)
Π Α Ν ΕΠ ΙΣΤΗ Μ ΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ
OXFORD UNI VE R S I T Y PRESS
ΙΣΤΟΡΙΑ TOY
ΒΥΖΑΝΤΙ ΟΥ
το υ Β υ ζ α ν τ ίο υ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ CYRIL MANGO:
Ιστορία του Βυζαντίου
Τίτλος πρωτοτύπου: Cyril Mango, The Oxford History o f Byzantium, Oxford University Press, 2002
Διεύθυνση σειράς: Χάρης Βλαβιανός
Η παρούσα έκδοση είχε την οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου
ISBN: 960-211-742-7 © Oxford University Press 2002 © Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης 2002 The Oxford History of Byzantium was originally published in English in 2002. This transla tion is published by arrangement with Oxford University Press. Η Ιστορία του Βυζαντίου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά το 2002. Η παρούσα μετάφραση δημοσιεύεται κατόπιν συμφωνίας με τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. © For the Greek language Nefeli Publishers 6, Asklipiou str, Athens 106 80, tel: +30 210 3639962 - fax: +30 210 3623093 © Γ ι α την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Ασκληπιού 6, Αθήνα 106 80, τηλ.: 210 3639962 - fax: 210 3623093 e-mail:
[email protected] - www.nnet.gr
i ■
Π Α Ν ΕΠ ΙΣΤΗ Μ ΙΟ Τ Η Σ ΟΞΦ Ο ΡΔΗ Σ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Cyril Mango ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Όλγα Καραγιώργου ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Γιασμίνα Μωυσείδου
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ΝΕΦΕΛΗ
ΑΘΗΝΑ 2 0 0 6
Πρόλογος
Δεν πρόκειται, να επαναλάβω τη στερεότυπη φράση ότι οι βυζαντινές σπουδές ήταν και συνεχίζουν να είναι αδικαιολόγητα παραμελημένες. Αυτό μπορεί να ίσχυε πριν από 100, ίσως και 50 χρόνια, αλλά σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. Η περιφρονητική μεταχείριση του Βυζαντίου από μελετητές όπως ο Μοντεσκιέ και ο Εδουάρδος Γίββων διατήρησε κάποια από την κακεντρέχειά της και στη βικτωριανή εποχή, αλλά άρχισε να απορρίπτεται πολύ πριν το τέλος του 19ου αιώνα, προς όφελος μιας πιο θετικής θεώρησης. Οι βυζαντινές σπουδές δεν απουσιάζουν πια από τα πανεπιστημιακά πρόγραμμα σπου δών, έστω και εάν δεν εμφανίζονται σε πλήρη ανάπτυξη όπως κάποιοι θα επιθυμούσαν. Ο βυζαντινός πολιτισμός αποτελεί σήμερα αντικείμενο μελέτης σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια' περισσό τερα από μία δωδεκάδα διεθνή επιστημονικά περιοδικά είναι αφιερω μένα αποκλειστικά στην παρουσίαση υλικού βυζαντινολογικού ενδιαφέ ροντος' ο όγκος της σχετικής βιβλιογραφίας έχει αυξηθεί σε ανησυχη τικό βαθμό' ο αριθμός των συνεδρίων, των συμποσίων, των συνεδρίων στρογγυλής τραπέζης και των «συναντήσεων εργασίας» έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις εκθέσεις βυζαντινών αντικειμένων τέχνης. Στο τελευταίο Διεθνές Συμπόσιο Βυζαντινών Σπουδών (Παρίσι, 2001) συμμετείχαν 1.000 σύνεδροι. Η «αποκατάσταση» του Βυζαντίου αποτελεί ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ιστορικής σκέψης και των αισθητικών τάσεων κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα. Αυτό που αρχικά εθεωρείτο ως μονότονη αφήγηση δολοπλοκιών, παρακμής και ηθικού ξεπεσμού έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα αισθησιακό και πολύχρωμο έπος' αυτό που κατά τον Γίββωνα ήταν προκατάληψη εμφανίζεται τώρα ως πνευματικότητα' μια τέχνη που αρχικά είχε διακωμωδηθεί ως αδέξια και άψυχη αποτέλεσε στις αρχές του 20ού αιώνα πηγή έμπνευσης στην εκστρατεία ενα ντίον του απονεκρωμένου ακαδημαϊκού κλασικισμού. Σημειώθηκαν, άρα γε, αυτές οι αλλαγές, επειδή είμαστε τώρα πολύ καλύτερα πληροφορημένοι απ’ ό,τι οι προπαππούδες μας; Οι γνώσεις μας για τον «υλικό πο-
8
Π ΡΟΛ ΟΓΟΣ
λιτισμό» του Βυζαντίου σίγουρα έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά μετά το 1850, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο για τις γραπτές πηγές μας. Ουσιαστικά όλα τα βυζαντινά κείμενα που διαβάζουμε σήμερα ήταν εξίσου προσιτά και το 1850, σε περίπτωση που κάποιος επιθυμούσε να τα συμβουλευτεί. Το Βυζάντιο δεν έχει αλλάξει: αυτό που άλλαξε είναι η στάση μας, η οποία αναμφίβολα θα αλλάξει και πάλι στο μέλλον. Το Βυζάντιο δεν έχει ανάγκη υπεράσπισης. Ο καίριος ρόλος του στην ιστορία της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής αποτελεί ιστορικό προη γούμενο. Η φιλολογική του παράδοση (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσου με αυτό τον όρο για το σύνολο των γραπτών πηγών) είναι εκτενέστατη και έχει υποστεί ελάχιστες σημαντικές απώλειες. Η παρακαταθήκη του σε λίθινα, ζωγραφικά και άλλα υλικά κατάλοιπα είναι πιο αποσπασμα τική, αλλά αρκετά αντιπροσωπευτική αυτού που δεν υπάρχει πια. Με αυτά τα δεδομένα είναι δυνατό —αν και δεν θα συμφωνήσουν όλοι με το αποτέλεσμα— να διατυπώσει κανείς μια καλά τεκμηριωμένη άποψη για το βυζαντινό επίτευγμα σε σύγκριση με άλλους σύγχρονους πολιτισμούς, κυρίως σε .σύγκριση με τον πολιτισμό της μεσαιωνικής Δύσης και του Ισλάμ. Πολύ σπάνια έχουν επιχειρηθεί τέτοιου είδους συγκρίσεις. Η έντονη επιθυμία να ερμηνευτούν και να αμφισβητηθούν εκ νέου καθιερωμένες απόψεις δεν έχει επηρεάσει τη βυζαντινή ιστορία περισ σότερο απ’ ό,τι την ιστορία άλλων ιστορικών περιόδων. Σε πολλά ζη τήματα γενικότερης σπουδαιότητας δεν υπάρχει πια ομοφωνία εκ μέ ρους των ερευνητών. Κατά συνέπεια, δεν προσπάθησα να επιβάλω ούτε τις δικές μου απόψεις ούτε μια κοινή γραμμή στα κείμενα που δημο σιεύονται σε αυτό τον τόμο. C. Μ.
Ε υ χ α ρ ισ τίε ς
Ο επιμελητής της έκδοσης Cyril Mango θα ήθελε να ευχαριστήσει ιδιαί τερα τη Marlia Mundell Mango για τον σχεδίασμά της εικονογράφησης αυτού του τόμου καθώς και τους επιστήμονες ή/τα ερευνητικά κέντρα για την υποστήριξή τους και τη βοήθειά τους στην αναζήτηση και τον εντοπισμό μεμονωμένων φωτογραφιών και σχεδίων:
Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου (Αθήνα) S. Assersohn (OUP, Οξφόρδη) J. Baity (Βρυξέλλες) L. Brubaker (Μπέρμιγχαμ) Μονή Αγ(ας Αικατερίνης, Σινά A. Ertug (Κωνσταντινούπολη) A. Guillou (Παρίσι) R. Hoyland (Οξφόρδη) C. Lightfoot (Νέα Τόρκη) J. McKenzie (Οξφόρδη) X. Πέννας (Αθήνα) Γ. Πετσόπουλος (Λονδίνο) Μ. Piccirillo (Μήδαβα)
Ν. Pollard (Οξφόρδη) J. Raby (Οξφόρδη) L. Schachner (Οξφόρδη) I. Sevcenko (Κέμπριτζ, Μασσαχουσέτη) J. Shepard (Οξφόρδη) R. R. R. Smith (Οξφόρδη) Α.-Μ. Talbot, Βιβλιοθήκη και Συλλογή του Dumbarton Oaks (Ουάσινγκτον) Ν. Thierry (Etampes) S. Tipping (OUP, Οξφόρδη) L. Treadwell (Οξφόρδη)
To Ευρετήριο της αγγλικής έκδοσης συνέταξε η Meg Davies.
Π ε ρ ιε χ ό μ ε ν α
Κατάλογος ειδικών κεφαλαίων
12
Κατάλογος έγχρωμων πινάκων
13
Κατάλογος χαρτών και σχεδίων
17
Συγγραφείς
19
Εισαγωγή
21
CYRI L MANGO
1. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο έως τον Ηράκλειο (306-641)
43
P E T E R SARRI S t
2. Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο
103
CLI VE FOSS
3. Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός
134
CYRI L MANGO
4. Η άνοδος του Ισλάμ
171
ROBERT HOYLAND
5. Ο αγώνας για επιβίωση (641-780)
181
WARREN TREADGOLD
6. Εικονομαχία
212
PATRI CI A KARLI N- H AY TER
7. Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204)
232
PAUL MAGDALI NO
8. Η αναβίωση των γραμμάτων και των τεχνών
286
CYRI L MANGO
9. Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού: Οι βυζαντινές ιεραποστολές J ONATHAN SHEPARD
314
12
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
10. Ο διαμελισμός (1204-1453)
336
S T E P HE N W. RE I NE RT
11. Τα γράμματα και οι τέχνες την εποχή των Παλαιολόγων
380
IΗ Ο R SEVCENKO
12. Προς την κατεύθυνση ενός ελληνοφραγκικού πολιτισμού ELI ZABET H J E F F R E YS ΚΑΙ
392
CYRI L MANGO
Χρονολογώ
415
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
423
Προέλευση εικόνων Ευρετήριο
Όψεις της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου
'
431 435
41
CYRI L MANGO
Η κοινωνική θέση και τα σύμβολά της
90
MARLI A MUNDELL MANGO
Κωνσταντινούπολη
96
CYRI L MANGO
Το προσκύνημα των ιερών τόπων
165
MARLI A MUNDELL MANGO
Εικόνες
209
CYRI L MANGO
Εμπόριο
224
MARLI A MUNDELL MANGO
Μοναχισμός MARLI A MUNDELL MANGO
280
Κ α τ ά λ ο γ ο ς έ γ χ ρ ω μ ω ν π ιν ά κ ω ν
Ψηφιδωτό πλαίσιο με φυτική σπείρα. Μεγάλο Παλάτι, Κωνστα ντινούπολη. 6ος αιώνας. 145 Cyril Mango
Αυτοκρατορικό παλάτι Ραβέννας. Ναός Αγίου Απολλιναρίου του Νέου. 6ος αιώνας.
145
Scala, Φλωρεντία
Εσωτερική άποψη του ναού του Αγίου Βιταλίου, Ραβέννα.
146
Dagli Orti / Αρχείο Τέχνης
Ψηφιδωτό με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και την ακολουθία της, Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα.
147
Dagli Ortiy Αρχείο Τέχνης
Εξωτερική άποψη του ναού της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη. 6ος αιώνας.
148
F.H.C. Birch /Sonia Halliday Photographs
To θέατρο της Σίδης. 2ος αιώνας.
149
F.H.C. Birch /Sonia Halliday Photographs
Επιχρυσωμένος αργυρός δίσκος. 6ος αιώνας.
150
Dumbarton Oaks, Ουάσινγκτον
Η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, Κωνσταντινούπολη, 381. Μικρογραφία. Περίπου 880 μ.Χ.
150
Ε θνική Β ιβλιοθήκη Γ α λλίας, cod. gr. 510 f. 355r
Λουτρό της περιόδου των Ομμεϋαδών, Qusayr ‘Amra. Τοιχογραφία. Περίπου 715 μ.Χ.
151
Marlia Mundell Mango
Παλάτι της περιόδου των Ομμεϋαδών, Khirbet al-Mafjar κοντά στην Ιεριχώ. Ψηφιδωτό δάπεδο. Περίπου 743 μ.Χ. Scala, Φλωρεντία
151
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΧΡΩΜΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ
Το καθολικό της Μονής Λατόμου, Θεσσαλονίκη. Ψηφιδωτό, 6ος αιώνας. ,
151
Cyril Mango
Η κεφαλή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη.
151
Cyril Mango
Εσωτερική άποψη του Θόλου του Βράχου των Ομμεϋαδών, Ιερουσαλήμ. 691-2 μ.Χ.
152
Jean-Louis Nou/AKG Λονδίνο
Εικόνα που απεικονίζει τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας. 15ος αιώνας.
289
© British Museum
Λεπτομέρεια της Pala d’ Oro, Άγιος Μάρκος, Βενετία. 1105.
290
Scala, Φλωρεντία
Ο Μανουήλ Κομνηνός με τη Μαρία της Αντιόχειας. Μικρογραφία.
291
© Biblioteca Apostolica Vaticana, MS gr. 1176
To όραμα του Ιεζεκιήλ. Μικρογραφία. Περίπου 880 μ.Χ.
292
Biblioteque rationale de France, MS gr. 510 f. 438v
Ο Μωυσής παραλαμβάνει τις Δέκα Εντολές. Μικρογραφία. 10ος αιώνας.-
293
© Biblioteca Apostolica Vaticana, Cod. Reg. Gr. 1 f. 155v
Προτομές των μικρών προφητών.Μικρογραφία. 10ος αιώνας.
294
Biblioteca Nationale Universitaria, Τορίνο, MS Β.1.2 f. llv-12r/Index, Φλωρεντία
Ελεφαντοστέϊνο τρίπτυχο σε ελεφαντοστούν που παριστάνει τη Δέηση. 10ος αιώνας.
295
Scala, Φλωρεντία
Δισκοπότηρο από σαρδόνυχα και επιχρυσωμένο άργυρο. Άγιος Μάρκος, Βενετία, Ιος/ΙΟος αιώνας.
295
Scala, Φλωρεντία
Η Πεντηκοστή. Ψηφιδωτό στον ναό του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα. 11ος αιώνας.
296
Tony Gervis / Picture Library Robert Harding
Η Δέηση. Ψηφιδωτό, Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη. 13ος αιώνας. Dagli Orti / The Art Archive
401
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΧΡΩΜΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ
Μεταξωτό λάβαρο με τον αρχάγγελο Μιχαήλ.
Γ5
402
Galleria Nazionale delle Marche, Ουρμπίνο, φωτ.: Soprintendenza P.S.A.D. delle Marche/ Index, Φλωρεντία
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, ναός της Αγίας Τριάδας, Σοποτσάνη, Σερβία. Περίπου 1265.
402
Scala, Φλωρεντία
Το κάστρο Rumeli Hisari, Βόσπορος, 1452.
403
Τ. Bognar / Art Directors & TRIP
To αρχικό γράμμα B από λατινικό ψαλτήριο. Περίπου 1235.
404
Biblioteca Riccardiana, Φλωρεντία, MS Rice 323c 14v, φωτ.: Donato Pineider
Η Σταύρωση. Εικόνα. 13ος αιώνας.
405
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά
Ο Δαβίδ παίζει άρπα. Μικρογραφία από ψαλτήριο. 10ος αιώνας.
406
Biblioteque nationale de France, MS gr. 139
Ο Δαβίδ παίζει άρπα. Μικρογραφία σε ψαλτήριο του 13ου αιώνα.
406
© Biblioteca Apostolica Vaticana, Cod. Pal. Gr. 381b f. 1v-1lr
Τρίπτυχο της Pieta, που αποδίδεται στον Νικόλαο Τζαφούρη, Κρήτγ]. 1489-1500.
407
Ashmolean Museum, Οξφόρδη
Η Κοίμηση και η Ανάληψη της Θεοτόκου, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Σύρος. Περίπου 1567. Κώστας Ξενικάκης
408
Κ α τ ά λ ο γ ο ς χ α ρ τώ ν κ α ι σ χε δ ίω ν
ΧΑΡΤΕΣ
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, περίπου 390
60
Η εμπόλεμη ζώνη μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας
69
Η αυτοκρατορία του Ιουστινιανού το 565
82
Προ-ισλαμική Αραβία
172
Η αυτοκρατορία το 780
182
Οι βόρειοι γείτονες της αυτοκρατορίας
241
Η αυτοκρατορία στα μέσα του 11ου αιώνα
242
Η αυτοκρατορία κατά τον 12ο αιώνα _ 1 Η αυτοκρατορία στο β' μισό του Μου αιώνα
254 356
ΣΧΕΔΙΑ
Πολεοδομικό σχέδιο Κωνσταντινουπόλεως
95
Πολεοδομικό σχέδιο Αντιόχειας
95
Πολεοδομικό σχέδιο Αλεξανδρείας
95
Δημόσια λουτρά στην Αλεξάνδρεια
108
Πολεοδομικό σχέδιο Εφέσου
111
Κάτοψη και αναπαράσταση του καταστήματος ενός βαφέα υφασμάτων στις Σάρδεις
117
Πολεοδομικό σχέδιο Σίδης
119
Πολεοδομικό σχέδιο Απάμειας
119
Πολεοδομικό σχέδιο Πρώτης Ιουστινιανής
124
Πολεοδομικό σχέδιο Dar Qita
127
Τοπογραφικό σχέδιο της Ιερουσαλήμ με τους κύριους σταθμούς των προσκυνηματικών ταξιδιών
165
ι8
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ
Τοπογραφικά που εμφανίζουν τη συρρίκνωση ορισμένων πόλεων στην πάροδο του χρόνου
199
Τοπογραφικό σχέδιο Θεσσαλονίκης
200
Οι κύριοι τύποι αμφορέων που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά προϊόντων στην ανατολική Μεσόγειο κατά την' Υστερη Αρχαιότητα 225 Τύποι μεσαιωνικών αμφορέων για τη μεταφορά προϊόντων
225
Κάτοψη της Ροτόντας στην Πρεσθλάβα
237
Τοπογραφικό σχέδιο Αμορίου
268
Σχέδιο της Αγοράς της Κορίνθου
268
Τειχισμένες μονάδες του μοναστηριακού συγκροτήματος (λαύρας) των Κελλίων στην Αίγυπτο
282
Σχεδιαστική απόδοση της κοινοβιακής Μονής του Αγίου Μαρτυ ρίου 282 Κάτοψη της Μονής του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα
283
Αναπαράσταση της εξωτερικής ανατολικής πλευράς και κάτοψη της Αγίας Σοφίας Κιέβου
333
O C L I VE F o s s είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης στη Βοστώνη και συγγραφέας των έργων B yzantine a n d Turkish Sardis (1976)' Ephesus a fter A ntiquity (1979). O R O B E R T HOYLAND είναι υπότροφος του Leverhulme Research Fellowship, μέλος του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστη μίου της Οξφόρδης και συγγραφέας των έργων S eein g Islam as Others Saw It (1997) ' Arabia a n d th e Arabs fr o m th e Bronze A ge to th e C om ing o f Islam (2001). H E L I Z A B E T H J E F F R E Y S είναι καθηγήτρια της Βυζαντινής και Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην έδρα Bywater και Sotheby στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μέλος του κολλεγίου Exeter. Έχει συνεργαστεί στη συγγραφή των έργων Studies in Jo h n M alalas (1990)’ The War o f Troy (1996)’ D igenis Akritis (1998). H P ATRI CI A K a r l i n - H A Y T E R έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια του Μπέρμπιγχαμ και του Μπέλφαστ και είναι συγγραφέας των έργων Vila E uthym ii P a tria rch a e C onstantinopolitani (1970)’ Studies in Byzan tin e P olitica l H istory (1981). O P AUL MAGDALI NO είναι καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του St Andrews και συγγραφέας των έργων The Empire o f M anuel I K om nenos (1993)' C onstantinople m ed ieva le (1996). 0 C Y R I L M a n g o είναι ομότιμος καθηγητής της έδρας Bywater και Sotheby στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας των έργων B yzantium : The Empire o f New R om e (1980)' Le D eveloppem ent urbain d e C onstantinople, TVe-Vlle siecles (1985)' (σε συνεργασία με τον R. Scott), The C hronicle o f T heophanes C onfessor (1997).
H MAR L I A M U N D E L L - M A N G O είναι λέκτορας της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέλος του κολεγίου St John’s και συγγραφέας των έργων S ilver fr o m E arly Βγζαη-
ΣΥ ΓΓ ΡΑ Φ Ε ΙΣ
tium : The K aper K oraon a n d R elated Treasures (1986)’ (σε συνεργασία με την A. Bennett), The Sevso Treasure. P art I (1994). O S T E P H E N W. R E I N E R T είναι αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντι νών και Πρώιμων Τουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Rutgers, συγγραφέας πολυάριθμων άρθρων και κύριος επιμελητής έκδοσης του έργου To H ellenikon: S tudies in H onor o f Speros Vryonis, Jr. (1993).
0 P E T E R S AR R I S είναι λέκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανε πιστήμιο του Κέμπριτζ, μέλος του κολλεγίου Trinity και συγγραφέας του έργου E conom y a n d S ociety in th e Age o f Ju stin ia n : The Oxford H istory o f M edieval Europe, 500-700 (ετοιμάζεται). v
O l H O R S E VCENKO είναι ομότιμος καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας
στο Πανεπιστήμιο Harvard (Dumbarton Oaks) και συγγραφέας των έργων La Vie in tellectu elle et p olitiq u e a B yzance sous les p rem iers P aleolo gu es (1962)' B yzantium a n d th e Slavs in Letters a n d C ulture (1991). O J O N A T H A N S HE P AR D ήταν λέκτορας Ρωσικής Ιστορίας στο Πα νεπιστήμιο του Κέμπριτζ, συνεκδότης του έργου B yzantine D iplom acy (1992) και συγγραφέας (σε συνεργασία με τον S. Franklin) του έργου The E m ergen ce o fR u s, 750-1200 (1996). Ο WA R R E N T R E ADGO L D είναι καθηγητής Ιστορίας της Ύστερης
Αρχαιότητας και του Βυζαντίου στο Πανεπιστήμιο Saint Louis και συγγραφέας των έργων B yzantium a n d its Army (1995)’ A H istory o f th e B yzantine State a n d S ociety (1997).
Εισ α γ ω γ ή CYRIL
M AN GO
Βυζάντιον, λατινιστί Byzantium, ήταν η ονομασία μιας ελληνικής αποι κίας στο στόμιο του θρακικού Βοσπόρου, σε μια θέση εξαιρετικής φυσι κής ομορφιάς και σπουδαίας στρατηγικής σημασίας. Περίπου μία χιλιε τία μετά την ίδρυσή του, ο Μέγας Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο ως την αυτοκρατορική του έδρα (324 μ.Χ.) και το μετονόμασε σε C onstantinopolis nova (ή altera) R om a. Μια ενέργεια αυτού του είδους δεν ήταν ασυνήθιστη για την εποχή: ο μέγας προκάτοχος του Κωνσταντίνου, ο Διοκλητιανός (284-305), είχε ήδη εγκαταστήσει την έδρα του στη Νικο μήδεια (σημερινό Izmit) και είχε προσπαθήσει «να την κάνει αντάξια της Ρώμης». Αλλά ενώ η Νικομήδεια και ορισμένες άλλες εφήμερες πρω τεύουσες έχασαν σύντομα το κύρος τους, η Κωνσταντινούπολη αποδεί χθηκε μακροπρόθεσμα επιτυχής επιλογή και παρέμεινε «η Βασιλεύουσα Πόλη» για τους επόμενους 11, ή μάλλον 16 αιώνες, εάν συνυπολογίσουμε και τους πέντε αιώνες υπό τους Οθωμανούς σουλτάνους. Από ιστορική άποψη, η εμπνευσμένη ενέργεια του Κωνσταντίνου εξελήφθη ως κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήταν, δηλαδή ως translatio imperii, ένα νέο ξεκίνημα σε νέο χώρο υπό την αιγίδα μιας νέας θρησκείας —μια. ανανέωση, ωστόσο, που δεν προκάλεσε καμία ρήξη με το παρελθόν. Η Νέα Ρώμη εμπεριείχε την Παλαιά. Υπήρχαν εξάλλου φήμες ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε το Παλλάδιο της Τροίας κρυφά από τη Ρώμη και το έθαψε κάτω από τον επιβλητικό κίονα από πορφυρίτη λίθο τον οποίο ανήγειρε στην Κωνσταντινούπολη, και ο οποίος παρά τις διάφορες περιπέτειές του ανά τους αιώνες, στέκεται ακόμα στη θέση του. Η Ανθούσα, η μυστηριακή θεά Τύχη στην οποία ήταν αφιερωμένη η Κωνσταντινούπολη, ήταν αντίγραφο της θεάς Flora στην οποία ήταν αφιερωμένη η Ρώμη. Οι διάδοχοί του Κωνσταντίνου συνέχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους νόμιμους αυτοκράτορες της Ρώμης, ακριβώς όπως και οι υπήκοοί τους συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται «Ρωμαίοι», ακόμη και όταν είχαν προ πολλού πάψει να χρησιμοποιούν τη λατινική γλώσσα. Ποτέ δεν προσπάθησαν να οικειοποιηθούν κάποια άλλη καταγωγή. Για
CYRIL MANGO
να χρησιμοποιήσω ένα τυχαίο παράδειγμα, τον 11ο αιώνα, ο πολυμαθής Μιχαήλ Ψελλός, όταν του ζητήθηκε να εκπονήσει ένα βασικό εγχειρίδιο ιστορίας για τη διδασκαλία του μαθητή του, του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η', άρχισε την αφήγησή του με τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, περιήλθε βιαστικά τους βασιλείς και υπάτους, και στη συνέχεια περιέγραψε με περισσότε ρες λεπτομέρειες τη διαδοχή των αυτοκρατόρων από τον Ιούλιο Καίσαρα, ιδρυτή της μοναρχίας, μέχρι τον Βασίλειο Β' και τον Κωνσταντίνο Η7. Ο Αύγουστος, περισσότερο και από τον Κωνσταντίνο, ήταν το πρόσωποκλειδί, καθώς η βασιλεία του συνέπεσε με την ενσάρκωση του Χριστού, το κεντρικό συμβάν της παγκόσμιας ιστορίας. Ο χριστιανισμός και η ρωμαϊκή μοναρχία είχαν ουσιαστικά την ίδια ημερομηνία γέννησης. Η διεκδίκηση της ρωμαϊκότητας άρχισε να φθίνει μόνο κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν η Ανατολική Αυτοκρατορία >$αι η Δύση αναγκάστηκαν να έρθουν σε μια σταδιακά αυξανόμενη, αν και άμοιρη αισθημάτων επαφή. Για τους Δυτικούς το βασίλειο της Κωνσταντινου πόλεως ήταν όχι μόνο ξεκάθαρα ελληνικό, αλλά και σχισματικό. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι αντέδρασαν οικειοποιούμενοι τη δόξα της αρχαίας Ελλάδας (βλ. κεφάλαιο 11). Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να πούμε ότι το ζήτημα της «εθνικής ταυτότητας» ήταν από τα πιο σημαντικά της εποχής. Το μέγα θέμα, για το οποίο χύθηκαν ωκεανοί από μελάνι, ήταν αυτό της θρησκείας —η υπακοή στον Πάπα, η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, το Καθαρτήριο, η αγαμία των κληρι κών, ο ένζυμος ή άζυμος άρτος της Θείας Ευχαριστίας. Αυτά ήταν τα ζητήματα που χώριζαν τους Έλληνες από τους Λατίνους. Εάν ήταν δυ νατόν να επιλυθούν, τότε η χριστιανοσύνη θα ενωνόταν ξανά με μια νέα ρωμαϊκή ταυτότητα υπό τον Πάπα. Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο Sir John Mandeville μπορούσε ακόμα να κάνει λόγο για ((τον αυτοκράτορα της Ελλάδας», αλλά ένας χαρακτηρι σμός αυτού του είδους δεν άρμοζε πλέον στο λόγιο περιβάλλον της Ανα γέννησης. Ο όρος «Ελλάδα» δήλωνε τότε την αρχαία Ελλάδα ή απλώς τα εδάφη της που κατείχαν πλέον οι Τούρκοι. Το βασίλειο της Κωνσταντι νουπόλεως, το οποίο είχε πάψει να υφίσταται από το 1453, χρειαζόταν ένα ιδιαίτερο όνομα και έτσι προέκυψε το επίθετο byzantinus. Ήταν λιγότερο βαρύγδουπο από το constan tin opolitan u s και είχε έναν ευχάριστο ((κλα σικό» τόνο. Τώρα γινόταν λόγος για scn p tores byzantini, historia byzantina, im perium byzantinum , αν και η πιο πρώιμη εκτεταμένη ((βυζαντινή» ιστορία, με συγγραφέα κάποιον ονόματι Louis Cousin (1672-4), έφερε τον τίτλο H istoire d e C onstantinople. Το πρώτο αγγλικό βιβλίο που χρησιμο ποίησε τη λέξη ((Byzantine» στον τίτλο του ήταν, εάν δεν απατώμαι, το έργο του George Finlay, H istory o f th e B yzantine Empire fr o m 716 to 1057 (1853). To ουσιαστικό Byzantium, με την έννοια της αυτοκρατορίας και
ΕΙΣΑ Γ Ω Γ Η
23
όχι της πόλης, άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα στα αγγλικά μόνο κατα τον 20ό αιώνα, παρότι στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ρωσικά ο όρος, με αυτήν ακριβώς την έννοια, είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα. Το «Βυζάντιο», λοιπόν, είναι ένας εξυπηρετικός όρος, εφ’ όσον δεν προκαλεί δυσκολίες. Σε κάθε εύλογο προσδιορισμό της έννοιας, το Βυ ζάντιο θα πρέπει να θεωρηθεί ως η άμεση συνέχεια· της Ρωμαϊκής Αυ τοκρατορίας στο ανατολικό ήμισυ της λεκάνης της Μεσογείου, δηλαδή στο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που ήταν ελληνιστικό σε ό,τι αφορά στον πολιτισμό και τη γλώσσα. Το Βυζάντιο ήταν μια συνέχεια χωρίς σημείο εκκίνησης, παρά ταύτα μερικές συμβολικές χρονολογίες έχουν προταθεί ως ορόσημα των ακαθόριστων γενεθλίων του: η άνοδος του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.), η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως (324) ή τα επίσημα εγκαίνιά της (330), η υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επί σημης —αν και όχι αποκλειστικής·— θρησκείας της αυτοκρατορίας (385), η διαίρεση της αυτοκρατορίας σε δύο διοικητικώς ανεξάρτητα τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό (395), η κατάργηση του δυτικού μισού της αυτοκρατορίας (476), ακόμα και η ανάρρηση του Λέοντος Γ' (716), ενός αυτοκράτορα που μνημονεύεται και στον τόμο The Cambridge Medieval History. Αντιρρήσεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές, έχουν διατυπω θεί για όλες αυτές τις ημερομηνίες. Αυτό, ωστόσο, δεν δίνει λύση σε ένα s πρόβλημα που μάλλον έχει περισσότερη σχέση με το συναίσθημα παρά με το είδος των «αντικειμενικών» κριτηρίων που πρέπει να διέπουν την κατάτμηση της ιστορικής έρευνας σε περιόδους. Για εμάς, η Ρώμη, η πηγή του πολιτισμού μας, ανήκει εξ ορισμού στον κλασικό κόσμο. Επι κοινωνούμε με το πνεύμα της Ρώμης καθώς αντικρίζουμε τα ανάγλυφα του Βωμού της Ειρήνης (Ara Pacis), τα ανάγλυφα του κίονα του Τραϊανού ή το έφιππο άγαλμα του Μάρκου Αυρηλίου. Όταν όμως παρατηρούμε το περίφημο ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Ιουστινιανό στο ναό του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας, νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό κόσμο. Δεν πρόκειται πια για τη φυσιοκρατική απόδοση μιας τελετουρ γικής πράξης (την προσφορά ενός δίσκου), αλλά για μια εικόνα. Ο Ιου στινιανός φέρει φωτοστέφανο. Ο ίδιος, καθώς και όλα τα μέλη της ακο λουθίας του, μας κοιτούν μετωπικά μπροστά από χρυσό βάθος.. Δεν αντι λαμβανόμαστε αμέσως ότι ο στόχος του καλλιτέχνη ήταν να αποδώσει μια πομπή που κινείται προς τα δεξιά και γ ι’ αυτό το λόγο οι μορφές, αν και μετωπικές, φαίνεται σαν να πατούν η μία στα πόδια της άλλης. Ο Ιουστινιανός στον Αγιο Βιτάλιο μας φαίνεται απολύτως Βυζαντινός· ο πραγματικός Ιουστινιανός όμως, ένας γηγενής λατινόφωνος που κατέκτησε την Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική και κωδικοποίησε τον ρωμαϊκό νόμο, θεωρούσε τον εαυτό του ως Ρωμαίο αυτοκράτορα με όλη τη σημα σία της λέξης, και έτσι ακριβώς τον είδαν και οι επόμενες γενεές.
I
I
•J
Ο α ν το κ ρ ά τω ρ Α ύγουστος, τον οπ ο ίο οι Β υ ζ α ν τιν ο ί θεω ρούσαν ω ς τον ιδρυτή της μ ο ν α ρ χ ία ς τους, κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια μ ια ς ιερ ο τε λ ε σ τία ς. Α νάγλυφο α π ό τον Β ω μ ό της Ε ιρήνης (Ara P a d s), Ρ ώ μ η , έτος 9 π.Χ.
Πού ακριβώς τοποθετούμε λοιπόν τη διαχωριστική γραμμή; Εάν εγκαταλείψουμε την άκαρπη αναζήτηση ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου κατά το οποίο η Ρώμη μετατράπηκε σε Βυζάντιο και αναζητή σουμε μια ευρύτερη περίοδο ή περιόδους κατά τις οποίες σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές, τότε δύο τέτοιες «διαχωριστικές ζώνες» έρχονται στο προσκήνιο. Η πρώτη μπορεί να τοποθετηθεί στον 4ο αιώνα, η δεύ τερη μεταξύ των ετών 575 και 650. Καθεμία είχε διαφορετικό χαρακτή ρα. Η πρώτη τομή ήταν περισσότερο πολιτιστική παρά πολιτική και σχετιζόταν με την υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημης ιδεολογίας του κράτους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι και άλλες πολύ ουσιαστικές αλλαγές δεν έλαβαν χώρα περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα: μια γενική ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού —διοικητικού, στρατιωτικού και δημοσιονομικού (ήδη κατά την περίοδο του Διοκλητιανού), η αύξηση της κεντρικής γραφειοκρατίας, η μετακίνηση της κύριας αυτοκρατορικής κατοικίας στην Κωνσταντινούπολη, η εμφάνιση μιας νέας ανώτερης τάξης που βασιζόταν στις αυτοκρατορικές υπηρεσίες. Ωστόσο, μετά από μια συνολική επισκόπηση, αυτό που ξεχωρίζει δεν είναι ο πολλαπλα σιασμός των επαρχιακών διοικητικών μονάδων ή η πραγματοποίηση της φορολογικής απογραφής ή η νομισματική μεταρρύθμιση, αλλά, κυρίως, η επιβολή της νέας ιδεολογίας σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας και η καταστολή των αποστατών. Η δεύτερη τομή ήταν πιο απτή και επώδυνη. Σηματοδοτήθηκε όχι μόνο από τεράστιες εδαφικές απώλειες, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην
■·.
I
ψ
ρϊς
γ._·- '
1m k | |
M i®
ψΜψ
ills Χβ’1(Wf wee 11: /
Εγγύς Ανατολή, αλλά και, από την κατάρρευση του αστικού τρόπου ζωής, που αποτελούσε το κύριο γνώρισμα της αρχαιότητας (βλ. Κεφάλαιο 2). Πολλές πόλεις εξαφανίστηκαν από τον χάρτη' άλλες συρρικνώθηκαν σε μια οχυρωμένη ακρόπολη ή μετακινήθηκαν σε παρακείμενους λόφους. Οι εκλεκτοί, που μέχρι τότε ήταν οι στυλοβάτες της επαρχιακής διοίκησης και των γραμμάτων, έπαψαν να έχουν ενεργό δράση. Ο τρόπος ζωής προσέλαβε χαρακτήρα αγροτικό και στρατιωτικό. Μεταξύ αυτών των δύο «διαχωριστικών ζωνών» που υποδείξαμε το ποθετείται η περίοδος την οποία έχουμε μάθει να αποκαλούμε Ύστερη Αρχαιότητα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της έγινε αντιληπτός μόλις τα τελευταία 50 χρόνια, όπως μαρτυρούν τα προγράμματα σπουδών σε πολλά πανεπιστήμια, αλλά και το πλήθος των σχετικών ακαδημαϊκών συγγραμμάτων που εκδόθηκαν σε αυτό το διάστημα. Είναι αλήθεια ότι τα ίδια τα χρονολογικά όρια της Ύστερης Αρχαιότητας είναι κάπως θολά: ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν την έναρξή της περί το 200 μ.Χ., άλλοι την επεκτείνουν μέχρι το έτος 1000. Συνήθως όμως περιορίζεται στα έτη 284-602 μ.Χ., όπως συμβαίνει στο μνημειώδες έργο του Α.Η.Μ. Jones με τίτλο Later Roman Empire, ή στα έτη 284-641 μ.Χ., όπως περιγράφεται στο εξίσου σημαντικό έργο με τίτλο Prosopography of the Later Roman Empire.
Ως δ ιά δοχ ος το υ Α ύγουστον, ο Ι ο υ σ τ ιν ια ν ό ς π ροσφ έρ ει έναν δ ίσ κ ο σ το ν ναό το υ Α γίου Β ιτ α λ ίο υ σ τ η Ρ αβ έννα. Σ τ έ κ ε τ α ι π ίσ ω α π ό τον επ ίσ κ ο π ο Μ α ξ ιμ ια ν ό κ α ι δυο δια κόνους π ου προπ ορεύοντα ι. Η τ α υ τ ό τη τ α τω ν υπ όλοιπ ω ν εικ ο νιζο μ ένω ν έχει π ρ ο κ α λ έ σ ε ι π ολλές σ υ ζη τή σεις. Ο γενειοφ όρος άνδρας σ τ α α ρ ισ τ ε ρ ά το ν Ιο υ σ τ ιν ια ν ό ν ίσ ω ς να ε ίν α ι ο σ τ ρ α τη γ ό ς Β ελ ισ α ά ρ ιο ς. Ψ ηφ ιδω τό, π ε ρ ίπ ο υ 545 μ.Χ.
CYRIL MANGO
Η Ύστερη Αρχαιότητα αγκαλιάζει ολόκληρο τον ρωμαϊκό κόσμο, λατινικό και ελληνικό. Περιλαμβάνει τη Ρώμη, το Μιλάνο, τους Τρεβήρους, τη Ραβέννα, την Καρχηδόνα, αλλά και την Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Έφεσο. Εκπροσωπείται τόσο, από τον άγιο Αυγουστίνο όσο και από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, από τον Αμβρόσιο όσο και από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, από τον Αμμιανό όσο και από τον Προκόπιο. Αν εξαιρέσει κανείς τη γλωσσική ανομοιομορφία, το πολιτιστικό περιβάλλον της Ύστερης Αρχαιότητας ήταν σχετικά ομοιογενές. Είναι αλήθεια ότι το γλωσσικό σχίσμα στους κόλπους της αριστοκρατίας ήταν κάπως βαθύτερο απ’ ό,τι στις μέρες του Κικέρωνα (ο Αυγουστίνος γνώριζε λίγα ελληνικά, ενώ στην Ανατολή ελάχιστοι ήταν εκείνοι που σταμάτησαν να μαθαίνουν έστω και κάποια στοιχειώδη λατινικά), αλλά ένα ποσοστό πολιτιστικής επικοινωνίας δια τηρήθηκε, η εκπαίδευση της αριστοκρατίας βασίστηκε στις ίδιες αρχές και μεταφράσεις γίνονταν και στις δύο γλώσσες. Ο Αμμιανός, Έλληνας στην καταγωγή, επέλεξε να συγγράψει στα λατινικά. Στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, η γνώση της λατινικής ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την παρακολούθηση νομικών σπουδών και την ανάληψη υπηρεσίας σε ορισμένους τομείς της κεντρικής διοίκησης μέχρι και το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα. Το πιο έγκυρο εγχειρίδιο λατινικής γραμματικής, το έργο Institution's του Πρισκιανού, γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης ο Θεοδοσιανός και ο Ιουστινιάνειος Κώδικας. Η Ύστερη Αρχαιότητα προσέφερε το πολιτιστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν τόσο η Μεσαιωνική Δύση όσο και η Μεσαιωνική Ανατολή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι δύο κόσμοι ακολού θησαν στη συνέχεια εντελώς διαφορετικές πορείες ή, με άλλα λόγια, γιατί το Βυζάντιο, το οποίο αποτελούσε αναμφισβήτητα μέρος της Ευ ρώπης, παρεξέκλινε από αυτό που, σωστά ή όχι, θεωρούμε ως την κεντρι κή οδό της ευρωπαϊκής προόδου. Τούτο δεν είναι ένα ερώτημα που θα απασχολήσει άμεσα το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά ο προβληματισμένος αναγνώστης θα επιθυμούσε μάλλον να το έχει κατά νου. Η χρονική στιγμή του τέλους του Βυζαντίου έχει προκαλέσει πολύ λιγότερες συζητήσεις, αφού αυτή τοποθετείται ομόφωνα στην 29η Μα'ίου 1453, ημέρα Τρίτη. Η αυλαία πέφτει καθώς οι Γενίτσαροι περνούν μέ σα από το χάλασμα των χιλιόχρονων Θεοδοσιανών τειχών και ένα υ περφυσικό φως ανεβαίνει από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας προς τον ουρανό. Εάν θεωρήσουμε το Βυζάντιο ως κράτος, δηλαδή ως ανεξάρτη τη πολιτική οντότητα, τότε το έτος 1453 αποτελεί πράγματι το αναγκα στικό και δραματικό τέλος. Εάν όμως ακολουθήσουμε την άποψη του Arnold Toynbee και ορίσουμε το Βυζάντιο περισσότερο ως πολιτισμό παρά ως κράτος, η ιστορία δεν τελειώνει σε αυτή τη χρονική στιγμή.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Διευρύνεται γεωγραφικά για να αγκαλιάσει όλες τις ορθόδοξες χώρες —Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, καθώς και τον υπόδουλο ελλη νισμό— και εκτείνεται χρονικά, εάν όχι μέχρι σήμερα, τουλάχιστον μέχρι το 1800, όταν η εξάπλωση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του ευρωπαϊκής εμπνεύσεως εθνικισμού υπονόμευσαν οριστικά αυτό που ακόμα αναγνωριζόταν ως βυζαντινός τρόπος ζωής. Απομένει να γραφτεί μια ιστορία για το Β υ ζά ντιο μ ε τά το Β υζά ντιο (B yzance apres B yzance), για να παραπέμψουμε στον τίτλο του γνωστού έργου του Nicolae Iorga (1935), που θα λάβει υπόψη της όλες τις πολυσύνθετες τοπικές ιδιαιτε ρότητες. Είμαστε σε θέση να εξιστορήσουμε τα όσα συνέβησαν στο Βυζάντιο, επειδή υπήρχε μια (λιγότερο ή περισσότερο) συνεχής βυζαντινή ιστοριο γραφική παράδοση, διατυπωμένη σε πολύ γενικές γραμμές για ορισμένες περιόδους ή με περισσότερες λεπτομέρειες για άλλες. Το είδος αυτής της ιστοριογραφίας και ο βαθμός στον οποίο διασώθηκε καθορίζουν την έκτα ση των γνώσεών μας. Σε ό,τι αφορά το είδος της, μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: στην κλασικίζουσα ιστοριογραφία (που σε τελευταία ανάλυση βασίστηκε σε πρότυπα όπως ο Θουκυδίδης και ο Πολύβιος), στη χρονογραφία και στην εκκλησιαστική ιστορία. Η «ιστορία» είχε ως κύριο στόχο να εκθέσει με τρόπο λογικό και ξεκάθαρο όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο συγγραφέας είχε (κατά προτίμηση) βιώσει προσωπικά: συ νεπώς η διήγηση περιοριζόταν σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό πλαίσιο. Η χρονογραφία, που είχε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, έτεινε προς το άλλο άκρο: γραμμένη στο καθημερινό γλωσσικό ιδίωμα, είχε σκοπό να εξιστορήσει όλα όσα είχαν συμβεί από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι την εποχή του συγγραφέα. Οι αναφορές της στα γεγονότα ήταν οργανω μένες χρονολογικά, συνήθως σύντομες, και δεν παρουσίαζαν τα γεγονότα σε αιτιώδη συνάφεια. Η χρονογραφία αντιμετωπιζόταν κυρίως ως ηθι κοπλαστικό παρά ως λογοτεχνικό έργο, γεγονός που σημαίνει ότι στα διακά εμπλουτιζόταν και επανακυκλοφορούσε, ενώ οι παλαιότερες εκδο χές της συχνά παραμερίζονταν. Η εκκλησιαστική ιστορία, που ως είδος εμφανίστηκε το 300 μ.Χ. με τον Ευσέβιο Καισαρείας, επικεντρωνόταν σε ζητήματα διαδοχής επισκόπων και ιδιαίτερα σε δογματικές διαμάχες, συμπεριλαμβάνοντας όμως και κάποια κοσμικά γεγονότα. Είχε το μο ναδικό χαρακτηριστικό να περιλαμβάνει αποσπάσματα από πρωτότυπα επίσημα κείμενα γεγονός που την καθιστούσε το πιο λόγιο ανάμεσα στα προσφερόμενα είδη ιστοριογραφίας. Δυστυχώς, η εκκλησιαστική ιστορία σε ελληνική γλώσσα σταμάτησε να γράφεται περί το 600 μ.Χ. Στον βυζαντινό κόσμο δεν υπήρξαν παρά ελάχιστα τοπικά ή μοναστικά χρονι κά, σαν εκείνα που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στη Δύση.
CYRIL MANGO
Τα χίλια χρόνια του Βυζαντίου καλύπτονται άνισα στη σωζόμενη ιστοριογραφία. Ορισμένες περίοδοι, όπως η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού (361-363) ή η πιο μακροχρόνια του Ιουστινιανού (527-565), φωτί ζονται επαρκώς· άλλες παραμένουν σκοτεινές. Κατά περίεργο τρόπο, ο 4ος και ο 5ος αιώνας, συμπεριλαμβανομένης και της βασιλείας του Κωνσταντίνου, παρουσιάζονται πολύ φτωχά σε όλες τις σωζόμενες α φηγηματικές πηγές, εκτός των εκκλησιαστικών ιστοριών. Ο 7ος και ο 8ος αιώνας είναι ως γνωστόν ιδιαίτερα σκοτεινοί, αλλά ακόμη και ο 9ος αιώνας, —εποχή που η αυτοκρατορία άρχιζε να αναρρώνει από τις κακοτυχίες της— εξιστορείται σε κείμενα που συντάχθηκαν 100 χρόνια μετά τα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Τα ιστορικά στοιχεία πληθαίνουν μετά τα μέσα του 10ου αιώνα περίπου και είναι άφθονα την εποχή των Παλαιολόγων, μία από τις λιγότερο σπουδαίες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας. Εκτός από την άνιση πραγμάτευση, οι αφηγηματικές πηγές περιέ χουν συχνά αρκετές παραποιήσεις εξαιτίας τόσο των θεολογικών όσο και των δυναστικών σκοπιμοτήτων. Οι αιρετικοί αυτοκράτορες συνήθως δυσφημούνται, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του μονοθελήτη Κώνσταντος Β (641-668) και των εικονομάχων αυτοκρατόρων, παρόλο που αυτοί αγωνίστηκαν γενναία και με επιτυχία για τη διατήρηση της αυ τοκρατορίας, ενώ η λιγότερο αξιόλογη βασιλεία της Ειρήνης (780-802) παρουσιάζεται με λαμπρά χρώματα, επειδή η αυτοκράτειρα πρωτοστά τησε στην παλινόρθωση της ορθοδοξίας. 0 Νικηφόρος Α' (802-811), ένας πανέξυπνος μεταρρυθμιστής, αμαυρώνεται επειδή ανέτρεψε την Ειρήνη. Ο Μιχαήλ Γ' (842-867), ειδικότερα, μεταμορφώνεται σε άλλον Νέρωνα, μέθυσο και ακόλαστο, για να δικαιολογηθεί η δολοφονία του από τον Βασίλειο Α', ιδρυτή της μακρόβιας «μακεδονικής» δυναστείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η διαστρέβλωση είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ τα πραγματικά γεγονότα. Όλα τα είδη της βυζαντινής ιστοριογραφίας δείχνουν ιδιαίτερο ενδια φέρον για τις πράξεις των αυτοκρατόρων και των στασιαστών, τη διε ξαγωγή των πολέμων, το παρασκήνιο της Αυλής και τις διχόνοιες ανά μεσα στους επισκόπους. Αναπόφευκτα, όλα αυτά αποτελούν το υλικό της βυζαντινής ιστορίας όπως αυτή γράφεται σήμερα. Φυσικά, υπάρχουν και άλλες πηγές που προσφέρουν ορισμένες περιστασιακές πληροφορίες, όπως τα αυτοκρατορικά διατάγματα, οι Βίοι αγίων (ένα ιδιαίτερα γόνι μο, αν και τυποποιημένο και συχνά ψευδολόγο λογοτεχνικό είδος), η επιστολογραφία, οι αποφάσεις των συνόδων, τα αντιρρητικά συγγράμ ματα, οι δημόσιες αγορεύσεις, η ποίηση και, βέβαια, η ιστοριογραφία σε μη ελληνική γλώσσα —στη λατινική, την αραβική, τη συριακή, την αρμενική. Ακόμη όμως και αφού λάβουμε υπόψη όλο αυτό το ετερόκλητο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
υλικό, στο προσκήνιο εξακολουθεί να παραμένει η ιστορία των αυτοκρατόρων, των δολοπλοκιών και των μαχών. Αυτό το είδος της αφήγησης συγκινεί αρκετούς αναγνώστες ακόμα, αλλά οι περισσότεροι επαγγελματιες ιστορικοί, όποια και αν είναι τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τους, θα προτιμούσαν μια διαφορετική αφήγηση που θα αποκάλυπτε τους κρυμ μένους μηχανισμούς —οικονομικούς, κοινωνικούς και δημογραφικούς— οι οποίοι υποκίνησαν τη γεγονοτολογική ιστορία (histoire even em en tielle), τη μόνη που γίνεται αντιληπτή. Από το να ερευνήσει κανείς εάν ο Μιχαήλ Γ' ήταν μέθυσος ή όχι, περισσότερο διδακτικό θα ήταν να εξηγήσει τους παράγοντες που καθόρισαν την αναγέννηση της αυτοκρατορίας τον 9ο αιώνα. Εάν από αυτήν την άποψη η βυζαντινή ιστοριογραφία φαίνεται ως ο πιο οπισθοδρομικός τομέας των μεσαιωνικών σπουδών, το λάθος δεν έγκειται στους θεράποντές της. Η λεπτομερέστατη γνώση που έχουμε για την κοινωνία και την οικονομία της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται κυρίως σε έγγραφα που έχουν διασωθεί κατά χιλιάδες —καταστατικοί χάρτας, αρχεία ενοριών, φορολογικοί κατάλογοι, διαθήκες, συμβόλαια κ.λπ. Για το Βυζάντιο διαθέτουμε μόνο μικρούς θύλακες εγγράφων, εξαιρώντας βεβαίως τις πλούσιες αλλά μυστηριώδεις μαρτυρίες τις οποίες προσφέρουν οι αιγυπτιακοί πάπυροι μέχρι και την αραβική κατάκτιηση. Από τους Μέσους Χρόνους σώζονται μόνο ορισμένα μοναστικά αρχεία που αφορούν τη γαιοκτησία (κυρίως από το Άγιον Όρος, τη νότια Ιταλία, τη Χίο, την Πάτμο και λίγα από τη Μικρά Ασία), ένας μικρός αριθμός καταστατικών ίδρυσης μονών (τυπικά), ιταλικά έγγραφα που αναφέρονται στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, ένας κατάλογος των υποθέσεων που εκδίκασε το Πατριαρχείο τα έτη 1315-1402, και ελάχιστα ακόμα στοιχεία. Ελάχιστες είναι οι ελπίδες ότι αυτό το πε νιχρό και τυχαίο υλικό θα αυξηθεί κάποτε, ενώ παράλληλα είναι αδύνα τον να αποκατασταθεί η έλλειψη —σχεδόν απόλυτη— λίθινων επιγρα φών, οι οποίες αποτελούν μια τόσο πλούσια πηγή πληροφοριών για την κοινωνία, τους θεσμούς και τη θρησκεία της κλασικής αρχαιότητας. Σε αντίθεση με τα λίγα διασωθέντα έγγραφα, υπάρχει αρκετά μεγά λος αριθμός μολυβδοβούλλων (περίπου 50.000) αρχικά συνημμένων σε έγγραφα τα οποία έχουν αρχίσει να δημοσιεύονται και να χρησιμοποιού νται ως ιστορικές πηγές. Οι πληροφορίες που μας παρέχουν περιορίζο νται κυρίως σε ονόματα και τίτλους, αλλά ενίοτε δίνουν στοιχεία και για άλλους τομείς, π.χ. για το εμπόριο —αυτό συμβαίνει με τις σφραγίδες των κομμερκιαρίων (com m ercia rii ), εάν δεχθούμε ότι αυτοί ήταν υπάλλη λοι των τελωνείων (για μια διαφορετική άποψη βλ. παρακάτω, σελ. 202). Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της νομισματικής είναι επίσης εξαιρετικά. Ο ιστορικός του Βυζαντίου μαθαίνει να άξιο-
2g
CYRIL MANGO
ποιεί πληροφορίες όπως η καθαρότητα του μετάλλου των νομισμάτων, η σχεδόν παντελής απουσία μικρών υποδιαιρέσεων κατά τη διάρκεια των «σκοτεινών αιώνων», η γεωγραφική κατανομή και σύνθεση των νομι σματικών θησαυρών, καθώς και η σημασία της εύρεσης βυζαντινών νομισμάτων πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Τέλος, υπάρχει και η αρχαιολογία, η οδός που υπόσχεται τα μέγιστα στην ενδεχόμενη διεύρυνση των γνώσεών μας. Χάρη στην αρχαιολογία έχουμε ήδη κερδίσει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απτή αναπαράσταση της αστικής ζωής στην Ύστερη Αρχαιότητα σε πολλά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας —σε ορισμένα πολύ σημαντικά, όπως η Έφεσος, σε άλλα μεσαίας σπουδαιότητας, όπως οι Στόβοι στη Μακεδονία ή η Σκυθόπολη στην Παλαιστίνη, αλλά και σε ορισμένα ελάσσονος σημασίας, όπως το Ανεμούριο στην Ισαυρία. Οι πόλεις αυτές είχαν ένα κλασικό παρελθόν και ο πρωταρχικός στόχος της ανασκαφής τους ήταν η αποκάλυψη αρχαίων μνημείων, ελληνικών, ελληνιστικών ή αυτοκρατορικών ρωμαϊκών. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, παρατη ρήθηκε ότι η ρωμαϊκή τους φάση επεκτείνεται και στην Ύστερη Αρχαιό τητα καθώς οι ναοί και τα γυμνάσια εγκαταλείπονται ή αλλάζουν χρήση, ναοί και επισκοπικά μέγαρα κτίζονται, ενώ λουτρά και θέατρα εξακο λουθούν να λειτουργούν. Αυτό που βλέπει ο σημερινός επισκέπτης στην Έφεσο είναι η πόλη όπως ήταν επί Ιουστινιανού. Γνωρίζουμε λιγότερα για τα χωριά, αν και αυτά της Βόρειας Συρίας, τα οποία κτίστηκαν τόσο στέρεα όσο και οι πόλεις και συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα, έχουν προσελκύσει σε ικανό βαθμό το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Αντιθέτως, η αρχαιολογία του μεσαιωνικού Βυζαντίου παραμένει κα τά μεγάλο μέρος άγνωστη. Από τις τέσσερις πόλεις που αναφέραμε ως παραδείγματα, οι Στόβοι και το Ανεμούριο δεν είχαν μεσαιωνικές φά σεις, ενώ η Σκυθόπολη πέρασε, βέβαια, στους Άραβες. Μόνο η Έφεσος επέζησε ως βυζαντινή πόλη, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να τη φαντα στούμε, με εξαίρεση τα περιορισμένα τείχη και τον συρρικνωμένο κα θεδρικό ναό της. Η πόλη ενσωμάτωσε πολλά από τα εναπομείναντα ερείπια και φαίνεται ότι τα σπίτια κτίζονταν από απλά και φτηνά υλικά. Περιμένουμε να βρούμε διάσπαρτες μικρές εκκλησίες και πολλές μονές, αλλά μόνο μία ή δύο είναι ορατές. Για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα μιας βυζαντινής πόλης θα πρέπει να στραφούμε στην Κόρινθο και στην Αθήνα, ή και στη Χερσώνα της Κριμαίας, αλλά ακόμη και τότε δεν θα είναι εφικτή μια κατανοητή συνολική θεώρηση. Η έλλειψη μνημειακότητας και η προχειρότητα των οικοδομών δεν αποκλείουν την ύπαρξη έντονης οικονομικής δραστηριότητας αλλά αναμφίβολα δεν κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι μια μέρα η πραγματικότητα του μεσαιωνικού Βυζαντίου θα αποκαλυφθεί με
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
πιο ολοκληρωμένο τρόπο από την αρχαιολογική σκαπάνη, και όχι μόνο με τη διαμεσολάβηση των γραπτών πηγών. «Μεγαλειώδες Βυζάντιο [...] όπου τίποτα δεν αλλάζει», έγραψε ο Yeats. Αυτή η άποψη αποτελεί πλάνη, την οποία οι ιστορικοί προσπαθούν να ανατρέψουν εδώ και αρκετό καιρό. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το Βυζάντιο άλλαξε —κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά, τόσο εξαιτίας μιας εσωτερικής δυναμικής όσο και εξαιτίας της ανάγκης να ανταποκριθεί σε συνεχείς εξελίξεις πέραν των συνόρων του. Δεν είναι εύκολο, ωστόσο, να περιγράψει κανείς σωστά και να κατανοήσει τη φύση αυτών των αλλαγών. Παλαιότερα, για παράδειγμα, θεωρούσαμε ότι η «υγιής» κατάσταση της αυτοκρατορίας κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα οφειλόταν στην επικράτηση εγγείων κτήσεων μικρού μεγέθους, με ιδιοκτήτες ρωμαλέους στρατιώτες που υπεράσπιζαν τη χώρα τους όταν δεν καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, και ότι αυτό το εξαίρετο σύστημα ανατράπηκε από την οικειοποίηση των μικρών ιδιοκτησιών από άπληστους ισχυρούς, γεγονός που οδήγησε στην ηθική κατάπτωση και στη γενικότερη παρακμή του 11ου αιώνα. Οι αυτοκράτορες του 10ου αιώνα προσπάθησαν βέβαια με τη νομοθεσία τους να περιορίσουν την καταπάτηση των αγροτικών κοινοτήτων από τους ισχυρούς, αλλά πόσο εκτεταμένο και σημαντικό για την οικονομία ήταν το καθεστώς των μικρών ιδιοκτησιών; Πώς εξηγείται ότι, το 860 περίπου, η χήρα Δανιηλίς κατείχε, όπως λέγεται, «ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της Πελοποννήσου», συμπεριλαμβανομένων και πολλών εκατοντάδων σκλά βων; Γιατί η οικονομική δραστηριότητα ήταν ολοφάνερα πιο έντονη και ο πλούτος μεγαλύτερος κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα απ’ ό,τι σε προηγούμενες περιόδους; Οδηγήθηκε το Βυζάντιο σε οικονομική αυτο κτονία με τη μεταβίβαση του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου στις ιταλι κές δημοκρατίες ή μήπως η αυτοκρατορία ωφελήθηκε από αυτή τη διευθέτηση; Το είδος των πηγών που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπει να δώσουμε ξεκάθαρη απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις και είναι σίγουρο ότι η έρευνα αυτών των ζητημάτων θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακό μα. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη οικο νομική ιστορία της αυτοκρατορίας, στην οποία οι μαρτυρίες τόσο των γραπτών πηγών όσο και της αρχαιολογίας θα αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σημασία. Από μία άποψη, ωστόσο, ο Yeats είχε δίκιο. Όσες αλλαγές και αν έγιναν κάτω από την επιφάνεια, η αυτοκρατορία εξακολούθησε να προ βάλλει ένα προσωπείο επιμελώς αναλλοίωτο, το οποίο αποτελούσε ου σιαστικό στοιχείο της μυστηριώδους γοητείας της. Ήταν καθήκον του αυτοκράτορα, σύμφωνα με τον ιστορικό Ζωναρά την περίοδο των Κο-
31
32
C Y R IL MANGO
μνηνών, «να διατηρήσει, τις αρχαίες συνήθειες της πολιτείας». Εάν κά ποιος ζούσε, λόγου χάρη, τον 9ο ή τον 10ο αιώνα, δεν χρειαζόταν να είναι διανοούμενος για να ξέρει ότι το παρελθόν —όχι το απόμακρο παγανιστικό παρελθόν, αλλά το χριστιανικό παρελθόν της 'Ύστερης Αρχαιό τητας— ήταν πιο ένδοξο από το παρόν. Αρκούσε να δει κάποιος την Αγία Σοφία για να καταλάβει ότι ένα τόσο καταπληκτικό τεχνολογικό επίτευγμα δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί, και το ότι ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να το εκτελέσει με υπερφυσική βοήθεια. Το παρελθόν επι κύρωνε το παρόν και έπρεπε συνεχώς να προβάλλεται μέσω μιας δια δικασίας που ονομαζόταν παλινόρθωση, αποκατάσταση η ανανέωση, και όχι μέσω οποιαδήποτε ριζικής αλλαγής (κ α ινο το μ ία ς, νεω τερισμόν), η οποία ήταν ανατρεπτική και επικίνδυνη. Γι’ αυτόν τον λόγο, σε επίσημες περιστάσεις ο αυτοκράτορας δειπνούσε σε μια αίθουσα την Οποία φέρε ται να είχε κτίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, μισοξαπλωμένος σε ανάκλι ντρο όπως γινόταν στην αρχαιότητα, και παρακολουθούσε στις καλένδες του Ιανουάριου μια παράσταση «Γότθων» χορευτών, αν και κανένας δεν θυμόταν πια την ύπαρξη των Γότθων. Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι αξιωματούχοι της μεσοβυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής έφεραν ρωμαϊκούς τίτλους, όπως ύπατος, πατρίκιος, μάγιστρος, κοιαίστωρ, και ελάμβαναν ως διακριτικά της εξουσίας τους τέτοια απαρχαιωμένα αντικείμενα ό πως πόρπες, ελεφάντινα δίπτυχα και χρυσά περιλαίμια, όμοια με εκείνα που φορούσαν οι αξιωματικοί του στρατού στην 'Ύστερη Αρχαιότηταστα νομίσματα δε, διατηρήθηκαν για αρκετό καιρό κάποιες σχεδόν α κατανόητες λατινικές επιγραφές, παρότι η λατινική γλώσσα είχε πάψει να χρησιμοποιείται προ πολλού. Η επίπλαστη σταθερότητα της αυτοκρατορίας συναγωνίστηκε την ασυνήθιστη μακροζωία της. Το Βυζάντιο υπήρξε πραγματικά το μόνο οργανωμένο κράτος δυτικότερα της Κίνας που διέθετε αδιάλειπτη ιστο ρική πορεία από την αρχαιότητα μέχρι την αυγή της σύγχρονης εποχής. Η μακροζωία του είναι όντως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του. Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να είχε καταρρεύσει εύκολα σε αρκετές πε ριπτώσεις, ιδιαίτερα το 626 για παράδειγμα, όταν η Κωνσταντινούπολη παραλίγο να πέσει στα χέρια των Αβαρών και των Περσών, ή το 717-18, όταν μια ισχυρή επίθεση των Αράβων εναντίων της Πόλης απέτυχε, εξαιτίας μάλλον ενός αναπάντεχα δριμέως χειμώνα και της βοήθειας που έλαβαν οι επιτιθέμενοι από τους Βουλγάρους, ή τέλος το 1090-1, όταν η ξαφνική παρέμβαση νομάδων Κουμάνων απέτρεψε τη θανάσιμη απειλή Πετσενέγγων και Τούρκων. Αλλά ακόμη και νωρίτερα, κατά τη διάρ κεια του 5ου αιώνα, το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας θα μπορούσε να είχε περιέλθει στον έλεγχο Γερμανών πολεμάρχων, με συνέπειες που δεν μπορούν να υπολογιστούν τώρα. Αληθεύει, εξάλλου, ότι η σύμβαση
I
I
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
του να μιλάει κανείς για Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453 αποκρύπτει την ολοφάνερη κατάλυση της αυτοκρατορικής αρχής το 1204 ή μάλλον ορισμένες δεκαετίες πριν τη μοιραία αυτή ημερομηνία. Ακόμα όμως και αν η αυτοκρατορία επέζησε εννέα και όχι έντεκα αιώνες, το γεγονός εξακολουθεί να είναι αξιοσημείωτο και δηλώνει ότι το κράτος ήταν σε θέση να αποσπάσει την αφοσίωση ή τη συγκατάθεση των κα τοίκων του, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν τους φόρους τους, να υπηρετήσουν στον στρατό (τουλάχιστον μέχρι τον 11ο αιώνα) και να σεβαστούν την εξουσία του αυτοκράτορα. Είναι ίσως περισσότερο αξιοσημείωτο ότι μέχρι και το τέλος του 12ου αιώνα η αυτοκρατορία δεν υπέστη κατακερματισμό, όπως συνέβη στο γειτονικό χαλιφάτο των Αββασιδών. Τπήρξαν βέβαια αρκετές επανα στάσεις, αλλά είχαν ως στόχο την κατάληψη του θρόνου και όχι την απόσπαση ενός συγκεκριμένου εδαφικού τμήματος. Κανένας τολμηρός στρατηγός δεν σκέφτηκε ποτέ να ανακηρύξει μια ανεξάρτητη Καππα δοκία. Τα πρώτα αυτονομιστικά κινήματα κάνουν την εμφάνισή τους μόνο κατά την περίοδο των Κομνηνών, όταν η ιδέα του μοναδικού κρά τους αρχίζει να διαβρώνεται σταδιακά από την πρακτική της διανομής των αυτοκρατορικών γαιών τόσο σε μέλη του βασιλικού οίκου όσο και σε ξένους μισθοφόρους. Ο εδαφικός κατακερματισμός της αυτοκρατορίας, που επιταχύνθηκε κατά την Δ' Σταυροφορία, στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η συνεκτικότητα της αυτοκρατορίας μέχρι και τον 12ο αιώνα προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση, εάν λάβουμε υπόψη την εθνολογική ποικιλία της. Για τη σύσταση και τη γεωγραφική κατανομή των συστα τικών πληθυσμιακών ομάδων της μπορούμε να μιλήσουμε μόνο σε γε νικές γραμμές, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δίπλα στο παλιό γη γενές στοιχείο υπήρχαν πολυάριθμοι Σλάβοι (σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο), Καυκάσιοι (Αρμένιοι, Γεωργιανοί και Λαζοί) και διάφοροι άλλοι Ανατολίτες, κυρίως Σύροι, Τούρκοι και χριστιανοί Άραβες. Μι κρότερες ομάδες πληθυσμού αποτελούσαν οι Ιουδαίοι, Αθίγγανοι, νομά δες Βλάχοι, καθώς επίσης δυτικοί ταξιδιώτες και τυχοδιώκτες. Η γνω στή αυτοκρατορική πρακτική της μεταφοράς ολόκληρων πληθυσμών για να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό έλλειμμα της μιας ή της άλλης περιοχής (π.χ. στην Πελοπόννησο περί το 800) περιέπλεκε ακόμη πε ρισσότερο την εικόνα. Από τις εθνικές ομάδες, αυτή των Σλάβων, ίσως η πολυπληθέστερη, είχε τη μικρότερη επίδραση στη σύνθεση της αρι στοκρατίας, ενώ οι Καυκάσιοι αντιπροσωπεύονταν τόσο έντονα, ώστε είχαν σχεδόν καταλάβει την αυτοκρατορία την εποχή του μεσαιωνικού μεγαλείου της, εφοδιάζοντάς την με αυτοκράτορες και αυτοκρατειρες (ο Λέων Ε', η σύζυγος του Θεόφιλου, Θεοδώρα, και οι ισχυροί συγγενείς
33
CYRIL MANGO
της, ο Βασίλειος Α' και οι απόγονοί του, ο Ρωμανός Α', ο Ιωάννης Α' Τζιμισκής), με σημαίνοντες υπουργούς, όπως ο Στυλιανός Ζαούτσης την περίοδο της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ', με πληθώρα στρατιωτικών διοικητών και πολλούς από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες με επώνυμα όπως Φωκάς (τουλάχιστον εν μέρει), Σκληρός, Κουρκούας, Κρινίτης, Μωσηλέ, Βούρτζης, Ταρωνίτης, Τορνίκιος κ.λπ. Μελέτες γενικού χαρακτήρα δεν πρόκειται να μας βοηθήσουν να κα ταλάβουμε για ποιο λόγο αυτό το συνονθύλευμα εθνοτήτων αυτοπροσδιοριζόταν μέσω της αυτοκρατορίας. Μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις ίσως μας διαφωτίσουν περισσότερο. Στην περίπτωση του Κεκαυμένου, για παράδειγμα, έχουμε έναν συνταξιούχο στρατιωτικό αρμενογεωργιανής καταγωγής μ’ ένα φαινομενικά καθ’ όλα ελληνικό όνομα («ο καμέ νος»). Οι πρόγονοί του είχαν υπηρετήσει την αυτοκρατορία, αν και όχι πάντα πιστά, για τουλάχιστον τέσσερις γενιές. Έχοντας μέτρια μόρφω ση, συνέγραψε περί το 1070 το περίφημο έργο του με τίτλο Σ τ ρ α τ η γ ικ ό ν , ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου. Ο Κεκαυμένος έχει να πει αρκετά σχετικά με την υπακοή στον αυτοκράτορα, την οποία συστήνει. «Κανένας», γράφει, «δεν τόλμησε ποτέ να στασιά σει εναντίον του αυτοκράτορα και της ρωμαϊκής αρχής, με σκοπό να ανατρέψει την ειρήνη, χωρίς να καταστραφεί τελικά ο ίδιος. Γ ι αυτόν τον λόγο σας ικετεύω, αγαπημένα μου τέκνα, να παραμείνετε στο πλευρό του αυτοκράτορα και στην υπηρεσία του: γιατί ο αυτοκράτορας στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως είναι πάντα ο νικητής». Η νομιμοφρο σύνη, με άλλα λόγια, υπαγορευόταν από τη σύνεση: η ανταρσία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη. Ωστόσο, ο Κεκαυμένος δεν ήταν πάντα υπέρμαχος του αυτοκρατορικού ιδεώδους, ούτε επιθυμούσε την επέκταση της αυτο κρατορίας εις βάρος άλλων. Απευθυνόμενος σε «τοπάρχες» (κυβερνήτες αυτόνομων πριγκιπάτων στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας), τους προ τρέπει να διατηρήσουν κάποια απόσταση, διαφορετικά ο αυτοκράτορας θα αρπάξει τις ιδιοκτησίες τους χωρίς καν να τους ευχαριστήσει. Μερικά χρόνια μετά τον Κεκαυμένο, ένας ακόμα Γεωργιανός κοντοτιέρος, ο Γρηγόριος Πακουριανός, ο οποίος είχε υπηρετήσει πιστά την αυτοκρατορία, είχε αναρριχηθεί στο πολύ σπουδαίο αξίωμα του «μεγά λου δομεστίκου της Δύσεως» και είχε ανταμειφθεί με τεράστιες εκτά σεις γης, ίδρυσε το μοναστήρι του Backovo στη σημερινή Βουλγαρία (1083). Αυτός, παρότι διακηρύττει την ακλόνητη πίστη του στη θρησκεία των Ελλήνων, απαγορεύει επισήμως τη συμμετοχή Ελλήνων μοναχών ή ιερωμένων στο μοναστήρι του, επειδή οι Έλληνες είναι άπληστοι και αναξιόπιστοι. Ο Πακουριανός πέθανε πολεμώντας για την αυτοκρατο ρία, αλλά ποτέ δεν έμαθε να βάζει την υπογραφή του στα Ελληνικά (υπέγραφε Αρμένικα).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Θεωρούμε ότι και τα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα είναι αρκετα χαρακτηριστικά. 0 Κεκαυμένος, αν και είχε συναίσθηση της καταγωγής του, είχε σχεδόν αφομοιωθεί, ενώ ο Πακουριανός, που δεν είχε ακόμα μπει σε αυτή τη διαδικασία, ήταν ένας ξένος ανάμεσα σε Έλληνες, τους οποίους αντιμετώπιζε με μεγάλη δυσπιστία. Ενώ οι.συγκεκριμένοι απο δείχθηκαν νομιμόφρονες, είναι σίγουρο ότι αρκετοί Αρμένιοι ευγενείς που επανεγκαταστάθηκαν στην Καππαδοκία μετά την προσάρτηση του βασιλείου τους στην αυτοκρατορία (1045) έτρεφαν βαθιά απέχθεια για το Βυζάντιο, όπως στην περίπτωση του εκθρονισμένου βασιλιά Κακικιου Β', ο οποίος διέταξε να εκτελέσουν τον Έλληνα μητροπολίτη Καισαρείας όταν έμαθε ότι ο τελευταίος είχε το θράσος να ονομάσει τον σκύλο του Αρμένη. Στη δυσαρέσκεια τέτοιων ευγενών οφείλεται, κατά πάσα π ι θανότητα, και η ταχύτατη κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, οι οποίοι κατάφεραν σε 10 χρόνια αυτό που οι Άραβες δεν μπόρεσαν να επιτύχουν στη διάρκεια δύο αιώνων. Το 1071, ο Σουλεϊμάν ιμπν Κουτλουμούς εγκαταστάθηκε στη Νίκαια και έκανε επιδρομές στις ακτές του Βοσπόρου. Ο στρατηγός Τατίκιος, τον οποίο ο Αλέξιος Α' έστειλε εναντίον του, ήταν επίσης Τούρκος. Τπό μια ευρύτερη οπτική, το τέλος του 11ου αιώνα αποτέλεσε για το Βυζάντιο ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο καμπής. Εάν κοιτάξουμε στη Δύση, θα δούμε ότι η υπό εξέταση περίοδος οδήγησε στην αποκαλούμενη Αναγέννηση του 12ου αιώνα —δηλαδή στην εποχή των πρώτων γοτθι κών ναών, των πανεπιστημίων, του επιστημονικού ορθολογισμού και της αναζωογόνησης, μεταξύ άλλων, των νομικών σπουδών και της δημώδους ποίησης. Είναι ξεκάθαρο ότι παρόμοιες τάσεις είχαν αρχίσει να εμφα νίζονται και στο Βυζάντιο: έμποροι εισέρχονταν στην άρχουσα τάξη (που με κάποια ασάφεια αποκαλούνταν «σύγκλητος»), οι νομικές σπουδές προωθούνταν έστω και προσωρινά, ποιητικά έργα στη δημώδη γλώσσα έκαναν δειλά την εμφάνισή τους, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη διδασκό ταν στην Κωνσταντινούπολη από έναν Ιταλό (τον Ιωάννη Ιταλό), και μια νέα κοσμική αντίληψη των πραγμάτων παρουσιάσθηκε από ορισμένους διανοούμενους όπως ο Μιχαήλ Ψελλός και ο δημόσιος υπάλληλος και ποιητής Χριστόφορος Μυτιληναίος (ο οποίος τόλμησε να χλευάσει ακόμη και τη συλλογή αμφιλεγόμενων λειψάνων αγίων). Το ξεκίνημα ήταν πολλά υποσχόμενο, αλλά απέβη άκαρπο. Για ποιον λόγο άραγε; Έ φται ξαν η ανικανότητα της διακυβέρνησης, η κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας και ο στρατιωτικός όλεθρος, η αποκατάσταση των οποίων (και μάλιστα μόνο εν μέρει) απαίτησε την πλήρη προσοχή και επινοη τικότητα του Αλεξίου Α' Κομνηνού; Ή μήπως (όπως υποστήριξε ο εκλιπών Paul Lemerle), υπαίτιος ήταν ο ίδιος ο Αλέξιος —ένας «ψευδής σωτήρας» που υποβάθμισε την εκκολαπτόμενη αστική τάξη, δώρισε τα
35
36
CYRIL MANGO
πιο εύφορα εδάφη της αυτοκρατορίας στους συγγενείς και στενούς φί λους του, παρέδωσε το διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία στους Βενετούς, απαγόρευσε τη διδασκαλία της αριστοτέλειας λογικής, ανέθεσε την εκ παίδευση σε μια σκοταδιστική Εκκλησία και έκαψε αιρετικούς; Όποια εξήγηση και αν υιοθετήσει κανείς, γεγονός παραμένει ότι το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να βιώσει την πολιτιστική άνθηση που έλαβε χώρα στη Δύση και σταδιακά έμενε όλο και περισσότερο πίσω. Πριν από μισόν αιώνα ήταν ακόμη συνηθισμένος ο ισχυρισμός ότι το πολιτικό επίτευγμα του Βυζαντίου ήταν η άμυνα της Ευρώπης (ή της χριστιανοσύνης) απέναντι στις συνεχείς επιθέσεις από την Ασία, κάτι που δεν είναι πλέον αποδεκτό. Σήμερα εξυμνούμε το Βυζάντιο όχι τόσο επειδή απέκρουσε τους Ασιάτες, αλλά πολύ περισσότερο επειδή υπήρξε μια πολυεθνική και πλουραλιστική κοινωνία. Το Βυζάντιο ήταν σίγουρα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πολυεθνικό: ο πλουραλισμός του, ωστόσο, προέκυψε περισσότερο από ανάγκη παρά από πολιτικό σχεδίασμά. Πα ρεκκλίσεις σε θέματα θρησκευτικής πίστης και λατρείας δεν ήταν ανε κτές, εκτός εάν η επιβολή ομοιομορφίας δεν ήταν εφικτή. Ακόμη και οι Ιουδαίοι, μια νόμιμη αίρεση στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντιμετώπιζαν συνεχείς πιέσεις προσηλυτισμού. Τελικά, επειδή όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, οι Ιουδαίοι, που έπαιζαν πολύτιμο ρόλο στην οικονομία, αφέθηκαν στην ησυχία τους, αν και περιφρονητικά. Οι μουσουλμάνοι έμποροι και αιχμάλωτοι πολέμου μπορούσαν να έχουν τους δικούς τους χώρους λατρείας, αφού η άρνηση ενός τέτοιου δικαιώματος θα προκαλούσε αντίποινα. Το Βυζάντιο ήταν λιγότερο ανεκτικό από το Ισλάμ και μόνο ελάχιστα πιο ανεκτικό από τον χριστιανισμό της Δύσης. Η πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου δεν μπορεί να συνοψιστεί με την αναφορά ονομάτων μεγάλων στοχαστών, ποιητών, ή καλλιτεχνών. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε κανένας Αβελάρδος ή Ακινάτης, Χριστιανός του Τρουά (Chretien de Troyes) ή Δάντης, Νικόλαος Πιζάνος (Nicola Pisano) ή Τζιότο (Giotto). Οι λίγοι Βυζαντινοί λόγιοι που διακρίθηκαν πέραν του μέτριου, όπως ο Φώτιος τον 9ο αιώνα, ο Ψελλός τον 11ο αιώνα, ο Πλανούδης ή ο Γρηγοράς τον 13ο-14ο αιώνα, τα κατάφεραν όχι τόσο εξαιτίας της πρωτοτυπίας τους, αλλά κυρίως εξαιτίας της πολυμάθειας και του ογκώδους συγγραφικού έργου τους. Η βυζαντινή τέχνη είναι α νώνυμη. Στον τομέα των γραμμάτων, η βιογραφία των συγγραφέων, α κόμη και σε περιληπτική μορφή, έπαψε να έχει ενδιαφέρον μετά τον 6ο αιώνα και ο διαχωρισμός των συγγραφέων (στις περιπτώσεις που γινόταν κάτι τέτοιο) επιτυγχανόταν με τους τίτλους τους, πολιτικούς ή εκκλησια στικούς: διάκονος, σκευοφύλακας, λογοθέτης, μάγιστρος ή άλλο. Σε πολ λές περιπτώσεις είναι ακόμη αδύνατον να ξεχωρίσουμε όλους τους συνώ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
νυμους με το όνομα Γεώργιος, Γρηγόριος, Συμεών κ.λπ. και να προσδιο ρίσουμε έστω κατά προσέγγιση τη χρονική περίοδο της δράσης τους. Εξαιτίας της απουσίας του ατομισμού, ο βυζαντινός πολιτισμός μπο ρεί να θεωρηθεί ως ένα ιδιαίτερα πυκνά υφασμένο σώμα σκέψης που εκφράστηκε μέσα από τους θεσμούς της κυβέρνησης, της Εκκλησίας και του μοναχισμού και αντικατοπτρίστηκε στις σφαίρες της συγγραφής και της τέχνης. Σύμφωνα με τη διατύπωση του ρώσου στοχαστή του 19ου αιώνα Κ. Leont’ev, βυζαντινισμός σημαίνει μοναρχία, χριστιανισμός ενός συγκεκριμένου είδους, υποτονική εκτίμηση όλων των επίγειων πραγμά των και άρνηση της πιθανότητας ευζωίας σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτές οι σκέψεις είναι γενικώς εύστοχες, αλλά χρειάζονται κάποια διευθέτηση και επεξήγηση. Ο χριστιανισμός θα πρέπει να τοποθετηθεί σε πρώτη θέση, με κύριο χαρακτηριστικό το ότι ήταν ένα στατικό σύστημα δογμά των, όπως αυτά είχαν αναπτυχθεί διεξοδικά από τους Πατέρες της Εκ κλησίας και είχαν αποσαφηνιστεί στις Επτά Οικουμενικές Συνόδους. Ως τέλειο, το σύστημα αυτό δεν αποδέχθηκε καμία περαιτέρω εξέλιξη. Από όλα τα κύρια χριστιανικά δόγματα, ο βυζαντινός χριστιανισμός μπορεί να θεωρηθεί ο πιο αυθεντικός υπό την έννοια ότι είναι αυτός που βρίσκεται περισσότερο κοντά στο δόγμα της εποχής των Πατέρων. Αρνούμενος ωστόσο οποιαδήποτε εξέλιξη μετά το 787, υιοθέτησε ανακόλουθη στάση, εκτός από το ότι περιόρισε και τον ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Η μοναρχία θα πρέπει να τοποθετηθεί στη δεύτερη θέση, αφού η αναγκαιότητά της ήταν συνακόλουθο της θρησκείας. Αφού η επίγεια διακυβέρνηση ήταν αντανάκλαση της επουράνιας, κανένα άλλο σύστημα δεν ήταν αρεστό στον Θεό και επομένως άξιο να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Η τελευταία βυζαντινή πραγματεία για την πολιτική φιλο σοφία γράφτηκε τον 6ο αιώνα και παρέμεινε χωρίς αναγνωστικό κοινό. Αντιθέτως, το κάτοπτρο ηγεμόνος το οποίο συνέθεσε ο διάκονος Αγαπη τός την ίδια περίοδο, που προσδιόριζε με απλούς όρους τις ιδιότητες του ιδανικού αυτοκράτορα, αποδεχόμενο παράλληλα τη θεόσταλτη υπόστασή του, είχε μακροχρόνια απήχηση. Εθεωρείτο δεδομένο ότι ο αυτοκράτορας ήταν επιλεγμένος από τον Θεό και συνεπώς υπόλογος μόνο σε Εκείνον, και υπεύθυνος για την πνευματική και την υλική ευημερία των υπηκόων του, με την πρώτη να θεωρείται σαφώς η σπουδαιότερη. Το βυζαντινό δόγμα της μοναρχίας συνεπαγόταν διάφορα παράδοξα τα οποία μάλλον δεν αντιμετωπίστηκαν με ικανοποιητικό τρόπο. Κατ’ αρχήν, ο αυτοκράτορας ήταν θεωρητικώς ο άρχοντας όλων των ανθρώ πων ή, τέλος πάντων, όλων των χριστιανών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ίσχυε στην πραγματικότητα. Για να δικαιολογηθεί η παρουσία ανεξάρτητων χριστιανικών κρατών, άρχισε να υιοθετείται το εφεύρημα της «οικογέ νειας των πριγκίπων»: ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν ως ο pa terfam i-
CYRIL MANGO
lias, ενώ οι άλλοι άρχοντες ως τα παιδιά ή τα ανίψια του. Δεύτερον, εάν ο Θεός επέλεγε τον αυτοκράτορα, τότε γιατί αυτός ήταν ενίοτε ένας κα κόβουλος άνθρωπος (π.χ. ο Φωκάς), παγανιστής (π.χ. ο Ιουλιανός), αι ρετικός (π.χ. Κωνστάντιος Β', Βάλης κ.ά.) ή, υπό τους οθωμανούς σουλ τάνους, μουσουλμάνος; Η απάντηση ήταν απλή: για να τιμωρηθούν οι χριστιανοί για τις αμαρτίες τους. 'Οφείλε κανείς να υπακούει έναν τέ τοιον αυτοκράτορα; Ναι (βλ. Π ρος Ρ ω μ α ίο υ ς ΙΓ': 1-4: «αί δέ ούσαι έξουσίαι υπό τοϋ Θεοϋ τεταγμέναι είσ ίν...»), αν και την περίοδο της Εικονομαχίας οι ιδεολογικά ακραίοι εξέταζαν το ενδεχόμενο ανατροπής του καθεστώτος (βλ. Κεφάλαιο 6). Ένα ακόμη πιο δύσκολο θέμα αφορούσε τη θέση της Εκκλησίας, του sa cerd otiu m έναντι του im perium . Όσες συζητήσεις κι αν γίνουν σχετικά με το θέμα του βυζαντινού «καισαροπαπισμού», παραμένει γεγονός ότι ο αυτοκράτορας, αρχής γενομένης από τον Κωνσταντίνο, είχε πραγματικό έλεγχο της Εκκλησίας, ότι αυτός και μόνο συγκαλούσε τις συνόδους, στις οποίες και προήδρευε, εξέδιδε δεσμευτικά ανακοινωθέντα δογμα τικού περιεχομένου (όπως το Ε νω τικόν του Ζήνωνος ή η Έ κθεσις του Ηρακλείου), διόριζε πατριάρχες και μητροπολίτες, είχε το προνόμιο να εισέρχεται στο Ιερό, ακόμη και να κάνει κήρυγμα εάν το επιθυμούσε .(όπως έκανε ο Λέων ΣΤ'), αν και δεν μπορούσε να τελέσει τη λειτουργία. Ο αυτοκράτορας νομοθετούσε σε καθημερινή βάση για θέματα που θα έπρεπε κανονικά να απασχολούν αποκλειστικά την Εκκλησία (όπως ο γάμος των ιερωμένων, οι ιερείς ιδιωτικών ναών, το κατώτατο επιτρε πόμενο όριο ηλικίας για την είσοδο σε μοναστήρι κ.λπ.) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το εκκλησιαστικό δίκαιο επηρέαζε την καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων οι οποίοι δεν ανήκαν στον κλήρο, χωρίς κανέναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον κοσμικό και εκκλησιαστικό βίο. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένοι κλη ρικοί αντιτάχθηκαν στον αυτοκράτορα σε θέματα δόγματος ή ηθικής (με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν πάραυτα για ανυπακοή), ενώ στην παλαιολόγεια περίοδο περισσότεροι του ενός αυτοκράτορες δεν κατάφεραν να επιβάλουν την Ένωση με τη Ρώμη, φοβούμενοι τη λαϊκή αντίθεση. Μπο ρούμε επίσης να αναφέρουμε τη μεμονωμένη (κατά πάσα πιθανότητα) περίπτωση του πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος συμπεριέλαβε σε ένα νομι κό βιβλίο μια γραπτή δήλωση που είχε κοινά στοιχεία με το δυτικό δόγμα των «δύο Εξουσιών», αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο, που ονομα ζόταν Ε ισ α γ ω γή , δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ και η νομική αυτή διάταξη δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή. Αυτές οι εξαιρέσεις δεν ανατρέπουν τον κανόνα: η Εκκλησία και το Κράτος ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα, ώστε να στερήσουν στο Βυζάντιο αυτή την ένταση ανάμεσα στο πνευ ματικό και στο λαϊκό στοιχείο, η οποία συνέβαλε τόσο πολύ στη δια
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
μόρφωση της δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης. Στη σύγχρονη εποχή, οι ορθόδοξες εκκλησίες έχουν ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι υποταγής, είτε υπό τους οθωμανούς σουλτάνους είτε υπό τους Ρώσους τσάρους είτε υπό τον σοβιετικό κομμουνισμό. Ούτε ο μοναχισμός, που γνώρισε ιδιαίτερη εξάπλωση στον βυζαντινό κόσμο, δεν προσέφερε το αναγκαίο αντίβαρο. Μια μεμονωμένη προσπά θεια, να δημιουργηθεί μια μοναστική ομάδα πίεσης που θα επηρέαζε την αυτοκρατορική πολιτική και θα ασκούσε κριτική στη σφαίρα της ηθικής και του δόγματος, έγινε από τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη ενάντια σε αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως ένοχη μαλθακότητα της επίσημης Εκκλη σίας απέναντι στον γάμο του μοιχού Κωνσταντίνου ΣΤ' (795) με την ερωμένη του και, αργότερα, απέναντι στην επανεμφάνιση της Εικονομαχίας (815). Ο Θεόδωρος, ένας άνδρας με πεισματική αποφασιστικό τητα και σπουδαίες οργανωτικές ικανότητες, κατάφερε να εκμεταλλευ τεί το αυξανόμενο γόητρο του μοναχισμού μετά την αξιοθρήνητη συμπε ριφορά των επισκόπων κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της Εικονομαχίας: στη Δεύτερη Σύνοδο της Νίκαιας (787) επιτράπηκε για πρώτη φορά η συμμετοχή ηγουμένων μονών στις ηγετικές τάξεις της Εκκλη σίας. Η πρωτοβουλία του Θεόδωρου πήγε, ωστόσο, χαμένη. Οι μοναχοί αν και εξακολουθούσαν να χαίρουν εκτίμησης και και παρότι δέχθηκαν βοήθεια Από διάφορους αυτοκράτορες για να εξελιχθούν πνευματικά, δεν κατόρθωσαν ,ούτε μεμονωμένα ούτε σε συλλογικό επίπεδο να ασκήσουν την επιρροή που πάσχιζε να τους εξασφαλίσει ο Θεόδωρος. Ούτε η σκανδαλώδης συμπεριφορά του Μιχαήλ Τ' (εάν πιστέψουμε τις πηγές μας), αλλά ούτε και ο φόνος που ανέβασε στον θρόνο τον Βασίλειο Α' δεν επικρίθηκαν από τους μοναχούς. Ο τέταρτος γάμος του Δέοντος ΣΤ' σκανδάλισε το εκκλησιαστικό κατεστημένο, αλλά ο πνευματικός του, ένας μοναχός ιδιαίτερης αγιότητας ονόματι Ευθύμιος, πήρε το μέρος του αφέντη του. Και η συνέχεια ήταν παρόμοια. Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει αρκετούς λόγους για τους οποίους ένα αποτελεσματικό «κόμμα» μοναχών δεν μπόρεσε τελικά να δημιουργηθεί. Ο θεσμός ήταν τόσο κατακερματισμένος, ώστε να μην μπορεί να προβληθεί ως μία ενιαία δύναμη. Δεν υπήρχαν μοναστικά τάγματα, όπως στη Δύση, με κοινή οργάνωση και συγκεκριμένους στόχους. Τα μοναστήρια όφειλαν την ύπαρξή τους σε διάφορους πάτρωνες. Ορισμένα ήταν αυτοκρατορικά (δηλαδή αυτοκρατορικές δωρεές), άλλα επισκοπικά, ενώ πολλά από αυ τά τα διαχειρίζονταν λαϊκοί για το προσωπικό τους κέρδος, όμως κατά τον όψιμο Μεσαίωνα η γενική τάση ήταν να αυτονομούνται τα μοναστή ρια (αυτά ονομάζονταν α υ τε ξο ύ σ ια ή α υτο δέσπ ο τα ) για να αποφεύγουν την εκμετάλλευση από εξωμοναστικά στοιχεία. Τα βυζαντινά μοναστή ρια εξελίχθηκαν σταδιακά σε γαιοκτητικούς οργανισμούς, με κύριο στό
CYRIL MANGO
χο τη διατήρηση και την αύξηση των κληροδοτημάτων τους, γεγονός που εξηγεί γιατί ορισμένα από αυτά επέζησαν έως τις μέρες μας. Οι υπη ρεσίες τους σε άλλους σκοπούς, όπως η εκπαίδευση, έχουν υπερεκτιμηθεί. Ακόμη και στο Άγιον Όρος, μια «πολιτεία» 20 μοναστηριών, μερικά απο τα οποία είναι αρκετά πλούσια, το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε μόλις το 1753 και έκλεισε οριστικά οκτώ χρόνια αργότερα. Το σχολείο δημιούρ γησε μόνο προβλήματα και αποτέλεσε εμπόδιο στην επιδίωξη της «αγ γελικής ζωής». Εάν κάποιος έπρεπε να ονομάσει μία και μοναδική αρχή ως το θε μέλιο της ενάρετης ζωής, έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν οι Βυζαντινοί, αυτή θα ήταν η αρχή της τάξης. Έκδηλη σε όλο της το μεγαλείο στην ουράνια βασιλεία, αυτή η αρχή διαπότιζε ολόκληρο τον κόσμο. Η απου σία τάξης (αταξία), δηλαδή η έλλειψη προγραμματισμού και η ανατα ραχή, ήταν το χαρακτηριστικό των βαρβάρων και των δαιμόνων. Στα των ανθρώπων η τάξη προϋπέθετε την τήρηση εδραιωμένων κανόνων. Το βιβλίο το οποίο στα αγγλικά είναι γνωστό ως Book of Ceremonies του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου περιγράφεται ως «Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως» και στον μονοσέλιδο πρόλογό του η λέξη «τάξη» και τα παράγωγά της αναφέρονται οκτώ φορές. Είναι απολύτως σίγουρο ότι η περιφρόνηση της καθεστηκυίας τάξης θα υποτιμούσε τον αυτοκρατορικό θεσμό και θα τον υποβίβαζε στην άξεστη διακυβέρνηση των μαζών. Ακόμα και αν η τάξη, ως αρετή, είχε μεγαλύτερη βαρύτητα στη συμπεριφορά του αυτοκράτορα παρά στη συμπεριφορά των κοινών θνητών, ωστόσο και οι τελευταίοι πειθαρχούσαν σε αυτήν, κυρίως κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στην εκκλησία. Ο πλήρης κύκλος των φάσεων του εκκλησιαστικού έτους με τις κινητές και σταθερές εορτές, την καθημερινή μνημόνευση των αγίων, τις προκαθορισμένες αναγνώ σεις κειμένων, ύμνων και λιτανεύσεων, ήταν για κάθε χριστιανό η ανώ τατη εκδήλωση της αρμονικής και εύτακτης σχέσης ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο. Ο βυζαντινισμός, όπως σωστά παρατήρησε ο Leont’ev, ενδιαφερόταν ελάχιστα για την ευημερία του ανθρώπου και, κυρίως, δεν είχε κανένα πρόγραμμα για το μέλλον. Δεν υπήρχε καμία προσδοκία σχετικά με την ολοκλήρωση μίας χιλιετίας στη γη ή για κάποια φυσική ή πνευματική βελτίωση. Το μόνο που μπορούσε κανείς να προσμένει ήταν οι καταλη κτικές συσπάσεις ενός κουρασμένου και αμαρτωλού κόσμου, λίγο πριν τη Δευτέρα Παρουσία. Η ετυμηγορία του Κριτή θα ήταν τελεσίδικη. Αρνούμενοι το δόγμα του Καθαρτηρίου (ομολογουμένως μεταγενέστερη ε πινόηση), οι Βυζαντινοί επιβεβαίωσαν ότι στον άλλο κόσμο, όπως και σε αυτόν, δεν θα υπήρχε καμία εξέλιξη.
