Ψηφιακή έκδοση Νοέμβριος 2013 Τίτλος πρωτοτύπου Herman Koch, Het diner, Ambo/Anthos Uitgevers, Amsterdam 2009 © 2009, Herman Koch © 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-344-5 Η μετάφραση αυτού του βιβλίου επιχορογήθηκε από το Ίδρυμα για την Παραγωγή και τη Μετάφραση της Ολλανδικής Λογοτεχνίας. Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085
HERMAN KOCH ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΟΛΛΑΔΙΚΑ: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
NICE GUY EDDIE C’mon, throw in a buck. MR PINK Uh-huh. I don’t tip. NICE GYU EDDIE Whaddaya mean, you don’t tip? MR PINK I don’t believe in it.
Quentin Tarantino Reservoir Dogs
ΑΠΕΡΙΤΙΦ
1
Θα βγαίναµε έξω για φαγητό. Δεν θα πω σε ποιο εστιατόριο, γιατί τότε την επόµενη φορά θα ’ναι µάλλον φίσκα στον κόσµο που θα ’χει έρθει για να δει µήπως είµαστε κι εµείς εκεί. Τραπέζι είχε κλείσει ο Σερζ. Αυτός το κανονίζει πάντα, αυτός κλείνει τραπέζι. Το εστιατόριο είναι απ’ αυτά που πρέπει να τηλεφωνήσεις τρεις µήνες νωρίτερα – ή έξι, ή οχτώ, έχω χάσει τον λογαριασµό πια. Ο ίδιος δεν θέλω να ξέρω τρεις µήνες πριν πού θα φάω κάποιο συγκεκριµένο βράδυ, αλλά προφανώς για κάποιους ανθρώπους αυτό δεν
αποτελεί κανένα πρόβληµα. Αν σε λίγους αιώνες οι ιστορικοί θελήσουν να µάθουν πόσο ηλίθια ήταν η ανθρωπότητα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, δεν θα ’χουν παρά να ρίξουν µια µατιά στα κοµπιούτερ των λεγόµενων µοδάτων ρεστoράν, γιατί τυχαίνει να ξέρω ότι αυτές τις πληροφορίες τις κρατάνε στα αρχεία τους. Αν την προηγούµενη φορά ο κύριος Λ είχε δεχτεί να περιµένει τρεις µήνες για ένα τραπέζι στο παράθυρο, αυτή τη φορά σίγουρα θα περιµένει και πέντε για ένα τραπέζι έξω από τις τουαλέτες – «διαχείριση δεδοµένων των πελατών» το λένε σ’ αυτά τα εστιατόρια. Ο Σερζ δεν κλείνει ποτέ από τρεις µήνες πριν. Ο Σερζ κλείνει τραπέζι αυθηµερόν, γι’ αυτόν είναι πρόκληση, λέει. Υπάρχουν εστιατόρια που κρατούν κάποια τραπέζια για άτοµα όπως ο Σερζ Λόµαν, και το συγκεκριµένο είναι ένα απ’ αυτά. Ένα απ’ τα πολλά, πρέπει να πω. Μπορεί να αναρωτιέσαι αν υπάρχει έστω κι ένα εστιατόριο σ’ όλη τη χώρα όπου δεν θα τους έρθει κόλπος όταν ακούσουν το όνοµα Σερζ Λόµαν. Δεν παίρνει ο ίδιος, φυσικά. Βάζει τη γραµµατέα του ή κάποιον από τους στενούς του συνεργάτες. «Μην ανησυχείς» µου είπε πριν από λίγες µέρες, όταν του τηλεφώνησα. «Με ξέρουν εκεί, θα βρω
τραπέζι». Είχα τολµήσει απλώς να ρωτήσω µήπως θα ’ταν καλή ιδέα να τηλεφωνηθούµε µην τυχόν δεν είχαν τραπέζι – και πού θα µπορούσαµε να πάµε σ’ αυτή την περίπτωση. Από την άλλη άκρη της γραµµής ακούστηκε κάτι σαν οίκτος στη φωνή του, τον έβλεπα σχεδόν να κουνάει το κεφάλι του. Πρόκληση. Ένα πράγµα υπήρχε απόψε που δεν το είχα καθόλου όρεξη. Δεν ήθελα να είµαι µπροστά όταν ο ιδιοκτήτης ή ο υπεύθυνος του ρεστοράν θα υποδεχόταν τον Σερζ Λόµαν σαν να ’ταν παλιοί γνώριµοι· να δω τις σερβιτόρες να τον οδηγούν στο καλύτερο τραπέζι δίπλα στην τζαµαρία προς τη µεριά του κήπου· και τον ίδιο τον Σερζ να κάνει σαν όλα αυτά να µην ήταν τίποτα το σπουδαίο, σαν µέσα του να παρέµενε πάντα ένα απλό παιδί και γι’ αυτό ένιωθε άνετα κυρίως ανάµεσα σε άλλους απλούς ανθρώπους. Γι’ αυτό και του είπα ότι θα συναντιόµασταν µέσα στο εστιατόριο κι όχι, όπως πρότεινε εκείνος, στο καφέ της γωνίας. Ήταν ένα καφέ όπου επίσης µαζεύονταν πολλοί απλοί άνθρωποι. Κι ο Σερζ Λόµαν θα έµπαινε εκεί µέσα, σαν απλό παιδί, µ’ ένα χαµόγελο που θα έλεγε ότι όλοι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι έπρεπε να συνεχίσουν την κουβέντα τους και να φέρονται σαν να µη
βρισκόταν αυτός εκεί – ε, ούτε αυτό είχα όρεξη να το δω απόψε.
2
Επειδή το εστιατόριο απέχει λίγα µόνο τετράγωνα από το σπίτι µας, πήγαµε µε τα πόδια. Έτσι, λοιπόν, περάσαµε κι έξω από το καφέ όπου δεν θέλησα να συναντηθούµε µε τον Σερζ. Κρατούσα τη γυναίκα µου από τη µέση, το δικό της χέρι ήταν χωµένο κάτω από το σακάκι µου. Η φωτεινή επιγραφή πάνω από την είσοδο του καφέ ακτινοβολούσε ζεστό φως, κόκκινο και άσπρο: αυτά τα χρώµατα είχε η µάρκα της µπίρας που σέρβιρε το µαγαζί. «Νωρίς φτάσαµε» είπα. « Ή µάλλον: αν πάµε από τώρα στο εστιατόριο, θα
είµαστε ακριβώς στην ώρα µας». Η γυναίκα µου, πρέπει να σταµατήσω να τη λέω έτσι. Το όνοµά της είναι Κλερ. Οι γονείς της την ονόµασαν Μαρί Κλερ, µεγαλώνοντας όµως η Κλερ δεν ήθελε να έχει το ίδιο όνοµα µ’ ένα περιοδικό. Κάποιες φορές τη φωνάζω Μαρί, για να την πειράξω. Σπάνια, όµως, την αποκαλώ «γυναίκα µου» – πού και πού σε επίσηµες εκδηλώσεις, σε φράσεις όπως «Η γυναίκα µου δεν µπορεί να έρθει αυτή τη στιγµή στο τηλέφωνο» ή «Η γυναίκα µου είναι βεβαία ότι έκλεισε δωµάτιο µε θέα στη θάλασσα». Σε βραδιές σαν κι αυτή η Κλερ κι εγώ απολαµβάνουµε τις στιγµές που είµαστε ακόµη οι δυο µας. Τότε είναι λες και όλα είναι ακόµη ανοιχτά, θα µπορούσε µάλιστα να ’ναι παρεξήγηση το ραντεβού για το δείπνο, σαν να ’χουµε βγει απλώς οι δυο µας. Αν έπρεπε να δώσω έναν ορισµό της ευτυχίας, αυτός θα ήταν: η ευτυχία είναι αυτάρκης, δεν έχει ανάγκη από µάρτυρες. «Όλες οι ευτυχισµένες οικογένειες µοιάζουν µεταξύ τους. Η κάθε δυστυχισµένη οικογένεια είναι δυστυχισµένη µε τον δικό της τρόπο»· µ’ αυτή τη φράση ξεκινάει η Άννα Καρένινα του Τολστόι. Το πολύ πολύ θα πρόσθετα ακόµα ότι οι δυστυχισµένες οικογένειες –και
µέσα σ’ αυτές τις οικογένειες πρωτίστως τα δυστυχισµένα παντρεµένα ζευγάρια– ποτέ δεν τα βγάζουν πέρα χωρίς θεατές. Όσο περισσότεροι, τόσο το καλύτερο. Η δυστυχία ψάχνει διαρκώς παρέα. Η δυστυχία δεν αντέχει τη σιωπή – ιδίως την άβολη σιωπή που απλώνεται όταν µένει µόνη της. Η Κλερ κι εγώ, λοιπόν, κοιταχτήκαµε µε χαµόγελο όταν µας σέρβιραν τις µπίρες µας– ξέροντας ότι σε λίγο θα περνούσαµε µια ολόκληρη βραδιά παρέα µε το ζεύγος Λόµαν· ότι αυτή ήταν η καλύτερη στιγµή εκείνης της βραδιάς· κι ότι στη συνέχεια θα πηγαίναµε από το κακό στο χειρότερο. Δεν είχα όρεξη να φάω στο εστιατόριο. Ποτέ δεν έχω. Ένα κλεισµένο ραντεβού για το άµεσο µέλλον είναι ο προθάλαµος της κόλασης, η ίδια η βραδιά είναι η κόλαση. Κι αρχίζει ήδη το πρωί, µπροστά στον καθρέφτη: τι θα φορέσεις, κι αν θα ξυριστείς ή όχι. Αφού µε το καθετί κάτι δηλώνεις, είτε σκισµένο και λεκιασµένο τζιν διαλέξεις, είτε καλοσιδερωµένο πουκάµισο. Αν µείνεις µια µέρα αξύριστος, βαριόσουν να ξυριστείς. Αν µείνεις δύο, αναπόφευκτα θα σε ρωτήσουν αν πρόκειται για καινούργιο λουκ. Αν µείνεις τρεις και παραπάνω, απέχεις ένα βήµα µόλις από την
ολική κατάρρευση. «Είσαι καλά; Δεν πιστεύω να είσαι άρρωστος;» Ό,τι κι αν κάνεις, ελεύθερος δεν είσαι. Ακόµα κι αν ξυριστείς, δεν είσαι ελεύθερος. Γιατί και µε το ξύρισµα κάτι δηλώνεις. Προφανώς θεώρησες την αποψινή βραδιά τόσο σηµαντική που ξυρίστηκες – βλέπεις τους άλλους να σκέφτονται. Κατά βάθος, µε το ξύρισµα το σκορ είναι ήδη 1-0 εις βάρος σου. Κι έπειτα υπάρχει πάντα και η Κλερ, που σε βράδια σαν το αποψινό µού θυµίζει ότι δεν πρόκειται για συνηθισµένη βραδιά. Η Κλερ είναι πιο ξύπνια από µένα. Αυτό δεν το λέω από δήθεν φεµινιστική διάθεση ή για να κερδίσω τη συµπάθεια των γυναικών. Ποτέ δεν θα ισχυριστώ ότι οι γυναίκες «γενικά» είναι πιο ξύπνιες από τους άντρες. Ή πιο ευαίσθητες, ή πιο διαισθητικές, ή πιο δραστήριες κι όλες τις άλλες µπούρδες που σε τελευταία ανάλυση οι τάχα µου «ευαίσθητοι» άντρες διατυµπανίζουν πιο συχνά κι από τις ίδιες τις γυναίκες. Η Κλερ είναι απλώς πιο ξύπνια από µένα και το λέω µε κάθε ειλικρίνεια: µου πήρε καιρό να το παραδεχτώ. Τα πρώτα χρόνια της σχέσης µας την έβρισκα µεν έξυπνη, αλλά όχι ασυνήθιστα έξυπνη· τόσο έξυπνη, εδώ που τα λέµε, όσο ακριβώς θα περίµενε κανείς από τη δική µου
γυναίκα. Αφού µε µια χαζή γυναίκα δεν θα άντεχα περισσότερο από µήνα. Όπως κι αν έχει, η Κλερ ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να αντέξω µαζί της και µετά τον πρώτο µήνα. Και τώρα, που έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, ακόµη αντέχω. Εντάξει, η Κλερ είναι λοιπόν πιο ξύπνια από µένα, αλλά βράδια σαν αυτό εξακολουθεί να µε ρωτάει τι να φορέσει, ποια σκουλαρίκια να βάλει, αν πρέπει να πιάσει τα µαλλιά της ή όχι. Για τις γυναίκες τα σκουλαρίκια είναι λιγάκι ό,τι είναι το ξύρισµα για τους άντρες: όσο πιο µεγάλα τα σκουλαρίκια, τόσο πιο σηµαντική, τόσο πιο γιορτινή η βραδιά. Η Κλερ έχει σκουλαρίκια για κάθε περίσταση. Θα µπορούσες να πεις ότι δεν είναι και πολύ έξυπνο να νιώθει κανείς τόση ανασφάλεια για τα ρούχα του. Αλλά εγώ έχω άλλη άποψη. Μόνο µια χαζή γυναίκα θα πίστευε ότι δεν χρειάζεται βοήθεια. Τι ξέρει από τέτοια ένας άντρας; θα σκεφτόταν η χαζή γυναίκα και στη συνέχεια θα έκανε λάθος επιλογή. Καµιά φορά προσπαθώ να φανταστώ την Μπαµπέτ να ρωτάει τον Σερζ Λόµαν αν είναι εντάξει το φόρεµα που φοράει. Μήπως τα µαλλιά της είναι πολύ µακριά; Τι γνώµη έχει ο Σερζ γι’ αυτά τα παπούτσια; Δεν είναι πολύ χαµηλά τα
τακούνια; Ή µήπως πολύ ψηλά; Κι αµέσως κάτι δεν µου πάει όταν φαντάζοµαι τη σκηνή, κάτι που προφανώς µου είναι αδιανόητο. «Μια χαρά είσαι έτσι» ακούω τον Σερζ να λέει. Αλλά το µυαλό του είναι αλλού, δεν τον ενδιαφέρει πραγµατικά το θέµα. Άλλωστε: ακόµα κι αν η γυναίκα του φορέσει λάθος φόρεµα, και πάλι οι άντρες θα γυρίσουν να την κοιτάξουν καθώς θα περνάει. Αφού όλα τής πάνε. Τι γκρινιάζει, λοιπόν; Δεν ήταν από τα καφέ µπαρ της µόδας, οι µοδάτοι τύποι δεν σύχναζαν εδώ – δεν είναι κουλ, θα έλεγε ο Μισέλ. Η πλειονότητα εδώ µέσα ήταν συνηθισµένοι άνθρωποι. Ούτε πολύ νέοι, ούτε πολύ γέροι, µάλλον λίγο απ’ όλα, κυρίως όµως συνηθισµένοι. Έτσι θα ’πρεπε να ’ναι όλα τα καφέ. Είχε πολύ κόσµο. Στεκόµασταν στριµωγµένοι δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στις τουαλέτες των ανδρών. Στο ένα της χέρι η Κλερ κρατούσε την µπίρα της και µε το άλλο ζούληξε απαλά τον καρπό µου. «Δεν ξέρω» είπε «µα τον τελευταίο καιρό µού φαίνεται ότι ο Μισέλ φέρεται παράξενα. Εντάξει, όχι ακριβώς παράξενα, πάντως διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Σε κρατάει σε απόσταση. Το
πρόσεξες κι εσύ;». Ο Μισέλ είναι ο γιος µας. Την άλλη βδοµάδα θα γίνει δεκάξι. Όχι, άλλα παιδιά δεν έχουµε. Και όχι, δεν το είχαµε σχεδιάσει να φέρουµε ένα παιδί µόνο στον κόσµο. Απλώς κάποια στιγµή ήταν αργά να κάνουµε άλλο. «Μπα;» είπα. «Μπορεί». Φρόντισα να µην κοιτάξω την Κλερ, γνωριζόµαστε τόσο καλά, που τα µάτια µου θα µε πρόδιδαν. Έκανα, λοιπόν, πως κοίταζα τον κόσµο, σαν να µε συνάρπαζε το θέαµα των συνηθισµένων ανθρώπων που κουβέντιαζαν ζωηρά γύρω µας. Χαιρόµουν που είχα πατήσει πόδι και θα συναντούσαµε τους Λόµαν κατευθείαν στο εστιατόριο. Νοερά έβλεπα τον Σερζ να µπαίνει από την πόρτα, και µε το χαµόγελό του να ενθαρρύνει τους απλούς ανθρώπους εκεί µέσα να συνεχίσουν οπωσδήποτε ό,τι έκαναν και να µην του δώσουν σηµασία. «Εσένα δεν σου είπε τίποτα;» ρώτησε η Κλερ. «Θέλω να πω, εσείς οι δυο µιλάτε για πράγµατα που µαζί µου δεν τα κουβεντιάζει ο Μισέλ. Λες να πρόκειται για κανένα κορίτσι; Για κάτι που θα εµπιστευόταν ευκολότερα σ’ εσένα;» Τη στιγµή εκείνη άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και παραµερίζοντας βρεθήκαµε κολληµένοι
σχεδόν ο ένας στον άλλο. Ένιωσα το ποτήρι της Κλερ να χτυπάει ελαφρά στο δικό µου. «Λες να είναι κανένα κορίτσι;» ξαναρώτησε. Μακάρι να ’τανε, σκέφτηκα άθελά µου. Κανένα κορίτσι… Θα ’ταν υπέροχο, υπέροχα φυσιολογικό, τα συνηθισµένα καµώµατα της εφηβείας. «Γίνεται να µείνει εδώ απόψε η Σαντάλ/η Μέρελ/η Ρόος;» «Το ξέρουν οι γονείς της; Αν οι γονείς της Σαντάλ/Μέρελ/Ρόος δεν έχουν αντίρρηση, τότε δεν υπάρχει πρόβληµα. Φτάνει να ’χεις τον νου σου… εννοώ να προσέξεις µη… εντάξει, καταλαβαίνεις, µάλλον δεν χρειάζεται πια να σου τα πω αυτά. Έτσι δεν είναι; Ε, Μισέλ;» Έρχονταν συχνά κορίτσια στο σπίτι, το ένα οµορφότερο από το άλλο, κάθονταν στον καναπέ ή στο τραπέζι της κουζίνας και µε χαιρετούσαν ευγενικά όταν έµπαινα σπίτι. «Γεια σας, κύριε Λόµαν». «Δεν χρειάζεται να µε λες κύριο Λόµαν. Ούτε να µου µιλάς στον πληθυντικό». Το γύριζαν τότε για λίγο στον ενικό και στο «Πάουλ», αλλά µερικές µέρες αργότερα περνούσαν ξανά στον πληθυντικό και στο «κύριε». Καµιά φορά κάποια τηλεφωνούσε κι ενώ ρωτούσα αν µπορούσα να δώσω µήνυµα στον Μισέλ, έκλεινα τα µάτια µου σφιχτά και
προσπαθούσα να συνδέσω την κοριτσίστικη φωνή στην άλλη άκρη της γραµµής (σπάνια συστήνονταν, συνήθως ρωτούσαν κατευθείαν: «Μήπως είναι εκεί ο Μισέλ;») µε κάποιο συγκεκριµένο πρόσωπο. «Όχι, δεν είναι ανάγκη, κύριε Λόµαν. Μόνο που έχει κλειστό το κινητό και είπα να δοκιµάσω και στο σταθερό». Κάποιες λίγες φορές, µπαίνοντας σπίτι, είχα την αίσθηση ότι τους τσάκωνα, τον Μισέλ και τη Σαντάλ/Μέρελ/Ρόος· ότι δεν παρακολουθούσαν το The Fabulous Life στο MTV όσο αθώα έδειχναν· ότι µπαλαµουτιάζονταν κι ότι είχαν βιαστικά στρώσει τα ρούχα τους και φτιάξει τα µαλλιά τους, ακούγοντας τα βήµατά µου. Τ’ αναψοκοκκινισµένα µάγουλα του Μισέλ – από την έξαψη, φανταζόµουν. Για να είµαι ειλικρινής, όµως, δεν είχα την παραµικρή ιδέα. Μπορεί και να µην έτρεχε τίποτα απολύτως, µπορεί όλα αυτά τα όµορφα κορίτσια να ’βλεπαν τον γιο µου κυρίως σαν καλό φίλο: ένα γλυκό, αρκετά όµορφο αγόρι, κάποιον µε τον οποίο µπορούσαν να εµφανιστούν σε πάρτι – ένα αγόρι που εµπιστεύονταν, ακριβώς επειδή δεν ήταν ο τύπος που θ’ άπλωνε το χέρι του πάνω τους µε την πρώτη ευκαιρία. «Όχι, δεν νοµίζω πως έχει σχέση µε κορίτσι»
είπα κοιτάζοντας κατάµατα πια την Κλερ. Αυτή είναι η ασφυκτική πλευρά της ευτυχίας: όλα βρίσκονται στο τραπέζι, σαν ανοιχτό βιβλίο: αν απέφευγα κι άλλο το βλέµµα της, θα καταλάβαινε σίγουρα πως κάτι έτρεχε – µε κορίτσια ή µε κάτι ακόµα χειρότερο. «Πιστεύω πως µάλλον έχει σχέση µε το σχολείο» πρόσθεσα. «Μόλις τέλειωσε τα διαγωνίσµατα, κατά τη γνώµη µου είναι απλώς κουρασµένος. Νοµίζω πως δεν περίµενε τα πράγµατα τόσο δύσκολα στην πρώτη λυκείου». Είχε ακουστεί πιστευτό; Και το βασικότερο: έδειχνα εγώ πιστευτός; Τα µάτια της Κλερ πηγαινοέρχονταν σβέλτα από το δεξί στο αριστερό µου µάτι. Ύστερα σήκωσε το χέρι της στον γιακά του πουκαµίσου µου, σαν να ’χε δει εκεί κάτι στραβό που έπρεπε να ισιώσει τώρα για να µη γίνω ρεζίλι στο εστιατόριο. Χαµογέλασε κι ακούµπησε στο στήθος µου την παλάµη της µε τα δάχτυλα ανοιχτά, ένιωσα δυο από τ’ ακροδάχτυλά της στο δέρµα µου, στο σηµείο όπου το πάνω πάνω κουµπί του πουκαµίσου µου ήταν ξεκούµπωτο. « Ίσως να ’ναι αυτό» είπε. «Λέω µόνο να ’χουµε κι οι δυο τον νου µας, µην έρθει κάποια στιγµή που δεν θα µας λέει τίποτα πια. Που θα το
συνηθίσουµε, εννοώ». «Όχι, όχι βέβαια. Μόνο που στην ηλικία του έχει λιγάκι το δικαίωµα σε κάποια µυστικά. Δεν πρέπει να θέλουµε να τα µαθαίνουµε όλα, γιατί τότε µπορεί να µας κλείσει τελείως την πόρτα». Κοίταζα την Κλερ στα µάτια. Η γυναίκα µου, σκέφτηκα εκείνη τη στιγµή. Γιατί να µην τη λέω γυναίκα µου; Η γυναίκα µου. Πέρασα το χέρι µου στη µέση της και την έσφιξα πάνω µου. Έστω και µόνο γι’ απόψε. Η γυναίκα µου κι εγώ, είπα µέσα µου. Η γυναίκα µου κι εγώ θα θέλαµε να δούµε τον κατάλογο των κρασιών. «Γιατί γελάς;» ρώτησε η Κλερ. Ρώτησε η γυναίκα µου. Κοίταξα τα ποτήρια µας. Το δικό µου ήταν άδειο, το δικό της σχεδόν γεµάτο ακόµη. Όπως πάντα. Η γυναίκα µου δεν έπινε όσο γρήγορα έπινα εγώ, κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που την αγαπούσα, απόψε ίσως ακόµα περισσότερο από άλλα βράδια. « Έτσι» απάντησα. «Σκεφτόµουν… σκεφτόµουν εµάς». Έγινε πολύ γρήγορα: τη µια στιγµή κοιτούσα την Κλερ, κοιτούσα ακόµη τη γυναίκα µου, πιθανόν µ’ ένα βλέµµα αγάπης, σίγουρα πάντως µε µια σπίθα στα µάτια. Και την επόµενη στιγµή ένιωσα ένα υγρό πέπλο να σκεπάζει τα µάτια
µου. Δεν έπρεπε για κανέναν λόγο να υποψιαστεί κάτι – κι έτσι έκρυψα το πρόσωπό µου στα µαλλιά της. Την έσφιξα πιο δυνατά κοντά µου και ρούφηξα τη µυρωδιά της: σαµπουάν. Σαµπουάν και κάτι ακόµα, κάτι ζεστό – η µυρωδιά της ευτυχίας, σκέφτηκα. Πώς θα ’ταν άραγε αυτό το βράδυ, αν µόλις µιαν ώρα πριν είχα καθίσει να περιµένω κάτω να ’ρθει η ώρα να φύγουµε για το εστιατόριο, αντί ν’ ανέβω τα σκαλιά προς το δωµάτιο του Μισέλ; Πώς θα ’ταν τότε η υπόλοιπη ζωή µας; Η µυρωδιά της ευτυχίας που έφτανε τώρα από τα µαλλιά της γυναίκας µου στα ρουθούνια µου θα θύµιζε ακόµη ευτυχία ή –όπως τώρα– µια ανάµνηση από ένα µακρινό παρελθόν – σαν τη µυρωδιά από κάτι που µπορείς να χάσεις από τη µια στιγµή στην άλλη;
3
«Μισέλ;» Στεκόµουν στο άνοιγµα της πόρτας του. Δεν ήταν µέσα. Αλλά ας είµαι ειλικρινής: το ήξερα ότι δεν ήταν µέσα. Ήταν στον κήπο και επισκεύαζε την πίσω ρόδα του ποδηλάτου του. Έκανα τάχα πως δεν το είχα προσέξει. Πως νόµιζα ότι ήταν στο δωµάτιό του. «Μισέλ;» Χτύπησα τη µισάνοιχτη πόρτα. Η Κλερ ψαχούλευε στις ντουλάπες της κρεβατοκάµαράς µας, σε λιγότερο από µιαν ώρα έπρεπε να φύγουµε για το εστιατόριο κι ακόµη
δεν είχε αποφασίσει αν θα φορούσε τη µαύρη φούστα µε τις µαύρες µπότες ή το µαύρο παντελόνι µε τα µαύρα ίσια DKNY.«Ποια σκουλαρίκια να βάλω;» θα µε ρωτούσε µετά. «Αυτά ή αυτά;» Κι εγώ θα απαντούσα πως τα µικρότερα της πήγαιναν καλύτερα, και µε τη φούστα και µε το παντελόνι. Στο µεταξύ είχα µπει στο δωµάτιο του Μισέλ. Είδα αµέσως αυτό που ζητούσα. Θέλω να τονίσω πως δεν είχα ξανακάνει τέτοιο πράγµα. Ποτέ. Όταν ο Μισέλ καθόταν στον υπολογιστή του κι έκανε τσατ, πάντα στεκόµουν δίπλα στο γραφείο του µε µισογυρισµένη την πλάτη, έτσι που να µη βλέπω το µόνιτορ. Ήθελα να καταλάβει από τη στάση µου πως δεν τον κατασκόπευα, πως δεν πάσχιζα να κρυφοκοιτάξω πάνω από τον ώµο του τι είχε γράψει στην οθόνη. Καµιά φορά το κινητό του έβγαζε έναν ήχο σαν από φλάουτο, αναγγέλλοντας την άφιξη κάποιου γραπτού µηνύµατος. Συχνά παρατούσε το κινητό του οπουδήποτε. Δεν το αρνούµαι: κάποιες φορές είχα µπει στον πειρασµό να το κοιτάξω, ιδίως όταν τύχαινε να λείπει. «Ποιος/ποια του στέλνει µήνυµα; Τι του γράφει;» Μια φορά µάλιστα στάθηκα µε το κινητό του Μισέλ στο χέρι µου, ξέροντας ότι θα γύριζε από το γυµναστήριο
σε µια ώρα, το είχε ξεχάσει σπίτι – ήταν ακόµη το παλιό του κινητό, ένα Sony Ericsson χωρίς καπάκι: «1 νέο µήνυµα» έγραφε στην οθόνη κάτω από την εικονίτσα του φακέλου. «Δεν ξέρω τι µ’ έπιασε, πριν το καταλάβω καλά καλά, κρατούσα το κινητό σου στο χέρι µου και διάβασα το µήνυµά σου». Μπορεί να µην το καταλάβαινε ποτέ. Μπορεί και να το καταλάβαινε. Δεν θα έλεγε τίποτα, αλλά θ’ άρχιζε να υποπτεύεται εµένα ή τη µάνα του: µια ρωγµή, που µε το πέρασµα του χρόνου θα µεγάλωνε και θα γινόταν χάσµα. Η ευτυχισµένη οικογενειακή µας ζωή δεν θα ’ταν ποτέ ξανά η ίδια. Λίγα βήµατα µε χώριζαν από το γραφείο του, µπροστά στο παράθυρο. Αν έσκυβα λιγάκι, θα τον έβλεπα κάτω στον κήπο, στην πλακόστρωτη αυλή έξω από την πόρτα της κουζίνας, όπου µπάλωνε τη σαµπρέλα του – κι αν ο Μισέλ σήκωνε το κεφάλι, θα έβλεπε τον πατέρα του όρθιο στο παράθυρο του δωµατίου του. Πήρα το κινητό του, ένα ολοκαίνουργιο µαύρο Samsung, από το γραφείο του και σήκωσα το καπάκι. Δεν ήξερα το PIN του, αν το τηλέφωνο ήταν κλειδωµένο, δεν θα µπορούσα να κάνω τίποτα. Αλλά η οθόνη φωτίστηκε αµέσως σχεδόν κι εµφανίστηκε µια φλουταρισµένη φωτογραφία
του λογότυπου της Nike, παρµένη µάλλον από κάποιο δικό του ρούχο: από τα παπούτσια του ή το µαύρο πλεχτό σκουφί που φορούσε πάντα, ακόµα κι όταν έκανε ζέστη, ακόµα και µέσα στο σπίτι, τραβηγµένο χαµηλά, ως τα φρύδια του. Βιαστικά έψαξα στο µενού, που χοντρικά ήταν το ίδιο µε του δικού µου κινητού, επίσης Samsung, αλλά έξι µηνών µοντέλο κι άρα ήδη αµετάκλητα ξεπερασµένο. Μπήκα στα My Files και µετά στα Videos. Βρήκα αυτό που έψαχνα πιο γρήγορα απ’ όσο περίµενα. Κοίταξα κι ένιωσα το κεφάλι µου σιγά σιγά να παγώνει. Ήταν το είδος της παγωνιάς που νιώθεις όταν παίρνεις πολύ µεγάλη µπουκιά από παγωτό ή όταν καταπίνεις µε λαίµαργες γουλιές ένα παγωµένο ποτό. Το είδος του κρύου που πονάει – από µέσα σου. Κοίταξα ξανά και µετά συνέχισα να ψάχνω: υπήρχαν κι άλλα, το έβλεπα, αλλά πόσα ήταν δύσκολο αµέσως να υπολογίσω. «Μπαµπά;» Η φωνή του Μισέλ ακούστηκε από κάτω, αλλά τον άκουγα κιόλας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Βιαστικά έκλεισα το κινητό του και το άφησα ξανά στο γραφείο του. «Μπαµπά;»
Ήταν πολύ αργά για να χωθώ στην κρεβατοκάµαρά µας, να βγάλω ένα σακάκι ή ένα πουκάµισο από την ντουλάπα και να στηθώ µπροστά στον καθρέφτη. Η µόνη λύση που µου έµενε ήταν να βγω όσο πιο αθώα, όσο πιο φυσικά µπορούσα από το δωµάτιο του Μισέλ – σαν να έψαχνα κάτι. Σαν να έψαχνα εκείνον. «Μπαµπά;» Είχε σταµατήσει στο κεφαλόσκαλο και κοιτούσε πίσω µου, στο δωµάτιό του. Μετά κοίταξε εµένα. Φορούσε το σκουφί της Nike, το µαύρο iPod nano του κρεµόταν από ένα κορδονάκι στο στήθος του, γύρω από το σβέρκο του είχε περάσει τα µεγάλα ακουστικά. Έπρεπε να του το αναγνωρίσει κανείς: δεν τον ένοιαζε το πρεστίζ και µέσα σε λίγες βδοµάδες είχε αντικαταστήσει τα µικρά άσπρα ακουστικά µε µεγάλα µαύρα που κάλυπταν ολόκληρο το αυτί και είχαν καλύτερο ήχο. Οι ευτυχισµένες οικογένειες µοιάζουν όλες µεταξύ τους: αυτή η σκέψη πέρασε για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ από το µυαλό µου. « Έψαχνα…» άρχισα. «Αναρωτιόµουν πού ήσουν». Όταν γεννήθηκε ο Μισέλ είχε κοντέψει να πεθάνει. Ακόµη σκεφτόµουν συχνά εκείνο το
µελανιασµένο, τσαλακωµένο κορµάκι στη θερµοκοιτίδα λίγο µετά την καισαρική: το γεγονός ότι υπήρχε ήταν ένα δώρο, κι αυτό ήταν ευτυχία. «Μπάλωνα τη σαµπρέλα µου» είπε. «Κι ήθελα να σε ρωτήσω… µήπως ξέρεις αν έχουµε πουθενά βαλβίδες». «Βαλβίδες» επανέλαβα. Είµαι απ’ αυτούς που δεν επιδιορθώνουν ποτέ µόνοι τους ένα σκασµένο λάστιχο, ούτε να το σκέφτοµαι δεν θέλω. Παρ’ όλα αυτά ο γιος µου εξακολουθούσε να πιστεύει σε µια διαφορετική εκδοχή του πατέρα του· σε έναν πατέρα ο οποίος ήξερε πού βρίσκονταν οι βαλβίδες. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ξαφνικά. «Είπες πως µ’ έψαχνες. Τι µε ήθελες;» Τον κοίταξα. Κοίταξα τα καθαρά του µάτια κάτω από το µαύρο σκουφί, τα ειλικρινή του µάτια που, όπως σκεφτόµουν πάντα, αποτελούσαν ένα σηµαντικό µέρος της ευτυχίας µας. «Α, τίποτα» απάντησα. «Απλώς σ’ έψαχνα».
4
Φυσικά δεν είχαν έρθει ακόµη. Χωρίς ν’ αποκαλύψω πού ακριβώς βρίσκεται το εστιατόριο, µπορώ να πω ότι µια σειρά δέντρων το κρύβει από τον δρόµο. Είχαµε αργήσει ήδη µισή ώρα και την ώρα που περπατούσαµε στο χαλικόστρωτο δροµάκι που οδηγούσε στην είσοδο ανάµεσα σε ηλεκτρικές δάδες, η γυναίκα µου κι εγώ συζητούσαµε την πιθανότητα να ’µασταν για µια φορά εµείς που θα φτάναµε τελευταίοι – εµείς και όχι οι Λόµαν. «Βάζεις στοίχηµα;» ρώτησα.
«Γιατί να βάλω στοίχηµα;» απάντησε η Κλερ. «Αφού δεν θα ’χουν έρθει». Μια κοπέλα µε µαύρο µακό µπλουζάκι και µαύρη ποδιά µακριά ως τους αστραγάλους πήρε τα παλτά µας. Μια άλλη κοπέλα µε πανοµοιότυπη στολή µελέτησε το βιβλίο µε τις κρατήσεις, ανοιχτό σ’ ένα αναλόγιο µπροστά της. Κατάλαβα ότι απλώς υποκρίθηκε πως δεν ήξερε το όνοµα Λόµαν – και µάλιστα υποκρίθηκε αδέξια. «Κύριος Λόµαν, είπατε;» Ανασήκωσε το ένα της φρύδι και δεν έκανε προσπάθεια να κρύψει την απογοήτευσή της για το γεγονός ότι δεν είχε µπροστά της τον Σερζ Λόµαν αυτοπροσώπως, αλλά δυο ανθρώπους των οποίων τα πρόσωπα δεν της έλεγαν απολύτως τίποτα. Θα µπορούσα να την είχα βοηθήσει λέγοντάς της ότι ο Σερζ Λόµαν ήταν καθ’ οδόν, αλλά δεν το έκανα. Το αναλόγιο µε το βιβλίο των κρατήσεων φωτιζόταν από ένα λεπτό πορτατίφ στο χρώµα του χαλκού: αρ ντεκό, ή κάποιο άλλο στιλ που είχε πρόσφατα ξανάρθει στη µόδα – ή όχι. Η κοπέλα είχε τα µαλλιά της, µαύρα σαν το µπλουζάκι και την ποδιά της, δεµένα πίσω σε µια αυστηρή µικρή αλογοουρά, µάλλον για να
ταιριάζουν µε τον διάκοσµο του εστιατορίου. Και η κοπέλα που πήρε τα παλτά µας είχε τα µαλλιά της σε µια παρόµοια αυστηρή αλογοουρά. Μπορεί να ’ταν ο κανονισµός, είπα µέσα µου, ένας κανονισµός για λόγους υγιεινής, κάτι σαν τις µάσκες στο χειρουργείο· το εστιατόριο δήλωνε µε υπερηφάνεια ότι όλα του τα προϊόντα ήταν «οργανικά»: το κρέας ήταν µεν από ζώα, αλλά από ζώα που είχαν ζήσει «καλή ζωή». Πάνω από τα µαύρα τραβηγµένα µαλλιά έριξα µια φευγαλέα µατιά στο εσωτερικό της σάλας, στα δυο τρία τουλάχιστον τραπέζια που µπορούσα να διακρίνω από το σηµείο όπου βρισκόµουν. Αριστερά από την είσοδο ήταν η «ανοιχτή κουζίνα». Απ’ ό,τι έβλεπα, κάποιο πιάτο φλαµπέ ετοίµαζαν εκείνη ακριβώς τη στιγµή, κρίνοντας από τον γαλαζωπό καπνό και τις ψηλές φλόγες που το συνόδευαν. Γι’ άλλη µια φορά δεν είχα καµία όρεξη. Η δυσφορία µου για τη βραδιά που µας περίµενε είχε πια γίνει σχεδόν σωµατική – ελαφριά ναυτία, ιδρωµένα δάχτυλα και η αρχή ενός πονοκεφάλου πίσω από το αριστερό µου µάτι. Τα συµπτώµατα, ωστόσο, δεν ήταν αρκετά για να δηλώσω αδιαθεσία ή να σωριαστώ επιτόπου λιπόθυµος. Φανταζόµουν πώς θ’ αντιδρούσαν οι κοπέλες µε
τις µαύρες ποδιές σε πελάτες που θα έπεφταν κάτω αναίσθητοι πριν καν περάσουν το αναλόγιο. Θα προσπαθούσαν βιαστικά να µε χώσουν στην γκαρνταρόµπα, οπωσδήποτε κάπου όπου οι άλλοι πελάτες δεν θα µ’ έβλεπαν. Μάλλον θα µε κάθιζαν σε ένα σκαµνάκι πίσω από τα παλτά. Σε τόνο ευγενικό πλην αποφασιστικό θα ρωτούσαν µήπως έπρεπε να καλέσουν ταξί. Να φύγει! Να φύγει αυτός ο τύπος! – Τι ωραία που θα ’τανε αν άφηνα τον Σερζ να βράζει στο ζουµί του… τι ανακούφιση αν µπορούσα να δώσω µια διαφορετική τροπή σ’ αυτή τη βραδιά. Αναλογίστηκα τις επιλογές µας. Μπορούσαµε να γυρίσουµε στο καφέ και να παραγγείλουµε κάτι απ’ αυτά που έτρωγε ο απλός κόσµος, είχα δει το πιάτο της ηµέρας γραµµένο µε κιµωλία σ’ έναν µαυροπίνακα: «πανσέτα µε πατάτες τηγανητές 11,50» – πιθανότατα ούτε το ένα δέκατο από το ποσό που θα αναγκαζόµασταν να σκάσουµε εδώ ο καθένας µας. Μια άλλη δυνατότητα ήταν να γυρίσουµε γραµµή στο σπίτι, µε µια µικρή στάση το πολύ πολύ στο βιντεοκλάµπ για ένα DVD, που θα το βλέπαµε στην τηλεόραση της κρεβατοκάµαρας, ξαπλωµένοι στο ευρύχωρο διπλό κρεβάτι µας· ένα ποτήρι κρασί, παξιµάδια, λίγο τυρί (µια µικρή
παράκαµψη, λοιπόν, στο µαγαζί που έµενε ανοιχτό ως αργά) θα έκλειναν ιδανικά τη βραδιά. Θα θυσιαζόµουν πρόθυµα, αποφάσισα από µέσα µου. Θ’ άφηνα την Κλερ να διαλέξει την ταινία – κι ας ήµουν σίγουρος ότι θα ’τανε έργο εποχής. Περηφάνια και προκατάληψη, Δωµάτιο µε θέα ή κάτι τύπου Έγκληµα στο Οριάν Εξπρές. Ναι, αυτό θα µπορούσα να κάνω, σκέφτηκα. Μπορούσα να αδιαθετήσω και ύστερα θα µπορούσαµε να γυρίσουµε σπίτι. Αλλά αντί γι’ αυτό είπα: «Σερζ Λόµαν, το τραπέζι που βλέπει στον κήπο». Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της από το βιβλίο και µε κοίταξε. «Μα εσείς δεν είστε ο κύριος Λόµαν» είπε χωρίς να παίξει τα βλέφαρά της. Εκείνη τη στιγµή τα καταράστηκα όλα: το εστιατόριο, τις κοπέλες µε τις µαύρες ποδιές, το βράδυ αυτό που είχε καταστραφεί πριν καν αρχίσει – προπάντων, όµως, καταράστηκα τον Σερζ, αυτό το δείπνο για το οποίο στο κάτω κάτω εκείνος είχε επιµείνει τόσο πολύ, ένα δείπνο στο οποίο δεν είχε καν τη στοιχειώδη ευγένεια να έρθει στην ώρα του. Πουθενά δεν έφτανε στην ώρα του, και στην επαρχία ο κόσµος πάντα τον περίµενε στις µικρές αίθουσες, ο πολυάσχολος Σερζ Λόµαν µάλλον θα καθυστερούσε, η
συγκέντρωση στην προηγούµενη αίθουσα είχε αργήσει να τελειώσει και τώρα είχε µπλέξει κάπου στην κίνηση. Δεν οδηγούσε ο ίδιος, όχι, η οδήγηση ήταν χάσιµο χρόνου για έναν άνθρωπο µε τα ταλέντα του Σερζ, είχε σοφέρ, ώστε να µπορεί ο ίδιος να αξιοποιεί τον πολύτιµο χρόνο του διαβάζοντας σηµαντικά έγγραφα. «Και όµως, είµαι» είπα. «Λόµαν είναι το όνοµά µου». Κράτησα το βλέµµα µου καρφωµένο στην κοπέλα, την κοπέλα που αυτή τη φορά ανοιγόκλεισε τα µάτια της, κι άνοιξα το στόµα µου για να πω την επόµενη φράση. Είχε έρθει η στιγµή να δρέψω τη νίκη µου – αλλά ήταν µια νίκη µε τη γεύση της ήττας. «Είµαι ο αδερφός του» είπα.
5
«Το απεριτίφ µας σήµερα είναι ένα ποτήρι ροζ σαµπάνια». Ο προϊστάµενος –ή ο µετρ, ο διαχειριστής, ο υπεύθυνος της υποδοχής, ο αρχισερβιτόρος, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτός ο άνθρωπος σ’ αυτού του είδους τα εστιατόρια– δεν φορούσε µαύρη ποδιά, αλλά κοστούµι µε γιλέκο. Το σακάκι ήταν ανοιχτό πράσινο µε λεπτές µπλε ρίγες, κι από το τσεπάκι του πρόβαλλε η µύτη από ένα επίσης µπλε µαντιλάκι. Η φωνή του ήταν απαλή, υπερβολικά απαλή –
µε δυσκολία ακουγόταν µε τη βαβούρα µέσα στη σάλα. Κάτι δεν πήγαινε καλά µε την ακουστική, το προσέξαµε αµέσως µόλις καθίσαµε στο τραπέζι µας (προς τη µεριά του κήπου! Πώς το είχα µαντέψει!). Αναγκαζόσουν να µιλήσεις πιο δυνατά από το κανονικό, αλλιώς τα λόγια σου ανέβαιναν φτερουγίζοντας προς τη γυάλινη οροφή, που επίσης ήταν αρκετά ψηλότερη απ’ ό,τι σε άλλα εστιατόρια. Παράλογα ψηλή, θα µπορούσες να πεις, αν δεν ήξερες ότι αυτό το ύψος είχε να κάνει µε την προηγούµενη χρήση του κτιρίου: γαλακτοκοµείο, νοµίζω πως είχα διαβάσει κάπου· ή σταθµός διαχείρισης αποβλήτων. Ο µετρ τέντωσε το µικρό του δάχτυλο κι έδειξε κάτι στο τραπέζι µας. Στην αρχή νόµισα πως έδειχνε το ρεσό –τα τραπέζια αντί για κερί ή κεριά είχαν όλα ρεσό– αλλά όχι, το δαχτυλάκι του έδειχνε το πιατάκι µε τις ελιές, που προφανώς είχε µόλις τοποθετήσει εκεί. Εγώ πάντως δεν θυµόµουν να ήταν εκεί όταν ο µετρ τράβηξε τις καρέκλες µας για να καθίσουµε. Πότε µας άφησε το πιατάκι; Με κυρίευσε ένα σύντοµο αλλά έντονο κύµα πανικού. Μου συνέβαινε όλο και πιο συχνά τελευταία: κοµµάτια του παζλ ξαφνικά έλειπαν – κοµµάτια που έλειπαν από τον χρόνο,
στιγµές άδειες κατά τη διάρκεια των οποίων οι σκέψεις µου προφανώς έτρεχαν αλλού. «Ελληνικές ελιές από την Πελοπόννησο, ραντισµένες ελαφρώς µε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ψυχρής εξαγωγής από τη βόρεια Σαρδηνία και αρτυµένες µε µια ιδέα δεντρολίβανο από…» Ο µετρ έσκυβε ελαφρά προς το µέρος µας, καθώς µας µιλούσε – αλλά ακόµα κι έτσι µε δυσκολία τον ακούγαµε: το τελευταίο µέρος της φράσης του, µάλιστα, δεν ακούστηκε καθόλου κι έτσι δεν µάθαµε την προέλευση του δεντρολίβανου. Κανονικά δεν δίνω δεκάρα για τέτοιου είδους πληροφορίες, σκασίλα µου αν το δεντρολίβανο είναι από το Ρουρ ή από τις Αρδέννες, αλλά µας είχε πρήξει για ένα πιατάκι µ’ ελιές και δεν ήµουν διατεθειµένος να τ’ αφήσω να περάσει έτσι. Ήταν και το δαχτυλάκι. Γιατί να δείχνει κάποιος µε το µικρό του δαχτυλάκι; Ήταν σικ; Μήπως ταίριαζε µε το κοστούµι µε τις λεπτές µπλε ρίγες, όπως το γαλάζιο µαντιλάκι; Ή µήπως ο τύπος είχε απλώς κάτι να κρύψει; Τα υπόλοιπα δάχτυλά του τα έκρυβε επιµελώς, τα είχε διπλώσει µέσα στην παλάµη του, µακριά από τ’ αδιάκριτα βλέµµατα – ίσως είχε έκζεµα, ή συµπτώµατα
κάποιας αθεράπευτης αρρώστιας. «Αρτυµένες;» είπα. «Ναι, αρτυµένες µε δεντρολίβανο. Αρτυµένες θα πει…» «Ξέρω τι θα πει αρτυµένες» τον έκοψα ξερά – κι ίσως λίγο δυνατά, γιατί στο διπλανό τραπέζι ένας άντρας και µια γυναίκα διέκοψαν για µια στιγµή την κουβέντα τους και κοίταξαν προς το µέρος µας: ένας άντρας µε φουντωτά γένια, που κάλυπταν σχεδόν όλο του το πρόσωπο, και µια γυναίκα αρκετά µικρότερή του, δεν την έκανα πάνω από τριάντα· η δεύτερη γυναίκα του, είπα µέσα µου, ή το φλερτ µιας βραδιάς που προσπαθεί να εντυπωσιάσει φέρνοντάς τη σε τέτοιο εστιατόριο. «Αρτυµένες» συνέχισα χαµηλώνοντας τη φωνή µου. «Ξέρω ότι δεν σηµαίνει πως οι ελιές είναι εξαρτηµένες. Ούτε ότι είναι αρτιµελείς». Με την άκρη των µατιών µου είδα πως η Κλερ είχε αποστρέψει το κεφάλι της και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Δεν είχαµε αρχίσει καλά. Το βράδυ είχε ήδη καταστραφεί, δεν υπήρχε λόγος να το κάνω ακόµα χειρότερο, ειδικά για τη γυναίκα µου. Μα τότε ο µετρ έκανε κάτι εντελώς αναπάντεχο για µένα: περίµενα λίγο πολύ πως θα ’µενε µε το
στόµα ανοιχτό, πως το κάτω χείλι του θ’ άρχιζε να τρέµει, πως ίσως θα κοκκίνιζε και θα τραύλιζε λίγα ασαφή απολογητικά λόγια – κάτι που θα ’ταν δασκαλεµένος να λέει, ακολουθώντας κάποιον κώδικα συµπεριφοράς για την περίπτωση που είχε να κάνει µε πελάτες αγροίκους ή δύσκολους. Μα αντί για όλα αυτά, έβαλε τα γέλια. Και σαν να µην έφτανε αυτό – το γέλιο του ήταν αληθινό· δεν είχε τίποτα το προσποιητό ή το τυπικό. «Με συγχωρείτε» είπε φέρνοντας το χέρι στο στόµα του. Τα δάχτυλά του ήταν και πάλι διπλωµένα στην παλάµη του, όπως όταν µας έδειξε τις ελιές· µόνο το µικρό εξείχε και πάλι. «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ µου έτσι».
6
«Τι ρόλο παίζει αυτό το κοστούµι;» ρώτησα την Κλερ αφού παραγγείλαµε και οι δυο το απεριτίφ τους και ο µετρ αποµακρύνθηκε από το τραπέζι µας. Η γυναίκα µου σήκωσε το χέρι της και άγγιξε προς στιγµήν το µάγουλό µου. «Αγάπη µου…» «Ναι, όχι, δηλαδή µου φαίνεται περίεργο, κάτι θέλει να πει µ’ αυτό το κοστούµι, µη µου πεις ότι δεν θέλει κάτι να πει…» Η Κλερ µού χάρισε ένα γλυκό χαµόγελο, ήταν το χαµόγελο που µου χάριζε πάντα όταν κατά τη
γνώµη της νευρίαζα µε κάτι ασήµαντο – ένα χαµόγελο που έλεγε ότι έβρισκε την αναστάτωσή µου εξαιρετικά διασκεδαστική, αλλά να µη νοµίζω ότι θα την έπαιρνε στα σοβαρά, έστω για ένα δευτερόλεπτο. «Κι έπειτα… το ρεσό» είπα. «Γιατί όχι κι ένα αρκουδάκι; Ή µια σιωπηλή πορεία;» Η Κλερ πήρε µια ελιά Πελοποννήσου από το πιατάκι και την έβαλε στο στόµα της. «Μµµµ» είπε. «Εξαιρετική. Κρίµα µόνο που καταλαβαίνεις από τη γεύση ότι το δεντρολίβανο δεν είχε αρκετό ήλιο». Ήταν η σειρά µου να χαµογελάσω στη γυναίκα µου. Το δεντρολίβανο, είχε πει ο µετρ, ήταν «δικής τους καλλιέργειας» και προερχόταν από ένα θερµοκήπιο µε αρωµατικά φυτά πίσω από το εστιατόριο. «Είδες ότι όλα τα δείχνει µε το µικρό του δαχτυλάκι;» ρώτησα ανοίγοντας τον κατάλογο. Κατά βάθος ήθελα πρωτίστως να ρίξω µια µατιά στις τιµές των εδεσµάτων: οι τιµές σ’ αυτά τα εστιατόρια µε συναρπάζουν πάντα, και µάλιστα πολύ. Εδώ να πω ότι δεν είµαι από τη φύση µου τσιγκούνης, δεν είναι αυτό. Ούτε θα ισχυριστώ ότι τα λεφτά δεν παίζουν κανέναν ρόλο, αλλά απέχω έτη φωτός από τους ανθρώπους που λένε
ότι είναι «πεταµένα λεφτά» να τρως σε εστιατόριο, τη στιγµή που στο σπίτι «µπορείς να φας συχνά πολύ καλύτερα». Όχι. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται – ούτε από φαΐ ούτε από εστιατόρια. Η αντίδρασή µου, λοιπόν, δεν έχει να κάνει µ’ αυτό· έχει να κάνει µε κάτι που για λόγους ευκολίας θα ονοµάσω αγεφύρωτο χάσµα µεταξύ του πιάτου και του ποσού που πρέπει να πληρώσεις για να το φας: είναι σαν αυτά τα δύο µεγέθη –από τη µία το χρηµατικό ποσό κι από την άλλη το φαγητό– να µην έχουν πια καµία απολύτως σχέση µεταξύ τους· σαν να βρίσκονται σε δυο ξεχωριστά παράλληλα σύµπαντα· και σαν να µην έχουν καµιά δουλειά να είναι γραµµένα δίπλα δίπλα σ’ ένα µενού. Αυτό σκόπευα να κάνω: να διαβάσω τα ονόµατα των εδεσµάτων και στη συνέχεια τις τιµές που ήταν τυπωµένες δίπλα τους. Αλλά το βλέµµα µου στάθηκε σε κάτι στην αριστερή σελίδα του καταλόγου. Κοίταξα, ξανακοίταξα, κι ύστερα έψαξα µε τα µάτια να βρω το κοστούµι του µετρ µέσα στη σάλα. «Τι είναι;» ρώτησε η Κλερ. «Ξέρεις τι γράφει εδώ;»
Η γυναίκα µου µε κοίταξε ερωτηµατικά. «Εδώ γράφει: Απεριτίφ, 10 ευρώ». «Και;» «Ε, είναι περίεργο!» είπα. «Ο τύπος µάς λέει: “Το απεριτίφ µας σήµερα είναι ένα ποτήρι ροζ σαµπάνια”. Τι σκέφτεσαι τότε; Σκέφτεσαι ότι το απεριτίφ σ’ το προσφέρει το κατάστηµα, ή µήπως εγώ είµαι τρελός; Όταν σου λένε “το απεριτίφ µας”, αυτό το “µας” δείχνει ότι το απεριτίφ είναι κέρασµα, σωστά; “Μπορεί το κατάστηµα να σας προσφέρει κάτι;” Τότε δεν το χρεώνεις δέκα ευρώ! Το κερνάς!» «Όχι, περίµενε, όχι πάντα. Αν στον κατάλογο γράφει “Μπον φιλέ αλά µεζόν”, άρα µπον φιλέ του καταστήµατος, αυτό σηµαίνει απλώς ότι έχει ετοιµαστεί σύµφωνα µε τη συνταγή του καταστήµατος. Όχι, δεν είναι καλό το παράδειγµα… Κρασί χύµα! Λένε “το κρασί είναι δικό µας”. Θα πει ότι έχουν χύµα κρασί, µα δεν σηµαίνει ότι σου το προσφέρουν τζάµπα!» «Εντάξει, εντάξει, αυτό είναι ξεκάθαρο. Αλλά τούτο δω είναι διαφορετικό. Δεν είχα καν προλάβει να κοιτάξω τον κατάλογο. Έρχεται ένας τύπος κοστουµαρισµένος και µας τραβάει τις καρέκλες να καθίσουµε, βάζει ένα πιατελάκι µ’ ελιές µπροστά στη µύτη µας και µετά λέει κάτι
σχετικά µε το ποιο είναι σήµερα το απεριτίφ “το δικό τους”. Αυτό δηµιουργεί σύγχυση! Ακούγεται περισσότερο σαν να σου το προσφέρει κι όχι σαν να πρέπει να το πληρώσεις δέκα ευρώ! Δέκα ευρώ! Δέκα! Θα σου το πω αλλιώς: θα είχαµε παραγγείλει ένα ποτηράκι από “τη δική τους” σαχλή ροζ σαµπάνια αν είχαµε δει στον κατάλογο ότι τη χρεώνουν δέκα ευρώ;» «Όχι». «Αυτό εννοώ. Μ’ αυτό το µπλα µπλά περί “µας” λοιπόν, απλά σου τη φέρνουν». «Σωστά». Κοίταξα τη γυναίκα µου, αλλά µου ανταπέδωσε το βλέµµα µου σοβαρή. «Όχι, δεν σε κοροϊδεύω» είπε. « Έχεις απόλυτο δίκιο. Πράγµατι δεν είναι το ίδιο µε µπον φιλέ ή κρασί “δικό µας”. Κατάλαβα τι εννοείς. Είναι πράγµατι περίεργο. Σου δίνει σχεδόν την εντύπωση ότι το κάνουν επίτηδες, για να δουν αν θα πέσεις στην παγίδα». « Έτσι δεν είναι;» Από µακριά είδα τον κοστουµαρισµένο µετρ να µπαίνει βιαστικά στην ανοιχτή κουζίνα. Έκανα ένα νεύµα µε το χέρι µου, αλλά µόνο µια από τις κοπέλες µε τις µαύρες ποδιές το πρόσεξε – και ήρθε κοντά µας σχεδόν τρέχοντας.
«Ακούστε» άρχισα δείχνοντάς της τον κατάλογο και ρίχνοντας µια γρήγορη µατιά στην Κλερ – για υποστήριξη, αγάπη, ή ένα βλέµµα συνεννόησης έστω που θα έλεγε ότι δεν µπορούσαν να µας κοροϊδεύουν µε τα δήθεν απεριτίφ «τους». Αλλά το βλέµµα της Κλερ είχε καρφωθεί σε κάτι πολύ πίσω από το κεφάλι µου· σ’ ένα σηµείο όπου ήξερα πως βρισκόταν η είσοδος του εστιατορίου. « Ήρθαν» είπε.
7
Κανονικά η Κλερ κάθεται πάντα στη µεριά του τραπεζιού που βλέπει τον τοίχο. Αυτό το βράδυ, όµως, είχαµε κάνει ακριβώς το αντίθετο. «Όχι, όχι, κάθισε κι εσύ µια φορά απ’ αυτή τη µεριά» είπα όταν ο µετρ τράβηξε τις καρέκλες µας κι εκείνη προχώρησε µηχανικά προς το κάθισµα που έβλεπε µόνο τον κήπο. Κανονικά εγώ κάθοµαι µε την πλάτη γυρισµένη στον κήπο (ή στον τυφλό τοίχο ή στην ανοιχτή κουζίνα): για τον απλό λόγο ότι θέλω να τα βλέπω όλα. Και η Κλερ πάντα µου κάνει τη χάρη. Ξέρει
ότι δεν µ’ αρέσει να βλέπω τοίχους ή κήπους, ότι προτιµώ να κοιτάζω ανθρώπους. « Έλα τώρα» είπε ενώ ο µετρ περίµενε ευγενικά µε τα χέρια του στην πλάτη της καρέκλας, της καρέκλας που έβλεπε στη σάλα, της καρέκλας που κατά βάση είχε τραβήξει για να καθίσει η γυναίκα µου. «Αφού είναι η θέση που προτιµάς». Η Κλερ δεν θυσιάζεται απλώς για χάρη µου. Το ’χει µέσα της: µια γαλήνη, ένας πλούτος εσωτερικός είναι η αιτία που αρκείται σε τυφλούς τοίχους και σε ανοιχτές κουζίνες. Ή όπως εδώ: σε µερικά µικρά παρτέρια µε γρασίδι, ανάµεσα σε χαλικόστρωτα δροµάκια, µια τετράγωνη λιµνούλα και κάτι χαµηλούς φράχτες έξω από ένα παράθυρο που κατέβαινε από το γυάλινο ταβάνι ως κάτω στο πάτωµα. Πιο πέρα πρέπει να υπήρχαν και δέντρα, αλλά το σούρουπο, σε συνδυασµό µε τον αντικατοπτρισµό στο γυαλί ήδη τα έκρυβαν. Αυτά της φτάνουν: αυτά και το πρόσωπό µου. «Απόψε όχι» είπα. Απόψε θέλω να βλέπω µόνο εσένα, ήθελα να προσθέσω – αλλά δεν είχα όρεξη να το πω δυνατά µπροστά στον µετρ µε το ριγέ κοστούµι του. Αυτό το βράδυ ήθελα να πιαστώ από το οικείο πρόσωπο της γυναίκας µου, αλλά υπήρχε κι
άλλος ένας λόγος, καθόλου ασήµαντος για µένα: έτσι θα µπορούσα να αποφύγω σε µεγάλο βαθµό τη σκηνή της άφιξης του αδερφού µου. Την αναστάτωση στην είσοδο, την αναµφίβολα δουλοπρεπή συµπεριφορά του µετρ και των κοριτσιών µε τις ποδιές, τις αντιδράσεις των θαµώνων. Μα όταν ήρθε η ώρα, τελικά γύρισα ο µισός στην καρέκλα µου να κοιτάξω. Όλοι φυσικά πρόσεξαν τον ερχοµό του ζεύγους Λόµαν, θα µπορούσε µάλιστα κανείς να πει ότι έγινε κάτι σαν υπόκωφη ταραχή δίπλα στο αναλόγιο: ούτε λίγο ούτε πολύ τρεις κοπέλες µε µαύρες ποδιές ασχολιόνταν µε τον Σερζ και την Μπαµπέτ, παρών ήταν κι ο µετρ – και κάποιος ακόµα: ένας κοντούλης µε γκρίζα µαλλιά καρφάκια, που δεν ήταν κοστουµαρισµένος ούτε ντυµένος στα µαύρα από την κορυφή ως τα νύχια· φορούσε απλώς τζιν κι ένα άσπρο ζιβάγκο. Υποψιάστηκα ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Ναι, ήταν πράγµατι ο ιδιοκτήτης γιατί τώρα έκανε ένα βήµα µπροστά και καλωσόρισε µε χειραψία τον Σερζ και την Μπαµπέτ. «Με ξέρουν εκεί» µου είχε πει πριν από λίγες µέρες ο Σερζ. Ήξερε τον άντρα µε το άσπρο ζιβάγκο, κάποιον που δεν έβγαινε από την ανοιχτή κουζίνα του για
τον οποιονδήποτε. Οι θαµώνες, πάντως, έκαναν πως δεν έτρεχε τίποτα. Σ’ ένα εστιατόριο, όπου χρεώνουν δέκα ευρώ το απεριτίφ «τους», το σαβουάρ βιβρ µάλλον επιβάλλει αυτοσυγκράτηση: δεν δείχνεις µπροστά σε όλους ότι κάποιον αναγνώρισες. Ήταν λες κι όλοι είχαν σκύψει µερικά χιλιοστά πιο βαθιά πάνω από τα πιάτα τους, λες και όλοι µαζί έβαζαν τα δυνατά τους να συνεχίσουν οπωσδήποτε τις κουβέντες τους, να αποφύγουν πάση θυσία µια σιωπή, γιατί και η γενική βαβούρα είχε σαφώς δυναµώσει. Κι ενώ ο µετρ (το άσπρο ζιβάγκο είχε τρυπώσει ξανά στην ανοιχτή κουζίνα) συνόδευε τον Σερζ και την Μπαµπέτ προς το µέρος µας οδηγώντας τους ανάµεσα από τα τραπέζια, µόνο ένα ανεπαίσθητο κύµα ρυτίδωσε τον αέρα µέσα στη σάλα: σαν το αεράκι που ξαφνικά χαϊδεύει την ακόµη λεία επιφάνεια του νερού µιας λιµνούλας, σαν το φύσηµα που διατρέχει ένα χωράφι καλαµπόκια. Τίποτα περισσότερο. Ο Σερζ χαµογελούσε πλατιά κι έτριβε τα χέρια του, η Μπαµπέτ τον ακολουθούσε λίγα βήµατα πίσω του. Κρίνοντας από τα µικρά της βηµατάκια, µάλλον φορούσε πολύ ψηλά τακούνια και δεν µπορούσε να τον φτάσει.
«Κλερ!» Άνοιξε την αγκαλιά του, η γυναίκα µου είχε ήδη µισοσηκωθεί από την καρέκλα της, φιλήθηκαν τρεις φορές στα µάγουλα. Δεν µου έµενε άλλη λύση: έπρεπε να σηκωθώ κι εγώ. Αν έµενα καθιστός, θα χρειαζόντουσαν πολλές εξηγήσεις. «Μπαµπέτ…» είπα πιάνοντας τη γυναίκα του αδερφού µου από τον αγκώνα. Βασικά περίµενα ότι θα γύριζε τα µάγουλά της προς το µέρος µου για τα τρία επιβεβληµένα φιλιά, για να φιλήσει στη συνέχεια τον αέρα δίπλα στα δικά µου µάγουλα. Ένιωσα την απαλή πίεση των χειλιών της, πρώτα στο ένα µάγουλο, µετά στο άλλο· τελείωσε ακουµπώντας τα όχι, όχι ακριβώς, στο στόµα µου, αλλά ακριβώς δίπλα. Επικίνδυνα κοντά στο στόµα µου, θα µπορούσες να πεις. Στη συνέχεια κοιταχτήκαµε. Φορούσε, όπως πάντα σχεδόν, γυαλιά, αλλά ίσως ήταν διαφορετικό µοντέλο από την τελευταία φορά που είχαµε ιδωθεί. Εγώ πάντως δεν θυµόµουν να την έχω ξαναδεί µε φακούς τόσο σκούρους. Η Μπαµπέτ, όπως έχω ήδη πει, ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που τους πηγαίνουν όλα, άρα και τα γυαλιά. Αλλά υπήρχε κάτι, κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά, σαν ένα δωµάτιο απ’ όπου κάποιος πέταξε όλα τα λουλούδια όσο
έλειπες: µια αλλαγή στο εσωτερικό που δεν χτυπάει καν στο µάτι µε την πρώτη, ώσπου βλέπεις τα κοτσάνια να εξέχουν από τον σκουπιδοτενεκέ. Ο χαρακτηρισµός «εντυπωσιακή» θα ήταν µάλλον ήπιος για τη γυναίκα του αδερφού µου. Υπήρχαν άντρες, το ήξερα, που ένιωθαν δέος ή και απειλή ακόµα µπροστά στις διαστάσεις του κορµιού της. Δεν ήταν χοντρή, όχι, το θέµα δεν ήταν το πάχος, οι αναλογίες του σώµατός της ήταν απολύτως αρµονικές, ισορροπηµένες. Αλλά όλα πάνω της ήταν µεγάλα και φαρδιά: τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι της, υπερβολικά µεγάλα και φαρδιά, έβρισκαν αυτοί οι άντρες, κι άρχιζαν τους υπαινιγµούς για το µέγεθος και το φάρδος άλλων µερών του σώµατός της, σαν να ’θελαν έτσι να περιορίσουν την απειλή, να τη φέρουν σε ανθρώπινα µέτρα. Στο γυµνάσιο είχα έναν φίλο που ήταν πάνω από δυο µέτρα ψηλός. Θυµάµαι πόσο κουραστικό ήταν ενίοτε να στέκοµαι πάντα δίπλα σε κάποιον που µε περνούσε ένα ολόκληρο κεφάλι, σαν να βρισκόµουν κυριολεκτικά στη σκιά του – και σαν αυτή η σκιά να µου έκλεβε το φως του ήλιου. Μου έκλεβε το φως του ήλιου που δικαιούµουν, έλεγα καµιά φορά µε τον νου µου.
Πιανόταν βέβαια κι ο σβέρκος µου, έτσι όπως τέντωνα συνέχεια τον λαιµό µου προς τα πίσω για να τον βλέπω – αλλά αυτό ήταν το λιγότερο κουραστικό απ’ όλα. Τα καλοκαίρια πηγαίναµε µαζί διακοπές. Ούτε αυτός ο φίλος µου απ’ το γυµνάσιο ήταν χοντρός, µόνο ψηλός, µα παρ’ όλα αυτά αντιλαµβανόµουν κάθε κίνηση των χεριών και των ποδιών του, που εξείχαν από το σλίπιν µπαγκ και έσπρωχναν το πανί του αντίσκηνου από µέσα προς τα έξω, σαν µια πάλη για λίγο παραπάνω χώρο – µια πάλη για την οποία θεωρούσα τον εαυτό µου συνυπεύθυνο και που µ’ εξαντλούσε σωµατικά. Κάποια πρωινά τα πόδια του έβγαιναν από το µπροστινό άνοιγµα της σκηνής και τότε ένιωθα ένοχος: ένοχος για το γεγονός ότι οι σκηνές δεν φτιάχνονταν µεγαλύτερες, για να µπορούν να χωράνε σ’ αυτές ολόκληροι και οι ψηλοί άνθρωποι, σαν τον συµµαθητή µου. Παρουσία της Μπαµπέτ έβαζα πάντα τα δυνατά µου να φανώ πιο σωµατώδης, πιο ψηλός απ’ ό,τι ήµουν. Τεντωνόµουν για να µπορεί να µε κοιτάζει στα µάτια: για να ’µαστε στο ίδιο ύψος. «Δείχνεις µια χαρά» είπε η Μπαµπέτ ζουλώντας προς στιγµή τον πήχη µου µε τα δάχτυλά της.
Στους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως στις γυναίκες, οι προφορικές φιλοφρονήσεις δεν σηµαίνουν τίποτα. Στην περίπτωση της Μπαµπέτ, όµως, αυτό δεν ισχύει, όπως είχα διαπιστώσει µε τα χρόνια. Όταν κάποιος που συµπαθούσε έδειχνε χάλια, το έλεγε επίσης. «Δείχνεις µια χαρά» µπορούσε λοιπόν απλώς να σηµαίνει πως έδειχνα πράγµατι µια χαρά. Ίσως, όµως, να ’ταν µια έµµεση πρόσκληση να σχολιάσω κι εγώ τη δική της εµφάνιση – ή, πάντως, να δώσω µεγαλύτερη προσοχή απ’ ό,τι συνήθως. Γι’ αυτό ξανακοίταξα τα µάτια της, πίσω απ’ αυτούς τους φακούς που καθρέφτιζαν ολόκληρο σχεδόν το εστιατόριο: τους θαµώνες, τ’ άσπρα τραπεζοµάντιλα, τα ρεσό… ναι, οι ντουζίνες ρεσό λαµπύριζαν µέσα σ’ αυτούς τους φακούς που, όπως έβλεπα τώρα, ήταν µαύροι µόνο στο πάνω µέρος τους. Πιο κάτω ξάνοιγαν κι έτσι µπορούσα να διακρίνω καθαρά τα µάτια της Μπαµπέτ. Τα βλέφαρα ήταν κόκκινα και τα µάτια ανοιγµένα πιο πολύ από το κανονικό: αδιάψευστα σηµάδια πως είχε κλάψει πρόσφατα. Όχι πριν από λίγες ώρες· όχι, είχε πλαντάξει στο κλάµα µόλις τώρα, µέσα στο αυτοκίνητο, καθ’ οδόν για το εστιατόριο.
Ίσως είχε κάνει προσπάθειες στο πάρκινγκ για να κρύψει κάπως τα ίχνη· δεν τα είχε καταφέρει πάντως. Τα σκούρα γυαλιά µπορεί να ξεγελούσαν το προσωπικό µε τις µαύρες ποδιές, τον κοστουµαρισµένο µετρ και τον µοντέρνο ιδιοκτήτη µε το άσπρο ζιβάγκο, αλλά εµένα δεν µε ξεγελούσαν. Και την ίδια στιγµή ήµουν σίγουρος πως η Μπαµπέτ δεν ήθελε καν να µε ξεγελάσει. Με είχε πλησιάσει πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως, µε είχε φιλήσει σχεδόν στο στόµα. Υποχρεωτικά θα έβλεπα τα βουρκωµένα της µάτια και θα έβγαζα τα συµπεράσµατά µου. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι ανασήκωσε τους ώµους της, κινήσεις που στη γλώσσα του σώµατος µπορούσαν να σηµαίνουν µόνο «λυπάµαι». Μα πριν προλάβω να πω τίποτα, ο Σερζ µπήκε στη µέση, έσπρωξε σχεδόν τη γυναίκα του στην άκρη, ενώ µου ’πιασε το χέρι και το ’σφιξε γερά. Παλιά δεν είχε τόσο δυνατή χειραψία, µα τα τελευταία χρόνια είχε πείσει τον εαυτό του ότι έπρεπε να χαιρετά «τους συµπατριώτες του» µ’ ένα δυναµικό σφίξιµο του χεριού – ότι οπωσδήποτε δεν θα ψήφιζαν ποτέ µια ψόφια χειραψία.
«Πάουλ» είπε. Εξακολουθούσε να χαµογελάει, αλλά το χαµόγελο δεν υποστηριζόταν από το παραµικρό συναίσθηµα. Συνέχισε να χαµογελάς – σχεδόν τον έβλεπες να σκέφτεται. Το χαµόγελο ήταν της ίδιας κατηγορίας µε το σφίξιµο του χεριού. Τα δυο τους µαζί έπρεπε να τον οδηγήσουν σε εφτά µήνες στην εκλογική νίκη. Ακόµα κι αν του πετούσαν στα µούτρα κλούβια αυγά, το χαµόγελο αυτό όφειλε να µείνει ακέραιο. Ακόµα κι αν κάποιος έξαλλος ακτιβιστής τού έχωνε µια τούρτα στα µούτρα, το πρώτο που θα διέκριναν οι ψηφοφόροι θα ήταν το χαµόγελό του. «Γεια σου, Σερζ» είπα. «Όλα καλά;» Πίσω από τους ώµους του αδερφού µου η Κλερ χαιρετούσε στο µεταξύ την Μπαµπέτ. Φιλήθηκαν –δηλαδή η γυναίκα µου φίλησε τα µάγουλα της συννυφάδας της– αγκαλιάστηκαν, µετά κοιτάχτηκαν στα µάτια. Έβλεπε κι η Κλερ το ίδιο που είχα δει εγώ; Διέκρινε το ίδιο κοκκίνισµα της απόγνωσης πίσω από τους χρωµατιστούς φακούς; Αλλά εκείνη τη στιγµή ακριβώς η Μπαµπέτ γέλασε µε την καρδιά της και πρόλαβα να δω πώς φίλησε τον αέρα δίπλα στα µάγουλα της Κλερ. Καθίσαµε. Ο Σερζ διαγώνια απέναντί µου,
δίπλα στη γυναίκα µου, ενώ η Μπαµπέτ –µε τη βοήθεια του µετρ– κάθισε στην καρέκλα δίπλα µου. Μια από τις κοπέλες µε τις µαύρες ποδιές βοήθησε τον Σερζ, που πριν καθίσει στην καρέκλα του κοντοστάθηκε για µια στιγµή όρθιος, µε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του, επιθεωρώντας ολόκληρο το εστιατόριο. «Το απεριτίφ µας σήµερα είναι ροζ σαµπάνια» είπε ο µετρ. Πήρα βαθιά ανάσα, υπερβολικά βαθιά προφανώς, γιατί το βλέµµα που µου ’ριξε η γυναίκα µου κάτι προσπαθούσε να µου πει. Σπάνια µε κοίταζε µε νόηµα, σπάνια άρχιζε να ξεροβήχει στα καλά καθούµενα, και ποτέ µα ποτέ δεν µε κλοτσούσε κάτω από το τραπέζι όταν ήθελε να µε ειδοποιήσει ότι ετοιµαζόµουν να γίνει ρεζίλι ή ότι είχα ήδη γίνει. Όχι, το σινιάλο της ήταν ανεπαίσθητο, µια αλλαγή στο βλέµµα που παρέµεινε αόρατη για τους τρίτους, κάτι ανάµεσα σε χλεύη και ξαφνική σοβαρότητα. «Μην το κάνεις» έλεγε το βλέµµα της. «Μµµµ, σαµπάνια» είπε η Μπαµπέτ. «Καλή ιδέα» συµφώνησε ο Σερζ. «Μια στιγµή» είπα.
ΟΡΕΚΤΙΚΟ
8
«Οι καραβίδες σερβίρονται µε σος βινεγκρέτ, εστραγκόν και φρέσκα κρεµµυδάκια» είπε ο µετρ. Είχε φτάσει στο πιάτο του Σερζ κι έδειχνε µε το µικρό του δάχτυλο. «Αυτές οι κανθαρέλες είναι από τις πλαγιές των Βοσγίων». Το δαχτυλάκι πήδηξε πάνω από τις καραβίδες για να δείξει δυο καφετιά µανιτάρια, κοµµένα στη µέση κατά µήκος. Οι «κανθαρέλες» έµοιαζαν σαν να ’χανε ξεριζωθεί πριν από λίγα µόλις λεπτά, γιατί αυτό που ήταν κολληµένο στη βάση των µίσχων τους δεν µπορούσε κατά τη γνώµη µου να είναι παρά
χώµα. Ήταν περιποιηµένο χέρι, µπόρεσα στο µεταξύ να διαπιστώσω καθώς ο µετρ άνοιγε το µπουκάλι το Σαµπλί που είχε παραγγείλει ο Σερζ. Διαψεύδοντας τις πρώτες µου υποψίες, δεν είχε τίποτα να κρύψει: φροντισµένα, κοντοκοµµένα νύχια, χωρίς παρανυχίδες, δάχτυλα χωρίς δαχτυλίδια – έδειχναν φρεσκοπλυµένα, τίποτα πάνω τους δεν πρόδιδε κάποια ασθένεια. Αλλά δεν έπαυε να είναι το χέρι ενός αγνώστου· κι ένιωθα πως πλησίαζε υπερβολικά το φαγητό. Μετέωρο λίγους µόνο πόντους πάνω από τις καραβίδες έφτανε σχεδόν ν’ αγγίξει µε το µικρό του δάχτυλο τις «κανθαρέλες». Δεν ήξερα αν θ’ άντεχα την παρουσία αυτού του χεριού κι αυτού του δαχτύλου, όταν θα ’ρχόταν πάνω από το δικό µου πιάτο, αλλά έπρεπε να κρατηθώ αν δεν ήθελα να χαλάσω την ατµόσφαιρα στο τραπέζι. Ναι, αυτό θα έκανα, αποφάσισα εκείνη τη στιγµή: θα κρατιόµουν. Θα κρατιόµουν, όπως κρατάει κανείς την ανάσα του κάτω από το νερό, και θα φερόµουν σαν να ’ταν το πιο φυσικό πράγµα του κόσµου να αιωρείται το χέρι ενός αγνώστου πάνω ακριβώς από το φαγητό στο πιάτο µου.
Υπήρχε όµως κάτι ακόµα που είχε αρχίσει να µ’ εκνευρίζει αφάνταστα: το ότι όλα αργούσαν. Ακόµα και το Σαµπλί ο µετρ το είχε ανοίξει µε το πάσο του. Πρώτα έφερε την παγωνιέρα – ήταν απ’ αυτές που τις στερεώνεις µε δυο άγκιστρα στο τραπέζι, σαν τα καρεκλάκια των µωρών. Μετά έδειξε το µπουκάλι, την ετικέτα – στον Σερζ, φυσικά· ο Σερζ είχε διαλέξει το κρασί, µε τη σύµφωνη γνώµη µας, πάλι καλά που µας ρώτησε, αλλά αυτό το ύφος εγώ-ξέρω-τα-πάνταγια-το-κρασί µού έδινε στα νεύρα. Δεν µπορούσα να θυµηθώ πότε ακριβώς άρχισε να παριστάνει ότι ξέρει από κρασιά, στη µνήµη µου αυτό συνέβη µάλλον απότοµα, από τη µια µέρα στην άλλη εκείνος πήρε πρώτος τον κατάλογο των κρασιών και µουρµούρισε κάτι για «στιβαρή επίγευση» των πορτογαλέζικων κρασιών από την περιοχή του Αλεντέζο: ήταν το λιγότερο ένα πραξικόπηµα, γιατί από εκείνη τη µέρα και µετά ο κατάλογος των κρασιών κατέληγε πάντα στα χέρια του Σερζ, σαν να ’ταν αυτονόητο. Μετά την επίδειξη της ετικέτας και το επιδοκιµαστικό νεύµα του αδερφού µου, ο µετρ βάλθηκε να βγάλει τον φελλό. Αµέσως ήταν ηλίου φαεινότερο πως η χρήση του τιρµπουσόν δεν ήταν το δυνατό του σηµείο. Προσπάθησε όσο
µπορούσε να το κρύψει, ανασηκώνοντας τους ώµους και γελώντας πρώτος ο ίδιος µε την αδεξιότητά του, µ’ ένα ύφος σαστισµένο λες κι ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε τέτοιο πράγµα. Αλλά ήταν αυτό ακριβώς το ύφος που τον πρόδωσε. «Μµµµ… µάλλον δεν θέλει να βγει» είπε τελικά όταν το πάνω µισό του φελλού έσπασε και βγήκε σε κοµµάτια µε το τιρµπουσόν. Ο µετρ βρέθηκε αντιµέτωπος µ’ ένα δίληµµα. Να προσπαθήσει να βγάλει και το άλλο µισό του φελλού από το µπουκάλι, εδώ στο τραπέζι, κάτω από τα άγρυπνα βλέµµατά µας; Ή θα ήταν πιο φρόνιµο να οπισθοχωρήσει µε το κρασί στην ανοιχτή κουζίνα, όπου θα έβρισκε πιο έµπειρους βοηθούς; Η απλούστερη λύση ήταν, δυστυχώς, αδιανόητη: να σπρώξει µε τη λαβή ενός πιρουνιού ή κουταλιού τον υπόλοιπο ατίθασο φελλό µέσα στο µπουκάλι. Ναι, στο σερβίρισµα ίσως τρίµµατα φελλού να κατέληγαν στα ποτήρια . Και λοιπόν; Ποιος νοιάζεται; Πόσο έκανε αυτό το Σαµπλί; Πενήντα οχτώ ευρώ; Έτσι κι αλλιώς αυτό το ποσό δεν σήµαινε τίποτα. Το πολύ πολύ σήµαινε ότι είχες µια καλή πιθανότητα αύριο το πρωί να βρεις το ίδιο αυτό κρασί στα ράφια του
σουπερµάρκετ για 7,95 ευρώ ή και λιγότερα. «Λυπάµαι» είπε ο µετρ. «Πάω να σας φέρω άλλο µπουκάλι». Και πριν προλάβει κάποιος από µας ν’ αρθρώσει κουβέντα, έφυγε βιαστικός ανάµεσα στα τραπέζια. «Αχ, ναι» είπα. «Κατά βάθος είναι όπως στα νοσοκοµεία. Στο νοσοκοµείο προσεύχεσαι να σου πάρει αίµα κάποια νοσοκόµα παρά ο γιατρός ο ίδιος». Η Κλερ έβαλε τα γέλια. Και η Μπαµπέτ γέλασε. «Ω, εγώ τον λυπήθηκα» είπε. Μόνο ο Σερζ συνέχισε να κοιτάζει σκεφτικός και µε ύφος σοβαρό ίσια µπροστά του. Η έκφραση στο πρόσωπό του ήταν σχεδόν λυπηµένη, σαν να του είχαν πάρει κάτι: το παιχνιδάκι του, το θέατρο µε τα κρασιά και τις καλές χρονιές και τις επιγεύσεις τους. Η αδεξιότητα του µετρ είχε έµµεσο αντίκτυπο και στον ίδιο. Εκείνος, ο Σερζ Λόµαν, είχε διαλέξει το Σαµπλί µε τον σάπιο φελλό. Περίµενε πώς και πώς µια διαδικασία άνευ εµποδίων: την ανάγνωση της ετικέτας, το επιδοκιµαστικό κούνηµα του κεφαλιού, τέλος ένα δαχτυλάκι κρασί που θα του σέρβιρε ο µετρ. Ιδίως αυτό το τελευταίο. Εγώ δεν άντεχα πια ούτε να το βλέπω, ούτε να το ακούω: ο αδερφός µου µύριζε το κρασί, το έκανε γαργάρα, πλατάγιζε τη
γλώσσα του και έπαιζε το κρασί στη γλώσσα του, το άφηνε τέλος να κυλήσει µέχρι το λαρύγγι του και πάλι πίσω. Πάντα απέστρεφα το βλέµµα µου µέχρι να τελειώσει. «Ας ελπίσουµε ότι τ’ άλλα µπουκάλια δεν παρουσιάζουν το ίδιο πρόβληµα» είπε. «Θα ήταν κρίµα, γιατί είναι πράγµατι εξαιρετικό Σαµπλί». Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, αυτό ήταν φως φανάρι. Αυτός είχε διαλέξει το εστιατόριο, αυτόν ήξεραν, ο άνθρωπος µε το άσπρο ζιβάγκο τον ήξερε κι είχε βγει από την ανοιχτή κουζίνα για να τον υποδεχτεί. Αναρωτήθηκα τι θα είχε συµβεί αν είχα διαλέξει εγώ το εστιατόριο, ένα άλλο εστιατόριο, ένα εστιατόριο στο οποίο δεν είχε ξαναπάει στη ζωή του, και ο µετρ ή ο σερβιτόρος δεν κατάφερνε να ανοίξει µε την πρώτη το κρασί: ό,τι στοίχηµα θέλετε πως θα χαµογελούσε µε οίκτο, µετά θα κουνούσε το κεφάλι – ω, ναι, τον είχα µάθει πια τον αδερφό µου· θα µε κοιτούσε µ’ ένα βλέµµα όπου µόνο εγώ θα µπορούσα να διαβάσω το µήνυµα: αυτός ο Πάουλ, µας πάει πάντα σε κάτι µέρη… Υπήρχαν γνωστοί πολιτικοί που διασκέδαζαν µαγειρεύοντας, άλλοι που έκαναν συλλογή παλιών κόµικς ή είχαν ένα σκάφος που το είχαν επισκευάσει µε τα χέρια τους. Συχνά το χόµπι
που είχαν διαλέξει δεν ταίριαζε καθόλου µε το δηµόσιο πρόσωπό τους, ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση µε όσα πίστευε ο κόσµος ως τώρα γι’ αυτούς. Ο πιο άοσµος κι άχρωµος άνθρωπος, µε την αύρα ενός κλασέρ, αποδεικνυόταν ότι περνούσε τις ελεύθερες ώρες του ετοιµάζοντας πεντανόστιµα πιάτα γαλλικής κουζίνας. Η προσεχής κυριακάτικη έκδοση µιας µεγάλης εφηµερίδας τον είχε στο χρωµατιστό εξώφυλλο του ένθετου περιοδικού: µε πλεχτά γάντια του φούρνου σήκωνε ένα ταψί µε ρολό από κιµά αλά προβανσάλ. Το πιο εντυπωσιακό στη φωτογραφία του τύπου, εκτός από την ποδιά του µε ρεπροντιξιόν κάποιας αφίσας του Τουλούζ Λοτρέκ, ήταν το εντελώς ψεύτικο χαµόγελό του που έπρεπε να πείσει τους ψηφοφόρους του ότι του αρέσει η µαγειρική. Περισσότερο από χαµόγελο ήταν ένα φοβισµένο ξεγύµνωµα των δοντιών· ο µορφασµός που έκανες µόλις σε χτυπούσε αυτοκίνητο από πίσω και τη γλίτωνες, και που πάνω απ’ όλα µαρτυρούσε ανακούφιση για το απλό γεγονός ότι το ρολό από κιµά αλά προβανσάλ δεν έγινε κάρβουνο µέσα στον φούρνο. Ποια ακριβώς ιδέα κλωθογύριζε ο Σερζ στο µυαλό του όταν διάλεξε για χόµπι του την
οινογνωσία; Θα πρέπει να τον ρωτήσω κάποια µέρα. Ίσως κι απόψε. Κράτησα µια νοερή σηµείωση, η στιγµή δεν ήταν κατάλληλη, αλλά η βραδιά µόλις είχε αρχίσει. Παλιά στο πατρικό µας έπινε µόνο κόκα κόλα, σε µεγάλες ποσότητες. Την ώρα του βραδινού κατέβαζε άνετα ολόκληρο µπουκάλι, οικογενειακό µέγεθος. Έκανε τεράστια ρεψίµατα, που ενίοτε τον οδηγούσαν τιµωρηµένο στο δωµάτιό του, ρεψίµατα που διαρκούσαν δέκα δευτερόλεπτα ή και παραπάνω – σαν υπόγειες βροντές, που δυνάµωναν και ανέβαιναν κάπου βαθιά µέσα από το στοµάχι του, και που του εξασφάλιζαν µια κάποια φήµη στο προαύλιο του σχολείου: ανάµεσα στ’ αγόρια, εννοείται· ήξερε από τότε ότι τα κορίτσια σιχαίνονται τα ρεψίµατα και τις κλανιές. Το επόµενο βήµα ήταν η µετατροπή µιας πρώην αποθηκούλας σε κάβα. Τοποθέτησε ράφια για να βάλει τα µπουκάλια, να αφήσει το κρασί να «ωριµάσει» όπως έλεγε ο ίδιος. Όταν είχαν καλεσµένους για φαγητό, τους έκανε διαλέξεις για το κρασί που τους σέρβιρε. Η Μπαµπέτ τον παρακολουθούσε διασκεδάζοντας· ίσως ήταν η πρώτη που τον κατάλαβε, η πρώτη που δεν πολυπίστεψε τον ίδιο και το χόµπι του. Θυµάµαι
ένα απόγευµα που τηλεφώνησα για να µιλήσω στον Σερζ και το σήκωσε η Μπαµπέτ, λέγοντας ότι ο Σερζ έλειπε. « Έχει πάει να δοκιµάσει κρασιά στην κοιλάδα του Λίγηρα» µου είπε· είχε κάτι στον τόνο της φωνής της, κάτι στον τρόπο που πρόφερε τα «κρασιά» και την «κοιλάδα του Λίγηρα». Ήταν ο τόνος που χρησιµοποιεί µια γυναίκα όταν δηλώνει ότι ο άντρας της θ’ αργήσει να γυρίσει από το γραφείο επειδή έχει πολλή δουλειά – ενώ ξέρει εδώ κι έναν χρόνο πως τα ’χει µε τη γραµµατέα του. Η Κλερ, όπως είπα νωρίτερα, είναι πιο ξύπνια από µένα. Αλλά δεν µου κρατάει κακία που δεν µπορώ να φτάσω στο επίπεδό της. Ποτέ δεν µε κοιτάζει αφ’ υψηλού, θέλω να πω· δεν αναστενάζει, δεν σηκώνει αγανακτισµένα το βλέµµα της στον ουρανό, όταν δεν καταλαβαίνω κάτι µε την πρώτη. Μπορώ φυσικά µόνο να εικάζω πώς µιλάει για µένα όταν δεν είµαι παρών αλλά κατά βάθος είµαι σίγουρος και πιστεύω ακλόνητα πως ποτέ δεν θα χρησιµοποιούσε τον τόνο που άκουσα στη φωνή της Μπαµπέτ όταν είπε: « Έχει πάει να δοκιµάσει κρασιά στην κοιλάδα του Λίγηρα». Είναι λοιπόν σαφές ότι κι η Μπαµπέτ είναι πολύ πιο ξύπνια από τον Σερζ. Πράγµα που δεν είναι
και τόσο δύσκολο, θα µπορούσα να προσθέσω – αλλά δεν θα το κάνω· κάποια πράγµατα µιλάνε από µόνα τους. Καταγράφω µόνο όσα άκουσα και είδα κατά τη διάρκεια του κοινού µας δείπνου στο εστιατόριο.
