνος λαμβάνει τελείαν περί της υποθέ
πιστεύει, ότι ή τύχη έστι θεά, ούδέ είδωλα
σεως ταύτης πληροφορίαν.
πλάττει, ούδέ^οίκοδομεΐ βωμούς έπι τώ .ονό Τωκαφω ε'κέίνω δίήρχετο ό Ιη ματι αύτης, ούδέ λατρείαν προσφέρει εις αυτήν όμως, όταν συμβη ευτυχία , τότε
σούς
τήν
καθείς λέγει , ότι εχει καλήν τύχην, όταν
ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και
δέ δυστυχία, ότι εχει τύχην κακήν εάν δέ
αυτός
.«ρωτήσης τί πράγμά έστιν ή τύχη, τότε
ην πλούσιος, και εζήτεί ίδεΐν
ήν
Ιεριχώ ' ν,αΧ
άρχιτελώνης,
ιδού, άνήρ
κα: ούτος τον
458
Ερμηνεία εις το κατά Λουκαν
*°'*·.1*' Ίησούν
τις εστί, καί ουκ ήδύνατο ^ αύτόν' οτι δί εκείνης ήμελλε διέρ-
άπο του όνλου,
οτι τη
ήλίκί'α μι-
χεσθαί. Βλέπε
κρος ην.
προθυμίαν! Έστοχάσθη
τον
δρόμον, δΐ ου έμελλε διαπεράσαι ό Ιησούς ιΑκολουθεί ό θείος ευαγγελιστής τήν 11 ■ διήγησιν της προς τά Ιεροσόλυμα όδοιπο-
Χριστός,
και
ιδών εις τον αυτόν δρόμον.
δένδρον ύψηλόν, συκαμινέαν
ή συκάμινον
ρίας τοΰ Ιησού Χριστού· ειπών δέ άνωτέκαλούμενον, προτρέξας έμπροσθεν και του αυτ,. υ, ρω, « Έγένετο δε εν τω εγγίζειν αυτόν εις 15, » Ιεριχώ », και διηγηθείς το θαύμα τοΰ
Ιησού Χριστού και τού όχλου, και άναβάς επάνω εις εκείνο τό δένδρον , περιέμενεν
τυφλού, το γεγονός πλησίον της Ιεριχώ , έκεΐ, Γνα ίδη τον Ίησούν, τον έκεΐθεν μέλ λέγει ακολούθως, α και είσελθών διήρχετο λοντα διελθεΐν. Ό πόθος της ευσέβειας και » την Ιεριχώ », τουτέστιν εΐσέβη εις την ή έπιθυμία της μετανοίας άναψαν τήν καρπόλιν Ιεριχώ,
και δι αυτής διαβαίνων , δίαν αυτού·
όθεν έτρεχε,
και
άνέβαινεν
έπορεύετο εις την Ιερουσαλήμ. Ιδού δέ, εν επάνω εις τά υψηλά δένδρα, και παντοιο ω
διέβαινε τήν
Ιεριχώ, συναντά αυτόν τρόπως ήγωνίζετο Γνα ίδη τον διδάσκαλον
έκεϊ άνθρωπος τις, ονομαζόμενος Ζακχαΐος, της πίς·εως, και της άφέσεως τών άμαρτιών άρχιτελώνης, ήγουν πρώτος των τελωνών, τον χορηγόν και δοτήρα. εκείνων δηλαδή τών ανθρώπων ,
οίτινες
συνάγουσι τά βασιλικά δόσιμα· ό αυτός δέ
Κα! ώς
ηλθεν
επί τον
ι».
τόπον,
ΖακχαΤος ήν και πλούσιος. Άκούσας δέ, ώς άναβλέψας ο
Ιησούς
είδεν
αυτόν,
φαίνεται, την περι τοΰ Ιησού Χριστού φήκαί
είπε
προς
αυτόν ,
ΖακχαΤε,
μην και τά εξαίσια αυτού θαύματα, μάλι σπεύσας κατάβηθί'
σήμερον γάρ ε'ν
στα τό προ ολίγου εις τον τυφλόν γενόμενον τω ο:κω σου δεΤ με μεΤναί. Και σπεύ-
β.
θαύμα εξω της πόλεως Ιεριχώ, έζήτει ίδεΐν σας
κατέβη, καί ύπεδέξατο
αύτον
τον Ίησούν Χριστόν δ τίς έστιν », ήθελε δηλονότι και έπεθύμει
Γνα όφθαλμοφανώς
ίδη τίς έστιν αυτός ό Ιησούς, ό τοσούτον
χαίρων. « Λΐνον τυφόμενον, ειπεν ό προφήτης Ήσαί- ^0 4ι,
πεφημισμένος και θαυματουργός· και έζήτει
» ας περί τού Ιησού Χριστούς ού σβέσει ν"
μέν ιδεΐν τον Ίησούν
ό δέ Σολομών ε?πε, ϊ Φθάσει (ή σοφία) τους Μ„. ί%ι
μεν
άλλ' επειδή πλήθος
λαού Γστατο μεταξύ αυτού
και του
Ιησού, αυτός δέ μικρός ήν κατά τό ανά
ι έπιθυμούντας προ τού γνωσθήναι 5. Ιδού Σο"'βι 1) δέ ταύτα υπό τού Κυρίου Ιησού πεπληρω-
στημα τού σώματος αυτού, διά τούτο ουκ
μένα, διότι ουκ εσβεσεν ό φιλάνθρωπος τήν
ήδύνατο ίδεΐν αυτόν.
ζέουσαν τού
Ζακχαίου έπιθυμίαν ^ αλλά
προέφθασεν άύτόν πριν ή γνωρισθη~ύπ' αυ Καί προδραμών
έμπροσθεν,
άτού·
επειδή, δτε ήλθεν
εις τόν τόπον ,
4. νεβη
επί
συκομωρεαν,
ίνα
ίδη έν (5 ήν ή
συκομωρέα ,
εις
τήν οποίαν
Εύαγγελίον της ΙΕ'. Κυριακής άνέβη
ό Ζακχαΐος ,
τότε , ύψώσας τά
159
Ζακχάϊος, καθότι ούτοι,
συνάγοντες τά
όμματα αύτοΰ, καί ενατενίσας προς αυτόν,
βασιλικά δόσιμο, επραττον πολλάς αδικίας
βίπε, ΰ Ζακχάϊε, σπεΰσον
καί
κατάβα·
σή-
καταδυναστείας,
άπεστρέφοντο
τάς
9 μιρον γάρ εν τω οΓκω σου δεϊ με μεΐναι »·
τούτων συναναστροφάς· διό καί ό θεάνθρω
διότι σήμερον πρέπον εστίν ίνα ελθω καί
πος, όταν παραβολικής
μείνω είς τόν οίκόν σου· πρέπον εστίν, εί-
ταπεινοφροσύνης τήν ώφέλειαν
πεν, επειδή επρεπεν ή σωτηρία είς τόν
υπερηφάνειας τήν βλάβην, άντί άμαρτωλοΰ
Ζακχαΐον
τεταπεινωμένου
τον μετά τοσαύτης προθυμίας
περιέγραψε της
καί διά τήν
καί της
ταπείνωσιν
ζητοΰντα αυτήν. Ταΰτα άκουσας ό Ζακ
αύτοΰ δεδικαιωμένου, παρέστησε τόν τε-
χαΐος, επλήσθη χαράς μεγάλης· κα'ι σπεύ-
λώνην
σας ευθύς κατέβη, και ύπεδέχθη ό τρισμα-
ουν ό λαός, ότι ό Ίησοΰς ήλθεν είς τόν οίκον
κάριος τόν Κύριον Ίησοΰν είς τόν οΓκον
τοΰ άρχιτελώνου Ζακχαίου, Γνα μείνη εκεί,
αύτοΰ. Ή μεγάλη επιθυμία Γνα ίδη τόν Κυ
ήγανάκτησαν
ριον, ή πολλή σπουδή Γνα καί προτρέξη και
Ίησοΰ Χριστού, μή γινώσκοντες οί άθλιοι
άναβη" είς την συκομωρέαν, και ή αληθινή
ουδέ ,τήν μετάνοιαν τοΰ Ζακχαίου, ουδέ
χαρά, ην ελαβεν, ότε είδε τόν Κυριον ενα-
τόν σωτήριο ν
τενίσαντα προς αυτόν καί είπόντα, Ζακ
Αλλά παύσατε, ώ τάλανες , καί μή γογγύ-
χάϊε, σήμερον πρέπον εστίν Γνα μείνω είς
ζετε πριν ή Γδητε τί μεν επραξεν ό Ζακ
τόν οίκόν σου, άποδεικνύουσι φανερά, δτι ό
χαΐος, ότε βίσήλθεν ό Ίησοΰς είς τόν οίκον
μεν
Γνα
αύτοΰ, τί δέ είπεν ό Ίησοΰς, όταν είδε τήν
και
άληθινήν μετάνοιαν καί έπιστροφήν τοΰ
Ζακχάϊος
ύποδεχθτΓ
ην
προητοιμασμένος
της ευσέβειας
τόν - λόγον,
μετανοήση από των άμαρτιών αύτοΰ· ό δε
μακρόθεν τοΰ ίεροΰ έστώτα. Ίδών
καί έγόγγυζον
τοΰ
κατά
τοΰ
θεανθρώπου σκοπόν.
Ζακχαίου.
Ίησοΰς, προγνωρίσας, ως καρδιογνώστης, Σταθείς τήν της
δέ
Ό
Ζ,χχχαΛΟζ,
εΤπ6Α«*ΐ9,
ψυχής αύτοΰ διάθεσιν, και άνέπρος τον Ιησοΰν,
βλεψε, καί ενητένισε προς αύτόν ,
Ιδου
τά ήμί'ση
καί κα των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδω-
τ* όνομα καλέσας αύτόν, έφανέρωσεν αύτω, μί τοΤς πτωχοΐς, και ει τίνος τί έδτι έρχεται είς τόν οίκον αύτοΰ. Τί δε ελεγον οί περιεστώτες, ταΰτα βλέποντες
συκοφάντησα,
καί άκούοντες^
πλοϋν.
άποδίδωμί
τετρα-
Βλέπε πόσον έτοιμος κα\ πρόθυμος ην ό ▲ιυ*. ι», 7.
Καί Οδόντες πάντες δίεγόγγυζον, Ζακχάϊος βίς τήν μετάνοιαν }καί άρβτήν! λέγοντες, Οτι παρά άμαρτωλω άν"Οτε είσέβη ό Ίησοΰς είς τόν οίκον αύτοΰ, δρι εισήλθε καταλύσαί. ευθύς εστάθη ^έμπροσθεν αύτοΰ, καί είπε Αμαρτωλούς
νομίζοντβς
οί Ιουδαίοι
πρός
αύτόν, Κύριε, ιδού δί άγάπην σου
πάντας τούς τελώνας, καί έπομβνως πολ-
δίδωμι τά ήμίση των υπαρχόντων μου είς
λω μάλλον τούς άρχιτβλώνας, όποιος ή ν ό
τούς πτωχούς· όποιον δέ κα'ι άν ήδίκησα ,
Ερμηνεία εΙς
160
το κατά Λουκάν
επιστρέφω βίς αύτόν το τετραπλάσιον τού
αυτόν έκρινε ν, άλλ' αυτός αυτοθελήτως στή-
αδικήματος. Πόθεν δέ άρα ή τοιαύτη διάτα -
σας
ξις και διανομή ^ επάνω εις ποιον θεμέλιον
μενος εαυτού, άπεφάσισεν
έστήριξεν αυτήν ό Ζακχάΐος }—Ή μέν δόσις
εις τούς ύπ' αύτού άδικηθέντας ούχ! μόνον
τοΰ ήμίσεος
των υπαρχόντων αύτοϋ εις
τό κεφάλαιον και τό πέμπτον μέρος τού
τους πτωχούς ουκ ειχεν άλλο θεμέλιον ειμή
κεφαλαίου, άλλά τό τετραπλού ν. Τοιούτος
τήν αγαθήν αυτού προαίρεσιν τόσον έδιώ-
αυστηρός και δίκαιος κριτής γίνεται τού
ρισε διά τους. πτωχούς, δσον έπροαιρέθη· ή
άνθρωπου ή συνείδησις, όταν ό άνθρωπος
δέ τετραπλάσιος άπόδοσις των αδικημά
κατανυχθτΐ,
των είχε
Άκουε δέ και τά τί ήκολούθησε μετά τήν
βάσιν
τούς
διά τού Μωϋσέως
δοθέντας νόμους τού θεού·
δστις έκλεπτε
κριτήριον έν έαυτω, κα! κριτής γενό ι να έπιστρέψη
κα! έπιστρέψη εις τόν θεόνί
τοιαύτην δικαιοπραγίαν και μετάνοιαν.
μόσχον ή πρόβατον, εάν μέν εσφαζεν ή Είπε δέ προς αύτΌν
ό
Ιησούς,
έπώλει αυτό, έπέστρεφεν εις τον άδικηθεντα, οτί σήμερον σωτηρία τω οίκω τού άντι μέν τού ένός μόσχου, πέντε, άντι δέ έξίί. 22, τού ένός προβάτου, τέσσαρα· « Έάν δέ τις τ» κλέψη μόσχον ή πρόβατον, και σφάξη ή
τω έγένετο, καθότι καί αύτος
υίΌς
Αβραάμ εστίν.
» άποδώται , πέντε μόσχους αποτίσει αντί α Σήμερον σωτηρία τώ οΓκω τούτω 5, » τού μόσχου, και τέσσαρα πρόβατα άντι άντ!
τού
σήμερον άφεσις άμαρτιών
και
» τού προβάτου ι· έάν δέ τά κλεφθέντα εύσωτηρία εις τήν ψυχήν
τού
Ζακχαίου ·
ρίσκοντο ζώντα εις τάς χείρας τού κλέπτου, καθότι, σήμερον έπιστρέψας εις τόν θεόν , αύτ. 4.
τότε ό. κλέπτης επέστρεφε τά δίπλα· « Έάν κα! ποιήσας τού Αβραάμ τά εργα, ήγουν » δέ καταλειφθη~, και ευρέθη έν τη χειρ! αύδικαιοσύνην κα! ελεημοσύνην, εδειξεν, ότι 2 τού τό κλέμμα άπό μόσχου κα! όνου εως έστϊν αληθινός τού Αβραάμ υιός κα! άξιος ι προβάτου ζώντα, διπλά αυτά αποτίσει ». της αιωνίου σωτηρίας. Ταύτα δέ έγίνοντο, έάν ό Κύριος τού. πράγ ΤΗλθε γαρ
ό υιός τοΰ άνθρωπου
ματος προέφθανε τόν κλέπτην, διότι λέγει β Έάν καταλειφθη* »· αυτοπροαιρέτως
έάν δέ ό αδικητής
ώμολόγει
τήν
αμαρτίαν
αυτού, τότε επέστρεφε μόνον τό κεφάλαιον, κα! το πέμπτον
μέρος
τού
ζητήσαί καί σώσαί τα άπολωλός.
κεφαλαίου ·
■?ι?. 5, Κ Έξαγορεύσει τήν άμαρτίαν, ήν έποίησε ,
Τούτο όμοιόν έστι τω υπό τού θεανθρώτ που- άλλαχού εΐρημένω » καλέσαι
α
Ού γάρ ήλθον
δικαίους, άλλά άμαρτωλούς βίς
» και αποδώσει τήν πλημμέλειαν, τό κεφά-
» μετάνοιαν », ομοίως κα! τοις" άποστολικοΐς
» λαιον κα! τό έπίπεμπτον αύτού προσθήσει
λόγοις, α Ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν
» έπ' αυτό, και άποδώσει τίνι βπλημμέλη-
ι τόν κόσμον άμαρτωλούς σώιαι ». Τούτο .
« σεν αυτό ». Ό Ζακχαΐος ουδέ κατελείφθη,
δέ έφραξε τά στόματα των γογγυζόντων,
ούδέ εςς κριτήριο ν παρε^τά3η, ουδέ κριτής
κα! κατέπαυσε τήν τούτων άγανάκτησιν
εις
161 διότι, εάν ό υίάς του θεοϋ ήλθεν εις τον
ί κατάβηθι », και επίτηδες ήλθεν εις τον
κόσμον, ίνα ζήτηση και σώση τό άπολω
οίκον αύτοΰ· δτβ δε ό Ζακχαΐος έπαρ'ρησί-
λός, προιΐδε δέ τον Ζακχαΐον καϊ άπολωλό-
ασε την μετάνοιαν, όσην ήκούσαμβν, τότε
τα και μετανοοϋντα, πρέπον ην βέβαια ίνα
ό σωτήρ εςεφώνησε περί αύτοΰ της σωτη
ζήτηση καϊ σώση αυτόν δθεν και έζήτνι-
ρίας τα ρήματα, ο: Σήμερον σωτηρία τώ
σεν, ειπών προς αυτόν, ι Ζακχάΐε, σπεύσας
2 οίκω τοΰτω ».
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
Α
Ο
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΟ
Υ
ΚΑΤΑ
Κ
Α
Ν
ΤΗΣ ΙΕ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Οταν μέν στοχάζωμαι ταϋτα τά λόγια
κατά τό άνάστημα του σώματος, ό περιε-
του Κυρίου Ίησοΰ και σωτήρός μου ϊ'Ηλ-
στώς
τ> θε γάρ ό υίός τοϋ ανθρώπου ζητήσαι και
» ούκ ήδύνατο, δτι τη~ ήλικία μικρός ην »·
» σώσαι
εγώ δε ζητώ αύτόν, άλλ' επειδή
το άπολωλός, », μεγάλη ελπίς
λαός
εμπόδιζε τήν δρασιν
ι Και
ψυχρός
στάζει
εις τήν καρδίαν μου,
και χαράς
ειμί κατά τήν θείαν άγάπην, εμποδίζει με
πολλής
πληρούται ή ψυχή μου· επειδή,
τό πλήθος των παθών μου, καθώς εκείνον
εάν ό υίός του θεοϋ διά τοϋτο τον
κόσμον,
άπολωλός, σώσει τον όταν
ήλθεν εις
ίνα ζητήση . και σώση το
καϊ έμέ
λοιπόν
άπολωλότα
ζητήσει καϊ
και
άμαρτωλόν
δέ πάλιν συλλογίζωμαι δσα επραξεν
ό όχλος τών άνθρώπων έκεΐνος όμως, αν δρείος και μεγαλόψυχος, εσχισε τόν όχλον, προέτρεξεν έμπροσθεν
του πλήθους,
και
άναβάς υψηλά εις τήν συκομωρέαν, είδε του κόσμου τόν σωτήρα·
εγώ, άσθενής
αύτός ό ζητηθείς και σωθείς, ήγουν ό Ζακ
και μικρόψυχος, ούδέ καταδαμάζω τά πάθη
χαΐος, τότε φεύγει ή ελπίς από της καρ
μου, ούδέ εγκαταλείπω αύτά δπίσω μου,
δίας μου,
όμοϋ και
ούδέ σπεύδω Γνα άναβώ επάνω εις τό όρος
φόβος πίπτει εις τήν ψυχήν μου. Θέλω και
τοϋ θεοϋ, τά όρος τό υψηλό ν της αρετής,
εγώ, καί ζητώ ΐδείν τόν Κύριόν μου τον
β Τό πΐον, τό τετυρωμένον 3, καϊ ινα έκεΐ-
Ίησοϋν, καθώς εζήτει αύτόν ό Ζακχαΐος·
θεν θεωρήσω καί εγώ τόν γλυκύτατον Ίη
« Και εζήτει ίδεΐν τόν Ίησοΰν τίς έστιν ».
σοΰν, τόν νυμφίον τής ψυχής μου. Ενατε
Έκεΐνος μέν εζήτει· άλλ' επειδή μικρός ην
νίζεις καί εις έμέ, πολυεΰσπλαγχνε,
καϊ άμετρος
λυπη
(ΚΤΡΙΑΚ. ΕϊΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
21
καν
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
162
κάτω κατάκημαι, καθώς και εις τόν Ζακ-
νοίας· ουδέ το βάρος, ουδέ το πλήθος τών
χάΐον, τον εις τά υψηλά άναβάντα, διότι
άμαρτημάτων, ουδέ ή πολυχρόνιος επιμονή
θέλεις και τήν εμή ν σωτηρίαν, καθώς και την
είς τήν άμαρτίαν, ουδέ άλλη
εκείνου· άλλ'είς εκείνον ένατενίσας, είδες με
ουδεμία νικα τής μετανοίας τήν δύναμιν
τανοίας διάθεσιν και γνώμην έπιςροφής* δταν
μετενόησας^ Ιλαβες τήν συγχώρησιν με-
δέ εις έμέ ένατενίζης, Κύριε μου, τί άλλο βλέ
τενόησας } εσώθης. Τάΰτά είσιν αληθή και
πεις ειμή γνώμην άμετανόητον και διάθεσιν
βέβαια·
επίμονης
εις τά κακά μου θελήματα ^ Σύ
είς τά λόγια τών προφητών, επάνω είς το
αυτόκλητος ήλθες εις τοΰ Ζακχαίου τον οί
κήρυγμα τών άποστόλων, επάνω είς τά
κον εγώ δέ, τολμών διά τ?,ς μεταλήψεως των
παραδείγματα τών μετανοησάντων, επάνω
μυστηρίων, προσκαλώ σε κα! εμβάζω σε είς
είς τήν άπόφασιν τοΰ θεοΰ, όστις έξαπέ-
τον οίκον της ψυχής μου. Σύ, έλθών είς τόν
στειλε τόν υίάν αύτοΰ οΰχ «να καλέση τούδ
οίκον τοΰ Ζακχαίου, εύρε; ελεημοσύνην, εύρες
δικαίους, αλλά τους άμαρτωλούς είς μετά
δικαιοσύνην, έδρες αρετής λαμπρότητα και
νοιαν
τόπον άξιον της υποδοχής σου· όθεν εμεινας
9 αλλά άμαρτωλούς είς μετάνοιαν ». Περί
εκεϊ, και εδωκας αύτώ τήν άφεσιν τών
τούτου λοιπόν ούδέμίαν Ιχομεν οί είς Χρι-
αμαρτιών, και της ψυχής αύτοΰ τήν σω-
στόν πιστεύοντες άμφιβολίαν όλη ή αμφι
τηρίαν ερχόμενος δε εις τον οίκον τής ψυ
βολία πίπτει είς το εάν ή "μετάνοια] ημών
χής μου ουδέν άλλο ευρίσκεις ειμή άνελεή-
ύπάρχη μετάνοια αληθινή. Όταν άναγι-
μονα καρδίαν, και πολλάς
νώσκω είς τάς άγίας γραφάς τά εργα τών
αδικίας,
καΐ
επειδή είσιν έστηριγμένα επάνω
« Ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, μ«. 9,
αμαρτίας βόρβορον, σπήλαιον ληστών ευ-
άληθώς
'ρίσκεις
εργα τής
βασιλείας
και ούχι σου·
κατάλυμα
δθεν, μή εχων
άξιον τής ποϋ τήν
περίστασις
μετανοησάντων,
και βλέπω τά
μετανοίας ημών, φοβούμαι, ότ
ήμεΐς τήν σήμερον
άντι νά μετανοήσωμεν
κεφαλήν κλΐναι, άντι να μείν/)ς μετ' ,έμοΰ
παίζομεν και πλανώμεν έαυτούς, νομίζοντες
φεύγεις, και άντι νά εξάλειψης τάς άμαρ-
μετάνοιαν άληθινήν
τίας μου
όποιον ουδέ καν σχήμα εχτ} μετανοίας.
οργίζεσαι και μακρύνεις άπ' εμοΰ
εκείνο το έργον, τό
Άληθώς άλλο μετάνοια καϊ άλλο της
τοΰ τρισαθλίου. Χριστιανοί, εγώ πιστεύω και ομολογώ,
μετανοίας τά εργα· μετάνοια άληθινή εςΊν
δτι ό Ίησοΰς Χριστός ό υιός τοΰ θεοΰ ήλθεν
ή άναγνώρισις τής άμαρτίας, και ή μετά
δις τόν κόσμον
κατανύξεως έξομολόγησις τών άμαρτημά
Γνα
καλέση τους άμαρτω-
λούς είς μετάνοιαν και βλέπω δέ φανερά,
των, και ή άπόφασις τής τελείας αποχής
οτι είς όσους μετενόησαν ήνοίχθη ό παρά
άπό τόν άμαρτιών όστις
δεισος, και εδόθη
μετανοεί, εκείνος λαμβάνει τών άμαρτιών
στοχάζωμαι
ή σωτηρία· άλλ' όταν
τήν μετάνοιαν εκείνων
και
αύτοΰ τήν συγχώρησιν
τοιουτοτρόπως
& Και βίπε Δαβίδ ». Β*σιλ
τήν μετάνοιαν ημών, τότε άπελπίζομαι.
ν τω Νάθαν, ήμαρτηκα
Ναι άληθώς, μεγάλη ή δύναμις τής μετα
ϊ εΓπε Νάθαν προς Δαβίδ, καί Κύριος πα-
τω Κυριω. Και
Εύαγγέλίον της ΙΕ. Κυριακής. ι ρεβίβασε τό άμάρτημά σου ». Ήμάρτηκα
5 ρησεν
τω Κυρίω», ιδού ή άναγνώρισις της αμαρ
απελπισμό ν, και άντϊ ελέους και συμπαθείας
τίας. « Και «π β Δαβίδ τω Νάθαν ς>· ιδού
αύτοχειρίαν
ή εξομολόγησις· βλέπεις δε και τήν άπόφα-
Βλέπετε
σιν της τελείας αποχής άπο της αμαρτίας
εστι σωτηριώδης· βλέπετε, ότι ή μετάνοια
εις τά μετά την μετάνοιαν έργα τοϋ Δαβίδ,
ή γυμνή τών έργων τών άξίων της μετα
α Και Κύριος παραβίβασε το αμάρτημα ϊ σου »■ ίδςύ της αμαρτίας ή συγχώρησις.
νοίας βλάβην και ούχι ώφέλειαν προξενεί.
Έργα δέ της μετανοίας εΐσϊν ή τελεία απο
τάνοια τού Ιούδα. Ό Φαραώ μετενόησβ ·
χή
τούτο έστιν άληθέστατον διότι δις εξεφώ-
και
αποστροφή των
προγβγονότων
»·
άντϊ ελπίδος
εκαρποφόρησεν
α Καϊ άπελθών άπήγξατο ».
λοιπόν,
ότι ουχί πάσα μετάνοια
Ιδού και άλλη μετάνοια όμοία τη με
αμαρτημάτων, καί ή νηστεία, και ή προ
νησε τό ήμαρτον, δις εξωμολογήθη έμπρο
σευχή, και τά δάκρυα, και ή κακουχία
σθεν τού Μωϋσέως καϊ Ααρών πρώτον
τοϋ σώματος, και όσα άλλα άπομακρύνουσι
μέν, όταν ειδε τον εκ της χαλάζης άφανι-
τον άνθρωπον
σμόν
άπο της
αμαρτίας,
καϊ
<* Άποστείλας δε Φαραώ, λέγει ή έ'°*:.9'
στηρίζουσιν αυτόν εις τήν άρετήν Καν δέ
» θεία γραφή, έκάλεσε Μωϋσήν και Ααρών,
άλλο ή μετάνοια
ϊ καϊ ειπεν αΰτοΐς· Ήμάρτηκα τό νύν
και άλλα της μετανοίας
ό
τά εργα, δμως τοσούτον συνδεδεμένα καί
» Κύριος δίκαιος,
συνηνωμένα είσϊν άλλήλοις,
λείπωσι της μετανοίας τά έργα, ή μετάνοια
» άσεβεΐς »· ύπεσχέθη δε και τήν διόρθωσιν της σκληροκαρδίας αυτού· α Καϊ εξαποστε-
ουκ
» λώ, ειπεν, ύμάς, καϊ ούκετι προς-εθήσεσθε
ώστε, δταν
εστίν αληθινή και ωφέλιμος,
άλλά
εγώ δε και ό λαός μου
ψευδής καϊ ματαία* διά τούτο δε ό θειος
» μένειν »· μετενόησεν, άλλ' έλειψε τό πρώ
πρόδρομος τοΰ σωτήρος εκήρυττεν εις τους
τον της μετανοίας έργον, ήγουν ή άποχή
βΤ ,
μετανοοΰντας, λέγων, α Ποιήσατε ούν καρ-
της άμαρτίας· διότι μετ' ολίγον έπεσε πά
8·
» πούς άξιους της μετανοίας ».
λιν εις τό αυτό άμάρτημα της σκληροκαρ
Όταν ειδεν ό Ιούδας, δτι ό ύπ' αύτού παραδοθείς Ιησούς Χριστός κατεκρίθη
Μχτ. 37,
·»«. «.
εις
ϊ8'
δίας· α Καϊ έσκληρύνθη ή καρδία Φαραώ, "Τ· 8ί· ι καϊ ουκ εξαπέστειλε τούς υιούς Ισραήλ ϊ·
θάνατον, τότε μετεμελήθη και μετενόησεν
Δευτέρα
εγνώρισε τήν άμαρτίαν αυτού, εξωμολογή-
όταν ειδε- τό άμετρον πλήθος της άκρίδος
θη παρρησία, ε Ήμαρτον, ειπεν έμπροσθεν
καϊ τήν εξ αυτής φθοράν, ι Κατέσπευδε δέ έ;0,Ι·610·
ϊ των άρχιερέων και πρεσβυτέρων, ήμαρτον,
« Φαραώ καλέσαι Μωϋσην καϊ Ααρών ,
ϊ παραδούς αΓμα άθώον . ». Ναί, μετάνοια ή
» λέγων, Ήμάρτηκα εναντίον Κυρίου τοΰ
μετάνοια τού
» θεού υμών, καί εις Ομάς- προσδέξασθέ μου
Ιούδα, άλλ' άμοιρος
τών
δέ μετάνοια καϊ
εξομολόγησις ,
καρπών της μετανοίας· αυτή αντί αρετής
> τήν άμαρτίαν ετι νύν »· μετενόησεν, άλ
^καρποφόρησε κακίαν, άντι προσευχής καϊ
λά καί αυτή ή δευτέρα μετάνοια ουκ είχε
δακρύων έκαρποφόρησε θυμόν καϊ όργήν
της μετανοίας τά εργα· διότι, όταν επαυ-
* Και ρίψας τά αργύρια εν τω ναώ άνεχώ-
σεν ή άκρίς, ό Φαραώ πάλιν ό αυτός, πάλιν 21*
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
164 σκληρός, πάλιν
ουκ
έξαποστέλλει
τού;
. Ίσραηλίτας· « Και ουκ έξαπέστειλε τους
αύτοΰ εισι τά έπανακυλήματα βίς τήν αυ τήν άμαρτίαν ή και εις άλλας περισσοτέρας
2 υιούς Ισραήλ ». Γνωστόν δέ έστι το τέ
και χείρονας.
λος και δ καρπός της τοιαύτης ψευδομετα-
ημών και ταΰτα ούχ άπαξ ουδέ δίς, ως δ
νοίας-
μετανοήσαντος
Φαραώ, αλλά πολλάκις, και μυριάκις, καί
Φαραώ δ εις την Έρυθράν θάλασσαν κα-
εως τέλους της ζωής· βπειτα άναπαυόμεθα,
ταποντισμός
και κοιμώμεθα
τέλος τοΰ κακώς
αύτοΰ συν τοις άρμασι και
- άναβάταις, και πάση τ») δυνάμει αύτοΰ. Αγαπητοί μου αδελφοί, εγώ φοβούμαι
Τοιαύτη έστιν
ή μετάνοια
ήσυχα, και νομίζομεν, ότι
διάγομεν τόν βίον ημών έν μετάνοια και εξομολογήσει. Ούαιήμΐν ! παραφρονούμε ν οί
ότι ή μετάνοια ήμ,ών έστιν δμοία ού λέγω
ταλαίπωροι, και
τη μετάνοια του Ιούδα, αλλά τγ μετάνοια
πλανώντες και βλάπτοντες έαυτούς , διότι
τοΰ Φαραώ·
κ Θεός ού μυκτηρίζεται 7>.
δ Φαραώ δια τον φόβον των
παίζομεν τά άπαικτα ,
ύπέσχετο
Βλέπε πόση διαφορά ε'ς·ι μεταξύ ταύτης
διόρθωσιν καί άποχήν της άμαρτίας αύτοΰ·
της ψευδομετανοίας και της μετανοίας της
μετ' ολίγον δέ, πάλιν σκληροκάρδιος
και
άληθινής και ωφελίμου. Μία πόρνη διά τόν
ισχυρογνώμων, ουκ ήθελεν άπολύσαι τον
φόβον της κολάσεως μετανοεί- αυτή τρέχει
Ισραήλ
ευθύ; εις τήν οΐκίαν Σίμωνος τοΰ Φαρισαίου,
πληγών μετενόει, έξωμολογεΐτο,
άπδ της
δουλείας·
εκείνος μεν
διά την τών χριστιανών συνήθειαν , ούτος
όπου ή ν ό Κύριος Ίησοΰς·
δε διά του κόσμου
πάντων πίπτει εις τους πόδας αύτοΰ , και
επειδή
τά όμματα· δ άλλος ,
αναγκάζεται υπό τών συγγενών ,
πλύνει αύτούς διά τών
έκεϊ δε ενώπιον
δακρύων, αυτής ·
μετανοεί «ίς τον καιρόν της νηστείας, εξο
έπειτα,
μολογείται ενώπιον τοΰ πνευματικού αύτοΰ
τριχών της κεφαλής αύτής, αλείφει αύτούς
πατρός τάς άμαρτίας αύτοΰ, και ύπόσχεται
διά τοΰ μύρου· γίνεται δέ σώφρων άντι
ίσως διά μόνων τών χειλέων, ούχι ,δέ και
πόρνης, και σκεύος θεοΰ άντι δοχείου της
διά της καρδίας την εις τό έξης διόρθωσιν
άμαρτίας. Πράττεις αρά γε και σύ, όταν
και την άποχήν από τών άμαρτιων αύτοΰ,
μετανονΐς, της πόρνης ταύττ,ς τά εργα ,
ίσως δέ και έγκρατεύεται μίαν ή δύο ημέ
μετανοείς και σύ διά τόν φόβον της κολά
ρας, εως άν άξιωθτο" τών θείων μυστηρίων
σεως } πίπτεις καί σύ εϊ; τούς πόδας τοΰ
έπειτα καρπός της μετανοίας ουδείς· ουδέ
Ίησοΰ } κατανύγεις τήν καρδίαν σου }
δάκρυα,
χέεις δάκρυα, Γνα^πλύντης τούς αχράντους
ουδέ
ουδέ
κατάνυξις,
ουδέ
νηστεία,
σκληραγωγία, ουδέ άλλο τι τών δυ
άποσπογγίσασα αύτούς [διά τών
εκ-
πόδας τοΰ^σωτήρος } άποσπογγίζεις"αύτούς
ναμένων έμποδίσαι αυτόν από της προτέ-
διά της καθαρότητος τών λογισμών σου ^
ρας κακής συνήθειας- πάλιν αί αύται
κιν-
άλείφεις αύτούς διά τοΰ μύρου της προς τούς
δυνώδεις συναναστροφαί, δ αυτός άχάλινος
πένητας ελεημοσύνης σου} γίνεσαι καί σύ
βίος, τό προλαβόν άνυπόστολον πολίτευμα,
σώφρων άντι άσωτου, και θεοΰ φίλος αντί
τά αυτά εργα· όθεν οί καρποί της μετανοίας
διαβόλου δούλος }
εάν ταΰτα πο»?ς,
τότί
Εύαγγέλίον της ΙΕ. Κυρ:ακής. ή μετάνοια σου εστίν άληθινη, τότβ ό θεός
165
Ό Παύλος, καταδιώξας πρότερον την \χ'£
δέχεται την έπιστροφήν σου, τότβ λέγει
εκκλησίαν τοΰ θεοΰ, μετενόησεν ύστερον ,
καί προς σέ ό φιλάνθρωπος όσα ειπβ καί
ούρανόθεν προσκληθείς εις μβτάνοιαν. Ποϊοι
τρρος την αληθώς μετανοήσασαν πόρνην
δε οί καρποί τή; μετανοίας αύτοΰ ^ — Καί
43%ο'* 4 Άφ^ωνταί σος αί άμαρτίαι σου· ή πίστις
τίς δύναται διηγηθήναι τάς νηστείας, τάς αγρυπνίας,
ι σου σέσωκέ σε· πορεύου εις εϊρήνην ». Ό Δαβίδ μετά την μοιχείαν καϊ τον φόνον
μετενόησεν
αυτός
έστηλογράφησε
τούς κόπους, τούς κινδύνους ,
τούς διωγμούς, τούς ραβδισμούς, τά δεσμά, την σαργάνην, τά ναυάγια, τούς λιθασμούς,
την άμαρτίαν και την άνομίαν αύτοΰ δια
τον μαρτυρικόν
του πεντηκοστού ψαλμού, και τυπώσας το
τοΰ τρισμακαρίου
βάρος αΰτής εν τγ καρδία αύτοΰ, έμελέτα
αύτοΰ έκαρποφόρησεν εις τόν θεόν την έπι-
αυτό διά
αυτό
στροφήν τών εθνών άπό τής είδωλολατρείας
*ολ. 50, «νώπιον των οφθαλμών αύτοΰ· α Ότι την
εις τήν θεογνωσίαν. ,Ούαί ήμΤν ί ποΐος την
ϊ άνομίαν μου, ελβγεν, εγώ γινώσκω, καϊ ή
σήμερον διώκτης τών αδελφών αύτοΰ τών
ί αμαρτία μου ενώπιον μου εστί διά παν
χριστιανών έδειξε τοσούτους καί τοιούτους
ί τός 3>·
καρπού; μετανοίας }
παντός, πάντοτε ειχεν
δθεν έκ βάθους καί μετά πολλού
πόνου της καρδίας αύτοΰ έστέναζε,
καϊ
τέλος πάντων Παύλους ή
θάνατον · μετάνοια
Ό Πέτρος, τρ:ς αρνηθείς τόν- Ίησοΰν
καθ' ίκάστην νύκτα διά τών δακρύων αύ
Χριστόν μεθ' όρκου, μετενόησεν ευθύς- και
τοΰ κα'ι την κλίνην αύτοΰ έλουε, καί την
πρώτον μεν έκλαυσε πικρά δάκρυα, έπειτα
στρωμνην αύτοΰ εβρεχεν δ Έκοπίασα εν.
όλον τόν ύπόλοιπον καιρόν τής ζωής αύτοΰ
I τω στεναγμώ μου, λούσω
καθ' έκάστην
ουδέν Ετερον ίπραξεν ειμή ότι μετά πολλών
3 νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την
μόχθων, καί αγώνων, καί κινδύνων έκή-
» ςρωμνήν μου βρέξω »· τοσούτον ενήςευεν,
ρυττεν εις πασαν τήν οΐκουμένην θεόν άλη-
ώστε ήσθένησαν
τά γόνατα αύτοΰ, καί
θινόν τόν Ίησοΰν Χριστόν , τόν όποιον εις
'·*ι δλον τό σώμα αύτοΰ ήλλοιώθη· α Τά γόνα-
τήν αύλήν τοΰ Καϊάφα ήρνήσατο· τελευ-
5 τά μου ήσθένησαν από νηστείας, καί ή
τάίον δέ ύπέρ τής αγάπης αύτοΰ καί τό
» σάρξ μου ήλλοιώθη δί ελαιον ϊ· τόσοι ήσαν
ίδιον αΓμα εςέχεε, και τόν θάνατον χαίρων
οί στεναγμοί αύτοΰ,
καί τόσον έταλαιπώ-
ύπέμεινε. Ταύτα δέ διηγούμενος , τρέμω ,
ρει καί εβασάνιζε την σάρκα, ώστε κατε-
δάκρυα δέ έρχονται εις τούς οφθαλμούς μου,
ξηράνθη τό σώμα, καί εκόλλησε τό δέρμα
όταν στοχάζωμαι ποΐά είσι τά έργα τής
«ύτ. β,
αύτ. ιοι, μβτά τών όστέων αύτοΰ· « Άπό φωνής τοΰ 6. » στεναγμού μου έκολλήθη τό όστοΰν μου
μετανοίας εκείνων τών τρι~αθλίων ανθρώ πων, οίτινες ή διά φόβον, ή διά πλοΰτον ,
β τη" σαρκί μου ϊ. Άκούετε ποΐοί είσιν οί
ή διά δόξαν, ή δί άλλα σαρκικά θελήματα,
καρποί
καί σωματική ν άνάπαυσιν άρνοΰνται τόν
της
αληθινής μετανοίας }
Ούαί
ημιν ! ποίος μοιχός, ποιος φονεύς εις τάς
Ίησοΰν
Χριστόν
ή τήν όρθοδοξίαν
τής
ημέρας ημών έδειξε τοιαύτην μετάνοιαν }
πίστεως, είτα μετοι,νοήσαντες προσέρχονται
Ομιλία μετά το κατά Λουκαν
166
πάλιν εις τήν έκκλησίαν εάν συλλογισθης
αμαρτιών αυτών. Όστις πιστεύει εις τόν
την τούτων μετάνοιαν καΐ την τοΰ Πέτρου,
Ίησοΰν
ούδεμίαν ευρίσκεις ελπίδα διά την τούτων
τούτου αμφιβάλλει· δύο δμως τινά καθ' υ-
σωτηρίαν.
περβολήν φοβερίζουσιν ήμάς την στέρησιν
Τά προειρημένα παραδείγματα και άλλα
εκείνος
ουδόλως
εισόδου καΐ άπολαύσεως
περί
τούτου τοΰ
αναρίθμητα διδάσκουσιν ήμάς το δτι ουδε
θεοκατασκευάστου και σωτηρίου της με
μία αμαρτία ν«κα της μετανοίας την δύ-
τανοίας λιμενος·
ναμιν. μούς,
Πορνείας, μοιχείας, φόνους, διωγ άρνησιν
πάντων
πίστεως
(το
βαρύτατον
των αμαρτημάτων ) καΐ πάσαν
ημείς
πρώτον,
άναβάλλωμεν τόν
μήπως , της
δταν
μετανοίας
καιρόν διά τοϋ σήμερον καΐ αυριον, προφθάση εξαίφνης ή ώρα τοΰ θανάτου,
εις την
άλλην άμαρτίαν ΐατρεύει της μετανοίας το
οποίαν της μετανοίας τά βάλσαμον μένει
βάλσαμον. Ό ιατρός, δταν καλώς γνωρίζη
άργόν
της ασθενείας το βότανον, εχει μέν βεβαίαν
εχομβν
την
καιρός ουκ εστίν άρμόδιος διά τήν μετά
ελπίδα
της ιατρείας
τοϋ ασθενούς ,
και άπρακτον, ή επειδή
ουδόλως
καιρόν, ή επειδή εκείνος ό ολίγος
φοβείται δε μόνον, μήπως η το βότανον
νοιαν Δεύτερον δε, μήπως συχνά μέν μβ-
κακώς κατασκευασθη", η δοθη~ εις
καιρόν
τανοώμεν, ουδέποτε δε ώς πρέπει· μετανο-
άνάρμοστον διότι, καν αυτό άναμφιβόλως
οΰμεν συχνά, αλλά πότε μεν ώς ό Κάϊν 5
ύπάρχη της ασθενείας εκείνης το άντιφάρ-
πότε δε ώς ό Σαούλ, πότε δε ώς ό Ιούδας
μακον, εάν δμως η κακώς κατασκευασθώ
και άλλοτε ώς δ Φαραώ·
η μη δοθη" εις τον άρμόδιον καιρόν, τότε η
μετάνοια ουκ ωφελεί, αλλά βλάπτει.
ουδέν
ωφελεί
η
αντί ωφελείας
προξενεί
δθεν ή τοιαύτη
Πάσα αμαρτία εστι κακόν βάρους απεί
βλάβην. Συνάδελφοι μου αμαρτωλοί, ήμεΐς
ρου· επειδή ε'στι καταφρόνησις τών νόμων
πάνυ καλώς γνωρίζομεν, δτι εν και μόνον
τοΰ απείρου θεοΰ·
εστι το άναμφίβολον και βέβαιον θεραπευ-
τοΰ άπίίρου κακοΰ τό βέβαιον άντιφάρμα-
τικον βότανον της αμαρτίας, ή μετάνοια·
κον
αυτήν ώρισεν ό φιλανθρωπότατος θεός ΐα-
μετάνοια ή αληθινή, ή μετάνοια, ήτις γί
τρικόν πάσης ασθενείας, παντός πάθους ,
νεται καθώς πρέπει και δταν πρέπη. Έάν
πάσης πληγής και μώλωπος
μετανοήσωμεν, ώς ή πόρνη, ώς ό τελώνης,
ήμών. Ή μετάνοια ΐατρεύει
της ψυχής πάσας
τάς
0 αμαρτίας, και εξαλείφει και αύτά τά Γχνη Ησ. I, 4-8.
της
Χριστόν,
ή μετάνοιά εστι τούτου
ούχι δμως πάσα
μετάνοια, άλλ' ή
ώς ό Δαβίδ, ώς ό Παΰλος, ώς ό Πέτρος, ως δ σημερινός Ζακχάϊος,
ήγουν μετά κατανύ-
τών ανομιών « Κα! εάν ώσιν αί άμαρτίαι
ξεως καί δακρύων, μετά τελείας τών άμαρ-
ϊ υμών ώς φοινικοΰν,
τημάτων αποχής , μετά τών καρπών της
ώς χιόνα λευκανώ·
» εάν δε ώσιν ώς κόκκινον, ώς εριον λευκά -
μετανοίας, τότε
» νώ
ευπρόσδεκτος εις τόν θεόν, τότε λαμβάνο-
»·
τι μετάνοιά έστιν ό λιμήν,
τόν
ή μετάνοια ήμών εστίν
όποιον ή εύτπλαγχνία του θεοΰ ήτοίμασεν
μεν τήν άφεσιν τών άμαρτιών και τήν σω
εις πάντας
τηρίαν τήν αίώνιον.
τους χειμαζόμενους Οπό τών
167
Εύαγγέλίον της ΙΕ'. Κυριακής.
Άλλ' εγώ, λέγεις, μετανοώ ώς ό ληςής·
δταν μόνος βλέπτις
καί διακρίνης, δτι αί
λέγω καί εγώ εις την ώραν του θανάτου
περιστάσεις σου διαφέρουσιν από των περι-
μου το ι Μνήσθητί μου, Κύριε, δταν βλθης Αμκ. ί3,' 41. 9 βν τγ βασιλεία σου ϊ, και κληρονομώ,
ς"άσεων εκείνου, δσον διαφέρει ό ουρανός από
ώσπερ εκείνος, τον παράδεισον. Έάν και
της γτς^ Αδελφοί, μη πλανώμεθα· δστις ή με
σύ κρέμασαι εις τον σταυρόν, ώσπερ ό
τανοεί, άλλ' ούδέ την άμαρτίαν αποστρέ
ληστής, καί έπομένως ούκ εχγ)ς καιρόν, Γνα
φεται, ούδέ της μετανοίας τά Ιργα ποιεΐ,
δείξης της μετανοίας τούς καρπούς, ή καν»,
ή διαφόρους προφάσεις προφασιζόμενος, διά
εάν εχης βεβαιότητα, δτι εις την έσχάτην
τοΰ σήμερον καί αύριον αναβάλλει τον και
ώραν του θανάτου σου μετανοείς, ώς ό λη
ρόν της μετανοίας, ή άποφασιστικώς πε
στής, καλώς εχει, ησύχαζε και άναπαύου·
ριμένει την ώραν τοΰ θανάτου,
εάν δέ ούκ οίδας ούδέ εις ποίον καιρόν προ-
νοήση,
φθάνει σε ό θάνατος, ούδέ εις ποίαν περίς-α-
άπραγμάτευτα καί θεΐα πράγματα , καί
σιν και διάθεσιν ευρίσκει σε ή φοβερά ώρα
παίζων τά άπαικτα, βάλλει εις τον εσχα-
του θα νάτου σου, πώς ησυχάζεις καί κοι
τον κίνδυνον της ψυχής αύτοϋ την σωτη
Γνα μετα-
εκείνος κακώς πραγματεύεται τά
ρίαν, διότι, « Θεός ού μικτηρίζεται· 8 γάρ Γ«* 6. μάσαι } πώς παραβάλλεις σεαυτόν τώ λ'/)ςτ^ διά τί θεμελιοΐς την ελπίδα της σωτηρίας
» έάν σπείρτ) άνθρωπος, τοΰτο καί θερίσει β.
σου επάνω εις την σωτηρίαν τοΰ λοστού ,
ΕΡΜΗΝΕΙΑ £1Σ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΑΟΥΚ
ΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ-
σεων,
ούδέ φαίνεται
ούδέ ακούεται , διά
τοΰτο
καί αύτη ή ψυχή δυσκόλως αύτής
Οςαι άρεταί, καί δσα αμαρτήματα γί νονται διά τοΰ σώματος,
εκείνα, επειδή αισθάνεται, καί αυτός
ύποπίπτουσιν
εις τάς σωματικάς
ό νοΰς δυσκόλως
αισθή γνωρίζει καί διακρίνει τό βάρος αύτής, καί
σεις, καθείς εύκολα
καί ακούει αυτά, καί την
εξ αύτής
φθοροποιάν
βλάβην.
Ή
βλέπει, καί, Γνα ούτως είπω, ψηλαφα· ή ταπείνωσίς έστι
διάθεσις τής ψυχής άγία
δέ αρετή καί ή κακία τής ψυχής, επειδή, καί σωτήριος· ή ύπερηφάνίΐά έστι πάθος χρυπτομένη
ύπό τών σωματικών αισθή
\ 68
Ερμηνεία εες το κατά Λουκαν
τής ψυχής πονηρόν καϊ όλέθριον διό δύσ
δασκόμενα· διό και προσεκτικωτέρους ποιεΐ
κολα κατανοούμεν
τούς άκροατάς, και μετά
και διακρίνομεν
πότε
βσμέν ταπεινοί και πότε υπερήφανοι. παντεπόπτης Ιησούς, εϊδώς,
Ό
δτι εις μεν
ευκολίας και ηδονής εισέρχεται ή διδασκα λία αυτής εις την τούτων καρδίαν.
την Οπερτ,φάνειαν πάντες έσμέν επιρρεπείς,
πόμεν δε
«ίς δε την ταπείνωσιν
άναγνωσθεΐσαν παραβολήν
αδιάθετοι, δια τής
παραβολής τού σημερινού ριέγραψε τού υπερήφανου νου τά εξωτερικά
ευαγγελίου πε και τοΰ ταπει^
καϊ σωματικά
περισσοτέρας
Βλέ-
τούτο φανερά εις την σήμβρον οί Φαρισαΐοι,
πονηροί οντες και ύποκριταί? εκρυπτον μεν τάς εαυτών άμαρτίας,
εδημοσίευον δε πά-
σημεία
σαν ύποκριτικήν άρετήν αυτών, « Πάντα
και της υπερηφάνειας την βλάβην, και της
* τά εργα αυτών ποιούντες προς το θεαθή·*
ταπεινοφροσύνης την ωφέλεια ν,
ινα, άπο-
» ναι τοις άνθρώποις 5· δθεν πάντες ενόμι-
στρα'γέντες την υπερηφάνειαν,
άσπασώ-
ζον αυτούς εναρέτους και δικαίους. Επειδή
μεθα την ταπείνωσιν. Πάντες οί άνθρωποι
δέ οί τελώναι ήσαν εκείνοι, οίτινες, συλλέ-
μεγάλη ν χρείαν έχομε ν τούτου τοΰ άγίου
γοντες τά βασιλικά δόσιμο, πολλάς εποίουν
μαθήματος, ουδείς δε δύναται ειπείν ,
αδικίας, καϊ άρπαγάς, και καταδυναςείας^
ούκ
εχω χρείχν ταύτης της θείας διδασκαλίας.
διά τούτο πάντες ελογίζοντο αυτούς αμαρ
Ήμεΐς ουν
τωλούς και αδίκους. Κατά την τότε ουν
εξήγησιν τον
άφιερούμεν τον λόγον εις την
αυτής ,
νουν εις
ύμεΐς δε προσηλώσατε
την της
έξηγήσεως
κατα-
νόησιν.
Ι},
κοινήν γνώμην λαμβάνει ό Κύριος τον μεν Φαρισάΐον, σημαίνοντα τον ένάρετον κοιΐ δίκαιον άνθρωπον , τον δέ τελώνην δηλούν τα τον άμαρτωλον καϊ άδικον δύο άνθρω
,. ,3>
ΕΪπεν ό Κύριος την παραβολήν ποι, λέγει, άνέβησαν εις τό ίερόν, Γνα εκεΐ
10
ταύτην'
άνθρωποι δύο άνεβησαν εις προσευχηθώσι· τούτων ό μέν εΓς ην Φαρι-
το ίερον προσεύξασθαι, δ εις Φαρι-
σάιος, ήγουν δίκαιος, ό δέ άλλος τελώνης,
σαΤος και ό έτερος τελώνης.
τουτέστιν άμαρτωλός.
Δια τί
το
μάθημα τό τοσούτον άναγΟ ΦαρισαΐΌς, σταθείς προς έαυ-^,,^
κάϊον
δια την
σωτηρίαν
του άνθρωπου τον, ταύτα
προσήυχετο, Ο θεος εύ-
ού δια διδακτικών λόγων, άλλα διά παρα χαριστώ
σο:
οτ'ι ούκ είμι ώσπερ οί
βολής έδίδαξεν ό θεάνθρωπος Ιησούς } διότι λοιποί τών ανθρώπων, άρπαγες, ά ή παραβολή έστιν είκών τών πραγμάτων, ήτις, δταν έκτυπωθη" διά λαμπρών καϊ κα^
δικοι, μοιχοί,
θαρών χρωμάτων , τότε παρίστησιν αυτά
λώνης.
ή και ως ούτος 6 τε
τά πράγματα ενώπιον τών οφθαλμών η
Τρία εϊσι της προσευχής τά είδη, δοζο-
μών καθαρώτερα τών διδακτικών λόγων,
λογία, δί ής δοξολογούμεν τον θεόν διά τά
τότε φαίνεται σοι,
θαυμαστά καϊ εξαίσια
δτι ούκ άκούεις,
βλέπεις τά πράγματα
άλλά
τά ύπ' αυτής δι
αυτού
εργα· ευχα
ριστία, δί ης εύχαριστούμεν αυτώ διά τάς
11 '
Εύαγγελίον της ΙΣΤ'. Κυριακής. προς ήμας ευεργεσίας αύτοΰ· δεησις, δί ης
της άνθρωπίνης φύσεως. Βλέπε δέ πώς, καν
παρακαλοΰμεν αυτόν, και ζητοΰμεν πα
έκαυχήθη, ότι έστιν ανώτερος τών άλλων
ρ* αύτοΰ τά προς σωτηρίαν. Ευχαριστία ου ν
άνθρώπων, ώς απέχων άπό τών άμαρτη-
φαίνεται
ή προσευχή τοΰ Φαρισαίου και
μάτων τών τους άλλους κατακυριευόντων,
καλώς μέν ήρξατο αυτός· έστάθη εις το ίε-
ούκ έχόρτασεν όμως διά τούτου μόνου τήν
δ?«.9, Γρόν,7 και προς εαυτόν,71 ήγουν καθ' εαυτόν, Ηοίρ*. ιβ. γ) εν έαυτώ5 τουτέστι κατα μόνας προστ.ύ-
υπερηφανειών
«« |*ι *· χετο, λέγων, Ό θεός ευχαριστώ σοι· έπειτα
μεν άπό τών κακών, άλλ* δταν, άπεχοντες
ούκ ευχαρίστησε τον θεόν,
αλλά, κατα-
κρίνας πάντας τους άνθρωπου;,
έπη'νεσεν
αύτοΰ, γνωρίζων ^δέ, ότι ή
άρετή άπαρτίζβται ού μόνον δταν άπέχω-
άπό τοΰ κακοΰ, ποιώμεν τά άγαθόν κατά τό « Έκκλινον άπό κακοΰ,
και ποίησον νύ. ϊϊ,
έαυτόν ούκ ειπεν, Ευχαριστώ σοι, θεέ μου,
ι άγαθόν ί, ινα δείξη έαυτόν κατά πάντα
δτι κατηξίωσάς με της χάριτος σου, ήτις
τέλειον και πολλώ ύπέρτερον τών άλλων
διεφύλαξέ με από πάσης αμαρτίας, άλλ'έ-
άνθρώπων και κατά τά κατορθώματα της
εσφετερίσθη της χάριτος τοΰ θεοΰ τό έργον,
άρετής αύτοΰ, έκαυχήθη και διά τάς πρά
και άπέδωκεν δλον της άρετής αύτοΰ τό
ξεις τών καλών αύτοΰ έργων, ειπών,
κατόρθωμα εις τάς έαυτοΰ δυνάμεις, ύπεΝηστεύω δ:ς τοΰ σαββάτου, ά- α»* ι», ρυψώσας έαυτόν,
και έξουδενώσας πάντας ποδεκατώ πάντα, οσα κτώμ,αι.
του; άλλους ανθρώπους· Ούκ ειμί εγώ, ει πεν, άρπας", άδικος, μοιχός, ώς οί λοιποί
Σάββατον και σάββατα ώνόμαζον οί
άνθρωποι, η και ώς ούτος ό αδικητής και
Ιουδαίοι τήν έβδομάδα, εκλαμβάνοντες τήν
δυνάστης τελώνης. Ταΰτα δέ
έπισηαοτέραν αύτης ήμέραν, ήγουν τήν
άλλο εϊσιν
ειμή
υπερβολική της ψυχής
αύτοΰ υπερηφάνεια, ή γλώσσα
τά λόγια τί
εξ ης τό στόμα και
αύτου έκαυχατο , και έμεγα-
ήμέραν τοΰ σαββάτου, άντι όλης της εβδο μάδος· τοΰτο φανερόν έστιν έκ τοΰ Λευϊτικοΰ. λέγοντος, ι Και έξαριθμήσείς σεαυτώ Α.υίτ. 25,
λορρ^μόνει ^ Ό μεν Κύριος ημών είπε φα-
ί έπτά αναπαύσεις (έπτά σάββατα) ετών,
ί-αν. 15, νερά, & Χωρίς έμοΰ ού δύνασθε ποιεΐν ού-
» έπτά ετηέπτάκ:ς· και έσονται σοι έπτά
ι δέν 5)·
ό δέ θείος αύτοΰ άπόστολος έβε-
βαίωσεν, δτι ό θεός και τήν θέλησιν ημών
» ετη ϊ·
στηρίζει
άγίων εύαγγελ'.στών Μάρκου και Λουκά ,
εις τό άγαθόν,
♦Αι*. 2, της αρετής εκτελεί· 1 '
» έβδομάδες ετών, εννέα και τεσσαράκοντα
και
τήν πράξιν
α Ό θεός γάρ εστίν,
ομοίως φανερόν έστιν και έκ τών
διότι ό μεν Μάρκος ειπεν, I Άναστάς δέ Μάρ*. ίο,
» εΓπεν, ό ενεργών έν ύμΐν και τό θέλειν και
ϊ πρωΐ πρώτη· σαββάτου »,
ό δε Λουκάς Αουχ. α,
» τό ένεργείν ν ό δέ Φαρισαΐος και τά δύο
α Τη
ϊ, ήγουν τη7-
ήρπασεν άπό της χειρός τοΰ θεοΰ , και ά-
πρώτη· ημέρα, της έβδομάδος, ήτις έστιν ή
πένειμεν εις τήν έαυτοΰ δύναμιν
πάντες
ημέρα ή ονομαζόμενη υπό τών χριστιανών
οί άνθρωποι έσμεν όμοιοπαθεΐς, ό Φαρισάϊος
κυριακή. Κατά παράδοσιν δέ και συνήθειαν
όμως ένόμιζεν έαυτόν άπαθή και ύπέρτερον
και ού κατ' έντολήν ένήστευον οί Ιουδαίοι
(ΚϊΡΙΑΚ. ΕΓΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
μ:α τών σαββάτων
22
Ερμηνεία
εί'ς το κατά Λουκαν
170 δις τις
έβδομάδος, τη~ δευτέρα και
τη
την
άποδεκάτωσιν
πάντων
τών
πέμπτη, επειδή επίστευον, ότι ό Μωΰσης
υπαρχόντων αύτοΰ. Ήκούσατε τοΰ υπερή
τη μέν πέμπτη άνέβη, τη δε δευτέρα κα-
φανου Φαρισαίου την ύπερηφάνειαν ακού
τέβη από του όρους Σίνα· κατά δέ προςα-
σατε νΰν και τοΰ ταπεινόφρονος τελώνου
γήν τοϋ Μωσαϊκού νόμου χρέος ειχον
την ταπείνωσιν.
ίνα
προσφέρωσι τώ θεώ κατά πάν έτος τό δέα»ττ. 14, κατον μέρος τών καρπών της γης· ε Πάσα '°"
κίας
ι δεκάτη της γης
Και ό τελώνης, μ,ακροθεν έστώς, α««. ι*, ουκ
ήθελεν
ουδέ τούς
είς τον ούρανον έπαραί, ι γης
και
οφθαλμούς
από τοϋ σπέρματος της άλλ
ετυ-
τοΰ καρποΰ του ξύλινου τω πτε το στήθος
αύτοΰ, λέγων,
Ο
9 Κυρίω εστίν, άγιον τώ Κυρίω 5. Και ταύ θεός, ίλάσθηπ μ,οι
τω άμ,αρτωλω.
τα μεν εγράφησαν εις τό Λευϊτικόν τό δέ βιβλίον του Δευτερονομίου διδάσκει τα έξης, αι!«. 14, « Δεκάτην άποδεκατώσεις παντός γεννή11. > ματος του σπέρματος σου, τό γέννημα ι τοΰ άγροΰ σου ενιαυτόν
κατ' ενιαυτόν.
α» τ. 14, ι Οίσετε τά επιδέκατα τοΰ σίτου σου, και
*Εστη μέν και ό τελώνης είς τό ιερόν , καθώς καΐ ό Φαρισάϊος,
πλην μακρόθεν ,
ήγουν μακράν τοΰ θυσιαστηρίου· επειδή ενόμιζεν εαυτόν άνάξιον εγγίσαι εις τοΰ θεοΰ τό θυσιαστήριον
κλίνας δέ τήν κεφαλήν
3 τοΰ οΓνου -σου, και τοΰ ελαίου σου ι. Έκ
αύτοΰ επι τά κάτω, ουκ ήθελεν ουδέ καν
τών λόγων τούτων .βλέπομεν, ότιοί 'Εβράϊοι
ύψώσαι
ουκ εχρεώστουν τω θεώ τό δέκατον πάντων
ούρανόν, λογιζόμενος, ότι οί οφθαλμοί αύ
τών
παραδείγματος
τοΰ, οί προλαβόν όλως δι όλου προσηλωθέν-
χάριν, και τοΰ γάλακτος , και τοΰ τυροΰ ,
τες είς τά γήινα πράγματα, ούκ ήσαν άξιοι
και τοΰ βουτύρου, και άλλων πραγμάτων
άτενίσαι και ίδεΐν τον ούρανόν, όστις εστί
ούτος δέ ό Φαρισάϊος έκαυχάτο, ότι νης-ευει
θρόνος τοΰ θεοΰ·
δις της έβδομάδος· «
τοΰ, ώς δοχεΐον τών ανομιών αύτοΰ·, δει
πραγμάτων
αυτών,
Νηστεύω δις
τοΰ
τά όμματα αύτοΰ και ίδεΐν τον
ετυπτε δέ τό ςηθος
αύ
> σαββάτου· ι καΐ ότι προσέφερε τώ θεώ
κνύων διά τούτου ,
τό δέκατον
ού μόνον τών υπό τοΰ νόμου
αύτοΰ πολλής καταδίκης και τιμωρίας εςιν
διορισθέντων πραγμάτων, άλλα πάντων,
άξιος· εκραύγαζε δέ μεγαλοφώνως, κηρύττων
α ειχεν
ε Άποδεκατώ πάντα, όσα κτώ-
εαυτόν άμαρτωλόν, και ζητών τοΰ θεοΰ τό
ι μαι ϊ. Έδείκνυε δέ δια τούτων τών λόγων,
έλεος· θεέ μου, έλεγεν, έλέησόν με, γενοΰ
ότι και εις τά έργα της άρετης υπερείχε
ίλεως είς τό πλήθος τών άμαρτιών μου*
τους άλλους ανθρώπους. Βλέπε δέ πώς άν-
€ Ό θεός, ιλάσΒητί μοι τώ άμαρτωλώ >.
τιπαρατίθησι τάς άντιθέτους άρετάς εις τά
Πάντα, και ή τοποθεσία, έν γ έστάθη, κα»
ύπ' αύτοΰ άριθμηθέντα άμαρτήματα· εναν
της κεφαλής ή επι τά κάτω νεΰσις, και
τίον μέν της μοιχείας εθηκε την νηστείαν,
του στήθους τά κτυπήματα , και τά έκ-
ώς "δαμάτειραν
φωνηθέντα λόγια ,
.εναντίον δέ
τών
σαρκικών
παθών,
της αρπάγης και της άδι-
ότι διά τάς άμαρτίας
τό βάθος της ταπει-
νώσεως αύτοΰ ίκανώς δηλοποιοΰσιν- Ά
Εύαγγέλίον της ΙΣΤ'. Κυριακής. κούσατε δέ νϋν και δλον της παραβολής
δβ Φαρισαϊος, ενάρετο ς ων, δια της υπερη
τον σκοπόν.
φάνειας κατεκρίθη.'Οτι δέ τοιαυτην εννοιαν εχει τό « η εκείνος « πείθουσιν ημάς πρώτον
>». Κ, Ι*
Λέγω ύμ-Γν,
κατεβη ούτος δεδίμέν τά άκόλουθα του λόγου· α Ότι πάς δ
καίωμ,ένος εις
τον οίκον
αυτού
ή » υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται »·
εκείνος"
οτ: πας
δ
υψών
κατά
εαυτόν τίνα δέ άλλον
τρόπον ταπεινωθήσεται,
ταπείνωθήσέτα:, δ δέ ταπεινών εαυ
ειμή υπό θεοϋ κατακριθείς τβ καΐ καταδι
τόν ύψωθήσεταί.
κασθείς^ δεύτερον δέ ό έκ παραλλήλου άλλος λόγος τοϋ θεοϋ, ό λέγων, « Κύριος ύπερη- Π«ί^·
Το β ή εκείνος > κατά μεν τον λόγον της συντάξεως σημαίνει το μάλλον ή ήγουν περισσότερον εκείνου,
εκείνος ,
ί φάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοΐς δέ δίδωσι
δπερ εστίν ,
> χάριν ϊ·
δστις εχει άντίδικον τον θεόν
ότι καί οί δύο έδικαιώθησαν, ό τελώνης
καΐ
αύτοϋ άντιφερόμενον,
δμως έδικαιώθη περισσότερον του Φαρισαίου·
ούδέ πολύ ουδέ ολίγον
εστί
δεδικαιωμβ»
κατά δέ την εννοιαν τοϋ λόγου το α η. εκεΐ-
νος, κατάδικος δε εστι καί
κατακεκρι-
» νος ϊ σημαίνει και ούχΐ εκείνος, ήγουν κα
μενος·
τεβη από τοϋ ίεροϋ εις τον οίκον αυτού ό
κατάκρισιν και ή εκκλησία, ψάλλουσα περί
τελώνης, ό αμαρτωλός και ταπεινός, δεδι-
αύτοϋ. καί τοϋ τβλώνου· α Άλλ' ό μεν, καυ~-
καιωμένος, ουχί δέ ό Φαρισάΐσς, ό^δίκαιας
» χησάμενος, έστερήθη των αγαθών, ό δέ,,
και υπερήφανος.
» μη φθεγξάμενος, ήξιώθη τών δωρεών ϊ-
Ό τελώνης, αμαρτωλός
κατ'
εκείνος
επιβεβαιοΐ δέ την τοϋ Φαρισαίου
ών, διά της ταπεινοφροσύνης έδικαιώθη, ό
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΑΟΥΚΑΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Μεγάλη αληθώς και πολλά ωφέλιμος της
ματα,- παρατηρεί τά
δεξιά καί αριστερά
ταπεινοφροσύνης ή αρετή! Έάν μέν στο-
καί τάς πρωτοκαθεδρίας, ζυγοστατεΐ πάν
χασθη~ς πόση ν ώφέλειαν εχει ό ταπεινός εις
τα λόγον, καί εξετάζει την άξίαν παντός
τοϋτον τον πρόσ καιρόν κόσμον, θαυμάζεις
προσώπου· δθεν, δπου οΰχ ευρίσκει τά υπό
και άπορεΐς· ό υπερήφανος ζητεί επαίνα
της υπερηφάνειας αύτοϋ ζητούμενα και τά
κα I πρωτεία, θέλει τιμάς και προσκυνή
κολακεύοντα την ύπερήφανον αύτοϋ γνώ^ 22?
Όμ:λία
μετά το κατά Αουκαν
Έάν δέ συλλογισθης τήν ψυχικήν του
μην, δυσαρεστείται καϊ αγανακτεί, πολλά κις δέ και περιφρονών
και υβρίζων φεύγει
εκείθεν. Πόσαι κολακεΤαι, πόσαι
δεήσεις,
ταπεινού ωφέλεια ν, ευρίσκεις εις αυτόν τό σα χαρίσματα,
και τόσα θεια δώρα, ώς*ε
πόσα προσκυνήματα αναγκαία είσιν, Γνα
εκστατικός μένει ό νοΰς σου. Ό θυμός ές-ιν
μικρός τίνος ευεργεσίας αύτοΰ άπολαύσης}
υίος της υπερηφάνειας· αυτός σε
εάν δέ αυτός χρείαν έχη ευεργεσίας, έπε:δή
ή
διά τήν ύπερηφάνειαν αυτού ού καταδέχε
διότι στοχάζεσαι ότι ούχ ύπηρετήθης
ται
θώς σοι
ύποκλΐναι
τήν κεφαλήν
προσκυνήσαι τον δυνάμενον
αυτού
και
εύέργετήσαι
διότι
νομίζεις
ότι
κυριεύει,
κατεφρονήθης ,
ή
κα
πρέπει· διά τοΰτο οί υπερήφανοι
είσι θυμώδεις και όργίλοι· ταπεινός δέ άν
αυτόν, διά τούτο μένει εστερημένος της
θρωπος ουδέποτε έφάνη δοΰλος τοΰ θυμοΰ, ή
ευεργεσίας*
της οργής υπηρέτης· όστις εστί ταπεινός,
διά ταΰτα ουν ό υπερήφανος
γίνεται δυσάρεστος, δυσπρόσιτος, μισητός,
έκεΐνός έστι και πράος τη
φευκτός και άχρηστος· δ ταπεινός άνθρω
λοιπόν ό ταπεινός τούς
πος, επειδή οΰδέ τιμάς ζητεΐ, ουδέ προσκυ
τοΰ Ίησοΰ Χριστού, ήγουν τήν πραότητα
νήσεις, ουδέ επαίνα, οΰδέ πρωτεία θέλει, ου
και τήν ταπείνωσιν α Μάθετε απ εμου, » ειπεν ό Κύριος, ότι πραός εΐμι και τα-
δέ τόπους πρόσωπα,
παρατηρεί,
καρδία·
εχει
δύο χαρακτήρας
ουδέ λόγια, ουδέ
αναπαύεται εις πάντα τόπον,
» πεινός
τη~ καρδία ».
Μακάριος
λοιπόν
αρέσκεται εις πάσαν συναναστροφήν, και
εκείνος ό άνθρωπος , όστις εκτήσατο
υποφέρει ανδρείως και τά μή ανήκοντα εις
άτίμητον
•την τάζιν
ρόν αυτός μέν εστίν εϊκών ζώσα
αύτοΰ και άξίαν
γίνεται χρή
της
ταπεινοφροσύνης
τόν
θησαυκαι ο
σιμος χωρίς κολακείας κα! επαίνων, ευεργε
μοίωμα εμψυχον τοΰ Ίησοΰ Χριστού, η
τεί όσον δύναται χωρίς πολλών δεήσΐων
μείς δέ, ένατενίζοντες εις αυτόν, βλέπομεν
και προσκυνημάτων όταν δέ αυτός χρείαν
εν αύτώ τοΰ Κυρίου ημών τούς άγιους χα
εχη τινός πράγματος,
ρακτήρας·
κερδαίνει
δέ ό ταπεινός κέρδος
διά τήν τα-
πολύ και μέγα· τήν άνάπαυσιν κερδαίνει
της καρδίας αύτοΰ τον καθένα
της ψυχής αύτοΰ· α Μάθετε άπ' έμοΰ, ότι
πολαμβάνει, επειδή ττείνωσιν
εύκολα τούτου α
εύκολα
και εάν ή ανάγκη τοΰτο
» πραός εΐμι καϊ ταπεινός τη καρδία, και
ζητη", προσκυνεί και εως εδάφους της γης·
ί εύρήσετε άνάπαυσιν τάϊς ψυχαΐς υμών »·
δθεν πάντοτε και ήσυχος εστι, και πράος,
Όποίαν
και ευπρόσιτος, κα\ φίλος , και υπό πάν
πρόσκαιρον καϊ φθαρτήν, εΓτε τήν αίώνιον
των άγαπώμενος· και αΰτοι δέ οί υπερή
και άφθαρτον ,
φανοι μισοϋσι μέν τούς
διότι ό ταπεινός άνθρωπος και τών
και παρακαλεί,
ύπερηφάνους, ά«
δέ άνάπαυσιν
νοήσης, εΓτε τήν
ορθόν εστι τό νόημά σου, δύο
γαπώσι δέ τούς ταπεινόφρονας. Έκ τούτου
απολαμβάνει αναπαύσεων. Τοΰ υπερήφανου
<5 ταπείνός εύκολα απολαμβάνει
τάς πε-
ή καρδία εις τήν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν
Ρϊποιή<τ«ίς και χάριτας και ευεργεσίας τών
ουδέποτε εχει άνάπαυσιν επειδή ουδέποτε
°&νθρώ7των.
δύναται νά άπολαύστ) όσα ή υπερηφάνεια
ι ι, 2ΰ'
Εύαγγελίον της ΙΣΤ. Κυριακής. αύτοΰ φαντάζεται- του ταπεινού ή καρδία
δία
εις ταύττ,ν τήν ζωήν έχει πάσαν' ήσυχίαν
και πράος, και τρέμει τους λόγους μου ^
καΐ άνεσιν, επειδή πολλά εύκολα
« Και έπι τίνα επιβλέψω, άλλ' ή επί τόν
ευρίσκει
ήσυχος^
5 ταπεινόν καϊ ήσύχιον και τρέμοντα τούς
φανος
ί λόγους μου ^ ι
εις την μέλλουσαν ζωήν ουκ εχει
αΰτω αντιτάσσεται· σκει
ό ταπεινός έκίϊ ευρί
τήν τελείαν άνεσιν και σωτηρίαν,
π»?«;χ. επειδή
εχει τοΰ θϊοΰ τήν χάριν
« Κύρ;ος
Απέδειξε δε ό θεές εμπράκτως τά λό για ταΰτα, α Ότε ήλθε τό πλήρωμα τοΰ γλ. 4. ϊ χρόνου ».
Ότε διά τήν άμετρον αύτοΰ
εύσπλαγχνίαν ευδόκησεν ό θεός έξαποστεΐ-
ϊ υπερηφανοις αντιτάσσεται, ταπεινοις οε
λαι τόν
» δίδω^ι
άλλο
λάβη φύσιν άνθρωπίνην δ;ά τήν σωτηρίαν
Γνα έτι μάλλον
τών άνθρωπων, τότε εις ούδένα άλλον επέ-
χάριν ϊ.
Ακούσατε
χάρισμα τοΰ ταπεινοΰ ,
και
υίόν αύτοΰ εις τόν κόσμον, Γνα
βλεψεν ειμή εις τόν ταπεινόν και ήσύχιον
θαυμάσητε. Ό ουρανός εςιν ό θρόνος τοΰ θεού, επει
και τούς λόγους αύτοΰ τρέμοντα· εις τήν
δή εν τω ούρανώ άκαταπαυστως δοξολογεί
άγίαν παρθένον Μαρίαν επέβλεψε, και αυ
αυτόν πάσα ή επουράνιο;
των
τήν εδιώρισεν, Γνα δανείσ/) σάρκα εις τόν
αγγελικών δυνάμεων μετά δέ τόν ουρανό ν,
άσαρκον υίόν αύτοΰ και λόγον αυτήν έδι-
θρόνον εχη τήν καρδίαν τοΰ ταπεινοΰ και
ώρισε θρόνον
κατοικητήριον,
αύτή έγένετο τόπος της καταπαύσεως αύ
έν
στρατιά
ω αναπαύεται.
Ιδού
πώς περί τούτου έλάλησεν ό θεός διά στόϊβ. ββ, μ^τος τοΰ προφήτου '
εστίν
όσα ή ταπείνωσις αύτοΰ ζητεϊ. Ό υπερή
άνεσιν, άλλ' οΰδέ σωτηρίαν, επειδή ό θεός
*
τοΰ ταπεινού, όστις
173
Ήσαΐου·
« Ό ούρα-
αύτοΰ καϊ
κατοικητήρισν
τοΰ, αύτή οίκος της θείας αύτου δόξης·
ε-
π' αυτήν δέ έπέβλεψεν, επειδή αύτή ην ή
» νός μοι, ειπε, θρόνος κάί ή γη υποπόδιο ν
όντως ταπεινή, και επομένως
> τών ποδών μου· ποΐον οίκον οικοδομήσετε
ή άξία της τοσαύτης ύψώσεως. Βλέπε δέ
> μοί} και ποιος τόπος της κχταπαύσεώς
τό βάθος της ταπεςνώσεως αύτης .' ό μεν
ι μου^ πάντα γάρ ταΰτα έποίησεν ή χείρ
θειος
> μου, κα'ι εστίν έμά πάντα ταΰτα, λέγει
εσεται μήτηρ τοΰ βασιλέως τών βασιλευόν
> Κύριος 5· Άνθρωποι, λέγει, εγώ εχω θρό
των, τοΰ άγιου τών άγίων, τοΰ δημιουργού
νον τόν ούρανόν, και ή γή εστίν υποπόδιον
της κτίσεως, τοΰ υίοΰ τοΰ θεού· α Διό, είπε χου». ι,
τών ποδών μου· ή χείρ μου
» προς αύτήν, και τό γεννώμενον εκ σού
έ-οίησε
τά
αύτή μόνη
άγγελος άνήγγε·.λεν εις αύτή ν, ότι
πάντα, υπό τήν έξουσίαν μου εΐσ'ι πάντα
άγιον, κληθήσεται υιός θεού »·
τά όρατά και άόρατα· ποιον οίκον δύνασθε
μηδόλω; λογιζομένη τό ΰψος, εις τό όποιον
αικοδομησαι άξιον δί εμέ^ ποίος, νομίζετε
άνεβίβαζεν αύτήν τό μητρικόν άξίωμα, ά-
ύμεϊ:, δτι έστι τόπος, εις δν εγώ κατοικώ
πεκρίνατο πρός τόν άγγελον, λέγουσα, Ε
κα'ι αναπαύομαι } εις ποιον άλλον τόπον
γώ είμι δούλη τοΰ θεού· α Ιδού, ή δούλη «οτ. ι·.
επιβλέπω εγώ, ή πόϊος άλλος τόπος εστίν
» Κυρίου· γένοιτο μοι κατά τό ρήμά σου >.
άξιος της καταπαύσεώς μου ειμή ή καρ
Ή μακαρία Ελισάβετ φωντΓ μεγάλη εχαι-
αύτή
δέ,
Ομιλία
174 ρέτιζε καΐ.εύλόγει
μετά το κατά Λουκαν
αυτήν, και έμακάριζεν
ή τέχνη και τά δμοια·
είς αγαθά τυχηρά
βύτ. 45. ώς μητέρα του . θεού, βοώσα, « Και πόθεν
λεγόμενα, όποιά εϊσιν ό πλούτος, ή δόξα ,
5- μοι τούτο, Γνα ελθγ) η-μήτηρ.τού Κυρίου
τά αξιώματα καί τά δμοια· καί εις αγαθά
* μου πρός με ».} αυτή δε, μεγαλύνουσα
προαιρετικά^ όποιά είσιν· ή αγάπη, ή υπο
τον θεόν, καί άγαλλομένη τω πνεύματι,
μονή, ή υπακοή, καί αί λοιπαί προαιρετικά!
άπεκρίνατο προς την , Ελισάβετ, ότι αυ
άρεταί.
τήν ήξίωσεν ό θεός, ταύτης της ύπερβαλ-
άνθρωπος ή υπερηφανεύεται ή ταπεινουται-
λούσης χάριτος, επειδή έπέβλεψεν είς τήν
βλέπε δε πώς ό μεν ύπερηφανευόμενός έστ*
»4τ. 48. ταπείνωσιν
αυτής· « Ότι έπέβλεψεν έπΐ
Διά τά: τοιαύτα πράγματα
πάς
μωρός, σ δέ ταπεινούμενός έςι φρόνιμος.
» τήν ταπείνωσιν τής δούλης αύτοϋ ». 'ΧΩ Έάν τις πλούσιος καί ένδοξος άνθρωπος· τοϋ θαύματος !
δπου βάθος ταπεινώσεως
άμετρος, εκεί άνάβασις ύπερυψώσεως άνε*ύτ.^8, ξιχνίαστος·
α Ότι πας ό υψών εαυτόν,
ένεχείριζεν
είς
άλλον
τινά πρός
καιρόν
μέρος τών υπαρχόντων αυτού, εκείνος δέ, ά παραλαβών αύτά, άμνημονήσας παντελώς,
» ταπβινωθήσβται, ό δέ ταπεινών εαυτόν,
δτι τά παραδοθέντα αυτώ είσι ξένα πράγ
9 ύψωθήσεται β.
ματα, ελογίζετο αύτά Γδια, καί περιερχότ-
Αλλά διά τί ή ταπείνωσίς έστι τόσον προτεμιμημένη } διά τί αυτή τον άνθρωπον
αναβιβάζει
είς τά δψη της θείας δόξης
μενος ένθεν -κακεΐθεν έκαυχάτο επί τάξέναπράγματα, ώσπερ
αν βί ήσαν Γδια αύτου
κτήματα, πρός τούτοις δε αντί τοΰ οίκονο*-
και λαμπρότητος } [ πρώτον μεν, επειδή ό
μέΐν
θεός εστι δίκαιος·
χρησιν, τότε τί ενόμιζες τόν τοιούτον άν
αυτός, πλάσας τον. άν
θρωπον λογικόν, κατά δίκαιον λόγον θέλει Γνα αυτός μετέρχηται τό λογικάν
αύτά
κατέφθειρε πρός μόνην ιδίαν
θρωπον, φρόνιμον ή μωρόν } άναμφίβολόν-
αυτού εστιν, δτι ενόμιζες αυτόν μωρότατον, καί
χάρισμα είς
διάκρισιν των πραγμάτων,
έγέλας επί τη" μωρία αυτού και αφροσύνη. '
και μηδέν πράττη, μηδέ λέγη, ώς άλογος
'Εάν δέ ό παραλαβών τά ξένα αγαθά ελο
και αδιάκριτος· θέλει,
γίζετο αύτά πάντοτε ξένα καί ούχι ίδιαν
ένί λόγω.) Γνα πάς
άνθρωπος ύπάρχη φρόνιμο;· διά τοΰτο και Μο». ιβ, παρήγγειλε τό € Γίνεσθε ουν φρόνιμοι, ώς » οί
όφεις
»·.
έκήρυττε δέ
πανταχού, δτι δσα
αγαθά
εχω ούκ είσιν έμά, αλλά ξένα, τοΰ δεινός·
Έάν δέ περιερευνήσης . τά
είσιν, δστις ένεχείρισέ μοι αύτά πρός καιρόν,
πράγματα, ώς πρέπει, βλέπεις φανερά, δτι 6
καί ωκονόμει δέ αύτά κατά τήν παραγγε-
μεν υπερήφανος έστι μωρός, ό δέ ταπεινός
λίαν του παραδόντος αυτά είς τάς χείρας
έστι φρόνιμος·
αύτου,
Πάντα τά αγαθά, δι δσα ό
μεν υπερήφανος ύψηλοφρονεΐ, ό δέ ταπεινός
τόν τοιούτον άνθρωπον φρόνιμον
έλεγες ή μωρόν ι βέβαια
ένόμιζες αυτόν
φρόνιμον,
αύτόν
τα-πεινοφρονεΐ, μερίζονται είς τέσσαρα είδη· καί έθαύμαζες
έπι
τη"
εις αγαθά φυσικά, όποΐά είσιν ή ευφυΐα, ή φρονήσει καί συνέσει αύτου.
Ό πρώτος
ώραιότης, ή ανδρεία καί τά όμοια· είς άγαοδν τούτων
τών δύο ανθρώπων εστίν ό
&λ κτητά, όποΐά είσιν ή επιστήμη, ή σοφία, υπερήφανος, ό δέ δεύτερος έστιν ό ταπεινός·
Εύαγγέλίον της ΙΣΤ .
Ϊ75
διότι πάντα τά αγαθά, καΐ τά φυσικά και
σεως τό χάρισμα, γίνεται μωρός, ό δέ τα
τα κτητά και τά τυχηρά, τοϋ θεοϋ είσι ,
πεινός, μετερχόμενος τήν ύπό θεοϋ δοθεί-
και έξ αύτοϋ και δι αύτοΰ δίδονται τοις
σαν αύτω λογικήν δύναμιν, γίνεται φρόνι
εξ αύτοϋ και δί αύτοϋ
μος· διά τοΰτο τήν μεν παράλογον μωρίαν
ϊ κα'ί εις αύτόν τά πάντα φ· αυτά είσι τά
των ύπερηφάνων άποστρεφόμενος ό θεός ^
τάλαντα, καΐ αύτός διανέμει αύτά κατά
αντιτάσσεται αύτοΐς, τήν δέ εύλογον φρό-
τήν έκάστου δύναμιν, ίνα, πρός καιρόν
νησιν τών ταπεινών προσδβχόμενος, δίδω-
καλώς αύτά οίκονομήσαντες, λάβωμεν τόν
σιν έίς αύτούς χάριν.
ί>ωμ. ιι, άνθρώποις· α Ότι
διά την καλήν οίκονομίαν άφθαρτον στέ-
Δεύτερον δέ προτιμάται ή ταπβίνωσις ,
φανον και αύτά δέ τά άγάθά της προαιρέ
επειδή ό θεός εστι προνοητής. Ή ταπείνω-
σεως, ήγουν της αρετής τά κατορθώματα,
σις κατακρατεί και συνέχει πάντα τά λο
τοϋ θϊοϋ είσιν, επειδή χωρίς αύτοϋ ού δυνά-
γικά καϊ αύτοπροαίρετα κτίσματα εις τήν
1-»*· 5, μβθα ποιησαι ουδέν» καΐ επειδή α Ό θεός 5. ♦α.*. 3, 5 εστίν ό ενεργών εν ύμΐν και τό θέλειν
ύττακοήν τοϋ θεοϋ·
όταν δέ αύτή λείψη-,
εύθύς εισέρχεται άντ' αύτης ή άνυποταξία και ή από τοϋ θεοϋ αποστασία. Έν όσω ό
» καΐ το -ενεργεΐν 5. Ποιον ουν λέγεις φρόνιμον τόν Ιακώβ,
έωσφόρος $ν ταπεινός,
εμενεν
εις
τήν
ίστις, όταν προσέφερε τά .δώρα πρός τόν
ύπακοήν καϊ εύλάβειαν τοϋ θεοϋ', όταν δε
«χδελφόν αύτοϋ τόν Ήσαϋ, ταπεινοφρόνως
εφυγεν ή ταπείνωσις από τοϋ νοός αύτοΰ ,
ώμολόγησε τήν άλήθειαν, ειπών, ότι δ θεός,
εύθύς άποστατήσας από της υπακοής τοϋ
βλεήσας αύτόν, εδωκεν αύτω πάντα, όσα ί-
θεοϋ, εγένετο αντάρτης, εύθύς είπεν εν τη"
Γ.ν. 3 3, χει-ίΛάβδ τάς εύλογ(αςμου, είπεν, &ς ήνεγκά ϊ σοι·
Δαϊ'5''
Κυριακής.
ότι ήλέησέ με ό θεός, και εστι μοι
διάνοια αύτοϋ· α Είς τόν ούρανόν άναβήσο- 6«. 14, , , II, 14. ι μαι, επάνω τών αστέρων τοϋ ουρανού
ϊ πάντα· » ή τόν Ναβουχοδονόσορ, όστις,
ι θήσω τόν θρόνον μου. Άναβήσομαι επάνω
μετά εξαισίου υπερηφάνειας ύπερυψών την
ϊ τών νεφών, εσομαι όμοιος τω ύψίστω ί·
εξουσίαν αύτοϋ, εφοβέριζε τούς άγίους τρεις
έσυρε δέ είς τήν άπος·ασίαν και άνταρσίαν
πα'^αζ? λέγων, « Και τίς έστι θεός,
τό τρίτον μέρος τών αγγέλων, ώς
» εξελβϊται δμάς εκ χειρός μου^ »
8ς
Τίνα
είδε
τοϋτο εις τήν έαυτοΰ άποκάλυψιν ό επις·ή-
λέγεις φρόνιμον, τόν Παϋλον, ός·ις εκήρυτ-
θιος Ιωάννης* » Και ή ουρά αύτοϋ, λέγει ^ *■*·. »>,
τεν, ότι ούχΐ αύτός, άλλ' ή χάρις τοϋ θεοϋ
ι σύρει τό τρίτον τών αστέρων τοϋ ούρα-
κατώρθωσε πάσας τάς άρετάς, όσας ειχεν,
» νοϋ, και εβαλεν αύτούς είς τήν γήν ».
ι. κ^.ι*. « Όύκ εγώ δέ, άλλ' ή χάρις τοϋ θεοϋ ή συν
Έν όσω τά ταπεινά έφρόνουν Οί πρωτό
» έμοί », η τόν Φαρισάϊον, όστις εκόμπαζε,
πλαστοι, εμενον είς τήν ύπακοήν τοϋ θεοϋ,
λέγων, ότι αύτός ετέλεσε της αρετής αύτοϋ
καϊ ούκ έτόλμησαν παραβήναι τήν εντο-
τά εργα· α
λήν αύτοϋ· ότε δε άκούσαντες τό ϊ "Εσεσθε γ». δ. » ώς θεοί ϊ, έδιωξαν μεν από της καρδίας
Νηστεύω δις τοϋ σαββάτου ,
3 άποδεκατώ πάντα, όσα κτώμαι υπερήφανος ουν,
Ο
καταφρονών της διακρί-
αυτών τήν ταπείνωσιν, έδέχθησαν δε της
\ 76
Ομιλία μετά το κατά Λουκάν
υπερηφάνειας
τους λογισμούς, τότε ευθύς
θέλει ήμάς υπηκόους τών θείων αυτού προσ
εφυγεν ή ύπακοή καί άντεισήλθεν ή ανυπο
ταγμάτων και ουχί άποστάτας της παν
ταξία, τότε άπλωσαν εύθύς τάς χείρας αυ
τοδυνάμου
τών ,
δόδικαιωμένους διά της μετανοίας καί ουχί
και έγεύθησαν
καρποϋ,
τοϋ απαγορευμένου
και κατέστησαν εαυτούς τε και
κατακεκριμένους
εξουσίας ,
διά
τάς
θέλει
ήμάς
αμαρτίας·
ή
δλον το έξ αυτών άνθρώπινον γένος πανα-
δικαιοσύνη, καί ή πρόνοια, και ή φιλανθρω
θλίους και δυς·υχεΐς.
πία τοϋ θεοϋ χαρίζει τοσαϋτα πολλά και
Τρίτον
δε προτιμάται ή
ταπείνωσις ,
επειδή ό θεός έστι φιλάνθρωπος. Ό θεός 9 καθ'
ύπερβολήν
το γένος, θέλει,
Γ«ν. 8,
αύτου
αγαπών τών
μεγάλα προνόμια εις της ταπεινοφροσύνης τήν άρετήν.
ανθρώπων
ινα πάντες οί άνθρωποι
Ταπείνωσις λοιπόν αρετή μεγάλη5 άρετή δεδοξασμένη, άρετή
σωτηριώδης·
ταπεί-
σωθώσιν ούδείς δέ σωθήναι δύναται χωρίς
νωσις
της μετανοίας, επειδή πάντες έσμέν άμαρ-
αγάπης, φωτισμός
τωλοί, καθότι « έγκειται
ή διάνοια ήμών
της ψυχής μου, βάλσαμον τών αμαρτιών
» 67ϊι τα πονηρά εκ νεότητος κ ημών ούδείς
μου, οδός της σωτηρίας μου, κλίμαξ, άνά-
δύναται μετανοησαι χωρίς της
ταπεινώ-
γουσά με εις το ΰψος της δόξης και εις τά
εάν μή γνωρίσωμεν τών αμαρτιών
επουράνια τοϋ θεοϋ σκηνώματα· πώς άρα
ήμών το βάρος, και τών ανομιών ήμών τήν
δυνάμεθα ήμεις γενέσθαι άξιον κατοικητή-
αισχρότητα, ου δυνάμεθα μετανοησαι· δταν
ριόν σου }
σεως·
δε ταΰτα γνωρίσωμεν,
ώς πρέπει, τότε
σύνδεσμος
της
μεταξύ
τοϋ
άλλήλων
νοός μου,
οδηγία
Όταν οί μεταλλουργοί σκαλίζωσι μό-
φεύγει εύθύς ή δαιμονική υπερηφάνεια, και
νην τήν άνω έπιφάνειαν της γης, τότε χώ
έρχεται ή άγία ταπείνωσις, ήτις φέρει κα-
μα
τάνυξιν εις τήν καρδίαν, δάκρυα εις τους
σκάπτοντες, φθάσωσιν εις της γης τό βά
όφθαλμούς? άπόφασιν διορθώσεως εις τήν
θος,
ψυχήν, το α Έλέησόν με, ό θεός », εις το
εν δσω ήμεΐς βλέπομεν τήν εξω έπιφάνειαν
στόμα· ταΰτα δέ βλέπων ό πολυεύσπλαγ-
τών πραγμάτων, δλην υπερηφάνειας εύρί-
χνος, συγχωρεί πάσας τάς άμαρτίας ημών
σκομεν και έπάρσεως· δταν δε έμβάψωμεν
ψνΛ. 50, ε Θυσία
τω θεώ πνεϋμα συντετριμμένον,
εύρίσκουσι
τότε
και
κονιορτόν όταν
συναντώσι τό καθαρόν χρυσίον
τον νοϋν ήμών εις τό βάθος της καταστά
ί καρδιαν συντετριμμένη ν και τεταπεινω-
σεως αυτών, τότε εξάγομεν
» μένην ό θεός ούκ έξουδενώσει β.
σεως τον θησαυρόν,
Διά τοϋτο λοιπόν ή
ταπείνωσίς έστι
δέ5
ταπεινοφροσύνης τήν
της ταπεινώ-
τότε άγρεύομεν άρετήν,
καθώς
της οί
τόσον αναγκαία, διά τοϋτο προτετιμημένη
κολυμβηταί οί καταβαίνοντες εις τό βάθος
και ύπερεξ·/)ρημένη τών άλλων αρετών, διά
της θαλάσσης
τούτο ύπερυψοι τον άνθρωπον εις τά ΰψη
Άνθρωπε, τί σε φυσα
της θείας δόξης και μακαριότητος,
φυία τοϋ νοός σου } τό κάλλος τοϋ προσώ
διότι
θέλει ήμάς ό θεός φρόνιμους και ουχί μωρούς,
άλιεύουσι τους μαργαρίτας. και
έπαίρει } ή ευ
που σου } ή ανδρεία τοϋ σώματος σου } μή.
Εύαγγελίον της ΙΣΤ'.
Κυριακής.
177
βλέπης μόνον τά εξω, μή βλέπης μόνην
Βλέπε βαθύτερα·
αύριον στρέφε* ό τροχός
τήν τούτων επιφάνειαν εάν ταΰτα μόνα
τοΰ κόσμου, καϊ τόν πλοΰτόν σου σκορπί-
βλεπης, ύπερηφ-χνεύεσαι·
βλέπβ τά εσω,
ζουσιν αί συμφοραί, τά δέ άξιώματά σου
προσήλωσον τον νοϋν σου εις το βάθος και
εξευτελίζει ό εξουσιαστής, οί δε προστάται
«ς την έσωτερικήν τούτων
σου μεταβάλλουσι γνώμην καϊ τύχην αυ-
κατάστασιν·
τότε βλέπεις, ότι αυτά είσι φύσει μετα
ριον τέλος πάντων έρχεται ό θάνατος, και
βλητά από μιας ώρας εις
άλλοι μεν παραλαμβάνουσι τόν πλοΰτόν
βλέπεις ,
άλλην
τότε
ότι αύριον εξαφανίζει αυτά ό θά
σου, Γσω; εκείνοι, τους οποίους μισείς καϊ
εις σκωλήκων
αποστρέφεσαι, ώς καπνός δε έξουδενοΰνται
βρώμα και δυσωδίαν τότε δε, γνωρίζων
τά άξιώματά σου, άπρακτοι δέ διαμένουσιν
τό ειναί σου και τήν εύτέλειάν σου, κατα
ού μόνον οί προστάται και φίλοι, αλλά καϊ
πιέζεις
αύτοϊ οί συγγενείς σου· έρχεται ό θάνατος,
νατος 5
και
μεταβάλλει
τά φυσήματα σου διά τά αγαθά
της φύσεως, και ταπεινοΐς την καρδίαν
καϊ τότε, καν εχης τοΰ Κροίσου τά τά
σου. Τί σε φυσα ^ ή σοφία σου καϊ ή επι
λαντα, καν εχης βασιλικά άξιώματά , καν
στήμη σου ^ μή βλέπτις τά εξω, αλλά συλ-
εχης πάσαν τήν δόξαν τοΰ κόσμου τούτου,
λογίζου τά εσω, μή την επιφάνειαν, αλλά
§ν μόνον σάβανον μένει σοι, και τρεις πή
τό βάθος· εάν στοχασθτΐς τά εσω καϊ τά βάθος, βλέπεις άμάθειαν και ούχι σοφίαν ,
χεις γης διά τόν τάφον σου· « Διότι πάσα ·· °<τρ 24. » σάρξ ώς χόρτος, και πάσα δόξα άνθρώπου
σκότος καϊ ουχί έπιστήμην βλέπεις, ότι
» ώς άνθος χόρτου· έξηράνθη ό χόρτος , και
όσα και αυτοί οί νομιζόμενοι σοφοί γινώ-
» τό άνθος αύτοΰ εξέλιπεν
σκουσιν, ως πρός έκεΐνα, όσα άγνοοΰσι ,
στοχάζησαι, καταβιβάζεις τά όμματά σου
λόγον εχουσιν δν αί μυριάδας τών μυριά
κάτω εις τήν γήν, καϊ πληροίς τόν νοΰν
δων πρός τό εν, ώς μία (5ανϊς ύδατος πρός
σου ταπεινοφροσύνης*
όλην την θάλασσαν ολίγα είσι τά γνως-ά,
Άνθρωπε, διά.τί
»· εάν ταΰτα
υπερηφανεύεσαι , καϊ
καϊ τά πλείονα τούτων επι ύποθέσεσι ς·η-
κατακρίνεις
ριζόμενα· συστήματα υπό τίνων οίκοδομού-
καϊ άπηλπισμένους
μενα ,
καταργούμενα·
κτηνώδεις καϊ σαρκικάς άμαρτίας ^ διότι
ού δύνασαι κατανοήσαι ουδέ
νηστεύεις, καϊ προσεύχεσαι, καϊ ελεείς τούς
ενός μύρμηκος την φύσιν καϊ τά ιδιώματα·
πτωχούς :, άλλά στρέψαι τά όμματά σου
όθεν ταπεινοΐς την επαρσιν διά τά κτητά
εις τόν έσωτερικόν άνθρωπον, όπου ή άρετή
αγαθά σου,
θεμελιοΰται· εάν εξετάσης
καϊ υπό
βλέπεις, ότι
πολλών
καϊ συντρίβεις τοΰ
νοός σου
τούς άλλους ώς άμαρτωλούς διότι απέχεις από τάς
τά βάθη
της
τήν ύπερηφάνειαν. Άνθρωπε, διά τί αΓρεις
συνειδήσεώς σου, τότε βλέπεις τάς ακαθαρ
τάς όφρύας , και καυχάσαι , ότι υπερέχεις
σίας τοΰ νοός σου, τόν βόρβορον της καρ
τους άλλους } διά τά αγαθά τά τυχηρά }
δίας σου καϊ του; μολυσμούς της ψυχής
διά τόν πλοΰτόν σου }
σου· τότε βλέπεις πόσα λείπουσιν εις άνα-
διά τά αξιώματα
σου} διά τήν προστασίαν τών αρχόντων } (Κ.ΓΡΙΑΚ,. ΕΤΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'.(
πλήρωσιν
τοΰ χριστιανικού χρέους 23
σου·
Ομιλία
178
μετά το κατά Αουκαν
Αιφιρ. 9, τότε βλέπεις, ότι πάσαν ώραν και πάσαν 21· στιγμήν αναβαίνει διά των θυρίδων σου ,
στοχαζώμεθα τά πράγματα, ως πρέπει* δταν συλλογιζώμεθα συχνώς την ώραν τοΰ
ήγουν διά τών αισθήσεων σου, δ θάνατος
θανάτου, και εις τί καταντώμεν μετά θά
εις την ψυχήν σου· εάν έρευνήσης ακριβώς
νατον Όταν διακρίνωμεν, δτι
τάς προσβολάς της αμαρτίας, τούς συνδυ
εχωμεν ουκ εστίν ημετερον, άλλα τοΰ θεοΰ-
ασμούς, τάς πάλας, τάς συγκαταθέσεις εις
δταν μνημονεύωμεν, δτι χωρίς της ταπει
την άνομίαν και τάς ακάθαρτους επιθυμίας
νοφροσύνης ουδείς δύναται σωθήναι· δταν ,
της καρδίας σου, τότε βλέπεις σεαυτόν βε-
τέλος πάντων, Ιχωμεν έμπροσθεν μεν τών
βυθισμενον εις το πλήθος τών ανομιών σου·
οφθαλμών ημών του τελώνου καί του Φαρι-
δθεν, αντί νά μεγαλορρημονης ως ό Φαρι-
σαίου τό παράδειγμα, ένδον δέ εις αυτό το
σάϊος, τύπτει; το στήθος ως ό τελώνης, και
κέντρον
ΐο«χ. ΐ8, *ν ταπεινοφροσύνη καί μετάνοια κραυγάζεις ,
α Ό θεός ,
ίλάσθητί μοι τω άμαρ-
» τωλώ 5.
της
καρδίας ημών
είτι καί αν
ταΰτα
τοϋ
σωτήρος ημών τά θεΐα λόγια· « Πάς » υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται,
ό
ό*9"*^1*»
δε τα-
» πεινών εαυτόν ύψωθήσεται ».
Τότε ουν γινόμεθα ταπεινόφρονες, δταν
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΛΟΪΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ.
γραμματείς κα οΣΦαρισάΐοι,
τών στόματα. Είπε δέ πρώτον προς αυτούς
βλέποντες, δτι ό Ίησοΰς Χρίστος δέχεται
την άγαλλίασιν του ποιμένος διά την εύρε-
τούς τελώνας καί αμαρτωλούς, καί
με-
σιν τοΰ άπολωλότος αύτοΰ προβάτου καί
τ' αυτών συναναστρέφεται καί συνεσθίει, ε-
την χαράν της γυναικός, δταν ευρε την
ιέ, γόγγυζον κατ' αύτοΰ, λέγοντες, ο: Ούτος
άπολεσθεΐσαν δραχμήν αυτής, επιβεβαιώ-
Οταν ο!
» αμαρτωλούς προσδεχεται,
καί συνεσθίει
σας, δτι καί
ό ουρανός
καί οί άγγελοι
ϊ αύτοϊς », τότε ό θεάνθρωπος Ίησοΰς, ά-
χαίρουσιν επί τη" μετάνοια τοΰ άμαρτωλοΰ·
νοίξας τον θησαυρό ν τών παραβολικών αυ
έπειτα εξεφώνησε καί την θαυμασίαν πα-
τού λόγων, άπηντησεν εις τον άδικον αυ τιών γογγυσμόν,καί έφραξε τά άπύλωτα αυ
ραβολήν τοΰ σήμερον άναγνωσθέντος ευαγ γελίου. Δι αυτής
δέ
ό
φιλανθρωπότατος
Εύαγγελίον της Κυριακής του
Ασώτου.
179
Ίησοΰς τρία πράγματα παρέστησεν ήμΐν,
πρεσβύτερος υιός σημαίνει τούς δικαίους,
την
της
ό δε νεώτερος τούς άμαρτωλούς. Τί δε άρά
μετανοίας και έξομολογήσεως τον κανόνα,
γέ έστι « Τό επιβάλλον μέρος της ουσίας »,
καί της εύσπλαγχνίας αύτοΰ τό μέγεθος.
δπερ έζήτησεν ο νεώτερος υίός παρά τοΰ
Ταύτα δε καταληπτά ήμϊν γίνονται, εάν
πατρός
προσηλώσωμεν τον νοΰν εις την έξήγησιν
εστί τό λογικόν καί αυτεξούσιον, τινές δέ
των σήμερον άναγνωσθέντων παραβολικών
τά τοΰ θεοΰ αγαθά, ό ουρανός, ή γη, ή
λόγων.
θάλασσα, καί τά εν αύτοΐς· άλλοι δέ λε
κατάστασιν
του
αμαρτωλού,
αύτοΰ } Τινές μεν λεγουσιν, ότι
γουσιν ότι εστίν ό φυσικός καί ό γραπτός ΐ5, ιΐ.
Είπεν ο Κυρίος. την παραβολήν ταύτην' υιούς
ι»,
"Ανθρωπος, τις
είχε δυο
καί εϊπεν ό νεώτερος αύτών
νόμος· επειδή δε κατωτέρω λέγει, βτι ούτος ό νεώτερος- υίός « διεσκόρπισε τήν ούσίαν α**· α, II. > αυτοΰ ζών άσώτως ϊ, φανερόν εστίν, δτι
τω πατρί, Πάτερ, δός.μοί το έπί*-
α Τό- επιβάλλον μέρος της· ουσίας 2 σημαίνει
βάλλον μέρος της ουσίας. Καί δ^εΤ-
τά κτήματα, τά χρήματα, τήν δόξαν, ετι
λεν αύτοις τον β:ον.
δέ καί τά φυσικά άγαθά, τήν ύγείαν, την διάκρισιν^ τήν φρόνησιν καί τήν
είς τό
Είς πολλά μέρη των αγίων γραφών ό
αγαθόν διάθεσιν. Τούτων οδν τών αγαθών
θεός εαυτόν μέν ονομάζει άνθρωπον, Γνα
τό επιβάλλον μέρος εζήτησε καί ελαβεν ό
δείξη όσην έχει προς ημάς φιλανθρωπίαν,
άσωτος παρά τοΰ πατρός αύτοΰ, διότι ό
τους δε ανθρώπους ού μόνον τούς δικαίους,
θεός διά τήν άπειρον αύτοΰ αγαθότητα δί-
αλλά καί τους
δωσι τά άγαθά αύτοΰ επίσης είς δικαίους
αύτοΰ·
άμαρτωλούς
καλεΐ υίούς
« ΥΣούς έγέννησα, λέγει, και ΰψω-
καί άμαρτωλούς· « Τόν ηλιον αύτοΰ άνα 45..
• σα, αυτοί δέ με ήθέτησαν ». Ό άνθρωπος
ι τέλλει
ουν, ό εχων τους δυο υίους, εστίν αύτός ό
» βρέχει επί δικαίους καί άδίκους ». Επειδή
φιλάνθρωπο; θεός , οί δέ δύο
αύτοΰ
δέ τών δικαίων καί άμαρτωλών διάφορά
είσιν οί δίκαιοι καν οί άμαρτωλοί· νεώτερον
είσι καί τά ήθη, καί τό πολίτευμα Καί αί
δε λέγει τον άμαρτωλόν, επειδή ή άμαρτία
πράξεις, καί αί γνώμαι, καί τά λόγια, καί
εστί νεωτέρα της δικαιοσύνης , ήγουν της
αί επιθυμίαι, διά τοΰτο ουκ είπε, καί διέ
αρετής. Ό άνθρωπος πρώτον ύπηρχε. δίκαιος
νειμεν αύτόϊς τά άγαθά, άλλ* είπε α Καί
καί ενάρετος, έπειτα διά της συμβουλής
& διεΐλεν αύτοΤς τόν βίον ί. Τί δέ επραξέν
τοΰ όφεως έγένετο πονηρός καί άμαρτωλός·
ό νεώτερος υίός, παραλαβών παρά τοΰ πα
διό παλαιοτέρα μέν έστιν ή αρετή, νεωτέ
τρός αύτοΰ -τό επιβάλλον μέρος της ουσίας^ .
υιοί
επί πονηρούς καί αγαθούς, καί
ρα δέ ή κακία· προς τούτοις, επειδή παιδαριώδη καί άσύνετά είσι τοΰ άμαρτωλοΰ
Κα£ μετ ού πολλας ήμερας συν- *»%Μ
τά έργα, γεροντικά δέ καί φρόνιμα τών
αγαγών
άπαντα
δικαίων τά κατορθώματα, διά τοΰτο ό μέν
άπ£δήμησεν
εις.
ό νεώτερος υιός, χώραν
μακράν, ,
Ερμηνεία εϊζ
180
και έκεΤ δίεσκόρπίσε τήν -ουσίαν αυ τού,
το κατά Λουκαν
Δαπανήσαντος δέ αύτοΰ πάντα, Α*.*. ,5> εγενετο λίμος Ισχυρός
ζών άσωτους.
χώραν
κατά
εκείνην, και αύτος
τήν
"
ήρξατο
Επειδή πολλά επιρρεπής εστίν ό άνύστερεΤσθαί. ■θρωπος
εις τήν άμαρτίαν, διά τούτο και
ταχέως εις τά βάραθρα αύτής καταποντί ζεται· τοϋτο δέ σημαίνει τό ? Και μετ' ού
της θείας
ΰ πολλάς ημέρας », ήγουν μετ' ολίγον και
έδαπάνησεν εις τάς αμαρτίας δλον τον ψυ-
ρόν, έξότου ό νεώτερος υιός άπεφάσισεν ινα
χικόν
χωρισθ^ από τοϋ πατρός αυτού, έτελείωσε
άλλο εμεινεν εις αύτόν ειμή λιμός, ς*έρησις
τήναύτοϋ άπόφασιν. α Συναγαγών άπα-
τοϋ επουρανίου άρτου τοϋ στηρίζοντος, και
, ί -τα », ήγουν έχων μεθ' έαυτοϋ πάντα τά
τοϋ θείου οίνου τοϋ εύφραίνοντος τήν καρ
αγαθά,
δίαν τοϋ ανθρώπους Λιμός ισχυρός, έγκα-
δι ων
δ θεός
αύτόν έπλούτισεν,
άνεχώρησεν « Εις χώραν μακράν »,
έμά-
τάλειψις της της ψυχής·
γον αύτοϋ άκούων, μηδέ
της προσευχής
χάριτος. Έξότου ό άσωτος υίός
και σωματικόν αύτοϋ πλοϋτον, τί
κρυνε δηλαδή από τοϋ θεού, μηδέ τον λό-
θείας χάριτος
και άπώλεια
α Ιδού γάρ, λέγει ό προφήτης, Τα£67ϊ'
» οί μακρύνοντες
έαυτούς από σοϋ, άπο-
επιμελούμενος, μηδέ εις τήν μετάνοιαν και
» λοϋνται
οί μέν
έξομολόγησιν πλησιάζων, μηδέ 'τών άγίων
Κύριον
μυστηρίων μεταλαμβάνων τοϋτον δέ τον μέγαν χωρισμάν ώνόμασε « Χώραν μακράν ».
άγαθοϋ ύστεροϋνται· κ Ότι ούκ εστίν ύςέ- αύτ. », 9. 10. » ρημα τοΐς φοβουμένοις αύτόν. Οί δέ
Έκεΐ οϋν εις αυτήν τήν χώραν, ήγουν τήν
» εκζητοϋντες τον Κύριον ούκ έλαττωθή-
από θβοΰ μεμακρυσμενην κατάς*ασιν, « Δι-
» σονται παντός άγαθοϋ τ ό δέ άσωτος, ό
» εσκόρπισε πάσαν τήν ούσίαν αύτοϋ », τά
μή φοβηθείς
χρήματα δηλονότι και τά κτήματα, τήν
άλλά φυγών και μακρυνθείς άπ' αύτοϋ, ήρ
διάκρισιν, τήν φρόνησιν, εις τάς πολυφαγίας
ξατο ύστερεΤσθαί παντός άγαθοϋ. Βλέπομεν
και πολυποσίας, εις τάς ήδονάς και τούς
δέ ταϋτα πληρούμενα καϊ κατά τό γράμμα·
έρωτας, εις τάς πορνείας και άσελγείας,
διότι,
καϊ εις δσα ζητεί ή άχάλινος καΙ άσωτος
κατακρημνίζονται εις
Αι»/., ι*, ζωή· τοϋτο δέ έστι τό ϊ Ζών άσώτως και ϊ το καταφαγων
*■ %1\
Όπου ελλειψις της αρετής, εκεί πείνα
τον βιον αυτού
μετα
>. Καϊ
και
δσοι,
έκζητούντες
μηδέ
φοβούμενοι τον αύτόν
ούδενάς
έκζητήσας τον θεόν ,
καταλιμπάνοντες της
τον θεόν
άσωτείας τάν
βόρβορον, εκείνοι διασκορπίζουσι πάντα τά υπάρχοντα αύτών,
φθείρουσι τήν ύγείαν
2 πόρνων 5. Μήπως δέ, επειδή ό λόγος α
καϊ τάς δυνάμεις τοϋ ιδίου σώματος, και
ποβλέπει εις τόν.άσελγή, τό « Διεσκόρπι-
καταντώσιν εις στέρησιν άρτου και ένδύ-
» σε τήν ούσίαν ν
σημαίνει κυρίως και
μ,ατος κα\ εις άθλιωτάτας άνάγκας. Τί δέ
καθ' αύτό τό κατέφθειρε τήν ύγείαν καϊ "τάς δυνάμεις τοϋ ιδίου σώματος· διότι « Ό
έποίησεν ό άσωτος, δταν η'αθάνθη της ς"βρήσεως } έδιωρθώθη αρά γε ^ Ούχί.
3 ποργευων εις το ίδιον σώμα άμαρτάνει
.
Εύαγγέλίον της Κυριακής του Ασώτου. καίνει
πρόσκαιρα,
181 και
κολάζει αιώνια.
Και πορευθείς, εκολλήθη εν: των
Λιυχ. ΙΙ| 15.
Επειδή δέ ή ηδονή της αμαρτίας γίνεται πολιτών
της χώρας εκείνης*
και καϊ εκλείπει, δθεν καϊ ή
επιθυμία αύτης
επεμψεν αύτον είς τους αγρούς αυ μένει άκόρεστος, 16.
τού βόσκείν χοίρους.
και ουδείς δύναται χορ-
Καί έπεθύμεί τάσαι αύτήν, διά τοΰτο είπε, β: Καϊ επεθύ-
γεμίσαί την κοίλίαν αύτοΰ
άπο των » μει γεμίσαι τήν κοιλίαν αύτοΰ από τών
κερατίων, ων ήσθίον οι χοΤροί' ουδείς έδίδου
καί
αύτω.
Β κερατίων, ών ήσθιον οί χοίροι· καϊ ουδείς ί έδίδου αύτώ ». Αληθώς δέ ούδεϊς δύναται
Τίνες βίσϊν οί πολΐται της χώρας εκεί
χορτάσαι τών ασελγών τάς επιθυμίας, ουδέ
νης } και τίνες οί αγροί αυτών }—Οί μεν
ό καιρός, διότι αυτός φέρει τήν συνήθειαν,
πολΐταί είσιν οί δαίμονες οί μακράν απέ
ήτις έξάπτει τήν έπιθυμίαν, ουδέ οί άνθρω
χοντες άπο της χάριτος του θεοΰ, καθώς
ποι, διότι αυτοί ού δύνανται χορτάσαι τάς
και οί ποιοϋντες το Θέλημα αυτών , ήγουν
ιδίας επιθυμίας, πολλώ μάλλον τάς τών
οί αμαρτωλοί· οί δέ άγροι αύτών είσι τά
άλλων, ουδέ οί δαίμονες , διότι αυτοί συν-
καταγώγια τών πονηρών και ασελγών αν
εργοΰσι μάλιστα καϊ φλογίζουσι τήν κακήν
θρώπων. Ό
έπιθυμίαν, Γνα ό άνθρωπος άκαταπαύστως
ουν άσωτος υιός πορευθείς,
ήγουν προκόψας και αύξήσας εις τάς πρά
άμαρτάνν], ουδέ ό θεός, διότι αύτός βδε-
ξεις
λύττεται
της
αμαρτίας^
εκολλήθη,
αφιέρωσε
τήν
άνομίαν,
και μισεΐ
τούς
δηλονότι το θέλημα αύτοΰ, εις ενα τών δαι
εργαζομένους αύτήν· α "Οτι ούχϊ θεός θέλων ψ<α. »,
μόνων, εις τον δαίμονα δηλαδή της άσω-
» άνομίαν
τείας,
» εργαζομένους τήν άνομίαν ». Άπαρίθμη-
όστις, καταστήσας αύτον δοΰλον
σύ εί· εμίσησας πάντας τούς
αύτοΰ} επεμψεν αύτον εις τά εργαστήρια
σον
της άπωλείας, ίνα βόσκη χοίρους, ήγουν
συμφοράς·
Γνα διά
του κακοϋ αύτοΰ παραδείγματος
» πεδήμησεν εις χώραν μακράν »· διεσκόρ-
όδηγη τους χοίρους, τουτέστι τούς βεβορ-
πισε και κατέφθειρε τά άγαθά της ψυχής
βορωμένους ύπό τών σαρκικών άμαρτιών ,
καϊ τοΰ σώματος αύτοΰ εις τάς άσωτείας ,
χοιροβοσκός γενόμενος. Βλέπε δέ πώς τούς
α Διεσκόρπισε τήν
μεν άσελγεις και άσώτους ονομάζει χοίρους
» άσώτως ί· επείνασε και έλιμοκτόνησε ,
διά την άκαθαρσίαν καί ρυπαρότητα τών
στερηθείς τών άναγκαίων, α Έγένετο λιμός
σαρκικών ήδονών, τήν δέ τροφήν αύτών κε
» ισχυρός· και ήρξατο ύστερεΐσθαι ϊ*
ράτια· διότι,
καθώς τά κεράτια πρώτον
λιώθη μετά τοΰ άρχοντος της ασέλγειας,
γλυκαίνουσιν
ολίγον τό
ε Και εκολλήθη ένϊ τών πολιτών της χώρας
στόμα,
έπειτα
δε τάς περιγραφομένας τοΰ άσώτου εμάκρυνεν άπό τοΰ θεοΰ5 « Ά-
ούσίαν
τούτου
ζών
έφι-
ευθύς πληροϋσιν αύτά στυφότητος καί ξυ
2 εκείνης 2>·
λώδους Ολης, ούτω και ή άμαρτία καθηδύ-
δαίμονος, όστις κατέστησεν αυτόν χοιροβο-
>ει ολίγον, έπειτα πληροί λύπης καϊ αη
σκόν, και έπεθύμει χορτάσαι τήν άσελγή
δίας τήν
αύτοΰ έπιθυμίαν, άλλ' ουδείς αύτον έχόρτα-
ψυχήν τοϋ άμαρτάνοντος· γλυ
έγένετο δούλος
αύτοΰ ,
τοΰ
Ερμηνεία εις το κατά Λουκά, ξε, β Και έπεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν
σθόν και εις την βασιλείαν, ήν υπόσχεται
» αύτοΰ άπο των κερατίων, ών ήσθιον οί
ό θεός είς τους φύλακας τών εντολών, φυ-
» χοίροι· καί ουδείς έδίδου αύτώυ. Τοιου
λάττουσι τοΰ θεού τά προστάγματα, κατά
τοτρόπως περιγράψας ό
το « Έκλινα τήν καρδίαν μου τοΰ ποιήσαι τα «ι»,
θεάνθρωπος
τήν
ελεεινήν καί άξιοδάκρυτον κατάστασιν του
5 τά δικαιώματά σου εις τον αιώνα δίάντά-
αμαρτωλού , περιέγραψεν [_επειτα και την
» μειψιν
τούτου μετάνοιαν, ειπών,.
ώσπερ οί δοΰλοι, φοβούμενοι την τοΰ δεσπότου
ΐδ,
Εις εαυτόν δέ
». τρίτη τών δούλων ,
οΓτινες,
αυτών τιμωρίαν, ποιοΰσι τό θέλημα
έλθών, είπε,. Πό αύτοΰ, ούτω και αυτοί, φοβούμενοι τήν υπό
17. σοι
μίσθιοι του πατρός μου περισ θεοΰ όρισθεισαν κόλασιν ειςτ τούς παραβά-
σεύουσα άρτων,
εγώ δέ. λιμω
ά,-
πόλλυμαι $
τας τών εντολών, φυλάττουσι τούς θείους νόμους κατά τό α Καθήλωσον εκ τοΰ φόβου «4τ. ιΐ»,-
Διεσπαρμένον εχων ό άσωτος δλον τον
» σου τάς- σάρκας μου· άπο γάρ τών κριμά-
νουν αυτού εις τά θελήματα της σαρκός
» των σου έφοβήθην ». Περισσεύουσι δε καί
και εις τάς ήδονάς τοΰ σώματος, καί ζών
οί μίσθιοι άρτων, ήγουν χαρισμάτων θεοΰ,
ώς άλογος και μωρός, ουδέ την σωματικήν
επειδή και τον λόγον τοΰ θεοΰ καθ' έκάς·ην
ούδέ την ψυχικήν αύτοΰ κατάς"ασιν η'σθά-
άκούουσι, καί τοΰ ουρανίου άρτου της θείας
νετο-
ήγουν
ευχαριστίας- μεταλαμβάνουσι καί τών θείων
«σύναζε τον νοϋν αύτου άπο τών σαρκικών
δωρεών μετέχουσιν. "Οταν ουν ό άσωτος
περισπασμών, τότε ένεθυμήθη την εν τω
επροσήλωσε τον νοΰν αύτοΰ εις τούς συλ
οίκω τοΰ πατρός αύτου πλουσιότητα. καί
λογισμούς της πρώτης καί της δευτέρας
εύτυχίαν, και εγνώρισε την ελεεινήν κα
αύτοΰ
τάστασιν της ψυχής αύτου καί του σώμα
πόσοι μίσθιοι τοΰ θεοΰ καί πατρός μου εκ
τος· α Πόσοι , είπε , μίσθιοι του πατρός μου
περισσοΰ άπολαμβάνουσι τών θείων αύτοΰ
» περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ άπόλ-
χαρισμάτων, εγώ δέ, καν υιός αύτοΰ. ήμην
» λυμαι
πρότερον καί τών πατρικών άγαθών άπε-
δταν δέ ήλθεν εις έαυτόν ,
Τίνες δέ είσιν οί μίσθιοι } τρεις
καταστάσεως,
τότε
έξεβόησε τό
είσι τών σωζόμενων αί τάξεις- πρώτη τών
λάμβάνον, νΰν τούτων πάντων στερούμε
υίών, ήγουν εκείνων τών ανθρώπων, οΓτινες
νος^ φθείρομαι καί εξαφανίζομαι. Ου μόνον
εκ μόνης της αγάπης, ήν εχουσι προς τον
δε είπε ταΰτα, άλλά καί έποίησεν ευθύς
θεόν, άφιεροΰσι και τον νοϋν και την καρ -
της- εις τόν θεόν επιστροφής αύτοΰ τήν
*λ ιΐ8·, δΐαν εις του θεοΰ το θέλημα, κατά το α Ώς 97. » ήγάπησα τόν.νόμον σου, Κύριε- δλην την
άπόφασιν..
*β· ί τ,μέραν μελέτη μου ες-ίν. Ήρα τάς· χεΐράς
Αναστάς
» μου- προς τάς έντολάς σου, ά; ήγάπησα »·
πατέρα μου,
δευτέρα
τερ, ήμαρτον
τών
μισθίων, οΐτινες,
μβμισθωμένοι,: αποβλέποντες, εις
ώς
οί
τον μι-
ενώπιον
πορεύσομα*
προς τδνΑιΒΛ_
και ε'ρώ αύτω, είς τον ούρανόν
σου, και ούκέτι είμΐ
Πα-
**·
και
19.
άξκ>ς
Εύαγγέλίον της Κυριακής του
κληθήναί υιός σου*
ποίησόν με
ώς
από του
ούκέτι
ε!μί
185
άξίος
κληθήναι
υιός σου.
ε να των μίσθιων σου. Εγερθείς, λέγβι,
καί
Ασώτου.
πτώματος Ή επιστροφή τοΰ ασώτου
προς τόν
της αμαρτίας, πορεύσομαι προς τόν πατέ πατέρα αύτοΰ, και ή φωνή « "Ημαρτον βίς ρα μου,
και ταϋτα λαλήσω προς αύτόν
5 τον ούρανον και ενώπιον σου », καί ή
« Πάτβρ, ημαρτον εις τον ούρανόν και ένώ-
σπουδή
> πιόν σου ». Πώς δε ήμαρτεν ό άσωτος
αύτοΰ,
βίς τον ούρανον καί ενώπιον του θεοΰ }—"Η-
καί ή περιπλοκή, καί τά φιλήματα σημαί-
-καί
προϋπάντησις
τοΰ πατρός
καί ή έπι τον τράχηλον πτώσις,
μαρτε μέν εις τον ούρανόν, επειδή προέκρινουσιν, ότι ό μέν άληθώς μετανοών αμαρ νε και προετίμησβ τήν πρόσκαιρσν ήδονήν
τωλός,
ένώπιον τοΰ θεοΰ παριστάμενος,
της "σαρκός αύτοΰ τής αιωνίου άπολαύσεως αναλογίζεται το α ^Ημαρτον 5, ό δέ φιλαντων επουρανίων αγαθών ήμαρτβ δε ενώ θρωπότατος θβός, καί
πριν ή βοήση τό
πιον του θεοΰ, επειδή ενώπιον αύτοΰ, παν ημαρτον, γνωρίζων τής
αληθινής αύτοδ
ταχού παρόντος, περιβφρόνησβ τους θείους μετανοίας τήν διάθεσιν | καί τής επιστρο αύτου νόμους,
καί «χωρίσθη άπ' αύτοΰ. φής αύτοΰ τήν άπόφασιν,. εύσπλαγχνιζό-
Βλέπε δε της μετανοίας τήν ταπβίνωσιν μβνος καταλλάττεται μετ' αύτοΰ, καί ώς ού μόνον κράζει τό ϊ Ημαρτον », ού μόνον ήγαπημένον φίλον καί υίόν αύτοΰ υποδέ γνωρίζει, δτι ούκ ίστιν άξιος τοΰ χαρίσμα
χεται αύτόν. Σημείωσαι δέ, ότι ό θεάνθρω
τος της υιοθεσίας, αλλά κρίνει έαυτόν άνάπος πρώτον μέν παρέστησε τήν ελεεινήν ξιον και της τιμής τοΰ όνόματος τών υιών τοΰ άμαρτωλοΰ κατάστασιν, ώς ανωτέρω τοΰ θεοΰ· « Κα'ι ούκ ειμί άξιος
κληθήναι εΓπομεν, έπειτα περιέγραψε κα\ της μετα
» υιός σου »· παρακαλεί δε ίνα συνταχθη*
νοίας αύτοΰ τόν τρόπον εσυνάζε, λέγει, δ
βίς τήν δευτέραν τάξιν των μισθίων < Ποί-
άσωτος τόν νοΰν αύτοΰ τόν εις τάς σαρκι-
ί ησόν με ώς Ινα τών μισθίων σου ». Μετά
κάς ήδονάς βσκορπισμένον, α Εις έαυτόν δε
δε τήν άπόφασιν
ετέλεσεν εύθύς και τήν ί έλθών », εσυλλογίσθη τήν αίώνιον
πραξιν.