Όψεις της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου C Y R IL M A N G O
Χ ρνσό μ ε τ ά λ λ ιο του Κ ω ν στα ντίνον, όπ ου εικ ο ν ίζ ε τα ι μ ε τον θεά Ή λιο. Ν ομ ισ μ ατοκ οπ είο Τρεβήρων, 313 μ.Χ. Κολοσσιαία μαρμάρινη κεφαλή του Κωνσταντίνου, σήμερα στο Μουσείο
'· ■
Οι αυτοκράτορες της Τετραρχίας υιοθέτησαν σκο πίμως μια κάπως αγριωπή εικόνα τύπου Mussolini, με χονδρό λαιμό, κοντά και σκληρά γένια, και βλο συρή έκφραση, ενδεικτική των στρατιωτικών κα κουχιών και της αποφασιστικότητας. Ο Κωνστα ντίνος προτίμησε να εμφανιστεί ως ο «ιδρυτής της ειρήνης» (jundator quietis), πάντα με νεανικό και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο κατά το πρότυπο του Αυγούστου. Η κολοσσιαία μαρμάρινη κεφαλή του από την Basilica Nova στη Ρώμη (περίπου 315), οκτώ φορές μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους, με τη γαμψή μύτη, το προεξέχον σαγόνι και τους διεσταλμένους οφθαλμούς, δεν είναι σίγουρο ότι ανταποκρίνεται στα πραγματικά φυσιογνωμικά χαρα
τ ο ν Κ α π ιτ ω λ ίο υ σ τ η Ρ ώ μ η. Η μ ύ τη είνα ι η α υ θ εντικ ή το υ γλυπτού.
κτηριστικά του' εξωτερικεύει, ωστόσο, την ήρεμη μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει σε ένα λατρευτικό άγαλμα. Η ταύτισή του αρχικά με τη θεότητα του Απόλλωνα- Ήλιου εκφράστηκε στα νομίσματά του, με την προτομή του να επικαλύπτει μερικώς αυτήν του Sol Invictus, και μετά το 324 λιγότερο απροκά λυπτα με την κεφαλή του να ατενίζει τον ουρανό, στάση που φέρνει στο νου τις παραστάσεις του Με γάλου Αλεξάνδρου. ΟΚωνσταντίνος έγινε χριστιανός άγιος, και μά λιστα ισαπόστολος, ο μόνος αυτοκράτορας στον ο ποίο αποδόθηκε τέτοια τιμή, και αποτέλεσε το κε ντρικό πρόσωπο σε αρκετούς Βίονς που έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά,
42
CYRIL MANGO
ο ίδιος σκότωσε τη σύζυγό του και τον μεγαλύτερο γιο του, βαφτίστηκε από έναν αιρετικό και μετά θά νατον εισήλθε στο παγανιστικό πάνθεο. Στην Αγορά (forum) της Κωνσταντινουπόλεως που έφερε το όνο μά του το άγαλμά του ως θεού Ήλιου, τοποθετημένο σε κίονα από πορφυρίτη λίθο, ήταν αντικείμενο δη μοσίας λατρείας. Δεν πρέπει λοιπόν να απορεί κα νείς με τις ποικίλες ερμηνείες της προσωπικότητάς του. Ήταν κακοποιός και καιροσκόπος ή «ένας ει λικρινής άνδρας που αναζητούσε την αλήθεια στο κατώφλι ενός σκοτεινού αιώνα;» (A. Piganiol) Ως άγιος, ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται συχνά στον διάκοσμο των βυζαντινών εκκλησιών. Στο ψη φιδωτό του 10ου αιώνα στην Αγία Σοφία της Κων σταντινουπόλεως, εικονίζεται να αφιερώνει στην Παναγία ένα μοντέλο της πόλης την οποία ίδρυσε. Παραμένει αγένειος, ίσως σύμφωνα με το αρχαιο πρεπές πνεύμα της εποχής, αλλά έχει μακριά μαλ λιά, φωτοστέφανο και φέρει τα επίσημα αυτοκρατορικά ενδύματα. Στη Μέση Βυζαντινή εποχή όμως εικονίζεται συνήθως γενειοφόρος, όπως θα ταίριαζε σε κάθε ενήλικα, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, αγία Ελένη, με την οποία κρατά τον Τίμιο Σταυρό τον οποίο εκείνη ανακάλυψε.
Ο Κ ω ν σ τα ν τίν ο ς σ ε ψ ηφ ιδω τό σ τ ο τύ μ π α ν ο της ν ό τια ς π ύλης τ ο ν εξω νάρθ η κα της Α γίας Σ οφ ία ς. Κ ω νστα ντινούπ ολη .
Οι ά γ ιο ι Κ ω ν σ τα ν τίν ο ς κ α ι Ε λένη. Τ οιχ ο γ ρ α φ ία α π ό τον Ναό τη ς Α σίνον, Ν ικη τάρι, Κ ύπρος, 1106.
« «I
1
Η Α ν α το λ ικ ή Ρ ω μ α ϊκ ή Αυ το κ ρ α το ρ ία από τον Κ ω νσ τα ντίνο μέχρι τον Ηράκλειο (306- 641) PETER SARRIS
αΈτσι. λοιπόν ηττήθηκε ο Λικίνιος από τον Κωνσταντίνο στη Νικομή δεια, και παραιτήθηκε από κάθε ελπίδα, αφού κατάλαβε ότι δεν είχε αρκετούς άνδρες για να συνεχίσει τη μάχη. Βγαίνοντας από την πόλη, λοιπόν, γονάτισε μπροστά στον Κωνσταντίνο ως ικέτης, και δίνοντάς του την πορφύρα, τον αναγνώρισε ως αυτοκράτορα και κύριο... Ο Κωνστα ντίνος έστειλε τον Λικίνιο στη Θεσσαλονίκη για να ζήσει τάχα εκεί με ασφάλεια, αλλά σύντομα παρέβη τον όρκο του, όπως το συνήθιζε, και διέταξε να,τον κρεμάσουν. Ολόκληρη η αυτοκρατορία ανήκε τώρα μόνο στον Κωνσταντίνο». Έ τσι περιγράφει ο παγανιστής ιστορικός Ζώσιμος, περί το 500 μ.Χ., την τελική νίκη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνστα ντίνου ενάντια, στον τελευταίο από τους αντιπάλους του. Αυτή η νίκη σήμανε την αδιαφιλονίκητη επικράτηση του Κωνσταντίνου στις ανατο λικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την πλουσιότερη και πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου. Ο Κωνσταντίνος προσέθεσε αυτές τις πολύτιμες εκτάσεις στις δυτι κές επαρχίες, τις οποίες είχε θέσει υπό τον έλεγχό του ύστερα από μια μακρόχρονη περίοδο αβεβαιότητας και διαμαχών, η οποία είχε ξεκινήσει τδτέτος 306. Θΐ χριστιανικές πηγές παρουσιάζουν ορισμένες φορές την άνοδο του Κωνσταντίνου ως το αποτέλεσμα θεόπνευστης αποστολής: ο Ζώσιμος, ωστόσο, μας υπενθυμίζει ότι αυτό το γεγονός μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στο πλαίσιο των στυγνών και καιροσκοπικών ελιγμών φιλόδοξων ανδρών, που χαρακτηρίζουν την πολιτική κατάσταση της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι δύσκολο να αποκατασταθεί με βεβαιότητα η λεπτομερής αφή γηση αυτής της διαμάχης για επιβολή, μπορεί όμως να σκιαγραφηθεί το γενικότερο πλαίσιό της. Από το 293 μέχρι το 305, σύμφωνα με μια διευθέτηση στην οποία προέβη ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, γνωστή στους ιστορικούς ως «Τετραρχία» («η αρχή των τεσσάρων»), η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν υπό την εξουσία δύο αυτοκρατόρων, καθένας
44
Οι Τ ετράρχες (ο Δ ιοκ λη τια νός κ α ι οι ομ ό λ ο γ ο ί τον). Α υτά τα αγάλματα από α ιγ υ π τ ια κ ό π ορφ υρίτη λίθο, τ α ο π ο ία ή τα ν α ρ χ ικ ά π ρ ο σ α ρ τη μ ένα σε κίονες, μ ετα φ έρθη κ αν σ τ η Β ε ν ε τία μ ε τ ά την ά λ ω σ η της Κ ω ν σ τ α ν τ ινονπ όλεω ς α π ό τους Σ ταυροφ όρους το 1204 κ α ι εξακολουθούν να β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ τ η ν π λ α τ ε ία μ π ρ ο σ τ ά α π ό τη ν εκ κ λη σ ία του Α γιον Μ άρκον.
PETER SARRIS
από τους οποίους έφερε τον τίτλο του αυγούστου. Ο γηραιότερος εκ των δύο είχε την έδρα του στην Ανατολή, ο άλλος στη Δύση. Κάθε αύγουστος είχε υπό τις διαταγές του έναν καίσαρα, έναν αντι καταστάτη δηλαδή, που με τη σειρά του θα έπαιρνε ο ίδιος τη θέση του αυγού στου. Το 305, ο εμφανώς ασθενής αύγου στος Διοκλητιανός στο ανατολικό τμή μα της αυτοκρατορίας, και ο ομόλογός του Μαξιμιανός στο δυτικό τμήμα πα ραιτήθηκαν. Κατά συνέπεια, τους διαδέ χτηκαν οι αντίστοιχοι καίσαρες: ο Γαλέριος στην Ανατολή και ο Κωνστάντιος στη Δύση. Ο Γαλέριος διόρισε ως καί σαρα στην Ανατολή τον μεγαλύτερο α νιψιό του, Μαξιμίνο. Στη Δύση, επέβα λε ως καίσαρα στον Κωνστάντιο έναν αξιωματικό του δικού του περιβάλλο ντος, που ονομαζόταν Σεβήρος. Το 306, ο Κωνστάντιος πέθανε στην Τόρκη, κατά τη διάρκεια της εκστρα τείας του εναντίον των Πικτών. Παρά τις νόμιμες αξιώσεις του Σεβήρου, ο στρατός του Κωνσταντίου στη Βρετανία ανακήρυξε ως αρχηγό τον γιο του Κωνσταντίου, Κωνσταντίνο. Αυτή η σφε τεριστική πράξη ξεσήκωσε και άλλους σε παρόμοιες ενέργειες, και ο στρατός στη Ρώμη ανακήρυξε στη συνέχεια ως αύγουστο κάποιον Μαξέντιο γιο του πρώην αυτοκράτορα της Δύσης Μαξιμιανού, ο οποίος και φρόντισε να αποκτήσει ουσιαστικό έλεγχο της Ιταλίας και της Α φρικής. Ως γηραιότερος αύγουστος, ο Γαλέριος προσπάθησε μάταια να επι βάλει την τάξη. Αγνοώντας την πραγματική δύναμη του Μαξεντίου στην κεντρική Μεσόγειο, διόρισε έναν άλλον αυτοκράτορα στη Δύση, τον Λικίνιο, πρώην συνάδελφό του στον στρατό, αφού πρώτα έπαψε να υποστη ρίζει τον Σεβήρο. Υπήρχαν, λοιπόν, πέντε αύγουστοι: ο Γαλέριος και ο Μαξιμίνος στην Ανατολή, ο Λικίνιος, ο Κωνσταντίνος και ο σφετεριστής Μαξεντιος στη Δύση. Η θεσμική και πολιτική διευθέτηση την οποία είχε εισαγάγει ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός μόλις 20 χρόνια νωρίτερα έπαψε να υφίσταται.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΐΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
Το 310, σε μια τελευταία προσπάθεια να περισώσει κάτι από το ναυάγιο, ο Γαλέριος έθεσε ως στόχο να αποσπάσει τη Ρώμη από τον έλεγχο του Μαξεντίου, με μια στρατιωτική εκστρατεία που κατέληξε σε επονείδιστη αποτυχία. Το 311 ο Γαλέριος πέθανε και η ισχύς του στη Μικρά Ασία και στην Ανατολή περιήλθε ολοκληρωτικά στον Μαξιμίνο, αλλά με τον Λικίνιο να ασκεί έλεγχο στις ευρωπαϊκές επαρχίες που άλλοτε βρίσκονταν υπό την εξουσία του αυγούστου της Ανατολής. Ο θάνατος του Γαλερίου προλείανε το έδαφος για τη διαδικασία κατά την οποία οι υπόλοιποι αύγουστοι επιχειρούσαν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον μια για πάντα. Το 312 ο Κωνσταντίνος κατάφερε να πετύχει αυτό που δεν κατόρθωσε ο Γαλέριος, δηλαδή να νικήσει τον πιο σημαντικό δυτικό αντίπαλό του, τον σφετεριστή Μαξέντιο στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας. Αυτή η με γαλειώδης νίκη προσέφερε στον Κωνσταντίνο τον έλεγχο της Ρώμης. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος απέδωσε τον θρίαμβό του στο γεγονός ότι πριν από τη μάχη είχε εγκαταλείψει τη θρησκεία των προγόνων του και είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό. Σίγουρα από το 312 και εξής, ο Κων σταντίνος φαίνεται να εκδηλώνει δημόσια την υποστήριξή του στη χρι στιανική Εκκλησία και να την ευνοεί με ολοένα και μεγαλύτερη γενναιο δωρία. Το 313, με μια αντίστοιχη κίνηση, ο Λικίνιος νίκησε τον Μαξι μίνο στη Θράκη και στη συνέχεια αυτοαναγορεύθηκε κυβερνήτης της Ανατολής. Ακολούθησαν διάφορες στρατιωτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο εναπομείναντες αυγούστους. Ο Κων σταντίνος, ωστόσο, οργάνωσε τις ενάντιοϊΓτου Αικινίου μ,ετά το 32.3,_____ π ρώτα σττην ΑδριανούπολτΊ, και ύστερα, το 324 στη Χρυσούπολη κοντά στη Νικομήδεια. Σε ανάμνηση της νίκης του και προς τιμήν του, ο Κωνσταντίνος διέταξε να μετονομαστεί σε Κωνσταντινούπολη η αρχαία ελληνική αποικία του Βυζαντίου, στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου κοντά στη Νικομήδεια. Στη συνέχεια αποφά σισε ότι η πόλη θα έπρεπε να κοσμηθεί με δημό σια κτήρια αντάξια μιας αυτοκρατορικής πόλης. Μετά από περίπου πέντε χρόνια, κρίθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής φάσης αυτού του σχεδίου είχε ολοκληρωθεί σε ικανοποιητικό βαθ μό, και «η πόλη του Κωνσταντίνου» εγκαινιάστιηκε επισήμως στις 11 Μαΐου του 330. Ο Κωνστα ντίνος εγκαθίδρυσε εκεί μια σύγκλητο και παρέ-
45
Ο θρύλος το ν α γ ίο υ Κ ω ν σ τα ν τίν ο ν π α ρ ο υ σ ιά ζ ε τα ι εδώ σ ε τ ρ ία ε π ε ισ ό δ ια : το όνειρο το ν Κ ω ν σ τ α ν τ ίν ο ν η μ ά χ η σ τ η Μ ιλβ ία γέφ υρα μ ε την ε μ φ ά νισ η σ το ν ουρανό του νικηφ όρου σ η μ ε ίο υ τον σ τα υ ρ ό ν η εύρεση το ν Τ ίμ ιο υ Σ τα ύ ρ ο ν α π ό τη ν α ν το κ ρ ά τε ιρ α Ελένη.
PETER SARRIS
μείνε στην πόλη τον περισσότερο καιρό μέχρι τον θάνατό του το 337. Η ιστορία του πολιτισμού τον οποίο ονομάζουμε βυζαντινό είναι άρ ρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπικότητα του αυτοκράτορα Κωνστα ντίνου. Η πόλη του Κωνσταντίνου ήταν αυτή που θα τελούσε χρέη πρω τεύουσας και προμαχώνα στη μεσαιωνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Κυ ρίως η μεταστροφή του Κωνσταντίνου στον χριστιανισμό, η επισημοποίηση της νέας πίστης ως της πλέον προσφιλούς θρησκείας στο Ρωμαϊκό κράτος και η εξάπλωση της εξουσίας του Κωνσταντίνου στο ελληνοκε ντρικό ως προς τον πολιτισμό ανατολικό ήμισυ του ρωμαϊκού κόσμου επέτρεψαν τον συγκερασμό της χριστιανικής θρησκείας, της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής παράδοσης και της ελληνικής διανόησης, η οποία έμελλε να σφραγίσει τη σκέψη του νεοπαγούς βυζαντινού κόσμου. Σε αυτό το σημείο, όμως, αξίζει να κάνουμε μια μικρή παύση, για να θυμηθούμε ότι ο Κωνσταντίνος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή μιας νέας αυτοκρατορίας, πολλώ μάλλον ενός νέου πολιτισμού. Ο Κωνσταντί νος ήταν ένας λατινόφωνος που ήρθε στην Ανατολή ως ξένος. Αποκα τέστησε, δεν κατακερμάτισε, την ενότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο ρίας, την οποία εξούσιαζε ένας μόνο άρχοντας ως dom in u s orbis terrarum — «κύριος του κόσμου». Όταν ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ο Κωνστα ντίνος φαίνεται να είχε ελάχιστη γνώση για τη φύση της θρησκείας. Αρχικά τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά τη δημόσια εικόνα του και την προ παγάνδα, εξακολούθησε να χρησιμοποιεί τύπους, εκφραστικά μέσα και μοτιβα τα οποία, αν και δεν ήταν αποκλειστικά παγανιστικά, έβρισκαν ανταπόκριση στους ειδωλολάτρες. Μέχρι και το 323, οι αξιωματούχοι του Κωνσταντίνου έκοβαν νομίσματα αφιερωμένα στην παγανιστική λατρεία του Ήλιου {Sol Invictus). Ο Κωνσταντίνος ήταν αρκετά προσε κτικός, ώστε να μην προσβάλλει τα ισχυρά ειδωλολατρικά στοιχεία στην άρχουσα τάξη της αυτοκρατορίας του, καθώς χρειαζόταν τη συνεργασία και την υποστήριξή τους. Παρ’ όλα αυτά είναι λογικό να θεωρήσουμε ως αφετηρία της ιστορίας του Βυζαντίου τη νίκη του Κωνσταντίνου εναντίον του Λικινίου. Διότι η στρατιωτική δεινότητα του Κωνσταντίνου δημιούργησε τις προϋποθέ σεις για την ανάδυση του βυζαντινού κόσμου, ενώ και η εδραίωση της εξουσίας του στην Ανατολή επιτάχυνε μια σειρά από κοινωνικές διαδι κασίες που οδήγησαν τελικά στην εμφάνιση ενός εντελώς νέου τύπου κοινωνίας. Από το 324, ο Κωνσταντίνος εξούσιαζε μια αυτοκρατορία που εκτει νόταν από τη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Αίγυπτο στα ανατολικά μέχρι την επαρχία της Βρετανίας στη Δύση, και από τη Βόρεια Αφρική στα νότια μέχρι τον Δούναβη και τον Ρήνο στον βορρά. Κατά μήκος αυτών των βόρειων και νότιων συνόρων, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
σχεδόν πρωτόγονες φυλές ανθρώπων, όπως τα διάφορα γερμανικά φύλα πέρα από τον Ρήνο ή οι Βέρβεροι και οι Άραβες της Βόρειας Αφρικής και της Αραβίας αντίστοιχα. Στ’ ανατολικά, η αυτοκρατορία ήρθε σε σύγκρουση με την κάπως πιο επικίνδυνη δύναμη του αρχαίου περσικού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα σε σχέση με τα δομικά της χαρακτη ριστικά, τον 4ο αιώνα ίσχυε ό,τι ακριβώς και κατά τον 2ο αιώνα. Ωστόσο η αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των προγόνων του του 2ου αιώνα, ή μάλλον ο ρωμαϊκός κόσμος είχε πρόσφατα βιώσει μια περίοδο πλήρους μεταμόρφωσης. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 1ου και του 2ου αιώνα βασιζόταν στην ύπαρξη των πόλεων. Με άλλα λόγια, οι ανώτερες τάξεις της περιφέρειας ζούσαν σε μεγαλόπρεπα αστικά κέντρα, τις λεγάμενες civitates σ τα λα τινικά ή π ό λεις στα ελληνικά, και ήταν οργανωμένες σε αστικά συμβού λια (curiae ή βουλαί). Ο αυτοκράτορας διοικούσε κυρίως μέσω των αστι κών αυτών συμβουλίων, καθώς η βούλησή του μεταφερόταν στους συμ βούλους από τους κυβερνήτες που διόριζε ο ίδιος, και οι οποίοι με τη σει ρά τους ενημέρωναν τον αυτοκράτορα και τη σύγκλητο στη Ρώμη σχε τικά με την κατάσταση των επαρχιών. Αυτό το σύστημα της εκχώρησης (ως έναν βαθμό) εξουσιών στην περιφέρεια διευκόλυνε τη διακυβέρνηση μιας τόσο εκτεταμένης.αυτοκρατορίας. Εάν σε περιφερειακό επίπεδο οι κοινότητες απολάμβαναν έναν υψηλό βαθμό αυτονομίας, τα ανώτατα κρατικά αξιώματα ήταν ουσιαστικά το μονοπώλιο μιας ιδιαίτερα συντη ρητικής συγκλητικής τάξης εδραιωμένης στην Ιταλία και προσανατο λισμένης στη Ρώμη. Αυτό το κληρονομικό σύστημα αντιμετώπισε μεγάλες πιέσεις στα μέσα και στο τέλος του 3ου αιώνα. Οικονομικές και πολιτιστικές επαφές ανάμεσα στη Ρώμη και τους διάφορους βαρβαρικούς λαούς πέρα από τον Ρήνο και τον Δούναβη υπονόμευσαν τη σχετική κοινωνική ισονομία την οποία εγγενώς απολάμβαναν αυτοί οι πληθυσμοί και είχαν ως αποτέ λεσμα να δημιουργηθούν μεγαλύτερές φυλές και συνομοσπονδίες. Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή οι στρατιωτικές απειλές των βορείων φυλών δεν ήταν μαζικές αλλά μάλλον μεμονωμένες από τον 3ο αιώνα και μετά ευρύτερες συμμαχίες κατά της Ρώμης έκαναν την εμφάνισή τους. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή στα τέλη του 2ου αιώνα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επεκτείνει τα ανατολικά σύνορά της εις βάρος των Περσών. Αυτή η ήττα από τους Ρωμαίους οδήγησε στην πτώση της άρχουσας Παρθικής δυναστείας και σε μια σύγκρουση ανά μεσα στις διάφορες αριστοκρατικές ομάδες για την απόκτηση κυριαρχι κής ισχύος. Το 205-206 σημειώθηκε μια σημαντική επανάσταση με υ ποκινητή έναν αριστοκράτη ονόματι Papak. Ο Papak πέθανε περίπου το 208, αλλά μέχρι το 224 ο γιος του, Αρδασίρ Σαπώρης, είχε καταφέρει να
PETER SARRIS
επικρατήσει σε ολόκληρο τον περσικό κόσμο. Τον Σεπτέμβριο του 226, στο παλάτι της Κτησιφώντος, ο Αρδασίρ εστέφθη πρώτος σάχης της δυναστείας των Σασσανιδών. Σύντομα έθεσε ως στόχο του να ενώσει την περσική αριστοκρατία υπό την ηγεσία του, οργανώνοντας μια σειρά επιθέσεις εναντίον των Ρωμαίων, χάρη στις οποίες θα αυξανόταν το γόητρό του. Την ίδια επιθετική πολιτική ακολούθησε επίσης ο γιος και διάδοχός του, Σαπώρης Α', ο οποίος το 260 οργάνωσε μια τολμηρή εκστρατεία εναντίον της Συρίας, κατά την οποία λεηλάτησε την Αντιό χεια και αιχμαλώτισε και ταπείνωσε τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ήταν ιδιαίτερα ατυχές γεγονός για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ότι η περίοδος των πιο έντονων περσικών επιθέσεων συνέπεσε με μια σειρά εκτεταμένες επιδρομές σε ρωμαϊκά εδάφη από τους βαρβάρους των βόρειων συνόρων. Αυτή ήταν μια κατάσταση για την οποία ούτε ο στρα τός ούτε ο αυτοκράτορας ούτε η ρωμαϊκή σύγκλητος είχαν προετοιμαστεί και την οποία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν. Η αδυναμία μιας σειράς αυτοκρατόρων να επιληφθούν αυτής της στρατιωτικής κρίσης οδήγησε σε πολιτική αστάθεια, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι αυτοκράτορες εκθρονίζονταν και δολοφονούνταν από τους ίδιους τους στρα τιώτες τους. Οι τοπικές κοινωνίες άρχισαν σταδιακά να στηρίζονται στα δικά τους εφόδια, γεγονός που οδήγησε στην εμφάνιση διάφορων ιδιαί τερων (αν και όχι κατ’ ανάγκην αυτονομιστικών) καθεστώτων, όπως το γαλατικό βασίλειο στη Δύση μεταξύ 258 και 274 και το κράτος της Παλμύρας στην Ανατολή για ορισμένα χρόνια μέχρι το 272. Ως αντίδραση σε αυτή την κρίση έλαβε χώρα μια κοινωνική επανά σταση. Ο αυτοκράτορας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή διοριζόταν απο τη σύγκλητο, άρχισε να διορίζεται από τον στρατό, ο οποίος βέβαια διόριζε δικούς του βαθμοφόρους. Έ τσι κυβέρνησαν αυτοκράτορες που προέρχο νταν από τις τάξεις του στρατού, ταπεινής καταγωγής, ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στην αυτοκρατορική ιδεολογία, που όμως δεν ανέχονταν την αποτυχία. Το αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας σημειώθηκε το έτος 284 με τη μορφή του Διοκλητιανού, ο οποίος παραμέρισε τους αντιπάλους του, εδραίωσε τον εαυτό του ως αυτοκράτορα και εξαπελυσε σειρά επι τυχημένων επιθέσεων εναντίον των εχθρών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας. Έχοντας αποκαταστήσει την ειρήνη στην αυτοκρατορία, ο Διοκλητιανός είχε την ευκαιρία να παγιώσει διοικητικές αλλαγές. Η δημιουργία της «Τετραρχίας», δηλαδή του συστήματος των πολλαπλών αρχόντων το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω, πρόσφερε στην αυτοκρατορία πιο υ πεύθυνα ηγετικά στελέχη κοντά σε εκείνα τα γεωγραφικά σημεία που ήταν επιρρεπή σε προβλήματα. Οι αύγουστοι και οι καίσαρές τους κα τοικούσαν σε παραμεθόριες αυτοκρατορικές πρωτεύουσες, όπως οι Τρε-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
βήροι στη Δύση ή η Αντιόχεια στην Ανατολή. Παράλληλα, επαναδιαρθρώθηκε το διοικητικό και φορολογικό σύστημα για να διευκολυνθεί ο αυτοκρατορικός έλεγχος των επαρχιών. Οι στρατιωτικές και πολιτικές διοικήσεις των επαρχιών ήταν ξεχωριστές και το πλήθος του στρατού αυξήθηκε. Η έκταση των επαρχιών μειώθηκε ενώ αυξήθηκε ο αριθμός τους, με σκοπό να ενταθεί ο έλεγχος των αστικών συμβουλίων από την κεντρική εξουσία. Εξαιτίας της αύξησης του στρατού και της ανώτατης αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, ο αριθμός των υψηλόβαθμων στρατιω τικών και πολιτικών αξιωματούχων που διορίζονταν απ’ ευθείας από την κεντρική αυτοκρατορική αρχή φαίνεται ότι διπλασιάστηκε. Αυτές οι θέσεις καλύπτονταν κυρίως από μέλη του κυρίαρχου κοινωνικού στρώ ματος στα επί μέρους επαρχιακά αστικά συμβούλια. Η πρόσβαση αυτών των αξιωματούχων στη συγκλητική τάξη διευκολυνόταν ολοένα και πε ρισσότερο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψε μια νέα αριστοκρατία αυ τοκρατορικών υπαλλήλων. Ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να προωθήσει αυτές τις εξελίξεις. Η διαδικασία της δημιουργίας μιας ανώτερης τάξης επιταχύνθηκε στην ανατολική Μεσόγειο, όταν ο αυτοκράτορας ίδρυσε σύγκλητο στην Κων σταντινούπολη. Για να εδραιώσει την πολιτική ισχύ του στις ανατολικές επαρχίες, ο Κωνσταντίνος έπρεπε οπωσδήποτε να αποκτήσει προσωπι κές σχέσεις και οπαδούς ανάμεσα στους επιφανείς διοικητές της γρα φειοκρατίας του ανατολικού κράτους και στους προεξάρχοντες των αστι κών συμβουλίων. Αυτό προσπάθησε να το επιτύχει κολακεύοντάς τους, προσφέροντάς τους εκδουλεύσεις και προβολή. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε πολύ καλά ότι οι φίλοι όχι μόνο μπορούσαν, αλλά έπρεπε να εξαγορα στούν. Ένας καλός τρόπος για να το επιτύχει ήταν να τους παραχωρήσει την είσοδό τους στη νέα συγκλητική τάξη. Για να προσελκύσει άνδρες κύρους στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτο κράτορας δώρισε οικόπεδα σε όσους έκτιζαν ιδιωτικές κατοικίες στην πόλη. Το 332 καθιέρωσε ένα τακτικό σιτηρέσιο που προερχόταν από την πλούσια συγκομιδή του αιγυπτιακού καλαμποκιού. Η ίδρυση της Κων σταντινουπόλεως και η δημιουργία της συγκλήτου της δεν προέκυψαν απλώς για να αυτοεξυμνηθεί ο Κωνσταντίνος: ήταν αμφότερες προσε κτικά υπολογισμένες ενέργειες στο πλαίσιο μιας πραγματιστικής πολι τικής (R ealpolitik ). Η μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτών των πολιτικών πράξεων ήταν να συγκεντρωθεί η υπαλληλική αριστοκρατία της Ανατο λικής Μεσογείου σε μια ενιαία πολιτική κοινότητα και να δημιουργηθεί έτσι η αίσθηση κοινών ενδιαφερόντων και κοινής ταυτότητας στις άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών. Χάρη σε αυτή την κοινή ταυτό τητα, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, αναδύθηκε η ανώτατη συ γκλητική τάξη που έμελλε να ενοποιήσει τον πρώιμο βυζαντινό κόσμο.
5°
Στην απέναντι σελίδα: Α γάλμ ατα κ α τώ τερ ω ν δ ικ α σ τ ώ ν α νεγείρονταν σ τ ις π ό λ εις το ν Α νατολικού Ρ ω μ α ϊκ ο ύ Κ ράτους μ έ χ ρ ι κ α ι τον 6ο α ιώ ν α κ α ι συνήθω ς χ α ρ α κ τη ρ ίζ ονταν α π ό μ ια α υ σ τ η ρ ή έκ φ ρα σ η π ο υ υποδήλω νε α μ ε τ α κ ίν η τη α κ ε ρ α ιό τη τα . Σ τ η φ ω τογρ α φ ία , το ά γ α λ μ α το υ κυβερνήτη P alm atu s σ τ η ν Α φ ροδισιά δα τη ς Κ α ρ ία ς (δ υ τ ικ ή Μ ικρά Α σία), το υ τέλους τ ο ν 5ον ή τω ν αρχώ ν του 6ου αιώ να .
PETER SARRIS
Ο Κωνσταντίνος γνώριζε επίσης αρκετά καλά μέχρι ποιο σημείο τα υλικά κίνητρα θα προωθούσαν τις θέσεις της νέας του θρησκείας. Το 312 δήλωσε επίσημα ότι όσοι προσχωρούσαν στον χριστιανικό κλήρο θα απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους προς το συμβούλιο της γε νέθλιας πόλης τους, πολιτική που φαίνεται να προκάλεσε ταχεία συρροή ανδρών υψηλής κοινωνικής θέσης στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι κρατικές επιχορηγήσεις προς την Εκκλησία επιτρέπονταν. Μετά τη νίκη του εναντίον του Λικινίου, ο Κωνσταντίνος εξουσιοδότησε τους αρχηγούς των χριστιανικών κοινοτήτων να λάβουν από το αυτοκρατορικό ταμείο όσα χρήματα χρειάζονταν για να επεκτείνουν, να εξωρα'ίσουν ή να κα τασκευάσουν χώρους λατρείας. Παράλληλα, οι Άγιοι Τόποι περιέρχο νταν και πάλι με μεγαλειώδη τρόπο στον νέο περιούσιο λαό του Θεού, με την ανέγερση του ναού του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ και του ναού της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Κανένας δεν θα πρέπει να κρίνει τον Κωνσταντίνο με αυστηρότητα επειδή φαίνεται να μην είχε κατανοήσει πλήρως τον χριστιανισμό. Πολ λά από τα βασικά δόγματα της θρησκείας δεν είχαν βρει ακόμη την τελική τους διατύπωση, ενώ το σύνολο των κειμένων που θα συναποτελούσαν την Αγία Γ ραφή δεν είχε καθοριστεί. Η υιοθέτηση ωστόσο του χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο αποτέλεσε ένα βασικό σημείο καμπής στην τρέχουσα προσπάθεια για αποσαφήνιση και καθορισμό της πίστης. Διότι ο εκχριστιανισμός του αυτοκράτορα σήμαινε ότι οι δυνά μεις καταναγκασμού του Ρωμαϊκού κράτους θα μπορούσαν τώρα να α ναπτυχθούν προς όφελος εκείνης της θεολογικής ή εκκλησιαστικής φα τρίας που θα κατάφερνε να αποσπάσει την εύνοιά του. Ιερωμένοι οι οποίοι είχαν αποδοκιμάσει τους διωγμούς που οι ίδιοι είχαν υποστεί υπό το καθεστώς ειδωλολατρών αυτοκρατόρων, τώρα δεν δίσταζαν κα θόλου να χρησιμοποιήσουν την ίδια ακριβώς βίαιη εξουσία εναντίον των χριστιανών αντιπάλων τους. Το 325 ο αυτοκράτορας προήδρευσε της Συνόδου της Νίκαιας, η οποία συνήλθε με κύριο σκοπό να εξετάσει τη σχέση του Θεού-Πατέρα προς τον Θεό-Τιό. Η συμμετοχή του αυτοκρά τορα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το αν η θέση την οποία φαί νεται να υποστήριξε ο Κωνσταντίνος στη Νίκαια θεωρήθηκε τελικά ως αιρετική από τους επερχόμενους αυτοκράτορες και τις μελλοντικές συ νόδους. Τα διατάγματα τέτοιων «Οικουμενικών Συνόδων» είχαν την ισχύ αυτοκρατορικών νόμων. Η διαφωνία σήμαινε εναντίωση όχι μόνο στη θέληση του Θεού, αλλά και στη θέληση του ίδιου του αυτοκράτορα. Αυτές οι μεθοδεύσεις ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις θέσεις του χριστιανισμού. Όμως τα συμφέροντα της θρησκείας αναμφίβολα προάγονταν χάρη στη σχέση της με έναν αυτοκράτορα ο οποίος, κατά το έτος θανάτου του, το 337, είχε αποκαταστήσει την ειρήνη και την ενότητα στον
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
ρωμαϊκό κόσμο και, στην ανατολική Μεσόγειο, είχε καταπιαστεί με τη δη μιουργία μιας πολιτικής κοινότητας κύρους και επιρροής, της οποίας τα μέλη είχαν κάθε λόγο να τιμούν τη μνήμη του. Η ένδειξη πίστης και υ ποταγής στον Κωνσταντίνο, στην πο λιτική και στη δυναστεία του, συνδε όταν πολύ περισσότερο με τις στρα τιωτικές επιτυχίες και τη γενναιοδω ρία των χορηγιών παρά με τα θρη σκευτικά ζητήματα. Αυτή η αφοσίωση στη μνήμη του Κωνσταντίνου εκφράστηκε με βίαιο τρόπο πολύ σύντομα μετά τον θάνατό του. Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι εί χε σκεφτεί να μοιράσει την αυτοκρα τορία στους τρεις γιους του: τον Κων σταντίνο Β', τον Κωνστάντιο Β'-και τον Κώνσταντα, καθώς επίσης στους εγγονούς της μητριάς του, Θεοδώρας. Για τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου ακολούθησε μια αβέ βαιη περίοδος μεσοβασιλείας, ώσπου τον Σεπτέμβριο του 337 οι γιοι του αυτοανακηρύχθηκαν αύγουστοι. Ό μως, προηγήθηκε μια ανταρσία στους στρατιωτικούς κόλπους της Κωνστα ντινουπόλεως. Οι στρατιώτες απαίτη σαν να μην τους κυβερνήσει «κανένας άλλος εκτός από τους γιους του Κων σταντίνου», και οι εγγονοί της Θεο δώρας, μαζί με πλήθος συγγενών και υποστηρικτών τους, σφαγιάσθηκαν. Ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες ήταν ο Γάλλος και ο Ιουλιάνός, οι δύο μικρότεροι γιοι του εκτελεσθέντος ετεροθαλούς αδελφού του Κων σταντίνου, Ιουλίου Κωνστάντιου. Ο Ιουλιανός θεωρήθηκε πάρα πολύ μι κρός για να δολοφονηθεί, ενώ ο ετερο-
51
PETER SARRIS
52
Θαλής αδελφός του, Γάλλος, ήταν αρκετά άρρωστος, ώστε η δολοφονία του να θεωρηθεί περιττή. Το φθινόπωρο του 337, οι γιοι του Κωνσταντίνου συναντήθηκαν στην Παννονία, στα Βαλκάνια, για να μοιράσουν την αυτοκρατορία μεταξύ τους. Ο Κωνστάντιος Β', ο μεσαίος αδελφός, ανέλαβε τον έλεγχο των ανατολικών επαρχιών και της Θράκης. Ο Κώνστας πήρε το υπόλοιπο των Βαλκανίων, καθώς και την Ιταλία και την Αφρική, ενώ ο μεγαλύ τερος, και κατά πάσα πιθανότητα νόθος γιος, ο Κωνσταντίνος Β', ανέ λαβε τη Βρετανία, τη Γαλατία και την Ισπανία. Ολοφάνερα δυσαρεστημένος με αυτή τη μοιρασιά, ο Κωνσταντίνος Β' οργάνωσε μια ανεπιτυχή επίθεση εναντίον της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ίδιος σκοτώθηκε κοντά στην Ακυληία, ενώ οι προηγούμενες κτήσεις του περι ήλθαν στον νεότερο αδελφό του. Στα ανατολικά, ο Πέρσης σάχης Σαπώρης Β' θέλησε να εκμεταλλευτεί την πολιτική αποδιοργάνωση που προκαλεί συνήθως η μεταβίβαση εξουσίας και οργάνωσε μια σειρά επιθέ σεις στην παραμεθόρια πόλη Νίσιβη. Η πρώτη από αυτές πρέπει να πραγματοποιήθηκε ήδη το καλοκαίρι του 337, ενώ δύο ακόμα περσικές επιδρομές έγιναν το 346 και το 350. Αυτές ο Κωνστάντιος Β' τις αντι μετώπισε με επιμονή και επιτυχία από τη βάση του στην Αντιόχεια. Q Κωνστάντιος ήταν ένας καχύποπτος άνδρας και ως χριστιανός λι γότερο ρεαλιστής από τον πατέρα του. Οι στρατιωτικές του ικανότητες, ωστόσο, σε συνδυασμό με την ευσυνειδησία του ως ηγεμόνα κέρδισαν τον θαυμασμό πολλών από τους υπηκόους του των ανατολικών επαρχιών. Αυτό το παραδέχεται ακόμη και ο ειδωλολάτρης ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος στην αφήγησή του καλύπτει την τελευταία περίο δο της βασιλείας του Κωνσταντίου. Για μία ακόμη φορά το μυστικό της επιτυχίας του Κωνσταντίου φαίνεται ότι ήταν ο συνδυασμός της στρα τιωτικής δεινότητας και της συνετής χρήσης των χορηγιών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίου, η Κωνσταντινούπολη εξωραΐ-
Χ ρυσό μ ε τά λ λ ιο το υ Κ ω ν σ τ α ν τ ίο υ Β ' α π ό το ν ο μ ισ μ α το κ ο π είο * ϊη ς Ν ικομήδειας, π ε ρ ίπ ο υ 355. Σ τ ο ν ο π ισθ ότυ π ο, η π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η τη ς Κ ω ν σ τα ντινο υ π ό λ εω ς π ου α κ ο υ μ π ά ε ι το π ό δ ι της σ τη ν π λώ ρη ενός πλοίου.
Ύ ■'
a.
ί
.
m LΜ \
V 7 /
4 W ‘
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
στηκε ακόμα περισσότερο, η σύγκλητός της διευρύνθηκε σημαντικά και οι συγκλητικοί της απολάμβαναν τιμές ισάξιες με αυτές των ομολόγων τους στη Ρώμη. Ενώ ο Κωνστάντιος Β' φαίνεται να συνέχισε τα κατορθώματα του πα τέρα του, ο αδελφός του, Κώνστας, δεν διαχειρίστηκε τις κρατικές υποθέ σεις με την ίδια σύνεση στη Δύση. Κατηγορήθηκε για τους κακούς συμ βούλους του ενώ το αυλικό περιβάλλον του επικρίθηκε αυστηρά για ατα σθαλίες. Αν και, ως γνωστόν, ο Κώνστας νομοθέτησε εναντίον της ομο φυλοφιλίας, μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν ότι διατηρούσε ένα είδος αρσενικού χαρεμιού με αιχμαλώτους πολέμου. Το 350 ανατράπηκε ύστερα από πραξικόπημα και αντικαταστάθηκε από έναν αξιωματικό του στρα τού γερμανικής καταγωγής που ονομαζόταν Μαγνέντιος. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε αναπόφευκτα την οργή του Κωνσταντίου, ο οποίος το 351 κα ταδίωξε τον στρατό του σφετεριστή πρώτα στα Βαλκάνια, μετά στην Ιτα λία καιτελικά στη Γαλατία, όπου το 353 ο Μαγνέντιος ηττήθηκε οριστικά. Με την παραμονή του Κωνσταντίου στη Δύση προέκυψε το θέμα του ποιος θα είχε την επίβλεψη της Ανατολής, όπου οι Πέρσες αποτελούσαν μόνιμη απειλή. Όντας ο ίδιος άτεκνος, ο Κωνστάντιος έπρεπε να στρα φεί στους βασιλικούς απογόνους που επέζησαν της σφαγής του 337, και το 351 διόρισε ως καίσαρα τον Γ άλλο. Η περίοδος βασιλείας του Γ άλλου ,στην Ανατολή χαρακτηρίζεται κυρίως από την έφεσή του στην άσκηση άσκοπης βίας. Σύμφωνα με τον Αμμιανό, «ξεπερνώντας τα όρια της εξουσίας που του δόθηκε... [προκάλεσε]... γενική αταξία λόγω της υ περβολικής του σκληρότητας». Ο Κωνστάντιος δεν μπορούσε να επιτρέ ψει την αποξένωση της Ανατολής και το 354, με χαρακτηριστική διορα τικότητα, κάλεσε επιτακτικά τον Γ άλλο κοντά του και διέταξε την εκτέ λεσή του. Ασχολήθηκε στη συνέχεια με μια σειρά εκστρατείες εναντίον βαρβάρων στασιαστών κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Το 355, διόρισε ως καίσαρα τον ετεροθαλή αδελφό του Γάλλου, Ιουλιανό, στον οποίο εμπιστεύθηκε την επίβλεψη της Γαλατίας, καθώς ο ίδιος αναχώρησε σε εκστρατεία στο σύνορο του Δούναβη. Ο Κωνστάντιος θα πρέπει να είχε καταλάβει ότι ο Ιουλιανός δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να τον συμπαθεί. Στο κάτω κάτω, ο αυτοκράτορας ήταν συνένοχος στον θάνατο σχεδόν όλων των στενών συγγενών του Γουλιανού, ενώ από το 342 μέχρι το 348, τόσο ο Γ άλλος όσο και ο ΙουΑ'-ανός ήταν ουσιαστικά έγκλειστοι σε ένα παλάτι της Καππαδοκίας. Από το 348, όμως, δόθηκαν στον Ιουλιανό κάποια περιθώρια ελευθερίας και του επετράπη να ταξιδέψει πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και μετά στη Νικομήδεια, στην Έφεσο και για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αθήνα, όπου είχε την ευκαιρία να αποκτήσει πλούσια παιδεία. Αυτός ο εικοσιτετράχρονος φιλομαθής νεαρός δεν φαινόταν σε καμιά περίπτωση
53
PETER SARRIS
54
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο τελευταίος παγανιστής αυτοκράτορας, είχε επιλέξει να εικονίζεται στα νομίσματα του με τη γενειάδα φιλοσόφου, εξαιτίας της οποίας διακωμωδήθηκε αρκετά. Η παράσταση ταύρου στον εμπροσθότυπο παραμένει αινιγματική. Σύμφωνα με μια ερμηνεία πρόκειται για τον ιερό ταύρο 'Απη. Χάλκινο νόμισμα της Κωνσταντινουπόλεως,
361-363.
ικανός να απειλήσει, έναν τόσο σκληραγωγημένο στρατιωτικό ό πως ο Κωνστάντιος, που σίγουρα είχε όλο τον στρατό με το μέρος του. Το 359, οι Πέρσες κατέλαβαν το σημαντικό παραμεθόριο οχυρό της Άμιδας και τον επόμενο χρόνο εκπόρθησαν δύο ακόμα ρωμαϊκά φυλάκια. Ο Κωνστάντιος αναγκάστηκε να επιστρέφει στην Αντιόχεια και να προετοιμαστεί για πό λεμο. Από το 357, και από τότε που ο Κωνστάντιος εξεστράτευσε στον Δούναβη, ο Ιουλιανός ήταν ουσιαστικά ο μοναδικός εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας στις δυ τικές επαρχίες, ευθύνη στην οποία ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. 'Υστερα από διάφορες εντυπωσιακές εκστρατείες, ο Ιουλιανός κατάφερε να εκκαθαρίσει τη Βόρεια Γαλατία από τους βαρβάρους επιδρομείς και να επιδείξει την ισχύ του ρωμαϊκού στρατού πέρα από τον ποταμό Ρήνο. Παράλληλα, αναδιορ γάνωσε το φορολογικό σύστημα στη Γαλατία προς όφελος τόσο του αυτοκρατορικού ταμείου όσο και των φορολογού μενων υποτελών. Ο Ιουλιανός αποδεικνυόταν όχι μόνο ένας γενναίος στρατηγός, αλλά και ένας ικανός και δίκαιος δια χειριστής. Η επιτυχία του Ιουλιανού στη Γ αλατία φαίνεται να θο ρύβησε κάπως τον Κωνστάντιο. Κατά συνέπεια, στις αρχές του 360, ο αυτοκράτορας διέταξε ένα σημαντικό τμήμα του στρατού του Γουλιανού να μετακινηθεί ανατολικά για τις ανάγκες του περσικού πολέμου. Ο Ιουλιανός θα πρέπει να ερμήνευσε αυτή την κίνηση ως εσκεμμένη προσπάθεια υπονόμευσης της θέσης του. Πολύ σύντομα, πράγματι, ο στρατός του Ιουλιανού επρόκειτο να μετακινηθεί προς ανατολάς σε αριθμό όμως που ο Κωνστάντιος δεν είχε καν υποψια στεί. Διότι τον Φεβρουάριο του 360, τα στρατεύματα του Ιουλιανού τον ανακήρυξαν αύγουστο. Ο Κωνστάντιος δεν θέλησε να ανεχθεί την παρα μικρή μείωση της δικής του εξουσίας, και το 361 ο Ιουλιανός και ο στρα τός του ξεκίνησαν μια μακρά εκστρατεία προς ανατολάς, για να επιλύ σουν το ζήτημα του αυτοκρατορικού τίτλου με τη δύναμη των όπλων. Ο Κωνστάντιος, από την άλλη πλευρά, εγκατέλειψε την Αντιόχεια, «ανυπομονώντας όπως πάντα» γράφει ο Αμμιανός, «να αντιμετωπίσει άμεσα την πρόκληση του εμφυλίου πολέμου». Καθώς όμως αυτός και ο στρατός του συνέχιζαν την προέλασή τους στην Κιλικία, ο Κωνστάντιος αρρώστησε με υψηλό πυρετό που προκάλεσε τελικά τον θάνατό του. Οι σύμ βουλοι του εκλιπόντος αυτοκράτορα συμφώνησαν να αναγνωρίσουν τον Ιουλιανό ως τον ανώτατο άρχοντα του ρωμαϊκού κόσμου και έστειλαν δύο αξιωματικούς για να τον προσκαλέσουν «να αναλάβει πάραυτα την ηγε-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
σία της Ανατολής, η οποία ήταν έτοιμη να πειθαρχήσει στις εντολές του». Ο Ιουλιανός έσπευσε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη. Η βασιλεία του Ιουλιανού μετά βίας θα ξεπερνούσε τελικά τους 18 μήνες. Ωστόσο η περίοδος αυτή γοήτευσε έντονα τόσο τους σύγχρονους όσο και τους μεταγενέστερους ιστορικούς ερευνητές. Αμέσως μετά τον θάνατο του θείου του, αποφάσισε να αποκαλύψει δημόσια κάτι που ήταν ήδη γνωστό στον κύκλο των στενών φίλων του, ότι δηλαδή κατά τη διάρ κεια των σπουδών του, πρώτα στη Νικομήδεια το 351 και μετά στην Έφεσο, είχε απορρίψει τον Θεό του Κωνσταντίνου και είχε ενστερνιστεί τα μυστήρια του νεοπλατωνικού παγανισμού. Μόλις έφθασε στην Κων σταντινούπολη, ο Ιουλιανός κήρυξε θρησκευτική ανοχή, αφαίρεσε τα προ νόμια τα οποία κατείχαν η χριστιανική Εκκλησία και ο κλήρος, και διέ ταξε να αναβιώσει η λατρεία στους παγανιστικούς ναούς των πόλεων της αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός θέλησε να παρουσιάσει αυτή τη διακήρυξη ως αποκατά σταση της δημοσίως απαγορευμένης λατρείας εκείνων των θεών οι οποίοι είχαν χαρίσει στη Ρώμη το παρελθόν της μεγαλείο. Ωστόσο έχει σημασία να καταλάβουμε μέχρι ποιο σημείο, ακόμη και για πολλούς μη χριστια νούς, ο παγανισμός του Ιουλιανού φάνταζε ως ένα παράξενο και πιθανό τατα εκφυλισμένο αμάλγαμα. Ο Ιουλιανός είχε ανατραφεί ως χριστιανός: ο παγανισμός του, λοιπόν, έμοιαζε με μια ξένη γλώσσα που, ακόμη και αν κάποιος μάθει να τη μιλά με μεγάλο ενθουσιασμό, αυτή εξακολουθεί να ηχεί παράξενα στα αυτιά του αυτόχθονος. Ο Ιουλιανός ήταν οπαδός ενός εκλεπτυσμένου παγανισμού που σε συμβολικό επίπεδο μόνο προσέγγιζε
55
Ο Ιουλια νός μ ε α ν το κ ρ α το ρ ικ ό ένδυμα π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί τη θ υ σ ία ενός ταύρου. Σ τ α δ ε ξ ιά ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι φ λέγόμενος βω μός μ έ σ α σε κ όγχ η π ο υ ε π ισ τ έ φ ε τ α ι α π ό τ ρ ία π α γ α ν ισ τ ικ ά είδω λα.
56
i
PETER SARRIS
τους μύθους κοα τους θρύλους της ελληνορωμαϊκής παράδοσης. ΓΊαρότι έπρεπε να ασκείται η λατρεία κάθε ξεχωριστής θεότητας, ο απώτερος σκοπός αυτής της διαδικασίας ήταν να οδηγήσει σε μια σαφέστερη αντί ληψη της μίας και μοναδικής θεϊκής αρχής όπως ενσαρκωνόταν σε ό,τι ο Ιουλιανός περιέγραφε ως «ο δημιουργός... ο κοινός πατέρας και βασιλιάς όλων των ανθρώπων)). . Αυτή η νοησιαρχία, εμποτισμένη από μια μονοθεϊστική τάση που ήταν έκδηλη από καιρό στον ύστερο παγανισμό, θα πρέπει να είλκυε ιδιαίτερα τους μορφωμένους αριστοκράτες της αυτοκρατορίας. Η υψηλοφροσύνη του Ιουλιανού, όμως, συμβάδιζε με μια αρέσκεια προς τις θεαματικές τελετές, στις θυσίες και τη μαγεία, που τα μέλη της αριστο κρατίας θεωρούσαν χυδαία. Σύμφωνα με τον Αμμιανό, ο Ιουλιανός ήταν «περισσότερο προληπτικός παρά ειλικρινής τηρητής των επιταγών της θρησκείας και οδηγούσε στον βωμό αμέτρητα ζώα χωρίς να υπολογίζει τα έξοδα». Οι ειδωλολατρικοί ναοί, ωστόσο, και οι σχετικές παγανιστικές λατρείες δεν είχαν περιέλθει σε αχρηστία μόνο και μόνο επειδή την εξουσία ασκούσαν χριστιανοί αυτοκράτορες. Η εγκατάλειψη οφειλόταν ως ένα βαθμό στην έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά των ίδιων των ειδωλολατρών για την οργάνωση μεγαλόπρεπων και ακριβών δημόσιων επιδείξεων παγανιστικής θρησκευτικότητας. Εαν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Ιουλιανού ήταν αντίθετες με το ρεύμα της εποχής, το ίδιο συνέβαινε και με ορισμένες από τις επιδιώξεις του στον πολιτικό τομέα. Η πολιτική του Ιουλιανού χαρακτηρίζεται από την απόφασή του να ανατρέψει τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Το μέγεθος και η πολυτέλεια της αυτοκρατορικής αυλής περιορίστηκαν. Ο αυτοκράτορας θα ξαναγύριζε στον ρόλο του α νώτατου δικαστικού, αντί του δεσπότη, του ρωμαϊκού κόσμου. Η κεντρική εξουσία θα περιοριζόταν σταδιακά και η διοίκηση της αυτοκρατορίας θα περιερχόταν εκ νέου στην αυτοδιαχείριση των αστικών συμβουλίων. Τέ τοιες συντηρητικές φιλοδοξίες ίσως να θεωρούνταν αξιέπαινες από με ρικούς. Αλλά η δυνατότητα να δραπετεύσει κανείς από τα επαχθή καθή κοντα της δημοτικής αρχής, να ανέλθει τα αξιώματα της κεντρικής διοί κησης, να αποκτήσει την εμπειρία και να βιώσειτη χλιδή της Αυλής, είχε δημιουργήσει για τα μέλη της νέας αυτοκρατορικής αριστοκρατίας ευ καιρίες τις οποίες δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να χάσουν. Έ τσι, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, κατά τη διάρ κεια του ταξιδιού του από την Κωνσταντινούπολη προς την Αντιόχεια το 362, ο Ιουλιανός έγινε δεκτός με μικρότερο ενθουσιασμό στις πόλεις από τις οποίες πέρασε, εξαιτίας των αντιδράσεων που είχαν προκαλέσει η θρησκευτική και η λαϊκή πολιτική του. Η αποκορύφωση ήταν η έντονη διένεξη που προέκυψε ανάμεσα στον Ιουλιανό και στους πολίτες της
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
Αντιόχειας. Οι θυσίες τις οποίες ο Ιουλιανός πραγματοποίησε εκεί προς τιμήν του θεού Άδωνη, σε μια περίοδο κατά την οποία η πόλη υπέφερε από έλλειψη τροφίμων, σε συνδυασμό με τις αδέξιες προσπάθειές του να επιλύσει το πρόβλημα της σιτοδείας, ενόχλησαν εξίσου τους χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες κατοίκους της πόλης. Η δημόσια γελοιοποίηση την οποία υπέστη ο Ιουλιανός τον επηρέασε τόσο βαθιά στη συνέχεια, ώστε κατά την επιστροφή του στην περιοχή δήλωσε ότι εφεξής θα διέ μενε στην Ταρσό και όχι στην Αντιόχεια. Το ταξίδι του Ιουλιανού στην Ανατολή το 362 δείχνει, ωστόσο, ότι ο αυτοκράτορας είχε συναίσθηση των δυσκολιών τις οποίες θα αντιμετώ πιζε για την πραγματοποίηση των φιλοδοξιών του. Διότι βασικός σκοπός του φαίνεται ότι ήταν να επιχειρήσει αυτό που και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν κάνει στο παρελθόν προκειμένου να κερδίσουν την υ ποστήριξη των ελληνόφωνων πόλεων της Ανατολής: να εκστρατεύσει, δηλαδή, εναντίον του παραδοσιακού εχθρού του ελληνικού κόσμου, της αυτοκρατορίας των Περσών. Το 363, με έναν στρατό 65.000 ανδρών, ο Ιουλιανός εισέβαλε στην περσική επικράτεια και μετά από σειρά θεαμα τικών νικών, τις οποίες μας εξιστορεί από πρώτο χέρι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, έφθασε σε απόσταση αναπνοής από την πρωτεύουσα των σά χηδων, την Κτησιφώντα. Τπό το βλέμμα των υπερασπιστών της πόλης, ο Ιουλιανός προ'ίστατο αθλητικών και εορταστικών εκδηλώσεων. Μια λα μπρή νίκη που θα αποδείκνυε περίτρανα την ανωτερότητα της θρησκείας του φαινόταν να είναι κιόλας δική του. Πολύ σύντομα, όμως, ο Ιουλιανός και οι συνεργάτες του κατάλαβαν ότι η πόλη ήταν από κάθε άποψη απόρθητη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, «από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τα χέρια του σαν την άμμο που γλιστρά κάτω από τα πόδια ή σαν τη φοβερή καταιγίδα που χτυπά ένα καράβι». Ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Ιουλιανός έκανε ένα μοιραίο λάθος. Αντί να υποχωρήσει ακολουθώντας την ίδια οδό, αποφάσισε να κάψει τα πλοία με τα οποία ο στρατός του είχε διασχίσει τον Ευφράτη και τους παραποτάμους του και στη συνέχεια να εξαπολύσει νέες επιθέσεις στα περσικά εδάφη. Με αυτή την τακτική ο στρατός του Ιουλιανού, που ήδη είχε αρχίσει να χάνει το ηθικό του, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς εφόδια και αντιμέτωπος με επιδρομές και ενέδρες. Κατά τη διάρκεια μιας ανάλο γης επίθεσης, στις 26 Ιουνίου, ο ίδιος ο αυτοκράτορας πληγώθηκε θα νάσιμα από μια λόγχη που διαπέρασε τα πλευρά του. Ο Ιουλιανός με ταφέρθηκε στη σκηνή του όπου και πέθανε το ίδιο βράδυ, εκφράζοντας ικανοποίηση, σύμφωνα με τον Αμμιανό, που τουλάχιστον αξιώθηκε έναν ενάρετο θάνατο στο πεδίο της μάχης, αντί ενός θανάτου «εξαιτίας κά ποιας μυστικής συνωμοσίας». Κάποιοι άλλοι δεν ήταν τόσο σίγουροι γ ι’
58
Ε σ ω τε ρ ικ ή άπ οψ η τ ο ν β α π τ ισ τ η ρ ίο ν σ τ η Ν ίσιβ η (Nusaybin, σ τη ν α ν α το λ ικ ή Τ ουρκία), π ο υ κ τ ίσ τ η κ ε α π ό τον ε π ίσ κ ο π ο Β ο λ ά γ η σ ο το 359, τ έ σ σ ε ρ α χ ρόνια π ρ ιν τη ν π α ρ ά δ ο σ ή τη ς π όλης σ το υ ς Π έρσες ύ σ τε ρ α α π ό την α π ο τ υ χ ία τη ς ε κ σ τ ρ α τ ε ία ς του Ιουλιανού.
PETER SARRIS
αυτό: υπήρχαν φήμες era ο αυτοκρατορας είχε στην πραγματικότητα χτυπηθεί από έναν από τους δικούς του χριστιανούς στρατιώτες. Ένας ιστορικός θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρίσει τον Ιουλιανό ως έναν αθεράπευτο ιδεαλιστή, του οποίου η πολιτική ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Βέβαια, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο η πολιτική του θα μπορούσε να αποβεί επιτυχής. Όμως, όσο εκκεντρικός κι αν ήταν ο παγανισμός του Ιουλιανού, η επιβολή του σίγουρα δεν θα ήταν ακατόρθωτη ιδιαίτερα σε μιαν αυτοκρατορία στην οποία ο χριστια νισμός δεν ήταν παρά μία ακόμα θρησκεία, ανεκτή αλλά όχι προνομιού χος, ανάμεσα σε πολλές άλλες. Το όλο εγχείρημα εξάλλου θα ήταν πολύ ευκολότερο, εάν ο Ιουλιανός είχε στο περσικό μέτωπο τις' ίδιες στρα τιωτικές επιτυχίες που είχε και στη Γαλατία. Όπως αποδείχθηκε κα τά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνστα ντίνου, αυτό που εξασφάλιζε την αφοσίωση των υπηκόων ενός αυτοκράτορα ήταν κυρίως οι στρατιωτικές του επιτυχίες και όχι οι θρη σκευτικές του προτιμήσεις. Είναι χαρακτηρι στικό ότι μετά τον θάνατο του Ιουλιανού οι αξιωματικοί του πρόσφεραν κατ’ αρχήν το στέμμα σ’ έναν ηλικιωμένο ειδωλολάτρη συ νάδελφό τους, τον Σαλούτιο. Μόνο μετά την άρνηση του Σαλουτίου δόθηκε το στέμμα στον χριστιανό αξιωματικό Ιοβιανό, ο οποίος δια πραγματεύτηκε την αποχώρηση του στρατού του από την Περσία με αντάλλαγμα την πα ράδοση της μεθοριακής πόλης Νισίβεως και τμήματος των ρωμαϊκών εδαφών. Έκτοτε δεν κυβέρνησε τον ρωμαϊκό κόσμο ειδωλο λάτρης, και η Εκκλησία φρόντισε ιδιαίτερα γ ι’ αυτό. Γύρω στα τέλη του 4ου αιώνα, η σχετική αδιαφορία απέναντι στα ειδωλολατρικά κατάλοιπα, η οποία χαρακτήριζε την πολιτική των χριστιανών αυτοκρατόρων πριν τον Ιουλιανό, άρχισε να αντικαθίσταται στα διακά από μια σκληρή αποφασιστικότητα για τον πλήρη εκχριστιανισμό της κοινωνίας και της πολιτείας είτε με συναίνεση είτε με εξαναγκασμό. Ο Ιοβιανός οδήγησε τον καταπτοημένο ρωμαϊκό στρατό μέσω Αντιόχειας στην Κων σταντινούπολη, αλλά πέθανε στα περίχωρά
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
της στις 17 Φεβρουάριου του 364. Το στέμμα πέρασε στον στρατηγό Βαλεντινιανό, ο οποίος μοιράστηκε την αυτοκρατορία με τον αδερφό του, Βάλεντα. Ο τελευταίος ανέλαβε την Ανατολή, ενώ ο Βαλεντινιανός κατευθύνθηκε προς τη Δύση, όπου λόγω της απουσίας του στρατού του Ιουλιανού είχαν αρχίσει πάλι οι επιδρομές των βαρβάρων κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Ο Βαλεντινιανός πέρασε τα επόμενα 11 έτη της βασιλείας του οργανώνοντας επιτυχείς στρατιωτικές εκστρατείες. Στην Ανατολή, ο Βάλης έπρεπε να αντιμετωπίσει τόσο μια νέα περσική απειλή όσο και την ανταρσία του Προκοπίου, ενός συγγενή και υποστηρικτή του εκλιπόντος Ιουλιανού. Ο Προκόπιος ηττήθηκε και στη συνέ χεια ο Βάλης κατατρόπωσε τους βαρβάρους συμμάχους του επίδοξου σφετεριστή πέρα από τον Δούναβη το 369. Το 375, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στον Δούναβη, ο Βαλεντινιανός πέθανε. Ως διάδοχό του στον θρόνο προόριζε τον μεγαλύτερο γιο του, τον δεκαεξάχρονο Γ ρατιανό, τον οποίο είχε αφήσει στους Τρεβήρόυς της Βόρειας Γαλατίας. Πράγματι, κατά ασυνήθιστο τρόπο, ο Γρατιανός έλαβε τον τίτλο του αυγούστου το 367. Αντί να σεβαστεί αυτές τις επιθυμίες, ο στρατός του Βαλεντινιανού στον Δούναβη ανακήρυξε ως αυτοκράτορα τον τετράχρονο γιο του, Βαλεντινιανό Β', του οποίου η Αυλή ήταν, εγκατεστημένη στη Βόρεια Ιταλία. Πάντως, αυτοί που εξακολού θησαν να ασκούν τον ουσιαστικό έλεγχο στη Γαλατία ήταν οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του Γρατιανού. Το 383, όμως, το καθεστώς του Γ ρατιανού ήρθε αντιμέτωπο με μια ανταρσία στη Βρετανία υπέρ ενός αξιωματικού ισπανικής καταγω γής που ονομαζόταν Μάγνος Μάξιμος, στο στρατόπεδο του οποίου προσχώρησε σύ ντομα όλος ο στρατός του Γ ρατιανού. Κατά συνέπεια, η Βρετανία, η Γα λατία και η Ισπανία περιήλθαν στον ουσιαστικό έλεγχο ενός στασιαστή, ενώ η Αυλή του Βαλεντινιανού Β' παρέμενε απομονωμένη στην Ιτα λία. Ο Μάξιμος ζήτησε από τον νέο αυτοκράτορα της Ανατολής, τον Θε οδόσιο Α', ο οποίος είχε διαδεχτεί τον Βάλεντα το 379, να αναγνωρίσει τον τίτλο του. Ο Θεοδόσιος αρνήθηκε. Το 387, ο Μάξιμος πέρασε τις Άλπεις με σκοπό να καταλάβει την Ιταλία και την Αφρι κή, προκαλώντας την εισβολή του Θεοδοσίου στη
59
Α ργυρός δ ίσ κ ο ς (missorium) π ου εικ ο ν ίζ ε ι τον Θ εοδόσιο Α' να π α ρ α δ ίδ ε ι έγγρα φ ο διορισ μ ού σε κ ά π ο ιο ν α ξιω μ α το ύ χ ο . Ο α ντο κ ρ ά το ρ α ς π λ α ισ ιώ ν ε τ α ι α π ό τους νεαρούς α υ γ ο ύ σ το ν ς Α ρκάδιο κ α ι Β α λ ε ν τιν ια ν ό Β '. Σ το κάτω τμήμα η π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η τη ς γενναιόδω ρη ς Γης. Έ τος 388.
ψ ί S· , ‘ jM y_
_
p
ι
i
,.·ν ■ ,J~· J
—r Χ άρτης της Ρ ω μ α ϊκ ή ς Α υτοκρατορίας, π ε ρ ί τ
ΣΑΞΟΝΕΣ
S z, J.
,
■dls£
ΤρέβηροΛ
Π α ρ ιο 10ι
lyA/l0/
Αργεντοραντονο/
ΟΥΝΝΟΙ
J
■J;
Λούγδουνο
?L
Βουρδίγαλα
J;
πάδ\
Σόλων* Σπλων
Ραβέννα Ρώμη
8
..Ο ...'
Ταρράκων
Οστια
Lr : -
/
Καισάρεια
-
ρ ς ικ ε λ ια
ρήγιον
Σαλαμίς
Πτσλεμάΐςο
Κυρήνη
500
750
f
ευ<ΡΡάτης
Βηρυτός Δαμασκός Σιδώνο ° J
.tfv :Υ.
|
I ϊ
Αρσινόη ■%,
Πανόπολις
%°
Θήβεςο
1000 χλμ
500 μίλια
J
Αλεξάνδρειά
'Ί ι 2 50
Άμιδα1^
c0 . Αντιόχεια
Μέμφις
ΛΙ Β Υ Η
,>
Καισάρεια ρ ^ |ε|Αβάλυμα Γάζα ο : [
y
__Τα σύνορα της αυτοκρατορίας
άζπς 0 Αρτάξατα
Έδεσσα 1Νίσιβις λ
/
Απολλωνία
8 --
Καισάρεια
τ
ΚΥΠΡΟΣ
Λέιτπς Μεγάλη ο
)
0j
Ταρσός °
ΚΡΗΤΗ
\ 4 Ρ
/
.I t °
οΣάρδεις Έφεσος
.4
ΓΓβΜ^ύγαδις)
τραπεζούς
\
Q
*'-·ν vtir· - 9
''ν.Θαμουγάδα'τεβέστη
-ίχ
«JQ
: ’οΠέργαμος Αθήνα , ' ο Ρ. . Κ^ριν&ός
°Συρακούσαι
Κωνσταντίνη
Σινώπη
Κύζικος Νίκαια Αγκυρα fg^ooa
■ Νικόπολις
J
^
J.
Θεσσαλονίκη
Καραλις
^
Ηράκλεια ο o ' οΝικομήδεια
1
“ ™mlA ο , Ιππων Βασιλικός ΚαΡΧηδων
ΚΟΛΧΙΣ
& *Ύ
Σ™β01
.ο
Νεαπολις-' '
(Δρ”«
·
I ΒΗΡ I A
Χέρσων1
— ί-ίΟ '" Ναισσοςο ° Σερδική ° Φιλιππούπολις
ιό "infc).
Μασσαλία
Κορδύβη
1Υ-
Βερόνα Ακυληία f o ΟΥΝΝΟι ο ό ° Σισκια χ , ■r Μεδιόλανον' °; ° Σ ίο ω ο ν Τ ν Δορυστολον,,
Αρελάτη ρ 3-
β°
"V
\
A
τ\;
.<5
ΒΛΕΜΜΥΕΣ
Α Ρ Α Β Ι Α
Γ. |
Δύση το 388 προς υποστήριξη του Βαλεντινιανού. Ο Μάξιμος ηττήθηκε, συνελήφθη και εκτελέσθηκε. Ο Βαλεντινιανός Β' εστάλη στη Γαλατία για να εδραιώσει την Αυλή του στη Βιέννη, όπου και παρέμεινε υποχεί ριος του ομολόγου του στην Ανατολή, στον οποίο εξάλλου όφειλε τον θρόνο του. Το 392, απογοητευμένος προφανώς από την ανίσχυρη θέση του, ο Βαλεντινιανός Β' αυτοκτόνησε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένας ακόμα εμφύλιος πόλεμος, καθώς ο Αρβογάστης, διοικητής του στρατού της Δύσης, θέλησε να ανεβάσει στον θρόνο έναν δικό του σύμμα χο, που ονομαζόταν Ευγένιος. Ο Θεοδόσιος αντέδρασε το 394 οργανώ νοντας ακόμα μία εκστρατεία στη Δύση, κατά την οποία κατάφερε να νικήσει τον στασιαστή. Σύντομα όμως (το 395) ο αυτοκράτορας πέθανε, αφού πρώτα μοίρασε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του, τον Ονώριο (στη Δύση) και τον Αρκάδιο (στην Ανατολή). Η περίοδος ανάμεσα στον θάνατο του Βαλεντινιανού Α' και σε αυτόν του Θεοδοσίου Α' ήταν από πολλές απόψεις καίρια για την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στις ανατολικές και δυτικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η διαδοχή του Βαλεντινιανού Α' στη Δύση από τους
”2
\
Μέλη της αντοκρατορικής αυλής, στο κάθισμά τους στον ιππόδρομο, δέχονται φόρο υποτέλειας από γονυπετείς βαρβάρους. Ανάγλυφη παράσταση στο βάθρο τον αιγυπτιακόν οβελίσκου στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινονπόλεως, έτος 390.