9
«Τα αρνίσια γλυκάδια είναι µαριναρισµένα σε ελαιόλαδο Σαρδηνίας µε ρόκα» εξήγησε ο µετρ, που στο µεταξύ είχε φτάσει στο πιάτο της Κλερ κι έδειχνε µε το µικρό του δάχτυλο δυο µικροσκοπικά κοµµατάκια αρνίσιο κρέας. «Οι λιαστές ντοµάτες είναι από τη Βουλγαρία». Το πρώτο πράγµα που πρόσεχες στο πιάτο της Κλερ ήταν το πόσο απίστευτα άδειο ήταν. Ξέρω βεβαίως πολύ καλά ότι στα καλά εστιατόρια έχει προβάδισµα η ποιότητα και όχι η ποσότητα. Αλλά υπάρχει άδειο και άδειο. Το άδειο εδώ, το
µέρος του πιάτου δηλαδή που δεν είχε καθόλου φαγητό, ήταν ολοφάνερα παρατραβηγµένο. Ήταν λες και το άδειο πιάτο σε προκαλούσε να πεις κάτι, να πας στην ανοιχτή κουζίνα και να ζητήσεις εξηγήσεις. «Δεν τολµάς!» σε κορόιδευε το πιάτο µέσα στα µούτρα σου. Προσπάθησα να θυµηθώ την τιµή, το πιο φτηνό ορεκτικό έκανε δεκαεννιά ευρώ, τα κυρίως πιάτα κυµαίνονταν µεταξύ είκοσι οχτώ και σαράντα τεσσάρων ευρώ. Παράλληλα υπήρχαν και τρία µενού: στα σαράντα εφτά, στα πενήντα οχτώ και στα εβδοµήντα εννέα ευρώ αντίστοιχα. «Αυτό είναι ζεστό κατσικίσιο τυρί µε κουκουνάρι και χοντροκοπανισµένο καρύδι». Το χέρι µε το µικρό δάχτυλο βρισκόταν τώρα πάνω από το δικό µου πιάτο. Έπνιξα την επιθυµία µου να πω «Το ξέρω διότι αυτό ακριβώς παρήγγειλα» και συγκέντρωσα την προσοχή µου στο δαχτυλάκι. Τόσο πολύ δεν µε είχε ξαναπλησιάσει απόψε, ούτε όταν σέρβιρε το κρασί. Ο µετρ είχε τελικά επιλέξει την ευκολότερη λύση και είχε επιστρέψει από την ανοιχτή κουζίνα µ’ ένα καινούργιο µπουκάλι, στο στόµιο του οποίου ο φελλός ήταν ήδη µισοβγαλµένος. Μετά την κάβα και το ταξιδάκι στην κοιλάδα του Λίγηρα είχε ακολουθήσει το σεµινάριο
οινογνωσίας, διάρκειας έξι εβδοµάδων. Όχι στη Γαλλία, αλλά σε µια άδεια αίθουσα ενός νυχτερινού σχολείου. Είχε κρεµάσει το δίπλωµά του στον διάδροµο της εισόδου, σ’ ένα σηµείο όπου δεν υπήρχε περίπτωση να µην το βλέπουν όλοι. Ένα µπουκάλι µε βγαλµένο τον φελλό του µπορούσε να περιέχει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που ήταν γραµµένο στην ετικέτα του: αυτό πρέπει να το είχε µάθει σε κάποιο από τα πρώτα του µαθήµατα. Μπορούσε να έχει πειραχτεί, οποιοσδήποτε κακόβουλος θα µπορούσε να το έχει αραιώσει µε νερό της βρύσης, να ’χει στάξει µια ροχάλα µέσα στο στόµιο του µπουκαλιού. Αλλά µετά το απεριτίφ του καταστήµατος και τον σπασµένο φελλό, προφανώς ο Σερζ Λόµαν δεν είχε διάθεση γι’ άλλες ιστορίες. Χωρίς να κοιτάξει τον µετρ, σκούπισε τα χείλια του µε την πετσέτα και µουρµούρισε πως το κρασί ήταν «εξαίρετο». Εκείνη τη στιγµή έριξα µια µατιά στη Μπαµπέτ. Τα µάτια της πίσω από τους χρωµατιστούς φακούς ήταν καρφωµένα στον σύζυγό της. Ήταν σχεδόν ανεπαίσθητο, αλλά θα ’παιρνα όρκο ότι σήκωσε το ένα της φρύδι ακούγοντας την ετυµηγορία του για το κρασί που
έφτασε στο τραπέζι µας ανοιγµένο. Στο αυτοκίνητο, καθ’ οδόν για το εστιατόριο, την είχε κάνει να κλάψει· τώρα, όµως, τα µάτια της είχαν κάπως ξεπρηστεί. Ευχήθηκα να πει κάτι, κάτι για να τον εκδικηθεί: ήταν απόλυτα ικανή να το κάνει, η Μπαµπέτ ήξερε να γίνεται τροµερά σαρκαστική όταν το ήθελε. Η φράση «Πήγε να δοκιµάσει κρασιά στην κοιλάδα του Λίγηρα» ήταν µια από τις πιο ήπιες επιδόσεις της στον σαρκασµό. Νοερά την ενθάρρυνα. Κάθε δυστυχισµένη οικογένεια είναι δυστυχισµένη µε τον δικό της τρόπο. Σε τελική ανάλυση ίσως αυτό να ’ταν το καλύτερο: ένας γερός καβγάς, ένας ανεξέλεγκτος τσακωµός ανάµεσα στον Σερζ και την Μπαµπέτ, πριν καν φτάσουµε στο κυρίως πιάτο. Θα ξεστόµιζα καταπραϋντικά λόγια, θα προσποιόµουν ότι δεν έπαιρνα το µέρος κανενός, αλλά στο µεταξύ εκείνη θα ήταν σίγουρη για την υποστήριξή µου. Προς µεγάλη µου απογοήτευση, ωστόσο, η Μπαµπέτ δεν είπε τίποτα. Την έβλεπες σχεδόν να καταπίνει µε δυσκολία το αναµφίβολα δολοφονικό της σχόλιο για τον φελλό. Πάντως κάτι είχε συµβεί που αναπτέρωσε τις ελπίδες µου ότι ίσως αργότερα µέσα στο βράδυ να γινόταν η
έκρηξη που ευχόµουν. Ήταν σαν το πιστόλι στο θέατρο: όταν κάποιος κραδαίνει ένα πιστόλι στην πρώτη πράξη του έργου, µπορείς να είσαι σίγουρος ότι κάποιος θα το χρησιµοποιήσει πριν πέσει η αυλαία. Αυτός είναι ο νόµος του δράµατος: ο ίδιος νόµος που προστάζει να µην εµφανίζονται πιστόλια αν δεν πρόκειται να πυροβολήσουν κανέναν. «Σαλάτα πράσινη» είπε ο µετρ. Κοίταξα το µικρό του δάχτυλο, που απείχε έναν πόντο το πολύ από τα τρία τέσσερα πράσινα κατσαρά φυλλαράκια και τον σβόλο από λιωµένο κατσικίσιο τυρί, κι ύστερα ολόκληρο το χέρι, τόσο κοντά µου που, αν έσκυβα λίγο, µπορούσα να το φιλήσω. Γιατί είχα παραγγείλει αυτό το ορεκτικό, αφού δεν µ’ αρέσει το κατσικίσιο τυρί; Για να µη µιλήσω καν για την πράσινη σαλάτα. Αυτή τη φορά οι τσιγκούνικες µερίδες ήταν προς όφελός µου, και το δικό µου πιάτο ήταν σχεδόν άδειο, αν και όχι τόσο όσο της Κλερ: µπορούσα να φάω µε µια µπουκιά τα τρία φυλλαράκια – ή να τ’ αφήσω στο πιάτο µου, πράγµα που στην ουσία δεν είχε και µεγάλη διαφορά. Όποτε βλέπω πράσινη σαλάτα, θυµάµαι το κλουβί µε το χάµστερ ή ινδικό χοιρίδιο που
στεκόταν στο περβάζι του παραθύρου της τάξης µας, στο δηµοτικό. Επειδή ήταν καλό να µάθουµε πώς να φροντίζουµε τα ζώα, υποθέτω. Δεν θυµάµαι αν τα χορταράκια που σπρώχναµε µέσα από τα κάγκελα του κλουβιού κάθε πρωί ήταν σαλάτα, πάντως έµοιαζαν πολύ. Το χάµστερ ή ινδικό χοιρίδιο ροκάνιζε σβέλτα τη σαλάτα µε τα δοντάκια του και τις υπόλοιπες ώρες της ηµέρας τις περνούσε κουρνιασµένο σε µια γωνίτσα του κλουβιού του. Ένα πρωί το βρήκαµε ψόφιο, όπως τη χελωνίτσα, τα δυο άσπρα ποντικάκια και τα φάσµατα, τα «έντοµακλαράκια», που είχαν προηγηθεί. Το δίδαγµα που θα µπορούσαµε να πάρουµε απ’ αυτόν τον υψηλό δείκτη θνησιµότητας δεν συζητήθηκε ποτέ µέσα στην τάξη. Η απάντηση στο ερώτηµα γιατί είχα µπροστά µου ένα πιάτο µε ζεστό κατσικίσιο τυρί και πράσινη σαλάτα ήταν πιο απλή απ’ ό,τι θα νόµιζες αρχικά: όταν πήραν την παραγγελία µας ήµουν τελευταίος. Δεν είχαµε συζητήσει από πριν ποιος θα έπαιρνε τι – ή αν είχαµε, µου διέφυγε. Όπως κι αν είχε, είχα διαλέξει το vitello tonnato, αλλά µε περίµενε µια δυσάρεστη έκπληξη: η Μπαµπέτ είχε επιλέξει το ίδιο. Ως εδώ κανένα πρόβληµα, µπορούσα να
περάσω στη δεύτερη επιλογή µου: τα στρείδια. Αλλά ο προτελευταίος στη σειρά, µετά την Κλερ, ήταν ο Σερζ. Όταν, λοιπόν, ο Σερζ παρήγγειλε τα στρείδια, στριµώχτηκα. Ούτως ή άλλως δεν ήθελα να παραγγείλω το ίδιο ορεκτικό µε κάποιον άλλο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση καµία να πάρω το ίδιο µε τον αδερφό µου. Θεωρητικά θα µπορούσα να επιστρέψω στο vitello tonnato, αλλά µόνο θεωρητικά. Δεν µου πήγαινε: όχι µόνο ήµουν προφανώς ανίκανος να διαλέξω κάτι πρωτότυπο, κάτι αποκλειστικά δικό µου, µα από πάνω θα κινούσα τις υποψίες του Σερζ ότι προσπαθούσα να συµµαχήσω µε τη γυναίκα του – πράγµα που ήταν αλήθεια, αλλά µε τίποτα δεν έπρεπε να φανεί τόσο ξεκάθαρα. Είχα ήδη κλείσει τον κατάλογο και τον είχα αφήσει δίπλα στο πιάτο µου. Τον ξανάνοιξα. Έριξα µια πολύ γρήγορη µατιά στα ορεκτικά, παίρνοντας ένα σκεφτικό ύφος, του ανθρώπου που ψάχνει το πιάτο που έχει διαλέξει, για να το δείξει στο µενού – αλλά ήταν ήδη αργά. «Και για σας, κύριε;» ρώτησε ο µετρ. «Το λιωµένο κατσικίσιο τυρί µε πράσινη σαλάτα» είπα. Μου βγήκε µια στάλα πιο άνετα, µε λίγο µεγαλύτερη σιγουριά απ’ ό,τι έπρεπε για να γίνει
πιστευτό – ο Σερζ και η Μπαµπέτ δεν πρόσεξαν τίποτα το ασυνήθιστο, αλλά είδα το ξαφνιασµένο βλέµµα της Κλερ στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Θα προσπαθούσε άραγε να µε προστατέψει από τον ίδιο τον εαυτό µου; Θα έλεγε «Μα δεν σου αρέσει το κατσικίσιο τυρί»; Δεν ήξερα. Έτσι όπως µε κοίταζαν όλοι, ήταν αδύνατον να της κάνω νόηµα πως όχι, µα δεν ήθελα επ’ ουδενί λόγω να το ρισκάρω. «Άκουσα ότι το κατσικίσιο τυρί σας είναι από ένα αγρόκτηµα-πρότυπο» είπα. «Όπου οι κατσικούλες βόσκουν ελεύθερες».
Αφού ασχολήθηκε διεξοδικά µε το vitello tonnato της Μπαµπέτ (το vitello tonnato που σ’ έναν ιδανικό κόσµο θα µπορούσε να είναι δικό µου), ο µετρ επιτέλους έφυγε και µπορέσαµε να ξαναπιάσουµε την κουβέντα µας. Να την «ξαναπιάσουµε» τρόπος του λέγειν, δηλαδή, γιατί κανείς µας δεν έµοιαζε να έχει την παραµικρή ιδέα πια τι συζητούσαµε, πριν φτάσουν τα ορεκτικά. Αυτό συνέβαινε πιο συχνά απ’ όσο θα ’θελε κανείς στα λεγόµενα «καλά» εστιατόρια: έχανες τελείως τον ειρµό όταν σε
διέκοπταν συνέχεια, µε εξαντλητικές λεπτοµέρειες σχετικά µε κάθε σπυρί κουκουνάρι στο πιάτο σου, µε µπουκάλια κρασί που άνοιγαν µε ατέλειωτες ιεροτελεστίες µπροστά σου, ή για να σου γεµίσουν κάθε τρεις και λιγάκι το ποτήρι σου, χωρίς κανείς να το έχει ζητήσει. Και σε ό,τι αφορά αυτό το ξαναγέµισµα, θέλω να προσθέσω το εξής: έχω ταξιδέψει, έχω φάει σε εστιατόρια πολλών χωρών, αλλά πουθενά –κι όταν λέω πουθενά το εννοώ κυριολεκτικά– δεν σου ξαναγεµίζουν το ποτήρι µε κρασί, χωρίς να το ’χεις ζητήσει. Σ’ αυτές τις χώρες κάτι τέτοιο θεωρείται γαϊδουριά. Μόνο στην Ολλανδία έρχονται και ξανάρχονται στο τραπέζι σου ακάλεστοι· κι όχι µόνο σου γεµίζουν το ποτήρι, αλλά από πάνω λοξοκοιτάζουν και το µπουκάλι όταν κοντεύει ν’ αδειάσει. «Δεν είναι ώρα να παραγγείλετε το επόµενο;» οφείλεις να διαβάσεις στις µατιές τους. Ξέρω κάποιον, έναν φίλο παλιό που δούλεψε κάποια χρόνια στα «καλά» εστιατόρια της Ολλανδίας. Κατά βάθος η τακτική τους αυτή, µου εξήγησε κάποτε, σκοπό έχει να σε σπρώξει να καταναλώσεις όσο το δυνατόν περισσότερο κρασί, κρασί που το χρεώνουν εφτά φορές ακριβότερα απ’ όσο το αγοράζουν από τον εισαγωγέα· γι’ αυτό άλλωστε αργούν και τόσο
πολύ από τη στιγµή που φέρνουν τα ορεκτικά ως τη στιγµή που φέρνουν τα κυρίως πιάτα: από βαρεµάρα ή για να σκοτώσει την ώρα του, ο κόσµος παραγγέλνει κι άλλο κρασί· αυτή είναι λογική τους. Τα ορεκτικά συνήθως έρχονται σχετικά γρήγορα, µου είπε ο φίλος µου· αν τα ορεκτικά αργήσουν, οι πελάτες παραπονιούνται και γκρινιάζουν, αναρωτιούνται µήπως βρέθηκαν σε λάθος εστιατόριο. Έπειτα από ένα διάστηµα, όµως, έχουν πιει τόσο πολύ ανάµεσα στα ορεκτικά και το κυρίως πιάτο, που χάνουν την αίσθηση του χρόνου. Ήξερε περιπτώσεις όπου τα κυρίως πιάτα ήταν έτοιµα από ώρα, αλλά όσο οι άνθρωποι στο συγκεκριµένο τραπέζι δεν άρχιζαν να διαµαρτύρονται, τα πιάτα παρέµεναν στον πάγκο της κουζίνας. Μόνο όταν η κουβέντα τους ατονούσε και οι άνθρωποι άρχιζαν να κοιτάζουν γύρω τους, έχωναν τα πιάτα βιαστικά στον φούρνο µικροκυµάτων. Για ποιο πράγµα µιλούσαµε προτού µας φέρουν τα ορεκτικά; Όχι πως είχε σηµασία, σίγουρα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά αυτό δεν σήµαινε πως δεν ήταν εκνευριστικό. Θυµόµουν για ποιο πράγµα µιλήσαµε µετά την ιστορία µε τον φελλό και τις παραγγελίες µας. Αλλά δεν είχα την παραµικρή ιδέα για τι κουβεντιάζαµε αµέσως
πριν φτάσουν τα πιάτα µας. Η Μπαµπέτ είχε γραφτεί σ’ ένα καινούργιο γυµναστήριο κι είχαµε µιλήσει γι’ αυτό: για το σωµατικό βάρος, για το πόσο ωφέλιµη ήταν η κίνηση, ποια άθληση ταίριαζε καλύτερα στον καθένα µας. Της Κλερ της καλάρεσε η ιδέα ν’ αρχίσει γυµναστήριο. Ο Σερζ δήλωσε ότι δεν άντεχε την ενοχλητική µουσική που είχαν στα περισσότερα γυµναστήρια. Γι’ αυτό και ξεκίνησε το τρέξιµο, είπε, µόνος σου έξω, στον καθαρό αέρα – έκανε λες και είχε επινοήσει ο ίδιος αυτό το σπορ. Τον βόλευε να ξεχνάει ότι εγώ πρώτος είχα αρχίσει να τρέχω πριν από χρόνια – τότε δεν έχανε ευκαιρία να κάνει χλευαστικά σχόλια για «το τρεξιµατάκι του µικρού του αδερφού». Ναι, γι’ αυτά µιλήσαµε, κι η κουβέντα είχε τραβήξει µάλλον σε µάκρος για τα δικά µου γούστα· αλλά το θέµα ήταν ακίνδυνο, ένα όχι ασυνήθιστο πρελούδιο µιας συνηθισµένης εξόδου για φαγητό. Αλλά στη συνέχεια; Και να µε σκότωνες, δεν ήξερα. Κοίταξα τον Σερζ, τη γυναίκα µου, τέλος την Μπαµπέτ. Τη στιγµή εκείνη κάρφωνε µε το πιρούνι της µια φετούλα vitello tonnato, έκοψε ένα κοµµατάκι και το έφερε στο στόµα της. «Τα ’χω χαµένα» είπε ενώ το πιρούνι σταµάτησε
ακριβώς µπροστά στα ανοιγµένα χείλη της. «Πήγατε ή δεν πήγατε στην καινούργια ταινία του Γούντι Άλεν;»
10
Το θεωρώ σηµάδι αδυναµίας όταν η συζήτηση γυρίζει πολύ γρήγορα στον κινηµατογράφο. Θέλω να πω: οι ταινίες είναι περισσότερο κάτι για το τέλος της βραδιάς, όταν πια δεν έχεις τι άλλο να πεις. Δεν ξέρω γιατί, αλλά νιώθω πάντα κάτι σαν κενό στο στοµάχι όταν οι άλλοι αρχίζουν να µιλάνε για ταινίες: είναι λες και έξω ξαναπέφτει ήδη το σκοτάδι ενώ εσύ µόλις σηκώθηκες. Οι χειρότεροι είναι οι τύποι που διηγούνται ολόκληρη την υπόθεση, µε το πάσο τους· µιλάνε τουλάχιστον ένα τέταρτο της ώρας – ένα τέταρτο
για κάθε ταινία, θέλω να πω. Δεκάρα δεν δίνουν αν εσύ ακόµη δεν την έχεις δεις την εν λόγω ταινία, ή αν την έχεις δει από καιρό. Τέτοιου είδους πληροφορίες τις προσπερνούν, βρίσκονται κιόλας στα µισά της πρώτης σκηνής. Από ευγένεια δείχνεις ενδιαφέρον στην αρχή, πολύ σύντοµα, όµως, ξεχνάς τις ευγένειες, χασµουριέσαι ανοιχτά, κοιτάς το ταβάνι, στριφογυρίζεις στην καρέκλα σου. Κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να το βουλώσει ο αφηγητής ή η αφηγήτρια, αλλά τίποτα δεν ωφελεί, είναι στον κόσµο τους και δεν είναι πια σε θέση να καταλάβουν τα σινιάλα που εκπέµπεις. Είναι σαν πρεζάκηδες, εξαρτηµένοι από τον εαυτό τους και τις παπαριές τους περί ταινιών. Ήταν, πιστεύω, ο αδερφός µου που µίλησε πρώτος για την καινούργια ταινία του Γούντι Άλεν. «Αριστούργηµα» είπε, χωρίς να ρωτήσει πρώτα αν εµείς –η Κλερ, δηλαδή, κι εγώ– την είχαµε δει ή όχι. Η Μπαµπέτ συµφώνησε κουνώντας ζωηρά το κεφάλι της όταν το είπε. Είχαν πάει να τη δουν παρέα το περασµένο Σαββατοκύριακο. Για µια φορά, να που συµφωνούσαν και σε κάτι. «Αριστούργηµα» είπε κι εκείνη. «Αλήθεια, πρέπει να πάτε να τη δείτε
οπωσδήποτε». Η Κλερ απάντησε τότε ότι την είχαµε ήδη δει. «Πριν από δυο µήνες» πρόσθεσα, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικά λόγος, απλώς ήθελα να το πω. Όχι για να τσιγκλήσω την Μπαµπέτ, αλλά τον αδερφό µου, ήθελα να του δώσω να καταλάβει ότι ερχόταν δεύτερος και καταϊδρωµένος µε τ’ αριστουργήµατά του. Τότε ήρθαν µερικές κοπέλες µε µαύρες ποδιές φέρνοντας τα ορεκτικά µας, ακολουθούµενες κατά πόδας από τον µετρ µε το µικρό του δαχτυλάκι και χάσαµε τον ειρµό – ώσπου να ξαναπιάσει το νήµα η Μπαµπέτ και να µας ρωτήσει αν τελικά την είχαµε δει ή όχι την τελευταία ταινία του Γούντι Άλεν. «Θεωρώ πως είναι καταπληκτική ταινία» είπε η Κλερ, βουτώντας µια λιαστή ντοµάτα στο ελαιόλαδο στο πιάτο της και φέρνοντάς την στο στόµα της. «Ακόµα και του Πάουλ τού άρεσε. Ε, Πάουλ;» Κάτι τέτοια τα κάνει συχνά η Κλερ: µε αναγκάζει να συµµετάσχω στη συζήτηση – και µάλιστα µε τρόπο που δεν µου αφήνει χώρο για ελιγµούς. Τώρα οι άλλοι ήξεραν ήδη ότι η ταινία µού είχε αρέσει. Κι αυτό το «Ακόµα και του Πάουλ…» σήµαινε περίπου «Ακόµα και του
Πάουλ, που κανονικά δεν του αρέσει καµιά ταινία, πόσο µάλλον µια ταινία του Γούντι Άλεν…». Ο Σερζ µε κοίταξε· µασούσε µια µπουκιά από το ορεκτικό του, αλλά αυτό δεν τον εµπόδισε να µου απευθύνει τον λόγο. «Αριστούργηµα, σωστά; Στ’ αλήθεια, φανταστικό έργο!» Συνέχισε να µασάει, µετά κατάπιε. «Κι αυτή η Σκάρλετ Γιόχανσον! Δεν θα ’χα αντίρρηση να µου φέρνει κάθε µέρα το πρωινό µου στο κρεβάτι. Μα την πίστη µου, τι κουκλάρα!» Όταν ακούς τον µεγάλο σου αδερφό να χαρακτηρίζει αριστούργηµα µια ταινία που και σ’ εσένα άρεσε πολύ, είναι σαν να αναγκάζεσαι να φοράς τα αποφόρια του: ρούχα που του ’ρχονται πια µικρά, αλλά στα δικά σου µάτια είναι κυρίως µεταχειρισµένα. Δεν είχα πολλές επιλογές: αν συµφωνούσα ότι η ταινία του Γούντι Άλεν ήταν αριστούργηµα, θα ’ταν σαν να φορούσα αυτά τα µεταχειρισµένα ρούχα – κι εποµένως αυτό αποκλειόταν απριόρι. Υπερθετικός του αριστουργήµατος δεν υπήρχε, µπορούσα το πολύ πολύ να προσπαθήσω ν’ αποδείξω ότι ο Σερζ δεν είχε καταλάβει την ταινία· ότι τη θεωρούσε αριστούργηµα για λάθος λόγους, αλλά αυτό µάλλον προϋπέθετε κοπιαστικούς ελιγµούς – άσε
που τα κίνητρά µου θα ’ταν ολοφάνερα για την Κλερ ιδίως, πιθανότατα και για την Μπαµπέτ. Στην πραγµατικότητα η µόνη επιλογή που µου απέµενε ήταν να σχολιάσω αρνητικά την ταινία του Γούντι Άλεν. Δεν θα ’ταν δύσκολο: είχε αρκετές αδυναµίες που µπορούσα να επισηµάνω· αδυναµίες που δεν έχουν µεγάλη σηµασία όταν σ’ αρέσει µια ταινία, αλλά που µπορείς να χρησιµοποιήσεις σε περίπτωση ανάγκης για να χαρακτηρίσεις την ίδια ταινία κακή. Η Κλερ θ’ ανασήκωνε πρώτα τα φρύδια της ακούγοντάς µε. Ήλπιζα πως δεν θ’ αργούσε να καταλάβει τι έκανα: ότι η προδοσία της κοινής µας απόλαυσης της ταινίας υπηρετούσε τη µάχη κατά των επιπόλαιων κι ανόητων σχολίων για τις ταινίες γενικά. Πλησίασα το χέρι µου στο ποτήρι µε το κρασί µου, µε σκοπό πρώτα να πιω σκεφτικός µια γουλιά, πριν βάλω σ’ εφαρµογή αυτό το σχέδιο, όταν ξαφνικά σκέφτηκα µια άλλη διέξοδο. Τι είχε πει αυτός ο µαλάκας; Για τη Σκάρλετ Γιόχανσον; «Να µου φέρνει κάθε µέρα το πρωινό µου στο κρεβάτι […] κουκλάρα». Δεν ήξερα τι γνώµη είχε η Μπαµπέτ για τέτοιου είδους αντρικές κουβέντες, αλλά η Κλερ πάντα αφηνίαζε όταν οι άντρες άρχιζαν να µιλάνε για «ζουµερά
κωλαράκια» και «ωραία βυζιά». Δεν είχα δει την αντίδρασή της όταν ο αδερφός µου έλεγε τα περί πρωινού, επειδή εκείνη τη στιγµή κοιτούσα εκείνον, µα στην ουσία δεν χρειαζόταν. Τον τελευταίο καιρό είχα ώρες ώρες την εντύπωση πως ο αδερφός µου έχανε την επαφή του µε την πραγµατικότητα, πως πίστευε στ’ αλήθεια ότι οι Σκάρλετ Γιόχανσον αυτού του κόσµου µετά χαράς θα του ετοίµαζαν το πρωινό του. Υποψιαζόµουν ότι έβλεπε τις γυναίκες µε τον ίδιο τρόπο πάνω κάτω που έβλεπε και το φαγητό, και πιο συγκεκριµένα το καθηµερινό του ζεστό γεύµα. Έτσι ήταν από µικρός και στην ουσία δεν άλλαξε ποτέ του. «Θέλω να φάω» λέει ο Σερζ όταν πεινάει. Το ίδιο λέει και όταν περπατάτε σε κάποιον βιότοπο, µακριά από κατοικηµένη περιοχή, ή όταν ταξιδεύετε µε το αυτοκίνητο στην εθνική οδό, κι ο επόµενος κόµβος είναι χιλιόµετρα µακριά. «Εντάξει» του λέω τότε «αλλά αυτή τη στιγµή δεν υπάρχει τίποτα να φας». «Ναι, αλλά εγώ τώρα πεινάω» επιµένει ο Σερζ. «Πρέπει να φάω κάτι τώρα». Είχε κάτι το θλιβερό αυτή η χοντροκέφαλη επιµονή του που τον έκανε να ξεχνάει τα πάντα – πού ήταν, ποιους είχε µαζί του– αφού είχε έναν και µοναδικό σκοπό: να ικανοποιήσει την πείνα
του. Τέτοιες στιγµές µού θύµιζε ζώο που βρίσκει ένα εµπόδιο στον δρόµο του: πουλί που δεν καταλαβαίνει ότι το τζάµι είναι φτιαγµένο από στέρεο υλικό και πέφτει πετώντας πάνω του ξανά και ξανά. Κι όταν επιτέλους βρίσκαµε κάποιο µέρος για να φάµε, δεν ήταν και πολύ ευχάριστο: ο Σερζ έτρωγε όπως γεµίζει κανείς το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του: χωρίς να χάνει χρόνο, καταβρόχθιζε ένα άσπρο φραντζολάκι µε τυρί ή γεµιστά µπισκότα, για να σιγουρευτεί ότι το καύσιµο θα έφτανε στο στοµάχι του το συντοµότερο. Αφού χωρίς καύσιµο δεν µπορείς να συνεχίσεις. Τα γαστριµαργικά δείπνα ήρθαν πολύ αργότερα, όπως συνέβη µε την οινογνωσία· κάποια στιγµή αποφάσισε πως του ήταν αναγκαία. Αλλά η γρηγοράδα και η αποτελεσµατικότητα έµειναν: ακόµα και σήµερα είναι ο πρώτος που τελειώνει το πιάτο του. Θα έδινα µια περιουσία για να δω και ν’ ακούσω µία φορά έστω πώς τα πάνε µε την Μπαµπέτ στην κρεβατοκάµαρα. Από την άλλη, ένα κοµµάτι µου αντιστέκεται µε λύσσα σ’ αυτήν ειδικά την προοπτική, και θα πλήρωνα µια εξίσου µεγάλη περιουσία για να µην αναγκαστώ ποτέ να το ζήσω αυτό.
«Θέλω να γαµήσω». Και η Μπαµπέτ ν’ απαντάει ότι έχει πονοκέφαλο, ότι έχει περίοδο, ή ότι απόψε δεν θέλει ούτε να το σκεφτεί, το σώµα του, τα χέρια του και τα πόδια του, το κεφάλι του, τη µυρωδιά του. «Ναι, αλλά εγώ θέλω να γαµήσω τώρα». Πιστεύω ότι ο αδερφός µου γαµάει όπως τρώει: χώνεται µέσα σε µια γυναίκα, όπως χώνει στο στόµα του µια λουκανικόπιτα – και έτσι χορταίνει την πείνα του. «Δηλαδή καθόσουν εκεί και είχες µάτια µόνο για τα βυζιά της Σκάρλετ Γιόχανσον;» είπα, πολύ πιο χοντρά απ’ όσο είχα κατά νου. « Ή εννοούσες κάτι άλλο όταν είπες αριστούργηµα;» Έπεσε το είδος της περίεργης σιωπής που ακούς µόνο στα εστιατόρια: µια ξαφνική, έντονη επίγνωση της παρουσίας των άλλων, η βαβούρα και το κροτάλισµα των µαχαιροπίρουνων στα πιάτα στα υπόλοιπα τριάντα τραπέζια γύρω µας, ένα δυο δευτερόλεπτα νηνεµίας όπου οι ήχοι του φόντου ξαφνικά υπερισχύουν. Τη σιωπή την έσπασε το γέλιο της Μπαµπέτ. Κοίταξα µια στιγµή τη γυναίκα µου, που µε κοίταζε άναυδη, κι ύστερα πάλι τον Σερζ. Προσπάθησε κι αυτός να γελάσει, αλλά µε µισή καρδιά – άλλωστε δεν είχε καν καταπιεί την µπουκιά του.
« Έλα τώρα, Πάουλ, µην παριστάνεις τον άγιο!» είπε. «Είναι ωραία γκόµενα κι όποιος έχει µάτια τη βλέπει!» «Ωραία γκόµενα», ούτε αυτό θ’ άρεσε στην Κλερ, το ήξερα. Εκείνη θα έλεγε πάντα «ωραίος άντρας», ποτέ «ωραίος γκόµενος». Και µε τίποτα δεν θα έλεγε «ωραίος κώλος». «Αυτή η µόδα να µιλάνε όποτε να ’ναι για ωραίους κώλους µού φαίνεται πολύ προσποιητή» είπε κάποτε. «Είναι σαν τις γυναίκες που αρχίζουν ξαφνικά να καπνίζουν πίπα ή να φτύνουν στο πεζοδρόµιο». Ως τα µύχια της ύπαρξής του ο Σερζ είχε µείνει πάντα χωριάτης, άξεστος κι αγροίκος: ο ίδιος άξεστος κι αγροίκος που κάποτε έδιωχναν από το τραπέζι, επειδή έκλανε. «Κι εγώ βρίσκω πολύ γοητευτική γυναίκα τη Σκάρλετ Γιόχανσον» είπα. «Αλλά ακούστηκε λιγάκι σαν να θεωρούσες αυτό το πιο σηµαντικό στοιχείο της ταινίας. Διόρθωσέ µε, αν κάνω λάθος». «Ω, τα πράγµατα πάνε κατά διαόλου γι’ αυτόν τον… –πώς τον λένε;– τον δάσκαλο του τένις, τον Εγγλέζο, επειδή δεν µπορεί να τη βγάλει από το µυαλό του. Αφού αναγκάζεται να την πυροβολήσει, για να πάρει αυτό που θέλει». «Ε!» είπε η Μπαµπέτ. «Μην τα πεις αυτά, δεν
έχει γούστο να τα ξέρεις αυτά αν δεν την έχεις δει ακόµη!» Ακολούθησε δεύτερη σύντοµη σιωπή, όπου η Μπαµπέτ κοιτούσε µια την Κλερ µια εµένα. «Σκατά! Μου φαίνεται πως κοιµάµαι όρθια, αφού την έχετε δει την ταινία!»
11
Τώρα γελούσαµε και οι τέσσερις, µια στιγµή χαλάρωσης – αλλά δεν είχαµε τα περιθώρια να χαλαρώσουµε και πολύ, έπρεπε να µείνουµε συγκεντρωµένοι. Η απλή αλήθεια ήταν πως κι ο ίδιος ο Σερζ Λόµαν είχε «ωραίο κώλο», άκουγες συχνά τις γυναίκες να το λένε, κι ο ίδιος είχε άριστη επίγνωση ότι άρεσε στις γυναίκες, δεν ήταν κακό αυτό, είχε φωτογένεια, ασκούσε µια µάλλον άξεστη γοητεία σε ορισµένες γυναίκες: υπερβολικά «χωριάτικη» και χοντροκοµµένη για τα γούστα µου, αλλά υπάρχουν γυναίκες που
προτιµούν τα απλά έπιπλα, ένα τραπέζι ή µια καρέκλα φτιαγµένα από «αυθεντικά υλικά»: το ξύλο, ας πούµε, από παλιές πόρτες κάποιου στάβλου από τη βόρεια Ισπανία ή το Πιεµόντε. Παλιά οι σχέσεις του Σερζ µε τις φιλεναδίτσες του δεν κρατούσαν πολύ, έπειτα από µερικούς µήνες συνήθως τον παρατούσαν· η γοητεία του είχε µια πλευρά βαρετή, µονότονη, κουράζονταν γρήγορα από τη «γουστόζικη φάτσα» του. Η Μπαµπέτ ήταν η µόνη που άντεξε περισσότερο, δεκαοχτώ χρόνια κιόλας, κάτι που από µόνο του ήταν σχεδόν ένα θαύµα: τσακώνονταν εδώ και δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, αν το καλοεξέταζες δεν ταίριαζαν καθόλου µεταξύ τους, αλλά αυτό το βλέπεις συχνά: ζευγάρια για τα οποία οι συνεχείς καβγάδες είναι ο ουσιαστικός κινητήρας του γάµου τους, όπου κάθε καβγάς λειτουργεί ως προκαταρκτικό για τη στιγµή που θα µπορέσουν να συµφιλιωθούν πέφτοντας στο κρεβάτι. Παρ’ όλα αυτά είχα κάποιες φορές άθελά µου την εντύπωση ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιο απλή: ότι η Μπαµπέτ είχε κάνει µια επιλογή, να ζήσει στο πλευρό ενός πετυχηµένου πολιτικού. Κι αν σταµατούσε τώρα, θα ’ταν κρίµα για όλα αυτά τα χρόνια που του είχε αφιερώσει: όπως δεν παρατάς ένα κακό βιβλίο όταν έχεις φτάσει πια
στη µέση, αλλά το τελειώνεις µε το ζόρι, έτσι κι εκείνη έµεινε µε τον Σερζ – ίσως το τέλος να την αποζηµίωνε. Είχαν δυο δικά τους παιδιά: τον Ρικ, που ήταν στην ηλικία του Μισέλ, και τη Βαλερί, ένα δεκατριάχρονο κορίτσι ελαφρώς αυτιστικό, µε τη διάφανη σχεδόν οµορφιά µιας σειρήνας. Και είχαν και τον Μπο, του οποίου η ακριβής ηλικία ήταν άγνωστη, κάπου ανάµεσα στα δεκατέσσερα και τα δεκαεφτά µάλλον. Ο Μπο ήταν από την Μπουρκίνα Φάσο και κατέληξε µε τον Σερζ και την Μπαµπέτ µέσω ενός «αναπτυξιακού προγράµµατος»: απ’ αυτά που υποστηρίζεις παιδιά του Τρίτου Κόσµου αγοράζοντάς τους βιβλία, τετράδια και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, και τέλος τα «υιοθετείς»: από απόσταση στην αρχή, µε γράµµατα και φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αλλά και στην πραγµατικότητα αργότερα. Τότε τα «υιοθετηµένα» παιδιά έρχονταν στην Ολλανδία για να ζήσουν µε τη θετή τους οικογένεια για ένα διάστηµα. Αν τα πράγµατα πήγαιναν καλά, µπορούσαν να µείνουν. Κάτι σαν αγορά µε λίζινγκ, µ’ άλλα λόγια. Ή σαν γατί, που το µαζεύεις από το καταφύγιο για αδέσποτα, αλλά αν σου γρατζουνίσει τον καναπέ και σου κατουρήσει όλο
το σπίτι, το επιστρέφεις. Θυµάµαι κάποιες από τις φωτογραφίες και τις κάρτες που ο Μπο είχε στείλει από τη µακρινή Μπουρκίνα Φάσο. Στη φωτογραφία που θυµόµουν για περισσότερο καιρό, στεκόταν µπροστά σ’ ένα µικρό κτίριο χτισµένο µε κόκκινα τούβλα και στέγη από λαµαρίνα· ένα κατάµαυρο αγοράκι µε ένα ριγέ καφτάνι, που θύµιζε νυχτικιά και του ’φτανε ως λίγο κάτω από τα γόνατα. Στα γυµνά του πόδια φορούσε σανδάλια από καουτσούκ. «Merci beaucoup mes parents pour notre école!» έγραφε κάτω από τη φωτογραφία µε κοµψά στρωτά γράµµατα. «Δεν είναι γλυκούλης;» είχε πει η Μπαµπέτ µ’ αυτή την ευκαιρία. Είχαν ταξιδέψει ως την Μπουρκίνα Φάσο, και το παιδί τούς είχε κλέψει την καρδιά, όπως το διατύπωσαν οι ίδιοι. Ακολούθησε και δεύτερο ταξίδι, συµπληρώθηκαν έντυπα και λίγες βδοµάδες αργότερα ο Μπο έφτανε στο Σχίπχολ. « Έχετε καταλάβει πού πάτε να µπλέξετε;» τους είχε ρωτήσει η Κλερ, τότε που η υιοθεσία ήταν ακόµη στο στάδιο όπου αντάλλασσαν καρτ ποστάλ. Είχαν αντιδράσει µε αγανάκτηση. Ήθελαν απλώς να βοηθήσουν! Ένα παιδί που στην πατρίδα του ποτέ δεν θα είχε τις ευκαιρίες που θα του
δίνονταν στην Ολλανδία! Ναι, ήξεραν πολύ καλά πού έµπλεκαν. Κι υπήρχαν ήδη πάρα πολλοί άνθρωποι στον κόσµο που σκέφτονταν αποκλειστικά τον εαυτούλη τους. Δεν µπορούσε κανείς να τους κατηγορήσει ότι ήταν απλώς εγωιστές. Ο Ρικ ήταν τριών χρονών τότε, η Βαλερί λίγων µηνών· δεν ήταν σαν τους συνηθισµένους θετούς γονείς που δεν µπορούσαν ν’ αποκτήσουν δικά τους παιδιά. Με απόλυτη αυταπάρνηση άνοιγαν το σπίτι τους και την οικογένειά τους σ’ ένα τρίτο παιδί, που δεν ήταν σάρκα και αίµα τους, αλλά ένα παιδί που δεν είχε κανένα µέλλον και στο οποίο πρόσφεραν µια καινούργια ζωή στην Ολλανδία. Οπότε τι ήταν; Πράγµατι, τι ήταν αυτό στο οποίο έµπλεκαν; Επειδή ο Σερζ και η Μπαµπέτ µάς έδωσαν ξεκάθαρα να καταλάβουµε πως απαγορεύεται να κάνουµε αυτή την ερώτηση, δεν ρωτήσαµε και τίποτε άλλο. Είχε ακόµη τους δικούς του γονείς ο Μπο; Ή ήταν ορφανός; Είχε γονείς που είχαν συµφωνήσει να φύγει το παιδί τους µακριά τους ή ήταν ορφανός και ολοµόναχος στον κόσµο; Πρέπει να πω ότι η Μπαµπέτ ήταν πιο φανατική από τον Σερζ στο θέµα της υιοθεσίας, από την αρχή ήταν δικό της το «πρότζεκτ», κάτι που
ήθελε να φέρει σε πέρας µε επιτυχία πάση θυσία. Κι έκανε τα πάντα για να δώσει στο θετό της παιδί την ίδια αγάπη που έδινε και στα δικά της παιδιά. Στο τέλος έγινε ταµπού η ίδια η λέξη «υιοθεσία». «Ο Μπο είναι απλώς παιδί µας» έλεγε. «Δεν υπάρχει διαφορά». Τέτοιες στιγµές ο Σερζ κουνούσε το κεφάλι του συµφωνώντας. «Τον αγαπάµε το ίδιο µε τον Ρικ και τη Βαλερί» έλεγε. Υπάρχει περίπτωση, φυσικά, ήδη από τότε να το συνειδητοποιούσε, δεν θέλω να τον κρίνω ή να τον κατηγορήσω ότι ενήργησε εκ προµελέτης, αλλά αργότερα η ιστορία αυτή τον ωφέλησε: το µαύρο παιδί από την Μπουρκίνα Φάσο που το αγαπούσε όσο και τα δικά του παιδιά. Δεν ήταν στην ίδια κατηγορία µε την οινογνωσία του, αλλά λειτουργούσε µε τον ίδιο τρόπο. Του έδινε αναγνωρισηµότητα: ο Σερζ Λόµαν, ο πολιτικός µε τον υιοθετηµένο γιο από την Αφρική. Άρχισε να ποζάρει πιο συχνά µ’ ολόκληρη την οικογένειά του· ωραία έδειχνε: ο Σερζ και η Μπαµπέτ στον καναπέ, µε τα τρία τους παιδιά στα πόδια τους. Ο Μπο Λόµαν έγινε η ζωντανή απόδειξη πως τούτος ο πολιτικός δεν θα φερόταν εύκολα µε ιδιοτέλεια· πως µία έστω φορά στη ζωή του δεν είχε ενεργήσει µε γνώµονα το συµφέρον
του αφού είχε κάνει τα άλλα δυο του παιδιά µε τον συνηθισµένο τρόπο – κι εποµένως η υιοθεσία αυτού του αγοριού από την Μπουρκίνα Φάσο δεν ήταν εγωιστική πράξη. Αυτό ήταν το µήνυµα: ίσως ο Σερζ Λόµαν να ενεργούσε µε την ίδια ανιδιοτέλεια και σε άλλα θέµατα. Μια σερβιτόρα ξαναγέµισε το ποτήρι του Σερζ και το δικό µου. Τα ποτήρια της Κλερ και της Μπαµπέτ ήταν ακόµη στη µέση. Ήταν όµορφη κοπέλα, µε χρυσά ξανθά µαλλιά σαν της Σκάρλετ Γιόχανσον. Της πήρε ώρα να γεµίσει τα ποτήρια µας, οι κινήσεις της µαρτυρούσαν πως ήταν σχετικά καινούργια στη δουλειά και µάλλον δεν δούλευε πολύ καιρό στο εστιατόριο. Πρώτα πήρε το µπουκάλι µέσα από την παγωνιέρα και το στέγνωσε καλά καλά µε την άσπρη πετσέτα που ήταν διπλωµένη γύρω από τον λαιµό του µπουκαλιού και την άκρη της παγωνιέρας. Το ίδιο το σερβίρισµα ήταν κι αυτό αδέξιο: στεκόταν λοξά δίπλα στην καρέκλα του Σερζ, κι έτσι άθελά της σκούντηξε µε τον αγκώνα της το κεφάλι της Κλερ. «Με συγχωρείτε» είπε και κοκκίνισε. Φυσικά η Κλερ τής είπε αµέσως πως δεν πείραζε, αλλά η κοπέλα τα είχε τόσο πολύ χαµένα που γέµισε το ποτήρι του Σερζ ως το χείλος. Ούτε αυτό πείραζε,
για έναν οινογνώστη όµως ήταν πρόβληµα. «Εεεπ!» είπε ο αδερφός µου. «Θες να µε µεθύσεις;» Κι έσπρωξε µισό µέτρο την καρέκλα του προς τα πίσω, λες κι η κοπέλα αντί να παραγεµίσει το ποτήρι του, είχε αδειάσει το µισό µπουκάλι στο παντελόνι του. Εκείνη κοκκίνισε ακόµα περισσότερο, τα µάτια της τρεµόπαιζαν, για µια στιγµή νόµισα πως θα ξεσπούσε σε κλάµατα. Όπως και οι άλλες νεαρές µε τις µαύρες ποδιές, είχε κι αυτή τα µαλλιά της δεµένα πίσω σύµφωνα µε τον κανονισµό, αλλά το χρυσό ξανθό τους χρώµα έκανε την αλογοουρά της να µοιάζει λιγότερο αυστηρή απ’ ό,τι στα κορίτσια µε σκούρα µαλλιά. Είχε γλυκό πρόσωπο, δεν µπόρεσα να µη σκεφτώ τη στιγµή που θα έβγαζε το λαστιχάκι και θα τίναζε τα µαλλιά της, αργότερα απόψε, όταν θα τέλειωνε η βάρδιά της στο εστιατόριο – η απαίσια βάρδιά της, όπως θα έλεγε σε µια φίλη (ή ίσως στον φίλο της): «Ξέρεις τι έπαθα πάλι σήµερα; Την έκανα πάλι τη βλακεία µου! Ξέρεις πόσο µε τρελαίνει όλη αυτή η γελοία ιεροτελεστία όταν σερβίρεις το κρασί… Ε, απόψε τα ’κανα τελείως θάλασσα. Και δεν θα πείραζε και τόσο, αλλά ποιος λες ότι ήταν στο τραπέζι;» Η φίλη ή ο φίλος θα κοίταζε τα λυµένα φουντωτά µαλλιά και
θα έλεγε: «Δεν έχω ιδέα. Ποιος;». Για να κάνει µεγαλύτερη εντύπωση, η κοπέλα θα άφηνε να πέσει για λίγο σιωπή. «Ο Σερζ Λόµαν». «Ποιος;» «Ο Σερζ Λόµαν! Ο υπουργός! Ή ίσως δεν είναι καν υπουργός, αλλά κατάλαβες ποιον λέω, χτες τον έδειξαν στις ειδήσεις, αυτός που θα κερδίσει τις εκλογές. Θάλασσα τα ’κανα, µια κυρία στο τραπέζι του την κοπάνησα στο κεφάλι». «Α, αυτός… Αµάν! Και τι έγινε;» «Ε, τίποτα, ήταν πολύ ευγενικός, αλλά εγώ ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να µε καταπιεί!» Πολύ ευγενικός… Ναι, ήταν πολύ ευγενικός ο Σερζ αφού έσπρωξε µισό µέτρο πίσω την καρέκλα του και στη συνέχεια ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την κοπέλα για πρώτη φορά. Σ’ ένα κλάσµα του δευτερολέπτου, υπερβολικά γρήγορα για να το πιάσει κανείς µε γυµνό µάτι, είδα την έκφρασή του ν’ αλλάζει και από την προσποιητή αγανάκτηση και τον προσποιητό εκνευρισµό για την αδέξια µεταχείριση του Σαµπλί του να περνάει σε µια φιλική διάθεση που όλα τα συγχωρεί. Κοντολογίς τον είδα να λιώνει, αποκλείεται να του διέφυγε η οµοιότητα µε τη Σκάρλετ Γιόχανσον, για την οποία µόλις είχαµε µιλήσει. Είδε ένα «µανούλι», ένα µανούλι που τραύλιζε αναψοκοκκινισµένο, παραδοµένο
απόλυτα στο έλεός του. Της χάρισε το πιο γοητευτικό του χαµόγελο. «Δεν πειράζει» είπε και σήκωσε το ποτήρι του χύνοντας µπόλικο λευκό κρασί στο µισοάδειο πιάτο µε τα στρείδια. «Θα καταφέρω να το πιω». «Με συγχωρείτε, κύριε» ξανάπε η κοπέλα. «Μη χολοσκάς. Πόσων χρονών είσαι; Ψηφίζεις;» Στην αρχή νόµισα ότι δεν άκουσα καλά. Τι ήταν αυτό που έβλεπα; Μα ακριβώς εκείνη τη στιγµή ο αδερφός µου µισογύρισε το κεφάλι προς το µέρος µου και µου ’κλεισε επιδεικτικά το µάτι. «Δεκαεννιά, κύριε». «Λοιπόν, αν στις εκλογές δώσεις την ψήφο σου στο σωστό κόµµα, θα κάνουµε τα στραβά µάτια για τον τρόπο που σερβίρεις το κρασί». Η κοπέλα κοκκίνισε πάλι, το πρόσωπό της πήρε ένα κόκκινο χρώµα ακόµα πιο βαθύ από την πρώτη φορά – και για δεύτερη φορά µέσα σε λίγα λεπτά νόµιζα ότι θ’ αναλυόταν σε δάκρυα. Γύρισα βιαστικά το βλέµµα, στην Μπαµπέτ, αλλά τίποτα δεν έδειχνε ότι αποδοκίµαζε το φέρσιµο του συζύγου της. Ακόµα χειρότερα: µάλλον έµοιαζε να το διασκεδάζει: ο πασίγνωστος πολιτικός Σερζ Λόµαν, αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, το φαβορί για το αξίωµα του πρωθυπουργού, να φλερτάρει ανοιχτά µε
δεκαεννιάχρονες σερβιτόρες και να τις κάνει να κοκκινίζουν – ίσως ήταν χαριτωµένο, ίσως µ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαίωνε την ακατανίκητη γοητεία του ή αλλιώς µπορεί η Μπαµπέτ να γούσταρε απλώς που ήταν παντρεµένη µ’ έναν άντρα σαν τον αδερφό µου. Στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν για εδώ, ή στο πάρκινγκ, την είχε κάνει να κλάψει. Και τι µ’ αυτό; Σάµπως θα τον παρατούσε τώρα ξαφνικά, έπειτα από δεκαοχτώ χρόνια; Έξι µήνες πριν από τις εκλογές; Προσπάθησα να διασταυρώσω το βλέµµα µου µε της Κλερ, αλλά εκείνη είχε µάτια µόνο για το γεµάτο ποτήρι του Σερζ και για το αδέξιο φέρσιµο της σερβιτόρας. Άγγιξε προς στιγµήν το πίσω µέρος του κεφαλιού της, εκεί που την είχε πετύχει ο αγκώνας της κοπέλας –ποιος ξέρει, ίσως πιο δυνατά απ’ όσο φάνηκε εκ πρώτης όψεως– και µετά ρώτησε: «Θα ξαναπάτε φέτος το καλοκαίρι στη Γαλλία; Ή δεν έχετε κάνει σχέδια ακόµη;».
12
Ο Σερζ και η Μπαµπέτ είχαν ένα σπίτι στην Ντορντόν όπου πήγαιναν κάθε χρόνο µε τα παιδιά. Ανήκαν στους Ολλανδούς που βρίσκουν «µοναδικό» οτιδήποτε γαλλικό: από τα κρουασάν ως τις µπαγκέτες µε καµαµπέρ, από τα γαλλικά αυτοκίνητα (οι ίδιοι είχαν ένα από τα ακριβότερα µοντέλα της Πεζό) ως τα γαλλικά τραγούδια και τον γαλλικό κινηµατογράφο. Στο µεταξύ δεν είχαν πάρει χαµπάρι ότι ο ντόπιος γαλλικός πληθυσµός στην Ντορντόν δεν τους χώνευε καθόλου τους Ολλανδούς. Στους τοίχους αρκετών
εξοχικών έγραφαν συνθήµατα κατά των Ολλανδών, αλλά σύµφωνα µε τον αδερφό µου αυτό ήταν το έργο µιας «αµελητέας µειονότητας» – αφού όλος ο κόσµος πάντα τους φερόταν µε ευγένεια στα µαγαζιά και στα εστιατόρια! «Μµµµ… εξαρτάται» απάντησε ο Σερζ. «Τίποτα δεν είναι σίγουρο ακόµη». Πριν από έναν χρόνο τούς είχαµε επισκεφθεί εκεί για πρώτη φορά, οι τρεις µας, καθ’ οδόν για την Ισπανία – πρώτη και τελευταία φορά, όπως είπε η Κλερ, όταν τρεις µέρες αργότερα συνεχίσαµε το ταξίδι µας. Ο αδερφός µου και η γυναίκα του µας είχαν καλέσει και ξανακαλέσει τόσες φορές, που ήταν πια ντροπή να τ’ αναβάλουµε κι άλλο. Το σπίτι βρισκόταν σε πολύ ωραίο µέρος, πάνω σ’ έναν λόφο, κρυµµένο ανάµεσα στα δέντρα, κι ανάµεσα στα κλαδιά τους µπορούσε να δει κανείς µακριά, στο βάθος της κοιλάδας, τη λαµπερή κορδέλα του ποταµού Ντορντόν. Είχε κουφόβραση όσο µείναµε εκεί, δεν κουνιότανε φύλλο, κι ακόµα και στη σκιά, κοντά στους δροσερούς τοίχους στο πίσω µέρος του σπιτιού, η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Τεράστια κολεόπτερα και χρυσόµυγες πελώριες, που όµοιά τους σπάνια βλέπεις στην Ολλανδία, βούιζαν µέσα στις
φυλλωσιές, κάνοντας µεγάλη φασαρία, ή πετούσαν µε τόση ορµή ίσια πάνω στα παράθυρα, ώστε έκαναν τα τζάµια τους να τρέµουν. Μας σύστησαν στον χτίστη που είχε προσθέσει την υπαίθρια κουζίνα στο σπίτι τους, στη «µαντάµ» που είχε τον φούρνο, στον ιδιοκτήτη «µιας µικρής συνηθισµένης ταβερνούλας» στις όχθες ενός παραπόταµου του Ντορντόν, όπου πήγαιναν «µόνο ντόπιοι». Ο Σερζ µε σύστησε σε όλους λέγοντας «mon petit frère». Έδειχνε άνετος µε τους Γάλλους, που ήταν όλοι τους απλοί άνθρωποι· οι απλοί άνθρωποι ήταν η ειδικότητά του στην Ολλανδία. Γιατί όχι κι εδώ, λοιπόν; Αυτό που ελάχιστα συνειδητοποιούσε µάλλον ήταν το γεγονός πως όλοι αυτοί οι απλοί άνθρωποι κέρδιζαν χοντρά λεφτά από κείνον, από τον πλούσιο Ολλανδό µε το εξοχικό του· και πως αυτός ήταν εν µέρει ο λόγος που συνέχιζαν να του φέρονται µε στοιχειώδη ευγένεια. «Τόσο ευγενικοί» είπε ο Σερζ. «Τόσο απλοί. Πού να το βρεις πια αυτό στην Ολλανδία;» Του διέφυγε, ή απλώς έκλεισε τα µάτια του για να µην το δει, πώς έφτυσε ο χτίστης µια τζούρα µασηµένο ταµπάκο στα πλακάκια της αυλής τους, αφού
τους είπε την τιµή µιας παρτίδας αυθεντικών ρουστίκ κεραµιδιών για το στέγαστρο της επέκτασης για την κουζίνα. Ούτε ήθελε να δει πώς η µαντάµ στον φούρνο κατά βάση ήθελε να συνεχίσει να εξυπηρετεί τους πελάτες της που περίµεναν ενώ ο Σερζ σύστηνε τον petit frère του και πώς αυτοί οι ίδιοι πελάτες αντάλλασσαν µε νόηµα βλέµµατα κι έκλειναν το µάτι: βλέµµατα κι ένα κλείσιµο του µατιού που έλεγαν πολλά γι’ αυτούς τους απεχθείς και κατάπτυστους Ολλανδούς. Ούτε πώς ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας κάθισε στις φτέρνες δίπλα στο τραπέζι µας και µας είπε µε συνωµοτικό ύφος ότι σήµερα είχε παραλάβει φρέσκα σαλιγκάρια, από έναν ντόπιο αγρότη που συνήθως τα κρατούσε για τον εαυτό του. Αυτή τη φορά, όµως, αποκλειστικά για τον Σερζ και τους «συµπαθητικούς συγγενείς» του ήταν πρόθυµος να τα πουλήσει σε «ειδική τιµή». Η γεύση τους ήταν το κάτι άλλο, δεν τα έβρισκες πουθενά. Στο µεταξύ δεν χαµπάριαζε ότι στους γάλλους πελάτες έδινε ένα απλό µενού όπου ήταν τυπωµένο το relais du jour, ένα φτηνό µενού της ηµέρας, τρία πιάτα στη µισή τιµή µιας µερίδας σαλιγκάρια. Όσο για την ιεροτελεστία της δοκιµασίας του κρασιού σ’ αυτό το ταβερνάκι, καλύτερα να µη µιλήσω καθόλου.
Τρεις µέρες µείναµε, η Κλερ κι εγώ. Σ’ αυτές τις τρεις µέρες επισκεφθήκαµε κι έναν πύργο, όπου αναγκαστήκαµε να σταθούµε στην ουρά µία ώρα για να µπούµε, µαζί µ’ εκατοντάδες άλλους τουρίστες, κυρίως Ολλανδούς· µέσα σε αποπνικτική ζέστη ακολουθήσαµε έναν ξεναγό που µας οδήγησε σε µια ντουζίνα δωµάτια, επιπλωµένα µε παλιά κρεβάτια µε ουρανό και πολυθρόνες. Τον υπόλοιπο καιρό τον περάσαµε κυρίως στον κήπο, όπου ο αέρας ήταν επίσης αποπνικτικά ζεστός. Η Κλερ προσπάθησε να διαβάσει λίγο, εγώ δεν άντεχα από τη ζέστη ούτε ν’ ανοίξω βιβλίο, το λευκό χρώµα των σελίδων µε πονούσε στα µάτια – αλλά ήταν πολύ δύσκολο να µην κάνεις τίποτα απολύτως: ο Σερζ όλο και µε κάτι ασχολιόταν, υπήρχαν και µικροδουλειές στο σπίτι που τις έκανε µόνος του και για τις οποίες δεν είχε κάποιον µάστορα. «Οι άνθρωποι εδώ σε σέβονται όταν µαστορεύεις µόνος σου στο σπίτι σου» είπε. «Το καταλαβαίνεις». Γι’ αυτό και πηγαινοερχόταν καµιά σαρανταριά φορές µε το καροτσάκι του από τον επαρχιακό δρόµο όπου είχαν ξεφορτώσει τα κεραµίδια, και που βρισκόταν ενάµισι χιλιόµετρο από το σπίτι, µέχρι την υπαίθρια κουζίνα του. Στιγµή δεν του πέρασε από το µυαλό ότι αυτή η αυτοαπασχόληση
µπορεί να έκοβε µπόλικες ώρες πληρωµένης δουλειάς από τον φίλο του τον χτίστη. Μόνος του έκοβε και τα ξύλα για το τζάκι του, ενίοτε έµοιαζε σχεδόν µε φωτογραφία παρµένη για την προεκλογική του εκστρατεία: ο Σερζ Λόµαν, ο υποψήφιος του λαού, µ’ ένα καροτσάκι, µε πριόνι και κούτσουρα, ένας απλός άνθρωπος σαν τους άλλους, µε τη διαφορά πως µόνο λίγοι απλοί άνθρωποι είχαν τα µέσα να συντηρούν εξοχικό στην Ντορντόν. Ίσως ήταν αυτός ο λόγος που δεν επέτρεψε ποτέ σε φωτογράφους να µπουν στο «κτήµα» του, όπως το έλεγε ο ίδιος. «Εδώ είναι το σπίτι µου» έλεγε. «Για µένα και για την οικογένειά µου. Κανένας άλλος δεν έχει δουλειά εδώ πέρα». Όταν δεν κουβαλούσε κεραµίδια ή δεν πριόνιζε ξύλα, µάζευε µύρτιλα ή βατόµουρα. Μύρτιλα ή βατόµουρα που η Μπαµπέτ τα έκανε µαρµελάδες στη συνέχεια: µε ένα χωριάτικο µαντίλι στο κεφάλι, περνούσε µέρες ολόκληρες µοιράζοντας τον ζεστό γλυκερό πολτό σε εκατοντάδες βαζάκια. Η Κλερ δεν µπόρεσε να µην τη ρωτήσει αν ήθελε βοήθεια, όπως κι εγώ είχα νιώσει υποχρεωµένος να βοηθήσω τον Σερζ στο κουβάληµα των κεραµιδιών. «Να σου δώσω κι εγώ ένα χέρι;» ρώτησα όταν πέρασε από
µπροστά µου µε το έβδοµο καρότσι. «Ε, δεν λέω όχι» ήταν η απάντησή του. «Πότε µπορούµε να φύγουµε;» µε ρώτησε εκείνο το βράδυ η Κλερ όταν πέσαµε για ύπνο και µείναµε επιτέλους µόνοι µας και µπορέσαµε να σφιχταγκαλιαστούµε – όχι και πολύ σφιχτά, δεν µας άφηνε η ζέστη. Τα βατόµουρα της είχαν βάψει τα δάχτυλα µπλε. Κάποιες τούφες των µαλλιών της είχαν µια πιο σκούρα απόχρωση του µπλε, το ίδιο και ένα δυο σηµάδια από δαχτυλιές στα µάγουλά της. «Αύριο» είπα. «Ω, όχι, µεθαύριο ήθελα να πω». Το τελευταίο µας βράδυ ο Σερζ και η Μπαµπέτ κάλεσαν µερικούς φίλους και γνωστούς για δείπνο στον κήπο τους. Ήταν όλοι τους ολλανδοί φίλοι και γνωστοί, δεν υπήρχε ούτε ένας Γάλλος ανάµεσά τους· και όλοι είχαν εξοχικά εκεί γύρω. «Μην ανησυχείτε» είπε ο Σερζ. «Μια µικρή παρέα, όλοι τους ωραίοι τύποι, θα δείτε». Δεκαεφτά Ολλανδοί, χώρια εµείς οι τρεις, µαζεύτηκαν στον κήπο το βράδυ, µε πιάτα και ποτήρια. Μια µεσόκοπη ηθοποιός («Χωρίς δουλειά και χωρίς άντρα» θα µε ενηµέρωνε η Κλερ το επόµενο πρωί), κατά τα άλλα ένας κοκαλιάρης συνταξιούχος χορογράφος που έπινε µόνο εµφιαλωµένο νερό Vittel από µισόλιτρα
µπουκάλια που είχε φέρει µαζί του, ένα ζευγάρι οµοφυλόφιλοι συγγραφείς που δεν σταµάτησαν όλο το βράδυ να τρώγονται. Σ’ ένα τραπέζι η Μπαµπέτ είχε ετοιµάσει µπουφέ µε σαλάτες, γαλλικά τυριά, λουκανικάκια και µπαγκέτες. Ο Σερζ είχε αναλάβει την ψησταριά· φορούσε µια καρό κόκκινη και άσπρη ποδιά και έψηνε χάµπουργκερ και σουβλάκια µε πιπεριές και κρεµµύδια. «Το µυστικό για το καλό ψήσιµο είναι η καλή θράκα» µου είπε λίγες ώρες πριν από το δείπνο µε τους λίγους καλούς φίλους. «Τα υπόλοιπα είναι παιχνιδάκι». Μου ανέθεσε να µαζέψω προσανάµµατα. Ο Σερζ έπινε περισσότερο από το συνηθισµένο. Δίπλα στο µπάρµπεκιου είχε αφήσει µια νταµιτζάνα κρασί στο γρασίδι, ίσως ήταν πιο ανήσυχος απ’ όσο έδειχνε για την επιτυχία αυτής της φιλικής µάζωξης. «Στην Ολλανδία τώρα κάθονται και τρώνε πατάτες βραστές µε σάλτσα» είπε. «Το φαντάζεσαι; Αυτό είναι ζωή, παλικάρι µου!» Με την πιρούνα του έδειξε προς τα δέντρα και τους θάµνους, που έκρυβαν τον κήπο από τ’ αδιάκριτα βλέµµατα. Όλοι οι Ολλανδοί µε τους οποίους µίλησα εκείνο το βράδυ είπαν λίγο πολύ τα ίδια, συχνά µε τα
ίδια λόγια. Δεν ζήλευαν τους συµπατριώτες τους που ελλείψει χρηµάτων ή λόγω άλλων υποχρεώσεων είχαν µείνει στην Ολλανδία. «Εδώ στη Γαλλία ζούµε σαν θεοί» είπε µια γυναίκα, που, όπως ανέφερε, είχε δουλέψει χρόνια στη «βιοµηχανία αδυνατίσµατος». Νόµισα ότι αστειευόταν, ώσπου κατάλαβα ότι είχε ξεστοµίσει τη φράση αυτή απολύτως σοβαρά, σαν να την είχε επινοήσει η ίδια. Έριξα µια µατιά γύρω µου, στις φιγούρες των καλεσµένων µε τα ποτήρια τους στα χέρια, φωτισµένες από το χρυσό φως των δαυλών και των πυρσών που ο Σερζ είχε τοποθετήσει σε στρατηγικά σηµεία του κήπου και άκουσα τη φωνή του ηλικιωµένου ηθοποιού από µια διαφήµιση στην τηλεόραση, πριν από δέκα, είκοσι ίσως χρόνια: «Ναι, γίνεται να ζήσει κανείς σαν θεός στη Γαλλία. Μ’ ένα ποτήρι καλό κονιάκ και µε λίγο πραγµατικό γαλλικό τυρί…». Μου ήρθε κιόλας η µυρωδιά του Boursin, λες και την ίδια στιγµή κάποιος είχε αλείψει ένα κράκερ µ’ αυτό το πιο σιχαµερό όλων των ψεύτικων γαλλικών τυριών και το κρατούσε κάτω από τη µύτη µου. Και έφταιγε ο συνδυασµός του φωτισµού και της µπόχας του Boursin που δεν µπόρεσα να δω το πάρτι στον κήπο του αδερφού
µου και της νύφης µου παρά σαν µια παλιά, ντεµοντέ και ξεπερασµένη τηλεοπτική διαφήµιση: µια διαφήµιση που είχε γίνει πριν από είκοσι χρόνια και βάλε, για µια αποµίµηση γαλλικού τυριού, που καµιά σχέση µε γαλλικό τυρί δεν είχε. Όπως κι εδώ, στην καρδιά της Ντορντόν, όπου όλοι το έπαιζαν πως βρίσκονταν στη Γαλλία, ενώ οι Γάλλοι οι ίδιοι έλαµπαν διά της απουσίας τους. Όταν ανέφερα τα αντι-ολλανδικά συνθήµατα, όλοι ανασήκωσαν τους ώµους. «Αλάνια!» ήταν η άποψη της άνεργης ηθοποιού, κι ο κειµενογράφος ενός διαφηµιστικού γραφείου, που στο µεταξύ είχε πουλήσει ολόκληρο το «µαγαζί» για να εγκατασταθεί για πάντα στην Ντορντόν, ισχυρίστηκε ότι τα συνθήµατα στρέφονταν κυρίως κατά ολλανδών κατασκηνωτών που έφερναν µαζί τους όλες τους τις προµήθειες από την Ολλανδία, µέσα στα τροχόσπιτά τους, και δεν ξόδευαν δεκάρα στα τοπικά µαγαζιά. «Εµείς δεν είµαστε έτσι» είπε. «Εµείς τρώµε στις ταβέρνες τους, πίνουµε Περνό στα καφενεία τους, διαβάζουµε τις εφηµερίδες τους. Χωρίς ανθρώπους σαν τον Σερζ και ένα σωρό άλλους, πολλοί ντόπιοι χτίστες και υδραυλικοί θα ’ταν
χωρίς δουλειά». «Για να µη µιλήσουµε για τους οινοπαραγωγούς!» είπε ο Σερζ και σήκωσε το ποτήρι του. «Στην υγειά µας!» Πιο πίσω, στο σκοτεινό κοµµάτι του κήπου, δίπλα στους θάµνους, ο κοκαλιάρης χορογράφος φιλιόταν µε τον νεότερο από το ζευγάρι των συγγραφέων. Είδα ένα χέρι να χώνεται κάτω από ένα πουκάµισο και γύρισα αλλού τα µάτια µου. Τι θα γινόταν, όµως, αν αυτοί που έγραφαν τα συνθήµατα δεν σταµατούσαν πια στα συνθήµατα; αναρωτήθηκα. Δεν θα χρειαζόταν και µεγάλη προσπάθεια για να τροµάξουν αυτούς εδώ τους δειλούς και να τους στρώσουν στο κυνήγι. Οι Ολλανδοί εύκολα τα κάνουν πάνω τους µπροστά στην απειλή πραγµατικής βίας. Θα µπορούσαν ν’ αρχίσουν πετώντας πέτρες στα παράθυρα, κι αν αυτό δεν έφερνε αποτέλεσµα, θα µπορούσαν να κάψουν κάνα δυο «εξοχικά». Όχι πολλά, αφού ο τελικός σκοπός ήταν να ξαναπεράσουν τα σπίτια αυτά στα χέρια των ανθρώπων που τα δικαιούνταν: στα χέρια των νεαρών νιόπαντρων Γάλλων, που τώρα ήταν αναγκασµένοι να ζουν για χρόνια µε τους γονείς τους, αφού οι τιµές των ακινήτων είχαν φτάσει στα ύψη. Οι Ολλανδοί είχαν καταστρέψει την
αγορά ακινήτων για τους ντόπιους· ακόµα και τα ερείπια έπιαναν αστρονοµικά ποσά. Με τη βοήθεια γάλλων, σχετικά φτηνών µαστόρων τα ερείπια ανακαινίζονταν, για να µείνουν στη συνέχεια ακατοίκητα το µεγαλύτερο µέρος του χρόνου. Όταν έβλεπες τα πράγµατα υπό αυτό το πρίσµα, ήταν απορίας άξιο που δεν είχαν γίνει περισσότερα επεισόδια, που ο ντόπιος πληθυσµός περιοριζόταν στο γράψιµο µερικών συνθηµάτων. Άφησα το βλέµµα µου να πλανηθεί στο γκαζόν. Στο µεταξύ κάποιος είχε βάλει ένα CD της Εντίθ Πιάφ. Η Μπαµπέτ, που είχε φορέσει ένα φαρδύ, διάφανο µαύρο φόρεµα για το πάρτι, προσπαθούσε να χορέψει µε αβέβαια, ζαλισµένα βήµατα στον ρυθµό του «Non, je ne regrette rien…». Αν τα σπασµένα παράθυρα και οι εµπρησµοί δεν έφερναν το ποθούµενο αποτέλεσµα, σκέφτηκα, θα έπρεπε κανείς να πιέσει λίγο ακόµα την κατάσταση. Παρασέρνοντας, ας πούµε, έναν απ’ αυτούς τους χαζοβιόληδες Ολλανδούς µακριά από το σπίτι του, µε πρόφαση κάποιον ακόµα φθηνότερο οινοπαραγωγό, και κάνοντάς τον τόπι στο ξύλο σε κάποιο καλαµποχώραφο– όχι µια δυο µπουνιές µόνο, όχι, κάτι πιο δυνατό, µε ρόπαλα
του µπέιζµπολ και κόπανους. Ή αν έβλεπες κάποιον να περπατάει µόνος του, σε µια στροφή του δρόµου, γυρίζοντας σπίτι του µε τα ψώνια, µε µια τσάντα γεµάτη κόκκινο κρασί και µπαγκέτες, δεν θα ’ταν δύσκολο να σου φύγει ελαφρά το τιµόνι και να πέσεις πάνω του. Σχεδόν κατά λάθος. «Ξαφνικά βρέθηκε µπροστά στον προφυλακτήρα µου» θα µπορούσες να πεις µετά – ή δεν θα ’λεγες τίποτα, θα άφηνες τον Ολλανδό πεσµένο στην άκρη του δρόµου λες κι είχες χτυπήσει λαγό, θα γύριζες σπίτι και θα έπλενες τυχόν σηµάδια από το φτερό και τον προφυλακτήρα. Όλα επιτρέπονταν, αρκεί να περνούσε το µήνυµα: δεν σας θέλουµε εδώ! Ξεκουµπιστείτε! Γυρίστε στην πατρίδα σας! Πηγαίνετε στην πατρίδα σας να παραστήσετε ότι είστε στη Γαλλία µε µπαγκέτες και τυριά και γαλλικό κρασί, αλλά όχι εδώ, όχι σ’ εµάς! «Πάουλ!… Πάουλ!…» Από τη µέση του γκαζόν, µε το ένδυµά της ν’ ανεµίζει επικίνδυνα κοντά στις φλόγες ενός πυρσού, η Μπαµπέτ τέντωνε τα χέρια της προς το µέρος µου. Από τα µεγάφωνα ακουγόταν στη διαπασών το «Milord». Να χορέψω. Να χορέψω στο γκαζόν µε τη γυναίκα του αδερφού µου. Σαν θεός στη Γαλλία. Κοίταξα γύρω µου και είδα την Κλερ δίπλα στο τραπέζι µε
τα τυριά – και την ίδια στιγµή µε είδε κι εκείνη. Μιλούσε µε την άνεργη ηθοποιό και µου ’ριξε ένα βλέµµα απελπισµένο. Στα πάρτι στην Ολλανδία το βλέµµα αυτό σήµαινε: «Μπορούµε να φύγουµε εδώ και τώρα;». Εδώ, όµως, δεν µπορούσαµε να φύγουµε, ήµασταν καταδικασµένοι να µείνουµε ως το τέλος. Αύριο. Αύριο µπορούσαµε να φύγουµε. Τώρα το βλέµµα της Κλερ έλεγε µονάχα: Βοήθεια! Έκανα µια χειρονοµία προς το µέρος της νύφης µου, ένα νεύµα που έλεγε κάτι σαν «Δεν µπορώ τώρα», αλλά αργότερα θα ’ρθω οπωσδήποτε να χορέψω µαζί σου στη µέση της πρασιάς, και προχώρησα προς το τραπέζι µε τα τυριά. «Allez souriez, Milord!… Chantez, Milord!» τραγουδούσε η Εντίθ Πιάφ. Υπήρχαν φυσικά και ξεροκέφαλοι τύποι ανάµεσα στις εκατοντάδες των Ολλανδών µε εξοχικά στην Ντορντόν, είπα από µέσα µου. Τύποι που εφάρµοζαν την τακτική του στρουθοκαµηλισµού, που δεν εννοούσαν να καταλάβουν ότι είναι ανεπιθύµητοι ξένοι εδώ πέρα. Που παρ’ όλες τις σαφείς ενδείξεις περί του αντιθέτου, επέµεναν ότι όλα ήταν απλώς έργο µιας «αµελητέας µειονότητας», τα σπασµένα παράθυρα και οι εµπρησµοί και οι συµπατριώτες τους που τους είχαν σαπίσει στο
ξύλο ή τους είχαν πατήσει µε αυτοκίνητο. Ίσως αυτά τα αγύριστα κεφάλια να χρειάζονταν λίγο πιο δραστικά µέσα για να βγουν από την πλάνη τους. Το µυαλό µου πήγε στα Αδέσποτα σκυλιά και στο Όταν ξέσπασε η βία, τις θυµάµαι πάντα αυτές τις ταινίες όταν είµαι στην εξοχή, αλλά ακόµα περισσότερο εδώ, στην Ντορντόν, στον λόφο όπου ο αδερφός µου και η γυναίκα του έχουν στήσει τον «µικρό γαλλικό τους παράδεισο», όπως τον αποκαλούσαν οι ίδιοι. Στα Αδέσποτα σκυλιά ο ντόπιος πληθυσµός, αφού στην αρχή περιορίζεται σε αθώα πειράγµατα, αποφασίζει να πάρει φριχτή εκδίκηση από τους νεοφερµένους, που νοµίζουν ότι αγόρασαν ένα όµορφο σπιτάκι στην σκοτσέζικη ύπαιθρο. Στο Όταν ξέσπασε η βία είναι οι αµερικάνοι χωριάτες που διακόπτουν άγρια τη βαρκάδα µιας παρέας πρωτευουσιάνων. Βιασµοί και φόνοι γίνονται φόρα παρτίδα και στις δυο ταινίες. Η ηθοποιός πρώτα µε κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια πριν µου απευθύνει το λόγο. «Η γυναίκα σας µόλις τώρα µου έλεγε ότι θα µας αφήσετε αύριο». Η φωνή της είχε κάτι το ψεύτικα γλυκό, σαν τη γεύση της κόκα κόλα λάιτ, ή τη γέµιση στα σοκολατάκια για διαβητικούς, που
σύµφωνα µε το περιτύλιγµα δεν παχαίνουν. Κοίταξα την Κλερ, που σήκωσε προς στιγµήν τα µάτια της στον έναστρο ουρανό. «Για να πάτε, µάλιστα, στην Ισπανία». Στον νου µου ήρθε µια από τις αγαπηµένες µου σκηνές από τα Αδέσποτα σκυλιά. Πώς θ’ ακουγόταν αυτή η ψεύτικη φωνή, αν η κάτοχός της σερνόταν σ’ έναν στάβλο από δυο τρεις µεθυσµένους γάλλους οικοδόµους; Τόσο µεθυσµένους, ώστε να µην καταλαβαίνουν πια τη διαφορά µεταξύ µιας γυναίκας κι ενός ερειπωµένου σπιτιού, από το οποίο µόνο οι τοίχοι στέκουν ακόµη όρθιοι. Θα θυµόταν ακόµη τα λόγια του ρόλου της τη στιγµή που οι οικοδόµοι θ’ άρχιζαν ν’ ανακαινίζουν το «εξοχικό» της; Θα άλλαζε η φωνή της όταν θα την ξεφλούδιζαν σαν κρεµµύδι; Εκείνη τη στιγµή δηµιουργήθηκε φασαρία στην άκρη του κήπου, όχι στη σκοτεινή µπορντούρα µε τους θάµνους όπου ο χορογράφος είχε πασπατέψει τον νεότερο από τους δυο συγγραφείς, αλλά πιο κοντά στο σπίτι, στο δροµάκι που έβγαζε έξω, στον επαρχιακό δρόµο. Ήταν µια παρέα, γύρω στους πέντε άντρες. Γάλλοι, το κατάλαβα αµέσως, αν και δεν θα µπορούσα να πω πώς: από τα ρούχα τους
µάλλον, που είχαν µεν κάτι το χωριάτικο, χωρίς ωστόσο να είναι τόσο επιδεικτικά ατηµέλητα και αφρόντιστα, όσο το ντύσιµο των Ολλανδών που είχαν µαζευτεί εδώ να το παίξουν «Γαλλία». Ένας από τους άντρες είχε µια κυνηγετική καραµπίνα περασµένη στον ώµο του. Μπορεί τα παιδιά να ’χαν πράγµατι πει κάτι, µπορεί να ’χαν όντως ζητήσει την άδεια να φύγουν από το πάρτι και να «πάνε στο χωριό», όπως συνέχισε να επιµένει και την επόµενη µέρα ο Μισέλ. Εγώ, πάντως, δεν το είχα προσέξει ότι έλειπαν από ώρες. Η κόρη του Σερζ, η Βαλερί, είχε περάσει το µεγαλύτερο µέρος της βραδιάς µπροστά στην τηλεόραση στην κουζίνα. Κάποια στιγµή είχε βγει έξω για να µας καληνυχτίσει όλους – δίνοντας µάλιστα δυο φιλιά και στα µάγουλα του θείου Πάουλ. Τώρα ο Μισέλ στεκόταν ανάµεσα σε δυο Γάλλους, µε το κεφάλι του σκυφτό, τα µαύρα του µαλλιά, που τα ’χε αφήσει να µακρύνουν ως τους ώµους αυτό το καλοκαίρι, κρέµονταν ίσια µπροστά στο πρόσωπό του. Ο ένας από τους δύο τον κρατούσε από το µπράτσο. Ένας άλλος κρατούσε και τον Ρικ, τον γιο του Σερζ, αν και πιο χαλαρά: ακουµπούσε µόνο ένα χέρι στον ώµο του, σαν να µην αποτελούσε πια απειλή.
Αλλά στην ουσία ήταν κυρίως ο Μπο που δυσκολεύονταν να συγκρατήσουν. Ο Μπο, ο υιοθετηµένος γιος από την Μπουρκίνα Φάσο, που διαµέσου του προγράµµατος βοήθειας για το σχολείο µε τη λαµαρινένια στέγη και των νέων του γονιών βρέθηκε ανάµεσα στους Ολλανδούς στην Ντορντόν, µε µια ενδιάµεση στάση στην Ολλανδία. Χτυπιόταν και κλοτσούσε. Δύο άλλοι Γάλλοι τού είχαν στρίψει τα χέρια στην πλάτη και τελικά τον ξάπλωσαν µπρούµυτα µε το πρόσωπο χωµένο στο γρασίδι, στον κήπο του αδερφού µου. «Messieurs!… Messieurs!…» άκουσα τον Σερζ να φωνάζει, καθώς έτρεχε µε µεγάλα βήµατα προς το µέρος τους. Αλλά είχε ήδη κατεβάσει µπόλικο ντόπιο κόκκινο κρασί και δυσκολευόταν ολοφάνερα να περπατήσει ίσια. «Messieurs! Qu’ est-ce qu’il se passe?»