και
μακαριότητα
τών δικαίων,
δόξαν <ι Πό·
» σοι μίσθιοι τοΰ πατρός μου περισσεύουσιν ». ΐ5,
Καί
άναστάς
ηλθε
πρύς
τον > άρτων κ, έστσχάσθη τά φθοροποιά άπο-
'°"
πατέρα εαυτού"
ετί δε αύτοΰ
μα τελέσματα τής αμαρτίας
τά εις
αύτόν
κράν απέχοντος, εΐδεν αύτον ό πα γβγβνημένα· β: Έγώ δέ λιμω άπόλλυμαι »· τήρ αύτοΰ,
καί εσπλαγχνίσθη" καί άπβφάσισβ τήν άποχήν τής άμαρτία; καί
δραμών
έπέπεσεν επί τον τράχητήν βίς τόν θβόν βπιστροφήν, α 'Άναστάς
λον αύτοΰ, καί κατεφίλησεν αύτόν. ι πορβυσομαι προς τόν πατέρα μου »· ή3ΐ.
Είπε δε αύτω ό υίός, Πάτερ, ήμαρ-
τοίμασβ της βαθμολογήσεως αύτοΰ τά λόγια^
τον εις τον ούρανον καί ενώπιον σου,
β ΚαΙ βρώ αύτω, Πάτερ, ήμαρτον -βίς τόν
184
Ερμηνεία εις το κατά. Λουκαν
ι ούρανόν
καί ενώπιον σου
»·
έταπείνωσε
στόν ,
τον
νυμφίον- αύτής και σωτήρα·
την ψυχήν αύτοΰ ενώπιον τοΰ θεοΰ, β Και
α υποδήματα δ δέ ή. δύναμις τοϋ τρέχειν προ-
ούκέτι ειμί άξιος κληθήναι υίός σου »·
θύμως της αρετής τον δρόμον, καί πατεΐν
εφε-
ρεν εις έργον τήν άπόφασιν αυτού, « Και
επάνω τών νοητών δφεων
» άναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού ».
β: μόσχος δέ σιτευτός ί ό σαρκωθείς λόγος καί
Άκούσωμεν νΰν και τά λοιπά
θεός, ό Κύριος ημών Ίησοΰς Χριστός,. 8ν
έργα της
καί σκορπιών
εύσπλαγχνίας του θεοΰ, δσα εδειξβν είς τον
ήμεΐς μεταλαμβάνομεν
εις τά άγια
τών
τοιουτοτρόπως μετανοήσαντα.
ορθοδόξων θυσιαστήρια. Ταύτα μεταδίδωσιν ό άπειροεύσπλαγχνος θεός είς τους αληθώς
ΐοι*.ΐ5,
Είπε
δέ ό πατήρ
προς
τους μετανοοΰντας άμαρτωλούς, καί προς αύτόν
δούλους αύτοΰ, Εξενεγκατε την στοε'ξ όλης ψυχής καί καρδίας επιστρέφοντας· λήν την πρώτην, καί ε'νδύσατε αύ-
διά ταύτα
τόν,
άγγελοι καί οί εν τώ ούρανώ δίκαιοι, κατά
καί δότε δακτύλίον
χείρα 2».
αύτοΰ
τους πόδας"
εις την
καί υποδήματα εις και
έξενέγκαντες τον
φαγόντες
εύφρανθώμεν'
το α Χαρά Ισται εν
τώ ούρανώ επι ένί δ*ϊ> ιϊ,
» άμαρτωλώ μετανοοΰντι ». ΑΓτιον δέ ταύ
καί
της της ουρανίου χαράς ή άνάστασις καί ή
οτι ούτος
εδρεσις του άμαρτωλοΰ. Πώς δβ νεκρός εςιν
μ,όσχον τον σιτευτόν, θύσατε, ί4.
δέ χαίρουσι πάντες οί άγιοι
Ό υίός μου νεκρός ην, καί άνεζησε,
ό αμαρτωλός, καί άνίσταται} πώς άπολω
και άπολωλώς ην, και ευρέθη. Καί
λώς, κα; ευρίσκεται Θάνατος της ψυχής εστι του νόμου ή παράβασις· α τΗι δ' αν Γη. ι,
ηρξαντο εύφραίνεσθαι.
17. » ημέρα φάγητε άπ' αύτοΰ, θανάτω άποθα-
Δούλους μεν νόησον η τοΰς αγίους άγέ6(). ι, γέλους, οίτινές « Εισι λειτουργικά πνεύμα» τα εις διακονίαν
αποστελλόμενα
των
» νεΐσθβ »· απώλεια δέ τοΰ ανθρώπου ες·ίν ή άμαρτία· « Ότι οί αμαρτωλοί άπολοΰνται 5, ψΛ. μ, της αιωνίου σωτηρίας στερούμενοι, και εν
» θελημάτων του θβου διά του; μέλλοντας
τώ
» κληρονομεΐν σωτηρίαν », η τους ίερεΐς τους
Νενεκρωμένην βΓχε
λειτουργούς καί ύπηρέτας των αγίων μυ
άσωτος και άκίνητον βίς τήν «ργασίαν τών
στηρίων « Στολή
καλών έργων, ή δέ του θεοΰ χάρις διά της
δέ πρώτη » έστι
της
αδη· άτελευτήτως
καταδικαζόμενοι .
τήν ψυχήν
αυτοΰ ό
υιοθεσίας τά ένδυμα, ήγουν εκείνη ή μακά
μετανοίας εζωοποίησβν αυτήν, καί εδωκεν
ρια κατάστασις της ψυχής του ανθρώπου
αύτη" .δύναμιν εις της άρπτης τά εργα. Ά-
ή προ της αμαρτίας· β Πρώτη στολή » έςιν
πωλολώς ήν ό άσωτος , απομεμακρυσμένος
ή καθαρότης και άγιωσύνη, ήν λαμβάνε
δηλαδή άπό της αρετής τον δρόμον, περι-
ό αμαρτωλός μετά τήν μετάνοιαν καί ά-
πλανώμενος" δέ εις της άμάρτίας τους χάν
φεσιν τών αμαρτιών· « Δακτύλίον 2 δέ τά
δακας, ΙκεΤ δέ βύροΰσα αυτόν ή. του θβοΰ
χαρίσματα του αγίου
χάρις άνείλκυσε
ή
ψυχή
νυμφεύεται
πνεύματος, δΐ ών τον
Ίησοΰν
Χρι-
καί συνεταξβ μβτά'τών
δικαίων. Διά τούτων δέ τών λόγων παρί-
Εύαγγέλίον της Κυριακής του
Ασώτου.
185
στησεν εις ημάς ό θεός την προς τούς αμαρ
ρανώ άγίων τά πνεύματα· « Και ηρξαντο
τωλούς άπειρον αύτοΰ εύσπλαγχνίαν. Όταν
β εύφραίνεσθαι ί·
ό θεός
ιδτ) άληθινήν μετανοίας γνώμην εις
γ Ην δέ 6 υΓος
τον άμαρτωλόν , πέχγ}
τότε,
καν
μακράν
από της εκπληρώσεως πάντων των
της μίτανοίας έργων, προφθάνει
αυτόν ή
τοΰ θεοΰ εύσπλαγχνία, θαρρύνουσα
αύτοΰ ό πρεσβύ- αύτ· 1δ·
ά-
αυτόν
ει'ς την τελείωσιν του δρόμου της έπιστροΑ:υχ. 15, φης· α Έτι δέ αύτοΰ μακράν απέχοντος, 10. ί ειδβν αυτόν ό πατήρ αύτοΰ, και έσπλαγ-
τερος έν άγρω,
καί ώς
ήγγίσε ττ\ οΐχία,
ήκουσε
νίας καί χορών"
καί
ταΰτα.
συμφω
προσκάλεσα- Αου*·6,$'
μένος ε να τών παίδων, τί ε"η
ε'ρχόμενος
έπυνθ άνετο
Ο δέ
είπεν αύτω"
οτί ό αδελφός σου ήκεί,
καί εθυσεν
ό πατήρ σου τον μόσχον
τΌν σίτευ-
«7.
» χνίσθη ι. Δέχεται αυτόν ούχ'ι ώς έχθρόν και παραβάτην
των εντολών αύτοΰ, άλτόν, δτί ύγίαί'νοντα αύτον άπελαβεν.
λ' ώς φίλον και ποιοΰντα τό θέλημα αύτοΰ· Ωργί'σθη δε, καί ούκ ήθελεν εισελδ Και επέπεσεν επί τόν τράχηλον αύτοΰ, θεΓν'
ό
ουν πατήρ αύτοΰ, έξελθών,
« και κατεφίλησεν αυτόν ϊ. Όταν δέ ό α μαρτωλός, βοήσας τό ημαρτον, μετανοίας τά εργα, τίας,
δείξη της
φυγών από της αμαρ
και προστρέςας προς αυτόν, τότε
παρεκάλεί
αύτόν.
Τά λόγια, τά περιλαμβανόμενα άπό τοΰ ε Και ώς ερχόμενος » εως τοΰ « Ύγιαί-
δίδωσιν αύτω την άφεσιν των αμαρτιών,
» νοντα
και την πρώτην καθαρότητα καί άγιωσύ-
την εννοιαν τοΰ παραβολικού λόγου· διό ,
νην « Έξενέγκατε την στολήν την πρω
ώς ιστορικά έκλαμβανόμενα, άλληγορικόν
ί την , και
ενδύσατε αυτόν »· τότε άξιοι
νόημα ούκ επιδέχονται· ή δέ οργή τοΰ
αυτόν της δωρεάς τοΰ άγίου πνεύματος·
πρεσβυτέρου υίοΰ κινεϊ την πολυθρύλλητον
α Και δότε δακτύλιον εις την χέΐρα αύτοΰ »·
άπορίαν, πώς δτ,λαδή ό πρεσβύτερος υιός ,
τότε ενισχύει αύτόν
δστις παρίστησι τό πρόσωπον τών δικαίων,
εις τόν δρόμον τών
αύτόν άπέλαβε
ι συμπλέκουσι
εντολών αύτοΰ· « Και ύποδήματα εις τούς
οργίζεται διά την σωτηρίαν
» πόδας »· τότε τρέφει την ψυχην αύτοΰ
άδελφοΰ αύτοΰ, ήγουν τοΰ άμαρτωλοΰ· οί
διά της μεταλήψεως τοΰ παναγίου αύτοΰ
δίκαιοι οργίζονται και ου στέργουσιν είσελ-
σώματος και αίματος- α Και έςενέγκαντες
θέϊν εις την χαράν τοΰ Κυρίου διά την σω
» τόν μόσχον τόν σιτευτόν, θύσατε χ· τότε
τηρίαν
ονομάζει αύτόν υίόν αύτοΰ έξαναστάντα
άκατανόητον. Έάν δμως στοχασθώμεν, δτι
και ευρεθέντα· « Ότι ούτος ό υιός μου νε-
ό Κύριος ενταύθα ου λαλεΐ περι τών δικαίων
» κρός ην και άνέζησε, και άπολωλώς ην
τών έν τω ούρανώ, αλλά περι τών δικαίων
» και εύρέθη ί· τότβ χαίρουσι πάσαι αί
τών ετι ζώντων έν τη" γη,
ούράνιαι δυνάμεις, και πάντων τών εν ού-
απορία·
τοΰ άμαρτωλοΰ
τοΰ νεωτέρου
τοΰτο φαίνεται
λύεται πάσα
διδάσκουσι δέ τοΰτο αυτά της
παραβολής τά λόγια, διότι λέγουσιν, δτι ό (ΚΪΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΤΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
24
29.
Ερμηνεία εϊζ το κατά Λουκαν 186 πρεσβύτερος υίός ην εν άγρώ.Ότιδέ δ άγρός
ώργίζοντο, ό δέ θεάνθρωπος παντοιοτρόπως
σημαίνε» ούχι τον ούρανόν,
παρεκάλει αυτούς, ήσυχάσαι θέλων
σμον ,
άλλά τον κό
ουδεμία εστίν αμφιβολία , επειδή
αύτος ό Κύριος ήρμήνευσε τούτο , ειπών, Ματ.•,18» α Ό δε αγρός εστίν ό κόσμος 2. Οί εν τω
τήν
όργήν αυτών και άδιακρισίαν. Άκούσωμεν δέ
νύν
και τα της όργης αυτών δικαι
ώματα.
άγρώ λοιπόν, ήγουν οί εν τώ κόσμω δίκαιοι, Ο δέ άποκρίθε:ς είπε
τω πα-ι«». (5)
ατελείς ετι όντες, και μήπω φθάσαντες εις τρί,
Ιδού
τοσαϋτα
ετη δουλεύω
τήν άπάθειαν των έν τω οΰρανω δικαίων, σοι, καί ουδέποτε
έντολήν σου πα-
ταράττονται και δυσχεραίνουσι, βλέποντες τό προς τούς αμαρτωλούς έλεος του θεού ψ*λ· 7ί> και τήν τούτων εύτυχίαν ο: Ότι έζήλωσα, ι. 5 ελεγεν ό ιεροψάλτης, επι τοις άνόμοις, εί-
ρήλθον, και εμο: ούδέποτε εδωκας ερίφον,
ίνα
ευφρανθώ"
μετά
δτε δέ ό υίός σου ούτος
» ρήνην αμαρτωλών θεωρών »· ό δέ προ
ο καταφαγών σου
φήτης Ιερεμίας έβόα
πορνών, ηλθεν,
ο: Τί ότι όδός άσεβων
τών φίλων μου
τον βίον
εθυσας
μετά
αύτω
τον
1, ί. τ> εύοδούται, εϋθύνησαν πάντες οί άθετοΰνμόσχον τον σίτευτόν. » τες άθετήματα·
έφύτευσας αυτούς, και
» έρριζώθησαν ετεκνοποιήσαντο, και έποίηϊ σαν καρπόν. »
Προς τούτοις , επειδή ό
Κύριος έλάλησε τήν παραβολήν ταύτην Αουχ..15, προς νουθεσίαν καΐ ίλεγχον τών γραμμα*' *' τέων και Φαρισαίων, τών γογγυζόντων, διότι
εβλεπον αυτόν δεχόμενον
μαρτωλούς -)
τούς ά-
και συνεσθίοντα μετά τών
Δύο είσϊ τών νομιζομένων
δικαίων τά
δικαιώματα, ή, όρθότερον είπ=ΐν, του θεού μέμψεις·
αί κατά
πρώτη ή πολυετής αυ
τών υπηρεσία και ή υπακοή, ήτις εμεινεν άβράβευτος, δευτέρα δέ ή άνυποταξία τοΰ αμαρτωλού
και ή παρανομία, ήτις έλαβε
βραβεΐον τον μόσχον τον σιτευτόν.
Δει-
τελωνών, φανερόν εστίν ότι ό πρεσβύτερος
κνύουσι δέ και αύται αί μέμψεις, ότι ουκ
υίός
εΐσΐ λόγια τών άληθώς δικαίων , άλλά τών
σημαίνει κυρίως και καθ' αύτο τούς
γραμματείς και Φαρισαίους,
οίτινες ενομί-
γραμματέων και Φαρισαίων, οίτινες ένομί-
ζοντο δίκαιοι ενώπιον τών άνθρώπων αυ
ζοντο, άλλ' ουκ ήσαν δίκαιοι·
τοί δέ άληθώς ώργίζοντο, και έγόγγυζον,
στίν εκείνος ό άληθής δίκαιος, όστις καυ
βλέποντες τήν προς τούς αμαρτωλούς ύπερ-
χάται, δτι έδούλευσε πολλά ετη τω θεώ}
βάλλουσαν τοϋ Κυρίου Ιησού φιλανθρωπίαν
τίς άληθής δίκαιος εξελέγχει καί καταδι
διό και ήλεγχεν αυτούς ό ύπεράγαθος, λέγων,
κάζει τούς καιος
διότι τίς ε
άμαρτωλούς } ή τίς άληθής δί
μένει άμοιρος της μεταλήψεως του
*«. μ, * Ούαί δέ ύμΐν, γραμματείς και Φαρισάϊοι ι». » ύποκριταί, ;δτι κλείετε τήν βασιλείαν τών
μόσχου του σιτευτού, ήγουν τοΰ ζωοποιού
ϊ ουρανών έμπροσθεν τών άνθρώπων ύμεΐς
σώματος και αίματος του Ίησοΰ Χριστού $
ι γάρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τούς είσερχομε-
Οί γραμματείς και οί Φαρισάΐοι, ύποκριταί
» νους άφίβτε
όντες, και εκαυχώντο επί τοις κατόρθωμα
εισέλθει ν
Και αύτο! μεν
3ο.
187
Ευαγγέλίον της Κυριακής του Ασώτου. σιν αυτών, και άπεστρέφοντο τους αμαρ
σου
ούτος νεκρός ην καί άνεζησε,
τωλούς, και εστεμμένοι ήσαν ου μόνον καί άπολωλώς
ην καί ευρέθη.
των μεγάλων, αλλά καϊ των μικρών του θεοΰ
δωρημάτων
μαινόμενων. εθηκεν
Άπαντα εις τάς μέμψεις, και υποτιθέ
των διά τοΰ ερίφου ση
Επίτηδες
δέ ό
θεάνθρωπο
εις το στόμα αΰτών ταϋτα
παραβολικά λόγια
α Καϊ έμοϊ
τάς
ουδέποτε
μενος, ότι οί γραμματείς και οί Φαρισάϊοι ησαν άγιοι καϊ δίκαιοι, ως αυτοί έαυτοϋς και οί άλλοι ενόμιζον, ως πατήρ φιλόστορ
ϊ εδωκας εριφον ι, Γνα διά τούτων δήλωση,
γος νουθετεί αυτούς· τέκνον, λέγει, εάν σύ
δτι ησαν γυμνοί, καϊ έστερημένοι πάσης
ύπάρχης δίκαιος, σύ πάντοτε ευρίσκεσαι
θείας χάριτος. Τί δε πρός ταϋτα αποκρί
συνηνωμένος μετ'έμοϋ, και πάντα, όσα εχω, σά εΐσιν, επειδή σύ υπάρχεις υίός μου, καϊ
νεται εις αύτοϋς ό θεός} κληρονόμος της βασιλείας μου· έπρεπε δέ ,,1··
Ό δέ είπεν αύτώ, πάντοτε τα και
μετ
Τέκνον,
εμού εΐ, και
εμά σά εστίν* χαρήνα: εδεί,
συ
πάντα
εύφρανθήναί δέ οτι
ου μόνον
έμοί, αλλά καϊ σοι ή χαρά και
ευφροσύνη διά την εύρεσιν καϊ άνάστασιν τοΰ αδελφού σου.
Ό αδελφός
·φ# .-φ· .φ* ·φ. ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ
ΑΟΪΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
Διλ τη; μετανοίας και επιστροφής
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ
τοΰ
ΑΣΩΤΟΥ.
δέ τοΰτό έστιν ή πρώτη αρχή της άληθι-
ασώτου παρέδωκεν ήμΐν ό θεάνθρωπος τον
νης μετανοίας, χωρίς δέ τούτου ουδείς
τύπον και κανόνα τχς αληθινής μετανοίας
χεται εις μετάνοιαν·
καϊ έξομολογήσεως. 'Εάν περιερευνήσωμεν
σης τάς άμαρτίας σου,
τούτον τον κανόνα, και στοχασθώμεν τίνι
μετανόησες ^
τρόπω ήμεΐς την σήμερον μετανοοΰμεν καϊ
επραξας, πώς δύνασαι
εξομολογούμεθα, εύρίσκομεν τόσην διαφοράν
άμαρτίας σου$
μεταξύ αυτών, δσην εχβι ό ουρανός από
νούν σου,
της γης. 'Αρχή της μετανοίας τοΰ άσωτου
ερευναν
«στι τό € Εις έαυτόν δε ελθών »· αληθώς
άναλογισθης τάς πράξεις σου } Ό άσωτος,,
καϊ
ερ ·
διότι, εάν μη γνωρ ί πώς δύνασαι νά
εάν δέ μη συλλογισθης όσα
εάν
νά γνώρισες
δέ μή
συνάξτις τον
άφιερώσης αυτόν
τοΰ έαυτοΰ σου,
τάς
εις την
πώς δύνασαι νά
24*
Ομιλία μετά το κατά Αουκάν
άποχωρήσας τόν νουν αύτοϋ από των λο
Είπατε μοι νϋν, Ποιος
εξ ημών την
γισμών της άσωτείας, περιέκλεισεν αυτόν
σήμερον βάλλει αρχήν της μετανοίας αύτοϋ
εις τήν θεωρίαν και ερευναν της ιδίας κα
την έπιστροφήν
ταστάσεως* έξερευνών δέ την ιδίαν κατά-
θεωρίαν της ιδίας ζωής και πολιτείας } τίς
στασιν, τους λογισμούς δηλαδή, τά λόγια
λέγω μετανοήσαι θέλων, άποσπα πρώτον
και τάς πράξεις αυτοΰ, ειδεν ευθύς πάσας
τον νούν αύτοϋ από
τάς ανομίας αύτοϋ· δθεν εγνώρισε τίνα πα-
κοσμικών διαλογισμών
ρώργισεν, ύπά τίνος έχωρίσθη ,
και έπειτα έρευνα τήν συνείδησιν αύτοϋ ,
πόθεν εξέ
τοϋ νοός αυτοΰ εις την
τών σαρκικών και και ενθυμήσεων,
πεσε και ποΰ κατεποντίσθη· είδε τον βόρ-
και συλλογίζεται δσα ήμαρτε κατά διά
βορον των ανομιών αύτοϋ, και ησθάνθη την
νοιαν, όσα διά λόγου, δσα
δυσωδίαν των άμαρτιών αύτοϋ,
ξεων^ τίς συλλογίζεται, δτι διά της άμαρ-
την στέ-
διά τών πρά
ρησιν της θείας χάριτος και την άπώλειαν
τίας
της ψυχής αύτοϋ- « Εις εαυτόν δέ έλθών »
βασιλείας, και ύπόδικος της αιωνίου κολά-
εσυλλογίσθη της. πρώτης κατας"άσεως αύ
σεως^ τίς συγκρίνει τήν κατάστασιν αυτοΰ
τοϋ την αθωότητα και άρετήν, και άνεμνή-
μετά της ζωής
σθη της δόξης και τιμής καί τών θείων αγα
δικαίων^—Ουδείς· τήν σήμερον καθείς βάλλει
θών, ών άπολαμβάνουσιν εκ περισσού πάντες
αρχήν καί θεμέλιον της μετανοίας αύτοϋ ταϋ
οι τώ θεώ δουλεύοντες και μετ' αύτοϋ δια
τα τά λόγια, Υπάγω εις τόν πνευματι
μένοντες. Αύτη δέ ή παράθεσις της πρώτης
κόν, ινα εξομολογηθώ. — Άνθρωπε, τί ποιείς}
καταστάσεως της άγίας
εάν έμελλες ύπάγειν εις τινα τών μεγάλων
της άμαρτωλοϋ έπληξε
καϊ της δευτέρας καιρίως την κεκα-
αύτοϋ
έγένετο
και
ανάξιος της
θείας
μακαριότητος τών
αρχόντων, Γνα ζήτησης
συγχώρησιν διά
ρωμένην αύτοϋ καρδίαν, και εφερεν εις το
τό κατ' αύτοϋ σφάλμα σου, αρά γε ε'τόλμας
στόμα αύτοϋ ταϋτα τά κατανυκτικά λό-
έλθεΐν πρός αύτόν
Αο«.^ΐδ, γ[α. 4 Πόσοι μίσθιοι τοϋ πατρός μου περισ-
άπερισκέπτως }
ούτως
άνετοίμως
και
έλεγες αρά γβ και τότβ^
ι σεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ άπόλλυμαι !ί
Υπάγω εις τόν άρχοντα, ίνα φανερώσω τό
Ταϋτα δέ σύμφωνά είσι
σφάλμα μου^ Ούχί· πολλοί στοχασμοί πρώ
τοΐς λόγοις, ους
βλάλησεν ό θεός διά τοϋ προφήτου Ήσαΐου* Η». 65, β Τάδε λέγει Κύριος, ί μοι φάγονται,
ιδού οί δουλεύοντες
ύμεΐς δέ πεινάσετε·
τον άνέβαινον εις τόν νοϋν σου περί τοΰ βάρους τοΰ σφάλματος σου· έπειτα πολλήν
ιδού
σκέψιν έποίεις περί τοϋ πώς νά παρας·αθ^ς
» οί δουλεύοντές μοι πίονταί, ύμβΐς δέ διψή-
ενώπιον τοΰ άρχοντος, καϊ πολλήν έτοιμα-
» σετε· ιδού οί δουλεύοντές μοι
σίαν τών λόγων, ών έμελλες ειπείν ενώπιον
εύφρανθή-
> σονται, ύμεΐς δέ αίσχυνθήσεσθε·
ιδού οί
αύτοϋ καϊ ζητησαι τήν συγχώρησιν πο
> δουλεύοντές μοι άγαλλιάσονται έν εύφρο-
λύς δέ και φόβος ένέπιπτεν εις τήν καρδίαν
ϊ σύνη, ύμεΐς δέ κεκράξεσθε διά τον πόνον
σου, μήπως άντ'ι συγχωρήσεως λάβης τι-
ϊ τ*?ίς καρδίας ύμών , και από συντριβής
μωρίαν μέλλων δέ παρασταθήναι ενώπιον
* πνεύματος ύμών ολολύξετε ». τοΰ θεοΰ, τοΰ δημιουργού και έξουσιαστοΰ
Εύαγγελίον της Κυριακής του Ασώτου. πάσης της κτίσεως, τοΰ δικαίου και φοβε
ρησινι
ρού κριτοϋ, Γνα έξομολογχθης ενώπιον αύτοϋ
> σου ).
τάς άνομίας σου, καϊ όμολογησης, ότι παρέ
189
Ποίησόν με ως ένα τών μισθίων
Λέγομεν άρά γε ημείς προ της έξομολο-
βης τάς έντολάς αύτοϋ, και ζήτησης πα-
γήσεως τό Άναστάς του ασώτου } ήγουν
ρ' αύτοϋ την συγχώρησιν τοΰ πλήθους των
άποφασίζομεν πρό της έςομολογήσεως τήν
αμαρτιών σου, τολμάς
τελείαν άποχήν τών άμαρτημάτων^ — Ουχί·
και
έρχεσαι, μη
συλλογισθείς πρότερον μηδέ τον αριθμόν
άλλ' ούτος μεν, όταν λέγη, Υπάγω Γνα
μηδέ το
εξομολογηθώ, κρατεί σφιγκτά είς τάς χέϊρας
βάρος των αμαρτημάτων σου ,
μηδέ τό τί να λαλήσης, μηδέ δια ποίων
αύτοϋ τό ξένον πράγμα, εκείνος δέ ασφαλί
λόγων
ζει άκριβώς εις
νά ζήτησης την συγχώρησιν:, αύ-
τήν
καρδίαν αύτοϋ τό
τό, όπερ λέγεις, Υπάγω, Γνα εξομολογηθώ
μΐσος και τόν φθόνον, ό άλλος εχει είς το
χωρίς τίνος άλλου προστοχασμοΰ και προε
ς"όμα τήν κατάκρισιν τών αδελφών αύτοϋ,
τοιμασίας, ουκ ίστιν αρχή μετανοίας, άλ-
ούτος ού χωρίζεται
λ' άσυλλογιστία, και αύθάδεια, καϊ περι-
γυναικός, εκείνος ετι συναναστρέφεται τά
φρόνησις της σωτηρίας σου.
πρόσωπα τά έξεγείροντα της σαρκός τάς
Ενατενίσατε πάλιν εις της μετανοίας
επιθυμίας-
άπό της παρανόμου
πριν της εςομολογήσεως ουδέ
τον τύπον στοχασθητε, λέγω, τί επραξεν
μελέτη και άνάμνησις τών αμαρτιών γίνε
ό άσωτος μετά τήν πρώτην προετοιμασίαν,
ται, ουδέ άπόφασις τελείας αποχής άπό της
ήν ήκούσατε· € Άναστάς, είπε, πορεύσομαι
άνομίας, ουδέ προετοιμασία τών λόγων της
Αμκ.15, 2 προς τόν πάτερα, μου >. Άκούεις :, ι Ά-
εξομολογήσεως, ούδέ άλλο τι τών όσα άναγ-
νας"άς », ε?πε· και μή νομίσης, ότι εκάθητο,
καίά είσι διά τήν μετάνοιαν και έςομολό-
και δ:ά τοΰτο ειπεν, Άναστάς, διότι αυτός
γησιν έρχόμεθα
ουκ
καθήμενος έπ! τήν πέτραν της
πατέρα πολλάκις κατ' αύτήν τήν έσχάτην
αρετής, αλλά πεπτωκώς ην και κατακεί-
ήμέραν της νηστείας, εύρίσκομεν δέ αύτόν
μενος εις της άμαρτίας τό βάραθρον σημαί
προθυμούμενον μέν Γνα εύαρεστήση πάν τό
νει δέ το
πλήθος τών περιμενόντων έξομολογηθηναι ,
ην
Άναστάς τήν άπόφασιν της
δέ είς τόν πνευματικόν
φυγης,'και της τελείας αποχής από της
έχοντα
όμως και τόν νοϋν συγκεχυμένον
άμαρτίας, και της πρός τόν θεόν επιςροφής
ύπό
αύτοϋ· διό, ειπών τό Άναςάς, προσέθηκεν
τήν γλωσσαν άτονον
ευθύς και τό « Πορεύσομαι πρός*τόν πατε
νουθεσιών παραςαθεντες δέ ενώπιον αύτοϋ,
ί ρα μου ρ. Άκουσον δέ πώς προητοίμα-
περιμένομεν ίνα αυτός έρευνήση τά βάθη
σ« και τά λόγια της εξομολόγησε*** αύτοϋ·
της καρδίας ήμών, και έρωτήση είς ποια
€ Πάτερ, ήμαρτον είς τόν σύρανόν
καί
άμαρτήματα περιεπέσαμεν, και ποσάκις ,
ι ενώπιον σου, καϊ ούκετι είμϊ άξιος κληθη-
και πότε, και τάς λοιπάς της άμαρτίας
ϊ ναι υιός σου ι· ετι δέ και τά λόγια, διά
περιστάσεις* πβριμένομεν Γνα αυτός βάλη
τών οποίων έζήτησε παρά θεοΰ τήν συγχώ-
είς τό στόμα ήμών καϊ τήν ύπόσχβσιν. της
της παρατεταμένης προσοχής,
καϊ
ύπό τών πολλλών
Ομιλία
190
μετά το κατά Λουκάν
αποχής των αμαρτιών, και της μετανοίας
πες την
τά ' λόγια, ώσπερ
ομοιάζεις εκείνον τον άνθρωπον, δς·ις βλέπει
νουν,
άν εί ουκ είχομεν ούδέ
ούδέ θέλησιν, ούδέ λόγον, ούδέ στό
προετοΐμασίαν της μετανοίας ,
μόνον 2να βαθμόν της κλίμακος τον άνώ-
άφεσις
τατον, τους δέ άλλους παραβλέπει· δθεν,
τών αμαρτιών μετά την τοιαύτην εξομολό-
εκτείνω ν τον πόδα αύτοΰ ίνα άναβη7 άμε-
γησιν, καν ό πνευματικός παττ;ρ
σως εις τον πρώτον βαθμόν, άντι νά άναβη7,
μα. "Ω πόσον αμφίβολος
εστίν ή
μετά
κατανύξεως άναγινώσκη την συγχωρητι-
πίπτει και κατακρημνίζεται.
κήν εύχήν ! 'Ώ ! και πώς μετά την τοιαύ-
Ή εύσπλαγχνία τοΰ θεοΰ ές-ιν άπειρος-
την μετάνοιαν καϊ έξομολόγησιν τολμώ ντες
εκείνους δμως ό θεός εύσπλαγχνίζεται, δσοί
πλησιάζομεν εις τό θυσιαστήριον τοΰ θεού,
γίνονται άξιοι της εύσπλαγχνίας
και μεταλαμβάνομεν τών άγιων και φρι
'Εάν μετανόησες, ώς ό άσωτος, λαμβάνεις
κτών μυστηρίων:,
την άφεσιν τών άμαρτιών,
αύτοΰ.
καϊ δσα θεία
έστιν άπειροεύ-
χαρίσματα ελαβεν εκείνος. Έλθέ .προ της
σπλαγχνος· ετι μακράν άπ' αύτοΰ άπεΐχεν
έξομολογήσεώς σου εις τον έαυτόν σου, ώς
ό άσωτος, και αύτος έτρεξε, και ηλθε προς
ό άσωτος, σύναξον τον νοΰν σου τον εσκορ-
αυτόν, και επεσεν επι τον τράχηλον αύτοΰ,
πισμένον εις τάς ήδονάς και ματαιότητας
και κατεφίλησεν αύτόν έπειτα εδωκεν εις
της σαρκός, και άναλόγισαι πάσαν άμαρ
αύτόν πάντα τά θεΐα αύτοΰ χαρίσματα και
τίαν σου μετά τών
αύτόν τον μόσχον τον σιτευτόν. ΝαΙ άληθώς
συλλογίσθητι,ώς εκείνος, ποιον παρώργισας,
ταΰτα
πάντα είσϊν άληθή και βέβαια·
καϊ πόσων άγαθών ές·ερήθης· άποφάσισον εξ
αλλά πόθεν έμαθες ταΰτα } — ταΰτα έμαθες
δλης ψυχής και καρδίας, ίνα εγκατάλειψης
εκ τοΰ άγίου εύαγγελίου. Διά τί ούν άναγι-
την άμαρτίαν, καϊ επιστρέψτε εις τον θεόν
νώσκεις εν τώ εύαγγελίω μόνον την άπό-
έτοίμασον της έξομολογήσεώς σου τά λόγια,
δειξιν της απείρου εύσπλαγχνίας τοΰ θεοΰ,
κατάνυξον την καρδίαν σου, και εξάγαγβ
και ού βλέπεις και τον τρόπον της μετα
δάκρυα από τών οφθαλμών σου· τότε δέ ,
νοίας τοΰ άμαρτωλοΰ :>
ούτω προητοιμασμένος, λέγε, Υπάγω Γνα
Άλλ' ό θεός ,
λέγεις,
ηκουσας, δτι ό θεός
αύτης πβριστάσεων
εδειξεν άπειρον εύσπλαγχνίαν εις τον άσω-
εξομολογηθώ· α Άναστάς. πορεύσομαι προς α*»*, ι*,
τον, άλλ' ηκουσας
και το πώς ό άσωτος
» τον πατέρα μου ». Τοιουτοτρόπως προη-
■ επέτυχε τοΰ τοιούτου ελέους· ηκουσας, δτι
τοιμασμένος ερχου προς τον πνευματικόν,
ηλθεν εις εαυτόν, δτι εσυλλογίσθη πρώτον
δστις κατ£ την ώραν της εξομολογήσιως
τάς άμαρτίας αύτοΰ, δτι ελυπήθη διά την
παρίστησι τό πρόσωπον τοΰ θεοΰ και σω-
στέρησιν της θείας χάριτος, δτι προητοί-
τηρός σαυ·
μασεν εαυτόν εις την μετχνοιαν και εξομο
άφωνος περίμενες
λόγησιν, δτι εγκατέλιπε την άμαρτίαν και
δέ άποκρίνεσαι μόνον το ναι η τό ού, αλ-
έπέστρεψεν εις τον θεόν 'Εάν βλέπτ)ς μόνον
λ' ώς εύλαλος
το έλεος της εύσπλαγχνία:, καϊ παράβλε
μετά τών αναγκαίων περιστάσεων λέγων
ελθών δέ
προς αύτόν, μή ως
ίνα αύτός σε έρωτα, σύ
ειπέ σύ τάς άμαρτίας σου
Εύαγγέλίον της Κυριακής του Ασώτου.
191
δέ αύτάς, μή προφασίζησαι προφάσεις έν
προετοιμάζεται, και τοιουτοτρόπως εξομο
τάϊς άμαρτίαις σου, και μή κχταδικάζης
λογείται·
άλλους, αλλά σεαυτόν ομολογεί πταίστην
θεός, και πίπτει επί τον τράχηλον αύτοϋ,
Ήμαρτον, λέγε, εις τον ούρανον και ενώ
και καταφιλεϊ αυτόν άναμφίβολόν Ιστιν ,
πιον τοϋ
θεοϋ· τοιουτοτρόπως αναβαίνεις
ότι ό μέν πνευματικός πατήρ εκφωνεί Οπερ
άπο βαθμού εις βαθμόν την σωτηριώδη της
αύτοϋ ώδε εις την γην τό Τέκνον, άφέων-
αληθινής μετανοίας κλίμακα, και φθάνεις
ταί σοι αί άμαρτίαι σου, ό δέ $εός έξ 'ούρα-
εις τον βαθμόν, εν ώ ευρίσκεις την εύσπλαγ-
νοϋ άνωθεν δίδωσιν εις αύτόν την άφεσιν
χνίαν τοϋ θεοΰ , ήτις συγχωρεί πάσας τάς
τών άμαρτιών. Άναμφίβολόν εςΊν, ότι αυτός
άμαρτίας σου, και άξιοι
ενδύεται τη; σωτηρίας τον χιτώνα,
και
λαμβάνει
τήν
σε των
θείων
χαρισμάτων.
αύτόν
του
άναμφιβόλως
δέχεται ό
παναγίου πνεύματος
Αδελφοί μου αγαπητοί, ουτός εστίν ό
χάριν, καϊ κατευθύνει της ψυχής αύτοϋ τά
κανών της μετανοίας και εξομολογήσεως ,
διαβήματα εις τήν όδόν τών θείων εντολών,
τον όποιον ό θεάνθρωπος Ίησοΰς ετυπωσε
και καταξιοϋται θεοπρεπώς της μεταλήψεως
διά των παραβολικών λόγων τοϋ σημερινού
τών θείων μυστηρίων άναμφίβολόν εστίν ,
ευαγγελίου· κάι όστις μεν ου στοιχεί τω
ότι, όστις άμαρτωλάς τοιουτοτρόπως μετα
κανόνι τούτω, εκείνου και ή μετάνοιά ες-ιν
νοήσω κα\ εξομολογηθ^, γίνεται υίός θεοϋ ,
αμφίβολος, καΐ η έξομολόγησις άτελής, και
καϊ κληρονόμος της αιωνίου αύτοϋ βασιλείας
ή άφεσις των άμαρτιών άβέβαιος· μακάριος
εν Χριστώ ί Ίησοϋ τω σωτήρι ήμών, ω ή
δε, ός*ις φυλάττει τοΰτον τον θεοπαράδοτον
δόξα ,καί τό κράτος εί; τους αιώνας τών
κανόνα·
μακάριος,
όστις τοιουτοτρόπως | αιώνων. Αμήν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ.
ΟτΛΕΜίΑ ευαγγελική δογματική ύπόθεσις
τοϋ θεοϋ έρχεται πάλιν εις τήν γήν ούχ ώς
ούδε πλέον καθαρά ούδέ πλέον φοβερά της
τά πρώτον αφανής καϊ άδοξος, αλλά μετά
υποθέσεως
άναγνωσθέντος
πολλής δόξης και της θεϊκής μεγαλοπρέ
υίός καϊ λόγος
πειας
ευαγγελίου.
τοϋ
σήμερον
Ό μονογενής
και λαμπρότητος·
έρχεται δέ ούχ
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον 192 Γνα σώσϊ] τον κόσμον, ώς πρότερον ,
άλ-
ώ καθίσας κρινεΐ τόν κόσμον. Τινές δέ ά-
λ' ίνα κρίνη πάντας τους άπ' αιώνος [αν
κούοντες τόν προφήτην
Ίωήλ,
λέγοντα,
θρώπους ζώντας τε και νεκρούς- άνταποδί-
« Και συνάξω πάντα τά εθνη ,
δωσι δέ εις μεν τους τά καλά πράξαντας
» τάξω αυτά εις τήν κοιλάδα Ίωσα- "^.Ί 9 φάτ, και διακριθήσομαι προς αυτούς εκεί 2' ι,'
καϊ
κα- |ιρώ,. ι|;
βασιλείαν, εις δέ τούς τά κακά ποιήσαντας κόλασιν επίσης δέ και ή βασιλεία και ή
» ύπέρ του λαού μου·
κόλασίς έστιν
» βαινέτωσαν
Ταύτην
αιώνιος
και ατελεύτητος.
την διδασκαλίαν
σαφήνειας και
μετά
καθαρότητος
πάσης
διδάσκει το
έξεγειρέσθωσαν, άνα-
πάντα τά εθνη εις τήν κοι-
» λάδα Ίωσαφάτ ,
διότι εκεί
καθιώ του
» διακριναι πάντα τά εθνη κυκλόθεν » ειπον^
σημερινόν εύαγγέλιον εξ αυτής δέ συνίς-α-
δτι ό τόπος, έν ω καταβάς ό Κύριος στή
ται το άρθρον της πίστεως το εν τώ άγίω
σει τόν θρόνον της δόξης
συμβάλω περιβχόμενον, και υπό πάντων
αυτού κρίσεως, έστιν ή κοιλάς τού Ίωσα- \^ %
των ορθοδόξων
φατ,
χριστιανών
πιστευόμενον
ητις
εστίν
και της φοβέρας
αυτός ο χείμαρρους η η
και όμολογούμενον, ήγουν τά « Και πάλιν
φάραγξ Κέδρων εις τούτο δέ ευκόλως κα
» έρχόμενον κρΐναι ζώντας και νεκρούς, ου
θείς πείθεται,
» της βασιλείας ουκ εσται τέλος ». Άρά γε
κά λόγια του τρίτου κεφαλαίου του Ίωήλ,
δέ
και δικαιότατος κριτής εν
και νοήστ] τήν έν αύτοΐς άλληγορίαν. Έφα-
εκείν/] τη ημέρα μόνον τά περι ελεημοσύνης
νέρωσε δέ ό θεάνθρωπος τήν δόξαν, μεθ' ής
εξετάζει, και εις μέν τούς ελεήμονας δίδωσι
πάλιν έρχεται, ινα μή νομίσωμεν, δτι και ή
την βασιλείαν την αΐώνιον, εις δέ τούς άνε-
δευτέρα αυτού παρουσία ές-ι ταπεινή και άγ-
λεήμονας τήν κόλασιν τήν ατελεύτητος —
νώριμος, καθώς και ή πρώτη· εις τήν πρώτην
Έάν ούτως έχ·/), ό φόβος ούκ^έστι τοσούτον
έφάνη βρέφος
μέγας, διότι καθείς εύκολα γίνεται ελεήμων,
τών αλόγων κείμενον
και σώζεται. Ακούσατε πρώτον τήν έρ-
φθήσεται θεός πανυπερένδοξος,
μηνείαν τών σήμερον άναγνωσθέντων ευαγ
κρίσεως καθήμενος. Τήν δόξαν και λαμπρό
γελικών λόγων, έπειτα άκούετε και τήν
τητα της δευτέρας αύτου παρουσίας περι
λύσιν της προκειμένης απορίας.
γράφει πλατύτερον
ό φοβερός
εάν ανάγνωση τά προφητι
έσπαργανωμένον, έν φάτνη; εις τήν δευτέραν όεπί θρόνου
ό άγιος προφήτης Δα
νιήλ, μέγαν φόβον ένστάζων εις τήν καρΕϊπεν ό Κύριος,
Οταν
ελθγ) Ό
Ματ. 25, 31. υΓος του ανθρώπου εν τή δόξη αυ τού, και πάντες
οι άγιοι
δίαν παντός πιστού ανθρώπου· « Έθεώρουν, Α«ν. 7, δ λέγει, εως δτου οί θρόνοι ετέθησαν, κα\ 9* Ι0'
άγγελοι ' » παλαιός ήμερών έκάθητο , και τό ένδυμα
μετ
αύτου, τότε καθίσει επί θρόνου
δόξης αύτου. Ουκ έφανέρωσεν εις ήμάς ό θεάνθρωπος ουδέ
εις ποίον μέρος τ?,ς γ-?,ς ελεύσεται,
οΰδέ ποΰ στήσει τόν θρόνον της δόξης, εν
» αυτού λευκόν ώσεί χιών, και ή θριξ της δ κεφαλής αυτού ώσει εριον καθαρόν ,
ό
» θρόνος αυτού φλόξ πυρός, οί τροχοί αυτού ί πύρ φλέγον ποταμός
πυρός είλκεν Ιμ-
» προσθεν αυτού· χίλιαι χιλιάδες έλειτούρ-
Εύαγγελιον της Κυριακής του Απόκρεω.
\ 95
I γουν αύτώ καί μύριαι μυριάδες παρηνοι του πατρός μου,
κληρονομήσα
» στήκεισαν αύτώ* κριτήριον εκάθισε, και τε
την ήτοιμασμένην
ύμΐν
βασι-
* βίβλοι ήνεωχθησαν. λείαν άπο καταβολής κόσμου" μ«^5ϊ,
Και συναχθήσονται
έμπροσθεν
αύτοΰ πάντα τά εθνη"
καί άφοριεί
γεΤν'
αλλήλων, ώσπερ Ό ποι-
ξένος
αυτούς άπ
»»·
πεινασα γάρ, καί έδώκατε μοι φαέδίψησα, ημην,
και έποτίσατε με"
και συνηγάγετε μοΓ
μήν αφορίζει τά πρόβατα άπο των
γυμνός, καί περίεβάλετέ με" ήσθέ-
έριφων"
νησα, και έπεσκέψασθέ με"
και στήσει τά μεν πρό
βατα εκ δεξιών αύτου , τά δέ φια εξ
ερί
λακή
έν φυ
ημην, καί ήλθετε πρός με.
Και ή ονομασία τών δικαίων χαροποιά
εύωνύμων.
και ένδοξος- α Ευλογημένοι * Πάντα τά εθνη, πάντες οί άπ' αιώνος
3. κο?.
έ-
λέγονται ύπό
τοΰ θεοΰ και πατρός τοΰ Κυρίου Ίησοΰ
άνθρωποι, οί γεγεννημένοι άπο Αδάμ Ιως
Χριστοΰ·
της ώρας εκείνης, συναθροισθέντες, παρα-
θαυμάσιος έστι και πανέντιμος, ως σημαί
σταθήσονται ενώπιον τοΰ φοβερού βήματος
νων τήν συγγέν:ιαν
του δικαίου κριτοϋ, περιμένοντες τήν δι-
θεοΰ μετά τών δικαίων· ουκ ειπε Λάβετε,
καίαν αύτου άπόφασιν. Τοϋτο αύτό έκή-
διότι καί οί ξένοι λαμβάνουσι κατά λόγον
ρυττε και ό θεηγόρος απόστολος, λέγων, β Χούς γάρ πάντας τ,μάς φανερωθήναι δει
δωρεάς,
ό δέ λόγος « Κληρονομήσατε »
και οικειότητα τοΰ
αλλά « Κληρονομήσατε »
ειπε,
διότι οί συγγενείς και οίκεΐοι κληρονομοΰσι » έμπροσθεν τοΰ βήματος τοΰ Χριστοΰ, Γνα
τών συγγενών τά άγαθά. Αλλά και ό λό
ί κομίσηται έκαστος τά διά τοΰ σώματος,
γος ούτος « Τήν ήτοιμασμένην ύμΐν βασι-
> προς ά επραξεν, εΓτε αγαθόν είτε κακόν ».
» λείαν από καταβολής κόσμου ϊ
Τότε δέ χωρίζει ό κριτής τους δικαίους από
εμφανίζει τήν αγαθότητα καί μεγαλοπρέ-
τών αμαρτωλών, καθώς ό ποιμήν χωρίζει
πειαν, καθότι δείκνυσιν ου μόνον τήν άμε-
τά πρόβατα από τών εριφίων βάλλει δέ
τρον τοΰ θεοΰ φιλανθρωπίαν, αλλά και τήν
τους μεν δικαίους, ούς ονομάζει πρόβατα
τιμήν και μεγαλειότητα
διά τό πραον τοΰ ήθους και ήμερον, εις τά
διότι αύτή ή από πρώτης κτίσεως κόσμου
δεξιά, τους δέ αμαρτωλούς, ους έκάλεσεν
ετοιμασία της βασιλείας διά τόν άνθρωπον
ερίφια διά τό άγρ:ον και άτακτον, εις τά
τί άλλο σημαίνει ειμή τήν βασιλικήν τοΰ
αριστερά αύτοΰ μέρη. "Επειτα επιφέρει κα^
ανθρώπου άξίαν και τό ύπερεχον πάντων
την άπόφασιν, κηρύττων καϊ τον λόγον της
τών άλλων έπιγείιυν κτισμάτων} "Ελθετε,
αύτοΰ άποφάσεως. ·
λέγει πρός τους δικαίους ό κριτής ό επί
πολλήν
τοΰ άνθρωπου·
θρόνου δόξης καθεζόμενος, κληρονομήσατε [λϊ Μ **·
Τότε έρεΐ δεξιών αύτοΰ,
ό βασιλεύς
της εκ
Δεϋτε οί εύλογημέ-
(ΚΐΡΙΑΚ.. ΕΪΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
τήν βασιλείαν, ήτις ήτοιμάσθη δί υμάς ά π' άρχης κόσμου. Ταύτην*δέ τήν άπόφασιν 25
Ερμηνεία είς το κατά Ματθαίον 194 πβρι των δικαίων έκφωνήσας, προστίθησι
δέ σε
και το διά τί τοιαύτην άπόφασιν υπέρ αυ
γομεν,
τών εποίησε· διότι,
ειδομεν ξένον, ή γυμνόν,
και συνηγά-
και περιεβάλο-
λέγει, και έθρέψατε μεν ^
πότε
δέ σε ειδομεν άσθενή,
με πεινώντα, και έποτίσατέ με διψώντα, ή εν φυλακή ,
και ήλθομεν
προς
και ξένον έφιλοξενήσατέ με, και ένεδύσατέ σέ ^ μβ γυμνόν, και
Και
αποκριθείς
ό βασιλεύς
ασθενή με επεσκέψασθε, έρεΤ αύτοΤς,
Αμήν λέγω ύμΐν,
έ-
και εν φυλακή όντα, ήλθετε πρός μβ. Ση9
δσον έποίήσατε
ένί τούτων τών
μείωσαι δέ, ότι ταϋτα τά Ιξ είδη της φιλαν θρωπίας
και τοϋ ελέους ού μόνον ύλικώς,
αλλά και πνευματικώς ένεργούσινοί δίκαιοι,
αδελφών μου
τών ελαχίστων, έμοί
έποίήσατε.
διά λόγου εύεργετοϋντες τάς τών άνθρώπων Τής ταπεινοφροσύνης ή αρετή διαμένει ψυχάς· διότι καΐ διά της ηθικής διδασκα και λίας τρέφουσι
μετά
θάνατον άνεξάλειπτος· όθεν οί
τάς ψυχάς τών εν λιμώ δίκαιοι καθώς εκρυπτον τάς άρετάς αυτών
όντων ουχί άρτου, αλλά του άκούειν τον από τών άνθρώπων, ούτω, και ενώπιον τοΰ λόγον τοΰ θεού, και διά τής -δογματικής θεοϋ ταπεινούμενοι, ού στέργουσιν είπεΐν, κατηχήσεως ποτίζουσι τους διψώντας τής ότι ήσαν ελεήμονες· καν δέ έγίνωσκον, δτι ζωής τά βήματα και τό ύδωρ
τό ζών και ή πρός τούς πτωχούς ευεργεσία πρός τόν
σωτήριον, και διά
του
κηρύγματος
τής θεόν αναφέρεται, ύποπαραιτούμενοι όμως,
πίστεως συνάγουσιν είς την έκκλησίαν τοΰ λέγουσιν. Ουδέποτε ούδέ έθρέψαμεν , ούδε θβοΰ τους ξένους και άπηλλοτριωμένους α ■εποτίσαμεν, ούδέ άλλην τινά περιποίησιν π5 αυτής, και διά τής επαγγελίας τών μίλέδείξαμεν πρός σέ τόν βασιλέα τής δόξης λόντων
αγαθών ένδύουσι τό ίμάτιον της και Κύριον. Οικονομικώς δέ ό θεάνθρωπος
ευφροσύνης και τον χιτώνα τοΰ σωτηρίου εθηκεν είς τό στόμα τών δικαίων ταϋτα τους γυμνούς τών καλών έργων, και διά τής ταπεινοφροσύνης
τά
λόγια,
Γνα διά
τής συμβουλής αυτών στερεοΰσι και επιρτής
άπρκρίσεως αύτοϋ
μάθωμεν,
δτι ό
£ωννύουσι τους ασθενείς, βαστάζοντες τά πτωχός παρίστησι τά θείον αύτοϋ πρόσω τούτων άσθε νήματα, και τούς εν τώ σκόπον είτι δ' αν ποιήσωμεν εις τόν πτωχόν, τει δέ τής αμαρτίας κειμένους
φωτίζουσι τοϋτο ποιούμεν
είς αύτόν 'τό.ν
Χριστόν
τω φωτι τής αυτών νουθεσίας. Τί δέ πρός « Αμήν λέγω ύμΐν, έφ' όσον έποίήσατε έν; ταϋτα αποκρίνονται .πρός τον κριτήν οί » τούτων τών άδβλφών μου τών έλαχίςων, δίκαιοι } » έμοί έποίήσατε ». Άκουε δέ μβτά πόσης Τότε
Μ
έμφάσεως έπιβββαιόϊ τούτο· ε Αμήν λέγω
λέγοντες,
Κύριε, πότε σε
» ύμΐν », ώς πράγμα βέβαιον και άναμφί-
ειδομεν πεινώντα,
και έθρέψαμεν ,
βολον λέγω είς 'ΰμάς, ότι δσον εποιήσατβ
δίκαιος
αποκριθήσονται
αύτω
ή διψώντα, ιαά έποτίσαμεν^ πότε
ίίς ένα τούτων τών άδβλφών μου τών βλα
Εύαγγέλίον της Κυριακής της Απόκρεω. χίστων , β«ς
αύτΛι.
εμε τοΰτο εποιήσατε.
Και
νων,
105
« Το ήτοιμασμένον τω διαβόλω και
αδελφούς μεν έκάλεσε τούς πτωχούς, έπει-
9 τοις
δη β τά παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και
τρεις
9 αΓματος, καί αύτός παραπλησίως μετέ-
βασανιστικά! κατά τήν όξύτητα, παρατε-
> σχε των αυτών 9, όπερ εστίν, επειδή
ταμέναι
ίγένετο άνθρωπος, και την των ανθρώπων
κατ' αυτό τό όνο^α Κατηραμένοι , ώστε
φύσιν ήγίασε, δια τοΰτο < ουκ επαισχύνε-
ουδέ νοΰς δύναται νοήσαι, ουδέ
9 ται αδελφούς
άνθρωπου περιγράψαι αύτάς, ως πρέπει.
αυτούς
καλεΐν , λέγων,
άγγέλοις αύτοΰ 9. Εϊσί δε καί αί τοσούτον
αφόρητοι κατά τό βάρος,
κατά τον
καιρόν,
φοβεραί καί
γλώσσα
9 Άπαγγελώ. το όνομά σου τοις άδελφοΐς
Βλέπε δέ πώς ό
» μου ί· ελαχίστους δε, είτε διά το ευτελές
βασιλείαν ήτοίμασεν εις
της
από καταβολής κόσμου, ουχί δε καί κόλα-
σωματικής
αυτών
καταστάσεως ,
είτε διά- το ταπεινόν τοΰ φρονήματος καί φο«. », πολιτεύματος, καθότι καί αυτός β: εταπεί9 νωσεν έαυτόν, γενόμενος 5 θανάτου, θανάτου
δε
υπήκοος μέχρι
σταυρού ·.
Καί
σιν
καί τιμωρίαν
φιλανθρωπότατος τούς
θεό^
ανθρώπους
κόλασιν δε ήτοίμασ»
διά τούς δαίμονας· α Πορεύεσθε, ειπεν, εις 9 τό πΰρ τό αιώνιον, τό ήτοιμασμένον τώ 9 διαβόλω καί τοις άγγέλοις αύτοΰ ». Ό
ταύτα μεν άπεφάσισεν ό Κύριος καί ειπε
ταν δε οί άνθρωποι, άσπλαγχνοι γενόμενος
περί τών δικαίων άκούσωμεν δε τί αποφα
ώσπερ οί δαίμονες, δίούδενός τρόπου έλεώ-
σίζει καί κατά τών αμαρτωλών.
σι τούς πτωχούς, τότε καί αυτοί καταδι κάζονται μετά τών άσπλάγχνων δαιμόνων
Τότε έρεΤ και τοις εξ εύωνύμων,
¥«τ. 3», 4».
εις τό αιώνιον πΰρ· Διά τοΰτο, λέγει ό δι Πορεύεσθε απ έμοΰ
οί κατηραμέ
νοι είς το πυρ τδ αιώνιον,
το ήτοι
καιότατος κριτής προς τούς άνελεήμονας, καταδικάζω υμάς, διότι « έπείνασα, καί
μασμένον τω διαβόλω καί τοις. άγ-
> ούκ εδώκατέ μοι 9 ούκ έποτίσατέ μβ·
43.
γέλοις αύτοΰ' έπει'νασα γάρ, καί ουκ έδώκατέ μοι .φαγεΐνΤ εδίψησα,
9 συνηγάγετε με· άσθενής καί εν φυλακή" ,
«ε.
κα: ούκ έποτίσατέ με'
» καί ούκ επεσκέψασθέ με 9.
ξένος ήμην,
καί ού συνηγάγετε με' γυμνός, καί
φαγεΐν εδίψησα', καί ξένος
ήμην, καί ού
Τί δε προς
ταΰτα άποκρίνονται οί πανάθλιοι
άμαρ-
τωλοί } ού
περίεβάλετέ με'
έν φυλακή ,
καί
ασθενής
ούκ
και
έπεσκέψα-
Τότε άποκριθήσονται
αύτω
αύτοί, λέγοντες, Κυρίε, πότε σε ει-
σθε με.
δομεν πείνώντα, ή δίψώντα, Τρεις
καί »■"·.«.
ή ξέ
τιμωρίας δηλοποιεΐ ή τοΰ θεού νον, ή γυμνόν, ή ασθενή, ή εν φυ
άπόφασις κατά τών αμαρτωλών χωρισμόν θεού, « Πορεύεσθε άπ' εμού οί κατηραμένοι ί ·
λακή,
καί
πΰρ άτελεύτητον, « Εις τό πύρ τό αιώνιον 9.
Τότε
συγκατοίκησιν μετά τών πονηρών δαιμό-
γων, Αμήν
ού διηκονήσαμέν σο: $
άποκρίθήσεται
αύτοΤς,
λέγω ύμΤν,
εφ 25·
λέδσον
45.
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον 196 Τδ β Άπελεύσονταί ούτοι,
ήγουν
οΣ
ουκ έποίήσατε ενϊ τούτων των ελα 5 αμαρτωλοί,
είς
κόλασιν
αίώνιον », έμ-
χίστων, ουδέ έμοί έποίήσατε. φράττει το στόμα εκείνων, οιτινες παραλδΕπειδή οί άπιστοι προλαβόν εκρίθησαν γως λέγουσιν, δτι εχει τέλος ή κόλασις. διότι άξιοι κολάσεως διά την άπιστίαν αυτών το αίώνιον ουδέν έτερον σημαίνει ειμή τδ ΐ*άν.·», 18.
κατά το ι Ό δέ μη πιστεύων ηδη κέκριάτελεύτητον. 'Εάν ή εύσπλαγχνία του θεοΰ » ται, δτι μη πεπίστευκεν εις το δνομα του διά τον πρόσκαιρον κόπον της αρετής είσϊ μονογενούς 'υίοΰ του θεοΰ », διά τοΰτο οί άγη είς βασιλείαν αίώνιον ασεβείς εν τη ήμερα εκείνη άνίςανται
τους δικαίους^
ούχ ή δικαιοσύνη αυτού δίά
τήν πρόσκαιρον
Γνα κριθώσιν, άλλ' ίνα καταδικασθώσι· « Διά ήδονήν της αμαρτίας κολάζει αιωνίως τούς Λ τοΰτο,λέγει δ προφήτης, ούκ άνας'ήσοντα' άμαρτωλούς· αίώνιον τό βραβεΐον της αρε » άσεβεΐς εν κρίσει ». Ούτοι ουν οί προς τον τής διά κριτήν
τήν
εύσπλαγχνίαν
του
θεοΰ ,
άποκρινόμενοι παράνομοι μεν είσι αιώνιος και ή τιμωρία της
άμαρτίας διά
καΐ άμαρτωλοί, ούχι δέ άπις*οι, αλλά πιςοίτήν δικαιοσύνην αύτοΰ. Έάν δ θεός έδόξατίς δε εστίν εκείνος ό πιστός, οςις ουδέποτε ζεν
αιωνίως
και
εκόλαζε
προσκαίρως,
ηκουσε τά λόγια του σημερινού ευαγγελίου^ ενήργει μόνον ή εύσπλαγχνία αύτοΰ, έμενε τίς των πιστών αγνοεί, δτι δ πτωχός παδέ άργή ή δικαιοσύνη· τοΰτο δε εστίν αδύ ρίστησι τό πρόσωπον του Ίησοΰ Χρίστου, νατον κα\ δτι, δστις
ελεεΐ
τον πτωχόν,
επειδή, δσον δ θεός έστιν ευσπλαγ-
ελεεί χνος, τοσούτον έστι και δίκαιος· άπειρος
αυτόν τον Ίησοΰν Χριςόν^ — Ουδείς· ή άκαι ή εύσπλαγχνία, άπειρος 'καϊ ή δικαιο πόκρισις ουν τών αμαρτωλών έστι πρόφασύνη. Όταν δέ και ή βασιλεία και ή κόσις ψευδής και δόλιος· εις εκείνο δέ το φολασις ύπάρχωσιν αιώνια, τότε επίσης ενερ βερώτατον
και
άλάνθαστον
κριτήριον γεί
και της εύσπλαγχνίας το έλεος, και
ούδεμίαν ίσχύν εχει το ψεΰδος και ό δόλος· της δικαιοσύνης ή ίσότης, τότε συνέρχεται δθεν μένει μέν άπρακτος ή τών αμαρτωλών ή εύσπλαγχνία και το έλεος μετά της κρί πρόφασις, τελείται δέ του θεοΰ
ή δικαία σεως και δικαιοσύνης κατά τον ίεροψάλτην,
άπόφασις. δστις έψαλλεν, & Έλεον και κρίσιν άσομαί Τβλ. |0β> ""5£*
Κα! άπελεύσονταί ούτοι
εις κό-
λασιν αιώνων, οί δέ δί'καίΟ! εις ζωήν αίώνιον.
» σοι, Κύριε· ϊ άμώμω $.
ψαλώ
και συνήσω εν όδω
*'
197
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ.
Δια τί άραγε εις την περιγραφήν της φο
έστρεφε τά όμματα αυτοϋ πανταχού, και
βέρας ημέρας της κρίσεως ουδέ Ινα λόγο ν
περιειργάζετο πάντα τά μέρη τοϋ παρα
είπεν ό κριτής ουδέ περί δικαιοσύνης, ουδέ
δείσου,
περι σωφροσύνης, ούδέ περί ταπεινώσεως,
δένδρα, τότε μόνον εδύνατο νά είπτο- τί πε
οΰδέ περι άλλης τίνος αρετής, αλλά, πάρα-
ριέχει εκείνος ό παράδεισος. Τοΰτο αυτό
στήσας όλην την κρίσιν αυτοϋ
συμβαίνει και εις εκείνον, όστις, λαβών εις
γινομένην
κα!
έβλεπε πάντα τά έν αύτω
περί ελεημοσύνης, τοΰς μέν ελεήμονας ευλό
χείρας τήν άγίαν γραφήν, καταλιπών πάν
γησε καΐ εδόξασε, τους δέ άνελεήμονας
τα τά λοιπά, όσα εϊσίν εν αύτη" γεγραμμέ-
κατηράσατο και έπαίδευσε } λοιπόν, λέγεις,
να, άναγινώσκει 8ν μόνον κόμμα, έκ τού
μόνη ή αρετή της ελεημοσύνες σώζει τον
του δέ μόνου συμπεραίνει τί διδάσκει όλη
άνΟρωπον, καν γυμνός υπάρχη των άλλων
ή θεία γραφή· αυτός σφάλλει αναμφιβόλως,
αρετών, ούδέ οί ασελγείς ουδέ οί υπερήφα
ενίοτε πίπτει και εις αιρέσεις και παραλο
νοι, αλλά μόνοι οί άνελεήμονες κολάζονται.
γισμούς. "Ολη ή άγία γραφή συγκροτεί Ιν
Ος*ις τό σημερινόν εύαγγέλιον άναγινώσκει,
κα'ι μόνον σώμα, ίν δέ μέρος τοϋ σώματος
"εκείνος ταϋτα συμπεραίνει. Ναι άληθώς,
ουκ εστι τό όλον σώμα· όθεν όστις κόπτει
άλλ' άράγε συλλογίζεται ορθά}
αυτήν και διαιρεί, έπειτα εξ ένός μόνου
'Εάν τις είσέλθη εις παράδεισον πλήρη
κόμματος όλον,
συμπεραίνει ουδέποτε
τί
διαλαμβάνει
παντοδαπών καρποφόρων δένδρων, μή ΐδών
τά
συλλογίζεται
ορθώς.
δε, μηδέ περιεργασθεις πάντα τά μέρη αυ
Άνθρωπε,
τού, αλλά, προσηλώσας τά όμματα εις §ν
ορθοδόξου πίστεως
μόνον μέρος, και ίδών ε'κεΐ μηλέας, συμπε-
αληθινήν βουλή ν και άπόφασιν τοϋ θεοϋ,
ράνη, ότι μήλα μόνον εχει εκείνος ό παρά
άνάγνωθι πρώτον όλην τήν θείαν γραφήν,
δεισος, ορθόν άράγέ εστι τό συμπέρασμα
έπειτα προσήλωσον τόν νοϋν σου εις εκαςον
αυτοϋ} άράγε λέγει τήν άλήθειαν, λέγων
μέρος αυτής, συμβίβασον δε μετ' αλλήλων
και επιβεβαιών, ότι μόνα μήλα ευρίσκεις
πάντα τά μέρη, όσα διαλαμβάνουσι περι
βίς εκείνον τον παράδεισος- -Ουχί· εάναύτός
της αυτής υποθέσεως,
εάν θέλης νά κατανόησης της τά
δόγματα και τήν
και τότε βλέπεις
Ομιλία μετά το κατά
198
Ματθαίον
ότι τά Ιν μέρος εξηγεί το άλλο, τότε δέ
δυμένοι τά
ευρίσκεις τον πολύτιμον της αληθείας μαρ-
καιοι, καϊ οί γυμνοί τούτου ταΰ ενδύματος
γαρίτην, και νοεΐς εννοίας όρθάς^ και κη
είσίν οί. άμαρτωλοί· είς τούτο τά μέν πρό
ρύττεις αληθείας σωτηριώδεις.
βατα σημαίνουσι τούς δικαίους, τά δέ ερί
Αληθώς το σήμερον άναγνωσθέν εύαγ-
ένδυμα του γάμου είσιν οί δί
φια τούς αμαρτωλούς·
γέλιον περιγράφει την δευτέραν του Κυρίου
βασιλική
παρουσίαν, καΐ το άδέκαστον αύτοϋ κριτή-
και σκότος εξώτερον διά τούς άμαρτωλούς·
ριον, και την περί των δικαίων και αμαρ
είς τούτο διά τούς
τωλών άπόφασιν αλλά τούτό εστίν Ιν μό
διά τούς άμαρτωλούς κόλασις αιώνιος. Έκ
νον μέρος της θείας γραφής·
τούτων
είσί δε και
διά
εις εκείνο τράπεζα
τούς δικαίους,
φανερόν
και
δεσμά
δικαίους ζωή αιώνιος,
έστιν, ότι
διά τούτων
άλλα πολλά μέρη αύτη;-, περι της αυτής
τών δύο διηγημάτων μίαν και τήν αυτήν
υποθέσεως
ύπόθεσιν, ήγουν, τήν ύπόθεσιν τής παγκο
διαλαμβάνοντα·
πρέπον έστι
λοιπόν Γνα άκούσωμεν τί και αύτά λαλού-
σμίου κρίσεως, διά διαφόρων ονομάτων πε-
σί 5 κ»1 ούτω μάθωμεν όλην του θεού την
ριέγραψεν ό θεάνθρωπος-
βουλήν και την άλήθειαν. Πριν η διηγηθη~
πρώτον διήγημα δοξάζει τούς ένδεδυμένους
ό θεάνθρωπος όσα σήμερον άνέγνωμεν, είπε
τά ένδυμα
προς τοΐς
γυμνούς τούτου τού ενδύματος, είς δέ τό
άλλοις και ταύτα, « Εισέλθω ν
και
τού γάμου, και
είς μέν τό
κολάζει τούς
ί δε ό βασιλεύς θεάσασθαι τούς άνακειμέ-
δεύτερον
» νους, είδεν εκεΐ άνθρωπον ούκ ενδεδυμέ-
δοξασθέντας, τούς δέ άνελεήμονας κατά*
» νον ένδυμα γάμου »· καϊ οί μέν φορούντες
δικασθέντας. Τό ένδυμα τού
τό τού γάμου ένδυμα άπήλαυσαν πάντες
ελεημοσύνη είσί δύο
της του βασιλέως τραπέζης, τον δε γυμνον
καίων, πλήν ό μέν, ήγουν τό ένδυμα του
του γαμήλιου ενδύματος πρώτον μέν ήλεγ-
γάμου, εστίν ό όλομερής και ολόκληρος χα-
ξεν ό βασιλεύς, έπειτα οί ύπηρέται αύτού,
ρακτήρ,
δήσαντες αυτού πόδας και χείρας, εξέβαλον
τάς, ό δέ, ήγουν ή ελεημοσύνη, εστί χαρα-
. « Εις το σκότος τό εξώτερον, όπου ό κλαυ-
κτήρ μονομερής και μερικός, επειδή παρί-
$ θμός, και ό βρυγμός των οδόντων ». Βλέ
στησι μόνην τής εύσπλαγχνίας τήν άρετήν.
πε νΰν τό παράλληλον τούτων τών δύο
Πρώτον ούν ό θεάνθρωπος διά τού πρώτου
διηγημάτων
αυτού διηγήματος εφανέρωσεν, ότι ό όλομε
εις το πρώτον
ό βασιλεύς
παρέστησε τούς μέν ελεήμονας
γάμου και ή
χαρακτήρες τών δι -
καθότι σημαίνει πάσας τάς άρι-
εισέρχεται, Γνα θεωρήση· είς τό δεύτερον δ
ρής χαρακτήρ
υιός του άνθρωπου έρχεται εν δόξη,
ένδυμα τού γάμου, τών δέ κολαζομενων ή
Γνα
τών
σωζομένων
γύμνωσις τούτου
τες οί άνθρωποι· είς τό δεύτερον παρίσταν
διά τού
ται πάντα τά εθνη. Εις
λεπτομερέστερον 8ν μόνον μέρος τού ολο
τούς ύπερέτας "αύτου
εκείνο
ονομάζει
ενδύματος·
τό
κρίνη. Είς τό πρώτον προσκαλούνται πάν
δευτέρου
τού
εστί
έπειτα
διηγήματος περιγράψας
διακόνους· είς τούτο
κλήρου χαρακτήρος τό άναγκαιότερον και
καλβΐ αυτούς άγγελους. Είς εκείνο οί ενδε-
ώφελιμώτερον , ήγουν τήν ελεημοσύνην ,
Εύαγγελίον της Κυριακής της Αποκρέω. τους μεν ελεήμονας εδόξασε, τούς λεήμονας
δε ανε-
κατέκρινεν. "Οτι δε τοϋ γόμου
1 99
γνωθι τά αποστολικά λόγια. Είς τόν επιστήθιον Ίωάννην
βλέπεις τους παρθένους
άρετάς ,
διά τήν άρετήν της παρθενίας ενδόξως πα-
μαρτυρεί ό θεηγόρος Παύλος, λέγων, ότι το
ρισταμένους ενώπιον του θρόνου της μέγα-»
ένδυμα των σωζόμενων εστίν ό Χριστός· α Όσοί , λέγει , εις Χριστών έβαπτίσθητε ,
λωσύνης, και ως άπαρχήν του γένους τών ανθρώπων ύπερυψουμένους· « Οδτοί είσιν, ■«*· «4,
5 Χριστόν ενεδύσασθε
και άλλαχοϋ ,
ϊ οΐ μετά γυναικών ουκ έμολύνθησαν παρ-
Φ..*.^»», β Ένδύσασθε τόν Κύριον Ίησούν Χριστόν,
» θένοι γάρ είσιν οδτοί είσιν οί άκολουθούν-
το ένδυμα δηλοποιεΐ πάσας τάς
γ«>. », 27.
ι·
» και τής σαρκός πρόνοιαν μη ποιεΐσθε είς
» τες
ι επιθυμίας «· κατά τίνα δέ άλλον τρόπον
5 ήγοράσθησαν από τών ανθρώπων, άπαρχή
ένδυόμεθα τον Ίησοϋν Χριςόν ειμή ζώντες
ι τω θεώ και τω άρνίω. Και εν τώ ς-όματι
καΐ
» αυτών ούχ εύρέθη δόλος" άμωμοι γάρ είσιν
πολιτευόμενοι,
ως αύτός ό Χριστός ?
όπερ εστί, πράττοντες πάσας τάς άρετάς
» ενώπιον του θρόνου
Ιδού δέ πώς τά περ\ τής αυτής υποθέσεως
αυτόν έπιστήθιον βλέπεις αμαρτωλούς, οί
δύο διηγήματα, παραβαλλόμενα και συμ
τίνες διά πολυειδεΐς ά/ιαρτίας κατεδικάσθη-
βιβαζόμενα, φανεροϋσιν όλον τόν σκοπόν
σαν είς τό πϋρ· « Δειλοΐς δέ και άπίστοις άΐΓβΧ< η
και την βουλήν του θεοϋ.
* καϊ «βδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις
Έάν ερευνήσης και άλλους ομοίους τοϋ
μ«τ. ιΐ, 24'
τω άρνίω, όπου άν ύπάγη· ούτοι
2 και φαρμακοΐς
καϊ
του θεού ί. Είς τόν
είδωλολάτραις
καϊ
ευαγγελίου τόπους, βλέπεις τόν όφειλέτην
$ πασι τοΐς ψευδεσι τό μέρος αύτών έν τη"
των
» λίμνη τη" καιομένη πυρί και θείω, ό εστι
μυρίων
ταλάντων καταδικαζόμενον
8"
κρίσεως· φανερό ν δέ
> δεύτερος θάνατος ». 'Εκ δέ τοϋ Παύλου
εστίν, δτ» τών μυρίων ταλάντων τά χρέος
μανθάνεις τά είδη τών αμαρτημάτων, τών
σημαίνει ου μόνην τήν άσπλαγχνίαν, άλλά
κλειόντων τήν βασιλείαν τοϋ θεοϋ· ε "Η 1( Κίρ-
το πολύ πλήθος τών αμαρτημάτων βλέπεις
* ουκ οίδατε , λέγει ό θεηγόρος διδάσκαλος, 6' *· '°'
δοξαζόμενον τόν κερδήσαντα τά πέντε ,
ι ότι άδικοι βασιλείαν θεοϋ ου κλήρονομή-
ωσαύτως και τόν κερδήσαντα τά δύο τά
9 σουσι } μή πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε
λαντα, καταδικαζόμενον δε τόν κρύψαντα
ί είδωλολάτρα?? ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί,
τό 8ν τάλαντον και μηδέν κερδήσαντα· τί
> ούτε άρσενοκοΐται^ ούτε κλέπται, ούτε
άλλο
» μέθυσοι, ούτε λοίδοροι, ούχ άρπαγες βασι-
εις τήν ήμεραν τής
δε δηλοΰσι
τάλαντα, άπερ
τά ,πέντε
και τά δύο
εκέρδησαν ειμή τά διά
φορα τών αρετών κατορθώματα -Ί άλλο
σημαίνει ή ακαρπία
χί
δέ
του ενός τα
» λείαν θεοϋ ου κληρονομήσουσιν ί. Έχομεν και τά προφητικά λόγια, πε ριγράφοντα τό φρικτόν τοϋ θεοϋ κριτήριον ^
λάντου ειμή τήν τελείαν στερησιν πάσης
και τά άνεωγμένα τών έργων ημών βιβλία*
αρετής $
« Κριτήριον εκάθισε, λέγει ό προφήτης ί Δανιήλ, καϊ βίβλοι ήνεωχθησαν 5. Είς Λβ,10_7'
Θέλεις και άλλην έςήγησιν τών σήμερον μ-ναγνωσθεντων ευαγγελικών λόγων } Άνά-
αυτά δέ τά βιβλία είσί
γεγραμμενα
ού
Ομιλία
200
μετά το κατά Ματθαίον
Μ«τ. η, μόνον τά εργα, αλλά και τά λόγια· « Λέ-
πτωχόν, ευεργετεί τόν Ίησούν Χριστόν,
» γω δέ ύμΐν, ειπεν ό Κύριος, δτι πάν ρήμα
φανερόν έστιν, δτι αυτός άγαπα και τον
» άργόν,
Ίησούν Χριστόν, δπερ εστίν, δτι εχει εις
δ εάν λαλήσωσιν
ϊ άποδώσουσι περί αυτού 1·ρ 11»
ί κρίσεως
»·
οί
άνθρωποι
λόγον εν ήμερα
τήν καρδίαν αυτού και τήν εις θεόν άγά-
ετι δέ και οί λογισμοί του
πην. Ημείς δέ, υπό τού Κυρίου διδαχθέν-
νοός, και αί ενθυμήσεις τής καρδίας· α Κύριε,
τες, πιστεύομεν και όμολογούμεν, δτι «Έν κ»τ. ι?;
» ελεγεν ό προφήτης Ιερεμίας, κρίνων δί-
> ταύταίς τάϊς δυσίν έντολαΤς ί, ήγουν εν
» καια, δοκιμάζων νεφρούς
τη
καί καρδίας ».
είς τόν θεόν και τόν πλησίον αγάπη,
Σύναψον ταΰτα^πάντα και παράβαλε αυτά,
« "Ολος ό νόμος καί
και τότε βλέπεις, δτι διά πάσαν άμετανόη-
5 ται ϊ. Ό ελεήμων άνθρωπος λοιπόν εχει
τον άμαρτίαν κρίνει και κολάζει ό θεός τον
εις τήν καρδίαν τάς δύο πηγάς τής σωτη
άμαρτωλόν
ρίας, αί όποΐαι πηγάζουσιν εις αυτόν τά
της
ου μόνον δέ διά τήν άρετήν
ελεημοσύνης, αλλά
καί διά πάσας
τάς λοιπάς άρετάς ς·εφανοΐ τούς έναρέτους· Ιοτ>. 5, ι Καί έκπορΐύσονται οί τά αγαθά ποιή39. • σαντες εις άνάστασιν ζωής· οί δέ τά ϊ φαύλα
πράξαντες
εις άνάστασιν
κρί-
» σεως ·.
οί προφήται κρέμαν-
γλυκύτατα νάματα πασών των αρετών αυτός
έστι
ι Τό ξύλον τό πεφυτευμενον
β παρά τάς διεξόδους τών υδάτων, δ τόν » καρπόν αυτού δώσει έν καιρώ αυτού· καί 6 τό φύλλον αυτού ουκ άπορρυήσεται, καί » πάντα, δσα άν ποιη, κατευοδωθήσεται »·
Ταύτα μέν, λέγεις, εισίν αληθινά, αλλά
επομένως δ άνελεήμων, μή εχων ταύτας
διά τί ό θεάνθρωπος, δταν τοσούτον φανε
τάς δύο πηγάς τών καλών έργων, εστερη-
ρά εδίδαξε τά περί της παγκοσμίου κρίσεως,
μένος εστί πάσης αρετής· όθεν αυτός εστι
σιωπήσας πάσαν άλλην άρετήν, έλάλησε
τό δένδρον τό μή ποιούν καρπόν
μόνον περί ελεημοσύνης } έσιώπησε πάσαν
τό όποιον « Έκκόπτεται καί είς πΰρ βάλ-
άλλην άρετήν,
» λεται ».
επειδή,
άλλοτε
περι τής αυτής κρίσεως, έρευνα
Ταλ ,
λαλήσας
έφανέρωσεν, δτι
και κρίνει ού μόνον τάς πράξεις ,
αλλά και της καρδίας τά βάθη·
ελάλησε
καλόν,
Εύκολα δέ κατανοούμεν, δτι δλος ό νό μος καί οί προφήται εκ τής άγάπης κρέμανται, εάν στοχασθώμεν τάς δέκα έντο-
δέ μόνον περι ελετ,μοσύνης, επειδή οί ελεή
λάς, αιτινες είσιν ή περίληψις πάντων τών
μονες έχουσιν εις τήν καρδίαν αυτών τήν
θείων νόμων καί τής ήθικής τών προφητών
πηγήν τής σωτηρίας. Ακούσατε τής αλη
διδασκαλίας. Έκ τών δέκα εντολών τέσ
θείας ταύτας τήν άπόδειξιν. Όστις παντί
σαρες
τρόπω
τούς
θεού, εξ δέ τά περί τού πλησίον. Όστις
εχει άναμφιβόλως
άγαπα τόν θεόν εξ δλης ψυχής καί καρδίας
περιποιείται
και
χρείαν έχοντας, εκείνος εις τήν καρδίαν
ευεργετεί
αυτού τήν
πρός τόν πλησίον αγάπης·
άρετήν
τής
όστις δέ ελεεί
μέν παραγγέλλουσι
τά περί τοΰ
καί ισχύος καί διανοίας, εκείνος λατρεύει αυτόν νύκτα τε
καί ήμέραν, φεύγει τήν
τον πτωχόν, πιστεύων, δτι, ευεργετών τον λατρείαν παντός κτίσματος, άπεχει από
μ«. ι, ι».
Εύαγγέλίον της Κυριακής τής Άποκρίω. τν,ς
ορκωμοσίας,
κατ'
εξοχήν
δοξολογεί
201
εξετάζεται ακριβώς οΰ μόνον τής ελεημο
αυτόν «ν τάϊς ήμέραις τών εορτών. Όστις
σύνης
αγαπά
ημών, καί τά λόγια, καί οι λογισμοί. Πόση
τον πλησίον
αύτοϋ
ώς εαυτόν,
τό έργον,
άλλά πάντα τά εργα
«κείνος αναμφιβόλως προσφέρει πάσαν τι
αισχύνη περικαλύψει με τότε, όταν άνοί-
μήν καί περιποίησιν εις τους γονείς αύτοϋ,
ξωσι τά βιβλία, καί φανερωθώσιν ενώπιον
εκείνος φεύγει την μοιχείαν, την κλοπήν,
πάντων τών εχθρών μου καί ενώπιον πάν
τόν φόνον,
των τών ανθρώπων τά αισχρά μου εργα ,
την ψευδομαρτυρίας εκείνος
ουδέ ποτε επιθυμεί τό ξένον πράγμα, επει
τά όποια εάν
δή τα εργα
ταϋτά είσι μΐσος καί ουχί
ένώπιον ενός μόνου, καν αυτός ήν αδελφός
αγάπη του πλησίον. Βλέπετε πώς εκ τής
μου, από την στενοχωρίαν της αισχύνης
αγάπης του θεοϋ και του πλησίον πηγάζου-
μου
σι πάσαι αί άρεταί} Επειδή δέ τών εναν
καλύψγ) με , Πόση
τίων [πραγμάτων έναντίος εστίν ό λόγος,
ενώπιον πάντων φανερωθη ή ύπόκρισις του
φανερόν εστις ότι όστις εστερημένος εστί
ήθους μου, αί άδικίαι .τών χειρών μου, αί
τής αγάπης, εκείνος παραβαίνει όλον τόν
συκοφαντίαι τής γλώσσης μου, τό ψεύδος
νόμον καί τους προφήτας, εκείνος κατα
τοϋ στόματος μου, ή υπερηφάνεια του νοός
φρονεί τάς δέκα εντολάς καί πράττει πάν
μου, ό κρυπτός φθόνος τής καρδίας μου,
είδος άμαρτίας.
καί πάντα
Ιδού λοιπόν ό λόγος, διά τόν όποιον ό
την
σήμερον έφανεροϋντο
επεκαλούμην τήν γήν, Γνα σχισθνϊ καί ή αισχύνη μου, όταν
τά λοιπά πονηρά
εργα μου ,
καί πάσα αΐσχρότης τών λογισμών μου^
θεάνθρωπος Ίησοϋς, λαλήσας περί τής ημέ
Πόση αισχύνη καί φόβος, όταν ό κριτής
ρας τής κρίσεως, έσιώπησε μέν πάσαν άλ-
έξετάζΐ), καί ελέγχη, καί παρίστησιν ενώ
λην άρετήν, παρέστησε δέ κρινομένους τούς
πιον μου πάσας τάς άμαρτίας μου :, δ Ταυ- *■»
ελεήμονας καί άνελεήμονας. Ό μέν ελεήμων
3 τα έποίησας, λέγει μοι ό φοβερός κριτής,
σημαίνει τόν δίκαιον καί «νάρετον, ό δέ
» καί έσίγησα, ύπέλαβες άνομίαν , ότι εσο-
άνελεήμων τόν παραβάτην καί άμαρτωλόν·
3 μαί σοι όμοιος· ελέγξω σε, καί παρας·ήσω
Παραστήσας ουν ό θεάνθρωπος
» κατά πρόσωπον σου τάς άμαρτίας σου ϊ.
τόν ελεή
μονα κρινόμενον καί δοξαζόμενον, έδειξε δί
Πόσος τρόμος ,
αύτοϋ κρινόμενον
στόμα αύτοϋ , καί
καί δοξαζόμενον πάντα
όταν ό κριτής άνοίξϊ) τά προφέρν) τής δικαιο-
άνθρωπον δίκαιον ομοίως παρας·ήσας κρινό
τάτης αύτοϋ κρίσεως τήν φρικωδεστάτην
μενον καί καταδικαζόμενον τον άνελεήμονα,
άπόφασιν }
έδειξε κρινόμενον καί καταδικαζόμενον πάν τα άνθρωπον άμαρτωλόν καί άμετανόητον.
ί Πορεύεσθε ί, λέγει ό βασιλεύς
τής'
δόξης· αλλά ποϋ στέλλεις ήμάς τούς πανα-
Αδελφοί μου αγαπητοί, μή πλανώμεθα·
θλίους } « Πορεύεσθε ί· φιλάνθρωπε, πανοι-
ή ημέρα εκείνη ε'ςΐν ημέρα φοβερά· < Ιδού
κτίρμων^ σωτήρ τοϋ κόσμου, σύ δί ήμας
ι γαρ ήμέρα Κυρίου έρχεται ανίατος, θυ-
γέγονας άνθρωπος, δί ημάς ύπέφερες πάθος,
> μοΰ
και όργης »· εν εκείνη (ΚΥΡΙΑΚ.. ΕΓΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
ημέρα
διά τήν σωτηρίαν ημών
ύψώθης εν τω» 23
202
Όμ,ίλί'α
μετά το κατά Ματθαίον
σταυρώ, και ύπέμεινας θάνατον, ποΰ δέ νυν
ί τό πΰρ τό αίώνιον, τό ήτοιμασμένον τώ
έξαπος-έλλεις ημάς } β Πορεύεσθε άπ' έμοϋ »·
» διαβόλω και τοΐς άγγέλοις αύτοΰ ». Χω
Άπό
ρισμός άπό τοΰ θεοΰ, πΰρ χωρίς τέλους ,
σου χωρίζεις ημάς;, αλλά σύ ει το
φως, ή ζωή,
ή ειρήνη, ή άνάπαυσις· μη
χωρίσ^ς
ημάς
από του
έλέησον
ημάς,
καθώς
βλέψον
προσώπου σου ·
τοσάκις ήλέησας·
επί την δέησιν, επί τά δάκρυα ,
επί την μετάνοιαν ημών. Ό καιρός τοΰ ελέους
επαυσεν, αποκρίνεται
εις ημάς
ό
συμ,βίωσις μετά των δαιμόνων. Ουδέ νοΰν εχω, Γνα νοήσω, ουδέ γλώσσαν, Γνα παραςήσω
τών κολαζομένων
τον άπελπισμόν
και την βάσανον. Κύριε τοΰ ελέους, αληθώς τότε ουκ έστι καιρός ελέους, άλλά κρίσεως· δεΐξον ουν νΰν
αδυσώπητος κριτής, ουδέ ή δέησις ακούε
τό έλεός σου είς τ.μάς· έξαπόστείλον είς την
ται, ουδέ τά δάκρυα ώφελοΰσιν, ουδέ ή με-
καρδίαν ημών τό φώς της μετανοίας, Γνα,
τάνοιά
επαυσεν ό
έ'ξ δλης ψυχής μετανοήσαντες, έπιστρέψω-
καιρός της εύσπλαγχνίας, νυν καιρός κρί-
μεν προς σέ, πριν η ελθγ) ό καιρός εκείνος 6
σεω; και αποφάσεως· ζ Πορεύεσθε άπ' έμοϋ
άνίλεως· έξαπόστειλον έπειτα είς ημάς την
» οί κατηραμένοι »· Κατηραμένοι} ώ λόγος
ίσχυράν δύναμιν της χάριτος σου, Γνα ύ-
πάσης
και
π' άυτής ένδυναμούμενοι φυλάττωμεν διά
κατηραμένοι ουχί Οπό
παντός τάς θείας σου έντολάς, και πορευώ-
ανθρώπου, άλλ' υπό σου του παντάνακτος
μεθα άόκνως πάσας τάς ημέρας της ζωής
θεοΰ· ποΰ νά άπέλθωμεν^ β Πορεύεσθε άπ'ε-
ημών της άρετής τον δρόμον, Γνα τότε κα
» μου οί κατηραμένοι εις τό πυρ ». Πΰρ } ώ
ταξίωσης
φρικτή και άνείκας·ος καταδίκη ! άλλ' α
και φιλανθρωποτάτην σου φωνήν και άπό-
ρά γε έχει τέλος αυτό τό πΰρ}
φασιν
εστίν
ευπρόσδεκτος·
διστόμου μαχαίρας
τομώτερος !
αλλά
καταναλίσκει
ημάς
μετά
περίοδον, και μεταβάλλει
δξύτερος
τίνος
αρά γε
ημάς
άκοΰσαι
τήν
μακαρίαν
α Δεΰτε οί ευλογημένοι τοΰ πατρός μ™, μ,
χρόνου
» μου , κληρονομήσατε τήν ήτοιμασμένην
ημάς είς τό μη
ϊ ύμΐν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου ί.
Μ«τ, 26, δν } « Πορεύεσθε άπ' έμοΰ οί κατηραμένοι εις
Γένοιτο, Κύριε, γένοιτο !
203
ΕΡΜΗΝΕΙΑ « ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΤΗΣ
ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ.
Τρεϊς άρετάς, ήγουν τήν άμνησικακίαν ,
διδασκαλίας,
και μετά πάσης επιμελείας
την νης·είαν καί την ελεημοσύνην, διδάσκει
φυλάξτ] όσα αυτή παραγγέλλει, εκείνου ή
ημάς τό σήμερον άναγνωσθέν άγιον τοΰ
νης-εία άναβαίνει ώς θυμίαμα εύπρόσδεκτον
Χρίστου εύαγγέλιον. Διέταξε δε ό θεάνθρω
ενώπιον τού θρόνου της μεγαλωσύνης, και
πος την νηστείαν μεταξύ των άλλων δύο
καταβιβάζει εις αυτόν τού θεού τό έλεος ,
αρετών, επειδή το μΐσος και ή άσπλαγ-
κα'ι έτοιμάζει αύτώ της θείας βασιλείας τόν
χνία άρπάζουσι τόν καρπών της νηστείας·
άμάραντον ςέφανον.
ματαίως νηστεύει, όστις μισεί τόν άδελφόν αυτού· ματαίως κλείει τό στόμα από της άπολαύσεως
των βρωμάτων,
όστις
ουκ
εκτείνει τάς
χείρας αυτού προς βοήθειαν
Είπεν ό Κύρίος,
έάνάφήτε τοΤς >»«^6,
άνθρώποίς τά παραπτώματα αύτών, άφήσεί και ύμΤν δ πατήρ
υμών ό
των πτωχών. Όταν ή νηστεία ύπάρχη ουράνιος
εάν
δέ
μή
άφήτε
το7ς
συνηνωμένη μετά της συγχώρησε ως των ανθρώπους τά παραπτώματα αύτών, σφαλμάτων τού πλησίον, και μετά της ουδέ ό πατήρ υμών άφησε: τά πα ελεημοσύνης, τότε παρίσταται ενώπιον τού ραπτώματα υμών. θεού εν. ίματισμώ διαχρύσω, περιβεβλημέ νη, πεποικιλμένη. Επειδή δέ αύριον ανοί
Άκούεις
άπειρον θεού
φιλανθρωπίαν ^
γει τό πνευματικόν στάδιον της νηστείας,
ουδέ προστακτικώς λαλεί ώς παντεξούσιος
πάντες δε
ουδέ άναγκαστικώς ώς παντοδύναμος, ουδέ
οί χριστιανοί έλπίζουσιν, ότι-
δί αυτής λαμβάνουσι μισθόν παρά θεού και
νομοθετικώς ώς
Ιλεος, διά τούτο ή άγία μήτηρ ημών εκκλη
άλλ' ώς άνθρωπος τόν τρόπον μετέρχεται
σία, ίνα μηδέν τών τέκνων αυτής πλανη-
τόν συμφωνητικόν ώς άνθρωπος μετά τών
θέν
κοπιάσν) ματαίως, προβάλλει σήμερον
άνθρώπων πραγματευόμενος συμφωνεί συμ-
τήν περί νης·είας διδασκαλίαν τού σωτήρος
φωνίαν, ήτις ποι=ϊ τόν άνθρωπον άναπολό-
ημών Ιησού Χριστού. Διό , όστις μετ' ευ
γητον άνθρωποι, λέγει, εάν ύμεΐς συγχω-
λάβειας άκούση τά νοήματα ταύτης της
ρήσητε όσα σφάλματα έπραξαν
τού
παντός
νομοθέτης ,
εναντίον
26*
»*.
Ερμηνεία είς το κατά Ματθαίον
204 υμών οί άνθρωποι ,
και ό πατήρ υμών ό
ραινον τά πρόσωπα αυτών,
Γνα μή τούς
ουράνιος συγχωρεί δσας άμαρτίας έπράξα-
άλλους σκανδαλίζωσιν, ώς μή νηστεύοντες·
τε ενώπιον αύτοΰ· εάν δέ ύμεΐς μή συγχω
τήν σήμερον είσιν άνθρωποι, οίτινες ού μό
ρήσατε τά σφάλματα τών άδελφών υμών,
νον
ουδέ δ θεός συγχωρεί τά αμαρτήματα υ
ρησία μετά
μών διώξατε ύμεΐς το μίσος άπό τής καρ
πάντα
δίας υμών , Γνα δίωξη
τήν έντολήν του θεού.
και ό θεές την καθ1
ουδόλως νηστευουσιν,
άλλά και παρ
πολλής αύθαδείας τρώγοντες
τά άπηγορευμένα , καταφρονοΰσι Καί οί μεν πρώτοι
υμών όργήν αύτοϋ. Μετά ταύτην την φι-
ήσαν ύποκρίταί, σκοπον έχοντες ουχί εύα-
λανθρωποτάτην και δικαίαν και δεσποτι-
ρεστήσαι τω
κήν συμφωνίαν,
τών άνθρώπων
που αρά γε στηριχθήναι
θεώ,
άλλ' δθεν
επαινεθήναι ύπδ τον
μισθον
τοΰ
δύνανται δσοι, μη συγχωροϋντες το σφάλ
κόπου τής νηστείας αυτών ελάμβανον ουχι
μα τοΰ πλησίον αυτών,
άλλά μισοϋντες
παρά θεού, άλλά παρά τών άνθρώπων, εις
αύτδν εως θανάτου, έλπίζουσιν άφεσιν ά-
ου; αυτοί άπέβλεπον οί δέ δεύτεροι ήσαν
μαρτιών και ψυχής σωτηρίαν } Ταΰτα δι-
παραβάται τής θείας εντολής·
δάξας ό σωτήρ ημών ,
καίως
ώς προετοιμαστικά
δθεν,
δι
ελέγχων αυτούς δ θειος Χρυσόστο
τής ευπρόσδεκτου νηστείας, και τοιουτο
μος, λέγει, δτι ήσαν χείρονες τών πρώτων
τρόπως προδιαθέσας
οί δέ τρίτοι, ήγουν οί σημερινοί , είσι και
τούς νηστευτάς,
δι
δάσκει έπειτα και τά περί νηστείας, λέγων,
τών δευτέρων χείρονες,διότι ού μόνον τήν έν τολήν τοΰ θεού παραβαίνουσιν,άλλά και τούς
Οταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε, ώσπερ οι ύποκρίταί, σκυθρωποί" φανίζουσί γαρ δπως φανώσί
ά-
τά πρόσωπα αυτών, τοΤς
άνθρώποες
νη-
άνθρώπου; σκανδαλίζουσιν. Άλλ' άράγε δύ ναται δ μέν φάγος κατας·ήσαι τδ πρόσωπον αυτού σκυθρωπόν, Χρυσοστόμου,
καθώς έποίουν
οί επί
δ δέ νηστευτής φαίδρύναι
το πρόσωπον αύτοΰ, και καταστήσαι αύτο στεύοντες' αμήν λεγω ύμΤν, οτι άάνθηρόν και θάλλον, ώς τδ τοΰ φάγου, κα πεχουσ: τον μισθον αυτών. θώς Κατά μεν τον καιρόν του Ίησοΰ Χρί
κατωτέρω
παραγγέλλει
δ
Ιησούς
Χριστόςι δύναται αναμφιβόλως, ώς και ό
στου ησαν άνθρωποι, ήγουν οί Φαρισάΐοι,
λόγος πείθει,
οΓτινες, δταν ένήστευον, έγίνοντο σκυθρω
ό λόγος, επειδή ή ψυχή, διά τήν άκραν και
ποί, έξαφανίζοντες επίτηδες τά περιχαρή
τελείαν Ινωσιν αυτής μετά τοΰ σώματος,
χρώματα
κινεί κατά τήν ιδίαν αυτής θέλησιν και
και
τον
ζωηρον
τοΰ προσώπου αυτών, πιον 5&ιΓ.λ* τ°ν
χαρακτήρα
Γνα φανώσιν ενώ
και ή πεΐρα δείκνυσι·
πείθει
τδ αΓμα, και τδ ζωτικόν πνεύμα, έξ ού άκο-
τών άνθρώπων νηστευταί· κατά δέ
λουθοΰσιν αί μεταβολαί και τών χρωμάτων
καιΡ0ν
και
τοΰ
έν
άγίοις Ιωάννου του
™μ*-λ* Χ-Ρυσοστόμου ήσαν άνθρωποι, οίτινες ουκ ένήστβυον, άλλ' εσκυθρώπαζον , και εμά-
τών
χαρακτήρων
πείθουσι τά πράγματα,
τοΰ
προσώπου·
επειδή βλέπομεν,
ότι εΓς λογισμός τοΰ νοδς θλιβερός φέρει εις
Εύαγγελίον τής Κυριακής τής Τυροφάγου.
205
τό πρόσωπον ωχρότητα , εις τά όμματα
εστίν, Γνα, όταν νηστεύωμεν, μή ε'πιβλέ-
δάκρυα,
πωμεν
εις την μορφήν σκυθρωπότητα·
εξ εναντίας, είς λογισμός χαροποιός δρύνει τό πρόσωπον, φέρει εις τά
φαιστόμα
είς τόν επαινον τών άνθρώπων,
αλλά παντΐ τρόπω
κρύπτομεν τήν άρε-
τήν καί φεύγομεν τήν κενοδοξίαν τό αυτό
γέλωτα, και σχηματίζει μορφην περίχαρη.
δέ σημαίνει, καί τό
Επειδή δέ οί λογισμοί άκολουθοΰσι την θέ-
β έλεημοσύνην, μή γνώτω ή αριστερά σου
λησιν, φανερόν έστιν , ότι μεταβάλλομεν
ι τί ποιεί ή δεζιά σου » καί τό α σύ δέ, όταν «ύ·. ε,
παΡ«ι*. τό πρόσωπον ημών καθώς θέλομεν ι ΚαρΙ6' '* ί δίας εύφραινομένης, πρόσωπον θάλλει, εν
α Σοΰ δέ ποιοΰντος *·». β,
5 προσεύχη , είσελθε είς τό
ταμεΤόν σου,
ι καί κλείσας τήν θύραν σου , πρόσευξαι ί δέ λύπαις
ούσης,
σκυθρωπάζει· » προς
τούτοις είσι καί τινα εξωτερικά βοηθήμα
δί τό άλλειμα
τα, συνέργου ντα είς τάς μεταβολάς τοΰ
τοΰ προσώπου καί άλλην εννοιαν
προσώπου·
μέν κεφαλή σημαίνει τόν νοΰν, τό δβ πρό
ποια
δέ είσι ταΰτα, διδάσκει
2ί> δέ,
νυστεύων,
της κεφαλής
καί ή νίψις καί ή
σωπον τόν βίον και τήν πολιτείαν διότι
ημάς ό Κύριος, λέγων, Ματ. β,
> τω πατρί σου τώ εν τώ κρύπτω ι. Έχει
άλειψα! σου
καθώς ή κεφαλή ηγεμονεύει πάντων τών μελών τοΰ σώματος, οΰτω καϊ ό νοΰς πάν
τήν κεφαλήν, καί το πρόσωπον σου των τών λογισμών καϊ καθώς εκ τοΰ προσώ ι»,
νίψαί,
οπως μ ή φανης τοΤς άνθρώπου γνωρίζομεν τόν άνθρωπον, οΰτω καϊ εκ
πο:ς νηστεύων, άλλα τω πατρί σου της πολιτείας αύτοΰ γνωρίζομεν τήν γνώμην τω εν τω κρύπτω, καί ο πατήρ σου
καϊ τό ήθος
ό βλέπων έν τω κρύπτω, άποδώσεί
λόγων
σοι έν τω φανερω.
όταν νηστεύης, άλειφε τόν νοΰν σου διά
Τοΰ νηστευτοΰ τό πρόσωπον διά τήν
αΰτοΰ. Διά τούτων ουν τών
ταΰτα
διδάσκει
ό
θεάνθρωπος·
τοΰ μύρου τής πίστεως καί διά τοΰ ελαίου
όλιγότητα της τροφής, καί επομένως καί
της συμπαθείας
τοΰ αίματος καί των χυμών, μαραίνεται,
νί~τ« τήν ζωήν σου καί πάντα τά εργα
καϊ γίνεται ώχρόν καί ξηρόν τά αλείμματα
σου από παντός μολυσμοΰ καί ακαθαρσίας.
της κεφαλής καί αί νίψεις τοΰ προσώπου
Βλέπε δέ πώς διά της διδασκαλίας ταύτης
διά της τριβής
ό Ίησοΰς
άνακαλοΰσι τά αίμα καϊ
καί εύσπλαγχνίας ,
και
Χριστός δηλοποιεΐ ήμϊν, ότι ό
τούς χυμούς είς τό πρόσωπον, καϊ φαιδρύ-
θεός βλέπει ού μόνον τά φανερά, αλλά καϊ
νουσιν αυτό·
όθεν μόλις γνωρίζεται, ότι
τά κρυπτά καί άδηλα· « Ό πατήρ σου ,
εστί πρόσωπον νηστευτοΰ. Σημείωσαι δέ,
» λέγει, ό βλέπων έν τώ κρυπτώ άποδώσει
ότι ό Ίησοΰς Χριστός ούκ ένομοθέτησεν,
κ σοι έν τώ φανερω >, ήγουν έν τη" ημέρα
ίνα, όταν νηστεύωμεν, άλείφωμεν τήν κε
της κρίσεως, εν υ[ φανερωθήσονται καϊ τά
φαλήν καϊ νίπτωμεν τό πρόσωπον ύλικώς,
κρυπτά καί τά φανερά, καί τά λόγια καϊ
διότι ουδέ αυτός ταΰτα έποίησεν, όταν έ-
τά
νήστευσεν άλλ' ό σκοπός τοΰ λόγου αύτοΰ
γισμοί
εργα , τών
καί
αυτοί
οί απόκρυφοι λο
άνθρώπων.
Τελειωσας
δέ
Ερμηνεία" εϊς το κατά Ματθαίον 206 λόγον,
ούρανοΐς, εκείνοι διά παντός τρυγώσι τόν άφ-
άρχεται καΐ τοΰ περί ελεημοσύνης., λέγων,
θαρτον καρπόν τών θησαυρών αυτών. "Οσον
ό θεάνθρωπος τον περί νηστείας
διαφέρει ό ουρανός άπο της γης, τόσον διαφε«ατ.Λ,
Μή
θησαυρίζετε
ύμ,Τν θησαυρουσινοί ουράνιοι θησαυροί άπο τών επιγείων .'
2"
ρούς
επί της γης , δπου
σης
και Επειδή λοιπόν, ώ άνθρωπε,
θέλεις θησαυ
βρώσίς αφανίζει, και δπου κλέπταί ρούς, θησαύρισον 2°·
δίορύσσουσί και κλεπτουσί.
άλλά θησαύρισον εν ου
Θησαυ ρανω. Τίνες εϊσίν οί θησαυροί της γης} βρώ-
ρίζετε δε ύμίν θησαυρον εν ούρανω,
ματα, ενδύματα, άργύριον, χρυσίον, λίθοι
δπου ούτε σης
τίμιοι· άλλά τά μεν βρώματα σήπονται,
ζει, "·
ούτε
βρώσίς αφανί
και δπου κλέπταί
ού δίορύσ-
τά δέ ενδύματα τρώγουσιν οί σ*?1τες και
δπου γαρ
οί σκώληκες, το δέ άργύριον και χρυσίον
δ θησαυρός υμών, εκεί εσταί και ή
και τους τιμίους λίθους έπιβουλεύουσι και
σουσίν, ουδέ κλέπτουσίν"
κλέπτουσίν οί
κλέπταί· ιδού ή
ΰλη τών
καρδία υμών. γηίνων θησαυρών.
Τίνες είσίν οί θησαυροί
Άλλοτε μεν ώς νομοθέτης ένομοθέτησβ τοΰ ούρανοΰ } δόξα άφθαρτος, χαρά άνεπιομκ. ιι, τον της ελεημοσύνης νόμον, ειπών, « Πλην ύΤ4'ΐ2ι> τά ενόντα δότε έλεημοσύνην.
Πωλήσατε
βούλευτος, βασιλεία αιώνιος· ιδού ή ΰλη τών
» τά υπάρχοντα ύμών, και δότε έλεημοσύ-
επουρανίων
ϊ νην »· άλλοτε
εστίν
ό θησαυρός σου, έκει προσηλοΰται
και ή
καρδία σου, ήγουν ό νοΰς, και ό
δέ ώς διδάσκαλος έδίδαξε
τίνι τρόπω τελείται ή ευπρόσδεκτος έλεη-
θησαυρών.
Επειδή δέ, όπου
λ«τ. β, μοσύνη· 2 Σού δέ, ειπε, ποιοΰντος έλεημο-
πόθος σου, καί πάσα ή φροντίς σου , εάν
ί σύνην, μή γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεί
θησαύρισης εν ούρανώ, χωρίζεις τόν νοΰν
» ή δεξιά σου ϊ· νϋν δέ ώς σύμβουλος προ
σου
βάλλει επιχειρήματα, δί ών πείθει πρός τό
πόθον σου και πάσας τάς φροντίδας σου
της ελεημοσύνης
εις τά
έργον
έκβάλλει δέ, ώς
εκ τών ματαίων,
καί άφιεροΐς τόν
άφθαρτα καί αιώνια· ιδού πόσην
σύμβουλος πάνσοφος, τά επιχειρήματα αυ
ώφέλειαν
τού εκ τοΰ τόπου, έκ της Ολης, και έκ τοΰ
ούρανώ· φρονείς τά ουράνια άντί τών επι
συμφέροντος. Άνθρωποι, λέγει, μή θησαυ
γείων, γίνεσαι άνθρωπος επουράνιος άντί
ρίζετε έπι της γης, αλλά θησαυρίζετε έν
κοσμικού,
τω ούρανω.
άνθρώπων, καί έν ούρανώ μετά τοΰ θεοΰ ,
Ιδού
οί
δύο τόποι, δπου οί
λαμβάνεις, όταν θησαυρίζης εν
ευρίσκεσαι επι γης μετά τών
άνθρωποι θησαυρίζουσιν, ή γη και ό ουρα
ετοιμάζεις σεαυτώ βασιλείαν αίώνιον. Έσι-
νός· οί επί γης θησαυροί εΐσι φθαρτοί και
ώπησε δε ένταΰθα ό θεάνθρωπος τόν τρόπον,
πρόσκαιροι, οί έν τω ούρανώ θησαυροί είσιν
δί ου θησαυρίζομεν έν ούρανώ, επειδή άλλο
άφθαρτοι και αιώνιοι- όσοι θ/,σαυρίζουσιν
τε πολλάκις εδίδαξεν αύτόν εΓς δέ και μόνος
επί γης, πολλάκις ουδέ αυτόν τόν πρόσ-
εστίν ό τρόπος , όστις τοις πάσίν εστι
καιρον
γνως-ός. Ήμεΐς βάλλομεν εις τάς χείρας τών
καρπόν
άπολαμβάνουσιν
τών όσοι
θησαυρών
αυτών
θησαυρίζουσιν
έν
πενήτων τροφάς, ενδύματα, άργύρια, άπό δέ
Εύαγγελίον τής Κυριακής της Τυροφάγου.
207
των χειρών αυτών παραλαμβάνει αϋτάό Ίη-
τής κρίσεως· τότβ δε αυτός άντ'ι τούτων
Μ*Τ4ο ί&' σο"'ί Χριστό?" « Έφ' όσον εποιήσατβ ΙνΙ
χαρίζει τ,μΐν τήν αίώνιον αύτοΰ βασιλείαν
» τούτων τών ελαχίστων , έμοι έποιήσατε »· μένουσι δέ εις τάς χείρας αΰτοϋ τεθησαυρι-
α Δεύτε οί ευλογημένοι τοΰ πατρός μου, κλη- «τΛ. , ' 34. ι ρονομήσατε την ήτοιμασμενην ύμΐν βα-
σμένα και πεφυλαγμένα εως της ημέρας
ϊ σιλείαν από καταβολής κόσμου ».
ΟΜΙΛΙΑ Β1ΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ
. ί?
ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ.
Εκ. τών τριών άρετών, περί τών οποίων
» ώς θεοί, γινωσκοντες καλόν κα: πονηρόν »·
«λάλησε το σημερινόν εύαγγέλιον, ή αρετή
ιδού ή τότε συμβουλή τοΰ διαβόλου· νΰν
της νηστείας εστίν ύπόθεσις άρμοδιωτάτη
δέ, άμέσως λαλών εις τάς καρδίας τών άν ·
«ις την
σήμερον ήμέραν δια την άγίαν
θρώπων, άλλους μέν συμβουλεύει, λέγων, ότι
τεσσαρακοστής τήν άπό της αυριον άρχο-
ή νηστεία ουκ εστίν εντολή τοΰ θεοΰ, άλ-
μένην. Ό διάβολος, αδελφοί μου χριςΐανοί,
λ' Ιχει καθείς έξουσίαν Γνα τρώγη και πίνη
όστις άπ' αρχής έφθόνησε και επεβούλευσε
όσα θέλει, και όποια θέλει, και όταν Οέλτ)·
τών ανθρώπων το γένος, και διά τής επι
άλλους
δέ,
βουλής αύτοϋ κατεκρήμνισεν εις τήν φθο-
ύγείαν,
και φέρει διαφόρους άσθενείας· ά
ράν, ού παύει άχρ* τής σήμερον φθονών κα'ί
πατα δέ και τούς πρώτους και τούς δευτέ-
επιβουλεύων αυτό, Γνα και τής σωτηρίας
ρους, καθώς και τότε ήπάτησε τήν Εύαν
στέρηση, τής δια τοΰ πάθους και τοΰ θα
κατ' εκείνων δέ, οίτινες ού πείθονται εις
νάτου τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ δοθείσης αύτώ·
ταύτας τάς συμβουλάς αύτοΰ,
και τότε μεν διά τοΰ όφεως έλάλησε προς
στεύουσιν,
έτοιμάζει άλλας παγίδας και
τους προπάτορας, και διέβαλε τόν θεόν ως
πειρασμούς,
διά τών όποιων καταμιαίνει
επίβουλον, ειπών προς αυτούς, δτι ή νης-εία
τήν νηστείαν αυτών,
«στι
βλαβερά, ή
νωφελή
έστιν
ωφέλιμος,
δέ βρώσις τοΰ καρποΰ επειδή μεταβάλλει τον
ότι ή νηστεία βλάπτει τήν
και ποιεΐ αυτήν α
και άκαρπον.
ρίπτει τήν
σήμερον
Δύο λοιπόν
βέλη
ό διάβολος εις τάς
άνθρωπον εις θεόν ι Ήιδει γαρ ό θεός, δτι , \ καρδίας τών άνθρώπων, » <7 άν ημέρα φάγητε άπ' αύτοΰ, διανοι-
άλλά νη-
Γνα
άποστρέψ·/)
αυτούς άπό τής" νηστείας, τό ψευδός και
* χθήσονται υμών οί οφθαλμοί, καΐ εσεσθε I τόν φόβον, ετι δέ και άλλο τρίτον βέλος
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
208 πολύστομον, καταστήση
ήγουν την ματαίαν
άπροσεξίαν, ίνα
και άκαρπον την
το^ λέγει, ήγουν
εδωκεν
εντολήν ποίαν
εντολήν } ο: Ού φάγεσθε άπ' αύτοϋ »· τί δέ άλλο σημαίνει τό ού φάγεσθε ειμή την νη-
νης·είαν. Ιδού τί λέγουσιν οί πβριφρονηται της
στείαν } Έδωκε δέ της νηστείας τήν εντο
νηστείας· ή νηστεία ουκ εστίν εντολή τοϋ
λήν ούχ άπλώς και ως Ιτυχεν, άλλά μετά
θεοϋ, διότι ουδέ εις τόν κατάλογον των δέ
φοβερισμοϋ μεγάλου, και ποινής φοβερός· α ΤΗι δ' αν ημέρα, ειπε, φάγητε άπ' αύτοϋ, Γβ·· *·
κα εντολών περιέχεται, ουδέ ό Ιησούς Χρί στος περι αυτής εντολήν εδωκεν, ουδέ οί
ϊ θανάτω άποθανεΐσθε »· τούτο δέ τί άλλο
απόστολοι περι αύτης βνομοθέτησαν αύ
σημαίνει ειμή τά εάν μή νηστεύσητε, απο
τη έστιν εφεύρημα ανθρώπων, των ασκη
θνήσκετε }
τών δηλαδή και ερημιτών δθεν ούδέ χρέος εστίν ή νηστεία· καλόν έργον ποιέϊ·
άλλ' δ?τις μεν νηστεύει,
στολικήν διδασκαλίαν, δτι ό πρωτόπλας*ος $β(1. %,
δστις δέ ού νηστεύει
και σύν αύτώ άπαν τό γένος τών ανθρώπων
ουδόλως άμαρτάνει. Ταΰτα δέ φρονοΰντες
παρέβη τήν εντολήν του θεοϋ} ποίαν δέ
και
άλλην εντολήν εδωκεν ό θεός εις τόν Αδάμ,
λέγοντες, άναπαύουσι την πεπλανη-
μένην αυτών συνείδησιν ,
14
ουδέ τετράδα
ή ποίαν άλλην εντολήν παρέβη αύτός ειμή
φυλάττουσιν, ούδέ παρασκευήν, ουδέ τεσ-
τήν εντολήν της νηστείας $ Άκουσον πόσον
σαρακονθήμερον, ούδέ τάς άλλας διατεταγ-
καθαρά διδάσκει περί τούτου ό θβηγόρος
μένας νηστείας, αλλ* έσθίουσι και πίνουσιν
άπόστολος· « "Ωσπερ γάρ διά της παρακοής «Μ*.
άδιαφόρως καθ* έκάστην ήμέραν χωρίς τίνος
» τού ένός άνθρωπου αμαρτωλοί κατεστά-
διαστολής πάντα, δσα 6έλουσι, το φάγωμεν
θημεν οί πολλοί, ούτω καϊ διά της υπακοής
και πίωμεν τών Έπικουρείων ενεργούντες,
τού ένός δίκαιοι κατασταθήσονται οί πολ-
και τους άλλους σκανδαλίζοντες. Και δμως
» λοί »· ποία δέ άλλη έστιν ή. παρακοή τού
βπρεπε καν, επειδή όμολογοϋσιν, δτι ή νη
ένός ειμή ή παράβασις της έντολής της νη
στεία έστι καλόν έργον, καϊ γνωρίζουσιν,
στείας τοϋ
δτι αυτή καταδαμάζει της σαρκός τα ολέ
άμαρτία αύτοϋ, άπό της οποίας ούκ έδικαι-
θρια πάθη, έπρεπε, λέγω, καν δια τούτο,
ώθημεν ειμή διά τοϋ θανάτου τοϋ μονογε
ινα νηστεύωσι πυκνότατα.
νούς υίοϋ τοϋ θεού
Άλλ' ώ τυφλοί καϊ μωροί καταφρονηται
ι ίν- 2ι
Ού πιστεύομεν ημείς, κατά τήν άπο-
Αδάμ }
ποία άλλη εστίν ή
ειμή ή άμαρτία της
καταφρονήσεως της νηστείας ^ « Και λα- Γ"6· *.
της νηστείας, ως φαίνεται, ούδέ άκούετε,
» βούσα, λέγει ή θεία γραφή, ή Ευα άπό
ούδέ κατανοείτε, ποίαν εντολήν κατά πρώ
$ τοϋ καρπού αύτοϋ, έφαγεν ί· Άκούεις ^
τον
β "Εφαγε· και έδωκε καϊ τώ άνδρι αυτής
έδωκεν ό θεός εις τούς
ανθρώπους·
9
« Και ενετείλατο, λέγει ή θεία γραφή, Κυ-
» μετ' αυτής, και εφαγον ». Άκούεις $ πά
» ριος ό θεός τω Αδάμ, λέγων, Άπό δε του
λιν λέγει, « εφαγον » Γνα πληροφορηθείς, δτι
» ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ού
ή παράβασις της έντολής ουδέν άλλο ήν
» φάγβσθε άπ' αύτοϋ ». Άκούεις ; ενετείλα-
ειμή ή παράβασις της νηστείας. Μετά δέ
Εύαγγελίον
της Κυριακές
της
Τυροφάγοο.
209
ταύτα πώς σύ τολμάς καί λέγεις, δτι ή
περιτέμνονται τήν περιτομήν ,
νηστεία ούκ εστίν εντολή του θεοϋ,
ποίαν ό θεός εσήμανε διά της σαρκικής
άλ-
τήν
ο
λ' εφεύρημα, ανθρώπων, των ασκητών δη
περιτομής. 'Εάν εις τά έμά λόγια ού πί
λαδή και Ιρημιτών:, πώς τολμάς, και λέγεις δτι ή νηστεία ουκ εστι χρ^ος, και δτι, ός-ις
στευες, πίστευσον είς τήν διδασκαλίαν τοϋ θϊοφόρου Παύλου· ι Και περιετμήθητβ, **■ *»
ού νηστεύει , εκείνος ουδόλως άμαρτάνει*,
» λέγει αυτός,
Άλλ' ή ντ,στεία, λέγεις, ού περιέχεται βίς τον
δεκάλογον.
Να\
ού περιέχεται*
άλλ' ούδέ ή εντολή της περιτομης περιέ
περιτομή άχειροποιήτω -;·
έπειτα διδάσκει και τό πώς, και τό πότε περιτεμνόμεθα, λέγων,
« Έν τη άπεκδύ-
χεται εις τον δεκάλογον. Τί φρονείς περί
» σει τοϋ σώματος τών αμαρτιών της σαρ- κλ. «. « -, «, ι». > κος, βν τη πβριτομ*/} του Χρίστου· συν-
της περιτομής*,
εντολή
ι ταφέντβς αύτώ εν τω βαπτίσματι». Όταν
ριτομή
δτι θεοϋ εντολή έστιν ή
ή
ου :,
θεού βιτιν ή πβ-
περιτομή ούδείς περί τούτου
πλησιάζωμεν εις τήν κολυμβήθραν του α
αμφιβάλλει·
γίου βαπτίσματος, τότε διά της άποτάξεως
γ«. 17, β Και αΰτη ή διαθήκη, ειπεν ό θεός εις τον 11. ι Αβραάμ, ήν διατηρήσεις, ανά μέσον ε
τοϋ σατανά καϊ πάντων τών έργων αύτοΰ,
ι μοΰ και υμών, και άνά μέσον του σπέρ-
κός ήμών, ήγουν πάσας τάς σαρκικάς έπι-
> ματός σου μετά σε εις τάς γενεάς αύτών
θυμίας και ματαιότητας* βαπτισθέντες δέ
> περιτμηθήσεται ύμΐν
καϊ τω
παν άρσενικόν ».
περιτεμνόμεθα τήν άκροβυστίαν της σαρ
Χριστώ συνταφέντβς, θάπτομεν
ού πε
τον παλαιόν της άμαρτίας άνθρωπον, καϊ
ριέχεται εις τον δεκάλογον, επειδή ήν πρό
έξερχόμεθα εκ της κολυμβήθρας περιτετμη-
σκαιρος, και έπαυσε ν, δτε ό Χριστός πε-
μένοι τήν άχειροποίητον περιτομήν, και τρ
ριετμήθη· ομολογείς λοιπόν , δτι ή περι
του Χρίστου χάριτι εξεγηγερμενοι άπό της
τομή βστιν εντολή , άλλά λέγεις7,
άμαρτίας. Αύτή εστίν ή άληθινή περιτομή,
Άλλ' ή περιτομή ,
αποκρίνεσαι,
δτι ήν
πρόσκαιρος, και έπαυσε· πώς :, ή περιτομή
της όποιας τύπος και σημεΐον ήν ή Ιουδαϊ
ή ν πρόσκαιρος·,
κή* δθ;ν ούχι ό Ιουδαίος, άλλ' ό χριστιανός
πώς·,
καιρόν την εντολήν τα ελεγεν
ό θεός έδωκε πρός
της περιτομής, έπει
εις τον Αβραάμ, ι ήν
διατη-
περιτέμ'νεται τήν άληθινήν περιτομήν κ Ού ·, » γάρ, λέγει ό αύτός άπόστολος, ό εν τώ
και
» φανερώ Ίουδάϊός εστίν, ούδέ ή έν τώ
του σπέρματος σου
μετά σέ
9 φανερώ έν σαρκι περιτομή, άλλ' ό έν τώ
» εις τάς γενεάς αύτών :, «πώς:,
επαυσεν
» κρύπτω Ιουδαίος, και περιτομή καρδίας,
δτβ ό Χριστός περιετμήθη :,
λ εν πνεύματι, ού γράμματι υ. Ιδού λοιπόν
τό εναντίον έγένετο* έξότου ό Χριστός πε-
μία εντολή ούχί πρόσκαιρος, ως σύ λέγεις,
ριετμήθη, επαυσεν
άλλά διαμένουσα Ιως της συντέλειας, ήτις
> ρήσεις ' άνά μέσον εμού και υμών , » άνά μέσον
ή περιτομή,
μής,
και ήρξατο
ό τύπος της πβριτοή περιτομή ή άληθινή,
ού περιέχεται εις τον δεκάλογον.
Καθώς
τήν οποίαν εσήμαινεν ή περιτομή ή τυ
λοιπόν ή περιτομή έντολή εστι, καν μή
πική· πάντες οί εις Χριστόν πιστεύοντες
περιέχηται εις τον δεκάλογον, ούτω καϊ ή
(ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β.)
27
, 29'
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον £10 νηστεία εντολή του θεοϋ εστί, καν εις τον
και
δεκάλογον ουκ έγράφη.
5 νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα ,
Άλλά δια τί ουκ εγραψεν 6 θεές εις τάς
» νύκτας τεσσαράκοντα »·
καί μ«. 4,
έξελέγξας
δέ
πλάκας ' του νόμου ουδέ την έντολήν της
και τους ύποκριτάς, τους άνωφελώς νηςεύ-
νηστείας
οντας, έδίδαξεν, ώς ήκούσαμεν έν τω στ-
ουδέ τήν της περιτομής ^ διότι
ταύτας τάς έντολάς παρέδωκε προ του δε
μερινω εύαγγελίω τόν τρόπον, δί ου γίνεται
κάλογου, την μεν της νηστείας βίς τον Α
ή ευπρόσδεκτος τώ θεώ νηστεία. Όμοίως
δάμ, τήν δε της περιτομής εις τον Αβρα
δέ
άμ·
ένομοθέτησαν τήν άπ' άρχης κόσμου νενο
ήσαν δέ και αί δύο γνωσταΐ καί ένερ-
γούμεναι ου μόνον
υπό
των
Ιουδαίων,
άλλά και υπό των εθνικών ου μόνον οί 6οί5. 2, Έβραΐοι περιετέμνοντο, άλλά και οί Κόλ2. χοι, καί οί Αιγύπτιοι, και οί Αιθίοπες, και οί Φοίνικες,
και οί
μόνον οί Ιουδαίοι,
Σύροι·
ενήστευον -ου
άλλά και οί εθνικοί·
και οί χριστοκήρυκες απόστολοι ούκ
μοθετημένην νηστείαν, εις
ημάς, δτι
διωρισμένοι,
και
άλλ'
έφανέρωσαν
καιροί νηστείας ήσαν
εΐπόντες, α Διά τό καϊ τήν πΡάς. 27,
» νηστείαν ήδη παρεληλυθέναι »·
και δτ«
καϊ αύτοΐ ττολλάκις ενήστευον « Έν νη- 2.κ0?. ιι, » στείαις πολλάκις »·
και δτι προ παντός
μαρτυρεί τοΰτο ή νηστεία τών Νινευϊτών
έργου
και ή του εθνικού Κορνηλίου του
» νηστεύσαντες και προσευξάμενοι 3), κα
έκατον-
άγαθου έτέλουν
νηστείαν « Τότε πΡ«ς. ΐ3,
εκ δευτέρου ό θεός τά προνενομοθετημένα ?
« Προσευζάμενοι μετά νηστειών ϊ· καϊ δτι πρέπει καϊ ημείς νά νηστεύωμεν « Ίνα ί'Λ**·
και γνωςνά, και ενεργούμενα }
ί σχολάζητε τη" νηστεία καϊ τη" προσευ-
τάρχου· ποία δέ χρεία ην, _Γνα νομοθετήσει
Διά
τον
Χριστός
αυτόν
λόγον ουδέ ό Ίησους
ουδέ ά θείοι άπόστολοι ένομοθέ-
τησαν διά
λόγου
νηστείαν
περι αυτής
έλάλησαν σχεδόν πάντες οί προφήται· ό δέ
». I··
ενεργουμένην της νηστείας εντολήν ,
5 χγ)" 2· εδιώρισαν καιρούς ,
εις
δέ κανονικώς καί τους κ«. «».