02
PETER SARRIS
Ο κ ίονα ς σ το ν φόρο το ν Α ρκαδίον σ τ η ν Κ ω ν σ τα ν τιν ο ύ π ο λ η σε σ χ ε δ ια σ τ ικ ή α π ο τ ύ π ω σ η τ ο ν 1574. Ο κ ίονα ς αντός, π ο υ α ν τιγ ρ ά φ ε ι σ ε μ ε γ ά λ ο βαθμό τους ιστορ η μ ένους κίονες τ ο ν Τ ραϊανού κ α ι το ν Μ άρκον Α υρηλίον σ τ η Ρ ώ μ η, ε ξυ μ ν εί τη ν ή τ τ α τ ο ν σ τ α σ ια σ τ ή Γ ότθου σ τ ρ α τη γ ο ύ Γ αϊνά το 400. Ο κ ορμός το ν αφ α ιρέθη κ ε σ τ ις αρχές το υ 18ου α ιώ να . Σ ή μ ε ρ α σ ώ ζ ε τ α ι μόνον η β ά σ η χ ω ρίς τον ανάγλυφ ο διά κ ο σ μ ό της.
Μαρμάρινη κεφαλή τον αντοκράτορα Αρκαδίον ως νεαρού άνδρα, η οποία βρέθηκε κοντά στην υπαίθρια πλατεία ( forum) τον Θεοδοσίου Α ' στην Κωνσταντινούπολη και χρονολογείται γύρω στο έτος 395.
$
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
ανεπαρκείς Γρατιανό και Βαλεντινιανό Β' σήμαινε ότι οι άρχουσες τά ξεις των δυτικών επαρχιών, ιδιαίτερα στη Βρετανία και στη Γαλατία, παρέμειναν χωρίς ηγέτη που να διαθέτει επαρκή δυναμισμό και κύρος και στον οποίο να εμπιστευθούν τις στρατιωτικές υποθέσεις. Η υποστή ριξη που δόθηκε πρώτα στον Μάξιμο και στη συνέχεια στον Ευγένιο καταδεικνύει την αυξανόμενη προθυμία των ηγεμόνων της δυτικής κοι νωνίας να ακολουθήσουν τους στασιαστές, εφ’ όσον αυτοί διέθεταν τις ανάλογες ηγετικές ικανότητες. Αυτή η αδυναμία της αυτοκρατορικής κυβέρνησης στη Δύση θα γινόταν πιο έντονη στα χρόνια που ακολούθησαν τη διαίρεση της αυτοκρατορίας το 395, εξαιτίας δύο φαινομένων που την επιδείνωσαν. Όπως έχουμε ήδη δει, η στρατιωτική ασφάλεια του δυτικού κόσμου ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στις εξελίξεις ανάμεσα στους διάφορους βαρ βάρους λαούς στα βόρεια του Ρήνου και του Δούναβη. Αυτές οι φυλετικές ομάδες ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες σε απειλές προερχόμενες από την ευρασιατική στέπα, δηλαδή από τις πεδιάδες και τα λιβάδια που εκτεί νονταν ανατολικά της πεδιάδας της Παννονίας, διαμέσου της περιοχής που εκτείνεται από τα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τα παραμε θόρια εδάφη της Κίνας. Οποιαδήποτε αστάθεια στην ευρασιατική στέπα μπορούσε να προκαλέσει τη μετανάστευση προς τα δυτικά ιδιαίτερα ευκίνητων νομαδικών φύλων, τα οποία στη συνέχεια μπορούσαν είτε να καταλάβουν τις περιοχές πέραν του Δούναβη είτε να εξαναγκάσουν τους βαρβάρους που κατοικούσαν ήδη εκεί να εισβάλουν στα ρωμαϊκά εδάφη. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα, νομάδες βάρβαροι, γνωστοί σε εμάς ως θύννοι, άρχισαν να μεταναστεύουν προς τα δυτικά, προκαλώντας έτσι μεγάλο αναβρασμό σε ολόκληρη την περιοχή βορείως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 370, οι θύννοι —αφού υπέταξαν τους Αλανούς και συγκρούστηκαν με τις γερμανικές φυλές των Γότθων που έως τότε κατοικούσαν την περιοχή— εδραίωσαν ένα κράτος στα βόρεια των ακτών της Μαύρης Θάλασσας και στ’ ανατολικά των Καρπα θίων ορέων. Το 376, μεγάλος αριθμός Γότθων προσφύγων έφθασε στη βόρεια ακτή του ποταμού Δούναβη. Από εκεί έστειλαν πρεσβείες στον αυτοκράτορα Βάλεντα, ζητώντας του άδεια να εγκατασταθούν εντός των ορίων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και προσφέροντας τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες ως αντάλλαγμα για την παροχή γης. Ο Βάλης δέχθηκε το αίτημά τους. Οι Ρωμαίοι διοικητές της περιοχής, όμως, κακομεταχει ρίστηκαν τους Γότθους εποίκους, γεγονός που το 378 προκάλεσε μια μεγάλη εξέγερση των Βησιγότθων υπό την ηγεσία κάποιου Φριτιγέρνη. Στις 9 Αυγούστου, σε μία κρίσιμη μάχη βορείως της Αδριανουπόλεως, οι Γότθοι νίκησαν 40.000 Ρωμαίους στρατιώτες. Τα δύο τρίτα του στρατού,
63
PETER SARRIS
συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του αυτοκράτορα Βάλεντα, σφαγιάσθηκαν. Ο Θεοδόσιος κατάφερε στη συνέχεια να αποκαταστήσει την ειρήνη, εγκαθιστώντας τους Βησιγότθους στα δυτικά Βαλκάνια. Πά ντως, η αναμέτρηση που προηγήθηκε ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική. Μεταξύ 395 και 410 η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω. Ο θάνα τος του Θεοδοσίου Α' αποδυνάμωσε τις ισορροπίες σε δύο ζητήματακλειδιά. Κατ’ αρχήν, ο διάδοχος τον οποίο ο Θεοδόσιος διόρισε στη Δύση, ο Ονώριος, ήταν μόλις 10 χρονών όταν ανέβηκε στον θρόνο. Στην Αυλή του κυριάρχησε τελικά ένας στρατηγός των δυτικών στρατευμά των βαρβαρικής καταγωγής, που ονομαζόταν Στιλίχων, γνωστός για τις εχθρικές του διαθέσεις προς τους Βησιγότθους. Κατά δεύτερο λόγο, ο θάνατος του Θεοδοσίου έδωσε στους Βησιγότθους, υπό τον νέο τους αρχηγό Αλάριχο, την ευκαιρία να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους από τους Ρωμαίους. Με αυτό τον σκοπό, άρχισαν να κάνουν συχνές εφόδους σε ρωμαϊκές θέσεις πρώτα στα Βαλκάνια και στη συνέχεια με αυξανό μενο ρυθμό στην Ιταλία. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθεί στην Κωνστα ντινούπολη το αντί-γοτθικό συναίσθημα, με αποκορύφωση τη σφαγή της γοτθικής φρουράς της πόλης το 400. Στη Δύση, ο Στιλίχων αντέδρασε σε αυτές τις επιθέσεις με διάφορες αναποτελεσματικές, σε τελευταία ανάλυση, εκστρατείες. Τελικώς, το 407, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τους Βησιγότθους, προσφέροντάς τους χορηγίες, πληρωμές και τιμές. Και εδώ, όμως, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, φαίνεται ότι δημιουργήθηκε έντονο κλίμα δυσαρέ σκειας προς τους βαρβάρους. Το 408, ο Στιλίχων και οι υποστηρικτές του εκτελέσθηκαν, γεγονός που έθεσε υπό αμφισβήτιση την υφιστάμενη συμφωνία μεταξύ της δυτικής αυτοκρατορικής αυλής και των Βησιγότθων. Με σκοπό να ασκήσει πίεση στο καθεστώς της Δυτικής Αυτοκρα τορίας, ο Αλάριχος οδήγησε τον στρατό του στην Ιταλία. Καθώς οι διαπραγματεύσεις έπεσαν στο κενό, το 410, αυτός και ο στρατός του λεηλάτησαν τη Ρώμη. Εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Θεοδόσιος εγκατέστησε τους Βησιγότθους στα δυτικά Βαλκάνια, αυτό που αρχικά απο τελούσε ένα πρόβλημα για την Ανατολική Αυτοκρατορία, μετατράπηκε σταδιακά σε μια κρίση τεράστιων διαστάσεων για τη Δύση. Εκτός από τους Γότθους, και άλλοι βάρβαροι εισέβαλαν στα ρωμαϊκά εδάφη εκείνη την περίοδο. Στις αρχές του 5ου αιώνα, οι θύννοι φαίνεται ότι είχαν εδραιώσει την εξουσία τους στα δυτικά των Καρπαθίων ορέων, και ασκούσαν ιδιαίτερη πίεση στους γηγενείς βαρβάρους, ιδιαίτερα κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Το 405, ο Ραδάγαισος, αρχηγός ενός ακόμα γοτθικού στρατού, οδήγησε τις μονάδες του στην Ιταλία. Στις 31 Δεκεμ βρίου του 406, πολυάριθμοι βάρβαροι, ανάμεσά τους Βάνδαλοι, Σουήβοι και Αλανοί, πέρασαν τον παγωμένο Ρήνο. Ο Ραδάγαισος ηττήθηκε και
εκτελέσθηκε έξω από τη Φλωρεντία το 406. Αλλά οι εισβολείς πέρα από τον Ρήνο συνέχισαν τις επιδρομές τους, μέχρι που το 409 κατάφεραν να επιτεθούν και στην Ισπανία. Το 412, οι Βησιγότθοι, υπό την ηγεσία του διαδόχου του Αλάριχου, Ατάουλφου, διέσχισαν τις Αλπεις και εγκατα στάθηκαν στη νότια Γαλατία. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 5ου αιώνα, το μεγαλύτερο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε παραλύσει από στρατιωτική άποψη. Οι στρατιές των βαρβάρων λυμαίνονταν τη Γ αλατία και την Ισπανία και κατευθύνονταν προς την Αφρική, την οποία οι Βάνδα λοι θα καταλάμβαναν τελικά το 439. Οι στρατιωτικές μονάδες εκστρα τείας αποσύρθηκαν από τη Βρετανία το 407 και δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά.
Ελεφαντοστέίνο δίπτνχο που εικονίζει τον Στιλίχωνα, αρχιστράτηγο και ουσιαστικό ηγεμόνα της Δυτικής Αυτοκρατορίας, τη γυναίκα του, Σερένα, και τον γιο του, Ευχέριο. Ο τελευταίος, που δολοφονήθηκε το 408, κρατά τον κωδίκελλο τον διορισμού τον στο τιμητικό αξίωμα του «τριβοννου και νοταρίου».
66
PETER SARRIS
Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση στη συγκεκριμένη κρίση εί ναι η αδυναμία του ρωμαϊκού πεζικού να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις βαρβαρικές προκλήσεις. Η παρουσία πολυάριθμων Γότθων στην Ιταλία την πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα σήμαινε ότι οι αυτοκρατορικές αρχές ήταν τόσο απασχολημένες με τα γεγονότα που συνέβαιναν εντός της χερσονήσου, ώστε δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματι κό τρόπο την κατάσταση στη Γαλατία. Από το 395 η αυτοκρατορική αυλή μετακινήθηκε πρώτα στο Μιλάνο και στη συνέχεια, το 402, στη Ραβέννα, ώστε να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τη βησιγοτθική πρόκληση. Κατά συνέπεια, οι στρατιωτικοί διοικητές και οι αυτοκρατορικοί υπάλληλοι στις υπόλοιπες δυτικές επαρχίες αναγκάστηκαν να στη ριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Όμως, η αδυναμία της αυτοκρατορίας να αντιδράσει στα στρατιωτικά τεκταινόμενα στη Δύση μετά το 406 δεν οφειλόταν μόνο στην απομάκρυνση της αυτοκρατορικής δύναμης. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι ο αυτοκρατορικός στρατός δεν είχε στη διάθεσή του τα απαραίτητα εφόδια για να οργανώσει μια άμυνα διάρκειας. Αυτό οφειλόταν στις κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες που προέκυψαν από την ανάδυση μιας νέας αριστοκρατίας υπαλλήλων τον 4ο αιώνα. Τα μέλη αυτής της νέας αριστοκρατίας περιχαράκωσαν την κοινωνική και πολιτική τους εξουσία με την ίδια ζέση με την οποία επεξέτειναν και τις γαιοκτησίες τους εις βάρος των μελών των κατώτε ρων τάξεων της κοινωνίας των επαρχιών. Αυτή η διαδικασία αντικα τοπτρίζεται στην «απότομη αύξηση των επαύλεων» κατά τον 4ο αιώνα, φαινόμενο το οποίο έχουν εντοπίσει οι αρχαιολόγοι στις δυτικές επαρ χίες, καθώς και σε αυτό που ένας ερευνητής αποκάλεσε «χιονοστιβάδα» αριστοκρατικών περιουσιών που αναφέρονται στις πηγές. Η ίδια εικόνα απαντάται και στην Ανατολή, όπου αρκετοί γνωστοί σε μας αυτοκρατορικοί νόμοι που χρονολογούνται στον 4ο και στον 5ο αιώνα επιχειρούν να περιορίσουν το φαινόμενο. Αυτοί οι νόμοι είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί, καθώς οι αυτοκρατορικές αρχές ισχυρίζονται ότι οι πλούσιοι γαιοκτή μονες χρησιμοποιούσαν την επιρροή και το κύρος τους για να αποφύγουν τη φορολογία. Η μείωση των φορολογικών εισφορών υπονόμευσε, όπως ήταν φυσι κό, τη δημοσιονομική βάση της ρωμαϊκής πολιτείας και παρέλυσε ιδιαί τερα το στράτευμα, αφού αυτό ήταν ο κύριος αποδέκτης των αυτοκρα τορικών δαπανών. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι δυτικές αυτοκρατο ρικές αρχές στο ξεκίνημα του 5ου αιώνα αποδείχθηκαν όλο και πιο ανίκανες να συγκεντρώσουν τα έσοδα που απαιτούνταν για την ενίσχυση του μόνιμου στρατού τους. Αποδυναμωμένη τόσο από την εγγύτητα της βαρβαρικής απειλής όσο και από την ανικανότητά της να την αντιμετωπίσει, η δυτική αυτοκρα-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
χορική Αυλή άρχισε να χάνει όλο και περισσότερο τον λόγο ύπαρξής της κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα. Αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι αναγκά στηκαν να συνάψουν συμφωνίες με βαρβάρους, ώστε να εξασφαλίσουν τουλάχιστον κάποια στρατιωτική δύναμη. Το 418, για παράδειγμα, οι Βησιγότθοι εγκαταστάθηκαν στην Ακουϊτανία, δημιουργώντας ένα βα σίλειο στην Τουλούζη. Σε αντάλλαγμα για αυτή τη διευθέτηση, υποσχέθηκαν να προστατεύουν την περιοχή από τις λεηλασίες άλλων βαρβαρικών ομάδων. Κατά συνέπεια, οι Αυλές των ηγετών των βαρβάρων άρχι σαν να γίνονται ο κύριος στόχος των επιφανών μελών της δυτικής ε παρχιακής κοινωνίας που είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η σημασία της αυτοκρατορικής αυλής της Ραβέννας υποβαθμίστηκε. Στα μέσα του 5ου αιώνα μόνο η Ιταλία παρέμενε ουσιαστικά υπό αυτοκρατορικό έλεγχο. Όμως ακόμη και στην Ιταλία, η στρατιωτική κατάσταση ήταν επισφαλής. Το 452 ο αρχηγός των θύννων, ο Αττίλας, οδήγησε τον στρατό του στη χερσόνησο χωρίς να αντιμετωπίσει καμία ουσιαστική αντίσταση. Το 455, η Ρώμη λεηλα τήθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά από τους Βανδά λους. Καθώς η δυτική αυτοκρατορική αυλή απο δυναμωνόταν όλο και περισσότερο, η ιδέα του δυτικού impenum άρχισε και αυτή να φαίνεται αναλώσιμη. Το 467-8, όταν το δυτικό στέμμα πέρασε σε έναν θεσιθήρα καταγόμενο από την Ανατολή, που ονομαζόταν Ανθέμιος, ο αυτοκρατορικός έπαρχος στη Γαλατία συμβούλευσε τον Βησιγότθο βασιλιά Εύριχο να απαρνηθεί τον νέο αυτοκράτορα και να μοιραστεί τη Γαλατία με τον βασιλιά των Βουργουνδιών. Κατά παρόμοιο τρόπο, σε ένα πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στο παλάτι το 476, ο Ρωμύλος, ο τελευταίος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων στη Δύση, εκθρονίστη κε από τον στρατηγό των βαρβάρων Οδόακρο. Ο Οδόακρος αυτοαναγορεύθηκε βασιλιάς στην Ιταλία και πληροφόρησε την Κωνσταντινούπολη ότι δεν υπήρχε πια ανάγκη για έναν ξεχωριστό αυτοκράτορα στη Ραβέννα. Η εξουσία στην πε ριοχή θα μπορούσε να ασκηθεί τυπικά τουλά χιστον από τον αυτοκράτορα του ανατολικού κράτους. Το αυτό νομικό εφεύρημα δεν εξυπη ρετούσε σε τίποτε άλλο παρά στο να καλύψει έντεχνα τη δημιουργία αυτόνομων βαρβαρικών
6?
Ο κ ο λ ο σ σ ό ς της Μ π αρλέττα. Ο ρειχάλκινο ά γ α λ μ α , π ιθ α ν ό τ α τ α τον α υ το κ ρ ά το ρ α Λ έοντος Α' (457-474), π ου μ ετα φ έρθη κ ε α π ό την Κ ω ν σ τα ν τιν ο ύ π ο λ η μ ε τ ά το 1204 κ α ι ανασύρθηκε α π ό ένα να υ ά γ ιο σ τ η ν α κ τ ή της Μ π α ρ λ έττα (Ιτα λ ία ), όπ ου κ α ι έκ το τε π αρα μ ένει. Τα χ έ ρ ια κ α ι τ α π ό δ ια π ροστέθ η κ α ν κ α τ ά την Α ναγέννηση. ·
PETER SARRIS
βασιλείων που αποτελούσαν τώρα τον διάδοχο της Ρώμης στη Δύση. Εάν ο 5ος αιώνας αποδείχθηκε μοιραίος για τις δομές της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης στις δυτικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο ρίας, η κατάσταση στην Ανατολή ήταν λιγότερο κρίσιμη. Αυτό οφειλόταν κυρίως στη μεγαλύτερη στρατιωτική ασφάλεια της Ανατολικής Αυτοκρα τορίας εκείνη την περίοδο. Η μετανάστευση των Βησιγότθων, σε συνδυα σμό με την αυξανόμενη στρατιωτική δραστηριότητα των θύννων προς τα δυτικά, σήμαινε ότι η βαρβαρική απειλή ήταν λιγότερο αισθητή στην Κωνσταντινούπολη του 5ου αιώνα απ’ ό,τι στη Ραβέννα. Παρ’ όλα αυτά, οι αυτοκρατορικές αρχές δεν ήταν σε θέση να αποτρέψουν τις επιδρομές των θύννων στα Βαλκάνια. Μετά τον θάνατο του Αττίλα το 453 και την επακόλουθη κατάρρευση της δύναμης των θύννων, αναγκάστηκαν να ε πιτρέψουν σε μια μεγάλη και ενδεχομένως επικίνδυνη οστρογοτθική συ νομοσπονδία αποτελούμενη από πρώην υπηκόους των θύννων να εγκα τασταθεί στα βόρεια Βαλκάνια. Τελικά, το έτος 489, η πλειονότητα των Οστρογότθων, υπό την αρχηγία του Θευδέριχου, επείσθη να εκστρατεύσει στα δυτικά με σκοπό να αφαιρέσει από τον Οδόακρο τον έλεγχο της Ιταλίας. Εκεί ο Θευδέριχος εγκαθίδρυσε ένα νέο βασίλειο, το οποίο μόνο κατ’ όνομα αναγνώριζε την αυτοκρατορική επικυριαρχία του Βυζαντίου. Κατά μία ευτυχή σύμπτωση, ο 5ος αιώνας ήταν περίοδος ύφεσης για τις σχέσεις Περσών και Ρωμαίων. Και οι δύο αυτές παγιωμένες αυτο κρατορίες γνώριζαν πάρα πολύ καλά τη μεγάλη απειλή που αντιμετώπι ζαν από την κινητικότητα που επικρατούσε στην ευρασιατική στέπα. Σε τέτοιες περιστάσεις, η συνεργασία ήταν επιβεβλημένη. Όμως, είναι ση μαντικό να μην υπερβάλλουμε σε ό,τι αφορά τη δύναμη της Ανατολικής Αυτοκρατορίας κατά τον 5ο αιώνα και στις αρχές του 6ου αιώνα. Οι αυτοκρατορικές αρχές στην Ανατολή ήταν ανίκανες να συμβάλουν με οποιονδήποτε τρόπο στην άμυνα της Δύσης. Οι νομικές πηγές της Ανα τολικής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι διασωθείσες γραπτές μαρτυρίες από την Αίγυπτο καταδεικνύουν ότι, όπως και στη Δύση, οι αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη πάσχιζαν ματαίως ν’ αναχαιτίσουν την επέ κταση της ακίνητης περιουσίας και τη φοροδιαφυγή των αριστοκρατών. Η πολιτική κατάσταση στην ίδια την Κωνσταντινούπολη ήταν κατά και ρούς ασταθής, και ιδιαίτερα η περίοδος της βασιλείας του Ζήνωνος (474491) χαρακτηρίστηκε από πληθώρα συνωμοσιών και επαναστάσεων. Η υπονόμευση της αυτοκρατορικής εξουσίας εντάθηκε εξαιτίας δύο ακόμα εξελίξεων. Κατ’ αρχάς, από τη σύγκληση της Συνόδου της Χαλκηδόνος το 451 και εξής, η Εκκλησία στην Ανατολή ταλανιζόταν από διαμάχες που αφορούσαν τη σχέση ανάμεσα στη θεϊκή και στην ανθρώ πινη φύση του Χριστού. Ο προσδιορισμός αυτής της σχέσης, όπως δια τυπώθηκε στη Σύνοδο, έβρισκε αντίθετους τους προκαθήμενους της
Η εμ π ό λεμ η ζώ νη ανά μ εσα σ το Β υζάντιο κ α ι την Π ερσία Ροδόπολι<\ : Ο1
" λ α ζ ικ η
Φάσις\$-
-
(Σεβαστούπολις)
Πέτρα ο Τραπεζούς Γ------Ο
ι
β
I / • ΤΖΑΝΟΙ
........ .·
μ
/ :
\
Αγκλών
ο
■Ίεοκαισάρεια Νικόπολις
Τίβιον (Ντβιν) ..... ο
Σάταλα
Π Ε Ρ Σ Α Ρ Μ Ε Ν Ι Α
Θεοδοσιούπολις^ ϊ
Ο
·
A
Ν
tf
Η
I
1!°&θαρίζων Μελιτήνη
ΑΡΖΑΜΗΝΗ
I· Άμιδα ο
Σαμόσατα
9
ίΜαρτυρόπολις \
Κωνσταντίντι 1 Έδεσσα 5 ° Δ ά ρ α ς ° / Σισαύρανα λίχη
Κάρραι ° οΕυρωπος^
s ο\
ολ
ϊαρβαλισσος
Γαζακά
Κ Νίσιβις {
(Θεοδοσιούπολ^;)
α Ιεράπολις Βροια
I
ο V. Ρέσαινα
\
)
οΚαλλίνικον ° Σούρα
ο
Σεργιουπολις
r\
ν ; ν/Κιρκήσιον
ο
Παλμύρα ΛΑΧΜΙΔΕΣ
ΑΡΑΒΕΣ
Κτησιφών
ς/
ό® Σελεύκεια
PETER SARRIS
7°
Στην δεξιά σελίδα: αεροφ ω τογρα φ ία της Α γίας Σ ο φ ία ς α π ό νο τιο α ν α το λ ικ ά
Εκκλησίας της Αιγύπτου και της Συρίας. Η άρνηση ενός μεγάλου μέρους της Εκκλησίας στην Ανατολή να αποδεχθεί τη θεολογική διατύπωση της Συνόδου της Χαλκηδόνος αποτελούσε άμεση πρόκληση για την αυτοκρατορική εξουσία. Σε αυτή την πρόκληση οι αυτοκράτορες αντέδρασαν με περιορισμένης κλίμακας διωγμούς και προσπάθειες συμβιβασμού που δεν είχαν μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος (491-518), που συμμεριζόταν τα αντιχαλκηδονικά αισθήματα, προκάλεσε την εχθρότητα των υποστηρικτών της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Η διαμάχη φαινόταν να είναι ιδιαίτερα έντονη και εξουθενωτική. Κατά δεύτερο λόγο, στις αρχές του 6ου αιώνα η περσική απειλή έκανε ξανά την εμφάνισή της. Το 484, ο σασσανίδης σάχης Περόζής ηττήθηκε σε μάχη από μια ομάδα θύννων που είναι γνωστοί ως «Εφθαλίτες» ή «Χιονίτες θύννοι», με αποτέλεσμα η Περσική Αυτοκρατορία να γίνει φόρου υποτελής τους. Το 502/3, ο σάχης Καβάδης έθεσε ως στόχο να αποκαταστήσει το γόητρο της δυναστείας του κηρύσσοντας για μία ακόμα φορά τον πόλεμο εναντίον της Ρώμης και καταλαμβάνοντας το παραμεθόριο οχυρό της πόλεως Άμιδας. Αν και ο Αναστάσιος κατάφερε τελικά να αποκρούσει την περσική επίθεση, η επανεμφάνιση ενός φιλο πόλεμου εχθρού στα ανατολικά της αυτοκρατορίας δεν θα μπορούσε πα ρά να δημιουργήσει αισθήματα ανασφάλειας. Καθεμία από αυτές τις προκλήσεις κατά της αυτοκρατορικής εξου σίας αντιμετωπίστηκε με τον πιο δυναμικό τρόπο κατά την περίοδο των πρώτων χρόνων της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Η ενθρό νισή του προανήγγειλε την πιο εμπνευσμένη περίοδο διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κόσμου από την εποχή του Διοκλητιανού. Μεταξύ 527 και 541, ανέλαβε την ολοκληρωτική αποκατάσταση του ρωμαϊκού κράτους. Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στον θρόνο ως μοναδικός αυτοκράτορας τον Αύ γουστο του 527, διαδεχόμενος τον ηλικιωμένο θείο του, Ιουστίνο. Ο Ιουστινιανός ήταν, όπως και ο θείος του, στρατιωτικός και φαίνεται ότι κέρδισε τον θρόνο με την υποστήριξη του στρατού, γεγονός που πρέπει να ενόχλησε τους αριστοκρατικούς κύκλους της Κωνσταντινου πόλεως. Επομένως, είχε μεγάλη σημασία ο νέος αυτοκράτορας να επι βάλει την εξουσία του όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες εισήγαγε ο Ιουστινιανός κατά την πε ρίοδο 527-541 πρέπει να εξεταστούν συνολικά. Όπως συνέβαινε και με τον τρούλο του πιο λαμπρού μνημείου του στην Κωνσταντινούπολη, της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, έτσι και η βασική αρχή για την επανάκαμψη του αυτοκρατορικού μεγαλείου εξαρτιόταν από ένα μεγάλο φά σμα διαφορετικών μεταξύ τους πολιτικών που αφορούσαν τη θρησκεία, τη νομοθεσία, την επαρχιακή διοίκηση, τη δημοσιονομική πολιτική και την αυτοκρατορική ιδεολογία.
Hesran
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑ ΤΟΡΙΑ (306-641)
Η βασική προτεραιότητα του Ιουστινιανού ήταν να αποκαταστήσει τον αυτοκρατορικό έλεγχο στη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Από τις πρώτες ενέργειες του αυτοκράτορα κατά τα έτη 528-529 ήταν η θέσπιση μέτρων για τον συντονισμένο διωγμό των ειδολωλατρών που υπήρχαν ακόμη στους κόλπους των ανώτερων τάξεων, καθώς επίσης των αιρετι κών και των ομοφυλόφιλων. Το 532, εξάλλου, ο Ιουστινιανός ανέλαβε την πρώτη (από τις πολλές που θα ακολουθούσαν) προσπάθεια για τη συμφι λίωση των οπαδών και των αντιπάλων της Συνόδου της Χαλκηδόνος στους κόλπους της Εκκλησίας. Αυτή η προσπάθεια συνδύαζε μια κατα φανώς γνήσια απόπειρα να διατυπωθεί μία θεολογική θέση, την οποία θα μπορούσαν όλοι να επικροτήσουν, με την απερίφραστη αποφασιστικότη τα να τιμωρηθούν και να αποκλειστούν εκείνοι οι μεμονωμένοι επίσκοποι που είχαν εναντιωθεί στις αυτοκρατορικές αρχές. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας θέλησε να δικαιολογήσει ιδεολογικά τον ενεργό ρόλο τον οποίο ήταν αποφασισμένος να διαδραματίσει στη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Ο Ιουστινιανός υποστήριξε, με τρόπο πολύ πιο κατηγορηματικό από οποιονδήποτε άλλο προκάτοχό του, ότι το κύρος του αυτοκράτορα και το κύρος της ιεροσύνης απέρρεαν από την ίδια θεϊκή πηγή και ότι ο αυτοκράτορας, και μόνον αυτός, είχε την ευθύνη να ρυθμίζει τα του κλή ρου και της Εκκλησίας. Η αυτοκρατορική εθιμοτυπία υιοθέτησε μίαν εντεινόμενη θρησκευτική χροιά, δίνοντας έμφαση στη μοναδική θέση που κατείχε ο αυτοκράτορας στο επίκεντρο της θεϊκής και κοσμικής εξουσίας. Αυτή η επίμονη προσπάθεια για την επανατοποθέτηση του αυτοκρά τορα στο επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής των υπηκόων του έλαβε χώρα παράλληλα με την απόπειρα αποκατάστασης του αυτοκρατορικού ελέγχου στις κοσμικές δομές του κράτους. Με ταξύ 528 και 534, οι σύμβουλοι του Ιουστινια νού αναμόρφωσαν και κωδικοποίησαν την α στική νομοθεσία της αυτοκρατορίας. Το κληρο νομημένο νομικό πλαίσιο αναδιαρθρώθηκε προκειμένου να εξυπηρετήσει τις σύγχρονες α νάγκες, και ο αυτοκράτορας εδραιώθηκε για πρώτη φορά στη ρωμαϊκή παράδοση ως η μία και μοναδική γνήσια πηγή δικαίου. Σύμφωνα με το διάταγμα του Ιουστινιανού, το πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν «ο έμψυχος νόμος». Καθώς το νέο νομικό πλαίσιο της αυτοκρα τορίας παγιώθηκε, το 535, ο Ιουστινιανός προ σπάθησε να εφαρμόσει τον νόμο προς όφελος
73
Στην αριστερή σελίδα: 'Αποψη τ ο ν εσ ω τερ ικ ό ν τη ς Α γίας Σ ο φ ία ς σ τ η ν Κ ω νστα ντινούπ ολη , η ο π ο ία κ τ ίσ τ η κ ε σ τ ο δ ιά σ τ η μ α 532-537. Ε κτός α π ό την α π ομ ά κ ρ υ νσ η το υ σύνθρονού της αχρίδας, το υ τέμ π λ ο υ κ α ι το ν άμβω να, το εσ ω τερ ικ ό το ν ναού δ ια τ η ρ ε ίτ α ι σ ε πολύ καλή κατάστα ση , δεδομένω ν τω ν π ο ικ ίλ ω ν π ε ρ ιπ ε τε ιώ ν το υ μνημ είου. Μαρμάρινη κεφαλή αυτοκράτειρας, που συνήθως αποδίδεται στη Θεοδώρα. Κατά άλλη άποψη, πρόκειται για τη Λικίνια Ευδοξία, κόρη τον Θεοδοσίου Β ', σύζυγο του αυτοκράτορα της Λύσης Βαλεντινιανού Γ '
(437-455).
PETER SARRIS
των υπηκόων του. Μεταξύ 535 και 539 θέσπισε νόμους για τις διοικη τικές και κυβερνητικές δομές τουλάχιστον 17 επαρχιών, προσπαθώντας έτσι να καταστήσει τους διοικητές λιγότερο επιρρεπείς στις δωροδοκίες των αριστοκρατών γαιοκτημόνων και να διασφαλίσει τη συλλογή των ζωτικής σημασίας φορολογικών εσόδων. Όπως ο Ιουστινιανός δήλωσε επίσημα το 539 στο διάταγμά του περί Αιγύπτου, η φοροδιαφυγή εκ μέρους των δημοτικών συμβούλων, των γαιοκτημόνων και των αυτοκρα τορικών αξιωματούχων απειλούσε «ουσιαστικά τη συνοχή του ίδιου του κράτους μας». Μια τόσο σύντομη σειρά μεταρρυθμίσεων ήταν επόμενο να προκαλέσει εσωτερική αντίσταση, ιδιαίτερα από την πλευρά εκείνων των αρι στοκρατών που τα συμφέροντά τους απειλούνταν από την παρουσία ενός δραστήριου αυτοκράτορα. Η πρώτη και πιο δραματική έκφραση δυσα ρέσκειας ξέσπασε το 532 στην Κωνσταντινουπόλεως, κατά την ονομα ζόμενη στάση του ((Νίκα». Μέλη της συγκλήτου εκμεταλλεύτηκαν τη δυσαρέσκεια του όχλου της Κωνσταντινουπόλεως, για να επιδιώξουν την καθαίρεση των κύριων συμβούλων του Ιουστινιανού και, σε τελική ανά λυση, την αντικατάσταση του ίδιου του αυτοκράτορα. Αναφέρεται ότι ο Ιουστινιανός σκέφτηκε να τραπεί σε φυγή, αλλά μεταπείσθηκε από τη γυναίκα του, την ακατάβλητη αυτοκράτειρα Θεοδώρα, πρώην ηθοποιό, την οποία μια σύγχρονη πηγή διασύρει ως πολυπράγμονα ιερόδουλη. Η στάση καταπνίγηκε ύστερα από μια τρομακτική αιματοχυσία στον Ιπ πόδρομο της πόλης. Αμέσως μετά τη στάση του Νίκα, το μεγαλύτερο τμήμα του μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να ανοικοδομηθεί. Ο Ιουστινιανός και οι ακόλουθοί του, όμως, κατέβαλαν πράγματι προ σπάθειες να πλησιάσουν τα συντηρητικά στοιχεία της αυτοκρατορίας. Όσο νεωτεριστική και αν ήταν η πραγματικότητα του νομοθετικού έργου του αυτοκράτορα, οι νομικές και επαρχιακές μεταρρυθμίσεις παρουσιά ζονταν με απηρχαιωμένους και συντηρητικούς όρους. Η νομοθεσία έπρε πε να αποκτήσει το αρχικό της μεγαλείο. Οι αλλαγές στη διοίκηση των επαρχιών δικαιολογήθηκαν με βάση το παρελθόν. Επιπλέον, ο Ιουστινια νός τήρησε επιθετική στάση εναντίον των εχθρών της αυτοκρατορίας στα ανατολικά, στα βόρεια και στα δυτικά. Σε ό,τι αφορά την Περσία, ακο λούθησε τα βήματα των προκατόχων του, του Ιουστίνου και του Αναστα σίου, επενδύοντας στην αμυντική υποδομή της αυτοκρατορίας κατά μή κος του περσικού συνόρου. Παράλληλα, επεξέτεινε και εδραίωσε τη θέση της αυτοκρατορίας στη στρατιωτικής σημασίας περιοχή της Τπερκαυκασίας και καλλιέργησε τις πελατειακές σχέσεις που είχαν οι ηγεμόνες των Γασσανιδών Αράβων με την αυτοκρατορία κατά μήκος των συνόρων της αυτοκρατορίας με τους Άραβες.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑ ΤΟΡΙΑ (306-641)
Στα Βαλκάνια, επίσης, η θέση της αυτοκρατορίας εδραιώθηκε ση μαντικά κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού. Ο αυτοκράτορας υιοθέτησε μια οξυδερκή πολιτική σε ό,τι αφορά τους βαρβάρους πέραν του Δούναβη, υποκινώντας επιθέσεις της μίας φυλής εναντίον της άλλης. Εντός της ρωμαϊκής επικράτειας, ενίσχυσε τη βαλκανική ενδοχώρα με πλήθος οχυρώσεων, τειχών και αγροτικών οχυρών, με στόχο να περιοριστούν οι ζημιές τις οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι βαρβαρικές επιδρομές. Η κύρια μέριμνα του Ιουστινιανού στο στρατιωτικό επίπεδο ήταν τα ανατολικά και τα βόρεια σύνορα. Σχεδόν ποτέ δεν παραμελήθηκαν οι ανάγκες που προέκυψαν εκεί. Ωστόσο, το 530 ο αυτοκράτορας εκμεταλ λεύτηκε την πολιτική αστάθεια στο βασίλειο των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής και στην ηγεμονία των Οστρογότθων στην Ιταλία, και επιχεί ρησε να αποκαταστήσει τον άμεσο έλεγχο της αυτοκρατορίας σε αυτά τα εδάφη. Από πολλές απόψεις, αυτές οι εκστρατείες δεν ήταν ιδιαίτερα δαπανηρές: μόνο 15.000 άνδρες μετέβησαν στη Βόρεια Αφρική και είναι μάλλον απίθανο να χρησιμοποιήθηκαν περισσότεροι από 30.000 στρα-
Η π όλη-φ ρονριο Α άρας (Α να σ τα σ ιο νπ ο λη ) κ τ ίσ τ η κ ε σ τ α σύνορα μ ε την Π ερσ ία κ οντά σ τ η Ν ίσιβη, α π ό τον α ντο κ ρ ά το ρ α Α ν α σ τά σ ιο (505-507) κ α ι ενισχύθηκε π ε ρ α ιτέ ρ ω α π ό τον Ιο υ σ τιν ια ν ό . Δ ια δ ρ α μ ά τισ ε σ η μ α ν τ ικ ό ρόλο σ τους πολέμους α ν ά μ ε σ α σ τ ο Β υ ζά ντιο κ α ι σ τ η ν Π ερσία. Τ μ ή μ α τα τω ν τειχ ώ ν, τω ν σ ιτ α π ο θ η κ ώ ν κ α ι τω ν δεξαμενώ ν της σώ ζονται μέχρι σήμερα.
PETER SARRIS
Στη δεξιά σελίδα: Ε σ ω τε ρ ικ ό του ναού τω ν Α γίω ν Σ έρ γ ιο υ κ α ι Β άκχον σ τ η ν Κ ω νστα ντινούπ ολη , ο ο π ο ίο ς κ τ ίσ τ η κ ε α π ό τον Ιο υ σ τ ιν ια ν ό κ α ι τη Θ εοδώ ρα μ ε τα ξ ύ 531 κ α ι 536 γ ια μ ια κ ο ιν ό τ η τ α μ ο νο ψ υ σ ιτώ ν μοναχώ ν. Ο ναός έχει ο κ τα γ ω ν ικ ή κ ά τοψ η κ α ι κ α λ ύ π τε τα ι α π ό τ ε ρ ά σ τ ιο τρούλο. Η α φ ιε ρ ω μ α τικ ή επ ιγ ρ α φ ή δ ια τ η ρ ε ίτ α ι α κ ό μ α σ τ ο ο ρ ιζό ν τιο ε π ισ τ ύ λ ιο π ου ε π ισ τ έ φ ε ι τους κίονες τ ο ν ισογείου.
τιώτες κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων εκστρατειών στην Ιταλία. Αυτές οι αιφνίδιες επιδρομές στη Δύση ήταν, παρ’ όλα αυτά, επιτυχείς. Η Βόρεια Αφρική κατακτήθηκε το 533-534 και η Ιταλία υποτάχθηκε κατά την περίοδο 535-553. Στις αρχές της δεκαετίας του 550, ο στρατός του Ιουστινιανού κατόρθωσε επίσης να αποκτήσει και μία βάση στη Νότια Ισπανία. Έ τσι αποκαταστάθηκε η ηγεμονική θέση της αυτοκρα τορίας σε πολιτικό, ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 540, όμως, η διάθεση φιλοδοξίας και αυτοπεποίθησης που χαρακτήριζε τα 14 πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού άρχισε να αντικαθίσταται από μια πιο μελαγχολική στάση. Αυτό οφειλόταν σε ποικίλους λόγους. Άνδρες συντηρητικών πεποιθήσε ων, όπως ο ιστορικός Προκόπιος και ένας άλλος σύγχρονος συγγραφέας, ο Ιωάννης Λυδός, άρχισαν να αισθάνονται ότι η τιμή για την αποκατά σταση της αυτοκρατορικής δόξας της Ρώμης, σε ό,τι αφορά τις εσωτε ρικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ήταν κάπως υψηλή. Και οι δύο συγγραφείς, για παράδειγμα, έχουν ιδιαίτερα αρνητική άποψη για την πολιτική του υπουργού εσωτερικών και οικονομικών του Ιουστινιανού, του Ιωάννη Καππαδόκη. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει ότι ο Ιω άννης έπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε το 541. Επίσης, παρά την επιθετική πολιτική του Ιουστινιανού εναντίον της Περσίας, οι Σασσανίδες συνέχισαν να παραβιάζουν τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Το 540, ο Πέρσης σάχης Χοσρόης Α' παρέκαμψε τα ρωμαϊκά οχυρά της Μεσοποταμίας και λεηλάτησε την Αντιόχεια, γεγονός που επηρέασε ιδιαίτερα τον Προκόπιο, ο οποίος έγραψε ότι «αισθάνθηκε ίλιγγο» όταν επιχείρησε να καταγράψει αυτή την πανωλεθρία. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 550, η θέση της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια υπονομεύθηκε από την παρουσία βορείως του Δούναβη ενός ακόμη νομαδικού λαού που εγκατέλειψε την ευρασιατική στέπα, των Αβάρων. Οι Άβαροι αναγκάστηκαν, λόγω της εξάπλωσης της δυτικής τουρκικής αυτοκρατορίας στα βόρεια του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας, να μετακινηθούν δυτικά και να εγκατασταθούν στην πεδιάδα της Παννονίας. Αν και ο Ιουστινιανός κατάφερε αρχικά να αντιμετωπί σει τους Αβάρους στο πλαίσιο της πολιτικής του περί νομάδων, η άφιξή τους ήταν δυσοίωνη. Περισσότερο κρίσιμο, ωστόσο, ήταν το γεγονός ότι η εσωτερική, η δημοσιονομική και η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού είχαν αρχί σει να παραπαίουν. Γινόταν ολοένα πιο φανερό ότι η διαμάχη που προέκυψε για τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος δεν μπορούσε ουσιαστικά να επιλυ θεί. Το 553, στη Δεύτερη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, οι θεολόγοι του Ιουστινιανού διατύπωσαν μια πρόταση η οποία θα έπρεπε να ικανο-
?8
Α ντίγραφ ο ενός χαμ ένου χ ρυσ ού μ ε τα λ λ ίο υ τ ο ν Ιο υ σ τιν ια νο ύ , π ο υ φ ιλοτεχ νή θη κε το 534 εις ανάμ νησ η της συ ντρ ιβ ή ς τω ν Β α νδάλω ν κ α ι της α π ο κ α τ ά σ τ α σ η ς της ρ ω μ α ϊκ ή ς κ υ ρ ια ρ χ ία ς σ τ η Β ό ρ ε ια Α φρική. Ο α υ το κ ρ ά το ρ α ς π ο υ ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι κ α ι σ τ ις δυο π λευρές φ έρει φ ω τοστέφ α νο κ α ι ένα α σ υ ν ή θ ισ το κράνοςδ ιά δ η μ α —σ τ ο άνω μ έρος του κράνους δ ια κ ρ ίν ε τ α ι λοφ ίο α π ό φ τερά π αγω νιού.
PETER SARRIS
ποιήσει, τις ανησυχίες όλων των εμπλεκόμενων παρατάξεων. Σε αυτό το στάδιο, όμως, οι διαφωνίες σχετικά με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος είχαν ριζωθεί τόσο βαθιά στη συνείδηση των συμμετεχόντων, ώστε ελάχιστοι από αυτούς ενδιαφέρονταν για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκ κλησία. Κάτι τέτοιο θα.αποτελούσε έλλειψη σεβασμού στη μνήμη των ηρώων της προηγούμενης γενιάς τους οποίους η κάθε πλευρά τιμούσε. Στο επίπεδο της οικονομίας, η δεκαετία του 540 ήταν ιδιαίτερα δύ σκολη, καθώς η αυτοκρατορία αντιμετώπισε τη βαριά μάστιγα της βου βωνικής πανώλους, η οποία, προερχόμενη από την κεντρική Αφρική, έφτασε για πρώτη φορά στην αυτοκρατορία το 541 μέσω της Ερυθράς Θαλάσσης. Από την Αίγυπτο, η πανώλης εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα στην Κωνσταντινούπολη, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στη Μικρά Ασία, στα Βαλκάνια, στη Βόρεια Αφρική και στην Ιταλία. Τόσο τα αστικα κέντρα όσο και η αγροτική ενδοχώρα της αυτοκρατορίας επλήγησαν σο βαρά από την πρώτη επέλαση της ασθένειας και τις κατοπινές επανεμ φανίσεις της, γεγονός που πιστοποιείται από πολλούς αυτοπτες μάρτυ ρες. Έ τσι, ο Προκόπιος, που ήταν παρών όταν η πανούκλα έπληξε την Κωνσταντινούπολη, αφηγείται πως σε κάποια στιγμή πέθαναν 10.000 άνθρωποι στην πόλη μέσα σε μία μέρα. Ο Ιωάννης Εφέσου κάνει λόγο για «ολόκληρα χωριά που χάθηκαν μαζί με τους κατοίκους τους». Ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας θα πρέπει να μειώθηκε κατά το ένα τρίτο. Πέρα από το μέγεθος της ανθρώπινης δυστυχίας, αυτό σήμαινε ότι μειώ θηκε δραστικά ο αριθμός των φορολογουμένων που στήριζαν το κράτος. Κατά την περίοδο μετά την εμφάνιση της πανώλους, το χρυσό νόμισμα της αυτοκρατορίας υποτιμήθηκε συχνά —σαν να έγινε μια προσπάθεια να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι περιορισμένοι πόροι. Κατά την ίδια περίοδο, φαίνεται ότι απέτυχαν και οι προσπάθειες να σταματήσει η περαιτέρω εξάπλωση των αριστοκρατικών γαιοκτησιών στις επαρχίες και να χαλιναγωγηθούν οι παράνομες πελατειακές σχέ-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥ ΤΟΚΡΑ ΤΟΡΙΑ (306-641)
σεις και η φοροδιαφυγή των μεγάλων γαιοκτημόνων, γεγονός που στέ ρησε το κράτος και από άλλες ζωτικές προσόδους. Ορισμένες από τις επαρχιακές ρυθμίσεις του Ιουστινιανού ανατράπηκαν, ενώ η νομοθετική δραστηριότητα του αυτοκράτορα και των συμβούλων του περιορίστηκε στο ελάχιστο. Το 565 ο Ιουστινιανός πέθανε. Σύμφωνα με τον ποιητή της αυτοκρατορικής αυλής, Κόριππο, «το δέος που προκάλεσε ο θάνατος αυτού του ανθρώπου απέδειξε ξεκάθαρα ότι αυτός είχε κατακτήσει τον κόσμο. Μόνο αυτός, με όψη ευσεβή, φάνταζε μακάριος εν μέσω θρήνων». Η ανάμνηση του Ιουστινιανού θα δέσποζε στη συνείδηση των μελλοντικών αυτοκρατόρων, όπως και τα μνημεία τα οποία κτίστηκαν στην Κωνστα ντινούπολη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του θα σφράγιζαν τη φυ σιογνωμία της μεσαιωνικής πόλης. Ωστόσο, αν και μεγαλειώδες, το πρόγραμμα του Ιουστινιανού επλήγη από την πανώλη και υπονομευθηκε από τη βαθιά ριζωμένη κοινωνική και θρησκευτική πραγματικότητα, και έτσι, αυτή η πολλά υποσχόμενη περίοδος βασιλείας είχε ένα απογοητευτικό τέλος. Ο Ιουστινιανός κληροδότησε στον διάδοχό του, τον Ιουστίνο Β', μια αυτοκρατορία που, αν και εκτενέστερη, ήταν πολύ πιο εύθραυστη και δημοσιονομικά ασταθής. Ιδιαίτερα η δημοσιονομική αστάθεια επρόκειτο να υπονομεύσει σε μ ε^λο βαθμό τις περιόδους- βασιλείας των διαδόχων του Ιουστινιανού και να περιορίσει την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τις ολοένα και πιο πιεστικές στρατιωτικές ανάγκες. Αμέσως μετά την ενθρόνισή του, ο Ιουστίνος Β' ανακοίνωσε ότι «βρήκε το θησαυροφυλάκιο καταχρεωμένο και εντελώς άδειο». Κατά συνέπεια, ο αυτοκράτορας δεν ήθελε, ή δεν μπορούσε, να συνεχίσει τις επιχορηγήσεις που είχαν εξασφαλίσει στην αυτοκρατορία την υποστήριξη των Γασσανιδών στην Αραβία, καθώς, και πιο πρόσφατα, των Αβάρων στα Βαλκάνια. Η εδραίωση της δύναμης των Αβάρων στα βόρεια του Δούναβη μείω νε όλο και περισσότερο την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του «διαιρεί και βασίλευε» του Ιουστινιανού. Τόσο οι Σλάβοι όσο και οι Λομβαρδοί προσπάθησαν να ξεφύγουν από την κυριαρχία των Αβάρων, εισβάλλοντας σε αυτοκρατορικά εδάφη στα Βαλκάνια και στην Ιταλία αντίστοιχα. Μεταξύ 568 και 572 το μεγαλύτερο τμήμα της Βόρειας Ι ταλίας κατακτήθηκε. Κατά τη δεκαετία του 580, οι Σλάβοι και οι Άβαροι επιτέθηκαν επανειλημμένως σε αρκετές πόλεις των Βαλκανίων από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Αθήνα. Οι μεν Άβαροι επικέντρωσαν τις επιθέσεις τους στις πεδιάδες του βορρά, οι δε Σλάβοι, εκμεταλλευόμενοι τα δασώδη οροπέδια, προωθήθηκαν και εγκαταστάθηκαν νοτιότερα. Τη δεκαετία του 590, ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος οργάνωσε επιτυχείς στρα τιωτικές εκστρατείες κατά μήκος και πέραν του Δούναβη, αλλά αυτές οι
Η π όλη της Ζ ηνοβ ία ς σ το ν Ε υφράτη, π ου πήρε το όνομά της α π ό τη β α σ ίλ ισ σ α της Π αλμύρας (3ος αι.), ανοικοδομ ή θη κ ε α π ό τον Ιο υ σ τ ιν ια ν ό κ α ι α π έ κ τη σ ε μ ό νιμ η φρουρά. Τα τ ε ίχ η της, π ο υ έχουν τρ ιγ ω ν ικ ό π ερ ίγ ρ α μ μ α , σ ώ ζ ο ν τ α ι μ έ χ ρ ι σήμερα. Σ τ η φ ω τογραφ ία , τ α ε ρ ε ίπ ια το ν α ρ χ η γ είο υ τη ς φρουράς (pdn cipia).
Η Ρ εσ ά φ α , τό π ο ς ταφ ή ς το υ α γ ίο υ Σ έ ρ γ ιο υ σ τ η σ υ ρ ια κ ή σ τέ π α , ή τα ν ένα πολύ σ π ο υ δ α ίο π ροσκ ύνη μ α. Τ α τ ε ίχ η τη ς —σ τ η φ ω τ ο γ ρ α φ ία φ α ίν ε τα ι η ιδ ια ίτ ε ρ α δια κ οσ μ η μ ένη β ό ρεια π ύ λ η — ανεγέρθηκαν ε π ί Ιο υ σ τιν ια νο ύ . Ε ντός τω ν τειχ ώ ν σ ώ ζ ο ν τ α ι α κ όμ α τ α ε ρ ε ίπ ια τρ ιώ ν μ ε γ ά λ ω ν εκ κ λη σ ιώ ν.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
επιθέσεις, όσο εντυπωσιακές και αν ήταν, δεν κατάφεραν να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια στην ευρύτερη περιοχή. Τα οικονομικά ζητήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Το 588, ο στρατιωτικός μισθός μειώθηκε κατά 25 τοις εκατό, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ανταρσία στα ανα τολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος με την Περσία συνεχίστηκε με διαλείμματα κατά τη διάρκεια του ύστερου 6ου αιώνα. Παρά την αποδυνάμωση των ρωμαϊκών θέσεων στην Αραβία, η αυτοκρατορία είχε μια σημαντική επιτυχία ε ναντίον των Περσών στην Υπερκαυκασία, όταν ο αυτοκράτορας Μαυρί κιος εκμεταλλεύτηκε ένα πραξικόπημα κατά του σάχη Ορμίσδα Δ'. Το 591, ο Μαυρίκιος βοήθησε ώστε στον σασσανιδικό θρόνο να ανέβει ο γιος του σάχη, Χοσρόης Β', με αντάλλαγμα εκτεταμένες εδαφικές παραχω ρήσεις. Αυτή ήταν μια συμφωνία την οποία ο Χοσρόης ήταν σίγουρο ότι θα επιθυμούσε να ανατρέψει, και 12 χρόνια αργότερα του δόθηκε η ευ καιρία να το κάνει. Το έτος 602 αυτοκρατορικές δυνάμεις εξεστράτευαν εναντίον σλαβι κών φυλών πέραν του Δούναβη. Ο Μαυρίκιος διέταξε τις μονάδες του στρατού να συνεχίσουν τις επιθέσεις και κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ο αυτοκρατορας δεν ήταν καθόλου δημοφιλής στους στρατιωτικούς κύ κλους εξαιτίας της φειδωλής οικονομικής πολιτικής του και ο στρατός στον Δούναβη εξεγέρθηκε υπό την αρχηγία ενός αξιωματικού που ονο μαζόταν Φωκάς. Ο στρατός προήλασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη και στις 23 Αυγούστου του 602 ο Φωκάς ανακηρύχθηκε αύγουστος. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μαυρίκιος και τουλάχιστον τέσσερις από τους πέντε γιους του εκτελέστηκαν. Η πτώση του Μαυρίκιου και η άνοδος του Φωκά οδήγησαν την αυ τοκρατορία σε έναν παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο. Μία αρμενική ιστο ρική πηγή του 7ου αιώνα, που φαίνεται να παρέχει αξιόπιστες πληρο φορίες σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της αυτοκρατορίας, περιγράφει αι ματηρά επεισόδια σε όλες τις επαρχίες του ρωμαϊκού κόσμου. Ο Χοσ ρόης Β' άδραξε αυτή την ευκαιρία για να αποκαταστήσει όσα είχε α ναγκαστικά παραχωρήσει το 591. Η αδυναμία της ρωμαϊκής αντίστασης προκάλεσε δραματική αύξηση των φιλοδοξιών του σάχη. Το έτος 603, και ενώ ο ρωμαϊκός στρατός ήταν σε κατάσταση σύγχυσης, ο Χοσρόης επιτέθηκε εναντίον παραμεθόριων ρωμαϊκών θέσεων και κατέλαβε αρ κετές πόλεις και οχυρά. Το 609-610 οι Πέρσες είχαν φτάσει στον Ευ φράτη. Ύστερα, επεξέτειναν τις επιθέσεις τους στη Συρία και το 611 προήλασαν στην Ανατολία. Αυτές οι δραματικές νίκες των Περσών οδήγησαν την αυτοκρατορία σε περαιτέρω πολιτική αστάθεια. Το 608 επαναστάτησε ο στρατιωτικός διοικητής της Καρχηδόνας. Το 609, ο ανιψιός του, Νικήτας, εξεστρά-
8ι
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
τευσε εναντίον της Αιγύπτου και έθεσε την Αλεξάνδρεια υπό τον έλεγχό του. Στις 3 Οκτωβρίου του 610, ο γιος του διοικητή, ο Ηράκλειος, έφτασε επικεφαλής στόλου έξω από την Κωνσταντινούπολη. Οι υποστηρικτές του Φωκά τον εγκατέλειψαν. Δύο μέρες αργότερα, ο Φωκάς ήταν νεκρός και ο Ηράκλειος τον είχε διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο. Μία από τις πρώτες κινήσεις του Ηρακλείου φαίνεται ότι ήταν η ανάκληση των ρωμαϊκών στρατευμάτων από τα Βαλκάνια, ώστε η αυ τοκρατορία να επικεντρώσει όλες τις δυνάμεις της στην απομάκρυνση των Περσών από την Ανατολία. Αυτό ίσως να το κατάφερε ο Ηράκλειος εν μέρει κατά τη διάρκεια μιας επιτυχημένης αναμέτρησης το 612. Το 613, όμως, ο στρατός του ηττήθηκε στα περίχωρα της Αντιόχειας. Οι Πέρσες αποφάσισαν να καταλάβουν στη συνέχεια ό,τι είχε απομείνει από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Το 613 κατέλαβαν τη Δαμασκό, ενώ το 614 ο νικηφόρος περσικός στρατός μπήκε στην Ιερουσαλήμ. Πέρα από τις εκτεταμένες σφαγές που έγιναν στην πόλη, οι Πέρσες άρπαξαν τα υπο λείμματα του Τιμίου Σταυρού και τα έστειλαν στην Περσία. Κατά το 615, η τρομοκρατημένη σύγκλητος της Κωνσταντινουπόλεως ήταν έτοιμη να ζητήσει ειρήνη. Μια πρεσβεία υψηλών αξιωματούχων εστάλη στον Χοσρόη. Τα μέλη της πρεσβείας αποκάλεσαν τον σάχη «υ πέρτατο αυτοκράτορα» και τον Ηράκλειο «αληθινό γιο του σάχη, πρόθυ μο να εκτελέσει τις υπηρεσίες της Γαληνότητάς του σε όλα τα επίπεδα». Η σύγκλητος ήταν πρόθυμη να αναγνωρίσει την Περσική Αυτοκρατορία ως ανώτερη της Ρωμαϊκής και την τελευταία ως υποτελή της πρώτης. Η απάντηση του Χοσρόη ήταν ξεκάθαρη. Οι πρεσβευτές φυλακίστηκαν. Δεν υπήρχε περιθώριο για οίκτο. Η Περσία ετοιμαζόταν να εξαλείψει τον παλιό αυτοκρατορικό της αντίπαλο. Οι Πέρσες μπορούσαν τώρα να ξεκινήσουν την κατάκτηση της Αιγύπτου. Το 619 έπεσε η Αλεξάνδρεια και μέσα στον ίδιο χρόνο ολόκληρη η επαρχία φαίνεται ότι περιήλθε στους Πέρσες. Το επόμενο βήμα γ ι’ αυ τούς ήταν να επαναλάβουν την προέλασή τους στην Ανατολία και να προχωρήσουν προς την Κωνσταντινούπολη. Το 622, οι Πέρσες επιτέθηκαν στα βορειοδυτικά του οροπεδίου της Ανατολίας, όπου συνάντησαν σθε ναρή αντίσταση από ρωμαϊκά στρατεύματα με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Η ρωμαϊκή αντεπίθεση στην Ανατολία υπονομεύθηκε, ω στόσο, από μια κρίση που ξέσπασε στα Βαλκάνια, η οποία ανάγκασε τον αυτοκράτορα να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Το 623 κατελήφθη η Ά γκυρα, ενώ την ίδια ακριβώς χρονιά οι Πέρσες εξαπέλυσαν σειρά επι τυχημένων ναυτικών επιθέσεων, καταλαμβάνοντας τη Ρόδο και μερικά άλλα νησιά. Οι Πέρσες ασκούσαν ανηλεείς πιέσεις σε ό,τι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία. Ο Ηράκλειος έπρεπε να πάρει μια δύσκολη απόφαση:
$
83
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
μπορούσε να περιμένει να εξελιχθεί η περσική επίθεση, οργανώνοντας ορισμένες μάχες οπισθοχώρησης που θα του άφηναν ελάχιστα περιθώρια για τελική νίκη, ή θα μπορούσε να αφήσει κατά μέρος κάθε προφύλαξη και να επιτεθεί στον εχθρό. Επέλεξε το δεύτερο. Μεταξύ 615 και 622, ο Ηράκλειος θέσπισε ορισμένα έκτακτα μέτρα που είχαν στόχο να αυξή σουν τους διαθέσιμους πόρους. Οι δημόσιοι και στρατιωτικοί μισθοί μειώθηκαν στο μισό και οι κρατικές δομές πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο. Οι εκκλησίες απογυμνώθηκαν από τον χρυσό διάκοσμο και τους αργυρούς δίσκους τους και ο πλούτος των πόλεων εξαντλήθηκε. Αυτά τα έσοδα χρησιμοποιήθηκαν σε μια προσπάθεια εξαγοράς της ειρήνης με τους Αβάρους στη Δύση και για να προσελκύσουν την υποστήριξη των χριστιανικών πληθυσμών στην Τπερκαυκασία και στα κατεχόμενα εδά φη. Αυτή η προσπάθεια ενισχυόταν και από μια εκστρατεία θρησκευτι κής προπαγάνδας, η οποία υπογράμμιζε τις φρικαλεότητες που ακολού θησαν την πτώση της Ιερουσαλήμ και εκμεταλλευόταν τις πολύ χαρα κτηριστικές για την εποχή ευαισθησίες των ανθρώπων στην αποκαλυ πτική θεολογία. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας άρχισε να οργανώνει έναν «Νέου Τύπου Στρατό» —εντατικά εκπαιδευμένες δυνάμεις πεζικού με έντονο θρησκευτικό πάθος, μυημένες στην τακτική του ανταρτοπόλεμου. Έ τσι, άρχισε να διαμορφώνεται η έννοια του «ιερού πολέμου» των χρι στιανών ενάντια στους Πέρσες απίστους. Μια συμπλοκή με τις ανώτερες περσικές δυνάμεις σε ανοιχτό έδαφος θα ήταν εντελώς ανώφελη για τον Ηράκλειο. Αντιθέτως, ο αυτοκράτορας κατάλαβε ότι θα είχε περισσότερες ελπίδες εάν κατευθυνόταν προς τα βόρεια, στα υψίπεδα της ΐπερκαυκασίας, όπου θα μπορούσε να ζητήσει ενισχύσεις από τα χριστιανικά πριγκιπάτα της περιοχής και όπου μια ολιγάριθμη και ιδιαιτέρως ευκίνητη μονάδα στρατού θα μπορούσε κάλλιστα να ξεγελάσει έναν εχθρό που υπερτερούσε αριθμητικά. Στις 25 Μαρτίου του 624, ο Ηράκλειος αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη. Π ροελαύνοντας κατά μήκος του Ευφράτη, οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στην περσική Αρμενία και κατέστρεψαν όσες πόλεις βρήκαν στο πέρασμά τους. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας επιτέθηκε προς τα νότια, στην πε ριοχή του Καυκάσου στην Ατροπατηνή Μηδία, διώχνοντας τον Χοσρόη και τον στρατό του από τα Γαζακά και καταστρέφοντας τον κυριότερο ζωροαστρικό ναό του Πυρός στο Takht-i-Sulaiman. Μετά ο Ηράκλειος προχώρησε ξανά προς τα βόρεια και στρατοπέδευσε για να διαχειμάσει στο πριγκιπάτο της Αλβανίας. Από εκεί, κατά πάσα πιθανότητα, απηύθυνε πρόσκληση στους χριστιανούς πρίγκιπες της περιοχής, πάρα πολλοί από τους οποίους φαίνεται ότι ανταποκρίθηκαν και τέθηκαν μαζί με τους στρατιώτες τους υπό τις διαταγές του. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας έστειλε πρεσβεία στους Τούρκους, στα βόρεια του Καυκάσου, για να
85
Αριστερά: Η Μ ονή της Α γίας Α ικα τερίνη ς σ τ ο όρος Σ ιν ά (αφ ιερω μ ένη α ρ χ ικ ά σ τ η Θ εοτόκο) ή τα ν όχ ι μόνο σ η μ α ν τ ικ ό π ροσκ ύνη μ α , αλλά κ α ι οχυρω μένο σ τ ρ α τ ιω τ ικ ό φ υλάκιο. Η β α σ ιλ ικ ή που σώ ζεται μέχρι και σή μ ερα , ένα κ ά π ω ς ε π α ρ χ ιώ τικ ο α ρ χ ιτεκ τό ν η μ α , ανεγέρθηκε α π ό τον α ν το κ ρ ά το ρ α Ι ο υ σ τ ιν ια ν ό μ ε τ α ξ ύ 548 κ α ι 565. Η επ ιγ ρ α φ ή π ά νω α π ό την ε ξ ω τε ρ ικ ή είσοδο, π ο υ αναφ έρει το έτος 527, ε ίν α ι π λ α σ τ ή κ α ι χ ρο νο λο γ είτα ι τον 18ο αιώ να .
86
PETER SARRIS
Ο Δαβίδ και ο Γολιάθ. Αργυρός δίσκος, 613-660. Ένας από τους εννέα δίσκους, οι οποίοι βρέθηκαν μαζί με άλλα ασημένια αντικείμενα και χρυσά κοσμήματα κοντά στην Κυρήνεια της Κύπρου και κοσμούνται με σκηνές από τον βίο του Δαβίδ.
Η ε ικ ο νο γ ρ α φ ία του δ ίσ κ ο υ έχει ερμ ηνευθεί υπ ό το φ ω ς το υ π ολέμ ου α ν ά μ ε σ α σ τ ο Β υ ζά ν τιο κ α ι σ τ η ν Π ερσία, π ο υ έλα βε τέλος το 628. [Σ .τ.Μ .: Ο Η ράκ λειος (ω ς άλλος Δ αβίδ π ου νίκ η σ ε τον Γ ολιάθ, δια δέχ θ η κ ε τον α μ α ρ τω λ ό β μ σ ιλ έ α Σ αούλ κ αι απάλλαζε τον λ α ό τω ν Ιο υ δ α ίω ν α π ό τους εχθρούς του) απ άλλαζε τη ν α υ το κ ρ α το ρ ία α π ό το ν τύραννο Φ ω κά κ α ι σ τ η σ υ νέχ εια α π ό τον π ε ρ σ ικ ό κίνδυνο.]
διαπραγματευθεί πιθανή συμμαχία με την αξιόλογη αυτή δύναμη στην περιοχή της στέπας. Την άνοιξη του 625 τρεις περσικές στρατιές εστάλησαν να καταδιώ ξουν τον Ηράκλειο. Αφού κατάφερε, ακολουθώντας καλύτερη στρατηγι κή, να νικήσει την καθεμία από αυτές, ο αυτοκράτορας κατευθύνθηκε προς την ακτή της Μαύρης Θάλασσας και το βασίλειο της Λαζικής. Εκεί ήταν που πληροφορήθηκε τις ανησυχητικές εξελίξεις στην Κων σταντινούπολη. Οι Πέρσες κινητοποιούσαν για μία ακόμη φορά τις δυ νάμεις τους για να επιτεθούν όχι μόνο στην Ανατολία, αλλά και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, επίθεση που θα συνδυαζόταν και με την αραβική πολιορκία των οχυρώσεων της πόλης στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Ο Ηράκλειος έπαιξε κορώνα-γράμματα την ελπίδα του ότι η πόλη θα μπορούσε να αντισταθεί. Αντί να επιστρέφει εσπευσμένα στην πρω τεύουσα, προχώρησε στην Ανατολία, όπου θα μπορούσε να παρενοχλήσει τις προελαύνουσες περσικές δυνάμεις. Αυτή η στρατηγική φαίνεται ότι είχε επιτυχία. Οι Πέρσες όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να οργανώσουν αποτελεσματική επίθεση από τη θάλασσα, αλλά ούτε και να μεταφέρουν τους στρατιώτες τους στην ευρωπαϊκή ακτή ώστε να εξαπολύσουν χερ-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
σαία επίθεση. Παράλληλα, ο στρατός των 80.000 Αβάρων στάθηκε ανί κανος να υπερνικήσει, τις τρομερές οχυρώσεις της πόλης και οι επιθέσεις τους τερματίστηκαν σύντομα. Μετά από μια σύντομη επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, ο Ηρά κλειος έφυγε ξανά για τη Λαζική. Ήταν αυτή ακριβώς τη στιγμή που σύναψε τη συμμαχία με τους Τούρκους, την οποία είχαν διαπραγματευ τεί με επιτυχία οι πρεσβευτές του. Το 627, ένας πολυάριθμος τουρκικός στρατός κατέλαβε εξ εφόδου τα περσικά οχυρά ανάμεσα στον Καύκασο και στην Κασπία και προήλασε μέχρι το υποτελές στους Πέρσες βασί λειο της Ιβηρίας. Στα περίχωρα της επαρχιακής πρωτεύουσας, της Τιφλίδος, ο τουρκικός στρατός συνάντησε τον Ηράκλειο και τους Ρ ω μαίους. Σε μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης, ο ενωμένος ρωμαιοτουρκικός στρατός κατευθύνθηκε στη συνέχεια προς τα νότια, μέσω Ατροπατηνής και προς το όρος Ζάγρος. Οι Τούρκοι συνέχισαν μετά προς βορράν, αλλά ο Ηράκλειος προήλασε ακόμη νοτιότερα, διασχίζοντας το όρος Ζάγρος, και στις 12 Δεκεμβρίου του 627 νίκησε τον περσικό στρατό κοντά στη Νινευή. Προχωρώντας κατά μήκος της αριστερής όχθης του Τίγρη, ο Ηράκλειος κατέλαβε την περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο φάνηκε το μεγαλείο της στρα τιωτικής ιδιοφυίας του. Αντί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ιουλιανού, διακινδυνεύοντας μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της πόλης, ο αυτοκράτορας λεηλάτησε τις πόλεις και την ύπαιθρο στα βόρεια, εντείνοντας έτσι την ψυχολογική πίεση στα μέλη της ανώτερης στρατιωτικής ηγεσίας των Περσών. Πανικός κατέλαβε τους, στρατιωτικούς και αυλικούς κύκλους στην Κτησιφώντα. Μια αντιπροσωπεία μετέβη στον Ηράκλειο πληροφορώ ντας τον για μια συνωμοσία που θα καθαιρούσε τον Χοσρόη, θα ανέβαζε στον θρόνο τον γιο του, Καβάδη-Σιρόη, και θα ξεκινούσε διαπραγματεύ σεις με τους Ρωμαίους. Στις 24 Μαρτίου του 628 ο αυτοκράτορας έμαθε ότι ο Χοσρόης Β' ήταν νεκρός και ότι πολύ σύντομα θα τον επισκεπτόταν μια ειρηνευτική αντιπροσωπεία. Η επιστολή με τα νέα της νίκης, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ανέφερε: «Έπεσε ο υπερόπτης Χοσ ρόης, ο εχθρός του Θεού. Ηττήθηκε και εξοβελίστηκε στα βάθη της γης και η ανάμνησή του έχει εξ ολοκλήρου χαθεί». Η πολιτική κατάσταση στην Κτησιφώντα εξακολουθούσε να είναι πολύ άστατη. Τον Οκτώβριο του 628, ο Καβάδης-Σιρόης πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Αρδασίρ. Ο Αρδασίρ καθαιρέθηκε στη συ νέχεια από τον διοικητή των περσικών δυνάμεων στη Δύση, που με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από ένα αδύναμο συμβούλιο αντί βασιλείας. Ο Ηράκλειος εκμεταλλεύτηκε αυτές τις συνεχείς αλλαγές στην ηγε σία για να επιτύχει ευνοϊκότερους όρους. Τελικά συμφωνήθηκε ότι τα
PETER SARRIS
νέα σύνορα θα έπρεπε επιστρέφουν στη συνοριακή γραμμή του 591, της εποχής του Χοσρόη Β' και Μαυρίκιου. Στις 21 Μαρτίου του 630, ο Ηράκλειος επέστρεψε τον Τίμιο Σταυρό στην Ιερουσαλήμ. Με αυτό τον τρόπο η Ανατολική Αυτοκρατορία, ή τουλάχιστον ένα τμήμα της, αποκαταστάθηκε. Η έμφαση όμως που δόθηκε στην Ανατολή οδήγησε σε δραματικότερη αποδυνάμωση της θέσης της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Αν και η ομοσπονδία των Αβάρων είχε καταστραφεί μετά την ήττα έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως το 626, αυτόνομα σλαβικά φύλα εγκαθίσταντο όχι μόνο σε ορεινές αλλά, με αυξανόμενο ρυθμό, και σε πεδινές περιοχές των Βαλκανίων. Οι πόλεις της Ανατολίας και της Μικράς Ασίας είχαν εξαντληθεί από τις οικονομικές απαιτήσεις του πολέμου. Πολλές από αυτές είχαν καταστραφεί από τις επιθέσεις των Περσών. Εκείνη την εποχή η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος τύποις μόνον ελέγχονταν από την αυτοκρατορία. Μακροχρόνιες παραδόσεις δια κυβέρνησης είχαν παραλύσει και δεν είχαν ακόμα αποκατασταθεί. Όμως, πριν καλά καλά αρχίσει οποιαδήποτε τέτοια αποκατάσταση, η αυτοκρα τορία αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μια νέα πρόκληση κατά μήκος των εκτεταμένων και σε μεγάλο βαθμό απροστάτευτων συνόρων της με τους Άραβες. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Ρώμη και στην Περσία του 6ου αιώνα και των αρχών του 7ου αιώνα είχε εμπλέξει και τις δύο αυτοκρατορίες σε στρατιωτικές και διπλωματικές επαφές με τις αραβικές φυλές στα νότια. Η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων σε αυτή την περιοχή φαίνεται ότι προκάλεσε στην αραβική κοινωνία αυτό που μερικοί ιστορικοί έχουν αποκαλέσει «επανάσταση των αυτοχθόνων». Κατά τη δεκαετία του 620, οι αραβικές φυλές είχαν κατορθώσει να ενωθούν υπό την ηγεσία ενός θρησκευτικού ηγέτη που καταγόταν από τη Μέκκα, και ήταν γνωστός ως Προφήτης Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ κήρυττε ένα αυστηρά μονοθεϊστικό δόγ μα, βαθιά επηρεασμένο από τις μεσσιανικές τάσεις που ενυπήρχαν στον χριστιανισμό της εποχής και από το μεσσιανικό πάθος των Εβραίων της περιοχής. Η Θεία Δίκη ήταν επικείμενη και όλοι επρόκειτο να υποτα χθούν στη θέληση του ενός και μοναδικού Θεού. Ειδικότερα, όλοι οι Ά ραβες θα έπρεπε να απαρνηθούν τις πολυθειστικές παραδόσεις τους και να αγκαλιάσουν τη νέα πίστη. Σε αντάλλαγμα, σύμφωνα με το κήρυγμα του Μωάμεθ, οι Άραβες, ως απόγονοι του πρωτότοκου γιου τού Αβραάμ, του Ισμαήλ, τον οποίο ο Αβραάμ είχε εξορίσει στην έρημο, θα γίνονταν κύριοι των Αγίων Τόπων τους οποίους ο Θεός είχε υποσχεθεί στον Αβρα άμ και στους απογόνους του για πάντα. Η επιστροφή στους Αγίους Τό πους συνδέθηκε με τη διεξαγωγή ενός ιερού πολέμου —μια ιδέα, αποτέ λεσμα προπαγάνδας, που καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια των συγκρού σεων του Ηρακλείου με τον Χοσρόη Β'.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
Ο Μωάμεθ λέγεται ότι πέθανε περί το 632, αλλά το δόγμα του συνέ χισε να υφίσταται. Μετά το 633/4, η ρωμαϊκή Παλαιστίνη υπέστη άγριες αραβικές επιδρομές που συνδύαζαν την τρομοκρατία και τις σφαγές του αγροτικού πληθυσμού με επιθέσεις σε κωμοπόλεις και αστικά κέντρα. Αν και ο αραβικός στρατός φαίνεται να ήταν σχετικά ολιγάριθμος, είναι σαφές ότι οι αυτοκρατορικές αρχές δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν αποτελεσματικά. Οι μυστικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση της αραβικής απειλής ήταν περιορισμένες, ενώ η ταχεία προώθηση της α ραβικής γραμμής μάχης περιόριζε τα χρονικά περιθώρια ανασυγκρότη σης των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Έχοντας να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, ορισμένες πόλεις στην Τπεριορδανία, στην Παλαιστίνη και στη Συρία απλώς συνθηκολό γησαν. Η Δαμασκός έπεσε το 635, ενώ το 636 μια μεγάλη ρωμαϊκή στρατιά ηττήθηκε κοντά στον ποταμό Ιερομίακα (Γιαρμούκ) στη Βόρεια Ιορδανία. Στη συνέχεια, οι κατακτήσεις ακολούθησαν με γοργό ρυθμό. Η Ιερουσαλήμ έπεσε το 638. Την επόμενη χρονιά, ρωμαϊκές δυνάμεις που υποχωρούσαν καταδιώχθηκαν μέχρι την Αίγυπτο. Όπως συνέβη και στην πρώτη εκστρατεία του Χοσρόη Β' το 603, η αδυναμία των Ρωμαίων να αντισταθούν σθεναρά στους Άραβες έδωσε την ευκαιρία στους εισβο λείς νο? προελάσουν. Παρομοίως, οι Ρωμαίοι στρατιωτικοί διοικητές κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν την προέλαση των εχθρών μόνο όταν οι ίδιοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στη Μικρά Ασία. Οι εμφύλιες διαμάχες των αρχών του 7ου αιώνα και ο μακροχρόνιος πόλεμος με την Περσία είχαν ολοφάνερα προκαλέσει μόνιμη φθορά. Το 641, έτος θανά του του Ηρακλείου, η αυτοκρατορία κατέρρεε για μια ακόμη φορά. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Βυζαντίου έδινε τώρα τη δεύτε ρη μεγάλη μάχη της για επιβίωση, μία μάχη που θα σημάδευε την πρώιμη μεσαιωνική ιστορία της.
89
Η κοινωνική θέση και τα σύμβολά της MARLIA M UNDELL MANGO
Η βυζαντινήτέχνηδιέθετετααισθητικάκαιυλικά μέσα για να εκφράσει την αυτοκρατορική δύναμη με εικόνες ιερατικής μεγαλοπρέπειας, με εντυπω σιακά διάσημα εξουσίαςκαι με σκηνικά που προκαλούσανδέος.Η μορφήτουαυτοκράτοραπροβαλ λότανόχιμόνοστηγλυπτική,αλλάκαισεάλλαείδη τηςμνημειακήςτέχνης,καιδιαδιδότανμετηναπο τύπωσή της στανομίσματα, στα αναμνηστικά με τάλλια,στουςεπετειακούςδίσκους,σταελεφάντινα πλακίδια,στααυτοκρατορικάσταθμία(βάρη),στις σφραγίδες ελέγχου τουαργύρου και στα μολυβδόβουλλα. Πολύτιμα υλικά, όπως μετάξι, μάρμαρα και ψηφιδωτά, προσέδιδαν πρόσθετη αίγλη στην υψηλήαρχιτεκτονική.Τα βυζαντινάαυτοκρατορικά διάσημαπροορίζοντανγιατηναποκλειστικήχρήση του αυτοκράτορα, ωστόσο σε ειδικέςπεριπτώσεις απονέμονταν και σε βαρβάρους συμμάχους. Από δειξητηςαποτελεσματικότητάςτουςείναιτογεγο νόςότιοιβάρβαροι ηγεμόνεςτα αντέγραψαν. Τα αυτοκρατορικάδιάσημαπεριγράφονταιστις γραπτές πηγές και εικονίζονται σε πορτρέτα. Ο Κόριππος περιγράφειπώς κατά τηνενθρόνισητου
Σ τ ο ε ν τ ο ίχ ιο ψ η φ ιδω τό τ ο ν Α γίου Β ιτ α λ ίο ν σ τ η Ρ αβέννα, ο Ι ο υ σ τ ιν ια ν ό ς ε ικ ο ν ίζετα ι φ ορώ ντας τη ν α υ το κ ρ α το ρ ικ ή π ό ρ π η μ ε τ α τ ρ ία κ ρ ε μ α σ τά π ε τρ ά δ ια , τη ν ο π ο ία φ ορά κ α ι ο Θ εοδόσιος σ το ν αργυρό δ ίσ κ ο τ ο ν (missorium). Ο εικ ονιζόμ ενος σ τ α α ρ ισ τ ε ρ ά το υ Ι ο υ σ τιν ια ν ο ύ φ ορά το ξό α χ η μ η χ ρυσ ή πόρπη.
Ιουστίνου Β' (565 μ.Χ.), οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι μετέφεραν τα αυτοκρατορικά ενδύματα, τη διάστικτη με πετράδια ζώνης, το στέμμα και την πόρπη. Τόσο μεγάλη σημασία είχαν τα αυτο κρατορικά είδη καλλωπισμού, ώστε ο Ιουστινιανός έθεσε ξανά σε ισχύ έναν παλαιότερο νόμο, σύμφω να με τον οποίο «Κανένας άλλος (εκτός από τον αυτοκράτορα) δεν επιτρέπεται να κοσμεί στο εξής τα χαλινάρια και τη σέλλα του αλόγου του ή τις ζώνες του, με μαργαριτάρια, σμαράγδια ή υακίν θους». Το πρόστιμο παράβασης του νόμου ήταν 100 λίβρες χρυσού ή ακόμα και η θανατική ποινή. Πα ρόμοιοι νόμοι ίσχυαν και για το πορφυρό μετάξι. Η αυτοκρατορική πόρπη, την οποία ο Προκόπιος πε ριγράφει ως μια στρογγυλή καρφίτσα με τρία κρε μαστά πετράδια, εικονίζεται σε πορτρέτα του Θεο δοσίου Α' και του Ιουστινιανού. Η απόφαση του Ιουστινιανού να απονείμει σε ξένους ηγεμόνες αυτή την πόρπη, καθώς επίσης να εκχωρήσει σε κά ποιους εξ αυτών το δικαίωμα να φορούν κόκκινες μπότες, όπως στους πέντε Αρμένιους σατράπες, θεωρήθηκε παραχώρηση με ιδιαίτερη σημασία.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΜΒΟΛΑ ΤΗΣ
Notitia dignitatum. Στο επάνω μέρος, τέσσερα ζεύγη κωδίκων που αντιστοιχούν σε τέσσερις διαφορετικούς μαγιστρονς (magistri). Τα βιβλία περιέχουν κατά πάσα πιθανότητα εντολές, διαταγές που εξέδωσε ο αντοκράτορας και οι οποίες αφορούν το κάθε αξίωμα. Στο κάτω μέρος, εικονίζονται τέσσερις ομάδες ειληταρίων, τρία βιβλία και μία πινακίδα γραφής (κάτω δεξιά), που επίσης αντιστοιχούν στους τέσσερις μαγιστρονς. Τα ειλητάρια, μάλλον από πάπυρο, απεικονίζουν έγγραφα.