13
Πήγα στην τουαλέτα, µα όταν γύρισα, το κυρίως πιάτο ακόµη δεν είχε έρθει. Ένα δεύτερο µπουκάλι κρασί, πάντως, ήταν ήδη στο τραπέζι µας. Και στη διακόσµηση της τουαλέτας είχαν δώσει ιδιαίτερη προσοχή, µπορούσες µάλιστα ν’ αναρωτηθείς αν λέξεις όπως «τουαλέτα» ή «WC» αρκούσαν για να χαρακτηρίσεις τον χώρο. Παντού κελάρυζε κι έτρεχε νερό, όχι µόνο κατά µήκος του τοίχου µε τα ουρητήρια από ανοξείδωτο ατσάλι, αλλά και πάνω από τους
πανύψηλους καθρέφτες µε πλαίσια από γρανίτη. Θα µπορούσες να πεις ότι όλα αυτά ανήκαν στην ίδια φιλοσοφία: ταίριαζαν µε τις σφιχτές αλογοουρές των σερβιτόρων, µε τις µαύρες ποδιές τους, τη λάµπα αρ ντεκό στο αναλόγιο, το βιολογικό κρέας και το ριγέ κοστούµι του µετρ – µόνο που πουθενά δεν ήταν απολύτως σαφές ποια ακριβώς ήταν αυτή η φιλοσοφία. Ήταν λιγάκι όπως µε ορισµένα γυαλιά ντιζάιν, γυαλιά που δεν προσθέτουν τίποτα στην προσωπικότητα αυτού που τα φοράει· αντιθέτως, τραβούν τα βλέµµατα και την προσοχή πάνω τους: είµαστε ένα ζευγάρι γυαλιά, µην τολµήσεις ποτέ να το ξεχάσεις! Δεν είχα στ’ αλήθεια ανάγκη να πάω στην τουαλέτα, ήθελα απλώς να φύγω για λίγο, να φύγω από το τραπέζι µας κι από τις φλυαρίες για το σινεµά και το πού θα πάµε διακοπές. Μα όταν στήθηκα, καθαρά για τους τύπους, µπροστά στον τοίχο από ανοξείδωτο ατσάλι και κατέβασα το φερµουάρ µου, ο ήχος του νερού και οι κελαρυστές νότες του πιάνου µ’ έκαναν να νιώσω ξαφνικά πιεστική την ανάγκη µου. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει και κάποιος καινούργιος µπήκε στο WC. Δεν είµαι από τους άντρες που δεν µπορούν να
κατουρήσουν όταν βρίσκοµαι µε άλλους στον ίδιο χώρο, αλλά µου παίρνει περισσότερη ώρα: κυρίως µου παίρνει περισσότερη ώρα ν’ αρχίσω. Νευρίασα µε τον εαυτό µου που είχα σταθεί στα ουρητήρια και δεν είχα µπει σε ένα από τα κλειστά αποχωρητήρια. Ο καινούργιος επισκέπτης ξερόβηξε µια δυο φορές. Σιγοµουρµούριζε κάτι που µου φάνηκε αόριστα γνωστό, µια µελωδία που αµέσως σχεδόν αναγνώρισα: ήταν το «Killing Me Softly». «Killing Me Softly With His Song»… της… γαµώτο… πώς την έλεγαν πάλι αυτή την τύπισσα;… Ροµπέρτα Φλακ! Ναι! Προσευχήθηκα στον Θεό να προχωρήσει ο άντρας σε ένα από τα κλειστά αποχωρητήρια, αλλά µε την άκρη των µατιών µου τον είδα να παίρνει θέση µπροστά στα ουρητήρια, ούτε ένα µέτρο µακριά µου. Έκανε τις συνηθισµένες κινήσεις και έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα άκουσα κιόλας έναν σταθερό, δυνατό πίδακα να πέφτει στο νερό, που κυλούσε σ’ όλη την επιφάνεια του ατσάλινου ουρητηρίου. Ήταν από τους πίδακες τους εξαιρετικά ευχαριστηµένους από τον εαυτό τους, απ’ αυτούς που δεν θέλουν παρά να επιδείξουν την ακατάβλητη καλή υγεία τους, ένας πίδακας που στα χρόνια του δηµοτικού πιθανότατα ανήκε στο
αγόρι που κατουρούσε πιο µακριά απ’ όλους, µέχρι την άλλη πλευρά του αυλακιού. Γύρισα το κεφάλι και είδα πως ο ιδιοκτήτης αυτού του πίδακα ήταν ο άντρας µε το µούσι, ο µουσάτος που καθόταν στο τραπέζι δίπλα µας µε την υπερβολικά νεαρή συνοδό του. Την ίδια στιγµή µε κοίταξε κι αυτός. Γνέψαµε κι οι δυο ανεπαίσθητα, όπως συνηθίζεται όταν δυο άντρες κατουράνε δίπλα δίπλα έχοντας σταθεί ένα µέτρο ο ένας από τον άλλο. Μέσα από το µούσι του τα χείλη του άντρα τραβήχτηκαν σ’ ένα χαµόγελο. Ένα θριαµβευτικό χαµόγελο, σκέφτηκα άθελά µου, το χαρακτηριστικό χαµόγελο ενός άντρα µε δυνατό πίδακα, ένα χαµόγελο που διασκέδαζε στη θέα άλλων που δυσκολεύονταν περισσότερο από τον ίδιο. Δεν ήταν σηµάδι ανδρισµού, άλλωστε, ο δυνατός πίδακας στο κατούρηµα; Δεν έδινε στον κάτοχό του το δικαίωµα να διαλέξει πρώτος όταν ήταν να µοιραστούν οι γυναίκες; Και το ανάποδο: το δειλό, στάλα στάλα, κατούρηµα δεν ήταν µια ένδειξη πως ίσως κι άλλα πράγµατα να ήταν βουλωµένα εκεί κάτω; Μήπως διακυβευόταν µάλιστα η ίδια η επιβίωση του είδους µας αν οι γυναίκες αδιαφορούσαν γι’ αυτές τις σταγονίτσες και δεν είχαν για οδηγό
στην επιλογή τους τον όλο υγεία και ρώµη ήχο ενός πηγαίου πίδακα; Δεν υπήρχαν χωρίσµατα στον τοίχο· δεν είχα παρά να χαµηλώσω το βλέµµα µου για να δω το καυλί του µουσάτου. Κρίνοντας από το κροτάλισµα, πρέπει να ’ναι µεγάλο, είπα µέσα µου. Ένα µεγάλο καυλί, από το είδος των ξεδιάντροπων, µε χοντρές µπλε φλέβες να ξεχωρίζουν κάτω από ένα σκούρο γκρίζο δέρµα, µε καλή αιµάτωση µεν αλλά κάπως τραχύ: το είδος του καυλιού που θα έβαζε σε πειρασµό έναν άντρα να περάσει τις διακοπές του σε κάµπινγκ γυµνιστών, ή αλλιώς ν’ αγοράσει οπωσδήποτε το πιο µικρό και πιο σφιχτό µοντέλο µαγιό, από το λεπτότερο δυνατόν ύφασµα. Είχα σηκωθεί από το τραπέζι επειδή δεν άντεχα άλλο. Αφού φλυαρήσαµε για το πού θα πηγαίναµε διακοπές και για την Ντορντόν, είχαµε καταλήξει στον ρατσισµό. Η γυναίκα µου µε είχε υποστηρίξει όταν είπα ότι το να καµουφλάρεις και να αποσιωπάς τον ρατσισµό χειροτέρευε το πρόβληµα αντί να το λύσει. Ξαφνικά εντελώς και χωρίς πρώτα να µε κοιτάξει, έσπευσε να µε βοηθήσει. «Νοµίζω πως ο Πάουλ εννοεί…». Έτσι άρχισε: διατυπώνοντας αυτό που εκείνη νόµιζε ότι εννοούσα εγώ. Από το στόµα
οποιουδήποτε άλλου πλην της Κλερ τα λόγια αυτά θα µπορούσαν να ακούγονται υποτιµητικά, ή προστατευτικά ή συγκαταβατικά, λες και δεν ήµουν ικανός ο ίδιος να εκφράσω τις απόψεις µου µε λόγια κατανοητά. Από το στόµα της Κλερ, όµως, το «Νοµίζω πως ο Πάουλ εννοεί…» σήµαινε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι οι άλλοι παραήταν αργόστροφοι για να πιάσουν κάτι που ο άντρας της τους έδειχνε µε πολύ σαφή και ολοκάθαρο τρόπο – κι ότι η ίδια είχε αρχίσει να χάνει την υποµονή της. Μετά ξαναγυρίσαµε στις ταινίες για λίγη ώρα. Η Κλερ αποκάλεσε το Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ «την πιο ρατσιστική ταινία που γυρίστηκε ποτέ». Υποθέτω πως την υπόθεση την ξέρουν όλοι. Η κόρη ενός εύπορου λευκού ζευγαριού (τους οποίους υποδύονται ο Σπένσερ Τρέισι και η Κάθριν Χέπµπουρν) φέρνει τον νεόκοπο αρραβωνιαστικό της στο πατρικό της σπίτι. Προς µεγάλη και δυσάρεστη έκπληξή τους ο αρραβωνιαστικός της είναι νέγρος (ο Σίντνεϊ Πουατιέ). Κατά τη διάρκεια του δείπνου προβάλλει σιγά σιγά η αλήθεια: ο νέγρος είναι ένας καλός νέγρος, ένας έξυπνος νέγρος, καλοντυµένος, που διδάσκει στο πανεπιστήµιο. Διανοητικά είναι πολύ ανώτερος από τους
λευκούς γονείς της αρραβωνιαστικιάς του, που είναι µετριότητες, συνηθισµένοι µεγαλοαστοί, φίσκα στις προκαταλήψεις σχετικά µε τους νέγρους. «Κι εκεί ακριβώς, σ’ αυτές τις προκαταλήψεις, βρίσκεται κρυµµένο το αγκάθι του ρατσισµού» είπε η Κλερ. «Γιατί οι νέγροι που οι γονείς ξέρουν από την τηλεόραση κι από τις γειτονιές όπου φοβούνται να πάνε είναι φτωχοί, τεµπέληδες, βίαιοι, εγκληµατίες. Ο µελλοντικός γαµπρός τους, όµως, είναι –ευτυχώς– ένας απόλυτα προσαρµοσµένος νέγρος, που έχει φορέσει το καλό κοστούµι µε γιλέκο του λευκού. Για να µοιάζει όσο πιο πολύ γίνεται σ’ αυτόν τον λευκό». Όσο η γυναίκα µου επιχειρηµατολογούσε, ο Σερζ την κοίταζε µε το ύφος του ανθρώπου που ενδιαφέρεται, αλλά η γλώσσα του σώµατός του πρόδιδε το γεγονός ότι δυσκολευόταν να παρακολουθεί γυναίκες που δεν µπορούσε να κατατάξει αµέσως σε απλές κατηγορίες όπως «βυζιά», «ωραίος κώλος» ή «να µου φέρνει κάθε µέρα το πρωινό µου στο κρεβάτι». «Μόνο πολύ αργότερα εµφανίστηκαν οι πρώτοι απροσάρµοστοι νέγροι σε ταινίες» είπε η Κλερ. «Νέγροι µε κασκέτα του µπέιζµπολ και
φανταχτερά αυτοκίνητα: βίαιοι νέγροι από τις υποβαθµισµένες γειτονιές. Που όµως ήταν τουλάχιστον αυτοί που ήταν κι όχι µια φτηνή αποµίµηση των λευκών». Εκείνη τη στιγµή ο αδερφός µου ξερόβηξε και καθάρισε τον λαιµό του. Ανακάθισε, ίσιωσε τους ώµους του και έφερε το κεφάλι του πιο κοντά στο τραπέζι: σαν να ’ψαχνε το µικρόφωνο. Ναι, έτσι ακριβώς έδειχνε, είπα µέσα µου, σε όλες τις κινήσεις του ξαφνικά είχε ξαναγίνει ο δηµοφιλής πολιτικός και φαβορί για την ηγεσία της χώρας µας που ετοιµάζεται να βάλει στη θέση της την κυρία στο ακροατήριο σε µια µικρή αίθουσα στην επαρχία. «Και τι το κακό έχουν οι προσαρµοσµένοι νέγροι, Κλερ;» ρώτησε. «Θέλω να πω, έτσι όπως σε ακούω, θα νόµιζε κανείς ότι προτιµάς να µείνουν όπως είναι, έστω κι αν αυτό σηµαίνει ότι θα συνεχίσουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο για λίγα γραµµάρια κρακ στα γκέτο τους. Χωρίς την παραµικρή προοπτική βελτίωσης». Κοίταξα τη γυναίκα µου. Νοερά την παρότρυνα να δώσει στον αδερφό µου τη χαριστική βολή. Της είχε στρώσει την µπάλα, όπως λένε. Δεν είχα λόγια για να χαρακτηρίσω την κατάπτυστη προσπάθειά του να στρέψει ακόµα και µια
κανονική συζήτηση για τους ανθρώπους και τις διαφορές µεταξύ τους στο πρόγραµµα του κόµµατός του, έστω και από την πίσω πόρτα. Βελτίωση… µια λέξη, τίποτα παραπάνω: κούφια λόγια που απευθύνονταν στους ψηφοφόρους. «Δεν µιλάω για βελτίωση, Σερζ» είπε η Κλερ. «Μιλάω για την εικόνα που εµείς, οι Ολλανδοί, οι λευκοί, οι Ευρωπαίοι, έχουµε για τους άλλους πολιτισµούς. Που τους φοβόµαστε. Όταν σε πλησιάζει στον δρόµο µια παρέα µελαψών αντρών, δεν σου ’ρχεται να περάσεις απέναντι αν φορούν κασκέτα του µπέιζµπολ και παπούτσια Nike µε αερόσολες; Αν δεν είναι ντυµένοι όπως εσύ κι εγώ; Ή σαν διπλωµάτες; Σαν υπάλληλοι γραφείου;» «Ποτέ δεν περνάω απέναντι για ν’ αποφύγω κάποιον. Πιστεύω ότι πρέπει να πλησιάζουµε τους πάντες σαν ίσοι προς ίσους. Εσύ µιλάς για τα πράγµατα που φοβόµαστε. Σ’ αυτό θα συµφωνήσω µαζί σου. Αν σταµατούσαµε να φοβόµαστε, θα µπορούσαµε να προχωρήσουµε και να µάθουµε να δείχνουµε περισσότερη αλληλοκατανόηση». «Σερζ, δεν κάνουµε ντιµπέιτ εδώ, δεν είναι ανάγκη να µε πείσεις χρησιµοποιώντας όρους κενούς, όπως βελτίωση και αλληλοκατανόηση.
Είµαι η νύφη σου, η γυναίκα του αδερφού σου. Και εδώ είµαστε µεταξύ µας. Είµαστε φίλοι. Είµαστε συγγενείς». «Άλλο είναι το θέµα: το δικαίωµα να είναι κανείς κάθαρµα» είπα. Μια σύντοµη σιωπή ακολούθησε τα λόγια µου, η παροιµιώδης σιωπή όπου θα µπορούσες ν’ ακούσεις µια βελόνα να πέφτει, αν η βαβούρα στο εστιατόριο δεν καθιστούσε κάτι τέτοιο αδύνατο. Θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόµουν ότι όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το µέρος µου, όπως διαβάζεις καµιά φορά. Τράβηξα πάντως την προσοχή. Η Μπαµπέτ χαχάνισε. «Πάουλ!...» είπε. «Να, µου ήρθε ξαφνικά στο µυαλό µια εκποµπή που είδα στην τηλεόραση πριν από χρόνια» είπα. «Δεν θυµάµαι πώς την έλεγαν». Θυµόµουν µια χαρά, αλλά δεν είχα όρεξη να αναφέρω τον τίτλο της εκποµπής, θα τους αποσπούσε µόνο από το θέµα µου. Το όνοµα θα µπορούσε να βάλει σε πειρασµό τον αδερφό µου να κάνει κάποιο σαρκαστικό σχόλιο µε σκοπό να εξουδετερώσει εκ των προτέρων το πραγµατικό µήνυµα της σκέψης µου. Α, δεν το ’ξερα ότι παρακολουθείς τέτοιες εκποµπές… Κάτι τέτοιο. « Ήταν για τους οµοφυλόφιλους. Είχαν πάρει
συνέντευξη από µια κυρία που είχε δύο γείτονες οµοφυλόφιλους, δύο νεαρούς που συζούσαν κι έµεναν στον αποπάνω όροφο. Και όταν η ίδια έλειπε, πρόσεχαν τις γάτες της. “Είναι πολύ γλυκά παιδιά!” είπε η κυρία. Αυτό που πραγµατικά εννοούσε ήταν ότι οι δύο της γείτονες ήταν µεν οµοφυλόφιλοι, αλλά το γεγονός ότι φρόντιζαν τις γάτες της αποδείκνυε ότι παρ’ όλα αυτά ήταν άνθρωποι σαν κι εµάς. Η κυρία έλαµπε κατευχαριστηµένη µε τον εαυτό της, επειδή στο εξής όλος ο κόσµος θα ήξερε πόσο καταδεκτική ήταν. Ότι οι γείτονές της ήταν πολύ γλυκά παιδιά, κι ας έκαναν βρόµικα πράγµατα µεταξύ τους. Αξιοκατάκριτα πράγµατα, εδώ που τα λέµε, ανθυγιεινά και αφύσικα. Κοντολογίς, διεστραµµένα πράγµατα, αλλά είχαν κερδίσει την κατανόησή της χάρη στην ανιδιοτελή φροντίδα τους για τις γάτες της». Έκανα µια µικρή παύση. Η Μπαµπέτ χαµογελούσε. Ο Σερζ είχε ανασηκώσει τα φρύδια του κάνα δυο φορές. Και η Κλερ, η γυναίκα µου, µε κοιτούσε ευχαριστηµένη – µε το ύφος που είχε όταν ήξερε πού το πήγαινα. «Για να καταλάβουµε τι ισχυριζόταν αυτή η κυρία για τους γείτονές της» συνέχισα, αφού
προς το παρόν κανείς δεν έλεγε τίποτα, «θα πρέπει να αντιστρέψουµε την κατάσταση. Αν οι δυο χαριτωµένοι οµοφυλόφιλοι δεν είχαν ταΐσει τις γάτες της, αλλά αντιθέτως τις είχαν πετροβολήσει ή τους είχαν ρίξει φόλα από το µπαλκόνι τους στο δικό της, τότε θα τους θεωρούσε βροµοπούστηδες. Νοµίζω ότι αυτό εννοούσε η Κλερ για το Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ: ότι ο φιλικός Σίντνεϊ Πουατιέ ήταν κι αυτός ένα “γλυκό παιδί”. Ότι ο σκηνοθέτης που γύρισε αυτή την ταινία δεν ήταν καθόλου καλύτερος από την κυρία σ’ εκείνη την εκποµπή. Στην πραγµατικότητα ο Σίντνεϊ Πουατιέ λειτουργούσε ως παράδειγµα προς µίµηση για όλους τους άλλους δυσάρεστους νέγρους, τους ενοχλητικούς νέγρους. Τους επικίνδυνους νέγρους, τους ληστές και τους βιαστές και τους εµπόρους κρακ. Αν βάλετε κι εσείς ένα ωραίο κοστούµι, σαν τον Σίντνεϊ, κι αν αρχίσετε να συµπεριφέρεστε κι εσείς σαν ιδανικοί γαµπροί, τότε εµείς, οι λευκοί, θα σας σφίξουµε στην αγκαλιά µας».
14
Ο άντρας µε το µούσι σκούπιζε τα χέρια του. Στο µεταξύ είχα ανεβάσει το φερµουάρ µου. Προσποιήθηκα πως είχα τελειώσει µε το κατούρηµα κι ας µην ακούστηκε τίποτα, και τράβηξα κατευθείαν προς την έξοδο. Το χέρι µου είχε ήδη ακουµπήσει το χερούλι της πόρτας από ανοξείδωτο ατσάλι όταν άκουσα τον µουσάτο να λέει: «Δεν είναι δύσκολο για τον φίλο σας να πηγαίνει σ’ ένα εστιατόριο, όταν το πρόσωπό του είναι πασίγνωστο;». Κοντοστάθηκα. Χωρίς ν’ αφήσω το χερούλι από
το χέρι µου, µισογύρισα και τον κοίταξα. Ο άντρας µε το µούσι σκούπιζε τα χέρια του µε ένα κουβάρι χαρτοπετσέτες. Μέσα από τις τρίχες της γενειάδας του, το στόµα του είχε τραβηχτεί και πάλι σ’ ένα χαµόγελο – όχι θριαµβευτικό αυτή τη φορά, µάλλον ένα δειλό ξεγύµνωµα των δοντιών. Δεν έχω κακές προθέσεις, έλεγε το χαµόγελό του. «Δεν είναι φίλος µου» απάντησα. Το χαµόγελο έσβησε. Τα χέρια του έµειναν ακίνητα. «Ω, συγγνώµη» είπε. «Αλλά σας είδα να κάθεστε εκεί. Κι εµείς, η κόρη µου κι εγώ, είπαµε: ας φερθούµε φυσιολογικά, να µην τον κοιτάµε αδιάκριτα». Δεν είπα τίποτα. Η αποκάλυψη περί κόρης µού έκανε περισσότερο καλό απ’ όσο θα ήµουν πρόθυµος να παραδεχτώ. Ο µουσάτος, παρά το δυναµικό του κατούρηµα, δεν είχε καταφέρει να ρίξει µια γυναίκα τριάντα χρόνια µικρότερή του. Πέταξε τα τσαλακωµένα χαρτιά σ’ έναν κάδο από ανοξείδωτο ατσάλι, ήταν του τύπου όπου το καπάκι κλείνει µε ελατήριο και δυσκολεύτηκε κάπως να τα χώσει µε τη µία µέσα. «Αναρωτιόµουν» είπε. «Αναρωτιόµουν αν θα ήταν δυνατόν… η κόρη µου κι εγώ πιστεύουµε ότι η χώρα µας χρειάζεται αλλαγή. Σπουδάζει πολιτικές επιστήµες, ξέρετε… κι αναρωτιόµουν
µήπως θα µπορούσε να βγει φωτογραφία µε τον κύριο Λόµαν, αργότερα…» Είχε βγάλει από την τσέπη του µια µικρή αστραφτερή επίπεδη φωτογραφική µηχανή. « Ένα δευτερόλεπτο θα κάνω µόνο» είπε. «Καταλαβαίνω ότι έχετε βγει για να φάτε µε την ησυχία σας και δεν θέλω καθόλου να τον ενοχλήσω. Η κόρη µου… η κόρη µου δεν θα µου το συγχωρούσε ποτέ αν µάθαινε ότι τόλµησα να σας ζητήσω τέτοιο πράγµα. Εκείνη ήταν που είπε ότι δεν είναι σωστό να κοιτάζουµε αδιάκριτα έναν γνωστό πολιτικό σ’ ένα εστιατόριο. Ότι θα πρέπει να τον αφήσουµε στην ησυχία του στις σπάνιες ευκαιρίες που έχει να περάσει απαρατήρητος. Κι ότι δεν πρέπει µε τίποτα να τρέχουµε να φωτογραφηθούµε µαζί του. Από την άλλη, όµως, ξέρω πόσο υπέροχο θα ήταν για κείνην. Μια φωτογραφία µε τον Σερζ Λόµαν, θέλω να πω». Τον κοίταξα. Αναρωτήθηκα πώς ήταν να έχεις έναν πατέρα του οποίου το πρόσωπο δεν µπορείς να δεις. Αν θα ερχόταν ποτέ η µέρα που η κόρη ενός τέτοιου πατέρα θα έχανε την υποµονή της – ή αν το συνήθιζε στο τέλος, όπως συνηθίζει κανείς µια άσχηµη ταπετσαρία. «Κανένα πρόβληµα» είπα. «Ο κύριος Λόµαν
χαίρεται πάντα την επικοινωνία µε τους υποστηρικτές του. Αυτή τη στιγµή έχουµε σοβαρή συζήτηση, αλλά να ’χετε τον νου σας σ’ εµένα. Όταν σας κάνω νόηµα, θα είναι η κατάλληλη στιγµή για µια φωτογραφία».
15
Όταν γύρισα από την τουαλέτα, στο τραπέζι µας επικρατούσε σιωπή: µια σιωπή γεµάτη ένταση, που σου λέει ευθύς αµέσως ότι έχασες κάτι σηµαντικό. Είχα γυρίσει στην αίθουσα του εστιατορίου µαζί µε τον µουσάτο, αυτός ήταν µπροστά, κι έτσι πρόσεξα τη σιωπή µόνον όταν έφτασα κοντά στο τραπέζι µας. Ή µάλλον όχι, κάτι άλλο τράβηξε πρώτα την προσοχή µου: το χέρι της γυναίκας µου, που απλωµένο διαγώνια πάνω στο τραπεζοµάντιλο
κρατούσε το χέρι της Μπαµπέτ. Ο αδερφός µου κοιτούσε το άδειο πιάτο του. Μόνο αφού κάθισα στην καρέκλα µου αντιλήφθηκα ότι η Μπαµπέτ έκλαιγε. Μ’ ένα κλάµα βουβό, οι ώµοι της έτρεµαν ανεπαίσθητα, ένα ρίγος στο µπράτσο της – το µπράτσο του χεριού που κρατούσε η Κλερ. Προσπάθησα και κατάφερα να συναντήσω τα µάτια της γυναίκας µου. Η Κλερ ανασήκωσε τα φρύδια της και έριξε µια µατιά όλο νόηµα προς τη µεριά του αδερφού µου. Την ίδια στιγµή ο Σερζ σήκωσε το κεφάλι του, µε κοίταξε σαν χαζός κι ανασήκωσε τους ώµους του. «Λοιπόν, Πάουλ, τυχερός είσαι» είπε. « Ίσως θα ’ταν καλύτερα αν αργούσες λίγο περισσότερο στην τουαλέτα». Απότοµα η Μπαµπέτ τράβηξε το χέρι της από το χέρι της Κλερ, άρπαξε την πετσέτα από τα γόνατά της και την πέταξε µέσα στο πιάτο της. «Είσαι µεγάλο καθοίκι!» είπε στον Σερζ σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα της. Την επόµενη στιγµή διέσχιζε ήδη τη σάλα περπατώντας ανάµεσα στ’ άλλα τραπέζια, κατευθυνόµενη προς τις τουαλέτες – ή προς την έξοδο, σκέφτηκα. Αλλά το θεώρησα µάλλον απίθανο να µας παρατήσει. Η γλώσσα του σώµατός της, η ελεγχόµενη ταχύτητα µε την
οποία αποµακρυνόταν ανάµεσα από τα τραπέζια µού έλεγαν ότι ήλπιζε πως ένας από µας θα την έπαιρνε από πίσω. Και πράγµατι, ο αδερφός µου ήδη έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του, µα η Κλερ ακούµπησε το χέρι της στον πήχη του. «Άσε να πάω εγώ, Σερζ» είπε και σηκώθηκε. Κι εκείνη πέρασε βιαστικά ανάµεσα στα τραπέζια. Στο µεταξύ η Μπαµπέτ είχε χαθεί από τα µάτια µας κι έτσι δεν ήξερα αν είχε πάει στις τουαλέτες ή αν είχε προτιµήσει να πάρει λίγο αέρα. Ο αδερφός µου κι εγώ κοιταχτήκαµε. Έκανε µια αδύναµη προσπάθεια να χαµογελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Είναι…» άρχισε. « Έχει…» Έριξε µια µατιά τριγύρω, µετά πλησίασε το κεφάλι του στο δικό µου. «Δεν είναι αυτό που νοµίζεις» µουρµούρισε, τόσο σιγανά που σχεδόν δεν τον άκουσα. Κάτι είχε το κεφάλι του. Το πρόσωπό του. Ήταν βέβαια το ίδιο κεφάλι (και το ίδιο πρόσωπο), αλλά έµοιαζε µετέωρο στον αέρα, χωρίς τίποτα να το συνδέει µε το κορµί του, χωρίς καν µια σκέψη λογική µέσα του. Μου θύµισε ήρωα κινουµένων σχεδίων που µόλις του τράβηξαν την καρέκλα όπου ετοιµαζόταν να καθίσει. Ο ήρωας µένει ασάλευτος στον αέρα για µια στιγµή,
ώσπου συνειδητοποιεί ότι η καρέκλα του έχει γίνει άφαντη. Αν µ’ αυτό το ύφος µοίραζε φυλλάδια στη λαϊκή, σκέφτηκα, φυλλάδια σε απλούς ανθρώπους µε την έκκληση να τον ψηφίσουν στις ερχόµενες εκλογές, τότε κανείς δεν θα του έριχνε δεύτερη µατιά. Θύµιζε ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο που µόλις το έχεις παραλάβει από την αντιπροσωπεία και στην πρώτη στροφή περνάς ξυστά από ένα πασσαλάκι και του πατάς την πρώτη γρατζουνιά. Κανένας δεν το θέλει τέτοιο αυτοκίνητο. Ο Σερζ σηκώθηκε και κάθισε στην καρέκλα απέναντί µου. Την καρέκλα της Κλερ, της γυναίκας µου. Χωρίς αµφιβολία ένιωσε τώρα, µέσα από το ύφασµα του παντελονιού του, τη ζεστασιά που το κορµί της είχε αφήσει στο κάθισµα. Η σκέψη αυτή µ’ έκανε έξαλλο. «Εντάξει, έτσι µπορούµε να µιλήσουµε πιο εύκολα» είπε. Δεν µίλησα. Δεν το αρνούµαι, σ’ αυτή την κατάσταση µου άρεσε να βλέπω τον αδερφό µου: να πνίγεται. Δεν υπήρχε περίπτωση να του πετάξω σωσίβιο. «Τον τελευταίο καιρό την ενοχλεί, τέλος πάντων, ποτέ δεν µου άρεσε αυτή η λέξη» είπε.
«Η εµµηνόπαυση. Μοιάζει µε κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ στις γυναίκες µας». Άφησε να πέσει σιωπή. Μάλλον για να µου δώσει την ευκαιρία να πω κάτι για την Κλερ. Για την Κλερ και την εµµηνόπαυση. «Στις γυναίκες µας» είχε πει. Μα δεν τον αφορούσε. Ό,τι κι αν είχε ή δεν είχε η Κλερ, ήταν δική µας υπόθεση. «Είναι οι ορµόνες» συνέχισε. «Τη µια στιγµή ζεσταίνεται και πρέπει ν’ ανοίξουµε όλα τα παράθυρα, την επόµενη βάζει ξαφνικά τα κλάµατα». Γύρισε το κεφάλι του, το ακόµη ολοφάνερα αναστατωµένο κεφάλι του, προς τις τουαλέτες, την εξώπορτα, κι ύστερα πάλι σ’ εµένα. « Ίσως της κάνει καλό να µιλήσει µε µια άλλη γυναίκα. Ξέρεις τι εννοώ, γυναίκες µεταξύ τους. Κάτι τέτοιες στιγµές εγώ έτσι κι αλλιώς όλα στραβά τα κάνω». Χαµογέλασε. Δεν του ανταπέδωσα το χαµόγελο. Ανασήκωσε τα χέρια του από το τραπέζι και τίναξε τους καρπούς του. Μετά ακούµπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι και ένωσε τα ακροδάχτυλά του. Έριξε άλλη µια φευγαλέα µατιά πίσω του. «Όµως πρέπει να συζητήσουµε κάτι τελείως διαφορετικό, Πάουλ» είπε. Ένιωσα κάτι κρύο και σκληρό µέσα µου –κάτι
κρύο και σκληρό που ήταν εκεί σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς– να γίνεται πιο κρύο και πιο σκληρό. «Πρέπει να µιλήσουµε για τα παιδιά µας» είπε ο Σερζ Λόµαν. Έγνεψα καταφατικά. Κοίταξα προς το διπλανό τραπέζι κι έγνεψα ξανά. Ο άντρας µε το µούσι έριχνε συχνά πυκνά µατιές προς το µέρος µας. Για σιγουριά κούνησα τρίτη φορά το κεφάλι µου. Ο άντρας µε το µούσι µού ανταπέδωσε το νεύµα. Τον είδα ν’ αφήνει το µαχαίρι και το πιρούνι του, να γέρνει προς τη µεριά της κόρης του και να της ψιθυρίζει κάτι. Η κοπέλα άρπαξε την τσάντα της και άρχισε να την ψαχουλεύει βιαστικά. Στο µεταξύ ο πατέρας της έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφική µηχανή και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του.
ΚΥΡΙΩΣ ΠΙΑΤΟ
16
«Σταφύλια» είπε ο µετρ. Το µικρό του δάχτυλο βρισκόταν λιγότερο από µισό πόντο πάνω από ένα µικροσκοπικό τσαµπάκι στρογγυλά φρούτα, που στην αρχή µού είχαν φανεί φραγκοστάφυλα, κόκκινα, µαύρα, ή άλλου είδους, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά τα φρούτα, πέρα από το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαν ότι δεν τρώγονται µε τίποτα. Τα «σταφύλια» κείτονταν στο πιάτο δίπλα σ’ ένα σκούρο µοβ φύλλο σαλάτας, πέντε τουλάχιστον
εκατοστά άδειου πιάτου τα χώριζαν από το καθ’ εαυτό φαγητό, «φιλέτο φραγκόκοτας τυλιγµένο σε φετούλες φίνο γερµανικό χοιροµέρι». Και από το πιάτο του Σερζ δεν έλειπαν τα σταφύλια και το µαρουλόφυλλο, αλλά ο αδερφός µου είχε επιλέξει τουρνεντό. Δεν υπάρχουν πολλά να πει κανείς για το τουρνεντό, εκτός του ότι είναι ένα κοµµάτι κρέας. Μα αφού κάτι έπρεπε να πει, ο µετρ µάς έκανε µια σύντοµη εισαγωγή για την προέλευση του εδέσµατος. Για τη «βιολογική» φάρµα, όπου τα ζώα «έβοσκαν ελεύθερα», ώσπου να τα σφάξουν. Είδα την ανυποµονησία στο πρόσωπο του Σερζ, πεινούσε όπως µόνο ο Σερζ µπορούσε να πεινάει. Αναγνώρισα τα συµπτώµατα: η άκρη της γλώσσας του που έγλειφε το πάνω του χείλι, σαν τη γλώσσα ενός πεινασµένου σκύλου σε κινούµενα σχέδια, το τρίψιµο των χεριών που στα µάτια ενός τρίτου θα µπορούσε ίσως να ερµηνευτεί ως σηµάδι αδηµονίας, ενώ µόνο αυτό δεν ήταν. Ο αδερφός µου δεν χαιρόταν, είχε ένα τουρνεντό στο πιάτο του, κι αυτό το τουρνεντό έπρεπε να φαγωθεί το γρηγορότερο· έπρεπε να το φάει τώρα. ΤΩΡΑ! Ο µόνος λόγος που ρώτησα τον µετρ για τα σταφύλια ήταν για να παρατείνω το µαρτύριο του
αδερφού µου. Η Μπαµπέτ και η Κλερ δεν είχαν γυρίσει ακόµη, αλλά τον Σερζ πολύ που τον ένοιαζε. «Θα ’ρθουν όπου να ’ναι» είπε όταν πίσω από τον µετρ εµφανίστηκαν τέσσερις σερβιτόρες µε µαύρες ποδιές φέρνοντας τα κυρίως πιάτα µας. Ο µετρ είχε ρωτήσει αν θέλαµε να µας σερβίρουν αργότερα όταν θα επέστρεφαν οι γυναίκες µας, αλλά ο Σερζ είχε απορρίψει αµέσως αυτή την πρόταση. «Αφήστε τα, παρακαλώ» είχε πει, ενώ η γλώσσα του ήδη έγλειφε το πάνω χείλι του και δεν κατάφερε να κρατηθεί άλλο και να µην τρίψει τα χέρια του. Το δαχτυλάκι του µετρ έδειξε πρώτα το φιλέτο φραγκόκοτας, τυλιγµένο σε γερµανικό χοιροµέρι και στη συνέχεια τα συνοδευτικά: έναν µικροσκοπικό σωρό από λαζάνια µε µελιτζάνα και ρικότα, τον οποίο συγκρατούσε στη θέση του µια οδοντογλυφίδα – ήταν σαν µινιατούρα κλαµπ σάντουιτς· κι ένα καλαµπόκι, περασµένο κατά µήκος σε ένα µεταλλικό ελατήριο. Το ελατήριο σκοπό είχε µάλλον να σου επιτρέψει να πιάσεις το καλαµπόκι χωρίς να λερώσεις τα δάχτυλά σου, αλλά ήταν κυρίως γελοίο: ή ίσως όχι γελοίο, µάλλον κάτι που ήθελε επίτηδες να είναι αστείο, ένα κλείσιµο του µατιού του σεφ. Κάτι τέτοιο. Το
ελατήριο ήταν επιχρωµιωµένο και προεξείχε περίπου δυο πόντους από κάθε άκρη του καλαµποκιού, το οποίο γυάλιζε από το βούτυρο. Δεν έχω τίποτε εναντίον του καλαµποκιού, αλλά πάντα µου φαινόταν απωθητικό να το ροκανίζεις έτσι: δαγκώνεις, δαγκώνεις, αλλά δεν γεµίζει το στόµα σου, κοµµατάκια χώνονται ανάµεσα στα δόντια σου, ενώ το βούτυρο στάζει στο σαγόνι σου. Άλλωστε δεν µου βγαίνει από το µυαλό ότι τα καλαµπόκια είναι πρωτίστως τροφή για τα γουρούνια. Αφού ο µετρ περιέγραψε τις «βιολογικές» συνθήκες στο αγρόκτηµα, το αγρόκτηµα όπου είχε κοπεί το τουρνεντό του Σερζ από κάποια αγελάδα, κι αφού ανακοίνωσε ότι θα ξαναρχόταν σε λίγο για να µας διαφωτίσει σχετικά µε τα πιάτα των συζύγων µας, είχα δείξει το µικρό τσαµπί στο πιάτο µου: «Μήπως είναι φραγκοστάφυλα;…» είχα ρωτήσει. Ο Σερζ είχε ήδη µπήξει το πιρούνι του στο τουρνεντό. Ετοιµαζόταν να κόψει ένα κοµµάτι, το δεξί του χέρι µε το κοφτερό οδοντωτό µαχαίρι ήδη αιωρούνταν πάνω από το πιάτο του. Ο µετρ είχε κιόλας γυρίσει να φύγει, αλλά ακούγοντάς µε γύρισε πίσω. Κι ενώ το µικρό του δαχτυλάκι πλησίαζε τα σταφυλάκια, εγώ κοίταζα το
πρόσωπο του Σερζ. Πάνω απ’ όλα το πρόσωπό του ακτινοβολούσε ανυποµονησία. Ανυποµονησία και εκνευρισµό γι’ αυτή τη νέα καθυστέρηση. Δεν είχε πρόβληµα ν’ αρχίσει να τρώει το φιλετάκι του χωρίς την Μπαµπέτ και την Κλερ, αλλά του ήταν ανυπόφορη η ιδέα να χώσει τα δόντια του στο κρέας όσο κάποιο ξένο χέρι βρισκόταν ακόµη κοντά στα πιάτα µας. «Τι ήταν πάλι αυτή η ιστορία µε τα φραγκοστάφυλα;» ρώτησε, όταν ο µετρ επιτέλους έφυγε. «Από πότε ενδιαφέρεσαι για τα φραγκοστάφυλα εσύ;» Είχε κόψει ένα µεγάλο κοµµάτι τουρνεντό και το ’βαλε στο στόµα του. Το µάσηµα κράτησε µε τη βία δέκα δευτερόλεπτα. Αφού κατάπιε, έµεινε να κοιτάζει το κενό µπροστά του για λίγα δευτερόλεπτα. Σαν να περίµενε να φτάσει το κρέας στο στοµάχι του. Ύστερα έφερε ξανά το µαχαίρι και το πιρούνι στο πιάτο του. Σηκώθηκα. «Τι έγινε πάλι;» ρώτησε ο Σερζ. «Πάω να δω γιατί αργούνε τόσο» είπα.
17
Δοκίµασα πρώτα στις τουαλέτες των γυναικών. Με προσοχή, να µην τροµάξω καµιά άγνωστη, άνοιξα την πόρτα, µια χαραµάδα µόνο. «Κλερ;…» Αν εξαιρέσουµε τον τοίχο µε τα ουρητήρια, ο χώρος ήταν πανοµοιότυπος µε την τουαλέτα των αντρών. Ανοξείδωτο ατσάλι, γρανίτης και µουσική πιάνου. Η µοναδική διαφορά ήταν το βάζο µε τους λευκούς νάρκισσους που ήταν τοποθετηµένο ανάµεσα στους δυο νιπτήρες. Μου ήρθε στο µυαλό ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Το
λευκό ζιβάγκο του. «Μπαµπέτ;» Για τους τύπους είπα και το όνοµα της νύφης µου, µια πρόφαση για να δικαιολογήσω την παρουσία µου έξω από τις γυναικείες τουαλέτες, για την περίπτωση που πράγµατι βρισκόταν κάποια κυρία σε µία από αυτές, πράγµα που δεν φαινόταν πιθανό. Προσπέρασα την γκαρνταρόµπα και τις κοπέλες δίπλα στο αναλόγιο και πήγα ως την έξοδο. Έξω η ζέστη ήταν ευχάριστη, ανάµεσα στις κορφές των δέντρων κρεµόταν ένα ολόγιοµο φεγγάρι κι ο αέρας µύριζε βότανα, µια µυρωδιά που δεν µπορούσα να προσδιορίσω εντελώς, µα που µου θύµιζε τη Μεσόγειο. Λίγο πιο πέρα, εκεί όπου τελείωνε το πάρκο, είδα φώτα αυτοκινήτων κι ένα τραµ να περνάει. Κι ακόµα πιο πέρα, µέσα από τους θάµνους, τις φωτισµένες τζαµαρίες του καφέ, όπου την ίδια στιγµή οι απλοί άνθρωποι έτρωγαν µε όρεξη τα χοιρινά µπριζολάκια τους. Κατηφόρισα το χαλικόστρωτο δροµάκι µε τις ηλεκτρικές δάδες κι έστριψα αριστερά σ’ ένα µονοπατάκι που έκανε τον γύρο του εστιατορίου. Στα δεξιά µου είχα ένα γεφυράκι που περνούσε πάνω από ένα αυλάκι, αποκεί έφτανες στον δρόµο µε τα αυτοκίνητα και το καφέ. Στ’ αριστερά µου η τετράγωνη λιµνούλα. Στο βάθος,
εκεί όπου η λιµνούλα γινόταν ένα µε το σκοτάδι, ξεχώρισα κάτι που στην αρχή µού φάνηκε τοίχος, µα όταν κοίταξα καλύτερα αποδείχτηκε πως ήταν ένας ψηλός φράχτης. Έστριψα ξανά αριστερά και περπάτησα κατά µήκος της λιµνούλας. Το φως από το εστιατόριο καθρεφτιζόταν στα σκοτεινά νερά, από το σηµείο αυτό έβλεπε κανείς τους θαµώνες στα τραπέζια τους. Προχώρησα λίγο ακόµα και σταµάτησα. Μας χώριζαν λιγότερα από δέκα µέτρα, αλλά εγώ µπορούσα να δω τον αδερφό µου στο τραπέζι µας, ενώ εκείνος δεν µ’ έβλεπε. Όσο περιµέναµε το κυρίως πιάτο, είχα κοιτάξει έξω αρκετές φορές, αλλά καθώς έπεφτε το σούρουπο διέκρινα όλο και λιγότερα· από τη θέση µου, ωστόσο, µπορούσα να βλέπω ολόκληρη σχεδόν την αίθουσα του εστιατορίου να καθρεφτίζεται στο γυαλί. Ο Σερζ θα έπρεπε να κολλήσει τη µύτη του στο τζάµι και τότε ίσως να µ’ έβλεπε να στέκοµαι εδώ, αλλά ακόµα και τότε ήταν ζήτηµα αν θα ξεχώριζε κάτι περισσότερο από µια µαύρη µορφή στην άλλη πλευρά της λιµνούλας. Κοίταξα γύρω µου, αλλά απ’ όσο έβλεπα στα σκοτεινά το πάρκο ήταν έρηµο. Ούτε ίχνος από την Κλερ και την Μπαµπέτ. Ο αδερφός µου είχε αφήσει το µαχαίρι και το πιρούνι του και
σκούπιζε τα χείλη του µε την πετσέτα του. Αποδώ που στεκόµουν δεν έβλεπα το πιάτο του, αλλά θα ’βαζα στοίχηµα ότι το είχε αδειάσει: η αίσθηση της πείνας ανήκε στο παρελθόν. Ο Σερζ έφερε το ποτήρι του στα χείλη και ήπιε. Ακριβώς εκείνη τη στιγµή ο µουσάτος και η κόρη του σηκώθηκαν από το τραπέζι τους. Προχωρώντας προς την έξοδο έκοψαν λίγο το βήµα τους κοντά στο τραπέζι του Σερζ. Είδα τον µουσάτο να σηκώνει το χέρι του, την κόρη του να χαµογελάει. Ο Σερζ σήκωσε το ποτήρι του σε ένδειξη χαιρετισµού. Αναµφίβολα θα ήθελαν να τον ευχαριστήσουν ξανά για τη φωτογραφία. Ο Σερζ πράγµατι είχε φερθεί πολύ ευγενικά: είχε περάσει χωρίς πρόβληµα από τον ρόλο του ανθρώπου που δειπνεί µε τους δικούς του, στον ρόλο του πασίγνωστου πολιτικού. Ήταν ξανά το πρόσωπο που ήξερε όλη η χώρα, ο άνθρωπος που είχε παραµείνει ο εαυτός του, απλός, ένας άνθρωπος σαν εσένα και σαν εµένα, κάποιος που µπορούσες να σταµατήσεις για να του µιλήσεις οπουδήποτε και οποτεδήποτε, αφού ποτέ δεν ανέβαζε τον εαυτό του σε βάθρα. Υποθέτω ότι ήµουν ο µόνος που πρόσεξε τη ρυτίδα του εκνευρισµού ανάµεσα στα φρύδια του
τη στιγµή που του µίλησε ο µουσάτος. «Συγχωρήστε µε, αλλά ο… ο κύριος αποδώ µε διαβεβαίωσε ότι δεν θα ήταν πρόβληµα… αν…» Μόλις ένα δευτερόλεπτο ήταν ορατό το συνοφρύωµα· αµέσως µετά είδαµε όλοι τον Σερζ Λόµαν που ο καθένας θα ήθελε να ψηφίσει – τον υποψήφιο πρωθυπουργό, που ένιωθε άνετα µε τους απλούς ανθρώπους. «Φυσικά! Φυσικά!» φώναξε πρόσχαρα όταν ο µουσάτος κράτησε µπροστά του τη φωτογραφική µηχανή και έδειξε την κόρη του. «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Σερζ την κοπέλα. Δεν ήταν καν ξεχωριστά όµορφη κοπέλα, δεν ήταν από κείνες που έκαναν τα µάτια του αδερφού µου να σπιθίζουν άτακτα· δεν θα έµπαινε στον κόπο να της κάνει σκερτσάκια, όπως είχε κάνει προηγουµένως µε την αδέξια σερβιτόρα που έµοιαζε πολύ µε τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Είχε συµπαθητικό πρόσωπο, όµως. Έξυπνο πρόσωπο, διόρθωσα τον εαυτό µου. Υπερβολικά έξυπνο κατά βάση για να θέλει να βγει φωτογραφία µε τον αδερφό µου. «Ναόµι» του απάντησε. « Έλα κάτσε δίπλα µου, Ναόµι» είπε ο Σερζ, κι όταν η κοπέλα κάθισε στην άδεια καρέκλα, πέρασε το χέρι του στους ώµους της. Ο µουσάτος έκανε µερικά βήµατα πίσω. «Κι άλλη µια για
καλό και για κακό» είπε, αφού το φλας άστραψε µια φορά, και τράβηξε και δεύτερη. Το επεισόδιο µε τη φωτογραφία είχε προκαλέσει αρκετή αναστάτωση. Οι θαµώνες στα γύρω τραπέζια φέρθηκαν, είναι η αλήθεια, σαν να µην έτρεχε τίποτα, αλλά ήταν όπως και µε την είσοδο του Σερζ στο εστιατόριο νωρίτερα: ακόµα κι αν φέρεσαι σαν να µη συµβαίνει τίποτα, κάτι συµβαίνει – δεν ξέρω πώς να το πω πιο καθαρά. Είναι όπως όταν προσπερνάς ένα ατύχηµα επειδή δεν αντέχεις τα αίµατα… ή µάλλον όχι, ας πάρουµε ένα παράδειγµα λιγότερο τραγικό: ένα ζώο που το πάτησε αυτοκίνητο πεσµένο στην άκρη του δρόµου, το βλέπεις, έχεις δει το σκοτωµένο ζώο από µακριά, αλλά δεν σταµατάς να το κοιτάξεις. Δεν έχεις όρεξη να βλέπεις αίµατα κι άντερα χυµένα στην άσφαλτο. Κι έτσι κοιτάς κάπου αλλού, κοιτάς τον ουρανό, ας πούµε, ή έναν ανθισµένο θάµνο πιο πέρα στο λιβάδι – οπουδήποτε εκτός από την άκρη του δρόµου. Ο Σερζ είχε φερθεί µε υπερβολική εγκαρδιότητα όταν πέρασε το χέρι του στους ώµους της: είχε τραβήξει την κοπέλα λιγάκι πιο κοντά του κι είχε γείρει το κεφάλι του λοξά, τόσο λοξά που τα κεφάλια τους σχεδόν ακουµπούσαν. Χωρίς
αµφιβολία το αποτέλεσµα θα ήταν µια θαυµάσια φωτογραφία, πιο ωραία φωτογραφία µάλλον δεν θα µπορούσε να ονειρευτεί η κόρη του µουσάτου. Εγώ, όµως, είχα την ξεκάθαρη εντύπωση ότι ο Σερζ θα είχε δείξει λιγότερη εγκαρδιότητα αν δεν ήταν αυτή η κοπέλα, αλλά η Σκάρλετ Γιόχανσον (ή κάποια που έµοιαζε µε τη Σκάρλετ Γιόχανσον) εκείνη που καθόταν στην καρέκλα δίπλα στη δική του. «Σας ευχαριστούµε πολύ» είπε ο άντρας µε το µούσι. «Δεν θα σας ενοχλήσουµε άλλο. Είστε εδώ µε τους φίλους σας». Η κοπέλα –η Ναόµι– δεν είχε πει λέξη. Είχε σηκωθεί από την καρέκλα και στάθηκε δίπλα στον πατέρα της. Παρ’ όλα αυτά δεν έφευγαν. «Σας συµβαίνει συχνά;» ρώτησε ο µουσάτος γέρνοντας λίγο προς τα εµπρός, έτσι που το κεφάλι του βρέθηκε ακριβώς πάνω από το τραπέζι µας – και η φωνή του είχε χαµηλώσει, ακουγόταν πιο εµπιστευτική. «Να σας πλησιάζουν έτσι οι άνθρωποι και να σας ζητούν να βγείτε µαζί τους φωτογραφία;» Ο αδερφός µου τον κοίταζε, το συνοφρύωµα είχε επιστρέψει. Τι άλλο ήθελαν απ’ αυτόν; ρωτούσε το συνοφρύωµα. Ο µουσάτος και η κόρη
του είχαν πάρει την εγκάρδια στιγµή τους, τώρα έπρεπε να ξεκουµπιστούν. Για µια φορά δεν µπόρεσα να µην αναγνωρίσω πως είχε δίκιο. Είχε τύχει να το ξαναδώ, πώς χασοµερούσαν οι άνθρωποι όταν ήταν κοντά στον Σερζ Λόµαν. Δεν ήθελαν να φύγουν, ήθελαν να παρατείνουν τη στιγµή. Ναι, όλοι σχεδόν ήθελαν και κάτι παραπάνω· µια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο δεν τους έφτανε· ήθελαν κάτι ξεχωριστό, ήθελαν σπέσιαλ µεταχείριση: ήθελαν κάπως να ξεχωρίσουν από όλους τους άλλους που ζητούσαν αυτόγραφα και φωτογραφίες. Ήθελαν µια ιστορία. Μια ιστορία που θα µπορούσαν να την πούνε σ’ όλον τον κόσµο την επόµενη µέρα: ξέρεις ποιον συναντήσαµε χτες βράδυ; Ναι, αυτόν. Πολύ ωραίος τύπος, πολύ απλός. Εµείς νοµίζαµε ότι µετά τη φωτογραφία θα ήθελε να τον αφήσουµε στην ησυχία του. Αλλά αυτός όχι! Κάθε άλλο! Μας κάλεσε να καθίσουµε στο τραπέζι του και επέµενε να πιούµε κάτι µαζί του. Δεν νοµίζω πως έτσι φέρονται όλοι οι διάσηµοι. Αυτός, όµως, το έκανε. Και κάτσαµε µάλιστα µέχρι αργά. Ο Σερζ κοίταξε τον µουσάτο, η ρυτίδα ανάµεσα στα φρύδια του είχε βαθύνει, αλλά όποιος δεν τον ήξερε θα την έπαιρνε για το συνοφρύωµα
κάποιου που τον ενοχλεί το φως στα µάτια. Έσπρωξε το µαχαίρι του πάνω από το τραπεζοµάντιλο, µακριά από το πιάτο του, µετά το ξανάφερε στη θέση του. Ήξερα ποιο ήταν το δίληµµα που αντιµετώπιζε, είχα βρεθεί µπροστά σε παρόµοιες καταστάσεις πιο συχνά απ’ όσο θα ήθελα: ο αδερφός µου ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο, είχε δείξει την πιο καλή πλευρά του χαρακτήρα του, είχε επιτρέψει στον πατέρα να τον απαθανατίσει µε το χέρι του περασµένο στους ώµους της κόρης, ήταν ένας συνηθισµένος απλός άνθρωπος. Όποιος ψήφιζε τον Σερζ Λόµαν ψήφιζε για πρωθυπουργό έναν συνηθισµένο απλό άνθρωπο. Αλλά τώρα, τώρα που ο µουσάτος εξακολουθούσε να στέκει εκεί, περιµένοντας κι άλλη κουβεντούλα για να κοκορευτεί στους συναδέλφους του τη Δευτέρα, ο Σερζ έπρεπε να συγκρατηθεί. Ένα κοφτό ή ελαφρά σαρκαστικό σχόλιο θα κατέστρεφε τα πάντα, κι όλη αυτή η προσπάθεια εντυπωσιασµού θα πήγαινε περίπατο. Τη Δευτέρα ο µουσάτος θα έλεγε στους συναδέλφους του ότι ο Σερζ Λόµαν ήταν τελικά ένας υπεροπτικός µαλάκας, ένας άντρας που είχε καβαλήσει καλάµι, αφού ο µουσάτος και η κόρη του δεν τον ενόχλησαν, µια φωτογραφία τού
ζήτησαν µόνο και µετά τον άφησαν στην ησυχία του, ν’ απολαύσει το δείπνο µε την παρέα του. Κι ανάµεσα σ’ αυτούς τους συναδέλφους θα βρίσκονταν δυο τρεις που δεν θα ψήφιζαν πια τον Σερζ Λόµαν όταν θα τ’ άκουγαν αυτά. Άσε που ήταν πολύ πιθανό αυτοί οι δυο τρεις συνάδελφοι να διηγούνταν και στους φίλους τους το περιστατικό για τον υπεροπτικό, απλησίαστο πολιτικό αρχηγό. Ήταν το λεγόµενο φαινόµενο της χιονοστιβάδας. Κι όπως γινόταν πάντα µε το κουτσοµπολιό, η ιστορία θα αποκτούσε όλο και πιο γκροτέσκες διαστάσεις κάθε φορά που θα περνούσε από στόµα σε στόµα. Σαν πυρκαγιά θα απλωνόταν η φήµη από αξιόπιστη πηγή ότι ο Σερζ Λόµαν είχε προσβάλει κάποιον, έναν απλό πατέρα µε την κόρη του, που είχαν ζητήσει ευγενικά να βγουν µια φωτογραφία µαζί του. Σε µεταγενέστερες εκδοχές ο υποψήφιος πρωθυπουργός θα είχε πετάξει τους δύο ανθρώπους από το εστιατόριο. Αν και δεν µπορούσε να κατηγορήσει για όλα αυτά παρά µόνον τον εαυτό του, εκείνη τη στιγµή τον λυπήθηκα τον αδερφό µου. Είχα πάντα κατανόηση για τους σταρ του σινεµά και τα είδωλα της ποπ µουσικής που επιτίθονταν στους παπαράτσι που τους περίµεναν έξω από τα
κλαµπ και τους έσπαγαν τις φωτογραφικές µηχανές. Αν ο Σερζ αποφάσιζε να σηκώσει το χέρι στον µουσάτο και να του δώσει µια µπουνιά στη µικρόψυχη µούρη του που ήταν κρυµµένη κάτω από µια αποκρουστική και γελοία φουντωτή γενειάδα που τον έκανε να µοιάζει µε νάνο, θα µπορούσε να βασιστεί εκατό τοις εκατό στην υποστήριξή µου. Θα ’στριβα τα χέρια του µουσάτου πίσω από την πλάτη του, είπα µέσα µου, για να µπορεί ο Σερζ να αφιερωθεί απερίσπαστος στο στραπατσάρισµα της φάτσας του· θα χρειαζόταν να βάλει επιπλέον δύναµη στα γρονθοκοπήµατα, αφού έπρεπε να διαπεράσει τα γένια για να κάνει ζηµιά στο ίδιο του το πρόσωπο. Θα µπορούσες να πεις ότι η στάση του Σερζ απέναντι στο ενδιαφέρον του κόσµου ήταν τουλάχιστον αµφίρροπη. Στις περιπτώσεις και στις στιγµές που είναι δηµόσιο αγαθό, κατά τη διάρκεια των οµιλιών του στις µικρές αίθουσες της επαρχίας, όταν απαντά ερωτήσεις «της γαλαρίας» ή των δηµοσιογράφων, όταν απαντάει σε ερωτήσεις «από τη βάση», ή µπροστά στις τηλεοπτικές κάµερες και στα ραδιοφωνικά µικρόφωνα, όταν πηγαίνει στις λαϊκές αγορές µε το αντιανεµικό του µπουφάν και µοιράζει
φυλλάδια και κουβεντιάζει µε τους απλούς ανθρώπους, ή όταν στέκεται στο βήµα και δέχεται τα χειροκροτήµατα, όχι, τι λέω: τις επευφηµίες του όρθιου πλήθους στο τελευταίο συνέδριο του κόµµατος που κράτησαν αρκετά λεπτά (του πετούσαν λουλούδια, αυθόρµητα υποτίθεται, αλλά στην πραγµατικότητα ήταν µια προσεκτικά ενορχηστρωµένη κίνηση του υπεύθυνου της προεκλογικής του καµπάνιας), τέτοιες στιγµές λάµπει ολόκληρος. Ακτινοβολεί. Δεν είναι µόνο πως λάµπει από χαρά, ή από αυταρέσκεια, ή επειδή έτσι πρέπει να λάµπουν οι πολιτικοί που θέλουν να πετύχουν, αν δεν θέλουν να τελειώσει αύριο κιόλας η εκστρατεία τους. Όχι, ο Σερζ λάµπει στ’ αλήθεια. Ακτινοβολεί. Κάθε φορά που παρακολουθώ τέτοια σκηνή, νιώθω έκπληξη. Έκπληξη και θαυµασµό. Για τον αδερφό µου, τον άξεστο αγροίκο, τον τραχύ χωριάτη που «πρέπει να φάει εδώ και τώρα» και καταβροχθίζει µε τρεις µπουκιές το τουρνεντό του χωρίς να το απολαύσει, για τον βλάκα που βαριέται εύκολα κι αρχίζει να χαζεύει µόλις το θέµα δεν τον αφορά προσωπικά, γι’ αυτόν τον αδερφό µου… που όταν ανεβαίνει στο βήµα, στο φως των προβολέων, ή βγαίνει στην τηλεόραση, κυριολεκτικά αρχίζει να λάµπει – κοντολογίς πώς
µεταµορφώνεται σ’ έναν χαρισµατικό πολιτικό. «Είναι η προσωπική του ακτινοβολία» είπε η τηλεπαρουσιάστρια µιας νεανικής εκποµπής σε µια συνέντευξη σ’ ένα γυναικείο περιοδικό. «Όταν τον πλησιάζεις, κάτι συµβαίνει». Είχα κατά τύχη παρακολουθήσει τη συγκεκριµένη νεανική εκποµπή, έβλεπες καθαρά τι έκανε ο Σερζ. Πρώτον, δεν σταµατάει ούτε στιγµή να χαµογελάει. Έχει µάθει να το κάνει αυτό, αν και τα µάτια του δεν συµµετέχουν, απ’ αυτό καταλαβαίνεις ότι το χαµόγελό του είναι ψεύτικο. Παρ’ όλα αυτά: χαµογελάει και αυτό αρέσει στον κόσµο. Κατά τ’ άλλα ήταν την περισσότερη ώρα της εκποµπής µε τα χέρια στις τσέπες του, χωρίς να έχει ύφος βαριεστηµένο ή µπλαζέ, έδειχνε απλώς άνετος, σαν να ’ταν στο προαύλιο του σχολείου (και σε τελική ανάλυση ο χώρος δεν απείχε και πολύ από σχολικό προαύλιο, αφού η εκποµπή γυριζόταν σε κάποιο θορυβώδες και κακοφωτισµένο νεανικό στέκι). Ήταν πολύ µεγάλος για να περνάει για µαθητής, πάντως ήταν σίγουρα ο πιο συµπαθητικός καθηγητής: ο καθηγητής στον οποίο µπορούσες να εµπιστευτείς κάτι, αυτός που καµιά φορά ξεστοµίζει λέξεις όπως «σκατά» ή «γαµάτο», ο καθηγητής που δεν φοράει γραβάτα, και στο
ταξίδι της τάξης στο Παρίσι τα τσούζει κι αυτός στο µπαρ του ξενοδοχείου. Πού και πού ο Σερζ έβγαζε το χέρι από την τσέπη του για να υπογραµµίσει κάποιο σηµείο του προεκλογικού προγράµµατος του κόµµατός του και τότε έµοιαζε σαν να ήταν έτοιµος να χαϊδέψει τα µαλλιά της τηλεπαρουσιάστριας – ή να της πει πόσο όµορφα ήταν αυτά τα µαλλιά της. Στις ιδιωτικές του στιγµές, όµως, αλλάζει η συµπεριφορά του. Σαν όλους τους διάσηµους, έχει κι αυτός το ιδιαίτερο βλέµµα: όταν µπαίνει κάπου ως ιδιώτης, δεν κοιτάζει κανέναν στα µάτια, το βλέµµα του φτερουγίζει παντού χωρίς να σταµατάει ποτέ σε ανθρώπους µε σάρκα και οστά, χαζεύει τα ταβάνια, τα φώτα τα κρεµασµένα στα ταβάνια, τα τραπέζια, τις καρέκλες, µια κορνιζαρισµένη γκραβούρα στον τοίχο – πιο πολύ απ’ όλα τού αρέσει να µην κοιτάζει τίποτα απολύτως. Στο µεταξύ χαµογελάει. Είναι το χαµόγελο του ανθρώπου που ξέρει πως όλοι τον κοιτάζουν – ή αποφεύγουν να τον κοιτάξουν, πράγµα που στην ουσία είναι το ίδιο. Ενίοτε του είναι δύσκολο να κρατήσει χώρια αυτά τα δυο πράγµατα: τον δηµόσιο χώρο και τον προσωπικό. Τότε τον βλέπεις να σκέφτεται ότι δεν είναι κακή ιδέα να
εκµεταλλεύεται το δηµόσιο ενδιαφέρον προς όφελός του κατά τη διάρκεια της ιδιωτικής του ζωής. Όπως απόψε, στο εστιατόριο. Κοίταξε τον άντρα µε το µούσι, µετά κοίταξε εµένα. Η ρυτίδα είχε εξαφανιστεί. Μου έκλεισε το µάτι, και την επόµενη στιγµή έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε το κινητό του. «Με συγχωρείτε» είπε ρίχνοντας µια µατιά στην οθόνη. «Φοβάµαι ότι θα πρέπει ν’ απαντήσω». Χαµογέλασε απολογητικά στον µουσάτο, πίεσε ένα πλήκτρο και έφερε το τηλέφωνο στο αυτί του. Δεν είχε ακουστεί τίποτα, ούτε παλιοµοδίτικο κουδούνισµα, ούτε κάποια µελωδία. Αλλά γινόταν, ήταν δυνατόν, υπήρχαν ένα σωρό θόρυβοι γύρω µας που θα µπορούσαν να εµποδίσουν τον µουσάτο, τη Ναόµι κι εµένα ν’ ακούσουµε κάτι, ή, ποιος ξέρει, ίσως ο Σερζ να είχε το τηλέφωνό του στη δόνηση. Ποιος θα µπορούσε να ’ναι σίγουρος; Ο µουσάτος σίγουρα όχι. Για κείνον είχε έρθει η στιγµή να φύγει µ’ άδεια χέρια: εντάξει, µπορεί να είχε τις αµφιβολίες του για το τηλεφώνηµα, είχε κάθε δικαίωµα να υποψιάζεται ότι ο Σερζ τον δούλευε· αλλά η εµπειρία έδειχνε πως οι
άνθρωποι δεν σκέφτονταν έτσι. Οι υποψίες κατέστρεφαν την ιστορία τους. Είχαν βγάλει φωτογραφία µε τον µελλοντικό πρωθυπουργό της Ολλανδίας, είχαν ανταλλάξει µερικές κουβέντες µαζί του, αλλά ήταν πολυάσχολος άνθρωπος. «Ω» είπε ο Σερζ στη συσκευή. «Πού;» Δεν κοίταζε πια τον µουσάτο και την κόρη του, κοίταζε έξω· για κείνον είχαν ήδη φύγει. Πρέπει να πω ότι ήταν πειστικός στον ρόλο του. «Τρώω αυτή τη στιγµή» είπε και κοίταξε το ρολόι του. Ανέφερε το όνοµα του εστιατορίου. «Όχι, δεν θα µπορέσω πριν από τα µεσάνυχτα» είπε. Ένιωσα πως έπεφτε τώρα σ’ εµένα το καθήκον να στραφώ µε τη σειρά µου στον µουσάτο. Ήµουν η γραµµατέας του γιατρού που συνοδεύει τον ασθενή στην έξοδο, επειδή ο ίδιος ο γιατρός πρέπει ν’ ασχοληθεί µε τον επόµενο ασθενή. Έκανα µια χειρονοµία, όχι απολογητική, µια χειρονοµία που έλεγε ότι µπορούσαν τώρα αυτός κι η κόρη του να φύγουν µε αξιοπρέπεια. «Κάτι τέτοιες στιγµές αναρωτιέσαι γιατί τα κάνεις όλα αυτά» στέναξε ο αδερφός µου όταν µείναµε πάλι οι δυο µας και έβαλε το κινητό στην τσέπη του. «Χριστέ µου, αυτοί είναι οι χειρότεροι! Οι κολλητσίδες. Αν ήταν τουλάχιστον λίγο πιο όµορφο το κορίτσι…» Μου ’κλεισε το µάτι. «Ω,
συγγνώµη, Πάουλ, το ξέχασα, εσένα αυτές σ’ αρέσουν, οι ντροπαλές». Χαχάνισε µε το ίδιο του το αστείο, κι εγώ χαχάνισα µαζί του, κοιτάζοντας ταυτόχρονα προς την πόρτα του εστιατορίου να δω αν έρχονταν η Κλερ και η Μπαµπέτ. Πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίµενα, ο Σερζ σοβάρεψε ξανά. Ακούµπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι, ένωσε τ’ ακροδάχτυλά του και είπε: «Λοιπόν; Τι λέγαµε;». Κι εκείνη τη στιγµή ήρθαν για να φέρουν το κυρίως πιάτο.
18
Και τώρα; Τώρα στεκόµουν έξω και κοίταζα από µακριά τον αδερφό µου, ο οποίος καθόταν ολοµόναχος στο τραπέζι µας. Ήταν µεγάλος ο πειρασµός να µείνω εδώ την υπόλοιπη βραδιά – ή έστω να µην ξαναγυρίσω στο εστιατόριο. Άκουσα έναν ηλεκτρονικό ήχο που στην αρχή δεν αναγνώρισα. Ακολούθησαν κι άλλοι, και όλοι µαζί σχηµάτισαν κάτι σαν µελωδία. Πιο πολύ θύµιζε κουδούνισµα κινητού, αλλά όχι του δικού µου. Παρ’ όλα αυτά ο ήχος ερχόταν από τη δική µου
τσέπη, αν και ήταν η δεξιά µου τσέπη: είµαι αριστερόχειρας, το κινητό µου το βάζω πάντα στην αριστερή µου τσέπη. Γλίστρησα το χέρι µου –το δεξί µου χέρι– στην τσέπη κι έπιασα, εκτός από το γνώριµο µπρελόκ µε τα κλειδιά του σπιτιού µου και κάτι σκληρό, που ήξερα ότι ήταν ένα ανοιχτό κουτάκι Stimorol, ένα αντικείµενο που µπορούσε να είναι µόνο κινητό τηλέφωνο. Πριν καν τραβήξω το χέρι µε το κινητό που κουδούνιζε, είχα καταλάβει τι είχε συµβεί. Το πώς είχε καταλήξει στην τσέπη µου το τηλέφωνο του Μισέλ δεν µπορούσα να το εξηγήσω µε την πρώτη, βρισκόµουν όµως αντιµέτωπος µε το απλό γεγονός πως κάποιος καλούσε τον Μισέλ στο κινητό του. Ο ήχος της κλήσης ακουγόταν αρκετά δυνατός τώρα που δεν ήταν πλέον χωµένο στην τσέπη µου, τόσο δυνατός, που φοβήθηκα ότι θα τον άκουγαν ως την άλλη άκρη του πάρκου. «Γαµώτο!» είπα. Το καλύτερο, φυσικά, θα ήταν να τ’ αφήσω να χτυπάει, ώσπου να περάσει από µόνο του την κλήση στον τηλεφωνητή. Από την άλλη, ήθελα να σταµατήσει να χτυπάει εδώ και τώρα. Από την άλλη, ήµουν περίεργος να δω ποιος καλούσε.
Κοίταξα την οθόνη, µήπως αναγνώριζα το όνοµα, αλλά δεν χρειάστηκε να διαβάσω το όνοµα. Η οθόνη ήταν φωτεινή στο σκοτάδι, κι όσο κι αν ήταν θαµπά τα χαρακτηριστικά, δεν δυσκολεύτηκα καθόλου ν’ αναγνωρίσω το πρόσωπο της γυναίκας µου. Για κάποιον λόγο η Κλερ καλούσε τον γιο της. Κι ένας µόνο τρόπος υπήρχε να µάθω τι τον ήθελε. «Κλερ;» είπα, αφού σήκωσα το καπάκι. Δεν ακούστηκε τίποτα. «Κλερ;» ξανάπα. Κοίταξα γύρω µου, δεν µου φαινόταν απίθανο να ξεπροβάλει ξαφνικά η γυναίκα µου πίσω από κάποιο δέντρο – ότι ήταν ένα αστείο, αν και ένα αστείο που εκείνη τη στιγµή δεν µπορούσα ακόµη να το καταλάβω. «Μπαµπά;» «Μισέλ! Πού είσαι;» «Σπίτι. Ήµουν… Δεν… Εσύ πού είσαι;» «Στο εστιατόριο. Αφού σου το ’παµε. Αλλά πώς…» Πώς κι έχω εγώ το κινητό σου; ήθελα να ρωτήσω – αλλά ξαφνικά δεν µου φάνηκε καλή ιδέα. «Τι κάνεις εσύ µε το κινητό µου;» ρώτησε τότε ο γιος µου. Δεν ακουγόταν αγανακτισµένος, µάλλον έκπληκτος, όπως κι εγώ.
Στο δωµάτιό του νωρίτερα το απόγευµα, το κινητό του πάνω στο τραπέζι… Τι έκανες εδώ; Είπες ότι µ’ έψαχνες. Γιατί µ’ έψαχνες; Είχα ακόµη το κινητό του στα χέρια µου εκείνη τη στιγµή; Ή το είχα ήδη αφήσει στο τραπέζι; Απλώς σ’ έψαχνα. Μήπως το είχα;… Μα τότε πρέπει να φορούσα ήδη το σακάκι µου. Ποτέ δεν φορούσα σακάκι µέσα στο σπίτι. Προσπάθησα να σκεφτώ γιατί είχα ανέβει στο δωµάτιο του γιου µου φορώντας το σακάκι µου. «Δεν έχω ιδέα» είπα στο µεταξύ όσο πιο ανέµελα µπορούσα. «Απορώ το ίδιο όπως κι εσύ. Εντάξει, µοιάζουν κάπως τα κινητά µας, αλλά δεν µπορώ να φανταστώ σχεδόν ότι…» «Δεν το ’βρισκα πουθενά» µε διέκοψε ο Μισέλ. «Κι έτσι κάλεσα από το σταθερό το νούµερό µου, µήπως τ’ ακούσω κάπου να χτυπάει». Η φωτογραφία της µάνας του στην οθόνη. Είχε τηλεφωνήσει από το σταθερό. Η οθόνη του κινητού του εµφάνιζε τη φωτογραφία της µάνας του όταν τον καλούσε κάποιος από το σταθερό του σπιτιού µας. Όχι του πατέρα του, πέρασε αστραπιαία η σκέψη από το µυαλό µου. Ή και των δυο µας. Την ίδια στιγµή συνειδητοποίησα πόσο γελοία θα ήταν µια φωτογραφία των γονιών του στον καναπέ του σαλονιού, να χαµογελούν
αγκαλιασµένοι: ένας ευτυχισµένος γάµος. Ο µπαµπάς και η µαµά µου τηλεφωνούν. Ο µπαµπάς και η µαµά θέλουν να µου µιλήσουν. Ο µπαµπάς και η µαµά µ’ αγαπούν πιο πολύ από καθετί στον κόσµο. «Συγγνώµη, παιδί µου. Απλώς έκανα τη βλακεία κι έβαλα το κινητό σου στην τσέπη µου. Ο πατέρας σου αρχίζει και γερνάει». Το σπίτι ήταν η µαµά. Το σπίτι ήταν η Κλερ. Δεν ένιωθα παραµερισµένος, διαπίστωσα, µε καθησύχαζε µάλιστα η ιδέα. «Δεν θ’ αργήσουµε. Σε µια δυο ωρίτσες θα σου το επιστρέψω». «Πού είσαστε; Α, ναι, βγήκατε για φαγητό, µου το είπες. Σ’ εκείνο το εστιατόριο στο πάρκο, απέναντι από…» Ο Μισέλ είπε το όνοµα του καφέ για απλούς ανθρώπους. «Είναι πολύ κοντά». «Μην κάνεις τον κόπο. Σε λίγο θα είµαστε σπίτι. Σε µια ωρίτσα το πολύ». Εξακολουθούσα να ακούγοµαι ανέµελος; Ευδιάθετος; Ή φαινόταν από τον τόνο της φωνής µου ότι προτιµούσα να µην έρθει στο εστιατόριο για να πάρει το κινητό του; «Δεν µπορώ να περιµένω τόσο. Έχω… έχω ανάγκη τον κατάλογο, πρέπει να πάρω κάποιον». Τον άκουσα να κοµπιάζει ή έκανε διακοπές η
σύνδεση; «Να το κοιτάξω εγώ και να σου το πω, αν θέλεις. Αν µου πεις ποιο νούµερο χρειάζεσαι…» Όχι, ο τόνος της φωνής µου ήταν τελείως λάθος. Ούτε καν το ήθελα να είµαι τέτοιος άνετος πατέρας: ένας πατέρας που έχει το δικαίωµα να ψαχουλεύει το κινητό του γιου του, αφού πατέρας και γιος «δεν έχουν µυστικά µεταξύ τους». Εγώ ήµουν ευγνώµων που ο Μισέλ συνέχιζε να µε φωνάζει «µπαµπά» και όχι «Πάουλ». Όλη αυτή η ιστορία µε τα παιδιά να φωνάζουν τους γονείς τους µε τα µικρά τους ονόµατα για µένα ήταν πάντα κάτι που δεν µου πήγαινε καθόλου: εφτάχρονα παιδιά να φωνάζουν τον µπαµπά τους Γιόρις ή τη µαµά τους Βίλµα… Ήταν κακώς εννοούµενη άνεση και τελικά στρεφόταν πάντα εναντίον των υπερβολικά άνετων γονιών. Ένα βήµα µόνο χώριζε το «Γιόρις» και το «Βίλµα» από τις αντιρρήσεις τύπου: «Αφού σου ’πα, Γιόρις, θέλω φιστικοβούτυρο!» Και η φέτα µε τις σοκολατένιες τρουφίτσες γύριζε πίσω στην κουζίνα και κατέληγε στον σκουπιδοτενεκέ. Είχα δει συχνά στον περίγυρό µου γονείς να γελούν σαν χαζοί όταν τα παιδιά τους τους µιλούσαν σ’ αυτόν τον τόνο. «Α, στην εποχή µας
µπαίνουν στην εφηβεία όλο και νωρίτερα» έλεγαν για να τα δικαιολογήσουν. Στην πραγµατικότητα δεν κοιτούσαν πέρα από τη µύτη τους, ή απλώς ήταν πολύ δειλοί για να παραδεχτούν ότι µόνοι τους έχουν προκαλέσει αυτή την τροµοκρατία. Στα µύχια της καρδιάς τους, φυσικά, ήλπιζαν ότι τα παιδιά τους θα συνέχιζαν να τους συµπαθούν για περισσότερο καιρό ως Γιόρις και Βίλµα, απ’ ό,τι θα το έκαναν αν ήταν ο Μπαµπάς και η Μαµά. Ένας πατέρας που έψαχνε το κινητό του δεκαπεντάχρονου γιου του γινόταν επικίνδυνος. Θα έβλεπε µε µια µατιά πόσα κορίτσια είχε ο γιος στις Επαφές του ή ποιες πικάντικες φωτογραφίες είχε κατεβάσει για φόντο στην οθόνη του. Όχι, ο γιος µου κι εγώ αντιθέτως είχαµε µυστικά ο ένας από τον άλλο, σεβόµασταν ο ένας την προσωπική ζωή του άλλου, χτυπούσαµε την πόρτα του δωµατίου του άλλου όταν τη βρίσκαµε κλειστή. Και δεν µπαινοβγαίναµε ποτέ γυµνοί στο µπάνιο, χωρίς µια πετσέτα τυλιγµένη στη µέση µας, µε τη δικαιολογία πως δεν είχαµε τίποτα να κρύψουµε, όπως συνήθιζαν στις οικογένειες τύπου Γιόρις και Βίλµα – όχι, όχι, ειδικά αυτό το τελευταίο! Αλλά εγώ είχα ήδη ψάξει το κινητό του Μισέλ.
Είχα δει πράγµατα που δεν προορίζονταν για τα δικά µου µάτια. Για τον Μισέλ ήταν προφανώς ζήτηµα ζωής και θανάτου να µην αφήσει το κινητό του στα χέρια µου ούτε λεπτό πέρα από το απολύτως απαραίτητο. «Όχι, µπαµπά, δεν πειράζει. Έρχοµαι να το πάρω τώρα». «Μισέλ;» είπα, αλλά είχε ήδη κλείσει. «Γαµώτο!» φώναξα για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ, και την ίδια στιγµή είδα την Κλερ και την Μπαµπέτ να προβάλλουν πίσω από τον ψηλό φράχτη. Η γυναίκα µου είχε περασµένο το χέρι της γύρω από τους ώµους της συννυφάδας της. Κράτησε µόνο λίγα δευτερόλεπτα: κατά τη διάρκειά τους ζύγισα µε το µυαλό µου την πιθανότητα να οπισθοχωρήσω και να χωθώ στους θάµνους. Μετά θυµήθηκα γιατί είχα βγει στον κήπο: για να ψάξω την Κλερ και την Μπαµπέτ. Θα µπορούσαν να έχουν εξελιχθεί πολύ χειρότερα τα πράγµατα. Θα µπορούσε να µ’ έχει δει η Κλερ να µιλάω στο κινητό του Μισέλ. Θα αναρωτιόταν τότε σε ποιον τηλεφωνούσα εδώ, έξω από το εστιατόριο – στα κρυφά! «Κλερ!» Κούνησα το χέρι µου. Μετά προχώρησα προς το µέρος τους. Η Μπαµπέτ κρατούσε ακόµη ένα µαντίλι στη
µύτη της, αλλά δεν έβλεπα δάκρυα πια. «Πάουλ…» είπε η γυναίκα µου. Με κοίταζε κατάµατα λέγοντας το όνοµά µου. Πρώτα σήκωσε το βλέµµα της ψηλά κι ύστερα αναστέναξε βουβά. Ήξερα τι σήµαινε αυτό, την είχα δει πολλές φορές να το κάνει: για παράδειγµα, τότε που η µαµά της είχε πάρει υπερβολική δόση υπνωτικά στο γηροκοµείο. Τα πράγµατα είναι πολύ χειρότερα απ’ όσο νόµιζα, έλεγαν τα µάτια και ο αναστεναγµός της. Τώρα µε κοίταξε και η Μπαµπέτ και κατέβασε το µαντίλι από τη µύτη της. «Ω, Πάουλ» είπε. «Καλέ µου, καλέ µου Πάουλ…» « Ήρθε… ήρθε το κυρίως πιάτο» είπα εγώ.
19
Στην τουαλέτα των αντρών δεν ήταν κανείς. Δοκίµασα τις πόρτες και στα τρία κλειστά αποχωρητήρια: ήταν και τα τρία ελεύθερα. Προχωρήστε εσείς, είχα πει στην Κλερ και στην Μπαµπέτ µπαίνοντας στο εστιατόριο. Αρχίστε χωρίς εµένα, έρχοµαι αµέσως. Γλίστρησα στο κουβούκλιο που ήταν πιο µακριά από την είσοδο του WC και κλείδωσα την πόρτα. Για τους τύπους κατέβασα το παντελόνι µου και κάθισα στη λεκάνη. Το σώβρακό µου δεν το κατέβασα.
Έβγαλα το κινητό του Μισέλ από την τσέπη µου και σήκωσα το καπάκι. Στην οθόνη είδα κάτι που δεν είχα δει προηγουµένως – τουλάχιστον δεν το είχα προσέξει, πριν στον κήπο. Στο κάτω µέρος της οθόνης είχε εµφανιστεί ένα µικρό λευκό παραλληλόγραµµο που έγραφε:
2 αναπάντητες κλήσεις Φάσο
Φάσο; Τι όνοµα ήταν πάλι αυτό; Ακουγότανε σαν ψευδώνυµο, ένα όνοµα που δεν υπήρχε στην πραγµατικότητα… Και ξαφνικά κατάλαβα. Φυσικά! Φάσο! Φάσο ήταν το παρατσούκλι που ο Μισέλ κι ο Ρικ είχαν δώσει στον υιοθετηµένο τους αδερφό και ξάδερφο. Στον Μπο. Λόγω της γενέτειράς του. Και λόγω του µικρού του ονόµατος: Μπο. Μπο Φάσο. Μπ. Φάσο από την Μπουρκίνα Φάσο. Το ’χαν ξεκινήσει πριν από µερικά χρόνια: τουλάχιστον τότε ήταν η πρώτη φορά που τους
άκουσα εγώ να χρησιµοποιούν το παρατσούκλι, στο πάρτι γενεθλίων της Κλερ. «Θέλεις, Φάσο;» άκουσα τον Μισέλ να ρωτάει, προσφέροντας στον Μπο µια κόκκινη πλαστική σαλατιέρα µε ποπκόρν. Ο Σερζ, που στεκόταν εκεί δίπλα, τον άκουσε κι αυτός. «Σε παρακαλώ» είπε. «Μην τον ξαναφωνάξεις έτσι. Το όνοµά του είναι Μπο». Ο Μπο ο ίδιος δεν έδειξε καθόλου ενοχληµένος από το παρατσούκλι του. «Δεν πειράζει, µπαµπά» είπε στον αδερφό µου. «Πειράζει και παραπειράζει» είπε ο Σερζ. «Το όνοµά σου είναι Μπο. Άκου Φάσο! Δεν ξέρω… Απλώς µου φαίνεται... απλώς δεν µου φαίνεται σωστό». Ο Σερζ µάλλον ήθελε να πει «Απλώς το βρίσκω ρατσιστικό», αλλά το κατάπιε την τελευταία στιγµή. «Όλοι έχουν παρατσούκλια, µπαµπά!» Όλοι. Αυτό ήθελε ο Μπο. Ήθελε να είναι σαν όλους. Έπειτα απ’ αυτό σπάνια άκουγα τον Μισέλ και τον Ρικ να χρησιµοποιούν το παρατσούκλι όταν ήταν κι άλλοι µπροστά. Προφανώς, όµως, αυτό είχε επιβιώσει: µέχρι και στον κατάλογο επαφών του Μισέλ είχε φτάσει.
Γιατί είχε τηλεφωνήσει στον Μισέλ ο Μπο/ Φάσο; Θα µπορούσα ν’ ακούσω τον τηλεφωνητή, για να δω αν είχε αφήσει µήνυµα, αλλά τότε ο Μισέλ θα καταλάβαινε αµέσως ότι ψαχούλεψα το κινητό του. Ήµασταν κι οι δυο στη Vodafone και ήξερα απέξω τι έλεγε η κυρία στον τηλεφωνητή: Το « Έχετε ένα ΝΕΟ µήνυµα» γινόταν « Έχετε ένα ΑΠΟΘΗΚΕΥΜΕΝΟ µήνυµα», αµέσως µόλις το άκουγες. Πήγα στο Μενού, διάλεξα το File Manager κι αποκεί πέρασα στα Videos. Ένα καινούργιο µενού εµφανίστηκε: 1. Videos, 2. Downloaded videos και 3. Favourite videos. Όπως και πριν από λίγες ώρες (πριν από µια αιωνιότητα) στο δωµάτιο του Μισέλ, πάτησα το 3. Αγαπηµένα βίντεο. Πριν από µια αιωνιότητα εκεί ήταν η διαχωριστική γραµµή: µια διαχωριστική γραµµή, όπως λες «πριν ή µετά τον πόλεµο». Η ετικέτα του τελευταίου βίντεο που είχε τραβηχτεί ήταν τονισµένη µ’ ένα µπλε περίγραµµα: αυτό ήταν το βίντεο που είχα δει πριν από µια αιωνιότητα. Ανέβηκα ένα πιο πάνω, πάτησα Επιλογές και µετά Play. Ένας σταθµός. Η αποβάθρα ενός σταθµού, του
µετρό απ’ ό,τι φαινόταν. Ναι, ένας υπέργειος σταθµός του µετρό, σε κάποιο προάστιο ίσως, αν έκρινα από τις πολυκατοικίες που φαίνονταν στο βάθος. Ίσως στις νοτιονατολικές συνοικίες, ή αλλιώς στο Σλοτερβάαρτ. Καλύτερα ν’ ανοίξω τα χαρτιά µου. Αναγνώρισα τον σταθµό. Ήξερα αµέσως ποιος σταθµός ήταν και πού, και σε ποια γραµµή του µετρό – αλλά δεν θα το βγάλω στη φόρα, αυτή τη στιγµή δεν θα ωφελήσει κανέναν αν αναφέρω το όνοµα του σταθµού. Η κάµερα χαµήλωσε κι άρχισε ν’ ακολουθεί ένα ζευγάρι άσπρα αθλητικά που µετακινούνταν βιαστικά στην αποβάθρα. Έπειτα από λίγη ώρα η κάµερα ανέβηκε πάλι, και στην οθόνη φάνηκε ένας άντρας, ένας άντρας κάποιας ηλικίας, εξήντα χρονών τον έκανα, αν και µ’ ανθρώπους σαν αυτόν είναι δύσκολο να υπολογίσεις: όπως κι αν είχε το πράγµα, ήταν φανερό πως δεν ήταν ο κάτοχος των άσπρων αθλητικών. Όταν η κάµερα πλησίασε περισσότερο, µπορούσες να δεις το αξύριστο, γεµάτο κηλίδες πρόσωπό του. Ζητιάνος πιθανότατα, άστεγος. Κάτι τέτοιο. Ένιωσα την ίδια παγωνιά που είχα νιώσει νωρίτερα το απόγευµα στο δωµάτιο του Μισέλ. Αυτή την παγωνιά που ερχόταν από µέσα.