τους
οποίους -πρέπει
νά
νηστεύωμεν. Ποίαν ου ν άπολογίαν
εχουσιν
όσοι ,
προφήτης Ζαχαρίας και τους διωρισμένους
καταφρονοϋντες τήν νηστείαν, προβάλλου-
καιρούς εφανέρωσεν, εις 'τούς οποίους ενή-
σιν δσα προείπομεν } ποίαν δέ
στευον οί Ιουδαίοι· « Νηστεία ή τετάρτη,
περι του δτι ή νηστεία, ή άπ' άρχής κό
> και νηστεία ή πέμπτη, καί νηστεία ή
σμου νομοθετηθεΐσα υπό τοΰΒεοΰ, ες·ιν εφεύ
ϊ εβδόμη, και νηστεία ή δεκάτη », ήγουν
ρημα τών άνθρώπων } ποίαν δέ συνβίδησιν,
ή γινομένη έν τω τετάρτω, και πέμπτω,
λέγοντες, δτι, δστις ού νηστεύει είς τους
και έβδόμω, και δεκάτω μηνΐ τω Έβραϊκω,
διατεταγμένους
α έσονται
άμαρτάνει }
ιω οΓκω Ιούδα εις χαράν και
» εΰφροσύνην
και
εις
εορτάς άγαθάς
Άλλ' ό μεν
Ίησους Χριστός
βπεκύρωσε
καιρούς,
άπόδειί-ιν
εκείνος ουδόλως
"Οσοι δέ φεύγουσι τήν νης-είαν, φοβού μενοι μήπως έξ αυτής βλάψωσι τήν υγείαν
και εβεβαίωσε διά του θείου αύτοΰ παρα
αυτών, εκείνοι είσιν άμαθεΐς καϊ όλιγόπις"οι*
δείγματος τήν νενομοθετημένην και γνως-ήν
αυτοί, μή «ίδότες
ποία εστίν
ή άληθής
Εύαγγελίον της Κυριακής της Τυροφάγου.
2ί\
νηστεία, νομίζουσιν, ότι νηστεία εστίν ή
ροφαγία·
αποχή μόνον τεσσάρων ή Ιξ ειδών τροφής.
ουδέν τρώγης, τότε νηστεύεις· δταν ουδέν
Ημάς, δταν νηστεύωμεν, τότβ άνω κάτω
έτερον τρώγης ειμή Ιν είδος τροφής, άρτον,
φερομεν γήν και θάλασσαν τήν γήν, Γνα
ή λάχανον, ή όπώρας, ή όσπριον, και τούτο
συνάξωμεν
σπέρματα, καρπούς, όπώρας,
χωρίς άρτυμάτων, τότε νης-εύεις· ή τοιαύτη
άρώματα και δσα άλλα φύει εδώδιμα· τήν
δέ νηςεία ου μόνον κατ'ούδένα τρόπον ουδέν
θάλασσαν ,
βλάπτει, άλλά και πολλά ώφελέϊ· οί άσκη-
ίνα
εδρωμεν οστρακόδερμα ,
δταν
άπό
πρωίας εως έσπέρας
μαλάκια, κοχλίας, έχίνους και δσα άλλα
ταί καί οί ερημΐται τοιαύτην νηστείαν πάν
εν αύτη" ζωύφια εις τήν γεΰσιν δεκτά· έτοι-
τοτε νης"εύουσι, και όμως καί υγιείς είσι, και
μάζομεν βρώματα
οξέα ,
μακρόβιοι γίνονται· ή τοιαύτη νηστεία εςι
γλυκά, διά δε τής τούτων αναμίξεως καί
δίαιτα πολλά ωφέλιμος· οί δέ σοφοί ιατροί
κράσεως
κατασκευάζομεν τροφάς πολλάς
εις αυτήν 'μαλλον ή εις τά βότανα ελπί-
και πολυποίκιλους, έλαίω, οίνω, μέλιτι ,
ζουσι, και δί αυτής πάμπολλα θεραπεύουσι
άρώμασι κατηρτυμμένας, δί αυτών δέ γεμί-
άρρως·ήματα.
ξηρά,
άλμυρά,
ζομεν τήν τράπεζαν περισσότερον, ή δταν
Ναί, λέγετε, άληθώς, άλλά τίς δύναται·
κρεωφαγώμεν. Επειδή δέ αίτοιαϋται τρο-
νά τρώγη τεσσαράκοντα και οκτώ ημέρας
φαί έρεθίζουσι τήν
ακολούθως τοιαύτας τροφάς } μετά
όρεξιν, τρώγομεν και
πίνόμεν υπέρ το μέτρον, πειθόμεθα,
μετά δέ ταΰτα
δτι νηστεύομεν. Ή
τρεις
ή τέσσαρας ημέρας τοσούτον άηδεΐς γίνον
τοιαύτη
ται, ώστε μόλις δύνασαι είσαγαγέϊν αύτάς
νηστεία .άληθώς βλάπτει, διότι αί προειρη-
εις τό στόμα σου. Τίς δύναται } δςις πεινά,
μέναι τρρφαί είσι δύσπεπτοι, κακόχυμοι ,
εκείνος
φλογεραΚ έξ
τρώγομεν πριν η πεινάσωμεν, και πίνομεν
αυτών
δέ
άπεπτοι , δύσχρατοι,
γίνονται
χυμοί
άλμυροί , όζεις· εξ
δύναται·
ημείς
πριν ή διψήσωμεν
σχεδόν
πάντοτε
διά τοϋτο ζητοϋμεν
αυτών δ = δυσπεψίαι, κακοχυμίαι, άλμυρά
καρυκεύματα και τροφών μεταλλαγάς; Γνα
φλέγματα και άλλα πολλά όχληρά πάθη
εξεγείρωμεν
ψυχής και σώματος.
κόρου
Άλλά τίς έδίδαξεν αυτούς, δτι ή τοιαύ
τήν
νενεκρωμένην
ύπό του
όρεξιν περίμενε Γνα πεινάσης, και
τότε ό ξηράς άρτο; φαίνεται σοι γλυκύτατο;
τη πολυποικιλία τών. τροφών, και ή πολυ
και νοςιμώτατος*
φαγία
καί τότε τό ύδωρ γίνεται μέλι καί νέκταρ
εστί
νηστείας
ήκουσαν, δτι, δστις
που άνέγνωιαν ή
άπέχει
κρέατος καί
έν τώ ςόματί σου.
όψαρίων, εκείνος νης^εύει, καν τρώγη άλλα πολλά
και πολυποίκιλα βρώματα} άλλο
περίμενε Γνα διψήσης ,
Άλλ' ή τοιαύτη νηστεία, λέγεις, προξε νεί
τοσαύτην
αδυναμίαν,
ώστε
ουδείς
πράγμά έστιν ή νηστεία, και άλλο ή ποι,^
δύναται εκπληρώσαι τά ίργα αύτοΰ. Αλη
κιλοφαγία· άλλο πράγμά έστιν ή νηστεία ,
θώς προξενεί άδυναμίαν άλλ' αυτή ή άδυ-
και άλλο ή πολυφαγία. Νηστεία εστίν ή
ναμία
παντβλής άφαγία ή ή μονοφαγία και ξη-
σαρκός
εστί δύναμις, ήτις συντρίβει τον πόλεμον
της
δθεν κα: διά τοϋτο 27*
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
212
νηστεύομεν ίνα άδυνατήσωμεν της σαρκός
μόνα σπέρματα της γης, έφάνησαν λαμ
την λύσσαν
άλλ' ύγιεινήν αί πολυφαγίαι ού μόνον προ-
πρότεροι και δυνατώτεροι δ ύπερ τά παι- δ™, ΐ; 15. » δάρια τά έσθίοντα την τράπεζαν τοΰ
ξενοΰσιν
» βασιλέως » της Βαβυλώνος· εάν ουδόλως
άληθώς προξενεί άδυναμίαν ,
άδυναμίαν, αλλά
και ασθενείας
πολλάς και χαλεπάς, ενίοτε δέ και θανα
διστάζτις, αλλά πιστεύης, δτι ό θεός, συνερ
τηφόρους· είπε μοι, τίνες είσί δυνατώτεροι
γός ών πάντων τών καλών έργων, και
οί χωρικοί άνθρωποι
συμβοηθός τών φυλασσόντων τάς εντολάς
οί δί άπλών και ολί
γων τροφών σχεδόν διά παντός τρεφόμενοι,
αύτοΰ, δίδωσί σοι και ύγείαν και δύναμιν,
$1 οί τάς πόλεις οίκοΰντες και τά πολλά
καί ενισχύει σε, δταν, εκπληρών τό θειο ν
και σύνθετα βρώματα καθ' έκάς·ην τρώγον
αυτού θέλημα, νηστβύτις, τότε διώκεις από
τες $
σου την δειλίαν, καϊ άπορρίπτεις τον φόβον
τό μεν
όλιγοπότου
σώμα του όλιγοφάγου και
εστί σώφρον
υγιές διά
δταν νηστεύεις την άλτ,θινήν νηστείαν, τό
το δέ τοΰ πολυφά-
τε ό θεός εστί μετά σού· έάν δέ ό θεός με
γου και πολυπότου εστίν άσελγές, και φι-
τά σοϋ, τί φοβείσαι ^ Ή τροφή καί αί δυνά
λάσθενον, και άδύνατον.
μεις αυτής, τό σώμα και πάσα ή κίνησις
παντός και ^ωμαλέον,
Προς τούτοις κάτω
και
διά τί βλέπεις πάντοτε
εις την γήν, καί ουκ αναβιβάζεις
τά όμματά σου
εις τον ούρανόν ^
γίνε
αυτού, και ή αυξησις και ή έλάττωσις και ή
υγεία και
ή δύναμις αύτοΰ, καϊ πάσα
ή φύσις καϊ οί νόμοι αυτής ύπό την εξου-
σαι όλιγόπιστος, διά τοΰτο φοβείσαι την
σίαν
άσθένειαν
υποτάσσεται καϊ υπακούει· αυτός μεταβάλ
και
την
άδυναμίαν
γίνεσαι
τοΰ θεοΰ είσι, και τά πάντα αύτώ
όλιγόπιστος , και διά τοΰτο ζητείς ύγείαν
λει τά πάντα ώς θέλει· έάν τούτοις πιςώγς^
και δύναμιν ουκ άπά τοΰ παντοκράτορος
τρέχεις άφόβως καϊ προθύμως της νης·ε:'ας
θεού, άλλ' άπο της βρώσεως και πόσεως.
τον δρόμον. Φέρε λοιπόν την πίστιν τοΰ
Έάν βεβαίως πιστεύ>)ς, ότι ό Μωϋσής, νη-
θεοΰ εις τόν
στεύσας τεσσαράκοντα ημερονύκτια εν τω
της άσθενείας άπο της καρδίας σου.
Εξόί. «4, ορει τω Σινα, κατέβη έπειτα άπο τοΰ όρους 18. δυνατές και ισχυρός, καί κατέκαυσε τον
νοΰν σου, ίνα φύγ·/) ό φόβος
Όσοι δέ εισέρχονται
προθύμως εις τά
στάδιον της νηστείας, εκείνοι χρείαν εχουσι
μόσχον τον χρυσοϋν, και κατήλεσεν αύτον
μεγάλης προσοχής, διότι κατ' αυτών μά
εις λεπτά μέρη, καί εσπειρεν αύτον εις το
λιστα
υ, υδωρ· έάν χωρίς δισταγμού πίστευες, δτι ό 90. ». Βα<ά. Ηλίας, φαγών μόνον άρτον, καί πιών μόνον ΰδωρ, έδυνήθη
δυνάμει
της βρώσεως
τοξεύει ό διάβολος τά πεπυρωμένα
αύτοΰ βέλη, σπουδάζων, Γνα τραυματίσει την ψυχήν αύτών, καϊ άναδείξγ} άκαρπον της νηστείας, τόν κόπον.
Αυτός
φυτεύει
εκείνης περιπατήσαι τεσσαράκοντα ημέρας
εις τόν νοΰν αύτών την άπροσεξίαν δθεν
καί τεσσαράκοντα νύκτας, και πορευθήναι
εκείνοι, θαρρΌΰντες εις μόνην την νηστείαν
εως ορούς Χωρήβ· έάν άληθώς πιστεύτης δτι
αυτών, παραβλέπουσι τάς λοιπάς άρετάς·
ό Λανιτ,χ καϊ οί τρεις
έκ τούτου βλέπομεν καί εις τους νηστευτάς.
παίδες, τρώγοντες
Εύαγγελίον της Κυριακής της Τυροφάγου.
<
21 3
αμαρτήματα, τά όποια φθείρουσι της νη
ότι ή νηστεία^ ουκ εστίν εντολή τοΰ θεοΰ,
στείας την χάριν και τον μισθόν εκείνος
ή διά τί μικρόψυχος φοβείται μήπως άσθε-
νηστεύει,
νήση, έκεΐνος άμαρτάνει καί κολάζεται,
αλλά
μάχεται
καΐ
κρισολο-
γεΐται αδίκως μετά τοϋ άδελφοΰ αύτοΰ· ό
πλήν χορτάζει
καν
άλλος πιστεύει, αλλά οργίζεται, και υβρίζει,
κοιλίας αύτοΰ·
όστις δέ νηστεύει,
και δέρρει, και καταθλίβει τον αδύνατον
παραβαίνει τάς λοιπάς έντολάς τοΰ θεοΰ,
ή τοιαύτη νηστεία ουκ εστίν εύάρεστος τω
έκεΐνος ού μόνον ούδεν ωφελείται από της
6εώ· ι Ου ταύτην την ντ,ς-είαν έξελεξάμην ι,
νηστείας αύτοΰ, άλλά στερείται καί από
λέγει
της άπολαύσεως τών βρωμάτων.
ό θεός·
εκείνος
εγκαταλείπει μέν
τήν έπιθυμίαν της αλλά
αλλά κρατεί σφιγκτά της
ΑΣ άρεταί, αγαπητοί μου αδελφοί, είσίν
αδικίας τά χειρόγραφα· Ιχει τόν στόμαχον
αλληλένδετοι, και συνιστώσι μίαν συνεχή
κενόν τροπής, την δέ καρδίαν πλήρη ά-
σειράν.
σπλαγχνίας· α Ου ταύτην την νηστείαν
τά λοιπά μ=ρη γίνονται άχρηστα· εάν λεί-
» εξ ελεξάμην », λέγει ό θεός. Έάν τοιουτο
ψη μία
τρόπως νηστεύης,
ουδέ έάν καμφθη ύπό
αρετών, πάσαι αί λοιπαί άρεταί γίνονται
νηστείας ό τράχηλος σου, ώς
άνωφελ&ΐς· διά τοΰτο δέ ελεγεν ό άδελφό-
τά βρώματα,
της πολλής
Έάν κόψης 8ν μέρος της σειράς,
αρετή από όλης της σειράς τών
κρίκος, ουδέ έάν αντί στρωμνής στρώσης
θβος Ιάκωβος· α Όστις γάρ όλον τόν νό« 1
σάκκον και σποδόν
ί μον τηρήση,
εις την κλίνην σου,
πταίση δέ έν ένί, γέγονβ
ουδέ ούτω γίνεται αρεστή τώ θεώ ή νης·εία
5 πάντων ένοχος ι.
σου· <ς Ούδ* αν κάμψης, λέγει
νηστεύουσιν, ουδέποτε όμως
ό θεός διά
Οί δαίμονες πάντοτε ωφελούνται.
» τοΰ Ήσαΐου, ώς κρίκον τον τράχηλόν σου,
"Οταν
» καί σάκκον και σποδόν ύποςρώση, ούδ' οΰ-
λοιπών αρετών , τότε
» τω καλέσετε νηστείαν δεκτήν ». Έκεΐνος
σαρκός
νηστεύει τό ελαιον καί τόν οΓνον , αλ
νοΰν είς τον ούρανόν, τότε εχει δύναμιν με-
λά
γάλην
καταπίνει τόν κόπον
καί έκροφεΐ τό αΓμα τοΰ ουδέ
τοΰ εργάτου, πτωχοΰ· ούτος
τροφήν, ουδέ ποτόν βάλλει
εις τό
λεόντων
ή νηστεία συνοδεύηται μβτά
τά
πάθν;,
μεταβάλλει
τών
καταδαμάζε:
της
τότε αναβιβάζει τόν
τήν αγριότητα τών
εις ήμερότητα, μάρτυς τούτου ό
προφήτης Δανιήλ·
μεταβάλλει τό πϊρ εις
στόμα αύτοΰ προ της δύσεως τοΰ ηλίου·
δρόσον,
τούτου οί έν Βαβυλώνι
γεμίζει όμως αυτό όλην την ήμέραν κατα-
τρεις παίδες· μεταβάλλει τήν άποφασιςν
κρίσεως
άδολεσχίας·
κήν τοΰ θεοΰ άγανάκτησιν είς άπόφασιν
κενήν βρωμάτων, τόν δέ
ελέους και εύσπλαγχνίας· μαρτυροΰσι τοΰτο
καί άργολογίας καί
εχει την κοιλίαν νοΰν
πεπληρωμένον
ι Ου ταύτην την
πονηρών
λογισμών
νηστείαν έξελεξάμην »,
μάρτυρες
οί Νινεοΐται. Έάν λοιπόν , όταν
νηστεύης,
καθώς
λέγε: ό θεός. Μέγα αληθώς εστι τό δυστύ
νηστεύει τό στόμα σου άπό τών βρωμάτων,
χημα τών τοιούτων νηστευτών .' "Οστις ου
ούτω νηστεύει
νηστεύει,
ψεύδους, άπό της συκοφαντίας , άπό της
η διά τί πεπλανημένος νομίζει
καί ή γλώσσα σου άπό τοΰ
Ομιλία μ,ετά το κατά Ματθαίον
214
καταλαλιάς, και άπά πάσης άλλης αμαρ τίας διά λόγου στεύεις,
γινομένης·
εάν, δταν
νη
στεύσωσι, πάσαν την άγίαν τεσσαρακος·ήν,
καθώς νηστεύει το στόμα σου ά
ταύτην την άληθινήν καί εις τον θδόν εύ-
πο της τροφής, νηστεύωσι και τά δμματά
πρόσδεκτον
σου
τοιουτοτρόπως νηστεύσαντες, φθάσωσι τά
άπο
δσα βλεπόμενα σκανδαλίζουσι
νηστείαν !
Μακάριοι,· δσοι,
την ψυχήν σου , καί ή άκοή σου από τά
άγια καί σωτήρια του Ιησού Χριστού πά
αισχρά
θη ! Μακάριο:, δσοι, διά της τοιαύτης νη
και ρυπαρά
άκούσματα,
και ή.
οιφρησίς σου άπο τά; ήδονικάς όσμάς, και
στείας
πάν τό σώμά σου άπο πάσης
θίίας μεταλήψεως του άχράντου σώματος
σωματικής
καθαρισθέντες,
καταξιωθώσι της
ηδυπαθείας,
καιδλος ό νοϋς σου άπο παν
καί αίματος
τός πονηρού
λογισμού· εάν, δταν νης·εύτ]ς,
Χρις"οϋ ! Μακάριοι, δσοι, περικεκυκλωμένοι
σχίζας τά:χειρόγραφα αδικίας,
τρέφτ)ς
καί έκτείν/ις τάς
σου προς ευεργεσίαν λέγει
των τόκων και της
ένδυες τον γυμνόν, καί
τον πεινώντα.,
χεΐράς
των δεομένων, τότε,
ό προφήτης Ησαΐας, τδ φως . της
άρετης σου
άστράπτει. γλυκύ
καί
λαμ-
του
σωτηρος ημών
νησαι τάν άναστάντα λυτρωτήν ημών καί σωτήρα. Κύριε παντοκράτωρ, την χάριν ταύτην,
τότε ευθύς άνατέλλει
5 λειον άνωθεν εστι,
σοι
τ*?ις ψυχής σου·
τότε ή
ή άφεσις
καί ή ιατρεία δικαιοσύνη σου,
πάντες
πάντες
θέλομβν
επιθυμοϋμεν
τούτο τό μέγιστον δώρον επειδή δέ β πά- 1** *, ϊ σα δόσις
επί
Ιησού
της δόξης του θεού, καταξιωθώσι προσκυ-
πρόν, καθώς τό πρωϊνόν φως του ηλίου·
πασών των αμαρτιών σου
ίΐα. &8,
Μακάριοι εκείνοι οί χριστιανοί, δσοι νη-
άγαθή , καί πάν
δώρημα τέ-
καταβαΐνον άπο σου
ρ τού πατρός τών φώτων »,
σέ παρακα-
λούμεν, καί σε καθικετεύομεν εν τώ ονό
προπορευόμενη ένώπιόν σου, εύθύνει καί ε-
ματι τού μονογενούς σου υίοΰ, τού Κυρίου
ξομαλεΐ τον δρόμον τον φέροντά σε εις τον
ημών Ιησού Χριστού, τού ΰπ*ρ ημών τεσ-
ουρανόν · τότε ή δόξα τού θεού
σαρακονθήμερον νηστεύσαντος ,
περι κύκλοι
καί' τά
την ψυχήν σου· τότε προσεύχεσαι ^ καί ,
ζωηφόρα πάθη ύπομείναντος , καί έν τω
πριν η τέλειωσες την προσευχήν,
σταυρώ την ψυχήν
εισακούει την
ό θεός
δέησίν σου· α Τότε ραγήσε-
αυτού
παραδόντος,
καί έν τώ κενώ μνημείω ταφέντος , καί
» ται πρωιμον το φως σου, και τα ιαμα-
ενδόξως άναστάντος,
καταξίωσον
ήμας
> τά σου ταχύ άνατελεΐ·
καί προπορεύσε-
εύαρέστως διελθεΐν το άγιον της νηστείας
» ται έμπροσθεν σου ή δικαιοσύνη σου, καί
στάδιον, καί έναρέτω; φθάσαι προσκυνησαι
ϊή δόξα του θεού περιστελεΐ σε. Τότε βοήσει,
καί την κοσμοχαρμόσυνον καί σωτήριον ά-
» καί ό θεός εϊσακούσεταί σου· ετι λαλούν-
νάςασιν
» τός σου, έρεΐ, Ιδού πάρειμι ».
τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
Σοι γάρ ή δόξα καί τό κράτος εις
215
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΤΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Α'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ
ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
Λ.ΑΜΠΡλ πανήγυρις σήμερον, ώ αδελφοί ,
πωτάτους εκίνησαν κατά τών άγίων, των
και ένδοξος και σεβάσμιος ήμερα·
σεβομένων τάς ίεράς εικόνας· και οί μεν
σήμερον
ευφραίνονται πάντες οί ορθόδοξοι, βλέποντες
άγιοι
αναστηλωμένων τήν θεανδρικήν εικόνα του
λατρεύομεν τάς εικόνας ώς θεούς , άλλά ,
σωτήρος
ήμών Ίησοϋ Χρίστου, και της
βλέποντες αύτάς, άναβιβάζομεν τόν νουν
παναγίας αύτοϋ μητρός, και πάντων των
ημών εις τά αρχέτυπα, και κατανυγόμενοι
αγίων. Έξ άποςολικής βεβαίας παραδόσεως
τήν καρδίαν ς-ηριζόμεθα εις τήν εις Χριςάν
εστόλιζον οί ορθόδοξοι χριστιανοί τάς τοϋ
πίστιν, τη7- δε αποστολική" παραδόσει άκο-
Χριστοϋ εκκλησίας δια των άγίων εικόνων,
λουθοϋντες, σεβόμεθα αύτάς, καί άσπαζό-
ού θεοποιοΰντες, ουδέ λατρεύοντες αύτάς ,
μεθα, καϊ σχετικώς προσκυνοϋμεν οί δέ
άλλά δί αύτών άναβιβάζοντες τον νουν εις
αιρετικοί οί άσπλαγχνοι, ταύτα άκούοντες,
τά εικονιζόμενα, καί προσκυνοϋντες καί
έδερρον αύτούς άνελεήμονα, εσυρον εις τάς
άσπαζόμενοι αύτάς διά τον πόθον και τήν
πλατείας, έκοπτον τάς τούτων γλώσσας ,
άγάπην των πρωτοτύπων· των δε αιρετι
κατέκλειον αύτούς εις τάς φυλακάς, θανά*·
κών ή υπερηφάνεια και ή κακία ού μόνον
τω άσχήμονι αύτούς κατεδίκαζον.
έσυκοφάντησε της
κράτησε δέ ό σκληρός ούτος διωγμός από
εκκλησίας
τον άγιον
άνδρες εβόων, λέγοντες, Ήμεΐς ού
Επε
σκοπόν, ειπούσα, δτι λατρεύει τάς εικόνας,
τών χρόνων Λέοντος
καθώς οί είδωλολάτραι τά εΓδωλα, άλλ'.ε-
πρώτου είκονομάχαυ εως τών χρόνων Θεο
τόλμησβ και έπραξε κατά των άγίων εικό
φίλου του εσχάτου, ήγουν ετη εκατόν και
νων έργον, το όποιον ουδέ κατά τοϋ μορ
επέκεινα. Τότε δέ, τουτέστι μετά τόν τοϋ
φώματος ένός .επιγείου .βασιλέως, ή ένός
Θεοφίλου θάνατον, ό ζήλος της εύσεβεςάτης
ήγεμόνος και άρχοντος ουδείς ποτε επρα-
και άγίας αύτοϋ γυναικός, Θεοδώρας της
ξεν ίσχισαν οί δυσσεβεΐς, ίκαυσαν, παντι
βασιλίδος, ές-ερέωσε τήν όρθοδοξίαν
τρόπω κατεφρόνησαν τάς άγίας εικόνας ,
δτε παρεστάθη ενώπιον αυτής ό έν άγίοις
και εγύμνωσαν από του στολισμού αύτών
Μεθόδιος ό πατριάρχης, και οί όμολογηταί
τάς εκκλησίας· έπειτα καί διωγμούς χαλε-
και άσκηταί , παρα καλούντες αύτήν ίνα
τοϋ Ίσαύρου, του
αύτή,
Ερμηνεία
216
ε!ς το κατά
Ιωάννων
αναστήλωση τάς αγίας
εικόνας, 'πρώτον
θοδοξίαν
μέν ήσπάσθ/) παρρησία
την
της
τους ταύτην άθετήσαντας· προβάλλει δέ
ύπεραγίας Θεοτόκου, έκβοήσασα ενώπιον
και το άναγνωσθεν εύαγγέλιον, ώς περιέχον
πάντων
τό
εικόνα
ταΰτα τα άγια λόγια, α ΕΓτις
ϊ ταύτας ού προσκυνεί,
και
ασπάζεται
τής
πίστεως, αναθεματίζει
παράδειγμα
της
δέ
ορθής πίστεως τοϋ
Φιλίππου, καΐ τής σωτηρίου ομολογίας του
3) σχετικώς, ού λατρευτικώς, ούχ ως θεούς,
Ναθαναήλ.
ϊ άλλ' ώς
αρχετύπων , διά τον
διερμηνεΰσαι τά άναγνωσθέντα εύαγγελικά
» πόθον, εΓη το άνάθεμα ϊ* έπειτα μετά
λόγια, ύμεΐς* δέ προσηλώσατε τήν προσοχήν
παντός τοΰ ιερατείου, και τών άγίων α
του
σκητών , και όμολογητών,
ύμΐν τόν ^καρπόν τής σωτηρίας.
εικόνας
και παντός
νοός
Και ,ήμεΐς μέν
υμών, ινα
σπουδάσομεν
καρποφορήσωσιν εν
του ορθοδόξου λαοΰ ένήστευσε και ήγρύπνηΤω καφω
έκείνω
ήθελησεν δ
σεν δλην την πρώτην της άγιας τεσσαρα κοστής εβδομάδα, καΐ έζήτησεν αύτη τε
Ιησούς εξελθεΤν εις τήν Γαλιλαίαν"
και δλον τών χριστιανών το πλήθος την
καί
συγχώρησιν
αύτω' Ακολουθεί μοί.
τοϋ ανδρός
αυτής Θεοφίλου·
ευρίσκει Φίλίππον ,
ταύτην δέ έλαβε διά την πίστιν και τά
λιππος άπΌ Βηθσαΐδά,
δάκρυα αυτής, και τών ιερέων τάς δεήσεις-
λεως
μετά δέ τοϋτο
και λέγβΰ
Ην δέ Ό Φί έκ τής πό
Ανδρέου καί Πέτρου.
έλιτάνευσαν αύτη και ό
υίος αυτής ό Μιχαήλ ό αύτοκράτωρ, και οί
Ουδέ ή ελευσις τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ εις
ιερωμένοι, και πάς ό λαός, βαστάζοντες
τήν Γαλιλαίαν ουδέ ή παρουσία τοΰ Φι
τον τίμιον ςαυρόν , και τά άγια ευαγγέλια,
λίππου έκεΐ ήσαν
και τάς σεβάσμιας εικόνας, και κράζοντες
κατά τύχην συμβάντα, αλλά κατά θείαν
το Κύριε, έλέ/,σον
πρόγνωσιν και οΐκονομίαν γεγενημενα.
τήν θείαν δέ έκτελέ-
έργα άπρονόητα
και
Ό
τάς
μέν Ίησοΰς Χριστός, προειδώς, ώς καρδιο-
δί αύτών β~όλισαν
γνώστης [θεός, τήν διάθεσιν τοΰ Φιλίππου
τήν Χριστοΰ εκκλησίαν. Τότε δέ ό ιεράς
πρός τήν ύποδοχήν τής πίστεως, εύδόκησεν
Μεθόδιος και οί άγιοι όμολογηταϊ ώρισαν,
έλθεΐν εις τήν Γαλιλαίαν κατ' έκείνην τήν
Γνα κατά πάν έτος, ε'ν τη"
ώραν, έν Ί) ευρέθη εκεί ό Φίλιππος , ίνα
σαντε;
λειτουργίαν ,
αγίας εικόνας ,
και
άνεστήλωσαν
κυριακη~ τής
πρώτης τών νηστειών εβδομάδος, τελήται
προσκαλέσ/] και συντάξη αύτόν
τούτου του άγίου έργου ή άνάμνησις, Γνα
αριθμόν τών μαθητών αύτοΰ , έφελκύση δέ
μή πάλιν
δί αύτοΰ είς τήν πίστιν και τόν άξιον τής
ό σατανάς, πλανήσας τινάς ,
κατακρτ,μνίσ?3
εις τής εικονομαχίας τήν
πίστεως
Ναθαναήλ·
είς τόν
ό δέ Φίλιππος, ό έκ
αΓρεσιν. Ταύτην ούν τήν ενδοξον άνάμνησιν
τής Βηθσαϊδά καταγόμενος, τής πατρίδος
και σωτήριον χαράν έορτάζουσα σήμερον ή
Ανδρέου καϊ Πέτρου, κατ' οίκονομίαν θεοΟ
ορθόδοξος τοΰ Χριστοΰ εκκλησία, μακαρίζει
ευρέθη τότε εν τή Γαλιλαία. Θαυμαστός
μεν
δε έστι και ό τρόπος, δΐ ού ό Ίησοΰς Χρι
δσους
ερύλαξαν
άμώμητον τήν ορ-
Εύαγγέλίον της Χ. Κυριακής των Νηστειών. 217 στός εκάλεσε τον Φίλιππον, κα'ι ή τελεία
τήσαμεν «Ορών δέ, επιχειρεί έλκυσαι αυτόν
προς τον Ίησοΰν Χριστον υπακοή του Φι
εις τήν εις Χριστον πίστιν διά της μαρτυ
λίππου· ενα μόνον λόγον είπε προς αυτών
ρίας τοΰ Μωϋσέως
ό Ίησοΰς α Ακολουθεί μοι », αυτός δε, ευθύς
γραμμένης και διά τών προφητικών λόγων.
καταλιπών τά πάντα, ήκολοΰθησεν αύτω.
Έκ τούτου δέ μανθάνομεν, δτι ό Φίλιππος
Ώς φαίνεται, ή δεδιδαγμένος .ην πρότερον ό
πεπαιδευμένος ην εις τά τοΰ νόμου διδάγ
Φίλιππος τά περι τοΰ Ίησοΰ Χρίστου ΰπά
ματα
Ανδρέου καί Πέτρου των συμπολιτών αυ
Είπε δέ προς τον Ναθαναήλ οΰχι εΰρηκα ,
τού, ή δραστική χάρις τοΰ λόγου του Ίη
άλλ' « Εύρήκαμεν 5,
σοΰ Χριστού ή και τά δυο ταϋτα θαυμα-
πάντων ό Χριστός έσαρκώθη, καϊ δτι οΐ
σίως
εις
ενήργησαν εις „την
άγαθήν
αύτοΰ
της
εν τω νόμω γε-
καϊ εις τά τών προφητών βιβλία.
αυτόν
Γνα δείξγ), δτι υπέρ
πιστεύοντες, άγαπώντες
τον
προαίρεσιν. Ποσάκις δε ό Χριστός προσκα
πλησίον ώς έαυτούς, κοινά καϊ ούχϊ Γδιχ
λεί κα'ι ημάς ομοίως διά της φωνής τοΰ
λογίζονται πάντα τά αγαθά. Και ονομάζει
ευαγγελίου, ίνα, αφέντες τήν ματαιότητα,
μεν τον Ίησοΰν Χριστάν υίόν τοΰ Ιωσήφ,
άκολουθήσωμεν αύτω,
ή επειδή οΰτως οί πολλοί αυτόν και ένόμι -
ήμεϊς
δε ουδόλως
ύπακούομεν εις τό δεσποτικών αύτοΰ κάλε
ζον
σμα, άλλά μένομεν στέρεοι και ασάλευτοι
αυτός ουκ εγίνωσκεν ακριβώς, δτι ό Ίη-
βίς της σαρκός ημών τά θελήματα } Ότι
σοΰς
δε
άλλ' υίός τοΰ θεοΰ.
ό Φίλιππος ου μόνον ήκολούθησε τώ
και ώνόμαζον, ή επειδή τότε
κα'ι
Χριστός ουκ ην υίός τοΰ Ιωσήφ , Επιγράφει δέ αύτω
Χριστώ εΰθΰς μετά τό κάλεσμα, άλλά και
πατρίδα τήν Ναζαρέτ, ή επειδή ουκ εγί- μχτ. ι,
πολύν ζήλον έδειξε καϊ προθυμίαν μεγάλην
νωσκεν, δτι έν Βηθλεέμ εγεννήθη, ή επειδή α™*. *,
Γνα καϊ άλλοι άκολουθήσωσιν ^αύτώ, φανε-
εν τη" Ναζαρέτ άνετράφη· όθεν καϊ Ναζω- ΜίΡκ· ···
ρόν εστίν εκ τών έξης τοΰ εύαγγελιστοΰ
ράϊος, καϊ Ναζαρηνός ώνομάσθη. 'Λκούσας
λόγων
δέ ό Ναθαναήλ τό όνομα της Ναζαρέτ, και
16·
άπορήσας, ήρώτησε τόν Φίλιππον ι»*, ι,
Ευρίσκει
Φίλιππος
ναήλ, καί λεγεί αύτω*
τον
Ναθα
Ον έγραψε Καί είπεν αύτω Ναθαναήλ" Εκ ι·«.ι,
Μωϋσής εν τω νόμω καί ο! προφήΝαζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι $ ται,
εύρήκαμεν Ιησούν,
τον υ?ον Λε'γεί αύτω Φίλιππος*
τοΰ
Ερχου καί
Ιωσήφ τον άπο Ναζαρέτ. "δε. Άκούεις προθυμίαν και ζήλον } Ευρί Επειδή ή Ναζαρέτ είχε κακήν φήμην,
σκει, λέγει 6
ευαγγελιστής, ό Φίλιππος καθότι πολλοί εθνικοί έν αύτνί κατώκουν ,
τον Ναθαναήλ, Γνα νοήσωμεν, δτι έζήτησεν ή επειδή ό Χριστός έμελλε γεννηθήναι έν αυτόν
προθύμως, διότι
και ήμεΐς
τότε Βηθλεέμ
κατά τάς τών προφητών
λέγομεν τό εύρήκαμεν, όταν πρότερον εζηπρορρήσεις, διά τοΰτο ό Ναθαναήλ, άκού(ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'.) 28
2*8 σας,
δτι
ό
Χρίστος
κατάγεται εκ της
Ναζαρέτ, έξηπόρησεν δμως ουδέ
τον Ναθαναήλ,
ϊ Έρχου και ίδε 5. Ό δέ
Ναθαναήλ,
ήκουσε ταύτα,
ήπίς"η-
ώς
σπευσας
σεν, ούδε ήλεγξε τον Φίλιππον ώς ψευδό-
ήλθε προς τον Ίησούν ΧριςΌν.
μενον ή ώς άπατηθέντα , αλλά, θέλων μαθεΐν τήν άλήθειαν και πληροφορηθώ, τήν άλήθειαν και πληροφορηοηναι, τη η , ' . I Συ μέν, ώ Φίλιππε, λέγεις οτι ο είπε· ^ ' Λ , Χριστός, ό εν τη" Ναζαρέτ γεννηθείς, εστίν
ψ > ο Ιησοΰς τον Ναθαναήλ α!«*«». 1," 48. , , , . έρνόα,ενον προς αυτόν, και λέγει ΙΆ <~ γ β 'τ^^ί ΊΓΡο αύτοΰ' αυτού (δε αληθώς αλτιοωζ Ισραηλί Ισραηλίπερί ιδε
αύτός ό υπό του νόμου και των προφητών προκηρυχθείς· άλλ' αρά γε δύναται ή κακό
.
Τ ^δεν
της, εν ω δόλος ουκ εστίν. Ιδού τί βλέπει ό Ναθαναήλ
έλθών
φημος Ναζαρέτ βλαστήσαί τι καλόν } δ Έκ
προς τον Ίησούν Χριστόν βλέπει καρδιο-
» Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν
γνώστην ,
δστις
Επειδή δέ ήκουσεν ό Φίλιππος, δτι τό
κρυφα της
καρδίας αύτού· α Ίδε αληθώς
πρώτον αύτού επιχείρημα απορίαν προεξε-
Β Ισραηλίτης ,
νησεν εις τον
β^π^
είναι
Ναθαναήλ, προβάλλει ει'ς
άνεκάλυψε
εν ώ
ε?πεν
5
δόλος
Κύριος,
τά
ούκ
από
«. έστι ί.
δταν ειδε
τον
αυτόν άλλο πολλώ ίσχυρότερον « Έρχου,
Ναθαναήλ έρχόμενον προς αύτόν, βλεπ*
» λέγει, και Γδε
άνθρωπον έχοντα πίστιν δρθήν, νουν άφιε-
»
τόν Ίησούν Χριστόν
τούτο άρκεΐ σοι, Γνα πιστεύσης βγω ειπόν σοι.
εις δσα
Άλλα πόθεν ό Φίλιππος
πεπληροφορημένος, δτι,
εάν μόνον έλθη ό
ρωμένον
εις τόν θεόν και καρδίαν άδολον
και καθαράν. Καν δέ τοιούτον μέγαν επαινον ήκουσεν ό Ναθαναήλ, δμως
Ναθαναήλ , και ίδνΓ τόν ΊησοΟν Χριστόν ,
εχαυνώθη, καθώς
πιστεύει εις αυτόν }
τούς
Τοσαύτην χάριν και
δύναμιν ειχεν ό λόγος του Ίησοΰ Χριστού , ώστε,
πολλοί,
ουδόλως
δταν άκούωσι
περι αυτών επαίνους· ό έπαινος ούκ
Κυρίου ημών
εξενεύρισε τόν τόνον της ψυχής αύτοΰ,
δταν ηνοιγε το
άχλά ^ ακριβείας περιειργάζετο, μαθεϊν
στόμα αυτού και έλάλει, έπειθε και έφειλκε
θέλων, εάν άληθώς ό μετ' αύτου λαλών Ιη
προς αυτόν πάντας
σούς ήν ό προσδοκώμενος Χριστός.
Α»* 4, αυτόν πίστεως·
α
τούς
άξιους της εις
Και πάντες, λέγει ό
» ευαγγελιστής Λουκάς, έμαρτύρουν αύτώ,
Λέγει
αύτω Ναθαναήλ*
ϊ και εθαύμαζον έπι τοις λόγοις της χάρι-
με γινώσκείς $
ϊ τος,
καί είπεν
τοις έκπορευομένοις έκ τού ς·όματος
ϊ αύτού ». Τούτο εμπράκτως έγνώρισεν ό
Πόθεν «
Απεκρίθη 6 Ιησούς
αύτώ'
Προ του σε Φί
λιππον φωνήσαί, όντα ύπο τήν συ-
Φίλιππος· διότι, Ενα μόνον λόγον άκουσας κήν,
είδόν σεΛ
από τού Ιησού Χριστού, ήγουν το ι ΆκοΌ
μέν Ναθαναήλ έρωτα τον Ίησουν
ϊ λούθει μοι ί, έθέλχθη υπό τού θείου έρω Χριστόν ώς άνθρωπον Πόθεν, λέγει, γιτος, και επίστευσε, και τά πάντα καταλινώσκεις,
δτι
εΐμι
άληθώς
Ισραηλίτης ^
πών, ήκολούθησεν αύτώ. Ταυτην ουν εχων πόθεν γνωρίζεις, δτι ούκ εχω δόλον εν τη τήν πίστιν και τήν πεποίθησιν, είπε προς
Ευαγγελ ίον της Α. Κυριακής τών Νηστειών.
219
καρδία μου:, ειδές μβ άλλοτε } η ήκουσας
ί Ίωνά, δτι σάρξ και αΓμα ούκ απεκάλυψε
περι βμοΰ } « Πόθεν με γινώσκεις ϊ } Ό δε
5 σοι, άλλ' ό πατήρ μου ό έν τοΐς ούρανοΐς »·
Ίησοΰς Χριστός αποκρίνεται προς αύτον
περι δέ τοΰ Ναθαναήλ ούδέν τοιοΰτον ει-
ούχ ώς άνθρωπος, άλλ' ώς θεός· Πρίν, λέγει,
πεν, δτε
νΐ ό Φίλιππος προσκαλέστ) σε, ύποκάτω
Ποιον δε αρά γε
της συκής, εγώ σε είδον, καί σε έγνώρισα.
Πέτρου ομολογία ην τελεία, ή δε τοΰ Να
Επειδή δε ό Ναθαναήλ πεπληροφορημένος
θαναήλ ατελής· και οί δύο ώμολόγησαν, ότι
ή ν, ότι, δτε ό Φίλιππος εύρεν αύτον ύπο
ό Χριστός εστίν υίός τοΰ θεοΰ· άλλ' ό Να
κάτω της συκής, ουδείς άλλος ην εκεΐ, κα
θαναήλ, συνάψας τό « Σύ εΓ ό βασιλεύς τοΰ
δτι
5 Ισραήλ ·,
κατά μόνας αύτοι οί δύο ελάλησαν,
ήκουσε τήν όμολογίαν
αύτοΰ.
τό αίτιον } Ή μέν τοΰ
έσμίκρυνε της ομολογίας τό
ό
μέγεθος· διότι ό Χριστός, ό τοΰ θεοΰ υίός ,
Φίλιππος εφανέρωσε τά περι αύτοΰ εις τον
ούκ εστι μόνου του Ισραήλ βασιλεύς, αλλά
Ίησοΰν, καθότι τον
πάσης της οικουμένης, καί πάντων τών
ουδόλως
δε έδυνήθη ύποπτεΰσαι ,
δτι
περί αύτοΰ επαινον
έξεφώνησεν ό Ίησοΰς, δτε είδεν αύτον ερχό
ορατών
μενον, ήγουν πρίν ή αύτός τ ε και ό Φίλιπ
τοϋτο ουν έμακάρισεν ό Κύριος τον Πέτρον,
πος ελθωσι προς αύτόν διά τοϋτο, εκπλα
και έβεβαίωσε τήν όμολογίαν αύτοΰ, ειπών,
γείς επί τη" προορατικη" και κρυφιογνωςΊκη"
α Καί έπι ταύτη τη πέτρα ί, ήγουν τη Α*,
δυνάμει του Κυρίου Ίησοΰ, επίστευσεν, δτι
ομολογία, ήν ώμολόγησας, ειπών, α Σύ ε? ό «6τΛ'·
αύτός Ιςιν ό Χριστός· δθβν και άπεκρίθη
3) Χριστός ό υίός τοΰ θεοΰ τοΰ ζώντος ,
λέγων,
» οικοδομήσω μου τήν εκκλησίαν ι· εις δέ
καί
αοράτων
κτισμάτων. Διά
τήν ατελή του Ναθαναήλ όμολογίαν προσέι„άν. 4|
Απεκρίθη Ναθαναήλ, καί λέγεί θετο τά έξης λόγια· ■
50'
αύτώ' Ραββί, συ εΙ ό υίδς του θεοΰ, σύ εΙ ό βασιλεύς τοΰ Ισραήλ. Ό μεν Πέτρος ήκουσε πρώτον πολλάκις
Απεκρίθη αυτω*
ό Ιησούς
καί εΐπεν "·<*». ι,
Οτί ειπον σοί, είδον σε ύπο
τήν ούράνιον διδασκαλίαν τοΰ Ίησοΰ Χρι-
κάτω της συκής, πίστεύείς $
στοΰ, και είδε πρώτον τά εξαίσια αύτοΰ
τούτων όψεί.
θαύματα,
μήν άμήν λέγω ύμΤν,
έπειτα ώμολόγησεν, δτι αύτός
έστιν ό υιός τοΰ θεοΰ·
ό δε Ναθαναήλ ούδέ
μείζω
Καί λέγεί αύτω*
ψεσθε τον ούρανον
άπ
άρτί
άνεωγότα,
Αδκαί
τάς πολλάς διδασκαλίας, τοΰ Ίησοΰ Χρις·οΰ τούς αγγέλους τοΰ θεοΰ
άναβαίνον-
άκούσας, ούδέ τά θαύματα αύτοΰ ΐδών , τας και καταβαίνοντας
έπι τΌν υ:ον
ώμολόγησεν ομοίως, δτι ό Ίησοΰς Χριστός τοΰ άνθρωπου. εστίν ό υιός τοΰ θεοΰ· και όμως τον μέν Πέτρον έμακάρισεν ό θεάνθρωπος, και είπε ν, δτι
ό θεός και πατήρ άπεκάλυψεν αύτώ'
Μχτ. ι6, τήν όμολογίαν « Μακάριος εί, Σίμων Βάρ
Σύ, λέγει, πιστεύεις εις εγνώρισας,
ότι
έμέ,
επειδή
είμι κρυφιογνώστης·
σύ
έπίστευσας εις εμέ, επειδή ειπόν σοι, δτι, 28*
«·
Ερμηνεία εις το κατά Ίωάννην
2:20
και μη παρών, ειδόν σε ύποκάτω της συ-
τους άγγέλους, οίτινες μετά την νηστειαν
κτίς, πριν ή καλέση σε ό Φίλιππος· όμως
και .την κατά τοΰ διαβόλου νίκην αύτοΰ
άπο του νυν καϊ εις το ίξϋς πολλω μείζονα
2 προσήλθον
α είδες, μέλλεις είδεΐν,
και Μ·τ. «. ιΐ. τον άγγελον, τον εις τον καιρόν τοΰ πάθους
καί επομένως πολλω τελειοτέρα εσεται ή
αύτοΰ κατελθόντα άπ' ούρανοΰ, και ενισχύ- Αουχ.^Μ,
προς εμέ πίςις σου. Σύ μεν λέγεις, ότι ειμί
οντα αυτόν, και τους άγγέλους, ους είδεν
βασιλεύς τοϋ Ισραήλ, μετά δέ ταΰτα, δταν
ή Μαρία δ εν λευκοΐς καθεζομένους,
φανη ό ουρανός άνεωγμένος, καί οί άγγελοι
» προς τη" κεφαλή, και ενα προς τοις ποσίν,
του
» όπου
τούτων των έργων,
θεοΰ άναβαίνοντες καϊ καταβαίνοντες
καϊ
διηκόνουν αύτώ »,
2να1«Λ. 2ο;
εκείτο τό σώμα αύτοΰ 8, και τους
προς ύπηρεσίαν μου, τότε κατανοήσουσιν
δύο άγγέλους τους φανέντας εν τω βρει τοΰ
οί άνθρωποι, δτι ού μόνον τοϋ Ισραήλ, αλλά
Έλαιώνος «εν εσθήτιλευκη*"», δτε άνελήφθη πράξ. ι,
και
εις τον ούρανόν.
πάσης της
κτίσεως είμι
βασιλεύς.
Ταΰτα δέ εΓπεν ό θεάνθρωπος, σημαίνων
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Ωφέλιμα
καϊ σωτήριά εΐσι
Α'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
πάντα τά
δίζει ήμας άπο πάσης αμαρτίας·
ή προς
λόγια τοΰ σημερινοΰ ευαγγελίου· ούτος ό
τον θεόν έλπίς ου μόνον στηρίζει ήμας εις
μως ό λόγος τοΰ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χρι-
τήν έργασίαν των θείων αύτοΰ εντολών,
ι, στοΰ
4 Προ τοΰ σε Φίλιππον
δντα ΰπο την συκήν, ειδόν σε »
φωνήσαι, πολλήν
κα\ μεγάλην ώφέλειαν προξενεί εις πάντας τούς πιστούς. Ούτος ό λόγος
άλλά
καϊ παραμυθίαν
μεγάλην φέρει εις
τήν καρδίαν ημών εν πάσαις τάΐς θλιβεράΐς της παρούσης ζωής περιστάσεσιν.
είλκυσβ μεν
Ό θεός, άπειρον εχων τήν ούσίαν, εστί
τότβ τον Ναθαναήλ εις την πίστίν τοΰ
πανταχοΰ παρών, καϊ τά πάντα πληρών
Χρίστου,
α Ποΰ πορευθώ
&χρι
εις δε τούς πιστούς
εμφυτεύε»
της σήμερον δύο μεγάλας άρετάς,
ήγουν τόν φόβον τοΰ θεου, καϊ
την προς
τόν θεον ελπίδα. Ό φόβος τοΰ θεοΰ εμπο
άπο τοΰ πνεύματος σου,
ί ελεγεν ό άγιος προφήτης Δαβίδ, και άπο » τοΰ προσώπου σου ποΰ φύγω } 'Εάν άναβώ > εις τόν ούρανόν, σύ εκεί ει, εάν καταβώ
^,··
Εύαγγελίοντής Α*. Κυριακής των Νηστειών. » εις τον Λδην, πάρει·
έάν αναλάβω τάς
που β Πρό τοΰ σε Φίλιππον φωνήσαι, δντα ,<***^ *»
ν πτέρυγας μου κατ' όρθρον, καϊ κατασκη-
2 υπό τήν,συκήν, ειδόν σε ι, καϊ διακρίνει τήν
) νώσω βίς τά έσχατα της θαλάσσης, και
εύσέβειαν τοΰ νοός, καϊ τήν καθαρότητα της
» γάρ εκβϊ ή χείρ σου οδηγήσει με, και κα-
καρδίας τοΰ Ναθαναήλ· α Ίδε, λέγει, άλη-
3) θέξει με ή δεξιά σου κ. Τοΰτο τό μυστή-
5 θώς Ισραηλίτης, εν ω δόλος ούκ εστίν 9.
ριον δ νοϋς του ανθρώπου, διά την στενό
Έκ τούτου τί μανθάνομεν ήμεις ^ έκ
τητα αύτοΰ, ου χωρεί, σκιωδώς όμως και
τούτου εγώ μανθάνω, δτι δ θεός εστίν ενώ
ατελώς κατανοοΰμεν αυτό, βλέποντες τον
πιον μου διά παντός, καϊ βλέπει πάσαν
ήλιον,
πράξίν μου,
καϊ παρατηροϋντες τον αέρα. Ό
καϊ ακούει πάντα τά λόγιά
ήλιος και ό αήρ είσι δυο κτίσματα τοΰ θεοΰ
μου, καϊ ζυγοστατεΐ πάσαν επιθυμίαν της
ύλικά, πεπερασμένα, άψυχα· όμως ό ήλιος
καρδίας μου, και εξερευνά πάντα λεπτόν
τήν μεν ήμέραν έφαπλοΐ τάς ακτίνας αύ
καϊ άπόκρυφον λογισμόν τοΰ νοός μου. Ό
τοΰ, καΐ φωτίζει δλον τδ §ν ήμισφαίριον
πατριάρχης Ιακώβ, δταν ενόησεν, ότι δ
της γης, τήν δέ νύκτα δλον τό έτερον ήμι
θεός παρεστάθη ενώπιον αύτοΰ, τόσον έτρδ-
σφαίριον αυτής, βλέπει δέ δ καθείς επίσης
μαξεν, ώστε μετά φόβου πολλού έβόησεν
καΐ τάς άκτΐνας, και δλον τον ήλιον ό αήρ
« Ώς φοβερός δ τόπος ούτος ·· τόν Μανωέ Τη:**'
πληροί δλην τήν άτμοσφαΐραν, και περι
τόσος φόβος
λαμβάνει δλην τήν
ένόμισεν, ότι
γήν, και ευρίσκεται
καϊ τρόμος περιέλαβεν, δτε ό
θεός παρεστάθη ενώπιον
εις πάντα τά μέρη αυτής· ούκ εστι δε μέ
αύτοΰ, ώστε άπεφάσισεν, δτι άποθνήσκει
ρος γης, ουδέ τόπος, έν ω ούκ εστίν αήρ.
καϊ αυτός και ή γυνή αύτοΰ· « Θανάτω κ,,,τ. ι»,
Βλέπε δε τήν διαφοράν
ί άποθανούμεθα, έλεγε πρός αυτήν, δτι θεόν
των κτισμάτων
καϊ τοΰ κτίςου· ουδέ δ ήλιος, ουδέ δάήρέςιν
ι ει δομίν ί ·
όλος πανταχοΰ, ουδέ δλος εν παντϊ μέρει·
τήν δπτασίαν τήν μεγάλην , έξέλιπον αί
δπου δέ είσιν, εκεΐ και περιορίζονται· ό θεός
δυνάμεις αύτοΰ ,
ές-ιν δλος εις τον σύμπαντα κόσμον, και δλος
καν δε ενίσχυσεν αυτόν δ άγγελος, ειπών
βν παντϊ μέρει τοΰ κόσμου, μηδόλως μηδέ
πρός αυτόν, « Μή φοβοΰ Δανιήλ ι, και πα- ^α*. ι β,
υπό του όλου κόσμου, μηδέ ύπδ των μ=ρών
λιν, « Μή φοβοΰ
αύτοΰ περιλαμβανόμενος. Ό ήλιος καΐ δ αήρ
από
ούδέ βλέπουσιν, ουδέ άκούουσιν
εντόσθια αύτοΰ. 'Εάν ουν αυτοί, άνθρωποι
ουδέ δια-
τοΰ
ό προφήτης Δανιήλ, δτε είδε
καϊ επεσεν εις τήν γήν
άνήρ επιθυμιών », δμως
φόβου αύτοΰ
εστράφησαν
καϊ δίκαιοι, τόσον
τά
κρίνουσιν δ θεός βλέπει και τά απόκρυφα,
δντες άγιοι
έφοβήθ/;-
ακούει καϊ τά μήπω έκφωνηθέντα λόγια,
σαν,
διακρίνει καϊ τά νοήματα· ό Φίλιππος λα
ρέστη ενώπιον αυτών,
λεί μετά τοΰ Ναθαναήλ κατά μόνας ύπο-
φόβος καϊ τρόμος πρέπ·ι νά περιλαμβάνη
κάτω της συκής· ό θεός, και πριν ή άνοιξη
τήν ψυχήν και τήν καρδίαν έμοΰ τοΰ ά-
τό στόμα αύτοΰ ό Φίλιππος, βλέπει τον
μαρτωλοΰ, δταν συλλογίζωμαι,
Ναθαναήλ, καϊ ακούει τά λόγια τοΰ Φιλίπ
παρίσταται ενώπιον μου ^ Όστις έχει πάν-
δταν έσυλλογίσθησαν, δτι δ θεός πα πόσος
καϊ ποιος
δτι ό θεός
222
Ομιλία
τοτε τούτον
τον
μετά το κατά *Ιωάννην
λογισμόν εις τον
νουν
δλος ό ούρανός άλλοιοΰται, εάν έπιτιμήση·
αύτοΰ, εκείνος βέβαια ουδέ ποτε άμαρτά-
α Στύλοι ούρανοΰ
νει, διότι πρώτον φεύγει άφ' ημών δ φόβος
» στησαν από της έπιτιμήσεως
του θεοΰ, έπειτα άμαρτάνομεν διά τούτο
όλη ή γή τρέμει, έάν επίβλεψη εις αύτήν·
ό μεν προφητάναξ έλεγε περί των άμαρτα-
πάντα τά όρη μεταβάλλονται εις καπνόν,
ν«λ. 18, νόντων,
« Ο ύκ εστι φόβος θεοΰ άπεναντ
9 των οφθαλμών αύτών »· ό δέ άγιος ληςτής ΑούΛ,^ϊ, ήλεγχε τον πονηρόν ληστήν λέγων, « Ού-
έάν θελήση·
έπετάσθησαν , και έξέ- ι«β. 3β.
ί Ό επιβλέπων
» και ποιών αύτήν » τών
ορέων
Τίς ποτε τολμά νά καταφρόνεση τους
επι τήν γήν ^ίλ. ι οι, ό άπτόμενος
βασιλέα, όταν προστάζη
τά ασεβή και άνομα, προστρέχει; εις τον
νόμους του βασιλέως, ή νά πράξη μικράν
θεόν,
άταξίαν
διαφυλάξαι σε από της βασιλικής τιμωρίας·
έμπροσθεν τών οφθαλμών αύτοΰ ·Ί
* *
και καπνίζονται 2. Έάν
παροργίσης τον
» δε φοβη συ τον θεόν 5 :,
τρέμειν,
αύτοΰ »·
όστις,
παντοδύναμος ών,
δύναται
διά τί καθείς ισταται ενώπιον τοϋ επιγείου
« ΈςΊ γάρ θεός ημών, ελεγον οί τρεις παϊ- Δαν> χ
βασιλέως μετά τοσαύτης
» δες προς τον Ναβουχοδονόσορ,
συστολής, προ
σοχής, ευταξίας και ευλάβειας εστι φανερόν
διότι
Τό διά τί
φοβείται τήν όργήν
εν ούρα-
» νοΐς, ω ήμεΐς λατρεύομεν, δυνατός έξελέ» σθαι ημάς
έκ της καμίνου τοΰ πυρός
και την τιμωρίαν του παρισταμένου βασι
» της καιομένης,
λέως. Έάν ουν, συλλογιζόμενος την τιμω
βασιλεΰ, ρύσεται ήμάς· » έάν δέ παροργί
ρίαν του
σης τόν θεόν, καταφρονών τούς νόμους αύ
επιγείου
βασιλέως, ου τολμάς
καϊ έκ τών χειρών σου,
ούδέ μικράν άταξίαν πράξαι ενώπιον αυτού,
τοΰ, ποΰ
πόσω μάλλον, έάν συλλογίζησαι την τιμω-
τρώσαί σε
ίαν του επουρανίου βασιλέως και θεοΰ, ού
χειρών } τίς δύναται είπεΐν αύτω,
τολμήσεις πράξαι την άνομίαν
και την
άμαρτίαν έμπροσθεν εις τά όμματα αύτοΰ:, Την μέν τιμωρίαν
τοΰ επιγείου βασιλέως
προστρέχεις^ τίς δύναται λυεκ τών παντοδυνάμων αύτοΰ διά τ£
παιδεύεις αύτόν τόν άνθρωπον } ούδβις ού δέ τών έπι γης ανθρώπων, ούδέ τών εν ούρανοΐς αγγέλων « Ούκ εστι, λέγει ό προφή- ^
ίσως δυνηθης νά άποφύγης, επειδή ή δύνα-
» της Δανιήλ, 8ς άντιποιήσεται
μις και ή εξουσία αύτοΰ εστι περιωρισμένη·
ί αύτοΰ και έρεϊ αύτω, τί εποίησας:, » Ή
από δέ της παιδείας τοΰ επουρανίου βασι
τιμωρία
λέως κατ' ούδένα τρόπον δύνασαι
γάλη, καν
νά φυ-
τοΰ επιγείου βασιλέως, βαρυτάτη;,
τη~ χειρί
καν με
καν θανατηφόρος,
λαχθης, επειδή ή δυναμις αύτοΰ εστι παν
εστίν όμως πρόσκαιρος, παύει, εχει τέλος*
τοδύναμος,
ή δε
τό κράτος αύτοΰ άπροσμάχη-
τον, ή εξουσία αύτοΰ απεριόριστος
και ά
τοΰ επουρανίου βασιλέως
τιμωρία,
άλλοτε μέν εστι μόνον πρόσκαιρος, άλλοτβ
πειρος, τά πάντα είσίν Οπό τήν έξουσίαν
δέ μόνον αιώνιος,
αύτοΰ, τά πάντα υπόκεινται
εις τό νεΰμα
άμα καί αιώνιος. Έάν λοιπόν, φοβούμενος
πάντα φρίτ-
τήν παίδευσιν τοΰ επιγείου βασιλέως, ού
τοΰ
θελήματος αύτοΰ, τά
τουσίν από προσώπου της δυνάμεως αύτοΰ·
17-
τολμάς
επί
καϊ άλλοτε πρόσκαιρος
τη παρουσία αύτοΰ ποιησαι
"·
Εύαγγελίον της Α. Κυριακής των Νηστεών.
225
ουδέ μικράν άταξίαν, πολλώ μάλλον, έάν
βλέπεις, δταν ύψωσης τά όμματά σου άνω}
φοβησαι την παίδευσιν του θεοΰ, ούδβμίαν
βλέπεις τόν ούρανόν, τον ήλιον, τήν σελή-
ουδέ καν μικράν άμαρτίαν πράττεις ενώ
νην, τούς
πιον αύτοϋ. Σημβίωσαι δέ, δτι έμπροσθεν
βλέπεις, δταν καταβιβάσης τούς δφθαλμούί
του επιγείου βασιλέως έργον μέν άτακτον
σου κάτω } βλέπεις τήν γην, τήν θάλασ
ου πράττεις, και λόγον άπρεπον ου λέγεις,
σαν, τόν χόρτον, τά δένδρα, τούς καρπούς,
πλανήτας, τούς αστέρας· τί
τά ζώα, τόν άνθρωπον. Άλλ' αυτά, λέγεις, επειδή αυτός
καϊ το έργον
σου βλέπει, ουκ είσϊν ό θεός. Αληθώς αυτά ουκ είσϊν ό
καί τον λόγον σου ακούει ·
συλλογίζεσαι θεός, άλλ' είσι ποιήματα τοΰ θεοΰ· καθώς
δμως ακινδύνως ενώπιον
αύτοϋ όσα αισ δε, βλέπων οίκίαν, νοεϊς εξ ανάγκης οίκο-
χρά καϊ παράνομα βούλεσαι, και επιθυ δόμον, βλέπων ύφασμα,
νοεΐς ύφάντην,
μείς όσας ρ\>παράς επιθυμίας θέλεις, επει βλέπων ναΰν, νοείς ναυπηγόν, βλέπων κηδή αύτος ουδέ τούς λογισμούς τοΰ νοός πον, νοεΐς κηπουρόν, βλέπων εικόνα, νοεΐς σου βλέπει ουδέ τάς ενθυμήσεις της καρ ζωγράφον, ούτω βλέπων διά των αισθητών δίας σου γνωρίζει· ενώπιον δμως τοΰ επου οφθαλμών τά ποιήματα, βλέπεις εξ ανάγ ρανίου βασιλέως καϊ θεοΰ μή τολμήση μηδέ κης
διά
τών νοερών οφθαλμών σου τόν
δ νους σου γεννησαι αισχρούς λογισμούς, τούτων μηδέ
ποιητήν και
δημιουργόν, ήγουν
ή καρδία σου πονηράς επιθυμίας , τόν θεόν. Άπό κτίσεως κόσμου βλέποντες
διότι αύτος
ου μόνον βλέπει τάς πράξεις οί άνθρωποι τά όρατά κτίσματα , βλέπου-
σου, καί ακούει τά λόγιά σου,
αλλά
και σιν έν αύτοΐς τάς αόρατους τοΰ θεοΰ τελειό
τούς
άποκρύφους
διαλογισμούς του νοός τητας, βλέπουσι τήν άίδιον αύτοΰ δύναμιν,
σου εξετάζει, και τάς λεπτάς επιθυμίας βλέπουσι τήν θεότητα αύτοΰ· διά τοΰτο 1«ί·^Ί της καρδίας σου διακρίνει· * Έγώ Κύριος, ούδεμίαν εχουσιν άπολογίαν, δταν ού πι9 λέγει ό θεός , ετάζων καρδίας,
καϊ δοκιστεύωσιν, δτι εστί θεός, καϊ δταν λέγωσιν,
> μάζων νεφρούς, τοΰ δοΰναι έκάστω κατά δτι ού βλέπουσι ν αύτόν πανταχού- α Τά {,βί4- 1( » τάς οδούς αύτοΰ,
και κατά τούς καρ» γαρ αόρατα αυτού, ειπεν
» πούς των επιτηδευμάτων αύτοΰ >· το δέ αύτό εσήμανεν
ό θεός,
δταν ειπεν.
> Παύλος, άπό κτίσεως κόσμου, τοΐς ποιήι μασι
ΊΛ*Τ)ο°' α *^*ΙΧων
και α' τΡ'Χ*»
ο πανσοφος
τού
νοούμενα καθοράται, ή τε
άΐδιος
κεφαλής » αύτοΰ δύναμις και θειότης·
εις τό είναι
τ> πασαι ήριθμημέναι εΐσίν ι. Άλλά πρός ταΰτα αποκρίνεσαι,
λέ
» αυτούς άναπολογήτους ». Πράς τούτοις ούκ αισθάνεσαι, δτι ό άν
γων
τον μέν έπίγειον
βασιλέα έγώ βλέ θρωπος εχει
πω
όφθαλμοφανώς , τον
όμματα ψυχικά, καθώς εχει
δέ βασιλέα τον
επουράνιον ουδόλως βλέπω. Πώς } τόν βα
καϊ όμματα σωματικά}
σιλέα της δόξης, τόν ποιητήν της κτίσεως
ομμάτων τοΰ νοός σου βλέπεις καϊ φίλων
ου βλέπεις^ δπου
και εχθρών
και αν στραφη~ς, και
δπου ενατένισης, έκεΐ βλέπεις αύτόν τί
πρόσωπα ,
ποσάκις διά τών
και
οικίας , καϊ
ναούς, καϊ τραπέζας, καί ποταμούς, και
224
Ομιλία μετά το κατά
Ίωάννην
θάλασσας, και πηγάς, και παν είτι άλλο
μόζουσιν δμως κατά τήν ήθικήν
θέλεις } ουκ έμαθες, ότι το φως της πίς-εως
και εις πάντα
φωτίζει τά όμματα τοϋ νοος περισσότερον
τόν θεόν. Έχεις δε και τόν εύαγγελικόν
η τό φως του ήλιου τά όμματα του σώ-
λόγον, 8ν ειπεν ό Κύριος προς τόν Ναθανα
ματος, και επομένως, ότι, τά υπό της
ήλ· α Πρό τοϋ σε Φίλιππον φωνήσαι, οντά *"<" 1'
πίστεως πεφωτισμένα όμματα βλέπουσι
τελειότερα των
άνθρωπον
νοος
» ύπά τήν συκήν, ειδόν σ$ ί·
ομμάτων
τοϋ
προφητικός λόγος διδάσκει σε, δτι βλέπεις διά παντός τόν θεόν
κών
σου, ό δε εύαγγελικός,
πολλάκις
οί
άπατώσι·
πιστεύοντα είς
του
σώματος, τών αύγαζομένων διά των ηλια άκτίνων }
βννοιαν
σωματικοί
οφθαλμοί
βλέπεις τον
ήλιον
και ό
μεν
ίστάμενον έκ δεξιών δτι ό θεός βλέπει
και παρατηρεί πάντα τά εργα σου.
μικρότερον τϊ,ς γης, και όμως αύτός εστίν
"Οταν ταϋτα διά παντός συλλογιζώμβ- .
άσυγκρίτως μείζων βλέπεις μακρόθεν την
θα, τότε, κάν όρμα ή θέλησις ήμών .προς
μεγαλόπολιν μικράν ως Ινα οίκίσκον βλέ
τήν άμαρτίαν, άναχαιτίζουσιν δμως αύτήν
πεις την άθλαστον κώπην μέσα εις τό ύδωρ
αί φωναί της συνειδήσεως· Μή^ κράζει αύ-
τεθλασμένην οί οφθαλμοί της πίστεως ου
τή και βοα,
δέποτε πλανώσιν ήμάς· διά τοϋτο ό τρισμακάριος Πέτρος, καν ειδεν όφθαλμοφανώς
« πόρνης μέλη», διότι έκ δεξιών σου Γστα- »· κ»ί«, · 15. ται και, βλέπει τήν αίσχρουργίαν σου ό
τον σαρκωθέντα Χριςόν, και τά θαυμάσια
κρίνων ι πόρνους και μοιχούς 5. Μή άπλώ- ^ „
αύτοϋ, και την θείαν αύτοϋ μεταμόρφωσιν,
σης τάς χέϊράς σου είς τήν άδικίαν, διότι
και τό πάθις, και την ταφήν, καΐ την
έκ δεξιών σου Γσταται, και βλέπει σε ό δί
άνάστασιν αύτοΰ, βεβαιότερον όμως έλογί-
καιος κριτής, ό άποπέμπων τού; έργάτας της
ζετο τόν λόγον τών προφητών τών μαρτυ
άδικίας, δπου β ό κλαυθμός και ό βρυγμός Αϊυ*. ι»,
ρούν των τά περί του Ίησοΰ Χρίστου, ή
» τών οδόντων 5. Μή πράξης τήν άμαρτίαν,
ι. π«'τ5. όσα είδε και ήκουσε· α Και εχομεν, έλεγε ,
μή
ποίησης
διότι έμπροσθεν σου Γσταται,
τά μέλη σου
**
και βλέπει
» βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον ». Κάν
σε ό μισών « πάντας τους εργαζομένους
ουν μή βλέπης τόν θεόν διά τών ομμάτων
9 τήν άνομίαν ί. Μή άνοιξης τό στόμα σου
του σώματος, βλέπεις όμως αυτόν διά τών
και λαλήσης βλασφημίαν, ή ψεϋδος, ή συκο- <**«.««.
οφθαλμών της ψυχής σου, έχεις δέ πβρι
φαντίαν,
τούτου
σου Γσταται, και ακούει ό κρίνων και κο
και τόν_ προφητικόν λόγον βεβαιό
τερον τών ομμάτων σου· άκούεις τόν προτ«λ. 15, φήτην Δαβίδ λέγοντα, α Προωρώμην τον
λάζων
ή
κατάκρισιν, διότι εμπροσθέν
πάντας τούς άθυροστόμους.
προσήλωσης
Μή
τόν νοϋν σου εις λογισμούς
5 Κύριον ενώπιον μου διά παντός , ότι έκ
πονηρίας, διότι βλέπει αύτούς ό παντβπό-
> δεξιών μου εστίν, Γνα μή σαλευθώ β. Κάν
πτης,
ό
8·
εμπροσθέν σου
ιστάμενος, «
ό **?·^'·
5' ^5 *ατά τόν θεηγόρον Πέτρον, ταΰτα τοϋ ί ετάζων καρδίας και νεφρούς », και άριθ- ""^^ Δαβίδ τά λόγια
και
τά έπόμβνα αύτοΐς μών
τάς τρίχας της κεφαλής ήμών. Τίς
ερρέθησαν διά τόν θεάνθρωπον Ίησοϋν, άρούκ έντρέπεται νά πράξη τά αισχρά
εργα
Εύαγγέλίον της Α*. Κυριακής τών Νηστειών.
225
έμπροσθεν τών ανθρώπων } σύ 5ε ουκ αι
δεσπότης, παριστάμενος ενώπιον αύτού ,
σχύνη έκτελέσαι αυτά έμπροσθεν εις τά
βλέπη τό έργον αυτού·
όμματα τοΰ θεού} τους μεν ανθρώπους φο
παρουσία καθ' ύπερβολήν προθυμοποιεΐ την
βείσαι, τον δέ δημιουργόν τής κτίσεως ού
τού δούλου καρδίαν όθεν και ή κοινή πα
τρέμεις } "Οσο:
πεπλανημένοι έπίστευον,
ροιμία ε όφθαλμός βασιλέως πιαίνει Γππον $ .
δ τι ό ήλιός ^εστιν ό θεός, αυτοί ήμάρτανον
Άλλα διά τί τούτος διότι, όταν ό δούλος
την νύκτα, επειδή ησαν πεπληροφορημενοι,
συλλογίζηται, ότι αυτός ό δεσπότης αύτού
ότι ουκ εβλεπεν αυτούς ό θεός αυτών δς"ΐς
βλέπει και τόν κόπον |καί τήν προθυμίαν
δε πιστεύει, ότι ό θεός και την ήμέ-αν
τού έργου αύτού, τότε ελπίζει πλουσιωτε-
και την νύκτα
ραν τήν μισθαποδοσίαν, και τήν άγάπην ,
και έν παντι καιρώ
και
τού δεσπότου ή
τόπω Σσταται ενώπιον αύτού, εκείνος ουδέ
και προστασίαν .τού Κυρίου αύτού. Όταν
ποτε σαλεύει, ήγουν ουδέποτε πίπτ£ΐ εις
ουν νηςεύης, η προσεύχησαι, ή προς·ατεύης
α, ^ήν άμαρτίαν
ι Προωρώμην τόν Κύριον
> ενώπιον μου δια παντός,
τόν όρφανόν, ή ελεης τήν χήραν, συλλογί-
ότι εκ δεξιών
ζησαι δέ, ότι αυτός ό Κύριος και δεσπότης
I μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ >. Όστις
καϊ θεός σου εστί παρών, και βλέπει και
τούτο πιστεύει, και τούτο πάντοτε συλλο
της νηστείας σου
γίζεται, εκείνος, οσάκις έρχεται εις αυτόν
προσευχής σου τήν
ή επιθυμία της αμαρτίας, άνθίσταται, και
αγρυπνίας σου τήν στενοχωρίαν, και της
λέγει τόν λόγον, δν είπε προς την Αίγυπτίαν
ελεημοσύνης σου τήν προθυμίαν όταν, λέ
ό πατριάρχης Ίωσηφ, ότε προέτρεπεν αύ-
γω, πράττης τό καλόν έργον, καϊ πιςεύης,
ιν». »», τόν, ίνα πράξη την άμαρτίαν ε Κα! πώς
ότι ό θεός, παρών, βλέπει καϊ τήν διάθεσιν
υ«χ ι ε,
τόν κόπον, καϊ
της
προσοχήν, και
της
ϊ ποιήσω τό ρήμα το πονηρόν τούτο, κα
τής καρδίας σου,
ι άμαρτήσομαι ενώπιον τού θεού νη
ψυχής σου, καϊ γράφει αυτά μετά πασών
Ό μέν προφητικός λόγος ι Προωρώμην
καϊ
τήν εύλάβειαν της
τών περιστάσεων αυτών εις εκείνα τά βι
> τόν Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι
βλία, τά όποϊα
€ έκ δεξιών μου εστίν , ίνα μη σαλευθώ $
ήμέρα τ?,ς άνταποδόσεως, τότε, πεπληρο»
έστίν ό φύλαξ καϊ τό προπύργιον κατά της
φορημένος ων, ότι έκχέπ επί σο! ό θεός τό
Ι·«ν ι, άμαρτίας· ό δέ ευαγγελικός
ε Πρό τού σε
άναγινώσκονται
εν
τη
έ/εο; και τήν χάριν αύτού, πολλά πρόθυ
ϊ Φίλιππον φωνήσαι, όντα ύπό την συκην,
μος γίν:σαι εις τής αρετής τήν εργασίαν,
> ειδόν σε ι προτρέπει εϊς τήν άρετήν. Ό
τότε
προφητικό; λόγος διαφυλάττει ημάς
ύπέρ αυτής τούς ιδρώτας σου, τότε εις αυ
άπό
μετά
μεγάλης σπουδής προσφέρεις
της άμαρτίας, ό ευαγγελικός προθυμοποιεΐ
τήν άφιεροϊς όλον τον
και ςτ}?ίζει εις την κατόρθωσιν τών καλών
στηρίζεις έπ' αυτήν τήν ψυχήν καϊ τήν
έργων.
καρδίαν σου.
Ουδέποτε άλλοτε ό δούλος ποίίΐ τό έρ γον αύτού προθυμότερα ειμή, όταν ό τούτου (ΚΤΡΙΑΚ.. ΕΪΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
πόθον σου ,
κα!
Ό προφήτης Δαβίδ μαρτυρεί, ότι, όταν εσυλλογίζετο, ότι ό θεός έστι διά παντός 29
226
Ομιλία
μετά το κατά Ιωάννην
ενώπιον αύτοΰ, τότε ειχεν έκτος της πνευ
σου, σπογγίζει τά δάκρυά σου,
ματικής
ωφελείας
άλλην ώφέλειαν
φροσύνην εις την καρδίαν σου καϊ δέησιν
έπίγειον
και σωματικήν. Επειδή, λέγει ,
μετά άγαλλιάσεως εις την γλώσσάν σου.
βλέπω τόν Κύριον ένώπιόν μου διά παντός,
Ασθενώ βαρέως· ουδέ οί ιατροί με ίατρεύου-
ουχί μόνον ού πίπτω εις της αμαρτίας τό
σιν, ουδέ τά βότανά με ώφελοΰσιν,
βάραθρον ουδέ σαλεύω άπο της αρετής τον
νουσιν οί πόνοι ,
δρόμον, άλλα προς τούτοις ή προς τόν θεόν
όδύναι, ή στενοχώρια μου γίνεται άφόρητος,
ελπίς εις πάσαν θλίψιν μου ευφραίνει την
παρηγορίαν ούδαμοΰ ούδεμίαν ευρίσκω· όθεν
καρδίαν μου, και πληροί αινέσεως περιχα-
με περικυκλοΐ
και
ν«λ. ιέ, ρ0^ς τήν γλώσσάν μου· « Προωρώμην τόν
φέρει εύ-
αύξά-
πολλαπλασιάζονται αί
καϊ ό φόβος τοΰ θανάτου*
άλλ' έν τούτοις συλλογίζομαι, ότι ό
θεός
ι Κύριον ενώπιον μου διά παντός, ότι έκ
έστιν ενώπιον μου, καί βλέπει την έλεεινήν
3 δεξιών μου έστίν, Γνα μη σαλευθώ.
μου κατάστασιν.
Διά
Παντοδύναμε , λέγω ,
5 τοϋτο ηύφράνθη ή καρδία μου, καϊ ήγαλ-
άπειρος έστιν
» λιάσατο ή γλώσσα μου, ετι δε καί ή
εύσπλαγχνία σου
> σάρξ
πόνους μου, άκούεις τάς όδυνηράς φωνάς
μου
κατασκηνώσει
επ' έλπίδι ».
ή φιλανθρωπία σου, καϊ ή άμετρος, βλέπεις τους
Τοΰτο δέ ού μόνον άληθές έστι καϊ βέβαιον,
μου, έλέησον τό πλάσμα σου και μη πα
αλλά καί αΐσθητόν γίνεται εις καιρόν θλί-
ρατήρησης τάς άμαρτίας μου· ό λογισμός
ψεως και συμφοράς·
ούτος φέρει την ελπίδα της ιατρείας μου εις
δυναστεύει σε ό δυνα
τός, έπιβουλεύει την τιμήν σου, αρπάζει
την ψυχήν μου· αυτη δέ ή έλπϊς παρηγο
τά υπάρχοντα σου, κατατυραννά σε αδί
ρεί τους πόνους μου, διώκει τόν φόβον μου,
κως· πάσχεις, στενάζεις, κλαίεις, τρέχει ό
ησυχάζει
νους σου ένθεν κακέΐθεν, ίνα εύρη σε παρη
τοΰτο αυτό συμβαίνει καί εις τους κινδύ
γορίαν, άλλ' ουδέ καταφυγήν έχεις, ουδέ
νους,
άντίληψιν ευρίσκεις· έν τούτοις συλλογίζεσαι
συμφορά ν καί άνάγκην. Πολλάκις διά την
ότι ό θεός έστιν εμπροσθέν σου, καϊ βλέπει καϊ τοΰ άδικοΰντός σε την δυναστείαν, και
σφοδρότητα τοΰ πάθους άποδυσπετεΤ ή ψυχή καί Γ ούδεμίαν δέχεται παρηγορίαν
της καρδίας σου την θλίψιν αυτός, λέγεις,
ουδέ τά βοηθήματα τών συγγενών, ουδέ η
εστί δίκαιος, αυτός παντοδύναμος, αυτός
προστασία τών δυνατών φέρει παρηγορίαν
πανοικτίρμων, αυτός βλέπει όσα αδίκως
α ' Απηνη'νατο παρακληθηναι ή ψυχή μου »· *«'«- 7«
πάσχω·
έάν τότε ένθυμηθη*ς, ότι ό θεός έστιν 'βκ
ό
λογισμός ούτος φέρει εις ,τήν
ψυχήν σου του θεοΰ
ζάλην της
καρδίας μου·
καί εις τάς θλίψεις, καϊ εις πάσαν
αυτός
δεξιών σου, όστις πάντα δύναται, έρχεται
προστάτης ,
ευθύς ή παρηγοριά καί ή ,εύφροσύνη τοΰ θεοΰ
αυτός ποιήσει την έκδίκησίν ' μου, αυτό,
εις την καρδίαν σου· « Έμνήσθην τοΰ θεοΰ,
απολυτρώσει με άπό της δυναστείας τοΰ
» καϊ εύφράνθην ».
λοιπόν,
λέγεις ,
την ελπίδα·
την
εσεταί μοι
αδικοϋντός με· αύτη ή κραταιά έλπϊς ησυ χάζει τό πάθος σου, παύει τόν
στεναγμόν
Θεέ
καϊ
Κύριε
τοΰ
ελέους,
άληθώς
άπειρον εστι τό πέλαγος της προς τους άν
Εύαγγελίον της Α. Κυριακής των Νηστειών.
227
εδειξας τρόπον
εάν τοΰτο ποιη'ς, φεύγεις πάσαν άμαρτίαν
εύκολώτατον, διά τοΰ οποίου φεύγομεν την
και πρόθυμος γίνεσαι εις πάσαν άρετήν.
άμαρτίαν, και στηριζόμεθα βίς την άρετήν
Εις τούς κινδύνους, εις τάς θλίψεις, εις τάς
διά τοϋ αύτοΰ δε τρόπου και παρηγοριάν
συμφοράς, εις τάς άνάγκας, εις πάσάν σου
εύρίσκομεν
εις πάσας τάς της παρούσης
περίστασιν ένθυμήθητι, ότι ό θεός εκ δεξιών
ζωης συμφοράς. Ό τρόπος, αγαπητοί μου
σου εστί, και βλέπει τάς ^περιστάσεις σου·
αδελφοί, ουδέ κόπον ζητεΐ, ουδέ δαπάνην,
εάν
ουδέ ενόχλησιν φέρει ουδέ ταραχήν μηδέν
σου ταχεινήν
παρηγορίαν
πράξης, μηδέν επιθυμήσης, εάν μή πρώτον
άπαλλαγήν
Έμνήσθην του θεού, καί
στοχασθη~ς, ότι ό θεός παρίσταται ενώπιον
ι εύφράνθην ι.
θρώπους φιλανθρωπίας σου·
τοΰτο ποιη'ς , εχε:ς παντός πάθους
«
καί
βεβαίαν
σου, και βλέπει πάντα τα κινήματα σου·
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
Μ Α Ρ Κ Ο Ν ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Β'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
την έν
περναούμ·
ό Ματθαίο; έγραψε συντόμως, Μβ'ί»·
σημερινώ εύαγγελίω άναγνωσθεΐσαν,
ότι εφερον
έμπροσθεν τοϋ Ίησοϋ Χριστοΰ Μ"·
1 ην τώ
ίστορίαν
του Παραλύτου,
διαλαμβάνει ού μόνον ό ευαγγελιστής Μάρ
τόν παράλυτον « Έπί κλίνης βεβλημένον ϊ·
κος, αλλά και ό Ματθαίος, και ό Λουκάς.
ό Μάρκος,
; Ό θεόπνευστος Μάρκος, όστις εύαγγέλιον
αύτοΰ
μετά
τόν
περιγράφων
πλατύτερον την
έγραψε τό
αυτήν ύπόθεσιν, όμοίω; καϊ ό Λουκάς, διη- α««.
Ματθαίον,
γεΐται όσα εποίησαν οί βαστάζοντες τόν
προσέθετο εις τΫ,ν ίστορίαν ταύτην τινάς
παράλυτον, ίνα παραστήσωσιν αυτόν ενώ
περιστάσεις, υπό τοϋ Ματθαίου σιωπηθείτ
πιον τοΰ Ίησοΰ Χριστού. Ότε ήλθε πάλιν)
σας, τοΰτο αυτό δέ εποίησε καί ό θεηγόρος.
λέγει
Λουκάς, παραδείγματος χάριν ό. μέν Ματ
ό Ιησούς, και ήκούσθη, ότι εϊσέβη εις δνα
θαίος είπεν, ότι τοΰτο τό θαύμα έγένετο εν
τών εν αύτη" οίκων, τότε τοσούτον πλήθος
τη ιδία πόλει τοΰ Ίησοΰ
Χριστού, ό δέ
άνθρώπων συνήχθη εκεΐ καϊ ήκουσε τήν
Μάρκος έφανέρωσε τό όνομα της πόλεως,
ούράνιον αύτοΰ διδασκαλίαν, ώστε, διά τό
ειπών, ότι ή πόλις αύτη ώνομάζετο Κα
πολύ πλήθος, τό και έν αύτη" τη~ θύρα έ-
ό ιερός Μάρκος, εις τήν Καπερναούμ
29·
228
Ερμηνεία εις το κατά Μάρκον
στώς, ουκ ήδύναντο οΕ τόν παράλυτον βα
και άνθρωπος·
στάζοντες πλησιάσαι προς
και διορατικόν χάρισμα Ιλαβον καί οί προ-
Χριστόν
τεχνητευθέντες
τον Ίησοΰν
ουν,
ανέβασαν
φήται, και πολλοί τών άγιων, οιτινες και
«πάνω εις την στέγη ν της οικίας) συνανα-
τά μέλλοντα εβλεπον, και τους διαλογι
βιβάσαντες και τόν κράββατον, έν ω εκεί
σμούς τών
το ό παράλυτος· άνασκαλίσαντες
εβλεπον αυτά ουκ εν τω πνεύματι αυτών,
τρυπήσαντες
την στέγην,
εκείθεν τόν παράλυτον
δέ και
κατεβίβασαν
σύν τη κλίνη αύ-β
αλλά
ανθρώπων
διά της χάριτος
εγνώριζον
πλην
τοΰ άγιου πνεύ
ματος της φωτιζούσης τόν νοΰν αυτών ό
του, κα'ι έστησαν αυτόν ενώπιον του σω-
δέ Ί/τοΰς
τηρος ημών. Έκ τούτου δέ βλέπομεν καθα
τοΰ πνεύματος, αλλά δϊ αύτοΰ τοΰ άγίου
ρά, δτι μεγάλη ν πίστιν εΓχεν είς τον Ίη-
πνεύματος, τοΰ εν αύτώ
σοϋν Χριστών ό παράλυτος, καϊ οί τοΰτον
επειδή γάρ « Έν αύτώ
βαστάζοντες, διότι, εάν ουκ έπίστευον ά-
> πλήρωμα της
θεότητος
σωματικώς 3,
διστάκτως, δτι έπιτυγχάνουσι της ιατρείας,
αχώριστος δέ τοΰ πατρός
και τοΰ άγίου
ουδέ ό παράλυτος ΰπέμενε τόσον κίνδυνον,
πνεύματος ό υίός καϊ λόγος τοΰ θεοΰ, διά
ουδέ οί τοΰτον βαστάζοντες τόσον κόπον,
τοΰτο έγνώρισε
όσος
γραμματέων ου διά της χάριτος και ενερ
ην
αναγκαίος Γνα άναβιβάσωσιν ε
Χριστός
ου διά
τούς
της χάριτος
και σύν αύτώ'
κατοικεί πάν τό Κελ^ 2»
διαλογισμούς τών
πάνω είς την στέγην καϊ πάλιν καταβι-
γείας
βάσωσιν
εν ώ
αύτοΰ τοΰ παναγίου πνεύματος, τοΰ αδιαι
αυτός εκείτο. Δια τοΰτο ουν είπ=ν δ εύαγ-
ρέτου και αχώριστου από της μιας θεό
εκείθεν
τόν
κράββατον,
»ΐάρκ. 2, γελιστής, « Ίδών δέ ό Ίησοΰς την πίστιν ϊ αυτών ». Προς τούτοις ό μέν Ματθαίος
Μα*. »,
διότι τό μέν προορατικόν
τοΰ
παναγίου πνεύματος, αλλά δΐ
τητος. Επειδή δέ τά λοιπά, δσα περί
της
είπε μόνον, δτι ό Ίησοΰς Χριστός ειδε τους
ιστορίας τοΰ παραλυτικού διηγείται ό ιερός
λογισμούς τών γραμματέων α Και ίδών ό
Μάρκος,
3 Ίησοΰς τάς ενθυμήσεις
αυτών >, ό δέ
Ματθαίου, ταΰτα δέ διηρμηνεύθησαν είς τό
έδίδαξεν ημάς και το διά τίνος
της έκτης κυριακης βύαγγέλιον τό έκ τοΰ
δυνάμεως ό Κύριος Ίησοΰς ειδε και έγνώρι-
κατά Ματθαίον, διά τοΰτο έγκαταλιμπάνο-
Μάρκος
"«>*■ 2, σε τί διελογίζοντο οί γραμματείς5 ευθέως,
λέγει,
τά αυτά είσι τοις
τοΰ
άγίου
< Και
μεν αύτά, Γνα άφιερώσωμεν τόν λόγον είς
έπιγνούς ό Ίησοΰς τω
της μετακομιδής τοΰ,παραλύτου την ύπό-
« πνεύματι αύτοΰ, δτι ουτω διαλογίζονται
θεσιν, την σιωπηθεϊσαν μέν υπό τοΰ Ματ
ϊ εν έαυτοΐς 2. Διά τούτου δέ έφανέρωσεν ό
θαίου
θείος Μάρκος, δτι ό Ίησοΰς Χριστός ουκ ην
υπό τοΰ Μάρκου
άνθρωπος μόνον άγιος, και χάριτος
πηγάζουσαν ώφέλειαν.
θεοΰ
ήξιωμένος, αλλά υίός θεοΰ, και θεός αληθινός
διά τό
σύντομον, περιγραφεΐσαν δέ διά τήν έξ αυτής άνα-
229
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΡΚΟΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Β'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ
ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
ΠαντεποπίΗς ών 6 θεάνθρωπος Ίησοϋς,
και ηκουεν ό Ίησοϋς, ό και τάς κρυπτάς
βλέπει ού
ενθυμήσεις
μόνον πάντα τά φανερά
και
τών
ανθρώπων
βλέπων και
κρυπτά πράγματα, αλλά και αυτούς τους
γινώσκων } και όμως αυτός έσιώπα. Άνα-
απόκρυφους
καρδιών.
βαίνουσι τέλος πάντων επί τοϋ δώματος,
Έάν βλέπη τί διαλογίζεται ό νοϊς των
άποστεγάζουσι την σκέπην τοϋ οίκου και
γραμματέων,
τί
καταβιβάζουσι τον κράββατον όθϊν γίνον
φέροντες προς αυτόν τον
ται πάλιν ισχυρότεροι κτύποι, και ακούον
παράλυτον αυτοί, βαστάζοντες την κλί-
ται κραυγαί, όσαι ακούονται" όταν οί άνθρω
νην, εν η αύτός κατέκειτο, ηλθον εις την
ποι καταβιβάζωσιν άφ' ύψηλοϋ τόπου μέγα
θύ ραν τοϋ οΓκου, όπου ό Ίησοΰς έδίδασκε
βάρος. Ό Ίησοϋς Χριςτός βλέπει άναμφιβό_
μη δυνηθέντες δέ, διά το έκεΐ πλήθος του
λως καΐ άκούει ταϋτα πάντα, πλην σιωπά"
διαλογισμούς των
πράττουσιν οί
λαοΰ
πολλώ
ουδέ δί εκείνης
μάλλον
βλέπει
της θύρας ουδέ δί
τότε
μόνον ηνοιξε τό στόμα αύτοϋ και
άλλης εισέλθειν εις τον οίκον και παρχ-
ελάλησεν, ότε ειδε τόν παράλυτον ενώπιον
στήσαι τον παράλυτον ενώπιον τοϋ Κυρίου
αύτοϋ έν τώ κραββάτω αύτοϋ κατακείμε-
Α·νχ. β, Τησοϋ, άνέβησαν'έπάνω εις το δώμ-χ· κ ΚαΙ 19. » μη εύρόντες, λέγει δ θεηγόρος Λουκάς,
νον τότε μόνον εξεφώνησε, < Τέκνον , μ*«χ. ». ί άφέωνταί σοι αί άμαρτίαι σου »· έπειτα Β'
1 διά ποίας είσενέγκωσιν αυτόν, διά τον
και
■> δχλον, άναβάντες επί το δώμα, διά τών
» τόν κράββατόν σου, και ΰπαγε εις τόν
> κεράμων καθηκαν αυτόν συν τώ κλινιδίω
ϊ οίκόν σου ί.
» εις τά μέσον έμπροσθεν τοϋ Ίησοϋ ».
αύτός ό τά πάντα γινώσκων και τά πάντα
Φανερόν ουν, ότι και κλίμακες, και σχοι
δυνάμενος νά εκφώνηση [ταϋτα τά λόγια
νιά ,
εύθύς ότε είδε τους βαστάζοντα; τόν πα
καΐ ξύλα ,
καΐ
κτύποι
έγένοντο ,
τό
«
Σοι λέγω, εγειραι,
και
άρον
Άλλ' άρά γε ουκ ήδύνατο
και άλλα δσα αναγκαία είσι , Γνα άνα-
ράλυτον, έλθόντας μεν εις την θύραν τοϋ
βιβάσωσιν επι τό δώμα την
κλίνην, ό
οίκου, αγωνιζόμενους δε δί αύτης είσελθεΐν,
Τίς δέ αμφι
μη δυνηθέντας δε διά τόν όχλον } αύτός ού
που
«κειτο ό παράλυτος.
βάλλει , ότι
ταϋτα
πάντα και έβλεπε
μόνον εβλεπεν όσα επραττον οί τόν παρά-
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
230
λυτον βαστάζοντες, αλλά και την πίστινοί
οί σύν τώ Παύλω πλέοντες, έμειναν πολλάς
αυτών τε και τοΰ παραλύτου έγώριζε·
ημέρας νήστεις. Ό ούν Παύλος, σταθείς
δ^ά
τί λοιπόν ήθέλησεν, Γνα πρώτον και δ παρά
εις τό μέσον αύτών, ένουθέτησεν αυτούς ,
λυτος ύπομείνη τοσαύτην ταλαιπωρίαν, και
και
οί τούτον
καί μη λυπεΐσθε, ουδείς
βαστάζοντες τοσούτους κόπους,
έθάρρυνεν
Εύκάρδιοι γίνεσθε, είπε, καταποντισθήσε-
και έπειτα νά δείξη το έλεος καΐ το έξαίσιον
ται, πάντες ύμεΐς σωθή^εσθε, μόνον δε τά
αύτοϋ θαυμάσιον^
πλοΐον άπολεσθήσεται·
Τοΰτο ,
αδελφοί μου χριστιανοί, εστί
α. Και τά νύν πα- Προ-ζ. 17,. 13. 2 ραινώ υμάς εύθυμεΐν αποβολή γάρ ψυχής
μάθημα άγιον, πολλής ψυχικής και σωμα^
3 ουδεμία εςαι εξ υμών πλην τοΰ πλοίου ί·
τικής ωφελείας πρόξενον. Δια τούτου διδά
έπιβεβαιοΐ δέ τόν λόγον αύτοΰ,
σκει ημάς δ θεάνθρωπος, ότι τότε αύτδς
Αγγελος τοΰ
εκπληροι τά ζητήματα ημών, και προφθά-
"δούλος ^καί
νει τάς χρείας ημών
ταύτην την νύκτα , χαλ ειπε μοι· Παύλε,
ημεΐς Τοΰ
καϊ άνάγκας, όταν
πρώτον ποιήσωμεν όσα παραλύτου
δυνάμεθα.
τδ παράδειγμα αρκετά
θεού,
λάτρης,
τοΰ όποιου
λέγων , εγώ είμι
παρεστάθη εις
εμε
μη φοβοΰ· παρασταθήνα: μέλλεις ενώπιον τού Καίσαρος· δ. δε θεός έχάρισέ σοι πάν-
εφανέρωσεν, δτι δ θεός ήθέλησεν, Γνα πρώ
τας τους μετά σοΰ πλεοντας· ς Παρέστη „._Λι
τον πράξη δ παράλυτος όσα εδύνατο, έπει
» γάρ μοι τη" νυκτι ταύτη άγγελος τοΰ θεού, **' 14
τα αύτδς νά
επιχορήγηση εις αυτόν και
3 ου είμι, ω και λατρεύω, λέγων, Μή φο-
την άφεσιν τών άμαρτιών, και την ύγείαν
» βού, Παύλε- Καίσαρί σε δει παραστήναι·
του σώματος· Έάν δε έξετάσης τάς θείας
2 καί ιδού κεχάρισταί σοι δ θεός πάντας
γραφάς^
ευρίσκεις παραδείγματα,
» τους πλέοντας μετά ^σοΰ ί· διά τοΰτο,
τοΰτο αύτδ έπιβεβαιοΰντα* εν δμως μεταξύ
λέγει, λάβετε θάρ'ρΌς , ε'πειδή εγώ πιστεύω
τών άλλων τόσον φανερά άποδείκνυσι τής
εις τόν θίόν5 ότι, όσα αυτός έφανέρωσέ μοι}
υποθέσεως
εκπληρώθήσονται· πρέπει δε νά έκπεσωμεν
μακράν εντελώς
πολλά
ταύτης
την άλήθειαν,
ώστε-
διώκει πάσαν άμφιβολίαν , πείθει,
τον
νοΰν
κα'£
παντός αν
εις μίαν τών νήσων
« Διό εύθυμεΐτε, _άν- πράξ. ιτ. 35, 16. » δρες· πιστεύω γάρ τώ θεώ, ότι ούτως ες"αι, & καθ' δ.ν τρόπον λελάληταί μοι. Εις νήσον
θρώπου. "Οταν δ απόστολος Παύλος υπό Φής·ου
ί δε. τινα δεΐ ημάς εκπεσεΐν 2.
Μετά δε
τοΰ ήγεμόνος παρεδόθη δέσμιος εις Ίούλιον
τινας ημέρας, ίδόντες οί ναύταί γήν, και
τόν έκατοντάρχην, Γνα, ύπ' αύτοϋ τηρού
θελο.ντες διασώσαι. εαυτούς από. τοΰ κινδύ
μενος, διελθη από τής Καισαρείας εις την
νου, ερρΊψαν την σκάφην εις την θάλασσαν,
'Ρώμην, και παρασταθη~. εις τό. κριτήριον
Γνα, είσελθόντες εν αύτη", φύγωσιν έκ τοΰ
τοϋ Καίσαρος, τότε επνευσαν άνεμοι
πλοίου·
εις
τοΰτο δέ ίδών ό Παύλος, ειπεν
θάλασσαν τοσούτον ενάντιοι και σφοδροί ,
ευθύς άνυποςόλως προς τόν έκατόνταρχον
και χειμών ήγερθη τοσούτον σκοτεινό; και
και τούς στρατιώτας, Έάν οί ναΰται μή
ταραχώδης, ώστε, άπελπισθέντες πάντες
μείνωσιν εν τώ πλοίω, ύμεΐς ου δύνασθε·
£ύαγγελίσν της Β'. ■»**.
Κυριακής των Νηστειών
231
σωθήναι· β Ειπεν ό Παΰλος τώ έκατοντάρχη
τά Ιργα αύτών} Τί έστιν ή δύναμις της
» καί τοις στρατιώταις· Έάν μή ούτοι μεί-
χειρός ολίγων ή καΐ χιλιάδων ναυτών προς
> νωσιν έν τω πλοίω, ύμεΐς σωθήναι ού δύνα-
τήν άπειρον τοΰ θεοΰ δύναμιν ^ ποίαν άνα-
> σθε ι. τοΰτό έστι πράγμα παράδοςον 6
λογίαν εχει ή όλίγη ταλαιπωρία τοΰ παρα
Φεός εΓπεν εις τόν Παΰλον,'ότι έχαρίσατο εις
λύτου και ό βραχύς κόπος τών βασταζόν
αύτόν πάντας τούς μετ' αύτοϋ πλέοντας,
των αύτόν προς τό χάρισμα της άφέσεως
καί ύπεσχέθη αύτώ, ότι
τών άμαρτιών 'και της σωματικής αύτοΰ
τ* αύτοΰ άπολβσθήσεται.
ουδείς τών μεΌ Παΰλος έπί-
ιατρείας } ποιον βάρος εχουσι,
καί
ποίου
στευσεν εις τα λόγια τοΰ θεοΰ· α Πιστεύω
λόγου άξιά εΐσι τά έργα ήμών^ τά πρσς
> γάρ, είπε,
τόν θεόν χρέη τοΰ άνθρωπου είσϊν άμετρα
τώ θεώ, ότι ούτως
εσταΐ}
ι καθ' δν τρόπον λελάληταίμοι »· ού μόνον δε επίστευσεν εις τάς υποσχέσεις τοΰ θεοΰ,
και ανεκπλήρωτα. Ό θεός έσιν ό πλάστης ήμών ιδού χρέος
αλλά και έκήρυςεν αύτάς ενώπιον πάντων
πρώτον, τό χρέος δηλαδή
«ύτ«·ι.
των εν τω πλοίω, οΓτινες ήσαν α ψυχαι
επειδή έπλασεν ημάς, χρέος εχομεν, Γνα
7'
ι διακόσιαι έβδομήκοντα ες ι-^επειτα κρεμά
άγαπώμεν αύτόν εξ όλης ψυχής καί καρ
την σωτηρίαν εκείνων τών ανθρώπων ούχ1
δίας και ισχύος και διανοίας. Ό θεός έστι
ίίς όσα εΓπε και ύπεσχέθη εις αύτόν ό θεός,
βασιλεύς και δεσπότης πάντων τών άνθρώ-
άλλ' εις την ύπηρεσίαν και βοήθειαν τών
πων, καί πάσης της ορατής καί αοράτου
να υτών
εάν, λέγει, λείψη τών ναυτών ή
κτίσεως· ιδού χρέος δεύτερον, τό χρέος της
βοήθεια,
έάν οί ναΰται φύγωσιν, ύμεΐς ού
ύπακοής, τήν οποίαν χρεοιςεΐ πάς υπήκοος
δύνασθε σωθήναι· ε Έάν μή ούτοι μείνωσιν
πρόν τόν βασιλέα, καί πάς δούλος πρός τόν
* εν τώ πλοίω, ύμεΐς σωΒήναι ού δύνασθε ι.
δεσπότην αύτοΰ. Ό θεός ές-ι πατήρ ήμών
Είχεν άρά γε χρείαν ό παντοδύναμος θεός
ιδού τρίτον χρέος, ήγουν τό χρέος της τιμής,
της βοηθείας τριάκοντα ή
τήν οποίαν χρεωςεΐ πάς υίός πρός τόν πατέ
ναυτών , έκείνω ^
τεσσαράκοντα
Γνα διάσωση τούς εν τώ πλοίω τοΰτό εστίν άτοπον και άπρεπο ν
της άγάπης'
ρα αύτοΰ. Ό θεός ές-ι κριτής, ός-ις μέλλει κρΐναι πάντα
τά εργα ήμών ίδού χρέος
τώ θεώ. Ουδέν άλλο, αδελφοί, διά τούτου
τέταρτον, τό χρέος τοΰ φόβου,
εφανέρωσεν εις ημάς ό θεός ειμή εκείνο ,
εχει πάς κρινόμενος πρός τόν κριτήν αύτοΰ.
βπερ
όταν Σάτρευσε τόν
Ό θεός έστιν ευεργέτης· ό ήλιος, όστις η
•παράλυτον, ήγουν τό ότι, επειδάν ήμεΐς
μάς φωτίζει, ό άήρ, δν άναπνέομεν, τό ύ
πράξωμεν δσα δυνάμεθα, τότε αύτός εκτεί
δωρ, όπερ πίνομεν, ή γη, εις τήν οποίαν
νει τήν παντοδύναμον χεΐρα της βοηθείας
πατοΰμεν, ή ζωή, ή ύγεία, ή τροφή, πάντα
αύτοΰ, και διασώζει ήμάς.
όσα εχομεν, τοΰ^θεοΰ είσίν· ό θεός δίδωσιν αυ
έφανέρωσε, και
Αλλά διά τί ό θεός ού "μόνον διά τήν
τό όποιον
τά εις τούς ανθρώπους· ιδού χρέος πέμπτον,
σωματικήν βοήθειαν, αλλά και διά τήν
τό χρέος της εύχαριστίας, τήν οποίαν χρε
σωτηρίαν της ψυχής τών ανθρώπων ζητεΐ
ώστε! ό εύεργετούμενος πρός τόν εύεργέτην
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
252
1«*ν. », αυτοΰ. Ό θεός έστιν δ σωτήρ ημών β Αύ16. » τός ούτως ήγάπησε τον κόσμον, ώστε
διότι
σήμερον
σωφρονοΰμεν, και αύριον πίπτομεν εις της
» τον υίάν αυτού τον μονογενή δδωκεν, ίνα
άσελγείας τήν άμαρτίαν
» πάς ό πιστεύων εις αυτόν μη άπόληται,
πράοι, αύριον γινόμβθα θυμώδεις· σήμερον
ϊ άλλ' εχη ζωήν αίώνιον »· αυτός δί ήμας
ελεοΰμεν, αύριον άρπάζομεν
τους ανθρώπους εγένετο άνθρωπος, δια την
επειδή 'μιαίνομεν αυτήν διά της κακίας-
ήμετέραν σωτηρίαν ύπέμανε πάθος επονεί-
νηστεύω, αλλά κατακρίνω τον άδελφόν μου·
διστον, έξουδένωσιν σταυρώσεως^ θάνατον
προσεύχομαι, άλλ' ό νους μου συλλογίζεται
Μ«τ. 25, έπώδυνον αυτός « ' Από καταβολής '*
νομεν στερεοί εως τέλους,
κό -
αισχρούς λογισμούς-
σήμερον εσμεν
ποιώ
ή
ατελής ,
ελεημοσύνας ,
ϊ σμου » ήτοίμασεν εις ημάς βασιλείαν,
άλλ' ίνα δοξασθώ ύπδ τών ανθρώπων- δι
της οποίας ή δόξα εςιν αμάραντος, ή χαρά
καίως λοιπόν ό προφήτης Ησαΐας ειπεν
αμετάβλητος, τ6 φώς άνέτπερον, τά αγαθά
α 'Ως ράκος άποκαθημένης πάσα ή δίκαιο- ό* 6*. β. ί σύνη ήμών ».
άνεκλάλητα, ή διάρκεια αιώνιος· ιδού χρέος υπέρτατον, ασύγκριτον, ύπερεξέχον πάντα, όσα
όνομάζομεν
χρέη·
χρέος , το όττοΐον
Ήμεΐς εις τήν κατόρθωσιν τών καλών βργων πολλά ολίγον^ και σχεδόν ουδέν συν-
ουδέποτε δύναται έκπληρώσαι ό άνθρωπος,
εισφέρομβν εκ μέρους ήμών
καν ζήση άπεράντους αιώνας, κάν κατορ-
καλόν έργον δυνάμεθα ποιήσαι χωρίς της
θώστ) πάσας τάς θεωρητικάς και πρακτι-
τοΰ θεού συνεργείας και βοηθείας- « Χωρίς 1·*^
κάς άρετάς. Έκ τούτων κατανοούμεν την
ι εμού, ειπεν ό Κύριος, ού δύνασθε ποιειν
άλήθειαν του λόγου, 8ν ειπεν ό Κύριος ημών
β ουδέν 5· ό θεός έστιν, δστις και τήν θελη-
ΐβυχ. π, Ίησοΰς Χριστός· β Όταν ποιήσητε, είπε, 10. ϊ πάντα τά διαταχθέντα ύμΐν, λέγετε,
σιν ήμών ζήλου πληροί καϊ προθυμίας εις
» Ότι δούλοι άχρεΐοί έσμεν, ότι δ ώφείλομεν
ναμιν επιχορηγεί εις ημάς, και άνδρείαν,
» ποιήσαι,
καϊ ύπομονήν, και δσα αναγκαία εις της
πεποιήκαμεν
».
Ό,τι
καλόν
ήμεΐς ούδεν
τήν έργασίαν τών καλών έργων, καϊ δυ-
και αν πράξω, και πάντα δέ εάν πράξω ,
άρετής
3σα προστάττει ό θεός, δούλος αχρείος είμι
άλλην μετοχήν εχομεν εις τού καλού έργου
3οαι ευτελής και ούτιδανός· ούδεμίαν χάριν
τήν
Οπερ των έργων μου χρεωστβΐ μοι δ
μίαν ψιλήν διάθεσιν
θεός·
τήν
κατόρθωσιν
έργασίαν ειμή μίαν
ήμεΐς ούδεμίαν
μόνην κλίσιν ?
εις τό. αγαθόν, και
μήπως χρεωστεΐ χάριν ό δεσπότη; εις τον
καρδίαν άπαλήν, εις τήν δποίαν εντυπούν-
δούλον αυτού, όταν ποιη~ τά προστάγματα
ται της θείας χάριτος οί φωτισμοί· « Ό δέ·λ». »,
Α«υ/„ 1 7, αυτού } « Μή χάριν εχει τω δούλω έκείνω, » δτι έποίησε τά διαταχθέντα αύτώ 2 : Τά εργα τών ανθρώπων ουδέ ποτέ εΐσι τέλεια-
ουδεμία αρετή
ανθρώπινος εχει
την πρέπουσαν τελειότητα , άλλ' ες-ι πάν
» θεός εστίν δ ενεργών εν ύμΐν, λέγει ό θειος » άπόστολος ,
και τά
θέλειν
καϊ
τό
ε-
ϊ νεργεΐν ί'Εάν στοχασθη~ς πάσας τάς άρβτάς , δσας κατώρθωσαν οί προφήται, οί απόστο
τοτε ατελής- ατελής, ή επειδή ουκ έπιμέ- ] λοι, οί μάρτυρες, οί όμολογηταί, οί Σεράρχαι?
Εύαγγέλιον της β'. Κυριακής τών Νηστειών.
235
οί άσκηταί, πάντες οί άπ' αιώνος άγιοι,
ϊ αυτού »· διά τί τόση τιμή, τόση έ;αίρε-
καί ετι δσας
σις, καί τοσαύτη και τοιαύτη άνταπόδο-
κατορθώσαι μέλλουσιν εως
τϋς συντέλειας του κόσμου οί
δούλοι τοΰ
σις διά εργα τόσον ευτελή καί μικροπρεπή }
θεού, συλλογισθής δέ ύποθετικώς, δτι εκά
διότι ό θεός ές·ι δίκαιος, άμα δέ και ελεήμων
στη τούτων των αρετών εστίν ύπερτελεία·
καί καθό μεν δίκαιος, ζητεΐ
πάσαι όμού αί τοιαϋται άρεταί ως προς τήν
εκείνο, όπερ δυνάμεθα ποιησαΐ) καθό δέ
βασιλείαν, την ήτοιμασμένην εις τους δι
ελεήμων, καν ολίγον, καν μικρόν, καν ού-
καίους, είσίν ως τό ουδέν $ είσίν ώς
μία
τιδανόν τό έργον ημών, δέχεταί τούτο ώς
ρανις ΰδατος προς δλην την θάλασσαν, και
μέγα καί πολύ, καί λογίζεται αυτό άξιον
τούς ποταμούς, και τάς λίμνας, καί πάν
τών απείρων αυτού ευεργεσιών και αντα
το ύδωρ το εΛί της γή?, και έτι άσυγκρί-
ποδόσεων
τως περισσότερον
τιμήν, ουδέ τό βάρος τοΰ έργου ημών βλέ
άμμου
προς
άμμου ,
η
ώσπερ εΓς κόκκος
πάντας τους
και
κόκκους της
του χώματος ,
κονιορτού της
γης, και
περισσότερον
διότι όσοι
και
τοΰ
ετι άσυγκρίτως κα'ι
άν
ησαν
καθό μεν
παρ' ημών
ελεήμων, ουδέ την
πει, καθό δέ δίκαιος, ζητεΐ τούτο, καί χω ρίς τούτου ουδέ ευεργετεί, ουδέ σώζει. Εύεργέτησεν αληθώς ό θεάνθρωπος τήν Χαναναίαν είπεν είς αυτήν, α Γενηθήτω μ»τ. 1 5,
οί ύπερ τών τοιούτων άρετών κόποι, ησαν
ϊ σοι ώς θέλεις »· ίάτρευσε τήν θυγατέρα
όμως πρόσκαιροι, και τέλος ελαβον, τό δέ
αύτης· άλλ' αυτή πρώτον ετρεξεν είς συν-
υπέρ τούτων βραβεΐον , ήγουν ή μέλλουσα
άντησιν τοΰ Ιησού Χριστού , είτα εκρα-
τού θεού δόξα εστίν αιώνιος, και ουδέποτε
ζεν όπισθεν αυτού- « Έλέ/,σόν με , Κύριε
ίχβι τέλος·
δικαίως λοιπόν ό ούρανοβάμων
ϊ υίέ Δαβίδ ϊ· έπειτα ήλθεν ενώπιον αυτού,
Ρ*>{*. $, Παύλος έλεγε· α Λογίζομαι γάρ, ότι ουκ 18. ι άξια τά παθήματα τοΰ νΰν καιρού προς
καί προσκυνήσασα αυτόν , έβόησε μεγάλη τνϊ φων/]~, ζ Κύριε, βοήθει μοι ι· μετά ταύ
ι την μέλλουσαν δόξαν άποκαλυφθήναι είς
τα, καν παρωμοιώθ/] τοις κυναρίοις, υπέφε
» ημάς 2.
ρε μετά χαράς τόν όνειδισμόν ένί λόγω,
'Εάν λοιπόν τά έργα ημών, και καθότι
πρώτον
εποίησεν όσα
έΒυνήθη ,
ελαβεν
ατελή, και καθότι όλίγην μετοχήν έχομεν
φώς
εί; την τούτων έργασίαν , καί καθότι ουκ
προ της ιατρείας προηγήθη ή πίστις καί ή
ειΥιν άξια προς την μέλλουσαν δόξαν, είσί
υπακοή τού τυφλού·
διότι, ώς ήκουσεν
πολλά ευτελή, διά τί ζητεί αυτά ό
αυτός τό « Ύπαγε,
νίψαι
όπερ έπόθει. Έδωκεν αληθώς τό
είς τόν
έκ
γενετής
τυφλόν άλλά
είς
τού
Σι- Ιωά·.. 9
παρ ημών, όταν θέλγι Γνα ευεργετήση εύερ-
ϊ λωάμ τήν κολυμβήθραν 3>,
γεσίαν πρόσκαιρον, η
τυφλός ήν, και άπελθών ένίψατο. Έκαθχ-
σωτηρίαν αίώνιον:,
Γνα
ετζιδαψιλεύστ)
διά τί έδίδαξεν^
ότι
ανταμείβει καθένα κατά τά εργα αυτού } γ. α. ι, « 'Ός αποδώσει έκάστω. κατά τά (ΚΤΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'.)
ρισεν
ιύτ-0·.. 14.
έπειτα
χρεωστούνται είς τόν θεόν, καί καθότι είσίν
θεός
■ύ:ί·ι. 11.
έτρεξε,
αληθώς τούς δέκα λεπρούς·
καν
άλλά
πρώτον εκραύγασαν αυτοί μεγαλοφώνως,
εργα I «ι Ιησού έπιςάτα , ελεησον ημάς ι, έπειτα, α«*. ι? 30
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
τους οποίους έγκατέλειπον
οί θερισται
παραβλέποντες
τότε ουν ό θεές εξέχεε το
Θέλεις Γνα άπαλλαχθη~ς από της αμαρ τίας, της όποιας εκ νεότητός σου γέγονας
έλεος αύτοΰ επ' αυτήν, τότε ου μόνον έλυσε
δοϋλος } πίστευσον εξ όλης ψυχής και καρ
την πτωχβίαν αυτής
τε και ττ,ς πενθεράς
δίας σου, ότι χωρίς της βοηθείας τοΰ θεοΰ
αύττ,ς? αλλά κατεστησεν αυτήν σύζυγον
και της δραστικής αύτοΰ χάριτος ού δύνα-
τοΰ Βοόζ, και πρόγονον τοϋ Δαβίδ.
σαι λυθηναι τοΰ δεσμοΰ της άμαρτίας· πλην
Άλλα κατά ταύτην, λέγεις, την διδασκαλίαν, δταν
ημεΐς
ουδέν
μή μένης αργές καϊ ακίνητος, περιμένων
δυνάμεθα
Γνα ούρανόθεν καταβτί" ή άπολύτρωσίς σου ,
ποιήσαι, τότε εγκαταλείπει ημάς ό θεός·
αλλά νήστευσον, άγρύπνησον, προσεΰχου
οΰχί, τοϋτο ουκ εστίν
πάσαν ώραν, κακοπάθησον, πρά πάντων
άληθινόν, διότι ό
θεός, δίκαιος ών, ου ζητ^ΐ τά αδύνατα,
δέ φεΰγβ τήν
αλλά τά
δε καϊ ή δικαιοσύνη καϊ τό έλεος τοΰ θεοΰ
δυνατά· όταν αληθώς ουδέν δυ
νάμεθα ποίησα!, τότε και και τό πουσιν
έλεος τοΰ θεοΰ ημάς,
£εται ό θεός,
τότβ
ή δικαιοσύνη
ουκ
αίτίαν της άμαρτίας, τότβ
ελεύθεροι τήν ψυχήν σου από της αιχμα
έγκαταλεί-
λωσίας τοΰ διαβόλου, καϊ άρπάζει σε από
δικαίως εύσπλαγχνί-
τοΰ στόματος τοΰ άδου. Επιθυμείς τήν
καϊ επιχορηγεί
εις ημάς
σωτηρίαν της ψυχής σου^ παρά θεοΰ έλπι
την θείαν αυτού βοήθειαν. Ό μέν Τωβίτ,
ζε αυτήν πίστευε άδιστάκτως, ότι αυτός
πλούσιος
εστίν ό σωτήρ των
ών, έπτώχευσε
καϊ
έτυφλώθη,
ψυχών ημών , αύτός
ή δέ γυνή αΰτοϋ Άννα έμεινε πτωχή, άλ-
μόνος δύναται σώσαι ημάς, πλην μή μένη
λ' υγιής·
Τοβίτ, όστις, τυφλός ών,
ή θελησίς σου αργή και στείρα, αλλ* εστω
ουδέν έδύνατο ποιήσαι, ετρεφεν ό Άχιάχα-
εργαστική και καρποφόρος· αγάπη, ταπεί-
ρος, υπό θεοΰ φωτισθείς· την δέ Άνναν,
νωσις, πραότης, δικαιοσύνη,
ήτις
σωφροσύνη, αλήθεια, φυλακή πασών των
τον
έδύνατο
εργοχειρεΐν ,
ξαίνουσα και
ε'γκράτεια ,
υφαίνουσα Ιρια εις την γυναικωνίτιδα αυ
εντολών τοΰ θεοΰ, ταΰτά είσι τά εργα, τά
τής, ετρεφεν ό θεός διά των Ιργων των χβι-
όποια,
τ«6ίτ. ι, ρών αυτής· α Άχιάχαρος δέ, λέγει αυτός ό ΐϊ. ' 3 Τωβίτ,
έτρεφε με
εως ου έπορεύθην εις
σου ,
εάν
καρποφορήσω
τότε
καϊ
έλεος τοΰ θεοΰ
ή
ή δικαιοσύνη
θέλησίς και
άνοίγουσί σοι τήν
τό
θύραν
ι την 'Ελυμαΐδα. Και ή γυνή μου Άννα
της επουρανίου βασιλείας , ίνα είσελθών ά-
> ήριθεύετο εν τοΐς γυναικείοις, και άπές-ελ-
τ.ολαΰαγς' της αιωνίου δόςης καϊ μακαριό-
» λε τοις κυρίοις. Και άπέδωκαν αυτή" και
τητος έν Χριστώ Ίησοΰ τώ Κυρίω ημών,
* αύτοι
ω ή δόξα ,
τον
» ,ερίφον ί.
μισθόν ,.
προσδόντες
καϊ
και ή δικαιοσύνη, καϊ τό έλεος
εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
257
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
Μ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Η
Α
ΤΗΣ
Γ.
Ρ Κ Ο Ν
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ
αρχή παντός αγώνος έχει δυσκολίαν
ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
τοϋ κόσμου ή χαρά9 τών πις"ών ή δύναμις
μεγάλην , επειδή παρίσταται ενώπιον τών
τών δικαίων τό ^ήριγμα, τών αμαρτωλών ή
οφθαλμών ημών δλο; ό κόπος , όσος άναγ-
ελπίς· διά τοϋτο σήμερον προβάλλει αυτόν ή
καΐός εστίν εις τήν τούτου τελείωσιν διά
αγία μήτηρ ήμών, ή τοϋ Χριςοϋ εκκλησία,
τοϋτο ή αρχή λογίζεται ώς τό ήμισυ τοϋ
ίνα, εύλαβώς αυτόν άσπαζόμενοι, λάβωμεν
δλου
χάριν και δύναμιν πρός τελείωσιν τοϋ τής
έργου·
α Άρχή δέ τοι ήμισυ τοϋ
* παντός ». Εις
το μέσον τοϋ αγώνος ό
νηστείας θείου αγώνος· τό δέ Ετερον βοή-
καταβληθείς κόπος φέρει άδυναμίαν, ή δέ
θημά ε'στιν ή δεσποτική φωνή τοϋ σημερι
αδυναμία ποιεί τό λοιπόν ήμισυ δυσκολώ-
νού ευαγγελίου, ήτις προσκαλεί ήμάς, ίνα
τερον τής άρχής του όλου· εις δέ τό τέλος
άρωμεν τον σταυρόν ήμών, και άκολουθή-
τοϋ αγώνος, καν διά τήν αύξησιν τής άδυ-
σωμεν τώ καλοϋντι Χριστώ· διά τούτο δέ
μίας ή δυσκολία αύξάνη, επειδή όμως βλέ
σήμερον ή τοιαύτη φωνή εκηρύχθη, Γνα
πομεν εγγύς τοϋ έργου τό τέλος, ή χαρά
ενστάξη εις τάς καρδίας ήμών τήν δύναμιν
και τήν άδυναμίαν διώκει, και τν.ν δυσκο
τής θείας χάριτος, δϊ αυτής δέ προθύμως
λίαν λύει. Εις τό μέσον λοιπόν παντός κο
έκτδλέσωμεν τό άγιον τής νης-είας ς-άδιον.
πιάς; ικοϋ έργου αναφαίνεται τής δυσκολίας
Άλλά τό μεν πανσέβαστον τοϋ σταυρού
τό μέγεθος·
ξύλον,
εκ τούτου δέ πολλοί περί τό
καθείς
βλέπει,
και καθείς, μετά
μέσον τοϋ αγώνος άτονοί;ντες και πίπτον-
πίστεως και ευλάβειας άσπαζόμενος, λαμ
τες , εγκαταλιμπάνουσιν ατελές τό έργον
βάνει χάριν θεοϋ και δύναμιν ή δέ ευαγγε
αυτών. Ήμεΐς, ώ χριστιανοί, εφθάσαμεν
λική
Οεοϋ χάριτι σχεδόν εις αυτό τό μέσον τοϋ
καθείς, τό νόημα αυτής κατανοήσας, λάβη
τής νηστείας δρόμου, όπου και ή αδυναμία
τον φωτισμόν τοϋ παναγίου πνεύματος ,
ήμας περιεκύκλωσε, και ή δυσκολία ηίξη-
και τήν θείαν τούτου δύναμιν. Καθώς ουν
σε, πλήν βαρσεΐτε- ιδού δύο
ισχυρά και
μετ' ευλάβειας άσπάζεσθε τον τίμιον ς;αυ-
κραταιότατα βοηθήματα· τό 2ν τούτων ές·ΐν
ρόν, ούτω μετά προσοχής ακούσατε τοϋ
ό πανάγιος σταυρός, τό ζωοδώρητον ξύλον,
ευαγγελικού λόγου τήν «ξήγησιν.
φωνή
χρείαν εχει
εξηγήσεως,
Γνα
Ερμηνεία εις το κατά Μάρκον 258 τήν φιλίαν της σαρκός, και άποςρεφώμεθα Μαρχ. β, 34.
Είπεν δ Κύριος*
όστις θέλει ο πάσας τάς πονηράς αύτής πράξεις- Σταυ
πίσω μου
άκολουθεϊν,
άπαρνησαρός δέ Γδιος τοΰ καθενός έστιν ή νέκρωσις
σθω εαυτόν, και άράτω τον σταυρόν τών παθών
κα\ τών
πονηρών επιθυμιών
αύτοΰ, και άκολουθήτω μοί. αύτοΰ· τότε ούν αίρομεν τόν ς-αυρόν ημών, Άκούεις θεϊκήν σοφίαν
καΐ θαυμασιω-
τάτην μεγαλοπρέπειαν } Ουδέ αναγκάζει, καν βχγι
την δύναμιν, ουδέ προστάττει,
κακάς έπιθυμίας· α Οί δε τοΰ Χρίστου », Γ<α. Μ. ήγουν οί δούλοι τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ, « τήν
καν εχη την έξουσίαν, άλλ' άφβίς εις τον
» σάρκα ές"αύρωσαν συν τόϊς παθήμασι κα:
καθένα το αυτεξούσιον αύτοΰ ελεύθερον ,
» ταΐς επιθυμίαις »· Επειδή δε και τό πάλαι
προσκαλεί μόνον πάντας, επειδή θέλει ώς
τινές δια πολλής ς·ενοχωρίας και βασάνο υ
φιλάνθρωπος πάντων την σωτηρίαν Όςΐς,
κατεδάμαζον της σαρκός τά πάθη, και άχρι
λέγει, έξ ιδίας γνώμης και προαιρέσεως θέλει
δε τ*?ίς σήμερον πολλοί άσκηταΐ τοΰ γένους
ίνα άκολοοθγΓ οπίσω μου, ήγουν ίνα γένηται
τών Ινδών τυραννικώς διά διαφόρων τρόπων
μαθητής μου,
και μιμηθ·^ τά εργα μου,
καταβασανίζουσι τήν σάρκα, ώς και ήμεΐς
«κείνος ανάγκη ε'ςίν, ίνα πράξγ) τρία τινά·
ιδίοις όφθαλμοις αύτούς εΓδομεν, ποιοΰσι δέ
Γνα
Γδιον
ταΰτα ούκ άκολουθοΰντες τώ Χοις"ώ» άλλά
σταυρόν αύτοΰ, και Γνα άκολουθη* οπίσω
δουλεύοντες τά πάθος της ιδίας κενοδοξίας^
μου.
και τήν πεπλανημένην αυτών φαντασίας
άρνηθ·/Γ εαυτόν,
Άλλα
ποΐός
Γνα
άρ?) τον
έστιν ούτος ό
έαυτάς
ημών 'Ί και ποιός εστίν ό ίδιος τοΰ καθενός
θέλοντες, Γνα θχυμάζωνται και έπαινώνται
σταυρός }
ύπα τών
ό έαυτάς ημών εστίν εκείνος ό
ύπο τοΰ αποστόλου Παύλου ονομαζόμενος β, ι παλαιός
Γ·». ί, 21.