91
Σε μεταγενέστερες εποχές, οι αυτοκράτορες έστελ ναν στέμματα ((ως σύμβολα επικυριαρχίας» στους Χαζάρους, στους Ούγγαρους, στους Ρώσους και σε άλλους βαρβάρους βασιλείς. Στα ιδιάζουσας σημασίας έγγραφα ο αυτοκράτορας χρησιμοποιούσε μια χρυσή βούλλα, από την οποία πήρε το όνομά του και το έγγραφο στο οποίο επισυναπτόταν (χρυσόβουλλο). Το μέγεθος της χρυσής βούλλας με την εικόνα του αυτοκράτορα, που αποστελλόταν σε ξένους ηγεμόνες, ήταν ανά λογο της σπουδαιότητας του παραλήπτη. Στα μέσα του 10ου αιώνα η πιο βαριά βούλλα των τεσσάρων σολίδων (βάρος που ισοδυναμούσε με τέσσερα χρυ σά νομίσματα), προοριζόταν για τον χαλίφη της Βαγδάτης και τον σουλτάνο της Αιγύπτου, ενώ η πιο ελαφριά, του ενός σόλιδου, για τον πάπα της Ρώμης. Χρυσόβουλλα που περιλαμβάνουν εκχωρή σεις ακίνητης περιουσίας και προνόμια διατηρού νται ακόμη στα μοναστικά αρχεία του Αγίου Ό ρους, της Πάτμου και αλλού (βλ. κεφάλαιο για τον μοναχισμό). Αυτά φέρουν συνήθως την υπογραφή του αυτοκράτορα με κόκκινο μελάνι. Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του, το Βυζαντινό κράτος διοικούνταν πάντα από έναν ισχυρό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Το προ σωπικό αυτού του μηχανισμού αναφέρεται σε κεί μενα όπως η Notitia Dignitatum της πρώιμης πε ριόδου και τα τακτικά της μέσης και ύστερης πε ριόδου. Η συμμετοχή στην ανώτερη τάξη της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν αποτελού σε εκ γενετής προνόμιο, αλλά βασιζόταν στη θέση που το άτομο κατείχε στην κρατική μηχανή, και
πρω τοκολλώ π ο υ ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι εδώ, σύγχρονο το ν νόμου το υ Ι ο υ σ τ ιν ια ν ο ύ το υ έτους 537, συντά χ θη κ ε σ τ ο όνομα το υ FI. Strategius, άόμητος των θείων θησαυρών (535-περ. 538) αιγυπτιακό ημερολόγιο), τη 12η ινδικτιώνα, από τον συμβολαιογράφο Αριστόμαχο. Στρατήγιος ήταν μέλος της πάμπλουτης οικογένειας των Απίων και είχε διατελέσει διοικητής της Αλεξάνδρειας.
92
όλα τα αυτοκρατορικά αξιώματα χαρακτηρίζονταν ως militia, ασχέτως αν είχαν στρατιωτικό ή πολι τικό χαρακτήρα. Ωστόσο, είναι δυνατόν να γίνει ένας λεπτός διαχωρισμός ανάμεσα στους μακράς διάρκειας διορισμούς (militia ) και στα ανώτερα αξιώματα (dignitates ), τα οποία συνοδεύονταν από τιμητικούς τίτλους. Η επονομαζόμενη Notitia Dignitatum είναι ένας κατάλογος πολιτικών και στρα τιωτικών αξιωμάτων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο ρίας, που συντάχθηκε μεταξύ των ετών 400-429. Στα σωζόμενα αντίγραφα αυτού του καταλόγου ει κονογραφούνται τα εμβλήματα και τα διάσημα των αξιωματούχων της Αυλής (comitatus ) και των με λών της επαρχιακής διοίκησης υπό τους επάρχους των πραιτωρίων. Τα τακτικά του ύστερου 9ου και του 10ου αιώνα εμπεριέχουν την ιεραρχική διαβάθμιση των ανώτερων αξιωμάτων και των τιμητικών τίτλων. Το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου του έτους 899 αναφέρει 72 αξιώματα με επτά διαβαθμίσεις, καθώς και 18 τιμητικούς τίτλους για γενειοφόρους αξιωματούχους και οκτώ τιμητικούς τίτλους για ευνούχους. Η άμετρη απονομή των τιμητικών τίτ λων είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων, όπως πρόεδρος τον 10ο αιώνα και σεβαστός τον ύστερο 11ο αιώνα. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο τίτλος σε βαστός μετατράπηκε σε παννπερσέβαστος ή πρωτοσεβαστονπέρτατος. Ανάμεσα στα αξιώματα που απαριθμούνται στη Notitia Dignitatum είναι και αυτό του M agister scriniorum , του Υπεύθυνου του Αρχείου, μέλους της Αυλής (comitatus ). Η σελίδα που περιγράφει αυτό το αξίωμα στη Notitia εικονογραφείται με τέσ σερα ζεύγη κωδίκων και ειληταρίων που αντιστοι χούν στους μαγίστρονς (m agister memoriae, m agis ter epistolarum, m agister libellorum) οι οποίοι είχαν διάφορα νομικά και διοικητικά καθήκοντα, και στον m agister epistolarum graecarum ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη σύνταξη επιστολών στα ελληνι κά ή για τη μετάφραση στα ελληνικά επιστολών που είχαν συνταχθεί στα λατινικά. Η υπηρεσία των scdnia συνέτασσε απαντήσεις σε δικαστικά και άλλα αιτήματα και εξέδιδε επιστολές διορισμού (probatodae) για δημοσίους υπαλλήλους. Τα ειλητάρια που εικονογραφούνται στο κατώτερο τμήμα
MARLIA MUNDELL MANGO
της σελίδας της Notitia αντιπροσωπεύουν κατά πά σα πιθανότητα τα διάφορα έγγραφα που εκδίδονταν από το Αρχείο. Πολλά άλλα έγγραφα της περιόδου, γραμμένα σε πάπυρο, διασώθηκαν από την Αίγυπτο. Αν και κατά την Ύστερη Αρχαιότητα τα φιλολογικά και άλλα κείμενα γράφονταν σε κώδικες από περγαμη νή, ο πάπυρος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται για έγγραφα. Η λέξη «πρωτόκολλο», την οποία χρησιμοποιούμε και σήμερα, προέρχεται από το ειλητάριο από πάπυρο και περιγράφει το πρώτο φύλλο (κόλλημα ) που επικολλάτο στα υπόλοιπα. Η Νεαρά αριθμός 44 του Ιουστινιανού (537 μ.Χ.) καθορίζει ότι οι συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσονταν στην Κωνσταντινούπολη θα έπρεπε να αναφέρουν στο πρωτόκολλο το όνομα του αξιωματούχου που κατείχε τη θέση του κόμητος των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum ) τη συγκεκριμένη περίοδο, την ημερομηνία και άλλες σχετικές πληροφορίες και ότι θα έπρεπε να είναι πάντα επικολλημένο στο υπόλοιπο έγγραφο, ώστε να διασφαλίζεται η εγκυρότητά του. Ως πρόσθετο μέτρο ασφαλείας, τα πρωτόκολλα γράφονταν συ νήθως με έναν ιδιαίτερο και εξεζητημένο γραφικό χαρακτήρα που δεν μπορούσε να αποκωδικοποιηθεί εύκολα. Ενώ η υπηρεσία των sacra scnnia εξέδιδε pro batodae σε υπαλλήλους του στρατιωτικού μηχανι σμού, ένας κωδίκελλος ή ένα έγγραφο διορισμού, το οποίο υπέγραφε ο αυτοκράτορας, επιδιδόταν στον αποδέκτη ενός νέου τίτλου (dignitas ). Αυτή η τελε τή εικονογραφείται με μεγαλοπρέπεια στον αργυρό δίσκο (missodum) του Θεοδοσίου Α' [Σ.τ.Μ.: βλ. σελ. 59], ενώ ο νεαρός γιος του Στιλίχωνος, ο Ευχέριος, εικονίζεται να κρατά τον νέο του κωδίκελλο σε ένα ελεφάντινο δίπτυχο, το οποίο θα πρέπει να κατασκευάστηκε με σκοπό να αναγγείλει τον διο ρισμό του. Για ορισμένα αξιώματα (όπως των επάρχων, των μαγίστρω ν των οφφικίων, των στρα τηλατών κ.λπ.), ο κωδίκελλος είχε τη μορφή επι χρυσωμένων ελεφάντινων πλακιδίων, τα οποία εί χαν διαφορετικό ρόλο από τα ελεφάντινα δίπτυχα του Ευχερίου και από εκείνα που εξέδιδαν οι ύπα τοι της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως μόλις
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ Τ ΗΣ
αναλάμβαναν τα καθήκοντα τους την 1η Ιανουά ριου. Τα υπατικά δίπτυχα, που μοιράζονταν σε φί λους και άλλα μέλη της συγκλήτου, εικονίζουν τα εμβλήματα και τις δραστηριότητες του υπάτου (βλ. σελ 229). Όπως ο αυτοκράτορας, έτσι και τα μέλη της γραφειοκρατικής ιεραρχίας έφεραν συγκεκριμένα ενδύματα. Ο δημόσιος υπάλληλος Ιωάννης Λυδός, ο οποίος γράφει περί το 550 μ.Χ., περιγράφει διε ξοδικά το ένδυμα του έ π α ρ χ ο υ τ ω ν π ρ α ιτ ω ρ ίω ν ( p r a e fe c t u s p r a e t o r io ) τ η ς Α ν α τ ο λ ή ς , που αποτελείτο από έναν πορφυρό χιτώνα, μια ζώνη από βυσσινί δέρμα σφιγμένη με χρυσή πόρτα), και ένα μανδύα (χ λ α μ ύ δ α ) με τ α β λ ία (έχρωμα κομμάτια υφάσμα τος) που συγκρατούνταν από τον δεξιό ώμο με μια πόρτα) ή καρφίτσα. Ένας νομικός της εποχής, ο Αγαθίας ο Σχολαστικός, έγραψε ένα επίγραμμα για το πορτρέτο του μ α γ ίσ τ ρ ο ν τ ω ν ο ψ φ ικ ίω ν ( m a g is t e r o fficio r u m ) Θεοδώρου, ο οποίος εικονιζόταν να παραλαμβάνει τη ζώνη του αξιώματος του από ςναν αρχάγγελο. Η φράση «καταθέτω τη ζώ
93
νη» σήμαινε παραίτηση από το αξίωμα. Η μη αυτοκρατορική πόρπη ήταν τοξόσχημη, και όπως η πόρπη της ζώνης, ήταν φτιαγμένη από χρυσό, α σήμι, επιχρυσωμένο μπρούντζο ή απλώς μπρού ντζο. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι άνθρωποι α ναγκάζονταν να φορέσουν επίχρυσες μπρούντζινες απομιμήσεις πορπών και άλλων κοσμημάτων για να προστατευθούν από τις κλοπές. Οι διάφοροι τύ ποι πορπών και η εξέλιξή τους από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα απεικονίζονται στα πορτρέτα των σύγ χρονων αξιωματούχων και των στρατιωτικών α γίων. Η απονομή διασήμων σε μέλη της ιεραρχίας της Αυλής, που παρέπεμπε στην Ύστερη Αρχαιό τητα, συνεχίστηκε και στον πρώιμο Μεσαίωνα. Οι πιο υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι ελάμβαναν έναν πορφυρό, κόκκινο ή λευκό χιτώνα, ένα μανδύα και μια ζώνη’ άλλοι ελάμβαναν ελεφάντινα πλακί δια, ενα χρυσό περιδέραιο, ένα χρυσό μαστίγιο ή μία πόρπη. Αυτή η πρακτική ενδέχεται να σταμά τησε την εποχή των Κομνηνών.
Επάνω: Χ ρυσή π ό ρ π η ζώ νης π ο υ φέρει σ τ ο δ ε ξ ιό άκρο το ελληνικό μονόγραμ μα κ ά π ο ιο ν Β αάνη. Κ ρή τη , αρχ ή 7ον αιώ να .
Δεξιά: Ε π ίχ ρ υ σ η χ ά λ κ ιν η π όρπ η μ ε εγ χ ά ρ α κ το δ ιά κ ο σ μ ο σ ε σχ ή μ α πέλτης. Α νήκει σ το ν τ ύ π ο της π όρ π η ς τον οπ ο ίο φέρουν ο Σ τ ιλ ίχ ω ν κ α ι ο γ ιο ς τον σ τ ο ελεφ ά ντινο δ ίπ τυ χ ό τους. 5ος α ιώ να ς.
94
MARLIA MUNDELL MANGO
Π έντε βουλλωτήρια σ ώ ζ ο ν τ α ι μ έ χ ρ ι σήμ ερα. Ό ποιος έφερε τ ίτ λ ο —της π ο λ ιτικ ή ς , σ τ ρ α τ ιω τ ικ ή ς ή ε κ κ λ η σ ια σ τ ικ ή ς δ ιο ίκ η σ η ς — κ α τ ε ίχ ε α σ τό το εργα λείο κ α ι το α ν τικ α θ ισ τ ο ύ σ ε κάθε φ ορά π ο υ ο τ ίτ λ ο ς τον άλλαζε. Σ τ η ν εικ όνα σ χ ε δ ια σ τ ικ ή α ν α π α ρ ά σ τ α σ η β ο νλλω τη ρίο υ (11ος/ 12ος αι.). Σ τ η μ ία π λευρά φέρει επ ιγραφ ή , σ τ η ν ο π ο ία μ ε τα ξ ύ άλλω ν κ α τ α γ ρ ά φ ε τα ι το όνομα κ α ι τ ο α ξ ίω μ α το ν κ α τό χ ο υ (Κ ω νσ τα ντίνος σ ε β α σ τό ς), κ α ι σ τ η ν ά λλη τον ά γ ιο Θεόδωρο.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, από τον 6ο αιώνα και εξής, μολύβδινα σφραγίσματα με τα εμβλήμα τα και/ή τους τίτλους του ιδιοκτήτη τους χρησιμο ποιούνταν σε επίσημα έγγραφα και στην αλληλο γραφία, αντικαθιστώντας το πιο εύχρηστο κερί των προηγούμενων εποχών. Το μολυβδόβουλλο κατα σκευαζόταν με τη βοήθεια ενός ογκώδους σιδε ρένιου βονλλωτηρίον. Στα Ρωμαϊκά χρόνια σφρα γίζονταν με μόλυβδο δέματα εμπορευμάτων, πρα
κτική που φαίνεται ότι συνεχίστηκε και από τους υπεύθυνους για το εμπόριο υπαλλήλους της Βυζα ντινής αυτοκρατορίας, τους κομμερκιαρίονς. Περί που 50.000 βυζαντινά μολυβδόβουλλα είναι γνω στά, τα περισσότερα από τα οποία, όπως φαίνεται, βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τα μολυβδό βουλλα αυτά έχουν συμβάλει σημαντικά στην έρευ να της διοικητικής δομής και σε ζητήματα προσω πογραφίας του Βυζαντίου.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΜΒΟΛΑ Τ Η Σ
95
Σ χ έ δ ια τη ς Κ ω ν στα ντινουπ όλεω ς, της Α ντιόχ εια ς κ α ι της Α λεξανδρείας υπ ό τη ν ίδ ια κ λ ίμ α κ α , Η Κ ω ν σ τα ν τιν ο ύ π ο λ η φ α ίν ε τα ι να κ α τα λ α μ β ά ν ε ι π ε ρ ίπ ο υ τη ν ίδ ια έ κ τ α σ η μ ε τη ν Α λεξάνδρεια, α λλά η ευρεία ζώ νη μ ε τ α ξ ύ τω ν τειχ ώ ν τ ο ν Κ ω ν σ τα ν τίν ο υ κ α ι τ ο ν Θ εοδοσίου δεν ή τα ν π ο τέ π υκ νοκ α τοικη μ ένη .
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
97
Δεξιά: Μια φανταστική άπογη] τον Ιπποδρόμου, σχεδιασμένη περί το 1480. Σ τα δεξιά, ο μνημειακός κίονας τον Ιουστινιανόν χωρίς το άγαλμά τον. Η εκκλησία στο κέντρο και μπροστά μπορεί μάλλον να ταυτιστεί με την Νέα Εκκλησία τον Βασιλείου Α ' (880).
ντέγραφε αυτόν του Τραϊανού και μια βασιλική με εγκάρσιο κλιτός. Ένας δεύτερος ανάγλυφος κίο νας με παρόμοιο σχέδιο κοσμούσε την Αγορά του γιου του Θεοδοσίου, του Αρκαδίου. Η γειτνίαση του αυτοκρατορικού παλατιού και του Ιπποδρόμου αντι κατόπτριζε,’ασφαλώς, το ζευγάρωμα του Παλατίνου λόφου και του Circus Maximus στη Ρώμη, αλ λά αυτό αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό των πρωτευουσών των Τετραρχών ήδη πριν τον Κων σταντίνο. Γιατί ο Κωνσταντίνος διάλεξε την περιοχή του Βυζαντίου για τη νέα του πρωτεύουσα; Το έκανε απλώς εις ανάμνηση της νίκης του επί του Λικινίου στη Χρυσούπολη (ακριβώς απέναντι από τον Βό σπορο) το 324; Ή μήπως επηρεάστηκε από τα φυ σικά πλεονεκτήματα της θέσης, που εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη ακόμη και σήμε ρα; Η σπουδαιότητα της περιοχής των Στενών (Βοσπόρου και Δαρδανελίων) είχε πραγματικά αυξηθεί κατά τον 3ο αιώνα, καθώς οι αυτοκράτορες αναγκά ζονταν να αντιμετωπίσουν τόσο τον περσικό κίνδυ νο στα σύνορα με τη Συρία όσο και τους βαρβάρους στα βόρεια του Δούναβη. Τοποθετημένο στην είσο δο της Μαύρης Θάλασσας, το Βυζάντιο αποτέλεσε μια ιδανική βάση επιχειρήσεων κατά των βαρβά ρων του βορρά, που εκείνη την περίοδο ήταν κυρίως οι Γότθοι. Αυτό που ο Κωνσταντίνος δεν προέβλεψε, το οποίο όμως φάνηκε ξεκάθαρα μετά την ήττα
Κάτω: Ο κίονας από πορφυρίτη λίθο του Κωνσταντίνου, σε σχέδιο τον 1574 και σε φωτογραφία της δεκαετίας του 1950. Το άγαλμα τον Κωνσταντίνου και το κιονόκρανο παρααύρθηκαν από ισχυρούς ανέμους το 1106 και αντικαταστάθηκαν από κτιστό σπόνδυλο επί Μανουήλ Α ' (11431180). Η λιθοδομή που καλύπτει το βάθρο και τον κατώτερο σπόνδυλέ τον πορφυρίτη κατασκευάστηκε το 1779.
Δεξιά: Τα Θεοδοσ Lava χερσαία τείχη, που εικονίζονται εδώ πριν την πρόσφατη αναστήλωσε] τους, αποτελούνταν από ένα εσωτερικό τείχος ύψους 11 μέτρων με τετράγωνους ή οκταγωνικούς πύργους, από ένα χαμηλότερο εξωτερικό τείχος και μία τάφρο. Κάτω: Η Χρυσή τον Θεοδοσίου είναι κτισμένη αποκλειστικά από μάρμαρο και είχε τρία αψιδωτά ανοίγματα που πλαισιώνονταν από ογκώδεις τετράγωνους πυλώνες. Ή κοσμημένος με πολλά αγάλματα ■ — ανάμεσα τους και που το έσερναν ελέφαντες. Μετά το 1453 η Πύλη ενσωματώθηκε στο ονομαζόμενο Επταπνργιο, ένα κάστρο με κάτοψη σε σχήμα αστεριού, το οποίο περιείχε το θησαυροφυλάκιο τον Μ εχμέτ Β .
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
των Βυζαντινών στην Αδριανούπολη (378), ήταν ότι σε περίπτωση που οι βάρβαροι διέσχιζαν τον Δού ναβη, 8εν υπήρχε στη συνέχεια κανένα φυσικό ε μπόδιο που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την προ έλασή τους προς την Κωνσταντινούπολη. Η Κων σταντινούπολη ήταν τρωτή σε επιθέσεις από την ευρωπαϊκή ενδοχώρα γεγονός που ήταν εμφανές καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του Βυζαντίου και ανεξάρτητο από την ταυτότητα των εχθρών: Γότθοι, θύννοι, Άβαροι, Βούλγαροι ή Πετσενέγγοι. Το ίδιο συνέβη και όταν η Οθωμανική Αυτο κρατορία κατέρρεε κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Για να προστατευθεί η Κωνσταντινούπολη από εχθρικές επιθέσεις, έπρεπε να γίνουν πραγματικά γιγαντιαία έργα οχύρωσης. Το τριπλό Θεοδοσιανό χερσαίο τείχος (εσωτερικό και εξωτερικό τείχος
Vi
ν· AT '‘-J, ·ν ?·ΧΓΐ'·::·' W
;
Ι /· ιί;0 Λ · .|[ .'Ο γ ,ί.ν .’3 · ί γ · lo 'M U S ■
3 t\O lK 7 : >.·:ΛΜ''ίΐν.'ΤΛΙ!Ι η Λ<Α»ω,ι mcaa.v.gm.' \ '■■ !·) .ν ·!.-Λ Λ -NeMlkiiCACK.. ’ W PA-V ' V& ©WiVΓΓy | SAc ',?) rv
Δύο σωζόμενες βάσεις αγαλμάτων που στήθηκαν στον Ιππόδρομο προς τιμήν τον αρματοδρόμον Πορφνρίου στις αρχές τον 6ον αιώνα φέρουν επιγράμματα, τα οποία ενσωματώθηκαν στην Παλατινή Ανθολογία. Εδώ ο Πορφύριος, όρθιος στο τέθριππό του, κραδαίνει το στεφάνι της νίκης. Η τεχνοτροπία των αναγλύφων είναι αρκετά κακή.
Η πιο εντυπωσιακή υπόγεια δεξαμενή νερού στην Κωνσταντινούπολη είναι η Βασιλική Κινστέρνα (Cistema Basilica). Οι διαστάσεις της είναι 138 X 65 μ. και αρχικά στηριζόταν σε 336 κίονες.
και τάφρος) κτίστηκε στα έτη 404-413 και συνέ χισε να προστατεύει την πόλη μέχρι και το 1453 —εύγλωττη απόδειξη της ανωτερότητας της ρω μαϊκής μηχανικής και της απουσίας τεχνολογικής προόδου μέχρι και την ανακάλυψη του κανονιού. Αλλά ακόμη και αυτό δεν θεωρήθηκε αρκετό: μια πρώτη γραμμή άμυνας —τα ονομαζόμενα Μακρά Τείχη ή Τείχη του Αναστασίου— κατασκευάστηκε
Εναέρια φωτογραφία της Κωνσταντινουπόλεως με τον λόφο της ακρόπολης. Το τζαμί τον Σονλταναχμέτ (κέντρο) καταλαμβάνει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα της θέσης του παλατιού τον Κωνσταντίνον. Στην κάτω αριστερή γωνία διακρίνεται το καμπύλο άκρο τον Ιπποδρόμου.
από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Προποντίδα σε μήκος 45 χιλιομέτρων, 65 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμα σώζονται μερικά ε ρείπια από αυτά τα τείχη, τα οποία δεν αποδείχθη καν ιδιαίτερα αποτελεσματικά καθώς ήταν δύσκο λο να επανδρώνονται επαρκώς. Εκτός από το πρόβλημα της άμυνας, ένα άλλο σοβαρό θέμα ήταν η έλλειψη πόσιμου νερού, αλλα και νερού για τη λειτουργία των λουτρών, η οποία ταλαιπωρεί την Κωνσταντινούπολη από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι και σήμερα. Για να αντι
μετωπιστεί αυτή η έλλειψη κατασκευάστηκε τον 4ο αιώνα ένα τεράστιο δίκτυο υδραγωγείων, το ο ποίο εκτεινόταν 200 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Κο^νσταντινουπόλεως. Το δίκτυο αυτό ήταν ανέ καθεν ευάλωτο στις επιθέσεις των εχθρών γεγονός που εξηγεί την πρόνοια για την αποθήκευση νερού σε τεράστιες δεξαμενές εντός των τειχών. Από τα λιγοστά ερείπια της βυζαντινής Κωνσταντινουπό λεως που σώζονται σήμερα, κανένα δεν είναι πε ρισσότερο εντυπωσιακό από την πληθώρα των δε ξαμενών —τρεις τεράστιες ανοιχτές δεξαμενές με συνολική χωρητικότητα σχεδόν ενός εκατομμυρίου κυβικών μέτρων και καμιά εικοσαριά στεγασμέ νες, όπως η Βασιλική Κινστέρνα (Cistema Basili ca) του Ιουστινιανού ή εκείνη που οι Τούρκοι ονο μάζουν «δεξαμενή με τις χίλιες και μία κολόνες». Η περίοδος της ρωμαϊκής διακυβέρνησης την οποία καθιέρωσε η Τετραρχία, κατά την οποία η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Πανοραμική άποψη της Κωνσταντινουπόλεως περί το 1480. Το πρωτότυπο, το οποίο φιλοτέχνησε μάλλον ο ζωγράφος Gentile Bellini, έχει χαθεί. Αυτό που εικονιζεται εδω, έργο του Βενετού χαρακτη Andrea Vavassore, είναι το πρωϊμότερο από τα πολυάριθμα δημοσιευμένα αντίγραφα του Bellini. Έ γει ; , δημιουργηθει απο τον συνδυασμό επί μέρους απόψεων ,. , , , , , της πόλης, οπού μονο κάποιες απο τις λεπτομέρειες , ,, ' , είναι αυθεντικές.
άσκηση της κεντρικής εξουσίας γινόταν από διαφορετικά την κάθε φορά διοικητικά κέντρα και όχι από μια μόνο πρωτεύουσα, τελείωσε το 380, με την είσοδο στην Κωνσταντινούπολη του Θεοδοσίου Α', Έκτοτε, τόσο οι αυτοκράτορες όσο και οι βασικοί υπουργοί του κράτους με το γραφειοκρατικό προσωπικό τους διέμεναν στην πόλη σχεδόν μόνιμα. Η κατασκευή επαρκών υποδομών όσον αφορά την άμυνα, την παροχή ύδατος, τις λιμενικές έγκαταστάσεις και την αποθήκευση τροφίμων ολοκληρώθηκε το 500 μ.Χ. Ελλείψει πληθυσμιακών στοιχείων είναι αδύνατον να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ήταν η πόλη. Στα τέλη του 4ου αιώνα αναφέρεται
ΙΟΙ
ότι ήταν μεγαλύτερη από την Αντιόχεια, η οποία είχε περίπου 200.000 κατοίκους. Ίσως ο πληθυσμός της να έφτασε τις 500.000 στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, πριν μειωθεί κατά τουλάχιστον ένα τέταρτο μετά την επι8ημία πανώλους γ.
/
, Q
,
,
του 542. H μείωση του πληθυσμού συνεχίστηκε και „, , „ , , n , ενόεχεται στα μέσα του 8ου αιώνα ο πληθυσμός της , , ) πόλης να εφτασε και τις 40.000. Αργή ανακαμψη 111 διαφαίνεται περί το 800 μ.Χ., ανάκαμψη που συνεχίστηκε μέχρι και τον 12ο αιώνα. Η Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών ήταν η μεγαλύτερη πόλη της χριστιανοσύνης, αλλά δεν έχουμε στοιχεία για να υπολογίσουμε τον πληθυσμό της: ο υπολογισμός του Βιλλεαρδουΐνου σε 400.000 είναι σίγουρα υπερβολικός. Η ηγεμονία των Λατίνων και η δυστυχία των παλαιολόγειων χρόνων μείωσαν και πάλι τον πληθυσμό της πόλης σε περίπου 50.000. Το επιδεικτικό και φιλόδοξο οικοδομικό προ γραμμα του Ιουστινιανού, το ανώτατο δημιούργημα του οποίου είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας, έθεσε τέλος σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ρωμαϊκή φάση της Κωνσταντινουπόλεως. Η οικο-
102
δομική δραστηριότητα ουσιαστικά σταμάτησε πε ρί το 600 μ.Χ., καθώς περιορίστηκε στην ενίσχυση των οχυρώσεων, στην αποκατάσταση ζημιών που είχαν προκληθεί από σεισμούς και στην πρόχειρη επιδιόρθωση βλαβών στο σύστημα ύδρευσης. Η Κωνσταντινούπολη των σκοτεινών αιώνων βρισκό ταν σε ερειπιώδη κατάσταση: ο αστικός της χώρος είχε δώσει τη θέση του σε δενδρόκηπους και νεκρο ταφεία, ενώ τα παλαιά δημόσια κτήρια είχαν εγκαταλειφθεί ή φιλοξενούσαν βιοτεχνικές εγκατα στάσεις. Όταν η οικοδομική δραστηριότητα επανακά μπτει, περίπου από το 800 μ.Χ. και εξής, έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν της Ύστερης Αρχαιότητας, καθώς παραμελεί όλα τα δημόσια κτήρια ψυχαγωγικού χαρακτήρα, όπως πλατείες, εμπορικά κέντρα, λουτρά και κρήνες, και εν πάση περιπτώσει οτιδήποτε μπορεί να χα ρακτηριστεί ως μνημείο. Μόνο για δύο οικοδομικά προγράμματα αξιώσεων μπορεί να γίνει λόγος: για την εκτεταμένη ανοικοδόμηση των θαλάσσιων οχυ ρώσεων από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο τη δεκαε τία του 830 και για την ανακαίνιση περίπου 30 ερειπωμένων ενοριακών ναών από τον Βασίλειο Α'. Οι αυτοκράτορες του 9ου αιώνα και των επό
CYRIL MANGO
μενων αιώνων δαπάνησαν υπέρογκα ποσά για τα παλάτια τους, αλλά ήταν πιο φειδωλοί στη χρη ματική ενίσχυση νοσοκομείων και άλλων κοινωφε λών ιδρυμάτων. Ωστόσο, η τάση που επίσκιασε ό λες τις άλλες και συνέχισε μέχρι και την τουρκική κατάκτηση ήταν η ανοικοδόμηση οικογενειακών μονών —ουσιαστικά ιδιωτικών ιδρυμάτων, που διαίρεσαν τον αστικό χώρο σε πληθώρα οχυρωμέ νων κελλιών— που κάθε μια ήταν προικισμένη με εμπορικά δικαιώματα και ακίνητη περιουσία στις επαρχίες. Την ίδια περίοδο, η Κωνσταντινούπολη γινόταν όλο και πιο κοσμοπολίτικη, εξαιτίας της εγκατά στασης και της αύξησης, από τον 10ο αιώνα και έπειτα, των ιταλικών εμπορικών αποικιών. Οι εν λόγω έμποροι, κυρίως Βενετοί, Αμαλφιτανοί, II ισάνοι και Γενοβέζοι, έφτασαν να αριθμούν μερικές χιλιάδες που είχαν απομονωθεί μεν σε οριοθετημένες συνοικίες κατά μήκος της ακτής του Κερατίου Κόλπου, αλλά εξαιτίας της δουλειάς τους βρίσκο νταν σε στενή επαφή με τους ντόπιους. Η αποικία των Γενοβέζων του Γαλατά (ή Πέρα), που ιδρύθηκε το 1303, ήταν μια ξεχωριστή αυτόνομη πόλη. Τα τείχη της σώζονταν έως και το 1864 ενώ έως σήμε ρα διατηρείται ένας ογκώδης γενοβέζικος πύργος.
2
Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο CLIVE FOSS
Οι πόλεις αποτελούσαν τον θεμέλιο λίθο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς ήταν όχιμόνοκέντρασυγκέντρωσης πληθυσμού,κέντρατουεμπο ρίου,της βιοτεχνίας και όλων των μορφών πολιτισμού, αλλά και κέντρα των βασικών δομών της διοίκησης. Ολόκληρη η αυτοκρατορία ήταν ου σιαστικά διαιρεμένη σε περιοχές που είχαν ως κέντρο κάποια πόλη, οι αρχές της οποίας ήταν υπεύθυνεςγιατην τοπικήευταξία καιτη συλλογή των φόρων. Αυτά τα καθήκοντατα αναλάμβαναν με αρκετό ζήλοτα μέλη της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων που συναγωνίζονταν για υψηλά δημοτικάαξιώματα,ταοποίαθατουςεξασφάλιζαντηνανάλογηπροβολή. Ως δικαστέςή μέλη του συμβουλίουπου διοικούσετην πόλη,προσέφεραν σεαυτήνεκείναταδημόσιαέργακαιτιςυπηρεσίεςπουχαρακτήριζαντον δημόσιο,αστικό ρωμαϊκό βίο. Για τις ευεργεσίες ή τις κατασκευές που χρηματοδοτούσαν η πόλη τους προσέφερε ως αντάλλαγμα επιγραφές ή αγάλματα στο πλαίσιο ενός συστήματος που έθετε το βάρος της συντή ρησης του δημόσιου βίου σε όσους είχαντην οικονομική ευχέρεια για να το αναλάβουν. Οι πόλεις είχαν επίσης στη διάθεσή τους έσοδα από κλη ροδοτήματα ή επενδύσεις και διαχειρίζονταν αξιόλογα ποσά από τα τα μεία των τοπικών ναών. Οι πόλεις χρειάζονταν αρκετά χρήματα, αφού έπρεπε να διατηρήσουν τις οδούς, τις αγορές και άλλα δημόσια κτήρια, κυρίως δε (καιαυτά ήταν τα πιοπολυέξοδα) τα δημόσια λουτρά.Αυτό το σύστημα, μείγμα εθελοντισμού και σύμπραξης, λειτούργησε αποτελε σματικά επί δύο αιώνες, αλλά άρχισε να παρουσιάζει τριγμούς κατά τη διάρκειατης κρίσης του3ου αιώνα, όταν το πολιτικόχάος,οιεπιδρομές, οιεμφύλιοιπόλεμοικαι οιτεράστιεςοικονομικέςαπαιτήσεις επιβάρυναν σε μεγάλο βαθμό τουςτοπικούς άρχοντεςκαι σχεδόν εξαφάνισαν τοπλε όνασμα των προηγούμενων χρόνων σε ανθρώπινο δυναμικό πρόθυμο να αναλάβει υψηλά αξιώματα. Η Ύστερη Αρχαιότητα διατήρησε πολλά στοιχεία του ρωμαϊκού συστήματος, αλλά με αλλαγές που σταδιακά γίνονταν όλο και πιο έντο νες.Κατ’αρχάς,η νέα χριστιανική διοίκηση δήμευσε την περιουσία των ειδωλολατρικών ναών και στη συνέχεια τα κληροδοτήματα των πόλεων
io 4
C L IV E F O SS
(αν και αργότερα αυτά εν μέρει επιστράφηκαν). Το περιεχόμενο των τοπικών θησαυροφυλακίων μειώθηκε αισθητά, αλλά οιυποχρεώσεις πα ρέμεναν οι ίδιες και έπρεπε να βρεθούν άνθρωποι για να τις αναλάβουν. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να καταφύγει στον εξαναγκασμό. Αμέσως μετάτην ανάληψη των καθηκόντων τους,τα μέλη τουδημοτικού συμβου λίουόφειλαννα πληρώσουν τα ανάλογα ποσά και ολόκληροτο συμβούλιο αναλάμβανε να καλύψει οποιοδήποτε δημοσιονομικό έλλειμμα. Τότε, τα μέλη εκείνων των κοινωνικών τάξεων από τις οποίες προέρχονταν συ νήθως οιδημοτικοί άρχοντες έκαναν κάθε προσπάθεια να αποφύγουν τις επαχθείς υποχρεώσεις τους. Μια δημοφιλής μέθοδος ήταν να αποκτήσει κάποιος ένα αρκετά υψηλό αξίωμα, ιδιαίτερα αυτό του συγκλητικού, το οποίο επέφερε και απαλλαγή από τα δημόσια βάρη. Άλλοι προσχωρού σαν στην Εκκλησία, αλλά αυτή η οδός διαφυγής σύντομα έπαψε να υφίσταται. Κατά συνέπεια, τα φτωχότερα και πιο αδύναμα μέλη των τοπικών αριστοκρατικών τάξεων αναγκάστηκαν να σηκώσουν ένα βάρος που σύντομα έγινε δυσβάσταχτο. Έτσι, η κεντρική διοίκηση υποχρεώ θηκε να αναλάβει πιο ενεργητικό ρόλο. Οι υπάλληλοί της είχαν τον ελεγχο της κατάστασης, αλλά οι επαρχιακοί διοικητές παρενέβαιναν συνεχώς. Τελικά, τον 6ο αιώνα, διαμορφώθηκε ένα «ομαλό» σύστημα: ο κυβερνήτης, ο επίσκοπος και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ανέλαβαν τη δημοτική διοίκηση. Το συμβούλιο και ο λαός συμμετείχαν επισήμως στην τοπική διακυ βέρνηση,αλλά ολαός κατείχε εντελώς ασήμαντο ρόλο στο απολυταρχικό σύστημα της Ύστερης Αρχαιότητας. Η συμβολή που είχε σε παλαιότερες εποχές εξέλιπε (δενγίνονταν πια εκλογές), αλλά η άποψή του μπο ρούσε να γίνει άμεσα αισθητή τόσο με ειρηνικό όσο και με βίαιο τρόπο. Συγκεντρωμένος στο θέατρο, ο πληθυσμός μπορούσε να επευφημήσει ή να αποδοκιμάσει τον κυβερνήτη ή άλλους υπαλλήλους της δημοτικής αρχής. Οι επευφημίες είχαν συνήθως τη μορφή τελετουργικών ζητω κραυγών, το σύνθημα για τις οποίες δινόταν από οργανωμένες ομάδες. Η κεντρικήεξουσίακατέγραφε αυτέςτιςδημόσιεςαντιδράσεις,οιοποίες μπορούσαν να επηρεάσουν την προαγωγή ή να επιφέρουν την καθαίρε ση ενόςυψηλού αξιωματούχου. Με λιγότερο επίσημο τρόπο, ολαός μπο ρούσε να προκαλέσει ταραχές υπέρ ή κατά ενός συγκεκριμένου ατόμου ή μιας πολιτικής. Στη χριστιανική αυτοκρατορία, αυτές οιταραχές εί χαν συνήθως να κάνουν με οπαδούς των φατριών του ιπποδρόμου (δηλα δή τους υπερενθουσιώδεις υποστηρικτές των ομάδων των αρματοδρόμων) ή με αιρετικούς, οι οποίοι διαδήλωναν κραυγαλέα και συχνά προκαλούσαν σημαντικές ζημιές κατά την υποστήριξη των θέσεών τους. Αιτίεςαναταραχών μπορούσαν ακόμα να αποτελόσουν οιτοπικοί επίσκο ποιή και οιοικουμενικέςσύνοδοι.Στο άλλο άκρο βρίσκονταντα μέλητης
Η ΖΩΗ Σ Τ Η Ν ΠΟΛΗ ΚΑΙ Σ Τ Η Ν ΤΠΑΙΘ ΡΟ
L·’· .
τοπικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων, οι οποίοι, όποιο αξίωμα και αν είχαν,ασκούσαν ιδιαίτερηεπιρροή στον δημόσιο βίοκαι σε ολόκληρη την αυτοκρατορία μέσω ενόςεκτενούς δικτύουπροσωπικών διασυνδέσε ων. Αυτοί ήταν συνήθως άνθρωποι.που είχαν καταφέρει να απαλλαγούν από τιςυποχρεώσεις τους προς την πόλη και ως εκ τούτου είχαν πλούτο και ανέσεις. Αν και ήταν ακόμη ειδωλολάτρες τον4ο αιώνα, οιπερισσό τεροι είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό κατά τον 5ο αιώνα. Τόσο τα μέλη του συμβουλίου όσο και ο απλός λαός ζούσαν σε πόλεις που διατηρούσαν μια βασική ρωμαϊκή δομή και εικόνα. Οι πόλεις είχαν έναν πυρήνα από εντυπωσιακά δημόσια κτήρια (τα περισσότερα από αυτά χρονολογούνταν στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας) που συνδέονταν μεταξύ τους με λιθόστρωτους δρόμους και διακοσμούνταν με ζωγραφικούς πίνακες, ψηφιδωτά, αγάλματα και μνημεία. Εάν ένας Ρωμαίος της εποχής του Αδριανού μπορούσε να δει μια πόλη της Ύ στερης Αρχαιότητας, το θέαμα θα του ήταν αρκετά οικείο, με εξαίρεση κάποιες σημαντικές διαφορές, οι οποίες σηματοδοτούν την πόλη της Ύστερης Αρχαιότητας ως προϊόν συγκερασμού παραδοσιακών και νέων στοιχείων. Αυτά τα στοιχεία αφορούν την οχύρωση των πόλεων, τα καινούργια θρησκευτικά κτήρια, την αύξηση της οικονομικής δραστη ριότητας των μικροεμπόρων και μια νέα αισθητική που έδινε λιγότερη έμφαση στην κλασική συμμετρία. Οι ρωμαϊκές πόλεις ήταν συνήθως ατείχιστες. Η οχύρωσή τους ήταν οιλεγεώνες που υπερασπίζονταν τα σύνορα. Κατά τη διάρκεια της κρί σης του 3ου αιώνα, όταν κανένα μέρος δεν ήταν ασφαλές, οι πόλεις άρχισαν να οχυρώνονται με ψηλά τείχη που είχαν πύργους και εντυπω σιακές πύλες, προσδίδοντας έτσι στον αστικό βίο ένα στοιχείο που θα παρέμενε αναλλοίωτο μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Ορισμένες από αυτές τις οχυρώσεις ήταν πρόχειρες κατασκευές, φτιαγμένες από ό,τι υλικόήτανδιαθέσιμο.Συνήθως περιέκλειανολόκληρη την αρχαία αστική περιοχή, ακολουθώντας συχνά ακανόνιστηπορεία για να συμπεριλάβουν τα ήδη υπάρχοντα οικοδομήματα ή για να ενσωματώσουν και άλλα ση μαίνοντα κτήρια στον περίβολό τους. Ορισμένα τείχη, όπως αυτά της Νίκαιας, είχανσχεδιαστεί σύμφωνα μετιςσύγχρονεςπροδιαγραφές και η κατασκευή τους,ήταν τόσο γερή, ώστε να αντέξουν για περισσότερα από χίλια χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι,όταν οΔιοκλητιανός εγκατέστησε τη νέατουπρωτεύουσα στη Νικομήδεια και ο Κωνσταντίνος τη δική του στην Κωνσταντινούπολη, τα ισχυράτείχη θεωρήθηκαν απαραί τητο στοιχείο. Τα τείχη δεν ήταν μόνο,μέσο προστασίας, αλλά και μια έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πόλη και στην ενδοχώρα της, η οποία διευκόλυνε τον αυστηρότερο έλεγχο του πληθυσμού περιο ρίζοντας την είσοδο καιτην έξοδό του σε κάποια συγκεκριμένα σημεία.
ιο 5
C LI V E F O SS
Η εξάπλωση του χριστιανισμού και η υιοθέτησή του από τους αυτοκράτορες επέφερε μία ακόμα θεμελιώδη αλλαγή. Οι αρχαίες πόλεις χα ρακτηρίζονταν από τους ειδωλολατρικούς ναούς τους, μερικοί από τους οποίους είχανπαγκόσμια φήμη. Οι ναοί αυτοίκατείχαν απέραντες εκτά σεις γης και μεγάλα πλούτη. Τα κεφάλαιά τους δημεύθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα και οι δομές τους γρήγορα κατέρρευσαν. Με την απαγό ρευση της λατρείας των ειδώλων, οιναοί εγκαταλείφθηκαν ή χρησιμο ποιήθηκαν γιαάλλους σκοπούς. Όσοι βρίσκονταν εκτόςτων τειχώναπο τελούσαν μάντρες έτοιμου οικοδομικού υλικού,ενώ όσοι ήταν στο κέντρο της πόλης μετατρέπονταν συνήθως σε εκκλησίες. Σε ορισμένα μέρη, ωστόσο, η ειδωλολατρία αποδείχθηκε ιδιαίτερασθεναρή. Οι φημισμένοι ναοίτωνΑθηνών,γιαπαράδειγμα, δενμετατράπηκαν σεεκκλησίεςπαρά μόνο προς το τέλος της περιόδου. Παράλληλα, στις πόλεις κτίζονταν εκκλησίεςπου επιδείκνυανμια μνημειακότητα αρμόζουσα σε μια θριαμβεύουσα θρησκεία. Αν και οι περισσότερες ακολουθούσαν τον τύπο της βασιλικής,σεολόκληρη την ανατολικήαυτοκρατορίαυπήρχε εντυπωσια κή ποικιλία αρχιτεκτονικών μορφών. Πολλές εκκλησίες ιδρύθηκαν σε πρώιμους χώρουςλατρείαςδηλαδή σενεκροταφείαστιςπαρυφές των πό λεων, αλλά πολύ σύντομα μεγάλες εκκλησίες έκαναν την εμφάνισή τους στα κέντρα των πόλεων: επρόκειτο είτεγια νέα κτίσματα είτεγια ειδωλολατρικά οικοδομήματα (ναούς) που αφού εξαγνίσθηκαν παραδόθηκαν στη νέα θρησκεία. Η χρήση εξαγνισμένων ειδωλολατρικών κτισμάτων ήταν συχνή στις επαρχιακές πρωτεύουσες, όπου οι μητροπολίτες χρειά ζονταν αναγκαστικά έναν ευμεγέθη και εντυπωσιακό καθεδρικό ναό. Οι πόλεις της Ανατολής, προϊόντα του ελληνικού ή ελληνιστικού πο λιτισμού, είχαν συνήθως Αγορά στο κέντρο τους. Αυτός ο χώρος ήταν επίσης έδρα της τοπικής διοίκησης, με διάφορα δημόσια κτήρια γύρω από το υπαίθριο τετράγωνο της αγοράς. Οι αγορές συνέχισαν να λει τουργούν, αλλά σταδιακά συμπληρώθηκαν από σειρές καταστημάτων που κτίστηκαν κατά μήκος των βασικών οδικών αρτηριών. Συνήθως αυτέςοικεντρικέςλεωφόροι πλαισιώνονταν από στεγασμένεςκιονοστοιχίες που προστάτευαν τους διαβάτες από τις καιρικές συνθήκες, και έφεραν δάπεδα κοσμημένα με ψηφίδες ή κομμάτια μαρμάρου. Σε αυτές τις κιονοστοιχίες υπήρχαν μικρά καταστήματα που πρόσφεραν μεγάλη ποικιλία ειδών. Τα καταστήματα αυτά είχαν συνήθως δύο ορόφους: το τμήμα πωλήσεων ήοβιοτεχνικόςχώρος βρισκόταν στο ισόγειο,ενώ στον πρώτο όροφο βρισκότανη κατοικίατουιδιοκτήτηήτουτεχνίτη.Καθώς η εμπορική δραστηριότητα αυξήθηκε, τα καταστήματα επεκτάθηκαν κα ταλαμβάνοντας καιτμήματα του δημόσιου δρόμου, ένα ενοχλητικό γεγο νός το οποίο καταγγέλλει συχνά η αυτοκρατορική νομοθεσία. Ξύλινοι πάγκοι και περίπτερα μικρότερης κλίμακας στήνονταν επίσης στο πε-
Είσοδος ενός μεγάλου τειχισμένου χώρον στο κέντρο της Έδεσσας, επαρχιακής πρωτεύουσας στη Μεσοποταμία. Λίπος ο χώρος, σήμερα αυλή του κεντρικού τζαμιού, θα πρέπει να ήταν η κύρια αγορά της πόλης. 5ος-6ος αιώνας.
ζοδρόμιο ή ανάμεσα στους κίονες που πλαισίωναν τις οδούς. Με την πάροδο του χρόνου, οι δραστηριότητες στον δρόμο και στην αγορά συγχωνεύθηκαν, δημιουργώντας κάτι που θυμίζει ανατολίτικο παζάρι. Τελικά, οιπόλεις απέκτησαν μια εντελώς νέα όψη, καθώς οικτίστες αρχισαν όλο και περισσότερο να χρησιμοποιούν παλαιότερο οικοδομικό υλικό. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, οιοποίοι έκτιζαν, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, με λαξευμένες πέτρες και ισχυρό κουρασάνι, οι οι κοδόμοιτης Ύστερης Αρχαιότητας χρησιμοποιούσαν χαλίκι ήπέτρες τα οποία έπαιρναν από εγκαταλελειμμένα ή κατεστραμμένα κτήρια (οιπό λεμοι του 3ου αιώνα και η κατάργηση της ειδωλολατρίας τα πρόσφεραν σε αφθονία), τα οποία αναμείγνυαν με ασβεστοκονίαμα. Συχνά χρησι μοποιούσαν επίσης σειρές πλίνθων για να οριζοντιώσουν τη στάθμη των υλικών τους.Αυτή η τεχνική διαμόρφωνε ανώμαλες, ετερογενείς επιφά νειες που έπρεπε να καλυφθούν. Στρώσεις σοβά κάλυπταν το νέο υλικό
ιο 8
C LI V E F O SS
και μιμούνταν το παλιό με εγχάρακτα ορθογώνια που θύμιζαν το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας. Οι όψεις των κτηρίων συχνά βάφονταν με έντονα χρώματα και κοσμούνταν με γεωμετρικά σχέδια. Σε συνδυασμό με τα ψηφιδωτά που στόλιζαν τα δάπεδα, τα κτήρια αποκτούσαν μία φωτεινή φανταχτερή εμφάνιση που ενδέχεται να φαινόταν ξένη σ’ έναν κάτοικο της κλασικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι κιονοστοιχίες υποβοηθού σαν αυτό το αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς αποτελούνταν από κίονες διαφορετικών χρωμάτων και συνήθως ποικίλου ύψους, που αποκτούσαν την ίδια στάθμη με τη χρήση ψηλότερων ή χαμηλότερων βάσεων. Η ασυμμετρία και το χρώμα έγιναν τα κύρια χαρακτηριστικά των πόλεων. Οι γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μας επιτρέπουν να
Δημόσια λουτρά στην Αλεξάνδρεια. Τα μεγάλα λουτρά ακολουθούν συμμετρικό αρχιτεκτονικό σχέδιο είναι κτισμένα σε αντοκρατορικό ύφος και διαθέτουν παρακείμενες αίθουσες διδασκαλίας. Η τοποθέτηση των δεξαμενών σε κόγχες αντί στο κέντρο των δωματίων θεωρείται μεταγενέστερο στοιχείο. Μια'υπερυψωμένη κινστέρνα στα ανατολικά των λουτρών εξασφάλιζε την παροχή νερού. Δεύτερο μισό του 6ου αι. μ,Χ.
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
ανασυνθέσουμε την όψη αυτών των πόλεων. Παρότι οι περισσότερες γραπτές πηγές αναφέρονται ελάχιστα στο αστικό περιβάλλον, το οποίο θεωρείται δεδομένο, ένα ιδιόμορφο κείμενο, Βίος ενός αγίου μάς δίνει μια ζωντανή εικόνα αυτού του' περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά, τα υλικά κατάλοιπα σε πολυάριθμες αρχαιολογικές θέσεις δίνουν σάρκα και οστά στις γραπτές μαρτυρίες και παράλληλα φανερώνουν τις εντυπω σιακές ομοιότητες του αστικού βίου παντού, παρά τις όποιες τοπικές παραλλαγές. Ο Βίος του αγίου Συμεών του Σαλού διαδραματίζεται στη συριακή πόλη Έμεσα, στα τέλη του 6ου αιώνα. Ο άγιος, που παρίστανε τον τρελό, περιφερόταν στην πόλη. Ο Βίος του αναφέρει κτήρια που θεωρούνταν ακόμη σημαντικά για ένα αστικό περιβάλλον: τα τείχη, την Αγορά, το θέατρο, τα λουτρά, τις λεωφόρους με τις τοξωτές στοές εκατέρωθεν, καθώς και νεωτερικά στοιχεία όπως τις εκκλησίες, τα αρχοντικά των πλουσίων και τα καλυβόσπιτα των φτωχών, με τα μαγαζιά, τους πάγκους, τα εργαστήρια και τα μαγειρεία τόσο διαδεδομένα εκείνη την εποχή. Έ ξω από τα τείχη υπήρχαν νεκροταφεία, ειδικές τοποθεσίες για την πλύση των ρούχων (η Έμεσα βρίσκεται δίπλα σε ποτάμι), υπαίθριοι παιδότοποι, χωματερές και ο τόπος εκτέλεσης των θανατικών ποινών. Η πόλη έσφυζε από ανθρώπους και κτήρια. Ο Συμεών ερχόταν σε επαφή με όλους, με τους τοπικούς αξιωματούχους, τους μεγάλους και μικρούς επιχειρηματίες και τους γιατρούς, αλλά και με τους δούλους, τους ζητιά νους, τους αργόσχολους και τις πόρνες. Είχε δοσοληψίες με δασκάλους, παντοπώλες, αρτοποιούς, ταχυδακτυλουργούς, μουσικούς, μάντεις, παράφρονες και ιερωμένους. Η Έμεσα, όπως και άλλες ανάλογες πόλεις στην Ελλάδα, στην Ανατολία και στην ανατολική Μεσόγειο, ήταν ένα μέρος γεμάτο κίνηση, ζωή και κάθε λογής δραστηριότητα. Τα υλικά κατάλοιπα τοποθετούν τέτοιου είδους γραπτές μαρτυρίες σε ένα συγκεκριμένο, απτό πλαίσιο. Στις περιοχές της ανατολικής αυτοκρα τορίας υπάρχουν πολλές αρχαιολογικές θέσεις μεγάλης έκτασης που μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε με αρκετή ακρίβεια στοιχεία του καθημε ρινού βίου των ανθρώπων της εποχής. Αξιοσημείωτες ανάμεσά τους, επειδή αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικούς οικιστικούς τύπους, είναι η Έφεσος στη Μικρά Ασία, ένα οικονομικό κέντρο με μεγάλη κί νηση στο σταυροδρόμι σημαντικών χερσαίων και θαλάσσιων εμπορικών οδών, και η Απάμεια στη Συρία, η πατρίδα μιας αριστοκρατικής τάξης πλούσιων γαιοκτημόνων. Η εικόνα που μας προσφέρει η εξέταση αυτών των δύο πόλεων συμπληρώνεται και από πληροφορίες τις οποίες μας δίνουν άλλες αρχαιολογικές θέσεις στην Ελλάδα και στην Ανατολή. Η Έφεσος είχε όλα τα στοιχεία μιας χριστιανικής ρωμαϊκής πόλης. Στο κέντρο της δέσποζαν εντυπωσιακά δημόσια κτήρια, που συνδέονταν
lo g
n o
C LI V E F O SS
μεταξύ τους με πλούσια διακοσμημένες οδούς, ενώ τα σύμβολα της νέας θρησκείας ήταν ορατά παντού. Οι περισσότερες πόλεις της Ελληνικής Ανατολής είχαν μία κεντρική πλατεία ή Αγορά. Η Έφεσος ήταν τόσο μεγάλη, ώστε είχε δύο: την Αγορά στην άνω πόλη, που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο, και την κεντρική αγορά στην κάτω πόλη. Και οι δύο αυτοί χώροι δημιουργήθηκαν τον Ιο αιώνα και κοσμούνταν με χαρακτηριστικά ρωμαϊκά κτήρια. Το διοικητικό κέντρο είχε έναν υπαίθριο χώρο για τελετές, στη μέση του οποίου υπήρχε ναός. Γύρω από αυτόν τον χώρο, στα βόρεια, βρίσκονταν το κτήριο της συγκλήτου (που έμοιαζε με μικρό θέατρο), το δημαρχείο ή πρυτανείο, και ο ναός της Ρώμης και του Καίσαρα. Στα νότια υπήρχε μια τεράστια δεξαμενή, όπου συγκεντρωνόταν το νερό από τ& υδραγω γεία πριν διανεμηθεί στην πόλη. Η δυτική πλευρά οριζόταν από μια οδό που πλαισιωνόταν από εμπορικά καταστήματα. Μια μακρά στοά οδη γούσε στα κτήρια της βόρειας πλευράς. Η δεξαμενή αντιπροσώπευε ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά τόσο των ρωμαϊκών πόλεων όσο και των πόλεων της Ύστερης Αρχαιότητας, την πρόβλεψη και διατήρηση ενός αξιόπιστου συστήματος ύδρευσης, που συχνά μετέφερε το νερό από πολύ μακριά μέσω υδραγωγείων και το διένεμε στη συνέχεια σε ολόκλη ρη την πόλη σε δημόσιες κρήνες και λουτρά. Στην Ύστερη Αρχαιότητα, τα αμιγώς ειδωλολατρικά στοιχεία αυ τής της πλατείας εξαφανίστηκαν ή τροποποιήθηκαν: το πρυτανείο με το άσβεστο ιερό πυρ της θεάς Εστίας (Vesta) έκλεισε, ο ναός της Ρώμης και του Καίσαρα ανασκευάστηκε, ο κεντρικός ναός κατεδαφίστηκε και το σημείο του σταυρού χαράχθηκε στα αγάλματα της Λιβίας και του Αυγούστου που έστεκαν στη στοά, καθώς και πάνω από την είσοδο του κτηρίου της συγκλήτου, που λειτουργούσε ακόμη. Ο σταυρός ήταν ένα χρήσιμο μέσο προφύλαξης, αφού κοινή ήταν η πεποίθηση ότι στο εσω τερικό των αρχαίων κτηρίων και των αγαλμάτων κατοικούσαν δαίμονες. Έ τσι, το αρχαίο αστικό ύφος διατηρήθηκε, αλλά εκχριστιανίσθηκε. Η νέα εποχή έκανε αισθητή την παρουσία της και με έναν άλλον τρόπο στην οδό δυτικά της άνω αγοράς, όπου ορισμένα από τα καταστήματα πρόσθεσαν τοίχους που προεξείχαν πάνω στα πεζοδρόμια. Με αυτόν τον τρόπο, το ιδεώδες της αρχαίας κλασικής χωροταξίας αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις κακόγουστες απαιτήσεις της έντονης οικονομικής δρα στηριότητας. Η Αγορά της κάτω πόλης, μια μεγάλη υπαίθρια πλατεία πλαισιωμένη από διώροφα κτήρια με κιονοστοιχίες στην πρόσοψή τους, διατήρησε το σχήμα και τη λειτουργικότητά της. Ο χώρος φιλοξενούσε καταστήματα, στα οποία τα εμπορεύσιμα αγαθά έφθαναν μέσω ενός δρόμου που οδη γούσε κατ’ ευθείαν στο λιμάνι. Ο χριστιανισμός δεν επηρέασε τις οικο-
I
$
νομικές δραστηριότητες, που συνεχίστηκαν αμείωτες σε αυτή τη σημα ντική πόλη-λιμάνι. Από την άλλη, ο πανύψηλος ειδωλολατρικός ναός που έστεκε στην πλαγιά πάνω από την Αγορά μετατράπηκε σε εκκλησία και η βιβλιοθήκη του Κέλσου κοντά στην είσοδο της Αγοράς, δωρεά του πρώτου Έλληνα που έγινε μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου, άλλαξε ρι ζικά. Το εσωτερικό του κτηρίου γέμισε με μπάζα και η πρόσοψή του αποτέλεσε το φόντο μιας μνημειακής κρήνης, προσφιλούς αρχιτεκτονήματος της εποχής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτής της περιόδου έπαψαν να διαβάζουν ή να γράφουν, αλλά ολόκληρη η περιοχή του λιμανιού είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια της εισβολής των
C L IV E F O SS
Γότθων το 26 2 , με αποτέλεσμα πολλά κτήρια να κείτονται ερειπωμένα για έναν αιώνα ή και περισσότερο. Όταν κάποια από αυτά τα κτήρια τελικά αποκαταστάθηκαν, και οι αισθητικές αντιλήψεις αλλά και οι ανάγκες είχαν αλλάξει. Οι ρωμαϊκές πόλεις είχαν έναν εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό πυρήνα συνδεδεμένο και κοσμημένο με πολλές λεωφόρους και πλατείες. Η Έ φεσος της Ύστερης Αρχαιότητας δεν αποτελούσε εξαίρεση τουλάχιστον στο επίπεδο των αρχών βάσει των οποίων είχε οικοδομηθεί. Η πόλη ήταν τόσο πλούσια, ώστε οι κύριες λεωφόροι της ήταν στρωμένες με μάρμα ρα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν αφαιρεθεί από κατεστραμμένα, συνήθως ειδωλολατρικά κτήρια. Η πιο πολυσύχναστη λεωφόρος της Εφέσου, η Έμβολος (η κατ’ εξοχήν πλαισιωμένη από στοές λεωφόρος), συνέδεε τις δύο αγορές. Τη διακοσμούσαν κιονοστοιχίες, αγάλματα, πα λιά, νέα και μεταποιημένα μνημεία και πολυτελή σπίτια. Όπως συνη θιζόταν στις ρωμαϊκές πόλεις, αυτή η λεωφόρος ήταν πεζόδρομος και η κίνηση των τροχοφόρων σε αυτήν ήταν αδύνατη, εξαιτίας των σκαλιών που υπήρχαν στο άνω άκρο της. Οι άνθρωποι έκαναν περιπάτους, ψώνι ζαν, διάβαζαν επιγραφές, χάραζαν συνθήματα στο μάρμαρο, ή απλώς χάζευαν και έπαιζαν ένα παιχνίδι —σαν και αυτό που λέγεται τάβλα— (ΤΕ πίνακες που ήταν χαραγμένοι στο δάπεδο. Οι στοές, οι οποίες συχνά οδηγούσαν σε δημόσια κτήρια, είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, κίονες από ποικιλόχρωμα μάρμαρα σε δεύτερη χρήση, καθώς και βαμμένους τοί χους. Σε όλο το μήκος των στοών ήταν στημένα πολυάριθμα αγάλματα παλαιών και σύγχρονων μορφών, κυρίως επαρχιακών διοικητών που τιμήθηκαν για τις πραγματικές ή υποτιθέμενες ευεργεσίες τους και μνημειακές επιγραφές που περιείχαν το κείμενο πρόσφατων νόμων. Ο χριστιανισμός έκανε αισθητή την παρουσία του και εδώ. Ένας τεράστιος σταυρός έφερε επιγραφή η οποία μνημόνευε τον θρίαμβο του σταυρού επί του «δαίμονος» της Αρτέμιδος, ενώ οι παρακείμενες κρήνες (που αντι κατέστησαν τους τάφους θρυλικών ηρώων) ήταν κοσμημένες με μαρμά ρινες πλάκες που έφεραν ανάγλυφους σταυρούς. Σε αυτή τη λεωφόρο, όπως και αλλού, οι κρήνες αποτελούσαν ένα βασικό στοιχείο του αστικού τοπίου. Όσοι βάδιζαν κατά μήκος της Εμβόλου μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα από τα εστιατόρια που καταλάμβαναν τμήμα του ισόγειου χώ ρου ενός τεράστιου οικοδομικού συγκροτήματος κομψών κατοικιών, δη λαδή μιας νη σ ίδ α ς (insula), η οποία πλαισιωνόταν από οδούς που με τατρέπονταν σε κλίμακες καθώς πλησίαζαν τους λόφους πάνω από την Έμβολο. Τη ν η σ ίδ α συναπάρτιζαν οι οικίες, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε αρκετά δωμάτια με εντυπωσιακή διακόσμηση. Τα δάπεδα και οι τοίχοι στις αίθουσες υποδοχής έφεραν συνήθως διακόσμηση από
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
μάρμαρο και ψηφιδωτά, ενώ τα δωμάτια ιδιωτικής χρήσης ζωγραφικό διάκοσμο που κατά κανόνα απεικόνιζε τοπία ή απομιμείτο μαρμάρινες επενδύσεις. Αυτές ήταν αναμφίβολα οικατοικίες των πλούσιων αστών, που βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης σε κτήρια, τα οποία είχανυποστεί ελάχιστες αλλαγές από την περίοδο της πρώιμης αυτοκρατορίας κατά την οποία ανεγέρθηκαν. Ο ζωγραφικός διάκοσμος καιτα ψηφιδωτά τους είναιτόσο συμβατικά, ώστε είναι ιδιαίτερα δύσκολο να χρονολογηθούν, καθώς αυτός ο πολιτισμός διατήρησε επί αιώνες τους ίδιους τύπους διακόσμησης. Κατά μήκος των λόφων σε αυτό το τμήμα της πόλης βρίσκονταν και άλλες παρόμοιες νησίδες που δεν έχουν ακόμα ανασκα φεί. Από την άλλη, και αυτό ισχύει για όλες τις μεγάλες πόλεις στην Ανατολή, κανείς δεν γνωρίζει πού κατοικούσε ο μεγαλύτερος όγκος του πληθυσμού. Αυτές οι πλούσιες κατοικίες δεν αποτελούν αντιπροσωπευ τικά δείγματα του αστικού βίου, και οι πολίτες της Εφέσου δεν θα μπορούσαν να κατοικήσουν στο κέντρο της πόλης, αφού αυτό ήταν ου σιαστικά κατειλημμένο από μνημειακά δημόσια κτήρια και πλατείες. Ενδέχεται ο λαός να κατοικούσε στα περίχωρα ή σε λιγότερο στέρεες κατασκευές διασκορπισμένες γύρω από το κέντρο, που όμως δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί (αν και από τον Βίο του αγίου Συμεών του Σαλού φαίνεται ότι στην Έμεσα οιάνθρωποι ζούσαν κυρίως εντόςτων τειχών). Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει τρόπος να υπολογίσει κανείς τον πληθυσμό μιας πόλης αυτού του είδους. Μνημειακότερη και πιο επίσημη από την Έμβολο ήταν η οδός του Αρκαδίου, που οδηγούσε από τολιμάνι κατ’ευθείανστην πλατεία μπρο στά από το θέατρο, στην καρδιά της πόλης. Σε αυτή τη λεωφόρο, πλά τους έντεκα μέτρων και μήκους άνω των πεντακοσίων, υπήρχαν εντυ πωσιακά μνημεία: μία αψίδα θριάμβου στο λιμάνι, η οποία σηματοδο τούσε την είσοδο στην πόλη, καιτέσσερις επιβλητικοί κίονες στο μέσον, οι οποίοι έφεραν τα αγάλματα των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ισχυρά σύμβολα της επικράτησης τουχριστιανισμού. Οι στοές με τα ψηφιδωτά δάπεδα οδηγούσαν σε καταστήματα, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν λάμπες για τη φωταγώγηση της λεωφόρου τη νύχτα. Τεράστια συγκροτήματα λουτρών-γυμνασίου εκτείνονταν κα τά μήκος της βόρειας πλευράς του δρόμου: τα λουτρά του λιμανιού, με τις θερμές ή ψυχρές αίθουσες και τη μεγάλη εσωτερική αυλή που κα ταστράφηκαν από τους Γότθους και ανακατασκευάστηκαν στα μέσα του 4ου αιώνα, ένας τεράστιος υπαίθριος χώρος άθλησης που εγκαταλείφθηκε στην ύστερηΑρχαιότητα, ότανη οικονομική δυσπραγία καιη έλλειψη χώρου δεν επέτρεπαν τη διατήρησή του και επίσης ένα ακόμα γυμνάσιο στο ψηλότερο άκρο της οδού. Οι περισσότερες πόλεις είχαν ένα ή δύο συγκροτήματα τέτοιου είδους. Η Έφεσος, λιμάνι με έντονη κίνηση και
C L IV E F O SS
πολλούς επισκέπτες, είχε τουλάχιστον πέντε τέτοια συγκροτήματα, όλα κτισμένα σε μνημειακή κλίμακα. Αυτά ήταν όλα κτήρια της ρωμαϊκής εποχής, τα οποία συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και να συντηρούνται αυτούς τους αιώνες. Δίπλα σε ένα από αυτά υπήρχε ένα μεγάλο δημόσιο αποχωρητήριο. Ένα άλλο, μικρότερο λουτρό, χωρίς χώρο άθλησης, είχε ανεγείρει κάποια χριστιανή κυρία, στην Έμβολο. Η τύχη του παρακεί μενου πορνείου, που μάρτυρείται σε μία ρωμαϊκή επιγραφή, μας είναι άγνωστη, αλλά οι γραπτές μαρτυρίες που συχνά αναφέρονται σε πόρνες άλλων μεγάλων πόλεων καταδεικνύουν ότι το επάγγελμα ήταν ακόμα ενεργό, ειδικά σε ένα πολυσύχναστο λιμάνι όπως η Έφεσος. Η Αρκαδιανή οδηγούσε στο κτήριο που ήταν συνήθως το πιο σπουδαίο σε μια πόλη, το θέατρο. Στην περίπτωση της Εφέσου, η τεραστίων δια στάσεων υπαίθρια ημικυκλική κατασκευή μπορούσε να φιλοξενήσει πε ρίπου 25.000θεατές, οι οποίοι όμως πλέον δεν έρχονταν στο θέατρο για να παρακολουθήσουν κλασικό δράμα. Οι παραστάσεις περιελάμβαναν τρα γούδι και χορό κι είχαν σχεδόν μόνιμα έντονο πορνογραφικό χαρακτήρα. Τα θέατρα χρησιμοποιούνταν επίσης ως χώροι δημόσιων συγκεντρώ σεων, που ήταν ο μόνος νόμιμος τρόπος για να εκφράσει ο λαός τις από ψεις του στο καθεστώς δεσποτισμού. Επευφημίες και στάσεις που άρχι ζαν στο θέατρο ήταν συνηθισμένα γεγονότα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δύο εκκλησιαστικών συνόδων που έλαβαν χώρα στην Έφεσο το 430 και το 449, όταν ο όχλος, υποκινούμενος από αγορεύσεις στο θέατρο, κατέκλυσε τους δρόμους της πόλης για να εκφράσει την υποστήριξή του στη μία ή στην άλλη πλευρά. Κατά πάσα πιθανότητα τους ενδιέφεραν περισσότερο η δύναμη και η δόξα της πόλης τους, παρά τα δυσνόητα υπό συζήτηση θεολογικά δόγματα. Σε κάθε περίπτωση, το θέατρο ήταν ένα κτήριο απαραίτητο, που επισκευαζόταν συνεχώς, διατηρώντας έτσι α ναλλοίωτη την κλασική του εμφάνιση. Ένας άλλος χώρος ψυχαγωγίας ήταν το στάδιο, όπου γίνονταν αθλητι κοί αγώνες. Και αυτό διατήρησε τη μορφή και τη λειτουργία του, μολονότι ο στενός του διάδρομος δεν μπορούσε να φιλοξενήσει την πιο δημοφιλή εκδήλωση: τις αρματοδρομίες. Χαράγματα και επιγραφές σε δημόσιες οδούς μαρτυρούν τον ενθουσιασμό των Εφεσίων για τις δύο ομάδες'που έπαιρναν μέρος στις κούρσες, τους Βένετους και τους Πράσινους. Οι αγώνες θα πρέπει να γίνονταν έξω από το κέντρο της πόλης, ίσως στην ύπαιθρο, καθώς οι ιππόδρομοι ήταν κτήρια μεγάλων διαστάσεων, την ανέγερση των οποίων ελάχιστες μόνο πόλεις μπορούσαν να χρηματοδο τήσουν. Στις ανατολικές επαρχίες της Ύστερης Αρχαιότητας, οι ιππό δρομοι κτίζονταν για να εξωραΐσουν πόλεις που αποτελούσαν τόπους διαμονής του αυτοκράτορα, όπως η Αντιόχεια και η Θεσσαλονίκη, και ανεγείρονταν κοντά στα παλάτια κατά το πρότυπο της Ρώμης και της
Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, αρκετές άλλες πόλεις στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο διέθεταν παλαιότερες κατασκευές, που συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται.
Τέλος, η Έφεσος ήταν ένα σπουδαίο χριστιανικό κέντρο. Η πιο ση μαντική εκκλησία εντός των τειχών ήταν αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Αυτή η τεράστια βασιλική, μήκους 75 μέτρων, είχε αίθριο και βαπτιστήριο και βρισκόταν δίπλα στο επισκοπικό μέγαρο. Όλα αυτά τα κτήπα ανεγέρθηκαν στο σημείο όπου αρχικά εκτεινόταν μια πτέρυγα του περιβόλου του επιβλητικού ναού του Αδριανού. Σε αυτόν τον χώρο συ νήλθαν δύο εκκλησιαστικές σύνοδοι. Πιο σημαντικό προσκύνημα, ωστό σο,ήταν η εκκλησίατου Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρισκόταν σε έναν λόφο ένα μίλι περίπου έξω από την πόλη. Η εκκλησία αυτή, κτι σμένη πάνω στον τάφο του Ευαγγελιστή, ήταν ξακουστή σε ολόκληρη την αυτοκρατορία εξαιτέας ενός θαύματος που συντελούνταν εκεί κάθε χρόνο, όταν ιερή σκόνη ικανή να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένεια, έ βγαινε από τον τάφο. Η ολονύχτια λειτουργία που συνόδευε το θαύμα συνέπιπτε με μια εμποροπανήγυρι που συγκέντρωνε εμπόρους και α γοραστές από την ευρύτερη περιοχή. Η φήμη και η ευημερία της πόλης όφειλαν πολλά σε αυτό το προσκύνημα. Ο Ιουστινιανός ξαναέκτισε την εκκλησία, μία μεγαλειώδη τρουλαία σταυροειδή κατασκευή κοσμημένη
Η οδός τον Αρκαδίον
στην Έφεσο, που πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο αυτοκράτορα, είχε μήκος 500 μ. καί εφωταγωγείτο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συν έδεε το λιμάνι (που σήμερα έχει φράξει από προσχώσεις) με το θέατρο (που φαίνεται στο βάθος της φωτογραφίας). Στο κέντρο διακρίνεται ένας από τους τέσσερις μεγάλους κίονες που έφεραν τα αγάλματα των Ευαγγελιστών.
C LI V E F O S S
με μάρμαρα και ψηφιδωτά, και τοποθέτησε σε περίοπτες θέσεις (στα κιονόκρανα του ναού) το μονόγραμμά του αλλά και το μονόγραμμα της λιγότερο «άγιας» συζύγου του, Θεοδώρας. Ο ναός του Αγίου Ιωάννου δέσποζε στα ερείπια ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, το ναο της Αρτέμιδος των Εφεσίων. Στα χριστιανικά χρόνια, ο ναός αυτός μετατράπηκε σε ένα τεράστιο λατομείο, από το οποίο προερχόταν το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή πολλών δη μοσίων κτηρίων. Ο ναός είχε την ίδια τύχη με όλα τα εκτός των τειχών ειδωλολατρικά ιερά.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Έφεσος ήταν η πατρίδα του αγίου Ιωάννη, του αγίου Τιμοθέου, της Μαρίας της Μαγδαληνής, των επτά παιδων και πολλών άλλων αγίων προσώπων. Τα ιερά προσκυνήματά τους, που συγκέντρωναν πλήθος πιστών από όλο τον κόσμο, βρίσκονταν εκτός των τειχών της πόλης. Οι επτά παίδες, που ύστερα από λήθαργο 200 ετών ξύπνησαν κατά θαυματουργό τρόπο τον 5ο αιώνα, ετάφησαν τελικά σε μια σπηλιά που αποτελούσε τμήμα του νεκροταφείου, αφού
Τα λουτρά της Σχολαστικίας στην Έφεσο βρίσκονταν κατά μήκος της Εμβόλου που σννέδεε την άνω με την κάτω αγορά.
mm;*;
Τα λουτρά ξανακτίστηκαν στο τέλος τον 4ον αιώνα από κάποια χριστιανή ονόματι Σχολαστικία, το άγαλμα της οποίας στήθηκε κοντά στην είσοδο των λουτρών.
-
§ L gr. -
fmm yPlPPl
Η ΖΩΗ Σ Τ Η Ν Π Ο Λ Η ΚΑΙ Σ Τ Η Ν Ϊ Π Α Τ Θ Ρ Ο
εδώ, όπως και αλλού, η πόλη των νεκρών εκτεινόταν εκτός των πυλών που τη χώριζαν από την πόλη των ζωντανών. Και αυτή η σπηλιά με τατράπηκε σε σημαντικό προσκύνημα. Η Έφεσος αντικατοπτρίζει την αστική ζωή στην πιο ανθηρή μορφή της σ’ ένα πολυδιάστατο περιβάλλον που εύκολα μπορεί να το φανταστεί κανείς κατοικημένο από πληθυσμό παρόμοιο με εκείνον της Έμεσας του αγίου Συμεών. Και άλλα αστικά κέντρα εμφανίζουν τον κοσμοπολιτισμό αυτών των πόλεων, αν και συνήθως σε μικρότερη κλίμακα, αλλά τα αρχαιολογικά τους κατάλοιπα συχνά προσφέρουν παραλλαγές που μας βοηθούν να συμπληρώσουμε τη γενικότερη εικόνα. Στη Μικρά Ασία, οι Σάρδεις, η Αφροδισιάδα και η Σίδη παρουσιάζουν παρόμοια φαινόμενα
1
ιι8
C L IV E F O SS
ενός ανθηρού αστικού βίου που αν και έχει, δεχθεί τον χριστιανισμό, διατηρεί ακόμα έντονο τον ρωμαϊκό του χαρακτήρα. Η περίπτωση της πόλης των Σάρδεων προσφέρει ένανέοστοιχείο: μιασημαντική ιουδαϊκή κοινότητα. Το τεραστίων διαστάσεων συγκρότημα του λουτρού-γυμνασίου στο δυτικό άκρο της πόλης συμπεριλάμβανε δύο επιμήκεις κατα σκευές που προεξείχαν της κύριας πρόσοψης. Η μία εξ αυτών μετατρά πηκε τον 3ο αιώνα σε συναγωγή και διατήρησε αυτή της τη λειτουργία σε όλη τη διάρκεια της περιόδου. Η κάτοψή της θυμίζει έντονα την κάτοψη βασιλικής με τη χαρακτηριστική πλούσια διακόσμηση από μάρ μαρα και ψηφιδωτά και τις πολυάριθμες επιγραφές που γνωστοποιούν τους δωρητές. Είναι πολύ μεγαλύτερη από τιςσυναγωγές που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της υπαίθρου των Αγίων Τόπων (αν και σε πολλές πόλεις οι συναγωγές μετατράπηκαν σε εκκλησίες). Εκτός των ορίων αυτού του συγκροτήματος, υπήρχε σειρά καταστημάτων, οι χρι στιανοί και εβραίοι ιδιοκτήτες των οποίων έβαφαν υφάσματα και που λούσαν είδη κιγκαλερίας και άλλα αγαθά. Στις συναλλαγές χρησιμο ποιούσαν κατά κύριο λόγο χάλκινα νομίσματα, μεγάλος αριθμός των οποίων εχει βρεθεί κατά τιςανασκαφές στην περιοχή. Τα καταστήματα πλαισιώνονται από σκεπαστή κιονοστοιχία, με ανομοιογενείςκίονεςκαι βάσεις που φανερώνουν την αδιαφορία για τη συμμετρία, που χαρακτη ρίζειτην Ύστερη Αρχαιότητα. Η Αφροδισιάδα ήταν αρχικά η πόλη ενόςναού,κτισμένηγύρω από το σπουδαίο ιερότης Αφροδίτης. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, απέκτησε τα συμπληρωματικά απαραίτητα για κάθε πόλη δημόσια κτήρια, πλούσια διακοσμημένα με μάρμαρο που προερχόταν από παρακείμενο λατομείο. Στα κτήρια αυτά ανήκαν το θέατρο, το ωδείο, τα λουτρά, οι μνημειακές κρήνες, φαρδιές στοές με μαρμάρινα δάπεδα και μια θαυμάσια οδό α φιερωμένη στην αυτοκρατορικήλατρεία.Στην άκρη τηςπόλης βρισκόταν ένα τεράστιο στάδιο, δίπλα στα τείχη του 4ου αιώνα με τη μαρμάρινη επένδυση. Όλες αυτές οι κατασκευές συνέχισαν να χρησιμοποιούνται κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, αφού υπέστησαν τις απαραίτητες μετα τροπές, χωρίς όμως να αλλοιωθεί ο κατ’εξοχήν ρωμαϊκός χαρακτήρας τηςπόλης.Καθώς οναόςτηςΑφροδίτης βρισκότανστοκέντροτηςπόλης, σε αντίθεση με τουςναούςστην Έφεσο και στιςΣάρδεις που βρίσκονταν εκτός των τειχών, χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως ο καθεδρικός ναός της πόλης, μια μετατροπή που ολοκληρώθηκε σχετικά αργά, τον 5ο αιώνα. Εκατέρωθεν του ναού υπήρχαν δύο μεγάλες επαύλεις με αψιδωτούς χώ ρους υποδοχής, κτίσματα της Ύστερης Αρχαιότητας, προφανώς οι κα τοικίες του κυβερνήτη και του επισκόπου. Σε αυτή την περίπτωση, η θρησκεία και η πολιτική διοίκηση δέσποζαν συμβολικά στο κέντρο του αστικού χώρου.
$
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΠΑΙΘΡΟ
Στη Σίδη, το θέατρο και η Αγορά κατεί χαν το κέντρο της πόλης. Από εκεί, φαρδιές λεωφόροι με στοές οδηγούσαν στις πύλες των τειχών και στο λιμάνι. Μια ολόκληρη συνοικία ήταν αφιερωμένη στον καθεδρικό ναό, στο συγκρότημα του επισκοπικού με γάρου και σε παρεμφερή κτήρια. Μία ακόμη τεραστίων διαστάσεων βασιλική υψωνόταν πάνω από το λιμάνι, σ’ έναν χώρο όπου αρ χικά υπήρχαν δύο μικροί ναοί αφιερωμένοι στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη. Οι επι γραφές αποκαλύπτουν ότι η πόλη ήταν διαι ρεμένη σε τέσσερις περιφέρειες. Η κάθε μια είχε πάρει το όνομά της από ένα χαρα κτηριστικό μνημείο και είχε το δικό της συμβούλιο γερόντων. Οι επιγραφές στις κυριότερες πόλεις των ανατολικών επαρχιών κατονομάζουν ως κύριο ευεργέτη τον διοικη τή της επαρχίας. Οι διοικητές, που είχαν σχετικά σύντομες θητείες σε ένα περιβόητο για τη διαφθορά του σύστημα, επιθυμούσαν διακαώς να ανεγείρουν μνημεία για να κερ δίσουν την αποδοχή και να αποκτήσουν υ ψηλότερα αξιώματα. Ως διαχειριστές των δημόσιων εσόδων, είχαν την ευχέρεια να γ ί νουν οι κύριοι χορηγοί σε μια εποχή που οι τοπικές βουλές αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες και οι ιδιωτικές δωρεές του ρω μαϊκού παρελθόντος δεν υφίσταντο πλέον. Οι διοικητές δραστηριοποιούνταν κυρίως στις πόλεις όπου είχαν την έδρα τους. Κατά συνέπεια, πόλεις όπως η Έφεσος, οι Σάρδεις ή η Αφροδισιάδα ήκμασαν, ενώ άλλες έγιναν αποδέκτες ,πολύ μικρότερων χορη γιών. Η νομοθεσία στην ουσία επέπληττε τους κυβερνήτες που για να εξωρα'ίσουν τις πρωτεύουσές τους έπαιρναν οικοδομικό υλικό και αρχιτεκτονικά διακοσμητικά μέλη από μικρότερες πόλεις. Ωστόσο, πόλεις, που ήταν έδρες μητροπολιτών, όπως η Σίδη, απολάμβαναν κι αυτές τη γενναιοδωρία της κυβέρνησης. Άλλες περιοχές είτε προσθέτουν επιπλέον λεπτομέρειες στη γενικό-
1 ]
ιΐ9
Επάνω: Π ολεοδομικά σχ έδιο της Σ ίδ η ς
Κάτω: Π ολεοδομ ικό σχ έδιο της Α π αμ είας
Ο οδικός άξονας ΒορράΝότον fCardo) στην Απάμεια της Συρίας δημιονργήθηκε κατά τη διάρκεια τον 2συ αιώνα μ.Χ. και είχε σχεδόν δυο χιλιόμετρα μήκος. Πίσω από τις κιονοστοιχίες υπήρχαν καταστήματα, σε μερικά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα ζωγραφιστές επιγραφές που προσδιορίζουν τιμές για το κρασί και τα άλλα αγαθά.