Δίπλα στο κεφάλι του άστεγου εµφανίστηκε τώρα το πρόσωπο του Ρικ. Ο γιος του αδερφού µου χασκογέλασε στην κάµερα. «Take one» είπε. «Και... action!» Μετά, χωρίς προειδοποίηση, χτύπησε µε την ανοιχτή παλάµη του τον άντρα, στο πλάι του κεφαλιού του, στο αυτί. Το χτύπηµα ήταν αρκετά δυνατό. Το κεφάλι τινάχτηκε, ο άντρας µόρφασε και σήκωσε και τα δυο του χέρια για να προστατέψει τ’ αυτιά του, σαν να ’θελε να φυλαχτεί από ένα επόµενο χτύπηµα. «You ’re a piece of shit, motherfucker!» ούρλιαξε ο Ρικ, αλλά η προφορά του δεν έπειθε κανέναν. Μιλούσε τα αγγλικά σαν ολλανδός ηθοποιός σε αµερικάνικη ή αγγλική ταινία. Η κάµερα πλησίασε ακόµα πιο πολύ, τόσο πολύ που το αξύριστο πρόσωπο του άστεγου γέµιζε ολόκληρη την οθόνη. Ανοιγόκλεινε τα υγρά κόκκινα µάτια του· τα χείλη του σάλευαν µουρµουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. «Πες Jackass» είπε µια άλλη φωνή πίσω από την κάµερα, την οποία αµέσως αναγνώρισα: ήταν η φωνή του γιου µου. Το κεφάλι του άστεγου χάθηκε κι εµφανίστηκε ξανά ο Ρικ. Ο ανιψιός µου κοίταζε την κάµερα κι έκανε επίτηδες µια χαζή γκριµάτσα. «Don’t try
this at home» είπε και σήκωσε ξανά το χέρι, έβλεπες δηλαδή το χέρι του να τινάζεται, το ίδιο το χτύπηµα δεν φάνηκε στην οθόνη. «Πες Jackass» άκουσα τη φωνή του Μισέλ. Το κεφάλι του άστεγου εµφανίστηκε ξανά στην οθόνη, κι αν έκρινα από τη γωνία λήψης –δεν φαίνονταν πια οι πολυκατοικίες πίσω του, µόνο ένα κοµµάτι γκρίζο τσιµέντο, το δάπεδο της αποβάθρας, και πιο πίσω οι ράγες– ήταν πια πεσµένος κατάχαµα. Τα χείλη του έτρεµαν, τα µάτια του ήταν κλειστά. «Τζακ… τζακ… ας» είπε. Εκεί πάγωσε η εικόνα. Στη σιωπή που ακολούθησε, δεν άκουγα πια παρά το κελάρυσµα του νερού που κυλούσε µονότονα στον τοίχο µε τα ουρητήρια. «Πρέπει να µιλήσουµε για τα παιδιά µας» είχε πει ο Σερζ – πριν από πόση ώρα; Μία ώρα; Δύο ώρες; Θα προτιµούσα να µείνω µέσα εκεί ώσπου να ξηµερώσει: να µε βρει το συνεργείο καθαρισµού. Σηκώθηκα.
20
Όταν µπήκα στην αίθουσα δίστασα. Ο Μισέλ θα έφτανε από στιγµή σε στιγµή για να πάρει το κινητό του (δεν είχε φτάσει ακόµη, πάντως, όπως είδα όταν έκανα µερικά βήµατα µπροστά, κι ύστερα σταµάτησα: στο τραπέζι µας ήταν µόνο η Κλερ, η Μπαµπέτ και ο Σερζ). Γρήγορα έκανα ένα βήµα στο πλάι και κρύφτηκα πίσω από έναν ψηλό φοίνικα. Ανάµεσα απ’ τα φύλλα του κοίταξα, αλλά δεν µου φάνηκε πως µε είχαν δει. Το καλύτερο θα ήταν, σκέφτηκα, να περιµένω
εδώ τον Μισέλ. Εδώ, στο χολ, ή στην γκαρνταρόµπα. Ακόµα καλύτερα θα ’ταν έξω φυσικά, στον κήπο. Ναι, έπρεπε να βγω στον κήπο, έτσι θα µπορούσα να προϋπαντήσω τον Μισέλ και να του δώσω εκεί το κινητό του. Ανενόχλητος από τα βλέµµατα και τις πιθανές ερωτήσεις της µαµάς, της θείας και του θείου του. Έκανα µεταβολή και βγήκα, περνώντας µπροστά από την κοπέλα στο αναλόγιο. Δεν είχα κάποιο συγκεκριµένο σχέδιο. Θα έπρεπε κάτι να πω στον γιο µου. Αλλά τι; Αποφάσισα να περιµένω πρώτα τι θα ’λεγε εκείνος – και θα πρόσεχα προπάντων τα µάτια του, αποφάσισα, τα ειλικρινή του µάτια που δεν ήξεραν να λένε ψέµατα. Κατηφόρισα το µονοπάτι µε τις ηλεκτρικές δάδες κι έστριψα αριστερά, όπως είχα κάνει και νωρίτερα. Το πιθανότερο ήταν να ακολουθούσε κι ο Μισέλ την ίδια διαδροµή µ’ εµάς και να διασχίσει το γεφυράκι απέναντι από το καφέ. Υπήρχε βέβαια κι άλλη µια είσοδος στο πάρκο, που ήταν και η κύρια είσοδος, αλλά τότε θα έπρεπε να διασχίσει µεγαλύτερη απόσταση στα σκοτεινά µε το ποδήλατό του. Φτάνοντας στο γεφυράκι, σταµάτησα και
κοίταξα γύρω µου. Δεν υπήρχε κανείς. Το φως από τις δάδες δεν έστελνε ως εδώ παρά µια αδύναµη κιτρινωπή λάµψη, όχι πιο φωτεινή από το φως µερικών κεριών. Το σκοτάδι είχε κι ένα πλεονέκτηµα. Μέσα στη µαυρίλα, όπου δεν θα µπορούσαµε να δούµε ο ένας τα µάτια του άλλου, ο Μισέλ ίσως να ήταν πιο πρόθυµος να µου πει την αλήθεια. Και µετά; Τι θα την έκανα εγώ αυτή την «αλήθεια»; Έφερα τα χέρια µου στο πρόσωπο κι έτριψα τα µάτια µου. Έπρεπε οπωσδήποτε να δείχνω νηφάλιος. Έφερα τη χούφτα µπροστά στο στόµα µου, φύσηξα και µύρισα. Ναι, η ανάσα µου µύριζε αλκοόλ, µπίρα και κρασί, αλλά λογάριασα πως συνολικά δεν είχα πιει ως τώρα πάνω από πέντε ποτήρια. Είχα σκοπό να είµαι συγκρατηµένος απόψε, να µη δώσω στον Σερζ την ευκαιρία να πάρει πόντους επωφελούµενος από τη νωθρότητά µου – ήξερα τον εαυτό µου, ήξερα ότι ένα δείπνο σε εστιατόριο απαιτούσε µια εγρήγορση και προσοχή που εγώ ήµουν ικανός να επιδείξω για περιορισµένο χρόνο· κι ότι µετά δεν θα είχα πια κουράγιο να τον βάλω στη θέση του όταν θ’ άρχιζε πάλι να µιλάει για τα παιδιά µας. Χάζευα την απέναντι πλευρά της µικρής γέφυρας και τα φώτα του καφέ πίσω από τους
θάµνους, την απέναντι πλευρά του δρόµου. Ένα τραµ πέρασε χωρίς να σταµατήσει στη στάση, µετά όλα τα τύλιξε ξανά η σιωπή. «Βιάσου!» είπα µε δυνατή φωνή. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγµή, όταν άκουσα την ίδια τη φωνή µου –όταν η ίδια η φωνή µου, θα µπορούσες να πεις, µ’ έβγαλε απότοµα από τον λήθαργο– κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Έβγαλα το κινητό του Μισέλ από την τσέπη µου και σήκωσα το καπάκι. Πίεσα τα Μηνύµατα. Και τα διάβασα και τα δύο: το πρώτο είχε έναν αριθµό τηλεφώνου και το µήνυµα ότι δεν είχε αφήσει µήνυµα. Το δεύτερο έλεγε ότι ο ίδιος αριθµός είχε αφήσει «ένα νέο µήνυµα». Συνέκρινα τις ώρες παραλαβής στο τέλος των SMS. Ανάµεσα στο πρώτο και το δεύτερο είχαν µεσολαβήσει µόνο δύο λεπτά. Είχαν έρθει και τα δύο πριν από ένα τέταρτο: την ώρα που µιλούσα µε τον γιο µου στο τηλέφωνο, λίγο πιο πέρα εδώ στο πάρκο. Πίεσα δυο φορές τις Επιλογές, µετά Διαγραφή. Μετά πληκτρολόγησα τον αριθµό του τηλεφωνητή. Όταν ο Μισέλ θα έπαιρνε το κινητό του στα χέρια του, δεν θα υπήρχαν αναπάντητες κλήσεις
στην οθόνη του κι άρα δεν θα είχε λόγο – σκέφτηκα– να ακούσει τα µηνύµατα στον τηλεφωνητή του. Προς το παρόν τουλάχιστον. «Γιο!» άκουσα αφού η γνώριµη γυναικεία φωνή του τηλεφωνητή ανήγγειλε ότι υπήρχε ένα νέο µήνυµα (και δύο αποθηκευµένα). «Γιο! Θα µε πάρεις καµιά φορά;» Γιο! Εδώ κι έξι µήνες περίπου ο Μπο είχε υιοθετήσει ένα «αφροαµερικάνικο» στιλάκι, µ’ ένα κασκέτο των Νιου Γιορκ Γιάνκις και µε το ανάλογο λεξιλόγιο. Τον είχαν φέρει από την Αφρική, και µέχρι πρόσφατα µιλούσε πάντα προσεγµένα, σωστά ολλανδικά, όχι τα ολλανδικά των απλών ανθρώπων, αλλά τα ολλανδικά που µιλούσαν στους κύκλους του αδερφού µου και της γυναίκας του: χωρίς προφορά, υποτίθεται· στην πραγµατικότητα, όµως, µε τη χαρακτηριστική προφορά της υψηλής κοινωνίας· τα ολλανδικά που ακούγονται στα γήπεδα του τένις και στην καντίνα της λέσχης του χόκεϊ. Μια µέρα ο Μπο κοιτάχτηκε προφανώς στον καθρέφτη κι αποφάσισε πως η Αφρική ήταν το συνώνυµο του αξιολύπητου και του φτωχού. Ολλανδός, όµως, δεν θα γινόταν ποτέ, όσο σωστά κι αν µιλούσε τα ολλανδικά. Ήταν απολύτως κατανοητό, εποµένως, το ότι
αναζήτησε αλλού την ταυτότητά του: στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις µαύρες γειτονιές της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες. Από την αρχή, ωστόσο, υπήρχε κάτι στη συµπεριφορά του αυτή που µε απωθούσε. Το ίδιο πράγµα που µ’ ενοχλούσε πάντα στον υιοθετηµένο γιο του αδερφού µου: κάτι στην αύρα της αγιοσύνης που τον περιέβαλλε, ας πούµε, η ικανότητά του να εκµεταλλεύεται τη διαφορετικότητά του µε τους θετούς γονείς του, τον θετό αδερφό του, τη θετή αδερφή του και τον θετό του ξάδερφο. Παλιά, όταν ήταν ακόµη µικρός, χωνόταν πολύ πιο συχνά στην αγκαλιά της «µαµάς» του απ’ ό,τι ο Ρικ ή η Βαλερί – συχνά µε κλάµατα. Η Μπαµπέτ χάιδευε τότε το µαύρο κεφαλάκι του και τον παρηγορούσε, µα στο µεταξύ κοιτούσε κιόλας γύρω της για να βρει τον ένοχο που ήταν υπεύθυνος για τη στενοχώρια του Μπο. Σχεδόν πάντα τον έβρισκε εκεί γύρω. «Τι έγινε µε τον Μπο;» ρωτούσε µ’ επικριτικό τόνο τον βιολογικό της γιο. «Τίποτα, µαµά» άκουσα κάποτε την απάντηση του Ρικ. «Απλώς τον κοίταξα». «Κατά βάθος είσαι απλώς ρατσιστής» µου είχε πει η Κλερ όταν της εµπιστεύθηκα την
αντιπάθειά µου για τον Μπο. «Καθόλου!» απάντησα. «Ρατσιστής θα ήµουν αν συµπαθούσα αυτόν τον µικρό υποκριτή απλώς και µόνο εξαιτίας του χρώµατος που έχει το δέρµα του ή εξαιτίας του τόπου καταγωγής του. Θετικός ρατσισµός. Ρατσιστής θα ήµουν αν η υποκρισία του θετού ανιψιού µας µε οδηγούσε σε συµπεράσµατα για την Αφρική γενικότερα και για την Μπουρκίνα Φάσο ειδικότερα». «Αστειευόµουν» είπε η Κλερ. Ένα ποδήλατο φάνηκε στο γεφυράκι. Ένα ποδήλατο µε το φωτάκι του αναµµένο. Δεν έβλεπα παρά τη σιλουέτα του ποδηλάτη, αλλά ήµουν ικανός ν’ αναγνωρίσω το παιδί µου ανάµεσα σε χιλιάδες, ακόµα και στα σκοτεινά. Ο τρόπος που έγερνε πάνω από το τιµόνι, σαν να ’ταν ποδηλάτης σε αγώνες, η χαλαρή άνεση µε την οποία έκανε ζιγκ ζαγκ µε το ποδήλατό του, ενώ το ίδιο το σώµα δεν κουνιόταν σχεδόν καθόλου: ήταν η στάση και οι κινήσεις ενός… ενός αρπακτικού, πέρασε αίφνης η σκέψη από το µυαλό µου, χωρίς να µπορώ να την εµποδίσω. «Ενός αθλητή» είχα σκοπό να πω – να σκεφτώ. Ενός αθλητικού τύπου. Ο Μισέλ έπαιζε ποδόσφαιρο και τένις, και πριν από έξι µήνες είχε γραφτεί σ’ ένα γυµναστήριο.
Δεν κάπνιζε, έπινε ελάχιστα και είχε εκφραστεί επανειληµµένα µε αποστροφή για κάθε είδους ναρκωτικά, µαλακά και σκληρά. «Χαµένους» αποκαλούσε τους συµµαθητές του που κάπνιζαν χόρτο, κι εµείς, η Κλερ κι εγώ, ήµασταν φυσικά χαρούµενοι. Χαρούµενοι που ο γιος µας δεν παρουσίαζε προβλήµατα συµπεριφοράς, που σπάνια έκανε κοπάνες από το σχολείο και πάντα διάβαζε τα µαθήµατά του. Δεν ήταν άριστος µαθητής, δεν έκανε την παραµικρή προσπάθεια να διαπρέψει, στην πραγµατικότητα σπάνια έκανε κάτι περισσότερο από τα απολύτως απαραίτητα, µα από την άλλη κανείς δεν είχε παράπονα απ’ αυτόν. Οι βαθµοί του κατά τη διάρκεια και στο τέλος της χρονιάς ήταν συνήθως «µέτριοι», µόνο στη γυµναστική είχε πάντα άριστα. «Αποθηκευµένο µήνυµα» είπε η γυναικεία φωνή του τηλεφωνητή. Τότε µόνο συνειδητοποίησα ότι είχα ακόµη το κινητό του Μισέλ στο αυτί µου. Ο Μισέλ ήταν ήδη στα µισά της γέφυρας. Γύρισα µε την πλάτη στη γέφυρα και κατευθύνθηκα προς το εστιατόριο. Όπως και να είχε, έπρεπε το γρηγορότερο να διακόψω τη σύνδεση και να ξαναβάλω το κινητό στην τσέπη µου.
«Εντάξει γι’ απόψε» ακούστηκε η φωνή του Ρικ. «Θα το κάνουµε απόψε. Πάρε µε. Ciao». Μετά η γυναικεία φωνή, που έδινε την ώρα και την ηµεροµηνία του µηνύµατος. Άκουσα τον Μισέλ πίσω µου, τις ρόδες του ποδηλάτου του στα χαλίκια. «Αποθηκευµένο µήνυµα» ξανάπε η γυναικεία φωνή. Ο Μισέλ έφτασε δίπλα µου. Τι έβλεπε; Έναν άντρα που έκανε µε το πάσο του έναν περίπατο στο πάρκο; Μ’ ένα κινητό στο αυτί του; Ή έβλεπε τον πατέρα του; Με ή χωρίς κινητό; «Γεια σου, αγόρι µου» ακούστηκε στο αυτί µου η φωνή της Κλερ, τη στιγµή ακριβώς που ο γιος µου µε προσπερνούσε καβάλα στο ποδήλατο. Συνέχισε ως το χαλικόστρωτο δροµάκι και κατέβηκε από το ποδήλατό του. Έριξε µια µατιά γύρω του και ύστερα προχώρησε στον χώρο αριστερά της εισόδου που είχε διαµορφωθεί ειδικά για τα ποδήλατα. «Θα είµαι σπίτι σε µια ωρίτσα. Ο µπαµπάς κι εγώ θα φύγουµε στις εφτά για το εστιατόριο και θα φροντίσω να µη γυρίσουµε πριν από τα µεσάνυχτα. Θα πρέπει, λοιπόν, να το κάνετε απόψε. Ο µπαµπάς δεν ξέρει τίποτα και θα ήθελα να µείνουν έτσι τα πράγµατα. Γεια σου, αγάπη µου. Τα λέµε σε
λίγο. Φιλάκια». Ο Μισέλ είχε κλειδώσει το ποδήλατό του και προχώρησε προς την είσοδο του εστιατορίου. Η κυρία του τηλεφωνητή έδωσε την ηµεροµηνία (σήµερα) και την ώρα (δύο το µεσηµέρι) του τελευταίου µηνύµατος. Ο µπαµπάς δεν ξέρει τίποτα. «Μισέλ!» φώναξα. Βιαστικά έχωσα το κινητό στην τσέπη µου. Εκείνος κοντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι. Του κούνησα το χέρι. Και θα ήθελα να µείνουν έτσι τα πράγµατα. Ο γιος µου κατηφόρισε το χαλικόστρωτο δροµάκι. Φτάσαµε ταυτόχρονα στην αρχή του. Εδώ είχε πολύ φως. Ίσως, όµως, χρειαζόµουν φως, πολύ φως, αναλογίστηκα. «Γεια» είπε. Φορούσε το µαύρο σκουφί της Nike, τ’ ακουστικά ήταν περασµένα γύρω από το σβέρκο του, το καλώδιο χωνόταν µέσα στον γιακά του µπουφάν του. Ένα πράσινο καπιτονέ µπουφάν Dolce & Gabbana, που είχε αγοράσει πρόσφατα µε το ποσό που του δίναµε για ρούχα. Δεν του είχε µείνει φράγκο για κάλτσες κι εσώρουχα. «Γεια σου, παιδί µου» είπα. «Είπα να βγω και να σε συναντήσω». Ο γιος µου µε κοίταξε. Με τα ειλικρινή του
µάτια. Καθάριο: αυτή ήταν η λέξη που θα περιέγραφε καλύτερα το βλέµµα του. Ο µπαµπάς δεν ξέρει τίποτα. «Μιλούσες στο τηλέφωνο» είπε. Δεν απάντησα. «Με ποιον µιλούσες;» Προσπαθούσε ν’ ακουστεί όσο το δυνατόν πιο αδιάφορος, αλλά υπήρχε ένας τόνος πιεστικός στη φωνή του. Ένας τόνος που δεν είχα ξανακούσει, κι αισθάνθηκα τις τριχούλες στο σβέρκο µου να σηκώνονται. «Εσένα προσπαθούσα να πάρω» είπα. «Αναρωτιόµουν γιατί αργούσες».
21
Να τι συνέβη. Να τα γεγονότα. Μια νύχτα, πριν από δυο µήνες περίπου, τρεις νεαροί γύριζαν σπίτι τους έπειτα από ένα πάρτι. Ένα πάρτι στην καντίνα του σχολείου όπου πήγαιναν τα δύο από τα τρία αγόρια. Τα δυο αυτά παιδιά ήταν αδέρφια. Το ένα από τα δύο ήταν υιοθετηµένο. Το τρίτο αγόρι πήγαινε σε άλλο σχολείο. Ήταν ξάδερφός τους. Αν κι ο ξάδερφος σχεδόν ποτέ δεν έπινε οινοπνευµατώδη, εκείνο το βράδυ είχε πιει
µερικές µπίρες. Όπως κι οι άλλοι δυο. Και τα δυο ξαδέρφια είχαν χορέψει µε κορίτσια. Όχι µε φιλενάδες, γιατί δεν είχαν φιλενάδα τότε – απλώς µε διάφορα κορίτσια. Ο υιοθετηµένος αδερφός είχε φιλενάδα. Το µεγαλύτερο µέρος της βραδιάς το είχε περάσει σε µια απόµερη σκοτεινή γωνιά να φιλιέται µαζί της. Η φιλενάδα δεν είχε φύγει µαζί µε τα τρία αγόρια, που έπρεπε όλα να είναι σπίτια τους πριν από τη µία. Η κοπέλα έπρεπε να περιµένει τον πατέρα της που θα περνούσε να την πάρει. Ναι µεν η ώρα ήταν ήδη µιάµιση, αλλά τ’ αγόρια ήξεραν ότι αυτή η µισή ώρα ήταν µέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι γονείς τους. Ήταν συµφωνηµένο από πριν ότι ο ξάδερφος θα κοιµόταν στο σπίτι των δυο αδερφών – οι γονείς του ξάδερφου έλειπαν λίγες µέρες στο Παρίσι, γι’ αυτό. Τους ήρθε η έµπνευση να σταµατήσουν καθ’ οδόν σε ένα καφέ για να πιουν µια τελευταία µπίρα. Αλλά επειδή τα λεφτά που είχαν µαζί τους δεν έφταναν, έπρεπε πρώτα να σηκώσουν από το αυτόµατο. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω –βρίσκονταν τώρα περίπου στα µισά του δρόµου µεταξύ σχολείου και σπιτιού– βρήκαν ένα µηχάνηµα αυτόµατης ανάληψης. Ήταν απ’ αυτά που
βρίσκονται σε θάλαµο κι έχουν εξωτερική γυάλινη πόρτα ασφαλείας. Ο ένας από τους δυο αδερφούς, ο βιολογικός αδερφός ας πούµε, πάει να πάρει λεφτά. Ο υιοθετηµένος αδερφός και ο ξάδερφος περιµένουν απέξω. Αλλά τότε ο βιολογικός αδερφός ξαναβγαίνει σχεδόν αµέσως. Κιόλας; ρωτάνε οι άλλοι. Όχι ρε, λέει ο αδερφός. Σκατά ρε, σκιάχτηκα. Γιατί; ρωτάνε οι άλλοι δυο. Εκεί µέσα, λέει ο αδερφός. Κάποιος είναι ξαπλωµένος εκεί µέσα. Το ’χει ρίξει στον ύπνο, χωµένος σ’ ένα σλίπιν µπαγκ, γαµώτο, παραλίγο να τον πατήσω στο κεφάλι. Για το τι ακριβώς συνέβη στη συνέχεια και –το κυριότερο– ποιος είχε πρώτος την ιδέα του φριχτού σχεδίου, οι απόψεις διίστανται. Και οι τρεις συµφωνούσαν ότι βροµούσε µέσα στον θάλαµο του ΑΤΜ. Μια απαίσια µπόχα: από ξερατά και ιδρώτα κι από κάτι ακόµα, που ο ένας απ’ τους τρεις περιέγραψε σαν πτωµατίλα. Έχει σηµασία αυτή η µπόχα, όποιος βροµάει δεν µπορεί να περιµένει και πολλή συµπάθεια από τους άλλους, η µπόχα µπορεί να σε τυφλώσει, όσο ανθρώπινες κι αν είναι αυτές οι µυρωδιές, ταυτόχρονα σε κάνουν να ξεχνάς την ιδέα ενός ανθρώπου από σάρκα και οστά. Αυτό
δεν είναι δικαιολογία για όσα έγιναν µετά, αλλά ούτε θα ’ταν σωστό να µην το πούµε. Τα τρία αγόρια θέλουν να σηκώσουν χρήµατα, όχι πολλά, µερικά δεκάρικα, για µια τελευταία µπίρα σ’ ένα καφέ. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να µπουν στον θάλαµο µε τέτοια µπόχα, no way, δεν αντέχεις ούτε δέκα δευτερόλεπτα εκεί µέσα χωρίς να σου ’ρθει εµετός, λες και ο χώρος είναι γεµάτος µε σκισµένες σακούλες σκουπιδιών. Μα είναι άνθρωπος: ένας άνθρωπος είναι ξαπλωµένος εκεί που ανασαίνει, ναι, που ροχαλίζει µάλιστα και βογκάει στον ύπνο του. Έλα, πάµε, λέει ο υιοθετηµένος αδερφός. Θα βρούµε άλλο µηχάνηµα. Όχι ντε, λένε οι άλλοι δυο. Αυτό παραπάει, να µην µπορείς να σηκώσεις λεφτά, επειδή κάποιος µεθυσµένος βροµιάρης στρώθηκε και κοιµάται µπροστά στο µηχάνηµα… Έλα, πάµε, ξαναλέει ο υιοθετηµένος αδερφός. Πάµε να φύγουµε. Αλλά οι άλλοι δυο δεν θέλουν να φανούν λιγόψυχοι, εδώ θα σηκώσουν λεφτά, δεν πρόκειται να περπατάνε µέσα στη νύχτα ως του διαόλου τη µάνα για να βρουν άλλο µηχάνηµα. Τώρα µπαίνει ο ξάδερφος µέσα στον θάλαµο κι αρχίζει να τραβολογάει το σλίπιν µπαγκ. Ε! Ε!
Ξυπνήστε! Σηκωθείτε! Εγώ φεύγω, λέει ο υιοθετηµένος αδερφός. Δεν τα γουστάρω κάτι τέτοια. Ω, έλα τώρα! Μην είσαι χέστης! λένε οι άλλοι δυο. Θα τελειώσουµε στο τσάκα τσάκα και µετά θα πιούµε την µπίρα µας. Αλλά ο αδερφός ξαναλέει ότι δεν τα γουστάρει κάτι τέτοια, ότι έτσι κι αλλιώς είναι κουρασµένος και δεν θέλει να πιει άλλη µπίρα – και παίρνει το ποδήλατό του και φεύγει. Ο βιολογικός αδερφός του προσπαθεί να τον κρατήσει. Περίµενε, του φωνάζει καθώς αποµακρύνεται. Μα ο υιοθετηµένος αδερφός κουνάει το χέρι του, ύστερα χάνεται στρίβοντας στη γωνία. Παράτα τον, λέει ο ξάδερφος. Είναι βαρετός. Είναι καθωσπρέπει. Είναι ένας βαρετός µαλάκας. Τώρα µπαίνουν και οι δύο στον θάλαµο. Ο αδερφός τραβάει το σλίπιν µπαγκ. Ε! Ξυπνήστε! Άι στον διάολο, λέει, άι στον διάολο, τι µπόχα! Ο ξάδερφος κλοτσάει το σλίπιν µπαγκ, στη µεριά των ποδιών. Δεν είναι στ’ αλήθεια πτωµατίλα, περισσότερο βροµάει σκουπίδια, ναι, σακούλες σκουπιδιών γεµάτες αποφάγια, δαγκωµένα κόκαλα από κοτόπουλο, µουχλιασµένα φίλτρα καφέ. Ξυπνήστε! Τώρα και οι δύο έχουν
πεισµώσει κάπως, ο ξάδερφος και ο αδερφός, εννοούν να σηκώσουν λεφτά από αυτό το ΑΤΜ κι από πουθενά αλλού. Η αλήθεια είναι πως είχαν πιει κάµποσο στο σχολικό πάρτι. Και είναι γνωστό αυτό το πείσµα, είναι το πείσµα του σουρωµένου οδηγού που επιµένει ότι είναι απόλυτα ικανός να πιάσει το τιµόνι – το πείσµα επίσης του καλεσµένου που δεν λέει να φύγει από το πάρτι των γενεθλίων σου, που πίνει ακόµα µια µπίρα («η τελευταία») και στη συνέχεια σου διηγείται για έβδοµη φορά την ίδια ιστορία. Πρέπει να σηκωθείτε, αυτό εδώ είναι ΑΤΜ. Είναι ακόµη ευγενικοί: παρά την µπόχα που τους τσούζει στα µάτια, δεν του µιλάνε στον ενικό. Ο άγνωστος, ο αόρατος µέσα στο σλίπιν µπαγκ, είναι σίγουρα µεγαλύτερός τους. Άρα κύριος, άστεγος, πάντως κύριος. Τότε ακούγονται για πρώτη φορά ήχοι από το σλίπιν µπαγκ. Οι ήχοι που θα περίµενε κανείς υπό αυτές τις συνθήκες: βογκητά, στεναγµοί, ακατάληπτο µουρµουρητό. Κάτι κουνιέται. Προς το παρόν ακούγεται σαν παιδί που δεν θέλει να σηκωθεί, που σήµερα θα προτιµούσε να µην πάει σχολείο, αλλά τότε τους ήχους ακολουθούν κινήσεις: κάτι ή κάποιος τεντώνεται και µοιάζει
να ετοιµάζεται να βγάλει το κεφάλι του ή κάποιο άλλο µέρος του κορµιού του από το σλίπιν µπαγκ. Δεν έχουν τίποτα προσχεδιασµένο, ο αδερφός και ο ξάδερφος· συνειδητοποιούν, πολύ αργά ίσως, ότι δεν θέλουν να ξέρουν τι ακριβώς κρύβεται µέσα στο σλίπιν µπαγκ. Ως τώρα δεν ήταν παρά ένα εµπόδιο, κάτι που τους έκλεινε τον δρόµο, κάτι που βροµούσε απαίσια κι όχι σαν άνθρωπος, που δεν είχε καµιά δουλειά να βρίσκεται εκεί, που έπρεπε να φύγει. Τώρα, όµως, θα πρέπει να µιλήσουν µ’ αυτό το κάτι (ή µ’ αυτόν τον κάποιον), που τον ξύπνησαν παρά τη θέλησή του, που τον έβγαλαν από τα όνειρά του… Ποιος ξέρει τι ονειρεύονται οι βροµεροί άστεγοι, µια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, µάλλον, ένα πιάτο ζεστό φαΐ, µια γυναίκα και παιδιά, ένα σπίτι µε γκαράζ, ένα καλό σκυλάκι που τους υποδέχεται κουνώντας την ουρά του, τρέχοντας στο γκαζόν µε το αυτόµατο πότισµα. Άντε γαµηθείτε! Δεν είναι κατά πρώτο η βρισιά που τους τροµάζει, είναι η φωνή. Που ακυρώνει τις συνηθισµένες προσδοκίες. Περιµένεις να δεις κάτι αξύριστο να βγαίνει µέσα από το σλίπιν µπαγκ: ιδρωµένο, µε µαλλιά τζίβα, ένα στόµα
χωρίς δόντια εκτός από κάποια µαύρα αποµεινάρια. Αλλά τούτο ακούγεται σχεδόν σαν γυναίκα… Κι αν είναι… την ίδια στιγµή το σλίπιν µπαγκ κουνιέται πάλι: ένα χέρι, κι άλλο χέρι, µπράτσο ολόκληρο, µετά το κεφάλι. Δεν φαίνεται αµέσως, ή µάλλον φαίνεται, φαίνεται από τα µαλλιά, που έχουν αραιώσει κατά τόπους. Μαύρα µαλλιά, γκρίζες τούφες, από κάτω ξεχωρίζει το γυµνό κρανίο. Οι άντρες χάνουν τα µαλλιά τους αλλιώς. Το πρόσωπο είναι βρόµικο, αξύριστο, όχι, όχι, έχει µεν τρίχες, αλλά δεν είναι σαν αυτό ενός άντρα. Άντε γαµηθείτε! Πούστηδες! Η φωνή είναι στριγκιά, η γυναίκα τινάζει ένα χέρι γύρω της, όπως διώχνει κανείς µύγες. Μια γυναίκα. Ο αδερφός και ο ξάδερφος κοιτάζονται. Ώρα να φεύγουν. Αργότερα θα τη θυµούνται και οι δυο αυτή τη στιγµή. Η ανακάλυψη πως µέσα στο σλίπιν µπαγκ κοιµόταν γυναίκα αλλάζει τα πάντα. Έλα, πάµε να φύγουµε, λέει πράγµατι ο αδερφός. Γαµώ το κέρατό σας! τσιρίζει η γυναίκα. Άντε γαµηθείτε! Άντε γαµηθείτε! Βούλωσ’ το! λέει ο ξάδερφος. Σκάσε, σου λέω! Και δίνει µια γερή κλοτσιά στο σλίπιν µπαγκ. Αλλά ο χώρος είναι περιορισµένος, µε δυσκολία στέκεται όρθιος, γλιστράει, το πόδι του φεύγει, η
µύτη του παπουτσιού περνάει ξώφαλτσα από το σλίπιν µπαγκ και πετυχαίνει τη γυναίκα κάτω από τη µύτη. Ένα χέρι µε λιγδιάρικα, πρησµένα δάχτυλα και µαύρα νύχια πιάνει τη µύτη. Που τρέχει αίµα. Μαλακισµένοι! ακούγεται, η φωνή είναι τώρα τόσο δυνατή και διαπεραστική, που µοιάζει να γεµίζει ολόκληρο τον χώρο. Φονιάδες! Καθάρµατα! Ο αδερφός τραβάει τον ξάδερφο προς την πόρτα. Πάµε να φύγουµε. Βγαίνουν, είναι έξω. Παλιοπούστηδες, µαλάκες! ακούνε ακόµη τη φωνή µέσα από τον θάλαµο του ΑΤΜ, λιγότερο δυνατή πια, αρκετά δυνατή πάντως ώστε να φτάνει ως τη γωνία του δρόµου. Αλλά είναι αργά, ο δρόµος είναι έρηµος, τρία τέσσερα παράθυρα, το πολύ, έχουν φως. Δεν ήθελα… λέει ο ξάδερφος. Γλίστρησα. Γαµώτο! Τι παλιοβρόµα! Φυσικά και όχι, λέει ο αδερφός. Φυσικά και δεν το ήθελες. Χριστέ µου, γιατί δεν βγάζει τον σκασµό; Ακόµη ακούγονται φωνές µέσα από τον θάλαµο, αλλά η πόρτα έχει κλείσει, ακούγονται πιο πνιχτές, ένα µουρµουρητό, ένα ακατάληπτο µουρµουρητό διαµαρτυρίας. Και ξαφνικά ξεσπούν σε γέλια, αργότερα θα θυµηθούν µε ακρίβεια πώς κοιταχτήκανε, τα πρόσωπά τους αναψοκοκκινισµένα από
αγανάκτηση: αυτό και το πνιχτό αγανακτισµένο µουρµουρητό πίσω από τη γυάλινη πόρτα, και πώς είχαν ξεσπάσει σε γέλια. Γέλια νευρικά. Δεν µπορούν να σταµατήσουν, αναγκάζονται να στηριχτούν στον τοίχο, µετά ο ένας στον άλλο. Ρίχνονται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, τα κορµιά τους τραντάζονται από τα γέλια. Καθάρµατα! µιµείται ο αδερφός τη στριγκιά φωνή της γυναίκας. Μαλάκες! Ο ξάδερφος κάθεται ανακούρκουδα, µετά πέφτει κάτω. Σταµάτα! Σε παρακαλώ! Σταµάτα! Θα µε πεθάνεις! Δίπλα σ’ ένα δέντρο είναι ακουµπισµένες µερικές σακούλες µε σκουπίδια και µερικά άλλα αντικείµενα, βαλµένα προφανώς εκεί για να τα πάρει το πρωί το σκουπιδιάρικο: µια καρέκλα γραφείου µε ροδάκια, µια χαρτονένια κούτα από τηλεόραση, µια λάµπα γραφείου, η καθοδική λυχνία µιας τηλεόρασης. Γελάνε ακόµη όταν σηκώνουν την καρέκλα και την κουβαλάνε µέχρι τον θάλαµο του ΑΤΜ. Παλιοπουτάνα! Παλιοβρόµα! Όσο τους επιτρέπει ο µικρός χώρος εκσφενδονίζουν την καρέκλα προς το σλίπιν µπαγκ όπου στο µεταξύ η γυναίκα έχει χωθεί ξανά. Ο ξάδερφος κρατάει την πόρτα ανοιχτή, ο αδερφός πάει και φέρνει τη λάµπα, φέρνει και
δυο σακούλες γεµάτες σκουπίδια. Το κεφάλι της γυναίκας προβάλλει και πάλι από το σλίπινγκ µπαγκ, τα µαλλιά της είναι όντως τζίβα, µοιάζουν µε χοντρές λιπαρές φέτες, έχει γένια, εκτός κι αν είναι απλώς ξεραµένες βροµιές. Με το χέρι της προσπαθεί να σπρώξει την καρέκλα µακριά της, αλλά τα καταφέρνει µόνο εν µέρει. Η πρώτη σακούλα την πετυχαίνει κατάµουτρα, το κεφάλι της τινάζεται πίσω, χτυπάει δυνατά στον ατσάλινο κάλαθο των αχρήστων που είναι στερεωµένος στον τοίχο. Ο ξάδερφος πετάει τη λάµπα γραφείου. Είναι παλιοµοδίτικο µοντέλο, µε στρογγυλό καπέλο και βάση που διπλώνει. Το καπέλο πετυχαίνει τη γυναίκα στη µύτη. Είναι ίσως περίεργο που δεν φωνάζει πια, που ο αδερφός και ο ξάδερφος δεν ακούνε πια τη στριγκιά φωνή της. Κάθεται µόνο και κουνάει ζαλισµένη το κεφάλι της, όταν η δεύτερη σακούλα χτυπάει το κεφάλι της. Παλιοπουτάνα, ας πήγαινες αλλού να την αράξεις! Άντε να βρεις καµιά δουλειά! Αυτό το «Άντε να βρεις καµιά δουλειά!» τους κάνει να λυθούν ξανά στα γέλια. Δουλειά! φωνάζει ο αδερφός. Δουλειά, δουλειά, δουλειά! Ο ξάδερφος έχει ξαναβγεί έξω, πηγαίνει στο δέντρο µε τα σκουπίδια. Παραµερίζει τη
χαρτονένια κούτα της τηλεόρασης και βλέπει το µπιτόνι. Είναι στρατιωτικό µπιτόνι, πράσινο, απ’ αυτά που βλέπεις στερεωµένα στο πίσω µέρος ενός τζιπ. Ο ξάδερφος σηκώνει το µπιτόνι από το χερούλι. Άδειο. Δεν το περίµενε άλλωστε γεµάτο, ποιος θα πετούσε ένα γεµάτο µπιτόνι στα σκουπίδια. Όχι, όχι, τι πάµε να κάνουµε; φωνάζει ο αδερφός καθώς βλέπει τον ξάδερφο να ’ρχεται µε το µπιτόνι. Τίποτα, αγόρι µου, δεν τρέχει τίποτα, είναι άδειο, τι φαντάστηκες; Η γυναίκα στο µεταξύ έχει κάπως συνέλθει. Βροµόπαιδα, σαν δεν ντρέπεστε, λέει µε φωνή που ξαφνικά είναι αναπάντεχα πολιτισµένη, µια φωνή από ένα µακρινό παρελθόν ίσως πριν αρχίσει η ελεύθερη πτώση. Βροµάει εδώ µέσα, λέει ο ξάδερφος, θα διώξουµε την µπόχα µε καπνό. Σηκώνει ψηλά το µπιτόνι. Ναι, ωραία, λέει η γυναίκα, εγώ µπορώ επιτέλους να ξανακοιµηθώ; Το αίµα κάτω από τη µύτη της έχει ξεραθεί κιόλας. Ο ξάδερφος πετάει το άδειο µπιτόνι δίπλα στο κεφάλι της –επίτηδες ίσως, ποιος ξέρει– σε απόσταση ασφαλείας, κάνει µεγάλο σαµατά µεν, αλλά σε τελική ανάλυση οι σακούλες των σκουπιδιών και η λάµπα ήταν χειρότερα. Αργότερα –λίγες βδοµάδες αργότερα– βλέπουµε
στο µαγνητοσκοπηµένο υλικό του Αναζητείται[1], της τηλεοπτικής εκποµπής που ασχολείται µε πραγµατικά εγκλήµατα, ανεξιχνίαστα από την αστυνοµία, τα δυο αγόρια να πετούν το µπιτόνι και να βγαίνουν έξω. Περνούν κάµποσα λεπτά πριν ξαναφανούν στον φακό. Στις εικόνες της κάµερας ασφαλείας στον θάλαµο του ΑΤΜ δεν φαίνεται καθόλου η γυναίκα µε το σλίπιν µπαγκ. Η κάµερα είναι στραµµένη προς την πόρτα, προς τους ανθρώπους που θέλουν να χρησιµοποιήσουν το µηχάνηµα, µπορείς να δεις ποιος σηκώνει χρήµατα, αλλά είναι σταθερή κάµερα, ο υπόλοιπος θάλαµος µένει εκτός εικόνας.
Το βράδυ που η Κλερ κι εγώ είδαµε για πρώτη φορά τις εικόνες, ο Μισέλ ήταν πάνω στο δωµάτιό του. Καθόµασταν δίπλα δίπλα στον καναπέ στο σαλόνι, µε την εφηµερίδα κι ένα µπουκάλι κόκκινο κρασί, όσο είχε µείνει µετά το βραδινό µας. Στο µεταξύ η ιστορία είχε ήδη δηµοσιευτεί σε όλες τις εφηµερίδες, είχε απασχολήσει αρκετές φορές το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, αλλά ήταν η πρώτη φορά που έδειχναν αυτές τις σκηνές. Ήταν θαµπές και
κουνηµένες, καταλάβαινες µε την πρώτη ότι ήταν εικόνες από κάµερα ασφαλείας. Μέχρι στιγµής ο κόσµος έλεγε ότι ήταν ντροπή. Πού πήγαινε ο κόσµος; Μια ανυπεράσπιστη γυναίκα… η νεολαία… αυστηρότερες ποινές – ναι, ακόµα και οι υποστηρικτές της επαναφοράς της θανατικής ποινής είχαν σηκώσει ξανά κεφάλι. Όλα αυτά µέχρι την εκποµπή Αναζητείται. Ως εκείνη τη στιγµή, δεν ήταν παρά µια είδηση, µια είδηση συνταρακτική ασφαλώς, αλλά πάντως µια είδηση που, όπως όλες τις ειδήσεις, ήταν καταδικασµένη να ξεφτίσει: Με το πέρασµα του χρόνου οι αιχµές της θα στόµωναν, ώσπου τελικά θα ξεχνιόταν τελείως, σε κάθε περίπτωση δεν ήταν αρκετά σηµαντική ώστε να καταγραφεί στη συλλογική µας µνήµη. Οι εικόνες, όµως, της κάµερας ασφαλείας άλλαξαν τα πάντα. Οι νέοι –οι δράστες– απέκτησαν πρόσωπο, έστω κι αν τα πρόσωπο αυτό δεν ήταν εύκολα αναγνωρίσιµο λόγω της κακής ποιότητας του οπτικού υλικού και του γεγονότος ότι και οι δύο φορούσαν σκουφιά, που τους κατέβαιναν ως τα φρύδια. Οι τηλεθεατές είδαν όµως κάτι άλλο: είδαν ότι οι νεαροί το διασκέδασαν µε την ψυχή τους, ότι είχαν σχεδόν διπλωθεί από τα γέλια καθώς εκσφενδόνιζαν
πρώτα την καρέκλα γραφείου, ύστερα τις σακούλες των σκουπιδιών, τη λάµπα και τέλος το άδειο µπιτόνι πάνω στο ανυπεράσπιστο, ή εν πάση περιπτώσει αόρατο θύµα τους. Τους έβλεπες –σε εικόνες κουνηµένες και ασπρόµαυρες– να σηκώνουν ψηλά τα χέρια και να χτυπούν θριαµβευτικά τις παλάµες τους, αφού πέταξαν τις σακούλες των σκουπιδιών. Να ουρλιάζουν, σίγουρα βρίζοντάς τη, στην άστεγη γυναίκα που παρέµενε εκτός κάµερας, έστω κι αν δεν είχαν ήχο. Τους έβλεπες κυρίως να γελάνε. Αυτή ήταν η στιγµή που ξύπνησε η συλλογική µνήµη. Ήταν η στιγµή που οι δυο γελαστοί νεαροί διεκδίκησαν τη θέση τους στη συλλογική µνήµη. Στο top ten της συλλογικής µας µνήµης κατέκτησαν την όγδοη θέση, µάλλον ακριβώς κάτω από τον βιετναµέζο αξιωµατικό που µε συνοπτικές διαδικασίες εκτελεί µε µια σφαίρα στο κεφάλι έναν µαχητή των Βιετκόνγκ, αλλά ίσως πάνω από τον Κινέζο µε τις νάιλον σακούλες που προσπαθεί να σταµατήσει τα τανκς στην πλατεία της Ουράνιας Ειρήνης. Κι ήταν και κάτι ακόµα που έπαιξε ρόλο: οι δυο νεαροί φορούσαν σκουφιά, αλλά ήταν από καλή οικογένεια. Ήταν λευκοί. Δεν ήταν εύκολο να πει
κανείς πώς το καταλάβαινες, ήταν δύσκολο να το προσδιορίσεις: κάτι στο ντύσιµό τους, στις κινήσεις τους. Καλοβαλµένα παιδιά. Όχι το είδος της αληταρίας που καίει αυτοκίνητα για να προκαλέσει εθνικές ταραχές. Μπόλικο χρήµα, εύποροι γονείς. Παιδιά σαν αυτά που όλοι γνωρίζουµε. Παιδιά σαν τον ανιψιό µας. Σαν τον γιο µας. Εκ των υστέρων θυµάµαι ακριβώς τη στιγµή που συνειδητοποίησα ότι δεν επρόκειτο για παιδιά σαν τον ανιψιό µας ή τον γιο µας, αλλά για τον γιο µας τον ίδιο (και για τον ανιψιό µας). Ήταν µια στιγµή παγωµένη και ασάλευτη. Με ακρίβεια δευτερολέπτου θα µπορούσα να δείξω στις εικόνες τη στιγµή που τράβηξα τα µάτια µου από την τηλεόραση και κοίταξα από το πλάι την Κλερ. Η έρευνα είναι ακόµη σε εξέλιξη, δεν θα αναφέρω λοιπόν εδώ τι µ’ έκανε να συνειδητοποιήσω (αποσβολωµένος από τη διαπίστωση) ότι παρακολουθούσα τον γιο µου να εκσφενδονίζει καρέκλες και σακούλες σκουπιδιών σε µιαν άστεγη γυναίκα. Γελώντας. Δεν θα επεκταθώ σ’ αυτό το θέµα, αφού θεωρητικά έχω πάντα τη δυνατότητα ν’ αρνηθώ τα πάντα. Αναγνωρίζετε αυτόν τον νεαρό; Είναι ο Μισέλ Λόµαν; Στην παρούσα φάση της έρευνας µπορώ
ακόµη να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι µου. Είναι δύσκολο να πω… οι εικόνες είναι πολύ θολές, δεν µπορώ να πάρω όρκο. Στη συνέχεια ήρθαν κι άλλες εικόνες, ήταν µοντάζ βέβαια, είχαν κόψει τις σκηνές όπου δεν συνέβαινε τίποτα. Έβλεπες ξανά και ξανά τα δυο αγόρια να µπαίνουν στον θάλαµο και να πετούν πράγµατα. Το χειρότερο ήταν στο τέλος, η εικόνα-κλειδί, που λέµε: η σκηνή που έκανε τον γύρο του κόσµου. Πρώτα έβλεπες να πετούν το µπιτόνι – το άδειο µπιτόνι– και µετά, αφού βγήκαν και µετά ξαναγύρισαν, να πετούν κάτι άλλο: στις εικόνες δεν φαινόταν καθαρά τι ήταν: Αναπτήρας; Σπίρτο; Έβλεπες µια ξαφνική λάµψη, µια λάµψη που φώτισε υπερβολικά προς στιγµήν την εικόνα, οπότε για µερικά δευτερόλεπτα δεν έβλεπες τίποτα απολύτως. Η οθόνη άσπρισε. Όταν η εικόνα επέστρεφε, µόλις που προλάβαινες να δεις τα δυο αγόρια που το έβαζαν στα πόδια. Δεν ξαναγύρισαν. Οι τελευταίες εικόνες δεν έδειχναν και πολλά. Ούτε καπνούς ούτε φλόγες. Η έκρηξη του µπιτονιού δεν προκάλεσε φωτιά. Εντούτοις, ακριβώς το γεγονός ότι δεν έβλεπες τίποτα έκανε τις εικόνες τόσο τροµακτικές.
Επειδή το πιο σηµαντικό συνέβη εκτός κάµερας, έπρεπε να συµπληρώσεις τα υπόλοιπα µόνος σου. Η άστεγη γυναίκα είχε πεθάνει. Κατά πάσα πιθανότητα πέθανε ακαριαία. Τη στιγµή ακριβώς που οι αναθυµιάσεις της βενζίνης από το µπιτόνι είχαν εκραγεί µπροστά στο πρόσωπό της. Το πολύ λίγα λεπτά αργότερα. Ίσως είχε προσπαθήσει να συρθεί έξω από το σλίπιν µπαγκ της. Ίσως όχι. Εκτός κάµερας. Όπως είπα, λοξοκοίταξα το πρόσωπο της Κλερ. Αν είχε γυρίσει το κεφάλι για να µε κοιτάξει, θα ήξερα. Ότι είχε δει το ίδιο που είχα δει κι εγώ. Κι εκείνη τη στιγµή η Κλερ γύρισε το κεφάλι και µε κοίταξε. Κράτησα την ανάσα µου – ή µάλλον πήρα µια ανάσα, για να µιλήσω πρώτος. Να πω κάτι – δεν ήξερα ακόµη ποιες λέξεις ακριβώς θα χρησιµοποιούσα. Κάτι που θ’ άλλαζε τη ζωή µας. Η Κλερ έπιασε το µπουκάλι το κόκκινο κρασί και το σήκωσε: λίγο είχε µείνει, µόλις µισό ποτήρι. «Το θέλεις;» µε ρώτησε. « Ή ν’ ανοίξω κι άλλο µπουκάλι;»
22
Ο Μισέλ είχε χώσει τα χέρια στις τσέπες του µπουφάν του· ήταν δύσκολο να καταλάβω αν είχε πιστέψει το ψέµα µου. Όταν γύρισε το κεφάλι του στο πλάι, το φως του εστιατορίου έπεσε στο πρόσωπό του. «Η µαµά πού είναι;» ρώτησε. Η µαµά. Η Κλερ. Η γυναίκα µου. Η µαµά είχε πει στον γιο της ότι ο µπαµπάς δεν ήξερε τίποτα. Κι ότι θα ήθελε να µείνουν έτσι τα πράγµατα. Στην αρχή της βραδιάς, στο καφέ, η γυναίκα µου µε είχε ρωτήσει αν έβρισκα κι εγώ ότι τον
τελευταίο καιρό ο γιος µας φερόταν παράξενα. Σε κρατάει σε απόσταση, αυτή ήταν η έκφραση που είχε χρησιµοποιήσει. Εσείς οι δύο µιλάτε για πράγµατα που µαζί µου δεν τα κουβεντιάζει, είχε πει. Μήπως κανένα κορίτσι; Ήταν θέατρο η ανησυχία της Κλερ για τη συµπεριφορά του Μισέλ; Μήπως οι ερωτήσεις της είχαν σκοπό να µε ψαρέψουν µόνο και µόνο για να καταλάβει πόσα ήξερα; Αν είχα την παραµικρή έστω ιδέα για το τι έκαναν στον ελεύθερο χρόνο τους ο γιος µας και ο ανιψιός µας; «Η µαµά είναι µέσα» είπα. «Με…» – πήγα να πω «Με τον θείο Σερζ και µε τη θεία Μπαµπέτ», αλλά ξάφνου µου φάνηκαν γελοίες και παιδιάστικες αυτές οι λέξεις, υπό το φως των γεγονότων. Ο «θείος» Σερζ και η «θεία» Μπαµπέτ ανήκαν στο παρελθόν: στο µακρινό παρελθόν, όταν ήµασταν ακόµη ευτυχισµένοι, πέρασε ξαφνικά η σκέψη από το µυαλό µου, και δαγκώθηκα. Έπρεπε να προσέξω να µην τρέµουν τα χείλη µου, να µη δει ο Μισέλ τα βουρκωµένα µάτια µου. «...τον Σερζ και την Μπαµπέτ» αποτέλειωσα τη φράση µου. «Μόλις µας σέρβιραν το φαγητό µας». Γελάστηκα ή ο Μισέλ ψαχούλευε όντως την
τσέπη του για να βρει κάτι; Το κινητό του ίσως; Δεν φορούσε ρολόι, χρησιµοποιούσε το κινητό του για να δει τι ώρα είναι. Θα φροντίσω να µη γυρίσουµε πριν από τα µεσάνυχτα, τον είχε βεβαιώσει η Κλερ στο µήνυµά της. Άρα πρέπει να το κάνετε απόψε. Μήπως ένιωθε την ανάγκη να δει τι ώρα ήταν, ακούγοντάς µε να λέω ότι µόλις µας είχαν σερβίρει; Να λογαριάσει πόσος χρόνος τού έµενε ως «τα µεσάνυχτα» για να κάνουν αυτό που έπρεπε να κάνουν; Όταν µε ρώτησε για τη µαµά του, ο τόνος που µε είχε τροµάξει πριν από µόλις τριάντα δευτερόλεπτα είχε χαθεί από τη φωνή του. Πού είναι η µαµά; Ο «θείος» και η «θεία» ήταν παιδιάστικες λέξεις, κι είχαν να κάνουν µε πάρτι γενεθλίων κι ερωτήσεις του τύπου «Τι θα γίνεις όταν µεγαλώσεις;». Αλλά η «µαµά» ήταν η µαµά. Η µαµά θα ήταν πάντα η µαµά. Χωρίς να το σκεφτώ άλλο, αποφάσισα ότι η στιγµή είχε έρθει. Έβγαλα το κινητό του Μισέλ από την τσέπη µου. Κοίταξε το χέρι µου, µετά σήκωσε τα µάτια. «Το κοίταξες» είπε, κι η φωνή του δεν ακουγόταν καθόλου απειλητική πια, µάλλον κουρασµένη – καρτερική. «Ναι» είπα. Ανασήκωσα τους ώµους, όπως
ανασηκώνει κανείς τους ώµους του όταν δεν γίνεται πια τίποτα. «Μισέλ…» άρχισα. «Τι είδες;» Πήρε το κινητό του από το χέρι µου, άνοιξε το καπάκι, το ’κλεισε πάλι. «Είδα… το ΑΤΜ… και τον ζητιάνο στον σταθµό του µετρό…» Έκανα έναν µορφασµό. Έναν µορφασµό αρκετά χαζό, υποπτευόµουνα, κι εντελώς άτοπο. Αλλά είχα αποφασίσει πως έτσι θα φερόµουν, πως αυτή θα ήταν η στάση µου: θα παρίστανα τον αδαή, τον ελαφρώς αφελή πατέρα που δεν το θεωρεί και τόσο τραγικό το ότι ο γιος του κακοποιεί ζητιάνους και βάζει φωτιά σε άστεγους. Ναι, η αφέλεια ήταν η καλύτερη λύση, δεν θα δυσκολευόµουν και πολύ να παραστήσω τον αφελή πατέρα, στο κάτω κάτω αυτό ήµουν: αφελής. «Jackass…» είπα συνεχίζοντας να χαµογελάω. «Ξέρει και η µαµά;» ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι µου αρνητικά. «Όχι» είπα. Τι είναι αυτό που ξέρει η µαµά; ήθελα να ρωτήσω, αλλά ήταν νωρίς για κάτι τέτοιο. Θυµήθηκα τη βραδιά που έδειξαν για πρώτη φορά στην τηλεόραση τις εικόνες από τον θάλαµο µε το ΑΤΜ. Η Κλερ είχε ρωτήσει αν ήθελα το τελευταίο κρασί, ή µήπως ν’ ανοίξει κι άλλο µπουκάλι. Μετά είχε πάει στην κουζίνα. Η
παρουσιάστρια της εκποµπής Αναζητείται προέτρεπε στο µεταξύ τους τηλεθεατές να καλέσουν το νούµερο που έβλεπαν στο κάτω µέρος της οθόνης αν είχαν οποιαδήποτε πληροφορία που θα µπορούσε να οδηγήσει στη σύλληψη των δραστών. «Μπορείτε βέβαια να τηλεφωνήσετε και στο πλησιέστερο αστυνοµικό τµήµα» πρόσθεσε καρφώνοντας πάνω µου τα ευγενή και σοκαρισµένα µάτια της. «Πού κατήντησε ο κόσµος;» ρωτούσαν αυτά τα µάτια. Όταν η Κλερ έπεσε στο κρεβάτι µ’ ένα βιβλίο, ανέβηκα και πήγα στο δωµάτιο του Μισέλ. Είδα φως κάτω από τη χαραµάδα της πόρτας του και θυµάµαι ότι έµεινα ακίνητος στον διάδροµο για ένα ολόκληρο λεπτό. Αναρωτιόµουν στα σοβαρά τι θα γινόταν αν δεν έλεγα απολύτως τίποτα. Αν συνέχιζα τη ζωή µου, όπως όλος ο κόσµος. Σκέφτηκα την ευτυχία – τα ευτυχισµένα ζευγάρια και τα µάτια του γιου µου. Μετά σκέφτηκα όλους τους άλλους που είχαν παρακολουθήσει την εκποµπή: τους µαθητές στο σχολείο του Ρικ και του Μπο που εκείνη τη συγκεκριµένη βραδιά ήταν επίσης στο πάρτι του σχολείου τους – και που είχαν ίσως δει το ίδιο που είχα δει κι εγώ. Σκέφτηκα τους ανθρώπους που έµεναν στην ίδια γειτονιά και στον ίδιο δρόµο µ’
εµάς: γείτονες και µαγαζάτορες που είχαν δει το κάπως λιγοµίλητο µα πάντα ευγενικό παιδί να περνάει σέρνοντας τα βήµατά του, µε την τσάντα της γυµναστικής, το καπιτονέ µπουφάν του και το σκουφί του. Τέλος σκέφτηκα τον αδερφό µου. Δεν ήταν κι ο πιο έξυπνος του κόσµου, κατά µία έννοια θα µπορούσες µάλιστα να τον πεις καθυστερηµένο. Αν οι δηµοσκοπήσεις έπεφταν µέσα, µετά τις επόµενες εκλογές θα ορκιζόταν ως ο νέος πρωθυπουργός της χώρας. Το είχε δει; Η Μπαµπέτ το είχε δει; Ένας ξένος δεν θ’ αναγνώριζε ποτέ τα παιδιά µας βασιζόµενος αποκλειστικά στις εικόνες της κάµερας ασφαλείας, είπα στον εαυτό µου, αλλά ένας γονιός – ένας γονιός έχει το χάρισµα να αναγνωρίζει το παιδί του ανάµεσα σε χιλιάδες: σε µια πλαζ γεµάτη κόσµο, σε µια παιδική χαρά, σε θολές ασπρόµαυρες εικόνες… «Μισέλ! Είσαι ξύπνιος;» Χτύπησα την πόρτα του και µου άνοιξε. «Μπαµπά! Θεέ µου!» είπε βλέποντας το πρόσωπό µου. «Τι συµβαίνει;» Μετά όλα έγιναν σχετικά γρήγορα, πιο γρήγορα απ’ όσο περίµενα πάντως. Κατά κάποιον τρόπο έδειχνε µάλιστα ανακουφισµένος που τώρα
υπήρχε κάποιος ακόµα που ήξερε. «Θεέ µου» επανέλαβε κάµποσες φορές. «Θεέ µου, αλήθεια… Νιώθω πολύ περίεργα που το συζητάµε τώρα αυτό, οι δυο µας». Το έλεγε λες κι ήταν απλώς κάτι περίεργο: Σαν να κουβεντιάζαµε, ας πούµε, µε λεπτοµέρειες τις προσπάθειές του να ρίξει ένα κορίτσι σε κάποιο πάρτι του λυκείου. Κατά βάθος είχε δίκιο βέβαια, µέχρι στιγµής ποτέ δεν είχα επιχειρήσει να του συζητήσω τέτοιου είδους θέµατα. Το περίεργο ήταν κυρίως ότι από την αρχή διέκρινα µια ορισµένη επιφυλακτικότητα από πλευράς µου. Λες και του έδινα το δικαίωµα να µην πει σ’ εµένα, τον πατέρα του, όσα του ήταν υπερβολικά επώδυνα. «Δεν το ξέραµε» είπε. «Πού να το ξέρουµε ότι το µπιτόνι είχε ακόµη κάτι µέσα; Ήταν άδειο, τ’ ορκίζοµαι, ήταν άδειο!» Είχε καµιά σηµασία αν αυτός κι ο ξάδερφός του αγνοούσαν πράγµατι το γεγονός ότι ακόµα και τ’ άδεια µπιτόνια µπορούν να εκραγούν ή αν παρίσταναν απλώς τους ανίδεους για κάτι που µάλλον το ξέρει όλος ο κόσµος; Δηµιουργούνται αέρια, αναθυµιάσεις, ποτέ µην πλησιάζεις αναµµένο σπίρτο σε άδειο δοχείο από βενζίνη. Γι’ αυτό δεν απαγορεύεται να χρησιµοποιούµε τα
κινητά µας στα βενζινάδικα; Εξαιτίας των αναθυµιάσεων και του κινδύνου µιας έκρηξης. Σωστά; Αλλά δεν τα είπα όλα αυτά. Δεν προσπάθησα καν να ανατρέψω τα επιχειρήµατα µε τα οποία ο Μισέλ ήθελε να υποστηρίξει την αθωότητά του. Σε τελική ανάλυση, πόσο αθώος ήταν; Είσαι αθώος όταν πετάς µια λάµπα γραφείου στο κεφάλι κάποιου και ένοχος αν κατά λάθος βάζεις φωτιά στον ίδιο άνθρωπο; «Η µαµά το ξέρει;» Μάλιστα, αυτό ρώτησε. Ήδη από τότε. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι µου. Μείναµε έτσι για κάµποση ώρα στο δωµάτιό του, αµίλητοι, ο ένας απέναντι στον άλλο, κι οι δυο µε τα χέρια στις τσέπες. Δεν του έκανα άλλες ερωτήσεις. Δεν τον ρώτησα, ας πούµε, τι τον είχε πιάσει. Τι στην ευχή σκέφτονταν αυτός κι ο ξάδερφός του όταν άρχισαν να πετάνε πράγµατα στην άστεγη γυναίκα. Εκ των υστέρων είµαι σχεδόν βέβαιος πως εκείνη τη στιγµή σ’ εκείνο το δωµάτιο, κατά τη διάρκεια των λίγων λεπτών της σιωπής µε τα χέρια µας στις τσέπες, πήρα την απόφασή µου. Θυµήθηκα τότε που ο Μισέλ είχε στείλει µε µια κλοτσιά την µπάλα του στην τζαµαρία ενός
καταστήµατος µε ποδήλατα – οχτώ χρονών ήταν. Μαζί είχαµε πάει στον µαγαζάτορα να του προτείνουµε να πληρώσουµε τη ζηµιά. Αλλά του µαγαζάτορα δεν του έφτανε αυτό. Άρχισε να τα ψέλνει στους «αλητάµπουρες» που έπαιζαν ποδόσφαιρο έξω από το µαγαζί του κάθε µέρα και κλοτσούσαν την µπάλα τους «επίτηδες» πάνω στην τζαµαρία του. Αργά ή γρήγορα κάποια µπαλιά θα του ’σπαγε το τζάµι, είπε, ήταν µαθηµατικά βέβαιο. «Κι αυτό ακριβώς θέλουν τα βροµόπαιδα» πρόσθεσε. Κρατούσα τον Μισέλ από το χέρι ενώ ακούγαµε τον ιδιοκτήτη του ποδηλατάδικου. Ο οχτάχρονος γιος µου είχε κατεβάσει τα µάτια και κάρφωνε ένοχα το πάτωµα ενώ πού και πού µου ’σφιγγε τα δάχτυλα. Αυτός ο συνδυασµός, του ξινισµένου µαγαζάτορα που έβαζε τον Μισέλ στο ίδιο καλάθι µε τα «βροµόπαιδα» και του γιου µου που κρατούσε τόσο εµφανώς ένοχη στάση, ήταν η σπίθα που µου ’βαλε φωτιά. «Α, θα βγάλεις τον σκασµό καµιά φορά;» είπα. Ο µαγαζάτορας στεκόταν όρθιος πίσω από τον πάγκο του, και στην αρχή θα ’λεγες ότι νόµιζε πως δεν είχε ακούσει καλά. «Τι είπατε;» ρώτησε. «Με άκουσες, µαλάκα. Ήρθα εδώ µε τον γιο
µου να σου προσφέρω χρήµατα για την κωλοτζαµαρία σου κι όχι να σ’ ακούσω να βρίζεις τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο. Και τι έγινε, κερατά; Μια µπάλα έσπασε ένα τζάµι. Αυτό δεν σου δίνει το δικαίωµα ν’ αποκαλείς “βροµόπαιδο” ένα αγόρι οχτώ χρονών. Ήρθα εδώ να σε αποζηµιώσω, αλλά τώρα δεν θα σου δώσω δεκάρα. Κόψε το σβέρκο σου και βρες τα χρήµατα». «Δεν σας επιτρέπω να µε προσβάλλετε, κύριε» είπε κι έκανε να βγει από πίσω από τον πάγκο του. «Αυτά τα αλητόπαιδα έσπασαν το τζάµι µου, δεν το έσπασα εγώ». Δίπλα στον πάγκο ήταν αφηµένη µια τρόµπα ποδηλάτου, ένα κλασικό όρθιο µοντέλο, µε την ίδια την τρόµπα βιδωµένη πάνω σε µια σανίδα. Έσκυψα και σήκωσα την τρόµπα. «Μείνε εκεί που είσαι, το καλό που σε θέλω» είπα ήρεµα. «Προς το παρόν η µοναδική ζηµιά είναι ένα τζάµι». Κάτι στη φωνή µου, το θυµάµαι ακόµη, έκανε τον έµπορο των ποδηλάτων πρώτα να κοντοσταθεί κι ύστερα να κάνει ένα βήµα πίσω γυρίζοντας στη θέση του πίσω από τον πάγκο. Πράγµατι είχα ακουστεί αφύσικα ήρεµος. Δεν ήµουν έξαλλος, το χέρι µε το οποίο κρατούσα την
τρόµπα δεν έτρεµε καθόλου. Ο µαγαζάτορας µου είχε απευθυνθεί αποκαλώντας µε κύριο· κι ίσως έµοιαζα µε κύριο, αλλά δεν ήµουν. « Ήρεµα, ήρεµα» είπε. «Μην κάνουµε βλακείες, εντάξει;» Ένιωσα το χέρι του Μισέλ στα δάχτυλά µου. Μ’ έσφιξε ξανά, πιο δυνατά από πριν. Τον έσφιξα κι εγώ. «Πόσο κάνει το τζάµι;» Ανοιγόκλεισε τα µάτια του. « Έχω ασφάλεια» είπε. «Άλλο είναι το θέµα…» «Δεν ρώτησα αυτό. Ρώτησα πόσο κάνει». «Εκατό… εκατόν πενήντα φιορίνια. Διακόσια σύνολο, µαζί µε τα εργατικά και λοιπά». Για να βγάλω τα χαρτονοµίσµατα από την τσέπη µου, έπρεπε ν’ αφήσω το χέρι του Μισέλ. Άφησα δυο κατοστάρικα πάνω στον πάγκο. «Ορίστε. Γι’ αυτό ήρθα. Κι όχι για ν’ ακούσω τις αρρωστηµένες µαλακίες σου για τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο». Άφησα την τρόµπα στη θέση της. Ένιωθα κουρασµένος. Και λυπηµένος. Ήταν το ίδιο αίσθηµα κούρασης και λύπης που νιώθεις όταν χάνεις µια µπαλιά στο τένις: σκοπεύεις να καρφώσεις την µπάλα µε δύναµη, αστοχείς, το χέρι σου µε τη ρακέτα συναντάει το κενό και
σκίζει άσκοπα τον αέρα. Εκείνη τη στιγµή ήµουν σίγουρος, κι είµαι ακόµη, ότι ενδόµυχα λυπήθηκα που ο µαγαζάτορας υποχώρησε τόσο εύκολα. Νοµίζω ότι θα είχα νιώσει πολύ µικρότερη κούραση αν είχα την ευκαιρία να χρησιµοποιήσω την τρόµπα. «Λοιπόν: το τακτοποιήσαµε µια χαρά, έτσι, αγάπη µου;» ρώτησα τον Μισέλ καθώς γυρίζαµε στο σπίτι. Ο Μισέλ µ’ είχε πιάσει ξανά από το χέρι, αλλά δεν απάντησε. Όταν κοίταξα στο πλάι, είδα πως είχε δάκρυα στα µάτια του. «Τι είναι, παιδί µου;» ρώτησα. Σταµάτησα και γονάτισα µπροστά του. Ο Μισέλ δάγκωσε το χείλι του και µετά ξέσπασε κανονικά σε λυγµούς. «Μισέλ!» είπα. «Μισέλ, άκουσέ µε. Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν κακός. Αυτό του είπα. Δεν έκανες τίποτα κακό εσύ. Κλότσησες µια µπάλα και η µπάλα έσπασε το τζάµι. Ατύχηµα ήταν. Ατυχήµατα συµβαίνουν, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι έχει δικαίωµα να µιλάει έτσι για σένα». «Μαµά» είπε µέσα στ’ αναφιλητά του. «Μαµά…» Ένιωσα κάτι µέσα µου να κοκαλώνει, ή µάλλον κάτι ανώνυµο και αόριστο να ξεδιπλώνεται µέσα
µου και ν’ ανοίγει, ένα κιγκλίδωµα, αντίσκηνο, µια οµπρέλα – φοβήθηκα ότι δεν θα κατάφερνα να ξανασηκωθώ. «Τη µαµά; Θέλεις τη µαµά;» Κούνησε ζωηρά το κεφάλι του και µε τα δάχτυλά του έτριψε τα µάγουλά του. «Τότε πάµε γρήγορα να βρούµε τη µαµά;» πρότεινα. «Και να της τα πούµε όλα; Τι κάναµε οι δυο µας;» «Ναι» είπε µε ψιλή φωνούλα. Όταν σηκώθηκα, νόµισα πως άκουσα κυριολεκτικά κάτι να σπάει στη σπονδυλική µου στήλη – ή κι ακόµα πιο βαθιά. Πήρα τον Μισέλ από το χέρι και αρχίσαµε να περπατάµε. Στη γωνία του δρόµου µας τον κοίταξα από το πλάι· το πρόσωπό του ήταν ακόµη υγρό και κόκκινο από τα δάκρυα, αλλά είχε σταµατήσει το κλάµα. «Είδες πώς φοβήθηκε ο τύπος;» είπα. «Δεν χρειάστηκε να κάνουµε σχεδόν τίποτα. Καλά καλά δεν ήθελε ούτε να του πληρώσουµε το τζάµι. Αλλά αυτό δεν το βρίσκω σωστό. Όταν σπάµε κάτι, έστω και κατά λάθος, πρέπει να πληρώνουµε τη ζηµιά». Ο Μισέλ δεν είπε τίποτα, ώσπου φτάσαµε στην πόρτα µας. «Μπαµπά;»
«Ναι;» «Θα τον χτύπαγες στ’ αλήθεια αυτόν τον κύριο; Με την τρόµπα;» Είχα ήδη βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, αλλά γονάτισα ξανά µπροστά του. «Άκου» είπα. «Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κύριος. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα σκουπίδι που µισεί τα παιδιά που παίζουν. Το θέµα δεν είναι αν θα του έδινα πράγµατι µία στο κεφάλι µε την τρόµπα. Έτσι κι αλλιώς, θα ’φταιγε ο ίδιος. Όχι, το θέµα είναι ότι αυτός πίστεψε ότι θα τον χτύπαγα. Αυτό ήταν αρκετό». Ο Μισέλ µε κοίταξε σοβαρός, είχα διαλέξει τα λόγια µου µε προσοχή, επειδή δεν ήθελα να ξαναβάλει τα κλάµατα. Αλλά τα µάτια του είχαν σχεδόν στεγνώσει, µ’ άκουγε προσεκτικά. Και τέλος κούνησε αργά το κεφάλι του. Τον αγκάλιασα και τον έσφιξα επάνω µου. «Τι θα ’λεγες να µην πούµε τίποτα στη µαµά για την τρόµπα;» είπα. «Να το κρατήσουµε µυστικό;» Ξανακούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Το απόγευµα κατέβηκε στο κέντρο µε την Κλερ, ν’ αγοράσουν ρούχα. Το βράδυ, όταν καθίσαµε να φάµε, ήταν πιο σοβαρός και σιωπηλός απ’ ό,τι συνήθως. Κάποια στιγµή τού έκλεισα το µάτι, αλλά δεν µου το ανταπέδωσε.
Όταν ήρθε η ώρα να πάει στο κρεβάτι του, η Κλερ είχε µόλις βολευτεί στον καναπέ να δει µια ταινία που περίµενε πώς και πώς. «Κάτσε, µη σηκώνεσαι, θα τον βάλω εγώ για ύπνο» είπα. Κι έτσι µείναµε για λίγο ξαπλωµένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι του κουβεντιάζοντας: αθώες κουβεντούλες, για το ποδόσφαιρο και για ένα καινούργιο ηλεκτρονικό παιχνίδι που µάζευε λεφτά ν’ αγοράσει. Είχα αποφασίσει να µην ξαναµιλήσω για το απογευµατινό περιστατικό στο ποδηλατάδικο, αν δεν το ανέφερε ο ίδιος. Τον φίλησα, τον καληνύχτισα κι άπλωσα το χέρι µου να σβήσω τη λάµπα στο κοµοδίνο του, όταν ανασηκώθηκε και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον λαιµό µου. Μ’ έσφιξε δυνατά, ποτέ δεν µ’ είχε ξαναγκαλιάσει µε τόση δύναµη, και κόλλησε το κεφάλι του στο στήθος µου. «Μπαµπά» είπε. «Μπαµπάκα µου».
23
«Ξέρεις τι θα ’ταν το καλύτερο;» είπα εκείνο το βράδυ, στο δωµάτιό του, αφού µου διηγήθηκε όλη την ιστορία και τόνισε ακόµα µια φορά ότι ο Ρικ κι ο ίδιος µε τίποτα δεν είχαν σκοπό να βάλουν φωτιά σε κάποιον. « Ένα αστείο ήταν» είπε. «Κι έπρεπε…» –έκανε έναν µορφασµό αηδίας– «έπρεπε να ’σουνα από µια µεριά να ’βλεπες πώς βροµούσε» πρόσθεσε. Κούνησα το κεφάλι µου, είχα ήδη πάρει την απόφασή µου. Έκανα αυτό που κατά τη γνώµη µου όφειλα να κάνω ως πατέρας: µπήκα στη
θέση του γιου µου. Μπήκα στη θέση του Μισέλ: γύριζε σπίτι από το πάρτι, µαζί µε τον Ρικ και τον Μπο. Τότε θέλησαν να σηκώσουν λεφτά από το ΑΤΜ – τι βρήκαν µέσα στον θάλαµο. Μπήκα στη θέση του. Προσπάθησα να φανταστώ πώς θα αντιδρούσα αν έπεφτα εγώ πάνω σ’ εκείνο το πλάσµα µε το σλίπιν µπαγκ, που κοιµόταν εκεί µέσα· πάνω σ’ αυτή την µπόχα· πώς θα αντιδρούσα στο απλό γεγονός ότι κάποιος, ένας άνθρωπος (κι εδώ συνειδητά δεν χρησιµοποιώ όρους όπως «άστεγος» και «κλοσάρ», αλλά τη λέξη «άνθρωπος»), θεωρεί ότι οι θάλαµοι των ΑΤΜ είναι µέρη όπου µπορεί κανείς να κοιµηθεί· µια γυναίκα, που στη συνέχεια αντιδρά µε αγανάκτηση, όταν δυο νεαροί προσπαθούν να την πείσουν για το αντίθετο· µια γυναίκα, που τσαντίζεται όταν διακόπτουν τον ύπνο της. Κοντολογίς, που αντιδρά σαν κακοµαθηµένο παιδί – όπως αντιδρούν συχνά άνθρωποι που νοµίζουν ότι δικαιούνται κάτι. Δεν είχε πει ο Μισέλ ότι η γυναίκα µιλούσε «καθωσπρέπει» ολλανδικά; Σωστή προφορά, καλή οικογένεια, ίσως καταγόταν από τζάκι… Μέχρι στιγµής ελάχιστα είχαν ανακοινωθεί για το παρελθόν της άστεγης. Ίσως υπήρχαν λόγοι γι’
αυτό. Ίσως επρόκειτο για το µαύρο πρόβατο µιας εύπορης οικογένειας, της οποίας τα µέλη ήταν µαθηµένα να διατάζουν το υπηρετικό προσωπικό. Κι έπειτα… κάτι ακόµα. Στην Ολλανδία ήµασταν. Δεν ήµασταν στο Μπρονξ, δεν ήµασταν στις παραγκουπόλεις του Γιοχάνεσµπουργκ ή του Ρίο ντε Τζανέιρο. Στην Ολλανδία υπήρχε ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Κανείς δεν ήταν ανάγκη να κοιµάται στη µέση ενός θαλάµου ΑΤΜ. «Ξέρεις τι θα ’ταν το καλύτερο;» είχα πει. «Να τ’ αφήσουµε προς το παρόν χωρίς να κάνουµε τίποτα. Όσο δεν τρέχει τίποτα, δεν τρέχει τίποτα». Ο γιος µου µε κοίταξε για µερικά δευτερόλεπτα. Μάλλον ένιωθε πολύ µεγάλος για να πει «µπαµπάκα µου», αλλά στα µάτια του διάβασα δίπλα στον φόβο και ευγνωµοσύνη. «Λες;» είπε.
24
Και τώρα, στον κήπο έξω από το εστιατόριο, στεκόµασταν ξανά ο ένας απέναντι στον άλλο, αµίλητοι. Ο Μισέλ είχε ανοίξει κι είχε κλείσει κάµποσες φορές το κινητό του, ύστερα το είχε βάλει στην τσέπη του. «Μισέλ…» άρχισα. Δεν µε κοίταζε. Είχε γυρίσει το κεφάλι προς τη µεριά του πάρκου, που ήταν βυθισµένο στο σκοτάδι· στο σκοτάδι ήταν και το πρόσωπό του. «Δεν προλαβαίνω» είπε. «Πρέπει να φύγω». «Μισέλ. Γιατί δεν µου είπες τίποτα; Γι’ αυτά τα
βίντεο; Γι’ αυτό το συγκεκριµένο βίντεο; Από την αρχή; Όταν υπήρχε ακόµη καιρός;» Έτριψε τη µύτη του, κλότσησε το χαλίκι µε τα άσπρα αθλητικά παπούτσια του, ανασήκωσε τους ώµους. «Μισέλ;» Κοίταζε το έδαφος. «Δεν έχει σηµασία» είπε. Για µια στιγµή σκέφτηκα τον πατέρα που θα µπορούσα να είµαι, που ίσως όφειλα να είµαι, τον πατέρα που τώρα θα έλεγε: « Έχει και παραέχει σηµασία!». Αλλά ο καιρός των κηρυγµάτων είχε περάσει, αυτό το στάδιο το είχαµε ήδη ξεπεράσει: τότε, το βράδυ της τηλεοπτικής εκποµπής, στο δωµάτιό του. Μπορεί και πιο νωρίς ακόµα. Λίγες µέρες νωρίτερα, λίγο αφότου µου τηλεφώνησε ο Σερζ για να κανονίσουµε να φάµε στο εστιατόριο, ξαναείδα στο ίντερνετ την εκποµπή Αναζητείται. Μου φάνηκε καλή ιδέα, έλεγα πως έτσι θα ήµουν καλύτερα προετοιµασµένος για το δείπνο. «Πρέπει να µιλήσουµε» είχε πει ο Σερζ. «Για ποιο πράγµα;» είχα απαντήσει. Έκανα τον ανήξερο, µου φάνηκε πιο σώφρον. Από την άλλη άκρη της γραµµής ο αδερφός µου αναστέναξε βαθιά.
«Δεν νοµίζω πως χρειάζεται να σου πω για ποιο πράγµα» είπε. «Η Μπαµπέτ ξέρει;» ρώτησα τότε. «Ναι. Γι’ αυτό και θέλω να τα πούµε και οι τέσσερις. Μας αφορά και τους τέσσερις. Είναι παιδιά µας». Μου έκανε εντύπωση που δεν ρώτησε µε τη σειρά του αν ήξερε και η Κλερ. Προφανώς το θεωρούσε δεδοµένο – ή δεν τον ένοιαζε. Μετά είχε αναφέρει το όνοµα του εστιατορίου, του εστιατορίου όπου τον ήξεραν, είχε πει ότι η λίστα κρατήσεων, µε αναµονή ως και εφτά µήνες για ένα τραπέζι, γι’ αυτόν δεν αποτελούσε πρόβληµα. Ήξερε, άραγε, και η Κλερ; αναρωτήθηκα τώρα, ενώ κοιτούσα τον γιο µου, που ετοιµαζόταν να πάει να πάρει το ποδήλατό του και να φύγει. «Μισέλ, περίµενε µια στιγµή». Πρέπει να µιλήσουµε, θα ’λεγε ο άλλος πατέρας, ο πατέρας που δεν ήµουν. Έτσι ξαναείδα τις εικόνες από την κάµερα ασφαλείας, τους νεαρούς που γελάνε πετώντας µια λάµπα γραφείου και σακούλες σκουπιδιών στην αόρατη άστεγη. Και στο τέλος τη λάµψη από την ανάφλεξη των αναθυµιάσεων, την έκρηξη, τ’ αγόρια που το βάζουν στα πόδια, τα
νούµερα τηλεφώνου που µπορούσες να καλέσεις – ή αλλιώς µπορούσες ν’ απευθυνθείς και στο πλησιέστερο αστυνοµικό τµήµα. Τα ξαναείδα άλλη µια φορά, ειδικά το τελευταίο κοµµάτι µε το µπιτόνι και το τίναγµα αυτού που ήξερα πια πως ήταν αναπτήρας. Ένας Zippo, ένας αναπτήρας µε καπάκι, το είδος του αναπτήρα του οποίου η φλόγα σβήνει µόνο όταν κλείσεις το καπάκι. Τι τον ήθελαν τον αναπτήρα δυο παιδιά που κανένα τους δεν κάπνιζε; Υπήρχαν ερωτήσεις που δεν είχα κάνει, απλούστατα επειδή θεωρούσα πως δεν ήταν ανάγκη να τα µάθω όλα, επειδή είχα µια έντονη ανάγκη άγνοιας, θα µπορούσε να πει κανείς. Αλλά αυτή την ερώτηση την είχα κάνει. «Για να δίνουµε φωτιά» είχε απαντήσει ο Μισέλ χωρίς να διστάσει. «Στα κορίτσια» είχε προσθέσει, όταν µετά την πρώτη απάντηση συνέχισα να τον κοιτάζω σαν χαζός. «Τα κορίτσια σού ζητάνε φωτιά, για το τσιγαριλίκι ή για το Marlboro light τους. Αν δεν έχεις, χάνεις µια ευκαιρία». Όπως ήδη είπα, παρακολούθησα δυο φορές το τέλος. Μετά τη λάµψη της έκρηξης, τα δυο αγόρια χάθηκαν από τη γυάλινη πόρτα. Έβλεπες την πόρτα να ξανακλείνει αργά, κι εκεί σταµατούσαν οι εικόνες.
Τη δεύτερη φορά, όµως, είδα ξαφνικά κάτι που δεν το είχα προσέξει πριν. Γύρισα το φιλµάκι πίσω ως τη στιγµή που ο Μισέλ και ο Ρικ έβγαιναν από την πόρτα. Από το κλείσιµο της πόρτας και µετά πάτησα την αργή κίνηση, και µετά ακόµα πιο αργά, καρέ καρέ. Είναι ανάγκη να περιγράψω τα φυσικά συµπτώµατα που συνόδευσαν την ανακάλυψή µου; Πιστεύω πως µιλάνε από µόνα τους. Το καρδιοχτύπι, τα στεγνά χείλη, η ξεραµένη γλώσσα, η παγοκολόνα µέσα στο κεφάλι, στο πίσω µέρος το µυαλού, µε τη µύτη καρφωµένη στον πάνω πάνω σπόνδυλο, στην κοιλότητα χωρίς κόκαλο ή χόνδρο όπου αρχίζει το κρανίο, τη στιγµή όπου πάγωσα την τελευταία εικόνα από την κάµερα ασφαλείας. Εκεί, κάτω δεξιά: κάτι άσπρο. Κάτι άσπρο που κανείς δεν θα το πρόσεχε όταν το έβλεπε για πρώτη φορά, επειδή όλοι πίστευαν πως το χειρότερο το είχαν ήδη δει. Τη λάµπα, τις σακούλες των σκουπιδιών, το µπιτόνι… ήταν ώρα να κουνήσεις το κεφάλι και να ψελλίσεις λόγια αποδοκιµαστικά: η νεολαία, ο κόσµος, οι ανυπεράσπιστοι, φόνος, βιντεοκλίπ, ηλεκτρονικά παιχνίδια, στρατόπεδα εργασίας, αυστηρότερες ποινές, θανατική ποινή.
Η εικόνα ήταν παγωµένη κι εγώ κοιτούσα το άσπρο αντικείµενο. Έξω επικρατούσε σκοτάδι, στο τζάµι της γυάλινης πόρτας έβλεπες ν’ αντανακλάται ένα µέρος του εσωτερικού του θαλάµου: το δάπεδο µε τα γκρίζα πλακάκια, το ΑΤΜ µε το πληκτρολόγιο και την οθόνη του, και η µάρκα, λογότυπο το λένε νοµίζω, της τράπεζας στην οποία ανήκε το µηχάνηµα. Θεωρητικά το άσπρο αντικείµενο θα µπορούσε να είναι αντανάκλαση, η αντανάκλαση του φωτισµού από τη λάµπα φθορισµού σε ένα αντικείµενο που βρισκόταν στο εσωτερικό του θαλάµου – ενός αντικειµένου ίσως απ’ αυτά που οι νεαροί είχαν πετάξει στην άστεγη. Αλλά αυτό ήταν µια καθαρά θεωρητική υπόθεση. Το άσπρο πράγµα βρισκόταν έξω, αποκεί, από τον δρόµο, το είχε πιάσει η κάµερα. Ένας τυχαίος θεατής δεν θα το πρόσεχε µε τίποτα, ειδικά στην εκποµπή Αναζητείται. Έπρεπε να παγώσεις τις εικόνες ή να κοιτάξεις κάθε εικόνα ξεχωριστά, όπως είχα κάνει εγώ. Κι ακόµα και τότε… Έπρεπε να ξέρεις τι έβλεπες. Αυτό ήταν στην ουσία το θέµα. Εγώ ήµουν σίγουρος ότι ήξερα τι έβλεπα, επειδή είχα αναγνωρίσει αµέσως το άσπρο πράγµα. Είχα καταλάβει τι ήταν.