όταν νεκρώσωμεν τά πάθη ημών και τάς
άνθρωπος »·
και σώμα δέ της
ανθρώπων διά τοΰτο ό Κύριος
είπεν ού· μόνον τό <γ Άπαρνησάσθω «αυϊ τόν, καΐ άράτω τόν
σταυρόν αύτοΰ >^
άμαρτίας αύτόν ονομάζει ό αύτός Παΰλος ,
άλλά προσέθηκε και τό « Άκολουθείτω μοι ί.
επειδή μετά τήν παράβασιν τών πρωτο
Ιδού δέ συντόμως όλη ή έννοια τούτων τών
πλάστων « έγκειται ή διάνοια τοΰ άνθρώ-
εύαγγελικών λόγων. *Ος·ις θέλει γενέσθαι μα
» που επιμελώς επί τά πονηρά εκ νεότητος
θητής τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ, εκείνος πρέπον
> αύτοΰ ». Τοΰτον ουν τόν παλαιόν άνθρω-
εστίν, Γνα άποστραφη' και μισήση πάσαν
πον της άμαρτίας, λέγει, ότι πρέπον ες-ίν ,
άμαρτίαν, Γνα νεκρώσ>] πάντα τά πάθη
Γνα άρνηθώμεν. Άλλά πώς δυνάμεθα τοΰτο
αύτοΰ και πάσας τάς πονηράς αύτοΰ επι
ποιήσαι } κατά τόν αυτόν τρόπον, καθ' δν
θυμίας, και Γνα άκολουθήσγ], ήγουν μιμηθη
άρνούμεθα
τά εργα
άλλον
τινά
άνθρωπον.
Πώς
τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ. Έφανέρωσβ
αρνείσαι τον φίλον σου ή1 τόν συγγενή σου^
δέ ό θεάνθρωπος και τά διά τίζητεΐ ταΰτα τά
άποστρεφόμενος αυτόν, και φεύγων άπ' αύ
τρία εργα παρά τών μαθητών αύτοΰ, ειπών,
τοΰ, και μισών πάντα τά Ιργα αύτοΰ· τό τε ουν άρνούμεθα εαυτούς, όταν φεύγωμεν
Ος γαρ
αν
θελη
τήν
ψυχήν
•ά.
Εύαγγέλίον της Γ*. Κυριακής των Νηστειών.
259
όστις θέλει σώσαι έαυτόν, εκείνος άπολεΐ αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν*
δς εαυτόν όστις δέ απολέσει έαυτόν ούχι διά
δ αν απολέση
την
ψυχήν
αύτοΰ ίσχυρογνωμίαν
ένεκεν
έμοΰ
χαι
ουδέ διά τήν πλάνην τής
του ευαγγελίου, φαντασίας
αύτοϋ , άλλά δί άγάπην τοϋ
ούτος σώσει αυτήν. Ίησοϋ Ή ψυχή του ανθρώπου εστίν αθάνατος·
Χριστού
και διά τά ευαγγελικά
δόγματα, εκείνος σώζει έαυτόν εις
τήν
πώς ουν δύναται ό άνθρωπος άπολέσαι αυ
ζωήν τήν αΐώνιον. Βλέπομεν τούτο εκτετε-
τήν δι άγάπην
τοΰ Ίησοϋ Χρίστου κα'ι
λεσμένον εις τον καιρόν τών διωγμών τής
του ευαγγελίου ^ πώς δέ δια της τοιαύτης
χριστιανικής πίστεο)ς· ός"ΐς τότε άπώλεσεν
απώλειας σώσει αύτήν :> Ψυχήν ώδε λέγει
έαυτόν, ήγουν παρέδωκε τήν ζωήν αύτοϋ
ούχι τήν ούσίαν της ψυχής, αλλά τάς πο-
εις θάνατον, Γνα μή άρντ,θγΓ τον Ίησοϋν
ν ηράς αυτής επιθυμίας· όστις ουν άπολέση
Χριστόν και τήν εύαγγελικήν άλήθειαν,
τάς κακάς τής ψυχής αυτού
επιθυμίας ,
εκείνος εσωσεν έαυτόν, άγιος γενόμενος, και
τήν υπερηφάνειαν , τον φθόνον , το μΐσος ,
βΐς τον χορόν τών πανενδόξων μαρτύρων
τήν άσπλαγχνίαν και τά λοιπά πάθη αυ
συνταχθείς· όστις δέ εσωσεν έαυτόν, ήγουν
τής ούχι δί ύπόκρισιν ή διά φιλοδοξίαν ,
έφύλαξε τήν ζωήν αύτοϋ από τοϋ θανάτου,
άλλά δΐ άγάπην του Ίησοϋ Χριστού
άρνητής
και
γενόμενος
τοϋ Ίησοϋ Χριστού
διά τήν φυλακήν τών εντολών τοΰ ευαγγε
και τού ευαγγελίου, εκείνος άπώλεσεν έαυ
λίου, εκίΐνος σώζει τήν ψυχήν αύτοϋ, εις
τόν , ανάξιος γενόμενος τής ουρανίου βασι
τήν αΐώνιον ζωήν, ήγουν κληρονομεί τήν
λείας, καί μετά τών καταδίκων άποςατών
αΐώνιον σωτηρίαν
όστις δέ περιποιείται
συναριθμηθείς. Επειδή δέ, είτε τήν νίκην
τάς κακάς τής ψυχής επιθυμίας, εκείνος
νοήσ^ς τών πονηρών τής ψυχής επιθυμιών^
απολεΐ τήν ψυχήν αύτου, ήγουν παραδίδω-
είτε τήν παράδοσιν τής ζωής εις θάνατον,
σιν
έργον έστ: δύσ κόλον, διά τούτο, ενισχύων
αυτήν εις τήν άτελεύτητον κόλασιν.
ά Κύριος τούς άνθρώπους εις τήν κατόρθωΕχει δέ και άλλο νόημα ό λόγος· ή
θεία γραφή
Ψυχήν
ονομάζει και τον εαυτόν
Ι**,. ιι, ημών « Ό φιλών τήν ψυχήν αύτοϋ, λέγει » ό ευαγγελικής Ιωάννης, απολέσει αύτήν, ϊ καϊ ό μισών
τήν ψυχήν αυτού
εν τω
σιν τούτου τοϋ δύσκολου έργου, επάγει τον λόγον τον πείθοντα πάντας, λέγων, Τ: γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν Μοίρχ. », 36. κερδήση τον κόσμον δλον, καί ζη-
9 κόσμω τούτω, εις ζωήν αΐώνιον φυλάξει μ.£ωθη τήν ψυχήν αύτοϋ $ ή τ'ι δώ »7.
> αύτήν κ. Ειπών ουν ό Κύριος ανωτέρω, σει άνθρωπος αντάλλαγμα τής ψυ « Άπαρνησάσθω εαυτόν ί, τούτο το εαυτόν χής αύτου $ ώνόμασε ψυχήν
προσέθηκε δέ τον λόγον,
δί δν πρέπον εστίν, Γνα άρνηθη
εαυτόν δςις
Έκέρδησας τοϋ Κροίσου
τό χρυσίον
λέγει,
και τοϋ *Αλεξάνδρου τά κτήματα, άπήλαυ-
δστις θέλει σώσαι τήν ψυχήν αύτοϋ, ήγουν
σας τοΰ Σαρδαναπάλου τάς τρυφάς, έκέρ-
θέλει τήν σωτηρίαν αυτού- διότι ,
Α*
Ερμηνεία εις το κατά Μάρκον.
240
κόσμον, ποία ή ωφέλεια
τούτω άνθρώπων, εκείνον εγώ δείξω κατη-
σου, εάν, άρνησάμενος τόν Ίησούν Χρις-όν,
σχυμμένον, δταν ελθω πάλιν εις τόν κόσμον
ή καταφρονήσας τάς έντολάς αυτού, βλά-
ένδοξος ως θεός' μβτά τών άγιων αγγέλων
ψης
τήν ψυχήν σου. Πάν τοΰ κόσμου
και αύτός μεν εις τούτον τόν κόσμον άρ-
πράγμα εχει τό ίσότιμον αύτοΰ ? όθεν και
νησάμβνος, δτι είμι θεός, και καταφρονήσας
δϊ αύτοΰ άνταλλάττεται· δίδως χρυσίον,
τάς έντολάς μου, καταισχύνει τό μυστή-
καϊ λαμβάνεις ίσότιμον άργύριον
ριον
δησας δλον τόν
δίδως
της
ενανθρωπίσεως
μου ,
καϊ
τοΰ
λίθους τιμίου;, μαργαρίτας, αγρούς, αμπε
ευαγγελίου μου τό κήρυγμα* εγώ δέ, δταν
λώνας, πόλεις, χώρας και πάν άλλο τοΰ
ελθω έν τη" δόξη τοΰ πατρός μου, Γνα κρίνω
κόσμου πράγμα, αλλά λαμβάνεις τό τού
τόν κόσμον, τότε έμπλήσω αύτόν αισχύ
των ίσοστάσιον άπολεΐς τοϋτο, αλλά κερ-
νης και
δαίνεις άλλο ίσόρ'ρΌπον·
ϊ ουκ
παντός κοσμικού
εντροπής, ειπών, οιδα
α Λέγω ύμΐν,
ήμάς πόθεν έστε· άπό^τητβ
πράγματος γίνεται ισοδύναμος ή ανταλλα
9 άπ' έμοΰ πάντες οί έργάται της άδικίας >·
γή· ή δέ ψυχή ουκ εχει ίσότιμον
τούτο δε έστιν ό χωρισμός από του θεού,
αντάλ
λαγμα, ούχ ευρίσκεις εν τω κόσμω πράγμα
καϊ ή βάσανος της αιωνίου κολάσεως· τότβ
ίσότιμον και άξιον της ψυχής. Διά τί δέ
δέ τί ώφελεΐ τόν άνθρωπον δλος ό κόσμος ·,
ταύτα
ή τί
άν δώση τότε ό αποστάτης και ό
άμαρτωλός, »,
Ος γαρ τους
ε'μούς
ταύτη λω,
αν έπαίσχυνθη με καϊ
τη
λόγους
έν τη γενεά
μο:χαλίδ· κα: άμαρτω-
και δ υιός του ανθρώπου έπα:-
Γνα
ελευθέρωση
τήν
αυτού άπό τοΰ πυρός της κολάσεως ·, Μοι χαλίδα δέ καϊ άμαρτωλόν ώνόμασε τήν γενεάν, ήγουν τό γένος τών άνθρώπων, ε πειδή
καθώς ή
εγκαταλιμπάνουσα
ίδιον άνδρα, καϊ πορευομένη μετ' σχυνθήσετα*
αύτόν, δταν
ελθη
ψυχήν
τον άλλου
έν τινός ξένου, γίνεται μοιχαλϊς και άμαρτω
τη δόξη
τοΰ πατρός
αυτοΰ μετά λός, ούτω μοιχαλϊς και άμαρτωλός γίνεται
τών άγγέλων των αγίων. ή ψυχή, ήτις, εγκαταλιμπάνουσα τόν θεόν^ Ιδού ό λόγος, και τό διά τί ούδεμίαν ώφέλειαν εχει ό άνθρωπος εκ τοΰ
κόσμου
προσκυνεί τά εΓδωλα, ή αποστατούσα άπό της υπακοής τών εντολών τοΰ θεού, γίνε
δλου, δταν βλάψη τήν ψυχήν αύτοΰ, καϊ
ται δούλη τών θελημάτων τοΰ διαβόλου·
τό δ;ά τί ούχ ευρίσκει αντάλλαγμα ίσο
ούτω δέ ώνόμασε τό γένος τών ανθρώπων,
στάσιον αύτη"· διότι, λέγει, δστις ή καθότι
ή καθότι τό περισσότερον
έντρέπεται τό πάθος, τόν σταυρόν, και τήν
άπιστοι είσι, και
ταφήν μου, ή δϊ άλλην οποιανδήποτε αΐ-
παραβάται, ή
τίαν αρνείται τήν εμήν θεότητα, και πε
τήν πίστιν, τούτο ποιοΰσιν ούχ υπό τών
ριφρονεί
γενεά
πιστών, άλλ' υπό τών άπιστων άναγκα-
ταύτν}, ήγουν ενώπιον τών έν τω- κόσμω
ζόμενοι· και οί άμαρτάνοντες ούχ υπό τών
τάς
έντολάς μου έν τη
μέρος
αυτών
τών εντολών τοΰ θεοΰ
καθότι
καϊ οί
αρνούμενοι
Εύαγγελίον της γ'. δικαίων, άλλ'
ύπσ των
Κυριακής των Νηστειών.
24 1
αμαρτωλών προ- εκείνης της δόξης, ης άπολαύσουσιν οί δί*
τρεπόμενοι, τήν άμαρτίαν ποιοΰσιν. Επειδή
καιοι εν τη" βασιλεία τών ούρανών όθεν
δέ ό θεάνθρωπος είπεν,
το μέν πρόσωπον αύτοΰ α Έλαμψεν ώς ό Μβτ χή
πάλιν εις τον
ότι, δταν
βλθγϊ
ί ήλιος, τά δέ ιμάτια αύτοΰ εγένοντο λευκά
κόσμον, έρχεται ούχι τα
πεινό; ώς άνθρωπος, άλλ' εν τη δόξγ) του
ϊ ώς τό φως »· οί δέ μαθηταΐ αύτοΰ, μή
πατρός αύτοΟ ώς θεός, ίνα περι τούτου
δυνάμενοι ενατένισα! είς τό πανυπέρλαμ-
πληροφόρηση τούς μαθητάς αύτοΰ, υπόσχε
προν εκείνο και θείον φως,
ται τά έξης·
» πρόσωπον αύτών, και εφοβήθησαν σφό-
α Έπεσον επί β4τ- β.
ί δρα ». Ταύτην, λέγει, τήν δόξαν τοΰ 9<
Και ελεγεν αύτοΤς"
Αμήν λεγω θεοΰ, είσί τίνες
ύμΤν, οτι εισΐ τίνες των ώδε
εστη-
τών ώδε παρισταμένων,
ήγουν δ Πέτρος,
και ό Ιάκωβος,
και ό
κότων, οίτίνες ού μή γεύσωνταί θα
Ιωάννης, οίτινες ούκ άποθανοΰνται, εως άν
νάτου, εως άν ΐδωσί τήν βασίλείαν
Γδωσιν αύτήν.
τοΰ θεοΰ έληλυθυΤαν εν δυνάμει.
άπόςολοι είδον τήν δόξαν ταύτην έν τω όρει
Αληθώς δέ ούτοι οί τρεΐ?
Θαβώρ, εκλάμψασαν έκεΐ τη~ δυνάμει της *
Βασιλείαν θεοΰ ονομάζει την δόξαν της θίότητος τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ· ήκουσαν δέ
θείας αύτοΰ μεταμορφώσεως. Ότε μετεμορκαι τήν ούρανόθεν ενεχθεΐσαν φωνήν « Ουφώθη εν τώ όρει τω Θαβώρ, τότε επέλαμϊ τός εστίν ό υιός μου ό άγαπητός, εν ω ψεν άκτϊς της θείας αύτοΰ δόξη;, εκείνης • ευδόκησα- αύτοΰ άκούετε ». δηλαδή της δόξης τοΰ πατρός αύτοΰ, μεθ' ης έρχεται κρΐναι ζώντας
και
νεκρούς·
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
Μ Α Ρ Κ Ο Ν ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ
Λ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΏΝ,
Εις ΰψος μέγα άνεβίβασεν ό θεάνθρωπος
τών έν τώ κόσμω πραγμάτων εστίν ίσότι-
Ίησοΰς τήν άξίαν και τιμήν της τοΰ άν
μον της ψυχής άντάλλαγμα. Άλλά τί αρά
θρωπου ψυχής· παρέστησεν αύτήν τςμιω-
γέ εστίν ή τοσοΰτον πολύτιμος, ή, δρθότε-
τέραν δλου
ρον είπεϊν, ή πανυπέρτιμος
τοΰ
κόσμου· ειπεν δτι ούδέν
(ΚΥΡΙΑ&, ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
καϊ άτίμητος *1
δ·
τΟ;ΐίλ'!α
μ,ετά το κατά Μάρκον
242 ψυχή } πόθεν παρήχθη } ποία ή ούσία καί
φάνης εξ ύδατος
φύσις αυτής , πόσος ό τής διαρκείας αύτής
ελεγεν, ότι ή ψυχή εστι τό αΓμα5 ό δέ
καιρός }
Ιπποκράτης,. πνεύμα έν όλω τώ σώματΓεφηπλωμένον ό δέ Κριτόλαος, πέμπτη ούσία.
πολλά έκοπίασαν, ίνα ταύτα κατανοήσω-
Πάντες, ως άκούετε, άσύμφωνοι ήσαν περί
σιν, άλλα, μή έχοντες τό φώς τής θείας
της άρχής καί φύσεως της ψυχής· Ιλεγον
άποκαλύψεως
όδηγόν του κόπου αυτών,
δέ περί αυτής άναπόδεικτα, άκατάστατα ,
ματαίως έκοπίασαν. Τούτων άλλοι μέν δια
παράλογα, άτοπα· ήσαν όμως, πλήν τών
του φωτός της φύσεως άνέβησαν εως εΓς
θνητοψύχων Επικούρειων, πάντες οί λοιποί
τινα* βαθμάν
σύμφωνοι περί
των
παλαιών
κατανοήσεως,
ίπειτα,
μή
του
ότι ή ψυχή διαμένει
εκείνο νά εκτανθτ) εις
ζώσα καί μετά θάνατον , ήγουν περί του
τά υψηλότερα, έγκατέλιπεν αυτούς· όθεν ε-
ότι ή ψυχή έστιν άθάνατος· μαρτυρεί τοϋτο
πεσον εις παράλογα σφάλμ,ατα- άλλοι δε, η
ή διδασκαλία του Πυθαγόρου καί Πλάτω
μή φωτιοθέντες όσον άναγκάΐον, ή εναντιού-
νος ή περί της μετεμψυχώσεως , τουτέστι
μενοι καί εις τό φως της φύσεως, ούτως έ/ά-
της άπό σώματος είς σώμα μεταβάσεως
λησαν περί ψυχής, ώσπερ αν εΐ ήσαν μωροί
της ψυχής,
καί ασύνετοι· εκ τούτου σχεδόν όσοι εθνικοί
αυτής μετά του θεού* μαρτυρεί τούτο ή
φιλόσοφοι , τόσαι καί αί περί ψυχής γνώ-
μετά θά,νατον άποθέωσίς τίνων άνθρώπων·
μαι.
ελεγεν, ότι ή ψυχή
μαρτυροϋσι τούτο αί μετά θάνατον πιςευό-
^κ ^εο" εδόθη, ό δε Επίκτητος, ό Σένεκας, ό Μάρκος ό Άντωνΐνος, ότι εστί
μεναι παρ αυτών τρυφαί καί τιμωρίαι· όθεν
δυνάμενον τό φως
κυΛοπ. Αίξ"'·
γής· ό μέν Κρίτιος
ειδωλολατρών
Πολλοί
Μ Λ
καί
Ό μεν Κικέρων
και τελευτάϊον της ενώσεως
καί Χάρωνα έκήρυττον μετακομίζοντα τάς μέρος
της
ρειοι ,
ότι
θείας
ουσίας ,
οί δε Επικού
ψυχάς είς άλλον βίον, καί νήσους Μακάρων,
ό
μέν Θαλής
είς τάς οποίας εζων οί δίκαιοι, καί Φλεγέ-
ένόμιζεν αυτήν φύσιν, εν εαυτ1^ δια παντός
θοντα, καί Κωκυτόν, είς τους όποιους έβα-
κινουμένην ,
αριθμόν
σανίζοντο οί πτάϊσται· βεβαιούσι τούτο
Πλάτων ούσίαν πνευ-
του Κικέρωνος τά λόγια· α Έπίςευον, λέγει
ματικήν δί άρμονικοϋ αριθμού κινουμένην.
χ> αυτός, πάντες οί άρχαΐοι , ότι ό θάνατος
ό Αριστοτέλης έντελέχειαν
Δικέαρχος
» ουκ εξαλείφει πάσαν αΓσθησιν, και ότι ό
τών τεσσάρων
5 άνθρωπος, έξελθών έκ ταύτης τής ζωής ,
στοιχείων ό Άσκληπιάδης ό ιατρός κοινήν
» ουκ έξουδενούται ϊ· πολλώ δέ περισσότβ-
πασών όμού τών αισθήσεων
ρον
εστί ποιότης·
ό
δέ
αύτοκίνητον, ό δέ
άρμονίαν
Πυθαγόρας
καί συμφωνίαν
Ηράκλειτος άναθυμίασιν
ό
ενέργειαν δ
ό Εμπεδοκλής
βεβαιούσι τούτο του Σωκράτους τά
λόγια προς τους περιες-ώτας αυτού φίλους*
σύνθεσιν πάντων τών στοιχείων
ό -μεν
ί Δύο, εΓπε, πρόκεινται όδοί είς τάς ψυχάς
Δημόκριτος
πυρός
» τών άνθρώπων, όταν εξέρχωνται τού σώ-
πβποιημένην
καί ό Λεύκιππος δ
εκ
δέ Έπίθορμος ε*κ
του » ματος·
όσαι μέν ψυχαί έδουλώθησαν καί
ηλίου· ό δέ Ίππων εξ ύδατος· ό δέ Ξενο » ετυφλώθησαν υπό τών ανθρωπίνων παθών,
Εύαγγελων τής Γ'. Κυριακής των Νηστειών. ι ικεΐναι ,
». Πίτρ1, 1»·
Γ*ν. », 7.
243
ελεγχόμενα; υπό των ιδίων και
» άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν ». Ό θεός
ι οικιακών σφαλμάτων, γ) υπό των άδιορ-
ουδέ πνεύμονας εχει, ουδέ ς"όμα) ουδέ χείλη
> θώτων αδικιών, πορεύονται εις την όδόν, > την παντελώς εναντίαν εκείνης τής όδοΰ,
Γνα φυσήση· άλλ' επειδή, όταν έπλασε τό σώμα, ειΤπε ι Καί επλασεν ό θεός τόν «4τΛ,
> ήτ:ς φέρεΓείς την κατοικίαν των θεών· το
ί άνθρωπον, χοΰν λαβών άπό τής γης
» εναντίον δέ, δσαι δηλαδή ψυχαί έφύλαξαν
δια τοΰτο, ίνα διδάςη, ότι ή ψυχή ουκ εστι
> την ιδίαν αθωότητα καί καθαρότητα, κα!
χώμα, άλλά πνεΰμα, ουκ ες-ι σώμα ύλικόν,
» διετήρησαν έαυτάς]1,
άλλα ουσία άθλος, ελαββ τήν λέξιν ενεφύ
όσον έδυνήθησαν,
) από τοΰ μολυσμοΰ τών αισθήσεων, ζή-
σησε, δι αυτής παραστήσας τήν διαφοράν
ι σασαι δέ εν άνθρωπίνοις σώμασιν, έμιμή-
τήν μεταξύ σώματος καί πνεύματος· διότι,
I θησαν την ζωήν τών θεών, εις εκείνα; ή
καν και αυτό τό εμφύσημα ύλικόν ύπάρχη
ι οδός τοΰ ουρανού, δθεν ήλθον, εςτίν ,άνεωγ-
και σωματικόν, όμως καθό άόρατον, καθό
» μένη ι. Έκ τούτου βλέπομεν, ότι και οί
κινητικόν, καθό ενεργητικόν , βχει τινά
εθνικό: έπίςευον την άθανασίαν της ψυχής,
ομοιότητα μετά τής ψυχής· όθεν είπεν, β β-
καί την άνταπόδοσ:ν τών έργων, καν κα!
ϊ πλάσε καί ένεφύσησεν », Γνα διδάξη ήμάς,
ή περί τούτου διδασκαλία αυτών πλήρης
ότι άλλο εστί τό σώμα, καί άλλο ή ψυχή.
ην δεισιδαιμονιών και σφαλμάτων.
Τό σώμά εστι σύνθετον, τά δέ
Ήμεΐς
εχομεν διδάσκαλον τον λόγον
σύνθετον
διαλύεται εις εκείνα, έκ τών οποίων σύγ
τοΰ θεοϋ, όστις εις τό σκότος ταύτης της
κειται·
ζωής φέγγει ώς λύχνος, καί οδηγεί ήμάς
φθαρτόν
εις την κατανόησιν ουχί πάντων, άλλ' ε
άπλοΰν ουδέποτε διαλύεται· διά τοΰτο
κείνων μόνον, ότα άναγκαΐά είσι πρός τήν
ψυχή έστιν άφθαρτος καί άθζνατος· α Καί .ο-^.
ημών σωτηρίαν τά δέ λοιπά τότε κατα-
ι επλασεν ό θεός τόν άνθρωπος χοΰν λαβών
νοήσομεν, όταν, εξελθόντες από τοΰ αύχ-'
ι άπό τής γής, καί ένεφύσησεν εί; τό πρό-
μηροΰ τόπου τοΰ σώματος ημών, φθάσωμεν
ι σωπον αύτοΰ πνοήν ζωής ». Έκ ταύτης
εκεί, όπου ή ημέρα διαυγάζει, καί όπου ό
τής διδασκαλίας τοΰ θεοΰ έμαθον οί ευσε
φωσφόρος Ίησοΰς, ό ποιητής τών άπάντων,
βείς, ότι και τό σώμα και ή ψυχή επλά-
ανατέλλει και αποκαλύπτει πάντα. 'Εάν
σθησαν υπό θεοΰ· άλλά τό μέν σώμά ες·ιν
ουν προσέχωμεν εις αυτόν τοΰ θεοΰ τον
ύλικόν, γήϊνον, όρατόν, θνητόν καί φθαρτόν,
λόγον, ημεΐς μανθάνομεν ευθύς τίς έστιν ό
ή δέ ψυχή έστι πνεΰμα άϋλον, νοερόν, άό
ποιητής της ψυχής, ποία έστιν ή φύσις
ρατον, άθάνατον, άφθαρτον.
αυτής, πόσος ό της διαρκείας αυτής καιρός,
τό πρόσωπον
ποιον τό έργον αυτής και δια ποιον τέλος
έμφυσήσας ό θεός, έπλασε τήν ψυχήν αυ
επλάσθη.
τών νΰν δέ παντός άνθρωπου ψυχήν πλάτ-
« Και ένεφύσησε, λέγει, εις τό πρόσωι πον αύτοΰ πνοήν ζωής, και
έγένετο ό
όθεν τό σώμά εστι κατά φύσιν τό
πνεΰμά
τών
έστιν άπλοΰν,
τά ή
Καί εις μέν
πρωτοπλάστων τότε
τει, ώς οιδεν αυτός, έν αύτω τω σώματι αύτοΰ· « Λέγει Κύριος, έκτείνων ουρανόν, ι*%· *», 31·
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον 244 • καί θεμέλιων τήν
γήν,
και
πλάσσων
αυτής συλλογισμούς· αύτή μανθάνει διαφό ρους γλώσσας ,
ϊ πνεύμα ανθρώπου εν αύτώ ». Έξ αύτοΰ του λόγου του θεού μανθάνο-
τέχνας
παντοίας ,
έπι-
στήμας ύψηλάς· όσας διαλέκτους άκούετε,
μβν, και ποιόν έστι το έργον της ψυχής.
όσα βιβλία
Ή
την
πράγματα βλέπετε, της ψυχής ημών εΐσιν
πλάσιν τοϋ σώματος, έπειτα και την της
έργα· αύτή έφεϋρε φιλοτεχνήματα, διά τών
ψυχής· έφανέρωτε δέ, ότι ό θεός δια της
οποίων διαπερώμεν τά μακρά της θαλάσ
ευλογίας αυτού άλλα μεν χαρίσματα εδωκεν
σης διαστήματα, βυθιζόμεθα εις τό βάθος
εις το σώμα, άλλα δέ εις την ψυχήν εις
της θαλάσσης
το σώμα έδωκε την αύξησιν, τον πληθυ-
ρίτας, καταβαίνομεν εις τούς κόλπους της
σμόν, την δύναμιν τοϋ πλήρωσα* την γήν,
γης και έξάγομεν τά μέταλλα· μετροΰμεν
και κατακρατήσαι αύτής· α Και εύλόγησεν
τό μέγεθος τοΰ ηλίου και της σελήνης και
» αυτούς ό θεός, λέγων, Αύξάνεσθε,
και
λοιπών πλανητών, ετι δέ και τά μεταξύ
ϊ πληθύνεσθε, καί πληρώσατε την
γήν,
θεία γραφή περιέγραψε πρώτον
ϊ καΐ ψυχήν
κατακυριεύσατε
καί άνάγομεν τούς μαργα
διαστήματα·
άναλογιζόμεθα
τον
εις την
καιρόν της τούτων περιόδου, της ανατολής,
έδωκε το άρχειν, ήγουν τήν έξου-
της δύσεως, της συζυγίας, της εκλείψεως,
σίαν , τήν
αύτης »·
αυτών
άναγινώσκετε, όσα τεχνητά
κυριότητα, τήν
δεσποτείαν
της μεταξύ άλλήλων καί της γης άποςί-
πάντων τών γηΐνων πραγμάτων, και πά
σεως, συνάγομεν και σκορπίζομεν τό πΰρ,
σης της γης· α Και άρχετε τών ιχθύων
βίσάγομεν και έξάγομεν τόν αέρα, γνωρί-
ϊ της θαλάσσης, και
ζομεν τό μέτρον της δυνάμεως τοΰ πυρός,
τών πετεινών τοΰ
ϊ ουρανού , και πάντων τών κτηνών, καί
τοΰ ύδατος, τών άνέμων
» πάσης της γης ». Επειδή δέ εδωκεν ό θεός
εκείνα, όσα ή διά τήν μικρότητα ή διά τό
βΐς τήν ψυχήν τοΰ άνθρώπου τό άρχειν ,
διάστημα
εδωκεν εις αύτήν και πάσας τάς δυνάμεις ,
ό ρασιν αύτή εύρε μικροσκόπια, τηλεσκόπια
δσαι εΐσιν άναγκάϊαι, Γνα άρχη και εξουσι-
πυρόμβτρα, ύγρόμετρα, βαρόμετρα, θερμό
άζη·
ταύτας δέ τάς θαυμάσιας δυνάμεις
μετρα, άνεμόμετρα· αύτή νοεΐ λύσεις προ
της
ψυχής
βλημάτων πάσης ύποθέσεως, άναλογισμούς
καθείς καί βλέπει
καί
αι
φεύγουσι
τών
βλέπομεν
οφθαλμών
και
τήν
μακροσκελείς, και δυσαναλογίστους, ευρέ σθάνεται. Ή ψυχή δια
τοΰ νοός αυτής έν ρΊπη
σεις
πραγμάτων
άποκρύφων.
Ή ψυχή
οφθαλμού αναβαίνει εις τον ούρανόν, κατα
ήθολογεΐ, φυσιολογεΐ, γεωμετρολογεϊ, βοτα-
βαίνει εις τόν αδην, περιέρχεται τήν γήν,
νολογεΐ, μετεωρολογεί, ίατρολογέΐ,άςρονομεΐ,
εμοαίνει
όντολογεΐ, πνευματολογέΐ, ψυχολογεί, θεο
εις
τάς πόλεις,
εισέρχεται
εις
πάντα τόπον, νοεί εΓτι θέλει, μνημονεύει
λογεί· διά τούτων δε τών έργων αύτης
τά παρελθόντα, συλλογίζεται τά βνεςχδτα,
άρχει
προνοεί τά μέλλοντα, ζυγοστατεΐ, ανακρί
πραγμάτων καί αύτης όλης της γης. Βλέ
νει, συμβιβάζει, διαχωρίζει και τούς ιδίους
πεις πόση ή διαφορά μεταξύ τοΰ λογικοί*
κχΐ δεσπόζει
πάντων
τών έν γη
Εύαγγελίον της Γ . Κυριακής των Νηστειών. ανθρώπου και του αλόγου ζώου} ποιον τών αλόγων
ζώων
η τών πετεινών, ή τών
νηκτών, ή τών έρπετών, ή τών τετραπό-
245
τά εργα τών άλογων ζώων, έργον, τό όποιον φέρει αύτην εις εκείνο τό μακάριον τελος^ δί 8 έπλάσθη.
δων δύναται νά πράξει, ου λέγω πάντα,
Βλέπε τον Αβραάμ· εις αύτόν ή ψυχή
άλλ' Ιν μόνον μετά της αύτης τελειότητος,
προστάττει, τό σώμα υπακούει· αυτός δνα
μετά της οποίας πράττει ταϋτα πάντα ό
λόγο ν τοϋ θεού ήκουσεν
άνθρωπος^
> γης σου, και εκ της συγγένειας σου, και
Όστις
ταΰτα συλλογίζεται,
εκβΐνος θαυμάζει και
« Έξελθε έκ της γ«·«. «ι
εξίσταται, βλέπων
ι έκ τοϋ οίκου τοϋ πατρός σου », και ευθύς
την τόσην εύγένε'.αν και χάριν της ψυχής,
φεύγει εκ τοϋ οίκου του πατρός αύτοϋ, και
θαυμάζει δέ μάλλον και ύπερυψοΐ ττ,ν παν-
εγκαταλιμπάνει συγγενείς, φίλους και πα
τοδύναμον σοφίαν τοϋ θεοΰ τοϋ της ψυχής
τρίδα·
δημιουργού, και βοα μετά τοϋ προφητάνα-
μάχη μεταξύ
«ταλ. ΐ3», κτος- « Έθαυμαστώθη ή γνώσίς σου ες 6, » εμοϋ, εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς » αυτήν κα'ι
·.
Μωροί λοιπόν
κατησχυμμένοι
και
άνόητοι
είσίν δσοι λέγουσιν,
τοϋτό εστίν
υπακοή.
Συμβαίνει
τών ποιμένων αύτοϋ, και
τών ποιμένων τοϋ Λώτ τοϋ άνβψιοΰ αύτοϋ· ό Αβραάμ ησυχάζει την μάχην πάσα ή γη, λέγει προς τον Λώτ, ένώπιόν σου εστί, λάβε όποιον μέρος άρέσει σοι ι Εί συ είς Γ„. 13>
βτι ό λογικός άνθρωπος ουδέν διαφέρει τών
* αριστερά, εγώ εις δεξιά· εί δε συ είς δεξιά,
αλόγων ζώων.
ϊ εγώ είς άριστερά ι·
'Εάν ό θεός εδωκεν εις την ψυχήν την
σύνη.
Κατατροπώσας
τοϋτό εστι δικαιο τους εχθρούς τοϋ
εξουσίαν και κυριότητα πάντων τών επί
βασιλέως τών Σοδόμων, ήλευθέρωσε
γης, πολλω περισσότερον εδωκεν εις αύτήν
αιχμαλώτους άνθρώπους, και τούς ίππους,
την δεσποτείαν τοϋ σώματος, είς τό όποιον
και πάντα τά υπάρχοντα, δσα οί εχθροί
κατοικεί·
την
αύτοϋ ήρπασαν ό βασιλεύς, αίσθανόμενος
εξουσίαν του σώματος, καταστήσας αΰτην
τό χρέος αύτοϋ, λέγει προς τον Αβραάμ·
μεν κυρίαν
δός μοι τούς άνδρας, τούς δέ ίππους λάβε
έδωκε ναι
είς αυτήν και
και δέσποιναν, τό δέ σώμα
δούλον και ύπερετην αύτής· πλην εδωκεν
9'
τούς
σύ διά τόν κόπον σου· « Έλγ.β δέ βασιλεύς «ι. ι*,
είς αύτην και τό ελεύθερον και αύτεξούσιον Σ"ί'415' » Αυτός εξ άρχης έποίησεν άνθρωπον, και
ι Σοδόμων πρός'Αβραμ· δόςμοι τούς άνδρας,
» άφηκεν αυτόν εν χειρί διαβουλίου αύτοΰ ι·
βραάμ ουδέ Ιν σπαρτίον ήθέλησεν έξ αύτών·
δθεν,
α Ειπε δέ Άβραμ προς τόν βασιλέα Σοδό- β&ν&ι.
δταν αύτη, μένουσα εις την εαυτής
> την δέ Γππον λάβε σεαυτώ ί· ό δέ Α
κυριότητα, εξουσιάζτι και όδηγη και διευ
ι μων Εκτενω την χείρα μου προς Κυριον
θύνε τό σώμα, τό δέ σώμα εξουσιάζηται
ι τόν θεόν, δς έκτισε τόν ούρανόν και τήν
ύπ' αύτης, και δουλεύη- και υπηρέτη* αυ
» γην, εί άπό σπαρτίου έως σφαιρωτηρος
τήν , τότε βλέπεις
ι υποδήματος λήψομαι άπό πάντων
και γνωρίζεις πόΐόν
τών
βστι τό έργον της ψυχής· έργον θαυμάσιον,
» σών >· τοϋτό εστίν αληθινή εύεργεσία.
βργον, τοϋ όποίου ουδέ ίχνος φαίνεται εις
Καθήμενος ό Αβραάμ επί της θύρας της
Ό[ΐίλ(α [ΐετά το κατά Μάρκον 246 σκηνής αύτοΰ, περιέμενε τούς εκείθεν διερ χομένου; ξένους, Γνα παντί τρόπω ύπηρε»4τ. «β, τήση
και φιλοξενήση
αυτούς·
Ή ψυχή τοΰ Ίώβ έστιν ή κυρία και η δέσποινα, το σώμα αύτοΰ εστι δοΰλος και
α Κύριε,
υπηρέτης· όθεν εις αυτόν βλβπομεν τόσην
» Ιλεγε προς τον διαβαίνοντα ξένον, ει άρα
άνδρείαν εναντίον εις τάς αιφνίδιους καΐ
> ευρον χάριν εναντίον σου, μή παρέλθης
ύπερβολικάς δυστυχίας, τόσην μεγαλοψυ-
ι τον
χίαν εις τήν έσχάτην πτωχείαν και άπο-
πάϊδά σου » τοϋτό εστι συμπάθεια
καΐ εύσπλαγχνία.
Ό
παντοκράτωρ θεάς
ρίαν, τόσην ύπομονήν εις τήν άσθένειαν
συνομιλεί μετά τοΰ Αβραάμ, και συμφω-
και εις τάς πληγάς και όδύνας, ώστε φαί
νολογεΤ μετ' αύτοΰ περί της απώλειας των
νεται ήαΐν, ότι ό Ίώβ ού φορεΐ σάρκα καΙ
Σοδόμων ό δέ Αβραάμ όνομάζει εαυτόν
σώμα, άλλ' εστίν άσαρκος και ασώματος.
«ύτ. ί7. γην και σποδόν » σποδός $·
α Έγώ δε είμι γη
τοΰτό έστι
και
ταπεινοφροσύνη·
Έάν έρευνήσης τήν ζωήν και τό πολί τευμα
τών προφητών, τών
αποστόλων,
αυτός τέλος πάντων ό Αβραάμ και των
τών μαρτύρων, τών οσίων, πάντων τών
ιδίων αύτου σπλάγχνων, ήγουν τοϋ Ισαάκ
άγίων, βλέπεις
τοΰ άγαπητοΰ υίου αύτοϋ, προετίμησε του
ή ευγένεια της ψυχής, και ποΐά εισι τα
θεοΰ το πρόσταγμα· όθεν εξέτεινε την χεΐρα
έργα αυτής, και πόσον διαφέρει ό άνθρωπος
αύτου, Γνα λάβη την μάχαιραν, και σφάξτ)
τών αλόγων ζώων. ΙΤοΰ είδε;, ή1 ποΰ άνε-
γ«. «, αυτόν α Και έξέτεινεν Αβραάμ την χεΐρα
γνως, η ποΰ ήκουσας εις τά άλογα ζώα η
■» αύτοΰ λαβείν την μάχαιραν σφάξαι τον
δικαιοσύνην, η σωφροσύνην, ή μεγαλοψυ-
ϊ υίόν αύτοϋ »■ τοΰτό εστίν η τελεία εις
χίαν, η φιλοξενίαν, $ αΓσθησιν ότι εστι
τον θεόν ύπακοή και ή αγάπη.
θεός ,
Εις τόν Ιωσήφ ή ψυχή εξουσιάζει, τό σώμα δουλεύει· εις τόν Ιωσήφ λοιπόν βλέ-
ή Γχνος
και γνωρίζεις πόση εστίν
αγάπης και υπακοής εις
αυτόν :, Όταν
δε άκολουθήση τό
εναντίον ^
πβις της σωφροσύνης τήν άρετήν, όταν νικα
ήγουν όταν ή ψυχή υποδούλωση τήν θέλη-
τούς "πειρασμούς της Αιγύπτιας·
σιν αύτης εις τάς επιθυμίας τοΰ σώματος,
βλέπεις δταν
εις αυτόν
τήν φρόνησιν και τήν πρόνοιαν,
οίκονομη τήν άκαρπίαν
της Αιγύ
και ύποτάξη τήν έξουσίαν αύτης
εις της
σαρκός τά πάθη, όταν, λέγω, τό σώμα
πτου· βλέπεις τήν δικαιοσύνην, όταν σιτο-
άρπάξη
μετρη εις πάντας και ούδένα έγκαταλείπη·
καταστήση
βλέπεις τήν άμ,νησικακίαν, όταν λέγη προς
ψυχήν, δούλην αύτοΰ, τότε άποσβέννυται
τούς
της ψυχής τά κάλλος ,
πωλήσαντας
αυτόν
αδελφούς
και
τρέμοντας της μνησικακίας τήν έκδίκησιν «ύτ. ιο, » Μή φοβάσθε,
έγώ διαθρέψω
» τούς οΓκους υμών » τούς ,
και
καΐ παρεκάλεσεν αύ-
και έλάλησεν
» καρδίαν 3.
ύμάς,
αυτών
εις
τήν
της
ψυχής τήν κυριότητα, και τήν
δέσποιναν,
ήγουν
τήν
και μαραίνεται ή
ώραιότης, και εκλείπει ή μεγαλοπρέπεια, και άφανίζονται τά εργα αυτής, τότε ουδέν άλλο βλέπεις
ειμή σώμα, σάρκα,
πάθη,
τότε ουδέν άλλο βλέπεις ειμή τήν Αθλιότη τα της αλώπεκος, τούς μετασχηματισμούς
Εύαγγελίον της γ! Κυριακής των Νηστειών.
247
τοϋ χαμαιλέοντος, τάς άρπαγάς τοϋ ίέρα-
ηδονών γλυκύτητος, καταφλογίζει σε αλη
χος, την ωμότητα τοϋ λέοντος, την μνησι-
θώς διά τοϋ ολέθριου πυρός τών ιδίων πα
κακίαν της καμήλου, την κοιλιοδουλείαν
θημάτων αλλά σύ έδιδάχθης και έμαθες,
και τον βόρβορον τοϋ χοίρου, τότβ έργον
ότι, εάν μεν νικήσης, σώζεις σεαυτήν και
ψυχής ουδόλως φαίνεται, ού βλέπεις άνθρω-
τό σώμα, εάν δέ νικηθης, κολάζεις σεαυ
πον λογικόν, αλλά ζώον άλογον, διότι αυ
τήν και εκείνο· έχεις τό αύτεξούσιον, Ιχεις
τός εξέπεσε τοϋ ύψους της τιμής, εις την
την παρά θεοϋ δοθεΐσάν σοι δύναμιν, Ιτοι-
οποίαν ό θεές αυτόν ύψωσε καϊ κατεστάθη
μός έστι πρός βοήθειάν σου τοϋ πανοικτίρ-
δμοιος τοις άλόγοις ζώοις· ούτος δέ εστίν ό
μονος θεοϋ ή δραστήριος χάρις· ανάστα λοι
ν·*, «ι, λόγος ,τοϋ ίβροψάλτου Δαβίδ α Άνθρωπος,
πόν, τί καθεύδεις} τό πότε μέλλεις χωρι-
τιμή* ών, ού συνηκε, παρασυνίβλήθη
σθήναι από τοϋ σώματος σου^ εστίν άγνώ-
> τοις κτήνεσι τοις άνοήτοις, και ώμοιώθη
ριςΌν καϊ άδηλον ουκ οιδας ουδέ την ήμίραν,
% αΰτοΐς ».
ουδέ την
• εν
Ψυχή μου παναθλία, πώς ού γνωρίζεις την
θείαν
σου εύγένειαν } πως φαίνεσαι
ώραν, καθ' $ν δ θεός χωρίζει σ«
από τοϋ σώματος σου· μετά δέ τον χωρισμόν σου έλπίς διορθώσεως ή μετανοίας ουδεμία·
τοσούτον αχάριστος εις εκείνον τον πανά
Εως πότε λοιπόν κατάκεισαι,
γαθων
δουλεύεις την δουλείαν της αιωνίου σου κα
εύεργέτην, δστις Ιδωκέ σοι τόσα
προτερήματα ,
όστις επλούτισέ
σε
διά
Ιως πότ«
ταδίκης ^ ανάστα, ανάλαβε την δεσποτείαν
τοσούτων δωρεών και χαρίτων } πώς ς*έρ-
σου,
γεις και δίδως την θέλησίν σου εις την έξου-
τό έργον σου, Γνα σύν αύτώ τώ δούλω σου
σίαν τοϋ δούλου σου, και την δεσποτείαν
εισέλθεις εις
σου εις τάς χείρας τοϋ έχθροϋ σου } πώς κα
εις τάς λαμπρότητας τών αγίων, εις την
ταδέχεσαι και γίνεσαι δούλη τοϋ δούλου σου
βασιλείαν την αίώνιον, ήν « από καταβολής
καϊ υπηρετείς τον ύπηρέτην σου} θέλγει σ«
ι κόσμου ι ήτοίυ,ασέ σοι ό
αληθώς τό σώμα διά της θανατηφόρου τών
θεός, δ έκ τοϋ μη όντος πλάσας σε. Αμήν.
ύπόταξον τόν δούλόν σου, τελείωσον
τόν νυμφώνα της θείας δόξης,
πανυπεράγαθος
248
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
Μ Α Ρ Κ
Ο
Ν
ΕΪΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Δ'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ
Τϊιν έξήγησιν των ελεεινών παθημάτων
11.
Λάζαρος άπέθανβν
είς τήν
του σεληνιαζομένου, και της ιατρείας της
Βηθανίαν, τότε ό Ίησοΰς Χριστός εύρίσκε-
είς αύτόν θαυματουργικής γενομένης, ή-
το « Πέραν τοΰ Ίορδάνου είς τον τόπον, ίω*ν·β10'
κούσατε, δτε άνεγνώσθη το έκ τοΰ κατά
» δπου ήν Ιωάννης τό πρώτον βαπτίζων ϊ·
Ματθαίον εύαγγέλιον της δεκάτης
και δμως γνωρίσας τήν
κυρια-
ώραν, καθ' ήν ό
κής. Επειδή δε ό θεηγόρος Μάρκος, δστις
Λάζαρος άπέθανεν", είπε προς τους μαθη-
μετά τον θεσπέσιον Ματθαίον
τάς αύτοΰ παράησία·
« Λάζαρος απέθανε· ϊ»*ν. 1 1,
» καϊ χαίρω δί υμάς,
ινα πιστβύσητε, δτι
άγιον
Μ-
Όταν ό
ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
έγραψε το
αύτοΰ εΰαγγελιον,
προσέθηκεν εις
την αυτήν ίστορίαν τοΰ
σεληνιαζομένου,
» ούκ ήμην εκεΐ ». Διαλέγονται έν τη~ όδώ οί
τήν σήμερον άναγνωσθεΐσαν, μίαν πολλά
μαθηται αύτοΰ μεταξύ αύτών περϊ τοΰ τίς
άξιόλογον περίστασιν, ήτις ού μόνον ύπο
αυτών εστι μείζων ό δέ θεάνθρωπος εγνώ-
τοΰ Ματθαίου, αλλά καϊ ύπο τοΰ εύαγγε-
ρισε, καν ούκ ήκουσε, περϊ τίνος διελέγο ν
λιστοΰ Λουκά έσιωπήθη, διά τοΰτο πρέπον
το,
εστίν, ίνα σήμερον περί ταύτης της περι
α ΕΓτις Μ^ 9 35. 2 θέλει πρώτος είναι, εσται πάντων εσχα-
στάσεως λαλήσωμεν. Ήρώτησε, λέγει ό
> τος, καϊ πάντων διάκονος »· άλλοτε πά
ιεράς Μάρκος, ό Ίησοΰς Χριστές τον πα
λιν,
τέρα
ύπ' αύτοΰ
τοΰ
σεληνιαζομένου,
πόσος καιρός
όθεν καϊ
μή
ειπε πρός αύτούς·
κατανοήσαντες οί μαθηται τά λεγόμενα,
ήθελον
ερωτήσαι
εστίν, εξότου εκείνη ή ασθένεια έβασάνιζε
αύτόν αύτός δέ, γνωρίσας τοΰτο, άπεκρίθη
9 τον υίον αύτοΰ· β Καί επηρώτησε τον πα-
πρός αύτούς ^πριν ή ερωτήσωσιν αύτόν
» τέρα
αύτοΰ,
πόσος
χρόνος
εστίν,
ως
ε Έγνω ούν ό Ίησοΰς, δτι ήθελον αύτόν
2 τοΰτο γέγονεν αύτω ί } ό δέ πατήρ τοΰ
» έρωταν, και εΓπε πρός αύτούς· Πβρι τού-
ασθενούς άπεκρίθη, δτι από της παιδικής
ί του ζητείτε μετ' αλλήλων, δτι
αύτοΰ ήλικίας πάσχει ό υιός αύτοΰ· α Ό δε
» Μικρόν,
» είπε, Παιδιόθεν ». Τοΰτο τό ερώτημα τοΰ
ί μικρόν, καϊ δψεσθέ με
Ό Σίμων ό Φαρι-
Ίησου
σάίος α είπεν εν έαυτώ
ήγουν εσυλλογί-
Χριστού έστιν ύπόθεσις ού μόνον
καϊ ού θεωρεΐτέ με,
ειπον
και πάλιν
αξία πολλής περιέργειας, αλλά και μεγάλης
σθη μόνον, δτι, εαν ό Ίησοΰς Χριστός ή ν
ωφελείας πρόξενος.
προφήτης,
εγνώριζεν, δτι
ή γυνή, ήτις
Ιβ»
Εύαγγελ'ον της Δ. Κυριακής των Νηστειών.
"140
προσίφερεν αύτώ τό μύρον, ην αμαρτωλός·
όλιγωτέραν δε διά τήν τών όλιγοχρονίων ·Ί
6 δέ Ιησούς βλέπει ευθύς τον άπόκρυφον αΰ-
η μήπως δυσκολώτερόν έστιν
εις αυτόν
«ύτ. 4ο το" λογισμόν, και λέγει προς αυτόν, 5 Σίμων,
Γνα εκτόπιση τον δαίμονα εκ τού τόπου,
ϊ εχω σοί τι ειπείν ϊ· έπειτα έφανέρωσεν είς
έν ω κατωκησε πολύν καιρόν, εύκολώτερον
αυτόν όσα εκείνος διελογίζετο περι
της
δε ίνα διώξη αυτόν έκ τού τόπου, έν ω
γυναικός. Οί γραμματείς ένδον είς τό βάθος
ολίγον καιρόν διέτριψίν^ Εις τον θεόν τά
της καρδίας
πάντα επίσης είσϊ δυνατά, επειδή ή δύνα-
αυτών διαλογίζονται, ότι 6
Ιησούς Χριστός λαλεί βλασφημίας· αυτός
μις αυτού ουδέ
δε βλέπει ευθύς τούς κεκρυμμένους διαλογι
άλλ' εστίν άμετρος, απέραντος, άπειρος·
σμούς αυτών, και ελέγχει
καθώς δέ τά πάντα είσϊν υπό τήν έξουσίαν
αυτούς μετά
μ*?χ. », παρρησίας· α Τί ταύτα, λέγει, διαλογίζεσθε 5 εν
τοΐς
καρδίαις ήμών:, » Άλλα τίς ή
θεού, ούτως υπό τήν έξουσίαν αυτού
εστι καϊ ό καιρός* και υπέταξε μεν εις τον
χρεία των αποδείξεων } τίς των πιστών
άνθρωπον πολλά και άναρίθμητα πράγμα
αμφιβάλλει, ότι ό Ίησοϋς Χριστός, θεός ων
τα, πλήν τον καιρόν εκράτησεν αυτός υπό
αληθινός, και τα φανερά και τά απόκρυφα,
τήν έξουσίαν αυτού·
και τά παρελθόντα, και τά ενεστώτα, και
2 γνώναι χρόνους ή καιρούς, ούς ό πατήρ
τά μέλλοντα πράγματα, και τούς καιρούς,
ί έθετο εν τη" ιδία εξουσία 2. Επειδή
και τάς ημέρας, και τάς ώρας εγίνωσκε,
ημείς ούδεμίαν έξουσίαν εχομεν είς τόν και
και ουδέν αυτόν ελάνθανεν
ρόν, διά τούτο ήρώτησε τόν πατέρα τού
Τό πνεύμα τό άλαλον και κωφόν ούδεμίαν έξουσίαν είχεν
Γνα βασανίζϊ] τού θεού
α Ούχ
υμών εστι πράξ. ι{
ούν
ασθενούς, α Πόσος χρόνος εστίν, ώς τούτο 5 γέγονεν αύτώ } »
ούχ ίνα αυτός μάθ·ρ ό
τό πλάσμα, εάν αυτός ό θϊός ουκ έδιδεν
τά πάντα είδώς, άλλ' ίνα μάθωμεν ήμεΐς οί
«ίς αυτό την άδειαν, διότι ουδέ τον Ίώβ
μή είδότες τούς χρόνους καϊ τούς καιρούς,
ετόλμησε πειράξαι ό διάβολος
ότι άνάγκη εστίν
τού
θεού συγχωρήσεως.
χωρίς
Όθεν ό
της
ίνα πολλήν
Ιχωμεν
Ιησούς
φροντίδα και προσοχήν εις τόν καιρόν,
Χριστός, ώς θεός, καϊ την ήμέραν και την
καϊ μή παραβλέπωμεν μηδέ τά μικρότερον
ώραν έγίνωσκεν, εξ ής τό πονηρόν πνεύμα
αυτού
εβασάνιζεν εκείνον τον τρισάθλιον άνθρω-
στιγμήν-
πον.
βύ». »,
τού
μέτρον εχει, ουδέ πέρας*)
Διά τί λοιπόν ήρώτησε τον πατέρα
μέρος ,
μηδέ
καν
α Τοΐς πάσιν ό χρόνος »
[μίαν
καιρού
ειπεν ό σοφός έ««λ. 3;
αυτού, Πόσος καιρός εστίν έξότου πάσχει ·η
εκκλησιαστής, ήγουν
« Πόσος χρόνος εστίν, ώς τούτο γέγονεν
κόσμω πράγματα αναγκαίος εςιν ό καιρός.
» αύτώ ί ^
Ποιον πράγμα είς τόν κόσμον ή αυξάνει, ή
ποίαν δύναμιν εχει ό καιρός,
εΓτε πολύς εστίν
είτε
ολίγος,
πρός την
είς
πάντα
τά έν
στερεούται, ή άπαρτίζεται, ή μεταβάλλε
παντοδυναμίαν τοϋ θεού} μήπως συναντά
ται, ή φθείρεται χωρίς τον καιρού ·Ί α Τοΐς
ό θεός
δυσκολίαν δ»ά την
ι πάσιν ό χρόνος »· τούτο βλέπομεν καϊ είς
ίατρείαν τών πολυχρονίων άρρωστημάτων,
τά φυτά, καϊ είς τά άνθη, καϊ «ίς τούς:
περισσοτέραν
(ΚΛΡΙΑΚ.. ΕΪΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β ,)
32-
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον 250 καρπούς,
καί εις τά ζώα, και εις τους λί
τά πράγματα, εάν παραβλέψης τόν άρμό
θους, και εις τά εργόχειρα, και εις αύτά τά
διον καιρόν, ή ζημία σου ενδέχεται νά εύρη
ηθικά εργα των άνθρώπων. Ό καιρός αναγ
θεραπείαν, είς δέ τά εργα της σωτηρίας,
καίος εστι και διά την γένεσιν ή την αρ
εάν προδώσης τόν καιρόν, ή ζημία σου ες·ίν
χήν τούτων, και διά την αύξησιν, και διά
αθεράπευτος· είς εκείνα ή βλάβη έστι πρό
την στερέωσιν, και διά την μεταβολήν, και
σκαιρος, είς ταΰτα αιώνιος.
διά την φθοράν. α Τοις πάσιν ό χρόνος »·
Καιρός άρμόδιος διά τήν ψυχικήν σω-
τοΰτο αληθές εστι και βέβαιον τό δε εξής,
τηρίαν εστί πάσα στιγμή τοΰ καιροΰ της
το όποιον ευθύς μετά τοΰτο λέγει ό αυτός
ζωής ημών όστις περιφρονεί μίαν στιγμήν
εκκλησιαστής, ήγουν το α Καί καιρό; παν
τοΰ καιροΰ της ζωής αύτοΰ, εκείνος κινδυ
ί τι πράγματι υπό τον
έστιν άληθές καί βέβαιον, άλλο τόσον εςΊν
νεύει της ψυχής αύτοΰ τήν σωτηρίαν. ι Αλλά διά τί τοΰτο } —Διότι ό μέν καιρός
επικίνδυνον Έχει, λέγει, πάν πράγμα των
ό παρελθών «πέρασεν, όθεν ουδέν ωφελεί σε
εν τω κόσμω τον άρμόδιον αύτοΰ καιρόν
ουδέ προς κατόρθωσιν της αρετής, ούδέ πρός
εάν μέν τελειωθγϊ- εις τον καιρόν αύτοΰ )
έπιςροφήν καί μετάνοιαν ό καιρός ό μέλλων
ωφελεί, εάν δέ άμεληθη" ό καιρός αύτοΰ,
δμως
βλάπτει·
ουδείς οίδεν, εάν ζήση ούχι μόνον εως αυ-
ούρανόν », όσον
εσπειρας, δτε έστι
καιρός τοΰ
ούκ
εστίν υπό τήν εξουσίαν ημών
σπείρειν } εις τον καιρόν τοΰ θέρους θερίζεις
ριον,
και γεμίζεις την άποθήκην σου· παρέβλε-
σους εΓδομβν νΰν μέν ζώντας, λαλοΰντας ,
ψας τόν άρμόδιον καιρόν τοΰ σπείρειν } εις
περιπατοΰντας, μετ' ολίγας
τόν
νεκρούς,
καιρόν τοΰ
θέρους ουδέν θερίζεις, και
μένεις γυμνός καί νήστης·
επραγματεύθης
ρών
άλλ' ούδέ εως της εφεξής ώρας· πό
δέ
στιγμάς
άλάλους, ακίνητους} μόνος ό πα
καιρός χρησιμεύει,
καθότι εν αύτω
εις τόν άρμόδιον καιρόν της πραγματείας :,
δύναται ό άνθρωπος καί νά μετανοήση και
κερδαίνεις·
νά κατορθώση
ένύσταξες είς
τόν καιρόν της
της αρετής τά εργα· άλλά
άντέ-
και αύτός διαιρείται, καί ύποδιαιρειται, καί
στης εις τόν πρέποντα καιρόν εναντίον είς
πάλιν διαιρείται, και καταντά είς στιγμάς,
τά στρατεύματα των εχθρών } λαμβάνεις
αί όποΐαι εν ριπη οφθαλμού παρέρχονται·
τήν νίκην έξηγέρθης
διαιρείται ό καιρός είς ημέρας, είς ώρας, είς
εμπορικής πανηγΰρεως } ζημιοΰσαι·
κατ' αύτών μετά
την παρέλευσιν τοΰ άρμοδίου καιροΰ} νι-
λεπτά πρώτα
κώσιν εκείνοι· β Και καιρός παντί πράγμα-
δεύτερα, και είς λεπτά λεπτών άμετρα·
» τι υπό
διά τοΰτο οί φυσιολογοΰντες λέγουσιν , ότι
τόν
ούρανόν
». Τοΰτο, καθώς
τής ώρας,
καί είς
λεπτά
αληθεύει εις πάντα τοΰ κόσμου τά πράγ
ό καιρός διαιρείται επ' άπειρον, καθώς και
ματα, ούτως άληθεύει και «? τό εργοντής
ή γραμμή. Ή σήμερον ημέρα αύριο ν παρήλ-
σωτηρίας ημών δύο δε μόναι διαφοραί εΐσι
θεν ούκ εκατώρθο>σας σήμερον τήν άρβτήν
μεταξύ τών πραγμάτων τοΰ κόσμου
και
λοιπόν άπώλεσας τόν καιρόν τής σημερινής
τοΰ βργου της σωτηρίας· εις τοΰ κδσμου
ημέρας, αύριον δε ούκ ονδας τί συμβαίνει·
Εύαγγελίον της Δ'. Κυριακής των Νηστειών. τό αυτό είπε και περι της ώρας ταύττ.ς,
Φαραώ άπεκρίνετο, Έξαποστελώ αυτούς
και
μετά
περί
τοΰτο
τοΰ ενεστώτος
δ πάνσοφος
ιΓ"ίβ5' στο^°?
τοϋ
λεπτού· Χρίστου
διά άπό-
«δίδασκε , λέγων , % Βλέπετε ουν
χ πώς ακριβώς ι φοι, άλλ' ώς
περιπατείτε·
μή ώς άσο
σοφοί , εξαγοραζόμενοι τον
ταΰτα·
Έξαποστελώ ,
Έξαποστελώ, ελεγεν,
Ιως
των, άντι νά μετανοήσει κατεποντίσθη θαλάσσης.
και πάλιν
ού τέλος πάν και διορθωθη ,
εις τά βάθη της Ερυθράς
Φοβερόν τούτο τό παράδειγμα
> καιρόν, δτι αί ήμέραι πονηραί είσι ί.
δι εκείνους τούς αμαρτωλούς, οΓτιν«ς άνα-
Μή περιπατης ,
βάλλουσι της
λέγει ,
τόν
δρόμον της
ζωής σου άπερισκέπτως ώς άσοφος, φαν-
τόν
ταζόμενος, δτι έχεις
αύριον,
κχϊ
μετρών τάς
καιρόν ζωής πολύν,
ημέρας της ζωής σου
μετανοίας και
καιρόν. Αύριον μετανοώ,
διορθώσεως και
πάλιν'
έως ου έρχεται αίφνίδιός ή φοβερά
ώρα τοΰ θανάτου, καϊ άποθνήσκοντες αμε
επάνω εις τόν μέλλοντα καιρόν , αλλά πε
τανόητοι, καταποντίζονται εις τά βασανι
ριπατεί ώς σοφός
στήρια της κολάσεως. *£ς·ιν δμως και άλλο
μετά πάσης ακριβείας,
συλλογιζόμενος ,
δτι
πολλά βραχύς και
ακαριαίος εστίν
δ καιρός ,
φοβερώτερον παράδειγμα και δΐ αύτούς τούς
δστις δύναται
φιλαρέτους άνθρώπους, δταν, περιφρονούν τες
χρήσιμος γενέσθαι σοι, και δτι αί ημέρα!
τάς ςηγμάς τοΰ καιρού, μένωσιν άργο: άπό
«ίσιν άπατηλαί, επειδή, δστις βάλλει τό
τής άρετής τά έργα.
θεμέλιον τών έργων αύτοΰ επάνω εις αύτάς,
Πέντε παρθένοι, λέγει, μωραί, εις τόν
εκείνος πλανάται· ώς σοφός έξαγόραζε τόν
καιρόν,
ενεστώτα
λαιον διά τάς λαμπάδας αυτών, άμελήσα-
καιρόν, δούς πάντα
τά εγκό
καθ' δν έπρεπε νά άγοράσωσιν ε-
σμια, δτε τοϋτο ζητοΰσιν αί αναγκαστικά
σαι, ουκ ήγόρασαν άλλαι δέ πέντε παρθένοι
περιστάσεις, Γνα μή
και κατ' αυτόν τόν
φρόνιμοι, έπιμεληθεισαι, ήγόρασαν ^έν τω
ενεστώτα καιρόν, τόν και μόνον χρήσιμον,
πρέποντι καιρώ ελαιον δια τάς λαμπάδας
μείνης γυμνός τών τής αρετής κατορθωμά
αυτών εν·τώ μέσω τής νυκτός ήκούσθη
των
φωνή, λέγουσα, α Ιδού ό νυμφίος έρχεται, Μ„_ 25ι
ούδεμίαν άναβολήν επιδέχονται της
άρετής τά έργα, επειδή ό καιρός άπατα και
5 εξέρχεσθε εις άπάντησιν αύτοΰ· » και αί
φεύγει.
μεν φρόνιμοι, εχουσαι ετοιμον τό ελαιον,
Πότε θέλεις, έλεγε ν ό Μωϋσής προς τόν Φαραώ, Γνα προσευχηθώ περί σου προς τόν έ\α. ε, θεόν^ Αύριον, άπεκρίνετο εκείνος* α Ό δέ
ΛΛι.
251
ηύτρέπισαν ευθύς έξήλθον
εις
'
τάς λαμπάδας αύτών,
άπάντησιν τοΰ νυμφίου, καϊ
είσήλθον μετ' αύτοΰ εις τούς γάμους· αί δέ
» ειπεν, Εις αυριον ί· καταφρονεί το σήμε
μωραί, μή εχουσαι ετοιμον τό ελαιον," έτρε
ρον τό εν τάϊς χερσϊν αύτοΰ, και θεμέλιοι
ξαν πρός τούς πωλοΰντας
τήν ελπίδα αύτοΰ εις τό αύριον, τό άδηλον
Έν τοσούτω δέ έκλείσθη ή θύρα τοΰ θείου
και άβέβαιον. α Έξαπόστειλον αύτήν τήν
νυμφώνος* ήλθον δέ ύστερον και εκρουον
» ώραν, ελεγεν ό Μωϋσής πρός αύτόν, τόν
τήν θύραν, και εκραύγαζον, ι Κύριε, Κύριε.) β4το^
» λαόν μου, ίνα μοι λατρβύσωσιν ί* ό δε
9 άνοιξον ήμΐν »· πλήν εις μάτην, επειδή ^
Γνα άγοράσωσιν.
32*
Ομιλία
Ί62
μετά το κατά Μάρκον
νυμφίος άπεκρίθη , ότι ουδόλως γνωρίζει
9 τοΰ θεοΰ , κατορθώσει νεώτερος τήν όδον
αύτάς·
5 αύτοΰ
« Ό δέ αποκριθείς ειπεν, Αμήν
$ λέγω ύμΐν, ούκ οι δα υμάς ι.
Παρθένοι
« Έν
» } έπειτα
αποκρίνεται,
λέγων,
τώ φυλάξασθαι τους λόγους σου 5.
και αί μωραί, παρθένοι και αί φρόνιμοι ,
Τότε λοιπόν, ήγουν εις τον καιρόν της νεό
ήγουν
άγαθαί καϊ ενάρετοι·
τητος, χρείαν εχει ό νέος συναναστροφής
και εκείνων και τούτων τό πολίτευμα ην
τιμίων καϊ έναρέτων ανδρών, Γνα και άκούη
καθαρό ν καϊ αμόλυντο ν αλλά τάς μέ ν πέντε
τάς φρόνιμους αυτών συμβουλάς, και βλέπη
ώνόμασε
γνωρίσασαι
τό άγιον της ζωής αυτών παράδειγμα· τότε
τοΰ καιροϋ τό άδηλον, εγρηγόρουν και ήσαν
εστίν ανάγκη, Γνα και διά της νηστείας,
πάντοτε έτοιμοι· τάς δέ λοιπάς πέντε μώ
και διά της
ρας εκάλεσεν, επειδή, έλπίσασαι εις ίτόν
άλλης κακουχίας καταδαμάσας της σαρκός
μέλλοντα
τήν φλόγα, άγοράση τόν πολύτιμον μαρ-
επίσης ήσαν
φρονίμου;, επειδή ,
καιρόν,
ενύσταξαν,
ότε ήν ό
αγρυπνίας,
και διά πάσης
αρμόδιος της ετοιμασίας καιρός, 'καΐ ευρέ
γαρίτην της
θησαν ανέτοιμοι βίς τήν ώραν τοΰ θανάτου·
μήτηρ της υγείας και της τιμής, και ελεύ
όθεν αί μεν φρόνιμοι είσηλθον εις του θεοϋ
θεροι αυτόν καθ' όλην τήν ζωήν αύτοΰ από
τήν
τών
δόξαν
και τήν μακαριότητα, αί δέ
πολλών
σωφροσύνης, ήτις εστίν ή
και
ολέθριων
κακών,
όσα
μωραί έκλείσθησαν εξω τοΰ θείου νυμφών ος,
προξενεί ή άσωτεία
καϊ έστερήθησαν της επουρανίου βασιλείας.
τε εστίν
Χριστιανοί , όσοι ζήτε έν παρθίνία και κα-
πον εστίν, Γνα μετά πάσης επιμελείας και
θαρότητι, όσοι συνάγετε
τα ευωδέστατα
προσοχής άπεχη από πάσης άμαρτίας, και
τών αρετών άνθη, όσοι στολίζετε τήν ψυ-
φυλάττη άκριβώ; πάντα τά θεΐα προς^άγ-
χήν υμών διά της ώραιότητος τών καλών
ματα· διότι, είτι και άν μάθϊ) και συνεθίστ}
Ιργων,
άμελεΐτέ
τότε, έκείνω ακολουθεί έπειτα εως εσχάτης
ουδέ καν μίαν στιγμήν^.τής αρετής
αύτοΰ αναπνοής. Οί νέοι όμως ρίπτουσιν
τά κατορθώματα, γρηγορείτε διά παντός,
έαυτούς εις τάς συνανας·ροφάς τών πονηρών
και μή θαρρείτε εις τον μέλλοντα καιρόν,
και διεφθαρμένων ανθρώπων, βυθίζονται εις
Γνα μή τύχη καϊ ελθγ) εξαίφνης δ νυμφίος,
τάς ήδονάς της σαρκός, και ύπό της μα
και
ταιότητος τοΰ κόσμου άνεμιζόμενοι, ούδέ
ποτε
προσέχετε
ευρη άνέτοιμον
καλώς ,
μή
και έσβεσμένην τήν
και ή ασέλγεια· τό
ό αρμόδιος καιρός,
καθ' δν πρέ
καν συλλογίζονται ποΐαί είσιν αί έντολαΐ
της ψυχής ημών λαμπάδα. Δυς·υχεΐς άνθρωποι και πανάθλιοι, οΓτι-
τοΰ θεοΰ. Κατά τό παρόν , λέγει
ό νέος ,
πλανώμενοι
πρέπον εστίν, Γνα απολαύσω τά αγαθά
προδίδομεν όλον τον καιρόν της ζωής ημών
τοΰ κόσμου, και εύφρανθώ επί ττί νεότητί
από της πρώτης νεότητος εως τοΰ εσχάτου
μου·
γήρατος·
περί της μελλούσης ζωής, και φροντίζω Γνα
νες,
ως
μωροί
καϊ ανόητοι,
ό καιρός της νεότητός έστιν ό
καιρός ό αρμόδιος διά της αρετής τά καβ, τορθώματα· β Έν τίνι, έρωτα ό προφήτης
όταν δε γηράσω, τότε συλλογίζομαι
διορθώσω τά ήθη μου. Ά, πεπλανημένε Η . και πώς ούδόλως συλλογίζεσαι πόσον δύσ-
Εύαγγελίον της Δ .
Κυριακής των Νησ'τ^ών.
253
κολόν εστίν, Γνα εγκατάλειψης τάς αμαρ
τανύξεως και δακρύων, ίνα δηλονότι κλαίη·
τίας, όσας εκ νεαράς ηλικίας εσυνείθισας }
ό γέρων,
πώς ουκ άκούβις τον δβσπότην σου, όστις
αύτοΰ τά πλήθος· ό καιρός τοΰ γήρατος
διά τοΰτο ήρώτησε, α Πόσος χρόνος εστίν ,
εστι καιρός Γνα έγκαταλείψωμεν και τήν
β ώς τοΰτο γεγονεν αύτω } > Γνα μάθτρς, ότι
δουλείαν της
ή πολυκαιρία φέρβι την συνήθειαν , ή δέ
της ζωής> καί πασαν τήν ματαιότητα τοΰ
συνήθεια την εξιν, ή δέ εξις γίνεται άλλη
κόσμου.
φύσις
σχεδόν αμετάβλητος } και πώς ού
συλλογιζόμενος
τών άμαρτιών
άμαρτίας, καί τάς τρυφάς
Προσκαλεί ό βασιλεύς ό Δαβίδ τόν Βαρ-
βλέπεις, ότι τό θέριστρον τοΰ θανάτου θερί
ζελλεί τόν Γαλααδίτην έλθέ.,
ζει επίσης και νέους και γέροντας $ τίς βέ
αυτόν, εις τήν βασιλικήν μου αύλήν, Γνα
βαιοι και πείθει σε, ότι φθάνεις εις το γή
θρέψω σε, και άναπαύσω τό γήράς σου·
ρας, και οΰκ άποθνήσκεις εις την άκμήν
€ Καί βίπεν ό βασιλεύς πρός Βερζελλεί, Σύ 2, Βασ. » διαβήση μίτ' έμοΰ, καί διαθρέψω τό γήράς 19' *3'
της ηλικίας σου} Άλλ' εστω· έφθχσαμεν τέλος πάντων και εις το γήρας· τό
γήρας ούκ έρχεται
μόνον, αλλά φέρει μεθ'
εαυτού
λέγει προς
> σου μετ' εμού έν Ιερουσαλήμ ϊ· Άκουσον νΰν μετά
πόσης φρονήσεως
άπεκρίθη ό
καί τοΰ
γέρων Βερζελλεί πρός τόν βασιλέα· αλλά
θανάτου τα προμυνήματα καί τά σημεία·
πόσαι, λέγει, ώ βασιλεΰ, είσιν εις τό έξης
άσθενοΰσι τά ομματά μου, ού βλέπω ώς
αί ήμέραι της
τό πρότερον
σοΰ εις τήν Ιερουσαλήμ^ α Καί είπε Βερ- ^ ί4
χαυνοΰται ή άκοή
μου, ούκ
άκούω, καθώς ήκουον έλαττοϋται
ή δύ-
ζωής μου, Γνα ελθω μετά
» ζελλι πρός τόν βασιλέα, πόιαι ήμέραι
ναμίς μου, τρέμουσι τά γόνατά μου, μαδί-
ι ετών ζωής μου,
ζεται ή κεφαλή μου> εκλείπει ή μνήμη μου·
ί τοΰ βασιλέως εις Ιερουσαλήμ ^ ι Άκούεις
σήμερον
γεροντικήν καί άληθινήν φρόνησιν } Συλ-
πονεΐ
ή κεφαλή μου,
αύριον ό
ότι
άναβήσομαι μετά
στόμαχος μου· έρχονται μοι βήξ και φλέγ
λογιζόμενος τό γήρας αύτοΰ, άποφασίζει,
ματα και άγρυπνίαι καί πόνοι ^αλλεπάλ
ότι όλίγαι είσιν αί ήμέραι της ζωής αύτοΰ·
ληλοι. Ταΰτά είσιν οί πρόδρομοι τοΰ θανά
εγώ, λέγει, βασιλεΰ, ειμί σήμερον όγδοή-
του, ή αρχή της φθοράς μου, σάλπιγγες
κοντα ετών άράγε δέ γνωρίζω εγώ εις το
είσιν, αιτινες σαλπίζουσιν εις τά ώτά μου,
έξης τήν εύτυχίαν και τήν δυστυχίαν} ή
καί λέγουσιν, Ό καιρός έπλησίασεν, άνάς·α.
αισθάνομαι τί τρώγω
Ό νέος
κούω τήν φωνήν τών ψαλτών και
πλανάται,
επειδή περιμένει τό
καί τί πίνω ^ ή α τών
γήρας· σύ δέ, γέρων, τί άλλο περιμένεις
ψαλτριών} < Υίος όγδοήκοντα
άπό ώρας εις ώραν εϊμή τον θάνατον } άλλ'
ί βίμι σήμερον εί μήν γνώσομαι άναμέσον
άράγε βλέπω
σημεία }
» άγαθοΰ καί κακοΰ, ή γνώσεται ό δοΰλός
άράγβ ακούω τοΰ θανάτου την σάλπιγγας
3 σου ετι δ φάγομαι η πίομαι, ή άκούτομαι
άράγε αισθάνομαι την φθοράν τοΰ σώματος
ί ετι
μου, ό καιρός τοΰ γήρατος εστι καιρός κα-
Άκούεις μετά πόσ/,ς διακρίσεως γνωρίζει
τοΰ
θανάτου τά
φωνήν αδόντων καί
ετών εγώ ΚοΓ. 15.
άδουσών }
ί .
234
Ομιλία μετά
κατά Μάρκον
τά σημεία του θανάτου, και μετά πόσης
τας £ν μέσω
επιμελείας φεύγει πάσαν κοσμικήν τιμήν
ψάλλοντας, και άτακτοΰντας, και τό γή
και
ρας αυτών καταισχύνοντας, και φθείρον
σαρκικήν
τρυφήν και ήδυπάθειαν}
Παραίτησόν με, λέγει, ώ βασιλεΰ, Γνα ήσυχάσω,
2. Βα». μου και της "μητρός μου· « Καθισάτω δή 5 ό δουλός
σου, και
άποθανοΰμαι εν τη~
χορεύοντας,
και
τας και αυτά τών νέων τά ήθη.
και αποθάνω εις την πατρίδα
μου, πλησίον εις τον τάφον τοΰ πατρός
τών νέων
Αληθώς
πολλοί λόγοι πείθουσιν , ότι
οί γέροντες πρέπον εστίν
Γνα φοβώνται
τόν θάνατον πολλώ περισσότερον τών νέων τά
πράγματα
όμως
βεβαιοΰσι τό εναν
ϊ πόλει μου παρά τω τάφω τοΰ πατρός μου
τίον.
Ήμεΐς βλέπομεν σχεδόν
ι και της μητρός μου ι>.
στην
ήμέραν, ότι ό θάνατος θερίζει πολ
λογίζεται
Άκούεις τί συλ
ό φρόνιμος γέρων ό Βερζελλεί ^
λούς νέους εις αυτά τό άνθος της νεότητος
ούδέν άλλο μελέτα ειμή τον θάνατον και
αυτών
τον τάφον.
γήρατος· επίσης λοιπόν
Γέροντες, όσοι ταύτα άκούετε,
τί λέ
καθ' έκά-
ματαία
λοιπόν εστίν ή ελπίς τοΰ αβέβαιος εστίν ή
ώρα τοΰ θανάτου και εις τους γέροντας,
γετε } ένθυμεΐσθε και ύμεΐς, ως ό Βερζελλεί,
καί εις τους
τήν όλιγότητα των ήμερων υμών} φεύγετε
νέους,
και ύμεΐς, καθώς εκείνος, πάσας τοΰ κόσμου
τά βρέφη· πάς άνθρωπος λοιπόν οποιασδή
τάς τρυφάς και τάς ματαιότητας }
ποτε ήλικίας
τάτε και
ύμεΐς,
μελε
και
προβεβηκότας,
κα\ εις τούς
εις τά παιδία, και
εις αυτά
πλανάται, δταν άποφασίζτ)
καθώς
ό Βερζελλεί, τον
νά μετανοήσ/ι τό ερχόμενον ετος,
θάνατον και τόν τάφον }
μετανοείτε καν
ερχόμενον μήνα, ή τήν έρχομένην ήμέραν,
ή τόν
Ματ. 20. εις τό γήρας } έρχεσθε καν « Περί τήν 6, » ένδεκάτην ώραν $ εις τήν εργασίαν τοϋ
δηλαδή ή άποθνήκει. Διά τοΰτο έ σοφώ-
άμπελώνος τοΰ Κυρίου Ίησοΰ Χριστούς και
τατος Παΰλος, προσ καλών τούς ανθρώπους
κατ' αυτήν τήν ώραν
εις μβτάνοιαν,
δέχεται ύμάς ό φι-
επειδή ουδείς οίδε τί συμβαίνει αύριον,
πρώτον
ζ"»Γ
μεν ειπε τοΰ θεοΰ
λανθρωπότατος και πολυέλεος Ίησοΰς· κα\
τά λόγια·
κατ' αυτήν τήν ώραν , εάν μετανοήσητβ
» και έν «ήμέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι »·
και ελθητε προς αυτόν, λαμβάνετε .τόν
ε/ιειτα έξήγησεν αυτά, λέγων, ότι ό και
μισθόν,
ρός ό ευπρόσδεκτος
της μετανοίας εστίν ό
εκοπίασαν είς τά κατορθώματα της αρετής
νΰν
ήμέρα της
από της πρώτης ώρας. Φεΰ της δυστυχίας!
έστιν ή παροΰσα
βλέπομεν και γέροντας
» νΰν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νΰν ήμέρα
δν
και κάτω,
λαμβάνουσιν
εκείνοι,
τρέχοντας
Γνα συνάξωσιν αργύρια,
λάβωσι τιμάς επίγειους
τραπέζας,
άνω και
καθημένους εις
καϊ
άκορέστως
τρώγοντας και πίνοντας· βλέπομεν γέρον-
καιρός, και ή
σωτηρίας
ήμερα· « Ιδού,
λέγει, 2
» σωτηρίας ».
και κοσμικά αξι
ώματα- βλέπομεν γέροντας άβροδιαίτους
οιτινες
β Καιρώ δεκτώ έπήκουσά σου,
Άκούετε χριστιανοί } Νΰν , κατά
τό
παρόν εστίν
λέγει,
ό καιρός ό ευπρό
σδεκτος, ή σήμερον ήμέρα εστίν ή ήμέρα της
σωτηρίας
ημών τάς παρούσας
δέ
6
Εύαγγέλων της Δ. Κυριακής των Νηστειών.
255
ημέρας βξόχαις έδιώρισεν ή του θεοΰ εκκλη
εγκράτεια,
σία, Γνα μετανοήσωμεν, καί, αφέντες την
σύνη , αγάπη, ελεημοσύνη , ταπείνωσις,
άμαρτίαν ,
κατάνυξις, δάκρυα, μετάνοια, εξομολόγησις,
κατορθώσωμεν
την άρετήν.
ίω,α.Ί», β Άποθώμεθα ουν, αδελφοί, τά εργα του 13. ι σκότους, καϊ ένδυσώμεθα τά όπλα του
νηστεία, προσευχή,
αυτά καϊ τά τούτοις όμοιά τοϋ φωτός·
€ Άποθώμεθα
σωφρο
είσι τά όπλα ουν
τά εργα
» φωτός ί. Ή αμαρτία εστί σκότος, επει
ί του σκότους, καϊ ένδυσώμεθα τά
δή τοσούτον σκοτίζει τον άνθρωπον, ώστε
ϊ τοΰ φωτός·
και θέλει και πράττει όσα άφανίζουσιν αυ
ι κτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας 5. Μηδεϊς
τόν ή
είπη, Έχω καιρόν,
αρετή εστι φως, επειδή τοσούτον
ιδού νυν καιρός
όπλα
εύπρόσδε-
Γνα μετά ταϋτα με
φωτίζει τον νουν τοϋ άνθρωπου, ώστε και
τανοήσω ·
θέλει καϊ πράττει τά πρός τήν σωτηρίαν
εχει
αυτού. Πολυφαγίαι, πολυποσίαι, άσωτεΐα;,
» τε ί λοιπόν, καϊ μή
άσέλγειαι, μάχαι, φθόνοι, φόνοι, υπερηφά
καιρόν,
νειας άδικίαι, άρπαγαί, φιλαργυρίαι, αυτά
ι ουδέ τήν ώραν, εν η ό υιός τοΰ άνθρωπου
και άλλα όμοια, είσ'ι τά εργα τοΰ σίτους·
ϊ έρχεται ».
διότι
ειμή
τον
ουδείς παρόντα·
ι Ότι ουκ
άλλον
καιρόν
α
Γρηγορεΐ- Η*φ. 25, 13. προδίδετε τόν νυν
οίδατε τήν ημέραν
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΤΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Ε'.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
Τρεϊς άγιας καϊ ψυχοσωτηρίους υποθέσεις
άνάστασιν
διαλαμβάνει τό σήμερον άναγνωσθέν ιερόν
Ιωάννου εξήγαγε τήν άπόκρισιν τοΰ θεαν
εύαγγέλιον, τήν προφητείαν περί τοΰ πά
θρώπου, δί ής έμάθομεν τίνες είσϊν οί άξιοι
θους τοΰ Κυρίου Ίησοΰ Χρίστου, τήν αΓ-
ττ,ς επουρανίου αΰτοΰ βασιλείας-
τησιν των υίών τοΰ Ζεβεδαίου, καί τήν
τούς άγανακτήταντας άποςόλους νουθεσία
νουθεσίαν τοΰ θεανθρώπου διά τήν άγανά-
εδίδαξε τόν τρόπον, δί ού πάς ό πιστεύων
κτησιν των λοιπών δέκα αποστόλων.
εις αυτόν αναβαίνει
Ή
τό ζήτημα τοΰ Ιακώβου καϊ
εις
ή πρός
τόν βαθμάν
της
προφητεία τοΰ Κυρίου Ίησοΰ προεφανέρωσε
άληθινής δόξης και άγιότητος.
Μακάριος
πάντα, όσα αυτός παθεΐν έμελλεν, ετι δε
άληθώς εκείνος ό άνθρωπος, όστις προση
καϊ τόν θάνατον, και τήν τριήμερον αυτού
λώσει τόν νοΰν αύτοΰ, Γνα καταλάβη το
Ερμηνεία εϊς τσ κατά Μάρκον
256
νόημα Τούτων των τριών άγίων μαθημά
Οτι Ιδού
άναβαίνομεν
εις
Ιε-1*^1·»
των, έπειτα, μελετών αύτά συχνά, πράττε: ροσολυμα,
και ό υ'ώς τοΰ
άνθρω
δσα αύτά διδάσκουσιν. που παραδσθήσεταί τοΤς άρχίερεΰσί ί. · »
*» καί
ν>κ ίο,
Τω καιρώ
έκείνω
τοΤς γραμματεΰσι,
καί κατα-
παραλαμβά κρίνούσίν αύτον θανάτω, καί παρα
νει ό Ιησούς τους δώδεκα μαθητάς δώσουν αύτοΰ, καί ήρξατο λέγειν τά
αύτον
τοις
εθνεσί'
και
μέλ εμπαίξουσιν αύτω, καί μαστίγώσου-
'*"
λοντα αύτω συμβαί'νείν. σιν αύτόν, Καί άλλοτε μεν ό θεάνθρωπος Ιησούς προεΐπεν εις τους μαθητάς αύτοΰ τά περί
και
καί έμπτύσουσίν αύτω,
άποκτενουσίν
τρίτη
αύτόν"
καί τη
ήμε'ρα άναστήσεταί.
τοΰ πάθους και της αναστάσεως αύτοΰ, ως Θαυμαστή αληθώς αύτη ή πρόρρησις, μαρτυρεί ού μόνον ό ευαγγελιστής Μάρκος, ήτις
μετά πάσης
ακριβείας
έλαβε
τήν
8, άλλά και ό Ματθαίος, καϊ ό Λουκάς· δταν ο, 3ΐ. Ματ. 16, δέ άνέβαινεν εις τά Ιεροσόλυμα, Γ I" 7 τότε και 2ΐ, **1 εν αύτη" τη~'όδώ παρέλαβε κατ' ιδίαν, λέ17, 22. · · · Γ ' Λί« 9' ΐ6' ° 'εΡ^' Ματθαίος, τους μαθητάς αύτου,
εκβασιν αύτης ! « Ιδού, λέγει, άναβαίνο-
ιβ,
» μεν εις Ιεροσόλυμα », δπου ετοιμάζονται
*«· ■
μοι τά πάθη. α Και ό υίός τοΰ ανθρώπου κ παραδοθήσεται τοις άρχιερεΰσι και γραμ-
Ματ^ϊ0' και ήρξατο λέγειν τά μέλλοντα αύτω συμ» ματεΰσι »· βαίνειν, ήγουν δσα πάθη
τοΰτο τέλος έλαβε τότε, δτβ
έμελλε παθεΐν, κ Πορευθείς εΓς τών δώδεκα, ό λεγόμενος
ετι δε και τόν θάνατον και τήν εκ νεκρών » Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, αύτοΰ άνάςασιν. Καί παρέλαβε μέν αυτούς
» ειπε, Τί θέλετε μοι δοΰναι,
κάγώ ύμΐν
κατά μόνας , επειδή αύτοι μόνοι ήσαν άξιοι » παραδώσω αύτόν ^ Οί δέ εστη?αν αύτω της ακροάσεως των τοιούτων μεγάλων και
» τριάκοντα αργύρια. Και άπο τότε εζήτει
υψηλών μυστηρίων προεΐπε δέ προς αυτού; » ευκαιρίαν, Γνα αύτόν παραδώ ί· δτε δέ εύρε τά περί τοΰ πάθους και της αναστάσεως
τήν
ευκαιρία ν, τότε διά
τοΰ φιλήματος
αύτοΰ, Γνα πίστωση αυτούς, δτι εστί θεός παρέδωκεν αύτόν. α αληθινός,
Και
κατακρινοΰσιν
και εκουσίως παραδίδωσι τό '&» αύτον θανάτω »· ή προφητεία αύτη επλη-
χραντον αύτοΰ σώμα εις τά πάθη, και Γνα
ρώθη, δταν € Οί αρχιερείς και οί πρεσβύτε- «4τ»«.
μή το αιφνίδιον καί λύπην άνείκαστον εις
» ροι
αυτούς προξενήση, και τήν ψυχήν αύτών
2 βιπον, Ένοχος θανάτου εστί. —Καίπαρα-
καταταράξη, καί Γνα, εμφυτεύσας εις τήν
» δώσουσιν αύτόν τοις εθνεσιν »· εθνικός ήν
και το συνέδριον δλον άποκρίθέντες,
'
καρδίαν αύτών της αναστάσεως αύτοΰ τήν ό Πόντιος Πιλάτος ό ήγεμών, ομοίως εθνικοί ελπίδα, διασκέδαση της κρότητα.
"Ακουσον
δέ
θλίψεως τήν πιπώς
συντόμως
ήσαν καϊ οί στρατιώται αύτοΰ· τότε ουν έπληρώθη ή εις τάς χείρας τών εθνών πα-
προλέγει καθέν τών παθών αύτοΰ, και τόν
ράδοσις τοΰ Ίησοΰ, δτε α δήσαντες αύτόν, ^ ^
θάνατον, καϊ τήν άνάς-ασιν.
» άπήγαγον, καί παρέδωκαν αύτόν Ποντίω
*"
Εύαγγε'λιον της ε! Κυριακής των Νηστειών,
257
» Πιλάτω τώ ήγεμόνι ι· ό δέ Πιλάτος παρέΚαί προσπορευονται δωκεν αύτόν
αύτω
Ια- Ηα^·ί19·
είς τούς στρατιώτας αύτοΰ
Γνα σταυρωθη"-. α Και εμπαίξουσιν αύτώ ν
κωβος
τοΰτο τέλος ελαβεν,
δαίου, λέγοντες*
δτε οί στρατιώται
Μ«τ. 27, α περιέθηκαν αύτώ χλαμύδα κοκκίνην ί, 28. και επί μέν την κεφαλήν αύτοΰ επέθηκαν
και Ιωάννης,
οί υίοΐ Ζεβε-
Διδάσκαλε,
θε'-
λομεν ινα, δ εάν αΐτήσωμεν, ποίη σης
ήμίν.
Ο δέ είπεν αύτοΤς"
τί
3*.
οί δέ εί-
37.
τόν άκάνθινον στέφανον, εις δέ την δβξιάν
θέλετε ποιήσαί με ύμϊν$
αύτοϋ έδωκαν κάλαμον, έπειτα) κλίνοντες
πον αύτω' δος ήμιν, Τνα είς ε'κ δε-
τά γόνατα ένό)πιον αύτοΰ, περιέπαιζον αύ-
ξίών σου
και
είς
εξ
ευωνύμων
αύτ. 29. τόν? λέγοντες, α Χαΐρε ό βασιλεύς των Ίουσου καθισωμεν εν τη δόςη σου. ι δαίων ». Πρώτον εις τήνοίκίαν τοΰάρχιεαύΓ. 36, ρέως άλλοι μέν ι εκολάφισαν αυτόν ι, άλλοι 67. αύτ^27, δέ έρ($άπισαν·Ιπειτα ό Πιλάτος εφραγγέλωσεν
λέγει, δτι ή μήτηρ τών υίών τοΰ Ζεβεδαίου
αυτόν μετά ταΰτα δέ οί στρατιώται, λα-
μετά τών υίών αύτής προσήλθε πρός τόν
βόντες τόν κάλαμον εκ των χειρών αύτοΰ,
Ίησοΰν Χριστόν, καί δτι αύτη, προσκυνή-
αύτ. »ο. β Έτυπτον εις τήν κεφαλήν $ αύτοΰ· τοΰτο
σασα αύτόν, ε^ήτησβ την πρωτοκαθεδρίαν
δέ εστι τό α Καί μαστιγώσουσιν αυτόν κ.
ύπέρ τών υίών αυτής, ό δέ Μάρκος ουδέν
«ύΤ. «ο, Οί εν τώ συνεδρίω α Ένέπτυσαν εις τό «7· , ' , ί πρόσωπον αυτού ί, και οι στρατιωται τοϋ ήγεμόνος ομοίως, και αίτως
έπληρώθη
«τ. 2 7, τό ρηθέν « Και έμ-τύσουσιν αύτω ί. Έλ30. θόντες δέ επάνω εί; τό όρος τοϋ Γολγοθά,
Διά τί ό μέν ευαγγελιστής
περι της μητρός
Ματθαίος μ«τ. 2β, 2°'
αύτών είπε }—διότι ού
μόνον ή μήτηρ, αλλά μετ' αύτής καϊ οι υίοΐ αύτής παρεστάθησαν ενώπιον τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ, ώς και αυτός
ό Ματθαίος
μαρτυρεί· ού μόνον δέ τά δεύτερον ερώτη
έκεΐ σταυρικώ θανάτω άπέκτειναν αύτόν,
μα, ήγουν τό « Δύνασθε πιεΐν τό ποτήριον, Μάρ*. ι»;
κατά την προφητείαν αύτοΰ την λέγουσαν,
ι ό εγώ πίνω ^ 3 αλλά καί ή νουθεσία τοΰ
α Κα'ι άποκτενοΰσιν αύτόν ϊ. Ότι δέ τη~
Ίησοΰ Χριστοΰ ού πρά; τήν μητέρα, άλλά
τρίτη ημέρα ανέστη έκ τών νεκρών, μαρ-
πρός τούς υίούς αύτής απέβλεπε, καθώς
τυροΰσιν οί εύαγγελισταί, οί αύτόπται και
ό Ματθαίος επιβεβαιοϊ. Πρός τούτοις δέ,
μάρτυρες,
επειδή καν ή μήτηρ ελάλησεν, δμως τά
λέγοντες , ότι τη~ παρασκευή"
παρέδωκε τό πνεΰμα επάνω είς τό ξύλον Ι«άν. ι», τοΰ σταυροΰ, α Είς
μίαν δέ σαββάτων »,
λόγια είπε τών υίών αύτής,
ύπ' αύτών
συμβουλευθεΐσα,
ό
διά
τοΰτο
θιηγόρος
30 * 28, ήγουν τη κυριακν}, ανέστη εκ τών νεκρών. 1. Καθ' δν δέ καιρόν ό Κύριος Ίησοΰς προέλε-
τά περί τής μητρός, παρέστησβ τούς υίούς
γβ τοις μαθητάίς αύτοΰ τά περί τοΰ πάθους
αύτής, και πλησιάσαντας πράς τόν Ίησοΰν
και της αναστάσεως αύτοΰ, ιδού δύο έξ
Χριστόν, καϊ ερωτηθέντας ύπ' αύτοΰ, καν
αύτών πλησιάζουσι πράς αύτόν.
αύτός, ώς καρδιογνώστης, εγνώριζεν, δτε ■
(ΚΪΡΙΑΚ. ΕΥΑΓΓ. ΤΟΜ. Β .)
Μάρκος, φίλος ων τής συντομίας, σιωπήσας
ζητοΰσι τήν προβδρίαν παρέλαβον δέ αύτοΐ 33
Ερμηνεία εϊς το κατά, Μάρκον
258
την μητέρα αυτών, πρώτον μέν, τ]σχύνοντο
ζήτησα:
άμέσως
επειδή
παρά
του
τε τί ζητείτε· διότι άλλο εστίν ή βασιλεία μου, και άλλο ύμεΐς ζητείτε· εκεί ούκ είσι
'Ιησοΰ Χρίστου τά τοιαύτα πρωτεία· δεύ
θρόνοι κοσμικοί ^και καθέδραι ύλικαί, άλλά
τερον δέ, επειδή
θρόνος εστίν ή στερεά και άμετάτρεπτος
ένόμισαν, δτι
της μητρός αύτών
ή ικεσία
δυσωπεΐ περισσότερον
•θεία δόξα, και πρωτοκαθεδρία
ή ύπεροχή
τον θεάνθρωπον. Πόθεν δέ παρακινηθέντες
της θείας δόξης και τιμής· διό ούκ οίδατε
ούτοι οί δυο απόστολοι,
τότε
τί αΐτεΐσθε. Τοΰτο δέ ειπών, έρωτα" αύτούς,
παρά του Ίησοΰ Χρίστου την προεδρίαν ^
καν ούδεμίαν εχη χρείαν τοΰ έρωταν , ως
— αυτοί, άκούσαντες αυτόν λαλοΰντα περί
τά πάντα είδώς, Γνα αυτοί μεν τήν προθυ-
της βασιλείας αύτοϋ,
λέγοντα, ότι
μίαν αύτών δείξωσιν, αύτός δέ, έκ της
ΜαΤ2819' *κε' °·' Απόστολοι καΟίσουσιν « Έπί δώδεκα
άποκρίσεως αύτών άφορμήν λαβών, διδάξη
» θρόνους », ένόμιζον, δτι ή βασιλεία αύτοΰ
αύτούς τίνες είσίν οί άξιοι της τοσαύτης
εστίν επίγειος·
χάριτος καί δόξης· Ύμεΐς, λέγει, ζητείτε
έζήτησαν
και
βλέποντες δέ τότε αυτόν
•άναβαίνοντα εις τήν Ιερουσαλήμ, και δι
πρωτοκαθεδρίαν εις
δάσκοντα τά περί του πάθους αύτοΰ, έσυλ-
άλλά δύνασθε αρά γε ύμεις δ Πιεΐν τό πο-
λογίσθησαν, δτι άναβαίνει έκεΐ, Γνα καθίση
ϊ τήριον,
«ίς τον· θρόνον της βασιλείας αύτοΰ, μετά
άποθανεΐν διά σταυρικού θανάτου, καθώς
δέ τούτο άκολουθήσωσιν
εγώ }
αύτώ τά πάθη·
τήν , βασιλείαν μου ,
δ εγώ πίνω
δύνασθε
ύμεΐς
»,
ήγουν δύνασθε
5 Βαπτισθήναι
το
δθβν έζήτησαν, Γνα έν τη βασιλεία αύτοϋ ό
» βάπτισμα, δ εγώ βαπτίζομαι}» ήγουν δύ
μεν εΓς αύτών καθίση έκ δεξιών αύτοΰ, ό δέ
νασθε ύπομεΐνοΜ τό
Ετερος εξ αριστερών. Τί δέ προς ταΰτα ά-
εις δσα εγώ καταβυθίζομαι } Φανεράν δέ
πεκρίθη ό θεάνθρωπος }
έστιν,
δτι ποτήριον μεν ώνόμασε τον θά
νατον
αύτοΰ , βάπτισμα
ΜάΡ3810'
^ ^
Ιησούς είπεν αύτοΤς, Ουκ
©ίδατε τ'ι α:τεϊσθε" το ποτήριον, βάπτισμα,
δύνασθε ποίείν
δ εγώ πίνω,
και το
δ εγώ βαπτίζομαι, βα-
Βλέπε μετά πόσης
σοφίας έδιώρθωσε
δέ
τό
πάθος,
επειδή, και δταν προσηύχετο Γνα παρέλθη άπ' αύτοΰ ό θάνατος, α Πάτερ μου, ειπεν, μ«τ. ι«, 39. » εί δυνατόν έστι, παρελθέτω άπ' έμοΰ τό » ποτήριον τοΰτο »· και δταν έφανέρωσεν είς
πτίσθήναί 5
πλήθος των παθών,
τούς μαθητάς αύτοΰ, δτι υπερβολικά
επιθυμεί τό πάθος διά τήν σωτηρίαν τών
τήν έσφαλμένην α^τών ύπόληψιν. Ύμεΐς ,
ανθρώπων, « Βάπτισμα,
λέγει, νομίζετε , δτι ή βασιλεία μου έστί κοσμική και επίγειος, καί δτι οί Λ 30ν01«
» πτισθήναι, καί πώς συνέχομαι εως οδ
περι
τον, επειδή καί ημείς, οσάκις πίνομεν τό ποτήριον της θείας εύχαριστίας, α Τόν θά- ίΛ(*· ιί*
ών
εγώ
έλάλησα, εϊσί θρόνοι υλικοί
ειπεν,
εχω
βα- *ίΒΧ· 12>
» τελεσθη^ » ποτήριον ώνόμασε τον θάνα
και κοσμικοί, και διά τοΰτο ζητείτε, Γνα εΤς έξ ύμών καθίση εκ δεξιών μου', και ό
» νατον αύτοΰ καταγγέλλομεν «· βάπτισμα
Ιτερος εξ ευωνύμων μου· πλήν ού γινώσκε-
δέ
τό πάθος καί τήν ταφήν, επειδή καί
κλ ϊ, 12.
Εύαγγελίον της Ε'. Κυριακής των Νηστειών. 259 ήμέϊς, όσοι είς Χρις-όν έβαπτίσθημεν, συνε-
ρωσεν ό υίός εαυτόν κατώτερον τού πατρός
τάφτ,μεν αύτω εν τω βαπτίσματι. Τί δέ
αύτοϋ·
προς τοϋτο τό ερώτημα τοϋ Κυρίου Ίησοϋ
« Έγώ και ό πατήρ εν έσμεν »· είπε δέ 1<*βν301 °«
άπεκρίθησαν οί δύο άπόστολοι}
τοϋτο ώς άνθρωπος· διότι, ώς μέν θεός, συν
Οί
Μβίρκ. 1 0, 39-
δέ
είπον αύτω, Δυνάμεθα-
άλλαχοϋ
έδίδαξε ,
λέγων,
τω πατρι και τω πνεύματι από καταβολής μ«τ. 25, * * * ήτοίμασε διά τούς δι 34. κόσμου βασιλείαν
ό δέ Ιησούς είπεν αύτοίς, ' τό μέν
καίους, ώς δέ
ποτήρίον,
είχε την έξουσίαν τού κρίνειν και έτοιμά-
δ εγώ πίνω, πί'εσθε, και
το βάπτισμα, 40.
διότι
δ
εγώ βαπτίζομαι,
άνθρωπος ούκ άφ' έαυτοϋ
ζειν βασιλείαν καϊ δόξαν, αλλά παρά τοϋ θεού καϊ πατρός έλαβε την τοιαύτην έξου
βαπτίσθήσεσθε'
το δέ
καθί'σαί εκ σίαν· διό
δεξιών μου ούκ
καί εξ ευωνύμων μου,
εστίν έμον δούναι,
άλλ
καϊ ελεγεν « Εδόθη μοι πάσα μ«τ. 2», 18. ΐ εξουσία εν ούρανώ .καί επί γης ρ. Τί δε
οΤς ήείπον οί λοιποί δέκα άπόστολοι, ότε ήκου-
τοί'μασταί. σαν τό ζήτημα τών δύο, τοϋ Ιακώβου καϊ Οί μεν απόστολοι λέγουσιν, δτι δύναν ται
και τά πάθη υπέρ αυτού ύπομεΐναι
Ιωάννου , καϊ τήν άπόκρισιν τού Ίησοϋ Χριστού \
καί τον θάνατον, ό δέ θεάνθρωπος επιβεβαιόΐ τοΰτο, δπερ και εγενετο·
Καί άκούσαντες οι δεκα, ήρξαν- μ*^ ίο,
διότι τόν
π?οξ. ΐί,μέν Ίάκωβον μαχαίρα έφόνευσεν ό Ηρώδης, τόν δέ Ίωάννην εξορία κατεδίκασεν
είς
το
άγανακτεΤν
περί
Ιακώβου καί
Ιωάννου.
Ντι>ΐ5?. την Πάτμον ό Δομετιανός. Όμως, γινώ-
Θαυμαστόν πράγμα ! ό Ιάκωβος και
3, 20,9. σκπτε, λέγει, ότι αυτούς τού; εκ δεξιών
ό Ιωάννης νομίζουσιν, δτι ή βασιλεία τοϋ
καΐ
αριστερών
θρίνους,
ήγουν αυτό το
Ιησού Χριστού εστίν επίγειος· και ό μέν
υπερβάλλον της δόξη:, α Ούκ εστίν έμόν
Ίησοϋ ς Χριστός λαλεϊ περί τοϋ πάθους
» δούναι 5, ήγουν ούκ εστίν έργον της δι
και τοϋ θανάτου και της έκ νεκρών ανα
καιοσύνης μου δούναι ύμΐν τούτο, (καθώς
στάσεως αύτοϋ, εκείνοι δέ, πλησιάσαντες
ύμεΐς στοχάζεοθε ) ή καθότι έστέ μαθηταί
προς αυτόν, ζητούσι πρωτεία και πρωτο
μου, ή καθότι ές-έ φίλοι μου· διότι ή τοιαύ
καθεδρίας·
τη δόξα ουδέ δια φιλίαν, ουδέ δια προσω-
άγανακτούσΐ) ταύτα άκούσαντες. Άκατα-
πολτ,ψίαν δίδοται·
νοησία, φιλοδοξία
προς εκείνους δέ μόνον
οί δέ λοιποί δέκα
άπόστολοΐ-
και άγανάκτησις εις
δίδοται, υπέρ ών δια ,τήν τελειότητα της
τούς αποστόλους, ήγουν είς τά σκεύη της
αρετής 'αύτών ήτοιμάσθη. Ύπό τίνος δέ
εκλογής, είς εκείνους, οδς ό θεός εξελέξατο{ω„. 15. 19. εκ τοϋ κόσμου}—τοϋτο ουδόλως θαυμαστόν
ήτοιμάσθη, έφανερωσεν ό ιερό; Ματθαίος, Ματ·. ίο, ειπών, « Άλλ' οίς ήτοίμασται ύπό τού πα23 ΐι τρός μου ». Μη νομίσ^ς δε, καθώς οί Άρειανοί, ότι διά τούτου τοϋ λόγου εφανε-
εστίν· άνθρωποι ήσαν οί άπόστολοι άλιεΐς, α άγράμματοι, και ίδιώται »·
διά τοϋτο π?άξ. 1»ν οΰδέ ό νοϋς αυτών κατελάμβανε τά υψηλά
Ερμηνεία ε!ς το κατά Μάρκον 260 καϊ επουράνια
νοήματα,
ούδέ ή καρδία
β άρχοντες, λέγει, τών εθνών ί, καθώς και
αύτών ελευθέρα ην των ανθρωπίνων παθών.
ύμεΐς γινώσκετε,
Έπ'ι ταύτοΰ δέ τοιούτους έξελέξατο ό θεάς
κατακυριεύουσι
Κ'£· διά το εύαγγελικόν κήρυγμα, Γνα μή καυ-
ζητοΰσι
πρωτεία, και
τών λαών αυτών
και οί
μεταξύ αύτών μεγάλοι, καθότι ή πλούσιοι
χηθη" δύναμις άνθρωπου, δτι αύτή ήπλω-εν
είσιν ή άξιωματικοί, κατεξουσίάζουσίν αύ
εις τον κόσμον της πίστεως το κήρυγμα.
τών ύμεΐς δέ οί εμο'ι μαθηταί, οίτινες εστβ
Τοιούτοι ήσαν τότε οί άπόστολοι
άνθρωποι ούχί κοσμικοί, άλλ' επουράνιοι,
κατά
φύσιν, ύστερον δέ, ήγουν μετά τήν Χρις·οΰ
ούκ εστι πρέπον
Γνα τοιουτοτρόπως πολι-
τεύησθε, άλλ' όστις έξ υμών θέλει γενέσθαι "°4»* ' άνάστασιν, και α Τόν νουν αύτών διήνοι» ξεν ό θεάνθρωπος τοΰ συνιέναι τάς γρα-
μέγας, εκείνος γενέσθω ύπηρέτης υμών και
ϊ φάς », και πνεύματος αγίου επλήρωσεν
όστις θέλει γενέσθαι πρώτος, εκείνος εστω
αυτούς εν τη" ήμερα της πεντηκοστής· διό
πάντων τών άλλων δούλος. Άλλά διά τί
και έλάλουν
ή υπηρεσία και ή δουλεία ύψοΐ τόν άνθρω
γλώσσας
και
προεφήτευον,
π(&· 5· και θείας χάριτος πλτ,ρωθέντες, γεγόνασι πάνσοφοι, πανάρετοι
και τέλειοι. Άκου
πο ν } διότι, όστις
γίνεται
δούλος τών άλλων,
υπηρέτης
και
εκείνος βχει της τα
σον δέ νυν καϊ τήν επουράνιον νουθεσίαν
πεινοφροσύνης τήν αρετή ν ή δέ ταπεινο
τοΰ θεανθρώπου.
φροσύνη ύψοΐ τόν άνθρωπον υπεράνω τών άλλων ανθρώπων, και δίδωσιν εις αύτόν
μ»>. ίο,
Ο δέ Ιησούς, προτκαλεσάμενος αύτούς,
η·
λέγει αύτο7ς, Οίδατε, οτι
τό πρωτειον, καϊ τήν πρωτοκαθεδρίαν τήν άληθινήν καϊ αΐώνιον α Ό δέ ταπεινών έαυ - α.**, ι β,
οι δοκοΰντες άρχειν των εθνών, κα-
» τόν, ύψωθήσεται. — Ταπεινόΐς δέ δίδωσι
τακυρίεύουσίν αύτών, καϊ οι μεγά
» χάριν >. Ίνα δέ είς τάς καρδίας τών μα
λοι αύτών κατεξουσίάζουσιν αύτών'
θητών αύτοΰ έμφυτεύση ό θεάνθρωπος τού
ουχ ουτω δε εσταί εν υμίν
το τό επουράνιον μάθημα,
αλλ
προβάλλει είς
αύτούς τό έαυτοΰ παράδειγμα. δς εάν θέλη γενέσθαι 44.
μΤν,
μέγας εν, ύ-
εσταί υμών διάκονος*
καϊ
δς Καί γάρ
ό
υιός
τοΰ άνθρωπου μ*>χ.
εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, ε ούκ ήλθε δίακονηθήναί, άλλά διασταί πάντων δούλος. κονήσαί, Βλέπε μετά πόσης σοφίας καϊ πραότητος
καί
δοΰναί
τήν ψυχήν
αύτοΰ λύτρον άντι πολλών.
ελέγχει και έπανορθοΐ το σφάλμα τών μα θητών αύτοΰ,
και άναβιβάζει τόν νουν
αύτών άπό της γης εις τόν ούρανόν, διδά
κόσμον τούτον, Γνα υπηρετηθώ υπό τών
σκων αύτούς, ότι τά εργα τών εθνικών,
άνθρωπων, άλλ' Γνα ύπηρετήσω τά περ!
ήγουν τών δούλων του κόσμου, είσιν εναν-
της σωτηρίας αυτών
ίο, τία τών έργων τών μαθητών αύτοΰ· β Οί 25.
Διότι καί εγώ, λέγει, ούκ ήλθον είς τόν
ου μόνον δε ήλθον
Γνα ύπηρετήσω, άλλά και Γνα αποθάνω,
*'
Εύαγγέλίον της Ε . Κυριακής τών Νηστειών.
261
και διά τοϋ θανάτου μου λυτρώσω από της
λύτρον άντϊ πολλών, προσενβγκών έαυτόν,
δουλβίας τοϋ διαβόλου το άνθρώπινον γένος.
επάνω εις το ξύλον τοϋ σταυρού, ίλαστή-
Και ύπηρέτησβ μέν ό θβάνθρωπος τούς αν
ριον πρός τήν θίότητα θυσίαν, δΐ ής έξηγό-
θρώπους, διδάσκων αυτούς της θεογνωσίας
ρασεν
και άρβττ,ς τά μαθήματα, διώκων άπ' αυ
τυραννίας·
τών
ούχ· άντΊ πάντων, καν υπέρ πάντων τών
τά δαιμόνια, ίατρεύων τά πάθη, και
»», θεραπευων τάς αυτών άσθενείας· διηκόνησε
ημάς
έκ της τοϋ
έχθροϋ
ημών
α ΆντΙ πολλών ί δέ ειπε, και
άνθρώπων άπέθανεν, επειδή ό θάνατος αύ
δέ τούς ανθρώπους, και δτβ ώς δούλος εζώ-
τοϋ ουκ έσωσε πάντας, άλλά πολλούς, τούς
σθη τό λέντιον, και βνιψβ τούς πόδας τών
εις αύτόν δηλονότι πιστεύσαντας, και τάς
ιδίων μαθητών βδωκε δέ τήν ψυχήν αύτοϋ
άγίας αύτοϋ βντολάς φυλάξαντας.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ.
ΜΑΡΚΟΝ
ΕΤΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Ε'. ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ
ΝΗΣΤΕΙΩΝ.
Η νουθεσία τοϋ Κυρίου Ιησού Χριστού
ςρατιάς τών αγγέλων προσκυνούμενον και
πρός τούς μαθητάς αύτ&ϋ σκοπόν είχε τήν
λατρευόμενον, υπηρετούντα τούς άνθρώπους
ταπεινοφροσύνην διά τί ουν προβάλλει εις
και
αυτούς ού μόνον της ταπεινώσεως, άλλά
πιϊον άλλο ή
χαΐ
δραστικώτβρον τούτου της ταπεινοφροσύνης
της υπερβολικής αυτού άγάπης τό
παράδειγμα } ειπεν, Έγώ ήλθον
εις τον
πλύνοντα _τούς πόδας μείζον, ή
παράδειγμα } ποιον
άλλο,
τών δούλων,
ισχυρότερον, η
πλην τούτου
κόσμο ν, ούχ Γνα υπηρετηθώ υπό τών άν
τοϋ παραδείγματος, δύναται πβρισσότερον
θρώπων, άλλ' Γνα υπηρετήσω αυτούς· τού
νά κα,ταπείση ημάς,
το άρκετόν ύπέρ πάν άλλο ταπεινοφροσύνης
άλλά τά ταπεινά
παράδειγμα. Όταν βλέπωμεν τον βασιλέα
λοιπόν εις της ταπεινοφροσύνης αύτοϋ τό
τών βασιλευόντων , τον δτ,μιουργόν
παράδειγμα συνάψας και τό της υπερβολι
τοϋ
ίνα μή τά υψηλά , στοχαζώμεθα } Διά τί
ουρανού και της γης, τόν έξουσιας·ήν πάσης
κής αύτοϋ άγάπης, είπε α Και γάρ ό υιός
της όρωμένης καϊ άοράτου κτίσεως, δταν
κ τοϋ άνθρωπου ουκ ήλθ» διακονηθήναι, άλ-
βλέπωμεν τόν παντοδύναμον και παντεζού-
ϊ λά διακονήσαι , και δούναι τήν
σιον θβόν} τόν υπό πάσης της επουρανίου
5 αύτοϋ λύτρον άντι πολλών
ψυχήν
Ομιλία
262
μετά τδ κατά Μάρκον
Οί μεν δύο απόστολοι, ό Ιάκωβος και δ Ιωάννης, ζητήσαντες παρά τοΰ
κατά τόν δρον της εντολής τοΰ θεοΰ, τότε
Ίησοΰ
εΓτι και αν πράττω υπέρ τοΰ έαυτοΰ μου ,
πρωτοκαθεδρίας ,
τοΰτο αυτό πράττω και υπέρ τοΰ πλησίον
έδειξαν σημεία υπερηφάνειας- οί δέ λοιποί
μου· εν δσω λοιπόν άγαπώ τόν πλησίον
δέκα, άγανακτήσαντες διά τό ζήτημα των
μου, καθώς τόν έαυτόν μου, άδύνατόν ές"ΐν,
δύο, έδειξαν φθόνου σημεία· ό δέ φθόνος ςέ-
Γνα θελήσω και ς"έρξω νά λάβω προτίμησιν
ρησίς έστι
άπ' αύτοΰ·
Χρίστου
πρωτεία
της
και
αγάπης.
Διά τοΰτο
ούν
εσύναψεν ό θεάνθρωπος είς την διδασκαλίαν της ταπεινοφροσύνης
άδύνατόν έστιν,
Γνα
θελήσω
διά τήν έμήν τιμήν την άτιμίαν εκείνου.
το παράδειγμα της Όταν θέλω προτίμησιν, πρωτοκαθεδρίαν,
αγάπης, Γνα ού μόνον τους δύο, αλλά κα'ι
ύπεροχήν άπό τοΰ πλησίον μου, δταν δργί-
τους λοιπούς δέκα ν:υθετήση. ζωμαι Τά λόγια τοΰ θεανθρώπου Ίησου ουκ άπέβλεπον μόνον
κατ' εκείνου, δστις οΰ παραχωρεί
εις έμέ τά πρωτειον,
και
άγανακτώ κα
έπι την [διόρθωσιν των τ' εκείνου)
όστις ού προσκυνεί με,
θέλω
συλλογίζωνται
καϊ
μαθητών αύτοΰ, αλλά και επί την σωτηρίαν Γνα
οί άνθρωποι ^
πάντων τών εις αύτόν πιστευόντων. Διά δτι
είμ'ι άνώτερος τών άλλων ανθρώπων ,
τοΰτο δέ έσύναψε το παράδειγμα της τα τότε ουκ άγαπώ τόν πλησίον μου ως τόν πεινοφροσύνης μετά τοΰ παραδείγματος της έαυτόν μου, άλλ' άγαπώ τον έαυτόν μου αγάπης, Γνα και τόν κόσμον δλον διδάξη , περισσότερον τοΰ
πλησίον μου·
φανερόν
δτι αύται αί δύο μεγάλαι άρεταί είσιν άλοιπόν έστιν, δτι τότε θέλω προτίμησιν και χώριστοι, καθώς
ό ήλιος από τοΰ φωτός, πρωτειον, δταν Ιχω τήν υπό θεοΰ διορισθεϊ-
και τό πΰρ άπό της θερμότητος, κα'ι τό σαν άγάπην τοΰ πλησίον μου· φεύγει άπό σώμα άπό της βαρύτητος. της καρδίας μου ή άγάπη, διά τούτο φεύγει Ή προς θεόν αγάπη έχει δρον δλον τόν άπό τοΰ νοός μου και ή ταπείνωσις· εν δσω άνθρωπον, επειδή χρέος εχομεν
Γνα άγαάγαπώ τόν πλησίον μου καθώς τόν έαυτόν
ιο πώμεν τόν θεόν
α εξ δλης καρδίας, έξ δλης μου, ούδένα τόπον ευρίσκει έν εμοι ή υπε
2>
» ψυχήςχ έξ δλης ισχύος, και έξ δλης της ρηφάνεια, άλλά φεύγει μακράν άπ' έμοΰ. 2 διανοίας »·
είς
την
προς τόν πλησίον Ό ταπεινός άνθρωπος,
καν εύγενής,
άγάπην έβαλεν ό θεός δρον την ισότητα* καν πλούσιος, καν αξιωματικός, καν ύπε2 Αγαπήσεις,
είπε, τόν πλησίον σου ώ; ρέχη τούς άλλους κατά πάντα, ουδέ τήν
|9'
» σβαυτόν ».
Βλέπε 'δέ πώς ή αγάπη τοΰ
εύγένειαν, ούδέ τήν σοφίαν, ουδέ τόν πλοΰ-
πλησίον συνηνωμένη έστι μετά της ταπει τον, ούδέ τά άξιώματα, ούδέ τήν ύπεροχήν νοφροσύνης, και πώς, εάν φύγη ή αγάπη άπό αύτοΰ στοχάζεται , άλλά συλλογιζόμενος, της καρδίας ημών, φεύγει εύθύς κα'ι άπό τοΰ δτι έστι γη και τών σκωλήκων βρώμα , νοος ημών η ταπείνωσις· ομοίως , εάν φύγη καθώς και οί
λοιποί άνθρωποι, ού μόνον
ή ταπείνωσις, φεύγει ευθύς και ή άγάπη. ούδεμίαν ποτέ ζητεί προτίμησιν ,
άλλά
Όταν έγώ άγαπώ τόν πλησίον μου σπεύδει πάντοτε Γνα προτιμά τούς άλλους.
Εύαγγέλίον της Ε'. Κυριακής των Νηστειών.
265
'Εάν ήσαν πάντες οί άνθρωποι ταπεινοί ,
αμαθής· τότε βλέπεις τόν πλούσιον άγα-
έβλεπες εις τον χόσμον εκείνο, τό όποιον
νακτούντα και όργιζόμενον, έπε:δή ού προε-
παραγγέλλει ό
τίμησεν
άπόςολος Παύλος, λέγων,
**» € Τη τιμη αλλήλους προηγούμενοι »· έβλε
αυτόν
ό πτωχός·
βλέπεις
τόν
άξιωματικόν τιμωροϋντα τόν ίδ:ώτην, επει
πες τόσην φιλονεικίαν, Γνα ό εΓς παραχώ
δή ού προσεκύνησίν αυτόν Ιως έδάφους της
ρηση
τόν άλλον, όσην
γης· τότε, λέγω, βλέπεις της υπερηφάνειας
βλέπεις τήν σήμερον, Γνα ό εις προκαθίση
τά παγκάκιςα εργα πάντα, τά όποια τόσον
τοΰ άλλου· ίολεπες τόσην σπουδήν, Γνα ό
άπέχουσιν άπό της άγάπης, όσον ό ουρανός
εΓς φανη κατώτερος τοΰ ,άλλου, όσους αγώ
από της γης.
τό πρωτείον εις
νας βλέπεις
την
σήμερον, Γνα ό είς λογι-
Άνοίςατε νύν της ψυχής τά όμματα,
σθη άνώτερος τοΰ άλλου, βλέπε δέ πώς ή
και Γδετε τόν άρχηγόν της σωτηρίας, τόν
τοιαύτη ταπείνωση συνημμένη εστί μετά
Κύριον της δός/.ς, τόν λυτρωτήν κα: σω
της αγάπης· όταν προαιρησα;, Γνα προτι
τήρα ημών. Αυτός εχε: μυρίους μεγαλοπρε-
μάς τόν άλλον, τότε ποίον θέλε:ς νά προ
πεστάτους καϊ θείους χαρακτήρας, άφήκεν
τίμησης, τόν φίλον σου η τόν εχθρόν σου }
όμως πάντας, και εχαρακτήρισεν έαυτόν
εκείνον, 8ν άγαπας, η εκείνον, τόν όποιον
διά της ταπεινώσεως· τοσούτον δέ εμφαν
μισείς }—φανερόν εστίν, ότι τόν φίλον σου,
τικών, ώστε ως μάθημα τούτο παρέδωκεν,
και ουχί τόν εχθρόν σου, τόν άγαπώμενον,
Γνα ημείς περί τούτου μηδεμίαν
και οΰχι τόν μισούμενον προτιμάς. "Οταν
άμφιβολίαν ι Μάθετε, εΓπεν, άπ' έαού, ότι »*τ. 1 1,
λοιπόν δια την ταπείνωσιν της καρδίας σου
ι πραός εΐμι και
προτιμάς πάντας, τότε ουδεμία αμφιβολία
Αληθώς τόση εστίν ή ταπείνωσες αύτού,
εστίν, ότι άγαπας πάντας τόσον, όσον ά
ώστε υπερβαίνει την κατάληψιν ού μόνον
γαπας και τόν εαυτόν σου. Ιδού λοιτζόν
τοΰ άνθρωπίνου, αλλά και τοΰ άγγελικοΰ
πώς συμπεπλεγμένη και συμμε^ιγμένη ες\ν
νοός·
ή ταπείνωσις μετά της άγάπης.
εξουσιαστής πάντων τών ορατών και άο-
"Οταν φύγη ή ταπείνωσις, και προχώ
ταπεινός τη
έχωμεν
κάρδια >.
θεός παντοκράτωρ, δημιουργός καϊ
ράτων, ύπό τών άγγέλων ύμνοΰμενος και
ρηση είς τόν νουν ημών τ, υπερηφάνεια ,
λατρευόμενος, ύπό
τότε ουδόλως συλλογιζόμεθα, ότι μετ' ολί
ύπακουόμενος και δουλευόμενος, λαμβάνει
γον, ήγουν μετά
όσα
τού δούλου αύτοΰ τήν μορφή ν, καϊ γίνεται
εχομεν^ έκλείπουσιν ώς .όνείρατα, ήμεϊς δε
άνθρωπος· κλαυθμηρίζει ώς βρέφος είς τό εν
πάντες γινόμεθα ίσοι κατά πάντα, ήγουν
Βηθλεέμ σπήλαιον, χέει δάκρυα ώς φίλος
σαπρία και γη·
είς τά μνήμα τού Λαζάρου, κλαίει ώς πά
θάνατον, πάντα,
όθεν άκούεις τούτον μέν
πάσης
της
κτίσεως
κραυγάζοντα, Έμοϊ πρέπει τό πρωτέϊον,
σχων επι την πόλιν Ιερουσαλήμ,
επειδή εΐμι ευγενής· εκείνον δέ βοώντα, Είς
κοπιακώς καϊ διψών κάθηται είς τό έν Σα
εμε πρέπει ό άνώτερος τόπος, έπειΒή είμι
μάρεια φρέαρ, και ώς νυ^τάζων κοιμάται
σοφός, «κείνος δέ, όστις εκεΐ κάθηται, έςην
είς τό πλοΐον,
ώς κε-
ώς συμπαθής καταδέχεται
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
264
την συναναστροφήν τών αμαρτωλών
και
ανθρώπων, άλλά κα! παραδούς εαυτόν είς
συνεσθίει μετ' αυτών, ώς πταίστης σύρε
θάνατον
ται
και κατακρίνεται ,
δέ έστιν άγάπη, της οποίας άλλη μείζων
περιπαίζεται και υβρίζεται,
ουκ Ιστι· « Μ:ίζονα ταύτης άγάπην ουδείς
έμπτύεται και ραπίζεται , φραγγελούται
» έχει, Γνα τις τήν ψυχήν αύτοΰ Θϊ}" υπέρ
και μαστίζεται και ποτίζεται χολήν και
» τών φίλων αύτοϋ »· και δμως αυτός έ
δξος- ώς θνητός αποθνήσκει και θάπτεται·
δειξαν ύπέρ ήμών μείζονα καΐ ταύτης της
αυτός δέ έστι θεός ουχί κατά χάριν, αλλά
άγάπης· α Μόλις γάρ ύπέρ δικαίου τις ά-
κατά φυσιν5 διότι αυτός ούχ ήρπασε τό
» ποθανεΐται*
όνομα
» τις και τολμά άποθανεΐν >· ήμεΐς δε, δτε
εις
τά κριτήρια
ώς* παθητός
διά τήν σωτηρίαν ήμών.
Αυτη
ι.··
και
θεός,
καθώς ό Κρόνος και ό Ζεύς,
αί λοιπαι τών ειδωλολατρών
ύπέρ γάρ τοϋ άγαθοϋ τάχα
ψευδο-
ύπέρ ήμών άπέθανεν, ουκ ήμεθα φίλοι, άλ-
θβότητες, αλλά, θεός ών άληθινός, εγένετο
λ'έχθροί, ουκ ήμεθα δίκαιοι, άλλ'άμαρτωλοί·
άνθρωπος, και έδειξε της ταπεινώσεως την *βΙΤ7 2β ύπερβολήν α "Ος έν μορφή θεοΰ υπάρχων,
τοϋτο δέ έστι τό ύπερβάλλον της άγάπης, τό όποιον Ιδειξεν
β στησι δε τήν έαυτοϋ άγάπην είς ήμάς
» άλλ' εαυτόν ίκένωσε, μορφήν δούλου λα-
ί ό θεός, ότι, ετι αμαρτωλών δντων ήμών,
» βών, εν όμοιώματι
> Χριστός ύπέρ ήμών άπέθανεν.