τερηεικόναή φαίνεταινα ακολουθούν εντελώς διαφορετικήπορεία. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου αιώνα περιό ρισαν την πόλη σ’ένα ελάχιστο μόνο τμήμα του αρχικού εμβαδού της. Τελικά, απέκτησε κτήρια για τις φιλοσοφικές σχολές της, οι οποίες διατηρούσαν ακόμη τη φήμη τους. Όπως θα περίμενε κανείς σ’ ένα κατ’εξοχήν ειδωλολατρικό κέντρο, οικύριοιναοίτων Αθηνών μετατρά πηκαν σε εκκλησίες μόλις τον 6ο αιώνα. Η Θεσσαλονίκη, από την άλλη πλευρά, ήκμασε εξαιτίας της ισχυρής οχύρωσής της και του ρόλου της ως περιφερειακής πρωτεύουσας. Μια ολόκληρη συνοικία παραχωρήθηκε για να ανεγερθεί εκεί το παλάτι του Γαλερίου (305-311) και άλλα σχε τικάκτήρια,συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης ροτόντας, μιαςαψίδας θριάμβου και ενός ιπποδρόμου. Αργότερα, όταν έγινε πρωτεύουσα της
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΠΑΙΘΡΟ
διοίκησης του Ανατολικού Ιλλυρικού στα μέσα του 5ου αιώνα, η πόλη γνώρισε έντονη οικοδομική δραστηριότητα που περιλάμβανε την ανοι κοδόμηση και επέκταση των τειχών και την ανέγερση δύο μεγάλων βασιλικών, η μία εκ των οποίων αφιερώθηκε στον άγιο Δημήτριο και αναδείχθηκε σε πολύ σημαντικό προσκύνημα. Κατά τον ίδιο'τρόπο, η πόλη των Φιλίππων απέκτησε νέες βασιλικές μεγάλων διαστάσεων, κάποιες από τιςοποίες είχαν ασυνήθιστη κάτοψη. Ο πλούσια διακοσμη μένος οκταγωνικός καθεδρικός ναός της πόλης, αφιερωμένος στον από στολο Παύλο, έγινετο κέντρο μιας εκκλησιαστικής συνοικίας, όπως και στη Σίδη. Σε αυτή την περίπτωση, τα εκκλησιαστικά κτήρια είχαν δεσπόζουσα θέση-σε όλες τις επαρχιακές πρωτεύουσες τα οικοδομήμα τα τόσο της εκκλησίας όσο και της πολιτικής διοίκησης σημάδευαν έντονα το αστικό τοπίο. Η Απάμεια στη Συρία ήταν πόλη εντελώς διαφορετικού τύπου, στην οποία κυριαρχούσε περισσότερο η πλούσια αριστοκρατία παρά ο δημό σιος βίος. Αυτή η πόλη είχε ένα πιο ομαλό πολεοδομικό σχέδιο από τις περισσότερες άλλες, με οδούς που διασταυρώνονταν σε ορθές γωνίες σχηματίζοντας κανονικά τετράγωνα ή ν η σ ίδ ε ς (insulae). Μια εντυπω σιακή λεωφόρος με στοές, μήκους δύο χιλιομέτρων και πλάτους 20 μέ τρων, αποτελούσε τον άξονα της πόλης. Στρωμένη με ασβεστολιθικές πλάκες και διακοσμημένη με ψηφιδωτά δάπεδα στις σκεπαστές κιονοστοιχίες, αυτή η λεωφόρος οδηγούσε στα κύρια δημόσια κτήρια: στην Αγορά, στα λουτρά, σε μια μνημειακή κρήνη, σ’ένα μεγάλο αποχωρη τήριο και, μέσω μιας άλλης διασταυρούμενης λεωφόρου, στο θέατρο. Καταστήματα αναπτύσσονταν κατά μήκος των δύο λεωφόρων, στη δια σταύρωση των οποίων βρισκόταν μια μεγάλη ροτόντα. Λαμβάνοντας υπόψη την πλούσια διακόσμησή της με ορθομαρμάρωση, φαίνεται ότι ταυτίζεται με το προσκύνημα όπου φυλασσόταν το πιο ιερόκειμήλιοτης Απάμειας, ένα κομμάτι του Τιμίου Σταυρού. Απέναντι βρισκόταν μια μεγάλη εκκλησία, ενώ πολύ κοντά στη διασταύρωση ορθωνόταν ο κα θεδρικός ναός, στον οποίο έφθανε κανείς ανεβαίνοντας μια εντυπωσιακή κλίμακα και διασχίζοντας μια αυλή με κιονοστοιχίες. Αυτό το τεράστιο θολωτό τετράκογχο ήταν το κέντρο ενός συγκροτήματος με πολυάριθμα δωμάτια, αυλές,και έναλουτρό,που φαίνεται ότιανήκαν στο επισκοπικό μέγαρο. Και οιτρεις αυτές εκκλησίες ακολουθούσαν νέους αρχιτεκτονι κούς τύπους και έφεραν πλούσιο διάκοσμο του 6ου αιώνα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στα οποία οφείλεται ο ιδιαίτερος χα ρακτήρας της Απάμειας είναι οι ευρύχωρες αριστοκρατικές επαύλεις που καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα του κέντρου της. Είναι χαρακτη ριστικό ότι αυτές καταλάμβαναν την επιφάνεια ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων με διαστάσεις περίπου 55 X 110 μέτρα. Πρόκειται για «ε-
121
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΎΠΑΙΘΡΟ
σωστρεφείς» κατασκευές, προσανατολισμένες σε εσωτερικές αυλές. Οι εξωτερικοί τους τοίχοι ήταν τυφλοί και οι είσοδοί τους δεν έδιναν την παραμικρή ένδειξη για το τι βρισκόταν στο εσωτερικό τους. Αψιδωτές αίθουσες υποδοχής και χώροι'παράθεσης γευμάτων πλαισίωναν τις κε ντρικές κιονοστήρικτες αυλές, δίνοντας έτσι έμφαση στην ψυχαγωγία που αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό του αριστοκρατικού τρόπου ζω ής. Μικρότερα δωμάτια στο ισόγειο χρησιμοποιούνταν πιθανότατα για το υπηρετικό προσωπικό και ως αποθήκες, αλλά τα λειτουργικά δωμά τια, όπως οι κουζίνες, τα λουτρά και τα αποχωρητήρια φαίνεται να απουσιάζουν εντελώς. Τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν κατά πάσα πιθανό τητα στον επάνω όροφο. Μια πολύ μεγάλη οικία, με τρεις αψιδωτές αίθουσες και πολυάριθμα μικρότερα δωμάτια, βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό και μάλλον ήταν η οικία του κυβερνήτη.
Σπάνιες φιλολογικές πηγές και άφθονο αρχαιολογικό υλικό μάς επι τρέπουν να ανασυνθέσουμε τον αστικό βίο, ενώ σε μία περίπτωση οι επιγραφές μάς αποκαλύπτουν την ποικιλομορφία της ζωής των κατοί κων της πόλης. Στο νεκροταφείο της Κωρύκου στη νότια Μικρά Ασία βρέθηκαν περίπου 400 επιτύμβιες επιγραφές που αναφέρουν τα επαγ γέλματα των τεθνεώτων. Αυτές φανερώνουν μεγάλη ποικιλία επαγγελ μάτων, από δημόσιους και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους μέχρι εμπό ρους λουκάνικων, κουρείς και χορευτές. Εξέχουσα θέση ανάμεσα στα αναφερόμενα επαγγέλματα έχουν οιέμποροι και οιτεχνίτες (κατηγορίες που συχνά συμπίπτουν). Τα βιομηχανικά προϊόντα περιλάμβαναν είδη ένδυσης και υπόδυσης, λινά και δερμάτινα είδη, κεραμική, μεταλλικά και γυάλινα αντικείμενα και πορφύρα. Οι άνθρωποι κατεργάζονταν τον χρυσό, τον λίθο καιτο μάρμαρο και παρήγαν προς πώληση αρκετά είδη τροφίμων: φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, ψαρικά, αρτοσκευάσμα τα, κρασί, λάδι, πίτες, γλυκίσματα και ποτά. Τραπεζίτες, ξυλουργοί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι, ράφτες, καθαριστές και ιδιοκτήτες καταστη μάτων, καπηλειών, εστιατορίων και πανδοχείων συμπλήρωναν το πλή θος των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της Κωρύκου. Όλες αυτέςτιςδραστηριότητες θα πρέπει κανείςνατιςφανταστεί σ’ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο με κτήρια, οδούς και λιμάνια όπως αυτά της Εφέσου. Ο αστικός βίος δεν χαρακτηριζόταν από στατικότητα καθώς κάθε πόλη είχε τη δική της εξέλιξη. Στη Μικρά Ασία οι πόλεις ήκμασαν σε όλη τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, στη Συρία όμως σπουδαίες πόλεις, όπως η Αντιόχεια και η Απάμεια, αντιμετώπισαν μεγάλες κα ταστροφές κατά τον6ο αιώνα, ενώ στην Ελλάδα πολλοίτόποι ερημώθη καν τον 3ο αιώνα και στη συνέχεια στα τέλη του 6ου αιώνα υπέκυψαν στις νέες επιδρομές. Οι περισσότερες πόλεις γνώρισαν το απόγειο της
123
Στην αριστερή σελίδα: Ψ η φ ιδ ω τό δά π εδ ο μ ε σκ η νές κ υνη γιού, π ου κ οσμ ούσε το δάπεδο σ τ η μ ία α π ό τ ις τρεις α ίθ ο υ σ ες υποδοχής μ ια ς μ εγ ά λ η ς έπαυλης της Α π άμειας, που π ισ τ ε ύ ε τ α ι ό τ ι ή τα ν η ο ικ ία το υ κυβερνήτη τη ς επ α ρ χ ία ς. Έ τος 539.
124
C LI V E F O SS
ευημερίας τους στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα και το έργο του Ιουστι νιανού ήταν εμφανέστατο σε πολλές από αυ τές. Σχεδόν όλες οι πόλεις, ωστόσο, υπέκυ ψαν στις εισβολές καιτις οικονομικές αλλα γές των αρχών του 7ου αιώνα, παραχωρώ ντας τη θέση τους σε πόλεις-κάστρα (στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία) και στα νέα αστικά κέντρα του Ισλάμ (στη Συρία).
Σ τ ο π λ α ίσ ιο τω ν ο ικ ο δ ο μ ικ ώ ν π ρ ο γ ρ α μ μ ά τω ν τον Ιο υ σ τ ιν ια ν ο ύ εντάχθηκε κ α ι η Π ρώ τη Ι ο υ σ τ ιν ια ν ή π ο υ ιδρύθηκε το 530 π ε ρ ίπ ο υ σ τ η γ ε ν έ τειρ ά τον (το ση μ ερινό C aricin Grad σ τ η Σ ερ β ία ). Αν κ α ι σε μ ικ ρ ή κ λ ίμ α κ α , η π όλη • π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι τ α συνήθη α σ τ ικ ά χ α ρ α κ τη ρ ισ τ ικ ά , όπ ω ς Α γορά, οδούς μ ε στοές, μ α γ α ζ ιά , λουτρά, υδρα γω γείο, κ αθώ ς ε π ίσ η ς καθεδρικ ό ναό κ α ι σ τ ρ α τ ιω τ ικ έ ς ε γ κ α τ α σ τά σ ε ις .
Η γεωργία αποτελούσε την κύρια απα σχόληση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η πλειονότητα του πληθυσμού ζούσε σε χωριά, εμπορικούς σταθμούς και διασκορπισμένους μικρότερους οικισμούς. Η ζωή σε αυτές τις περιοχές ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στις πόλεις, καθώς δεν υπήρχαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου τα δημόσια έργα και οι υπηρεσίες που χαρακτήριζαν τον αστικό βίο. Ωστόσο, η κάθε κοινότητα είχε έντονη ζωή προσαρμο σμένη σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια. Οι γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά κατάλοι πα μας παρουσιάζουν μια λεπτομερή εικόνα αυτής της ζωής, αλλά εστιάζουν σε ορισμένες μόνο περιοχές. Τα πιο σημαντικά κείμενα είναι οι Βίοι δύο αγίων από τη Μικρά Ασία του 6ου αιώνα, του αγίου Θεοδώρου της Συκεώνος και του αγίου Νικολάου των Μύρων. Τα ανασκαφικά δεδομένα παρέχουν καλή εικόνα του περιβάλλοντος του αγίου Νικολάου, αλλά και πολλών περιθωριακών περιοχών στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εξαιρετικά καλοδιατηρημένα χωριά και κωμοπόλεις αποκαλύπτουν υψηλό βιοτικό επίπεδο και απρόσμενα υψηλό βαθ μό πλούτου, ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές. Ταυτόχρονα όμως δείχνουν ότι η αγροτική ζωή ήταν πολύ φτωχότερη από την αστική, τοσο σε υλικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Ο Θεόδωρος της Συκεώνος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε χωριά της Γαλατίας στην κεντρική Μικρά Α σία- οι περιγραφές των θαυμάτων του μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε σαφή εικόνα των συνθη κών της εποχής. Οι συγκεκριμένες περιγραφές αποκαλύπτουν την επι κράτηση της θρησκείας και των προλήψεων, τα προβλήματα που μάστι ζαν τη ζωή στην ύπαιθρο, την οργάνωση της υπάρχουσας κοινότητας και τις σχέσεις της με την κάπως απόμακρη αλλά πάντα ισχυρή κεντρική
II ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΠΑΙΘΡΟ
εξουσία. Η ύπαιθρος περιλάμβανε ένα πυκνό δίκτυο ευημερούντων χω ριών, με σιτοβολώνες και αμπέλια, μουλάρια και βοοειδή. Κάθε χωριό είχε μία ή και περισσότερες εκκλησίες, καθώς και παρεκκλήσια, και πληθυσμό υπάκουο και δεκτικό στα κηρύγματα ενός τοπικού αγίου. Ο πληθυσμός της υπαίθρου, που αποτελούνταν κατ’ εξοχήν από γεωργούς, περιλάμβανε επίσης σιδηρουργούς, ασβεστοποιούς και κτίστες, καθώς και δασκάλους, μάγους, μάντεις και αληθινούς γιατρούς ή κομπογιαννίτες. Η προστασία από τις αρρώστιες και τα άλλα βάσανα ήταν διαρκής ανάγκη, καθώς η ύπαιθρος δοκιμαζόταν από ξηρασίες, πλημμύρες, χα λαζοθύελλες, ακρίδες, σκουλήκια και σκαθάρια, ενώ οι άνθρωποι υπέφε ραν από διάφορες αρρώστιες, η πιο επίφοβη από τις οποίες ήταν η πανώλη. Υπήρχαν επίσης συχνές περιπτώσεις ανθρώπων με χρόνια ή πα ροδική τρέλα, αιτία της οποίας εθεωρείτο η κατάληψη του ανθρώπου από δαίμονες. Οι δαίμονες κατοικούσαν παντού, ιδιαίτερα στα αρχαία ειδωλολατρικα ερείπια που αφθονούσαν. Από εκεί μπορούσαν να εξοστρακιστούν με τον δραστικό εξορκισμό τον οποίο εκτελούσε δημοσίως ένας άγιος άνδρας, σε μια τελετή που προκαλούσε έντονα συναισθήματα στον ντόπιο πληθυσμό. Αυτοί οι χωρικοί ήταν ελεύθεροι και φαίνεται ότι κατείχαν οι ίδιοι τη γη τουξ (δεν αναφέρεται σχεδόν'τίποτα για τους μισθωτές των μεγάλων γαιοκτησιών οι οποίες κυριαρχούσαν σε άλλες περιοχές). Είχαν τοπική διοίκηση στην οποία έπαιρναν μέρος οι γαιοκτήμονες και οι πρεσβύτεροι της κοινότητας, που έφεραν ποικίλους τίτλους. Κατά κανόνα διεκπεραίωναν τις υποθέσεις τους μόνοι τους, αλλά η ισχυρή και συχνά σκληρή κυβέρνηση παρενέβαινε για να καταστείλει οποιαδήποτε σοβαρή αναταραχή ή για να ερευνήσει πιθανή παραβίαση των νόμων, συμπεριλαμβανομένης και της λαθρανασκαφής για ανεύρεση θησαυρού. Τα νέα έφταναν στους αξιωματούχους της κεντρικής εξουσίας μέσω των οδικών αρτη ριών που διέσχιζαν την ύπαιθρο και αποτελούσαν ένα ξεχωριστό περι βάλλον. Οι οδικές αρτηρίες υπάγονταν στη δικαιοδοσία του κράτους και χρησιμοποιούνταν από τα στρατεύματα, τους υψηλούς αξιωματούχους και αγγελιαφόρους, οι οποίοι άλλαζαν τα άλογά τους στους ταχυδρομι κούς σταθμούς, κοιμόντουσαν στα πανδοχεία και συναναστρέφονταν τις πόρνες που συνήθως δούλευαν εκεί. Ακριβώς όπως και οι μεγάλες γαιο κτησίες των αριστοκρατών που βρίσκονταν διάσπαρτες στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα κοντά στις πόλεις, έτσι και οι οδικές αρτηρίες είχαν μεγαλύ τερη σύνδεση με τα αστικά κέντρα παρά με την ύπαιθρο. Ο Βίος του αγίου Νικολάου παρουσιάζει παρόμοια κατάσταση σε ένα διαφορετικό σκηνικό, στις ορεινές περιοχές αντί στην πεδιάδα. Εκτός από σιτάρι και κρασί, τα παραγόμενα προϊόντα περιλαμβάνουν και ξυ λεία, αφού η υλοτόμηση αλλά και η λατόμηση αποτελούν σημαντικές
125
C LI V E FO SS
τοπικές δραστηριότητες. Εδώ, επίσης, κάθε χωριό έχει τη δική του εκκλησία και οι χωρικοί βασίζονται στον άγιο άνδρα για να θεραπεύσει τις αρρώστιες τους και να απομακρύνει τα κακά πνεύματα. Σε αυτή την πιο απόμακρη περιοχή, οι ειδωλολατρικές συνήθειες επέζησαν για με γαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη και σε άλλα ορεινά μέρη της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο Βίος καταδεικνύει με σαφήνεια ότι τα χωριά ήταν στενά συνδεδεμένα με την πόλη και ότι το εμπόριο ήταν ζωτικό στοιχείο της ύπαρξής τους, καθώς επέτρεπε τη διατήρηση υψηλού επι πέδου ευημερίας. Αυτή η ευημερία διακρίνεται στα αρχαιολογικά κατά λοιπα πολυάριθμων χωριών στους λόφους πάνω από τα Μύρα, όπου συ γκροτήματα οικιών κτισμένα με λιθοδομή, συχνά θεμελιωμένα σε βαθμι δωτές πλαγιές, διατάσσονται γύρω από την τοπική λίθινη εκκλησία που συνήθως είναι επιμελημένης κατασκευής και φέρει διάκοσμο. Ανάμεσα σε αυτά τα χωριά βρισκόταν και το μοναστήρι της Αγίας Σιών το οποίο ίδρυσε ο ίδιος ο Νικόλαος. Το μοναστηριακό οικοδόμημα σώζεται, το ίδιο και ο εντυπωσιακός του θησαυρός από ασημένιους δίσκους, που μαρτυρεί τον εκπληκτικό πλούτο αυτής της απομακρυσμένης εκκλησίας, η οποία φαίνεται ότι προσήλκυσε προσκυνητές και ευκατάστατους δωρητές από τις πλούσιες παράλιες πόλεις, καθώς η περιοχή της Λυκίας συμπεριλάμβανε και μια ακτογραμμή διάσπαρτη από κωμοπόλεις και χωριά που συνέχιζαν ανατολικότερα προς την Κιλικία. Αυτή η παραθαλάσσια περιοχή αποτελούσε ένα ακόμα περιβάλλον του οποίου η ευημερία βασιζόταν όχι τόσο στη γεωργία (πολλοί από τους οικισμούς αναπτύσσονται σε βραχώδη ακρωτήρια ή παρακείμενα νησιά τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αυτάρκη), αλλά στο εμπόριο που ανθούσε σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα σε περιοχές που βρίσκονταν πάνω στις θαλάσσιες οδούς ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και στην Εγγύς Ανατολή. Αυτές οι παράκτιες περιοχές με πολλά διά σπαρτα ερείπια πέτρινων σπιτιών και εκκλησιών, ευημερούσαν την ίδια στιγμή που άλλες περιοχές στην ενδοχώρα, ιδιαίτερα οι ορεινές περιοχές χωρίς εύφορη γη ή αυτές που ήταν απομακρυσμένες από τις εμπορικές οδούς, δοκιμάζονταν έντονα από επιδρομές ληστών ή επαναστάσεις, προ βλήματα που οξύνθηκαν κατά τον 6ο αιώνα. Οι άπληστοι κυβερνήτες και φοροεισπράκτορες ήταν το ένα βάσανο των χωρικών το άλλο ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που διατηρούσαν ακόμη και ιδιωτικό στρατό, και οι στρατιώτες, που συχνά ενέδιδαν στον πειρασμό της λεηλασίας.
Στη Συρία συναντά κανείς τα καλύτερα διατηρημένα κατάλοιπα χω ριών στην ανατολική αυτοκρατορία. Ένα δίκτυο περίπου 700 χωριών δημιουργεί ένα εντυπωσιακό τοπίο στους ασβεστολιθικούς λόφους πά νω από τον ποταμό Ορόντη. Το κάθε χωριό περιλαμβάνει από 20 μέχρι και 50 πέτρινα σπίτια και μία ή περισσότερες εκκλησίες. Τα σπίτια.
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΠΑΙΘΡΟ
Ι2γ
διατεταγμένα ακανόνιστα κατά μήκος δενδροστοιχιώνή περιβόλων αντί οδών, έχουν τυφλούς εξωτερικούς τοίχους και κτίζονται συνήθως γύρω από την περίμετρο του χωριού, για να αποτρέψουν την είσοδο ληστών ή άγριων ζώων. Πρόκειται συνήθως για διώροφες κατασκευές με ανοι κτά μπαλκόνια που βλέπουν σε εσωτερικές αυλές και με τα δωμάτια (συνήθως δύο έως τέσσερα, αν και ο αριθμός συχνά ποικίλλει) διατε ταγμένα στον επάνω όροφο. Η επιμελημένη λιθοδομήτουςπαραπλάνησε τους παλαιότερους ερευνητές, οι οποίοι θεώρησαν ότι επρόκειτο για
Ναός του Αγίου Παύλου και του Μωυσή (418) ί Βαιπιστήριο (515)
Σπίτια (360, 364)
Σπίτια (485)
Ναός του Αγίου Σέργιου (537) Βαπτιστήριο (567)
Ρ υ μ ο τ ο μ ικ ό σχ έδιο τ ο ν D ar Qita, ενός χ ω ριού σ το υ ς α σ β ε σ τ ο λ ιθ ικ ο ν ς λόφους τη ς Σ υρ ία ς.
Δ ιώ ροφ α σ π ίτ ια σ τ η Σ ε ρ τζίλ α σ τους α σ β ε σ το λ ιθ ικ ο ν ς λόφους της Σ υρία ς. Η π ρόσο ψ η κ ο σ μ ε ίτα ι μ ε κ όγχ ες κ α ι κ αλοδουλεμένα ανάγλυφ α γ ε ίσ α π ου π εριβ ά λλουν τ ις εισ όδους κ α ι τ α παράθυρα. 6ος αιώ νας.
οικίες της αριστοκρατίας της υπαίθρου. Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα τι αριστοκρατικό ή αστικό σε αυτά τα σπίτια, όπου οι άνθρωποι κατοικού σαν στον επάνω όροφο και τα ζώα στο ισόγειο, ενώ οι αυλές χρησιμο ποιούνταν για κτηνοτροφικές και οικιακές δραστηριότητες και όχι γιε υποδοχές ή τελετές. Τα σπίτια σπάνια διαθέτουν αποχωρητήρια ή ξε χωριστά δωμάτια για κουζίνες, ούτε υπάρχουν λουτρά ή τρεχούμενο νερό Στα συνολικά 700 χωριά, υπάρχουν μόνο πέντε δημόσια λουτρά κα ουσιαστικά κανένα δημόσιο κτήριο. Οι χαρές της ζωής στην πόλη ήτα άγνωστες στην ύπαιθρο και οι κάτοικοί της έπρεπε να ταξιδέψουν πολ' για να τις απολαύσουν. Αυτά τα χωριά ζούσαν από την καλλιέργεια της ελιάς, ζωτική παρα γωγή την οποία μετέτρεπαν σε λάδι στα ελαιοτριβεία που έδρευαν, οπω και άλλες βιοτεχνικές δραστηριότητες, στην περιοχή γύρω από το χω ριό. Εκτός από την παραγωγή λαδιού, που ήταν αναμφίβολα η πι σπουδαία ασχολία, οι χωρικοί καλλιεργούσαν οπωροφόρα δέντρα κα ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Αυτά τα προϊόντα φαίνεται ότι τ πουλούσαν μόνο στις κοντινές πόλεις, καθώς οι αποδείξεις για τη διε ξαγωγή επιτόπιου εμπορίου είναι ελάχιστες: στα χωριά αυτά δεν υπα£
χουν κτήρια που να μπορούν να ταυτιστούν με καταστήματα ή ανοιχτές αγορές. Η ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στους αυτόχθονες πιθανότατα γινόταν στο πλαίσιο τοπικών εμποροπανηγύρεων σε πρόχειρες εγκατα στάσεις. Εν πάση περιπτώσει, το λάδι, το κρασί και το μαλλί προσέφεραν το πλεόνασμα που επέτρεπε στους ντόπιους να κτίσουν τα πέτρινα σπίτια τους, αρκετά συχνά να τα επεκτείνουν προσθέτοντας νέα δωμάτια και να κάνουν δωρεές στις εκκλησίες, τα κομψά και εντυπωσιακά κτή ρια των οποίων περιείχαν θησαυρούς, χρυσά νομίσματα ή ασημένιους δίσκους που σαφώς αντικατόπτριζαν το συσσωρευμένο κεφάλαιο της υπαίθρου. Το παράδειγμα των χωριών αυτών καταδεικνύει ότι η απαι τητική κρατική εξουσία της Ύστερης Αρχαιότητας δεν απομύζησε τον πλούτο της υπαίθρου (όπως κάποιοι συχνά ισχυρίζονται) για το δικό της όφελος ή το όφελος των πόλεων, αλλά επέτρεψε σε κάποιες περιοχές όπως αυτή να αναπτυχθούν και να ευημερήσουν. Σε πολλές περιοχές υπήρχαν πολύ μεγαλύτεροι οικισμοί, οι οποίοι δεν είχαν δημοτική εξουσία ή επισκόπους, τους θεσμούς δηλαδή που προσ διόριζαν τις πόλεϊς, ήταν όμως μεγαλύτεροι από τα χωριά. Αυτοί οι οι κισμοί περιλάμβαναν εκατό ή περισσότερα σπίτια (που συνήθως έμοια ζαν με τα σπίτια ενός χωριού, αν και συχνά ήταν μεγαλύτερα), πολυά ριθμες εκκλησίες, υπαίθριους χώρους που χρησιμοποιούνταν μάλλον ως αγορές, και ίσως ακόμα και κάποιο λουτρό. Μερικοί από αυτούς τους οικισμούς βρίσκονται στα σύνορα, οπότε παρουσιάζουν κάποια επιπλέον
Δύο δ η μ ο σ ία κ τή ρ ια σ τ η Σ ερ τζίλα . Σ τ α α ρ ισ τ ε ρ ά τ ο λουτρό το ο π ο ίο έ κ τισ α ν το 473 ο Ιονλια νός κ α ι η σύ ζυ γ ό ς τον, Δ όμνα, γ ια τ ις αν ά γκ ες τ ο ν χω ριού, όπ ω ς α να φ έρετα ι σ ε ε π ιδ α π έ δ ια επ ιγρα φ ή . Το κ τίσ μ α μ ε τ ις κ ιο ν ο σ το ιχ ίε ς σ τ α δ ε ξ ιά είν α ι μ ά λλον πανδοχείο.
ΐ3 °
CLIVE FOSS
χαρακτηριστικά, όπως οχυρώσεις, πύργους, στρατώνες και στρατιωτικά αρχηγεία. Οι πιο εντυπωσιακοί ανάμεσά τους είναι οι μεγάλοι οικισμοί στη Νεγκέβ, στην έρημο της Νότιας Παλαιστίνης, οι οποίοι θα μπορού σαν εύκολα να χαρακτηριστούν ως μικρές πόλεις, εσφαλμένα όμως, καθώς στερούνται των χαρακτηριστικών δημόσιων κτηρίων μιας πόλης. Ανάμεσά τους, στο άνυδρο τοπίο της υπαίθρου, βρίσκονται τα ερείπια πολύ μικρότερων διασκορπισμένων οικισμών, μερικοί από τους οποίους είχαν εμφανώς χρησιμοποιηθεί από νομάδες ή ημινομάδες. Το πιο σπουδαίο μνημείο της συριακής υπαίθρου δεν είναι ένα χωριό ή μια πόλη αλλά ένα μοναστήρι. Ο σταυροειδής ναός του αγίου Συμεών κτίστηκε τον 5ο αιώνα γύρω από τον στύλο πάνω στον οποίο στεκόταν ο άγιος. Το μέγεθος και ο πλούσιος διάκοσμος του ναού υποδηλώνουν αυτοκρατορική χορηγία, και η θέση του κοντά σε μια κύρια οδική αρτη ρία επέτρεπε τη συρροή προσκυνητών από κοντινά και μακρινά μέρη. Οι προσκυνητές διέμεναν σε πανδοχεία στην κωμόπολη κοντά στον ναό και αποτελούσαν προφανώς βασικό παράγοντα της ντόπιας οικονομίας, ι διαίτερα κατά τη διάρκεια των σημαντικών θρησκευτικών γιορτών, όταν μεγάλο πλήθος ερχόταν στην περιοχή όχι μόνο από ευλάβεια, αλλά και για να επωφεληθεί οικονομικά. Αυτές οι γιορτές περιλάμβαναν συνήθως ένα περιφερειακό εμπορικό πανηγύρι που μπορούσε να προσελκύσει ανθρώπους από μεγάλες αποστάσεις και συνέβαλε ουσιαστικά στην α νάπτυξη της ντόπιας οικονομίας. Παρόμοια προσκυνήματα υπήρχαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, μερικές φορές στις πόλεις (κατά κύριο λόγο στην Ιερουσαλήμ αλλά και στην Έφεσο και στη Θεσσαλονίκη), ή πολύ κοντά σε αυτές (όπως το σημαντικό συγκρότημα της αγίας Θέκλας κοντά στη Σελεύκεια της Ισαυρίας) και σπάνια σε απομακρυσμένες περιοχές της υπαίθρου, όπως η Μονή του Σινά. Αυτοί οι χώροι, συνήθως οι πιο φημισμένοι στην περιοχή τους, περιλάμβαναν συχνά μοναστήρια τα οποία αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο του αστικού περιβάλλοντος αλλά και της υπαίθρου. Οι μοναχοί ασχολούνταν με έργα ευλάβειας και φιλανθρωπίας, ενώ διαδραμάτιζαν και σημαντικό ρόλο στην τοπική βιο τεχνία. Τα μοναστήρια, είτε μικρά κελλιά στην έρημο, είτε μεγάλα συγκροτήματα στο άστυ και τα προάστια, υπήρχαν παντού, αλλά πε ρισσότερο μέσα σε πόλεις ή κοντά, και για τα περισσότερα από τα επί μέρους οικοδομήματά τους ακολουθούσαν τους κανόνες της αρχιτεκτονι κής των οικιών. Τα αστικά κέντρα, οι πόλεις όπου γίνονταν εμπορικά πανηγύρια, τα χωριά και τα μοναστήρια αποτελούσαν όλα μέρος ενός αλληλοεξαρτώμενου συστήματος, που συνδεόταν μέσω του εμπορίου και ενδυναμωνό ταν από το πολιτικό και το εκκλησιαστικό σύστημα. Όσο και αν εκχρι στιανίστηκαν, διατήρησαν τις βασικές δομές του ελληνορωμαϊκού κό-
I
I
Αριστερά: Α πό την μ ε γ ά λ η ε κ κ λ η σ ία σ τ ο Qalb L oseh, σ τουζ α σ β ε σ το λ ιθ ικ ο ν ς λόφους της Σ υ ρ ία ς, δ ια σ ώ ζ ε τ α ι τ μ ή μ α της λ ίθ ινη ς οροφής. Τα π λ ά γ ια κ λ ιτή α ν ο ίγ ο ν τα ι δ ιά π λ α τ α π ρος το κεντρικό, καθώ ς χ ω ρ ίζ ο ν τα ι α π ό α υ τό όχ ι μ ε τ η ν π α ρ α δ ο σ ια κ ή κ ιο ν ο σ τ ο ιχ ία , α λλά μ ε π εσ σ ο ύ ς π ο υ σ τη ρ ίζ ο υ ν ευρέα τ ό ξ α κ α ι δ ια τ ά σ σ ο ν τ α ι σε α ρ κετή α π ό σ τ α σ η ο ένας α π ό τον άλλον. 5ος αιώ να ς.
Κάτω: Ε ρ είπ ια ενός μ ε γά λο υ χ ω ρ ιο ύ σ τ ο S h a ’ib S hahr ν ο τ ιο α ν α τ ο λ ικ ά της Έ δεσσα ς σ τ η Μ εσ ο π ο τα μ ία . Η λιθοδομή τω ν διώ ροφ ω ν σ π ιτ ιώ ν μ ο ιά ζ ε ι μ ε αυτήν τω ν σ π ιτ ιώ ν στους α σ β ε σ το λ ιθ ικ ο ν ς λόφους της β ό ρ εια ς Σ υρ ία ς.
1 32
Δεξιά: Α εροφ ω τογραφ ία λουτρού π ο υ κ τ ίσ τ η κ ε π ε ρ ί το 558 σ τ η ν Α νδρώνα σ τ η σ υ ρ ια κ ή σ τέπ α . Αν κ α ι αναφ έρεται ω ς κώμη (χω ριό), α υ τή η μ ε γ ά λ η ς έ κ τα σ η ς α ρ χ α ιο λ ο γ ικ ή θέση έχει δ ιπ λ ά ο χ υ ρ ω μ α τικ ά τείχ η , σ τρ α τώ ν α , 12 π ε ρ ίπ ο υ εκ κ λη σ ίες, κ α ι μ ε γ ά λ ε ς δεξαμενές νερού. Κάτω: Κ οντά σ τ η ν Α νδρώνα β ρ ίσ κ ε τ α ι το Q uasr ibn W ardan, ένα « κ τ ή μ α της ερήμου» Ο μ μ ενα δικού τύπου. Π εριλάμβανε εκ κ λη σ ία , σ τ ρ α τώ ν α (561) κ α ι π α λ ά τ ι (που ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι εδώ ) μ ε μ ε γ ά λ η τρ ίκ ο γ χ η α ίθ ο υ σ α υποδοχής, π ο υ κ τ ίσ τ η κ ε το 564.
C LI V E F O S S
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
σμου, με τις ακμάζουσες πόλεις κρυμμένες στην αχανή ύπαιθρο από την οποία εξαρτώνταν, στον ίδιο βαθμό που και τα χωριά εξαρτώνταν από αυτές. Αν και η παρουσία δημόσιων κτηρίων ψυχαγωγικού χαρακτήρα διαφοροποιούσε έντονα τον κόσμο της πόλης από τον κόσμο της υπαί θρου, το εμπόριο και η οικονομία τούς συνέδεαν άρρηκτα. Όταν οι πόλεις παρήκμασαν ή κατέρρευσαν, δημιουργήθηκε ένας διαφορετικός κόσμος.
133
Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός C Y R I L MANGO
Την εποχή που ο Κωνσταντίνος ασπάστηκε τον χριστιανισμό (312) οι χριστιανοί δεν αποτελούσαν παρά μία μικρή μειονότητα του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, που έφθανε περίπου το 10 τοις εκατό, —αν και ο αριθμός αυτός είναι καθαρά υποθετικός. Υπήρχαν περισσότεροι χριστια νοί στις πόλεις παρά στην ύπαιθρο, περισσότεροι στην Ανατολή παρά στη Δύση. Αν και οι πρώτοι χριστιανοί ανήκαν στις κατώτερες τάξεις, γρήγορα άρχισαν να πληθαίνουν και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αν εξαιρέσουμε τους Εβραίους, που δεν ήταν πολυάριθμοι, και κάποιες περιθωριακές αιρέσεις, όπως οι μανιχαίοι, το μεγαλύτερο μέρος του πλη θυσμού αποτελούνταν από οπαδούς παραδοσιακών τοπικών θρησκειών, τους οποίους αποκαλούμε ειδωλολάτρες. Η ειδωλολατρία ήταν ένα συ νονθύλευμα λιγότερο ή περισσότερο συμβατών μορφών λατρείας που συ νυπήρχαν κάτω από την ελληνορωμαϊκή «ομπρέλα» χάρη σε μια διαδι κασία αμοιβαίας ταύτισης θεοτήτων. Στη σκέψη των αρχαίων (και αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα σε ορισμένα μέρη του πλανήτη) η θρησκεία (relig io ) αποτελούσε ένα σύνολο τελετουργιών, κληροδοτημένων εντολών μεγάλης παλαιότητας, οι οποίες εκτελούνταν τόσο εντός της οικογένειας όσο και δημόσια, για να απο τρέψουν τον θυμό των θεών και να εξασφαλίσουν την ευημερία της κοι νότητας. Ακόμη και αρκετά αργότερα, περί το 500 μ.Χ., ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος θεωρούσε ως σοβαρή αιτία για την πτώση της αυ τοκρατορίας την αποτυχία του Κωνσταντίνου να εορτάσει τους Δημό σιους Αγώνες, πράγμα που όφειλε να γίνει το αργότερο το 313 μ.Χ. Η ρωμαϊκή θρησκεία ήταν περισσότερο κρατική παρά ιδιωτική, πράγμί που σημαίνει ότι ήταν κατευθυνόμενη από το κράτος. Δεν είχε ούτε ιερ' κείμενο ούτε επαγγελματίες ιερείς ούτε θεολογία. Διέφερε από τη δει σιδαιμονία (superstitio ), καθώς η τελευταία οριζόταν ως ένα υπερβολικά και παράλογο δέος προς τους θεούς. Η θρησκεία (relig io ) ήταν ορθή κα ευπρεπής. Δεν ενδιαφερόταν για τα μεγάλα ερωτήματα, όπως η γένεσ του σύμπαντος, το νόημα ή τα έσχατα της ζωής. Οι λίγοι που ενδιαφέ ρονταν για τέτοιες βαθιές έννοιες στρέφονταν στη φιλοσοφία, η οποί
§
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
εθεωρείτο διαφορετικού είδους ενασχόληση. Υπήρχαν αρκετά είδη φιλο σοφίας και όλα με ελληνική καταγωγή: αριστοτελισμός, πλατωνισμός (παλαιός, μέσος και ύστερος), στωικισμός, η φιλοσοφία του Επικούρου, η φιλοσοφία του Πυθαγόρα, η φιλοσοφία των Κυνικών κ.λπ. Η φιλοσοφία βασιζόταν στην ανθρώπινη λογική, όχι στην υπερφυσική αποκάλυψη, και η επιλογή μίας συγκεκριμένης αίρεσης δεν εθεωρείτο ασυμβίβαστη με την άσκηση της παραδοσιακής θρησκείας, αν και οι οπαδοί του Επικού ρου (που πίστευαν ότι οι θεοί δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τις ανθρώ πινες υποθέσεις) αντιμετώπιζαν κάποια δυσκολία από αυτή την άποψη. Γενικά, η διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία και στη φιλοσοφία ήταν πιο ξεκάθαρη κατά τους πρώιμους αιώνες πριν η φιλοσοφία αρχίσει να κι νείται από τον ορθολογισμό στον μυστικισμό και πριν η θρησκεία απο κτήσει κάποιου είδους θεολογικό περιεχόμενο. Ήταν άραγε ο χριστιανισμός μια θρησκεία (religio), ένα σύνολο δει σιδαιμονιών (superstitio) ή ένα φιλοσοφικό σύστημα; Σύμφωνα με τα ρωμαϊκά δεδομένα, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως θρη σκεία. Αντί να είναι κρατική, παρουσιαζόταν ως μια υπόθεση που αφο ρούσε τους απανταχού περιθωριακούς. Δεν εμπεριείχε τίποτα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λατρεία, όπως η προσφορά θυσίας σε αγάλματα. Είχε βέβαια τις τελετουργίες της, αλλά αυτές ελάμβαναν χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Έχοντας υπόψη τις μελλοντικές εξελί ξεις, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι οι πρώτοι χριστιανοί, αντιδρώντας στην τυπολατρία των Εβραίων, ελάχιστα επέμεναν στην ακριβή εφαρμογή και στην ομοιομορφία του τυπικού. Υπογράμμιζαν μάλιστα ότι οι Απόστολοι δεν τους είχαν ορίσει καμία άλλη υποχρέωση
!35
Οι ε π τ ά σ ο φ ο ί μ ε τον Σ ω κ ρ ά τη σ τ ο κέντρο. Ψ η φ ιδω τό τ ο ν 4σν α ιώ ν α μ.Χ., π ο υ αποκ αλύφ θ ηκ ε κ ά τ ω α π ό το δάπεδο τ ο ν κ α θεδρικ ού ναού της Α πάμειας. Έ χει συνδεθ εί μ ε τη σχολή τη ς νεο π λα τω νική ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς π ου γ ν ω ρ ίζο υ μ ε ά τι άνθησε σε α υ τή την πόλη.
ι
36
CYRIL MANGO
Η α ν ω τερ ό τη τα τη ς θ ρ η σ κ ε ία ς έναντι τη ς ε π ισ τή μ η ς. Α πό τ η μ ια μ ε ρ ιά , ο α στρ ονόμ ος Π τολεμ αίο ς μ ε την π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η της Σ κέψ η ς π ίσ ω τον, π ρ ο σ π α θ ε ί να λ ύ σ ει κ ά π ο ιο πρόβλημα. Α π έναντι τον, ο Ε ρμής ο Τ ρ ισ μ έγ ισ το ς β λέ π ε ι τη ν επ ιφ ά νεια , π ιθ α ν ό τα τα τ ο ν Χ ριστού, τον οπ ο ίο υπ οδεικ νύει η άλλη π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η . Α ργυρός δ ίσ κ ο ς τ ο ν 5ον α ιώ ν α (45 X48 εκ.). Β ρέθηκε σ τ η θ ά λ α σ σ α , κ ο ντά σ τ η ν α κ τή της Γ άζας.
από το «άπέχεσθαι είδωλοθύτων καί αίματος καί πνικτών καί πορνείας» (Π ράξεις 15, 29). Ένας άλλος παράγοντας που υπονόμευσε τον χριστιανισμό ήταν η νεα ρή του ηλικία που ερχόταν σε αντίθεση με την παλαιότητα των αξιοσέβαστων θρησκειών που ήταν αρχαίες. Από αυτή την άποψη, οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι είχαν ένα ακατανίκητο πλεονέκτημα, ενώ οι Εβραίοι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ο Μωυσής, ο νομοθέτης τους, είχε ζήσει χίλια χρόνια πριν τον Τρωικό Πόλεμο, και εν πάση περιπτώσει πολύ πιο πριν από τους Έλληνες σοφούς. Οι παραδοσιακοί ειδωλολάτρες, για τους οποίους οι ιστορικές μαρτυρίες δεν ήταν παλαιότερες του 6ου αιώνα π.Χ., μπορούσαν αν μη τι άλλο να αναφερθούν στον Ορφέα και σε άλλους ημί θεους από το μακρινό παρελθόν. Οι χριστιανοί από τη μεριά τους μπο ρούσαν μόνο να πουν «Είμαστε του χθες (hestemi sumus), αλλά οι Γραφές
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
μας είναι αρχαίες», ισχυρισμός που απαιτούσε την αμφισβητήσιμη επε ξήγηση: «Έχουμε τις ίδιες Γραφές με τους Εβραίους, αλλά εκείνοι δεν τις κατανοούν όπως εμείς». Τελικά, επινοήθηκαν διάφορες σοφιστείες για να αποδειχθεί ότι ο χριστιανισμός ήταν όχι μόνο αρχαίος αλλά ου σιαστικά η αρχαιότερη θρησκεία όλων: γιατί ενώ ο Αβραάμ ήταν ο ιδρυ τής του ιουδαϊσμού, οι δίκαιοι πατριάρχες πριν από αυτόν, που δεν ήταν ούτε Εβραίοι ούτε ειδωλολάτρες, μπορούσαν να χαρακτηριστούν μόνο ως πρωτοχριστιανοί. Έτσι, ο χριστιανισμός μπορούσε να εμφανιστεί τόσο παλιός όσο και ο κήπος της Εδέμ. Ο χριστιανισμός ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο πρόσφατος απ’ ό,τι έδειχνε, καθώς όχι μόνο το όνομά του εμφανίστηκε επί Τιβερίου, αλλά και το δόγμα του είχε αναθεωρηθεί ολοκληρωτικά από την εποχή των Αποστόλων. Δεν είναι του παρόντος να περιγράφουμε τις διαδοχικές προσαρμογές και επεξεργασίες που μετέτρεψαν ένα ασήμαντο μεσσια νικό κίνημα σε μια Εκκλησία με παγκόσμια απήχηση, αλλά είναι ση μαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η χριστιανική διδασκαλία δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί την περίοδο κατά την οποία ο Κωνσταντίνος την οικειοποιήθηκε με συνέπειες που έμελλε να γίνουν αισθητές σε όλη τη διάρκεια.της βυζαντινής ιστορίας. Ο Κέλσος (περίπου 180 μ.Χ.) δεν ήταν καλά ενημερωμένος όταν ισχυρίστηκε ότι ο χριστιανισμός είχε απήχηση μόνο στις γυναίκες, στα παιδιά και στους σκλάβους καθώς, ακριβώς την ίδια στιγμή που έγραφε τα αντιρρητικά του συγγράμματα, χριστιανοί διανοούμενοι είχαν ήδη ξεκινήσει ανεπιστρεπτί την προσπάθειά τους να μετατρέψουν τη θρησκεία τους σε φιλοσοφία, δηλαδή σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα με συνοχή, που δίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο πνευ ματικό επίτευγμα της Ύστερης Αρχαιότητας. Το συνθετικό έργο που προέκυψε από αυτή τη διαδικασία είναι τόσο γνωστό, ώστε συνήθως ξεχνάμε τη μεγάλη επιστημονική προσπάθεια και την κριτική σκέψη που χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί. Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά ελληνικά φιλοσοφικά ρεύματα, η χριστιανική φιλοσοφία βασιζόταν σε αποκαλυπτικά κείμενα που η κάθε λέξη τους είχε μεγάλη βαρύτητα. Η πλειονότητα αυτών των κειμένων (το σύνολο των οποίων τώρα ονομά ζουμε Παλαιά Διαθήκη), ένα μείγμα φυλετικής ιστορίας, τελετουργικών επιταγών, κοσμολογίας, προφητείας και εμπνευσμένων στοχασμών, ή ταν όχι μόνο εντελώς ξένη στους κατοίκους της Μεσογείου, αλλά και προσιτή μόνο μέσω μίας μετάφρασης στην καθομιλουμένη ελληνική (της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα), η ακρίβεια της οποίας δεν ήταν δεδο μένη. Ως πρώτο βήμα, λοιπόν, ολόκληρο το κείμενο της Παλαιάς Δια θήκης έπρεπε να αντιβληθεί με το εβραϊκό πρωτότυπο- τα απόκρυφα έπρεπε να εκβληθούν από τον κανόνα- καθένα από τα βιβλία της Αγίας
Γ37
C Y R IL MANGO
Γραφής έπρεπε να ερμηνευθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να προβληθεί τόσο το κυριολεκτικό όσο και το συμβολικό του νόημα' τα στοιχεία που δεν είχαν πλέον εφαρμογή, όπως οι τελετουργικές επιταγές, έπρεπε να εντο πιστούν. Όλα αυτά όμως ήταν μόνο η αρχή. Βλέποντας ότι η Παλαιά Διαθήκη ήταν κατά κύριο λόγο ένα βιβλίο ιστορίας με θέμα τις περιπέ τειες ενός περιθωριακού έθνους, η αφήγηση και η χρονολόγησή του έπρεπε να εναρμονισθούν με τις αναφορές (οι περισσότερες φανταστικές, ωστόσο αποδεκτές) των Ελλήνων, των Ρωμαίων, των Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων. Η αφήγηση της Δημιουργίας στο βιβλίο της Γένεσης έπρεπε να αποκτήσει αξιοπιστία στο πλαίσιο της σύγχρονης κοσμολο γικής σκέψης. Έπρεπε να εξηγηθεί γιατί στο μεγαλύτερο μέρος της καταγεγραμμένης ιστορίας ο Παντοδύναμος είχε ενδιαφερθεί τόσο πολύ για τη σωτηρία των Εβραίων, αποκλείοντας όλα τα άλλα έθνη, και γιατί η ενανθρώπιση του Χριστού πραγματοποιήθηκε τόσο αργά. Επιπλέον, στο κέντρο αυτού του συστήματος βρισκόταν ο αξεδιάλυτος γρίφος του Χριστού-Λόγου, ο οποίος υπήρχε «με τον Θεό» από την αρχή, είχε δημιουργήσει τα πάντα, και στη συνέχεια, με τρόπο εντελώς παράδοξο και απαράδεκτο για τη σύγχρονη ειδωλολατρική σκέψη, «ενσαρκώθηκε» και μάλιστα βίωσε ταπεινωτικό θάνατο ανάξιο ενός θεού. Προερχόταν ο Λογος από τον Πατέρα ή ήταν ένα εντελώς ξεχωριστό πρόσωπο και, εάν ισχυε το τελευταίο, ήταν αυτός αυθύπαρκτος ή είχε δημιουργηθεί από τον Πατέρα σε κάποιο αόριστα απόμακρο χρόνο, γεγονός που θα τον καθιστούσε, τρόπον τινά, θεότητα δευτέρας διαλογής; Αυτά ήταν μερικά από τα αναπόφευκτα προβλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της προσπάθειας να μετατραπεί ο χριστιανισμός σε ένα φιλοσοφικό σύστημα, και η επίλυσή τους, ειδικά σε ό,τι αφορά τον Χριστό-Λόγο, έμελλε να διαρκέσει περισσότερο από τρεις αιώνες μετά τον Κωνσταντίνο. Εάν, ωστόσο, πάμε πίσω σε μια πρωϊμότερη περίοδο, θα ανακαλύψουμε ότι ορισμένοι ένθερμοι χριστιανοί, δίνοντας την πρέπουσα σημασία στην παραίνεση του αποστόλου Παύλου «Βλέπετε μή τις ύμας έσται ό συλαγωγών διά της φιλοσοφίας καί κενής απάτης» (Προς Κολασσαεΐς 2, 8), δεν επιθυμούσαν να ακολουθήσουν το μονοπάτι της φιλο σοφίας. Σε αυτό το ζήτημα υπήρχε αρκετή ασάφεια. Αφενός, ο χριστια νισμός ήταν, σύμφωνα με τον άγιο Ιουστίνο τον Μάρτυρα, το μόνο «αληθές και επωφελες» είδος φιλοσοφίας· αφετέρου, η Αθήνα δεν είχε καμία σχέ ση με την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το γνωστό απόφθεγμα του Τερτυλλιανού (Quid ergo Athenis et Hierosolymis? Quid academiae et ecclesiae? [...] Nostra institutio de porticu Solomonis est1). Οι χριστιανοί δεν ήταν
i
:
:
!i
i
1 «Τι σχέση έχει λοιπόν η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ; Τι σχέση έχει η Ακαδημία με την Εκκλησία; ... Η διδασκαλία μας προέρχεται από τη Στοά του Σολομώντος».
I
I
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
φιλόσοφοι όχι μόνο επειδή η φιλοσοφία ήταν μάταιη και ανίκανη να δώσει σαφείς απαντήσεις, αλλά επι πλέον (και αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία) επειδή δεν ήταν αποτελεσματική, αφού αδυνατούσε να εκ διώξει τους δαίμονες. Ο χριστιανισμός μπορούσε. Ο Τερτυλλιανός κυριολεκτούσε στα λεγόμενά του στον ίδιο βαθμό που και οι δαίμονες της Καινής Διαθήκης εκλαμβάνονταν ως αληθινοί. Άνθρωποι με την παιδεία του Μάρκου Αυρηλίου θα χλεύαζαν τέτοιες παιδαριώδεις αντιλήψεις, αλλά η πίστη στην ύπαρξη των δαιμόνων ήταν ενδημική στην Ύστερη Αρχαιότητα. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτοί δεν ήταν οι δαίμονες (κατώτερες θεότητες) της ελλη νικής σκέψης, αλλά κακόβουλα πνεύματα, αθάνατα και ευκίνητα, τα οποία βασάνιζαν όχι μόνο τους αν θρώπους αλλά και τα κατοικίδια ζώα, προκαλώντας παραφροσύνη, πολλά είδη ασθενειών και στους αν θρώπους αμαρτωλές επιθυμίες. «'Ό τι ούκ έστιν ήμΐν ή πάλη», έγραψε ο απόστολος Παύλος, «προς αιμα και σάρκα, άλλα προς -τάς άρχάς, προς τάς ε ξουσίας, προς τούς κοσμοκράτορας του σκότους του αΐώνος τούτου» (Προς Έφεσίονς 6,12). Οι άρχοντες {κοσμοκράτορες) του σκότους ήταν οι δυνάμεις των δαιμόνων που εξούσιαζαν τον κάτω κόσμο. Ολόκληρο το οικοδόμημα της ειδωλολατρίας μπορούσε να θε ωρηθεί ως μια τεράστια μηχανή παραγωγής δαιμό νων, αλλά η καταστολή της δεν συνεπάγετο και το τέλος της δραστηριότητας των δαιμόνων. Διωγμένοι από τους ειδωλολατρικούς ναούς, όπου απολάμβαναν το λίπος και τον καπνό από τις θυσίες που ρίχνονταν στο πυρ του βωμού, οι δαίμονες μετακόμισαν στην ύπαιθρο, σε τάφους και απομονωμένα μέρη, αλλά ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμοι στα ταραγμένα στρώμα τα της ανώτερης ατμόσφαιρας. Από την πρώτη κιό λας στιγμή ο χριστιανισμός είχε αποδείξει ότι ήταν το πιο αποτελεσμα τικό όπλο εναντίον των δαιμόνων. Ο Χριστός, εξορκιστής και ο ίδιος, είχε ξεκάθαρα υποσχεθεί στους μαθητές του ότι θα τους χάριζε τη δύναμη να πολεμήσουν τους δαίμονες και χάρη σε αυτό το δώρο ο χριστιανισμός κέρδισε τους πρώτους οπαδούς του —ίσως μάλιστα την πλειονότητα των πρώιμων οπαδών του. Επηρεασμένοι από την ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης, συνηθίζου-
χ39
Ε ιδω λολά τρες σοφ οί, εδώ ο «Έ λλην» Π υθαγόρας κ α ι η « β α σ ίλ ισ σ α Σ ίβ υ λ λ α » , π ροφ ητεύουν τη ν έλευ ση του Χ ριστού. Τ ο ιχ ο γ ρ α φ ία μ ε τη ν α π ε ικ ό ν ισ η τη ς Ρ ίζ α ς τ ο ν Ι ε σ σ α ί. Μ ανή Voronet, Μ ολδαβία, 1547 μ,Χ.
CYRIL MANGO
με να θεωρούμε τον προσηλυτισμό στον χριστιανισμό ως άνοδο σε μια υψηλότερη βαθμίδα στην κλίμακα του πολιτισμού και της παιδείας. Κάτι τέτοιο ισχύει αναμφίβολα στην περίπτωση των Σαξόνων, των Νορβη γών, των κατοίκων της Βαλτικής και των Σλάβων. Αλλά στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας ο εκχριστιανισμός εθεωρείτο συχνά, από τους καλ λιεργημένους ανθρώπους, ως υποβιβασμός. Αυτό δεν σημαίνει ότι μετά το τέλος του 2ου αιώνα ο χριστιανισμός μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εχθρός της διανόησης και του πνεύματος. Αντιθέτως, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, γινόταν ιδιαίτερα πολυμαθής και καταπιανόταν με άφθονες πραγματείες περί «θεωρίας» και απολογητικής, οι οποίες αντλούσαν ευ ρέως από την ειδωλολατρική φιλοσοφία. Πόσοι μη χριστιανοί διάβαζαν αυτές τις πραγματείες παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα, αλλά εάν είχαν μπει στον κόπο να τις διαβάσουν, θα τις έβρισκαν τόσο βαρετές όσο και τα εγχειρίδια του μαρξισμού-λενινισμού που εκδίδονταν μέχρι πρόσφατα στις «σοσιαλιστικές» χώρες. Και εδώ έγκειται η δυσκολία του πράγμα τος. Διότι εκείνη την εποχή υπήρχε μια ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη, αν και όχι τόσο διαδεδομένη φιλολογική παιδεία στην οποία πρέπει τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας. Αυτή η παιδεία βασιζόταν σ’ ένα σύστημα εκπαίδευσης που είχε παραμείνει ουσιαστικά αναλλοίωτο από την ελλη νιστική περίοδο και το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ελεύ θερο» και μη τεχνικό. Τα αγόρια συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων, αφού πρώτα μελετούσαν στη δεύτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης τους κλασικούς ποιητές (κυρίως τον Όμηρο και τον Ησίοδο) καθώς και μερι κούς τραγικούς (κυρίως τον Ευριπίδη), σπούδαζαν στη συνέχεια ρητορι κή, η οποία εθεωρείτο ως γενική προπαρασκευή για οποιοδήποτε επάγ γελμα ακολουθούσαν, είτε αυτό ήταν τα νομικά είτε μια θέση στον κρατικό μηχανισμό ή στη δημοτική αρχή είτε η διδασκαλία είτε, τέλος, μια άνετη ζωή με πνευματικό περιεχόμενο. Η ρητορική δεινότητα, χαρακτηριστικά υποδείγματα της οποίας θεωρούνταν τα έργα του Δημοσθένη και των άλλων αττικών ρητόρων, σήμαινε την ικανότητα να μιλά και να γράφει κανείς σ’ ένα αποδεκτό ύφος, έτσι όπως αυτό είχε διαμορφωθεί σε δεκάδες εγχειρίδια, χρησιμοποιώντας ένα αρχαϊκό ιδίωμα, συγκεκριμένα την αττική διάλεκτο, που από μόνη της αποτελούσε σήμα κατατεθέν μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Αν και χωρίς καμία ιδεολογική σκο πιμότητα, αυτό το είδος της παιδείας διαπνεόταν από ειδωλολατρικές παραδόσεις. Τα αγόρια έπρεπε να μελετήσουν τους μύθους και τις γενε αλογίες των θεών και τα κείμενα που αποστήθιζαν έβριθαν από ειδωλολατρικές αξίες. Οι μαθητές επεδίωκαν επίσης, όχι μόνο επειδή υποβοη θούσε την άσκηση στη ρητορική αλλά και για τη δική της εγγενή αξία, τη συσσώρευση ποικίλων γνώσεων που προέρχονταν από τη γραμματική, την ιστορία, τη μυθολογία, τη γεωγραφία, την αστρολογία, όλα στοιχεία
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
γνώσης μιας παλαιάς κουλτούρας, τα οποία τα συνέλεγαν από βιβλία, τα ανθολογούσαν και τα επεδείκνυαν σε συζητήσεις μετά το δείπνο. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τον ενθουσιασμό που προκαλούσε η άσκηση της ρητορικής σε ολόκληρο τον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο. Καθη γητές της ρητορικής (οι αποκαλούμενοι ρήτορες ή σοφιστές) κατείχαν θέσεις που χρηματοδοτούνταν από δωρεές στα πανεπιστήμια των ση μαντικότερων πόλεων. Αυτοί οι καθηγητές προσείλκυαν μαθητές από μακρινές περιοχές, παρουσίαζαν δημόσια τις ικανότητές τους μπροστά σε πολυπληθή ακροατήρια, απεστέλλοντο ως πρέσβεις για να υποστη ρίξουν τα ντόπια συμφέροντα και τιμούνταν με αγάλματα. Μαζί με τους διάσημους φιλοσόφους, ήταν η μόνη τάξη ανθρώπων (εκτός από τους ηγεμόνες) για τους οποίους συντάσσονταν βιογραφίες, πριν το ίδιο προ νόμιο επεκταθεί και στους αγίους. Πάνω απ’ όλα, όμως, η ρητορική αποτελούσε τον πολιτιστικό κρίκο που συνέδεε τις ανώτερες τάξεις στις απομακρυσμένες πόλεις της αυτοκρατορίας. Όχι μόνο συνέρρεαν μαθη τές από ποικίλες περιοχές, αλλά και οι ίδιοι οι καθηγητές αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση. Ανάμεσα σε αυτούς που έχαιραν φήμης τον 4ο αιώνα συγκαταλέγονται ένας Άραβας, ένας άνδρας από τη Φοινίκη, ένας Μεσοποτάμιος από τη μακρινή Νίσιβη και, προς μεγάλη μας έκπληξη, ένας χριστιανός Αρμένιος που φέρει το υπέροχο όνομα Προαιρέσιος. Ας χρησιμοποιήσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, εκείνο του Λ ι βανιού (314-393),- ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ο κατ’ εξοχήν διανοού μενος του 4ου αιώνα. Το σωζόμενο έργο του, το οποίο κατά μεγάλο μέρος δεν διαβάζεται σήμερα, καλύπτουν έντεκα τόμοι της καθιερωμένης έκ δοσης και αποτελείται από 64 ρητορικούς λόγους, 1.544 επιστολές, 51 αγορεύσεις και άφθονες σχολικές ασκήσεις. Ο Λιβάνιος ήταν μέλος της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων και για μισό περίπου αιώνα κατείχε την έδρα της ρητορικής στη γενέτειρά του, Αντιόχεια. Γεννημένος 10 χρόνια προτού ο Κωνσταντίνος γίνει κύριος των ανατολικών επαρχιών, φίλος και θαυμαστής του αυτοκράτορα Ιουλιανού, έζησε σε όλη τη διάρ κεια της βασιλείας του μαχητικού χριστιανού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α', ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο Λιβάνιος ήταν ειδωλολάτρης, του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του πραίτορα. Παρ’ όλα αυτά, ο Λιβάνιος μας δίνει ελάχιστες πληροφορίες για τις βαρυσήμαντες ιδεολογικές αλ λαγές τις οποίες και ο ίδιος βίωσε, και ουσιαστικά στο θέμα του χρι στιανισμού σιωπηλά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο ίδιος ζούσε σ’ έναν γυάλινο πύργο. Περίπου 200 από τους μαθητές του είναι γνωστοί με τ ’ όνομά τους και ο ίδιος έκανε ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήσει χρη σιμοποιώντας τις γνωριμίες του. Οι μαθητές του έγιναν αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι, δικηγόροι, δάσκαλοι μέλη δημοτικών συμβουλίων, δη-
C Y R IL MANGO
μιουργώντας έτσι ένα τεράστιο δίκτυο προσωπικών σχέσεων. Ανάμεσα τους υπήρχαν χριστιανοί, στους οποίους συγκαταλέγονται (έτσι τουλά χιστον λέγεται) ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, ένας εξέχων θεολόγος της συριακής Εκκλησίας. Ο Λιβάνιος ασχολήθηκε με ορισμένα θέματα που τον αφορούσαν: υπερασπίστηκε τον πολιτισμό όπως τον αντιλαμβανό ταν' επέκρινε τους «επαγγελματίες» που άρχισαν να μελετούν νομικά και στενογραφία για να προαχθούν στην αυτοκρατορική υπηρεσία- θρή νησε το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών. Ήταν πολύ διάσημος για να λογοκριθεί ή να τιμωρηθεί από μια χριστιανική κυβέρνηση. Αλλά ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας του; Σίγουρα όχι η προσωπικότητά του. Στην αυτοβιογραφία του παρουσιάζεται ματαιόδοξος, νευρωσικός, προ ληπτικός και κακόβουλος, ιδιαίτερα προς τους αντιπάλους του. Θα πρέ πει, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι η φήμη του, που διατηρήθηκε αναλ λοίωτη και στις επόμενες γενιές, οφειλόταν στις αδιαμφισβήτητες φι λολογικές και ρητορικές ικανότητές του. Ο Λιβάνιος παρέμεινε το πρό τυπο της ρητορικής σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο (έτσι εξηγείται και η διάσωση των έργων του) και μόλις τον 19ο αιώνα άρχισε να λησμονιέται. Ακόμα και σήμερα πρέπει να διαβάζουμε τα έργα του στη γλώσσα στην οποία τα έγραψε (στα ελληνικά), καθώς μικρό μόνο μέρος της λογοτε χνικής του παραγωγής έχει μεταφραστεί σε κάποια σύγχρονη ξένη γλώσσα. Πώς μπορούσε να αντιδράσει η Εκκλησία στο είδος του πολιτισμού και της παιδείας που αντιπροσώπευε ο Λιβάνιος; Εκτός από το να τα απορρίψει εξ ολοκλήρου (η σκληροπυρηνική λύση), θα μπορούσε ή να συναινέσει σε αυτά ή να αντιπροτείνει ένα πρόγραμμα με το έργο νέων χριστιανών συγγραφέων κατάλληλο για τη σχολική παιδεία. Τέτοιου είδους χριστιανική φιλολογία, ωστόσο, δεν υπήρχε' και η Αγία Γραφή, παρά το συχνά ρωμαλέο κείμενό της, εθεωρείτο κατά γενική ομολογία βάρβαρη ως προς τη γλώσσα και το ύφος της. Το όλο θέμα έγινε επί καιρο, όταν ο Ιουλιανός για σύντομο χρονικό διάστημα απαγόρευσε στους χριστιανούς δασκάλους να ερμηνεύουν κλασικά έργα ειδωλολατρών συγγραφέων, στερώντας τους έτσι τα προς το ζην. Αυτό το μέτρο καταδικάστηκε από όλες τις πλευρές. Κάποιοι χριστιανοί αντέδρασαν στην πρόκληση, όπως οι δύο Απολλινάριοι (πατέρας και γιος), οι οποίοι εκπόνησαν ποιητικές παραφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης χρησιμο ποιώντας κάθε είδους αρχαίο ελληνικό μέτρο, καθώς και διασκευές της Καινής Διαθήκης κατά το πρότυπο των πλατωνικών διαλόγων. Πιο σημαντική είναι η περίπτωση του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ο οποίος συνέθεσε όχι μόνο λόγους υψηλής ρητορικής, αλλά και επιστολές και ποιήματα, εμφανώς για να συναγωνιστεί τους αρχαίους. Οι προσπά-
I
I
9
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
θειές του ανταμείφθηκαν στον βαθμό που αποτέλεσε φιλολογικό πρότυπο κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ήταν επίσης ο χριστιανός συγγραφέας που έγινε αντικείμενο μίμησης περισσότερο απ’ όλους. Όλα αυτά όμως δεν άλλαξαν την αντίληψη ότι ο χριστιανισμός δεν διέθετε φιλολογική πα ράδοση κατάλληλη για σχολική παιδεία. Η κοσμική εκπαίδευση αφέθηκε λοιπόν ως είχε, με μία μόνο προτροπή: οι χριστιανοί μαθητές να αγνοήσουν τις ανήθικες ιστορίες των παλαιών θεών και να επικεντρώ σουν την προσοχή τους σε ό,τι ήταν καλό και χρήσιμο. Εξάλλου, όπως εξήγησε και ο ιστορικός της εκκλησιαστικής ιστορίας Σωκράτης στη δεκαετία του 440, δικαιολογημένα η Εκκλησία δεν είχε εγκρίνει, ούτε είχε απορρίψει την «ελληνική» (δηλαδή ειδωλολατρική) παιδεία. Διότι οι γραφές δεν διδάσκουν λογική επιχειρηματολογία, και εάν οι χριστια νοί θέλουν να αντικρούσουν τους εχθρούς της αλήθειας, θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα όπλα των ίδιων των ειδωλολατρών ε ναντίον τους. Αυτό που συνέβη στην ουσία ήταν ότι οι ηγετικές μορφές του χριστιανισμού, που είχαν ευεργετηθεί προσωπικά από τη ρητορική παιδεία, υιοθέτησαν στα κηρύγματα και στα γραπτά τους τους κανόνες που είχαν διδαχθεί στο σχολείο, όπως είναι φανερό στο φιλολογικό έργο 1 όχι μόνο του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, αλλά και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Γ ρηγορίου Νύσσης, του Βασιλείου Καισαρείας και πολλών άλλων. Κανένας από αυτούς δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποι ήσει τον καθημερινό λόγο για να πλησιάσει τον λαό. Ο χριστιανισμός έγινε η θρησκεία του κράτους μόλις επί Θεοδοσίου Α', περί το 380 μ.Χ. Ο Κωνσταντίνος απλώς γνωστοποίησε ότι τον είχε αποδεχθεί σε προσωπικό επίπεδο, πράξη όχι και τόσο πρωτόγνωρη στις τάξεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Προχώρησε όμως ακόμα περισσό τερο, προωθώντας ενεργά τους χριστιανούς στην υπηρεσία του, κατακλύ ζοντας την Εκκλησία με τεράστιες χρηματικές δωρεές και οικοδομώ ντας πολυτελείς ναούς και ιερά μαρτύρων. Σταδιακά, βρέθηκε όλο και περισσότερο αναμεμειγμένος σε εκκλησιαστικές διαμάχες, τόσο ως διαιτητής όσο και ως εκτελεστής αποφάσεων, και αυτό επειδή η Εκκλη σία είχε διασπαστεί. Με νωπά ακόμη τα σημάδια του μεγάλου διωγμού (303-311), ο οποίος φυσικά είχε προκαλέσει έντονη μνησικακία, και έχοντας ξαφνικά αποκτήσει πολλά χρήματα και αδιανόητα προνόμια, η Εκκλησία, που εδιοικείτο κατά εθιμικό τρόπο, δεν διέθετε συνεκτική ιεραρχική δομή που ίσως θα την βοηθούσε να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της. Ο πειρασμός να αποταθεί στον σωτήρα αυτοκράτορα ήταν πολύ μεγάλος, ακόμα και για ζητήματα που δεν θα πρέπει να τον είχαν α πασχολήσει καθόλου, όπως η περίπτωση της διαμάχης του αρειανισμού, που ξέσπασε εκείνη την εποχή. Το υπό συζήτηση θέμα ήταν καθαρά φιλοσοφικό. Ο πρεσβύτερος Άρειος της Αλεξανδρείας δίδασκε ότι ο
I
*
143
τ4 4
CYRIL MANGO
Η π ρ ώ ιμ ό τε ρ η σ ω ζό μ ενη α π ε ικ ό ν ισ η της Σ υνόδου τη ς Ν ίκ α ια ς β ρ ίσ κ ε τ α ι σ’ ένα κ α ρ ο λίδ ε ιο χειρόγραφ ο. Ε μ φ ανίζει τον Κ ω ν σ τα ν τίν ο (ηδη γενειοφόρο) ένθρονο, τους συγκεντρω μένους ε π ισ κ ό π ο υ ς κ α ι, σ τ ο κ ά τ ω μέρος, μ ια φ ω τιά με προσάναμμα τ α έργα του Αρείου.
Χριστός-Λόγος είχε δημιουργηθεί από τον Πατέρα σε κάποια απόμακρη και χρονικά απροσδιόριστη στιγμή και γ ι’ αυτό τον λόγο δεν ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα. Αυτή η άποψη, που προερχόταν από το δόγμα του μεγάλου θεολόγου Ωριγένη, συγκέντρωνε πολυάριθμους οπαδούς ανάμε σα στους διανοούμενους, αλλά ο επίσκοπος Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος, ήταν κάθετα αντίθετος σε αυτήν. Αφού εκλήθη να παρέμβει, ο Κωνστα ντίνος προσκάλεσε έναν πρωτοφανή αριθμό επισκόπων, περί τους τριακοσιους συνολικά, να συναντηθούν τον Μάιο του 325 στην ήσυχη παρα-
-J
Αριστερά: Π ερίτεχνη φ υ τικ ή σ π είρ α , π ου π ερ ιβ ά λ λ ει ιδιόμ ορ φ ο σύνολο α π ό μορφ ές ανθρώ πω ν, ζώ α κ α ι φ υτά, π ερ ιτρ έχ ει το ψ η φ ιδω τό δά πεδο το ν Μ εγάλου Π α λα τιο ύ σ τ η ν Κ ω νσταντινούπ ολη . Χ ρονολογείται το νω ρίτερα σ τ α μ έ σ α το ν 6ου αιώ να.
Κάτω: Το π α λ ά τ ι της Ρ αβ έννα ς. Το ψ ηφ ιδω τό, σ τ ο ν ναό τ ο ν Α γίου Α π ολλιναρίον τ ο ν Νέου, κ α τ α σ κ ε υ ά σ τη κ ε σ τ α χ ρόνια το ν Ο στρογότθον Θ ενδερίχον (493-526), π ο υ ή τ α ν οπ αδός τ ο ν αρειανισμού. Τ α π ρ ό σ ω π α π ο υ εικ ο ν ίζο ν τα ν κ ά τ ω α π ό τ ις τ ο ξ ο σ τ ο ιχ ίε ς α φ α ιρέθη κ αν μ ε α δ έ ξ ιο τρ όπ ο μ ε τ ά τη ν α ν ά κ τη σ η της π όλης α π ό τους Β υζαντινούς.
Ο ναός του Α γίου Β ιτ α λ ίο υ σ τ η Ρ α β έννα ά ρ χ ισ ε ν α κ τ ίζ ε τ α ι α π ό τον ε π ίσ κ ο π ο Ε κ κ λ ή σ ιο (522-532) κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια της ο σ τρ ο γ ο τθ ικ ή ς κ α το χ ή ς τη ς π ό λη ς κ α ι ολοκληρώ θηκε α π ό τον ε π ίσ κ ο π ο Μ α ξ ιμ ια ν ό π ε ρ ί το 546, μ ε τ ά τη ν α ν ά κ τη σ η τη ς π όλη ς α π ό τους Β υζαντινούς. Το Ιερό, μ ε τ η μ α ρ μ ά ρ ινη , γύψ ινη κ α ι ψ η φ ιδω τή δ ια κ ό σ μ η σ ή του, π ροσφ έρει την π ιο ολοκληρω μένη εικ ό να τ ο ν ε σ ω τε ρ ικ ό ν ενός ναόν α υ τή ς της περιόδου.
I
Το ψ η φ ιδω τό της Θ εοδώ ρας σ το ν ν ό τιο κ α τακ όρυφ ο τ ο ίχ ο της α ψ ίδ α ς τ ο ν ιερού σ το ν Ά γιο Β ιτ α λ ιο τη ς Ρ α β έννα ς εικ ο νίζει τη ν α ν το κ ρ ά τε ιρ α να π ροσφ έρ ει σ τ η ν ε κ κ λ η σ ία ένα χ ρυσ ό δ ισ κ ο π ό τη ρ ο κοσμημένο μ ε π ο λ ύ τιμ ο υ ς λίθους. Το θέμα τη ς π ροσφ ορά ς α π η χ ε ίτ α ι σ τ η ν π α ρ ά σ τ α σ η τω ν Τ ριώ ν Μ άγω ν π ο υ έχει κ εντη θ εί σ το ν π οδόγυρο το υ πορφ υρού μ ε τα ξ ω τ ο ύ μ α νδύα της.
Ε ξω τερ ικ ή ά π οψ η της Α γίας Σ ο φ ία ς σ τ η ν Κ ω ν σ τα ν τιν ο ύ π ο λ η (532-537) α π ό τ α νό τια . Σ τ α β υ ζα ντινά χ ρόνια η ν ό τ ια π λευρά κ α λ υ π τό τα ν α π ό το Π α τρ ια ρ χ ικ ό Μ έγαρο, το ο π ο ίο έφθανε μ έ χ ρ ι το ύψος τω ν υπερώ ω ν. Σ ή μ ε ρ α α υ τός ο χώ ρος κ α τ α λ α μ β ά ν ε τ α ι α π ό τ α μ α υ σ ω λ ε ία τω ν Ο θω μανώ ν σουλτάνω ν.
To θέατρο της Σ ίδ η ς κ τ ίσ τ η κ ε το ν 2ο α ιώ ν α μ,Χ. κ α ι σ τ η σ υ ν έ χ ε ια π ρ ο σ α ρ μ ό σ τη κ ε α ν ά λογα γ ια να φ ιλο ξενεί θ ε ά μ α τα μ ε μονομάχους κ α ι ά γ ρ ια ζώ α. Σ υ ν έ χ ισ ε να χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι κ α ι κ α τ ά τη β υ ζα ντινή π ερίοδο, όπ ω ς δείχνουν ο ι επ ιγρ α φ ές σ τ ις κ ερκ ίδες κ α ι η π ρο σ θ ή κ η δύο π α ρ ε κ κ λ η σ ίω ν σ τ ο κοίλο.
Α υτός ο επ ιχ ρ υσ ω μ ένος αργυρός δ ίσ κ ο ς δω ρήθηκε α π ό τον επ ίσ κ ο π ο Ε υτνχιανό σ τη ν ε κ κ λ η σ ία της Σ ιώ ν π ο υ κ τ ίσ τ η κ ε σ τ η ν ε π α ρ χ ια κ ή Λ υκία σ τ α μ έ σ α του 6ου αιώ να . Ο δ ίσ κ ος, μ ε δ ιά μ ετρ ο 60,50 εκ., α π ο τ ε λ ε ί μ έρος το υ μ εγα λύτερου γ ν ω σ το ύ θησαυρού αργυρώ ν ε κ κ λ η σ ια σ τ ικ ώ ν σκευώ ν της β υ ζαντινή ς εποχής. Α νακαλύφθηκε σ τ η σ η μ ερ ινή K u m lu ca σ τ η ν Τ ουρκία.
Η Δ εύτερη Ο ικ ουμ ενική Σ ύνοδος (Κ ω νσ τα ντινούπ ολη , 381), σ τ η ν ο π ο ία π ροή δρευσε ο α ν το κ ρ ά το ρ α ς Θ εοδόσιος Α', δ ια κ ή ρ υ ξε τον θ εϊκό χ α ρ α κ τή ρ α του Π ατρός, τ ο ν Υ ιο ύ κ α ι το υ Α γίου Π νεύματος, κ α τ α δ ικ ά ζ ο ν τα ς . . π α ρ ά λ λη λ α τ ό σ ο τον αρ εια νισ μ ό όσ ο κ α ι τους οπ αδούς του π ρώ η ν ε π ισ κ ό π ο υ Μ ακεδονίαν. Η Δ εύτερη Ο ικ ουμ ενική Σ ύνοδος α π ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι εδώ σ ε μ ικ ρ ο γ ρ α φ ία το ν κ ώ δ ικ α P aris, g r . 510 π ο υ χ ρ ο νο λο γείτα ι π ε ρ ί το 880.
Το μ ικ ρ ό λουτρό τω ν Ο μμεναδώ ν σ τη ν Q usayr ‘A mra σ τη ν έρημο, π ε ρ ίπ ο υ 50 μ ιλ ιά α ν α το λ ικ ά τ ο ν Α μάν, είν α ι γ ν ω σ τό γ ια τον ζω γρ α φ ικ ό το ν διά κοσ μ ο, έργο ντό π ιω ν κ αλλιτεχνώ ν, ο οπ οίος α π ε ικ ο ν ίζ ε ι ξένους η γεμόνες π ο υ έχουν η τ τ η θ ε ί α π ό τ ις δυνάμ εις τ ο ν Ισλάμ, τ α σύμβ ολα το ν ζω δ ια κ ο ύ κύκλον, μ ο υ σ ικ ο ύ ς, ζώ α, γυμνές γ υ να ίκ ε ς κ.λπ. (π ε ρ ίπ ο υ 715).
Το κ α τε σ τρ α μ μ έ ν ο π α λ ά τ ι τω ν Ο μμεναδώ ν σ τ ο K hirbet al-M ajjar κ οντά σ τ η ν Ιε ρ ιχ ώ (π ε ρ ίπ ο υ 743 μ.Χ.) π ερ ιλά μ β α νε λουτρό, τ ζ α μ ί κ α ι π ολυάριθ μ ες α ίθ ο υ σ ες κοσμημένες, μ ε ανάγλυφ α γύψ ινα σ τ ο ιχ ε ία κ α ι ψ η φ ιδ ω τά δάπεδα, τ α π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α μ ε γ ε ω μ ε τ ρ ικ ά σχ έδια, αλλά κ α ι μ ε τη ν π α ρ ά σ τ α σ η δένδρου κ α ι ά γ ρ ιω ν ζώων.
Ψ η φ ιδ ω τό σ τ η ν α ψ ίδ α τ ο ν μ ικ ρ ο ύ ναού της Μ ονής Λ α τόμ ον (Ό σ ιο ς Δ αβίδ) σ τ η Θ εσσαλονίκη , π ο υ εικ ο νίζει τον Χ ριστό καθισμένο σ τ ο ουράνιο τόξο, όπ ω ς τον ο ρ α μ α τίσ τη κ α ν οι π ροφ ήτες Ιεζε κ ιή λ κ α ι Α ββακονμ (π ιθ α ν ό τα τα 6ος αιώ να ς). Το ψ η φ ιδω τό φ α ίν ε τ α ι ό τι είχ ε κ α λυφ θ εί σ κ ο π ίμ ω ς κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια της Ε ικονομαχίας. Η κεφ αλή τ ο ν α ρ χ ά γ γ ελ ο ν Γ αβ ριήλ, ο οπ ο ίο ς π λ α ισ ιώ ν ε ι την Π α να γία κ α ι το ν Χ ριστό σ τ η ν α ψ ίδ α της Α γίας Σ ο φ ία ς σ τ η ν Κ ω νστα ντινούπ ολη . Το επ ίμ η κ ες π ρ ό σ ω π ο έχει π λ α σ τ ε ί ελεύθερα μ ε τ η χ ρ ή σ η τω ν χρω μ άτω ν, χ ω ρ ίς τ η γ ρ α μ μ ικ ό τ η τ α π ο υ χ α ρ α κ τη ρ ίζ ε ι την υ σ τε ρ ο β υ ζα ντινή ζω γραφ ική.
Το ε σ ω τε ρ ικ ό τ ο ν Θ όλον τ ο ν Β ρά χου τ ω ν Ο μμεϋαδώ ν σ τ η ν Ιερ ο υ σ α λ ή μ (691-692 μ,Χ.). Μ ε τη ν ο κ τα γ ω ν ικ ή το υ κάτοψ η, τους μ α ρ μ ά ρ ινους κίονες, τη μ α ρ μ ά ρ ιν η επένδυση, κ α ι μ ε τ α ψ η φ ιδ ω τά π ο υ ε ικ ο νίζο νν ελισ σ ό μ ενο νς β λ α σ το ύ ς άκ α νθα ς, ο Θ όλος τ ο ν Β ρά χ ον π ροσφ έρ ει τη ν π ιο ολοκληρω μένη εικ όνα ενός βυζαντινόν μ α ρ τυ ρ ίο υ της π ρ ώ ιμ η ς περιόδου.