Πάτησα Full Screen. Η εικόνα έγινε µεν µεγαλύτερη τώρα, αλλά και πολύ πιο θολή, το σχήµα πιο δυσδιάκριτο. Άθελά µου θυµήθηκα το Blow-up, την ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι, όπου ένας φωτογράφος µεγεθύνοντας µια φωτογραφία διακρίνει ένα πιστόλι κάτω από έναν θάµνο: ένα όπλο που χρησιµοποιήθηκε σε έναν φόνο, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια. Αλλά εδώ, στον υπολογιστή, δεν είχε νόηµα να µεγεθύνεις την εικόνα. Μίκρυνα ξανά την εικόνα και πήρα τον µεγεθυντικό φακό που έχω πάντα στο γραφείο µου. Τώρα έπρεπε απλώς να κρατήσω τον φακό στη σωστή απόσταση. Πλησιάζοντας ή αποµακρύνοντάς τον από την οθόνη, η εικόνα γινόταν πιο καθαρή. Πιο καθαρή και πιο µεγάλη. Βλέποντάς το πιο καθαρό και πιο µεγάλο, βεβαιώθηκα τώρα ότι αυτό που είχα δει µε την πρώτη µατιά το είχα δει σωστά: ήταν ένα αθλητικό παπούτσι. Ένα άσπρο αθλητικό παπούτσι, απ’ αυτά που φοράνε ένα σωρό άνθρωποι, άνθρωποι όπως ο γιος µου κι ο ανιψιός µου. Σ’ αυτή την τελευταία σκέψη στάθηκα για µια στιγµή, όχι παραπάνω από ένα κλάσµα του δευτερολέπτου: ότι ένα αθλητικό παπούτσι
παραπέµπει µεν σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που φορούν αθλητικά παπούτσια, αλλά ότι αντίστροφα ήταν δύσκολο ανάµεσα σε δεκάδες χιλιάδες αθλητικά παπούτσια να βρεις έναν συγκεκριµένο άνθρωπο. Όχι, δεν ήταν αυτό στο οποίο στάθηκα για πολύ. Ήταν το µήνυµα, ή µάλλον: η σηµασία που είχε το άσπρο αθλητικό παπούτσι έξω από τη γυάλινη πόρτα του θαλάµου του ΑΤΜ. Το συµπέρασµα στο οποίο οδηγούσε. Και πιο σωστά: τα συµπεράσµατα. Ξανακοίταξα καλύτερα. Έφερα τον µεγεθυντικό φακό πιο κοντά, τον αποµάκρυνα πάλι. Όταν κοίταζες πιο προσεκτικά, µπορούσες να δεις µια ανεπαίσθητη σχεδόν διαφορά στο χρώµα πάνω από το παπούτσι. Στο σηµείο εκείνο το σκοτάδι έξω στον δρόµο έµοιαζε λιγότερο σκοτεινό. Μάλλον ήταν το πόδι, το µπατζάκι του παντελονιού αυτού που φορούσε το άσπρο αθλητικό κι είχε καταγραφεί από την κάµερα. Είχαν επιστρέψει. Αυτό ήταν το πρώτο συµπέρασµα. Το δεύτερο συµπέρασµα ήταν πως η αστυνοµία, µε ή χωρίς τη συνεργασία των συντελεστών του Αναζητείται, είχε αποφασίσει να µη συµπεριλάβει αυτές τις τελευταίες σκηνές στην εκποµπή.
Όλα ήταν πιθανά, φυσικά. Το άσπρο αθλητικό θα µπορούσε, φυσικά, ν’ ανήκει σε κάποιον άλλο και όχι στον Ρικ ή στον Μισέλ, σε κάποιον που πέρασε τυχαία αποκεί τριάντα δευτερόλεπτα αφότου τα δύο αγόρια έφυγαν από τον θάλαµο. Αλλά αυτή η υπόθεση ήταν µάλλον απίθανη, τέτοια ώρα µέσα στη νύχτα, σ’ εκείνο τον δρόµο σε κάποιο προάστιο. Άσε που αυτός ο περαστικός θα ήταν τότε ένας αυτόπτης µάρτυρας που µπορεί να είχε δει τους νεαρούς. Ένας σηµαντικός µάρτυρας στον οποίο η αστυνοµία θα είχε κάνει έκκληση µέσω της τηλεοπτικής εκποµπής να παρουσιαστεί στο τµήµα. Σε τελική ανάλυση, το άσπρο αθλητικό παπούτσι δεν µπορούσε να έχει παρά µία µόνο εξήγηση, τη µοναδική εξήγηση που εγώ είχα δώσει ευθύς εξαρχής (όλα αυτά, το ζουµάρισµα στο αθλητικό παπούτσι µε τον µεγεθυντικό µου φακό και η εξαγωγή του συµπεράσµατος, στην πραγµατικότητα δεν µου είχαν πάρει παραπάνω από µερικά δευτερόλεπτα): είχαν επιστρέψει. Ο Μισέλ και ο Ρικ είχαν επιστρέψει για να δουν ιδίοις όµµασι τι είχαν κάνει. Πράγµα που ήταν ήδη αρκετά ανησυχητικό. Αλλά αυτό µόνο: ανησυχητικό. Το τροµακτικό
βρισκόταν στο γεγονός ότι η αστυνοµία είχε αποφασίσει να αφαιρέσει τις εικόνες από την εκποµπή Αναζητείται. Προσπάθησα να φανταστώ ποιος µπορεί να ήταν ο λόγος για να µη δείξουν τις εικόνες. Μήπως έδειχναν κάτι που θα επέτρεπε την ασφαλέστερη αναγνώριση του Μισέλ ή του Ρικ (ή και των δύο); Μα αυτός δεν θα ήταν ένας λόγος παραπάνω για να τις δείξουν; Μπορεί απλώς οι εικόνες αυτές να µην είχαν κανένα ενδιαφέρον, σκέφτηκα –για τρία δευτερόλεπτα– γεµάτος ελπίδα. Εικόνες περιττές που δεν πρόσφεραν τίποτα παραπάνω στον τηλεθεατή.Όχι, παραδέχτηκα αµέσως. Αποκλείεται να ήταν ασήµαντες. Το γεγονός και µόνο ότι είχαν επιστρέψει παραήταν σηµαντικό για να παραλειφθεί. Άρα κάτι φαινόταν σ’ αυτές τις εικόνες, κάτι που µπορούσε να κρατηθεί κρυφό από τον τηλεθεατή: κάτι για το οποίο ήταν ενήµεροι µόνο η αστυνοµία και οι δράστες. Διαβάζουµε καµιά φορά πως η αστυνοµία απέκρυβε ορισµένα στοιχεία όταν ενηµέρωνε τον Τύπο για µια υπόθεση, ποιο ακριβώς όπλο χρησιµοποιήθηκε για τον φόνο, ή ένα σηµάδι που ο δολοφόνος άφησε δίπλα ή πάνω στο θύµα. Για να εµποδίσει κάποιους τρελούς να
διεκδικήσουν το έγκληµα – ή να το αντιγράψουν. Για πρώτη φορά στις τελευταίες βδοµάδες αναρωτήθηκα αν ο Μισέλ και ο Ρικ είχαν δει τις εικόνες της κάµερας ασφαλείας. Το βράδυ που προβλήθηκε το φιλµάκι στην εκποµπή Αναζητείται το είχα πει στον Μισέλ, του είχα πει ότι είχαν καταγραφεί από µια κάµερα ασφαλείας, αλλά ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να τους αναγνωρίσει κανείς. Είχα προσθέσει ότι προς το παρόν δεν υπήρχε εποµένως πρόβληµα. Τις µέρες που ακολούθησαν δεν είχαµε ξαναµιλήσει για την κάµερα ασφαλείας. Ήµουν πεπεισµένος ότι ήταν καλύτερα να µην επανέλθω στο θέµα, να µην αναµοχλεύσω το µυστικό που µοιραζόµουν µε τον γιο µου. Ήλπιζα ότι θα ξεθύµαινε το πράγµα, ότι µε το πέρασµα του χρόνου το ενδιαφέρον θα ατονούσε, ότι οι άνθρωποι θα ασχολούνταν µε άλλες, πιο επίκαιρες ειδήσεις κι ότι η έκρηξη του µπιτονιού θα σβηνόταν από τη συλλογική µνήµη τους. Μακάρι να ξεσπούσε κάπου κάποιος πόλεµος· µια τροµοκρατική επίθεση θα ήταν ακόµα καλύτερη, µε πολλούς νεκρούς, πολλά θύµατα µεταξύ των αµάχων, για να ’χει κάτι ο κόσµος να κουνάει το κεφάλι του. Ασθενοφόρα να πηγαινοέρχονται, το τσαλακωµένο ατσάλι από
βαγόνια τρένου ή µετρό, ένα δεκαώροφο κτίριο µε την πρόσοψή του ανατιναγµένη – έτσι µόνο θα περνούσε σε δεύτερο πλάνο η άστεγη στον θάλαµο του ΑΤΜ, έτσι θα έφευγε από το προσκήνιο, ένα περιστατικό, ένα συµβάν ασήµαντο ανάµεσα σε σηµαντικότερα συµβάντα. Αυτή ήταν η ελπίδα µου εκείνες τις πρώτες βδοµάδες. Το νέο θα πάλιωνε, ίσως όχι µέσα σ’ έναν µήνα, αλλά σίγουρα σ’ έξι µήνες – οπωσδήποτε σ’ έναν χρόνο. Και η αστυνοµία θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί πια µε άλλες υποθέσεις, πιο επείγουσες. Η υπόθεση θα απασχολούσε όλο και λιγότερους επιθεωρητές, και για εκείνον τον έναν πεισµατάρη επιθεωρητή, απ’ αυτούς που έµεναν κολληµένοι για χρόνια σε ανεξιχνίαστες υποθέσεις, δεν ανησυχούσα· αυτός υπάρχει µόνο στις τηλεοπτικές σειρές. Στο τέλος αυτών των έξι µηνών, αυτού του χρόνου, θα µπορούσαµε να συνεχίσουµε τη ζωή µας σαν ευτυχισµένη οικογένεια. Η ιστορία θ’ άφηνε µεν το σηµάδι της, αλλά ένα σηµάδι δεν στέκεται εµπόδιο στην ευτυχία. Στον χρόνο που µεσολαβούσε θα φερόµουν όσο µπορούσα πιο φυσιολογικά. Θα έκανα ό,τι έκανα πάντα. Θα έβγαινα πότε πότε για φαγητό, θα πήγαινα σινεµά, σε κανέναν αγώνα ποδοσφαίρου µε τον
Μισέλ. Τα βράδια στο τραπέζι, την ώρα του φαγητού, παρατηρούσα προσεκτικά τη γυναίκα µου. Έψαχνα για απειροελάχιστες αλλαγές στο φέρσιµό της, κάποια ένδειξη ότι υποψιαζόταν κι εκείνη µια σχέση ανάµεσα στις εικόνες της κάµερας ασφαλείας και τη δική µας ευτυχισµένη οικογένεια. «Τι είναι;» µε ρώτησε ένα απ’ αυτά τα βράδια· προφανώς το είχα παρατραβήξει µε την προσεκτική µου παρατήρηση. «Τι µε κοιτάς έτσι;» «Τίποτα» είπα. «Σε κοιτούσα;» Τότε η Κλερ έβαλε τα γέλια, ακούµπησε το χέρι της στο δικό µου και έσφιξε µαλακά τα δάχτυλά µου. Τέτοιες στιγµές απέφευγα πάντα επιµελώς να κοιτάξω τον γιο µου. Δεν ήθελα συνένοχες µατιές, ούτε επρόκειτο να του κλείσω το µάτι ή να του δείξω µε άλλον τρόπο ότι µοιραζόµασταν οι δυο µας ένα µυστικό. Ήθελα να µείνουν όλα κανονικά. Ένα µοιρασµένο µυστικό θα µας έδινε ένα προβάδισµα σε σχέση µε την Κλερ – τη µητέρα του, τη γυναίκα µου. Κατά κάποιον τρόπο θα την αποκλείαµε, κι αυτό αποτελούσε µεγαλύτερη απειλή για την ευτυχισµένη µας οικογένεια απ’ ό,τι ολόκληρο το περιστατικό στον
θάλαµο του ΑΤΜ. Χωρίς συνένοχες µατιές (χωρίς κλεισίµατα του µατιού) µυστικό δεν υπήρχε: έτσι έλεγα. Μπορεί να δυσκολευόµασταν να βγάλουµε απ’ το µυαλό µας όσα συνέβησαν στον θάλαµο του ΑΤΜ, αλλά µε το πέρασµα του χρόνου θα άρχιζαν να υπάρχουν σαν κάτι που δεν µας αφορούσε άµεσα – όπως συνέβαινε µε τους άλλους ανθρώπους. Αυτό που θα έπρεπε να ξεχάσουµε ήταν το µυστικό. Κι όσο πιο γρήγορα αρχίζαµε να ξεχνάµε, τόσο το καλύτερο.
25
Αυτό ήταν το σχέδιο. Αυτό ήταν το σχέδιο πριν ξαναδώ την εκποµπή Αναζητείται και προσέξω το άσπρο αθλητικό παπούτσι. Το επόµενο βήµα ήταν καρπός ξαφνικής έµπνευσης. Ίσως κάπου υπάρχει κι άλλο υλικό, σκέφτηκα. Ή µάλλον: ίσως µπορούσε κανείς να βρει το υλικό που είχε παραλειφθεί, είτε κατά λάθος είτε επίτηδες, σε κάποιο άλλο site. Μπήκα στο YouTube. Οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες, αλλά είπα πως άξιζε τον κόπο να δοκιµάσω. Στην Αναζήτηση πληκτρολόγησα το
όνοµα της τράπεζας στην οποία ανήκε το ΑΤΜ, και µετά τις λέξεις «άστεγη», «death» και «homeless». Στην οθόνη µου εµφανίστηκαν τριάντα τέσσερα αποτελέσµατα. Διέτρεξα τη λίστα µε τα εικονίδια. Σε όλα η αρχική εικόνα ήταν περίπου η ίδια: δυο κεφάλια µε σκουφιά, δυο αγόρια που γελούσαν. Μόνο οι τίτλοι και οι σύντοµες περιγραφές του περιεχοµένου διέφεραν από βιντεάκι σε βιντεάκι. Dutch Boys [όνοµα της τράπεζας] Murder ήταν η απλούστερη εκδοχή. Don’t try this at home – Fire Bomb Kills Homeless Woman έλεγε ένας άλλος. Όλα τα βιντεάκια ήταν εξαιρετικά δηµοφιλή: ο µετρητής έδειχνε ότι τα περισσότερα τα είχαν δει χιλιάδες άνθρωποι. Διάλεξα ένα στην τύχη και είδα ξανά, σε µια πιο γρήγορη µονταρισµένη βερσιόν, πώς πετούσαν τη λάµπα, τις σακούλες των σκουπιδιών και το µπιτόνι. Κοίταξα µερικά ακόµα. Σ’ ένα µονταρισµένο βίντεο µε τίτλο [όνοµα της πόλης] Hottest New Tourist Attraction: Put Your Money on Fire! κάποιος είχε προσθέσει γέλια κονσέρβα στις εικόνες. Κάθε φορά που ένα καινούργιο αντικείµενο εκσφενδονιζόταν προς το µέρος της άστεγης γυναίκας, ακολουθούσε ένα κύµα γέλιου. Τα γέλια έφταναν στα όρια της υστερίας
όταν η λάµψη της έκρηξης τύλιγε το µπιτόνι, και στο τέλος τα διαδέχονταν εκκωφαντικά χειροκροτήµατα. Τα περισσότερα βίντεο δεν έδειχναν την εικόνα του άσπρου αθλητικού παπουτσιού, σταµατούσαν αµέσως µετά τη λάµψη της έκρηξης και τη βιαστική αποχώρηση των αγοριών. Κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω δεν µπορώ να θυµηθώ για ποιον λόγο έκανα κλικ και στο επόµενο βίντεο. Εκ πρώτης όψεως δεν διέφερε από τ’ άλλα τριάντα τρία. Το εικονίδιο της αρχής ήταν χοντρικά το ίδιο: δυο αγόρια µε σκουφιά που γελούσαν. Μόνο που εδώ είχαν ήδη σηκώσει την καρέκλα του γραφείου. Ίσως ήταν ο τίτλος, Men in Black III. Κατ’ αρχάς δεν ήταν αστείος τίτλος, όπως οι περισσότεροι άλλοι. Αλλά ήταν και ο πρώτος, κι όπως διαπίστωσα στη συνέχεια ο µόνος, που δεν παρέπεµπε στο συµβάν αυτό καθ’ εαυτό, αλλά έµµεσα στους ίδιους τους δράστες. Το Men in Black III άρχιζε µε το πέταγµα της καρέκλας, ακολουθούσαν οι σακούλες σκουπιδιών, η λάµπα και το µπιτόνι. Με µια ουσιαστική διαφορά, όµως. Όποτε το ένα ή και τα δύο αγόρια εµφανίζονταν στοιχειωδώς καθαρά
στην οθόνη, το βίντεο άρχιζε να παίζει πιο αργά. Και κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, συνοδευόταν από απειλητική µουσική υπόκρουση, περισσότερο µε βόµβο έµοιαζε, ήταν ένας ήχος βαθύς, γουργουριστός, σαν αυτόν που βγάζει ο αναπνευστήρας ενός δύτη και που συνδέεις συνήθως µε ταινίες για την υποθαλάσσια ζωή ή για ναυάγια. Το αποτέλεσµα ήταν ότι όλη η προσοχή στρεφόταν στον Μισέλ και στον Ρικ, και λιγότερο σ’ αυτό που έκαναν: ότι πετούσαν δηλαδή τα πράγµατα που είχαν βρει δίπλα στο δέντρο. Ποια είναι αυτά τα παιδιά; έδειχναν να ρωτούν οι εικόνες σε αργή κίνηση, σε συνδυασµό µε τη δυσοίωνη µουσική. Αυτό που κάνουν το ξέρουµε πια. Αλλά: ποια είναι; Το κλου βρισκόταν στο τέλος. Μετά τη λάµψη της έκρηξης και την πόρτα που έκλεισε, η εικόνα µαύρισε. Ήµουν έτοιµος ήδη να προχωρήσω στο επόµενο βίντεο, αλλά στο κάτω µέρος της οθόνης ένας χρονοµετρητής έδειχνε ότι το Men in Black III διαρκούσε συνολικά 2 λεπτά και 58 δευτερόλεπτα κι ότι βρισκόµασταν µόλις στα 2 λεπτά και 38 δεύτερα. Όπως είπα, παραλίγο να κάνω κλικ στο επόµενο βίντεο, κατά βάθος το ’χα σίγουρο ότι η οθόνη θα
έµενε µαύρη για άλλα 20 δευτερόλεπτα – η µουσική είχε δυναµώσει πάλι, το πολύ πολύ θα ακολουθούσαν ακόµα οι τίτλοι του τέλους, σκέφτηκα. Πόσο διαφορετικά θα είχε εξελιχθεί αυτή η βραδιά, το δείπνο µας στο εστιατόριο, αν πράγµατι είχα κάνει κλικ εκείνη τη στιγµή; Μέσα στην άγνοια· αυτή είναι η απάντηση. Τέλος πάντων, σε σχετική άγνοια. Θα είχα συνεχίσει να ζω λίγες µέρες ακόµα, λίγες βδοµάδες ίσως ή µήνες ακόµα, τα όνειρά µου για ευτυχισµένες οικογένειες. Θα είχα αρκεστεί στη σύγκριση της δικής µου οικογένειας µε την οικογένεια του αδερφού µου κατά τη διάρκεια µιας βραδιάς, θα παρατηρούσα την Μπαµπέτ, που πάσχιζε να κρύψει τα δάκρυά της πίσω από τα µαύρα της γυαλιά, θα παρακολουθούσα τον αδερφό µου να καταβροχθίζει άκεφα το κρέας του µε λίγες µπουκιές. Μετά θα γύριζα σπίτι µε τη γυναίκα µου, θα την κρατούσα αγκαλιασµένη από τη µέση, και χωρίς να κοιταζόµαστε θα ξέραµε κι οι δύο ότι τα ευτυχισµένα ζευγάρια µοιάζουν µεταξύ τους. Η οθόνη πέρασε από το µαύρο στο γκρίζο. Έβλεπες ξανά την πόρτα του θαλάµου του ΑΤΜ, αλλά αυτή τη φορά απέξω. Η ποιότητα της
εικόνας ήταν πολύ πιο κακή, ήταν περίπου η ποιότητα της κάµερας ενός κινητού τηλεφώνου, αυτό το κατάλαβα αµέσως. Το άσπρο αθλητικό παπούτσι. Είχαν επιστρέψει. Είχαν επιστρέψει για να βιντεοσκοπήσουν το κατόρθωµά τους. «Holy shit!» είπε µια φωνή εκτός κάµερας. (Ο Ρικ) «Γαµώτο!» είπε µια άλλη φωνή. (Ο Μισέλ) Τώρα η κάµερα στράφηκε στα πόδια του σλίπιν µπαγκ. Ο θάλαµος ήταν γεµάτος µπλε γκρίζα θολούρα. Με βασανιστική βραδύτητα η κάµερα ανέβηκε κατά µήκος του σλίπιν µπαγκ. «Πάµε να φύγουµε». (Ρικ) «Τουλάχιστον βροµάει πολύ λιγότερο εδώ µέσα». (Μισέλ) «Μισέλ… έλα…» «Άντε, στάσου δίπλα. Πρέπει να πεις Jackass. Να µας µείνει αυτό τουλάχιστον». «Φεύγω…» «Όχι, µαλάκα! Θα µείνεις!» Στην κορυφή του σλίπιν µπαγκ η κάµερα έµεινε ακίνητη. Η εικόνα πάγωσε, µετά µαύρισε τελείως. Και στην οθόνη εµφανίστηκε µε κόκκινα γράµµατα το παρακάτω κείµενο:
Men in Black III The Sequence coming soon
Περίµενα λίγες µέρες. Ο Μισέλ έλειπε συχνά, αλλά το κινητό του το ’παιρνε πάντα µαζί του. Κι έτσι η ευκαιρία µού παρουσιάστηκε µόνο σήµερα – µόνο σήµερα το απόγευµα, ακριβώς πριν φύγουµε για το εστιατόριο. Την ώρα που µπάλωνε το λάστιχο του ποδηλάτου του στον κήπο, ανέβηκα στο δωµάτιό του. Υπέθετα ότι θα το είχε σβήσει. Ήλπιζα, προσευχόµουν να το ’χει σβήσει. Είχα ακόµη την αµυδρή ελπίδα ότι οι σκηνές που είχα δει στο ίντερνετ ήταν οι µόνες· ότι είχαν σταµατήσει εκεί. Μα δεν ήταν έτσι. Πριν από λίγες µόλις ώρες είχα δει και τα υπόλοιπα.
26
«Μισέλ» είπα στον γιο µου, που είχε ήδη µισογυρίσει για να φύγει, που είχε πει ότι όλα αυτά δεν είχαν σηµασία. «Μισέλ, πρέπει να τα σβήσεις αυτά τα βίντεο. Θα έπρεπε να τα έχεις σβήσει από καιρό, αλλά τώρα είναι επιτακτική ανάγκη». Κοντοστάθηκε. Κλότσησε ξανά το χαλίκι µε τα άσπρα του Nike. «Αχ, µπαµπά...» άρχισε να λέει. Έδειχνε σαν να ’θελε να προσθέσει κάτι, αλλά κούνησε µόνο το κεφάλι του.
Και στα δύο βιντεάκια τον είχα δει κι ακούσει να δίνει, κάποιες στιγµές µάλιστα να γαβγίζει, διαταγές στον ξάδερφό του. Αυτό ακριβώς υπαινισσόταν πάντα ο Σερζ, αυτό αναµφίβολα θα ξανάλεγε απόψε: ότι ο Μισέλ ασκούσε κακή επιρροή στον Ρικ. Εγώ πάντα το αρνιόµουν, θεωρούσα πως ήταν ο εύκολος τρόπος που είχε βρει ο αδερφός µου να αρνηθεί τη δική του ευθύνη για τις πράξεις του γιου του. Εδώ και λίγες ώρες (µα στην πραγµατικότητα εδώ και πολύ περισσότερο καιρό) ήξερα πως ήταν αλήθεια. Ο Μισέλ ήταν ο αρχηγός των δυο, ο Μισέλ έκανε κουµάντο, ο Ρικ ήταν ο υπάκουος φλώρος. Και στο βάθος της καρδιάς µου χαιρόµουν γι’ αυτή την κατανοµή των ρόλων. Καλύτερα αυτό, παρά το αντίθετο, έλεγα µέσα µου. Ο Μισέλ ποτέ δεν είχε γίνει στόχος στο σχολείο, είχε πάντα γύρω του µια ολόκληρη οµάδα υπάκουων φίλων, φίλων που το µόνο που ήθελαν ήταν να είναι µαζί µε τον γιο µου. Ήξερα από την πείρα µου πόσο υπέφεραν άλλοι γονείς όταν τα παιδιά τους έπεφταν θύµατα βίας στο σχολείο. Εγώ δεν υπέφερα ποτέ. «Και ξέρεις τι θα ’ταν ακόµα καλύτερο;» συνέχισα. «Να το πετάξεις αυτό το κινητό. Κάπου όπου δεν θα µπορέσει κανείς να το βρει».
Κοίταξα γύρω µου. «Εδώ για παράδειγµα». Του έδειξα το γεφυράκι απ’ όπου είχε περάσει µε το ποδήλατό του. «Στο νερό. Αν θέλεις, πάµε µαζί τη Δευτέρα να διαλέξεις καινούργιο. Πόσον καιρό το έχεις αυτό; Θα πούµε απλώς ότι σ’ το κλέψανε, θα ανανεώσουµε τη συνδροµή, και τη Δευτέρα θα έχεις το τελευταίο µοντέλο Samsung ή Nokia ή ό,τι θέλεις…» Του άπλωσα το χέρι µου, µε την παλάµη µου ανοιχτή. «Θέλεις να σ’ το πετάξω εγώ;» ρώτησα. Με κοίταξε. Είδα τα µάτια που έβλεπα όλη µου τη ζωή, αλλά είδα και κάτι που θα προτιµούσα να µην το έβλεπα: µε κοίταξε µ’ ένα βλέµµα που έλεγε ότι αγωνιούσα για το τίποτα, σαν να ’µουν απλώς ένας ενοχλητικός ανήσυχος πατέρας, ένας ανήσυχος πατέρας που θέλει να ξέρει τι ώρα θα γυρίσει ο γιος του από το πάρτι. «Μισέλ, εδώ δεν πρόκειται για κάποιο πάρτι» είπα – πιο γρήγορα και πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευα. «Πρόκειται για το µέλλον σου…» Άλλη αφηρηµένη λέξη: µέλλον, σκέφτηκα κι αµέσως µετάνιωσα που τη χρησιµοποίησα. «Γιατί στον διάβολο τις ανεβάσατε αυτές τις εικόνες στο ίντερνετ, µου λες;» Μη βρίζεις! επέπληξα τον εαυτό µου. Όταν βρίζεις, θυµίζεις αυτούς τους
δευτεροκλασάτους ηθοποιούς του κώλου που σιχαίνεσαι. Τώρα ούρλιαζα µάλιστα, κάποιος στην είσοδο του εστιατορίου, κάποιος που βρισκόταν κοντά στο αναλόγιο ή στην γκαρνταρόµπα, θα µπορούσε να µ’ έχει ακούσει. « Ήταν κι αυτό κουλ; Ήταν µαγκιά; Ή µήπως δεν είχε ούτε αυτό σηµασία; Men in Black III! Τι σκατά είναι αυτά που κάνετε;» Είχε βάλει τα χέρια στις τσέπες του µπουφάν του κι είχε σκύψει το κεφάλι, κι έτσι µόλις που µπορούσα να διακρίνω τα µάτια του κάτω από την άκρη του µαύρου πλεχτού σκούφου του. «Δεν τις ανεβάσαµε εµείς» είπε. Η πόρτα του εστιατορίου άνοιξε, ακούστηκαν γέλια και µια παρέα βγήκε. Δυο άντρες και µια γυναίκα. Οι άντρες φορούσαν κοστούµια από ράφτη και περπατούσαν µε τα χέρια στις τσέπες των παντελονιών τους· η γυναίκα φορούσε ένα ασηµί φόρεµα, πολύ χαµηλά κοµµένο στην πλάτη και είχε περασµένη στον ώµο της ασορτί τσάντα. «Το είπες στ’ αλήθεια;» ρώτησε η γυναίκα παραπατώντας πάνω στα επίσης ασηµί ψηλοτάκουνα γοβάκια της. «Στον Ερνστ;» Ένας απο τους άντρες έβγαλε κλειδιά αυτοκινήτου από την τσέπη του και τα πέταξε
στον αέρα. «Γιατί όχι;» είπε. Αναγκάστηκε να τεντώσει το χέρι του για να πιάσει τα κλειδιά. «Είσαι τρελός!» τσίριξε η γυναίκα. Τα βήµατά τους έτριζαν στα χαλίκια, καθώς πέρασαν από δίπλα µας. «Ποιος είναι ακόµη σε θέση να οδηγήσει;» ρώτησε ο άλλος άντρας και ξέσπασαν και οι τρεις σε γέλια. «ΟΚ, για µισό λεπτό» είπα αφού η παρέα είχε φτάσει στο τέλος του χαλικόστρωτου µονοπατιού κι έστριψε αριστερά προς το γεφυράκι. «Εσείς οι δύο βάζετε φωτιά σε µια άστεγη και µετά το τραβάτε βίντεο. Με το δικό σου κινητό. Όπως κι εκείνον τον αλκοολικό στον σταθµό του µετρό». Αντιλήφθηκα ότι ο άντρας που είχαν ξυλοκοπήσει στην αποβάθρα είχε γίνει τώρα αλκοολικός. Με τα δικά µου λόγια. Ίσως ένας αλκοολικός το άξιζε περισσότερο να τον σπάσει κανείς στο ξύλο από κάποιον που έπινε δυο τρία ποτηράκια την ηµέρα. «Και µετά το βιντεάκι ανεβαίνει ξαφνικά στο ίντερνετ, γιατί αυτό θέλετε, έτσι; Να το δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι;» Μήπως είχαν ανεβάσει και τον αλκοολικό στο YouTube; σκέφτηκα ξαφνικά. « Έχεις ανεβάσει και τον αλκοολικό στο ίντερνετ;» ρώτησα αµέσως. Ο Μισέλ αναστέναξε. «Μπαµπά! Δεν µ’ ακούς!» «Πώς δεν σ’ ακούω. Σ’ ακούω πολύ καλά. Σε…»
Η πόρτα του εστιατορίου ξανάνοιξε, ένας άντρας µε κοστούµι κοίταξε γύρω του, ύστερα έκανε µερικά βήµατα στο πλάι –τώρα βρισκόταν δίπλα στην είσοδο, στη σκιά– κι άναψε τσιγάρο. «Γαµώτο!» είπα. Ο Μισέλ έκανε µεταβολή και προχώρησε προς το ποδήλατό του. «Μισέλ! Πού πας; Δεν τελείωσα ακόµη». Αλλά εκείνος συνέχισε να περπατάει, έβγαλε το κλειδάκι από την τσέπη του, το ’χωσε στην κλειδαριά, που άνοιξε µε θόρυβο. Έριξα µια βιαστική µατιά στον άντρα που κάπνιζε δίπλα στην είσοδο. «Μισέλ» είπα σε σιγανό αλλά επιτακτικό τόνο. «Δεν µπορείς να κάνεις την πάπια. Τι θα κάνουµε; Υπάρχουν κι άλλα βίντεο που δεν έχω δει; Που πρέπει να τα ψάξω στο YouTube; Ή θα µου πεις τώρα ότι…» «Μπαµπά!» Ο Μισέλ γύρισε απότοµα, µ’ άρπαξε από το µπράτσο και µε τράβηξε άγρια. «Θα το βουλώσεις επιτέλους;» Αποσβολωµένος κοίταξα τον γιο µου στα µάτια. Στα ειλικρινή του µάτια, όπου αυτή τη στιγµή – δεν είχε νόηµα να προσπαθώ να το αρνηθώ– διάβαζα µονάχα µίσος. Έπιασα τον εαυτό µου να ρίχνει µια µατιά προς το µέρος του άντρα που κάπνιζε.
Χαµογέλασα στον γιο µου. Δεν µπορούσα να το δω ο ίδιος, αλλά δεν έχω καµιά αµφιβολία πως ήταν ένα χαζό χαµόγελο. «Εντάξει, θα το βουλώσω» είπα. Ο Μισέλ άφησε το χέρι µου. Δάγκωσε το κάτω χείλι του και κούνησε το κεφάλι του. «Χριστέ µου! Πότε θ’ αρχίσεις επιτέλους να φέρεσαι σαν κανονικός άνθρωπος;» Ένιωσα µια παγωµένη µαχαιριά στο στήθος. Οποιοσδήποτε άλλος πατέρας θα έλεγε αυτή τη στιγµή κάτι σαν «Ποιος φέρεται σαν κανονικός άνθρωπος εδώ πέρα; Ε; Ποιος; Ποιος φέρεται σαν κανονικός άνθρωπος;». Αλλά εγώ δεν είµαι σαν τους άλλους πατεράδες. Ήξερα πού το πήγαινε ο γιος µου. Μακάρι να µπορούσα τώρα να τον αγκαλιάσω και να τον σφίξω στο στήθος µου. Αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα µ’ έσπρωχνε αηδιασµένος. Ήµουν σίγουρος ότι δεν θ’ άντεχα αυτή τη σωµατική απόρριψη, θα ξεσπούσα επιτόπου σε κλάµατα και δεν θα µπορούσα πια να σταµατήσω. «Καλό µου παιδί» είπα. Πρέπει να κρατήσω την ψυχραιµία µου, είπα µέσα µου. Πρέπει ν’ ακούσω. Αυτό θυµήθηκα τώρα, ότι ο Μισέλ είχε πει ότι δεν άκουγα. «Είµαι όλος αυτιά» είπα.
Κούνησε ξανά το κεφάλι του. Μετά έβγαλε µε αποφασιστικές κινήσεις το ποδήλατό του από το υπόστεγο. «Περίµενε!» είπα. Συγκρατήθηκα, παραµέρισα µάλιστα ένα βήµα, για να µη νοµίζει ότι του κόβω τον δρόµο. Μα πριν το καταλάβω καλά καλά, είχα βάλει το χέρι µου στο µπράτσο του. Ο Μισέλ κοίταξε το χέρι µου σαν να ’ταν κανένα περίεργο έντοµο που είχε προσγειωθεί στο µπράτσο του. Μετά κοίταξε εµένα. Τώρα είχαµε πλησιάσει πολύ κοντά σε κάτι, σκέφτηκα. Κάτι απ’ όπου αργότερα δεν θα µπορούσαµε ποτέ πια να κάνουµε πίσω. Τράβηξα το χέρι µου από το µπράτσο του. «Μισέλ, κάτι ακόµα» είπα. «Μπαµπά, σε παρακαλώ». «Κάποιος σε πήρε τηλέφωνο». Με κάρφωσε µε το βλέµµα του, δεν θα ξαφνιαζόµουν αν την επόµενη στιγµή ένιωθα τη γροθιά του στο πρόσωπό µου: τους κόµπους των δαχτύλων του σκληρούς στο πάνω χείλι µου, ή ψηλότερα, στη µύτη µου. Θα µάτωνα, αλλά κάποια πράγµατα θα ξεκαθάριζαν έτσι, θα γίνονταν πιο σαφή. Μα δεν συνέβη τίποτα. «Πότε;» ρώτησε σε ήρεµο τόνο.
«Μισέλ, πρέπει να µε συγχωρήσεις, δεν έπρεπε ποτέ να το κάνω, αλλά… έφταιγαν αυτά τα βίντεο, ήθελα να… προσπάθησα να…» «Πότε;» Ο γιος µου κατέβασε το πόδι του από το πετάλι και φύτεψε και τα δυο του πόδια στο χαλίκι. «Πριν από λίγο, µήνυµα ήταν. Το άκουσα το µήνυµα». «Από ποιον;» «Από τον Μπ… Από τον Φάσο». Ανασήκωσα τους ώµους, χαµογέλασα. « Έτσι δεν τον λέτε; Φάσο;» Το είδα καθαρά, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω λάθος: το πρόσωπο του γιου µου σκλήρυνε. Δεν υπήρχε αρκετό φως εδώ, αλλά θα έπαιρνα όρκο ότι χλώµιασε επίσης. «Τι ήθελε;» Η φωνή του ακούστηκε ήρεµη. Ή µάλλον όχι, όχι ήρεµη. Έκανε προσπάθεια ν’ ακουστεί αδιάφορος, βαριεστηµένος σχεδόν, λες και το γεγονός ότι ο θετός του ξάδερφος του είχε τηλεφωνήσει απόψε ήταν άνευ σηµασίας. Αλλά προδόθηκε. Το σηµαντικό βρισκόταν αλλού: στο γεγονός ότι ο πατέρας του κρυφάκουγε τα µηνύµατά του. Αυτό δεν ήταν καθόλου κανονικό. Κάθε άλλος πατέρας θα το σκεφτόταν δυο φορές, πριν το κάνει. Αυτό είχα
κάνει κι εγώ, άλλωστε. Το είχα σκεφτεί δυο φορές. Ο Μισέλ έπρεπε να είχε γίνει έξαλλος τώρα, να είχε βάλει τις φωνές: πώς στον διάολο µου ’ρθε να ακούσω στα κρυφά τα µηνύµατά του; Αυτό θα ’ταν κανονικό. «Τίποτα» είπα. «Ζήτησε να τον πάρεις πίσω». Μ’ αυτόν τον δήθεν ευγενικό τρόπο του, παραλίγο να προσθέσω. «ΟΚ» είπε ο Μισέλ. Έκανε ένα νεύµα µε το κεφάλι. «ΟΚ» ξανάπε. Ξαφνικά θυµήθηκα κάτι. Πριν από λίγο, όταν είχε καλέσει το κινητό του και το είχα σηκώσει εγώ, είχε πει ότι χρειαζόταν ένα νούµερο. Ότι θα ’ρχόταν να πάρει το κινητό του, επειδή ήθελε να βρει ένα νούµερο. Τώρα µάντευα ποιο νούµερο ήταν. Αλλά δεν τον ρώτησα. Γιατί θυµήθηκα και κάτι άλλο. «Είπες ότι δεν ακούω» είπα. «Αλλά σε άκουγα πολύ καλά. Όταν µιλούσαµε για το βίντεο στο YouTube». «Ναι». «Είπες ότι δεν το ανεβάσατε εσείς». «Ναι». «Ποιος το έκανε, τότε; Ποιος το ανέβασε στο ίντερνετ;» Μερικές φορές απαντάς µιαν ερώτηση
ρωτώντας την δυνατά. Κοίταξα τον γιο µου. Με κοίταξε κι αυτός. «Ο Φάσο;» είπα. «Ναι» είπε εκείνος.
27
Στη σιωπή που ακολούθησε, ακούγονταν µόνο οι ήχοι του πάρκου και του δρόµου από την άλλη µεριά του νερού: κοφτά φτερουγίσµατα πουλιών ανάµεσα στα κλαδιά των δέντρων, το µαρσάρισµα ενός αυτοκινήτου, η καµπάνα κάποιας εκκλησίας που χτύπησε µία και µοναδική φορά – µια σιωπή κατά τη διάρκεια της οποίας ο γιος µου κι εγώ κοιταζόµασταν. Δεν τολµούσα να το πω µε σιγουριά, αλλά µου φάνηκε πως είδα κάτι υγρό στα µάτια του. Το βλέµµα του, πάντως, δεν άφηνε περιθώρια για
παρεξηγήσεις. Καταλαβαίνεις, επιτέλους; έλεγε το βλέµµα του. Κατά τη διάρκεια της ίδιας σιωπής ένα κινητό χτύπησε, στην αριστερή µου τσέπη. Κουδούνισµα και δόνηση. Έχω αρχίσει και βαριακούω τα τελευταία χρόνια, γι’ αυτό έχω διαλέξει το κουδούνισµα Old Phone, ένα κουδούνισµα παλιοµοδίτικο, που θύµιζε τα κλασικά µαύρα τηλέφωνα από βακελίτη και που το ακούω όπου κι αν είµαι. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη µου µε σκοπό ν’ απορρίψω την κλήση, ώσπου είδα το όνοµα στην οθόνη µου: Κλερ. «Ναι;» Έκανα νόηµα στον Μισέλ να µη φύγει, αλλά εκείνος ακουµπούσε µε σταυρωµένα χέρια στο τιµόνι του ποδηλάτου· ξαφνικά έδειχνε πολύ λιγότερη βιασύνη να φύγει. «Πού είσαι;» ρώτησε η γυναίκα µου. Μιλούσε σιγά αλλά επιτακτικά, ο θόρυβος του εστιατορίου πίσω της ακουγόταν πιο δυνατά από τη φωνή της. «Πού είσαι τόση ώρα;» «Είµαι έξω». «Και τι κάνεις; Κοντεύουµε να τελειώσουµε το κυρίως πιάτο. Νόµιζα ότι θα γύριζες αµέσως». «Είµαι µε τον Μισέλ».
Κατά βάθος ήθελα να πω «µε τον γιο µας», αλλά δεν το έκανα. Για µια στιγµή δεν µίλησε. « Έρχοµαι» είπε η Κλερ. «Όχι, περίµενε! Πρέπει να… Ο Μισέλ φεύγει…» Αλλά η σύνδεση είχε ήδη διακοπεί. Ο µπαµπάς δεν ξέρει τίποτα και θα προτιµούσα να µείνουν έτσι τα πράγµατα. Σκέφτηκα τη γυναίκα µου, που θα ’βγαινε από στιγµή σε στιγµή από την πόρτα του εστιατορίου· τον τρόπο που θα την κοίταζα. Ή µάλλον: αναρωτήθηκα αν θα µπορούσα ακόµη να την κοιτάξω όπως πριν από λίγες ώρες στο καφέ των απλών ανθρώπων, όταν µε ρώτησε αν έβρισκα κι εγώ ότι τον τελευταίο καιρό ο Μισέλ φερόταν παράξενα. Αναρωτήθηκα µε λίγα λόγια αν εξακολουθούσαµε να είµαστε µια ευτυχισµένη οικογένεια. Η επόµενη σκέψη µου αφορούσε το φιλµάκι µε την πυρποληµένη άστεγη γυναίκα. Και πρωτίστως πώς αυτό βρέθηκε ανεβασµένο στο YouTube. «Θα ’ρθει η µαµά;» ρώτησε ο Μισέλ. «Ναι». Μπορεί να το φαντάστηκα, αλλά νοµίζω πως διέκρινα ανακούφιση στη φωνή του όταν
ρώτησε αν θα ’ρχόταν η «µαµά». Σαν να ’χε περάσει αρκετή ώρα παρέα µε τον πατέρα του. Με τον πατέρα του που έτσι κι αλλιώς δεν µπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτόν. Θα ’ρθει η µαµά; Ναι, θα ’ρθει η µαµά. Έπρεπε να βιαστώ. Να τον προστατέψω στο µοναδικό πεδίο όπου µπορούσα ακόµη να το κάνω. «Μισέλ» είπα ακουµπώντας και πάλι το χέρι µου στο µπράτσο του. «Τι ξέρει ο Μπο… ο Φάσο; Πώς έµαθε ο Φάσο γι’ αυτό το φιλµάκι; Αφού είχε ήδη γυρίσει σπίτι; Θέλω να πω…» Ο Μισέλ έριξε µια γρήγορη µατιά στην είσοδο του εστιατορίου, σαν να ήλπιζε ότι η µαµά του θα έβγαινε από στιγµή σε στιγµή για να τον σώσει από την οδυνηρή συντροφιά του πατέρα του. Κι εγώ µε τη σειρά µου κοίταξα την πόρτα. Κάτι είχε αλλάξει από την τελευταία φορά, αλλά δεν κατάλαβα αµέσως τι. Ο άντρας, συνειδητοποίησα το επόµενο δευτερόλεπτο. Ο άντρας που κάπνιζε, σκέφτηκα την επόµενη στιγµή. Ο άντρας που κάπνιζε είχε χαθεί. «Απλά έγινε» είπε ο Μισέλ. Απλά. Αυτό έλεγε πάντα και παλιά όταν είχε χάσει το παλτό του ή είχε ξεχάσει τη σχολική του τσάντα σε κάποια πλατεία όπου είχε παίξει µπάλα, κι εµείς τον ρωτούσαµε πώς µπόρεσε να συµβεί κάτι τέτοιο.
Απλά… Απλά το ξέχασα, απλά τ’ άφησα εκεί. «Απλά έστειλα µε µέιλ τα βίντεο στον Ρικ. Και τότε τα είδε και ο Φάσο, τα αντέγραψε από το κοµπιούτερ του Ρικ. Ανέβασε ένα απόσπασµα στο YouTube, και τώρα απειλεί ότι θα ανεβάσει και τη συνέχεια, αν δεν τον πληρώσουµε». Ήταν πολλές οι ερωτήσεις που θα µπορούσα να του κάνω τώρα· για ένα δευτερόλεπτο µάλιστα αναρωτήθηκα τι θα ρωτούσε κάθε άλλος πατέρας στη θέση µου. «Πόσα;» ρώτησα. «Τρεις χιλιάδες». Τον κοίταξα. «Θέλει ν’ αγοράσει σκούτερ» είπε.
28
«Μαµά». Ο Μισέλ τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον λαιµό της Κλερ και έχωσε το πρόσωπό του στα µαλλιά της. «Μαµά» ξανάπε. Είχε έρθει η µαµά. Κοίταξα τη γυναίκα µου και τον γιο µου. Σκέφτηκα τις ευτυχισµένες οικογένειες. Το πόσες φορές είχα κοιτάξει έτσι τον Μισέλ και τη µητέρα του – και πως ποτέ δεν είχα επιχειρήσει να µπω ανάµεσά τους: αυτό επίσης ήταν µέρος της ευτυχίας. Αφού χάιδεψε για λίγο την πλάτη του Μισέλ και
το πίσω µέρος του κεφαλιού του –πάνω από το µαύρο σκουφί–, η Κλερ σήκωσε τα µάτια και µε κοίταξε. Πόσα ξέρεις; ρωτούσε το βλέµµα της. Τα πάντα, της απάντησε το δικό µου. Σχεδόν τα πάντα, διόρθωσα τον εαυτό µου ενώ θυυµήθηκα το µήνυµα της Κλερ στο κινητό του γιου της. Ύστερα η Κλερ τον έπιασε από τους ώµους και τον φίλησε στο µέτωπο. «Τι ήρθες να κάνεις εδώ, αγάπη µου;» ρώτησε. «Νόµιζα ότι είχες ραντεβού». Τα µάτια του Μισέλ αναζήτησαν τα δικά µου. Η Κλερ δεν ξέρει τίποτα για τα βίντεο, ήξερα εκείνη τη στιγµή. Ήξερε περισσότερα απ’ όσα νόµιζα ως τώρα, αλλά για τα βίντεο δεν είχε ιδέα. « Ήρθε να πάρει χρήµατα» είπα, χωρίς να τραβήξω τα µάτια από τον Μισέλ. Η Κλερ ανασήκωσε τα φρύδια της. «Μου είχε δανείσει χρήµατα. Θα του τα ’δινα απόψε, πριν βγούµε για φαγητό, αλλά το ξέχασα». Ο Μισέλ χαµήλωσε τα µάτια του και έσυρε τα άσπρα αθλητικά του στα χαλίκια. Η γυναίκα µου µε κάρφωσε µε το βλέµµα της, µα δεν είπε τίποτα. Έψαξα στη µέσα τσέπη µου. «Πενήντα ευρώ» είπα. Έβγαλα το χαρτονόµισµα
και άπλωσα το χέρι µου στον Μισέλ. «Ευχαριστώ, µπαµπά» είπε και έχωσε το χαρτονόµισµα σε µια τσέπη του µπουφάν του. Η Κλερ έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό, µετά έπιασε τον Μισέλ από το χέρι. «Δεν ήταν να…» Με κοίταξε. «Κι εµείς καλύτερα να γυρίσουµε µέσα. Αναρωτιούνται ήδη πού χάθηκες τόσην ώρα». Αγκαλιάσαµε τον γιο µας, η Κλερ τον φίλησε τρεις φορές στα µάγουλα, µετά τον παρακολουθήσαµε να φεύγει, να κατευθύνεται µε το ποδήλατό του προς το γεφυράκι. Όταν έφτασε στη µέση της γέφυρας, µας φάνηκε σαν να ’θελε να γυρίσει να µας χαιρετήσει, αλλά τελικά σήκωσε µόνο το χέρι του. Αφού χάθηκε ανάµεσα στους θάµνους απέναντι, η Κλερ ρώτησε: «Πόσον καιρό το ξέρεις;». Κατάπια την πρώτη µου παρόρµηση να ρωτήσω αµέσως «Κι εσύ;», και απάντησα: «Από τη µετάδοση της εκποµπής Αναζητείται». Έπιασε το χέρι µου, όπως πριν από λίγο είχε πιάσει το χέρι του Μισέλ. «Αχ, αγάπη µου» είπε. Μισογύρισα, ώστε να µπορέσω να δω το πρόσωπό της.
«Κι εσύ;» ρώτησα. Η γυναίκα µου πήρε τώρα και το άλλο µου χέρι. Με κοίταξε και έκανε µια αποτυχηµένη προσπάθεια να χαµογελάσει: ήταν ένα χαµόγελο που ήθελε να µας γυρίσει πίσω στον χρόνο, κι ας ήξερε ότι αυτό δεν γινόταν. «Πρέπει να καταλάβεις ότι σ’ όλη αυτή την υπόθεση εσένα σκέφτηκα πρώτα, Πάουλ» είπε. «Δεν ήθελα… νόµιζα ότι ίσως δεν θα τ’ άντεχες. Φοβήθηκα… φοβήθηκα µήπως ξανα… ξέρεις τι θέλω να πω». «Από πότε;» ρώτησα χαµηλόφωνα. «Πότε το κατάλαβες;» Η Κλερ έσφιξε τα δάχτυλά µου. «Το ίδιο βράδυ» είπε. «Το βράδυ που πήγαν στο ΑΤΜ». Την κάρφωσα µε το βλέµµα µου. «Μου τηλεφώνησε ο Μισέλ» είπε η Κλερ. «Μόλις είχε γίνει. Με ρώτησε τι έπρεπε να κάνουν».
29
Όταν δούλευα ακόµη, σταµάτησα µια µέρα στα µισά µιας φράσης για τη Μάχη του Στάλινγκραντ και έριξα µια µατιά στην τάξη, στους µαθητές µου. Όλα αυτά τα κεφάλια, σκέφτηκα. Όλα αυτά τα κεφάλια, όπου µέσα τους χάνονται τα πάντα. «Ο Χίτλερ είχε βάλει στο µάτι το Στάλινγκραντ» είπα. «Παρόλο που από στρατηγική άποψη θα ήταν πολύ πιο συνετό να προχωρήσει κατευθείαν προς τη Μόσχα. Αλλά σηµασία είχε γι’ αυτόν το όνοµα της πόλης: Στάλινγκραντ, το όνοµα του
µεγάλου αντιπάλου του, του Γιόζεφ Στάλιν. Αυτή η πόλη έπρεπε να κατακτηθεί πρώτη. Για την ψυχολογική επίδραση που θα ’χε αυτή η νίκη πάνω στον Στάλιν». Έκανα µια παύση και κοίταξα ξανά την τάξη. Ορισµένοι µαθητές σηµείωναν τα όσα έλεγα, άλλοι µε κοίταζαν· κάποια βλέµµατα έδειχναν ενδιαφέρον, άλλα αδιαφορία –υπήρχαν περισσότερα µε ενδιαφέρον παρά µε αδιαφορία– προσπάθησα να πείσω τον εαυτό µου, ενώ συνειδητοποιούσα ταυτόχρονα ότι αυτό δεν µε απασχολούσε πια στ’ αλήθεια. Σκέφτηκα τις ζωές τους, όλες αυτές τις ζωές που απλώς θα συνεχίζονταν. «Χάρη σε τέτοιες παράλογες σκέψεις κερδίζεται ένας πόλεµος» είπα. « Ή χάνεται». Όταν δούλευα ακόµη – ακόµα και τώρα δυσκολεύοµαι να προφέρω αυτή τη φράση. Θα µπορούσα τώρα να εξηγήσω µε κάθε λεπτοµέρεια ότι κάποτε, σε ένα γκρίζο παρελθόν, είχα άλλα σχέδια για τη ζωή µου, µα δεν πρόκειται. Αυτά τα άλλα σχέδια υπήρχαν, αλλά το ποια ακριβώς ήταν δεν αφορά κανέναν. Η φράση «Όταν δούλευα ακόµη…» µου αρέσει πάντως περισσότερο από «Όταν δίδασκα ακόµη…» ή – την πιο απεχθή όλων, την αγαπηµένη φράση της
χειρότερης κατηγορίας πρώην καθηγητών, οι οποίοι διατείνονται ότι είναι γεννηµένοι δάσκαλοι– «Όταν υπηρετούσα ακόµη στην εκπαίδευση...». Πολύ θα ήθελα να µην αναφέρω καν ποιο µάθηµα δίδασκα. Ούτε αυτό αφορά κανέναν. Σε σταµπάρουν τόσο γρήγορα. Α, αυτός… είναι καθηγητής, λένε. Αυτό εξηγεί πολλά πράγµατα. Μα όταν τους ρωτάς τι ακριβώς εξηγεί, συνήθως δεν έχουν απάντηση. Διδάσκω ιστορία. Δίδασκα ιστορία. Όχι πια. Σταµάτησα πριν από δέκα χρόνια περίπου. Αναγκάστηκα και σταµάτησα – αν και στην περίπτωσή µου εξακολουθώ να πιστεύω ότι και το «σταµάτησα» και το «αναγκάστηκα και σταµάτησα» απέχουν εξίσου από την αλήθεια. Βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές της αλήθειας, αυτό είναι αλήθεια, αλλά η απόσταση δεν διαφέρει σηµαντικά. Όλα άρχισαν στο τρένο, στο τρένο για το Βερολίνο. Η αρχή του τέλους, σαν να λέµε: Η αρχή τού (αναγκάστηκα και) σταµάτησα. Λογαριάζοντας αναδροµικά, η όλη διαδικασία δεν κράτησε πάνω από δυο τρεις µήνες. Αφού ξεκίνησε, δεν άργησε να τελειώσει. Όπως σε κάποιον που δεν αντέχει ούτε έξι βδοµάδες µετά την πρώτη διάγνωση µιας κακοήθους ασθένειας.
Εκ των υστέρων αισθάνοµαι κυρίως χαρά και ανακούφιση· οι µέρες µου ως καθηγητή είχαν κρατήσει περισσότερο απ’ ό,τι άντεχα. Καθόµουν ολοµόναχος δίπλα στο παράθυρο του κατά τα άλλα άδειου κουπέ µου και κοίταζα έξω. Το πρώτο µισάωρο έβλεπες µόνο σηµύδες να περνούν, αλλά τώρα περνούσαµε από το προάστιο κάποιας πόλης. Κοιτούσα τα σπίτια και τις πολυκατοικίες, τα σπίτια µε τους µικρούς τους κήπους, που συχνά έφταναν σχεδόν ως τις ράγες του τρένου. Σ’ έναν απ’ αυτούς τους κήπους ήταν απλωµένα άσπρα σεντόνια να στεγνώσουν, σ’ έναν άλλο είδα µια κούνια. Ήταν Νοέµβριος κι έκανε κρύο. Άνθρωπο δεν έβλεπες έξω, στους κηπάκους. « Ίσως θα ’πρεπε να πάρεις µια µικρή άδεια» είχε πει η Κλερ. «Μια βδοµάδα, ας πούµε». Είχε προσέξει µια αλλαγή στη συµπεριφορά µου, είπε: αντιδρούσα σε όλα µε βιασύνη, µε νεύρα. Σίγουρα έφταιγε η δουλειά, το σχολείο. «Υπάρχουν φορές που αναρωτιέµαι πώς τα βγάζεις πέρα» είπε. «Δεν είναι ανάγκη να νιώθεις ένοχος». Ο Μισέλ δεν ήταν ούτε τεσσάρων χρονών, µια χαρά θα τα κατάφερνε µόνη της, τον στέλναµε στον σταθµό τρεις φορές την εβδοµάδα, αυτές τις µέρες θα τις είχε ολοδικές
της. Είχα σκεφτεί τη Ρώµη και τη Βαρκελώνη, φοινικιές και υπαίθρια καφενεία. Και τελικά επέλεξα το Βερολίνο, κυρίως επειδή δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Στην αρχή ένιωθα ακόµη έναν κάποιον ενθουσιασµό. Ετοίµασα ένα βαλιτσάκι, θα ’παιρνα µαζί µου όσο µπορούσα λιγότερα: travelling light, σκεφτόµουν. Ο ενθουσιασµός κράτησε ως τον σταθµό, όπου το τρένο για το Βερολίνο περίµενε ήδη στην αποβάθρα. Στο πρώτο κοµµάτι του ταξιδιού όλα πήγαιναν καλά ακόµη. Δεν λυπόµουν καθόλου που έβλεπα τα σπίτια και τη βιοµηχανική περιοχή να χάνονται από τη θέα. Όταν φάνηκαν οι πρώτες αγελάδες, τα πρώτα χαντάκια, οι πυλώνες µε τα καλώδια υψηλής τάσης, το βλέµµα µου ήταν ακόµη στραµµένο σ’ αυτά που βρίσκονταν µπροστά µου. Σ’ αυτά που µε περίµεναν. Στη συνέχεια ο ενθουσιασµός έδωσε τη θέση του σε κάτι άλλο. Σκέφτηκα την Κλερ και τον Μισέλ. Την απόσταση που όλο και µεγάλωνε. Έβλεπα τη γυναίκα µου µε τον γιο µας έξω από τον παιδικό σταθµό, το παιδικό κάθισµα στο ποδήλατό της, όπου τον έβαζε να καθίσει, και στη συνέχεια το χέρι της να βάζει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας του σπιτιού µας.
Όταν πια το τρένο έµπαινε σε γερµανικό έδαφος, είχα ήδη πάει κάµποσες φορές στο βαγόνι-εστιατόριο για µια µπίρα. Αλλά ήταν ήδη αργά. Είχα περάσει το σηµείο απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισµός. Τότε είδα τα σπίτια και τους κηπάκους. Παντού υπάρχουν άνθρωποι, σκέφτηκα. Είναι τόσο πολλοί, που αναγκάζονται να χτίζουν τα σπίτια τους ακριβώς δίπλα στις γραµµές του τρένου. Από το δωµάτιό µου στο ξενοδοχείο, τηλεφώνησα στην Κλερ. Προσπάθησα να κάνω τη φωνή µου ν’ ακουστεί όπως πάντα. «Τι συµβαίνει;» µε ρώτησε αµέσως η Κλερ. «Είσαι καλά;» «Πώς είναι ο Μισέλ;» «Καλά. Έφτιαξε έναν ελέφαντα από πηλό στον παιδικό. Αλλά καλύτερα να σου τα πει ο ίδιος. Μισέλ! Έλα, ο µπαµπάς στο τηλέφωνο…» Όχι, προσπάθησα να πω. Όχι. «Μπαµπά…» «Γεια σου, αγαπούλη µου. Τι µαθαίνω από τη µαµά; Έφτιαξες έναν ελέφαντα;» «Μπαµπά;» Κάτι έπρεπε να πω. Αλλά λέξη δεν βγήκε από το στόµα µου. «Είσαι κρυωµένος, µπαµπά;»
Τις µέρες που ακολούθησαν έβαλα τα δυνατά µου να παριστάνω τον τουρίστα που τριγυρίζει όλο ενδιαφέρον τ’ αξιοθέατα. Πήγα στ’ αποµεινάρια του Τείχους, έτρωγα σε εστιατόρια όπου, σύµφωνα µε τον ταξιδιωτικό οδηγό µου, σύχναζαν αποκλειστικά και µόνο οι απλοί Βερολινέζοι. Το χειρότερο ήταν τα βράδια. Στεκόµουν στο παράθυρο του δωµατίου µου και κοίταζα την κυκλοφορία και τα χιλιάδες φωτάκια και τους ανθρώπους, που όλοι έµοιαζαν να πηγαίνουν κάπου. Είχα δυο επιλογές: µπορούσα να µείνω εκεί, στο παράθυρο, και να κοιτάζω, ή µπορούσα να βγω έξω και ν’ ανακατευτώ µε τον κόσµο. Μπορούσα να υποκριθώ ότι κι εγώ κάπου πήγαινα. «Πώς τα πέρασες;» ρώτησε η Κλερ µια βδοµάδα αργότερα, όταν την έσφιξα ξανά στην αγκαλιά µου. Την έσφιξα πιο δυνατά απ’ όσο είχα σκοπό. Από την άλλη πάλι, όχι αρκετά δυνατά. Λίγες µέρες αργότερα το έπαθα και στο σχολείο. Όταν πρωτάρχισε, µπορούσα ακόµη να σκεφτώ ότι είχε να κάνει µε το γεγονός όταν ήµουν σε ξένη χώρα. Αλλά κάτι είχε συµβεί, κι αυτό το κάτι το είχα φέρει µαζί µου, πίσω στο σπίτι.
«Θ’ αναρωτηθείτε ίσως πόσοι θα ’µασταν σήµερα στη Γη, αν δεν είχε µεσολαβήσει ο Δεύτερος Παγκόσµιος πόλεµος» είπα γράφοντας στον πίνακα το νούµερο 55.000.000. «Αν όλος ο κόσµος είχε συνεχίσει να πηδιέται κανονικά. Για υπολογίστε το για το επόµενο µάθηµα». Αντιλήφθηκα ότι µε κοίταζαν περισσότεροι µαθητές απ’ ό,τι συνήθως, µπορεί να κοιτούσαν όλοι τώρα: µια τον πίνακα και µια εµένα. Χαµογέλασα. Κοίταξα από το παράθυρο, έξω. Το κτίριο του σχολείου είχε κεντρικό σύστηµα κλιµατισµού. Τα παράθυρα δεν άνοιγαν. «Πάω να πάρω λίγο καθαρό αέρα» είπα και βγήκα από την τάξη.
30
Δεν ξέρω αν κάποιοι από τους µαθητές έκαναν ήδη τότε τα πρώτα παράπονα, αν οι γονείς έφεραν το θέµα στη διεύθυνση του σχολείου ή αν αυτό συνέβη αργότερα. Όπως κι αν έγινε, µια µέρα µε κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του. Ο διευθυντής ήταν από τους ανθρώπους που σπάνια συναντάς σήµερα: µαλλιά χωρίστρα στο πλάι, κοστούµι καφέ µε σχέδιο ψαροκόκαλο. « Έφτασαν στ’ αυτιά µου κάποια παράπονα σχετικά µε το περιεχόµενο των µαθηµάτων της ιστορίας» µου είπε, αφού µ’ έβαλε να καθίσω στη
µοναδική καρέκλα απέναντι στο γραφείο του. «Από ποιον;» Ο διευθυντής µε κοίταξε. Πίσω από το κεφάλι του ήταν κρεµασµένος ένας σχολικός χάρτης της Ολλανδίας, µε τις δεκατρείς επαρχίες της. «Αυτό δεν έχει και τόση σηµασία τώρα» είπε. «Το θέµα είναι…» «Πώς δεν έχει σηµασία. Παραπονέθηκαν οι γονείς ή οι µαθητές οι ίδιοι; Οι γονείς παραπονιούνται συνέχεια για πράγµατα που οι µαθητές δεν θεωρούν καθόλου σοβαρά». «Πάουλ, εδώ πρόκειται κυρίως για κάτι που είπες για τα θύµατα. Διόρθωσέ µε, αν δεν αποδίδω σωστά το θέµα. Για τα θύµατα του Δεύτερου Παγκόσµιου πολέµου». Έγειρα πίσω στην καρέκλα µου, δηλαδή προσπάθησα, αλλά ήταν µια σκληρή ίσια καρέκλα, µε άκαµπτη πλάτη. «Εκφράστηκες, είπαν, µε τρόπο αρκετά υποτιµητικό για τα θύµατα» συνέχισε ο διευθυντής. «Είπες ότι οι ίδιοι έφταιγαν για όσα έπαθαν». «Ποτέ δεν είπα τέτοιο πράγµα. Είπα µόνο ότι δεν είναι όλα τα θύµατα αυτοµάτως αθώα θύµατα». Ο διευθυντής κοίταξε ένα χαρτάκι
ακουµπισµένο µπροστά του στο γραφείο του. «Εδώ λέει…» άρχισε, ύστερα κούνησε το κεφάλι, έβγαλε τα γυαλιά του κι έσφιξε τη ρίζα της µύτης του ανάµεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα. «Πρέπει να καταλάβεις, Πάουλ, ότι τα παράπονα ήρθαν από γονείς. Οι γονείς παραπονιούνται συνέχεια. Λες να µην το ξέρω; Και τις περισσότερες φορές άνευ λόγου και αιτίας. Αν πουλιούνται µήλα στην καντίνα του σχολείου. Ποια είναι η πολιτική µας σε ό,τι αφορά το µάθηµα της γυµναστικής όταν οι µαθήτριες έχουν περίοδο. Ασήµαντα πράγµατα. Σπάνια ασχολούνται µε το περιεχόµενο των µαθηµάτων. Αλλά αυτή τη φορά ναι. Κι αυτό δεν είναι καλό για το σχολείο. Θα ήταν καλύτερα για όλους µας αν περιοριζόσουν απλώς στη διδακτέα ύλη». Για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συνοµιλίας µας ένιωσα ένα ανεπαίσθητο µυρµήγκιασµα στο σβέρκο µου. «Και από ποια άποψη υποτίθεται πως δεν περιορίστηκα στη διδακτέα ύλη;» ρώτησα ήρεµα. «Εδώ γράφει…» Ο διευθυντής πασπάτεψε πάλι το χαρτάκι στο γραφείο του. «Γιατί δεν µου λες εσύ ο ίδιος; Τι ακριβώς είπες, Πάουλ;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Τους έβαλα ένα απλό αριθµητικό πρόβληµα. Σε µια οµάδα εκατό
ανθρώπων, πόσοι είναι καθάρµατα; Πόσοι οι πατεράδες που αποπαίρνουν τα παιδιά τους; Πόσοι οι ηλίθιοι που βροµάει η ανάσα τους, αλλά αρνούνται να κάνουν κάτι γι’ αυτό; Πόσοι οι άχρηστοι τεµπελχανάδες που περνούν τη ζωή τους παραπονούµενοι για αδικίες που ουδέποτε υπέστησαν; Κοιτάξτε γύρω σας, τους είπα. Πόσους από τους συµµαθητές σας δεν θα θέλατε να ξαναδείτε αύριο στα θρανία της τάξης σας; Σκεφτείτε αυτό το µέλος της δικής σας οικογένειας, εκείνον τον εκνευριστικό θείο µε τις βαρετές, σαχλές ιστορίες που διηγείται σ’ όλες τις οικογενειακές γιορτές, τον κακάσχηµο ξάδερφο που βασανίζει τη γάτα του. Φανταστείτε την ανακούφισή σας, και όχι µόνο τη δική σας αλλά ολόκληρης της οικογένειας, αν αυτός ο θείος ή ο ξάδερφος πατούσε νάρκη ή τον πετύχαινε βόµβα ριγµένη από αεροπλάνο. Αν αυτός ο συγγενής αφανιζόταν από προσώπου γης. Και τώρα σκεφτείτε τα εκατοµµύρια θύµατα όλων των πολέµων που έχουν γίνει ως τώρα –ουδέποτε αναφέρθηκα ειδικά στον Δεύτερο Παγκόσµιο, απλώς τον αναφέρω συχνά ως παράδειγµα, επειδή είναι ο πόλεµος που τους αγγίζει πιο πολύ– σκεφτείτε τις χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες των θυµάτων που δεν θα µας λείψουν
καθόλου, το αντίθετο µάλιστα. Και στατιστικά να το πάρει κανείς, είναι αδύνατον να ’τανε όλα αυτά τα θύµατα καλοί άνθρωποι, ό,τι κι αν εννοούµε µε το “καλοί”. Το άδικο βρίσκεται µάλλον στο γεγονός ότι και τα καθάρµατα µπαίνουν στον κατάλογο των αθώων θυµάτων. Ότι και τα δικά τους ονόµατα χαράζονται στα µνηµεία πολέµου». Έκανα µια παύση για να πάρω ανάσα. Πόσο καλά τον γνώριζα αυτόν τον διευθυντή; Με είχε αφήσει να µιλήσω, χωρίς να µε διακόψει· αλλά τι σήµαινε αυτό; Ίσως είχε ακούσει αρκετά. Ίσως αυτά του αρκούσαν για να µε επιπλήξει. «Πάουλ…» άρχισε – είχε ξαναφορέσει τα γυαλιά του, αλλά δεν κοιτούσε εµένα αλλά ένα σηµείο του γραφείου του. «Μου επιτρέπεις µια προσωπική ερώτηση, Πάουλ;» Δεν απάντησα. «Μήπως έχεις παρακουραστεί, Πάουλ;» ρώτησε ο διευθυντής. «Με τη διδασκαλία, εννοώ. Μη µε παρεξηγήσεις, δεν σου προσάπτω το παραµικρό, σε όλους µας συµβαίνει, αργά ή γρήγορα. Να µην έχουµε όρεξη πια. Να αναρωτιόµαστε για τη µαταιότητα του επαγγέλµατός µας». Ανασήκωσα τους ώµους. «Αχ…» είπα. «Μου έχει συµβεί κι εµένα. Όταν δίδασκα
ακόµη. Είναι πολύ δυσάρεστο συναίσθηµα. Χάνεις τον κόσµο κάτω από τα πόδια σου. Όλα όσα πίστευες. Μήπως αυτό µοιάζει λιγάκι µ’ αυτά που τραβάς τώρα εσύ, Πάουλ; Εξακολουθείς να πιστεύεις σ’ αυτό που κάνεις;» «Οι µαθητές µου ήταν πάντα η πρώτη και κύρια προτεραιότητά µου» απάντησα µε ειλικρίνεια. «Πάντα προσπαθούσα να κάνω το µάθηµα όσο το δυνατόν πιο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Για να το πετύχω αυτό, χρησιµοποιούσα κυρίως τον εαυτό µου ως µέτρο. Δεν έκανα προσπάθεια να γίνω αρεστός µε σαχλαµάρες του συρµού. Θυµόµουν τις εµπειρίες τις δικές µου από το σχολείο. Τι τραβούσε πραγµατικά το ενδιαφέρον µου. Αυτή ήταν η αφετηρία µου». Ο διευθυντής χαµογέλασε κι έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας του. Αυτός µπορεί να γείρει προς τα πίσω, σκέφτηκα. Εγώ κάθοµαι εδώ σαν να ’χω καταπιεί µπαστούνι. «Από το µάθηµα ιστορίας στο δικό µου σχολείο αυτά που θυµάµαι περισσότερο είναι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες και οι Ρωµαίοι» είπα. «Ο Αλέξανδρος ο Μέγας, η Κλεοπάτρα, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Αννίβας, ο Δούρειος Ίππος, οι εκστρατείες µε τους ελέφαντες πάνω από τις Άλπεις, οι ναυµαχίες, οι αγώνες των µονοµάχων,
οι αρµατοδροµίες, οι θεαµατικές δολοφονίες και αυτοκτονίες, η έκρηξη του Βεζούβιου. Μα από την άλλη και την οµορφιά, την οµορφιά όλων αυτών των ναών και των αµφιθεάτρων, των τοιχογραφιών, των λουτρών, των ψηφιδωτών, είναι µια οµορφιά αιώνια, είναι τα χρώµατα που µας κάνουν ακόµα και σήµερα να πηγαίνουµε διακοπές στη Μεσόγειο κι όχι στο Μάντσεστερ ή στη Βρέµη. Ύστερα, όµως, έρχεται ο χριστιανισµός κι όλα αρχίζουν σιγά σιγά να καταρρέουν. Στο τέλος χαίρεσαι µάλιστα που έρχονται οι λεγόµενοι βάρβαροι και τα κάνουν όλα γυαλιά καρφιά. Αυτό το θυµάµαι, σαν να ’ταν χτες. Και κατά τα άλλα εκείνο που θυµάµαι κυρίως είναι πως έπειτα απ’ αυτό δεν συνέβη τίποτα. Για πολύν καιρό. Ο Μεσαίωνας, αν το καλοεξετάσεις, ήταν µια αποκρουστική, οπισθοδροµική εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν συνέβη σχεδόν τίποτα – αν εξαιρέσουµε µερικές αιµατοβαµµένες πολιορκίες. Και µετά η Ολλανδική Ιστορία! Ο Ογδοηκονταετής Πόλεµος. Ο πόλεµος της ανεξαρτησίας των Ολλανδών... Θυµάµαι ακόµη πόσο ευχόµουν µια νίκη των Ισπανών. Οι ελπίδες µου αναπτερώθηκαν κάπως, όταν δολοφονήθηκε ο Γουλιέλµος της Οράγγης. Στο τέλος, όµως,
αυτή η µικρή οµάδα φανατικών θρησκόληπτων κατάφερε να βγει νικήτρια. Και πυκνό σκοτάδι σκέπασε οριστικά τις Κάτω Χώρες. Θυµάµαι επίσης τον καθηγητή της ιστορίας χρόνο µε τον χρόνο να κουνάει µπροστά στη µύτη µας σαν ζουµερό λουκάνικο τον Δεύτερο Παγκόσµιο πόλεµο. «Στην έκτη θ’ ασχοληθούµε µε τον Δεύτερο Παγκόσµιο πόλεµο» έλεγε, αλλά όταν φτάσαµε στην έκτη, ήµασταν ακόµη στον Γουλιέλµο τον Α΄ και την απόσχιση του Βελγίου. Δεν φτάσαµε ποτέ στον Δεύτερο Παγκόσµιο. Το πολύ πολύ πήραµε µια µικρή γεύση από χαρακώµατα, ίσα για να µας ανοίξει η όρεξη. Αλλά ο Πρώτος Παγκόσµιος πόλεµος, πέρα από τη µαζική εξόντωση εκατοµµυρίων ανθρώπων, ήταν κυρίως βαρετός. Αργούσε πολύ το πράγµα, για να το πω έτσι. Αργότερα έµαθα ότι έτσι γινόταν πάντα. Ποτέ δεν έφταναν στον Δεύτερο Παγκόσµιο. Στην πιο ενδιαφέρουσα περίοδο των τελευταίων χιλίων πεντακοσίων χρόνων, και για την Ολλανδία, όπου από τότε που οι Ρωµαίοι αποφάσισαν ότι δεν τους ενδιέφερε ο τόπος στην ουσία δεν συνέβη τίποτα σπουδαίο ως τον Μάιο του 1940. Θέλω να πω, για ποιον µιλάνε στο εξωτερικό όταν αναφέρονται στην Ολλανδία; Για τον Ρέµπραντ. Για τον Βίνσεντ βαν Γκογκ. Για
ζωγράφους. Η µοναδική ιστορική φυσιογνωµία της Ολλανδίας που έγινε γνωστή διεθνώς, αν το πούµε έτσι, είναι η Άννα Φρανκ». Για νιοστή φορά ο διευθυντής µετακίνησε κάποια χαρτιά στο γραφείο του κι άρχισε να ξεφυλλίζει κάτι που µου φάνηκε αµυδρά γνωστό. Ήταν ένα ντοσιέ, απ’ αυτά µε το διάφανο εξώφυλλο, το είδος του ντοσιέ στο οποίο οι µαθητές βάζουν τις εργασίες τους. «Σου λέει τίποτα το όνοµα [….], Πάουλ;» ρώτησε. Ανέφερε το όνοµα µιας µαθήτριας της τάξης µου. Δεν παραλείπω επίτηδες το όνοµά της εδώ. Αποφάσισα τότε ότι θα το ξεχνούσα. Και τα κατάφερα. Έγνεψα καταφατικά. «Και µήπως θυµάσαι και τι της είπες;» «Στο περίπου» απάντησα. Έκλεισε το ντοσιέ και το ακούµπησε ξανά στο γραφείο του. «Της έβαλες τρία» είπε ο διευθυντής. «Και όταν σε ρώτησε γιατί, της είπες…» «Το τρία ήταν απολύτως δικαιολογηµένος βαθµός» είπα. «Η εργασία της ήταν τσαπατσούλικη. Επιπέδου απαράδεκτου, κατά την κρίση µου».
Ο διευθυντής χαµογέλασε, αλλά ήταν ένα χαµόγελο ανόρεχτο, ένα χαµόγελο που θύµιζε κοµµένο γάλα. «Οφείλω να οµολογήσω πως ούτε εµένα µε εντυπωσίασε ιδιαίτερα το επίπεδο, αλλά δεν είναι αυτό το θέµα. Το θέµα είναι…» «Πέρα από τον Δεύτερο Παγκόσµιο πόλεµο ασχολούµαι και µε ένα µεγάλο κοµµάτι της ιστορίας που ακολουθεί» τον διέκοψα ξανά. «Με την Κορέα, το Βιετνάµ, το Κουβέιτ, τη Μέση Ανατολή και το Ισραήλ, τον Πόλεµο των Έξι Ηµερών, τον Πόλεµο του Γιοµ Κιπούρ, τους Παλαιστίνιους. Στις παραδόσεις µου καταπιάνοµαι µ’ όλα αυτά τα θέµατα. Δεν µπορώ εποµένως να δεχτώ µια εργασία για το κράτος του Ισραήλ, όπου γίνεται κυρίως λόγος για συγκοµιδή πορτοκαλιών και πώς τα βράδια χορεύουν µε σανδάλια γύρω από τη φωτιά. Παντού χαρούµενοι κι ευτυχισµένοι άνθρωποι και µπλα µπλα για την έρηµο, όπου ανθίζουν πάλι τα λουλούδια. Θέλω να πω, κάθε µέρα άνθρωποι πυροβολούνται και σκοτώνονται στους δρόµους, λεωφορεία ανατινάζονται. Για ποιο πράγµα µιλάµε, λοιπόν;» « Ήρθε εδώ κλαίγοντας, Πάουλ». «Κι εγώ θα έκλαιγα αν η εργασία µου είχε τέτοιο χάλι».
Ο διευθυντής µε κοίταξε. Είδα κάτι στο βλέµµα του που δεν είχα ξαναδεί: κάτι ουδέτερο, ή µάλλον, το βλέµµα του δεν έλεγε τίποτα, όπως δεν έλεγε τίποτα και το καφέ κοστούµι του µε το σχέδιο ψαροκόκαλο. Ταυτόχρονα έγειρε ξανά προς τα πίσω, αλλά πιο πίσω από την πρώτη φορά. Παίρνει αποστάσεις, σκέφτηκα. Όχι, όχι αποστάσεις, διόρθωσα τον εαυτό µου αµέσως µετά. Με αποχαιρετάει. «Πάουλ, δεν µπορείς να λες τέτοια πράγµατα σ’ ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι» είπε. Και στη φωνή του είχε παρεισφρήσει τώρα ένας πιο ουδέτερος τόνος. Δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση µαζί µου· µου ανακοίνωνε την απόφασή του. Είµαι σίγουρος πως, αν εκείνη τη στιγµή τον ρωτούσα γιατί, γιατί δεν µπορείς να λες τέτοια πράγµατα, η απάντησή του θα ήταν: «Γιατί έτσι». Για µια στιγµή σκέφτηκα το κορίτσι. Είχε χαριτωµένο αλλά υπερβολικά χαρούµενο πρόσωπο. Χαρούµενο χωρίς λόγο. Μια χαρούµενη ιλαρότητα χωρίς ορµή, όπως χαρούµενη και χωρίς ορµή ήταν και η µιάµιση σελίδα στην εργασία της που είχε αφιερώσει στη συγκοµιδή των πορτοκαλιών. «Τέτοια πράγµατα φωνάζουν ίσως στις κερκίδες
στο γήπεδο» συνέχισε ο διευθυντής «αλλά όχι σε ένα σχολείο. Τουλάχιστον όχι στο δικό µας σχολείο, κι οπωσδήποτε δεν λέγονται από ένα µέλος του διδακτικού προσωπικού». Το τι ακριβώς είπα σ’ αυτό το κορίτσι δεν έχει σηµασία εδώ, ας το ξεκαθαρίσω. Απλώς θα µας αποσπάσει από το θέµα µας. Δεν προσθέτει τίποτα. Μερικές φορές σου ξεφεύγουν πράγµατα που αργότερα τα µετανιώνεις. Ή µάλλον όχι, δεν τα µετανιώνεις. Λες κάτι µε τόσο κοφτερό τρόπο, που το πρόσωπο που τ’ ακούει θα το κουβαλάει µέσα του για την υπόλοιπη ζωή του. Σκέφτηκα το χαρούµενο πρόσωπό της. Όταν της είπα αυτά που της είπα, ράγισε στη µέση. Σαν βάζο. Ή µάλλον σαν ποτήρι, που σπάει από κάποια πολύ ψηλή νότα. Κοίταξα τον διευθυντή κι ένιωσα το χέρι µου να σφίγγεται γροθιά. Δεν µπορούσα να το ελέγξω, δεν είχα καµιά διάθεση να συνεχίσω τη συζήτηση. Πώς το λένε, να δεις… Υπήρχε διάσταση απόψεων. Αγεφύρωτη. Αυτό ήταν στην ουσία το θέµα. Υπήρχε ένα χάσµα. Καµιά φορά η συζήτηση φτάνει σε αδιέξοδο. Κοίταξα τον διευθυντή και φαντάστηκα τη γροθιά µου να πέφτει στη µέση του γκρίζου προσώπου του, ακριβώς κάτω από τη µύτη του. Οι κόµποι των
δαχτύλων µου στο κενό ανάµεσα στα ρουθούνια και το πάνω χείλι. Δόντια θα έσπαγαν, αίµα θα ανάβλυζε από τη µύτη του, η θέση µου θα ήταν ξεκάθαρη. Αλλά αµφέβαλλα αν αυτό θα µας έφερνε πιο κοντά στην επίλυση της διαφοράς µας. Δεν ήταν απαραίτητο να σταµατήσω σ’ αυτή την πρώτη γροθιά, φυσικά. Μπορούσα να συνεχίσω, να διαλύσω τελείως αυτό το ανέκφραστο πρόσωπο, όµως θα το µεταµόρφωνα απλώς σε κάτι άλλο εξίσου ανέκφραστο. Και η θέση µου στο σχολείο θα γινόταν επισφαλής, όπως λένε – αν κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγµα που µε απασχολούσε εκείνη τη στιγµή. Για να λέµε την αλήθεια, η θέση µου ήταν επισφαλής εδώ και καιρό. Από την πρώτη µέρα που διάβηκα την πύλη αυτού του σχολείου, µπορούσες να µιλήσεις για επισφαλή θέση. Ο υπόλοιπος χρόνος ήταν απλώς αναβολή της απόλυσης. Όλες οι ώρες που είχα περάσει µέσα στην τάξη δεν ήταν τίποτα άλλο παρά µια αναβολή. Το ερώτηµα ήταν αν θα έκανα τη χάρη στον διευθυντή να τον σπάσω στο ξύλο. Να τον κάνω θύµα. Κάποιον που οι άλλοι θα τον λυπούνταν. Φαντάστηκα τους µαθητές να στριµώχνονται στα παράθυρα όταν θα τον έπαιρνε το ασθενοφόρο. Α, ναι, θα ερχόταν ασθενοφόρο, δεν θα
σταµατούσα πριν τελειώσω τη δουλειά. Στο τέλος οι µαθητές θα τον λυπούνταν. «Πάουλ;» είπε ο διευθυντής µετακινώντας το βάρος του πάνω στο κάθισµά του. Κάτι µυρίστηκε. Είχε µυρίσει τον κίνδυνο. Έψαχνε την κατάλληλη θέση για να εξουδετερώσει όσο µπορούσε τη δύναµη της πρώτης µπουνιάς. Κι αν το ασθενοφόρο έφευγε χωρίς καθόλου να βιάζεται; σκέφτηκα. Χωρίς περιστροφικούς φάρους και σειρήνα; Πήρα βαθιά ανάσα, έβγαλα αργά τον αέρα. Έπρεπε ν’ αποφασίσω γρήγορα, ειδεµή θα ’ταν αργά. Μπορούσα κυριολεκτικά να τον σκοτώσω στο ξύλο. Με τα γυµνά µου χέρια. Θα ’ταν βροµερή δουλειά, εντάξει, αλλά όχι πιο βροµερή από το να καθαρίζεις ένα θήραµα. Μια γαλοπούλα, διόρθωσα τον εαυτό µου. Σπίτι είχε µια γυναίκα, ήξερα, και µεγαλούτσικα παιδιά. Ποιος ξέρει, ίσως τους έκανα χάρη. Ήταν πολύ πιθανό να το ’χαν βαρεθεί το ανέκφραστο πρόσωπό του. Στην κηδεία θα έδειχναν τη λύπη τους, αλλά µετά, στη σάλα για τον καφέ, η ανακούφιση θα έπαιρνε γρήγορα το πάνω χέρι. «Πάουλ;» Κοίταξα τον διευθυντή. Χαµογέλασα. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι προσωπικό;» ρώτησε. «Σκέφτηκα, ίσως υπάρχει… Εννοώ,
απλώς από ενδιαφέρον ρωτώ… Πώς είναι η κατάσταση στο σπίτι σου, Πάουλ; Όλα εντάξει;» Στο σπίτι. Συνέχισα να χαµογελάω, αλλά από µέσα µου σκεφτόµουν τον Μισέλ. Ο Μισέλ ήταν σχεδόν τεσσάρων χρονών. Στην Ολλανδία πας φυλακή οχτώ χρόνια περίπου αν σκοτώσεις ένα συνάνθρωπό σου, υπολόγισα. Δεν ήταν πολλά. Με λίγη καλή διαγωγή, περνώντας καµιά τσουγκράνα στους κηπάκους της φυλακής, θα έβγαινα στα πέντε. Ο Μισέλ τότε θα ήταν εννιά. «Πώς είναι γυναίκα σου… η Κάρλα;» Κλερ, διόρθωσα νοερά τον διευθυντή. Κλερ τη λένε. «Θαυµάσια» είπα. «Και τα παιδιά; Καλά είναι τα παιδιά;» Τα παιδιά. Ακόµα κι αυτό δεν µπόρεσε να το θυµηθεί ο µαλάκας! Ήταν βέβαια αδύνατο να θυµάται κανείς τα πάντα για όλους. Ότι η καθηγήτρια των γαλλικών συζούσε µε τη φιλενάδα της, αυτό το θυµόσουν. Επειδή ξέφευγε από τα συνηθισµένα. Οι άλλοι, όµως; Οι άλλοι δεν ξέφευγαν. Είχαν άντρα ή γυναίκα και παιδιά. Ή δεν είχαν παιδιά. Ή είχαν ένα µόνο παιδί. Το ποδήλατο του Μισέλ είχε ακόµη βοηθητικές ρόδες. Αν έµπαινα φυλακή, δεν θα έβλεπα τη στιγµή που οι βοηθητικές ρόδες θα
έβγαιναν. Θα το µάθαινα, µόνο. «Μια χαρά» είπα. «Μεγαλώνουν. Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα µεγαλώνουν». Ο διευθυντής έπλεξε τα δάχτυλά του και ακούµπησε τα χέρια στο γραφείο του, αγνοώντας τελείως το γεγονός ότι την είχε µόλις γλιτώσει πολύ φτηνά. Για τον Μισέλ. Για τον Μισέλ θα συγκρατούσα τα χέρια µου. «Πάουλ. Ξέρω πως ίσως δεν θέλεις να τ’ ακούσεις, αλλά πρέπει να το πω. Νοµίζω ότι θα ήταν καλό να κλείσεις ένα ραντεβού µε τον Βαν Ντίρεν. Τον ψυχολόγο του σχολείου. Και παράλληλα να µη διδάξεις για ένα διάστηµα. Να γεµίσεις τις µπαταρίες σου. Νοµίζω ότι σου χρειάζεται. Όλοι µας το χρειαζόµαστε πότε πότε». Ένιωθα περίεργα ήρεµος. Ήρεµος και κουρασµένος. Δεν θα υπήρχε βία. Ήταν σαν την µπόρα που ετοιµάζεται να ξεσπάσει: οι καρέκλες της βεράντας µεταφέρονται µέσα, οι τέντες µαζεύονται, αλλά τελικά δεν γίνεται τίποτα. Η µπόρα προσπερνάει. Και την ίδια στιγµή αυτό είναι κρίµα. Γιατί σε όλους µας αρέσει να βλέπουµε τον αέρα να σηκώνει τις στέγες των σπιτιών, να ξεριζώνει δέντρα και να τα
παρασέρνει. Τα ντοκιµαντέρ για τους τυφώνες, τους κυκλώνες και τα τσουνάµι έχουν καταπραϋντική επίδραση. Είναι τραγικό, φυσικά, όλοι έχουµε µάθει να λέµε ότι µας φαίνονται τραγικά όλα αυτά, µα ένας κόσµος χωρίς καταστροφές και βία –είτε πρόκειται για βία της φύσης είτε για βία από σάρκα και οστά–, ένας τέτοιος κόσµος θα ήταν πραγµατικά αφόρητος. Ο διευθυντής θα γύριζε σπίτι του αργότερα, σώος και αβλαβής. Απόψε θα καθόταν στο τραπέζι να φάει µε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Με την ανέκφραστη παρουσία του θα γέµιζε την καρέκλα, που σε διαφορετική περίπτωση θα είχε µείνει αδειανή. Κανείς δεν θα πήγαινε στην εντατική ή στο γραφείο κηδειών, απλώς και µόνο επειδή είχε µόλις παρθεί αυτή η απόφαση. Κατά βάθος το ήξερα από την αρχή. Από τη στιγµή που άρχισε να µε ρωτάει για το σπίτι. Πώς είναι η κατάσταση στο σπίτι σου; Είναι ένας διαφορετικός τρόπος για να σου πουν ότι θέλουν να σε ξεφορτωθούν, ότι θα σε διώξουν. Η κατάσταση στο σπίτι σου δεν είναι δουλειά κανενός. Είναι όπως όταν ρωτάνε «Σας άρεσε το φαγητό;». Ούτε αυτό είναι δουλειά κανενός. Όταν συµφώνησα χωρίς δεύτερη κουβέντα να συναντήσω τον ψυχολόγο του σχολείου, ο
διευθυντής έδειξε ξαφνιασµένος. Ευχάριστα ξαφνιασµένος. Όχι, δεν θα του έδινα την παραµικρή αφορµή για να µε κάνει στην άκρη έτσι απλά, χωρίς να παλέψω. Σηκώθηκα πρώτος, για να δείξω πως από µεριάς µου η συνάντησή µας είχε τελειώσει. Στην πόρτα τού άπλωσα το χέρι. Κι εκείνος το έσφιξε. Έσφιξε το χέρι που θα µπορούσε να έχει δώσει διαφορετική τροπή στη ζωή του – ή να την έχει τερµατίσει οριστικά. «Χαίροµαι που το παίρνεις τόσο…» είπε. Δεν τέλειωσε τη φράση του. «Τα εγκάρδια χαιρετίσµατά µου στην… στη γυναίκα σου» είπε. «Την Κάρλα» είπα.