» και σχήματι ευρεθείς ώς άνθρωπος έταπείί νωσεν
εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι
ι θανάτου, θανάτου δέ σταυρού 3>. Άλλά πόθεν αύτη
Βλέπετε λοιπόν ποΐον σύνδεσμον εχει ή άγάπη μετά της ταπεινοφροσύνης· βλέπε τε, ότι δσον μείζων ή άγάπη, τοσούτον
ή παράδοξος
και
βαθυτέρα ή ταπείνωσί', καϊ δτι ουδέποτε
ανερμήνευτος κένωσις^ πόθεν τούτο τό μέγα εύρίσκεται ουδέ άγάπη χωρίς ταπεινώσεως, και άκατανόητον της ταπεινώσεως αύτοΰ ουδέ ταπείνωσις χωρίς μυστήριον} τούτο ουκ
άγάπης
και μή
άλλοθεν προηλθεν νομίσητε , δτι
ειμή έκ της αγάπης·
περί τούτου Ιν και μόνον
καρπός της αγάπης εχομεν παράδειγμα
τό τοϋ σωτηρος Χρι
έστιν ή ανεξιχνίαστος αύτοϋ ταπείνωσις· στού, διότι εις πάντας τούς άγιους τοϋτο περί τούτου ουκ άνθρωπος, ουκ
άγγελος, αυτό
βλέπομεν , ήγουν
τήν ταπείνωσιν
άλλ' αυτός ό Κύριος και θεάς έβεβαίωσεν κα:
τήν
άγάπην
δύο μόνον προβάλλω
1««Υ », ήμάς, £ΐπων « Ούτω γάρ ήγάπησεν ό θεός έκ πάντων 3) τον
τών αγίων,
Ινα
μέν έκ τών
κοσμον , ώστε τόν υίόν αύτοϋ τόν πρό τοϋ νόμου, άλλον δέ έκ τών μετά τήν
» μονογενή εδωκεν, Γνα πάς .ό πιστεύων εις εύαγγελικήν χάριν. » αυτόν μή άπόληται, άλλ' εχη ζωή ν αιωΠολλήν άγάπην έδειξε πρός τόν πλη » νιον 2. Ταύτην δέ την άγάπην Ιδειξεν ό σίον αύτοϋ
ό πατριάρχης Αβραάμ, τούς
θεάνθρωπος ού μόνον καθ' όλην τήν περίοξένους υποδεχόμενος, δον της έν τω κόσμω ζωής
τόν Λώτ υπερασπι
αύτοΰ, πανζόμενος, ύπέρ τών Σοδόμων ευχόμενος· ό
η**'%*' το,οτΡ07τως
εύεργετήσας
τό γένος
5,
εις ήμάς ό θεός· « Συνί- «»*■ «·
5 οΰχ άρπαγμόν ήγήσατο το είναι Γσα θεώ·
ανθρώπου γενόμενος·
5»
τών αύτός πολλήν έδειξε και τήν ταπείνωσιν
Εύαγγελίον της Ε'. Κυρίακής των Νηστειών. β Έγώ δε, βλεγεν,
ειμί γή και σποδός ι.
265
» λάχιστος τών άποστόλων ϊ· τοΰτό εστίν
Λόγιά είσι ταϋτα εμφαντικά βαθύτατης
ή ταπείνωσις· β "Ος ουκ είμι ικανός κα
ταπεινοφροσύνης· λόγια δσον αληθινά, άλλο τόσον άγια· λόγιά βίσι, τά όποια πρέπον
ϊ λέισθαι άπόστολος ·· τοΰτό έστι τό βά θος της ταπεινώσεως. ΜΩ φρόνημα άγιον
βστϊν
Γνα πάς άνθρωπος και μνημονβύη,
καϊ σωτήριον ! Δός ήμΐν, Κύριε, τούτο το
καϊ εχη αυτά διά παντός πρό των οφθαλμών
φρόνημα· δός, Γνα ό καθείς καϊ φρονη"- και
αύτοΰ. Επειδή είμι γη, τί καυχάται ή γη
λέγγ], Έγώ είμι ό ελάχιστος τών χριστια
κατά της γης } επειδή είμι σποδός, τί υ
νών, καϊ ουκ είμϊ άξιος
Γνα όνομάζωμαι
περηφανεύεται ό σποδός κατά τοΰ σποδοΰ ·η
χριστιανός·
ελάχιστος τών
α Έγώ δε είμι γή καϊ σποδός ί· επειδή
άνθρώπων, καϊ ουκ είαΐ άξιος Γνα όνομά
βΐμι γη, διά τί στοχάζομαι, ότι είμι ανώ
ζωμαι άνθρωπος.
τερος της γης, ήγουν των άλλων ανθρώ
της άγάπης δηλαδή καϊ της ταπεινοφρο
πων }
σύνης ! ώ ζεύγος άγιον και άδ-αίρετον, καϊ
επειδή είμι σποδός,
πρωτεία
καϊ
διά τί ζητώ
πρωτοκαθεδρίαν
σποδοΰ ^ επειδή είμι γή καϊ τί οργίζομαι τιμώσί με ώς
και
από τοΰ
σποδός, διά
αγανακτώ,
δταν
έγώ
είμι ό
"Ω δυάς άγία αρετών,
σωτηρίας επιγείου και ουρανίου πρόξενον ! Έάν ή αγάπη καϊ ή ταπβίνωσις εύρί-
ού
σκοντο διά παντός εις τήν καρδίαν πάντων
πλούσιον καϊ ένδοξον καϊ
τών άνθρώπων, βπαυβ τό μίσος, εφευγεν ή
σοφόν }
συκοφαντία , ήφανίζετο τό ψεύδος, ελειπεν
Πόσην άγάπην εδειξεν ό Παϋλος βίς τον
ό δόλος, ό φθόνος, ή καταδυναστεία, ουδέ
, πλησίον αύτοΰ, τρέχων α Άπό Ιερουσαλήμ
ήκούετό ποτέ φόνος· εξωρίζετο ή φιλονεικία,
» καϊ κύκλω μέχρι τοΰ Ιλλυρικού >, καϊ
εδιώκετο ή μάχη, καϊ αί ύβρεις, και ή επι
διδάσκων
βουλή, εξέλειπον άπό της γης πάντα τά
τό
καϊ υπομένων
εΰαγγέλιον
τοΰ
τοσούτους
τόσα πάθη5 όσα αυτός θίους έγραφε, και πολλά
Χριστού ^
κινδύνους, καϊ
πρός τούς Κοριν λυπούμενος, καϊ
κακά·
τότε έβλεπες τούς ύπηκόους εύλα-
βουμένους και μετά πάσης χαράς ύποτασσομένους εις τούς άρχοντας, και τούς άρ
αδιαλείπτως όδυνώμενος υπέρ της απιστίας
χοντας περιποιουμένους και μετά πάσης
τών Ισραηλιτών, καϊ ευχόμενος Γνα σω-
προθυμίας
θώσιν εκείνοι,
αυτών
αυτός δέ χωρισθτί άπό τού
εύεργετούντας τούς ύπηκόους
τότε έβλεπες τήν είρήνην εις τάς
Χριστού ^ α "Οτι λύπη μοι, μεγάλη ε'ςί, έ-
πόλεις, τήν άλήθειαν βίς τήν αγοράν, τήν
» λεγε, και αδιάλειπτος
σωφροσύνην εις τάς συναναστροφάς, τήν
ϊ δία μου· » θεμα
οδύνη τη~ καρ-
ηύχόμην γάρ αύτός εγώ άνά-
είναι άπό τοΰ Χριστού υπέρ τών
δικαιοσύνην
εις τά συναλλάγματα, τήν
εύλάβειαν εις τήν έκκλησίαν
τότε ή γή
» αδελφών μου, τών συγγενών μου κατά
εγίνετο παράδεισος ,
κόσμος ου
ι σάρκα, οιτινές είσιν Ίσραηλΐται 3>. Ά-
ρανός, καϊ οί επίγειοι άνθρωποι ουράνιοι
κούεις
ύπερβολήν αγάπης} άκουσον καϊ
άγγελοι.
βάθος
ταπεινώσεως-
α Έγώ γάρ είμι ό ε-
(ΚϊΡΙΑΚ.. ΕΤΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
και
ό
Πολλά, ώς φαίνεται, έφοβεΐτο ό Δαβϊδ34
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
266
ψαλ. 5ΐ, την ωραν τοΰ θανάτου* α Δειλία θανάτου,
πάσα αρετή έστιν ανωφελής,
εις εκείνον
γ ελεγεν, επέπεσεν έπ' έμέ· φόβος και τρό-
δίδωτιν ό θεος τάς δυο πτέρυγας της περι
9 μος ήλθεν έπ' έμέ, και έκάλυψέ με σκό-
στεράς, ήγουν τήν άγάπην και την ταπεί-
» τος κ- έπειτα έζήτει πτέρυγας, ινα φύγη
νωσιν.Όΐεν, δταν ελθ"/) ή ώρα τοΰ θανάτου
τοΰ θανάτου τά φόβητρα, καϊ πετασθη *■*>. 64, κα1 κατάπαυση· α Καϊ είπα, Τίς δώσει μοι
αύτοΰ, τότε ουδέ φοβείται, ουδέ τρέμει , οΰδέ σκοτίζεται, άλλ' έν ησυχία και ειρήνη
πετα-
ύπο τών άγιων αγγέλων περικυκλούμενος
ϊ σθήσομαι και καταπαύσω » } "< )ατις ςο-
πετα, ώς ή περιστερά, και καταπαύει εις
χάζεται μέν δια παντός πόσον ό θεός ήγά-
τά σκηνώματα τοΰ
πησεν
ή
και ποθούμενα, δπου τό φως τό άνέσπερον,
αγάπη, και πόσον αναγκαία διά την σω-
δπου ή χαρά ή άνεκλάλητος, δπου ή δόξα
τηρίαν της ψυχής αύτοΰ, συλλογίζεται δέ
ή ατελεύτητος έν Χριστώ Ίησοΰ τώ Κυρίω
συνεχώς, ότι έστϊ γη καϊ σποδός, δτι ή
ήμών, (ο ή δόξα, και ή τιμή, και ή προσ-
ταπείνωσις ΰψοΐ τόν' άνθρωπον και έν τω
κύνησις
ουρανω και εν τη~ γη, καϊ δτι χωρίς αυτής
Αμήν.
» πτέρυγας ωσ;ι περιστέρας, και
■φ>
αυτόν , πόσον ωφέλιμος έστιν
,,φ,,φ,,,φ, ^φ,,φ, .φ, ,φ, .φ,,φ, ^^ ^^φ, ^ ^
εις
Κυρίου τά αγαπητά
τούς αιώνας
τών
αιώνων .
φ, ^^ ^^ ^ ^ ^ ^ φ, (φ- ^φ,,φ,,φ,^ ^^ (φ>
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ
ΒΑΪΩΝ.
Λ.ΑΜΠΡλ και ένδοξος ή σήμερον έορταζομέ-
αλλά
νη
αύτοπροαιρέτους, εύλάβειαν, ψυχής καρπο-
πανήγυρις της
εις τήν
Ιερουσαλήμ
βλέπεις άπλότητα φυσική ν,
τιμάς
εισόδου τοΰ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστού·
φορίαν, προφητειών θεού έκπλήρωσιν.
εις
Ίησοΰς, καθήμενος έπι πώλου
ταύτην τήν θεοδόξαστον
εΓσοδον ου
Ό
δνου, ίνα
βλέπεις έργα τέχνης^ ουδέ ετοιμασίας κατά
πλήρωση τήν περι αύτοΰ μυστηριώδη προ-
προσταγήν ,
φητείαν, έρχεται εις τά Ιεροσόλυμα· τό δέ
ουδέ
προσκυνήματα
φόβου
τέκνα, ουδέ τ* άλλα, δσαεποίουν οί παλαιοί
πλήθος τοΰ λαοΰ, καϊ τών
κατοικούντων
τών 'Ρωμαίων αρχιστράτηγοι, δταν, νικη-
εις τήν Ίερουσαλήμ,'καϊ τών έλθόντων τό
ταϊ επιστρέφοντες, θριαμβευτικώς
εΐσήρ-
τε έκεΐ διά τήν έορτήν τοΰ Πάσχα, άκου-
χοντο εις τήν βασιλίδα τών πόλεων αύτών.
σαντε;, δτι δ Ίησοΰς έρχεται , λαβόντεζ
Εύαγγελίον της Κυριακής των Βαΐων.
207
ευθύς βν τάϊς χερσ'ιν αυτών τά βάία των Προ ες ήμερων τοΰ Πάσχα ηλ-ΐω*>. «, φοινίκων, τρέχοντες έςήλθον εις άπάντησιν θ εν Ό
Ιησοΰς
είς Βηθανίαν,
οπού
Μ*. :ιι, αυτοϋ, κράζοντες μεγαλοφώνως, α Ωσαννά, ην Λάζαρος ό τεθνηκώς, δν ήγεφεν » ευλογημένος ό έρχόμενος έν ονόματι Κυεκ
νεκρών.
Εποίησαν
ουν
αύτω ι**», ι»,
» ρίου, ό βασίλεύς τοΰ Ισραήλ ί. Και άλλοι δεϊπνον εκεί,
καί
ή
Μάρθα δίη-
μέν έκ τοΰ πλήθους έστρωσαν τά ιμάτια αυτών εί; τήν όδόν, άλλοι δέ, κόπτοντες μ«. 2ΐ, ι κλάδους από τών δένδρων ί, έστρώννυον τήν γήν,
κόνεί*
Ό δέ Λάζαρος
εΓς ην
τών
συνανακείμενων αύτω.
δί ής έμελλε διελθεΐν ό Ίησοϋς· Άναστήσας εις τήν Βηθχνίχν ό θεάν
άλλοι δέ πάλιν προπορευόμενοι , και
άλλοι θρωπος τον Λάζαρον, άνεχώρησβν έκεΐθ^ν,
μ«τ. ιι, άκολουθοΰντες έκραύγαζον, κ Ωσαννά τώ ί υίώ Δαβίδ· ευλογημένος ό
και
ήλθεν « Εις πόλιν τινά
λβγομένην ΐω»,. 1 1,
ερχόμενος έν ι Έφραΐμ ϊ. 'Ές δέ ήμέρας προ της έορ-
» όνόματι Κυρίου· ωσαννά έν τοις ύψίς·οις >· Μ«ίρκ. 1 1, άλλοι δέ έβόων
τής τοΰ πάσχα τών Ιουδαίων ήλθε πάλιν
ο: Ευλογημένη ή έρχομενη εις τήν Βηθανίαν, όπου βύρίσκετο και ό
ϊ βασιλεία έν ονόματι Κυρίου τοΰ πατρός
Λάζαρος, δν άνέστησεν
ι ημών Δαβίδ· ωσαννά έν τοις ύψίστοις 2>.
Έκεΐ ουν, έν τη οικία Σίμωνος τοΰ Λεπροΰ, μ*τ. 26,
έκ τών
νεκρών.
Και τό 'μέν πλήθος τών μαθητών αύτοϋ , ως μαρτυροΰσιν οί βύαγγελιστα'ι Ματθαίος μ*5χ. 14, δτε ήγγισεν ό Ίησοΰς πλησίον της καταβάσεως τοΰ όρους τών Έλαιών, ύψωσαν πάν
και Μάρκος, ήτοίμασαν δί αυτόν δεϊπνον· ΐαυχ.Ίο, 40. και ή μέν Μάρθα, καθώς και άλλοτε, ύπη-
τες τήν φωνήν, κα'ι έδοξολόγησαν αυτόν,
ρέτει, έτοιμάζουσα τά πρός τό δεϊπνον, ό
ι», λέγοντες,
<τ Ευλογημένος ό ερχόμενος βαδέ Λάζαρος εΓς ή ν και αύτός τών συνδει-
' "
» σιλεύς έν ονόματι Κυρίου·
ειρήνη έν ούπνούντων μετά τοΰ Τησοΰ Χριστοΰ.
» ρανώ, κα'ι δόξα έν ύψίστοις »· οί δέ άπει ρο κακοί παίδες, ότε φθάσας εις τήν Ιερου σαλήμ είσήλθεν
Η ουν Μαρία,
λαβοΰσα λίτραν ι·*»»*,
εις τον ναόν , έξεβόησαν μύρου νάρδου
μ«. ίΐ, £ Ωσαννά τώ υίώ Δαβίδ ϊ. Τοΰ Λαζάρου ι». * ' ή άνάστασις, και ή ένδοξοτάτη εΓσοδος
πίστίκής
πολυτίμου,
ήλείψε τους πόδας τοΰ
Ιησοΰ, καί
έςέμαξε
ταΤς
θρίξίν
αυτής
τους
τοΰ Κυρίου Τησοΰ Χριστοΰ εις τήν Ιερου πόδας αύτοΰ"
ή δέ οικία έπληρώ-
σαλήμ άναψαν τον φθόνον τών άρχιβρέων θη τής οσμής τοΰ μύρου. και Φαρισαίων και τών πρεσβυτέρων τοΰ λαοϋ· όθεν ήκολούθησβ τό πάθος αύτοΰ, και ό σταυρός, και ό θάνατος, της σωτηρίας
Άλλοι μέν λέγουσιν, ότι, πιστικής, Π . ^ σημαίνει, άξιοπίστου καϊ αληθινής, άλλοι ,("ν'^\7-
ημών τά όργανα. Ιστορεί δέ ταΰτα τό σή
δέ, ότι είδός έστι κατασκευής νάρδου, ήτις %"ρΤ'
μερον άναγνωσθέν εύαγγέλιον , άρχόμενον
ώνομάζετο πιστική. Ότι δέ Μαρία έστιν
οΰτω·
ή άδβλφή τοΰ Λαζάρου και τής Μάρθας, ουδεμία
αμφιβολία·
ή Βηθανία ή πατρίς 34*
Ερμηνεία
268
εις το κατά
Ιωάννην
αυτής, και ό Λάζαρος ό έκεΐ συνανακείμε-
τοΰ
νος, καΐ ή Μάρθα ή είς την
ώραν του
καιρόν πρό τής εορτής τοΰ πάσχα, αύτη
δείπνου υπηρετούσα, και ή περί ·τούτου
πρό Ιξ ημερών τοϋ πάσχα, έν ώ ό Χριστός
ομόφωνος μαρτυρία των εξηγητών,
έσταυρώθη· περι εκείνης
είσίν
καλουμένου Λεπροΰ·
εκείνη
έσκανδαλίσθη ό
αποδείξεις, αΓτινες ίκανώς τοΰτο έπιβεβαι-
Σίμων ό Φαρισάϊος, νομίσας,
οΰσιν.
Χριστός
Απορία
δέ έστιν,
έάν περι
της
πολύν
δτι ό Ίησοϋς
ούκ έγνώρισεν, δτι αύτή
έστιν
αύτής Μαρίας λαλώσι και οί λοιποί τρεις
άμαρτωλός· περι ταύτης ήγανάκτησαν οί
εΰαγγελισταί· και ό μεν Χρυσόστομος πα:<ϊ Βί*. νομίζει, δτι οί τρεις εΰαγγελισταί πβρι μιας
μαθηταί, εξόχως δέ ό Ιούδας, τάχα διά την άπώλειαν τοϋ μύρου. Ή Μαρία λοιπόν^
'\τ' $ και της αύτής γυναικός λαλοΰσιν, ό δέ ΤΟ κατά * Μς^3 'Ιωάννχς περί άλλης θαυμαστής, ήγουν
ή αδελφή τοϋ Λαζάρου και τής Μάρθας, αύτή, περι ής και ό Ματθαίος και ό Μάρ
της αδελφής τοϋ Λαζάρου· ό δέ Ώριγένης
κος λαλοΰσιν, ήλειψε τους πόδας τοϋ Ίη-
λέγει, δτι περί άλλης
σοϋ Χριςοΰ διά τοΰ πολυτίμου έκείνου μύρου
λαλεί ό Ματθαίος,
και περί άλλης ό Λουκάς· ό δέ Άπολινάριος
τής πιστικής νάρδόυ.
και ό Μοψουεστίας Θεόδωρος
ήν τό μΰρον εκείνο, ώστε έγέμισε τον οίκον
βεβαιοϋσιν
Τοσούτον δε εύώδες
δτι περι μιας και τής αύτής λαλοΰσι και
τοΰ
οί τέσσαρες εύαγγελισταί, ό δέ
Μαρίαν, Γνα πράξη τοΰτο τό έργον ή τήν
Ιωάννης
Σίμωνος εύωδίας. Τίς δέ εκίνησε την
άκριβέστερον έξέδωκε την ίστορίαν. Πολλά
χρίσιν των μύρων έσυνείθιζον είς τά συμ
δμως πιθανόν φαίνεται, δτι οί τρεΐς εύαγ
πόσια ού
γελισταί, ό Ματθαίος
Εβραίοι·
καϊ ό Μάρκος και ό
μόνοι
οί έθνικοί, άλλά
και οί
αύτή δέ, υπό θεοΰ φωτισθεΐσα,
Ιωάννης, περι μιας και τής αύτής λαλοΰσιν,
τοΰτο
ήγουν τής Μαρίας τής αδελφής τοϋ Λαζά
τοΰτο έφανέρωσεν , ειπών
επραξεν,
ώς αύτός ό θεάνθρωπος
ρου· επειδή συμφώνως και οί τρεις λέγουσιν,
ί Είς τήν ήμέ- I·*». ι», '· β ραν του ενταφιασμού μου τετηρηκεν αυ-
δτι τοΰτο τό Ιργον έγένετο έν Βηθανία, και
» τό ». "Οθεν και ό τρόπος, δί ού ή Μαρία
δτι περί τούτου ήγανάκτησαν οί μαθηταί.
ήλειψε τόν Κύριον, εξω ήν τής συνήθειας-
"Οτι δέ άλλη εστίν ή υπό τοΰ Λουκά Σς"ο-
και ό μέν Ματθαίος και ό Μάρκος λέγουσιν,
ρουμένη, πείθουσι τα έςής· αύτή ήν αμαρτω
δτι αύτή εφερεν άλάβαστρον
λού». 7, λός, ήγουν πόρνη· α Και ιδού, λέγει ό Ιερός 37· ' > Λουκάς, γυνή έν τη πόλει, ήτις ήν άμαρ-
άγγεΐον έξ άλαβάστρου λίθου
κατεσκευα-
σμένον, και μύρου πεπληρωμένον , και δτι
2 τωλόςί·ή δέ Μαρία ήν σώφρων και ευλαβής,
κατέχεεν αύτό επί τήν
και υπό Χρις·οΰ άλλοτε έπαινεθεΐσα, ως έκ-
σού Χριστοϋ·
α6τ. ίο, λέξασα α Την άγαθήν μερίδα ί. Εκείνη, ώς 45. «ύτ. 7, φαίνεται, προσέφερε τό μΰρον έν τη~ πόλει
μύρου> ήγουν
κεφαλήν τοϋ Ιη
ό δέ Μάρκος
προστίθησιν,
δτι συνέτριψε τά άλάβαστρον
ταΰτα δέ
πάντα οδτω και έγένοντο. Πρώτον μέν ή
Ναΐν, ή δέ Μαρία έν τη Βηθανία. Εκείνη
Μαρία συνέτριψε τήν
εν τη οικία Σίμωνος τοΰ Φαρισαίου, αυτη εν
γείου,
Γνα
κορυφήν
άπαρεμποδίστως
τοϋ αγ
και ταχέως
τη οικία Σίμωνος, ούχί τοΰ Φαρισαίου αλλά ^Ρχιίται τό μΰρον, και τοΰτό έστιν, όπβρ
Εύαγγελίον ΐιίρκ. 14, β^βν
της Κυριακής των Βαΐων
έ Μάρκος· α Και συντρίψασα το ά
μ»τ^ »β, } λάβαστρον $· έπειτα κατέχεε τό μΰρον
269
-της Μαρίας, νομίζοντες ότι εποίησβν έρ γον ούκ άρεστόν αύτώ· ομοίως καί τίνες
επί της κεφαλής του Ίησοϋ Χριστοϋ· τού
τών εκβΐ ευρεθέντων ήγανάκτησαν,
το δέ βεβαιούσι και ό Μάρκος και δ Ματ
σφοδρώς
θαίος· μετά ταϋτα εκ τοϋ εναπολειφθέν-
άπωλέσθη τοϋτο τό μΰρον ^ αυτό έπωλεΐ- μ*ρχ. 14,
τος εν τω άγγείω μύρου ήλειψε και τους
το όπερ τά τριακόσια δηνάρια, και έδίδετο
πόδας αύτοϋ , και άπεσπόγγισεν αύτούς
είς τους πτωχούς· ό δέ Ιούδας ήγανάκτησβ
δια των
τριχών
της
κεφαλής
αυτής·
τοΰτο δε,
ώς σιωπηθέν υπό των δυο τού
καί
έταράττοντο, και είπον, διά τί
και έταράχθη, ουχί επειδή έφρόντιζε περί τών πτωχών, άλλ' επειδή ην κλέπτης,
των ευαγγελιστών, εδιηγήθη ό Ιωάννης,
και ήθελεν, Γνα βάλΥ) τά τριακόσια δηνά
ίστορήσας και
ρια, τά συμποσοϋντα χρυσούς περίπου δε-
δότου
τά έξης λόγια
τοϋ προ-
Ιούδα·
-
^
καπεντε, εις το γλωσσοκομον, ήγουν εις " τό σακκίον, όπερ αυτός έβάσταζεν ώς έ- ^^,';
ίβαίν. 1 3, 4.
Λέγει
ουν είς
εκ των μαθητών πίτροπος και οικονόμος
αύτοΰ,
Ιούδας Σίμωνος
τών αναγκαίων
Ισκαριώ είς τήν συνοδίαν τοϋ Ίησοϋ Χριστοϋ, και
κ.
της, ό μέλλων αυτόν παραδίδόναί,
έπειτα κλέψη αυτά κατά τήν συνηθειαν
Δίά τι τούτο το μΰρον
ούκ έπράθη
αύτοϋ. Άκουσον δέ τί πρός ταύτας τάς
καί εδόθη
αγανακτήσεις άπεκρίθη ό Ίησοϋς Χριστός
τριακοσίων ^Τωχοις $ περί
δηναρίων ,
Είπε δέ τοΰτο,
πτωχών
ούχ οτι
έμελλε ν αύτω,
αλ
Είπεν ουν ό Ιησοΰς,
λ οτι κλέπτης ην, καί τΌ γλωσσό-
τήν"
κομον
σμοΰ μου
εΓχε,
καί τά βαλλόμενα έ-
βάσταζεν. "μιτ. ιβ,
πρός τόν Ιούδαν.
εις τήν ήμέραν
πτωχούς
του
τετήρηκεν γαρ
Αφες
πάντοτε
αύ- ι»*, ι».
ενταφία-
αύτό' έχετε
τους με-
ότι τοΰτο « Ί-
θ εαυτών, έμέ δί ου πάντοτε έχετε.
ήγανάκτησαν· ό δέ
α Άφες αυτήν ί· διευθύνει ό Ιωάννης
» Μάρκος, ότι ήσάν τίνες άγανακτοϋντβς
τόν λόγο ν τοϋ Χριστού πρός τόν Ίούδαν,
ι πρός εαυτούς , και ενεβριμώντο » κατά
έπειδή αύτόν μόνον ανέφερε, σιωπήσας τούς
της γυναικός·
άλλους τούς άγανακτήσαντας, καθότι περί
Ό Ματθαίος
λέγβι 9
μ,':^ ΐ4, ι δόντες οί μαθηταί,
Ιούδας
ό δέ Ιωάννης λέγει, ότι ό
έσκανδαλίσθη.
συμβιβάζονται ^
Πώς
ουν
ταϋτα
αυτών '^έλάλησαν πλατύτερον οί δύο εύαγ-
β-
γελισταί, ό Ματθαίος και ό Μάρκος· όθεν
γενοντο, καθώς οί εΰαγγελισται έσημείω-
και ή άπόκρισις τοϋ Ίησοϋ Χριστοϋ πρός
σαν
άκούσαν-
αύτούς διερμηνεύει '^τήν πρός τόν Ίούδαν
Χριστοϋ,
συντομωτέραν αύτοϋ άπόκρισιν α Τί αύτνϊ Μ<ίΡχ. 1 4, ι κόπους παρέχετε^ καλόν έργον είργάσατο β, 7, 8·
και
οί
Ταϋτα πάντα ούτως
,.
μεν
μαθτ,ταί ^
τες πρότερον παρά τοϋ Ίησοϋ
δτι άρεστότερόν εστίν εις αυτόν το έλεος ***,'.· ' ύπέρ την θυσίαν? ήγανάκτησαν
κατ*
9 είς έμε· πάντοτε γάρ τούς πτωχούς εχε-
Ερμηνεία είς το κατά Ιωάννην
270
ι τε μεθ' έαυτών, καί δταν θελητε, δύνασθε
έργον, και μνημονεύεται τό σεβάσμιον αύ
» αυτούς
τής όνομα.
ευ ποιήσαι· εμέ δέ ού πάντοτε
Διηγηθείς δέ
δ Ιωάννης τά
» έχετε. 'Ό είχεν αύτη, εποίησε· προέλαβε
περί αύτής, μεταβαίνει είς άλλην υπόθεσιν,
» μυρίσαι μου τό σώμα εις τον ένταφια-
λέγων,
3 σμόν ». Δ'.ά τί , λέγει , ενοχλείτε αυτήν Εγνω
ουν όχλος πολύς έκ τών
'?·
τήν γυναίκα :, αυτή επραξεν εις εμέ έργον καλόν
καί άγιον.
ύμεΐς λέγετε,
δτι ή
Ιουδαίων, δτί εκεί εστί , χαι
ηλθον
τιμή τοΰ μύρου, ήγουν τά τριακόσια δηνά
ού δίά τον
ρια, ήδύναντο δοθηναι τοις πτωχοΐς· άλλά
και τον Λάζαρον ιδωσιν,
τούς πτωχούς πάντοτε
ρεν έκ νεκρών" έβουλεύσαντο δέ οι
έχετε έμπροσθεν
Ιησοΰν μόνον, άλλ Τνα δν ήγει-
είς τά όμματα υμών, και δταν θέλητε ,
αρχιερείς
δύνασθε εύεργετήσαι
ποκτεί'νωσίν,
οτι πολλοί
δι αυτόν
ύπήγον
Ιουδαίων,
και έπί-
αυτούς· εμέ δέ ουκ
Τνα καί τδν Λάζαρον
έχετε πάντοτε, διότι μετ' ολίγας ημέρας αποθνήσκω·
τών
αυτή", υπό θεού φωτισθεΐσα, στευον εις τον
και
προγνωρίσασα
τόν
Ιησοΰν.
θάνατον μου ,
έπραξε ν είς εμέ είτι και άν έδυνήθη· προέ
Πολύ πλήθος λαού έκ
τών Ιουδαίων
λαβε τόν θάνατον μου, καί μυρίσασά μου
εμαθον, δτι ό Ίησοΰς Χριστός ευρίσκεται
τό σώμα, ήτοίμασεν αύτό είς τόν μετ' όλί-
έκεΐ, ήγουν είς τήν Βηθανίαν διό ήλθον
Ματ. 26, γον έσόμενον ένταφιασμόν μου· ο: Βαλοΰσα
έκεΐ ού μόνον διά τόν Ιησοΰν,
ήγουν ού
» γάρ αύτη τό μΰρον τούτο έπϊ τοΰ σώμα-
μόνον Γνα άκούσωσι τήν διδασκαλίαν τοΰ
» τός μου, πρός τά ένταφιάσαι με εποίησε ».
.Τησοΰ Χριστού , άλλ' Γνα Γδωσι και τόν
Τοιουτοτρόπως ουν δικαιολογήσας ό θεάν
Λάζαρον, δν αύτός άνέστησεν έκ νεκρών.
θρωπος της
Μαρίας τό έργον, και παρρη-
Οί δέ άρχιερέις, βλέποντες, δτι πολλοί τών
σιάσας τήν άρετήν και τήν εν αύτη χάριν
Ιουδαίων ήρχοντο πρός τόν Ίησούν Χρι-
τοΰ θεού , έφανέρωσε και τόν υπέρ τοΰ ερ-
στόν,
θέλοντες ίδεΐν καί τόν Λάζαρον ,
Μίρ*. ΐί, γου τούτου μισθόν αύτης, ειπών, « Αμήν
ερχόμενοι δέ διά τόν Λάζαρον, έπίστευον
μ«. 2β, 8 λέγω ύμΐν, όπου άν κηρυχθη~ τό εύαγγέ-
είς τόν Ιησοΰν Χριστόν, και έγένετο
ό
» λιον τούτο είς δλον τόν κόσμον, και 8 Λάζαρος μαγνητις Ιλκουσα πρός τήν είς » έποίησεν αύτη, λαληθήσεται είς μνημόσυ» νον αυτής ϊ.
Χριστόν πίστιν, συμβούλιον εποίησαν
Γνα
Βλέπομεν δε και ταύτη ν και τόν Λάζαρον φονεύσωσιν. Ανόητοι !
τοΰ σωτήρος ήμών τήν προφητείαν όφθαλμοφανώς έκπληρουμένην
διότι
δστις άνέστησε τόν Λάζαρον αποθανόντα,
άχρι της ούκ ήδύνατΟ} εάν ήθελεν, άναστήσαι αύτόν
σήμερον, δπου διδάσκεται τό εύαγγέλιον , φονευθέντα } Παγκάκιστοι ! παντχ ,τρόπω ήγουν είς τά τέσσαρα ,μέρη τοΰ κόσμου , επιβουλεύετε τά άνεπιβούλευτα, Γνα εμποΕύρώπην
και Άσίαν
καϊ Άφρικήν και δίσητε
Άμερικήν, εκεί κηρύττεται τό άγιον αύτής
τών
ανθρώπων
τήν σωτηρίαν.
10·
Εύαγγελίον της Κυριακής
των Βαΐων.
271
Μβτά τούτο ίς-ορεΐ ό ευαγγελιστής και τά
νον τοΰ Δαβίδ, βασιλεύστ) επί τό γένος τοΰ
άκολουθήσαντα εις την εφεξής ήμέραν.
Ισραήλ· και τά εργα δέ αυτών και τά λόγια έκ θείου πνεύματος ησαν , καί εσή-
ίωά». 1ϊ, 1ι.
II.
Τη επαύριον ,
όχλος
πολύς , ό μαινον τά περι τοΰ θεανθρώπου. Και τά
ελθών εις την έορτήν, άκουσαντες
μεν βχ'ί'α σύμβολα νίκη; είσί, σημαίνοντα,
οτι έρχεται 6
ότι ό Χριστός ές·ιν ό νικητής τοΰ διαβόλου
λυμα, κων,
Ιησούς
εις
Ιεροσό
ελαβον τά βαΐα των φοινί καί
αύτοΰ,
έξήλθον
καί εκραζον,
είς
άπάντησίν
Ωσαννά, ευ
λογημένος ό ερχόμενος εν
και τοΰ θανάτου· τό δέ έβραϊκόν Ωσαννά ν?* Λΐ Ανών. (ίς σημαίνει τό σώσον δή, και όμοιόν έστι τη ™ ι!ί. προφητεία τοΰ Δαβίδ, όστις, προφητεύων περί τής έλεύσεως τοΰ Χριςοΰ, ελεγεν, α ΩΤψιλ241ι7'
ονόματι
Κυρίου, ό βασιλεύς τοΰ Ισραήλ.
» Κύριε, σώσον δή, ευλογημένος ό ερχόμενος » έν ονόματι Κυρίου. »· άντ'ι δε τοΰ Σώσον
Κατά
το πρόσταγμα τοΰ νόμου , είς δή
κείται
εν
τω
έβραϊκώ
δφει
τό
ούδεμίαν άλλην πόλιν ειμή είς μόνην τήν Ωσαννά. Ιερουσαλήμ έγίνετο ή έορτή τοΰ Ιουδαϊκού Πάσχα· % Ού δυνήσν) θύσαι τό Πάσχα εν
Εύρων
δέ ό Ιησούς όνάριον,
ι ουδεμία τών πόλεών σου, ών Κύριος ό
κάθίσεν ε'π
■> θεός σου δίδωσί σοι, άλλ' ή είς τον τόπον,
γραμμένον"
% δν άν έκλέξηται Κύριος ό θεός σου έπικλη-
Σίών'
» θήναι τό όνομα αύτοΰ εκεΐ τ
χεταί, καθήμενος
δια τοΰτο
αύτό,
έ-
καθώς ε'στι γε-
Μη φοβοΰ,
θύγατερ
ιδού ό βασιλεύς σου
ι*.
ερχε-
επί πώλον ονου.
κατά πάν ετος συνήρχετο είς τήν Ιερου σαλήμ πολύ πλήθος ανθρώπων, Γνα έορτά*κε' τ° Πάσχα. Επειδή δε διεφη-
Ό Ίησοΰς Χριστός απέστειλε δύο τών μ·*.», I. μαθητών αύτοΰ, Γνα φέρωσι προς αυτόν τον 11·
μίσθη είς τήν Ιερουσαλήμ τό έξαίσιον θαύμα
πώλον τής όνου· αυτοί δε, όταν εφερον Α!υ]|·.,β·
τής έκ νεκρών αναστάσεως τοΰ Λαζάρου ,
αυτόν, επέρριψαν επάνω αύτοΰ το> ιμάτια
εκ τούτου τό έκεΐ άμετρον πλήθος τοΰ
αυτών, και έπεβίβασαν έπ* αυτόν τον Ίη-
λαοΰ, άκούσαντες, ότι έρχεται ό Ιησούς είς
σοΰν Χριστόν. Ταύτα δέ, ομοίως και άλλα,
τάΊεροσόλυμα, ελαβον είς τάς χείρας αυτών
σιωπήσας ό Ιωάννης , καθότι
τά βαΐα τών φοινίκων, και εξελθόντες εξω
αυτά οί προ αύτοΰ γράψαντες εύαγγελιςταί,
τής πόλεως, Γνα προϋπαντήσωσιν αΰτώ,
εΓπε μόνον, ότι ι εύρων ό Ίησοΰς όνχριον,
εκραύγαζον α Ώ-αννά, ευλογημένος ό έρχό-
3 εκάθισεν έπ' αύτώ, καθώς έστι γεγραμ-
» μένος εν ονόματι Κυρίου ». Και ταύτα
» μένον ι , ήγουν κατά τήν τοΰ προφήτου
μεν επραττον καϊ ελεγον τότε οί Ιουδαίοι,
Ζαχαρίου προφητείαν -ταύτης δέ τής προ
νομίζοντες, ότι ό Ίησοΰς Χριστός έστιν δ
φητείας τό νόημα, καί ουχί πάσας τάς
προσδοκώμενος Μεσίας, και ότι έρχεται είς
λέξεις, εγραψεν ό Ιωάννης, ομοίως και ό
τήν Ιερουσαλήμ, Γνα, καθίσας είς τον θρό-
Ματθαίος·
*β τ'61δ' σωσιν
ιστόρησαν
διότι ό μεν Ζαχαρίας, προφη-
Ερμηνεία &1ς το κατά
272
Ιωάννην
τεύων περί της εισόδου τού. Χρίστου εις
εύαγγελικόν κήρυγμα επί τά βθνη , προσή-
ζ«χ· 9, τ^ν Ιερουσαλήμ", έλάλησεν ούτω· ζ Χαΐρε
γαγον αυτά, καί υπέταξαν εις τόν Χριςόν,
*'
· σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ
όστις έπλήρωσεν αυτά τών θείων αύτοΰ
β Ιερουσαλήμ· ιδού ό βασιλεύς σου ερχεταί
χαρισμάτων.
> σοι δίκαιος καί σώζων, αυτός πραυς καί Ταΰτα δέ ουκ ϊ έπιβεβηκώς
έγνωσαν
οι μα- *^£»· Μ>
επί ύποζύγιον και πώλον
ϊ νέον »· ό δέ Ιωάννης είπε το α Μή φόβου,
θηταί
αύτοΰ
» θυγατερ Σιών », επειδή, δταν νέος βασι
έδοξάσθη
το πρώτον"
ό
Ιησούς,
λεύς ήρχετο, ίνα καθίση εις τόν θρόνον
σοησαν,
αύτοΰ, έφοβεΐτο ό λαός, συλλογιζόμενοι τήν
γεγραμμένα,
αυστηρότητα και κακίαν τινών προτέρων
αύτώ.
βασιλέων αυτών. Τί δέ σημαίνει ό πώλος
άλλ δτε
τότε
έμνή-
επ
αυτω
οτι ταύτα ην
καί ταΰτα εποίησαν
Ποια ουκ έγνώρισαν
οί μαθηταί
τό
της όνου, περί ού ό μεν προφήτης Ζαχαρίας
πρώτον } ταύτην του Ζαχαρίου τήν προ-
τοσούτον φανερά προεφήτευσεν, ό δέ θεάν
φητείαν, καί όσα αυτή περί του Ίησοΰ
θρωπος, επ' αυτόν καθίσας, τήν προφη-
Χριστού προεΐπε καί προετύπωσε· τότε δέ
τείαν έπλήρωσεν^ ό πώλος της όνου, καθό
κατενόησαν, ότι ό προφήτης περί αυτού
μέν πώλος, άγριος ές;ι και δυσκολοδάμαςος,
έλάλησε ταύτα, καί ό λαός έποίησε τοιαύ-
καθό δέ όνος, άκάθαρτός έστι·
διό ουδέ
την ενδοξον υπάντησιν καί προπομπήν ,
δεκτός ήν εις τα κατά τόν νόμον προσφε-
α ότε ό Ιησούς εδοςασθη », ήγουν ότε, μετά
έξ. 13, ρόμενα τω θεώ, αλλ* άντηλλάττετο δια προ
τό πάθος καί τόν θάνατον καί τήν ταφήν,
βάτου· ακάθαρτα δέ ήσαν διά την άπις-ίαν
άναστάς έκ τών νεκρών, « Διήνοιξεν αυτών Αουχ ,.
αυτών πάντα της γης τά έθνη, και άγρια
9 τόν νούν τού συνιέναι τάς γραφάς »· καί
και δυσκολοδάμαςΌ, ως ές"ερημένα τών τοΰ
ότε, εις τους ουρανούς αναληφθείς, κατέ-
θεοϋ νόμων. Τό κάθισμα του Ιησού Χρις-ού
πεμψεν έπ' αυτούς τό πνεΰμα τό άγιον ,
επάνω εις τόν πώλον της όνου έσήμαινε
καί διά της χάριτος αυτού κατές-ησεν αυ
τήν
τούς πανσόφους, τότβ ού μόνον ταύτην
εις αυτόν ύποταγήν
τών
εθνικών.
Βλέπε δέ, ότι οί απόστολοι φέρουσι τόν
τού
πώλον της όνου προς τόν Ίησοΰν Χριστόν,
πάσας τάς λοιπάς κατενόησαν.
Ζαχαρίου τήν προφητείαν, αλλά καί
και αύτοί έπιρρίπτου-ι τά ,ιμάτια έπ' αυ Έμαρτύρεί
ουν ό όχλος ,
5 ών ι-Λ. „,
τόν, και έτιιβιβάζουσιν έπ' αυτού τόν σωμετ ί», τήρα τοΰ κόσμου·
αύτοΰ,
οτι τον Λάζαρον ε'φώ- * 1 '
« Και ήγαγον αύτόν, νησεν έκ τοΰ μνημείου,
καί ήγεί-
3) λέγει ό θεηγόρος Λουκάς, προς τόν Ίη» σοΰν. και έπιρρίψαντες έαυτών τά ιμάτια
ρεν
αύτΌν
5 έπιτόν πώλον, έπεβίβασαν τόν *Ιησοΰν»·
καί
ύπήντησεν αύτω
σύμβολα ταύτα και τύποι φανεροί, σημαί
ήκουσε τούτο αύτον πεποιηκέναί το
νοντες, ότι οί απόστολοι, άπλώσαντες τό | σημεΤον.
εκ. νεκρών*
δίά
τοΰτο
Ό όχλος,
οτι
1$
Εύαγγελίον της Κυριακής των Βαί'ων,
275
Ό λαός-) δστις ην μετ' αυτού εις την
άνεστησεν αύτόν εκ νεκρών άλλ' επειδή,
Βηθανίαν, και ελθών μετ' αυτού εις την
λέγει, καί προ της μαρτυρίας ταύτης ήκού-
Ιερουσαλήμ, ίδών καΐ πληροφορηθείς περί
σθη εις την Ιερουσαλήμ, ότι ό Κύριος Ιη
της αναστάσεως τοϋ Λαζάρου, έμαρτύρησεν
σούς εποίησε τούτο τό θαύμα, δια τούτο το
εις την Ιερουσαλήμ, δτι αληθώς ό Ιησούς
πλήθος τού λαού, το εύρισκόμενον εις την
Χρίστος εφώνησε τον Λάζαρον εκ τοϋ μνη-
Ιερουσαλήμ, έξήλθεν εκείθεν, και προϋπήν1·αΥ ιι, μείου, ειπών, α Λάζαρε, δεύρο εξω ϊ, καί | τησεν αύτώ μετά βαΐων καί κλάδων.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
I
ΤΟ
ΚΑΤΑ
Ω Α Ν Ν Η Ν
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ή2Ν
ΒΑΪΩΝ.
Οταν ό θεάνθρωπος Ιησούς διά την ά-
» υίώ Δαβίδ·
κραν αυτού εύσπλαγχνίαν ήρχετο εις την
ι ονόματι Κυρίου· ωσαννά εν τοις ύψίς;οις ί ,
Ιερουσαλήμ, Γνα διά την σωτηρίαν τών
καί άλλους ομοίους ύμνους· ό δέ προδότης
άνθρώπων ύπομείντ) πάθη καί σταυρόν καί
Ιούδας ετοιμάζει εις ύποδοχήν αύτού τή?
θάνατον, τότε ό μεν Σίμων ό Λεπρός ήτοί-
προδοσίας τό φίλημα, καί οί άρχιερεΐς κα'
μασεν εις
αύτόν δέΐπνον, ή δε Μαρία ή
τό συνέδριον αυτών συνάγουν βουλευτήρια,
τού Λαζάρου αδελφή διά πολυτίμου μύρου
καί άποφασίζουσι τόν θάνατον ού μόνον το ΰ
ήλειψε τους άχράντους αυτού πόδας, καί
Ιησού Χριστού, άλλά και τού Λαζάρου.
άπεσπόγγισεν αυτούς διά τών τριχών της
Ή
ευλογημένος ό ερχόμενος έν
σήμερον
ημέρα
εστίν ή πρό εξ ή-
τής Ιερουσαλήμ
μερών τού πάσχα· ή αύριον εστίν ή πρώτη
προϋπήντησεν αύτώ μετά βαίων τού δέ
ημέρα τών παθών, ή μετά την αυριον ή
πλήθους, εκείνου, άλλοι μεν εστρώννυον εις
δευτέρα , καί αί εφεξής
την όδόν κλάδους έκ τών δένδρων, άλλοι
σαββάτου· μετά δε Ιξ ημέρας, μετρούντες
δε ερριπτον τά ιμάτια αυτών εις την γήν,
από τής σήμερον, έπιτελοίμεν τό πάσχα.
διά τής οποίας έμελλε διαπεράσαι ό Ιησούς·
Τί σημαίνουσι ταύτας άράγε ή άνάγνωσις
οί μαθηταί αυτού εδοςολόγησαν αύτόν, οί
τών ευαγγελίων τών παθών τού
άκακοι παίδες πρΌσεφερον αύτώ ύμνολο-
Χριστού, ή τελετή τού νιπτήρος, τά ψάλ-
γίαν, τά πλήθη τού λαού ύπεδέχθησαν αύ-
ματα τής εκκλησίας, τά μηδέν άλλο κη-
Μ«. »ι, τόν, κράζοντα καί βοώντα, α Ωσαννά τω
ρύττοντα ειμή τού Χριστού τά πάθη, καί
κεφαλής αυτής· δ λαός
|ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.}
ομοίως εω; τοΰ
35
Ιησού
Ομιλία μετά το κατά Ίωάννην ό ετήσιος διορισμός
των τοιούτων ήμερων
βέστάτων άνθρώπων, τών τότε άξιοπρεπώ-
εις μάτην γίνονται^—Ούχί, αυτά γίνονται-,
ύποδεχθέντων αυτόν, ή τήν όλέθριον έτοι
ίνα λάβωμεν κατά νουν έκείνας τάς ήμέρας,
μασίαν , ήν έποίησεν ό προδότης Ιούδας
εις τάς οποίας ταΰτα έγένοντο, και άναλο-
και το παμπόνηρον τών
γισθώμεν, δτι αί παροΰσαι ήμέραι άναμι-
νέδριον }
μνήσκουσιν έκείνας, και δτι καΐ κατά το
αρχιερέων συ-
Χριστιανέ, ό Ίησοΰς ό σωτήρ σου έρ
παρόν έρχεται ό Ίησοΰς Χριστές ουχί άπο
χεται·
της Βηθανίας,
αύτον δέϊπνον, καθώς ό Σίμων ό Λεπρός ,
άλλ' εξ
ύψους κατοικητη-
άλλ'
άράγε ετοιμάζεις και συ δΐ
ρίου αύτοΰ, ινα είσέλθγ] ούχί εις τήν Ιε
Άλλ' εγώ, λέγεις, ού βλέπω αυτόν πώς
ρουσαλήμ, άλλ' εις τον καθένα των
ουν νά ετοιμάσω δείπνον δΐ αυτόν } Πλα
εις
αυτόν πιστευόντων·
έρχεται δέ, Γνα συ-
νάσαι· πάσαν ώραν σχεδόν βλέπεις αυτόν,
νενωθη~ μεθ' ημών ,
και μείντ)
διότι, δταν βλέπης τον
εν ήμΐν.
πτωχόν,
τότε
Τοΰτο δέ το μυστήριον της ενώσεως τών
βλέπεις αυτόν
εν τη
τον πτωχόν, ποιείς εις τον Ίησοΰν Χρις-όν^
γη" ανθρώπων μετά του
πίσαντος θεού παρέδωκεν θρωπος ολίγας
αυτές
ό θεάν
ώρας πριν ή παραδοθη~ εις
το πάθος, ήγουν τη~ πέμπτη εν του
ένανθρω-
δείπνου του μυστικού ,
τη άρα
έκφωνήσας
δθεν, δ,τι αν ποιήσης εις
κατά τόν λόγον αύτοΰ α Αμήν λέγω ύμΐν, Μ<ΧΤ^055· » έφ' δσον έποιήσατε ένΐ τούτων τών άδελ» φών μου τών ελαχίστων, έμοι . έποιήσα» τε ». Έάν κατ* αύτάς τάς ήμέρας άνοι
ταύτην
τήν πανεύσπλαγχνον προσκαλε-
ξης τά σπλάγχνα της
στικήν
άμα
δώσης
και
προστακτικήν
φωνήν
Ματ> 16( « Λάβετε, φάγετε· τοΰτό έστι το σώμα :0. 27, 28 _.. ,„ * ~ , , » μου· Πιετε εξ αυτού πάντες· τούτο ε-
δεΐπνον
ε,ϊς
καρδίας σου, και
τους
πτωχούς,
καΐ
θρέψης τούς πεινώντας, και χορτάσης τόν όρφανόν και τήν χήραν, τότε ετοιμάζεις
> στι το αΓμά μου ». Ταύτης δέ της ημέρας
και σύ,
και της παραδόσεως τούτου του μυς·ηρίου
έρχόμενον Ίησοΰν Χριστόν, τότε γίνεσαι
τήν άνάμνησιν ποιοΰμεν έν τη~ άγία
και σύ, καθώς ό Σίμων, άξιος της υποδοχής
και
καθώς ό. Σίμων, δεΐπνον εις τόν
μεγάλη πέμπττ)· διά τοΰτο δέ ή άνάμνησις
αύτοΰ·
α Πλήν τά ενόντα δότε έλεημοσύ- α.»*, ιΐ,
γίνεται, Γνα μεταλάβωμεν και ήμεΐς, καθώς
» νην
και
τότε οί θεΐοι απόστολοι, τό σώμα και τό
» εσται ».
αίμα του Ίησοΰ
Χρίστου. Διά δε
της
ιδού
πάντα
καθαρά
ύμΐν
Χριστιανέ, ό Κύριος σου* έρχεται· αλεί
μεταλήψεως τοϋ ύπερφυοΰς τούτου μυστη
φεις άράγε και σύ διά τοΰ μύρου τούς πα-
ρίου συνενοϋται μεθ' ημών ό σωτήρ ημών,
ναχράντους αύτοΰ πόδας, καθώς ή Μαρία ^
Ιωάν. 6, και μένει εν ήμΐν α Ό τρώγων μου τήν
αλλά πώς δύναμαι, λέγεις, τοΰτο ποιήσαι,
» σάρκα, και πίνων μου το αίμα, εν εμοι
μή βλέπων
> μένει, καγώ έν αύτω ». Ποίαν ουν ήμεΐς
πανταχού παρών, έκ δεξιών σου Σσταται
ποιουμεν έτοιμασίαν πρός ύποδοχήν αύτοΰ }
διά παντός· ουκ άκούεις τί λέγει ό προφή
τήν άγίαν έτοιμασίαν εκείνων τών εύλα-
της} « Προωρώμην τόν Κύριον ενώπιον μουΨ"^.1$'
αυτόν } αυτός, ως θεός, έστι
Εύαγγελίον της Κυριακής των Βαί'ων.
275
» διά παντός δτι εκ δεξιών μου εστίν ,
παντήσατε αύτώ,
ϊ Γνα μη σαλευθώ »· καν μη βλεπης αυτόν
τά βαί'α, τά σύμβολα τής νίκης τοϋ θανά
διά των σωματικών σου οφθαλμών, βλέπεις
του,
δμως αυτόν διά τών ομμάτων της ψυχής
αμαρτίας.
σου. ι'Η Μαρία ήλειψε τούς πόδας αύτοϋ
έξομολογήσεως εκαθαρίσθητε από τών α
διά μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, σύ
μαρτιών υμών, δσοι ένηστεύσατε και ετα-
πλύνον αυτούς διά τών θερμών της μετα
πεινώθητε, δσοι
νοίας τών αμαρτιών σου δακρύων. Το μύρον
σατε, δσοι επράξατε τά καλά εργα, έχετε
της Μαρίας ετιμήθη") τριακοσίων δηναρίων
τούς κλάδους τών αρετών όθεν απλώσατε
ή τιμή τοϋ μύρου τών δακρύων σου εστίν
νύν τήν καρδίας ύμών, καθώς ό λαός τά
ατίμητος, επειδή της μετανοίας το δά-
μάτια αυτών, και μεταλαβόντες τών θείων
κρυόν εστίν ΐσοδύναμον τω άγίω βαπτί-
μυστηρίων, ύποδεχθήτε αυτόν ουχί είς τον
Μκ«»'?'' σ/Αατι' δ Καί δάκρυον στάξαν ,
λέγει ό εν
αλλά
ναόν τόν
και Όσοι
βαστάζοντες ού μόνον
αύτά τά
τρόπαια τής
διά τής μετανοίας και
έσωφρονήσατε
και ελεή
νομικόν, ώς οί παίδες, άλλ' είς
άγίοις Γρηγόριος ό Νύσσης, ισοδυναμεί τω
τον ναόν τής ψυχής και τοϋ σώματος ύμών
λουτρώ ». Όταν Γδη τά δάκρυα σου, εξα
ύποδεχθήτε τόν βασιλέα τής δόξης, ψάλ
λείφει τάς αμαρτίας σου, και δίδει σοι τήν
λοντες ώς οί μαθηταί,
6' αίώνιον μακαριότητα και σωτηρίαν α Μα-
α Ευλογημένος ό λ«μ. ι», 33. ι ερχόμενος βασιλεύς εν ονόματι Κυρίου·
» κάρ;οι οί κλαίοντες νυν, δτι γελάσονται ί.
5 ειρήνη εν ούρανώ, και δόξα εν ύψίστοις»,
Ή Μαρία πρώτον
και ύμνολογοϋντες αυτόν, ώς οί παίδες, διά
ήλειψβ τούς πόδας τοϋ
Ίησοϋ, έπειτα άπεσπόγγισεν αυτούς διά
Ματ. 21, 15.
τοϋ α Ωσαννά τώ υίώ Δαβίδ ι.
τών τριχών της κεφαλής αυτής· σύ άλει-
Όσοι δέ, είτε διά τήν άπιστίαν ύμών,
ψον αυτούς διά τών δακρύων σου, έπειτα
ού μόνον ού δέχεσθε τόν ερχόμενον Ίησοϋν,
άφιέρωσον είς αυτόν πάντα; τούς λογισμούς
αλλά και υβρίζετε, κάι βλασφημείτε, καί
τοϋ νοό; σου, ύποτάξας αυτούς είς τό άγιον
έπιβουλεύεσθε και τήν είς
αύτοϋ θέλημα. Αί τρίχες της κεφαλής εϊσι
κάι τούς βίς αυτόν πιστεύοντας,
τοϋ σώματος
τήν ζωην αύτοϋ
βλαστοί, οί
λογισμοί
νοός είσι τής καρδίας καρποί· αυτός π«ρβι,*. τήν καρδίαν ημών ζητεΐ23, 26. > σήν καρδίαν 5.
τοϋ
καί τήν
αυτόν πίστιν, καθώς
τοϋ Λαζάρου
δε
τών άπιστων τά συνέδριον, εΓτε έχοντες
α Δός μοι, υιέ,
δόλον, ή μΐσος, ή έρωτα, ή άλλο άμάρτημα είς τήν καρδίαν, καθώς ό Ιούδας τήν φι-
Χριστιανοί, ό Κύριος ημών έρχεται· δ-
λαργυρίαν, ή μετανοήσατε καί διορθώθητβ,
σοι λοιπόν είς τάς προλαβούσας ημέρας τής
ή φύγετε καί κρυφθήτε· διότι, εάν πλησι-
αγίας τεσσαρακοστής ενικήσατε τής σαρ
άσητε προς αυτόν και μεταλάβητε αύτοϋ,
κός τά πάθη, καί κατετροπώσατε τοϋ
καθώς εκείνος, ούαί ύμΐν ! πϋρ εστί τούς
διαβόλου
άναξίους φλέγον.
τήν
δύναμιν, καί
ελάβετε τό
τρόπαιο ν κατά τής ματαιότητος τοϋ κό σμου, εξέλθετε είς άπάντησιν αύτοϋ) προϋ_
Αδελφοί μου άγαπητοί, δση εστίν ή εύσπλαγχνία τοϋ Κυρίου Ίησοϋ, τόση εστί 35»
Ομιλία μετά το κατά
276
καί ή δικαιοσύνη αύτοϋ-
ζ*χ. 9, ■9. "'^^'-ν-Λ
έρχεται αληθώς
σιζε
Ιωάννην κατά
σοϋ
ό βασιλεύς έκείνος ^ Ό
πραυς και σώζων, άλλ' έρχεται και δίκαιος,
βασιλεύς ό επουράνιος, ό Κύριος τοϋ ουρα
ώς ειπεν ό άγιος προφήτης αύτοϋ· α Ίδοϋ τ » ? «·/ » ό βασιλεύς σου, ειπεν, έρχεται σοι δίκαιος
νού
» καί σώζων, πραύς καί επιβεβηκώς επί
αυτήν, προκαταγγέλλει σοι διά την ελευ-
τ> ύποζύγιον καί πώλον νέον ». Δί εκείνους,
σιν αύτοϋ διά της έκκλησίας, ήτις κηρύτ
οιτινες υποδέχονται αύτόν έν αγάπη, ώς ό
τει, καί λέγει σοι, Μετά εξ ημέρας γίνεται
Σίμων, έν εύωδία αρετής, ώς ή Μαρία, έν
το Πάσχα,, έτοίμασον σεαυτόν, Γνα διά της
εύλαβεία, ώς ό λαός δ εις προϋπάντησιν
μεταλήψεως των άγίων μυστηρίων ύποδε-
αύτοϋ έξελθών, έν καθαρότητι καί ακακία,
χθη'ς τον βασιλέα της δόξης· σύ δέ 0 αναί
ώς οί παίδες, έρχεται πραύς
σθητων εις τούτο τό κήρυγμα, ή ούδόλως
καί σώζων
καί της γης καί πάσης της κτίσεως,
θέλει Γνα ελθη εις την ψυχήν σου, ίνα σώση
δί έκείνους δέ, οΓτινε; η ούδόλως υποδέχονται
μεταλαμβάνεις τά μυστήρια, ή μεταλαμ
αύτόν, καθώς των ανόμων τό συνέδριον, η
βάνεις αυτά άναξίως· τότε ποίαν άπολογίαν
άναξίως υποδέχονται αύτόν, ώς ό φιλάρ
έχεις κατά της φοβέρας αποφάσεως , την
γυρος καί έμπαθές-ατος Ιούδας, έξεφώνησεν
οποίαν
ώς δίκαιος τόσον φοβεράν καί φρικτήν άπό-
Ακούσατε ούν πάντες την φοβεράν αύτοϋ
φασιν, ώστε καί το μόνον άκουσμα αύτης
άπόφασιν, Γνα, κατανυγέντες την καρδίαν,
φέρει φρίκην καί τρόμον τοσούτον δέ δικαία
καί τάς ματαίας προφάσεις αφέντες, προσ-
έ ς"ίν ή άπόφασις, ώς*ε ποιεΐ πάντα άνθρω-
έλθητε προς αύτόν μετά
της πρεπούσης
πον παντελώς άναπολόγητον.
προετοιμασίας.
νϋν
Έάν ό βασιλεύς σου ό έπίγειος, θέλων έλθέϊν εις
τον οικόν σου,
Γνα εύεργετήση
έποίησεν ό θεός σου
Έρχεται
κατά σοϋ}
ό
πολυεύ-
σπλαγχνος Ιησούς^ καί θέλων -εισέλθειν εις τον
οίκον της ψυχής ημών,
προσκαλεί
σε, έστελλε πρώτον κήρυκα άναγγέλλοντά
πάντας, λέγων, ε Λάβετε, φάγετε· τοϋτό
σοι καί λέγοντα, "Ερχεται ό βασιλεύς σου
» έστι το σώμά μου· Πίετε εξ αύτού πάν-
εις τον οικόν σου, διό έτοίμασον τά προς
5 τες· τοϋτό έστι τό αίμά μου ». Όσοι δέ
υποδοχήν αυτού· σύ δέ, μηδόλως περί τού
η άναισθητοϋντες αποστρέφονται αύτόν ,
του φροντίσας, βλέπων τον βασιλέα έρχό-
ή τολμώντες ύποδέχονται αύτόν άναξίως,
μενον, ή εκλβιες την θύραν τοϋ οΓκου σου
αύτός μέν φεύγει άπ' αύτών, εκείνοι δέ εν
κατά πρόσωπον αυτού, μη θέλων ύποδίχθή-
τη~ ώρα τοϋ θανάτου ζητούσιν αύτόν, Γνα
ναι αύτόν, η ηνοιγες αυτήν, αύτός δέ, είσ-
συγχωρήση τάς ανομίας αύτών, καί ούχ
ελθών, ού μόνον εΰρισκεν άκάθαρτον
εύρίσκουσιν, άλλ' άποθνήτκουσιν
καταρρερυπωμένον
καί
τον οίκον σου, αλλά
εν ταϊς
άμαρτίαις αυτών ιδού αύτά τά λόγια τοϋ
καί ήκουεν από τοϋ στόματος σου ύβρεις
Κυρίου « Έγώ ύπάγω, καί ζητήσετέ με
καί περιφρονήσεις, ποίαν άπολογίαν είχες
» καί
τότε, καν οποιανδήποτε τιμωρίαν αποφά
εν τη~ αμαρτία υμών άποθανεΐσθε ρ.
8 1.
277
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
£χει ή αλήθεια της χρ:ς*ιανικής πίς·εως άπόδειξιν
τήν
τελειότητα
των
εαυτής
ΠΡΟ ΤΗΣ
ΥΨΩΣΕΩΣ.
θαύματα, τήν εκ νεκρών αυτού ανάςασιν5 τήν εις ουρανού; άνάληψιν, τήν τοΰ πανα
νόμων, των εξαίσιων θαυμάτων το πλήθος,
γίου πνεύματος κατάβασιν, τήν επιςροφήν
τών ^αποστόλων
τών απίστων εθνών και τήν διά της είς
θανάτου
το κήρυγμα, τήν μέχρι
όμολογίαν
τών μαρτύρων, την
αυτόν πίστεως σωτηρίαν τοΰ κόσμου. Περί
χωρίς άνθρωπίνης βοηθείας εκτασιν αυτής
δέ τής αληθούς γνησιότητος τών προφητι
εις ολίγον καιρού διάστημα εις
κών
τοσαϋτα
βιβλίων
τών
υπό τών χριστιανών
άπιστα κα'ι διεφθαρμένα έθνη, τήν νίκην
άναγινωσκομένων ουδείς άμφιβάλλειν δύ
τών κατ' αυτής φοβερών και άκάτανική-
ναται, επειδή τά τούτων πρωτότυπα, τά
των διωγμών
διά τής εβραϊκής γλώσσης γραφέντα, ευρί
τών άπανθρωποτάτων τυ
ράννων, τήν μεταβολήν
τών ανθρώπων σκονται άχρι τής σήμερον είς τάς χείρας
από της εσχάτης κακίας εις τών αρετών τών Ιουδαίων, τών ασπόνδων εχθρών τοΰ τά
ΰψη· έχει όμως και άλλην απόδειξαν
Ίησοΰ
Χριστού,
ύπ' αύτών κατ' οίκονο-
τούτων ίσχυροτέραν, τάς προφητείας δηλο μίαν
θεού φυλαττόμενα.
Τά βιβλία ουν
νότι τών άγίων προφητών. Αύτοί κατά τών προφητών εισι τόσαι σάλπιγγες, σαλσειράν, από Αβραάμ εως
Ιωάννου τοΰ πίζουσαι και βεβαιούσαι τό μέγα τής ευ
προδρόμου, ήγουν τεσσαρακονταπέντε αιώ σέβειας μυς~ήριον· αυτά εισι τά ακράδαντα νας
και έπέκείνα πρό της ελεύσεως του θεμέλια τής
είς Χριστόν πίστεως, αυτά
Ιησού Χρις-ού, και διά λόγων καί διά τύ βεβαιοΰσι τά άγια ευαγγέλια, και δσα οί πων και συμβολών προεφήτευσαν και είπον χριστιανοί
πιστεύουσιν.
Όθεν δικαίως ό
τήν τοΰ Ιησού Χριστού εξ ουρανού καταβαμακάριος Πέτρος ελεγεν, δτι τών προφητών ι Π^ 6ρ« ι»
σιν<) τήν ** παρθένου γέννησιν, τήνείς τήν
ή μαρτυρία εστί βεβαιοτέρα καί αύτής τής
γ^ΡΤ
Ιερουσαλήμ διατριβήν αυτού, και τά θαύ
τών αισθήσεων μαρτυρίας· και αυτός δέ ό
ματα
θεάνθρωπος πολλάκις επρόβαλε τών προ
και τά πάθη μετά τών περις-χσεων
αύτών, τόν σταυρόν καΐ τά εις τον καιρόν
φητών τά λόγια πρός άπόδειξιν τής αύτοΰ
της
θεότητος, ού μόνον δέ τά λόγια, αλλά κος'ι
σταυρώσεως άκολουθήσαντα εξαίσια
ι· 19·
Ερμηνεία εί'ς τδ κατά
ίΐ78
Ιωάννην
τά προφητικά περί αύτοΰ σύμβολα. Τον
όν , και κατέβη εκ τοΰ ούρανοΰ, και κα
σημερινόν βύαγγέλιον περιέχει τό σύμβολον
τά τόν αυτόν καιρόν έστιν εν τω ούρανώ ,
του σταυροΰ, το προφητικώς υπό τοΰ άγίου
εστίν ίδιον μόνου τοΰ θεοΰ τοΰ πανταχοΰ
προφήτου Μωϋσέως κατασκευασθέν. *Ος"ΐς
παρόντος
άνοιξη τοΰ σώματος και της ψυχής τά ώτα,
της άναβάσεως
και μετ' ευλάβειας άκούσϊ) πόσον
θαυμα-
και της διαμονής έν τω ούρανω, έφανέρω-
σίως τοΰτο το Μωσαΐκόν σύμβολον προε-
σεν, δτι εστί θεός· διά δέ τοΰ « Ό υίός τοΰ
φανέρωσε τοΰ σταυρωθέντος Χριστοϋ την
ϊ άνθρώπου » εδειξεν, δτι ές·ί και άνθρωπος.
ένέργειαν, εκείνος θαυμασίως ςηρίζεται επί
Και κατέβη μέν έκ τοΰ ούρανοΰ, άνθρωπος
τήν πέτραν της πίστεως, καί, ίατρεύσας
γενόμενος,
τάς πληγάς
μετά τήν έκ νεκρών άνάστασιν άνελήφθη
της
ψυχής αύτοΰ, γίνεται
άξιος της αιωνίου ζιοής καί σωτηρίας.
και τά πάντα πληροΰντος· διά και καταβάσεως, άμα δέ
άνέβη δέ εις τόν ούρανόν, ότ5
εις τους ούρανους· καν δε κατέβη εις τήν γήν, ούδέποτε δμως έχωρίσθη έκ τών κόλ
Είπεν δ Κύριος,
Ουδείς άναβέπων
βηκεν του
εί'ς τον
ούρανον ε:'[χή
ουρανού καταβάς,
ανθρώπου δ ών έν τω
ό
δ έκ
υίδς τοϋ
ούρανω.
τοΰ
πατρός,
συνηνωμένος και
άλλ' ήν διά παντός
μετ' αύτοΰ και έν τώ ούρανώ
πανταχοΰ.
Έπιβεβαιοΐ δέ, δτι
θεός
ές·ι και άνθρωπος και διά τών έξης λόγων
Ότε δ θεάνθρωπος Ίησοΰς έδίδασκε τόν Και
καθώς Μωσής ΰψωσε
τον ι·*»·
Νικόδημον πόσον άναγκαΐόν έστι δια τήν δφίν έν ττϊ έρήμω, οΰτως ύψωθήναι σωτηρίαν του ανθρώπου τό άγιον βάπτι δεΓ τον υίδν τοΰ ανθρώπου" ίνα πάς
ι*.
σμα, ό δέ Νικόδημος ουκ ήδύνατο κατα ο πίστεύων
εις αύτδν μή
άπόλη-
νόησα! τά λεγόμενα, τότε είπε προς αυτόν, Έάν υμεΐς ου καταλαμβάνετε τά επίγεια, ήγουν τά έπι
ταί, αλλ εχη ζωήν αίώνίον.
γης γενόμενα, όποιον εστι
Άναχωρήσαντες οί Ίσραηλΐται άπό της
το βάπτισμα , περι ού εγώ έλάλησά σοι,
Αιγύπτου, ήλθον εις τήν ερημον Έδώμ-
α Έάν εΓπω τά επουράνια», ήγουν τά περι
έκεΐ
της εκ τοΰ θεοΰ και πατρός γεννήσεώς μου,
έδάκνοντο υπό τών δφεων, έκίΐνοί άπέθνη-
και τά περί
σκον. Και δ μέν Μωϋσής παρεκάλεσε τόν
της τοΰ θεοΰ προνοίας καί
οί
όψεις
εδακνον
αύτούς· δσοι
δέ
οικονομίας, πώς δύνασθε κατανοήσαι αυτά}
θεόν
"Ος"ΐς άνέβη εις τόν ούρανόν, εκείνος δύνα
τοιαύτης τιμωρίας· ^δ δέ θεός, έπακούσας
ται κατανοήσαι τά τοΰ θεοΰ· « άλλ' ουδείς
της δεήσεως αύτοΰ, είπεν αύτώ, Κατα-
τ> άνέβη
ό έκ τοΰ
σκεύασον όφιν χαλκοΰν, και θες αύτόν επί
» ούρανοΰ καταβάς, ό υιός τοΰ ανθρώπου ό
σημείου, ήγουν κρέμασον αύτόν έπί ςύλου·
» ών «ν τώ
δστις δέ τραυματισθώ ύπό δφεως,
τούτων
εις τόν ούρανον ειμή
ούρανω ». Βλέπε δέ πώς διά
τών λόγων βφανέρωσεν , δτι θεός
Γνα έλευθερώση τόν λαόν
άπό της
έάν έ-
νατενίση και ΐδιρ τόν όφιν τόν χαλκοΰν, εστι και άνθρωπος. Τό άνέβη εις τόν ούρα- ι έκεΐνος ϊατρεύεται και ζγ· α Και Ισται έάν Αί"^ 11
Εύαγγελίον της Κυριακής προ της Υψώσεως.
*ύτ. ·.'
170
£ δάκη όφις άνθρωπον, πάς ό δεδηγμένος
ό Ίησοϋς έν τω σταυρω. Βλέπετε πόσην
» ίδών αυτόν , ήγουν τον χαλκοϋν όφιν,
ομοιότητα εχει ό τύπος μετά τοϋ τυπου-
ι ζήσεται ϊ. Τοϋτο εποίησεν ό Μωϋσης· και
μένου·
οι μεν όφεις εδακνον τους Ίσραηλίτας, αύ-
« Και καθώς Μωσής ύψωσε τόν όφιν εν
τοί δέ} ατενίζοντες και βλέποντες τόν όφιν
ϊ τη" έρήμω, ούτως ύψωθήναι δει τόν υίόν
τον χαλκούν, οΰκ άπέθνησκον, άλλ' ία-
ί τοϋ ανθρώπου τ>. Επειδή δέ ειπε « Δει
τρεύοντο.
όφιν
» ύψωθήναι τόν υίόν τοϋ άνθρώπου ϊ, ήγουν
ι χαλκοϋν, και εστησεν αυτόν επί σημείου·
πρέπον ές*ίν Γνα ύψωθώ εις τόν ςαυρόν, διά
» καϊ
τοϋτο διά τώνέξής λόγων εφανέρωσε και τό
εγένετο , δταν έδακνεν
» θρωπον , » τόν
< Και έποίησε Μωϋσής
όφις
άν-
καϊ επέβλεψεν επί τόν όφίν
χαλκοϋν,
και
εζη
».
διά τοϋτο
ουν
ειπεν ό
Ίησοϋς
διά τί πρέπον εστίν Γνα σταυρωθη.
Συμβολον
τούτο και τύπος πολλά άξιοθαύμαστος·
ό
Οΰτω γαρ ήγάπησεν ό Θε6ς τον ι«·«*·3,
μεν όφις ό έρπετός, όστις εδακνε τούς Ίσ
κόσμον,
ώστε τον υίον αύτου
ραηλίτας εν τι}" Έδώμ, έσήμαινε τόν όφιν
μονογενή
εδωκεν ,
τόν
στεύων
νοητόν, ήγουν τόν διάβολον, όστις
έτραυμάτισε τους προπάτορας τοϋ γένους των ανθρώπων εν τη~ Εδέμ, ετι δέ και
αλλ
είς
αύτον
τον
Τνα
πάς ό πι-
μή
άπόληταί,
ϊγτ\ ζωήν αϊωνιον.
Ιδού ό λόγο; της τοϋ θεού ευδοκίας, έξ
άχρι της σήμερον τραυματίζει τους απογό
ής έγένετο ή ενανθρώπισις τοϋ μονογενούς
νους αυτών ό δέ χαλκός
υίοϋ αύτοϋ· τοσούτον ήγάπησεν ό θεός τόν
ματισθείς
ό εις όφιν σχη
έσήμαινε τόν υίόν
καϊ λόγον
κόσμον, ήγουν τό άνθρώπινον γένος, ώστε
του θεοϋ, τόν λαβόντα δούλου μορφήν, και
εδωκεν ύπέρ της σωτηρίας αυτών τόν υίόν
φα·.*. 2, σχήματι ευρεθέντα ως άνθρωπον. Ό χαλα κοϋς όφις ύψώθη επί σημείου, ό θεάνθρωπος
αύτοϋ τόν μονογενή, δηλονότι έξαπές-ειλεν αυτόν εις τόν κόσμον, Γνα, γενόμενος άνθρω
Ίησοϋς ύψώθη εν τω σταυρω. Ός·ις έβλεπε
πος, πάθος ύπομείνη και ςαυρόν και θάνα
τόν χαλκουν όφιν, τόν ύψωθέντα επί τοϋ
τον, όπως πάς ό εις αυτόν πις*εύσας μη άπο-
σημείου , ίατρεύετο από των πληγών του
λεσθη", εις τήν άτελεύτητον κόλασιν κατα
όφεως του ερπετού·
δικασθείς, άλλά κληρονομήση τήν αΐώνιον
όστις πιστεύει εις τόν
επί ξύλου κρεμασθέντα θεάνθρωπον, εκείνος
ζωήν και μακαριότητα· 'Αλλά διά τί τοσού
καθαρίζεται από τών τραυμάτων του όφεως
τον ήγάπησεν ό θεός τόν άνθρωπον:, — διότι
του νοερού·
ό άνθρωπος έστι τό έξαίρετον πάντων τών
"Οστις έβλεπε τόν όφιν τόν
χαλκουν, ουκ άπέθνησκεν, άλλ' εζη την
κτισμάτων αύτοϋ· κτίσμα εστίν ό άνθρω
πρόσκαιρον ζωήν όστις πιστεύει εις τόν
πος , όστις έφανέρωσβν ύπέρ πάντα τά
θεάνθρωπον Ίησοΰν, ουκ άπολείται, ήγουν
άλλα κτίσματα τήν άπειρον σοφίαν και
ού κολάζεται, άλλ' εχει ζωήν αΐώνιον. Διά
δύ'ναμϊν τοϋ θεοϋ. Ό θεός έποίησε πρώτον
προστάγματος θεοϋ ύψώθη ό όφις επί ση
τόν ούρανόν και τήν γήν, ήγουν πάντα
μείου· ευδοκία τοϋ θεοϋ και πατρός ύψώθη
τά ουράνια και
τά επίγεια, πάντα τά
280 V
Ερμηνεία ε!ς το κατά Ίωάννην ι πνεύματα και τά σώματα· έπειτα, ένώσας Ταύτα τά λόγιά είσιν ή βεβαίωσις των τόν ούρανόν και την γην, ήγουν πνεύμα
προλαβόντων προλαβών είπεν, ότι ό θεάς
και σώμα, έποίησεν Ιν εξ αύτών σύνθετον,
έδωκε τόν μονογενή αυτού υίόν, Γνα σωθώ-
και τούτό έστιν ό
σι πάντες οί ει'ς αύτάν πιστεύοντες· νύν δέ
άνθρωπος ουράνιος και
επίγειος, πνεύμα και σώμα, άϋλος και υλι
λέγει, ότι ούκ άπέστειλεν ό θεάς τάν υίόν
κός,
αυτού εις τάν κόσμον, ίνα κρίνν), άλλ' Γνα
θεοΰ είκών κατά
τάς
δυνάμεις της
ψυχής, θεοΰ ομοίωμα κατά τά κατορθώματα
σώστη
της αρετής. "Οταν δοξολογώσι τον θεόν οι
πρώτης παρουσίας αύτοΰ, ότε ώς άνθρωπος,
άγγελοι, τότε δοξολογεί αύτόν ό
περιπατώ ν εις την Ιερουσαλήμ ,
ουρανός·
αύτόν Τούτο δε εγένετο επι της
δταν διηγώνται την δόξαν αύτοϋ τά υλικά
πάντας προς μετάνοιαν, άλλοτε μέν λέγων
κτίσματα, τότε δοξολογεί αυτόν ή γη· όταν
β Εύαγγελίσασθαι πτωχοΐς άπέσταλκέ με, Α:υχ. 4,
δέ λατρευγ) αύτώ ό άνθρωπος, τότβ προσφέ
» ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρ-
ρει δοξολογίαν εις αύτον ό ουρανός όμού και
3 δίαν, κηρύξαι
ή γή, τά πνεύματα όμοΰ και τά σώματα,
» τυφλοΐς άνάβλεψιν, άποστεΐλαι τεθραυ-
πάσα ή κτίσις ή όρατή
καϊ ή αόρατος·
» σμένους έν άφέσει, κηρύξαι ένιαυτόν Κυ-
διά τούτο ό άγιος αυτού προφήτης, όταν
ί ρίου δεκτόν »· άλλοτε δέ, 5 Ήλθε γάρ ό
εστοχάζετο την τοϋ άνθρώπου πλάσιν καϊ
ϊ υίός τού άνθρώπου ζητησαι καϊ σώσαι τό
κατασκευήν , εκπληττόμενος
ϊ άπολωλός 2· και άλλοτε πάλιν, β Δεύτε Μ"·1,> 1 28. ι πρός με πάντες οΓ κοπιώντες και πεφορ-
έκραύγαζεν
ΐτ«λ. 138, « Έθαυμαστώθη ή γνώσίς σου εξ εμού, ού β μη δύνωμαι προς
αυτήν ».
Ήγάπησεν
» τισμένοι,
αίχμαλώτοις άφεσιν
καγώ αναπαύσω υμάς 3.
καϊ
Εις
ό θεάς τόν άνθρωπον, άγαπήσας εύσπλαγ-
την δευτέραν όμως παρουσίαν αυτού έρχε
χνίσθη,
άπολύτρωσιν αύτοΰ από της δουλείας τού
ται ούχ Γνα σώσν}, άλλ' Γνα κρίντ} τόν κόσμον διότι καθώς, όταν αΤΗλθε τά πλή- Γ*^· *«
διαβόλου,
» ρωμα τού χρόνου, τότε ό θεός έξαπέστειλε
εύσπλαγχνισθεις
εύδοκήσας
ευδόκησε
την
απέστειλε τον μο
νογενή αύτου υίόν εις τόν κόσμο ν, ίνα μή
β τόν υίόν αυτού, Γνα έν έλέει. σώσν] τόν
απολεσθώ), αλλά σωθ^ τό ήγαπημενον αύ
» κόσμον,
του πλάσμα, ό άνθρωπος.
» μέλλει
ούτως κρίνειν
εστησεν ήμέραν, εν τ^11^17» την οίκουμένην
5 καιοσύντ) , βν άνδρι ω ίωαν 3,
έκάλει
Ού γαρ
ώρισε ,
έν διπίστιν
άπέστειλεν Ό θ εος τον » παρασχών πάσιν, άναστήσας αύτόν εκ
υΓον αύτοΰ εις τον κόσμον, Τνα κρί'νη » νεκρών ϊ. τον κόσμον,
αλλ
σμος δί' αύτοΰ.
Τνα σωθη
δ κό
281
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
I Ω Α Ν
ΚΑΤΑ
Ν Η Ν
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ.
Κ.ΤΡΙΕ Ίησοΰ Χριστέ, κάν οί Ιουδαίοι
Αληθές φαίνεται και βέβαιον, πλην πρέπον
σκανδαλίζωνται, κάν οί Έλληνες μωρίαν
εστίν
νομίζωσι, κάν οί άπιστοι βλασφημώσι τοΰ
Χριστοΰ στοχασθώμεν. Αύτός, δταν ελά-
σταυρού σου το μυστήριον, ήμεΐς οί χριςν
λησε περί τοΰ σταυρού αύτοΰ και περί τη»
ανοί πιστεύομεν και όμολογοΰμεν, ότι σύ ει ι. κ·?. ι, β @£0ο δύναμις και θεοΰ σοφία », δτι σύ ει
εζ αύτοΰ σωτηρίας, εσύναψβ και τόν περί
Γνα κα'ι τά εξής λόγια τοΰ Ίησοϋ
τή; άγάπης λόγον, βίπών
β Ούτω γάρ ή-
ό υίός τοΰ θεοΰ τοΰ ζώντος, ό έλθων εις τόν
2 γάπησβν ό θεός τόν κόσμον, ώστε τόν
κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτος είμι
β υίόν αΰτοΰ τόν μονογενή έδωκεν, Γνα πάς
εγώ·
9 ό πιστεύων εις αύτόν μη άπόληται, άλ-
ήμέΐς μετά πίστεως κηρύττομεν, δτι
ό χαλκοΰς όφις εσήμαινε σε τόν θεάνθρωπον
5 λ' βχη ζωήν αίώνιον 5. Ταΰτα ουκ εις μά
και σωτήρα ημών καθώς δέ εκείνος ύψώθη
την είπβν, άλλ' Γνα φανερώση, δτι ή άγά-
επί σημείου, ούτω σύ, δέσποτα τών απάν
πη εποίησεν αύτόν
των, ύψωθ/,ς εν τω ξύλω τοΰ σταυρού* και
εστι τό αίτιον της σωτηρίας ημών εσύναψβ
καθώς δσοι εβλεπον εις εκείνον εθεραπεύοντο
δέ τόν λόγον τής πίστεως μετά τοΰ λόγου
από τών πληγών αύτών, ούτως οί εις σέ
τής άγάπης, Γνα διδάξη, δτι εκείνη εστίν
πιστεύοντες κχθαρίζονται άπο τών ιδίων
ή πίστις ή |σωτηριώδης, ήτις συνηνωμένη
αμαρτιών επειδή δέ ήλθες εις τον κόσμον,
έστι μετά τής άγάπης, ή, καθώς λέγει ό
ώς είπας, ούχ Γνα κρίνης, άλλ' ίνα σώσης
θείος άπός-ολος, α Ή πίστις ή δί άγάπης γΛ ϊ, «·
αύτόν, και ίνα μηδείς τών εις σε πις"ευόντων
5 ενεργουμένη ί. 'Εάν συν τοιαύτην πίστιν
άπόληται, άλλ' εχη ζωήν αίώνιον, ύμεΐς,
βχωμεν, άληθές έστι και βέβαιον τό συμ
«πδιδή εις σε πιστεύομεν, μετά λόγου συμ-
πέρασμα, ήγουν ή πίστις
περαίνομεν, σεσωσμένων
άνθρωπον,
και αύτη
ημών άληθώς
δτι εσμεν
της μερίδος τών
και άναμφιβόλως οώζει ημάς· εάν δε ή
και τών
κληρονόμων της
άγάπη λείπη, τότε ή πίστις ημών έστιν
αιωνίου ζωής και βασιλείας σου. Τί στοχάζεσθε, Χρις-ιανοί} άράγβ άληθές και βέβαιον έστι τοΰτο τό συμπέρασμα}-— (Κ.ΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓ. ΤΟΜ. Β'.)
όμοία τη~ πίστει τών δαιμόνων διότι « Καϊ ι^. * 19· » τά δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσιν, % άγάπην δέ ούκ εχουσι* διό ούδέν έκ τής 36
Ομιλία μετά το κατά Ιωάννην
282
5 πίστεως αυτών ωφελούνται ». Ήμεΐς ε-
τών χριστιανών έστιν5 δστις αγνοεί πόσον
σμεν πις"οί· λοιπόν Ιν ήμϊν λείπει, ή αγάπη·
αναγκαία εστι δια τήν σωτηρίαν αυτή ή
εις μεν τόν νοϋν εχομεν την ορθή ν πίςιν, εάν
μεγάλη αρετή, έκ τής οποίας ό θεός εκρέ-
δέ βάλωμεν εις την καρδίαν ημών την άγά
μασβν δλον τόν νόμον και τους προφήτας·
πην, ήμεΐς αναμφιβόλως έσμέν σεσωσμένοι.
ουδείς, λέγω, αγνοεί, δτι χωρίς τής άγάπης
Οί
θεηγόροι
προφήται ,
οί
θεοφόροι
δύναται σωθήναι. Διά τί λοιπόν βλέπομεν
απόστολοι, οί άγιοι πατέρες και διδάσκαλοι
τόσον πολλά ολίγους χριστιανούς αγαπών
,έκήρυξαν, δτι ή αγάπη εστίν ή πηγή καί ή
τας τόν θεόν και τόν πλησίον
ρίζα πασών τών αρετών, δτι χωρίς αυτής · διότι ουδείς φροντίζει
αυτών:,
περι τής άγάπης*
πάσα άρετή εστι νεκρά, δτι εις αυτήν επι
φροντίζει ό καθείς, και κοπιάζει, και κα-
βλέπει ό θεός, και αυτή συνάπτει τον άν
τακόπτεται διά τόν πλούτον, διά τά αξιώ
θρωπον μ,ετά του θεοΰ· πάντες δέ ένι στό-
ματα, -διά τάς τιμάς, διά πάν άλλο γήϊνον
ματι και μια φων/] ειπον, δτι χωρίς της
πράγμα· διά δέ τό ούράνιον και σωτηριώδες
αγάπης ουδείς σώζεται. Όστις δέ άκούστ)
τής άγάπης κτήμα ούδεμίαν φροντίδα άνα-
τόν άπόστολον Παυλον διδάσκοντα περί
λαμβάνουσιν
αγάπης, και
αίσθανθ^, δτι εστι γυμνός
ναμαι, λέγεις , βαλεΐν εις τήν καρδίαν μου
ταύτης της αρετής, αποβάλλει τελείως τήν
τοιούτον άτίμητον θησαυρόν ·, ό τρόπος ές-Ίν
ελπίδα της ψυχικής αυτού σωτηρίας. Αυ
εύκολος, εάν θέλησες.
τός δέ ό "αρχηγός και διδάσκαλος τής πί
οί άνθρωποι. Άλλα πώς δύ-
Ό θεάς έπλασε τόν άνθρωπον άγαθόν ^
καί τόν
ύστερον δέ εισήλθε ν εις τήν καρδίαν αύτου
άσπλαγχνον πλού^ιον, και τόν πλεονέκτην
ή κακία· ή μέν άρετή λοιπόν εστι πεφυ-
άνθρωπον, καϊ τόν κρύψαντα τό τάλαντον
τευμένη εις τήν άνθρωπίνην φύσιν, ή δέ
παρέστησε
κακία εστι παρά φύσιν. Θέλεις
στεως
ημών, Ιησούς
ό
Κύριος,
καταδεδικασμένους
εις
τάς
περι τού
βασάνους τής κολάσεως, καϊ εις τάς παρθέ
του άπόδειξιν ^
νους, τάς μή έχούσας βλαιον είς τάς λαμ
άναπαύουσι , τά παρά φύσιν ταράττουσιν.
πάδας αυτών, έκλεισε τήν θύραν τοϋ θείου
Είπέ
νυμφώνος,
κακία ·,
και τους άνελεήμονας επεμψεν
άκουσον. Τά κατά φύσιν
ούν τί σε άναπαύει, ή αρετή ή ή τί σε ταράττει
ή άρετή η ή α
εις τό πΰρ τό εξώτερον. Έάν δέ έςετάσης
μαρτία:, καθείς αισθάνεται, δτι ή μέν άρετή
τά θαύματα, όσα έποίησε, και τό εν ντ[
άναπαύει τήν συνείδησιν και .ευφραίνει τήν
γη πολίτευμα αύτοΓ, και δλην τήν διδα-
ψυχήν, ή δέ αμαρτία ταράττει τό συνειδός
σκαλίαν
και λυπεΐ
αύτοΰ, άγάπην
παντχχοΰ ευρί
τήν καρδίαν
φανερόν λοιπόν
σκεις. Έκ τούτου ουδέν σχεδόν εκκλησια-
εστίν, δτι ή μέν άρετή εστι φυσική, ή δέ
•στικόν
άμαρτία παρά φύσιν. Επειδή δέ ή άγάπ*ή
βιβλίον
επαίνους ,
βλέπεις ,
συμβουλάς ,
μή
περιέχον
παραγγελίας ,
εστίν ή πρώτη άρετή
και τών αρετών ή
φοβερισμούς περί τής άγάπης. Έκ τούτου
(5ίζα, Ιχεις λοιπόν εις τήν καρδίαν σου τήν
δε π^επόντως
άγάπην, τήν οποίαν ζητείς.
συμπεραίνομεν, δτι ουδείς
Εύαγγέλίον της Κυριακής προ τής Άλλα πώς, λέγεις, εχω κατά φύσιν
Τψώσεως.
285
έκεΐνο, τό όποιον ούδέποτε ούδέ ένθυμεΐσαι
την άγάπην, έπειτα ουδέ τον θεόν αγαπώ
ούδέ συλλογίζεσαι.
ούδέ τόν
κατά τόν αυτόν
και τό μέσον και τό όργανον , δί ού ήμεΐς
τρόπον , καθ' δν έχεις τά όμματα, και ού
θησαυρίζομεν τόν θησαυρόν τής άγάπης, ή
βλέπεις τόν ούρανόν, αλλά βλέπεις την
ένθύμησις τοΰ θεοΰ. Αύτός δέ ό θεός έδίδαξε
γήν. Όταν προσηλώσεις τά όμματα σου
και τόν τρόπον, διά τοΰ οποίου εξεγείρεται
εις την γήν, τότε οΰ βλέ-εις τόν ούρανόν,
ή μνήμη ημών εις τήν ενθύμησιν αύτοΰ·
επειδή ουκ έχεις άλλα όμματα ειμή έκεΐνα, τά όποια προσήλωσας εις τήν γήν όταν
« Και ουκ άποστήσεται, λέγει, ή βίβλος ι*,, ι, - , , ·. 8· ι του νομού τούτου εκ του στόματος σου,
αφιέρωσης όλην τήν άγάπην σου εις τόν
ι και
κόσμον, τότε ούδέ τόν θεόν αγαπάς
ουδέ
» νυκτός ϊ. Άκούεις τί εγείρει τήν μνήμην
τόν πλησίον σου, επειδή ουκ έχεις άλλην
σου προς τήν ενθύμησιν τοΰ θεοΰ} ή άνά-
άγάπην ειμή έκείνην, τήν οποίαν προσή-
γνωσις τών άγιων βιβλίων, και ή διηνεκής
λωσας εις τόν κόσμον, Ή αγάπη παρομοιά
μελέτη τών νόμων τοΰ θεοΰ· Μή λείψϊ),
ζει τά ήμερα δένδρα· έχεις εις τόν κήπόν
λέγει, ποτέ ή μελέτη τών νόμων μου άπό
σου δένδρον ήμερον, φέρον καρπούς ωραίους
τοΰ στόματος σου, μελέτα αύτούς και τήν
και
αύτό, έκεΐνο γίνεται άγριον, και καρποφο
ήαέοαν καϊ τήν νύκτα* « Και έσται σοι τά δ™τ. β, β, 7. ι ρήματα ταΰτα, όσα εγώ έντέλλομαί σοι
ρεί καρπούς δυσειδεϊς και πικρούς· έχεις τήν
ι σήμερον, εν τη* καρδία σου καϊ έν τγ
άγάπην εις τήν καρδίαν σου· άλλ' εάν ουδέ
9 ψυχή" σου·
ποτε καλλίεργη; αυτήν, εκείνη γίνεται άγ
> υίοΐς σου ί. Άκούετε, πατέρες και μητέ
ρια, και καρποφορεί άμαρτίας και ανομίας.
ρες,
πλησίον μου^
γλυκείς· άλλ' εάν ούδέποτε γεωργός
μελετήσεις
Ιδού λοιπόν ό τρόπος
εν
αύτη"
ημέρας
και
καϊ προβιβάσεις αύτά τοΐς
τί προστάσσει υμάς ό θεός
« Και
Α'λλά πώς, λέγεις , καλλιεργείται ή
» προβ:βάσϊΐς, λέγει, αύτά τοΐς υίοΐς σου >.
α*·«. β, άγάπη ^ τό πώς έδίδαξέ σε ό θεός· « Πρόσε12. > χε σεαυτώ , είπε , μή επιλάθϊ) Κυρίου
Χρέος λοιπόν άπαραίτητον έχετε, ίνα διδάσκητε τά τέκνα υμών- τόν φόβον. τοΰ θεοΰ
ϊ τοΰ θϊοϋ σου »· άφιέρωσον, λέγει, όλην
και τήν διατήρησιν τών άγίων αύτοΰ νόμων
τήν προσοχήν σου, ίνα μή τύχν) καί φύγτ)
α Και λαλήσεις εν αύτοΐς καθήμενος έν οΓκω, (ΛίΛ
εκ της μνήμης σου ό θίός σου. Αλλά διά τί
ϊ και πορευόμενος έν όδώ, και κοιταζόμενος,
τοΰτο } — διότι,
ι και διανις-άμενος ϊ. Άκούετε πάντες, όσοι
σου
εάν φύγτ) εκ τής μνήμης
ό θεός, φεύγει και ή άγάπη έκ της
πιστεύετε εις τόν θεόν, τί αύτός παραγγέλ
καρδίας σου. Άκουσον δέ και τούτου τήν
λει ύμΐν^ Έχε, λέγει,
άπόδειξιν ποίον πράγμα άγαπας, έκεΐνο,
εις τήν καρδίαν σου καϊ εϊς τήν ψυχήν σου^
τό όποιον έχεις πάντοτε εις τήν μνήμην
καϊ μελέτα αύτάς και εις τόν οίκόν σου ,
σου, ή εκείνο, τό όποιον ούδέποτε ένθυμεΐ
καϊ εις τόν δρόμον, καϊ όταν ελθης εις τήν
σαι^
κλίνην σου,
έκεΐνο
βέβαια,
τό
όποιον πάντοτε
ένθυμεΐσαι· άδύνατον δέ έςιν, ίνα αγάπησες
τάς έντολάς μου
καϊ όταν έγείρησαι εκ τοΰ
ύπνου σου, ήγουν εις πάν έργον σου καί 36*
Ομιλία
284 περίστασιν
και
μετά το κατά Ιωάννην
ύπόθεσίν σου, εχε
προ
Άναγκαίαν περίστασιν ειχεν ό Λαβίδ,
οφθαλμών σου τά προστάγματα μου· αύτά
δτε έμελλε νά μονομαχήση μετά του γί
εγείρουσι την μνήμην σου εις την ένθύμησιν
γαντος Γολιάθ,
του θεοΰ. 'Εάν ουν ταΰτα ποιης, ουδέποτε
αναγκαίας ετοιμασίας κατά τοϋ τοιούτου
έπιλανθάνεσαι του θεοΰ· μη επιλανθανόμε-
φοβερού
νος δέ τοϋ θεοΰ, καλλιεργείς την άγάπην
ήτοίμασε την σφενδόνην, και τούς πέντε
σου, και τοιουτοτρόπως αυξάνεις και με-
λίθους, πλην ειχεν εις την μνήμην αύτοϋ
γαλύνεις αυτήν, ώστε ούδέν άλλο αγαπάς
τόν θεόν
ειμή τον θεόν εξ όλης ψυχής και καρδίας και
« Κύριος, δς έξείλετό με εκ χειρός της άρ- ,·3***44,:
διανοίας και ισχύος σου, και τον πλησίον
» κτου, αύτός έξελεΐταί με εκ χειρός του
σου ώς σεαυτόν.
» άλλοφύλου τοΰ άπεριτμήτου τούτου >· εις
Άλλά πώς δύναμαι, αποκρίνεσαι, γυναί
εχθρού·
Γνα
φροντίση
και εφρόντισε
περί
της
μεν, και
όθεν εις μεν τόν Σαούλ έλεγε
δέ τόν Γολιάθ, α σύ ερχ·/) πρός μβ εν ρΌμ-
κα εχων, καΐ τέκνα, και οίκίαν, και δούλους,
» φαία και έν δόρατι και έν άσπίδι, κάγώ
κα'ι μυρίας φροντίδας, και περις-άσεις, και
» πορεύομαι πρός σε έν ονόματι Κυρίου θεοΰ
άνάγκας, νά μελετώ ημέρας και νυκτός τούς
» Σαβαωθ ϊ. Ανάγκην ειχεν
θείους νόμους, και νά μνημονεύω διά παντός
προσήλωση όλον τόν νοΰν και την προσο-
του θεοΰ}— Τοΰτο εις την θέλησίνσου Γς*αται,
χήν αύτοΰ, όπως διαφυλάξη έαυτόν άπό
διότι
της κραταιός και θανατηφόρου καταδρομής .
τί σε εμποδίζει Γνα, πριν η άρχισες
αυτός
Γνα
συλλογισθείς, ότι ό θεός
τοΰ φθονερού και άχαρίστου βασιλέως Σαούλ·
έστι παρών, και βλέπει τί πράττει; ^ ποιον
και αληθώς έφρόντιζε, και εφευγεν εκ τόπου
έ/χπόδιον
εις τόπον, και έκρύπτετο εις τά σπήλαια,
πα*
έργον σου,
έχεις
Γνα
εις πάσαν
ύπόθεσίν
σου ένθυμηθης, δτι, εάν παραβης την έντο-
πλην και ε'ν τοιαύταις περιστάσεσιν ουδέ
λήν του θεοϋ, κολάζεις την ψυχήν σου$
ποτε επαυσεν
ποιον έμπόδιον έχεις
ίνα εις πάσάν σου
κατ' αύτάς δε τάς ώρας, εις τάς όποιας τό
έργασίαν έλπίσ^ς εις τον θεόν, και επικα-
συμβάν, και ή ευκαιρία, καϊ οί μετ' αύτοΰ
λεσθής τό όνομα τό άγιον
όντες
αύτοΰ} όταν
ένθυμούμενος τόν θεόν κα'ι
ήνάγκαζον
αυτόν
Γνα
θανάτωση
τοΰτο πράττ^ς, τότε μελετάς ημέρας κα*
τόν Σαούλ, και εις αύτάς, λέγω, τάς ώρας,
νυκτός τούς θείους νόμους, καϊ μνημονεύεις
εις τάς όποιας και ό θυμός έ'ξάπτεται, και
διά παντός του θεού· τοΰτο δέ ούδεμίαν
τό πάθος σφαδάζει, κα'ι ό νοΰς σκοτίζεται,
εχει δυσκολίαν δύνασαι δέ, έάν θέλ^ς νά
αύτός,
ένθυμησαι τόν θεόν και εις αύτάς τάς με-
3 δαμώς μοι παρά Κυρίου, ει ποιήσω το
γάλας
κ £ημα τοΰτο τω κυρίω
φροντίδας,
και περιστάσεις,
και
ενθυμηθείς τόν θεόν, έλεγε « Μη- , ^
μου τώ χριστώ
άνάγκας σου, καθώς εδυνήθησαν και άλλοι
ί Κυρίου, επενέγκαι χεΐρά μου έπ' αυτόν,
άνθρωποι, ίχοντες πολλω περισσοτέρας και
» ότι χριστός
μείζονας τών σων και φροντίδα:, και περι
ταΰτα μεν ειπεν, ότε ειδε τόν Σαούλ μόνον
στάσεις, και άνάγκας.
και άοπλον
Κυρίου εστίν ούτος ».
είσελθόντα εις τό
Και
σπήλαιον,
2*'
Εύαγγελίον της Κυριακής προ της όπου αυτός
εκρύπτετο· όταν δε εν Χεϊλά
Τψώσεως.
285
μών, και όσα άλλα προβάλλομεν, λέγοντες,
εύρε τον στρατόν, και τους σωματοφύλα
ότι αυτά γίνονται εμπόδια της μελέτης
κας,
κοιμώμενον,
των θείων νόμων, καί της διηνεκούς ενθυ-
η θελε δε ό Άβεσά άποκτεΐναι αυτόν, καί
μήσεως τοΰ θεοΰ, άλλ' είσί προφάσεις γυ-
τότε,
μναί, τάς όποιας ή πλάνη τοΰ νοός ημών ε
και αυτόν τον Σαούλ
μνησθεΐς τοϋ Οεοΰ,
εστράφη προς
«·ι». 3β, τόν Άβεσά , καί είπε « Μη ταπεινώσης », ι·,ιι. , » αυτόν, ότι τίς εποίσει χείρα αύτοΰ επί
φευρίσκει, καί ή κακή συνήθεια στηρίζει,
» χριστόν Κυρίου, και άθωωθήσεται^ Ζη"
Βλέπε δέ πώς ό μέν Δαβίδ, ό μή τοιαύτας
• Κύριος, εάν μή Κύριος παίση αυτόν, η η
προφάσεις προφασιζόμενος, άλλά τόν θεόν
» ήμερα
αύτοΰ ελθη και άποθάνη, ή είί
διά παντός ένθυμούμενος, τόσον ηύςησε τήν
9 πόλεμον καταβη' και προστεθη. Μηδαμώ'
άγάπην της καρδίας αύτοΰ, ώστε ό θεός,
9 μοι παρά Κυρίου επενεγκεΐν χεΐρά μου
όστις εστίν άγάπη, εμαρτύρησε περί αύτοΰ,
» επί Χριστόν Κυρίου 2.
ειπών α Εύρον Δαβίδ τόν τοΰ Ίεσσαί , άν- ι. ι.ά*.
Πόσας φροντίδας ειχεν ό αυτός , καθή μενος επι τοϋ βασιλικού θρόνου, καί πόσας περιστάσεις και άνάγκας, τους
περικυκλοΰντας
διαφυλάξη
Γνα απάντηση
αυτόν εχθρούς, και
τούς υπηκόους , και κρίνη τόν
καί δίδωσιν εις αϋτάς την πιθανότητα.
» δρα κατά τήν καρδίαν μου τ ή δέ άγάπη ι. β«λ. , _ ,13- I*. της καροιας ημων τών προφασιςομενων η(ϊί. 13, 11. προφάσεις εν άμαρτίαις, εξαλλοιουμένη καί έξαγριουμένη, ούδέ τόν θεόν άγαπα
ουδέ
τόν πλησίον, άλλά προσηλοΰται όλη εις
λαόν, καί διοίκηση όλην την ίαυτοΰ βα-
τόν κόσμον, εις τά γήϊνα, εις τήν ματαιό
σιλείαν}
εις τοσούτον θόρυβο ν
τητα, εις εκείνα τά πρόσκαιρα πράγματα,
πολυποίκιλων καϊ παντοίων περιστάσεων
εκ τών οποίων μετ' ολίγον χωρίζει ήμάς ό
ευρισκόμενος, ουδέποτε επελανθάνετο τοϋ
θάνατος ελεεινώς.
όμως καί
αύτοΰ πρόσταγμα·
Άλλά τίνι τρόπω ό κοσμικός άνθρωπος
. ιι», ι Εις τόν αιώνα ου μή επιλάθωμαι των
δύναται μελεταν διά παντός τόν θεόν κα^
ι δικαιωμάτων σου, ότι εν αύτοΐς εζησάς
τούς νόμους αύτοΰ } εάν, όταν πωλη~ς ή ά-
ι με »- τά προστάγματα τοΰ θεού ήσαν τό
γοράζης, ύπόσχησαι ίι συμφωνη'ς, διατάσ-
μελέτημα αύτοΰ, αί εντολαί τοΰ
σης ή κρίνης, ύπουργη'ς
θβοΰ
κατά τό θβΐον
«·τ. »4. σαν οι σύμβουλοι αύτοΰ·
θεοΰ ή-
« Καί γάρ τά
ι μαρτύριά σου μελέτη μου εστί, αί συμ» βουλίαι μου τά δικαιώματά σου ί·
τόν
νόμον τοΰ θεοΰ ήγάπα, καί αυτόν διά παν«*τ. »7. τός εμελέτα· € '£2ς ήγάπησα τόν νόμον σου, 9 Κύριε, δλην την ήμέραν μελέτη μου ες-ί ». Μετά
τοΰτο
τό παράδειγμα βλέπετε
ή συμβουλεύης,
προστάσσης ή άποφασίζης, βνθυμήσαι τά « Ζυγά δίκαια, καί
σταθμία δίκαια,
α«0ϊτ. ι», 36. ι χοΰς δίκαιος εσται εν ύμΐν ί· εάν, όταν επιθυμείς τήν αύξησιν τών
υπαρχόντων
σου και τήν κτησιν τοΰ πλούτου, συλλογίζησαι τόαΜή ελπίζετε επ' άδικίαν, καί επί^,χ. « 1·. • άρπαγμα μή επιποθήτε· πλούτος εάν ρέη,
φανερά, δτι ούδένα τόπον εχουσιν αί φρον
9 μή προς"ίθεσθ«[καρδίαν ϊ· εάν, όταν όρέγη-
τίδες, καί αί ανάγκα* των υποθέσεων ή-
σαι τά αξιώματα καί τήν δόξαν, μνημο-
Όμιλία μετά το κατά Ιωάννην
286
ί· πι*», νεύης το α Πάσα δόξα άνθρωπου ώς άνθος
αύτού εξαπβστειλβ τόν μονογενή υ'ιόν αυτού
5 χόρτου· έξηράνθη ό χόρτος, και το άνθος
εις τόν κόσμον σωτήρα και λυτρωτήν του
9 αύτοϋ έξέπεσεν ϊ· εάν, δταν ή επιθυμία
γένου; τών άνθρώπων διά δέ τήν πρόνοιαν
της σαρκός βιάζη σε βίς την έκπλήρωσιν
αύτοϋ περικρατεΐ και διευθύνει πάντα τά
άμαρτίας, στοχασθής τό α Ούτε πόρ* 9 νοι , ουτε είδωλολάτραι , ουτβ μοιχοί ,
κτίσματα, και προνοεί
περι ενός εκάστου τών άνθρώπων, « ούρα-π^ν π,
» ουτε
9 νόθίν
ι. κβΡ. β, 9^ ιΟ.
μαλακοί, ουτβ
άρσενοκοΐται, ουτε
ύετούς διδούς
και
καί
καιρούς
ί κλέπται, ουτε πλεονέκται, ουτε μέθυσος
9 καρποφόρους, εμπ:πλών τροφής καϊ εύ-
9 ού λοίδοροι, ούχ άρπαγες, βασιλείαν θεού
9 φροσύνης τάς
> ού κληρονομήσουσιν
τήν εύσπλαγχνίαν αύτου δέχεται τούς με-
»·
ϊάν, δταν μεν
Μ«.^β, ποιγς ελεημοσύνην, στοχάζησαι το « Μη »»·
ήμΐν
περί πάντων
τανοούντας,
καρδίας ημών 9·
και
συγχωρεί
διά δέ
πάσας
τάς
9 γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεΐ ή δεξιά
άμαρτίας αυτών διά δέ τό άπειρον έλεος
9 σου 9· δταν δέ νηστεύης τό α Άλειψαί
αύτοϋ εχει ετοιμον άπό καταβολής κόσμου
9 σου την κεφαλήν, και τό πρόσωπον σου
βασιλείαν και δόξαν αΐώνιον ού μόνον διά
9 νίψαι, δπως
τούς δικαίους, άλλά καί διά τούς μετανόη
μή φανη~ς τοις
ανθρώπου
» νηστεύων »· ένί λόγω, δταν ουδέν έργον, καν μικρόν
καν ευτελές,
στέργής ποτέ
σα ντας άμαρτωλούς. Μακάριος εκείνος
ό άνθρωπος,
όστις
έρευνήσης
ημέρας καϊ νυκτός εχει τοιαύτη ν μελέτη ν
άρεστόν έστιν εις τον θεόν η ου, και εάν
αυτή φέρει τήν πνευματικήν αίσθησιν δθεν
μή πρώτον συλλογισθής τί περί του έργου
ό ταύτα μελετών αισθάνεται, δτι ταύτά
σου εκείνου διορίζει ό νόμος του θβοΰ, τότε
είσιν επιθυμητότερα τού χρυσίου καί τών
μελετάς διά παντός τόν θεΐον νόμον, και
πολυτίμων λίθων, καϊ γλυκύτερα τοϋ μέλι
να
πράξης ,
εάν μή πρώτον
ένθυμεΐσαι πάντοτε τόν θεόν.
τος και τού κηρίου· α Τά κρίματα Κυρίου
ΤΛ £ι>
9 αληθινά, δεδικαιωμενα επί τό αυτό· *Επι-
1β'
Έστι δέ και άλλη μελέτη ταύτης τε ύψωση του
9 θυμητά ύπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πο-
νοός τά όμματα, καί, προσηλώσας αύτά
9 λύν, καϊ γλυκύτερα ύπέρ μέλι και κηρίονχ.
εις τόν
και συλλογίζηται,
Ή τοιαύτη αίσθησις άνάπτβι εις τήν καρ-
δτι ό θεός διά μέν τήν ιδίαν άγαθότητα
δίαν αύτοϋ τό πϋρ της θείας άγαπήσβως·
έποίησε τόν ούρανόν και τήν γήν και τήν
δθεν ούδέν
θάλασσαν, και πάντα .τά ορατά και άόρα-
έπιθυμβΐ ειμή τό 'Όν τό ύπερτέλειον
τα, διά δέ τήν φιλανθρωπίαν αύτοϋ, πλά-
εύεργετικόν καϊ έρασμιώτατον , , τουτέστι
σας τον άνθρωπον κατ' εικόνα αυτού και!
τόν θεόν. Έκ τούτου, μακράν απέχων άπό
καθ'
όμοίωσιν, και καταστολίσας αυτόν
της άκαθαρσίας τών αμαρτημάτων, κατ
διά της λογικής δυνάμεως, καϊ της αύτο-
διά της λαμπρότητος τών άρετών καταςΌ-
πρ.οαιρέτου θελήσεως, πάντα ύπεταξεν ύπο-
λίζων τήν ψυχήν αύτοϋ, περιμένει τήν ού ι# Ε§?.
κάτω τών ποδών αύτου· διά δε τήν άγάπην
δί «σόπτρου
λειότερα,
δταν
θεόν,
ό άνθρωπος
μελέτα
άλλο άγαπα καϊ ούδέν
καϊ
άλλο καί
αινίγματος , αλλά τήν *ία! ί£
Εύαγγελίον της Κυριακής προ της Υψώσεως.
287
« πρόσωπον προς πρόσωπον ι άπόλαυσιν
ί καρδία μου καΐ ή γλωσσά μου ήγαλλιά-
τοϋ θβοΰ9 κραυγάζων ώς ό προφήτης αυτοϋ,
ν σαντο επί θεόν ζώντα. Έδίψησεν ή ψυχή ««*· «».
ι Ώ; αγαπητά τά σκηνώματα σου, Κύριε
ι μου
5 των δυνάμεων επιποθεΤ και εκλείπει ή
ϊ ήξω , και όφθήσομαι τω προσώπω του
» ψυχή μου βΐς τάς αύλάς τοϋ Κυρίου. Ή
» θεοϋ ·η ι
προς τον
θεόν
τόν ζώντα·
πότβ
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΡΚΟΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨίϊΣΙΝ.
ΚαΙ εν
τρίτη κυριακη" των νηστειών
τοϋς μαθητάς αυτοϋ ,
έξεφώνησεν
ευθύς
άνεγνώσθη τό αυτό εύαγγέλιον, όπερ και
ταύτην την διδασκαλίαν
την σήμερον ήκούσαμεν επειδή δέ τότε
» όπίσω μου ελθεΐν, άπαρνησάσθω εαυτόν ,
όλον διηρμηνεύθη, διά τοΰτο σήμερον άφιε-
> καί άράτω τόν σταυρόν αΰτοϋ, και άκο-
ροϋμεν
» λουθείτω μοι »·
καί τόν
νουν καί τόν λόγον «ς
α Όστις θέλει
δεύτερον, στοχαζόμενος
ταΰτα μόνα τοϋ Κυρίου Ίησοϋ τά λόγια
ποίον ήν τό σφάλμα τοϋ Πέτρου, διακρίνω,
μϊμ. β, β "Οστις θέλει οπίσω μου ελθεΐν, άπαρνησάί4' ι σθω έαυτόν, και άράτω τόν ς-αυρόν αύτοϋ,
ότι αυτός προέτρεπε τόν Ίησοϋν Χριστόν, Γνα διαφυλάξϊ) την ιδίαν ζωήν, καί παρα-
ι και άκολουθείτω μοι ». Και πρώτον μεν
βλέψη τών άνθρώπων την σωτηρίαν, του
ερευνώ
τέστιν
τό τιόθεν ό θεάνθρωπος
άφορμήν
Γνα άγαπήση εαυτόν μόνον
καί
ελαβεν, Τνα ταΰτα διδάξ·/}· βλέπω δε, ότι ,
ούχ'ι τους άλλους, όπερ ες-ίν, ότι προέτρεπβ
δταν άύτός μεν
τόν
εδίδαξε παρρησία ,
ότι
Ίησοϋν
Χριστόν, Γνα πέστ) εις της
παραδίδωσιν Ιαυτόν εις τά πάθη καϊ εις τόν
φιλαυτίας τό αμάρτημα, καθώς ό σατανάς
θάνατον διά την σωτηρίαν τοϋ γένους τών
επείραζεν αυτόν, Γνα πέση εις της υπερη
ανθρώπων, ό δέ Πέτρος επετίμα αΰτώ, Γνα
φάνειας
μη τοϋτο πράξγ), τότε πρώτον μεν ήλεγξε
τρίτον ακούω τούς έρμηνευτάς τούτων τών
τόν Πέτρον,
λόγων τοϋ Κυρίου , λέγοντας, ότι άρνησιν
όνομάσας αυτόν σατανάν
καί
φιλοχρηματίας
τό πτώμα·
€ "Υπάγε όπίσω μου, σατανά, ότι ου φρο-
έαυτοϋ ώνόμασεν ό Κύριος την άρνησιν τών £"*ΐΛ\,
> νεΐς τά τοϋ θεοϋ, αλλά τά τών ανθρώπων »·
σαρκικών επιθυμιών και την περιφρονησιν Τιοχ. ,!{
έπειτα, προσκαλεσάμενος τόν οχλον και | της ιδίας ζωης, και ότι τά λόγια ταϋτα μ^™""
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
288
ουδέν άλλο σημαίνουσιν ειμή τό ότι χρβω-
τών ίπιγβίων και επουρανίων πραγμάτων,
ς-εΤ καθείς των μαθητών του Χριςτού δτοιμος
αλλά και του βαυτοΰ σου, ήγουν της ιδίας
γενέσθαι και ύπομεΐναι υπέρ της εις αυτόν
σου ζωής·
πίς^εως θλίψεις, και κινδύνους, και αγώνας,
Γνα τόσον αγαπάς τον πλησίον σου, όσον
και παθήματα, τέλος πάντων και τον θά
και τάν
νατον, δταν ή χρεία τούτο ζητη· Παρατη
εύκολα και σχεδόν ανεπαισθήτως κατα-
ρώ δέ, δτι την έρμηνείαν ταύτην έπιβεβαιαΐ
φρονοΰσιν ή τον Ινα ή τον άλλον τούτων
ου μόνον ό ορθός λόγος, άλλα και τά έξης
τών όρο>ν, ή και τούς δύο όμού· έκ ταύτης
Μάρκ 8, τοΰ Ιησού Χριστού λόγια α "Ος γαρ άν ι». » θέλη την ψυχήν αυτού (ήγουν την ιδίαν
δεύτερος δέ όρος αγάπης βστ'ιν
Ιαυτόν σου. Οί άνθρωποι πολλά
δέ της καταφρονήσεως γεννάται ή φιλαυ τία, ήτις ουδέν
άλλο εστίν ειμή αγάπη
* ζωήν) σώσαι, απολέσει αυτήν δς δ' άν
του έαυτοϋ ημών υπερβολική, περισσότερα
» άπολέστ) την ψυχήν αύτοΰ ΙνεκΣν εμού
δηλαδή ου μόνον της αγάπης, τήν οποίαν
» καϊ τοΰ ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν ».
χρεωστούμεν εις τον πλησίον, αλλά καϊ
Πιστεύω δέ καϊ πείθομαι, ότι ουδέν άλλο
αυτής της αγάπης της χρεωστουμένης εις
εμποδίζει ημάς άπό της τοιαύτης ετοιμα
τάν θεόν. Όστις ου μόνον τον πλησίον,
σίας, καί της καταφρονήσεως και άρνήσεως
άλλ' ουδέ τον θεόν άγαπα τόσον, όσον άγα
της ιδίας ζωής ειμή ή φιλαυτία, ήτις άφορ-
πα έαυτόν, εκεΐνός εςιν ό φίλαυτος.
μήν εδωκεν εις τον Ίησούν Χριστον
Γνα
Έκ τούτου βλέπομεν φανερά, ότι ουδείς
εκφώνηση ταύτην τήν ουράνιον διδασκα-
φίλαυτος γίνεται αληθινός μαθητής τοΰ Ιη
λίαν πείθομαι,
σού Χρις*ου. Ή διδασκαλία του Χρις*ού καϊ
λέγω, δτι, δστις
νικήση
της φιλαυτίας τό πάθος, εκείνος αΓρει^ τον
ή φιλαυτία είσΐ δύο πράγματα αντιμαχό
σταυρόν αυτού, και ακολουθεί οπίσω του
μενα- ό μαθητής τοΰ Χριστού ούδέν προτί
Ιησού ΧριςΌΰ. Περί τούτου δέ πληροφορίαν
μα της άγάπης τοΰ θεού, ό φίλαυτος ουδέν
λαμβάνομεν ,
προτίμα της άγάπης του ιδίου προσώπου
δταν
καταλάβωμ&ν
πόθεν
γεννάται, και τί εςτιν ή φιλαυτία. Ό θεός, όστις έφύτευσε τήν άγάπην
αυτού· ό μαθητής τοΰ Χριστού άγαπα διά παντός τάν πλησίον αυτού, καϊ σπουδάζει
εις τήν φύσιν τών ανθρώπων, ώς άναγ-
παντί τρόπω Γνα ώφελήση αυτόν ό φίλαυ
καίαν πρός διατήρησιν και ενός έκάςιου και
τος τότε μόνον άγαπα τον πλησίον αυτού,
παντός του ανθρωπίνου γένους, εθηκεν έν
δταν βλέπη, ότι κερδαίνει τι εξ αυτού· ό
αύτη δύο όρους· εν όσω ή αγάπη Γσταται
μαθητής τού Χριστού ύπωπιάζει τό σώμα
ένδον τούτων τών δρων, γίνβται και εις τον
αυτού καϊ δουλαγωγεΐ, Γνα, νεκρώσας τάς
καθένα και εις πάντας ώφελιμωτάτη καϊ
σαρκικός επιθυμίας, άρη τάν ς-αυρόν αυτού,
σωτήριος·
και
όταν δέ
υπερπήδηση τά όρια
μιμηθη
τάν διδάσκαλον
αυτού τόν
αυτής, τότε γίνεται βλαβερά καϊ ολέθριος.
υπέρ ημών σταυρωθεντα*
Πρώτος αγάπης
δρος εστίν Γνα αγαπάς
ποιεί τήν γαστέρα, έκπληροΐ τάς επιθυμίας
θεόν περισσότερον ου μόνον πάντων
αυτού, Γνα εύαρεστήση έαυτώ, καί άκολου-
τον
ό φίλαυτος θεο
Εύαγγελίον ♦θι«.^ι,
4 το£,ς
τοΰ
289
σταυρού τοϋ
εργάται πάσης άρετης· δταν δέ} άκούσαν-
απώλεια , ών
τες, δτι γίνονται θεοί, κατεφρόνησαν τόν
ϊ ό θβός ή κοιλία, καί ή δόξα έν τγ αισχύνη
δρον της άγάπης, καί, προτιμήσαντες έαυ-
• αυτών ι.
τούς τοΰ θεοΰ, ήθέληταν άρπάσαι την μο-
» Χρίστου ,
εχθρούς
της Κυριακής μετά την "Ύψωση/.
ών τό τέλος
Όταν οι διώκται τοΰ Χρίστου, ή οί
ναρχικήν εζουσίαν και γενέσθαι θεοί, τότ·
αίρεσιάρχαι προβάλλωσι ς^άδιον και παλαί-
ευθύς, παραβάντες τοΰ θεοΰ την εντολήν ,
στραν, τότε διακρίνεις ακριβώς τίνες είσίν
ήμαρτον άμαρτίαν ,
οί μαθηταί του Ίησοΰ Χρίστου, και τίνες
αυτού; καί
οί φίλαυτοι.
κατάκριτον και άμαρτωλόν δταν ή φιλαυ
Οί μεν μαθηταί τοΰ Χριστοΰ
δλον
ήτις κατέστησε και τό άνθρώπινον
γένος
καταβαίνουσιν εκεί προθύμωςΤ όμολογρΰσι
τία είσέβη εις την καρδίαν αυτών, τότε
παρρησία τον Χριστόν υίόν θεοΰ, κηρύττου-
ήμαρτον την άμαρτίαν, την οποίαν φέρει
σ» θαρσαλεως τήν άλήθειαν των δογμάτων
έν έαυτώ πάς άνθρωπος μή εις Χριστόν
της πίστεως, παλαίουσι τάΐς ποικίλαις βα-
βαπτισθείς.
σάνοις
κατέστησεν επιρ'ρεπή εις τά πονηρά πάσαν
άνδρειότατα , εκχέουσι
τό
αίμα
αυτών, δέχονται μετά χαράς τον θάνατον
Επειδή δε ή άμαρτία αυτών
διάτήνάγάπην τοΰ Ίησοΰ Χρις·οΰ·οί δέ φί
τήνάνθρωπίνην φύσιν, έκτοτε δέ «Έγκειται γ„. 21 ί ή διάνοια τοΰ άνθρωπου επιμελώς επί τά
λαυτοι, όπου άν ίδωσιν ή άκούσωσιν αγώνα
» πονηρά εκ νεότητος αύτοΰ ι, διά ^τοΰτο
θανάτου, ή βασάνου, ή μικρά; θλίψεως ,
ουδόλως σφάλλει
φϊύγουσιν εκείθεν και κατακρύπτονται· εάν
φιλαυτία έστϊ τό πρώτον αίτιον πάσης:
δε ή μή θέλοντες εύρεθώσιν ή άπερισκέπτως
άμαρτίας..
όστις
νομίζει,
δτι ή
εμπέσωσιν εις τών αγώνων τό στάδιον,
Επιστρέψατε νΰν τά όμματα εις τήν
«ύκ επιμένουσιν εις την καλήν όμολογίαν ,
γήν, εις τήν οποίαν οί πρωτόπλαστοι, σύν
αλλ* υπό της φιλαυτίας αυτών νικώμενοι ·>
αύτοΐς δε και ήμεΐς εξωρίσθημεν. Βλέπετε ^
αρνούνται, τον Χριστόν και την εις αυτόν
πρώτος ό Κάιν έφθόνησε, και
πίς*ιν· έπαθε τοΰτο ό Πέτρος εις την αύλήν
έφόνευσβ
τοΰ άρχιερέως.
Πόθεν δε νό φθόνος ^ εκ της περιφρονήσεως
Ή φιλαυτία οΰ μόνον απέχει άπό της
φθονήσας
τόν άδελφόν αύτοΰ τόν Άβελ.
τοΰ δευτέρου όρου της άγάπης· αύτός ουκ
τβλειότητος τών μαθητών τοΰ Χριστοΰ ,
ήγάπησε
αλλά καί αίτιον γίνεται
εάν ήγάπα εκείνον ως εαυτόν, ουκ έ^θόνει
πάσης άμαρτίας
τόν άδελφόν αύτοΰ ως εαυτόν
και έμπόδιον πάσης άρετής. Αναβιβάσατε
τήν εύτυχίαν αύτοΰ·
τον νοΰν υμών εις την μακαρίαν γήν της
φθόνος είσϊ πράγματα εναντία, καί ουδέ
Εδέμ, δπου ην ό παράδεισος· έκεΐ βλέπετε,
ποτε
ότι, όσον καιρόν ή αγάπη τών πρωτοπλά
φώς και τό σκότος* δπου φώς, εκείθεν φεύγει
στων έμενεν εις τόν πρώτον όρον της άγά-
τό σκότος· δπου άγάπη, εκείθεν φυγαδεύε
Λης , ήγουν όσον καφόν αυτοί ήγάπων τόν
ται ό φθόνος· παρέβη ό Κάϊν τόν δρον ττίς
διόν πολύ περισσότερον η έαυτούς, ήσαν
άγάπης· όθεν ευθύς είσηλθεν εις τήν καρ-»-
(ΚΤΡΙΑΚ. ΕΥΑΓΓΈΔ. ΤΟΜ. Β .)