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
λίμνια πόλη της Νίκαιας. Οι συνεδριάσεις έγιναν στο αυτοκρατορικό παλάτι, με άλλα λόγια στην έδρα του Κωνσταντίνου. Αν και σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες ο αυτοκράτορας επέδειξε ορθή συμπεριφορά, δεν επέτρεψε να αμφισβητηθεί στο ελάχιστο το γεγονός ότι ο ίδιος είχε το γενικό πρόσταγμα. Δεν προσποιήθηκε ότι κατανοεί τα θέματα προς συζήτησιν, αλλά επέμεινε ότι όλοι οι επίσκοποι θα έπρεπε να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα κατάφερε: από τους τριακόσιους επισκόπους μόνο πέντε αρνήθηκαν να υπογράψουν τις απο φάσεις της συνόδου και τρεις από αυτούς αργότερα άλλαξαν γνώμη. Ο Άρειος εξορίστηκε και δόθηκε διαταγή να καούν τα βιβλία του. Οποιοσ δήποτε τα απέκρυπτε θα τιμωρούνταν με θάνατο. Το όλο πράγμα ηχεί ειρωνικά, αν θυμηθούμε ότι μερικούς μήνες πριν τη σύνοδο ο Κωνσταντίνος είχε απευθύνει κοινή επιστολή στον Αλέξανδρο και στον Άρειο, λέγοντάς τους ξεκάθαρα ότι η φιλονικία τους ήταν γενικά ασήμαντη και άσχετη με τη λατρεία του Θεού. Τους παρότρυνε να ακο λουθήσουν το παράδειγμα των φιλοσόφων που συμφωνούν να έχουν ο καθένας τη δική του άποψη σε ορισμένα ήσσονος σημασίας θέματα, δια τηρώντας παράλληλα την ενότητα του δόγματός τους. Γιατί τότε αναμείχθηκε σε μια ιδιαίτερα δυσνόητη διαμάχη που δεν τον ενδιέφερε κα θόλου; Πιθανότατα επειδή κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους επισκόπους. Θεώρησε ότι ήταν χρέος του, όπως το παρουσίασε σε μια άλλη περίσταση, να καταστείλει τη διχόνοια «διότι εξαιτίας της η Ανώτατη Θεότητα μπορεί ενδεχομένως να στραφεί όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων, αλλά ακόμα εναντίον εμού του ιδίου στον οποίο έχει εμπιστευθεί όλα τα επίγεια ζητήματα». Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό ρωμαϊκό συναίσθημα: ως Μέγας Αρχιερέας (Pontifex Maximus), ο Κωνσταντίνος ήταν υπεύθυνος για την ορθή λα τρεία (cultus ή veneratio) της Θεότητας και όχι για φιλοσοφικές μικρολεπτομέρειες. Ωστόσο, τα όσα συνέβησαν στη Νίκαια, στην πρώτη Οι κουμενική σύνοδο της Εκκλησίας, έμελλε να δεσμεύσουν τον αυτοκράτορα σε κάτι που δεν αποτελούσε δική του ευθύνη, δηλαδή στον ορισμό και στην επιβολή της ορθοδοξίας, ακόμα και διά της βίας, εφ’ όσον ήταν αναγκαίο. Από αυτό το σημείο και έπειτα δεν υπήρχε επιστροφή. Ο γιος του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος Β', υπερασπίστηκε σθεναρά τον αρειανι σμό και επιπλέον διακήρυξε ότι η δική του προσωπική γνώμη σε τέτοια ζητήματα θα αποτελούσε «τον κανόνα». Ο Βάλης ακολούθησε την ίδια γραμμή και μάλιστα έστειλε στην πυρά μια ομάδα αντιπάλων του, που υπήρξαν υποστηρικτές της Συνόδου της Νίκαιας. Ο Θεοδόσιος Α' ακο λούθησε εντελώς αντίθετη πολιτική και διέταξε όλους τους υπηκόους του να αποδεχτούν τις αποφάσεις της Νίκαιας: οι διαφωνούντες έχαναν το
$
’
CYRIL MANGO
δικαίωμα να συναθροίζονται και αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή εάν προκαλούσαν ταραχές. Παράλληλα, η αυτοκρατορική νομοθεσία περιέ λαβε μακροσκελείς καταλόγους αιρέσεων, οι οπαδοί των οποίων θα υφίσταντο διωγμούς, θα εκδιώκονταν από τις πόλεις και δεν θα είχαν άδεια να πραγματοποιήσουν τις ιεροτελεστίες τους. Ο Θεοδοσιανός Κώ δικας, περιέχει συνολικά 65 διατάγματα εναντίον των αιρετικών. Το καθεστώς είχε μετατραπεί σε θεοκρατία. Ωστόσο, η διάθεση για παρεκκλίνουσα θεολογική σκέψη παρέμεινε αμείωτη. Ξεκινώντας με τον αρειανισμό, η καταστολή του οποίου διήρκεσε δύο αιώνες, ο χριστιανισμός βίωσε ένα θεολογικό όργιο, από το οποίο προέκυψε πλήθος αιρέσεων. Το γεγονός ότι τα βιβλία για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αφιερώνουν τόσο πολλές σελίδες σε αυτό το ζήτημα οφείλεται εν μέρει στη σπουδαιότητα που κατέχει ανάμεσα στις διαθέσιμες πηγές η εκκλησιαστική ιστορία, ένα φιλολογι κό είδος που δημιουργήθηκε από τον Ευσέβιο Καισαρείας και στη συ νέχεια καλλιεργήθηκε από τους Σωκράτη, Σωζομενό, Θεοδώρητο και άλλους. Όπως παραδέχεται ο Σωκράτης, αυτοί που υπηρετούσαν το είδος θα είχαν μείνει χωρίς δουλειά, εάν οι επίσκοποι δεν έριζαν για δογματικά θέματα. Αλλά ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι το φαινόμενο υπερεκτιμήθηκε, γεγονός παραμένει ότι οι διαφορετικές ερμηνείες του χριστιανικού δόγματος, ιδιαίτερα όσον αφορά τη θεία φύση του Χριστού, προκάλεσαν μεγάλα πάθη ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν κατανοούσαν καθόλου τα υπό συζήτηση θέματα. Τις διάφορες εκφάνσεις του αρειανισμού ακολούθησε ο νεστοριανισμός που τελικά εκριζώθηκε από την αυτοκρατορία για να γίνει η κυρίαρχη μορφή του χριστιανισμού στην Περσία. Ακολούθησε ο μονοφυσιτισμός, ο οποίος δεν εξέλιπε ποτέ και παρέμεινε το κυρίαρχο δόγμα στη Συρία, στην Αίγυπτο και στην Αρμενία. Ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει εξηγηθεί με ικανοποιητικό τρόπο για ποιον λόγο χιλιάδες κοινοί άνθρωποι ήταν έτοιμοι να αντιμετωπί σουν διωγμούς, ακόμη και τον θάνατο, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι ο ενσαρκωμένος Χριστός είτε υπήρχε σε (εν) είτε προερχόταν από (εκ) δύο φύσεις, αλλά ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι οι αντίπαλοί τους έκαναν μεγάλο λάθος με το να διχοτομούν ή να συγχέουν το ένα και μόνο πρό σωπο του Χριστού. Φυσικά, όσο περισσότερο καταδίωκε τους διαφωνούντες η αυτοκρατορική κυβέρνηση, τόσο περισσότερο σκλήραιναν αυ τοί τη θέση τους. Και ξαφνικά, όλο αυτό το θεολογικό μένος κόπασε κατά τον ίδιο μυστηριώδη τρόπο με τον οποίο είχε ξεκινήσει. Ή, του λάχιστον, έτσι φαίνεται, αφού καμία εκκλησιαστική ιστορία δεν γράφτη κε μετά το έτος 600. Ο μονοθελητισμός, που δεν ήταν παρά μια ωχρή συνέχεια του μονοφυσιτισμού τροφοδοτούμενη από πολιτικές βλέψεις, καταδικάστηκε στη σύνοδο του 680. Αυτή ήταν και η τελευταία των
, 'W ite
«ευγενών» αιρέσεων. Το ζήτημα της εικονομαχίας, το οποίο διογκώ θηκε τεχνητά σε χριστολογική αίρεση, αφορούσε στην πραγματικότητα το τυπικό, δηλαδή τη λατρεία (cu ltu s ), κάτι που ήταν αυτό καθ’ εαυτό ενδεικτικό μιας νέας εξέλιξης: ο χριστιανισμός του Βυζαντίου είχε α ποκτήσει ξανά τον χαρακτήρα θρησκείας (relig io ) σύμφωνα με τη ρω μαϊκή σημασία του όρου. Όλος αυτός ο σάλος σχετικά με την αφηρημένη θεολογία απέσπασε την προσοχή από την έμπρακτη ευλάβεια και το τυπικό, τα οποία, χωρίς Οι αιρέσεις που στηρίζονταν σε μια πιο ανεπτυγμένη θεολογική σκέι
Ο ι μ ά ρτυρες Ο νησίφ ορος, σύντροφ ος τ ο ν α γ ίο υ Π αύλου, κ α ί Π ορφ νριος σ τ η ν ο υρά νια κ α τ ο ικ ία τους. Τ μή μ α « μ η ν ολογία υ» σ τ η Ρ ο τό ν τα της Θ εσ σαλο νίκη ς, η ο π ο ία κ τ ίσ τ η κ ε ω ς μ α υ σ ω λ ε ίο γ ια τον α ν το χ ρ ά το ρ α Γ αλέριο. Ψ ηφ ιδω τό, 5ος/6ος αιώ να ς.
Επάνω, αριστερά: Ο δω ρικός ναός της Α θηνάς τ ο ν 5ου α ιώ να , π ου μ ε τα τρ ά π η κ ε σε κ α θεδρικ ό τω ν Σ υρα κ ουσώ ν.
Επάνω, δεξιά: Ο ναός τη ς Ρ ώ μ η ς κ α ι το ν Α ύγουστον σ τ η ν Α γκυρα, γν ω σ τό ς γ ια τη δ ίγ λ ω σ σ η επ ιγ ρ α φ ή π ου π ερ ιγ ρ ά φ ει τ α κ α το ρ θ ώ μ α τα τ ο ν α ν το κ ρ ά το ρ α το 14 μ,Χ., μ ε τα τρ ά π η κ ε σε ε κ κ λ η σ ία τον 6ο α ιώ να . Α πό τη ν είσοδο δ ια κ ρ ίν ε τα ι, σ τ ο βάθος, το σύνθρονο της α ψ ίδ α ς π ο ν π ρ ό σ θ εσ α ν οι χ ρ ισ τια ν ο ί.
I
καμία ιδιαίτερη σχετική συζήτηση, άλλαξαν ριζικά κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Η πιο σημαντική αλλαγή, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπει ο χριστιανισμός σε κάτι που θυμίζει αρκετά τον πολυθεϊσμό, ήταν αναμφισβήτητα η λατρεία των αγίων. Το όλο θέμα ξεκίνησε αρκετά αθώα. Ως μια διωκόμενη σχισματική ομάδα, οι χριστιανοί τιμούσαν τη μνήμη των μαρτύρων τους. Η ημερομηνία και ο τρόπος θανάτου τους καταγράφονταν, και στον τάφο τους γίνονταν επιμνημόσυνες συγκεντρώ σεις συνοδευόμενες από γεύμα. Ο Κωνσταντίνος τούς τίμησε ανεγείροντας μεγάλους ναούς: του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Σεβαστιανού, του Αγίου Λαυρέντιου στη Ρώμη, των Αγίων Μωκίου και Ακακίου στην Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα του 4ου αιώνα παρατηρούμε ότι τα λεί ψανα των μαρτύρων όχι μόνο τιμούνταν, αλλά πραγματοποιούσαν και θαύματα που τα διαπίστωναν όλοι καθημερινά. Στην παρουσία τους, λέει ο άγιος Ιλαρίων του Πουατιέ (περίπου 360), οι δαίμονες ούρλιαζαν, οι ασθένειες θεραπεύονταν, τα σώματα μετεωρίζονταν και οι γυναίκες που
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ήταν κρεμασμένες από τα πόδια τους (δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο ήταν κρεμασμένες έτσι) δεν ένιωθαν ντροπή που τα ενδύματα τους έπεφταν πάνω από τα πρόσωπά τους. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η κατοχή λειψάνων θεωρήθηκε μεγάλο πλεονέκτημα και οι άνθρωποι άρχισαν όχι μόνο να τα μεταφέρουν από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά ακόμη και να τα τεμαχίζουν, κατά παράβαση τόσο του ρωμαϊκού νόμου όσο και βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων σχετικά με το απαραβίαστο του τάφου. Η κυ βέρνηση, και όχι η Εκκλησία, αντέδρασε μάταια, απαγορεύοντας αυτή την ύβρη. Το 386, όταν η διακίνηση των λειψάνων είχε αποκτήσει δια στάσεις επιδημίας, ένα διάταγμα ανακήρυξε ότι: «Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να τεμαχίζει ή να πουλά το σώμα ενός μάρτυρα». Οι δυνατό τητες απάτης ήταν, βέβαια, προφανείς, για να μη μιλήσουμε για τον απρεπή χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Οι εξέχοντες εκκλησιαστικοί άρχοντες, ωστόσο, αντί να αντιδράσουν σε κάτι που μας θυμίζει άκρα δεισιδαιμονία, άρχισαν να το επικροτούν. Ιδού τι αναφέρει ο Θεοδώρη τος Κύρρου περί το 430: «Η δόξα των μαρτύρων δεν σβήνει. Τα σώματά τους δεν είναι κρυμμένα μεμονωμένα, το καθένα στον δικό του τάφο, αλλά έχουν μοιραστεί ανάμεσα στις πόλεις και στα χωριά που τα θε ωρούν σωτήρες των ψυχών και των σωμάτων, γιατρούς και προστάτες. Χρησιμοποιώντας τα ως πρεσβευτές στονύΚύριο του σύμπαντος, λαμβά νουν μέσω αυτών θεία δώρα. Όταν ένα σώμα τεμαχίζεται, η χάρις του παραμένει αλώβητη, οπότε ένα μικρό μέρος έχει τη δραστικότητα ο λόκληρου σώματος». Από τη στιγμή που αναγνωρίζεται η λογική αυτού του επιχειρήματος, αναγνωρίζεται συνακόλουθα και το μεγάλο όφελος που προκύπτει από την όσο το δυνατόν ευρύτερη διασπορά των λειψά νων: περιοχές που είχαν πλεόνασμα μπορούσαν να προμηθεύσουν τις περιοχές που αντιμετώπιζαν έλλειμμα. Εναπόκειται στην προσωπική κρίση του καθενός κατά πόσο η λατρεία των λείψανων θεωρείται δεισιδαιμονικός ευτελισμός του χριστιανισμού ή, αντίθετα, ευεργετική εξέλιξη που χάρισε ανακούφιση και στήριξη σε πολλούς απλούς ανθρώπους. Μήπως εξάλλου και ο χριστιανισμός πριν τον Κωνσταντίνο ήταν τόσο αγνός όσο τον φανταζόμαστε; Τα ευτράπελα, που σύμφωνα με τις περιγραφές του αγίου Ιλαρίωνα συνέβαιναν καθημερι νώς, δεν είναι δυνατόν να είχαν αρχίσει εν μία και μόνο νυκτί. Θεωρητικώς όλα αυτά μπορούσαν να δικαιολογηθούν: οι άγιοι ήταν άνθρωποι που είχαν κερδίσει την εύνοια του Θεού και, μαζί με αυτήν, την ικανότητα να εισακούουν προσευχές και να παρεμβαίνουν προς όφελος των «πελατών» τους. Ακριβώς όπως και στη γη, ήταν πιο αποτελεσματικό να υποβάλει κανείς ένα αίτημα σ’ έναν προστάτη που είχε επιρροή στο παλάτι, παρά στον ίδιο τον αυτοκράτορα που ήταν πολύ απασχολημένος. Για τους πε ρισσότερους πιστούς, ωστόσο, οι άγιοι ήταν κάτι παραπάνω από ανθρώ-
τ 57
158
CYRIL MANGO
πίνα όντα: ίσως μπορούν να περιγραφούν καλύτερα ως ημίθεοι. Και επιπλέον, υπάρχει μια ιδιαίτερη περίπτωση ευρύτατα δημοφιλούς αγίου, του Μιχαήλ, που σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος. Η μεγάλη ομάδα των αγίων στον ουρανό δεχόταν νέα μέλη σύμφωνα με τις επιθυμίες του Θεού. Όταν το μονοπάτι του μαρτυρίου έκλεισε σχεδόν εξ ολοκλήρου,' ο ασκητισμός αποτέλεσε την πλέον προτιμητέα εναλλακτική λύση. Σ’ έναν κόσμο που θεωρούσε το σώμα διεφθαρμένο, ο εξαγνιστικός κολασμός μέσω της εγκράτειας ή ακόμη και του αυτοακρωτηριασμού (όπως στην περίπτωση του Ωριγένη) φάνταζε ιδιαίτερα ελκυστικός: όχι μόνο ήταν αυτός καθ’ εαυτόν ωφέλιμος, αλλά ελευθερώ νοντας επιπλέον το πνεύμα, διευκόλυνε την απόκτηση εκείνων των υ περφυσικών χαρισμάτων τα οποία ο Χριστός είχε υποσχεθεί στους αλη θινούς οπαδούς του- να θεραπεύουν, να εξορκίζουν δαίμονες, να προφη τεύουν και να απεργάζονται «σημεία», δηλαδή θαύματα. Ήταν όμως δύσκολο να είναι κανείς ασκητής των φροντίδων και των υποχρεώσεων της καθημερινής ζωής: η λύση σε αυτό το πρόβλημα ήταν η αναχώ ρησες. Περί το 270, λοιπόν, γεννήθηκε στην Αίγυπτο ο χριστιανικός μοναχισμός που διαδόθηκε αστραπιαία σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, στην Πα λαιστίνη, τη Συρία, τη Μεσοποταμία και τη Μικρά Ασία, φτάνοντας με ελάχιστη καθυστέρηση και στη Δύση. Στην αρχή η κυβέρνηση δεν ήξερε
Β υζα ντινά μ α γ ικ ά φ υλαχτά, π ου οι άνθρω π οι φ ορούσαν γ ια π ρ ο σ τ α σ ία . Τα δύο σ τ α α ρ ισ τ ε ρ ά ε ικ ο νίζο νν τον ιερό ιπ π έ α (το καλό) να λ ο γ χ ίζει δα ίμ ονα (το κακό). Τ α σ τρ ο γ γ υ λ ά φ υλαχτά φέρουν κ α ι άλλες π α ρ α σ τ ά σ ε ις (λ ιο ντά ρ ια , φ ίδ ια κ.λπ.), ξό ρ κ ια , μ α γ ικ ά σύμβ ολα, κ α ι κεφ αλή Μ έδουσας. 4ος έω ς 11ος αιώ να ς.
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
πώς να αντιμετωπίσει, τους μοναχούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ταξι νομηθούν σε καμία από τις υπάρχουσες κατηγορίες. Δεν ανήκαν στο ιερατείο, αλλά ήταν απλώς ένθερμοι χριστιανοί, σαν τους κυνικούς φι λοσόφους του παρελθόντος. Ένα διάταγμα του έτους 390 τούς απέκλεισε από τα δημόσια αξιώματα και όρισε ότι πρέπει να κατοικούν σε «έρημα μέρη και ακατοίκητες περιοχές», αλλά δύο χρόνια αργότερα η εντολή αυτή ανεκλήθη. Οι μοναχοί είχαν αρχίσει πράγματι να γίνονται αντικεί μενο έντονου ενδιαφέροντος ακόμη και στην αυτοκρατορική αυλή. Πα ρατηρητές αποστέλλονταν να τους αναζητήσουν στις ερημιές όπου κα τοικούσαν και να περιγράφουν τον τρόπο ζωής τους που ήταν έξω από τα ανθρώπινα. Τα αποφθέγματά τους καταγράφονταν και κυκλοφορούσαν σε ειδικές συλλογές. Ο εξαγνιστικός κολασμός έγινε ανταγωνιστικός: εάν ο πατέρας Παύλος μπορούσε να επιβιώσει κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής με ελάχιστες φακές και μια κανάτα νερό, κάποιος άλλος θα μπορούσε να καταρρίψει αυτή του την επίδοση. Καθώς η εγκράτεια έγινε ένα είδος vieux je u , προέκυψαν πιο ακραίες μορφές εξαγνιστικού κολασμού: κάποιος μπορούσε να δεθεί με βαριές αλυσίδες ή να κλειστεί σ’ ένα κλουβί ή να βγάλει τα ρούχα του και να περιφέρεται σαν το αγρίμι crt-ην ύπαιθρο ή να στέκεται για χρόνια στην κορυφή ενός στύλου. Η τελευταία μέθοδος, που επινοήθηκε από τον Συμεών τον Στυλίτη (f 459), ο οποίος στη συνέχεια απέκτησε πολλούς μιμητές, έλαβε μεγάλη δημο σιότητα. Αρκετά έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με το φαινόμενο των ιερών ανδρών, δηλαδή των θαυματουργών ασκητών. Ωστόσο, οι άγιοι άνδρες δεν αποτελούσαν καινούργιο φαινόμενο, ούτε εντός ούτε εκτός του χριστιανισμού. Ο Ιησούς ήταν το αρχέτυπο του αγίου άνδρα και οι δυνάμεις τις οποίες εκχώρησε στους μαθητές του αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της Εκκλησίας από την ίδρυσή της. Το δωδέκατο κεφάλαιο της πρώτης προς Κορινθίους επιστολής αναλύει, αν και με κάπως δυσνόητο τρόπο, τα διάφορα είδη των χαρισματικών ανθρώπων που ήταν μέλη της χριστιανικής κοινότητας. Οι πλανόδιοι «προφήτες» θα πρέπει να γίνονταν δεκτοί με τιμές, εκτός αν ήταν απατεώνες, όπως μας πληροφορεί το κείμενο των Α π οστολικώ ν Δ ιδαχώ ν του 2ου αιώνα. Η παράδοση των προφητικών οραμάτων, που αντανακλάται στο έργο του Ερμά με τον τίτλο Π ο ιμ ψ , εξακολούθησε να υφίσταται στη Φρυγία. Ο Γρηγόριος, επίσκοπος Νεοκαισάρειας (της σύγχρονης πόλης Niksar στη βορειοανατολική Τουρκία), έκανε απίστευτα θαύματα στη δεκαετία του 240, αποκτώντας τον τίτλο του Θαυματουργού. Το ερώτημα που ανακύ πτει είναι γιατί τα υπερφυσικά αυτά χαρίσματα σφετερίστηκαν οι μο ναχοί αυτοί και όχι η επίσημη Εκκλησία. Η προφανής απάντηση φαί νεται να είναι ότι, μετά την αποκατάστασή της από τον Κωνσταντίνο, η
I
*59
CYRIL MANGO
Εκκλησία έχασε την αίγλη της. Μετατράπηκε σε τμήμα της δημόσιας διοίκησης, υπεύθυνο για την ιδεολογία και την κοινωνική πρόνοια. Οι έμμισθοι επίσκοποι διαχειρίζονταν μεγάλα χρηματικά ποσά, είχαν την επιστασία αγροτικών εκτάσεων και εμπορικών καταστημάτων, ελαμβαναν μέρος στις συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων και ασκούσαν δικαστικά καθήκοντα. Λίγοι από αυτούς είχαν το χάρισμα να αιχμαλω τίζουν τη φαντασία του πλήθους. Οι μονάχοι ήταν διαφορετικοί. Ανε ξάρτητοι από το εκκλησιαστικό κατεστημένο, εμφανίζονταν να ενσαρ κώνουν την προσωπικότητα του Χριστού. Ακόμη και αν ζουσαν στην έρημο, δεν ήταν εντελώς αποκομμένοι από την κοινωνία. Ένας διάσημος άγιος άνδρας προσείλκυε επισκέπτες που ήταν πρόθυμοι να ταξιδέψουν αρκετά χιλιόμετρα για να απολαυσουν τη συναναστροφή) μαζί του, να θεραπευθούν ή να λάβουν μιαν εποικοδομητική συμβουλή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο άγιος άνδρας επελυε διάφορες, απετρεπε φυσικές κατα στροφές, θα προκαλούσε βροχοπτώσεις ή μεσολαβούσε στις αρχές για έναν καλό σκοπό. Ωστόσο, είναι αλήθεια οτι το κοινωνικό έργο δεν ήταν ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες του μοναστικού βίου στην ανατο λική αυτοκρατορία. Ο απώτερος στόχος του μονάχου ήταν να προσεγγί σει την τελειότητα, γεγονός που σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ιουστι νιανού, θα τον έφερνε κοντά στον Θεό. Μονο υπο αυτή την προϋπόθεση θα μπορούσε να εξασφαλίσει με τις προσευχές του πλεονεκτήματα για την κοινότητα. Έχουμε ήδη υπογραμμίσει αρκετες απο τις εξελίξεις που εμελλε να επηρεάσουν έντονα τον βυζαντινό κόσμο, δηλαδη τη βαθια αλληλοδιεισδυση Κράτους και Εκκλησίας' τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συ στήματος χριστιανικής «φιλοσοφίας»' τον μόνιμο διχασμό ανάμεσα στην κλασική παιδεία και στα εγγενώς διαφορετικά ιδεώδη του χριστιανι σμού' την εντυπωσιακή εξάπλωση του μοναστικού βίου έκτος της επ ί σημης Εκκλησίας και τη σύνδεση των χαρισματικών δυνάμεων με τους μοναχούς. Όλα αυτά τα φαινόμενα αν και στενά συνδεδεμένα για την πραγματικότητα του 4ου αιώνα, επιβίωσαν σχεδόν αλώβητα σ εναν πολύ διαφορετικό κόσμο. Μια ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, αφορά την κατάπαυση των κύριων θεολογικών ερίδων. Μετά την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο (787) η βυζαντινή Εκκλησία έκλεισε τα βιβλία της. Κατά τα φαινόμενα όλες οι αιρέσεις είχαν εξουδετερωθεί. Το εγκεκριμένο σώμα του δόγματος είχε πάρει οριστική μορφή και είχε διατυπωθεί τόσο άρτια, ώστε τίποτα δεν μπορούσε εφεξής να προστεθεί Ί r: ρ ΐΎΐιτό. Σύαιοωνα ιχε την υποτιθέμενη δήλωση ενός
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ρου ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή. Έχουμε ήδη αποτολμήσει να δια τυπώσουμε την εικασία ότι την εποχή του Κωνσταντίνου οι χριστιανοί αποτελούσαν το 10 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού. Ο αριθμός τους ίσως να είχε φτάσει το 50 τοις εκατό κατά τα τέλη του 4ου αιώνα και το 90 τοις εκατό στα τέλη του 5ου. Ο Ιουστινιανός εκκαθάρισε ανηλεώς και τα τελευταία καταλοιπα των ειδωλολατρών, που αποτελούνταν από α μετανόητους ακαδημαϊκούς αφενός, και από αγράμματους χωρικούς αφ’ ετερου. Κατά αυτό τον τρόπο ο εκχριστιανισμός ήταν ιδιαίτερα ταχύς και πιθανότατα υπαγορεύθηκε περισσότερο από λόγους σκοπιμότητας παρα απο ειλικρινή πίστη, αφήνοντας πίσω του ένα υπόστρωμα «προ ληπτικών» συνηθειών: την προσφυγή σε μάγους και μάντεις, τους δη μόσιους χορούς, τη χρήση μασκών, την επίκληση του «βδελυρού Διονύ σου» κατα τη διάρκεια του τρύγου, το άναμμα εστιών φωτιάς για να σηματοδοτηθεί η νέα σελήνη. Μολονότι η Πενθέκτη Σύνοδος (692) απα γόρευσε «ελληνικές» πρακτικές αυτού του είδους, είναι σίγουρο ότι αυτές συνέχισαν να υφίστανται. Τα μαγικά φυλαχτά αποτελούν μεγάλο τμήμα των αρχαιολογικών ευρημάτων, παρά το γεγονός ότι οι χαραγμένες σε αυτα επικλήσεις, απευθύνονται όλο και περισσότερο σε αγγέλους και χριστιανούς αγίους παρά σε ειδωλολατρικές θεότητες. 11 καλλιτεχνική κληρονομιά της ειδωλολατρίας καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό απο τον ζήλο των χριστιανών. Αρχίζοντας από τα τέλη του 4ου αιώνα, αγάλματα θεών γκρεμίζονταν από τα βάθρα τους, μεγά λοι ναοί κατεδαφίζονταν και άλλοι μετατρέπονταν σε εκκλησίες αφού είχαν προηγουμένως απογυμνωθεί από τον διάκοσμό τους. Φυσικά, η καταστροφή προϋπεθετε αρκετό κοπο. Στον ναό του Παρθενώνα στην Αθήνα, οι χριστιανοί παραμόρφωσαν τις ανάγλυφες μετόπες στις τρεις πλευρες του ναού, στη συνέχεια όμως παραιτήθηκαν. Τα ταλαιπωρημένα κατάλοιπα της ειδωλολατρικής τέχνης, όπως οι ανάγλυφες σαρκοφάγοι στα νεκροταφεία, απέκτησαν απειλητική, δαιμονική όψη4 γ ι’ αυτό ήταν προτιμότερο να τα αποφεύγει κανείς. Κατά περίεργο τρόπο, ωστόσο, θέματα με μυθολογικό περιεχόμενο εξακολουθούσαν να χρησιμοποιού νται στις οικίες των ευκατάστατων πολιτών, ιδιαίτερα σε ψηφιδωτά δάπεδα, αργυρά σκεύη και υφάσματα, μέχρι και τον 7ο αιώνα. Κίναι μάλλον απίθανο να είχαν οποιαδήποτε θρησκευτική σημασία. 11 διονυ σιακή πομπή στο δάπεδο του αυτοκρατορικού παλατιού στην Κωνστα ντινούπολη (δεύτερο μισό του 6ου αιώνα) δεν αποτελεί σε καμία περί πτωση ένδειξη κρυπτοπαγανισμού, αλλά μια «φιλολογική» ανάμνηση, ένα στοιχείο, ανάμεσα σε άλλα, ενός βουκολικού σκηνικού. rn
J
f
V\
-ν
s
/_
------ ·>
_ J. fS .
1
________/ _
Επάνω: Η Α φ ροδίτη με τον Αδωνη, τον Ιπ π ό λ υ το κ α ί τη Φ αίδρα, ψ η φ ιδ ω τ ό τω ν μ έ σ ω ν τ ο ν 6ου α ιώ να σ τ η Μ ήδαβα τη ς Ιορδανίας. Το κ λ α σ ικ ό θέμα β ρ ίσ κ ε τα ι σ ε π λ ή ρ η α ν τίθ ε σ η μ ε το π ρω τόγονο κ α λ λ ιτε χ ν ικ ό ύφος.
Δεξιά: Η δ ιο ν υ σ ια κ ή π ομ π ή . Λ επ τομ έρ εια α π ό το ψ η φ ιδω τό δά π εδ ο το υ Μ εγάλου Π α λα τιού σ τ η ν Κ ω νστα ντινούπ ολη , β ' μ ισ ό τ ο ν 6ου αιώ να.
ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
έννοια, λόγου χάρη, ότι ο θεός Ήλιος με το άρμα του αντικαταστάθηκε από τον προφήτη Ηλία, που επίσης ανέβηκε στον ουρανό μέσα σε ένα άρμα, ή ότι η Παναγία πήρε τη θέση της Αθηνάς ή της Κυβέλης ή της Ίσιδος. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι ορισμένες πρακτικές διατηρή θηκαν υπό άλλη αιγίδα, ιδιαίτερα στον πολύ σημαντικό τομέα της θε ραπείας. Ο ενυπνιασμός ήταν μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική κατά την περίοδο της ειδωλολατρίας στους ναούς του Ασκληπιού, της Ίσιδος, των Διοσκούρων και άλλων θεοτήτων. Ο ασθενής κατέλυε σ’ έναν ιερό περίβολο, έκανε τις αναγκαίες προσφορές και ανέμενε το όραμα που θα επέφερε τη θεραπεία του. Ακριβώς η ίδια διαδικασία ακολουθείται και από τους χριστιανούς, μόνο που τώρα η θεραπεία επέρχεται με τη βοή θεια του αγίου Μιχαήλ, της αγίας Θέκλας, των αγίων Κύρου και Ιωάν νη, των αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Ο χριστιανικός ενυπνιασμός, ό μοιος από κάθε άποψη με τον ειδωλολατρικό, άνθησε μεταξύ του 5ου και του 7ου αιώνα και διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος της βυζαντινής περιόδου. Την ίδια εποχή, η λατρεία των αγίων δημιούργησε μια καινούργια μυθολογία. Σε σύγκριση με τους ειδωλολατρικούς μύθους, οι χριστιανι κοί ήταν αναμφισβήτητα αγνοί, περιέχοντας αρκετή βία αλλά καθόλου σαρκικό έρωτα. Έβριθαν επίσης επαναλήψεων. Όλοι οι μάρτυρες επεδείκνυαν σταθερότητα χαρακτήρα καί δεν δείλιαζαν ποτέ. Το μόνο που άλλαζε ήταν το είδος του μαρτυρίου το οποίο υφίσταντο —το μαρτύριο του τροχού, της φωτιάς, ο αποκεφαλισμός ή ο θά νατος από υπερβολικό ψύχος στα νερά μιας λίμνης. Τα μαρτύριά τους μνημονεύονταν συνέχεια στα εκκλησιαστικά κηρύγμα τα και απεικονίζονταν στη ζωγραφι κή, και έτσι αποτέλεσαν τμήμα της πνευματικής σκευής του ευρύτερου κοινού. Όλοι οι κάτοικοι της Θεσ σαλονίκης γνώριζαν ότι ο προστά της άγιός τους, Δημήτριος, είχε πεθάνει διά ξίφους κατά διαταγή του άθεου τυράννου Μαξιμιανού' γνώριζαν, επίσης, ότι είχε έναν νε αρό σύντροφο, τον Νέστορα, ο ο ποίος είχε σκοτώσει έναν διάσημο μονομάχο σε μία και μόνο μάχη. Δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε εάν αυτή η υποτυπώδης ιστορία (δεν υπάρχει κανένα άλ λο στοιχείο) ανταποκρίνεται στην πραγματικότη-
163
Α ργνρός δ ίσ κ ο ς μ ε π α ρ ά σ τ α σ η Σ ειλ η νο ύ π ο υ χορεύει κ α ί Μ αινάδας. Σ ύμ φ ω να μ ε τ ις σφ ρ α γ ίδ ες ελέγχου του, χ ρ ο νο λο γείτα ι μ ε τ α ξ ύ 610 κ α ι 629.
16 4
CYRIL MANGO
Π α ρά δειγμ α β α σ α ν ισ μ ο ύ μαρτύρω ν. Σ τ ο έργο ε ικ ο ν ίζ ο ν τ α ι ο ι Σ α ρ ά ν τ α Μ άρτυρες τη ς Σ ε β α σ τε ία ς , οι ο π ο ίο ι π έθα ναν α π ό το κρύο σ ε μ ια λ ίμ ν η κ α τ ά τ η δ ιά ρ κ ε ια τω ν δ ιω γμ ώ ν το υ α υ το κ ρ ά το ρ α Λ ικινίσυ. Ε λεφ άντινο π λ α κ ίδ ιο του 10ου αιώ να , π ο υ α ν τιγ ρ ά φ ε ι ένα π ρ ώ ιμ ο χ ρ ισ τ ια ν ικ ό π ρω τότυπ ο .
τα. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι δημοφιλέστεροι άγιοι του βυζαντινού πανθέου ήταν σχεδόν όλοι πλασματικές μορφές από ένα απόμακρο πα ρελθόν, ή υπαρκτά πρόσωπα μεταλλαγμένα σε βαθμό που να χάνουν την ιστορική τους υπόσταση. Μόνο ως στερεότυπα μπορούσαν να εκπληρώ σουν τον ρόλο που καλούνταν να παίξουν.
I
Το προσκύνημα ιερών τόπων
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο στην ιστορία του Βυζαντίου ήταν η δημιουργία χώρων προσκυ νήματος που επικεντρώνονταν, κατά κύριο λόγο, στους Αγίους Τόπους. Αυτό το δίκτυο συμπληρω νόταν από σειρά ναών αφιερωμένων στους ήρωες της χριστιανοσύνης, τους άνδρες και τις γυναίκες που έδωσαν τη μαρτυρία τους για τον Χριστό, ι διαίτερα σε αυτούς που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή, τους μάρτυρες. Το ιερό τοπίο που εκτεινόταν κατά μήκος των ανατολικών τμημάτων της αυτο κρατορίας χαρακτηριζόταν από ένα δίκτυο εντυ πωσιακών κτηρίων μεταξύ των οποίων καθιερώ θηκαν τα δρομολόγια των προσκυνητών. Τοσο οι Εβραίοι όσο και οι χριστιανοί θεωρού σαν την Ιερουσαλήμ ως τον ομφαλό της γης. Η πό-
Τ οπ ογρα φ ικ ό σχ έδιο της Ι ε ρ ο υ σ α λ ή μ π ο υ δείχ νει τους κ ύριους σταθ μ ού ς τω ν π ρ ο σ κ υ ν η μ α τικ ώ ν τ α ξ ιό ιώ ν κ α τ ά τον 7ο αιώ να. Ο ι δ ια δρομ ές αυ τές είν α ι γ ν ω σ τέ ς α π ό τις γ ρ α π τέ ς π ερ ιγ ρ α φ ές τω ν ίδ ιω ν τω ν π ρ ο σ κ υ ν η τώ ν γ ια τ α τ α ξ ίδ ια τους.
Η π όλη της Ιερ ο υ σ α λή μ ; λ ε π το μ έ ρ ε ια α π ό ψ ηφ ιδω τό χ ά ρ τη σ τ η ν π ό λ η Μ ήδαβα (M adaba) τη ς Ιορδανίας. Τα α ν α γ ν ω ρ ίσ ιμ α χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά της πόλης π εριλα μ β ά νουν τ ις σ κ ε π α σ τ έ ς κ ιο ν ο σ το ιχ ίε ς τ ο ν οδικ ού ά ξο να α π ό Β ορρ ά προς Ν ότο fCardoJ, μ ία σ τρ ο γ γ υ λ ή π λ α τ ε ία μ ε ά γ α λ μ α μ π ρ ο σ τ ά α π ό τη β ό ρ εια π ύλη (σ τ α α ρ ισ τερ ά ), τον ναό τ ο ν Π ανα γίου Τ άφον (κ ά τω χαμ η λά ), κ α ι τη Νέα Ε κ κ λ η σ ία π ο ν έ κ τισ ε ο Ι ο υ σ τ ιν ια ν ό ς (επ άνω δ εξιά ). 6ος αιώ να ς.
λη κατέχει την κεντρική θέση σ’ ένα ψηφιδωτό δά πεδο του 6ου αιώνα στην πόλη Μήδαβα, το οποίο απεικονίζει έναν μεγάλο χάρτη των Αγίων Τόπων. Τον 4ο αιώνα η Ιερουσαλήμ είχε αποκτήσει ιδιαί τερη αξία για τους χριστιανούς χάρη στο ενδιαφέ ρον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου για τους Α γίους Τόπους, το οποίο εκδηλώθηκε με την ανέγερ ση μεγάλων ναών στον Πανάγιο Τάφο και στο Ό ρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ, καθώς και στο σπήλαιο της Γέννησης στη Βηθλεέμ. Οι περισσότεροι προσκυνητές προσέγγιζαν τους Αγίους Τόπους διά θαλάσσης, πεζή ή χρησιμοποιώ ντας όνους. Πολλά ταξίδια ήταν χρονοβόρα, ακόμα και εντός των Αγίων Τόπων: το ταξίδι από την Ιε ρουσαλήμ στη Μονή Σινά διαρκούσε από 13 έως 15 μέρες. Ο πρώτος προσκυνητής που μας άφησε γρα-
166
i
Τ ομή της α ν α π α ρ ά σ τ α σ η ς τ ο ν ναού το υ Π ανα γίου Τάφον, όπ ω ς κ τ ίσ τ η κ ε α π ό τον Κ ω ν σ τα ν τίν ο τον 4ο αιώ να . Α ριστερά β ρ ίσ κ ε τ α ι η ροτόντα μ ε τον τά φ ο το υ Χ ριστού σ τ ο κ έντρο · δ ε ξ ιά , σ τ η ν α ν ο ιχ τή αυλή, ο Γ ολγοθάς π ο υ ο ρ ίζε τα ι α π ό χ αμ η λό περίβολο, ο οπ οίος δ ια κ ρ ίν ε τ α ι σ τ η ν κ ά τ ω δ ε ξ ιά γω νία . Σ τ α δ ε ξ ιά της αυλής β ρ ίσ κ ε τ α ι η β α σ ιλ ικ ή σ τ η ν ο π ο ία τελούνταν οι λ ειτουρ γίες.
MARLIA MUNDELL MANGO
Κάτω αριστερά: Ε π ιζω γραφ ισμ ένο κ α π ά κ ι ξύλινου κ ο υ τιο ύ π ο υ π ερ ιέχ ει ιερά λ είψ α ν α α π ό τους Α γίους Τόπους. Χ ρονολογείται π ε ρ ί το 600 μ,Χ. Ο ι σκ η νές π ο υ α π ε ικ ο ν ίζ ο ν τα ι σ ’ α υ τό α π οτελούν σ η μ α ν τ ικ ά γεγο νό τα της ζω ής το ν Χ ριστού: (α ρ χ ίζ ο ν τα ς α π ό κ ά τω α ρ ισ τερ ά ) Γ έννηση, Β ά π τ ισ η , Σ τα ύ ρ ω σ η , Α νά σ τα σ η κ α ι Α νάληψη, ενώ ενσ ω μ ατώ νουν « σ ύ γχ ρονα » σ τ ο ιχ ε ία , όπ ω ς κ ιγ κ λ ιδ ώ μ α τ α κ ά τ ω απ ό τη φ ά τνη κ α ι γύρω α π ό τον τάφ ο τ ο ν Χ ριστού, τ α ο π ο ία έβλεπαν οι π ρ ο σ κ υ νη τές σ τ η Β η θλεέμ κ αι σ το ν Π α νά γιο Τάφο. Κάτω δεξιά: Μ ολύβδινη « ε υ λο γία » δ ια κ οσ μ η μ ένη μ ε τ ις ίδ ιε ς σκ η νές π ον φέρει το κ α π ά κ ι της π ροαναφ ερθείσα ς ξύλινη ς λειψ ανοθή κη ς τ ο ν Β α τικ α ν ο ύ , καθώ ς ε π ίσ η ς τ ις σκηνές του Ε υα γγελισ μ ού κ α ι το υ Α σπασμού τη ς Θ εοτόκον κ α ι τ η ς Ε λισά βετ. Α υτή και άλλες «ε υλογίες», π ο ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τα ν γ ια τη μεταφορά α γ ια σ μ έν ο υ ελα ίου α π ο τους Α γίους Τ όπους, θα π ρέπ ει να 7τροσφ έρθηκαν σ τ η β α σ ίλ ισ σ α τω ν Λ ομβαρδώ ν Θ εοδολίνδη π ε ρ ί τ ο 600.
πτή μαρτυρίαγιατοταξίδιτουήρθεστουςΑγίους ΤόπουςαπόταΒουρδίγαλα(Bordeaux)το333.Στην Ιερουσαλήμ αναφέρει μόνοτα δύοκτήριαπου ανεγέρθηκαν από τονΚωνσταντίνο. Ακόμη όμως και χωρίςάλλουςναούς,υπήρχε,ήδητον4οαιώνα,μια τοπογραφία ιερών προσκυνημάτων, η οποία περι λάμβανε 34 περιοχές στους Αγίους Τόπους. Κατά τον 7ο αιώνα, μεταξύ των ναών που παρουσίαζαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ίδιατην Ιερουσαλήμ περιλαμβάνοντανοναόςτου Παναγίου Τάφου στον Γολγοθά,οιναοίτηςΑγίαςΣιών(όπουέλαβεχώρα οΜυστικόςΔείπνος),τηςΑγίαςΣοφίας (εκείόπου ο Χριστός καταδικάστηκε και μαστιγώθηκε), ο -αόςτης Βηθεσδά (όπουέγινεη θεραπείατουπα ραλυτικούκαι όπουγεννήθηκεκαι πέρασε τα παι δικάτηςχρόνιαη Παναγία),τηςκοιλάδας τουΙωταφάτ,της ΓεθσημανήςκαιτουΌρουςτωνΕλαιών οτόπος της Ανάληψης). Οι προσκυνητές επισκέπτονταν ακόμα τη Βηθανία (όπουβρισκόταν οτάτοςτουΛαζάρου) καιτη Βηθλεέμ. Στη Διοκαισά:ε.α,έβλεπαν τηνκαρέκλα όπου καθόταν η Πανα■.α όταν την επισκέφθηκε οαρχάγγελος Γ αβριήλ
Τ α υ π ο λ ε ίμ μ α τ α τ ο ν στύλου, α ρ χ ικ ο ύ ύψους π ε ρ ίπ ο υ 20 μέτρω ν, σ τ ο ν ο π ο ίο σ τ ε κ ό τ α ν ο ά γ ιο ς Σ υμ εώ ν ο Π ρεσβύτερος. Ο σ τύλος β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τ ο κέντρο ενός οκταγώ νου, σ τ ις τ έ σ σ ε ρ ις π λευρές τ ο ν ο π ο ίο ν α ν α π τύ χ θ η κ α ν τ ρ ίκ λ ιτ ε ς β α σ ιλ ικ έ ς δίνοντα ς σ τ α ν ρ ό σ χ η μ η κ ά τοψ η σ τ ο μ νη μ είο. Α υτό το π ροσκ ύνη μ α , σ τ α β ο ρ ε ιο α ν α το λ ικ ά της Α ντιόχειας, π ο ν σ ή μ ερ α είν α ι γ ν ω σ τ ό ω ς QaTat S em a n (« Τ ο Κ ά σ τρ ο τον Σ υμ εώ ν»), κ τ ίσ τ η κ ε γύρω σ τ ο 490, π ε ρ ίπ ο υ 30 χρόνια μ ε τ ά τον θ ά νατο το υ σ τυ λ ίτη . Ε ίχε μ ε γ ά λ ο β α π τ ισ τ ή ρ ιο κ α ι π α ρ α κ ε ίμ ενο μ ο να σ τή ρ ι, ενώ σ τους π ρόπ οδες τ ο ν λόφ ον π ά νω σ το ν ο π ο ίο β ρ ισ κ ό τα ν υπ ή ρχ αν κ α ι ά?Λα μ ο ν α σ τή ρ ια κ α ι π α ν δ ο χ εία γ ια τους π ροσκ υνη τές.
(Ευαγγελισμός), στην Κανά τα πιθάρια που περιεί χαν το νερό το οποίο ο Χριστός μετέτρεψε σε κρασί, και στη Ναζαρέτ το πρώτο τετράδιο που χρησιμο ποίησε ο Χριστός ως παιδί. Οι μεγάλες δεσποτικές εορτές, που γιορτάζο νταν με αντίστοιχες λειτουργίες στους ναούς, απει κονίζονταν σε δοχεία που κατασκευάζονταν ειδικά για τη φύλαξη ευλογημένων ουσιών από τους Α γίους Τόπους. Για παράδειγμα, ένα ξύλινο κουτί
1 68
MARLIA MUNDELL MANGO
Επιχρυσωμένο αργυρό πλακίδιο που εικονίζει τον άγιο Συμεών τον Στυλίτη να κάθεται στον στύλο του. Η επιγραφή στο κάτω τμήμα του πλακιδίου, με την οποία αποδίδονται ευχαριστίες στον άγιο επειδή ικανοποίησε μια παράκληση, δηλώνει ότι ττρόκειται για
Πάνω: Π ήλινη « ευ λ ο γία » δ ια κ οσ μ η μ ένη μ ε ενεπίγραφ η π α ρ ά σ τ α σ η του α γ ίο υ Μ ηνά π ο υ π ρ ο σ ε ύ χ ετα ι. Τ έτοιες «ευ λ ο γ ίες» μ ο ιρ ά ζ ο ν τα ν σ τ ο π ρ ο σ κ ύ νη μ α τ ο ν α γ ίο υ ν ο τ ιο δ υ τ ικ ά της Α λεξάνδρειας κ α ι π ιθ α ν ώ ς εμ π ε ρ ιείχ α ν ια μ α τ ικ ό νερό ή κ ά π ο ια άλλη ο υ σ ία . 6ος αιώ νας.
αφιερωματική προσφορά. Το φίδι που τυλίγεται γύρω από τον στύλο είναι ή αυτό που αναφέρεται στον Βίο
Κάτω: Ε ικόνα τ ο ν 10ου α ιώ να . Ο β α σ ιλ ιά Ά βγαρος
τον Πρεσβυτέραν (ψ 459) ή εκείνο που μνημονεύεται στον Βίο του Νεώτερου Συμεών ff 593).
που χρονολογείται γύρω στο 600 μ.Χ. και σήμερα βρίσκεται στο Βατικανό, περιέχει μικρά πουγκιά με χώμα, ξύλο και ύφασμα τα οποία φέρουν τις επιγραφές «από το Όρος των Ελαιών», «από τη Σιών» κ.λπ. (βλ. το καπάκι του κουτιού στη σελίδα 166). Ιερά λείψανα μεγάλης σπουδαιότητας όπως ξύλο από τον Τίμιο Σταυρό ή τα κόκαλα ενός μάρ τυρα σπάνιζαν, αλλά μικρότερης αξίας λείψανα (τα οποία ονομάζονταν b r a n d e d ) , όπως το λάδι που ερ χόταν σε επαφή με τα σημαντικά λείψανα, ήταν διαθέσιμα σε απεριόριστες π ο σ ό τ η τ ε ς και μπορού σαν να τοποθετηθούν σε δοχεία διαθέσιμα στους προσκυνητές, όπως στα διακοσμημένα μολύβδινα φιαλίδια («ευλογίες»), που έφεραν επιγραφές όπως «Έλαιον από το Ξύλο της Ζωής από τους Αγίους Τόπους του Χριστού» ή άλλες παρόμοιες.
της Έ δεσ σα ς π α ρ α λ α μ β ά ν ε ι το Ά γιο Μ ανδήλιο μ ε το α π ο τ ύ π ω μ α το ν π ρ ο σ ώ π ο υ τ ο ν Χ ριστού. Το 944, ότα ν οι Β υ ζ α ν τιν ο ί κ α τέ λ α β α ν τη ν Έ δεσσα, μ ετεφ εραν το Μ ανδήλαο σ τ η ν Κ ω νσταντινούπ ολη . Σ ιν ά , Μ ονή της Α γίας Α ικατερίνης.
ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΙΕΡΩΝ ΤΟΠΩΝ
i6 g
Επάνω: Λειψανοθήκη σε μορφή κρεμαστού κοσμήματος από χρυσό και περίκλειστο σμάλτο. Στη μία πλευρά υπήρχε αρχικά το πορτρέτο του αγίου Δημητρίον (που σήμερα δεν σώζεται), ενώ στην άλλη εικονίζεται ο άγιος Γεώργιος, η μορφή τον οποίον συνδέεται >άμε τον άγιο Δημήτριο. εσωτερικό, στη θέση αποθήκευσης του λειψάνου εικονίζεται ο άγιος Δημήτριος στο προσκύνημά του στη Θεσσαλονίκη.
13ος αιώ να ς.
Αριστερά: Λειψανοθήκη του Τίμιου Σταυρού από επίχρυσο άργυρο, κοσμημένη με πολύτιμους λίθους και πολυάριθμα χρυσά πλακίδια περίκλειστου σμάλπον
Τα ιερά προσκυνήματα πλούτιζαν από τις δω ρεές των προσκυνητών (στους οποίους συγκαταλέ γονταν και ευσεβείς αυτοκράτορες), από την πώ ληση παλαιότερων αφιερωματικών προσφορών και αναμνηστικών αντικειμένων, όπως οι «ευλογίες» και οι λειψανοθήκες, και από την πώληση ή ενοικίαση γης. Πολλοί από τους προσκυνητές που ήρ θαν στους Αγίους Τόπους αποφάσισαν να μείνουν και να πεθάνουν εκεί. Κατασκεύασαν ξενώνες, εκ κλησίες και μοναστήρια για άλλους, ενώ αγόρασαν
στο κάλυμμά της (που εικονίζεται εδώ) παράσταση Δέησης και ολόσωμοι άγιοι. Στο εσωτερικό της λειψανοθήκης υπάρχουν εσοχές για τη σταυρόσχημη θήκη τον Σταυρού και άλ/,α λείψανα. Η επιγραφή στο υπερυψωμένο πλαίσιο αναφέρει ότι η λειψανοθήκη κατασκευάστηκε για τον πρόεδρο Βασίλ,ειο (964-965). Η λ,ειψανοθήκη μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση της πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Limbourg a n der Lahn, βησανροφν/,άκιο τον καθεδρικού ναού.
ιγο
σπίτια και έκτισαν τάφους γιατον εαυτότους. Έ ναςνόμοςτου545 αναφέρει ότιπολλοί από αυτούς που «ήρθαν στην Ιερουσαλήμ από τονδιακαήπόθο τουςνα επισκεφθούν τοντάφο τουΧριστού επιθυ μούν να αγοράσουν κτήρια τα οποία ανήκουν στην Εκκλησία, προσφέροντας μεγάλα χρηματικά πο σά». Ο πλούτος τον οποίο επέφερε αυτή η αγο ραπωλησία ακίνητης περιουσίας ικανοποίησε τις ανάγκες των ντόπιων και ασθενών προσκυνητών που ίσως διαφορετικά να είχαν γίνει βάρος στα ευαγή ιδρύματα. Ένας ακόμα νόμος του535 όριζε ενοικιάσεις σπιτιών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να εξασφαλίσει η Εκκλησία ένα έσοδο με το οποίο θα μπορούσε να καλύψει τις φιλανθρωπικές υποχρεώσεις της. Τα μοναστήρια ιδρύθηκαν ώστε να έχουν τη γενική φροντίδα των τόπων προσκυνήματος καιναπροσφέρουνκατάλυ μα στουςεπισκέπτεςτους(βλ.τοκεφάλαιογιατον μοναχισμό). Εκτός από τουςΑγίους Τόπους,άλλα σημαντι κά προσκυνήματαήταναφιερωμέναστονάγιοΜη νάκοντά στηνΑλεξάνδρεια,στον άγιοΣέργιο στη Σεργιούπολη,στονάγιοΘωμά στηνΈδεσσα, στην αγία Θέκλα στηΣελεύκεια,στοναπόστολοΦίλιπ πο στην Ιεράπολη, στον άγιο Θεόδωρο στα Ευχάιτα,στον άγιο Ιωάννη τονΕυαγγελιστή στην Έφε σο,στονάγιοΔημήτριο στη Θεσσαλονίκη, και φυ σικάστουςαγίουςΠέτροκαι Παύλο στηΡώμη. Οι περισσότεροιαπόαυτούςτουςαγίουςήτανσύγχρο νοι των Αποστόλων ή είχαν μαρτυρήσει κυρίως κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού στις αρχές του4ουαιώνα.Άλλοι μεταγενέστεροι ευσεβείςάνδρεςπου εισήλθαν στιςτάξειςτων αγίων της Εκ κλησίας ήταν οι στυλίτες, ο πρώτος από τους ο ποίους, ο Συμεών, ανέβηκε σε έναν στύλο (ύψους περίπου 20 μέτρων) βορειοανατολικά της Αντιό χειας τον 5ο αιώνα. Μετά τον θάνατό του το 459, ένα μεγάλο σταυρόσχημο μνημείο κτίστηκε γύρω απότονστύλοτουστοQal‘atSeman,όπουφυλαχτά μοιράζοντανστουςπροσκυνητές.Αυτά ταφυλαχτά ήταν πήλινες πινακίδες ή μικροί δίσκοι, σφραγι σμένα με τη μορφή του.Κατά τον ίδιοτρόπο, πή λινες«ευλογίες»,όμοιες με τιςμολύβδινεςαπό τα Ιεροσόλυμα, φτιάχνονταν στο προσκύνημα του α
MARLIA MUNDELL MANGO
γίουΜηνά κοντά στηνΑλεξάνδρεια και αλλού, ώ στε οιπροσκυνητές να μεταφέρουν σε αυτές ιερές ουσίεςόπως αγιασμένο λάδι,νερό,χώμα κ.λπ. Η γεωγραφική κατανομή των αγίων λειψάνων διαταράχθηκεκάπως όταντο356-7οαυτοκράτορας Κωνστάντιος Β' μετέφερετα λείψανατων Λουκά, ΤιμόθεουκαιΑνδρέαστονναότωνΑγίωνΑποστό λων στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πρακτική διαδόθηκεταχύτατακαιστηΔύση, όπουοΑμβρό σιος,επίσκοποςΜεδιολάνων,εισήγαγεταλείψανα και άλλων Αποστόλων. Τελικά, πολύ σημαντικά κειμήλια των Παθών απομακρύνθηκαν από τους ΑγίουςΤόπουςκαισυγκεντρώθηκανστηνΚωνστα ντινούποληπου έγινεγνωστή ως Νέα Ιερουσαλήμ. Ταταξίδιατωνπιστώνσταιεράπροσκυνήματαδεν σταμάτησαν εντελώς μετά την κατάκτηση της α νατολικής Μεσογείου από τουςΆραβες το 640,ω στόσο περιορίστηκαν αρκετά και δεναποτελούσαν πια βασικό χαρακτηριστικό των Βυζαντινών. Η μερική και προσωρινή ανάκτηση εδαφών της ανα τολικήςΜεσογείου από τουςΒυζαντινούςκατατον 10οαιώναοδήγησεστην απόκτηση καιάλλων λει ψάνων. Ένα από αυτά ήταν το Άγιο Μανδήλιο, το οποίοέστειλεοΧριστόςστονβασιλιάΆβγαρο στην Έδεσσα τηςΜεσοποταμίας,γεγονόςπου εικονίζεται και σε μια εικόνα του 10ου αιώνα. Κατά τη διάρκειατηςμεσοβυζαντινήςπεριόδου,ταλείψανα τουΤιμίουΣταυρού απέκτησαν διεθνήφήμη καιοι περισσότερες από τιςλειψανοθήκες που φτιάχτη καντότεείτεπεριείχανκομμάτιατουΤιμίουΣταυ ρούήείχανσταυροειδέςσχήμα.Ο άγιοςΔημήτριος παρέμεινε το επίκεντρο της λατρείας στη Θεσσα λονίκη,όπουσυνέχισαννακατασκευάζονταιλειψα νοθήκες μετην εικόνατου. Το 1204,οισταυροφόροιτηςΤέταρτης Σταυρο φορίας απέσπασαν πολύτιμα κειμήλια από την Κωνσταντινούπολη και τα μετέφεραν στη δυτική Ευρώπη. Στο Παρίσι,η SainteChapelleκτίστηκε ακριβώς για να στεγάσει τα πιο σημαντικά από αυτά, όπως το Ακάνθινο Στεφάνι και άλλα κειμή λιατων Παθών τουΧριστού. Όμως, τα βυζαντινά αποθέματασυμπληρώθηκαν στησυνέχειακαιεξα κολούθησαν να προσελκύουν Ρώσους προσκυνητές μέχρι καιτον 15ο αιώνα.
Η άνοδος του Ισλάμ R OB E R T HOYLAND
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν εκφράσεις όπως «αρπακτικά γεράκια», «λύκοι», «αναξιόπιστοι και άστατοι» και «βαρβαρικό έθνος» για να περιγράφουν τους Άραβες, τους κατοίκους της αραβικής χερσονήσου και της συριακής ερήμου. Αυτές οι εκφράσεις αντικατοπτρί ζουν εν μέρει την προκατάληψη ενός οργανωμένου κράτους προς τους απολίτιστους λαούς με τη φυλετική διάρθρωση που βρίσκονταν στην περιφέρειά του. Η ανυδρία στο μεγαλύτερο μέρος της πατρίδας των Αράβων σήμαινε ότι δεν υπήρχαν οι απαραίτητοι πόροι για την ανάπτυ ξη ενός σύνθετου κοινωνικού και πολιτικού οργανισμού. Οπωσδήποτε υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις. Χάρη στις βροχές των μουσώνων και στα μπαχαρικά αναπτύχθηκαν στη νότια Αραβία αρκετά βασίλεια, ενώ και στη συριακή έρημο εμφανίστηκαν ορισμένα κρατίδια, όταν ο πολιτισμέ νος κόσμος μέσω του εμπορίου διοχέτευε εκεί έσοδα (π.χ. τα βασίλεια των Ναβαταίων και της Παλμύρας) ή αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις (π.χ. τα βασίλεια των Γασσανιδών και των Λαχμιδών). Αλλά οι περισ σότεροι Αραβες ήταν συνηθισμένοι στην απουσία κράτους, και όλοι τους, είτε ως μόνιμοι κάτοικοι ενός τόπου είτε ως νομάδες, ήταν οργανωμένοι σε φυλές, δηλαδή ομάδες που βασίζονταν στην καταγωγή και στην αλληλοβοήθεια. Η απουσία οποιουδήποτε φορέα επιβολής του νόμου σήμαινε ότι καθένας έπρεπε να βρει το δίκιο του και το δίκιο της φυλής του μόνος του —«με το σπαθί θα ξεπλύνω την ντροπή μου», όπως είπε ένας ποιητής. Αυτοί οι άξεστοι τρόποι των Αράβων συνδυάζονταν με ένία ελάττωμα που κατά την άποψη των Βυζαντινών ήταν ακόμη πιο σοβαρό, δηλαδή τη. βιβλική καταγωγή τους. Ως απόγονοι της σκλάβας Αγαρ, θεωρούνταν θρησκευτικά υποδεέστεροι, «ο πιο αξιοκαταφρόνητος και ασήμαντος λαός της γης». Η άνοδος του Ισλάμ έμελλε, ωστόσο, να ξεκινήσει από μια απόμακρη γωνιά της Αραβικής χερσονήσου και με την πρωτοβουλία ενός Άραβα. Την ίδια εποχή που οι στρατιές του Πέρση βασιλέως Χοσρόη Β' σάρω ναν τις βυζαντινές επαρχίες της Συρίας και της Παλαιστίνης, ένας άνδρας ονόματι Μωάμεθ, από την αραβική φυλή των Κορεισιτών (Qur-
i
Η ΑΝΟΔΟΣ TOT ΙΣΛΑΜ
aysh), άρχισε να κηρύττει, στη γενέτειρά του, τη Μέκκα, στη νοτιοδυτική ακτή της Αραβικής χερσονήσου. Η διδαχή του, το Κοράνι {Qur'an), περιείχε προειδοποιήσεις για την επικείμενη ημέρα της κρίσεως, νομι κές εντολές, αντιρρητικά σχόλια κατά των απίστων, ένα περίγραμμα της εβραιο-χριστιανικής και της αραβικής ιστορίας των προφητών, και, πάνω απ’ όλα, προτροπές για να ακολουθήσουν οι άνθρωποι τον Έναν και Αληθινό Θεό, ο οποίος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με κάποια άλλη θεότητα. Για όσους ήταν πρόθυμοι να δεχθούν αυτές τις συμβουλές, ο Μωάμεθ σχεδίασε ένα πρόγραμμα δράσης. Κατ’ αρχήν θα σχημάτιζαν μία κοινότητα {μτητηα) που θα συνασπιζόταν γύρω από την «πίστη στον Θεό και στην Ημέρα της Κρίσεως», θα διαχωριζόταν από τους απίστους οργανώνοντας μια έξοδο (hijra ) και, τέλος, θα κήρυττε τον πόλεμο ( j i h ad) στους απίστους με σκοπό να τους οδηγήσει στην ορθή πίστη ή να τους καθυποτάξει. Αυτό το πρόγραμμα δράσης ήταν τόσο αποτελεσμα τικό όσο και απλό, και μέσα σε δύο δεκαετίες ο Μωάμεθ είχε καταφέρει να προσηλυτίσει τους περισσότερους κατοίκους της Βόρειας Αραβίας. Οι διάδοχοί του, Αμπού Μπακρ (632-4) και Ομάρ (634-644), επεξέτειναν αυτή την επιτυχία αρχικά σε ολόκληρη την Αραβία και στη συνέχεια, ύστερα από σειρά αστραπιαίων στρατιωτικών εκστρατειών, σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτός ο άθλος; Για τους μουσουλμάνους η απάντηση ήταν σαφής: «Χο γεγονός ότι ο Θεός μάς επιτρέπει να κυ ριαρχήσουμε σε όλες τις θρησκείες και όλα τα έθνη αποδεικνύει ότι μας αγαπά και ότι είναι ευχαριστημένος με την πίστη μας». Θα πρέπει πραγματικά να αναγνωρίσουμε ότι η δύναμη και η απλότητα του μηνύ ματος το οποίο διέδωσε ο Μωάμεθ αποτέλεσε εγγύηση για τη συνεχή χρήση του από επαναστατικές και μεταρρυθμιστικές ισλαμικές ομάδες μέχρι και σήμερα. Όμως, για ποιον λόγο ήταν οι Άραβες του 7ου αιώνα τόσο δεκτικοί σε αυτό το μήνυμα; Είχε αλλάξει κάτι στην αραβική χερσόνησο, που έκανε τους κατοίκους της ιδιαίτερα επιρρεπείς στη δι δασκαλία του Μωάμεθ ή μήπως το κήρυγμα του Μωάμεθ πρόσφερε μια νέα λύση σε κάποιο μόνιμο πρόβλημα; Η τελευταία εικασία δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όπως ήδη αναφέραμε, οι κοινωνίες με φυλετική οργά νωση στερούνται ενός καταναγκαστικού μηχανισμού, και συνεπώς αδύνατούν να αναλάβουν συντονισμένες ενέργειες ευρείας κλίμακας. Ο Μω άμεθ ξεπέρασε αυτόν τον σκόπελο προσφέροντας στους Άραβες την αίσθηση ενός κοινού σκοπού, απόλυτα ταιριαστού στο φυλετικό περιβάλ λον, δηλαδή την προώθηση του θεϊκού μηνύματος μέσω της κατάκτησης ( j i h a d f t sabtl Allah). Συνήθως, ωστόσο, υποστηρίζεται ότι η καινοτομία συνδεόταν περισ σότερο με τις συνθήκες παρά με το μήνυμα. Πράγματι, αληθεύει ότι η
Η ΑΝΟΔΟΣ Τ Ο Ϊ ΙΣΛΑΜ
Εγγύς Ανατολή γνώρισε αλλαγές ευρείας κλίμακας κατά τη διάρκεια των περίπου εκατό ετών πριν την άνοδο του Ισλάμ. Οι εξασθενημένες αυτοκρατορίες των Ρω μαίων και των Πάρθων είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στις υπερδυνάμεις του Βυζα ντίου και του Ιράν και η πολιτική κατάσταση πολώθηκε αρκετά, καθώς και οι δύο δυνά μεις επιζητούσαν την εύνοια των γειτονικών λαών επιδιώκοντας τη συμμαχία και την υποστήριξή τους. Οι Άραβες ήταν ευνοημένοι και παράλληλα τα θύματα αυτού του αυτοκρατορικού αγώνα για επιρροή, καθώς μπορούσαν να αποσπάσουν επιχορηγήσεις και ισχύ, με αντάλλαγμα όμως συμβιβα σμούς σχετικούς με την ανεξαρτησία τους. Διάφορες αραβικές συνομο σπονδίες εμφανίστηκαν, με πιο γνωστές ανάμεσά τους αυτές των Γασσανιδών και των Λαχμιδών, οι οποίες συμμάχησαν με τους Βυζαντινούς και τους Πέρσες, αντίστοιχα. Για τους Λαχμίδες γνωρίζουμε ελάχιστα. Ξέ ρουμε όμως ότι κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα οι Γασσανίδες εδραίωσαν τη θέση τους στην Ιορδανία και στη Νότια Συρία δημιουργώντας εκεί μια ισχυρή βάση. Αυτό αντικατοπτρίζεται στα κτήρια και στις επιγραφές που μνημονεύουν τα ονόματα των αρχηγών τους, καθώς και στα σύγχρονα συριακά έγγραφα που αναφέρουν τις δωρεές τους και τις παρεμβάσεις τους στην επίλυση θρησκευτικών ζητημάτων. Ελληνικά και συριακά κεί μενα τους αναφέρουν μαζί με Βυζαντινούς αυτοκράτορες ως «τους πιο ευσεβείς και φιλόχριστους βασιλείς μας», κάνοντας ακόμη λόγο και για το «βασίλειό» τους. Και σύμφωνα με τους στίχους των ποιητών τους, κανείς άλλος δεν ήταν πιο ισχυρός: «Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν», έγραψε ένας από αυτούς στον Γασσανίδη κύριό του, «ότι ο Θεός σού χάρισε δύ ναμη σε τέτοιο βαθμό ώστε να βλέπεις κάθε βασιλιά να τρέμει στα πόδια σου- διότι εσύ είσαι ο ήλιος, οι βασιλιάδες είναι τα αστέρια, και όταν ανατέλλει ο ήλιος κανένα από τα αστέρια δεν είναι ορατό». Η άνοδος στην εξουσία αυτών των συνομοσπονδιών σήμαινε ότι οι μικρής κλίμακας αντιπαραθέσεις του παρελθόντος ανάμεσα σε αντίπαλες αραβικές φυλές, κατά τις οποίες ((ένας ή λίγοι μόνο Άραβες σκοτώνονταν», είχαν μετα τραπεί τώρα σε σημαντικές συγκρούσεις. Και φαίνεται ότι οι αραβικές κατακτήσεις ξεκίνησαν υπό τη μορφή μιας παρόμοιας σύγκρουσης ανά μεσα στις συνομοσπονδίες των βορειοδυτικών Αράβων και των Γασσανιδών, όταν οι πρώτοι θέλησαν να σφετεριστούν τη θέση των τελευταίων. Η σύγκρουση των υπερδυνάμεων δεν είχε μόνο ιδεολογικές αλλά και πολιτικές επιπτώσεις. Ο πόλεμος αποκτούσε ολοένα περισσότερο θρη σκευτικό χαρακτήρα και οι θρησκευτικές διαφορές ισοδυναμούσαν συ-
Γ75
Ψ η φ ιδ ω τή ε π ιγρ α φ ή π ο υ ονομάζει τον «Ε ρέθα [sic], γ ιο το ν Αλ-Αρέθα». Ο δεύτερος τ α υ τ ίζ ε τ α ι κ α τ ά π ά σ α π ιθ α ν ό τη τ α μ ε τον al-H ant ibn Ja b a la , β α σ ιλ ιά τω ν Γ α σ σα νιδώ ν , 529-569. Ν αός το υ Α γίου Σ έ ρ γ ιο υ σ τ η ν π ό λ η Nitl (Ιορδα νία).
Στην απέναντι σελίδα: Μ ικρό ναόσχημο ο ικ ο δ ό μ η μ α π ου β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τ η β ό ρ εια πύλη της Σ ερ γ ιο υ π ό λ ε ω ς κ α ι έχει τ α υ τ ισ τ ε ί μ ε την α ίθ ο υ σ α ακ ροά σεω ν του al-M undhir, β α σ ιλ ιά τω ν Γ α σ σ α ν ιδ ώ ν Α ράβω ν α π ό το 569 (σ τ η φ ω το γ ρ α φ ία άπ οψ η τ ο ν εσ ω τερ ικ ο ύ προς τη ν είσοδο το ν κ τηρίου). Το κείμενο μ ια ς ανάγλυφ ης επ ιγ ρ α φ ή ς π ο υ σ ώ ζ ε τ α ι σ τ η ν α ψ ίδ α μ π ο ρ ε ί να μ ε τ α φ ρ α σ τ ε ί ελεύθερα ω ς: «Ν α ζή σ ει ο al-M undhir!».
ROBERT HOYLAND
χνά με πολιτικές διαφωνίες. Αυτές οι συνθήκες έγιναν αισθητές με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο στα νότια του αραβικού κόσμου, όταν ο ηγε μόνας της Αιθιοπίας, σύμμαχος του Βυζαντίου, εισέβαλε στην Τεμένη, αντιδρώντας σε πληροφορίες σχετικά με διωγμούς χριστιανών, και ανέ βασε στον θρόνο έναν χριστιανό βασιλιά. Επιπλέον, έμποροι μετατρά πηκαν σε ιεραποστόλους και διέδωσαν τον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό και την αίρεση των Μανιχαίων σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Έ τσι, την εποχή του Μωάμεθ, ο μονοθεϊσμός είχε εξαπλωθεί αρκετά στην Αραβία. Ο συσχετισμός αυτού του γεγονότος με την άνοδο του Ισλάμ δεν μπορεί να επισημανθεί με ευκολία. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η έννοια του μονοθεϊσμού δεν ήταν ξένη στο ακροατήριο του Μωάμεθ. Κατά τον 6ο και τον πρώιμο 7ο αιώνα, και αρχής γενομένης από το 542, ενέσκηψαν αλλεπάλληλες επιδημίες βουβωνικής πανώλους, εξαιτίας των οποίων «σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος αφανίστηκε» ενώ οι επανειλημμένες συγκρούσεις Βυζαντινών και Περσών, κατέληξαν στην προσάρτηση αρ κετών Βυζαντινών επαρχιών στην Περσική Αυτοκρατορία. «Έθνη ολό κληρα έχουν εξαφανιστεί», έγραψε ένας Βυζαντινός ιστορικός το 580. «πόλεις έχουν υποδουλωθεί, πληθυσμοί έχουν ξεριζωθεί και εκτοπιστεί, με αποτέλεσμα ολόκληρη η ανθρωπότητα να συμμετέχει στην αναστά-
Ψ η φ ιδω τό σ τ η ν αυλή του τζα μ ιο ύ τω ν Ο μμεναδώ ν σ τ η Δ αμασκό, το οπ οίο έ κ τ ισ ε ο χ α λίφ η ς Β α λ ίν τ A (705-715) σ το ν π ερ ίβ ο λο ενός ειδ ω λ ο λ α τρ ικ ο ν ναού, ο οπ ο ίο ς είχ ε ήδη μ ε τ α τ ρ α π ε ί σε ε κ κ λ η σ ία αφ ιερ ω μ ένη σ το ν ά γ ιο Ιω άννη. Τ α ψ η φ ιδω τά τη ς αυλής α π ε ικ ο νίζο υ ν τ ο π ία κ α ι κ τή ρ ια σ ε « ε λ λ η ν ισ τικ ό » ύφος, αλλά κανένα έμψυχο π λάσμα.
Γ |2
1υ ’ 1
Kg
ί ΐ ϋ ι iw
-
‘.1
-'Vfg1· *W ‘ „ d g i t i pSflP.
Μ χν
τωση». Αυτά τα γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα να συρρικνωθούν οι μεγάλες παράλιες πόλεις και να ευνοηθούν οι κωμοπόλεις της ενδοχώρας, αφού η μικρότερη πληθυσμιακή πυκνότητά τους μετρίασε τις επιπτώσεις της πανώλους, ενώ η απόστασή τους από τους κύριους οδικούς άξονες τις προφύλαξε από τις λεηλασίες. Οι Άραβες στα βορειοδυτικά της χερσο νήσου συνέβαλαν σε αυτή την άνθηση, διεξάγοντας το εμπόριο ιδιαίτερα με κοινότητες στο Νεγκέβ, στο Balqa’ και στο Χαουράν. Εν συντομία, κατά τη διάρκεια του αιώνα πριν τον Μωάμεθ, η αρα βική χερσόνησος ενσωματώθηκε με αυξανόμενο ρυθμό στον πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κόσμο των υπερδυνάμεων του Βυζαντίου και του Ιράν. Παρ’ όλα αυτά, οι Άραβες διατήρησαν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους και αίσθηση της ταυτότητάς τους. Αυτό οφειλόταν κατά ένα μέρος στην εντελώς διαφορετική γεωμορφολογία της πατρίδας τους, στην ο ποία ήταν δύσκολο να λειτουργήσουν αποτελεσματικά κρατικές δομές. Οφειλόταν επίσης στο ότι οι αυξανόμενοι πόροι, ιδιαίτερα οι αυτοκρατορικές χορηγίες, τους επέτρεπαν τώρα να εκφράσουν αυτή τη διαφορά. Οι αρχηγοί υποτελών βασιλείων άρχισαν να χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους ως «βασιλείς όλων των Αράβων» και να προάγουν την αραβική ποίηση για τη διασκέδαση και την προβολή τους. Αυτοί οι ίδιοι προ ώθησαν επίσης τη δημιουργία της αραβικής γραφής, ώστε να καταγρα φούν τα κατορθώματά τους, οι κατακτήσεις και η γενεαλογία τους. Ήταν επομένως φυσικό που ο Θεός επέλεξε να στείλει στον Μωάμεθ μια
Δ ιακοσμημένη πρόσοψη τον οχυρωμένου παλατιού της Mshatta (κοντά στο Αμάν της Ιορδανίας) πριν τη μεταφορά της στο Βερολίνο. Η χρονολόγηση αυτόν του κτηρίου έχει συζητηθεί αρκετά, αλλά σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι πρόκειται για κατασκευή των Ομμεναδών, που κτίστηκε κατά πάσα πιθανότητα από τον χαλίφη Βαλίντ Β ' το 743-744. Ο πλούσιος ανάγλυφος διάκοσμος φέρει μεταξύ άλλων παραστάσεις ζώων.
πος με καταγωγή πολύ ανώτερη απο οποιονδηποτε άλλον άνθρωπο με καταγωγή». Ο προσηλυτισμός δεν ήταν απαραίτητος. Έτσι, ο Αθανά σιος bar Gumaye, κάτοικος της Έδεσσας, πλούτισε ως δεξί χέρι του Άμπντ αλ Α ζίζ (‘Abd al-‘Aziz), αδερφού του χαλίφη Άμπντ αλ Μαλίκ (‘Abd al-Malik) (685-705) και κυβερνήτη της Αιγύπτου, ενώ παρέμεινε ένας ευσεβής χριστιανός. Όμως ήταν σύνηθες να προσηλυτίζονται αιχ μάλωτοι πολέμου ή πρόσφυγες σε μουσουλμανικές πόλεις, οι οποίοι επρόκειτο να περάσουν όλη τους τη ζωή ανάμεσα σε μουσουλμάνους,
Η μικρή πόλη Anjar, κοντά στο Μπάαλμπεκ του Λιβάνου έχει αποδοθεί στον χαλίφη Βαλίδ Α ' (705-715). Είναι κτισμένη κατά το ιπποδάμεια σύστημα σε ρωμαϊκό ύφος και σχηματίζει τετράγωνο με πλευρά μήκους 175 μέτρων. Τα πρώιμα νομίσματα των Ομμεϋαδών μιμούνται τα βυζαντινά τον Ηρακλείου, με παράσταση τριών ολόσωμων μετωπικών αντοκρατόρων αλλά και το διακριτικό τον νομισματοκοπείου Κωνσταντινουπόλεως CONOB —μόνο ο σταυρός επάνω στην κρηπίδα μετατρέπεται σε κοντάρι. Αργότερα οι αντοκρατορικές μορφές αντικαθίστανται από τον χαλίφη που σύρει το ξίφος του, ενώ τελικά υιοθετείται ένα αμιγώς επιγραφικό μοτίβο.
ROHKKT IIOYLAND
ύπως σημειώνουν με μεγάλη λύπη οι πάλαι ποτέ ομόθρησκοι: «Πολλοί άνθρωποι που ήταν μέλη της Εκκλησίας αρνούνται την αληθινή πίστη... χωρίς καν να υποβληθούν σε εξαναγκασμό, μαστίγωση ή χτυπήματα». 11 ένταξη στους κόλπους του Ισλάμ μιας τεράστιας ποικιλίας λαών, από τόσο διαφορετικές φυλές και με τόσο διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις, προσέδωσε εξαιρετική ποικολομορφία και ζω ντάνια στον αναδυόμενο μουσουλμανικό κόσμο και έφερε το Βυζάντιο αντιμέτωπο με έναν νέο και σφριγηλό πολιτισμό που έπαιρνε σάρκα και οστά στις ίδιες τις πρώην επαρχίες του. Η αντιπαράθεση αυτών των δύο δυνάμεων σημάδεψε την πολιτική τους ζωη επί αιώνες. Αρχικά, καθεμία από αυτές επιδίωξε να εξαφανίσει ολοκληρωτικά την άλλη. Ωστόσο, η κατασκευή του Θόλου του Βράχου στην Ιερουσαλήμ από τον Άμπντ αλ Μαλίκ, η κοπή ανεικονικών νομισμά των που εφεραν τη μουσουλμανική ομολογία της πίστης, και η απόφασή του να καθιερώσει την αραβική ως επίσημη γλώσσα της νέας αυτοκρα τορίας κατεδειξαν σε ολους οτι το μουσουλμανικό βασίλειο δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Αντιστοίχως, η αποτυχία της μεγάλης μουσουλμανικής επίθεσης για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως στις αρχές του 8ου αιώνα έπεισε τους Άραβες ότι οι Βυζαντινοί δεν επρόκειτο να εκδιωχθούν εύκολα. Οι συγκρούσεις στο πεδίο της μάχης έμοιαζαν συχνά με τελετουργικές επιδείξεις και ο πό λεμος περιοριζόταν σε λογομαχίες. Εν μέσω της υβριστικής πολεμικής που αντάλλασσαν οι δύο πλευρές, υπήρξαν κάποιες φορές και ορισμένες γόνιμες ανταλλαγές και σπάνιας ευφυΐας διατυπώσεις όπως αυτές που απηύθυνε με επιστολή ο πατριάρχης Νικόλαος προς τον χαλίφη Μουταντιρ (908-932): «Οι δύο δυνάμεις ολόκληρου του σύμπαντος, η δύναμη των Σαρακηνών και αυτή των Ρωμαίων, ξεχωρίζουν και ακτινοβολούν όπως τα δύο μεγάλα φωτεινά σώματα του ουράνιου θόλου-γ ι’ αυτόν και μόνο τον λογο θα πρεπει να ζησουμε μαζί σαν αδέλφια, αν και διαφέρουμε στα έθιμα, στη συμπεριφορά και στη θρησκεία».
5
0 αγώνας γι,α επιβίωση (641-780) WARR EN T R E A DG0 L D
Λητά τα χρόνια μπορούν πολύ ορθά να χαρακτηριστούν ως οι σκοτεινοί υι,ώνβς στην ιστορία του Βυζαντίου: πρόκειται για περίοδο στρατιωτι πιόν αποτυχιών, πολιτικής αστάθειας, οικονομικής ύφεσης και παρακ [ΐ /).; της παιδείας, η οποία δεν έχει αφήσει παρά μόνο ελάχιστες πηγές , ι,./ τον σύγχρονο ιστορικό. Οι μαρτυρίες είναι τόσο φτωχές, ώστε συχνά ' (ναι δύσκολο όχι μόνο να ανασυνθέσει κανείς την πορεία των γεγονότων ι- η να εκτιμήσει τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστούν, αλλά ακόμη και να περιγράφει σε αδρές γραμμές τις εξελίξεις. Ένα από τα πιο ούσκολα στην απάντησή τους ερωτήματα είναι πώς κατάφερε το Βυζά νno να αποκρούσει τις επιθέσεις των Αράβων. Εάν κρίνουμε από προηγούμενα παραδείγματα γηραιών αυτοκρατο ριών που αντιμετώπισαν επιθέσεις ρωμαλέων λαών που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στον κόσμο, το Βυζάντιο θα' έπρεπε να είχε υποκυψει μτους Αραβες, καθώς βρέθηκε σε θέση παρόμοια με αυτήν της Δυτικής I'οιμαϊκής Αυτοκρατορίας όταν αντιμετώπιζε τις επιθέσεις των I’ερμανών, ή της Καρχηδόνας όταν της επιτέθηκαν οι Ρωμαίοι ή ακόμα της αρχαίας Περσικής Αυτοκρατορίας όταν δέχτηκε την επίθεση του Με,άλου Αλεξάνδρου. Κανένα από αυτά τα αρχαία κράτη δεν είχε επιζήσει ι ια περισσότερο από εκατό χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη ήττα του. Ίο <ι41, οι Αραβες είχαν ήδη κατακτήσει την ενδοχώρα και την πρωτεύουσα t ης ΙΙερσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, η οποία έμελλε να διαηρηθεί δέκα μόνο χρόνια ως οργανωμένη μοναρχία. 'Οταν πέθανε ο Ηράκλειος, το Βυζάντιο έμοιαζε, επίσης, ιδιαίτερα τρωτό. Οι Αραβες το είχαν ήδη απογυμνώσει από τη Συρία, την ΙΙαλαιστίνη, το τμήμα του της Μεσοποταμίας και το μεγαλύτερο μέρος της Αίγυπτου. Εξασθενημένη ακόμη από τις καταστροφές του ΙΙερσικού IΙολέμου, τον οποίο είχε μόλις μετά βίας κερδίσει, η αυτοκρατορία ήταν /ποδιοργανωμένη, οικονομικά εξαντλημένη και σχεδόν στα όρια της χρεωκοπίας. Δεν είχε επίσης πραγματική ηγεσία, αφού ο ΙΙράκλειος : ί χε μοιράσει τη διαδοχή ανάμεσα στον μεναλύτεοο vr.n -nn Κ
100
200
300
400
200.