31
Λίγες µέρες αργότερα, λοιπόν, πήγα στον ψυχολόγο του σχολείου. Στον Βαν Ντίρεν. Στο σπίτι είπα την αλήθεια. Είπα στην Κλερ ότι θα κατέβαζα τους ρυθµούς για ένα διάστηµα. Της είπα για τα φάρµακα που µου έγραψε ο ψυχολόγος, µέσω του οικογενειακού µας γιατρού. Αυτό µετά το πρώτο ραντεβού, που είχε διαρκέσει µόλις µισή ώρα. «Α, ναι» είπα στην Κλερ. «Με συµβούλευσε να φοράω γυαλιά ηλίου». «Γυαλιά ηλίου;»
«Ναι. Είπε ότι είναι πολλά τα ερεθίσµατα που δέχοµαι, κι ότι έτσι θα µπορούσα κάπως να τα φιλτράρω». Δεν της απέκρυψα παρά ένα µικρό µόνο µέρος της αλήθειας, δικαιολογήθηκα στον εαυτό µου. Αποσιωπώντας ένα µικρό µόνο µέρος της αλήθειας, δεν ήµουν αναγκασµένος να ξεφουρνίσω ένα ξεκάθαρο ψέµα. Ο ψυχολόγος είχε αναφέρει ένα όνοµα. Ένα όνοµα που ακουγόταν γερµανικό. Ήταν το επίθετο του νευρολόγου ο οποίος είχε δώσει το όνοµά του στην πάθηση που ανακάλυψε. «Με ψυχοθεραπεία µπορώ να βελτιώσω κάπως τα πράγµατα» είχε πει ο Βαν Ντίρεν κοιτάζοντάς µε σοβαρά «αλλά θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι είναι κυρίως ζήτηµα νευρώνων. Με την κατάλληλη φαρµακευτική αγωγή µπορούµε να την κρατήσουµε υπό έλεγχο». Στη συνέχεια µε είχε ρωτήσει αν υπήρχαν (απ’ όσο εγώ ήξερα) άλλοι συγγενείς µε παρόµοια προβλήµατα ή συµπτώµατα. Σκέφτηκα τους γονείς µου, µετά τους παππούδες και τις γιαγιάδες µου. Πέρασα από το µυαλό µου τον µακρύ κατάλογο µε τους θείους και τις θείες, τα ξαδέλφια – προσπαθώντας να µην ξεχνώ αυτό που µου είχε πει ο Βαν Ντίρεν· ότι δηλαδή συχνά
το σύνδροµο ήταν σχεδόν αόρατο: οι περισσότεροι πάσχοντες ζούσαν κανονική ζωή, το πολύ πολύ ήταν λίγο πιο µοναχικοί, είχε πει. Σε µεγάλες παρέες, είτε µονοπωλούσαν τη συζήτηση είτε δεν θα έλεγαν κουβέντα. Τελικά κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Δεν µπορούσα να σκεφτώ κανέναν. «Με ρωτάτε για τους συγγενείς µου» είπε. «Αυτό θα πει ότι είναι κληρονοµικό;» «Άλλοτε ναι, άλλοτε όχι. Πάντα κοιτάµε το οικογενειακό ιστορικό των ασθενών. Έχετε παιδιά;» Μου πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσω πλήρως τη σηµασία αυτής της ερώτησης. Ως εκείνη τη στιγµή είχα σκεφτεί µόνο το γενετικό υλικό που είχε προηγηθεί της γέννησής µου. Τώρα, για πρώτη φορά, σκέφτηκα τον Μισέλ. «Κύριε Λόµαν;» «Μισό λεπτό». Σκέφτηκα τον σχεδόν τετράχρονο γιο µου. Τα αυτοκινητάκια που ήταν σκορπισµένα στο πάτωµα του δωµατίου του. Για πρώτη φορά στη ζωή µου σκέφτηκα τον τρόπο µε τον οποίο έπαιζε τ’ αυτοκινητάκια του. Την επόµενη στιγµή αναρωτήθηκα αν θα µπορούσα ποτέ να τον δω διαφορετικά.
Και στον παιδικό σταθµό; Στον παιδικό σταθµό είχαν άραγε ποτέ προσέξει τίποτα; Έστυψα το µυαλό µου για να θυµηθώ µήπως κάποιος είχε πει κάτι κάποτε, καµιά τυχαία παρατήρηση, ότι ο Μισέλ αποµονωνόταν ή παρουσίαζε µε άλλον τρόπο αποκλίνουσα συµπεριφορά – µα δεν βρήκα τίποτα. «Πρέπει να το σκεφτείτε το αν έχετε παιδιά;» µε ρώτησε ο ψυχολόγος χαµογελώντας. «Όχι» απάντησα. «Μόνο που…» « Ίσως σκέφτεστε ν’ αποκτήσετε». Μέχρι σήµερα είµαι ακόµη σίγουρος πως δεν έπαιξα ούτε το µάτι µου όταν απάντησα. «Ναι» είπα. «Θα µε συµβουλεύατε να µην το κάνω; Στην περίπτωσή µου;» Ο Βαν Ντίρεν έσκυψε πάνω από το γραφείο του, δίπλωσε τα χέρια κάτω από το πιγούνι του, ακουµπώντας τους αγκώνες του στο γραφείο µπροστά του. «Όχι. Θέλω να πω… στις µέρες µας είναι δυνατόν ν’ ανιχνεύσουµε τέτοιου είδους ανωµαλίες πολύ πριν από τη γέννηση. Με τα κατάλληλα τεστ κατά την εγκυµοσύνη ή µε αµνιοκέντηση. Θα πρέπει, φυσικά, να ξέρετε από την αρχή τι σηµαίνει αυτό. Μια διακοπή κύησης δεν είναι απλό πράγµα». Στο µυαλό µου άστραψαν τότε αρκετές σκέψεις
ταυτόχρονα. Μία µία, είπα στον εαυτό µου. Πρέπει να τις εξετάσω µία µία. Δεν είχα πει ψέµατα όταν απάντησα θετικά στην ερώτηση του ψυχολόγου αν σκεφτόµασταν να αποκτήσουµε παιδιά. Μόνο που είχα αποσιωπήσει το γεγονός ότι είχαµε ήδη ένα. Ήταν πολύ δύσκολος τοκετός. Τα πρώτα χρόνια µετά τη γέννηση του Μισέλ η Κλερ δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για δεύτερη εγκυµοσύνη. Τον τελευταίο καιρό, όµως, είχαµε αρχίσει να το ξανασυζητάµε. Είχαµε συνειδητοποιήσει και οι δυο ότι έπρεπε να πάρουµε µιαν απόφαση σύντοµα αν θέλαµε ν’ αποφύγουµε µεγάλη διαφορά ηλικίας ανάµεσα στον Μισέλ και τον αδερφό ή την αδερφή του – αν η διαφορά αυτή δεν ήταν ήδη µεγάλη. « Ένα τέτοιο τεστ, δηλαδή, δείχνει αν ένα παιδί έχει κληρονοµήσει το συγκεκριµένο σύνδροµο από σένα;» ρώτησα· ξαφνικά ένιωσα τα χείλη µου πιο στεγνά από πριν. Αναγκάστηκα να τα υγράνω πρώτα µε την άκρη της γλώσσας µου για να µπορέσω να µιλήσω κανονικά. «Λοιπόν, µάλλον θα πρέπει να διορθώσω αυτά που είπα πριν. Είπα ότι η ασθένεια µπορεί να διαγνωσθεί ήδη στο αµνιακό υγρό, αλλά τα πράγµατα δεν είναι ακριβώς έτσι. Μάλλον το αντίστροφο είναι δυνατόν: η αµνιοκέντηση µας
επιτρέπει να διαπιστώσουµε ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά τι ακριβώς, αυτό θα το δείξουν περαιτέρω εξετάσεις». Είχε ήδη γίνει ασθένεια, διαπίστωσα. Ξεκινήσαµε από ανωµαλία, για να καταλήξουµε µέσω πάθησης και συνδρόµου, σε µια ασθένεια. «Εν πάση περιπτώσει, όµως, θεωρείτε ότι είναι επαρκείς οι λόγοι για µια έκτρωση;» είπα. «Ακόµα και χωρίς περαιτέρω εξετάσεις;» «Ακούστε. Όταν έχουµε να κάνουµε µε το σύνδροµο Ντάουν ή µε δισχιδή ράχη, ας πούµε, τότε διαβάζουµε σαφείς ενδείξεις στο αµνιακό υγρό. Στις περιπτώσεις αυτές συµβουλεύουµε πάντα διακοπή της κύησης. Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριµένη ασθένεια, είµαστε ακόµη σε γκρίζα ζώνη. Αλλά πάντα προειδοποιούµε τους γονείς. Στην πράξη οι περισσότεροι αποφασίζουν να µην το διακινδυνεύσουν». Ο Βαν Ντίρεν είχε αρχίσει να µιλάει στον πρώτο πληθυντικό. Σαν ν’ αντιπροσώπευε ολόκληρο τον ιατρικό κλάδο. Ενώ δεν ήταν παρά ένας απλός ψυχολόγος. Και µάλιστα σχολικός ψυχολόγος. Πιο κάτω δεν πάει. Είχε κάνει αµνιοκέντηση η Κλερ; Το πρόβληµα ήταν πως δεν ήξερα. Την είχα συνοδεύσει σχεδόν παντού: στο πρώτο υπερηχογράφηµα, στο πρώτο
µάθηµα γυµναστικής για εγκύους –µόνο στο πρώτο, ευτυχώς η Κλερ το έβρισκε ακόµα πιο γελοίο από µένα να κάθεται και ο άντρας και να κάνει αναπνοές και να ξεφυσάει–, στην πρώτη επίσκεψη στη µαία, που ήταν και η τελευταία. «Μακριά από µένα οι µαµές!» είπε. Μια δυο φορές όµως, η Κλερ είχε πάει µόνη της στο νοσοκοµείο. Θεωρούσε ανοησία να θυσιάσω µισή εργάσιµη µέρα για να τη συνοδεύσω σε µια επίσκεψη ρουτίνας στον γυναικολόγο της. Ήµουν στο τσακ να ρωτήσω τον Βαν Ντίρεν αν όλες οι έγκυες έκαναν αµνιοκέντηση, ή µόνο µια συγκεκριµένη οµάδα υψηλού κινδύνου, αλλά γρήγορα κατάπια την ερώτηση. «Γίνονταν αµνιοκεντήσεις πριν από τριάντα, σαράντα χρόνια;» ρώτησα. Ο σχολικός ψυχολόγος σκέφτηκε για λίγο. «Δεν νοµίζω. Όχι, τώρα που το λέτε. Είµαι σχεδόν εκατό τοις εκατό σίγουρος. Την εποχή εκείνη δεν γινόταν τέτοια εξέταση». Κοιταχτήκαµε. Εκείνη τη στιγµή ήµουν κι εγώ εκατό τοις εκατό σίγουρος πως ο Βαν Ντίρεν σκεφτόταν το ίδιο πράγµα µ’ εµένα. Αλλά δεν το είπε. Μάλλον δεν τολµούσε να το πει, κι έτσι το είπα εγώ. «Άρα στην ουσία χρωστάω το γεγονός ότι
κάθοµαι σήµερα απέναντί σας στις ελλιπείς γνώσεις της ιατρικής επιστήµης πριν από σαράντα χρόνια;» είπα. «Το γεγονός ότι υπάρχω;» συµπλήρωσα· το τελευταίο ήταν περιττό, αλλά ένιωσα την ανάγκη να το ακούσω δυνατά από το ίδιο µου το στόµα. Ο Βαν Ντίρεν έγνεψε αργά συµφωνώντας· ένα ανεπαίσθητο χαµόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Αφού το θέτετε έτσι» είπε. «Αν η συγκεκριµένη εξέταση υπήρχε από τότε, δεν θα ήταν τελείως αδιανόητο οι γονείς σας να είχαν προτιµήσει τον ασφαλέστερο δρόµο και να µην το ριψοκινδυνεύσουν».
32
Άρχισα να παίρνω τα φάρµακα. Τις πρώτες µέρες δεν κατάλαβα τίποτα. Αλλά µε είχαν προειδοποιήσει ότι δεν θα γινόταν τίποτα, η αγωγή θ’ άρχιζε να δείχνει αποτελέσµατα µόνο έπειτα από µερικές βδοµάδες. Παρ’ όλα αυτά δεν µου διέφυγε το ότι η Κλερ µε κοίταζε διαφορετικά ήδη από τις πρώτες µέρες. «Πώς αισθάνεσαι;» µε ρωτούσε αρκετές φορές την ηµέρα. «Καλά» απαντούσα πάντα. Και ήταν αλήθεια, αισθανόµουν πράγµατι καλά, απολάµβανα την αλλαγή, απολάµβανα πάνω απ’
όλα το γεγονός ότι δεν ήµουν υποχρεωµένος πια να µπαίνω στην τάξη κάθε µέρα: ν’ αντιµετωπίζω όλα αυτά τα πρόσωπα που µε κοιτούσαν, µια ολόκληρη διδακτική ώρα, κι ύστερα άλλα πρόσωπα για την επόµενη ώρα, και έτσι συνεχώς, τη µια ώρα µετά την άλλη… όποιος δεν έχει διδάξει ποτέ δεν ξέρει πώς είναι. Σε λιγότερο από µια βδοµάδα, νωρίτερα από το προβλεπόµενο, τα φάρµακα άρχισαν να φέρνουν αποτέλεσµα. Δεν το περίµενα ότι θα γινόταν έτσι. Φοβόµουν, φοβόµουν κυρίως ότι τα φάρµακα θα επιδρούσαν πάνω µου χωρίς να το καταλάβω ο ίδιος. Ότι θ’ άλλαζαν την προσωπικότητά µου: αυτή ήταν η µεγαλύτερη αγωνία µου, µην τυχόν κι αλλάξει η προσωπικότητά µου. Θα γινόµουν µεν πιο υποφερτός για το άµεσο περιβάλλον µου, αλλά κάπου στην πορεία θα έχανα τον εαυτό µου. Είχα διαβάσει τα ενηµερωτικά χαρτιά µέσα στα κουτιά που ανέφεραν τις –οµολογουµένως ανησυχητικές– ανεπιθύµητες παρενέργειες. Μπορούσα να ζήσω µε «ναυτία», «ξηροδερµία» και «ανορεξία», ανέφεραν, όµως, και «άγχος», «υπεροξυγόνωση» και «απώλεια µνήµης». «Είναι βαριά φάρµακα» είπα στην Κλερ «θα τα παίρνω, δεν έχω επιλογή, αλλά πρέπει να µου υποσχεθείς
ότι θα µε προειδοποιήσεις αν κάτι πάει στραβά. Αν αρχίσω να ξεχνάω ή να φέροµαι περίεργα, πρέπει να µου το πεις. Τότε θα τα σταµατήσω». Οι φόβοι µου αποδείχτηκαν αστήρικτοι. Μια Κυριακή απόγευµα, πέντε µέρες περίπου από τη µέρα που άρχισα να χαπακώνοµαι, ήµουν ξαπλωµένος στον καναπέ στο καθιστικό µε την πολυσέλιδη κυριακάτικη εφηµερίδα στα πόδια µου. Από τα συρόµενα φύλλα της µπαλκονόπορτας κοίταζα έξω στον κήπο, όπου µόλις είχε αρχίσει να βρέχει. Ήταν µια από τις µέρες µε άσπρα σύννεφα, σκόρπια στον γαλάζιο ουρανό, και δυνατό αέρα. Πρέπει να προσθέσω εδώ ότι τους µήνες που είχαν προηγηθεί συχνά µε τρόµαζε το ίδιο µου το σπίτι, το ίδιο µου το καθιστικό, και κυρίως η παρουσία µου µέσα σ’ αυτό το σπίτι και µέσα σ’ αυτό το καθιστικό. Αυτός ο φόβος ήταν άµεσα συνδεδεµένος µε την ύπαρξη πολλών άλλων ανθρώπων σαν κι εµένα µέσα σε παρόµοια σπίτια και καθιστικά. Ειδικά τα βράδια, στο σκοτάδι, όταν όλος ο κόσµος λογικά βρισκόταν «σπίτι» του, ο φόβος αυτός µε κυρίευε απότοµα. Από το σηµείο όπου ήµουν ξαπλωµένος στον καναπέ, έβλεπα µέσα από τους θάµνους και τα δέντρα τα φώτα στα παράθυρα απέναντι. Ανθρώπους σπάνια έβλεπα, αλλά τα
φωτισµένα παράθυρα πρόδιδαν την παρουσία τους – όπως το δικό µου φωτισµένο παράθυρο πρόδιδε τη δική µου παρουσία. Δεν θέλω να δώσω λάθος εντύπωση, δεν µε φοβίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, δεν µε φοβίζει ο άνθρωπος ως είδος. Δεν υποφέρω από κρίσεις πανικού όταν είµαι µέσα σε πλήθος, ούτε είµαι ο αντικοινωνικός τύπος στα πάρτι, ο εκκεντρικός που κανένας δεν θέλει να του µιλήσει, που µε τη γλώσσα του σώµατός του στέλνει σε όλους το µήνυµα «Αφήστε µε ήσυχο». Όχι, δεν είναι αυτό. Έχει σχέση µε τον προσωρινό χαρακτήρα όλων αυτών των ανθρώπων µέσα στα σαλόνια τους, στα σπίτια τους, τα οικοδοµικά τους τετράγωνα, τις συνοικίες τους τις σχεδιασµένες έτσι ώστε ο ένας δρόµος να οδηγεί από µόνος του στον επόµενο, η µια πλατεία να συνδέεται µέσω αυτών των δρόµων µε την επόµενη πλατεία. Έτσι λοιπόν ξάπλωνα ενίοτε τα βράδια στον καναπέ του σαλονιού µας και αναλογιζόµουν αυτά τα πράγµατα. Μια φωνούλα µού ψιθύριζε να σταµατήσω να σκέφτοµαι, να µην αφήσω τις σκέψεις αυτές να προχωρήσουν µακριά. Αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνα, πάντα τις προχωρούσα ως το τέλος αυτές τις σκέψεις, ως την έσχατη κατάληξη. Παντού υπάρχουν άνθρωποι, έλεγα
από µέσα µου, αυτή την ίδια στιγµή είναι ξαπλωµένοι στον καναπέ τους, µέσα σε πανοµοιότυπα καθιστικά. Σε λίγο θα πέσουν για ύπνο, θα στριφογυρίζουν για λίγο, ή θα αλλάξουν δυο γλυκόλογα µεταξύ τους, ή θα παραµείνουν πεισµατικά αµίλητοι επειδή µόλις καβγάδισαν και κανείς από τους δυο δεν θέλει να παραδεχτεί πρώτος πως έχει άδικο. Μετά θα σβήσουν το φως. Σκεφτόµουν τον χρόνο, το πέρασµα του χρόνου, για να είµαι ακριβής, το πόσο απέραντη, πόσο ατελείωτη, πόσο µακριά και σκοτεινή και άδεια µπορεί να είναι µία µοναδική ώρα. Όποιος σκέφτεται έτσι τι να τα κάνει τα έτη φωτός; Σκεφτόµουν το πλήθος των ανθρώπων, τους αριθµούς, κι ούτε καν µε απασχολούσε ο υπερπληθυσµός ή η µόλυνση του περιβάλλοντος, το αν θα υπήρχε στο µέλλον αρκετή τροφή για όλους, µόνο το πλήθος αυτό καθ’ εαυτό. Αν τρία εκατοµµύρια ή έξι δισεκατοµµύρια εξυπηρετούσαν κάποιον συγκεκριµένο σκοπό. Όταν έφτανα σ’ αυτό το σηµείο, άρχιζαν τα πρώτα συµπτώµατα της δυσφορίας. Δεν είναι κατ’ ανάγκην υπερβολικά πολλοί οι άνθρωποι, σκεφτόµουν, αλλά είναι πολλοί πάντως. Σκεφτόµουν τους µαθητές στην τάξη µου. Όλοι κάτι έπρεπε να κάνουν: να ξεκινήσουν τη ζωή
τους, να ζήσουν τη ζωή τους. Τη στιγµή που µία ώρα µπορεί να είναι ήδη ατέλειωτη. Έπρεπε να βρουν δουλειά και να γίνουν ζευγάρια. Θα γεννιόνταν παιδιά, κι αυτά τα παιδιά θα διδάσκονταν επίσης το µάθηµα της ιστορίας – αλλά όχι από µένα. Από ένα ορισµένο ύψος, δεν έβλεπε κανείς παρά το πλήθος των ανθρώπων, όχι πια τους ανθρώπους τους ίδιους. Τότε µ’ έπιανε πανικός. Σχεδόν τίποτα στη στάση µου δεν το πρόδιδε – εκτός ίσως από την εφηµερίδα που έµενε ακουµπισµένη στα πόδια µου, κλειστή. «Μήπως θες µια µπιρίτσα;» θα µε ρωτούσε η Κλερ µπαίνοντας στο σαλόνι µ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι της. Κι εγώ θα έπρεπε να πω «Ναι, ευχαρίστως», χωρίς να την ξενίσει ο τόνος της φωνής µου. Φοβόµουν πως η φωνή µου θα ακουγόταν σαν τη φωνή κάποιου που µόλις ξύπνησε, που µόλις σηκώθηκε και δεν πρόλαβε ακόµη να µιλήσει. Ή αλλιώς σαν µια φωνή απλώς αλλόκοτη, όχι απόλυτα αναγνωρίσιµη ως η δική µου φωνή, µια τροµακτική φωνή. Η Κλερ θ’ ανασήκωνε τα φρύδια και θα ρωτούσε: « Έχεις τίποτα;». Κι εγώ φυσικά θ’ αρνιόµουν. Θα κουνούσα αρνητικά το κεφάλι µου, υπερβολικά ζωηρά, κι αυτό θα µε πρόδιδε, ενώ µε περίεργη, τροµακτική, ψιλή
φωνούλα, που δεν έµοιαζε καθόλου µε τη δική µου φωνή, θα έλεγα: «Όχι, δεν έχω τίποτα, τι να ’χω δηλαδή;». Και µετά; Μετά η Κλερ θα ερχόταν και θα καθόταν δίπλα µου στον καναπέ, θα έπαιρνε το χέρι µου στα δικά της, µπορεί να ακουµπούσε και το ένα της χέρι στο µέτωπό µου, όπως κάνουµε σ’ ένα παιδί για να δούµε αν έχει πυρετό. Και τότε θα συνέβαινε. Ήξερα ότι η πόρτα που οδηγούσε στην κανονικότητα ήταν τώρα ορθάνοιχτη: η Κλερ θα µε ξαναρωτούσε αν στ’ αλήθεια δεν είχα τίποτα, εγώ θα κουνούσα ξανά το κεφάλι µου αρνητικά (λιγότερο ζωηρά αυτή τη δεύτερη φορά), η ανησυχία της δεν θα διαλυόταν αµέσως, αλλά σε λίγο θα έπαυε ν’ ανησυχεί: αφού αντιδρούσα φυσιολογικά, κι η φωνή µου είχε ξαναβρεί τον γνώριµο τόνο της, κι απαντούσα ήρεµα στις ερωτήσεις της. Όχι, απλώς ρέµβαζα. Για ποιο πράγµα; Α, δεν θυµάµαι πια. Έλα τώρα, Πάουλ… Ξέρεις πόση ώρα κάθεσαι εδώ µε την εφηµερίδα στα γόνατά σου; Μιάµιση ώρα, µπορεί και δύο! Σκεφτόµουν τον κήπο, έλεγα µήπως φτιάξουµε µια αποθηκούλα στο βάθος. Πάουλ… Ναι; Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόσουν µιάµιση ώρα τον κήπο. Όχι, όχι βέβαια, εννοώ ότι σκεφτόµουν τον κήπο
τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Και πιο πριν; Εκείνο το κυριακάτικο απόγευµα, µια βδοµάδα µετά την επίσκεψή µου στον ψυχολόγο του σχολείου, για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό, κοίταζα τον κήπο χωρίς σκοτεινές σκέψεις στο µυαλό µου. Άκουγα την Κλερ στην κουζίνα. Σιγοτραγουδούσε µια µελωδία που έπαιζε το ραδιόφωνο, ένα τραγούδι που δεν το ήξερα – αλλά στους στίχους επανέρχονταν ξανά και ξανά οι λέξεις «και το λουλουδάκι µου». «Τι γελάς;» ρώτησε όταν λίγο αργότερα µπήκε στο σαλόνι µε δυο κούπες καφέ στα χέρια. « Έτσι» απάντησα. «Μπα; Αλήθεια; Άντε να κοιταχτείς στον καθρέφτη. Μοιάζεις µε πιστό που µόλις βρήκε τον Χριστό. Λάµπεις από χαρά». Την κοίταξα, ένιωθα ζεστός αλλά ευχάριστα ζεστός, µε τη ζεστασιά ενός πουπουλένιου παπλώµατος. «Σκεφτόµουν…» είπα, αλλά ξαφνικά άλλαξα γνώµη. Ήµουν έτοιµος να της µιλήσω για ένα δεύτερο παιδί. Τους τελευταίους µήνες δεν το είχαµε θίξει το θέµα. Σκέφτηκα τη διαφορά της ηλικίας, που στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν πέντε χρόνια. Ή τώρα ή ποτέ. Ωστόσο, µια φωνή µέσα µου επέµενε ότι δεν
ήταν τώρα η κατάλληλη στιγµή, ίσως σε λίγες µέρες, µα όχι το απόγευµα της Κυριακής που τα φάρµακα είχαν αρχίσει να µε πιάνουν. «Σκεφτόµουν πως ίσως θα µπορούσαµε να φτιάξουµε µια µικρή αποθηκούλα στον κήπο» είπα.
33
Αν κοιτάξω προς τα πίσω, εκείνη η Κυριακή ήταν και το αποκορύφωµα. Η πρωτόγνωρη αίσθηση µιας καθηµερινότητας απαλλαγµένης από σκοτεινές σκέψεις ξεθώριασε γρήγορα. Η ζωή έγινε πιο επίπεδη, πιο υποτονική, σαν να βρισκόµουν σε πάρτι όπου βλέπεις όλο τον κόσµο να µιλάει και να χειρονοµεί, αλλά όπου δεν ξεχώριζες τη φωνή κανενός. Δεν υπήρχαν πια σκαµπανεβάσµατα στη διάθεσή µου. Κάτι είχε χαθεί. Ακούς καµιά φορά για ανθρώπους που έχουν χάσει την αίσθηση της όσφρησης ή της
γεύσης: γι’ αυτούς ακόµα και το νοστιµότερο φαγητό δεν σηµαίνει τίποτα πια. Κάπως έτσι την έβλεπα ώρες ώρες τη ζωή, σαν ένα πιάτο ζεστό φαΐ που το άφηνα να κρυώνει. Ήξερα ότι έπρεπε να τρώω για να µην πεθάνω, αλλά δεν είχα όρεξη πια. Λίγες βδοµάδες αργότερα έκανα µια τελευταία προσπάθεια να ξαναβρώ την ευφορία εκείνου του πρώτου κυριακάτικου απογεύµατος. Ο Μισέλ µόλις είχε αποκοιµηθεί. Η Κλερ κι εγώ ήµασταν ξαπλωµένοι παρέα στον καναπέ και παρακολουθούσαµε µια εκποµπή για τους καταδικασµένους σε θάνατο στις Ηνωµένες Πολιτείες. Ο καναπές µας είναι φαρδύς, µε λίγη προσπάθεια χωρούσαµε δίπλα δίπλα. Κι επειδή ήµασταν ξαπλωµένοι δίπλα δίπλα, δεν χρειαζόταν να την κοιτάξω στα µάτια. «Σκεφτόµουν» είπα. «Αν κάνουµε δεύτερο παιδί τώρα, ο Μισέλ θα είναι πέντε χρονών όταν αυτό γεννηθεί». «Το σκεφτόµουν κι εγώ τελευταία» είπε η Κλερ. «Δεν είναι καλή ιδέα. Πρέπει να χαιρόµαστε µε αυτό που έχουµε». Ένιωσα τη ζέστη της γυναίκας µου, το µπράτσο µου γύρω από τους ώµους της ίσως συσπάστηκε προς στιγµήν. Θυµήθηκα τη συζήτησή µου µε
τον ψυχολόγο του σχολείου. Αλήθεια, έκανες ποτέ αµνιοκέντηση; Θα µπορούσα να το ρωτήσω όσο πιο αδιάφορα γινόταν. Ένα µειονέκτηµα ήταν πως δεν θα έβλεπα τα µάτια της τη στιγµή που ρωτούσα. Μειονέκτηµα και πλεονέκτηµα. Μετά σκέφτηκα την ευτυχία µας. Την ευτυχισµένη µας οικογένεια. Την ευτυχισµένη µας οικογένεια, που έπρεπε να χαίρεται µε αυτό που είχε. «Πάµε κάπου το ερχόµενο Σαββατοκύριακο;» είπα. «Να νοικιάσουµε ένα σπιτάκι ή κάτι τέτοιο… Μόνο οι τρεις µας;»
34
Και µετά; Μετά αρρώστησε η Κλερ. Η Κλερ, που δεν αρρώσταινε ποτέ, που άντε να έτρεχε η µύτη της για λίγες µέρες, που ό,τι κι αν γινόταν δεν κρεβατωνόταν ποτέ ούτε για µία µέρα όταν ήταν γριπιασµένη, η Κλερ βρέθηκε στο νοσοκοµείο. Από τη µια µέρα στην άλλη, τίποτα δεν µας είχε προετοιµάσει για την εισαγωγή της στο νοσοκοµείο, δεν είχαµε καθόλου χρόνο να πάρουµε, όπως λένε, τα µέτρα µας. Το πρωί ένιωθε µεν «µια κοµµάρα», όπως το διατύπωσε, αλλά παρ’ όλα αυτά έφυγε, µε φίλησε στο στόµα
για να µ’ αποχαιρετήσει και ύστερα είχε καβαλήσει το ποδήλατό της. Την ξαναείδα το αποµεσήµερο, αλλά τότε είχε ήδη κάµποσα σωληνάκια µε ορούς στο µπράτσο της και ένα µόνιτορ έβγαζε ένα σιγανό µπιπ στο προσκέφαλο του κρεβατιού της. Προσπάθησε να µου χαµογελάσει, αλλά δυσκολεύτηκε ολοφάνερα. Στον διάδροµο ο χειρουργός µού έκανε νόηµα πως ήθελε να µου µιλήσει ιδιαιτέρως. Δεν θα εξηγήσω εδώ τι είχε πάθει η Κλερ, το θεωρώ προσωπική υπόθεση. Η αρρώστια του καθενός δεν αφορά τους άλλους. Όπως κι αν έχει, είναι θέµα της Κλερ, εκείνη θ’ αποφασίσει αν θέλει να µιλήσει, όχι εγώ. Θα πω µόνο ότι δεν απειλούνταν η ζωή της, τέτοιο θέµα δεν προέκυψε, τουλάχιστον σε πρώτη φάση. Ήταν και η έκφραση που χρησιµοποιούσαν οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γνωστοί και οι συνάδελφοι που τηλεφωνούσαν. «Απειλείται η ζωή της;» ρωτούσαν. Με ελαφρώς βραχνή φωνή, αλλά άκουγες καθαρά τη δίψα τους για µια είδηση συνταρακτική – οι άνθρωποι ποτέ δεν χάνουν την ευκαιρία όταν τους δίνεται η δυνατότητα να πλησιάσουν τον θάνατο χωρίς να πάθουν κάτι οι ίδιοι. Θυµάµαι κυρίως πόσο µεγάλος ήταν για µένα ο πειρασµός να τους απαντήσω
καταφατικά: «Ναι, απειλείται η ζωή της». Ήµουν περίεργος ν’ ακούσω τη σιωπή στην άλλη άκρη της γραµµής που θα ακολουθούσε αυτή την απάντηση. Χωρίς να µπω λοιπόν σε λεπτοµέρειες για την αρρώστια της Κλερ, θέλω εδώ ν’ αναφέρω εν συντοµία ό,τι µου είπε ο χειρουργός στον διάδροµο, αφού µε ενηµέρωσε µε ύφος σοβαρό για την επικείµενη επέµβαση. «Δεν µπορώ να σας πω ότι δεν είναι τίποτα» είπε, αφού πρώτα µου άφησε λίγο χρόνο ώστε να χωνέψω τα νέα. «Από τη µία µέρα στην άλλη αλλάζει ολόκληρη η ζωή σας. Αλλά θα κάνουµε ό,τι περνάει από το χέρι µας». Αυτό το τελευταίο το είπε σε σχεδόν χαρούµενο τόνο, έναν τόνο που ερχόταν σε αντίθεση µε την έκφραση στο πρόσωπό του. Και µετά; Μετά όλα πήγαν στραβά. Ή µάλλον: ό,τι µπορούσε να πάει στραβά πήγε όντως στραβά. Μετά την πρώτη επέµβαση ακολούθησε δεύτερη, µετά τρίτη. Τα µόνιτορ πολλαπλασιάστηκαν δίπλα στο προσκεφάλι της, σωληνάκια έβγαιναν από το κορµί της και ξανάµπαιναν σε άλλα σηµεία. Σωληνάκια και µόνιτορ που σκοπό είχαν να την κρατήσουν στη ζωή, αλλά έπειτα από κείνη την πρώτη µέρα ο χειρουργός είχε εγκαταλείψει τον χαρούµενο τόνο
του. Εξακολουθούσε να λέει πως έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, µα στο µεταξύ η Κλερ είχε χάσει σχεδόν είκοσι κιλά και δεν µπορούσε καν ν’ ανασηκωθεί χωρίς βοήθεια στα µαξιλάρια της. Χαιρόµουν που ο Μισέλ δεν την έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση. Στην αρχή τού πρότεινα ακόµη ευδιάθετα να πάµε µαζί στο επισκεπτήριο, αλλά εκείνος έκανε πως δεν µε άκουσε. Τη µέρα εκείνη, όταν η µαµά του έφυγε το πρωί από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε το βράδυ, είχα τονίσει κυρίως την εορταστική διάσταση, το ασυνήθιστο της κατάστασης, λες κι επρόκειτο να περάσει τη νύχτα στο σπίτι κάποιου φίλου ή να πάει εκδροµή. Πήγαµε και φάγαµε οι δυο µας στο καφέ για τους απλούς ανθρώπους, η χοιρινή µε πατάτες τηγανητές ήταν τότε το αγαπηµένο του φαγητό, κι έκανα ό,τι µπορούσα για να του εξηγήσω αυτό που είχε συµβεί. Του το εξήγησα χωρίς να µπαίνω σε λεπτοµέρειες. Παρέλειψα αρκετά, πρώτα απ’ όλα τον δικό µου φόβο. Μετά το φαγητό νοικιάσαµε µια ταινία από το βιντεοκλάµπ και τον άφησα να πάει για ύπνο πιο αργά από το συνηθισµένο, κι ας είχε σχολείο την εποµένη (δεν πήγαινε πια στον παιδικό σταθµό, ήταν στον πρώτο χρόνο του νηπιαγωγείου). «Θα
γυρίσει η µαµά;» µε ρώτησε όταν τον φίλησα για να τον καληνυχτίσω. «Θ’ αφήσω στην πόρτα σου µια χαραµάδα» απάντησα. «Θα δω λίγη τηλεόραση ακόµα, κι έτσι θα µ’ ακούς». Δεν τηλεφώνησα σε κανέναν εκείνο το πρώτο βράδυ. Αυτό άλλωστε µου είχε ζητήσει µε έµφαση και η Κλερ. «Ας µη σπείρουµε πανικό» µου είχε πει. «Μπορεί να µην είναι τόσο σοβαρό και να γυρίσω σε λίγες µέρες στο σπίτι». Τότε είχα ήδη µιλήσει µε τον χειρουργό στον διάδροµο. «Σύµφωνοι» είπα. «Ας µη σπείρουµε πανικό». Την άλλη µέρα το απόγευµα, µετά το σχολείο, ο Μισέλ δεν ζήτησε τη µάνα του. Με παρακάλεσε να βγάλω τις βοηθητικές από το ποδήλατό του. Το είχα επιχειρήσει πριν από λίγους µήνες, αλλά έπειτα από µερικές προσπάθειες κάνοντας ζιγκ ζαγκ είχε πέσει πάνω στο χαµηλό κιγκλίδωµα γύρω από το παρκάκι. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα. Ήταν µια όµορφη µαγιάτικη µέρα, χωρίς να κάνει ούτε ένα ζιγκ ζαγκ έφυγε µε το ποδήλατό του, πήγε ως τη γωνία και γύρισε πίσω. Όταν πέρασε από µπροστά µου, άφησε το τιµόνι και σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον αέρα. «Θέλουν να κάνουν την επέµβαση αύριο κιόλας» είπε η Κλερ εκείνο το βράδυ. «Αλλά τι ακριβώς θα κάνουν; Σου είπαν τίποτα που δεν το
ξέρω εγώ;» «Ξέρεις ότι σήµερα ο Μισέλ µού ζήτησε να βγάλω τις βοηθητικές ρόδες από το ποδήλατό του;» ρώτησα. Η Κλερ έκλεισε για µια στιγµή τα µάτια της, το κεφάλι της ήταν χωµένο στα µαξιλάρια σαν να ’ταν πιο βαρύ απ’ ό,τι συνήθως. «Τι κάνει;» ρώτησε σιγανά. «Του λείπω πολύ;» «Θέλει πολύ να έρθει να σε δει» είπα ψέµατα. «Αλλά µου φάνηκε καλύτερο να περιµένουµε λίγο». Δεν θα πω σε ποιο νοσοκοµείο ήταν η Κλερ. Ήταν κοντά στο σπίτι µας, µπορούσα να πηγαίνω µε το ποδήλατο –ή µε το αυτοκίνητο, αν ο καιρός ήταν κακός–, δεν µου έπαιρνε πάνω από δέκα λεπτά. Τις ώρες του επισκεπτηρίου ο Μισέλ έµενε µε µια γειτόνισσα, που είχε και δικά της παιδιά· µερικές φορές ερχόταν η µπέιµπι σίτερ, µια κοπελίτσα δεκαπέντε χρονών, που έµενε λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Δεν έχω διάθεση να µπω σε λεπτοµέρειες σχετικά µε όλα όσα πήγαν στραβά σ’ αυτό το νοσοκοµείο, θα συµβούλευα απλώς όποιον αγαπάει τη ζωή του (ή τη ζωή των δικών του ανθρώπων) να το αποφύγει πάση θυσία. Αυτό είναι και το δίληµµα που µε βασανίζει: από τη µια δεν είναι δουλειά κανενός
σε ποιο νοσοκοµείο νοσηλεύτηκε η Κλερ· από την άλλη θέλω να προειδοποιήσω τους πάντες να µην πατήσουν ποτέ εκεί το πόδι τους. «Πώς τα βγάζεις πέρα;» µε ρώτησε ένα απόγευµα η Κλερ, νοµίζω ότι ήταν µετά τη δεύτερη ή τρίτη εγχείριση. Η φωνή της ακούστηκε τόσο αδύναµη, που έπρεπε σχεδόν να κολλήσω το αυτί µου στα χείλη της για να την καταλάβω. «Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;» Στο άκουσµα της λέξης «βοήθεια» κάποιος µυς ή κάποιο νεύρο κάτω από το αριστερό µου µάτι άρχισε να παίζει. Όχι, δεν ήθελα βοήθεια, µια χαρά τα έβγαζα πέρα µόνος µου. Για να πω την αλήθεια: πρώτα και καλύτερα ο ίδιος είχα απορήσει για το πόσο καλά τα έβγαζα πέρα. Ο Μισέλ πήγαινε σχολείο στην ώρα του, µε δόντια βουρτσισµένα και ρούχα καθαρά. Λίγο πολύ καθαρά, εγώ ήµουν πιο ανεκτικός από την Κλερ σ’ αυτό το θέµα, δυο τρία λεκεδάκια στο παντελόνι του δεν µε πείραζαν. Αλλά εγώ ήµουν ο πατέρας του. Δεν προσπάθησα ποτέ να είµαι «και µάνα και πατέρας», όπως άκουσα κάποτε να λέει κάποιος φλώρος αρχηγός µονογονεϊκής οικογένειας µε πουλόβερ που είχε πλέξει µόνος του, σε µια κουτσοµπολίστικη απογευµατινή εκποµπή στην τηλεόραση. Κουραζόµουν, αλλά
κουραζόµουν µε την καλή έννοια του όρου. Το τελευταίο πράγµα που ήθελα ήταν να ’ρθουν κάποιοι που, έστω και µε τις καλύτερες προθέσεις του κόσµου, θα αναλάµβαναν τις δικές µου δουλειές, για να µου µένει περισσότερο ελεύθερος χρόνος. Εγώ δεν ήθελα να µου µένει ελεύθερος χρόνος, ήµουν ευγνώµων που είχα συνεχώς κάτι να κάνω. Τα βράδια ενίοτε καθόµουν στην κουζίνα µε µια µπιρίτσα, είχα φιλήσει τον Μισέλ για καληνύχτα, το πλυντήριο πιάτων βούιζε και γουργούριζε, µε την εφηµερίδα αδιάβαστη µπροστά µου, και ξαφνικά ένιωθα τότε µια ανάταση, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω: µια αίσθηση ελαφράδας κυρίως, αισθανόµουν τόσο τροµερά ανάλαφρος που, αν κάποιος µε φυσούσε τη στιγµή εκείνη, θα σηκωνόµουν σίγουρα ψηλά, θα έφτανα στο ταβάνι, σαν φτεράκι από πουπουλένιο µαξιλάρι. Ναι, αυτό ήταν: ένιωθα σαν να µην είχα βάρος. Επίτηδες δεν χρησιµοποιώ λέξεις όπως ευτυχία, ή έστω ικανοποίηση. Άκουγα πότε πότε τους γονείς των φίλων του Μισέλ να αναστενάζουν πως έπειτα από µια κουραστική µέρα είχαν ανάγκη «λίγη ώρα για τον εαυτό τους». Επιτέλους τα παιδιά είχαν πέσει για ύπνο, και τότε έφτανε αυτή η µαγική στιγµή, ούτε δευτερόλεπτο
νωρίτερα. Αυτό µου φαινόταν πάντα περίεργο, για µένα αυτή «η δική µου ώρα» άρχιζε πάντα νωρίτερα. Όταν ο Μισέλ γύριζε από το σχολείο, ας πούµε, κι όλα ήταν φυσιολογικά. Και η φωνή µου ακουγόταν πάνω απ’ όλα φυσιολογική όταν τον ρωτούσα τι ήθελε µέσα στο σάντουιτς. Είχα όλα τα απαραίτητα στο σπίτι, είχα ψωνίσει από το πρωί, πρόσεχα επίσης τον εαυτό µου, κοιταζόµουν στον καθρέφτη προτού βγω στον δρόµο: φρόντιζα να φοράω καθαρά ρούχα, να έχω ξυριστεί, τα µαλλιά µου να µην είναι τα µαλλιά ανθρώπου ο οποίος δεν κοιτάζεται ποτέ στον καθρέφτη: ο κόσµος στο σουπερµάρκετ δεν θα πρόσεχε τίποτε το ιδιαίτερο πάνω µου, δεν ήµουν πατέρας χωρισµένος που βροµούσε οινόπνευµα, ούτε πατέρας ανήµπορος να τα βγάλει πέρα. Θυµάµαι ακόµη πολύ καλά τι ήθελα: να τηρώ τα προσχήµατα και να φαίνονται όλα φυσιολογικά. Για τον Μισέλ, όλα έπρεπε να συνεχίσουν κανονικά, όσο αυτό ήταν δυνατόν, όσο έλειπε η µάνα του. Κάθε µέρα ένα ζεστό γεύµα, γι’ αρχή. Αλλά και σε άλλους τοµείς της ζωής µας ως οικογένειας προσωρινά µονογονεϊκής, δεν έπρεπε να συµβούν πολλές αισθητές αλλαγές. Κανονικά δεν συνήθιζα να ξυρίζοµαι κάθε µέρα, δεν µε πείραζε να µένω
αξύριστος µια δυο µέρες, ούτε την Κλερ. Κατά τη διάρκεια εκείνων των εβδοµάδων, όµως, ξυριζόµουν κάθε πρωί. Ένιωθα πως ο γιος µου είχε το δικαίωµα να κάθεται στο τραπέζι µ’ έναν µοσχοµυριστό, ξυρισµένο πατέρα. Ένας µοσχοµυριστός ξυρισµένος πατέρας δεν θα τον έσπρωχνε να σκεφτεί λάθος πράγµατα, και πάντως δεν θα τον έκανε ν’ αµφισβητήσει τον προσωρινό χαρακτήρα της µονογονεϊκής µας οικογένειας. Όχι, βλέποντάς µε, κανείς δεν θα πρόσεχε τίποτα πάνω µου, αποτελούσα πάντα το ένα σταθερό σκέλος µιας τριάδας, ένα από τα άλλα σκέλη βρισκόταν προσωρινά (προσωρινά! προσωρινά! προσωρινά!) στο νοσοκοµείο, ήµουν ο πιλότος ενός τρικινητήριου αεροσκάφους, του οποίου η µία µηχανή είχε παρουσιάσει βλάβη: δεν υπήρχε λόγος πανικού, δεν θα γινόταν αναγκαστική προσγείωση, ο πιλότος έχει χιλιάδες ώρες πτήσης πίσω του, θα κατεβάσει το σκάφος στο έδαφος µε απόλυτη ασφάλεια.
35
Ένα βράδυ ήρθαν ο Σερζ και η Μπαµπέτ. Την εποµένη θα τη χειρουργούσαν ξανά την Κλερ. Το θυµάµαι ακόµη, είχα φτιάξει µακαρόνια εκείνο το βράδυ, µακαρόνια αλά καρµπονάρα, το µόνο πιάτο για να είµαι ειλικρινής που ήξερα να φτιάχνω ως την τελευταία του λεπτοµέρεια. Μαζί µε τις χοιρινές µπριζόλες του καφέ για απλούς ανθρώπους, ήταν το αγαπηµένο φαγητό του Μισέλ – γι’ αυτό και τις βδοµάδες που έλειπε η Κλερ στο νοσοκοµείο τα έφτιαχνα κάθε µέρα. Μόλις ετοιµαζόµουν να σερβίρω όταν χτύπησε
το κουδούνι. Ο Σερζ και η Μπαµπέτ δεν µε ρώτησαν αν µπορούσαν να περάσουν, πριν το καταλάβω είχαν ήδη µπει στο σαλόνι. Είδα, την Μπαµπέτ ειδικά, να επιθεωρεί το δωµάτιο και µετά το σπίτι ολόκληρο. Τις βδοµάδες εκείνες δεν τρώγαµε όπως συνήθως στην κουζίνα. Είχα στρώσει στο τραπεζάκι του σαλονιού, µπροστά στην τηλεόραση. Η Μπαµπέτ κοίταξε τα σουπλά και τα µαχαιροπίρουνα, ύστερα την τηλεόραση που ήταν ήδη αναµµένη, αφού σε λίγα λεπτά θ’ άρχιζε η αθλητική ανασκόπηση της εβδοµάδας. Μετά κοίταξε εµένα, µ’ ένα ιδιαίτερο βλέµµα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Θυµάµαι πως αυτό το ιδιαίτερο βλέµµα µ’ έκανε να δώσω εξηγήσεις. Μουρµούρισα κάτι για την εορταστική πλευρά των από κοινού γευµάτων µας, γιατί υπήρχαν αρκετές παρεκκλίσεις από την κανονική ρουτίνα µας, αρκεί να µην υπήρχαν ορατά σηµάδια παρακµής. Δεν έπρεπε να γίνει αντιγραφή του νοικοκυριού όπως το διηύθυνε η Κλερ. Νοµίζω ότι ενώπιον της Μπαµπέτ χρησιµοποίησα µάλιστα και τις εκφράσεις «αντρικό νοικοκυριό» και «αίσθηση διακοπών». Μεγάλη µου βλακεία κατά βάθος, εκ των υστέρων ήθελα να πλακώσω τον εαυτό µου στις
µπουνιές: δεν ήµουν υποχρεωµένος να εξηγήσω τίποτα σε κανέναν. Αλλά στο µεταξύ η Μπαµπέτ είχε ανέβει τη σκάλα και ήδη στεκόταν στο άνοιγµα της πόρτας του Μισέλ. Ο Μισέλ καθόταν στο πάτωµα, ανάµεσα στα παιχνίδια του, προσπαθούσε να βάλει στη σειρά εκατοντάδες ντόµινο, όπως τα είχε δει στο World Domino Day, αλλά όταν είδε τη θεία του, πετάχτηκε όρθιος για να ριχτεί στις ανοιχτές αγκάλες της. Με ενθουσιασµό µάλλον υπερβολικό, αν θέλετε τη γνώµη µου. Ναι µεν αγαπούσε πολύ τη θεία του, αλλά ο τρόπος που τύλιξε τα µπράτσα του γύρω από τους µηρούς της και δεν εννοούσε να την αφήσει –έτσι έµοιαζε– έδινε κάπως την εντύπωση ότι του έλειπε µια γυναικεία παρουσία στο σπίτι. Μια µητρική παρουσία. Η Μπαµπέτ τον γέµισε φιλιά και του ανακάτεψε τα µαλλιά. Εντωµεταξύ περιεργαζόταν το δωµάτιο, κι εγώ κοιτούσα µαζί της. Στο πάτωµα δεν υπήρχαν µόνο τα ντόµινο. Παντού υπήρχαν παιχνίδια, παιχνίδια ήταν σκορπισµένα σ’ ολόκληρο το δωµάτιο, θα ήταν πιο σωστό να πεις. Δεν είχε αποµείνει χώρος σχεδόν για να βάλεις τα πόδια σου. Αν λέγαµε πως το δωµάτιο του Μισέλ έδειχνε ακατάστατο, θα ήταν ευφηµισµός – το ’βλεπα κι εγώ, τώρα
που κοίταζα το δωµάτιο µε τα µάτια της Μπαµπέτ. Υπήρχαν βέβαια τα παιχνίδια που ήταν σκορπισµένα παντού, αλλά δεν ήταν µόνο αυτό. Οι δυο καρέκλες, ο καναπές και το κρεβάτι του Μισέλ ήταν γεµάτα ρούχα, τόσο καθαρά όσο και βρόµικα. Και στο γραφειάκι του και στο σκαµνάκι δίπλα στο (άστρωτο) κρεβάτι του ήταν αφηµένα πιάτα µε ψίχουλα και µισοάδεια ποτήρια µε γάλα και λεµονάδα. Αυτό που έβγαζε µάτι ήταν ένα µισοφαγωµένο µήλο που δεν ήταν καν παρατηµένο σε πιάτο, αλλά πάνω σ’ ένα αθλητικό µπλουζάκι µε τα χρώµατα του Άγιαξ και το όνοµα του Κλάιφερτ στην πλάτη του. Το φαγωµένο µήλο, όπως όλα τα φαγωµένα µήλα που µένουν εκτεθειµένα στο φως του ήλιου και στον αέρα πάνω από λίγα λεπτά, είχε γίνει καφετί. Θυµήθηκα πως το απόγευµα είχα πάει στον Μισέλ ένα µήλο κι ένα ποτήρι πορτοκαλάδα, αλλά από το µήλο δεν µπορούσες να καταλάβεις ότι βρισκόταν εκεί µόλις λίγες ώρες. Σαν όλα τα µισοφαγωµένα µήλα, έµοιαζε σαν να σάπιζε εδώ και µέρες πάνω στο ποδοσφαιρικό µπλουζάκι του Μισέλ. Θυµήθηκα επίσης ότι εκείνο το πρωί είχα πει στον Μισέλ ότι µέσα στην ηµέρα θα τακτοποιούσαµε µαζί το δωµάτιό του. Αλλά για
πολλούς και διάφορους λόγους, ή µάλλον λόγω της καθησυχαστικής σκέψης ότι είχαµε µπόλικο χρόνο µπροστά µας για ν’ αρχίσουµε να βάζουµε τάξη, τελικά αυτό δεν έγινε. Κοίταξα την Μπαµπέτ στα µάτια, καθώς συνέχιζε να κρατάει τον γιο µου στην αγκαλιά της και τον χάιδευε στοργικά στην πλάτη και ξαναείδα το ιδιαίτερο βλέµµα. Θα συγύριζα! ήθελα να της φωνάξω. Αν είχες έρθει αύριο, θα µπορούσες να φας από το πάτωµα σ’ αυτό το δωµάτιο. Αλλά δεν το έκανα, την κοίταξα κι απλά ανασήκωσα τους ώµους. Μπορεί να µοιάζει λιγάκι µε αχούρι εδώ µέσα, είπαν οι ώµοι µου, αλλά who cares; Υπάρχουν αυτή τη στιγµή πολύ πιο σηµαντικά πράγµατα από το συγύρισµα ενός δωµατίου. Πάλι αυτή η ανάγκη µου να δικαιολογηθώ! Δεν ήθελα να δικαιολογηθώ, οι δικαιολογίες ήταν περιττές, είπα µέσα µου. Είχαν έρθει απροειδοποίητα. Ας αντιστρέψουµε τα πράγµατα, σκέφτηκα, ας τα αντιστρέψουµε κι ας προσπαθήσουµε να φανταστούµε τι θα γινόταν αν χτυπούσα απροειδοποίητα το κουδούνι του αδερφού και της νύφης µου, τη στιγµή, ας πούµε, που η Μπαµπέτ ξύριζε τις γάµπες της ή ο Σερζ έκοβε τα νύχια των ποδιών του. Τότε θα
βρισκόµουν κι εγώ µπροστά σε µια, στην ουσία, ιδιωτική στιγµή τους, κάτι που κανονικά δεν προοριζόταν για τα µάτια τρίτων. Δεν έπρεπε να τους είχα αφήσει να µπουν, σκέφτηκα τώρα. Έπρεπε να τους είχα πει ότι δεν ήταν κατάλληλη ώρα. Καθ’ οδόν για τις σκάλες, αφού η Μπαµπέτ υποσχέθηκε στον Μισέλ πως, όταν ήταν έτοιµος, εκείνη θ’ ανέβαινε πάλι για να παρακολουθήσει τα ντόµινο να πέφτουν, κι αφού εγώ του είπα ότι το φαγητό ήταν σχεδόν έτοιµο και σε λίγο θα τρώγαµε, περάσαµε και από το µπάνιο και την κρεβατοκάµαρά µας. Είδα την Μπαµπέτ να ρίχνει φευγαλέες µατιές, δεν προσπάθησε καν να κρύψει αυτές τις µατιές, ειδικά στο ξέχειλο καλάθι µε τ’ άπλυτα και το άστρωτο κρεβάτι το σπαρµένο µε εφηµερίδες στην κρεβατοκάµαρα. Αυτή τη φορά δεν µε κοίταξε – κι αυτό ήταν ίσως ακόµα πιο οδυνηρό, πιο ταπεινωτικό, από το ιδιαίτερο βλέµµα. Ήµουν απολύτως σαφής όταν είπα στον Μισέλ, και µόνο στον Μισέλ, ότι όπου να ’ναι θα τρώγαµε· ήθελα να στείλω το ξεκάθαρο µήνυµα ότι ο αδερφός µου και η γυναίκα του δεν ήταν καλεσµένοι να φάνε µαζί µας. Είχαν έρθει σε ακατάλληλη στιγµή και ήταν ώρα πια να πάνε σπίτι τους.
Κάτω, στο σαλόνι, ο Σερζ στεκόταν µε τα χέρια στις τσέπες µπροστά στην τηλεόραση, όπου στο µεταξύ είχε αρχίσει η αθλητική εκποµπή. Περισσότερο από καθετί άλλο –από τον ξεδιάντροπο τρόπο που στεκόταν εκεί ο αδερφός µου, µε τα χέρια στις τσέπες, τα πόδια ανοιχτά, λες κι ήταν δικό του το σαλόνι κι όχι δικό µου· τα ιδιαίτερα βλέµµατα που είχε ρίξει η νύφη µου στο δωµάτιο του Μισέλ, στη δική µας κρεβατοκάµαρα, στο καλάθι µε τ’ άπλυτα– ήταν οι σκηνές από την αθλητική ανασκόπηση, µια οµαδούλα ποδοσφαιριστών που έκανε τροχάδην τον γύρο ενός ηλιόλουστου γηπέδου για προθέρµανση, που µου έλεγαν τώρα ότι τα σχέδιά µου για το βράδυ κινδύνευαν να βουλιάξουν, όχι, είχαν ήδη βουλιάξει. Το βράδυ µου µε τον Μισέλ µπροστά στην τηλεόραση, µε τα πιάτα µε µακαρονάδα αλά καρµπονάρα στα γόνατά µας, ένα βράδυ κανονικό, χωρίς τη µητέρα του µεν, χωρίς τη γυναίκα µου, πάντως ένα βράδυ µε γιορταστική ατµόσφαιρα. «Σερζ…» Η Μπαµπέτ είχε πλησιάσει τον αδερφό µου κι είχε βάλει το χέρι της στον ώµο του. «Ναι» είπε ο Σερζ, και γύρισε και µε κοίταξε, χωρίς να βγάλει τα χέρια από τις τσέπες. «Πάουλ…» άρχισε. Σταµάτησε κι έριξε ένα
ανήµπορο βλέµµα στη γυναίκα του. Η Μπαµπέτ έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό. Ύστερα πήρε το χέρι µου και το κράτησε µε τα όµορφα, τα κοµψά, µακριά της δάχτυλα. Τα µάτια της δεν είχαν πια το ιδιαίτερο βλέµµα. Τώρα µε κοιτούσε φιλικά αλλά αποφασιστικά, σαν να µην ήµουν πια η αιτία του απόλυτου χάους που βασίλευε εδώ στο σπίτι, αλλά σαν να ήµουν εγώ ο ίδιος ένα καλάθι ξέχειλο στ’ άπλυτα ή ένα κρεβάτι ξέστρωτο, ένα καλάθι µε άπλυτα που εκείνη σε χρόνο µηδέν θ’ άδειαζε µέσα στο πλυντήριο, ένα κρεβάτι που θα έστρωνε ώσπου να πεις κύµινο καλύτερα απ’ όσο είχε στρωθεί ποτέ του: σαν κρεβάτι σε ξενοδοχείο, στη βασιλική σουίτα. «Πάουλ» είπε. «Ξέρουµε πόσο δύσκολα περνάτε. Εσύ κι ο Μισέλ. Με την Κλερ στο νοσοκοµείο. Ελπίζουµε φυσικά το καλύτερο, αλλά προς το παρόν κανείς δεν µπορεί να προβλέψει πόσο ακόµα θα κρατήσει αυτή η ιστορία. Γι’ αυτό σκεφτήκαµε ότι για σένα, αλλά και για τον Μισέλ, θα ’ταν ίσως καλή ιδέα να έρθει και να µείνει µαζί µας για ένα διάστηµα». Ένιωσα κάτι, µια οργή να µε καίει, ένα κύµα πανικού να µε παγώνει. Ό,τι κι αν ήταν, µάλλον διαβαζότανε στο πρόσωπό µου σαν σε ανοιχτό
βιβλίο, γιατί η Μπαµπέτ έσφιξε µαλακά το χέρι µου και είπε: «Ηρέµησε, Πάουλ. Είµαστε εδώ για να σε βοηθήσουµε». «Ακριβώς» είπε ο Σερζ. Έκανε ένα βήµα µπροστά, προς στιγµήν φάνηκε σαν να ’ταν έτοιµος να µε πιάσει από το άλλο µου µπράτσο ή ν’ ακουµπήσει το χέρι του στον ώµο µου, µα τελικά δεν το έκανε. «Αρκετές έγνοιες έχεις ήδη στο µυαλό σου µε την Κλερ» είπε µε χαµόγελο η Μπαµπέτ, ενώ µ’ ένα δάχτυλο άρχισε να χαϊδεύει τη ράχη του χεριού µου. «Αν έρθει ο Μισέλ και µείνει σ’ εµάς για ένα διάστηµα, θα ξαλαφρώσεις κάπως. Και του Μισέλ θα του κάνει καλό η αλλαγή. Βάζει τα δυνατά του να φανεί γενναίος, ένα παιδί µπορεί να µην εκδηλώνεται, αλλά αντιλαµβάνονται τα πάντα». Πήρα µερικές βαθιές ανάσες, το σηµαντικότερο τώρα ήταν να µιλήσω χωρίς να τρέµει η φωνή µου. «Θα σας καλούσα να φάµε µαζί» είπα «αλλά δεν φτάνει το φαγητό». Το δάχτυλο της Μπαµπέτ στη ράχη του χεριού µου ακινητοποιήθηκε, το χαµόγελο συνέχισε να πλανάται στο πρόσωπό της, αλλά σαν ν’ αποσυνδέθηκε τώρα από το συναίσθηµα που το
είχε προκαλέσει – αν υπήρχε ποτέ τέτοιο συναίσθηµα. «Δεν σκοπεύαµε να µείνουµε για φαγητό, Πάουλ» είπε. «Σκεφτήκαµε µόνο ότι, αφού αύριο η Κλερ θα εγχειριστεί, είναι καλύτερο για τον Μισέλ αν έρθει µαζί µας απόψε…» « Ήµουν έτοιµος να βάλω να φάµε, ο γιος µου κι εγώ» απάντησα. «Η επίσκεψή σας γίνεται σε ακατάλληλη στιγµή. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω, λοιπόν, να φύγετε τώρα». «Πάουλ…» Η Μπαµπέτ µού έσφιξε το χέρι, το χαµόγελό της είχε σβήσει πια, τη θέση του είχε πάρει ένα ύφος παρακλητικό, ένα ύφος που δεν της πήγαινε καθόλου. «Πάουλ» είπε κι ο αδερφός µου. «Αντιλαµβάνεσαι, φαντάζοµαι, πως οι συνθήκες αυτές δεν είναι οι ιδανικές για ένα τετράχρονο παιδί». Απότοµα τράβηξα το χέρι µου από τα δάχτυλα της Μπαµπέτ. «Τι είπες;» ρώτησα. Η φωνή µου ακούστηκε ήρεµη, δεν έτρεµε – παραήταν ήρεµη, θα µπορούσες ίσως να πεις. «Πάουλ!» Η Μπαµπέτ ακούστηκε θορυβηµένη, ίσως έβλεπε κάτι που εγώ ο ίδιος δεν µπορούσα να δω. Μπορεί να µε θεωρούσε ικανό να κάνω κάτι, να φοβόταν ότι θα έκανα κακό στον Σερζ, αλλά αυτή την ευχαρίστηση ποτέ δεν θα την
έδινα στον αδερφό µου. Ναι µεν το παγωµένο κύµα πανικού είχε δώσει οριστικά τη θέση του στο πυρ της οργής – αλλά η γροθιά που θα ήθελα πολύ να φυτέψω στη µέση της ευγενούς του µούρης, που τόση συµπόνια έδειχνε για την τύχη τη δική µου και του παιδιού µου, θα ’ταν η καθοριστική απόδειξη ότι ήµουν ανίκανος πλέον να ελέγχω τα συναισθήµατά µου. Κι όποιος δεν είναι σε θέση να ελέγχει τα συναισθήµατά του δεν είναι ο καταλληλότερος άνθρωπος να φροντίσει µια (προσωρινά) µονογονεϊκή οικογένεια. Μέσα στο τελευταίο λεπτό είχα ακούσει το όνοµά µου να επαναλαµβάνεται –πόσες;– πέντε φορές. Η πείρα µου λέει πως, όταν οι άνθρωποι λένε και ξαναλένε το όνοµά σου, τότε κάτι θέλουν από σένα, και συνήθως πρόκειται για κάτι που εσύ δεν θέλεις. «Ο Σερζ εννοεί απλά ότι ίσως όλο αυτό να είναι πολύ βαρύ για σένα, Πάουλ» – έκτη φορά. «Ξέρουµε καλύτερα από τον καθένα ότι βάζεις τα δυνατά σου για να µοιάζουν όλα όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικά για τον Μισέλ. Αλλά η κατάσταση δεν είναι φυσιολογική. Οι συνθήκες δεν είναι φυσιολογικές. Εσύ πρέπει να σταθείς δίπλα στην Κλερ, και δίπλα στον γιο σου. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, δεν περιµένει κανείς φυσικά να φροντίζεις και το σπίτι» –το χέρι της
σηκώθηκε και τα δάχτυλά της έδειξαν µε µια ανάλαφρη κίνηση, σαν φτερούγισµα πεταλούδας, το πάνω πάτωµα: τα σκόρπια παιχνίδια, το καλάθι µε τα άπλυτα και το άστρωτο κρεβάτι µε τις εφηµερίδες– «για τον Μισέλ ο πατέρας του είναι αυτή τη στιγµή ό,τι σηµαντικότερο υπάρχει. Η µάνα του είναι άρρωστη. Δεν πρέπει να αποκοµίσει την εντύπωση ότι ο πατέρας του δεν µπορεί να χειριστεί την κατάσταση». Ετοιµαζόµουνα να συγυρίσω, ήθελα να πω. Αν ερχόσασταν µιαν ώρα αργότερα… Αλλά δεν το είπα. Δεν έπρεπε να τους αφήσω να µε στριµώξουν στην άµυνα. Ο Μισέλ κι εγώ συγυρίζουµε το σπίτι όποτε γουστάρουµε. «Λυπάµαι, αλλά θα πρέπει να σας παρακαλέσω ξανά να φύγετε» είπα. «Ο Μισέλ κι εγώ ήµασταν έτοιµοι να φάµε πριν από ένα τέταρτο. Θεωρώ σηµαντικό να υπάρχει ένα σταθερό ωράριο σ’ αυτά τα θέµατα. Κάτω από τις παρούσες συνθήκες» πρόσθεσα. Η Μπαµπέτ έβγαλε κι άλλον αναστεναγµό, για µια στιγµή νόµισα ότι θα ξανάλεγε «Πάουλ…», αλλά το βλέµµα της πέρασε από µένα στον Σερζ, µετά γύρισε πάλι σ’ εµένα. Από την τηλεόραση ακούστηκε το σήµα που έδειχνε ότι η αθλητική
ανασκόπηση είχε φτάσει στο τέλος της και ξαφνικά µε κυρίευσε µια βαθιά θλίψη. Ο αδερφός µου και η νύφη µου είχαν µπουκάρει σε ακατάλληλη στιγµή για να χώσουν τη µύτη τους στον τρόπο που φρόντιζα το σπίτι µου, αλλά τώρα είχε συµβεί και κάτι άλλο που δεν µπορούσε να επανορθωθεί ποτέ πια. Φαίνεται ανόητο, είναι ανόητο, αλλά εντούτοις η απλή διαπίστωση ότι απόψε ο γιος µου κι εγώ δεν θα παρακολουθούσαµε πια παρέα τα αθλητικά µού έφερνε σχεδόν δάκρυα στα µάτια. Σκέφτηκα την Κλερ, στο δωµάτιο του νοσοκοµείου, εδώ και µερικές µέρες είχε ευτυχώς µόνη της το δωµάτιο, µέχρι πρότινος το µοιραζόταν µε µια γριά που έριχνε συνεχώς βροντερές κλανιές και βροµούσε, όταν πήγαινα επίσκεψη προσπαθούσαµε να κάνουµε πως δεν την ακούγαµε, αλλά µερικές µέρες µετά η Κλερ είχε µπουχτίσει τόσο πολύ, που ύστερα από κάθε κλανιά άρχισε να ψεκάζει επιδεικτικά αποσµητικό. Ήταν να γελάς αλλά και να κλαις ταυτόχρονα, και αφού τέλειωσε το επισκεπτήριο, πέρασα από το γραφείο της προϊσταµένης και επέµεινα να δώσουν στην Κλερ ατοµικό δωµάτιο. Το καινούργιο δωµάτιο έβλεπε στην πλαϊνή πτέρυγα του νοσοκοµείου, όταν σκοτείνιαζε κι άναβαν τα φώτα, έβλεπες τους
ασθενείς σ’ αυτή την πτέρυγα ξαπλωµένους στα κρεβάτια τους, ν’ ανασηκώνονται στα µαξιλάρια τους για να φάνε το βραδινό τους. Είχαµε συµφωνήσει να µην πάω απόψε, παραµονή της επέµβασης, στο επισκεπτήριο, αλλά να µείνω σπίτι µε τον Μισέλ. Για να ’ναι όλα όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικά. Τώρα, όµως, σκεφτόµουν την Κλερ, τη γυναίκα µου που ήταν µόνη της στο δωµάτιό της, το σούρουπο που έπεφτε και τα φωτισµένα παράθυρα και τους ασθενείς, και αναρωτήθηκα αν είχαµε κάνει καλά, ίσως έπρεπε να είχα καλέσει την µπέιµπι σίτερ µας ώστε να µπορέσω απόψε, απόψε ειδικά, να είµαι µαζί µε τη γυναίκα µου. Αποφάσισα να της τηλεφωνήσω αµέσως µετά. Μετά, όταν ο Σερζ και η Μπαµπέτ θα είχαν φύγει κι ο Μισέλ θα είχε πέσει για ύπνο. Ναι, ήταν ώρα να ξεκουµπιστούν, για να µπορέσουµε επιτέλους, ο Μισέλ κι εγώ, να φάµε το βραδινό µας, το ούτως ή άλλως κατεστραµµένο βραδινό µας. Και ξάφνου µια καινούργια ιδέα πέρασε απ’ το µυαλό µου. Μια ιδέα εφιαλτική. Μια ιδέα από την οποία ξυπνάς ιδρωµένος, µε το πάπλωµα πεταµένο κατάχαµα, το µαξιλάρι µούσκεµα, η καρδιά σου βροντοκοπάει – αλλά να, φως µπαίνει
στην κρεβατοκάµαρα, τίποτα δεν έγινε στ’ αλήθεια, όνειρο ήταν µόνο. «Μήπως περάσατε σήµερα να δείτε την Κλερ;» ρώτησα – είχα χρησιµοποιήσει έναν τόνο φιλικό κι αδιάφορο, ευδιάθετο, σε καµιά περίπτωση δεν ήθελα να καταλάβουν πόσο χάλια ένιωθα στην πραγµατικότητα. Ο Σερζ και η Μπαµπέτ µε κοίταξαν, η έκφραση στα πρόσωπά τους µου έδειξε πως η ερώτησή µου τους ξάφνιασε. Αλλά αυτό δεν σήµαινε τίποτα, ίσως είχαν ξαφνιαστεί από την απότοµη αλλαγή στη διάθεσή µου, αφού µόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα τους είχα διατάξει να φύγουν. «Όχι» είπε η Μπαµπέτ. «Δηλαδή…» Τα µάτια της γύρεψαν την υποστήριξη του αδερφού µου. «Μίλησα µαζί της, σήµερα το απόγευµα». Ώστε είχε συµβεί στ’ αλήθεια. Το αδιανόητο είχε συµβεί στ’ αλήθεια. Δεν ήταν όνειρο. Η ιδέα να πάρουν τον Μισέλ αποδώ προερχόταν από την ίδια µου τη γυναίκα. Είχε µιλήσει τηλεφωνικά µε την Μπαµπέτ σήµερα το απόγευµα, και τότε είχε γίνει η πρόταση. Ίσως δεν την είχε κάνει καν η ίδια, ίσως ήταν ιδέα της Μπαµπέτ, αλλά η Κλερ, εξασθενισµένη ίσως από την κατάστασή της, για να γλιτώσει από την γκρίνια, είχε συµφωνήσει. Χωρίς να το συζητήσει προηγουµένως µαζί µου.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, είµαι σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι µπορώ να εκτιµήσω, σκέφτηκα. Αν η γυναίκα µου το θεωρεί πιο σώφρον να αποφασίσει για το παιδί µας χωρίς να µε ρωτήσει, πιθανόν της έχω δώσει αφορµή να το κάνει. Έπρεπε να ’χω συγυρίσει το δωµάτιο του Μισέλ, σκέφτηκα, να ’χω βάλει τα άπλυτα στο πλυντήριο και το πλυντήριο να δουλεύει, όταν χτύπησαν το κουδούνι ο Σερζ και η Μπαµπέτ. Έπρεπε να έχω µαζέψει τις εφηµερίδες από το κρεβάτι µέσα σε πλαστικές σακούλες κι αυτές οι πλαστικές σακούλες να βρίσκονται στο χολάκι δίπλα στην εξώπορτα, σαν να ’µουν έτοιµος να τις µεταφέρω στον κάδο της ανακύκλωσης. Τώρα, όµως, ήταν πια αργά. Αναλογίστηκα ότι µάλλον ήταν ούτως ή άλλως πολύ αργά, ο Σερζ και η Μπαµπέτ είχαν έρθει µε το σχέδιό τους στρωµένο, ακόµα κι αν έβρισκαν τον Μισέλ κι εµένα µε κοστούµι και γραβάτα να δειπνούµε σε τραπέζι στρωµένο µε τραπεζοµάντιλο από δαµασκηνό µε ασηµένια µαχαιροπίρουνα, θα είχαν βρει κάποια άλλη δικαιολογία για να µου πάρουν τον γιο µου. Και µήπως κατά τύχη µιλήσατε τότε για τον Μισέλ σήµερα το απόγευµα; Δεν την έκανα την
ερώτηση, την άφησα να αιωρείται στην ατµόσφαιρα. Με τη σιωπή µου έδωσα στην Μπαµπέτ την ευκαιρία να συµπληρώσει µόνη της όσα έλειπαν από την προηγούµενη απάντησή της. «Γιατί ο Μισέλ δεν πηγαίνει ποτέ στο νοσοκοµείο;» ρώτησε η Μπαµπέτ. «Ορίστε;» είπα. «Γιατί ο Μισέλ δεν έχει κάνει ούτε µία επίσκεψη στη µητέρα του; Πόσο καιρό είναι η Κλερ στο νοσοκοµείο; Δεν είναι φυσιολογικό να µη θέλει ένα παιδί να δει τη µάνα του». «Η Κλερ κι εγώ το κουβεντιάσαµε. Στην αρχή δεν ήθελε η ίδια. Δεν ήθελε να τη δει ο Μισέλ σ’ αυτή την κατάσταση». «Αυτό ήταν στην αρχή. Αργότερα, όµως. Αργότερα δεν βρέθηκε η ευκαιρία; Θέλω να πω, η ίδια η Κλερ δεν το καταλαβαίνει. Νοµίζει ότι το παιδί της την έχει κιόλας ξεχάσει». «Μη λες βλακείες. Φυσικά δεν έχει ξεχάσει τη µαµά του ο Μισέλ. Ο Μισέλ…» –πήγα να πω «Ο Μισέλ µιλάει συνέχεια για κείνην», αλλά αυτό απλούστατα δεν ήταν αλήθεια– «Ο Μισέλ απλώς δεν θέλει να τη δει. Δεν θέλει να πάει στο νοσοκοµείο. Τον έχω ρωτήσει αρκετές φορές. “Θέλεις να πάµε αύριο να δούµε τη µαµά;”
ρωτάω. Κι εκείνος παίρνει ένα ύφος διστακτικό. “ Ίσως...” λέει, κι όταν τον ξαναρωτάω την εποµένη, κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. “Αύριο ίσως” λέει. Θέλω να πω, δεν µπορώ να τον αναγκάσω, έτσι δεν είναι; Όχι, περίµενε, δεν είναι αυτό: δεν θέλω να τον αναγκάσω. Όχι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Δεν θα τον πάω µε το ζόρι στο νοσοκοµείο, άµα δεν θέλει ο ίδιος. Κατά τη γνώµη µου κάτι τέτοιο θα µπορούσε να του αφήσει δυσάρεστες αναµνήσεις. Έχει ασφαλώς τους λόγους του. Μπορεί να είναι τεσσάρων χρονών, αλλά ίσως ο ίδιος ξέρει καλύτερα πώς να χειριστεί την κατάσταση. Αν θέλει προς το παρόν ν’ απωθήσει το γεγονός ότι η µάνα του είναι στο νοσοκοµείο, τότε ας το κάνει. Έτσι νοµίζω εγώ. Βρίσκω τη στάση του αρκετά ώριµη. Και οι ενήλικες απωθούν ένα σωρό πράγµατα». Η Μπαµπέτ ρουθούνισε µερικές φορές κι ανασήκωσε τα φρύδια της. «Μήπως;…» είπε. Και την ίδια στιγµή το µύρισα κι εγώ. Όταν έκανα απότοµα µεταβολή κι έτρεξα στην κουζίνα, ο καπνός είχε φτάσει στον διάδροµο. «Να πάρει ο διάβολος!» Ένιωσα δάκρυα ν’ ανεβαίνουν στα µάτια µου, καθώς έσβηνα το γκάζι κάτω από την κατσαρόλα µε τα µακαρόνια
κι άνοιγα την πόρτα που έβγαζε στον κήπο. «Να πάρει ο διάβολος! Να πάρει!» Ανέµισα τα µπράτσα µου, αλλά ο καπνός απλά µετατοπιζόταν µες στην κουζίνα, χωρίς να βγαίνει έξω. Με µάτια βουρκωµένα κοίταξα την κατσαρόλα. Πήρα την ξύλινη κουτάλα από τον πάγκο και ανακάτεψα τη σκληρή µαύρη µάζα. «Πάουλ…» Μαζί στέκονταν στο άνοιγµα της πόρτας, ο Σερζ µε το ένα πόδι µέσα στην κουζίνα, η Μπαµπέτ µε το χέρι της στον ώµο του. «Ορίστε τώρα! Κοιτάξτε!» ούρλιαξα. «Κοιτάξτε!» Με δύναµη πέταξα την ξύλινη κουτάλα στον πάγκο. Πάσχιζα να συγκρατήσω τα δάκρυά µου, χωρίς να τα πολυκαταφέρνω. «Πάουλ…» Ο αδερφός µου είχε κάνει άλλο ένα βήµα στην κουζίνα, είδα ένα χέρι απλωµένο κι έκανα ένα βήµα στο πλάι. «Πάουλ» είπε. «Λογικό είναι έπειτα απ’ όλα αυτά. Πρώτα η δουλειά σου, τώρα η Κλερ. Δεν είναι ντροπή να το παραδεχτείς». Απ’ όσο θυµάµαι, ακούστηκε ένα δυνατό τσιτσίρισµα όταν έπιασα τα ζεµατιστά χερούλια της κατσαρόλας και έκαψα το δέρµα στα δάχτυλά µου. Δεν ένιωσα πόνο, τουλάχιστον όχι εκείνη τη
στιγµή. Η Μπαµπέτ τσίριξε. Ο Σερζ τράβηξε το κεφάλι του προς τα πίσω, ο πάτος της κατσαρόλας τον πέτυχε µε την άκρη ίσια στο πρόσωπο. Οπισθοχώρησε παραπατώντας, κι όταν τον χτύπησα για δεύτερη φορά µε την κατσαρόλα, έπεσε πάνω στην Μπαµπέτ. Ακούστηκε κάτι να σπάει, αίµα χύθηκε: τινάχτηκε στ’ άσπρα πλακάκια του τοίχου της κουζίνας και στα βαζάκια µε τα µπαχαρικά δίπλα στην κουζίνα. «Μπαµπά». Στο µεταξύ ο Σερζ ήταν πεσµένος φαρδύς πλατύς στο πάτωµα, η περιοχή γύρω από το στόµα και τη µύτη του ήταν µια άµορφη µάζα γεµάτη αίµατα. Ήµουν ήδη έτοιµος, µε την κατσαρόλα ψηλά στον αέρα: έτοιµος να την κατεβάσω εκ νέου στο πιο χτυπηµένο, στο πιο µατωµένο σηµείο του προσώπου του. Ο Μισέλ στεκόταν στην πόρτα· δεν κοίταζε τον θείο του, που ήταν πεσµένος κατάχαµα· κοίταζε εµένα. «Μισέλ» είπα· προσπάθησα να χαµογελάσω· χαµήλωσα την κατσαρόλα. «Μισέλ» ξαναείπα.
ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ
36
«Τα βατόµουρα είναι από τον κήπο µας» είπε ο µετρ. «Το παρφέ είναι φτιαγµένο µε σπιτική σοκολάτα, ξεφλουδισµένα ψιλοκοµµένα αµύγδαλα αναµεµειγµένα µε τριµµένα καρύδια». Το µικρό του δάχτυλο έδειχνε µερικά σβολαράκια στην καφετιά σάλτσα, µια σάλτσα που κατά τη γνώµη µου παραήταν αραιή – οπωσδήποτε πιο αραιή απ’ ό,τι έπρεπε για ένα «παρφέ»– και που είχε στάξει ανάµεσα στα βατόµουρα στον πάτο του µπολ. Είδα πώς το κοίταζε η Μπαµπέτ το µπολ. Στην
αρχή ακόµα απλώς µε απογοήτευση – µια απογοήτευση που, όσο ο µετρ εξηγούσε, έδωσε τη θέση της σε απροκάλυπτη αποστροφή. «Δεν το θέλω» είπε όταν εκείνος τελείωσε. «Παρντόν;» είπε ο µετρ. «Δεν το θέλω. Πάρτε το, σας παρακαλώ». Για µια στιγµή νόµισα ότι θα έσπρωχνε το µπολ µακριά της, αλλά αντί γι’ αυτό εκείνη έγειρε πίσω στη ράχη της καρέκλας της, σαν να ’θελε να βάλει τη µεγαλύτερη δυνατή απόσταση ανάµεσα στον εαυτό της και το αποτυχηµένο επιδόρπιο. «Μα αυτό παραγγείλατε». Για πρώτη φορά από τη στιγµή που ο µετρ είχε βάλει µπροστά µας τα επιδόρπια, εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Ξέρω τι παρήγγειλα. Αλλά δεν το θέλω πια. Θέλω να το πάρετε». Είδα πώς ο Σερζ άρχισε να παίζει µε την πετσέτα του, µε µια γωνιά της σκούπισε έναν φανταστικό λεκέ από την άκρη των χειλιών του· εντωµεταξύ προσπαθούσε να πιάσει το βλέµµα της γυναίκας του. Ο ίδιος ο Σερζ είχε επιλέξει ως επιδόρπιο το Νταµ Μπλανς. Ίσως ντρεπόταν για τη συµπεριφορά της Μπαµπέτ, το πιθανότερο, όµως, ήταν ότι δεν άντεχε περαιτέρω καθυστέρηση. Ήθελε να φάει εδώ και τώρα το
επιδόρπιό του. Ο αδερφός µου διάλεγε πάντα ένα από τα πιο κοινά επιδόρπια του καταλόγου. Παγωτό βανίλια µε σαντιγί, κρέπες µε µελάσα, ως εκεί έφτανε η φαντασία του. Ώρες ώρες σκεφτόµουν ότι έφταιγε το επίπεδο σακχάρου στο αίµα του, το ίδιο επίπεδο σακχάρου που τον εγκατέλειπε τις πιο ακατάλληλες στιγµές, στη µέση του πουθενά. Αλλά σίγουρα είχε σχέση και µε την κραυγαλέα έλλειψη φαντασίας του. Από αυτή την άποψη η «Λευκή Κυρία» βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο µε το τουρνεντό. Είχα µάλιστα εκπλαγεί βλέποντας ένα τόσο πεζό επιδόρπιο στο µενού. «Πιο νόστιµα βατόµουρα δεν θα βρείτε πουθενά» είπε ο µετρ. «Χριστέ µου, πάρε το µπολ, άνθρωπέ µου, και ξεκουµπίσου!» είπα από µέσα µου. Άλλο πάλι και τούτο. Σε οποιοδήποτε νορµάλ εστιατόριο, ή µήπως έπρεπε να πεις: σε οποιοδήποτε σωστό εστιατόριο στην Ευρώπη, µε εξαίρεση την Ολλανδία, οι σερβιτόροι και οι µετρ δεν άνοιγαν καν συζήτηση, σεβόµενοι την αρχή: «Δυσαρεστηµένος πελάτης; Αµέσως πίσω στην κουζίνα!». Παντού υπήρχαν βέβαια γκρινιάρηδες, κακοµαθηµένα καθάρµατα, που για κάθε πιάτο στο µενού ζητούσαν να µάθουν
λεπτοµέρειες, χωρίς να έχουν την παραµικρή ιδέα από γαστρονοµία. «Ποια είναι η διαφορά ανάµεσα στις ταλιατέλες και το σπαγγέτι;» ρωτούσαν χωρίς ενδοιασµό. Όταν έχει να κάνει µε τέτοιους τύπους, ο σερβιτόρος έχει το δίκιο µε το µέρος του αν κοπανήσει τη γροθιά του ίσια πάνω στα κακοµαθηµένα στοµατάκια τους που όλο ρωτάνε και ρωτάνε, αν τους σπάσει τα δόντια της πάνω γνάθου από τη ρίζα. Θα έπρεπε να ψηφιστεί νόµος που να επιτρέπει στο προσωπικό να επικαλεστεί αυτοάµυνα σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά συνήθως γινόταν το αντίθετο. Οι πελάτες δεν τολµούσαν να µιλήσουν. Ψέλλιζαν χίλιες φορές «µε συγχωρείτε» όταν ζητούσαν απλώς και µόνο µια αλατιέρα. Φασολάκια µε σκούρο καφέ χρώµα αντί για πράσινο και γεύση γλυκόριζας, κρέας γεµάτο ίνες, σκληρά νεύρα και χόνδρους, σάντουιτς από µπαγιάτικο ψωµί και τυρί µουχλιασµένο... Ο ολλανδός θαµώνας εστιατορίου τα µασούσε όλα και τα κατάπινε αδιαµαρτύρητα. Κι όταν ο σερβιτόρος ερχόταν να ρωτήσει αν του άρεσε το φαγητό, περνούσε τη γλώσσα του από τις ίνες και τη µούχλα που είχαν κολλήσει ανάµεσα στα δόντια του και στη συνέχεια κουνούσε καταφατικά το κεφάλι. Καθόµασταν πάλι όπως στην αρχή, η Μπαµπέτ
στ’ αριστερά µου, απέναντι από τον Σερζ, και η Κλερ απέναντί µου. Δεν είχα παρά να σηκώσω τα µάτια µου από το πιάτο µου για να την κοιτάξω. Η Κλερ µε κοίταξε κι αυτή και ανασήκωσε τα φρύδια της. «Αχ, δεν έχει και µεγάλη σηµασία» είπε ο Σερζ. «Θα καταφέρω κι αυτά τα βατόµουρα». Πέρασε το χέρι πάνω από την κοιλιά του και χαµογέλασε πλατιά, πρώτα στον µετρ και ύστερα στη γυναίκα του. Ακολούθησε ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο σιωπής. Ένα δευτερόλεπτο κατά τη διάρκεια του οποίου χαµήλωσα ξανά το βλέµµα µου· µου φάνηκε προτιµότερο να µην κοιτάξω κανέναν, κι έτσι κοιτούσα το πιάτο µου: για την ακρίβεια, τα τρία κοµµατάκια τυρί που περίµεναν ακόµη εκεί, άθικτα. Το µικρό δαχτυλάκι του µετρ είχε σταθεί στο καθένα τους, είχα ακούσει το όνοµά τους, χωρίς στ’ αλήθεια να δώσω προσοχή. Το πιάτο ήταν τουλάχιστον δυο φορές µικρότερο από τα πιάτα στα οποία µας είχαν σερβίρει τα ορεκτικά και τα κυρίως πιάτα, αλλά παρ’ όλα αυτά κι εδώ εκείνο που πρόσεχες πιο πολύ ήταν το πόσο άδειο ήταν. Τα τρία κοµµατάκια τυρί είχαν τοποθετηθεί µε τέτοιον τρόπο, που οι γωνίες τους έδειχναν η µία την άλλη, µάλλον για να το
κάνουν να µοιάζει πιο γεµάτο απ’ ό,τι ήταν. Είχα παραγγείλει τυρί επειδή δεν µ’ αρέσουν τα γλυκά, από παιδί δεν µ’ άρεσαν, αλλά την ώρα που κοιτούσα το πιάτο µου –κυρίως το άδειο τµήµα του– ένιωσα αίφνης να µε κυριεύει η τροµερή κούραση που προσπαθούσα να διώξω από την αρχή της βραδιάς. Περισσότερο από καθετί άλλο ήθελα να πάω σπίτι τώρα. Μαζί µε την Κλερ, ή έστω µόνος µου. Ναι, θα έδινα µια περιουσία αν µπορούσα τώρα να σωριαστώ στον καναπέ του σπιτιού µου. Σε οριζόντια θέση σκέφτοµαι καλύτερα, θα µπορούσα να ξαναφέρω στον νου µου τα γεγονότα της βραδιάς, να βάλω τις σκέψεις µου σε τάξη, όπως λένε. «Εσύ µην ανακατεύεσαι!» είπε η Μπαµπέτ στον Σερζ. « Ίσως πρέπει να φωνάξουµε τον Τόνιο, αν είναι προφανώς τόσο δύσκολο να παραγγείλω άλλο επιδόρπιο». «Τόνιο» ήταν ο άντρας µε το άσπρο ζιβάγκο, υπέθεσα, ο εστιάτορας που τους είχε καλωσορίσει αυτοπροσώπως επειδή χαιρόταν τόσο πολύ που είχε πελάτες όπως οι Λόµαν. «Δεν χρειάζεται» βιάστηκε να πει ο µετρ. «Θα µιλήσω εγώ µε τον Τόνιο και είµαι σίγουρος ότι η κουζίνα θα µπορέσει να σας προτείνει ένα
εναλλακτικό επιδόρπιο». «Αγάπη µου…» είπε ο Σερζ, αλλά προφανώς δεν ήξερε αµέσως τι άλλο ήθελε να πει, γιατί χαµογέλασε ξανά στον µετρ ανασηκώνοντας ταυτόχρονα, σε µια χειρονοµία αµηχανίας, τα χέρια, µε τις παλάµες προς τα πάνω, σαν να ’θελε να πει: «Γυναίκες! Άντε να βγάλεις άκρη!». «Τι κάθεσαι και γελάς σαν χαζός;» ρώτησε η Μπαµπέτ. Ο Σερζ κατέβασε τα χέρια, υπήρχε κάτι ικετευτικό στο βλέµµα του όταν κοίταξε την Μπαµπέτ. «Αγάπη µου…» ξανάπε. Και ο Μισέλ µια ζωή απεχθάνεται τα γλυκά, σκέφτηκα. Παλιά, όταν ήταν ακόµη µικρός και οι σερβιτόροι στα εστιατόρια προσπαθούσαν να τον καλοπιάσουν κερνώντας τον παγωτό ή ένα γλειφιτζούρι, αρνιόταν πάντα κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι του. Εµείς του επιτρέπαµε να τρώει όποιο επιδόρπιο ήθελε, άρα δεν έφταιγε η ανατροφή που του είχαµε δώσει. Ήταν κληρονοµικό. Ναι, δεν υπήρχε άλλη λέξη. Αν υπήρχε κληρονοµικότητα, αν κάτι ήταν κληρονοµικό, αυτό ήταν η κοινή µας αντιπάθεια για τα γλυκά. Επιτέλους ο µετρ πήρε το µπολ µε τα βατόµουρα από το τραπέζι. «Επιστρέφω αµέσως»
µουρµούρισε κι αποµακρύνθηκε βιαστικά. «Θεέ µου, τι µαλάκας!» είπε η Μπαµπέτ· έτριψε θυµωµένη το τραπεζοµάντιλο στο σηµείο όπου µια στιγµή πριν υπήρχε το επιδόρπιό της, σαν να ’θελε να σβήσει κάθε ίχνος που θα µπορούσαν να έχουν αφήσει τα βατόµουρα. «Μπαµπέτ, σε παρακαλώ» ικέτεψε ο Σερζ, αλλά αυτή τη φορά υπήρχε και σαφής εκνευρισµός στη φωνή του. «Μα είδες τα µούτρα του;» είπε η Μπαµπέτ, ενώ πάνω από το τραπέζι άγγιξε το χέρι της Κλερ. «Είδες πόσο γρήγορα τα µάζεψε όταν άκουσε το όνοµα του αφεντικού του; Του αφεντικού του, χα, χα!» Γέλασε και η Κλερ, αλλά όχι µε την καρδιά της είδα. «Μπαµπέτ!» µπήκε στη µέση ο Σερζ. «Σε παρακαλώ! Θεωρώ ότι δεν µπορείς να φέρεσαι έτσι. Θέλω να πω, ερχόµαστε συχνά εδώ, ποτέ δεν…» «Ααα, αυτό φοβάσαι;» τον έκοψε η Μπαµπέτ. «Ότι την επόµενη φορά δεν θα σου δώσουν τραπέζι;» Ο Σερζ µε κοίταξε, αλλά σβέλτα απέφυγα το βλέµµα µου. Κατά πόσο µπορούσε να µιλήσει για την κληρονοµικότητα ο αδερφός µου; Εντάξει,
ίσως κάτι ήξερε για τα δικά του παιδιά: αυτά που ήταν σάρκα και αίµα του. Αλλά για τον Μπο; Κατά πόσο έπρεπε κάποια στιγµή να παραδεχτείς ότι προφανώς το παιδί σου έχει κληρονοµήσει κάτι από κάποιον άλλο; Από τους φυσικούς του γονείς, ας πούµε, που είχαν µείνει στην Αφρική; Κατά πόσο ήταν ικανός ο Σερζ να αποστασιοποιηθεί από τις πράξεις του θετού γιου του; «Δεν φοβάµαι τίποτα» είπε ο Σερζ. «Απλώς το θεωρώ σκανδαλώδες όταν καταφέρεσαι εναντίον κάποιου σε τόσο υψηλούς τόνους. Δεν είµαστε, δεν θέλουµε να είµαστε τέτοιοι άνθρωποι. Ο άνθρωπος κάνει απλώς τη δουλειά του». «Ποιος άρχισε να µιλάει σε υψηλό τόνο;» ρώτησε η Μπαµπέτ. «Ε; Ποιος άρχισε;» Η ένταση της φωνής της είχε ανέβει αισθητά. Κοίταξα γύρω: από τα κοντινότερα τραπέζια ήδη µερικά κεφάλια είχαν στραφεί προς το µέρος µας. Ήταν, βεβαίως, κάτι πολύ ενδιαφέρον, µια γυναίκα που ύψωνε τη φωνή της στο τραπέζι του µελλοντικού µας πρωθυπουργού. Ο Σερζ έµοιαζε να αντιλαµβάνεται κι αυτός τον επικείµενο κίνδυνο. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι. «Μπαµπέτ, σε παρακαλώ» είπε χαµηλόφωνα. «Ας σταµατήσουµε εδώ. Ας το
συζητήσουµε κάποια άλλη στιγµή». Σε όλους τους οικογενειακούς καβγάδες –όπως άλλωστε και σε συµπλοκές και πολέµους– έρχεται µια στιγµή που ο ένας ή και οι δύο πλευρές µπορούν να κάνουν πίσω για να αποφύγουν την επιδείνωση της κατάστασης. Αυτή η στιγµή, λοιπόν, είχε έρθει. Αναρωτήθηκα τι ήθελα κατά βάθος ο ίδιος. Ο δικός µας ρόλος, ως συγγενείς και ως συνδαιτυµόνες, ήταν να ηρεµήσουµε τα πνεύµατα, να πούµε λόγια κατευναστικά που θα επέτρεπαν στις δύο πλευρές να έρθουν πιο κοντά. Αλλά ας ήµουν ειλικρινής, είχα στ’ αλήθεια διάθεση να το κάνω αυτό; Το θέλαµε; Κοίταξα την Κλερ, και την ίδια στιγµή η Κλερ κοίταξε εµένα. Γύρω από το στόµα της έπαιζε κάτι που ένας άσχετος δεν θα αναγνώριζε ως χαµόγελο, αλλά που ήταν σαφώς χαµόγελο. Ένα τρέµουλο στις άκρες του στόµατός της, σχεδόν αόρατο για το γυµνό µάτι. Εγώ το ήξερα καλά αυτό το ανεπαίσθητο τρέµουλο. Και ήξερα τι σήµαινε: ούτε η Κλερ ένιωθε την παραµικρή παρόρµηση να παρέµβει. Όπως κι εγώ. Δεν θα κάναµε τίποτα για να χωρίσουµε τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Αντιθέτως: θα κάναµε το παν για να κλιµακωθεί ακόµα περισσότερο η κατάσταση. Επειδή εκείνη
τη στιγµή αυτό µας βόλευε. Έκλεισα το µάτι στη γυναίκα µου. Και µου απάντησε µε τον ίδιο τρόπο. «Μπαµπέτ, σε παρακαλώ…» Δεν ήταν ο Σερζ που το είπε αυτό, ήταν η ίδια η Μπαµπέτ. Τον µιµούνταν, σε έναν υπερβολικό, επιτηδευµένο τόνο, λες κι ήταν ένα παιδάκι που κλαψούριζε ζητώντας παγωτό. Δεν έχει λόγο να κλαψουρίζει, σκέφτηκα, κοιτάζοντας το παγωτό στο τραπέζι µπροστά του. Έχει πάρει το παγωτό του. Παραλίγο να βάλω τα γέλια, η Κλερ πρέπει να το είδε στο πρόσωπό µου, γιατί κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, κλείνοντάς µου ξανά το µάτι. Μην αρχίσεις να γελάς τώρα! είπε το βλέµµα της. Αυτό θα τα χαλάσει όλα. Τότε εµείς θα λειτουργήσουµε σαν αλεξικέραυνο και ο καβγάς θα ξεθυµάνει. «Είσαι απλά χέστης!» ούρλιαξε η Μπαµπέτ. «Οφείλεις να µε υπερασπιστείς, αντί να σκέφτεσαι το ίµατζ σου, το πώς θα το πάρουν οι άλλοι! Πώς θα τους φανεί το γεγονός ότι η γυναίκα σου βρίσκει τόσο χάλια το επιδόρπιο, ώστε δεν έχει λόγια να το περιγράψει! Τι θα πει ο φιλαράκος σου. Ο Τόνιο! Εµ, βέβαια… Το Τον ή Άντον είναι πολύ κοινότοπο όνοµα! Θυµίζει µάλλον µπιζελόσουπα και λάχανο τουρσί». Πέταξε την πετσέτα της στο τραπέζι –µε
υπερβολικά µεγάλη φόρα, γιατί χτύπησε το ποτήρι του κρασιού, που αναποδογύρισε. «Δεν θέλω να ξαναπατήσω το πόδι µου εδώ µέσα!» είπε η Μπαµπέτ. Είχε σταµατήσει να ουρλιάζει, αλλά η φωνή της έφτανε ακόµη σε µια ακτίνα τουλάχιστον τεσσάρων τραπεζιών γύρω µας. Ο κόσµος είχε αφήσει κάτω τα µαχαιροπίρουνά του. Δεν προσπαθούσαν πια να κρύψουν τις περίεργες µατιές προς το µέρος µας. Ήταν σχεδόν αδύνατον να µην κοιτάξεις. «Θέλω να πάω σπίτι» είπε η Μπαµπέτ, αρκετά πιο σιγά τώρα, η φωνή της είχε σχεδόν επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. «Μπαµπέτ» είπε η Κλερ και της άπλωσε το χέρι. «Καλή µου…» Το τάιµινγκ της Κλερ ήταν τέλειο. Χαµογέλασα πλατιά – από θαυµασµό για τη γυναίκα µου. Κόκκινο κρασί είχε απλωθεί στο τραπεζοµάντιλο, το µεγαλύτερο µέρος του προς τον Σερζ. Ο αδερφός µου σηκώθηκε από την καρέκλα του, αρχικά νόµιζα ότι φοβόταν µήπως στάξει κρασί στο παντελόνι του, εκείνος όµως έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω και σηκώθηκε. «Ως εδώ» είπε. «Δεν έχω διάθεση για τέτοια». Τον κοιτάξαµε και οι τρεις. Είχε πάρει την πετσέτα από τα γόνατά του και την άφησε στο
τραπέζι. Είδα ότι το παγωτό από το Νταµ Μπλανς του είχε αρχίσει να λιώνει, µια λεπτή γραµµή παγωτού βανίλιας είχε τρέξει από το χείλος κι είχε φτάσει στο πόδι (της κούπας; του κυπέλλου; – πώς το έλεγες αυτό στο οποίο σερβίρουν αυτό το παγωτό;). «Θα βγω για λίγο» είπε ο Σερζ. «Πάω έξω». Έκανε ένα βήµα στο πλάι, αποµακρύνθηκε από το τραπέζι µας κι ύστερα πλησίασε ξανά. «Λυπάµαι» είπε απευθυνόµενος πρώτα στην Κλερ κι έπειτα σ’ εµένα. «Λυπάµαι γι’ αυτή την εξέλιξη. Ελπίζω πως όταν γυρίσω θα µπορέσουµε να µιλήσουµε ήρεµα για τα πράγµατα για τα οποία πρέπει να µιλήσουµε». Περίµενα κατά βάθος πως η Μπαµπέτ θ’ άρχιζε ξανά να ουρλιάζει. Κάτι σαν «Ναι, πήγαινε! Φύγε! Πολύ εύκολο κόλπο!» Μα δεν είπε τίποτε – προς µεγάλη µου απογοήτευση, πρέπει να πω. Θα είχε κάνει το σκάνδαλο πιο ολοκληρωτικό: ένας διάσηµος πολιτικός που φεύγει µε σκυµµένο κεφάλι από ένα εστιατόριο, ενώ η γυναίκα του φωνάζει πίσω του ότι είναι µαλάκας, ή χέστης – ακόµα κι αν δεν έφτανε ποτέ στις εφηµερίδες, η ιστορία θ’ απλωνόταν σαν πετρελαιοκηλίδα, από στόµα σε στόµα, δεκάδες, εκατοντάδες –ποιος ξέρει;– ίσως και χιλιάδες
δυνητικοί ψηφοφόροι θα µάθαιναν ότι το απλό παιδί, ο Σερζ Λόµαν, είχε πολύ απλά κι αυτός συζυγικά προβλήµατα. Όπως όλοι οι άλλοι. Όπως εµείς. Ήταν µάλιστα ζήτηµα αν η αποκάλυψη του συζυγικού καβγά θα του στοίχιζε ψήφους, αναλογίστηκα τώρα, ή αν αντιθέτως θα του εξασφάλιζε επιπλέον ψήφους. Ίσως ένας συζυγικός καβγάς τον έκανε πιο ανθρώπινο. Ίσως ένας δυστυχισµένος γάµος τον έφερνε ακόµα πιο κοντά στους εκλογείς. Κοίταξα το Νταµ Μπλανς. Ένα δεύτερο ρυάκι παγωτού είχε φτάσει, µέσω της βάσης της κούπας, στο τραπεζοµάντιλο. «Φταίει η υπερθέρµανση του πλανήτη» είπα δείχνοντας το επιδόρπιο του αδερφού µου. Είχα την αίσθηση ότι το καλύτερο ήταν να πω κάτι ανάλαφρο. «Βλέπετε; Δεν είναι µόνο χαζοµάρες της µόδας. Είναι αλήθεια». «Πάουλ…» Η Κλερ µε κοίταξε, µου ’δειξε µε το βλέµµα την Μπαµπέτ – και η Μπαµπέτ έκλαιγε, όπως διαπίστωσα, ακολουθώντας το βλέµµα της γυναίκας µου: στην αρχή βουβά ακόµη, δεν έβλεπες παρά µόνο τον κορµό της να τραντάζεται, µα σύντοµα ακούστηκαν τα πρώτα αναφιλητά.
Σε ορισµένα τραπέζια ο κόσµος είχε σταµατήσει ξανά να τρώει. Ένας άντρας µε κόκκινο πουκάµισο έσκυψε προς το µέρος µιας ηλικιωµένης γυναίκας (µητέρα του ήταν;) η οποία καθόταν απέναντί του και κάτι της ψιθύρισε: Μη γυρίσεις τώρα, αλλά αυτή η γυναίκα κλαίει –κάτι τέτοιο σίγουρα– η γυναίκα του Σερζ Λόµαν… Στο µεταξύ ο Σερζ ακόµη δεν είχε φύγει· στεκόταν αναποφάσιστος, µε τα χέρια του στην πλάτη του καθίσµατος, λες και δεν µπορούσε ν’ αποφασίσει αν έπρεπε να κάνει πράξη τα λόγια του, τώρα που η γυναίκα του είχε βάλει τα κλάµατα. «Σερζ» είπε η Κλερ χωρίς να τον κοιτάξει –χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι της– «κάθισε». «Πάουλ». Η Κλερ είχε πιάσει το χέρι µου· το τραβούσε, και µου πήρε λίγη ώρα µέχρι να καταλάβω τι ήθελε: ήθελε να σηκωθώ για ν’ αλλάξουµε θέσεις και να καθίσει η ίδια δίπλα στην Μπαµπέτ. Σηκωθήκαµε ταυτόχρονα. Την ώρα που περνούσε δίπλα µου, η Κλερ µού έπιασε ξανά το χέρι· τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από τον καρπό µου και τον τράβηξαν προς στιγµήν. Τα πρόσωπά µας απείχαν λιγότερο από δέκα
εκατοστά, δεν είµαι πολύ πιο ψηλός από τη γυναίκα µου, δεν θα ’χα παρά να σκύψω ελάχιστα για να χώσω το πρόσωπό µου στα µαλλιά της – κάτι που εκείνη τη στιγµή είχα περισσότερη ανάγκη από οτιδήποτε άλλο. « Έχουµε πρόβληµα» είπε η Κλερ. Δεν είπα τίποτα, έκανα µονάχα ένα µικρό νεύµα µε το κεφάλι. «Με τον αδερφό σου» είπε η Κλερ. Περίµενα να δω αν θα ’λεγε τίποτε άλλο, αλλά προφανώς θεώρησε ότι είχαµε ήδη σταθεί πολλή ώρα όρθιοι δίπλα στο τραπέζι· κι έτσι πέρασε δίπλα µου και κάθισε στην καρέκλα µου κοντά στην Μπαµπέτ, που έκλαιγε. «Είναι όλα εντάξει;» Γύρισα και βρέθηκα πρόσωπο µε πρόσωπο µε το άσπρο ζιβάγκο. Με τον Τόνιο! Μάλλον επειδή ο Σερζ είχε τραβήξει την καρέκλα του κι είχε ξανακαθίσει, ενώ εγώ ήµουν όρθιος ακόµη, ο εστιάτορας απευθύνθηκε σ’ εµένα. Όπως και να ’χει, δεν έφταιγε µόνο η διαφορά στο ύψος µας – τον περνούσα ένα κεφάλι– που µ’ έκανε να θεωρήσω τη στάση του λιγάκι δουλοπρεπή: στεκόταν ελαφρώς σκυφτός, µε τα χέρια του δεµένα µπροστά, το κεφάλι γερµένο στο πλάι· στάση που τον ανάγκαζε να µε κοιτάζει από
κάτω: από πιο χαµηλά απ’ όσο χρειαζόταν. « Έµαθα ότι υπήρχε κάποιο πρόβληµα µε την επιλογή του επιδόρπιου» είπε. «Θα θέλαµε να σας προσφέρουµε κάποιο άλλο επιδόρπιο της αρεσκείας σας». «Το επιδόρπιο της ηµέρας;» ρώτησα. «Ορίστε;» Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ήταν σχεδόν φαλακρός, οι λίγες γκρίζες τρίχες που είχαν αποµείνει κοντά στ’ αυτιά ήταν κοµµένες σχολαστικά, το υπερβολικά µαυρισµένο κεφάλι του πρόβαλλε µέσα από το λευκό ζιβάγκο σαν κεφάλι χελώνας από το καύκαλό της. Το είχα σκεφτεί και νωρίτερα, όταν ο Σερζ και η Μπαµπέτ είχαν µπει στην αίθουσα, ότι κάτι ή κάποιον µου θύµιζε, και τώρα, ξαφνικά, το βρήκα. Πριν από χρόνια, λίγα σπίτια πιο κάτω από το δικό µας, έµενε ένας άντρας µε το ίδιο δουλοπρεπές παρουσιαστικό. Μπορεί να ’ταν ακόµα πιο κοντός από τον «Τόνιο», και δεν είχε γυναίκα. Ένα βράδυ ο Μισέλ, που ήταν τότε στα οχτώ, γύρισε σπίτι κρατώντας µια στοίβα δίσκους και ρώτησε αν είχαµε ακόµη πικάπ στο σπίτι. «Πού τους βρήκες τους δίσκους;» ρώτησα. «Μου τους έδωσε ο κύριος Μπρέετφελντ» είπε ο Μισέλ. « Έχει τουλάχιστον πεντακόσιους! Και
αυτούς µου τους χάρισε!» Μου πήρε ένα δυο λεπτά ώσπου να συνδέσω το όνοµα Μπρέετφελντ µε τον κοντό εργένη που έµενε λίγες πόρτες παρακάτω από µας. Πήγαιναν συχνά στο σπίτι του, µου είπε ο Μισέλ, ένα σωρό παιδιά από τη γειτονιά, κι άκουγαν τους παλιούς δίσκους του κυρίου Μπρέετφελντ. Θυµάµαι ακόµη πώς άρχισαν να χτυπάνε τα µηνίγγια µου, στην αρχή από φόβο, µετά από οργή. Προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή µου όσο πιο φυσιολογική µπορούσα, ρώτησα τον Μισέλ τι έκανε στο µεταξύ ο κύριος Μπρέετφελντ, όταν τα παιδιά άκουγαν τους δίσκους του. «Ω, τίποτα. Καθόµαστε στον καναπέ. Και µας κερνάει πάντα φιστίκια και τσιπς και κόκα κόλα». Εκείνο το βράδυ, αφού σκοτείνιασε, χτύπησα την πόρτα του κυρίου Μπρέετφελντ. Δεν του ζήτησα την άδεια να µπω, τον έσπρωξα στην άκρη και προχώρησα ίσια στο σαλόνι του. Βεβαιώθηκα ότι οι κουρτίνες ήταν ήδη κλειστές. Λίγες βδοµάδες αργότερα ο κύριος Μπρέετφελντ µετακόµισε. Η τελευταία εικόνα από εκείνη την εποχή που έχω στο µυαλό µου είναι τα παιδιά της γειτονιάς που ψαχούλευαν
στις κούτες µε τους σπασµένους δίσκους, µήπως βρουν κανέναν που είχε µείνει ανέπαφος. Ο κύριος Μπρέετφελντ είχε βγάλει τις κούτες στο πεζοδρόµιο την παραµονή της µετακόµισής του. Κοίταξα τον «Τόνιο», µε το ένα µου χέρι πιάστηκα από την πλάτη του καθίσµατος. «Εξαφανίσου, διεστραµµένε!» είπα. «Φύγε, πριν ξεφύγει στ’ αλήθεια η κατάσταση».
37
Ο Σερζ καθάρισε τον λαιµό του, ακούµπησε τους αγκώνες στο τραπέζι, δεξιά κι αριστερά από το Νταµ Μπλανς, και ένωσε τα χέρια ακουµπώντας τα ακροδάχτυλα µεταξύ τους. «Ξέρουµε όλοι πια τι συνέβη» είπε. «Είµαστε και οι τέσσερις ενήµεροι για τα γεγονότα». Κοίταξε την Κλερ, µετά την Μπαµπέτ, που είχε σταµατήσει να κλαίει αλλά πίεζε ακόµη τη γωνία της πετσέτας στο µάγουλό της – ακριβώς κάτω από το µάτι της, πίσω από τον σκούρο φακό των γυαλιών της. «Πάουλ;» Γύρισε το κεφάλι προς το
µέρος µου και µε κοίταξε: το βλέµµα του ήταν ανήσυχο, αλλά αναρωτήθηκα αν αυτός που ανησυχούσε ήταν ο άνθρωπος ή ο πολιτικός Σέρσε Λόµαν. «Ναι; Τι;» είπα. «Υποθέτω ότι είσαι κι εσύ ενήµερος για όλα τα γεγονότα». Όλα τα γεγονότα. Δεν µπόρεσα να µη χαµογελάσω· µετά κοίταξα την Κλερ κι έπνιξα το χαµόγελο. «Ναι, φυσικά» είπα. «Εξαρτάται βέβαια τι εννοείς µε τον όρο γεγονότα». «Θα επανέλθω σ’ αυτό. Το ζήτηµα τώρα είναι πώς θα χειριστούµε το θέµα. Πώς θα το βγάλουµε προς τα έξω». Στην αρχή δεν ήξερα αν είχα ακούσει καλά. Ξανακοίταξα την Κλερ. Έχουµε πρόβληµα, είχε πει. Αυτό είναι το πρόβληµα, έλεγε τώρα το βλέµµα της. «Για περίµενε» είπα. «Πάουλ». Ο Σερζ ακούµπησε το χέρι του στον πήχη µου. «Δώσε µου την ευκαιρία να τελειώσω. Μετά θα είναι η σειρά σου». Η Μπαµπέτ βόγκηξε: κάτι ανάµεσα σε αναστεναγµό και λυγµό. «Μπαµπέτ» είπε ο Σερζ· ο τόνος του δεν είχε πια τίποτα το παρακλητικό. «Ξέρω τι σκέφτεσαι. Θα έρθει και η δική σου
σειρά. Μόλις τελειώσω». Οι άνθρωποι στα γύρω τραπέζια είχαν ξανασκύψει πάνω από τα πιάτα τους, αλλά έξω από την ανοιχτή κουζίνα επικρατούσε µια κάποια αναστάτωση. Είδα τρεις σερβιτόρες να στέκουν γύρω από τον «Τόνιο» και τον µετρ, δεν κοίταξαν ούτε µια φορά προς το µέρος µας, αλλά στοιχηµάτιζα το πιάτο µου µε τα τυριά ότι µιλούσαν για µας – για µένα, διόρθωσα τη σκέψη µου. «Η Μπαµπέτ κι εγώ µιλήσαµε µε τον Ρικ σήµερα το απόγευµα» είπε ο Σερζ. «Η εντύπωσή µας είναι πως ο Ρικ υποφέρει πολύ µ’ αυτή την ιστορία. Βρίσκει φριχτό αυτό που έκαναν. Τη νύχτα δεν κλείνει µάτι, κυριολεκτικά. Έχει τα χάλια του. Και έχει επηρεαστεί και η επίδοσή του στο σχολείο». Πήγα να πω κάτι, αλλά κρατήθηκα. Υπήρχε κάτι στον τόνο του Σερζ: σαν να προσπαθούσε ήδη από τώρα να παρουσιάσει τον γιο του καλύτερο από τον δικό µας. Ο Ρικ δεν έκλεινε µάτι. Ο Ρικ είχε τα χάλια του. Ο Ρικ το έβρισκε φριχτό. Μου έδινε την αίσθηση ότι η Κλερ κι εγώ έπρεπε να υπερασπιστούµε τον Μισέλ – αλλά τι µπορούσαµε να πούµε; Ότι και ο Μισέλ το έβρισκε φριχτό; Ότι κοιµόταν ακόµα πιο άσχηµα
από τον Ρικ; Δεν ήταν αλήθεια όµως, συνειδητοποίησα. Ο Μισέλ είχε κι άλλα στο µυαλό του, πέρα από την άστεγη που είχε καεί µέσα στο ΑΤΜ. Και τι τσαµπουνούσε ο Σερζ περί σχολικών επιδόσεων; Παραήταν τραβηγµένο, αν το καλοσκεφτόσουν. Αν µιλούσε η Κλερ, θα υποστήριζα τα όσα έλεγε, αποφάσισα. Αν η Κλερ έλεγε πως ήταν άπρεπο, υπό το φως των γεγονότων, να αναφερθεί σε σχολικές επιδόσεις, εγώ θα έλεγα ότι εµείς προτιµούσαµε ν’ αφήσουµε έξω από τη συζήτηση τις σχολικές επιδόσεις του Μισέλ. Είχαν επηρεαστεί αρνητικά οι σχολικές επιδόσεις του Μισέλ; αναρωτήθηκα αµέσως µετά. Δεν είχα τέτοια εντύπωση. Και απ’ αυτή την άποψη πατούσε πιο γερά στο έδαφος από τον ξάδερφό του. «Από την πρώτη στιγµή προσπάθησα να δω την κατάσταση χώρια από το δικό µου πολιτικό µέλλον» συνέχισε ο Σερζ. «Αλλά αυτό δεν σηµαίνει πως δεν το σκέφτηκα καθόλου». Όλα έδειχναν ότι η Μπαµπέτ είχε ξαναβάλει τα κλάµατα. Αθόρυβα. Ύπουλα τρύπωσε µέσα µου η αίσθηση πως ήµουν παρών σε κάτι όπου δεν ήθελα να είµαι. Μου θύµιζε τον Μπιλ και τη Χίλαρι Κλίντον. Την Όπρα Γουίνφρι.
Έτσι θα γινόταν; Ήταν αυτό η πρόβα τζενεράλε για τη συνέντευξη Τύπου όπου ο Σερζ Λόµαν θα ανακοίνωνε ότι το παιδί στις εικόνες της εκποµπής Αναζητείται ήταν ο γιος του, µα πως ήλπιζε παρ’ όλα αυτά ότι οι εκλογείς θα συνέχιζαν να τον τιµούν µε την εµπιστοσύνη τους; Ήταν δυνατόν να είναι τόσο αφελής; «Για µένα το θέµα είναι πρώτα απ’ όλα το µέλλον του Ρικ» είπε ο Σερζ. «Υπάρχει φυσικά µεγάλη πιθανότητα αυτή η υπόθεση να µη διαλευκανθεί ποτέ. Αλλά µπορεί κανείς να ζήσει µ’ αυτό που συνέβη; Θα µπορέσει ο Ρικ να ζήσει µ’ αυτό; Θα µπορέσουµε εµείς να ζήσουµε µ’ αυτό;» Κοίταξε πρώτα την Κλερ, µετά εµένα. «Εσείς; Θα µπορείτε ζήσετε µ’ αυτό;» ρώτησε. «Εγώ όχι» συνέχισε χωρίς να περιµένει απάντηση. «Βλέπω κιόλας τον εαυτό µου, όρθιο στα σκαλιά του παλατιού µε τη Βασίλισσα και τα µέλη του υπουργικού συµβουλίου. Γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγµή, σε οποιαδήποτε συνέντευξη Τύπου, µπορεί κάποιος δηµοσιογράφος να σηκώσει το χέρι του. “Κύριε Λόµαν, αληθεύουν οι φήµες ότι ο γιος σας ήταν αναµεµειγµένος στη δολοφονία µιας άστεγης γυναίκας;”». «Στη δολοφονία;» φώναξε η Κλερ. «Ώστε έγινε δολοφονία τώρα; Πού το βρήκες αυτό;»
Έπεσε σιωπή· σίγουρα την είχαν ακούσει στα γύρω τραπέζια. Ο Σερζ πρώτα έριξε µια µατιά πάνω από τον ώµο του, ύστερα κοίταξε την Κλερ. «Συγγνώµη» είπε εκείνη. «Μιλάω πολύ δυνατά. Αλλά το θέµα δεν είναι αυτό. Κατά τη γνώµη µου η λέξη “δολοφονία” είναι υπερβολή. Τι λέω; Τροµερή υπερβολή!» Κοίταξα τη γυναίκα µου µε θαυµασµό. Ο θυµός την οµόρφαινε. Ειδικά τα µάτια της, ήταν ένα βλέµµα που έφερνε τους άντρες σε αµηχανία. Τους άλλους άντρες. «Πώς θα το έλεγες εσύ, δηλαδή, Κλερ;» Ο Σερζ είχε πάρει το κουτάλι του και ανακάτευε το λιωµένο παγωτό του. Ήταν ένα κουτάλι µε µακριά λαβή, παρ’ όλα αυτά λέρωσε τα δάχτυλά του µε παγωτό και µε σαντιγί. «Ατύχηµα» είπε η Κλερ. «Μια ατυχής συγκυρία. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα µπορούσε να ισχυριστεί ότι εκείνο το βράδυ τα παιδιά βγήκαν µε σκοπό να δολοφονήσουν µια άστεγη γυναίκα». «Αυτό όµως δείχνει η κάµερα ασφαλείας. Αυτό είδε όλη η Ολλανδία. Εντάξει, ας µην το πούµε δολοφονία, ας το πούµε ανθρωποκτονία, αν προτιµάς, αλλά αυτή η γυναίκα δεν έκανε απολύτως τίποτα. Αυτή η γυναίκα έφαγε στο
κεφάλι µια λάµπα και µια καρέκλα και στο τέλος ένα µπιτόνι βενζίνη». «Τι δουλειά είχε µέσα στο ΑΤΜ;» «Αυτό δεν έχει σηµασία, εντάξει; Άστεγοι υπάρχουν παντού. Δυστυχώς. Κοιµούνται όπου µπορούν να βρουν λίγη ζεστασιά. Να µη βρέχονται». « Ήταν, όµως, µέσα στη µέση, Σερζ. Θέλω να πω, θα µπορούσε να πάει και να ξαπλώσει στον διάδροµο του σπιτιού σας. Κι εκεί είναι ζεστά και στεγνά». «Ας προσπαθήσουµε να µείνουµε στα βασικά» είπε η Μπαµπέτ. «Δεν πιστεύω ότι…» «Αυτά είναι τα βασικά, καλή µου». Η Κλερ είχε βάλει το χέρι της στον πήχη της Μπαµπέτ. «Συγχώρεσέ µε αλλά, όταν ακούω τον Σερζ να µιλάει έτσι, φαίνεται σαν να έχουµε να κάνουµε µε ένα αξιολύπητο πουλάκι, έναν νεοσσό που έπεσε από τη φωλιά του. Μιλάµε για ένα ενήλικο άτοµο. Μια µεγάλη γυναίκα, που µε πλήρη επίγνωση των πράξεών της µπαίνει και κοιµάται µέσα στον θάλαµο ενός ΑΤΜ. Μη µε παρεξηγήσετε: απλώς προσπαθώ να µπω στη θέση ενός άλλου. Όχι αυτής της άστεγης γυναίκας, αλλά του Μισέλ και του Ρικ. Των γιων µας. Δεν είναι µεθυσµένοι, δεν έχουν πάρει
ναρκωτικά. Θέλουν µόνο να σηκώσουν λεφτά. Αλλά µέσα στον θάλαµο του ΑΤΜ κάποιος κοιµάται, κάποιος που βροµάει. Ποια είναι τότε η πρώτη σου αντίδραση; Μπλιαχ! Φύγε, γαµώτο, αποδώ!» «Γιατί δεν πήγαν κάπου αλλού να σηκώσουν λεφτά;» «Κάπου αλλού;» Η Κλερ έβαλε τα γέλια. «Κάπου αλλού; Ναι, βέβαια! Πάντα µπορείς ν’ αλλάξεις δρόµο για ν’ αποφύγεις κάτι. Θέλω να πω, τι θα έκανες εσύ, Σερζ; Ανοίγεις, ας πούµε, την πόρτα του σπιτιού σου και πρέπει να περάσεις πάνω από µια κοιµισµένη ζητιάνα για να βγεις έξω. Τι κάνεις; Ξαναµπαίνεις µέσα; Ή κάποιος κατουράει την πόρτα σου. Ξανακλείνεις την πόρτα; Μετακοµίζεις αλλού;» «Κλερ…» είπε η Μπαµπέτ. «ΟΚ, εντάξει» είπε ο Σερζ. «Κατάλαβα τι εννοείς. Μα δεν ήθελα να πω αυτό. Εννοείται ότι δεν πρέπει ν’ αποφεύγουµε τα προβλήµατα ή τις δύσκολες καταστάσεις. Αλλά σ’ αυτά τα προβλήµατα µπορείς, πρέπει να βρεις λύσεις. Σκο…» –στο σηµείο αυτό κόµπιασε– «...αφαιρώντας τη ζωή ενός αστέγου δεν φέρνεις πιο κοντά αυτή τη λύση». «Χριστέ µου, Σερζ!» είπε η Κλερ. «Δεν µιλάω για
τη λύση του προβλήµατος των αστέγων. Μιλάω για µία άστεγη µόνο. Και αντί να µιλάµε γι’ αυτή τη µία και µοναδική άστεγη, νοµίζω ότι θα έπρεπε να µιλάµε για τον Ρικ και για τον Μισέλ. Δεν θέλω ν’ αρνηθώ ό,τι συνέβη. Δεν θέλω να πω ότι δεν τα βρίσκω τροµερά όλα αυτά. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάµε τις προεκτάσεις αυτής της υπόθεσης. Ήταν ένα τυχαίο συµβάν. Ένα συµβάν που µπορεί να έχει µοιραίες συνέπειες για τη ζωή, για το µέλλον των παιδιών µας». Ο Σερζ έβγαλε έναν αναστεναγµό κι ακούµπησε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά από το επιδόρπιό του. Προσπάθησε να συναντήσει το βλέµµα της Μπαµπέτ είδα, αλλά εκείνη είχε πάρει την τσάντα της στα γόνατά της και κάτι έψαχνε – ή έκανε πως έψαχνε κάτι. «Σωστά» είπε ο αδερφός µου. «Γι’ αυτό το µέλλον θέλω κι εγώ να µιλήσω. Κατάλαβέ µε, Κλερ, το µέλλον των παιδιών µας µε απασχολεί όσο κι εσένα. Μόνο που εγώ δεν πιστεύω ότι θα µπορέσουν να ζήσουν µ’ ένα τέτοιο µυστικό. Με τον καιρό θα τους διαλύσει. Τον Ρικ, πάντως, ήδη τον έχει διαλύσει» –έβγαλε έναν αναστεναγµό– «εµένα µ’ έχει ήδη διαλύσει». Όχι για πρώτη φορά είχα την αίσθηση ότι ήµουν παρών σε κάτι που δεν είχε και µεγάλη σχέση µε
την πραγµατικότητα. Με τη δική µας πραγµατικότητα τουλάχιστον, την πραγµατικότητα δυο ζευγαριών –δυο αδερφών µε τις γυναίκες τους– που είχαν βγει για φαγητό µαζί, για να συζητήσουν τα προβλήµατα των παιδιών τους. «Εγώ έχω πάρει την απόφασή µου σχετικά µε το µέλλον του γιου µου» είπε ο Σερζ. «Αργότερα, όταν όλα αυτά θα είναι παρελθόν, θα πρέπει να συνεχίσει τη ζωή του. Οφείλω να τονίσω ότι αυτή την απόφαση την πήρα µόνος µου. Η γυναίκα µου… η Μπαµπέτ…» Η Μπαµπέτ είχε ξεθάψει ένα πακέτο Marlboro light από την τσάντα της, ένα καινούργιο πακέτο, και έσκισε το σελοφάν του. «Η Μπαµπέτ δεν συµφωνεί µαζί µου. Αλλά η απόφασή µου είναι αµετάκλητη. Εκείνη τα έµαθε µόλις σήµερα το απόγευµα». Πήρε βαθιά ανάσα. Ύστερα µας κοίταξε έναν έναν. Τότε µόνο πρόσεξα πως τα µάτια του ήταν υγρά. «Για το καλό του παιδιού µου, και για το καλό αυτής της χώρας, θ’ αποσύρω την υποψηφιότητά µου» είπε. Η Μπαµπέτ είχε βάλει ένα τσιγάρο στα χείλη της, αλλά τώρα το ξανατράβηξε. Κοίταξε την Κλερ κι εµένα.
«Αγαπητή Κλερ» είπε. «Αγαπητέ Πάουλ… Πρέπει να πείτε κάτι. Πείτε του, σας παρακαλώ, ότι δεν µπορεί να κάνει τέτοιο πράγµα. Πείτε του ότι έχει τρελαθεί τελείως».
38
«Δεν γίνεται αυτό» είπε η Κλερ. « Έτσι δεν είναι;» είπε η Μπαµπέτ. «Τα βλέπεις, Σερζ; Κι εσύ τι λες, Πάουλ; Δεν είναι γελοίο σχέδιο; Δεν υπάρχει λόγος να κάνει τέτοιο πράγµα…» Προσωπικά εγώ βρήκα θαυµάσια την ιδέα να βάλει τέρµα ο αδερφός µου στην πολιτική του σταδιοδροµία, θα ήταν το καλύτερο για όλους: για όλους εµάς, για τη χώρα – η χώρα θα γλίτωνε τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Σερζ Λόµαν: τέσσερα πολύτιµα χρόνια. Σκέφτηκα το
αδιανόητο, πράγµατα που συνήθως κατάφερνα να πνίγω ως τώρα: ο Σερζ Λόµαν δίπλα στη Βασίλισσα στα σκαλιά των ανακτόρων, ποζάροντας για την επίσηµη φωτογραφία µε την άρτι σχηµατισµένη του κυβέρνηση· µε τον Τζορτζ Μπους σε δυο αναπαυτικές πολυθρόνες µπροστά στο τζάκι· µε τον Πούτιν σε µια βάρκα στον Βόλγα… «Μετά το πέρας της ευρωπαϊκής Διάσκεψης Κορυφής, ο πρωθυπουργός Λόµαν τσούγκρισε το ποτήρι του µε τον γάλλο πρόεδρο…» Βασικά ένιωθα ντροπή για πάρτη του: έβρισκα ανυπόφορη τη σκέψη ότι οι ηγέτες όλου του κόσµου θα έρχονταν αντιµέτωποι µε την ανούσια παρουσία του αδερφού µου. Ντρεπόµουν που θα καταβρόχθιζε µε τρεις µπουκιές το τουρνεντό του στον Λευκό Οίκο και στο Παλάτι του Ελιζέ, επειδή έπρεπε να φάει εδώ και τώρα. Για τις µατιές όλο νόηµα που θ’ αντάλλασσαν µεταξύ τους οι αρχηγοί των κρατών. «He’s from Holland» θα έλεγαν – ή θα το σκέφτονταν µόνο, πράγµα ακόµα χειρότερο. Το να ντρέπεσαι για λογαριασµό κάποιου άλλου δεν ήταν κάτι καινούργιο. Η ντροπή για τους πρωθυπουργούς µας ήταν σε τελική ανάλυση το µόνο συναίσθηµα που εξασφάλιζε το οµαλό πέρασµα από τη µια κυβέρνηση της Ολλανδίας
στην επόµενη. « Ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτεί, να το σκεφτεί καλά» είπα στην Μπαµπέτ ανασηκώνοντας τους ώµους. Η πιο φρικτή απ’ όλες τις εικόνες ήταν ο Σερζ να συντρώγει µαζί µας, κάπου στο –µέχρι πρόσφατα– κοντινό µέλλον (σ’ ένα µέλλον που τώρα δόξα τω Θεώ αποµακρυνόταν ολοταχώς): τις ιστορίες του για τις συναντήσεις του µε τους ηγέτες του κόσµου. Θα ήταν ανόητες ιστορίες, ιστορίες γεµάτες κοινοτοπίες. Η Κλερ κι εγώ δεν θα εντυπωσιαζόµασταν. Αλλά ο Μισέλ; Είτε του άρεσε είτε όχι, ο γιος µου θα µαγευόταν από τα ανέκδοτα, από τις µικρές αποκαλύψεις που θα έκανε ο αδερφός µου για να δοξάσει τον ίδιο τον εαυτό του, τις µατιές στα παρασκήνια της διεθνούς πολιτικής σκηνής, που θα χρησιµοποιούσε για να δικαιολογήσει τη θέση του στο τραπέζι µας. «Τι µουρµουράς, Πάουλ; Αφού το βλέπεις ότι ο γιος σου ενδιαφέρεται γι’ αυτά που λέω». Ο γιος µου. Ο Μισέλ. Είχα σκεφτεί το µέλλον, χωρίς ν’ αναρωτηθώ καν αν αυτό θα υπήρχε ακόµη. «Να το ξανασκεφτεί;» είπε η Μπαµπέτ. «Μα αυτό είναι το πρόβληµα. Μακάρι να σκεφτόταν
καµιά φορά!» «Δεν εννοούσα αυτό» είπε η Κλερ. «Εννοούσα ότι ο Σερζ δεν έχει το δικαίωµα να πάρει τέτοια απόφαση µόνος του». «Είµαι η γυναίκα του!» είπε η Μπαµπέτ και ξανάρχισε να κλαίει. «Ούτε αυτό εννοούσα, Μπαµπέτ» είπε η Κλερ κοιτάζοντας τον Σερζ. «Εννοούσα ότι µας αφορά όλους. Έχουµε όλοι λόγο σ’ αυτή την υπόθεση. Και οι τέσσερις». «Γι’ αυτό και είπα να βρεθούµε» είπε ο Σερζ. «Για να συζητήσουµε πώς θα το κάνουµε». «Πώς θα κάνουµε τι;» ρώτησε η Κλερ. «Πώς θα το βγάλουµε προς τα έξω. Με τρόπο που θα δώσει στα παιδιά µας το περιθώριο µιας δίκαιης µεταχείρισης». «Μα δεν τους αφήνεις κανένα περιθώριο, Σερζ. Αυτό που θα βγάλεις προς τα έξω είναι ότι αποσύρεσαι από την πολιτική. Ότι δεν θέλεις πια να γίνεις πρωθυπουργός. Επειδή δεν µπορείς να ζήσεις µ’ αυτό που έγινε, είπες». «Εσύ µπορείς;» «Το θέµα δεν είναι αν µπορώ εγώ. Το θέµα είναι ο Μισέλ. Κι ο Μισέλ πρέπει να µπορέσει να ζήσει µ’ αυτό που έγινε». «Και θα µπορέσει;»
«Σερζ, µην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εσύ παίρνεις µιαν απόφαση. Με την απόφασή σου αυτή αποφασίζεις και για το µέλλον του γιου σου. Δικαίωµά σου. Αν κι αναρωτιέµαι αν συνειδητοποιείς τι ζηµιά πας να κάνεις. Αλλά η απόφασή σου καταστρέφει και το µέλλον του δικού µου γιου». Του δικού µου γιου. Η Κλερ είχε πει «του δικού µου γιου». Θα µπορούσε τώρα να ρίξει µια µατιά προς το µέρος µου, ζητώντας υποστήριξη, ή έστω για να δει αν συµφωνούσα, στη συνέχεια να το µαζέψει και να πει «του δικού µας γιου» – µα δεν το έκανε· δεν γύρισε καν προς το µέρος µου, αλλά κρατούσε τα µάτια της καρφωµένα στον Σερζ. «Α, έλα τώρα, Κλερ» είπε ο αδερφός µου. «Αυτό το µέλλον είναι ήδη κατεστραµµένο. Ό,τι κι αν γίνει. Είναι ανεξάρτητο από τη δική µου απόφαση, όποια κι αν είναι αυτή». «Όχι, Σερζ. Αυτό το µέλλον θα καταστραφεί µόνο αν εσύ θέλεις σώνει και καλά να παραστήσεις τον αδέκαστο πολιτικό. Απλώς και µόνο επειδή εσύ δεν µπορείς να ζήσεις µ’ αυτό το µυστικό, παίρνεις σαν δεδοµένο, χάριν ευκολίας, πως το ίδιο ισχύει και για τον γιο µου. Ίσως µπορέσεις να τα βρεις µε τον Ρικ, ελπίζω –
για το καλό σου– να µπορέσεις να εξηγήσεις στον γιο σου αυτό που πρόκειται να κάνεις στη ζωή του, αλλά άσε τον Μισέλ απέξω, σε παρακαλώ». «Πώς µπορώ ν’ αφήσω τον Μισέλ απέξω, Κλερ; Πώς θα το κάνω; Πες µου εσύ. Αφού ήταν κι οι δυο εκεί, αν θυµάµαι καλά. Εκτός κι αν το αρνείσαι κι αυτό…» Έµεινε σιωπηλός για µια στιγµή, σαν να τρόµαξε από την ίδια του την ανολοκλήρωτη σκέψη. «Αυτό θέλεις;» ρώτησε. «Σερζ, προσπάθησε να σκεφτείς ρεαλιστικά. Δεν υπάρχει τίποτα. Κανείς δεν συνελήφθη. Δεν υπάρχουν καν υποψίες. Μόνο εµείς ξέρουµε τι συνέβη. Δεν φτάνει για να θυσιάσουµε το µέλλον δυο δεκαπεντάχρονων παιδιών. Δεν µιλάω καν για το δικό σου µέλλον. Εσύ πρέπει να κάνεις αυτό που νοµίζεις ότι πρέπει να κάνεις. Αλλά δεν πρέπει να συµπαρασύρεις και άλλους. Ειδικά το παιδί σου. Πόσο µάλλον το δικό µου. Το παρουσιάζεις ως µια πράξη καθαρής αυτοθυσίας: ο Σερζ Λόµαν, ο φιλόδοξος πολιτικός, ο επόµενος πρωθυπουργός της χώρας, εγκαταλείπει την πολιτική του καριέρα, επειδή δεν µπορεί να ζήσει µ’ ένα τέτοιο µυστικό. Στην πραγµατικότητα, δεν εννοεί “µυστικό”, εννοεί “σκάνδαλο”. Όλα αυτά ακούγονται πολύ ιδεαλιστικά, αλλά στην ουσία είναι καθαρά
εγωκεντρικά». «Κλερ» είπε η Μπαµπέτ. «Για περίµενε, για περίµενε» είπε ο Σερζ επιβάλλοντας µε µια χειρονοµία σιωπή στη γυναίκα του. «Άσε µε να ολοκληρώσω, δεν τελείωσα ακόµη». Στράφηκε πάλι στην Κλερ. «Είναι εγωκεντρικό το να θέλεις να δώσεις στον γιο σου την ευκαιρία να τα βρει µε τον εαυτό του; Είναι εγωκεντρικός ο πατέρας που παραιτείται από το δικό του µέλλον για χάρη του µέλλοντος του γιου του; Θα πρέπει τουλάχιστον να µου εξηγήσεις τι το εγωκεντρικό υπάρχει σ’ αυτό». «Και τι θα εµπεριέχει αυτό το µέλλον; Τι να το κάνει ένα µέλλον όπου ο πατέρας του τον βάζει στο εδώλιο του κατηγορούµενου; Πώς θα εξηγήσει ο πατέρας αυτός αργότερα στον γιο του το γεγονός ότι οι ενέργειες του ίδιου του του πατέρα τον οδήγησαν στη φυλακή;» «Μα αυτό δεν θα κρατήσει παρά µερικά χρόνια µάλλον. Στη χώρα µας αυτή η ποινή προβλέπεται για ανθρωποκτονία. Δεν λέω: θα είναι σκληρό, αλλά έπειτα από λίγα χρόνια θα ’χουν εκτίσει την ποινή τους και θα µπορέσουν να συνεχίσουν µε προσοχή τη ζωή τους και να προχωρήσουν. Θέλω να πω, τι προτείνεις εσύ να κάνουµε, Κλερ;»
«Τίποτα». «Τίποτα». Ο Σερζ επανέλαβε τη λέξη σαν ουδέτερη διαπίστωση. Χωρίς ερωτηµατικό. «Η υπόθεση θα ξεθυµάνει. Ήδη έχει αρχίσει να ξεθυµαίνει. Ο κόσµος µιλάει για αίσχος. Θέλει, όµως, και να συνεχίσει τη ζωή του. Σε δυο τρεις µήνες κανείς πια δεν θα µιλάει γι’ αυτό». «Εγώ µιλάω γι’ άλλο πράγµα, Κλερ. Εγώ… εµείς αντιληφθήκαµε ότι η ιστορία αυτή έχει ήδη αρχίσει να δηµιουργεί προβλήµατα στον Ρικ. Μπορεί ο κόσµος να ξεχάσει, ο ίδιος όµως δεν πρόκειται». «Εδώ µπορούµε να τους βοηθήσουµε, Σερζ. Για να το ξεχάσουν. Λέω απλώς ότι δεν πρέπει να πάρουµε βιαστικές αποφάσεις. Σε λίγους µήνες, µπορεί και σε λίγες βδοµάδες, όλα θα ’χουν ίσως αλλάξει. Τότε θα µπορούµε να συζητήσουµε πιο ήρεµα. Εµείς. Οι τέσσερίς µας. Με τον Ρικ. Με τον Μισέλ». Με τον Μπο, πήγα να προσθέσω, αλλά κρατήθηκα. «Φοβάµαι πως αυτό δεν γίνεται» είπε ο Σερζ. Στη σιωπή που ακολούθησε, ακούγονταν µόνο τα πνιχτά αναφιλητά της Μπαµπέτ. «Αύριο είναι προγραµµατισµένη µια συνέντευξη Τύπου, όπου θα ανακοινώσω την παραίτησή µου» είπε ο Σερζ.
«Αύριο το µεσηµέρι. Θα µεταδοθεί ζωντανά. Θα είναι το κεντρικό θέµα στις ειδήσεις των δώδεκα». Κοίταξε το ρολόι του. «Ω, πήγε κιόλας τόσο αργά;» είπε, αδιαφορώντας για το αν αυτή η διαπίστωση ακούστηκε φυσική ή όχι. «Πρέπει… έχω ένα ραντεβού ακόµα» πρόσθεσε. «Σε λίγο. Σε µισή ώρα». «Ραντεβού;» είπε η Κλερ. «Μα εµείς… Με ποιον;» «Ο σκηνοθέτης θέλει να ρίξει µια µατιά στον χώρο της συνέντευξής µου και να συζητήσει µερικές ακόµα λεπτοµέρειες µαζί µου. Δεν µου φάνηκε καλή ιδέα να την κάνω στη Χάγη αυτή τη συνέντευξη Τύπου. Δεν ήταν ποτέ κάτι που µου ταίριαζε. Σκέφτηκα λοιπόν κάτι λιγότερο επίσηµο …» «Πού;» ρώτησε η Κλερ. «Όχι εδώ, ελπίζω…» «Όχι. Το ξέρεις το καφέ απέναντι, που µας πήγατε πριν από λίγους µήνες; Για φαγητό. Το λένε…» – έκανε τάχα πως προσπαθούσε να θυµηθεί. Μετά ανέφερε το όνοµα. «Προσπαθώντας να βρω έναν χώρο κατάλληλο, ξαφνικά µου ήρθε στο µυαλό. Ένα συνηθισµένο καφέ. Απλοί άνθρωποι. Εκεί µπορώ να είµαι ο εαυτός µου, σε µια ψυχρή αίθουσα συνεντεύξεων όχι. Πρότεινα στον Πάουλ να περάσουµε αποκεί
να πιούµε µια µπίρα, πριν έρθουµε εδώ, αλλά δεν ήθελε».
39
«Μήπως θα θέλατε καφέ;» Ο µετρ είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά δίπλα στο τραπέζι µας, είχε σταυρώσει τα χέρια του πίσω από την πλάτη του κι έγερνε ελαφρά προς τα εµπρός· το βλέµµα του σκάλωσε για µια στιγµή στο λιωµένο Νταµ Μπλανς του Σερζ, ύστερα µας κοίταξε έναν έναν ερωτηµατικά. Ίσως γελιόµουν, αλλά µου φάνηκε πως διέκρινα µια κάποια βιασύνη στις κινήσεις και στο ύφος του. Αυτό συµβαίνει συχνά σε τέτοιου είδους εστιατόρια: όταν έχεις τελειώσει το φαγητό σου
και λογικά δεν υπάρχει περίπτωση να παραγγείλεις κι άλλο κρασί, τότε καλά θα κάνεις να τα µαζεύεις. Ακόµα κι αν επρόκειτο να γίνεις ο νέος πρωθυπουργός σε εφτά µήνες, σκέφτηκα. Όλα κάποτε τελειώνουν. Ο Σερζ έριξε ξανά µια µατιά στο ρολόι του. « Έλεγα να…» είπε κοιτάζοντας πρώτα την Μπαµπέτ και µετά την Κλερ. «Προτείνω να πιούµε τον καφέ µας στο µέρος που σας έλεγα» είπε. Τέως, διόρθωσα τον εαυτό µου. Τέως πρωθυπουργός. Ή µάλλον… πώς έλεγες κάποιον που δεν έγινε ποτέ πρωθυπουργός, αλλά παραιτείται παρ’ όλα αυτά από το αξίωµα; Τέως υποψήφιος; Η λεξούλα τέως έτσι κι αλλιώς δεν ακουγόταν ωραία. Οι τέως ποδοσφαιριστές και οι τέως ποδηλάτες το ήξεραν αυτό από πρώτο χέρι. Μετά την αυριανή συνέντευξη Τύπου ήταν αµφίβολο το κατά πόσον ο αδερφός µου θα µπορούσε να ξανακλείσει τραπέζι σ’ ετούτο το εστιατόριο. Για την ίδια µέρα. Το πιθανότερο ήταν πως ένας τέως υποψήφιος θα έµπαινε στη λίστα αναµονής για τρεις µήνες τουλάχιστον. «Συνεπώς φέρτε µας τον λογαριασµό» είπε ο
Σερζ. Μπορεί να µου διέφυγε, αλλά δεν νοµίζω πως περίµενε να δει αν η Μπαµπέτ και η Κλερ ήταν σύµφωνες µε την πρότασή του να πάµε αλλού για καφέ. «Εγώ θα ήθελα έναν καφέ» είπα. « Έναν εσπρέσο» πρόσθεσα. «Και κάτι να τον συνοδεύσω». Σκέφτηκα για µια στιγµή, όλο το βράδυ είχα κρατηθεί, µα τώρα δεν ήξερα τι τραβούσε η όρεξή µου. «Θα πάρω κι εγώ έναν εσπρέσο» είπε η Κλερ. «Και µια γκράπα». Η γυναίκα µου. Ένιωσα ένα κύµα ζεστασιάς, µακάρι να καθόµουν δίπλα της, να µπορούσα να την αγγίξω. «Και για µένα µια γκράπα» είπα. «Και για σας;» Ο µετρ, που για ένα δευτερόλεπτο φάνηκε σαστισµένος, είχε γυρίσει στον αδερφό µου. Αλλά ο Σερζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μόνο τον λογαριασµό» είπε. «Η γυναίκα µου κι εγώ πρέπει…» Έριξε µια µατιά στη γυναίκα του – µια µατιά πανικόβλητη, όπως µπόρεσα να διαπιστώσω ακόµα κι από το πλάι. Δεν θα ξαφνιαζόµουν αν παράγγελνε µε τη σειρά της και η Μπαµπέτ έναν εσπρέσο. Αλλά η Μπαµπέτ είχε σταµατήσει να µυξοκλαίει και σκούπιζε τη µύτη της µε τη γωνιά της πετσέτας της. «Για µένα τίποτα, ευχαριστώ» είπε
χωρίς να κοιτάζει τον µετρ. «Λοιπόν: δυο εσπρέσο και δυο ποτηράκια γκράπα» είπε ο τελευταίος. «Ποια γκράπα θα θέλατε; Έχουµε εφτά διαφορετικά είδη: από παλιές, ώριµες, βαρελίσιες µέχρι φετινές…» «Τη συνηθισµένη» τον έκοψε η Κλερ. «Τη διάφανη». Ο µετρ έκανε µια υπόκλιση σχεδόν αόρατη στο γυµνό µάτι. «Μια γκράπα νέας σοδειάς για την κυρία» είπε. «Κι εσείς, κύριε;» «Το ίδιο» είπα. «Και τον λογαριασµό» επανέλαβε ο Σερζ. Όταν ο µετρ αποµακρύνθηκε, η Μπαµπέτ γύρισε σ’ εµένα προσπαθώντας να χαµογελάσει. «Κι εσύ, Πάουλ; Εσένα δεν σ’ έχουµε ακούσει καθόλου. Τι σκέφτεσαι;» «Σκέφτοµαι πως είναι περίεργο που ο Σερζ διάλεξε το δικό µας καφέ» είπα. Το χαµόγελο, η προσπάθεια έστω να χαµογελάσει, έσβησε από το πρόσωπο της Μπαµπέτ. «Πάουλ, σε παρακαλώ» είπε ο Σερζ. Κοίταξε την Κλερ. «Ναι, το βρίσκω περίεργο» είπα. «Σ’ αυτό το καφέ σάς πήγαµε εµείς. Είναι ένα µέρος όπου η Κλερ κι εγώ πηγαίνουµε συχνά για να φάµε το
πιάτο της ηµέρας. Δεν µπορείς στα καλά καθούµενα να πας και να δώσεις µια συνέντευξη Τύπου εκεί πέρα». «Πάουλ» είπε ο Σερζ. «Δεν ξέρω αν συνειδητοποιείς πόσο σοβαρά…» «Άφησέ τον να τελειώσει» είπε η Μπαµπέτ. «Κατά βάθος τελείωσα» είπα. «Σ’ όποιον δεν το καταλαβαίνει αυτό, δεν µπορώ να του το εξηγήσω». «Μας φάνηκε πολύ συµπαθητικό καφέ» είπε η Μπαµπέτ. «Μόνο ευχάριστες αναµνήσεις έχουµε από κείνη τη βραδιά». «Μπριζολάκια χοιρινά!» είπε ο Σερζ. Περίµενα µήπως ήθελαν να προσθέσουν κάτι ακόµα, αλλά δεν µίλησαν. «Ακριβώς» είπα. «Ευχάριστες αναµνήσεις. Τι αναµνήσεις θα ’χουµε η Κλερ κι εγώ έπειτα απ’ αυτό;» « Έλα τώρα, Πάουλ. Λογικέψου» είπε ο Σερζ. «Εδώ µιλάµε για το µέλλον των παιδιών µας. Για να µην αναφερθώ στο δικό µου µέλλον». « Έχει δίκιο, όµως» είπε η Κλερ. «Α, όχι, σε παρακαλώ» είπε ο Σερζ. «Δεν έχει “σε παρακαλώ”» είπε η Κλερ. «Το θέµα είναι η ευκολία µε την οποία ιδιοποιείσαι οτιδήποτε είναι δικό µας. Αυτό εννοεί ο Πάουλ. Μιλάς για το µέλλον των παιδιών µας. Κατά
βάθος, όµως, δεν σ’ ενδιαφέρει, Σερζ. Ιδιοποιείσαι αυτό το µέλλον. Θεωρείς πως σου ανήκει. Με την ίδια ευκολία µε την οποία ιδιοποιείσαι και το απέναντι καφέ, γιατί σου φάνηκε κατάλληλο σκηνικό για τη δική σου συνέντευξη Τύπου. Μόνο και µόνο επειδή δείχνει πιο αυθεντικό. Ούτε που σου πέρασε από το µυαλό να µας ζητήσεις τη γνώµη µας». «Μα τι λέτε;» είπε η Μπαµπέτ. «Μιλάτε γι’ αυτή τη συνέντευξη σαν να πρόκειται να γίνει στ’ αλήθεια. Ήλπιζα ότι θα τον πείθατε να µην την κάνει αυτή τη βλακεία. Βασιζόµουν σ’ εσένα, Κλερ. Έπειτα απ’ όσα µου είπες στον κήπο». «Αυτό είναι το πρόβληµα;» ρώτησε ο Σερζ. «Το καφέ σας; Δεν το ήξερα πως είναι δικό σας! Νόµιζα ότι ήταν δηµόσιος χώρος, προσβάσιµος σε όλους. Σας ζητώ συγγνώµη». «Είναι ο γιος µας» είπε η Κλερ. «Και ναι, είναι επίσης το καφέ µας. Δικαιωµατικά δεν µας ανήκει, φυσικά, αλλά εµείς έτσι το νιώθουµε. Μα ο Πάουλ έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν µπορεί να το εξηγήσει. Αυτά τα πράγµατα ή τα καταλαβαίνει κανείς ή δεν τα καταλαβαίνει». Ο Σερζ έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του και κοίταξε την οθόνη. «Με συγχωρείτε. Πρέπει ν’ απαντήσω». Κόλλησε το κινητό στο αυτί του,
έκανε πίσω την καρέκλα του και µισοσηκώθηκε. «Ναι, Σερζ Λόµαν εδώ… Λέγετε». «Γαµώτο!» Η Μπαµπέτ πέταξε την πετσέτα της στο τραπέζι. «Γαµώτο!» ξανάπε. Ο Σερζ είχε αποµακρυνθεί µερικά βήµατα από το τραπέζι µας, έσκυψε προς τα εµπρός και πίεσε δυο δάχτυλα στο άλλο του αυτί. «Όχι, δεν είναι αυτό» πρόλαβα ν’ ακούσω. «Είναι κάπως πιο µπερδεµένο το θέµα». Μετά προχώρησε ανάµεσα στα τραπέζια προς τις τουαλέτες ή την έξοδο. Η Κλερ έβγαλε το κινητό της από την τσάντα της. «Θέλω να πάρω µια στιγµή τον Μισέλ» είπε κοιτάζοντάς µε. «Τι ώρα είναι; Δεν θέλω να τον ξυπνήσω». Δεν φοράω ποτέ ρολόι. Από τη στιγµή που µ’ έβγαλαν σε διαθεσιµότητα, προσπαθώ να ζω βασιζόµενος στη θέση του ήλιου, την περιστροφή της Γης, την ένταση του φωτός. Η Κλερ ήξερε ότι δεν φορούσα πια ρολόι. «Δεν ξέρω» απάντησα. Ένιωσα κάτι, ένα µυρµήγκιασµα στο σβέρκο µου, έφταιγε ο τρόπος µε τον οποίο µε κοίταζε επίµονα η γυναίκα µου –ο τρόπος µε τον οποίο µε κάρφωνε επίµονα µε τα µάτια, θα µπορούσες να πεις–, µου έδινε την αίσθηση ότι µε ενέπλεκε σε κάτι,
αν κι εκείνη τη στιγµή ιδέα δεν είχα τι ήταν αυτό. Ήταν προτιµότερο από το να µη συµµετέχω σε τίποτα, σκέφτηκα. Προτιµότερο από το «Ο µπαµπάς σου δεν ξέρει τίποτα». Η Κλερ κοίταξε στο πλάι. «Τι κοιτάς;» ρώτησε η Μπαµπέτ. «Τι ώρα έχεις;» ρώτησε η Κλερ. Η Μπαµπέτ έβγαλε το κινητό της από την τσάντα της, κοίταξε την οθόνη, ύστερα είπε την ώρα. Αντί να το βάλει ξανά στην τσάντα της, το ακούµπησε στο τραπέζι, µπροστά της. Δεν είπε στην Κλερ: Μπορείς να δεις την ώρα στο δικό σου κινητό! «Ο καηµενούλης κάθεται όλο το βράδυ µόνος σπίτι» είπε η Κλερ. «Μπορεί να κλείνει τα δεκάξι όπου να ’ναι και να κάνει τον µάγκα, αλλά…» «Για ορισµένα πράγµατα, πάντως, δεν είναι µικροί πια» είπε η Μπαµπέτ. Η Κλερ έµεινε αµίλητη για µια στιγµή. Πέρασε την άκρη της γλώσσας της πάνω από το κάτω χείλι της: αυτό κάνει πάντα όταν θυµώνει. «Μερικές φορές νοµίζω ότι αυτό ακριβώς είναι το λάθος µας» είπε. «Μάλλον δεν το παίρνουµε αρκετά στα σοβαρά, Μπαµπέτ. Ξεχνάµε πόσο νέοι είναι ακόµη. Στα µάτια του κόσµου θα είναι ξαφνικά ενήλικες, επειδή έκαναν κάτι που εµείς,
οι ενήλικες, θεωρούµε έγκληµα. Εγώ, όµως, νοµίζω ότι αντιµετωπίζουν το θέµα περισσότερο σαν παιδιά. Αυτό ακριβώς προσπαθούσα να εξηγήσω και στον Σερζ. Ότι δεν έχουµε δικαίωµα να τους στερήσουµε τη νιότη τους µόνο και µόνο επειδή, σύµφωνα µε τα κριτήρια τα δικά µας ως ενηλίκων διέπραξαν ένα έγκληµα για το οποίο οφείλει κανείς να πληρώνει εφ’ όρου ζωής». Η Μπαµπέτ έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό. «Φοβάµαι πως δυστυχώς έχεις δίκιο, Κλερ» είπε. «Κάτι έχει χαθεί, κάτι… ο αυθορµητισµός του, ίσως. Ήταν πάντα… ξέρετε καλά πώς ήταν ο Ρικ. Ε, αυτός ο Ρικ δεν υπάρχει πια. Τις τελευταίες βδοµάδες µένει κλεισµένος στο δωµάτιό του. Στο τραπέζι δεν µιλάει σχεδόν καθόλου. Έχει κάτι στο ύφος του, κάτι σοβαρό, σαν όλη την ώρα κάτι να τον απασχολεί. Αυτό παλιά ποτέ δεν το έκανε, δεν αγωνιούσε». « Έχει σηµασία, όµως, πώς το αντιµετωπίζει κανείς. Πώς το αντιµετωπίζετε εσείς οι δυο. Θέλω να πω, ίσως ν’ αγωνιά, επειδή πιστεύει ότι αυτό περιµένετε να κάνει». Η Μπαµπέτ δεν µίλησε προς στιγµή: ακούµπησε την παλάµη της στο τραπέζι και µε τα ακροδάχτυλά της έσπρωξε το κινητό της έναν πόντο µακριά της. «Δεν ξέρω, Κλερ. Ο πατέρας
του… Νοµίζω πως ο πατέρας του, περισσότερο από µένα, περιµένει από τον Ρικ ν’ αγωνιά, αν κι ίσως δεν είναι δίκαιο να το λέω αυτό. Αλλά το γεγονός ότι ο πατέρας του είναι αυτός που είναι έχει δηµιουργήσει ήδη αρκετά προβλήµατα στον Ρικ. Στο σχολείο. Στις παρέες του. Θέλω να πω, είναι µόλις δεκαπέντε χρονών, είναι ακόµη ο γιος-του-πατέρα-του. Αλλά από πάνω είναι και ο γιος κάποιου που όλοι τον ξέρουν από την τηλεόραση. Ώρες ώρες αµφιβάλλει για τους φίλους του. Σκέφτεται ότι οι άλλοι του φέρονται ευγενικά επειδή ο πατέρας του είναι διάσηµος. Ή το αντίθετο: ότι κάποιοι καθηγητές τού φέρονται άδικα επειδή δεν χωνεύουν τον πατέρα του. Το θυµάµαι ακόµη, όταν πήγε στο γυµνάσιο, γύρισε και µου είπε: “Μαµά, έχω την αίσθηση πως ξαναρχίζω από το µηδέν!” Χαιρόταν τόσο πολύ γι’ αυτό. Αλλά σε µια βδοµάδα όλο το σχολείο ήξερε κιόλας ποιος ήταν». «Και πολύ σύντοµα όλο το σχολείο θα ξέρει και κάτι άλλο. Στον βαθµό που εξαρτάται από τον Σερζ». «Αυτό του λέω συνέχεια του Σερζ. Ότι ο Ρικ έχει περάσει ήδη πολλά εξαιτίας του πατέρα του, περισσότερα απ’ όσα θα ’πρεπε. Και τώρα ο Σερζ θέλει να τον συµπαρασύρει σ’ αυτή την ιστορία.
Δεν θα το ξεπεράσει ποτέ». Σκέφτηκα τον Μπο, τον υιοθετηµένο γιο από την Αφρική, που στα µάτια της Μπαµπέτ ήταν ανίκανος να κάνει το παραµικρό κακό. «Σ’ ό,τι αφορά τον Μισέλ, εµείς βλέπουµε ότι συνεχίζει να έχει αυτό που αποκαλείς αυθορµητισµό. Δεν έχει φυσικά διάσηµο πατέρα, αλλά… Δεν τον πολυαπασχολεί. Ώρες ώρες µάλιστα ανησυχώ γι’ αυτό, επειδή δεν συνειδητοποιεί τι µπορούν να σηµαίνουν όλα αυτά για το µέλλον του. Απ’ αυτή την άποψη αντιδρά όντως περισσότερο σαν παιδί. Σαν ξέγνοιαστο παιδί κι όχι σαν ανήσυχος ενήλικας που έχει µεγαλώσει πριν από την ώρα του. Για τον Πάουλ και για µένα αυτό ήταν το δίληµµα: πώς θα τον φέρουµε αντιµέτωπο µε τις ευθύνες του χωρίς ταυτόχρονα να καταστρέψουµε την παιδική του αθωότητα». Κοίταξα τη γυναίκα µου. Για τον Πάουλ και για µένα… Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που η Κλερ κι εγώ νοµίζαµε ακόµη πως ο άλλος δεν ξέρει τίποτα; Μια ώρα; Πενήντα λεπτά; Κοίταξα το άθικτο παγωτό του Σερζ: από τεχνική άποψη πρέπει να ήταν εφικτό να µετράει κανείς τον χρόνο που πέρασε βασισµένος στο λιώσιµο του παγωτού βανίλια, όπως έκαναν µε τους ετήσιους
δακτύλιους στα δέντρα ή τη µέθοδο χρονολόγησης µε ραδιενεργό άνθρακα 14. Κοίταξα τα µάτια της Κλερ, τα µάτια της γυναίκας που για µένα αντιπροσώπευε την ευτυχία. «Χωρίς τη γυναίκα µου δεν θα ήµουν τίποτα», άκουγες καµιά φορά άντρες αισθηµατίες να λένε, άντρες που συχνά χαρακτήριζαν τον εαυτό τους «αδέξιο»: και αυτό που εννοούν απλώς είναι ότι η γυναίκα τους µια ζωή µαζεύει τα πράγµατα που παρατάνε παντού και ποτέ δεν σταµατάει να τους πηγαίνει τον καφέ απ’ το πρωί µέχρι το βράδυ. Δεν θα φτάσω ως εκεί, χωρίς την Κλερ πάλι κάτι θα ήµουν, αλλά όχι αυτό που είµαι σήµερα. «Η Κλερ κι εγώ διαρκώς λέµε στον εαυτό µας ότι ο Μισέλ πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσει τη ζωή του. Δεν θέλουµε να του δηµιουργήσουµε ενοχές. Είναι ένοχος, ασφαλώς, από την άλλη όµως, µια άστεγη που κοιµάται µέσα σε έναν θάλαµο ΑΤΜ δεν θα πρέπει ξαφνικά να γίνει η προσωποποίηση της αθωότητας. Δυστυχώς, όµως, αυτή θα είναι µάλλον η ετυµηγορία αν βασιστεί κανείς στην περί δικαίου αίσθηση που κυριαρχεί στη χώρα µας. Τ’ ακούς συνέχεια γύρω σου: τι θα απογίνει η παραστρατηµένη νεολαία µας, ούτε λέξη για τους παραστρατηµένους ζητιάνους και άστεγους
που θρονιάζονται όπου τους βολεύει. Όχι, θέλουν να παραδειγµατίσουν, θα το δεις, οι δικαστές εµµέσως σκέφτονται τα δικά τους παιδιά. Τα οποία πιθανότατα δεν µπορούν πια να ελέγξουν. Δεν θέλουµε ο Μισέλ να γίνει θύµα ενός όχλου που διψάει για αίµα, του ίδιου όχλου που ζητάει την επαναφορά της θανατικής ποινής. Ο Μισέλ παραείναι πολύτιµος για µας για να τον θυσιάσουµε σε τέτοιες πρωτόγονες αντιδράσεις. Άλλωστε είναι πολύ έξυπνος για να δεχτεί κάτι τέτοιο. Είναι κατά πολύ ανώτερος απ’ αυτό». Όσο κράτησε το µικρό µου λογύδριο, η Κλερ µε παρακολουθούσε: το βλέµµα και το χαµόγελο που µου χάρισε τώρα ήταν µέρος αναπόσπαστο της ευτυχίας µας. Μιας ευτυχίας ικανής ν’ αντισταθεί σε πολλά πράγµατα, όπου ξένοι δεν µπορούσαν εύκολα να τρυπώσουν. «Ποπό! Παραλίγο να το ξεχάσω» είπε σηκώνοντας το χέρι στο οποίο κρατούσε το κινητό της. « Ήθελα να τηλεφωνήσω στον Μισέλ. Τι ώρα είπες πάλι πως είναι;» ρώτησε την Μπαµπέτ καθώς πατούσε ένα πλήκτρο – αλλά συνέχιζε να κοιτάζει εµένα την ώρα που ρωτούσε. Και ξανά η Μπαµπέτ συµβουλεύτηκε την οθόνη του κινητού της και είπε την ώρα. Δεν θα πω εδώ τι ώρα ήταν ακριβώς. Σε τέτοιες
περιπτώσεις η ακρίβεια µπορεί αργότερα να στραφεί εναντίον σου. «Γεια σου, αγάπη µου!» είπε η Κλερ. «Τι κάνεις; Βαρέθηκες µόνος σου;» Κοιτούσα το πρόσωπο της γυναίκας µου. Πάντα υπήρχε κάτι στο πρόσωπό της, στα µάτια της, που άρχιζε να λάµπει όταν µιλούσε µε τον γιο µας στο τηλέφωνο. Τώρα γελούσε και µιλούσε σε ευδιάθετο τόνο – αλλά δεν έλαµπε. «Όχι, δεν ήπιαµε ακόµη καφέ, σε καµιά ωρίτσα θα είµαστε σπίτι. Άρα προλαβαίνεις να συµµαζέψεις. Τι έφαγες;» Άκουγε, κούνησε το κεφάλι της, είπε ναι και όχι µερικές φορές ακόµα, κι ύστερα, έπειτα από ένα τελευταίο «Γεια σου, αγάπη µου», έκλεισε. Εκ των υστέρων δεν ξέρω πια αν έφταιγε το πρόσωπό της που δεν έλαµπε ή το γεγονός ότι δεν ανέφερε ούτε µια φορά τη συνάντησή µας µε τον γιο µας στον κήπο του εστιατορίου, πάντως ξαφνικά ήµουν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι µόλις είχαµε γίνει µάρτυρες µιας µικρής κωµωδίας. Για ποιον προοριζόταν, όµως, αυτό το θέατρο; Για µένα; Αυτό µου φαινόταν απίθανο. Για την Μπαµπέτ; Αλλά µε ποιον σκοπό; Δυο φορές η Κλερ είχε ρωτήσει την Μπαµπέτ τι ώρα ήταν, και
µε έµφαση µάλιστα – σαν να ’θελε να σιγουρευτεί ότι αργότερα η Μπαµπέτ θα το θυµόταν. Ο µπαµπάς δεν ξέρει τίποτα. Και ξαφνικά ο µπαµπάς τα ήξερε όλα. «Οι εσπρέσο είναι για;…» Ήταν µια από τις νεαρές σερβιτόρες µε τα µαύρα. Στο ένα της χέρι κρατούσε έναν ασηµένιο δίσκο, µε δυο φλιτζανάκια εσπρέσο και δυο µικροσκοπικά ποτηράκια γκράπα. Τη στιγµή που ακουµπούσε τα φλιτζάνια και τα ποτηράκια µας µπροστά µας, η γυναίκα µου σούφρωσε τα χείλη της, σαν να ’δινε φιλί. Με κοίταξε – και µετά φίλησε τον αέρα ανάµεσά µας.