διότι ή αγάπη και ό-
συνέρχονται όμοΰ, καθώς ούδε
37
τό
ΌμίλΊα
μετά το κατά Μάρκον
290 δίαν αυτού ή φιλαυτία, και αύτη μεν έγέν-
αμαρτήματα) ώστε εκρινεν
ό θεός άξιον
νησε τον φθόνον, ό δέ φθόνος έγέννησε τον
καταποντισμού, και τωόντι κατεπόντΐσε, πλήν .τού Νώε και τών τέκνων αυτού, ό
φόνον. Ότε το πρώτον έπληθύνθησαν οί άν θρωποι επί της γής^ τότε έπλήθυνεν ή αμαρτία, και έπλήρωσε πάσαν την γην Γιν. β, α Έπλήσθη ή γή αδικίας άπ' αυτών" 2. 13. Πόθεν δέ τόσος πληθυσμός κακίας :, πόθεν
λον τό άνθρώπινον γένος. Θέλετε
και άλλα παραδείγματα είδι-
κώτερα *, — Ίδετε τόν Σαούλ* Διά τί αύτός ζητεΐ, ινα θανάτωση τόν εύεργέτην
αύτοϋ
τόν Δαβίδ ^ διότι άγαπα εαυτόν περισσό-
τόση ανομία και αμαρτία, ώστε, πλην του
τερον ή τόν Δαβίδ, τουτέστι,
Νώε και τών εν τη~ οικία αυτού, ουδείς τό
φίλαυτος.
τε εΰρέθη δίκαιος ^ —Ακούσατε* Δύο γένη
τήν Θημάρ τήν άδελφήν αυτού ·, διότι προ-
ανθρώπων τότε ήσαν εις τον κόσμον, τό
έκρινε τήν έκπλήρωσιν της σαρκικής αυ
μεν έκ του Κάϊν καταγόμενον, και αύτοι
τού επιθυμίας μάλλον ή τήν τιμήν της α
ησαν 'φιλόσαρκοι, τό δέ έκ τοΰ Σήθ, και
δελφής αυτού· τούτο δέ τί άλλο έστιν ειμή
αυτοί ησαν φιλόθεοι* όθεν ή θεία
φιλαυτία ^
γραφή
Διά τί ό Αμνών
Διά τί
ό
διότι έστί
έφθειρε βιαίως
Άβεσσαλώμ ζητεί
τούς μέν έκ του Κάιν καταγομένους ώνό-
παντι τρόπω
μασβν
αυτού τόν Δαβίδ ·, διότι θέλει αύτός
υίούς ανθρώπων, τούς δέ έκ τοΰ
Σήθ υίούς θεού. θυγατέρας
τών
Οί φιλόθεοι,
ίδόντες τάς
φιλοσάρκων ,
δτι είσίν
Γνα εκθρόνιση τόν πατέρα
βασιλικόν θρόνον*
τούτο δέ τί άλλο εστίν
ειμή φιλαυτία}
ώραϊαι, ήγάπησαν αύτάς μάλλον ή τόν
Βλέπε
δέ
πώς
ή φιλαυτία ού μόνον
θεόν, βλαβε δέ έξ αυτών καθείς γυναίκας
γέννα τήν άμαρτίαν,
κατά τήν έπιθυμίαν και άρέσκβιαν αυτού.
τήν άρετήν.
αύτο'βι. » Ίδόντες δέ οί υίοΐ τού θϊού τάς θυγατέρας 2. » τών ανθρώπων, ότι καλαί εΐσιν, ελαβον
τόν
Οί αρχιερείς
σάΐοι, συνέδριον ται
ινα
άλλα και εμποδίζει καί οί Φχρι-
συναγαγόντ:ς, βουλεύον
έμποδίσωσι
τά
θαύματα τοΰ
ϊ έαυτοΐς γυναίκας από πασών, ών έξελέ-
Κυρίου Ιησού·
» ξαντο ϊ· αυτή δέ ή μίξις έφθειρε παντε
ί ότι ούτος ό άνθρωπος πολλά σημεία ποιεΐ »·
λώς και τήν προς τόν θεόν και τήν πρός
Αλλά διά
τόν
της ευεργεσίας
πλησίον άγάπην διό καθείς
αυτών
β Τί ποιοϋμεν:,
τί σπουδάζουσιν
λέγουσιν, Ι·™, ιι,
άναχαιτίσαι
τά νάματα, διά τών ο
ουδέν άλλο ήγάπα ειμή εαυτόν, τουτέστι,
ποίων
κατακυριευθέντες ^πάντες υπό της φιλαυ
πων·, —Διότι φοβούνται μήπως πάντες πι-
τίας, και τέλειοι φίλαυτοι γενόμενοι, έπολι-
στεύσωσιν
τεύοντο ώσπερ μή
λουθτ,σωσιν αύτώ· υποπτεύονται δέ
έχοντες ψυχήν, αλλά
μόνον σώμα* τούτο δέ σημαίνουσι ταύτα 8. τοΰ θεοϋ τά λόγια β Δια τό είναι αυτούς » σάρκας >. Ή τοιαύτη δέ υπερβολική φι λαυτία προεξένησε τοσαΰτα και τοιαύτα
ευεργετείται τόσον πλήθος
εις τόν Χριστό ν ,
πως, τούτο άκούσαντες οί νομίσαντες,
ότι
ανθρώ
και άκο-
'Ρωμαΐοι,
τών Εβραίων τά
άπεστάτησεν από της ελθόντες ύστερήσωσιν
εξουσίας
μή και γένος
αυτών,
αυτούς καί τοΰ τό-
Εύαγγελιον τής Κυριακής μετά την «ύτΛι. 7υου καί τοΰ έθνους·
α Έάν άφώμδν,
λέ-
φιλίας τοΰ άνθυπάτου
291
καί τοΰ κέρδους, τό
» γουσιν, αύτον οδτω, πάντες πιστεύσου-
όποιον εκέρδαινε, πλανών αύτον και ύπο-
ϊ σιν εις αυτόν και ελεύσονται οί 'Ρωμάϊοι,
σκελίζων. Τίς ζητεΐ τό κέρδος αυτοΰ επί
» και άροΰσιν ημών καϊ τόν τόπον και τό
τη άπωλεία της ψυχής τοΰ φίλου αυτοΰ }
ι έθνος ί.
ουδείς άλλος ειμή ό φίλαυτος, όστις ούδένα
Άκούεις
ή φιλαυτία
ποίας υποψίας γέννα
άκούεις
πώς
δια μίαν πα-
ράλογον ΰποψίαν εμποδίζει την βεβαίαν καϊ κοινήν αγαθοεργίας
άγαπα περισσότερον τής ιδίας αυτοΰ ωφε λείας. Μείζων πασών τών άρετών έστιν ή
Τών Ιουδαίων τό συνέδριον, και πάσα
διάκρισης· αύτη έστι τό άλας, περΊ τοΰ
ή τούτων γερουσία, γνωρίζοντες, ότι αδί
όποιου είς μεν τόν Μωσαϊκόν νόμον ειπεν ό
κως
θεός
κατέκριναν
εις θάνατον
ημών Ίησοΰν) εφοβοΰντο τομένου
τόν Κύριον
μήπως, κηρυτ-
του εύαγγελίου , έρευνηθη ή άδι
κος αύτών κρίσις,
και επομένως λάβωσι
την πρέπουσαν τιμωρίαν.
Προσκαλέσαν -
ε Καί πάν δώρον θυσίας ύμών άλι Α·υΐ». ι, 13. β άλισθήσεται· ού διαπαύσετε άλας διαθή5 κης Κυρίου άπό θυσιασμάτων ύμών επι 2 παντός
δώρου ύμών προσοίσετε Κυρίω
ί τώ θεώ ύμών άλας 2>· εις δέ τόν εύαγγε-
τβς ουν τού; αποστόλους , είπον προς αύ-
λικόν έκήρυξε, λέγων « Έχετε εν έαυτοις «·?*^ ».
τούς, Ήμεΐς μεν παρηγγείλαμεν εις ύμάς,
2 άλας 2.
Γνα μη
μεγάλην άρετήν άρπάζει άπό τοΰ νοός τών
διδάσκητε
επι τώ ονόματι τοΰ
Ίησοΰ Χριστοΰ, και όμως
ιδού έπληρώ-
Ή φιλαυτία και αύτήν
τήν
άνθρώπων ό Ισαάκ ήγάπησε τόν Ήσαΰ
σατβ την Ιερουσαλήμ της διδαχής ύμών
μάλλον ή τόν Ιακώβ, κάν ό μέν Ήσαΰ ην η*. «»
ύμέϊς βέβαια θέλετε
άγροικος καί δύστροπος, ό δέ Ιακώβ άπλα-
Γνα έκδικηθη" τό αΓμα
τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ επάνω εις τάς κεφαΠράξ. δ, ^ζ "ψ·&ν' 28 "
Τψωσίν.
α Και βούλεσθε έπαγαγεΐν έ-
στος καί άγαθοπροαίρετος· τοΰτο
άλλά διά τί
διότι ό Ήσαΰ ην κυνηγός, καί έ
φ' ημάς τό αΓμα τοΰ άνθρωπου τούτου ».
φερε τά θηρευόμενα
Ή
φόβον
ετρεφεν αύτόν α Ήγάπησε δέ, λέγει τό Σε-
κοινήν τοΰ κόσμου σωτη-
» ρόν λόγιον, Ισαάκ τόν Ήσαΰ, ότι ή θήρα
φιλαυτία
εμποδίζει την
διά ενα
ύποθετικόν
ρίαν. Παΰλος Σέργιος ό άνθύπατος προσκα λεί τόν Βαρνάβαν και τόν Παΰλον , Γνα άκούση παρ' αύτών « Τόν λόγον τοΰ θεοΰ ■»·
» αυτοΰ βρώσις
εις τόν Ισαάκ,
καί
αύτω'ι. Βλέπετε πώς ή
φιλαυτία άφείλετο άπό τούτου τοΰ άγίου άνθρωπου τήν όρθήν καί δικαίαν κρίσιν τής άγάπης ^
«Λτ, 13, 7. ό Έλύμας ό μάγος, φίλος ων καί οικείος
Έάν, άναγινώσκων τάς έκκλησιας*ικάς
τοΰ άνθυπάτου, εναντιοΰται εις τούς άπο-
καί πολιτικάς ιστορίας, συναντών εν αύ-
στόλους, καί σπουδάζει, Γνα διαστρέψη. τόν
ταΐς τάς άνομίας και άδικίας τών άνθρώ
άνθύπατον από της πίστεως; Άλλά διά τί
πων, προσηλώσης
ό μάγος ταΰτα ποιείς διότι, εάν ό άνθύπα
βης ποΐόν έστι τό πρώτον αυτών αίτιον,
τος πιστεύση, ό μάγος ύστερεΐται και της
βλέπεις φανερά, ότι ουδέν άλλο εστίν ειμή.
τόν νοΰν Γνα καταλά-
311*
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
292 ή φιλαυτία.
Άλλα τίς ή χρεία τοιαύτης
ερεύνηςς άρκεΐ
προς πληροφορίαν
Γνα ό
καθείς ς-ρέψγι τά όμματα βΐς εαυτόν, και ερευνήσν) της καρδίας
αύτοΰ το
Έσυλλογίσθητε ποτε, ποιόν
βάθος.
έ*στι πρώτον
μαρτίας -
έάν
άκολουθήσωμεν
την Ιρευναν, βλέπομεν,
ταύτην
ότι αύτη γίνεται
καί της αρετής εμπόδιον. Διάτί βλέπεις τόν πτωχόν, ελεείς αυτόν
καί ουκ
πλουσιοπαρόχως ς διότι φο
και εσωτερικόν αΓτιον των αμαρτημάτων
βείσαι
ημών } έσυλλογίσθητε, δια τί προκρίνομεν
διά τί ού νηστεύεις
την ήδονήν της σαρκός ημών καί αύτών
νηστειών ς διότι φοβείσαι
των εντολών καί προσταγμάτων του θεοϋ,
σθενήσης· διά τί ουκ αγρυπνείς την νύκτα
δθεν και γινόμεθα παραβάται του θείου νό
εις την προσευχήν ς διότι ού στέργεις την
μου } διά τί όσον δύσκολα γνωρίζομεν τά
ενόχλησιν διά τί ού φυλάττεις σωφροσύ-
μεγάλα
νην καί καθαρότητα ς διότι ζητείς τάς ή-
σφάλματα ημών,
τόσον εύκολα
μη πτώχευσες, ώσπερ καί εκείνοςείς
τάς ημέρας
τών
μήπως καί ά-
διακρίνομεν και αυτά τά μικρά ελαττώ
δονάς της σαρκός σου.
ματα τών άλλων, ό6βν ουδέποτε σχεδόν
τοιουτοτρόπως ερευνών σεαυτόν,
λείπει έκ τοΰ στόματος ήμών ή κατηγορία
ότι ύπάρχεις
καί ή κατάκρισης ^ διά τί σχεδόν πάντες
πίπτεις εις πάν είδος αμαρτίας· επειδή ου
νομίζομεν, δτι
δέν άλλο μελετάς, καί ει; ουδέν άλλο απο
εσμέν ανώτεροι κατά τι
Έάν ακολούθησες
γυμνός πάσης
βλέπεις,
αρετής,
και
τών άλλων, "και έπομένως σχεδόν πάντες
βλέπεις ειμή είς τήν ηδονή ν καί εις τήν
εχομεν §ν εΓδος υπερηφάνειας^ διά τί σφε-
άνάπαυσίν σου, τουτέστιν,
■τβριζόμεθα τά εκκλησιαστικά πράγματα,
κυριεύει
και άρπάζομεν τά αλλότρια, καί επιβου-
σου. Έκ τούτων ευλόγως συμπεραίνομεν?
λβύομεν την ξένην κλίνην, κα'ι κινοΰμεν
ότι, εάν μή εκβάλωμεν εκ της καρδίας η
την γλώσσαν εις την
ψευδομαρτυρίαν καί
μών τήν φιλαυτίαν, σωθήναι ού δυνάμεθα.
προδοσίαν και συκοφαντίαν, και έκτείνο-
Πάντες οί άγιοι μακράν έξ αύτών έδι
επειδή κατα
καί κατατυραννεΐ σε ή φιλαυτία
μβν τάς χείρας είς πληγάς καί φόνους ^ διά
ωξαν της φιλαυτίας τό πάθος· δύο δε εξόχως
τί ταϋτα καί τά όμοια τούτοις πράττομεν}
βλέπομεν
διότι άγαπώμβν έαυτούς περισσότερον καί
νόμον, άλλον δέ μετά τήν
του θεοϋ και τοΰ πλησίον, όπερ εστί, διότι
χάριν, τόν προφήτην δηλαδή Μωϋσην καί
εσμέν φίλαυτοι. Έάν ήγάπας τόν ΰεόν εξ
τόν άπόστολον Παϋλον. Ό Μωϋσης τόσον
όλης ψυχής, καί καρδίας, καί ίσχύος, και
μακράν
διανοίας, εάν ήγάπας τόν πλησίον σου ώς
τήν φιλαυτίαν, ώστε, όταν ήμαρτεν 6 λαός
σεαυτόν, ούδέν τούτων έπραττες·
διότι
θεοποιήσας τόν μόσχον, τότε, δεόμενος του
τίς άγαπα,
θεοϋ Γνα συγχωρήσει τοΰ λαοΰ τήν άμαρ-
τίς άγαπα, καί καταφρονείς
τοιούτους Ινα μέν μετά τον εύαγγελικήν
εξώρ^σεν από της καρδίας αύτοΰ
καί βπιβουλεύεΐ } τίς άγαπα, καί βλάπτει
τίαν, έξεφώνησε ταϋτα τά λόγια ε Καί νΰν έξ,·$. »*,
τόν άγαπώμενον ς βλέπετε λοιπόν πώς ή
3 εί μέν άφγ?ς αύτόϊς τήν άμαρτίαν αύτών,
-φιλαυτία «στΐν
ί άφες* εί δε μή, εξάλειψόν με εκ της βί-
ή πρώτη αιτία
πάσης α
* "
Εύαγγελιον της Κυριακής μ,ετά τήν "ΐψώσίν.
293
ι βλου σου, ής εγραψας »· τοΰτο δέ σημαί
» καί θάλπει αυτήν ». Άλλά τίς νόμος
νει, ότι αύτός τόσον ήγάπα τον παρά θεοΰ
κελεύει
βμπιστευθέντα αύτώ λαόν, όσον και έαυτόν·
ό περί αγάπης νόμος τοΰ θεοΰ στηρίζεται
διό και αύτοθελήτως «στεργεν ίνα,
επάνω εις τόν φυσικόν νόμον τής αγάπης·
είτι
ίνα μή άγαπώμεν έαυτούς } αύτός
πάθη ό λαός, τοΰτο πάθη και αυτός· εάν
« Αγαπήσεις, λέγει ό θεός, τόν πλησίον σου *«Τ "·
μεν σωθη" ό λαός, Γνα σωθη~ καί αυτός· εάν
ι ώς σεαυτόν »· εάν ουν μή αγαπάς σεαυ-
δέ κολασθη ό λαός, κολασθη~ και αΰτός. Ό
τόν, πώς δύνασαι νά άγαπήσης τόν πλη
δέ Παϋλος, υπερβάς και αυτόν τον δρον
σίον σου
της αγάπης, ήγάπησε τον λαόν του Ισρα
αγάπης φυλάττης , δσον περισσότερον α
ήλ περισσότερον η έαυτόν, διότι, προσευ-
γαπάς σεαυτόν, τοσούτον περισσότερον α
χόμενος προς τον θεόν, ελεγεν, εύχομαι καί
γαπάς καί τόν πλησίον σου· άγάπα λοι
παρακαλώ
πόν σεαυτόν δσον θέλεις, πλήν μή κατα
στεύση
Γνα τό γένος τοΰ Ισραήλ 'πι-
καί σωθη, εγώ δέ χωρισθώ άπό
*·ρ 9, της δόξης τοΰ Ίησοΰ Χρίστου· « Ηύχόμην
ώς σεαυτόν } εάν τόν δρον τής
φρονείς τους δρους της αγάπης· διότι, εάν τούτους καταφρονης, τότε ουκ αγαπάς, άλ
» γάρ αύτός εγώ ανάθεμα είναι άπο τοΰ
λά μισείς σεαυτόν όταν, παραβαίνων τους
ϊ ΧριςΌΰ υπέρ τών αδελφών μου, τών συγ-
δρους τής αγάπης, άθετη'ς τήν πίστιν σου,
ί γενών μου κατά σάρκα ί. Έκ τούτου
ή καταφρονη~ς τοΰ θεοΰ τόν νόμον, ή βλά-
ό μέν Μωϋσής τόσας άρετάς κατώρθωσβ,
πτης τόν
καί εις τόσην καθαρότητα καί άγιωσύνην
καί εύαρεστήσης σεαυτώ, και λάβης κέρ
έφθασεν, ώστε ό θεός ελάλει μετ' αύτοΰ
δος καί δόξαν πρόσκαιρον, τότε ουκ αγα
ί\α^*ζ, κ Ένώπιος ένωπίω, ώς εΓτις λαλήσαι προς
πάς, άλλά μισείς σεαυτόν τότε ή μέν α
2. κ·;,
πλησίον σου ίνα εύχαριστήσης
» τον έαυτοΰ φίλον >· ό δέ Παύλος εις το
γάπη τοΰ έαυτοΰ σου εστί μίσος, καθότι
σούτον ΰψος άρετης και τελειότητος ύψωσε
διά της τοιαύτης άγάπης παραδίδεις τήν
τήν ψυχήν αύτοΰ, ώστε κατηξιώθη, ετι ζών,
ψυχήν σου
.ίνα άναβη~ α Έως τρίτου ουρανού, καί ά-
δέ μισός εστίν άγάπη,
.» κούση άργητα ρήματα, & ουκ εξόν άν-
τοιούτου μίσους κληρονομείς τήν αίώνιον
ί θρώπω λαλήσαι ϊ.
σωτηρίαν.
Άλλά πώς αρά γε δύναται, λέγεις, ό
Όταν
εις τήν αίώνιον
κόλασιν, τό
καθότι
διά τοΰ
τό μικρόν παιδίον ζητη" παρά
άνθρωπος ελευθερωθήναι από τοιούτου πά
τοΰ πατρός αύτοΰ μάχαιραν ή δηλητήριον
θους εσωτερικοί), ισχυρού και δραστήριου,
φάρμακον, αύτός δε} υπό τής υπερβολικής
καί τεθεμελιωμένου επάνω εις τον φυσικόν
άγάπης νικώμενος, ίνα μή λύπηση αύτό,
νόμον, δν ό θεός έφύτευσεν εις τήν φύσιν
έγχβιρίζη αυτά εις τάς χείρας αύτοΰ, ε
παντός ζώου
κείνο δε, λαβόν αυτά , άποκτείνη εαυτό ,
προς διατήρησιν αύτοΰ καί
ύπεράσπισιν } πώς δύναται ό άνθρωπος νά ·**··· *» μισήση
έαυτόν ^ « Ουδείς γάρ ποτε τήν
> έαυτοΰ σάρκα έμίσησεν, άλλ'
εκτρέφει
τότε τοΰτο τό έργον τί έστιν, άγάπη
ή
μΐσος } άγάπη ή άνοησία^ Τοΰτο αύτό συμ βαίνει σοι, όταν
κατακυριεύη σου
ή φι-
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
294 λαυτία· ότβ
ό μεν
εαυτός σου , ήγουν ή
διεστραμμένη επιθυμία της
καρδίας σου,
δέ μένγ)ς εις αυτούς, φεύγεις παντελώς την φιλαυτίαν, άγαπας δέ σεαυτόν πράγματι
ζητεί την παράβασιν των εντολών τοϋ
και άληθεία. Δύο δε είσίν οί όροι της αγά
θεου και την βλάβην του πλησίον, αυτός δέ,
πης· β Αγαπήσεις Κύριον τον θεόν σου έν
ύπο της φιλαυτίας τυφλούμενος, Γνα εύαρε-
5 όλγ) τη~ καρδία σου, και εν όλη τη ψυχη^
στήτνίς σεαυτώ, παραδίδως αύτά εις την έ-
ϊ σου, και έν όλγ τη διανοία σου »· ούτος
ξουσίαν των σαρκικών σου επιθυμιών, αιτινες
έστιν ό όρος ό
διά τούτων φονεύουσι την ψυχήν σου, τότε
όμοιος αύτώ έστιν ούτος « Αγαπήσεις τον
ή αγάπη τοϋ έαυτοΰ σου ουκ εστίν αγά
5 πλησίον σου^ώς σεαυτόν 2· έκ τούτων δέ
πη φυσική
τών
και
λογική, άλλ' έστι μΐσος
άλογον και άνοια επιβλαβες-άτη.
πλήν μένε εις τους όρους της αγάπης· εάν
α Έν ταύταις τάΐς δυσίν εν-
3 τολάις όλος ό νόμος και οί προφηται κρέί μανται ».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡ. ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ'. ΣΥΝΟΛΟΥ. »»<»<Μ> I ■
.
ΤόΝ θεοφόρων πατέρων της άγιας οικουμε
την οίκουμενικήν συγκροτήσαντες σύνοδον*
νικής εβδόμης συνόδου την έορτήν εορτάζει
ΚαΊ εκείνοι μεν, έλέγξαντες το βλάσφημο ν
σήμερον ή άγία τών ορθοδόξων εκκλησία.
του Αρείου δόγμα, όμοούσιον τώ πατρί εκή-
Ούτοι οί άγιώτατοι άνδρες, τριακόσιοι και
ρυξαν τον σεσαρκωμένον λόγον, τον Κύριον
έξήκοντα πέντε τον αριθμόν, ευδοκία τών
ημών Ίησοΰν Χρις"όν· ούτοι δέ, έξουδενώσαν-
εύσεβεστάτων
τες τάς συκοφαντίας και τά παράλογα φρο
και φιλοχρίστων βασιλέων
αύτ·
δύο όρων κρέμαται όλος ό νόμος και
οι προφηται·
Αγάπα λοιπόν σεαυτόν όσον θέλεις ,
πρώτος· ό δε δεύτερος ό
Κωνς-αντίνου και της μητρός αύτοΰ Ειρήνης,
νήματα τών είκονομάχων, ώρισαν Γνα σεβώ-
θεοΰ ζήλω κινούμενοι , συνηθροίσθησαν εις
μεθα , και τιμητικώς ουχί δέ λατρευτικως
την λαμπράν πόλιν Νικαέων, καθώς και προσκυνώμεν
και
άσπαζώμεθα
τάς ά
επί Κωνς^αντίνου τοϋ πρώτου τών χριστια γιας εικόνας, διά της τοιαύτης τιμής και νών βασιλέως καϊ ίσαπος"όλου οί την πρώπροσκυνήσεωςάναβιβάζοντες τον νουν ημών
<*&" Μ.
Εύαγγέλίον της Κυρ. των Πατέρων της Ζ. Συνόδου.
295
βπ' αυτά τά πρωτότυπα των εικόνων άμα Είπεν ό Κυρίος τοΤς εαυτού μα- « δβ
και άναθέματι
καθυπεβαλον πάντας θηταΐς, ύμεΓς εστε το φως του κό
τούς άχρι τότε
άναφανέντας αιρετικούς, σμου*
ού
δύναται
πολις
κρυβήναί
και τούς μετά ταΰτα τολμήσαντας διδάξαι επάνω
όρους κείμενη*
ουδέ καίου-
ή φρονήσαι αλλόκοτα και ξένα και εναν σι λυχνον,
καί τίθέασί
αύτον ύπο
τία των ορθών της πίστεως δογμάτων. Ή τον μόδίον , άγία αύτη εβδόμη
αλλ επί τήν λυχνίαν,
σύνοδος έπλήρωσε τον
εβδομον αριθμόν των οικουμενικών συνόδων. "Οθεν πρεπόντως άρμόζει εις αύτάς τό ύπό τοΰ παναγίου πνεύματος διά στόματος του παροψ. Σολομώντος προειρημένον
καί
λάμπεί πασι
τοΤς ε'ν τή οίκ/α.
Φώς τοΰ κόσμου ώνόμασεν ό θεάνθρω πος τούς ιδίους μαθητάς* επειδή, καθώς τό
<5 Ή σοφία ωαίσθητόν τοΰ ηλίου φώς διά τών έαυτοΰ
ί κοδόμησεν
εαυτή
» στύλους επτά »· οικουμενικά!
οίκον, και
ύπή^εισε
άκτίνων φωτίζει τά σωματικά όμματα,
διότι αύται αί έπτά
ίθεν οι άνθρωποι βλέπουσι καί διακρίνουσι
σύνοδοι είσιν άληθώς
έπτά
πάντα τά εν τώ κόσμω, ούτως οί θεοκήρυ-
στύλοι, βαστάζουσαι διά των ύπ' αυτών
κες άπόστολοι διά τοΰ ευαγγελικού κηρύγ
εκτεθέντων δρων τά ορθά δόγματα, τά εν
ματος έφώτισαν τούς οφθαλμούς της ψυχής,
τω οΓκω τοΰ
όθεν οί φωτισθέντες έγνώρισαν και έπίστευ-
θεοΰ, ήγουν
τά εν τη"" τοΰ
Χριστού εκκλησία διδασκόμενα
καί στη-
σαν εις τήν τών επουρανίων πραγμάτων
ρίζουσαι διά των ύπ' αυτών εκδοθέντων κα
άλήθειαν α Ύμέϊς έςε το φώς τοΰ κόσμου »,
νόνων τό θεοφιλές καί άγιον τών άνθρώπων
ήγουν τό φώς της ψυχής πάντων τών επι
ήθος. Και τούτους ουν της έβδομης συνόδου
γης άνθρώπων. Ή πόλις, λέγει, εκείνη,
τούς θείους πατέρας ημεΐς μεν τιμώμεν, ώς
ήτις οικοδομημένη
της ορθοδοξίας ζηλωτάς, ώς
κορυφήν τοΰ όρους, ού δύναται ποτε κρυ
διδασκάλους
εστίν επάνω εις
τήν
της πίστεως, ώς εύεργέτας κοινούς της άν-
βήναί από τών ομμάτων τών άνθρώπων
θρωπότητος, ώ; άνδρας άγιους , κα'ι ώς διά
επειδή
τοΰ φωτός της αρετής καί της ορθής αυτών
άνάπτουσί ποτε λύχνον, έπειτα κρύπτου-
διδασκαλίας φωτίσαντας ημάς εις πάσαν
σιν ύπό τον μόδιον (σκεΰός βς*ιν ό μόδιος, β(
την άλήθειαν ή δέ τοΰ θεοΰ εκκλησία εις
δί ου μετρείται ό σίτος, ή κριθή και άλλα *
τιμήν αυτών και επαινον άναγινώσκει σή
όμοια), άλλά βάλλουσιν αυτόν έπι τήν λυ-
μερον τά ευαγγελικά λόγια τά αρμόζοντα
χνίαν., Γνα λάμπη και φωτίζν) πάντας τούς
και εις τούτους τούς θεοφόρους πατέρας, ώς
έν τη~ οικία. Ποιον δέ σκοπόν Ιχουσι ταΰτα
περιέχοντα ^τούς λαμπρούς αυτών χαρα
τά λόγια, και τί δίά τούτων διδάσκει ό
κτήρας ,
εις
Κύριος ήμών'Ιησοΰς^—Πρόςτούς άπος·όλους
τμάς την ψυχικήν ώφέλειαν, όταν αύτά
λαλεΐ, λέγων, Επειδή κατέστησεν ύμας ό
καί τήν τούτων έρμηνείαν μετ' εύλαβείας
θϊός κήρυ/ας της πίστεως, φανεροί ές-ε και
ακούωμεν.
Οπό πάντων τών άνθρώπων 1 βλεπόμενοι ,
και
μεγάλην
προξενοΰντα
πάντες
αυτήν βλέπουσιν ·
ουδέ
Ερμηνεία είς το κατά ΜατθαΤον
296
καθώς καί ή πόλις ή έπ' όρους κειμένη· διό
φεγγοβολεΐ. Ειπε ενώπιον τών ανθρώπων,
καταστήσατε
και ουχί ενώπιον τοΰ θεού· επειδή είς τον
έαυτούς άνεπιλήπτους καί
αγίους, Γνα, λάμποντες εκατέρωθεν, διά τοΰ φωτάς της χάριτος φωτός
και
και διά του
των καλών έργων, φωτίζητε
θεόν γνωστά είσι καί αυτά τά άπόκρυφα εργα τάς άρετης·
ότι δε τοΰτό εστι το
τον
νόημα τών προκειμένων λόγων, πληροφορεί
κόσμον όλον επειδή έχειροτόνησεν υμάς 6
τό ί Καί δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον
θεός κήρυκας της πίστεως,, μη κρύψητε
» έν τοΐς ούρανοΐς ^ Ό φιλόδοξος και επι
ύποκάτω της αμελείας η του φόβου το του
δεικτικός άνθρωπος, όταν ποιη τά καλά
ευαγγελίου κήρυγμα, άλλ' υψώσατε αυτό
εργα, σκοπόν έχει
επί της λυχνίας, ήγουν
κηρύξατε αύτο
δέ τόν θεόν ό ουν θεάνθρωπος,^ διορίσας
προθύμως εις πάσαν την οικουμένη ν, καί
καί ειπών, ότι ό σκοπός τού εργαζομένου
φωτίσατε δαψιλώς πάντας τους είς τούτον
τήν άρετήν εστίν ή δόξα τοΰ θεοΰ· € *0-
τον κόσμον, ως εν οικία τινί κατοικοΰντας
> πως
ανθρώπους. Έπιβεβαιοΐ δε ταύτα καί διά
ϊ δοξάσωσι τόν πατέρα υμών τόν εν τοΐς
των έξης λόγων
> ούρανοΐς », άπέκλεισεν άπό της διδασκα
Γνα δοξάστ) έαυτόν, ουχί
Γδωσιν υμών
τά καλά εργα,
και
λίας αυτού τόν σκοπόν πάσης επιδείξεως Ούτω
λαμψάτω
το φως υμών καί φιλοδοξίας. Δοξάζουσιν δέ οί άνθρωποι
έμπροσθεν των ανθρώπων,
οπως *-
τόν
θεόν, όταν βλέπωσι της άρετης τά
δωσίν υμών τα καλά εργα, καί δο
εργα, άλλοι μεν
ξάσωσι
δίαν
τον πατε'ρα
υμών
τον ε'ν
κατανυγόμενοι τήν καρ-
καί προς τόν θεόν
επιστρέφοντες,,
άλλοι δέ στηριζόμενοι είς τήν άρετήν
τοΓς ούρανοΤς. Διδάσκει αρά γε διά τούτων των λόγων
καί
πολυπλασιάζοντες τά ένδοξα αύτης βργα^
ό Κύριος τούς αποστόλους, Γνα ποιώσι τά
άλλοι
δέ πάλιν
άναβιβάζοντες τόν νουν
καλά εργα προς έπίδειξιν και φιλοτιμίαν }
αυτών είς τόν θεόν, τόν δοτηρα καί χορη-
—Μη γένοιτο ! ουκ ειπε, σπουδάζετε Γνα
γόν της αρετής, καί τήν δοξολογίαν καί.
φανερώσητε εις τούς ανθρώπους τά κατορ
αΓνεσιν αύτώ προσφέροντες. Ταύτα δέ ει^
θώματα υμών ουκ ειπε, δείξατε τοις άν-
πών ό Κύριος, μεταβαίνει είς άλλην υπότ
θρώποις τά καλά υμών εργα, άλλ' « Ούτω
θεσιν, λέγων,
» λαμψάτω, ειπε, τό φώς υμών έμπροσθεν % των ανθρώπων »·
τούτο δέ σημαίνει τό
Μή νομίσητε, δτί ηλθον κατα- *>
πολλή έστω και μεγάλη και πλουσία ή
λύσαίτον νόμον ή τούς προφήτας'
άρετή υμών. Όταν δέ τοιαύτη ύπάρχν) ή
ουκ >ΐλθον
καταλύσαί, άλλά πλη-
αρετή, τότε ού κρύπτεται, καν ό εργάτης ρώσαί. αύτης
παντοιοτρόπως
σπουδάζϊ)
κρύψαι
αύτην^ άλλά φανερά γίνεται είς τούς αν
Επειδή μετά ταΰτα ευθύς εδίδαξε, τό
θρώπους, καί λάμπει ώς καθαρόν φώς και
<τ Ήκούσατε ότι έρρέθη τοΐς άρχαίοις, "Ος ?ί
Εύαγγελίον της Κυρ. των Πατέρων τής ζ'. Συνόδου.
297
I δ' άν φονεύση, ένοχος εσται τη κρίσει. Έ-
λάμπρυνε και άνέδειξεν αυτόν πανυπέρλαμ-
» γω δέ λεγω ύμΐν, ότι πάς ό όργιζόμενος τω
προν
ϊ άδελφω αύτοΰ εική, ένοχος ες-αι τη κρίσει ϊ·
νόμον, λέγω, τελειον καϊ άξιον τοΰ πανυ-
Γνα μή ταΰτα άκούσαντες νομίσωσιν , δτι
περτελείου θεοΰ. Έχεις άπόδειξιν τούτου
καταργεί τον Μωσαΐκόν νόμον, και νομο
μεταξύ των άλλων το έξης παράδειγμα. Ό
θετεί άλλα εναντία, δια τοΰτο προκατα-
Μωσαϊκός
λαμβάνει τους άκροατάς δια τούτων των
ι Ού φονεύσεις »· άλλον τελειότερον νόμον έξ. »·,
λόγων Μή νομίσητε, λέγει, δτι εγώ ηλθον
ούκ εδέχοντο οί τότε εξελθόντες Ίσραηλΐται
εις τον κόσμον, Γνα καταλύσω τον νόμον η
έκ της παχυλής καϊ φαύλου και είδωλολά-
τούς προφήτας· διότι εγώ ουκ ηλθον κατα-
τριδος Αιγύπτου· ούτος δμως ό νόμος, δςις
λύσαι αΰτά, άλλα πληρώσαι. Καϊ νόμον
ην ή σκιαγραφία της τελειότητος και ό
μεν λέγει τούς νόμους του θεοΰ, τούς εν τ·/]"
α παιδαγωγός εις
πενταβίβλω τοΰ Μωϋσέως, προφήτας δε
και προητοίμασε τάς καρδίας των άνθρώ- Γ"λ24ι»
τά υπό των προφητών περί αυτοΰ προειρη-
πων είς τήν ύποδοχήν της τελειότητος·
μένα·
ουδέ κατήργησεν, ουδέ
ταύτην δέ έπέθηκεν ό Ίησοΰς, τιμωρίαν
ήκύρωσεν ό θεάνθρωπος, άλλ' έπλήρωσε και
όρίσας καϊ κατ' εκείνων, οΓτινες ή ματαίως
έτελείωσε· καϊ δσα μέν οί προφήται προφη-
οργίζονται, ή περιφρονοΰσιν, ή ύβρίζουσι
τικώς προεϊπον περι της συλλήψεως, καϊ
τον πλησίον αυτών ί Έγώ δέ λέγω ύμΐν,
τ/,ς γεννήσεως, και των θαυμάτων, καϊ τοΰ
ϊ δτι πάς ό όργιζόμενος τω άδελφώ αύτοΰ
κηρύγματος, καϊ τοΰ πάθους, και τοΰ ςαυ-
ϊ είκη, ένοχος εσται τη κρίσει· δς δ' άν
ροΰ, και τοΰ θανάτου, καϊ της ταφής, και
» εΓπτ) τω άδελφω αύτοΰ
της
2 εσται τω συνεδρίω* δς δ' άν είπη μωρέ,
ταΰτα δέ
αναστάσεως,
καϊ
της εις
ουρανούς
εικόνα
της τοΰ θεοΰ τελειότητος ,
νόμος άπηγόρευσε τον φόνον
Χριστόν ϊ, προδιεθετο έί?· 1β.
ρακά , ένοχος
αναβάσεως, και της έκ δεξιών τοΰ θεοϋ κα
ϊ ένοχος ες·αι είς τήν γέενναν τοΰ πυρός ».
θέδρας αύτοΰ, πάντα επ* ακριβές επληρώ-
—Ταΰτα δέ τί άλλο εισιν ειμή πλήρωμα καϊ
θησαν ύπ* αύτοΰ καϊ εν αύτώ. Τίνι δέ τρό
άπαρτισμός τοΰ νόμου καϊ τελειότης^ Τοι
πω ού κατέλυσεν, άλλ' επλήρωσε τον Μω-
ουτοτρόπως δέ άνεπλήρωσεν ό Χριστός και
6Ρ<* τ* σαϊκόν νόμον, άκουσον. Καθώς ό ζωγράφος,
δσα συμβολικά καϊ τυπικά περιεΐχεν 6
^""ς,','ρ'. δστις επάνω
της μετά της προσηκούσης
νόμος, άντεισάξας άντϊ τών συμβόλων καϊ
συμμετρίας σχεδιασθείσης σκιαγραφίας τοΰ
τών τύπων τά πράγματα καϊ τήν σωτη-
εικονιζόμενου έπιθείς τά κατάλληλα χρώ
ρίαν άντϊ μέν της σαρκικής περιτομής τήν
ματα
ουδέ διαφθείρει τήν
περιτομήν της καρδίας άπό τών πονηρών
σκιαγραφίαν, άλλ' άπαρτίζων και λαμπρύ-
πράξεων άντϊ δέ της πρόσκαιρου Σερωσύνης
νων αυτήν, πληροί καϊ τελείαν δείκνυσι
τό
την εικόνα, ούτως ό θεάνθρωπος, έπιβαλών
ίερατεΐον άντϊ δε της τίματωμένης
.τά [μαθήματα της τελειότητος επάνω εις
ζώων θυσίας τήν άναίμακτον τοΰ πανα
το άτελες τοΰ νόμου, άπήρτισε καϊ κατε-
γίου αύτοΰ σώματος Σερουργίαν- ΈπιβεβαιοΙ
ού
καταλύει
(Κ.ΥΡ1ΑΚ.. ΕϊΑΓΓΕΔ. ΤΟΜ. Β'.)
κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ αίώνιον
38
τών
Ερμηνεία είς το κατά Ματθαίον 298 3έ τδ αυτό, ήγουν το δτι αυτός ουκ ήλθεν
σημαίνουσι τδ ελάχιστον και μικρότατον
ίνα κατάλυση, άλλ' Γνα πλήρωση τον νόμον,
τοΰ νόμου παράγγελμα* δ θεηγόρος δμως Λουκάς, όστις, λαλών περι τής κεραίας και
λέγων, του νόμου, ειπεν, « Εύκοπώτερον δέ έστι Α Αμήν γαρ λέγω ύμΐν, εως
άν ί τον ούρανδν και τήν γήν παρελθεΤν
παρελθη
ή
ό ουρανός και ή γή, ιώτα 5 του νόμου μίαν κεραίαν πεσέΐν ι, ελεύκα-
εν ή μία κεραία
ού μη
παρελθη νε και εσαφήνισε όλον τών προκειμένων
άπο τοΰ
νόμου,
εως άν πάντα γε-
νηταί. χρυσοί
λόγων τδ νόημα* ώστε ουδέν άλλο ταΰτα σημαίνουσιν ειμή τδ ότι εύκολώτερόν εστίν
^ Άμήν
°ταν ^εν
λέγηται, ήγουν
^«Χ* Άμήν-< Αμήν, επιβεβαιωτικόν έςιν* όταν 5ι,ί"*ν· δέ άπαξ, τότε σημαίνει ή εύχήν, ήγουν
Γνα εκλΞΐψϊ) ό ουρανός και ή γη, ή ίνα μετα€ληθ'^ τδ μικρότατον τοΰ νόμου παράγ γελμα. Διά τούτων ουν τών λόγων ε'ξαλει-
γένοιτο, ή αληθώς ούτως εχει· τούτο δέ το
ψας ό θεάνθρωπος τήν ύπόληψιν περί του
Αμήν
ότι αυτός καταλύει τδν Μωσαϊκόν νόμον,
το
αληθώς σημαίνει, και ούχι το
εύκτικόν γένοιτο. ΚαΙ το μέν
α Έως άν
καϊ διδάσκει εναντία τών διά τοΰ Μωϋσέ-
5) παρέλθει ό ουρανός και ή γή » έκλαμβάνου-
ως
σί τίνες αντί του πρότερον, ήγουν πρότερον
τά έξης·
παρελεύσεται δ
ουρανός καϊ ή γή·
ύπδ
θεοΰ
νομοθετηθέντων ,
επιφέρει
όθεν Ος εάν
λέγουσιν, δτι διά τούτου έφανέρωσεν δ Κύ
ουν λύση μίαν τών
εν
ριος, δτι ό ουρανός και ή γή μετασχηματι-
τολών τούτων τών ελαχίστων,
σθήσονται. Περι δε καινών ουρανών καϊ δ
δίδάξη
μακάριος Πέτρος εκ του προφήτου Ήσαΐου
ελάχιστος κληθήσετα· εν τη -βασι
5> Πίτρ παραλαβών , ■3· Ιϊ· ιϊ· ί σπεύδοντες
είπε « Προσδοκώντες την παρουσϊαν τής
και τοΰ
οΰτω
τούς
λεία τών ουρανών" δς δ
'λοά
ανθρώπους ,
άν πο·ήστ)
καί δίδάξη, ούτος μέγας κληθήσε ί θεού ημέρας, δϊ ήν οί ουρανοί πυρουμενοι τα· εν τη
βασιλεία
τών ουρανών.
5 λυθήσονται, καϊ στοιχεία καυσούμενα τήκαϊ γήν
Τίνες είσϊν αί εντολαϊ αί έλάχισται ·,
μ, » καινήν κατά τδ επάγγελμα αύτοΰ προσ11. Παρ* ϊ δοκώμεν, «ν οίς δικαιοσύνη κατοικεί ». Τδ Ζμμ. αθτ. δέ ιώτα 6ν ή μία κεραία κατά μέν
τίνες μέν λέγουσιν, δτι, καθώς ουκ είσϊν
ύβ. 65 , 5 κεται* — καινούς δέ
ουρανούς
ίσαι πάσαι αί άμαρτίαι, άλλ' ίίσιν άμαρτίαι μεγάλαι και μικραί, οΰτω καϊ αί έντολαϊ
τινας σημαίνει στίχον Ινα τοΰ νόμου, κατά
ουκ
δέ άλλους τάς δέκα εντολάς, κατά δε τον
εντολή εντολής κατά τήν διαφοράν τών
•άληθέστερον καϊ εντελέστερον λόγον,
τδ
εντελλομένων όπου δε μέγα καϊ μικρόν ,
καλουμίνη
εκεί κατά σύγκρισίν εστι και ελάχιστον.
υποδιαστολή*, τά ελάχιστα και μικρότατα
Σημείωσαι όμως, ότι ό Κύριος Ίησοΰς ε'ν-
^έν
ταΰθα
•ιώτα καϊ ή κεραία, ήγουν ή
τόΐς
γράμμασι καϊ ταΐς προσωδίας,
είσιν ΐσαι άλλήλαις., αλλά
οΰ λαλεί
περι
διαφέρει
τών εντολών τοΰ
Εύαγγέλίον της
Κυρ. των Πατέρων
Μωσαϊχοϋ νόμου, άλλα περί των
της ζ'. Συνόδου.
299
ιδίων
λόγου τά άκόλουθα· διότι κατωτέρω ειπεν
αυτού εντολών, δι ων άπηρτισε και έδωκε
ό θεάνθρωπος, ότι, όστις, υβρίζων τον ά-
την τελειότητα εις τον δια του Μωϋσέως
δελφόν αύτοΰ, όνομάση αύτόν μωρόν, κα
δοθέντα νόμον εάν ελάλει περί των Μω
ταδικάζεται εις τό πΰρ τό αίώνιον € 'Ός «»·
σαϊκών εντολών, ουκ Ιλεγβ ι μίαν τών εν-
> δ' αν είπη μωρέ, ένοχος εσται εις την
> τολών τούτων ι, αλλά μίαν τών εντολών
ϊ γέβνναν τοϋ πυρός ϊ 'Εάν ουν ό τούτον-
εκείνων*
μόνον τόν λόγον ειπών κατά τοϋ αδελφού
ειπών δε α μίαν
τών εντολών
ι τούτων ι, έφανέρωσεν, ότι λαλέΐ περί τών
αύτοΰ, λαμβάνη
εντολών
α; τότε εξεφωνησε,
ποβάλλεται αναμφιβόλως και άπορφπτεται
*"'χ5* λέγων, εΈγώ δε λέγω ύμΐν, ότι πάς ό όρ-
της τών ουρανών βασιλείας ό μίαν τών τοιού
τών ιδίων,
καταδίκην, α
» γιζόμενος τω άδέλφώ αύτοΰ εικη, ένοχος
των εντολών παραβάς. Άκουε δέ και τό τίς
> ιστοί τη κρίσει » , και τάς έξης όμοιας·
εστίν ό μέγας εν τη βασιλεία, τών ουρανών,
ελάχιστος δέ ώνόμασεν αυτός, η ταπει-
μέγας εστί, λέγε:, « 'Ος άν ποιήστι και
νούμενος κατά την
ι διδάξη ϊ* πρώτον εθηκε τό ποίηση έπει
αύτοΰ συνηθειαν, η
επειδή αύται διελάμβανον περί πραγμάτων,
τα τό διδάξη
άτινα εις τους τότε άνθρωπους, τους μήπω
εστίν
καταξιωθέντας της
τοϋ θεοϋ, έπειτα, εάν έσμεν ικανοί, διδά-
τους παναγίου πνεύ
Γνα φανερώσ/), ότι πρέπον
Γνα πρώτον φυλάξωμεν τάς εντολάς
ματος χάριτος, εφαίνοντο μικρότατα και
ξωμεν και τούς άλλους περί της τούτων
άξίοκαταφρόντ,τα. Βλέπε δ?, ότι τό ελά
φυλακής. Όστις ουν εχει τό διδασκαλικόν
χιστος άλλο μεν σημαίνει λεγόμενον
διά
χάρισμα, εάν μεν φυλάττη τάς εντολάς,
τάς εντολάς, άλλο δέ διά τούς παραβάτας
άλλ' ου διδάσκη και τούς άλλους, Γνα τά
τών εντολών διότι τό μεν « Ελαχίστων
αυτά ποιώσι,
> εντολών »
δε διδάσκη τούς άλλους, αυτός δέ οϋ φυ
στ,μαίνει, ώς
εΓπομεν, τάς
κρύπτει τό τάλαντον έαν
περί τών μικροτάτων πραγμάτων διαλαμ
λάττη τάς εντολάς, εστίν υποκριτής, ό
βάνουσας
εντολάς, τό δέ « Ελάχιστος
μοιος τόΐς Φαρισαίοις- όστις δέ και ποιεί
ι κληθήσεται » τό άποβεβλτ,μένος εσται
και διδάσκει τάς έντολάς τοΰ θεοϋ, έκεΐνός
και άπερριμένος άπό της ουρανίου βασιλείας·
έστιν
μ«τ. », όμοία δέ φράσις εστί και τό € Άφες τούς 27 '
το*αύτην
ό < μέγας εν τη βασιλεία τών ού-
ι ρανών >, ήγουν ό λαμπρός και ένδοξος
> νεκρούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς »,
υπέρ τούς άλλους, διά τό φως τών αρετών
όπου τό νεκρούς δύο εχε; σημασίας. 'Οτι δέ
αύτοΰ, και την δόξαν, δι ^ς δοξάζεται ύ?
τοϋτό έστι τό άλτ,θές νόημα, πείθουσι τοϋ
της τρισηλίου θεόττ,τος.
38'
300
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ.
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΤΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΥΡ. ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ'. ΣΥΝΟΔΟΥ.
Οταν λάβω κατά νουν τά υστέρα λόγια
» τοΰ πυρός ι. Ποσάκις
του σημερινού ευαγγελίου,
μικρά και ευτελέστατα πρόσκαιρα πράγ
και στοχασθώ
ποΤαί είσιν αί έλάχισται έντολαί, έπειτα
ματα και όργιζόμεθα και άγανακτοΰμεν
ενατενίσω εις την ζωήν και τό πολίτευμα
κατά τοΰ πλησίον ήμών^ ποσάκις σχεδόν
ημών, τότε τοσούτος φόβος περιλαμβάνει
άνεπαισΟήτως φεύγουσιν έκ τοΰ στόματος
την ψυχήν μου, ώστε σχεδόν όλοτελώς
ημών λόγια καταφρονητικά και ύβρις*ικά
απελπίζω την αίώνιον ημών σωτηρίαν. Α
και της σωματικής καταστάσεως και της
κούσατε ποΐαί εΐσιν αί έντολαί, τάς οποίας
ψυχικής
ό δεσπότης των απάντων ώνόμασεν έλα-
πολλώ καταφρονητικώτερα
χίστας. Όστις , λέγει, όργισθη" ματαίως,
κώτερα τοΰ 'Ρακά
ήγουν δια σωματικάς και κοσμικάς υποθέ σεις, κατά τοΰ
αδελφού
άμαρτάνει
γίνεται
5 εική,
»6γο9ι.
τοΰ
πλησίον
ημών,
και ύβριστι-
και τοΰ μωρέ
Έάν, λέγει, δταν προσφέρης τό δώρόν σου εις το θυσιαστηριον, ήγουν έάν, όταν
άξιοκατάκριτος·
προσφέρης εις την εκκλησίαν άρτον, ή οι-
όργιζόμενος τω άδελφώ αύτοΰ
νον, ή κηρ3ύς, ή ελαιον, ή θυμίαμα, ή άλ-
ένοχος εσται τη* κρίσει »· δστις
το τι, ένθυμηθη~ς, ότι έζημίωσας, καν με-
και
αύτοΰ,
διαθέσεως
εκείνος
Ματ. ε,' α Πάς ό
αύτ&ι.
δε τμεΐς και διά
μέν, περιφρονών την σωματικήν κατάστα-
γάλην καν μικράν
σιν τοΰ
αύτοϋ, όνομάση αυτόν
σου, μη τολμήσης νά προσφέρης τό δώρόν
^ακένδυτον, και πολυρραφα ιμάτια ένδε-
σου, άλλ' άφες αυτό έκεΐ έμπροσθεν τοΰ
δυμένον, εν τη ημέρα της κρίσεως ένοχος
θυσιαστηρίου, και
γίνεται ενώπιον τοΰ χοροΰ τών άγιων· <ι ΜΟς δ' άν εΓπη τω άδελφώ αύτοΰ 'Ρακά,
γηθι, και είρήνην ποίησον μετά τοΰ αδελ
» ένοχος εσται τώ συνεδρίω 2>· δστις δέ,
σου· α 'Εάν δέ προσφέρης τό δώρόν σου ,*"*,*"
υβρίζων την ψυχικήν αύτοΰ διάθεσιν, κα
» επί τό θυσιαστήριον, κοίκεΐ μνησθης, δτι
λέσει αύτόν μωρόν, έκεΐνος καταδικάζεται
» ό άδελφός σου εχει τι κατά σοΰ, άφες
εις την γέενναν τοΰ πυρός· α 'Ός δ' άν
5 τό δώρόν σου έμπροσθεν τοΰ θυσιας-ηρίου,
ι εΓπη μωρέ, ένοχος εσται εις την γέενναν
» και ΰπαγε πρώτον διαλλάγηθι τώ άδελφώ
άδϊλφοΰ
ζημίαν, τον πλησίον
υπάγε πρώτον διαλλά-
φού σου, έπειτα πρόσφερέ μοι τά δώρόν
Εύαγγελίον της Κυρ. των Πατέρων τής ζ'. Συνόδου.
ι. '
301
χ σου, καί τότε βλθών πρόσφερε τό δώρόν
αΓτινες προξενοϋσι θυμόν καί μάχην και
» σου ϊ. Διά τί δέ τούτο }—Διότι ού δέχβτα*
μΐσος, μενωμεν στερεοί έν τη" αγάπη, άγα-
ό θβός τά δώρα των μή άγαπώντων αυτόν.
πώντες
Όστις δέ ούκ άγαπα, αλλά βλάπτει τον
Άλλά πόσοι βίσίν οί ταύτην τήν ώφελιμω-
πλησίον αυτού, εκείνος ούδέ τον θεόν άγα-
τάτην νομοθεσίαν φυλάττοντες^ πόσοι Ιοί
πα· α 'Εάν τις είπη, ότι αγαπώ τόν θεόν,
σπεύδοντες άγαπηθήναι μετά τού αντιδί
' · και τόν άδβλφόν αύτοϋ μισεί, ψεύστης ϊ εστίν
ό γάρ μή
αγαπών τόν άδβλφόν
κου εαυτών, πριν ή παρασταθώσιν εις τά κριτήρια^ —Σπάνιοι και πολλά ολίγοι.
» αύτοϋ) 8ν έώρακε, τόν θεόν, 8ν ούχ έώΐ ρακβ, πώς δύναται αγαπάν
ώ; εαυτούς τόν πλησίον ήμών^
Όστις ' βλέπει γυναίκα, σκοπόν εχων
ποσάκις
Γνα βξεγείρτ) εις τήν καρδίαν αυτού τήν
δέ αί μέν χείρες ήμών βαστάζουσι τά προς
κακήν βπιθυμίαν, εκείνου, λέγει, ή ψυχή
τόν θεόν προσφερόμβνα δώρα, ή δέ καρδία
μολύνεται ύπό τού άμαρτήματος της μοι
ήμών πλήρης εστι της έχθρας του πλησίον^
χείας·
ποσάκις δώρα προσφέρομεν εις τό θυσια-
» έπιθυμήσαι αυτής, ήδη έμοίχευσεν αυτήν
στήριον εξ βκείνων, τά όποια βκερδήσαμβν,
ί εν τη καρδία αυτού ι. Ταύτα δέ ειπών
βλάψαντβς
ό Κύριος, ενομοθέτησε και τόν τρόπον, διά
τόν
πλησίον } πλανώντες δέ
ϊ Πάς ό βλέπων γυναίκα πρός τό μ«τ. 5,
εαυτούς, χαιρόμεθα, πιστεύοντες και ελπί-
τού οποίου
ζοντες, δτι τά τοιαύτα δώρά βίσιν ευπρό
τοιαύτην βλάβην. Φεύγε, λέγει, καί άπόκο-
σδεκτα και αρεστά εις τόν θεόν.
ψαι τήν συναναστροφήν τού σκανδαλίζον-
'Εάν ό αντίδικος σου σύρνι σε εις τό κριτήριον, άγαπήθητι,
λέγει, μετ* αυτού
φεύγομεν,
εάν θέλωμεν, τήν
τός σε προσώπου, καν συγγενές σοι ύπάρχη
και οίκηον,
κάν άναγκάΐον δσον δ
ευθύς εις την όδόν την φέρουσαν ει; τό κρι
δεξιός σου οφθαλμός και ή χείρ σου ή δεξιά·
τήριον, ινα μή παραδώσω) σε εις τόν κριτήν,
α Εϊ δέ ό οφθαλμός σου ό δεξιός σκανδαλίζει
ό δέ κριτής προστάξη τόν δοΰλον αυτού
ί σε, εξελε αυτόν, καί βάλε από σού· και εί
ίνα κλείστ) σε εις τήν φυλακήν , μείν/)ς δέ
ί ή δεξιά σου χϊίρ σκανδαλίζει σε, εκκοψον
βκεΐ εως άν άποδώστις τά υπό τού άντιδί-
» αυτήν, και βάλε άπό σού ί. ΟύαΙ ήμΐν !
μ*τ· 5, κου σου ζητούμενα· « Ίσθι εύνοών τώ άν-
και τίς φυλάττει ταύτην τήν δεσποτικήν
6' · τιδίκω σου ταχύ, εω; ότου ει εν τη όδώ
έντολήν, ήτις ού μόνον εμποδίζει τήν πράξιν
» μετ' αυτού, μήποτέ σε παρα£ω ό αντίδι-
τής άμαρτίας, άλλ'άναστΐα ριζόθεν καϊ τήν
» κο; τώ κριτή, και ό κριτής σε παραδώ
αίτίαν τής ρυπαράς επιθυμίας } Ήμεΐς οί
» τώ υπηρέτη, και εις φυλακήν βληθήστη.
τάλανες, ή νομίζοντες, δτι ή τοιαύτη σαρ
» Αμήν λέγω σοι, ού μή έξέλθγίς εκείθεν
κική και ήδονική επιθυμία ούκ έστιν άμαρ-
» εως άν άποδώς τόν εσχατον κοδράντην »·
τία, ή θαρρούντες, δτι καθηδυνόμεθα μέν
Άκούεις πώς και διά τών εις τήν παρούσαν
διά τής σαρκικής επιθυμίας ^ ού κατακρη-
ζωήν ανηκόντων πραγμάτων πείθει ήμας ό
μνιζόμεθα δέ ει'ς τήν πράξιν τής άμαρτίας,
θεάνθρωπος ίνα? φεύγοντες τάς κρισολογίας,
πλανώντες εαυτούς, ή άμελούμβν τήν φϋ-
302
μετά τδ κατά Ματθαίον
Ομιλία
των σκανδαλιζόντων προσώπων , ή
τους έπ' άλλοις όνόμασι γινόμενους όρκους,
πολλάκις έπίτηδες μετά πολλής επιμελείας
ώστε άπροφάσιστος φαίνεται, όστις ποιεί
ζητοΰμεν την τούτων συναναςροφήν.
όρκους· « Έγώ δε λέγω ύμίν μή όμόσαι «ο*. 6,
γήν
Διυτ. 24, '® ^ν Μωσαϊκός νόμος διέταξεν, ότι, 1' χ όςις ουκ άρέσκεται εις την γυναίκα αύτοΰ,
» όλως μήτε: εν τω ούρανω, ότι θρόνος εστί 8 ' » θεοΰ, μήτε εν
γη", ότι ΰποπόδιόν έστι
αλλά μισεΐ αυτήν δί οποιανδήποτε αίτίαν,
» τών ποδών αύτοΰ , μήτε εις Ιεροσόλυμα,
εχει έξουσίαν ίνα έκβάλη αυτήν εκ
9 ότι
οικίας
πόλις έστι τοΰ
μεγάλου βασιλέως,
γυναί
» μήτε έν τν) κεφαλή σου όμόσης, ότι ου
έκβληθείσα γυνή- άλ
ί δύνχσαι μίαν τρίχα λβυκήν ή μέλαιναν
αύτοΰ|, και ^άβη
κα, ομοίως
και ή
λον άνδρα·
ό δε Ίησοΰς
μ»τ. ιβ, νερωσεν ,
της
ότι τοΰτο ουκ
άλλην
Χρίστος έγένετο
εφαούτως
άπ' αρχής, άλλ' ό Μωϋσής, γνωρίζων
το
» ποιήσαι ». Ήμεΐς δε εκ κακής συνήθειας καί απροσεξίας, ού μόνον
όταν
ανάγκη
βιάζη, αλλά και χωρίς τίνος χρείας
διά
άπάνθρωπον- της
καρδίας των Ιουδαίων,
μικρότατα
επέτρεψε τοΰτο,
φοβούμενος μήπως , ό
πάν είδος όρκου ποιοΰμβν, ομνύοντες καί τά
καί
ευτελέστατα
πράγματα
ταν μισήσωσι τάς γυναίκας αυτών , μή
τέκνα, και τά όμματα, καί τήν ζωήν, κα&ί
έχοντες
αύτάς
τήν. ψυχήν, καί τους έν ούρανω αγίους,
αύτάς
καί αύτο τό φοβερόν όνομα τοΰ παντοκρά-
έξουσίαν Γνα
έκβάλωσιν
βξω της οικίας αυτών, σφάζωσιν ένδον.
Ταΰτα ουν
φανερώσας
ό θεάν-
τορος θεοΰ.
ι», θρωπος, καί ειπών β 'Ό ουν ό θεές συνέ-
ο: Όστις ραπίση σε επί τήν δεξιάν σου
» ζευξενΤ άνθρωπος μή χωριζέτω ϊ, ένομο-
ί σιαγόνα, στρέψον αύτώ καί τήν άλλην 2>·
θέτησε και είπεν, Όστις, έκτό; του λόγου
όστις ενάγει σε εις τά κριτήρια Γνα λάβτι
της πορνείας, άπολύση τήν γυναίκα αύτοΰ
τον χιτώνά σου , α άφες αύτώ και τό [Σμά-
δΐ άλλην αιτίαν, εκείνος ποιεί αυτήν μεν
ϊ τιόν σου· όστις άγγαρεύση σε ίνα περι-
μοιχαλίδα, μοιχόν δέ τόν άνδρα, ός·ις λάβη
ϊ πατήσης
αυτήν ως γυναίκα αύτοΰ.
κ δύο »· όστις ζητεί παρά σοΰ δάνειον, μή
Και όμως ευρί
σκονται άχρι της σήμερον χριστιανοί,
οΓ
μίλιον Ιν μετ' αύτοΰ,
υπάγε
άποστραφη'ς αύτόν, αλλά δάνεισον αύτω·
τ;νες, και ταύτην τήν έντολήν καταφρο-
αγάπα τόν
νοΰντες, δΐ άλλας αιτίας και άφορμάς άπο-
όστις σε καταράται, εύεργέτει εκείνον^ οςις
λύοντες τάς ίδίας γυναίκας, συζώσι μετά
σε μισεί, προσεύχου δΐ εκείνους1, οΐτινες
παρανόμων γυναικών.
βλάπτουσι και καταδιώκουσί σε.
Τόσον φανερά άπηγόρευσεν
έχθρόν σου , εύλόγει εκείνον,
«
Τίς ΨΛ^1β·.
ό Ίησοΰς
ί σοφός και φυλάξει ταΰτα, καί συνήσει τά
Χριστός καϊ τάς επιορκίας και τάς εύορ-
» ελέη τοΰ Κυρίου ι } πόσον ολίγοι εΐσιν οί
κησίας, ήγουν και τους άθεταυμένους καϊ
φρόνιμοι καί σοφοί οί ταΰτα φυλάττοντες !
τού; φυλαττομενους όρκους, και τους διά
καί επομένως πόσον ολίγοι εΐσιν οί σωζό
τό ψευδός και τους διά τήν άλήθίίαν, και
μενοι! Τινές αυθάδεις λέγουσιν, ότι ταΰτά
τους
εΐσι τοσούτον δύσκολα , ώστε , εάν έξ αύ-
αναφέροντας τοΰ θεοΰ τό όνομα και
μ«τ. κ,
Εύαγγελίον της Κυρ. των Πατερων της Ζ'. Συνόδου.
503
των κρεμαται τοΰ ανθρώπου ή σωτηρία,
τεστι φύλαττε τον νοΰν σου εις τήν φυσικήν
ουδείς δύναται σωθήναι. Άλλοι δέ πάλιν
αύτοΰ κατάστασιν ,
άναπαύουσι τήν συνείδησιν αυτών, συλλο-
σώματος σου στερεάν καϊ άνεπιβούλευτον.
γιζόμενοι, ότι ταΰτά είσι συμβουλαί καλαϊ
Τοΰτο δέ λέγεις, ότι εστι δυσκολώτατον ^
και ωφέλιμοι, τάς οποίας όστις μέν φυλά-
επειδή δέ τοΰτο ουκ εστι τόσον δύσκολον,
ζη , γίνεται τέλειος καϊ άγιος, όστις δέ άθβ-
όσον σύ νομίζεις, πολλω μάλλον ουκ ες-ι
τηση μέν αύτάς, φυλάξη δέ τάς εν τω
δύσκολον, ίνα άπέχης από της καταφρο-
δεκαλόγω εντολάς, καν μή φθάση βίς την
νήσεως και των ύβρεων τοΰ πλησίον σου.
τελειότητα καϊ άγιωσύνην, όμως ού κολά
Αί καταφρονήσεις καϊ αί ύβρεις είσϊ τέκνα
ζεται, άλλ' απολαμβάνει της σωτηρίας.
τοΰ θυμοΰ· άπέρριψας
Άλλοι δέ πείθονται, ότι αί τούτων παρα
ευθύς εκ τοΰ ςόματός σου
βάσεις
νησις καϊ ύβρις τοΰ πλησίον σου.
βί^'ί ν αμαρτήματα , πλην πολλά
μικρά, τά όποια διά της μετανοίας εύκολα
καϊ τήν ύγείαν τοΰ
τον θυμόν } εφυγεν πασα περιφρό-
Ποίον σκοπον βχεις, όταν πρόσφερες «ίς τόν θεόν τά δώρόν σου } Γνα δεχθη7, ή
εξαλείφονται. Και προς μέν τούς πρώτους άποκρινό-
ίνα άποστραφη~ αυτό ό θεός ^ σκοπόν έχεις
μενοι λέγομεν, ότι όστις φρονεί, καθώς αυ
αναμφιβόλως,
τοί, εκείνος λογίζεται τον θεόν επίβουλον
ώς εύπρόσδεκτον θυμίαμα, και άνταμείψη-
της σωτηρίας
σε
των ανθρώπων , καθότι έ
διά της
ίνα ύποδεχθη
θείας
αυτό ό θεός
αύτοΰ ευλογίας·
αλ
δωκε προστάγματα δυσκολώτατα, Γνα η
λ* όταν ό πλησίον σου εχη- τι κατά σοϋ,
μηδείς, $ πολλά ολίγοι -σωθώσι· τοΰτο δέ
καθότι αυτόν ήδίκησας, τότε ό θεός απο
τό φρόνημα εστι βλάσφημον. Ποια δε είσι
στρέφει τά πρόσωπον αύτοΰ άπά τοΰ δώρου
τά δυσκολώτατα } — Ή πραότης }— Άλλά
σου*β όταν λοιπόν προσφέρης αυτό, πρϊν ή
ποιον δυσκολώτερον, ή πραότης, ήτις Ησυ
διαλλαγγίς
χάζει την καρδίαν
γίνεσαι ανόητος· ή άνοησία εστι παρά φύ-
χή ν
και ειρηνεύει τήν ψυ
καϊ διαφυλάττει τοΰ σώματος
την
μετά τοΰ πλησίον σου, τότε
σιν, ή καταλλαγή καϊ ή αγάπη τοΰ πλησίον
ύγείαν, η ό θυμός, όστις και το αίμα εκ-
εστι κατά φύσιν. Ποιον ουν τό δυσκολώ
ταράττει, καϊ τον νουν σκοτίζει, καϊ τοΰ
τερον, τό πρώτον ή τά δεύτερον^ γίνου αυ
σώματος τήν ύγείαν διαφθείρει
τός κριτής.
"Ος*ις ε
στί φρόνιμος, εκείνος βλέπει και διακρίνει,
Έάν στοχασθήτε
όσα πάσχουσιν οί
ότι ό θυμός εστι πράγμα δυσκολώτερον της
συχνάζοντες εις τά
κριτήρια, και όσα ε
πραότητος· τοΰτο δέ παραγγέλλει ή εντο
κείνοι, οίτινες συμβιβάζονται μετά τοΰ αν
λή, Γνα διώϋης τον θυμόν, καϊ φέρης εις
τιδίκου αυτών πριν ή παρας-αθώσιν εις τούς
τήν καρδίαν σου τήν πραότητα. Μή όργί-
κριτάς, βλέπετε φανερά, ότι ή δυσκολία
ζησαι, λέγει, κατά τοΰ άδελφοΰ σου διά
των κριτηρίων ΰπερβαίνει άσυγκρίτως τήν
πρόσκαιρα καϊ μάταια καϊ ευτελή πράγ
δυσκολίαν της καταλλαγής, καν άδικα ύ-
ματα, άλλά γίνου πράος καϊ ήσυχος, του-
πάρχωσι τοΰ
αντιδίκου τά ζητήματα.
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
504
Διά τί φεύγεις την συναναστροφών των λεπρών, των ψωραλέων, των φθισιώντων, των λοιμικών,
καί ουδόλως συλλογίζεσαι,
τουτέστιν ό χωρισμός τοΰ ανδρός από της γυναικός
αύτοΰ.
Ποίαν δέ δυσκολίαν
έχεις, Γνα θη~ς φυ-
δτι ή φυγή ες-ι δύσκολος:,—"Ινα μή μεταδοθη
λακήν τώ στόματί σου, και θύραν
ή ασθένεια αύτών εις το σώμά σου, και βλα-
χής περί τά χείλη σου,
φθη ή ύγεία σου. Έπειτα λέγεις, δτι εστι
ή γλώσσά σου πρός
δύσκολον
Γνα φύγης την συναςροφήν των
ουδέν άλλο ζητέϊ ειμή προσοχήν, Γνα από
προσώπων των βλαπτόντων τήνψυχήν σου^
κοψες τήν κακήν συνήθειαν εάν μέν ουδέ
εκείνο πράττεις προθύμως, μηδεμίαν δυσκο-
ποτε λαλη'ς τό ψεΰδος , ουδείς ζητεί παρά
λίαν συλλογιζόμενος, τοΰτο δέ αμελείς όλο-
σοΰ
τελώς, νομίζων, δτι εστι δύσκολον:, και
ουδείς
τίς ού βλέπει, δτι παραλογεΐς,
δρκους.
προτιμών
δρκους·
περιο
δπως μή κινήται
τούς δρκους }
τοΰτο
εάν δέ πολλάκις ψεύδησαι ,
πιστεύει σοι,
καν μύριους
ποιη~ς
της άθανάτου ψυχής σου τό θνητόν σώμα -η
Αλλά πώς ούκ εστι δύσκολον, λέγεις ,
Ή γυνή τοΰ καθενός εστίν ό αληθινός
Γνα στρέψω και τήν άρις-εράν μου σιαγόνα
βοηθός αύτοΰ· αύτη και εις τά μυστικά
εις εκείνον, δστις ερράπισε τήν δεξιάν μου}
και εις τά φανερά τοΰ άνΒρός σύμβουλος,
ποιον δέ νομίζεις δυσκολώτερον, Γνα ς*ρέψης
καΐ τών
τέκνων ήγαπημένη
καί τήν άριστεράν σου, ή Γνα άντιρραπίσης .
τροφός ,
και
εις
πιστάτης, καί εις
την
μήτηρ καί
οΐκίαν
πιστό; ε
τάς ευτυχίας
τον ρ^χ,πίσαντά σε^ έςέτασον πρώτον τά.
και εις
αποτελέσματα, έπειτα κρίνον δικαίως· εάν
τάς δυστυχίας, και εις την χαράν και εις
άντιρ(5απίσης,άνάπτεις τοΰ θυμοΰ τήν φλόγα·
τήν θλίψιν, και εις τήν τιμήν και εις τήν
δθεν σύ μέν άντιρραπίζεις,
ατιμίαν
αύτή
σύ άντιπλήττε'ις, εκείνος δέ εξάγει τήν μά-
και συμπάσχει, και συγχαίρει και συλλυ-
χαιραν, και σύ δ έ ποιείς όμοίως· έκ τούτου δέ
πείται, καί συντιμάται και συνατιμάζεται
άκολουθοΰσι πληγαί., πολλάκις δέ και φόνοι·
τω άνδρι αυτής· εάν δέ εχγ καί τινα ελατ
εάν δέ στρέψης και
τώματα, επειδή ουδέ ό άνήρ έστι καθαρός
σβέννεις τοΰ θυμοΰ τό πΰρ, καταισχύνεις
ελαττωμάτων
τον ρ'απίσαντα,
του ανδρός
συγκοινωνός·
καί άμωμος,
βαστάζουσιν
εκείνος δέ δέρει·
τήν άριστεράν σου,
φέρεις ελεγχον εις τήν
αλλήλων τά βάρη· αύτή, επειδή άπ' άρ-
τούτου συνείδησιν ,
χης ελήφθη έκ τοΰ ανδρός, μία σαρξ εστι
χείρα αύτοΰ, ώστε ού μόνον ού ραπίζει και
μετά τοΰ ανδρός αύτής· τίς δ' άλλος δε
τήν
σμός ή φυσικώτερος, ή οϊκειότερος, ή ισχυ
πρόσωπον σου, βλέπων τήν μεγάλην σου
ρότερος τούτου τοΰ δεσμοΰ ^ δύσκολον λοι
πραότητα· εάν άντιρραπίσης, ούδε'ις ουδέ
πόν εστίν ούχί ή έκπλήρωσις της εντολής,
θαυμάζει, ούδέ έπαινβΐ σε· εάν δέ στρέψης
ήγουν ή αγάπη τοΰ ανδρός πρός τήν γυ
καί τήν άριστεράν σου, πάντβς πληρούν
ναίκα, άλλ' ή
ται
παράβασις
της εντολής,
και άποναρκοΐς
άριστεράν σου, άλλ' εύλαβεϊται
τήν
τό
θάμβους, και πλέκουσί σοι εγκώμια
διά τό ήρωϊκόν σου κατόρθωμα, καταισχύ-
Εύαγγέλίον της Κυρ. των Πατέρων της Ζ'. Συνόδου. νεται
δε
και
'Εκ
αγίας αΰτοϋ συμβουλάς, ούδεμίαν τιμωρίαν
τούτων δε φανερόν εστίν, δτι περ:σσότερον
έδιώρισε· διά δέ του; παραβαίνοντας ταΰτα
εκδικείσαι τον ραπίσαντά σε9 εάν στρέψης
τά παραγγέλματα, ένοχήν κρίσεως διέταξβ
και την άρ:στεράν σου, ηπερ εάν αύτόν
και πυρός γέενναν. Πώς δε ήμεΐς λέγομεν,
άντιρ^απίσης· κρίνον νΰν δικαίως
δτι ούκ είσίν εντολαί, όταν αυτός καθαρώς
δυσκο/ώτερον
αύτός ό ραπίσας σε.
505
ποιον τό
και ποίον το ώφελιμώτερον.
Έάν τοιουτοτρό-ως εξέτασης
και έκπεφασμένως ώνόμασε ταΰτα εντολάς, βίπών « 'ΧΟς εάν ουν λύση μίαν τών εντολών βυτ. 8;
πάντα
τά λοιπά τοΰ Κυρίου Ίησοΰ παραγγέλματα,
β τούτων τών ελαχίστων, καϊ διδάξη ούτω
βλέπεις, ότι ουκ είσί τοσούτον δύσκολα,
ί τού; άνθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται
δσον σϋ νομίζεις· δύσκολα φαίνονται εις
2 εν τη~ βασιλεία τών ουρανών
τούς εμπαθείς, δύσκολα φαίνονται εις τούς
πάντα είσίν εντολαί, εκειναι δηλαδή αί δύο
αδιάκριτους, φαίνονται δύσκολα εις εκεί
μεγαλαι εντολαί, εκ τών ομοίων α Όλος ό «τ. ι»,
νους, οίτινες ουκ έςετάζουσι τά πράγματα
ι νομός και οί προφήται κρέμανται ί. Εαν
καθώς πρέπει. Έστω δε, ότι είσί δύσκολα·
δε τό καθέν τούτων έρ·υνήσης? ουδέν άλλο
αλλά τόσο εστίν η δυσκολία αυτών , ώστε
βλέπεις εν αύτοίς είμη την εκπλήρωσιν της
ενίκησαν αυτήν μυριάδες μυριάδων, πάντες
αγάπης τού θεού και τού πλησίον αυτά
δηλαδή
είσιν
α
δίκαιοι
και
άγιοι
άνθρωποι·
Ταύτα
αί εντολαί τού Μωσαϊκού
νόμου ,
άλλ' ό θεός ό πλάς-ης
άπηρτισμέναι .και τετελειωμέναι διά της
ημών εχει δικαίωμα Γνα ζητη~ παρ ημών
τελειότητος και εκπληρώσεως, τ/;ν οποίαν
και τά δύσκολα·
επεθηκεν επ' αύτάς ό μονογενής υιός τοΰ
«στω, είσί δύσκολα·
ό θεός, δστις γνωρίζει
19'
πόσον εϊσί δύσκολα, πέμπει τήν χάριν αυ
θεού , ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, κα
τού άνάλογον εις τήν δυσκολίαν, και εχει
θώς αυτός εβεβαίωσεν, ειπών, α Μη νομίση- αύτ- 5ι
8τοιμον διά τόν κόπον της δυσκολίας άν-
ι τε , δτι ήλθον
καταλυσαι τόν νόμον ή
ί, κορ. ί, ταπόδοσιν αγαθών , α & οφθαλμός ουκ οίδε,
9 τού; προφήτας, ουκ ήλθον καταλύσαι,
9 και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν άν-
2 άλλά πληρώσαι ι. "Οσοι λοιπόν αθετού-
ί θρώπου ουκ άνέβη ».
σιν αυτά , νομίζοντες? δτι εϊσί συμβουλαί ,
Άποκρινόμενοι δε προς τους δεύτερους , λέγομεν, δτι ό θβάνθρωπος ού συμβουλευτικώς, αλλά προστακτικώς ταΰτα παρήγγειλδν επειδή, δτε έδωκε τάς σωτηρίους αυτού
εκείνοι πλανώνται, και ματαίως ήυυχαζουσι τήν ίυίαν συνείδησιν. Ιδού δε και ή προς τούς τρίτους άπόκρισις. Αληθώς ή μετάνοια εξαλείφει πά
Ματ. ίο, συμβουλάς, τ'τβ είπεν α Ό δυνάμενος χω-
σας τάς άμαρτίας , ουδεμία δε άμαρτία
"·
$ ρβϊν, χωρβίτω ϊ, και ε Εί θέλεις τέλειος είναι,
νικά τήν άπειρον του θεού εύσπλαγχνίαν
» ΰπαγβ , πώλησόν σου τά υπάρχοντα, καϊ
α Και εάν ώσιν αί άμαρτίαι υμών ώς φοινι-
» δος πτωχοΐς ι· δτβ δε ταΰτα παρήγγειλε)
2 κοΰν, ώς χιόνα λευκανώ* εάν δε ώσιν ώς
μ*τ. ε, τότι προστακτικώς ειπεν, α Έγώ δέ λέγω » ύμΐν ϊ. Διά τους μή πειθομένους εις τάς (ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
17'
ΐ κόκκινον, ώς εριον λβυκανώ ϊ· πλην μετά νοια χωρίς ταπεινοφροσύνης και συντριβής 39
ή0 ί>
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
506
καρδίας ουκ βστι μετάνοια· δστις δέ στο
Ενώπιον εκείνου τοΰ φοβερού κριτοΰ ή πρό-
χάζεται μικρά
φασις ουκ εχει τόπον, ή μεσιτεία
τά αμαρτήματα αυτού ,
έστιν
βκεΐνος ούδέ ταπεινοΰται ουδέ κατανύγεται.
άργή, τά δώρα ούδέ φαίνονται ούδέ ακού
Έστω, είσι μικρά, είσι δηλονότι εκείνα τά
ονται, ή εύσπλαγχνία παύει, μόνη ή δικαι
αμαρτήματα, περι των οποίων ό έπις·ήθιος
οσύνη τότε πράττει και ενεργεί. Άλλ' ή
Ιωάννης ειπε ι Και εστίν αμαρτία ού προς
μετάνοια ναί, ή αληθής μετάνοια και ή
ϊ θάνατον »· τί διά τούτος άρά γε ού μέλ-
κατανυκτική έξομολόγησις, εξαλείφει πάσας
λομεν άπολογίαν δούναι τω θεώ και περί
τάς άμαρτίας· άλλ'
των μή προς θάνατον άμαρτημάτων^ ποία
συλλογίζησαι,
αμαρτία μικρότερα της
άργολογίας} και
μικρά ή ολίγα, αλλά τύπτε τό στήθος ώς
Ματ. 12 δμως υπέρ αύτής είπεν ό Κύριος α Λέγω 36. ί δε ύμιν, δτι πάν ρήμα άργόν, δ εάν λαλή-
ό τελώνης, και κατάνυγε τήν καρδίαν σου
'·
δτι
δταν μετανοη'ς, επραξας
μή
αμαρτήματα
ώς ή πόρνη, και κλαΐε πικρώς ώς ό Πέτρος,
« σωσιν οί άνθρωποι, άποδώσουσι περι αύ-
και λέγε εις τήν
» τοΰ λόγον έν ήμερα κρίσεως ». Τί λόγον
Μανασσής
λοιπόν έχεις Γνα άποκριθτ}ς εις την ήμέραν
» μου
της κρίσεως, δταν ερωτηθη~ς
ϊ μου, Κύριε, έπλήθυναν αί άνομίαι μου ι,
δια τί ώργί-
εξομολόγητίν σου ώς δ
« "Ημαρτον υπέρ αριθμόν ψάμ-
θαλάσσης·
έπλήθυναν
αί
άνομίαι **». ί,
σθης ματαίως κατά του πλησίον σου} διά
και τά λοιπά·
τί υβρίσας τον άδελφόν σου ^ διά τί προσέ
θεός, δεχόμενος τήν θυσίαν της μετανοίας
φερες δώρα εις τον θεό ν, πριν η καταλλα-
σου, και τήν κατάνυξιν της ψυχής σου,
γης μετ'
και
εκείνου, τον όποιον ήδίκησας^
διά τί έμίανας τήν
ψυχήν σου διά των
τήν
ό δέ άπειροεύσπλαγχνος
συντριβήν και
ταπείνωσιν της
καρδίας σου, συγχωρεί πάσας τάς αμαρ
ρυπαρών επιθυμιών ^ διά τί άπέλυσας τήν
τίας σου· α Θυσία τω θεώ πνεύμα συντε- »α«»,
γυναικά σου
» τριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και
παρανόμως } διά τί έποίεις
δρκους καθ' έκάστην ήμέραν } διά τί πα ρέβης μίαν τών εντολών τών ελαχίστων }
> τεταπεινωμένην ό θεός ούκ έξουδενώσει »,
507
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
4
ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΥΡ.
ΠΡΟ. ΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ.
Ουδείς ποτε ιστορικός, περιγράψας την
περι της έκ παρθένου γεννήσεως
γενεαλογίαν άνθρωπου τινός, άνεβη τόσον
και ειπών « Τοϋ δε Ίησοϋ Χριστού ή γεν- Μ"Τ·|1·
ύψηλά, όσον άνέβησαν οί δύο εύαγγελις-αί,
« νησις ούτως ην », καϊ τά έξης. Έν ταύ
ό Ματθαίος καϊ ό Λουκάς, όταν καθιστό-
τη δε τη ημέρα,
ρησαν τήν τοϋ Ιησού Χρίστου γβνεαλογίαν
προ της Χριστού γεννήσεως , άνεγνώσθη
ό Ματθαίος άρχεται της γενεαλογίας άπό
ή τοΰ Ίησοϋ Χριστού γενεαλογία, ίνα η
Αβραάμ, και καταβιβάζει αυτήν εως του
μείς, ταύτην
Ίησοΰ Χρίστου, ό δε Λουκάς, άρξάμενος
έορτάσαι
άπό τοϋ Ίησοΰ Χρίστου, άνεβίβασεν αύτην
τά σωτηριώδη γενέθλια. Ή έρμηνεία ταύ
εως
της
τοϋ θεοΰ· δια τούτο, όταν άναγινώ-
ήτις εστίν
αυτού,
ή κυριακή
άκούσαντες , ετοιμασθώμεν
θεοπρεπώς τοϋ
σωτηρος ημών
της γενεαλογίας, λύουσα πάσαν φαι-
σκης αυτήν, φαίνεται σοι, ότι βλέπεις την
νομένην εν αύτη δυσκολίαν, και ποιούσα
κλίμακα τοϋ πατριάρχου Ιακώβ. Εις την
καταληπτά τά
πατριαρχικήν κλίμακα οί άγγελοι τοϋ θεοΰ
ριώδη νοήματα, ευφραίνει τών άκουόντων
άνέβαινον εως τοϋ ούρανοϋ, καί κατέβαινον
τάς καρδίας, και εγείρει εις αύτάς τόν θεΐον
εως της γης· εις την εύαγγελικήν γενεα-
ερο>τα,
λογίαν οί προπάτορες
Μακάριος, όστις ταύτην άκούση μετά της
τοϋ Χριστού άνα-
βαίνουσιν εως τοϋ θεού, και καταβαίνουσιν έως αυτού τοϋ επι
και
εν αύτη άγια και μυστη
της αρετής την επιθυμίαν.
προσηκούσης προσοχής και ευλάβειας-
γης ενανθρωπίσαντος Βίβλος γενέσεως Ίησοΰ Χρίστου,
Ιησού Χριστού* Δύο είσίν αί τοϋ Ιησού υ:οΰ Δαβίδ,
υ?οΰ
Αβραάμ.
Χριστού γεννήσεις, ή μεν θεία εκ πατρός άνευ μητρός, ή δε άνθρώπινος εκ μητρός
Άκούεις τίτλον ύπερένδοξον, καϊ επι
άνευ πατρός. Βλέπε δέ πώς την μεν θείαν
γραφή ν θαυμασίαν^ α Βίβλος γενέσεως Ίη-
ετύπωσεν ό Λουκάς, υίόν θεού άνακηρύξας
» σού Χρις·οϋ, υίού Δαβίδ, υιού Αβραάμ ».
Αου*. », τόν Ίησοϋν Χριστόν, καί ειπών, ε Υιός τοϋ
"Οστις ουν ερωτήση, πώς ονομάζεται τό βι-
» Ένώς , τοϋ Σήθ, τοϋ Αδάμ , τοϋ θεοϋ »·
βλίον τού κατά Ματθαίον ευαγγελίου, άπο-
την δε άνθρώπινον ό 'Ματθάϊος, διδάξας τά
κρινόμεθα, ότι ονομάζεται α Βίβλος γενέ39*
.
'■;
Ερμηνεία
εΐζ το κατά Ματθαίον
508
'·
χ σεως Ίησοΰ Χριστοΰ, υίοΰ Δαβίδ, υίοΰ
πλησιέστερος ην είς τόν Ίησοΰν Χριστόν ,
> Αβραάμ ϊ. Διά τί δέ είπε γενέσεως, και
και ενδοξότερος του Άβρααμ, και επειδή
ούχι γεννήσεως:, διότι τό δνομα γενέσεως
εκ τοΰ σπέρματος Δαβίδ προέΐπον οί προ-
βστι καθολικώτερον και γενικώτερον τοΰ
φήται, δτι μέλλει σαρκωθήναι, μάλιστα δέ
ονόματος γεννήσεως.
Γένεσις σημαίνει ού
αυτός ό Δαβίδ, φανερώσας, δτι μεθ' δρκου
μόνον την γέννησιν, άλλα και τάς πράξεις,
έβεβαίωσεν αυτόν ό θεός, δτι τόν έκ τοΰ
και τό πολίτευμα, και τήν ζωήν, και τόν
καρπού της κοιλίας αύτοΰ άναβιβάσει εις
θάνατον. Καθώς δέ ό προφήτης Μωϋσής,
τόν θρόνον της μεγαλωσύνης έν τοις ούρα-
ειπών « Αύτη ή βίβλο; γενέσεως άνθρώ-
νοΐς· α Ώμοσε Κύριος τω Δαβίδ άλήθειαν, νβ3ι< 131
ϊ πων », εφανέρωσε
ι και ού μή άθετήσει αύτήν, έκ καρπού της
διά τούτου)
δτι ή
ύπ' αύτοΰ συγγραφ=ΐσα βίβλος της πεντα
» κοιλίας σου θήσομαι επί τού θρόνου σου ».
τεύχου περιέχει και τάς
Επειδή δέ τοιαύτην έπιγραφην εθηκεν ό
γεννήσεις,
και
τάς πράξεις, και τήν ζωήν, και τόν θάνα
ευαγγελικής εις τό άγιον αυτού εύαγγέλιον,
τον των τότε άνθρώπων, ούτω και ό ευαγ
πάντες δέ, δσοι ακριβώς καθιστορούσι τά
γελιστής Ματθαίος , ειπών ο: Βίβλος γενέ-
περί τίνος άνθρώπου, άρχονται πρώτον από
» σεως Ιησού Χριστού » , εφανέρωσε διά
τών προγόνων αυτού, έπειτα, διηγηθέντες
τούτου, δτι το ύπ' αυτού συντεθέν εύαγγέ-
τά περί της γεννήσεως αυτού, περιγράφουσι
λιον περιέχει καϊ την γέννησιν, και τόν
και τά λοιπά πάντα, διά τούτο γράφει
βίον, και τά θαύματα , και τήν διδασκα-
πρώτον κατά σειράν τους προγόνους τοΰ
λίαν, και τά παθη, και τόν θάνατον, και
Ιησού Χρις-ού, αρχόμενος άπό τού Αβραάμ
δσα αναφέρονται είς τόν Ίησοΰν Χριστόν.
και λέγων,
11'
Και τό μεν Ιησούς σημαίνει σωτήρ κατά Αβραάμ την έβραϊκήν διάλεκτον επειδή δέ αυτός
Ισαάκ
δέ
έγέννησε
τον
Ισαάκ'
ι.
έγέννησε
τον
Ιακώβ* Γ™·
έστιν ό σωτηρ τού κόσμου, διά τούτο ώνοΙακώβ δέ έγέννησε τον Ιούδαν και μασθη Ιησούς, τό δέ Χριστός κεχρισμένος· τους αδελφούς αυτού.
35.
διότι ό Ίησους, ώς άνθρωπος, εχρίσθη ουχί έλαιω ύλικω, καθώς έχρίοντο οί ιερείς και
Άρχεται της γενεαλογία; τού Ίησοΰ
οί βασιλείς, άλλά πνεύματι άγίω, καθώς
Χριστού άπό Αβραάμ, επειδή αυτός έστιν
περι αύτοϋ προεφήτευσεν ό Ήσαίας, λέγων,
ό πρώτο; τού τών Εβραίων γένους, εξ ου ό
( 6ί> ι Ιΐνεύμα Κυρίου έπ' έμέ, ού ένεκεν έχρισέ
Χριστός έγεννήθη, και αυτού πρώτου β ή
1
» με »· υίόν δέ, ήγουν άπόγονον τού Δαβίδ
α πίστις έλογίσθη
και
Αβραάμ ώνόμασε τόν Ίησοΰν
εις αυτόν πρώτον εδωκεν ό θεός τάς υπο
Χριστόν, επειδή αληθώς έξ αυτών κατή-
σχέσεις, έπαγγειλάμενος, δτι εν αύτώ, ή
γετο η ύπεραγία Θεοτόκος, εξ ής ό Χριστός,
γουν διά
σάρκα λαβών, έγένετο άνθρωπος. Προεταξε
τεχθησομένου
δε τόν Δαβίδ τοΰ Αβραάμ, επειδή ό Δαβίδ
θήσονται πάντα της* γης τά έθνη· « Και
τού
τού
εις
δικαιοσύνη ν ϊ, καϊ
ί( 9'
έκ τοΰ σπέρματος αύτοΰ σωτήρος Χριστοΰ, εύλογη».
Εύαγγελίον της Κυρ. προ της Χρίστου Γεννήσεως.
509
ϊ ευλογήσω, είπε προς αυτόν ό θεός, τους
τότε εξέλθων δ Φαρές εγεννήθη πρώτο;.
» εύλογοΰντάς σε ,
Τοΰτο δέ εσήμαινεν , ότι, καθώς εφάνη ή Χρ»ο. «ίς
και τούς καταρωμέ-
ι νους σβ καταράσομαι· και ενευλογηθήσον-
χειρ του Ζαρα
ϊ ται εν σοι πάσαι αί φυλα'ι
της γης ί·
Φαρές, ούτω προ τοΰ νόμου εφάνη ή εύ-
Μόνον δε τό του Ιούδα όνομα ανέφερε, σιω-
αγγ;λική πίστις· διότι πάντες οί προ τοΰ
πήσας των αδελφών αύτοΰ τα ονόματα,
νόμου άγιοι διά της εις Χριστόν πίστεως,
επειδή εκ της φυλής αύτοΰ έσαρκώθη καϊ
και ούχι διά νόμου έδικαιώθησαν εύαγγε-
εγεννήθη ό Χριστός, καθώς ό πατριάρχης
λικώς δέ επολιτεύθησαν ό Αβραάμ, καί ό
βύτ. 49, Ίαχύξ προφητεύσας είπε ο: Σκύμνος λέον-
Ισαάκ,
προ της γεννήσεως του
καί ό 4Ίακώο, καϊ οί προ τοΰ νό
5 τος Ίοΰδα· έκ βλαστού, υίέ μου, άνέβτ,ς·
μου δίκαιοι· όταν δε εδόθη ό νόμος, τότε
ϊ άναπεσών
τίς
συνεστάλη ή εύαγγελική πολιτεία , καθώς
ϊ εγερεΐ αυτόν ^ ι και ό απόστολος Παΰλος
ή χειρ τοΰ Ζαρά· γεννηθέντος δέ τοΰ Φαρές,
*β?·47' εβεβαίωσε, λέγων « Πρόδηλον γάρ, ότι εξ
εξήλθεν ό Ζαρά διά τοΰ κόκκινου νήματος
έκοιμήθης ώς
σκύμνος·
ι Ιούδα άνατέταλκεν ό Κύριος ημών ». Α
σεσημειωμένος, ήγουν έξέλαμψεν η πίστις,
κολουθών ουν ό εύαγγελιςτ,ς
ή τώ αίματι τοΰ 'ϊησοΰ Χριστοΰ σφραγι-
σειρά τών
σθεΐσχ. Έμνημόνευσε δέ ό εύαγγελιςΎ,ς καί
τοΰ Ίοΰδα άπογόνων, λέγει·
της μητρός αύτών Θάμαρ, καν εκ παρα Μχτ. I, Ιούδας δέ έγέννησε τον Φαρές 3, * Γ··»ν2988· καί τον Ζαρά εκ της Θάμαρ" Φα5_ 1. Π»?*λ. ρές δέ έγέννησε τον Εσρώμ' Εσρώμ δέ έγέννησε τον Αράμ'
νομίας έγέννησεν αύτούς5 Γνα διδάξ/), ότι ούδέν εμποδίζει προ; την εύαρέστησιν τοΰ θεοΰ ή τών προγόνων κακία.
Αράμ Σαλμώμ
δέ έγέ,νησε τον
Αμιναδάβ'
έκ της 4, να§αβ
δέ
δέ έγέννησε τον Βο6ζ ««. ι,
ΑμιΡαχάβ"
Βο6ζ
δέ έγέννη
έγέννησε τον Ναασών'
' "*ΐοΧ,' Ναασών δέ έγέννησε τον Σαλμών.
σε τον Ώβήδ έκ της Ρουθ" Ώβηδ δέ
Δια τί προβάλλει ου μόνον τον Φαρές τον πατέρα τοΰ Έσρώμ
καί
πρόγονον
έγέννησε τον Ιεσσαί'
έγέννησε τον
Δαβίδ τον
Ιεσσαί δέ βασίλεα'
Δαβίδ δέ ό βασιλεύς έγέννησε τονκο·. *;
τών έξης, άλλα και τον άδελφον αύτοΰ τον
Σολομώντα
Ζαρά}
Σολομών δέ έγέννησε τόν 'Ροβοάμ"
διότι αύτο'ι ήσαν δίδυμο:, το δέ
συμβάν έν τ^ γεννήσει αύτών τύπος ήν
Ροβοάμ
δέ
έκ
της
έγέννησε
του Ούριου" »· π«?α
τον
Αβια αύτ. 14, 31. αύτ. Κ, I.
πράγματος θείου. Όταν ήλθεν ή ώρα της Άβίά δέ έγέννησε τον Ασά. γεννήσεως αύτών , πρώτον
μέν εξήγαγε
την χείρα αύτοΰ ό Ζαρά, ταύτη ν δέ ίδοΰσα
Τριών
γυναικών, της 'Ραχάβ,
της
ή παρεστώσα μαΐα, εδησεν εύθύς διά κόκ
'Ρούθ, και της τοΰ Ούριου, ήγουν της Βηρ-
κινου νήματος, εκείνος δέ εφείλκυσεν αύτήν
σαβεέ έμνημόνευσε.
τώ κοκκίνω νήματι εις τά οπίσω, καϊ
Και
ή μέν 'Ραχαβ
^
έστιν αύτη ή 'Ραάβ ή άλλογενης και πόρ- **» 2"?·
Ερμηνεία ε!ς το κατά Ματθαίον 310 νη, ή δεξαμενή τους εν τη~ Ιεριχώ άπος*α-
Ιωράμ'
Ιωράμ δέ
εγέννησε
τον
εγέννησε
τΌν
λέντας κατασκόπους, ήτις, διασωθεΐσα υπό Οζί'αν'
Οζί'ας
δέ
των Εβραίων, συνέζησε μετ' αυτών εμνηΙωάθαμ'
Ιωάθαμ
δέ
εγέννησε τον
μόνευσε δε αυτής και ό προφητάναξ Δαβίδ, Αχαζ' ψ«λ. 86, λέγων, « Μνησθήσομαι .'Ραάβ
Αχαζ
δέ εγέννησε
τΌν Ε-
και Βαβυζεκίαν'
Εζεκίας
δέ
εγέννησε
τον' π».^.
λώνος τοις γινώσκουσί με 5. Ή δέ 'Ρούθ, Μανασσή' Μανασσής δέ
εγέννησε
αλλόφυλος και αυτή ην} Μωαβΐτις τό γένος· καταλιπούσα δε θρησκείαν
και πατρίδα
καί συγγένειαν, έπίστευσεν εις τον άληθινον θεόν, καί συνήφθη τοις Ίουδαίοις· δθεν
τον
Αμών*
Αμ,ών δέ εγέννησε τον
Ιωσίαν. Ό Όζίας εστίν ό βασιλεύς, δστις τολ- \**1*·
Ιλαβεν αύτήν εις γυναίκα ό Βοόζ. Ή δέ
μήσας εθυμίασεν είς τον ναόν, και διά τού
Βηρσαβεέ εκείνη εστί, δί ην ό Δαβίδ μοι-
το έλεπρώθη· αυτός δέ ην διώνυμος,
χείαν καί φόνο ν ποιήσας, εδειξβν
τι καί Άζαρίας ώνομάζετο. Σημείωσαι δέ 4· 15, 1. δτι ό Όζίας, εΓτε Άζαρίας, ουκ ην υίός
είς τούς
έπειτα
αμαρτωλούς της μετανοίας
το
διό
παράδειγμα. Ανέφερε δέ ό ευαγγελιστής
τού Ίωράμ, άλλά τρισσέγγονος·
την 'Ραάβ καί την 'Ρούθ, Γνα δείξη, ότι
Όζίας ή Άζαρίας ην υίός τού Άμασίου,
Γ*λ^ *» παρά τω θεώ « Ουκ ενι Ιουδαίος » "Ελλην, ουκ ενι δούλος
ουδέ
ουδέ ελεύθερος,
ό δέ Άμασίας
υίός τού Ίωάς,
υίός τού Όχοζίου,
ό δέ Ίωάς
ό δέ Όχοζίας υίός τού *· °"?^·
» ουκ ενι άρσεν καϊ θτλυ », αλλά πάντες
Ίωράμ.
οι προς αύτόν
ευαγγελιστής Ματθαίος
προσερχόμενοι Ιν και το
διότι ό
Έκ τούτου φανερόν έστιν,
δτι ό
έσιώπησε τρία ο
αυτό λογίζονται. Καθώς δέ ή μέν 'Ραάβ,
νόματα, τό
ύποδεχθεΐσα τους κατασκόπους^ εσώθη, ή
καί τό τού Άμασίου· έσιώπησε
δέ 'Ρούθ, καταλιποΰσα την πατρω'αν θρη
εΓτε επειδή αυτοί ήσαν επίσημοι εις την
σκείαν, και πιστεύσασα εις τον θεόν, ήξιώθη
άπιστίαν καί είς τήν κακίαν, ως μαρτυ
γενέσθαι Χριστού πρόγονος, ούτως ή τών εθνών εκκλησία, ύποδεξαμένη τούς απο
ρεί ή θεία γραφή, εΓτε επειδή, διά τήν ά- 3. β*». 18 2 7 πιστίαν καί κακίαν αυτών , εξηλειμ- 2, ιί»?ίά.
στόλους, και καταλιποΰσα την είδωλολα-
μένα ήσαν τά τούτων ονόματα από τών **ι' α.'
τρείαν, ήξιώθη ττ,ς σωτηρίας. Την δέ Βηρ
εβραϊκών καταλόγων, εΓτε επειδή ήθέλησεν
σαβεέ άνέφερεν, Γνα διδάξη της μετανοίας
ό εύαγγελιςής επίτηδες συστήσαι τάς τρεις
την
τετραδεκάδας άπο Αβραάμ εως Χριστού.
δύναμιν, και παραστήσν), δτι αύτη
τοσούτον εξαλείφει την άμαρτίαν^
τού Όχοζίου, το τού Ίωάς,
ώστε Ιωσίας δέ
ό
μετανοήσας
αμαρτωλός
ου
δέ αυτά
εγέννησε
τίν
Ιεχο- μ«τ. ι,
λογίζεται νίαν
καί τούς αδελφούς αύτοΰ,
επί *■
αμαρτωλός, άλλά δίκαιος. της μετοικεσίας >,
Ασά
ι. παραλ. φατ·
δέ
εγέννησε
Ιωσαφατ
τον Ίωσα-
δε εγέννησε
τον
Βαουλωνος.
Καί ώδε πάλιν εγκαταλείπει ό Ματθαίος
τού Ίωκείμ τό όνομα,
ίερός
διότι ό
Εύαγγελίον της Κυρ. προ της Χρίστου Γεννήσεως
31 1
Ίεχονίας ούκ ην υιός, άλλ' εγγονός τοΰ 'Ιω Σαλαθίήλ"
Σαλαθίήλ
δέ έγεννησε α,'
σίου, ώς μαρτυρεί το βιβλίον τών παρατο Ζοροβάβελ. »" ιΠ5*?ΐ6 Επομένων, λέγων α Και υίοϊ Ίωσία, πρω Επειδή ό Ίεχονίας, οκταέτης άνέβη
ί τότοκος Ίωνάν, ό δεύτερος Ίωκείμ, ό τρί1 τος Σεδεκίας, ό τέταρτος Σαλούμ (ό αύ-
εις τόν
ι τος καϊ Ίωάχαζ)·
νον έβασίλευσεν,
καί υίοι Ιωακείμ, Ίε-
βασιλικόν Ορόνον, τρίμηνον δέ μόέπειτα μετά
β*«. 25 3 πλήθους ι. π*ρ*λ·
9 χονίας υίός αύτοΰ, Σεδεκίας υίός αύτοΰ ϊ.
λαοΰ μετεκομίσθη υπό τόν Ναβουχοδονό
Έσιώπησε δέ τοΰ Ιωακείμ το δνομα, επει
σορ
δή αυτός ούδέ κατά τον νόμον, ούδέ κατά
φανερόν έστιν, ότι μετά τήν μετοικεσίαν
ό Φαραώ Νε-
εκεΐ εις τήν Βαβυλώνα εγέννησε τόν Σα
μεν άδελφάν αύτοΰ τόν Ίωά-
λαθίήλ, ομοίως καϊ ό Σαλαθίήλ τόν Ζοροβά
ν πχ?«χ. το «9ος εβασίλευτε· διότι χαώ
τόν
εις τήν Βαβυλώνα, όπου και απέθανε,
βελ· ό δέ Ζοροβάβελ έπέστρεψεν εις τήν χα£, τόν
νόμιμον βασιλέα της Ιερουσα Ιερουσαλήμ, και ωκοδόμησε τό θυσιαστή-
·»
λήμ, μετέστησεν εις ΑΓγυπτον, δπου καϊ άπέΟανεν
ΐ3*Β» * 23,
αύτόν δέ τόν
Ιωακείμ κατέ
στη σεν βασιλέα, μεταβάλων τό όνομα αύτο"' τ° λεγόμενον πρότερον Έλιακίμ· « Καϊ
ριον τοΰ θεοΰ.
·
Ζοροβάβελ δέ
5· '·
εγέννησε τον Α-
«, II.
ι εβασίλευσε,
λέγει
τό τέταρτον βιβλίον
βίούδ"
Αβίουδ
> τών βασιλειών, Φαραώ Νεχαώ επ' αύ-
Ελίακείμ"
ϊ τους τόν Έλιακίμ,
τον
5 λέως
υίόν 'Ιωσίου βασι-
Ίοΰδα, άντϊ 'Ιωσίου
ί αύτοΰ·
καϊ επέστρεψε
δέ
έγεννησε
τΐ>ν
Ελιακείμ. δέ έγεννησε
Αζώρ' Αζώρ δέ
έγεννησε τον
τοΰ πατρός
Σαδώκ'
Σαδώκ δέ έγεννησε
τον
τό όνομα αύτοΰ
Αχείμ'
Αχεϊμ.
δέ έγεννησε
τον
δέ
τον
5 Ιωακείμ, και τόν Ίωάχαζ έλαβε , καϊ
Ελίούδ'
Ελίούδ
έγεννησε
14.
I».
» εΐσήνεγκεν εις ΑΓγυπτον, και άπέθανεν Ελεάζαρ"
Ελεάζαρ
δέ έγεννησε
2 εκεΐ 9 Δυο δε είσιν αί μετοικεσίαι τών 4, 1*ι· 34, ». ,». τ. λ. ·4τ. Κ
τον Ματθάν' Ματθάν δέ
έγέννησε
Εβραίων εις τήν Βαβυλώνα , ή πρώτη τον
Ιακώβ.
έπι Ιωακείμ τοΰ υίοΰ 'Ιωσίου, καί ή δευ τέρα μετ' ολίγον καιροΰ διάστημα
3βΠ6*Ρΐο Ί6Χονιου* αΰτη τοικεσία·
έπϊ
δέ εστίν ή επίσημος με
διότι τότε
ό Ναβουχοδονόσορ
μβτεκόμισεν εκ της Ιερουσαλήμ
εις τήν
Ειχον οί Έβραΐοι ακριβείς καταλόγους τών ιερέων καί βασιλέων αυτών, ώς μαρτυ ρεί Ίώσηπος
ό Φλάβιος· [βέβαιοι δε τούτο Ιώα. ι,
καί τό βιβλίον τοΰ Έσδρα, εν ώ φαίνεται, λΊτί·».
Βαβυλώνα συν τω βασιλεΐ Ίεχονία τώ καί
ότι μετά τήν έπιστροφήν τών Εβραίων
Ίωαχείμ λεγομένω
από της Βαβυλώνος , επειδή τίνες τών ίε-
πολλάς χιλιάδας Ε
ρατευόντων ούχ ευρέθησαν γεγραμμένοι εν
βραίων.
τοις τοιούτοις καταλόγοις, έστέρησαν αύΜ«τ. 1, Μετά δέ τήν μ,ετοίκεσίαν 12. ι.^παραλ. βυ^ίόνος Ιεχονίας έγεννησε
Βατον
τοΰς της ιερατικής υπηρεσίας· « Καί τοΰ- ι.έ»ί?. > των, λέγει
ό Έσδρας, ζητηθείσης της
Ερμηνεία είς το κατά ΜατθαΤον
312
ί γενικής γραφής εν τω καταλοχισμώ, καί
θάνη άτεκνος, λαμβάνη τήν γυναίκα αύτοΰ,
ϊ μή
τό δέ γεννηθέν παιδίον λογίζν,ται τέκνον
ευρεθείσης, εχωρίσθησαν τοΰ ίερα-
» τεύειν ».
Ό ιερός ουν Ματθαίος τά μέν
τοΰ αποθανόντος·
της
δέ δευτέρας, εάν
προ του Άβιούδ ονόματα παρέλαβε παρά
παρατηρήσεις πρώτον ,
της θείας γραφής, τά δέ άπό τοΰ Άβιούδ
Έβραΐοι, άλλά και τά έθνη κατά συνήθειαν
και έξης η παρά των τοιούτων
ουδέποτε γενεαλογοΰσι τάς γυναίκας· δεύ
καταλόγων
δτι
ού μόνον
οί
παρέλαβεν , η έκ παραδόσεως ήσαν αύτώ
τερον, δτι οί Έβραΐοι, οίτινε; μεμερισμένοι
γνωστά, η, έκ πνεύματος αγίου διδαχθείς,
ήσαν
εξέθετο ' αύτά είς
άλλ' εκ της ιδίας φυλής έλαμβανον γυναί
Αβραάμ
άναπλήρωσιν τής άπο
άχρι του Ίησοΰ
Χρίστου γε
νεαλογίας.
είς
δώδεκα φυλάς,
ουκ έξ άλλης,
κας· τρίτον, .δτι ή μνηστεία έλογίζετο γά μος,
καν
τά μνηστευθέντα
πρόσωπα ού
συνήρχοντο είς γάμου κοινωνίαν δθεν και ό »«· ·,
Ιακώβ σήφ
τον
έγεννήθη
δέ
ε'γίννησε
άνδρα Ιησούς ,
τον
ευαγγελικής ώνόμασε τόν Ιωσήφ άνδρα της
ής
άειπαρθένου Μαρίας· τέταρτον, δτι και οί
λεγόμενος
δύο εύαγγελισταί, σκοπόν έχοντες ίνα πα-
Μαρίας, έξ ό
Ιω
ραστήσωσι
Χρ:στός.
τόν
Ίησοΰν Χριστόν έκ τοΰ
Αβραάμ καταγόμενον, καί έκ της φυλής Έκ τούτων τών λόγων τρεις άπορίαι
τοΰ Ιούδα σάρκα λαβόντα, τοϋτο και εποί
γεννώνται· πρώτη, διά τί ό μεν Ματθαίος
ησαν διότι, γενεαλογήσαντες τόν Ιωσήφ,
ώνόμασεν Ιακώβ τον πατέρα τοΰ Ιωσήφ,
καί τήν συνήθειαν έφύλαξαν καί τόν σκο
δ δέ Λουκάς Ήλί· δευτέρα, διά τί καί οί
πόν αύτών έπλήρωσαν, καθότι ή ύπεραγία
δυο
εύαγγελισταί, γενεαλογοΰντες
Θεοτόκος, έξ ής σάρκα ελαβεν ο Χριστός,
τόν Ίησοΰν Χριστόν, έγενεαλόγησαν τον
ως μεμνηςευμένη τω Ιωσήφ, ουκ έξ άλλης
Ιωσήφ , ώσπερ άν εί ό Ιωσήφ ήν άληθώς
άλλ' έκ της ιδίας φυλής τοΰ Ιωσήφ, ήγουν
κατά σάρκα πατήρ αύτοΰ· τρίτη , διά τί
εκ της φυλής τοΰ Ιούδα κατήγετο·
μεταξύ τών δύο γενεαλογιών, δηλονότι τη;
γενεαλογήσαντες τόν Ιωσήφ, έγενεαλόγη
ύπό τοΰ Ματθαίου καί της υπό τοΰ Λουκά
σαν ;αυτήν τήν αειπάρθενον Μαριάμ. Διά
γραφείσης, τόση διαφορά ου μόνον ονομά
δέ τήν λύσιν τής τρίτης άπορίας σημείω-
των, άλλά και τοΰ άριθμοΰ αυτών } Της
σον τά έξης· πρώτον^ δτι τότε τινές μέν
μέν πρώτης άπορίας έχεις τήν λύσιν, εάν
ήσαν διώνυμοι, τινές είχον δύο πατέρας,
στοχασθ·/ϊς, δτι ό πατήρ τοΰ Ιωσήφ, κα
ως εΓπομεν, έξ ού καί είς αυτούς τούς έν τη"
θώς καί άλλοι πολλοί , ήν διώνυμος, ήγουν
άγία γραφγ» καταλόγους βλ,έπομεν ονομάτων
ώνομαζετο
και Ιακώβ και Ήλί· ή δτι
διαφοράς· δεύτερον, δτι ό μέν Ματθαίος ουκ
εΓχε δύο πατέρας, τόν μέν κατά φύσιν,
ήκολούθησβ πάντοτε τήν από πατρός είς
Αι»τ. ίί, τόν δέ κατά νόμον, διότι ό Μωσαϊκός νόμος
υίόν σειράν, άλλ' επήδησεν ενίοτε από τοΰ
ωριζεν Γνα ό αδελφός εκείνου, όστις άπο·
πατρός είς τόν εγγονον και είς τόν τρισ-
ούτοι
δθίν,
Εύαγγελίον της Κυρ. προ της Χρίστου Γεννήσεως.
313
βγγονον, καταλιπών τά μεταξύ ονόματα,
χωρίς τίνος σκοποΰ και λόγου επετηδεύθη
ώς άνωτέρω ειδομεν προς τούτοις δέ επέ
γράψαι τάς τρεις τετραδεκάδας , πολλά
βλεψε
τούς χατά διαδοχήν
πιθανόν φαίνεται, δτι καΐ ό δεκατέσσαρα
βασίλευσαντας ή επί τους κατά φυσικήν
άριθμός, και ό τρις δεκατέσσαρα μυς^ηριώ-
σειράν
δης εστί και σημαντικός θείων πραγμάτων.
μάλλον
επί
γεννηθεντας υίούς·
ό
δέ Λουκάς
ήκολούθησε τήν άπό πατρός, εις υίόν φυσι
Ό θεολόγος
κήν της γενεαλογίας σειράν τρίτον δέ, δτι
την έν τώ κατά Λουκάν εΰαγγελίω γενεα-
ι, ό μεν Ματθαίος κατάγει τον Ιωσήφ από τοϋ
λογίαν τοΰ Ίησοΰ Χρίστου, δτι ό Χριστός
Λ-υχ. 3, 2ολομώντος, ό δέ Λουκάς από άλλου υίοΰ •ι Ν51- ε' ™ τοΰ Δαβίδ, ήγουν του Νάθαν έπιβεβαιοΰσι
έστιν εβδομηκοστός Ιβδομος άπο Αδάμ,
χΡι™3. ^ τουτο
λόγον, δπου έφανέρωσε πάντα τά πδρί τοΰ
* Ναζιανζηνός Γρηγόριος
και δ Καισαρείας Εύσέβιος.
εταξεν
Γρωγόριος, παρατηρήσας εις
εις τόν περί πεντηκοστής αύτοΰ
επτά άριθμοϋ, και τόν έβδομηκοστόν εβδο-
Τι';ν 2ιιρ. μον τόν άπό Αδάμ Ιως Χρις-οΰ· και ουδέν Μχτ. 17.
Πάσαί ουν βραάμ,
α? γενεαί
άπο
Α
εως Δαβίδ γενεαί δεκατέσ-
σαρες, και άπο Δαβίδ εως της με
μέν είπε περί τών τοΰ
Ματθαίου τριών
τετραδεκάδων, έδωκε δέ άφορμήν Γνα τά έξης νοήσωμεν. Ό επτά άριθμός σημαίνει προς τοις άλλοις την κατάπαυσιν τών έρ
τοικεσίας Βαβυλώνος
γενεαί
δεκαγων τοΰ Κυρίου· « Και κατέπαυσε, λέγει, γ« »,
τεσσαρες' καί άπο της
μετοικεσίας » τη" ημέρα τη εβδόμη· από πάντων τών
Βαβυλώνος
εως του Χρίστου γενεαί » έργων αύτοΰ, ων έποίησε 8. Καθώς §έ
δεκατε'σσαρες. βργον θεοΰ ή πλάσις τοΰ κόσμου, ουτω καΐ Φαίνεται, δτι επίτηδες ήθέλησεν δ θείος
ή άνάπλασις αύτοΰ· ή άνάπλασις δέ διά
ευαγγελιστής ινα τρις κατασκευάσω, και
της ένσάρκου οικονομίας έγένετο· διό και δ
τρις
σωτήρ ημών έλεγε β Τό έργον έτελείωσα, 6 ΐ»άν. 1 7,
έπαναλάβη
τόν δεκατέσσαρα άριθ-
μόν διότι εις την δευτέραν τετραδεκάδα5
» δέδωκάς μοι Γνα ποιήσω »· και δταν δε
ήγουν την άπο Δαβίδ εως της μετοικεσίας
εκρέματο εις τόν ςαυρόν, είπε « Τετελες-αι ί· αύτ- ιν>
Βαβυλώνος,
καν έσιώπησε τρία δνόματα,
Τ: δε τετέλεσται^ φανερόν, δτι της σωτη-
τό τοΰ Όχοζίου , τό τοΰ Ίωάς και τά τοΰ
ρίας τό έργον δύο λοιπόν εϊτι τοΰ θεοΰ τά
Άμασίου, καν και τό τοΰ Ιωακείμ όνομα
βργα, ή κοσμογένεσις και ή κοσμοαναγένε-
έσιώπησε ,
και επομένως δεκατρία μόνον
σις* έπομένως δέ δύο και αί καταπαύσεις
δνόματα έμειναν, καθότι τά τοΰ Ίεχονίου
άπό τούτων τών έργων. Επειδή δέ τό δις
αναφέρεται εις την τρίτην τετραδεκάδα ,
έπτά ποιεί τόν δεκατέσσαρα} διά τοΰτο δ
δμως πάλιν άμεταθέτως εΓπεν α Άπό Δαβίδ
δεκατέσσαρα άριβμός σημαίνει ταύτας τάς
» 2ως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί
Βύο καταπαύσεις.
Επαναλαμβάνει
> δεκατέσσαρες ». Επειδή δέ ού δυνάμεθα
δέ δ
ευαγγελιστής τόν δεκατέσσαρα τρις, ίναπις·εΰσαι, δτι δ ευαγγελιστής ματαίως, και ί τήν της παναγίας τριάδος κατάπαυσιν άπά (Κ.ΪΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
40
30'
Ερμηνεία εϊζ το κατά Ματθαίον
514
τούτων των δύο έργων δηλοποιήσΥ). Τοσού
« Μνηστευθείσης, είπε, της μητρός αύτοΰ
τον
ί Μαρίας τω Ιωσήφ ί· ή δέ μνηστεία ου*
δέ μυστηριωδώς ττιν
γενεαλογίαν
εκθεμένος ,
τοϋ
Χριστού
διηγείται έπειτα
Ιστι γάμος, καν ως γάμος λογίζηται· έπει
και τά περι της άσπόρου γεν-νήσεως τοϋ | τα, .Γνα μή τις νομίσ*/}, ότι καν μή γάμος ή μνηστεία, συνήφθη όμως ό Ιωσήφ τη
σωτήρος, λέγων
παρθένω, προσέθηκε τό « Πριν ή συνελθϊϊν Ματ. ι,
Τοΰ δέ
Ιησοΰ Χρίστου
ή
γέν» αυτούς, ευρέθη .έν γαστρι έχουσα ϊ· αλλά
νησις
ούτως
γαρ της Ιωσήφ, ευρέθη
ήν'
[ζ,ν.ηστευυεισης
μηδέ επι τούτω αρκεσθείς διά τήν ύποψίαν
μητρός αύτοΰ Μαρίας τω
της κλεψιγαμίας, ήν και αυτός ό Ιωσήφ
πρΙν
ή συνελθεΐν
αυτούς,
έν γαστρί έχουσα εκ πνεύ
ύπώπτευσεν, έξήλε.ψε πάσαν ύποψίαν, ει πών, ότι συνέλαβεν έκ πνεύματος άγιου* « Ευρέθη έν γαστρί έχουσα εκ πνεύματος
ματος αγίου.
» άγίου >) ήγουν συνέλαβε τγ δυνάμει και Δια τρία αΓτια εύδόκησεν ό θεός, Γνα ή αειπάρθενος Μαρία μνηστευθη -τω Ιωσήφ·
ενεργεία τοΰ παναγίου και παντοδυνάμου πνεύματος.
πρώτον, Γνα φύγν) του θανάτου τον κίνδυνον διότι θάνατος ην η τιμωρία εκείνης της Αϊκτ. 22, ί», 24, παρθένου, ήτις, μή έχουσα άνδρα, ευρίσκετο
έγκυος·
ή
δι μνηστεία,
αφορμήν εις τον καθένα
δίδουσα
Γνα νομίζγ], ότι
Ιωσήφ δέ ό άνήρ
αυτής ,
δί- ··«-.«,
κα·ος ών, κα! μή θελων αυτήν παραδε·γματίσαί, έβουλήθη Ίτολύσαί
λάθρα ά-
αυτήν.
εκ του μνηστήρος αυτής συνέλαβεν, έδίωκε
Τό δίκαι:ς σημαίνει μέν τον άνθ^ωπον
τον κίνδυνον δεύτερον, Γνα, γενεαλογηθείς
τον μηδένα άδικουντα, σημαίνει δε ε'πίσης
ό Χριστός, δειχθη
και τον πάσης αρετής πεπληρωμένον διό
καταγόμενος
έκ του
γένους Αβραάμ και της φυλής Ιούδα* του- .
καθώς έρρέθη ό Νώ« και ό Ίώβ δίκαιος,
το δέ ουκ ήδύνατο γενέοθαι δια την σ,υ-
ουτω χαΧ ό Ιωσήφ. Βλέπε
νήθειαν, εάν μή ή παρθένος μεμνηςευμένη
αύτοΰ, τήν
ην άνδρϊ έκ της φυλής τοϋ Ιούδα· τρίτον,
τήν άγάπην τοΰ πλησίον, τον ζήλον ύπέρ
Γνα ό Ιωσήφ ό μνήστωρ χωρίς τίνος κακής
τοΰ νόμου τοϋ θεού, τήν φρόνησιν. Υπο
υποψίας ύπηρετ/]" εις τάς τοΰ γεννηθέντος.
πτεύεται μοιχέ ίαν, και όμως μετά πραό.-
Χριστού χρείας, μάλιστα όταν ό Ηρώδης
τητος και ανεξικακίας υπομένει τό ύπο-
εδίωκεν αυτόν ό Ιωσήφ δέ πάντων τών
πτευόμενον
άλλων προεκρίθη διά τήν ύπηρεσίαν ταύ-
άγίαν παρθένον εις τά κριτήρια, εγένετο
την, επειδή πάντας τούς άλλους ύπερεΐχεν
ατιμίας και τιμωρίας παράδειγμα· επειδή
£ΐς
ή ποινή
τήν
άρετήν. Βλέπε
δέ μετά
πόσης
δέ τάς άρετάς
ίώ^·
πραότητα, τήν άνεξικακίαν,
*·
όνειδος·
εάν
παρέδιδε
αυτής ήν θάνατο,ς*
τήν
ή προς τον ***** *«.
ακριβείας ό ευαγγελιστής έφανέρωσβ τον
πλησίον αγάπη εμποδίζει αυτόν τοϋ τοι
άσπορον
ούτου έργου. Ό ζήλος τοΰ νόμου τοϋ ()εοΰ
τόκον
της
ύπεραγίας
μητρό,ς·
μ ^
Εύαγγέλίον της Κυρ. προ της Χρίστου Γεννήσεως. αναγκάζει αύτόν Γνα
απόλυση αυτήν ώς
ί>1 5
αύτοΰ, Γνα πληροφόρηση αύτόν , δτι κα
μοιχαλίδα· εάν δέ άπέλυβν αυτήν φανερά,
θαρά εστι και άμίχντος·
τοΰτο άρκετόν ην προς κατάκρισιν αύτής·
ράβασιν νόμου· διότι αύτή συνέλαβεν ούκ
ή βν αύτω φρόνησις έδίδαξεν αύτον τρόπον
εξ άνδρός, άλλ' εκ δυνάμεως τοΰ
ευσεβή και έπαινετόν ούκ ηθέλησε ν ούδέ
πνεύματος..
παραδειγματίσαι αυτήν
Μή φ:βήθης πα
άγιου
ούδέ δηαοσιεΰσαι Τέξεταί δέ υίόν, τ6 όνομα αύτοΰ
και καλέσεις Μ«. ι »1. ΙΗΣΟΥΝ' αύτος
αυτήν κρυφίως· δ Έβουλήθη λάθρα άπολύ-
γαρ σώσεί τον
λαον
» σαι αύτήν ί. Κάι ταϋτα μέν βουλεύεται
των αμαρτιών αύτών.
τό νομιζόμενον αύτής αμάρτημα, άλλ' ούδέ συζήσαι μετ'αύττ,ς· εβουλήθη ούν άπολύσαι
ό δίκαιος Ιωσήφ·
άκουε δέ
αύτοΰ
άπο
τί οικονομεί Ίδού ή άληθής σημασία τοΰ ονόματος
τοΰ θεοϋ ή πρόνοια, ήτις εδιώρισεν αύτον Ίητοΰ- αύτήν δέ εφανέρωσεν ούκ άνθρω φύλακα της παρθένου, και ύπηρέτην του πος, άλλ' ό άγγελος τοΰ Κυρίου. Ή Μα εξ αύτης γεννηθέντος Χριστού. ρία, λέγει ό άγγελος προ; τον Ιωσήφ, γεν νήσει υίόν, σύ δε ονομάσεις αύτον Ίησοΰν Ταΰτα δέ αύτοΰ
ενθυμηθεντος, επειδή αύτός έστιν ό σωτήρ τοΰ λαοΰ αύ
ίδού άγγελος Κυρίου κατ
δναρ
ε'τοΰ, ήγουν
φάνη αύτω,
λέγων,
Ιωσήφ
ό σωτήρ
παντός τοΰ γένους
υίος των άνθρώπων, καθότι σώσει πάντας τούς
Δαβίδ,
μή
φοβηθης
παραλαβεΐν εις αύτόν πχστεύσοντας άπό των άμαρτιών
Μαριάμ τήν γυναικά ■ σου'
τ6 γαρ αύτών.
εν αύτη
γεννηθέν
έκ πνεύματος (Τοΰτο
ε'στίν αγίου. Διά τί ό άγγελος ώνόμασε τον Ιωσήφ
δέ
δλον γεγονεν,
πληροί το
ρηθέν
ύπΌ
ρίου δίά τοΰ
προφήτου
ίνα μ«. ι,
τοΰ Κυ λέγοντος,
υίόν Δαβίδ} ίνα μάθωμεν, δτι και ή μνηΊδού ή παρθένος
έν
γαστρι εξει,
στευθέϊσα αύτώ παρθένος εκ της φυλής ην και τεςεται υίόν, και καλέσουσι το τοΰ Δαβίδ, και έπομένως πληροφορηθώμεν, όνομα αύτοΰ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ,
δ
δτι εκ σπέρματος Δαβίδ σάρκα Ιλαβεν ό εστί μεθερμηνευόμενον, μεθ
ήμών
μονογενής υίός τοΰ θεοϋ κατά τάς προρ^ή6 θεός.) σεις των αγίων προφητών. Διά τί δέ εΓπε προς τον Ιωσήφ μή φοβηθη~ς} διότι, την
Κάν τίνες λέγωσιν, δτι τά λόγια ταΰ* ^ .