100
500 χλμ 300 μιλιά
ΑΖΟΦΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΟΡΟΣΕΙΡΑ ΚΑΥΚΑΣθγ ν
ΔΟΥΚΑΤΟ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
- ' W ^ A P X O N T IA
Χέρσων
Κομάκκιό $
) Υ Λ Γ Α.Ρ
Τραπεζούς
@ Πλίσκα
/////ΖΑΣ W M yZ
Σερδικη Ραγούζα Δεκάτερα
ΔΟΥΚΑΤΟ 'ς π ο λ ε τ ο υ
Γ0'.^''Μ πενεβέντο Γαίτη 0 ΠΡ|Γ|<ΙΠ Νεάπολις τον Αμαλφη μ π ε ν ε β
.
,
■ '
Φιλιππούπολις
Δυρράχιο
jA
Α Ρ Μ Ε Ν ΙΑ
^
Κ'&Β:ανο·}π\λ.-< Μελιτηνή
θεσάρλονικη •W ON ΊΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
νΥδρούς
Λέσβος ΗΠΕΙΡΟΣ
ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Συρακουσαι
ΑΒΒΑΣΙ ΔΩΝ
Η&ιεααγος
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
ΣΙΚΕΛΙΑΣ
ΧΑΛΙΦΑΤΟ
• ΑΙΓΑΙΟ
νθος
Ρήγιον
Μ Ε Σ Ο Π Ο Τ Α Μ ΙΑ
'/
Ιοια Χίος
Ναύπακτος^/·
Πάνορμος
ψ
J
ΑΡΧΟΝΤΙΑ' \Μ γ AVJIN I Ι/Λ ·,; 'ΔΥΡΡΑΧΙΟΥ ΔΥΡΡΑΧΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
’Αντιόχεια
4 -
%
P J '
ΘΕΜΑ
ΟΕΜΑ
■
,
. ΕΛΛΑΔΟΣ-/
*" . , /Ρόδος
ί*
0
'
[ωνσταντια
*0
Όρμος Μάλτα ■ —
θ Πρωτεύουσα ® Έδρα στρατού ο Έδρα άρχοντα ο Έδρα τουρμάρχη, δρουγγαρίου ή δούκα • Λλλτς σημαντικές Οέππς
'
/
Ν
q
"^ΔΟΥΚΑΤΟ ΔΑΛΜΑΤΙΑΣ
Ο *-
Σπαλάτο ’Λ
ΑΒΑΣΓΙΑ
χερςω νο ς
I
Γ ΑΡΧΟΝΤΙΑ Λ ΓAUll IΙΠ
Επικράτεια της αυτοκρατορίας κρητης (τα «προτεκτοράτα» της αυτοκρατορίας υπογραμμισμένα) Εδάφη με υψόμετρο άνω των 1000 μ
Η α υ τοκ ρα τορ ία το έτος 780
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
Ηρακλωνά, ο οποίος βρισκόταν υπό την επιρροή της αντιδημοφιλούς μητέρας του, Μαρτίνας. Επί τρία χρόνια η αυτοκρατορία ταλανιζόταν από εσωτερικές διαμάχες. Τον Κωνσταντίνο Γ', που πέθανε αφού βασίλευσε μόνο τρεις μήνες, διαδέχθηκαν η Μαρτίνα και ο δεκαπεντάχρονος γιος της, Ηρακλωνάς. Όμως, οι περισσότεροι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως συνέχιζαν να πιστεύουν ότι ο γάμος της Μαρτίνας με τον θείο της, Ηράκλειο, ήταν αιμομικτικός και άκυρος και ότι, κατά συνέπεια, ο Ηρακλωνάς ήταν νόθος. Σε κάθε περίπτωση, η συνηθισμένη ρωμαϊκή και βυζαντινή πρα κτική δεν ήταν να διαδέχεται ο ετεροθαλής αδερφός τον αδερφό, αλλά ο γιος τον πατέρα- και ο Κωνσταντίνος Γ' είχε έναν γιο, τον Κώνσταντα Β', που είχε την ίδια σχεδόν ηλικία με τον Ηρακλωνά. Ο Ηρακλωνάς και η μητέρα του παρέμειναν στην εξουσία για έξι ακόμα μήνες και στη συνέ χεια ανατράπηκαν από τον επικεφαλής του στρατού, τον Αρμένιο στρα τηγό Βαλεντίνο, με τη βοήθεια του κωνσταντινοπολίτικου όχλου. Αντί να καταδικάσει σε θάνατο μια γυναίκα και ένα παιδί, ο Βαλε ντίνος έκοψε τη γλώσσα της Μαρτίνας και τη μύτη του Ηρακλωνά, προκειμένου να επισφραγίσει την καθαίρεσή τους, χρησιμοποιώντας τιμωρίες που παλαιότερα επιβάλλονταν σε συνηθισμένους εγκληματίες. Μετά ανακήρυξε αυτοκράτορα τον ενδεκάχρονο Κώνσταντα Β', του έ δωσε ως γυναίκα την κόρη του και ανέλαβε ουσιαστικά ο ίδιος την εξουσία. Εν τω μεταξύ, οι Αραβες ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Αιγύπτου και έκαναν επιδρομές στην Αρμενία και στην Ανατολία. Όταν ο Βαλεντίνος προσπάθησε να λάβει τον τίτλο του αυτοκράτορα μαζί με τον Κώνσταντα, ο όχλος, πιστός στον νόμιμο διάδοχο, λιντσάρισε τον σφετεριστή στρατηγό. Όταν τελικά ο Κώνστας Β' ανεξαρτητοποιήθηκε στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών, κάθε τμήμα της αυτοκρατορίας το οποίο δεν είχε χαθεί ακόμη βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Η Ανατολία και η Αρμενία δέχονταν τις επιθέσεις των Αράβων, ενώ η βυζαντινή Αφρική και Ιταλία μαστίζονταν από επαναστάσεις και τελούσαν, στην καλύτερη περίπτω ση, υπό καθεστώς ημιαυτονομίας. Το μόνο που καθυστέρησε κάπως τους Αραβες ήταν η ανάγκη να αποκαταστήσουν την τάξη στα εδάφη που κατέκτησαν, ιδιαίτερα στην Περσία. Κανένας δεν μπορούσε να έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στον νεαρό Κώνσταντα, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι άρχισε να κυβερνά στηριζόμενος, αναμφίβολα, σε μεγάλο βαθμό στους συμβούλους και τους στρατηγούς του. Αφού εξασφάλισαν την κατάκτηση της Αρμενίας το 654, οι Άραβες άρχισαν πλέον για τα καλά την εισβολή στην Ανατολία, λεηλατώντας τις κύριες πόλεις της και κουρσεύοντας παράλληλα την Κύπρο, τη Ρόδο και την Κρήτη με έναν ολοκαίνουργιο και δυνατό στόλο. Παρότι την επόμενη
184
Επάνω: Ε π ιγρα φ ή προς τ ιμ ή ν το υ α υ το κ ρ ά το ρ α Κ ω ν σ τα ν τίν ο ν —π ιθ α ν ό τα τα τον Κ ώ νσταντα Β ' — μ ετά την ε π ιτ ν χ ή υ π ε ρ ά σ π ισ η της Σ α ρ δ η ν ία ς κ α τ ά τω ν Λ ομβαρδώ ν, α π ό ένα ν τό π ιο δούκα — π ε ρ ί το 645 (;). Porto Torres, Σ α ρ δ η νία .
Κάτω: Ε πευφ ημ ία προς τ ιμ ή ν το υ Κ ώ ν σ τα ν το ς Β ' ή του Κ ω ν σ τα ν τίν ο ν Δ' σ τ α χ ε ρ σ α ία τ ε ίχ η της Κ ω ν στα ντινουπ όλεω ς. Ο σβησμ ένος τέτα ρ το ς σ τ ίχ ο ς σ υ σ χ έ τιζ ε μάλλον τον α υ το κ ρ ά το ρ α μ ε τους Β ένετους ή τους Π ράσινους.
WARREN TREADGOLD
χρονιά ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Αράβων πρόσφερε στο Βυ ζάντιο ανάπαυλα, που οδήγησε σε μια επίσημη ανακωχή και ακόμα και στην πληρωμή φόρου υποτελείας από τους Άραβες, τίποτε δεν έδειχνε ότι οι Βυζαντινοί θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τη σφοδρή επίθεση των Αράβων μετά το πέρας της ανακωχής. Η αυτοκρατορία θα πρέπει να αντιμετώπιζε μεγάλο οικονομικό έλλειμμα μετά την απώλεια τόσων φορολογουμένων και τόσων εδαφών και ιδιαίτερα του κυριότερου σιτο βολώνα της, της Αιγύπτου. Ωστόσο, οι αμυντικές ανάγκες της ήταν μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά και φαίνεται ότι απαιτούσαν τη δα πάνη χρημάτων τα οποία η αυτοκρατορία αδυνατούσε να συγκεντρώσει. Στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, οι πενιχρές πηγές που διαθέτουμε αρχίζουν να χρησιμοποιούν εξελληνισμένα ονόματα για τις πέντε κύριες στρατιές της αυτοκρατορίας και τις περιοχές στρατωνισμού τους. Στρα τιές, και περιοχές ονομάζονται θέματα (λέξη που προφανώς σημαίνει «πυροβολεία») και οι αρχηγοί τους ονομάζονται στρατηγοί (εκτός από τον κόμη του θέματος Οψικίου). Είναι λίγο ως πολύ αποδεκτό ότι τα θέματα αυτά προήλθαν από τις στρατιές εκστρατείας της προηγούμενης περιόδου. Το μεγάλο θέμα Οψικίου συνένωσε τις δύο αυτοκρατορικές στρατιές που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη (τις παλαιότερα αποκα-
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
λούμενες praesentales), ενώ τα θέματα Ανατολικών, Αρμενιακών και Θράκης αποτελούνταν από τις στρατιές της Ανατολής, της Αρμενίας και της Θράκης, οι οποίες είχαν εγκαταλείψει τις αρχικές θέσεις τους και είχαν αποκτήσει νέες βάσεις στην Ανατολία. Μόνο η προέλευση του θέματος Καραβησιάνων είναι ασαφής: κατά πάσα 7τιθανότητα όμως οι στρατιώτες του, που ήταν ναύτες, θα πρέπει να προέρχονταν από τις στρατιές του Ιλλυρικού. Η διαφωνία των νεότερων ερευνητών επικεντρώνεται στον τρόπο λειτουργίας των θεμάτων. Οι πρώτες σαφείς πληροφορίες που έχουμε χρονολογούνται στον 9ο και τον 10ο αιώνα, όταν όλες μας οι πηγές βελτιώνονται αισθητά. Εκείνη την περίοδο οι στρατιώτες των θεμάτων δεν πληρώνονται με μετρητά, όπως συνέβαινε μέχρι και τον 6ο αιώνα, αλλά με δωρεές γης με καθορισμένη ελάχιστη αξία που βρίσκονται εντός του θέματός τους. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: διατήρησαν τα θέματα αργότερα την ίδια, κατά προσέγγιση, μορφή που είχαν όταν πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα του 7ου αιώνα, ή μήπως απέκτησαν αυτή τη μορφή στο πλαίσιο μιας εξελικτικής πορείας; Καμία πηγή, σε καμία χρονική περίοδο, δεν αναφέρει τη διανομή στρατιωτικών γαιών, ενώ το κατώτατο τίμημά τους σημειώνεται μόνο σε νομικά κείμενα του 10ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ο πιο εμφανής λόγος για τη χρήση στρατιωτικών γαιών είναι η εξοικονόμηση χρημά των. Η αυτοκρατορία δεν χρειαζόταν να περιορίσει τις δαπάνες της κατά τον 9ο και το 10ο αιώνα, αλλά ήταν αναγκασμένη να το κάνει κατά τα μέσα του 7ου αιώνα. Εκείνη την εποχή οι τεράστιες αυτοκρατορικές γαιοκτησίες που γνωρίζουμε από τις προηγούμενες περιόδους θα πρέπει να ήταν ακόμη διαθέσιμες προς διανομή. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τον 9ο αιώνα αυτές οι γαιοκτησίες σχεδόν εξαφανίζονται, ενώ τα στρα τιωτικά κτήματα αυξάνονται θεαματικά. Αυτές οι εκτιμήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι αυτοκρατορικές εκτάσεις γης διανεμήθηκαν ως στρατιωτικά κτήματα κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, πιθανότατα κατά τη διάρκεια της ανακωχής με τους Άραβες μεταξύ 659 και 662. Εκτός του ότι η κυβέρνηση εξοικονομούσε μετρητά, τα οποία είχε απόλυτη ανάγκη, η διανομή γης στους στρατιώτες είχε επιπλέον συ νέπειες, μία θετική και μία αρνητική. Η θετική συνέπεια ήταν ότι, καθώς τα θέματα κάλυπταν σχεδόν ολόκληρη την αυτοκρατορία, η άμυ να κάθε σημαντικής περιοχής στηριζόταν σε μόνιμα εγκατεστημένους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ένα επιπλέον ισχυρό κίνητρο να πολεμήσουν αφού υπερασπίζονταν τη γη που τους ανήκε. Η αρνητική συνέπεια για την κυβέρνηση ήταν ότι, από τη στιγμή που οι στρατιώτες έγιναν σχεδόν αυτοσυντήρητοι, δεν είχαν κανέναν λόγο να υπακούουν τον αυτοκράτορα και έτσι υποκινούσαν ευκολότερα στάσεις εναντίον του. Ο
ι
85
Επάνω: Σ τ ις τελ ε υ τα ίε ς κοπές χ ρυσ ώ ν νομ ισμ ά τω ν ο Κ ω ν σ τα ν τίν ο ς Δ' (668-685) χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ε τύπ ο υς το υ 6ον α ιώ να σε ιδ ια ίτ ε ρ α υψηλή π ο ιό τ η τ α εκτέλεσης. Π α ρ α τα ύ τα το όνομα το υ α υ το κ ρ ά το ρ α (C onstanus) είνα ι γραμ μένο ανορθόγραφ α. Κ ά τω : Ο Ιο υ σ τ ιν ια ν ό ς Β ' ε ισ ή γ α γ ε γ ια π ρ ώ τη φ ορά τη ν τιροτομ ή τσυ Χ ριστού μ ε τ η ν επ ιγ ρ α φ ή
rex regnatium σ το ν ε μ π ρ ο σ θ ό τνπ ο τω ν χ ρ υ σ ώ ν νομισμάτω ν. Η δ ικ ή το υ μ ορφ ή εμ φ α ν ίζε τα ι σ το ν ο π ισ θ ό τ ιπ ο .
WARREN TREADGOLD
Κώνστας δεν θα πρέπει, να είχε προβλέψει εξ αρχής αυτές τις συνέ πειες: κατάλαβε, ωστόσο, πολύ σύντομα το πώς επιδρούσαν. Το 662, ο Κώνστας απέπλευσε για τη Δύση συνοδευόμενος από μεγάλο στρατό. Άφησε τον έφηβο γιο του, Κωνσταντίνο, στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, διαβεβαιούνοντας το αγόρι ότι ο ίδιος είχε αναμφίβολα επωμιστεί πολύ πιο βαριές ευθύνες στην ηλικία του. Αφού επισκέφθηκε τον πάπα Βιταλιανό στη Ρώμη, ο Κώνστας οργάνωσε το στρατηγείο του στη Σικελία. Κατάφερε να ανακόψει την πορεία της βυζαντινής Αφρικής και Ιταλίας προς την ανεξαρτησία και θα πρέπει να προχώρησε στη διανομή γαιών και στους εκεί στρατιώτες. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του οι Άραβες, των οποίων ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει, άρχισαν ξανά τις επιθέσεις τους. Αντιμετώ πισαν σκληρότερη αντίσταση από πριν, προφανώς λόγω των θεμάτων. Το 668, όμως, ο στρατηγός του θέματος Αρμενιακών αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και ο κόμης του θέματος Οψικίου, που βρισκόταν στη Σικελία με τον Κώνσταντα, τον δολοφόνησε και διεκδίκησε αυτός τον θρόνο. Λίγες είναι οι περιπτώσεις προσώπων ιστορικής σπουδαιότητας, για τους οποίους διαθέτουμε τόσο ελλιπή πληροφόρηση, όπως είναι αυτή του Κώνσταντα, ο οποίος, από τα 37 χρόνια της ζωής του, βασίλευσε τα 27. Η φήμη του δεν ήταν ιδιαίτερα καλή στους κόλπους των ορθόδοξων Βυ ζαντινών επειδή αρνήθηκε να καταδικάσει τον μονοθελητισμό και κατα δίωξε τους αντιπάλους του, τον πάπα Μαρτίνο Α' και τον Μάξιμο τον Ομολογητή, αν και στην πραγματικότητα τους τιμώρησε επειδή υποκί νησαν στάσεις στην Ιταλία και την Αφρική. Τουλάχιστον, όμως, ο Κών στας υπερασπίστηκε επιτυχώς μια αυτοκρατορία που έμοιαζε καταδι κασμένη όταν την ανέλαβε. Εάν ήταν πραγματικά αυτός ο ιδρυτής των θεμάτων αλλά και του συστήματος των στρατιωτικών γαιών, τότε πρόσφερε στο Βυζάντιο ένα εύκαμπτο, οικονομικό και αποτελεσματικό ερ γαλείο για τον μακροχρόνιο αγώνα κατά των Αράβων ο οποίος έμελλε να ακολουθήσει. Αν και η ροπή των θεμάτων προς στασιαστικές κινήσεις ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη, δεν αποδείχθηκε καταστροφική σε αυτή την πε ρίπτωση. Το θέμα Αρμενιακών τερμάτισε την εξέγερσή του όταν ο σ τ ρ α τηγός του σκοτώθηκε σε ατύχημα με άλογο ενώ το εκστρατευτικό σώμα στη Δύση συνέλαβε εγκαίρως τον δολοφόνο του Κώνσταντος. Ο γιος του Κώνσταντος, Κωνσταντίνος Δ', παρότι μόλις 20 ετών, είχε αρχίσει να κυβερνά επιδεικνύοντας ικανότητες ανάλογες με εκείνες του πατέρα του,
(I ΑΙΏΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
επέστρεψε στην Ανατολή την επόμενη άνοιξη, φέρνοντας μαζί του τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συνοδεύσει τον Κώνσταντα. Η ανάγκη της παρουσίας του αυτοκράτορα στην Ανατολή, ήταν μεγάλη καθώς η αραβική απειλή είχε γίνει περισσότερο πιεστική. Οι Άραβες είχαν ήδη εκμεταλλευτεί την επανάσταση στο θέμα Αρμενιακών, για να αρπάξουν ορισμένα εδάφη στα σύνορα της αυτοκρατορίας, και τώρα είχαν αρχίσει συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα εναντίον της βυζαντινής Αφρικής, της Σικελίας και της Ανατολίας. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι είχαν αρχίσει να κάνουν επιδρομές ευρείας κλίμακας στην περιοχή γύρω από την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Οι επιδρομείς χρησιμοποίησαν ως βάση τους το κοντινό λιμάνι της Κυζίκου, όπου δια/ι ίμασαν το 670-671, και στη συνέχεια το 674 επέστρεψαν για απροσδιό ριστο χρόνο. Αν και είχαν ελάχιστες πιθανότητες να εκπορθήσουν την ισχυρά περιτειχισμένη πρωτεύουσα, οι επιθέσεις τους καθήλωσαν το με γαλύτερο τμήμα του βυζαντινού στρατού. Ενόσο οι επιδρομείς από την Κύζικο λεηλατούσαν οπουδήποτε επιθυμούσαν, άλλοι Άραβες κατέλαβαν ην Κιλικία και τη Ρόδο, οι Λομβαρδοί κατέκτησαν το μεγαλύτερο τμήμα fjC, βυζαντινής Ιταλίας και οι Σλάβοι πολιορκούσαν τη Θεσσαλονίκη, η Ίΐτοία είχε ήδη αναδειχθεί δεύτερη σε μέγεθος πόλη της αυτοκρατορίας. Μετά από τρία χρόνια αξιοθρήνητων επιδόσεων, ο Κωνσταντίνος που ι ούρα διέθετε και ένα νέο όπλο, αποφάσισε να ριψοκινδυνεύσει μια μάχη ι ναντίον των εισβολέων. Ένας χριστιανός πρόσφυγας από τη Συρία είχε ανακαλύψει μια χημική ένωση που σήμερα είναι γνωστή ως υγρόν πυρ, η υιτυία αναφλεγόταν στην επιφάνεια της θάλασσας και κατέστρεφε κάθε ιΆυίυ στο πέρασμά της. Το 677 ο Βυζαντινός στόλος επιτέθηκε εναντίον ι ου Αραβικού, έκαψε πολλά από τα πλοία του με το υγρόν πυρ και έτρεψκ ιούς εισβολείς σε φυγή πίσω προς το χαλιφάτο. Στη συνέχεια μια κα ι αιγίδα κατέστρεψε ό,τι είχε απομείνει από τον αραβικό στόλο, ενώ οι θεματικοί στρατοί Οψικίου, Ανατολικών και Αρμενιακών αποδεκάτισαν ιον αραβικό στρατό. Ποτέ πριν οι Βυζαντινοί δεν είχαν καταφέρει τόσο ο ^μαντικές νίκες εναντίον των Αράβων. Αφού συνήψε ανακωχή με τους Άραβες, ανακατέλαβε τη 1‘όδο και νίκησε τους Σλάβους κοντά στη Θεσσαλονίκη, ο Κωνσταντίνος έστρεψε ι φ προσοχή του προς το ζήτημα του μονοθελητισμού, το οποίο ο πατέ ρας του είχε συνειδητά αφήσει ανοιχτό. Οι πληθυσμοί της Αφρικής και ης Ιταλίας είχαν αρχίσει από καιρό να απεχθάνονται αυτό το δόγμα, το οποίο, ύστερα και από την απώλεια της Αρμενίας, είχε ελάχιστους οπαδούς ακόμη και στα ανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας. Το 681
18 8
WARREN TREADGOLD
Έ ντονα δια β ρω μ ένη ανάγλυφ η π α ρ ά σ τ α σ η ιπ π έ α , π ου α κ ο λ ο υ θ είτα ι α π ό σκ ύλο σ τ ο κ άθετο μ έ τω π ο ενός βράχου σ τ η M adara, κ οντά σ τ η ν π ρω τεύ ο υ σ α τω ν Π ρω τοβουλγάρω ν, Π λίσκα. Δ ίπλα σ τ ο ν ιπ π έ α υπάρχουν επ ιγρα φ ές σ τ α ελλη νικ ά π ρος τ ιμ ή ν τω ν χ α γ ά νω ν Τέβερλη, Κ ο ρ μ έ σ ιο ν κ α ι Ο μουρτάγ. Α ρχές 8ου αρχές 9ου αιώ να .
στος, όντας τέλειος, τόσο στη θεϊκή όσο και στην ανθρώπινη φύση του, έχει δύο θελήσεις που αντιστοιχούν στις δύο φύσεις του. Αυτός ο ορισμός επίλυσε τις τελευταίες ασάφειες στο επίσημο εκκλησιαστικό δόγμα περί Χριστού. Οι διαφωνίες που θα πήγαζαν στο μέλλον στους κόλπους της Βυζαντινής Εκκλησίας, θα αφορούσαν θέματα ήσσονος σημασίας για τη χριστιανική πίστη. Την ίδια περίοδο πολλοί από τους Τούρκους, γνωστοί με το όνομα Βούλγαροι, που είχαν δεχτεί επίθεση από ομοεθνείς τους Τούρκους Χαζάρους από τα ανατολικά, διέσχισαν τον Δούναβη και μετοίκησαν στη Θράκη. Αν και κατέλαβαν εδάφη που κατοικούνταν από Σλάβους και βρίσκονταν εκτός βυζαντινού ελέγχου, ο Κωνσταντίνος διέγνωσε ότι οι Βούλγαροι θα γίνονταν ενοχλητικοί γείτονες και εξεστράτευσε εναντίον τους. Αρχικά τούς ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν στο Δέλτα του Δούνα βη. Όταν όμως αποσύρθηκε από την εκστρατεία εξαιτίας μιας κρίσης αρθρίτιδας, οι στρατιώτες του πανικοβλήθηκαν, οπισθοχώρησαν και οι Βούλγαροι τους νίκησαν. Πολύ σύντομα οι Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Θράκη, κατακτώντας μερικές παράκτιες βυζαντινές πόλεις. Ο Κωνσταντίνος συνήψε μια συνθήκη ειρήνης με την οποία αναγνώριζε τα νέα τους σύνορα και, ως μέτρο άμυνας εναντίον τους, δημιούργησε από τα εδάφη του θέματος Οψικίου το νέο θέμα Θρακησίων. Θα πρέπει να ένιωθε ότι ένας πόλεμος φθοράς ήταν το μόνο το οποίο η αυτοκρατορία μπορούσε να αντέξει εκείνη την περίοδο- ήταν αδύνατον να προβλέψει ότι ο βουλγα ρικός κίνδυνος θα διαρκούσε περισσότερο από τον αραβικό. Ο Κωνσταντίνος κατάφερε σύντομα και άλλες νίκες εναντίον των
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
Αράβων, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε νέους εμφυλίους πολέμους. Κατό πιν αιτήματος των Αρμενίων, αποκατέστησε το βυζαντινό «προτεκτο ράτο» στο μεγαλύτερο τμήμα της Αρμενίας και ανακατέλαβε την Κιλι κία και τις παραμεθόριες περιοχές που είχαν χαθεί στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του. Το 685, λίγο πριν πεθάνει, έκανε για άλλη μια φορά ανακωχή με τους Άραβες. Ο Κωνσταντίνος σχεδόν εξίσου σκιώδης με τον πατέρα του, σημείωσε παρόμοιες επιτυχίες εναντίον εξίσου φοβερών εχθρών. Αντιμετώπισε κατά αξιέπαινο τρόπο τους Άραβες, τους Βούλ γαρους και τους ίδιους τους υπηκόους του, αποφεύγοντας τις άμεσες πολεμικές συγκρούσεις όποτε μπορούσε. Πέθανε σχετικά νέος, αλλά άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του, γεγονός που για την εποχή αποτελεί επίτευγμα. Ο δεκαεξάχρονος γιος του Κωνσταντίνου, Ιουστινιανός Β', ήταν ο τέταρτος στη σειρά αυτοκράτορας που ανέλαβε την εξουσία όντας έφηβος. Ήταν ικανός, όπως ο πατέρας και ο παππούς του, αλλά με την αραβική επιθετικότητα σε ύφεση μπορούσε να νιώθει πιο σίγουρος για το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ήταν πεπεισμένος ότι αυτή θα επιβίωνε ως μεγάλη δύναμη, αλλά φαίνεται ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το κράτος του ήταν ακόμη πολύ πιο αδύναμο από το χαλιφάτο. Η επίγνωση των κα τορθωμάτων του συνονόματού του Ιουστινιανού Α' φαίνεται να τον οδή γησε σε υπερβολικά φιλόδοξα σχέδια. Ωστόσο, είναι δύσκολο να κρίνει κανείς την προσωπικότητα και το έργο του, διότι οι πηγές μας, αν και πιο διαφωτιστικές από εκείνες της προηγούμενης περιόδου τον αδικούν κα ταφανώς. Χωρίς να παραβιάσει την ανακωχή που είχε συμφωνήσει ο πατέρας του με τους φιλέριδες Άραβες, ο Ιουστινιανός συνέχισε να επιδιώκει να αποκτήσει πλεονεκτήματα έναντι των αντιπάλων του. Ενδυνάμωσε τον έλεγχό του στην Αρμενία. Ύστερα από συμφωνία με τον χαλίφη, δέχθη κε από τη Συρία κάποιους ορεσίβιους χριστιανούς τους Μαρδαΐτες, που από καιρό διενεργούσαν ληστρικές επιδρομές εντός των ορίων του χαλι φάτου. Ο Ιουστινιανός τούς μετέτρεψε σε κωπηλάτες για το θέμα Καραβησιάνων και πιθανότατα και για το νέο θέμα Ελλάδος το οποίο δημιούργησε στην Ελλάδα. Εξεστράτευσε εναντίον των Σλάβων της Θράκης και αιχμαλώτισε πολλούς, τους οποίους στη συνέχεια εγκατέστησε ως στρατιώτες στο θέμα Οψικίου. Ο αυτοκράτορας πιθανότατα αρεσκόταν να μετακινεί πληθυσμούς, καθώς μετέφερε μεγάλο μέρος των κατοίκων της Κύπρου στην ερημω μένη περιοχή γύρω από την Κύζικο, την οποία επανίδρυσε και ονόμασε Ιουστινιανούπολη. Στη συνέχεια προκάλεσε πόλεμο με τους Άραβες. Το 691 έκοψε καινούργια νομίσματα που απεικόνιζαν την προτομή του Χρι στού και απαίτησε από τους Άραβες να τα χρησιμοποιούν για να πλη-
η
ι go
WARREN TR E A D G O LD
ρώνουν τον φόρο υποτέλειας. Καθώς ο εμφύλιος πόλεμος των Αράβων εξασθενούσε, ο χαλίφης αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τα νομίσματα, ει σέβαλε στην Ανατολία και νίκησε τον βυζαντινό στρατό, όταν οι απρό θυμοι Σλάβοι νεοσύλλεκτοι αυτομόλησαν προς αυτόν. Αρκετά σύντομα στη συνέχεια υποτάχθηκαν και οι Αρμένιοι. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε τότε να αναζητήσει τη δόξα έξω απο τα πεδία των μαχών. Συγκάλεσε μια εκκλησιαστική σύνοδο, που έγινε γνω στή ως Πενθέκτη (Πέμπτη - Έκτη), καθώς θεωρήθηκε συμπληρωμα τική της Πέμπτης και της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου οι οποίες είχαν προηγηθεί. Ωστόσο, κανένας επίσκοπος από τη Δύση δεν προσκλήθηκε σε αυτή τη σύνοδο, η οποία επιπλέον προσέβαλε τους υπηκόους του δυ τικού τμήματος της αυτοκρατορίας, καθώς επέβαλε σε όλη την αυτοκρα τορία διάφορα έθιμα της ανατολικής Εκκλησίας, τα οποία δεν ήσαν απο δεκτά στη Δύση. Ο αυτοκράτορας άρχισε επίσης να προσθέτει κτίσματα στο αυτοκρατορικό παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως. Οι εκστρατείες του Ιουστινιανού είχαν ήδη οδηγήσει στην επιβολή βαριάς φορολογίας, και στη δήμευση περιουσιών των πλουσιότερων υπηκόων- το οικοδομικό του πρόγραμμα επέφερε περαιτέρω φορολογικές επιβαρύνσεις. — Το 695, δυσαρεστημένοι αριστοκράτες οργάνωσαν μια συνωμοσία κατά την οποία ο Ιουστινιανός ανατράπηκε, τιμωρήθηκε με ρινοτομία και αντικαταστάθηκε στον θρόνο από τον στρατηγό Λεόντιο, τον οποίο είχε παλιότερα καθαιρέσει. Αυτή η επανάσταση ήταν ένα ατυχές περι στατικό. Μολονότι ο Ιουστινιανός είχε συμπεριφερθεί απερίσκεπτα με ρικές φορές, σε γενικές γραμμές είχε αποδείξει τη δεινότητά του, ενώ το κληρονομικό του δικαίωμα στην εξουσία ήταν αδιαμφισβήτητο. Ο Λεόντιος, αν και ευφυής και ρωμαλέος, δεν ήταν παρά ο δεύτερος άνθρωπος στην ιστορία του Βυζαντίου που επιχειρούσε να ανατρέψει έναν νόμιμο διάδοχο. Το ολέθριο προηγούμενο ήταν η περίπτωση του Φωκά το 602. Χωρίς κάποιον ισχυρό αυτοκράτορα που να έχει νομίμως κληρονομήσει την εξουσία, ο κίνδυνος να στασιάσουν τα θέματα έγινε ακόμα μεγαλύ τερος σε μια περίοδο κατά την οποία οι Άραβες ανέκαμπταν. Σύντομα ο χαλίφης επιτέθηκε στη βυζαντινή Αφρική και ο στρατός του κατέλαβε την Καρχηδόνα το 697. Ο Λεόντιος έστειλε αμέσως ένα ναυτικό εκστρατευτικό σώμα για να ανακαταλάβει την πόλη, όπως και έγινε, αλλά το επόμενο έτος οι Άραβες το εξεδίωξαν και πάλι. Ο ηττημένος βυζαντινός στόλος έπλευσε πίσω στην Κρήτη, όπου, αντί να απο δεχθεί την ευθύνη της ήττας του, ανακήρυξε ως αυτοκράτορα έναν αξιω ματικό του θέματος των Καραβησιάνων. Στη συνέχεια οι επαναστάτες κατέπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη, την πολιόρκησαν και εισέβαλα-, διά της βίας. Έκοψαν τη μύτη του Λεοντίου και εγκατέστησαν στο-, θρόνο τον υποψήφιό τους ως Τιβέριο Γ'.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
Καθώς δεν μπορούσε να δικαιολογήσει με τίποτα αυτό το σφετερισμο, ο Τιβεριος προσπάθησε να επιτύχει μια εύκολη νίκη εισβάλλοντας στην αραβική Συρία. Ο χαλίφης, που είχε ολοκληρώσει την κατάκτηση της βυζαντινής Αφρικής, ανταπέδωσε επιτιθέμενος στα ανατολικά σύ νορα της αυτοκρατορίας. Το 702 οι Αρμένιοι επαναστάτησαν κατά του χαλιφάτου, αλλά παρά τις έντονες προσπάθειες του Τιβερίου οι Άραβες κατέλαβαν σύντομα την Αρμενία και όμορα βυζαντινά εδάφη. Παράλλη λα, ο εκθρονισμένος Ιουστινιανός Β' δραπέτευσε από τη βυζαντινή Κρι μαία, τον τόπο εξορίας του, και κατέφυγε αρχικά στους Χαζάρους και στη συνέχεια στους Βούλγαρους, ο ηγεμόνας των οποίων του προσέφερε στρατό, για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Αφού κατάφερε να εισβάλει στην πόλη, ο Ιουστινιανός συνέλαβε τον Τιβέριο και ανέκτησε τον θρόνο του. Ο ακρωτηριασμός και η εξορία δεν είχαν κάμψει καθώς φαίνεται το φρόνημα του Ιουστινιανού. Μετά την παλινόρθωσή του, ωστόσο, ο αυτοκράτορας συμπεριφέρθηκε με πολύ μεγαλύτερη σύνεση απ’ ό,τι αναμενόταν. Μολονότι, εκτέλεσε τον Τιβέριο και τον Λεόντιο, μια και το δικό του παράδειγμα είχε αποδείξει ότι ο ακρωτηριασμός δεν ήταν αρκετός για να κρατήσει έναν εκθρονισμένο αυτοκράτορα μακριά από την εξου σία. Σύντομα ενεπλάκη σε πολέμους^ με τους Άραβες και τους πρόσφα τους συμμάχους του, τους Βουλγάρους., αλλά κατάφερε να αντεπεξέλθει, έως ότου ο πρώην τόπος εξορίας του στην Κριμαία στασίασε εναντίον του με τη βοήθεια των Χαζάρων. Ένα ναυτικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο αυτός απέστειλε εναντίον της Κριμαίας, και στο οποίο πιθανότατα συμ μετείχε και το θέμα των Καραβησιάνων, συνέπραξε με τους επαναστάτες στην ανακήρυξη ενός νέου αυτοκράτορα, του Φιλιππικού. Το 711 ο Φι λιππικός κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέτρεψε και απο κεφάλισε τον Ιουστινιανό. Ο Φιλιππικός, ο σφετεριστής με τη λιγότερο εντυπωσιακή προσω πικότητα, προσπάθησε να αποκηρύξει την αντιμονοθελητική ΣΤ' Οικου μενική Σύνοδο, οι αποφάσεις της οποίας δεν είχαν γίνει αποδεκτές στη γενέτειρά του, την Αρμενία. Ο ίδιος δεν τα πήγε και τόσο καλά στους πολέμους του εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων, και δύο χρόνια αργότερα ανατράπηκε και τυφλώθηκε από τον κόμη του θέματος Οψικίου. Όμως, ο επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας (πρωτοασηκρήτις), ακολουθώντας καλύτερη στρατηγική από αυτήν του κόμητος του Οψικίου, κατάφερε να τον ανατρέψει, να τον τυφλώσει με τη σειρά του και να διεκδικήσει το στέμμα για τον εαυτό του. Ο νέος αυτοκράτορας, Αναστάσιος Β', ήταν άνθρωπος εξαιρετικά ικανός και μπορούσε επιπλέον να ισχυριστεί ότι όχι μόνο δεν ήταν ο ίδιος επαναστάτης, αλλά απεναντίας, είχε τιμωρήσει έναν σφετεριστή. Σε κάθε περίπτωση, ύστε-
Χ9
WARREN TREADGOLD
ρα από πέντε ανταρσίες, η ανατροπή αυτοκρατόρων είχε καταστεί σχε δόν φυσιολογικό φαινόμενο. Ο χαλίφης, βλέποντας τη σύγχυση των Βυζαντινών, προετοίμαζε μια επίθεση για να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη μεμιάς. Οι Άραβες προήλασαν κατά μήκος της ακτής και διέσχισαν την ενδοχώρα της Ανατολίας. Ο Αναστάσιος ενίσχυσε τις οχυρώσεις της πρωτεύουσας και έστειλε στρατό, το 715, στη Ρόδο, προκειμένου να επιτεθεί στους Άρα βες. Όταν έφτασε εκεί, όμως, ορισμένοι στρατιώτες από το θέμα Οψικίου στασίασαν κατά του Αναστασίου, ίσως για να τον εκδικηθούν επει δή είχε τυφλώσει τον κόμη τους δύο χρόνια νωρίτερα. Οι στασιαστές επέστρεψαν, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη και αναγόρευσαν έναν ακόμα νέο αυτοκράτορα, τον απρόθυμο Θεοδόσιο Γ'. Ο Αναστάσιος δέχτηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο και να γίνει μονα χός, αλλά με τους Άραβες να λυμαίνονται την Ανατολία, τα θέματα Ανατολικών και Αρμενιακών αρνήθηκαν να δεχτούν τον Θεοδόσιο και ανακήρυξαν ως αυτοκράτορα τον στρατηγό του πρώτου, με το όνομα Λέων Γ'. Σε αυτή την κατάσταση του διαρκώς εντεινόμενου χάους, ο Θεοδόσιος παραιτήθηκε επίσης από τον θρόνο και έγινε κληρικός το 717, και ο Λέων μπήκε στην Κωνσταντινούπολη, με τους Άραβες να τον ακολουθούν σε μικρή απόσταση. Ο Λέων Γ' ανέλαβε μια αυτοκρατορία σε αναβρασμό, που είχε κλο νιστεί από έναν εμφύλιο πόλεμο και επτά βίαιες επαναστάσεις σε διά στημα 22 ετών, και η οποία αντιμετώπιζε τώρα την φοβερότερη επίθεση που είχε γνωρίσει ποτέ η πρωτεύουσά της. Ο αυτοκράτορας είχε μόνο μερικούς μήνες στη διάθεσή του για να προετοιμαστεί πριν την άφιξη του τεράστιου αραβικού στρατού και στόλου, που σύμφωνα με τις πηγές αριθμούσαν 120.000 στρατιώτες και 1.800 πλοία, και είχαν ως σκοπό να πολιορκήσουν την πόλη. Οι Άραβες έκτισαν ένα οχυρωμένο στρατό πεδο που εκτεινόταν σε όλο το μήκος των χερσαίων τειχών και χρησιμο ποίησαν τα πλοία για να αποκλείσουν την πόλη και από τη θάλασσα. Εάν η πρωτεύουσα έπεφτε, τότε το ίδιο θα συνέβαινε κατά πάσα πιθανότητα και με την υπόλοιπη Ανατολία, και ολόκληρη η αυτοκρατορία θα είχε σύντομα την ίδια μοίρα. Ωστόσο, αμέσως μόλις έφτασε ο αραβικός στόλος οι Βυζαντινοί το. επιτέθηκαν με το υγρόν πυρ. Οι μεγάλες απώλειες, τις οποίες υπέσττσαν, τρόμαξαν τους Άραβες τόσο πολύ, ώστε ελλιμένισαν τα υπόλοιπα πλοία τους, οπότε οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να ανεφοδιάσουν την πόλη δια θαλάσσης. Ο Λέων είχε συνάψει συμμαχία με τον Βούλγαρο χαγάνο, : οποίος έστειλε επιδρομείς να παρενοχλήσουν τους Άραβες στρατιώτε, που ήταν υπεύθυνοι για την αναζήτηση τροφής και εφοδίων. Όντως, ανεφοδιασμός του τεράστιου αραβικού στρατού αποδείχθηκε εξαιρετικ.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
δύσκολος. Ο χειμώνας ήταν ιδιαίτερα δριμύς και οι Άραβες υπέφεραν στο στρατόπεδό τους από το ασυνήθιστο γ ι’ αυτούς χιόνι και το κρύο. Πολλοί από τους πολιορκητές πέθαναν. Την άνοιξη του 718, ο χαλίφης έστειλε ενισχύσεις από νέο στρατό και στόλο. Αλλά όταν ο στόλος έφτασε, πολλά μέλη του πληρώματος, που ήταν Αιγύπτιοι ή Αφρικανοί χριστιανοί, αυτομόλησαν στον αυτοκράτορα. Ο Λέων έστησε ενέδρα στις χερσαίες ενισχύσεις των Αράβων, καθώς αυτές πλησίαζαν την Κωνσταντινούπολη. Όσοι από τους Άραβες στρα τιώτες επέζησαν τράπηκαν σε φυγή χωρίς καν να διασχίσουν τον Βόσπο ρο. Οι υπόλοιποι πολιορκητές, υποφέροντας από λιμό, αρρώστιες και τις επιδρομές των Βουλγάρων, έλυσαν την πολιορκία 13 μήνες αργότερα. Αν και ο στρατός τους εγκατέλειψε την Ανατολία χωρίς να συναντήσει α ντίσταση, το μεγαλύτερο τμήμα του στόλου τους καταστράφηκε από τις καταιγίδες, τις επιθέσεις των Βυζαντινών και μια έκρηξη ηφαιστείου στο Αιγαίο Πέλαγος. Βαθιά επηρεασμένοι από την πανωλεθρία τους, οι Ά ραβες δεν επιχείρησαν ποτέ ξανά στα σοβαρά να επιτεθούν στην Κων σταντινούπολη. Παρότι το Βυζάντιο κατάφερε να ξεπεράσει το πλήγμα που είχαν καταφέρει οι Άραβες, οι περιπέτειές του δεν είχαν τελειώσει. Το χαλι φάτο ήταν ακόμη πολύ πιο ισχυρό από την αυτοκρατορία. Αν και ο Λέων ο Γ' όφειλε σαφώς τη νίκη του όχι μόνο στην τύχη αλλά επίσης στις ικανότητες και στην αποφασιστικότητα του, το αμέσως επόμενο έτος ο εκθρονισμένος αυτοκράτορας Αναστάσιος Β' προσπάθησε να τον ανατρέ ψει με την υποστήριξη του θέματος Οψικίου και των Βουλγάρων, και σχεδόν τα κατάφερε. Η βυζαντινή Ιταλία είχε επαναστατήσει κατά τη
τ93
Ε π ιγ ρ α φ ή σ τ α τ ε ίχ η της Ν ίκα ια ς μ ε τ α ονόμ ατα τ ο ν Λ έοντος Γ', Κ ω ν σ τα ν τίν ο υ Ε ' κ α ι το υ κ ονρ οπ α λά τη Α ρτάβασδου, π ου μνημονεύει τη σ ω τ η ρ ία της π όλης α π ό τους Ά ραβες « μ ε θεϊκή συνδρομ ή» το 727.
WARREN TREADGOLD
διάρκεια της πολιορκίας, και ένα τμήμα της, συμπεριλαμβανομένης και της Σαρδηνίας, χάθηκε ανεπιστρεπτί. Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να ανακτήσουν κάποια εδάφη στα ανατολικά σύνορα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα και σύντομα οι Άραβες άρχισαν ξανά τις επιδρομές τους στην Ανατολία. Ο Λέων, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, φαίνεται ότι απέδωσε τις αποτυχίες των Βυζαντινών μετά την εμφάνιση των Αράβων στη μήνι του Θεού. Δεν ήταν όμως απόλυτα σίγουρος για ποιον λόγο η αυτοκρατορία είχε δυσαρεστήσει τον Θεό. Αρχικά προσπάθησε να εξαναγκάσει τους Εβραίους της αυτοκρατορίας να ασπαστούν τον χρι στιανισμό. Πιθανότατα την άνοιξη του 726, εξέδωσε έναν νέο σύντομο νομικό κώδικα, την Εκλογή, με οδηγίες εμπνευσμένες από τη Βίβλο όπως την επιβολή της θανατικής ποινής για τους ομοφυλόφιλους (Προς Ρωμαίους Α', 24-32) και την τιμωρία με σωματικό ακρωτηριασμό για πολλά άλλα αδικήματα (Κατά Ματθαίον 5, 29-30, Κατά Μάρκον 9, 438). Ο Λέων άρχισε επίσης να πιστεύει ότι η συνήθεια των Βυζαντινών να ασπάζονται τις εικόνες ίσως να παρέβαινε τη βιβλική εντολή κατά της ειδωλολατρίας. Όταν το ηφαίστειο στο Αιγαίο εξερράγη ξανά το καλο καίρι του 726, ο Λέων διέταξε τους στρατιώτες του να κατεβάσουν την εικόνα του Χριστού από την πύλη του παλατιού (βλ. Κεφάλαιο 6). Αν και εξεπλάγη που αυτή του η πράξη προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του όχλου, τον ίδιο ακριβώς χρονο ο αυτοκράτορας φαίνεται ότι εξέδωσε ένα διάταγμα κατά των εικόνων. Το 727 το θέμα των Καραβησιάνων και το θέμα Ελλάδος στασίασαν εναντίον του, πιθανότατα εξαιτίας του διατάγματος, αλλά ο αυτοκράτορας επικράτησε. Το 730 απαγόρευσε εντελώς τις εικόνες. Ο πατριάρχης Γερμανός παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας και ο πάπας Γρηγόριος Γ' δήλωσε ότι η Εικονομαχία είναι αίρεση, προκαλώντας σχίσμα με το Βυζάντιο και διακη ρύττοντας ουσιαστικά την ανεξαρτησία του. Ο Λέων οργάνωσε εναντίον της Ρώμης ναυτική εκστρατεία, η οποία απέτυχε, αλλά αφαίρεσε από τη δικαιοδοσία του πάπα τη Νότια Ιταλία και την Ελλάδα, τις οποίες εκχώ ρησε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Σε πολιτικό επίπεδο, η Εικονομαχία φάνταζε ως αποτυχία, μολονότι ο Λέων επέλεξε να αποδώσει σε αυτήν τη νίκη που πέτυχε εναντίον Αράβων εισβολέων το 740. Το 741 και ενώ ακόμη βασίλευε, ο Λέων πέθανε από φυσικά αίτια, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στους έξι προκατόχους του. Σίγουρα τα είχε καταφέρει καλύτερα από αυτούς. Είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του κατά τη διάρκεια της φοβερής πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Άραβες, και στη συνέχεια είχε αποκαταστήσει σταδιακά την άμυνα της αυτοκρατορίας. Αν και όχι σπουδαίος, υπήρξε καλός ηγεμόνας. Επέδειξε αρκετή μετριοπάθεια όσον αφορά τις εικονομαχικές του πεποι-
►-‘ OLD
Ο Α Γ Ω Ν Α Σ Γ Ι Α Ε Π Ι Β Ι Ω Σ Η (641-780)
θήσεις, ώστε να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις τους. Μετά τη 3ασιλεία του Κώνσταντος Β' (ο οποίος όμως δολοφονήθηκε), η βασιλεία του Λέοντος υπήρξε η πιο μακροχρόνια. Πεθαίνοντας ο Λέων άφησε πίσω του έναν γιο, τον Κωνσταντίνο Ε', αρκετά μεγάλο, στην ηλικία των 22 ετών, για να κυβερνήσει. Ο Λέων τουλάχιστον είχε διαρρήξει τον κύκλο των επαναστάσεων που έκαναν τους Άραβες να ελπίζουν ότι θα μπορούσαν να καταστρέψουν την αυτοκρατορία. Ωστόσο, δεν είχε βρει καμία μόνιμη λύση στο πρό βλημα των θεμάτων που στασίαζαν. Μόλις έναν μήνα μετά τον θάνατό του, ο γιος και διάδοχός του, Κωνσταντίνος Ε', δέχτηκε την επίθεση του Λρταβάσδου, γαμπρού του Λέοντος και κόμητος του θέματος Οψικίου. Ο Λρτάβασδος νίκησε τον Κωνσταντίνο, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και την κράτησε για δύο χρόνια, έως ότου ο Κωνσταντίνος κατάφερε να τον αναγκάσει να παραδοθεί λόγω έλλειψης τροφίμων, να ξαναπάρει την πόλη και να τον τυφλώσει το 743. Σχετικά σύντομα μετά την καταστολή της στάσης, ο αυτοκράτορας διαίρεσε σε μικρότερα τμήματα το θέμα Οψικίου του Λρταβάσδου, το μεγαλύτερο θέμα της αυτοκρατορίας, που είχε στασιάσει τόσες φορές. Περισσότεροι από τους μισούς στρατιώτες αυτού του θέματος φαίνεται ότι μετατέθηκαν σε έξι νέες μονάδες που ονομάστηκαν τ ά γ μ α τ α . Αυτά ήταν εγκατεστημένα στην πρωτεύουσα και στα περίχωρά της, και ορι σμένα στη περιοχή του θέματος Οψικίου και του θέματος των Θρακησίων. Τα τρία κύρια τ ά γ μ α τ α ήταν αυτά των σχολών, τω ν εξκουβιτόρων και της βίγλας τα οποία κατά το παρελθόν αποτελούσαν σώματα ασφα λείας που όμως είχαν προ πολλού χάσει τη σημασία τους. Οι διοικητές τους, οι περισσότεροι από τους οποίους έφεραν τον τίτλο του δομέστικου, ήταν απευθείας υπόλογοι στον αυτοκράτορα. Αν και ο Κωνσταντίνος ο Ε' ίδρυσε τα τ ά γ μ α τ α με κύριο στόχο να αποδυναμώσει το θέμα Οψικίου, όπως ακριβώς και ο Κώνστας ο Β' είχε ιδρύσει τα θέματα για να εξοικονομήσει χρήματα, τελικά αποδείχθηκε, όπως και στην περίπτωση των θεμάτων, ότι τα τάγματα είχαν παρεμπι πτόντως κάποια στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Παρόλο που οι στρατιώ τες των ταγμάτων φαίνεται ότι κατείχαν στρατιωτικά κτήματα όπως αυτά των στρατιωτών των θεμάτων, τα τάγματα ήταν πιο ευκίνητες μονάδες στρατού, προορισμένες κυρίως για επιθετικές εκστρατείες παρά για φρούρηση. Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι τα χρησιμοποίησε για πρώ τη φορά στα σύνορα της Θράκης, προκειμένου να αποσπάσει εδάφη από τους Σλάβους και στη συνέχεια να αιχμαλωτίσει χριστιανούς εποίκους στην αραβική μεθόριο, τους οποίους εγκατέστησε στα άρτι αποκτηθέντα θρακικά εδάφη. Χάρη στη δημιουργία των τ α γ μ ά τω ν και στις επιτυχίες που είχε με
!9 5
WARREN TREADGOLD
αυτά, ο Κωνσταντίνος κέρδισε την αφοσίωση των περισσότερων στρα τιωτών του, αλλά η εικονομαχική πολιτική την οποία είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του αύξησε την αντιδημοτικότητά του στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και οπωσδήποτε και στο εξωτερικό. Το 751 οι Λομβαρ δοί κατέλαβαν τη Ραβέννα και το μικρό εξαρχάτο γύρω από αυτήν. Η βυζαντινή εξουσία στην Ιταλία περιορίστηκε στον μακρινό νότο, ο οποίος αποτελούσε ήδη ένα χωριστό θέμα, το θέμα Σικελίας, και σε ορισμένες ανεξάρτητες μικρής έκτασης περιοχές όπως η Νάπολη και η Βενετία. Η Εικονομαχία είχε οδηγήσει το Βυζάντιο σε σχίσμα όχι μόνο με ολόκληρη τη Δυτική Εκκλησία αλλά και με τα ορθόδοξα πατριαρχεία της Ανατο λής. Απτόητος ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε μια σύνοδο το 754, η οποία διακήρυξε ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί πράξη αιρετική. Η επέκταση του Κωνσταντίνου στη Θράκη, αν και έγινε εις βάρος κυρίως των Σλάβων, θορύβησε τους γείτονες και πολύ πιο δυνατούς Βουλγάρους, οι οποίοι άρχισαν να διασχίζουν τα σύνορα και να εξαπο λύουν επιδρομές. Το 759 ο αυτοκράτορας ανταπέδωσε με μια καλά οργα νωμένη εκστρατεία κατά την οποία νίκησε τους Βουλγάρους σε μια αι ματηρή μάχη και τους ανάγκασε να συνάψουν ανακωχή. Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα παραβίασαν την ανακωχή, ο Κωνσταντίνος τούς επιτέ θηκε ξανά και κέρδισε μια δεύτερη νίκη εξίσου δύσκολη με την πρώτη. Το 766 οργάνωσε μία ακόμα εκστρατεία από ξηρά και θάλασσα εναντίον των Βουλγάρων, αλλά ο στόλος του καταστράφηκε ολοσχερώς σε καταιγίδα. Αν και δεν ηττήθηκε ποτέ, έχασε μεγάλο αριθμό ανδρών χωρίς να κερδί σει κάτι ιδιαίτερο. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος ανακάλυψε μια φοβερή εικονοφιλική συνωμοσία εναντίον του. Οι πρωταίτιοι ήταν ορισμένοι από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς αξιωματούχους και στρα τιωτικούς διοικητές, στους οποίους, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγονταν οι σ τ ρ α τ η γ ο ί τω ν θεμάτων του Οψικίου και των Θρακησίων και ο Δομέστικος των Εξκουβίτων. Όλους αυτούς είτε τους εκτέλεσε είτε τους τύφλω σε, ενώ το επόμενο έτος εκτέλεσε και τον πατριάρχη Κωνσταντινουπό λεως για την εμπλοκή του στη συνωμοσία. Αφού διόρισε νέους και πιο έμπιστους αξιωματούχους, ο Κωνσταντίνος ενέτεινε, αφενός, τους διωγ μούς του κατά των εικονολατρών και, αφετέρου, την ευμενή συμπεριφορά του προς τους εικονομάχους. Μολονότι οι Άραβες είχαν αρχίσει ξανά τις επιδρομές τους στην Ανατολία, ο Κωνσταντίνος επικέντρωσε τις προσπάθειές του κατά των Βουλγάρων. Τους νίκησε το 774, αλλά την επόμενη άνοιξη μία ακόμα καται γίδα κατέστρεψε τον στόλο που έστειλε εναντίον τους. Στη συνέχεια, ι Βούλγαρος χαγάνος τού απέσπασε με δόλο τα ονόματα των Βυζαντινά/* κατασκόπων στη Βουλγαρία, τους οποίους οι Βούλγαροι σκότωσαν. Ο
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
Κωνσταντίνος ηγήθηκε ακόμα μίας εκστρατείας εναντίον τους το φθινό πωρο, αλλά πριν μπει στο βουλγαρικό έδαφος αρρώστησε και πέθανε. Αποτελεσματικός στρατηγός αλλά όχι διπλωμάτης, ο Κωνσταντίνος είχε αποκτήσει γενικά καλή φήμη μεταξύ των στρατιωτών του, αλλά είχε προκαλέσει το αδυσώπητο μίσος των εικονολατρών, οι οποίοι φαί νεται ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία στους εκκλησιαστικούς και γρα φειοκρατικούς κύκλους. Παρότι η άτεγκτη επιβολή της Εικονομαχίας, καθώς και το ότι παραμέλησε τη Δύση συνέβαλαν στην οριστική απώ λεια της κεντρικής Ιταλίας, η δημιουργία των ταγμάτων και οι προσπάθειές του στο στρατιωτικό πεδίο επέφεραν κάποια περιορισμένα εδαφικά οφέλη στη Θράκη και διευκόλυναν ορισμένες επιδρομές στα εδάφη των εριστικών Αράβων. Από τα δύο κύρια κληροδοτήματά του, η δύναμη των ταγμάτων αποδείχθηκε πιο μακροχρόνια από τις διχαστικές τάσεις που προκάλεσε η Εικονομαχία. Για δεύτερη μόνο φορά μετά το 641, η διαδοχή ήταν απρόσκοπτη, καθώς το στέμμα πέρασε στον μεγαλύτερο γιο του Κωνσταντίνου, τον Λέοντα Δ'. Αν και σύμφωνα με τις σπερμολογίες των εχθρών του ο Κωνσταντίνος είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις, είχε παντρευτεί· τρεις φορές και είχε αποκτήσει πέντε ακόμα γιους εκτός από τον Λέοντα. Τη χρονιά μετά την ενθρόνισή του, ο Λέων αναγκάστηκε να καταπνίξει μια συνω μοσία των σωματοφυλάκων του με στόχο την αντικατάστασή του με έναν από τους αδερφούς του. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να κατευνάσει τα πάθη τα οποία ξεσήκωσαν τα εικονομαχικά μέτρα του πατέρα του, διο ρίζοντας ως επισκόπους μοναχούς, ακόμη και μερικούς κρυπτοεικονόφιλους. Το 780, όμως, ο Λέων εξοργίστηκε όταν ανακάλυψε ότι μέλη του οίκου του είχαν προμηθεύσει με εικόνες την ίδια του τη σύζυγο, την Ειρήνη. Πολύ σύντομα, αφού τους τιμώρησε και εκδίωξε την Ειρήνη από τη συζυγική κλίνη, πέθανε κάτω από ύποπτες συνθήκες, και έτσι η γυναίκα του ανέλαβε τη διακυβέρνηση στο όνομα του ανήλικου γιου τους. Κατά το έτος 780, το Βυζάντιο, μετά από μια τρομακτική περίοδο που σημαδεύτηκε από στρατιωτικές ήττες και εσωτερικές αναταραχές ανέ κτησε μερική σταθερότητα και ασφάλεια. Οι απώλειες τις οποίες υπέστη από τους Άραβες ήταν καταστροφικές, και τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Αραβες εξακολουθούσαν να παραμένουν απειλητικοί εχθροί. Μετά από τόσα παραδείγματα επιτυχημένων στάσεων, ο κίνδυνος της ανατροπής τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν πολύ μεγα λύτερος απ’ ό,τι πριν το 602. Ωστόσο, με τους θεσμούς των θεμάτων και των ταγμάτων οι αυτοκράτορες είχαν βρει τρόπους να υπερασπίσουν την πλειονότητα των εδαφών της αυτοκρατορίας. Μετά τη διαίρεσή τους σε μικρότερες μονάδες, τα θέματα ήταν λιγότερο επιρρεπή σε στάσεις, τις οποίες ακόμη και αν υποκινούσαν, ήταν απίθανο να κέρδιζαν. Το Βυζάντιο
WARREN TREADGOLD
198
είχε μπροστά του και άλλες δοκιμασίες, προς το παρόν όμως δεν χρεια ζόταν πια να παλεύει απλώς και μόνο για να επιβιώσει. Ο άμεσος κίνδυ νος της κατάρρευσης, της αναρχίας ή της ολοκληρωτικής κατάκτησης από εχθρούς είχε ξεπεραστεί. Μετά από τόσες επικίνδυνες καταστάσεις, η επίτευξη ενός βαθμού ασφαλείας ήταν πραγματικό κατόρθωμα.
Ο μετασχηματισμός τω ν κ ο ινω νικ ώ ν δομών
Πολύ λίγα κράτη κατάφεραν να ξεπεράσουν καταστροφικές απώλειες ανάλογες αυτών που υπέστη το Βυζάντιο εκείνη την περίοδο και να επιβιώσουν. Τα εδάφη που χάθηκαν περιλάμβαναν τη Συρία, την Αίγυ πτο, τη βόρεια Μεσοποταμία, την Αρμενία, τη Βόρεια Αφρική, το με γαλύτερο τμήμα της Ιταλίας και τα Βαλκάνια. Από τις κύριες περιοχές του το Βυζάντιο κατάφερε να διατηρήσει αλώβητη μόνο την Ανατολία ενώ από τις τρεις μεγαλύτερες πόλεις του, την Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια, διατήρησε μόνο την πρώτη. Μαζί με αυτά τα εδάφη, έχασε επίσης σχεδόν όλους τους μονοφυσίτες του και τους ομιλούντες τη λατινική, τη συριακή και την κοπτική γλώσσα. Σε αντί θεση με την ποικιλόμορφη φυσιογνωμία της αυτοκρατορίας του 6ου αιώνα, το Βυζάντιο του 8ου αιώνα ήταν αγροτικό και στην πλειονότητά που περιελάμβανε ελληνόφωνους χριστιανούς, οπαδούς των αποφάσεων της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Ήταν επίσης πιο φτωχό, είχε λιγότερους κατοίκους και ήταν πιο επισφαλές απ’ ό,τι τον 6ο αιώνα. Παρότι αυτά τα πολύ γενικά συμπεράσματα ισχύουν σε μεγάλο βαθ μό, η περαιτέρω λεπτομερής περιγραφή αυτής της φάσης της βυζαντινής ιστορίας παραμένει εν μέρει υποθετική και αρκετά αμφιλεγόμενη. Οι μη ικανοποιητικές γραπτές πηγές που διαθέτουμε περιλαμβάνουν ελάχι στες περιγραφές της φυσιογνωμίας της αυτοκρατορίας αυτή την περίσδο, ενώ η ανομοιογενής εξέταση των υλικών καταλοίπων του Βυζαντίου από τους αρχαιολόγους μάς έχει δώσει μια υπέρ το δέον ασαφή εικόνα. Έτσι, ενώ μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι το Βυζάντιο διένυσε τον Το αιώνα ως ένα οργανωμένο κράτος που δεν διέφερε και πολύ από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του παρελθόντος, άλλοι ισχυρίζονται ότι άλλαξε ριζικά και μετατράπηκε σε μια λιγότερο οργανωμένη κοινωνία του τύ που του πρώιμου δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως, μολονότι αυτή η διαφωνία είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα κλίμακας, τα στατιστικά δεδομένα που δια θέτουμε είναι ελάχιστα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι η κατοικημένη περιοχή στις περισσότερες βυζαντινές πόλεις μειώθηκε σε λιγότερο από το μισό από τον 6ο έως τον 8ο αιώνα- παραμένει όμως
I
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
199
αμφίβολο ποιαν από τις δύο πλευρές υποστηρίζουν αυτά τα ευρήματα, δεδομένου ότι οι περισσότερες βυζαντινές πόλεις συνέχισαν να υφίστανται. Όσοι υποστηρίζουν τον ριζικό μετασχηματισμό επικαλούνται τη δραστική μείωση των νομισματικών ευρημάτων που παρατηρείται στις αρχαιολογικές θέσεις μετά τα μέσα του 7ου αιώνα. Όσοι πάλι είναι υπέρμαχοι της συνέχειας δίνουν έμφαση στους υψηλούς αριθμούς τους οποίους αναφέρουν οι πηγές όσον αφορά το μέγεθος του στρατού και τη μισθοδοσία του. Ωστόσο, η σπουδαιότητα και η αξιοπιστία όλων αυτών των αποδεικτικών στοιχείων είναι αμφισβητήσιμη. Αν και υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα που υποδεικνύουν ότι η αλή θεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις δύο ακραίες θέσεις, τα στατιστικά δεδομένα που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή ενισχύουν περισσότερο τη θέση όσων διατείνονται ότι υπήρχε κάποιου είδους συνέχεια. Οι οπαδοί
ΑΘΗΝΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ
ΑΙΊΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
H
§1
CQ ΑΡΤΕΜΗΣΙΟΝ
Τ οπ ογρα φ ικ ά ορισμένω ν π όλεω ν σ τ η ν ίδ ια κ λ ίμ α κ α , π ο υ δείχνουν τη σ υ ρ ρ ίκ νω σ ή τους εντός τω ν α ρ χ α ίω ν π εριβ ό λω ν τους, καθώ ς κ α ι την π ερ α ιτέρ ω μ ε ίω σ η της έ κ τα σ ή ς τους κ α τ ά τον 7ο!8ο α ιώ ν α ( χ ια σ τ ί δ ια γ ρ ά μ μ ισ η ).
200
Τ οπ ογρα φ ικ ό σχέδιο της Θ εσσαλονίκης. Μόνο σε λίγ ες π ε ρ ιπ τώ σ ε ις , όπω ς σ τ η ν π ε ρ ίπ τ ω σ η τη ς Θ εσ σαλο νίκη ς κ α ι της Κ ω ν στα ντινουπ όλεω ς, τ α γεω μ ο ρ φ ικ ά χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά κ α ι η πρόσβαση σ τ η θ ά λ α σ σ α δεν επ έτρεψ αν τη συ ρ ρ ίκ νω σ η της οχυρω μένης π εριοχής, μ ε γ ά λ ο τμ ή μ α της ο π ο ία ς θα π ρέπ ει να μ ε τα τρ ά π η κ ε σε δενδρόκηπονς κ α ι χ ω ράφ ια.
WARREN TREADGOLD
10 0 0 μέτρα
3000 πόδια
Ακρόπολη
.Άγ,ος Δαυίδ’
,.
.. ΐμητριος %'j W ^ k Vt$
S j r ίο U yy j jo g z if Αγία Σοφία
L?s
Αψίδα του ' r πλέριου
Αρχαίο
παλάτι
της αντίθετης άποψης περιορίζονται απλώς στο να απορρίπτουν αυτά τα δεδομένα και θεωρούν ότι η τάση σύγκλισης πολλών αριθμών από πολύ διαφορετικές πηγές είναι συμπτωματική. Σε ό,τι αφορά την ξαφνική μείωση των νομισματικών ευρημάτων μετά το 659, αυτή δεν φαίνεται να υποδηλώνει μια σταδιακή κοινωνική μεταβολή αλλά μια αιφνίδια διοικητική αλλαγή, κατά πάσα πιθανότητα την αντικατάσταση, όπω; προαναφέρθηκε, του μεγαλύτερου μέρους της μισθοδοσίας του στρατό, από την παροχή στρατιωτικών κτημάτων. Έχοντας να αντιμετωπίσει μια επίμονη στρατιωτική απειλή ζωτικής σημασίας, η κυβέρνηση έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στη διατήρηση και στη μισθοδοσία του στρατού της. Αν λάβουμε υπόψη τις εδαφικε; της απώλειες, τα κατάφερε πολύ καλά. Σχετικά αξιόπιστες πηγές ανα-
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
φέρουν ότι. το έτος 565 ο βυζαντινός στρατός αριθμούσε περίπου 150.000 άνδρες. Μια μισθοδοτική κατάσταση του έτους 641 αναφέρει 109.000 στρατιώτες. Αυτό σημαίνει ότι το Βυζάντιο συντηρούσε σχεδόν τα τρία τέταρτα των στρατιωτών που διέθετε το 565, αν και η γεωγραφική του έκταση είχε μειωθεί σχεδόν στο μισό. Επιπλέον, το έτος 773 αναφέρεται ότι ο βυζαντινός στρατός ανερχόταν σε 80.000 άνδρες. Αυτό σημαίνει ότι το Βυζάντιο συντηρούσε περισσότερους από τους μισούς στρατιώτες τους οποίους είχε το 565, αν και η γεωγραφική του έκταση είχε εν τω μεταξύ περιοριστεί σε λιγότερο από το ένα τρίτο. Αρκετοί ιστορικοί έχουν αμφισβητήσει τον συνολικό αριθμό των στρατιωτών που αναφέρεται για το έτος 773, αλλά αυτός επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από στοιχεία που περιέχονται σε πηγές του 9ου αιώνα. Εξάλλου, η αποδοχή ενός μικρότερου αριθμού στρατιωτών δεν θα μπορούσε σε καμία περί πτωση να δικαιολογήσει την επιτυχημένη αντίσταση του Βυζαντίου στις σφοδρές αραβικές επιθέσεις. Η αντίθεση ανάμεσα στις μεγάλες εδαφικές απώλειες του Βυζαντίου και τις κατά πολύ μικρότερες απώλειες της αυτοκρατορίας σε στρατιώ τες φαίνεται να υποδηλώνει μια καλά οργανωμένη στρατηγική από την πλευρά του Ηρακλείου και των διαδόχων του, οι οποίοι προτίμησαν να κρατήσουν τους στρατιώτες ασφαλείς παρά να τους θέσουν σε κίνδυνο σε
Κατά τον Μεσαίωνα το κέντρο της Εφέσου μεταφέρθηκε από την περιοχή τον λιμανιού στον παρακείμενο λόφο που σήμερα ονομάζεται Ayasuluh (Άγιος Θεολόγος), όπου βρίσκεται το μείζονος σημασίας προσκύνημα του Αγίου Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Η κορυφή του λόφον οχυρώθηκε αργότερα ως ξεχωριστό κάστρο.
Η επ ονομ αζόμ ενη Π ύλη το υ Δ ιω γμού έχει ο ικ ο δ ο μ η θ εί α π ό α ρ χ ιτ ε κ τ ο ν ικ ά μ έ λη σε δεύτερη χ ρ ή σ η (spolia) και οδηγεί σ το ν οχυρω μένο ο ικ ισ μ ό τ ο υ AyasuLuk. Κ τ ίσ τ η κ ε π ιθ α ν ό τα τα τον 8ο αιώ να .
μια απεγνωσμένη προσπάθεια για την προστασία των συνόρων. Φαίνε ται επίσης να δηλώνει την επιτυχημένη προσπάθεια συντήρησης ενός μεγάλου στρατού χωρίς τη βοήθεια των φορολογικών εσόδων, που άλλοτε προέρχονταν από τα εκτεταμένα εδάφη και τους πολυάριθμους υπηκόους, που είχαν πια χαθεί. Αυτή ακριβώς τη συντήρηση θα εξυπηρετούσε η λειτουργία του συστήματος των στρατιωτικών κτημάτων αλλά και η ύπαρξη ενός ακόμα, κάπως παράδοξου στοιχείου της περιόδου: των ε παρχιακών αποθηκών που αναφέρονται σε εκατοντάδες μολυβδόβουλλα μετά το 659. Αυτά τα μολυβδόβουλλα, που αρχικά συνόδευαν έγγραφα ή προϊόντα, φέρουν τα ονόματα τόσο των αποθηκών όσο και των αξίωμα-
Ο Α Γ Ω Ν Α Σ Γ Ι Α Ε Π Ι Β Ι Ω Σ Η (641-780)
τούχων που τις διηύθυναν με βάση κυβερνητικά συμβόλαια, των επονο μαζόμενων κομ μερκια ρίω ν. Συνήθως οι κ ο μ μ ε ρ κ ιά ρ ιο ι είναι γνωστοί ως εισπράκτορες τελωνεια κών δασμών που αφορούσαν κατά κύριο λόγο το μετάξι, το χρυσό και τους σκλάβους, αλλά η πληθώρα των μολυβδόβουλλων εκείνης της πε ριόδου δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε αύξηση των εμπορικών συναλλα γών. Η περίοδος μετά το 659 θα πρέπει να ήταν εποχή οικονομικού μαρασμού για το Βυζάντιο, καθώς οι άνθρωποι είχαν καταστεί πιο φτω χοί, οι εμπορικές οδοί λιγότερο ασφαλείς, οι πόλεις μικρότερες και τα νομίσματα σπανιότερα. Μια ένδειξη για τη λύση του μυστηρίου είναι ότι ο πιο δραστήριος κ ο μ μ ερ κ ιά ρω ς της περιόδου από το 659 μέχρι το 668, ο πατρίκιος Στέφανος, του οποίου σώζονται 10 μολυβδόβουλλα από πέντε αποθήκες που βρίσκονταν σε τουλάχιστον τρία διαφορετικά θέματα, υπηρέτησε επίσης ως Λογοθέτης του Στρατιωτικού, δηλαδή ως κυβερνη τικός υπουργός υπεύθυνος για την πληρωμή του στρατού. Πιθανότατα, ο κύριος ρόλος αυτών των αποθηκών συνίστατο στην πώληση όπλων και στολών στους στρατιώτες, οι οποίοι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι έπρε πε να πληρώνουν οι ίδιοι, είναι σίγουρο ότι χρειάζονταν αξιόπιστους χώρους όπου θα μπορούσαν να αγοράσουν τις εξαρτήσεις τους. Η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας εκείνη την εποχή ήταν έντονη. Οι παλαιές επαρχίες με τους πολιτικούς κυβερνήτες τους είχαν αντικατασταθεί από τα θέματα, τα οποία διοικούσαν τώρα οι σ τ ρ α τ η γ ο ί και οι υφιστάμενοί τους Η δε έκταση της δικαιοδοσίας τους ισοδυναμούσε με στρατιωτικό νόμο. Οι στρατιώτες ιδιοποιήθηκαν ένα μεγάλο τμήμα της καλλιεργήσιμης γης, υπό τη μορφή κτημάτων τα οποία ήταν τόσο εκτε ταμένα, ώστε χρειάζονταν αρκετούς συγγενείς, δουλοπάροικους ή εργά τες για την αξιοποίησή τους. Η στρατιωτική μισθοδοσία, ακόμη και αν όπως φαίνεται δεν ξεπερνούσε το ένα τέταρτο του παλαιού μισθού, συ νέχιζε να επηρεάζει άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό και τη νομισμα τική οικονομία. Στη χαώδη περίοδο από το 695 μέχρι το 717, ο στρατός εκθρόνισε και ενθρόνισε αυτοκράτορες κατ’ επανάληψη. Σε αντίθεση με την περίοδο ανάμεσα στη βασιλεία του Θεοδοσίου Α' και σε εκείνην του Ηρακλείου, οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν οι ίδιοι στρατηγοί και συχνά ηγήθηκαν του στρατού εναντίον των εκάστοτε εχθρών. Η κρατική υπαλληλία, εξαιτίας της υπεροχής του στρατού, συρρικνώθηκε και η σπουδαιότητά της περιορίστηκε. Κατά την περίοδο της ίδρυ σης των θεμάτων, περί το 660, η κεντρική γραφειοκρατία περιορίστηκε και αναδιοργανώθηκε. Τα περισσότερα από τα παλαιότερα αξιώματα του κρατικού μηχανισμού είτε έπαψαν να υφίστανται, όπως το αξίωμα του Comes rei p riva ta e που ήταν υπεύθυνος για τις χαμένες πια αυτοκρατορικές γαιοκτησίες ή έχασαν την αξία του όπως το αξίωμα του M agister
2°3
Αριθμός νομισμάτων 250
Κωνσταντινούπολη
qfficiorum (Μαγίστρου των θείων οφφικίων) που μετατράπηκε στον απλό τιμητικό τίτλο του Μαγίστρου. Τώρα οι κυριότεροι υπουργοί ήταν οι τρεις λογοθέτες: ο Λογοθέτης του Δρό μου, που είχε την ευθύνη για την ταχυδρομική υπηρεσία, τις σχέσεις με τους ξένους λαούς και την εσωτερική ασφάλεια, ο Λογοθέτης του Γενικού, υπεύθυνος για τη φορολογία, και ο Λογοθέτης του Στρατιωτικού που, όπως αναφέρθηκε, ήταν υπεύθυνος για την στρατιω τική μισθοδοσία. Ολόκληρη η κεντρική γρα φειοκρατία φαίνεται ότι συρρικνώθηκε σε πε ρίπου εξακόσια άτομα. Ελάχιστοι πολιτικοί αξιωματούχοι παρέμειναν στις επαρχίες, με την εξαίρεση των φοροεισπρακτόρων, συμπε ριλαμβανομένων και των κομ μερκιαρίω ν. Οι εχθρικές εισβολές και η ανάγκη της αυτοκρατορίας να αμυνθεί επηρέασαν βαθιά τη ζωή των υπηκόων της, όπως δείχνουν τα πορίσματα των ανασκαφών στις πόλεις. Κα τά τη διάρκεια του 7ου αιώνα, οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν το ελληνιστικό και ρωμαϊκό πρότυπο των μνημειακών πόλεων με το ιπποδάμειο σύστημα, τις φαρδιές λεωφόρους, τις μεγάλες πλατείες και τα εντυπωσιακά δημό σια κτήρια. Τέτοιου είδους πόλεις αποτελού σαν απρόσιτη πολυτέλεια, σε μια εποχή όπου ο πληθυσμός αποδεκατιζόταν από επιδημίες πανώλους και ξαφνικές εχθρικές επιδρομές και πολιορκίες. Εκτός από τις πόλεις που είχαν ήδη ισχυρά τείχη, όπως η Κωνσταντί
200 150 100 50
300
600
900
1200
35 30 25 20 15 10 5 Ο
500
1000
Αριθμός νομισμάτων ανά έτος
ι. 1. .
0
3. 2.
1. 0
.