ΝΤΙΖΕΣΤΙΦ
40
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Μισέλ είχε να γράψει µια εργασία για τη θανατική ποινή. Μια εργασία για το µάθηµα της Ιστορίας. Την αφορµή την είχε δώσει ένα ντοκιµαντέρ περί δολοφόνων που, έχοντας εκτίσει την ποινή τους, ξανάβγαιναν στην κοινωνία και σχεδόν αµέσως έκαναν κι άλλον φόνο. Υποστηρικτές και πολέµιοι της θανατικής ποινής έλεγαν τη γνώµη τους. Είχαν πάρει συνέντευξη κι από έναν ψυχίατρο αµερικάνο, ο οποίος διατεινόταν ότι υπήρχαν άτοµα που δεν έπρεπε ποτέ να
ξαναβγούν από τη φυλακή. «Πρέπει να παραδεχτούµε ότι υπάρχουν αληθινά τέρατα που κυκλοφορούν ανάµεσά µας» είπε ο ψυχίατρος. «Τέρατα που δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να επωφελούνται από τις διατάξεις περί µείωσης ποινών». Λίγες µέρες αργότερα είδα πάνω στο γραφείο του Μισέλ τις πρώτες σκόρπιες σελίδες της εργασίας του. Για το εξώφυλλο είχε κατεβάσει µια φωτογραφία από το ίντερνετ, µια φωτογραφία του νοσοκοµειακού κρεβατιού που χρησιµοποιείται σε ορισµένες πολιτείες της Αµερικής για να κάνουν τη θανατηφόρα ένεση στους καταδίκους. «Αν µπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα…» είχα πει· και λίγες µέρες αργότερα µου είχε δείξει την πρώτη, πρόχειρη µορφή της εργασίας του. «Θέλω κυρίως να µου πεις αν επιτρέπεται» είπε. «Αν επιτρέπεται τι;» ρώτησα. «Δεν ξέρω. Μερικές φορές σκέφτοµαι πράγµατα… Και δεν ξέρω αν επιτρέπεται να σκέφτεται κανείς τέτοια πράγµατα». Διάβασα την εργασία στην πρόχειρη µορφή της – κι εντυπωσιάστηκα. Για δεκαπεντάχρονος ο Μισέλ προσέγγιζε τα διάφορα θέµατα σχετικά µε το έγκληµα και την τιµωρία µε τρόπο αρκετά
πρωτότυπο. Είχε µελετήσει ως την έσχατη συνέπειά τους τα διάφορα ηθικά διλήµµατα. Κατάλαβα τι εννοούσε µε πράγµατα τα οποία ίσως δεν επιτρεπόταν να τα σκέφτεσαι. «Πολύ καλή» είπα όταν του την έδωσα πίσω. «Και στη θέση σου δεν θ’ ανησυχούσα. Επιτρέπεται να σκέφτεσαι τα πάντα. Δεν πρέπει από τώρα να πατήσεις φρένο. Γράφεις µε απόλυτη σαφήνεια. Άσε τους άλλους να βρουν ψεγάδι στην επιχειρηµατολογία σου». Από εκείνη την ηµέρα µε άφηνε να διαβάσω και τις επόµενες βερσιόν. Ανταλλάσσαµε σκέψεις για τα ηθικά διλήµµατα. Διατηρώ καλές αναµνήσεις απ’ αυτή την περίοδο: µόνο καλές αναµνήσεις. Δεν πέρασε ούτε εβδοµάδα από τότε που παρέδωσε την εργασία του και µε κάλεσε ο διευθυντής του σχολείου στο γραφείο του· δέχτηκα, δηλαδή, µια τηλεφωνική πρόσκληση να πάω την τάδε µέρα, την τάδε ώρα, για ν’ ανταλλάξουµε απόψεις για τον γιο µου, τον Μισέλ. Από τηλεφώνου ζήτησα να µάθω λεπτοµέρειες, αν και υποψιαζόµουν ότι επρόκειτο για την εργασία του περί της θανατικής ποινής, ήθελα να µάθω την αφορµή για τη συνάντηση από το στόµα του ίδιου του διευθυντή – εκείνος, όµως, απέφυγε ν’
απαντήσει: «Υπάρχουν κάποια θέµατα που θα ήθελα να κουβεντιάσω µαζί σας, αλλά όχι από το τηλέφωνο» είπε. Το συγκεκριµένο απόγευµα πήγα στο γραφείο του. Ο διευθυντής µε κάλεσε να καθίσω στην πολυθρόνα απέναντι από το γραφείο του. « Ήθελα να σας µιλήσω για τον Μισέλ» µπήκε ευθύς στο θέµα. Έπνιξα την παρόρµηση να πω «Για ποιον άλλο;», σταύρωσα τα πόδια µου και πήρα τη στάση του προσεκτικού ακροατή. Πίσω από το κεφάλι του ήταν κρεµασµένη µια γιγάντια αφίσα κάποιας ανθρωπιστικής οργάνωσης, δεν θυµάµαι πια αν ήταν της Novib ή της Unicef, έβλεπες ένα άνυδρο τοπίο, γη σκασµένη από την ξηρασία, όπου τίποτα δεν µπορούσε να φυτρώσει πια, στην κάτω αριστερά γωνία καθόταν ένα παιδί τυλιγµένο σε κουρέλια που άπλωνε το κοκαλιάρικο χεράκι του. Η αφίσα µ’ έβαλε ακόµα περισσότερο σ’ επιφυλακή. Ο διευθυντής πιθανότατα ήταν κατά της υπερθέρµανσης του πλανήτη και της αδικίας γενικά. Ίσως δεν έτρωγε κρέας θηλαστικών, ίσως ήταν εναντίον της Αµερικής, ή πάντως οπωσδήποτε εναντίον του Μπους – αυτή η τελευταία άποψη έδινε στους ανθρώπους το ελεύθερο να πάψουν να σκέφτονται για
οτιδήποτε. Όποιος ήταν εναντίον του Μπους, είχε την καρδιά στη σωστή θέση και µπορούσε να συµπεριφέρεται στο άµεσο περιβάλλον του σαν άξεστος µαλάκας. «Μέχρι τώρα ήµασταν πάντα πολύ ικανοποιηµένοι από τον Μισέλ» είπε ο διευθυντής. Μύρισα µια περίεργη οσµή, όχι ακριβώς ιδρώτα, ήταν περισσότερο η µυρωδιά σκουπιδιών που συλλέγονται ξεχωριστά – ή πιο σωστά, το τµήµα που κανονικά καταλήγει στον πράσινο κάδο για τα οργανικά απόβλητα. Δεν µπορούσα να διώξω από το µυαλό µου την υποψία ότι η µυρωδιά προερχόταν από τον ίδιο τον διευθυντή· ίσως δεν χρησιµοποιούσε αποσµητικό έτσι ώστε να µη βλάπτει το στρώµα του όζοντος· ίσως η γυναίκα του έπλενε τα ρούχα του µε απορρυπαντικό φιλικό προς το περιβάλλον· όπως όλοι ξέρουν, µε τα απορρυπαντικά αυτά τα ασπρόρουχα µε τον καιρό γαριάζουν, ποτέ πια δεν θα δείχνουν καθαρά. «Πρόσφατα, όµως, έγραψε µια εργασία για το µάθηµα της ιστορίας που µας ανησύχησε κάπως» συνέχισε ο διευθυντής. «Η εργασία του εν πάση περιπτώσει τράβηξε την προσοχή του καθηγητή της ιστορίας, του κυρίου Χάλσεµα, ο οποίος στη
συνέχεια αποτάθηκε σ’ εµένα µε την εν λόγω εργασία». «Για τη θανατική ποινή» είπα, για να γλιτώσω από το µπλα µπλα και να µπει στο ψητό. Ο διευθυντής µε κοίταξε προς στιγµήν, τα µάτια του είχαν κι αυτά κάτι γκρίζο, κάτι ανέκφραστο, το βαριεστηµένο βλέµµα ενός µέτριου µυαλού που αδίκως νοµίζει ότι ήδη «τα ’χει δει όλα». «Ακριβώς» είπε·. πήρε κάτι από το γραφείο του και βάλθηκε να το ξεφυλλίζει. Η Θανατική Ποινή, διάβασα τα γνώριµα άσπρα γράµµατα πάνω στο µαύρο εξώφυλλο, µε την εικόνα του νοσοκοµειακού κρεβατιού από κάτω. «Πρόκειται κυρίως για τα εξής αποσπάσµατα» είπε ο διευθυντής. «Εδώ, για παράδειγµα: “...µε δεδοµένη τον απάνθρωπο χαρακτήρα της θανατικής ποινής, όπως αυτή εφαρµόζεται από το κράτος, θα µπορούσε κανείς να αναρωτηθεί µήπως θα ήταν καλύτερα για ορισµένους εγκληµατίες αν… σε πολύ προγενέστερο στάδιο...”» «Δεν χρειάζεται να µου το διαβάσετε, ξέρω περί τίνος πρόκειται». Από την έκφραση του διευθυντή ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν συνηθισµένος να τον διακόπτουν. «Μάλιστα» είπε. «Ώστε είστε
ενήµερος για το περιεχόµενο;» «Όχι µόνο ενήµερος. Βοήθησα τον γιο µου σε ορισµένα σηµεία. Μικρές συµβουλές, γιατί τη µερίδα του λέοντος τη δούλεψε φυσικά µόνος του». «Μα προφανώς δεν θεωρήσατε αναγκαίο να τον συµβουλεύσετε σχετικά µε το κεφάλαιο που θα ονοµάσω “Παίρνω τον νόµο στα χέρια µου”…» «Όχι. Έχω, όµως, αντίρρηση ως προς τη διατύπωση “Παίρνω τον νόµο στα χέρια µου”». «Πώς αλλιώς θα το διατυπώνατε; Αφού µιλάει ολοφάνερα για την εφαρµογή της θανατικής ποινής χωρίς τη διεξαγωγή µιας δίκαιης δίκης». «Ναι, αλλά µιλάει και για τον απάνθρωπο χαρακτήρα της θανατικής ποινής. Της θανατικής ποινής, όπως την εφαρµόζει το κράτος, ψυχρά, κλινικά. Με µια ένεση, ή µε την ηλεκτρική καρέκλα. Μιλάει για όλες τις φριχτές λεπτοµέρειες σχετικά µε το τελευταίο γεύµα που ο θανατοποινίτης έχει το δικαίωµα να διαλέξει µόνος του. Για τελευταία φορά το αγαπηµένο του φαγητό, είτε είναι χαβιάρι µε σαµπάνια είτε το διπλό Whopper από το Burger King». Βρισκόµουν µπροστά στο δίληµµα που αργά ή γρήγορα αντιµετωπίζουν όλοι οι γονείς: θέλεις να υπερασπιστείς το παιδί σου, φυσικά, θέλεις να
πάρεις το µέρος του, αλλά δεν πρέπει να το κάνεις µε πολύ δυναµισµό, κυρίως όχι µε υπερβολική ευγλωττία – δεν πρέπει να στριµώξεις τον άλλο. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές θα σ’ αφήσουν να πεις αυτό που θέλεις, µα ύστερα θα πάρουν εκδίκηση στο παιδί σου. Μπορεί τα δικά σου επιχειρήµατα να είναι καλύτερα –δεν είναι δύσκολο να έχει κανείς καλύτερα επιχειρήµατα από τους δασκάλους και τους καθηγητές– αλλά στο τέλος το παιδί σου θα την πληρώσει, θα εκτονώσουν την αγανάκτησή τους για την ήττα που υπέστησαν στη συζήτηση µαζί σου, ξεσπώντας στον µαθητή. «Σ’ αυτό όλοι συµφωνούµε» είπε ο διευθυντής. «Οι φυσιολογικοί άνθρωποι µε υγιή σκέψη βρίσκουν τη θανατική ποινή απάνθρωπη. Δεν είναι αυτό το θέµα µου, αυτό ο Μισέλ το έχει περιγράψει θαυµάσια. Εγώ µιλάω για το σηµείο όπου δικαιολογεί τη θανάτωση υπόπτων, τυχαία ή και όχι, πριν καν τους απαγγελθούν κατηγορίες». «Θεωρώ τον εαυτό µου φυσιολογικό και υγιή. Κι εγώ βρίσκω τη θανατική ποινή απάνθρωπη. Δυστυχώς, όµως, µοιραζόµαστε αυτόν τον κόσµο µε απάνθρωπους ανθρώπους. Πρέπει να επιτρέψουµε σ’ αυτούς τους απάνθρωπους
ανθρώπους να ενταχτούν ξανά στην κοινωνία, αφού πρώτα έχει µειωθεί η ποινή τους λόγω καλής διαγωγής; Κατά τη γνώµη µου αυτό εννοεί ο Μισέλ». «Άρα επιτρέπεται να τους εκτελέσεις στα καλά καθούµενα ή, πώς το γράφει εδώ» –ξεφύλλισε την εργασία– «“να τους πετάµε από το παράθυρο”; Από το παράθυρο του δεκάτου ορόφου ενός αστυνοµικού τµήµατος, αν δεν κάνω λάθος. Αυτά δεν γίνονται σ’ ένα κράτος δικαίου». «Όχι, αλλά αποµονώνετε τη φράση του από τα συµφραζόµενά της. Πρόκειται για τη χειρότερη κατηγορία ανθρώπων. Ο Μισέλ µιλάει για βιαστές παιδιών, για άντρες που κράτησαν φυλακισµένα επί χρόνια τα ανήλικα θύµατά τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις παίζουν ρόλο κι άλλοι παράγοντες. Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής θα αναµοχλευτούν όλες αυτές οι χυδαιότητες, εν ονόµατι “µιας δίκαιης δίκης”. Αλλά ποιος το θέλει αυτό; Οι γονείς εκείνων των παιδιών; Αυτό είναι το κρίσιµο σηµείο που προσπερνάτε κατά την ανάγνωσή σας. Όχι, οι πολιτισµένοι άνθρωποι δεν πετούν άλλους ανθρώπους από το παράθυρο. Ούτε τους πυροβολούν κατά λάθος κατά τη διάρκεια της µεταγωγής τους από το αστυνοµικό τµήµα στα κρατητήρια. Εδώ, όµως,
δεν µιλάµε για πολιτισµένους ανθρώπους. Μιλάµε για ανθρώπους των οποίων ο αφανισµός µόνο ανακούφιση θα προκαλούσε σε όλους τους υπόλοιπους». «Ναι, αυτό ήταν. Να ρίξεις τάχα κατά λάθος µια σφαίρα στο κεφάλι ενός υπόπτου. Στο πίσω µέρος της κλούβας της αστυνοµίας, τώρα θυµάµαι». Ο διευθυντής άφησε την εργασία στο γραφείο του. « Ήταν κι αυτό µία από τις “συµβουλές” σας, κύριε Λόµαν; Ή το σκέφτηκε µόνος του ο γιος σας;» Κάτι στον τόνο της φωνής του έκανε τις τριχούλες στο σβέρκο µου να σηκωθούν· ταυτόχρονα ένιωσα ένα µυρµήγκιασµα στα ακροδάχτυλά µου ή, για να το πω πιο σωστά, µούδιασαν. Ήµουν σε επιφυλακή. Από τη µια, ήθελα να δώσω όλα τα εύσηµα για την εργασία στον Μισέλ –όπως και να το κάνουµε ήταν πιο έξυπνος απ’ αυτόν τον ασήµαντο ηλίθιο που βροµούσε φουσκί στην άλλη πλευρά του γραφείου– από την άλλη, έπρεπε να προστατέψω τον γιο µου από µελλοντικά προβλήµατα. Μπορούσαν να τον αποβάλουν, σκέφτηκα, µπορούσαν να τον διώξουν από το σχολείο. Ο Μισέλ αισθανόταν σαν στο σπίτι του εδώ, εδώ είχε τους φίλους του.
«Οφείλω να οµολογήσω ότι ίσως επηρεάστηκε από τις δικές µου απόψεις πάνω σ’ αυτά τα ζητήµατα» είπα. « Έχω µάλλον ξεκάθαρες γνώµες σχετικά µε το τι θα ’πρεπε να γίνει µε τους κατηγορούµενους για ορισµένα εγκλήµατα. Μπορεί ενδεχοµένως να του επέβαλα τις απόψεις µου, συνειδητά ή όχι». Ο διευθυντής µε κοίταξε διερευνητικά, στον βαθµό φυσικά που µπορείς να χαρακτηρίσεις διερευνητικό το βλέµµα ενός κατώτερου µυαλού. «Μα πριν από λίγο είπατε ότι η µερίδα του λέοντος ανήκει στον γιο σας». «Σωστά. Λέγοντας “µερίδα του λέοντος” εννοούσα κυρίως τα αποσπάσµατα όπου η θανατική ποινή, όπως εφαρµόζεται από το κράτος, χαρακτηρίζεται απάνθρωπη». Η πείρα µε είχε διδάξει ότι απέναντι σε κατώτερα µυαλά το καλύτερο είναι τα απροκάλυπτα ψέµατα· µ’ ένα ψέµα δίνεις στους βλάκες τη δυνατότητα να οπισθοχωρήσουν χωρίς να ντροπιαστούν. Άσε που δεν ήξερα πια ποια κοµµάτια της εργασίας για τη θανατική ποινή ήταν δικής µου έµπνευσης και ποια του Μισέλ. Θυµόµουν µια συζήτηση, µια συζήτηση την ώρα του φαγητού, για κάποιον δολοφόνο που είχε αφεθεί ελεύθερος µε περιοριστικούς όρους, έναν
δολοφόνο που κυκλοφορούσε ελεύθερος µόλις λίγες µέρες και κατά πάσα πιθανότητα είχε ήδη πάλι καθαρίσει κάποιον. « Έναν τέτοιο άνθρωπο κανονικά δεν θα ’πρεπε να τον ξαναφήσουν ελεύθερο ποτέ» είχε πει ο Μισέλ. «Να µην τον ξαναφήσουν ελεύθερο ή να µην τον ξαναβάλουν καν φυλακή;» είχα ρωτήσει. Ο Μισέλ ήταν δεκαπέντε χρονών, µιλούσαµε µαζί του για τα πάντα σχεδόν, τον ενδιέφεραν τα πάντα: ο πόλεµος στο Ιράκ, η τροµοκρατία, η Μέση Ανατολή – στο σχολείο ούτε που τα άγγιζαν αυτά τα θέµατα, έλεγε, τα προσπερνούσαν. «Τι εννοείς να µην τον ξαναβάλουν καν φυλακή;» ρώτησε. «Αυτό ακριβώς που λέω» είπα. «Να µην τον ξαναβάλουν καν φυλακή». Κοίταξα τον διευθυντή. Αυτό το σίχαµα, που πίστευε στην υπερθέρµανση του πλανήτη και στην πλήρη απάλειψη όλων των πολέµων και της αδικίας από προσώπου γης, πιθανότατα ασπαζόταν και την πεποίθηση ότι ήταν δυνατόν να θεραπεύσει κανείς τους βιαστές και τους κατά συρροή δολοφόνους· ότι έπειτα από χρόνια κουβεντούλας µ’ έναν ψυχίατρο θα µπορούσαν να επιχειρήσουν τα πρώτα τους διστακτικά βήµατα για να επανενταχτούν στην κοινωνία. Ο διευθυντής, που µέχρι τώρα ήταν αραγµένος
στην πολυθρόνα του, έγειρε τώρα µπροστά κι ακούµπησε τις παλάµες µε τα δάχτυλα ανοιχτά στην επιφάνεια του γραφείου του. «Αν δεν κάνω λάθος, εργαζόσασταν κι εσείς στην εκπαίδευση;» είπε. Οι τριχούλες στο σβέρκο µου και το µυρµήγκιασµα στ’ ακροδάχτυλά µου δεν µε είχαν προδώσει: όταν τα κατώτερα µυαλά καταλαβαίνουν ότι χάνουν τη µάχη, πιάνονται απ’ όπου µπορούν για να ’χουν την τελευταία λέξη. «Δίδασκα για κάποια χρόνια, πράγµατι» είπα. « Ήταν στο […], σωστά;» Ανέφερε το όνοµα του σχολικού συγκροτήµατος, ένα όνοµα που ακόµη µου προξενούσε ανάµεικτα συναισθήµατα, σαν το όνοµα της αρρώστιας από την οποία έχεις επισήµως θεραπευθεί, αλλά ξέρεις ότι µπορεί ανά πάσα στιγµή να εµφανιστεί ξανά σε κάποιο άλλο µέρος του σώµατός σου. «Ναι» απάντησα. «Και σας έθεσαν σε διαθεσιµότητα». «Όχι ακριβώς. Εγώ ο ίδιος πρότεινα να πάρω κάποια άδεια, για να ξεκουραστώ. Και να επιστρέψω, όταν θα είχαν ηρεµήσει κάπως τα πράγµατα». Ο διευθυντής ξερόβηξε και κοίταξε ένα χαρτί
µπροστά του. «Στην πράξη, όµως, δεν επιστρέψατε. Στην πράξη είστε άνεργος εδώ και πάνω από εννιά χρόνια». «Όχι άνεργος. Σε διαθεσιµότητα. Θα µπορούσα αύριο κιόλας να πιάσω δουλειά αλλού». «Σύµφωνα µε τις πληροφορίες µου, όµως, τα στοιχεία που µου έστειλαν από το […], αυτό εξαρτάται από την αναφορά του ψυχιάτρου. Το αν θα µπορέσετε να ξαναπιάσετε δουλειά ή όχι. Συνεπώς η απόφαση αυτή δεν εξαρτάται από σας». Πάλι το όνοµα του σχολικού συγκροτήµατος! Ένιωσα τους µυς στο αριστερό µου βλέφαρο να συσπώνται, δεν ήταν τίποτα, αλλά άλλοι θα µπορούσαν να το πουν τικ. Γι’ αυτό έκανα πως κάτι είχε µπει στο µάτι µου, το έτριψα µε τ’ ακροδάχτυλά µου, αλλά η σύσπαση των µυών έµοιαζε µάλλον να χειροτερεύει. «Α, αυτό δεν έχει και τόση σηµασία» είπα. «Δεν µου χρειάζεται χαρτί από ψυχίατρο για να ασκήσω το επάγγελµά µου». Ο διευθυντής έριξε άλλη µια µατιά στο χαρτί µπροστά του. «Εδώ, όµως, λέει… Εδώ γράφει ότι…» «Μήπως θα µπορούσα να δω αυτό που έχετε κάτω από τη µύτη σας;» Η φωνή µου είχε πάρει
τόνο κοφτό, επιτακτικό και δεν άφηνε περιθώρια για παρεξηγήσεις. Εντούτοις ο διευθυντής δεν ανταποκρίθηκε αµέσως στο αίτηµά µου. «Αν µ’ αφήνατε να τελειώσω» είπε. «Πριν από λίγες εβδοµάδες συνάντησα τυχαία έναν πρώην συνάδελφο που τώρα εργάζεται στο […]. Δεν θυµάµαι πώς ήρθε η κουβέντα, µιλούσαµε νοµίζω για την πίεση που υφίστανται όλοι οι εκπαιδευτικοί. Πολλοί παθαίνουν υπερκόπωση ή νευρικό κλονισµό. Ανέφερε ένα όνοµα που µου φάνηκε γνωστό. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί, µετά όµως σκέφτηκα τον Μισέλ. Και µετά εσάς». «Ουδέποτε έπαθα υπερκόπωση. Είναι πολύ της µόδας αυτή η πάθηση. Ούτε νευρικό κλονισµό έπαθα ποτέ». Τώρα είδα τον διευθυντή ν’ ανοιγοκλείνει νευρικά τα µάτια του. Κι όσο κι αν δεν µπορούσες να το πεις τικ, ήταν πάντως σηµάδι ξαφνικής αδυναµίας. Ή ακόµα χειρότερα: φόβου. Ο ίδιος δεν είχα καταλάβει τίποτα, αλλά ίσως υπήρχε κάτι στον τόνο της φωνής µου –τις τελευταίες φράσεις τις είχα προφέρει πολύ αργά, οπωσδήποτε πιο αργά από τις προηγούµενες–, κάτι που είχε χτυπήσει συναγερµό στο µυαλό του διευθυντή. «Μα δεν είπα ότι πάθατε υπερκόπωση»
απάντησε. Με τα δάχτυλά του έκανε ταµπούρλο στο γραφείο του. Κι ανοιγόκλεισε ξανά τα µάτια του! Ναι, κάτι είχε αλλάξει, ο ελαφρώς δασκαλίστικος τόνος µε τον οποίο είχε προσπαθήσει να µου πουλήσει τις δειλές θεωριούλες του είχε χαθεί κι αυτός. Τώρα το µύριζα καθαρά, πάνω από τη µυρωδιά του: φόβο. Όπως ένας σκύλος µυρίζει ότι κάποιος φοβάται, µύριζα τώρα κι εγώ µια αµυδρή ξινή οσµή που δεν υπήρχε προηγουµένως. Πιστεύω πως αυτή ήταν η στιγµή που σηκώθηκα, δεν θυµάµαι ακριβώς, κάπου υπάρχει ένα τυφλό σηµείο, ένα κενό στον χρόνο. Δεν ξέρω αν ειπώθηκαν άλλα λόγια. Όπως κι αν έγινε: ξαφνικά βρέθηκα όρθιος. Είχα σηκωθεί από το κάθισµά µου και κοίταζα τον διευθυντή κυριολεκτικά αφ’ υψηλού. Για ό,τι συνέβη στη συνέχεια, ευθύνεται αποκλειστικά αυτή η διαφορά επιπέδου, το γεγονός ότι ο διευθυντής ήταν ακόµη καθιστός κι εγώ τον κοίταζα από ψηλά, από πολύ ψηλά. Ήταν κάτι σαν άγραφος νόµος, όπως το νερό κυλάει από τα ψηλά στα χαµηλά, ή, για να µείνουµε στα σκυλιά, το γεγονός ότι ο διευθυντής βρισκόταν σε µειονεκτική θέση, ότι
ήταν ευάλωτος, έτσι καθισµένος στην πολυθρόνα του. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα σκυλιά: χρόνια ολόκληρα αφήνουν τ’ αφεντικό τους να τα ταΐζει και να τα χαϊδεύει, δεν πειράζουν ούτε µύγα, είναι αξιολάτρευτα, και ξαφνικά µια µέρα το αφεντικό τους χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα σκυλιά τον έχουν φτάσει, χώνουν τα δόντια τους στο σβέρκο του και τον δαγκώνουν µέχρι θανάτου, ενίοτε µάλιστα τον ξεσκίζουν και τον κάνουν κοµµάτια. Είναι το ένστικτο: κάτι που πέφτει είναι αδύναµο, κάτι που κείτεται στο έδαφος είναι θήραµα. «Απαιτώ να µου δείξετε τώρα αµέσως αυτό το χαρτί» είπα καθαρά για τους τύπους, δείχνοντας πάνω στο γραφείο του διευθυντή το χαρτί που προσπαθούσε να κρύψει µε τα χέρια του. Καθαρά για τους τύπους, διότι ήταν ήδη πολύ αργά για να κάνω πίσω. «Κύριε Λόµαν» πρόλαβε να πει. Μετά τον πέτυχα µε τη γροθιά µου στη µύτη. Αµέσως έτρεξε αίµα, πολύ αίµα: τινάχτηκε από τα ρουθούνια του και πιτσίλισε το πουκάµισο και το γραφείο του, κι ύστερα και τα δάχτυλα µε τα οποία πασπάτεψε τη µύτη του. Εγώ στο µεταξύ είχα κάνει τον γύρο του
γραφείου και τον ξαναχτύπησα ξανά στο πρόσωπο, πιο χαµηλά αυτή τη φορά, οι αρθρώσεις του χεριού µου πόνεσαν όταν έσπασαν τα δόντια του. Ούρλιαξε, φώναξε κάτι ακατάληπτο, αλλά εγώ τον είχα ήδη τραβήξει από την καρέκλα του. Αναµφίβολα κάποιοι είχαν θορυβηθεί από τα ουρλιαχτά του, σε µισό λεπτό το πολύ η πόρτα του γραφείου του θα άνοιγε, αλλά σε µισό λεπτό προλαβαίνεις να κάνεις µεγάλη ζηµιά, το µισό λεπτό µού φάνηκε υπεραρκετό. «Βροµερό, σιχαµερό γουρούνι» είπα πριν του χώσω ταυτόχρονα τη γροθιά µου στα µούτρα και το γόνατό µου στην κοιλιά του. Και τότε έπεσα έξω στους υπολογισµούς µου, δεν το περίµενα πως ο διευθυντής είχε ακόµη δυνάµεις, νόµιζα ότι θα µπορούσα να τον διαλύσω µε την ησυχία µου, πριν ορµήσουν µέσα οι καθηγητές και βάλουν τέρµα στην παράσταση. Με µεγάλη ταχύτητα ο διευθυντής τίναξε ψηλά το κεφάλι και µε χτύπησε στο σαγόνι, ύστερα τύλιξε τα χέρια του γύρω από τις γάµπες µου και τις τράβηξε απότοµα, κάνοντάς µε να χάσω την ισορροπία µου και να πέσω ανάσκελα. «Γαµώτο!» φώναξα. Ο διευθυντής δεν έτρεξε στην πόρτα µα στο παράθυρο. Πριν προλάβω να σηκωθώ, το είχε
ήδη ανοίξει. «Βοήθεια!» φώναξε προς τα έξω. «Βοήθεια!» Αλλά τότε τον είχα ήδη φτάσει. Τον άρπαξα από τα µαλλιά, τράβηξα πίσω το κεφάλι του µ’ όλη µου τη δύναµη και το κοπάνησα πολύ δυνατά στο περβάζι του παράθυρου. «Δεν τελειώσαµε ακόµη!» ούρλιαξα στο αυτί του. Στο προαύλιο βρισκόταν πολύς κόσµος, κυρίως µαθητές, πρέπει να ’ταν ώρα διαλείµµατος. Σήκωσαν όλοι τα µάτια – σ’ εµάς. Σχεδόν αµέσως είδα το αγόρι µε το µαύρο σκουφί ανάµεσα στους άλλους, είχε κάτι το γνώριµο, κάτι το κατευναστικό, να βλέπω ανάµεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα ένα πρόσωπο που γνώριζα. Στεκόταν µε µια µικρότερη οµάδα λίγο παράµερα, δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο του σχολικού κτιρίου, παρέα µε µερικά κορίτσια κι ένα αγόρι καβάλα σ’ ένα σκούτερ. Το αγόρι µε το µαύρο σκουφί είχε µεγάλα ακουστικά περασµένα στον λαιµό του. Κούνησα το χέρι µου. Το θυµάµαι πολύ καλά αυτό. Κούνησα το χέρι µου χαιρετώντας τον Μισέλ και προσπάθησα να γελάσω. Μ’ αυτόν τον χαιρετισµό και το γέλιο ήθελα να του δώσω να καταλάβει πως απέξω η σκηνή φάνταζε µάλλον πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι ήταν στ’ αλήθεια. Πως
είχα µια διαφωνία µε τον διευθυντή για τη δική του εργασία, αλλά πως στο µεταξύ κοντεύαµε πια να βρούµε τη λύση στο πρόβληµα.
41
«Ο πρωθυπουργός ήταν» είπε ο Σερζ· κάθισε και έβαλε το κινητό στην τσέπη του. « Ήθελε να µάθει ποιο ήταν το θέµα της αυριανής συνέντευξης Τύπου». Κάποιος από τους τρεις µας θα µπορούσε να ρωτήσει τώρα: «Και; Τι του είπες;». Αλλά κανείς στο τραπέζι δεν µίλησε. Μερικές φορές οι άνθρωποι αφήνουν να πέσουν τέτοιες σιωπές: όταν δεν θέλουν να ακολουθήσουν την πεπατηµένη οδό. Αν ο Σερζ είχε πει ένα ανέκδοτο, ένα ανέκδοτο που θ’ άρχιζε µε
ερώτηση (Γιατί δυο Κινέζοι δεν µπορούν να πάνε ταυτόχρονα στον κουρέα;), µάλλον θα είχε πέσει παρόµοια σιωπή. Ο αδερφός µου κοίταξε το Νταµ Μπλανς του που, µάλλον από ευγένεια, δεν το είχαν πάρει ακόµη. «Του είπα ότι απόψε δεν ήθελα ακόµη να αποκαλύψω κάτι σχετικό. Τίποτα το σοβαρό, ελπίζω, είπε εκείνος. Όπως για παράδειγµα ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά µου. Το είπε κυριολεκτικά: “Θα λυπόµουν ειλικρινά και για τους δυο µας, αν αποφάσιζες τώρα να εγκαταλείψεις το παιχνίδι, εφτά µήνες πριν από τις εκλογές”». Ο Σερζ προσπάθησε να µιµηθεί την προφορά του πρωθυπουργού, αλλά τα κατάφερε τόσο άσχηµα, που θύµιζε περισσότερο αποτυχηµένο αντίγραφο καρικατούρας, παρά την καρικατούρα την ίδια. «Του είπα την αλήθεια, ότι ακόµη το συζητώ µε την οικογένειά µου. Ότι κρατώ ορισµένες επιλογές ανοιχτές». Στην αρχή της θητείας του πρωθυπουργού, τ’ αστεία δεν έλεγαν να πάρουν τέλος: για το παρουσιαστικό του, το αδέξιο φέρσιµό του, τις άπειρες γκάφες του – κάποιες φορές µάλιστα είχε κοντέψει να πέσει. Στο µεταξύ ο κόσµος τον είχε σιγά σιγά συνηθίσει. Όπως συνηθίζεις έναν λεκέ στην ταπετσαρία του τοίχου. Έναν λεκέ που ήταν
πια µέρος του σκηνικού, και µόνο αν έλειπε µια µέρα από τη θέση του θα ξαφνιαζόσουν. «Α, πολύ ενδιαφέρον» είπε η Κλερ. «Ώστε κρατάς ανοιχτές τις επιλογές σου. Εγώ νόµιζα ότι είχες πάρει ήδη την απόφασή σου. Για λογαριασµό όλων µας». Ο Σερζ προσπάθησε να πιάσει το βλέµµα της γυναίκας του, εκείνη όµως έκανε πως ενδιαφερόταν περισσότερο για το κινητό της που ήταν ακουµπισµένο στο τραπέζι µπροστά της. «Ναι, κρατώ ακόµη κάποιες επιλογές ανοιχτές» απάντησε αναστενάζοντας. «Θέλω να το κάνουµε όλοι µαζί. Σαν... σαν οικογένεια». «Όπως το κάναµε πάντα» είπα. Θυµήθηκα τη καµένη µακαρονάδα αλά καρµπονάρα, την κατσαρόλα που του είχα φέρει στα µούτρα όταν είχε προσπαθήσει να µου πάρει τον γιο µου, αλλά προφανώς η µνήµη του Σερζ δεν ήταν τόσο καλή όσο η δική µου, γιατί ένα ζεστό χαµόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Ναι» είπε και κοίταξε το ρολόι του. «Θα πρέπει… πρέπει στ’ αλήθεια να πηγαίνουµε. Μπαµπέτ… Πολύ αργούν να µας φέρουν τον λογαριασµό!» Η Μπαµπέτ σηκώθηκε. «Ναι, πάµε» είπε και, γυρίζοντας στην Κλερ,
πρόσθεσε: «Θα ’ρθετε εσείς;». Η Κλερ ανασήκωσε το µισογεµάτο ακόµη ποτήρι της γκράπας της. «Προχωρήστε και θα σας βρούµε σε λίγο». Ο Σερζ άπλωσε το χέρι στη γυναίκα του. Περίµενα πως η Μπαµπέτ θα αγνοούσε το απλωµένο χέρι, εκείνη όµως το έπιασε. Πρόσφερε µάλιστα το µπράτσο της στον Σερζ. «Μπορούµε…» είπε εκείνος. Χαµογελούσε, ναι, σχεδόν ακτινοβολούσε καθώς έπιασε τη γυναίκα του από τον αγκώνα. «Θα επανέλθουµε στο θέµα σε λίγο. Θα πιούµε ακόµα κάτι στο καφέ και τότε θα επανέλθουµε». «Σύµφωνοι, Σερζ» είπε η Κλερ. «Πηγαίνετε. Ο Πάουλ κι εγώ θα τελειώσουµε την γκράπα µας και θα ’ρθουµε να σας βρούµε». «Ο λογαριασµός» είπε ο Σερζ. Ψηλάφισε τις τσέπες του, σαν να ’ψαχνε το πορτοφόλι του ή την πιστωτική του κάρτα. «Άσε» είπε η Κλερ. «Θα τα κανονίσουµε». Και τότε έφυγαν στ’ αλήθεια. Τους ακολούθησα µε το βλέµµα, καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο, ο αδερφός µου κρατώντας τη γυναίκα του από τον αγκώνα. Ελάχιστοι θαµώνες σήκωσαν το κεφάλι ή γύρισαν να τους κοιτάξουν στο πέρασµά τους. Προφανώς είχε λειτουργήσει κι εδώ η
εξοικείωση: αν έµενες κάπου για αρκετή ώρα, γινόσουν κι εσύ ένα πρόσωπο σαν όλα τ’ άλλα. Στο ύψος της ανοιχτής κουζίνας ο τύπος µε το άσπρο ζιβάγκο εµφανίστηκε βιαστικά: ο Τόνιο – χωρίς αµφιβολία το διαβατήριό του έγραφε Άντον. Ο Σερζ και η Μπαµπέτ κοντοστάθηκαν. Αντάλλαξαν χειραψίες. Σερβιτόρες κατέφθασαν τρέχοντας µε τα παλτά. « Έφυγαν;» ρώτησε η Κλερ. «Κοντεύουν» είπα. Η γυναίκα µου κατέβασε µονορούφι την γκράπα της. Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό µου. «Πρέπει να κάνεις κάτι» είπε ασκώντας µια ελαφριά πίεση µε τα δάχτυλα. «Ναι» συµφώνησα. «Πρέπει να τον σταµατήσουµε». Η Κλερ τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από τα δικά µου. «Εσύ πρέπει να τον σταµατήσεις» είπε. Την κοίταξα. «Εγώ;» είπα, αν κι ένιωθα κάτι να έρχεται· κάτι στο οποίο ίσως δεν θα µπορούσα να πω όχι. «Πρέπει κάτι να του κάνεις» είπε η Κλερ. Συνέχισα να την κοιτάζω. «Κάτι που θα τον εµποδίσει να δώσει αυτή τη
συνέντευξη Τύπου αύριο» είπε η Κλερ. Εκείνη τη στιγµή χτύπησε ένα κινητό, πολύ κοντά µας. Στην αρχή ήταν µόνο λίγες σιγανές νότες, ύστερα έγιναν όλο και πιο δυνατές, σχηµατίζοντας µια µελωδία. Η Κλερ µε κοίταξε ερωτηµατικά. Κι εγώ εκείνη. Ταυτόχρονα γνέψαµε κι οι δυο αρνητικά. Το κινητό της Μπαµπέτ ήταν µισοκρυµµένο κάτω από την πετσέτα της. Ενστικτωδώς έριξα πρώτα µια µατιά προς την έξοδο: ο Σερζ και η Μπαµπέτ είχαν φύγει. Άπλωσα το χέρι µου, αλλά η Κλερ µε πρόλαβε. Άνοιξε το κινητό και διάβασε το όνοµα στην οθόνη. Ύστερα το ξανάκλεισε. Η µελωδία σταµάτησε. «Ο Μπο» είπε.
42
«Αυτή τη στιγµή η µάνα του δεν έχει χρόνο να του απαντήσει» είπε η Κλερ και ξανάβαλε το τηλέφωνο εκεί που ήταν. Το ξανάκρυψε µάλιστα κάτω από την πετσέτα. Δεν απάντησα. Περίµενα. Περίµενα να δω τι θα έλεγε η γυναίκα µου. Η Κλερ έβγαλε έναν αναστεναγµό. «Το ξέρεις ότι…» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. «Ω, Πάουλ» είπε. «Πάουλ…» Τίναξε τα µαλλιά της προς τα πίσω. Πρόσεξα ότι τα µάτια της ήταν υγρά, άστραφταν, όχι από λύπη ή απελπισία, µα
από οργή. «Το ξέρεις ότι τους;…» ρώτησα. Η Κλερ δεν ξέρει τίποτα για τα βίντεο, έλεγα και ξανάλεγα από µέσα µου όλο το βράδυ. Και ακόµη ήλπιζα πως αυτή ήταν η αλήθεια. «Ο Μπο τούς εκβιάζει» είπε η Κλερ. Ένιωσα µια παγωµένη µαχαιριά στο στήθος µου. Έτριψα δυνατά µε τα χέρια µου τα µάγουλα, για να µην προδοθώ κοκκινίζοντας. «Μπα;» είπα. «Πώς δηλαδή;» Η Κλερ αναστέναξε ξανά. Έσφιξε τις γροθιές της κι άρχισε να τις χτυπάει ρυθµικά στο τραπεζοµάντιλο. «Ω, Πάουλ» επανέλαβε. « Ήθελα τόσο πολύ να σε κρατήσω µακριά απ’ αυτή την υπόθεση. Δεν ήθελα να… δεν ήθελα να το ξαναπάθεις, να αναστατωθείς. Αλλά τώρα τα πράγµατα έχουν αλλάξει. Τώρα είναι πολύ αργά πια». «Τι εννοείς: τους εκβιάζει; Ο Μπο; Με τι;» Κάτω από την πετσέτα ακούστηκε ένα µπιπ. Ένα και µοναδικό αυτή τη φορά. Ένα γαλάζιο φωτάκι αναβόσβησε στο πλάι του κινητού της Μπαµπέτ: ο Μπο είχε προφανώς αφήσει µήνυµα. « Ήταν εκεί. Τουλάχιστον, έτσι λέει. Λέει πως στην αρχή έφυγε για το σπίτι, αλλά το µετάνιωσε
και γύρισε. Και τότε τους είδε. Όταν βγήκαν από τον θάλαµο του ΑΤΜ. Έτσι λέει». Η παγωµάρα µες στο στήθος µου είχε φύγει. Ένιωθα κάτι καινούργιο, κάτι σχεδόν χαρούµενο: έπρεπε να προσέξω µη χαµογελάσω. «Και τώρα θέλει λεφτά. Ο µαλακισµένος υποκριτής! Ποτέ µου δεν τον… Κι εσύ το ίδιο, ε; Τον απεχθάνεσαι, έτσι είπες κάποτε. Το θυµάµαι ακόµη». «Μα έχει αποδείξεις; Μπορεί ν’ αποδείξει ότι τους είδε; Μπορεί ν’ αποδείξει ότι ο Μισέλ και ο Ρικ πέταξαν αυτό το µπιτόνι;» Αυτή την τελευταία ερώτηση την έκανα µόνο για να καθησυχάσω οριστικά τον εαυτό µου: ήταν το final check. Μέσα στο µυαλό µου είχε ανοίξει µια πόρτα. Μια χαραµάδα όλη κι όλη. Αλλά απ’ αυτή τη χαραµάδα έλαµπε φως. Φως ζεστό. Πίσω από την πόρτα ήταν το δωµάτιο µε την ευτυχισµένη οικογένεια. «Όχι, δεν έχει αποδείξεις» είπε η Κλερ. «Αλλά ίσως να µην του χρειάζονται καν. Αν ο Μπο πάει στην αστυνοµία και υποδείξει ως ενόχους τον Μισέλ και τον Ρικ… Οι εικόνες της κάµερας ασφαλείας είναι πολύ θολές, αλλά αν έχουν συγκεκριµένα πρόσωπα να τις συγκρίνουν… Δεν ξέρω».
Ο µπαµπάς δεν έχει ιδέα. Πρέπει να το κάνετε απόψε. «Ο Μισέλ δεν ήταν σπίτι, σωστά;» είπα. «Προηγουµένως που τον πήρες τηλέφωνο. Όταν όλο ρωτούσες την Μπαµπέτ τι ώρα ήταν». Ένα χαµόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της Κλερ. Πήρε ξανά το χέρι µου και το έσφιξε. «Του τηλεφώνησα. Μ’ ακούσατε και οι δυο να του µιλάω. Του µίλησα. Η Μπαµπέτ είναι η ανεξάρτητη µάρτυρας που µε άκουσε να µιλάω µε τον γιο µου την τάδε ώρα. Μπορούν να ελέγξουν τις κλήσεις που έγιναν από το κινητό µου για να δουν αν όντως έγινε αυτή η συνδιάλεξη, να διαπιστώσουν πόσην ώρα κράτησε. Το µόνο που έχουµε να κάνουµε τώρα είναι να σβήσουµε ό,τι έχει γράψει ο τηλεφωνητής του σταθερού µας όταν γυρίσουµε σπίτι». Κοίταξα τη γυναίκα µου. Στο βλέµµα µου πρέπει να διάβασε τον θαυµασµό µου. Δεν χρειάστηκε καν να κάνω προσπάθεια. Τη θαύµαζα στ’ αλήθεια. «Και τώρα είναι µε τον Μπο» είπα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Μαζί µε τον Ρικ. Όχι στο σπίτι του Μπο. Έδωσαν ραντεβού αλλού. Κάπου έξω».
«Και τι θα πουν µε τον Μπο; Θα κοιτάξουν να του αλλάξουν γνώµη;» Η γυναίκα µου τώρα έπιασε το χέρι µου και µε το άλλο της χέρι. «Πάουλ» είπε. «Σου είπα ήδη πως ήθελα να σε κρατήσω έξω απ’ όλα αυτά. Αλλά τώρα δεν γίνεται να κάνουµε πίσω. Εσύ κι εγώ. Πρόκειται για το µέλλον του παιδιού µας. Είπα στον Μισέλ να προσπαθήσει να λογικέψει τον Μπο. Κι αν δεν µπορέσει, τότε να κάνει ό,τι νοµίζει. Ό,τι κρίνει καλύτερο. Του είπα ότι δεν χρειάζεται καν να ξέρω τι θα είναι αυτό. Την άλλη βδοµάδα κλείνει τα δεκάξι. Δεν υπάρχει λόγος πια να του λέει πάντα η µάνα του τι να κάνει. Είναι πια µεγάλος και ικανός να παίρνει µόνος του τις αποφάσεις του». Την κάρφωσα. Μπορεί πάντα να υπήρχε θαυµασµός στο βλέµµα µου, αλλά δεν ήταν ο ίδιος θαυµασµός µε πριν. «Όπως κι αν έχει, είναι καλύτερα εσύ κι εγώ να µπορούµε αργότερα να πούµε ότι ο Μισέλ πέρασε όλο το βράδυ στο σπίτι» είπε η Κλερ. «Και η Μπαµπέτ δεν θα µπορεί παρά να το επιβεβαιώσει».
43
Έκανα νόηµα στον µετρ. «Περιµένουµε τον λογαριασµό» είπα. «Ο κύριος Λόµαν τον τακτοποίησε ήδη» απάντησε ο µετρ. Μπορεί να ήταν της φαντασίας µου, αλλά µου φάνηκε ότι το έβρισκε εξαιρετικά διασκεδαστικό που µπορούσε να µου δώσει αυτή την απάντηση. Κάτι στα µάτια του, σαν να γελούσαν µαζί µου µονάχα τα µάτια του. Η Κλερ ψαχούλεψε στην τσάντα της, έβγαλε το κινητό της, το κοίταξε, το ξανάβαλε µέσα.
«Το ’χει παραξηλώσει» είπα όταν έφυγε ο µετρ. «Μας πήρε το καφέ µας. Τον γιο µας. Και τώρα αυτό. Κι από πάνω, δεν σηµαίνει και τίποτα. Το γεγονός ότι είναι σε θέση να πληρώσει τον λογαριασµό δεν σηµαίνει τίποτα». Η Κλερ έπιασε πρώτα το δεξί µου χέρι, ύστερα και το αριστερό. «Χρειάζεται µόνο να τον τραυµατίσεις» είπε. «Δεν πρόκειται να δώσει συνέντευξη Τύπου µε το πρόσωπο στραπατσαρισµένο. Ή µε το χέρι σπασµένο, στον γύψο. Τόσο πολλά µαζεµένα που θα πρέπει να εξηγήσει… Αυτό δεν θα τ’ αντέξει ούτε ο Σερζ». Κοίταξα τη γυναίκα µου στα µάτια. Μόλις µου είχε ζητήσει να σπάσω το χέρι του αδερφού µου. Ή να του στραπατσάρω το πρόσωπο. Κι αυτό από αγάπη, από αγάπη για τον γιο µας. Για τον Μισέλ. Θυµήθηκα εκείνη τη µάνα, πριν από χρόνια στη Γερµανία, που είχε σκοτώσει τον δολοφόνο του παιδιού της στην αίθουσα του δικαστηρίου. Τέτοια µάνα ήταν η Κλερ. «Δεν πήρα τα φάρµακά µου» είπα. «Μάλιστα». Η Κλερ δεν έµοιαζε να εκπλήσσεται, µε την άκρη του δαχτύλου της χάιδεψε απαλά τη ράχη του χεριού µου. «Εδώ και πολύ καιρό, θέλω να πω. Εδώ και
µήνες». Αλήθεια: λίγο µετά την µετάδοση του Αναζητείται είχα σταµατήσει τα φάρµακα. Είχα την αίσθηση ότι θα ήµουν λιγότερο χρήσιµος στον γιο µου αν άφηνα τα φάρµακα να ισοπεδώνουν τα συναισθήµατά µου. Τα συναισθήµατα και τ’ αντανακλαστικά µου. Αν ήθελα να συµπαραστέκοµαι πλήρως στον Μισέλ, έπρεπε πρώτα να ξαναβρώ τον παλιό µου εαυτό. «Το ξέρω» είπε η Κλερ. Την κοίταξα. «Μπορεί να νοµίζεις ότι κάποιος άλλος δεν πρόκειται να το καταλάβει» είπε η Κλερ. «Τέλος πάντως, κάποιος άλλος… η ίδια σου η γυναίκα. Η ίδια σου η γυναίκα το κατάλαβε αµέσως. Κάποια πράγµατα… ήταν διαφορετικά. Ο τρόπος που µε κοίταζες, που µου χαµογελούσες. Και υπήρχε εκείνη η φορά που δεν έβρισκες το διαβατήριό σου. Το θυµάσαι; Τότε που άρχισες να κλοτσάς τα συρτάρια του γραφείου σου; Από εκείνη τη µέρα άρχισα να σε παρατηρώ. Έπαιρνες τα χάπια σου µαζί σου όταν έβγαινες και τα πετούσες κάπου. Έτσι δεν είναι; Μια φορά έβγαλα ένα παντελόνι σου από το πλυντήριο και η τσέπη του είχε βάψει τελείως µπλε! Από τα χαπάκια που είχες ξεχάσει να πετάξεις».
Η Κλερ γέλασε – κράτησε ελάχιστα, ύστερα µε κοίταξε πάλι µε ύφος σοβαρό. «Και δεν είπες τίποτα» είπα. «Στην αρχή σκεφτόµουν ακόµη: µα τι κάνει; Αλλά ξαφνικά ξαναβρήκα τον Πάουλ µου, όπως τον ήξερα. Και τότε ήξερα: ήθελα να ξαναβρώ τον παλιό µου Πάουλ. Ακόµα και τον Πάουλ που κλοτσάει τα συρτάρια του γραφείου. Και την άλλη φορά όταν εκείνο το σκούτερ πετάχτηκε στον δρόµο µπροστά σου κι εσύ το κυνήγησες…» Και τη φορά που σάπισες στο ξύλο τον διευθυντή του σχολείου του Μισέλ και τον έστειλες στο νοσοκοµείο, περίµενα την Κλερ να να πει µετά. Αλλά δεν το είπε. Είπε κάτι άλλο. «Αυτός ήταν ο Πάουλ που αγαπούσα… που αγαπώ. Περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσµο». Είδα κάτι να γυαλίζει στις άκρες των µατιών της κι ένιωσα κι εγώ τα µάτια µου να τσούζουν. «Εσένα και τον Μισέλ, φυσικά» είπε η γυναίκα µου. «Εσένα και τον Μισέλ. Σας αγαπώ και τους δυο το ίδιο. Εσείς οι δύο µαζί είστε η ευτυχία µου». «Ναι» είπα. Η φωνή µου βγήκε βραχνή, ίσα που ακούστηκε. Καθάρισα τον λαιµό µου. «Ναι» ξανάπα.
Έτσι µείναµε αµίλητοι για λίγη ώρα, καθισµένοι αντικριστά, µε τα χέρια µου πάντα στα χέρια της γυναίκας µου. «Τι είπες στην Μπαµπέτ;» ρώτησα. «Τι;» «Στον κήπο. Όταν πήγατε να κάνετε µια βόλτα οι δυο σας. Η Μπαµπέτ φάνηκε πολύ χαρούµενη όταν µε είδε. “Γλυκέ µου Πάουλ...” είπε. Τι της είπες;» Η Κλερ πήρε βαθιά ανάσα. «Της είπα ότι θα έκανες κάτι για να µη γίνει η συνέντευξη Τύπου». «Και η Μπαµπέτ συµφώνησε;» «Θέλει να κερδίσει ο Σερζ τις εκλογές. Αλλά αυτό που πλήγωσε περισσότερο την Μπαµπέτ είναι το ότι ο Σερζ τής ανακοίνωσε την απόφασή του στο αυτοκίνητο, στον δρόµο για εδώ. Για να µην της µείνει χρόνος πια για να του βγάλει από το µυαλό αυτές τις ανοησίες». «Αλλά εδώ, στο τραπέζι, είπε ότι…» «Η Μπαµπέτ είναι ξύπνια, Πάουλ. Δεν πρέπει να υποψιαστεί τίποτα ο Σερζ, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Μπορεί αργότερα, όταν θα είναι η Πρώτη Κυρία, η Μπαµπέτ να πηγαίνει και να σερβίρει σούπα στα άσυλα των αστέγων. Αλλά για την τύχη µιας συγκεκριµένης άστεγης αδιαφορεί το ίδιο µ’ εσένα και µ’ εµένα».
Κούνησα τα χέρια µου. Τα κούνησα για να τα απελευθερώσω από τα χέρια της γυναίκας µου και να πιάσω µε τη σειρά µου τα δικά της. «Δεν είναι καλή ιδέα» είπα. «Πάουλ…» «Όχι, άκου. Εγώ είµαι εγώ. Είµαι αυτός που είµαι. Έχω σταµατήσει τα φάρµακα. Προς το παρόν αυτό το ξέρουµε µόνο εσύ κι εγώ. Αλλά θα µαθευτεί. Θα το ψάξουν το θέµα και θα το καταλάβουν. Ο ψυχολόγος του σχολείου, η απόλυσή µου, ή αλλιώς η ιστορία µε τον διευθυντή του σχολείου του Μισέλ… όλα αυτά θα τα διαβάσουν σαν ανοιχτό βιβλίο. Για να µη µιλήσουµε για τον αδερφό µου. Ο αδερφός µου θα είναι ο πρώτος που θα δηλώσει ότι κάτι τέτοιο στην ουσία δεν τον ξαφνιάζει. Μπορεί να µην το πει δηµόσια, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που ο µικρός του αδερφός χειροδικεί εναντίον του. Ο µικρός του αδερφός που πάσχει από κάτι που απαιτεί φαρµακευτική αγωγή. Φάρµακα τα οποία στη συνέχεια τα πετάει στη λεκάνη της τουαλέτας». Η Κλερ δεν µίλησε. «Ό,τι αν κάνω εγώ, αυτό δεν θα τον σταµατήσει, Κλερ. Δίνει λάθος σήµα». Περίµενα µια στιγµή, δεν ήθελα να
τρεµοπαίξουν τα βλέφαρά µου. «Είναι λάθος σήµα αν το κάνω εγώ».
44
Πέντε λεπτά περίπου µετά την αναχώρηση της Κλερ άκουσα κι άλλο µπιπ από το κινητό της Μπαµπέτ. Είχαµε σηκωθεί ταυτόχρονα. Η γυναίκα µου κι εγώ. Είχα τυλίξει τα χέρια µου γύρω της και την είχα σφίξει στην αγκαλιά µου. Είχα χώσει το πρόσωπό µου στα µαλλιά της. Αργά πολύ, χωρίς κανέναν θόρυβο, είχα εισπνεύσει από τη µύτη µου. Μετά ξανακάθισα. Παρακολούθησα τη γυναίκα µου να φεύγει, ώσπου χάθηκε πίσω από το
αναλόγιο. Έπιασα το κινητό της Μπαµπέτ, το άνοιξα και κοίταξα την οθόνη. «Δύο νέα µηνύµατα». Πάτησα το πλήκτρο. Το πρώτο ήταν ένα SMS από τον Μπο. Είχε µόνο µια λέξη. Μια λέξη χωρίς κεφαλαίο και χωρίς τελεία: «µαµά». Το έσβησα. Το δεύτερο µήνυµα έλεγε πως υπήρχε µήνυµα στον τηλεφωνητή. Η Μπαµπέτ είχε σύνδεση ΚΡΝ. Δεν ήξερα ποιο νούµερο έπρεπε να πληκτρολογήσω για ν’ ακούσω τα µηνύµατα του τηλεφωνητή της. Στην τύχη έψαξα στις Επαφές και στο Τ βρήκα τον Τηλεφωνητή. Δεν µπόρεσα να πνίξω ένα χαµόγελο. Μετά την ανακοίνωση της γυναικείας φωνής ότι υπήρχε ένα νέο µήνυµα άκουσα τη φωνή του Μπο. Αφουγκράστηκα. Καθώς αφουγκραζόµουν, έκλεισα µία φορά για λίγο τα µάτια µου, µετά τα ξανάνοιξα. Έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν το ξανάβαλα κάτω από την πετσέτα µα το έβαλα στην τσέπη µου. «Του γιου σας δεν του αρέσουν εστιατόρια σαν το δικό µας;»
Τρόµαξα τόσο, που ανακάθισα απότοµα στην καρέκλα µου. «Συγγνώµη» είπε ο µετρ. «Δεν ήθελα να σας τροµάξω. Αλλά σας είδα να µιλάτε µε τον γιο σας στον κήπο. Υποθέτω τουλάχιστον ότι ήταν ο γιος σας». Προς στιγµήν δεν είχα την παραµικρή ιδέα για ποιο πράγµα µιλούσε. Αλλά αµέσως µετά κατάλαβα. Ο άντρας που κάπνιζε. Ο άντρας που κάπνιζε έξω από το εστιατόριο. Ο µετρ είχε δει εµένα και τον Μισέλ απόψε, στον κήπο. Δεν ένιωσα πανικό – για να είµαι ειλικρινής, δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Τότε µόνο πρόσεξα ότι ο µετρ κρατούσε ένα πιατάκι στο χέρι, ένα πιατάκι µε τον λογαριασµό. «Ο κύριος Λόµαν ξέχασε την απόδειξη» είπε. «Είπα, λοιπόν, να σας τη φέρω. Ίσως τον δείτε σύντοµα». «Μάλιστα» είπα. «Σας είδα έξω µε τον γιο σας» είπε ο µετρ. «Υπήρχε κάτι στη στάση του σώµατός σας. Στη στάση και των δυο σας, πρέπει να πω, κάτι πανοµοιότυπο. Μπορεί να είναι µόνο πατέρας και γιος, σκέφτηκα». Χαµήλωσα το βλέµµα ώσπου σταµάτησε στο
πιατάκι, το πιατάκι µε την απόδειξη. Τι περίµενε; Γιατί δεν έφευγε; Γιατί δεν έφευγε αντί να µου ζαλίζει το κεφάλι µε τις ανοησίες του περί στάσης των σωµάτων; «Μάλιστα» ξανάπα· δεν το εννοούσα ως επιβεβαίωση των εικασιών του µετρ, το πολύ πολύ ήταν ένας ευγενικός τρόπος να γεµίσω τη σιωπή. Δεν είχα να πω κάτι άλλο. « Έχω κι εγώ έναν γιο» είπε ο µετρ. «Είναι πέντε χρονών µόλις. Αλλά µερικές φορές εκπλήσσοµαι από το πόσο µου µοιάζει. Πώς κάνει ορισµένα πράγµατα µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα κάνω κι εγώ. Μικρές χειρονοµίες. Εγώ, ας πούµε, πιάνω συχνά τα µαλλιά µου, στριφογυρίζω µια τούφα στα δάχτυλά µου όταν βαριέµαι, ή όταν εξάπτοµαι για κάτι… Κι έχω… έχω και µια κόρη. Τριών χρονών. Φτυστή η µαµά της. Σε όλα». Πήρα την απόδειξη από το πιατάκι και κοίταξα το τελικό ποσό. Δεν θα σχολιάσω πόσα άλλα πράγµατα θα µπορούσε να κάνει κανείς µε τόσα λεφτά, ούτε το πόσες µέρες έπρεπε να δουλεύουν οι απλοί άνθρωποι για να τα βγάλουν – χωρίς εν πάση περιπτώσει να υποχρεώνονται από τη χελώνα µε το άσπρο ζιβάγκο να πλένουν πιάτα βδοµάδες ολόκληρες στο πίσω µέρος της ανοιχτής κουζίνας. Δεν θ’ αναφέρω το ίδιο το
ποσόν αλλά ήταν του είδους που θα έκανε τον καθένα να ξεσπάσει σε γέλια. Κι αυτό ακριβώς έκανα. «Ελπίζω πως περάσατε ευχάριστη βαριά» είπε ο µετρ – αλλά ακόµη δεν έφευγε. Άγγιξε τώρα µε τ’ ακροδάχτυλά του το άδειο πιατάκι, το µετακίνησε µερικά εκατοστά πάνω στο τραπεζοµάντιλο, το σήκωσε, ύστερα το ξανάφησε.
45
«Κλερ;» Για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ άνοιξα την πόρτα στις γυναικείες τουαλέτες και είπα το όνοµά της. Μα δεν πήρα απάντηση. Κάπου έξω ακουγόταν η σειρήνα ενός περιπολικού. «Κλερ;» είπα ξανά. Προχώρησα µερικά βήµατα, προσπερνώντας το βάζο µε τους λευκούς νάρκισσους, και διαπίστωσα ότι όλες οι τουαλέτες ήταν άδειες. Τη δεύτερη σειρήνα την άκουσα καθώς περνούσα από την γκαρνταρόµπα και το αναλόγιο, κατευθυνόµενος προς την έξοδο. Όταν
βγήκα έξω, είδα ανάµεσα από τα δέντρα περιστρεφόµενους προβολείς έξω από το καφέ για τους απλούς ανθρώπους. Μια φυσιολογική αντίδραση θα ήταν να επιταχύνω το βήµα µου, να τρέξω – µα δεν το έκανα. Ένιωσα, είναι η αλήθεια, κάτι σκοτεινό και βαρύ εκεί που ήξερα ότι βρισκόταν η καρδιά µου, αλλά ήταν ένα ήρεµο βάρος. Αλλά και το σκοτεινό αίσθηµα στο στήθος µου είχε όλο να κάνει µε µια αίσθηση ότι αυτό που συνέβαινε ήταν αναπόφευκτο. Η γυναίκα µου, σκέφτηκα. Ένιωσα ξανά την πιεστική παρόρµηση να τρέξω. Να φτάσω λαχανιασµένος στο καφέ – όπου ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα µε σταµατούσαν στην πόρτα. Η γυναίκα µου! θα έλεγα λαχανιάζοντας. Η γυναίκα µου είναι µέσα! Κι ήταν ακριβώς αυτή η φανταστική σκηνή που µ’ έκανε να επιβραδύνω το βήµα µου. Πήρα το χαλικόστρωτο µονοπάτι που οδηγούσε στο γεφυράκι. Όταν έφτασα εκεί, δεν περπατούσα πια φυσιολογικά αργά, το κατάλαβα από το τρίξιµο των παπουτσιών µου στα χαλίκια, από τα διαστήµατα ανάµεσα στα βήµατά µου – περπατούσα σε αργή κίνηση.
Ακούµπησα το χέρι στην κουπαστή της γέφυρας και σταµάτησα. Το φως των περιστρεφόµενων προβολέων καθρεφτιζόταν στη σκοτεινή επιφάνεια του νερού κάτω από πόδια µου. Ανάµεσα στα δέντρα, στην απέναντι µεριά του δρόµου, έβλεπα τώρα καθαρά το καφέ. Παρκαρισµένα λοξά στο πεζοδρόµιο και µπροστά στη βεράντα του υπήρχαν τρία Γκολφ της αστυνοµίας κι ένα ασθενοφόρο. Ένα µόνο ασθενοφόρο. Όχι δύο. Ήταν ευχάριστο που ήµουν τόσο ήρεµος, που µπορούσα να βλέπω µ’ αυτόν τον τρόπο όλα αυτά τα πράγµατα –σχεδόν ανεξάρτητα µεταξύ τους– και να βγάζω τα συµπεράσµατά µου. Αισθανόµουν όπως είχα αισθανθεί κι άλλες φορές σε στιγµές κρίσης (η εισαγωγή της Κλερ στο νοσοκοµείο, η αποτυχηµένη απόπειρα του Σερζ και της Μπαµπέτ να µου πάρουν τον γιο µου, τότε που είδα τις εικόνες της κάµερας ασφαλείας): είχα αισθανθεί, και τώρα το αισθανόµουν ξανά, πως η ηρεµία µου µου επέτρεπε να δράσω. Να δράσω αποτελεσµατικά. Κοίταξα στο πλάι, προς την είσοδο του εστιατορίου, όπου στο µεταξύ είχαν µαζευτεί µερικές σερβιτόρες· προφανώς οι σειρήνες και οι περιστρεφόµενοι προβολείς είχαν κινήσει την
περιέργειά τους. Μου φάνηκε πως αναγνώρισα και τον µετρ, είδα πάντως έναν κοστουµαρισµένο άντρα ν’ ανάβει τσιγάρο. Προς στιγµήν σκέφτηκα ότι εγώ µάλλον δεν ήµουν ορατός από την είσοδο, αλλά τότε θυµήθηκα ότι λίγες ώρες νωρίτερα εγώ ο ίδιος είχα δει τον Μισέλ να περνάει µε το ποδήλατο τούτη τη γεφυρούλα. Έπρεπε να συνεχίσω. Δεν µπορούσα άλλο να στέκοµαι εδώ. Δεν µπορούσα να το ρισκάρω· αργότερα κάποια από τις σερβιτόρες µπορεί να κατέθετε ότι είχε δει έναν άντρα στο γεφυράκι. «Πολύ παράξενο. Στεκόταν απλώς εκεί. Λέτε να σας είναι χρήσιµη αυτή η πληροφορία;» Έβγαλα το κινητό της Μπαµπέτ από την τσέπη µου και το άφησα να πέσει στο νερό. Ακούγοντας το πλαφ, µια πάπια πλησίασε. Τότε ξεκόλλησα από την κουπαστή και ξεκίνησα. Όχι πια σε αργή κίνηση, αλλά µε βήµα όσο το δυνατόν πιο κανονικό: ούτε πολύ αργό ούτε πολύ γρήγορο. Στο τέλος της γέφυρας διέσχισα τον ποδηλατόδροµο, κοίταξα αριστερά και συνέχισα να περπατώ προς τη στάση του τραµ. Είχαν ήδη µαζευτεί θεατές, όχι πλήθος τέτοια ώρα, καµιά εικοσαριά περίεργοι το πολύ. Στ’ αριστερά του καφέ ήταν ένα στενό. Σ’ αυτό το στενό
κατευθύνθηκα. Τη στιγµή που έφτανα στο πεζοδρόµιο, άνοιξε διάπλατα η πόρτα του καφέ, µ’ έναν κρότο τα δυο πορτόφυλλα χτύπησαν µε δύναµη τον τοίχο. Βγήκε ένα φορείο, ένα φορείο µε ρόδες, που το έσπρωχναν και το τραβούσαν νοσοκόµοι, δύο µπροστά και δύο πίσω. Ο πίσω νοσοκόµος κρατούσε ψηλά ένα πλαστικό σακουλάκι µε ορό. Από πίσω ακολουθούσε η Μπαµπέτ, δεν φορούσε πια τα γυαλιά της και πίεζε ένα µαντίλι στα µάτια της. Από το άτοµο που ήταν ξαπλωµένο στο φορείο, µόνο το κεφάλι εξείχε από το πράσινο σεντόνι. Κατά βάθος το ήξερα από την αρχή, αλλά παρ’ όλα αυτά ανάσανα µε ανακούφιση. Το κεφάλι ήταν τυλιγµένο µε µπαµπάκια και επιδέσµους. Ματωµένα µπαµπάκια και επιδέσµους. Οι νοσοκόµοι έσπρωξαν το φορείο µέσα στο ασθενοφόρο, που περίµενε µε τις πόρτες του ανοιχτές. Οι δυο µπήκαν µπροστά, οι άλλοι δύο πίσω, µαζί µε την Μπαµπέτ. Οι πόρτες έκλεισαν και το ασθενοφόρο ξεκόλλησε από το πεζοδρόµιο µε µεγάλη ταχύτητα, έστριψε δεξιά και έφυγε προς το κέντρο της πόλης. Έβαλαν µπροστά και τη σειρήνα, άρα υπήρχε ελπίδα.
Ή και όχι: εξαρτάται από ποια πλευρά το έβλεπε κανείς. Δεν πρόλαβα, πάντως, να σταθώ για πολλή ώρα στο άµεσο µέλλον γιατί οι πόρτες του καφέ άνοιξαν πάλι. Η Κλερ περπατούσε ανάµεσα σε δυο άντρες µε στολή, δεν της είχαν περάσει χειροπέδες, οι αστυνοµικοί δεν την κρατούσαν καν. Κοιτούσε γύρω της, έψαχνε ανάµεσα στα πρόσωπα του µικρού πλήθους αυτό το ένα γνώριµο πρόσωπο. Ξάφνου το βρήκε. Την κοίταξα και µε κοίταξε. Έκανα ένα βήµα µπροστά, το σώµα µου τουλάχιστον πρόδωσε την πρόθεσή µου να κάνω ένα βήµα µπροστά. Αυτή ήταν η στιγµή που η Κλερ έγνεψε αρνητικά. Μην το κάνεις, έλεγε. Κόντευε να φτάσει στο ένα από τα Γκολφ της αστυνοµίας, ένας τρίτος αστυνοµικός τής είχε ανοίξει την πίσω πόρτα. Γρήγορα έριξα µια µατιά γύρω µου να δω µήπως κάποιος στο πλήθος είχε προσέξει σε ποιον είχε κάνει νόηµα η Κλερ, αλλά όλοι τους είχαν µάτια µόνο για τη γυναίκα που οι αστυνοµικοί οδηγούσαν στο περιπολικό. Μπροστά στην ανοιχτή πόρτα η Κλερ κοντοστάθηκε για µια στιγµή. Έψαξε και βρήκε
ξανά τα µάτια µου. Έκανε µια κίνηση µε το κεφάλι της, ένας άσχετος θα νόµιζε ίσως πως απλώς έσκυψε για να µην το χτυπήσει µπαίνοντας στο περιπολικό. Εγώ, όµως, κατάλαβα πως η Κλερ µού υποδείκνυε µια συγκεκριµένη κατεύθυνση. Κάπου λοξά πίσω µου, προς το στενό. Ήταν ο συντοµότερος δρόµος για το σπίτι µας. Σπίτι, είχε πει η γυναίκα µου. Πήγαινε σπίτι µας. Δεν περίµενα να ξεκινήσει το περιπολικό. Έκανα µεταβολή κι έφυγα.
ΠΟΥΡΜΠΟΥΑΡ
46
Τι πουρµπουάρ αφήνεις σ’ ένα εστιατόριο όπου ο λογαριασµός σε κάνει να σκάσεις στα γέλια; Θυµάµαι ότι το είχαµε συζητήσει αρκετές φορές, όχι ειδικά µε τον Σερζ και την Μπαµπέτ, αλλά και µε άλλους φίλους µε τους οποίους τρώγαµε σε ολλανδέζικα εστιατόρια. Ας πούµε ότι ο λογαριασµός για ένα γεύµα τεσσάρων ατόµων είναι τετρακόσια ευρώ –προσοχή, δεν λέω ότι το δικό µας δείπνο κόστισε τετρακόσια ευρώ– κι ότι υπολογίζουµε το πουρµπουάρ περίπου στο δέκα µε δεκαπέντε τοις εκατό, τότε το λογικό
συµπέρασµα είναι ότι πρέπει ν’ αφήσεις τουλάχιστον σαράντα ευρώ και µάξιµουµ εξήντα. Εξήντα ευρώ πουρµπουάρ – δεν το θέλω, αλλά µου ’ρχεται να χαχανίσω. Κι αν δεν προσέξω, θα ξεσπάσω ξανά σε γέλια. Σε κάπως νευρικά γέλια, όπως αυτά που ακούς σε κηδεία ή στην εκκλησία, όπου πρέπει να κάνεις ησυχία. Οι φίλοι µας, όµως, δεν γελούσαν ποτέ. «Πρέπει κι αυτοί οι άνθρωποι να ζήσουν!» είχε πει µια στενή µας φίλη, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε παρόµοιο εστιατόριο. Το πρωί της ηµέρας του δείπνου µας είχα σηκώσει πεντακόσια ευρώ από το ΑΤΜ. Είχα αποφασίσει να πληρώσω ολόκληρο τον λογαριασµό, συµπεριλαµβανοµένου και του πουρµπουάρ. Θα το έκανα γρήγορα, θα άφηνα τα δέκα πενηντάρικα στο πιατάκι, πριν προλάβει ο αδερφός µου να τραβήξει την πιστωτική του. Όταν στο τέλος της βραδιάς ακούµπησα τα τετρακόσια πενήντα ευρώ που µου έµεναν στο πιατάκι, ο µετρ νόµισε ότι αρχικά δεν είχα καταλάβει. Πήγε να πει κάτι. Ποιος ξέρει, ίσως ήθελε να πει ότι ένα πουρµπουάρ ύψους εκατό τοις εκατό ήταν µάλλον υπερβολικό, αλλά τον πρόλαβα. «Είναι για σένα» είπα. «Αν µου δώσεις τον λόγο
σου ότι δεν µε είδες στον κήπο µε τον γιο µου. Ποτέ. Ούτε τώρα. Ούτε σε µια βδοµάδα. Ούτε σ’ έναν χρόνο».
Ο Σερζ έχασε τις εκλογές. Στην αρχή οι ψηφοφόροι έδειξαν µια κάποια συµπάθεια για τον υποψήφιο µε το σηµαδεµένο πρόσωπο. Ένα ποτήρι λευκό κρασί –πιο σωστά: ένα ποτήρι λευκό κρασί σπασµένο ακριβώς πάνω από το πόδι– αφήνει περίεργες πληγές. Αφήνει κυρίως περίεργες ουλές, µε εξογκώµατα και κενά σηµεία όπου το παλιό πρόσωπο δεν θα επανέλθει ποτέ. Τους πρώτους δυο µήνες τον χειρούργησαν τρεις φορές. Μετά την τελευταία επέµβαση άφησε µούσι για ένα διάστηµα. Τώρα που το σκέφτοµαι, πιστεύω ότι το µούσι σηµάδεψε το σηµείο καµπής. Να τος, στη λαϊκή, στο εργοτάξιο, έξω από τις πύλες του εργοστασίου µοιράζοντας φυλλάδια µε το αντιανεµικό µπουφάν του – και µε µούσι. Στις δηµοσκοπήσεις ο Σερζ Λόµαν άρχισε να πέφτει δραµατικά. Αυτό που έµοιαζε µε βέβαιη νίκη πριν από λίγους µήνες µετατράπηκε τώρα σε ελεύθερη πτώση. Έναν µήνα πριν από τις εκλογές ο Σερζ ξύρισε το µούσι του. Ήταν µια τελευταία
πράξη απόγνωσης. Οι ψηφοφόροι είδαν το πρόσωπο µε τις ουλές. Αλλά είδαν και τα κενά σηµεία. Είναι περίεργο, και κατά κάποιον τρόπο άδικο, το τι µπορεί να κάνει ένα σηµαδεµένο πρόσωπο σε κάποιον. Κοιτούσες τα άδεια σηµεία και άθελά σου αναρωτιόσουν τι υπήρχε πριν σ’ εκείνα τα σηµεία. Η χαριστική βολή, πάντως, ήταν χωρίς αµφιβολία το µούσι. Ή µάλλον: πρώτα το µούσι κι ύστερα το ξύρισµα. Όταν ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Σερζ Λόµαν δεν ξέρει τι θέλει, ήταν το συµπέρασµα των ψηφοφόρων, κι έριξαν την ψήφο τους σ’ αυτό που ήξεραν ήδη: τον λεκέ στην ταπετσαρία. Ο Σερζ, εννοείται, δεν έκανε µήνυση. Μια µήνυση στη νύφη του, τη γυναίκα του αδερφού του, δεν θα έδινε βέβαια το σωστό µήνυµα. «Νοµίζω πως στο µεταξύ κατάλαβε» είπε η Κλερ λίγες βδοµάδες µετά το συµβάν στο καφέ. «Το είπε και µόνος του: ήθελε να λύσουµε τα προβλήµατα µέσα στην οικογένεια. Νοµίζω πως κατάλαβε ότι ορισµένα πράγµατα πρέπει απλούστατα να µένουν εντός οικογενείας». Ο Σερζ και η Μπαµπέτ είχαν άλλωστε κι άλλες έγνοιες στο κεφάλι τους. Όπως για παράδειγµα την εξαφάνιση του θετού γιου τους, του Μπο.
Δεν λυπήθηκαν ούτε κόπο ούτε χρήµα. Εκστρατεία µε φωτογραφίες σε εφηµερίδες και περιοδικά, αφίσες σ’ όλη τη χώρα, εµφάνιση στην τηλεόραση, στην εκποµπή Αγνοείται[2]. Στην εκποµπή αυτή ακούστηκε το µήνυµα που ο Μπο είχε αφήσει στον τηλεφωνητή της µητέρας του πριν από την εξαφάνισή του. Το κινητό της Μπαµπέτ ποτέ δεν βρέθηκε, αλλά το µήνυµα είχε σωθεί, αν και τώρα είχε λάβει διαφορετική φόρτιση απ’ ό,τι το βράδυ του δείπνου µας. «Μαµά, ό,τι κι αν γίνει… θέλω να σου πω ότι σ’ αγαπώ…» Θα µπορούσες να πεις ότι κίνησαν γη και ουρανό για να ξαναβρούν τον Μπο, αλλά υπήρχαν κι αµφιβολίες. Ένα εβδοµαδιαίο περιοδικό πολιτικού σχολιασµού υπαινίχτηκε πρώτο πως ίσως ο Μπο είχε µπουχτίσει τους θετούς γονείς του κι είχε γυρίσει στη χώρα καταγωγής του. «Καµιά φορά συµβαίνει στη “δύσκολη ηλικία”» έγραφε το άρθρο «τα υιοθετηµένα παιδιά να φεύγουν για ν’ αναζητήσουν τους φυσικούς γονείς τους. Ή τουλάχιστον να έχουν την περιέργεια να γνωρίσουν τη χώρα όπου γεννήθηκαν». Μια εφηµερίδα αφιέρωσε ολόκληρη σελίδα στην υπόθεση, όπου για πρώτη φορά τέθηκε δηµόσια
το ερώτηµα αν οι φυσικοί γονείς θα κατέβαλλαν µεγαλύτερες προσπάθειες για να βρουν το παιδί τους απ’ ό,τι οι θετοί γονείς. Αναφέρονταν παραδείγµατα θετών γονιών που τα παιδιά τους είχαν πάρει κακό δρόµο, κι εκείνοι σήκωναν τα χέρια ψηλά και τα εγκατέλειπαν. Τα προβλήµατα αποδίδονταν συχνά σε συνδυασµό πολλών παραγόντων. Ως σηµαντικότερος παράγοντας αναφερόταν η δυσκολία προσαρµογής σε µια διαφορετική κουλτούρα. Ακολουθούσαν οι «βιολογικοί» παράγοντες: τα «εργοστασιακά λάθη» που τα παιδιά είχαν κληρονοµήσει από τους φυσικούς γονείς τους. Και στην περίπτωση υιοθεσίας σε προχωρηµένη ηλικία έρχονταν να προστεθούν και οι εµπειρίες του παιδιού πριν από την ένταξή του στη νέα του οικογένεια. Ξαναθυµήθηκα το επεισόδιο στη Γαλλία, το πάρτι στον κήπο του αδερφού µου. Όταν οι γάλλοι χωρικοί είχαν πιάσει τον Μπο να κλέβει µια κότα και ο Σερζ είχε πει ότι τα δικά του τα παιδιά δεν θα ’καναν ποτέ τέτοιο πράγµα. Τα δικά του τα παιδιά, είχε πει, χωρίς να κάνει διάκριση. Σκέφτηκα και το καταφύγιο αδέσποτων ζώων. Ούτε εκεί ήξερες τι έχει υποστεί ένα γατί ή ένα σκυλί προτού το πάρεις σπίτι σου: µήπως το
έχουν δείρει, ή το είχαν κλεισµένο µέρες ολόκληρες σε ένα υπόγειο. Δεν είχε σηµασία. Αν το γατί ή το σκυλί αποδεικνυόταν ανυπάκουο, το πήγαινες πίσω. Στο τέλος του άρθρου έµπαινε το ερώτηµα αν οι φυσικοί γονείς θα αργούσαν περισσότερο να εγκαταλείψουν στην τύχη του ένα δύσκολο ή παραστρατηµένο παιδί. Ήξερα την απάντηση, αλλά έδωσα το άρθρο πρώτα στην Κλερ να το διαβάσει. «Τι λες εσύ;» τη ρώτησα όταν το τελείωσε. Καθόµασταν στο τραπεζάκι της κουζίνας, µπροστά στα υπολείµµατα του πρωινού µας. Οι ακτίνες του ήλιου φώτιζαν τον κήπο και τον πάγκο της κουζίνας. Ο Μισέλ είχε πάει για ποδόσφαιρο. « Έχω αναρωτηθεί συχνά αν ο Μπο θα εκβίαζε τον αδερφό και τον ξάδερφό του αν ήταν πραγµατικός συγγενής τους» είπε η Κλερ. «Φυσικά και τα πραγµατικά αδέρφια τσακώνονται, ενίοτε κόβουν κάθε σχέση και δεν µιλιούνται. Αλλά παρ’ όλα αυτά, την κρίσιµη στιγµή… Σε ζητήµατα ζωής και θανάτου, τότε συµπαραστέκονται ο ένας τον άλλον». Τότε η Κλερ έβαλε τα γέλια. «Τι είναι;» ρώτησα.
«Τίποτα, ακούω ξαφνικά τον εαυτό µου να µιλάει» είπε χωρίς να πάψει να γελάει. «Γι’ αδέρφια. Και το λέω σ’ εσένα!» «Ναι» απάντησα. Τώρα γέλασα κι εγώ. Μείναµε αµίλητοι για λίγο. Πού και πού κοιταζόµασταν µόνο. Σαν αντρόγυνο. Σαν δυο µέλη µιας ευτυχισµένης οικογένειας, σκέφτηκα. Φυσικά είχαν συµβεί διάφορα, αλλά τον τελευταίο καιρό τα σκεφτόµουν όλο και πιο συχνά σαν ναυάγιο. Μια ευτυχισµένη οικογένεια επιβιώνει από ένα ναυάγιο. Δεν εννοώ ότι έπειτα απ’ αυτό η οικογένεια µπορεί να γίνει ακόµα πιο ευτυχισµένη. Αλλά ούτε πιο δυστυχισµένη γίνεται. Η Κλερ κι εγώ. Η Κλερ και ο Μισέλ κι εγώ. Μοιραζόµασταν κάτι. Κάτι που προηγουµένως δεν υπήρχε. Εντάξει, δεν µοιραζόµασταν το ίδιο ακριβώς πράγµα, αλλά ίσως δεν ήταν απαραίτητο. Δεν ήταν ανάγκη να ξέρουµε τα πάντα οι µεν για τους δε. Τα µυστικά δεν εµποδίζουν την ευτυχία. Σκέφτηκα τη νύχτα, µετά το τέλος του δείπνου µας. Έµεινα για λίγο µόνος στο σπίτι προτού γυρίσει ο Μισέλ. Στο σαλόνι έχουµε µια ξύλινη συρταριέρα αντίκα όπου η Κλερ φυλάει τα πράγµατά της. Ανοίγοντας το πρώτο συρτάρι,
είχα ήδη την αίσθηση πως έκανα κάτι για το οποίο θα µετάνιωνα αργότερα. Θυµήθηκα την περίοδο που η Κλερ ήταν στο νοσοκοµείο. Μια φορά τής είχαν κάνει µια εξέταση, µια ενδοσκόπηση, στην οποία είχα παρευρεθεί. Καθόµουν σε µια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της και της κρατούσα το χέρι. Ο γιατρός µε κάλεσε να κοιτάξω κι εγώ το µόνιτορ, καθώς έβαζαν κάτι µέσα στο σώµα της γυναίκας µου – ένα σωληνάκι, έναν καθετήρα, µια κάµερα. Έριξα µια µατιά όλη κι όλη κι ύστερα απέστρεψα γρήγορα το βλέµµα µου. Όχι επειδή δεν άντεχα να βλέπω τις εικόνες, ή επειδή φοβήθηκα µη λιποθυµήσω, όχι, άλλος ήταν ο λόγος. Δεν έχω το δικαίωµα, σκέφτηκα. Ήµουν, λοιπόν, έτοιµος να σταµατήσω – όταν βρήκα αυτό που έψαχνα. Στο πάνω πάνω συρτάρι υπήρχαν παλιά γυαλιά ηλίου, κορδέλες για τα µαλλιά, και σκουλαρίκια που δεν φορούσε πια. Στο δεύτερο συρτάρι, όµως, υπήρχαν διάφορα χαρτιά: µια κάρτα µέλους στη λέσχη του τένις, η ασφάλεια του ποδηλάτου της, µια ληγµένη άδεια στάθµευσης κι ένας φάκελος µε το όνοµα ενός νοσοκοµείου στην κάτω αριστερή γωνία του. Το όνοµα του νοσοκοµείου όπου είχε χειρουργηθεί η Κλερ, αλλά και το νοσοκοµείο
όπου είχε γεννήσει τον Μισέλ. «Αµνιοκέντηση» ήταν τυπωµένο πάνω πάνω στο χαρτί που έβγαλα από τον φάκελο και στη συνέχεια ξεδίπλωσα. Ακριβώς από κάτω είχε δυο τετραγωνάκια, ένα «αγόρι», ένα «κορίτσι». Το τετραγωνάκι µε το «αγόρι» ήταν σηµαδεµένο µ’ ένα ν. Η Κλερ ήξερε ότι θα αποκτούσαµε αγόρι, αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που µου ήρθε στο µυαλό. Αλλά δεν µου το είχε πει. Και να ’ταν µόνο αυτό: ως την τελευταία µέρα, ως τη γέννα, συνεχίζαµε να σκεφτόµαστε κοριτσίστικα ονόµατα. Για τ’ αγορίστικα ονόµατα δεν υπήρχε θέµα: είχαµε αποφασίσει χρόνια προτού µείνει έγκυος η Κλερ ότι αν κάναµε αγόρι θα το βγάζαµε «Μισέλ». Αν ήταν κορίτσι, όµως, αµφιταλαντευόµασταν ανάµεσα στο «Λάουρα» και το «Γιούλια». Ακολουθούσε µια ολόκληρη στήλη αριθµών γραµµένων µε το χέρι. Μερικές φορές επίσης διάβασα τη λέξη «καλό». Πιο κάτω είχε ένα τετραγωνάκι περίπου πέντε επί τρία εκατοστά κάτω από την επιγραφή «Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά». Το τετραγωνάκι ήταν πυκνογραµµένο µε τον ίδιο δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα που είχε συµπληρώσει τους αριθµούς πιο πάνω κι είχε τσεκάρει το τετράγωνο
«αγόρι». Άρχισα να διαβάζω. Και αµέσως σταµάτησα πάλι. Αυτή τη φορά δεν σταµάτησα επειδή θεωρούσα ότι δεν είχα το δικαίωµα. Όχι, άλλος ήταν ο λόγος. Πρέπει να το ξέρω; αναρωτήθηκα. Θέλω να το ξέρω; Θα µας κάνει πιο ευτυχισµένους ως οικογένεια; Κάτω από το τετράγωνο το πυκνογραµµένο, υπήρχαν δύο µικρότερα. «Απόφαση γιατρού/ νοσοκοµείου» ήταν τυπωµένο δίπλα στο ένα. «Απόφαση γονέων» δίπλα στο άλλο. Το τετραγωνάκι «Απόφαση γονέων» ήταν τσεκαρισµένο. Απόφαση γονέων έλεγε. Όχι απόφαση γονέα. Ή απόφαση µητέρας. Απόφαση γονέων. Αυτές τις δυο λέξεις θα τις κουβαλάω µέσα µου αποδώ και στο εξής, σκέφτηκα ενώ ξανάχωσα το έντυπο µέσα στον φάκελο και ξανάβαλα τον φάκελο στη θέση του, κάτω από τη ληγµένη άδεια στάθµευσης. «Απόφαση γονέων» είπα δυνατά κλείνοντας το συρτάρι. Όταν γεννήθηκε, όλοι, ακόµα κι οι γονείς κι οι άλλοι στενοί συγγενείς της Κλερ, είπαν ότι ο Μισέλ ήταν φτυστός εγώ. «Σαν αντίγραφο!»
αναφωνούσαν οι επισκέπτες της λεχώνας µόλις σηκώναµε τον Μισέλ από την κούνια του. Η Κλερ γελούσε κι αυτή. Η οµοιότητα ήταν τόσο χτυπητή, που δεν χωρούσε αµφισβήτηση. Αργότερα άλλαξε κάπως, όσο µεγάλωνε ο Μισέλ, µπορούσε κανείς µε αρκετή προσπάθεια και µε µπόλικη καλή θέληση να αναγνωρίσει πάνω του και κάποια χαρακτηριστικά της µητέρας του. Τα µάτια του κυρίως, και κάτι στο σηµείο ανάµεσα στο πάνω χείλι και τη µύτη του. Σαν αντίγραφο. Αφού έκλεισα το συρτάρι, άκουσα το µήνυµα στον τηλεφωνητή του σταθερού µας. «Καλησπέρα, αγάπη µου!» άκουσα τη φωνή της γυναίκας µου. «Τι κάνεις; Βαρέθηκες µόνος σου;» Και στη σιωπή που ακολούθησε, ξεχώρισα καθαρά τους θορύβους του εστιατορίου: οµιλίες, ένα πιάτο που στοιβαζόταν πάνω σ’ ένα άλλο. «Όχι, δεν ήπιαµε ακόµη καφέ, σε καµιά ωρίτσα θα είµαστε σπίτι. Προλαβαίνεις να συµµαζέψεις, λοιπόν. Τι έφαγες;» Κι άλλη σιωπή. «Ναι…» Σιωπή. «Όχι…» Σιωπή. «Ναι». Ήξερα πώς λειτουργούσε ο τηλεφωνητής µας. Πατώντας το τρία, το µήνυµα έσβηνε. Ο αντίχειράς µου βρισκόταν κιόλας στο τρία.
«Γεια σου, αγάπη µου, φιλάκια». Πάτησα το κουµπί. Μισή ώρα αργότερα γύρισε ο Μισέλ. Με φίλησε στο µάγουλο και µε ρώτησε πού ήταν η µαµά. Του απάντησα πως θα ερχόταν αργότερα, θα του τα εξηγούσα όλα σε λίγο. Οι αρθρώσεις του αριστερού του χεριού ήταν γδαρµένες, πρόσεξα. Ήταν αριστερόχειρας, όπως εγώ, και στη ράχη του χεριού του υπήρχε και ξεραµένο αίµα. Μόνο τότε τον κοίταξα καλά, από την κορφή ως τα νύχια. Είδα αίµα και στο αριστερό του φρύδι, υπήρχε ξεραµένη λάσπη στο µπουφάν του κι ακόµα περισσότερη λάσπη στα άσπρα αθλητικά του. Τον ρώτησα πώς τα πήγαν. Και µου είπε. Μου είπε ότι το φιλµάκι Men in Black III είχε κατέβει από το YouTube. Στεκόµασταν ακόµη στο χολ. Κάποια στιγµή, εκεί που µου µιλούσε, ο Μισέλ σταµάτησε και µε κοίταξε. «Μπαµπά!» είπε. «Τι; Τι είναι;» «Το ξανάκανες! Τώρα!» «Τι; Τι πράγµα;» «Γελάς! Το έκανες και τότε, όταν σου πρωτοµίλησα για το ΑΤΜ. Θυµάσαι; Στο δωµάτιό
µου; Όταν σου είπα για τη λάµπα, άρχισες να γελάς, κι όταν έφτασα στο µπιτόνι, γελούσες ακόµη». Με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ. Κοίταξα τον γιο µου στα µάτια. «Και τώρα πάλι γελάς» είπε. «Θέλεις να συνεχίσω; Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να τ’ ακούσεις όλα;» Δεν είπα τίποτα. Μόνο κοιτούσα. Τότε ο Μισέλ έκανε ένα βήµα µπροστά, τύλιξε τα χέρια γύρω µου και µε έσφιξε επάνω του. «Μπαµπάκα µου» είπε.
Σηµειώσεις
1. Opsporing Verzocht. (Σ.τ.Μ.) 2. Vermist. (Σ.τ.Μ.)