παράβασιν τοΰ νόμου φοβούμενος, έμελέτα
τα ούκ είσΐ τοΰ άγγέλου, αλλά τοΰ εύαγ-
άπολύσαι τήν άγίαν παρθένον
δθεν θαρ-
γελιστοΰ , τοΰτο δμως ούκ εστι πιθανόν
σοποιεΐ αυτόν, λέγων, Μή φοβηθη~ς νόμου
διά τήν σειράν τοΰ λόγου· διότι, εάν ταΰτα
παράβασιν, εάν παραλαβής
τήν γυναικά
είπεν ό εύαγγελιστής, επειδή ό αύτός λέγβι
σου· επίτηδες δέ ονομάζει αύτήν γυναίκα
β; Τούτο δέ δλον γέγονβν 2, άνάγκη εστίν. 40*
Σ"ρ·
Ερμηνεία
316
εις το κατά Ματθαίον
Γνχ νϋήσωμεν, ότι κχι ή φχνεΐσχ εις τον
ταν
Ιωσήφ οπτασία τοΰ αγγέλου προεφητεύθη
ύπέρ φύσιν, ουδέποτε δέ άλλοτε συνέβη
υπό του προφήτου· τοιαύτη ν δέ προφητείαν
είμή εις την Χριστού γέννησιν.
ουδέ εις τα προκείμενα προφητικά λόγια
τοΰ
βλέπομεν, ούδέ
αυτόν, δτι τό Εμμανουήλ όνομα σημαίνει
άλλαχοΰ εύρίσκομεν του
γεννήση παρθένος, διότι τοΰτό εστίν
ονόματος
Ιησού ,
Περί δέ
άποκρίθητι προς
αγγέλου ουν εϊσι και ταΰτα τά λόγια, κα
τό αυτό, δπερ και τό Ίησοΰς· διότι, δταν
θώς και τά προλαβόντα.
Ό άγγελος, ά-
ό θΐός ύπάρχημεθ' ημών, τότε αυτά; μεν
κολουθών τη~ σειρά τοΰ λόγου αυτού, λέγει-
ές·ι σωτήρ ημών, ημείς δέ έσμεν σεσωσμένοι.
γίνωσκε,
ώ Ιωσήφ, ότι τοΰτο δλον, ήγουν
Σύ δε παρατήρησον την σοφίαν τών λόγων
ό τόκος άνευ σποράς, και ή εκ πνεύματος
τοΰ άγγέλου· αυτός βαθμηδόν ώδήγησε τόν
αγίου σύλληψις, και τό όνομα του υιού της
Ιωσήφ, καί ήτοίμασεν αυτόν προς την
Μαριάμ, έγένοντο
ύποδοχήν
τοΰ θεοΰ, βν
Γνα πληρωθ^ ό λόγος
έλάλησε δια
στόματος τοΰ
της
πίστεως
τοΰ απορρήτου
μυστηρίου* ουκ ειπεν αύτω έξ άρχης, δτι
προφήτου. Και ό μεν προφήτης έστιν ό Η
ή Μαριάμ
παρθένος
εστί, και παρθένος
σαΐας, ό δέ λόγος τοΰ θεοΰ, δ ν αυτός ελάλη-
ες-αι, και παρθένος γεννήσει, ινα μή, ταΰτα
ύσ. 7, σεν, εστίν ούτος· α Διά τοΰτο δώσεί Κύριος 14. αυτός ήμίν σημεΐον ιδού ή παρθένος έν γα-
άκούσας, ταραχθη, άλλά πρώτον μέν ειπεν αύτω, δτι τη~ δυνάμει τοΰ αγίου πνεύματος
» ςτρί λήψεται, και τέξεται υίόν και καλέσεις
συνέλαβεν,
» τό όνομα αύτοΰ Εμμανουήλ β. Καί δ μέν
δτι τό
έπειτα έφανέρωσεν εΐ; αύτόν,
γεννησόμενον
έξ αύτης
εστίν
δ
Ησαΐας τοιουτοτρόπως έξεφώνησε τοΰ θεοΰ
σωτήρ τοΰ κόσμου· μετά δέ τοΰτο εδίδαξεν
τον λόγον,
αύτόν
ό
δέ άγγελος διηρμήνευσε τό
τά
περί
της
παρθενίας καΐ τοΰ
όνομα Εμμανουήλ, ειπών, δτι σημαίνε: τό
παρθενίου τόκου, βεβαιώσας τά ύπ' αύτοΰ
ο: Μεθ' ημών ό θεός ». Έάν ουν ό Εβραίος1
λεγόμενα διά τοΰ λόγου τοΰ θεοΰ, δν προε-
δολιευόμενος, λέγττ), δτι ό Ησαΐας ουκ ειπεν
κήρυξεν ό προφήτης Ησαΐας. Τί δέ επρα-
ή παρθένος, άλλ' ή νεάνις, και δτι δ Χρις"&'
ξεν ό Ιωσήφ, άκούσας ταΰτα τοΰ άγγελου
ουκ ώνομάσθη Εμμανουήλ, άλλ' Ίησοΰς,
τά λόγια ·,
άποκρίθητι προς αύτόν, δτι οί έβδομήκο.ντα Δ'εγερθείς δέ ό Ιωσήφ άπο τοΰ
Μχτ. ι, 14.
μεταφρασταί, οί μεταφράσαντες την έβραϊΰπνου, έποίησεν ώς προσέταξεν αύ κήν λέξιν
τοΰ Ήσαΐου εις τό παρθένος,
η σαν πολλώ σοφώτεροι αύτοΰ του δολερώς
τω
ταΰτα λέγοντος· και δτι δ Ησαΐας,
λαβε την γυναίκα αύτοΰ.
ινα
ό .άγγελος Κυρίου,
κα: παρέ Και ουκ
φανέρωση, δτι παρθένος γεννήσει τον Χρι-
έγίνωσκεν αύτήν, εως ου ετεκε τον
στόν, είπε « Διά τοΰτό δώσει Κύριος αυτός
υ!ον αύτής
9 ύμΐν σημεΐον », ήγουν τέρας, θαΰμα· θαύ
κάλεσε το δνο-χα αυτοΰ
τον πρωτότοκον, και ε'ΙΗΣΟΥΝ.
μα δέ έστι και τεράςΊον, ούχ δταν γεννήση γυνή, διότι τοΰτό έστι κατά φύσιν, άλλ' δ
Πώς ουκ εδίστασεν δ Ιωσήφ , τοιαύτα
25.
Εοαγγελίον της Κυρ. προ της Χρίστου Γεννήσεως.
317
παράδοξα πράγματα άκουσας κοιμωμενος,
» δεξιών μου εως άν θώ τους εχθρούς σου
χολ κατ' όναρ ίδων τον άγγελον } του θεοΰ
> ύποπόδιον των ποδών σου 9, σημαίνουσι
ή χάρις τοσαΰτην πληροφορίαν εσταξεν εις
τό διά παντός, χαθότι ουδέποτε ουδέ ό
τχν χαρδίαν αύτοΰ, ώστε, διεγερθείς άπό
χόραξ έπέστρεψεν εις την χιβωτόν, ουδέ ό
του ύπνου, ουδέ εδίς-ασεν οΰδέ άμφιβολίαν
Ίησοΰς εχωρίσθη από τών άποςόλων, ουδέ
ίλαβεν , ότι άγγελος θεοΰ ελάλησε προς
εξέπεσεν από της έχ δεξιών καθέδρας τοΰ
αΰτόν, αλλά, πιστεύσας κάι πληροφορηθείς,
θεοΰ χαι πατρός αϋτοΰ, ούτω χαϊ τό ε Ουκ
εποίησεν όσα προστακτικώς παρήγγειλεν
> εγίνωσκεν αύτην, εως ου ετεκε τον υίόν
αΰτώ, ήγουν παρέλαβε τήν άγίαν παρθένον,
» αυτής τον πρωτότοκον > σημαίνει, ότι
μετά πάσης επιμελείας τε χαΐ εύλαβείας π«-
ουδέποτε
ριποιούμενος και υπηρετών αυτήν ότε δε
παρθένα», άλλ' αϋτή παρθένος ην και προ
ετεκβ τον σωτήρα τοΰ κόσμου, τότε χατά
τόκου, κάι εν τόκω, κα: μετά τόκον, και διά
την παραγγελίαν τοΰ άγγέλου ώνόμασεν
παντός. Άκούων δέ τό πρωτότοκος, μή
αυτόν Ίησοϋν. Σημείωσα: δέ^ δτι, χαθώς
νομίσεις, ότι και άλλα τέκνα εγέννησεν ή
τό ι Ουκ άνέστρεψεν ό κόραξ εις την κι-
ΰπεραγία
» βωτόν εως τοΰ ξηρανθήναι τό ΰδωρ από
ώδε ουδέν άλλο σημαίνει ειμή τό πρώτος
μ«τ. 19, ι της γης ι, και τό ( Ιδού εγώ μεθ' υμών
και μονογενής, καθώς και τό ι Πρωτότοκος
Γ"7· *·
* βίμι πάσας τάς ημέρας Ιως της συντβ-
6
Ιωσήφ
συνεμίγη
τρ
άγία
Θεοτόκος, διότι τό πρωτότοκος
ϊ πάσης κτίσεως >.
*«λ. 109, > λείας τοΰ αιώνος ί, χαϊ τό € Κάθου έχ
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ.
ΜΑΤΘΑΙΟΝ
ΕΥΑΓΓΈΑΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡ. ΠΡΟ ΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ.
Λαμπροί μέν οί χαρακτήρες τοΰ Τησοΰ
Ιωσήφ μετ' εκείνων, όσα εδηλοποίησεν ό
Χριστοΰ, όσους ό άγγελος έφανέρωσεν εις
αρχάγγελος πρός τήν παρθένον, βλέπεις,
τόγ Ίωσηφ, πολλώ δέ λαμπρότεροι εκείνοι,
ότι τά ευαγγέλια τοΰ αρχάγγελου καθαρώ-
όσους
τερα έφανέρωσαν τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ τήν
εις
ό αρχάγγελος Γαβριήλ ανήγγειλεν
την
άγίαν
παρθένον
Μαρίαν.
Έάν
παραβολές όσα είπεν ό άγγελος προς τον
θεότητα· τοΰ το δέ ούκ
εστι παράδοξον
διότι, όσον ύπερεΐχεν ή άγιότης της θεοτό-
518
μϊτμ,
•
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
κου τήν άρετήν του Ιωσήφ, τόσον και τά
2 έκ πνβύματός έςιν άγίου »· ό αρχάγγελος
προς αυτήν ευαγγέλια υπερέβησαν τά εις
έφανέρωσβ πλατύτερον εις τήν
εκείνον εύαγγελισθέντα.
της θείας ενανθρωπίσεως τό έργον, ειπών,
Ό άγγελος , φανείς κατ' όναρ εις τον
δτι ού μόνον τη~ έπελεύσει τοϋ άγίου πνευ-
Ιωσήφ, διώκει της αμαρτίας τον φόβον,
ματος, αλλά και τη" δυνάμει τοϋ θεοϋ και
ειπών, « Ιωσήφ, υίός Δαβίδ, μή φοβηθης
πατρός έτελεσιουργήθ"/] της σαρκώσεως τοϋ-
5 παραλαβεΐν Μαριάμ την γυναικά σου 2*
λόγου τό μέγα μυστήριον α Πνεϋμα άγιον Αββ*· 'ί
ό αρχάγγελος, παρασταθείς
2 έπελεύσεται
ενώπιον της
επί σέ,
και δύναμις ύψί-
παρθένου, δτε αύτη ην έξυπνος, εξορίζει
» ·στου επισκιάσει σοι 2. Ό
μεν από της ψυχής αυτής τον φόβον της
φώνησε τοϋ Χοιστοϋ τό δνομα· α Τέξεται **«τ.
Αου*. ι, απάτης διά του λόγου α Μή φοβοϋ, Μαρι-
2 δέ υίόν,
άγγελος έξε-
και καλέσεις τό δνομα αύτοϋ
» άμ 2, πλήν αναγγέλλει και τήν χάριν^
ΊΗΣΟΤΝ»· τό αύτό ειπε και ό αρχάγγελος^
τήν οποίαν αυτή ευρεν ενώπιον
τοϋ θεοϋ·
πλήν προσέθηκεν, δτι ό Ίησοϋς έστι μέγας
α Ευρες γάρ χάριν παρά τω θεω »· διώκει
και υιός υψίστου,, και δτι ή βασιλεία αύ-
τον φόβον, πλήν διώκει και
τοϋ έστιν αιώνιος και ατελεύτητος·
τήν λύπην,
«ίτ. 23. και φέρει τήν χαράν « Χάϊρε , κεχαριτω-
Γ,ν. 3,
παρθένον
» τος εσται μέγας,
« Ού-
και υιός υψίστου κλη-
2 μένη »· κηρύττει τήν ενωσιν τοϋ θεοϋ
» θήσεται,
μετά του ανθρώπου· 8 Ό Κύριος μετά σόϋ 2,
2 τον θρόνον Δαβίδ τοϋ πατρός : αύτοϋ, και
και εύαγγελίζει τήν εύλογίαν ο Εύλογημέ-
2 βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ είς τους
ς> νη σύ εν γυναιξί 2. Βλέπε δε πώς ή μεν
2 αιώνας,
σαρκική προμήτωρ, ή Ευ«, διά τήν άμαρ-
» εσται τέλος »·
τίαν αυτής ήκουσε το α Πληθύνων πληθυ-
αυτός εστίν
» νώ τάς λύπας σου και τον
τοϋ θεΌϋ· «Διό και
στεναγμό ν
» σου· έν λύπαις τέξη τέκνα 2, ήκουσε τό
και δώσει αύτω Κύριος ό θεός
και της
βασιλείας αύτοϋ
ουκ
είπε
τέλος πάντων, . δτι
ό άγιος,
αύτός έστιν ό υιός τά γεννώμενον
άγιον
» κληθήσεται υίος θεοϋ 2.
ο: Έπικατάρατος ή γη έν τοις εργοις σου »·
Ό γεννηθείς λοιπόν έκ της παρθένου
ή δε πνευματική μήτηρ, ή Μαριάμ) διά
εστίν· ό καθαιρέτης της αμαρτίας,
τήν ύπερβάλλουσαν αυτής άρετήν εδέχθη
κτης της λύπης,
το άντίδοτον της λύπης,
ήγουν τήν χα
διανομεύς της- εύλογίας, ό δοτήρ της χά
το βάλσαμον ,
ριτος, ό Ιησούς, ό Σωτήρ τοϋ κόσμου· αύ
ράν,
και
της
κατάρας
ό διώ
ό χορηγός της χαράς, ό
ήγουν τήν εύλογίαν « Χάΐρε, κεχαριτωμέ-
τός έπελεύσει
πνεύματος άγίου
» νη· ό Κύριος μετά σού· ευλογημένη σύ έν
νάμει τοϋ θεοϋ
και πατρός συνελήφθη εις
» γυναιξίν »;···■ " ■ Ό άγγελος ειπε συντόμως εις τον Ιω
τήν
αυτής λαβών έγεννήθη·
σήφ, δτι τη" δυνάμει τοϋ άγίου πνεύματος
γας, ο υιός τοϋ ύψιστου, ό βασιλεύς των
ό Χριστός συνελήφθη εις τήν κοιλίαν της
αιώνων , ό εχων βασιλείαν
**τ^ι, μητρός αύτοϋ· ϊ Τό γάρ έν αύτη γεννηθέν
και δυ
κοιλίαν· της μητρός, και σάρκα
εξ
αύτός έστιν ό μέ
άτελεύτητον
αύτός έστιν ό άγιος* αύτός έστιν ό υιός τοδ
»5·
Εύαγγέλίον της Κυρ. προ
της Χρίστου Γεννήσεως.
319
θεοΰ· αυτός εστίν ό θβός και άνθρωπος. Ού- 1 ϊ απολύεις τόν δοϋλόν σου, δέσποτα, κατά τοί είσιν οί λαμπροί χαρακτήρες του Ίη-
ι τό ρημά σου έν ειρήνη ί, τότε, στραφείς
σοΰ Χρίστου, τους οποίους έζωγράφησαν
προς Μαριάμ τήν μητέρα αύτοϋ, είπε ταύ
οί άγιοι άγγελοι·
μαρτυ
τα τά άξιοσημείωτα λόγια, « Ιδού ούτος
διά των
> κείται εις πτώσιν και άνάστασιν πολ-
αύταί είσιν αί
ρία: των επουρανίων δυνάμεων,
όποιων έμαρτυρήθη του Ίησοΰ Χρίστου ή
» λών εν τώ Ισραήλ,
ΐεότης πριν 3) γεννηθη· μαρτυρίαι, αιτινες
α άντιλεγόμενον ί.
-εύφραίνουσι τήν την ψυχήν
των
καρδίαν ,
και εις
σημεΐον
και πληροΰσι
ι Σημεΐον άντιλεγόμενον ι· φανερά δέ
της ελπίδος
ή άντιλογία τούτου τοΰ σημείου. Ό Ίη-
ανθρώπων
τής σωτηρίας. Έάν ό μονογενής υιός του
σοΰς έν ούρανώ υπό των αγγέλων ώς παν
θεοΰ κατήλθεν άπό του ΰψους της θείας
τοκράτωρ λατρευόμενος, ό αυτός επί γης
αύτοϋ δόξης βίς το. βάθος της ανθρωπινής
ύπό της παρθένου ώς βρέφος σπαργανούμε-
λικ. », ταπεινώσεως, καί, θ=ός ών αληθινός, α εκε
νος πανταχού παρών ώς απεριόριστος, εν
ί νωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών : »,
τω
εάν άνέλαβε τό όνομα α τό ύπερ παν όνομα 2>,
έναγκαλιζόμενος, έν τοΐς κόλποις τοΰ πατρός
ήγουν τό ΙΗΣΟΥΣ, τουτέστι τό σωτήρ,
άνω, έν ταΐς άγκάλαις της μητρός κάτω·
*, ε'^ ν ηλθεν
α εις τον κόσμον, ούχ Γνα κρί-
τ*ρ- 1,} νη τον κόσμον,
ίερώ ώς περιοριστός ύπό τοΰ Συμεών
άναρχος
και εν χρόνω· άναρχος ώς συνά-
άλλ' ίνα σωθ·»}" ό κόσμος
ναρχος τώ άνάρχω πατρί, εν χρόνω ώς
ϊ δι αύτοϋ, έάν ηλθεν εις τον κόσμον α ά-
γεννηθείς έκ μητρός « Ότε ήλθε τόπλή-
3 μαρτωλοΰς σώσαι », χαίρετε
» ρωμα τοΰ χρόνου »· άόρατος
λαοί, και
και ορατός·
άγαλλιάσθε· χαρά έπέλαμψε και άγαλλία-
άόρατος ώς πνεΰμα, ορατός ώς σάρξ· αψη-
σις και
λάφητος
σωτηρία εις πάντας τους έν κό-
σμω ανθρώπους-
καϊ
ψηλαφητός,
προσιτός, ό αυτός θεός όμοΰ
έξηλείφθη ή αμαρτία, 5-
παυσεν ή λύπη, ελύθη ή κατάρα, έξήνθησεν
πος .
ή ευλογία, έκλείσθη ή θΰρα της κολάσεως
άντιλεγόμενον
και ήνοιξεν εκείνη του παραδείσου· πάντες
γνώσιν και διάθεσιν τοΰ
έσμέν σεσωσμένοι, πάντες κληρονόμοι της
δεμίαν
επουρανίου βασιλείας. Άλλ' εν τω μέσω ταύτης
ι της χαράς
ευρισκόμενος, άκούω τήν φωνήν καίου
ενός δι
και πνευματοφόρου ανδρός, τοΰ Συ
μεών λέγω, ός-ις ελαβεν-άποκάλυψιν πνεύ"'*· '» ματος άγίου α μη . ίδεΐν θάνατον πριν η Γδη
άπρόσιτος κα^
Ιδού
τό
και άνθρω
άντιλεγόμενον εις
άντίλογίαν
τήν
σημεΐον
δύναμιν ανθρώπου ,
καϊ μη- ·
έχον εις τήν παντο-
δυναμίαν καϊ σοφίαν τοΰ θεοΰ
και τήν
άγαθότηταΆλλά πώς ό αυτός κείται εις πτώσιν, κείται και εις
άνάστασιν πολλών }
ή
γουν πώς ό αυτός .πτώσεως γίνεται αίτιος καϊ άναστάσεως:, αυτός
μεν
ούκ εστίν
ί τόν Χριστόν Κυρίου »· αυτός, ότε ειδ·ν
αίτιος προσκόμματος, αυτός ούδένα κατα-
αύτόν . ώς βρέφος,
κρημνίζει ,
και έδέξατο αύτόν εις
·· 29. ;τ^ς άγκάλας αύτοΰ , και είπε τό 5 Νυν
άλλά, φως
ών τοΰ κόσμου,
φωτίζει πάντας, Γνα άναστηθώσιν από τοΰ
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
320
σκότους της απιστίας και τοΰ βυθού της
και την σμύρναν ώς εις θεόν άθάνατον
αμαρτίας.
ταΰτα πάντα ήσαν φώτα τοΰ
Ό ήλιος
ανατέλλων έφαπλοι
ηλιακού
τάς ακτίνας αύτοΰ πανταχού· οσοι κλείου-
φωτός άσυγκρίτως λαμπρότερα. "Οταν δε
σι τά όμματα, εκείνοι ού βλέπουσι το φως,
αυτός άνέτειλεν εις την Ιερουσαλήμ , τότε
αλλά διαμένουσιν έσκοτισμένοι. ϊίς δέ ό
τόσον έλαμψε τό φως της επουρανίου αυτού
αίτιος τοΰ σκότους αύτών ^ ό ήλιος , δστις
διδασκαλίας, ώς*ε καϊ αύτοι οί άποςαλέντες
λάμπει και επίσης φωτίζει πάντας, ή αύτοι
πιάσαι αύτόν, θαυμάσαντες ειπον, α Ουδέ- !««,.
ά κλείοντες τά όμματα και μή θέλοντες
» ποτε
ίδεΐν τό φώς}—Φανερό ν, ότι
> ούτος ό άνθρωπος »· τότε τόσον εφωτο-
ούχϊ ό ήλιος,
ούτως
έλάλησεν
άνθρωπος ,
ώς
άλλ' αύτοι οι μη θέλοντες ΐδεΐν τάς ακτί
βόλησε τό
νας τοΰ φωτός· ό ήλιος ανατέλλων πέμ
θαυμάτων, ώστε έθαύμαζον οί όχλοι, λέ
πει πανταχού τό φώς· άλλ' όσοι έχουσιν
γοντες, «
άσθένειαν
» τω Ισραήλ »· όσοι όμως διά την άμέ-
εις τά όμματα, ατενίζοντες εις
πλήθος
τών
έξαισίων αύτοΰ
Ότι ούδέποτε εφάνη ούτως έν μ»τ. »,
τό φως, βλάπτονται. Τί δέ τό αίτιον της
λειαν
βλάβης ^ τό φως ή ή άσΰένεια των ομμά
τά όμματα, ούκ ήθέλησαν ίδειν ταΰτα τά
των Φανερόν έστιν, ότι ή ασθένεια των ■ομμάτων και ούχι τό φως.
θεια φώτα, εκείνοι ούκ επίστευσαν, άλλ' έ
και
δυστροπίαν αύτών, κλείσαντες
μειναν εις της άπιστίας τό σκότος, διό και Άνέτειλεν έν Βηθλεέμ τό φως της χάρι τος τοΰ Ίησοΰ Χριστού- ή
εκ παρθένου
κατεκρίθησαν
επειδή
α Ό μή πιστεύων μ^.»,
9 ήδη κέκριται »· όσοι δέ ένητένισαν μεν
μητρός γέννησις , ό λαμπρότατος και ασυ
καί ειδον τό φώς, ειχον δε της ψυχής τά
νήθιστος
επάνω τοΰ
όμματα έσκοτισμένα υπό της ύπερηρανείας
σπηλαίου, ή δόξα τοΰ Κυρίου, ήτις περιέ-
καί τοΰ φθόνου καϊ τών άλλων παθών,
λαμψε τους ποιμένας, ό άγγελος, όστίς εύ-
έβλαψαν εαυτούς βλάβην ύπερβολικήν καϊ
ηγγελίσατο αύτοΐς χαράν μεγάλην', καϊ
αίώνιον
εφανέρωσεν εις αυτούς τό σημεΐον τοΰ γεν-
αλλά καϊ κατεδίωξαν, και εις θάνατον κα-
αστήρ, ό επιφανείς
Λ-.,ΐί. 2, νηθέντος , ειπών « Καί τούτο ύμϊν το ση12. ί μείον εύρήσετε βρέφος έσπαργανωμένον ,
διότι ού μόνον
ούκ επίστευσαν,
τεδίκασαν τον φωτοδότην Ίησοΰν
διό εν
τη" ήμέρα της κρίσεως α όψονται «ίς δν »·;:. ι»,
ϊ κείμενον έν τη φάτνη τ τό πλήθος της
ι έξεκέντησαν ». Φανερόν δέ, ότι ή κακή
επουρανίου στρατιάς των άγιων αγγέλων
προαίρεσις,
των αίνούντων
τό ύπέρλαμπρον φώς της θείας ενανθρωπί
τον
θεόν
και
λεγόντων
α Δόξα έν ύψίστοις θεώ, και επί γης ειρήνη,
''
καί τά ολέθρια πάθη,
ούχι δε
σεως Ιβλαψεν αύτούς. Έκ τούτου
» έν άνθρώποις ευδοκία ί· οί από ανατολών
καταλαμβάνομεν ,
ποιοι,
βασιλείς, οί έλθόντες καϊ προσκυνήσαντες
βλέποντες τούτο τό ούράνιον φώς, άνίς;αν-
αύτόν, και προσενέγκαντες αύτώ τά τίμια
ται, καϊ ποιοι πίπτουσιν
δώρα, τον χρυσόν ώς εις βασιλέα τοΰ παν
ται
τός, τον λίβανον ώς εις θνητόν άνθρωπον,
άνάστασις είς τούς πιστεύοντας, πτώσις
άνάστασις,
και είς
εις ποίους γίνε ποίους
πτώσις·
Εύαγγελίον της Κυρ. προ της Χρίστου Γεννήσεως.
324
βίς τους απίστους· άνάστασις βίς τους φύ
τήν άγάπην ήμών τών
λακας των βντολών ,τοΰ υπέρ ημών γεννη
βχθρών αύτοΰ γέγονβν άνθρωπος, καϊ ύπέ-
θέντος Χρίστου, πτώσις βίς τους καταφρο-
μεινβ σταυρόν καϊ θάνατον, άγαπώμβν καϊ
νητάς των θβίων αύτοΰ προσταγμάτων·
ήμεΐς
άνάςασις βίς τους μβτανοοΰντας, πτώσις
ήμας, δταν, λέγω, βνατενίζοντες είς αΰτόν,
βίς τοΰς αμετανόητους.
καϊ βλέποντες τό φώς τών εν αύτω θείων
Ήμβΐς πιστέ ύομβν και όμολογοΰμβν της
άμαρτωλών καί
αλλήλους , καθώς αυτός ήγάπησεν
αρετών,
σπουδάζωμεν παντι τρόπω
Γνα
θείας ενανθρωπίσεως τό μυστήριον τί αρά
άκολουθώμεν τοΐς Γχνεσιν αύτοΰ, τότε
γε εσται ήμΐν } πτώσις η άνάστασις } πί-
ενσαρκος αύτοΰ οικονομία γίνεται άνάςασις
πτομβν άρά γε
τών ψυχών ήμών.
η άνιστάμεθα^ άρά γβ
μέλλει νά κολασθώμεν και ήμεΐς , καθώς
ή
Κύριε, σωτήρ φιλανθρωπότατβ καϊ θεέ
καί οί άπιστοι οί μή πιστεύοντες και πβρι-
τοΰ ελέους, πάντες θέλουσι
φρονοΰντες του θείου λόγου την σάρκωσιν^—
πάντες οί είς σέ πιστεύοντες θέλουσι γενέ
Τοϋτο κρέμαται από της χάριτος του θεοΰ,
σθαι φύλακες τών θβίων σου προς"αγμάτων·
καί άπο της θελήσεως ημών επειδή δε ή
διότι τίς εστίν εκείνος ό άνθρωπος, δστις
χάρις πάντοτε καί είς πάντας τους θέλον
ού θέλει τήν τιμήν, τήν δόξαν, τήν βασι-
τας τήν σωτηρίαν αύτών δίδοται πλουσία,
λείαν, τήν οποίαν προξενεί ή αρετή } άλλ' ή
βάν θέλωμβν, ή χάρις συνεργεί, και ήμεΐς
θέλησις ήμών εστίν άσθενής, νικάται υπό
άνιστάμεθα καϊ σωζόμεθα. Όταν ήμεΐς οί
τών παθών της σαρκός, φθείρεται υπό της
οΰτιδανοί καί εύτελέστατοι, ήμεΐς ό πηλός
ματαιότητος τοΰ κόσμου , πλανάται υπό
και τό χώμ.α, τών σκωλήκων τό βρώμα
τών πειρασμών τοΰ διαβόλου, ο: Συ ει, Κύ- Φι>
καϊ του αέρος ή δυσώδία, άνοίγωμεν τά
» ριβ, ό ενεργών εν ήμΐν καϊ τό θέλειν ι·
όμματα, καί
βλέποντες τον δημιουργόν
Σΰ λοιπόν, δς-'.ς, τοσοΰτον άγαπήσας ημάς,
της κτίσεως καϊ δεσπότην πάντων τών
τοσούτον εταπεινώθης υπέρ ήμών, ενίσχυ-
ορατών καϊ αοράτων
εν εύτελεΐ σπηλαίω
σον τά ασθενές της θελήσεως ήμών, και
κβίμενον, και εν φάτνη τών αλόγων άνα-
ένδυνάμωσον αύτήν είς τήν εργασίαν και
κεκλιμένον, καϊ ως βρέφος εσπαργανωμέ-
εκπλήρωσιν τών θείων εντολών σου· μή
νον ^ καϊ διακρίνοντες τήν θείαν
αύτοΰ
συγχωρήσης ίνα ή βνσαρκος οικονομία σου
κένωσιν καϊ τήν ύπερβάλλουσαν ταπείνω-
γένηται ήμΐν τοΐς πιστεύουσιν είς σε βίς
σιν, άποστρεφώμεθα της υπερηφάνειας τήν
πτώσιν κολάσεως? άλλ' βύδόκησον γενέσθαι
άμαρτίαν, καϊ
αύτήν είς ήμάς άνάστασιν ζωής αιωνίου.
φρονώμεν πάντοτε
μετά
πάντων τά ταπεινά, δταν ήμεΐς, ένατενί-
τήν άρβτήν,
Αμήν.
ζοντβς είς αυτόν, και βλέποντες, δτι δια |
(ΕϊΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β .)
41
522
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ.
0 Οταμ δ θεός εβαλεν εις τό στόμα του
ανατολή μάγων δτβ ουν εφάνη δ άστηρ
μάντεως Βαλαάμ τάς περι τού μονογενούς
εν τη ανατολή, και είδον αύτδν οί μάγοι,
υίοΰ αύτοΟ προφητείας, τότε αυτός, μεταξύ
τότε, έτοιμάσαντες δώρα, ήλθον είς προ-
των άλλων προφητικών λόγων, εξεφώνησε
σκύνησιν του υπό του αστέρος καταγγελ
και την προφητείαν περί του αστέρος, δςις
λομένου Ιησού Χριστού· φθάσαντες δε βίς
εμελλεν όφίηναι εις τον καιρόν, εν ω εγεν-
τά
νήθη ό Κύριος
σκοπόν αύτών είς τον
ημών
Ίησοΰς
Χριστός*
«ί·*. «4, β Άνατελεΐ, ειπεν, άστρον εξ Ιακώβ, ά17'
Ιεροσόλυμα,
πα£ αυτού
και φχνερώσαντες
τον
Ήρώδην, ελαβον
παραγγελίαν, Γνα εξετάσωσ*
ι ναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ »· Ό
περί τού παιδιού, και φανερώσωσιν είς αυ
βασιλεύς Βαλάκ, δστις
τόν τά περι αυτού. Άνεχώρησαν ουν εκεί
Βαλαάμ ,
ινα καταρασθη
προς τοις άλλοις «»τ. ϊ3, τα τά
προσεκάλεσ* τον
τον
Ισραήλ ,
είπε παρρησία και ταΰ-
αξιοσημείωτα λόγια·
α; Ότι οιδα
θεν, καϊ υπό
τού
αστέρος
οδηγούμενοι,
έφθασαν είς την οίκίαν, όπου ην « Τό παι- μ.: », » δίον μετά Μαρίας της
μητρός
αύτοΰ,
» οδς αν ευλόγησης σύ,
εύλογη νται,
καϊ
> και πεσόντες προσεκύνησαν αύτω· άνοί-
ι ους άν
κεκατήρανται 9.
& ξαντες δε τους θησαυρούς αύτών, προ-
Εκ τών λόγων τούτων φαίνεται φανερά,
» σήνεγκαν αύτω δώρα, χρυσόν και λίβα-
ότι μεγάλην ύπόληψιν είχον εις τούτον τον
ϊ νον,
μάντιν πάντες οι κατο.ικούντ$ς τά ανατο
» άγγελος Κυρίου >, φάνεις είς αυτούς κα-
λικά μέρη, ού μόνον δε οί πλησίον κατοι-
τ' όναρ, προσέταξεν
κούντες, αλλά και οί πολλά μακράν διό
προς τον Ήρώδην, και διά τούτο « Δί άλλης
έξάκουστον
ι όδού άνεχώρησαν είς την χώραν αύτών ϊ.
καταράσση ,
και
περιβόητον
εγένετο
εις
καϊ
σμύρναν.
Μετά
Γνα μη
δε
ταύτα
επιστρέψωσι
πάντα τά μέρη εκείνα, δτι ό Βαλαάμ αντί
Κα! ταύτα μεν συνέβησαν
κατάρας εύλογίαν εδωκεν εις τον λαον τοϋ
χωρήσωσιν οί μάγοι από της Βηθλεέμ· τά
Ισραήλ. Αί προφητεΐαι του Βαλαάμ θεού
δε συμβάντα μετά την άναχώρησ»ν τών
συνεργεία
μάγων διηγείται τό σημερινόν εύαγγέλιον,
διεσώθησαν
κατά
παράδοσιν
£λληλοδιάδοχον εις την μνήμην τών εν χτρ
άρχόμενρν ούτως·
πριν ή άνα-
&.ιι,
Εύαγγέλιον
της Κυρ. μετά
» ι Αναχωρησαντων των
I » μάγων, ι
την Χρίστου Γέννηση»,
323
της καταδρομής τοϋ Ήρώδους—Ό θεός ποιεί δσα βούλεται· όταν δέ αύτός θέλη, και ή
δού άγγελος
Κυρίου φαίνεται κα τάξις της φύσεως νικάται καί παραχωρεί·
τ
δναρ τω
Ιωσήφ, λέγων,
Εγερ τοϋτο δέ εγένετο, Γνα τμεΐς μάθωμεν, ότι
θείς,
παράλαβε
το
παιδίον
και θέλημα τοϋ θεοΰ εστίν Γνα , όπου βλέπομεν
την μητέρα αύτοΰ, Αίγυπτον, είπω
σοι"
ζητε?ν
και
καί φεϋγε εις
ίσθι ε'κεΐ,
κίνδυνον, φεύγωμεν εκείθεν, καί δίδοντες
εως αν
τόπον τή όργη5 μή γινώμεθα ριψοκίνδυνοι.
μέλλει
γαρ
Ηρώδης
Τοϋτο δέ, όπερ ό θεός έφανέρωσε διά τοϋ
το παιδίον
του
άπολέσαι
εμπράκτου παραδείγματος τοϋ μονογενούς υίοϋ αύτού, τοϋτο αυτό διά λόγου ό προφή
αυτό. Μή νομίσης, ότι μάγους λέγει τους
της
Ησαΐας
εκήρυξεν, ειπών
« Βάδιζε η*
ποιοϋντας τάς μαγείας καί γοητείας· διότι
5 λαός μου, είσελθε εις τό ταμεΐόν σου,
μάγους οί ΧαλδαΐοΓ ώνόμαζον τού: σοφούς
ϊ άπόκλεισον τήν θύραν σου, άποκρύβηθι
καί επιστήμονας τοϋ τότε καιροΰ ανθρώ
9 μικρόν όσον όσον , εως άν παρέλθη- ή όρ»
πους· διό καί ό ίερός Ματθαίος τους άνδρας
» γή Κυρίου ί. Τί δέ εποίησεν ό Ιωσήφ,
τούς ελθόντας βίς προσκύνησιν του Χρις·ού
άφ' οδ ήκουσε τοϋτο τό πρόσταγμα τού
μάγους ώνόμασε
άγγέλου.}
κατά τήν
τοϋ
τόπου
αυτών συνήθειαν. Άφ' ου δέ ούτοι9 προσκυΟ δέ
εγερθείς,
παρέλαβε
τοιι.τ
νήσαντες τον γεννηθέντα, καί προσαγαγόνπαιδίον και τήν μητέρα αύτοΰ νυ τες αύτώ τά δώρα, άνεχώρησαν εκείθεν^ έφάνη ό άγγελος εις τον Ιωσήφ ,
κτός,
καΓ άνεχώρησεν
καί παρήγγειλεν αύτώ Γνα παραλάβτ) τό
πτον,
και ην εκεί εως της τελευ-
παιδίον καί τήν μητέρα αύτοΰ, καί, φυγών
τής
ίκειθεν, ελθν] εις τήν Αίγυπτον. Ή οπτα
ρηθέν
σία καί ή παραγγελία του άγγέλου προς
προφήτου, λέγοντος,
τόν Ιωσήφ, έτι. δέ καί ή φανέρωσις της
εκάλεσα τον υίόν μου.
τότε
Ηρώδου , ύπο
τοϋ
Ίνα
ει'ς
Αίγυ
πληρωθη
Κυρίου
διά
το του
Εξ Αιγύπτου
θανατηφόρου επιβουλής, της υπό τοϋ Ήρωδου μελετωμένης, διδάσκουσι τήν ιδιά
Βλέπε προθυμίαν υπακοής
καί ύποτα-
ζουσα ν πρόνοιαν.τοΰ θεοΰ υπέρ. της άνεπη-
γήν τελείαν ούδέ διάστημα τόπου,
ρεάςου διατηρήσεως τοϋ γεννηθέντος Ίησοϋ
όδοιπορίας κόπον, ούδέ τήν πικρίαν της
Χρις·οϋ. Άλλα δια τί ή τοσούτον όχληρά
ξενιτείας εστοχάσθη όλως ό μακάριος Ιω
καί κοπιαστική φυγή εις τήν Αίγυπτον,
σήφ, άλλά
καί ή εκείθεν επιστροφής . μήπως ό θεός,
τήν νύκτα έκείνην, καθ' ήν έφάνη εις αυ
παντοδύναμος ών, ούκ ήδύνατο κρύψαι τό
τόν ό άγγελος, εγερθείς τοϋ ύπνου, παρα
παιδίον εκεΐ, όπου εΰρίσκετο, ήγουν εις τήν
λαβών τό παιδίον και τήν μητέρα αύτοΰ,
Βηθλεέμ,
άνεχώρησεν εις τήν Αίγυπτον? και βμεινεν
χαΐ διαφυλάξαι αυτό εκεί από
ούδέ
χωρίς τίνος άναβολής, εύθύς
41*
Ερμηνεία ε!ς το κατά Ματθαίον
εκεΐ εως ού άπέθανεν ό Ηρώδης. Τοΰτο δέ
μαινόμενον τών προφητικών τοΰ Ώσηέ λό
γέγονεν, Γνα πληρωθη~, λέγει, δ λόγος του
γων. Ταΰτα δέ
Κυρίου, 8ν ελάλησεν ό προφήτης. Τίς δέ
Σστορεΐ έπειτα τά δσα συνέβησαν, άφ' ου
εστίν ούτος ό προφήτης } καί τί προεφή-
ό Ιωσήφ
τευσε:, καί πώς επληρώθη
τρός αύτοΰ ήλθεν είς την Αίγυπτον.
ή προφητεία
ειπών ό
ευαγγελιστής ,
μετά τοΰ παιδίου και τής μη
αύτοΰ ·,—Ό προφήτης εστίν ό '&σηέ· αύτός Λ*. ιι, προεφήτευσε ταΰτα « "Οτι νήπιος Ισραήλ, 1
» και εγώ ήγάπησα
αυτόν, και εξ Αίγύ-
$ πτου μετεκάλεσα τά
τέκνα αυτοΰ
»·
μ<χτ. ι, επληρώθη δέ ή προφητεία αύτη, δταν ό 19 20 ' ' θεός διά του αγγέλου του φανέντος τω
Τότε
εις
την
Αίγυπτον
λίαν,
Γνα
παραλαβή
οτι
ένε- *«6».
έθυμώθη
καί άποστεί'λας, άνεΤλε πάν-
τας τους παιδας τούς
εν Βηθλεέμ
εν πασί τοις όρί'ο*ς αυτής άπο
παρήγγειδιετούς
λεν αύτω ,
ί'δών,
παί^θη ύπ6 τών μάγων ,
και Ιωσήφ
Ηρώδης,
καί
κατωτέρω
κατά
τον
το παιδίον χρόνον ,
δν
ήκρίβωσε
παρά τών
και την μητέρα αύτοΰ, καί επιστρέψη εις μάγων. την γήν Ισραήλ* διότι τότε ό θεός έκάλεσεν εξ Αιγύπτου
τόν
μονογενή
αυτού υίόν.
"Οταν οί μάγοι ήλθον εις τήν Ιερουσα
Σημείωσαι δέ, δτι καθώς ή μεν νεφέλη, ή
λήμ,
σκεπάζουσα
του Ισραήλ, δτε
β Ποΰ εστίν ό γεννηθείς βασιλεύς τών Ίου-
έξήλθεν εκ της Αιγύπτου, ην τύπος του
ι δαίων », ό δέ Ηρώδης προσκαλέσας τούς
άγίου
τον λαόν
πνεύματος,
ή δέ Ερυθρά θάλασ-
ι.κορ. ίο, σα*> του άγίου βαπτίσματος, ή
δέ ακολου
ώς
αρχιερείς
ανωτέρω
είπομεν,
ζητοΰντες,
καί γραμματείς τοΰ λαοΰ , καί
έρευνήσας περί τούτου, καί εύρων εις τά βι
θούσα πέτρα έσήμαινε τον Ίησοΰν Χρις/όν,
βλία τών προφητών ,
ούτω και ή εκ της Αιγύπτου έξοδος των
νάται έν Βηθλεέμ , παρήγγειλεν
υιών Ισραήλ διετύπωσε την εκ τής Αιγύ
μάγους, Γνα, ακριβώς εξετάσαντες περί τοΰ
πτου έςέλευσιν του
παιδίου } άναγγείλωσιν αύτω
Ίησοϋ Χριστοΰ, καί
δτι δ Χριστός γεν- Μ'χ· *, είς τούς
τά περί αύ
την έπιστροφήν αύτοΰ εις την γην Ισραήλ*
τοΰ· τότε, ώς φαίνεται, ύπεσχέθησαν αύ
διά τοΰτο ό μεν προφήτη; Ώσηέ, προβλέ-
τω οί μάγοι, δτι μετά τήν
πων
στρέψουσι προς αύτόν, καί διηγηθήσονται
ταύτην
τοΰ Χριστοΰ την εξέλευσιν
εκ της Αιγύπτου , προεφήτευσεν διά τοΰ προτυπώσαντος δέ
αυτήν
αυτήν τύπου·
δ
ευαγγελιστής Ματθαίος , τά τυπικά
τοΰ '£2σηέ λόγια
διερμηνεύσας , άνέφερεν
ερευναν επι-
τά περί τοΰ παιδίου. Καί είχον μεν κατά νοΰν οί μάγοι εκπληρώσαι τήν ύπόσχεσιν αυτών λαβόντες δέ πρόσταγμα
υπό θεοΰ
Γνα μή έπιστρέψωσι προς αύτόν, άνεχώ-
αυτά είς το σημαινόμενον αυτών,
και εις
ρησαν δί άλλης όδοΰ είς τήν πατρίδα αυ
το ύπ'
διό καί
τών
ειπεν
αυτών προτυπωθέν έργον,
Μ*Τ *·
δ δέ Ηρώδης, όστις ένόμιζεν, δτι ό
< Έξ Αιγύπτου έκάλεσα τόν υίόν γεννηθείς Χριστός εστίν επίγειος βασιλεύς*
ϊ μου »· τοΰτο δέ εστί τό νόημα και τά ση καί εφοβεΐτο
μήπως
εκθρόνιση αυτό/ εκ
Εύαγγελίον της Κυρ. μετά την Χρίστου Γέννηση/.
325
τοϋ θρόνου αυτού, υποπτευθείς, ότι ενέπαι- | αύτόν οί γονείς αύτοϋ εις τό εν Ιερουσαλήμ ξαν αύτόν οί μάγοι , τοσούτον έθυμώθη, ώστε άπέςειλεν ευθύς πρός·αγμα Γνα φονεύ-
ίερόν, « καθώς γέγραπται «ν νόμω Κυρίου ^ α«»*. », , 1 23. φανερόν εστίν, ότι μετά τάς τισασράκοντα
σωσι πάντας τους παΐδας ού μόνον τους εν
ήμέρας από της γεννήσεως αύτοϋ, ήγουν
Βηθλεέμ, αλλά και τους εις τά σύνορα αυ
άφ' ου παρέστησαν αύτόν εις τόν ναόν,
τής,
τότε κατέβησαν σύν αύτω εΓς τήν ΑΓγυ
τους από δυο ετών καί κατωτέρω
ι κατά τον χρόνον, λέγω ό Ευαγγελιστής,
πτον. Ό συγγραφεύς τοϋ εκκλησιαστικού
5 8ν ήκρίβωσε παρά
των μάγων >. Έκ
μηνολογίου διέταξε τήν μεν προσκύνησιν
τούτου φανερόν έστιν, δτι οί μάγοι ειπον
τών μάγων κατ' αύτήν τήν ήμέραν, έν η
προς αύτόν, ότι ό αστήρ προ δυο ετών
εγεννήθη ό Χριστός, τήν δε φυγήν εις τήν
εφάνη εις την ανατολήν τοΰτο δε εγένετο,
ΑΓγυπτον τη εφεξής ήμέρα, τήν δέ παιδο-
Γνα οί μάγοι εχωσι καιρόν και συλλογισθή-
κτονίαν τι}" τετάρτη
ναι περί τοΰ άστέρος, και άποφασίσαι τό
Χριστοϋ γέννησιν πάντα δέ ταϋτα πιθανά
τί
σημαίνει,
ήμέρα μετά
τήν
καϊ
έτοιμασθήναι προς την
εί^ι, τοϋτο μόνον φαίνεται δύσκολον, πώς
τοιαύτην μακράν
καί άγνώριστον όδοιπο-
δηλονότι ό Ιωσήφ σύν τω πχιδίω και ττ}*
ρίαν.
Και ποίαν μεν ήμέραν
Χρίστου γέννησιν
έφθασαν οί
μετά την
μητρϊ αύτοϋ επέστρεψεν από της Αιγύπτου
μάγοι εις
εις τήν Ιερουσαλήμ πριν τών τεσσαράκον
την Βηθλεέμ, καϊ προσκυνήσαντες αύτόν,
τα ήμερών διά τήν είς τό ίερόν παράς·ασιν·
προσέφερον αύτω τά δώρα, ποίαν δέ ήμέ
μάλιστα, επειδή κατωτέρω λέγει ό ίερός
ραν άνεχώρησαν εκείθεν, ομοίως μετά
πό-
Ματθαίος, ότι, επιστρέψαντες εις τήν γην
σας ήμέρας μετά τήν γέννησιν αύτοϋ άνε-
Ισραήλ, και φοβηθέντες άπελθειν εις την
χώρησεν εις τήν ΑΓγυπτον ό Ιωσήφ μετά
Ίουδαίαν διά τόν έκει βασιλεύοντα Άρ-
τοϋ παιδιού καί της μητρός αυτού, και
χέλαον, α άνεχώρησαν εις τά μέρη της **ζ·*>
μετά πόσας πάλιν επέστρεψεν εκείθεν, και
» Γαλιλαίας , και ελθόντες κατοίκησαν εις
μετά πόσας εγένετο ή παιδοκτονία, ούκ
ί τήν Ναζαρέτ ». Ακουσον νϋν καί τά προ-
εφανέρωσαν οί άγιοι εύαγγελισταί, οιτινες,
φητευθέντα περΊ της τών βρεφών σφαγής.
ταΰτα
σιωπήσαντες, ειπον, ότι πρώτον
ήλθον οί μάγοι εις τήν Βηθλεέμ, έπειτα, μετά τήν
τούτων άναχώρησιν, ό Ιωσήφ,
παραλαβών τό παιδίον
Τότε
έπληρώθη
Ιερεμίου
το ρηθέν
ύπδ «τ*72.
του προφήτου, λέγοντος,
καϊ τήν μητέρα Φωνή
έν
Ραμα ήκούσθη,
θρήνος
καί κλαυθμος καί όδυρμΌς
πολύς,
αύτοϋ, ήλθεν εις τήν ΑΓγυπτον, και έμεινεν εχεΐ εως ου άπέθανεν ό Ηρώδης, μετά δε Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αυτής, τον
εκείνου
θάνατον νέπέστρεψεν εις τήν καί ούκ ήθελε παρακληθήναί, ' οτι
γην Ισραήλ. Επειδή δέ ό εύαγγελιστής ουκ εισι. Λουκάς ίστορεΐ, ότι τεσσαράκοντα ήμέρας μετά τήν Χρίστου γέννησιν παρέστησαν
Τό 'Ραμά /τόπος έστιν υψηλός εν τη
».
Έρμ-ηνεία εις
το κατά Ματθαίον .
326 Παλαιστίνη, δστ ις εδόθη εις κλήρον τώ Γ«. 31, Βενιαμίν ό δέ Βενιαμίν υίός ην της 'Ραχήλ, ήτις
φαίνεται τώ
Ιωσήφ, λέγων, Εγερ
θείς, παράλαβε το παιδίον και τήν
και κατ' αυτήν τήν ήμέραν? μητέρα αύτοΰ, και πορεύου εις γην
καθ' ην έγέννησεν αυτόν, άπέθανεν εν τη Ισραήλ"
τεθνήκασι
γαρ
οι
ζη^
Βηθλεέμ, κα'ι ετάφη έκεΐ. Επειδή δέ τά τοΰντες τήν ψυχήν τοΰ παίδίου. νήπια, τά ύπό του Ήρώδου σφαγέντα , τέκνα ησαν των έκ της φυλής τοΰ Βενια
Ό Ηρώδης ολίγον
διάστημα
καιροΟ
μίν, δια τούτο ό προφήτης Ιερεμίας, προ
μετά την άδικον και ώμοτάτην παιδοφο-
φητεύων περί της σφαγής αυτών, παρέ-ησε
νίαν διά πυρετού , και δυσεντερίας, και
την 'Ραχήλ, τήν πρώτην μητέρα ταύτης
κνησμοΰ, και δγκου ποδών, και σήψεως
της φυλής άντι των μητέρων, αιτινες εις
τών άποκρύφων αύτοΰ μελών, ήτις προεξέ-
τον καιρόν τη; φονοκτονίας εκλαιον, και
νβι σκώληκας ,
εθρήνουν, και ώδύροντο υπέρ των τέκνων
σπασμοΰ τών μελών αύτοΰ, καϊ δί άλλων
αυτών. Έν 'Ραμα δέ ειπεν, Γνα παρας-ήστ),
μυρίων
δτι τοσούτον μεγάλαι ήσαν αί κλαυθμηραί
τήν έπάρατον αύτοΰ ψυχήν , ώς ίστορεΐ ό
φωναι τών
Ίώσηπο; ό Φλάβιος.
μητέρων,
ώστε
ήκούσθησαν
«ίς τον ύψηλόν τόπον 'Ραμά.
και διά δύσπνοιας,
ασθενειών βασανισθείς ,
καε
άπέρ($ηξ·
Τότε δέ ό άγγελος
Διά τί δέ
Κυρίου, φάνεις πάλιν κατ' όναρ εις τόν
απαρηγόρητοι ήσαν αί μητέρες, αί θρήνο-
Ιωσήφ, « Ανάστα , είπε προς αυτόν, πα.-
λογοΰσαι . τά τέκνα
« ράλαβε το παιδίον καϊ τήν μητέρα αύτοΰ,
» βίσί 5
αυτών } « "Οτι ουκ
λέγει, ήγουν διότι, ασθενείς και
» και πορεύου εις γην Ισραήλ »·
διότι ορ
όλιγόπιστοι ουσαι, ενόμιζον, δτι άπώλοντο
ζητοΰντες τήν ψυχήν τοΰ παιδίου τ«9νή-
«αντελώς τά. τέκνα αυτών,
και ουκ επί-
κασιν, ήγουν άπέθανεν ό Ηρώδης, δστις*
στευον,.δτι, καν ουκ εβλεπον αυτά έν τω
έζήτει θανατώσαι το παιδίον. Και δτβ μεν
κόσμω τούτω, εζων δμως εκείνα έν τοις
ό άγγελος απέστειλε τον Ιωσήφ από Βη
κόλποις τοΰ. Αβραάμ και εν τη" δόξη τοΰ
θλεέμ εις τήν ΑΓγυπτον, τότε ενπε προς
βεοΰ. Σημείωσαι δέ., δτι ουδέ κατ' εύδοκίαν
αύτόν,
βύδέ κατά συγχώρησιν, αλλά κατά παρα-
σπεΰσον, τρέχε Γνα φύγης τόν κίνδυνον*
χώρησιν και έγκατάλειψιν θεοΰ ό Ηρώδης
δτε δέ άνεκάλεσεν αύτόν από της Αίγύπτοβ
•πράξε ταύτην τήν νηπιοκτονίαν* έγκατέ-
είς τήν γην Ισραήλ, τότε είπε προς αύτόν^
λιπεν αυτόν ό θεός*
« Πορεύου είςτγήν Ισραήλ », τουτές-ι μετά
α Φεύγε εις ΑΓγυπτον
1*»σ. ?, 1. χ. XI.
», ήγουν 14.
ωμότητα
της
γνώμης ,
έλαβε
δείξας δε εκείνος τήν
αύτοπροαιρέτου τήν
πρέπουσαν
αύτοΰ αύτώ
τίμωρίαν. Μ«τ. 1, 19."
άγγελος
αφοβίας ελθέ είς τών Ισ
ραηλιτών τήν
γην, επειδή
ό
δίώκτης
άπέθανεν.
Τελευτήσαντος δέ τοΰ Ήρώδου, Φο£>
άνέσεως και
Κυρίου
κατ' όναρ
Ο δέ,
εγερθείς,
παρέλαβ*
το ·4τ. *1,
παίδίον και τήν μητέρα αύτοΰ, και
Εύαγγελιον της Κυρ. μετά την Χρίστου
Γέννησιν.
327
φόβο:, και ό θυμός τοΰ Ήρώδου, και ή παι*»·
ηλθεν εις γήν Ισραήλ. Ακουσας δέ δοκτονία· ότι
Αρχέλαος βασίλευε:
ε'πΐ
εις δέ τήν Γαλιλαίαν, μακράν
της άπεχουσαν, μόλις φθάσασα ή φήμη
Ιουδαίας
των
άντι Ηρώδου του πατρός τοιούτων πραγμάτων, έπαυσεν εύθύς μετά
αύτοΰ, ε'φοβήθη έκει άπελθεΐν' γρί)τόν θάνατον τοΰ Ήρώδου· διό και ούδεμία ματισθεΐς
δέ κατ όναρ, άνεχώρη-
σεν είς τά μέρη της
Γαλιλαίας.
Ό Ιωσήφ , κατά την συνήθη ύπακοήν
έρευνα εγίνετο εκεί περί τοΰ γεννηθέντος παιδίου· προς τούτοις ό Άντίπας, ό ήγεμών της Γαλιλαίας, καϊ ήμερώτερος καί
αύτοΰ, παραλαβών το παιδίον και την μη
επιεικέστερο; ή ν και τοΰ πατρός και τοΰ
τέρα αύτοΰ, άνβχώρησβ μέν από της Αιγύ
άδελφοΰ αύτοΰ τοΰ Αρχελάου. Σημείωσαι
πτου, ήλθε δέ βίς την γην Ισραήλ, καθώς
δέ, ότι είς τήν Γαλιλαίαν επέμφθη ό Ιω
παρήγγειλεν αύτω ό άγγελος Κυρίου· επει
σήφ καί δί άλλον ύψηλότερον λόγον, ήγουν
δή δέ ήκουσεν, ότι ό Αρχέλαος, ό υίος τοΰ
διά τήν έκπλήρωσιν των προφητικών λό
Ήρώδου, βασιλεύει είς τήν Ίουδαίαν άντι
γων, διότι ό Ιωσήφ, ελθών είς τήν Γαλι
τοΰ πατρός αύτοΰ, έφοβήθη εκεί ελθεΐν. Ό
λαίαν, κατωκησεν
δέ πανοικτίρμων θεός , Γνα
πόλεων, ήγουν τήν Ναζαρέτ.
φόβον της
καρδίας
αύτοΰ ^
ήσυχάση τόν έςαπέστειλε
Και ελθών, πάλιν τόν άγγελον αύτοΰ
είς μίαν των εν αύτη"
προς
κατωκησεν
ε?ς πο-
αύτόν,
33. λιν λεγομένην Ναζαρέτ" οπωςπλη-
όστις προσέταξεν αύτω Γνα ύπάγη εις τήν Γαλιλαίαν.
Ήν δέ τότε Κύριος
της Γα-
λιλαίας ό Άντίπας ό τετράρχης, υίός και αύτός τοΰ Ήρώδου, όστις έν τη εσχάτη διαθήκη αύτοΰ,
ϊβ·. ί, Λ'ϊη·
εμέρισε τό
κράτος αύτοΰ
θτι τΌ
ρηθέν
διά των
προφητών.,
δτι ΝαζωραΓος κληθήσεται» 'Εάν ταΰτα παραβάλης μετά των λό γων τοΰ εύαγγελιστοΰ Λουκά, συμπεραί
είς του; υιούς αύτοΰ τοιουτοτρόπως· τόν
νεις, ότι ό Ιωσήφ μετά τοΰ παιδίου καϊ της
Άρχέλαον κατέστησε βασιλέα, τόν δί 'Αντίπαν τετράρχην της Γαλιλαίας και
μητρός αύτοΰ δις ηλθον είς τήν Ναζαρέτ·
ΙΙεραίας, τόν δέ Φίλιππον τετράρχην τής
τον, ήγουν εύθύς μετά τήν είς τό ίερόν πα-
Γαυλωνίτιδος καί Τραχωνίτιδος καϊ Πανι-
ράςΌσιν τοΰ παιδίου· « Καϊ ώς ετέλεσαν, λέ- Αινχ ,
άδος, έδωρήσατο δέ καί τη" άδελφη~ αύτοΰ
> γει ό Λουκάς, άπαντα τά κατά τόν νόμον
Σαλώμη άλλους διαφόρους τόπους. Είς τήν
ί Κυρίου, ύπές·ρεψαν εί; τήν Γαλιλαίαν εί;
Γαλιλαίαν δέ άπέστειλεν ό άγγελος τόν
ι τήν πόλιν αύτών ϊ* δεύτερον δέ άφοΰ επέ-
Ιωσήφ, καθότι είς μέν τήν Βηθλεέμ και
ςρεψαν από τη;
τά περίχωρα αύτής, ομοίως
και είς τήν
πρώτον ολίγον καιρόν εκεί διέτριψαν, τό δέ
Ίουδαίαν όλην γνωστά ήσαν και περιθρυλ-
δεύτερον κατοίκησαν εκεί, ώ; λέγει ό ίερός
λούμενα και τά περί τοΰ γεννηθέντος παι-
Ματθαίος· ϊ Και ελθών, ήγουν ό Ιωσήφ σύν
$ίου, και ή ελευσις των μάγων εκεί, καί ό
» τώ1 παιδίωι καί τή" · ·μητρί · αύτοΰ,/ κατοί|
πρώτον μέν πρίν ή ελθωσιν είς τήν ΑΓγυπ^ ***
Αιγύπτου· και τά μέν
3*'
Ερμηνεία εις το κατά Ματθαίον
328 » κησεν
εις
προφητείαν
πόλιν Ναζαρέτ ί. Την δε ταύτην
» κληθήσεται ι
« Ότι
Ναζωραΐος
αύταΐς λέξεσιν εις ουδέν
τήν προφητείαν ταύτην εις τον
Ήσαίαν,
και εις τον Δανιήλ. Δύο σημαινόμενα εχει τό Ναζωράϊος·
σημαίνει άνθος, σημαίνει
τών σωζόμενων προφητικών βιβλίων ευρί
και άγιος· καί τό μεν άνθος προεΐπε περί
σκεις, είτε επειδή δια τούς συνεχείς πολέ
τοϋ Χριστού δ Ησαΐας· <ί Και έξελεύσεται
μους
» ράβδος έκ της ρίζης Ίεσσαί, καί άνθος
καί τάς μετοικεσίας τών Ιουδαίων
άπωλέσθησάν τινα
τών προφητικών βι
» έκ της ρΊζης άναβήσεται -β* αληθώς δέ έκ
βλίων, είτε επειδή οί θεόπνευστοι προφήται
της ρίζης τού Ίεσσαί δ Χριστός εβλάστη-
άγράφως
σεν, επειδή ή μήτηρ αυτού, ή αγία παρθέ
μόνον
έ κήρυξαν αυτά, οί δε Εβραίοι
κατά
άλληλοδιάδοχον
παράδοσιν
νος, εκ της φυλής κατήγετο τού Δαβίδ, τοΰ
τώ στόματι αυτών.
υιού τού Ίεσσαί, και άνθος δέ υπήρχε ν, όπερ
Τούτο φαίνεται εκ της δευτέρας προς Τι-
τη εύωδία της αρετής αυτού εύωδίασε πά-
μόθεον επιστολής του αποστόλου Παύλου,
σαν τήν οικουμένην τό δέ άγιος προηγό-
όστις έφανέρωσε τά ονόματα τών έπανα-
ρευσεν δ προφήτης Δανιήλ} ειπών α Και
στάντων κατά του Μωϋσεως, ειπών , δτι
» τού χρίσαι άγιον άγίων ϊ· τίς δέ άλλος
περιέφερον αυτά εν
.2. τψ. », ούτοι ώνομάζοντο Ίαννής και Ίαμβρής ,
άγιος τών
άγίων
ειμή αυτός δ Ιησούς
ομοίως καί έκ της επιστολής του άποςόλου
Χριστός, δ τού θεού μονογενής υιός
Ιούδα, όστις ιστόρησε τήν έπιτίμησιν του
λόγος, ή πηγή της άγιωσύνης, δ δ? ημάς
αρχαγγέλου Μιχαήλ κατά του διαβόλου,
σαρκωθείς, καί χρισθείς κατά τήν σάρκο·.
ετι δέ καί
πνεύματι άγίω,
επειδή
τήν προφητείαν
του Ένώχ·
δέ ταύτα ού περιέχονται έν ταΐς
καί
και Χριστός ονομασθείς^
Ή ανωτάτη ούν και πάνσοφο;
τού θεοΰ
θείαις γραφάϊς, 'φανερόν έστιν, δτι εκ παρα
πρόνοια ωκονόμησβν, ίνα δ Ιησούς Χρις-ός,
δόσεως γινώσκοντες αυτά έγραψαν. Καθώς
κατοικήσας
εις τήν Ναζαρέτ,
ουν ούτοι οί δύο, απόστολοι έφανέρωσαν
Ναζωράϊος,
καθώς πρΰεφητεύθη υπό τών
ταύτα τά άγραφα, ούτω καί δ ευαγγελικής
προφητών όνομα δέ τούτό εστι σημαίνον
Ματθαίος
μή
καϊ τό άνθος τών χαρίτων αυτού, καί ^τήν
γραφεΐσαν προφητείαν. 'Εάν δε, καταλιπών
εκλάμψασαν έν τώ κόσμω άγιωσύνην τών
τό γράμμα, είσέλθης εις τδ νόημα, ήγουν
Ιργων αυτού.
εδηλοποίησε
ταύτην
τήν
εις τήν σημασίαν τού Ναζωραΐος , βλέπεις
δνομασθηΤ
ΖΖ9 »·ώ··β· ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΤΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΐΡ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ
ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΙΝ,
>ΟΟβϊΗ
ΜετΑΗγ τών άλλων αρετών, όσαι κατε-
εναντίον
στόλιζον την άγίαν ψυχήν τοΰ τρισμακα-
εις τήν ψυχήν αύτοΰ,
ρίου Ιωσήφ, εξόχως ύπερέλαμψεν εν τοϊς
καρδία αύτοΰ της ύπακοής τόν θησαυρόν,
«ργοις αύτοΰ της υπακοής ή αρετή. Κα
άνυπόπτως
τ* όναρ «φάνη εις αυτόν ό άγγελος,
βτελεσεν
όταν
και
είπεν,
ούδέ
δισταγμός
είσεβη
άλλ' εχων εν τιϊ'
και εύπειθώς και άδιστάκτως
ευθύς όσα ό άγγελος προσέταξεν
ταραχθβίς έζήτησεν άπολύσαι άπό
αύτώ. Διά ταύτην δε τήν άρετήν βκλεχθη
της οικίας αύτοΰ την μνηστευθεΐσαν αύτώ
εκ παντός τοΰ κόσμου, ώς άξιος και έπετή-
αειπάρθενον Μαριάμ, και όταν βκέλβυσεν
δβιος, Γνα χρηματίση καΐ φύλαξ της άγίας
αύτώ
Γνα φύγη ε£ς την ΑΓγυπτον, τά εν
παρθένου^ καΐ ύπηρέτης τοΰ μεγάλου μυς·η-
τω όνείρω οράματα έφανέρωσαν βίς αυτόν
ρίου της ενανθρωπίσεως τοΰ Ίησοΰ Χριςοΰ.
πράγματα άσυνήθη, παράδοξα κουστα·
α Τό γάρ
εν αύτη
και ανή
Πολλοί νομίζουσιν, ότι ή ύπακοή εςιν
γεννηθεν ,
άρετή μικρά, καϊ ότι ουκ εστίν ούδέ άναγ-
» ελεγεν αύτώ ό άγγελος, εκ πνεύματος
καία πρός τήν σωτηρίαν παντός άνθρωπου,
9 εστίν
ούδέ πρόξενος μεγάλων άνταποδόσεων καϊ
άγίου 9· πράγματα
κοπιαστικά
και κινδυνώδη και δύσκολα· φυγή. από
βραβείων
της πατρίδος εις την ξενην
γήν , τήν
πάσαν προσφοράν καί θυσίαν, καϊ πάσαν
ΑΓγυπτον, καΐ
φόβου
όλοκαύτωσιν
φυγή
μετά
καΐ
και όμως ή ύπακοή ύπερβαίνει
καϊ όμως ή ύπακοή μόνη:
βασιλέως
έδυνήθη νά εξιλέωση τόν θεόν, χρΧ νά άνα-
Ήρώδου,όςΊς εζήτει τήν ψυχήν τοΰ παιδίου.
βιβάση τήν άνθρώπινον φύσιν εις τό ύπερ-
Άλλος άνθρωπος δυσκολοϋπότακτος ύπώ-
βάλλον της θείας δόξης.
πτευεν, ότι εκείνα τά οράματα ήσαν ψιλά
φανερά παρέστησεν
όνειρα, β'δίσταζε περί της τούτων εκβάσεως,
αύτό το πνεΰμα τό άγιον
άντέλεγε προφασιζόμενος τήν δυσκολίαν,
τοΰ
ουκ επείθετο, ούδέ ύπήκουβ τόσον επιμε
λέγει ό σεσαρκωμένος λόγος πρός τόν θεόν
λώς και προθύμως· ό δε δίκαιος άνθρωπος,
καϊ πατέρα αύτοΰ, α Θυσίαν καϊ προσφο- ψ
ό Ιωσήφ, ουδέ ύποψίαν βλαββν, ούδέ λόγον
ί> ράν ούκ ήθέλησας 5, άλλ' εύδόκησας Γνα
τρόμου
διά
τόν
διωγμόν
τοΰ
'Ακούσασε πόσον
εκ;ΐνο,
προφήτου "Δαβίδ·
όπερ λέγω, διά στόματος
θυσίαν
νομικήν,
42 (ΚΤΡΙΑ&. ΕΤΑΓΓΕΔ. ΤΟΜ. Β'.)
Όμ.ίλία μετά το κατά Ματθαίον 330 εγώ σαρκωθώ Οπερ της αμαρτίας του κό
τοϋ κόσμου· εκεΐ ήσαν πάσαι αί επουρά
σμου·
νιας ταξιαρχίαι,
όσας ό θεός άπ'
εποίησε, πνεύματα
καυτώματα ουκ έζήτησας, άλλ' ήθελησας
φώτα δεύτερα της πρώτης λαμπρότητος*
την ύπακοήν μου· οδού λοιπόν εγώ υποτάσ
εκεΐ ίλαμπεν ή ησυχία, εκεί εβασίλευεν ή
σομαι
ειρήνη, εκεΐ περιής-ραπτεν ή δόξα
εις τό θέλημά σου, καθώς διαλαμ
νοερά, οΰσίαι
άρχης
λέγει, υπέρ της αμαρτίας τοϋ κόσμου ολο
άϋλοι,
και ή
βάνει περι εμού ή περίληψις παντός προ
χαρά καϊ ή θεία μακαριστής· επειδή εκείνα
φητικού βιβλίου· « Τότε ειπον, Ιδού ήκω·
τά άγια πνεύματα ειχον άφιερωμένον δλον
«γλ. 3β, β Έν
».9·
β Σώμα δέ κατηρτίσω μοι »· σύ,
κεφαλίδι
βιβλίου
γέγραπται περί
τόν νοϋν
εις τόν
θεόν,
και ουδέν άλλο
> εμου, του ποιησαι το θέλημα σου, ο υεος
εμελέτων ειμή τήν εύπειθή
> μου, ήβουλήθην 8. Έπλήρωσε δέ άληθώς
λατρείαν τοϋ δημιουργού αυτών καϊ δεσπό-
6 θεάνθρωπος τοΰ θεοϋ και πατρός αυτού
του· άλλ' ιδού και εκεΐ, φεϋ της συμφοράς I
τό θέλημα, « Γενόμενος
υπήκοος μέχρι θα-
θόρυβος, ταραχή, και σύγχυσις. Πόθεν δέ
ϊ νάτου, θανάτου δέ σταυρού ». Δί αυτήν δέ
τούτος— εκ της άνυποταξίας τοϋ εωσφόρου!
την ύπακοήν ύπερυψώθη και ύπερεδοξάσθη
αυτός,
ή άνθρώπινος αύτοΰ φύσις· α Διό και ό θεός
υποταγής
» αυτόν υπερύψωσε, κα'ι έχαρίσατο αύτώ
επάνω πάντων τώνάγγελικών ταγμάτων,
ϊ όνομα τό υπέρ πάν όνομα 2. Έδειξε δέ
και κατασταθη όμοιος τώ θεώ· « Άναβή- όσ. ι*,
την τελειότητα της υπακοής ό θεάνθρωπος,
* σομαι, είπεν, επάνω τών νεφών, εσομαι
υποταχθείς ού μόνον εις τό θέλημα
» όμοιος τώ ύψίστω »· και αυτός μέν, σα- α««. ιφ,
τοϋ
άπορρίψας ζυγό ν,
τόν
και ύπήκοον
γλυκύτατον της
ήθέλησεν
Γνα
άναβη"
θεοϋ, αλλά και εις την βουλή ν των ανθρώ
τανας γενόμενος, επεσεν εκ τοϋ ουρανού,
πων διότι και εις τήν μητέρα αυτοϋ, και
τό δέ τρίτον μέρος τών αστέρων,
εις τόν Ιωσήφ
πάσαν εύπείθειαν
τών αγγέλων, πλανηθέν ύπ' αυτοϋ, έπεσε;
α*»*. », και ύπακοήνΓ α Και κατέβη, λέγει ό θετ,τ
μετ' αυτού εκ τοϋ ουρανού, και κατεκρη.
έδειξε
> γόρος Λουκάς, μετ'
αυτών,
καϊ ήλθεν
ήγουν
μνίσθη εις τήν γην « Καϊ ή ουρά αύτοΰ λπο π,
5 εις Ναζαρέτ, καϊ ην ύποτασσόμενος αύ-
» σύρει τό τρίτον τών αστέρων, καϊ εβαλεν
τ> τοΐς ». Ούαι ήμΐν .' ό πανυπερτέλειος καϊ
» αυτούς εις τήν γην %.
παντοδύναμος καϊ παντεξούσιος θεός ύπε-
Εισέλθετε νϋν διά τοϋ
νοός ημών ιίς
τάγη και εις αυτά τό πλάσμα αυτοϋ, ημείς
τόν παράδεισον εκεΐ ώραιότητες καϊ κάλ
δέ οί εμπαθείς και ευτελείς
λη πάντερπνα, εκεΐ τρυφή και χαρά διηνε
καϊ αδύνατοι
ουδέ εις τάς συμβουλάς τών φρονιμωτίρων
κής,
συνάδελφων, ουδέ εις τάς έπιταγάς τών
βαθυτάτη καϊ
αρχόντων και προεστώτων ύποτασσόμεθα.
θείων εννοιών, εκεΐ ή συναναστροφή τών
Αναβιβάσατε νϋν τόν νουν τόν ούρανόν,
και Γδετε ποία
ημών βϊς ην ή
εκεΐ
κατάστασις εις τήν άρχήν της δημιουργίας
εκεΐ
ησυχία
πάντων
πνευματική
τών παθών εργασία τών
άγγελων, ή συνομιλία μετά τοϋ
θεοϋ, ή
μακαριά ζωή, και ή θεία χάρις, και ή α ληθής άνάπαυσις.
Ταύτα πάντα εδωχεν
Εύαγγελιον της Κυρ.
331
έ θβός βίς τους δυο προπάτορας ήμών, πλήν
οί δοΰλοι βίς τόν οίκοδβσπότην, βλέπεις εις
ίδωκβν αύτοΐς καί βντολήν, Γνα δοκιμάσ»)
τήν οίκίαν βκείνην
την ύπακοήν της αύτοπροαιρβτου γνώμης
νίαν μεταξύ άνδρός και γυναικός, άνατρο-
αυτών. Καί εν όσω μέν αυτοί ΰπήκουον βίς
φήν και παιδαγωγίαν τών τέκνων έπαΐτ
την βντολήν,
νετήν και καλήν,
άπελάμβανον πάντων των
άγάπην καί συμφω-
προθυμίαν εις τους δού
βν τω παραδείσω αγαθών* όταν δέ, άπλώ-
λους, και επιμέλειαν, τάξιν και βύπρέπβιαν
σαντες τάς χείρας εις το ξύλον της παρα
εις πάσαν τήν οίκονομίαν·
κοής, ίφαγον εκ του καρποϋ αύτοΰ, τότε,
οικοδεσπότης παραβαίνη τοΰ θεοΰ τάς βν-
ώ, πόσον πλήθος συμφορών περιβκύκλωσεν
τολάς, οί δε συγκάτοικοι ούδεμίαν ύπακοην
αυτούς! τότβ βαθύς
ήλθβν ό θάνατος της
δεικνύωσιν εις αυτόν, εκεί βλέπεις και τους
ψυχής, ήγουν ά χωρισμός της χάριτος του
συζύγους άσυμφώνους καϊ μαχομένους, καϊ
θβοΰ· τότβ βύθύς ήκολούθησεν ή εξορία εξ
τά τέκνα απαίδευτα καϊ άτακτα, και τούς
βκβίνου τοΰ μακαρίου τόπου
δούλους ελαττωμάτων καϊ άμελείας πλή
βίς ταύτην
βάν δέ ό μεν
βίς την
ρεις, και πάσαν τήν τοΰ οίκου οίκονομίαν
οποίαν και ήμβΐς οί απόγονοι αυτών κατοι-
ήμελτ,μένην και έφθαρμένην. ΕΓσελθβ βίς τήν
καΰμεν εξορία, λέγω, βίς ταύτν,ν την γην,
βκκλησίαν
ήτις βλαστάνει άκανθας καϊ τριβόλους, ή
παράδειγμα της πρός θϊόν υπακοής, οί δέ
γουν πάσης θλίψβως
λοιποί
την
κοιλάδα
τοΰ κλαυθμώνος,
και στενοχώριας και
εάν ό προεστώς
εκκλησιαστικοί
κατασταθεί
προσφέρωσιν
βίς
ίδρώτι του
αυτόν τήν πρέπουσαν εύπβίθειαν, βλέπεις
προσώπου εσθίομβν τόν άρτον, εις αυτήν ως άγρια θηρία εξηγέρθησαν καθ' ήμών
εις τήν έκκλησίαν εκείνην τήν διατήρησιν
τα πάθη της ψυχής, τά πάθη του σώμα
εύταξίαν βίς πάσας
τος, τά πάθη τοΰ κόσμου , τά πάθη τοΰ
τελετάς,
διαβόλου, τά όποια καί πικράν και όδυνη-
ανθρώπων σωτηρίας, τό φώ; πάσης άγαθο-
ράν ποιοΰσι τήν άθλίαν
βργίας και άρετής· εάν όμως όμεν προεστώς
ανάγκης είδος*
Ν
μετά την Χρίστου Γέννησίν.
εις αυτήν βν
λύπαις γβννώμεθα,
ήμών ζωήν εν
καϊ εν λύπαις τελευ-
τάΐον άποθνήσκομεν. Μία αρετή,
ή υπα
τών θείων νόμων και τών κανόνων τήν. τάς εκκλησιαστικάς
τήν επιμέλειαν
ύπέρ της
τών
τρέχη τόν δρόμον τής παρακοής ,τών νό μων τοΰ θβοΰ, οί δε εκκλησιαστικοί
άπο-
κοή, εφερεν εις τόν άνθρωπον πάσαν εΰτυ-
στρέφωνται τήν πρός αυτόν
χίαν και πάντα τά αγαθά* μία άμαρτία,
τότε έκεΐ κυριεύει ή περιφρόνησις καί του"
ή παρακοή, επβσώρευσεν εις τόν άνθρωπον
νόμου τοΰ θεοΰ καί τών εκκλησιαστικών
πάσαν δυστυχίαν και πάντα τά κακά.
κανόνων, καί ή άταξία εις πάσας
Βλέπομεν αίσθανόμεθα ΕΓσελθε
τάς
και
εκκλησιαστικά; ακολουθίας, καί ή άμέλεια
πασών τών αισθήσεων.
της σωτηρίας τών ψυχών», καί τό σκότος
τοϋτο όφθαλμοφανώς , διά
ύποταγήν ,
εις μίαν πολυάριθμον οίκίαν
εάν
πάσης
πονηράς πράξεως
καί άμαρτίας.
βίς τοΰ
ΕΓσελθε εις μίαν πόλιν· εάν ό μεν βασιλεύς
θεοϋ τά προστάγματα, οί δε συγγενείς και
ύπακούη βίς τόν θεόν, τό δέ ύπήκοον εις
ό μέν οικοδεσπότης ύποτάσσηται
42!
332
Ομιλία μετά το κατά ΜατθαΤον
τον βασιλέα,είς τήν πόλιν εκείνην πταίει πά
9 στάθησαν οί πολλοί, ούτω και διά της
σα καταδυναστεία, πολιτεύεται ή δικαιοσύ
> υπακοής τοΰ ενός δίκαιοι κατασταθήσον-
νη λάμπει ή μεταξύ αλλήλων αγάπη, ενερ
5 ται οί πολλοί ».
εμπορία, 6
Πόθεν ούν οί άνθρωποι καταφρονοϋσι
στρατός, ό στόλος, αί τέχναι, αί έπιςτ,μαι,
τόσον εύκολα μίαν άρετήν τόσον άναγκαίαν
πάντα τά αγαθά, και πάσα ευτυχία έκεΐ
και ώφέλιμον ·, Πόθεν εγώ παρακινούμενος
ακμάζει* εάν δέ ό μεν βασιλεύς παρακού-»)
ούχ υποτάσσομαι εις τούς προες'ώτας·, Έγώ
τοΰ]_θεοΰ, τό δε ύπήκοον τοΰ βασιλέως, τίς
φαντάζομαι , δτι ειμί, σοφώτερος , καϊ εχω
δύναται νά παραςήση τάς καταδυνας-είας,
νουν διακριτικώτερον, ή δτι εΐμι άγαθώτβ-
τάς άδικίας , τάς άλληλομαχίας, τά σκάν
ρος και εύσπλαγχνικώτερος τοΰ προες-ώτος,
δαλα και την άνομίαν της πόλεως εκείνης^
ή δτι εγώ είμ* μέγας και ένδοξος, εκείνος
έκεΐ τά
εμπόρια άπιστα, οί στρατιώται
δέ έστι μικρός και ευτελέστατος* δθεν κα
δμοιοι τοις λτηστάΐς, οί ναϋται σύντροφοι
ταφρονώ τά προστάγματα αύτοΰ ώ; αδιά
των πεφατών, έκεΐ αί τέχναι μαραίνονται
κριτα
και
αί έπιστημαι φεύγουσιν, έκεΐ ύπερ-
άπάνθρωπα, ή ως ευτελή και αχρεία- τοΰ^-
πλεονάζουσι πάντα τά άμαρτήματα και αί
το δέ τί άλλο έςΊν ειμή υπερηφάνεια γυμνής
συμφοραί.
αύτή
γούνται πάντες
οί νόμοι*
ή
Υπακοή ' λοιπόν, σύ υπάρχεις μεγάλη και θαυμάσια!
αρετή
δταν σύ έλειψες ^
και παράλογα, ή ως βλαβερά και
ουν εξωθεί με έκ της καταστάσεως
μου, έκ της τάξεως δηλαδή τοΰ υποτακτι κού, και χειροτονεί με κριτήν τοΰ προέδρου
έσάλευσεν ό ουρανός· δταν σύ έφυγες, έ-
μου·
κλείσθη ό παράδεισος-
τό χρέος μου εις τον προεστώτά μου, ανα
δταν σύ εκρύβης'
έκ τούτου, άντι νά υπακούω κατά
κατεποντίσθη ό άνθρωπος εις τήν άβυσσον
κρίνω αύτόν, καϊ κατακρίνω ώς αμαθή και
των δυστυχιών δταν σύ βασίλευες, τότε
ά$ιάκριτον, ώς έστερημένον της άρετης,
εύτυχουσχν αί βασιλεΐαι, και αί πόλεις, και
και ώς ευτελή και ούτιδανόν. Ή ύπερηφά-
αί οίκίαι, καί των άνθρώπων αί όμηγύρεις,
νειά έστιν ή μήτηρ της ανυποταξίας, ή δέ
τότε
ταπείνωσίς έστι της υπακοής ή πηγή·
ενεργείται των εκκλησιών ή αρετή
διά
και άγιωσύνη, τότε, φυλάττοντες οί άνθρω
τούτο ό τρισμακάριος Παύλος, λαλών περί
ποι τούς νόμους τοΰ θεοΰ, γίνονται φίλοι
της υπακοής τοΰ Χριστού, προέταξε τήν
και υίοΐ αύτοΰ, και άναβαίνουσιν εί; εκεί-
ταπείνωσιν της υπακοής αύτοΰ· < Έταπεί- φοι«. ι,
νην τήν δόξαν, έκ της οποίας έξέπεσον.
» νωσεν εαυτόν, λέγει, γενόμενος υπήκοος
Ή παρακοή τοΰ Αδάμ κατέστησε πάντας
3 μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυρού ι. Α
τούς άνθρώπους άμαρτωλούς, ή υπακοή τοΰ
ναβαίνει δέ ή τοιαύτη υπερηφάνεια εως έκεΐ,
Χρίστου κατέστησε πάντας τούς εις αυτόν
δπου οί άγγελοι φρίττουσιν ενατενίσαι. Τινές
πιστεύοντας
δικαίους
άφρονες και μωροί, άποτολμώντες, γίνονται
ι Ώσπερ γάρ διά της παρα-
κριταϊ και αύτοΰ τοΰ υψίστου θεοΰ· δθεν
» κοϊίς τοΰ ενός άνθρωπου άμαρτωλοι κατε-
κάθηται ό άνθρωπος , δ σκώληξ της γης.
Ρ»?- Κ χαί άγίους·
και
υπακούοντας
Εύαγγελεον της Κυρ.
μετά την Χρίστου Γεννησίν.
επ: θρόνου κρίσεως, καί, άνακρίνων την
Ή πρώτη ουκ εστίν αρετή, επειδή ου*
άπειρον σοφίαν καί τήν πρδνοιαν καί φιλαν-
εστίν έργον της προαιρέσεως, αλλά ^τοΰ
θρωπίχν τοϋ δημιουργού της κτίσεως, κα
φόβου, ουκ εστι καρπός της άγαθότητος
τακρίνει καί καταδικάζει τά προστάγματα
και ταπεινοφροσύνης, αλλά της βίας καί
αυτού ώς βαρέα και δύσκολα· Οπό τούτων
της ανάγκης· ύπακούεις εις τον δυνάστην
δέ τών διαβολικών φαντασιών νικώμενος,
ίνα φύγης
γίνετιι παρήκοος
από της δυναστείας· διά τούτο ή τοιαύτη
συνειδήσεως·
σχεδόν χωρίς ελέγχου
επειδή , φρονών, ότι οί θεϊοι
τάς πληγάς, ]καί έλευθερωθη*ς
υπακοή ούδένα εχει μισθόν
ή δευτέρα,
νόμοι είσί βαρείς χτ\ δύσκολοι, άποφασίζει,
ήγουν ή
δτι ουδέν ή πολλά ολίγον άμαρτάνβι
έργον ουχί της βίας, αλλά της συγκαταθέ-
όστις
Ό άνθρωπος
υπακοή
ή προαιρετική,
εστίν
σεως της ψυχής, ούχί της δυνας-είας, αλλά
αυτούς παραβαίνει. ό ταπεινόφρων απέχων
από τών τοιούτων ύπερηφάνων
ί>"α
333
λογισμών
της ταπεινοφροσύνης· όθεν αυτή εστίν ή αληθινή υπακοή , αυτή πρέπει εις
και σατανικών φαντασιών, όσον απέχει δ
χριστιανούς, αυτή
ουρανός άπό της γν,ς,
και
και ενθυμούμενος,
τάς
εχει τάς
τούς
επουρανίους
επίγειους μισθαποδοσίας. Όσοι
δτι πάσα ψυχή χρέος εχει ίνα ύποτάσση-
ούν θέλετε τήν σωτηρίαν της ψυχής υμών,
ται εις τούς εζουσιαστάς, και δτι οί προε-
καί τήν εν τώ κόσμω τούτω εύτυχίαν, εκ
στώτές είσιν υπό του θίοϋ διατεταγμένοι,
διώκατε μακράν άπό τοϋ νοός τήν ύψηλο-
κα' ότι α ό άντιτασσόμενος τη" εξουσία, τη
φροσύνην, ίνα ελθτ) εις τήν καρδίαν υμών ή
» τοϋ θεού διαταγή άνθέστηκεν οί δέ ανθε
μεγάλη καί σωτήριος άρετή της υπακοής.
ί στηκότ;ς, έαυτοΐς
Πάντες πάντοτε και έν πάσιν ύποτάγητε
κρίμα
λήψονται
»,
τών άλλων, ουκ ανακρίνει τούς προεςώτα:,
εις του θεοϋ τό θέλημα· α Πάντες ύποτάγη- έψισ. ε, 21. ί τε άλλήλοις εν φόοω θεοϋ ϊ· αί γυναίκες
άλλα μετά χαράς και εύπειθίίας ύποτάσσε -
ύποτάγητε εις τούς ιδίους άνδρας, τά τέ
ται εις αυτούς· πεπεισμένος δέ ών, δτι καί
κνα εις τούς γονείς, οί νέοι εϊς τούς γέρον
ύπερτέλεια και σωττ,ριωδέστατά εϊσι πάν
τας, οί δούλοι εις τούς δέσποτας, οί υπή
τα τά προστάγματα τοϋ πανυπερτελείου
κοοι
και πανυπεραγάθου
θ·οϋ , μετά πολλής
α Ύποτάγητε πάση ανθρωπινή κτίσει διά ι. πίτ?.
ευλάβειας υπακούει
εις αυτά· εάν δέποτε
» τον Κύριον, είτε βασιλεϊ ώς ύπερέχοντι,
παρακούση, ου συλλογίζεται, δτι παρήκου-
ί είτε ήγεμόσιν ώς δι αυτού πεμπομένοις
σεν, επειδή εκεΐνά είσι βαρέα και δύσκολα,
» εις εκδίκησιν μέν
άλλ' επειδή αυτός έστι κακοπροαίρετος και
2 δέ
δύστροπος. "Οστις λοιπόν εχει τήν ταπεί-
έςουσιαστάς
νωσιν, εκείνος εχει και τήν ύπακοήν.
ϊ τως
λογιζόμενος
δέ εαυτόν ίσχατον
πάντων
εις
τούς
ήγεμόνας
και
προέδρους·
κακοποιών, επαινον
άγαθοποίών ί· ύποτάγητε εις τούς
εστί
καί προεστώτας,
« δτι οΰ-
τό θέλημα τοϋ θεοϋ »· μή
Σημειώσατε δέ, δτι άλλη μέν υπακοή
προφασίζεσθε τήν ελευθερίαν, λέγοντες, δτι
εστίν άναγκαστική, άλλη δέ προαιρετική.
εσμέν ελεύθεροι καί ουκ εχομεν χρέος ύπα-
Ομιλία
μετά το κατά Ματθαίον
554 πολλά παθήματα αδίκως ίχπ' αυτών πάχοής·
ώς
ελεύθεροι ύποτάγητε,
και μη σχητε· β Τούτο γάρ χάρις, εί διά συνήδη-
ι.
άνυποτακτήτε, έχοντες την έλευθερίαν ώς » σιν επικάλυμμα
της κακίας·
θεού υποφέρει τις λύπας,
πάσχων
ύποτάγητε δε,
καν πονηροί ώσιν οί προεδρεύοντες, καν
2 αδίκως ».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΕΙΣ ΤΟ Κ.ΑΤΑ
ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ
ΤΗΣ
ΚΪΡΙΑΚΗΣ
ΠΡΟ ΤΟΝ
ΦΩΤΟΝ-
βέβαια, ώστε ουδείς ποτε φρόνιμος ευρεκεν .Εχει ή θεία γραφή, και ή παλαιά καΐ ή εν αύτοΐς δικαίαν κατηγορίαν η άληθινήν νέα, χαρακτήρας, οιτινες εις όσους εχουσιν μέμψιν νόμοι πολλοί και διάφοροι , πάντες όμματα του βλέπειν και ώτα του άκούειν άόμως κρέμανται από ενός εύκολωτάτου νό ποδεικνύουσι φανερά, δτι ό τούτων ποιητής μου, της αγάπης.
Τίς ποτε ή Νουμάς, η
εστίν αυτός ό ύπερτέλειος θεός, όστις διά Σόλων, ή Λυκούργος, ή νομοθέτης Τωμαίων, την τούτων
συγγραφήν
ώρισεν
άνδρας ή νομοθέτης τών άλλων εθνών, τίς ποτε εκ
άγιους, ώς σκεύη άρμόδια τών φωτισμών πάντων και αυτών τών σοφωτάτων αν αύτοΰ,
και ώς όργανα επιτήδεια τούτου θρώπων επλασ» τοιούτον δψος δογμάτων, ^
του θείου κα'ι μεγάλου έργου. Όσα ονόμα τοιαύτην τελειότητα , άμα δε και εύκολίαν τα άναζωγραφοΰσι του θεου τάς τελειότη νομοθεσίας } Ουδέ σκοπόν εχω, ούδε και τας, εχουσιν δψος άληθινόν, εξαίσιον και ρόν, ούδε
δύναμιν
ίνα παραστήσω την
πρέπον εις μόνον το δν το ύπερτέλειον ύψηλήν
και
άνεκφραστον
λαμπρότητα
• το δημιουργός , τό παντοκράτωρ, τό παν πάντων τών της θείας γραφής χαρακτήρων τοδύναμος ,
τό πανταχού παρών, το έτάλέγω δε μόνον, ότι μεταξύ τών άλλων,
ζων καρδίας και νεφρούς, τό κριτής ζώντων όσοι έμφαίνουσιν έργον θεού τάς θείας γρακαί νεκρών και τά παρόμοια άπονέμουσιν φάς, εΓς εστίν
ή θαυμάσια της φράσεως
αί θεΐαι γραφαι εις τον θεόν τοιαύτα δε άπλότης· αύτη εχει κάλλος μέγα και θαυ?ΐερ\ θεου ουδείς τών ανθρώπων ούδε ενόησέ μάσιον, αλλά φυσικόν, άτεχνον καΐ άνεπιΤοτβ ούδε εδίδαξε.
Το αΐώνιον, τό καθολι τήδευτον εχει εύπρέπειαν και σεμνότητα,
κό ν, τό εύθές, τό δίκαιον, τό συμπαθές εις ύπερβαίνουσαν πάσαν ωραιότητα καΐ σ«τε «χντας τους νόμους είσΐ τόσον στερεά και
Εύαγγέλων της
Κυριακής προ τών ΦωτωνΓ
335
μνοπρέπειαν εχει δύναμιν και χάριν, ήτις
αύτού προδρόμου προφητευθέντων. Βλέπε
εισέρχεται
δέ μετά πόσης άπλότητος και συντομίας
εις της καρδίας τό κέντρον.
Παντός άνθρωπου
το
σύγγραμμα
μετά
άρχεται
τής υποθέσεως τού
ευαγγελίου
πρώτην και δευτέραν άνάγνωσιν χορτάζει,
τού ύπ' αύτού συγγραφέντος, άνακηρύττων
ενίοτε δέ και άηδίαν φέρει· ή άνάγνωσις
ευθύς
της θείας γραφής ού'δέποτε φέρει χορτασμόν
υίόν τοΰ θεού. Ή άρχή, λέγει, τοΰ ευαγγε
όσον δέ άναγινώσκεις αύτη ν, τοσούτον έπι-
λίου τού Ιησού Χριστού τού υίοϋ τού θεού,
ποθεΐ ή ψυχή σου την ταύτης άνάγνωσιν
είσι ταύτα τά λόγια τά γεγραμμένα ύπό
Αμίμητος έστιν ή τοιαύτη άπλότης· καν
τών προφητών ε Ιδού εγώ άποστέλλω τον
δέ εχη τις έμπροσθεν τών οφθαλμών αυτοΰ
9 άγγελόν μου β καϊ τά εξής. Άλλά διά τί
της γραφής τό βιολίον, ούδόλο>ς δύναται
ταύτα τά προφητικά λόγιά είσιν άρχή τοΰ
συγγράψαι τοιαύτα υψηλά νοήματα μετά
ευαγγελίου:,— διότι ό Ιησούς Χριστός ευθύς
τοσαύτης άπλότητος και χάριτος- βλεπο-
μετά τό βάπτισμα ήρξατο τό εύαγγελικόν
μεν εκείνο, δπερ λέγω, κα'ι είς αυτό το
κήρυγμα , καί τάς θαυματουργίας ,
σήμερον άναγνωσθέν εύαγγέλιον. Ακούσατε
τά λοιπά εργα αυτού· δθεν άρχεται εκ τών
τά
λόγων τούτων, καθότι αυτά άναγγέλλονσι
λόγια
αυτού ,
νοήματα, καί
καί στοχασθήτε τά
κρίνατε εύσεβώς
καϊ δι
κατ'
άρχάς τον Ίησούν Χριστόν
τά περί τού βαπτιστού και τού βαπτίσμα τος τού Ιησού Χριστού.
καίως.
Οί δέ προφήται
οί προφητεύσαντες τά λόγια ταΰτά Μα,*.-ί,
καί
εΐσιν
Αρχή του ευαγγελίου Ιησού Χρί ό Μαλαχίας και ό Ησαΐας· τούτων ό μέν
,.
β.
στου, υίου τοϋθεοΰ, ώς γέγραπταί
πρώτος, λαλών ως έκ προσώπου τού θεού,
έν τοις
είπεν ε Ιδού
προφήταίς'
Ιδού
εγώ απο
έξαποστέλλω τον άγγελόν
στέλλω τον άγγελόν μου προ προ
5 μου, και επιβλέψεται όδόν πρό προσώπου
σώπου σου,
ϊ μου >· ό δέ δεύτερος, ομοίως ώς εκ προσώ
όδόν
σου
ος κατασκευάσει έμπροσθεν
βοώντος εν τη
έρήμω'
σου'
τήν Φωνή
Ετοιμάσατε
'·
που τού θεού παρηγορών τό γένος τών άνθρώπων, προεφήτευσε τά περί τού προδρό μου τού Χριστού, λέγων ε Φωνή βοώντος λ». 4ο,
τήν όδον
Κυρίου,
ευθείας ποίεΤτε β εν τη" έρήμω, Ετοιμάσατε τήν όδόν Κυ-
τάς
τρίβους αύτοΰ. ι ρίου^ ευθείας ποιείτε τάς τρίβους τού θ:ού
Ό μεν ευαγγελιστής Ιωάννης άρχεται
» ημών ί. Τούτο δέ έμαρτύρησε περί εαυτού
τής άνάρχου
και αυτός ό πρό^ρομ,ος^ δτε άπέστειλαν οί
γεννήσεως τού υιού και λόγου τοΰ θεού, ό
Ιουδαίοι εξ Ιεροσολύμων ίερεΐς καϊ Λευίτας
δέ Ματθαίος άπό της γενεαλογίας
ίνα έρωτήσωσιν αυτόν, τίς εστίν έμαρτύ
του ευαγγελίου αυτού άπό
τής
κατά σάρκα μητρός αυτού, ό δέ Λουκάς
ρησε δηλαδή και είπεν, ε Έγώ φωνή βοών-
από τής συλλήψεως τού προδρόμου
ί τος εν τη ερήμω·
και
βαπτιστού, ό δέ Μάρκος άπό τών περί τού
Εύθύνατε τήν όδόν
» Κυρίου, καθώς είπεν Ήσαίας ό προφήι
ι,
Ερμηνεία
εις το κατά Μάρκον
556 , της >, Ταΰτα δβ τά προφητικά λόγια
τόν Ίησοΰ ν Χριστόν, τον μετ' αύτόν έρχό
γράψας
ό ευαγγελιστής , εδειξεν έπειτα
μενον, ήγουν τόν μετ' αύτόν έκ της άγίας
αύτά πεπληρωμένα και τετελειωμένα πραγ-
παρθένου γεννηθέντα* διά τούτου δε τοΰ
ματικώς βίς τον πρόδρομον Ίωάννην, ειπών,
κηρύγματος
προητοίμαζε
την όδόν
τοΰ
Κυρίου, ήγουν τάς καρδίας τών ανθρώπων, «4«.ι,
Έγένετο Ιωάννης βαπτίζων
έν
και έποίει ευθείας τάς τρίβους αύτοΰ, ήγουν
τη έρήμ,ω καε κηρύσσων βάπτισμα
διεύθυνε καϊ επειθεν αυτούς πρός τήν ύπο-
μετανοίας ε:ς άφεσιν αμαρτιών.
δοχήν τών ευαγγελικών τοΰ Χριστοΰ δογ μάτων. Τίνες δέ ήσαν οί ερχόμενο* βαπτι-
Ό Ιωάννης, έλθών εις την βρημον, I'σθήναι υπό τοΰ Ιωάννου ·, Βάπτιζε, καϊ,εκήρυττε βάπτισμα μετα νοίας εις
άφεσιν
αμαρτιών. Όποιον
ρε Καϊ
έξεπορεύοντο
προς αύτον
τοΰτο το βάπτισμα τοΰ Ιωάννου, καθαρά πασα Πράξ.
ή Ιουδαία χώρα
κα« οι
Ιε-
«φανέρωσε ν ό θεηγόρος Παύλος* « Ειπε δέ ροσολυμΤταί, κα: έβαπτίζοντο πάντες
·4'
» Παύλος· Ιωάννης μέν
έβάπτισε βάπτιέν τω
Ιορδάνη ποταμω ύπ' αύτου,
» σμα μετανοίας τω λαω, λέγων, εις τον έξομολογούμενοί τάς αμαρτίας
αυ
» έρχόμενον μετ' αυτόν Γνα πιστεύσωσι, > τουτέστιν βίς τον Χριστόν Ίησοΰν ». Το βάπτισμα οδν τοΰ Ιωάννου της εις Χριστών πίστεως σματος
κήρυγμα ήν
και τοΰ βαπτί
Διά τί διέστειλεν ό ευαγγελιστής τους Ίεροσολυμίτας από τών κατοικούντων εις
τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ· αύτος έκή-
τήν χώραν τής Ιουδαίας·, οί Ίεροσολυμΐ-
ρυττε μετάνοιαν και έπιστροφήν προς τον
ται ένομίζοντο καϊ σοφώτεροι και άγιώτεροι
Χριστόν, καϊ άφεσιν αμαρτιών, ήν λαβείν
τών έν τη" λο:πη Ιουδαία κατοικούντων-
εμελλον διά τοΰ βαπτίσματος του Ίησοΰ
καθότι
Χριστοΰ οί εις αυτόν
πόλιν Ιερουσαλήμ,
πιστεύοντες· και
«βάπτιζε μεν διά τοΰ ύδατος τους
■■
τών.
κατοικούν εις
τήν βασιλεύουσαν
δπου ήν ό ναός, και
πρός
όπου δλον τό γένος τών Ιουδαίων συνήρ-
αύτόν προσερχομένους, Γνα και αίσΟητήν
χετο5 Γνα καϊ τάς θυσίας προσφέρε καϊ τάς
πληροφορίαν εχωσι περι τοΰ βαπτίσματος
έορτάς έπιτελη, και δπου ως έπι τό πλεί
τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ* ελεγεν δμως εις τους
στον έγίνοντο τά θαύματα, καϊ έκηρύττον-
ύπ' αύτοΰ βαπτιζομένους· « Έγώ μεν ε-
το αί προφητεΐαι.
» βάπτισα
Ίεροσολυμίτας τών άλλων Ιουδαίων, Γνα
πτίσει υμάς
ύμάς έν ΰδατι,
αΰτός δέ βα
έν πνευματι άγίω ί.
Ιδού
Διέστειλεν
ούν
τούς
δείξη, δτι ού μόνον πάντες οί έν τγ Ιουδαία,
ουν πώς ό πρόδρομος Ιωάννης έφάνη πρα
αλλά και αύτοι οί εκλεκτοί τών Ιουδαίων
κτικώς
ήρχοντο έν τη έρήμω πρός τόν Ίωάννην,
« Φωνή βοώντος
έν τγ έρήμω »·
αύτός, έλθών εις την ερημον τοΰ Ιορδανού, έκήρυττεν
εις τους
καϊ έξομολογούμενοί τάς αμαρτίας
αυτών,
εκεΐ έλθόντας λαοϋς έβαπτίζοντο
ύπ' αύτοΰ εν τω
Ίορδάντι
Εύαγγελίόν της Κυριακής προ των Φώτων,
557
ποταμώ· όσοι δέ έξ αυτών μετά αληθινής
ήγουν αί κορυφαι τών βλαστών τών δεν- ί«ι#. π**,
πίστεως και ευλάβειας «βαπτίσθησαν τό βάπτισμα του Ιωάννου, «κείνοι μετά ταύ
ορών τίνες οε, οι ακρεμονίς, ήγουν αι κορυφαΐ μ>;. α ι, τεδ ά. ζ* τών βοτανών ή φυτών λέγουσι δέ οί τής
τα, πιστεύσαντβς εις τόν Χριστόν, εβα-
Παλαιστίνης περιηγηταί, ότι άχρι της σή
πτίσθησαν εις τό βάπτισμα αύτοϋ. ε Ά-
μερον ει'ς τήν ερημον τοϋ Ίορδάνου βλαςά-
Π?*ς,|.19· 3 κούσαντες δέ
(λέγει ό ιερός Λουκάς,
νουσι
φυτά
θρεπτικά
και
γλυκύτατα.
«"κείνοι, όσοι έβαπτίσθησαν εις τό Ιωάννου
Πιθανώτατον ουν έστιν, ότι έκ τούτων τών
βάπτισμα, τήν περί τούτου τοϋ
φυτών ετρωγεν ό πρόδρομος. Μέλι δέ άγριόν
σματος διδαχήν τοϋ Παύλου. )
βαπτί έβαπτί-
τίνες μέν
νομίζουσι
τό εν τοις άγρίοις
2 σθησαν εις τό όνομα τοϋ Κυρίου Ίησοϋ ί.
τόποις εύρισκόμδνον, τινές δέ τό υπό τών
Και
αγρίων μελ'.σσών έν τοις βουνοΐς συλλεγό-
ταϋτα
μέν ειπών ό ευαγγελιστής,
άπέδειςε διά τούτων, ότι ό Ιωάννης επλή-
μενον,
ρωσε τά προφητευθέντα περί αύτοϋ και
«ύτελών
Μ«>«. ι, εφάνη « Φωνή βοώντος εν τη «ρήμω* ι. » ετοιμάσατε τήν όδόν Κυρίου, ευθείας
όπερ έστ'ι πικρότατον. Έκ τών καμηλιαίων ενδυμάτων, και εκ
της δερμάτινης ζώνης, και εκ της άπλής και άκατασκευάστου τροφής συμπεραίνο-
» ποιείτε τάς τρίβους αυτού »· δια δε τών
μεν τήν νέκρωσιν πάσης σαρκικής επιθυ
έςής εδειξεν, ότι αληθώς ό Ιωάννης εζησεν
μίας, και τόν άγιον και άγγελικόν βίον τοϋ
«πι της γης ως ουράνιος άγγελος, και διά
προδρόμου και βαπτιστοϋ Ιωάννου, ου ένε
λόγου και δια τών έργων προητοίμασε τάς
κα και ό Κύριος Ιησούς ύπερύψωσεν αυτόν
ψυχάς τών ανθρώπων εις την εις Χριστόν
πάντων τών άλλων άνθρώπων, ειπών « 'Α-
πίστιν και ύπακοήν.
ι μήν λέγω ύμϊν, ουκ έγήγερται εν γεννη-
Ματ. 11, 11.,
ι τοϊς γυναικών μείζων Ιωάννου τοϋ βααύτΛι. β.
Ην δέ Ιωάννης ένδεδυμένος τρί χας καμήλου καί νην περί την
ζώνην
δερμαπ'-
όσφύν αύτου,
καί έ-
» πτιστοϋ ϊ. αύτοϋ·
ΚαΊ τοιοϋτο; μέν ήν ό βίος
άκούσωμεν δέ και ποια ήσαν τά
ύπ* αύτοϋ κηρυττόμενα.
σθί'ων ακρίδας καί μελί άγρίον. Καί Τό α ένδεδυμένο;
τρίχας καμήλου ι
σαφέστερα εγραψεν ό ευαγγελιστής Ματ Ματ. », θαίος, λέγων « Αυτός δέ ό Ιωάννης ειχε 4. τό ένδυμα αύτοϋ από τριχών καμήλου ». Περι δε τών άκρίδων τινές μέν λέγουσιν, 4ν τϊί ·ΐ; ότι είσιν αυτά τά ζωύφια, τά ονομαζόμενα τό κατά Αη\τ*"ι, ακρίδες· έτρωγε δέ ταύτας ό Ιωάννης, 22. καθότι ό νόμος ό Μωσαϊκός τοϋτο εσυγχώρβι· τινές δέ, τών άκροδρύων τά άκρίσματα, (ΚΤΡΙΑΚ. ΕΤΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
έκήρυσσε λέγων, "Ερχεται μ«>. γ,
ό ισχυρότερος μου ουκ εί'μι Ικανός
όπί'σω μου,
κύψας
λύσαί
ού τον
ιμάντα τών υποδημάτων αύτου.
Βλέπε τήν τελειότητα της ψυχής τοϋ προδρόμου·
επειδή όλος ό λαός διελογίζε-
το , ότι αυτός εστίν ό Χριστός ,
πρώτον, αοχ. 8,ι&.
μέν μετά καθαράς και εϊλιρκινούς καρδίας έφανέρωσε πασαν
τήν άλήθειαν 43
« Και
Ερμηνεία ε?ς το κατά Μάρκον
338
ί««*. ι, , ώμολόγησε, και ουκ ήρνησατο· και ώμο
ουδέ βασιλεύς επίγειος , ουδέ άγιος άνθρω
ι λόγησεν, δτι ουκ :βΐμ'ι εγώ ό Χριστός «·
πος , άλλ' ό βασιλεύς
έπειτα ταπ^ινώσας ,έαυτόν την .εσχάτην
και ό άγιος τών άγιων, και ό δημιουργός
ταπείνωσιν, υπερύψωσε τόν σωτήρα .Χρι-
πάσης της κτίσεως,
στόν, παραστήσας διά των λόγων αυτού
α Έρχεται, λέγει , οπίσω μου « , ήγουν έρ
τό έξαίσιον της θεότητος αυτού ,δψος. Ό
χεται εκείνος, όστις έγεννήθη μετά την
δούλος λύει τόν ιμάντα, ήγουν τόν σφαιρω-
γέννησίν μου·
τηρα ή τόν δεσμόν τών υποδημάτων του
μου· αυτός έστιν έκέΐνος, ό,στις εχει την
δεσπότου αυτού, καν βασιλεύς ύπάρχη ό
ισχύν και τό
δεσπότης,
τούτου δέ εγώ ουκ ειμί άξιος. Γνα κύψω κά
καν
άγιος,
κρίνεται
δε υπό
τών βασιλευόντων,
τουτέστιν ό θεός
αυτός έσ.τιν ό ισχυρότερος
κράτος
ώς παντοδύναμος·
πάντων άξιος της τοιαύτης ευτελούς υπηρε
τω εις την γήν, και λύσω τόν ιμάντα τών
σίας· ό δέ πρόδρομος
υποδημάτων αυτού.
Ιωάννης είπεν, ότι
Ματ. 3, ουκ |στιν άξιος α Βαστάσαι τά .υποδήματα » του Χριςοΰ, ως ε?πεν ό Ματθαίος, ουδέ λύ-
Προς τούτοις δέ και
διά τών έξης λόγων έφανέρωσε της θεότη•τος τού Χριστού την δύναμιν.
> σαι τόν ιμάντα τών υποδημάτων αυτού ι \ Έγώ μεν έβάπτκτα υμάς
,έν δ- *ν· «,
ως λέγει ό Μάρκος. Φανερόν ούν εστίν, ότι θατί'
αύτΌς
δέ
βαπτίσει ύμδ,ς έν
ό Ιωάννης εκήρυξεν έαυτόν άνάξιον και αυ πνεύματί άγίω. τής της ευτελούς υπηρεσίας της υπό παν Διά τούτων τών λόγων έδίδαξεν ό τρισ-
τός δούλου προς τόν έαυτοΰ δεσπότην τ*λουμενης. Τίς δέ ές-ιν ό Ιωάννης } —Προφή
μακάριος βαπτιστής, ότι ό Ιησούς Χριςός
της και περισσότερ.ον προφήτου, ήγιασμέ-
εστι θεός αληθινός· διότι τίς ή άνθρωπος ^
νος
άγγελος, τίς εϊμή εΓς ό θεός εστίν 6 δοτηρ
εκ
Κυρίου
κοιλίας
μητρός
αυτού ,
επίγειος , βαπτιστής
άγγελος
αυτού
τού
και
χορηγός
τού παναγίου
πνεύματος }
Ιησού Χριστού, κήρυξ της εις Χριστόν
Έγώ, λέγει, άνθρωπος ων, έβάπτισα υμάς
πίστεως, και άπόστςλος μείζων τών εν
δϊ ύδατος , και προητοίμασα υμάς εις τήν
γεννητοΐς γυναικών. Διά ποίαν ουν άλλην
ύποδοχήν τού άγίου εκείνου βαπτίσματος*
αίτίαν εΓπε τό « Ούκ ειμί Ικανός κ,ύψας
αυτός δέ, θεός ων αληθινός, βαπτίσει ύμας
ι λύσαι τόν ιμάντα τών υποδημάτων αύ-
,εν πνεύματι άγίω, και χορηγήσει ύμϊν της
ι τού ι
υιοθεσίας τό χάρισμα και τήν κληρονομιά*
ειμή
διότι ό δεσπότης, περί ού
αυτός ελάλει, ήγουν ό Χριστός, ουκ ην
της εαυτού βασιλείας.
ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ·
Μ Α Ρ Κ Ο
Ν
ΕΥΑΓΤΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ.
Δια τί άρά γβ άνεγνώσθη σήμερον εν τη
πανάγαθος θεός ίνα πάντα τά πνευματικά
εκκλησία ή άρχή του κατά Μάρκον ευαγ
χαρίσματα, καί αυτά τά διά τών άγίων
γελίου} ι— Διότι σήμερον εςιν ή κυριακήπρο
μυστηρίων διδόμενα', εχωσι καί υλικά ση
της
μεία,
έορτής των Φώτων,
ήγουν του βν.
προσβάλλοντα εις
τάς
αισθήσεις
Ιορδάνη βαπτίσματος του Ίησοϋ Χριστού,
ήμών, ίνα ού μόνον διά τής πίστεως, αλλά
δι ου ό κόσμος
καϊ διά τών αισθήσεων αίσθάνηται ή ψυχή
κατά
έφωτίσθη·
Μάρκον
ή δέ αρχή του
ευαγγελίου
διαλαμβάνε*
τών πιστευόντων
πότε
και διά τίνος έρ
περί του τιμίου προδρόμου , του βαπτίσαν-
χεται είς
τος τον Κύριον ημών Τησούν Χριστόν, και
χάρις· αυτά τά υλικά σημεία εξεγείρουσι
περί της διαφοράς των δυο βαπτισμάτων,
τήν ψυχήν, και ποιοϋσιν αυτήν προσεκτι-
ήγουν τοΰ βαπτίσματος τοϋ Ιωάννου
κήν είς τήν ύποδοχήν της αοράτου θείας
τοϋ
βαπτίσματος
τοϋ. Ίησοΰ
και
Χριστοϋ-
χάριτος·
αυτήν τοϋ άγίου πνεύματος ή
εάν αυτά ελειπον, ημείς, μη γι-
Έπειδή ουν πλησιάζει ή πανένδοξος καί
νώσκοντες μηδέ τό διά τίνος, μηδέ το πότε
σωτήριος εορτή τοϋ βαπτίσματος τοϋ Ίη-
δίδοται ήμιν ή χάρις, ήμεθχ αμφίβολοι και
σοϋ Χριστοϋ, καλόν καϊ ώφέλιμόν ες-ιν ίνα,
άνέτοιμοι, καϊ επομένως ανάξιοι τών θείων»
λαλήσαντες περί τούτου τοϋ βαπτίσματος,
χαρισμάτων.
φανερώσωμεν πρώτον, διά τί ό θεό; ήθέλη-
Ό πανυπερτέλειος θεός, όστις ώς πα
σεν ίνα βαπτιζώμεθα ού μόνον διά πνεύμα
ρόντα βλέπε: τά πάντα και προ τοϋ γενέ
τος , αλλά και δι ΰδατος· δεύτερον τί ση-
σθαι, ίδών και προ της κτίσεως τοϋ κόσμου-
μαίνουσιν όσα ποιοϋμεν είς τήν τελετήν
και τήν
τοϋ άγίου βαπτίσματος· . τρίτον
γένους τών ανθρώπων, έδιώρισε καί προκα-·
ποϊα χα
πλάσιν
καί
τήν πτώσιν
τοϋ
κα'ι
τήγγειλε τον τρόπον τη; αναπλάσεως και
τέταρτον πόσα είσί τοϋ Ίησοϋ Χριστού τά
άνορθώσεως αυτών, της μελλούσης γενέσθαι
|Βαπτίσματα.
διά της ενανθρωπίσεως τοϋ μονογενούς υίοϋ .
ρίσματα
λαμβάνομεν βαπτιζόμενοι,
Επειδή
σύνθετοι
έσμεν εκ ψυχής
«,δλου και σώματος, ύλικοϋ, ευδόκησε ν ό
αύτοϋ. Έκ τούτου ευθύς είς τον καιρόν της δημιουργίας τοϋ κόσμου α Πνεύμα θεού έπε- Χ 43?
Ομιλία. μετά το κατα Μαρκον
340 ϊ φέρετο επάνω τοϋ
ήν. »,
ύδατος »· σύμβολον'
τοϋ ύδατος* ουδέ δέχεται τους ιερείς είσερ-
τούτο σαφέστατον του πνεύματος και του
χομένους εις την σκηνήν τοϋ μαρτυρίου
δδατος, διά των οποίων τό βαπτιζόμενον
λειτούργησα·, εάν μή πρώτον νιφθώσι διά
γένος των ανθρώπων άνορθοΰταί από του
τοϋ ύδατος τοϋ έν τώ ήγιασμένω λουτηρι
πτώματος της αμαρτίας , καϊ άναπλάττε-
τω ί Άναμέσον της σκηνής τοϋ μαρτυρίου αύτ. ιο,
ται τήν πνευματικήν άνάπλασιν και άνα-
ί και
γέννησιν. Ότε δέ ό θεός, όργισθείς δ:ά τάς
ουδέ τήν θυσίαν τοϋ Ήλιού συγχωρεί γε- 3.Β„
αμαρτίας των ανθρώπων, κατέκλυσε δι ύ
νέσθαι3 εάν μή πρώτον
δατος τον σύμπαντα κόσμον, τότε έδιώρισί
αυτήν
σημεΐον τής καταπαύσεως της οργής αΰτοϋ
λαμβάνει
εως
καϊ βεβαίωσιν της ειρηνικής αύτοϋ διαθήκης
π"ρότερον
διαβ·»)
μετά των ανθρώπων το τόξον έν τη" νεφέλ/)·
διά τοϋ μεγαλοφωνοτάτου τών προφητών
α Το τόξον μου, είπε, τίθημι εν τ/} νεφέλη»,
Ήσαΐου εξαποστέλλει πάντας τούς. επιθυ-
» και εσται εις σημέΐον διαθήκης ανά μέσον
μοϋντας τήν σωτηρίαν εις τάς πηγάς τοϋ
» έμοϋ και της γης »· το δέ τόξον, ήγουν ή
σωτηρίου· α Αντλήσατε, λέγει, ΰδωρ μετ'βύ- *β Μ
Τρις, ούδέν άλλο εστίν είμή ΰδωρ και ατμός
> φροσύνης έκ τών πηγών τοϋ σωτηρίου.
της γής· άλλο τοΰτο σύμβολον του θείου
ι Οί διψώντες πορεύεσθε έφ' ΰδωρ »· τελευ-
βαπτίσματος, δι ου ό άνθρωπος, ειρηνοποι-
τάΐον άποστέλλει τόν πρόδρομον τοϋ μονο-
ούμενος μετά του θεοϋ,
γενοϋς
γίνεται φίλος αυ
ανά
μέσον
τοϋ
θυσιαστηρίου
εκχέη τρίς
>·
περί 38' ' '
ΰδωρ· ουδέ αυτόν τόν Ήλίαν άνα- 4 ^ ,
υίοϋ
εις
τόν
ουρανό ν, εάν
μή
τόν Ίορδάνην. Έπειτα
αύτοϋ,
*·
'·
βαπτίζοντα εις τόν
τοϋ· και το μεν ΰδωρ σύμβολον φανερόν
Ίορδάνην ποταμόν πάντας τούς εις αυτόν
τοΰ αγίου ύδατος, ό δέ ατμός τύπος του
προσερχομένους, και παρρησία διδάσκοντα,
παναγίου πνεύματος.
δτι αυτός βαπτίζει βάπτισμα μετανοίας,
Την έλευθερίαν τοϋ
*» *·
Ισραηλιτικού γένους άπο της αιχμαλωσίας
α "Ινα πις"εύσωσιν εις τόν έρχόμενον μετ' αύ- Π ^ ΐ9
τοϋ Φαραώ , ήτις έσήμαινε την άπολύτρω-
» τόν,
σιν τοϋ ανθρωπίνου γένους από της δου
καϊ
λείας τοϋ διαβόλου, επραξεν ό θεός, διαπε-
ΰδατι, ό δέ Ίησοϋς Χριστός α Έν πνεύματι Η^
£ξ 14) ράσας του; Ίσραηλίτας διά της Ερυθράς 1β" θαλάσσης, καϊ σκεπάσας αυτούς διά· της
τουτές^ιν εις τόν Χριστόν Ίησοϋν Ρ κηρύττοντα, δτι αυτός βαπτίζει
εν
άγίω. β "Οτε δέ αυτός ό υίός καϊ λόγος τοΰ θεοϋ,
σάρκα λαβών
νεφέλης, τον δέ Φαραώ συν τοις άρμασιν
ήλθεν
εις
αυτοϋ καταποντίσας· και ή μέν θάλασσα
έβαπτίσθη υπό Ιωάννου, τότε τό μεν ΰδωρ
έσήμαινε το υδωρ τοϋ βαπτίσματος, ή δέ
ήγιάσθη, πλήν εμεινεν ΰδωρ, οί δέ τύποι
νεφέλη
ό δέ
τοϋ πνεύματος έπαυσαν, καϊ έδωκαν τόπον
Φαραώ τον σατανάν τον έν τοις δδασι τοϋ
τά σύμβολα εις τά πράγματα* διότι, δταν
βαπτίσματος συντριβόμενον. Μετά ταϋτα
άνέβη ό Ιησούς από τοϋ ΰδατος, άνεωχθη-
ούδε την Ίερωσύνην δίδωσιν είς τόν Ααρών,
σαν οί ουρανοί, και αυτά τό
την
χάριν τοϋ πνεύματος,
*, 2*' έάν μή πρώτον λούσ*/) τό σώμα αύτοϋ διά
*■
πνβϋμα,
τόν
και
Ίορδάνην
ούρανόθεν
,
8·
ένανθρωπίσας, ποταμόν,
κατελθόν
καϊ
πανάγιον όρατώς
έν
^ 16*
Εύαγγελίον της Κυριακής προ των Φώτων. εΓδβί περιστεράς, ηλθεν
ε'πι τόν Ίησοΰν
!·*>· !, Χριστόν, ι Καϊ εμεινεν βπ' αυτόν ». Εις
βπρεπε, καθώς ό Χριστός· άλλά τοΰτο φέρβι προφανέστατον θανάτου κίνδυνον ό Χρι
τά Ίορδάνεια ρείθρα, εν οΓς ήμβΐς βαπτι-
στός
ζόμεθα, τό μεν ύδωρ
αγιάζεται διά της
ζώντες, άκινδύνω; θαπτόμεθα είς τό ύδωρ·
επικλήσεως τοΰ ονόματος τοΰ θεοΰ, πλην
μόνον ουν τό ύδωρ έστι τό στοιχεΐον, δί ού
μένει ύδωρ, Γνα διεγείρη, ώς εΓπομεν, την
ήμεΐς δυνάμεθα ταφήναι ομοίως τώ Τησοΰ
ψυχήν ημών εις αΓσθησιν του
Χριστώ, καθώς λέγει ό θεοκήρυξ άπόςολος·
επουρανίου
γήν, ήμβΐς,
« Εί γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω όμοιώματι
βο:Λ(.
τος, ή διδομένη ήμϊν δί εκείνου τοΰ άγια-
» τοΰ θανάτου αύτοΰ, άλλά καϊ της άνα-
5'
σθέντος ύδατος, έστ'ιν άόρατος και ανεπαί
; » στάσεως έσόμεθα ϊ. Άκούεις^β Σύμφυτοι
σθητος βίς τάς σωματικάς αισθήσεις, καν
ϊ τω
ορατή ύπάρχη και αισθητή εις τόν οφθαλμό ν
ετάφη αύτός, θαπτόμεθα και ήμεϊς· άλλ' αύ-
και την αΓσθησιν της πιστευούσης ψυχής.
τός μεν
ώρισεν
όμοιώματι
τοΰ
θανάτου αύτοΰ »·
ετάφη είς τήν γήν, ήμεΐς δέ είς
| τό ύδωρ· διά τοΰτο ούκ ειπεν, δτι θαπτό
ύλικόν σημεΐον της τοιαύτης μεγάλης και
μεθα κατά τόν αυτόν τρόπον,
επουρανίου χάριτος:, Γνα τό υλικόν σημεΐον
θ' όμοιον τρόπον, α 'Εν όμοιώματι τοΰ θανά-
εχη άναλογίαν μετά τοΰ άύλου δώρου τοΰ
» του αύτοΰ 5.
άλλά κα-
Βλέπε δέ τοΰτο τό ομοίωμα είς αύτήν
5π' αύτοΰ σημειουμένου, καί δηλοποιη τάς τούτου ενεργείας και τά αποτελέσματα.
την τελετήν
του μυστηρίου- τοΰ
Τό ύδωρ πλύνει πάσας τάς
βαπτίσματος.
Ό παράδεισος,
ακαθαρσίας*
άγίου
ή πρώτη
τό βάπτισμα καθαρίζει από πασών τών
πατρίς τοΰ άνθρωπίνου
αμαρτιών. Τά ύδωρ ανακαινίζει τάς δυνά
α Κατ' άνατολάς »·
μεις τοΰ σώματος, τοΰ υπό της δίψης εκ-
νυκτός απ
τακέντος· τό βάπτισμα
άναζωοττοιεΐ της
φως· όθεν και ό νοητός της δικαιοσύνης ή-
ψυχής τά ιδιώματα, τά υπό της άμαρτίας
λιος^ ό Χριστός, ό μετά τό σκότος της
νεκρωθέντα. Τό ύδωρ συστατικόν εστί της
άμαρτίας άνατείλας, και τήν κεκλεισμένων
ζωής, τό βάπτισμα, χορηγόν της σωτηρίας·
τοΰ
β, πΡ°ξ τουτοι,ό επειδή α Όσοι έβαπτίσθημεν '·
νεκρός ετάφη είς την
χαρίσματος· ή δέ χάρις τοϋ άγίου πνεύμα
Αλλά διά τί ό θεός τό ύδωρ
ρ
341
» βΐς Χριστόν » αύτοΰ
Ίησοΰν, είς τόν
έβαπτίσθημεν ϊ,
θάνατον
άνάγκη βστιν
γένους, έφυτεύθη
μετά τό σκότος της
ανατολών φαίνεται το ηλιακον
παραδείσου θυραν άνοίςας,
3.
άνατολή
ώνομάσθη ύπό τών άγίων προφητών. Διά ταύτα
ούν ό βαπτιζόμενος πρώτον μέν
Γσταται βλέπων προς δυσμάς,
δπου τό
Γνα συνταφώμεν αύτω διά τοΰ βαπτίσμα
σκότος, κα'ι αποτάσσεται τή δουλεία τοΰ
τος είς τόν θάνατον. Ποΰ δέ δυνάμεθα τα-
άρχοντος τοΰ σκότους, ήγουν τοΰ σατανά, '
φηναί, καθώ; ετάφη ό Χριστός·,
είς τόν
κα'ι άρνεΐται πάντα τά εργα αύτοΰ, του-
αέρα } άλλ' έν αύτω έσμεν διά παντός βε-
τέστι πάντα τά άμαρτήματα, και πάσαν
βυθισμενοι* είς τό πΰρ^ άλλά τοΰτο προ
τήν πομπήν αύτοΰ? δπερ έστί πάντα, δσχ
ξενεί αναμφιβόλως θάνατον είς την γήν
αύτός επιτηδεύεται πρός δόξαν αύτοΰ καί
'*·,
Ομιλία μ^τά τσ κατά
542
Μάρκον
βλάβην ημών και εμφυσά μεν, ίνα δείξγι,
5 και όσιότητι της αληθείας 2. Επειδή δέ
δτι αποδιώκει αυτόν μακράν άφ' έαυτοΰ,
και ή γυνή, ή άλείψασα τόν Κύριον μύρω,
εμπτύει δέ, Γνα φανέρωση δτι βδελύττεται
β Πρός τδ ενταφιάσαι αυτόν εποίησε» και
αυτόν τε και τά εργα αύτοΰ. Βλέπε δέ το
διά τών αρωμάτων του Ίωσηφ^
ομοίωμα· δ μέν Ίησοΰς Χρίστος, υπ' αύτοΰ
μίγματος της σμύρνης και αλόης του Νι
πειραζόμενος, εΓπεν α "Υπάγε οπίσω μου
κόδημου πρώτον άλείφθη τδ σώμα αύτοΰ,
3 σατανά »* ομοίως και δτε αΰτός διά του
έπειτα ετάφη
Πέτρου επεχείρησεν
τοΰτο
και του »9, 41.