νε πολλές α νεσκ αμ μ ένες α σ τ ικ έ ς θέσεις ο αριθμός
70 50 30 10 491
5781 668 610
811 886
969 1 1081 1 1204 1 1328 1034 1143 1261
1453
τω ν νομ ισ μ ά τω ν α π ό εντελές μ έ τα λ λο σχεδόν μ η δ ε ν ίζετα ι π ρος το τέλος τ ο ν 7ον α ιώ να , παρουσιόιΖ ίι α ρ γή α ν ά κ αμ ψ η α π ό τον 9ο α ιώ ν α κ α ι εξής, κ α ι α υ ξά νε ι κ α τα κ όρ υφ α κ α τ ά τον 11ο/12ο αιώ να . Αυτό το φ αινόμενο (που δεν π α ρ ο υ σ ιά ζ ε τ α ι ούτε σ τ η ν Κ ω ν σ τα ν τιν ο ύ π ο λ η ούτε σ τ ο χ ω ρ ιό D ehes σ τ η Σ υ ρ ία , όπ ου το β υ ζαντινό νόμ ισμ α σ υ νέχ ισ ε να κυκλοφορεί) έχει ερμ ηνενθεί ω ς ε ν δ εικ τικ ό της π α ρ α κ μ ή ς της ν ο μ ισ μ α τικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς κ α τά τη δ ιά ρ κ ε ια τω ν σ κ ο τεινώ ν αιώ νω ν.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (641-780)
νούπολη και η Θεσσαλονίκη, οι άλλες τειχίζονταν μόνον μερικώς στα τμήματα που ήταν εφικτό να προασπισθούν -—οι κάτοικοι έκαναν με χυτό τον τρόπο οικονομία στις δυνάμεις και στα χρήματά τους. Στις περισσότερες πόλεις μεγάλα τμήματα της κατοικημένης περιοχής εγκαταλείφθηκαν ενώ ορισμένες πόλεις μετακινήθηκαν από τις πεδιάδες σε θέσεις πάνω σε λόφους που πρόσφεραν καλύτερες συνθήκες άμυνας. Οι περιορισμένης έκτασης ορεινές θέσεις στις οποίες δημιουργήθηκαν αυτές οι νέες πόλεις, οι περισσότερες από τις οποίες θα πρέπει μάλλον να αποκαλούνται κωμοπόλεις, επέβαλαν τη χάραξη στενών και ακανόνιστων δρόμων και την ύπαρξη μικρών δημοσίων κτηρίων και πλατεών. Με εξαίρεση τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, οι α στοί της αυτοκρατορίας δεν είχαν πια την πολυτέλεια των ιπποδρόμων και των θεάτρων, ενώ οι εκκλησίες και τα λουτρά που είχαν στη διάθεσή τους ήταν μικρότερων διαστάσεων. Παρότι οι πόλεις που προέκυψαν ήταν λιγότερο εντυπωσιακές από αυτές της πρώιμης Ρωμαϊκής Αυτο κρατορίας, ωστόσο δεν ήταν σε καμία περίπτωση πιο στενόχωρες ή ακατάστατες από τις πόλεις της κλασικής Ελλάδας ή της Ιταλίας της Αναγέννησης. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις βέβαια η αστική ζωή ήταν περισσότερο έντονη απ’ ό,τι στο Βυζάντιο αυτής της περιόδου. Το γεγονός αυτό όμως οφειλόταν περισσότερο στη στρατιωτικοποίηση και στη γενικότερη πολιτιστική και οικονομική παρακμή παρά στο μέγεθος ή στην εμφάνιση των πόλεων. Μια σημαντική αλλαγή ήταν ότι οι βυζαντινές πόλεις είχαν χάσει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία τους ως διοικητικά κέντρα. Δεν διέθεταν πια αστικά συμβούλια υπεύθυνα για τη διοίκηση και τη φορολογία της υ παίθρου. Η τάξη των δεκουριώνων, των εύπορων γαιοκτημόνων που υπηρετούσαν στα συμβούλια, εξαφανίστηκε, αν και κάποιοι γαιοκτήμο νες θα πρέπει να συνέχισαν να ζουν στις πόλεις, μαζί με τους επισκόπους που είχαν ακόμη δικαιοδοσία στις γύρω περιοχές. Με την παρακμή του εμπορίου και της κυκλοφορίας των νομισμάτων μειώθηκε επίσης ο ρόλος των πόλεων ως κέντρων διεξαγωγής αγοραπωλησιών. Η σπουδαιότητα του νέου τους ρόλου ως καταφυγίων κατά τη διάρκεια εχθρικών επιθέσε ων δηλώνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι συχνά αποκαλούνται απλώς κ ά στρ α . Μια άλλη σημαντική αλλαγή στις πόλεις, αισθητή ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η πολιτιστική παρακμή. Κατά την πρώιμη βυ ζαντινή περίοδο, οι περισσότεροι άνδρες με ανώτερη μόρφωση γίνονταν συγκλητικοί, δεκουρίωνες και δημόσιοι υπάλληλοι, ή καθηγητές που εκπαίδευαν όλους τους προαναφερθέντες. Αυτοί είχαν συγγράψει και μελετήσει το μεγαλύτερο μέρος της λόγιας κοσμικής λογοτεχνίας, ενώ όσοι από τους συγγενείς τους κατέλαβαν θέσεις στην εκκλησιαστική
205
WARREN TR E A D G O LI
ιεραρχία, έπραξαν αναλόγως σε ό,τι αφορούσε την εκκλησιαστική γραμ ματεία. Με την εξαφάνιση της τάξης των δεκουριώνων και την απορρό φηση των συγκλητικών στις τάξεις της δημόσιας υπαλληλίας, που με r r σειρά της είχε περιοριστεί σε μέγεθος και κύρος, η εκπαίδευση και τ λογοτεχνία αναπόφευκτα, επηρεάστηκαν, αρνητικά. Αν και σχεδόν όλο: οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και κληρικοί ήταν εγγράμματοι, η μόρ φωσή τους περιοριζόταν ουσιαστικά στη βασική παιδεία. Η λογοτεχνία άρχισε να περιορίζεται σε κηρύγματα, ύμνους, βίους αγίων και σε ορισμένα θεολογικά κείμενα, όλα χωρίς ιδιαίτερες φιλολο γικές αξιώσεις. Ελάχιστα ιστορικά κείμενα γράφτηκαν, με αποτέλεσμά σήμερα να έχουμε μια αδρομερή μόνο περιγραφή των βασικών γεγονό των. Η Ε κλογή του Λέοντος Γ', στην οποία ο αυτοκράτορας παραπο νιέται για την άγνοια των δικηγόρων του καιρού του, είναι ένα έργο ανάξιο λόγου σε σύγκριση με τον Ιο υ σ τιν ιά ν ε ιο Κ ώ δ ικ α . Οι πειθαρχικό, κανόνες της Πενθέκτης Συνόδου εναντίον εκείνων που καταστρέφουν ή πετούν θρησκευτικά βιβλία, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε βιβλία της κοσμικής λογοτεχνίας, μας δίνουν μια ζοφερή εικόνα της παρακμής της παιδείας. Ωστόσο, η καταστροφή των βιβλίων δεν θα πρέπει να εί/ε ιέ 1 λάβει μεγάλες διαστάσεις, αφού κατά την επόμενη περίοδο οι Βυζαντινοί κατείχαν ακόμη τα περισσότερα από τα έργα της λογοτεχνίας τα οπού διέθεταν και κατά τον 6ο αιώνα. Οι αλλαγές του 7ου αιώνα φαίνεται ότι επηρέασαν λιγότερο τα χω: : όπου, όπως και πριν, ζούσε ο κύριος όγκος του πληθυσμού της αυτοκρα τορίας. Στα περισσότερα επαρχιακά κέντρα οι εχθρικές επιδρομές π:επει να εκδηλώνονταν τουλάχιστον μία φορά ανά γενιά, αλλά ήταν π. συχνές στις παραμεθόριες περιοχές. Στις περισσότερο εκτεθειμένες πε ριοχές, οι πλούσιοι ήταν αποδεδειγμένα σε θέση να αντιμετωπίσουν r J ανασφάλεια πολύ καλύτερα από τους φτωχούς, όπως τεκμαίρεται απο γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες βρίσκονταν αυτή την επο/ι στο οροπέδιο της Ανατολίας, όπου οι αραβικές επιδρομές ήταν ιδιαιτε;ι συχνές. Στις πιο ασφαλείς παράκτιες πεδιάδες, ο αριθμός των μεγά> __J γαιοκτημόνων μειώθηκε αισθητά, πιθανότατα επειδή η αξία της ερ· σίας ήταν τώρα μεγαλύτερη από την αξία της γης, λόγω του γενικότερα δημογραφικού προβλήματος. Η μείωση του πληθυσμού ήταν ίσως ο κύριος λόγος για την οίκον μικη ύφεση που επηρέασε τόσο τις πόλεις όσο και την ύπαιθρο εκείνη π » περίοδο. Η βουβωνική πανώλης που είχε ενσκήψει για πρώτη φορά — 6ο αιώνα έκανε την εμφάνισή της ξανά και ξανά. Η επιδημία ττ* ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη από το 747 μέχρι το 748 προξεν’ππ τόσο πολλούς θανάτους, ώστε ο Κωνσταντίνος Ε' έφερε εποίκους απο ττ» Ελλάδα για να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα της πόλης.
to r
τελευταία εμφάνιση πανώλους εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, σύμ φωνα με τις πηγές, σημειώθηκε στη Νότια Ιταλία το 767. Οι εχθρικές επιδρομές αποθάρρυναν επίσης την αύξηση του πληθυσμού, όπως άλλω στε και η κατάσταση της οικονομίας. Η σπανιότητα των χρυσών νομισμάτων τα οποία χρησιμοποιούνταν για μεγάλες συναλλαγές και η ακόμη μεγαλύτερη σπανιότητα των χάλ κινων νομισμάτων που χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές αγοραπωλη σίες δεν ήταν το αποτέλεσμα της μείωσης του εμπορίου αλλά μία από τις αιτίες της. Η αυτοκρατορία έκοβε νομίσματα όχι τόσο για τη διευκό λυνση των ιδιωτών υπηκόων της αλλά περισσότερο για την εξυπηρέτηση των δικών της αναγκών, που ήταν κατά κύριο λόγο η μισθοδοσία και ο εφοδιασμός του στρατού. Όταν το κράτος έθεσε σε κυκλοφορία λιγότερα νομίσματα, οι ιδιώτες έμποροι πρέπει να κατέφευγαν αρκετά συχνά στην ανταλλαγή προϊόντων, παρά την ταλαιπωρία που συνεπάγονταν η μεταφορά με πλοίο και η αποθήκευση ογκωδών και ευπαθών προϊόντων. Επειδή ακόμη και οι στρατιώτες θα πρέπει να είχαν λιγότερα μετρη τά, οι κ ο μ μ ε ρ κ ιά ρ ιο ί που διηύθυναν τις επαρχιακές αποθήκες δέχονταν πιθανότατα τα προϊόντα από τα στρατιωτικά κτήματα ως πληρωμή για τα όπλα και τον υπόλοιπο εξοπλισμό τους. Εάν ήταν όντως έτσι, τότε οι αποθήκες θα πρέπει να λειτουργούσαν ως σταθμοί συναλλαγών στους οποίους μπορούσαν να επιλύονται προβλήματα που προέκυπταν από τις ανταλλαγές —εκεί σε περιπτώσεις ανάγκης ήταν πιθανώς εφικτή και η πληρωμή σε νόμισμα. Ουσιαστικά όλοι είχαν ανάγκη τα μετρητά, αν μη τι άλλο για την πληρωμή των φόρων τους. Οι πηγές αναφέρουν ότι το 767 ανέκυψε ένα είδος νομισματικής κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γεωργοί αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε εξευτελιστι κές τιμές, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα χρήματα με τα οποία θα έπρεπε να πληρώσουν τους φόρους τους. Σε σύγκριση με πρωιμότερες εποχές, οι πλούσιοι φαίνεται πως έγι ναν τότε φτωχότεροι και οι φτωχοί πλουσιότεροι. Η παλιά τάξη των συγκλητικών είχε εξαφανιστεί στο τέλος αυτής της περιόδου, αδυνατώ ντας να αντέξει τις συνέπειες τόσο πολλών πολιτικών αναταραχών και τόσο έντονων δημογραφικών και οικονομικών αλλαγών. Οι μεγαλογαιοκτήμονες στο οροπέδιο της Ανατολίας προέρχονταν τώρα από σχετικά νέες οικογένειες, πολλές από τις οποίες ήταν αρμενικής καταγωγής. Τα έσοδα αυτών των οικογενειών προέρχονταν κυρίως από κτηνοτροφικά κτήματα και όχι από ενοίκια, και τα μέλη τους επιζητούσαν να σταδιο δρομήσουν στον στρατό και όχι στις δημόσιες υπηρεσίες. Έγιναν πλου σιότεροι και πιο ισχυροί από τους δημοσίους υπαλλήλους και τους εμπό ρους, που ήταν τώρα φτωχότεροι απ’ ό,τι τον 6ο αιώνα. Ωστόσο, οι περισσότεροι αγρότες φαίνεται ότι κατείχαν κτήματα
2θ 8
WARREN TREADGOLD
ικανού μεγέθους και παραγωγικά, ώστε να μπορούν να ζουν χωρίς να φοβούνται κανέναν άλλον εκτός από τον φοροεισπράκτορα. Όταν ένας αγρότης άφηνε απλήρωτους τους φόρους του, οι άλλοι αγρότες του χω ριού του έπρεπε να καλύψουν τη διαφορά, και συνήθως φαίνεται ότι ήταν σε θέση να το κάνουν. Οι κακές καιρικές συνθήκες ήταν, όπως πάντα, συνηθισμένο φαινόμενο και οι εχθρικές επιδρομές ήταν χειρότερες από παλαιότερα. Εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος, όμως, υπήρχε πλέον άφθονη διαθέσιμη γη και όποιος κατάφερνε να ξεπεράσει τις δυσκολίες μιας κακής χρονιάς μπορούσε να βελτιώσει την κατάστασή του. Οι δούλοι της υπαίθρου και οι ζητιάνοι των αστικών κέντρων ήταν πλέον αμελητέες ομάδες. Μετά τη σκοτεινή περίοδο του 7ου και του 8ου αιώνα η βυζαντιντ κοινωνία έγινε περισσότερο πρωτόγονη, χωρίς όμως να χάσει.όλα εκείνα τα στοιχεία που εύκολα πιστοποιούσαν την καταγωγή της από την ύστε ρη ρωμαϊκή κοινωνία. Σε αντίθεση με τη σύγχρονή του δυτική Ευρώπη το Βυζάντιο διατήρησε τους περισσότερους πολιτικοκοινωνικούς θεσμού: του ρωμαϊκού κράτους, συμπεριλαμβανομένων του φορολογικού συστή ματος, του επαγγελματικού στρατού, των δημοσίων υπηρεσιών, της νο μισματικής οικονομίας και της κοσμικής εκπαίδευσης. Σε όλα αυτ: έγιναν περικοπές, συχνά δραματικές, εξαιτίας της οικονομικής δυσπρα γίας, και έτσι ο δημόσιος τομέας συρρικνώθηκε περισσότερο από τα ιδιωτικό. Όμως, η βυζαντινή κρατική μηχανή διατηρήθηκε αρκετά σθε ναρή, ώστε να δώσει στους αυτοκράτορές της ισχύ μεγαλύτερη από τη αντίστοιχη οποιουδήποτε βασιλιά ή αυτοκράτορα στην πρώιμη μεσαιω νική Δύση και να προσφέρει στο Βυζάντιο τη δυνατότητα να αντισταθ; στο χαλιφάτο που ήταν οργανωμένο κατά παρόμοιο τρόπο.
Εικόνες CYRIL MANGO
Στο Oxford English Dictionary η λέξη ((εικόνα» ορίζεται ως λατρευτική ζωγραφιά συνήθως πάνω σε ξύλο, που απεικονίζει τον Χριστό ή κάποια άλλη άγια μορφή, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Περιορίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη σημασία
Πορτρέτα σε ξύλινους πίνακες, συχνά ρεαλιστικά ττψ απόδοσή τους, χρησιμοποιούνταν στα φέρετρα tojv Αιγυπτίων. Εδώ το πορτρέτο ενός ιερέα τον - οι- αιώνα, που ανασκάφηκε στη Hawara.
της λέξης,· ακολουθούμε περισσότερο τη ρωσική παρά την ελληνική χρήση της, αφού στα ρωσικά ο όρος «εικόνα» περιορίζεται σε θρησκευτικές πα ραστάσεις, ενώ στα ελληνικά εικόνα σημαίνει ο μοιότητα κάθε είδους, κυριολεκτικά αλλά και με-
Εικονα τον Χριστού σε εγκαυστική τεχνική, πιθανότατα του 6ου αιώνα. Έ χει εν μέρει επιζωγραφιστεί και οι δύο κάθετες πλευρές της έχουν αποκοπεί. Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης.
Α ναμ νη στικός ψ η φ ιδω τός π ίν α κ α ς , π ιθ α ν ό τα τα τω ν μ έ σ ω ν τ ο ν 7ον α ιώ να , π ο υ α π ε ικ ο ν ίζ ε ι τον ά γ ιο Δ η μή τριο σ τ η ν ε κ κ λ η σ ία τ ο ν σ τ η Θ εσσαλονίκη, α ν ά μ ε σ α σ ε δύο «ιδρ υτές».
ταφορικά. Συνήθως θεωρούμε ότι η ορθόδοξη εικό να δεν είχε ως στόχο να αποδώσει μια ρεαλιστική προσωπογραφία. Ενώ διατηρεί τα γενικά χαρα κτηριστικά της ανθρώπινης μορφής, τα μεταφέρει (ή τουλάχιστον λέγεται ότι τα μεταφέρει) σε ένα υψηλότερο, υπερφυσικό επίπεδο πραγματικότητας, ακολουθώντας την παράδοση που καθιέρωσαν «οι Πατέρες».
Ε ικόνα το ν α γ ίο υ Ν ικολάου τ ο ν 11ον α ιώ να , π ου έχε* ε ξ ε λ ιχ θ ε ί π λήρω ς σ ε λ α τρ ε υ τικ ό α ντικ είμ ενο, οι μ ε γ α λ ύ τερ η έ μ φ α σ η σ τ η δ ια κ ό σ μ η σ η .τα>ι σ τ η ν αν θ ρ ώ π ινη μορφή. Σ ιν ά , Μ ονή Α γίας Α ικατερίν/ς-
Νικόλαο. 0 επίσκοπος με τα μαύρα γένια ήτα·. άγιος Βασίλειος. Είναι επίσης γεγονός ότι οι με σαιωνικές και οι μεταγενέστερες εικόνες έτειν Αληθεύει βέβαια ότι μετά τη Σύνοδο του 787 οι προς την αφαίρεση, που υπογραμμιζόταν με τ ορθόδοξοι ζωγράφοι δεν ήταν ελεύθεροι ν’ ακολου υιοθέτηση της μετωπικής στάσης και ενός , θήσουν την έμπνευσή τους, αλλά έπρεπε να τηρή χρυσού βάθους, παρότι ο βαθμός πιστότητας τ σουν κατά γράμμα αποδεκτούς εικονογραφικούς εικόνας ποίκιλλε ανάλογα με το καλλιτεχνικό ύτ τύπους. Ο άγιος Νικόλαος, για παράδειγμα, απει της κάθε εποχής. κονιζόταν πάντα ως ώριμος άνδρας με κοντά, σγου Ωστόσο, στο ορθόδοξο δόγμα δεν υπάρχουν ρά, γκρίζα γένια, ντυμένος με επισκοπικά άμφια νόνες σχετικά με τη θρησκευτική ζωγραφική. που κρατά το Ευαγγέλιο. Δεν επιτρεπόταν να απει να ορίζουν ότι οι εικόνες πρέπει να έχουν αφηρηι κονιστεί με μαύρα γένια γιατί τότε ο προσκυνητής ύφος και να μην είναι ρεαλιστικές. Απεναντίας, δεν θα αντιλαμβανόταν ότι πρόκειται για τον άγιο τό το δόγμα αποδέχεται εκ προοιμίου το αντίθεχ τ ζ
ΕΙ ΚΟΝΕΣ
αγνοώντας τα λεπτά ζητήματα που θέτει το πρόβλη μα της ομοιότητας. Οι πρωιμότερες εικόνες που σώζονται —οι καλύτερες από αυτές βρίσκονται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και χρο νολογούνται γύρω στον 6ο αιώνα— είναι ζωγραφι σμένες σε ύφος που παραπέμπει στα νεκρικά πορσσετα της ρωμαϊκής περιόδου τα οποία έχουν βρεθεί στα νεκροταφεία της Αιγύπτου. Γνωρίζουμε από φιλολογικές πηγές ότι η προσωπογραφία ήταν ι
211
διαίτερα διαδεδομένη στην Ύστερη Αρχαιότητα —φορητά πορτρέτα στήνονταν για τους αυτοκράτορες, τους αξιωματούχους, τους εν ζωή επισκόπους, τους δημοφιλείς ηθοποιούς και τις χορεύτριες— και δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι οι προ σωπογραφίες των αγίων ακολουθούσαν κάποιο άλλο καλλιτεχνικό ύφος. Οι εικόνες τις οποίες προσπά θησαν να απαγορεύσουν οι εικονομάχοι δεν ήταν «εικόνες» όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
6
Εικ ο νο μ α χ ία
PATRICIA KARLIN-HAYTER
J ~7
*
«Εικονομαχία» είναι ο όρος που προσδιορίζει το κίνημα που στράφηκε κατά της κατασκευής και της λατρείας των εικόνων που απεικόνιζαν τον Θεό ή τους αγίους. Το αντίθετο κίνημα ήταν αυτό της εικονολατρίας. Η βυζαντινή εικονομαχία ξεκίνησε το 726 ή 730 από τον Λέοντα Γ', δια κόπηκε το 787 από την αντιβασίλισσα Ειρήνη, αποκαταστάθηκε το 815 από τον Λέοντα Ε' και απαγορεύτηκε διά παντός το 843, ξανά χάρη σε μια αντιβασίλισσα, τη Θεοδώρα. Λαμβάνοντας υπόψη το εικονολατρικό διάλειμμα της περιόδου 787-815, αναφερόμαστε συνήθως στην Πρώτη και στη Δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας. - -Κανένα άλλο ζήτημα της βυζαντινής ιστορίας δεν έχει προκαλέσε: περισσότερες συζητήσεις στους λογίους της Δύσης, κυρίως επειδή η εικονομαχία του 8ου και του 9ου αιώνα έχει ερμηνευθεί ως ο πρόγονος παρόμοιων κινήσεων που προέκυψαν κατά τη Μεταρρύθμιση, κατ’ αρ/ας με τον Καλβίνο, στη συνέχεια με τους πουριτανούς, και τέλος με τους οπαδούς της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Οι εικονομάχοι, εχθροί των προλήψεων, σε γενικές γραμμές έχουν αντιμετωπιστεί ευνοϊκά. Είναι δύσκολο να επιχειρήσει κανείς μια ισορροπημένη αποτίμηση της βυζαντινής Εικονομαχίας. Λίγοι είναι οι ιστορικοί που συνεχίζουν ν ι πιστεύουν ότι αυτό ήταν το σπουδαιότερο ζήτημα της εποχής, στο οποίο είχαν εμπλακεί σε μεγάλο βαθμό όλοι εκτός από τους δουλοπρεπε:: επισκόπους. Ένα είναι σαφές: τα περισσότερα μέλη των ανώτερων κο.νωνικών τάξεων υιοθετούσαν με μεγάλη ευκολία την αλλαγή προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ο Θεόκτιστος υπήρξε ο έμπιστος συνεργάτης του Θεοφίλου στην επιβολή της εικονομαχίας, αλλά όταν η χήρα το. τελευταίου αποφάσισε να αντιστρέψει την επίσημη πολιτική, ο Θεόκτιστος δεν είχε κανέναν απολύτως ενδοιασμό να τη βοηθήσει στην αποκα τάσταση της λατρείας των εικόνων και η περίπτωσή του δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα μέλη της Εκκλησίας, είτε ως επίσκοποι και ιερείς είτε ωζ μοναχοί και ερημίτες, δεν αντέδρασαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Πραγμα τικά αμφιβάλλει κανείς εάν η υποστήριξη της εικονολατρίας από τους στρατιωτικούς, ακόμη και από «αγίους», πήγαζε αποκλειστικά απτ
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
πραγματική αφοσίωση. Μέχρι και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο πλέον φοβερός από τους εικονόφιλους απολογητές, ανέφερε σχετικά με τους εικονομάχους επισκόπους που επανεντάχθηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας μετά τη Σύνοδο του 787 ότι «η παράβασή τους δεν αφορούσε ουσιαστικά ζητήματα». Ο λαός από την άλλη, όταν ο Λέων Γ' εξέδωσε το πρώτο του εικονομαχικό διάταγμα, πιθανότατα πίστευε ότι αυτός ο αυτοκράτορας, που είχε γλιτώσει την Κωνσταντινούπολη από μια τρο μερή αραβική πολιορκία, είχε πραγματικά την εύνοια του Θεού. Οι δύο ιστορικοί της Πρώτης περιόδου της Εικονομαχίας, ο Θεοφάνης ο «Ομολογητής» (f 818) και ο πατριάρχης Νικηφόρος (806-815), αν και υπέφεραν και οι δύο καθώς ήταν υποστηρικτές των εικόνων, στο έργο τους ασχολούνται κυρίως με άλλα θέματα όπως με την προέλαση των Αράβων, τις επιδημίες της πανώλους, τον λιμό, τους σεισμούς, τις μετακινήσεις πληθυσμών, τη σύγκρουση με τη Βουλγαρία και τους εμφυλίους πολέμους. Η εικονόφιλη στάση τους διακρίνεται κυρίως στα προσβλητικά επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζουν τους εικονομάχους αυτοκράτορες. Η Ι σ τ ο ρ ία Σ ύντομος του Νικηφόρου τελειώνει στο έτος 769. Ο Θεοφάνης συνεχίζει μέχρι το 813. Για τη Δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας όλες οι διαθέ σιμες ιστορικές πηγές μας είναι εικονόφιλες και οι περισσότερες από αυτές γράφτηκαν τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τα σχετικά γεγονότα, μερικά από τα οποία, όπως ο «Θρίαμβος της Ορθοδοξίας» το 843, πα ρουσιάζονται σε αντιφατικές εκδοχές. Εκτός από τα ιστορικά έργα, το υλικό μας περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά τα αντιρρητικά κείμενα της πλευράς των νικητών, Β ίους των «μαρτύρων» και των «ομολογητών» ιπου οι περισσότεροι γράφτηκαν σε πολύ μεταγενέστερη εποχή και συχνά κατόπιν εντολής εκείνων των μοναστηριών που ήθελαν να αποκαταστή σουν τη φήμη τους), πεπραγμένα εικονόφιλων συνόδων, και ιδιαίτερα τις επιστολές του Θεόδωρου του Στουδίτη (| 826), από τις οποίες οι 368 από τις 550 σωζόμενες αναφέρονται στην πάλη εναντίον της Εικονομαχίας. Προφανώς, λοιπόν, η ιστορία είναι μάλλον προκατειλημμένη.
2 ί3
Σ ε α ρ κ ετά ψ η φ ιδω τά δά π εδ α ε κ κ λη σ ιώ ν π ο ν β ρ ίσ κ ο ν τα ν σε αρ αβοκρα τονμ ενες π εριοχ ές, ιδ ια ίτ ε ρ α σ τ η σ η μ ε ρ ιν ή Ιορδα νία, οι μορφ ές ανθρώ πω ν κ α ι ζώ ω ν αφ α ιρέθη κ αν κ α ι τ α σ η μ ε ία α ν τά ε π ισ κ ε υ ά σ τη κ α ν π ρόχ ειρα , σ ύ μ φ ω να μ ε ένα εικ ονομ α χ ικ ό δ ιά τ α γ μ α το υ χ α λ ίφ η Γ ια ζ ίν τ Β ' (Yazid II) (π ε ρ ίπ ο υ 721). Σ τ η φ ω το γρ α φ ία , το δάπεδο στο Umm el-Rasas,
το ο π ο ίο κ α τ α σ κ ε υ ά σ τη κ ε μ ό λις τ ο 718.
PATR ICIA K A R L IN -H A Y T 3
ϋ
Ο π α τ ρ ιά ρ χ η ς Γ ερμανός (715-730) εκ θρονίστηκ ε επ ειδή α ν τιτά χ θ η κ ε σ τ η ν Ε ικονομα χ ία, κ α ι σ τ η σ υ νέχ εια ανακηρύχθηκε άγιος. Κ αθ ώ ς ή τα ν ευνούχος, ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι αγένειος σε α υ τή τη ν τ ο ιχ ο γ ρ α φ ία • το υ 11ου α ιώ ν α σ τ η Μ ονή του Α γίου Ν ικολάου της Σ τ έ γ η ς σ τ η ν Κ α κ ο π ε τ ρ ιά τη ς Κ ύπρου.
Η καταδίκη των ιερών εικόνων είχε ιουδαίκή προέλευση και ήταν κυρίαρχη στην Εκκλη σία των πρώιμων χρόνων. Οι θεολόγοι ouflc που γνώριζαν την ελληνική φιλοσοφία, όπωε a Ωριγένης ή ο Κλήμης Αλεξανδρείας, την ζ ~ ναδιατύπωσαν με θεολογικούς όρους που σ υ ν * έμοιαζαν πολύ με τους όρους του ειδωλολχτεκού νεοπλατωνισμού. Αυτή η αρνητική στχτ^ απέναντι στις εικόνες υπήρχε ανέκαθεν. Η y επση της χριστιανικής εικονογραφίας δ ικ α ιΰ β γήθηκε αρχικά για τη διδακτική της αξίζ Μ Βίβλος των αγράμματων»), στο δεύτερο του 6ου αιώνα όμως οι εικόνες μετατρέπο·.—π σε αντικείμενα άμεσης λατρείας ενώ συνδέο νται —κάποιες από αυτές τουλάχιστον— a m με θαύματα. Θεωρούνται όλο και περισσοτεει ως αντίγραφα των ιερών «πρωτοτύπων» —_ς_ που είχαν τη δυνατότητα να μιλούν, να εκκρΜ νουν έλαιο ή και να αιμορραγούν αν κάποιος τες:ΐ μαχαίρωνε. Το κανονικό δίκαιο δεν αναφέςετπ. στο θέμα, μόνον ο 82ος Κανόνας της Πε-κΕ-j κτης Οικουμενικής Συνόδου (692), ορίζει m απεικονίζεται ο Χριστός με ανθρώπινη uag· φή κι όχι συμβολικά ως Αμνός του Θεού, ώτ-3 να εκφραστεί η πραγματικότητα της ενσάρκβ1 σης. Στα ανατολικά σύνορα της αυτοκραενί ρίας, ωστόσο, μετά το πρώτο κύμα των αραβικών επιδρομών, οι y:® στιανοί κατηγορήθηκαν έντονα για ειδωλολατρία, ιδιαίτερα, όπως νεται, από τους Ιουδαίους, και προσπάθησαν να δικαιολογηθούν με γξη ρά αντι-ιουδαϊκών διαλόγων. Αυτή η δημόσια συζήτηση κέρδισε —ij| προσοχή των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Πριν το 726, ο επίσκοπος Κλαυδιουπόλεως (σημερινή Bolu στην Τουρκία) ήταν δεδηλωμένος εΑ κονομάχος. Δεν είναι σίγουρο ούτε πότε ακριβώς αλλά ούτε και με ποιον τε:ξεκίνησε η επίσημη αυτοκρατορική καταδίκη των εικόνων. Το διάτα-- j J που απαγόρευε τη λατρεία τους εκδόθηκε το 726 ή το 730; Και έλαίεΙ καθόλου υπόψη του αυτό το διάταγμα την κοινή γνώμη; Σύμφωνα με ~al Βίο του αγίου Στεφάνου του Νέου, «το άγριο θηρίο [ο Λέων Τ'] πρόσταξΞΐ όλους τους υπηκόους του να συγκεντρωθούν και βρυχήθηκε σαν λιον-rza· ανάμεσά τους καθώς ξέρασε από την οργισμένη καρδιά του φωτιά θειάφι (όπως το ηφαίστειο της Αίτνας) και ξεστόμισε αυτά τα Θλισε3·|
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
λόγια “Η κατασκευή των εικόνων είναι ειδωλολατρική τέχνη: οι εικόνες δεν πρέπει να λατρεύονται”». Ή μήπως δεν ξεκίνησε με λόγια αλλά με πράξεις, όταν ο Λέων Γ' έστειλε τον αξιωματούχο του, Ιουβίνο, να καταστρέψει την εικόνα του Χριστού πάνω από την πύλη του αυτοκρατορικού παλατιού, πράξη που, δυστυχώς για τον Ιουβίνο, εξόργισε τόσο πολύ μια ομάδα θεοσεβούμενων γυναικών, ώστε να τον λιντσάρουν; Τι παρακίνησε τον Λέοντα Γ' να απαγορεύσει τη «λατρεία»; Οι δύο ιστορικοί που βρίσκονται πιο κοντά στα γεγονότα, ο πατριάρχης Νικη φόρος και ο Θεοφάνης, αναφέρουν ότι ο αυτοκράτορας πήρε αυτή την απόφαση αντιδρώντας στην ηφαιστειακή έκρηξη που σημειώθηκε στο νησί της Θήρας το 726. Ο άνθρωπος του Μεσαίωνα δημιουργούσε πάντα συσχετισμούς στο μυαλό του ανάμεσα σε ασυνήθιστα γεγονότα και στην υπακοή ή ανυπακοή στον Θεό: οι καταστροφές ήταν η απάντηση του Μεγαλοδύναμου στην αμαρτία. Μετά από περίπου έναν αιώνα μουσουλ μανικών επιτυχιών και άλλων καταστροφών, ο Θεός έστελνε τώρα μια τελευταία προειδοποίηση μέσω αυτής της θεαματικής έκρηξης. Ο αυ τοκράτορας, ένας στρατιωτικός που μιλούσε αραβικά, γεννημένος στη Γερμανίκεια (σημερινό Maras στην ανατολική Τουρκία) και γνώστης της κατάστασης στο ανατολικό μέτωπο, γνώριζε ότι έπρεπε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Νωρίτερα είχε διατάξει την υποχρεωτική βάπτιση των Εβραίων και των μοντανιστών αιρετικών. Αυτή του η ενέργεια όμως δεν είχε επιτυχία: «Οι Εβραίοι ξέπλυναν την ευλογία που πήραν κατά τη βάπτιση, έφαγαν πριν κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων και βεβήλωσαν την πίστη. Οι μοντανιστές όρισαν μια ημερομηνία, συγκε ντρώθηκαν στον χώρο που διαπράχθηκε το σφάλμα τους (δηλαδή στο βαπτιστήριο) και αυτοπυρπολήθηκαν». Ο Λέων προσπάθησε να αντιμε τωπίσει την έκρηξη της Θήρας απαγορεύοντας την κατασκευή και λα τρεία των εικόνων. Οι λατρευτικές πράξεις προς τις εικόνες —μετάνοιες, προσευχές, θυμίαμα, άναμμα των κεριών (αναφέρεται επίσης η περίπτωση εικόνας που έγινε νονός ενός παιδιού)— θα πρέπει πραγματικά να φάνταζαν υπερβολικές και πέραν του επιχειρήματος των εικονόφιλων ότι η λα τρεία δεν απευθύνεται στην εικόνα αλλά στο πρόσωπο που απεικονίζε ται. Παραμερίζοντας το ζήτημα των πρακτικών, οι εικονόφιλοι συνέδε σαν το όλο θέμα με τη θεολογία. Είναι δυνατόν να απεικονιστεί ο Θεός; Η απάντηση είχε ήδη δοθεί στην Πενθέκτη Σύνοδο: σύμφωνα με τη «νέα επίσημη θρησκεία» (τον χριστιανισμό σε αντιπαράθεση προς τον ιου δαϊσμό) ο ενσαρκωμένος Θεός ήταν δυνατόν και έπρεπε να απεικονίζε ται. Οι εικονόφιλοι θεολόγοι κράτησαν τη λ α τρ ε ία για τον Θεό, αποδί δοντας στις εικόνες μόνο την π ροσκύνηση. Η απάντηση της θεολογίας στην πρωτοβουλία του Λέοντος Γ' εκφρά-
2Ι5
PATR ICIA K A R LIN -H A Y TE J
2 l6
Οι εικ σνομάχ οι κ α τα σ τρ έφ ο υ ν μ ια εικ όνα τ ο ν Χ ρίστον α σ β ε σ τώ ν ο ν τα ς την, πράξη πον π α ρ α λ λ η λ ίζ ε τ α ι μ ε το μ α ρ τύ ρ ιο το υ Χ ριστού κ α τ ά τη Σ τα ύ ρ ω σ η . Ο σπόγγος σ τ η ν κορυφή τ ο ν κ οντα ρ ιού π ο ν κ ρ α τ ά ο ένας α π ό τους εικονομ άχονς π αραπέμπει σ το ν β ουτη γμ ένο σ τ ο ξ ίδ ι σ π ό γ γ ο , π ου δόθηκε σ το ν Χ ριστό. Μ ικ ρογρα φ ία α π ό το Ψ α λ τή ρ ιο Χ λονντώ φ, 9ος αιώ νας.
K N J*
Ηy
If*
•ΐΓβμκβα; κ «ι : κ^ νηκ αοχ ^ynvuA^o t>ν«ιοΰνάττ»ν^ί .· Jc*c K^eyvrt»V°F '
frfC -n ^ -t> h o y ;r««(cV p -n t3 rr' V o o r jf it ^ c ο χ > μ Λ *!Λ *| / :
4- (JltoTlo^TWt^n, * T «r* ¥ i«rr«fJ7 »e w * , Γ Κ « ΰ ία u s
-H
6
qpJ^wygovt: e 3 wΗ Λ e ^ n i
μ * μ * ;< **« ϊ jj’io i".,; K H p eiv ^ W K ® *1 Ψ Ι - .
TTO^I f ^ t c ^ T J O R ^ T e i'ic e e
ijAHTit VAWJ.
*
SUM ■Jfi
P
Klip:
στηκε κατ’ αρχάς από τον Ιωάννη Δαμασκηνό (περίπου 675-749), ο ποίος είχε καταφύγει με ασφάλεια στην Παλαιστίνη όπου δεν μπορσ,κ να τον πλησιάσει ο αυτοκράτορας. 0 Δαμασκηνός δεν επιβεβαιών απλώς ότι οι εικόνες πρέπει να υφίστανται αλλά αναφέρεται και σι οφέλη που πηγάζουν από αυτές: «Αποκαλύπτουν ό,τι είναι αόρατο απόμακρο ή επερχόμενο» και φανερώνουν τη θεία παρουσία: «Όπ υπάρχει το σύμβολο του Χριστού, εκεί βρίσκεται και Αυτός». Αυτή προσέγγιση που επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στην εικόνα κ στο «πρωτότυπό» της έμελλε να αποτελέσει τη βάση της μελλοντνκ θεολογίας που θα αναπτυσσόταν κατά τη διάρκεια της διαμάχης.
AYTER
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
Ο αυτοκράτορας Λέων δεν συνέβαλε στο θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της δημόσιας αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, δεν φαίνεται να την είχε δει καν από θεολογική σκοπιά. Αυτό που ο ίδιος έβλεπε ήταν ότι η λατρεία των εικόνων στην οποία επιδίδονταν τόσοι από τους υπηκόους του έμοιαζε επικίνδυνα με την «προσκύνηση και λατρεία των εικόνων», την οποία απαγόρευε ο Θεός (Δ ευτερονόμιο, 5,9), γεγονός που κανείς δεν απορούσε να αρνηθεί. Επίσης, κανένα από τα στοιχεία που διαθέτουμε δελ; υποδηλώνει ότι η αντίδραση στην εικονομαχία ήταν εξ αρχής θεολο γική. Οι επιστολές για την υπεράσπιση των εικόνων από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό, ιδιαίτερα αυτή που απευθύνεται στον Θωμά, επίσκοπο Κλαυδιουπόλεως (πριν το 730), δεν ασχολούνται ουσια στικά ούτε με τη θεολογία ούτε με την ειδωλολατρία. Αυτό που ανησυχεί τον πατριάρχη Γερμανό είναι ότι η απαγόρευση των εικόνων θα αποδείκνυε απλώς πως η Εκκλησία βρισκόταν σε πλάνη για αρκετό καιρό και έτσι θα έπεφτε στην παγίδα των Ιουδαίων και των μουσουλμάνων. Ο Κωνσταντίνος Ε' ήταν αυτός που έκανε το επόμενο αποφασιστικό σήμα στη Σύνοδο της Ιερείας (754): εφόσον ο Χριστός είχε δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, σε τέλεια ένωση, μόνο η ανθρώπινη φύση του θα μπορούσε να οριοθετηθεί ή να περιγράφει, όπως απαιτούσε η ζωγραφική του απεικόνιση. Ζωγραφίζοντας λοιπόν τον Χριστό, ο άνθρω πος είτε διαχώριζε τις δύο φύσεις του είτε περιέγραφε και τη θεϊκή. Και ν. δύο αυτές επιλογές αποτελούσαν' αίρεση. I ο απερίγραπτο της θείας φύσης, περισσό τερο από κάθε άλλο προηγούμενο επιχείρη μα, μετέτρεψε ένα απλό λάθος σε αίρεση. Οι εικόνες έπαψαν να αποτελούν προσωπική ε πιλογή, αφού έτσι η ίδια η φύση της Θείας οικονομίας ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Η Εικονομαχία συνοψίζεται συνήθως ως μια θεολογική διαμάχη με διωγμούς, ιδιαί τερα των μοναχών. Η κριτική επανεξέταση των δεδομένων δεν υποστηρίζει αυτή την ά ποψη. Οι διωγμοί, όταν συνέβησαν, φαίνεται οτι οφείλονταν περισσότερο σε πολιτικούς παρά σε θρησκευτικούς λόγους. Ένα από τα Έματα αυτώΌ τών διωγμών για τα οποία έχουμε ικανοποιητικές πληροφορίες, ο άγιος Στέφανος ο Νέος, είχε εμπλακεί σε μια σοταρή συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα, στην οποία συμμετείχε και μια ομάδα από εξέχοντες στρατιωτικούς διοικητές και πολι-
Εικονομαχικός σταυρός που αντικατέστησε την εικόνα ενός αγίου. Το όνομα του αγίου, γραμμένο κάτω από το μετάλλιο, αφαιρέθηκε και το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε με χρυσές ψηφίδες. Ψηφιδωτό σε μια πτέρυγα τον πατριαρχικού μεγάρου, κοντά στα υπερώα της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη.
2 l8
Σ τ η Μ ικρά Α σία κ α ι σ τ α ελ λ η νικ ά ν η σ ιά υπ άρχ ο υν μ ικ ρ ο ί ν α ο ί ε π α ρ χ ια κ ό ν χ α ρ α κ τή ρ α π ου φέρουν ανεικο νικό δ ιά κ ο σ μ ο (σταυρούς κ α ι άλλα μ ο τίβ α ) κ α ι χρονολογούντοι σ τ η ν περίοδο της Ε ικονομα χίας. Σ ε αυτούς σ υ μ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε τα ι κ α ι το π α ρ ε κ κ λ ή σ ιο του Α γίου Β α σ ιλ ε ίο υ σ τ η Σ ιν α σ σ ό (Κ α π π α δ ο κ ία ), π ο υ εικ ο ν ίζ ε τα ι σ τ η φ ω τογρα φ ία , αν κ α ι σ το ν διά κ ο σ μ ό του π ερ ιλ α μ β ά νει κ α ι τ ις μορφ ές δύο ε π ισ κ ό π ω ν σ τ η ν αψ ίδα.
PATRICIA KARLIN-HAYTE3
τικούς αξιωματούχους. Μόνο σε αυτή την περίπτωση «εξέθεσε» ο Κων σταντίνος Ε' «σε δημόσια χλεύη και ατίμωση το μοναστικό σχήμα, δια· τάζοντας τους μοναχούς να κρατήσουν ο καθένας (ιιχ γυναίκα από το χέρ και να παρελάσουν έτσι στον ιππόδρομο, ενώ όλοι οι θεατές τούς έφτυνα και τους έβριζαν». Είναι σχεδόν σίγουρο ότι πριν από αυτό το περιστχ τικό τα μοναστήρια δεν είχαν δεχθεί καμία απολύτως επίθεση. Αντιθέ τως, τα δικαιώματα τους είναι απόλυτα σεβαστά στον νομικό κώδικα μ τίτλο Ε κλογή , που εκδόθηκε στο όνομα του Λέοντος Γ' και του Κωνστα ντίνου, ενώ η προσεκτική εξέταση του μικρού καταλόγου των μονών τ_ οποίες λέγεται ότι βεβήλωσε ο Κωνσταντίνος θέτει υπό αμφισβήτησι και αυτό το γεγονός. Κατά τη Δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας, η βασική δοκιμασι: ήταν η κοινωνία με τον πατριάρχη και το όλο εγχείρημα διευκολύνθηκ όσο το δυνατόν περισσότερο: «Το μόνο που ζητάμε από εσάς είναι κοινωνήσετε για μία μόνο φορά με τον Θεόδοτο (στον πατριαρχικό Θρόν από το 815 μέχρι το 821). Μετά θα είστε ελεύθεροι να επιστρέφετε, καθένας στο δικό του μοναστήρι, διατηρώντας τις δικές σας πεποιθήσε. και απόψεις». Είναι ολοφάνερο από τη μαρτυρία του ίδιου του Β ίο υ τν. ότι ο αυστηρών αρχών Ιγνάτιος, ο μελλοντικός πατριάρχης, ήταν ηγ*» μένος ενός μοναστηριού που βρισκόταν σε κοινωνία με την επίση_ εικονομαχική Εκκλησία. Η αλληλογραφία του Θεοδώρου του Στουδιτ φανερώνει μια προσπάθεια ανατροπής. Σε μία από τις επιστολές το, την οποία απευθύνει στον πάπα Πασχάλιο, τον ικετεύει να κάνει γνωστ σε όλο τον κόσμο ότι «αυτοί που τόλμησαν να κάνουν κάτι τέτοιο έχω αφοριστεί από εσένα με συνοδική απόφαση». Η επιδίωξη να αφοριστε. αυτοκράτορας από τον πάπα είναι μια πρωτοβουλία με συνέπειες ίσο» όχι άμεσα κατανοητές στον σύγχρονο αναγνώστη, η επιτυχία όμως γ /ι τέτοιου εγχειρήματος θα λειτουργούσε ενθαρρυντικά για κάθε επίδος σφετεριστή. Η εικονομαχική ζέση εκδηλώθηκε με πράξεις που ποίκΐ λαν από την απλή παραβίαση των νόμων μέχρι και την προδοσία. ί πατριάρχης Νικηφόρος ουσιαστικά οικτίρει την υπακοή στους νόμοι υπό εικονομαχικό καθεστώς. Πολλοί από τους ιερωμένους, λέει, «ακ: λουθούν τους νόμους του κράτους και αναγνωρίζω τις δημόσιες αρχές. Αυτό όμως δεν είναι ούτε η κ/α ρονομιά του Ιακώβ ούτε η συνηθισμένη συμπεριφοε όσων το δόγμα και η σκέψη κατευθύνεται από τι ευλάβεια». Η απήχηση των εικονομάχων αυτοκρατόρων σπ στρατό και στις λαϊκές μάζες δεν μπορεί να αμα σβητηθεί, όπως επίσης δεν μπορεί να αμφισβηττι η σκόπιμη επιδίωξή της εκ μέρους τους. Ο Κωνστι
hriR
ΡΠ Ί
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
ντίνος Ε' έλαβε μέτρα που μακροπρόθεσμα βελτίωσαν το βιωτικό επίπεδο στην Κων σταντινούπολη, ακόμη και μετά τον θάνατό του. Ο πατριάρχης Νικηφόρος δίνει στον α ναγνώστη την εντύπωση οτι η βασίλεια του Κωνσταντίνου έμεινε στη μνήμη του λαού ως μια εποχή με άφθονη, αλλά φθηνή τροφή: «Όλος αυτός ο κομπασμός για την περίοδο της βασιλείας του είναι ανοησίες» —στην πραγματικότητα, σχολιάζει ο Νικηφόρος, αυτή ήταν μια περίοδος «επιδημιών πανώλους, σεισμών, διαττόντων αστέρων, λι μού και εμφύλιων πολέμων», κι όμως «αυτά τα εντελώς ανεγκέφαλα υποκείμενα κομπά ζουν και υπερηφανεύονται έντονα για εκεί νες τις ευτυχισμένες μέρες της αφθονίας, όπως λένε». Για τον Νικηφόρο η οριστική απόδειξη της ποταπότητας του Κωνσταντί νου ήταν η ταπεινή καταγωγή των υποστηρικτών του: «Νομίζω ότι και αυτό είναι ε πίσης αξιοσημείωτο, δηλαδή τι είδους άν θρωποι είναι, από πού'προέρχονται, πως ζουν. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν γνω ρίζουν καν τα γράμματα της αλφαβήτου και περιφρονούν και βρίζουν όσους πιστεύουν στην παιδεία. Οι πιο αγροίκοι και αγενείς από αυτούς δεν έχουν ούτε τα εντελώς απα ραίτητα προς το ζην' δεν θα μπορούσαν να θρέψουν τους εαυτούς τους ούτε για μια μέ ρα, καθώς προέρχονται από σταυροδρόμια και στενοσόκακα». Λεξιά: Ψ η φ ιδω τό (πον δεν σ ώ ζ ε τ α ι π ια ) σ τ η ν κ όγχ η της α ψ ίδ α ς τ ο ν ναού τη ς Κ ο ιμ ή σ εω ς της Θ εοτόκον σ τ η Ν ίκ α ια (Iznik). Η μο ρφ ή της Π α να γ ία ς μ ε τον Χ ριστό, π ο ν φ ιλοτεχ νή θη κε τον 9ο αιώ να, α ν τ ικ α τ έ σ τ η σ ε έναν εικ ονομ α χ ικ ό στα υ ρ ό το π ε ρ ίγ ρ α μ μ α του ο π ο ίο ν δ ια κ ρ ίν ε τ α ι εμφ ανώ ς σ τ ο χ ρ υ σ ό φόντο. Ο στα υ ρός, μ ε τ η σ ε ιρ ά τον, φ α ίν ε τα ι ό τ ι είχ ε α ν τ ικ α τ α σ τ ή σ ε ι μ ια π ιο π ρ ώ ιμ η α π ε ικ ό ν ισ η της Θ εοτόκον μ ε το ν Χ ριστό, χρονολογούμενη μά λλον σ τ α τέλη τ ο ν 7ου αιώ να.
219
Ε ΙΚ Ο Ν Ο Μ Α Χ ΙΑ
Ο Βίος του αγίου Στεφάνου του Νέου προσδίδει, επίσης κυρίαρχο ρόλο στις λαϊκές τάξεις. Έχει σκοπίμως συνταχθεί, αναφέρει η Μ. F. Auzepy, η τελευταία εκδότης του κειμένου «για να καταδείξει ότι, κατά την αντιπαράθεσή του με τον Στέφανο, ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς την υποστήριξη των λαϊκών τάξεων αλλά επηρεάζει μόνο τις μάζες των δρόμων και του ιπποδρόμου». Ο Στέφανος λιντσαρίστηκε εν μέσω κραυγών, όπως «Τιμωρήστε τον! Σκοτώστε τον!» επειδή ήταν εχθρός του αυτοκράτορα. Για ποιον λόγο νίκησαν τελικά οι εικονόφιλοι; Οφειλόταν αυτό στις δύο αντί βασίλισσες, την Ειρήνη το 780 και τη Θεοδώρα το 842; Όχι τόσο επειδή ως γυναίκες ήταν περισσότερο επιρρεπείς στη «δεισιδαιμονική» λατρεία των εικόνων, αλλά κυρίως επειδή και οι δύο αγαπούσαν τη δύναμη της εξουσίας; Με την υποστήριξη ισχυρών κύκλων καταδικα σμένων να μείνουν στο περιθώριο, από προσεκτικά επιλεγμένους δημο σίους υπαλλήλους, στην καλύτερη περίπτωση ευνούχους ή κληρικούς, μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα απολαύσουν την εξουσία. Η εναλλακτική λύση, να εμπιστευτούν δηλαδή τα συμφέροντά τους σ’ έναν στρατιωτικό διοικητή, σήμαινε την ολοκληρωτική παράδοση της εξουσίας. Για καμία από τις δύο αυτοκράτειρες δεν διαθέτουμε στοιχεία που να δηλώνουν βαθιά προσωπική αφοσίωση στις εικόνες. Η Ειρήνη εξασφάλισε για τον εαυτό της την υποστήριξη κύκλων τους οποίους μπορούσε να εμπιστευτεί. Ο πατριάρχης Παύλος, που είχε ορ κιστεί ότι θα υποστήριζε την εικονομαχία, κατά βολικό τρόπο παραι τήθηκε ή αναγκάστηκε να παραιτηθεί (784). Τον διαδέχθηκε ο Ταράσιος, που ήταν επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας και, επομένως, λαϊκός. Αποφασίστηκε να συγκληθεί μια «οικουμενική» σύνοδος, αλλά στάθηκε αδύνατον να εξασφαλιστεί η παρουσία εντεταλμένων αντιπρο σώπων από τα ανατολικά πατριαρχεία (Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων), ενώ ο πάπας της Ρώμης εκπροσωπήθηκε από δύο σχε τικά χαμηλόβαθμους ιερείς. Η σύνοδος συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη στον ναό των Αγίων Αποστόλων (786) και διαλύθηκε αμέσως από στρα-
Αριστερά: Εικονομαχικός σταυρός στην αψίδα του ναού της Αγίας Ειρήνης, Κωνσταντινούπολη.
Η εκ κ λη σ ία , π ο υ ανήκε σ τ ο ε π ισ κ ο π ικ ό σ υ γκ ρό τη μ α , κ α τέρ ρ ευ σ ε σ το ν σε ισ μ ό το ν 740 κ α ι ξ α ν α κ τίσ τη κ ε π ε ρ ί το 760.
Δεξιά: Τα πρώτα χρυσά νομίσματα που κυκλοφόρησαν μετά την αποκατάσταση των εικόνων εμφανίζουν την αυτοκράτειρα Θεοδώρα στον εμπροσθότυπο και τις μορφές τον νεαρού Μιχαήλ Γ ' και της μεγαλύτερης αδελφής τον, Θέκλας, στον οπισθότνπο. Λίγα χρόνια αργότερα στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων άρχισε να αποτυπώνεται ο Χριστός σε προτομή σε εικονογραφικό τύπο όμοιο με εκείνον που κατά το παρελθόν είχε εμφανιστεί στα νομίσματα.
PATRICIA KARLIN-HAYTEF
τιωτικές μονάδες πιστές στην κληρονομιά του Κωνσταντίνου Ε'. Αφού ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα για να εξουδετερωθεί οποιαδήποτε α ντίσταση, η σύνοδος συνήλθε ξανά έναν χρόνο αργότερα στη Νίκαια, ξυπνώντας μνήμες από την εποχή που ο Μεγάλος Κωνσταντίνος κατα δίκασε τον Άρειο- εξάλλου, η Νίκαια μπορούσε να αστυνομευθεί ευκο λότερα. Ο παραλληλισμός εικονομάχων και οπαδών του Αρείου αποτέλεσαν θέμα της επίσημης προπαγάνδας. Η δεύτερη αυτή Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας κέρδισε την α ναγνώριση του Πάπα και θεωρείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως η έβδομη και τελευταία οικουμενική σύνοδος που συμπληρώνει το δογμα τικό οικοδόμημα το οποίο έκτισαν οι έξι προηγούμενες. Σε αυτήν παρευρέθηκαν περίπου 350 επίσκοποι και περισσότεροι από 100 μοναχοί που, για να ακριβολογούμε, δεν είχαν καμία δουλειά εκεί. Ουσιαστικό. όλοι οι εν λόγω επίσκοποι είχαν χειροτονηθεί και είχαν υπηρετήσει κατα τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Δέκα από αυτούς, που ήταν γνωστοί για την εικονομαχική τους δράση, εξαναγκάστηκαν να αποκηρύξουν τις προ γενέστερες πεποιθήσεις τους δημοσίως. Στο τέλος όλοι αποκαταστάθτκαν στις θέσεις τους και η «ορθοδοξία» επικράτησε μέχρι το 815. Σε ό,τι αφορά τη Θεοδώρα, το μόνο γεγονός που προκύπτει ξεκάθαρα από τις συγκεχυμένες πληροφορίες των πηγών για την «αποκατάσταοπ της ορθοδοξίας» (όπως αποκαλείται η περίοδος που έπεται του θανάτο. του Θεοφίλου) είναι ότι υπήρχαν διάφοροι άρρενες που ήταν σε θέση να διεκδικήσουν τον θρόνο και οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση θα ά φηναν τη Θεοδώρα να κυβερνά εικονικά μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιός της που τότε δεν ήταν καν τριών ετών. Γ ι’ αυτό τον λόγο η Θεοδώρα αναζή τησε την υποστήριξη ανδρών που δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να ανέλθουν στον θρόνο. Αν στην περίπτωση της Ειρήνης χρειάζεται ν* εικάσουμε τι ακριβώς συνέβη, ο Β ίο ς της αγίας Θεοδώρας αναφέαεα σαφώς ότι ενόσω ζούσε ο άνδρας της εκείνη «δεν τόλμησε» να αποκαλύψει τα εικονόφιλα αισθήματά της. Φυσικά, όταν η εικονολατρία υιο θετήθηκε επίσημα από την κεντρική εξουσία, η εντύπωση που σχημα τίστηκε και διαδόθηκε για τη Θεοδώρα ήταν η ανάλογη. Ένα μ£:~ αυτής της προπαγάνδας έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας και έχει χρω ματίσει τη σύγχρονη αντίληψη αυτού του γεγονότος. Η πιο άμεση συνέπεια του εικονομαχικού ζητήματος αφορούσε -π»1 εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης. Εάν είχε νικήσει η εικονομαχία, η $ι·1 κόσμηση των εκκλησιών θα είχε περιοριστεί στην απεικόνιση κήπων xjc. ελικοειδών βλαστών, όπως συμβαίνει στα σύγχρονα τεμένη των Οη μεϋαδών. Η κοσμική τέχνη βέβαια θα είχε εξελιχθεί —ο Κωνσταντ. « ς Ε', μάλιστα, επικρίνεται αυστηρά επειδή έδωσε εντολή να φιλοτεχντθούν «σατανικές» σκηνές από τον ιππόδρομο. Κατά τον ίδιο τρόπο. ■
-YTKR
ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ
223
Ομμεϋάδες χαλίφες επέτρεπαν και πιθανότατα απολάμβαναν μη θρη σκευτικές απεικονίσεις στα παλάτια και στα λουτρά τους. Κατά το πρώτο μισό του 8ου αιώνα, λοιπόν, υπήρξε μια παροδική καλλιτεχνική σύγκλιση ανάμεσα στον βυζαντινό και στον αραβικό κόσμο. Αργότερα οι μουσουλμάνοι απαγόρευσαν την απεικόνιση οποιουδήποτε έμψυχου ό ντας. Ένα εικονομαχικό Βυζάντιο μάλλον δύσκολα θα ακολουθούσε την ίδια πορεία. Αυτό που συνέβη στο Βυζάντιο, διαφορετικό από ό,τι ίσως θα μπο ρούσε να είχε συμβεί, είναι ότι η δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας όχι μόνο «αποκατέστησε» τη λατρεία των εικόνων, αλλά την έκανε υποχρεωτική. Οι πιστοί διατάσσονταν πλέον να τις λατρεύουν γεγονός που αποτελούσε παραβίαση της ατομικής συνείδησης. Ανάγκασε, επίσης, τους καλλιτέ χνες να ακολουθήσουν καθιερωμένους και διαχρονικά αποδεκτούς τύπους χωρίς την παραμικρή απόκλιση, γιατί διαφορετικά οι εικόνες τις οποίες θα φιλοτεχνούσαν δεν θα ήταν «αληθινές» εικόνες.
Το π ρ ώ το σ η μ α ν τ ικ ό ψ η φ ιδω τό μ ε εικ ο νικ ό διά κ ο σ μ ο π ο υ φ ιλοτεχ νη θη κε σ τ η ν Α γία Σ ο φ ία μ ε τά τη ν α π ο κ α τ ά σ τ α σ η τω ν εικόνω ν ε ίν α ι η ένθρονη β ρ εφ ο κ ρ α τσ νσ α Θ εοτόκος σ τ η ν α ψ ίδ α (έτος 867).
ΕΜΠΟΡΙ Ο
225
Αριστερά: Ε π ιγ ρ α φ ή π ο ν χ ρ ο νο λο γείτα ι γύρω σ τ ο 492 π ερ ίπ ου, α π ό την Άβνδο σ τ ο ν Ε λλήσποντο. Το κείμενο, τη ς εποχής τ ο ν Α ν α σ τα σ ίο υ Α', αναφ έρει π ρ ο ϊό ντα (λ ά δ ι, κ ρ α σ ί, ξη ρ ά λ α χ α νικ ά , κ α π ν ισ τ ό χ οιρινό, σ ιτ ά ρ ι) π ο ν μ ε τα φ έ ρ οντα ν μ ε π λ ο ία σ τ η ν Κ ω ν στα ντινούπ ολη , γ ια δ ια ν ο μ ή σύ μ φ ω να μ ε το σ ύ σ τ η μ α της αννόνης. Πλ.οία α π ό τη ν Κ ιλ ικ ία αναφ έροντα ι δύο φορές. Κάτω, άνω σειρά: Οι κ ύριοι τ ύ π ο ι αμφ ορέω ν π ο ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τ α ν γ ια τη μ ε τα φ ο ρ ά π ροϊόντω ν σ τ η ν α ν α το λ ικ ή Μ εσόγειο κ α τ ά την Ύ σ τ ε ρ η Α ρχ α ιότη τα κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ο ν τ α ν π ιθ α ν ό τ α τ α (1) σ τ η Β ό ρ ε ια Σ υ ρ ία , (2) σ τ ο Α ιγαίο, (3) σ τ η Δυτικέ] Μ ικρά Α σία, (4) σ τ η Γ άζα, (5) σ τ η Β ό ρ ε ια Π α λ α ισ τίν η , κ α ι (6) σ τ η ν Α ίγυπτο. Σ το υ ς αμ φ ορείς τ ο ν Τ ύπου 1 συνήθω ς μ ετέφ εραν λά δ ι ενώ σ τ ο ν Τ ύπον 4 το γ ν ω σ τό κ ρ α σ ί της Γ άζας.
Κιτω, κάτω σειρά: Α ρκετοί τύ π ο ι μ ε σ α ιω ν ικ ώ ν αμφ ορέω ν π ο υ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τ α ν γ ια τ η μ ε τα φ ο ρ ά π ρ ο ϊό ντω ν έχουν - ·ιντιστεί. Οι Τ ύπ οι 1-3 το υ 9ου-11ον α ιώ να α π οτελούν σ υ νέχ εια τω ν Τ ύπω ν 1-3 της π ρ ω ιμ ό τε ρ η ς π εριόδου. Λ'έοι τύ π ο ι αμφ ορέω ν μ ε μ ε γ ά λ ες λαβ ές εμ φ α ν ίσ τη κ α ν σ το ν ΙΟο/ llo α ιώ ν α (Τ ύπ ος 4) κ α ι σ το ν 12ο/13ο α ιώ ν α (Τ ύπ ος 5). Ο Τύπος 6 είνα ι μ ε τα γ ε ν έ σ τε ρ η εκδοχή (12ος-14ος α ιώ να ς) του Τ ύπον 2 ενώ ο Τ ύπος 7 χ ρο νο λο γ είτα ι μ ε τ α ξ ύ 13ον κ α ι 14ον αιώ να.
MARLIA MUNDELL ν > 3 ί ·
220
Επάνω: Μαρμάρινο κιονόκρανο με διακοσμημένα κέρατα της Αμάλθειας πάνω από σειρά φύλλων άκανθας. Η μεταγενέστερη ενεπίγραφη tabula στο κέντρο αναφέρει τον αντοκράτορα Ηράκλειο και προστέθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας τον. Παρόμοια κιονόκρανα χρησιμοποιήθηκαν στον καθεδρικό ναό τον Αμορίου και αλλού. 6ος αιώνας.
Κάτω: Τμήμα μαρμάρινου γείσου με ζωφόρο κατακόρυφων ανθεμίων, που φιλοτεχνήθηκε το 907 για την εκκλησία τον Κωνσταντίνον τον Λιβός (σημερινό F enari Isa τζαμί), Κωνσταντινούπολη. Αυτό το μαρμάρινο στέλεχος αποτελούσε αρχικά τμήμα επιτύμβιας στήλης από το νεκροταφείο της Κνζίκον. Ακόμη καιανηιδιωτικήπρωτοβουλίαήτανπε ριορισμένη, έντονη εμπορική δραστηριότητα στην περιφέρεια τεκμαίρεται από τους αμφορείς μετα φοράς που έχουν βρεθεί. Με αυτούς οιΒυζαντινοί συνήθιζαννα μεταφέρουν ποικιλίαπροϊόντων, από μέλι μέχρι γάρο,αλλά κυρίως μεγάλες ποσότητες κρασιού και λαδιού δια θαλάσσης. Έξι βασικοί τύποι αμφορέων ήταν σε χρήση στονχώρο της Α νατολικήςΜεσογείου. Το περιεχόμενότουςμπορεί να ταυτιστεί από τις σφραγίδες ή τις επιγραφές σταεξωτερικάτουςτοιχώματα,ήαπότηνανάλυση των υπολειμμάτων στο εσωτερικό τους.Αμφορείς
της Πρώιμης Βυζαντινής εποχής έχουν βρε^ΐ: ολόκληρη τη Μεσόγειο, στη Βρετανία και κάτι κος των ακτών της Μαύρης και της Ερυθρός * λασσας και του Αραβικού κόλπου. Η ανακόί. τους σε μια αρχαιολογική θέση υποδηλώνει ε_; ρικές επαφές με μια συγκεκριμένη περιοχή. Ο ι: φορείς συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και στη >isσαιωνική περίοδο. Δείγματα αμφορέων πο. r χρονολογηθεί από τον 8ο μέχρι τον 10ο αιώνα ε ρ βρεθεί κατά κύριο λόγο στην Κωνσταντίνο,πιί και στη Μαύρη Θάλασσα, παρά στον ευρύτεε: Η σογειακό χώρο. Από τον 11ο αιώνα και έπειτα. : ζαντινοί αμφορείς απαντούν ξανά σε μεγάλε: —ie τητες και στις δύο θάλασσες. Κατά τον 14ο α.'_η« πήλινοι αμφορείς έχουν πλέον αντικαταστώ- : Γ ξύλινα βαρέλια, γεγονός που οφειλόταν μάλ>ο > τ εμπορικό μονοπώλιο των Ιταλών. Τα επιτραπέζια κεραμεικά ήταν και αυτί : κά προϊόντα του διεθνούς εμπορίου. Αεπτα / μεικά σκεύη με επίχρισμα, κατασκευασμένα κόκκινο πηλό, που έφεραν εμπίεστη ή επίθεττ i κόσμηση, κατασκευάζονταν μέχρι και τον To xj στη Βόρεια Αφρική, στη Δυτική Μικρά Ασιχ. τ Κύπρο και στην Αίγυπτο, και είχαν ευρυταττ κλοφορία, που σε ορισμένες περιπτώσεις κόλα ολόκληρη τη Μεσόγειο. Κατά τον 9ο αιώνα rr rp i θηκε σημαντική τεχνολογική καινοτομία με τ τ ι σαγωγή εφυαλωμένων κεραμεικών από λετκο στη συνέχεια από κόκκινο πηλό, με ζωγρχτι εμπίεστη, εγχάρακτη ή επιπεδόγλυφη διακοσμώ Τα αγγεία από λευκό πηλό (9ος-11ος αιώνας a να κατασκευάζονταν στην Κωνσταντίνου τ : τ. ορισμένα τουλάχιστον από τα αγγεία απο κ: : πηλό (11ος αιώνας και εξής) κατασκευάζονται εργαστήρια που έχουν ανασκαφεί στην Κοαβ Αυτά τα αγγεία, με την ανατολίζουσα διακουμ^ ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα και έχουν ςζτώ ζ. φορτία σε ναυάγια. Η χρήση του μαρμάρου ήταν ε π ίσ η ς π: . hm δεδομένη στο Βυζάντιο. Τα μάρμαρα και άλλζ τρώματα που χρησιμοποιούνταν για διάκου» κούς λόγους ήταν περιζήτητα για την κατχσ» αγαλμάτων, σπουδαίων μνημείων και χκομτ την κατασκευή των κιόνων, ορθομαρμαρι^σε-υ ν.
ΠΟΡΙΟ
—δων και επίπλων για τα κτήρια. Μερικά από : .τα τα μάρμαρα εξορύσσονταν στην Ελλάδα και ττη Μικρά Ασία (Βιθυνία, Φρυγία). Η Προκόννητος στη Θάλασσα του Μαρμαρά προμήθευε την αυτοκρατορία με αρκετό από το χαρακτηριστικό — κριζόλευκο μάρμαρο από το οποίο κατασκευάζο/ταν τα αρχιτεκτονικά μέλη. Η θέση του νησιού εξασφάλιζε τη φθηνότερη μεταφορά του εξορυσσο_ενου μαρμάρου διά θαλάσσης. Ένα πλοίο που μετεφερε μάρμαρο από την Προκόννησο και από λα τομεία της Θεσσαλίας ναυάγησε κοντά στις σικε>ικές ακτές περί το 530. Το φορτίο του περιλάμβανε 23 κίονες, βάσεις κιόνων και κιονόκρανα, πλάκες ''-.ακοσμημένες με σταυρούς και 12 κιονίσκους, •λα τα αρχιτεκτονικά μέλη προορίζονταν για την κατασκευή του μαρμάρινου τέμπλου, του άμβωνα και της Αγίας Τράπεζας μιας εκκλησίας, πιθανό τατα στη Βόρεια Αφρική. Περισσότερες πληροφο ρίες για την κυκλοφορία του προκοννήσιου μαρμάεου έχουν συγκεντρωθεί με βάση τους ποικίλους χαρακτηριστικούς τύπους κιονοκράνων που έχουν ερεθεί σε διάφορα σημεία της Μεσογείου. Όταν τα λατομεία της Προκοννήσου έπαψαν να λειτουργούν κατά τον 7ο αιώνα, σταδιακά «αντικαταστάθηκαν» από τα εγκαταλειμμένα αρχαία μνηυεια των παράκτιων πόλεων, τα οποία άρχισαν να λαφυραγωγούνται για το μάρμαρό τους. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, η αρχαία πόλη της Κυζίκου στη Θάλασσα του Μαρμαρά αποτέλεσε πηγή υαρμάρου, απ’ όπου προήλθαν όχι μόνο κομμάτια που επαναχρησιμοποιήθηκαν αυτούσια σε παρακεί μενα μοναστηριακά κτίσματα του 8ου αιώνα, αλλά και κομμάτια που λαξεύτηκαν ξανά επί παραγγε λία, για να χρησιμοποιηθούν σε κτήρια της Κων σταντινουπόλεως όπως στη Μονή Λιβός, που κτί στηκε το 907. Τα έγχρωμα μάρμαρα ανακυκλώνο νταν επίσης ως μικρά κομμάτια και δίσκοι κομμέ νοι από μαρμάρινους κίονες, που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή δαπέδων με την τεχνική του opus sectile.
Αντικείμενο του διεθνούς εμπορίου, αποτελού σαν ακόμα διάφορα μέταλλα, το ελεφαντόδοντο και το μετάξι ως εξαγόμενα ή/και εισαγόμενα. Στην αυτοκρατορία παράγονταν υψηλής ποιότητας αση
μένιοι δίσκοι τόσο κατά την Πρώιμη όσο και κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο. Ακόμα τα περίκλειστα σμάλτα που κατασκευάζονταν εκεί αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο της μεσαιωνικής διακοσμητικής. Τα ασημένια αλλά και τα κοσμημένα με σμάλ το. αντικείμενα εξάγονταν ως εμπορεύματα ή ως διπλωματικά δώρα ή έφταναν στις ξένες χώρες ως λάφυρα. Αντικείμενα φτιαγμένα από ευτελέστε ρα μέταλλα αποτελούσαν τη βάση ευρέων και πιο συστηματικών εξαγωγών —μπρούντζινα δοχεία κατά την Πρώιμη περίοδο και ορειχάλκινα θυρό φυλλα κατά τη Μεσοβυζαντινή. Κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα, αντικείμενα από κράμα χαλκού τα οποία κατασκευάζονταν στο Βυ ζάντιο εξάγονταν στη Δυτική Ευρώπη, όπου περί που 120 από αυτά έχουν βρεθεί σε ταφές. Περι λαμβάνουν οικιακά σκεύη, όπως χυτές μπρούντζι νες λεκάνες με κρεμαστές λαβές, σκεύη για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου, και σφυ ρήλατους μπρούντζινους κάδους, ορισμένοι από τους οποίους είναι διακοσμημένοι με σκηνές κυνη γιού και φέρουν ελληνικές επιγραφές. Οι τελευ ταίοι έχουν βρεθεί στη Βρετανία, στην Ισπανία, στην ανατολική Μεσόγειο και στην Τουρκία. Πα ρόμοια αντικείμενα, που ανέρχονται σε 170, βρέθη καν σε ταφές στη Νουβία, νότια της Αιγύπτου. Εντός των ορίων της αυτοκρατορίας έχουν βρεθεί λιγότερα τέτοια αντικείμενα, πιθανότατα επειδή δεν χρησιμοποιούνταν ως νεκρικές προσφορές. Κατά τον 11ο αιώνα γνωρίζουμε μία ακόμα εξαγωγική βιομηχανία. Ορειχάλκινα θυρόφυλλα διακοσμημένα με ένθετες μορφές και σκηνές από νιέλο και ασήμι κατασκευάζονταν στην Κωνστα ντινούπολη και εξάγονταν στην Ιταλία. Ο τόπος κατασκευής τους αναφέρεται σαφώς σε επιγραφές που βρίσκονται επάνω στα ίδια τα θυρόφυλλα, τα οποία κατέληξαν σε εκκλησίες στην Αμάλφη, στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Όρος Κασίνο, στο Σαλέρνο και στο Όρος S. Angelo, μεταξύ 1060 και 1080 και κατά τον 12ο αιώνα. Κανένα παρόμοιο θυρόφυλ λο δεν σώζεται στην Κωνσταντινούπολη. Εισήχθησαν στην Ιταλία από μια οικογένεια της Αμάλφης, τα σημαντικότερα μέλη της οποίας, ο Πανταλέων και ο Μαύρος (Mauro), κατοικούσαν στην Κωνστα-
228
Β υζα ντινή μ π ρ ο ύ ν τζιν η λεκ ά νη μ ε κ ρ ε μ α σ τέ ς λαβές κ α ι β ιά τ ρ η τ η β ά σ η , π ου βρέθηκε σ ' έναν α γ γ λ ο σ α ξ ο ν ικ ό τά φ ο σ τ ο F aversham σ τ ο Κ εντ, μ α ζ ί μ ε α μ έθ υ σ το επ εξεργα σμ ένο κ α τ ά τη β υ ζα ντινή τεχνική.
ντινούπολη, είχαν βυζαντινούς τιμητικούς τίτλους και εμπορικά συμφέροντα στη Συρία και στην Πα-
Τ μή μ α α π ό τ α ορ ειχ ά λ κ ιν α θυρόφυλλα τ ο υ ναού το ν Α γίου Π αύλου Ε κτός τω ν Τ ειχώ ν σ τ η Ρ ώ μ η, π ου κ α τα σ κ ε υ ά σ τη κ α ν το 1070 σ τ η ν Κ ω νστα ντινούπ ολη . Ο δω ρη τή ς Π ανταλέω ν ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι να ικ ε τε ύ ει σε σ τ ά σ η π ρ ο σ κ ύ νη σ η ς α ν ά μ ε σ α σ το ν Χ ρισ τό κ α ι σ το ν ά γ ιο Π αύλο. Τα π ρ ό σ ω π α , τ α χ έ ρ ια κ α ι τ α π ό δ ια τω ν μορφ ώ ν ή τα ν α π ό ένθετο α σ ή μ ι (π ο υ σή μ ερ α λ είπ ε ι), ενώ οι επ ιγ ρ α φ ές α π ό νιέλλο.
MARLIA MUNDELL MANGO
λαιστίνη. Μια δίγλωσση επιγραφή πάνω στα θυρό φυλλα της Αμάλφης, στα ελληνικά και στα λατινι κά, αναφέρει το όνομα του αρχιτεχνίτη Συμεών, ενώ τα θυρόφυλλα στον Άγιο Παύλο της Ρώμης έχουν δίγλωσσες επιγραφές στα ελληνικά και στα συριακά, που αναφέρουν κάποιον Θεόδωρο και κάποιον Σταυράκιο. Η συριακή επιγραφή υποδηλώνει μια σχέση ανάμεσα στην Ανατολή και στη νέα αυτή βιομηχανία στην Κωνσταντινούπολη. Το μετάξι, τα μπαχαρικά και το ελεφαντόδοντο ήταν σημαντικά είδη που εισάγονταν από την Α νατολή, τα οποία αναφέρονται από τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη, έμπορο από την Αλεξάνδρεια, δια νοούμενο, αστρονόμο και θεολόγο. Το έργο του Χρι στιανική Τοπογραφία (536-547) περιλαμβάνει α ναφορές στις εμπειρίες που είχε κατά τη διάρκεια των εμπορικών ταξιδιών του στη Μεσόγειο, στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό κόλπο και στη σημερινή Σρι Λάνκα. Οι εμπορικοί πράκτορες του Βυζαντίου, οι κομμερκιάριοι, εισέπρατταν τε λωνειακό δασμό στα εισαγόμενα αγαθά: τα μολυβδόβουλλά τους αναφέρουν τα ονόματά τους και τον τόπο όπου ασκούσαν τα καθήκοντά τους. Το με σαιωνικό Επαρχικό Β ιβλίο ρύθμιζε το εξωτερικό εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη. Το ελεφαντόδοντο εισαγόταν τόσο από την Α φρική όσο και από την Ινδία. Οι μεγαλύτεροι αφρι κανικοί χαυλιόδοντες θα πρέπει να χρησιμοποιού νταν στην κατασκευή πλακών ύψους μέχρι και 42 εκ., ενώ κομμάτια από τους μικρότερους ινδικούς χαυλιόδοντες θα πρέπει να προορίζονταν για κυλιν δρικές «πυξίδες» με διάμετρο 8-10 εκ. Σε αντίθεση με αυτές τις πρώιμες «πυξίδες», τα περισσότερα μεσαιωνικά επιμήκη κιβωτίδια έχουν ξύλινα τοι χώματα πάνω στα οποία έχουν στερεωθεί, με καρ φιά, λεπτά πλακίδια και λωρίδες από ελεφαντόδοτο. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως στα πρώιμα ελεφάντινα δίπτυχα και στις κυλινδρικές πυξίδες, έχουμε ενδείξεις μαζικής παραγωγής. Μπορντού ρες με ανάγλυφες ροζέτες κατασκευάζονταν σε μα κριές λωρίδες που κόβονταν ανάλογα με το μήκος που χρειαζόταν κάθε φορά ο κατασκευαστής, ενώ πλακίδια με εικονικό διάκοσμο εμφανίζονται κατ’ επανάληψη σε διάφορα κιβωτίδια. Κατά τη Με-
ΕΜΠΟΡΙΟ
22g
Επάνω: Χ άρτης το ν κόσμ ον εικ ονογρα φ εί τη Χριστιανική Τοπογραφία π ο υ γρ ά φ τη κ ε το 536-547 α π ό τον Κ οσ μ ά τον Ι ν δ ικ ο π λ ε ν σ τη , έναν έμ π ορ ο α π ό την Α λεξάνδρεια. Ο ω κεανός π ερ ιβ ά λ λ ει τη σ χ η μ α τ ίζ ε ι τη Ρ ω μ α ϊκ ή (Μ εσόγειο) Θ άλα σσ α, τ ψ Α ραβ ική (Ε ρυθρά) Θ άλ,ασσα, το ν Π ερσικό κ όλπο κ α ι τη ν Κ α σ π ία Θ ά λα σσ α . Ο π α ρ ά δ ε ισ ο ς β ρ ίσ κ ε τ α ι κ α τά μ ή κ ος της δ ε ξ ιά ς π λευρά ς του χ άρτη . Χ ειρόγραφ ο το ν 11ον α ιώ να . Μ ονή Σ ιν ά , Β ιβ λ ιο θ ή κ η της Μ ονής της Α γίας Α ικα τερίνη ς, κ ώ δ ικ α ς 1186.
σχιωνική περίοδο, το ελεφαντόδοντο συμπληρωνό ταν από κόκαλο και ορισμένα κιβωτίδια κατα σκευάζονταν αποκλειστικά από οστέινα πλακίδια, συχνά λαξευμένα με μεγάλη δεξιοτεχνία. Από τα ελεφαντουργήματα της Πρώιμης Βυζα ντινής εποχής που σώζονται μέχρι τις μέρες μας, τα περισσότερα είναι δίπτυχα τα οποία εξέδιδαν ύπατοι του Ανατολικού και του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, οι οποίοι άλλαζαν κάθε χρόνο, μέχρι το 540, οπότε η υπατεία καταργήθηκε. Παρότι οι σωζόμενες πλάκες διπτύχων υποδηλώνουν μαζική πα ραγωγή, ο ανάγλυφος διάκοσμός τους μπορεί να είναι περίτεχνος και εκλεπτυσμένος. Οι κωδίκελλοι αξιώματος, τους οποίους απένειμε ο αυτοκράτορας, και οι δέλτοι που εικονίζονται στη Nolitia Dignitatum ήταν επίσης από ελεφαντόδοντο (βλ. σελ. 91). Τα περισσότερα μεσαιωνικά αντικείμενα από
Το ελεφ ά ντινο υ π α τ ικ ό δ ίπ τ ν χ ο το υ Α ρεόβινδον (506) το ν α π ε ικ ο ν ίζ ε ι σε υ π α τ ικ ό κ ά θ ισ μ α δια κοσ μ η μ ένο μ ε λεοντοκεφ αλές. Κ ά τ ω ε ικ ο ν ίζ ο ν τ α ι σκ η νές απ ό τ α δ η μ ό σ ια θ ε ά μ α τα π ο υ οργά νω σ ε κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια της ε ν ια ύ σ ιο ς θ η τ ε ία ς τον. Οι ta b u la e a n sa ta e, σ τ ο άνω τ μ ή μ α τω ν φ ύλλω ν τ ο ν δ ιπ τν χ ο ν , αναφ έρουν το όνομά τον (δεξιά ) κ α ι τους τίτλ ο υ ς τ ο ν (α ρ ισ τε ρ ά ) σ τ α λ α τ ιν ικ ά .
MARLIA MUNDELL MANCC
Μεταξωτό εξάμιτο ύφασμα που κοσμείται με μετάλλια τα οποία περικλείουν αντωπούς ελέφαντες. Μια επιγραφή που έχει υφανθεί στο μεταξωτό αναφέρει ότι αυτό κατασκευάστηκε « υπό την εποπτεία τοί’ Μιχαήλ, κοιτωνίτη και ειδικού και τον Πέτρου, άρχοντα τον Ζευξίππον», πιθανότατα κατά τη διάρκεια της βασιλείας τον Κωνσταντίνου Η ' και τον Βασιλείου Β '. Το ύφασμα αυτό τοποθετήθηκε στον τάφο τον Καρλομάγνον από τον Όθωνα Γ ' το έτος 1000. Τέλ.η 10ου αιώνα.
ελεφαντόδοντο χρονολογούνται στον 10ο και στον 11ο αιώνα. Αυτοκρατορικά πλακίδια μνημονεύουν τις στέψεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου και Ρωμανού Β' (σελ. 304, 311). Υπάρχουν επίσης τρίπτυχα και κιβωτίδια με ανά γλυφη ελεφαντοστέινη διακόσμηση θρησκευτικού περιεχομένου. Άλλα κιβωτίδια, διακοσμημένα με μυθολογικά, κυνηγετικά, βουκολικά ή στρατιωτικά θέματα, αποτελούν ένα σχετικά μεγάλο σύνολο της κοσμικής τέχνης της περιόδου. Ένα εξαίρετο πα ράδειγμα είναι το κιβωτίδιο Veroli με μυθολογικές σκηνές (βλ. σελ. 311). Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, το μετάξι υπήρξε προϊόν εισαγωγών αλλά και εξαγωγών. Από τα με ταξωτά, τα λινά και τα μάλλινα υφάσματα που πα ράγονταν στο Βυζάντιο, τα μεταξωτά ήταν τα πιο σημαντικά από οικονομική άποψη και τα πλέον ξα κουστά. Μέχρι και τα μέσα του 6ου αιώνα ακατέρ γαστο μετάξι εισαγόταν από την Άπω Ανατολή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπου υφαινόταν. Σύμφω να με τον Προκόπιο, η Βηρυτός και η Τύρος ήταν τα
πιο σπουδαία κέντρα μεταξουργίας, η οποία εν _ερει ήταν κρατικό μονοπώλιο. Το αυτοκρατορικο _ετάξι, που προοριζόταν για τον αυτοκράτορα, βαζτΛ ταν πορφυρό στην Τύρο και στη Σιδώνα με τη στική ουσία την οποία εξέκρινε ο αδένας ενός κοχ λιού, της πορφύρας. Μεταξοσκώληκες εισήχθησ»| στο Βυζάντιο το 552 και μέχρι το 568 είχαν δημιουοΗ γηθεί στη Φοινίκη φυτείες με μουριές. Παρόττ — σαν στα χέρια των Αράβων τον 7ο αιώνα, το Β.ζαντιο παρέμεινε μεγάλος παραγωγός μεταξωτώ. »■ φασμάτων. Ένα αυτοκρατορικο εργαστήριο μετα ξιού λειτούργησε στους χώρους των πρώην λουτρ _ ι του Ζευξίππου στην Κωνσταντινούπολη και το Lπαρχικό Β ιβλίο όριζε ρυθμίσεις για πέντε σν·— εχνίες εμπόρων μεταξιού. Μεταξοσκώληκες εκτρέ φονταν στη βυζαντινή Νότια Ιταλία ενώ στην Ε/ύ*■ δα η Θήβα αλλά και η Κόρινθος ήταν σημαντυβ] κέντρα παραγωγής μεταξιού. Δύο σειρές μεταί^-j τών υφασμάτων, η μία διακοσμημένη με λιονττες»! και η άλλη με ελέφαντες, φέρουν επιγραφές τ » ] αναφέρουν ότι η παραγωγή των υφασμάτων - .* 1
ΜΠΟΡΙΟ
επί των ημερών Λέοντος ΣΤ' (886-912), Ρωμανού και Χριστοφόρου (921-923), Κωνσταντίνου Η' και Βασιλείου Β' (976-1025). Περίτεχνα μεταξωτά υ φάσματα απεικονίζονται σε αυτοκρατορικά και άλ λα πορτρέτα. Βαρύτιμα βυζαντινά μεταξωτά υφάσματα που χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα και εξής διατηρούνται σε διάφορες εκκλησίες στην Ευ ρώπη, για παράδειγμα στον τάφο του Καρλομάγνου στο Ακυΐσγρανο (Άαχεν) και του Αγίου Γερμανού στην Auxerre. Τα υφάσματα γενικότερα αποτελού σαν σημαντικό στοιχείο του οικιακού εξοπλισμού. Εγγραφα του 10ου και του 12ου αιώνα που διατηρούνται στην Geniza του Κάιρου μαρτυρούν τη ζή τηση που είχαν τα βυζαντινά πέπλα και τα πετάσματα στον αραβικό κόσμο.
23 ϊ
Οι ισλαμικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα μείω σαν αλλά δεν διέκοψαν εντελώς την εμπορική δρα στηριότητα της Ύστερης Αρχαιότητας στη Μεσό γειο. Άλλοι παράγοντες που συντέλεσαν στη μείω ση του εμπορίου ήταν η παρακμή των πόλεων, που υποβιβάστηκαν σε ένα επίπεδο αυτάρκειας, η δια κοπή του ανεφοδιασμού της Κωνσταντινουπόλεως με κρατική επιχορήγηση και η ιδιωτικοποίηση της ναυσιπλοΐας. Οι συνθήκες άρχισαν να βελτιώνονται κατά τον 10ο αιώνα, αλλά οι Βυζαντινοί, με το πα ραδοσιακά αντι-επιχειρηματικό πνεύμα τους, δεν επωφεληθηκαν ιδιαίτερα από τη νέα κατάσταση. Αντίθετα, την πρωτοβουλία πήραν οι ιταλικές πό λεις, οι οποίες απέκτησαν ειδικά εμπορικά προνό μια στην πρωτεύουσα.