ο*τ. 4, 8.
εμποδίσαι τδ πάθος
έν τω καινώ μνημείω, διά
καϊ δ βάπτιζόμενος , εν όμοιώματι
μ«γ. ΐ6, χαΐ τον θάνατον αύτοΰ, « * Υπάγε, είπεν,
το ϋ θανάτου του Ίησοΰ, έλαίω αλείφεται
» οπίσω μου σατανά· σκάνδαλο ν μου ει »·
τδ σώμα αύτοΰ, πριν ή ενταφιασθώ εϊς τδ
δ δέ βαπτιζόμενος, θέλων λυτρωθήναι από
υδωρ της
της δουλείας τών πειρασμών αύτου, β Α
καινό ν μνημεϊον του Κυρίου Ίησοΰ. Τοΰτο
ϊ ποτάσσομαί σοι, λέγει, τω σατανάς κα\
1*ρ. Κβδέ τδ Ιλαιον δήλοι την · εκκέ-ντρισιν ημών ττιχ. Μμτ.
> πάσι τοις εργοις σου, και πάση τη" πομ-
από της άγριελαίου , ήγουν τον χωρισμόν
» πη σου ».
από της απιστίας και αμαρτίας, και τον
κολυμβήθρας , ήτις σημαίνει τδ
Μετά δέ τήν-τοιαύτην άποταγήν, ςτρέ-
έγκεντρισμόν εις. τήν καλιέλαιον, τουτέστι
ψας τδ πρόσωπον αυτού τρδς ανατολάς,
την ενωσιν μετά της πίστεως και άγιω-
όπου
σύνης, και εχει, διά
τδ
φώς, συντάσσεται
Χριστώ, ήγουν ακόλουθος
υπόσχεται
αύτοΰ γενέσθαι,
τώ
Ίησοΰ
τήν εν αύτώ επέ-
μαθητής και
κλησιν τοΰ θεοΰ, δύναμιν διωκτικήν πα
και
σών τών αοράτων τοΰ πονηρού δυνάμεων^
φυλάξαι
τάς έντολάς αύτου, καθώς αύτδς τδ θέλημα του θεοΰ και πατρός αύτοϋ· έπειτα ομολο
και καθαρτικήν τών άμαρτημάτων. Τοιουτοτρόπως δε προετοιμασθείς δ βα
γεί ενώπιον της εκκλησίας την άλήθειαν
πτιζόμενος, τρις καταδύεται εις ^τδ υδωρ
της πίστεως αύτοϋ, καθώς δ Ίησοΰς έμ
διά τάς τρεις νύκτας, και τρις αναδύεται
προσθεν
του Πιλάτου την καλήν δμολο-
διά τάς τρεΐς [ημέρας, έν αίς ό Χριστός
γίαν καθώς δέ ό Ίησοΰς, όταν ε'πλησίασε
εμεινεν εις τόν τάφον επιλέγεται δέ εις μέν
προς τον θάνατον, έξεδύθη τά ιμάτια αύ-
τήν πρώτην κατάδυσιν και άνάδυσιν τό
μ*τ. 27, του, και ενεδύθη « Χλαμύδα κοκκίνην »,
όνομα τοΰ πατρός , εις δέ τήν δευτέραν τδ
"8'
ούτω και ό βαπτιζόμενος, πλησιάσας πρός
τοΰ υίοΰ, εις δέ τήν τρίτην τό τοΰ αγίου
τά ύδατα, έκδύεται τά ιμάτια αύτου, Γνα
πνεύματος,
κατά τήν παραγγελίαν
ένδυθ^ έπειτα τον χιτώνα της εύφροσύνης·
θεανθρώπου,
τήν λέγουσαν α Πορευθέντες Μβτ. 2»,
έκδύεται καϊ ενδύεται, Γνα δείξ?], δτι ά-
» ούν μαθητεύσατε πάντα τά εθνη, βαπτί-
*Ϋ«β. *, πορρίπτει < Τον παλαιόν άνθρωπον, τον 22, 24. ι> φθειρόμενον κατά τάς επιθυμίας της ά-
2 ζοντες αύτούς εις τό όνομα τοΰ πατρός
τοΰ
ι και τοΰ υίοΰ και τοΰ άγίου πνεύματος ».
» πάτης, και ενδύεται τον καινδν άνθρωπον,
Επειδή
» τόν κατά θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη
* ίσαρίθμοις ταΐς επικλήσεσι τό μέγα ^υ-
δέ α Έν τρισί
καταδύσβσι
και
Εύαγγελίον της Κυριακής προ των Φώτων.
343
ι στήρων του βαπτίσματος τελειοΰται ι
δί αυτών καϊ όλον τό άνθρώπινον γένος*
««β. 2ν
ώς μαρτυρεί ό ούρανοφάντωρ Βασίλειος, διά.
εκείνης της
«ά
τοΰτο «"ξέρχεται εκ της κολυμβήθρας , κα-
εςωρίσθημεν
θώς ό Χρίστος ανέστη εκ του τάφου. Τοΰ
θνητοί και φθαρτοί', άπηλλοτριώθημεν τοΰ
Χρίστου ή σαρξ μετά την άνάστασιν πά
θεοΰ, και κατεστάθημεν δοΰλοι τοΰ διαβό
θους ανεπίδεκτος και άφθαρτος· δ βαπτι-
λου· εκείνης της άμαρτίας, διά την οποίαν
ζόμενος μετά το βάπτισμα, ώς σύμφυτος
τοσοΰτον ώργίσθη ό θεός , ώστε δί ούδενός
και αύτής της αναστάσεως τοΰ Χρίστου,
άλλου τρόπου έξιλεώθη ειμή διά τοΰ ςαυ-
καθαρός
ρικοΰ
γίνεται
πάσης
άμαρτίας
και
άμαρτίας, διά τοΰ
θανάτου
την οποίαν
παραδείσου , γεγόναμεν
και
της
εκχύσεως του
αίματος τοΰ μονογενοΰς υίοΰ αύτοΰ· εκείνης
άγιος. Ότε άνέβη ό Κύριος από ,τοΰ ύδατος
της άμαρτίας, την οποίαν ό θεός δί ούδενός
τοΰ Ίορδάνου, εν ω έβαπτίσθη, εύθύς κα
άλλου τρόπου συγχωρεί ειμή διά τοΰ εν
τήλθε τό πνεΰμα τό άγιον επ' αυτόν ε Και
ΰδατι καϊ πνεύματι βαπτίσματος· β 'Εάν ί*»^ 3,
Μίρχ, ι > ευθέως άναβαίνων από τοΰ ύδατος, είδε
» μή τις γεννηθη" εξ ΰδατος καί πνεύματος,
» σχιζομένους τους ουρανούς, και τό πνεΰμα
ι ού δύναται εισέλθειν εις τήν βασιλείαν
» ώσεί περιστεράν καταβάΐνον επ' αυτόν ί. Διά τοΰτο ουν, όταν και ό βαπτιζόμενος
» τον θεοΰ >. Έκ τούτων τών
£ξέλθη έκ της κολυμβήθρας, χρίεται εύθύς
φανερόν εστίν, ότι τό βάπτισμά ές·ι γέν-
διά τοΰ άγίου μύρου. Τοΰτο δε τό μϋρον διά
νησις. Και ό μεν Νικόδημος , όταν ήκουσε
τάς επ' αύτω εύχάί και επικλήσεις τοΰ
γέννησιν, έξηπόρησεν επειδή ούκ ήδυνήθη
θεοΰ και τάς εν αύτω ευλογίας εχει την
νά καταλάβη περι ποίας γεννήσεως ελάλει
χάριν καΐ δύναμιν τοΰ .παναγίου πνεύμα
ό σωτήρ· ήμεΐς δέ, διδαχθέντες Οπό της
τος, ήτις διά της επί τον βαπτισθέντα
πρός τον Νικόδημον άποκρίσεως τοΰ σω-
χρίσεως σφραγίζει την δωρεάν καί την
τήρος, ότι ούκ εστι γέννησις σαρκική, άλλά
άγιωσύνην ,
πνευματική·
ήν Ιλαβε διά
τοΰ
βαπτί
ποίας
δέ δωρεάν ή, ρρθότερον ειπείν,
δωρεάς καΐ χαρίσματα ελαβεν
ό
α Τό γεγεννημένον εκ της
-ιΛ
» εκ τοΰ πνεύματος πνεΰμά ες·ιν· > ούκ άποροΰμεν, άλλά πεπληροφορημένοι εσμέν, ότι
βαπτισθείς άνθρωπος:, —Έλαβε την άφεσιν
ό δί ύδατος
καί την τελε,ίαν εξάλειψιν ου μόνον πασών
άναγεννάται τήν πνευματικήν άναγέννη-
τών προαιρετικών αύτοΰ αμαρτιών, αλλά
σιν, γίνεται ήγαπημένος αντί μεμισημένου,
και εκείνης της άμαρτίας, μεθ' ής συνελή-
φίλος αντί εχθρού, υίός και κληρονόμος της
Μ φθη, καΐ μεθ' ής έκίσσησεν αυτόν ή μήτηρ ··
λόγων
• σαρκός σάρξ εστι, καί τό γεγεννημένον
σματος. Ποίαν
δεσποτικών
καϊ
βασιλείας τοΰ θεοΰ
πνεύματος βαπτισθείς
άντί ξένου καϊ άπηλ-
αύτοΰ, εκείνης της άμαρτίας, διά την ο
λοτριωμένου· ένοικίζει αύτόν τον Ίησοΰν
ποίαν άμαρτωλοί γεγόνασιν ού μόνον οί δύο
Χριστόν εις τήν ψυχήν αύτοΰ· « Όσοι
«ρωτόπλαςΌΐ οί ταύτην τελεσαντες, αλλά
• γάρ εις Χριστόν έβαπτίσθητε, λέγε* ό
17
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
344
» θεσπέσιος Παΰλος, Χριςόν ένεδύσασθε ί·
τό μεν πρώτον έστι τό δια του μαρτυρικού
έντεΰθεν λαμβάνει τόν θείον φωτισμόν και
αίματος βάπτισμα, τό δέ δεύτερον
/την χάριν, λαμβάνει
τών δακρύων της μετανοίας.
τά χαρίσματα τοΰ
τό διά
παναγίου πνεύματος , γίνεται σκεΰος έπι-
Εις τά διά τοΰ μαρτυρίου και αυτός ό
τήδειον των λοιπών μυστηρίων, του προ-
Ίησοΰς Χριστός έβαπτίσθη, τό ίδιον αΓμα
ορατικοΰ χαρίσματος, τών θείων όπτασίών,
έκχέας εις μαρτύριον της τοΰ θεοΰ αληθείας·
της δυνάμεως των θαυμάτο>ν. Και όστις
διό κα! ηρώτα τόν Ίάκωβον και τόν Ίωάν-
μεν φυλάξη
νην, λέγων, α Δύνασθε πιεΐν τό ποτήριον, μ*τ. ϊο,
το μέγα
του βαπτίσματος
χάρισμα αμίαντο ν κα! άμόλυντον , εκείνος
2 β εγώ μέλλω πίνειν , κα! τό βάπτισμα, δ
μετά θάνατον
την
» εγώ βαπτίζομαι, βαπτισθήναι » } Τοΰτο
θύραν της επουρανίου βασιλείας, ένδεδυμέ-
δέ τό βάπτισμα άναγκάϊον ην εξόχως εις
νος δε του γάμου τό ένδυμα, εισέρχεται εις
τόν παλαιόν καιρόν διότι τότε οί τύραννο:
τον νυμφώνα τον θείον
ηρπαζον εξαίφνης τους πιστούς, πϋλλάχις
ευρίσκει άνεωγμένην
και εις τάς λαμ
πρότητας των άγίων, ίνα χαίρη την χαράν
Ιτι άβαπτίστους,
την άνεκλάλητον,
καιρόν βαπτισθήναι , καθότι κατ' έκείνην
και άπολαμβάνη τότε
η
επειδή ουκ
ελαβον
μεν έν μέρει, μετά δέ την των νεκρών άνά-
την
στασιν και την παγκόσμιον κρίσιν, καθο
ώμολόγησαν, η επειδή διά τού; φόβους και
λικώς της του θεού δόξης κα! μακαριότητος.
διωγμούς βαπτιςήν οΰχ εΰρισκον αρπάζον
Τί δέ αρά γε έσται δι εκείνον τόν πανά-
τες δέ αυτούς, μετά^τά πολλά βασανις·ήρια
θλιον άνθρωπον, δστις, καταφρονήσας ταύ-
κατέσφαττον αυτούς ως πρόβατα έν μακελ-
την τοΰ θεοΰ την δωρεάν, μολύνει διά τών
λείω, κα! ούτως εκείνοι έβαπτίζοντο έν τώ
αμαρτιών αύτοΰ τόν επουράνιον
ίδίω αΓματι· τοΰτο δε τά βάπτισμα, λεγ«
τοΰ θείου βαπτίσματος } αυτός }
αρά γε εχει
χιτώνα
σώζεται άρά γε
σωτηρίας ελπίδα ό
ώραν έπίστευσαν,
δ μέγας
θεολόγος
κα! τόν Χριστόν
Γρηγόριος,
έστι
πολί)
σεβασμιώτερον τών άλλων, καθότι μένει άμόλυντον πάσης άμαρτίας· » Οιδα τά διά
τοιούτος άνθρωπος} Ακούγατε. Ήμεΐς όμολογοΰμεν Ιν βάπτισμα εξα-
ί μαρτυρίου βάπτισμα, δ και αυτός 6 Χρι- Γρτγ.
λειπτικόν τών άμαρτημάτων « Όμολογώ,
» στός έβαπτίσατο, και πολύ γε τών αλ
ϊ λέγει
ί λων αϊδεσιμώτερον, όσω δευτέροις ρύποις
καθείς , εν βάπτισμα εις
άφεσιν
» αμαρτιών »· τοϋτο δέ έστι τό δί ύδατος
» ού μολύνεται ί. Τό
κα» πνεύματος βάπτισμα, τό μη δευτερού-
δέ διά τών δακρύων βάπτισμα
μενον, εις δ κα! αυτός έβαπτίσθη ό Χρις"ός·
άχρι της σήμερον
πλην εκτός τούτου του βαπτίσματος είσι
εις
και άλλα δύο , τό μεν κατά πάντα ΐσοδύ-
τοΰτο
ναμον τω δΐ ύδατος κα! πνεύματος βαπτί-
την
ματι, τό δέ έξαλειπτικόν πασών τών άμαρ-
του λύειν και δεσμεΐν τάς άμαρτίας, ειπών
τιών, πλην της προπατορικής αμαρτίας·
» Άντινων άφήτε τάς άμαρτίας, άφίενται
πάντας τους ό
άναγκαιότατόν
ανθρώπους· διέταξε
θεάνθρωπος Ίησοΰς, ότε
έξουσίαν
εις
έστιν
τους
αύτοΰ
δέ
εδωκβ
μαθητάς
2»,
Εύαγγέλίον της Κυριακής προ των Φώτων,
545
» αύτοΐς· άντινων κρατήτε, κβκράτηνται ».
Έστέναξας^ μετενόησας^ βπέστρεψας^ β-
Βαπτίζεται δέ βίς τοϋτο το βάπτισμα, ός
χυσας διά τάς άμαρτίας σου δάκρυον^
τις,
λάβες δύθύς την συγχώρησιν τών αμαρτη
καθώς
ό προφήτης Δαβίδ, κοπιάζει
β
εν τω στεναγμώ αύτοϋ, και καθ' έκάστην
μάτων σου,
λούει την κλίνην και βρέχει την στρωμνήν
κρύων σου· ι Και δάκρυον στάξαν, βίπεν ό ΓΡ*τ· *
αυτού εν δάκρυσιν όστις μιμείται την του
ϊ εν άγίοις Γρηγόριος ό Νύσσης, ισοδυναμεί
Μανασσή επιστροφήν και την τών Νινευΐ-
» τω λουτρώ 5· όστις καταφρονεί
τών ήλεημένην ταπείνωσιν όστις, τύπτων
τοϋ βαπτίσματος , εκείνος ούδεμίαν εχβι
το στήθος, λέγει τάς φωνάς τοϋ τελώνου,
ελπίδα σωτηρίας, επειδή ουδείς εστίν άνα-
και κλαίει πικρώς δια την άμαρτίαν αύ-
μάρτητος
τοϋ, καθώς ό Πέτρος· τοϋτο δέ τό βάπτι
δόξα κάι τό κράτος
σμα
αιώνων. Αμήν.
άκοδεικνΰει
την
άπειρον του θεοϋ
και
ειμή
έβαπτίσθης διά τών δα
τούτου
εΓς μόνος ό θεός· Αύτώ ή εις τους αιώνας τών
εϋσπλαγχνίαν υπέρ πάσαν άλλην άπόδκ'ζιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Ε12
ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΑΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ορτήν,
ΦΩΤΑ.
έδιώρισεν ή
τά εις την έορτήν, αλλά και τά βίς την
εις πάσαν μεγάλην έ-
προβόρτιον και τά εις την μεθέορτον ήμέραν
Και προεόρτια και μεθέορτα εκκλησία τοϋ θεοϋ
ΜΕΤΑ ΤΑ
ινα προ της εορτής έτοιμαζώμεθα
άναγινωσκόμενα ευαγγελικά λόγια
εχωσι
διά 4τής μετανοίας και τών καλών έργων,
σχέσιν και άναφοράν βίς της εορτής την
και μετά την έορτήν τάς δοξολογίας και
ύπόθεσιν. Βλέπε τοϋτο εις τό άναγνωσθέν
ευχαριστίας προσφέρωμεν εις τόν θεόν, τόν
βύαγγέλιον έν τη πρό τών Φώτων και έν
καταξιώσαντα ημάς έορτάσαι θεοπρεπώς.
τη μετά τά Φώτα κυριακη", ήτις εστίν ή.
Διά τοϋτο ουν οί παλαιοί εκείνοι και σεβά
σήμερον ήμέρα. Εις την πρό τών Φώτων
σμιοι άνδρες, οί τάς π=ρικοπάς διατάξαν-
κυριακήν
τες τών καθ' έκάστην ήμέραν άναγινωσκο-
λόγια
μένων εν τη" εκκλησία ευαγγελίων, άφιέ-
και της πολιτείας τοϋ Ιωάννου τοΰ βα-
ρωσαν την προσοχήν αυτών, Γνα ου μόνον
πτιστοϋ*
(Κ.ΥΡΙΑΚ. ΕΪΑΓΓΕΑ. ΤΟΜ. Β'.)
άνβγνώσθησαν
τά
ευαγγελικά
τά διαλαμβάνοντα περί τοϋ βίου
την σήμ;ρον δέ άνεγνώσθη ή, 44
Ερμηνεία είς το χα,τα. Ματθαίον 546 περικοπή
ή ιστορούσα, ότι ό μεν Ιωάννης
Ιησούς, δτι ό Ηρώδης παρέδωκε τον Ίω
6 βαπτιστής παρεδόθη είς θάνατον, ό δε
άννην είς τήν φυλακήν, τότε άνεχώρησβν
Ιησούς Χρίστος άνεχώρησε μεν εκ της
άπό της Ιουδαίας, και ήλθεν εις τήν Γαλι
Ιουδαίας,
Γαλιλαίαν,
λαίαν, δπου τότε και Ιουδαίοι κατώκουν
εκήρυττε της μετανοίας το βάπτισμα. Και
και εθνικοί. Σημείωσαι δέ,ενταύθα δύο τινά,
τά μεν λόγια της ιστορίας ταύτης εισιν
πρώτον μεν,
ολίγα, τά δέ έν αύτοΐς νοήματα πολλά' ή
γίνεται εκείνος, όστις μισεΐ και κατατρέχβι
ιστορία έστϊ σύντομος, αλλ* ή εξ αυτής
εκείνον τόν άνθρωπον, δστις, ζήλω θείω
ωφέλεια μεγάλη· καθότι περιέχει διδασκα-
κινούμενος, χωρίς τίνος κολακείας νουθετών
λίαν, ήτις μετακομίζει τον μετ' ευλάβειας
αυτόν, ελέγχει τάς παρανομίας αυτού, σκο-
αυτήν άκούοντα άπό τά κατώτατα της
πόν εχων και έπιθυμών τήν τούτου διόρ-
γης μέρη είς του ούρανοϋ τό μακάριον δψος.
θωσιν δεύτερον δέ, δτι ό Ιησούς Χριστός
έλθών
δέ εις
τήν
δτι μιμητής
τού Ήρώδου
φεύγει άπό της Ιουδαίας ουχί φοβούμενος '·412.
Τω καφω Ιησούς, οτι
Ικείνω , άκουσας
Ιωάννης παρεδόθη,
6 ά-
νερ(ώρησεν είς τήν Γαλίλαίαν.
τόν κίνδυνον και τήν καταδρομήν
διότι
τίνα εφοβεΐτο εκείνος, δν φρίττει και τρέμει τά επουράνια, και τά
επίγεια, και τά
καταχθόνιας φεύγει αυτός, θεός ων παντο Ό πρόδρομος Ιωάννης ήλεγχε τον Ή-
δύναμος, ούχι επειδή εφοβήθη μήπως οί
ρώδην τον τετράρχην καθότι αυτός, ζών φθονούντες αυτόν Ιουδαίοι παραδώσωσιν τος του άδελφού αυτού Φιλίππου, έφθείρετο αυτόν είς τάς
χείρας τού Ήρώδου, ό δέ
μετά της Ήρωδιάδος της γυναικός αυτού,
Ηρώδης κατακλείση αυτόν εις τήν φυλα
και άλλας δέ πολλάς πχρανομίας
κήν, καθώς και τόν Ίωάννην διότι, όταν
έποίει·
Μβ>. β, « Ουκ εξεστί σοι, έλεγε προς αυτόν ό Ίω'
» άννης, εχειν τήν γυναίκα του άδελφού
αυτός ήθέλησε, τότε, αύτεξουσίως
παρα
δοθείς είς τάς χείρας
έπαθε,
αυτών, και
9 σου ». Θυμωθείς ουν ό Ηρώδης, προς ταΐς και έσταυρώθη, καϊ άπέθανεν άλλά φεύγει, άλλαις άνομίαις αυτού προσέθηκε και ταύΓνα και διά των έργων δείξη εκείνο, δπερ την, ήγουν
κατέκλεισε τον
Ίωάννην είς διά λόγου έδίδαξεν α Όταν
Αουχ. 3, τήν φυλακήν « Ό δέ Ηρώδης ό τετράρ1 9 20. » χΐίί, λέγει ό ευαγγελιστής Λουκάς, ελεγ-
δέ διώκωσιν
ί ύμάς, εΓπεν, έν τη" πόλει ταύτη, φεύγετε » είς
τήν
10, Μ.
άλλην »· φεύγει, Γνα μάθωμεν,
» χόμενος ΰπ' αυτού, ήγουν τού Ιωάννου,
δτι πρέπον
ϊ πβρι Ήρωδιάδος της γυναικός Φιλίππου
οργή, φεύγοντες εκείθεν, δπου εστί κίνδυ
» τοϋ άδελφού αυτού, προσέθηκε και τούτο
νος ψυχής ή ζωής.
εστίν Γνα δίδωμεν
τόπον τη
ϊ επί πάσι, καϊ κατέκλεισε τον Ίωάννην » εν τ>Γ φυλακή" ». Μετά ταύτα, δτε έώρμ*τ. ΐ4, ταζε τά αυτόν .
γενεσια αύτοΰ ,
άπεκεφάλισβν
Ότε ούν ήκουσεν ό θεάνθρωπος
Και καταλίπών έλθών κατωκησεν
τήν
Ναζαρέτ,
είς Καπερναούμ.
β»τ. 4. 1*.
347
την παραθαλασσίαν έν όρίοις Ζαβου-
δον θαλάσσης πέραν του Ιορδανού,
λών και Νεφθαλείμ.
Γαλίλαία των έθνών. Ο λαΌς ό καθήμενος εν σκότεί
α*μ. *,
Εις την Ναζαρέτ
είδε φως μέγα,
ό Ιησούς Χρίστος και το?ς
καθημένοίς εν
χώρα
καί
άνετράφη , καί έκεΐ πολύν καιρόν εζησεν «κ τούτου πολλοί ένόμιζον, ότι ή Ναζαρέτ
σκία θανάτου φως άνέτειλεν αύτοΤς.
εστίν ή πατρίς αυτού, καί εκάλουν αυτόν
Τούτο τό Γνα ένταύθα, καθώς και εις
ι, Ναζωραΐον
( '£κ
> άγαθόν είναι ^ ί ό άγγελος
Ναζαρέτ δύναται τι
ελεγεν ό Ναθαναήλ- και
άλλου; τόπους της θείας γραφής, ού σημαί νει τον
σκοπόν καί τό τέλος, αλλά τήν
δέ, ό φανείς ταΐς μυροφόροις,
βκβασιν καί βκπλήρωσιν του πράγματος·
Ναζαρηνόν αυτόν ώνόμασε κατά την των μ«?κ. ιβ, πο^ων {,πόληψιν ι Ίησοϋν, είπε, ζητείτε
εστί δέ τό νόημα τοιούτον. Κατοικήσας ο Ιησούς εις τήν Καπερναούμ, επλήρωσε τήν
$ τον Ναζαρηνόν τον έσταυρωμένον ήγέρ-
προφητείαν τού Ήσαΐου, όστις προφητικώς
> θη, ουκ εστίν ώδε ». Κατέλιπεν όμως
ειπεν, ^ότι ή γή Ζαβουλών
την Ναζαρέτ ό Ιησούς, όταν ήκουσεν, ότι
φθαλείμ,
ό Ιωάννης παρεδόθη εις την φυλακήν, κα:
θαλάσσης, τουτέστιν ή γή τούτων τών δύο
βλθών
φυλών
κατωκησεν εις την
Καπερναούμ,
ή
καί ή γή Νε
κειμένη κατά τήν όδόν της
ή παραθαλάσσιος, ή πέραν του
ήτις ην πόλις της Γαλιλαίος παραθαλάσ
Ίορδάνου, ήτις εστίν ή Γαλιλαίο, εν ^ καί
σιος, κείμενη εις τα σύνορα της γης των
εθνικοί κατωκουν, όψεται τό φώς. Βλέπε
φυλών Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Περιέγρα
δέ πώς διαστέλλει τους Ιουδαίους από τών
ψε δέ ό ευαγγελιστής μετά ακριβείας τήν
έθνικών, καν εις τήν αυτήν γήν κατωκουν
επαρχίαν,
τοποθεσίαν, και τά
τήν Γαλιλαίαν « Γη Ζαβουλών, λέγει, καί
όρια της Καπερναούμ, Γνα απόδειξη πεπλη-
> γη Νεφθαλείμ >, ήγουν οί Ιουδαίοι , οί έκ
ρωμένα τά περί
της
και τήν
ταύτης της ύποθέσεως
φυλής τού Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ·
προφητικά λόγια τοϋ προφήτου Ήσαΐου.
« Γαλιλαίο τών εθνών ι, τουτέστιν ή Γα
Άλλ' εάν ό Ιησούς Χριστός εφυγεν από
λιλαίο,
της Ναζαρέτ, και ήλθεν εις τήν Καπερ
τα περί μέν τοϋ Ιουδαϊκού λαού λέγει, ότι
ναούμ, Γνα δείξη ήμΐν τό παράδειγμα της
έκάθητο εν τω σκότει, καθότι ουκ έγνώρν
φυγής
πώς
ζε τόν Ιησού ν Χριστό ν, κ!ν οί προφήται
συμβιβάζονται τά έξης λόγια τοϋ εύαγγε-
τούτον προ κατήγγειλαν καί προεκήρυξαν
λιστού, όστις λέγει, ότι ό Χριστός έφυγες
ότε δέ αυτός
Γνα πληρωθη~ του Ήσαΐου ή προφητεία ·η
λών καί Νεφθαλείμ, καί εκάλεσεν αυτούς,
των
κινδύνων,
ώς είπομεν,
εν η κατοικούσιν οί εθνικοί· έπει
ήλθεν εις τήν γήν
τότε αυτοί , προδιατεθειμένοι μ-τ *,
Ινα πληρωθη
το ρηθέν δίά Η
σαΐου του προφήτου λέγοντος* ι*.
Ζαβουλών
Ζαβου
όντες υπό
της διδασκαλίας τών προφητών, είδον καί
Γη
εγνώρισαν, ότι αυτός εστι τό μέγα φώς, τό
και γή Νεφθαλείμ, ό-
προάναρχον και δημιουργικόν φώς, τό φω 4Γ
»*
Ερμηνεία εις το κατά ΜατθαΤον
548
4β. 9.
τίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον
του Ιωάννου περι του Χρίστου, οί Φαρι-
κόσμον, δ
σάΐοι,
θεός δηλαδή 6 αληθινός· τότε
φθόνω
δουλεύοντες,
ήλεγχον
τον
των αποστόλων οί πρόκριτοι, ό Πέτρος, ό
Χριστόν, λέγοντες ο: Συ περί σεαυτοϋ μαρ- Ι*»ά». *,
Ανδρέας, ό Ιάκωβος, ό Ιωάννης, εις την
2 τυρεΐς· ή μαρτυρία σου ουκ ες-ιν αληθής 5,
Γαλιλαίαν ευρισκόμενοι, και εις την έκεΐ
τί ουκ ελεγον, εάν ό Ιωάννης ουκ έμαρτυ-
θάλασσαν άλιεύοντες, έπίςευσαν εις αυτόν·
ρβι παρρησία μεταξύ τών πολλών άλλων
β Ό λαός
μαρτυριών και ταύτην τήν έπίσημον μαρ-
ό καθήμενος εν σκότει
ειδε
ί φώς μέγα ». Περι δέ των εθνικών λέγει,
τυρίαν « Ίδε ό αμνός τοϋ θεού ό αΓρων τήν «*- ι,
δτι έκάθηντο έν χώρα, ήγουν έν αύτ^ τη
2 άμαρτίαν τοϋ κόσμου », δί ής άνεκήρυξεν
άσεβεία
αυτόν υίόν θεού και σωτήρα τοϋ άνθρωπίνου
κατέκειντο, τον
άληθινόν
θεόν
μηδόλως σεβόμενοι, β: καί σκια θανάτου »,
γένους^ Έσιώπα ουν
τουτέστιν εν τη" άμαρτία, ήτις
της μετανοίας τό κήρυγμα, έν δσω ό Ιωάν
σκιά θανάτου, καθότι
λέγεται
θάνατοι μεν
τήν
ό Ίησοϋς Χριστός
νης τοϋτο εκήρυττεν , Γνα, αυτός πρώτον
ψυχήν, ου διαλύει δε αΰτήν, καθώς ό θάνα
εκπληρώσας τά προφητικόν και προδρομι-
τος διαλύει τό σώμα· και εις αυτούς, λέγει,
κόν
β ανέτειλε φώς 5, ήγουν αυτός ό Χριστός·
καρδίας τών ανθρώπων εις τήν ύποδοχήν
άπροσδοκήτως δε και άνελπίστως εφάνη
τοϋ εύαγγελικοϋ κηρύγματος.
καί έφώτισεν αυτούς > καθότι τά εθνη ουδέ
Ιωάννης, παραδοθείς εις φυλακήν και θά
ήλπιζον, ουδέ περιέμενον τον σωτήρα του
νατον , έτελείωσε τό έργον αύτοϋ , έπαυσε
κόσμου και λυτρωτήν « Και τοις καθημέ-
δέ παντελώς ή νομική προφητεία και τοϋ
» νοις έν χώρα και σκια θανάτου φώς άνέτει-
νόμου τό κήρυγμα· επειδή πάντες οί προ-
ϊ λεν αύτοις »·
"Οτε ουν ήλθεν ό Ίησοϋς
φήται και ό νόμος έως Ιωάννου προεφήτευ-
Χριστός εις τήν Γαλιλαίαν, τότε ήρξατο
σαν τότε ήρξατο ό Ίησοϋς κηρύττειν καί
κηρύττειν της μετανοίας τό κήρυγμα.
λέγειν, Άνθρωποι, μετανοείτε, επιτρέψατε
αύτοϋ
επάγγελμα,
προδιαθέσ^
τάς
Όταν δε ό
εκ της πλάνης της απιστίας, και άνάς·ητε Ματ. 4, *7·
Απο τότε ήρξατο δ Ιησοΰς κη εκ τοϋ βυθοϋ τών αμαρτιών υμών. ρύσσει
καί
ήγγίκε
γαρ
λέγειν* ή
Διά τί
Μετανοείτε"
δέ ειπεν « Ήγγικβ γαρ ή βασιλεία τών
βασιλεία των ου
2 ουρανών » } διότι πριν της ενανθρωπίσεως αύτοϋ και τοϋ εύαγγελικοϋ αύτοϋ κηρύγ
ρανών. πότε }
ματος μακράν άπεΐχεν από Τών ανθρώπων
αφότου ό Ιωάννης παρεδόθη ει; τήν φυλα-
ή βασιλεία τών ουρανών, καϊ ουδείς έκλη-
κήν—Άλλά διά τίάπό τότε}— διότι άναγ-
ρονόμει αυτήν, καν δίκαιος ην, καν άγιος.
κάϊον ην ινα πρώτον κηρύξ^ και μαρτυρή-
"Οθεν και έπεθύμουν οί έν κόσμω άγιοι ίδεΐν
σν) περί τοϋ Χριςοϋ ό Ιωάννης, ό προφήτης
όσα είδον και ήκουσαν οί απόστολοι, Γνα
καϊ πρόδρομος και βαπτιςής αύτοϋ· επειδή,
καϊ
Άπό τότε , λέγει·
«άν
άλλ'
από
της
βασιλείας
αύτοϋ
άπολαύσωσι·
καϊ μ6τα τας τοσαύτας μαρτυρίας € Πολλοί
προφήται καί δίκαιοι, ειπεν
0μ«τ. «», 17. '
349 ϊ Κύριος, έπεθύμησαν ίδβϊν ά βλέπετε, και
5 ό πατήρ υμών ήγαλλιάσατο Γνα Γδν] την
9 ουκ ειδον, και άκούσαι & άκούετβ, και ούκ
ί ήμέραν την εμήν, και είδε και έχάρη »·
> ήκουσαν ι· ειδον δε ταύτα μόνον έν όπτα-
Ότε δέ ό μονογενής υιός τοϋ θεοΰ , εναν-
σίαις καϊ εν συμβόλοις, καθώς ό πατριάρχης
θρωπίσας , εφάνη
Αβραάμ, όταν,προσφέρω ν τω θεώ τον Ισαάκ
εκήρυξε σωτηρίαν εις τους ανθρώπους, τότε
Γ·ν, 2ΐ, δις όλοκάρπωσιν, είδε τον κριών κατεχόμε-
λεία τών ουρανών·
9 Σαβέκ
3,
αυτόν
σταυρώ
κρεμασθέντος
Ίησοϋ
καΐ
ηγγισε και επλησίασε προς αυτούς η βασι
νον των κέρατων, και κρεμαμενον ε εν φυτω ήγουν το σύμβολον του εν
εις τον κόσμον ,
πιστεύσαντες
διότι πάντες οί καϊ
εις
βαπτισθέντες ,
Χριστοί·
και τάς άγιας αΰτοΰ εντολάς φυλάξαντες,
έπειτα είδεν, δτι ό μεν υίός αυτοϋ διέμεινε
γεγόνασι συμμέτοχοι της βασιλείας αυτοϋ
χωρίς πάθους, ό δε κριός έθυσιάσθη, καθώς
καϊ κληρονόμοι· « Ό πιστεύσας, ειπεν αύ-Μ«ρ* ι β,
άπαθής διέμεινεν ή θεότης του Ίησοϋ εν τω
3 τός ό λυτρωτής τοϋ κόσμου, και βαπτι-
καιρώ του πάθους και τοϋ σταυρού, έθυσιά-
ί σθείς σωθήσεται, ό δέ άπιστήο·ας κατα-
]·«. ·, σθη δε τό πανάγιον αύτου σώμα· « Αβραάμ
ι κριθήσεται ».
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΟ
ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΤΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ
ΤΑ ΦΩΤΑ.
Ο θεάνθρωπος Ίησοϋς ού μόνον άνεχώρη-
διδασκαλίαν και παράδειγμα· πλήν ερευνών
σεν από τνίς Ιουδαίας, καϊ ήλθεν εις την
και τον λόγον, διά τον όποιον πρέπον ές"ϊν
Γαλιλαίαν, δταν ό Ιωάννης παρεδόθη εις
Γνα φεύγωμεν τούς διώκοντας, δταν δυνά
την φυλακήν, αλλά και από της Βηθλεέμ
μεθα, βλέπω, δτι ό λόγος ούτος τεθεμελιω-
άνεχώρησεν
εις την Αίγυπτον , όταν ό
μένος ες"ϊν επάνω εις τήν βάσιν τοϋ νόμου,
*» Ηρώδης έζήτει αυτόν άποκτεΐναι. Παρα-
ήγουν επάνω εις τήν εντολήν της αγάπης,
τηρών δε ταύτας τάς δύο επισήμους ανα
έξ ής « όλος ό νόμος και οί προφήται κρε- αύ*^βίί·
χωρήσεις
Χρίστου, βλέπω, ότι και
9 μανται ». Όταν δύνωμαι να φύγω εκείνον
παρήγγειλεν ήμϊν Γνα φεύγωμεν ,
τον άνθρωπον, δστις αγωνίζεται Γνα βλάψ>)
2ϊ10' Ρ^ώς δταν
τοϋ
βλέπωμεν διωγμούς
και κινδύνους·
τό
σώμα
ή τήν ψυχήν μου, εγώ δέ ού
και πείθομαι μέν, δτι ταΰτα και παρήγ
φεύγω, άλλ' Γς-αμαι ς-ερεός και άκλόνητος,
γειλε, καϊ εποίησδν ό Ίησοϋς προς ήμετέραν
τότε γίνομαι
σκάνδαλον τοϋ
ανθρώπου
Ομιλία (ΐετά το κατά Ματθαίον
350
βκείνου· και εγώ μεν Γσως ωφελούμαι υπό
» θέντες εις τόν κόσμον άπαντα, κηρύξατε
της βλάβης αύτοΰ διά την άνδρείαν μου
ι τό εύαγγέλιον πάση τη κτίσει »·
και την ύπομονήν μου , εκείνος δέ βλάπτε·
βλέψας δέ και περί τών μή σκανδαλισμέ
εαυτόν καί
νων και τών σκανδαλισμένων, προσέθηκε
γίνεται άξιος της κολάσεως.
"Οταν λοιπόν ού φεύγω από του προκειμέ
% κ3?. 24.
προ-
νου διωγμού, δυνάμενος φυγείν, τότε ούκ
τό α Ό πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσε- *«'(*· ιδ. 1 β. 9 ται , ό δέ άπιστήσας κατακριθήσεται »·
άγαπώ τον πλησίον μου ώς έμαυτόν, άλλ' η
δεύτερον δέ, επειδή τό εύαγγελικόν κήρυγ
αγαπώ
μα
έμαυτόν περισσότερον εκείνου, η
ούδέ εσκανδάλισεν ούδέ
σκανδαλίζει
άμελώ και περιφρονώ την εκείνου σωτη-
πάντας, άναρίθμητοι μυριάδες άνθρώπων
ρίαν εναντίον της αποστολικής εντολής ,
τοΰτο μετά χαράς και ευφροσύνης ύπεδέ-
ήτις κελεύει τό α Μηδεϊς τό έαυτοϋ ζητεί, > τω, άλλά και τό του έτερου Ικαστος »,
χθησαν, καϊ έπίς·ευσαν, και έβαπτίσθησαν,
καί εναντίον αύτης της δεσποτικής νομοθε-
εάν διά τήν κακίαν τών σκανδαλισμένων
Μ«^ΐ9, σίας,
ητις ώρισε
τό
«
Αγαπήσεις τον
και εσώθησαν. Όθεν μεγάλη άδικία εγίνετο,
έπαυε τό κήρυγμα, και επομένως ύς·εροΰντο
% πλησίον σου ώς σεαυτόν τ>. Φανερόν ουν
της
εστίν, ότι ή μέν φυγή τών κινδύνων κα!
εσκανδαλίζοντο, εκείνοι ούκ ήσαν άξιοι ούδέ
διωγμών ς·ηρίζεται επάνω εις τήν άγάπην,
της πίστεως ούδέ της σωτηρίας. Περι τών
ή δέ διαμονή εις τους κινδύνους και διωγ
σκανδαλιζομένων διά
μούς έστιν άθέτησις της άγάπης, καθότι
άκουσον τί έπραττεν ό άπόστολος Παύλος.
γίνεται
Αύτός,
άφορμή σκανδάλου εις τόν πλη
σίον.
σωτηρίας οί
σταυρού
Άλλ' δτε εγώ, λέγεις, ούκ ειμί τό αίτιον
άγαθοπροαίρετοι·
τά
τοιαύτα
όσοι
εργχ
καν άκριβώς εγνώριζεν, ότι ταυ τό
κήρυγμα
Ιουδαίους, ούκ
έσκανδάλιζε τους
επαυσεν δχως κηρύττων
του σκανδάλου, τότε ακολουθώ τόν σκοπόν
Χριστόν εσταυρωμένον « Ήμεΐς δέ κηρύσ- «- κη>·
μου και τό έργον μου, καν οί άλλοι σκαν-
ί σομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ίουδαίοις
δαλίζωνται,
» μέν σκάνδαλον, Έλλησι
επειδή
ούδόλως
άμαρτάνω.
δέ μωρίαν ».
'Εσκανδαλίζοντο οί άπιστοι, όταν οί θεη-
"Ακουσον τί ειπεν ό άγγελος τού θεού προς
γόροι άπόστολοι εκήρυττον τό εύαγγέλιον
τόν
τί ουν επρεπεν αρά γε ίνα σιωπήσωσιν οί
5 άδικησάτω ετι, και ό ρυπών ρυπωσάτω
απόστολοι , η Γνα κρυφθώσι καί φύγωσιν
> ετι, και ό δίκαιος δικαιωθήτω ετι, και ό
είς τήν ερημον }—Ούχί· ούδ'ίνα σιωπήσωσιν
» άγιος άγιασθήτω ετι ϊ. Άκουσον δε περι
ούδ' Γνα κρυφθώσι και φύγωσι πρέπον ην
τούτου και τήν άπόφασιν τού Κυρίου Ιη
επιστήθιον
μαθητήν · α
Ό αδικών
εις τους άποστόλους· πρώτον μέν, επειδή σού Χριστού.
Όταν
οί μαθηταί αύτοΰ
περί του κηρύγματος της πίστεως ειχον είπον προς αύτόν, ότι οί ΦαρισαΤοι, άκούαύτοί, εχουσι δέ καί πάντες οί τοΰ ευαγγε σαντες τήν διδασκαλίαν αύτοΰ, εσκανδαλίου κήρυκες, τό είδικόν και εκπεφασμένον λίσθησαν,
τότε αποκριθείς πρός
αύτούς,
Μά^χ. 16, τοΰ Οεοΰ πρόσταγμα , όστις είπε κ Πορευειπεν ε Άφετε αύτούς· οδηγοί είσι τυφλοί
«,
Εύαγγελίον της Κυρ. μετά τά Φώτα.
351
> τυφλών >. Σκανδαλιζέσθωσαν οί Ιουδαίοι,
δήσεως ελεγχόμενοι, άπεςρέφοντο τά είδω-
βπβιδή κηρύττεις Χριστόν έσταυρωμένον
λόθυτα, νομίζοντες, ότι, όστις τρώγει έξ
άφες αυτούς, μηδέν σοι μέλλει περί τοΰ
αυτών, άμαρτάνεί βαρέως, ώς συγκοινωνών
σκανδάλου αυτών α Όδηγοί είσι τυφλοί
τη λατρεία τών ειδώλων ό άπός·ολος Παύ
» τυφλών »· σκανδαλιζέσθω ό κακοπροαίρε
λος, γράφων πβρί της υποθέσεως ταύτης
τος άνθρωπος, ορών σε φυλάττοντα τάς έν-
προς τούς Κορινθίους , πρώτον μεν αποφα
τολάς τοΰ θεοΰ, άφες αυτόν, μτ,δέν σοι μέλλει
σίζει, ότι ή βρώσις τοΰ είδωλοθύτου αύτη
τοΰ σκανδάλου αύτοΰ* άδικησάτω ετι ό
καθ' έαυτήν ούδέν βςΐν, βπειδή ουδέ αύτό τό
άδικος, άδικων σε· μιαινέτω βτι τήν καρ-
είδωλον, προς τό όπόϊον
δίαν αύτοΰ ό μεμιασμένος, σπεύδων δια
κρέας έκεΐνο, εχει δπαρξιν πραγματικήν,
τ*?,ς κακουργίας αύτοΰ μολΰναι την ψυχήν
καθώς εχουσι πάντα τά έν κόσμω πράγ
σου· άφες αυτόν, διότι ό δίκαιος, ορών το
ματα, ουδέ δύναμιν έχει ούδε ίσχύν, άλλά
καλόν σου παράδβιγμα, γίνεται δικαιότερος,
ξύλον εστίν, ή λίθος, ή χρυσός, ή άργυρος,
και ό άγιος άγιώτβρος·
όνομα εχον
σκανδαλιζέσθωσαν
βπροσφέρθη τό
ειδώλου- α Περί της βρώσεως >·
οί μεν αιρετικοί καί οί άπιστοι, άκούοντές
ι ουν, λέγει, τών είδωλοθύτων οΓδχμ·ν, ότι
σβ κηρύττοντα την άλήθειαν της πίστεως,
> ούδέν εΓδωλον εν κόσμω, καί βτι ούδβίς
οί δε ύποκριταί και ψεΰσται, βλέποντες σε
ι θεός Ιτερος ειμή είς ί· δεύτερον σημβιόϊ,
φυλάττοντα τοΰ θεοΰ τους νόμους· άφες
ότι ούκ βχουσι πάντβς ταύτην την γνώσιν
αυτούς, μηδέν σοι μέλλει περί τοΰ σκαν
διό τίνες, νομίζοντες, ότι τό εΓδωλον εχει
δάλου
πραγματικήν δπαρξιν, τρώγοντες τό είδω-
αυτών ·
«
Όδηγοί
είσι
τυφλοί
> τυφλών >.
λόθυτον, μολύνουσι την ασθενή καί άμαθη
Άλλ' έκτος τούτων είσί, λέγεις,
και
αυτών συνείδησιν β Άλλ' ούκ εν πάσιν ή βύΓ. η.
άλλαι υποθέσεις, δια τάς οποίας εγώ ουδό
» γνώσις· τινές δε τη~ συνειδήσει τοΰ είδώ-
λως πρέπει νά συλλογίζωμαι τό σκάνδαλον.
> λου εως άρτι, ώς είδωλόθυτον
'Οταν εγώ, λέγεις, ουδέ νόμον παραβαίνω,
• και ή συνείδησις αυτών ασθενής ούσα
ουδέ άταξίαν ποιώ, τί πταίω, εάν ό άλλος,
• μολύνεται >·
παράλογος ων,
σκανδαλίζηται:, εάν εγώ
τε φάγης κάν τβ μή φάγης τό είδωλόθυτον,
ούδε άμαρτάνω ουδέ άτακτώ, σκανδαλιζέ-
Ιν καί τό αύτό έστιν, ουδέ αυξάνεις δηλαδή
σθω εκείνος, όσον άν θέλη. 'ίϊ ! εις τούτο
ούδε ελαττοΐς την άρετήν σου
σφάλλεις· ή τοιαύτη διδασκαλία σου ούκ
προς τον θεόν παρρησίαν σου· β Βρώμα δε «4Τ. ·.
ϊστιν αποστολική, καί άκουσον. Εις τον
5 ημάς ου παρίστησι τώ θίώ· ουτβ γαρ, εάν
καιρόν τών άποςόλων τινές μεν χωρίς τίνος
» φάγωμεν, περισσεύομεν,
ελέγχου συνειδήσεως ετρωγον τά είδωλόθυ-
» φάγωμβν,ύστερούμεθα»*ταΰτα δέ ειπών,
τα, ήγουν μέρος τών κρβάτων τών ζώων
προστίθησιν εύθύς, προσέχετβ όμως, μή
τών
πως ή τοιαύτη εξουσία καί ελευθερία προ-
σφαζομένων καί προσφερομένων βΐς
θυσίαν τοις είδώλοις· τινές, υπό της συνει
ξενήση
τρίτον
εσθίουσι,
διορίζει, ότι,
κάν
καί την
ούτε, εάν μή
σκάνδαλον είς τούς μή βχοντας
Ομιλία μετά
352
»ύτ. 9·
το κατά Ματθαίον
τήν προειρημβνην γνώσιν, και δντας άσθε-
δτι ελέγχεσθβ ύπό της συνειδήσεως, νομί-
νβΐς κατά τήν συνείδησιν
δ Βλέπετε δέ,
ζοντες, δτι τά εΓδωλα εχουσιν δπαρξιν καί
ι μήπως ή εξουσία ύμών αύτη πρόσκομμα
ίσχύν, ερωτάτε δε, Γνα άναπαύσητβ τήν
ϊ γένηται τοις άσθενοϋσι »·
συνείδησιν ύμών
α Εί δε τις καλεί ύμας «*- ίο,
βάν τις Γδη σέ τον έχοντα γνώσιν, κατα-
ϊ τών απίστων,
καί θέλετε
κείμενον εν τω βωμω τών ειδώλων
και
ι» πάν τό παρατιθέμενον ύμΐν έσθίβτβ, μη-
τρώγοντα τά είδωλόθυτα, στηρίζεται και
» δεν άνακρίνοντβς διά τήν συνείδησιν 3).
αποφασίζει καί αυτός
Γνα εισέρχηται είς
Έάν δμως εύρεθη" τις εκεΐ, δστις άναγγείλη
τά εϊδωλεΐον και εσθίη αύτά, καν διά τήν
ύμΐν, δτι ή τροφή εκείνη εστίν βίδωλόθυτος,
άσθένειαν της συνειδήσεως αύτοΰ νομίζη,
τότε, λέγει, μή φάγετε άπ* αύτής· α Έάν α*τ. ι»,
δτι έστίν άμαρτία· α Έάν γάρ τις Γδτ] σέ
> δε τις ύμΐν εΓπη, Τοΰτο είδωλόθυτόν βς-ι,
*δΤ. ιβ. 3) τόν
διότι, λέγει,
πορεύεσθα:,
έχοντα γνώσιν έν είδωλείω κατα3) μή έσθίητε ». Άλλά διά τί τοΰτο, έν δσω
ϊ κείμενον, ούχ'ι ή συνείδησις αύτοΰ, άσθε-
εκείνος
ϊ νοΰς οντος, οίκοδομηθήσεται είς τό τά
άμαρτίαν έποίουν, επειδή δέ εκείνος ειπεν,
ς> είδωλόθυτα έσθίειν } » Μετά' τοΰτο διδά
δτι έστιν είδωλόθυτόν, διά τοΰτο βγένετο
σκει ευθύς πόσον μεγάλη εστίν ή άμαρτία
ή βρώσις άμαρτία} Ούχί διά τοΰτο, άλλ' Γ
βσιώπα,
εγώ, τρώγων,
ούδεμίαν
<. κ«ρ. β,τοΰ τοιούτου σκανδάλου, λέγων δ Και 1112 ' 1 ' ' 5 άπολεΐται ό άσθενών άδελφός έπϊ τη"
να μή σκανδαλισθη" εκείνος ό άναγγείλας·
» ση" γνώσει, δί δν Χριστός άπέθανεν. Ού_ •ο τω δέ άμαρτάνοντες είς τους άδελφούς,
3) σαντα καί τήν συνείδησιν »· άλλά τίνος
δ Μή έσθίητε, λέγει, δί εκείνον τόν μηνύ-
συνείδησιν » καί τύπτοντες
συνείδησιν
περί τούτου ή συνείδησις* ούχί διά τήν
» άσθενοΰσαν, είς Χριστόν άμαρτάνετε ».
εμήν συνείδησιν, λέγει ό απόστολος, άλλά
Διά τοΰτο,
διά τήν τοΰ έτερου, ήγουν δια τήν συνεί
τό
αύτών τήν
τήν εμήν} εμέ ουδόλως έλέγχβι
λέγει, εάν εγώ, δταν τρώγω
είδωλόθυτόν
κρέας,
σκανδαλίζω
διά
δησιν εκείνου, δστις,
νομίζων, δτι,
έάν
τούτου τον άδελφόν μου, ούχί μόνον είδω
φάγω τό είδωλόθυτόν, άμαρτάνω, άνήγγει-
λόθυτόν, άλλ' ουδέ κρέας
λέ μοι, δτι έστίν είδωλόθυτόν α Συνείδη- ι.ΐο?. ιο,
φάγω
πάσας τάς ημέρας
άπλώς ού μή της ζωής μου·
» σιν δέ λέγω ούχί τήν έαυτοΰ, άλλά τήν ««τ. υ. δ Διόπερ, εί βρώμα σκανδαλίζει τον άδελ-
υ τοΰ ετέρου 3).
ί φόν μου, ού μή φάγω κρέα είς τόν αιώνα, Έκ ταύτης της άποστολικής διδασκα 3> Γνα μή τόν άδελφόν μου σκανδαλίσω 5. λίας καθείς Μετά ταΰτα
καταλαμβάνει, δτι είς πάν
σαφηνίζει πλατύτερο ν δσα έργον άνάγκη έστίν, Γνα έξβτάζωμεν ού
ειπεν έάν, λέγει, άνθρωπος άπιστος προμόνον τό έργον καθ' αύτό, καί κατά την σκαλέση υμάς είς τήν τράπεζαν
αύτοΰ, κρίσιν της ιδίας ήμών συνειδήσεως, άλλά
καί θέλετε έλθεΐν πρός αύτόν, φάγετε εΓτι καί κατά τάς περιστάσεις αύτοΰ, καί κατά άν βάλη έμπροσθεν ύμών, μή
ερωτώντες τήν κρίσιν της συνειδήσεως τών άδελφών,
είδωλόθυτόν έστιν, η ού, Γνα μή δείξητε, τών έχόντων άσθενή τήν συνείδησιν. Ό
Εύαγγέλιον της ταν το βργον σου, νόμους,
Κυριακής μετά
και κατά τους θείους
καϊ κατά την κρίσιν της συνει
δήσεως σου^
και της
συνειδήσεως
του
τά Φώτα,
ύπαρξη τό σκάνδαλον, όταν ούδέ βξ αμαρ τίας., ούδέ
βξ αταξίας
γίνηται, άλλ' εκ
μ'ονης τής γνώμης τοϋ
πλησίον σου, ούδέ αμαρτία λογίζηται, ούδβ, | προέρχηται, πόση
««. β,
353
σκανδαλιζομένου
αμαρτία βστίν, όταν
αταξία, τότβ τό έργον σου εστίν άναμάρ^
διά της αμαρτίας καϊ της άταξίας ήμών
τητον. Όταν δέ τό βργον σου κατά μέν
σκανδαλίζωμβν τούς αδελφούς 'Ί Πόσον μβ-
τους νόμους και την συνείδησίν σου ούδέ
γάλην
αμαρτία κρίνηται, ούδέ αταξία, ίτροξενη"
παρρησία ή εισέρχονται
δέ σκάνδαλον εις τόν πλησίον σου, τότε,
εις τά πορνοστάσια καϊ καπηλεία, ή συζώ-
εάν
καθότι
σι μετά παρανόμου γυναικός, ή άδικοϋσι
σκανδαλίζεις τόν πλησίον σου· < Ούτω δέ
τόν όρφανόν καϊ τήν χήραν,ήιδυναστεύουσ{
ϊ άμαρτάνοντες βις τούς αδελφούς, και τύ-
τόν αδύνατον, ή κατατρέχουσι τόν άπροςά-
> πτοντβς αύτών την συνείδησίν ασθενού
τευτον, ή άμελοϋσι τήν καλήν παιδαγωγίαν
ν σαν, εις Χριστόν άμαρτάνετβ λ
τών ιδίων τέκνων, ή καταφρονοϋσι τάς δια
αυτό
πράξης,
άμαρτάνεις,
Έβεβαίωσε τοΰτο αυτός 6 των απάν
άμαρτίαν
ποιοϋσιν
εκείνοι, όσοι
κα'ι εξέρχονται
τεταγμένα; νηστβία;, κρβωφαγοϋντβς άναΐτ-
των δεσπότης· ό θεάνθρωπος Ίησοΰς αυτός,
σχύντως, καϊ έτοιμάζοντβς τραπέζας παν
επειδή υίός ήν τοϋ θεοϋ, και βασιλεύς των
τοίων βρωμάτων άνυποστόλως,
βασιλευόντων, και εξουσιαστής πάσης της
βως
κτίσεως , ούδέ
τήν βκτέλβσιν τοϋ σκανδαλοποιοϋ αύτών
άνομίαν
επραττεν
ούδέ
προτρεποντες
και τούς
καϊ άφόάλλους είς
αταξίαν, εάν μή βδιδε τό δίδραχμον, ήγουν
βργου, ούδόλως στοχαζόμενοι πόσον βά
τό τοις βασιλεΰσι κατ' ετος διδόμενον άρ-
ρος βχβι ή άμαρτία τοϋ σκανδάλου } Καϊ
γύριον αλλ* επειδή
τοϋ θεοϋ, εσκανδαλίζοντο, εάν ούκ εδιδεν
ό μέν άπόστολος τοϋ θεοϋ βοά* β Ού μή ί. ϊ<» ε. ι*, > φάγω κρβα εις τόν αιώνα, Γνα μή τόν ■» άδελφόν μου σκανδαλίσω ι· αύτοι δέ ούδέ
αύτόΐς
άργύριον, διά
όλίγας ημέρας στέργουσι τήν άποχήν τοϋ
τοϋτο, καν ούκ έχρεώστβι, καν ούκ ειχεν
κρέατος, Γνα φύγωσι τοϋ σκανδάλου τήν
άργύριον, όμως, ίνα μή σκανδαλίση αύτούς,
άμαρτίαν. Αληθώς πάσα νόμου παράβασίς
οί συνάγοντες τά δί
δραχμα, μή γνωρίζοντες, ότι βστιν υιό;
τό διατεταγμένον
Ήλτ. 17, άπέδωκβν αύτοΐς αύτό διά θαύματος. « Ί-
εστίν άμαρτία*
πλήν ή μέν άμαρτία ή
» να δε, είπε πρός τόν Πέτρον, μή σκαν-
κρυπτή βλάπτει μόνον εκβΐνον, όςτις αύτήν
» δαλίσωμεν αύτούς, πορευθίΐς εις τήν θά-
πράττει, ή δέ άμαρτία ή φανερά βλάπτει
» λασσαν, βάλε άγκιστρο ν, καϊ τόν άνα
τόσους, όσοι ή βλέπουσιν αύτήν ή άκούου-
ι βάντα πρώτον ίχθύν άρον και άνοίξας
σιν εκ τούτου ή μέν άμαρτία, ή κρυφίως
> τό στόμα
στατήρα·
γινομένη, βστϊ μία άμαρτία, ή δέ φανβρώς
αύτοΐς άντί εμοϋ
τελούμενη γίνεται καϊ έκατονταπλάσιος,
» εκείνον
αύτοϋ,
λαβών, δός
εύρήσεις
καϊ χιλιοπλάσιος, και μυριοπλάσιος· πολυ-
> και σοϋ ». 'Εάν λοιπόν
τόσον μεγάλη
(ΚΤΡΙΑΚ.. ΕΥΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
αμαρτία
πλασιάζεταΐ) λέγω, κατά άναλογίαν τών 45
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
554
βλεπόντων ή άκουόντων αυτήν , και βλα-
τί ή φανερά άμαρτία πολλά εύκολα μβταδί
πτομένων ύπ' αύτής.
δοται εις τούς άλλους. Επειδή δε τοσούτον
Άλλά διά τί
το φανερόν άμάρτημα ,
εύκολα μεταδίδοται και πολυπλασιάζεται
ήγουν το αμάρτημα το διά του σκανδάλου,
ή σκανδαλοποιός άμαρτία, διά τούτο μέγα
μεταδίδοται τόσον εύκολα εις τούς ανθρώ
αμάρτημα λογίζεται ό θεός τό σκάνδαλον^
πους } διότι τό κακόν παράδειγμα, μάλιςνχ
καν ού τοσούτον μεγάλη ή σκανδαλίζουσα
των αρχόντων καΐ προεστώτων, τών νομι-
άμαρτία. Σιωπώ τά άλλα της θείας γραφής
ζομένων σοφών
παραδείγματα, όσα τούτο άποδεικνύουσιν,
και ενάρετων, έξόχως δε
τών εκκλησιαστικών άνθρώπων, σκεπάζει
Γνα διηγηθώ Ιν, καθότι αύτό μόνον ίκανώς
οπωσδήποτε την άτιμίαν της άμαρτίας,
καταπείθει.
και επισκιάζει την αισχρότητα, και δια
Ό Μωϋσής και ό Ααρών ήσαν δύο άν
σκεδάζει την δυσφημίαν αύτής· το κακόν
θρωποι του θεοϋ εκλεκτοί, άνδρες άγιοι,
παράδειγμα
κεκοσμημένοι διά πολλών και
μάλιστα τών επισήμων άν
μεγάλων
θρώπων αφαιρεί την εντροπήν, ήτις εμπο
αρετών, φίλοι καΐ ήγαπημένοι του θεου>
δίζει ημάς από τών αισχρών πράξεων, καΐ
και κεχαριτωμένοι ύπ' αύτοΰ διά πολλών
φέρει την άναισχυντίαν , την πηγήν της
και μεγάλων χαρισμάτων. Και περί μεν
άσωτείας, μαραίνει την δύναμιν του φόβου
του Μωϋσέως έμαρτύρησεν
του θεού, όστις αναχαιτίζει ήμας από της
λέγων, ι Έάν γένηται προφήτης υμών
τόλμης τών πονηρών έργων , και προξενεί
9 Κυρίω,
την
ι και εν ύπνω λαλήσω αύτώ· ούχ ούτως ό
αύτός ό θεός, β, 7
άφοβίαν
και αύθάδειαν, την μητέ
έν όράματι αύτώ γνωσθήσομαι,
παύει δε
• θεράπων μου Μωϋσής, εν όλω μου τώ οίκω
και την επίπληξιν ττίς συνειδήσεως , ήτις
» πιστό; εστι· στόμα κατά στόμα λαλήσω
εστίν ό χαλινός της αμαρτίας. Όταν εγώ
Λ αύτώ εν είδει,
στοχάζωμαι, ότι ουδείς
9 και την δόξαν Κυρίου ειδε ». Τον δε ^
ρα πάντων τών άμαρτημάτων
πράττει εκείνην
και ού
δί ^αινιγμάτων,
την άνομίαν, την οποίαν μελετώ νά πρά
Ααρών
έξελέξατο εκ πάντων τών
ξω, τότε συς-έλλομαι, εντρέπομαι, φοβούμαι
Ισραήλ, και εχρισεν αύτόν,
την πράξιν ' αύτης· άλλ' όταν βλέπω, ότι
και
και άλλοι επίσημοι άνυποστόλως ταύτην
βαθμόν,
πράττουσι, ποία μένει εις έμε συςτολή, ή εν-
και πρεσβευτήν υπέρ της συγχωρήσεως
τροπή, ή φόβος} Έκτος τούτου δέ και αύτη
τών άμαρτιών του λαού.
ή συνείδησίς μου παύει τότε τούς σφοδρούς
ό θεός Γνα όδηγήσωσι τόν λαόν αύτοΰ είς
αύτης ελέγχους* ένί λόγω, τό κακόν παρά
τήν γην της επαγγελίας, και Γνα, είσελ-
δειγμα διώκει τά εμπόδια της άμαρτίας,
θόντες μετ' αύτοΰ είς τήν γην εκείνην,
και φέρει βίς ήμας όσα προτρέπουσι και
άπολαύσωσι τών άγαθών αύτής. Μετά δέ
κατακρημνίζουσιν εις τον χάνδακα αύτής.
τήν τόσην άρετήν
δψωσεν εις
της
υιών *"
και ήγίασβ,
άρχιερωσύνης
τόν
και κατέστησεν αύτόν μεσίτην
Τούτους ώρισεν
αυτών και τά τόσα
Έχ τούτων ουν καταλαμβάνομεν τά διά | χαρίσματα τοϋ θεοΰ προς αύτούς ιδού όρ-
Εύαγγελίον της Κυρ. μετά τά Φώτα.
355
κατ' αύτών , και στβρβΐ
» τήν πέτραν τη* δάβδω τρίς, καί εξήλθεν
αυτούς της άπολαύσβως της επιθυμητής
» δδωρ πολύ, και επιεν ή συναγωγή και
βκβίνης γης. Αύτοί , ώς πανάριστοι αρχη
> τά κτήνη αύτών ι· τοϋτο τό αμάρτημα
γοί και προβστώτβς πανάγαθοι, νύκτα τβ
ούκ βστι παρακοή, διότι αύτοί ύπήκουσαν,
καΐ ήμέραν τβσσαράκοντα ετη κοπιάζου-
καί βύθύς βτέλεσαν όσα προσέταξεν αύτοϊς
σιν υπέρ της διοικήσεως του λαοϋ, προκιν-
δ θβός· τοϋτο τό αμάρτημα ουδέ άσπλαγ-
δυνεύουσιν εις τούς πολέμους υπέρ αυτού,
χνία εστίν, βπβιδή αύτοί, ίδόντβς τόν λαόν
ύποφέρουσι γενναίως τάς αύθαδείας, τάς
διψώντα, βσπλαγχνίσθησαν βπ*
ύβρεις, τάς
καν δβριζον αύτούς, και προσδραμόντβς
γίζεται δ θβός
αποστασίας αυτών, ϊπειτα
αύτούς,
επηγγβλμένης
έζήτησαν τοϋ θβού τήν βοήθειαν ουδέ ύπβ-
γης^ άλλ' άποθνήσκουσι πριν η είσβλθεϊν
ρηφάνειά εστίν, βπβιδή αύτοί μετά πάσης
έν αύτη. Διά τί τοϋτο } διά τί ώργίσθη δ
τιμής συνήγαγον τόν λαόν, και βστησαν
θεός κατά τών τοσούτον αγίων και εκλε
αύτόν βνώπιον της πέτρας- ταϋτα δέ τά
κτών και ήγαπημενων αύτώ ανδρών } διά
λόγιά βίσι λόγια η θυμοϋ διά την άπείθειαν
τί κατεπίκρανε την καρδίαν
τοϋ λαοϋ, ή έκδικήσβως διά τάς δβρβις,
ούκ
άπολαμβάνουσι
της
αύτών διά
της τοιαύτης τιμωρίας } Ακούσατε . Έδίψησεν ό λαδς εις την άνυδρον γην
ή παραδρομής, καθότι άντ\ τοϋ βίπεϊν, Μή εκ της πέτρας ταύτης βξάξη ύμΐν ό θβός
της ερήμου Σίν μνημονεύσας δε της Αιγύ
ύδωρ:, βίπον « Μή εκ της πέτρας ταύτης
πτου, δβρισβ τον Μωϋσήν, τόν^βξαγαγόντα
» εξάξωμεν ύμΐν δδωρ} » Νόησον όποιον
αύτούς βκβΐθβν δ δε Μωϋσης τρέχει εύθύς
καϊ αν θέλης τούτων τών τριών άμαρτη-
μετά τοϋ Ααρών εις την σκηνήν τοϋ μαρ
μάτων, ή τιμωρία ου .φαίνεται ανάλογος είς
τυρίου, ζητών τοϋ θεοϋ την βοήθειαν δ
τό πταίσμα· διά ολίγα λόγια σχεδόν ούδε-
θεός προστάσσβι αύτούς Γνα συνάξωσι τον
νός βάρους τοσαύτη τιμωρία βΐς τοιούτους
λαόν, καί, λαλήσαντες προς τήν εκεΐ πέ
άγιους άνδρας ^
τρα ν εξάξωσιν εξ αύτης δδωρ· συνάγουσιν
επειδή αύτοι διά τήν άρετήν καϊ τήν προε
αύτοί εύθύς κατά τήν προσταγήν τοϋ θεού
δρίαν αύτών ήσαν τό παράδειγμα παντός
Ναι
τοσαύτη, μάλιστα
έπειτα,
τοϋ λαού· ναι τοσαύτη , επειδή τά λόγια
ενατενίσας προς αύτούς δ Μωϋσης, ειπεν
ταϋτα ερ'ρ'έθησαν ενώπιον παντός τοϋ λαοϋ·
τον λαόν βνώπιον
της πέτρας·
λ(Α. »β, ' Ακούσατε μου οί άπειθεΐς »· μήπως νομί
α Και είπε Κύριος πρός Μωϋσήν και Άα- *Γ. ι».
ζετε, ότι έξάξομεν δδωρ εκ ταύτης της
> ρών, "Οτι ούκ επιστεύσατε άγιάσαι με
πέτρας ^ β Μη εκ της πέτρας ταύτης εςα-
» εναντίον τών υίών Ισραήλ ί. Άκούεις^
5 ξωμεν ύμΐν δδωρ ς » Τούτό έστι τό α
ι Εναντίον, λέγει, τών υίών Ισραήλ ».
μάρτημα τοϋ Μωϋσέως και τοϋ Ααρών
Επειδή
τοϋτο δέ ούκ εστίν απιστία, διότι αύτοί
δειγμα παντός τοϋ λαοϋ, ούχ ώς οί πιστοί
έπίςευσαν είς τοϋ θεοϋ τον λόγον, καί εύθύς
δοϋλοί μου εδείξατε, ότι εγώ είμι άγιος,
λ(Λ. ίο, μετά τά λόγια ταϋτα ό Μωϋσής « επάταξβ
άλλ'
ύμεΐς , οΓτινές εστε
βτολμήσατβ
και
είπατε
τό
παρά
τοιαύτα 45'
356
λ6νια
.··
ένώπιον
Όμιλία μετά το κατά Ματθαίον
πάντων
τών υιών
Ισ
τοί δέ, αντί νά παιδαγωγώσι τά
τέκνα
ραήλ, λόγια σκανδαλοποιά καϊ δυνάμενα
αυτών διά τοϋ καλοϋ παραδείγματος τών
κατακρημνίσαι αυτούς είς τον απελπισμόν,
θεοφιλών αύτών έργων, κατακρημνίζουσιν
διά τοϋτο ουκ εστέ άξιοι εισέλθειν μετ' αυ
αύτά είς τήν άπώλειαν διά τοϋ σκανδάλου
τών εις την επηγγελμένην γην αύτόϊς τε
της
|Ρι9. ίβ; καί Ομΐν· α Και βιπε Κύριος προς Μωϋσήν
πονηράς αύτών πολιτείας. Ουα\ είς
εκείνον ,
όσης
διά
οποιασδήποτε
α
ι κιι Ααρών , ότι ούκ επιστεύσατε άγιά-
μαρτίας σκανδαλίζει τούς άλλους· α Ούαι
» σαι με εναντίον τών υιών Ισραήλ, διά
ι τώ άνθρώπω εκείνω, δί ού τό σκάνδαλον
5 τοϋτο ούκ είσάξετε
» έρχεται »* διότι, όσοι ύπό τοϋ κακοϋ αυ
ύμεΐς τήν συναγω-
6 γήν ταύτην είς τήν γην, ήν έδωκα αύτοΐς.
τού παραδείγματος βλαφθέντες κολασθή-
. Τούτο τό παράδειγμα αρκετά διδάσκει
σονται, ύπέρ τούτων παρ αύτοϋ ζητήσει
πόσον μεγαλύνει τήν άμαρτίαν το σκάν
ό θεός λόγον εν τη φοβέρα ημέρα της κρί
δαλον
σεως·
πολλώ δε τούτου περισσότερον το
ούαί, τό όποιον
εξεφώνησε ό
θεάνθρωπος
Ιησούς κατά τών;σκανδαλοποιών άνθρώΙι»Γ. ίβ, πων ι Ούαί, είπε τώ άνθρώπω εκείνω, δι
α Καϊ τό αίμα αύτοϋ εκ της χειρός
» σου ζητήσω, είπεν ό Κύριος ϊ. Και
μή νομίσητε, δτι τό σκάνδαλον
τότε μόνον μεγαλύνει τήν άμαρτίαν, όταν
5 ου τό σκάνδαλον έρχεται». Ούαί} λοιπόν
βλάψωμεν πολλούς ή μεγάλους κα'ι επισή
εις εκείνον τον ίερωμένον, δν ό θεός εθηκεν
μους άνθρώπους· διότι, και εάν σκανδαλί-
βπι τήν λυχνίαν, ίνα διά του φωτός τών
σωμεν
ενάρετων αύτοϋ πράξεων φωτίζη πάντας
ευτελών ανθρώπων, τόσον μεγαλύνεται ή
τούς έν τη" εκκλησία αύτοϋ, αύτός δέ διά
άμαρτία,
τοϋ σκότους τών πονηρών αύτοϋ
« Ός δ' άν σκανδαλίση
έργων
Κ- »,
ενα και
μόνον τών
μικρών
ώστε γινόμεθα άξιοι
και
θανάτου·
σκανδαλίζει πάντας τούς εμπιστευθεντας
Ινα τών μικρών ι*«τ. ι«# 6. » τούτων, τών πιςευόντων είς έμε, συμφέρει
αύτώ αδελφούς. Ούαί εις εκείνον τόν ήγε-
I αύτώ, Γνα κρεμασθη μύλος όνικός επι τόν
μόνα, τόν
» τράχηλον
όποιον ό θεός ΰψωσεν εις της
αύτοϋ, και καταποντισθη εν
κοσμικής εξουσίας τόν θρόνον, Γνα διά της
» τώ πελάγει της θαλάσσης ».
Διά τί δέ
ηγεμονικής και
μυλόπετρα
τοϋ σκαν-
πατρικής
αύτοϋ διοική
είς τόν τράχηλον
σεως, και τοϋ θεαρέστου και ενδόξου αύτου
δαλοποιοϋ} —Ίνα, χωρίς αργοπορίας κατα
παραδείγματος
ποντισθείς είς τό
ευτυχή
καταστήσ/)
τόν
βάθος της
θαλάσσης,
λαόν αύτοϋ, κα'ι οδήγηση αύτόν προς τό
γένηται παντελώς αφανής,·
θέλημα τοϋ Κυρίου* αύτός δέ, παίγνιον τών
όλοτελώς
παθών αύτοϋ γενόμενος, ποιεί αυτούς δυσ-
φέρει είς τόν σκανδαλοποιόν ό καταποντι-
τυΧ"^
σμός · —Διότι, εάν καταποντισθη" αύτός είς
κο" σκανδαλίζει τάς ψυχάς αύ~
καϊ έξαλειφθη"
τό σκάνδαλον. Διά τί δε συμ
τών. Ούαι είς έκείνους τούς γονείς, είς τούς
τήν
οποίους ό θεός ένεχείρισε τήν φροντίδα της
άλλους είς τήν
θάλασσαν,
ού
καταποντίζει
τούς
κόλασιν. Διά τούτων δέ
καλής ανατροφής τών τέκνων αυτών αυ τών δύο
πραγμάτων, ήγουν τοϋ όνικου
Εύαγγελίον της Κυρ.
357
μύλου και του καταποντισμοϋ, παρέςησεν
τούτον βίον, νά τεθής έπειτα είς τό πΰρ
6 θβάνθρωπος τό βάρος και το μέγεθος της
τό αιώνιον και είς τήν γέενναν του πυρός· « Καλόν σοί εστίν είσελθεΐν είς τήν ζωήν ώτΛ^
αμαρτίας τοϋ σκανδάλου. . -
Άλλ' άρά γβ μόνος ό σκανδαλοποιός
> χωλόν ή κυλλόν, ή δύο χείρας η δύο
κολάζεται, ό δε σκανδαλιζόμενος
και Οπό
3 πόδας έχοντα βληθήναι
του
και πί-
5 αιώνιον
σκανδάλου ύποσκελιζόμενος
είς τό πΰρ τό
καλόν σοί εστι
μονόφθαλμον
πτων εις την άμαρτίαν, μένει αθώος κάι
» είς τήν ζωήν είσελθεΐν, ή δύο οφθαλμούς
ελεύθερος πάσης τιμωρίας }—Ουχί· ου μόνον
ϊ έχοντα βληθήναι είς τήν γέενναν του
ό σκανδαλοποιός κολάζεται, εάν μή μετα-
β πυρός ϊ. Άκούετε^ κατά μεν του σκαν-
νοήση καϊ διορθωθη, άλλα
δαλίζοντος εξεφώνησεν
και αύτοί οί
ό Κύριος τό ούαι
υπ* αύτοϋ σκανδαλιζόμενοι υπόδικοι κο-
και τόν καταποντισμόν (ταϋτα δε σημαί-
λάσεως γίνονται,
φεύγωσι τους
νουσι τήν βαρυτάτην τιμωρίαν, και την
έντολήν τοϋ
άπώλειαν)· κατά δέ του μή φεύγοντος τους
εάν μή
σκανδαλίζοντας κατά την
σκανδαλοποιούς εφοβέρισε πΰρ αιώνιον και
Κυρίου. Έάν οί φίλοι σου, λέγει δ Κύριος, οΓ τίνες ύπηρετοϋσ'ι σε εις τάς χρείας σου,
γέενναν πυρός. Ούαι λοιπόν είς ήμάς ! β Άνένδεκτόν ^ 1?ί
καθώς ή χείρ σου και ό πους σου· καϊ εάν
9 έστιν, ειπεν ό Κύριος^ μή ελθεΐν τά σκάν-
ό συγγενής σου, τόν όποιον αγαπάς και
9 δαλα ». Και αληθώς τίς έστιν εκείνος ό
προσέχεις ώσπερ
άνθρωπος ,
τους
οφθαλμούς σου, ή
διά τήν άπιστίαν αυτών
σκανδαλίζωσι
δστις ουδέποτε
τόν μικρότατον έσκανδάλισεν ^ ή τίς εστίν εκείνος ό άνθρωπος, όστις
διά τήν
αυτών
τόν χρήσιμον αύτοΰ φίλον, η φεύγει και
είς τά
αρνείται τόν ήγαπημένον αύτοϋ συγγεν ,
αισχρότητα της ζωής τήν
θέλησίν
σου
άποστρέφεται
περί της φυλακής τών νόμων του θεού,
όταν
κόψον τήν
ται } Αύτη εστίν, ως φαίνεται, ή μάχαιρα,
συναναστροφήν αυτών, φύγε
μ«τ· ι», και χωρίσθτ,τι άπ' αύτών? « Εί δε ή χείρ
βλέπϊ), ότι ύπ' αυτών σκανδαλίζε
περί τής οποίας ό Κύριος είπε· < Μή νομί- μ«τ. ιοί
ι σου ή ό ποϋς σου σκανδαλίζει σε, εκκο-
ί σητε, οτι η/οον
5 ψον αυτά, κάι βάλε από σοϋ· καϊ εΐ ά
ί γήν· ουκ ήλθον βαλεΐν
3 οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, Ιζελε αύ-
» μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον
» τόν, και βάλε από σου ί. Ώφελιμώτερόν
» κατά τοϋ πατρός αύτοϋ, καϊ θυγατέρα
σοι εστίν, ίνα μείν/)ς είς τήν πρόσκαιρον
ί κατά τής
ζωήν χωρίς τής αντιλήψεως καϊ παραμυ
ι κατά τής πενθεράς αυτής. Και εχθροί
θίας τών φίλων, και χωρίς τής βοηθείας
ι τοϋ άνθρώπου οί οικιακοί αύτοϋ α. Ούαι
τών συγγενών, και ούτω νά είσέλθ^ς είς
ήμΐν ί καϊ τίς δύναται σωθήναι } Άλλά
τήν αιώνιον ζωήν, ή, απολαμβάνων τής
διά τί τοσούτος άπελπισμός} διά τί ουκ
τούτων
άπελπιζόμεθα, όταν άκούωμεν, ότι ό θεός
επιστασίας
είς τόν πρόσκαιρον
■
'
ούδένα ουδέ
τον νουν σου είς τά περί της πίστεως, ή
σκανδαλίζωσι
' 9
μετά τά Φώτα.
οαλειν ειρηνην επι την είρήνην, άλλά
μητρός αυτής, και νύμφην
558
Ομιλία μετά το κατά Ματθαίον
θέλει Γνα άγαπώμεν
αυτόν περισσότερον
καΐ των φίλων και των
συγγενών καΐ
της ιδίας ζωής ημών, και ότι, όστις ουκ
λάττης τήν πίστιν άμώμητον, και τάς εντολάς του θεού άμέμπτως, τινές δέ σκανδαλίζωνται, μηδέν φρόντιζε περί τοΰ τοι
άγαπα τοιουτοτρόπως τον θεόν, ουκ εστίν '\*Ί' άξιος της βασιλείας αυτού} « Ό φιλών
ούτου σκανδάλου· άφες αυτούς· β Όδηγοί
χ πατέρα η μητέρα υπέρ έμέ ουκ εστ» μου
δτι τό έργον σου σκανδαλίζει τόν άδελφόν
ι άξιος· και ό φιλών υιόν η θυγατέρα * υπέρ
σου, συ δέ, εάν αυτό εγκατάλειψης, ουδέ
χ έμέ ουκ εστι μου άξιος.
Καί δς ου λαμ-
τήν πίςιν άθετη*ς ουδέ τόν νόμον παράβαι
χ βάνει τόν σταυρόν αύτοΰ, και ακολουθεί
νες, τότε άφες τά έργον εκείνο, Γνα μή τόν
χ οπίσω μου, ουκ εστι μου άξιος ». Αυτη ή
άδελφόν σου
εντολή και δ χωρισμός τον σκανδαλοποιών
β σκανδαλίζει τόν άδελφόν μου, ου μή φά-
φίλων και συγγενών !ν κα\ το αυτό είσι· δι
» γω κρέα εις τόν αιώνα, Γνα μή τόν άδελ-
ότι, εάν αγαπάς τόν θεόν περισσότερον τών
X φόν μου σκανδαλίσω χ. Όταν δε συναν
φίλων και συγγενών και του εαυτού σου,
τάς τά σκάνδαλα καί αίσθάνησαι, δτι τό
φεύγεις
σκάνδαλον φέρει σοι τόν κίνδυνον τοΰ θα
καί αυτούς καΐ σεαυτόν,
τά πάθη σου, όταν διά του
ήγουν
σκανδάλου
μ« 14·
9 είσι τυφλοί τυφλών χ. 'Εάν δέ βλέπης,
νάτου
της
σκανδαλίσης· « Εϊ βρώμα §. κορ. ^
άμαρτίας, τότε φύγε,
άναχώρησον,
η εκπλήρωσις ταύτης της εντολής ούκ ες-ιν
ποιοΰντος
βργον αδύνατον,
ό λόγος· επειδή,
καί παρατηρεί άκριβώς ποΐά είσι τά άλη-
εάν ύπήρχεν άδύνατον, ούκ εζήτει τούτο
θή σκάνδαλα, Γνα μή νομίζ^ς σκάνδαλον
σ.πάνσοφος και δικαιότατος θεός· άπέδειξαν
εκείνο, όπερ ούκ ίς*ι σκάνδαλον, και σκαν-
δέ αυτό δυνατόν μάλις*α πάντων ανθρώπων
δαλιζόμενος παραλόγως, σκανδαλίζεις τους
οί πανεύφημοι μάρτυρες· διότι έξ
άλλους εύλογοφανώς* α Παρακαλώ δέ ύμας, Ν^. ι β,
αυτών
άπό
τότε
αυτών χωρίζωσί σε από του θεού. *Οτι δέ
πείθει
τότε χωρίσθητι
13 '
τοΰ
τό σκάνδαλον πρόσεχε όμως,
πολλά τέκνα εφυγον τους άπίςους αυτών
» άδελφοί, λέγει ό θεΐος άπόστολος, σκοπεϊν
γονείς, και πολλοί γονείς έγκατέλιπον τά
» τούς τάς διχοστασίας και τά σκάνδαλα^
άπιστα αυτών τέκνα· ή μήτηρ εχωρίσθη
» παρά τήν διδαχήν, ήν ύμεΐς εμάθετε, ποι-
άπό της άπιστου θυγατρός, καί ή θυγά-
» οΰντας· καί εκκλίνατε άπ' αύτών »· Προσ
τηρ άπό της απίστου μητρός, καί ό αδελ
οχής μόνης καί
φός άπό του άπιστου άδελφοϋ, και ή νύμφη
χρείαν καί ό σκανδαλίζων Γνα μή σκανδα-
εφυγεν άπό της παστάδος
λίζη, καί ό σκανδαλιζόμενος Γνα μή σκαν-
τοΰ
νυμφίου
διακρίσεως άληθινής εχει
έγκατέλιπον αυτούς, Γνα μή
δαλίζηται· β Μή ούν δός υπνον σοΐς όμμα- π·^
σκανδαλισθέντες πέσωσιν εις της άπιστίας
χ σι, μηδέ νυστάξης σοΐς βλεφάροις , Γνα '* *' *'
τό βάραθρον.
Χ σώζη ώσπερ δορκάς έκ βρόχων, καίώσπερ
αυτής, και
Αλλά διά τί φαίνεται ή ύπόθεσις τοΰ σκανδάλου τοσούτον
δύσκολος }
εάν φυ-
8 δρνεον εκ παγίδος ». Αμήν.
559
ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ
ΚΑΤΑ
Μ ΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡ. ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ
Δ'. ΣΥΝΟΔΟΥ.
άγιοι
συγχέων τάς δύο τοΰ Χριστοΰ φύσεις καΐ
προσκαλοΰσιν ήμάς σήμερον, ίνα εύσεβώς
τάς δύο ενεργείας αύτοΰ, μίαν μόνην φύσιν
ίορτάσωμεν την «ν Χαλκηδόνι τη~ πόλει
συγκεχυμένην
άγίαν καΐ ενδοξον συνέλευσιν αυτών , ήτις
ενέργειαν, εξ αύτης της συντεθειμένης φύ
εστίν
σεως προϊοΰσαν, εδίδασκεν δ τυφλός και
.Εξακόσιοι
τριάκοντα
αρχιερείς
ή αγία και οικουμενική τετάρτη
συνοδός,
Ακούσατε ου ν ποιος
της
εκεί
και σύμμικτον, και μίαν
ασύνετος· τυφλός αληθώς και άνους, επειδή
συνελεύσεως αυτών δ σκοπός καΐ τό τέλος.
ούδε κατενόει ούδε έβλεπε τά ιερά ευαγγέ
Τετρακόσια και τ·σσαράκοντα ετη μετά
λια, τά
την Χρίστου γέννησιν εμφανισθείς ό αιρε
Χριστόν πεινώντα, διψώντα, κεκοπιακότα,
τικός αρχιμανδρίτης, ό Ευτυχής μέν κατά
κοιμώμενον,
τό όνομα, δυστυχής δέ κατά τον νουν και
άνθρωπον της άνθρωπίνης αύτοΰ φύσεως
την προαίρεσιν, κατετάραξε την του Χρί
τάς ενεργείας*
όποια κηρύττουσι
τον Ίησοΰν
όπερ εστίν, ενεργούντα
ώς
ομοίως δέ κηρύττουσιν αύ-
στου εκκλησίαν ό δυσσεβής και πανάθλιος·
τόν λόγω μόνω θεραπεύοντα τους άσθενεΐς,
αύτός πρώτον μεν ήγων.ίσθη γενναίως εις
διωκοντα
τήν εν Έφέσω άγίαν οίκουμενικήν σύνοδον
μέλλοντα,
γνωρίζοντα τάς
κατά του μωρολόγου Νεστορίου, δστις ,
ενθυμήσεις
της καρδίας, άνιστώντα τους
διαιρών τάς δυο τοΰ Χρίστου φύσεις, και
νεκρούς ,
όπερ
εστίν ,
λέγων άλλον τάν εκ πατρός γεννηθέντα
ενεργείας
της
θεϊκής
νίόν καΐ λόγον , και άλλον τον εκ μητρός
Τούτον πρώτον μέν ό Φλαβιανός
τεχθέντα τον Χριστόν, χριστοτόκον, και
τριάρχης μετά της περι αυτόν συνόδου,
ούχι θεοτόκον ώνόμαζε τήν μητέρα τοΰ θεοΰ,
τήν
ύπεραγίαν
ώς
τά
αίρετικόν
δαιμόνια, προλέγοντα τά άποκρύφους
ενεργούντα αύτοΰ
τάς
φύσεως. ό πα
κατακρίνας, καθεΐλε
και
θεοτόκον Μαριάμ. Ι της ίερωσύνης καί της προεδρίας τοΰ μονα
Έπειτα, ώς φαίνεται, διορθώσαι βουλόμενος
στηρίου αύτοΰ. Επειδή δέ ουδέ διωρθώθη,
τό αίρετικόν τοΰ Νεστορίου φρόνημα, εκρη-
ούδε ήσύχασεν, αλλά διά της συνεργείας
μνίσθη αύτός εις άλλην αίρεσιν, Γσην ή και
Διοσκόρου τοΰ Αλεξανδρείας κα\ Χρυσάφου
χείρονα της Νεστοριανής αίρέσεως· διότι
τινός υπουργού της βασιλείας
συναγαγών
Ομιλία μετά το κατά Μάρκον
560
τό έ*ν Έφέσω ληστρικόν συνέδριον, έαυτόν
Ή μέν πράξις της αρετής εστι καρπός
μέν άπατηλώς εδειξεν άθώον, τόν δέ πα-
της ελευθέρας ήμών προαιρέσεως, της δε
τριάρχην
διδασκαλίας τό επάγγελμα ούκ ες-ιν έργον
τον
Φλαβιανόν
έκάθηρε·
διά
τοΰτο δ ευσεβέστατος αυτοκράτωρ ό Μαρκιανός ταύτην
την οΐκουμενικήν
άγίαν
μόνης της προαιρέσεως, αλλά και της μα θήσεως. Ύπόθες, δτι θέλει ό άμαθης άνθρω
σύνοδον εν Χαλκηδόνι συνήθροισεν. Αύτη
πος Γνα διδάξη· αλλά πώς δύναται διδάξαι,
ουν, εξετάσασα πάλιν ακριβώς του Εύτυ-
εάν μη εχη της μαθήσεως τό χάρισμα}
χοΰς
ήμεΐς δέ άκούομεν, δτι δ Κύριος συνέζευξε
τά φρονήματα,
καί
ίδοΰσα εν
δολερά" ομολογία της πίστεως αύτοΰ, δτι
τό ποιειν καί τό διδάσκειν, καί άπεφάσι-
βκοψεν εκ του τρίτου άρθρου τοΰ συμβόλου
σεν, δτι εκεΐνός έστι μέγας εν τη~ βασιλεία
της εν Νικαία
τών
συνόδου
ταύτα τά λόγια
ούρανών, δστις καί τά δύο
ταΰτα
€ Κατελθόντα εκ των ουρανών, καί σαρ-
κατορθώση· βλέπομεν δέ, δτι δ θεός ουχί
9 κωΟέντα εκ πνεύματος άγίου και Μαρίας
είς πάντας, άλλ' είς τινας μόνον δίδωσι
» της παρθένου », άναθέματι
της σοφίας τό τάλαντον πώς ουν διορίζει
αυτόν
τε
καί
καθυπέβαλεν
τον Διόσκορον,
και
τόν
μεγάλας
άνταποδόσεις εις εκείνον, δστις
Σευηρον, καί τον Όνώριον, κα: τόν Πύρρον,
ού μόνον πράττε» την άρετήν, αλλά καί
καί τόν Ίάκωβον, καί πάντας τούς τούτου
διδάσκει αύτήν } εάν είπωμεν, δτι δ θεός
όμόφρονας. Τούτων ουν τών θεοφόρων πα
ού
τέρων,
μέγας εν τη" βασιλεία αύτοΰ, αλλά
τών εν Χαλκηδόνι
πάς άνθρωπος
κατασταθεί" τίνες
σήμερον
μόνον, εκείνοι δηλαδή, εις δσους έδωκε της
οί ορθόδοξοι χριστιανοί, ώς φώτα
σοφίας τό χάρισμα, τοΰτό Ιστιν άπρεπον
των, την μνήμην πάντες
συναθροισθέν-
θέλει Γνα
τοΰ κόσμου,
έορτάζοντες
ώς στύλους της
εκκλησίας,
καί εις την
δικαιοσύνην αύτοΰ,
καθότ:
ώς διδασκάλους της αληθινής πίστεως, και
πάντες επίσης εϊσί πλάσματα αύτοΰ, και
ώς εύεργέτας της ψυχής ήμών καί αντιλή
είς την άπειρον αύτοΰ αγαθότητα, καθότ»
πτορας, εύλαβώς αυτούς τιμώμεν καί μα-
επίσης πάντας άγαπα. Ή τοιαύτη άπορία
καρίζομεν. Διά τοΰτο δέ άνεγνώσθη σήμερον
φαίνεται
τό εύαγγέλιον, τό περιέχον τάς άρετάς τών
άρκετάς προς άνάπαυσιν τοΰ νοός παντός
αληθινών
πιστοΰ ανθρώπου.
ποιμένων καί
διδασκάλων, τάς
οποίας αύτοϊ διά τών θεαρέστων
αυτών
μέν
μεγάλη, έχει
δμως λύσεις
Διανέμει δ θεός τά τάλαντα, ήγουν τά
Ιργων έτέλεσαν. Επειδή δέ τοΰτο το εύ
θεια αύτοΰ χαρίσματα, ζυγοστατών τοΰ
αγγέλιον διηρμηνεύθη δλον εις την έορτήν
καθενός την δύναμιν καθώς δέ ήμεΐς ούδέ
τών αγίων πατέρων της εβδόμης συνόδου,
ποτε βάλλομεν δύο μέτρα
διά τοΰτο σήμερον άφιεροΰμεν τόν |λόγον
τά όποιον χωρεΐ Ιν μόνον,
εις ταΰτα τούτου του ευαγγελίου τά λόγια
ούδέ ποτε δίδωσι δύο τάλαντα είς τόν άν-
« "Ος δ' άν ποιήστ) και διδάξη, ούτος μέγας
θρωπον, τοΰ οποίου ή δύναμις βαστά ίν
ι κληθήσεταιεν τη" βασιλεία τών ούρανών ».
μόνον.^Διά τί δε τοΰτο}— διότι καθώς συν
εις τό σκεΰος, οΰτως δ θεός
Εύαγγελίον της Κυρ. των Πατέρων της Δ'.
Συνόδου.
361
τρίβεται το ευθριπτον σκεύος, εάν βιάσης
« Είπα τω Κυρίω, Κύριος μου εισύ, ότι*"^15·
αυτό, βάλλων εν αύτώ περισσότερον του
ι τών άγαθών μου ού χρείαν έχεις ι, ελεγεν
δσου χωρεΐ, ουτω βλάπτεται ό ασθενής
ό προφητάναξ. Μη στοχασθης, ότι ή βα
άνθρωπος, εάν ό θεός δώση βίς αύτον τά
σιλεία, ην ό θεός ήτοίμασεν εις τους αγα
λαντα
πώντας τό θέλημα αύτοΰ, εχει καν μικράν
περισσότερα των όσα ή δύναμις
αύτοΰ επιδέχεται· « Και ω μεν έδωκε, λέ
τινα άναλογίαν πρός τούς κόπους τών κα
ϊ γει, πέντε τάλαντα, ώ δε δυο, ω δε Ιν,
λών ημών έργων διότι εκείνη εστίν αιώνιος
χ έκάστω κατά τήν ιδίαν δύναμιν ».
και ατελεύτητος, οί δε κόποι ημών, όποιοι
Ε
πειδή δε δίκαιος εστι, ζητεί τόν πολυπλα-
και άν ώσιν, είσι πρόσκαιροι και τέλος ε-
σιασμόν εκείνων μόνων των ταλάντων, τά
χουσι· διά τοΰτο δε ό θεσπέσιος Παύλος
όποια αύτός μεν έδωκε, συ δε έλαβες. Ό
έγραφε πρός τούς 'Ρωμαίους· ε Λογίζομαι ^· ·»
ταν δε ό καθείς πολυπλασιάση οσα έλαβε,
ι γάρ, ότι ουκ άξια τά παθήματα του νυν
τότε αύτός, πανάγαθος ων,
ϊ καιρού πρός την μέλλουσαν δόξαν άπο-
επίσης άντα-
μείβει κα'ι τους τά πολλά καΐ τους τά ολί
• καλυφθηναι ϊ. Θέλει τά καλά ημών εργα,
γα λαβόντας και πολυπλασιάσαντας· α Ευ
και χοιρΐς αύτών ούδένα σώζει· τούτο έβε-
ϊ δοΰλε
βαίωσε μεν αύτός , ειπών α Και εκπορεύ- ^ 5
αγαθέ και πιστέ, ειπεν ό Κύριος,
ϊ επί ολίγα ης πιστός,
επί πολλών σ· κα-
ϊ σονται οί τά αγαθά ποίησαντες εις ανά-
1 "
χαράν του
ι στασιν ζωής, οί δε τά φαύλα πράξαντες,
ϊ Κυρίου σου ν όπερ έστί, τόν αύτον επαι-
ι είς άνάστασιν κρίσεως ι* έμαρτύρησε δέ
νον «ξεφώνησε, καΐ την ^αύτήν άνταπόδο-
καΐ ό άπόστολος αύτοΰ, κηρύξας ήμΐν τά Ν*· *»
σιν άπέδωκεν ό θεός και εις τόν πολυπλα-
« 'Ός αποδώσει έκάστω κατά τά εργα
σιάσαντα τά πέντε τάλαντα, κα'ι εις τόν
ι αύτοΰ »· πλήν ή ύπέρ τούτων άνταπόδο-
αύξήσαντα τά δύο. Μη ουν διστάζης, μηδέ
σίς εστι τόσον ύψηλή και μεγάλη, ώστε
λυποϋ, ύποπτευόμενος, ότι λαμβάνεις όλι-
ούΒόλως αναλογεί τοϊς εργοις ημών διά
γώτερον μισθό ν , ήπερ εκείνος, όστις έλαβε
τοΰτο ή σωτηρία και ή κληρονομιά της
και επολυπλασίασε τά πολλά·
πολυπλα-
βασιλείας αύτοΰ εστίν έλεος, εστί δώρον,
σίασον σύ προθύμως όσα έλαβες, ό δε θεός,
εστί χάρις· ε Τη γάρ χάριτί εστε σεσω-
ό γινώσκων και πόσα παρέδωκέ σοι, και
» σμένοι διά της πίστεως· καί τοΰτο ούκ
πόση έστϊν ή προθυμία της καρδίας σου,
> έξ ημών θεοΰ τό δώρον ούκ εξ έργων,
ανταμείβει σε, ώσπερ άν εί επολυπλασία-
» ίνα μήτις καυχήσηται »· τά καλά εργα
σας κα'ι τά πολλά.
άφορμήν μόνον δίδουσιν είς τόν θεόν, Γνα
» ταστήσω·
είσελθε εις την
Μη νομίσης, δτι ό θεός ζυγοστατεΐ την ποσότητα τών καλών σου έργων, επειδή
εκχεη τό έλεος αύτοΰ εφ' ημάς. Τοΰτο αυτό βλέπομεν και είς τήν τοΰ
εχει χρείαν τούτων ό πανυπερτέλειος δη
οίκοδεσπότου παραβολήν. Έμίσθωσε, λέγει,
μιουργός
καΐ εξουσιαστής
της
ό οικοδεσπότης εργάτας είς τόν αμπελώνα
ούδεμίαν
χρείαν εχει τών
αρετών σου·
(ΚΤΡ1ΑΚ. ΕΓΑΓΓΕΛ. ΤΟΜ. Β'.)
κτίσεως
αύτοΰ, άλλους μεν τήν τρίτην
ώραν της 46
*,
Ομιλία μετά το κατά Ματθαΐοον
36-2
ημέρας, άλλου; δέ την Ικτην^
άλλους δέ
τών ημερών απέναντι τοΰ γαζοφυλακίου^
την έννάτην περι δέ την ένδεκάτην ώραν
ήγουν
ίδών
οποίαν καθείς εβαλλεν δσα χρήματα ήθελε
άλλους έργάτας αργούς, ειπβ
προς
κατέμπροσθεν της θήκης, εις την
αυτούς· υπάγετε καί ύμεΐς, δουλεύσατε εις
νά άφιερώσϊ) εις τόν θεόν
τον αμπελώνα μου, και δώσω ύμΐν όσον
εκεΤ έρχομένους πλουσίους, οΓτινες εβαλλον
εστί δίκαιον. Έπειτα, δταν ήλθεν ή ώρα
εις τό γαζοφυλάκιον πολλά*
της άνταποδόσεως τοΰ μισθοΰ, έδωκε και
καί μία πτωχή χήρα έβαλβν έκέΐ δύο μό
εις τους πρώτους, και εις τσύς δεύτερους,
να λεπτά· τότε ό Ίησοϋς, προσκαλέσας
καί εις τους τρίτους, καί εις αυτούς τους
τούς μαθητάς αύτοϋ, εβεβαίωσεν αυτούς,
έσχατους, ήγουν εις έκείνους, οΓτινες έδού-
δτι εκείνη ή πτωχή χήρα εβαλεν «ις τό
λευσαν μίαν μόνη ν ώραν, τον αυτόν μι-
γαζοφυλάκιον περισσότερον πάντων τών
σθόν,
άλλων
τουτέστιν εν δηνάριον
ιδόντες οί πρώτοι
τοΰτο
έγόγγυσαν,
δέ.
λέγοντες.
έβλεπε δέ τούς
έλθοΰσα δέ
« Αμήν λέγω ύμϊν, δτι ή χήρα Μα>· ι1ι
ϊ αύτη ή πτωχή πλεΐον πάντων βεβληκε
Κύριε, ούτοι οί έσχατοι μίαν μόνην ώραν
* τών βαλόντων
εκοπίασαν, συ δέ εδωκας αύτόΐς τόν αυτόν
Ό Αβραάμ ουκ έθυσίασε τόν υίόν αύτοΰ,
μισθόν, δν και ήμεΐς έλάβομεν, οιτινες εβα-
άλλ' ήπλωσε μόνον τήν χεΐρα αύτοΰ ινα
στάσαμεν τό βάρος και την καΰσιν δλης
σφάξτ) αυτόν ό δέ θεός τετβλεσμένην έλο-
της ημέρας·
γίσατο τήν ύπακοήν
ό δέ οικοδεσπότης άπεκρίθη
εις
τό
γαζοφυλάκιον».
καί τήν θυσίαν αυ
προς αυτούς, Έγώ ουκ ήδίκησα υμάς, εν
τού* <ί Νϋν γαρ εγνων, εΓπβ προς αυτόν, Γίν. η
δηνάριον
ί δτι φσβιι
υμών,
έσυμφωνήσατε
διά
τόν κόπον
σύ τόν 6εόν, καί ουκ εφείσω
και εν έλάβετε· θέλω δε ίνα δώσω
» του υίου σου του αγαπητού δΐ έμέ ». Ό
εις τοΰτον τόν εσχατον τόσον, όσον και εις
Ζακχάΐος έπεθύμησε μόνον ίδεΐν τόν Ίη-
υμάς τούς πρώτους· μήπως ουκ «χω έξου-
σοΰν Χριστόν, καί άνέβη εις τήν συκομω-
σίαν ίνα ποιήσω ό,τι θέλω εις τά πράγ-
ρέαν Γνα Γδτ) αυτόν ό δέ Ίησους Χριστός,
«. ίο, ματά μου 'Ί « Θέλω δε τούτω τω εσχάτω Ματ. 14. ϊ δοϋναι ώς και σοί· ή ουκ εξεστί μοι ποιί ησαι 8 θέλω εν τοΐς έμοΐς
Τί άλλο
« Ζακχαΐε, λέγει
προς
αυτόν,
12'
σπεύσας αμ,χ. ι9,
» κατάβηθι· σήμερον γαρ έν τω οίκω σου » δει με μεΐναι 5.
Ό τελώνης μόνον 'ΐο
διδάσκει ούτος ό παραβολικός λόγος ειμή
στήθος αύτοΰ έτυψε ν, λέγων
τό δτι ό θεός θέλει Γνα ημείς κοπιάζωμεν
ϊ ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ >, καί κατί-
υπέρ τών κατορθωμάτων της άρετής, κα
βη εις τόν οίκον αύτοΰ δεδικαιωμενος. Μία
θότι τοΰτό
μόνη φωνή τοΰ ληστοΰ « Μνήσθητί μου, αδτ. μ,
έστιν άπόδειξις της ευλάβειας
και της προθυμίας της ψυχής ημών, ουδό λως δέ αποβλέπει εις την ποσότητα τών κόπων, άλλ' εις την προθυμίαν
4 Ό "θεός,
ι ε,
> Κύριε, δταν ίλθνις εν τη βασιλεία σου », ήνοιξεν αύτω τόν παράδεισον. ο Ό δεχόμε- ""'^'
και την ϊ νος προφήτην, ειπ'εν ό Κύριος, εις δνομα
εύλάβειαν της καρδίας;, ί προφήτου μισθόν προφήτου λήψεται, καί Έκαθητο ό θεάνθρωπος Ίησοϋς έ*ν μια » ό δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου μι-
Εύαγγελίον της Κυρ. των Πάτερων της δ'.
Συνόδου.
563
ϊ σθόν δικαίου λήψεται· και δς έάν ποτίση
διότι ό ρητορικός λόγος πίπτει εις τά ώτα,
» 2να των μικρών τούτων ποτήριον ψυχροϋ
τό δέ καλόν παράδειγμα εισέρχεται εις την
8 μόνον
όνομα μαθητού, άμήν λέγω
καρδίαν. Τά καλά έργα κα: ό ήλιος εχουσι
» ύμιν ούμή άπολέση τον μισθόν αύτοΰ ».
πολλήν τήν ομοιότητα· όταν αύτός άνατεί-
Άκούετε} δΐ Ιν ποτήριον ψυχροϋ ύδατος,
λη, φωτίζει τήν γήν, όταν έκεΐνα φανερω-
δί Ινα μόνον αγαθόν σκοπόν ανταμείβει "ό
θώσι, καταυγάζουσι
θεός, καν τα πράγματα ούκ άποκρίνωνται
καρδίας· τοΰτο δέ, ήγουν τά παράδειγμα
εις τόν σκοπόν ημών, τουτέστιν, κάν τε
τών καλών έργων, εστί τό φώς? περί τοΰ
αληθώς προφήτης , ή δίκαιος , ή μαθητής
οποίου ό Κύριος ημών ειπεν « Οδτω λαμ-
Χρίστου ύπήρχεν εκείνος 6ν ημεΐς εύηργε-
ί ψάτω τό φώς υμών έμπροσθεν τών άνθρώ-
τήσαμεν, κάν ου τοιούτος ην, άλλα πλα-
ί πων, όπως Γδωσιν ύμών τά καλά εργα,
στόν είχε τό όνομα, ήμεΐς λαμβάνομεν τόν
ϊ και δοξάσωσι τόν πατέρα ύμών τόν εν
μισθόν, ώσπερ άν εί εκείνος ήν αληθινός
» τοις ούρανοΐς 5. Άκούεις^ τά καλά εργα,
προφήτης , ή
εΐσΐν οί διδάσκαλοι 5 αυτά είσιν ή διδασκα
εις
δίκαιος , ή Χριστοΰ μα
θητής . Άλλά τί ώφελοΰσι, λέγεις, ταΰτα προς
λία, ή διεγείρουσα
τών άνθρώπων τάς
τούς άνθρώπους προς
έπιστροφήν και μετάνοιαν αυτά
ύψοΰσι
την λύσιν της προκειμένης απορίας } δια
τόν νοΰν αυτών πρός τήν άληθινήν τοΰ θεοΰ
τούτων λύεται ή απορία· ταΰτα άναπαύου-
δοξολογίαν.
σι τοΰ νοός την περιέργειαν. Έάν ό θεός
Δεύτερον όστις άληθώς κατορθώση της
ούκ άποβλέπη εις την ποσότητα της αρε
άρετής τά εργα, εκείνος άναμφιβόλως και
τής , άλλ' εις την προθυμίαν της καρδίας·
σκοπόν έχει, και εξ όλης καρδίας επιθυμεί
εάν ό θεός ούκ άποβλέπη εις τα πράγματα,
ίνα κα\ τους άλλους διδάξη τήν πίστιν και
άλλ 'είς τόν σκοπόν εάν ό θεός ούκ άποβλέ
τήν άρετήν διότι ποίαν άρετήν εχει, έάν
πη εις τό έργον, άλλ' εις την διάθεσιν της
λείπη αύτώ ό σκοπός και ή επιθυμία της
ψυχής, ουδείς ενάρετος εστίν, όστις ού δι
ωφελείας τοΰ πλησίον, τουτέστιν εάν λείπη
δάσκει. Πρώτον μέν , επειδή ή διδασκαλία
αύτώ ή άγάπη } ήμεΐς δέ οΓδαμεν, ότι και
κατά δύο τρόπους γίνεται, ή διά λόγου, ή
τοΰ
διά τών έργων ή δέ διά τών έργων διδα
Αβραάμ τήν άπόφασιν, και τόν σκοπόν
σκαλία έστΊν _ίσχυροτέρα της διά λόγου
τοΰ δεχομένου τόν προφήτην εις όνομα προ
γενομένης· σιωπά μέν ή γλώσσα του φιλα-
φήτου, ως εργα τετελεσμένα και άρετάς
ρέτου άνθρωπου, τοΰ μή έχοντος της σοφίας
τελείας έλογίσατο ό θεός· τόν σκοπόν ουν
τό χάρισμα, λαλοΰσιν όμως τά εργα αύτοΰ
και τήν επιθυμίαν τοΰ δικαίου άνθρωπου
τά ενάρετα· ή δέ φωνή αυτών ε'στι πολλώ
ώς διδασκαλίαν δεχόμενος ό θεός, άνταμεί-
λαμπροτέρα της τοΰ στόματος λαλιάς· τό
βει αύτόν ώς διδάσκαλον της πίς·εως και
φώς τών έργων αύτοΰ φωτίζει πολλώ πε-
της άρετής κήρυκα.
ρισσότερον τοΰ φωτός της Ρητορικής τέχνης,
Ζακχαίου τήν επιθυμίαν,
και
τοΰ
Τρίτον ό Κύριος ημών ούκ ειπεν, "Ος·:ς 46*
5,
Ομιλία
364
μετά το κατά Ματθαίον
άναβη" έπ' άμβωνος, και έκβοήση λόγους
τή λοιπόν έστιν ή μάθησις· μάτην δέ ό θεός
ρητορική
εσόφισε τον Σολομώντα, μάτην πανσόφους
τέχνη
κατεσκευασμένους , και
διδαχάς εύφραδεία κοσμική κεκοσμημένας,
κατέστησε
η
επιστολάς
κοπιάζουσιν δσοι έκχέουσιν ίδρωτας και
σοφίας πλήρεις, και έρμηνείας των θείων
κόπους διά τά τάλαντον της σοφίας. Της
γραφών πολυμαθία και
ευφυΐα έναστρα-
σοφίας τό τάλαντον, ώ άδελφέ, εστι δώρον
πτούσας, άλλ' είπεν « Ός άν ποίηση κα:
έπουράνιον? τό όποιον έμπιστεύει 6 θεός εις
» διδάξη »· διδασκαλία δέ ές·ι και ό άπλοϋς
τάς χείρας ήμών, Γνα δί αύτοΰ έπιτηδευώ-
και σύντομος καϊ άτεχνος λόγος.
Τίς δέ
μεθα πάντα , δσα άναγκαΐα και χρήσιμα
εστίν εκείνος ό άνθρωπος, ό φοβούμενος τον
εις την παροΰσαν ήμών ζωήν, καί δί αύτοΰ
θεόν και φυλάττων τάς έντολάς
αύτοΰ,
γνωρίσωμεν της ευσέβειας την άλήθειαν,
δστις, καν άμαθης κα,ν άπαίδβυτος ύπάρχη,
καί, ώφελήσαντες παντοιοτρόπως τήν έκτ
αύκ ηνοιξέ ποτε τό. στόμα αύτοΰ Γνα εΓπη
κλησίαν, τήν άδελφότητα5 τήν πατρίδα,
προς τον
πλησίον αύτοΰ ,
λάβωμεν τήν ά.ντιμισθίαν της αιωνίου βα
προδώσης
την πίστιν σου·
συγγράψτ) συμβουλευτικάς
Αδελφέ , μη αδελφέ,
μη
σιλείας,
τους
αποστόλους, μάτην
δε
Ό άγιος άνθρωπος ό άμαθής ού
άμαρτάνης και παροργίζης τον θεόν άδελφέ,
δύναται κατορθώσαι
δσα εργα εκτελεί δ
δός έλεημοσύνην εις τους πτωχούς·, Ταΰτα
άγιος άνθρωπος
τά άπλα καϊ σύντομα λόγιά εΐσι διδαχή·
αυτός εκφράζει των θείων γραφών τά νοή
αυτά δέ εΐσι τά δύο λεπτά της χήρας ,
ματα , αυτός σαφηνίζει της πίστεως τά,
ευπρόσδεκτα εις τον θεόν ωσπερ εκείνα-
δόγματα, αυτός κηρύττει τών άγίων μυ
Μάρχ. ι», διότι , καθώς εκείνη α έκ της στερήσεως 44. ί αύτης πάντα, δσα £ιχβν, ίβαλεν, δλον
στηρίων τήν δύναμιν, άπαντα τών αιρετι
ό σοφός καϊ επιστήμων
κών τά δολερά σοφίσματα, διερμηνεύει του
» τον βίον αύτής κ, ούτω και ό άγράμματος
θεοΰ τους νόμους, κατηχεί τους απίστους
ενάρετος άνθρωπος, ό ταΰτα είπών, εκ της
συγγράφει της
στερήσεως
Ίησοδ Χριστού τά μαθήματα* αυτός ωφε
αύτοΰ
πάντα, δσα
εδύνατο5
είπε, και έξεκένωσεν δλον της σοφίας αύτοΰ
ηθικής
λεί ού μόνον έν
διδασκαλίας
τοΰ
δσω ζη~ δ.ιά στόματος ?
ίόλ. ίο, τον πλοϋτον επειδή δέ « δίκαιος Κύριος, 8. 5 και δικαιασύνας ήγάπησεν , ευθύτητας
αλλά και μετά θάνατον διά τών ύπ' αύτοΰ
ί οιδε το πρόσωπον αύτοΰ », άριθμει δέ τάς
μένων εΐσι πρώτοι οί θεοκήρυκες άπόςολοι^
τρίχας της κεφαλής ημών, ήγουν ζυγος-ατεΐ
μετά τούτου; δε ό Αθηνών Ιερόθεος και ό
και διακρίνει πάσας και αύτάς τάς λεπτάς
άρεοπαγίτης Διονύσιος, Ίουστΐνος ό φιλόσο
διαφοράς καϊ περις·άσεις των έργων ημών,
φος και δ Δουγδούνων Ειρηναίος, Κυπρια
διά τοΰτο λογίζεται τά ολίγα πολλά , και
νός ρ ίερομάρτυς και ό Αντιοχείας Εύς;άθιος?
τά άπλα καϊ άτεχνα σοφά και τεχνικά.
ό. Αλεξανδρείας Αθανάσιος και
ίΟ.
συντεθέντων βιβλίων. Μάρτυρες τών λεγο
ό ούρανο-
Άλλ' εάν, λέγεις, διδάσκη και ό αμαθής
φάντωρ Βασίλειος, οί Γρηγόριοι, οί Κύριλλοι,
και άπολαμβάνη μισθόν διδασκάλου, περιτ-
δ '&μβρόσιος, ό Χρυσόστομος5 ό Έπιφάνιος^
Εύαγγελίον της Κυρ. των Πατέρων της Δ*. Συνόδου.
*·-■ '<>ο,
365
και οί βφεξής πάντες, όσοι παρά θεοϋ Ελα-
ϊ όνομαστόν, κρείττω υίών και θυγατέρων,
6ον τής σοφίας το χάρισμα· δσα δε ούτοι
5 όνομα αίώνιον δώσω αύτοΐς, καϊ ουκ «κ-
διά τής σοφίας αυτών κατώρθωσαν, ταύτα
9 λβίψβι ϊ, τόν δέ Κύριον Ίησοΰν Χριστόν
ουκ ήδυνήθησαν κατορθώσαι ούδέ ό Παύλος
διδάσκοντα καϊ
ό άπλοϋς, ουδέ ό Αντώνιος ό μέγας, ουδέ ό
> τοΰ πατρός μου μοναι πολλαί είσι ι, πι-
Σάββις ό ήγιασμένος, ούδέ ό Ευθύμιος ό
στεύομεν καϊ όμολογοΰμβν, δτι πολλοί βίσιν
κοινοβιάρχη', οί>δέ δσοι άλλοι ύπερελαμψαν
οί βαθμοί τής θείας δόξης, απολαμβάνει δέ
διά μόνων τών ενάρετων αύτών πράξεων
έκαστος τών πιςών ανωτέρου ή κατωτέρου
«στεφάνωσε δέ ό θεός και τούτους , ώσπερ
βαθμού αυτής κατά άναλογίαν τών βργων
«κείνους, επειδή ή προαίρεσις και ή προθυμία
αύτοΰ· διότι δ αυτός ειπβ διά τοΰ άποςΌλι-
τοϋ διδάσκειν ίση υπήρχε και «ΐς τούτους
κοΰ στόματος, β δτι αποδώσει έκάς"ω κατά ί·^ ι,
και είς εκείνους· ούτοι δέ ου κατώρθωσαν
> τά Εργα
δσα «κείνοι, ού καθότι ουκ ηθέλησαν, αλλά
λόγων και «κ τών παραδειγμάτων, τών βν
καθότι ό θεός κρίμασιν, οΓς οίδε μόνος αυτός,
τη" άγια γραφή", άδιστάκτως συμπεραίνο-
ουκ «δωκεν είς αυτούς τής σοφίας τό τά-
μβν, δτι τήν τοιαύτην διανομήν τής θείας
λαντον «δβιξαν δμως προθυμίαν Γσην «κεί
δόξης ποιεϊ δ θεός ού μόνον άνάλογον είς
νοι ς, επειδή καϊ αύτοϊ ωφέλησαν τον πλη
τόν πολυπλασιασμόν μόνου τοΰ ταλάντου ,
σίον αύτών οϋ μόνον διά τοΰ άγίου αύτών
άλλά κατά άναλογίαν
παραδείγματος, αλλά και διά τοΰ άπλοΰ
και τής προαιρέσεως, καϊ τής προθυμίας,
λόγου
και τοΰ σκοποΰ, καϊ τοΰ ζήλου, και πάντων
τής
νουθεσίας
αύτών
και
τής
λέγοντα « Έν τη" οικία
αύτοΰ
»· πλην και «κ
τών
καϊ τής πίστεως,
διδασκαλίας. Άλλά τοΰτο, πάλιν άποκρίνβσαι, το
τών Εργων τής αρετής· δστις δέ κατά ταύ
α Μέγας κληθήσβται «ν τν) βασιλεία τών
άπολαμβάνει πλείονος τών άλλων δόξης
» ουρανών 5 σημαίνει ούχϊ ισότητα, άλλ' α
και
νισότητα και διαφοράν διότι, εάν ό ποιή-
χάριν, ό διδάσκαλος ό Χρυσός-ομος ύπερέβη
σας και διδάξας κληθήσεται μέγας, ό ποιή-
τόν Παύλον τόν άπλοΰν, ου μόνον κατά
σας
και μη διδάξας κληθήσεται μικρός·
τά Εργα τής σοφίας αύτοΰ, άλλά καϊ κατά
επειδή τοΰτο το μέγας και μικρός ουδέν
τάς λοιπάς άρετάς, ό Χρυσόστομος εχει
άλλο δηλόΐ ειμή τήν διαφοράν τής υπό τών
τόν τόπον τόν εκλεκτόν καϊ μονήν «νδοξο-
δικαίων άπολαμβανομένη; μεγάλης ή μι-
τέραν τής
τοΰ Παύλου εν τη" οικία τοΰ
κράς δόξης και μακαριότητος, φανερόν ές·ιν,
«πουρανίου
πατρός· εάν δέ τό ύστέρημα
δτι
τών κατορθωμάτων τής σοφίας τοΰ Χρυ
περισσοτέρας
δόξης
απολαμβάνει
ό
τα πάντα ύπερέχβι τους άλλους, εκβΐνος
μακαριότητος·
εάν , παραδείγματος
«νάρβτος σοφός ήπερ δ ενάρετος ό αμαθής
σοστόμου τό έν τω Παύλω
άνεπλήρωσεν
Ήμεΐς, άκούοντες τον μέν προφήτην 'Η-
ό Παύλος δί άλλων άρβτών, ώστε και οί
σαίαν κηρύττοντα
β Δώσω αύτοΐς έν τω
δύο κατεστάθησαν Γσοι κατά τής αρετής
} οίκω μου καϊ εν τω τείχει μου τόπον
τά «ργα^ Γσους βχουσι καϊ τούς τόπους καϊ
ϋί
566
Όμιλία μετά ίο κατά
τάς μονάς· κατά τόν αυτόν δε λόγον, εάν
δ θεορρ*ήμων Παύλος τους τοιούτους διδα
δ Παύλος υπερέβη τον Χρυσόστομον εις
σκάλους· « Ό ούν διδάσκων έτερον σεαυ- Φωιι. 2,
τάς ενάρετους πράξεις, δ Παύλος έστιν ό
» τον ου οιοασκεις:, ο κηρύσσων μη κλε-
μίγας έν τη βασιλεία των ουρανών.
ΰ πτειν κλέπτεις :, δ λέγων
Τί άλλο εστί το δίδάσκειν ειμή μία των αρετών
τί άλλο εστίν ειμή ή αγάπη
του θεού καΐ του
πλησίον ενεργούμενη }
ί μοιχεύεις ·> δ βδελυσσόμενος τά είδωλα » ίεροσυλεις
δς έν νόμω καυχάσαι διά της
» παραβάσεως τού νόμου τόν θεόν άτιμά» ζεις 5 } ταύτην τήν δυσκολίαν γνωρίσας ίαχ· *·
αναλογίζεται και ζυγοστατεΐ αύτήν μετά
ό άδελφόθεος Ιάκωβος, καν ύψωσε της διδα
των άλλων αρετών, διέστειλε δέ αύτήν τών
χής τόν καρπόν, συμβουλεύει δμως Γνα μή
άλλων άρετών, ειπών ε Ός δ' αν ποιήση
πολλο:
ι και διδαξη », επειδή έστιν αρετή μεγάλη
επάγγελμα· « Μή πολλοί, λέγει, διδάσκαλοι ι**. »,
καΐ δύσκολος- μεγάλη, επειδή επιστρέφει
» γίνεσθε, αδελφοί μου, είδότες, δτι μείζον
πολλούς απίστους
» κρίμα
άπο της απιστίας είς
άναλαμβάνωσι
τό
διδασκαλικόν
ληψόμεθα· πολλά γάρ πταίομεν
9 άπαντες ♦>.
της αμαρτίας είς τήν άρετήν ταύτα δέ
Βλέπε δε πώς και αυτός ό θεάνθρωπος
εΐσι τοσούτον ευπρόσδεκτα εις τον θεόν,
πρώτον εθηκε το '*Ος δ' αν ποιήση, έπειτα
ώστε διά μέν τού προφήτου Ιερεμίου είπεν
και τό διδάξη, Γνα διά τούτου φανέρωση^
ίερ. ιε, « Έάν έξαγάγ·/)ς τίμιον έξ αναξίου, ώς το
1«χ. β,
μή μοιχεύειν
Επειδή ουν αρετή εστί, δια τοΰτο ό θεός
τήν πίστιν, και πολλούς αμαρτωλούς άπο
9'
Μάρκον
δτι πρέπον έστιν Γνα πρώτον
κατορθώ-
» στόμα μου εση *>· διά δέ τοϋ άποστόλου
σωμεν της άρετής τά βργα, έπειτα διδά-
Ιακώβου έκήρυξεν α Ό έπιστρέψας άμαρ-
ξωμεν αυτά τούς άλλους. Μηδβις ουν πλα-
» τωλόν εκ πλάνιης οδού αυτού σώσει ψυ-
νάσθω, ή αμελών
5> χήν έκ θανάτου,
Ιργα
και καλύψει
πλήθος
τά λοιπά
της άρετής
και φροντίζων μόνον περί του δίδά
ϊ άμαρτιώνί* δύσκολος δέ, επειδή κινδυνεύ
σκειν τούς άλλους, ή νομίζων,
ει
τό δίδάσκειν δύναται καταστήσαι αυτόν
ό διδάσκων τρεις κινδύνους· τόν κίνδυνον
δτι μόνον
της υπερηφάνειας, καθότι εύκολα έρχεται και
μέγαν
επιμένει εις τόν νούν αυτού ό υπερήφανος
λυπούμενος, δτι ουκ εχει της διδασκαλίας
λογισμός, πείθων αυτόν, δτι εστί
σοφός·
τό χάρισμα* φροντιζέτω δέ ό καθείς πρώτον
τον κίνδυνον της κακοδιδασκαλίας, καθότι
Γνα διδάξη έαυτόν, και ποιήση πάντα, δσα
εύκολα είτε έκ προαιρέσεως είτε έκ παρα
εΐσιν αρεστά τώ θεώ* έπειτα, έάν μέν εχη
δρομής
διεστραμμένα
της σοφίας τό τάλαντον, πολυπλασιαζέτω
άντι τών ορθών, και δεισιδαιμονίας άντί τών
αυτό διά της ορθής αΰτοΰ διδασκαλίας·
νόμων τοΰ θεοΰ·
έάν δέ ουκ έλαβε τούτο, μηδέν λυπείσθω·
διδάσκει
δόγματα
τον
κίνδυνον τού θείου
έν τη~ βασιλεία
τών ουρανών, ή
έλεγχου, διότι πολλάκις διδάσκει τους άλ
άρκεΐ αύτώ δ σκοπός, δ ζήλος, ή προθυμία
λους, αυτός δέ ού πράττει τά διδασκόμενα.
ύπέρ τούτου· άρκεΐ αύτώ ή τού καλού αυ
Άκουε δε μετά πόσης σφοδρότητος έλέγχβι τού παραδείγματος διδασκαλία, και ή τοΰ
'
Εύαγγέλίον της Κυρ.
των Πάτερων της Δ*. Συνόδου.
567
ενός άπλοΰ καί συντόμου λόγου αύτοϋ νου
της σοφίας καί της δικαιοσύνης και της
θεσία·
καθείς
άγαθότητος· α "Ος δ' αν ποίηση καί διδά-
δύναται διδάσκειν, διά τοϋτο είπεν ό των
» ξγ), ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασι-
απάντων Κύριος
9 λεία των ουρανών ».
επειδή
δε
τοιουτοτρόπως
καί δεσπότης, ή πηγή
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΟΜΟΥ.
Υιέ θεού, λόγε, κλέος σου τω κρατεί, Οτι πέρας τη δε εθου σου τ*] βίβλω.
ι
*